O Megas Alexandros Tou Ellinismou_Dimitrios Kougioumtzoglou

February 7, 2017 | Author: mariamchl2 | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download O Megas Alexandros Tou Ellinismou_Dimitrios Kougioumtzoglou...

Description

Philosophia Ancilla / Academica V

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ – ΒΥΖΑΝΤΙΟ – ΝΕΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ. ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΟΓΛΟΥ

Ο Δημήτρης Κουγιουμτζόγλου γεννήθηκε το 1974 στην Καβάλα. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., με ειδίκευση σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο στην αρχαιολογία και με ενεργό συμμετοχή σε ανασκαφές στη Βόρεια Ελλάδα ως ασκούμενος φοιτητής και ως συμβασιούχος αρχαιολόγος. Διορίστηκε στη μέση εκπαίδευση ως καθηγητής φιλόλογος σε λύκειο με τις εξετάσεις του Α.Σ.Ε.Π. Κατά τη διάρκεια της πενταετούς απόσπασής του στη Μόσχα δίδαξε ελληνική γλώσσα και πολιτισμό στα πανεπιστήμια Λομονόσοφ και Διεθνών Σχέσεων, στο Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού και στον Ελληνικό Σύλλογο Μόσχας, δίνοντας παράλληλα σειρά ανοιχτών στο κοινό διαλέξεων για την ιστορία και τον πολιτισμό της Ελλάδας με έμφαση στη Μακεδονία (ορισμένες από αυτές προσβάσιμες στη διεύθυνση: http://www.hecucenter.ru/old/gr/archeology.htm). Έχει συμμετάσχει με ανακοινώσεις του σε συνέδρια, σεμινάρια και ημερίδες αρχαιολογικού, ιστορικού και εκπαιδευτικού χαρακτήρα και έχει δημοσιεύσει άρθρα και μελέτες ιστορικού, αρχαιολογικού και εκπαιδευτικού περιεχομένου σε πρακτικά, σε εκπαιδευτικούς

ιστότοπους

(www.fryktories.gr,

http://sfkavala.blogspot.gr/),

σε

εφημερίδες και περιοδικά. Είναι διπλωματούχος ξεναγός της Σχολής Ξεναγών Θεσσαλονίκης.

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ – ΒΥΖΑΝΤΙΟ – ΝΕΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ. ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΟΓΛΟΥ

Δημήτριος Κωνσταντίνου Κουγιουμτζόγλου, «Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού: Αρχαιότητα, Βυζάντιο, Νεότερη και Σύγχρονη Ελλάδα». ISBN: 978-618-5147-88-4 Νοέμβρης 2016 Την ευθύνη για τη σελιδοποίηση του έργου φέρει ο συγγραφέας.

Σειρά: Philosophia Ancilla/ Academica V Επιστημονικός υπεύθυνος σειράς: Κωνσταντίνος Ιω. Γεωργιάδης, http://kigeorgiad.wix.com/forumphilipporum Η σειρά αυτή δημιουργήθηκε από κοινού με τον Σύλλογο Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «ΣΥΝ ΑΘΗΝΑ» https://synathena.wordpress.com/

Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: [email protected] website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, μπορείτε να διαβάσετε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

στη μητέρα μου Μαρία

Αυτός ο βασιλιάς, σε σύντομο χρονικό διάστημα, έκανε μεγάλα κατορθώματα και με τη δική του σύνεση και ανδρεία ξεπέρασε τα έργα όλων των βασιλιάδων, των οποίων η μνήμη μας παραδίδεται ανά τους αιώνες. Διόδωρος Σικελιώτης, περίπου 60 -30 π.Χ.

Τι να πει κανείς για αυτούς που κάνουν επωδές και χρησιμοποιούν φυλακτά και περιδένουν στα κεφάλια και στα πόδια τους χάλκινα νομίσματα του Αλέξανδρου του Μακεδόνα; Πες μου, αυτές είναι οι ελπίδες μας, μετά τη σταύρωση και το θάνατο του Κυρίου μας, να προσβλέπουμε για τη σωτηρία μας στην εικόνα ενός Έλληνα βασιλιά; Ιωάννης ο Χρυσόστομος, β΄ μισό 4ου αιώνα μ.Χ.

Επαινώ ακόμη και γι’ αυτό τον ηγεμόνα μας, ότι δηλαδή κάνοντας αναφορές στον Αλέξανδρο σε πολλούς λόγους του, θεωρούσε πως κοσμεί και τιμά τον Αλέξανδρο στη φιλοσοφία και τον εαυτό του στη βασιλική εύνοια. Γεώργιος Σχολάριος (Γεννάδιος) για Κωνσταντίνο ΙA΄ Παλαιολόγο, γύρω στο 1450.

Σήκωσε, Θεέ μου, έναν άλλο Αλέξανδρο, όπως κάποτε εκείνος έδιωξε τους Πέρσες από την Ελλάδα, έτσι και αυτόν τον τύραννο να τον διώξει, να λάμψει πάλι η χριστιανοσύνη στους τόπους της Ελλάδας σαν πρώτα. Ιωάννης Πρίγκος, 1768.

Αλέξανδρος ο βασιλές κάνει χαρά τον γιο ντου όλο τον κόσμο τον καλνά κι όλο το ψυχολόγι, τον Διανή δεν τον καλνά, ποχ’ την κακιά την γνώμη. Παραλλαγή του δημοτικού τραγουδιού ο Διγενής στο γάμο, Σωζόπολη Θράκης.

Ω Θεέ μου, Κύριε των Βασιλιάδων και Δικαστών….εσύ που με έκανες με κέρατα στην κεφαλή μου…αν ο Μεσσίας, ο γιος του Θεού, έρθει στις μέρες μου, τα στρατεύματα μου και εγώ ο ίδιος θα Τον λατρέψουμε… Η συριακή εκδοχή του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου, 6ος -7ος αιώνας μ.Χ. Το όνομα του Αλέξανδρου θα ζει όσο θα υπάρχει ευρωπαϊκός πολιτισμός, που στηρίζεται, όχι λίγο, πάνω στο έργο της ζωής του. Hermann Bengston, 1968.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος

12-22

1.

Εισαγωγή

23-36

2.

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

37-190

2.1. Οι γραπτές πηγές

37-70

2.2. Οι γλυπτές αναπαραστάσεις του Αλέξανδρου

71-90

2.3. Παραστάσεις σε ζωγραφική, ανάγλυφα, ψηφιδωτά, μικροτεχνία και κεραμική

91-102

2.4. Οι αναπαραστάσεις σε νομίσματα και μετάλλια και οι ιδεολογικές προεκτάσεις τους

103-126

2.4.1. Τα νομίσματα του Αλέξανδρου

103-109

2.4.2. Τα αλεξάνδρεια νομίσματα των διαδόχων

110-115

2.4.3. Τα αλεξάνδρεια νομίσματα των πόλεων

116-121

2.4.4. Τα νομίσματα του Κοινού των Μακεδόνων και τα αλεξάνδρεια μετάλλια

122-126

2.5. Το ζήτημα της θεοποίησης του Αλέξανδρου

127-135

2.6. Τόποι λατρείας

136-144

2.7. Η μίμηση του Αλέξανδρου από τους Έλληνες διαδόχους και επιγόνους

145-150

2.8. Η Imitatio Alexandri των Ρωμαίων

151-163

2.9. Το Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη

164-181

2.10. Συμπεράσματα

182-190

3. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

191-349

3.1. Η λαϊκή παράδοση και η συνέχεια του Μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη

191-216

3.2. Ιστοριογραφία, αποκαλυπτική φιλολογία και οι επιδράσεις του Μυθιστορήματος

217-226

3.3. Αυτοκρατορική ιδεολογία: ο Μέγας Αλέξανδρος ως πρότυπο των βυζαντινών αυτοκρατόρων

227-252

3.4. Οι βυζαντινοί λόγιοι για τον Αλέξανδρο

253-275

3.5. Ο Μέγας Αλέξανδρος στη βυζαντινή τέχνη

276-325

3.5.1. Μετάλλια, δίσκοι, λίθοι και η στήλη του Ηράκλειου – Αλέξανδρου

276-280

3.5.2.Η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου: περιγραφή και ερμηνείες

281-294

3.5.3. Αναπαραστάσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου στη βυζαντινή τέχνη

295-316

3.5.4. Μικρογραφίες χειρογράφων, αγγεία και άλλα ευρήματα

317-325

3.6. Συμπεράσματα

326-349

4. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

350-521

4.1. Η νεοελληνική Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου: καταβολές και λόγιες επιδράσεις της

350-362

4.2. Λόγιοι και ιστορικοί για τον Αλέξανδρο

363-378

4.3. Ο Μέγας Αλέξανδρος στις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες

379-396

4.4. Σύμβολο των αγώνων και του πατριωτισμού των Ελλήνων

397-422

4.5. Λαϊκή παράδοση και θέατρο σκιών

423-448

4.6. Νεότερη και σύγχρονη λογοτεχνία, τέχνη και μουσική

449-491

4.6.1. Λογοτεχνία

449-471

4.6.2. Οι απεικονίσεις του Αλέξανδρου στη νεότερη και σύγχρονη τέχνη

472-480

4.6.3. Ο Μέγας Αλέξανδρος στο πεντάγραμμο

481-491

4.7. Ο Αλέξανδρος στα ελληνικά ΜΜΕ

492-499

4.8. Θέατρο, κινηματογράφος και άλλες σύγχρονες δημιουργίες και αναφορές

500-511

4.9. Συμπεράσματα

512-521

5. ΣΥΜΒΟΛΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ: Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΛΑΩΝ

522-586

5.1. Αίγυπτος, Κόπτες και Αιθιοπία

523-525

5.2. Εβραϊκή παράδοση

526-528

5.3. Λατινική φιλολογία και χαρτογραφία

529-531

5.4. Συρία

532-534

5.5. Ντουλ Καρνέιν: ο Δίκερως Ισκαντέρ των Αράβων και του Ισλάμ

535-539

5.6. Περσία

540-543

5.7. Ο Αλέξανδρος στη γραπτή παράδοση και τέχνη της Δύσης

544-564

5.8. Βαλκάνια και Τουρκία

565-568

5.9. Αρμενία και Γεωργία

569-571

5.10. Ρωσία

572-577

5.11. Στη μακρινή Ανατολή

578-586

6. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

587-602

ΠΙΝΑΚΕΣ – ΧΑΡΤΕΣ

603-640

Πίνακας 1: οι καλλιτεχνικοί τύποι του Αλέξανδρου κατά την αρχαιότητα

603-607

Πίνακας 2: υποστάσεις του Αλέξανδρου στο χρόνο

608-628

Χάρτης 1: τόποι λατρείας του Αλέξανδρου γύρω από τη Μεσόγειο θάλασσα κατά την αρχαιότητα

629-631

Χάρτης 2: βυζαντινές και μεταβυζαντινές / σύγχρονες παραστάσεις του Αλέξανδρου σε ναούς – μνημεία

632-634

Χάρτης 3: οι νεοελληνικές παραδόσεις του Αλέξανδρου

635-638

Χάρτης 4: τόποι και λαοί του Μυθιστορήματος (ελληνικές διασκευές)

639-640

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ –ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

641-674

ΕΙΚΟΝΕΣ

675-745

Dimitrios K. Kougioumtzoglou: Alexander the Great of Hellenism: Antiquity, Byzantium, Modern Greece. TABLE OF CONTENTS Prologue

12-22

1. Introduction

23-36

2. ALEXANDER THE GREAT IN ANTIQUITY

37-190

2.1 The written sources

37-70

2.2. The sculptural depictions of Alexander

71-90

2.3. Depictions in painting, reliefs, mosaics, miniature art and ceramics

91-102

2.4. The depictions in coins, medallions and their ideological associations 2.4.1. Coins of Alexander

103-109

2.4.2. The alexandrian coins of the Successors

110-115

2.4.3. The alexandrian coins of the cities

116-121

2.4.4. Coins of the Community of the Macedonians and the alexandrian medallions

122-126

2.5. The issue of deification of Alexander

127-135

2.6. Worship Places

136-144

2.7. The imitation of Alexander among the Greek Successors and Descendants

145-150

2.8. The Imitatio Alexandri of the Romans

151-163

2.9. The Romance of pseudo – Kallisthenes

164-181

2.10. Conclusions

182-190

3. ALEXANDER THE GREAT IN BYZANTIUM

191-349

3.1. The folk tradition and the continuation of the Romance of pseudo – Kallisthenes

191-216

3.2. Historiography, apocalyptic philology and the effects of the Romance

217-226

3.3. Imperial ideology: Alexander the Great as an example for the byzantine emperors

227-252

3.4. The byzantine scholars about Alexander

253-275

3.5. Alexander the Great in byzantine art 3.5.1. Medallions, stones and the Heraclius – Alexander Steale

276-280

3.5.2. The ascension of Alexander: description and interpretations

281-294

3.5.3. Depictions of the ascension of Alexander in byzantine art

295-316

3.5.4. Miniatures of manuscripts, pottery and other finds

317-325

3.6. Conclusions

326-349

4. ALEXANDER THE GREAT OF MODERN HELLENISM

350-521

4.1. The modern greek Fyllada tou Megalexandrou: its origins and its effects among the scholars

350-362

4.2. Scholars and historians about Alexander

363-378

4.3. Alexander the Great in post – byzantine wall paintings

379-396

4.4. Symbol of the struggles and the patriotism of the Greeks

397-422

4.5. Folk tradition and Shadow Theater

423-448

4.6. Modern literature, art and music 4.6.1. Literature

449-471

4.6.2. Depictions in modern art

472-480

4.6.3. Alexander the Great in Greek music

481-491

4.7. Alexander in Greek Mass Media

492-499

4.8. Theatre, cinema and other modern creations and references

500-511

4.9. Conclusions

512-521

5. SYMBOL OF UNIVERSALITY OF HELLENISM: ALEXANDER IN THE TRADITION OF OTHER HISTORICAL NATIONS

522-602

5.1. Egypt, Coptic Christians and Ethiopia

523-525

5.2. The Jewish tradition

526-528

5.3. Latin philology and cartography

529-531

5.4. Syria

532-534

5.5. Du’ul Carnein: the two - horned Iskander of the Arabs and Islam

535-539

5.6. Persia

540-543

5.7. Alexander in the written tradition and art of the West

544-564

5.8. The Balkans and Turkey

565-568

5.9. Armenia and Georgia

569-571

5.10. Russia

572-577

5.11. To the east.

578-586

6. GENERAL CONCLUSIONS

587-602

TABLES – MAPS

603-640

Table 1: Artistic forms of Alexander in antiquity

603-607

Table 2: Timeless perceptions of Alexander

608-628

Map 1: Worship places of Alexander around the Mediterranean in antiquity

629-631

Map 2: Byzantine and post – byzantine depictions of Alexander in churches and monuments

632-634

Map 3: The modern Greek folk traditions of Alexander

635-638

Map 4: People and places in the Romance of Alexander (greek versions)

639-640

BIBLIOGRAPHY

641-674

PICTURES

675-745

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

11

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θέλω να ευχαριστήσω: τους φίλους και παλιούς συμφοιτητές Γιάννη Βιολάρη, Άγγελο Ζάννη, Μιχάλη Κάππα, Γεώργιο Μάλλιο και Νικόλαο Παζαρά, τη δρ. αρχαιολόγο Ελένη Προκοπίου, τον Κωστή Κοκκινόφτα και τον Αμπατζόγλου Ιωάννη για την επισήμανση εννέα άρθρων και βιβλίων που έλαβα υπόψη, τους πατέρες της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, τον Αρχιμανδρίτη Γρηγόριο της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, το Julich Theo (μουσείο Darmstadt), τον Peter. Agricolus (flickr), την Katja Vinther (Karlsberg Glyptotek), τον πρώην πρόεδρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Νικόλαο Μέρτζο, τον ιστορικό - ερευνητή Ζουμπουλάκη Κλεάνθη, την αρχαιολόγο Καλλιόπη Φλώρου, το συλλέκτη κ. Παπαδημητρίου, τους ερευνητές Καραμπερόπουλο Δημήτριο και Ταρασουλέα Αθανάσιο, τον αρχαιολόγο Ιωάννη Τσιουρή, την αρχαιολόγο Τσαγκάρη Δήμητρα, τη συγγραφέα και συνάδερφο Βουζανίδου Ευαγγελία, τη Βικτώρια Λάντνεβα, το ζωγράφο Ιωάννη Βράνο και τον εκδότη Τάσο Κυριακίδη, τη διευθύντρια του Λαογραφικού Μουσείου Λάρισας Φανή Καλοκαιρινού καθώς και τους αρχαιολόγους του αρχαιολογικού Μουσείου Θηβών και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καβάλας -Θάσου και κάθε άλλον για την ευγενική παραχώρηση του δικαιώματος αναδημοσίευσης εικόνων, τις συναδέρφους Καλαμπούκα Γεωργία και Ευθυμιάδου Μελίνα για κάποιες μεταφράσεις από τα γαλλικά και το κείμενο του Dieterich αντίστοιχα, τη συνάδερφο Ευθυμιάδου Αναστασία για την υπόδειξη του έργου της Ελεάτης, το συνάδερφο και παλιό καθηγητή Νίκο Καραγιαννακίδη για την υπόδειξη του τραγουδιού Το φίδι και ο Αλέξανδρος, τον Αντώνη Σαραγιώτη της Κεντρικής Βιβλιοθήκης Α.Π.Θ και το προσωπικό των υπόλοιπων βιβλιοθηκών που επισκέφτηκα (Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Βιβλιοθήκη Ακαδημίας Αθηνών «Ιωάννης Συκουτρής», Βιβλιοθήκη Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Βιβλιοθήκη Τομέα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης Α.Π.Θ., Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας, Κρατική Βιβλιοθήκη του Λένιν στη Μόσχα), τη γερόντισσα Αλεξία και την αδερφή Ευφροσύνη της Μονής Εικοσιφοινίσσης για την εγκάρδια φιλοξενία και διευκόλυνση που μου παρείχαν, τον Ηρακλή Λαμπαδαρίου της saitapublications για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε και τον επιστημονικό υπεύθυνο της σειράς Philosophia Ancilla και φίλο Κωνσταντίνο Γεωργιάδη για την πολύτιμη συμβολή του στην επιμέλεια της μορφής του βιβλίου, την αδερφή μου Μαρίνα Τσελεπή για τις φωτογραφίες της και τη μητέρα μου φιλόλογο Μαρία Σαββίδου για τις υποδείξεις της και τη φιλολογική επιμέλεια του βιβλίου. Ο συγγραφέας ζητά την κατανόηση όσων δεν μπόρεσε να βρει, προκειμένου να ζητήσει την άδεια επαναδημοσίευσης μιας εικόνας, παρακαλώντας τους να λάβουν υπόψη τους το μη εμπορικό και καθαρά επιστημονικό –εκπαιδευτικό χαρακτήρα του βιβλίου. / The writer of this book asks for the understanding of those, who he couldn’t reach in order to take permission for the publication of a picture, asking them to consider the non commercial, strictly scientifical – educational purpose of this book.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

12

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ο Μέγας Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πέλλα, την πρωτεύουσα του βασιλείου της αρχαίας Μακεδονίας1 το καλοκαίρι του 356 π.Χ. και πέθανε στη Βαβυλώνα το καλοκαίρι του Οι λέξεις Μακεδονία και Μακεδών είναι ελληνικές. Προέρχονται από το αρχαίο ελληνικό επίθετο Μακεδνός που σημαίνει υψηλός, μακρύς, λυγερός. Η λέξη αυτή αναφέρεται για πρώτη φορά στην Οδύσσεια του Ομήρου: οἲα τε φύλλα μακεδνής αἰγείροιο (η, 106). Συνώνυμες λέξεις στα νέα ελληνικά είναι οι λέξεις μάκρος, μήκος, μακρύς. Το τοπωνύμιο Μακεδονία ενδεχομένως να σήμαινε αρχικά «υψηλά κείμενη χώρα», δηλαδή βόρεια χώρα (Μπαμπινιώτης 2009: 809) ή και ορεινή χώρα, ενώ ο Μακεδών ήταν ο υψηλός ή και ο ορεσίβιος. Ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος πρώτος αναφέρεται στο φύλο των Μακεδνών, συσχετίζοντάς τους με τους Δωριείς και αποδεχόμενος την ελληνικότητα τους: («το δωρικό έθνος) οἴκεε ἐν Πίνδω Μακεδνόν καλεόμενον. ἐντεῦτεν δε ές Πελοπόννησον ἐλθόν Δωρικόν ἐκλήθη (Ηρόδοτος Α΄, 56), δηλαδή «Οι Δωριείς όταν κατοικούσαν στην Πίνδο ονομάζονταν Μακεδνοί και από κει, όταν κατήλθαν στην Πελοπόννησο, ονομάστηκαν Δωριείς». Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος Α, παραμονές της μάχης των Πλαταιών (479 π.Χ.), έδωσε πολύτιμες πληροφορίες στους συνασπισμένους Έλληνες του νότου, δικαιολογώντας την ενέργειά του αυτή με τα παρακάτω λόγια: «αὐτός τε γάρ Ἕλλην γένος εἰμί τωρχαίον, καί ἀντ’ ἐλευθέρης δεδουλωμένην οὐκ ἂν ἐθέλοιμι όρᾶν τήν Ὲλλάδα», δηλαδή «Γιατί και εγώ ο ίδιος είμαι Έλληνας το γένος από παλιά και δεν θα ήθελα να δω την Ελλάδα υπόδουλη αντί για ελεύθερη» (Ηρόδοτος, 9, 45, 1,2). Ο Πλούταρχος πάλι στο δεύτερο λόγο του Περί Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς αναφέρει πως ο Αλέξανδρος κατά την εκστρατεία του εναντίον των Θηβαίων βρέθηκε στη δεινή θέση να χρειαστεί να αμυνθεί «προς ἂνδρας ὁμοφύλους καί συγγενεῖς» (Πλούταρχος Β: 108). Ο Στράβων έγραψε πως οι Μακεδόνες είχαν παραπλήσια διάλεκτο με τους Ηπειρώτες, δηλαδή ελληνική καί στις δύο περιπτώσεις. Κατά τον Τίτο Λίβιο οι Μακεδόνες, οι Αιτωλοί και οι Ακαρνάνες μιλούσαν την ίδια διάλεκτο της ελληνικής. Ο Δίων ο Χρυσόστομος αναφέρεται στους «Μακεδόνας καί τούς ἄλλους Ἕλληνας» (Περί Βασιλείας, Δ΄, 9, 48). Μακεδόνες συμμετείχαν στην πανελλήνια διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Σπάρτη το 371 π.Χ. Ένας από τους παλιότερους σωζόμενους καταλόγους των θεωροδόκων, καταλόγων που περιέχουν λίστες των – αποκλειστικά ελληνικών - κρατών και πόλεων που επισκέπτονταν οι θεωροί, δηλαδή οι απεσταλμένοι των πανελλήνιων ιερών, είναι αυτός της Επιδαύρου, του 360 π.Χ. και περιλαμβάνει και το βασίλειο της Μακεδονίας, όπως και αρκετοί άλλοι τέτοιοι κατάλογοι (Χατζόπουλος 2008: 56-58). Ακόμα και στο Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη (παραλλαγή α΄, β΄, L, γ΄ κ.α.) αποτυπώνεται επανειλημμένα η ελληνικότητα των Μακεδόνων και του ίδιου του Αλέξανδρου (Stoneman 1993 (1991): 90, 110, 137, 187, Καλλισθένης 2005: 224, 228. «Ἀλέξανδρος δέ ἐστιν Ἕλλην», λένε οι Αθηναίοι ρήτορες Δημάδης και Δημοσθένης -, 382 –«ὁ Ἀλέξανδρος… στήσας το Μακεδονικόν μετά τῶν ἄλλων Ἐλλήνων…»), όπως, βέβαια και στο πολύστιχο βυζαντινό έπος των αρχών του 13ου αιώνα Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς (π.χ. στἰχοι 684-690, 1125-1137), στο οποίο μάλιστα ταυτίζεται η Μακεδονία με την Ελλάδα. Η σύγχρονη έρευνα, στηριζόμενη σε πρόσφατα και παλαιότερα αρχαιολογικά τεκμήρια (επιγραφές κ.α. αρχαιολογικά ευρήματα) και στις γραπτές πηγές, αποδέχεται την ελληνική καταγωγή των Μακεδόνων, κατατάσσει τη διάλεκτό τους ως συγγενική της ομάδας των βορειοδυτικών ελληνικών διαλέκτων, (η μακεδονική διάλεκτος έχει ελληνική γραμματική και μόλις δύο περιστασιακά παρατηρούμενες ιδιορρυθμίες σε κάποια σύμφωνα, οι οποίες ωστόσο μπορούν να εξηγηθούν μέσα στα πλαίσια της ελληνικής γλώσσας) και επισημαίνει τα ελληνικά ανθρωπωνύμια (π.χ. Αλέξανδρος, Φίλιππος, Αμύντας, Κάρανος, Κλεοπάτρα, Ευριδίκα, Γλαύκα, Φιλοξένα, ορισμένα από τα οποία απαντώνται μόνο στη μακεδονική διάλεκτο, όπως τα Μαχάτας (στη αττικο -ιωνική Μαχητής), Πατερίνος, Αδίστα, Δρύκαλος, Άρκαπος, Κλείονα (από Κλειώ), τα δύο τελευταία σε επιγραφικές μαρτυρίες από την Αιανή, περίπου 450-425 π.Χ., Καραμήτρου –Μεντεσίδη 1993:79-83), τοπωνύμια (π.χ. Αιγαί, Αλιάκμων, Εύρωπος), τα φυλετικά (π.χ. Ορέστες), τους θεσμούς και τα αξιώματα (π.χ. εταίροι), το ημερολόγιο (μήνες Δίος, Απελλαίος, Ξανδικός, Αρτεμίσιος κ.α.), τις καθημερινές λέξεις (π.χ. πέλιοι 1

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

13

323 π.Χ. Μεγάλωσε ως γιος βασιλιά, του Φιλίππου Β΄, του ανθρώπου που όχι μόνο διέσωσε το μακεδονικό βασίλειο από την πλήρη διάλυση, αλλά το κατέστησε το ισχυρότερο ελληνικό και ευρωπαϊκό κράτος της εποχής2 και ηγετική δύναμη της πανελλήνιας εκστρατείας κατά =ηλικιωμένοι, Στράβων, 7, τελεσιάς = μακεδονικός χορός απλός και αργός, Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 14.27, ἐπιδειπνίς = επιδόρπιο, Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, XVI, 76, σε Τσιμπίδου –Αυλωνίτη 2005:135, κρηπίδες = ψηλά δερμάτινα υποδήματα, Τσιμπίδου –Αυλωνίτη 2005:138, 143, αἰγίποψ = αετός αιγοφάγος, ἀδῆ = ουρανός), αρχαιολογικά ευρήματα αρχαίων επιγραφών στη μακεδονική διάλεκτο, όπως ο κατάδεσμος της Πέλλας κ.α. στοιχεία της ελληνικής μακεδονικής διαλέκτου, χωρίς να παραγνωρίζει και τον ελληνικό χαρακτήρα της θρησκείας των αρχαίων Μακεδόνων, αλλά και την εκπεφρασμένη περηφάνια τους για την ελληνική ταυτότητά τους. Ανάμεσα στα άλλα τεκμήρια, είναι σημαντικό να επισημανθεί πως οι Μακεδόνες σταθερά συμμετείχαν σε αρχαιοελληνικούς θεσμούς, όπως στη Δελφική Αμφικτυονία ή στο ιδρυμένο το 136 -132 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αδριανό Πανελλήνιο, ιερό στην Ολυμπία, όπου συγκεντρώνονταν τουλάχιστον μια φορά το χρόνο οι αντιπρόσωποι των ελληνικών πόλεων (Ι.Ε.Ε. ΣΤ΄: 156, 201, 468). Όλα τα παραπάνω συνηγορούν απόλυτα στην ελληνική ταυτότητα των Μακεδόνων από την αρχή της ύπαρξής τους και καταρίπτουν θεωρίες περί δήθεν μεταγενέστερου εξελληνισμού τους μέσα από την επαφή τους με τους νότιους Έλληνες, όπως εντελώς ανιστόρητα υποστηρίζουν ορισμένοι ξένοι ερευνητές. Πιο αναλυτικά δες: Brill's companion to ancient Macedon: studies in the archaeology and history of Macedon, 650 BC-300 AD edited by Robin J. Lane Fox, 2011, C. Brixhe, Un “nouveau” champ de la dialectologie grecque: le macedonien, στο ΚΑΤΑ ΔΙΑΛΕΚΤΟΝ, Atti del III Colloquio Internazionale di Dialettologia Greca, A.I.O.N. 19, 1997, Hoffmann O., Die Makedonen. Ihre Sprache und ihr Volkstum (Gottingen 1906), Mari Manuela, Al di la dell’ Olimpo: Macedoni e grandi santuari della Grecia dell’eta arcaica al primo ellenismo (ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 34, Αθήνα 2002), N. G. L. Hammond, The Macedonian state: Origins, Institutions and History, Oxford, 1989, Trumpy Catherine, Untersuchungen zu den altgriechischen Monatsnamen und Monatsfolgen, Hiedelberg, 1997, Ανδριώτης Νικόλαος, Η γλώσσα και η ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων, δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1952, Μάλλιος Κ. Γεώργιος, Μακεδόνων Άθλα, ολυμπιονίκες και νικητές στους πανελλήνιους αγώνες της αρχαίας Ελλάδας, έκδοση της Παμμακεδονικής Συνομοσπονδίας Αθηνών και της Γενικής Γραμματείας Ολυμπιακών Αγώνων, Αθήνα 2004 (Greek – English), Παναγιώτου Άννα, Η θέση της μακεδονικής διαλέκτου, στον τόμο «Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας από τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα», συλλογικό έργο, έκδοση του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών υπό την επιμέλεια του Α.Φ. Χριστίδη, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 319-325, Hatzopoulos M.B., La position dialectale du macedonien a la lumiere des decouvertes epigraphiques recentes, στο “Die altgriechischen Dialekte: Wesen und Werden” Innsbruck 2007, σελ. 157-176, Β. Μισαηλίδου –Δεσποτίδου, Επιγραφές Αρχαίας Μακεδονίας, Υπουργείο Πολιτισμού –Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997, E.Voutiras, Διονυσοφώντος γάμοι, Marital Life and Magic in Fourth Century Pella (Amsterdam, 1998), Αρχαία Μακεδονία: Γλώσσα, Ιστορία, Πολιτισμός, επιμέλεια Γ.Κ. Γιαννάκης, συγγραφή άρθρων Michael Zahnrt, Arthur Muller, Aimilio Crespo, Julian Mendez Dosuna, στα Ελληνικά, English, Deutsch, Francais, έκδοση Κέντρου Ελληνικής γλώσσας, - Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Θεσσαλονίκη 2012, pdf προσπελάσιμο στο http://ancdialects.greeklanguage.gr/node/519 (ανάκτηση 1.9.2012). Ειδικότερα για τις σχέσεις της μακεδονικής διαλέκτου με την αρχαία μυκηναϊκή δες Προμπονά Ιωάννη, «Γλωσικά αρχαίας Μακεδονίας: Pu-ke-qi-ri: ένας μυκηναϊκός σκοίδος», στο Αρχαία Μακεδονία 6ο Διεθνές Συμπόσιο, τόμος 2, Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 945-948. Για τις ετυμολογικά «δύσκολες» μακεδονικές λέξεις, που όμως ετυμολογούνται στο πλαίσιο της ελληνικής δες Α. Ι. Θαβώρη, «Ο χαρακτήρας και η χρονολόγηση του λεξιλογίου της ελληνικής διαλέκτου των αρχαίων Μακεδόνων», στο Αρχαία Μακεδονία 6ο Διεθνές Συμπόσιο, τόμος 2, Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1999, σελ.1135-1150. Η ευρωπαϊκή διάσταση της ισχύος του Μακεδονικού βασιλείου τονίζεται και από τους αρχαίους συγγραφείς: «Φίλιπππος μέν οὖν μέγιστος γενόμενος τῶν καθ’ έαυτόν ἐπί τῆς Εὐρώπης βασιλέων» (Διόδωρος 2

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

14

των Περσών, υλοποιώντας την Πανελλήνια Ιδέα του Αθηναίου ρήτορα Ισοκράτη3. Ο Αλέξανδρος, έχοντας δάσκαλο τον Αριστοτέλη4 και ηρωικό πρότυπο τον Αχιλλέα5 του Σικελιώτης 16.95). Χαρακτηριστικό αυτής της διάστασης είναι και η συμβολική αποτύπωσή της στο παλάτι των Αιγών, στη Βεργίνα: σε ένα από τα δωμάτια των ανδρώνων αποκαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα ψηφιδωτό με την αρπαγή της Ευρώπης (Kottaridi 2011: 235). Ο Φίλιππος υπήρξε μέγιστος στρατηγός, διπλωμάτης και ηγέτης, μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες του ελληνισμού και συνάμα αποτέλεσε το υπέρτατο πρότυπο για το γιο του, τον Αλέξανδρο. Χωρίς την προετοιμασία του Φιλίππου σε όλα τα επίπεδα ο Αλέξανδρος δε θα πραγματοποιούσε ποτέ τη μεγαλειώδη εκστρατεία του στην ανατολή. Ίσως γι’ αυτό, ως αναγνώριση της οφειλής του στον πατέρα του, ο Αλέξανδρος, πέρα από το μεγαλοπρεπή τάφο του, που του έστησε στις Αιγές, σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη, στα λεγόμενα υπομνήματά του, στις εντολές που έδωσε στον Κρατερό, συμπεριέλαβε και το σχέδιο κατασκευής μεγαλοπρεπούς τάφου για τον πατέρα του Φίλιππο σε μορφή πυραμίδας, μεγάλης σαν κι αυτή της μεγαλύτερης πυραμίδας της Αιγύπτου (Διόδωρος Σικελιώτης, 18.4). Το φιλίππειο πρότυπο του Αλέξανδρου αποδεικνύεται σε διάφορες πτυχές του βίου του και στις πολιτικές επιλογές που έκανε: η ιδέα της αξιοποίησης των τοπικών –και νικημένων στον πόλεμο - ηγετικών τάξεων μιας χώρας μέσω της συνεργασίας μαζί τους , προκειμένου να στερεώσει κάποιος την εξουσία του στις τοπικές κοινωνίες, αποδίδεται πρώτα στο Φίλιππο, ο οποίος την έκανε πράξη πολλές φορές και από αυτόν την πήρε Αλέξανδρος (Syropoulos 2013: 484). Ο Φίλιππος επίσης συνήθιζε να κάνει θυσίες στους θεούς πριν και μετά από μια μάχη καθώς και να διοργανώνει μεγάλες γιορτές προς τιμήν τους, κάτι που βέβαια έκανε και ο Αλέξανδρος (Leiva 2013: 10). Σίγουρα ο Αλέξανδρος πήρε επίσης πολλά παραδείγματα ηγεσίας και διεξαγωγής πολέμου από τον πατέρα του. Άλλωστε ο Φίλιππος υπήρξε ακόμη και τολμηρός και ορμητικός στρατιώτης, που πολεμούσε πάντοτε στην πρώτη γραμμή, με αποτέλεσμα να φέρει σημαντικά τραύματα (Bengston 1991 (1968): 295), ακριβώς έτσι και ο γιος του Αλέξανδρος. Από τον πατέρα του άλλωστε ο Αλέξανδρος πήρε σίγουρα και την αγάπη για τα άλογα, ακόμα και ο Βουκεφάλας ήταν αρχικά ένα δώρο προορισμένο για το Φίλιππο. Έπειτα, από τον πατέρα του πήρε το παράδειγμα της ίδρυσης μιας πόλης που να φέρει το όνομά του, αφού πρώτος ο Φίλιππος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ίδρυσε μια πόλη με το δικό του όνομα το 356 π.Χ., τους Φιλίππους στην Ανατολική Μακεδονία (15 χιλιόμετρα βόρεια της σύγχρονης Καβάλας), όταν κατέκτησε τις Κρηνίδες των Θασίων και τις επανίδρυσε ως Φιλίππους. Επιπλέον από τον πατέρα του ο Αλέξανδρος πήρε, όπως όλα δείχνουν, την ιδέα της θεοποίησης του ηγεμόνα ή τουλάχιστον το αντίστοιχο παράδειγμα του πατέρα του έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της δικής του ατζέντας θεοποίησης για πολιτικούς λόγους (βλέπε περισσότερα στο κεφάλαιο 2.5 και στην υποσημείωση 177). Ακόμα, οι «διπλωματικοί» γάμοι του Φιλίππου με πριγκιποπούλες άλλων βασιλείων, ελληνικών και ξένων, για παράδειγμα με την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Αλέξανδρου, από το βασίλειο των Ηπειρωτών Μολοσσών, με τη Φιλίννα τη Θεσσαλή, την Αυδάτα των Ιλλυριών, τη Μήδα των Γετών κ.α. σίγουρα θα αποτέλεσαν πρότυπο και για τους δικούς του γάμους με τη Ρωξάνη τη Σογδιανή και τις δύο κόρες του Δαρείου, προκειμένου να δώσει πρώτα ο ίδιος το σύνθημα της ενότητας και του οικουμενικού πνεύματος της αυτοκρατορίας του. Σε κάθε περίπτωση με το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο το συνοικέσιο πήρε διαστάσεις πολιτικές, έγινε ένα πολιτικό μέσο ειρήνευσης και συμμαχίας και ως τέτοιο θα το αξιοποιήσουν επανειλημμένα στο μέλλον οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, πιθανόν έχοντας ως πρότυπο ακριβώς τους Μακεδόνες βασιλιάδες. Ακόμα και η επιλογή του Αλέξανδρου να απεικονίσει τον εαυτό του σε νομίσματα ίσως επηρεάστηκε από μια -πιθανή –απεικόνιση του πατέρα του σε νόμισμα: συγκεκριμένα, στα ασημένια τετράδραχμα που έκοψε ο Φίλιππος ήδη από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του εμφανίζεται στον εμπροσθότυπο η γενειοφόρος κεφαλή του Διός και στον οπισθότυπο γενειοφόρος καβαλάρης να φορά καυσία (ή πέτασο) και να υψώνει το δεξί χέρι σε ένδειξη χαιρετισμού, βασιλικής μεγαλοσύνης και προστασίας (βλέπε την ανάλυση της παράστασης στη Caltabiano 1999). Περισσότερα για το Φίλιππο δες στο N. G.L. Hammond – Φίλιππος ο Μακεδών, έκδοση Μαλλιάρης –Παιδεία 2007, καθώς και στο Καργάκος 2014:Α 53-148. Για τις επτά συζύγους του Φιλίππου δες Kate Mortensen, Harmony or 3

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

15

hatred? The inter – relationship of Philip’s wives, στον τόμο “Ancient Macedonia VI”, τόμος 2, (6ο διεθνές συνέδριο για την αρχαία Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1996), έκδοση του Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 797-805. Τέλος, ο Συρόπουλος αναφέρει και ένα άλλο πιθανό πρότυπο πολιτικής για τον Αλέξανδρο, το Δαρείο Α’ το Μέγα, ο οποίος επέδειξε επίσης ανοχή στη θρησκεία, γλώσσα και στις παραδόσεις των υποτελών λαών και εφάρμοσε ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα (Syropoulos 2013: 487). Αναφέρεται από τον Πλούταρχο (Αλέξανδρος, 8) πως ο Αλέξανδρος έλεγε ότι στον πατέρα του οφείλει το ζην αλλά στον Αριστοτέλη το ευ ζην. Σύμφωνα πάντως με τον Κανατσούλη, η πρόσκληση του Φιλίππου στον Αριστοτέλη, προκειμένου αυτός να γίνει ο δάσκαλος του γιου του, είχε και πολιτικά κίνητρα (βλέπε Κανατσούλη 1967: 2-4). Η υποτιθέμενη επιστολή πρόσκλησης του Φιλίππου στον Αριστοτέλη – η γνησιότητα της οποίας αμφισβητείται – διασώθηκε στο λατίνο συγγραφέα Γέλλιο: «ἵσθι μοι γεγονότα ὑιόν….ἐλπίζω γάρ αὐτόν ὑπό σοῦ τραφέντα καί παιδευθέντα ἄξιον ἔσεσθαι καί ἡμῶν καί τῆς τῶν πραγμάτων διαδοχῆς» (Κανατσούλης 1967: 2). Ο Αριστοτέλης, ως δάσκαλος του Αλέξανδρου, συνέθεσε για το μαθητή του ένα ποίημα αφιερωμένο στην αρετή, με αναφορές στον Ηρακλή, τον Αχιλλέα, τους Διόσκουρους και τον Αίαντα (Trofimova 2012 A: 62). Ως ηγεμόνας ο Αλέξανδρος στήριξε τις έρευνες και μελέτες του δασκάλου του, για τις οποίες αναφέρεται ότι κατέβαλε το ποσό των 800 ταλάντων. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, ο Αριστοτέλης έγραψε για τον Αλέξανδρο και μια πραγματεία για την τέχνη της διακυβέρνησης, ένα βιβλίο περί βασιλείας, το οποίο είχε τόσο καθοριστική επιρροή στην ψυχή του Αλέξανδρου, που έλεγε μετά αυτός πως αν περνούσε μια μέρα χωρίς να ευεργετήσει κάποιον, τότε εκείνη την ημέρα δεν είχε βασιλέψει πραγματικά (Tarn 1948 (2014): 38, 178, Παπαδοπούλου 2009: 133, υποσημείωση 136). Όταν δημιούργησε την παγκόσμια αυτοκρατορία του, ο Αριστοτέλης του έστειλε ένα υπόμνημα, το Ἀλέξανδρος ἢ ὑπέρ ἀποίκων. Από αυτό το κείμενο σώζεται μόνο μια αναφορά, σύμφωνα με την οποία ο Αριστοτέλης προέτρεπε τον παλιό του μαθητή να είναι ηγεμόνας των Ελλήνων αλλά αφέντης των βαρβάρων και τους πρώτους να τους φροντίζει ως φίλους και οικείους, ενώ τους δεύτερους σαν ζώα ή φυτά. Ο Αλέξανδρος βέβαια δεν ακολούθησε την προτροπή του δασκάλου του, αλλά συμπεριφέρθηκε προς όλους με σεβασμό και ισότητα, στο πλαίσιο του οράματος που είχε για μια παγκόσμια αυτοκρατορία (Πλουτάρχου Β: 45). Σίγουρα η δολοφονία του Καλλισθένη, ανιψιού του Αριστοτέλη θα συντέλεσε στην αποξένωση των δύο ανδρών (Lesky (1971)1983: 761). Στο σημείο αυτό αξίζει ακόμη να αναφερθεί πως φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος ακολουθούσε τις συμβουλές και άλλων πνευματικών ανδρών, όχι μόνο του Αριστοτέλη: ο Αθήναιος αναφέρει το έργο Πρός Ἀλέξανδρον συμβουλαί του Θεόπομπου του Χίου, ρήτορα, ιστορικού και προσωπικού φίλου του Αλέξανδρου (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 6.18). Ο Κανατσούλης επισημαίνει ακόμη πως, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, ο Αλέξανδρος είχε ως δάσκαλο και τον κυνικό φιλόσοφο Φιλίσκο, ακολουθώντας μια παράδοση κυνικής φιλοσοφίας που στο βασίλειο της Μακεδονίας είχε ξεκινήσει επί Αρχελάου. Τονίζει ακόμη ο Κανατσούλης πως είναι ακριβώς αυτή η κοσμοπολίτικη παράδοση των κυνικών, καθώς και η γενικότερη διαλλακτική και ήπια πολιτική που εφάρμοζαν οι Μακεδόνες έναντι των ηττημένων λαών, που οδήγησαν τον Αλέξανδρο να εφαρμόσει διαφορετικές πολιτικές έναντι των κατακτημένων λαών της Ανατολής από αυτές που ήθελε ο Αριστοτέλης (Κανατσούλης 1967: 13). Βέβαια, ως προς την ηπιότητα των Μακεδόνων έναντι ηττημένων αντιπάλων μπορεί κανείς να εγείρει αρκετές ενστάσεις, ο εκτοπισμός θρακικών φύλων κατά την επέκταση των Μακεδόνων (για παράδειγμα των Πιέρων, Θουκυδίδης ΙΙ 99,3 σε Σάμσαρη 1976: 65), η ολική καταστροφή των Σταγείρων και της Ολύνθου από το Φίλιππο και η αντίστοιχη της Θήβας από τον Αλέξανδρο αποτελούν ορισμένα χαρακτηριστικά τεκμήρια περί του αντιθέτου. 4

Δεν είναι τυχαία η αναφορά όλων των αρχαίων συγγραφέων στο γεγονός ότι ο Αλέξανδρος προσκύνησε τον τάφο του Αχιλλέα στην Τροία και απέτισε σ’ αυτόν φόρο τιμής (βλέπε Διόδωρο Σικελιώτη 17.17., Αρριανό Α΄ 12. 1-3, Πλούταρχο, Αλέξανδρος 15, όπου αναφέρεται ακόμα ότι ο Αλέξανδρος θυσίασε στην Αθηνά και έκανε σπονδές στους ομηρικούς ήρωες, άλειψε την επιτύμβια στήλη του Αχιλλέα με μύρα και τέλεσε γυμνικούς αγώνες δρόμου γύρω από αυτήν, συμμετέχοντας και ο ίδιος και στεφανώνοντάς την στο τέλος, μακαρίζοντας τον Αχιλλέα για το φίλο που είχε εν ζωή και τον υμνητή που απέκτησε μετά το θάνατό του). Σωστά έχει ακόμη 5

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

16

παρατηρηθεί πως ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο θρήνησε ο Αλέξανδρος το θάνατο του Ηφαιστίωνα υπάρχει το στοιχείο της μίμησης του θρήνου του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο (το κόψιμο των μαλλιών, οι επιτάφιοι αγώνες, αλλά και –πιθανόν – η σφαγή των ανδρών της ορεσίβιας ληστρικής φυλής των Κοσσεανών, Blanshard 2007: 32). Αναφέρεται ακόμη ότι σε ένα θεατρικό έργο που έγραψε ο Χοίριλος ο ίδιος ο Αλέξανδρος υποδύθηκε τον Αχιλλέα, ενώ κοινά στοιχεία τους αποτελούσαν ακόμη η γρηγοράδα στο τρέξιμο και το λεοντώδες στην εμφάνιση και στο χαρακτήρα (βλέπε πιο αναλυτικά Trofimova 2012 A: 34 – 38, όπου και αρκετά ακόμη στοιχεία της ομηρικής –αχίλλειας επίδρασης στον Αλέξανδρο). Η μητέρα του Ολυμπιάδα, ίσως, να έπαιξε από νωρίς κάποιο ρόλο στη στροφή του Αλέξανδρου στο ηρωικό πρότυπο του Αχιλλέα, μια και η ίδια προερχόταν από το βασιλικό οίκο των Μολοσσών, που ανήγαγε την καταγωγή του στο Νεοπτόλεμο, το γιο του Αχιλλέα. Η προσκύνηση του τάφου του ομηρικού ήρωα δεν ήταν μόνο μια πράξη ρομαντισμού: ο Αλέξανδρος ξεκινούσε μια πανελλήνια εκστρατεία εναντίον των Περσών, ακριβώς όπως ο πανελλήνιος ήρωας Αχιλλέας είχε πράξει εναντίον της Τροίας για την τιμή της Ελλάδας, επομένως η ενέργεια αυτή του Μακεδόνα βασιλιά περνούσε τα κατάλληλα πολιτικά μηνύματα και στους υπόλοιπους Έλληνες (Leiva 2013: 8, 16). Γι’ αυτό και αφιέρωσε την πανοπλία του στο ναό της Αθηνάς στο Ίλιο και πήρε από κει «ιερά όπλα που σώζονταν από την εποχή του Τρωικού Πολέμου», όπως αναφέρει ο Αρριανός (Α΄.11.6). Μάλιστα την «ιερή ασπίδα» του Ιλίου φαίνεται πως τη χρησιμοποιούσε και στις μάχες, όχι αποκλειστικά ο ίδιος: με αυτήν τον κάλυψε τραυματισμένο ο συμπολεμιστής του Πευκέστας, σε μια κρίσιμη στιγμή κατά την πολιορκία μιας πόλης των Μαλλών στην Ινδία, σώζοντάς του τη ζωή (Αρριανός: ΣΤ.΄20.2). Στον ελληνικό κόσμο άλλωστε, ο Τρωικός Πόλεμος συμβολικά αναλογούσε στους Περσικούς Πολέμους (βλέπε Flower 1999: 422). Ο Αλέξανδρος, όταν κοιμόταν, είχε πάντα δίπλα στο προσκεφάλι του το αντίγραφο της Ιλιάδας, που του χάρισε ο Αριστοτέλης . Έτσι εξηγείται και η ριψοκίνδυνη έκθεση του εαυτού του στο πεδίο της μάχης, αν και ήταν βασιλιάς: ένας νέος πολεμιστής, γαλουχημένος με το ηρωικό πρότυπο του Αχιλλέα, του Αίαντα και του Διομήδη, δεν μπορεί παρά να πολεμά μπροστάρης στη μάχη και πρώτος στη κατά μέτωπο επίθεση στον αντίπαλο, όπως έπραξε ο Αλέξανδρος πολλές φορές. Το πολεμικό του αριστείο κατά τη μάχη του Γρανικού, όταν –έστω και με τη σωτήρια επέμβαση του Κλείτου –ανέτρεψε το επικίνδυνο εχθρικό ιππικό με έφοδο, η παράτολμη ενέργειά του να μπει μπροστάρης στην τελική επίθεση στα τείχη της Τύρου σκοτώνοντας τους αντίπαλους πολεμιστές και ανοίγοντας δρόμο για τους άνδρες του, το πολεμικό του αριστείο στη μάχη των Γαυγαμήλων, που έσπασε την εμπροσθοφυλακή του Δαρείου, η ανδραγαθία του κατά την πολιορκία της μεγαλύτερης πόλης των Μαλλών (που οδήγησε τελικά σε απόλυτη σφαγή, καθότι τραυματίστηκε και οι στρατιώτες του, πιστεύοντας ότι σκοτώθηκε, κατέσφαξαν αδιακρίτως όλους τους κατοίκους της πόλης) όλα αυτά (Διόδωρος Σικελιώτης ΙΖ΄.20, 21,46, Αρριανός: ΣΤ΄.9-10, Κούρτιος Ρούφος 1993:223) και πολλά άλλα παραδείγματα πολεμικής δεινότητας δεν είναι οι παράτολμες ενέργειες ενός άφρονα νέου ηγεμόνα, που διακινδυνεύει την επιτυχία της εκστρατείας εκθέτοντας τον εαυτό του, όπως κάποιοι του προσάπτουν. Είναι οι ενέργειες ενός νέου, εμπνευσμένου πολεμιστή, που καθοδηγείται από το πρότυπο αριστείας των ηρώων της Ιλιάδας και το κάνει ακριβώς για να οδηγήσει στην επιτυχία το στρατό του, εμπνέοντας και εμψυχώνοντας και τον τελευταίο στρατιώτη του και αναλαμβάνοντας την ευθύνη να πολεμήσει για λογαριασμό όλων. Ο Ιουστίνος αναφέρει πως ο Αλέξανδρος ορμούσε πάντα εκεί που η εχθρική παράταξη ήταν πιο πυκνή, επιδιώκοντας να τραβήξει τον κίνδυνο πάνω του και να προστατεύσει τους στρατιώτες του. Αναφέρει ακόμα πως ενέπνεε στους στρατιώτες του τέτοια πίστη στο πρόσωπό του, που δε φοβούνταν κανέναν εχθρό, όταν ήταν μαζί τους, ακόμα κι αν ήταν άοπλοι (Ιουστίνος: XI. 14, XII. 16). Οι στρατιώτες αυτοί τον λάτρευαν και υπέμεναν γι’ αυτόν τα πάνδεινα, ο Αλέξανδρος πάλι τους φρόντιζε και τους επαινούσε για την ανδρεία τους, φροντίζοντας να τους ανταμείβει επάξια για τους αγώνες τους (βλέπε ενδεικτικά Αρριανό: 12.1). Ο Αλέξανδρος είναι ίσως το τελευταίο γνωστό ιστορικό πρότυπο της αρχαιοελληνικής πολεμικής ανδρείας, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε από τις μονομαχίες των Μυκηναίων ηρώων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού –που αποτυπώνονται και στη μυκηναϊκή τέχνη – και μέσα από την Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

17

Ομήρου, γρήγορα ανέπτυξε μια συγκροτημένη προσωπικότητα με μόρφωση και φιλοσοφημένη στάση ζωής6, αλλά και ικανότητες ηγετικές και στρατιωτικές, με κύριο στοιχείο τη στρατηγική ευφυΐα του, την απαράμιλλη τόλμη και γενναιότητά του στο πεδίο της μάχης7 και την ταχύτητα στη λήψη και υλοποίηση αποφάσεων, που του επέτρεπε να έχει αφήγηση των ομηρικών επών πέρασε στους Μαραθωνομάχους και στο Λεωνίδα, για να καταλήξει στο Μακεδόνα βασιλιά. Ο Πλούταρχος (Αλέξανδρος, 8) αναφέρει χαρακτηριστικά πως ο Αλέξανδρος είχε γνώσεις ιατρικές, θεωρητικές και πρακτικές, που πήρε κατά βάση από τον Αριστοτέλη και πως βοηθούσε τους άρρωστους φίλους του φτιάχνοντας συνταγές θεραπείας και δίαιτας. Τονίζει, ακόμα, τη φιλομάθειά του, την αγάπη του για τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και την ανάγνωση, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι, όσο ήταν στην Ασία, διέταξε τον Άρπαλο να του στείλει βιβλία και αυτός του έστειλε τα έργα του Φιλίστου, πολλές από τις τραγωδίες του Ευριπίδη, του Σοφοκλή και του Αισχύλου, όπως επίσης και τους διθυράμβους του Τέλεστου και του Φιλόξενου (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 8). Πράγματι ο Αλέξανδρος είναι ίσως ο πρώτος μεγάλος ενεργός «πεφωτισμένος δεσπότης» στην ανθρώπινη ιστορία, και όχι απλώς μαικήνας και προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών, τους υπηρέτες των οποίων πολλάκις τίμησε και αντάμειψε με πλούσια δώρα (βλέπε ενδεικτικά τις αναφορές του Πλουτάρχου για τον κωμικό Λύκωνα και τον κιθαρωδό Αριστόνικο στο δεύτερο λόγο του Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής –Πλούταρχος Β΄: 72). Τέλος, ένας άνθρωπος σαν τον Αλέξανδρο, δε θα μπορούσε να παραμελεί και τη γυμναστική: ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Αλέξανδρος έπαιζε σφαιριστική με νεαρούς συμπαίκτες, όπως ο Σεραπίωνας (Πλούαρχος: Αλέξανδρος, 39, 73), ενώ και ο Αθήναιος σημειώνει χαρακτηριστικά πως ο Αριστόνικος ο Καρύστιος υπήρξε συμπαίκτης του Αλέξανδρου στο ομαδικό παιχνίδι της σφαιριστικής (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 1.34). 6

Ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε άριστα το μακεδονικό ιππικό, οδηγώντας το ο ίδιος προσωπικά στη μάχη: κάνοντας κυκλωτικές κινήσεις και εκμεταλλευόμενος το στοιχείο του αιφνιδιασμού, πετύχαινε να υπερφαλαγγίζει τον αντίπαλο στρατό και να τον χτυπά από το πλάι, δημιουργώντας ρήγματα στην παράταξή του. Σε όλες αυτές τις συμπλοκές, πολεμώντας πάντα στην πρώτη γραμμή, ξεχώριζε εξαιτίας της ιδιόμορφης περικεφαλαίας του (βλέπε Πλουτάρχου, Αλέξανδρος, 16,20). Γι’ αυτό και δέχτηκε πολλά χτυπήματα στο σώμα του με όλων των ειδών τα όπλα, ορισμένα από τα οποία θα μπορούσαν να ήταν και μοιραία για τη ζωή του (βλέπε την αναφορά του Πλουτάρχου Β: 95, 103). Γενικότερα, ο Αλέξανδρος συνδύαζε άριστα τα όπλα του (πεζικό, ιππικό, ναυτικό, πολιορκητικές μηχανές), αποδείχθηκε ακαταμάχητος πολεμιστής και αναδείχθηκε νικητής σε μάχες με διαφορετικούς στρατούς, που πολεμούσαν με διαφορετικές τακτικές (Έλληνες οπλίτες, Πέρσες, Σκύθες, ασιάτες νομάδες, Ινδοί με πολεμικούς ελέφαντες κ.α.). Ορισμένες τακτικές του, όπως οι χειμερινές εκστρατείες, το κυνήγι του αντιπάλου μέχρι την εξάλειψή του ως κινδύνου, η πορεία με διαίρεση του στρατού σε δύο συνήθως τμήματα, η κεραυνοβόλα προέλαση κ.α. υπήρξαν πρωτοποριακές για την πολεμική ιστορία και άφησαν παρακαταθήκη και για επιχειρήσεις μελλοντικών στρατηγών. Επίσης, ήταν από τους πρώτους ηγέτες που συνειδητοποίησε την αξία της ψυχαγωγίας και της χαλάρωσης για το στράτευμά του, γι’ αυτό και διοργάνωνε αθλητικούς και μουσικούς αγώνες μετά το τέλος κάθε σημαντικής φάσης της εκστρατείας του. Το πρόβλημα βέβαια ήταν πως ο ίδιος επωμιζόταν όλες τις ευθύνες και την παραμικρή φροντίδα και έγνοια για τα πάντα, -στρατό, διοίκηση, απονομή δικαιοσύνης –με αποτέλεσμα να χρειάζεται να καταβάλλει απίστευτο μόχθο και ενέργεια (Tarn 1948 (2014): 172, 188, Provatakis 2004: 189). Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να λέγαμε ότι ήταν βασιλιάς, στρατηγός και συνάμα ο καλύτερος στρατιώτης του στρατού που ηγείτο. Συν τοις άλλοις, αυτή η ταχυκινησία και παραπλάνηση του αντιπάλου στο πεδίο της μάχης είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των απωλειών στο δικό του στράτευμα και κατά συνέπεια την ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των στρατιωτών του όχι μόνο για τη νίκη, αλλά και για την επιβίωσή τους, κρίσιμο στοιχείο για μια εποχή που οι ολομέτωπες επιθέσεις είχαν εκατόμβες θυμάτων. Τέλος, ο Αλέξανδρος αποδείχθηκε άριστος και στο σχεδιασμό των 7

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

18

πάντα πρωτοβουλία κινήσεων. Οι αρετές αυτές8 μαζί με τη θυελλώδη ιδιοσυγκρασία του και την επιθυμία του να ξεπεράσει τον πατέρα του, ήταν τα στοιχεία που τον οδήγησαν τελικά στο μεγαλειώδες πέρασμά του στην ιστορία. Ήδη στα δεκάξι του χρόνια, ως αντιβασιλέας της Μακεδονίας, συνέτριψε την εξέγερση του θρακικού φύλου των Μαιδών. Στα δεκαοχτώ του ηγήθηκε του επίλεκτου σώματος των εταίρων ιππέων εναντίον των συνασπισμένων Αθηναίων και Θηβαίων στη μάχη της Χαιρώνειας, (338 π.Χ.), μάχη η οποία έκρινε τις εξελίξεις στην ελληνική χερσόνησο και οδήγησε στη σύμπηξη της πανελλήνιας συμμαχίας κατά των Περσών. Το 335 π.Χ., βασιλιάς της Μακεδονίας πια, μετά το θάνατο του πατέρα του, εκστράτευσε εναντίον των Θρακών, των Τριβαλλών, των Γετών και των Ιλλυριών στο βορρά, φτάνοντας νικηφόρα μέχρι το Δούναβη και πετυχαίνοντας την υποταγή των επικίνδυνων βορείων γειτόνων του μακεδονικού βασιλείου. Αμέσως μετά, πληροφορούμενος την εξέγερση των Θηβαίων εναντίον του, κατήλθε αστραπιαία στη Νότια Ελλάδα με τελικό αποτέλεσμα την άλωση της Θήβας και την ολική καταστροφή της, με ευθύνη και των εκπροσώπων των συμμαχικών ελληνικών πόλεων ( Ι.Ε.Ε. 1973: 20, 28-33)9. ψυχολογικών επιχειρήσεων, με την καλλιέργεια του ανίκητου και την προβολή της θεϊκής του καταγωγής, έτσι ώστε να κερδίσει αρκετές μάχες χωρίς καν να χρειαστεί να εμπλακεί (Κυριακίδης 2013: 508). Σε αυτές τις αρετές θα πρέπει να προστεθούν και η αξιοθαύμαστη φυσική αντοχή του στις κακουχίες και στην πίεση της εκστρατείας, η επιμονή του και η ξεκάθαρη πάντα στοχοθεσία του, ο άριστος σχεδιασμός των επιχειρήσεων, η οργανωτικότητά του, η προσαρμοστικότητα και ευφευρετικότητά του στις διάφορες καταστάσεις που αντιμετώπισε, το έμφυτο χάρισμα της επικοινωνίας και η κοινωνικότητά του, εν τέλει η αποτελεσματικότητά του ως ηγέτη. Ο Κυριακίδης στο άρθρο του για την προσωπικότητα του Αλέξανδρου παρατηρεί συμπερασματικά πως και οι σύγχρονοι ηγέτες έχουν πολλά να μάθουν από τη μελέτη της προσωπικότητάς του, ακόμα και το να αποφεύγουν τα τρωτά του (Κυριακίδης 2013: 505, 508, 511). Ο Tarn πάλι εύστοχα παρατηρεί πως ο Αλέξανδρος ήταν ένας άνθρωπος με σιδερένια θέληση, που μπορούσε ταυτόχρονα να παραβλέπει τα κάλλη των θυγατέρων του Δαρείου, αλλά και να προφυλάσσει τον εαυτό του και τους κοντινούς του από το «θηρίο» που έκλεινε μέσα του - με εξαίρεση το φόνο του Κλείτου. Ήταν ακόμα μια ανυπέρβλητη προσωπικότητα, που άνετα επιβλήθηκε σε εξίσου φοβερές προσωπικότητες, όπως ο Πτολεμαίος, ο Αντίγονος, ο Λυσίμαχος, ο Κάσσανδρος, οι οποίοι μόνο μετά το θάνατό του κατόρθωσαν να απελευθερώσουν την ενέργεια και τις φιλοδοξίες που έκρυβαν μέσα τους (Tarn 1948 (2014): 169, 171). Τέλος στις αρετές του Αλέξανδρου θα πρέπει οπωσδήποτε να προσθέσουμε και την ευσέβειά του απέναντι στο θείο και όχι μόνο. Χαρακτηριστικά ο Αρριανός αναφέρει μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος ενόσω ήταν στην Τροία θυσίασε στον Πρίαμο στο βωμό του Έρκειου Διός, θέλοντας να εξιλεώσει τη γενιά του, τη γενιά του Νεοπτόλεμου, για το κακό που ο μακρινός πρόγονός του είχε διαπράξει, δηλαδή τη σφαγή του βασιλιά της Τροίας στον ίδιο βωμό (Αρριανός Α΄: 11.8). 8

Το ζήτημα της καταστροφής της Θήβας υπήρξε αντικείμενο αντιπαράθεσης ιστορικών και διαφορετικής ανάγνωσης ήδη από την αρχαιότητα. Ο Καργάκος σωστά επισημαίνει πως για τον Αλέξανδρο ήταν στρατηγικά σκόπιμο και επωφελές να καταστραφούν οι Θήβες προκειμένου από φόβο να καθυποταχτούν αναίμακτα οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις του νότου και έτσι να μπορέσει απρόσκοπτα να προετοιμάσει την εκστρατεία του στην ανατολή χωρίς να έχει το νου του στα νώτα του. Άλλωστε οι Θηβαίοι, μηδίσαντες, υπήρξαν κατά το παρελθόν πιστοί σύμμαχοι των μεγάλων αντιπάλων, των Περσών (Καργάκος 2014:Α΄ 212-213). Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης επισημαίνει ακόμα ένα επιβαρυντικό στοιχείο για τους Θηβαίους: όταν ο Αλέξανδρος έφτασε μπροστά στα τείχη της πόλης έστειλε έναν κήρυκα για να πει στους Θηβαίους πως θα δεχόταν άμεσα όποιον από αυτούς προσχωρούσε στην κοινή συνθήκη των Ελλήνων, αυτοί όμως ως απάντηση φώναξαν από έναν 9

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

19

Όλα αυτά όμως δεν ήταν παρά το πρελούδιο της μεγάλης πανελλήνιας 10 εκστρατείας του στην ανατολή, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας και πύργο πως, όποιος από το στρατό του Αλέξανδρου θέλει, μπορεί να έρθει μαζί τους και με τη βοήθεια του Μεγάλου Βασιλέως (δηλαδή του Πέρση βασιλιά) να καταλύσουν τον τύραννο της Ελλάδας (δηλαδή τον Αλέξανδρο). Ο Αλέξανδρος οργίστηκε με την απάντηση αυτή και αποφάσισε να τιμωρήσει τους Θηβαίους σκληρά (Διόδωρος Σικελιώτης ΙΖ΄: 9.4-5). Και ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Αλέξανδρος έδωσε στους Θηβαίους μια ευκαιρία πριν τη μάχη, ζητώντας τους να του παραδώσουν το Φοίνικα και τον Προθύτη και κηρύσσοντας αμνηστία για όσους πήγαιναν με το μέρος του. Η αγέρωχη όσο και αλαζονική απάντηση των Θηβαίων, που του ζήτησαν να τους παραδώσει το Φιλώτα και τον Αντίπατρο και το κάλεσμα για συστράτευση μαζί τους σε όποιον θα ήθελε να απελευθερώσει την Ελλάδα, ακύρωσαν τελικά την προσπάθεια προσέγγισης και ειρηνικής λύσης της κρίσης. Άλλωστε και οι σύμμαχοι Πλαταιείς και Φωκείς φαίνεται πως επέμεναν στην καταστροφη της Θήβας. Ο Πλούταρχος τονίζει επίσης πως με την καταστροφή της Θήβας ο Αλέξανδρος έλπιζε πως θα σταματούσε η στάση των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων του νότου (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 11). Επιπλέον ο Δείναρχος, στον Κατά Δημοσθένους λόγο του αναφέρει πως ήταν ακριβώς ο χρηματισμός από το Δαρείο που έκανε ορισμένες ελληνικές πόλεις του νότου να ξεσηκωθούν κατά του Αλέξανδρου και πως δόθηκαν 300 τάλαντα για τον ίδιο σκοπό καί στην Αθήνα, όμως οι Αθηναίοι τα αρνήθηκαν (ωστόσο τα πήρε ο Δημοσθένης με σκοπό, όπως γράφει ο Δείναρχος, να τα χρησιμοποιήσει προς όφελος του Πέρση βασιλιά, βλέπε απόσπασμα στη διέυθυνση: http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.01.0082:speech=1:section=10&highligh t=alexander (29.8.2014). Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως για την καταστροφή της Θήβας από τον Αλέξανδρο ο Σωτήριχος περίπου το 300 μ.Χ. συνέθεσε το –χαμένο σήμερα –έπος «Πύθων» (Ι.Ε.Ε. ΣΤ΄ 1976: 429). Η συμμαχία των ελληνικών πόλεων, ήδη από τη σύστασή της επί Φιλίππου, ονομάστηκε Κοινόν τῶν Ἑλλήνων και ο Φίλιππος ἡγεμών τῶν Ἑλλήνων σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς Δημοσθένη, Διόδωρο αλλά και έναν πάπυρο της Οξυρρύγχου (Καργάκος 2014: Α’ 127-129). Σωστά ο Κυριακίδης παρατηρεί πως «σε μια εποχή που ο τοπικισμός σήμαινε ότι η πόλη – κράτος ήταν ισχυρότερη από την κοινή ελληνική ταυτότητα, ο Αλέξανδρος έκανε συνεχώς κινήσεις ενίσχυσης της εθνικής ταυτότητας» (Κυριακίδης 2013:507). Ο πανελλήνιος χαρακτήρας της εκστρατείας του Αλέξανδρου τεκμηριώνεται από πλείστες αναφορές: ο Φωκίωνας ο Αθηναίος τάχθηκε από την αρχή με το μέρος του Αλέξανδρου, σε αντίθεση με το Δημοσθένη, θεωρώντας ότι και η Μακεδονία ήταν ελληνική περιοχή και επομένως ο Αλέξανδρος ο πιο κατάλληλος για να εκδικηθεί τις παλιές προσβολές των Περσών εναντίον της Ελλάδας (Κούρτιος Ρούφος: 237). Πριν την εκστρατεία, ο Αλέξανδρος ζήτησε απ’ όλα τα ελληνικά κράτη να του ετοιμάσουν πορφυρούς χιτώνες, τους οποίους θα προσέφερε ως ευχαριστήρια θυσία στους θεούς, μετά τη νίκη του κατά των βαρβάρων (Πλούταρχος, Ηθικά, Περὶ παίδων ἀγωγῆς). Ο Ιουστίνος αναφέρει πως ο Μακεδόνας βασιλιάς πριν περάσει τον Ελλήσποντο ύψωσε βωμούς στους 12 θεούς και έκανε θυσίες προσευχόμενος για «νίκη σε έναν πόλεμο στον οποίο επιλέχθηκε να γίνει ο εκδικητής της Ελλάδας» (Ιουστίνος: XI. 5). Από την Τροία, όπως ήδη παρατηρήσαμε, πήρε τα «ιερά όπλα» της εποχής του Τρωικού Πολέμου, τα οποία και χρησιμοποιούσε στις μάχες (Αρριανός: Α.11.7-8). Με τη συμβολική αυτή ενέργεια ο Αλέξανδρος έγινε εκφραστής μιας πανελλήνιας συνείδησης με ιστορικό βάθος που φτάνει στους πρώτους, ηρωικούς χρόνους της ελληνικής πρωτο -ιστορίας, σύμφωνα πάντα και με την καθιερωμένη αρχαιοελληνική αντίληψη. Ο Αρριανός αναφέρει πως οι κάτοικοι της Τενέδου είχαν επίσημα χαράξει σε στήλες το κείμενο της συμμαχίας (συνθήκες) που είχαν συνάψει με «τον Αλέξανδρο και τους Έλληνες» (Αρριανός: Β΄- 2.2). Στην απαντητική επιστολή του Αλέξανδρου στο Δαρείο, μετά τη μάχη της Ισσού, ο Αλέξανδρος σημειώνει πως: «…οι δικοί σας πρόγονοι ήρθαν στη Μακεδονία και στην άλλη Ελλάδα και μας κακοποίησαν, χωρίς να έχουν αδικηθεί σε τίποτε προηγουμένως. Κι εγώ, αφού ορίστηκα ηγέτης των Ελλήνων και θέλοντας να τιμωρήσω τους Πέρσες, πέρασα στην Ασία, επειδή εσείς κάνατε την αρχή αυτής της αδικίας…» (Αρριανός: Β΄. 14. 4, Κούρτιος Ρούφος 1993: 179). Επίσης ο Αλέξανδρος φρόντισε για την εγκαθίδρυση των δημοκρατικών 10

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

20

καθεστώτων στις απελευθερωμένες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας και για την απαλλαγή τους από τους φόρους που πλήρωναν στους σατράπες, τονίζοντας ότι ξεκίνησε τον πόλεμο εναντίον των Περσών για την απελευθέρωσή τους (Αρριανός: Α΄, 18, 1-2, Διόδωρος Σικελιώτης:17.24) και αφήνοντάς τες ουσιαστικά ελεύθερες και αυτόνομες. Ωστόσο φαίνεται πως επέβαλε στις ελληνικές πόλεις μια εφάπαξ εισφορά για τον κοινό αγώνα κατά των Περσών, την σύνταξη (από τις εισφορές βέβαια εξαίρεσε τις πόλεις της Αιολίδος και Ιωνίας, την Έφεσο, τη Μαλό της Κιλικίας καθώς και την Πριήνη, Λιάμπη 2008:84). Μετά τη μάχη του Γρανικού έστειλε στη Μακεδονία τους αιχμάλωτους Έλληνες - μισθοφόρους των Περσών για να εργαστούν ως δούλοι, διότι, παρά την κοινή συμπαράταξη των Ελλήνων, αυτοί, αν και ήταν Έλληνες, μάχονταν υπέρ των βαρβάρων και εναντίον της Ελλάδας (Αρριανός: Α΄. 16.6). Επιπλέον, το συνοδευτικό επίγραμμα των αφιερωμάτων του στον Παρθενώνα, 300 περσικές πανοπλίες, λάφυρα από τη μάχη του Γρανικού ποταμού, ήταν ξεκάθαρο στο συμβολισμό του: «Ἀλέξανδρος Φιλίππου καί οἱ Έλληνες πλήν Λακεδαιμονίων ἀπό τῶν βαρβάρων τῶν τήν Ασίαν κατοικούντων» (Αρριανός:Α΄,16. 7). Όταν οι Πέρσες πέτυχαν την πρόσκαιρη επαναφορά της Τενέδου στην κυριαρχία τους, σύμφωνα με τον Αρριανό, χάλασαν τις συνθήκες «τάς πρός Ἀλέξανδρον καί τούς Ἕλληνας» (Αρριανός Β΄: 2.2). Στο λόγο που ἐβγαλε προκειμένου να εμψυχώσει τους στρατιώτες του πριν από τη μάχη στην Ισσό προέτρεψε τους Μακεδόνες να πολεμήσουν εναντίον των Περσών ως γενναίοι, ανδρείοι και φιλοπάτριδες εναντίον δούλων, αγύμναστων και μαλθακών και εναντίον των μισθοφόρων του Δαρείου ως Έλληνες, που πολεμούν υπέρ των θεών της πατρίδας, έναντι τιποτένιων Ελλήνων, που πολεμούν για έναν ασήμαντιο μισθό (Κούρτιος Ρούφος: 163). Μετά τη νίκη του στην Ισσό οι αντιπρόσωποι των Ελλήνων στο συνέδριο της Κορίνθου έστειλαν 15 πρέσβεις για να τον συγχαρούν και να τον στεφανώσουν με χρυσό στεφάνι, ως αριστείο (Διόδωρος Σικελιώτης ΙΔ΄: 86 –βιβλίο 17). Με το ξεκίνημα της μάχης των Γαυγαμήλων, πριν ορμήξει εναντίον του Δαρείου, λέγεται πως ικέτευσε τους θεούς, αν είναι πεπρωμένο να καταλυθεί η περσική μοναρχία, να βοηθήσουν τους Έλληνες και τον ίδιο, που ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων ανέλαβε αυτό το έργο (Κούρτιος Ρούφος 1993: 222, παρόμοια αναφορά και στον Πλούταρχο: Αλέξανδρος, 33). Αμέσως μετά τη μάχη των Γαυγαμήλων, «Βασιλιάς της Ασίας» πλέον, προέβη σε συμβολικές κινήσεις ως «Ηγεμών των Ελλήνων» και, προκειμένου να συνδέσει την περιφανή νίκη του με τις αντίστοιχες των Περσικών Πολέμων, έστειλε χρήματα στους Πλαταιείς για να ξανακτίσουν την κατεστραμμένη πόλη τους, διότι «τήν χώραν οἱ πατέρες αὐτῶν ἐναγωνίσασθαι τοῖς Ἕλλησιν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας παρέσχον». Επίσης έστειλε και μέρος της λείας στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας, διότι ο Κροτωνιάτης Φαύλος ήταν ο μόνος Έλληνας της Μεγάλης Ελλάδας που είχε συμμετάσχει με ένα πλοίο στη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνος (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 34, Ι.Ε.Ε. 1973:124). Όταν έφτασε στα περίχωρα της Περσέπολης συνάντησε 800 Έλληνες αιχμαλώτους των Περσών φριχτά ακρωτηριασμένους, τους οποίους συμπόνεσε, εξασφαλίζοντάς τους και με το παραπάνω όλα τα απαραίτητα προκειμένου να ζήσουν άνετα το υπόλοιπο της ζωής τους (Διόδωρος Σικελιώτης: 17.69). Στην Περσέπολη, βλέποντας πεσμένο ένα μεγάλο ανδριάντα του Ξέρξη, αναφώνησε: «Τι να σε κάνουμε; Να σε αφήσουμε πεσμένο για την εκστρατεία σου κατά των Ελλήνων ή να σε ξαναστήσουμε για τη μεγαλοφροσύνη και την αρετή σου;» (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 37). Όταν κάθισε στο θρόνο του Δαρείου λέγεται ότι ο Δημάρατος ο Κορίνθιος αναφώνησε πως μεγάλη χαρά στερήθηκαν οι Έλληνες που πέθαναν πριν να δουν αυτό το θέαμα (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 37, Κούρτιος Ρούφος: 236). Το κάψιμο επίσης των ανακτόρων της Περσέπολης, μια πράξη αμφιλεγόμενη, πιθανό να θεωρήθηκε, στο πλαίσιο της πανελλήνιας ιδέας, μια συμβολική πράξη εκδίκησης για το κάψιμο της Ακρόπολης των Αθηνών και των δεινών που προξένησαν στην Ελλάδα οι Πέρσες κατά την εκστρατεία τους. Φαίνεται πως αρκετοί Έλληνες εξέλαβαν έτσι την πράξη αυτή καταστροφής, όπως ένα επίγραμμα των Θεσπιέων της παλατινής ανθολογίας μας επιτρέπει να συμπεράνουμε (βλέπε Flower 1999: 424425). Επίσης o Αλέξανδρος, στο τέλος της εκστρατείας του, έδωσε στους Έλληνες πρέσβεις να επιστρέψουν πίσω στην Ελλάδα όσους ανδριάντες και αγάλματα και άλλα αφιερώματα πήρε ο Ξέρξης κατά την εισβολή του. Έτσι μεταφέρθηκαν και οι χάλκινοι ανδριάντες του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα πίσω στην Αθήνα (Αρριανός: ΣΤ΄, 19, 2). Ακόμα και στον Ύδασπη ποταμό ο Αλέξανδρος, καθώς μια θύελλα μαινόταν πριν την μάχη Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

21

την κατάκτηση μέρους της Ινδίας, πράξεις για τις οποίες η ιστορία του έδωσε τον τίτλο «Μέγας» (εικόνα 1)11. Ο Γερμανός ιστορικός Bengston έγραψε πως «αν κάπου στην ιστορία του κόσμου, τότε μόνο εδώ έγινε αισθητή η πρωτοβουλία της μεγάλης ατομικής προσωπικότητας, που έδωσε στον κόσμο ένα νέο πρόσωπο» (Ι.Ε.Ε. Δ΄: 232). Ο Droysen πάλι έγραψε: «Ποτέ ίσως άλλοτε δεν επήγασε απ’ την προσωπική δράση του ενός στην ιστορία τόσο ραγδαία ανάπλαση ολόκληρου του κόσμου με ουσιαστική λειτουργία σε τέτοιο βάθος και με ορμητική ανάπτυξη σε τόσο πελώριες εκτάσεις» (Droysen/Αποστολίδης 1993: Β.655)12. Ο Tarn προσθέτει πως οι δυνατότητες ηθικής και πνευματικής προόδου αποτελούν το μεγαλύτερο δώρο του Αλέξανδρου στην Ασία και πως είναι ακριβώς ο Μακεδόνας βασιλιάς που προσέφερε στο σύγχρονο κόσμο τη δυνατότητα να αντλεί τον πολιτισμό του από την Ελλάδα (Tarn 1948 (2014): 188, 191). Ο Hammond επισημαίνει πως κανείς άλλος βασιλιάς δεν υπήρξε προστάτης των τεχνών, όπως ο Αλέξανδρος, προσθέτοντας πως υπήρξε ένας δημιουργός θαυμάτων στον πόλεμο και στη διακυβέρνηση (Hammond 2007 (1988) B: 94, 123). Χωρίς τον Αλέξανδρο ο ελληνικός πολιτισμός δε θα αποκτούσε ποτέ τις ελληνιστικές - οικουμενικές διαστάσεις του. Όμως στο παρόν πόνημα δε θα μας απασχολήσει η ιστορία αυτής της εκστρατείας, για την οποία άλλωστε έχουν γραφεί τόσα πολλά και ακόμα γράφονται. Το αντικείμενο της μελέτης αυτής είναι η εικόνα του Αλέξανδρου έτσι όπως δημιουργείται και παγιώνεται μετά το θάνατό του στον αρχαίο κόσμο, στο ελληνικό Βυζάντιο και στη νεοελληνική παράδοση και μάλιστα καί στις δύο υποστάσεις του: την ιστορική και την «μυθική». Η παρούσα μελέτη, χωρίς να είναι με τον Πόρο, φώναξε, σύμφωνα με τον Ονησίκριτο: «Ω Αθηναίοι,άραγε θα μπορούσατε να πιστέψετε τι κινδύνους υπομένω προκειμένου να κερδίσω καλή φήμη στα μάτια σας;» (Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 60). Επίσης, έδωσε εντολή να ξαναχτιστούν οι γκρεμισμένοι ναοί της Ελλάδας, προσφέροντας ο ίδιος το ποσό των 10.000 ταλάντων (Droysen/Αποστολίδης 1993:Β.654). Το 324 π.Χ. ο ιστορικός Θεόπομπος ο Χίος έγραψε μια επιστολή στον Αλέξανδρο, στην οποία έκανε λόγο για αυτούς που πέθαναν στην Κιλικία «για λογαριασμό της βασιλείας σου και της ελευθερίας των Ελλήνων». Είναι πιθανό η πανελλήνια ιδέα να κρατήθηκε ζωντανή και μετά την κατάκτηση της Περσέπολης προκειμένου να αξιοποιηθεί από τον Αλέξανδρο σε μια μελλοντική εκστρατεία του στη Δύση, στην Ιταλία και εναντίον της Καρχηδόνας (βλέπε περισσότερα στο Flower 1999: 426-429). Τέλος, λίγο πριν πεθάνει στη Βαβυλώνα, Έλληνες πρέσβεις τον ξαναστεφάνωσαν με χρυσό στεφάνι «ὡς θεωροί δήθεν ἐς τιμήν θεοῦ ἀφιγμένοι» (Αρριανός: Ζ’.23.2). Οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά του Πλουτάρχου, ότι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας έστειλαν στον Αλέξανδρο ένα φίλο του Πλάτωνα, το Δήλιο τον Εφέσιο, προκειμένου αυτός να κεντρίσει τον Αλέξανδρο, ώστε να αρχίσει τον πόλεμο κατά των Περσών («μάλιστα διακαύσας καὶ παροξύνας ἅψασθαι τοῦ πρὸς τοὺς βαρβάρους πολέμου», Πλούταρχος, Ηθικά, 14.76, Προς Κωλώτην). 11

Εξίσου υμνητικός απέναντι στον Αλέξανδρο ήταν με αναφορές του και ο δάσκαλός του Droysen, Χέγκελ, ο οποίος βρίσκει το μεγαλείο της κατάκτησης της ανατολής ανάλογο με την ευφυία του Έλληνα βασιλιά, την ιδιαίτερη προσωπικότητά του, που αντίστοιχη δεν ξαναφάνηκε στην ιστορία (Vasunia 2007: 90, όπου και υπάρχει εκετενής ανάλυση του τρόπου πρόσληψης και προβολής του Αλέξανδρου από τους δύο μεγάλους ιστορικούς, τον Droysen και τον Grote, όπως και αντίστοιχη ανάλυση υπάρχει στον Demandt 2009: 450-452). Ο ίδιος Γερμανός φιλόσοφος έγραψε το 1831: «Ο Αλέξανδρος, η πιο όμορφη, ελεύθερη προσωπικότητα που υπήρξε ποτέ, είναι η κορωνίδα του πραγματικού ελληνισμού» και πως «άφησε πίσω του την ωραιότερη και μεγαλύτερη θέαση του κόσμου, την οποία εμείς, με τα άσχημα αντανακλαστικά μας, μόνο να ψηλαφήσουμε μπορούμε» (Demnandt 2009: 450). 12

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

22

εξαντλητική13, χρησιμοποιεί ως πηγές τους αρχαίους, μεσαιωνικούς και νεότερους Έλληνες συγγραφείς, καθώς και μερικά από τα πιο πρόσφατα βιβλία, μελέτες και άρθρα για τον Αλέξανδρο, στα οποία γίνονται παραπομπές μέσα σε παρένθεση, αλλά και στις υποσημειώσεις. Η έμφαση δίνεται κυρίως στην ιδεολογία, στην τέχνη ειδικότερα, στις προφορικές και γραπτές παραδόσεις, στη λογοτεχνία. Επίσης, γίνεται προσπάθεια να συγκεντρωθούν αρκετά σκόρπια τεκμήρια ώστε να δοθεί μια συνολική και διαχρονική θεώρηση του Αλέξανδρου των Ελλήνων, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Με την έννοια του ελληνισμού, στο παρόν βιβλίο, νοείται ακριβώς το σύνολο των Ελλήνων, ως φορέας μιας κοινής πολιτιστικής παράδοσης και δημιουργίας (βλέπε Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη του Α.Π.Θ.), αλλά και η καθαυτή κοινή αυτή πολιτιστική παράδοση, διαχρονικό σύμβολο της οποίας αποτέλεσε η διαρκώς ανανεούμενη μορφή του αρχαίου βασιλιά.

Βλέπε ενδεικτικά και τα παλαιότερα συγγράμματα: H. Gleixner, “Das Alexanderbild der Byzantiner”, διδακτορική διατριβή, Μόναχο 1961, F. Pfister, “Alexander der Grosse in der bildenen Kunst”, στο Forschungen und Forschritte 35 (1961), 330-4, 375-9, καθώς και τα συγγράμματα του Βελουδή: G. Veloudis, “der neugriechische Alexander. Tradition in Bewahrung und Wandel”, Μόναχο 1968 και G. Veloudis, “Alexander der Grosse. Ein alter Neugrieche”, Μόναχο, 1969. 13

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

23

1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο Ιουστίνος στην επιτομή των Φιλιππικών του Πομπηίου Τρόγου αναφέρει πως η μητέρα του Αλέξανδρου, η Ολυμπιάδα, τη νύχτα της σύλληψης του γιου της, είδε πως είχε πλαγιάσει με ένα μεγάλο ερπετό. Ακόμα αναφέρει ο Ιουστίνος πως καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας που γεννήθηκε ο Αλέξανδρος δύο αετοί κάθονταν στο ψηλότερο σημείο του παλατιού του πατέρα του, του Φιλίππου, φανερώνοντας έτσι τη διπλή κυριαρχία που έμελε να αποκτήσει ο γιος του πάνω στην Ευρώπη και στην Ασία (Ιουστίνος: XII.16). Ο Πλούταρχος πάλι αναφέρει πως η Ολυμπιάδα, το βράδυ του γάμου της με το Φίλιππο, ονειρεύτηκε πως κεραυνός χτύπησε τη μήτρα της και από αυτήν ξεπήδησε μια φωτιά που απλώθηκε στην άκρη του κόσμου, πριν τελικά σβήσει. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει πως ο Φίλιππος, λίγες μέρες αργότερα, ονειρεύτηκε πως σφράγισε την κοιλιά της γυναίκας του και η σφραγίδα άφησε αποτύπωμα ένα λιοντάρι. Την ημέρα που γεννήθηκε ο Αλέξανδρος, ο Φίλιππος, που πολιορκούσε τότε την Ποτίδαια της Χαλκιδικής, πληροφορήθηκε όχι μόνο τη νίκη του στρατηγού του Παρμενίωνος κατά των συνασπισμένων Ιλλυριών και Παιόνων, αλλά και τη νίκη των αλόγων του στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Την ίδια μέρα πάλι η παράδοση αναφέρει πως κάηκε ολοσχερώς ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο, διότι η θεά τον είχε εγκαταλείψει για να βοηθήσει στη γέννηση του παιδιού. Οι μάντεις της ανατολής προφήτευσαν πως η μέρα αυτή θα αποδεικνυόταν μοιραία και καταστροφική για όλη την Ασία (Πλούταρχου, Αλέξανδρος, 2-3) Αν μόνο για το γεγονός της γέννησης του Αλέξανδρου υπάρχουν τόσοι θρύλοι, συνυφασμένοι με τα πραγματικά γεγονότα, καταλαβαίνει κανείς γιατί ολόκληρη η ζωή του Μακεδόνα βασιλιά, του διασημότερου Έλληνα που υπήρξε ποτέ, αποτέλεσε διαχρονικά κοινό τόπο στις αναφορές της ιστορίας, παράδοσης, λογοτεχνίας και τέχνης όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και πολλών άλλων λαών της οικουμένης, ήδη από την αρχαιότητα14. Η μορφή του Αλέξανδρου αξιοποιήθηκε επανειλημμένα στο ρου της ιστορίας, προκειμένου να επιτευχθούν συγκεκριμένοι πολιτικο –κοινωνικοί στόχοι σε συγκεκριμένες κάθε φορά Κάθε μεγάλος βασιλιάς έχει κι ένα αντίστοιχο της φήμης του άτι, κι αυτό βέβαια για τον Αλέξανδρο δεν ήταν άλλο από τον περίφημο Βουκεφάλα. Όπως ο Αλέξανδρος απέκτησε μυθικές διαστάσεις, έτσι κι ο Βουκεφάλας πέρασε στη σφαίρα του μύθου, μαζί με άλλα μυθικά άλογα, όπως ο Πήγασος, τα άλογα του Αχιλλέα, τα άλογα του Λαομέδοντα, οι φοράδες του Διομήδη. Καθόλου τυχαία επομένως, ο Σέλευκος Α΄ έκοψε χρυσά νομίσματα με παράσταση στη μία όψη την κεφαλή του κερασφόρου Βουκεφάλα (με βάση το Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη, για το οποίο γίνεται λόγος στα κεφάλαια 2.9., 3.1., 4.1. του παρόντος τόμου). Η ταύτιση μάλιστα του Αλέξανδρου με το Βουκεφάλα έγινε ακόμη πιο έντονη στο μύθο, σε σημείο που να φτάσει στο συγχρονισμό της γέννησης αλλά και του θανάτου τους στο Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη. Μάλιστα σε μια μεσαιωνική γαλλική εκδοχή του Μυθιστορήματος ο Βουκεφάλας γίνεται ο καρπός της ένωσης ενός ελέφαντα με μια φοράδα! Σύμφωνα με αναφορές των αρχαίων πηγών, Βουκέφαλοι λέγονταν οι θεσσαλικοί ίπποι, διότι έφεραν ένα σφράγισμα με σχήμα το βουκράνιο στο σώμα τους (Anderson 1930: 1,4,10). Σωστά έχει παρατηρηθεί ότι ο Βουκεφάλας παίρνει στοιχεία από το χαρακτήρα του Αλέξανδρου, την αντοχή του, τη γενναιότητά του, την αγριάδα και το οξύθυμό του, ενώ παράλληλα στην απεικόνισή του στην τέχνη το άλογο χρησιμοποιείται ακριβώς ως το μέσο δημιουργίας της εικόνας του στιβαρού και ανίκητου στρατηλάτη και κοσμοκράτορα. 14

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

24

ιστορικές συνθήκες και μέσα στο πλαίσιο της διαμόρφωσης και διαχείρισης της ιστορικής συλλογικής μνήμης. Άλλωστε, η σύγχρονη έρευνα επιβεβαιώνει πως η συλλογική ιστορική μνήμη αποτελεί αντικείμενο συνεχούς επαναδιαπραγμάτευσης και επανακαθορισμού από την εκάστοτε κοινωνία, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της και να συμβάλλει στη διαμόρφωση του παρόντος θετικά (Garton 2007: 3-5). Από την άλλη πλευρά, θα διαπιστώσουμε πως στην περίπτωση του Αλέξανδρου υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά της μνήμης του που παρέμειναν σταθερά στον ελληνισμό, όπως και ο «ρόλος» που του επιφυλασσόταν κάθε φορά που τον ανακαλούσαν, ανεξάρτητα από εποχές και κοινωνίες. Στο σύντομο πέρασμά του από τη ζωή ο Αλέξανδρος, ο αυτοαποκαλούμενος το 331 π.Χ. «λεόντιος Γρύπας της Περσίας»,15 άλλαξε την όψη του τότε γνωστού κόσμου όσο κανένας άλλος πριν από αυτόν, οδήγησε τον ελληνισμό στα βάθη της Ινδίας16, εξάπλωσε την κοινή ελληνική γλώσσα17 σε τρεις ηπείρους καθιστώντας την lingua franca της αυτοκρατορίας του 15

Tarn 1948 (2014): 105.

Είναι πραγματικά εκπληκτική, σαν παραμύθι, η ιστορία των ελληνικών βασιλείων της Βακτρίας και της Ινδίας που ίδρυσαν οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα σημερινά εδάφη του Αφγανιστάν, Πακιστάν και Ινδίας, από το 250 π.Χ., όταν το βασίλειο της Βακτριανής υπό την εξουσία του Διοδότου ανεξαρτητοποιήθηκε από τους Σελευκίδες, ως και το 20 περίπου μ.Χ., όταν κατέρρευσε και το τελευταίο ελληνικό βασίλειο της Ινδίας υπό το Στράτωνα Β΄. Στη διάρκεια αυτών των τριών περίπου αιώνων η ελληνική παρουσία στη μακρινή αυτή ανατολή υπήρξε ισχυρή και καταλυτική σε ορισμένους τομείς, όπως για παράδειγμα στην τέχνη, σε βαθμό που επηρέασε ακόμη και τις απεικονίσεις του Βούδα, διαμορφώνοντας τις πρώτες γλυπτές και ανθρωπομορφικές απεικονίσεις του (βλέπε και κεφάλαιο 5.11.). Ισχυροί ηγεμόνες σταθεροποίησαν και στη συνέχεια επεξέτειναν την κυριαρχία τους σε αχανείς εκτάσεις, όπως ο Ευθύδημος, ο Δημήτριος Α΄, ο Ευκρατίδης και ο Μένανδρος ο Μέγας, ο τελευταίος μάλιστα πέρασε και στη φιλολογία και παράδοση των Ινδών και οδήγησε τον ελληνισμό, έστω και για λίγο, μέχρι την καρδιά του Γάγγη ποταμού, στη βαθιά Ινδία. Χάρη στα νομίσματα γνωρίζουμε σήμερα πάνω από 40 ονόματα Ελλήνων βασιλέων της Ινδικής, ενώ οι αρχαίες πηγές μνημονεύουν μόνο επτά. Είναι ακόμη σημαντικό να επισημανθεί πως στη Βακτριανή το ελληνικό αλφάβητο επιβίωσε ως η γραπτή μορφή των γλωσσών της περιοχής ως τον 7 ο αιώνα μ.Χ. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχε γίνει η εκστρατεία του Αλέξανδρου. Για περισσότερες πληροφορίες για το ιστορικό των ελληνο-ινδικών βασιλείων, τα νομίσματά τους καθώς και χάρτες βλέπε Ι.Ε.Ε. Ε΄: 231-245, Παλιαδέλη Χρυσούλα –Σαατσόγλου, «Το ελληνοβακτριανό βασίλειο» και Μποπεαράτσι Οσμούντ, «Ελληνικά νομίσματα», στο αφιέρωμα Ελληνισμός και ανατολή – τόμος Βακτριανή και τόμος Ινδία, Επτά Ημέρες -Καθημερινή, σελ. 124-130 και 149-152 αντίστοιχα, Robert Bracey, “Alexander’s Lost Kingdom: From Diodotus to Strato III, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. 142- 156. Μια πολύ καλή σύνοψη της ιστορίας των ελληνικών βασιλείων της ανατολής καθώς και της μέχρι τώρα αρχαιολογικής έρευνας στις περιοχές εξάπλωσής τους υπάρχει και στον Μπουσδρούκη 2013. 16

Σύμφωνα με τον Bengston, ήδη από τα μέσα του 4 ου αιώνα π.Χ. οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού στην ανατολή και ο Αλέξανδρος εμφανίστηκε αμέσως μετά σαν εκτελεστικό όργανο του οικουμενικού νόμου ολοκλήρωσης αυτής της διαδικασίας (Bengston 1991 (1968): 274). Ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή 30.000 νεαροί Πέρσες να μάθουν τα ελληνικά και να εκπαιδευτούν στα όπλα του στρατού του. Αυτοί ονομάστηκαν Επίγονοι (Κούρτιος Ρούφος 1993: 389). Το ίδιο είχε διατάξει να γίνει και με τη μητέρα, τις θυγατέρες και το γιο του Δαρείου στα Σούσα (Διόδωρος Σικελιώτης: 17.67). Η διατήρηση και εδραίωση της ελληνικής γλώσσας στο αλλογενές στοιχείο της ανατολής αποδεικνύεται από ποικίλα παραδείγματα. Η 17

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

25

και ουσιαστικά δημιούργησε τις δομές της πρώτης «παγκοσμιοποίησης» που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία, μια παγκοσμιοποίηση που είχε ως βάση τον ελληνικό πολιτισμό αλλά και το συγκερασμό πολιτιστικών στοιχείων Δύσης και Ανατολής, με σεβασμό στη θρησκεία και στις παραδόσεις των λαών18. Το σχέδιο του Αλέξανδρου άλλωστε ήταν να ιδρύσει ένα παγκόσμιο κράτος, με σύνορα τα όρια του τότε γνωστού κόσμου, όπως ξεκάθαρα ο ίδιος είπε στους συμπολεμιστές του Μακεδόνες, μπροστά στον Ύφαση ποταμό19: «Αν όμως κανείς επιθυμεί να ακούσει ποιο θα είναι το τέλος κι αυτού του πολέμου, ας μάθει ότι δεν απομένει ακόμα και πολλή γη ως τον ποταμό Γάγγη και την ανατολική θάλασσα. Μ’ αυτήν σας λέω ότι θα φανεί πως επικοινωνεί η Υρκανία θάλασσα, γιατί η μεγάλη θάλασσα20 περικυκλώνει όλη την ξηρά. Κι εγώ θα αποδείξω στους Μακεδόνες και στους συμμάχους ότι ο Ινδικός κόλπος επικοινωνεί με τον Περσικό κόλπο και η Υρκανία με τον Ινδικό. Από τον Περσικό κόλπο θα περιπλεύσουμε με το στόλο μας γύρω από τη Λιβύη (Αφρική) μέχρι τις Ηράκλειες Στήλες και από αυλή των Πάρθων βασιλιάδων του 1ου αιώνα π.Χ. με 1ο αιώνα μ.Χ. χρησιμοποιούσε στις επιστολές της τη φροντισμένη αττικίζουσα ελληνική της εποχής τους, ψυχαγωγούνταν μάλιστα με αρχαίες τραγωδίες, όπως οι Βάκχες του Ευριπίδη. Οι κατακτητές των ελληνικών βασιλείων της Βακτρίας, οι νομάδες Κουσάν, επίσης χρησιμοποίησαν την ελληνική για τη διοίκηση της αυτοκρατορίας τους, όπως και οι Σάκες βασιλείς. Οι Γαλάτες της Μικράς Ασίας υιοθέτησαν ήδη από το 2ο αιώνα π.Χ. την ελληνική γλώσσα και παιδεία, ώστε από την εποχή του Στράβωνος να γίνεται λόγος για «Ελληνογαλάτες». Ο ίδιος ο Στράβων, γεννημένος στην Αμάσεια του Πόντου, είχε από την πλευρά της μητέρας του Έλληνα προπάππο και ιθαγενή παππού. Οι Εβραίοι της διασποράς υιοθέτησαν σε τέτοιο βαθμό τα ελληνικά, ώστε χρειάστηκε η μετάφραση των Εβδομήκοντα για τη Βίβλο στα ελληνικά προκειμένου να τους είναι κατανοητή. Ο Μανέθων, ένας Αιγύπτιος ιερέας, συνέγραψε μια ιστορία των Φαραώ στα ελληνικά. Στην Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας (το σημερινό Kandahar του νοτίου Αφγανιστάν) βρέθηκε μακροσκελές ταφικό επίγραμμα σε ελεγειακό δίστιχο (α΄ μισό 3 ου αιώνα π.Χ.) που περιέχει στοιχεία του βίου του Σώφυτου, γιου του Νάρατου, ενός εξελληνισμένου Ινδού με πλούσια ελληνική παιδεία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εξελληνισμένων πόλεων αποτελούν η αραβική Πέτρα της Ιορδανίας (όπου η ελληνική γλώσσα διατηρήθηκε ως η επίσημη γραπτή γλώσσα καί κατά τη ρωμαϊκή περίοδο) και η αραμαϊκή Παλμύρα, της οποίας τα νομίσματα έφεραν την επιγραφή ΖΗΝΟΒΙΑ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΣΕΒΑΣΤΗ και τα δημόσια αξιώματά της έφεραν ελληνικούς τίτλους, όπως Αργυροταμίας, Συμποσιάρχης κ.α. (Παπαρηγόπουλος 1958:34, Παπαϊωάννου 2013:24, 27, Χαλκιάς 2013: 220, Μπουσδρούκης 2013:118-119, Γρηγοράκου 2013: 244-245). Ο Droysen πρώτος διατύπωσε την πρόταση ότι χάρη στον Αλέξανδρο ο ελληνισμός αποτέλεσε την πρώτη παγκοσμιότητα της ιστορίας, μια ενότητα παιδείας, ευαισθησίας και τάσεων στη ζωή (Droysen/Αποστολίδης 1993: Β.660). Ο ίδιος ο Αλέξανδρος βέβαια ήταν πάντα ανοικτός στη σοφία της ανατολής: άκουσε με προσοχή τη διδασκαλία του Αιγύπτιου φιλοσόφου Ψάμμωνα, συζήτησε με το Δάνδαμι και τους υπόλοιπους Ινδούς γυμνοσοφιστές, πήρε μαζί του στην ακολουθία του και τίμησε το γυμνοσοφιστή Κάλανο (βλέπε Πλουτάρχου Αλέξανδρο, 27, 64-65, 69). 18

Ωστόσο ο Προβατάκης ισχυρίζεται πως ο Αλέξανδρος δεν είχε σκοπό να δημιουργήσει ένα παγκόσμιο κράτος και πως το υποτιθέμενο αυτό σχέδιο είναι ουσιαστικά ένα εφεύρημα της σύγχρονης ιστορικής έρευνας ( Βλέπε Provatakis 2004). Την ίδια αμφισβήτηση εξέφρασε κι ο Tarn αλλά και άλλοι ιστορικοί, παλαιότεροι και σύγχρονοι (βλέπε Tarn 1948 (2014): 168). 19

Ο Αλέξανδρος όταν αναφέρεται στην ανατολική ή αλλιώς μεγάλη θάλασσα εννοεί τον Ωκεανό, ο οποίος, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων της εποχής του, περιέβαλλε όλη τη γη. 20

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

26

αυτές θα γίνει δική μας όλη η Λιβύη και όλη η Ασία, έτσι ώστε και τα όρια αυτού του κράτους να γίνουν αυτά που όρισε ο θεός για τη γη». (Αρριανός, Ε΄, 26. 1-2). Η παραπάνω αναφορά μας αποκαλύπτει κάτι και για τα μελλοντικά σχέδια του Αλέξανδρου, σχέδια εξερεύνησης και κατάκτησης τμήματος της Αφρικής και της Δύσης γύρω από τις Ηράκλειες Στήλες. Παρόμοιες αναφορές κάνουν και ο Κούρτιος Ρούφος, ο Πλούταρχος αλλά και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. (Κούρτιος Ρούφος 1993: 363, Πλούταρχος Β: 3637, 46-47, 50-51, Braccesi 2006: 36-38). 21 Ο εξερευνητικός χαρακτήρας που προσέδωσε στην εκστρατεία του ο Αλέξανδρος, ως αποτέλεσμα της έμφυτης φιλομάθειάς του, τεκμηριώνεται απόλυτα από τις επιλογές του να διαπλεύσει ποταμούς, όπως ο Ινδός, να διαβεί οροσειρές, όπως ο Ινδικός Καύκασος, να δώσει εντολή στο Νέαρχο22, στο Θάσιο Ανδροσθένη και στους άλλους ναυάρχους του για τον περίπλου της Ερυθράς Θάλασσας και του Περσικού Κόλπου, στον Ηρακλείδη να εξερευνήσει την Κασπία κ.λπ. ιδρύοντας στις περισσότερες περιπτώσεις λιμάνια και εμπορικούς σταθμούς. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι ο Αλέξανδρος είχε μια ιδιαίτερη υπηρεσία στο στρατό του για την προμελέτη και την προχάραξη των πορειών που ακολουθούσαν, τους λεγόμενους βηματιστές, οι οποίοι προέβαιναν και σε μια πρώτη, γεωγραφικού χαρακτήρα, περιγραφή των περιοχών που εξερευνούσαν. Παράδειγμα για το έργο της υπηρεσίας αυτής έχουμε από δύο σωζόμενα σημειώματα των βηματιστών Βαίτωνα, Διογνώτου και Αμύντα, από τα οποία το ένα είναι για τη συριακή χώρα και το άλλο για τη Νινευί. Μάλιστα διασώθηκε και επιγραφική απόδειξη της ύπαρξης των βηματιστών από βάθρο αγάλματος –αναθήματος στην Ολυμπία: ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΛΕ[ΞΑΝΔΡΟΥ] ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΑΣ ΚΑΙ ΒΗΜΑΤΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΙΛΩΝΙΔΗΣ ΖΩΙΤΟΥ ΚΡΗΣ ΧΕΡΣΟΝΑΣΙΟΣ ΑΝΕΘΗΚΕ ΔΙΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ23 . Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Αλέξανδρου μάλιστα πιστοποιείται από την εντολή που έδωσε, οι πρόχειρες, αρχικές καταγραφές τους να εξακριβωθούν και να ξαναγραφούν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Αναφέρεται ακόμα πως έστειλε μια αποστολή στην Αθιοπία, στην οποία συμπεριλήφθηκε και ο Καλλισθένης, ιστορικός του και ανιψιός του Αριστοτέλη, Ο Αρριανός, ο Κούρτιος Ρούφος αλλά και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης προσθέτουν και την Καρχηδόνα ως συγκεκριμένο στόχο της εκστρατείας του Αλέξανδρου στη δυτική Μεσόγειο. Ο Αρριανός επίσης αναφερόμενος στα μελλοντικά σχέδια του Αλέξανδρου κάνει λόγο τόσο για την εξερεύνηση –κατάκτηση του Ευξείνου Πόντου, της Μαιώτιδας Λίμνης (θάλασσας του Αζόφ) και της Σκυθίας, όσο και της Σικελίας και Ιταλίας. Αλλού πάλι φαίνεται πως και η Κασπία θάλασσα αποτελούσε μια περιοχή που ο Αλέξανδρος επιθυμούσε να εξερευνήσει. Λίγο πριν το θάνατό του, ο Αρριανός πάλι κάνει σαφή αναφορά στις προετοιμασίες της εκστρατείας του στην Αραβία (Αρριανός 7: I, 2-3, 16. 2, 19. 6, 20. 1-2). 21

Ο Νέαρχος μάλιστα συνέταξε μια έκθεση για το εξερευνητικό του ταξίδι με πλήθος λεπτομέρειες, την οποία ο Αλέξανδρος άκουγε κατά τις τελευταίες του μέρες, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Droysen/Αποστολίδης 1993:Β.708).Το έργο του Νέαρχου χρησιμοποιεί σποραδικά ως πηγή και ο Αρριανός σε ό,τι αφορά τον περίπλου του Περσικού κόλπου και τη διάβαση της Γεδρωσίας (Αρριανός: ΣΤ’.24.2-3, 28.5). 22

Για το Φιλωνίδη τον Κρητικό, τους βηματιστές και τους ημεροδρόμους βλέπε περισσότερα στο άρθρο – εισήγηση του Τζιφόπουλου Γ., Φιλωνίδης Ζωϊτου Κρης Χερσονασιος Ημεροδρόμος Αλεξάνδρου:προβλήματα ερμηνείας των επιγραφικών και άλλων πηγών, στο «Αρχαία Μακεδονία- 6ο Διεθνές Συμπόσιο» (“Ancient Macedonia VI”) Θεσσαλονίκη, 1996, έκδοση Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1999, τόμος 2, σελ. 1285 - 1294. 23

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

27

προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες για τις πηγές του Νείλου. Άλλωστε ο Αλέξανδρος είχε μαζί του μια πλειάδα επιστημόνων που παρατηρούσαν, κατέγραφαν και συνέλεγαν το καθετί, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στη γνώση (Droysen/Αποστολίδης 1993:Β.655, 658, 662, 704, 707-709). Ο οικουμενικός χαρακτήρας του κράτους, που ήθελε να ιδρύσει ο Αλέξανδρος, πήρε σάρκα και οστά τόσο μέσα από μια προσεκτικά σχεδιασμένη πολιτική προπαγάνδα, αναφορικά με την καταγωγή του ίδιου του Μακεδόνα βασιλιά, όσο και με στοχευμένες ενέργειες και πράξεις. Στις στοχευμένες αυτές ενέργειες πρέπει να συμπεριλάβουμε την ίδρυση πόλεων, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν το όνομά του. Μέσα στις πόλεις αυτές, ελληνικές στο χαρακτήρα και με Έλληνες κυρίως κατοίκους, έγινε η όσμωση του ελληνικού με το ανατολίτικο στοιχείο στα κατοπινά ελληνιστικά χρόνια, όπως αποδεικνύει η περίπτωση της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου αλλά και άλλες, όπως τα Τάξιλα στο Πακιστάν ή η σχετικά πρόσφατα ερευνημένη πόλη της Αϊ Χανούμ στο βόρειο Αφγανιστάν (στην αρχαία Βακτρία - μας διαφεύγει η αρχαιοελληνική της ονομασία), ιδρυμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Αμού Νταριά (ο Ώξος ποταμός), εκτάσεως 1,5 τετραγωνικού χιλιόμετρου, με οχυρώσεις, με τα τυπικά της ελληνικά κτήρια, όπως διοικητικά κτήρια με κορινθιακά κιονόκρανα, ιδιωτικές κατοικίες, βιβλιοθήκη, το μεγάλο θέατρο χωρητικότητας 5000 θεατών και το γυμνάσιο, ναούς και ένα τέμενος μάλλον του ιδρυτή της πόλης Κινέα, ελληνικές επιγραφές, όπως μία με τα δελφικά ρητά και άλλες που σώζουν ελληνικά ονόματα, όπως Στράτων, Λυσανίας, Ισιδώρα, Κοσμάς και άλλα, καθώς και λείψανα παπυρικών κειμένων ποίησης και φιλοσοφίας24. Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου μάλιστα στους επόμενους αιώνες επιβεβαίωσε πλήρως τη διορατικότητα του ιδρυτή της: έγινε το μεγαλύτερο κέντρο του ελληνισμού στους ύστερους αιώνες της αρχαιότητας, με την περίφημη Βιβλιοθήκη, το Μουσείο και το φάρο της και μέχρι σήμερα αποτελεί σπουδαίο οικονομικό και εμπορικό κέντρο στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου, επιβεβαιώνοντας και την ειρηνική, προοδευτική και εκπολιτιστική διάσταση του έργου του Μακεδόνα βασιλιά. Γνωρίζουμε με σιγουριά 17 Αλεξάνδρειες που ίδρυσε ο ίδιος, (για παράδειγμα την Αλεξάνδρεια Βακτριανή, την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη, την Αλεξάνδρεια του Ώξου και άλλες), έξι από τις οποίες υπάρχουν και σήμερα, (π.χ. η εν Αρείοις Αλεξάνδρεια είναι το σημερινό Χεράτ, στα σύνορα του Αφγανιστάν με το Τουρκμενιστάν, η Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας βρίσκεται εν μέρει θαμένη κάτω από τη σύγχρονη πόλη της Kandahar και η Αλεξάνδρεια η Εσχάτη είναι το σύγχρονο Σύμφωνα με τον Γάλλο ανασκαφέα Bernard η πόλη χτίστηκε την εποχή των εκστρατειών του Αλέξανδρου και πιθανόν ταυτίζεται με μια από τις Αλεξάνδρειές του, την Αλεξάνδρεια Ωξειανή. Καταστράφηκε από επιδρομείς γύρω στο 100 π.Χ. (Ανδρόνικος 1996: 105-106, Droysen/Αποστολίδης 1993: Β-456-457). Ωστόσο υπάρχει και η άποψη ότι ιδρύθηκε από το στρατηγό του Αλέξανδρου Σέλευκο Α΄ κατά το 300 π.Χ. με εντολή που έδωσε πιθανόν στον Κινέα. (Χαλκιάς 2013: 216, Μπουσδρούκης 2013: 122). Περισσότερα στοιχεία για την Αϊ Χανούμ και τα ευρήματά της σε Μπουσδρούκης 2013, σελ. 120-123, όπου και σχετική βιβλιογραφία, καθώς και στον Grant Parker, “Hellenism in Afghan Context”, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. 170-191, επίσης με εκτενή βιβλιογραφία. 24

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

28

Khodjend στο Τατζικιστάν) καθώς και τη Νίκαια και τη Βουκεφάλα που ίδρυσε στις όχθες του Υδάσπη ποταμού στην Ινδία και την πόλη Χάραξ, που αργότερα πήρε το όνομα Πέλλα προς τιμήν της γενέτειράς του. Η πόλη αυτή και άλλες που ιδρύθηκαν από τον Αλέξανδρο χαρακτηρίζονται από τις πηγές ως «Ελληνίδες πόλεις Μακεδόνων κτίσμα» (Ι.Ε.Ε. Δ΄: 224, Τσιμπουκίδης 1994: 87-88, Δρακόπουλος/ Παπαρηγόπουλος 2009: 196-201, Καργάκος 2014:Β.152)25. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει πως και η πόλη Δίον της Δεκάπολης στην Παλαιστίνη ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο, σε ανάμνηση βεβαίως της ιερής πόλης των Μακεδόνων, του Δίου, στους πρόποδες του Ολύμπου. Οι διάδοχοί του στα ελληνιστικά βασίλεια της ανατολής, ακολουθώντας το παράδειγμά του, ίδρυσαν αντίστοιχα πολλές πόλεις που αποτέλεσαν κέντρα του ελληνισμού26: μόνο ο Σέλευκος Α΄ (312 -280 π.Χ.) ίδρυσε πάνω από τριάντα πόλεις και ανάμεσά τους δύο πολύβουες μητροπόλεις μεγάλης σημασίας, την Αντιόχεια επί του Ορόντη και τη Σελεύκεια επί του Τίγρητος (Παπαϊωάννου 2013: 21). Ειδικά η πρώτη θα αποτελέσει κέντρο του ελληνισμού ακόμα και μετά την κατάκτησή της από τους Άραβες, κατά τους βυζαντινούς αιώνες27. Παράλληλα με την ίδρυση πόλεων ελληνικού χαρακτήρα ο Αλέξανδρος έκανε και ένα τεράστιο βήμα προς την κατεύθυνση της ίδρυσης του οικουμενικού κράτους του: σεβάστηκε

O Bengston, αναφερόμενος στις πόλεις που ίδρυσε ο Αλέξανδρος, κάνει λόγο για την «έναρξη της τρίτης φάσης του ελληνικού αποικισμού» (Bengston 1991 (1968): 317). Αναφορά στις Αλεξάνδρειες που ίδρυσε ο Μακεδόνας βασιλιάς κάνει και το Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη, (παραλλαγή γ΄, βλέπε Καλλισθένη 2005: 514,516). Για το Μυθιστόρημα βλέπε κεφάλαιο 2.9. 25

Για τις πόλεις και τα φρούρια που ίδρυσε ο Αλέξανδρος και οι ηγεμόνες της Βακτρίας και της Ινδίας σε αυτές τις περιοχές δες Μπουσδρούκη 2013: 115—123. Οπωσδήποτε ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί η ονοματοδοσία των νέων πόλεων με ονόματα πόλεων της Ελλάδας, που θυμίζουν την αρχική πατρίδα και τον τόπο καταγωγής των αποίκων, όπως το Άργος Ορεστικόν στη Βακτριανή (από το όνομα της πατρογονικής εστίας των Μακεδόνων στην περιοχή της Ορεστίδος), η Θήρα στη Σογδιανή, η Άντισσα (πόλη της Μυτιλήνης) στην κοιλάδα του Ινδού κ.α. 26

Σε όλες αυτές τις πόλεις κυρίαρχο εθνολογικό στοιχείο παρέμεινε το ελληνικό και κυρίαρχος πολιτισμός ο ελληνικός, με την ελληνική γλώσσα, τους πολιτικούς θεσμούς και υποδομές όπως το θέατρο, το γυμνάσιο, το βουλευτήριο, το στάδιο, οι ναοί. Το ιθαγενές στοιχείο μόνο αν υιοθετούσε την ελληνική γλώσσα και συμμετείχε στον αθλητισμό του γυμνασίου, επομένως μόνο αν εξελληνιζόταν, μπορούσε να εξομοιωθεί με τους Έλληνες και να έχει πρόσβαση στις δομές της εξουσίας,. Και πάλι, η συμμετοχή του ιθαγενούς στοιχείου στα διάφορα διοικητικά αξιώματα ήταν πολύ μικρή, για το Βασίλειο των Σελευκιδών για παράδειγμα υπολογίζεται πως δεν ξεπέρασε ποτέ το 2.5%. Η δυναστεία των Σελευκιδών χαρακτηρίζεται στις γραπτές πηγές ως κράτος Ελλήνων και οι πόλεις τους ως Ελληνίδες. Υπήρξαν βέβαια και πληθυσμοί που αντιστάθηκαν στη γοητεία του ελληνισμού, όπως οι Ιουδαίοι με τους Μακκαβαίους, ειδικά όταν διαπίστωσαν τη ροπή πολλών ομοεθνών τους προς αυτόν (Price 1986/1996: 463-466, 468, Τσιμπουκίδης 1994:87). Γενικότερα οι διάδοχοι του Αλέξανδρου στην ανατολή ανέστειλαν την πολιτική προσέγγισης και εξομοίωσης Ελλήνων και ντόπιων πληθυσμών που είχε αρχίσει ο ίδιος, παρόλο που συνέχισαν την ευφυή πολιτική του σεβασμού των θρησκειών και των εθίμων των ανατολικών λαών. Για τη δημιουργία και το χαρακτήρα των ελληνιστικών πόλεων και τις σχέσεις Ελλήνων –ιθαγενών βλέπε Ι.Ε.Ε. Δ΄: 503-510, 514-516, Price 1986/1996, Τσιμπουκίδης 1994). 27

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

29

απόλυτα τις θρησκείες και τα έθιμα των κατακτημένων λαών28. Όταν μπήκε στη Μέμφιδα προσέφερε θυσία στον αιγύπτιο θεό Άπι, όταν πρωτομπήκε στη Βαβυλώνα θυσίασε στο θεό Βήλο, στην Αλεξάνδρεια έδωσε εντολή να ανεγερθούν τα ιερά των Ελλήνων θεών αλλά και της Ίσιδος (Ι.Ε.Ε. Δ΄: 226)29. Αυτή ήταν μια έξυπνη παραχώρηση που έκανε ο Αλέξανδρος στους μη - Έλληνες ανατολίτες υποτελείς του, προκειμένου να θέσει τις βάσεις της οικουμενικής αυτοκρατορίας του και μάλιστα η ενέργειά του αυτή αποτυπώθηκε θετικά στην ιστορική μνήμη των λαών της ανατολής, όπως θα διαπιστώσουμε και στη συνέχεια (Παλιαδέλη 1994: 94). Κατά τ’ άλλα, ο ίδιος παρέμεινε πάνω απ’ όλα Έλληνας, πάντα σεβόταν και θυσίαζε στους θεούς των Ελλήνων30, πάντα τελούσε ελληνικούς γυμνικούς και μουσικούς αγώνες για να γιορτάσει το τέλος μιας φάσης της εκστρατείας του και την αρχή μιας άλλης ή μια νίκη. Η πολιτική προπαγάνδα τον ήθελε απόγονο του Ηρακλή και του Περσέα, δύο μυθικών προπατόρων του Αλέξανδρου, που κατάφεραν να φτάσουν στο Μαντείο του Άμμωνα, στην όαση της Σίβα. Σύμφωνα με τον Αρριανό, «Ο Αλέξανδρος βρισκόταν σε άμιλλα με τα έργα του Περσέα και του Ηρακλή31 και γιατί καταγόταν από τη γενιά και των δύο και ο ίδιος απέδιδε κάπως

Η παρακαταθήκη αυτή του Αλέξανδρου περί σεβασμού των ηθών και εθίμων των κατακτημένων λαών πέρασε και στη μυθική απόδοση του βίου του στο Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη, στο οποίο παρουσιάζεται ο ίδιος, απευθυνόμενος στους Πέρσες, να τους ανακοινώνει την πρόθεσή του να τους επιτραπεί να εφαρμόζουν τους νόμους τους, τις γιορτές και εθνικές συνήθειές τους (Καλλισθένης 2005:287). 28

Η ιστορική αυτή αναφορά πέρασε παραλλαγμένη και στο Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη, όπου αναφέρεται πως ο Αλέξανδρος θυσίασε στην Ταφόσιρη της Αιγύπτου, στο ιερό και τάφο του Όσιρη (Καλλισθένης 2005:129). 29

Ο Αλέξανδρος στο τέλος κάθε μεγάλης περιπέτειας, κάθε εκστρατείας, κάθε πορείας, θυσίαζε στους θεούς, όπως έκανε ευχαριστήρια θυσία στον Ποσειδώνα στις εκβολές του Ινδού ποταμού (Αρριανός: ΣΤ, 19.5). Αντίστοιχα, συνήθιζε και την τέλεση γυμνικών και μουσικών αγώνων, όπως έπραξε για παράδειγμα στα Εκβάτανα (Αρριανός: Ζ’, 14.1). Επιπλέον, μεγαλοπρεπείς θυσίες ετοίμαζε και στην αρχή μιας πορείας, προκειμένου να έχει την εύνοια των θεών, όπως έκανε πριν αναχωρήσει για τη μεγάλη εκστρατεία του στην ανατολή, όταν «θυσίας μεγαλοπρεπεῖς τοῖς θεοῖς συνετέλεσεν έν Δίω τῆς Μακεδονίας καί σκηνικούς ἀγώνας (δηλαδή θεατρικούς) Διί καί Μούσαις…» (Διόδωρος Σικελιώτης 17.16). Ακόμα στο Ίλιο θυσίασε στην Αθηνά και πριν από το συμπόσιο με τον τραγικό θάνατο του Κλείτου θυσίασε στους Διόσκουρους (Πλούταρχος: Αλέξανδρος,15, 50). Αντίστοιχα, πριν την έναρξη της ινδικής εκστρατείας θυσίασε στην Αθηνά, ενώ στο τέλος της, όταν ο στρατός του έφτασε στην Καρμανία, θυσίασε στο Δία Σωτήρα, στον Απόλλωνα Αλεξίκακο και στον Ποσειδώνα τον Ενοσίχθονα. Σατυρικό δράμα με τίτλο Ἀγήν και θέμα τη διακωμώδηση του φυγάδα Άρπαλου μαρτυρείται ότι παίχτηκε κατά τον εορτασμό των Διονυσίων στην Υδάσπη ποταμό, το 326 π.Χ. αλλά και κατά την τέλεση των μεγαλοπρεπών γιορτών και γάμων στα Σούσα, το Φλεβάρη του 324 π.Χ. (Droysen/Αποστολίδης 1993: Β -479, 593, 605). 30

Ο Αλέξανδρος τίμησε ιδιαίτερα τον Ηρακλή με θυσίες και αγώνες όταν κατέκτησε την Τύρο, θυσίασε σε αυτόν όταν ξεκίνησε τον πλου του Ινδού ποταμού και στην Ώπη –όπου για πρώτη φορά υπήρξαν και θυσίες στους ανατολίτες θεούς Αχούρα Μάσδα, Αναχίτα και Μίθρα - και βέβαια έδωσε το όνομά του στο γιο του από τη Βαρσίνη. Επιπλέον τον «διαγωνίστηκε» στην κατάκτηση της Άορνου Πέτρας και στην αναζήτηση του Ωκεανού. Σύμφωνα με μια άποψη, ο συσχετισμός του Αλέξανδρου με τον Ηρακλή τεκμηριώνεται και από το γεγονός ότι 31

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

30

τη γέννησή του στον Άμμωνα32, καθώς ακριβώς οι μύθοι απέδιδαν και τη γέννηση του Περσέα και του Ηρακλή στο Δία» (Αρριανός: Γ΄. 3. 2). O Braccesi παρατηρεί πως η διακήρυξη της καταγωγής από τον Περσέα ξεκινά ακριβώς με αφορμή την επίσκεψή του στο μαντείο του Άμμωνα στη Σίβα και φανερώνει το σχέδιο του Αλέξανδρου για την πλήρη ενσωμάτωση της περσικής αυτοκρατορίας στο οικουμενικό κράτος που ήθελε να δημιουργήσει. Κι αυτό γιατί ο Περσέας, σύμφωνα και με τον Ηρόδοτο, ήταν ο μυθικός προπάτορας των Περσών, καθώς έκανε ένα γιο με την Ανδρομέδα, τον Πέρση, από τον οποίο οι κάτοικοι του βασιλείου του Κηφέα, πατέρα της Ανδρομέδας και παππού του Πέρση, ονομάστηκαν Πέρσες. Επομένως ο Αλέξανδρος, απόγονος επίσης του Περσέα, είχε νόμιμα δικαιώματα στο θρόνο της περσικής αυτοκρατορίας. Παράλληλα, οι Αιγύπτιοι τον είχαν ήδη αναγνωρίσει ως κληρονόμο των Φαραώ και γιο του Άμμωνα –Ρα και το ίδιο το Μαντείο του Άμμωνα ως γιο του Διός. Ένας πάπυρος σε «δημοτική» αιγυπτιακή γραφή του πρώτου έτους της κυριαρχίας του στην Αίγυπτο τον αναφέρει ως «Φαραώ», ενώ κάποιοι άλλοι πάπυροι χρονολογούνται στο έτος 10 της βασιλείας «του Φαραώ Αλέξανδρου»33. Εξάλλου ο Αλέξανδρος είχε φροντίσει να διατάξει την ανοικοδόμηση των ναών του Τουθμωσί Γ΄ στο Καρνάκ και του Αμενόφι Γ΄ στο Λούξορ, όπου υπάρχει η ανάγλυφη μορφή του ως Φαραώ με τον τίτλο στα ιερογλυφικά «Αγαπητός του Άμωνος και εκλεκτός του Ρα» (περισσότερα για τη λατρεία του Αλέξανδρου στην Αίγυπτο στο κεφάλαιο 2.6. –Τόποι λατρείας) . Όλα αυτά του παρείχαν την πλήρη νομιμοποίηση για την κατοχή δύο μεγάλων και αρχαίων κρατών, του Αιγυπτιακού και του Περσικού και παράλληλα του έδιναν το δικαίωμα να εμφανιστεί ως ο ιδρυτής ενός θεοκρατικού κράτους ανατολικού τύπου με λατρεία προς το πρόσωπό του, απαραίτητες συνθήκες για την ίδρυση ενός οικουμενικού κράτους (Braccesi 2006: 14-18, Demandt 2009: 11, Syropoulos 2013: 485, Luschen 2013: 8, Καργάκος 2014:Β. 50, Γ. 189, Juanno 2015 (2002): 122-123)34. Τι και αν οι Έλληνες δυσανασχετούσαν με ορισμένες πλευρές αυτού του νέου, «οικουμενικού» Αλέξανδρου, όπως για παράδειγμα με την υιοθέτηση από τον Αλέξανδρο του εθίμου της προσκύνησης και της αμφίεσης των Περσών βασιλιάδων; Ο Αλέξανδρος ξεκάθαρα με τις συγκεκριμένες επιλογές του έδειχνε πως μέσα στα πλαίσια του αργότερα οι Ρωμαίοι εισάγουν τη λατρεία του Ανίκητου Ηρακλή σε συνάρτηση με τον Αλέξανδρο (Trofimova 2012 A: 62-64, 66). Το ιερό σύμβολο του Άμμωνα ήταν τα κέρατα του κριαριού, σύμβολο που θα υιοθετηθεί και για τις αναπαραστάσεις του Αλεξάνδρου. Ο Κριός ταυτίζεται με το θεό Ήλιο, σύμφωνα με πανάρχαιους ινδοευρωπαϊκούς μύθους (βλέπε Παπαδόπουλος 1964 (2004:β 191-192), επομένως και ο Αλέξανδρος γίνεται με την ταύτιση αυτή ηλιακός ήρωας και «γιος του ήλιου». 32

Ορισμένοι ερευνητές, πάντως, για την περίπτωση του Αλέξανδρου κάνουν λόγο για μια άτυπη τιτλοφορία, που δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις προδιαγραφές μιας κανονικής, παραδοσιακής αιγυπτιακής στέψης και τιτλοφορίας ενός νέου Φαραώ (βλέπε Juanno 2015 (2002): 123-124). 33

Το ότι ο Αλέξανδρος ήθελε τη δημιουργία ενός παγκόσμιου κράτους αποδεικνύεται και από τη συνέχιση της εκστρατείας του στις Ινδίες, όταν πια είχε ήδη καταλύσει την Περσική Αυτοκρατορία και θα μπορούσε να επαναυπαυτεί στις δάφνες του. Η επίσημη βέβαια δικαιολογία ήταν ότι ήθελε να ακολουθήσει την πορεία του Διονύσου, ο οποίος επίσης είχε κατακτήσει τις Ινδίες. 34

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

31

οικουμενικού κράτους του η ελληνική καταγωγή του ιδίου και των υπολοίπων ήταν δευτερεύουσας σημασίας, σκοπός του ήταν μάλλον να την ξεπεράσει, χωρίς ωστόσο να την ξεχάσει ή να την υποβαθμίσει, γιατί αποτελούσε τη βάση για τη δημιουργία της νέας, «παγκόσμιας» ταυτότητας του. Γι’ αυτό και μετά το θάνατο του Δαρείου εκπαίδευσε 30.000 νεαρούς Πέρσες στα μακεδονικά όπλα και έδωσε εντολή να μάθουν την ελληνική γλώσσα, σύμφωνα με τον Πλούταρχο. Έτσι, όπως σωστά παρατηρεί ο Droysen, ήταν ο ίδιος ο στρατός του Αλέξανδρου που πρώτος αποτέλεσε το σχολείο της διαμόρφωσης του ελληνιστικού προτύπου και σ’ αυτό συνέβαλλαν και οι χιλιάδες στρατιώτες που εγκατέστησε ως αποίκους στις πόλεις και τα φρούρια που ίδρυσε στην ανατολή (Droysen/Αποστολίδης 1993:Β-478). Για τον ίδιο σκοπό, άλλωστε, οργάνωσε και τους γάμους στα Σούσα, όπου ο ίδιος παντρεύτηκε τη μεγαλύτερη από τις κόρες του Δαρείου, τη Στάτειρα (ενώ είχε ήδη παντρευτεί τη Ρωξάνη) καθώς και την πιο μικρή από τις κόρες του Ώχου, την Παρύσατη, ενώ παράλληλα οι στενοί φίλοι του και εταίροι του, καθώς και συνολικά περίπου 10.000 στρατιώτες του έπραξαν το ίδιο και παντρεύτηκαν Περσίδες γυναίκες σύμφωνα με τα περσικά έθιμα (Αρριανός 7.IV, 4 -8, Πλούταρχος Β: 46-47)35. Επομένως η ανάμειξη φυλών και εθνών αποτελούσε για τον Αλέξανδρο πρακτική που θα ωφελούσε τη συνοχή και επιβίωση του καινούργιου παγκόσμιου κράτους που δημιουργούσε36, πάντα όμως έχοντας ως βάση τον ελληνικό πολιτισμό37. Για τον Αλέξανδρο έπρεπε να ξεπεραστεί η διάκριση σε Έλληνες και βάρβαρους και να υπάρξει μια βαθμιαία εξομοίωση όλων μέσα σε συνθήκες ειρήνης και σταθερής τάξης που θα εξασφάλιζε η οικουμενική αυτοκρατορία του και με βάση τις διαχρονικές αξιες του ελληνικού πνεύματος38 (Droysen/Αποστολίδης 1993: Β-399-340). Χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος αναφέρει πως συνένωνε σε ενιαίο σώμα τους ανθρώπους… Μάλιστα στη βασιλική αυτή γιορτή ο Αλέξανδρος φρόντισε όχι μόνο να προικίσει της ασιάτισσες νύφες βασιλικά και να δώσει δώρα και σε όλους τους γαμπρούς Μακεδόνες, αλλά και να πληρώσει για τα χρέη όλων των στρατιωτών του, πρωτοβουλία που του στοίχισε περίπου 20.000 τάλαντα! (Droysen/Αποστολίδης 1993:606). 35

Η πρακτική αυτή υιοθετήθηκε από όλες σχεδόν τις μετέπειτα μεγάλες δυνάμεις και αυτοκρατορίες, ως και τις μέρες μας: τη ρωμαϊκή (που με το διάταγμα του Καρακάλα αναγνώρισε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως καταγωγής), τη βυζαντινή (που απαιτούσε ως μόνη προϋπόθεση για την ενσωμάτωση αλλογενών πληθυσμών στα όριά της την υιοθέτηση της ελληνορθόδοξης ταυτότητας) ακόμα και από τις Η.Π.Α. και τη Σοβιετική Ένωση. 36

Ο Πλούταρχος γράφει χαρακτηριστικά πως «χάρη στον Αλέξανδρο η Βακτρία και ο Καύκασος προσκύνησαν τους θεούς των Ελλήνων» και πως «ο Αλέξανδρος ίδρυσε περισσότερες από 70 πόλεις μέσα στις βάρβαρες χώρες και διέσπειρε σε όλη την Ασία τα ελληνικά ήθη, νικώντας έτσι τον άγριο και βάρβαρο τρόπο ζωής» (Πλούταρχος Β: 42). Ενδεικτικά αναφέρουμε πως στην ακρόπολη των Σάρδεων αποφάσισε να ιδρύσει ναό του Ολυμπίου Διός (Droysen / Αποστολίδης 1993: 199). 37

Αυτός ο κοσμοπολιτισμός του Αλέξανδρου επηρέασε, σύμφωνα με μία άποψη, και τον κοσμοπολιτισμό του ιδρυτή του Στωικισμού, του Ζήνωνα του Κιτιεύοντος. Ήδη στην αρχαιότητα είχε γίνει η αντιπαραβολή ανάμεσα στους δύο από τον Πλούταρχο. Με τη σειρά του ο αρχαίος στωικισμός έφερε την ιδέα της πολιτογράφησης του ατόμου στον κόσμο, ιδέα που υπήρξε προϋπόθεση της σύλληψης μιας άλλης πιο σύγχρονης ιδέας, αυτής των οικουμενικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και της ανάγκης προστασίας τους (Δραγώνα – Μονάχου 2013: 41, 44-45, 51-55). 38

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

32

«…ὥσπερ ἐν κρατῆρι φιλοτησίω μίξας τούς βίους καί τά ἤθη καί τούς γάμους καί τάς διαίτας, πατρίδα μέν τήν οικουμένην προσέταξεν ἡγεῖσθαι πάντας…τό μέν Ἑλληνικόν ἀρετῆ τό δε βαρβαρικόν κακία τεκμαίρεσθαι….δι’ αἵματος καί τέκνων ἀνακεραννυμένους». (Πλουτάρχου Β: 46). Προς επίρρωση των παραπάνω αναφορών, αξίζει να παρατεθούν και τα τεκμήρια που περιείχαν τα λεγόμενα υπομνήματα, εντολές γραμμένες από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, που έδωσε στον Κρατερό, προκειμένου αυτός να τις εκτελέσει. Τα υπομνήματα αυτά διάβασε ο Περδίκκας στο σύνολο του μακεδονικού στρατού μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, ώστε να τα εγκρίνουν οι Μακεδόνες ή όχι. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά, ο Αλέξανδρος ήθελε να φτιάξει ένα παραθαλάσσιο δρόμο κατά μήκος της Λιβύης ως τις στήλες του Ηρακλή (τα στενά του Γιβραλτάρ) και να ιδρύσει κατά μήκος αυτής της οδικής αρτηρίας νεώρια και λιμάνια για το στόλο και «πρός δέ τούτοις πόλεων συνοικισμούς καί σωμάτων μεταγωγάς ἐκ τῆς Ἀσίας είς τήν Εὐρώπην καί κατά τοὐναντίον ἐκ τῆς Εὐρώπης εἴς την Ἀσίαν, ὅπως τάς μεγίστας ἠπείρους ταῖς ἐπιγαμίαις καί ταῖς οἰκειώσεσιν είς κοινήν ὁμόνοιαν καί συγγενικήν φιλίαν καταστήση» (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, XVIII 4). Επομένως, κατά το σχέδιο του Αλέξανδρου, η μεταφορά πληθυσμών από την Ευρώπη στην Ασία και το αντίθετο και οι συνακόλουθες επιγαμίες και η οικειότητα θα δημιουργούσαν συνθήκες ομόνοιας και συγγενικής φιλίας για τους κατοίκους των δύο ηπείρων39. Άλλωστε, ο Αλέξανδρος είχε φροντίσει στην Ώπη, το 324 π.Χ., να τελέσει σπονδές με πρωτοστατούντες Έλληνες μάντεις αλλά και Πέρσες μάγους, στις οποίες, από κοινό κρατήρα παίρνοντας κρασί, συμμετείχαν εξίσου Έλληνες (Μακεδόνες), Πέρσες κι άλλα έθνη. Κατά τη διάρκεια των σπονδών ευχήθηκε –ανάμεσα στ’ άλλα –ομόνοια σε Μακεδόνες και Πέρσες και συμμετοχή καί των δύο στη διακυβέρνηση του κράτους (Αρριανός: Ζ΄. 11.8-9). Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, (Αλέξανδρος, 27), είχε πει ο Μακεδόνας βασιλιάς πως ο θεός είναι κοινός πατέρας για όλους τους ανθρώπους, αλλά ιδιαίτερα ξεχωρίζει τους άριστους. Ο Αλέξανδρος υπήρξε επίσης ο άνθρωπος που επανέφερε δυναμικά στο προσκήνιο του ελληνικού κόσμου αρχικά και της οικουμένης στη συνέχεια το θεσμό της βασιλείας. Η Έχει παρατηρηθεί βέβαια πως ο Αλέξανδρος, απ’ όλους τους ξένους λαούς που κατέκτησε, στην πραγματικότητα επιδίωξε μόνο τη συμμετοχή των Περσών στην εξουσία, αν όχι ισότιμα, τουλάχιστον βοηθητικά στην άσκηση της εξουσίας από τους Μακεδόνες του και τους υπόλοιπους Έλληνες. Αμφισβητήθηκε ακόμα το κατά πόσο η πολιτική της ανάμειξης των λαών, κυρίως μέσα από το «εργαστήριο» του στρατού και των συνοικεσίων που προώθησε, ήταν συνειδητό όραμα ενός ηγέτη, ή μήπως απλά αποτέλεσε τη ρεαλιστική επιλογή ενός στρατηγού που, όσο η εκστρατεία προχωρούσε, διαπίστωνε ότι με τους λίγους Μακεδόνες του καθώς και τους υπόλοιπους Έλληνες συμμάχους δε θα μπορούσε να κρατήσει τα αχανή εδάφη που κατακτούσε (Syropoulos 2013: 486, Badian και Bosworth σε Δεληγιαννάκη 2013). Ωστόσο οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως το ένα δεν αποκλείει το άλλο, η απόφαση και ενέργεια του Αλέξανδρου προς την κατεύθυνση της ομόνοιας των λαών θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα καί του βαθύτερου οράματος που είχε καί παράλληλα να κάλυπτε τους ρεαλιστικούς στρατηγικούς στόχους του. Άλλωστε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, πρωτεύουσα του οικουμενικού κράτους του προοριζόταν να γίνει η Βαβυλώνα, μια πόλη κάθε άλλο παρά «ελληνική». 39

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

33

διαδικασία αυτή βέβαια είχε ξεκινήσει πιο πριν από το Φίλιππο, τον πρώτο μεγάλο Έλληνα ηγεμόνα, ωστόσο με τον Αλέξανδρο ήταν που η βασιλεία παγιώθηκε και έλαβε οικουμενικές διαστάσεις. Ο τίτλος «βασιλεύς», που ο Αλέξανδρος άρχισε να χρησιμοποιεί απευθυνόμενος πιθανόν στους Έλληνες (σύμφωνα με τον Πλούταρχο μετά τη μάχη των Γαυγαμήλων με τον τίτλο «βασιλεύς της Ασίας»), στη συνέχεια υιοθετήθηκε και από όλους τους ελληνιστικούς μονάρχες (Price 1986/ 1996: 456, Droysen/Αποστολίδης 1993Α: 332). Και πάλι η υιοθέτηση από τον Αλέξανδρο του αφηρημένου και γενικόλογου «βασιλεύς» στη θέση του παραδεδομένου ως τότε «βασιλεύς Μακεδόνων» τείνει προς την κατεύθυνση της δημιουργίας του οικουμενικού κράτους του (Ι.Ε.Ε. Δ΄: 466). Με αυτόν το γενικό τίτλο απευθύνθηκε στους Έλληνες φυγάδες για επιστροφή στις πόλεις τους από την εξορία, με ένα επίταγμα που εξαγγέλθηκε τον Ιούλιο του 324 στη γιορτή της 114ης Ολυμπιάδας: «Βασιλεύς Ἀλέξανδρος τοῖς ἐκ τῶν Ἑλλήνων φυγάσι» (Droysen/Αποστολίδης 1993:Β.636). Και πάλι ήταν το ομηρικό πρότυπο του μαθητή του Αριστοτέλη που προσέδωσε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο βασιλιά που έπλασε με τις πράξεις του: γενναίος και ατρόμητος στις μάχες, φιλόδοξος και οραματιστής, ευσεβής απέναντι στους θεούς όλου του κόσμου, ιδρυτής πόλεων και προστάτης των επιστημών, γενναιόδωρος και αγαπητός στους στρατιώτες του, αρετές που όλοι οι κατοπινοί Έλληνες μονάρχες φρόντισαν να υιοθετήσουν, ο καθένας στο βαθμό που μπορούσε. Με τον Αλέξανδρο η ενός ανδρός αρχή εξιδανικεύτηκε και έγινε αποδεκτή στη συνείδηση του κόσμου, ακριβώς επειδή η αξιοσύνη αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό του μονάρχη. Επιπλέον, ο Αλέξανδρος αποτέλεσε το αρχέτυπο της διαμόρφωσης του ατομικισμού κατά την ελληνιστική εποχή, ένας ατομικισμός που επιβάλλεται ως πρότυπο στην τέχνη και ως στάση ζωής στην κοινωνία από την κορυφή προς τη βάση της, μια και ουσιαστικά όλοι οι διάδοχοι και ελληνιστικοί ηγεμόνες υπήρξαν και συμπεριφέρονταν ως «μικροί Αλέξανδροι». Τα επιτεύγματα του Αλέξανδρου σε συνδυασμό με τον ηρωισμό του, την αποφασιστικότητα και τόλμη του, τις περίλαμπρες στρατιωτικές νίκες του στα βάθη της Ασίας τον κατέστησαν διαχρονικό και παγκόσμιο πρότυπο σοφού ηγεμόνα, ήρωα, ανίκητου στρατηλάτη και βεβαίως, για τους Έλληνες, κορυφαίο εκπρόσωπο του μεγαλείου του ελληνισμού. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που οι τελευταίοι διαχρονικά, ήδη από την αρχαιότητα, αλλά και στο βυζάντιο και στις νεότερες φάσεις της ιστορίας τους, τον είχαν πάντα ως πρότυπο. Αυτήν τη διαχρονική θετική αναφορά στον Αλέξανδρο θα προσπαθήσουμε εν συντομία να παρουσιάσουμε, καθώς και περιληπτικά την πρόσληψή του από άλλους ιστορικούς λαούς, διότι για μια αναλυτική περιγραφή του φαινομένου Αλέξανδρος απαιτούνται τόμοι βιβλίων. Και λέμε θετική αναφορά γιατί υπήρξαν και ορισμένες αρνητικές, βασιζόμενες κυρίως στις στιγμιαίες παρορμήσεις και τα πάθη του Μακεδόνα βασιλιά40. Φαίνεται πως ο Αλέξανδρος πλήρωσε την εκτέλεση του Καλλισθένη, ανιψιού του Αριστοτέλη (βλέπε επόμενο κεφάλαιο 2.1) με αρνητική φιλολογία εκ μέρους των φιλοσόφων της περιπατητικής σχολής, αλλά και εκπροσώπων άλλων φιλοσοφικών σχολών γενικότερα, όπως των στωικών. Πρώτος απ’ όλους ο Θεόφραστος, 40

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

34

μαθητής, προσωπικός φίλος και διάδοχος του Αριστοτέλη στη διεύθυνση της σχολής, στο έργο του Καλλισθένης ἤ Περί πένθους θρηνεί το θάνατό του Καλλισθένη και χαρακτηρίζει τον Αλέξανδρο τύραννο (Tarn 1948 (2014): 129, 200). Αντίστοιχα ο στωικός Επίκτητος (μέσα από τα όσα παραδίδει ως περιεχόμενο της διδασκαλίας του ο μαθητής του, ο Αρριανός) αναφέρεται μάλλον αρνητικά στον Αλέξανδρο, όταν τον εντάσσει στην κατηγορία αυτών που καθοδηγούνται από το προσωπικό τους συμφέρον και δε διστάζουν να στρέφονται ακόμα και κατά των θεών, όταν το συμφέρον τους θίγεται…όπως έκανε ο Αλέξανδρος, όταν διέταξε να καεί το Ασκληπιείο, όταν πέθανε ο Ηφαιστίων (Επίκτητος, Διατριβαί, 2.22.15-17, Κουλακιώτης 2008: 102). Η φιλοσοφική παράδοση των κυνικών έπλασε ιστορίες, στις οποίες ο Διογένης βάζει στη θέση του τον Αλέξανδρο με ειρωνεία, σαρκασμό και δηκτικότητα για τις αδυναμίες του. Ο κυνικός Διογένης ο Σελεύκειος γύρω στα μέσα του 2 ου αιώνα π.Χ. καταδικάζει τον Αλέξανδρο για την αλαζονεία και αφροσύνη του (Tarn 1939: 55). Ακόμα, ορισμένοι Ρωμαίοι συγγραφείς επισημαίνουν ως αρνητικά χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου έναν εκφυλισμό μετά την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας, την τρυφή και τη φιλοποσία, την οργή, την ύβρη, ακόμα και την παράνοια. Οι τοποθετήσεις τους, βέβαια, εν πολλοίς είναι υπερβολικές και όχι χωρίς πολιτική σκοπιμότητα, με βάση τις προσωπικές τους πολιτικές αντιλήψεις, αλλά και την αντίληψη της ανωτερότητας των Ρωμαίων έναντι των Ελλήνων (βλέπε Κουλακιώτη 2008: 116-117). Ο Κικέρων λέει ότι ο Αλέξανδρος έγινε υπερφίαλος, σκληρός και ακρατής από τότε που έγινε βασιλιάς στην Ασία. Οι Στωικοί λατίνοι φιλόσοφοι επίσης του ασκούν σκληρή κριτική, αναφέρονται σε έναν ηγεμόνα που διαφθάρηκε από τις ψευδαισθήσεις του για μεγαλεία (Πετροχείλος 1993:20, Stewart 1993: 14). Ο Σενέκας τον χαρακτηρίζει ως σκληρό και άπληστο τύραννο (Tarn 1939: 55). Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, ενώ παραδέχεται την ανωτερότητα του Αλέξανδρου έναντι όλων των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, τον χαρακτηρίζει φίλοινο και οξύθυμο (Βασιλακοπούλου 1999: 1307). Ο Λουκιανός (στο Calumniae non temere credendum) τον ειρωνεύεται για την επιθυμία του να ανακηρυχθεί ο Ηφαιστίων θεός. Ο Αθήναιος πάλι λέει ότι γινόταν «αφόρητος και φονικός», ότι έπινε πολύ και έδειχνε να είναι μελαγχολική φύση (Αθήναιος, 12.53). Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο Αλέξανδρος, στη διάρκεια ενός συμποσίου, πάνω στο μεθύσι του και σε μια έκρηξη θυμού, σκότωσε έναν από τους καλύτερους υπασπιστές του, τον Κλείτο, τον άνθρωπο που του είχε σώσει τη ζωή στη μάχη του Γρανικού ποταμού, όταν ο Κλείτος, επίσης μεθυσμένος, επέμεινε να τον χλευάζει για τις νέες, «ασιατικές» συνήθειές του. Όταν βέβαια συνειδητοποίησε τι έκανε, το μετάνιωσε πικρά και προσπάθησε να αυτοκτονήσει και μόνο η παρέμβαση των σωματοφυλάκων του τον απέτρεψε από αυτό (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 50-51, Ιουστίνος (Τρώγος). Ο Τατιανός πάλι, Σύριος απολογητής του πρώιμου χριστιανισμού, στο έργο του Λόγος προς τους Έλληνας (γύρω στο 165 μ.Χ.) στρέφεται κατά της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, φιλοσοφίας και σκέψης, κατηγορώντας - ανάμεσα στους άλλους - και τον Αλέξανδρο, το «λυσσασμένο νέο», όπως τον αποκαλεί, για τη δολοφονία του Κλείτου και για υποκρισία με τη δήθεν μεταμέλεια και θλίψη του μετά, όπως επισημαίνει. Γενικότερα φαίνεται πως ο Αλέξανδρος είχε μηδενική ανοχή απέναντι σε όποιον τον αμφισβητούσε, ας ήταν και φίλος και ακόλουθός του - οι εκτελέσεις των Φιλώτα, Παρμενίωνα (στίγμα στη ζωή του Αλέξανδρου κατά το Droysen, τον Παπαρηγόπουλο και πολλούς άλλους ιστορικούς, αρχαίους και νεότερους) και Καλλισθένη ως υπόπτων συνομωσίας εναντίον του είναι επίσης ενδεικτικές (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος, 49,50,55). Με τις άδικες αυτές εκτελέσεις ο Αλέξανδρος έδειξε το σκοτεινό του πρόσωπο, αυτό ενός εγωπαθούς και οξύθυμου ηγέτη, που δε διστάζει να εκτελέσει τους καλύτερους αξιωματικούς του, υποκύπτοντας στις διαβολές των εχθρών τους από τον περίγυρο της αυλής. Από την άλλη πλευρά, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις που ο Αλέξανδρος συγχώρεσε στρατιώτες του για τα παραπτώματά τους ή και ηττημένους εχθρούς του για την αποστασία τους, όταν αυτοί έδειξαν μεταμέλεια, ακόμα και γενναίους αντιπάλους του μετά τη μάχη (βλέπε ενδεικτικά Αρριανός: ΣΤ΄23.4, Διόδωρος Σικελιώτης: 17.76, 91, 96, Droysen/Αποστολίδης 1993: 206). Ο Αλέξανδρος επέδειξε έτσι μια ιπποτική συμπεριφορά προς τον ηττημένο, ασυνήθη για την εποχή (Κυριακίδης 2013:504). Ο Tarn σημειώνει χαρακτηριστικά πως «ο Αλέξανδρος είναι ίσως η μοναδική μορφή της ελληνικής δημόσιας ζωής που καταγράφεται να δείχνει έλεος» (Tarn 1948 (2014): 171). Ωστόσο, αναφέρονται κι άλλα μελανά σημεία στην πορεία του Αλέξανδρου (βλέπε Πλουτάρχου, Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

35

Αλέξανδρος, 59, 72 ή και Κούρτιος Ρούφος: 276, όπου ο Ρωμαίος συγγραφέας κάνει αναφορά στη σφαγή των Βραγχιδών, για την οποία, όμως, εκφέρονται επιφυλάξεις κατά πόσο υπήρξε πραγματικό γεγονός, βλέπε Tarn 1948 (2014): 113, Ι.Ε.Ε. 1973: 150). Ο Πλούταρχος αναφέρει αόριστα μια περίπτωση σφαγής ανθρώπων στην Περσία με διαταγή του ίδιου του Αλέξανδρου (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 37). Σίγουρα το πιο αιματοβαμμένο κομμάτι της εκστρατείας του ήταν αυτό στην Ινδία, για παράδειγμα στη χώρα των Μαλλών, όπου ο Αρριανός αναφέρει περιπτώσεις σφαγών, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος έδινε τέτοια εντολή (Αρριανός Δ΄: 23. 4, ΣΤ΄: 6. 5-6, 7. 6). Ο Κούρτιος Ρούφος αναφέρει πως 17.000 κάτοικοι της πόλης των Σαγγάλων στην Ινδία σκοτώθηκαν και η πόλη τους κατεδαφίστηκε, ενώ χαρακτηρίζει σκληρή την απόφαση του Αλέξανδρου να κρεμαστούν όλοι οι Βραχμάνες της χώρας του βασιλιά Μουσικανού (Κούρτιος Ρούφος: 361, 374). Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει επίσης περιπτώσεις σφαγών στις χώρες των Ινδών βασιλιάδων Μουσικανού, Πορτικανού και Σάμβου, στη χώρα των Βραχμάνων και στην περιοχή της Ωρείτιδος με θύματα δεκάδες χιλιάδες, στo πλαίσιo, όμως των πολεμικών επιχειρήσεων και μετά από συγκρούσεις, χωρίς να διευκρινίζεται αν ανάμεσα στα θύματα υπήρξαν και άμαχοι (Διόδωρος Σικελιώτης Β: ΙΖ΄ 102- 104, Droysen/Αποστολίδης 1993:Β-549-550). Δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί αυτή η εκτροπή σε σφαγές από τον Αλέξανδρο και το στρατό του σε αυτήν τη φάση της εκστρατείας, εφόσον δεχτούμε στο ακέραιο τις πληροφορίες των αρχαίων πηγών. Ενδεχομένως –και πέρα από τη στρατηγική σκοπιμότητα για την τρομοκράτηση και τον πειθαναγκασμό σε υποταγή των πολλαπλάσιων αλλότριων πληθυσμών των περιοχών αυτών - αυτό να οφείλεται στη στρατηγική τοποθέτηση των περιοχών αυτών στα όρια του οικουμενικού κράτους που ήθελε να δημιουργήσει ή και πέρα από αυτά, όπως ο Droysen πιστεύει για την ανατολικά του Ινδού ποταμού περιοχή, οπότε και η σκληρότητα θεωρούνταν επιβεβλημένη για την εξασφάλιση της άμυνας της αυτοκρατορίας του. Ίσως το επιχείρημα αυτό να ενισχύεται από την παρόμοια μαζική εκτέλεση χιλιάδων ανθρώπων της Σογδιανής μετά την εξέγερση που σημειώθηκε εκεί κατά το έτος 329 π.Χ., καθότι ο Αλέξανδρος θέλησε να τους τιμωρήσει σκληρά, επειδή είχε προηγηθεί η σφαγή περίπου 2000 δικών του στρατιωτών (Droysen/Αποστολίδης 1993:Β-435-438, 534). Και πάλι η Σογδιανή αποτελούσε το απώτατο προς βορράν όριο της αυτοκρατορίας του, μια ακριτική περιοχή, την καθυποταγή της οποίας έπρεπε να εξασφαλίσει πάση θυσία, αν ήθελε να στερεώσει το οικουμενικό κράτος του. Έπειτα, είναι γνωστό πως ο πόλεμος γενικά αποκτηνώνει τον άνθρωπο και αμβλύνει τους ηθικούς δισταγμούς του και στην περίπτωση των Μακεδόνων έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που πολεμούσαν δέκα χρόνια συνέχεια. Τις περιπτώσεις αυτές σφαγών, πάντως, δεν πρέπει να τις κρίνουμε με βάση τη χριστιανική ηθική του προτάγματος «αγαπάτε αλλήλους» και τα ιδεώδη του ανθρωπισμού, τα οποία διέπουν σήμερα την κοινωνία μας, διαμορφώθηκαν όμως πολλούς αιώνες μετά τον Αλέξανδρο, κατά το 18 ο αιώνα με το Διαφωτισμό, για να καταστούν πανανθρώπινη (;) αξία μόλις τον 20 ο αιώνα, μετά τις φοβερές γενοκτονίες και τους παγκόσμιους πολέμους, που στιγμάτισαν τον αιώνα αυτόν. Άλλωστε η σκληρότητα έναντι του αντιπάλου ήταν μια συνηθισμένη πρακτική κατά την αρχαιότητα και από άλλες δυνάμεις του ελληνικού κόσμου, όπως γινόταν με την ολιγαρχική Σπάρτη για αιώνες εναντίον των Ειλώτων και με την εφαρμογή «θεσμών» όπως η κρυπτεία ή και ακόμα –ακόμα όπως έπραξε σε ορισμένες περιστάσεις και η δημοκρατική Αθήνα, με κορυφαίο παράδειγμα τη σφαγή των κατοίκων της Μήλου από τον αθηναϊκό στρατό. Μάλιστα στις περιπτώσεις αυτές έχουμε σφαγές Ελλήνων από Έλληνες. Ας σημειωθεί, ακόμα, ότι ο Αλέξανδρος δεν ήταν ανθρωπιστής με τη σύγχρονη έννοια του όρου, υπήρξε και αυτός στρατηγός και πολεμιστής της εποχής του, ωστόσο δεν ήταν και λίγες οι περιπτώσεις που επέδειξε τη φιλανθρωπία του, όπως έγινε με τους Έλληνες αιχμαλώτους των Περσών, ή την οικογένεια του Δαρείου. Ακόμα ο Πλούταρχος έγραψε ότι ο Αλέξανδρος θεωρούσε «τοῦ νικᾶν τούς πολεμίους τό κρατεῖν ἐαυτοῦ βασιλικώτερον» («Το να ελέγχεις τον εαυτό σου είναι βασιλικότερο από το να νικάς τους εχθρούς σου», Πλουτάρχου, Αλέξανδρος, 21), κάτι που ο Αλέξανδρος απέδειξε στην πράξη πολλές φορές. Ο Πλούταρχος σε αρκετά σημεία τονίζει την εγκράτεια του Αλέξανδρου στις σωματικές ηδονές και απολαύσεις (Πλουτάρχου: Αλέξανδρος, 4, 21-23) και γράφει ακόμη χαρακτηριστικά πως όταν ο Δαρείος πληροφορήθηκε τη συμπεριφορά του Αλέξανδρου απέναντι στις αιχμάλωτες μητέρα, σύζυγο και κόρες του, ευχήθηκε αν τυχόν

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

36

ποτέ χάσει ο ίδιος την εξουσία, στο θρόνο του να καθίσει μόνο ο Αλέξανδρος (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 30, Πλούταρχος Β: 93). Επιπλέον, η μεγαλοψυχία που επέδειξε ο Αλέξανδρος σε πλείστες άλλες περιστάσεις, όπως με τους στρατιώτες του Αταρρία και Αντιγένη και η γενναιοδωρία του (βλέπε ενδεικτικά Πλουτάρχου, Αλέξανδρος, 21, 31, 34, 39, 40, 42, Πλούταρχο Β: 94, Αρριανό ΣΤ΄: 26. 1-3, 29. 9, Ζ΄: 5. 1-3) φανερώνει οπωσδήποτε μια πολύπλοκη και αντιφατική προσωπικότητα, πέρα από το συνηθισμένο ανθρώπινο μέτρο, δύσκολο να αξιολογηθεί με σημερινά κριτήρια, αποκομμένη από το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και τις ιδιαίτερες συνθήκες του. Ενδεικτική της γενναιοδωρίας του είναι και η ρήση του που αναφέρει ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Res Gestae, 12.4): όταν δηλαδή ρωτήθηκε πού είναι οι θησαυροί του, αυτός απάντησε: «στα χέρια των φίλων μου». Η μεγαλοψυχία του και η ανωτερότητά του φάνηκε για παράδειγμα κατά τη διάβαση της ερήμου της Γεδρωσίας, όταν, βασανισμένος από δίψα, όπως και όλος ο στρατός του, αρνήθηκε να πιει το λιγοστό νερό που βρήκαν και του έφεραν κάποιοι στρατιώτες, αλλά μπροστά σε όλο το στράτευμα, το έχυσε. Ο Αρριανός αναφέρει πως εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να ήπιαν όλοι οι στρατιώτες του από αυτό το νερό (Αρριανός ΣΤ: 26.1-3, Κούρτιος Ρούφος: 381). Ο Αλέξανδρος εκτιμούσε όσο τίποτα άλλο την περηφάνεια και τη γενναιότητα, ακόμη και του αντιπάλου - η στάση του απέναντι στη Θηβαία Τιμόκλεια αλλά και στον ηττημένο Πώρο είναι ενδεικτική. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί μεγάλο σφάλμα η σκόπιμη προσπάθεια μείωσης της προσωπικότητας του Αλέξανδρου που επιχειρούν ορισμένοι ερευνητές, υπερτονίζοντας τις λίγες περιπτώσεις σφαγών των αντίπαλων πολεμιστών –που έγιναν ωστόσο στο πλαίσιο πολεμικών συγκρούσεων - και παραγνωρίζοντας τις μοναδικές ατομικές του αρετές, τη μεγαλόνοια και τα ασύλληπτα επιτεύγματά του. Γνωστή, τέλος, είναι η αντίδραση που προξένησε στους Μακεδόνες συμπολεμιστές του και στους άλλους Έλληνες η απαίτηση του Αλέξανδρου να τον προσκυνούν, απαίτηση που προήλθε όμως από την επιθυμία του Μακεδόνα βασιλιά να συνεχιστεί ένα πανάρχαιο έθιμο στους ανατολικούς λαούς, στο όνομα της ενότητας της αυτοκρατορίας του (Ι.Ε.Ε. Δ΄: 224-226). Για άλλες αρνητικές καταγραφές του Αλέξανδρου στην αρχαιότητα, στο Βυζάντιο, στη νεότερη Ελλάδα και σε άλλους ιστορικούς λαούς βλέπε ενδεικτικά τα κεφάλαια 2.1., 3.4., 4.4., 5.2., 5.6., 5.7. και υποσημειώσεις 504, 635, 666. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

37

2. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ 2.1. Οι γραπτές πηγές Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς Αρριανός, Πλούταρχος, Διόδωρος Σικελιώτης και ο Ρωμαίος Κόιντος Κούρτιος Ρούφος αποτελούν τις κυριότερες πηγές για τον Αλέξανδρο που έχουν σωθεί. Από αυτούς είναι ο Αρριανός (95-175 μ.Χ.) ο πιο αξιόπιστος, ο οποίος φιλοσοφικά είχε στωικό υπόβαθρο ως μαθητής του Επίκτητου και στηρίχθηκε κυρίως στις διηγήσεις του Αριστόβουλου και του Πτολεμαίου, αξιοποιώντας τες κριτικά ως πηγές, ενώ αναφέρεται και σε ορισμένα αποσπάσματα από τις βασίλειες εφημερίδες41 (Αρριανός Α, 1-3, Λουκιανός: Ἀλέξανδρος ἤ Ψευδόμαντις 2, Κουλακιώτης 2008: 129). Το έργο του, Αλεξάνδρου Ἀνάβασις, έχει ως πρότυπο τον Ξενοφώντα με τον οποίο ο Αρριανός, σύμφωνα με το Λέσκι, αποδεικνύεται εφάμιλλος ως ιστορικός. Αποτιμώντας το έργο του Μακεδόνα βασιλιά, αναφέρει πως δεν υπάρχει άλλος άνδρας ανάμεσα στους Έλληνες ή τους βαρβάρους που να έκανε τόσα σε πλήθος και μέγεθος, ενώ αλλού φτάνει στο σημείο να τονίσει πως δεν του φαίνεται τέτοιος άνδρας, ανόμοιος με οποιονδήποτε άλλον, να γεννήθηκε χωρίς θεία βούληση (Αρριανός: Α΄. 12.4, Ζ΄.30.2). Ωστόσο ο Αρριανός, έχοντας την ικανότητα να διαχωρίσει την αξιόπιστη, σοβαρή και ιστορική παράδοση από τη λαϊκή, διαφύλαξε τον πραγματικό Αλέξανδρο από τις υπερβολές των μυθικών αφηγήσεων που ευρέως κυκλοφορούσαν τον καιρό του (Lesky 1983: 1159). Άλλωστε, όπως διαφαίνεται από την προσεκτική ανάγνωση της ιστορίας του, στάθηκε κριτικά απέναντι σε περιστατικά αλλά και στον ίδιο τον Αλέξανδρο, κάτι που δε θα έκανε αν ήταν ένας ταγμένος υμνητής του. Για παράδειγμα, στη δολοφονία του Κλείτου καταλογίζει ευθύνη τόσο στον ίδιο τον Κλείτο για την πέρα των ορίων υβριστική συμπεριφορά του, όσο και στον Αλέξανδρο, τον οποίο και οικτίρει, διότι νικήθηκε από δύο κακά, ανεπίτρεπτα για συνετό άνθρωπο, την οργή και την οινοποσία. Αντίστοιχα, στο περιστατικό της εκτέλεσης του Καλλισθένη (αναφέρει και ως δεύτερη εκδοχή του θανάτου του ότι, σύμφωνα με τον Αριστόβουλο, πέθανε από αρρώστια στη φυλακή) καταλογίζει στον Αλέξανδρο ύβρη και στον Καλλισθένη σκαιότητα (Αρριανός: Δ΄. 9.1, 12.6)42. Ο Αρριανός θεωρεί τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου στην Ανατολή ως προδρομικές αυτών της Ρώμης και αναζητά τα βαθύτερα αίτια της εκστρατείας του. Προτιμά να εκθέτει τα γεγονότα χωρίς ωραιολογίες και ρητορικού ύφους εκφράσεις και αρέσκεται στη λεπτομέρεια δημιουργώντας έντονες εικόνες. Θεωρεί ότι ο Αλέξανδρος υπόκειται στην ανθρώπινη μοίρα και μάλιστα με τη διάσταση του τραγικού προσώπου. Ο Αρριανός έζησε και ταξίδεψε στην Ανατολή 5 αιώνες μετά τον Αλέξανδρο και ήταν σε θέση να δει τα Βλέπε ενδεικτικά τα αποσπάσματα αυτά σε Η. –Σ. Αποστολίδη 2015:105-113. Αφορύν κυρίως σε διηγήσεις για τις τελευταίες μέρες και το θάνατο του Αλέξανδρου. Για τις βασίλειες εφημερίδες βλέπε παρακάτω. 41

Επομένως, η άποψη του Errington ότι δηλαδή «ο Αρριανός παρουσιάζει μια κολακευτική και αποστειρωμένη εικόνα του ιστορικού Αλέξανδρου… με μια δόση εξιδανίκευσης» κρίνεται μάλλον υπερβολική, όσο κι αν ο Αρριανός επηρεάστηκε θετικά στην αντίληψή του για τη θέση του ηγεμόνα γενικά λόγω της προσωπικής εύνοιας που είχε από τον αυτοκράτορα Αδριανό (Errington 2008: 161). 42

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

38

αποτελέσματα της εκστρατείας του, τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού σε αυτές τις περιοχές. Γι’ αυτό και κατανόησε την οξυδέρκειά του και δικαίωσε τις πράξεις του Μακεδόνα βασιλιά (Τσελίκας 2003: 6). Σημαντικό στοιχείο στην αφήγησή του είναι ο χαρακτηρισμός ως πόθου της επιθυμίας του Αλέξανδρου για την κατάκτηση της απόλυτης γνώσης και σοφίας του κόσμου, μια λαχτάρα που τον οδηγούσε στην αναζήτηση νέων περιπετειών στα όρια του τότε γνωστού κόσμου και πέρα από αυτά 43. Στο τέλος της αφήγησής του, ο Αρριανός προβαίνει σε ένα συνολικό χαρακτηρισμό του Αλέξανδρου, όπου και σημειώνει ανάμεσα στα άλλα: «…και ήταν στο σώμα πολύ όμορφος και φιλόπονος και οξύς στις αποφάσεις και πολύ ανδρείος και φιλότιμος, με αγάπη για τους κινδύνους και πολύ ευσεβής απέναντι στους θεούς. Ήταν ακόμη πολύ εγκρατής στις ηδονές του σώματος, ενώ ήταν πολύ άπληστος για τους επαίνους του πνεύματος. Ήταν δεινός στο να διαβλέπει αυτό που πρέπει να γίνει, όταν αυτό δεν ήταν ακόμη ορατό στους άλλους και με απόλυτη επιτυχία μπορούσε από τα φαινόμενα να συμπεραίνει το σωστό. Επίσης ήταν πολύ έμπειρος στο να παρατάσσει και να εξοπλίζει και προετοιμάζει το στρατό. Ακόμη, στο να απογειώνει το θάρρος των στρατιωτών του, να τους γεμίζει με καλές ελπίδες, να τους καθιστά άφοβους στους κινδύνους με τη δική του άφοβη στάση, σε όλα αυτά ήταν ικανότατος….γνωρίζω πολύ καλά ότι από τους παλιούς βασιλιάδες μόνο ο Αλέξανδρος είχε τη γενναιότητα να μετανιώνει για αυτά, στα οποία έσφαλε…». (Αρριανός: Z΄. 28. 1-2, 29.1). Η θετική αυτή αποτίμηση του Αλέξανδρου από τον Αρριανό γίνεται περισσότερο κατανοητή, αν δούμε πώς ο ίδιος έβλεπε το πρότυπο του Μακεδόνα βασιλιά, τον Αχιλλέα. Στο έργο του Περίπλους τοῦ Εὐξείνου Πόντου, που αποτελεί μια περιγραφή της ακτογραμμής του Πόντου για τον αυτοκράτορα Τραϊανό σε μορφή επιστολής, με αφορμή την περιγραφή του νησιού της Λεύκης, όπου υπήρχε ιερό του Αχιλλέα, ο Αρριανός προβαίνει σε μια κρίση του ομηρικού ήρωα, τονίζοντας πως ο Αχιλλέας ήταν πάνω από κάθε άλλο ήρωα, κρίση που την εκφέρει έχοντας ως κριτήριο την ευγενική του καταγωγή, την ομορφιά του, τη ρωμαλέα του ψυχή, το γεγονός ότι έφυγε από τη ζωή νέος, την ποίηση του Ομήρου, καθώς και το ότι έγινε τέτοιος στον έρωτα και στη φιλία του, που ήθελε και ο ίδιος να πεθάνει, αν έφευγαν από τη ζωή οι παιδικοί του φίλοι (Αρριανός, Περίπλους, 23). Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (1ος αιωνας π.Χ.) αφιερώνει στον Αλέξανδρο και στην εκστρατεία του το 17ο βιβλίο της «παγκόσμιας» ιστορίας που γράφει (μεταξύ 60 -30 π.Χ. περίπου). Πρόκειται ουσιαστικά για την πρωιμότερη αφήγηση της ιστορίας του Αλέξανδρου που σώζεται σήμερα. Στην εισαγωγή του βιβλίου του αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος χάρη στην ευφυία και στην ανδρεία του ξεπέρασε με το έργο του όλους τους προηγούμενους βασιλείς, Σύμφωνα με τον Αρριανό (Α΄.3.5.) ο πόθος αυτός φάνηκε νωρίς, ήδη από τη βαλκανική εκστρατεία του Αλέξανδρου, όταν θέλησε να περάσει στην αντίπερα όχθη του Ίστρου (Δούναβη), όχι μόνο για να αντιμετωπίσει τους συγκεντρωμένους Γέτες, αλλά και επειδή «πόθος ἔλάβεν αὐτόν ἐπέκεινα τοῦ Ἴστρου ἐλθεῖν». 43

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

39

έργο μεγάλο που επιτέλεσε σε λίγο χρόνο, -η υποταγή σημαντικού μέρους της Ευρώπης και σχεδόν ολόκληρης της Ασίας –επομένως, όπως σημειώνει, εύλογα απέκτησε μυθική δόξα, σαν εκείνη των θεών και των ημίθεων. Σημειώνει μάλιστα εμφαντικά τη μυθική καταγωγή του Αλέξανδρου, απογόνου του Ηρακλή από την πλευρά του πατέρα του και των Αιακιδών από την πλευρά της μητέρας του, κατά συνέπεια, πιστεύει ο Διόδωρος, ότι ο Αλέξανδρος «κληρονόμησε τα φυσικά και ηθικά γνωρίσματα των μεγάλων» (Διόδωρος Σικελιώτης: 17.1). Αναφέρει –έστω και περιληπτικά –πολλά επεισόδια που δεν τα αναφέρει ο Αρριανός, ενώ στέκεται με αρκετές λεπτομέρειες στο ενδεχόμενο της δηλητηρίασης του Μακεδόνα βασιλιά στο τέλος από τον Αντίπατρο με τη βοήθεια των γιών του, του Κασσάνδρου και κυρίως του Ιόλα, που υπήρξε ο οινοχόος του Αλέξανδρου (Διόδωρος Σικελιώτης: 17.117). Πολλά, βέβαια, επεισόδια που αναφέρει είναι μάλλον ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, όπως το ζευγάρωμα του Αλέξανδρου με τη Θαλλήστρη, τη βασίλισσα των Αμαζόνων, στις όχθες του Θερμόδωντα ποταμού (Διόδωρος Σικελιώτης:17.77). Σε πολλές περιπτώσεις επαινεί τον Αλέξανδρο για την πολεμική του αρετή ή και για τη στάση του απέναντι στην οικογένεια του Δαρείου, ενώ τον κατακρίνει για τις εκτελέσεις του Φιλώτα και του Παρμενίωνα (Διόδωρος Σικελιώτης: 17.21, 38, 79 και αλλού). Αλλού πάλι δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες, όπως η αναφορά για το χρηματισμό του «αντι-Μακεδόνα» Δημοσθένη από τους Πέρσες44 ή οι τιμές που επιφύλαξε ο Αλέξανδρος στον Ηφαιστίωνα, με τα πολλά χρυσαλεφάντινα αγάλματα με τη μορφή του ή η διαταγή του κατά την κηδεία του φίλου του να θυσιάσουν σ’ αυτόν ως θεό «πάρεδρο» (Διόδωρος Σικελιώτης:17.4, 114, 115). Ο Διόδωρος (18.4), διασώζει ακόμη στα υπομνήματα του Μακεδόνα βασιλιά (βλέπε Εισαγωγή παρόντος τόμου), τις εντολές του για την κατασκευή 1000 πολεμικών πλοίων, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η εκστρατεία «ἐπί Καρχηδονίους καί τούς ἄλλους τούς παρά θάλατταν κατοικοῦντας τῆς τε Λιβύης καί Ἰβηρίας καί τῆς ὁμόρου χώρας παραθαλαττίου μέχρι Σικελίας». Μέσα στα υπομνήματα αναφέρεται ακόμη, ως Αναφορά στο χρηματισμό του Δημοσθένη από τους Πέρσες, προκειμένου να ξεσηκώσει αυτός τους νότιους Έλληνες και να κρατηθεί καταρχάς ο Φίλιππος απασχολημένος στην Ελλάδα, κάνει και ο Πλούταρχος στο Βίο του Δημοσθένη, 20: «διῖκτο δ᾽ ἡ δόξα μέχρι τοῦ Περσῶν βασιλέως: κἀκεῖνος ἔπεμψε τοῖς σατράπαις ἐπὶ θάλασσαν γράμματα, χρήματα Δημοσθένει διδόναι κελεύων, καὶ προσέχειν ἐκείνῳ μάλιστα τῶν Ἑλλήνων, ὡς περισπάσαι δυναμένῳ καὶ κατασχεῖν ταῖς Ἑλληνικαῖς ταραχαῖς τὸν Μακεδόνα, ταῦτα μὲν οὖν ὕστερον ἐφώρασεν Ἀλέξανδρος, ἐν Σάρδεσιν ἐπιστολάς τινας ἀνευρὼν τοῦ Δημοσθένους καὶ γράμματα τῶν βασιλέως στρατηγῶν, δηλοῦντα τὸ πλῆθος τῶν δοθέντων αὐτῷ χρημάτων». Από την άλλη πλευρά, τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Σώπατρος επιχειρηματολογεί υπέρ της … αθώωσης του Δημοσθένη, τονίζοντας ότι μάλλον οι Μακεδόνες, ως εχθροί του, έφτιαξαν την ιστορία για να κατηγορηθεί ως προδότης (Scholia ad Hermogenis status seu artem rhetoricam, http://stephanus.tlg.uci.edu). Γεγονός είναι πως ο Αθηναίος ρήτορας στον τρίτο και τέταρτο λόγο του Κατά Φιλίππου, καθώς και στην τοποθέτησή του για την επιστολή που έστειλε ο Φίλιππος στους Αθηναίους το 339 π.Χ., δεν δίστασε να επιχειρηματολογήσει και να προτείνει να απευθυνθούν οι Αθηναίοι στον Πέρση βασιλιά, προκειμένου να εξασφαλίσουν την υποστήριξή του κατά του Φιλίππου (Γ΄ κατά Φιλίππου 71, Δ΄ Κατά Φιλίππου 3134, Προς την Επιστολήν, 6, αρχαίο κείμενο –μετάφραση Αθ. Γιαγκόπουλος, Μ. Αράπογλου στον τόμο Δημοσθένης,εκδόσεις «Ζήτρος», Θεσσαλονίκη, 2004). Σύμφωνα με το ρήτορα Αισχίνη και το Μακεδόνα ιστορικό Μαρσύα τον Πελλαίο, ο Δημοσθένης αρχικά αποκαλούσε τον Αλέξανδρο «Μαργίτη», δηλαδή μανιακό, ηλίθιο, έκδοτο (Η. –Σ. Αποστολίδης 2015: 351). 44

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

40

πληροφορία, η πρόθεση που είχε ο Αλέξανδρος να ανοικοδομήσει έξι ναούς πίσω στην Ελλάδα, στη Δήλο, στους Δελφούς, στη Δωδώνη, στο Δίον (προς τιμή του Δία), στην Αμφίπολη (προς τιμή της Αρτέμιδος Ταυροπόλου) και στον Κύρρο της Μακεδονίας (προς τιμή της Αθηνάς). Παρόμοιας μεγαλοπρέπειας ναό διέταξε να ανεγερθεί και στο Ίλιον προς τιμή της Αθηνάς (Διόδωρος Σικελιώτης, 17.4.3-4). Ο Πλούταρχος (50 -120 μ.Χ.) με το Βίο του Αλέξανδρου45, που συνέγραψε ως παράλληλο του Ιουλίου Καίσαρα, αποτελεί την κυριότερη πηγή για τα παιδικά και νεανικά χρόνια του Αλέξανδρου, ενώ με τους δύο επιδεικτικούς λόγους του, Περί τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς, στέκεται πολύ στην ηθική διάσταση του χαρακτήρα του και της προσωπικότητάς του. Αξίζει να σταθούμε στο γεγονός ότι ο Πλούταρχος έγραψε τους δύο αυτούς λόγους, προορισμένους να ακουστούν δημόσια, προκειμένου να υπερασπιστεί την αρετή του Αλέξανδρου έναντι εκείνων που θεωρούσαν ότι όλα τα οφείλει στην τύχη46. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως τέσσερις αιώνες μετά το θάνατό του ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος και συζήτησης μεταξύ των Ελλήνων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ποτέ δεν ξέχασαν το Μακεδόνα βασιλιά. Παράλληλα, με τους Περί τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς λόγους ο Πλούταρχος δείχνει να απαντά στους στωικούς και περιπατητικούς επικριτές του Αλέξανδρου (Tarn 1939: 56).Στους λόγους αυτούς ο Πλούταρχος, επιχειρηματολογώντας υπέρ της αρετής του Αλέξανδρου, αναφέρεται στα γεγονότα της εκστρατείας στην ανατολή, στις αρετές ακριβώς του χαρακτήρα του, όπως ήταν η ανδρεία, η μεγαλοψυχία, η γενναιοδωρία και η εγκράτειά του, με σαφή υμνητική διάθεση (Πλούταρχος Β: 80, 83, 95, Αλέξανδρος, 21, 22), ενώ δεν παραλείπει να αναδείξει τη φιλοσοφική πλευρά του χαρακτήρα του, προβάλλοντας το μοτίβο του Αλέξανδρου –φιλόσοφου, αλλά και το σχέδιό του για παγκόσμια ηγεμονία που είχε τεράστια οφέλη για κατακτητές και κατακτημένους, ενωμένους υπό μία αρχή (Πλούταρχος Β: 37, 41-43, 45, 47, 53 κ.ε.). Επίσης, τονίζει την πανελλήνια διάσταση του έργου του, συσχετίζοντάς την με τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στα πέρατα της κοσμοκρατορίας που ίδρυσε ο ηγεμόνας των Ελλήνων, ακολουθώντας, όπως γράφει ο Πλούταρχος, το πρότυπο του Ηρακλή, του Περσέα και τα ίχνη του Διονύσου (Πλούταρχος Β: 58). Τέλος, τον αντιπαραβάλλει τόσο με τους ομηρικούς ήρωες, όσο και με μεγάλους άνδρες της πιο πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, όπως το Βρασίδα, τον Περικλή και το Φίλιππο, αλλά και φιλοσόφους, όπως το Σωκράτη, τον Πλάτωνα, το Ζήνωνα, προβάλλοντας τον ίδιο τον Αλέξανδρο ξανά ως φιλόσοφο (Πλούταρχος Β: 42 -44, 52, 62, 111-113). Για το ζήτημα της θεοποίησης του Αλέξανδρου, ο Πλούταρχος παραθέτει στοιχεία με στόχο να αποδείξει πως ο ίδιος ο Αλέξανδρος ποτέ δεν τυφλώθηκε από τη θεϊκή φήμη του, αλλά την εκμεταλλεύτηκε Ο Πλούταρχος πιθανόν συνέγραψε το βίο αυτό κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Τραϊανού εναντίον των Πάρθων (114-117 μ.Χ., Κουλακιώτης 2008:125). 45

Η Catie Mihalopoulos σημειώνει πως, σύμφωνα με τον J. J. Pollitt, ένα βασικό χαρακτηριστικό του πνεύματος της ελληνιστικής εποχής είναι ακριβώς η εμμονή με τη μοίρα (τύχη) του ατόμου και πως η αποτύπωση της μορφής του Αλέξανδρου μέσα από τα ποικίλα πορτραίτα του οδήγησε ακριβώς στην προβολή του ατόμου και της τύχης του. Οπωσδήποτε αυτή η αντίληψη ήταν ακόμη ζωντανή την εποχή του Πλουτάρχου αλλά και αργότερα, όπως θα διαπιστώσουμε. Βλέπε περισσότερα σε Mihalopoulos 2009: 298-316. 46

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

41

πολιτικά προκειμένου να υποδουλώσει τους άλλους (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 28). Σίγουρα ο Πλούταρχος είναι ο μεγαλύτερος υμνητής του Αλέξανδρου από τους τέσσερις βασικούς αρχαίους συγγραφείς, των οποίων τα έργα σώζονται ως τις μέρες μας. Μάλιστα στην πραγματεία του Περί Ρωμαίων Τύχης μακαρίζει τους Ρωμαίους, γιατί ο Αλέξανδρος πέθανε πρόωρα και δεν πρόλαβε να κινηθεί εναντίον τους (Δρακόπουλος / Παπαρηγόπουλος 2009: 232). Στη σύγκριση Αγησιλάου –Πομπηίου πάλι, αναφέρει ότι ο Σπαρτιάτης βασιλιάς κέρδισε δόξα και δύναμη τέτοια, που μόνο ο Αλέξανδρος την ξεπέρασε47. Φαίνεται πως ο Πλούταρχος ανάγει τον Αλέξανδρο σε πολιτισμικό ήρωα του ελληνισμού, με σκοπό να καταδείξει ότι η ελληνική ελίτ της εποχής του, άξια κληρονόμος του Αλεξάνδρου, έχει κάθε δικαίωμα στη νομή της εξουσίας μαζί με τους Ρωμαίους, στα πρότυπα ακριβώς του Αλεξάνδρου, ο οποίος επέτρεπε στους Πέρσες να συμμετέχουν στην εξουσία μαζί με τους Έλληνες (Κουλακιώτης 2008:126-127). Ωστόσο κι αυτός δε διστάζει να αναφέρει κάποια αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του, όπως το ότι με τις καυχησιολογίες γινόταν αηδιαστικός και πολύ αυταρχικός, καθώς και ότι το παράκανε με τους κομπασμούς και τις γαληφιές των κολάκων. Τέλος, ο Πλούταρχος μας δίνει κι ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα περιγραφής του καθημερινού Αλέξανδρου, στο οποίο για άλλη μια φορά αναδεικνύεται η πολύπλευρη και υπερ-δραστήρια φύση του: «Στις μέρες αργίας, αφού πρώτα σηκωνόταν και θυσίαζε στους θεούς, αμέσως μετά προγευμάτιζε και στη συνέχεια περνούσε τη μέρα του είτε κυνηγώντας, είτε δικάζοντας, ή σχεδιάζοντας μια πολεμική επιχείρηση ή διαβάζοντας. Αν δεν είχε κάποια επείγουσα διαδρομή να κάνει, μάθαινε να τοξεύει περπατώντας ή να ανεβοκατεβαίνει σε άρμα εν κινήσει. Πολλές φορές έπαιζε κυνηγώντας αλεπούδες και πουλιά, όπως μαθαίνουμε από τις εφημερίδες του». (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 23). Μια θετική στάση απέναντι στον Αλέξανδρο διακρίνουμε και στην Επιτομή του Ιουστίνου, η οποία, γραμμένη το 2ο αιώνα μ.Χ., ουσιαστικά διασώζει το έργο του Πομπήιου Τρόγου, ο οποίος έζησε τον πρώτο αιώνα π.Χ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αυγούστου και αφιέρωσε δύο βιβλία στον Αλέξανδρο και την εκστρατεία του από τα συνολικά 44 της ιστορίας του με τίτλο Φιλιππικαί Ιστορίαι (Errington 2008: 157). Ο Ιουστίνος (Τρόγος) γράφει αρχικά για τις αρετές της προσωπικότητας του Αλέξανδρου, τις οποίες ξεδίπλωσε με την ανάληψη της εξουσίας μετά το θάνατο του Φιλίππου με τέτοιο τρόπο, ώστε οι Μακεδόνες να λένε ότι άλλαξε μόνο το πρόσωπο του βασιλιά και όχι οι αρετές του (Ιουστίνος: XI.1). Αναφέρει και αυτός το χρηματισμό του Δημοσθένη από τους Πέρσες, αλλά και μια σκοτεινή πτυχή της ανάληψης της εξουσίας από τον Αλέξανδρο, την εκτέλεση ορισμένων συγγενών του, διεκδικητών του θρόνου ((Ιουστίνος: XI: 2, 5). Δίνει ορισμένες ακόμα ενδιαφέρουσες 47

Plutarch, Comparison Agesilaus and Pompey, πρωτότυπο κείμενο,

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A2008.01.0092%3Achapter%3D2%3As ection%3D3, (18.12.2014).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

42

λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα τη στρατιωτική εκπαίδευση που έπαιρναν από μικρή ηλικία μέσα στα μετακινούμενα στρατόπεδα τα παιδιά των Μακεδόνων στρατιωτών του με τις ασιάτισσες γυναίκες (Ιουστίνος: XII.4). Ωστόσο, σε άλλα σημεία, δείχνει να υιοθετεί μυθικές αφηγήσεις και παραθέτει επεισόδια ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, που μάλλον αποδυναμώνουν την αξιοπιστία του, τουλάχιστον ως προς τα συγκεκριμένα περιστατικά (βλέπε ενδεικτικά Ιουστίνος: XI.11, XII.7)48. Επιπλέον πολλά σημαντικά γεγονότα δίνονται ελλειπτικά, όπως η πολιορκία της Τύρου, η καταδίωξη και σύλληψη του Βήσσου, η νίκη του έναντι του Πώρου και άλλα. Σε άλλα σημεία πάλι η αφήγηση γίνεται υπερβολική - «ο Αλέξανδρος πολέμησε μόνος του εναντίον χιλιάδων», γράφει κατά την πολιορκία της μεγαλύτερης πόλης των Μαλλών – ή και ανακριβής. Ο Ιουστίνος εντοπίζει μια αλαζονεία στη στάση του Μακεδόνα βασιλιά μετά την επίσκεψή του στο μαντείο του Άμμωνα, στέκεται επικριτικά απέναντί του για τη στροφή του στους ανατολίτικους θεσμούς και συνήθειες και επισημαίνει τη σκληρότητά του στην εκτέλεση του Φιλώτα. Τέλος, υιοθετεί πλήρως την εκδοχή της δηλητηρίασης από τον Αντίπατρο και τους γιους του (Ιουστίνος: XI: 11, XII: 3, 5, 14). Ο Κόιντος Κούρτιος Ρούφος έγραψε μια περισσότερο μυθιστορηματική παρά ιστορική βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τίτλο Ιστορίες ή Ιστορίες του Μεγάλου Αλέξανδρου του Μακεδόνα, τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Από τα δέκα βιβλία της ιστορίας του λείπουν τα δύο πρώτα καθώς και μέρος του 5ου και του 6ου βιβλίου. Το έργο του, εκτός από τα αφηγηματικά μέρη, περιέχει και πολλές δημηγορίες με έντονο ρητορικό ύφος, που αποδεικνύει ότι ο Ρούφος κατείχε τα μυστικά της ρητορικής. Η αφήγησή του περιέχει πολλές γεωγραφικές και χρονολογικές ανακρίβειες, συνολικά το έργο του δείχνει πως ήταν γραμμένο περισσότερο για να τέρψει και να ψυχαγωγήσει. Ο ίδιος πληροφορεί τον αναγνώστη του πως καταγράφει περισσότερα από αυτά που ο ίδιος πιστεύει ότι είναι αληθινά, για να μην αφήσει τίποτα εκτός από τις διαθέσιμες πηγές του, από τις οποίες σίγουρα αξιοποίησε τον Κλείταρχο, το Χάρη, τον Ονησίκριτο, τον Τρόγο, το Διόδωρο και το Λίβιο (Μίκογλου 1993: 31-37, Errington 2008: 159). Ο Κούρτιος φαίνεται πως έζησε τη σκοτεινή πλευρά της εξουσίας ηγεμόνων, όπως ο Καλιγούλας ή ο Νέρωνας κι αυτό δείχνει να επηρεάζει την καταγραφή και αποτίμηση του «ηγεμόνα Αλέξανδρου» στην ιστορία του, μια καταγραφή που αποτυπώνει περισσότερο τα μελανά σημεία της ιστορίας του σε σχέση με τον Αρριανό ή τον Πλούταρχο. Στο πρόσωπο του Αλέξανδρου ουσιαστικά κατακρίνει τους τυραννικούς Ρωμαίους αυτοκράτορες (Errington 2008: 159, Κουλακιώτης 2008:124). Ωστόσο, προσεκτική ανάγνωση του έργου του φανερώνει πως σε πολλά σημεία ο Ρούφος είναι εξίσου υμνητικός με τους παραπάνω συγγραφείς απέναντι στον Αλέξανδρο: εξυμνεί τη φρονιμάδα του στη διοργάνωση της διοίκησης της Αιγύπτου, τη στρατηγική του δεινότητα στη μάχη των Γαυγαμήλων, την πολεμική του ανδρεία, τη γενναιοδωρία του, τη μεγαλοψυχία του και την εγκράτειά του σε πλείστες άλλες περιπτώσεις. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να αναφέρει το περιστατικό του Ενδεικτικά, αναφέρεται και στην Ινδή βασίλισσα Κλεόφη, στην περιοχή των Δαιδαλικών βουνών, όπου βρέθηκε ο Αλέξανδρος μετά τη Νύσσα, με κατάληξη η βασίλισσα να του υποταχθεί και να του δοθεί, αποκτώντας, έτσι, μαζί του, ένα γιο, τον Αλέξανδρο, ο οποίος και έγινε αργότερα βασιλιάς των Ινδών (ΧΙ.11). 48

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

43

θανάτου της μητέρας του Δαρείου, ως απόδειξη για το σεβασμό που έτρεφε αυτή προς τον Αλέξανδρο, ότι δηλαδή, μόλις πληροφορήθηκε ότι ο Αλέξανδρος πέθανε, τον θρήνησε, βούλιαξε στη λύπη, σταμάτησε να παίρνει τροφή και τελικά πέθανε κι αυτή (Κούρτιος Ρούφος 1993: 207, 223, 236, 238-9, 371, 380, 399). Κάνει ακόμα λόγο για την περιέργειά του και την έμφυτη ρομαντική τάση που είχε για περιπέτειες, αλλά τονίζει πως από ένα σημείο και μετά, μόλις έγινε απόλυτος άρχων της Ασίας, η προσωπική του ματαιοδοξία και φιλοδοξία τον οδήγησε στο να γίνει αλαζόνας, ιδιότροπος, τυραννικός και σκληρός, διαπράττοντας μάλιστα φριχτά εγκλήματα, ενώ παράλληλα επιδιδόταν χωρίς μέτρο στις απολαύσεις και την περσική πολυτέλεια. Οι χαρακτηρισμοί και οι αναφορές αυτές σίγουρα κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στο Ρούφο και τον Αρριανό ή τον Πλούταρχο και σε αυτές σίγουρα υπολανθάνει η δυσαρέσκεια του συγγραφέα για τους σύγχρονούς του Ρωμαίους τυραννικούς αυτοκράτορες. Ωστόσο, προσθέτει ο Ρούφος, πως ο Αλέξανδρος κράτησε και μετά την κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας και αρκετά ίχνη μετριοφροσύνης, δικαιοσύνης και αυταπάρνησης και παραδέχεται πως οι στρατιώτες του ανέχονταν την αλλαγή στο χαρακτήρα του και τα καμώματά του γιατί έβλεπαν πως είχε παραμείνει ο ίδιος στην ανδρεία και στην υπομονή, στους κόπους και στις κακουχίες. Ο Κούρτιος Ρούφος προβάλλει ξεκάθαρα τον Αλέξανδρο ως αρχιστράτηγο των Ελλήνων, ενώ παράλληλα σημειώνει το ενδιαφέρον του Αλέξανδρου να μάθει ελληνικά η οικογένεια του Δαρείου, τονίζοντας ότι χάρη στην εκστρατεία του, για πρώτη φορά, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός άρχισε να επηρεάζει ένα μεγάλο μέρος της ανατολής. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, σημειώνει και το ενδιαφέρον του Αλέξανδρου για τη συγχώνευση Ελλήνων και Περσών (Κούρτιος Ρούφος 1993: 222, 225, 228-229). Τέλος, αναφέρεται στην άμιλλα του Αλέξανδρου προς τον Ηρακλή και το Διόνυσο, παραθέτοντας τα ίδια σχεδόν λόγια που αναφέρει και ο Αρριανός ότι είπε ο Αλέξανδρος στους Μακεδόνες στον Ύφαση ποταμό (Κούρτιος Ρούφος 1993: 202, 226, 271-72, 364). Ωστόσο, οι προαναφερόμενοι συγγραφείς49 στηρίζονταν με τη σειρά τους σε παλαιότερους, σύγχρονους του Αλέξανδρου και σε μεγάλο βαθμό συμπρωταγωνιστές του στη μεγάλη εκστρατεία και μάρτυρες των γεγονότων της εποχής του, τα έργα των οποίων δυστυχώς χάθηκαν50. Η εικόνα που έδωσαν αυτοί για τον Αλέξανδρο καθόρισε σε μεγάλο

Σύμφωνα με τον Cartledge οι αρχαίες πηγές για τον Αλέξανδρο είναι μεροληπτικές απέναντί του, τόσο υπέρ όσο και κατά αυτού και αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό. Τι τι πραγματικά συνέβη παραμένει ασαφές, γι’ αυτό και πρέπει να δυσπιστούμε απέναντί τους (Δεληγιαννάκης 2009). Ωστόσο, οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως ούτως ή άλλως υπάρχει μια σαφέστατη σύμπτωση και συμφωνία απόψεων μεταξύ όλων των πηγών - καί των «υπέρ» καί των «κατά» -για πάμπολλα από τα επεισόδια της εκστρατείας που περιγράφονται, κι αυτό αποδεικνύει μια αντικειμενική κοινή συνισταμένη. Για παράδειγμα, όλες οι πηγές συμφωνούν στη γενναιότητα που επιδείκνυε ο Αλέξανδρος την ώρα της μάχης, επομένως είναι λάθος να ισχυριστεί κανείς πως αυτή η εικόνα διαμορφώθηκε από τις φιλο -αλεξάνδρειες πηγές και ότι, κατά συνέπεια, θα έπρεπε να δυσπιστούμε ως προς αυτήν. 49

Αναφορά σε συγγραφείς που έγραψαν για τον Αλέξανδρο, με αφορμή την υποτιθέμενη συνάντησή του με τις Αμαζόνες, κάνει και ο Πλούταρχος. Αναφέρονται οι Κλείταρχος ο Μεγαρεύς, (τον οποίο αναφέρει και ο Κουιντιλιανός, Κουιντιλιανός, Institutio Oratoria, 10.2) Πολύκριτος, Ονησίκριτος, Αντιγένης, Ίστρος, 50

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

44

βαθμό και την πρόσληψή του από τους σύγχρονούς τους Έλληνες της κυρίως Ελλάδας, πολλοί από τους οποίους σίγουρα είχαν κατατρομοκρατηθεί μετά την καταστροφή της Θήβας. Ένας από αυτούς ήταν ο αρχιθαλαμηπόλος της αυλής του Αλέξανδρου Χάρης ο Λέσβιος, ο οποίος έγραψε απομνημονεύματα από τη συμμετοχή του στην εκστρατεία και δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιδιωτική ζωή του Μακεδόνα βασιλιά και συγκεντρώνει όλα τα περίεργα και θαυμαστά της εκστρατείας - ό,τι του έκανε εντύπωση (Ι.Ε.Ε. Ε΄: 360, Errington 2008: 141)51. Από αυτούς τους πρώτους «ιστορικούς» του Αλέξανδρου ξεχωρίζει βέβαια ο Πτολεμαίος του Λαγού, πιστός συμπολεμιστής του και ιδρυτής του ελληνιστικού βασιλείου της Αιγύπτου, ο οποίος, πέραν του ότι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, φαίνεται πως χρησιμοποίησε και τις βασιλικές (βασίλειες) εφημερίδες, που συντάσσονταν στο γενικό στρατηγείο του Αλέξανδρου, υπό τη διεύθυνση του Ευμένη από την Καρδία και του Διοδότου από τις Ερυθρές. Οι εφημερίδες ήταν υπηρεσιακού χαρακτήρα και αποτέλεσαν βασική πηγή για τις τελευταίες μέρες του Αλέξανδρου, σίγουρα όμως συντάσσονταν και από πιο πριν, ίσως και από την αρχή της εκστρατείας. Το γεγονός της σύμπτωσης και συμφωνίας τόσων πολλών δεδομένων, ανάμεσα στον Αρριανό και τον Πλούταρχο για παράδειγμα, εξηγείται ίσως από το ότι και οι δύο χρησιμοποίησαν μια κοινή πηγή, που θα μπορούσε να είναι τα σωζόμενα στην εποχή τους αποσπάσματα των βασιλικών εφημερίδων. Αρχειακού χαρακτήρα και ενταγμένα στις εφημερίδες ήταν και τα υπομνήματα του Μακεδόνα βασιλιά, οι υπηρεσιακές εντολές του, στις οποίες, όπως αφηγείται ο Διόδωρος, ο Περδίκκας αργότερα βρήκε πληροφορίες, όπως τα έξοδα της πυράς του Ηφαιστίωνα, τα μελλοντικά σχέδια του Αλέξανδρου και άλλες. Ο Πτολεμαίος έγραψε την ιστορία του στην Αλεξάνδρεια και σε προχωρημένη ηλικία, βασιζόμενος σε μεγάλο βαθμό και στις προσωπικές του αναμνήσεις, εστιάζοντας στη διοίκηση και στα πολεμικά γεγονότα, τα οποία και αποδίδει συγκροτημένα και με ακρίβεια. Στην Αλεξάνδρεια και σε προχωρημένη ηλικία έγραψε για τον Αλέξανδρο και ο σύγχρονος του Πτολεμαίου και Μικρασιάτης στην καταγωγή Κλείταρχος, ένα έργο μεγάλης κλίμακας σε 12 βιβλία, το Περί Ἀλέξανδρον ἱστοριῶν, περιγράφοντας τη ζωή του Αλέξανδρου από τη γέννησή του ως το θάνατό του, διανθισμένη και με μυθολογικά στοιχεία, εθνογραφικές πληροφορίες και δημηγορίες, έργο που υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλές χάρη στο ύφος του και συνέβαλε στην εξύψωση του Μακεδόνα βασιλιά στη Αριστόβουλος, Χάρης ο Εισαγγελέας, Πτολεμαίος, Αντικλείδης, Φίλων ο Θηβαίος, Φίλιππος ο Θεαγγελεάς, Εκαταίος ο Ερετριεύς, Φίλιππος ο Χαλκιδεύς και Δούρις ο Σάμιος (Αλέξανδρος, 46). Δε φαίνεται να έχει δίκιο ο Errington (Errington 2008: 143-144) όταν γράφει ότι ακόμα και στη Μακεδονία ο Αλέξανδρος και η οικογένειά του για μια ολόκληρη γενιά αντιμετωπιζόταν δίχως σεβασμό: ακόμα και ο Κάσσανδρος, παρότι δολοφόνησε την Ολυμπιάδα, τη Ρωξάνη και τον Αλέξανδρο Δ’, έδωσε στην πόλη που ίδρυσε το όνομα της αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, της Θεσσαλονίκης, ίσως και για να εξιλεωθεί για τις στυγερές δολοφονίες του στα μάτια των Μακεδόνων, που ποτέ δεν έπαψαν να αγαπούνε τον Αλέξανδρο. Επιπλέον φαίνεται πως και στην κυρίως Ελλάδα υπήρξαν λατρείες του Αλέξανδρου (βλέπε παρακάτω) - το παράδειγμα της Θάσου είναι ενδεικτικό - επομένως δεν ισχύει απόλυτα το ότι μόνο οι Έλληνες της Μικρασίας, των οποίων τις πόλεις απελευθέρωσε από τον περσικό ζυγό, ήταν αυτοί που τον έβλεπαν θετικά. 51

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

45

συλλογική μνήμη, αν και φαίνεται πως δεν έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην αλήθεια και καλλιεργούσε μια εικόνα του Αλέξανδρου ως ενός οργισμένου, ανελέητου αλλά και ρομαντικού ήρωα. Σύμφωνα με το Hammond, το έργο του Κλειτάρχου πρέπει να είχε ολοκληρωθεί ως το 290 π.Χ. και μάλιστα πριν από το αντίστοιχο του Πτολεμαίου. Ο Κλείταρχος ήταν ικανός να δίνει γλαφυρές περιγραφές, ζωηρές και εντυπωσιακές διηγήσεις, καθώς και εύστοχους χαρακτηρισμούς, μάλιστα έκρινε τις σπουδαίες πολεμικές και πολιτικές πράξεις του Αλέξανδρου ηθικολογικά. Ο Διόδωρος, ο Κούρτιος Ρούφος και ο Ιουστίνος βασίζονται πολύ σ’ αυτόν για τη συγγραφή της δικής τους ιστορίας. Ο Κλείταρχος φαίνεται πως ήταν ο πρώτος που έβαλε στην ιστορία του Αλέξανδρου τα γεγονότα της Ελλάδας (π.χ. την καταστροφή της Θήβας). Ακόμα, διακρίνεται στο έργο του μια ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Πτολεμαίο, γεγονός που οφείλεται μάλλον στο ότι φιλοξενήθηκε στην Αλεξάνδρεια. Ένας άλλος σύγχρονος του Μακεδόνα βασιλιά ήταν ο Αριστόβουλος από την Κασσανδρεία, ο οποίος επίσης είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία, υπήρξε στενός φίλος του Αλέξανδρου, αλλά έγραψε την ιστορία του σε βαθιά γεράματα, χωρίς να είναι βέβαιο αν η ιστορία του έπεται των δύο προαναφερόμενων, του Πτολεμαίου και του Κλειτάρχου, με το Hammond πάντως να επιχειρηματολογεί υπέρ της χρονολογικής τοποθέτησης του έργου του πριν από τον Πτολεμαίο. Το βιβλίο του έδινε μια πολύ θετική εικόνα για τον Αλέξανδρο και επιβίωσε ως το 2ο αιώνα μ.Χ. Φαίνεται πως δεν καταπιάστηκε τόσο πολύ με τις πολεμικές πράξεις, όσο με περιγραφές τόπων και ηθών, μαντείες και οιωνούς. Ιστορικός του Αλέξανδρου υπήρξε και ο Καλλισθένης, ανιψιός του Αριστοτέλη, που ακολούθησε το Μακεδόνα βασιλιά στην εκστρατεία ως το 327 π.Χ., οπότε και καταδικάστηκε σε θάνατο ως ύποπτος συνωμοσίας και επειδή αντιτάχθηκε στο έθιμο της προσκύνησης, που είχε επιβάλλει ο Αλέξανδρος52. Το έργο του, Ἀλεξάνδρου πράξεις, ήταν γνωστό στον Κικέρωνα και στον Πλίνιο, ενώ στις πληροφορίες του στηρίζεται σε αρκετά σημεία της δικής του ιστορίας και ο Πολύβιος, όπως για παράδειγμα στην περιγραφή των προκαρτακτικών σχεδίων και κινήσεων της μάχης της Ισσού (333 π.Χ.), στην οποία ο Πολύβιος γράφει ότι ο Καλλισθένης πρέπει να ήταν παρών.53 Φαίνεται πως η ιστορία του Καλλισθένη αποτελούσε μια βασική καταγραφή των γεγονότων με υμνητική για τον Αλέξανδρο διάθεση, που φτάνει στη σύζευξη του Αλέξανδρου με ομηρικά πρότυπα. Άλλωστε ο Καλλισθένης υπήρξε κυριολεκτικά ο πρώτος επίσημος ιστοριογράφος της αυλής με πρωταρχικό στόχο τα γραπτά του να αποτελέσουν τερπνά αναγνώσματα των μελών του περιβάλλοντος του Αλέξανδρου. Ο Πολύβιος σημειώνει για τον Καλλισθένη πως «ἀποθεοῦν Ἀλέξανδρον ἐβουλήθη…», κάτι που ο Αρριανός παραδίδει ότι το είπε και ο ίδιος ο Καλλισθένης. Πράγματι, σύμφωνα με Κατά τον Αριστόβουλο ο Καλλισθένης πέθανε στη φυλακή από αρρώστια, ενώ κατά τον Πτολεμαίο κρεμάστηκε ύστερα από βασανιστήρια (Αρριανός:Δ΄ 14.3.). 52

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0233%3Abook%3D12 (1.9.2014). Σε άλλα σημεία του έργου του (π.χ.Ιστορίαι, 12.20) ο Πολύβιος ασκεί κριτική στις «ανακρίβειες» και ἑπινοήσεις» του Καλλισθένη, βλέπε 53

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0234%3Abook%3D12%3Acha pter%3D20.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

46

αναφορές αρχαίων συγγραφέων, όπως ο Στράβων, αλλά και μεσαιωνικών, όπως ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, στη διήγηση του Καλλισθένη κάνουν την εμφάνισή τους θαυμαστά συμβάντα, όπως ο προσανατολισμός στη σωστή κατεύθυνση της αποστολής του Αλέξανδρου - κατά την πορεία της στην έρημο για το μαντείο του Άμμωνα - από δύο κοράκια ή το ξαφνικό φούσκωμα και υποχώρηση των θαλάσσιων υδάτων κατά το πέρασμα του Αλέξανδρου από το στενό της Παμφυλίας. Επιπλέον, ο Αρριανός παραθέτει τα λόγια που, με παρρησία, είπε ο Καλλισθένης στον Αλέξανδρο, σχετικά με το ζήτημα της προσκύνησης και των τιμών, κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου. Στο λόγο αυτό ο Καλλισθένης τονίζει, ανάμεσα στ’ άλλα, την καταγωγή του Αλέξανδρου από τον Ηρακλή, τον Αιακό και το Άργος και παράλληλα τον προβάλλει ως πρωταγωνιστή της Ελλάδας, για χάρη της οποίας έγινε όλη η εκστρατεία του. Το τελευταίο από τα αποσπάσματα του έργου του Καλλισθένη, που σώζεται στις αναφορές του Πλουτάρχου, είναι το σχετικό με τη μάχη στα Γαυγάμηλα, επομένως εξιστόρησε τα γεγονότα της εκστρατείας ως το έτος 331 π.Χ, αν και κατ’ άλλους, μια αναφορά του στον Άραξη ποταμό, που διασώζει ο Στράβων, κατεβάζει την πιθανή καλλισθένεια εξιστόρηση ως το έτος 328 π.Χ. Με τους Καλλισθένη και Κλείταρχο έχουμε μια ευδιάκριτη πλέον τάση προς το ιστορικό μυθιστόρημα που θα οδηγήσει τελικά στο μυθιστόρημα του ψευδο –Καλλισθένη, πάντα μέσα στα πλαίσια της αλεξάνδρειας παράδοσης. Αλλά το τελευταίο θα μας απασχολήσει αναλυτικά παρακάτω. Ο Ονησίκριτος από την Αστυπάλαια συμμετείχε επίσης στην εκστρατεία (υπήρξε αξιωματικός του ναυτικού) κι έγραψε μετά το θάνατο του Αλέξανδρου το έργο Πῶς Ἀλέξανδρος ἤχθη, στο οποίο περιγράφεται η ζωή του Αλέξανδρου με φιλοσοφικά, κυνικά χαρακτηριστικά, μέσα, για παράδειγμα, από τη συζήτηση που κάνει ο Αλέξανδρος με τους Ινδούς φιλοσόφους για τις αρνητικές συνέπειες της αφθονίας των αγαθών. Ο ρήτορας Αναξιμένης ο Λαμψακηνός (περίπου 380 -320 π.Χ.) έγραψε «τά περί Ἀλέξανδρον», από το έργο του όμως δε σώζονται παρά ελάχιστα αποσπάσματα, τη Ρητορική πρός Ἀλέξανδρον, ενώ από την πραγματεία του για το θάνατο του βασιλιά, το έργο «Περί τῆς Ἀλεξάνδρου τελευτῆς» δε σώζεται τίποτα. Την εκστρατεία του Αλέξανδρου εξιστόρησε και ο Άριστος από τη Σαλαμίνα της Κύπρου, καθώς και ο Ασκληπιάδης, όπως αναφέρει ο Αρριανός. Επιπρόσθετα, για τον Αλέξανδρο έγραψε άλλος ένας σύγχρονός του, ο Μακεδόνας Μαρσύας από την Πέλλα, σύντροφος του Αλέξανδρου, για το έργο του οποίου δεν είναι γνωστά παρά ελάχιστα στοιχεία, εκτός βέβαια του ότι οι τίτλοι των έργων που έγραψε, σύμφωνα και με το μεσαιωνικό ελληνικό λεξικό της Σούδας, ήταν Τά περί Ἀλέξανδρον και Ἀλεξάνδρου ἀγωγή. Πιθανόν να μεγάλωσε μαζί με τον Αλέξανδρο ως βασιλικός παις, για να είναι σε θέση να γράψει το τελευταίο έργο. Περίπου πενήντα χρόνια μετά το θάνατο του Αλέξανδρου έγραψε γι’ αυτόν και ο Δίυλλος ο Αθηναίος, συγγραφέας μιας ιστορίας Ελληνικών ως το έτος 297 π.Χ., στον οποίο βασίστηκε ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Κούρτιος Ρούφος και πιθανόν και ο Αρριανός. Στον τρίτο αιώνα π.Χ. έγραψε για τον Αλέξανδρο και ο Σάτυρος, ένας βιογράφος διάσημων ανδρών με μικρή, όμως, αξιοπιστία στο έργο του (Αρριανός: Δ΄. 11.6-7, ΣΤ΄.15.5, Ι.Ε.Ε. Ε΄: 360, Lesky 1983: 863, 10521054, Droysen / Αποστολίδης 1993: Α.381, Β. 398, 705, 710-12, 715-16, 719-20, 724-25, Hammond 2007

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

47

(1988) A: 292-302, Errington 2008: 145,147, 151-153, Η. –Στ. Αποστολίδης 2015: 55-56, 73-90, 139, 143, 152-153, http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl -souda on line). Κι αν οι παραπάνω συγγραφείς στάθηκαν, λιγότερο ή περισσότερο, υμνητές του Αλέξανδρου, ο Ηγησίας ο Μάγνης, ρήτορας των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., στάθηκε επικριτικός απέναντί του για τη σκληρότητα που επέδειξε κατά την πολιορκία της Γάζας, που «άφησε τους Μακεδόνες να σκοτώνουν όποιον βρουν» και θανάτωσε τον ηγεμόνα τους, σέρνοντάς τον ζωντανό πίσω από ένα πολεμικό άρμα, όπως γλαφυρά περιγράφει, σύμφωνα με ένα απόσπασμα που παραθέτει ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Η. –Σ. Αποστολίδης 2015: 92, 526-529). Ένας άλλος συγγραφέας, ο Έφιππος από την Όλυνθο (τέλη 4ου αι. π.Χ.;), σύμφωνα με τον Αθήναιο, παρουσιάζει τον Αλέξανδρο ως ανισόρροπο και αποδίδει το θάνατό του στην οργή του Διονύσου για την καταστροφή των Θηβών. Ο ίδιος μάλιστα, ασκεί κριτική και στην απόδοση θεϊκών τιμών στον Αλέξανδρο. Ο Έφιππος υπήρξε συγγραφέας ενός βιβλίου για το θάνατο του Αλέξανδρου και του Ηφαιστίωνα με τίτλο Περί τῆς Ἀλεξάνδρου καί Ἡφαιστίωνος μεταλλαγῆς (Ι.Ε.Ε. Ε΄: 360, Luschen 2013: 15-16). Ως το κατεξοχήν παράδειγμα της ανθρώπινης απληστίας φαίνεται πως παρουσιάζει τον Αλέξανδρο ο Τέλης, κυνικός φιλόσοφος που έζησε τον 3ο αιώνα π.Χ. σε ένα απόσπασμα που διασώζει ο Ιωάννης Στοβαίος, συγγραφέας του 5ου αιώνα μ.Χ., στο έργο του Εκλογαί. Η κλιμάκωση που δίνει στο ανθρώπινο αυτό πάθος είναι χαρακτηριστική: «…ένας άνθρωπος αν είναι δούλος προσπαθεί να γίνει ελεύθερος… αν γίνει ελεύθερος, να αποκτήσει έναν δούλο και μετά κι άλλον, έπειτα ένα χωράφι, έπειτα να γίνει Αθηναίος πολίτης, έπειτα να εξουσιάσει, να γίνει βασιλιάς κι έπειτα, όπως ο Αλέξανδρος, να γίνει αθάνατος» (Στοβαίος Α΄: XXXIII: 31). Ιδιαίτερης σημασίας για την κατανόηση της εικόνας του Αλέξανδρου είναι οι αναφορές του ιστορικού Πολύβιου από τη Μεγαλόπολη της Πελοποννήσου (200 -120 π.Χ.). Ο Πολύβιος δεν έγραψε κάποιο έργο με θέμα τον Αλέξανδρο και την εκστρατεία του, ωστόσο στην ιστορία του, που αφηγείται αναλυτικά τα γεγονότα των ετών 220 -148 π.Χ. μέσα σε πλαίσιο συγγραφής «παγκόσμιας» ιστορίας, αναφέρεται στον Αλέξανδρο κυρίως θετικά και λιγότερο αρνητικά, με σεβασμό στα κατορθώματα και επιτεύγματα του Μακεδόνα βασιλιά (Overtoom 2013: 572-573, 592). Έτσι, ενώ καταδικάζει την ενέργεια του Αλέξανδρου να κατασκάψει τη Θήβα, εξαιτίας της οργής του για τους Θηβαίους, επαινεί τη στάση του να εξαιρέσει από την καταστροφή, χάρη στην ευσέβειά του προς τους θεούς, τους ναούς της πόλης. Αντίστοιχα, με τον ίδιο τρόπο, γράφει ο Πολύβιος, ενήργησε ο Αλέξανδρος, ως εκδικητής των Ελλήνων, κατά την εκστρατεία του εναντίον των Περσών, σεβόμενος τους ναούς τους, αν και οι ίδιοι δεν έκαναν το ίδιο όταν εισέβαλαν στην Ελλάδα (Πολύβιος: 5.10.6-8, Overtoom 2013: 577). Οι αναφορές αυτές του Πολύβιου γίνονται σε αντιπαράθεση με τις ενέργειες του Φιλίππου του Ε΄, βασιλιά της Μακεδονίας κατά τα κρίσιμα έτη 222-179 π.Χ., όταν ο τελευταίος, εκδικούμενος την καταστροφή του Δίου, της ιερής πόλης των Μακεδόνων, από τους Αιτωλούς, κατέστρεψε ολοσχερώς το Θέρμο της Αιτωλίας το 218 π.Χ. κατά το Συμμαχικό Πόλεμο (220-217 π.Χ., βλέπε και παρακάτω για αντίστοιχες αναφορές στο έργο του Πολὐβιου). Ο Πολύβιος είναι ακόμη αυτός που αναφέρει πως «όλοι παραδέχονται ότι ο Αλέξανδρος υπήρξε μεγαλοφυέστερος και περισσότερο εύψυχος από κάθε άνθρωπο»

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

48

(Droysen/Αποστολίδης 1993:Β-398), μια αναφορά ενδεικτική για τον τρόπο πρόσληψής του είτε από τους διάφορους ιστορικούς είτε (και) από το μέσο άνθρωπο εκείνη την εποχή. Επιπλέον, σημαντική καθίσταται και η αναφορά του Πολύβιου στην ιστορική σημασία των κατακτήσεων του Αλέξανδρου και της Ρώμης54. Πριν από αυτές τις κατακτήσεις, γράφει, ήταν εξαιρετικά δύσκολο οι ιστορικοί να γνωρίζουν την αληθινή ιστορία μακρινών τόπων, γι’ αυτό και υπέπιπταν σε σφάλματα ή σε παραλείψεις. Με τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου και των Ρωμαίων «σχεδόν ἁπάντων πλωτῶν καί πορευτῶν γεγονότων», με αποτέλεσμα και για τους ιστορικούς και ερευνητές να υπάρχουν πολλές πλέον ευκαιρίες «εἰς τό πολυπραγμονεῖν καί φιλομαθεῖν» (Πολύβιος, 3.59.1-4). Κάπως έτσι η πρώτη γενιά ιστορικών του Αλέξανδρου και συγγραφέων της εποχής του συμπεριέλαβε πλήθος γεωγραφικών και εθνογραφικών πληροφοριών στις αφηγήσεις τους. Τη διάσταση αυτή του Αλέξανδρου, να ανοίγει δρόμους πέρα από τα παραδεδομένα όρια του καιρού του, πρώτος τόνισε και ο Αθηναίος ρήτορας Αισχίνης στο λόγο του Κατά Κτησιφώντος, όπου γράφει πως ο Αλέξανδρος πήγε μακριά, «ἔξω τῆς ἄρκτου καί τῆς οἰκουμένης», αναφορά που τον προβάλλει βέβαια και ως κυρίαρχο του κόσμου όλου και εγκαινιάζει στην ελληνική γραμματεία το μοτίβο του Αλέξανδρου – κοσμοκράτορα. Γενικά πάντως, μετά την πρώτη γενιά των ιστορικών του Αλέξανδρου, φαίνεται πως δεν έγραψε κανείς αναλυτικά γι’ αυτόν και πως ήταν οι κατακτήσεις του Πομπηίου στην ανατολή που αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον των ιστορικών για το Μακεδόνα βασιλιά (Errington 2008: 163). Όπως και να ’χει, τα έργα των προαναφερόμενων συγγραφέων55 ήταν Ο Overtoom μάλιστα διαπιστώνει στην αφήγηση του Πολύβιου και ένα μοτίβο σύγκρισης του Αλέξανδρου με τη Ρώμη, με στόχο να ανυψωθεί η Ρώμη έναντι του Έλληνα βασιλιά, αφού ο Πολύβιος βρίσκει πως τον ξεπέρασε στις κατακτήσεις (Overtoom 2013: 591). 54

Υπήρξαν και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς που έγραψαν έργα σχετικά με τον Αλέξανδρο: ο Νύμφις από την Ηράκλεια (Περί Ἀλεξάνδρου και τῶν διαδόχων και ἐπιγόνων), ο Πολύκλειτος ο Λαρισαίος, ο Αντιγένης, ο Ίστρος ο ατθιδογράφος, ο Αρητάδης ο Κνίδιος. Εκτός βέβαια από αυτά που έγραψαν οι διάφοροι συγγραφείς για τον Αλέξανδρο, υπήρχαν και διάφορες παραδόσεις και εξιστορήσεις των συμπολεμιστών του που γύρισαν στην πατρίδα, γνώμες και κρίσεις γι’ αυτόν, οι οποίες, βέβαια, θα ήταν κατά το δοκούν (Lesky 1983: 816,1057, Droysen/Αποστολίδης 1993: Β. 704, 713, 721). Το λεξικό της Σούδας, μεσαιωνικό ελληνικό κείμενο του 10 ου αιώνα, μας πληροφορεί και για άλλους ιστορικούς με χαμένα έργα σήμερα για τον Αλέξανδρο, όπως ο Βάρρων, ο Λέων ο Βυζάντιος, μαθητής του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη, που έγραψε τα Κατ’ Ἀλέξανδρον, ο Μάναιχμος ο Σικυώνιος, που έγραψε μια επιτομή της ιστορίας του Μακεδόνα βασιλιά, ο Φίλων ο Ιουδαίος που δραστηριοποιήθηκε στην Αλεξάνδρεια κατά το πρώτο μισό του 1 ου αιώνα μ.Χ., ο Ποτάμων ο Μυτιληναίος (75 π.Χ. -15 μ.Χ.), ο Σωτήριχος Οασίτης, που έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού και έγραψε για την καταστροφή της Θήβας από τον Αλέξανδρο, ο Στράττις ο Ολύνθιος με το έργα Περί τῶν Ἀλεξάνδρου ἐφημερίδων (βιβλία πέντε) και Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τελευτῆς, ενώ βέβαια τον Αλέξανδρο συμπεριέλαβε στο ιστορικό του έργο και ο Ιάσων ο Αργείος (http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl souda online, 15.3.2015). Στους παραπάνω ιστορικούς πρέπει να προσθέσουμε και τον Αθηναίο Αντικλείδη του 3ου αιώνα π.Χ. καθώς και τον επίσης Αθηναίο –και παγανιστή -Πραξαγόρα, που έγραψε το έργο «Εἰς τον τῶν Μακεδόνων βασιλέα Ἀλέξανδρον» σε έξι βιβλία κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου (P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 121, Η. -Σ. Αποστολίδης 2015: 91, 97). 55

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

49

γνωστά στους λαούς της αρχαιότητας και έδιναν τροφή στις προφορικές και γραπτές παραδόσεις τους. Ο Λουκιανός αφηγείται το εξής επεισόδιο: όταν ο Αλέξανδρος κατηφόριζε με τα πλοία του τον Ύδασπη ποταμό στην Ινδία (Δεκέμβρης του 326 π.Χ.), ο Αριστόβουλος του διάβασε ένα απόσπασμα από κάποιο βιβλίο του, στο οποίο περιέγραφε πώς ο Αλέξανδρος με έναν μόνο δήθεν ακοντισμό σκότωσε τον ελέφαντα του Πώρου κατά την –υποτιθέμενη – μονομαχία τους. Και τότε ο Αλέξανδρος άρπαξε το βιβλίο και το πέταξε στο νερό, λέγοντας πώς το ίδιο μπορεί να πάθει και αυτός που γράφει τέτοια. Εύστοχα παρατηρεί ο Droysen πως, ανεξάρτητα από το βαθμό αλήθειας του επεισοδίου, εκείνο που έχει σημασία να συγκρατήσει κανείς είναι πως κατά τη διάρκεια της εκστρατείας δινόταν σε βιβλίο γεγονότα, που μπορεί να συνέβησαν μόλις επτά μήνες πριν. Άλλωστε στο περιβάλλον του Αλέξανδρου υπήρχαν και ποιητές, οι οποίοι εξυμνούσαν τις πράξεις του, όπως ο Άγις ο Αργείος, ο Χοίριλος και ο Κλέων ο Σικελιώτης. Επιπλέον, ο Πλούταρχος αναφέρει πως, όταν ο Ονησίκριτος διάβασε αργότερα ένα απόσπασμα στο Λυσίμαχο για την ερωτική περιπέτεια του Αλέξανδρου με τη βασίλισσα των Αμαζόνων, αυτός του απάντησε ειρωνικά: «Και πού ήμουν εγώ τότε;» Αντίστοιχα παρόμοιες τάσεις μυθικής αφήγησης διαφαίνονται και σε ορισμένα σημεία του έργου του Καλλισθένη, όπως ήδη αναφέραμε, με αποτέλεσμα η διάβαση του παραλιακού περάσματος της Παμφυλίας από τον Αλέξανδρο και το στρατό του να μετατραπεί σε θαυμαστή αφήγηση, σύμφωνα με την οποία ο αέρας κόπασε και τα κύματα της θάλασσας υποχώρησαν μπροστά στον Αλέξανδρο (Droysen/Αποστολίδης 1993: Β. 464-465, 703, 704, 707)56. Γίνεται σαφές από αυτές τις αναφορές πως το μυθικο στοιχείο έτεινε να αποτελέσει βασικό συστατικό της εξιστόρησης της εκστρατείας του Αλέξανδρου –όχι όμως το κυρίαρχο - ήδη από τους αυτόπτες μάρτυρές της και σε αυτό σίγουρα θα συντέλεσαν ποιητές και συγγραφείς της αρχαιότητας. Για παράδειγμα, ο Αθηναίος θεατρικός συγγραφέας Μέναδρος (342-290 π.Χ.), ο εισηγητής της Νέας Κωμωδίας, βασιζόμενος στο θαυμαστό επεισόδιο του περάσματος της Παμφυλίας, συνδέει τη μορφή του Αλέξανδρου με το θαύμα περνώντας το στοιχείο αυτό σε μια κωμωδία του: «Πόσο στον Αλέξανδρο μοιάζει αυτό! Αν αναζητώ κάποιον, αυτομάτως αυτός εμφανίζεται ενώπιόν μου! Κι αν πρέπει να διαβώ από τόπο με θάλασσα, αυτός μου γίνεται ξαφνικά βατός» (Πλούταρχος:Αλέξανδρος, 17). Έτσι λοιπόν, δικαιολογημένα ως ένα βαθμό, ο Στράβων παρατηρεί πως είναι δύσκολο να γίνουν πιστευτοί οι περισσότεροι από αυτούς που έγραψαν για τον Αλέξανδρο, διότι αυτοί παίζουν με την αλήθεια, τόσο εξαιτίας της δόξας του Αλέξανδρου, όσο και επειδή με την εκστρατεία του έφτασε στα άκρα της Ασίας, επομένως αναφέρονται σε γεγονότα, για τα οποία είναι δύσκολο να υπάρξει επιβεβαίωση (Στράβων, 11.6). Βέβαια, όπως έχει σωστά Ο Πλίνιος πάλι αναφέρεται σε υπεραιωνόβια αρσενικά ελάφια, τα οποία συνελήφθησαν εκατό χρόνια αφότου ο Αλέξανδρος τους είχε βάλει στο λαιμό χρυσά περιλαίμια! (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 8.50). Ο ίδιος συγγραφέας σημειώνει αλλού (15.39), πως το δαφνοστέφανο λεγόταν αλλιώς και «το στέμμα του Αλέξανδρου». 56

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

50

παρατηρηθεί, η μυθική διάσταση του Αλέξανδρου είχε ως πρώτο δημιουργό τον ίδιο το Μακεδόνα βασιλιά, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ζωής του δε δίστασε να καλλιεργήσει ένα μυθικό προφίλ, με κύριο χαρακτηριστικό του τη θεϊκή του καταγωγή, το ότι ήταν γιος θεού, όπως στην περίπτωση με την επίσκεψή του στο ιερό του Άμμωνα στην όαση της Σίβα (Polignac 1999: 3). Επίσης, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, όταν τον Ιούλιο του 326 π.Χ. ο στρατός του αρνήθηκε να προχωρήσει πέρα από τον Ύφαση ποταμό και ο Αλέξανδρος αποφάσισε τελικά να επιστρέψουν πίσω, φρόντισε πρώτα να αφήσουν πίσω τους όπλα, καλύβες και χαλινάρια ζώων μεγαλύτερα του κανονικού, ώστε οι ντόπιοι άνθρωποι να πιστέψουν ότι αυτός και ο στρατός του ήταν γίγαντες (Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 68, Καργάκος 2014: Γ -58). Σωστά ο Ρένος Αποστολίδης επισημαίνει πως η μυθοπλασία στην ιστορία του Αλέξανδρου, με την παραμυθένια οπτική της ανατολής των θαυμάτων και του υπερβατικού, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο όλων των αλεξάνδρειων αφηγήσεων, που καθόρισε ακόμη και την ευρωπαϊκή οπτική της «παραμυθένιας ανατολής» για αιώνες μετά, και συνάμα προσέδωσε άλλη διάσταση στο πεδίο των εξερευνήσεων και γεωγραφικών ανακαλύψεων (Droysen/Αποστολίδης 1993: Β-571). Γεγονός είναι πως πολύ γρήγορα διαμορφώθηκαν διάφορες μυθικές παραδόσεις για τον Αλέξανδρο σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, έτσι ώστε ο Παυσανίας, ο μεγάλος αυτός περιηγητής του 2ου αιώνα μ.Χ., να αναφέρει πως ο Αλέξανδρος υπήρξε οικιστής της Σμύρνης στην Ιωνία της Μικράς Ασίας, μετά από ένα όνειρο που είδε εκεί 57. Η αλήθεια είναι πως πράγματι ο Αλέξανδρος διέταξε να γίνει ο συνοικισμός της Σμύρνης εκ νέου, πολλά χρόνια αφότου η πόλη είχε διαλυθεί σε πολλά μικρά χωριά από τους Λύδους βασιλείς (Droysen / Αποστολίδης 1993: Α-203), ωστόσο δεν υπήρξε κανένα όνειρο, το οποίο αποτελεί στοιχείο ρομαντικής παράδοσης που ο Παυσανίας εντάσσει στην ιστορία. Σε κάθε περίπτωση, τα πολλά ανέκδοτα από το βίο του Αλέξανδρου που αναφέρει ο Παυσανίας (όπως αυτό με τη συνάντηση του Αλέξανδρου με τον Αναξιμένη, πρεσβευτή της Λαμψάκου)58 αποτελούν ένα ακόμα στοιχείο της δημοφιλίας του μύθου του, πέντε αιώνες μετά το θάνατό του59. Ο «Ἀλέξανδρος δὲ ὁ Φιλίππου τῆς ἐφ' ἡμῶν πόλεως ἐγένετο οἰκιστὴς κατ' ὄψιν ὀνείρατος: Ἀλέξανδρον γὰρ θηρεύοντα ἐν τῷ ὄρει τῷ Πάγῳ, ὡς ἐγένετο ἀπὸ τῆς θήρας, ἀφικέσθαι πρὸς Νεμέσεων λέγουσιν ἱερόν, καὶ πηγῇ τε ἐπιτυχεῖν αὐτὸν καὶ πλατάνῳ πρὸ τοῦ ἱεροῦ, πεφυκυίᾳ δὲ ἐπὶ τοῦ ὕδατος. καὶ ὑπὸ τῇ πλατάνῳ καθεύδοντι κελεύειν φασὶν αὐτῷ τὰς Νεμέσεις ἐπιφανείσας πόλιν ἐνταῦθα οἰκίζειν καὶ ἄγειν ἐς αὐτὴν Σμυρναίους ἀναστήσαντα ἐκ τῆς προτέρας» (Παυσανίας, «Αχαϊκά», 5). Η πραγματική ιστορία (η ίδρυση της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου και άλλων πόλεων με το όνομά του) αποτελεί το πρότυπο για τη διαμόρφωση του μύθου του Αλέξανδρου – Κτίστη, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του μύθου του Αλέξανδρου, που θα επιβιώσει τόσο στις παραδόσεις του ελληνισμού, όσο και των άλλων λαών. 57

58

Βλέπε Παυσανία Ηλιακά Β΄, 18.3-4

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0159%3Abook%3D6%3Achapter%3D18%3 Asection%3D3 Ενδεικτικά, ο Διογένης Λαέρτιος (3ος αιώνας μ.Χ.) στο έργο του για τους βίους των αρχαίων φιλοσόφων παραθέτει κι αυτός ορισμένα ανεκδοτολογικά στοιχεία από τη ζωή του Αλέξανδρου (για παράδειγμα στους βίους του Διογένη, του Ξενοκράτη, του Ανάξαρχου, του Κράτη του Θηβαίου. Δες π.χ. για Διογένη 59

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

51

ποιητής Αδδαίος ο Μακεδών, που έζησε την εποχή του Αλέξανδρου, σε δύο επιγράμματά του συνοψίζει το σεβασμό και θαυμασμό που έτρεφε ο αρχαίος κόσμος προς το μεγάλο στρατηλάτη: στο πρώτο, το επιτύμβιο «Προς Φίλιππον» αναφέρει: «… εδώ αναπαύεται ο Φίλιππος, ο μεγάλος βασιλιάς της Μακεδονίας. Κανείς άλλος βασιλιάς δεν επέτυχε πριν απ’ αυτόν τόσα κατορθώματα, όσα έκανε εκείνος. Αλλά, και αν καυχιέται κανείς ότι έγινε σπουδαιότερος από το Φίλιππο, αυτός είναι ο γιος του». Στο δεύτερο επίγραμμα, το «Προς Αλέξανδρον» γράφει: ΤΥΜΒΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΙΟ ΜΑΚΗΔΟΝΟΣ ΗΝ ΤΙΣ ΑΕΙΔΗ, ΗΠΕΙΡΟΥΣ ΚΕΙΝΟΥ ΣΗΜΑ ΛΕΓ’ /ΑΜΦΟΤΕΡΑΣ,60 επίγραμμα που παραπέμπει στο μοτίβο του Αλέξανδρου κοσμοκράτορα. Διάσημο υπήρξε και το ποίημα Εἰς τόν Μακεδόνα Ἀλέξανδρον του Πύρρωνα του Ηλείου, του σκεπτικού φιλοσόφου που ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του. Αντίστοιχα ήταν και τα έργα των Αναξιμένη και Χοιρίλου (Η. –Σ. Αποστολίδης 2015:41). Ο Στράβων περιλαμβάνει στο έργο του ορισμένες από τις αναφορές του μεγάλου γεωγράφου Ερατοσθένη (275 -194 π.Χ.) για τον Αλέξανδρο: τη μεγάλη συνεισφορά του Αλέξανδρου στη γνώση του κόσμου της Ασίας και των Βαλκανίων ως το Δούναβη, χάρη στις κατακτήσεις του,61 ή την διαφοροποίησή του από την κοσμοθεωρία του Αριστοτέλη - που τον ήθελε να κάνει σαφείς διακρίσεις μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων - και την προτίμησή του να αποδέχεται και να ευεργετεί χωρίς διάκριση όλους όσοι το άξιζαν (Στράβων: 1.4.8-9). Επιπλέον, σύμφωνα με τον Πολύβιο, το 219-17 π.Χ. ο Αιτωλός Αλέξανδρος Ίσιος, σε δημόσιο λόγο του, απευθυνόμενος στους συμπατριώτες του και με νωπή ακόμη την καταστροφή της πρωτεύουσάς τους, του Θέρμου, από το Φίλιππο Ε΄, προέβη σε αντιπαράθεση των πράξεων του Φιλίππου με αυτές του Αλέξανδρου και άλλων Μακεδόνων προκατόχων του Φιλίππου στο θρόνο, σημειώνοντας πως τόσο ο Αλέξανδρος κατά την εκστρατεία του στην Ασία, όσο και ο Αντίγονος, ο Πύρρος κ.λπ. πάντοτε επιτίθονταν στον εχθρό στην ύπαιθρο, σπάνια, όμως, κατέστρεφαν τις πόλεις των αντιπάλων (Πολύβιος: 18.3). Έξι χρόνια αργότερα, το 211 π.Χ., τα απειλητικά «σύννεφα από τη δύση» κάνουν την εμφάνισή τους στον ελλαδικό χώρο: η ιμπεριαλιστική δύναμη της Ρώμης, εφαρμόζοντας την τακτική του «διαίρει και βασίλευε», συνάπτει με τους καιροσκόπους Αιτωλούς το λεγόμενο «αρπακτικό σύμφωνο», προκειμένου να τους δελεάσει και να τους πάρει με το μέρος της έναντι του κυριότερου αντιπάλου που θα μπορούσε να ορθώσει ανάστημα για http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.01.0258:book=6:chapter=2&highlight= alexander (όπου και –ανάμεσα στ’ άλλα -, η περιγραφή της συνάντησης τους και η στιχομυθία που ακολούθησε, κείμενο σε αγγλική μετάφραση). Δηλαδή «αν κάποιος υμνήσει τον τύμβο του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, να πει πως για μνήμα του είχε καί τις δύο ηπείρους», επίγραμμα από την Παλατινή Ανθολογία –Palatina VII, 240 (Ιωαννίδης 1958: 179-180, Λεντάκης 1993: 188). 60

«ὁ μὲν γὰρ τῆς Ἀσίας πολλὴν ἀνεκάλυψεν ἡμῖν καὶ τῶν βορείων (Στράβων, 1.2.1) 61

τῆς

Εὐρώπης ἅπαντα μέχρι τοῦ Ἴστρου»

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

52

λογαριασμό των Ελλήνων, του βασιλείου της Μακεδονίας, υπό την εξουσία του Φιλίππου Ε΄. Στις κρίσιμες αυτές στιγμές, ο πολιτικός εκπρόσωπος των Ακαρνάνων Λυκίσκος εκφέρει λόγο στη Σπάρτη, που, έτσι τουλάχιστον όπως τον διασώζει ο Πολύβιος, αποτελεί μνημείο ενότητας του ελληνισμού απέναντι στον επερχόμενο κίνδυνο. Απαντώντας στις αιτιάσεις του Αιτωλού Χλαινέα, ο οποίος προσπάθησε να διαβάλει τη Μακεδονία, πηγαίνοντας ακόμα και πίσω στο Φίλιππο Β΄ και στον Αλέξανδρο, σημειώνει τα εξής: «(Ο Χλαινέας) με πίκρα καταφέρθηκε εναντίον του Αλέξανδρου, λέγοντας ότι όταν αυτός νόμισε ότι αδικήθηκε, τιμώρησε την πόλη της Θήβας. Αλλά για το ότι ο Αλέξανδρος εκδικήθηκε τους Πέρσες για όλα τα δεινά που έκαναν στους Έλληνες, γι’ αυτό δεν μας είπε τίποτα, ούτε για το από πόσες συμφορές μας απάλλαξε όλους, υποδουλώνοντας τους βάρβαρους και αποστερώντας τους όλες τις προσόδους, με τη χρήση των οποίων εκείνοι κατέστρεφαν τους Έλληνες, πότε στρέφοντας τους Αθηναίους εναντίον των προγόνων αυτών των ανδρών (των Σπαρτιατών), πότε τους Θηβαίους εναντίον άλλων. Και ούτε μας είπε για την Ασία που ο Αλέξανδρος υπέταξε στους Έλληνες»62. Είναι επομένως ολοφάνερο, πως ήδη από την αρχαιότητα, στις δύσκολες περιστάσεις του ελληνισμού, οι υποστηρικτές της ενότητας και ακεραιότητάς του έναντι μιας εξωτερικής απειλής, όπως στην προκειμένη περίπτωση ο Λυκίσκος, ανακαλούσαν και προέβαλλαν τον Αλέξανδρο ως υπερασπιστή του ελληνισμού, ως πρότυπο βασιλιά –νικητή για λογαριασμό όλων των Ελλήνων. Kάποιος ιδιώτης ονόματι Μοσχίων, γύρω στο 150 π.Χ., προσέφερε χίλιες δραχμές προκειμένου να ανακαινιστεί το ιερό του Αλέξανδρου στην Πριήνη της Μικράς Ασίας, σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε στην Ιερή Στοά της πόλης (Stewart 1993: 335, 420). Μια πιο κριτική στάση απέναντι στον Αλέξανδρο δείχνει να τηρεί ο ιστορικός και περιπατητικός φιλόσοφος Αγαθαρχίδης από την Κνίδο (3ος -2ος π.Χ. αιώνας). Στο έργο του Περί τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ὁ γοῦν Ἀλέξανδρος, ἀήττητος ὢν ἐν τοῖς ὅπλοις, ἀσθενέστατος ἦν ἐν ταῖς ὁμιλίαις· ἡλίσκετο γὰρ ὑπὸ τῶν ἐπαίνων, καὶ Ζεὺς καλούμενος οὐ χλευάζεσθαι ἐνόμιζεν ἀλλὰ τιμᾶσθαι, τῶν μὲν ἀδυνάτων ἐπιθυμῶν, τῆς δὲ φύσεως ἐπιλελησμένος»63. 62

Πολύβιος, Ἱστορίαι, 9.34, βλέπε όλο το λόγο του Λυκίσκου (αρχαία ελληνικά και αγγλικά) στη διεύθυνση:

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0234%3Abook%3D9%3Acha pter%3D32. Πληροφορίες για το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και αποσπάσματα από το λόγο του Λυκίσκου στη νεοελληνική: http://www.imma.edu.gr/imma/history/02.html#toc015 63

http://stephanus.tlg.uci.edu Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

53

Επίσης, ο μεγάλος Έλληνας γεωγράφος Στράβων (64 π.Χ. -24 μ.Χ.) από την Αμάσεια του Πόντου, τονίζει πως η συμμετοχή της πατρίδας του στον κοινό ελληνορωμαϊκό πολιτισμό της εποχής του οφείλεται στον Αλέξανδρο και στους Μακεδόνες (Κουλακιώτης 2008:120). Αλλού πάλι, αναφέροντας πληροφορίες του Αριστόβουλου, προβάλλει το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη, καθότι αναφέρεται στα αντιπλημμυρικά –αποστραγγιστικά έργα που έκανε ο Αλέξανδρος στον Ευφράτη και στην περιοχή της Βαβυλώνας (Η. –Σ. Αποστολίδης 2015:512-517). Επιπλέον ο Στράβων προβάλλει το ερευνητικό έργο του Αλέξανδρου και την προσωπική του μέριμνα για γνώση και καταγραφή των νέων στοιχείων κατά την εκστρατεία στην Ινδία (Στράβων: 2.1.6). Επισημαίνει ακόμη το ηράκλειο και διονύσιο πρότυπο που είχε ο Αλέξανδρος ως οδηγό για την ινδική εκστρατεία.64 Τέλος, ο στωικός Στράβων με έμμεσο τρόπο αναφέρεται και στην έπαρση του Αλέξανδρου, όταν αναφέρει ότι από τη μέχρι τότε καλή του τύχη πήραν τα μυαλά του αέρα και θέλησε να συναγωνιστεί τη Σεμίραμι και τον Κύρο διασχίζοντας τη Γεδρωσία (Στράβων, 15.6., Tarn 1939: 52). Όπως αποδεικνύουν παραδείγματα ποιημάτων της Ελληνικής Ανθολογίας (Anthologia Graeca), οι λογοτεχνικές αναφορές Ελλήνων – κι όχι μόνο - στον Αλέξανδρο ήταν συνεχείς καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας: Αὐτόν Ἀλἐξανδρον τεκμαίρεο. Ὦδε τά κείνου ὂμματα, καί ζωόν θάρσος ὁ χαλκός ἒχει. Ὅς μόνος, ἥν ἐφορῶσιν ἀπ’ αἰθέρος αἱ Διός αὐγαί, πᾶσαν Πελλαίω γῆν ὑπέταξε θρόνω. (υστεροελληνιστικό ή ρωμαϊκό, Stewart 1993: 394) (Σε ελεύθερη μετάφραση: Δες προσεκτικά τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Δες τα μάτια του, στο χαλκό το θάρρος ζωντανεύει. Αυτός μόνος, όλη τη γη που βλέπει από τον ουρανό η αυγή του Δία, την υπέταξε στο θρόνο της Πέλλας). Το ποίημα αυτό, όπως υπονοεί η αναφορά στο χαλκό, πιθανόν να είχε έμπνευση ένα μπρούτζινο άγαλμα του Αλέξανδρου. Γύρω στο 44 π.Χ., κατά την επανίδρυση της Κορίνθου μετά την καταστροφή της από το Μόμμιο, ένας Έλληνας αφιέρωσε άγαλμα του Αλέξανδρου –Δία στην Ολυμπία, σύμφωνα με μαρτυρία του Παυσανία (Stewart 1993: 339-340), στοιχείο που πιστοποιεί όχι απλά την επιβίωση της μνήμης του Μακεδόνα βασιλιά στους απλούς Έλληνες της εποχής, αλλά πολύ περισσότερο το σεβασμό τους προς το πρόσωπό του.

«Αλέξανδρος δὲ τῆς Ἰνδικῆς στρατείας ὅρια βωμοὺς ἔθετο ἐν τοῖς τόποις εἰς οὓς ὑστάτους ἀφίκετο τῶν πρὸς ταῖς ἀνατολαῖς Ἰνδῶν, μιμούμενος τὸν Ἡρακλέα καὶ τὸν Διόνυσον» (Στράβων: 3.5.5). 64

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

54

Περίπου το 40 π.Χ. ο Αντίοχος Α΄ της Κομμαγηνής (69-36 π.Χ.) έστησε ένα μνημείο προς τιμήν των προγόνων στο δυτικό εξώστη του ιεροθέσιου του, δηλαδή του εντυπωσιακού, ύψους 50 μέτρων, μαυσωλείου του, στην κορυφή ενός υψώματος (σημερινό Nemrud Dagh). Το μνημείο αυτό πρέπει να συμπεριελάμβανε και τον Αλέξανδρο, όπως μας επιτρέπει να συμπεράνουμε η αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή: ΒΑΣΙ[ΛΕΑ ΑΛΕ]Ξ[ΑΝΔΡΟ]Ν ΤΟΝ Ε[ΚΒΑΣΙΛΕΩΣ [ΦΙΛΙΠ]ΠΟΥ (Stewart 1993: 402, Luschen 2013: 39). Άλλωστε ο Αντίοχος παρουσίαζε τον εαυτό του να έλκει την καταγωγή του από το Δαρείο από την πλευρά του πατέρα του και από τον Αλέξανδρο από την πλευρά της Ελληνίδας μάνας του, της Λαοδίκης. Επομένως, 300 χρόνια μετά το θάνατό του, η μορφή του Αλέξανδρου εξακολουθούσε να ρίχνει τη σκιά της στους Έλληνες ηγεμόνες της ανατολής, ώστε αυτοί να προπαγανδίζουν μέσω της μνημειακής τέχνης και της γενεαλογίας τους την –υποτιθέμενη –ιδιαίτερη σχέση μαζί του. Παράλληλα, μια άλλη επιγραφή από το Μαυσωλείο του Αντίοχου Α΄ έρχεται να επιβεβαιώσει το πνεύμα και τη διορατικότητα του Αλέξανδρου τέσσερις αιώνες μετά το θάνατό του: σ’ αυτήν ο Αντίοχος, ένας κατά το ήμισι Σελευκίδης βασιλιάς, γράφει στα ελληνικά, χωρίς σωστή όμως χρήση του άρθρου και χαρακτηρίζει αντίστοιχα την Περσία και τη Μακεδονία ως τις δυο ρίζες του βασιλείου του. Χρησιμοποιεί το μακεδονικό ημερολόγιο αλλά μνημονεύει τους περσικούς θεούς Αχούρα –Μάζντα και Μίθρα, στους οποίους όμως προσθέτει και ελληνικά ονόματα (Παπαϊωάννου 2013: 27). Η όσμωση του ελληνικού με τον πολιτισμό της ανατολής παρουσιάζεται εδώ ολοκληρωμένη. Ένα άλλο επίγραμμα, του Μακεδόνα Παρμενίωνα, γύρω στο 30 μ.Χ., τονίζει πως ο Αλέξανδρος είχε κερδίσει την αθανασία στις συνειδήσεις των απλών ανθρώπων, την αθανασία που, σύμφωνα με το θρύλο, ο ίδιος τόσο είχε επιζητήσει: «Δεν πέθανε ο Αλέξανδρος και ψέμα ας μη σαλπίζει η φήμη. Τι όσο αληθινός κι αν βγαίνει ο Φοίβος τέτοιες μορφές ανίκητες ούτ’ Άδης δεν αγγίζει». (Μίκογλου 1993:50). Την εποχή του Αυγούστου πρέπει να χρονολογείται και η λεγόμενη «ασπίδα Chigi», ένα νεο -αττικό ανάγλυφο που δείχνει την Ευρώπη και την Ασία να κρατούν μια ασπίδα, στην οποία πάνω αναπαρίσταται η μάχη στα Γαυγάμηλα και περιέχεται ένα ποίημα υμνητικό των δορύκτητων κατακτήσεων του Αλέξανδρου στα ελληνικά, στο οποίο ο ίδιος εμφανίζεται να εξάρει την καταγωγή του από τον Ηρακλή - μέσω του πατρός του Φιλίππου – και από τον Αχιλλέα, μέσω της μητρός του Ολυμπιάδος. Επιπλέον, η κύρια επιγραφή του αναγλύφου προβάλλει την καθιερωμένη εικόνα του Αλέξανδρου αιχμηφόρου, κατακτητή του κόσμου όλου: «ἔπτηξαν βασιλῆες ἐμόν δόρυ ἔθνεα τ’ αὐτῶν» (Stewart 1993: 162, Dahmen 2007: 36, Billows 1995: 28). Εδώ ο Μακεδόνας στρατηλάτης δεν προβάλλεται μόνο ως ο πρώτος Ευρωπαίος κατακτητής της Ασίας, αλλά ως ο άνθρωπος που ένωσε τις δύο ηπείρους με τις κατακτήσεις του, πρόδρομος της ρωμαϊκής Pax Romana των αρχών του 1ου αιώνα μ.Χ. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

55

Ακόμα ένα επίγραμμα έχει ενδιαφέρον για το περιεχόμενό του: Τοῦτον Ἀλεξάνδρου, μεγαλήτορος υἷα Φιλίππου, δέρκεαι ἀρτιλόχευτον, Ὀλυμπιάς ὅν ποτε μήτηρ, καρτερόθυμον ἒτικτεν. Ἀπ’ ὠδίνων δέ μιν Ἂρης ἒργα μόθων ἐδίδασκε, Τύχ δ’ ἐκέλευσεν ἀνάσσειν. (περίπου 100 μ.Χ., Stewart 1993: 393) (Σε ελεύθερη μετάφραση: Εδώ βλέπεις το νεογέννητο Αλέξανδρο, γιο του μεγάλου Φιλίππου, αυτόν, που η μάνα του η Ολυμπιάδα τον γέννησε ικανό για όλα, αυτόν, που από γεννησιμιού του ο Άρης του δίδαξε τα έργα του πολέμου, και η Τύχη τον όρισε να βασιλέψει.) Στο επίγραμμα αυτό επανέρχεται το μοτίβο της πολεμικής αρετής του Αλέξανδρου (διδάχτηκε τα έργα του πολέμου από τον Άρη), ή οποία, όμως, συμπληρώνεται από την Τύχη. Σε ένα άλλο επίγραμμα με τίτλο Δοῦρας Ἀλεξάνδροιο ο Αντίφιλος από το Βυζάντιο αναφέρεται στο δόρυ του Αλέξανδρου, που ο ίδιος αφιέρωσε σε ένα ναό της Άρτεμης (Stewart 1993: 162). Το δόρυ του συμβόλιζε τη δορύκτητη γη που κατέκτησε, επομένως έδινε έμφαση στην πολεμική του δεινότητα. Άλλωστε, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, ένας από τους κυρίαρχους αγαλματικούς τύπους του Αλέξανδρου ήταν και ο Αλέξανδρος δορυφόρος (ή αιχμηφόρος). Στον πρώτο αιώνα μ.Χ. στα Προγυμνάσματα του Θέωνα συμπεριλαμβάνεται και ένα απόφθεγμα του Αλέξανδρου για τους φίλους του, ως «το θησαυρό» που κέρδισε πολεμώντας και νικώντας τον Πώρο, ως απάντηση σε αντίστοιχη ερώτηση που του τίθεται από τον αρχηγό των Βραχμάνων Δάνδαμη. Γενικότερα, στο έργο αυτό ο Αλέξανδρος πρωταγωνιστεί σε υποτιθέμενους διαλόγους που κάνει με το Διογένη, διαλόγους πάνω στο ρητορικό θέμα της χρείας. Επομένως, ήδη από την αρχαιότητα ξεκινά η εισαγωγή αποφθεγμάτων του Αλέξανδρου στη σχολική ρητορική και σε συλλογές αποφθεγμάτων, με συνέχεια και στους επόμενους αιώνες (Juanno 2015 (2002): 480, 683). Ο Αλέξανδρος αναφέρεται χαρακτηριστικά και στο έργο του κυνικού φιλοσόφου και ρήτορα Δίωνος του Χρυσοστόμου (40-112 περίπου μ.Χ., με καταγωγή από την Προύσα της Μ. Ασίας), ο οποίος, με την ευρυμάθεια και την αισθητική καλλιέργειά του, άφησε ως έργο 80 τίτλους μεγάλης ιστορικής αξίας για τα ήθη, τον πολιτισμό και τις ιδεολογικές αναζητήσεις της εποχής (Ι.Ε.Ε. ΣΤ΄ 1976:402-403). Ανάμεσα στα άλλα, έγραψε μια σειρά από προτρεπτικούς λόγους ηθικοπολιτικού περιεχομένου καθώς και «βασιλικούς» για την ιδανική βασιλεία.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

56

Συγκεκριμένα, στο λόγο του Περί Βασιλείας, λόγος που εκφωνήθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα Τραϊανό την ημέρα των γενεθλίων του, το 103 μ.Χ., αρχίζει με μια ανεκδοτολογικού χαρακτήρα αναφορά στο επεισόδιο με τον Αλέξανδρο και τον αυλητή Τιμόθεο, όταν ο Μακεδόνας βασιλιάς τον διέταξε να παίξει μουσική σύμφωνα με τους τρόπους τους δικούς του. Και όταν ο Τιμόθεος έπαιξε μια κάθε άλλο παρά ήρεμη μελωδία, ο Αλέξανδρος τινάχτηκε και άρπαξε τα όπλα, όχι τόσο από τη δύναμη της μουσικής, όσο από το δικό του πολεμικό πνεύμα, σημειώνει ο Δίων (Περί Βασιλείας Α’). Στο λόγο του Περί Βασιλείας Β΄ ο Δίων πλάθει ένα φανταστικό διάλογο που υποτίθεται ότι έκανε ο νεαρός Αλέξανδρος με τον πατέρα του το Φίλιππο, προκειμένου να αναλυθεί η αξία του Ομήρου για τη διαμόρφωση του ήθους ενός βασιλιά και να αναδειχθούν οι αρετές που θα πρέπει να έχει ένας ηγεμόνας. Στο διάλογο αυτό, ο Αλέξανδρος απορρίπτει άλλους ποιητές, όπως τον Ησίοδο, και εκφράζει το θαυμασμό του για τον Όμηρο και τα διδάγματά του, «ανδρεία και βασιλικά», και λιγότερο για το Στησίχορο και τον Πίνδαρο. Τονίζει ακόμα ότι σε ένα βασιλιά ταιριάζει καί η φιλοσοφία καί η ρητορική, αλλά και η φιλανθρωπία, ενώ κακίες, όπως η απληστία, η οργή, η διαβολή, η αυθάδεια και η πανουργία καθιστούν κάποιον ανάξιο να βασιλεύει65. Ακόμα, στο λόγο του Περί Βασιλείας Δ΄, ο Δίων περιγράφει έναν ολόκληρο διάλογο ανάμεσα στον Αλέξανδρο και το Διογένη, «ὡς δε εἰκός ἐκεἰνοις γενέσθαι», αναφερόμενος στο διάσημο επεισόδιο της συνάντησης των δύο ανδρών κατά την κάθοδο του Αλεξάνδρου στην Κόρινθο. Στο διάλογο αυτό αναδύεται η εικόνα ενός Αλέξανδρου υπέρμετρα φιλόδοξου, κυκλοθυμικού και μελαγχολικού, τη φιλοδοξία του οποίου ο Διογένης προσπαθεί να τιθασεύσει, νουθετώντας τον Αλέξανδρο με παραβολές (Δίων Χρυσόστομος (1998): 26, 56,66, 71-95). Σαφέστατα ο Διων χρησιμοποιεί τη φανταστική αυτή αφήγηση προκειμένου να περάσει τα μηνύματά του στον Τραϊανό σχετικά με το πρότυπο ενός ηγεμόνα. Ένα άλλο χαμένο σήμερα έργο66 του με τίτλο «Περί τῶν Ἀλεξάνδρου ἀρετῶν» είχε την ίδια σκοπιμότητα, χωρίς όμως να έχει αυστηρό ιστορικό χαρακτήρα. Επιπρόσθετα, στο δεύτερο λόγο του Περί Τύχης σημειώνει χαρακτηριστικά ο Δίων πως οι Μακεδόνες καταριούνταν την τύχη τους μετά το θάνατο του Αλέξανδρου. Στον ίδιο λόγο, αναφέρεται συνοπτικά στο βίο του Αλέξανδρου, δείχνοντας πως αυτός έπραξε πολλά μεγάλα αλλά και κακά για τους κοντινούς του, εννοώντας βέβαια τις δολοφονίες των Κλείτου, Φιλώτα, Παρμενίωνα και Καλλισθένη. Συνεχίζει τονίζοντας πως ο ίδιος ο Αλέξανδρος, αν και έλεγε ότι είναι γιος του Δία, αναγνώριζε τη θνητότητά του. Τέλος, ολοκληρώνει με μια αναφορά που κατέχει θέση επάξιου επικήδειου του Μακεδόνα βασιλιά, αναγνωρίζοντάς του κορυφαίες ιδιότητές του, όπως αυτή του κοσμοκατακτητή, του ατρόμητου εξερευνητή, του άριστου στρατιώτη και επισημαίνοντας ταυτόχρονα τον άδοξο, χωρίς μάχη, θάνατό του:

Δίων Χρυσόστομος, Περί Βασιλείας Β΄, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A2008.01.0567%3Aspeech%3D2 65

66

Δίων Χρυσόστομος (1998): 31., Ι.Ε.Ε. ΣΤ΄ 1996: 403 Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

57

«ἐκεῖνος γοῦν ὁ ἐκφυγὼν καὶ τὸ Θηβαίων ὁπλιτικὸν καὶ τὸ Θεσσαλῶν ἱππικὸν καὶ τοὺς ἀκοντιστὰς Αἰτωλοὺς καὶ τοὺς μαχαιροφόρους Θρᾷκας καὶ τοὺς μαχίμους Πέρσας καὶ τὸ τῶν ἀμάχων Μήδων γένος καὶ ὄρη μεγάλα καὶ ποταμοὺς ἀδιαβάτους καὶ κρημνοὺς ἀνυπερβάτους καὶ Δαρεῖον καὶ Πῶρον καὶ πολλὰ ἄλλα ἐθνῶν καὶ βασιλέων ὀνόματα, ἐν Βαβυλῶνι ἄνευ μάχης καὶ τραυμάτων ὁ στρατιώτης ἔθνῃσκε». (Δίων Χρυσόστομος, Περί Τύχης Δεύτερος)67 Κατά τον 1ο με 2ο αιώνα μ.Χ. ο Έλληνας μυθιστοριογράφος Αντώνιος Διογένης στο μυθιστόρημά του Τά ὑπέρ Θούλην ἄπιστα κάνει μια ανεκδοτολογικού τύπου αναφορά στον Αλέξανδρο, προκειμένου να δώσει μεγαλύτερη αξία στο έργο του, γράφοντας πως κατά την άλωση της Τύρου ο Αλέξανδρος και οι ακόλουθοί του βρήκαν ένα κιβώτιο από κυπαρισσόξυλο με περιεχόμενο πινακίδες, στις οποίες ήταν καταγεγραμμένη η πλοκή του μυθιστορήματός του (δηλαδή τα περιπετειώδη ταξίδια του κεντρικού ήρωα Δεινία, που τον οδηγούν ως…τη σελήνη), σύμφωνα με την επιτομή του πατριάρχη Φωτίου στη Μυριόβιβλο (P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 473-474, Lesky (1971) 1983: 1177). Ενδιαφέρουσες αναφορές ανεκδοτολογικού χαρακτήρα για τον Αλέξανδρο περιέχει και το έργο Περί τῆς εἰς πολυμαθίαν κοινῆς ἱστορίας του Πτολεμαίου του Ηφαιστίωνος, σύμφωνα πάντα με τις καταγραφές του Φωτίου. Σύμφωνα με μία από αυτές, όταν ο Αλέξανδρος ήταν στην Έφεσο, ταράχτηκε, βλέποντας ένα ζωγραφικό πίνακα με τη δολοφονία του Παλαμήδη, διότι ο δολοφονούμενος Παλαμήδης έμοιαζε με τον Αριστόνεικο, το συμπαίκτη του Αλέξανδρου στη σφαιριστική, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται «επιεικής και φιλέταιρος» ο Μακεδόνας βασιλιάς. Αλλού πάλι αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος έγραψε έναν επικήδειο για κάποιον και πως συνήθιζε να απαγγέλει μια συγκεκριμένη ωδή (P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 608, 613). Στα ρωμαϊκά χρόνια έζησε κι ένας εποποιός, ο Αρριανός (που δεν πρέπει να συγχέεται με το γνωστό ιστορικό), ο οποίος, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, έγραψε μια Αλεξανδριάδα σε 24 ραψωδίες για το Μακεδόνα βασιλιά, κατά τα πρότυπα της Ιλιάδας68. Αντίστοιχα, Αλεξανδριάδα έγραψε και ο εποποιός Νέστορας, ενώ ένας άλλος εποποιός, ο Σωτήριχος Οασίτης, έγραψε τον Πύθωνα ή Αλεξανδριακό και ο Θεόπομπος το Εγκώμιον και τον Ψόγο Αλεξάνδρου69 (Η. –Σ. Αποστολίδης 2015: 41). Υπήρξαν ακόμα συγγραφείς της εποχής της 67

Ολόκληρος ο λόγος στο πρωτότυπο στη διεύθυνση:

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A2008.01.0567%3Aspeech%3D47 (12.10.14). 68

http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl souda online 15.3.2015

Σύμφωνα μάλιστα με επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. από την ακρόπολη της Ρόδου (σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης) αντίγραφο του εγκωμίου του Θεόπομπου υπήρχε στη βιβλιοθήκη του Γυμνασίου της Ρόδου, ανάμεσα σε άλλα βιβλία, όπως και ένας συμβουλευτικός προς τον Αλέξανδρον επίσης του Θεόπομπου, καθώς και ένας ακόμη λόγος Προς Αλέξανδρον του Αθηναίου ρήτορα Δαμοκλείδα (4 ος αιώνας π.Χ.). 69

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

58

ρωμαιοκρατίας που πρόβαλαν τον Αλέξανδρο ως φανταστικό «τιμωρό» του Ρωμαίου δυνάστη. Τέτοιοι συγγραφείς έζησαν στις αυλές ηγεμόνων της ανατολής, - επί παραδείγματι ένας κοντά στο βασιλιά των Πάρθων - και ισχυρίζονταν πως, αν ο Αλέξανδρος επιχειρούσε να καταλάβει την Ιταλία, οι Ρωμαίοι δε θα μπορούσαν να αντισταθούν στον ανίκητο στρατηλάτη (Ι.Ε.Ε. ΣΤ΄: 563). Στις απόψεις αυτές θα αναλάβει να «απαντήσει» για λογαριασμό των Ρωμαίων ο Τίτος Λίβιος (βλέπε κεφάλαιο 2.8., υποσημείωση 208). Ο σοφιστής Φλάβιος Φιλόστρατος (170-249 μ.Χ.) έγραψε το έργο Τά ἐς τόν Τυανέα Απολλώνιον, μια περιγραφή της ζωής και των ταξιδιών του ιστορικού Απολλώνιου (1 ος αιώνας μ.Χ.)70, ένα έργο μυθιστορηματικής πλοκής με έμφαση στις παγανιστικές δοξασίες της εποχής και με επεισόδια ανάλογα με αυτά του Μυθιστορήματος του ψευδο –Καλλισθένη (βλέπε κεφάλαιο 2.9), όπως η επίσκεψη στους Βραχμάνες ή στη Μερόη, το βασίλειο της Κανδάκης (Stoneman 1993 (1991): 44). Στο έργο αυτό, γίνεται ακόμη μια αναφορά σε έναν τεράστιο ελέφαντα, που συμμετείχε στη μάχη του Υδάσπη ποταμού με τους Ινδούς και που αφιερώθηκε στη συνέχεια στον Ήλιο από τον Αλέξανδρο με τη συνοδευτική επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΔΙΟΣ ΤΟΝ ΑΙΑΝΤΑ ΤΩΙ ΗΛΙΩΙ. Στο ίδιο έργο μνημονεύεται και η αφιερωματική επιγραφή για το τέλος της εκστρατείας στην Ινδική, που υποτίθεται ότι έστησε ο Αλέξανδρος στον Ύφαση ποταμό: ΠΑΤΡΙ ΑΜΜΩΝΙ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΙ ΑΔΕΛΦΩΙ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΙ ΚΑΙ ΔΙΙ ΟΛΥΜΠΙΩΙ ΚΑΙ ΣΑΜΟΘΡΑΙΞΙ ΚΑΒΕΙΡΟΙΣ ΚΑΙ ΙΝΔΩΙ ΗΛΙΩΙ ΚΑΙ ΔΕΛΦΩΙ ΑΠΟΛΛΩΝΙ71 Είναι σαφές πως στην αναφορά αυτήν υπεισέρχοναι θεϊκά πρόσωπα που, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, αποτέλεσαν σταθερά στοιχεία του αλεξάνδρειου συγκρητισμού κατά την αρχαιότητα και όχι μόνο, όπως ο θεϊκός πατέρας Άμμων, ο πρόγονος –πρότυπο Ηρακλής, ο θεός Ήλιος, ακόμη και οι δρακόμορφοι Κάβειροι της λατρείας των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη. Ο περιηγητής Παυσανίας, που έζησε το 2ο αιώνα μ.Χ., στο έργο του Ελλάδος Περιήγησις αναφέρει πως είναι γνώστης της παραδοσιακής εκδοχής του θανάτου του Αλέξανδρου από το δηλητήριο των νερών της Στυγός, αν και αμφιβάλλει για το κατά πόσο αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (Παυσανίας, «Αρκαδικά», 18.6). Τονίζει ακόμα πως για τους Μακεδόνες ο Αλέξανδρος ήταν γιος του Άμμωνος72, επομένως φαίνεται πως η συγκεκριμένη παράδοση της θεϊκής του καταγωγής, αυτή που ξεκίνησε από τον ίδιο, είχε σε βάθος χρόνου λαϊκή απήχηση. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει επίσης πως ως τις μέρες του διασώζονταν στο ναό του Ασκληπιού στη Γόρτυνα της Αρκαδίας ο θώρακας και το δόρυ του 70

Lesky (1964)1983: 1164.

Flavius Philostratus, Vita http://stephanus.tlg.uci.edu (20.9.2015). 71

72

Apollonii,

πρωτότυπο

κείμενο

από

Thesaurus

Lingue

Graecae,

Παυσανία Μεσσηνιακά, 14, βλέπε

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.01.0160:book=4:chapter=14&highlight =alexander (29.8.2014). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

59

Αλέξανδρου, που ο ίδιος αφιέρωσε στο θεό, όπως λένε οι ντόπιοι73. Τέλος, σημειώνει πως στη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας υπήρχε μια οικία κοντά στο Θερσίλιο, το βουλευτήριο, η οποία αρχικά κτίστηκε για τον Αλέξανδρο, και μπροστά της υπήρχε άγαλμα του Άμμωνος με τα κέρατα του κριαριού, σε μορφή ερμαϊκής στήλης74. Ο Αρριανός κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. αναφέρει στο έργο του Αλεξάνδρου Ανάβασις ότι στην εποχή του κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους Μακεδόνες διάφοροι χρησμοί προς τιμήν του Αλέξανδρου, τονίζοντας παράλληλα πως «τιμή τε αὐτοῦ και μνήμη οὐκ ἀνθρωπίνη οὖσα» (Αρριανός:Ζ΄. 30.2). Η πληροφορία αυτή αποτελεί άλλο ένα τεκμήριο της επιβίωσης της μνήμης του Αλέξανδρου ως πανίσχυρου, υπερφυσικού συμβόλου στο πλαίσιο χρησμών, τόσο ανάμεσα στους Μακεδόνες, όσο και προφανώς ανάμεσα στους υπόλοιπους Έλληνες και άλλους κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. Τεκμηριώνει επίσης τη μυθικού χαρακτήρα λαϊκή πρόσληψη του Αλέξανδρου κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Ο Λουκιανός πάλι, (120 – 190 μ.Χ.) περιγράφοντας σε ένα έργο του σε μορφή επιστολής τη ζωή ενός πονηρού Ψευδομάντη, του Αλέξανδρου του Αβωνοτειχίτου (Ἀλέξανδρος ἤ Ψευδόμαντις75) γράφει στην εισαγωγή πως η καταγραφή των πράξεών του δεν αποτελεί έργο λιγότερης σημασίας από την καταγραφή των πράξεων του γιου του Φιλίππου, καθότι σε όσα έργα ξεχώρισε από αρετή ο Μακεδόνας βασιλιάς, σε άλλα τόσα ξεχώρισε από κακία ο ομώνυμος ψευδοπροφήτης της εποχής του συγγραφέα. Ακόμα, ο Λουκιανός δραματοποιεί τον Αλέξανδρο σε τρεις από τους Νεκρικούς Διαλόγους του: στον πρώτο από αυτούς ο Αλέξανδρος φιλονικεί με τον Αννίβα ενώπιον του κριτή του Κάτω Κόσμου, του Μίνωα, για το ποιος υπήρξε σπουδαιότερος στρατηγός όσο ήταν εν ζωή. Τη λύση τη δίνει τελικά ο Σκηπίων ο Αφρικανός, ο οποίος παραδέχεται ότι ο ίδιος υπήρξε κατώτερος από τον Αλέξανδρο, αλλά ανώτερος από τον Αννίβα. Στο δεύτερο νεκρικό διάλογο, ο Αλέξανδρος έρχεται αντιμέτωπος με τον ανελέητο κυνισμό του Διογένη, ο οποίος απορεί καταρχάς πώς είναι δυνατό να πέθανε ο Αλέξανδρος, αφού υποτίθεται ότι ήταν γιος του Άμμωνα… και τον λυπάται στο τέλος, καθώς βλέπει από μακριά να έρχεται ο Κλείτος και ο Καλλισθένης για να τον εκδικηθούν για το κακό που τους έκανε. Στον τρίτο διάλογο ο Αλέξανδρος βρίσκεται ενώπιον του πατέρα του, ο οποίος και τον κατακρίνει για όλα τα αρνητικά του και τον 73

Παυσανία Αρκαδικά, 28, βλέπε

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0159%3Abook%3D8%3Acha pter%3D28%3Asection%3D1 Αντίστοιχα, ένα επίγραμμα του Αντίφιλου από την Anthologia Palatina αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος αφιέρωσε το δόρυ του σε ένα άγνωστο ιερό της Αρτέμιδος (Σμιτ –Δούνα 1999: 1049). 74

Παυσανία Αρκαδικά, 32, βλέπε

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0159%3Abook%3D8%3Acha pter%3D32%3Asection%3D1 75

Ἀλέξανδρος ἤ Ψευδόμαντις, 1, σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση:

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3atext%3a2008.01.0457 και σε μορφή αρχαίου κειμένου –μετάφρασης του Ιωάννη Κονδυλάκη στη διεύθυνση http://www.mikrosapoplous.gr/lucian/alexandros1d.htm#fn5 (27.12.2014).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

60

επαινεί μόνο για τη στάση που έδειξε απέναντι στη γυναίκα και τις κόρες του Δαρείου. Στους διαλόγους αυτούς ο Λουκιανός αναπαράγει όλη την αρνητική κριτική κατά του Μακεδόνα βασιλιά με σατιρικό τρόπο: το ότι υπήρξε τυχερός στο μεγαλείο του, το ότι εκτέλεσε τους φίλους και συντρόφους του στον πόλεμο, τον κατακρίνει για την εγωπάθεια και μεγαλομανία του, την έλλειψη πρόβλεψης να αφήσει διάδοχο στο θρόνο, την απόφασή του να ανακηρυχθεί «θεός», ενώ παράλληλα περνάει και την ιδέα για το εφήμερο της δόξας, των μεγαλείων και της τύχης στη ζωή76. Βάζει ακόμη τον πατέρα του να τον κατακρίνει ανάμεσα στ’ άλλα - διότι τον απαρνήθηκε για να προσεταιριστεί την «πατρότητα» του Άμμωνα, κάτι που υπερασπίζεται ο Αλέξανδρος ως επιλογή, μια και έτσι θα διευκολυνόταν το έργο της κατάκτησης που έκανε. Ο Πολύαινος από τη Μακεδονία το 162 μ.Χ. αφιέρωσε ένα έργο του με τίτλο Στρατηγήματα στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, καθώς και στο Lucius Verus. Πρόκειται για συλλογή στρατηγικών και τακτικών επινοήσεων και εφαρμογών διαφόρων στρατηγών της αρχαιότητας, καθώς και αξιοπερίεργων στρατιωτικών επεισοδίων, που συνέλεξε ο Πολύαινος από διάφορα αναγνώσματα. Μέσα σε αυτά, συμπεριλαμβάνει στο τέταρτο βιβλίο του και αρκετά από τον Αλέξανδρο, όπως τα σχετικά με την πολιορκία της Τύρου, τη μάχη με τον Πώρο, τη διάβαση των Τεμπών, λόγους και τεχνάσματα για να ενθαρρύνει τους στρατιώτες του σε κρίσιμες στιγμές, σοφές ρήσεις του και άλλα (Lesky 1971 (1983): 1164 -1165, Πολύαινος, Στρατηγήματα, βιβλίο 4). Μάλιστα, στην αρχή προβάλλει ο Πολύαινος τον Αλέξανδρο ως χρηστό στρατηγό, που φροντίζει τους δικούς του, καλώντας τους κι αυτούς «Αλέξανδρους»: «Ἀλέξανδρος ἐστρατήγει πάντας ἀνθρώπους ἐς εὔνοιαν ὑπάγεσθαι καὶ δὴ καὶ ἔγνω πάντας ἀντὶ βροτῶν καὶ ἀνδρῶν καὶ φωτῶν καὶ μερόπων καὶ ἀνθρώπων Ἀλεξάνδρους καλεῖν». Ένα όστρακο του 2ου αιώνα μ.Χ. που βρέθηκε στην Αίγυπτο και προέρχεται από ένα σχολείο της εποχής, αποτελεί ένα ακόμη τεκμήριο της ευρύτατης διάδοσης της μυθικής παράδοσης του Αλέξανδρου. Το όστρακο περιέχει, ως άσκηση αντιγραφής κειμένου, μια φανταστική Επιστολή του Αλεξάνδρου στους Καρχηδόνιους, δυστυχώς αποσπασματικά σωζώμενης, που δεν επιτρέπει την απόδοση και κατανόηση του περιεχομένου της (Arthur – Montagne 2014 B: 13-14). Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς γύρω στο 200 μ.Χ. καυτηριάζει την προσπάθεια του Αλέξανδρου να θεοποιηθεί, κατακρίνοντας παράλληλα και όσους τόλμησαν να τον ανακηρύξουν «13ο θεό» (Demandt 2009: 421, Luschen 2013: 118).

76

Όλοι οι νεκρικοί διάλογοι στο πρωτότυπο στον ιστότοπο:

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/collection?collection=Perseus:collection:Greco-Roman (29.5.2015). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

61

Ο Ναυκρατίτης Αθήναιος στο έργο του Δειπνοσοφισταί, περίπου στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ., κάνει λόγο για τη «μεγαλοψυχία» του Μακεδόνα βασιλιά (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 1.5.). Επιπλέον, σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, αφηγείται ένα ψευδο -ιστορικό γεγονός, ότι ο Αλέξανδρος, αφού νίκησε τους Σπαρτιάτες σε ναυμαχία, έκτισε τα τείχη του Πειραιά και πρόσφερε εκατόμβη ως θυσία, με την οποία μετά έκανε το τραπέζι σε όλους τους Αθηναίους77. Βέβαια, σε ορισμένες αναφορές του έργου του Αθήναιου διακρίνεται μια τάση κριτικής των τρωτών σημείων του Αλέξανδρου, όπως της ροπής του προς την υπερβολική χλιδή και σπατάλη καθώς και το μεθύσι78. Την ίδια εποχή ο Διογένης ο Λαέρτιος στο 6ο βιβλίο του έργου του για τη ζωή και το περιεχόμενο διδασκαλίας των αρχαίων φιλοσόφων, αναφερόμενος στο Διογένη τον Κυνικό, παραθέτει ανεκδοτολογικά στοιχεία σχετικά με τη συνάντηση και το διάλογο που είχε ο φιλόσοφος με τον Αλέξανδρο79. Ενδεικτική της λαϊκής πρόσληψης του Αλέξανδρου στον ελληνικό κόσμο της ύστερης αρχαιότητας είναι η πληροφορία που παραθέτει ο Ρωμαίος ιστορικός Δίων Κάσσιος. Αυτός, κατά το έτος 221 μ.Χ., ενώ βρισκόταν κάπου στη Μικρά Ασία, πληροφορήθηκε πως: «…δαίμων τις Ἀλέξανδρός τε ὁ Μακεδὼν ἐκεῖνος εἶναι λέγων καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ τήν τε σκευὴν ἅπασαν φέρων, ὡρμήθη τε ἐκ τῶν περὶ τὸν Ἴστρον χωρίων, οὐκ οἶδ´ ὅπως ἐκείνῃ ἐκφανείς, καὶ διά τε τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Θρᾴκης διεξῆλθε βακχεύων μετ´ ἀνδρῶν τετρακοσίων, θύρσους τε καὶ νεβρίδας ἐνεσκευασμένων, κακὸν οὐδὲν δρώντων. Ὡμολόγητο δὲ παρὰ πάντων τῶν ἐν τῇ Θρᾴκῃ τότε γενομένων ὅτι καὶ καταγωγαὶ καὶ τὰ ἐπιτήδεια αὐτῷ πάντα δημοσίᾳ παρεσκευάσθη· καὶ οὐδεὶς ἐτόλμησεν οὔτ´ ἀντειπεῖν οἱ οὔτ´ ἀντᾶραι, οὐκ ἄρχων, οὐ στρατιώτης, οὐκ ἐπίτροπος, οὐχ οἱ τῶν ἐθνῶν ἡγούμενοι, ἀλλ´ ὥσπερ ἐν πομπῇ τινι μεθ´ ἡμέραν ἐκ προρρήσεως ἐκομίσθη μέχρι τοῦ Βυζαντίου. Ἐντεῦθεν γὰρ ἐξαναχθεὶς προσέσχε μὲν τῇ Χαλκηδονίᾳ γῇ, ἐκεῖ δὲ δὴ νυκτὸς ἱερά τινα ποιήσας καὶ ἵππον ξύλινον καταχώσας ἀφανὴς ἐγένετο». (Δίων Κάσσιος –Ρωμαϊκή Ιστορία: LXXX 18, Μίκογλου 1993: 48-49). Κάποιος δαίμονας, λοιπόν, εκείνη τη χρονιά εμφανίστηκε ξαφνικά από την περιοχή του Δούναβη, λέγοντας πως είναι ο ίδιος ο Αλέξανδρος της Μακεδονίας, έχοντας μάλιστα τη 77

http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl souda online 15.3.2015

78

Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 12.55, βλέπε

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:2013.01.0003:book=12:chapter=55&highligh t=alexander Ἀλεξάνδρου ποτὲ ἐπιστάντος αὐτῷ καὶ εἰπόντος, "ἐγώ εἰμι Ἀλέξανδρος ὁ μέγας βασιλεύς," "κἀγώ," φησί, "Διογένης ὁ κύων." ἐρωτηθεὶς τί ποιῶν κύων καλεῖται, ἔφη, "τοὺς μὲν διδόντας σαίνων, τοὺς δὲ μὴ διδόντας ὑλακτῶν, τοὺς δὲ πονηροὺς δάκνων." Ψηφισαμένων Ἀθηναίων Ἀλέξανδρον Διόνυσον, "κἀμέ," ἔφη, "Σάραπιν ποιήσατε …πρὸς Ἀλέξανδρον ἐπιστάντα καὶ εἰπόντα, "οὐ φοβῇ με;" "τί γάρ," εἶπεν, "εἶ; ἀγαθὸν ἢ κακόν;" τοῦ δὲ εἰπόντος, "ἀγαθόν," "τίς οὖν," εἶπε, "τὸ ἀγαθὸν φοβεῖται;" (αποσπάσματα από 79

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0257%3Abook%3D6%3Acha pter%3D2 (30.6.2015).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

62

μορφή και τον οπλισμό του. Αυτός, μαζί με 400 ακολούθους με θύρσους και νεβρίδες, διέσχισε τη Θράκη ως ένας άλλος Διόνυσος, χωρίς ο θίασός του να κάνει κακό σε κανέναν. Παντού όπου πήγαινε οι ντόπιες αρχές του εξασφάλιζαν διαμονή και εφόδια χωρίς αντίρρηση από κανέναν, απλό στρατιώτη ή άρχοντα, και σαν κάποια πομπή ο κόσμος τον συνοδεψε μέχρι το Βυζάντιο. Από εκεί πέρασε στη Χαλκηδόνα κι αφού έκανε κάποια τελετή τη νύχτα κι έθαψε ένα ξύλινο άλογο (παραπομπή στο Δούρειο Ίππο;) εξαφανίστηκε. Το περιστατικό λοιπόν αυτό, είτε αληθεύει είτε είναι σκηνοθετημένο ή και εφεύρημα, μαρτυρεί την τεράστια λαϊκή απήχηση που είχε η μορφή του Αλέξανδρου στον αρχαίο κόσμο, πέντε αιώνες μετά το θάνατό του. Στη συνείδηση των μεταγενέστερων ο Αλέξανδρος είχε μετατραπεί σε αγαθό δαίμονα, είχε περάσει στον κόσμο του υπερβατικού (Μίκογλου 1993:49), συνδεόμενος μάλιστα με τον κύριο θεό των Μακεδόνων, τον οποίο συναγωνίστηκε όσο ζούσε, το Διόνυσο. Λίγο αργότερα, ο Ευσέβιος (275-339), επίσκοπος Καισάρειας, γράφει τον -ανολοκλήρωτο – Βίο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στον οποίο επιχειρεί και μια σύγκριση του Ρωμαίου αυτοκράτορα με το Μέγα Αλέξανδρο (αλλά και με τον Κύρο το Μέγα), με σκοπό την εξύψωση του πρώτου. Ο Ευσέβιος επιτίθεται στο κύρος και την προσωπικότητα του Αλέξανδρου, χαρακτηρίζοντάς τον χαμένο στα συμπόσια και στη μέθη του, έναν βασιλιά που πέθανε πολύ νωρίς, ανέστιος και άκληρος, του οποίου το βασίλειο διαμελίστηκε σε ό,τι ο καθένας μπορούσε να αρπάξει… ωστόσο ξεκινά και τελειώνει αυτήν την αρνητική αναφορά λέγοντας «Μακεδόνων δ’ Ἀλέξανδρον Ἑλλήνων ἄδουσι παῖδες…ἀλλά ὁ μέν ἐπί τοιούτοις ἀνυμνεῖται χοροῖς...»80. Επομένως, παρ’ όλη την εμφανέστατη πρόθεσή του να επικρίνει τον Αλέξανδρο προκειμένου να τον μειώσει έναντι του Κωσταντίνου, αναφέρει ξεκάθαρα ότι στην εποχή του οι Έλληνες νέοι τον εξυμνούσαν, συνεχίζοντας μια, όπως διαπιστώνεται, μακραίωνη μεταθανάτια παράδοση. Ο αυτοκράτορας –φιλόσοφος Ιουλιανός (332-363) στο έργο του Συμπόσιον ή Κρόνια81, βάζει το Σειληνό να λέει, αναφερόμενος σε όλους τους Ρωμαίους ηγεμόνες, από τον Ιούλιο Καίσαρα μέχρι το Μέγα Κωνσταντίνο, πως «ούτε ένας από αυτούς είναι αντάξιος αυτού του Έλληνα», εννοώντας τον Αλέξανδρο («ὅρα μήποτε οὕτοι ἐνός ὥσιν οὐκ ἀντάξιοι τουτουί τοῦ Γραικοῦ», Βασιλικοπούλου 1999: 1305). Ο Ρωμαίος θεός Quirinus -Ρωμύλος ανταπαντά πως πράγματι οι Ρωμαίοι απόγονοί του τον θαύμασαν πολύ και θεώρησαν πως μόνο αυτός απ’ όλους τους ξένους ηγεμόνες δικαιούται τον τίτλο «Μέγας». Στη συνέχεια, το λόγο παίρνει ο Ιούλιος Καίσαρας, ο οποίος συγκρίνοντας τις δικές του στρατιωτικες επιτυχίες με αυτές του 80

Το αρχαίο κείμενο προσπελάσιμο στη διεύθυνση:

http://khazarzar.skeptik.net/books/eusebius/vc/gr/01.htm (16.8.2014). Στο σατιρικό αυτό έργο του Ιουλιανού οι θεοί κάνουν διαγωνισμό για τη βράβευση του καλύτερου Ρωμαίου ηγέτη στην ιστορία. Ωστόσο, μετά από παρέμβαση του Ηρακλή, προσκαλείται και ο Αλέξανδρος. Έτσι, διαγωνίζονται τελικά οι Μέγας Αλέξανδρος, Ιούλιος Καίσαρας, Οκταβιανός Αύγουστος, Τραϊανός, Αδριανός, Μάρκος Αυρήλιος, Μέγας Κωνσταντίνος κ.α. για να κερδίσει στο τέλος ο στωικός αυτοκράτορας -φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος (Αβραμίδης 2013: 162). 81

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

63

Αλέξανδρου, προσπαθεί να αποδείξει τη δική του ανωτερότητα έναντι του Μακεδόνα βασιλιά και εν συνεχεία να τον κατηγορήσει για το χαρακτήρα και τις αδυναμίες του. Στον Καίσαρα ο Ιουλιανός βάζει τον Αλέξανδρο να ανταπαντά με ισχυρά επιχειρήματα, καταρρίπτοντας τους ισχυρισμούς του και τονίζοντας εμφαντικά ότι «ήταν για λογαριασμό των Ελλήνων που ανέλαβε ο ίδιος να εκδικηθεί τους Πέρσες» και πως ακόμα και για τις ακραίες πράξεις του πάντα είχε μετά τύψεις συνειδήσεως.82 Σε άλλο σημείο, βέβαια, ο Σειληνός με τις προβοκατόρικες ερωτήσεις του φέρνει σε δύσκολη θέση τον Αλέξανδρο και μπροστά στις αδυναμίες του χαρακτήρα του, ώστε στο τέλος να μείνει αμίλητος, συγχυσμένος και δακρυσμένος (Αβραμίδης 2013:162-163). Πρόκειται, ίσως, για το αρχαιότερο έργο δραματικού και φανταστικού χαρακτήρα με πρωταγωνιστή τον Αλέξανδρο, με εξαίρεση το Μυθιστόρημα - που όμως έχει άλλο χαρακτήρα - και τους τρεις νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού, που είναι, όμως, μικρότεροι σε έκταση. Είναι σαφές πως την εποχή του Ιουλιανού εξακολουθούσε να είναι δημοφιλής στους κύκλους των λογίων η αντιπαράθεση του Αλέξανδρου με τους Ρωμαίους ηγήτορες, μια αντιπαράθεση που άρχισε με τις αναφορές του ρήτορα Άππιου Κλαύδιου για να συνεχιστεί με τις αναφορές του Πομπήιου Τρόγου, του Πλουτάρχου και άλλων συγγραφέων. Είναι σαφής επίσης, από τον τρόπο παρουσίασης και επιχειρηματολογίας των ηγεμόνων, η προτίμηση που δείχνει ο Ιουλιανός στον Αλέξανδρο έναντι του Καίσαρα και των υπολοίπων, εκτός του Μάρκου Αυρήλιου, τον οποίο και προκρίνει, αναγνωρίζοντάς του τελικά μια ηθική υπεροχή απέναντι στον Αλέξανδρο. Σε ένα απόσπασμα από ένα άλλο έργο του πάλι, το Λόγο αυτοπαρηγοριάς για την αποδημία του αγαθότατου Σαλούστιου, ο Ιουλιανός αποπειράται να ψυχογραφήσει το Μακεδόνα βασιλιά, τονίζοντας αρχικά πως ο Αλέξανδρος πάντοτε περιφρονούσε τα όσα είχε, αποβλέποντας σε αυτά που ακόμα δεν είχε αποκτήσει. Στη συνέχεια ο Ιουλιανός αποφεύγει να πάρει θέση στο αν ήταν η σύνεση και η ευφυΐα του Αλέξανδρου που τον οδήγησαν στον πόθο ή το θράσος και η αλαζονεία και αφήνει το ζήτημα αυτό σε εκείνους που θέλουν είτε να τον επαινούν είτε να τον ψέγουν και μάλλον δεν αποδέχεται ότι ταιριάζει στον Αλέξανδρο ο ψόγος (Αβραμίδης 2013: 160-161). Τέλος, στον πανηγυρικό του για τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄, αντιπαραβάλλει την ευσέβεια του Ρωμαίου αυτοκράτορα προς το πρόσωπο του πατέρα του, με την ασέβεια που έδειξε ο Αλέξανδρος στο Φίλιππο, όταν από υπεροψία, εξαιτίας των νικών του κατά των Περσών, αξίωσε τον Άμμωνα ως πατέρα του, απορρίπτοντας το φυσικό του πατέρα (απόσπασμα σε Luschen 2013: 115). Από τις παραπάνω αναφορές γίνεται αντιληπτό πως γενικότερα ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να αποτελεί ένα δημοφιλές θέμα σε ρητορικούς κύκλους και αντικείμενο πολλών δημοσίων λόγων, επομένως διατηρούσε σαφώς τη δημοφιλία του και ανάμεσα στον απλό λαό, καθότι οι διάφοροι ρήτορες και ομιλητές απευθύνονται πάντα σε κάποιο κοινό. Καθόλου τυχαία ο προστατευόμενος του αυτοκράτορα Ιουλιανού Αμμιανός Μαρκελίνος παρουσιάζει τον πάτρωνά του ως μετενσάρκωση του Αλέξανδρου (Zalesskaya 2012: 231). Τέλος, ο ίδιος ο Ιουλιανός σε επιστολή του στους Αλεξανδρινούς το 362 τονίζει ότι αν ο Αλέξανδρος είχε 82

http://www.attalus.org/translate/caesars.html

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

64

αναμετρηθεί με τους Ρωμαίους, σίγουρα θα υπερίσχυε (Juanno 2015 (2002): 287). Στην ίδια επιστολή τον χαρακτηρίζει «κτίστη» και «άνδρα θεοσεβή»83. Ο Αλέξανδρος αναφέρεται κυρίως θετικά και λιγότερο αρνητικά και στο έργο τριών Ελλήνων παγανιστών ρητόρων του β΄ μισού του 4ου αιώνα μ.Χ., του Λιβάνιου, του Θεμίστιου και του Ιμέριου. Ο Λιβάνιος από την Αντιόχεια (314 -393 μ.Χ.), ο επονομαζόμενος μικρός Δημοσθένης, υπήρξε επιφανής διδάσκαλος της ρητορικής στην Κωνσταντινούπολη και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, δάσκαλος του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και έμπιστος του αυτοκράτορα Ιουλιανού αλλά και του Θεοδοσίου. Σε αρκετές επιστολές του αναφέρεται στον Αλέξανδρο ρητορικά. Για παράδειγμα, σε επιστολή του προς τον Αρτάβιο αναφέρει πως ο Αλέξανδρος ήταν δυνατότερος του Φιλίππου, ενώ στον επικήδειο λόγο του για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό δύο φορές κάνει αναφορά στον Αλέξανδρο: στην πρώτη τονίζει ότι ο Ιουλιανός, κατά την εκστρατεία του κατά των Περσών, βιαζόταν να περάσει από τα Άρβηλα, με ή χωρίς μάχη, ώστε η νίκη του εκεί να γινόταν θέμα επικής συνθέσεως, μαζί με αυτήν του Αλέξανδρου. Από την αναφορά αυτή αντιλαμβανόμαστε ότι και για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, όπως και για τόσους άλλους, όπως θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε, ίσχυε το πρότυπο της μίμησης του Αλέξανδρου. Επίσης στο τέλος του λόγου του, ο Λιβάνιος βάζει τον ίδιο τον Ιουλιανό να λέει πως ο θάνατός του ήταν σαν κι αυτόν του Λεωνίδα, του Επαμεινώνδα, του Μέμνονα και πως αν κάποιος λυπάται για τη σύντομη διάρκεια της ζωής του, ας έχει για παρηγοριά τον Αλέξανδρο «του Διός»84. Στα Προγυμνάσματά του πάλι ο Λιβάνιος πλέκει το εγκώμιο του Αλέξανδρου, με αφορμή την απάντηση που, σύμφωνα με την παράδοση, έδωσε ο βασιλιάς σε κάποιον που τον ρώτησε πού είναι οι θησαυροί του, για να πάρει ως απάντηση πως οι θησαυροί του βασιλιά είναι οι φίλοι του: «Ὅτι μέγας μὲν καὶ θαυμαστὸς ὁ βασιλεὺς Μακεδόνων Ἀλέξανδρος καὶ τὴν ἤπειρον ἑκατέραν τῶν αὑτοῦ κατορθωμάτων ἐνέπλησε καὶ τοσοῦτον τοὺς ἔμπροσθεν καὶ τοὺς ὕστερον παρήνεγκεν ὡς πρώτην χώραν μὴ δοῦναι, πάντας ἂν ἡγοῦμαι συμφῆσαι…», ….για να συνεχίσει χαρακτηρίζοντας τον Αλέξανδρο συνετό, ανδρείο, δεινό στα έργα και τονίζοντας ότι για τον Αλέξανδρο αποτελούσε ντροπή το να μην είναι ήπιος («ημερώτατος») στις συνομιλίες του με τους άλλους.85 Επιπλέον, όπως συνάγεται από έναν 83

Πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (23.9.2015).

«εἰ δ’ ὁ χρόνος τῆ βραχύτητι λυπεῖ, φερέτω παραμυθίαν ὑμῖν Ἀλέξανδρος ὁ Διός» (Επιτάφιος στον Ιουλιανό, oratio 18, σε R. Foerster, Libanii opera, vols. 1-4, Teubner, Leipzig 1903-1908, σε Thesaurus Linguae Greacae και http://www.tertullian.org/fathers/libanius_monody.htm (7.5.2015). Ο λόγος του Λιβάνιου είναι γεμάτος αναφορές σε ήρωες μυθικούς και πρόσωπα της αρχαιότητας, τα οποία αντιπαραβάλλει με τον Ιουλιανό, επομένως ο Αλέξανδρος δεν έχει την «αποκλειστικότητα» της αντιπαραβολής. Μια σχετική, εξειδικευμένη μελέτη, θα μπορούσε να διερευνήσει το εξής ερώτημα: στις –πολλές –περιπτώσεις λόγων και κειμένων αρχαίων και μεσαιωνικών συγγραφέων και ρητόρων, που γράφονται ή εκφωνούνται προς τιμή κάποιου αυτοκράτορα ή ηγεμόνα και όπου έχουμε το σχήμα της «μίμησης του Αλέξανδρου», πότε υπάρχει αποκλειστικότητα στο πρόσωπό του και πότε ο Αλέξανδρος είναι ένας ανάμεσα στους υπόλοιπους μυθικούς και ιστορικούς ήρωες; 84

85

Πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu/ Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

65

άλλο λόγο του Λιβάνιου στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο (Υπέρ των Βουλών), στην εποχή τους σωζόταν ακόμη στην Αλεξάνδρεια ο τάφος του Αλέξανδρου86. Τέλος, εξαιρετικό ενδιαφέρον για τη διάσωση της αλεξάνδρειας μνήμης στον 4ο αιώνα μ.Χ. παρουσιάζει ένας ακόμη λόγος του, ο Αντιοχικός, αφιερωμένος στην πατρίδα του, την Αντιόχεια και ειδικότερα στην παράδοση της ίδρυσής της από το Σέλευκο, αξιωματούχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου γύρω στο 300 π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, όταν ο Αλέξανδρος βρέθηκε στην περιοχή της μετέπειτα Αντιόχειας, μετά τη μάχη της Ισσού, στρατοπεύδευσε δίπλα σε μια πηγή, την οποία και ονόμασε Ολυμπιάδα, διότι το νερό της, «ψυχρόν τε καί διαφανές καί ἤδιστον» του θύμισε την ευχαρίστηση του μητρικού γάλακτος87. Μάλιστα προχώρησε όχι μόνο στην ίδρυση ιερού στον τόπο της πηγής, το οποίο διατηρούνταν ως την εποχή του Λιβάνιου, αλλά και στην ίδρυση πόλης με το όνομα Ημαθία και με πολιούχο θεό το Δία Βοττιαίο, στοιχείο που φανερώνει πως ο Αλέξανδρος υπήρξε ο πρώτος που έδωσε ονόματα πόλεων και περιοχών της Μακεδονίας στις πόλεις που ίδρυσε στην ανατολή, διαδίδοντας εκεί και την πατροπαράδοτη λατρεία των Μακεδόνων88. Εν τέλει, συμπληρώνει ο Λιβάνιος, όταν ο Σέλευκος αργότερα έκανε θυσίες στο σημείο της μετέπειτα Αντιόχειας, ένας αετός πέταξε και πήρε τα σφάγια και τα έφερε στην Ημαθία, σαράντα στάδια μακριά, στο ιερό της Ολυμπιάδος πηγής, έτσι ώστε σε όλους κατέστη σαφές πως ο ίδιος ο Ζευς Βοττιαίος ήθελε την ίδρυση της πόλης. Ο Αλέξανδρος προβάλλεται έτσι ως κτίστης, ιδιότητα για την οποἰα θα γίνει λόγος και στη συνέχεια. Ο Θεμίστιος από την Παφλαγονία (περίπου 317 -388 μ.Χ.), σε λόγο του στη ρωμαϊκή σύγκλητο το 376 μ.Χ., συσχετίζει τον Αλέξανδρο με τον Ηρακλή, επιχειρώντας μια αντιπαραβολή με τον αυτοκράτορα Γρατιανό, ενώ στη συνέχεια κατακεραυνώνει το Μακεδόνα βασιλιά, τονίζοντας ότι δεν υπήρξε ούτε μέγας ούτε γιος του Άμμωνα ή ακόμα και του Φιλίππου, αλλά κάποιου «δαίμονος γηγενούς», με στόχο βεβαια έτσι να εξυψώσει στον αντίποδα το Γρατιανό. Ακόμα, στους Πολιτικούς λόγους του, θυμίζει τους αρχαίους σατράπες –διαδόχους του Αλέξανδρου, που συνήθιζαν να τον μιμούνται, ως προς την κλίση του λαιμού προς τα αριστερά, την κόμμωση, την ενδυμασία και τη βαθιά φωνή του. Την ίδια εποχή, οι χριστιανοί συγγραφείς συσχετίζουν τη λατρεία του Αλέξανδρου με τη λατρεία των ειδώλων, ασκώντας βέβαια αρνητική κριτική, που κορυφώνεται στους χαρακτηρισμούς «μιαρός» και «μιαιφόνος» του πατριάρχη Αλεξανδρείας Κυρίλλου, κατά το πρώτο μισό του 5ου αιώνα (Stewart 1993: 349, Luschen 2013: 110-111, 119 -121, 129 -130, 135).

86

Οratio 40.11, σε R. Foerster, Libanii opera, vols. 1-4, Teubner, Leipzig 1903-1908, σε Thesaurus Linguae Greacae)

Η αναφορά αυτή, για άλλη μια φορά, επιβεβαιώνει τη βαθύτατη αγάπη και λατρεία που έτρεφε ο Αλέξανδρος προς το πρόσωπο της μητέρας του. 87

«…στησάμενος δέ τήν σκηνήν ἐγγύς τῆς πηγῆς, ἥ νῦν μέν ἐκείνου ποιήσαντος εἰς ἱεροῦ τύπον ἐσχηματίσται…αἰ δε ἀρχαί τοῦ κατοικισμοῦ Ζεύς Βοττιαῖος ἱδρυθείς ὑπό Ἀλεξάνδρου καί ἡ ἄκρα τῆς ἐκείνου πατρίδος λαβοῦσα τοὔνομα καί Ἠμαθία κληθεῖσα…» » (Αντιοχικός, oratio 11, 76-77, σε R. Foerster, Libanii opera, vols. 1-4, Teubner, Leipzig 1903-1908, σε Thesaurus Linguae Greacae). 88

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

66

Μάλλον ειρωνικά αναφέρεται στο ζήτημα της θεοποίησης του Αλέξανδρου ο Ιμέριος ο Σοφιστής από την Προύσα, (περίπου 310 -390 μ.Χ.), δάσκαλος του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, σε λόγο του το 382/84 μ.Χ.: «Ὁ τοῦ Διός παῖς Ἀλέξανδρος (συνάπτει γάρ αὐτόν οὐρανῶ καί Διί τό πολύ κλέος καθ’ Ἕλληνας…» (P.G. 103 – Migne 1860 (1990): 1357), αναφορά που, ωστόσο, καταγράφει και τη δόξα ως βασικό στοιχείο της αλεξάνδρειας μνήμης ανάμεσα στους Έλληνες, όπως ακριβώς και τα επιγράμματα. Ο Ιμέριος συνέγραψε λόγους, που τους απέδιδε σε γνωστούς ρήτορες και φιλοσόφους της αρχαιότητας, ως ασκήσεις ρητορικής (προγυμνάσματα). Σε έναν ακόμη από αυτούς, που υποτίθεται ότι εκφώνησε ο Δημοσθένης απευθυνόμενος στους Αθηναίους και προτρέποντάς τους να επαναφέρουν τον Αισχίνη από την εξορία, με αφορμή το επικείμενο διάταγμα του Αλεξάνδρου, με βάση το οποίο θα επανέρχονταν όλοι οι εξόριστοι στις ελληνικές πόλεις (κάτι που τελικά έγινε ως επίσημη αναγγελία το Σεπτέμβρη του 324 π.Χ. στους Ολυμπιακούς Αγώνες)89, ο Ιμέριος βάζει τον Αθηναίο ρήτορα να παρουσιάζει την απαράμιλλη ταχύτητα του Αλέξανδρου ως την κύρια αιτία των πολεμικών κατορθωμάτων του, παρομοιάζοντας τις κινήσεις του με κεραυνούς και βροντές90. Αλλού πάλι, στον ίδιο υποτιθέμενο λόγο του Δημοσθένη, προβάλλεται το μοτίβο του Αλέξανδρου –κοσμοκράτορα (Lesky 1971 (1983): 1190, P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 1312-1313). Ο Ευνάπιος πάλι, σοφιστής του 4ου αιώνα μ.Χ., απέδωσε μάλλον στην ανάγνωση του έργου του Ξενοφώντα από τον Αλέξανδρο το μεγαλείο που αργότερα απέκτησε ο Μακεδόνας βασιλιάς, σε μια αποσπασματικά σωζόμενη φράση από το έργο του (Καργάκος 2013:158). Κατά τα τέλη του 4ου αιώνα, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (344-407), πατέρας της ορθόδοξης εκκλησίας και αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, γράφει το Υπόμνημα εις την προς Κορινθίους Δευτέραν Επιστολήν, στο οποίο και νιώθει την ανάγκη να θέσει επί τάπητος το ζήτημα της θεοποίησης του Αλέξανδρου: «Πόθεν θεός Ἀλέξανδρος; οὑχί τέθνηκε καί αθλίως;» αναρωτιέται, για να αναφέρει στη συνέχεια πως στην εποχή του κάποιοι γελούν όταν αναφέρεται πως ο εσταυρωμένος Χριστός ζει, παρόλο που βοά γι’ αυτό ολόκληρη η οικουμένη, ενώ αν κάποιος πει ότι ο Αλέξανδρος ζει, τότε γίνεται πιστευτός, παρόλο που δεν μπορεί αυτό να αποδειχθεί, ωστόσο λέγεται πως «πολλά και μεγάλα έκανε όσο ζούσε, έθνη και πόλεις υπέταξε, πολέμους πολλούς και μάχες νίκησε, τρόπαια έστησε». Αμέσως μετά ο Ιωάννης ο Tarn 1948 (2014): 156 -157. Ο Tarn μάλιστα σημειώνει πως με την κίνηση αυτή ο Αλέξανδρος επιδίωκε να θέσει τέρμα στις εμφύλιες διαμάχες, στις εξορίες και στις δημεύσεις εντός των ελληνικών πόλεων, με στόχο τη σφυρηλάτηση της ενότητας της Ελλάδας. Η ενέργεια αυτή του Αλέξανδρου, ωστόσο, αποτελούσε παραβίαση του όρου του Κοινού των Ελλήνων περί μη παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των πόλεων που το συναποτελούσαν. 89

Περίληψη του φανταστικού αυτού λόγου του Δημοσθένη από τον Ιμέριο δίνει ο Φώτιος στη Μυριόβιβλο. «(Ὁ Ἀλέξανδρος) Ἐπεί καί τά πολλά δή ταῦτα καί μεγάλα τῶν ἔργων, ἄ λογοποιοῦσιν οἱ κόλακες, τάχει μᾶλλον ἥ ῥώμη κρατῶν τούτους οἴς ἐποίει κατώρθωσε, πρίν ἀγγελθῆναι παρών, πρίν ἀκουσθῆναι φαινόμενος, κατά τους σκηπτούς ἥ τάς βροντάς, αἵ πολλάκις φθίνουσι τῆς προσδοκίας ἡγήσασθαι. Οὔτω Σἀρδεις εἶλεν, οὕτω Καρίνα ἐπόρθησεν….οὕτω Δαρείον ἐξέπληξεν…Νεανίσκου δέ Μακεδόνος καθ’ ὅλης τῆς ὑφ’ ἡλίω κωμάζοντος…» (P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 13121313). 90

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

67

Χρυσόστομος προχωρά σε σύγκριση του Αλέξανδρου με το Χριστό, προκειμένου να αναδείξει υπέρτερο το Γιο του Θεού έναντι του πρώτου:

«Τὀ μέν γαρ ζῶντα κατορθοῦν πολέμους καί νίκας βασιλέα ὅντα, καί στρατόπεδα ἕχοντα, θαυμαστόν ουδέν…. τό δέ μετά σταυρόν καί τάφον τοσαῦτα ἐργάσασθαι πανταχοῦ γῆς καί θαλάττης, τοῦτο ἐστι τό μάλιστα πολλῆς ἐκπλήξεως γέμον, καί τήν θείαν καί απόρρητον ἀνακηρῦττον δύναμιν. Καί ὁ μέν Ἀλέξανδρος μετά τήν τελευτήν αὐτοῦ διασπασθεῖσαν τήν ἀρχήν αὐτοῦ καί τέλεον ἀφανισθεῖσαν οὐκ ἐπανήγαγε. Πῶς δέ ἕμελλεν ὁ νεκρός; ὁ δέ Χριστός τότε αὐτήν μάλιστα ἕστησεν, ὅτε ἐτελεύτησε….Ποῦ γάρ, εἰπέ μοι, τό σῆμα Ἀλεξάνδρου; δεῖξον μοι καί εἰπέ τήν ἡμέραν καθ’ ἥν ἐτελεύτησε. Τῶν δέ δούλων τοῦ Χριστοῦ καί τά σήματα λαμπρά, τήν βασιλικωτάτην καταλαβόντα πόλιν…Καί τό μέν ἑκείνου καί οἱ οἰκεῖοι ἀγνοοῦσι, τό δέ τοὐτου καί οἱ βάρβαροι ἐπίστανται». (Migne 1862 E: 581-582). («Για τον Αλέξανδρο, που όσο ήταν ζωντανός, ως βασιλιάς έκανε κατορθώματα και νίκες σε πολέμους μαζί με την τρανή στρατιά του, τίποτα το θαυμαστό δεν υπάρχει…ενώ ο Χριστός, που τόσο σημαντικά έργα πέτυχε μετά τη σταύρωση και την ταφή του με επίδραση παντού σε γη και θάλασσα καταδεικνύοντας τη θεία δύναμη, αυτό πράγματι μας γεμίζει έκπληξη. Έπειτα, το κράτος του Αλέξανδρου μετά το θάνατό του κατακερματίστηκε και αφανίστηκε ολοκληρωτικά, χωρίς ο Αλέξανδρος να μπορεί να το ξαναστήσει. Και πώς θα μπορούσε ο νεκρός; Ενώ ο Χριστός, τότε έστησε τη βασιλεία του, όταν κατέληξε….Πού είναι, πες μου, ο τάφος του Αλέξανδρου; Δείξτον μου και πες μου τη μέρα που πέθανε. Ενώ οι τάφοι των δούλων του Χριστού είναι λαμπροί και μάλιστα μέσα στη βασιλεύουσα…τον τάφο του Αλέξανδρου ακόμη και οι οπαδοί του αγνοούν που είναι, ενώ του Χριστού ακόμη και οι βάρβαροι γνωρίζουν πολύ καλά πού βρίσκεται»). Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο το ότι ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες της ανατολικής εκκλησίας χρειάστηκε να αντιπαραθέσει το παλιό με το καινούργιο, τον Αλέξανδρο με το Χριστό, προκειμένου να αποδομήσει το σύμβολο του ελληνισμού και της ειδωλολατρίας, το θεάνθρωπο της παλιάς θρησκείας και να εξυψώσει το Θεάνθρωπο της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού. Οι αναφορές91 του αποδεικνύουν πόσο ισχυρή ήταν ακόμα η παρουσία του Αλέξανδρου στη συνείδηση των κατοίκων του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, μια παρουσία που έπρεπε να αποδομηθεί, προκειμένου να στεριώσει η νέα θρησκεία. Μάλιστα, αντιπαραθέτει και τους χριστιανούς μάρτυρες με τον Αλέξανδρο, καθότι το σήμα, τον τάφο δηλαδή του Αλέξανδρου, ούτε οι οπαδοί του δε γνωρίζουν πού είναι, σε

91

Περισσότερες αναφορές του Χρυσοστόμου στον Αλέξανδρο στο κεφάλαιο 3.4

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

68

αντίθεση με τους τάφους των μαρτύρων που και οι βάρβαροι τους ξέρουν92. Όχι, για τον Ιωάννη το Χρυσόστομο δε ζει πια ο βασιλιάς Αλέξανδρος και η μνήμη του ακόμα πρέπει να πεθάνει, διότι στέκεται εμπόδιο στην επικράτηση του χριστιανισμού. Κι όμως! Η μνήμη αυτή, όπως θα φανεί παρακάτω, παρέμεινε αναπόσπαστο στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας των κατοίκων του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους και της μετεξέλιξής του, του βυζαντινού93. Επιπλέον, το μυθώδες ανεκδοτολογικό υλικό της ιστορίας του Μακεδόνα βασιλιά δεν έπαψε ποτέ να γοητεύει και να αποθησαυρίζεται σε συλλογές κειμένων από διάφορους συγγραφείς. Έτσι, ο Ιωάννης Στοβαίος στο έργο του Εκλογαί περιλαμβάνει ένα απόσπασμα από το έργο «Ἐκ τῶν περί Στυγός» του Πορφυρίου, στο οποίο γίνεται αναφορά σε ένα είδος θαυμαστού όνου στη Σκυθία, που έφερε κέρατα τόσο δυνατά, που μπορούσαν να μεταφέρουν, ως δοχεία, το «νερό τη Στυγός» χωρίς να διαβρωθούν. Ένα τέτοιο κέρατο έφερε στον Αλέξανδρο ο Σώπατρος και ο βασιλιάς της Μακεδονίας το ανέθεσε στους Δελφούς με τη συνοδευτική επιγραφή: «Σοί τόδ΄ Ἀλέξανδρος Μακεδών κέρας ἂνθετο, Παιάν, κάνθωνος σκυθικοῦ, χρῆμα τι δαιμόνιον. ὃ Στυγός ἀχράντω Λουσηίδος οὐκ ἐδαμάσθη ῥεύματι, βάσταξεν δ’΄ ὓδατος ἠνορέην». (Στοβαίος: Lib. I, 310)94

Σύμφωνα με μια άποψη (Gavalaris 2009: 13) ο πρώιμος θάνατος του Αλέξανδρου και η συνακόλουθη αποτυχία του στην κορύφωση της δύναμής του να αποκτήσει αυτό που ποθούσε η καρδιά του, τον κατέστησε κι αυτόν τελικά ένα «μάρτυρα» στη λαϊκή συνείδηση κατά τους χριστιανικούς χρόνους, κάτι που είναι εμφανές σε κείμενα, όπως η Διαθήκη του Αλέξανδρου. 92

Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαράθεση του Χριστού με τον Αλέξανδρο έχει πολλές διαστάσεις και μία από αυτές είναι τα κοινά χαρακτηριστικά, που μοιράζονται τα δύο αυτά κορυφαία πρόσωπα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού: πεθαίνουν στην ίδια ηλικία, είναι καί οι δύο γιοι θεού, -καθότι έτσι προβλήθηκε ο Αλέξανδρος - η γέννησή τους προμηνύεται από «σημεία» (Luschen 2013: 149) και αντίστοιχα ο θάνατός τους γίνεται εμφαντικός πάλι με σημεία: Στο τετέλεσται του Χριστού ο ουρανός μαυρίζει, ξεσπά άγρια καταιγίδα, η γη σείεται και ο ναός της Ιερουσαλήμ σχίζεται.Τη στιγμή που ο Αλέξανδρος ξεψυχά, σύμφωνα με το Μυθιστόρημα, ομίχλη και σκοτάδι πέφτουν ξαφνικά στην ατμόσφαιρα, ένα αστέρι πέφτει από τον ουρανό στη θάλασσα και μαζί του ένας μεγάλος αετός, και πάλι το αστέρι με τον αστερόφωτο αετό ανέρχονται στους ουρανούς, χάνονται πίσω από τα σύννεφα και ο Αλέξανδρος πεθαίνει (Καλλισθένης 2005: 510). Καί οι δύο, τέλος, μοιράζονται και το μοτίβο της αθανασίας: ο Χριστός την κερδίζει για πάντα με την Ανάστασή Του και τη Βασιλεία των Ουρανών, ο Αλέξανδρος του μύθου την κυνηγά μάταια στην αναζήτηση του αθάνατου νερού, ενώ ο πραγματικός Αλέξανδρος την επιδιώκει μέσα από τη θεοποίησή του και την κερδίζει τελικά με τις πράξεις του στη μνήμη των ανθρώπων. Ο Luschen (2013: 150) επισημαίνει ακόμα μία ομοιότητα στη δομή μεταξύ δύο εγκωμιαστικών αποσπασμάτων με αναφορά στον Αλέξανδρο (Πλούταρχος, Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής, Α΄-8) και στο Χριστό αντίστοιχα (Παύλος, Προς Φιλιππησίους Επιστολή, 2,5-11). Εντοπίζει ακόμα και άλλες λογοτεχνικές αναφορές σε κείμενα του 6ου -8ου αιώνα μ.Χ. που φέρνουν κοντά τον Αλέξανδρο με το Χριστό και πιο συγκεκριμένα εμφανίζουν τον πρώτο ουσιαστικά ως πρόδρομο του δεύτερου (Luschen 2013: 151-157). 93

Στο ίδιο έργο περιλαμβάνονται εκτενή αποσπάσματα από τη λεγόμενη Επιστολή του Αριστοτέλη προς Αλέξανδρο (περί κόσμου). 94

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

69

Γύρω στο 410 μ.Χ. ο εξελληνισμένος Εβραίος και βαφτισμένος χριστιανός Αδαμάντιος, γιατρός στο επάγγελμα, θα παρατηρήσει στα Φυσιογνωμικά του, πως τα μεγάλα, φωτεινά και υγρά μάτια, όπως αυτά που είχε ο Αλέξανδρος, φανερώνουν ένα μεγάλο άνδρα, που κάνει πράξη αυτά που σκέφτεται, που είναι αψύς και πότης, καυχησιάρης και φιλόδοξος (Demandt 2009: 18). Οπωσδήποτε οι χαρακτηρισμοί αυτοί του Αδαμάντιου για τον «άνδρα με τα μεγάλα μάτια» σίγουρα φανερώνουν κάπως και την εικόνα που είχε για τον Αλέξανδρο ένας νεοπροσήλυτος στο χριστιανισμό των αρχών του 5ου αιώνα, επηρεασμένος από τα λεγόμενα των πατέρων της εκκλησίας για τον Αλέξανδρο. Τέλος, ήδη από την αρχαιότητα διαμορφώθηκε η τάση να συνδέονται ορισμένα μέρη με τον Αλέξανδρο και τοπωνύμια να λαμβάνουν την ονομασία τους από το όνομά του. Ο Πλίνιος στη Φυσική Ιστορία του, αναφέρεται σε έναν τόπο που ονομαζόταν «οι βωμοί του Αλέξανδρου», στον Περσικό κόλπο, σε ένα ακρωτήριο κοντά στους ποταμούς Σάγανο, Δάρα και Σάλσα95. Ο ιστορικός Πολύβιος (2ος αιώνας π.Χ.) αναφέρει πως μετά την ήττα του από τους Ρωμαίους στη μάχη των Κυνός Κεφαλών το 197 π.Χ. ο Φίλιππος Ε΄, υποχωρώντας προς τα Τέμπη, «τῇ μὲν πρώτῃ περὶ τὸν Ἀλεξάνδρου καλούμενον πύργον ηὐλίσθη»96. Σύμφωνα με πληροφορία του Πολύαινου, κατά την πρώτη κάθοδό του ως βασιλιά στη Νότια Ελλάδα το 336 π.Χ., ο Αλέξανδρος με το στρατό του λάξευσε ένα κλιμακωτό μονοπάτι στις απότομες πλαγιές της Όσσας, προκειμένου να παρακάμψει τα στενά των Τεμπών, που φύλαγαν οι Θεσσαλοί. Το μονοπάτι αυτό τους επόμενους αιώνες έμεινε γνωστό ως «Ἀλεξάνδρου κλῖμαξ» (Ι.Ε.Ε. 1973:26). Παρόμοια κλίμακα, δηλαδή ένα δρόμο –πέρασμα, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, αναφέρει στις επιστολές του και ο Αλέξανδρος, την οποία κατασκεύασε για τη διάβαση της Παμφυλίας, προκειμένου ο στρατός του να φτάσει στη Φασηλίδα (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 17). Ο Παυσανίας πάλι, στα Κορινθιακά του, γράφει πως ο Αλέξανδρος επιχείρησε να σκάψει τον Ισθμό της Κορίνθου και να ανοίξει τη διώρυγα, 2230 σχεδόν χρόνια πριν αυτή διανοιχθεί, τονίζοντας πως αυτό ήταν και το μόνο έργο που ο Αλέξανδρος δεν πέτυχε: «Ἀλεξάνδρῳ τε τῷ Φιλίππου διασκάψαι Μίμαντα ἐθελήσαντι μόνον τοῦτο οὐ προεχώρησε τὸ ἔργον: Κνιδίους δὲ ἡ Πυθία τὸν ἰσθμὸν ὀρύσσοντας ἔπαυσεν. οὕτω χαλεπὸν ἀνθρώπῳ τὰ θεῖα βιάσασθαι»97. 95

Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 6.28, δες

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.02.0137:book=6:chapter=28&highlight =alexander 96

Πολύβιος, Ιστορίαι, 18.27, δες

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0234%3Abook%3D18%3Acha pter%3D27 97

Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, Κορινθιακά, 2.1, δες

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0159%3Abook%3D2%3Acha pter%3D1%3Asection%3D5 Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει πάλι την απόπειρα του Αλέξανδρου να ανοίξει διώρυγα στη χερσόνησο της Ερυθραίας στην Ιωνία, για να ενώσει τον κόλπο της Σμύρνης με το νότιο κόλπο της χερσονήσου βλέπε

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

70

Είναι γεγονός πως ο Αλέξανδρος, λίγο πριν πεθάνει, είχε καταρτίσει ένα ευρύ πρόγραμμα έργων, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονταν η αποπεράτωση κάποιων πόλεων, ναοί στις Σάρδεις, στο Ίλιο, στην Αμφίπολη και αλλού, λιμάνι και σύστημα διωρύγων στη Βαβυλώνα, λιμενικά έργα στις Κλαζομενές και στις Ερυθρές και άλλα (αναφορές Διοδώρου Σικελιώτη, Αρριανού, Στράβωνος, Tarn 1948 (2014): 178). Ο Αππιανός (12.20) αναφέρει πως στην περιοχή της Φρυγίας υπήρχε την εποχή του Μιθριδάτη Ευπάτωρα, βασιλιά του Πόντου, (120 - 68 π.Χ.) το λεγόμενο «πανδοχείο του Αλέξανδρου», ένα τοπωνύμιο προφανώς ανάμνησης περάσματος από εκεί του Μακεδόνα βασιλιά, στο οποίο και ο Μιθριδάτης διανυκτέρευσε (Demandt 2009: 409). Το οχυρό της Βίρτα στη Μεσοποταμία του 4ου αιώνα μ.Χ. πιστευόταν ότι κτίστηκε από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, όπως αναφέρει ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (Res Gestae, 20.7). Τέλος, ένω ωραίο ανεκδοτολογικό στοιχείο δίνει το Etymologikon magnum, σύμφωνα με το οποίο, η πόλη Γέρασα στην Ιορδανία ονομάστηκε έτσι από τους γέροντες που ο Αλέξανδρος εγκατέστησε εκεί, όταν έκτισε την πόλη (Luschen 2013: 38). Είναι φανερό πως τέτοιες αναφορές καθιέρωσαν το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη, που φτάνει μέχρι τη νεοελληνική παράδοση και όχι μόνο, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ο Πλούταρχος αναφέρει ακόμα πως την εποχή του έδειχναν ακόμα τα πέτρινα καθίσματα και τις περιπατητικές στοές της σχολής του Αριστοτέλη στο Νυμφαίο της Μίεζας, εκεί που ο μεγάλος φιλόσοφος δίδαξε τον Αλέξανδρο. Ακόμα αναφέρει πως στον Κηφισό υπήρχε μια βελανιδιά που ονομαζόταν «του Αλέξανδρου» γιατί κατά τη μάχη της Χαιρώνειας αυτός είχε κατασκηνώσει εκεί κοντά. Ο Μαρκιανός Ηρακλεώτης (4ος -5ος αιώνας μ.Χ.) στο έργο του «Περίπλους της έξω Θαλάσσης» αναφέρεται στη «Νήσο του Αλέξανδρου», κατά πάσα πιθανότητα το νησί κοντά στο λιμάνι του Καράτσι, στο σύγχρονο Πακιστάν, το οποίο, επίσης, αναφέρεται ως «λιμάνι του Αλέξανδρου» (Tarn 1948 (2014): 151, Πάσσας 1960:271). Άλλωστε και ο ίδιος ο Αλέξανδρος από πολύ νωρίς ξεκίνησε να δίνει το όνομά του στις πόλεις που ίδρυε, με την Αλεξανδρούπολη, που ίδρυσε στον άνω ρου του Στρυμόνα, μετά τη νίκη του κατά των Θρακών Μαιδών (Πλούταρχος: Αλέξανδρος,7, 9).

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.02.0137:book=5:chapter=31&highlight =alexander Μεταξύ Κυζίκου και Αρτάκης υπήρχε ένα νησί, το οποίο, πάντα σύμφωνα με τον Πλίνιο, ένωσε ο Αλέξανδρος με τη στεριά.Είναι σαφές ότι αναφορές σαν κι αυτήν ενίσχυαν το μοτίβο του Αλέξανδρου - κτίστη. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

71

2.2. Οι γλυπτές αναπαραστάσεις του Αλέξανδρου Είναι γεγονός πως καμία ιστορική προσωπικότητα της αρχαιότητας, πριν και μετά τον Αλέξανδρο, στην Ελλάδα, στην ανατολή ή στη Ρώμη, δεν αποδόθηκε καλλιτεχνικά με τόσους πολλούς τρόπους, όπως αυτός (Trofimova 2012 A: 16). Από τις καλλιτεχνικές του απεικονίσεις το ενδιαφέρον της έρευνας εστιάστηκε κατά προτεραιότητα στις γλυπτές , τις οποίες η Bieber διαιρεί χρονολογικά σε οκτώ ομάδες: η πρώτη, ως το 336 π.Χ., περιλαμβάνει απεικονίσεις των γονιών του και δικές του, ως εστεμμένου πρίγκιπα, έργα γλυπτών της αυλής του Φιλίππου. Η δεύτερη, ανάμεσα στο 336-330 π.Χ., περιλαμβάνει απεικονίσεις του Αλέξανδρου ως κατακτητή της Ευρώπης και της Περσίας από τους καλλιτέχνες Λύσιππο, Απελλή (για ζωγραφική) και Πυργοτέλη (για χαρακτική). Στην τρίτη ομάδα, ως το θάνατό του, το 323 π.Χ., απεικονίζεται κυρίως ως βασιλιάς της Ασίας. Στη συνέχεια αρχίζει μια τάση εξιδανίκευσης στα πορτραίτα του από τους Διαδόχους, που, μαζί με μια παράλληλη περισσότερο εκφραστική –συναισθηματική απόδοση των προσωπογραφικών του χαρακτηριστικών, θα συνεχιστεί και θα κορυφωθεί κατά τους ύστερους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους (Bieber 1964: 15). Η εικονογραφία του Αλέξανδρου παρουσιάζει ορισμένες ιδιομορφίες: το αγένειο πρόσωπό του, - για πρώτη φορά ένας άνδρας απεικονίστηκε αγένειος - θύμιζε περισσότερο τις απεικονίσεις θεών, όπως ο Απόλλων και ο Ερμής και ηρώων, όπως ο Αχιλλέας και οι Διόσκουροι, σε αντίθεση με τις γενειοφόρες απεικονίσεις του πατέρα του και άλλων σημαντικών Ελλήνων ηγετών, όπως ο Αλκιβιάδης και ο Περικλής (Βουτυράς 1997: 18, Trofimova 2012: 22-23). Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 4), ο Λύσιππος σε όλα του τα έργα για τον Αλέξανδρο απέδιδε σταθερά κάποια χαρακτηριστικά του: το υγρό του βλέμμα, που ερμηνεύεται ως δίψα για δόξα και τη συνήθειά του να στρέφει το κεφάλι προς τα επάνω αριστερά, κίνηση που μεταφράστηκε από το Λύσιππο σε ρυθμό ανατάσεως, μια έκφραση της δίψας του Αλέξανδρου για νέες περιπέτειες και παράτολμες πράξεις. Ακόμα απέδωσε την αρρενωπότητα και τη λεόντεια έκφρασή του, τα κυματιστά, πλούσια μαλλιά που χωρίζονταν στη μέση πάνω από το μέτωπο σχηματίζοντας δύο σειρές από φλογόσχημους βοστρύχους, που ανέβαιναν προς τα πάνω και έπεφταν προς τους κροτάφους πλαισιώνοντας το πρόσωπο σαν χαίτη λιονταριού, μοτίβο που ονομάστηκε αναστολή (Βουτυράς 1997: 18-19)98. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό του θυμίζει ακόμα άτομο που πέφτει σε έκσταση και αποτέλεσε μοτίβο που μιμήθηκαν οι Ευρωπαίοι καλλιτέχνες του 17 ου και 18ου αιώνα στην απεικόνιση μαρτύρων και αγίων (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Ε΄1976:429, Trofimova 2012: 23-24). Ο Πλούταρχος προσθέτει ακόμα πως το δέρμα του ήταν λευκό και κοκκίνιζε στο στήθος και στο πρόσωπό του (Πλούταρχος: Αλεξανδρος, 4).

Για την τέχνη του Λυσίππου και τα πορτραίτα του Αλέξανδρου που φιλοτέχνησε, βλέπε το βραβευμένο αρχαιολογικό ντοκιμαντέρ ΛΥΣΙΠΠΟΣ ΕΠΟΙΗΣΕΝ, του Νίκου Φραγκιά, 1996, επιστημονικοί σύμβουλοι Paolo Moreno, Νίκος Βλαχόπουλος. 98

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

72

Για ποιους λόγους, όμως, υπήρξε αυτή η κατευθυνόμενη από τον ίδιο τον Αλέξανδρο παραγωγή πορτραίτων του, γλυπτών, ζωγραφικών αλλά και νομισματικών; (βλέπε κεφάλαια 2.3., 2.4.1.) Σύμφωνα με μια ερμηνεία, πρόκειται για την καλλιτεχνική έκφραση της πολιτικής προπαγάνδας του Μακεδόνα βασιλιά, που στόχευε ακριβώς στο να προβάλλει τον ίδιο και τα κατορθώματά του στους υπηκόους της αχανούς αυτοκρατορίας του (Mihalopoulos 2009: 300). Με τον τρόπο αυτό, η εικόνα του πανίσχυρου βασιλιά, δημιουργού αυτής της αυτοκρατορίας, θα έφτανε παντού, ιδιαίτερα στους πάντα απείθαρχους νότιους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, αλλά και στους ανατολίτες αλλοεθνείς κατακτημένους λαούς, χωρίς να χρειάζεται και η φυσική του παρουσία. Έτσι, επιτυγχανόταν μια διαρκής υπενθύμιση της παντοδυναμίας του και της μοναδικής του προσωπικότητας και μάλιστα αποθεωμένης, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια. Ως αποτέλεσμα, εξασφαλιζόταν η πειθαρχία και υποταγή των κατακτημένων, αλλά και η ενότητα της αυτοκρατορίας του. Γεγονός αποτελεί πως ο Αλέξανδρος υπήρξε ο πρώτος ηγεμόνας που συστηματικά φρόντισε για την υστεροφημία του, όχι μόνο μέσα από τους στίχους των ποιητών και τις αφηγήσεις των ιστορικών –όπως έγινε με τον Καλλισθένη –αλλά και μέσα από την αποτύπωση της μορφής του στην τέχνη. Έτσι, αναδείχτηκε τελικά και σε μαικήνα των τεχνών, προστάτη και χορηγό πολλών καλλιτεχνών (Demandt 2009: 15). Φαίνεται πως οι συνειδητά ωραιοποιημένες απεικονίσεις του στην τέχνη είχαν από νωρίς επισκιάσει την πραγματική του φυσιογνωμία, για την οποία δεν υπάρχουν ακριβείς περιγραφές στις αρχαίες πηγές (Βουτυράς 1997: 19). Σύμφωνα με μια άποψη, η αληθινή μορφή του Αλέξανδρου παρέμεινε αόρατη για τη μάζα, στην οποία απευθύνονταν οι καλλιτέχνες του μέσα από τη φιλοτέχνηση των εξιδανικευμένων πορτραίτων του. Τα πορτραίτα αυτά τελικά απέδιδαν συμβολικά τις αρετές του: το θάρρος του, την αποφασιστικότητά του, τη δύναμή του και τη δίψα για εξουσία, τη μεγαλοφροσύνη του, το όραμά του για τον κόσμο και τον πόθο του. Έτσι η εικόνα του Αλέξανδρου έγινε αυτή ενός νέου κούρου, η εικόνα ενός νεαρού ηγέτη που εκφράζει μέσα από τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά τα αιώνια νιάτα, το σφρίγος και το σθένος, την ανδρεία και την αρετή99. Πράγματι, τα προαναφερόμενα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου, που συναντούμε σε όλες τις απεικονίσεις του στην τέχνη και ιδιαιτέρως στη γλυπτική, αποδίδουν ακριβώς τις παραπάνω ιδιότητες, σύμφωνα και με τα Φυσιογνωμικά (που αποδίδονται στον Αριστοτέλη): ο εσωτερικός κόσμος και ο χαρακτήρας ενός ατόμου εκφράζεται από την εξωτερική του εμφάνιση, μια αρχή πάνω στην οποία ο Αλέξανδρος βάσισε τη δημόσια εικόνα του (Killerich 1993: 87-88). Ως αποτέλεσμα, η εικονογραφία του Αλέξανδρου συντέλεσε στην περαιτέρω καθιέρωση της αξίας του ατόμου και της τύχης του κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όπως ήδη παρατηρήσαμε (Mihalopoulos 2009: 298), κάτι που συντελέστηκε ούτως ή άλλως από τη δράση του ίδιου του Αλέξανδρου εν ζωή. Όπως παρατηρεί η Mihalopoulos (2009: 315), με την Σύμφωνα με τον Pollitt μάλιστα (σε Trofimova 2012 A: 3) ο Λύσιππος με τα πορτραίτα του Αλέξανδρου δημιούργησε το πρότυπο του «εμπνευσμένου ήρωα», έτσι ώστε αυτά να αποδίδουν τελικά μια ιδέα παρά ένα πρόσωπο και η φιλοτέχνησή τους να έχει σκοπό ακριβώς την υιοθέτηση αυτής της ιδέας από τον εκάστοτε παραγγελιοδότη παρά την προβολή του πραγματικού Αλέξανδρου. 99

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

73

ανάρρηση του Αλέξανδρου στο θρόνο, το ατομικό, που πριν ήταν υποταγμένο στο συλλογικό, στο πλαίσιο του δήμου, σπάει τα συλλογικά δεσμά του και προβάλλεται πλέον δυναμικά στο προσκηνιο της ιστορίας, μέσα από την ενός ανδρός αρχή100. Ο λατίνος ποιητής Οράτιος, γύρω στο 12 π.Χ., αναφέρει το διάταγμα του Αλέξανδρου, με βάση το οποίο απαγορευόταν στους καλλιτέχνες να αναπαραστήσουν τη μορφή του, εκτός από το γλύπτη Λύσιππο και το ζωγράφο Απελλή. Ο Πλίνιος εξάλλου αναφέρει (γύρω στο 77 μ.Χ.) ότι ο Λύσιππος ήταν ο αποκλειστικός γλύπτης του Αλέξανδρου, όπως και ο Απελλής από την Κολοφώντα ο αποκλειστικός ζωγράφος και ο Πυργοτέλης ο αποκλειστικός χαράκτης της μορφής του και ότι οποιοσδήποτε θα επιχειρούσε να τον αναπαραστήσει πέραν αυτών των τριών, θα τιμωρούνταν ως ιερόσυλος (Stewart 1993: 25-26, 360-361). Ο Πλούταρχος πάλι δικαιολογεί την επιλογή του Λυσίππου από τον Αλέξανδρο ως αποκλειστικού του γλύπτη επειδή «μόνο αυτός, όπως φαίνεται, είχε κατορθώσει να αποδώσει στο χαλκό το ήθος του Αλέξανδρου και να συνυφάνει στη μορφή και την αρετή του» (Πλούταρχος Β: 75). Η καταγραφή μάλιστα της αρχαίας αλεξάνδρειας καλλιτεχνικής παράδοσης συνεχίζεται και στους επόμενους αιώνες: ο ρήτορας Χορίκιος από τη Γάζα τον 6ο αιώνα μ.Χ. αναφέρεται επίσης στο διάταγμα του Αλέξανδρου για την απεικόνισή του, επισημαίνοντας βέβαια πως ήταν πολλοί οι καλλιτέχνες που τελικά τον απεικόνισαν ζωγραφικά και πλαστικά, αν και ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στα έργα του Λυσίππου, διότι αυτά αποτύπωναν «το οξύ, αρρενωπό, γαύρο και άοκνο» στοιχείο του χαρακτήρα του. Το 12 ο αιώνα, ο Έλληνας πολυμαθής λόγιος και γραμματικός Ιωάννης Τζέτζης επίσης αναφέρεται στα χάλκινα πλαστικά έργα του Λυσίππου που απεικόνιζαν τον Αλέξανδρο. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μαρτυρούνται εφτά λυσίππειες ορειχάλκινες απεικονίσεις του Αλέξανδρου με το Φίλιππο, χώρια από τις υπόλοιπες (Stewart 1993: 41, 105, 349-350, 396). Η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα έχει αποκαλύψει τεκμήρια της μορφής του Αλέξανδρου στην αρχαιότητα: στο αρχαιολογικό μουσείο της Ακρόπολης στην Αθήνα εκτίθεται κεφαλή του σε μάρμαρο, πιθανόν έργο του γλύπτη Λεωχάρους, γύρω στο 330 π.Χ., που βρέθηκε στην Ακρόπολη (Παπαθανασόπουλος 1991: 68, βλέπε εικόνα 2). Έχει προταθεί πως το άγαλμα της κεφαλής αυτής τοποθετήθηκε εκεί λίγο μετά τη μάχη του Γρανικού, το 334 π.Χ., όταν ο Αλέξανδρος έστειλε στον Παρθενώνα 300 περσικές πανοπλίες ως λάφυρα της μάχης. Άλλοι ερευνητές πάλι συσχετίζουν την κεφαλή αυτή με τα χρυσελεφάντινα αγάλματα του γλύπτη Λεωχάρη, που αναπαριστούσαν την οικογένεια του Φιλίππου και είχαν στηθεί κατά παραγγελία του στο Φιλιππείο της Ολυμπίας, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας101. Γενικά εδώ ο Αλέξανδρος εμφανίζεται μεγαλοπρεπής και σοβαρός, με το τυπικό χαρακτηριστικό της αναστολής στην κόμμωση. Πρόκειται για μια καθαρά «αττική» Αυτό, βέβαια, είχε ήδη ξεκινήσει με το Φίλιππο. Δεν είναι τυχαίες οι αντιπαραβολές των Αθηναίων που κάνει στους πύρινους «Φιλιππικούς» του λόγους ο Δημοσθένης όχι με τους Μακεδόνες συλλογικά, αλλά με το Φίλιππο προσωποποιημένα. 100

Τα αγάλματα αυτά, σύμφωνα με τον Παυσανία, ήταν ο Αλέξανδρος, η Ολυμπιάδα, ο Φίλιππος και οι γονείς του Φιλίππου, ο Αμύντας και η Ευριδίκη (Stewart 1993: 386). 101

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

74

απεικόνιση του Αλέξανδρου, με την οποία ο καλλιτέχνης πιθανόν να ήθελε παράλληλα να αποδώσει και τη μορφή του νεαρού Αθηναίου πολίτη. Στην περίπτωση αυτή, έχουμε άλλη μία αξιοποίηση της μορφής του Αλέξανδρου, προκειμένου να αποδοθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο, σχετικό με την ιδιαίτερη κοινωνία στην οποία απευθύνεται το τελικό έργο, στην προκειμένη περίπτωση στους πολίτες της αθηναϊκής δημοκρατίας. Πολύ απλά, η μορφή του Αλέξανδρου καλείται να διαδραματίσει κάθε φορά εικονογραφικά έναν ιδιαίτερο ρόλο. Στυλιστικά, παρόμοιες κεφαλές με αυτήν του Αλέξανδρου της Αθήνας είναι αυτή από το κάστρο Έρμπαχ της Γερμανίας και μία ακόμα από τη Μάδυτο, σήμερα στο Βερολίνο 102. (Bieber 1964: 25, Stewart 1993: 110, Βουτυράς 1997: 21, Trofimova 2012: 24). Στο αρχαιολογικό μουσείο Πέλλας εκτίθεται ένα άλλο μαρμάρινο πορτραίτο του Μακεδόνα βασιλιά, πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, (τέλη 4ου –αρχές 3ου αιώνα π.Χ., εποχή του Κασσάνδρου) τυχαίο εύρημα από την περιοχή των Γιαννιτσών (εικόνα 3), που συγκεντρώνει τα βασικά χαρακτηριστικά της απεικόνισής του: την αναστολή στα μαλλιά, τη στροφή του λαιμού προς τα αριστερά. Τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά δίνουν την εντύπωση ότι υπήρχε επένδυση από άλλο υλικό, ενώ η όλη απόδοση είναι σαφώς ιδεαλιστική, τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι μικρά και σχετικά λεπτά (Μακεδονία 1993: 204). Το δυναμικό πλάσιμο της χαίτης των μαλλιών του Αλέξανδρου τονίζει τον ηρωϊκό χαρακτήρα του, η γενικότερη έκφραση θυμίζει τον πόθο του ήρωα για νέες κατακτήσεις. Στυλιστικά, η κεφαλή του Αλέξανδρου από τα Γιαννιτσά έχει ομοιότητες με την κεφαλή του Πύρρου από την Κοπεγχάγη (στο πλαίσιο βεβαίως της μίμησης του Αλέξανδρου από την πλευρά του Πύρρου), μόνο που αυτή αποτελεί μεταγενέστερο ρωμαϊκό αντίγραφο ενός χαμένου πρωτοτύπου (Stewart 1993: 284-285). Στο μουσείο της Πέλλας εκτίθεται ακόμα ολόσωμο άγαλμα του Αλέξανδρου με τα χαρακτηριστικά μικρά κέρατα του θεού Πάνα, που χρονολογείται στην πρώιμη ελληνιστική εποχή (Σιγανίδου –Λιλιμπάκη 1996: 52-53, 68-69, βλέπε εικόνα 4),103 ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του συγκρητισμού, στον οποίο υπόκειται η μορφή του Μακεδόνα βασιλιά, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο. Η θέση εύρεσης του αγάλματος (σε νησίδα πλουσίων οικιών) και το μικρό μέγεθός του τεκμηριώνουν την οικιακή λατρευτική χρήση του. Ο Παν προκαλούσε τον πανικό στον αντίπαλο, κατά τη μάχη, με αποτέλεσμα ο εχθρός να τρέπεται Η κεφαλή στο Έρμπαχ ανήκε σε άγαλμα που πρέπει να ήταν στην κατοχή κάποιου Ρωμαίου αυτοκράτορα σύμφωνα με το Stewart, καθότι βρέθηκε σχεδόν με βεβαιότητα στη βίλα του Αδριανού. Επιπλέον, τόσο ο τύπος της Ακρόπολης –Έρμπαχ όσο και ο συγγενικός τύπος της Δρέσδης (από μια κεφαλή του Αλέξανδρου σήμερα στη Δρέσδη, που θεωρείται αντίγραφο λυσίππειου πρωτότυπου) προβάλλουν το Μακεδόνα βασιλιά νεαρό και δυναμικό, κατάλληλη απεικόνιση για προβολή των αντίστοιχων ιδιοτήτων ενός Ρωμαίου αυτοκράτορα. Η ιδεαλιστική κεφαλή της Δρέσδης αποδίδει επίσης έναν νεαρό Αλέξανδρο με αναστολή, σφιχτά χείλη και ελαφρώς υψωμένα μάτια, δημιουργώντας μια αίσθηση εσωτερικής δύναμης και θέλησης και προβάλλοντας παράλληλα την ατομικότητα (Stewart 1993: 107, 112-113, Trofimova 2012 A: 21). 102

Για τους Μακεδόνες βασιλείς της ελληνιστικής εποχής, ο Πάνας είχε ως θεότητα μεγάλη σημασία, διότι λατρευόταν ως θεός του κυνηγιού και το κυνήγι έπαιζε σημαντικό ρόλο στη βασιλική ιδεολογία (Trofimova 2012: 28). 103

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

75

σε φυγή κι αυτό αποτελεί το πρώτο κοινό στοιχείο του θεού με τον Αλέξανδρο, του οποίου και μόνο η παρουσία εξασφάλιζε στους Μακεδόνες τη νίκη, ορισμένες φορές χωρίς καν να πολεμήσουν. Ο Stewart συσχετίζει το άγαλμα με τη νίκη του Αντιγόνου Γονατά κατά των Κελτών στη μάχη της Λυσιμάχειας το 277 π.Χ., αμέσως μετά την οποία ο Αντίγονος έκοψε νομίσματα με παραστάσεις του Πανός και παρήγγειλε από τον ποιητή Άρατο από τους Σόλους να γράψει έναν ύμνο στον Πάνα (Stewart 1993: 286-287). Στον τρίτο αιώνα χρονολογείται και η κεφαλή του Αλέξανδρου που εκτίθεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο με προέλευση την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το πρόσωπο εδώ του Αλέξανδρου φέρει ορισμένα χαρακτηριστικά της τέχνης του Λυσίππου, κυρίως στο πλάσιμο του στόματος, των χειλιών και του πιγουνιού. Επίσης έχει αρκετές ομοιότητες με σωζόμενα πορτραίτα του Πτολεμαίου Β’ Φιλάδελφου (282-246 π.Χ.) και του Πτολεμαίου Γ΄ Ευεργέτη (246-222 π.Χ.). Όλα τα παραπάνω πορτραίτα εικονοποιούν την ιδέα της δυναστικής σταθερότητας και συνέχειας (Stewart 1993: 331). Από την περιοχή της Ηλείας (Βολάντζα) προέρχεται μια κεφαλή αγάλματος Αλεξάνδρου, που χρονολογείται στον ύστερο 3 ο αιώνα π.Χ. και έχει επιρροές από τη σχολή της Περγάμου και της Ρόδου (Yalouris/Andronikos/Rhomiopoulou 1982: 42). Η συνολική απόδοση των προσωπογραφικών χαρακτηριστικών πάντως έχει ένα τόνο αγριάδας, δεινότητας και θα μπορούσε να παραπέμπει στο Φίλιππο Ε’, που είχε τέτοιο χαρακτήρα (Stewart 1993: 332). Στο αρχαιολογικό μουσείο της Θάσου εκτίθεται άλλη μία κεφαλή Μεγάλου Αλεξάνδρου, του 2ου αιώνα μ.Χ., που βρέθηκε στην αρχαία πόλη, σε ένα πρώιμο ελληνιστικό κτήριο που πιθανόν να ήταν ιερό, κοντά στη λεγόμενη Δίοδο των Θεωρών (εικόνα 5). Η αρχαία Θάσος ήταν μέλος του Κοινού των Ελλήνων, της πανελλήνιας συμμαχίας με αρχηγό τον Αλέξανδρο. Η κεφαλή, ύψους 41 εκ., σίγουρα έφερε κάποιο κάλυμμα από πρόσθετο υλικό, όπως διαφαίνεται ξεκάθαρα από το ακατέργαστο πίσω και άνω τμήμα της, πίσω από την κόμμωση. Είναι ζητούμενο το αν ανήκε σε λατρευτικό άγαλμα του Αλέξανδρου ή όχι, το βέβαιο είναι ότι φέρει κάποια τυπικά προσωπογραφικά στοιχεία των γλυπτών αναπαραστάσεων του Αλέξανδρου, όπως η αναστολή στην κόμμωση της κεφαλής. Ο Stewart το χαρακτηρίζει λατρευτικό και πιθανολογεί το συσχετισμό του με τη μαρτυρημένη στη Θάσο Αλεξανδρολατρία ήδη από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. (περισσότερα γι’αυτήν βλέπε στο κεφάλαιο 2.6.). Ανιχνεύει στυλιστική συγγένεια με την κεφαλή από το Μουσείο Γκεττύ και κυρίως με την απεικόνιση του Αλέξανδρου στα νομίσματα του Λυσιμάχου των ετών 297281 π.Χ.. Ως συμπέρασμα προκύπτει πως πιθανόν υπήρξε ένα αρχικό λατρευτικό ελληνιστικό άγαλμα του Αλέξανδρου στη Θάσο, το οποίο είχε ένα κοινό πρότυπο με την απεικόνιση του Αλέξανδρου στα νομίσματα του Λυσιμάχου, καθότι η Θάσος ήταν, ίσως, στη σφαίρα επιρροής του βασιλείου του Λυσιμάχου. Το σωζόμενο σήμερα ρωμαϊκό θασιακό αντίγραφο του αρχικού διατήρησε τα κοινά αυτά χαρακτηριστικά του πρωτοτύπου, χαρακτηριστικά έκφρασης αυτοπεποίθησης και δύναμης ενός χαρισματικού ηγέτη (Stewart 1993: 283-284, Dahmen 2007: 59, 105). Στη γλυπτοθήκη του Μονάχου εκτίθεται σήμερα ο λεγόμενος Αλέξανδρος –Ροντανίνι, αρχικά στο Παλάτσο Ροντανίνι της Ρώμης. Σύμφωνα με τη Bieber (1964: 25) πρόκειται

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

76

πιθανόν για ρωμαϊκό αντίγραφο πρώιμου έργου του Λεωχάρους, που αποδίδει μάλλον τον Αλέξανδρο νικητή, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, να πατά πάνω σε ασπίδα. Πρόκειται για ολόκληρο άγαλμα, από το οποίο όμως λείπουν τα χέρια από το ύψος του βραχίονα και κάτω, καθώς και το αρχικό αριστερό πόδι, που έχει συμπληρωθεί. Ο Stewart προτείνει πως ο Αλέξανδρος απεικονίστηκε σε άνετη στάση ανάπαυσης, να σταυρώνει τα χέρια του στην κνήμη του αριστερού ποδιού του, το οποίο υπερυψώνεται πατώντας κάπου. Η στάση αυτή κατά τον ίδιο μελετητή εκφράζει τόσο την αρχή, δηλαδή την εξουσία του Αλέξανδρου πάνω στους υπηκόους του, όσο και τη δύναμή του, δηλαδή τον ενεργό δυναμισμό του μέσω των υπηκόων και κατακτήσεών του, καθώς ο νεαρός βασιλιάς δείχνει να αντικρίζει το μέλλον. Αν και το σωζόμενο έργο είναι ρωμαϊκό αντίγραφο, εντούτοις ο αρχικός τύπος του, σύμφωνα με το Stewart, από τα χαρακτηριστικά του μπορεί να χρονολογηθεί λίγο μετά το 320 π.Χ., πιθανόν ένα από τα πρώτα παραδείγματα των τύπων της «δόξας του Αλέξανδρου»104 (Stewart 1993: 113-116). Στο Μουσείο Getty εκτίθεται μια κεφαλή Αλεξάνδρου του ύστερου 4ου αιώνα π.Χ., με προέλευση τα Μέγαρα. Αυτή η κεφαλή φαίνεται να αποδίδει το πρότυπο του νεαρού Αθηναίου εφήβου, όπως η κεφαλή από την Ακρόπολη. Ωστόσο υπάρχουν κάποιες διαφορές: ο Αλέξανδρος από τα Μέγαρα κοιτάζει τον ορίζοντα και εκφράζει ένα συναίσθημα, τον πόθο, που περιγράφει και ο Αρριανός. Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί πως οι Μεγαρείς είχαν αποδώσει τιμητικά στον Αλέξανδρο την ιδιότητα του πολίτη των Μεγάρων, πιθανόν διότι ο Αλέξανδρος τους είχε χορηγήσει προμήθειες σιταριού το 331 π.Χ. (Stewart 1993: 116-121). Πάντως το πρόσωπο της κεφαλής από τα Μέγαρα είναι εμφανώς πιο μαλακό σε σύγκριση με αυτό της Αθήνας, ίσως διότι αποδίδει μια διάθεση ονειροπόλησης. Από την Αθήνα και συγκεκριμένα από τον Κεραμεικό προέρχεται μία ακόμα κεφαλή από πεντελικό μάρμαρο του Αλεξάνδρου –Ηρακλέους με τη λεοντή, που χρονολογείται στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. (σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Παρόμοια κεφαλή, που προέρχεται από ιερό της Σπάρτης και χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης (Yalouris/Andronikos/Rhomiopoulou 1982: 40, 100-101). Βέβαια, έχουν εκφραστεί αμφιβολίες για το κατά πόσο οι κεφαλές αυτές αποδίδουν πράγματι τον Αλέξανδρο –Ηρακλή ή απλά το νεαρό Ηρακλή (βλέπε Stewart 1993: 282). Υπάρχει ακόμη μία μεγαλύτερη του φυσικού μεγέθους κεφαλή με τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου και τη Ωστόσο η Trofimova (2012 A: 3, 42-46) μετά από διεξοδική αναφορά στο ιστορικό του αγάλματος και της μελέτης του, επισημαίνει πως η σύγχρονη έρευνα –ξεκινώντας από το Schwarzenberg - δέχεται πως ο λεγόμενος Αλέξανδρος Rondanini αποτελεί μια απεικόνιση του Άρη ή μάλλον του Αχιλλέα που αρματώνεται, κάτι που αποτελεί και τεκμήριο της επιρροής της μορφής του Αλέξανδρου στην εικονογραφία του Αχιλλέα. Eνδεικτικό είναι ένα άλλο παράδειγμα που σημειώνει η ίδια ερευνήτρια, δηλαδή η απεικόνιση του Αχιλλέα με προσωπογραφικά χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου σε μια τοιχογραφία στη βασιλική του Herculaneum του 70 μ.Χ., αλλά με πρότυπο μάλλον πρώιμη ελληνιστική σύνθεση με θέμα το Χείρωνα να διδάσκει στον Αλέξανδρο τη λύρα. Υπάρχουν ακόμη και διάφορα σπαράγματα κεφαλών του Αχιλλέα με τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου από ποικίλες αγαλματικές συνθέσεις του θέματος ο Αχιλλέας και η Πενθεσίλεια (Trofimova 2012 A: 4748, 50-53). 104

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

77

λεοντή του Ηρακλή, που προέρχεται από το ιερό του Ηρακλή - Παγκράτη, κοντά στον ποταμό Ιλισσό στην Αθήνα. Τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά της κεφαλής, το ανυψωμένο βλέμμα, σύμφωνα με τη Trofimova, τεκμηριώνουν περισσότερο την άποψη ότι ανήκε σε ένα άγαλμα του Αλέξανδρου –Ηρακλή του 4ου αιώνα π.Χ. παρά του νεαρού Ηρακλή (Trofimova 2012 A: 70). Τέλος, σημαντική ως εύρημα είναι και η ελεφαντοστέινη κεφαλή Αλεξάνδρου με λεοντή του 3ου π.Χ. αιώνα, που βρέθηκε στο μακρινό Τατζικιστάν, στο «Ναό του Ώξου», στην τοποθεσία του φρουρίου Ταχτ – ι –Σανγκίν, στη βόρεια όχθη του ποταμού Ώξου (Amu Darya), κοντά στα σύνορα με το Αφγανιστάν. Πρόκειται για τμήμα διακόσμησης θηκαριού μικρογραφικής αναθηματικής μάχαιρας και σύμφωνα με τους ανασκαφείς αποτελεί δείγμα της ελληνο –βακτρικής τέχνης. Η Trofimova πιστεύει, εν τέλει, πως η απεικόνιση του Ηρακλή ως Αλέξανδρου θα πρέπει να συνδεθεί με την ιδέα της απελευθέρωσης της Μικράς Ασίας, ένας συσχετισμός που προβλήθηκε για παράδειγμα από το Μιθριδάτη, το βασιλιά του Πόντου (βλέπε κεφάλαιο 2.7). Μια κεφαλή από την Έφεσο του Αλέξανδρου -Ηρακλή του πρώτου αιώνα μ.Χ. αποτελεί ένα ακόμη τεκμήριο αυτού του συσχετισμού. Σε κάθε περίπτωση, η μορφή του Αλέξανδρου –Ηρακλή από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. και μετά γίνεται ένας κοινός καλλιτεχνικός τόπος με έκφραση στη γλυπτική, στη μικροτεχνία, στην ειδωλοπλαστική (Trofimova 2012 A: 75 -76, 79). Στην Πριήνη της Μ. Ασίας, μέσα σε ένα λατρευτικό χώρο που θα μπορούσε να ήταν αφιερωμένος στον Αλέξανδρο, βρέθηκε κατά τις ανασκαφές άνω τμήμα μαρμάρινου αγαλματίου Μεγάλου Αλεξάνδρου, σωζόμενου ύψους 28 εκ., το οποίο χρονολογείται το 2 ο αιώνα π.Χ. και εκτίθεται στο Antikenmuseum του Βερολίνου. Το έντονα στραμμένο προς τα δεξιά κεφάλι με τα «λεόντεια» χαρακτηριστικά και το ανυψωμένο βλέμμα προσδίδουν ζωηράδα και δυναμισμό στη μορφή, που σύμφωνα με τις ενδείξεις κρατούσε ξίφος και έφερε στην πλούσια κόμη ένθετο μεταλλικό διάδημα ή στεφάνι. Η κεφαλή μοιάζει με τις απεικονίσεις του Αλέξανδρου στα νομίσματα που έκοψε προς τιμή του ο Λυσίμαχος στη Μαγνησία του Μαιάνδρου. Το σώμα αποδίδεται εξαιρετικά μυώδες, όπως ενός αθλητή (Bieber 1964: 55, Παντερμαλής 1997: 95-96). Πρόσφατο εύρημα του ελληνικού αρχαιολογικού ινστιτούτου της Αλεξάνδρειας αποτελεί άγαλμα του Αλέξανδρου, ύψους 80 εκ., πιθανόν έργο της σχολής που δημιούργησε ο Λύσιππος ή και αντίγραφο πρωτότυπου έργου του ίδιου του Λυσίππου, του γλύπτη που αποθανάτισε τον Αλέξανδρο εν ζωή καθ’ υπόδειξη του ιδίου (εικόνα 6). Σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Καθημερινή» , η αρχαιολόγος Καλλιόπη Λιμναίου Παπακώστα περιέγραψε τη στιγμή της ανακάλυψης του αγάλματος στους κήπους του Salalat, εκεί που υπήρχε παλιότερα το συγκρότημα του ανακτόρου των Πτολεμαίων. Περιέγραψε ακόμη και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του αγάλματος, που πιστοποιούν την ταύτισή του με το Μακεδόνα βασιλιά: η στροφή του λαιμού προς τα αριστερά, το ονειροπόλο βλέμμα που ατενίζει ψηλά, η διπλή ταινία στην κεφαλή, δηλαδή το βασιλικό διάδημα και η μίτρα 105 του Σύμφωνα με την έρευνα, ο Αλέξανδρος υπήρξε ο πρώτος ηγεμόνας που υιοθέτησε το διάδημα, ένα εικονογραφικό στοιχείο που πριν υπήρχε σε παραστάσεις θεών, ηρώων και αθλητών. Μετά τον Αλέξανδρο, κατά τα χρόνια των Διαδόχων, φαίνεται πως το διάδημα καθιερώθηκε ως σύμβολο βασιλείας. Η μίτρα πάλι 105

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

78

Διονύσου (στοιχείο που παρατηρείται και σε νομίσματα που έκοψε ο Πτολεμαίος Α΄ με τη μορφή του Αλέξανδρου, βλέπε κεφάλαιο 2.4.2.), αλλά και οι φαβορίτες στους κροτάφους, ακριβώς όπως και στη γνωστή απεικόνιση του Μακεδόνα βασιλιά στο ψηφιδωτό της Πομπηίας (βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 2.3). Ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται γυμνός, σε όρθια στάση και με λυγισμένο το ένα γόνατο, ωστόσο δυστυχώς λείπουν τα πόδια από το γόνατο και κάτω και από τα χέρια το δεξί σώζεται εν μέρει, ενώ το αριστερό λείπει τελείως 106. Ρωμαϊκό αντίγραφο έργου του Λυσίππου με την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ εκτίθεται σήμερα στο Λούβρο, σε μορφή ερμαϊκής στήλης με τον επονομασία «Αζάρα», από το όνομα του Ισπανού διπλωμάτη που την είχε στην κατοχή του (εικόνα 7). Εδώ έχουμε μια απόδοση της μορφής του Αλέξανδρου περισσότερο ρεαλιστική και λιγότερο εξιδανικευμένη, με μια αίσθηση κούρασης στη φυσιογνωμία του (Fulinska 2011: 163). Στο μουσείο Κωνσταντινούπολης εκτίθεται επίσης και ολόσωμο μαρμάρινο άγαλμα του Αλέξανδρου των μέσων του 3ου αιώνα π.Χ., υπερφυσικών διαστάσεων, που αρχικά έφερε μεταλλικό στεφάνι στην κεφαλή (εικόνα 8) και βρέθηκε στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, μαζί με μια επιγραφή που φανερώνει πως το φιλοτέχνησε ο γλύπτης Μήνας από την Πέργαμο. Ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται να φορά χλαμύδα μόνο, που πέφτει στον αριστερό ώμο του, κρατώντας στο δεξί χέρι θηκαρωμένο σπαθί, ενώ στο αριστερό, που δε σώζεται, θα πρέπει να κρατούσε δόρυ στον τύπο του Αλέξανδρου δορυφόρου (τύπος του Stanford κατά το Stewart, Stewart 1993: 163, 335, Alpay 1996: 25). Αργότερα, κατά το 2ο αιώνα π.Χ., πρέπει να χρονολογείται και ένας άλλος τύπος αναπαράστασης του Αλέξανδρου, που θα μπορούσε να είναι αυτός του Αλέξανδρου –Ήλιου (βλέπε παρακάτω) και μας είναι γνωστός από δύο κολοσσιαίες κεφαλές ρωμαϊκών χρόνων, που εκτίθενται σήμερα στη Βοστώνη και στο Καπιτώλιο της Ρώμης. Η κεφαλή στη Βοστώνη προέρχεται από την Ερμούπολη της Αιγύπτου, εκεί που βρέθηκαν και μικρά ειδώλια – αντίγραφα του Αλέξανδρου –Αιγίοχου (Stewart 1993: 334, βλέπε παρακάτω για τον τύπο του Αιγίοχου). Πολύ γνωστός είναι και και ο λεγόμενος Αλέξανδρος Schwarzenberg, από το όνομα του ιδιοκτήτη του καλύτερου ρωμαϊκού αντιγράφου (1ος αιώνας μ.Χ.), που σήμερα εκτίθεται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Εδώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου αποδίδονται με εκφραστικότητα και ρεαλισμό, ορισμένοι μάλιστα διακρίνουν στη δημιουργία αυτή το χέρι του Λυσίππου (Βουτυράς 1997: 21). Μια μαρμάρινη κεφαλή του 2ου αιώνα π.Χ. με αναστολή στην κόμμωση από την Πέργαμο, με μια έκφραση έγνοιας και μελαγχολίας στο πρόσωπο, σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης, έχει χαρακτηριστικά του τύπου στην εικονογραφία του Διονύσου, που προηγείτο χρονολογικά αυτής του Αλέξανδρου, συμβόλιζε την κατάκτηση της Ανατολής από το θεό, με την Ινδική του εκστρατεία, της οποίας το θέμα ανανεώνεται στην ελληνιστική τέχνη με τη μορφή του Αλέξανδρου. Ο Θεόκριτος στα Ειδύλλιά του γύρω στο 270 π.Χ. αναφέρεται στον Αλέξανδρο ως «ένα θεό που απειλεί τους Πέρσες με την πυρακτωμένη μίτρα του» (Trofimova 2012 A: 84-87, 88). http://www.kathimerini.gr/361776/article/politismos/arxeio-politismoy/o-megas-ale3andros-thsale3andreias (προσπέλαση 10.5.2015). 106

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

79

Schwarzenberg (Stewart 1993: 332-333)107. Μια εκδοχή αυτού του τύπου αποτελεί και η μεγαλύτερη του φυσικού μεγέθους κεφαλή του Αλέξανδρου από το ιερό του Ηρακλή στο Tivoli, ρωμαϊκών χρόνων. Το συγκεκριμένο γλυπτό έφερε αρχικά και μεταλλικό στέμμα και έχει και χαρακτηριστικά, που το εγγράφουν στην παράδοση της σχολής της Περγάμου. Το βλέμμα του δείχνει να ατενίζει το μέλλον, η έκφραση του πόθου του είναι έκδηλη (Stewart 1993: 331 - 332). Γενικότερα πάντως, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, συγκεκριμένα στη φλαβιανή περίοδο (6996 μ.Χ.), τοποθετούνται χρονολογικά γλυπτές αναπαραστάσεις του Αλέξανδρου εξιδανικευμένες, όπως αποδεικνύει η Κολοσσιαία κεφαλή του Αλέξανδρου από την Ταρσό της Κιλικίας, σήμερα στη Γλυπτοθήκη Karlsberg της Κοπεγχάγης (εικόνα 9). Η κεφαλή φέρει την πλούσια κόμμωση του Αλέξανδρου με την αναστολή, καθώς και ίχνη από τα κέρατα, μάλλον ταύρου, που παραπέμπουν στον Αλέξανδρο –Διόνυσο –Ταύρο. Γενικότερα η κεφαλή συγκεντρώνει χαρακτηριστικά λατρευτικού αγάλματος (Bieber 1964: 73, Stewart 1993: 337, Trofimova 2012 A: 96). Το πρόσωπο του Αλέξανδρου εδώ είναι καθάριο και συνάμα ψυχρό, τα χαρακτηριστικά του πιο αδρά, ο λαιμός ρωμαλέος, φανερώνουν το πρότυπο του σκληρού, δυνατού πολεμιστή, ικανού για τα πάντα, νικητή στις αναμετρήσεις. Υπάρχει ακόμα ένα μοναδικό σωζόμενο μαρμάρινο γλυπτό σήμερα στο Εθνικό Μουσείο Κοπεγχάγης, που είναι μια κεφαλή Αλεξάνδρου με συνδυασμό των ελεφάντινων χαυλιόδοντων με τα κέρατα του Άμμωνα, ρωμαϊκό αντίγραφο πρωτότυπου ελληνιστικού έργου (Fulinska 2011 B: 131). Σε αψιδωτό χώρο μιας πλούσιας οικίας της Αφροδισιάδας της Καρίας, των μέσων του 5 ου αιώνα μ.Χ. –πιθανόν έδρας μιας φιλοσοφικής σχολής της Ύστερης Αρχαιότητας - βρέθηκαν προτομές του Αλέξανδρου ως μαθητή του Αριστοτέλη, ανάμεσα σε άλλες προτομές φιλοσόφων και ποιητών της αρχαιότητας, όπως ο Πίνδαρος, ο Σωκράτης, ο Πυθαγόρας (Paribeni 2006: 73). Αυτές είναι μερικές μόνο από τις ολόγλυπτες παραστάσεις του Αλέξανδρου σε λίθο που μας σώζονται από την αρχαιότητα. Οπωσδήποτε, η τάση εξιδανίκευσης που παρατηρείται στα σωζόμενα γλυπτά πορτραίτα του Αλέξανδρου είχε ως σκοπό τη διαιώνιση μιας αψεγάδιαστης μορφής –συμβόλου της νεότητας και του σφρίγους. Βεβαίως οι γραπτές πηγές αναφέρουν κι άλλα πολλά αγάλματά του που υπήρχαν και κατόπιν χάθηκαν: ο Παυσανίας αναφέρει, ανάμεσα στ’ άλλα, κι έναν έφιππο ανδριάντα του Αλέξανδρου, μαζί με του Φιλίππου, του Σελεύκου και του Αντιγόνου, αφιερώματα όλα των Ηλείων στην Ολυμπία108. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει και δύο αγάλματα του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου στην αγορά των Αθηνών, τα οποία, όπως λέει, τα έστησαν οι Αθηναίοι Κάποιοι ερευνητές αναγνώρισαν την κεφαλή ως τμήμα της παράστασης της γιγαντομαχίας από τη μεγάλη ζωοφόρο του βωμού του Διός, ωστόσο ο Stewart απορρίπτει την ταύτιση αυτή (Stewart 1993: 332-333, Βουτυράς 1997: 20) 107

108

Παυσανία, Ηλιακών Β΄, 11, βλέπε

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0159%3Abook%3D6%3Acha pter%3D11%3Asection%3D1 (29.8.2014) Η ερμηνεία αυτού του συντάγματος, που επιχειρεί ο Stewart, έχει να κάνει με την πανελλήνια συμμαχία: ιδρυτές της ήταν ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος και στη συνέχεια ο Αντίγονος την επανίδρυσε το 302 π.Χ. (Stewart 1993: 279-280).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

80

«κολακεία μάλλον» (απόσπασμα σε Stewart 1993: 387). Ένα άλλο έργο του Λυσίππου, με τον Αλέξανδρο σε παιδική ηλικία, είχε περιέλθει στα χέρια του Νέρωνα (Birt: 301-302). Ο Ευθυκράτης, μαθητής του Λυσίππου, σμίλεψε ένα γλυπτό του Αλέξανδρου –Κυνηγού (Bieber 1964: 13). Ο Φιλόστρατος αναφέρει ένα άγαλμα του Αλέξανδρου από χρυσό μαζί με ένα μπρούτζινο του Πώρου, βασιλιά της Ινδίας, στο ναό του Ήλιου στα Τάξιλα της Ινδίας, που υποτίθεται ότι είδε εκεί ο Απολλώνιος ο Τυανεύς. Υπάρχει επίσης η μαρτυρία του ιδίου για ένα μνημείο στο πεδίο της μάχης εναντίον του Πώρου στον Ύδασπη ποταμό, στο οποίο αναπαρίστατο ο Αλέξανδρος σε άρμα να χαιρετά τον Πώρο. Στα αρχαία Γάδειρα της Ισπανίας, κοντά στο στενό του Γιβραλτάρ, υπήρχε ένα άγαλμα του Αλέξανδρου μέσα στο ναό του Ηρακλή, του μυθικού του προγόνου, το οποίο είχε δει και ο Ιούλιος Καίσαρας, σύμφωνα με το Ρωμαίο ιστορικό Σουητώνιο. Ο Νίκανδρος ο Καρύστιος αναφέρει ότι υπήρχε ένα άγαλμα του Αλέξανδρου στην Κω, χωρίς να δίνει περισσότερα στοιχεία, εκτός του ότι από την κεφαλή του αγάλματος φύτρωνε ένα φυτό που το έλεγαν αμβροσία (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 15.32, Stewart 1993: 178-181, 291-292, 410-411, 415-416). Κατά τη διάρκεια της ζωής του Αλέξανδρου, οι περισσότερες γλυπτές απεικονίσεις του αποτελούσαν παραγγελίες του ίδιου, αλλά και του πατέρα του Φιλίππου, της αυλής του, διαφόρων ελληνικών πόλεων της Ελλάδας και της Ασίας, καθώς και ορισμένων ιδιωτών. Μπρούτζινα έργα αυτής της εποχής πρέπει να ήταν του Ευφράνορος - ο Αλέξανδρος και ο Φίλιππος πάνω σε τέθριππο - και του Χαιρέα - ο Αλέξανδρος μαζί με το Φίλιππο, όπως αναφέρει ο Πλίνιος (Stewart 1993: 387). Ακόμα, ο βυζαντινός συγγραφέας Ιωάννης Μαλάλας στη χρονογραφία του (6ος αιώνας) αναφέρει πως οι κάτοικοι της Βαβυλώνας για να τιμήσουν τον Αλέξανδρο «ἤγειραν αὐτῶ …στήλην ἔφιππον χαλκῆν», έναν έφιππο ανδριάντα δηλαδή, ο οποίος ήταν ακόμα ορατός στην εποχή του (Χαριζάνης 2008: 89). Από τις περιγραφές των αγαλμάτων του Αλέξανδρου, η πλέον εντυπωσιακή είναι αυτή του Νικόλαου από τα Μύρα για τον έφιππο ανδριάντα του Αλέξανδρου –κτίστη στην Αλεξάνδρεια. Η περιγραφή χρονολογείται γύρω στο 400 μ.Χ., οπότε και ο ανδριάντας θα στεκόταν ακόμα στη θέση του. Ο Αλέξανδρος καβάλα σε έναν ορμητικό Βουκεφάλα αναπαρίσταται χωρίς κράνος, με τα μαλλιά του να ανεμίζουν, με θώρακα και χλαμύδα πάνω από αυτόν, κάτι που ο Νικόλαος ερμηνεύει ως ένα συμβολισμό της προτίμησης της ειρήνης από τον πόλεμο, καθώς η χλαμύδα συμβολίζει την ειρήνη και ο θώρακας τον πόλεμο. Ο Αλέξανδρος φορά μακεδονικά πέδιλα και υψώνει το χέρι στον ουρανό, όμως είναι πιθανόν αρχικά η κλειστή γροθιά να κρατούσε ένα δόρυ, το οποίο είχε χαθεί την εποχή του Νικόλαου. Ο Νικόλαος στέκεται ιδιαιτέρως και στην περιγραφή του αλόγου: η κεφαλή του, γράφει, είναι τέτοια που κάποιος θα νόμιζε ότι ανήκει σε βόδι, μόνο τα κέρατα του λείπουν, όπως λείπουν και τα χαλινάρια. Το μάτι του ζώου είναι «φοβερό», η οργή του ξεπηδά από το μανιασμένο πνεύμα του και αυτό φανερώνεται από το πλάσιμο του σώματός του - τα μπροστινά του πόδια τινάζονται ψηλά στον αέρα, ενώ τα πίσω πατούν γερά στο βάθρο, το οποίο συμβολίζει τη γη και πατά με τη σειρά του σε τέσσερις κίονες, που συμβολίζουν τις τέσσερις γωνιές της (Stewart 1993: 172-173, 397-399 (πρωτότυπο κείμενο).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

81

Στην Αλεξάνδρεια άλλωστε υπήρχε και το περίφημο Τυχαίον, ο ναός της Τύχης, που ήταν ουσιαστικά ένας ναός αφιερωμένος στη μνήμη του ιδρυτή της πόλης, του Αλέξανδρου και αποτελούσε συνάμα κτήριο του συγκροτήματος του Μουσείου. Την περιγραφή του ναού μας τη δίνει ο λεγόμενος Ψευδο –Λιβάνιος, που πρέπει να ταυτίζεται πάλι με το Νικόλαο Ρήτορα, γύρω στο 400 μ.Χ: υπήρχαν στεγασμένες ημικυκλικές εξέδρες με κιονοστοιχίες και τα αγάλματα των δώδεκα Ολυμπίων θεών και ανάμεσά τους το άγαλμα του Αλέξανδρου, κυρίαρχου του κόσμου, να στεφανώνεται από το άγαλμα της Γης, το οποίο με τη σειρά του στεφανωνόταν από το άγαλμα της θεάς Τύχης και περιστοιχιζόταν από δύο γυναικεία αγάλματα – Νίκες, οι νίκες του Αλέξανδρου (Stewart 1993: 244, 383). Αναφέρεται πως, μετά τη μάχη στο Γρανικό, ο Αλέξανδρος παράγγειλε στο Λύσιππο να φτιάξει τους χάλκινους ανδριάντες των 25 εταίρων που έπεσαν στη μάχη - μαζί με το δικό του ανδριάντα – με τη διαταγή να τοποθετηθούν στο Δίον, την ιερή πόλη των Μακεδόνων, στη σκιά του Ολύμπου, εκεί που λάτρευαν τον πατέρα των θεών. Το κόστος της φιλοτέχνησης αυτού του έργου υπολογίζεται σε εβδομήντα περίπου τάλαντα, ακριβώς το ποσό, που, σύμφωνα με τον Αριστόβουλο, είχε στη διάθεσή του ο Αλέξανδρος, όταν ξεκινούσε την εκστρατεία. Επομένως, η παραγγελία του από τον Αλέξανδρο δεν εξυπηρετούσε απλώς την προβολή και ενθύμιση της νίκης του, ήταν μια πολιτική ενέργεια που είχε στόχο, ανάμεσα στ’ άλλα, να δείξει στους συγγενείς των νεκρών και στους υπόλοιπους Μακεδόνες πόσο πολύ ο ίδιος νοιαζόταν για τους στρατιώτες του και τη μνήμη τους και βέβαια έτσι να εξασφαλίσει κρίσιμες νέες εφεδρείες και ενισχύσεις. Αργότερα ο νικητής της τελευταίας μάχης για τη Μακεδονία, Q. Caecilius Metellus Macedonicus, το 146 π.Χ., μετέφερε το σύνταγμα αυτό στη Ρώμη και το τοποθέτησε ανάμεσα στους ναούς του Δία και του Ιανού, σε μια στοά που έκτισε στα νότια του Πεδίου του Άρεως (porticus Metelli). Το σύνολο αυτό, σύμφωνα με μια επιγραφή, ήταν ακόμη στη θέση του στη Ρώμη τον 6ο αιώνα μ.Χ. (Stewart 1993: 128-129, Piemontese 2006: 44). Για πρώτη φορά εδώ ο ζωντανός αναπαρίσταται με τους πεθαμένους σ’ αυτήν την έξω από τη διάσταση του χρόνου ηρωική σύνθεση. Μια ιδέα για τη μορφή του αγάλματος αυτού του Αλέξανδρου μας δίνει το μικρό ορειχάλκινο αντίγραφο του 1ου αιώνα π.Χ., που βρέθηκε στο Herculaneum σε ανασκαφές του 1761 και εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Νάπολης109 (εικόνα 10). Ο τρόπος απεικόνισης, τόσο του Αλέξανδρου, όσο και του αλόγου, έχει τα χαρακτηριστικά του Λυσίππου. Ο Αλέξανδρος φαίνεται έτοιμος να χτυπήσει με το σπαθί του. Φορά χιτώνα, θώρακα, χλαμύδα και σανδάλια χαρακτηριστικά της μακεδονικής αμφίεσης και φέρει στέμμα στο κεφάλι. Το πηδάλιο κάτω από το σώμα του αλόγου παραπέμπει στο υγρό στοιχείο, στο Γρανικό ποταμό που διέσχισε ο Αλέξανδρος έφιππος, ο οποίος στη σύνθεση του αγαλματιδίου παριστάνεται να στρέφεται προς τα δεξιά, με πρόθεση να χτυπήσει με το Ο Stewart βέβαια το αμφισβητεί, αναφέροντας στοιχεία του αγαλματιδίου, τα οποία δεν συνάδουν με την υποτιθέμενη αναπαράσταση του Αλέξανδρου στο Γρανικό από το Λύσιππο, όπως το ότι φέρει διάδημα, ότι αναπαρίσταται να πλήττει αντίπαλο, ενώ οι πηγές δεν αναφέρουν τίποτα για αναπαράσταση Περσών – αντιπάλων στο έργο του Λυσίππου, το ότι δείχνει να ταιριάζει με το αγαλματίδιο μιας έφιππης Αμαζόνας από το ίδιο μέρος κ.α. (Stewart 1993: 127). 109

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

82

υψωμένο ξίφος του κάποιον αντίπαλο. (Bieber 1964: 36, Παντερμαλής 1997, Stirpe 2006 B: 144, Trofimova 2012: 24)110. Αντίστοιχα, από μεταγενέστερα αντίγραφα γνωρίζουμε έναν ακόμη τύπο αναπαράστασης του Αλέξανδρου που καθιέρωσε ο Λύσιπππος, τον Αλέξανδρο με το δόρυ (αιχμηφόρος ή δορυφόρος)111. Στον τύπο αυτό, ο Αλέξανδρος στέκεται όρθιος, με ηρωικού τύπου γύμνια, το αριστερό του χέρι (ή το δεξί στην παραλλαγή Stanford) απλώνεται πλαγίως (ή και σπάει από τον αγκώνα προς τα πάνω) και στηρίζεται στο δόρυ του, σύμβολο της δορύκτητης γης που απέκτησε ως κατακτητής, πολέμαρχος και εν τέλει κοσμοκράτορας. Το μικρό μπρούτζινο ελληνιστικό αγαλματίδιο, που βρέθηκε στην Αίγυπτο και εκτίθεται σήμερα στο Λούβρο, αποτελεί ένα αντίγραφο του χαμένου σήμερα πρωτότυπου έργου του Λυσίππου (είναι ο λεγόμενος τύπος Fouquet κατά Stewart). Τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του προσώπου, η ελεύθερη στάση του σώματος –με το βάρος να πέφτει στο αριστερό πόδι και το πρόσωπο να στρέφεται ελαφρώς προς τα δεξιά ενώ ο λαιμός να γέρνει λίγο προς τα αριστερά - είναι στοιχεία που παραπέμπουν στο έργο του Λυσίππειου Αλέξανδρου. Η στροφή του κεφαλιού συμβολίζει ακόμα τον πόθο του για νέες κατακτήσεις. Αξίζει να σημειωθεί πως το δόρυ ήταν κατεξοχήν σύμβολο του Αχιλλέα και υιοθετείται και στις αναπαραστάσεις του Αλέξανδρου, μια και ο Αλέξανδρος υπήρξε θαυμαστής του ομηρικού ήρωα, τον οποίο είχε ως πρότυπο. Άλλωστε, σύμφωνα με το Διόδωρο, πλησιάζοντας εν πλω τη μικρασιατική ακτή, ο Αλέξανδρος έριξε το δόρυ του καρφώνοντάς το στο έδαφος, διεκδικώντας την έτσι ως δορύκτητη. Όσο για τον τύπο του δορυφόρου, απαντάται σε ποικιλία έργων της αρχαιότητας, όπως ο περίφημος δορυφόρος του Πολυκλείτου, ο Πέλοπας και ο Οινόμαος από το ανατολικό αέτωμα του ναού του Διός στην Ολυμπία, ή οι πολεμιστές του Ριάτσε. Γεγονός είναι πως και ο αλεξάνδρειος αγαλματικός τύπος, που δημιούργησε ο Λύσιππος, αποτέλεσε πρότυπο και για την απεικόνιση διάφορων άλλων ηγεμόνων των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων στη γλυπτική, στη ζωγραφική αλλά και στην αγγειοπλαστική, όπως για παράδειγμα ένα ανάγλυφο σε βράχο από τα Μύρα της Λυκίας (Bieber 1964: 34-35, Yalouris/Andronikos/Rhomiopoulou 1982: 120, Stewart 1993: 165-167, Trofimova 2012 A: 22). Μια ακόμα ιδέα αυτού του τύπου αγάλματος μας δίνει το ρωμαϊκό χάλκινο αγαλματίδιο (1 αιώνα π.Χ.) που εκτίθεται στο Μουσείο της Πάρμα, με τον Αλέξανδρο γυμνό και αρκετά νέο, έφηβο σχεδόν. Υπάρχουν όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της απεικόνισης του Αλέξανδρου και σε αυτό, όπως το ελαφρά στραμμένο προς τα αριστερά και πάνω κεφάλι και ου

Υπάρχουν κι άλλες αναφορές, που δείχνουν ότι το στήσιμο ορειχάλκινων αγαλμάτων του Αλέξανδρου στο δημόσιο χώρο των πόλεων, όπως στο προσκήνιο του θεάτρου της Πέλλας, είχε γίνει μια πρώτης τάξεως επιλογή (Πλούταρχος, Ηθικά, 14.75). 110

Ο Stewart διακρίνει τέσσερις καλλιτεχνικούς τύπους του δορυφόρου Αλέξανδρου, τον τύπο Fouquet (σε έξι αντίγραφα) και τον Αιγίοχο με καταγωγή από την Αίγυπτο –Αλεξάνδρεια και τους τύπους Nelidow (σε πέντε αντίγραφα) και Stanford (σε εννέα αντίγραφα), ο μόνος που τον απεικονίζει με μια χλαμύδα να καλύπτει λίγο τη γυμνότητά του και με θηκαρωμένο σπαθί στο άλλο χέρι. Βέβαια, ο Stewart παραδέχεται πως υπάρχουν και άλλες παραλλαγές, που δεν ταυτίζονται απόλυτα με κανέναν από αυτούς τους τύπους(Stewart 1993: 45, 163). 111

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

83

η αναστολή στην κόμμωση (Stirpe 2006 B: 135). Ο γυμνός δορυφόρος Αλέξανδρος με χλαμύδα και θηκαρωμένο σπαθί εμφανίζεται στην τοιχογραφία του γάμου με την Στάτειρα από μια οικία της Πομπηίας (βλέπε κεφάλαιο 2.3), ενώ τον είδαμε ήδη και στο άγαλμα από τη Μαγνησία στο μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Σε ένα μαρμάρινο άγαλμα ύψους 86 εκατοστών με προέλευση την Αίγυπτο, του 1ου αιώνα π.Χ., (σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας) παρατηρεί κανείς τη διαφοροποίηση του τύπου με την πάροδο των χρόνων: πλέον η μορφή είναι ντυμένη με κοντό χιτώνα, μακριά χλαμύδα και δερμάτινα σανδάλια, στηρίζεται σε δόρυ και στο άλλο χέρι μάλλον κρατά ξίφος. Η μορφή αυτή του Αλέξανδρου ανήκε σε ένα σύνταγμα αγαλμάτων, μαζί με μια άλλη μορφή νεαρού Μακεδόνα πολεμιστή (επίσης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας), που ταυτίζεται, με επιφυλάξεις, με τον Ηφαιστίωνα (Stewart 1993: 338-339, Παντερμαλής 1997: 109). Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα στην ίδια τη Μακεδονία αποτελεί η ζωγραφική διακόσμηση του πρωιμότερου «τάφου Μπέλλα» στη Βεργίνα, που χρονολογείται στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για μονόχωρο τάφο με θρόνο στο εσωτερικό του, που φέρει στο υπέρθυρο ζωγραφική απεικόνιση πολεμιστή, πιθανόν του νεκρού (Δρούγου –Παλιαδέλη 1999: 65-69, όπου και απεικονίσεις), που στέκεται σύμφωνα με τον τύπο του αιχμηφόρου, κατά το αλεξάνδρειο πρότυπο. Περιστοιχίζεται από έναν άνδρα που τον κοιτάζει καθισμένος πάνω σε ένα σωρό από ασπίδες και από μια γυναίκα που του τείνει στεφάνι. Τέλος, ένα ακόμη παράδειγμα επίδρασης του λυσίππειου τύπου του Αλέξανδρου –Δορυφόρου αποτελεί ανάγλυφη παράσταση νεαρού γυμνού σκηπτροφόρου –που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είναι και ο ίδιος ο Αλέξανδρος, αν στο άλλο χέρι κρατά κεραυνούς ή ο αποθεωμένος Ρωμαίος αυτοκράτορας – πάνω στην επιφάνεια πήλινου κρατήρα που μιμείται μεταλλικά πρότυπα του 2ου αιώνα μ.Χ. από τους Φιλίππους (Αρχαιολογικό Μουσείο Φιλιππων). Στον ίδιο κρατήρα υπάρχουν ακόμη ανάγλυφες απεικονίσεις του Διονύσου (στον ίδιο, αλεξάνδρειο τύπο, αλλά με θύρσο αντί για μακρύ σκήπτρο), του Σειληνού, του Πάνα και της Αθηνάς. Όσον αφορά τον αλεξανδρινό τύπο του Αλέξανδρου Αιγίοχου, αυτός σώζεται σε συνολικά 17 αντίγραφα και αναπαρίσταται στον τύπο του δορυφόρου, με τη διαφορά ότι ο Αλέξανδρος φορά και την Αιγίδα ως χλαμύδα, φέρει αναστολή και στεφάνι στα μαλλιά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είχε ένα Παλλάδιο στο άλλο χέρι ή μακεδονικές κρηπίδες στα πόδια του. Ένα χαρακτηριστικό αντίγραφο αυτού του τύπου εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο (εικόνα 11). Σύμφωνα με το Stewart, το πρωτότυπο άγαλμα θα πρέπει να αποτελούσε το κύριο λατρευτικό άγαλμα της επίσημης δυναστικής –πτολεμαϊκής λατρείας του Αλέξανδρου στο Σήμα, στον τάφο του. Τα πολλά μάλιστα αντίγραφα σε ειδώλια μικρής κλίμακας με προέλευση την Αίγυπτο και ιδιαίτερα την Ερμούπολη, οδήγησαν ορισμένους να θεωρήσουν πως πιθανόν να τα είχαν στρατιώτες ως φυλακτά (Stewart 1993: 246-247, 250). Ένας άλλος αγαλματικός τύπος, που διασώζεται σε μικρά μπρούτζινα αγαλματίδια ελληνιστικών χρόνων και πιθανόν καθιερώθηκε πρώτα για τον Αλέξανδρο είναι αυτός που

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

84

τον παρουσιάζει με δορά ελέφαντα112 ως στέμμα στο κεφάλι του, σύμβολο της – κατακτημένης –Αφρικής ή Ασίας. Ο Αλέξανδρος είναι έφιππος, με το αριστερό χέρι κρατά το χαλινάρι, με το δεξί κάποιο όπλο. Χαρακτηριστικό τέτοιο αγαλματίδιο είναι αυτό που εκτίθεται σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης με προέλευση την Αίγυπτο (εικόνα 12). Αν και προτάθηκε πως μπορεί να απεικονίζει κάποιον ελληνιστικό ηγεμόνα, εντούτοις τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά δείχνουν πως μάλλον είναι ο ίδιος ο Αλέξανδρος, συμπέρασμα που ενισχύεται και από την παρόμοια απεικόνισή του με δορά ελέφαντα στα νομίσματα των διαδόχων (Yalouris/Andronikos/Rhomiopoulou 1982: 123, βλέπε κεφάλαιο 2.4.2.). Ακόμα, στο μουσείο της Καμπούλ εκτίθεται χάλκινο ειδώλιο έφιππου πολεμιστή /αξιωματικού 13,5 εκατοστών ύψους, με μακεδονική αμφίεση και τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου στο πρόσωπο (εικόνα 13), εύρημα βεβαίως αρχαιοελληνικής τέχνης, που βρέθηκε στις ανασκαφές κοντά στο Begram του Αφγανιστάν, στους νότιους πρόποδες της οροσειράς Χίντους Κους (οροσειρά των Παραπαμισάδων), 60 χιλιόμετρα βορείως της Καμπούλ (εκεί που υπήρχε η Αλεξάνδρεια του Καυκάσου, ιδρυμένη από τον Αλέξανδρο κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του κατά του Βήσσου, Αρριανός: Γ΄.28.4). Ο έφιππος άνδρας φορά θώρακα ελληνικού τύπου και χαρακτηριστικές δερμάτινες μακεδονικές περικνημίδες (Bieber 1964: 37). Σύμφωνα με το Stewart, το αγαλματίδιο αυτό θα μπορούσε να αποτελεί ένα αντίγραφο σε μικρογραφία του περίφημου αγάλματος του Αλέξανδρου Κτίστη, που στεκόταν ακόμα στην Αλεξάνδρεια του 400 μ.Χ., οπότε και το περιγράφει ο Νικόλαος από τα Μύρα, όπως είδαμε παραπάνω (Stewart 1993: 172-173). Σε ακριβώς ίδια στάση και με παρόμοια χαρακτηριστικά πορτραίτου, αλλά με «ηρωικού τύπου» γύμνια στο σώμα και πεζός αντί για έφιππος, αναπαρίσταται ως νέος κυνηγός /πολεμιστής σε ειδώλιο παρόμοιου μεγέθους, που εκτίθεται στο βρετανικό μουσείο113 και σε άλλο ειδώλιο που εκτίθεται στη Ρώμη, στο Museo Nationale di Villa Guilia. Το τελευταίο χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. και παρουσιάζει το νεαρό Αλέξανδρο να υψώνει το ακόντιο για να πλήξει κάποιο θηρίο, ίσως λιοντάρι. Ο νεαρός κυνηγός είναι έφιππος (το άλογο βέβαια δε σώθηκε), το δεξί πόδι μαζεύεται σε μια προσπάθεια να ελέγξει το άτι του, με το αριστερό χέρι τραβά χαμηλά τα χαλινάρια. Φορά μια χλαμύδα που ανεμίζει πίσω από την ορμή του αλόγου, αφήνοντας το γυμνό σώμα να φανεί, το μέτωπο ζαρώνει από την ένταση της στιγμής (Stirpe 2006 B: 133). Προφανώς όλα τα παραπάνω αποτελούν μικρά αντίγραφα ενός κοινού προτύπου σε μεγάλη κλίμακα με θέμα το Μακεδόνα βασιλιά, το πιθανότερο κάποιο πρωτότυπο έργο του Ο συμβολισμός της ελεφάντινης δοράς (το πάνω τμήμα της κεφαλής του ελέφαντα με το δέρμα, την προβοσκίδα και τους χαυλιόδοντες) απασχόλησε αρκετά την έρευνα. Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν πως πρόκειται για υπόμνηση της ινδικής εκστρατείας και του χαρακτήρα του Αλέξανδρου ως Νέου Διονύσου, εικονογραφικά ένα αποκλειστικό αλεξάνδρειο σύμβολο, σύμφωνα με την Trofimova (βλέπε πιο αναλυτικά Trofimova 2012 A: 87 - 88). 112

Βλέπε http://www.britishmuseum.org/explore/highlights/highlight_objects/gr/b/bronze_statuette_of_a_huntsman .aspx 113

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

85

Λυσίππου, μια και συγκεντρώνουν όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά του λυσίππειου Αλέξανδρου και γενικότερα της τέχνης του μεγάλου γλύπτη, με έμφαση στην απόδοση της στιγμής. Γνωστό είναι και το μπρούτζινο σύμπλεγμα του κυνηγιού, το οποίο αφιέρωσε στους Δελφούς ο Κρατερός, έργο του Λυσίππου και του Λεωχάρους. Σ’ αυτό αναπαρίσταντο ο Αλέξανδρος με τον Κρατερό μαζί με κυνηγετικά σκυλιά σε κυνήγι λιονταριού κάπου στην Περσία - ο Κρατερός να σπεύδει προς βοήθεια του Αλέξανδρου, - ο οποίος τελικά σκοτώνει το λιοντάρι (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος, 40). Ένα επίγραμμα που βρέθηκε στους Δελφούς και χρονολογείται μεταξύ 320-300 π.Χ. επιβεβαιώνει την αναφορά του Πλουτάρχου και φανερώνει πως ήταν ο γιος του Κρατερού, Κρατερός κι αυτός, που ολοκλήρωσε το έργο προς τιμήν του πατέρα του. Μάλιστα στους Δελφούς έχει εντοπιστεί και ο χώρος ανάθεσης του συμπλέγματος. Η επιλογή του (πατέρα) Κρατερού να απεικονίσει τον εαυτό του σε μια σκηνή βασιλικού κυνηγιού λιονταριού μαζί με τον Αλέξανδρο σίγουρα φανερώνει την πρόθεσή του να προβληθεί ως υπέρμαχος της κληρονομιάς του Μακεδόνα βασιλιά και να διεκδικήσει την κληρονομιά αυτή από τους άλλους ανταγωνιστές διαδόχους (Stewart 1993: 22, 270-273, 390). Είναι ενδιαφέρον πως στο επίγραμμα αυτό ο ίδιος ο Κρατερός αναφέρεται ως «γιος του Αλέξανδρου», στοιχείο που πιστοποιεί τη στενή, αδερφική σχέση των δυο ανδρών, καθώς επίσης και την προπαγάνδα προβολής στον ελληνικό κόσμο μιας τέτοιας σχέσης από έναν διάδοχο, που όμως πέθανε νωρίς (το 320 π.Χ. σε μάχη εναντίον του Ευμένη). Ένα μπρούτζινο σύμπλεγμα των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, μικρών διαστάσεων, αποδίδει το δάμασμα του Βουκεφάλα (σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Φλωρεντίας). Το σύμπλεγμα αποδίδει ακριβώς τη στιγμή που ο έφηβος Αλέξανδρος προσπαθεί να στρέψει το Βουκεφάλα προς άλλη κατεύθυνση, έτσι ώστε να μη βλέπει τη σκιά του: οι μυώνες του νεαρού φουσκώνουν από την πίεση και την υπερένταση της στιγμής, καθώς πατά με όλη του τη δύναμη στο αριστερό πόδι, ως αντιστήριγμα, ενώ το δεξί το χρησιμοποιεί ως μοχλό πάνω στο σώμα του ζώου, ώστε να καταφέρει να το στρέψει (Stirpe 2006 B: 131). Σύμφωνα με την παράδοση, μετά το κατόρθωμά του να δαμάσει το Βουκεφάλα, ο πατέρας του αναφώνησε από χαρά, καλώντας τον να ψάξει για άλλο, μεγαλύτερο βασίλειο, γιατί η Μακεδονία δεν τον χωρά. Μετά το θάνατό του, ήταν κυρίως οι Διάδοχοι και οι διάφορες πόλεις που συνέχισαν να παραγγέλλουν σε γλύπτες τα πορτραίτα του, σε μια περίοδο κατά την οποία οι δημοφιλέστερες απεικονίσεις του Αλέξανδρου ήταν διάφορα μεσαίου και μικρού μεγέθους αγάλματα, για ιδιωτική χρήση και λατρεία, όπως το πρόσφατο εύρημα στην Αλεξάνδρεια ή οι χάλκινοι Αλέξανδροι μικρού μεγέθους στον τύπο του Ρωμαίου στρατηγού, που εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας (με προέλευση και πάλι την Αλεξάνδρεια). Οι τελευταίοι φαίνεται πως έφεραν δόρυ κατά το πρότυπο του αιχμηφόρου, ενώ διακρίνεται στο θώρακά τους σκαλισμένο το γοργόνειο. Στο σύγχρονο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο της Αλεξάνδρειας εκτίθενται δεκάδες κεφαλές Αλεξάνδρου από μερικά εκατοστά ύψος ως και υπερφυσικά μεγέθη και σε ποικιλία υλικών: μάρμαρο, γρανίτης του Ασουάν, γαλάζια πορσελάνη, γυαλί, πηλός, γύψος κ.λπ. Παρόμοια παραδείγματα υπάρχουν

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

86

διάσπαρτα και σε άλλα μουσεία του κόσμου. Είναι φανερό πως πρόκειται για χρήση της εικόνας του ιδρυτή της πόλης είτε στη διακόσμηση δημοσίων κτηρίων και ναών, είτε στο πλαίσιο μιας ευρείας λαϊκής αλεξανδρολατρίας από τις πλατιές μάζες της πόλης (Empereur 2002: 85). Έχουν εντοπιστεί ακόμα οι μήτρες κατασκευής ορισμένων από αυτά. Μια πήλινη μήτρα κεφαλής του Αλέξανδρου (διαστάσεις 11,8 x 8,2 εκ.) από την Ηράκλεια της Ιταλίας χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. - λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατο του Μακεδόνα στρατηλάτη - και φανερώνει το μέγεθος της εξάπλωσης του «αλεξάνδρειου» καλλιτεχνικού προτύπου ήδη από τότε. Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται εδώ με αττικό κράνος και τη χαρακτηριστική στροφή της κεφαλής προς τα πάνω και ελαφρώς αριστερά, χαρακτηριστικό της τέχνης του Λυσίππου (Stirpe 2006 B: 137). Υστεροελληνιστικές πήλινες προτομές του Αλέξανδρου βρέθηκαν κοντά στη Θεσσαλονίκη και τον απεικονίζουν με χιτωνίσκο, μανδύα, θώρακα και αιγίδα (Stewart 1993: 46). Ένα μικρογραφικό κεφαλάκι του Αλέξανδρου από ψημένο γυψοκονίαμα χρονολογείται γύρω στο 200 μ.Χ. (στο Cabine de Medailles, Παρίσι, Παντερμαλής 1997: 97). Πολλά είναι και τα ειδώλια από τερακόττα με θέμα τον Αλέξανδρο που υπήρχαν στην αρχαιότητα, ορισμένα από τα οποία σώζονται ως τις μέρες μας, όπως ένα ειδώλιο με τον Αλέξανδρο αιχμηφόρο και με τα χαρακτηριστικά κέρατα του Άμμωνα να φύονται στην κεφαλή του, που χρονολογείται τον 3ο αιώνα π.Χ. και πρόσφατα δημοπρατήθηκε από τον οίκο Christies. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα θραύσμα πλαστικής διακόσμησης αγγείου με την κεφαλή του Αλεξάνδρου – Ήλιου, που προέρχεται από την Αμισό του Πόντου και φέρει στην κεφαλή σύμβολα της Σελήνης καθώς και οκτάκτινα και εξάκτινα μακεδονικά αστέρια (3ος -2ος π.Χ., Musee du Cinquantenaire, Βρυξέλλες, Stewart 1993: 46). Επιπλέον, από την Αλεξάνδρεια προέρχονται μικρά χάλκινα γλυπτά με τη μορφή του Μακεδόνα βασιλιά, όπως ένα μικρό μπρούτζινο αγαλματίδιο, που τον αναπαριστά πάλι ως Αλέξανδρο Ήλιο, (σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας) ή άλλα που ήταν εξαρτήματα σε χρηστικής αξίας αντικείμενα και αποδεικνύουν τη δημοφιλία της μορφής και του μύθου του στην αγαπημένη του πόλη. Η μορφή του Αλέξανδρου επηρέασε από πολύ νωρίς και τις αναπαραστάσεις του θεού Ήλιου, όπως μια μετόπη του 300 π.Χ. περίπου από το ναό της Αθηνάς στο Ίλιο της Τρωάδας μας επιτρέπει να συμπεράνουμε: στο ανάγλυφο της μετόπης (σήμερα στο Μουσείο της Περγάμου) αναπαρίσταται ο Ήλιος σε άρμα με τέσσερα άλογα σε στάση 3/4 , που είναι έτοιμα να απογειωθούν ξεκινώντας το ουράνιο ταξίδι. Η κεφαλή του θεού με το χαρακτηριστικό στέμμα από ακτίνες στρέφεται προς τα πάνω, το βλέμμα το ίδιο, τα καθάρια, αψεγάδιαστα χαρακτηριστικά του προσώπου με την πλούσια κόμμωση και την αναστολή αποτελούν επίσης στοιχεία που παραπέμπουν στην εικονογραφία του Αλέξανδρου. Παρόμοια μίμηση των χαρακτηριστικών του Αλέξανδρου παρατηρείται και στις αναπαραστάσεις του Ήλιου στα νομίσματα της Ρόδου από το τέλος του 4 ου αιώνα π.Χ. Επιπλέον, από την αρχαιότητα, από τον 3ο αιώνα π.Χ. και εξής, σώζονται πολλές κεφαλές αγαλμάτων στον τύπο του Ήλιου –Αλέξανδρου, χωρίς να είναι βέβαιο, σε ορισμένες περιπτώσεις, αν πρόκειται για Ήλιο ή για Αλέξανδρο. Γενικότερα, ο Ήλιος με τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου αναπαράχθηκε καλλιτεχνικά σε ποικίλες μορφές σε Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

87

ολόκληρη τη Μεσόγειο, γνωρίζοντας ως τύπος ευρεία διάδοση (Trofimova 2012 A: 103-109). Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κεφαλή του θεού Ήλιου των αρχών του 2ου αιώνα π.Χ., που εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Ρόδου. Η συγκεκριμένη κεφαλή πιθανόν να προέρχεται από το αέτωμα του ναού του Ήλιου, όπου ίσως να απεικονιζόταν ο θεός πάνω στο άρμα του (Κωνσταντινόπουλος: 60). Έχει όλα τα λυσίππεια χαρακτηριστικά των απεικονίσεων του Αλέξανδρου, το νεαρό, αψεγάδιαστο πρόσωπο, την κλίση της κεφαλής, το υπερυψωμένο βλέμμα, το λεοντώδες, την αναστολή στη μακριά, πλούσια κόμμωση. Επιπλέον, σε έναν πρώιμο ελληνιστικό ναό του θεού Ήλιου, από την Ουρανούπολη της Χαλκιδικής στη Μακεδονία, βρέθηκε η κεφαλή του αγάλματος του θεού με τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου (μακριά κόμμωση με αναστολή, κλίση της κεφαλής, βλέμμα υψωμένο, βλέπε εικόνα 8 σε Τσιγαρίδα 1999: 1246, 1238 -1241)114. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή φαίνεται πως διάφορα άλλα επεισόδια από τη ζωή του αποδόθηκαν καλλιτεχνικά, όπως η συνάντησή του με το φιλόσοφο Διογένη σε ένα πολύ γνωστό μαρμάρινο ρωμαϊκό ανάγλυφο της Villa Albani στη Ρώμη. Ο Πλούταχος αναφέρει ακόμα το σχέδιο του αρχιτέκτονα Στασικράτη, (ενώ σύμφωνα με το Στράβωνα το σχέδιο ήταν του αρχιτέκτονα Δεινοκράτη) σύμφωνα με το οποίο θα λάξευε τη μορφή του Ενδιαφέρων είναι ο συσχετισμός του λεοντώδους του πορτραίτου του Αλέξανδρου με τον Απόλλωνα – μια και το λιοντάρι σχετίζεται με το συγκεκριμένο θεό –και μέσω αυτού με τον Ήλιο. Αναφέρεται άλλωστε πως ο Λύσιππος φιλοτέχνησε τον Ήλιο στο άρμα του, ενώ και ο ίδιος ο Αλέξανδρος θυσίασε στον Ήλιο όταν κατέκτησε την περιοχή του Ινδού το 326 π.Χ. (Killerich 1993: 88-89). Στο πλαίσιο ενός τέτοιου συσχετισμού μάλλον θα πρέπει να συνεξετάσουμε και το βασιλικό σύμβολο των Μακεδόνων, τον λεγόμενο Ήλιο της Βεργίνας: ο Αλέξανδρος λοιπόν προβάλλεται ως ένας ηλιακός ήρωας, όπως ο Ηρακλής ή ο Αχιλλέας, ή ακόμα και ως ένας ηλιακός θεός, όπως ο Απόλλωνας. Ο Ήλιος λατρευόταν από πολύ παλιά στην Ελλάδα, χωρίς ποτέ να βρει τη θέση του στο επίσημο Δωδεκάθεο, μια και εκεί ταυτίστηκε ουσιαστικά με τον Απόλλωνα. Επίσημη λατρεία του Ήλιου υπήρχε στη Ρόδο, όπου μάλιστα υπήρχαν και γιορτές κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν του, τα Αλίεια, ωστόσο αγάλματά του βρέθηκαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Φαίνεται πως η λατρεία του Αλέξανδρου Ήλιου εγκαθιδρύθηκε μετά την εκστρατεία του στην Ανατολή, (εκεί απ΄ όπου ο ήλιος προβάλλει καθημερινά), χωρίς να παραγνωρίζεται προς αυτήν την κατεύθυνση και ο συσχετισμός του Αλέξανδρου με μια ακόμη ηλιακή θεότητα, τον Άμμωνα - Ρα της Αιγύπτου, όπως είδαμε. Αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Κούρτιος Ρούφος και ο Πλούταρχος, αναφέρουν ότι αν ο Αλέξανδρος δεν πέθαινε τόσο σύντομα, τότε όλη η γη θα αποκτούσε μια κοινή αρχή και νόμο, σαν τον ήλιο και πως οι περιοχές που δεν έφτασε παρέμειναν ανήλιαγες. Άλλωστε την ταύτιση αυτή με τον Ήλιο την υιοθέτησαν και πολλοί μονάρχες της ελληνιστικής εποχής, όπως για παράδειγμα ο Δημήτριος Ήλιος (Stewart 1993: 180, Τσιγαρίδα 1999:1241). Επίσης, ένα ακομα στοιχείο που λειτουργεί ως τεκμήριο της λατρείας του Αλέξανδρου ως Ήλιου στα χρόνια μετά το θάνατό του είναι το όνομα που έδωσε η Κλεοπάτρα, η τελευταία των Λαγιδών, στον ένα γιο που απέκτησε με τον Αντώνιο: Αλέξανδρος Ήλιος. Τέλος, είναι οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα η επισήμανση πως, σὐμφωνα με τη φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα, ο ήλιος, ως γενεσιουργός αιτία του αγαθού, παρέχει στα αισθητά αντικείμενα τη γένεση, την ανάπτυξη και την τροφή τους, όντας ο ίδιος άκτιστος, αγέννητος, επομένως ουσιαστικά ταυτιζόμενος με το θεό. Θα μπορούσαν,άραγε, οι πλατωνικές αυτές θέσεις, μέσω του Αριστοτέλη, να έφτασαν ως τον Αλέξανδρο και να αποτέλεσαν μία παράλληλη αιτία για την προβολή του μοτίβου του «θειοποιημένου» Αλέξανδρου – Ήλιου, πέρα από τις αιγυπτιακές καταβολές του Αλέξανδρου ως γιου του Ἀμμωνος –Ρα ή την προβολή του ως διαδόχου του αντίστοιχου «ηλιακού» Πέρση βασιλιά; 114

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

88

Αλέξανδρου στο όρος Άθως, την απόκρημνη απόληξη της χερσονήσου του σημερινού Αγίου Όρους στη Χαλκιδική, σχέδιο το οποίο ο Αλέξανδρος απέρριψε ως υπερβολικό και ταιριαστό ενός αλαζόνα βασιλιά, στάση την οποία επαίνεσε ο Λουκιανός. Είναι χαρακτηριστική η ανεκδοτολογική επιβίωση της αναφοράς αυτής στη μεταγενἐστερη ελληνική γραμματεία, που φτάνει ως τις αναφορές του Ιωάννη Τζέτζη το 12ο αιώνα (Stewart 1993: 349-350). Ο Πλούταρχος πάλι αναφέρει πως κάποιος χάραξε στη βάση ενός άλλου μπρούτζινου άγαλματός του από το γλύπτη Λύσιππο: ΑΥΔΑΣΟΥΝΤΙ Δ ΕΟΙΚΕΝ Ο ΧΑΛΚΕΟΣ ΕΙΣ ΔΙΑ ΛΕΥΣΣΩΝ ΓΑΝ ΥΠ ΕΜΟΙ ΤΙΘΕΜΑΙ / ΖΕΥ ΣΥ Δ’ ΟΛΥΜΠΟΝ ΕΧΕ ότι δηλαδή το χάλκινο άγαλμα μοιάζει σα να θέλει να πει στο Δία: ας κρατήσει τον ουρανό για τον εαυτό του, ο ίδιος προτιμά τη γη, στίχοι που αποτέλεσαν το περιεχόμενο και ενός ποιήματος της παλατινής ανθολογίας. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρεται ακόμα και στο άγαλμα του Αλέξανδρου που υπήρχε στη Γάδειρα (Γκάντες) της Ισπανίας, κοντά στο στενό του Γιβραλτάρ, μια πληροφορία που αναφέρουν ακόμα και οι Ρωμαίοι συγγραφείς Σουητώνιος, όπως ήδη αναφέρθηκε, καθώς και ο Δίων Κάσσιος (Πλούταρχος Β: 75-77, Ιωαννίδης 1958: 138-139, Bieber 1964: 34, Kuhnen 2005: 85, Κωνσταντίνου 2006: 25). Συν τοις άλλοις, αναφορά σε εἰκόνας χαλκάς (χάλκινα αγάλματα) του Αλέξανδρου, του Άμμωνα, του Φιλίππου και της Ολυμπιάδος γίνεται και στο Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη (βλέπε κεφάλαιο 2.9.) και συγκεκριμένα στην παραλλαγή α΄. Επίσης στην παραλλαγή γ΄ του Μυθιστορήματος γίνεται λόγος για την τοποθέτηση ενός συμπλέγματος από φεγγίτη λίθο στον τάφο του Αλέξανδρου στην Αλεξάνδρεια, στο οποίο αναπαρίσταται ο Αλέξανδρος να χαμογελά την ώρα του θανάτου του έχοντας δίπλα του το Χαρμίδη (πιστός πολεμιστής του Αλέξανδρου, γιος του τυράννου της Θεσσαλονίκης Πολυκράτη(!) (Καλλισθένης 2005: 108, 502, 514). Οι αναφορές αυτές της μυθιστορηματικής εξιστόρησης των περιπετειών του Αλέξανδρου σε ανδριάντες δικούς του και των οικείων προσώπων του φανερώνουν ακριβώς πως αυτοί υπήρξαν «κοινός τόπος» για ολόκληρη την αρχαιότητα. Οι τύποι απόδοσης του Αλέξανδρου, που πρώτοι φιλοτέχνησαν και καθιέρωσαν οι καλλιτέχνες του, αντιγράφηκαν επανειλημμένως καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, μέχρι και το τέλος της ρωμαϊκής εποχής και σε διαφορετικές μορφές τέχνης, για παράδειγμα ένα γλυπτό του Λυσίππου μπορούσε να αντιγραφεί ως αναπαράσταση του Αλέξανδρου στην επιφάνεια ενός νομίσματος. Εκτός από το Λύσιππο και το Λεωχάρη, άλλοι γλύπτες που γνωρίζουμε ότι απεικόνισαν τον Αλέξανδρο ήταν ο Ευφράνορας και ο μαθητής του Λυσίππου Ευθυκράτης (Μακεδονία 1993: 204)115. Ο Schwarzenberg στη μελέτη του για την εικονογραφία του Αλέξανδρου επισήμανε πως κλειδί της ερμηνείας της θα πρέπει να αποτελεί η προσπάθεια των διάφορων καλλιτεχνών να αποδώσουν το ήθος του Έλληνα βασιλιά, την αρετή του, που για το Schwarzenberg δεν είναι άλλη από αυτήν της αχιλλείου ανδρείας, που τον συνδέει ακριβώς με τον ήρωα που ο ίδιος είχε ως πρότυπο στη ζωή. Με Άλλοι καλλιτέχνες που απέδωσαν τη μορφή του Αλέξανδρου μετά το θάνατό του ήταν, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, ο Φιλόξενος, ο Νικίας, ο Αντίφιλος, ο Αετίωνας, ο Πρωτογένης και ο Χαιρέας (Μακεδονία 1993: 204). 115

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

89

την παραδοχή αυτή, ο Schwarzenberg τονίζει πως η καλλιτεχνική μορφή του Αλέξανδρου ως εικόνα της αχίλλειας αρετής ξεπερνά την ατομικότητά του και γεφυρώνει το μυθικό με το ιστορικό, -όπως γενικότερα, λέει, κάνουν τα αρχαιοελληνικά πορτραίτα -επιτρέποντας την υιοθέτηση της μορφής του από τους διάφορους παραγγελιοδότες, με στόχο την προβολή της συγκεκριμένης αρετής και όχι κατ’ ανάγκη του ίδιου. Για το Smith πάλι, η εικόνα του Αλέξανδρου διαμορφώθηκε από τους ελληνιστικούς ηγεμόνες για προπαγανδιστικούς λόγους ως συνδυασμός των φυσικών χαρακτηριστικών του Μακεδόνα βασιλιά και του κλασικού καλλιτεχνικού προτύπου θεών και ηρώων. Επιπλέον, για το Stewart η εικόνα του Αλέξανδρου αποτέλεσε ένα μέσο διαμόρφωσης της ελληνιστικής κοινωνίας και όχι απλά αντανάκλαση κάποιων αξιών της συνδεδεμένων με την κυρίαρχη ηγετική τάξη. Τέλος, η Trofimova σημειώνει πως οι απεικονίσεις του Αλέξανδρου δεν πρέπει να ερμηνεύονται αποκλειστικά μέσω της βιογραφίας του, αλλά μπορούν καλύτερα να ερμηνευτούν στο πλαίσιο της νέας, «αλεξάνδρειας μυθολογίας» που δημιουργήθηκε όσο αυτός ήταν εν ζωή, για να συνεχιστεί και μετά το τέλος της αρχαιότητας, όπως θα δούμε και στη συνέχεια (Trofimova 2012 A: 9 -12, 20). Σε κάθε περίπτωση πρέπει να θεωρήσουμε ότι η μορφή του Αλεξάνδρου, όπως καθιερώθηκε από τους αποκλειστικούς καλλιτέχνες του, θα πρέπει να αποτέλεσε μετά το θάνατό του ένα γενικευμένο καλλιτεχνικό πρότυπο απόδοσης νεανικών ανδρικών μορφών, είτε πρόκειται για θεούς και ήρωες, είτε για ηγεμόνες αλλά και κοινούς θνητούς. Έτσι, η μορφή του Αλέξανδρου επηρεάζει, για παράδειγμα, τις αναπαραστάσεις του Τριπτόλεμου αλλά και του Μιθριδάτη του Ευπάτορα, βασιλιά του Πόντου116. Κατά συνέπεια, κάποια σωζόμενα γλυπτά της αρχαιότητας και άλλα έργα τέχνης, που παλιότερα θεωρούνταν ότι αποδίδουν τη μορφή του Αλέξανδρου, σήμερα δεν ταυτίζονται πλέον μ’ αυτόν. Γενικότερα η Για τις επιδράσεις της εικονογραφίας του Αλέξανδρου στις απεικονίσεις θεοτήτων και ηρώων της ελληνιστικής εποχής, όπως ο Αχιλλέας, ο Ηρακλής, οι Διόσκουροι, ο Ήλιος, ο Απόλλων, ο Διόνυσος, αλλά και οι Γίγαντες και θεότητες του υγρού στοιχείου, βλέπε αναλυτικά τη μελέτη της Anna Trofimova, Imitatio Alexandri in Hellenistic Art, έκδοση L’ Erma di Bretschneider, Ρώμη, 2012, όπου υπάρχει και μια πολύ καλή σύνοψη ολόκληρης της προϋπάρχουσας έρευνας στο κεφάλαιο 1 (σελ. 1-14). Ιδιαίτερης αξίας είναι η επισήμανση πολλών ερευνητών πως τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου υπάρχουν σε τουλάχιστον δύo μορφές Γιγάντων από την ανάγλυφη ζωοφόρο του βωμού της Περγάμου, (180 -160 π.Χ.) σήμερα στο ομώνυμο μουσείο του Βερολίνου, (μία από αυτές είναι η μορφή του Αλκυονέα, δε νομίζω πως ο κρανιοφόρος γίγαντας – αντίπαλος της Άρτεμης στη σύνθεση του βωμού έχει ξεκάθαρα αλεξάνδρεια χαρακτηριστικά, όπως ισχυρίζεται η Trofimova) αλλά και σε άλλες μορφές, όπως αυτή του Ήλιου. Ενδιαφέρουσα η ερμηνεία της παρουσίας των αλεξάνδρειων χαρακτηριστικών στους Γίγαντες, που προτείνει η ερευνήτρια, παρά τις όποιες αδυναμίες της, με βάση τις φιλοσοφικές απόψεις των Στωικών, οι οποίοι είχαν βεβαιωμένη επίδραση στην αυλή των Ατταλίδων: η αλεξάνδρεια αφροσύνη, σημείο κριτικής των Στωικών απέναντι στο Μακεδόνα βασιλιά, είναι η εξήγηση της παρουσίας των χαρακτηριστικών του στα πρόσωπα των Γιγάντων, εκπροσώπων της καταστροφής και του χάους. Αυτή η συμβολική αφροσύνη, μαζί με το ευμετάβλητο της μοίρας, από τη νίκη στη συντριβή, (την οποία στην περίπτωση του Αλέξανδρου αντιπροσωπεύει ο πρώιμος θάνατός του στη κορύφωση της δόξας του) εξηγούν τη διπλή παρουσία των χαρακτηριστικών του τόσο σε πρόσωπα των νικημένων γιγάντων, όσο και σε πρόσωπα της πλευράς των νικητών (βλέπε αναλυτικά Trofimova 2012 A: 125-132). 116

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

90

ταύτιση γλυπτών πορτραίτων της αρχαιότητας με τον Αλέξανδρο με μόνο κριτήριο την αναστολή της κώμης πρέπει να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό.117 Η σύγχρονη έρευνα καταλήγει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο, ιδιαίτερα στην περίπτωση που σώζονται μόνο οι κεφαλές των αγαλμάτων και ειδωλίων και χωρίς γνώση των αρχαιολογικών δεδομένων εύρεσής τους, να διαπιστώσουμε αν οι κεφαλές αυτές απεικόνιζαν για παράδειγμα τον Αλέξανδρο ή τον Αλέξανδρο –Αχιλλέα. Πάντως, τεκμηριώνεται πως η εικονογραφία του Αλέξανδρου εμπλούτισε την εικονογραφία μυθολογικών μορφών, όπως ο Αχιλλέας, ο Ηρακλής, ο Ήλιος, ο Απόλλωνας (π.χ. ο λεγόμενος «Απόλλων - Belvedere»), οι Διόσκουροι (ιδιαίτερα σε αγαλματίδια από την Ιταλία) και άλλες, προσδίδοντας ατομικότητα στην απεικόνισή τους. Η Trofimova επισημαίνει πως η μορφή του Αλέξανδρου αποτέλεσε το βασικό εικονογραφικό τύπο απόδοσης των προσωποποιημένων ποταμών118, κάτι που οφείλεται όχι μόνο στα ιστορικά δεδομένα, με βάση τα οποία ο Αλέξανδρος ξεπερνούσε όλα τα φυσικά εμπόδια και διέβαινε ποταμούς στις εκστρατείες του, αλλά και στην ευρύτερη καθιέρωση της μορφής του Αλέξανδρου ως του προτύπου του «ηρωικού, θεϊκού, ελληνικού» σε μια τεράστια έκταση, από τη Μεσόγειο ως τα ελληνιστικά βασίλεια της ανατολής. Εντυπωσιακά ακόμη στοιχεία, που τεκμηριώνουν την καθολικότητα της μορφής του Αλέξανδρου στην αρχαιότητα, αποτελούν τα ευρήματα της ειδωλοπλαστικής από τερρακόττα με τα χαρακτηριστικά του ως έκφραση του ιδανικού νεαρού ήρωα, που βρέθηκαν στην κεντρική Ιταλία και Ετρουρία και απεικονίζουν νεαρές ανδρικές κεφαλές, σε μέγεθος λίγο μικρότερο του φυσικού, που αποτελούσαν αφιερώματα πιστών σε κάποιον θεό ως ευχαριστήρια για την ίαση μιας αρρώστιας (Μακεδονία 1993: 204, Stewart 1993: 43, Fulinska 2011: 163-165, Trofimova 2012: 22, Trofimova 2012 A: XI, XV, 98-101, 106, 113, 117-118, 121-122, 133140).

Μόνο στο αρχαιολογικό μουσείο Καβάλας υπάρχουν δύο μαρμάρινες κεφαλές αγαλμάτων μικρότερων του φυσικού μεγέθους (Λ309, Λ835), που χρονολογούνται στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια και παραπέμπουν στον εικονογραφικό τύπο του Αλέξανδρου (νεαρές ανδρικές μορφές με κλίση κεφαλής, πλούσια κόμμωση με μακριούς βοστρύχους και αναστολή). Το Λ835 προέρχεται από την Αμφίπολη, το άλλο, άγνωστο από πού (βλέπε την περιγραφή και τις φωτογρφίες τους σε Δαμάσκο 2013: 114,127-128, εικ. 266-267 και 312-314). 117

Για παράδειγμα, βλέπε το αποσπασματικά σωζόμενο άγαλμα του Ολβανού, ποτάμιου θεού, από το αρχαιολογικό μουσείο της Βέροιας, 2ος αιώνας π.Χ. 118

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

91

2.3. Παραστάσεις του Αλέξανδρου σε ζωγραφική, ανάγλυφα, ψηφιδωτά, μικροτεχνία και κεραμική Ποικίλες ακόμα παραστάσεις του Αλέξανδρου μας σώζονται από την αρχαιότητα119: η πρωιμότερη σωζόμενη απεικόνισή του – πριν το ξεκίνημα της μεγάλης εκστρατείας του είναι αυτή του κεντρικού ιππέα στη ζωγραφική σύνθεση του κυνηγιού στη ζωοφόρο της πρόσοψης του θεωρούμενου ως τάφου του Φιλίππου στη Βεργίνα. Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται με δάφνινο στεφάνι και πορφυρό ένδυμα επερχόμενος κατά του λέοντα και έτοιμος να τον πλήξει με το κοντάρι του. Πρόκειται για τη μόνη σωζόμενη απεικόνιση του Αλέξανδρου που έγινε πριν το θάνατό του και σίγουρα μία που θα είδε και ο ίδιος. Αν και η επιφάνεια του χρώματος είναι απολεπισμένη στο πρόσωπο του Αλέξανδρου, διακρίνονται τα μεγάλα μάτια και η ένταση του βλέμματός του (Ανδρόνικος 1984: 114, 116, Brekoulaki 2011: 213, Μπρεκουλάκη 2014). Εδώ ο Αλέξανδρος απεικονίζεται ως ο νεαρός διάδοχος του θρόνου της Μακεδονίας μέσα στο πλαίσιο μιας κατεξοχήν δραστηριότητας της μακεδονικής αυλής και αριστοκρατίας, αυτής του κυνηγιού. Σύμφωνα μάλιστα με όλα τα στοιχεία, στην παράσταση απεικονίζεται και ο πατέρας του, Φίλιππος Β΄, έφιππος κι αυτός να συμμετέχει στο κυνήγι μαζί με άλλους Μακεδόνες ευγενείς, καταφέρνοντας επίσης θανάσιμο χτύπημα στο λέοντα με τσεκούρι. Με μοναδική εξαίρεση ένα ανάγλυφο από την Ολυμπία, πουθενά αλλού στην αρχαία Ελλάδα δεν έχουμε ιστορικού περιεχομένου απεικονίσεις κυνηγιού μεγάλων ζώων, παρά μόνο στη Μακεδονία. Η συγκεκριμένη παράσταση έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που μας οδηγούν να τοποθετήσουμε το επεισόδιο του κυνηγιού στην Ευρώπη, στη Μακεδονία (Παλιαδέλη 2013: 93-97). Μια τοιχογραφία από την Οικία των Vetii στην Πομπηία, με χρονολόγηση στον 1ο αιώνα μ.Χ., σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, αποτελεί αντίγραφο του ζωγραφικού πίνακα του Απελλή, με τον Αλέξανδρο ως ένθρονο και κεραυνοφόρο Δία. Αυτός ο πίνακας ανατέθηκε στο ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, το πιθανότερο κατά παραγγελία του ίδιου του Αλέξανδρου και στοίχισε 20 χρυσά τάλαντα, όπως μας πληροφορεί και ο Κούρτιος Ρούφος, ο οποίος αναφέρει ότι το έργο υπήρξε αριστούργημα και πως συνολικά υπήρξαν δύο Αλέξανδροι: ο ανίκητος γιος του Φιλίππου και ο αμίμητος του Απελλή. Μάλιστα για το συγκεκριμένο πίνακα αναφέρει ο Κούρτιος πως μια φορά μπροστά του το άλογο του Αλέξανδρου χλιμίντρισε και πως ο Απελλής υπογράμισε τότε απευθυνόμενος στον Αλέξανδρο ότι το άλογο του ξέρει να εκτιμά περισσότερο από τον ίδιο τη ζωγραφική. Ο Πλίνιος γράφει πως είναι ανώφελο να μετρήσει κανείς πόσες φορές ζωγράφισε ο Απελλής τον Αλέξανδρο. Η οικειότητα των δύο ανδρών αποδεικνύεται από άλλη μια αναφορά του Πλινίου, σύμφωνα με την οποία ο Απελλής συζητώντας με τον Αλέξανδρο για ζωγραφική τον χαρακτήρισε αδαή. Είναι γνωστό και το ανέκδοτο, πως ο Αλέξανδρος εκχώρησε την εταίρα Παγκάστη στον Απελλή επειδή αυτός την είχε ερωτευτεί (Μπρεκουλάκη 2014). Για μια ευσύνοπτη παρουσίαση των ποικίλων σωζόμενων αναπαραστάσεων του Αλέξανδρου και των αναφορών της αρχαίας γραμματείας σ’ αυτές δες Stewart 1993: 52-55. 119

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

92

Αναφέρεται ακόμα από τον Πλούταρχο και τον Κούρτιο Ρούφο πως ο Απελλής ζωγράφιζε τον Αλέξανδρο πιο σκούρο και μελαχρινό απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα και αυτό το σκούρο ακριβώς αποδίδεται και στη ζωγραφική σύνθεση της Πομπηίας (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 4, Κούρτιος Ρούφος(1993): 130). Σαφώς η στοχευμένη αυτή κίνηση της αφιέρωσης του πίνακα στο ναό της Εφέσου προπαγάνδιζε την εικόνα του Έλληνα στρατηλάτη ως απελευθερωτή των μικρασιατικών πόλεων από τον περσικό ζυγό (Trofimova 2012: 26). Ο Stewart υπολογίζει πως ο πίνακας, με πιθανή χρονολογία παραγγελίας μετά τη μάχη στα Γαυγάμηλα (331 π.Χ.) θα είχε μεγάλες διαστάσεις, 3 x 6 μέτρα και τονίζει πως η έμφαση δόθηκε στον κεραυνοφόρο Αλέξανδρο, όχι στον Αλέξανδρο ως Δία και πως είναι ακριβώς αυτή η απεικόνιση του κεραυνοφόρου που θέλει να προπαγανδίσει την οικουμενική βασιλεία του Αλέξανδρου, όπως ακριβώς βασιλιάς των θεών και του κόσμου είναι ο κεραυνοφόρος Δίας (Stewart 1993: 192-195). Ο Πλίνιος στην περιγραφή του πίνακα αναφέρει πως ο Απελλής χρησιμοποίησε τέσσερα χρώματα για να ζωγραφίσει τον ένθρονο Αλέξανδρο και πως τα δάχτυλα του χεριού που κρατούσε τους κεραυνούς φαινόντουσαν ανάγλυφα, οι κεραυνοί σαν να ξεπηδούσαν έξω από την επιφάνεια του πίνακα. Στη ζωγραφική σύνθεση της Πομπηίας ο Αλέξανδρος στρέφει την κεφαλή προς τα πάνω και αριστερά, όπως σε όλα τα πορτραίτα του και φορά στεφάνι με φύλλα βελανιδιάς (Stirpe 2006 B: 171). Το σώμα του από τη μέση και πάνω προβάλλει γυμνό, ενώ ο κάτω κορμός του καλύπτεται από ένα ιμάτιο, που προσδίδει έναν αφηρωισμένο –θεϊκό χαρακτήρα στη μορφή του. Τα πόδια του ακουμπούν σε υποπόδιο, ένδειξη κι αυτό προσώπου υψηλού κύρους (Mihalopoulos 2009: 312). Μια ακόμα τοιχογραφία από μια οικία της Πομπηίας της ίδιας περίπου χρονολόγησης παρουσιάζει ενδιαφέρον: σε αυτήν απεικονίζεται ο γάμος του Αλέξανδρου, ως Άρη, με τη Στάτειρα, ως Αφροδίτη (εικόνα 14). Η ταύτιση του απεικονιζόμενου γυμνού πολεμιστή με τον Αλέξανδρο γίνεται με ασφάλεια, καθότι απεικονίζεται στην τυπική πόζα του Αλέξανδρου αιχμηφόρου που καθιέρωσε ο Λύσιππος (στην παραλλαγή με τη χλαμύδα) και η κεφαλή του έχει επίσης τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου. Υπάρχει ωστόσο μια διαφορά: η αιχμή του δόρατος είναι στραμμένη προς τη γη, σαν ο πολεμιστής Αλέξανδρος να υποτάσσεται στην περίσταση του γάμου. Στην ίδια παράσταση ένα μακεδονικό κράνος είναι αφημένο μπροστά σε έναν πεσσό και ένας Έρωτας κρατά μια ασπίδα ανάμεσα στον Αλέξανδρο και τη Στάτειρα. Επιπλέον, πίσω του στέκεται ένας Πέρσης πολεμιστής, τον οποίο αναγνωρίζουμε από την τυπική περσική αμφίεσή του, με το κάλυμμα κεφαλής, τα παντελόνια, την κυκλική ασπίδα και το δόρυ με το κυκλικό τελείωμά του. Συν τοις άλλοις, η βασιλική καταγωγή της Στάτειρας –Αφροδίτης είναι ξεκάθαρη, καθώς φορά στέμμα στο κεφάλι και κρατά επίμηκες σκήπτρο. Βέβαια, σύμφωνα με μια άλλη θεώρηση, θα μπορούσε να ήταν και η Ρωξάνη. Αντίστοιχα, στον απέναντι τοίχο του δωματίου απεικονιζόταν ο γάμος του Αλέξανδρου – Διονύσου με την Παρυσάτη –Αριάδνη, κόρη του Αρταξέρξη Γ΄ Ώχου, γάμο που τον αναφέρει ο Αρριανός. Αξίζει να αναφερθεί ότι το πρότυπο της συγκεκριμένης σκηνής αποτέλεσε επίσης παράδειγμα για ορισμένες απεικονίσεις πολεμιστών – αυτοκρατόρων της Ρώμης στην ίδια πόζα με τον Αλέξανδρο και με τη γυναίκα να συμβολίζει την ηττημένη –

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

93

υποταγμένη Ανατολή ή και –με διαφορετικά χαρακτηριστικά –τη Δύση (Stewart 1993: 186-190,, Stirpe 2006 B: 169). Επιπλέον, κατά την ελληνιστική περίοδο πολύ δημοφιλής γίνεται η απεικόνισή του σε πετράδια διαφόρων λίθων (Trofimova 2012: 22). Σε έναν καμέο ελληνιστικών χρόνων, που βρίσκεται σήμερα στο μουσείο τέχνης της Βιέννης, αποδίδεται σε προφίλ μαζί με τη μητέρα του την Ολυμπιάδα120. Σε ένα άλλο πετράδι από σαρδώνυχα του 3ου αιώνα π.Χ. αποδίδεται η μορφή του με αρκετή λεπτομέρεια, ενώ στην πίσω πλευρά υπάρχει μικρή επιγραφή με τα αρχικά του ονόματός του: ΑΛ. Ένας δακτυλιόλιθος από τορμαλίνη του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ. με προέλευση πιθανότατα τη Βακτρία ή την κοιλάδα του Ινδού121 (σήμερα στο Ashmolean Museum, Οξφόρδη) αποδίδει το χαρακτηριστικό πορτραίτο του Αλέξανδρου με την αναστολή στην κόμμωση και τα κέρατα του Άμμωνα, ίδιας εικονογραφίας με αυτήν των νομισμάτων του Λυσιμάχου (Παντερμαλής 1997:181). Οι αρχαίοι συγγραφείς Διόδωρος ο Σικελιώτης και Πλίνιος (βιβλία 34-36) διασώζουν στα γραπτά τους διάφορες αναφορές καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων του Αλέξανδρου. Στη Ρώμη αναφέρεται πως υπήρχε μια προσωπογραφία του Αλέξανδρου στη στοά του Πομπήιου, την οποία είχε ζωγραφίσει ο Νικίας και στο Φόρουμ του Αυγούστου υπήρχε ένας ζωγραφικός πίνακας του Αλέξανδρου –Νικητή, έργο του Απελλή, στον οποίο η Νίκη τον στεφανώνει, ως γιο του Δία, μαζί με τα μεγαλύτερα μυθικά αδέρφια του, τους Διόσκουρους. Ο πίνακας αυτός, μαζί με έναν άλλον που απεικόνιζε την πορεία του Αλέξανδρου –Διονύσου στην Καρμανία υπήρξαν παραγγελία του Πτολεμαίου στον Έλληνα ζωγράφο. Στο Φόρουμ του Αυγούστου τοποθετήθηκε ακόμα ο ζωγραφικός πίνακας που διακοσμούσε τη μία πλευρά του νεκρικού άρματος του Αλέξανδρου, το οποίο κατέληξε στην Αίγυπτο, μετά την παρέμβαση του Πτολεμαίου. Ο πίνακας αυτός έδειχνε τον Αλέξανδρο σε ένα άρμα να κρατά ένα τεράστιο σκήπτρο και γύρω από το άρμα Μακεδόνες και Πέρσες φρουρούς. Άλλα έργα του Απελλή για τον Αλέξανδρο ήταν τρεις πίνακες στην Έφεσο, ένας με παράσταση πομπής και τον Αλέξανδρο –Δία με το Μεγάβυζο, για το Αρτεμίσιο της Εφέσου, ένας με τον Αλέξανδρο έφιππο να ακολουθεί τον ιερέα του Αρτεμισίου σε λιτανεία και μία σκηνή της μάχης του Γρανικού, με τον Αλέξανδρο, τον Κλείτο και τους αντίπαλους Πέρσεις ιππείς (Birt: 301-302, Stewart 1993: 182, Schwarzenberg 1997: 95, Piemontese 2006: 44-45).

Βοηθητικό στοιχείο της ταύτισης με τον Αλέξανδρο αποτελεί το ερπετό –σύμβολο στην περικεφαλαία του, που μπορεί να παραπέμπει α) στη θεϊκή του καταγωγή, β) στο ερπετό που τον οδήγησε στην όαση της Σίβα, σύμφωνα με την παράδοση (Bieber 1964: 23), γ) στα ερπετά της Ολυμπιάδας, δ) στο Νεκτεναβώ, τελευταίο Αιγύπτιο Φαραώ και πατέρα του Αλέξανδρου, σύμφωνα με το Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη (βλέπε παρακάτω, κεφάλαιο 2.9.). Άλλωστε, στο πίσω τμήμα της περικεφαλαίας απεικονίζεται γενειοφόρος ανδρική κεφαλή με κέρατα κριαριού, που δεν είναι άλλη βέβαια από την κεφαλή του Άμμωνα, μυθικού κι αυτού πατέρα του Αλέξανδρου. Εξίσου σημαντική και συμβολική είναι η απεικόνιση κεραυνού στην παραγναθίδα του κράνους. 120

Υπάρχει μικρή επιγραφή ινδικής γραφής κάτω από το λαιμό του Αλέξανδρου. Ο Stewart το χρονολογεί μεταξύ 280 -250 π.Χ. (Stewart 1993: 321-322). 121

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

94

Εκτός από τον Απελλή κι άλλοι καλλιτέχνες της αρχαιότητας ζωγράφισαν παραστάσεις με τον Αλέξανδρο, όπως ο Πρωτογένης, που τον ζωγράφισε (ως Διόνυσο) με τον Πάνα, ο Αέτιος, που ζωγράφισε το γάμο του με τη βακτριανή πριγκίπισσα Ρωξάνη (ένα έργο που εκτέθηκε στην Ολυμπία προς πώληση κατά τους Αγώνες του 324 π.Χ. και αργότερα μεταφέρθηκε κι αυτό στην Ιταλία), ο Δίων, με παρόμοιο θέμα, ο Νικίας και ο Αντίφιλος, που τον ζωγράφισαν ως νεαρό μαζί με το Φίλιππο και την Αθηνά, σε μια σαφώς πρωιμότερη περίοδο (έργο το οποίο μεταφέρθηκε επίσης στη Ρώμη). Ο Φιλόξενος από την Ερέτρια ζωγράφισε τη μάχη με το Δαρείο, παραγγελία του Κρατερού - αντίγραφο της παράστασης ίσως να είναι το ψηφιδωτό της Πομπηίας (βλέπε παρακάτω) - κι ένας άγνωστος καλλιτέχνης τον ζωγράφισε νεκρό στο άρμα του, στην περίφημη νεκρική του πομπή (Bieber 1964: 13, Stewart 1993: 30, Μπρεκουλάκη 2014). Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ακόμα τον πίνακα Η μάχη της Ισσού, έργο της Ελένης από την Αίγυπτο, που ήταν στημένος στο ναό της Ειρήνης στη Ρώμη, κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. Ο Πλίνιος αναφέρει και μια ζωγραφική σύνθεση μάχης του Αλέξανδρου εναντίον των Περσών, που εικόνιζε συνολικά 100 μορφές και υπήρξε μια πανάκριβη παραγγελία του Μνάσονος από την Ελάτεια (προστατευόμενου του Φιλίππου) στον Αριστείδη από τη Θήβα, αφού του κατέβαλλε συνολικά το ποσό των 16 ταλάντων (Παλιαδέλη 1997: 25). Αναφέρεται ακόμα πως ο Αντίδοτος, μαθητής του Ευφράνορα, ζωγράφισε έναν πίνακα με τον Αλέξανδρο στη στοά του Πομπηίου (Πλίνιος ο Πρεσβύτερος: 25.40)122. Τέλος ο Κούρτιος Ρούφος αναφέρει πως το επεισόδιο με το γιατρό του Αλέξανδρου Φίλιππο και η εμπιστοσύνη που έδειξε ο Αλέξανδρος προς το πρόσωπό του αποτέλεσε επίσης το θέμα άριστων ζωγράφων στη συνέχεια (Κούρτιος Ρούφος (1993):158). Από τους παραπάνω πίνακες, αξίζει να σταθούμε στον πίνακα του Αέτιου με το γάμο – για την ακρίβεια την πρώτη νύχτα –του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη, έτσι όπως τον περιγράφει ο Λουκιανός: σε έναν «περικαλλή θάλαμο και κλίνη νυφική» κάθεται η Ρωξάνη, χαμηλοβλεπούσα ενώπιον του Αλέξανδρου. Περιβάλλεται από διάφορους «Έρωτες μειδιώντες», από αυτούς ένας της αφαιρεί την καλύπτρα από την κεφαλή της, άλλος της αφαιρεί το σανδάλι της, άλλος τραβά τον Αλέξανδρο από τη χλαμύδα προς το μέρος της Ρωξάνης, άλλοι Έρωτες παραπέρα παίζουν με τα όπλα του Αλέξανδρου, δύο από αυτούς σύροντας την ασπίδα του Αλέξανδρου με έναν τρίτο πάνω της, σαν να είναι και αυτός βασιλιάς. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος τείνει προς τη νύφη ένα στεφάνι και πίσω του παραστέκονται ο Ηφαιστίων ως «νυμφαγωγός» με μια ακόμα νεαρή εφηβική μορφή, ίσως τον Υμέναιο (Λουκιανός σε Stewart 1993: 367). Πολύ αργότερα, το 1519, στηριγμένος στην περιγραφή αυτή θα επιχειρήσει να απεικονίσει το ίδιο ζωγραφικό θέμα ο Giovanni Antonio Bazzi ( βλέπε κεφάλαιο 5.7, εικόνα 126). Επιπλέον, γίνεται αναφορά σε κάποιους μεταλλικούς πίνακες, από χαλκό, άργυρο και χρυσό, που αναπαρίσταναν τα κατορθώματα του Αλέξανδρου και του Πώρου. Ένας από αυτούς αναπαρίστανε τον Αλέξανδρο να θεραπεύει τον πληγωμένο Πώρο και να του δωρίζει http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.02.0137%3Abook%3D35%3Ac hapter%3D40 (29.88.2014) 122

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

95

την Ινδία, δύο μορφές ανάμεσα σε ελέφαντες, στρατιώτες και άλογα. Οι πίνακες αυτοί αφιερώθηκαν από τον ίδιο τον Πώρο στο ναό του Ήλιου στα Τάξιλα μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, προφανώς για να διακηρύξει την πίστη του στον Αλέξανδρο, που του δώρισε ένα βασίλειο στην Ινδία μεγαλύτερο από αυτό που είχε πριν (Stewart 1993: 178-181). Σίγουρα ένα από τα πιο διαδεδομένα θέματα είναι η νίκη του Αλέξανδρου εναντίον του Δαρείου Γ΄ Κοδομαννού : η πιο γνωστή αναπαράσταση είναι βεβαίως το ψηφιδωτό της Πομπηίας, το οποίο ο Stewart έδειξε πειστικά ότι αποτελεί αναπαράσταση της πρώτης μεγάλης μάχης ανάμεσα στον Αλέξανδρο και το Δαρείο στην Ισσό (Stewart 1993: 134-139). Ωστόσο υπάρχει και η άποψη πως το ψηφιδωτό αποδίδει πιο αφηρημένα τη νίκη του Αλέξανδρου κατά του Δαρείου, χωρίς να παραπέμπει συγκεκριμένα σε μια από τις δύο μεγάλες μάχες που δόθηκαν. Η σύνθεση αυτή χρονολογείται στο τέλος του 2 ου αιώνα π.Χ., και αποτελεί αντίγραφο είτε ζωγραφικού πίνακα του Απελλή είτε του Φιλόξενου από την Ερέτρια ή ακόμα και ενδεχομένως της χαμένης ζωγραφικής πολυπρόσωπης σύνθεσης του Αριστείδη από τη Θήβα, από την οποία επιλέχθηκε μια πιο μικρή σκηνή, προσαρμοσμένη στις διαστάσεις του προορισμένου για διακόσμηση χώρου της ρωμαϊκής έπαυλης. Σίγουρα ο πίνακας αυτός δεν πρέπει να έγινε πολύ αργότερα από τη μάχη της Ισσού, καθώς αποδίδει με λεπτομέρειες τη στρατιωτική περιβολή και το ρουχισμό των Περσών, ρουχισμός που παραπέμπει σε καιρικές συνθήκες τέλους Νοεμβρίου με αρχές Δεκεμβρίου. Το πρωτότυπο ήταν πιθανόν παραγγελία του Κασάνδρου, ανάμεσα στο 333 και 324 π.Χ. (πριν το επεισόδιο με τον Αλέξανδρο και τη συνακόλουθη έχθρα που απέκτησε εναντίον του) και είχε μάλλον καί διδακτικό σκοπό: να εξοικειώσει τους νεαρούς Μακεδόνες πίσω στην πατρίδα με τα δραματικά γεγονότα της Ανατολής και να τους προετοιμάσει για τις μελλοντικές συγκρούσεις, όταν θα κληθούν να πάνε κι αυτοί εκεί ως ενισχύσεις. Ο πίνακας αυτός πρέπει να μεταφέρθηκε στη Ρώμη, μαζί με άλλα λάφυρα μετά την ήττα των Μακεδόνων στη μάχη της Πύδνας, το 168 π.Χ., από τον Αιμίλιο Παύλο. Εκεί και αντιγράφτηκε από τον καλλιτέχνη του ψηφιδωτού της Πομπηίας. Το έργο αποκαλύφθηκε σε δάπεδο εξέδρας της λεγόμενης οικίας του Φαύνου το 1831, στο άκρο της αυλής του πρώτου, καθώς μπαίνει ο επισκέπτης, περιστυλίου της οικίας. Φιλοτεχνήθηκε σε opus vermiculatum και αποτελείται συνολικά από ένα εκατομμύριο ψηφίδες (εικόνα 15). Εικάζεται ότι φιλοτεχνήθηκε από τεχνίτες της Αλεξάνδρειας. Μέσα σε ένα ορθογώνιο σχήμα εξωτερικών διαστάσεων 5,82 x 3,13 μ. περιλαμβάνεται πολεμική σκηνή με συνολικά 30 μορφές. Στο αριστερό τμήμα της σύνθεσης, λίγο πιο πίσω από τον έφιππο Αλέξανδρο, εικονίζεται ένα γυμνό, «νεκρό» δέντρο, σύμβολο θανάτου σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη123. Ανάμεσα στο περσικό ιππικό, γύρω και πίσω από το άρμα του Δαρείου, διακρίνονται και δύο Έλληνες μισθοφόροι. Ένας Μακεδόνας ιππέας με επίχρυσο κράνος πίσω από τον Αλέξανδρο πιθανόν να είναι ο αρχηγός Η Mihalopoulos παραθέτει και μια άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία η απεικόνιση του νεκρού δέντρου απηχεί αραβικές πηγές, οι οποίες αναφέρονται στη μάχη στα Γαυγάμηλα ως «Η μάχη του νεκρού δέντρου», στην οποία ο Αλέξανδρος είχε χάσει το κράνος του, όπως ακριβώς δηλαδή απεικονίζεται και στο ψηφιδωτό. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχει ένα τεκμήριο για να καταλήξει κανείς ότι η μάχη που απεικονίζεται είναι τελικά αυτή των Γαυγαμήλων (Mihalopoulos 2009: 311). 123

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

96

της βασιλικής σωματοφυλακής, ο Φιλώτας. Σ΄ αυτήν τη σύνθεση απεικονίζεται ο Αλέξανδρος, στην κορύφωση της μάχης, χωρίς περικεφαλαία124, με μάτια ορθάνοιχτα και αγριωπά, χείλια γεμάτα και συσπασμένα από τη φρενίτιδα της μάχης, το βλέμμα καρφωμένο στο Δαρείο, τα μαλλιά του να ανεμίζουν από τη φόρα της ορμητικής επίθεσης και να λογχίζει έναν Πέρση ιππέα με τη σάρισά του, που μπαίνει στη μέση για να προστατέψει το βασιλιά του, ο οποίος σπεύδει να υποχωρήσει, ενώ παράλληλα με μια εκφραστικότατη χειρονομία ικεσίας και φόβου στρέφεται προς το διώκτη του. Πάντως με την αυτοθυσία του Πέρση ιππέα, ο Αλέξανδρος χάνει την ευκαιρία να αιχμαλωτίσει το Δαρείο, καθώς ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι την αμέσως επόμενη στιγμή το άρμα του θα αρχίσει να απομακρύνεται από το κέντρο της μάχης, πριν προλάβει να ξεμπλέξει ο Αλέξανδρος. Σωστά ο Μανώλης Ανδρόνικος παρατήρησε πως ο θώρακας που φορά ο Αλέξανδρος είναι παρόμοιος με το σιδερένιο χρυσοποίκιλτο θώρακα που βρέθηκε στο θεωρούμενο ως τάφο του Φιλίππου στη Βεργίνα, το μοναδικό σωζόμενο θώρακα της αρχαίας Ελλάδας (εικόνα 16). Ο καλλιτέχνης πετυχαίνει ουσιαστικά να απομονώσει τα δύο αυτά πρόσωπα, τον Αλέξανδρο και το Δαρείο, τους δύο μεγάλους αντιπάλους από τον ορυμαγδό της μάχης γύρω τους και να κατευθύνει το βλέμμα του θεατή σ’ αυτούς, κάτι που το επιτυγχάνει και με τα κεφάλια των αλόγων των δύο πρωταγωνιστών, αφού τόσο ο Βουκεφάλας όσο και τα τέσσερα άλογα του άρματος του Δαρείου στρέφονται προς το θεατή. Στο πρόσωπο του Αλέξανδρου αποτυπώνεται όλη η αποφασιστικότητά του και η ένταση της στιγμής, ενώ παράλληλα διακρίνονται και λεπτομέρειες, όπως τα ίσια καστανά μαλλιά του, τα καστανά μάτια, η ίσια μύτη, το προτεταμένο πηγούνι, ένα αραιό γένι γύρω από τα μάγουλα ενός ασυνήθιστα μακρουλού προσώπου –ενδεικτικό κι αυτό της κορύφωσης του πολεμικού παροξυσμού, που φέρνει η μετωπική επίθεση στο Δαρείο - ενώ εντυπωσιάζουν και οι λεπτομέρειες του θώρακά του, που φέρει διακόσμηση με γοργόνειο125. Ας σημειωθεί ότι τα συγκεκριμένα προσωπογραφικά Ο Πλούταρχος αναφέρει πως στη μάχη του Γρανικού ο Αλέξανδρος φορούσε περικεφαλαία με χαίτη που τον έκανε να ξεχωρίζει, καθότι από κάθε πλευρά της στεκόταν ένα μεγάλο λευκό φτερό (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 16). Έτσι απεικονίζεται σε πολλές σύγχρονες αναπαραστάσεις, ακόμα και στην ταινία Alexander, του Όλιβερ Στόουν. Πριν από τη μάχη των Γαυγαμήλων ο ίδιος συγγραφέας αναφέρεται και πάλι στην περιβολή και στα όπλα του Αλέξανδρου: σικελικός επενδύτης με ζώνη, πάνω από αυτόν διπλός λινός θώρακας από τα λάφυρα της Ισσού, σιδερένιο κράνος που έλαμπε σαν αργυρένιο, έργο του Θεόφιλου, σιδερένιο διάλιθο περιτραχήλιο, μάχαιρα θαυμαστή για το χρώμα και την ελαφρότητά της, δώρο του βασιλιά των Κιτιέων της Κύπρου. Ακόμη, ο μανδύας που φορούσε από πάνω ήταν ο πολυτιμότερος όλων, έργο του Ελίκωνα (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 32). 124

Η εικονογραφική αποτύπωση του γοργόνειου στο θώρακα του Αλέξανδρου, ανεξάρτητα από το αν αποδίδει ένα στοιχείο της πραγματικής πανοπλίας του Αλέξανδρου ή όχι, έχει τη σημασία της: γοργόνειο φέρουν οι απεικονίσεις της κατεξοχήν ηρωικού χαρακτήρα πολεμικής θεότητας των αρχαίων Ελλήνων, αυτής της Αθηνάς Παλλάδας (βλέπε για παράδειγμα το άγαλμα της Αθηνάς του Αγγέλιτου, γύρω στο 480 π.Χ., από το Μουσείο Ακροπόλεως της Αθήνας). Επομένως, με την υιοθέτηση αυτού του συμβόλου από τον Αλέξανδρο, πέρα από τον προφανή αποτροπαϊκό χαρακτήρα που είχε για όλους τους πολεμιστές (μια και διακοσμούσε σταθερά κυρίως ασπίδες αρχαίων Ελλήνων οπλιτών), συντελείται και η αφομοίωση των πολεμικών αρετών της θεάς από το Μακεδόνα βασιλιά, θεά στην οποία δεν παρέλειπε ποτέ να θυσιάζει και να τιμά με την ανέγερση ναών. Αξίζει ακόμα να αναφερθεί πως το συγκεκριμένο σύμβολο θα αποτελέσει ένα από τα στοιχεία της imitatio 125

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

97

χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου διαφέρουν από τις περισσότερες εξιδανικευμένες γλυπτές αναπαραστάσεις του, με εξαίρεση την κεφαλή Αζάρα. Δόρατα που υψώνονται διαγώνια στο φόντο και δημιουργούν την αίσθηση του βάθους, κινήσεις και εκφράσεις πανικού από στρατιώτες και άλογα, πεσμένα όπλα και πολεμιστές στο έδαφος συμπληρώνουν τη σκηνή της επικής σύγκρουσης. Η θαυμαστή οργάνωση και εκφραστικότητα των μορφών στην πολυπρόσωπη αυτή σύνθεση μέσα από αντίρροπες κινήσεις, η πλαστικότητά τους χάρη στις φωτοσκιάσεις, η γνώση της αλλαγής διαστάσεων λόγω προοπτικής, η εντυπωσιακή απόδοση των λεπτομερειών του οπλισμού και της ενδυμασίας, αποτελούν στοιχεία υψηλής τέχνης. Το ψηφιδωτό διατηρεί τη λεπτομέρεια και την τετραχρωμία της πρωτότυπης ζωγραφικής σύνθεσης, παρόλο που την εποχή που φιλοτεχνήθηκε η τετραχρωμία δεν ήταν πλέον σε χρήση. (Bieber 1964: 47, Ling 1986/1996: 597, Killerich 1993: 86, Stewart 1993: 133-149, Παλιαδέλη 1997:30-31, Stirpe 2006 B: 151 -52, Mihalopoulos 2009: 311 – 312, Trofimova 2012: 26, Παλιαδέλη 2013: 99). Η οικία του Φαύνου υπήρξε μάλλον η πλουσιότερη της Πομπηίας και σίγουρα η μεγαλύτερη και χτίστηκε ανάμεσα στα 180 - 170 π.Χ. Η φιλοτέχνηση του ψηφιδωτού της μάχης του Αλέξανδρου σ’ αυτήν φανερώνει πως οι ένοικοί της, σαφώς μέλη ενός ισχυρού ρωμαϊκού γένους, ήθελαν κατά κάποιο τρόπο να συνδεθούν με το μύθο του Αλέξανδρου126 (Zevi 1997: 45, Stirpe 2006 B: 151). Το ίδιο θέμα επαναλαμβάνεται σε τέσσερα απουλικά αγγεία από την Κάτω Ιταλία (γνωστά και ως “Perservasen”), φιλοτεχνημένα σε εργαστήρια του Τάραντα, που χρονολογούνται γύρω στο 330 π.Χ. και αποτελούν, σύμφωνα με μια θεώρηση, τις πρωιμότερες σωζόμενες παραστάσεις της μάχης της Ισσού. Ωστόσο άλλοι ερευνητές ερμηνεύουν την παράστασή τους ως μια γενικευμένη απόδοση της νίκης του Αλέξανδρου, βασιλιά των Ελλήνων, επί του Δαρείου, βασιλιά των Περσών. Οπωσδήποτε, αποτελούν καλλιτεχνική έκφραση της απήχησης που είχαν στη Δύση οι νίκες του Αλέξανδρου στην Ανατολή. Γι’ αυτό άλλωστε και στις παραστάσεις των τεσσάρων αγγείων ο Αλέξανδρος απεικονίζεται γενειοφόρος, όπως συνήθως απεικονίζονταν οι Έλληνες ήρωες. Το ένα από αυτά τα αγγεία, ένας ερυθρόμορφος αμφορέας, σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση, εκτίθεται στο Μουσείο της Νάπολης και αποδίδεται στο «ζωγράφο του Δαρείου». Μαζί με Alexandri – της μίμησης του Αλέξανδρου – που θα υιοθετήσουν στην εικονογραφική απόδοση των ανδριάντων τους και οι Ρωμαίοι ηγήτορες και αυτοκράτορες: για παράδειγμα, το γοργόνειο εμφανίζεται στο θώρακα προτομής του αυτοκράτορα Αδριανού (γύρω στο 120 -130 μ.Χ., Γκαλερί Ουφίτσι, Φλωρεντία), στον ανδριάντα του ίδιου αυτοκράτορα από την αρχαία αγορά της Θάσου (αρχαιολογικό μουσείο Θάσου), στη χρυσή προτομή του Σεπτήμιου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.) από την Πλωτινόπολη Θράκης (αρχαιολογικό μουσείο Κομοτηνής) κ.α. Για την imitatio Alexandri βλέπε παρακάτω το οικείο κεφάλαιο. Σύμφωνα μάλιστα με σχετικά πρόσφατη έρευνα του καθηγητή αρχαιολογίας από το Πανεπιστήμιο του Οντάριο Μάρτιν Μπέκμαν, οι επιφανειακές φθορές του ψηφιδωτού, από τα πόδια των αρχαίων επισκεπτών του, αποκαλύπτουν πως αυτοί ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη πορεία κυκλικά γύρω από τη μορφή του Αλέξανδρου και στέκονταν αρκετή ώρα δίπλα από αυτήν παρατηρώντας την, προσέχοντας από σεβασμό να μην πατήσουν την κεφαλή του Μακεδόνα βασιλιά, τη μορφή και το άλογό του, χωρίς να επιδεικνύουν την ίδια προσοχή και για τις άλλες μορφές της παράστασης. Βλέπε ρεπορτάζ εφημερίδας «Αγγελιοφόρος» http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=7&artid=21226 (ανάκτηση 7.11.2014). 126

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

98

έναν κρατήρα με το ίδιο θέμα, δηλαδή τον Αλέξανδρο να καταδιώκει το Δαρείο που φεύγει πάνω στο άρμα του υψώνοντας το δεξί του χέρι σε χειρονομία ικεσίας, προέρχονται από το ετρουσκικό νεκροταφείο του Ruvo. Στην πίσω όψη του αμφορέα αναπαρίσταται ο θρίαμβος του Αλέξανδρου - Διονύσου, κατακτητή της Ινδίας. Στα άλλα δύο αγγεία με παρόμοιο θέμα, από τα οποία το ένα είναι χαμένο σήμερα, απεικονίζονται οι Ολύμπιοι θεοί να παρακολουθούν πάνω από τη σκηνή καταδίωξης. Μάλιστα η προσωποποιημένη Ελλάδα εμφανίζεται να στεφανώνεται από τη Νίκη, μπροστά από τη νικημένη και ταπεινωμένη Ασία, σε μια συμβολική παράσταση έξω από το πλαίσιο του ιστορικού χρόνου, που παράλληλα τονίζει βέβαια τον πανελλήνιο χαρακτήρα της νίκης του Αλέξανδρου. Υπάρχουν εμφανείς ομοιότητες ανάμεσα στις παραστάσεις των τεσσάρων απουλικών αγγείων και του ψηφιδωτού της Πομπηίας. Είναι επίσης πολύ πιθανό η φιλοτέχνηση των αγγείων να συσχετίζεται και με την ύπαρξη ενός άλλου Αλέξανδρου στη Δύση εκείνα τα χρόνια, του βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρου Α΄ Μολοσσού, ο οποίος, σπεύδοντας το 334 π.Χ. στην Ιταλία προκειμένου να βοηθήσει εκεί τον Τάραντα και τον ελληνισμό της Δύσης έναντι των Σαμνιτών, Λουκανών και Βρεττίων, επιχείρησε σε μικρότερη κλίμακα στη Δύση ό,τι έκανε ο ανιψιός του στην Ανατολή, ο οποίος και διέταξε τριήμερο πένθος στο στρατό του, όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του θείου του το 331 π.Χ. (Stewart 1993: 150 -156, Παντερμαλής 1997: 89, Zevi 1999: 1389-1395, Παλιαδέλη 2013:98-99)127. Παρόμοια παράσταση διασώζεται και σε ένα ασβεστολιθικό ανάγλυφο που βρίσκεται σήμερα στο μουσείο της Isernia της κεντρικής Ιταλίας και χρονολογείται στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ128, σε μια σειρά από ετρουσκικά ασβεστώδη αγγεία με ανάγλυφες παραστάσεις του 2ου και 1ου αιώνα π.Χ. και σε ένα ιταλο -μεγαρικό σκύφο με ανάγλυφη διακόσμηση, πάλι από την Κεντρική Ιταλία των αρχών του 1ου αιώνα π.Χ. με την υπογραφή του καλλιτέχνη: Popilius. Στο μεγαρικό σκύφο η ομοιότητα της απεικόνισης με το γνωστό ψηφιδωτό της Πομπηίας είναι εμφανής, ιδιαίτερα της κεντρικής σκηνής, με τον Αλέξανδρο να λογχίζει τον Πέρση ιππέα και το άρμα του Δαρείου να σπεύδει στη φυγή. Οι ύστερες απεικονίσεις του θέματος στην Ιταλία σχετίζονται μάλλον με τη δημιουργία μιας καλλιτεχνικής κοινής την Σύμφωνα μάλιστα με το Zevi τα απουλικά αγγεία του Τάραντα, με τις παραστάσεις της θυσίας των Τρώων αιχμαλώτων στον τάφο του Πατρόκλου από τον Αχιλλέα, συσχετίζονται άμεσα με τη δράση του Νέου Αχιλλέα, δηλαδή του Αλέξανδρου, ο οποίος άλλωστε μετά τη μάχη στην Ισσό θυσίασε στη Θέτιδα, στις Νηρηίδες και στον Ποσειδώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι προς θυσία Τρώες απεικονίζονται με φρυγικό πίλο και ανατολίτικη αμφίεση, εξομοιούμενοι ουσιαστικά με τους Πέρσες. Δίνοντας ορισμένες προεκτάσεις, με βάση τη μυθολογούμενη καταγωγή των Ρωμαίων από τους Τρώες του Αινεία, ο Zevi προτείνει ακόμη πως η παράσταση της θυσίας των Τρώων θα πρέπει να ειδωθεί και ως μια αλληγορία της νίκης του Αλέξανδρου έναντι των Ρωμαίων, αν ποτέ ο Μακεδόνας βασιλιάς στρεφόταν προς τη Δύση. Περισσότερες αναφορές και άλλες σχετικές με τις αντιδράσεις των Ρωμαίων απέναντι στους δύο Αλέξανδρους, θείο και ανιψιό, βλέπε Zevi 1999. 127

Στην περίπτωση του αναγλύφου της Insernia παρατηρούμε στοιχεία οπλισμού των αντιπάλων του Αλέξανδρου, που δε συνάδουν με περσικά όπλα, όπως αττικό κράτος και οβάλ ασπίδα. Επομένως, φαίνεται πως ο καλλιτέχνης του αναγλύφου (το οποίο αποτελούσε τμήμα μιας ζωοφόρου) χρησιμοποίησε το εικονογραφικό πρότυπο της μάχης του Αλέξανδρου εναντίον του Δαρείου για να απεικονίσει μάχη μεταξύ Ιταλιωτών και Σαμνιτών (Stirpe 2006 B: 161). 128

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

99

εποχή της Ρωμαιοκρατίας, στηριζόμενης στα ελληνιστικά πρότυπα έργων, πολλά από τα οποία ήρθαν ως λάφυρα στην Ιταλία από τη Μακεδονία κι άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου και της ανατολής (Yalouris/Andronikos/Rhomiopoulou 1982: 122-123, Stirpe 2006 B: 163). Πρόκειται επομένως για θέμα εξαιρετικά αγαπητό και διαδεδομένο και μάλιστα σε διάφορα αντικείμενα τέχνης. Σημαντική είναι και απεικόνιση του Αλέξανδρου εναντίον Περσών, στο ανάγλυφο της περίφημης σαρκοφάγου του Αλέξανδρου (εικόνα 17), έργο Έλληνα καλλιτέχνη του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ., που βρέθηκε στη νεκρόπολη της Σιδώνας και σήμερα εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης, πιθανότατα άλλη μια απεικόνιση της μάχης της Ισσού129. Η κατάκοσμη σαρκοφάγος σχετίζεται, με βάση κυρίως ιστορικά επιχειρήματα, με τον Αβδαλώνυμο, τον τελευταίο βασιλιά της Σιδώνας. Στην πολυπρόσωπη σκηνή της μιας μακριάς πλευράς της σαρκοφάγου εμφανίζεται έφιππος πολεμιστής, που καταβάλει Πέρση αντίπαλο, φορά στο κεφάλι λεοντή και φέρει και τα κέρατα του Άμμωνα (ή κράνος με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά ως διακόσμηση, σύμφωνα με τη Mihalopoulos (2009: 305), οπότε δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για την ταύτισή του με τον Αλέξανδρο130. Θα έλεγε κανείς πως το στοιχείο της αποθέωσης του Αλεξάνδρου ενισχύεται ακριβώς με την ταυτόχρονη εικονογραφική απόδοση των παραπάνω στοιχείων. Η παράσταση δεν αφήνει στο θεατή καμιά αμφιβολία για τη νικηφόρα έκβαση της μάχης για τον Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες του, παρόλο που ο Δαρείος δεν απεικονίζεται εδώ. Στην άλλη μακριά πλευρά της σαρκοφάγου απεικονίζονται Μακεδόνες και Πέρσες, αυτή τη φορά ως μια ομάδα, να συμμετέχουν σε κυνήγι, μια παράσταση συμβολικού περιεχομένου, που αποδίδει εικονογραφικά ακριβώς το όραμα του Έλληνα στρατηλάτη για την ομόνοια των δύο λαών, για την ομόνοια των Ελλήνων και των άλλων εθνών στο πλαίσιο του παγκόσμιου κράτους του. Κεντρική μορφή εδώ πέρα, ίσως, να είναι ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Λιοντάρια, γρύπες, γυναικείες κεφαλές, αετοί και άλλα διακοσμητικά μοτίβα συμπληρώνουν τους συμβολισμούς των κύριων παραστάσεων, εμπλέκοντας την ελληνική τέχνη με ανατολίτικα στοιχεία, το πραγματικό με το ιδανικό (Stewart 1993: 294-306, Alpay 1996: 85, Παλιαδέλη 1997:2728, Trofimova 2012: 27, Butgel 2013). Εύρημα σημαντικό είναι και το χρυσό περίαπτο που εκτίθεται στο Μουσείο Walter της Βαλτιμόρης (εικόνα 18), χρονολογείται στον 3ο -4ο αιώνα μ.Χ. με πιθανή προέλευση την Αίγυπτο και απεικονίζει το διαδηματοφόρο και κερασφόρο Αλέξανδρο (Stewart 2014: 4, 48). Ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή της σαρκοφάγου που δίνει ένας Έλληνας περιηγητής της Κωνσταντινούπολης σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολη» το 1892. Πρόκειται για το μοναχό Ανδρόνικο, κατά κόσμο Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα σημειώνει: «…νομίζει κανείς ὅτι τώρα ἐξῆλθεν ἀπό τήν σμίλην τοῦ λιθοξόου…περιέχει δέ ἀνἀγλυπτον φοβεράν ἱππομαχίαν, παριστῶσαν μίαν τῶν μεγάλων μαχῶν τοῦ Ἕλληνος κατακτητοῦ τοῦ ἀρχαίου κόσμου…» (Μωραϊτίδης 1892 (2008): 215). 129

Ένα χρυσό δαχτυλίδι του ύστερου 4ου αιώνα μ.Χ., σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, απεικονίζει σε όψη ¾ κεφαλή Αλεξάνδρου με τα ίδια χαρακτηριστικά, δηλαδή συνδυασμό λεοντής και κεράτων Άμμωνος. Ας θυμηθούμε και τον ίδιο συνδυασμό στο χρυσό μετάλλιο από την Ταρσό. 130

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

100

Είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για ένα από τα φυλακτά, τα οποία, όπως μαρτυρεί ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, έφεραν πάνω τους απλοί άνθρωποι της εποχής του, προκειμένου να τους προστατεύει ο αλεξίκακος Αλέξανδρος. Ορισμένες επιγραφές, που σώζονται ως τις μέρες μας, φέρουν τη «σφραγίδα» του μεγάλου στρατηλάτη και αποτελούν πολύτιμες μαρτυρίες της δράσης του: η πρώτη είναι μια αναθηματική επιγραφή του Αλέξανδρου στο ιερό της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη της Μικράς Ασίας, την ανέγερση του οποίου χρηματοδότησε ο ίδιος το 334 π.Χ. Η επιγραφή σήμερα εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο.131 Η δεύτερη επιγραφή προέρχεται από την αρχαιολογική έρευνα της αρχαίας πόλης των Φιλίππων στη Μακεδονία, που ίδρυσε ο πατέρας του. Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε στο λεγόμενο ηρώο, κτίσμα ελληνιστικής εποχής – κατά άλλους ρωμαϊκών χρόνων – και σήμερα εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο των Φιλίππων. Αποτελεί διάταγμα που εξέδωσε ο ίδιος ο Αλέξανδρος και αφορά στον καθορισμό των γεωγραφικών ορίων της χώρας των Φιλίππων. Το διάταγμα αυτό εκδόθηκε πριν τη μεγάλη εκστρατεία, ανάμεσα στα 336-334 π.Χ. Σύμφωνα μ’ αυτό, ο Αλέξανδρος στέλνει στους Φιλίππους τους εταίρους Φιλώτα και Λεωννάτο για τον επακριβή καθορισμό των ορίων. Η τρίτη επιγραφή είναι μια αναθηματικού χαρακτήρα του Μακεδόνα βασιλιά πιθανόν του 334-333 π.X., που βρέθηκε στο Λητώο της πόλης Ξάνθου της Λυκίας: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ Α[ΝΕΘΗΚΕΝ], (Stewart 1993: 408). Η τέταρτη, είναι μια αναθηματική επιγραφή του Αλέξανδρου από τη Λίνδο, στην οποία γράφει για τον εαυτό του ότι έχει γίνει κύριος όλης της Ασίας (Hammond 2007 (1989) B: 125). Τέλος, δύο ακόμα επιγραφές που βρέθηκαν στη Χίο αποτελούν ουσιαστικά δύο επιστολές –διαγράμματα (διατάγματα) που απέστειλε ο Αλέξανδρος στους Χίους λίγο πριν και λίγο μετά την απελευθέρωση του νησιού από τους Πέρσες το 332 π.Χ. Οι επιγραφές αυτές παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τις επιλογές που έκανε ο Αλέξανδρος αναφορικά με το καθεστώς του νησιού, τις σχέσεις του νησιού με την ελληνική συμμαχία, της οποίας ηγείτο ο Αλέξανδρος, τους εξόριστους και άλλα στοιχεία. (Σαρικάκης 1999: 1003-1010) 132. http://www.britishmuseum.org/explore/highlights/highlight_objects/gr/d/dedication_by_alexander.

131

aspx http://www.britishmuseum.org/explore/highlights/highlight_image.aspx?image=k63220.jpg&retpage=18026

Η δεύτερη επιγραφή από τη Χίο ξεκινά ως εξής: (στη νέα ελληνική) «ο βασιλιάς Αλέξανδρος στο λαό της Χίου. Να γυρίσουν όλοι οι εξόριστοι (δημοκρατικοί). Το πολιτευμα της Χίου να γίνει δημοκρατικό…» Βέβαια, εκτός από τις παραπάνω επιγραφές υπάρχουν κι άλλες, αποσπασματικά σωζόμενες που εμπεριέχουν αναφορά στον Αλέξανδρο: από τη βορεινή πλευρά της Ακρόπολης των Αθηνών προέρχεται μια πολύ αποσπασματική επιγραφή, στην οποία ωστόσο μπορεί να διαβαστεί το όνομα Αλέξανδρος και κάποιες διατάξεις για κοινές συμμαχικές επιχειρήσεις. Ίσως να πρόκειται για τμήμα της ανανεωμένης συμμαχικής συνθήκης ανάμεσα στον Αλέξανδρο και τις ελληνικές πόλεις το 336 π.Χ. Μία άλλη επιγραφή προέρχεται από τον Ορχομενό της Βοιωτίας και μαρτυρά την αποστολή ιππέων στον Αλέξανδρο από τους Έλληνες συμμάχους, μια άλλη από την Ερεσό της Μυτιλήνης, σύμφωνα με την οποία ο τύραννος της πόλης Αγώνιππος έδιωξε πολλούς πολίτες από την πόλη αφού πρώτα πόλεμον ἐξενικάμενος προς Ἀλέξανδρον καί τούς Ἕλλανας. Από τις Ερυθρές πάλι της Μικράς Ασίας σώζεται άλλη επιγραφή που καταγράφει την αυτονομία και φορολογική ατέλεια που χάρισε ο Αλέξανδρος στην πόλη, όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας: διότι ἐπί Ἀλεξάνδρου καί 132

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

101

Από το Λίβανο και συγκεκριμένα από ένα δωμάτιο μιας πλούσιας οικίας της Souweida κοντά στο Baalbek / Ηλιούπολη προέρχεται ωραίο επιδαπέδιο ψηφιδωτό του τέλους του 4ου με αρχές 5ου αιώνα μ.Χ., που απεικονίζει τη γέννηση του Αλέξανδρου (εικόνα 19) και διακοσμεί το τρικλίνιο της οικίας. Ανήκε σε ένα διακοσμητικό πρόγραμμα απεικονίσεων της γέννησης και εκπαίδευσης του νεαρού Αλέξανδρου με πιθανά πρότυπα απεικονίσεις χειρογράφων των περιπετειών του Αλέξανδρου και παραγγελιοδότη τον Πατρίκιο, γιο του Ολύμπιου, σύμφωνα με την αφιερωματική επιγραφή. Μάλιστα το συγκεκριμένο ψηφιδωτό παρουσιάζει πολλές τεχνοτροπικές ομοιότητες με το ψηφιδωτό του λουτρού του Αχιλλέα από την έπαυλη του Θησέα στη Νέα Πάφο της Κύπρου, σε βαθμό που να γίνεται λόγος για ένα εργαστήριο –δημιουργό των δύο ψηφιδωτών (Paribeni 2006: 73, Olszewski 2007: 101, 105-108). Στοιχείο που υποδεικνύει μικρογραφίες χειρογράφων ως πρότυπα είναι η ταυτόχρονη απεικόνιση διαφορετικών φάσεων ενός επεισοδίου ή διαφορετικών επεισοδίων με τον ίδιο πρωταγωνιστή, μια και η Ολυμπιάδα απεικονίζεται δύο φορές, τη μία να κάθεται ανάμεσα στο Φίλιππο και μια άλλη μορφή, πιθανόν τον Αιγύπτιο Φαραώ Νεκτεναβώ –μυθικό πατέρα του Αλέξανδρου σύμφωνα με το Μυθιστόρημα του Ψευδο-Καλλισθένη - την άλλη να ξαπλώνει σε ένα ανάκλιντρο δίπλα στη θεράπαινά της (υπηρέτρια), καταβεβλημένη αμέσως μετά τη γέννα, ενώ κάτω χαμηλά μια νύμφη πλένει το νεογέννητο Αλέξανδρο133. Όλα τα πρόσωπα του ψηφιδωτού υποδεικνύονται από συνοδευτικές ελληνικές επιγραφές. Στο επόμενο και σχεδόν εντελώς κατεστραμμένο πλαίσιο απεικονιζόταν η διδασκαλία του Αλέξανδρου από τον Αριστοτέλη, όπως τεκμαίρεται από τη σωζόμενη συνοδευτική επιγραφή της μιας μορφής: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΣ. Είναι φανερό πως, σε αντίθεση με τα παραπάνω αρχαιολογικά τεκμήρια που παρουσιάστηκαν, το συγκεκριμένο αποδίδει περισσότερο το μυθικό παρά τον ιστορικό Αλέξανδρο, με επιρροές από τις προφορικές παραδόσεις που κυκλοφορούσαν τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες ή και το Μυθιστόρημα του Ψευδο-Καλλισθένη (βλέπε παρακάτω, κεφ. 2.9), γι’ αυτό και έχουμε μια νύμφη να συμπαρίσταται στη γέννηση. Άλλωστε, εξίσου σημαντικό στοιχείο είναι και η απεικόνιση φιδιού δίπλα στη λεχώνα Ολυμπιάδα, στοιχείο που παραπέμπει στη θεϊκή καταγωγή του Αλέξανδρου, μια και η μορφή του φιδιού αποτελεί ουσιαστικά μια από τις μεταμορφώσεις του θεού Άμμωνα (ή βέβαια και ένας συμβολισμός του Νεκτεναβώ, βλέπε παρακάτω και Paribeni 2006: 73, Olszewski 2007: 105, Stoneman 2008: 24-25). Τέτοια απεικόνιση, με την Ολυμπιάδα ξαπλωμένη να περιμένει τον Άμμωνα –Δία με τη μορφή φιδιού, υπάρχει και στη σειρά των χάλκινων νομισμάτων που έκοψε το Κοινό των Μακεδόνων τον 3ο αιώνα μ.Χ. (Dahmen 2008: 508). Τέλος, μια μαρτυρία του 4ου αιώνα μ.Χ. μας αποκαλύπτει άλλο έναν τύπο απεικόνισης του Αλέξανδρου, για τον οποίο δεν έχουμε κανένα σωζόμενο έργο: σύμφωνα με ένα χωρίο Ἀντιγόνου αὐτόνομος ἧν καί ἀφορολόγητος ἡ πόλις ἡμῶν. (Droysen/Αποστολίδης 1993: Α. 174, 200, 229, Β. 787, Κορδάτος 1956: 214) Το στοιχείο της απεικόνισης διαφορετικών επεισοδίων ή φάσεων ενός επεισοδίου στις μικρογραφίες χειρογράφων είναι πολύ συχνό στα μεταγενέστερα μεσαιωνικά ελληνικά χειρόγραφα, που συνεχίζουν τις ελληνιστικές και ρωμαϊκές παραδόσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα και μάλιστα σχετικό με τον Αλέξανδρο είναι το χειρόγραφο της Διήγησης του Αλέξανδρου του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας (βλέπε κεφ. 3.5.4). 133

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

102

από το Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ, ο Αλέξανδρος απεικονιζόταν εκείνη την εποχή «σαν να κρατά σφαίρα», με βάση ένα επεισόδιο από το Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη και συγκεκριμένα την ανάληψη του Αλέξανδρου στους ουρανούς (αν και θεωρείται μεταγενεστερη προσθήκη στο Μυθιστόρημα ως επεισόδιο, Juanno 2015 (2002): 472), βλέπε κεφάλαιο 2.9. και 3.5.2). Πρόκειται για τη σφαίρα της οικουμένης, διάσημο σύμβολο κοσμοκρατορίας, που με την προσθήκη σταυρού στο ελληνορθόδοξο Βυζάντιο θα συμβολίζει τη χριστιανική οικουμένη. Ωστόσο, εκεί που η απεικόνιση του Μακεδόνα βασιλιά και των μύθων του υπήρξε πραγματικά πολύμορφη και πλούσια σε συμβολισμούς, ήταν στην αρχαία νομισματική, από τους χρόνους του ως το τέλος της ύστερης αρχαιότητας.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

103

2.4. Οι αναπαραστάσεις σε νομίσματα και μετάλλια και οι ιδεολογικές προεκτάσεις τους 2.4.1. Τα νομίσματα του Αλέξανδρου Ο Μέγας Αλέξανδρος, με τη νομισματική πολιτική που ακολούθησε, ευνόησε τις συναλλαγές και το διεθνές εμπόριο, καθώς ρευστοποίησε μεγάλο μέρος των θησαυρών των Αχαιμενιδών, που έπεσαν στα χέρια του. Ακολούθησε τον αθηναϊκό νομισματικό κανόνα και επέβαλε την έκδοση των ίδιων τύπων νομισμάτων από πολλά νομισματοκοπεία (Τσελέκας 2010:29). Είναι βέβαιο πως η μεγάλης κλίμακας νομισματική κυκλοφορία που προώθησε ο Αλέξανδρος υπήρξε καταρχάς ένα μέσο πολιτικής προπαγάνδας με στόχο την ενότητα της αχανούς αυτοκρατορίας του, αυτού του μωσαϊκού εθνοτήτων, που στο πρόσωπο του βασιλιά τους έβλεπαν το μοναδικό για πολλούς ενοποιητικό παράγοντα. Και πιο άραγε προσφορότερο μέσο γι’ αυτό υπήρχε από το νόμισμα που θα κυκλοφορούσε με τους τύπους του Αλέξανδρου απ’ άκρη σε άκρη σε ολόκληρη την αυτοκρατορία; Έπειτα, με τη νομισματική πολιτική του και τα οφέλη της στο εμπόριο ο Αλέξανδρος θα εξασφάλιζε την ανάπτυξη όλων των περιοχών της αυτοκρατορίας του, την ισότιμη συμμετοχή τους στον πλούτο των κατακτήσεών του (Syropoulos 2013: 488-489). Οι παραπάνω αρχές εφαρμόστηκαν με επιτυχία από τους κατοπινούς Ρωμαίους και βυζαντινούς αυτοκράτορες με μέσο τα δικά τους νομίσματα134. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απεικονίσεις αυτών των νομισμάτων που κυκλοφόρησε ο ίδιος ο Αλέξανδρος: σε ένα πρώιμο τύπο της νομισματοκοπίας του Μακεδόνα βασιλιά, σε αργυρά τετράδραχμα, στη μια όψη υπάρχει το όνομά του με παράσταση αετού που κρατά Σύμφωνα με μια ερμηνεία, η αρχαιότερη απεικόνιση του Αλέξανδρου σε νόμισμα, χωρίς προσωπογραφικά χαρακτηριστικά αλλά στον τύπο του νεαρού έφιππου πρίγκιπα, συντελέστηκε στα χρόνια της βασιλείας του πατέρα του Φιλίππου και συγκεκριμένα μετά τη γέννηση του Αλέξανδρου το 356 π.Χ. Σύμφωνα με την ανάλυση της Caltabiano o νεαρός ιππέας που απεικονίζεται για πρώτη φορά στα ημίδραχμα του Φιλίππου από το νομισματοκοπείο της Πέλλας και αργότερα στα ασημένια τετράδραχμα να κρατά κλαδί φοινικιάς με το μακεδονικό αστέρι στο πλάι (στον εμπροσθότυπο εμφανίζεται στα ημίδραχμα η κεφαλή του Ηρακλή και στα τεράδραχμα η κεφαλή του Διός) είναι ο νεαρός διάδοχος, αυτός που θα εξασφαλίσει τη συνέχεια της δυναστείας των Αργεάδων. Η επισήμανση αυτή έρχεται ως συνέχεια της παρατήρησης για απεικόνιση στα φιλίππεια νομίσματα του ίδιου του Φιλίππου ως έφιππου γενειοφόρου να υψώνει το δεξί χέρι σε ένδειξη χαιρετισμού και βασιλικής μεγαλοπρέπειας (βλέπε υποσημείωση 3). Το πλαίσιο πατέρα – γιου, Δία – Ηρακλή, Φιλίππου – Αλεξάνδρου αποτελεί μια γοητευτική ερμηνεία για αυτήν την απεικόνιση (βλέπε αναλυτικά Caltabiano 1999: 197-207, όπου επισημαίνονται και κατά μίμηση αντίστοιχες μεταγενέστερες απεικονίσεις ως και τα χρόνια του Οκταβιανού). Ωστόσο δεν ισχύει, καθότι υπάρχει και ο σοβαρος αντίλογος, ότι η απεικόνιση του νεαρού ιππέα αποτελεί μια συμβολική αναφορά στη νίκη του αλόγου του Φιλίππου στους Ολυμπιακούς αγώνες του 356 π.Χ. Στους αγώνες αυτούς ο Φίλιππος συμμετείχε με το άλογό του στο αγώνισμα του κέλητα και αναδείχθηκε ολυμπιονίκης για πρώτη φορά (θα ακολουθήσουν άλλες δύο, το 352 και το 348 π.Χ.). Μάλιστα ορθώς επισημαίνεται πως η παράσταση του νεαρού αναβάτη ουσιαστικά απεικονίζει τη στιγμή της απονομής, καθότι, εκτός από το κλαδί του φοίνικα, αυτός φέρει στο κεφάλι του και τη μάλινη πορφυρή ταινία του νικητή (Μάλλιος 2004: 60, Τσαγκάρη 2009:28). 134

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

104

κεραυνό του Δία, σύμβολο βασιλικής εξουσίας και ισχύος και στην άλλη κεφαλή Διός με δάφνινο στεφάνι (εικόνα 20)135. Στις όψεις αυτών των νομισμάτων του αναπαρίστανται πλέον τα σύμβολα του υπέρτατου θεού, ο οποίος, σύμφωνα με μια μυθική εκδοχή προπαγανδιστικού χαρακτήρα, υπήρξε και ο πραγματικός πατέρας του ως Άμμων –Ζευς. Σύντομα, ήδη από το 333 π.Χ., υιοθετώντας την ιδέα της οικουμενικότητας της βασιλείας του, κόβει αργυρές δραχμές, τετράδραχμα και δεκάδραχμα στον αττικό σταθμητικό κανόνα, που αποδίδουν στη μια όψη ένθρονο Δία με αετό και σκήπτρο και στην άλλη κεφαλή νέου Ηρακλή με λεοντή, (Dahmen 2008: 108, Τσαγκάρη 2009:29) σύμβολο της λατρείας του Πατρώου Ηρακλή των Μακεδόνων, μια και ο Ηρακλής θεωρείτο πρόγονος της μακεδονικής δυναστείας αλλά και ο πιο δημοφιλής ήρωας των Μακεδόνων (εικόνα 21)136. Είναι μάλιστα πιθανόν τα ασημένια νομίσματα αυτού του τύπου να κόπηκαν μετά τη μάχη της Ισσού (το 333 π.Χ., αν όχι ήδη από την έναρξη της βασιλείας του Αλέξανδρου, Λιάμπη 2008: 96), αλλά θα μπορούσαν να κοπούν και μετά την άλωση της Τύρου και τις θυσίες που έκανε εκεί ο Αλέξανδρος στο ναό του Ηρακλή. Είναι βέβαιο ότι οι συγκεκριμένοι νομισματικοί τύποι μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί όχι μόνο από τους Έλληνες, αλλά και από άλλους λαούς της ανατολής, που αναγνώριζαν δικούς τους θεούς στα πρόσωπα των Ελλήνων θεών, όπως το Βαάλ στη μορφή του Διός, το Μέλκαρτ στη μορφή του Ηρακλή (Τσελέκας 2010:29). Ακόμη και τα χάλκινα νομίσματα του Αλέξανδρου έφεραν στη μία τους όψη την κεφαλή του νεαρού Ηρακλή και στον οπισθότυπο τα όπλα του, τόξο, φαρέτρα με βέλη και ρόπαλο με την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (Demandt 2009: 13). Σύμφωνα με μια άποψη, ενδεχομένως η απεικόνιση της νεαρής, αγένειας μορφής με λεοντή να μην είναι ο Ηρακλής, αλλά ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα είχαμε την αρχαιότερη απεικόνιση του Αλέξανδρου σε νομίσματα και μάλιστα αφηρωισμένου –θεοποιημένου - όσο αυτός ήταν εν ζωή και βέβαια κατά παραγγελία του ίδιου. Ωστόσο όλοι οι νομισματολόγοι σήμερα απορρίπτουν αυτήν την άποψη και κάνουν λόγο απλά για κεφαλή Ηρακλή, ενός ήρωα πανελλήνιας σημασίας, κατάλληλου ως συμβόλου ενότητας των Ελλήνων για τους σκοπούς μιας Οι απεικόνισεις του Δία και του αετού του υπήρξαν οι παλιότερες των νομισμάτων που έκοψε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, αφού ανήλθε στην εξουσία. Σε αργυρές δραχμές και άλλες υποδιαιρέσεις της πρώιμης νομισματοκοπίας του υπάρχει και ο κεραυνός. Στα χάλκινα πρώιμα νομίσματά του, πριν την έναρξη της εκστρατείας του, κυριαρχεί η μορφή του Ηρακλή και ο ιερός αετός του Δία. Γενικότερα στις παραστάσεις των χάλκινων νομισμάτων του Αλέξανδρου απεικονίζονται ακόμα η μακεδονική ασπίδα, το μακεδονικό κράνος, (ο λοφιοφόρος πίλος των Μακεδόνων), τα όπλα του Ηρακλέως (ρόπαλο και φαρέτρα με τόξο και βέλη), η δαφνοστεφή κεφαλή του Απόλλωνα, ένας διαδηματοφόρος νεανίας και ένας ιππέας. Τους πρώτους χρυσούς στατήρες του τους έκοψε πιθανόν μετά την κατάληψη της Τύρου και απεικονίζουν την κεφαλή της Αθηνάς και πτερωτή Νίκη με στεφάνι και στυλίδα, κλαδί φοίνικα ή τρίαινα. Όσον αφορά τα νομισματοκοπεία που έκοψαν χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα του Μακεδόνα βασιλιά, αυτά εντοπίζονται σε διάφορες πόλεις που βρίσκονται σε όλες τις περιοχές του οικουμενικού κράτους του, από την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία, ως τη Μαύρη θάλασσα, τη Βόρειο Αφρική, την Κύπρο και την ανατολή. Στη Μακεδονία τα σημαντικότερα νομισματοκοπεία ήταν της Αμφίπολης και της Πέλλας (Λιάμπη 2008: 94-96, 99-100). 135

Τα αργυρά αυτά αλεξάνδρεια 4δραχμα κατέκλυσαν τις αγορές και έγιναν βασικό μέσο συναλλαγών και ρήτρα τιμών στο οικουμενικό κράτος του (Λιάμπη 2008: 96). 136

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

105

πανελλήνιας εκστρατείας. Επισημαίνουν ακόμα πως σε νομίσματα παλαιότερων Μακεδόνων βασιλιάδων ο συγκεκριμένος εικονογραφικός τύπος προϋπήρχε του Αλέξανδρου (Dahmen 2007: 41). Πράγματι, τυπολογική αντιπαράθεση του αλεξάνδρειου αγένειου Ηρακλή με την παράσταση του αγένειου Ηρακλή στους ασημένιους στατήρες του Περδίκκα Γ΄, βασιλιά της Μακεδονίας κατά τα έτη 365 -359 π.Χ. και θείου του Αλέξανδρου, αποδεικνύει σε μεγάλο βαθμό ταύτιση των εικονογραφικών τύπων. Επίσης χρυσά τέταρτα στατήρος με κεφαλή αγένειου Ηρακλή έκοψε και ο πατέρας του Αλέξανδρου, ο Φίλιππος, στο νομισματοκοπείο της Πέλλας (Τσαγκάρη 2009: 40). Επομένως στην προκειμένη περίπτωση ο Αλέξανδρος συνέχισε μια παράδοση που ήδη υπήρχε στη νομισματοκοπία της Μακεδονίας, ωστόσο αργότερα οι διάδοχοί του και διάφορες ελληνικές πόλεις ταύτισαν στα νομίσματά τους τις δύο μορφές σε μία, του Αλέξανδρου –Ηρακλή, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν ενδείξεις που οδηγούν στην άποψη ότι ο Αλέξανδρος είχε ως ηρωικό πρότυπο καί τον Ηρακλή, τον οποίο και προσπαθούσε να φτάσει και ξεπεράσει: επισκέφτηκε το μαντείο του Άμμωνα στη Σίβα, όπως είχε κάνει και ο μυθικός ήρωας. Διέταξε να μεγαλώσει σε έκταση το Αρτεμίσειο της Εφέσσου, όπως είχε πράξει και ο Ηρακλής. Επέμενε στην κατάκτηση της Άορνου Πέτρας στη διάρκεια της ινδικής του εκστρατείας, την οποία ο ίδιος ο Ηρακλής είχε αποτύχει να εκπορθήσει. Σε πλείστες περιπτώσεις θυσίασε στον Ηρακλή, όπως έκανε στο τέλος της βαλκανικής εκστρατείας στον Ίστρο ποταμό, (Αρριανός: Α΄.4.5.) με αποκορύφωμα τις θυσίες, τους αγώνες και τις γιορτές που οργάνωσε στην Τύρο, σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα (Leiva 2013: 17-18). Ο χρυσός στατήρας, που έκοψε ο Αλέξανδρος περίπου την ίδια εποχή με τα τετράδραχμα με τον Ηρακλή, στη μία όψη αναπαριστά τη θεά Αθηνά με κορινθιακό κράνος, πιθανόν αναπαράσταση με πρότυπο το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς. Στην άλλη όψη αναπαρίσταται η Νίκη, προβάλλοντας την ιδέα του ανίκητου βασιλιά των Ελλήνων (Τσελέκας 2010:89). Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως η Νίκη αναπαρίσταται να κρατά στυλίδα πλοίου, πιθανόν μια συμβολική απεικόνιση της ναυμαχίας της Σαλαμίνας στο πλαίσιο της πανελλήνιας ιδέας και του κοινού αγώνα όλων των Ελλήνων κατά των Περσών, όπως ερμηνεύεται από το Stewart (Flower 1999: 421). Μετά το 325 π.Χ. στα χρυσά και ασημένια νομίσματα του Αλέξανδρου αντικαθίσταται η αναγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ με το πολύ πιο εμφαντικό ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (Stewart 1993: 94). Ο Αλέξανδρος, μετά και το αίσιο πέρας της ινδικής εκστρατείας, μπορεί να προβάλλεται ως βασιλιάς του κόσμου. Το επόμενο βήμα έρχεται με ασημένιο δεκάδραχμο βάρους περίπου 40 γραμμαρίων 137, που κυκλοφόρησε πιθανόν στη Βαβυλώνα (ή γενικότερα στην περιοχή του σημερινού Ιράν) Ίσως η πληρέστερη μελέτη που ανατρέπει πολλές παραδοχές για την ερμηνεία αυτών των δεκάδραχμων να είναι αυτή της Shailendra Bhandare, “Not just a pretty face: Interpretations of Alexander’s Numismatic Imagery in the Hellenic East”, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History” (βλέπε βιβλιογραφία), σελ. 208-256. Στο άρθρο αυτό αναλύεται διεξοδικά όλο το ιστορικό της έρευνας των δεκάδραχμων με παράλληλη κριτική διερεύνηση όλων των ερμηνειών και προσεγγίσεών τους, ενώ ταυτόχρονα προσεγγίζεται κριτικά και το πρόσφατα ανευρεθέν χρυσό μετάλλιο από το Mir Zakah (βλέπε παρακάτω). Τέλος, αμφισβητείται η χρονολόγησή τους και κατατίθεται νέα πρόταση ερμηνείας. 137

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

106

ανάμεσα στο 325-323 π.Χ. ή λίγο μετά το θάνατό του το πιθανότερο ως αναμνηστικό της νίκης του Αλέξανδρου κατά του Πώρου, (μάχη στον Ύδασπη ποταμό, Ιούλιος του 326 π.Χ.), που τον απεικονίζει και στις δυο πλευρές: στη μία πλευρά απεικονίζεται όρθιος, πάνοπλος με δόρυ στο ένα χέρι και να κρατά κεραυνούς στο άλλο (σύμβολο του Δία) και με την περσική τιάρα στην κεφαλή ή λοφιοφόρο κράνος φρυγικού τύπου να στεφανώνεται από Νίκη. Στην άλλη πλευρά απεικονίζεται έφιππος και σαρισσοφόρος138, να τρέπει σε φυγή πολεμικό ελέφαντα με τους αναβάτες του, ενώ την παράσταση συμπληρώνει το γράμμα Ξ (εικόνα 22)139. Το συγκεκριμένο νόμισμα βρέθηκε στο Αφγανιστάν ενώ άλλα εννιά προέρχονται από το Ιράν, τα εφτά από έναν καλά χρονολογημένο «θησαυρό» της Βαβυλώνας στην εποχή του Αλέξανδρου, μια χρονολόγηση που αμφισβήτησε η Bhandare, η οποία, βασιζόμενη και στα συμπεράσματα του Bernard, προτείνει μια χρονολόγηση μετά το θάνατο του Αλέξανδρου και παράλληλα συζητά και το ποιος σατράπης θα μπορούσε να ήταν αυτός που έκοψε τα συγκεκριμένα νομίσματα (Stewart 1993: 202-203, Dahmen 2007: 6, Bhandare 2007: 211-214, 220-236, 252-253, Λιάμπη 2008: 97)140. Το ζήτημα της χρονολόγησης σχετίζεται άμεσα με την απεικόνιση του Αλέξανδρου με τους κεραυνούς του Δία στα χέρια, επομένως με το ζήτημα της αποθέωσής του όσο ήταν ακόμη εν ζωή και με το αν ο ίδιος ήταν υπεύθυνος γι’αυτήν, ή αν αυτό συνέβη μετά το θάνατό του από τους σατράπες και διαδόχους του, όπως και από τις διάφορες ελληνικές πόλεις. Πάνω σε αυτό η Bhandare, ακολουθώντας τις απόψεις του Stewart, τονίζει πως η απεικόνιση του Αλέξανδρου κεραυνοφόρου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και υποδήλωση θεοποίησής του, αλλά συσχετισμού του με ένα ισχυρό σύμβολο εξουσίας και δύναμης, όπως ο κεραυνός του Δία, ακριβώς ως υποδήλωση της εξουσίας του Μακεδόνα βασιλιά στη γη, ανάμεσα σε κοινούς θνητούς. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η ερμηνεία που δίνει ο Holt, σχετικά με την απεικόνιση του Αλέξανδρου με κεραυνούς στα εν λόγω δεκάδραχμα: τη συσχετίζει με την περιγραφή της μάχης του Ύδασπη από τον Πλούταρχο, (αλλά και από τον Θα μπορούσε βέβαια η απεικόνιση αυτή να μην είναι του ίδιου του Αλέξανδρου, αλλά του ανώνυμου έφιππου Μακεδόνα. 138

Δύο τέτοια νομίσματα υπάρχουν σήμερα στο Βρεττανικό Μουσείο, ωστόσο το δεύτερο παρουσιάζει κάποιες διαφορές, φαίνεται ξεκάθαρα ότι βγήκε από άλλη μήτρα, καθότι η μορφή του Αλέξανδρου είναι μεγαλύτερη και δεν υπάρχει η Νίκη, ενώ υπάρχει στη θέση της ένα μεγάλο κεφαλαίο Α με κολλητό ανάποδα το Β ως δηλωτικό προφανώς του «Αλέξανδρος», ή του «Αλέξανδρου Βασιλέως» και ακόμα και το κάλυμα της κεφαλής παραπέμπει περισσότερο σε τιάρα παρά σε λοφιοφόρο κράνος, σε αντίθεση με το πρώτο. Επομένως, πιθανόν έχουμε δύο –τουλάχιστον - διαφορετικές κοπές, άρα και δύο πιθανά διαφορετικά νομισματοκοπεία. 139

O Bopearachchi αναφέρει πως υπήρχαν άλλα δεκαπέντε τέτοια νομίσματα στον αποθέτη του Mir Zakah (Bhandare 2007: 214). Στις αρχές του 2012 από τον Οίκο Baldwin’s δημοπρατήθηκε ένα ακόμη τέτοιο ασημένιο δεκάδραχμο και ήταν τότε έντονο το αίτημα να καταλήξει αυτό στην Ελλάδα, κάτι που δεν επιτεύχθη λόγω έλλειψης χρημάτων (με βάση πληροφορίες ρεπορτάζ της Μ. Θερμού από την εφημερίδα «Το Βήμα», 29.12.2011). Όσο για την ταυτότητα του υπεύθυνου της κοπής αυτών των «δεκάδραχμων του Πώρου», ή «ελεφάντινων μεταλλίων», όπως αποκαλούνται στην έρευνα, ο Bernard προτείνει τον Εύδαμο, αρχικά διοικητή στην περιοχή της Πενταποταμίας και αργότερα σατράπη της Βαβυλώνας, ενώ η Bhandare προτείνει τον Ξενόφιλο, σατράπη στα Σούσα (Bhandare 2007: 233, 252). 140

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

107

Αρριανό θα προσθέταμε,, Ε΄.12.2), σύμφωνα με την οποία, όταν ο Αλέξανδρος εφάρμοσε το στρατήγημα με τη διάβαση του Υδάσπη ποταμού, ξέσπασε μια ξαφνική καταιγίδα, με βροντές και πολλή βροχή, που τον διευκόλυνε ώστε να μην γίνει αντιληπτός από το αντίπαλο στράτευμα, να διαβεί τον ποταμό ανενόχλητος και τελικά να νικήσει στη μάχη που επακολούθησε. Έτσι, εις ανάμνηση αυτού του γεγονότος, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και «θεία επέμβαση», στα αναμνηστικά νομίσματα της νίκης εναντίον του Πώρου, ο Αλέξανδρος αναπαραστήθηκε με κεραυνούς στο χέρι του (Bhandare 2007: 236-237, 245). Ένα πρόσθετο ενδιαφέρον στοιχείο, είναι το ότι στην ίδια κοπή με τα δεκάδραχμα, ίδιου τύπου ουσιαστικά, εντάσσονται και κάποια νομίσματα μικρότερου βάρους, τετράδραχμα, με παράσταση Ινδού ή σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα Πέρση τοξότη στον εμπροσθότυπο μαζί με τα αρχικά πάλι ΑΒ, αλλά και παράσταση πολεμικού ελέφαντα στον οπισθότυπο και το γράμμα Ξ. Εν τέλει, η απεικόνιση του Αλέξανδρου στα δεκάδραχμα πιθανόν να ενέχει το χαρακτήρα του θεοποιημένου κυριάρχου της Ασίας (γι’ αυτό και η περσική τιάρα) και βέβαια εξαίρει την κατάκτηση της Ινδίας. Υπάρχει άλλωστε και η θεωρία ότι τα νομίσματα αυτά κόπηκαν ως αριστεία για τους βετεράνους της εκστρατείας (Bhandare 2007: 219, 224-230, 253, Λιάμπη 2008: 9899)141. Όπως και να έχει, η απεικόνιση αυτή του Αλέξανδρου συνδυάζει τον τύπο του Αλέξανδρου δορυφόρου (αιχμηφόρου), που καθιέρωσε ο γλύπτης Λύσιππος, με το «θεϊκό» Αλέξανδρο του ζωγράφου Απελλή. Στο συμπέρασμα αυτό άλλωστε μας οδηγεί και η αναφορά του Πλουτάρχου, ότι δηλαδή ο Απελλής τον ζωγράφισε να κρατά τους κεραυνούς του Δία, κάτι που κατέκρινε ο Λύσιππος, ο οποίος θεωρούσε πως ήταν ανάρμοστο για έναν θνητό να αναπαρίσταται με θεϊκά χαρακτηριστικά. Ο Πλούταρχος βέβαια σημειώνει πως ο Απελλής ζωγράφισε τον Αλέξανδρο Κεραυνοφόρο με τόση ζωντάνια και φυσική έκφραση, ώστε λεγόταν ότι από τους δύο Αλέξανδρους «ὁ μέν Φιλίππου γέγονεν ἀνίκητος, ὁ δ’ Ἀπελλοῦ ἀμίμητος» (Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος, 4.2, Πλουτάρχου Β: 73-74). Γι’ αυτό ακριβώς και ο Αλέξανδρος αιχμηφόρος, για τον οποίο θεωρείται πως ο Λύσιππος είχε ως πρότυπο τον Δορυφόρο του Πολύκλειτου, αποτελεί ό,τι πιο ένδοξο και κοντινό στο θεϊκό μπορούσε να επιφυλάξει ο γλύπτης στον πάτρωνά του (Trofimova 2012: 25). Το 2005 δημοσιεύτηκε και ένα αμφιλεγόμενο χρυσό μετάλλιο ή νόμισμα, που ανταποκρίνεται σε διπλό χρυσό δαρεικό σε αξία και βάρος και βρέθηκε στο θησαυρό του Mir Zakah στο Αφγανιστάν. Το μετάλλιο αυτό, -αυθεντικό για πολλούς, αμφισβητούμενο ως πλαστό για κάποιους άλλους – αναπαριστά τον Αλέξανδρο με δορά ελέφαντα, τα κέρατα του Άμμωνα και την αιγίδα τυλιγμένη στο λαιμό του στη μία όψη, και έναν ελέφαντα στην άλλη με τα γράμματα ΑΒ (Βασιλέως Αλεξάνδρου το πιθανότερο) και Ξ . Το χρυσό μετάλλιο – νόμισμα θεωρείται επίσης ως αναμνηστικό της νίκης στον Ύδασπη ποταμό, αλλά και απόδειξη της αποθέωσης του Αλέξανδρου, όσο αυτός ήταν εν ζωή, αφού αναπαρίσταται Η Dahmen παρατηρεί πως τα συγκεκριμένα αυτά νομίσματα θα μπορούσαν να αποτελούν προϊόντα ενός κινητού «εκστρατευτικού» νομισματοκοπείου.Τοποθετεί γενικά την κοπή και κυκλοφορία τους στη Μεσοποταμία από κέντρα εξουσίας που θα ήθελαν να φανούν αρεστά στον Αλέξανδρο ((Dahmen 2007: 7-8). 141

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

108

αυτός με τα κέρατα του Άμμωνα.142 Η έρευνα επισημαίνει τις προφανείς ομοιότητες της αναπαράστασης του Αλέξανδρου στο μοναδικό αυτό αντικείμενο με τις αντίστοιχες νομισμάτων διαδόχων, δηλαδή του Πτολεμαίου, του Σελεύκου, του Λυσίμαχου, αλλά και του Αγαθοκλή των Συρακουσών (βλέπε αμέσως παρακάτω για τα νομίσματα αυτά και τους συμβολισμούς τους). Και πάλι η Bhandare απορρίπτει τη χρονολόγηση στην εποχή του Αλέξανδρου και το συσχετισμό με τη μάχη στον Ύδασπη ποταμό στη βάση της έλλειψης περισσότερων στοιχείων και τεκμηρίων, ωστόσο, κατά την άποψή μου, τίποτα δεν αποκλείει να ισχύει η προτεινόμενη χρονολόγηση του Bopearachchi καθώς και η ερμηνεία του (Bhandare 2007: 208-209, 248-251, 254). Μια ακόμα σπάνια «θεϊκή» απεικόνιση του Αλέξανδρου, που σώζεται από την αρχαιότητα, είναι το λεγόμενο «πετράδι του Νείσου» (εικόνα 23), σφραγιδόλιθος από σαρδώνυχα143 του Νείσου με βάση την επιγραφή, που χρονολογείται στον τρίτο αιώνα π.Χ. και πιθανολογείται ότι απεικονίζει χαμένο έργο του Πυργοτέλη: ο Αλέξανδρος με αναστολή στην κόμμωση αναπαρίσταται όρθιος σε θεϊκή γυμνότητα, να κρατά τους κεραυνούς του Δία στο ένα χέρι και να φέρει την Aιγίδα στο άλλο144 μαζί με θηκαρωμένο σπαθί, με έναν αετό μπροστά στα πόδια του και μια ασπίδα παραδίπλα (Stewart 1993: 200, Fulinska 2011: 162). Πρόσθετο τεκμήριο αποτελεί και η αναφορά του Παυσανία (5,25,1) για το αναθηματικό άγαλμα του Αλέξανδρου στο ιερό του Διός στην Ολυμπία –για το οποίο ήδη έγινε λόγος μπροστά στο ναό, που «υποτίθεται ότι μοιάζει στο Δία, ενώ στην πραγματικότητα είναι ο Βλέπε Holt F., Bopearachchi , O. (eds) The Alexander Medallion: Exploring the Origins of a Unique Artifact, Imago Lattara 2011. 142

Οι κατακτήσεις του Αλέξανδρου άνοιξαν νέες πηγές χρυσού και γνώρισαν στους Έλληνες νέα είδη πολύτιμων λίθων, όπως ο αιματίτης, με αποτέλεσμα η επεξεργασία τους να σημειώσει άνθηση και να καθιερωθεί και η τεχνική της ένθεσης πολύτιμων λίθων στη χρυσοχοϊα. Ένα πρώτο τεχνούργημα αυτής της νέας εποχής, χαρακτηριστικό για τις νέες τεχνικές και το πολυδάπανο της ολοκλήρωσής του, ήταν και το ταφικό όχημα του ίδιου του Αλέξανδρου, με χρυσή διακόσμηση και πολύτιμους λίθους, για το οποίο χρειάστηκαν δύο χρόνια για να κατασκευαστεί (Ling 1986/1996: 602). 143

Ο τύπος του Αλέξανδρου με Αιγίδα διασώζεται επίσης σε μαρμάρινα και χάλκινα αγαλματίδια, αντίγραφα ρωμαϊκών χρόνων, που βρίσκονται σήμερα διάσπαρτα σε διάφορα μουσεία, όπως το Βρετανικό, το Μουσείο του Λούβρου κ.α. (Fulinska 2011 B: 128-129, βλέπε και κεφάλαιο 2.2.). Η αιγίδα ήταν το δέρμα της Αμαλθείας αιγός, (ή μιας άλλης τερατόμορφης κατσίκας) που έθρεψε το Δία με το γάλα της, όταν αυτός ήταν παιδί. Ο Δίας μετά πήρε αυτό το δέρμα από την κατσίκα, προσφέροντάς της προς αντικατάσταση άλλο και ζήτησε από τον Ήφαιστο να του φτιάξει από αυτό μια αδιαπέραστη -ακόμα και από κεραυνό – ασπίδα. Ο Ήφαιστος ανταποκρίθηκε συνταιριάζοντας, μάλιστα, σε αυτήν και την κεφαλή της Γοργούς. Ο Όμηρος, πρώτος, αποκαλεί το Δία αιγίοχο και από αυτόν το χαρακτηρισμό προκύπτουν και οι καταιγίδες, που ο Δίας προκαλούσε. Ετυμολογικά, υπάρχει η άποψη πως η λέξη είναι προελληνική και δεν προέρχεται από την αρχαιοελληνική αίγα. Σύμφωνα πάλι με μια άλλη εκδοχή, την αιγίδα την έφτιαξε η ίδια η θεά Αθηνά, από το τομάρι μιας φοβερής γοργόνας, συμμάχου των γιγάντων, την οποία η Αθηνά σκότωσε (Ρούσσος 1986: 22, 101, 105, Πετροπούλου 1989: 26). Την αιγίδα λοιπόν έφερε ακόμα η Αθηνά και σπανιότερα ο Απόλλωνας. Αρκετές αναπαραστάσεις της Αθηνάς Προμάχου την απεικονίζουν με την αιγίδα να καλύπτει τον αριστερό της ώμο και χέρι σαν ασπίδα. Επομένως, με την υιοθέτηση της αιγίδας ο Αλέξανδρος εγκολπώνεται όχι μόνο τις ιδιότητες του πατέρα των θεών, αλλά και την πολεμική αρετή της Αθηνάς Προμάχου. 144

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

109

Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου», ανάθημα ενός Κορινθίου το 44 μ.Χ., που ήταν ορατό ακόμα την εποχή που έζησε ο Παυσανίας (2ος αιώνας μ.Χ.): «τὸ ἀνάθημα γὰρ τὸ πρὸς τῷ μεγάλῳ ναῷ ὑπὸ ἀνδρὸς Κορινθίου τεθέν, Κορινθίων δὲ οὐ τῶν ἀρχαίων ἀλλ᾽ οἳ παρὰ βασιλέως ἔχουσιν εἰληφότες τὴν πόλιν, τοῦτο τὸ ἀνάθημα Ἀλέξανδρος ἐστιν ὁ Φιλίππου, Διὶ εἰκασμένος δῆθεν»145. Τέλος και το Μυθιστόρημα του ψευδο –Καλλισθένη και συγκεκριμένα η αρχαιότερη παραλλαγή του, η α΄, (βλέπε παρακάτω, κεφάλαιο 2.9.) παρουσιάζει μια εικόνα του Αλέξανδρου με λαμπρότητα να στέκεται περιστοιχιζόμενος από από νεαρούς Μακεδόνες, «φορώντας την εσθήτα της ανατολής, χρυσό στεφάνι νίκης με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια, σαν το Δία. Και κανείς δεν μπορούσε να τον παρομοιάσει με κανέναν άλλο παρά μόνο με το Δία» (Καλλισθένης, 2005: 88). Γενικότερα, η καλλιτεχνική απεικόνιση του Αλέξανδρου κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο φαίνεται πως λειτουργούσε σαν μια απόπειρα συνδυασμού πολλών θεοτήτων στο πρόσωπό του και μέσα στο πλαίσιο του συγκρητισμού της εποχής. Ο Αλέξανδρος μέσω της τέχνης ξεπέρασε το πρότυπο του κοσμοκράτορα και το όριο της αποθέωσης και έφτασε στη θεοποίηση. Υπάρχει μάλιστα η άποψη ότι με την ενοποίηση των χαρακτηριστικών του Δία / Άμμωνα, του Απόλλωνα, του Διονύσου, του Ηρακλή, του θεού Ήλιου και κατ’ επέκταση του ανατολίτη Μίθρα στη μορφή του Αλέξανδρου, ενισχύθηκε το θρησκευτικό ρεύμα του μονοθεϊσμού (Fulinska 2011: 165). Ας θυμηθούμε ότι η ανεύρεση αγαλμάτων με τη μορφή του Αλέξανδρου με χαρακτηριστικά συγκεκριμένων θεοτήτων, όπως ακόμα και το άγαλμα του Αλέξανδρου –Πάνα στην Πέλλα, αλλά και άλλες αναπαραστάσεις του με θεϊκά χαρακτηριστικά, σαφώς και ενισχύουν την άποψη της ενοποίησης των χαρακτηριστικών θεοτήτων στη μορφή του Αλέξανδρου. Γεγονός είναι πως η καλλιτεχνική απεικόνιση του Αλέξανδρου με σύμβολα διαφόρων θεοτήτων –οι κεραυνοί του Δία, η δορά ελέφαντα του Διονύσου, (καθότι ο Διόνυσος έφτασε ως την Ινδία), η λεοντή και το ρόπαλο του Ηρακλή, τα κέρατα του Πανός, το ακτινωτό στέμμα του Ήλιου, η τρίαινα του Ποσειδώνα – υπήρξε επαναστατική για την εποχή της και σίγουρα εξυπηρετούσε την πολιτική προπαγάνδα του Μακεδόνα βασιλιά (Trofimova 2012: 27).

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0159%3Abook%3D5%3Ach apter%3D25%3Asection%3D1 145

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

110

2.4.2. Τα αλεξάνδρεια νομίσματα των διαδόχων Σημαντικό κεφάλαιο αναφορικά με την προσωπογραφία του Αλέξανδρου και τις ιδεολογικές προεκτάσεις της αποτελεί αναμφισβήτητα η νομισματοκοπία των διαδόχων του στα βασίλεια της ανατολής. Ιδεολογική χρήση της μορφής του Αλέξανδρου παρατηρείται πρώτα στον Πτολεμαίο Α΄, ιδρυτή της πτολεμαϊκής δυναστείας της Αιγύπτου, ο οποίος γύρω στο 320 π.Χ., πιθανόν μετά τη νίκη του εναντίον του Περδίκκα, έκοψε ασημένια τετράδραχμα με την κεφαλή του Αλέξανδρου και κάλυμμα δορά ελέφαντα με χαυλιόδοντες μαζί με μισο -συγκαλυμμένο κέρατο κριαριού του Άμμωνος –Διός (κάτω από τη δορά) στη μία όψη146. Αυτά αποτελούν σύμβολα κυριαρχίας του Αλέξανδρου στην Ασία, μια και η δορά ελέφαντα συμβολίζει τη νίκη του κατά του Πώρου, του βασιλιά της Ινδίας, αλλά ταυτόχρονα τα κέρατα του Άμμωνα λειτουργούν ως σύμβολα της επίσκεψης του Αλέξανδρου στο μαντείο του θεού στη Σίβα και κατά συνέπεια της θεϊκής καταγωγής του ως γιου του Άμμωνα -Διός και της συνακόλουθης εξουσίας του στην Αίγυπτο147. Στην άλλη όψη εξακολουθεί να υπάρχει παράσταση με ένθρονο Δία και την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ (εικόνα 24). Η κυκλοφορία αυτών των νομισμάτων περιορίστηκε στην Αίγυπτο, όπου κυκλοφόρησαν από τον Πτολεμαίο και χρυσοί στατήρες γύρω στο 315 π.Χ. με την ίδια απεικόνιση του Αλέξανδρου, καθώς και μπρούτζινα νομίσματα, στα οποία ο Πτολεμαίος πρόσθεσε και την απεικόνιση του Αλέξανδρου μόνο με τα κέρατα –σύμβολα του Άμμωνος Διός, ενώ η δορά ελέφαντα καταλήγει πλέον σε αιγίδα. Παράλληλα, γύρω στο 315 π.Χ. στην άλλη όψη ο ένθρονος Δίας δίνει τη θέση του στην Αθηνά Πρόμαχο (Dahmen 2007: 11,113-114). Μια άλλη σειρά νομισμάτων που έκοψε ο Πτολεμαίος, γύρω στο 315 π.Χ., απεικονίζουν τον Αλέξανδρο με τα παραπάνω χαρακτηριστικά (δορά ελέφαντα και κέρατα του Άμμωνα) αλλά και την προσθήκη μίτρας (ταινίας) κάτω από την πτυχή της κόμμωσης, σύμβολο πιθανότατα του Διονύσου - κατακτητή κι αυτού της μακρινής, ινδικής ανατολής, σύμφωνα με το μύθο - αλλά και της νίκης, μαζί με αιγίδα σε μικρογραφία. Η Dahmen παρατηρεί ακόμη πως η προσθήκη της ταινίας επιτρέπει να χαρακτεί ένα ακόμα προσωπογραφικό χαρακτηριστικό του Αλέξανδρου, η αναστολή στην κόμμωση. Στον οπισθότυπο υπάρχει παράσταση Αθηνάς Προμάχου με αετό και την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΟΝ ή ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΟΝ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ. Επομένως, πιθανόν ήδη με τον Πτολεμαίο, η δορά ελέφαντα στην κεφαλή να καθιερώνεται ως σύμβολο του Αλέξανδρου, όπως η λεοντή είναι του Ηρακλή και σε αντιστοιχία με το μυθικό πρόγονό του. Ως τεκμήριο της κατάκτησης της Ασίας, η δορά ελέφαντα συμβολίζει και την παγκόσμια ηγεμονία με τα μέτρα της εποχής, την ιδιότητα του ανίκητου για τον ιδρυτή της πρωτεύουσας των Πτολεμαίων και προστάτη της βασιλικής δυναστείας τους. Η διονυσιακή μίτρα πάλι παραπέμπει βέβαια στον θεό της Με τον ίδιο τρόπο απεικόνισαν τα νομισματικά τους πορτραίτα τόσο ο Δημήτριος Α΄ της Βακτρίας (200185 π.Χ.) όσο και ο Λυσίας της Ινδικής (120-110 π.Χ., Τουράτσογλου 1999: 124). 146

147

Dahmen 2007: 10-11, 113. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

111

άμπελου, κυρίαρχη θεότητα στο μακεδονικό πάνθεο, αλλά ειδικότερα παραπέμπει και στην ινδική εκστρατεία του Διονύσου, επομένως και σε αυτήν του Αλεξάνδρου. Τα κέρατα του Άμμωνα συμβολίζουν την «πατρότητα» του Αλεξάνδρου από το Δία –Άμμωνα, αλλά και το ανίκητο και την ηγεμονία του κόσμου επίσης. Τέλος, η αιγίδα αποτελεί σύμβολο προστασίας και παραπέμπει βέβαια και στον τύπο του Αλέξανδρου –Αιγίοχου, που είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Έτσι η μορφή του Αλέξανδρου «φορτώνεται» με ακόμη περισσότερα θεϊκά σύμβολα, αποτελώντας ουσιαστικά το υβρίδιο του θρησκευτικού συγκρητισμού, που θα κυριαρχήσει ως τάση στη θρησκεία των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων και στην ίδια την Αίγυπτο θα δώσει τη γέννηση του πιο πετυχημένου «νέου» θεού, του Σάραπι, ο οποίος θα γνωρίσει θαυμαστή εξάπλωση σε όλο τον αρχαίο κόσμο (Stewart 1993: 231-243, Dahmen 2007: 11,113-114). Η συγκεκριμένη σειρά νομισμάτων, πλούσια σε συμβολισμούς, εξυπηρετεί το στόχο της κατάδειξης της πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας και του πτολεμαϊκού βασιλείου γενικότερα ως τόπου σταθερότητας, ασφάλειας και ευημερίας, υπό την προστασία των Πτολεμαίων, του Αλέξανδρου, της Αθηνάς. Όταν ο Πτολεμαίος σταθεροποιήθηκε στην εξουσία άλλαξε και η εικονογραφία των νομισμάτων του, με τη δική του μορφή πλέον στη θέση του Αλέξανδρου (από το 305 π.Χ. και εξής) ενώ η μορφή του Αλέξανδρου με τα κέρατα του Άμμωνα και τη μίτρα περιορίστηκε στα χάλκινα νομίσματα με φθίνουσα συχνότητα όσο περνούσαν τα χρόνια. Η μορφή του Αλέξανδρου διατηρήθηκε ακόμα και στον οπισθότυπο σπάνιας σειράς χρυσών στατήρων (305-298 π.Χ.) με την κεφαλή του Πτολεμαίου, όπου απεικονίστηκε ως γυμνή ανδρική μορφή με αιγίδα και κεραυνό σε άρμα που το σέρνουν τέσσερις ελέφαντες, παράσταση που παραπέμπει και στην παρέλαση της γιορτής των Πτολεμαίων (βλέπε παρακάτω). Η μορφή του Αλέξανδρου με δορά ελέφαντα εμφανίζεται και στα νομίσματα του Πτολεμαίου Ε΄ (205-180 π.Χ., Stewart 1993: 243, Dahmen 2007: 13, 113), αλλά και αργότερα, σε χάλκινα νομίσματα του Πτολεμαίου Η΄ Ευεργέτη (περίπου 145-116 π.Χ.) πάλι με δορά ελέφαντά και Αιγίδα (νόμισμα σε Βρετανικό Μουσείο). Ακόμα, ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ Φιλομήτωρ (180-145 π.Χ.) εμφανίζεται στα νομίσματά του με το αλεξάνδρειο χαρακτηριστικό της αναστολής στην κόμμωση και με διάδημα στην κεφαλή. Φαίνεται λοιπόν πως αρχικά, μέχρι να ισχυροποιηθεί στην εξουσία, ο Πτολεμαίος έκανε ευρεία χρήση της μορφής του Μακεδόνα βασιλιά και πως το νομισματικό αλεξάνδρειο πρότυπο ακολούθησαν και οι απόγονοί του. Άλλωστε ο Πτολεμαίος ήταν αυτός που υφάρπαξε το μουμιοποιημένο σώμα του Αλέξανδρου και το μετέφερε αρχικά στη Μέμφιδα, το 321 π.Χ. για να το φέρει τελικά στην Αλεξάνδρεια, πιθανόν ένα χρόνο μετά. Εκεί, σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη, ανήγειρε τέμενος επάξιο της δόξας του Αλέξανδρου, στο οποίο και τον κήδευσε με μεγαλοπρεπείς «ηρωικές θυσίες» και τιμές.148 Κατά μια άλλη εκδοχή, η μεταφορά του σώματος στην Αλεξάνδρεια έγινε γύρω στο 290 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Β΄. Έτσι ο Αλέξανδρος πήρε τη θέση του ως προστάτης - ήρωας της πόλης που ο Διόδωρος Σικελιώτης, 18.28.3: «…κατασκεύασεν οὖν τέμενος κατά τό μέγεθος καί κατά την κατασκευήν τῆς Ἀλεξάνδρου δόξης ἄξιον, ἐν ὧ κηδεύσας αὐτόν καί θυσίαις ἡρωικαῖς καί μεγαλοπρεπέσι τιμήσας…». 148

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

112

ίδιος ίδρυσε και το σώμα του τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση στο Σήμα, την περιφραγμένη νεκρόπολη των Πτολεμαίων που ήταν τμήμα της βασιλικής συνοικίας (Stoneman 2008: 26667). Εξάλλου, ήταν ο Πτολεμαίος Β΄ αυτός που καθιέρωσε τη γιορτή των Πτολεμαίων, στη μνήμη του θεοποιημένου πατέρα του, κατά τη διάρκεια της οποίας γινόταν μεγαλειώδης πομπή - αναπαράσταση της εκστρατείας του θεού Διονύσου στην Ινδία, στην αρχή της οποίας εμφανιζόταν ένα άρμα με τα αγάλματα του Αλεξάνδρου και του Πτολεμαίου Α΄ στεφανωμένα με κισσό, το ιερό φυτό του Διονύσου. στη συνέχεια ακολουθούσε το άγαλμα του Δία και αμέσως μετά πάλι ένα ολόχρυσο άγαλμα του Αλέξανδρου πάνω σε άρμα που το έσερναν ελέφαντες, έχοντας εκατέρωθεν τα αγάλματα της Νίκης και της Αθηνάς 149. Ο συμβολισμός είναι ξεκάθαρος: οι Πτολεμαίοι, μέσω του νέου Διονύσου, δηλαδή του Αλέξανδρου, που επίσης έφτασε στην Ινδία, έχουν την θεϊκή προστασία του θεού Διονύσου και συνάμα του Διός. Παράλληλα, πίσω από την πρώτη απεικόνιση του Αλέξανδρου και του Πτολεμαίου στην πομπή ακολουθούσε η προσωποποιημένη Κόρινθος, μια υπόμνηση δηλαδή του Κοινού των Ελλήνων που ηγείτο ο Αλέξανδρος, καθώς και γυναίκες που αντιστοιχούσαν στις προσωποποιημένες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας που ήταν υποταγμένες στους Πέρσες (και απελευθέρωσε ο Αλέξανδρος), στοιχεία που μας επιτρέπουν και άλλες συνυποδηλώσεις: αυτές της προβολής τόσο του Αλέξανδρου όσο και των Πτολεμαιών ως ηγετών και προστατών των Ελλήνων. Συν τοις άλλοις, η επίδειξη απίστευτου πλούτου καθόλη την πομπή, συμπεριλαμβανομένων ενός χρυσού θύρσου μήκους 135 ποδιών, ενός ασημένιου δόρατος μήκους 90 ποδιών (σύμβολο της δορύκτητης γης;) και ενός χρυσού φαλλού μήκους 180 ποδιών (σύμβολο της ανεξαρτησίας της ελληνικής πόλης) προβάλλουν το Διόνυσο, τον Αλέξανδρο και τον Πτολεμαίο ως εγγυητές της σταθερότητας, της ασφάλειας και της ευημερίας της Αλεξάνδρειας και του βασιλείου τους. Η όλη πομπή, όπως περιγράφεται, θα πρέπει να έγινε το χειμώνα του 275-274 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 5, Stewart 1993: 24-25, 252-259, Polignac 1999: 7, Birt: 297-298, Dahmen 2007: 113). Με τις προπαγανδιστικές αυτές ενέργειες, οι Πτολεμαίοι ιδιοποιήθηκαν τη μνήμη του Αλέξανδρου, ανάγοντάς τον σε ιδρυτή και προστάτη της δυναστείας τους, ισχυροποιώντας έτσι τη θέση τους τόσο ανάμεσα στους ντόπιους πληθυσμούς που είχαν υποτάξει, -μέσω της σύνδεσης με τον Άμμωνα και το μαντείο της Σίβα - όσο και στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής που ασκούσαν, με τους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις με τα άλλα ελληνιστικά βασίλεια. Πιθανόν, ακριβώς επειδή ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τη μορφή του Αλέξανδρου για να επιβληθούν στο ντόπιο πληθυσμό, να ήταν αυτοί που έπλασαν το μύθο της καταγωγής του Αλέξανδρου από το Φαραώ Νεκτεναβώ Β΄(361-360), τον τελευταίο

Η περιγραφήτης πομπής δίνεται από τον Καλλίξεινο το Ρόδιο (έζησε πιθανόν γύρω στο 200 π.Χ.), έτσι όπως τη σώζει στο έργο του ο Αθήναιος. Αναλυτικά για την πομπή αυτή και την ερμηνεία της βλέπε Stewart 1993: 24, 252-260, 385. 149

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

113

αυτόχθονα Αιγύπτιο Φαραώ πριν την περσική κατάκτηση 150. Με το μύθευμα αυτό και έχοντας τον Αλέξανδρο ως συνδετικό κρίκο, θα μπορούσαν να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως τους… νόμιμους συνεχιστές της αιγυπτιακής φαραωνικής εξουσίας, όπως άλλωστε ξεκάθαρα επιζητούσαν. Υπάρχει ωστόσο και η αντίθετη άποψη, όπως εκφράζεται από τη Juanno (2015: 103-106): σύμφωνα με αυτήν, το μύθο της καταγωγής του Αλέξανδρου από τον τελευταίο Φαραώ της Αιγύπτου θα πρέπει μάλλον να τον έπλασαν οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι, επειδή ακριβώς ο μύθος αυτός θα τους επέτρεπε να βεβαιώνουν τη συνέχεια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος και να συμφιλιωθούν με την παρουσία ενός ξένου στο θρόνο (βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 2.9). Σε κάθε περίπτωση το μύθο αυτόν τον βρίσκουμε σε πλήρη ανάπτυξη ενσωματωμένο στην περίφημη Διήγηση του Αλέξανδρου του Ψευδο-Καλλισθένη, έργο του 3ου αιώνα μ.Χ. με προέλευση την πτολεμαϊκή Αίγυπτο, έργο στο οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικά στη συνέχεια. Χρυσούς στατήρες με τον τύπο του Αλέξανδρου –κυριάρχου της Ασίας (με δορά ελέφαντα στην κεφαλή) έκοψε και ο τύραννος των Συρακουσών Αγαθοκλής γύρω στο 310 π.Χ. ως αναμνηστικά της διπλής νίκης του κατά των Καρχηδονίων, δηλαδή της νίκης του κατά του καρχηδονιακού στρατού στην Αφρική, που τον οδήγησε σε πολιορκία της ίδιας της Καρχηδόνας και της πετυχημένης απόκρουσης των Καρχηδονίων κατά την πολιορκία των Συρακουσών, που έγινε παράλληλα από τους υπερασπιστές της πόλης. Οι στατήρες αυτοί αντιγράφουν ακριβώς το εικονογραφικό πρότυπο του Αλέξανδρου των Πτολεμαίων (Dahmen 2007: 14, 116), ωστόσο μάλλον δεν είναι ο ίδιος ο Αλέξανδρος που απεικονίζεται παρά νεαρή ανδρική μορφή –πιθανόν ο ίδιος ο Αγαθοκλής –στον τύπο του Αλέξανδρου. Εδώ λοιπόν διαπιστώνεται η υιοθέτηση του αλεξάνδρειου εικονογραφικού τύπου ως συμβόλου νίκης ενός άλλου Έλληνα ηγεμόνα της δύσης, σίγουρα ένα βήμα προς την καθιέρωση του ίδιου του Αλέξανδρου και των εικονογραφικών τύπων του ως πανελλήνιων συμβόλων. Χάλκινα και χρυσά νομίσματα (δαρεικούς) σε μικρό αριθμό εκδόσεων με παράσταση τον Αλέξανδρο στον εμπροσθότυπο με κάλυμμα δορά ελέφαντος με χαυλιόδοντες έκοψε ο Σεύλεκος, ιδρυτής του αχανούς ελληνιστικού βασιλείου των Σελευκίδων, το 302-298 π.Χ. και για μια περιορισμένη χρονική περίοδο. Στον οπισθότυπο υπάρχει η επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ μαζί με μια άγκυρα ή Νίκη με στέμμα ή και στυλίδα. Ορισμένες φορές μάλιστα, απεικονίζεται και ένα κερασφόρο άλογο, σαφής αναφορά στο μυθικό πια Βουκεφάλα (Stewart 1993: 314, Dahmen 2007: 117-118).151 Ο ίδιος βασιλιάς έκοψε και μια σειρά ασημένιων νομισμάτων στα Εκβάτανα και στα Σούσα, που αναπαριστούν στη μία όψη κεφαλή πολεμιστή με κράνος και δορά λεοπάρδαλης, κέρατα ταύρου και δερμάτινο μανδύα. Πιθανόν Μάλιστα υπάρχει πάπυρος του 2ου αιώνα π.Χ. ελληνικού κειμένου, που αποτελεί μετάφραση ή διασκευή ενός αιγυπτιακού πρωτοτύπου,με περιεχόμενο Το όνειρο του Νεκτεναβώ, το οποίο και του αποκαλύπτει το τέλος της βασιλείας του (Juanno 2015(2002): 93-96). 150

Η κοπή των συγκεκριμένων νομισμάτων έγινε με αφορμή τη συνθηκολόγηση του Ινδού βασιλιά Χαντραγκούπα, εναντίον του οποίου είχε εκστρατεύσει ο Σεύλεκος. Εναλλακτικά, η κοπή μπορεί να είναι αναμνηστική είτε της νίκης του συνασπισμού του Σέλευκου εναντίον του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου, το 301 π.Χ. είτε της ίδρυσης της Σελεύκειας, της πρωτεύουσας του αχανούς κράτους του (Dahmen 2007: 15). 151

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

114

να πρόκειται για τη μορφή του Αλέξανδρου –Διονύσου, μέσα από τη μορφή του Διόνυσου – Ταύρου, μια και ο ταύρος ήταν σύμβολο του θεού και τα κέρατα του ταύρου εμφανίζονται σε ελληνιστικές και ρωμαϊκές απεικονίσεις του θεού, ακριβώς με τη μορφή του Αλέξανδρου152. Στη σειρά αυτών των νομισμάτων, στον οπισθότυπο απεικονίζεται Νίκη να στεφανώνει τρόπαιο με επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΣΕΛΕΥΚΟΥ. (Stewart 1993: 316-317, Λιάμπη 2008:108, Fulinska 2011 B: 127-128, Trofimova 2012 A: 89-90). Πάντως, ο Λιβάνιος στον Αντιοχικό του λόγο σημειώνει πως οι Αθηναίοι έποικοι, που εγκατέστησε στην Αντιόχεια ο Σέλευκος, τον τίμησαν αναγείροντάς του χάλκινο ανδριάντα με την προσθήκη κεράτων ταύρου στην κεφαλή του και πως αυτό ήταν το γνώρισμα της Ιώς153. Στη νομισματοκοπία των Σευλεκίδων παρατηρούμε μια αντίστοιχη των Πτολεμαίων απόπειρα οικειοποίησης της μορφής του Μακεδόνα βασιλιά και χρήσης της ως συμβόλου κύρους και μέσου νομιμοποίησης της δικής τους εξουσίας. Αξίζει ακόμη να επισημανθεί πως, σύμφωνα με τον Αρριανό, ο Σέλευκος ίδρυσε δύο πόλεις με το όνομα «Αλεξάνδρεια» (Meeus 2009: 270), θέλοντας έτσι να τιμήσει τη μνήμη του νεκρού βασιλιά, αλλά και να τον μιμηθεί κι αυτός ως κτίστης. Παράλληλα με τους Πτολεμαίους και τους Σελευκίδες, η μορφή του Αλέξανδρου ως κερασφόρου πέρασε στη νομισματοκοπία του Λυσιμάχου, διαδόχου και αυτού του Αλέξανδρου και βασιλιά της Θράκης, σε ασημένιες δραχμές και τετράδραχμα από το 297 ως το 281 π.Χ. (εικόνα 25, Fulinska 2011 B: 128, Dahmen 2007: 16). Mε τα νομίσματα αυτά, ο Λυσίμαχος (στον οπισθοτυπο των οποίων αναπαρίσταται Νικηφόρος Αθηνά με την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΛΥΣΙΜΑΧΟΥ) διεκδικούσε συμβολικά την «θεϊκή» προστασία του Αλέξανδρου με τον ίδιο τρόπο που το επιδίωκαν οι Πτολεμαίοι και ο Σέλευκος. Άλλωστε το 285 π.Χ. απευθυνόμενος στους Μακεδόνες αποκάλεσε τον εαυτό του «φίλο και εταίρο του Αλέξανδρου». Ωστόσο ο Λυσίμαχος στα αλεξάνδρεια νομίσματα που κόβει ουσιαστικά εισάγει μια νέα, δυναμική και εκφραστική μορφή του Αλέξανδρου, με πιο έντονα τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά (πλούσια κόμμωση και αναστολή) και με ιδεαλιστικές τάσεις, με διαδηματοφόρα κεφαλή και με τα κέρατα του κριαριού, σύμβολα του Άμμωνος Διός, να προβάλλονται ιδιαίτερα. Στην άλλη όψη δεσπόζει η ένθρονη Αθηνά που κρατά μια μικρή Νίκη. Ένας γιος του Λυσίμαχου ονόματι Πτολεμαίος έκοψε παρόμοια νομίσματα στην πόλη Τηλεμεσσό της Λυκίας (Stewart 1993: 319-320, Dahmen 2007: 16-17, 50). Ο ίδιος ο Λυσίμαχος, άλλωστε, επανίδρυσε την πόλη Αντιγόνεια εν Τρωάδα ως «Ἁλεξάνδρεια» (Meeus 2009: 270). Τέλος, ακόμα και οι βασιλιάδες Μακεδονίας Δημήτριος ο Πολιορκητής (294-287 π.Χ.) και ο γιος του Αντίγονος Γονατάς (277 -239 π.Χ.) έκοψαν σπάνια σήμερα αργυρά τετράδραχμα με τους τύπους του Αλέξανδρου, -κεφαλή νεαρού Ηρακλή και ένθρονο Δία – αλλά με τα δικά τους ονόματα και βασιλικούς τίτλους. Άλλωστε, εκτός του τεκμηρίου Επιπλέον, μια ακόμη παράσταση του Διονύσου που εμφανίζεται υπό την επίδραση της εκστρατείας του Αλέξανδρου και γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή είναι η πορεία, εκστρατεία ή θρίαμβος του Διονύσου (Trofimova 2012 A: 90, 93, 97, 143). 152

Λιβάνιος, Αντιοχικός, oratio 11.96 σε R. Foerster, Libanii opera, vols. 1-4, Teubner, Leipzig 1903-1908, σε Thesaurus Linguae Greacae. 153

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

115

νομιμοποίησης που παρείχε το αλεξάνδρειο νόμισμα στους Μακεδόνες βασιλείς, ήταν και οικείο σε αγορές και στρατιώτες (Λιάμπη 2008:107, Τσαγκαράκη 2009: 30-31). Επιπλέον, πολλοί από τους διαδόχους του Αλέξανδρου στα μακρινά ελληνικά βασίλεια της ανατολής έκοβαν αναμνηστικά νομίσματα του Αλέξανδρου με τη γνωστή απεικόνισή του με λεοντή, στον τύπο του γενάρχη Ηρακλή, όπως μας φανερώνουν τα νομίσματα των βασιλέων Αγαθοκλέους της Βακτρίας (185-170 π.Χ., αργυρά τετράδραχμα με την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ), Ηλιοκλέους και Βορώνου του ελληνοβακτριανού βασιλείου στην Ινδία, (γύρω στο 100 π.Χ.). Στην περίπτωση του Αγαθοκλέως έχουμε την πρώτη επιγραφικά βεβαιωμένη νομισματική απεικόνιση του Αλέξανδρου ως Ηρακλή (Dahmen 2007: 18). Ο Ηλιοκλής του ελληνικού βασιλείου της Ινδίας έκοψε κι ένα αργυρό τετράδραχμο στον εμπροσθότυπο του οποίου απεικονίζεται ο ίδιος με μακεδονικό κράνος, δόρυ και πανοπλία και την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΗΛΙΟΚΛΕΟΥΣ. Στον οπισθότυπο απεικονίζεται όρθια ανδρική γενειοφόρα μορφή με δόρυ στο ένα χέρι154 και κεραυνό στο άλλο, στον τύπο του Αλέξανδρου από τα αργυρά δεκάδραχμα του νομισματοκοπείου της Βαβυλώνας και με την ίδια επιγραφή με αυτήν του εμπροσθότυπου αλλά στα ινδικά: Μαχαραγιάσα Δραμικάσα Ηλιγιακρεγιάσα (Μποπεαράτσι 1996:150). Εδώ είναι μάλλον απίθανο να απεικονίζεται ο ίδιος ο Αλέξανδρος αλλά μια υβριδική μορφή εξαιρετικού ενδιαφέροντος, που συνδυάζει τους εικονογραφικούς τύπους του Μακεδόνα βασιλιά με τα σύμβολα και χαρακτηριστικά του Δία και του θεού Ήλιου. Αυτό είναι και πάλι το σημαντικότερο συμπέρασμα από τη μελέτη της αλεξάνδρειας παράδοσης στη νομισματοκοπία, όσον αφορά την τέχνη: το ότι δηλαδή η αποτύπωση της μορφής και των τύπων του γιου του Φιλίππου αποτέλεσαν πρότυπα για μεταγενέστερους εικονογραφικούς τύπους σε μια τεράστια έκταση από τη Μεσόγειο ως την Ινδία. Τέλος, ακόμη και η προσωπογραφία του βασιλιά της Συρίας Αλέξανδρου Βαλά (150145 π.Χ.) στα νομίσματά του δείχνει να αποτελεί ηθελημένη προσπάθεια μίμησης της μορφής του Αλέξανδρου, η οποία τελικά αποτέλεσε γενικότερα το πρότυπο για την απεικόνιση του διαδηματοφόρου, με αλεξάνδρειαα κόμμωση νεαρού ηγεμόνα της ελληνιστικής εποχής. Από τους αλεξάνδρειους νομισματικούς εικονογραφικούς τύπους που αναφέρθηκαν, ο τύπος του διαδηματοφόρου Αλέξανδρου με ή χωρίς τα κέρατα του Άμμωνα αποδείχτηκε ο δημοφιλέστερος και διαρκέστερος, δεύτερος σε διάδοση υπήρξε ο τύπος του Αλέξανδρου – Ηρακλή, και τρίτος τύπος, κυρίως στην Αίγυπτο, είναι ο Αλέξανδρος κατακτητής –κυρίαρχος της Ασίας με δορά ελέφαντα, ενώ περιορισμένη χρήση είχε ο τύπος που έκοψε ο Σέλευκος με τον κρανοφόρο –κερασφόρο πολεμιστή. Οι νομισματικοί αυτοί εικονογραφικοί τύποι εξελίχθηκαν παράλληλα με τους τύπους απεικόνισης του Αλέξανδρου από τους επίσημους καλλιτέχνες του, το Λύσιππο, τον Απελλή, τον Πυργοτέλη (Τουράτσογλου 1999: 125, Dahmen 2007: 39-44, Λιάμπη 2008:107).

Ενδεχομένως βέβαια να πρόκειται για μακρύ σκήπτρο και όχι δόρυ, όπως συνήθως απεικονίζεται ο ένθρονος Δίας στα νομίσματα των Μακεδόνων βασιλέων. 154

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

116

2.4.3. Τα αλεξάνδρεια νομίσματα των πόλεων Παράδειγμα πρώιμης εμφάνισης της μορφής του Αλέξανδρου στα νομίσματα της αρχαιότητας αποτελούν τα χάλκινα νομίσματα της Ναυκρατίδος, ελληνικής πόλης στις εκβολές του Νείλου, και της Μέμφιδος της Κάτω Αιγύπτου, μεταξύ των ετών 331 -325 π.Χ. Στα νομίσματα της Ναυκρατίδος υπάρχει μάλιστα πάνω στην επιφάνεια η επιγραφή ΑΛΕ[ΞΑΝΔΡΟΥ] δίπλα στην κεφαλή του νεαρού, αγένειου άνδρα, ενώ στης Μέμφιδος υπάρχει κράνος φρυγικού τύπου ως κάλυμα κεφαλής. Φαίνεται πως οι τοπικές αρχές εξέδωσαν τα νομίσματα καί στις δυο περιπτώσεις ενώ σύμφωνα με μια θεωρία αυτά απεικονίζουν ανδριάντες που ανεγέρθηκαν στις πόλεις αυτές προς τιμή του Μακεδόνα βασιλιά (Dahmen 2007: 9-10, 111, Λιάμπη 2008: 102). Γενικότερα, όσο ο Αλέξανδρος ήταν ακόμα εν ζωή, διάφορες πόλεις του ελληνικού κόσμου αλλά και άλλων περιοχών έκοψαν νομίσματα με τους τύπους και το όνομά του: στις πόλεις Λάμψακο, Άβυδο, Μαγνησία, Μίλητο, Σάρδεις, Σίδη, Νάγιδο και Ταρσό της Μικράς Ασίας κυκλοφορούσαν χρυσά, αργυρά και χαλκά αλεξάνδρεια νομίσματα παράλληλα με την έκδοση των δικών τους νομισμάτων, ενέργεια ενδεικτική της αυτονομίας τους που του επέτρεψε να κρατήσουν ο Αλέξανδρος. Γνωρίζουμε ότι το 325/324 π.Χ. υπήρξε μια ογκώδης παραγωγή χρυσών και αργυρών αλεξάνδρειων τετράδραχμων από τις μικρασιατικές πόλεις Μίλητο, Κολοφώνα, Άβυδο και Λάμψακο. Από την Κύπρο αλεξάνδρεια νομίσματα έκοψαν οι πόλεις Αμαθούς, Κίτιο, Κούριο, Πάφος, Σαλαμίνα, από τη Συρία οι πόλεις Δαμασκός, Ιεράπολη, Μυρίανδρος, από τη Φοινίκη οι πόλεις Άκη, Άραδος, Βύβλος, Κάρνη, Σιδώνα από την Αίγυπτο η Μέμφιδα και η Ναύκρατη, όπως είδαμε με τη μορφή του Αλέξανδρου και από την ανατολή η Βαβυλώνα και τα Σούσα. Επειδή ακριβώς οι εικονογραφικοί τύποι των νομισμάτων στις παραπάνω περιπτώσεις ήταν ταυτόσημοι, προκειμένου να ξεχωρίζουν τη δική τους, εγχώρεια παραγωγή, οι πόλεις αποτύπωναν πάνω στις όψεις των νομισμάτων τα αρχικά της ονομασίας τους, ή κάποιο μονόγραμμα ή σύμβολο. (Λιάμπη 2008: 104-105)155. Γενικότερα, έχει επισημανθεί πως το 90% των αποθησαυρισμένων νομισμάτων του 3ου αιώνα π.Χ. που έχουν βρεθεί ως τώρα αποτελούνται από νομίσματα με τους τύπους του Αλέξανδρου. Στην Πελοπόννησο οι πόλεις Άργος και Μεγαλόπολη έκοψαν επίσης μια σειρά από αλεξάνδρεια νομίσματα στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. και το ίδιο έκανε και η Σικυώνα ως το 190 περίπου π.Χ. Πιο ανατολικά, η Χίος έκοψε κυρίως αλεξάνδρεια τετράδραχμα καθόλη σχεδόν τη διάρκεια του 3ου αιώνα π.Χ., ενώ νομισματοκοπεία από την Ηράκλεια Ποντική στα βόρεια ως τη Ρόδο στα νότια έκοψαν επίσης μεγάλες ποσότητες από «Αλέξανδρους»

Σε κάθε περίπτωση, οι επιρροές του αλεξάνδρειου νομισματικού τύπου είναι εμφανείς γενικότερα στη νομισματοκοπία της αρχαιότητας, από τα τέλη του 4 ου αιώνα π.Χ. και εξής. Για παράδειγμα, σε νόμισμα της Λαμίας, που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. (απεικονίζεται στην Ι.Ε.Ε. Δ΄: 247) αναπαρίσταται κεφαλή νεαρής μορφής με τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου (αναστολή στην κόμμωση) και με βασιλικό διάδημα. 155

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

117

γύρω στο 220-190 π.Χ., με το Βυζάντιο να συνεχίζει ως τον πρώτο αιώνα π.Χ. την κοπή των λυσιμάχειων «Αλέξανδρων»(Stewart 1993: 94, 325- 327). Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής πολλές πόλεις συνέχισαν να κόβουν αποκλειστικά δικά τους νομίσματα με παραστάσεις που απεικόνιζαν τον Αλέξανδρο και τους τύπους του, σε ορισμένες περιπτώσεις ως και το 165 μ.Χ. περίπου, δημουργώντας ένα μοναδικό φαινόμενο στην κλασική αρχαιότητα. Μάλιστα στα υπάρχοντα νομισματοκοπεία προστέθηκαν κι άλλα σε Ήπειρο, Ιλλυρία, Παιονία, Πελοπόννησο, Κεντρική Ελλάδα, Αίγυπτο, Εύξεινο Πόντο και αλλού.156. Απόδειξη της εμβέλειας και αξίας του αλεξάνδρειου νομίσματος αποτελούν οι πολυπληθείς απομιμήσεις του τον 3 ο αιώνα π.Χ. από θρακικά, κελτικά φύλα και ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών, της Τρανσυλβανίας, της Ουγγαρίας, της Βοημίας, Μοραβίας και Σλοβακίας, αλλά και της μακρινής ανατολικής Αραβίας με αραβικές επιγραφές (στην τελευταία ως τον πρώιμο 1 ο αιώνα μ.Χ.) Σε όλα αυτά τα νομίσματα ο Αλέξανδρος συνήθως αναπαρίσταται με την ηράκλεια λεοντή στην κεφαλή. Είναι ενδεικτικό ότι οι ορισμένες πόλεις της Μαύρης θάλασσας και της Μικράς Ασίας κατά τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. εξαναγκάστηκαν να κόψουν αλεξάνδρεια τετράδραχμα προκειμένου να εξαγοράσουν την ειρήνη και ελευθερία τους από τους επιδρομείς Γαλάτες, καθότι οι τελευταίοι μόνο με τέτοια νομίσματα δέχονταν το φόρο! (Λιάμπη 2008:106-107, 110, Dahmen 2008: 517). Το πρώτο λοιπόν «δολάριο» στην ιστορία της ανθρωπότητας ήταν το αλεξάνδρειο νόμισμα. Μια αξιοσημείωτη αλλαγή στα νομισματικά πορτραίτα του Αλέξανδρου από το 160 π.Χ. και εξής είναι η απεικόνισή του με μακρύτερη κώμη αλλά με τα ίδια νεανικά χαρακτηριστικά (Hargreaves). Κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους υπήρχαν συνολικά δεκάξι πόλεις στην ανατολή που έκοψαν χάλκινα νομίσματα με τους τύπους του Αλέξανδρου από τον πρώτο αιώνα μ.Χ., αρχικά από την περιοχή της Κιλικίας και στη συνέχεια στη Μικρά Ασία και στη Συρία (Demandt 2009: 14). Η Αλεξάνδρεια Κατ’ Ισσόν στην Κιλικία αποτελεί μια από τις πρώτες πόλεις που εκδηλώνει την ιδιαίτερη σχέση της με τον Αλέξανδρο157 μέσω της μορφής του στα νομίσματά της, επιλέγοντας ως παράσταση εμπροσθότυπου αρχικά την καλυμμένη με λεοντή κεφαλή του και στη συνέχεια τη διαδηματοφόρα κεφαλή με την αναστολή στην κόμμωση, την προτομή του με παρόμοια χαρακτηριστικά αλλά και την όρθια μορφή του ως ιδρυτή της πόλης στον οπισθότυπο με την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΝ από το 2ο αιώνα π.Χ. ως το 215 μ.Χ. (Dahmen 2007: 21-22, 124, κατά τα ρωμαϊκά χρόνια έχουμε και αναπαραστάσεις Ρωμαίων αυτοκρατόρων, όπως ο Τραϊανός). Η μακεδονική πόλη των Αιγών της Κιλικίας (η ονομασία της οποίας παραπέμπει βέβαια στην πρώτη πρωτεύουσα των Μακεδόνων πίσω στη Ακόμα και ελάσσονες βασιλείς από τα Βαλκάνια (Παιονία, Ιλυρία, Θράκη) έκοψαν αλεξάνδρεια νομίσματα, όπως ο Παίονας Αυδολέων, ο Ιλλυρίος Μονούνιος και ο Θράξ Κερσίβαυλος (Λιάμπη 2008: 108). Η Dahmen κάνει αναφορά για περίπου 26 νομισματοκοπεία που έκοβαν αλεξάνδρεια νομίσματα (Dahmen 2007: 108). 156

Η πόλη αυτή είτε ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Αλέξανδρο είτε από τον Σέλευκο Α΄ προς τιμή του Αλέξανδρου (Dahmen 2007: 77). 157

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

118

Μακεδονία)158 επίσης έκοψε χάλκινα νομίσματα με τη μορφή του Μακεδόνα βασιλιά για ένα διάστημα 300 περίπου ετών, από τον πρώτο στον τρίτο αιώνα μ.Χ. Στα νομίσματα αυτά αναπαρίσταται στη μία όψη η κεφαλή του Ρωμαίου αυτοκράτορα και στην άλλη η διαδηματοφόρος κεφαλή ή προτομή του Αλέξανδρου χωρίς όμως «θεϊκά» χαρακτηριστικά, όπως τα κέρατα του Άμμωνα που είδαμε σε άλλες αναπαραστάσεις του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σύμβολο της αίγας που εμφανίζεται για παράδειγμα κάτω από την κεφαλή του Αλέξανδρου σε νόμισμα της εποχής του Αδριανού, το 117 μ.Χ (Dahmen 2007: 22, 125-26). Άλλωστε Αιγές στα ελληνικά σημαίνει κυριολεκτικά η «πόλη των κατσικών» και βέβαια, ως η ονομασία της αρχαίας πρωτεύουσας του μακεδονικού βασιλείου, φανερώνει κάτι από τον αρχικό χαρακτήρα των Μακεδόνων: ορεσίβιοι και κτηνοτρόφοι –βοσκοί. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο όμως είναι η παράσταση νομίσματος του έτους 217 μ.Χ: εδώ φαίνεται μια κατσίκα με πυρσό ανάμεσα στα κέρατά της, παράσταση που είναι παρμένη ως μοτίβο από το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου του Μακεδόνος, στο οποίο θα γίνει εκτενής αναφορά στη συνέχεια. Πρόκειται πάντως για ένα στοιχείο που αποδεικνύει τη διάδοση του Μυθιστορήματος την εποχή περίπου που αυτό θα λάβει την πρώτη ολοκληρωμένη γραπτή μορφή του. Σύμφωνα με το φανταστικό επεισόδιο αυτό του Μυθιστορήματος, ο Αλέξανδρος ξεγέλασε τους Πέρσες πριν από τη μάχη της Ισσού με ένα τέχνασμα: έδεσε το βράδυ ανάμεσα στα κέρατα ενός κοπαδιού κατσικών πυρσούς και οι Πέρσες, βλέποντας το θέαμα στο σκοτάδι, πίστεψαν πως ο στρατός των Ελλήνων είναι τεράστιος, με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθούν και τελικά να ηττηθούν. Εις ανάμνηση αυτής της νίκης του ο Αλέξανδρος ίδρυσε την πόλη των Αιγών, λέει το Μυθιστόρημα. Εδώ βέβαια έχουμε και το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη, ιδρυτή μιας πόλης. Τέλος, τον ίδιο χρόνο, το 217/18 μ.Χ. στα νομίσματα των Αιγών της Κιλικίας επανέρχεται ο Αλέξανδρος -Ηρακλής με τη λεοντή, θεοποιημένος για άλλη μια φορά (Dahmen 2007: 23)159. Η Νίκαια της Βιθυνίας είναι άλλη μια πόλη που έκοψε νομίσματα με τη μορφή του Αλέξανδρου κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου, του διαδόχου του Κόμμοδου και του Αλέξανδρου Σεβήρου (περίπου 181 -184 και 222-235 μ.Χ.). Ο εμπροσθότυπος αυτών των νομισμάτων φέρει, ως παράσταση, την κεφαλή του εκάστοτε Ρωμαίου αυτοκράτορα, ο οπισθότυπος διαδηματοφόρα κεφαλή Αλεξάνδρου ή όρθια γυμνή μορφή του Μακεδόνα βασιλιά πάνω σε βάθρο με δόρυ και πιθανόν κεραυνό, η οποία αναπαριστά με βεβαιότητα κάποιο άγαλμά του που ήταν στημένο στη Νίκαια. Καί στις δύο περιπτώσεις υπάρχει συνοδευτική επιγραφή: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ ΝΙΚΑΙΕΙΣ (Dahmen 2007: 24-25, 126127,161). Το στοιχείο αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι δίνει ενδείξεις για λατρεία του Αλέξανδρου στην πόλη της Νίκαιας. Μάλιστα το άγαλμα συνδύαζε δύο εικονογραφικά χαρακτηριστικά που τα συναντήσαμε και στα ασημένια δεκάδραχμα της Βαβυλώνας, όταν ο Οι Αιγές της Κιλικίας μαρτυρούνται κατά την αρχαιότητα και με την ονομασία Αλεξανδρούπολη, στοιχείο που φανερώνει την πίστη των κατοίκων της πόλης ότι ιδρυτής της ήταν ο Αλέξανδρος (Juanno 2015 (2002): 420). 158

Σε άλλα νομίσματα πάλι της πόλης απεικονίζονται οι κεφαλές του Αλέξανδρου και του Ιουλίου Καίσαρα στη μία και στην άλλη όψη του νομίσματος αντίστοιχα (Amandry 2014). 159

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

119

Αλέξανδρος ήταν ακόμα εν ζωή, δύο χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στους δύο μεγάλους καλλιτέχνες του, το δόρυ (Λύσιππος) και τον κεραυνό (Απελλής). Σύμφωνα με τη Dahmen ο αγαλματικός αυτός τύπος θα μπορούσε να χρονολογηθεί από τη μέση ελληνιστική εποχή και μετά, τα ασημένια δεκάδραχμα όμως μας δείχνουν ότι θα μπορούσε να χρονολογηθεί και νωρίτερα, κατά τους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους. Στην περιοχή της Τρωάδας και συγκεκριμένα από την Άβυδο προέρχονται νομίσματα της εποχής των Ρωμαίων αυτοκρατόρων Κομμόδου (180 -192 μ.Χ.) και Σεπτίμιου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), που στη μία όψη τους απεικονίζουν τον αντίστοιχο αυτοκράτορα και στην άλλη τον Αλέξανδρο και τους Mακεδόνες πάνω σε πλοίο να διαβαίνουν τα στενά του Ελλησπόντου για τη Μικρά Ασία, μια απεικόνιση ταιριαστή για τη θέση της Αβύδου (Amandry 2014). Όσο για το Σεπτίμιο Σεβήρο, ήταν ο αυτοκράτορας που έκανε τη νικηφόρα εκστρατεία στην ανατολή κατά των Πάρθων, μεταξύ του 197-202, επομένως είχε να αντλήσει πολλά από το πρότυπο του Αλέξανδρου και να το προβάλλει εικονογραφικά με τη διάβαση στην Ασία. Με την Αλεξάνδρεια της Τρωάδας περνάμε στην κατηγορία των πόλεων που τίμησαν με τα ορειχάλκινα νομίσματά τους τον Αλέξανδρο ως ιδρυτή τους, «κτίστη». Η πόλη μετονομάστηκε έτσι από το Λυσίμαχο το 290 π.Χ. προς τιμή του Αλέξανδρου. Σύμφωνα με το Μέναδρο το Ρήτορα (3ος αιώνας μ.Χ.) η πόλη ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, αφού ο γιος του Φιλίππου πρώτα επισκέφτηκε το ιερό του Απόλλωνα Σμινθέα. Σε νομίσματα που έκοψε η πόλη από το 161 ως το 260 μ.Χ. απεικονίζεται ακριβώς αυτός ο μύθος: στον οπισθότυπο κάποιων σειρών ο Αλέξανδρος έφιππος καταφτάνει στο ιερό του Απόλλωνα, μπροστά στο άγαλμα του θεού, ενώ σε κάποιες άλλες σειρές αναπαρίσταται να προσφέρει θυσίες στο θεό και αυτός να του υποδεικνύει το μέρος όπου θα πρέπει να ιδρύσει την πόλη, στέλνοντας έναν αετό που κρατά στα νύχια του μια ταυροκεφαλή. Στο σημείο που ο αετός θα άφηνε την ταυροκεφαλή να πέσει, εκεί θα έπρεπε να ιδρυθεί και η πόλη (Dahmen 2007: 2627, 127). Οφείλουμε να παρατηρήσουμε κι ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο της παράστασης του οπισθότυπου του νομίσματος, που μας οδηγεί σε μια διαφορετική ή έστω παράλληλη ερμηνεία: το άγαλμα του θεού δείχνει να κρατά ένα κυκλικό αντικείμενο στο χέρι που αντιστοιχεί σε στεφάνι, το οποίο και προσφέρει στον Αλέξανδρο. Πρόκειται πιθανόν για απεικόνιση ενός επεισοδίου του Μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη: σύμφωνα με την παραλλαγή γ΄, όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στην Αίγυπτο, οδηγήθηκε στα ανάκτορα του μυθικού πατέρα του, του Φαραώ Νεκτεναβώ, όπου υπήρχε το άγαλμα του Φαραώ που κρατούσε στεφάνι. Και με το που πέρασε ο Αλέξανδρος την πύλη του ανακτόρου το άγαλμα έθεσε το στεφάνι στο κεφάλι του Μακεδόνα βασιλιά, ενώ σύμφωνα με την επιγραφή που έφερε το άγαλμα πάνω του, αυτός που θα στεφανωνόταν θα ἠταν ο γιος του Νεκτεναβώ και θα έδινε το όνομά του στην πόλη. Είχε προηγηθεί χρησμός του Απόλλωνα στους Αιγυπτίους να υποδεχτούν ειρηνικά τον Αλέξανδρο (Καλλισθένης 2005: 314,316, 320). Ακόμα, οι πόλεις Γέρασα της Δεκαπόλεως (τέλη 2ου –αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.) στη σημερινή Ιορδανία και η Απολλωνία της Πισιδίας (αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.) έκοψαν κατά τους χρόνους των Ρωμαίων αυτοκρατόρων Σεπτίμιου Σεβήρου και Καρακάλλα χάλκινα νομίσματα με τον

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

120

τύπο του Αλέξανδρου – Ηρακλή (Απολλωνία) ή ταινιοφόρου (Γέρασα) και την επωνυμία «Κτίστης». Η Καπιτωλιάς της Δεκάπολης επίσης έκοψε νομίσματα με την προτομή του Αλέξανδρου (τέλη 2ου και αρχές 3ου αιώνα μ.Χ., μαζί με προτομή Κόμμοδου στην πρώτη περίπτωση) με επιγραφή ΑΛΕΞΑ[ΝΔΡΟΣ] ΜΑΚΕ[ΔΩΝ] ΓΕΝΑΡ[ΧΗΣ], τονίζοντας την ιδιότητά του ως ιδρυτή της πόλης και σημαίνοντος προγόνου των κατοίκων της. Παράλληλα, στην απεικόνιση του Αλέξανδρου, το πολυτελές ένδυμα που πέφτει στους ώμους του συσχετίζεται με τα ενδύματα των Πάρθων ηγεμόνων της εποχής, δείγμα κι αυτό του συγκρητισμού της τέχνης. Η Καπιτωλιάς, όμως, έκοψε μαζί με τα γειτονικά Άβυλα ένα κοινό νόμισμα, ως δείγμα της μεταξύ τους ομόνοιας και των φιλειρηνικών σχέσεών τους. Πρόκειται για σπάνιο τύπο νομίσματος (γύρω στο 197-209 μ.Χ.) στη μια πλευρά του οποίου οι δύο αντίστοιχοι «κτίστες» των πόλεων, ο Αλέξανδρος για την Καπιτωλιάδα και ο Σέλευκος για τα Άβυλα, με στρατιωτική περιβολή και ταυτισμένοι από τις αντίστοιχες επιγραφές, δίνουν τα χέρια σε μια συμβολική κίνηση. Πιθανόν νόμισμα με κεφαλή Αλεξάνδρου με διάδημα να έκοψε και η Ιεράπολη κατά τον πρώτο αιώνα μ.Χ., όπως ίσως και η Επιφάνεια της Κιλικίας. Ενδιαφέρουσα είναι και η παράσταση σε ένα νομισμα από τη Σμύρνη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Φίλιππου του Άραβα γύρω στο 244-249 μ.Χ: σε αυτό αναπαρίσταται ο Αλέξανδρος κοιμώμενος κάτω από έναν πλάτανο με τη δίδυμη υπόσταση της Νέμεσης από πάνω του (εικόνα 26) και μπροστά του μια ταυροκεφαλή (σημάδι για τον τόπο που πρέπει να επανιδρύσει την πόλη), παράσταση που παραπέμπει σαφέστατα στην αναφορά του Παυσανία για το όνειρο που είδε ο Αλέξανδρος στο ιερό άλσος για την πόλη της Σμύρνης, αποδεικνύοντας έτσι, για άλλη μια φορά, πόσο ισχυρή είναι μια λαϊκή, τοπική παράδοση, ώστε να περνά σε αναφορές συγγραφέων και να υιοθετείται και από την τέχνη της εποχής της. Λίγο αργότερα, γύρω στο 268-270 μ.Χ. έχουμε από την πόλη Σαγάλασσο της Πισιδίας την απεικόνιση του Αλέξανδρου έφιππου –επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ – να εφορμά να κατακτήσει την πόλη με τη διαμεσολάβηση του Δία, που εικονίζεται στο κέντρο, και την καθοδήγηση ενός Πισιδιανού πολεμιστή (Bieber 1964: 81 - εικόνα 112, Τουράτσογλου 1999: 127, Dahmen 2007: 24, 27 -29, 33-34, 130, 132,162). Επιπλέον, στη ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας κυκλοφόρησαν από τις ρωμαϊκές αρχές αργυρά τετράδραχμα γύρω στο 90 -70 π.Χ, που φέρουν στη μία τους όψη το όνομα του Ρωμαίου αξιωματούχου Aesilla και κάποια σύμβολα, ανάμεσα στα οποία και το ρόπαλο του Ηρακλή και στην άλλη όψη κεφαλή κερασφόρου Αλεξάνδρου με την επιγραφή από κάτω ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ, ένδειξη ίσως μιας προσπάθειας τόνωσης του πατριωτικού αισθήματος των Μακεδόνων, με αναφορά στον ένδοξό τους βασιλιά. Η Dahmen συνδέει τη σειρά αυτή των νομισμάτων με την προσπάθεια των Ρωμαίων να αποκρούσουν το Μιθριδάτη, βασιλιά του Πόντου. Μια και τα νομίσματα αυτά βρέθηκαν σε «θησαυρούς» κυρίως της Βουλγαρίας θεωρεί ότι ήταν η αμοιβή που προσέφερε η Ρώμη σε θρακικά φύλα, προκειμένου να συστρατευτούν στον αγώνα κατά του Μιθριδάτη. Ο Αλέξανδρος εδώ απεικονίζεται με μακριά μαλλιά, εκφραστική φυσιογνωμία και γενικότερα στυλιστικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στην ύστερη ελληνιστική τέχνη. (Τσαγκάρη 2009: 60, Dahmen 2007: 18-20, 122, Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

121

βλέπε εικόνα 27). Οι μεταθανάτιες κοπές όλων αυτών των αλεξάνδρειων νομισμάτων κράτησαν ως το 165 μ.Χ. Οι παραπάνω απεικονίσεις του Αλέξανδρου σε νομίσματα διάφορων πόλεων της ελληνιστικής και κυρίως της ρωμαϊκής εποχής επιβεβαιώνουν τη διαχρονική και σταθερή σημασία της μορφής του Μακεδόνα βασιλιά. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε τον παράγοντα χρόνο, θα διαπιστώσουμε πως ιδιαίτερη έξαρση της κοπής τέτοιων αλεξάνδρειων νομισμάτων υπάρχει κατά τα τέλη του 2ου με αρχές 3ου αιώνα μ.Χ και σχετίζεται οπωσδήποτε με την Imitatio Alexandri των Σεβήρων (βλέπε παρακάτω, κεφάλαιο 2.8.).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

122

2.4.4. Τα νομίσματα του Κοινού των Μακεδόνων και τα αλεξάνδρεια μετάλλια Ξεχωριστή θέση στην αλεξάνδρεια νομισματοκοπία κατέχουν σαφώς τα νομίσματα του Κοινού των Μακεδόνων με έδρα τη Βέροια ανάμεσα στο 218-246 μ.Χ, με παράσταση το πρόσωπο ή την προτομή του Αλέξανδρου στον εμπροσθότυπο του νομίσματος (περίπου δέκα διαφορετικοί εικονογραφικοί τύποι) και διαφορετικές παραστάσεις (περίπου δέκα πάλι) του Αλέξανδρου αλλά και της Ολυμπιάδος160 στον οπισθότυπο, (όπου βέβαια εναλλακτικά εμφανίζονται και παραστάσεις έξω από τη θεματολογία του Αλέξανδρου, όπως του Δία, της Αθηνάς, του Διονύσου). Στον εμπροσθότυπο υπάρχει σταθερή η επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ενώ στον οπισθότυπο η επιγραφή ΚΟΙΝΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΝΕΩΚΟΡ[ΩΝ], ενώ σε κάποια νομίσματα εμφανίζεται στον οπισθότυπο η επιγραφή ΟΛΥΜΠΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΑ, ρητή αναφορά στις θρησκευτικές γιορτές και αγώνες που γίνονταν στη Βέροια κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμή του Αλέξανδρου, τουλάχιστον από το 229 μ.Χ. κι εξής, σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες. Μάλιστα τα συγκεκριμένα νομίσματα φέρουν παράσταση με τραπέζι πάνω στο οποίο υπάρχουν τα χρηματικά βραβεία και έπαθλα που δίνονταν στους νικητές των αγώνων. Παρόμοιος τύπος είναι αυτός με τα ίδια έπαθλα ανάμεσα σε δύο ναούς, προφανώς ναούς προς τιμή του Αλέξανδρου που υπήρχαν στη Βέροια. Οι κεφαλές και προτομές του Αλέξανδρου στον εμπροσθότυπο περιλαμβάνουν όλους τους εικονογραφικούς του τύπους, δηλαδή το διαδηματοφόρο161 με τα κέρατα του Άμμωνα ή χωρίς αυτά, τον Αλέξανδρο – Ηρακλή και δύο καινούργιους τύπους: τον Αλέξανδρο με αττικό κράνος, συχνά διακοσμημένο με φίδι (που παραπέμπει στο «θεϊκό» τρόπο σύλληψής του), γρύπες ή και σκηνές μάχης και προτομές του Αλέξανδρου που φέρουν και πανοπλία, δόρυ ή ασπίδα. Η φυσιογνωμία του Μακεδόνα βασιλιά αναπαρίσταται με εκφραστικότητα, δυναμισμό και χαρακτηριστικό στοιχείο τα μακριά μαλλιά που ανεμίζουν. Ο οπισθότυπος φέρει επίσης χαρακτηριστικές σκηνές του ηρωικού χαρακτήρα του: ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται έφιππος με δόρυ, συνοδευόμενος άλλοτε από φίδι και άλλοτε από σκύλο, να καταβάλλει είτε πεσμένο αντίπαλο είτε λιοντάρι, αναφορές στον πόλεμο και στο κυνήγι. Ιδιαίτερης σημασίας είναι οι απεικονίσεις ενός αγάλματος του Αλέξανδρου, που προφανώς υπήρχε στη Βέροια και σχετιζόταν με τη λατρεία του κατά την τέλεση των εορτών προς τιμή του: σε κάποια νομίσματα το άγαλμα αυτό απεικονίζεται πάνω σε κίονα ανάμεσα σε δύο ναούς, σε κάποια Η Ολυμπιάδα αναπαρίσταται είτε να πλαγιάζει σε κλίνη είτε να κάθεται σε θρόνο καί στις δυο περιπτώσεις με ένα φίδι μπροστά της. Το φίδι αυτό μπορεί να ερμηνευτεί με δύο τρόπους: είτε είναι μια αναφορά στη θέση της Ολυμπιάδος ως ιέρειας οργιαστικών μυστηρίων και μέσα στο πλαίσιο της οφιολατρίας της, όπως μας παραδίδουν οι αρχαίες πηγές (Πλούταρχος) είτε μια αναφορά στο μύθο της θεϊκής σύλληψης του Αλέξανδρου, σύμφωνα με τον οποίο ο Άμμων –Ζευς μεταμορφώθηκε σε φίδι και συνουσιάστηκε με την Ολυμπιάδα (Dahmen 2007: 140). 160

Το διάδημα ήταν μια ταινία που περιέβαλλε την κεφαλή ψηλά στην κόμμωση και ως βασιλικό έμβλημα το υιοθέτησε πρώτος ο Αλέξανδρος το 330 π.Χ. για να γίνει στη συνέχεια το σύνηθες σύμβολο της μοναρχίας (Price 1986/1996: 456, Stewart 1993: 127, Dahmen 2007: 36). 161

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

123

άλλα μόνο του, σε μεγένθυνση θα έλεγε κανείς: ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται όρθιος, με δόρυ στο χέρι κατά το λυσίππειο τύπο και με σπαθί μέσα στο θηκάρι στο άλλο, στο πρότυπο του σωτήρα βασιλέως, του νικητή και εγγυητή της ειρήνης. Επισημαίνεται από την έρευνα πως ο αγαλματικός αυτός τύπος χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα και για την απόδοση των λατρευτικών αγαλμάτων των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, στοιχείο κι αυτό της Imitatio Alexandri (βλέπε κεφάλαιο 2.8.), εφόσον βέβαια δεχτούμε το πρωιμότερο των αλεξάνδρειων αγαλμάτων αυτού του τύπου. Άλλες αναπαραστάσεις είναι η τιθάσευση του Βουκεφάλα (βλέπε εικόνα 28), ο Αλέξανδρος αιχμηφόρος με θώρακα και χλαμύδα και η Ολυμπιάδα σε κλίνη με έναν όφι. Σαφώς τα νομίσματα του Κοινού των Μακεδόνων αποτελούν ενδείξεις μιας τάσης περηφάνιας και αναζήτησης των ηρωικών προτύπων του παρελθόντος για τους Μακεδόνες του 3ου αιώνα μ.Χ. Από τα πρότυπα αυτά βεβαίως προκρίνουν τον εθνικό ήρωά τους και Πανέλληνα βασιλιά, τον Αλέξανδρο. Παράλληλα, σχετίζονται και με τις προσπάθειες των Ρωμαίων αυτοκρατόρων Ελαγάβαλου και Σεβήρου Αλέξανδρου να παγιώσουν την εξουσία τους εκμεταλλευόμενοι την ακτινοβολία του γιου του Φιλίππου, τον οποίο σέβονταν ούτως η άλλως, όπως και ο προκάτοχός τους Καρακάλλας ( Kuhnen 2005: 3031, Dahmen 2007: 31- 33, 62, 136-141, 163-164, Dahmen 2008: 498, 502, 504-508, 515-516, 522)162. Ενδεικτική της διάδοσης των νομισμάτων του Κοινού των Μακεδόνων στο χώρο της Μακεδονίας είναι η ανεύρεσή τους σε τάφους του νεκροταφείου ρωμαϊκών χρόνων στα Νέα Κερδύλλια Σερρών. Στους σχετικά πρόσφατα ανασκαμμένους τάφους βρέθηκαν συνολικά 31 τέτοια χάλκινα νομίσματα που χρονολογούνται στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. και κυρίως στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Γορδιανού Γ΄ (238-244). Τα νομίσματα του νεκροταφείου των Κερδυλλίων φέρουν τη γνωστή κεφαλή του Αλέξανδρου στη μία όψη και την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και μάλιστα μία φέρει λεοντή. Στην πίσω όψη υπάρχουν παραστάσεις του Αλέξανδρου με τον τύπο του αγάλματος με δόρυ, του ιππέα, με την Ολυμπιάδα με φίδι και άλλες, καθώς και με τη συνοδευτική επιγραφή ΚΟΙΝΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ (ΝΕΩΚΟΡΩΝ) (Μάλαμα – Νταράκης 2008: 86, 99, 102, 291, 355, 358, 443). Από τη ρωμαϊκή εποχή επίσης σώζονται χρυσά, αργυρά και χάλκινα μετάλλια με διάφορες παραστάσεις με θέμα τον Αλέξανδρο. Τα πιο διάσημα και πολύτιμα προέρχονται από τους θησαυρούς του Αμπουκίρ της Αιγύπτου, νησάκι στο Δέλτα του Νείλου (βρέθηκαν ανάμεσα σε άλλα χρυσά νομίσματα είκοσι μετάλλια με θέμα τον Αλέξανδρο) και της Ταρσού της Κιλικίας (τρία μεγάλα χρυσά μετάλλια, δύο με το πρόσωπο του Αλέξανδρου με λεοντή και διαδηματοφόρου και ένα με το πρόσωπο του Φιλίππου) και χρονολογούνται το πιθανότερο στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ., ίσως κατά τη βασιλεία του Αλέξανδρου Σεβήρου (Dahmen 2008: 494-95, 522). Υπάρχουν και άλλα, παρόμοιου ή μικρότερου μεγέθους μετάλλια, ορισμένα από τα οποία προέρχονται από τη Μακεδονία, για παράδειγμα τη Βέροια και τις Σέρρες, την Αθήνα, τη Μικρά Ασία (Dahmen 2008: 496-97). Πιθανόν τα μικρότερα μετάλλια να χρησιμοποιούνταν ως φυλαχτά εν ζωή και ως επιτάφια αφιερώματα, καθώς κάποια από Ήδη από το 187 π.Χ. ο βασιλιάς των Μακεδόνων Φίλιππος Ε΄ παραχώρησε στο Κοινό των Μακεδόνων το δικαίωμα κοπής δικών του νομισμάτων (Μακεδονίας νόμισμα 2009:59). 162

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

124

αυτά βρέθηκαν μέσα σε τάφους ως κτερίσματα (Dahmen 2008: 496, 499). Όλα τα μετάλλια φέρουν στον οπισθότυπό τους ελληνικές επιγραφές (ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ / ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ) και ορισμένα από αυτά συσχετίζονται στιλιστικά με τα χάλκινα νομίσματα του Κοινού των Μακεδόνων της Βέροιας. Σύμφωνα με μια πρόταση, οι παραστάσεις των μεταλλίων από το Αμπουκίρ και την Ταρσό και των χάλκινων νομισμάτων του Κοινού των Μακεδόνων μοιράζονται κοινά πρότυπα από τη Μακεδονία και συγκεκριμένα από τη Βέροια, πιθανόν αγάλματα και ζωγραφικές παραστάσεις, χαμένα σήμερα δυστυχώς (Dahmen 2008: 515). Προς την κατεύθυνση της αναζήτησης προτύπων σε αγάλματα για τις απεικόνισεις των μεταλλίων σύγκλίνουν κι άλλοι ερευνητές (Bieber 1964: 80). Τα μετάλλια αυτά φέρουν μοναδικές παραστάσεις, προσωπογραφίες όχι μόνο του Αλέξανδρου, αλλά και του Φιλίππου και της Ολυμπιάδας. Τρία γνωστά μοτίβα που επαναλαμβάνονται και στα μετάλλια είναι αυτά του Αλέξανδρου με λεοντή, του Αλέξανδρου κερασφόρου ή απλώς διαδηματοφόρου (εικόνα 29). Μάλιστα το χρυσό μετάλλιο από την Ταρσό απεικονίζει τον Αλέξανδρο με λεοντή και κέρατα του Άμμωνα ταυτόχρονα. Πιο σπάνιο εμφανίζεται στα μετάλλια από το Αμπουκίρ το μοτίβο με τον Αλέξανδρο να φοράει αττικό κράνος, το οποίο διακοσμείται εντυπωσιακά με σφίγγα στη βάση του λοφίου και με παράσταση πιθανόν Ταυροπόλου Αρτέμιδος στο πλευρό του. Άλλος τύπος μεταλλίου, πάλι από το Αμπουκίρ, παρουσιάζει τον Αλέξανδρο ως κοσμοκράτορα, με δόρυ και ασπίδα, (εικόνα 30) πάνω στην οποία αναπαρίσταται ο ζωδιακός κύκλος με τη Γαία, τον Ήλιο και τη Σελήνη στο κέντρο, μια πραγματικά σπάνια παράσταση, στην οποία η κεφαλή του Αλεξάνδρου δείχνει να αντιγράφει την αμφιλεγόμενη μαρμάρινη κεφαλή από το Πέργαμο, για την οποία έχει ήδη γίνει αναφορά. Μάλιστα παραστάσεις φέρει και στο θώρακά του, Αθηνά με αιγίδα και νεαρό Γίγαντα (Dahmen 2007:167, Dahmen 2008: 501, 509, 526-527). Κάποια μετάλλια φέρουν στον οπισθότυπο παράσταση με τον Αλέξανδρο έφιππο ως κυνηγό να καταβάλλει λιοντάρι (μετάλλια από την Ταρσό) ή ως θριαμβευτή έναντι πεσμένου αντιπάλου.163 Σε άλλες αναπαραστάσεις από τους οπισθότυπους του Αμπουκίρ κυριαρχεί η μορφή της φτερωτής Νίκης πάνω σε άρμα ή να κρατά μαζί με μικρό Έρωτα ασπίδα με παράσταση ανδρικής και γυναικείας μορφής (ο Αλέξανδρος και η Ρωξάνη;) δίπλα σε τρόπαιο μάχης με καθιστές μορφές άνδρα με φρυγικό σκούφο και νεαρής γυναίκας. Επιπλέον σε οπισθότυπους από το Αμπουκίρ αναπαρίσταται και ο τύπος του Αλέξανδρου –κυνηγού με κάπρο αυτή τη φορά, δίπλα σε δέντρο με κουλουριασμένο φίδι. Υπάρχει μάλιστα ένα μοναδικό με τον Αλέξανδρο πάνω σε όπλα και ανάμεσα σε δυο πολεμιστές, έχοντας πίσω του Για λεπτομέρειες σχετικά με τις αναπαραστάσεις του θεματικού κύκλου του Αλέξανδρου στα σωζόμενα μετάλλια και την ερμηνεία της προέλευσής τους βάσει της τεχνοτροπίας βλέπε Dahmen 2008: 501-539 και τους αντίστοιχους εκεί πίνακες. Οφείλουμε να επισημάνουμε τις εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ των διακοσμητικών μοτίβων από τα μετάλλια του Αλέξανδρου με τα πρόσφατα ευρήματα της ανασκαφής στον τύμβο Καστά στην Αμφίπολη. Μεταξύ αυτών, θα συμπεριλαμβάναμε το μοτίβο της σφίγγας (που, όμως, απαντάται και σε άλλους μακεδονικούς τάφους), την ταυροπόλο Αρτέμιδα, που είχε σημαντικό ιερό στην Αμφίπολη, το δέντρο με το κουλουριασμένο φίδι και πιθανόν πορτραίτο του ίδιου του Αλέξανδρου σε ανάγλυφη σύνθεση (βλέπε ανακοινώσεις για τον τύμβο της Αμφίπολης στο Α.Ε.Μ.Θ. 2015 (4.3.2016). 163

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

125

το Βουκεφάλα και με την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ (Dahmen 2008: 529, πίνακας 105). Πιθανόν να πρόκειται για κάποια ένδειξη ότι οι Φίλιπποι στην ανατολική Μακεδονία υπήρξαν ο τόπος κατασκευής του συγκεκριμένου μεταλλίου, πιθανόν να δείχνει μια ιδιαίτερη σχέση του Αλέξανδρου με τους Φιλίππους. Ωστόσο ο πληθυντικός ΒΑΣΙΛΕΩΝ μάλλον παραπέμπει σε ηγεμόνες με το όνομα Φίλιππος, όχι στο τοπωνύμιο της διάσημης πόλης. Έτσι, θα μπορούσε να αποτελεί μια ένδειξη για τη χρονολόγηση του μεταλλίου στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Φίλιππου του Άραβα και ο πληθυντικός να παραπέμπει σε αυτόν και στο πιθανό πρότυπό του, το Φίλιππο Β΄ έχοντας ως συνδετικό κρίκο τον Αλέξανδρο. Ένα ακόμη μετάλλιο από το Αμπουκίρ (σήμερα στο Μουσείο Walters της Βαλτιμόρης) φέρει στον οπισθότυπό του σπάνια παράσταση με τον Αλέξανδρο σε τέθριππο να στεφανώνεται από μια Νίκη και με Αμαζόνα και γενειοφόρο πολεμιστή να περιστοιχίζουν το άρμα. Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί το ότι στον οπισθότυπο ενός μεταλλίου ο Αλέξανδρος εμφανίζεται να παίρνει τα όπλα του από μια φτερωτή Νίκη: η ασπίδα του απεικονίζεται με έμβλημα τη μάχη του Αχιλλέα με την Πενθεσίλεια, απεικόνιση που τη συναντάμε και σε μεταγενέστερο χάλκινο μετάλλιο των αρχών του 5ου αιώνα μ.Χ. αλλά και στη διακόσμηση της περίφημης ασπίδας που βρέθηκε στον τάφο του Φιλίππου στη Βεργίνα. Ο εμπροσθότυπος ενός τέτοιου μεταλλίου (υπάρχει και με οπισθότυπο με παράσταση Νηρηίδας) παρουσιάζει εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον: απεικονίζει το Ρωμαίο αυτοκράτορα Καρακάλλα σε προφίλ, με δόρυ και ασπίδα, πάνω στην οποία απεικονίζεται στο κέντρο κεφαλή του Αλέξανδρου και από πάνω ο Αλέξανδρος –κυνηγός λιονταριού (Dahmen 2007: 166, Dahmen 2008: 526-529, πίνακας 105, Dahmen 2008 B: 128-130). Σαφέστατα, η παράσταση αυτή αποτελεί ένα στοιχείο που μας επιτρέπει να συσχετίσουμε άμεσα τη δημιουργία τέτοιων μεταλλίων καί με την Imitatio Alexandri των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η στιλιστική εξέταση των χρυσών μεταλλίων αλλά και η εξέταση της σύστασης των μετάλλων τους αποδεικνύει, σύμφωνα με τη Dahmen, ότι τα δύο σύνολα, δηλαδή του Αμπουκίρ και της Ταρσού, προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο και είναι της ίδιας εποχής (Dahmen 2008: 509-512). Αρχικά υπήρχε η θεωρία πως τα μετάλλια αυτά δίνονταν ως έπαθλο στους γυμναστικούς ή μουσικούς αγώνες της Βέροιας, έδρας του Κοινού των Mακεδόνων (Dahmen 2008: 505). Φαίνεται όμως πως τα χρυσά αυτά μετάλλια κατασκευάστηκαν στη Βέροια της Μακεδονίας, πιθανόν υπ’ ευθύνη του Μακεδονιάρχη, του αρχιερέα που προϊστατο στις γιορτές του Κοινού των Μακεδόνων κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ., με σκοπό να δοθούν ως δώρα στους υψηλά προσκεκλημένους των αγώνων και γιορτών (βλέπε Dahmen 2008: 518-520, όπου αναλυτικά και η επιχειρηματολογία απόρριψης της χρήσης τους ως έπαθλα σε αγώνες)164. Επομένως η μορφή του Αλέξανδρου παρέμεινε εμβληματική στον Ωστόσο υπάρχει και η άποψη πως η παραγωγή αυτών των μεταλλίων έγινε στη Ρώμη και όχι στη Βέροια, βλέπε Touratsoglou I., “Tarsos, Aboukir, etc. before and after. Once again” American Journal of Numismatics 20 (2008), σελ. 479-492 (από υποσημείωση Λιάμπη 2008: 111, όπου και δίνεται πλήρης βιβλιογραφία για τα νομίσματα του Αλέξανδρου). 164

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

126

πολιτισμό των υπό ρωμαϊκή κυριαρχία Μακεδόνων και συμβολικά σφράγιζε τις ύψιστες διακρίσεις και τιμές που μπορούσαν να αποδοθούν σε κάποιον. Παράλληλα, μέσα από τις αποτυπώσεις της στην τέχνη της εποχής (νομίσματα, μετάλλια κ.α.) χρησιμοποιήθηκε για την εξύψωση του πατριωτικού φρονήματος των Μακεδόνων, τάση που γίνεται ιδιαίτερα έντονη κατά τις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ., συνεπικουρούμενη από την κυρίαρχη Imitatio Alexandri των Σεβήρων. Τότε χρονολογούνται και κάποιες άλλες ενδείξεις της τάσης αυτής, όπως για παράδειγμα οι αναμνηστικές επιγραφές για τον Αλέξανδρο, που βρέθηκαν χαραγμένες στα εσωτερικά τοιχώματα του –ήδη τότε συλημένου – μακεδονικού τάφου Δ΄ στο ανατολικό νεκροταφείο της Πέλλας (Χρυσοστόμου 2011: 273, βλέπε και κεφάλαιο 2.5). Τέλος, στην ίδια εποχή χρονολογούνται νομισματόμορφα περίαπτα που βρέθηκαν στη Βόρεια Ελλάδα, τα οποία φέρουν στη μία πλευρά την κεφαλή του Αλέξανδρου και στην άλλη ένα λέοντα με την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Φαίνεται πως τα περίαπτα αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακτά του ατόμου που τα φορούσε (Demandt 2009: 416), αναδεικνύοντας ξανά την ιδιότητα του αλεξίκακου στο πρόσωπο του Μακεδόνα βασιλιά.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

127

2.5. Το ζήτημα της θεοποίησης του Αλέξανδρου Οι ποικίλες μαρτυρίες των πηγών και τα αρχαιολογικά τεκμήρια γύρω από τη λατρεία του Αλέξανδρου (λατρευτικά αγάλματα, ειδώλια, νομίσματα, μετάλλια, φυλακτά κ.α., βλέπε κεφάλαια 2.1 -2.4) μας φέρνουν αντιμέτωπους με ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια στην έρευνα του Αλέξανδρου, το ζήτημα της θεοποίησής του: υπήρξε συνειδητή επιλογή του ίδιου του Μακεδόνα βασιλιά και αν ναι από πότε και γιατί; Ποια υπήρξε η συνεισφορά των προσώπων του περιβάλλοντός του στην κατασκευή του «θεϊκού» προφίλ του και ποιες οι αντιδράσεις στην εποχή του; Ποια ήταν η εξέλιξη της διαδικασίας θεοποίησής του μετά το θάνατό του; Όπως ήδη επισημάνθηκε, το θεϊκό προφίλ του Αλέξανδρου φαίνεται πως υπήρξε απότοκο της καλλιέργειας από τον ίδιο του ευρύτερου μυθικού προφίλ του, της σύνδεσής του με τον Ηρακλή και τον Άμμωνα, με κύριο χαρακτηριστικό τη θεϊκή του καταγωγή, το ότι ήταν γιος θεού, κάτι που για πρώτη φορά επισημοποιείται με τη «θαυμαστή» επίσκεψή του στο ιερό του Άμμωνα στην όαση της Σίβα, όπου ο Αλέξανδρος, ρωτώντας τον ιερέα αν τιμωρήθηκαν οι φονιάδες του πατέρα του, έλαβε την απάντηση πως κανείς δεν μπορεί να βλάψει τον πατέρα του (διότι ακριβώς αυτός είναι θεός) και πως τεκμήρια της θεϊκής του καταγωγής θα αποτελέσουν τα μελλούμενα κατορθώματα και το αήττητό του (Διόδωρος Σικελιώτης: 17.51). Για το ίδιο γεγονός, σύμφωνα με τον Καλλισθένη, ο ιερέας του μαντείου είπε ξεκάθαρα στον Αλέξανδρο ότι είναι γιος του Δία, μια πληροφορία που τη διασώζει ο Στράβων (Ι.Ζ΄ 813-14, σε Η. –Στ. Αποστολίδη 2015: 138). Αναφέρεται από το Στράβωνα πως πριν τη μάχη των Γαυγαμήλων πρόλαβαν τον Αλέξανδρο πρέσβεις από τη Μίλητο, για να του ανακοινώσουν πως, σύμφωνα με την προφητεία του Διδυμαίου Απόλλωνα, είναι γιος του Δία και πως θα νικήσει στα Γαυγάμηλα (Καργάκος 2014:Β.156). Ο Καλλισθένης πάλι αναφέρει πως, λίγο πριν τη μάχη στα Γαυγάμηλα, ο Αλέξανδρος ύψωσε το χέρι στους ουρανούς και παρακάλεσε τους θεούς, αν είναι πράγματι γιος του Δία, να προστατέψουν τους Έλληνες και να τους συμπαρασταθούν (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 33). Οι αρχαίες πηγές δίνουν κάποιες ακόμη ενδείξεις για την ιδέα και τη διαδικασία «θεοποίησης» του Αλέξανδρου: στο ατυχές συμπόσιο που έληξε με τη δολοφονία του Κλείτου από τον Αλέξανδρο, αναφέρεται πως κατά τη διάρκεια της λογομαχίας τους ο Κλείτος του επιτέθηκε φραστικά λέγοντας πως «με το αίμα των Μακεδόνων και τα τραύματά τους στη μάχη έγινες τόσο σπουδαίος, ώστε απαρνούμενος το Φίλιππο να λογίζεις τον εαυτό σου γιο του Άμμωνα» (Πλούταρχος:Αλέξανδρος, 50). Σύμφωνα με τον Αρριανό, την άνοιξη του 327 π.Χ. (λίγο μετά από το επεισόδιο που οδήγησε στη δολοφονία του Κλείτου), ο Ανάξαρχος έφτασε σε σημείο να πει πως «είναι δικαιότερο να θεωρηθεί ο Αλέξανδρος θεός παρά ο Διόνυσος και ο Ηρακλής» και ότι είναι δικαιότερο οι Μακεδόνες να του απονείμουν θεϊκές τιμές όσο είναι ακόμα ζωντανός παρά αφού πεθάνει (Αρριανός: Δ΄.10.5)165. Ο Αρριανός μάλιστα τονίζει πως, σύμφωνα με κάποιες διαδόσεις, ο ίδιος Ο Πλούταρχος πάλι αναφέρει για το χαρακτηριστικό αυτόν αυλοκόλακα του Αλέξανδρου πως μια φορά, που είχε καταιγίδα με δυνατές βροντές, ρώτησε τον Αλέξανδρο αν ήταν αυτός, ο «γιος του Δία», που βροντά με 165

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

128

ο Αλέξανδρος προτιμούσε να προβάλλεται ως γιος του Άμμωνα παρά του Φιλίππου (Αρριανός: Δ.΄9.9.). Οι αναφορές αυτές συνδέθηκαν αμέσως με την πράξη της προσκύνησης, στην οποία οι Μακεδόνες –και ο Καλλισθένης με τελικό κόστος τη ζωή του – αντέδρασαν έντονα. Σύμφωνα πάλι με τον Αρτεμίδωρο τον Εφέσιο, οι κάτοικοι της Εφέσου αρνήθηκαν την οικονομική βοήθεια του Αλέξανδρου στην επισκευή του ναού της Εφεσίας Αρτέμιδος με τη δικαιολογία ότι «δεν πρέπει με τη βοήθεια θεού να φτιάχνουμε αναθήματα στους θεούς». Ο Αιλιανός αναφέρεται στην επιστολή του Αλέξανδρου προς τους Έλληνες, με την απαίτηση να λατρεύεται ως θεός, επιστολή που συνόδευε την επίσημη εξαγγελία του διατάγματός του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 324 π.Χ. για την επιστροφή των εξορίστων στις πόλεις τους166. Σύμφωνα με τον Tarn, η συγκεκριμένη απαίτηση του Αλέξανδρου δεν είχε ουσιαστικά θρησκευτικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούσε ένα πολιτικό μέσο παρέμβασης στις αυτόνομες ελληνικές πόλεις (Tarn 1948 (2014): 158). Και ο παλιότερος ιστορικός του Αλέξανδρου, ο Γερμανός Droysen, τονίζει, επίσης, τον πολιτικό χαρακτήρα του μέτρου (Droysen / Αποστολίδης 1993: 633). Μια άλλη αναφορά του Πλουτάρχου στα Ηθικά του δείχνει να επιβεβαιώνει τον πολιτικό χαρακτήρα της παραπάνω εντολής. Αν και η αλήθεια αυτής της απαίτησης του Αλέξανδρου αμφισβητείται από μερίδα ερευνητών, ωστόσο φαίνεται εκ του αποτελέσματος πως οι κατά τόπους εκπρόσωποι του Αλέξανδρου πέτυχαν, ως ένα βαθμό, να επιβάλλουν σε κάποιες ελληνικές πόλεις την απόδοση θεϊκών τιμών στο πρόσωπό του, τουλάχιστον μετά το θάνατό του, ή και λίγο πριν από αυτόν:167 το 323 π.Χ. επισκέφτηκαν τον Αλέξανδρο στη Βαβυλώνα Έλληνες θεωροί, στεφανωμένοι, όπως ακριβώς θα παρουσιάζονταν μπροστά σε ένα θεό (Bengston 1991 (1948): 315)168. Φαίνεται ότι η προπαγάνδα θεοποίησης εμπεδώθηκε σχετικά σύντομα από τους ίδιους τους στρατιώτες του, άσχετα με το αν την πίστευαν ή όχι: σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη, ο στρατός του Αλέξανδρου, σε μια πανηγυρική τελετή στα Σούσα της Περσίας προς τιμή του και προς τιμή του Φιλίππου, έστησε τους βωμούς τους πλάι στους βωμούς των θεών και τους πρόσφερε θυσίες (Ιωαννίδης 1958: 180). Κατά τη στάση των Μακεδόνων τέτοιο τρόπο, για να λάβει μια περιπαικτική απάντηση από τον Αλέξανδρο (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 28). Τις απόψεις αυτές του Ανάξαρχου συμμερίζονταν και άλλοι αυλοκόλακες, όπως ο Άγης ο εποποιός, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δε δίσταζαν να αντιπαραβάλλουν το Μακεδόνα βασιλιά και με τους Διόσκουρους, από τους οποίους, όπως έλεγαν, ήταν ανώτερος (Αρριανός: Δ΄. 8.3., 9.9). Το ότι ο Αλέξανδρος ντυνόταν έτσι ώστε να μοιάζει με κάποιους θεούς, π.χ. τον Ηρακλή και τον Ερμή, είναι ένα στοιχείο που αναφέρει ο Αθήναιος, στηριζόμενος σε πληροφορίες από το έργο του Έφιππου Περί τῆς Ἡφαιστίωνος καί Ἀλεξάνδρου Τελευτῆς (Αθήναιος, 12.53). Ο Hammond εκθειάζει τον Αλέξανδρο για το διάγραμμα της επιστροφής των εξορίστων, πιστώνοντάς του αποφασιστικότητα και ειλικρίνεια και τονίζοντας πως η θέλησή του να επιβάλλει συνθήκες ομαλότητας στον ελληνικό κόσμο υπερέβαινε τον πολιτικό ρεαλισμό του υπολογισμού αντιδράσεων στο διάταγμα αυτό από ισχυρές πόλεις, όπως η Αθήνα ή οι Αιτωλοί (Hammond 2007 (1972) B: 89-91). 166

167

Για την αμφισβήτηση της αναφοράς του Αιλιανού βλέπε Leiva 2013: 30-32.

«Καί πρεσβεῖαι δέ ἐν τούτω ἐκ Ἑλλάδος ἧκον, καί τούτων οἱ πρέσβεις αὐτοί τε ἐστεφανωμένοι Ἀλεξάνδρω προσῆλθον καί ἐστεφάνουν αὐτόν στεφάνοις χρυσοῖς, ὡς θεωροί δῆθεν ἐς τιμήν θεοῦ ἀφιγμένοι» (Αρριανός: Ζ.΄23.2). 168

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

129

στρατιωτών στην Ώπι τον Απρίλη του 324 π.Χ. ο Αρριανός αναφέρει πως οι στασιαστές, αγανακτισμένοι από τις προθέσεις του, έλεγαν στον Αλέξανδρο με ειρωνική διάθεση να συνεχίσει την εκστρατεία με τον πατέρα του τον Άμμωνα (Αρριανός: Ζ’.8.3). Αργότερα το ίδιο έτος, κατά τις γιορτές των Διονυσίων στα Εκβάτανα, ο Γόργος, ο βασιλικός οπλοφύλακας, διακήρυξε πως στεφανώνει κι αυτός το γιο του Άμμωνα με 3000 χρυσά στεφάνια (Droysen/Αποστολίδης 1993: 669-670). Χρήσιμες πληροφορίες για τη θεοποίηση του Αλέξανδρου αποκομίζουμε και από τον Πολύβιο, το έργο του οποίου αποτελεί το αρχαιότερο από τα σωζόμενα με αναφορές στον Αλέξανδρο (2ος αιώνας π.Χ.). Ο Πολύβιος επαινεί τους ρήτορες της εποχής του Αλεξάνδρου, οι οποίοι στάθηκαν ενάντιοι «ταῖς Ἀλεξάνδρου τιμαῖς ταῖς ἰσοθέοις» και στέκεται ιδιαίτερα στο Δημοσθένη, που κατέκρινε το θνητό Αλέξανδρο, ο οποίος έλαβε την αιγίδα και τον κεραυνό (Πολύβιος:12.23). Οι παραπάνω αναφορές είναι σημαντικές, διότι μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι το ζήτημα της θεοποίησης του Αλέξανδρου ακόμη συζητείτο κατά το 2ο αιώνα π.Χ. Συν τοις άλλοις, ο Πολύβιος κάνει λόγο για τιμές «ισόθεου», όχι θεού, κάτι που μας προσανατολίζει περισσότερο στο να δεχτούμε ότι ο Αλέξανδρος επιδίωκε την αποθέωσή του, να γινει ισόθεος ως ένδοξος βασιλιάς και όχι θεός. Τέλος, ο Πολύβιος επιβεβαιώνει τα αποθεωτικά χαρακτηριστικά της αιγίδας και του κεραυνού στην εικονογραφία του Αλέξανδρου κατά την εποχή του. Ίσως σε κάποιο βαθμό προς αυτή την κατεύθυνση της θεοποίησης να κινήθηκε και το οικογενειακό του και γενικότερα το στενό του περιβάλλον, κυρίως η μητέρα του Ολυμπιάδα, όπως τεκμαίρεται από μια δήλωση που ο Αρριανός βάζει στο στόμα του Καλλισθένη: πως δηλαδή το κατά πόσο ο Αλέξανδρος είναι μέτοχος μιας θεϊκής ουσίας εξαρτάται από τον ίδιο τον ιστορικό το αν θα γίνει πιστευτό, και όχι από τα ψέμματα που αραδιάζει η Ολυμπιάδα για τη γέννησή του (Droysen/Αποστολίδης 1993:Α-221, Β-464-65). Οι ιστορίες της Ολυμπιάδας με τις αναφορές της στην πατρότητα του Αλέξανδρου «ἐκ δράκοντος ἤ Ἄμμωνος» εμφανίζονται και στους λόγους του φιλοσόφου Δίωνος Χρυσοστόμου (Περί Βασιλείας, Δ΄, 19). Μάλιστα ο Πλούταρχος αναφέρει κι ένα περιστατικό, που δείχνει τη στενή σχέση του Αλέξανδρου με τον Άμμωνα, ήδη…πριν από τη γέννησή του: σύμφωνα με αυτό, ένας Δελφικός χρησμός επέβαλε στο Φίλιππο να θυσιάσει στον Άμμωνα, τον οποίο θα έπρεπε να σέβεται περισσότερο από κάθε άλλον θεό. Επίσης, το μαντείο αποκάλυψε στο Φίλιππο πως θα έχανε το ένα του μάτι, αυτό με το οποίο κρυφοκοίταξε από την πόρτα την Ολυμπιάδα, την ώρα που πήγαινε μαζί της ο θεός με μορφή φιδιού (Πλούταρχος, Αλέξανδρος: 3). Παράλληλα με τις ιστορίες του περιβάλλοντος του Αλέξανδρου, αρχαιολογικά τεκμήρια, όπως τα ασημένια «δεκάδραχμα του Πώρου» ή το αμφιλεγόμενο χρυσό μετάλλιο του Mir Zakah (βλέπε κεφ. 2.4.1) δείχνουν πως η διαδικασία ηρωοποίησης και αποθέωσης του Αλέξανδρου μέσω της τέχνης, που κορυφώθηκε κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, ξεκίνησε πιθανόν όσο ο Αλέξανδρος ήταν ακόμα εν ζωή και οπωσδήποτε μετά την επίσκεψή του στο μαντείο του Άμμωνος –Διός στη Σίβα. Η απαίτηση μάλιστα του Αλέξανδρου να του αποδοθούν θεϊκές τιμές από τις ελληνικές πόλεις συνδέεται πιθανόν και με την πολιτική της συγχώνευσης της ανατολής με τη δύση (Droysen / Αποστολίδης 1993: Β-634). Η πολιτική αυτή ένωση θα μπορούσε αρχικά να γίνει εφικτή μόνο μέσα από το πρόσωπο του ηγεμόνα αυτής

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

130

της οικουμενικής αυτοκρατορίας, δηλαδή του Αλέξανδρου. Επομένως, προκειμένου να ισχυροποιήσει το συμβολισμό του προσώπου του, προχώρησε στη θεοποίησή του στην ανατολή και προς ολοκλήρωση του πολιτικού του οράματος απαίτησε η θεϊκή του υπόσταση να αναγνωριστεί και στη δύση. Πάντως οι Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας μάλλον με σκωπτική διάθεση και ειρωνεία δέχτηκαν αυτήν την απαίτηση του Αλέξανδρου: «Αφού ο Αλέξανδρος θέλει να είναι θεός, ας είναι και θεός!», είπαν οι Σπαρτιάτες, ενώ και ο Δημοσθένης είπε στην αθηναϊκή εκκλησία του δήμου πως ο Αλέξανδρος, εφόσον το θέλει, μπορεί να είναι και γιος του Δία ή του Ποσειδώνα, όπως αναφέρει ο Υπερείδης σε λόγο του κατά του Δημοσθένη για την υπόθεση του χρηματισμού του αντι –Μακεδόνα ρήτορα από τον Άρπαλο, το φυγάδα θησαυροφύλακα του Αλέξανδρου. Στις ίδιες κατηγορίες κινήθηκε και ο Δείναρχος, σε λόγο που εκφώνησε κατά του Δημοσθένη στις αρχές του 323 π.Χ., επίσης για τη δίκη του χρηματισμού του από τον Άρπαλο. Προκειμένου να αποδείξει το ασταθές του ήθους του Δημοσθένη169, τον κατηγόρησε πως άλλοτε υποστήριζε πως πρέπει να αποδίδονται οι θείες τιμές μόνο στους παραδεδομένους θεούς και άλλοτε είχε δηλώσει πως ο δήμος της Αθήνας δεν πρέπει να αμφισβητεί τις θεϊκές τιμές στον Αλέξανδρο. Άλλοι πάλι τάχθηκαν κατά της απόδοσης θεϊκών τιμών στον Αλέξανδρο, όπως ο Πυθέας και ο Λυκούργος. Η κυρίαρχη άποψη των κατοπινών συγγραφέων πάντως, έτσι όπως αποκρυσταλλώθηκε αργότερα και από τον Πολύβιο (βλέπε παραπάνω), φαίνεται πως έδινε δίκιο στους Αττικούς ρήτορες για την ορθότητα της πολεμικής τους κατά της θεοποίησης του Αλέξανδρου (Droysen/Αποστολίδης 1993: Β-634-35, Luschen 2013: 48-49, 53, Καργάκος 2014:184-186). Από τα παραπάνω γίνεται σαφές πως στην Αθήνα το ζήτημα της θεοποίησης του Αλέξανδρου προκάλεσε έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, στις οποίες ενεπλάκησαν σπουδαίοι ρήτορες και πολιτικοί, όπως ο Δημοσθένης, ο Δημάδης και ο Υπερείδης 170, αντιπαράθεση που φαίνεται πως έληξε με τη συμβιβαστική λύση να λατρεύεται ο Αλέξανδρος ως…Διόνυσος (σύμφωνα με μια αμφιλεγόμενη μαρτυρία του Διογένη Λαέρτιου). Φαίνεται πως η πρόταση θεοποίησης του Αλέξανδρου από το Δημάδη δεν έγινε κατ’ εντολή του Μακεδόνα βασιλιά, αλλά ήταν μάλλον μια πρωτοβουλία του φιλομακεδόνα ρήτορα, που, όχι μόνο απορρίφθηκε, αλλά του κόστισε τελικά κι ένα βαρβάτο χρηματικό πρόστιμο. Άλλωστε ο Δημάδης ήταν αυτός που, όταν αναγγέλθηκε στους Αθηναίους ότι ο Αλέξανρος πέθανε, αυτός αντέδρασε και είπε πως αν κάτι τέτοιο ίσχυε, όλος ο κόσμος θα καλυπτόταν από την ευωδία του νεκρού (ενώ στη συνέχεια υπήρξε και αντίδραση του Φωκίωνα, Πλουτάρχου, Φωκίων, 22.5-6). Ο Δημοσθένης πάλι, όπως είδαμε, αντιμετώπισε το ζήτημα Σύμφωνα με τον Αισχίνη (στο λόγο του «Κατά Τιμάρχου») ο Δημοσθένης καταφέρθηκε κατά του Αλέξανδρου χαρακτηρίζοντάς τον άμουσο και απαίδευτο άνθρωπο, ενώ και ο Πλούταρχος παραδίδει πως στο λόγο που εκφώνησε ο Αθηναίος ρήτορας μετά την καταστροφή της Θήβας, προκειμένου να πείσει τους συμπολίτες του να μην παραδώσουν τον ίδιο και άλλους τέσσερις πολιτικούς στον Αλέξανδρο ως ομήρους, χαρακτήρισε το Μακεδόνα βασιλιά «μονόλυκο» (Καργάκος 2013: 166, 215). 169

170

Stewart 1993: 23. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

131

μάλλον με ειρωνεία, ίσως και με καιροσκοπισμό και ο Υπερείδης ήταν επικριτικός, καθότι στο λόγο που εκφώνησε για τους νεκρούς του Λαμιακού Πολέμου το 322 π.Χ. κάνει λόγο για εξαναγκασμό των Αθηναίων να αποδίδουν θεϊκές τιμές σε ανθρώπινα πρόσωπα, υπονοώντας την επιβολή των Μακεδόνων, αν πράγματι βέβαια στο συγκεκριμένο λόγο αναφερόταν στο ζήτημα της θεοποίησης του Αλέξανδρου (Stirpe 2006: 101, Μπουραζέλης 2008: 64, 68-70, leiva 2013: 32-33, Luschen 2013: 54, 56). Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν μαρτυρίες που αποδεικνύουν πως ο ίδιος ο Μακεδόνας βασιλιάς ειρωνευόταν τη «θεϊκή» υπόστασή του171, μην πιστεύοντας βεβαίως σ’ αυτήν, αλλά πως ήταν μια αίσθηση πολιτικού κριτηρίου που του ενέπνευσε τη στροφή προς το… θεϊκότερον, όπως μαρτυρεί και ο Πλούταρχος (Πλουτάρχου Αλέξανδρος, 28, Μπουραζέλης 2008: 68). Ο Αλέξανδρος είχε το πολιτικό αισθητήριο για να διαγνώσει πως η απόδοση θεϊκών τιμών στο πρόσωπό του παράλληλα με την ανεξιθρησκία και το σεβασμό των ηθών και εθίμων των κατακτημένων λαών θα λειτουργούσε θετικά για τη συνοχή της τεράστιας αυτοκρατορίας του. Άλλωστε θα πρέπει να είχε γνώση των απόψεων του δασκάλου του, του Αριστοτέλη, ο οποίος στα Πολιτικά του διακρίνει πέντε τύπους μοναρχίας, εκ των οποίων τον τελευταίο και ανώτερο τον χαρακτηρίζει ως παμβασιλεία, δηλαδή απόλυτη μοναρχία έναντι «πόλεως καί ἔθνους ἕνός ἤ πλειόνων» με βάση τη βούληση ενός βασιλιά (Αριστοτέλη, Πολιτικά, 1285b, 1287a). Τονίζει ακόμη ο Αριστοτέλης πως αυτό το είδος βασιλείας και διαχείρησης των κοινών είναι δίκαιο να υφίσταται, μόνο όταν ο ένας, ο βασιλιάς, (ή το γένος, η οικογένειά του) υπερέχει από τους υπόλοιπους ανθρώπους πάρα πολύ στην αρετή, οπότε και αυτοί οφείλουν να τον υπακούν. Για τον Αριστοτέλη, άλλωστε, ένας τέτοιος άνδρας, ανώτερης αρετής και πολιτικής ικανότητας, θα φαινόταν σαν θεός ανάμεσα στους υπόλοιπους (Αριστοτέλη, Πολιτικά, 1284α, 1288α, Tarn 1948 (2014): 128, Stirpe 2006: 102-103). Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως σπέρματα των απόψεων αυτών του Αριστοτέλη υπάρχουν και στη φιλοσοφική σκέψη του δικού του δασκάλου, του Πλάτωνα. Πράγματι, ο Πλάτων στην Πολιτεία του, περιγράφοντας το καθήκον του φιλόσοφου –βασιλιά, τονίζει ότι όσο αυτός πλησιάζει το «θεϊκό και κόσμιο», τόσο και και ο ίδιος γίνεται «θεϊκός και κόσμιος», εξομοιούμενος με αυτό.172 Επομένως, είναι λογικό να υποθέσουμε πως τέτοιες διδαχές αποτέλεσαν τη βάση –αλλά όχι τη μοναδική αιτία - της ενάρετης φύσης του Σύμφωνα με τον Αθήναιο, ο Φύλαρχος, στο 6ο βιβλίο των Ιστοριών του αναφέρει πως, όταν ο Νικησίας ο αυλοκόλακας είδε τον Αλέξανδρο να έχει σπασμούς από ένα φάρμακο που είχε πάρει, του είπε: «Βασιλιά μου, τι πρέπει να κάνουμε εμείς, όταν εσείς οι θεοί υποφέρετε έτσι»; Για να πάρει την απάντηση από τον Αλέξανδρο, που μετά βίας μπορούσε να σηκώσει το βλέμμα του: «Ποιοι θεοί; Φοβάμαι μήπως γίναμε εχθροί γι’ αυτούς τους θεούς» (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 6.58, βλέπε 171

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:2013.01.0003:book=6:chapter=58&highlight =alexander). Σύμφωνα με τον Πλούταρχο πάλι, (Αλέξανδρος, 28), όταν μια φορά ο Αλέξανδρος πληγώθηκε από βέλος και από το τραύμα άρχισε να τρέχει αίμα, είπε στους γύρω του: «Αυτό, φίλοι μου, είναι το ρέον αίμα μου και όχι ιχώρ, σαν κι αυτόν που ρέει στις φλέβες των αθανάτων». «θείω δή καί κοσμίω ὅ γε φιλόσοφος ὁμιλῶν, κόσμιος τε καί θεῖος εἰς τό δυνατόν ἀνθρώπω γίγνεται» (Πλάτων, Πολιτεία,6.500b). 172

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

132

Αλέξανδρου, της προσπάθειάς του για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ηγεμονίας, καθώς και της επιδιωκόμενης προβολής του αντίστοιχα ως «θεού»ή «γιου θεού». Συν τοις άλλοις, ο Αλέξανδρος θα πρέπει να είχε οπωσδήποτε υπόψη του αυτό που ο εκατόχρονος Ισοκράτης έγραψε στον «Παναθηναϊκό» του το 339 π.Χ. απευθυνόμενος στον πατέρα του Φίλιππο, στο πλαίσιο της διατύπωσης της Πανελλήνιας Ιδέας: «Κι όταν θα έχεις αναγκάσει τους Πέρσες να υπηρετούν τους Έλληνες και το μεγάλο βασιλιά να εκτελεί ότι εσύ προστάζεις, δε θα χρειάζεσαι τίποτα άλλο, παρά να γίνεις θεός».173 Ο Αλέξανδρος αυτό το έπραξε και – ακολουθώντας αποδεδειγμένα το «φιλίππειο» πρότυπο (βλέπε υποσημείωση 3)– είναι εξίσου λογικό να συμπεράνουμε πως καί η προτροπή αυτή του Ισοκράτη τον οδήγησε στη σύλληψη της απόδοσης θεϊκών τιμών στο πρόσωπό του, τιμές που, εν τέλει, δε σήμαιναν ότι είχε πιστέψει ότι ήταν θεός, όπως αντιλαμβανόμαστε σήμερα τη λέξη. Περισσότερο σήμαιναν μια αναγνώριση της εξέχουσας φύσης του και των υπεράνθρωπων πράξεών του, μια ύψιστη αναγνώριση της αριστείας του σε βαθμό τέτοιο, που να θεωρεί ότι δικαιούται να είναι πάρεδρος των θεών. Εν τέλει είναι δύσκολο να αποφανθούμε σε ποιο βαθμό ικανοποιήθηκε πλήρως η επιθυμία του Αλέξανδρου να του αναγνωρίζεται θεϊκή καταγωγή όσο ο ίδιος ήταν εν ζωή και ο τίτλος «γιος του Άμμωνα» μπορεί τελικά να έμεινε σε επίπεδο κολακείας, χωρίς τη θεσμοθέτηση αντίστοιχης λατρείας. Πέρα από τα προαναφερόμενα τεκμήρια, που οπωσδήποτε φανερώνουν ότι η αναγνώριση θεϊκής καταγωγής ήταν μέσα στους στόχους του Αλέξανδρου, υπάρχουν και κάποιες άλλες ενέργειές του, που δεν πρέπει να θεωρούνται αποδείξεις αυτής της πολιτικής. Αναφέρεται, για παράδειγμα, από τον Πλούταρχο ότι ο Αλέξανδρος μια φορά ορκίστηκε στον Άμμωνα (και σε άλλους θεούς) ότι αγαπά τον Ηφαιστίωνα και τον Κρατερό περισσότερο απ’ όλους τους ανθρώπους, αλλά αυτό δε φανερώνει για τον Αλέξανδρο και υιοθέτηση θεϊκής υπόστασης «ως γιος του Άμμωνα» (Πλουτάρχου:Αλέξανδρος, 47). Το ίδιο μπορούμε να ισχυριστούμε και για τις σπονδές που έκανε ο Αλέξανδρος στον Άμμωνα, στον Ηρακλή και στος άλλους θεούς, κατά την έναρξη της πλεύσης του Υδάσπη ποταμού, ή για τις θυσίες που έκανε στα νησιά των εκβολών του Ινδού ποταμού, κατά παραγγελία του Άμμωνα, όπως ο ίδιος είπε (Αρριανός: ΣΤ.΄3.2, 19.4): οι ενέργειες αυτές φανερώνουν τη γνωστή ευσέβεια του Αλέξανδρου καί προς τον Άμμωνα, δεν αποτελούν τεκμήρια προβολής του ως θεϊκού του πατέρα. Ωστόσο, ενέργειες τέτοιου είδους θα μπορούσαν να δώσουν λαβή στον περίγυρο του Μακεδόνα βασιλιά να αρχίσουν να διαδίδουν διάφορα. Στην Αίγυπτο πιθανότατα ο Αλέξανδρος δεν είχε απολαύσει θεϊκές τιμές όσο ήταν εν ζωή και παραμένει ασαφές το κατά πόσο τελικά αναγορεύτηκε Φαραώ από το τοπικό ιερατείο (Leiva 2013: 21-24). Βέβαια υπάρχουν αναφορές ότι ο Αλέξανδρος φορούσε την αμφίεση και τα κέρατα του Άμμωνα, ανάμεσα στους τύπους άλλων θεών, όπως του Ερμή (πέτασος και κηρυκείο), του Ηρακλή (λεοντή και ρόπαλο) ακόμη και της Αρτέμιδος (με τόξο

173

Κανατσούλης 1967: 21, Bengston 1991 (1968): 293. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

133

πάνω από τους ώμους, Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 12.53)174. Ο Κούρτιος Ρούφος τον 1ο αιώνα μ.Χ. επισημαίνει πως στην Αίγυπτο όλοι οι Φαραώ θεωρούνταν ότι είναι γιοι του Άμμωνα /Άμμωνα Ρα175, σύμφωνα με την παράδοση, κάτι που αναφέρει και ο Stoneman (Κούρτιος Ρούφος: 202, Stoneman 2011: 39). Αν, επομένως, δεχτούμε ότι τελικά πράγματι ο Αλέξανδρος αναγορεύτηκε Φαραώ της Αιγύπτου, τότε η ιδιότητα του γιου του Άμμωνα θα μπορούσε, σε ένα πρώτο στάδιο τουλάχιστον, να είχε καθιερωθεί ως ακριβώς ένας παραδοσιακός συνοδευτικός τίτλος του αξιώματός του176. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως σύμφωνα με τη διήγηση και του ψευδο-Καλλισθένη ο θεός Σάραπης στην Αίγυπτο φανέρωσε στον Αλέξανδρο ότι θα προσκυνηθεί σαν θεός όσο ζει και θα αποθεωθεί όταν θα πεθάνει για να λαμβάνει δώρα βασιλικά (Καλλισθένης 2005:144). Συνεπώς, η οικογενειακή παράδοση της θεϊκής καταγωγής του Αλέξανδρου, που διέδιδε μάλλον η Ολυμπιάδα, - καθοριστική στην επιρροή της και σ’ αυτό το πεδίο -, οι φιλοσοφικές θεωρίες και διδαχές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, η πιθανή ανακήρυξή του σε Φαραώ «γιο του Άμμωνα» στην Αίγυπτο, ο χρησμός που πήρε από το Μαντείο του Άμμωνα στη Σίβα (όπου αποκλήθηκε γιος του Δία), τα πρότυπα λατρείας προγενέστερων ηγεμόνων και σημαντικών ανδρών που είχε –με πρώτο και καλύτερο του πατέρα του177 – και η επιδίωξή Ο Χατζόπουλος (2014: 27) θεωρεί ότι οι συγκεκριμένες αναφορές αποτελούν μέρος της μετά θάνατον συκοφαντικής δυσφήμισης του Αλέξανδρου, με στόχο να τον παρουσιάσουν οι εμπνευστές της ως παράφρονα. 174

Μάλιστα αναφέρει πως μέσα στο ιερό του θεού στην όαση της Σίβα υπήρχε το άγαλμά του, με ανθρώπινο σώμα αλλά με κεφαλή και κέρατα κριαριού (Κούρτιος Ρούφος: 205). 175

Ο Ρωμαίος συγγραφέας Άουλος Γέλλιος (Aulus Gellius, 125-180 μ.Χ.) πάλι στο έργο του Αττικές Νύχτες γράφει πως ο Αλέξανδρος σε μια επιστολή του προς την Ολυμπιάδα έγραψε ως «Βασιλευς Αλέξανδρος, υιός του Άμμμωνος Διός», (13.4). O Tarn πάλι σημειώνει πως ο ίδιος ο Αλέξανδρος δεν αποκάλεσε ποτέ τον εαυτό του «γιο του Άμμωνα» (Tarn 1948 (2014): 127). 176

Αξίζει να σημειωθεί πως ο Αλέξανδρος δεν ήταν ο πρώτος Έλληνας στον οποίο αποδόθηκαν θεϊκές τιμές: μαρτυρίες αρχαίων πηγών αφήνουν υπόνοιες για κάτι αντίστοιχο όσον αφορά τους φιλοσόφους Πυθαγόρα, Εμπεδοκλή, τον τύραννο Κλέαρχο στην Ηράκλεια Ποντική, ακόμα και τον πατέρα του Φιλίππου Αμύντα, για τον οποίο μαρτυρείται ιερό στην Πύδνα (Stirpe 2006: 105-106, 108-109). Ειδικά για τον Κλέαρχο (δολοφονήθηκε το 352 π.Χ.) αναφέρεται ότι ανακήρυξε τον εαυτό του «γιο του Διός» και απαιτούσε από τους υπηκόους του ανάλογες τιμές (Κανατσούλης 1967: 20, Bengston 1991 (1968): 272). Εξάλλου δείγμα λατρείας ως θεού ενός άλλου παλιότερου Μακεδόνα βασιλιά, του Αρχέλαου, αποτελεί μια μεταγενέστερη ελληνιστική επιγραφή από την Εορδαία (Hammond 2007: 412). Το 404 π.Χ. οι ολιγαρχικοί Σάμιοι, οι οποίοι αποκαταστάθηκαν στην πατρίδα τους από το Λύσανδρο, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, του απέμειναν τη λατρεία θεού, ενόσω αυτός ακόμα ζούσε, με βωμούς, χαρακτηριστικό παιάνα και μετονομασία της γιορτής των Ηραίων σε Λυσάνδρεια. Εξάλλου και για το Φίλιππο μαρτυρείται τάση θεοποίησης όσο ήταν εν ζωή και μάλιστα από τους Αμφιπολίτες, οι οποίοι του προσέφεραν θυσίες «ως θεώ», τιμώντας τον έτσι διότι τους απάλλαξε από την αθηναϊκή ηγεμονία. Άλλες ενδείξεις θεοποίησής του ήταν το θεοπρεπές είδωλό του, που συνόδεψε τα 12 των Ολυμπίων θεών κατά την πομπή στο θέατρο των Αιγών τη μοιραία μέρα της δολοφονίας του («…ἒπόμπευε θεοπρεπές εἲδωλον, σύνθρονον εαυτόν ἀποδεικνύοντος τοῦ βασιλέως τοῖς δώδεκα θεοῖς», Διοδωρός Σικελιώτης 15.92), μια επιγραφή από την Ερεσό της Λέσβου, που κάνει λόγο για βωμό στο Φιλίππειο Δία, η λατρεία του από τους Αθηναίους στο γυμνάσιο των Κυνοσαργών ως σύνναιου και πάρεδρου του Ηρακλή, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, σύμφωνα με μια αναφορά του Κλήμη του Αλεξανδρέα. Αντιθέτως, μάλλον τιμητικού –ηρωικού χαρακτήρα πρέπει να ήταν δύο αγάλματά 177

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

134

του να κρατήσει ενωμένη την αυτοκρατορία του σίγουρα συνέβαλαν καθοριστικά στην υιοθέτηση της στρατηγικής θεοποίησης του εαυτού του. Υπάρχει μάλιστα και η άποψη πως όλες τις μεγάλες πράξεις και κατορθώματά του τα έκανε ακριβώς στην προσπάθειά του να κερδίσει από τον κόσμο την απόδοση θεϊκών τιμών (Leiva 2013: 14) έχοντας σ’ αυτό ως πρότυπο το μυθικό πρόγονό του και πανελλήνιο ήρωα Ηρακλή, ο οποίος κέρδισε μια θέση ανάμεσα στους αθάνατους του Ολύμπου χάρη στους άθλους του. Και πάλι, εφόσον δεχτούμε αυτή τη θεώρηση, διαφαίνεται ένας έντονος ρομαντισμός στο χαρακτήρα του Αλέξανδρου και βέβαια το πρότυπο της αξιοσύνης και αρετής: μόνο ο άξιος δικαιούται θεϊκές τιμές κι ο Αλέξανδρος τις επιδίωξε αφού πρώτα, σύμφωνα με τη λογική του, απέδειξε ότι τις αξίζει, σε αντίθεση με αρκετούς μεταγενέστερους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Οι αναφορές του Παυσανία και του Αρριανού κατά το 2ο αιώνα μ.Χ., για τις οποίες ήδη έγινε λόγος, (βλέπε κεφάλαιο 2.1) μαρτυρούν την επιβίωση της απόδοσης θεϊκών τιμών στο πρόσωπό του (ως γιου του Άμμωνα, σύμφωνα με τον Παυσανία) εκείνη την εποχή και μάλιστα από τους Μακεδόνες (βλέπε και τα αρχαιολογικά τεκμήρια του επόμενου κεφαλαίου). Βέβαια, δεν πρέπει να λησμονούμε και την απορριπτική ως ειρωνική στάση έναντι της θεοποίησης του Αλέξανδρου που καταγράφεται σε συγγραφείς πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, από τον Αγαθαρχίδη το 2ο αιώνα π.Χ. ως το Λουκιανό και τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα το 2ο αιώνα μ.Χ. Επιπλέον, μια αναφορά του Πλουτάρχου, μας επιτρέπει να συμπεράνουμε πως η «θεϊκή καταγωγή» του Αλέξανδρου αποτελούσε ίσως κοινό τόπο στα κείμενα αρχαίων ιστορικών: στο έργο του Περί Ὄρων, ο Πλούταρχος αναφέρει ένα απόσπασμα από το χαμένο έργο του Δέρκυλλου, ο οποίος περιέγραψε ένα θαυμαστό περιστατικό λίγο πριν τη μάχη του Αλέξανδρου με τον Πώρο, όταν ένας ελέφαντας του Ινδού βασιλιά ξαφνικά ανέβηκε στο λόφο του Ήλιου και άρχισε με ανθρώπινη μιλιά να προτρέπει τον Πώρο να μην πολεμήσει με τον Αλέξανδρο γιατί αυτός «Διός ἐστιν…» (Luschen 2013: 60-61). Ακόμη και στον προχωρημένο 4ο αιώνα μ.Χ. καταγράφονται αναφορές στο θεϊκό χαρακτήρα του Αλέξανδρου από το Θεμίστιο, τον Ιμέριο το Σοφιστή και βέβαια τον Ιωάννη Χρυσόστομο, με την αντιπαράθεση του παλιού θεάνθρωπου Αλέξανδρου με το νέο Θεάνθρωπο Χριστό (βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 2.1). Τέλος, πρέπει να επισημανθεί πως, στο πλαίσιο της γενικότερης μίμησης του Αλέξανδρου, οι ελληνιστικοί ηγεμόνες υιοθέτησαν από αυτόν και την άποψη της θεϊκής καταγωγής για τους ίδιους και τις δυναστείες τους (Φάσσα 2012: 117) και επέβαλαν την αντίστοιχη λατρεία τους από τους υποτελείς τους. Θυμίζουμε τη λατρεία του θεοποιημένου Πτολεμαίου Σωτήρα που καθιέρωσε με τη γιορτή των Πτολεμαίων ο γιος του, Πτολεμαίος Β΄. του, ένα στο Αρτεμίσιο της Εφέσσου από τους κατοίκους της πόλης και το άλλο στην αθηναϊκή αγορά, όπως επίσης και το περίφημο Φιλιππείο του στο ιερό του Διός στην Ολυμπία (Stirpe 2006: 106, 110-111, Μπουραζέλης 2008: 57,59, Leiva 2013: 11). Ένα ακόμα στοιχείο είναι και η μετά θάνατον λατρεία του στην πόλη των Φιλίππων (ως ιδρυτή μάλλον της πόλης), όπου μαρτυρούνται δύο τεμένη προς τιμήν του, σύμφωνα με επιγραφή του β’ μισού του 4ου αιώνα π.Χ., που εκτίθεται στο μουσείο Φιλίππων. Τέλος και ο ψευδο-Καλλισθένης αναφέρει (παραλλαγή α΄) πως ο Αλέξανδρος τοποθέτησε το σώμα του Φιλίππου σε πολυτελή τάφο, πάνω από τον οποίο ίδρυσε ναό (Καλλισθένης 2005: 102,104). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

135

Θεοποιημένος, δίπλα στο Δία, τον Αλέξανδρο και τον Ηρακλή, εμφανίζεται ο Πτολεμαίος Α΄ και στην ποίηση του Θεόκριτου, όπως επισημάνθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Επιγραφές από την Κω και τη Ρόδο του 3ου αιώνα π.Χ. επιβεβαιώνουν τη λατρεία των Πτολεμαίων και μάλιστα μαζί με αυτήν του Αλέξανδρου (βλέπε επόμενο κεφάλαιο). Τεκμήρια της λατρείας των διαδόχων βρίσκουμε έναν αιώνα μετά το θάνατο του Αλέξανδρου στη βασίλειο της Μακεδονίας και συγκεκριμένα στην Αμφίπολη, όπου βρέθηκε επιγραφή –σήμερα στο Μουσείο Αμφίπολης - με αναφορά στη λατρεία του Δία και του βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονου Δώσωνα (228-217 π.Χ.). Ο Πλούταρχος πάλι στο δεύτερο λόγο του Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής αναφέρεται ειρωνικά σε μια σειρά μεταγενέστερων (αλλά και προγενέστερων) του Αλέξανδρου Ελλήνων ηγεμόνων, οι οποίοι, ζηλεύοντας το μεγαλείο του, υιοθέτησαν μεγαλόσχημους «θεϊκούς» τίτλους, έχοντας πρότυπο τον «Ἁμμώνειο» Αλέξανδρο, χωρίς ωστόσο να το αξίζουν. Ενδεικτικά αναφέρει τον «Ποσειδώνα» Κλείτο, το «θεόσταλτο» Δημήτριο, που έδινε «χρησμούς», όχι απαντήσεις σε όσα τον ρωτούσαν, το Λυσίμαχο, που ἀγγιζε με το δόρυ του τον ουρανό, τον κεραυνοφόρο Κλέαρχο (Πλούταρχος Β΄: 86-88). Ωστόσο, η λατρεία των διαδόχων δε διήρκεσε και δε στάθηκε δυνατή, τουλάχιστον όσο αυτή του ίδιου του προτύπου τους, του Αλέξανδρου.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

136

2.6. Τόποι λατρείας Γνωρίζουμε ότι ο Αλέξανδρος λατρεύτηκε μετά θάνατον σε διάφορα μέρη του ελληνικού κόσμου. Πρώτοι, βέβαια, που έσπευσαν να αποδώσουν ηρωικές και θεϊκές τιμές στο πρόσωπό του, ήταν οι άμεσοι διάδοχοι και στρατηγοί του, o Πτολεμαίος στην Αλεξάνδρεια, ο Ευμένης στη στρατιωτική σκηνή του Αλέξανδρου και Πευκέστας στην Περσέπολη (βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 2.7.). Παράλληλα, μια σειρά από ιερά ιδρύονται για τη λατρεία του Αλέξανδρου. Ο Αθήναιος μάλιστα αναφέρει ότι κάποιος συγγραφέας ονόματι Ιάσων έγραψε μια πραγματεία για τα Ιερά του Αλέξανδρου (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 14.12). Εκτός από τις μαρτυρίες των αρχαίων κειμένων υπάρχουν και άλλα τεκμήρια της λατρείας του Αλέξανδρου: πρόκειται για αγάλματα, μικρά και μεγάλα λατρευτικού χαρακτήρα, κατασκευές λατρευτικής χρήσης και κυρίως επιγραφές: οι τελευταίες κάνουν λόγο για προσφορά θυσιών στον Αλέξανδρο, για ιερείς του Αλέξανδρου, ή για τους αγώνες προς τιμή του, τα Ἁλεξάνδρεια». Ακόμα, πολλές πηγές αναφέρονται σε ναούς και αγάλματα του Αλέξανδρου. Στη Θεσσαλονίκη του 2ου - 3ου αιώνα μ.Χ. υπήρξε λατρεία του Αλέξανδρου, σύμφωνα με μια επιγραφή της πόλης, που κάνει λόγο για έναν ιερέα «Αλεξάνδρου του από Διός». Άλλωστε στην πόλη της Θεσσαλονίκης βρέθηκαν κι άλλες επιγραφικές μαρτυρίες που πιστοποιούν την λατρεία του Μακεδόνα βασιλιά: πρόκειται για ενεπίγραφες πλάκες – ορθοστάτες ενός βάθρου για ένα πολυπρόσωπο λατρευτικό σύνταγμα178 της οικογένειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το βάθρο ανήκε σε σημαντικό κτήριο λατρευτικού χαρακτήρα (αν και παλιότερα είχε ταυτιστεί με το κτήριο της βιβλιοθήκης) στη βόρεια πλευρά της ρωμαϊκής αγοράς (στη σημερινή οδό Ολύμπου) και χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 2 ου αιώνα μ.Χ. Διαβάζουμε: ΔΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ (ο Μέγας Αλέξανδρος ως γιος του Δία), ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ (η Θεσσαλονίκη, κόρη του Φιλίππου και αδερφή του Αλέξανδρου, γυναίκα του βασιλιά Κασσάνδρου, ο οποίος κι έδωσε το όνομά της στην πόλη που ίδρυσε) και [ΑΛΕΞΑ]ΝΔΡΟΝ [Α]ΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΟΣ (Αλέξανδρος Δ΄, ο γιος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που αναφέρεται πάλι ως γιος του Δία, Αλαμάνη –Σουρή 2003: 107, Χατζηνικολάου 2007: 270-271, Βελένη 2009:83). Στο αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης εκτίθεται άλλωστε και μια επιγραφή από το βάθρο χάλκινου αγάλματος που αναφέρει ότι η πόλη της Θεσσαλονίκης τιμά τον Αλέξανδρο ως γιο του Δία (τέλη 2ου –αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.). Είναι ίσως η πρωιμότερη επιγραφή στα ελληνικά που αναφέρει τον Αλέξανδρο ως Μέγα: ….ΠΟΛΙΣ ΒΑΣΙΛΕΑ ΜΕΓΑΝ ΔΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ. Η λατρεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου σχετίζεται σαφώς με μια αναβίωση του πατριωτικού αισθήματος των Μακεδόνων της εποχής, όπως επισημάνθηκε στο κεφάλαιο 2.4. και ευνοείται άλλωστε και από Ρωμαίους αυτοκράτορες, όπως ο Καρακάλλας

Το σύνταγμα στην αρχαιολογική ορολογία είναι ομάδα αγαλμάτων που αποτελούν ένα θεματικό σύνολο και είναι στημένα μαζί χωρίς να συμπλέκονται μεταξύ τους. 178

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

137

και ο Αλέξανδρος Σεβήρος στο πλαίσιο της Imitatio Alexandri (Ριζάκης /Τουράτσογλου 1999: 956, 958, για την Imitatio Alexandri βλέπε παρακάτω το οικείο κεφάλαιο)179. Όμως η Θεσσαλονίκη δεν είναι η μόνη πόλη της Μακεδονίας, όπου μαρτυρείται μια τέτοια λατρεία: στην περιοχή της αρχαίας Λυγκηστίδος (περιοχή Σκοπού στο νομό Φλώρινας) βρέθηκε μαρμάρινο αναθηματικό ανάγλυφο του 3ου μ.Χ. αιώνα, με την επιγραφή: ΑΥΡΙΛΙΟΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΤΟΝ ΥΙΟΝ ΛΥΣΙΜΑΧΟΝ ΑΝΕΘΗΚΕΝ ΙΣ ΘΕΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ (Ριζάκης /Τουράτσογλου 1999: 956, Μπουραζέλης 2008: 70-71). Αντίστοιχα ένα ακόμα ενεπίγραφο επιτύμβιο ανάγλυφο από το χωριό Κάτω Κλεινές του ίδιου νομού μαρτυρεί λατρεία του Αλέξανδρου, καθότι αναγράφεται ΑΛΕΞΑΝΔΡΩ ΘΕΟΕΙΔΙ, όπως επίσης και μια ακόσμητη στήλη με επιγραφή στα λατινικά από το χωριό Vlahcani180 στο έδαφος των Σκοπίων. Οι δύο στήλες από το νομό Φλωρίνης φέρουν πολυπρόσωπες παραστάσεις θεοτήτων, ανάμεσα στις οποίες απεικονίζεται και ο Αλέξανδρος, μάλιστα ισότιμα με το Δία και την Ήρα στο ανάγλυφο από το Σκοπό. Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται εδώ στον τύπο του αιχμηφόρου αλλά να κρατά και ανεστραμμένο ξίφος στο θηκάρι του στο άλλο χέρι (ο λεγόμενος τύπος της Μαγνησίας κατά τον Stewart, Ριζάκης /Τουράτσογλου 1999: 956-957). Όμως ο Αλέξανδρος δε συσχετίζεται μόνο με τη λατρεία του Δία και της Ήρας, αλλά και με τη λατρεία του Δράκοντος και της Δράκαινας, φίδια που απεικονίζονται στην επίστεψη του αναγλύφου από το Σκοπό να συγκρατούν με το στόμα τους ένα αυγό και αναγράφονται και στην επιγραφή από το Vlahcani ισότιμα με τα ονόματα του Αλέξανδρου, του Διός και της Ήρας: …DRACON ET DRACCENAE ET ALEXANDRO EPITYCHANYS… Πρόκειται για φίδια που αποτελούσαν βασικά στοιχεία των τελετουργιών του πανούργου ψευδομάντη Αλεξάνδρου του Αβωνοτειχίτου, σύμφωνα με την περιγραφή του Λουκιανού στο έργο του Ἁλέξανδρος ἤ Ψευδομάντις. Αποτελούσαν χθόνιες θεότητες και στοιχεία λαϊκών δοξασιών που υπήρχαν έντονα στην παλιά πρωτεύουσα των Μακεδόνων, στην Πέλλα, και συσχετίστηκαν με το μύθο της γέννησης του Αλέξανδρου, όπως άλλωστε και ποικίλες αναπαραστάσεις της Ολυμπιάδας με το φίδι από την αρχαιότητα μαρτυρούν. Επιπλέον, απαντώνται σε αρκετά επιτύμβια και αναθηματικά μνημεία του 3ου αιώνα μ.Χ. από βόρειες περιοχές της Μακεδονίας (Λουκιανός: Ἀλέξανδρος ἤ Ψευδόμαντις 7, Ριζάκης /Τουράτσογλου 1999:957, Χατζηνικολάου 2007: 266-271)181. Αξίζει να σημειθεί πως στο ίδιο μουσείο πρόσφατα εκτέθηκε ένα σπάνιο εύρημα, προϊόν δυστυχώς αρχαιοκαπηλίας, πιθανόν από τη Μακεδονία: πρόκειται για ορειχάλκινη μακεδονική ασπίδα της πρώιμης ελληνιστικής εποχής με σύμβολα περιμετρικά οκτάκτινα μακεδονικά αστέρια και κεντρικά την Αθηνά Πρόμαχο με την επιγραφή Β[ΑΣΙ]ΛΕΩΣ Α[ΛΕ]ΞΑΝΔΡΟΥ. Αν η ασπίδα αυτή φιλοτεχνήθηκε μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, τότε πρόκειται για επιβίωση του ονόματός του στους τύπους του μακεδονικού στρατού ως ένδειξη σεβασμού της μνήμης του. 179

180

Χωριό γνωστό και ως Vlachtseni κοντά στο xωριό Sopot της επαρχίας Βέλες του κράτους των Σκοπίων.

«Εκεί (στην Πέλλα) είδαν δράκοντες υπερμεγέθεις, σε τέτοιο βαθμό ήμερους και άκακους, ώστε να τρέφονται από τις γυναίκες και να κοιμούνται μαζί με τα παιδιά και να ανέχονται να τους πατούν και να μην αντιδρούν όταν ενοχλούνται και να πίνουν γάλα από το γυναικείο μαστό όπως τα βρέφη, υπήρχαν πολλοί τέτοιοι δράκοντες σε εκείνο το μέρος, εξ’ού και προήλθε εύλογα ο μύθος της Ολυμπιάδας, ότι δηλαδή όταν αυτή κυοφορούσε τον Αλέξανδρο κάποιος όφις κοιμόταν μαζί της» (Λουκιανός, Ἀλέξανδρος ἤ Ψευδόμαντις, 7). 181

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

138

Άλλωστε, το μοτίβο του φιδιού το συναντάμε και στις αναπαραστάσεις των αλεξάνδρειων μεταλλίων από το Αμπουκίρ της Αιγύπτου, όπως ήδη έχει επισημανθεί (βλέπε Dahmen 2008: 530, 527-528, πίνακες 103, 105). Συμπερασματικά, ο συσχετισμός του Αλέξανδρου με το Δράκοντα αποτελεί ένα πανἀρχαιο μοτίβο στην καρδιά της Μακεδονίας κι αυτό αποτελεί ένα στοιχείο που σίγουρα μπορεί να βοηθήσει στην ερμηνεία ορισμένων πολύ μεταγενέστερων, νεοελληνικών παραδόσεων για τον Αλέξανδρο. Στη Βέροια πάλι της Μακεδονίας, έδρα του Κοινού των Μακεδόνων κατά τη ρωμαϊκή εποχή, διοργανώθηκε λατρεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αγώνες προς τιμή του, τα Ολύμπια Αλεξάνδρεια, κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ., τουλάχιστον από το 229 μ.Χ. και εξής, σύμφωνα με μια επιγραφή, υπό την εποπτεία του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Σεβήρου (Ι.Ε.Ε. ΣΤ΄ 1976:200, Kuhnen 2005: 229). Επιγραφή του έτους 252 μ.Χ., που είχε στηθεί στην αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης, πόλης –μέλους του Κοινού των Μακεδόνων, αναφέρεται στην τέλεση «τοῦ τῶν Μακεδόνων άγῶνος ἱεροῦ οἰκουμενικοῦ εἰσελαστικοῦ ἰσακτίου Ἀλεξανδρείου», που θα γινόταν μετά τα μέσα Ιουνίου του ίδιου έτους, ίσως κατά το θερινό ηλιοστάσιο (Βελένης 1999: 1317-1319, πιθανόν στο πλαίσιο της λατρείας του Αλέξανδρου Ἠλιου). Μια άλλη επιγραφή του 229 π.Χ. από τη Βέροια στα χρόνια του Σεβήρου Αλέξανδρου κάνει λόγο για τον αγωνοθέτη ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΑΓΩΝΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΟΥ και επιγραφή με παρόμοια αναφορά υπάρχει και από τα χρόνια της βασιλείας του Γορδιανού (238-244 μ.Χ.) και του Γάλλου (το 252 μ.Χ., Luschen 2013: 42). Άλλωστε, αναφορικά με τη Βέροια, υπάρχουν και τα τεκμήρια λατρείας που προσφέρουν οι απεικόνισεις των νομισμάτων του Κοινού των Μακεδόνων, με το λατρευτικό άγαλμα του Αλέξανδρου –βασιλιά σωτήρα πάνω σε κίονα (βλέπε κεφάλαιο 2..4.4.). Τέλος, από την καρδιά της Μακεδονίας, στο μακεδονικό τάφο Δ΄ του ανατολικού νεκροταφείου της πρωτεύουσας Πέλλας, βρέθηκαν χαράγματα του 3 ου αιώνα μ.Χ. που κάνουν λόγο για τον Ηρακλή, τον Κάσσανδρο και τον «Ήρωα Αλέξανδρο», μια ακόμα ένδειξη της επιβίωσης της μνήμης του και της λατρείας του ως ήρωα στη γενἐτειρά του, ενώ σε μια άλλη επιγραφή από την Πέλλα ο Μακεδόνας βασιλιάς επιγράφεται και ως «του Διός» (Luschen 2013: 43, 46). Επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ. από την αρχαία Θάσο, που μπορούμε να τη συσχετίσουμε με την κεφαλή του αγάλματός του που βρέθηκε εκεί, μαρτυρά επίσης την τέλεση εορτών προς τιμή του Αλέξανδρου, με την ονομασία πάλι Αλεξάνδρεια, την ημέρα των γενεθλίων του, κατά το μήνα Εκατομβαιών, που συνέπιπτε με τους σημερινούς Ιούλιο –Αύγουστο (Θάσος 1989: 197,199, από τα αρχαιότερα μέρη του ελληνικού κόσμου που υπήρξε βεβαιωμένη λατρεία του Αλέξανδρου). Η λατρεία του Μακεδόνα βασιλιά στη Θάσο έχει ιδιαίτερη σημασία. Σε αντίθεση με τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, Θάσος δε «χρωστούσε» στον Αλέξανδρο την απελευθέρωσή της από τους Πέρσες, καθότι ήταν ήδη ελεύθερη, αν και υπό μακεδονικό έλεγχο, πριν από την έναρξη της εκστρατείας του στην ανατολή. Επομένως η υιοθέτηση της λατρείας του εκεί θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής και όχι επιβολής, στοιχείο που θα τεκμηρίωνε και μια τάση γενικότερης αποδοχής του Μακεδόνα βασιλιά καί πίσω στη μητροπολιτική Ελλάδα και όχι μόνο ανάμεσα στις πόλεις της Μικράς Ασίας λόγω της απελευθέρωσής τους. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

139

Εξίσου εντυπωσιακή με της Θάσου είναι η αναφορά για αλεξάνδρειους αγώνες και λατρεία του Αλέξανδρου στο Κοινό των Θρακών στη Φιλιππούπολη, κατά τους χρόνους του Καρακάλλα (211 -217 μ.Χ.) και σε συνδυασμό με τη λατρεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα, όπως επίσης και η αναφορά για παρόμοια λατρεία και στην πόλη της Οδησσού, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας στη σημερινή Βουλγαρία (Luschen 2013: 42). Στην περίπτωση αυτή η αλεξανδρολατρία δεν πρέπει να ήταν απλώς μια επιβολή εκ των άνω, από τον «αλεξανδρολάτρη» Καρακάλλα (βλέπε κεφάλαιο 2.6), αλλά μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια θρησκευτική γιορτή καταξιωμένη στη συνείδηση των Ελλήνων και εξελληνισμένων Θρακών της περιοχής, στην οποία ο Καρακάλλας προσέδωσε νέα αίγλη. Παρόμοια λατρεία με τέλεση εορτών, με βάση πολλές επιγραφές που βρέθηκαν, πιστοποιείται και για την πόλη της Ρόδου, από το 220 π.Χ., όπου μάλιστα αναφέρεται και ιερέας του Αλέξανδρου μαζί με έναν ιερέα των Πτολεμαίων. Όσο για τις γιορτές αυτές συμπεριλάμβαναν αγώνες και αργότερα (από το 129 π.Χ. τουλάχιστον) και συσχετίστηκαν με τη λατρεία του Διονύσου (Stewart 1993: 419, Luschen 2013: 40-41)182. Στην Κω επίσης υπήρχε λατρεία του Αλέξανδρου σύμφωνα με επιγραφή των μέσων του 3ου αιώνα π.Χ., που κάνει λόγο για αλεξάνδρειο λατρευτικό κτίσμα, στο οποίο υπάρχει συλλατρεία των Πτολεμαίων κυριάρχων του νησιού (Luschen 2013: 41). Λατρεία του Αλέξανδρου πιστοποιείται και στη Μυτιλήνη, με βάση ένα ψήφισμα του νησιού το οποίο εκδόθηκε προς το τέλος της ζωής του Αλέξανδρου και όριζε μια γιορτή για τα γενέθλια του βασιλιά (Price 1986/1996: 474). Η απεικόνιση ενός κερασφόρου νέου στα νομίσματα της πόλης πιθανόν να αποδίδει τον Αλέξανδρο (Luschen 2013: 40). Επίσης, στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας μαρτυρείται λατρεία του: Ο Στράβων (ΙΔ΄ 644) αναφέρει ότι στην περιοχή της Τέω υπήρχε ιερό άλσος προς τιμήν του, όπου γίνονταν αγώνες από το Κοινό των Ιώνων με την ονομασία (και πάλι) Αλεξάνδρεια: «ἄλσος καθιερωμένον Ἀλεξάνδρω τῶ Φιλίππου καί ἀγών ὑπό τοῦ κοινοῦ τῶν Ἰώνων “Ἀλεξάνδρεια” καταγγέλεται συντελούμενος ἐνταῦθα» (Παυσανίας σε Droysen/Αποστολίδης 1993: 203, Luschen 2013: 30-31). Ίδια γιορτή μαρτυρείται και στις Κλαζομενές γύρω στο 260 π.Χ. από μια επιγραφή προς τιμή του Αντίοχου Α΄. «Αλεξάνδρεια» ως γιορτή του Ιωνικού Κοινού μαρτυρούνται και στη Σμύρνη και γιορτάζονταν μάλλον κατά τη μέρα των γενεθλίων του (Dreyer 2009: 246), μια επιγραφή μάλιστα από τη Μεσσήνη κάνει λόγο για έναν αθλητή που συμμετείχε σε αυτά στο αγώνισμα της οπλιτοδρομίας, (Luschen 2013: 31), οπωσδήποτε ένα αγώνισμα ταιριαστό για να τιμάται η μνήμη του Αλέξανδρου, που πρέπει να ήταν άριστος δρομέας και που έκανε πολλές οπλιτοδρομίες σε πραγματικές συνθήκες μάχης κατά την εκστρατεία του. Στις Ερυθρές της Μικράς Ασίας, επίσης, μαρτυρείται από επιγραφή του πρώτου μισού του 3ου αιώνα π.Χ. λατρεία του Αλέξανδρου: συγκεκριμένα αναφέρεται πως στην πόλη αυτή ο ιερέας του «βασιλιά Αλέξανδρου» είχε μεγάλη υπόληψη στην τοπική Για παράδειγμα, επιγραφή από βασάλτη λίθο του 1ου αιώνα π.Χ., που εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Ρόδου, κάνει λόγο για Αλεξάνδρεια, μάλλον τις γιορτές προς τιμήν του Αλέξανδρου. Στο ίδιο κείμενο γίνεται αναφορά και σε ένα ανάθημα του Γυμνασίαρχου της Ρόδου στο θεό Ήλιο. 182

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

140

κοινωνία. Άλλωστε το μαντείο των Ερυθρών είχε διακηρύξει τη θεϊκή καταγωγή του Αλέξανδρου. Επιπλέον, στην πόλη αυτή βρέθηκε και επιγραφή με αναφορά αγώνων ως «αλεξάνδρειων». Μια ακόμα επιγραφή του 3ου αιώνα μ.Χ., με αναφορά επίσης σε ιερέα «θεοῦ Ἀλεξάνδρου» (τον T. Flavius Aurelius) φανερώνει τελικά μια περίοδο λατρείας τουλάχιστον έξι αιώνων, από τον τρίτο αιώνα π.Χ. ως τον τρίτο μ.Χ. Στη Μαγνησία του Mαιάνδρου επίσης αναφέρονται γιορτές «Αλεξάνδρειων» τo 206 π.Χ. (Dreyer 2009: 247, Luschen 2013: 31-32, Stewart 1993: 418-419). Στην Έφεσο της εποχής του Τραϊανού μαρτυρείται πως ο Τίτος Στατίλιος Κρίτων υπήρξε «ιερεύς ανακτόρων και Αλεξάνδρου βασιλέως…» (Μπουραζέλης 2008: 70). Άλλωστε στην πόλη αυτή θα πρέπει να υπήρχε μια παράδοση απόδοσης τιμών ιερού προσώπου στον Αλέξανδρο, όπως συμπεραίνουμε άλλωστε και από τις ποικίλες αναπαραστάσεις του που υπήρχαν εκεί, συμπεριλαμβανομένου του πίνακα του Απελλή με τον Αλέξανδρο –κεραυνοφόρο. Στην Πριήνη ακόμα μαρτυρείται η ύπαρξη ενός «Αλεξάνδρειου», ιερού δηλαδή του Αλέξανδρου, για το οποίο κάποιος Μοσχίων γύρω στο 150 π.Χ. προσέφερε χίλιες δραχμές προκειμένου να ανακαινιστεί, σύμφωνα με επιγραφή που βρέθηκε στην Ιερή Στοά της πόλης (Stewart 1993: 335, 420, Μπουραζέλης 2008: παράρτημα). Λατρεία του Αλέξανδρου μαρτυρείται και για το Ίλιον183 της Τρωάδας, όπου μια από τις τοπικές φυλές έφερε το όνομά του, αλλά και για την Αλεξάνδρεια της Τρωάδας, για την οποία ο Μένανδρος Ρήτωρ (πρώιμος 4ος αιώνας μ.Χ.) αναφέρει πως του απονέμονταν τιμές ιδρυτή. Λατρεία του ακόμα υπήρχε στα Βαργύλια της Καρίας, όπου μια επιγραφή του 2ου -3ου αιώνα μ.Χ. αναφέρει την ανέγερση ενός αγάλματος για την εγκαθίδρυση ή ανανέωση λατρείας για το «θεόν Ἀλέξανδρον». Λατρεία του υπήρχε ακόμα στη Βουβώνα της Λυκίας, όπου το άγαλμά του βρέθηκε σε κτήριο της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής λατρείας. Λατρεἰα του Αλέξανδρου φαἰνεται πως υπήρχε και στη Νίκαια της Βιθυνίας, εφόσον στα νομίσματα που εκοψε η πόλη αυτή το 2ο αιώνα μ.Χ. πιθανόν να απεικονίζεται ένα λατρευτικό άγαλμα του Αλέξανδρου Κεραυνοφόρου. Ενδείξεις πιθανής λατρείας του υπάρχουν ακόμα για τις πόλεις Κλαυδιούπολη Βιθυνίας και Μαγνησία Σιπύλου (στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Σμύρνης)184. Πιθανή λατρεία του Αλέξανδρου υπήρξε επίσης στη Δήλο185 (Stewart 1993: 419-420, Luschen 2013: 33-35). Αναφέρεται ακόμα πως μετά την απαίτησή του να του αποδίδεται θεϊκή λατρεία η Μεγαλόπολη της Πελοποννήσου ύψωσε προς τιμή του ιερό δίπλα στο ιερό του Άμμωνος (Καργάκος 2014: Γ.185). Στη Μεσσήνη της Πελοποννήσου είναι πιθανό να υπήρχε επίσης λατρεία του Αλέξανδρου σε συνδυασμό με κάποια ηρωλατρεία του Αριστομένη,

Λόγω της ιδιαίτερης σημασίας που είχε η πόλη αυτή στη συνείδηση του Αλέξανδρου, την ανακήρυξε αυτόνομη, την απάλλαξε από το φόρο και χρηματοδότησε την ανοικοδόμηση του ναού της Αθηνάς (Dreyer 2009: 247). 183

Ένας βωμός με την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ από την Κλαυδιούπολη και αναφορές για αγώνες Αλεξάνδρειων στη Μαγνησία, τα οποία, όμως, πιθανόν να τελούνταν προς τιμή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αλέξανδρου Σεβήρου (222-235 μ.Χ.) και όχι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, βλέπε Luschen 2013: 34. 184

Στη Δήλο υπήρξε ένα ανάθημα συντάγματος αγαλμάτων «προγόνων» μεταξύ των οποίων και του Αλέξανδρου (;) από τον Αντίγονο Γονατά, γύρω στα μέσα 3ου αιώνα π.Χ. (Stewart 1993: 419). 185

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

141

σύμφωνα με κάποιες αναφορές του Παυσανία και τις ενεπίγραφες βάσεις δύο αγαλμάτων του Αριστομένη και του Αλεξάνδρου που βρέθηκαν εκεί (Luschen 2013: 45). Επίσης η λατρεία του εντοπίζεται και σε άλλα μέρη. Ένα από αυτά ήταν η Αλεξάνδρεια, όπου μαρτυρούνται πολλά ιερά προς τιμή του, με λατρεία διπλού χαρακτήρα, ως ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων, όπως είδαμε, (βλέπε κεφάλαιο 2.4.2.) και ως ιδρυτή της πόλης και παράλληλα χθόνιου θεού /Αγαθού Δαίμονος. Πάπυρος που χρονολογείται την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού, γύρω στο 120-121 μ.Χ., κάνει σαφή αναφορά σε κάποιον Βουκόλο, «ἱερεῖ Ἀλεξάνδρου κτίστου τῆς πόλεως καί τῶν ἡλεικειῶν». Γνωστή είναι και η περιγραφή του έφιππου ανδριάντα του Αλέξανδρου-κτίστη της πόλης από το Νικόλαο Ρήτορα (ψευδο –Λιβάνιο), γύρω στο 400 μ.Χ. (βλέπε κεφάλαιο 2.2.). Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, φαίνεται πως η λατρεία του Αλέξανδρου ως κτίστη στην Αλεξάνδρεια εγκαινιάστηκε από τον Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα, πιθανόν συγχωνεύτηκε στη δυναστική λατρεία των Πτολεμαίων από τον Πτολεμαίο Β΄, για να επιβιώσει αυτής μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση ως αυτόνομη πάλι λατρεία του οικιστή. Ο πρώτος αρχιερέας της πτολεμαϊκής δυναστικής λατρείας του Αλέξανδρου μαρτυρείται τουλάχιστον από το 290-295 π.Χ., στα χρόνια του Πτολεμαίου Α΄ Σωτήρος, ο οποίος, άλλωστε, είχε τιμήσει τον Αλέξανδρο με «θυσίες ηρωικές» και είχε εγκαθιδρύσει επίσης αγώνες προς τιμήν του, σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη (18.28.4). Σύμφωνα πάντως με κάποιους ερευνητές, η δυναστική λατρεία του Αλέξανδρου στην Αίγυπτο πρέπει να αρχίζει ήδη από το 304 π.Χ. Ένα πτολεμαϊκό νομοθέτημα των μέσων του 3ου αιώνα π.Χ. κάνει σαφή αναφορά σε «ιερό του Αλέξανδρου». Άλλοι πάπυροι με αναφορές σε «ιερείς του Αλέξανδρου» μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πως μέχρι και το τέλος της εξουσίας των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο (οπωσδήποτε ως το 55 π.Χ.) υπήρχε η δυναστική πτολεμαϊκή λατρεία του Αλέξανδρου, ο τόπος τέλεσης της οποίας, σύμφωνα με το Stewart, θα πρέπει να ήταν το Σήμα, ο τάφος του Αλέξανδρου, ενώ ο τόπος της λατρείας του ως οικιστή θα πρέπει να ήταν στην αγορά. Υπάρχουν ακόμα ενδείξεις που μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πως αρχικά η λατρεία του Αλέξανδρου απευθυνόταν στον ελληνικό πληθυσμό της πόλης και σταδιακά υιοθετήθηκε και από τον αιγυπτιακό (Stewart 1993: 247, 371, 397-399, Fulinska 2011 B: 126, Stoneman 2011: 268, Luschen 2013: 10 -12, 20-2). Ωστόσο, αυτό μπορεί να μην ισχύει για άλλους τόπους απόδοσης θεϊκών –φαραωνικών –τιμών στον Αλέξανδρο, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η λατρεία του Αλέξανδρου στην Αλεξάνδρεια διήρκεσε 700 χρόνια τουλάχιστον, από τον Πτολεμαίο Α΄ ως τον 4ο αιώνα μ.Χ. (Luschen 2013: 29). Πιθανή λατρεία του Αλέξανδρου μπορεί να υπήρχε και στις πόλεις Ναύκρατη και Μέμφιδα της Αιγύπτου, αν λάβουμε υπόψη την υπόθεση των αναπαραστάσεων των λατρευτικών αγαλμάτων του στα νομίσματά τους, όπως προτείνει η Dahmen (Dahmen 2007: 9-10, 111, Λιάμπη 2008: 102). Πρόσθετο τεκμήριο οικιακού χαρακτήρα λατρείας του Αλέξανδρου ανάμεσα σε άλλες μορφές αποτελεί η εύρεση μιας ομάδας ειδωλίων από το Timai (Θούμις) στην περιοχή του Δέλτα του Νείλου, τα οποία χρονολογούνται μεταξύ 196 και 180 π.Χ. Συγκεκριμένα βρέθηκαν ειδώλια του Αλέξανδρου, της Αφροδίτης (δύο ειδώλια) την Αρσινόης Β΄, της Αρσινόης Γ΄, του Πτολεμαίου Γ΄,του Πτολεμαίου Δ΄, της Βερενίκης Β΄ και της

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

142

Ίσιδος. Στο καθένα από αυτά αντιστοιχούσε ένας μικρός βωμός θυσιών. Επίσης, κτήριο ταφικού χαρακτήρα που βρέθηκε στο Kom Madi στην περιοχή Φαγιούμ, χρονολογημένο στο τέλος του 2ου αιώνα π.Χ., έφερε ως στοιχείο ζωγραφικής διακόσμησης τον Αλέξανδρο Αιγίοχο, καθώς και άλλα χαρακτηριστικά μακεδονικού τάφου, έτσι ώστε να θεωρηθεί κενοτάφιο του Αλέξανδρου λατρευτικού χαρακτήρα, ερμηνεία που έχει δεχτεί αμφισβήτηση (Luschen 2013: 19, Stewart 1993: 334). Στην Αίγυπτο ο Αλέξανδρος λατρεύτηκε και από τους ντόπιους ως Φαραώ. Πάπυροι σε «δημοτική» αιγυπτιακή γραφή του 316/15 π.Χ. αναφέρουν θεϊκές τιμές να αποδίδονται στον Αλέξανδρο, το νεκρό Φαραώ και πατέρα του Αλέξανδρου του Δ΄. Ένας άλλος πάπυρος του 2 ου αιώνα π.Χ. αναφέρει έναν ιερέα του Ώρου ταυτόχρονα και ως «ύψιστο ιερέα του Φαραώ Αλέξανδρου» (Luschen 2013: 9). Στην αρχαία Ερμούπολη της Μέσης Αιγύπτου (σημερινό Ashmunein) φαίνεται πως υπήρξε άλλη μια λατρεία προς τιμή του Αλέξανδρου, συνδεδεμένη με το ναό του Θωθ –Ερμή που υπήρχε εκεί. Μάλιστα από την αρχαία αυτή πόλη προέρχεται και μια μαρμάρινη κεφαλή ενός ακόμα αγάλματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, (σήμερα στο μουσείο του Princepton), το οποίο θα πρέπει να το συνδέσουμε με τη λατρεία του Μακεδόνα βασιλιά186. Ο Δωρόθεος, επίσκοπος Τύρου (255-362 μ.Χ.) όταν επανήλθε από την εξορία κατά την οποία είχε εργασθεί ως σκλάβος στα ορυχεία της όασης της Σίβα στην Αίγυπτο, ανέφερε ότι οι κάτοικοί της ήταν ειδωλολάτρες και λάτρευαν τόσο τον Άμμωνα όσο και τον Αλέξανδρο ο οποίος ήταν θαμμένος εκεί (Αθανασέλης 2014). Ακόμα στην όαση της Μπαχαρίγια στην Αίγυπτο η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε το 1939 έναν ακόμα ναό αφιερωμένο στον Αλέξανδρο, με επιγραφές που τον ανέφεραν ως Φαραώ (Ζαφειροπούλου 2002 Α: 100) και βέβαια ιερά στο όνομά του μαρτυρούνται στο Καρνάκ και στο Λούξορ, στο τελευταίο μάλιστα αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά. Ο ίδιος είχε αναλάβει την αποκατάσταση του μεγάλου ιερού του Άμμωνα στο Λούξορ, όπως μαρτυρούν επιγραφές στην είσοδο του δαιδαλώδους αυτού κτηριακού συγκροτήματος, δίπλα σε ανάγλυφο που τον αναπαριστούν να μπαίνει στο ναό. Ο ναός αυτός ήταν ουσιαστικά αφιερωμένος στη λατρεία του βασιλικού Κα, του πνεύματος του Φαραώ. Μέσα σε αυτόν λοιπόν, ο Αλέξανδρος έκτισε το μικρότερο ναό του ιερού των Πλοιαρίων του Άμμωνα, το ιερό του Μπαρκ, όπως λέγεται. Ιερογλυφική επιγραφή από τον ανατολικό τοίχο του ιερού του Μπαρκ αναφέρει τα εξής: Υπάρχει ο τέλειος θεός, ο κύριος των δύο χωρών, ο κύριος των τελετουργιών, ο Αλέξανδρος, ο οποίος προίκισε το ναό του πατέρα του Άμμωνος –Ρα, του βασιλιά Η κεφαλή, ύψους 18.5 εκατοστών φέρει ενδείξεις επιχρύσωσης και αρχικά πρέπει να έφερε και επιπρόσθετο διάδημα. Έχει όλα τα τυπικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των αλεξάνδρειων κεφαλών και χρονολογείται τον 3ο αιώνα π.Χ. Τεχντοτροπικά συνδέεται με τις αλεξάνδρειες κεφαλές της Λειψίας και της Στουτγκάρδης. Πιθανόν να πρόκειται για κεφαλή αγάλματος που ήταν μέσα σε ιδιωτικό χώρο λατρείας (Bianchi 2010: 23-29). Άλλη μια αναφορά σε λατρευτικά αγάλματα του Αλέξανδρου αλλά και του Φιλίππου στην Αίγυπτο συναντούμε στον Παυσανία, ο οποίος τονίζει πως οι Αιγύπτιοι τους τιμούσαν, γιατί τους θεωρούσαν ευεργέτες (βιβλίο 1ο, Αττικά, δες 186

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0159%3Abook%3D1%3Acha pter%3D9 (29.8.2014) Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

143

των θεών, του Κυρίου των Ουρανών. Ενεργεί για λογαριασμό του ζωήδωρου Ρα για πάντα. Σε άλλο σημείο του ναού πάλι ο Αλέξανδρος αναφέρεται ως βασιλιάς της Ανω και Κάτω Αιγύπτου,η δύναμη του Ρα και ο αγαπημένος του Άμμωνα, γιος του Ρα και κύριος των στεμμάτων, γεμάτος ζωή. Οι επιγραφές αυτές στην ιερογλυφική,μαζί με αρκετές ακόμα, είναι επεξηγηματικές ανάγλυφων παραστάσεων μέσα στο ιερό του Μπαρκ με συνολικά 52 απεικονίσεις του Αλέξανδρου να στέκεται ενώπιον του Άμμωνος –Ρα και άλλων αιγυπτιακών θεοτήτων ή και σε άλλες συνθέσεις. Προσεύχεται και δίνει προσφορές στους θεούς και λαμβάνει δώρα από τον Άμμωνα, όπως το Σεντ, σύμβολο της αναγέννησης της ζωής και των νιάτων, ή το Ανκ, σύμβολο μακροζωίας. Οι επιγραφές στα ιερογλυφικά είναι χαρακτηριστικές, εμφανίζουν τον Άμμωνα να απευθύνεται στον Αλέξανδρο και να του λέει πως του δίνει λαούς να εξουσιάζει και του χαρίζει όλη τη ζωή, την τύχη και την υγεία. Ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται να φορά διάφορους τύπους φαραωνικών στεμμάτων και να φέρει διάφορα άλλα φαραωνικά σύμβολα,κάποια από τα οποία έχουν ιδιαίτερο θεικό χαρακτήρα, όπως βέβαια τα κέρατα του Άμμωνα, ο ηλιακός δίσκος, μια χρυσή ταινία, τα πούπουλα του Μαάτ. Σαφέστατα, τα ανάγλυφα του ιερού του Μπαρκ στο Λούξορ καθιστούν τον Αλέξανδρο το νόμιμο κληρονόμο των φαραωνικών παραδόσεων της Αιγύπτου (Stewart 1993: 174 -178, 233, 381, Luschen 2013: 8-9). Στην Καισάρεια –αλλιώς Άρκα - του Λιβάνου μαρτυρείται επίσης ναός του Αλέξανδρου και θρησκευτικές γιορτές προς τιμή του (Historia Augusta: Alexander Severvs - V.1, XIII.1). Κατά την επίσκεψή του στη Βαβυλώνα ο αυτοκράτορας Τραϊανός αναφέρεται ότι προσέφερε θυσία στον Αλέξανδρο, στον τόπο του θανάτου του, που προφανώς θα είχε μετατραπεί σε ιερό (Kuhnen 2005: 200). Στις μακρινές Ινδίες επίσης αναφέρεται ότι ο Ανδρόκοττος ή Σανδρόκοττος, πρώτος αυτοκράτορας της Ινδικής αυτοκρατορίας των Μώρυα και σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του απένειμε θεϊκές τιμές. Στην ακρόπολη μάλιστα της σύγχρονης πόλης του Κανταχάρ του Αφγανιστάν, που ήταν η αρχαία Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας, αποκαλύφθηκε ναός αφιερωμένος στο θεοποιημένο Αλέξανδρο, με επιγραφές στα ελληνικά και αραμαϊκά από την εποχή του Ινδού βασιλιά Ασόκα, διαδόχου του Ανδρόκοττου. Στα Αύγιλα της Λιβύης υπήρχαν δύο ναοί, ο ένας αφιερωμένος στον Άμμωνα –Δία και ο άλλος στον Αλέξανδρο. Πλήθος ιερέων τελούσαν στους ναούς αυτούς τις καθιερωμένες θυσίες προς τιμήν του, μέχρι που η λατρεία του καταργήθηκε με διάταγμα της εποχής του Ιουστινιανού, όπως αναφέρει ο Προκόπιος (Μάζη, Μάστορη 1997: 57, Ζαφειροπούλου 2002 Β: 46, Χαλκιάς 2013: 219). Ιερό με βωμό προς τιμή του Αλέξανδρου (καθώς και του Αυγούστου) μαρτυρείται και στην πόλη Βορυσθένη, τη γνωστή και ως Ολβία Ποντική, την οποία ο Αμμιανός Μαρκελλίνος και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς τοποθετούσαν στις όχθες του ομώνυμου ποταμού Βορυσθένους, γνωστού σήμερα ως Δνείπερου στην Ουκρανία.187 Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, ο Κλαύδιος Πτολεμαίος και ο Ορόσιος κάνουν λόγο

Αμμιανός Μαρκελλίνος, Res Gestae, 22.8. Βέβαια η Ολβία Ποντική ανασκάφτηκε στις όχθες του ποταμού Μπουγκ, 45 χιλιόμετρα νοτίως της πόλης Νικολάεβ. Ίσως ο βωμός προς τιμή του Αλέξανδρου, που αναφέρεται από τον Αμμιανό σε ένα τόσο μακρινό μέρος, να σχετίζεται με τον ερχομό στην περιοχή του στρατηγού του 187

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

144

και για βωμούς του Αλέξανδρου στην Ταναϊδα και ο Πλίνιος αναφέρει ακόμα και βωμούς που έστησε, υποτίθεται, ο Αλέξανδρος στον ποταμό Ιαξάρτη, στο σημερινό Ουζμπεκιστάν – Καζακστάν (Luschen 2013: 44-45). Ακόμη και στην άλλη πλευρά της Ευρώπης, στα Γάδειρα της Ιβηρίας, κοντά στο Γιβραλτάρ, όπως ήδη επισημάνθηκε, υπήρχε ένα άγαλμα του Αλέξανδρου μέσα στο ναό του Ηρακλή, επομένως πιθανόν εκεί να υπήρχε συλλατρεία του μακεδόνα με το μυθικό πρόγονό του (βλέπε αναφορά και στο κεφάλαιο 2.2). Τέλος «ιερό» και «ιερείς του Αλέξανδρου» αναφέρονται και στο Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισιθένη, (παραλλαγή α΄) και μάλιστα από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, όταν αυτός εξαγγέλει στους υποτελείς του τις αρχές διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας του, μετά το θάνατο και την κηδεία του Δαρείου (Καλλισθένης 2005: 290-292). Είναι φανερό ότι και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και σε άλλες αναφορές, η διήγηση του ψευδο-Καλλισθένη απηχεί παραλλαγμένα την πραγματική ιστορία του Αλέξανδρου. Ως προς το χαρακτήρα της λατρείας του Αλέξανδρου, λατρευόταν ως κτίστης στην Αλεξάνδρεια, στην Απολλωνία της Πισιδίας, στα Γέρασα της Ιορδανίας (στα νομίσματα των οποίων ανγράφεται ΑΛΕΞ ΜΑΚ ΚΤΙ ΓΕΡΑΣΩΝ –Αλέξανδρος Μακεδών Κτίστης Γεράσων) , στην Αλεξάνδρεια της Τρωάδας και πιθανόν στη Σμύρνη. Ως πρόγονος λατρευόταν στην Αλεξάνδρεια (από τους Πτολεμαίους), στην Κομμαγηνή από τον Αντίοχο Α΄, στην Καπιτωλιάδα της Συρίας στα χρόνια του αυτοκράτορα Κομμόδου (οπότε και ο Αλέξανδρος αναγράφεται στα νομίσματα ως ΓΕΝΑΡΧΗΣ), πιθανόν στις συριακές Πέλλα, Δίον και στη Σαμάρεια (ο Αλέξανδρος αναφέρεται ως ιδρυτής τους από το Στέφανο Βυζάντιο) και στη Μακεδονία από τους Αντιγονίδες. Ως βασιλεύς στην Έφεσο, στις Ερυθρές, στη Θεσσαλονίκη και ως ανίκητος στην Αθήνα (σύμφωνα με τον πίνακα του Stewart 1993: 418-419 και Luschen 2013: 35-38)188. Ο Χάρτης 1 στο τέλος του βιβλίου δίνει μια εικόνα των τόπων λατρείας του Αλέξανδρου γύρω από τη Μεσόγειο κατά την αρχαιότητα.

Μεγάλου Αλεξάνδρου Ζωπυρίωνος, το 331 π.Χ., ο οποίος και πολιόρκησε ανεπιτυχώς την πόλη (http://blacksea.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=10729). Στο σημειο αυτό αξίζει να αναφερθεί πως παράλληλα με τη λατρεία του Αλεξάνδρου υπήρξε και μια περιορισμένη λατρεία του Ηφαιστίωνα: από την Πέλλα προέρχεται ανάγλυφο με παράσταση σπονδής από έναν αφηρωισμένο ήρωα –ιππέα και μια γυναικεία μορφή, ανάθημα του Διογένη, σύμφωνα με την επιγραφή: ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΗΦΑΙΣΤΙΩΝΙ ΗΡΩΙ. Ο Διογένης πιθανόν να ήταν ένας από τους βετεράνους στρατιώτες του Μ. Αλεξάνδρου (4ος αιώνας π.Χ., σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης). Ο Dreyer (2009: 254-255) κάνει λόγο για συλλατρεία Αλεξάνδρου –Ηφαιστίωνος σε ορισμένες περιπτώσεις, πιθανόν στην Αθήνα. Τέλος στη Σάμο υπήρξε και λατρεία του Αλέξανδρου Δ΄ (Dreyer 2009: 257). 188

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

145

2.7. Η μίμηση του Αλέξανδρου στους Έλληνες διαδόχους και επιγόνους Τα αρχαιολογικά τεκμήρια που παρουσιάστηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια, όπως τα νομίσματα των διαδόχων, ενισχύουν τη θέση πως ήδη από την εποχή των διαδόχων αρχίζει να διαμορφώνεται μια τάση παραλληλισμού διαφόρων ηγετών με τον Αλέξανδρο, παραλληλισμός που μελλοντικά θα φτάσει στη μίμηση και στη σύγκριση, ιδιαίτερα στα ρωμαϊκά χρόνια, με σκοπό, τις περισσότερες φορές, την εξύψωση του συγκρινόμενου με τον Αλέξανδρο ηγεμόνα. Πράγματι, όπως ήδη διαπιστώσαμε από την εξέταση των νομισμάτων που έκοψαν αλλά και άλλες ενέργειές τους, διάδοχοι όπως ο Πτολεμαίος Α΄ Σωτήρ και ο Σέλευκος, υπήρξαν μιμητές του Αλέξανδρου, υιοθέτησαν τους τύπους του και οικειοποιήθηκαν τη μνήμη και τα κατορθώματά του, προκειμένου να εδραιώσουν την εξουσία τους. Το ίδιο ισχύει και για το μακρινό βασίλειο της Βακτρίας με τον Αγαθοκλή και άλλους ηγεμόνες (βλέπε κεφάλαιο 2.4.2.). Πριν, όμως, από τους διαδόχους, έχει ενδιαφέρον να ερευνηθεί ποια ήταν η άμεση μνήμη του Αλέξανδρου, αυτή των προσώπων που έζησαν μαζί του, των συμπολεμιστών του, αμέσως μετά το θάνατό του. Σύμφωνα με τον Κούρτιο Ρούφο, ο Περδίκκας οργάνωσε το πρώτο συμβούλιο μετά το θάνατο του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα, μπροστά στον άδειο θρόνο του με τα βασιλικά σύμβολα πάνω του, το διάδημα, το βασιλικό του ένδυμα, τα όπλα του και το σφραγιστικό του δαχτυλίδι. Μάλιστα ο Αρίστονος πρότεινε να γίνει ο Περδίκκας βασιλιάς διότι ακριβώς σε αυτόν έδωσε ο Αλέξανδρος το δαχτυλίδι, πράγμα το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, να αποτελούσε και τον κύριο στόχο του ίδιου του Περδίκκα, μέσα από όλη αυτήν τη σκηνική παρουσία των συμβόλων του νεκρού βασιλιά. Γενικότερα, σύμφωνα και με αναφορές του Διόδωρου του Σικελιώτη, ο Περδίκκας δείχνει σε αυτό το πρώτο διάστημα απόλυτο σεβασμό στη μνήμη του Αλέξανδρου, σεβασμό που εκφράζουν ακόμη τόσο οι Μακεδόνες στρατιώτες με ζητωκραυγές υπέρ του, όσο και ειδικότερα -σύμφωνα με τον Ιουστίνο – οι περίφημοι αργυράσπιδες, που θεώρησαν ατιμωτικό για τη μνήμη του νεκρού βασιλιά τους να υπηρετήσουν κάποιον άλλον μετά από αυτόν (Meeus 2009: 260 -261). Το ίδιο ισχύει και για τους Μακεδόνες πίσω στη Μακεδονία: ο Ιουστίνος, περιγράφοντας το πολεμικό συμβούλιο του Περδίκκα, αναφέρει ότι τέθηκε στο τραπέζι η πρόταση της μεταφοράς του πολέμου στη Μακεδονία, καθότι εκεί θα είχαν την εύνοια των κατοίκων, χάρη στα ονόματα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Το 317 οι στρατιώτες της Ευρυδίκης αυτομόλησαν και πήγαν με το μέρος της αντιπάλου της, της γηραίας μητέρας του Αλέξανδρου, της Ολυμπιάδας, ακριβώς λόγω της μνήμης του Αλέξανδρου (Διόδωρος Σικελιώτης) ή και της μνήμης του Φιλίππου και του μεγαλείου του Αλέξανδρου (Ιουστίνος, Meeus 2009: 263-264). Επιπλέον, οι πηγές αναφέρουν κάποιον ως απλά συμπολεμιστή του Αλέξανδρου, κάτι που επομένως μετρούσε πολύ και μπορούσε κάποιος να το αξιοποιήσει και στη μετέπειτα πορεία του, όπως έκανε ο Λυσίμαχος, ενώ και ο Πευκέστας το 317 π.Χ. επιζητούσε την αρχηγία του συνασπισμού του,με τη δικαιολογία της υψηλόβαθμης θέσης που είχε πριν στο στρατό του Αλέξανδρου. Ήταν ακριβώς οι μέρες που ο επικεφαλής των αργυράσπιδων και πρώην εταίρος, ο Ευμένης από την Καρδία, ενώ βρισκόταν με το στρατό του στην περιοχή

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

146

της Κιλικίας, οργάνωνε τα στρατιωτικά συμβούλια στη σκηνή του Αλέξανδρου, μπροστά σε έναν άδειο χρυσό θρόνο με τα βασιλικά σύμβολα του Αλέξανδρου, δηλαδή το διάδημα, το σκήπτρο, το στεφάνι, καθώς και τα όπλα του, ακριβώς όπως είχε κάνει και ο Περδίκκας. Ισχυριζόταν, μάλιστα, ο Ευμένης ότι είδε τον Αλέξανδρο στον ύπνο του σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και ότι οι αποφάσεις που λάμβαναν ήταν ακριβώς διαταγές από τον ίδιο Αλέξανδρο. Ακόμα, σύμφωνα με το Διόδωρο το Σικελιώτη, μπροστά σε εσχάρα με εστία φωτιάς, από ένα χρυσό κιβώτιο όλοι οι συμμετέχοντες, σύμφωνα πάντα με τη θέληση του Ευμένη, έπαιρναν τις απαραίτητες προσφορές και θυσίαζαν στον Αλέξανδρο και τον προσκυνούσαν ως θεό189. Ο Πευκέστας αντέδρασε και οργάνωσε ένα πολυδάπανο και πολυπληθές συμπόσιο, κατά απομίμιση προφανώς του συμποσίου του Αλέξανδρου στα Σούσα, στήνοντας μάλιστα και βωμούς στη μέση για τους θεούς, τον Αλέξανδρο και το Φίλιππο190 (Meeus 2009: 267, Ζουμπουλάκης 2012: 141-142, Luschen 2013: 30)191. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να επισημάνει κανείς αυτόν τον άτυπο διαγωνισμό μεταξύ Πευκέστα και Ευμένη αναφορικά με την αλεξάνδρεια μνήμη, που οδήγησε τελικά καί τους δύο να αποδώσουν θεϊκές τιμές στον Αλέξανδρο. Σύμφωνα με τους συγγραφείς Διόδωρο Σικελιώτη και Ιουστίνο, η Κλεοπάτρα, ως αδερφή του Αλέξανδρου, ήταν περιζήτητη νύφη για όλους τους διαδόχους του (Meeus 2009: 268 -269). Λιγάκι αργότερα, το 295 π.Χ., σε μια επιγραφή από την Αθήνα, σήμερα στο Ελευθέριο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο Δημήτριος Πολιορκητής, βασιλιάς της Μακεδονίας από το 294 ως το 287 π.Χ., αναφέρθηκε ως «ο Μέγας», κατά απομίμηση προφανώς του Αλέξανδρου (Demandt 2009: 410). Άλλωστε, η όλη επιμονή που επέδειξε στην πολιορκία της Ρόδου το 305 π.Χ., τι άλλο θα μπορούσε να έχει ως πρότυπο από την επιμονή του Αλεξάνδρου στην Τύρο, έστω κι αν τελικά ο Δημήτριος απέτυχε να καταλάβει την πόλη. Επιπλέον, το 294 π.Χ., σύμφωνα με τον Ιουστίνο, όταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής κατέλαβε τη Μακεδονία, ανέφερε ως εχέγγυο της κατάληψης αυτής - και κατά συνέπεια του θρόνου - τη σχέση που είχε ο πατέρας του Αντίγονος ο Μονόφθαλμος με τον Αλέξανδρο (Meeus 2009: 269). Συν τοις άλλοις, όπως σημειώνει ο Πλούταρχος στο Βίο του Δημητρίου, όταν βρέθηκε στον Ισθμό της Κορίνθου αναγορεύτηκε ηγεμόνας της Ελλάδας, όπως είχαν κάνει πριν από αυτόν ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος. Μάλιστα ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του σε μεγάλο βαθμό Διόδωρος Σικελιώτης, 60.5. – 61.3: «…δόξαι γάρ αὐτόν κατά τόν ὕπνον ὁρᾶν Ἀλέξανδρον τόν βασιλέα ζῶντα καί τῆ βασιλικῆ σκευῆ κεκοσμημένον χρηματίζειν καί τά προστάγματα διδόναι τοῖς ἡγεμόσι…κατασκευασθείσης μεγαλοπρεποῦς σκηνῆς ὅ τε θρόνος ἔχων τό διάδημα καί τό σκῆπτρον ἐτέθη καί τά ὅπλα οἷς εἰώθει χρῆσθαι. Και κειμένης ἐσχάρας ἐχούσης πῦρ, ἐπέθυον ἐκ κιβωτίου χρυσοῦ πάντες οἱ ἡγεμόνες…καί προσεκύνουν ὡς θεόν τόν Ἀλέξανδρον. 189

Διόδωρος Σικελιώτης, 19.2.1-3: «…ἧκον εἰς Περσέπολιν τό βασίλειον, Πευκέστης….θυσίαν ἐπετέλεσε μεγαλοπρεπῆ τοῖς θεοῖς καί Ἀλεξάνδρω καί Φιλίππω, μεταπεμψάμενος δέ ἐξ ὅλης σχεδόν τῆς Περσίδος ἵερείων καί τῶν ἄλλων τῶν εἰς εὐωχίαν καί πανήγυριν χρησίμων πλῆθος εἱστίασε τήν δύναμιν…ἐν μέσω δέ τούτων ὑπῆρχον βωμοί θεῶν καί Ἀλεξάνδρου καί Φιλίππου». 190

Για την ισχυρή συμβολική θέση που διατηρούσε η μορφή του νεκρού Μακεδόνα βασιλιά κατά την πρώτη γενιά των διαδόχων βλέπε και κεφάλαιο 2.4.2. 191

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

147

ανώτερο καί των δύο, επηρμένος από την εώς τότε τύχη του και την ευνοϊκή συγκυρία. Ωστόσο, συμπληρώνει ο Πλούταρχος, ο Αλέξανδρος σε κανέναν άλλο ηγεμόνα δε στέρησε το δικαίωμα να αποκαλείται βασιλιάς, ούτε ο ίδιος ποτέ αποκάλεσε τον εαυτό του βασιλιά των βασιλέων, αν και πολλοί πήραν τη βασιλική ιδιότητα και τίτλο από αυτόν (Πλούταρχος, Δημήτριος, 25.3). Ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος υπήρξε και αυτός μιμητής του Αλέξανδρου. Έτσι, στη μάχη που έδωσε εναντίον του Μακεδόνα Πάνταυχου το 289 π.Χ., παρόλο που κατανίκησε τους Μακεδόνες, οι τελευταίοι, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος, δεν τον μίσησαν, αλλά αντιθέτως τον θαύμασαν, διότι είδαν στις κινήσεις και στην ταχύτητά του τις αντίστοιχες αρετές του Αλέξανδρου, είδαν τη σκιά της ορμής και της ισχύος του Μακεδόνα βασιλιά, ξεχώρισαν τον Πύρρο, διότι, ενώ οι άλλοι βασιλείς μιμούνταν τον Αλέξανδρο στις πορφυρές ενδυμασίες και στην απαίτηση της προσκύνησης, «μόνου δὲ Πύρρου τοῖς ὅπλοις καὶ ταῖς χερσὶν ἐπιδεικνυμένου τὸν Ἀλέξανδρον» και «εἴδωλον ἐνορῶτο τῆς Ἀλεξάνδρου τόλμης», ενώ κάποιοι άλλοι και κυρίως ο Δημήτριος μάλλον μιμούνταν τον Αλέξανδρο και το μεγαλείο του σαν ηθοποιοί πάνω στη σκηνή (Πλούταρχος, Πύρρος, 8, Δημήτριος, 41.3). Ένα χρόνο αργότερα, καθώς ο Πύρρος προήλαυνε στη Μακεδονία εναντίον του Δημητρίου, είδε ένα όνειρο: είδε πως ο Αλέξανδρος τον κάλεσε κοντά του και του μίλησε ενθαρρυντικά και του υποσχέθηκε κάθε βοήθεια, αν και ήταν κλινήρης και άρρωστος. Κι όταν ο Πύρρος τόλμησε να τον ρωτήσει, πώς θα τον βοηθήσει, αφού είναι σε τέτοια κατάσταση, ο Αλέξανδρος του απάντησε πως θα τον βοηθήσει με το όνομα και, καβαλώντας έναν νυσαίο ίππο, μπήκε επικεφαλής της παράταξης του Πύρρου (Πλούταρχος, Πύρρος, 11). 192 Άλλωστε ο Πύρρος ήθελε και προσωπικά να παρομοιάζεται με τον Αλέξανδρο αλλά και ως προς τη μορφή να του μοιάζει, σύμφωνα με ένα περιστατικό που διηγείται ο Λουκιανός (Προς τον απαίδευτον και πολλά ωνούμενον, Κατσικούδης 2009: 112). Συν τοις άλλοις, είχε υιοθετήσει κι αυτός το ηρωικό πρότυπο του Αλεξάνδρου, δηλαδή τον Αχιλλέα και επιπλέον, οι γλυπτές απεικονίσεις του, φαίνεται πως είχαν ως πρότυπο την προσωπογραφία του Μεγάλου Ο Πλούταρχος αναφέρει πως και ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (337=283 π.Χ.)είδε ένα όνειρο με τον Αλέξανδρο, κακό αυτή τη φορά, όνειρο ήττας (Πλούταρχος, Δημήτριος, 29). Όνειρο με δύο Αλέξανδρους να πολεμούν ο ένας τον άλλον με τη βοήθεια της Αθηνάς και της Δήμητρας κατά αντιπαράθεση είδε και ο Ευμένης ο Καρδιανός (362-316 π.Χ.) και αποφάσισε να διαμορφώσει το σύνθημά του σε «Δήμητρα και Αλέξανδρος», μια και τελικά στην ονειρική μάχη που είδε, κέρδισε αυτό το ζευγάρι. Αντίστοιχα, ανέφερε ότι είδε στον ύπνο του τον Αλέξανδρο να του φανερώνει μια βασιλική σκηνή με έναν θρόνο μέσα, στον οποίο αποκάλυψε ότι το πνεύμα του θα καθόταν, αν όλα τα συμβούλια των συμμάχων του Ευμένη λάμβαναν χώρα μέσα σε αυτήν τη σκηνή (Πλούταρχος, Ευμένης, 6, 13). Όταν ο Σέλευκος το 321 π.Χ. κατέλαβε τη θέση του σατράπη της Βαβυλώνας ισχυρίστηκε ότι τη θέση αυτή τού την επικύρωσε ο Αλέξανδρος σε ένα όνειρο (Ζουμπουλάκης 2012:141-142). Επομένως φαίνεται πιθανόν το «αλεξάνδρειο όνειρο» να αποτελούσε άλλον ένα κοινό τόπο του αλεξάνδρειου μύθου, αν και ενδεχομένως η μορφή και το πρότυπο του Αλέξανδρου μπορεί να είχε στοιχειώσει σε τέτοιο σημείο τους διαδόχους, ώστε πράγματι να τον ονειρεύονταν. Γεγονός είναι ότι αξιοποιούσαν άριστα την «ονειρική» μορφή του, προκειμένου να προωθούν τα σχέδιά τους. Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα αλεξάνδρεια ενύπνια ενδεχομένως να αποτελούν και ένα πρόσθετο τεκμήριο για το πρώιμο στάδιο της αποθεωμένης υπόστασής του. 192

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

148

Αλεξάνδρου. Τέλος, μια σειρά ενεργειών του, όπως η ανάθεση όπλων και ιδιαίτερα ασπίδων σε ναούς (π.χ. ρωμαϊκών ασπίδων μετά τη νίκη του στην Ηράκλεια της Ιταλίας), ή η εντολή που έδωσε για μνημειακή διαμόρφωση του ιερού της Δωδώνης, κάτι που αποτελούσε ανεκπλήρωτη επιθυμία του Αλέξανδρου ( Κατσικούδης 2009: 105, 116-117), όλα τα παραπάνω φανερώνουν πως ο Πύρρος ήταν πράγματι ο πρώτος Έλληνας ηγεμόνας που έκανε πράξη και πολιτικό πρόγραμμα την Imitatio Alexandri, τη μίμηση του Αλέξανδρου. Κι αν ο Πύρρος θαυμαζόταν από τους Μακεδόνες, δε συνέβαινε το ίδιο και με τον Κάσανδρο, του οποίου τις πράξεις, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Δημήτριος, 37.2), οι Μακεδόνες πάντα θυμούνταν και μισούσαν, εξαιτίας του κακού που προξένησε στην οικογένεια του νεκρού Αλέξανδρου. Ο Θεόκριτος, ποιητής της ελληνιστικής εποχής και υμνητής των Πτολεμαίων στα χρόνια της βασιλείας του Πτολεμαίου Φιλάδελφου, παρουσίασε στο κοινό του μια σύνθεση για τη θεία φύση τους, γύρω στο 270 π.Χ., στην οποία εμφανίζεται ο Πτολεμαίος Σωτήρας να παρευρίσκεται σε συμπόσιο στον Όλυμπο μαζί με το Δία, τον Αλέξανδρο (περιγράφεται ως «βαρύς θεός για τους Πέρσες») και τον Ηρακλή (Φάσσα 2012: 120, Luschen 2013: 18). Ένας πάπυρος, που χρονολογείται το 106 π.Χ., περιέχει την εξής αναφορά: «…ἱερέως βασιλέως Πτολεμαίου τοῦ ἐπικαλουμένου Ἀλεξάνδρου Ἀλεξάνδρου καί Θεῶν Σωτήρων καί Θεών Ἀδερφῶν…και Εὐεργετῶν…καί Φιλοπατόρων…» (Luschen 2013: 20). Ο Τίτος Λίβιος αναφέρει πως κάποιος Μεγαλοπολίτης που έζησε το 2ο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. ονομαζόταν Αλέξανδρος και ισχυριζόταν πως ήταν απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και είχε δώσει στα δύο του αγόρια τα ονόματα Αλέξανδρος και Φίλιππος. 193 Ίσως να πρόκειται για την αρχαιότερη καταγεγραμμένη «Αλεξανδρομανία» ενός απλού Έλληνα, που φτάνει στο σημείο της ονοματοδοσίας. Παράλληλα, το ἀλεξανδρίζειν, η μίμηση της τύχης του Αλέξανδρου, φαίνεται πως είχε εισαχθεί ως όρος περίπου την ίδια εποχή για κάποιον ηγεμόνα και μάλιστα Μακεδόνα, που είχε μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες: τέτοιο εγκώμιο έπλεξε ο αυλοκόλακας Απολλοφάνης για τον κύριό του, το βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο Δώσωνα, κατακτητή της Λακεδαίμονος (222 π.Χ.)194. Ο Φίλιππος Ε΄, διάδοχος του Δώσωνος στο θρόνο της Μακεδονίας (221-179 π.Χ.), υπήρξε επίσης μιμητής του μεγάλου προκατόχου τους. Η αντιπαράθεση Αλεξάνδρου και Φιλίππου Ε΄, που συνειδητά, όπως διαπιστώσαμε, (κεφάλαιο 2.1) επιχειρεί στο έργο του ο Πολύβιος, κορυφώνεται στο παρακάτω απόσπασμα:

193

Τίτος Λίβιος, Ιστορία της Ρώμης, 35.47, δες

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.02.0144:book=35:chapter=47&highligh t=alexander 194

Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί,6.58, δες

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:2013.01.0003:book=6:chapter=58&highlight =alexander (16.9.2014). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

149

«Τα παραπάνω (-δηλαδή το ότι ο Αλέξανδρος δεν κατέστρεψε τους ναούς της Θήβας κατά την καταστροφή της πόλης -) έχοντας συνεχώς στο νου του ο Φίλιππος, θα μπορούσε να αναδειχθεί ως διάδοχος και κληρονόμος των προαναφερθέντων ανδρών (σημ. Φιλίππου και Αλεξάνδρου), όχι τόσο στην εξουσία που αυτοί είχαν, όσο στην πολιτική που ακολουθούσαν και στη μεγαλοψυχία τους. Αυτός, όμως, αν και κόπιαζε όλη του τη ζωή να φανεί συγγενής του Αλέξανδρου και του Φιλίππου, στην πράξη δεν έδειξε καθόλου να είναι αληθινός μιμητής τους. (Πολύβιος 5.10. -9-10, απόδοση στη νεοελληνική). Είναι φανερό από την παραπάνω αναφορά πως ο Φίλιππος Ε΄, σύμφωνα με τον Πολύβιο, υπήρξε ένας από τους Έλληνες ηγέτες που είχαν τον Αλέξανδρο (και το Φίλιππο) ως πρότυπο, αν και αποτυχημένα για τον ίδιο. Παράλληλα, με έμμεσο τρόπο από τα παραπάνω αποσπάσματα, ο Πολύβιος αναδεικνύει την ευσέβεια και τη μεγαλοψυχία ως δύο από τις βασικές αρετές του Αλέξανδρου, κάτι που κάνει και σε άλλα σημεία της ιστορίας του, εξισώνοντας, μάλιστα, τον Αλέξανδρο και τον πατέρα του Φίλιππο στις αρετές της μεγαλοψυχίας, της σωφροσύνης, της τόλμης, της φυσικής δύναμης και του ψυχικού σθένους με το σύνολο των Μακεδόνων που τους ακολουθούσαν (Πολύβιος 8.10, Overtoom 2013: 585)195. Ακόμη, αναφέρεται πως στη μάχη που έδωσε ο Φίλιππος εναντίον της Σικυώνας το 208 π.Χ. φορούσε ο ίδιος ένα κράνος με τα κέρατα του Άμμωνα (Πολύβιος 5.10, Λίβιος 27.33, Demandt 2009: 408), μια ένδειξη πως πιθανόν η με παρόμοιο τρόπο απεικόνιση του Αλεξάνδρου στη σαρκοφάγο του Μουσείου Κωνσταντινουπόλεως να ήταν κάτι παραπάνω από απλώς συμβολική. Ακόμη και ο τελευταίος βασιλιάς της Μακεδονίας, ο Περσέας (179-168 p.X.), συνέκρινε τον εαυτό του με τον Αλέξανδρο και ήλπιζε να τον ξεπεράσει στη φήμη και στην ισχύ (Δίων 20.66, Ζωναράς 9.22, Demandt 2009: 408)196. Ανάμεσα στο 212 με 205 π.Χ. η εκστρατεία του Αντιόχου Γ΄, ηγεμόνα του βασιλείου της Συρίας, ο οποίος έφτασε ανατολικά μέχρι τη Βακτρία και την οροσειρά των Παραπαμισάδων, Επομένως, δε φαίνεται να ευσταθεί η θέση του Errington ότι ο Πολύβιος υπήρξε αυστηρά επικριτικός απέναντι στον Αλέξανδρο. Σύμφωνα με τον Errington, ο Πολύβιος θεωρεί ότι οι στρατηγοί και σύμβουλοί του άξιζαν πολύ περισσότερα εύσημα για την επιτυχία της εκστρατείας απ’ ό,τι ο ίδιος ο Αλέξανδρος, ο οποίος, για τον Πολύβιο, υπήρξε ανάμεσα στ’ άλλα και απίστευτα τυχερός. Ο Errington φτάνει στο σημείο να γράψει πως πιθανόν ο Πελοποννήσιος ιστορικός να εξέφραζε μια ιδιαίτερη –αρνητική - οπτική των Ελλήνων του νότου απέναντι στον Αλέξανδρο, κάτι που αποτελεί σαφώς μια γενίκευση (Errington 2008: 155, 163), Γενικά πάντως, μετά την πρώτη γενιά των ιστορικών του Αλέξανδρου φαίνεται πως δεν έγραψε κανείς αναλυτικά γι’ αυτόν και πως ήταν οι κατακτήσεις του Πομπηίου στην ανατολή που αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον των ιστορικών για το Μακεδόνα βασιλιά (Errington 2008: 163). 195

Η αναφορά του Ζωναρά έχει ως εξής: "ὁ μέν οὖν Περσεύς μέγαν ἐκ τούτων έκέκτητο φρόνημα καί τόν Ἀλέξανδρον τῆ δόξη καί τῶ μεγέθει τῆς ἀρχῆς ὑπεροίσεν ἐπήλπισεν…». Είναι εντυπωσιακό ότι, σύμφωνα με το Ζωναρά, ο Περσέας, για να μη φοβηθούν τα άλογα του ιππικού του τους ελέφαντες των Ρωμαίων στην επικείμενη σύγκρουση, τα έβαζε να εξασκούνται και να κάνουν εφόδους σε ομοιώματα ελεφάντων, πασαλειμμένα με υλικό που τους έδινε οσμή έντονη, όπως αυτή που έχουν οι πραγματικοί ελέφαντες και με ταυτόχρονη μηχανική αναπαραγωγή σαλπισμάτων παρόμοιων με αυτά των πραγματικών ελεφάντων, ώστε τα άλογα του μακεδονκού ιππικού να εξοικειωθούν μαζί τους. 196

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

150

φαίνεται πως έγινε κατά μίμηση της εκστρατείας του Αλέξανδρου, πόσο μάλλον που ο Αντίοχος πήρε μετά από αυτήν την εκστρατεία την προσωνυμία «Μέγας», η οποία φαίνεται πως είχε ήδη καθιερωθεί από πιο πριν για τον Αλέξανδρο (Demandt 2009: 407, Πολύβιος 11.34, Απιανός 11.1). Επίσης στο πιο μακρινό βασίλειο των Σελευκίδων, κατά το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα π.Χ., εμφανίστηκαν ηγέτες, οι οποίοι έφεραν το όνομα Αλέξανδρος, προφανώς κατά μίμηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως ο Αλέξανδρος Βαλάς (150-145 π.Χ.), ή ο Αλέξανδρος Ζαβίνας (130-123 π.Χ., Demandt 2009: 408), με παράλληλη μίμηση της μορφής του Αλέξανδρου, προκειμένου να απεικονίσουν το δικό τους πορτραίτο, με διαδηματοφόρα κεφαλή, στα νομίσματά τους (βλέπε και κεφάλαιο 2.4). Στην αρχαιότητα, κατά την περίοδο εξάπλωσης των Ρωμαίων, έχουμε από έναν Έλληνα ηγεμόνα μια ακόμη ιδεολογική χρήση της μορφής του Αλέξανδρου ως συμβόλου συσπείρωσης του ελληνισμού και εξύψωσης του αγωνιστικού φρονήματος των Ελλήνων έναντι μιας ξένης απειλής . Αυτό έγινε από το Μιθριδάτη ΣΤ΄, το βασιλιά του Πόντου, προκειμένου να κινητοποιήσει όσο το δυνατό περισσότερους Έλληνες εναντίον των Ρωμαίων. Σε επικοινωνιακό επίπεδο ο Μιθριδάτης επονομάστηκε επίσης «Μέγας» και κυκλοφόρησε και σειρά νομισμάτων με την κεφαλή του εσκεμμένα ίδια με του Αλέξανδρου (με τα χαρακτηριστικά της αναστολής και της στροφής της κεφαλής, το ίδιο έγινε και με αγαλματικά πορτραίτα του) και διέδιδε μάλιστα πως και η χλαμύδα που φορούσε, την οποία πήρε από τους κατοίκους της Κω το 103 π.Χ. (που την είχαν πάρει από την Κλεοπάτρα Γ΄) ήταν του Αλέξανδρου. Επιπλέον, σύμφωνα με μια επιγραφή από την Έφεσο, ο Μιθριδάτης παρουσιαζόταν ως «Νέος Αλέξανδρος», που αναλάμβανε την αρχηγία «του αγώνα κατά της ρωμαϊκής κυριαρχίας και για την παγκόσμια ελευθερία».197 Καθόλου τυχαία λοιπόν ο Πομπήιος (106 -48 π.Χ.), που νίκησε τη Μιθριδάτη, όταν τέλεσε το θρίαμβό του στη Ρώμη, φορούσε ακριβώς αυτή τη χλαμύδα (Κουλακιώτης 2008: 111-12, Demandt 2009: 409)198. Trofimova 2012 A: 72 -73. Μάλιστα, μέσω του Αλέξανδρου, ο Μιθριδάτης συσχετίζεται εικονογραφικά και με τον Ηρακλή. 197

Ενώ ο Αππιανός αναφέρει ως μη πιστευτό ανέκδοτο αυτό που λεγόταν για τη γέννηση του Πομπηίου, ότι δηλαδή φορούσε τη χλαμύδα του Αλέξανδρου όταν γεννήθηκε (Αππιανός, Μιθριδατικοί Πόλεμοι, 17). Ο Πλούταρχος πάλι στο Βίο του Πομπήιου αναφέρει ότι υπήρχε μια αμφιλεγόμενη ομοιότητα ανάμεσα στην κόμμωση και το βλέμμα του Πομπηίου και στην αναστολή της κόμμωσης και το υγρό βλέμμα των αγαλμάτων του Αλέξανδρου. Μάλιστα προσθέτει πως στα νιάτα του Πομπήιου πολλοί ήταν αυτοί που τον αποκαλούσαν Αλέξανδρο (Πλουτάρχου Πομπήιος, 2.1) Οι γενικότερες πολιτικές αντιλήψεις πάντως των Ρωμαίων μας βοηθούν να ερμηνεύσουμε αυτήν την πρώιμη «αλεξανδρομανία» του Πομπήιου: οι Ρωμαίοι θεωρούσαν πως μόνο αν ιδιοποιούνταν τα σύμβολα και τους προστάτες του νικημένου αντιπάλου, όποιοι κι αν ήταν αυτοί, θεοί, ήρωες, ή βασιλιάδες, θα εξασφάλιζαν τη νίκη τους, διαφορετικά υπήρχε ο κίνδυνος της ανατροπής. Σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο θα πρέπει να δούμε και την «ιδιοποίηση» του Αλέξανδρου, η οποία την περίοδο της res publica δεν είχε λάβει ακόμα διαστάσεις ολοκληρωμένου προγράμματος, αλλά αποτελούσε μια επιλεκτική αναφορά σε επεισόδια της ζωής του. Ο Κουλακιώτης διακρίνει τρία επίπεδα μίμησης του Αλέξανδρου από τους Ρωμαίους: στο πρώτο υιοθετείται ο Μακεδόνας βασιλιάς ως πρότυπο και χρησιμοποιείται έτσι επιλεκτικά (μίμησις). Στο δεύτερο υπάρχει ο ζήλος, δηλαδή ο μιμητής εκφράζει μια διάθεση ανταγωνισμού με το πρότυπό 198

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

151

2.8. Η Imitatio Alexandri των Ρωμαίων Έτσι λοιπόν, με αυτή τη συμβολική κίνηση, τη σκυτάλη της υστεροφημίας του Αλέξανδρου παίρνει η αρχαία Ρώμη199. Προηγήθηκε βέβαια ο Σκιπίων ο Αφρικανός (236-183 π.Χ.), ο οποίος συγκρινόταν με τον Αλέξανδρο200 και άφηνε να διαδίδονται κοινοί θεϊκοί μύθοι, που συσχέτιζαν τη γέννησή του με εκείνη του Αλέξανδρου. Ακόμα και ο μεγάλος αντίπαλός του, ο Αννίβας ο Καρχηδόνιος σε μια συνομιλία μαζί του είπε: «Alexandrum Macedonum regem fuisse maximum imperatorem» (Πετροχείλος 1993: 10). Είναι γεγονός πως η φήμη του Αλέξανδρου πολύ γρήγορα έφτασε στη Ρώμη, είτε όσο ήταν εν ζωή, είτε οπωσδήποτε αμέσως μετά το θάνατό του. Αυτό μας επιτρέπει να το συμπεράνουμε η αναφορά του Ρωμαίου ρήτορα Άππιου Κλαύδιου, ο οποίος, μπροστά στην απειλή του Πύρρου, του βασιλιά της Ηπείρου, βγάζει λόγο απευθυνόμενος στους Ρωμαίους και τους λέει τα εξής: «ποῦ γὰρ ὑμῶν ὁ πρός ἅπαντας ἀνθρώπους θρυλούμενος ἀεὶ λόγος, ὡς, εἰ παρῆν ἐκεῖνος εἰς Ἰταλίαν ὁ μέγας Ἀλέξανδρος καὶ συνηνέχθη νέοις ἡμῖν καὶ τοῖς πατράσιν ἡμῶν ἀκμάζουσιν, οὐκ ἂν ὑμνεῖτο νῦν ἀνίκητος, ἀλλ᾽ ἢ φυγὼν ἂν ἤ ποῦ πεσὼν ἐνταῦθα τὴν Ῥώμην ἐνδοξοτέραν ἀπέλιπε»; (Πλούταρχος, Πύρρος, 19). Επομένως, τουλάχιστον ήδη από τα χρόνια του Πύρρου και των εκστρατειών του στην Ιταλία θα υπήρχε η τάση της σύγκρισης των Ρωμαίων με τον Αλέξανδρο και η διαδεδομένη ως φαίνεται πεποίθησή τους ότι ο ανίκητος Αλέξανδρος τελικά θα νικιόταν αν στρεφόταν κατά της Ρώμης. Αργότερα, κατά τους ύστατους χρόνους της ρωμαϊκής res publica, εποχή πολιτικής ανωμαλίας, αστάθειας, κρίσης και αβεβαιότητας, δόθηκε έμφαση στην εξέχουσα προσωπικότητα, αυτή που θα μπορούσε να επαναφέρει την τάξη, κάτι που τελικά οδήγησε στην αυτοκρατορία του Οκταβιανού Αυγούστου. Στη διαδικασία αυτή, φαίνεται πως ο Αλέξανδρος διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο, ως προπομπός του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού της εποχής, αλλά και ως μοντέλο ακριβώς αυτής της αναμενόμενης εξέχουσας προσωπικότητας (Spencer 2009: 275). Παράλληλα, αναδείχθηκε και μια πλευρά κριτικής απέναντί του: ο του, το οποίο και επιθυμεί να ξεπεράσει. Τέλος στο τρίτο στάδιο τη σκυτάλη παίρνουν πλέον οι ιστορικοί και συγγραφείς της εποχής του Ρωμαίου ηγήτορα, οι οποίοι και προχωρούν στη σύγκριση των δυο (βλέπε Κουλακιώτης 2008: 112 -113). Η Ρώμη είχε ήδη στείλει πρεσβεία στον Αλέξανδρο το 334 π.Χ., πριν την εκστρατεία του στην ανατολή (Piemontese 2006: 43), ενώ μια δεύτερη πρεσβεία στη Βαβυλώνα, λίγο πριν το θάνατό του, αναφέρεται από τον Αρριανό με πολλές επιφυλάξεις (Αρριανός 7.XV.5). 199

M. C. Howatson, Εγχειρίδιο Κλασικων Σπουδών της Οξφόρδης, Οξφόρδη 1989, ελληνική έκδοση Αδερφών Κυριακίδη σε μετάφραση Β. Φόρη,Θεσσαλονίκη, 1995, σελ. 689. 200

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

152

Κικέρων για παράδειγμα, σε λόγο του το 62 π.Χ. για λογαριασμό του ποιητή Λικίνιου Αρχία, τονίζει ότι αν ο Αλέξανδρος κατάφερε να διατηρήσει την εικόνα του μεγαλείου και της δόξας του, αυτό οφείλεται στο ότι έξυπνα αντιλήφθηκε τη σημασία του Ομήρου για τον Αχιλλέα, με άλλα λόγια διότι τοποθέτησε γύρω του ικανούς ποιητές και συγγραφείς, οι οποίοι φρόντισαν να εξυμνήσουν τα έργα του. Σε έναν άλλο λόγο του πάλι, το 55 π.Χ. ο Κικέρων τονίζει πως και ο συγγραφέας -υμνητής κερδίζει τελικά δόξα από το συσχετισμό του με το μεγάλο άνδρα (Spencer 2009: 290-291). Με τον Πομπήιο πάντως ξεκινά η διαμόρφωση μιας ολόκληρης ιδεολογίας μεταξύ των επιφανών ανδρών της Ρώμης, γνωστή ως Imitatio Alexandri, η μίμιση του Αλέξανδρου (Κουλακιώτης 2008: 113). Ένας από αυτούς τους εξέχοντες Ρωμαίους, υπήρξε και ο στρατηγός Λούκουλλος (118-56 π.Χ.), πρωταγωνιστής των Μιθριδατικών Πολέμων στη Μικρά Ασία, ο οποίος αρεσκόταν να εμφανίζεται ως Νέος Αλέξανδρος (Ι.Ε.Ε. Ε΄: 236). Υπάρχει η άποψη ότι πρώτοι οι Ρωμαίοι αποκάλεσαν τον Αλέξανδρο Μέγα, Alexander Magnus και ο πρώτος Ρωμαίος που μας παραδίδεται ότι χρησιμοποίησε το χαρακτηρισμό Μέγας για τον Αλέξανδρο ήταν ο Πλαύτος στην κωμωδία Mostellaria, περίπου στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. με αρχές δεύτερου αιώνα π.Χ. Ωστόσο είναι σίγουρο πως ο χαρακτηρισμός Μέγας θα προϋπήρχε, όπως φαίνεται και από την παραπάνω αναφορά του Άππιου Κλαύδιου (Birt: 300, Αλλαμάνη –Σουρή 2003:108, Kyhnen 2005: 60). Άλλωστε, σωστά ο Demandt παρατηρεί πως στο ίδιο συμπέρασμα μας οδηγεί και η υιοθέτηση του προσωνυμίου «Μέγας» από τον Αντίοχο Γ΄ στη Συρία το 205 π.Χ. και πολύ περισσότερο η επιγραφή με την αναφορά του Δημητρίου Πολιορκητή ως «Μεγάλου» από την Αθήνα, για την οποία ήδη έγινε λόγος. Επιπλέον, στον Ψευδο – Λόγγινο υπάρχει η αναφορά πως ο Τίμαιος από το Ταυρομένιο, που έζησε από το 352 ως το 256 π.Χ., είχε επαινέσει «τον Αλέξανδρο το Μέγα», διότι χρειάστηκε λιγότερο χρόνο για να κατακτήσει την Ασία απ’ ό,τι ο Ισοκράτης για να γράψει ένα λόγο του. Εν τέλει, είναι όντως πιθανόν η επονομασία «ο Μέγας» να δόθηκε στον Αλέξανδρο ήδη από τους βετεράνους της εκστρατείας του (Demandt 2009: 410). Η πολιτική υιοθέτησης του Αλέξανδρου ως συμβόλου της ρωμαϊκής ιδεολογίας, πέρα από το θαυμασμό για τα κατορθώματα του Μακεδόνα βασιλιά, εξυπηρετούσε κι ένα άλλο σκοπό: Η Ρώμη στην ανατολή θα αντιμετωπίσει τον ίδιο εχθρό, τους Πέρσες, ή καλύτερα τους συνεχιστές τους, το βασίλειο των Πάρθων, οπότε η μορφή του Αλέξανδρου, νικητή των Περσών, τους ήταν απαραίτητη καί σε επίπεδο προπαγάνδας κατά των ισχυρών αντιπάλων τους (Piemontese 2006: 45-46)201. Όπως και να ΄χει, στις σωζόμενες απεικονισεις του Πομπηίου, τόσο σε προτομές, όσο και σε νομίσματα202 διακρίνουμε τα τυπικά χαρακτηριστικά των Ο Κουλακιώτης σωστά επισημαίνει ακόμα πως αυτό που ενδιέφερε γενικότερα τη ρωμαϊκή σκέψη κατά το 2 αιώνα π.Χ. με 3ο αιώνα μ.Χ. ήταν ο τρόπος κατασκευής μιας εξουσίας, η οποία θα μπορούσε γρήγορα να οδηγήσει μια κυρίαρχη εθνότητα στην παγκόσμια ηγεμονία, οπότε στο πλαίσιο αυτό, αναπόφευκτο ήταν και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Αλέξανδρο (Κουλακιώτης 2008:103). 201

ο

Κι άλλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες θα υιοθετήσουν για τη νομισματική τους εικονογράφηση τους τύπους και τα σύμβολα του Αλεξανδρου, όπως ο Νέρωνας, ο Βεσπασιανός, ο Τίτος, ο Δομιτιανός, ο Τραϊανός κ.α. (Kuhnen 2005: 180, 184 - 191). 202

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

153

απεικονίσεων του Αλέξανδρου: την αναστολή, την υγρότητα του βλέμματος, την κλίση της κεφαλής. Σε νομίσματα από τους Σόλους της Κιλικίας εικονίζεται το πορτραίτο του Πομπηίου με τα αρχικά ΑΝ, δηλαδή ΑΝΙΚΗΤΟΣ , ένα από τα πλέον διαδεδομένα συνοδευτικά του Αλέξανδρου. Άλλωστε ο Πομπήιος ήδη από τη νιότη του, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες πηγές, (Σαλλούστιος, Πλούταρχος, L. Marcious Philippus) είχε αρχίσει να θαυμάζει τα κατορθώματα του Αλέξανδρου και να τον έχει ως πρότυπο. Αργότερα, κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του σε δύση και ανατολή υιοθέτησε τον τίτλο Magnus – Μέγας – όπως μαρτυρούν οι γραπτές πηγές, για παράδειγμα ο Πλούταρχος, (Πλούταρχος: Ιούλιος Καίσαρας, 56) τα νομίσματα και διάφορες άλλες επιγραφές, ακόμα και από ελληνικές πόλεις. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι τα κατορθώματα του Πομπηίου ήταν ίδιου επιπέδου με αυτά του Αλέξανδρου203. Συγγραφείς της εποχής, όπως ο Θεοφάνης από τη Μυτιλήνη, προσπαθούν να παρουσιάσουν τον Πομπήιο ως δεύτερο Αλέξανδρο. Για τον Πομπήιο ο Πλούταρχος στον αντίστοιχο βίο του αναφέρει ακόμα πως πολλοί ήταν αυτοί που τον συνέκριναν σε όλα τα σημεία με τον Αλέξανδρο (Πλούταρχος, Πομπηίος, 46).Τέλος, ο ίδιος ο Πομπήιος έχοντας το πρότυπο του Αλέξανδρου –κτίστη ίδρυσε νέες πόλεις στην ανατολή, όπως η Πομπηιούπολη, η Μαγνόπολη, η Μεγαλόπολη και η Νικόπολη (Kuhnen 2005: 77, 54-66, 69, 72-73, 81). Επιπλέον, φαίνεται ότι από τον Αλέξανδρο ο Πομπήιος υιοθέτησε και το πρότυπο του εξερευνητή, του πεφωτισμένου ηγεμόνα, προστάτη της έρευνας, του εκπολιτιστή και βέβαια του κοσμοκράτορα (Spencer 2009: 277-78). Ο Αλέξανδρος ως dux (στρατηλάτης) θα αποτελεί στο εξής ένα συνεχές σημείο αναφοράς στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου από τη Ρώμη (Κουλακιώτης 2008: 113). Ο Ιούλιος Καίσαρας τον είχε ως πρότυπο και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ιβηρία διάβαζε για τον Αλέξανδρο, παραπονιόταν μάλιστα πως ο Αλέξανδρος στην ηλικία του είχε ήδη γίνει βασιλιάς τόσων ανθρώπων, ενώ αυτός δεν είχε κάνει τίποτα το ένδοξο (Πλούταρχος: Ιούλιος Καίσαρας, 11).204 Μάλιστα αναφέρεται πως τη δήλωση αυτή την έκανε όταν είδε ένα άγαλμα του Αλέξανδρου στο ιερό του Ηρακλή στα Γάδειρα, σύμφωνα με το Σουητώνιο (βλέπε κεφάλαιο 2.2). Αναφέρεται ακόμα από το Στάτιο πως ο Καίσαρας διέταξε να αντικασταθεί η κεφαλή του Αλέξανδρου σε ένα έφιππο ανδριάντα του Λυσίππου με τη δική του205. Ο Στράβωνας αναφέρει πως ο Καίσαρας «ζηλώσας ἅμα καί Ἀλέξανδρον» έγινε κι 203

Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 7.27, δες

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.02.0137:book=7:chapter=27&highlight =alexander (12.9.2014). Μαζί με την Imitatio Alexandri υπήρξε και μια άλλη μίμηση από τους Ρωμαίους, αυτή του αλόγου του Αλέξανδρου, του Βουκεφάλα, ο οποίος φαίνεται πως γίνεται το μυθικό πρότυπο για το άλογο του Ιουλίου Καίσαρα. Παραλληλισμοί των δύο αλόγων βρίσκονται και σε αναφορές των βυζαντινών συγγραφέων Γεωργίου Κεδρηνού και Κωνσταντίνου Μανασσή (Anderson 1930: 20-21). 204

Την εποχή βέβαια του Ιουλίου Καίσαρα είναι ακριβώς που ο Κικέρων καταφέρεται εναντίον του προτύπου του Ρωμαίου ηγέτη, δηλαδή εναντίον του Αλέξανδρου, θέλοντας ουσιαστικά να πλήξει τον ίδιο τον Ιούλιο Καίσαρα και απηχώντας τις θέσεις της ρωμαϊκής συγκλήτου, που με τρόμο έβλεπε να ισχυροποιείται η ενός ανδρός αρχή στο πρόσωπο του Καίσαρα (Κουλακιώτης 2008:114). 205

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

154

αυτός ευεργέτης του Ιλίου, ενώ και σε άλλο σημείο τον αναφέρει ως φιλαλέξανδρο. Είναι σχεδὀν βέβαιο ότι η προσπάθεια αποθέωσης του εαυτού του, που έκανε ο Καίσαρας, είχε ως πρότυπο την αποθέωση του Αλέξανδρου. Ακόμα, φαίνεται πως ο Καίσαρας ήθελε να υποτάξει κι άλλες περιοχές, την Παρθία, την Υρκανία, την Κασπία με τον Καύκασο, τον Πόντο, τη Σκυθία και τη Γερμανία, ώστε να δημιουργήσει ένα οικουμενικό κράτος που σύνορά του θα είχε τα όρια της γης, όπως τα καθορίζει ο περιβάλλων Ωκεανός και πως ένα από τα τελευταία σχέδιά του ήταν η αναζήτηση των πηγών του Νείλου, πάντα σύμφωνα με τα σχέδια, που είχε πριν από αυτόν ο Αλέξανδρος (Πλούταρχος: Ιούλιος Καίσαρας, 58, Kuhnen 2005: 88-89, 96-98). Προγραμμάτιζε ακόμα μια σειρά από έργα, όπως η διάνοιξη του ισθμού της Κορίνθου, η εκτροπή του Τίβερη, η αποξήρανση ελών και η δημιουργία λιμένων, έχοντας ως πρότυπο τον Αλέξανδρο –κτίστη (Πλούταρχος: Ιούλιος Καίσαρας, 58). Άλλωστε, η επιλογή του Πλουτάρχου να παραλληλίσει το βίο του Καίσαρα με αυτόν του Αλέξανδρου φανερώνει πως ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. υπήρχε μια γενικότερη τάση σύγκρισης των δύο ηγετών στο ρωμαϊκό κόσμο (Spencer 2009: 280). Τόσο ο Ιούλιος Καίσαρας (μαζί με την Κλεοπάτρα) όσο και ο Αντώνιος αλλά και ο Οκταβιανός Αύγουστος αργότερα επισκέφτηκαν το μουμιοποιημένο σώμα του μεγάλου στρατηλάτη στην Αλεξάνδρεια και απέτισαν φόρο τιμής (Stoneman 2008: 268). Ο Αντώνιος ήταν αυτός που υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό την εικονογραφία του Ήλιου, ενώ και ο γιος του από την Κλεοπάτρα ονομάστηκε Αλέξανδρος –Ήλιος, στοιχεία αποδεικτικά της imitatio Alexandri (Spencer 2009: 282). Mάλιστα o Αντώνιος προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα υιοθετώντας ως Νέος Διόνυσος το ίδιο το πρότυπο του Μακεδόνα βασιλιά (Κουλακιώτης 2008: 113-16). Πρώτος ο Αύγουστος διακήρυξε πως ήταν διάδοχος του Αλεξάνδρου και η εικόνα του Αλεξάνδρου κοσμούσε το δακτυλίδι του, που χρησιμοποιούσε ως σφραγίδα στη δημόσια και ιδιωτική αλληλογραφία του. Όταν ο Αύγουστος εισήλθε στην Αλεξάνδρεια αδιαμφισβήτητος νικητής και μονοκράτορας, «συγχώρεσε» το λαό της για την υποστήριξη που παρείχε στον Αντώνιο, από σεβασμό στον Αλέξανδρο, τον ιδρυτή της πόλης, όπως ο ίδιος είπε (Μάζη, Μάστορη 1997:61). Άλλωστε ο ίδιος αυτοκράτορας φρόντισε ώστε να σταλούν στη Ρώμη τα καλύτερα αγάλματα και ζωγραφικές αναπαραστάσεις του Αλέξανδρου και να τοποθετηθούν στο φόρουμ του, όπως ήδη σημειώσαμε (βλέπε κεφάλαιο 2.3) 206 (Γιαλιούρης 1998:38, Birt: 301). Πρέπει ακόμα να σημειωθεί πως στα γλυπτά πορτραίτα του Οκταβιανού και αργότερα του Καρακάλλα υιοθετήθηκε ο «λυσίππειος» τρόπος απόδοσης της κεφαλής του Αλέξανδρου, δηλαδή με την κεφαλή τους στραμμένη στο πλάι, αν και όχι πάντα και προς τα πάνω, σε μια συνειδητή προσπάθεια μίμησης του Μακεδόνα βασιλιά ακόμα και στον καλλιτεχνικό τρόπο απόδοσής τους (Rambaldi 2006: 74, 110). Ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά του Απολλινάριου Σιδώνιου, ο οποίος παραλληλίζει τον Αλέξανδρο με Και πάλι βέβαια, οι συγγραφείς της εποχής του Αυγούστου, που προπαγάνδιζαν τις θέσεις του, καταφέρονται εναντίον του Αλεξάνδρου και του ασκούν έντονη κριτική (π.χ. για εκφυλισμό μετά την επικράτηση εναντίον του Δαρείου), προσπαθώντας έτσι να πλήξουν εμμέσως το μιμητή του, τον αντίπαλο του Αυγούστου Αντώνιο (Κουλακιώτης 2008:116-117). 206

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

155

τον Αύγουστο, αναφέροντας ότι μοιράστηκαν ως πατέρες το Φόβο και το Δία και πως γεννήθηκαν εν τέλει από ένα φιδόμορφο θεό. Το μοτίβο του «οφιογενή» Αλέξανδρου επαναλαμβάνεται ως αναφορά από πολλούς αλλους συγγραφείς της αρχαιότητας (βλέπε αναλυτικά Luschen 2013: 91-93, 98, 105 -107). O Στράβων τονίζει ότι οι διάδοχοι του Αλέξανδρου είναι ο Καίσαρ και ο Αύγουστος και ως τέτοιοι έχουν δικαίωμα στις κατακτήσεις του Αλέξανδρου (Κουλακιώτης 2008: 113-16). Ο Τιβέριος, σε ένα λόγο του παραλλήλισε τις πράξεις του Αυγούστου με αυτές του Αλέξανδρου (Kuhnen 2005: 162-163, 167). Πολλές ακόμη αναφορές τεκμηριώνουν τη συνέχιση της Imitatio Alexandri: ο Τάκιτος, (56-120 μ.Χ.) στα Χρονικά του συγκρίνει το Ρωμαίο στρατηγό Ιούλιο Καίσαρα Γερμανικό (15 π.Χ. -19 μ.Χ.) με τον Αλέξανδρο, βρίσκοντας κοινά σημεία ανάμεσά τους, αλλά και αναδεικνύοντας, όπως ο ίδιος επισημαίνει, σημεία υπεροχής του Γερμανικού έναντι του Αλέξανδρου207. Αυτήν την αντιπαράθεση ο Τάκιτος την έκανε μετά το θάνατο του Γερμανικού. Το κείμενο ενός παπύρου ωστόσο, που σώθηκε από εκείνη την εποχή και περιέχει το λόγο που εκφώνησε ο Γερμανικός κατά την επίσκεψή του στην Αλεξάνδρεια, λίγο πριν το θάνατό του, φανερώνει πως και για το Ρωμαίο ηγέτη ο Αλέξανδρος λειτουργούσε ως πρότυπο, αφού τον αναφέρει ως «ήρωα» και «κτίστη», αιτία της λάμψης της Αλεξάνδρειας (Kuhnen 2005: 162-163, 167). Άλλωστε και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος συνδέει μεταξύ τους τον Αλέξανδρο, τον Ιούλιο Καίσαρα και το Γερμανικό (Spencer 2009: 283). Ο Καλλιγούλας (37-41 μ.Χ.) επισκέφτηκε κι αυτός τον τάφο του Αλέξανδρου και τον τίμησε, προέβη όμως και σε ιεροσυλία, παίρνοντας τον ολόχρυσο θώρακα του νεκρού (ή το περιτραχήλιό του), σύμφωνα με το Ρωμαίο ιστορικό Δίωνα Κάσσιο (Ιωαννίδης 1958: 181). Μάλιστα τον φόρεσε επιδεικτικά κατά την τέλεση ενός θριάμβου (Spencer 2009: 286). Ο Νέρωνας (54 -68 μ.Χ.) ονόμαζε μια φάλαγγά του «φάλαγγα του Μεγάλου Αλεξάνδρου» σύμφωνα με το Σουητώνιο (Πετροχείλος 1993: 10). Τέλος, σώζονται αγάλματά του που τον απεικονίζουν με τα ίδια εικονογραφικά χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου. Ακόμα και ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος, που έζησε την εποχή της βασιλείας του Οκταβιανού Αυγούστου, χαρακτηρίζει τον Αλέξανδρο invictus bellis, ανίκητο στον πόλεμο, και τονίζει πως υπό την ηγεσία του το κράτος και το όνομα των Μακεδόνων έγινε αξεπέραστο σε ολόκληρο τον κόσμο»208 (Πετροχείλος 1993: 10-11). Κατά τον πρώτο π.Χ. 207

Τάκιτος, Χρονικά, 2.73, δες

http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.02.0078%3Abook%3D2%3Acha pter%3D73 (1.9.2014). Ωστόσο, ο ίδιος ιστορικός, όταν έρχεται η ώρα να αντιπαραθέσει τους Μακεδόνες με τους Ρωμαίους και να απαντήσει στο υποθετικό ερώτημα, τι θα γινόταν αν ο Αλέξανδρος μετά την Ασία είχε στραφεί εναντίον της Ρώμης, τονίζει πως η Ρώμη θα νικούσε. Μάλιστα, δε διστάζει στο σημείο αυτό, εκφράζοντας ξεκάθαρα έναν «ρωμαϊκό πατριωτισμό» ρητορικού χαρακτήρα, να καταφερθεί γενικότερα κατά του Αλέξανδρου, γράφοντας πως εναντίον της Ρώμης θα ερχόταν ένας Αλέξανδρος διεφθαρμένος από την ασιατική χλιδή και πλούτο, που δολοφονούσε και τιμωρούσε φρικτά τους φίλους του, που μεθούσε και οργιζόταν (Πετροχείλος 1993:12-13). Προχωρά ακόμα σε μια αναλυτική αντιπαράθεση σημείο προς σημείο των προτερημάτων του Αλέξανδρου με τους αντίπαλους Ρωμαίους στρατηγούς που θα είχε να αντιμετωπίσει, για να τους αναδείξει «ισοδύναμους», 208

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

156

αιώνα με πρώτο μ.Χ. άλλωστε ο Αλέξανδρος αποτελούσε αγαπητό θέμα για τους λατίνους ρήτορες, όπως μαρτυρούν αναφορές του Κοϊντιλιανού, του Σενέκα του Πρεσβύτερου αλλά και του Σενέκα του Νεότερου (Droysen/Αποστολίδης 1993:Β-744, Spencer 2009: 287-288). Ο Σενέκας ο Νεότερος φαίνεται πως χρησιμοποιεί τον Αλέξανδρο προκειμένου να αναφερθεί ουσιαστικά στο Νέρωνα, τονίζοντας τις θετικές και παράλληλα αρνητικές πλευρές του Μακεδόνα βασιλιά, όπως αυτός τις βλέπει: πάτρωνας των τεχνών, στρατηλάτης, μανιακός τύραννος. Αυτό που κυριαρχεί βέβαια στη ρωμαϊκή ρητορική του 1ου αιώνα μ.Χ. είναι περισσότερο η αρνητική εικόνα του Αλέξανδρου, με έμφαση σε αρνητικά χαρακτηριστικά, όπως η αλαζονεία, η μεγαλομανία, η πολιτική αστοχία, η δολοφονικών διαστάσεων επιθετικότητα στους οικείους (Spencer 2009: 287-288, 294). Το ζήτημα είναι κατά πόσο η αρνητική εικόνα του Αλέξανδρου από τους Ρωμαίους ρήτορες της εποχής καλλιεργήθηκε τελικά περισσότερο ως έμμεση κριτική στους δικούς τους αυτοκράτορες παρά διότι πίστευαν πως ο Αλέξανδρος πράγματι είχε όσα του καταλόγιζαν. Ο Αλέξανδρος συνέχισε να αποτελεί πρότυπο και για τη δυναστεία των Φλαβιανών Ρωμαίων αυτοκρατόρων: σήμερα σώζεται ένα ορειχάλκινο άγαλμα σε φυσικό μέγεθος που αναπαριστά τον αυτοκράτορα Δομητιανό209 (81-96 μ.Χ., αργότερα άλλαξε για να αναπαραστήσει το Νέρβα) ως προσωποποίηση του Αλέξανδρου, ένα αντίγραφο μάλλον του περίφημου αγάλματος του Λυσίππου από το σύμπλεγμα της μάχης του Γρανικού. Το άγαλμα βρέθηκε στο ναό του Miseno της Ιταλίας, κοντά στην Πομπηία (Stewart 2014: 11). Αργότερα, η Imitatio Alexandri του Τραϊανού (98-117) θεωρείται ως η πιο εντυπωσιακή μορφή μίμησης στην πολιτικοστρατιωτική σφαίρα της εποχής. Ο Τραϊανός συνειδητά αναφέρεται στον Αλέξανδρο και ο Δίων από την Προύσα, στενός σύμβουλος του αυτοκράτορα, τον χρησιμοποιεί για να συμβουλέψει τον Τραϊανό κατά τις εκστρατείες του Ρωμαίου αυτοκράτορα στην Ασία εναντίον των Πάρθων, προβάλλοντάς τον σταθερά ως το πρότυπο του κοσμοκράτορα (βλέπε αναλυτικότερα στο κεφάλαιο 2.1.). Μάλιστα ο ίδιος ο Τραϊανός, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Δίωνα Κασσίου, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην ανατολή κατέπλευσε τον ποταμό Τίγρη ως τις εκβολές του στον Περσικό κόλπο και φτάνοντας εκεί δήλωσε πως, αν ήταν νεότερος, θα συνέχιζε ως την Ινδία και πως ο Αλέξανδρος ήταν τυχερός που το έπραξε. Επιπλέον, σε μια επιστολή του προς τη σύγκλητο έγραψε πως ο ίδιος ξεπέρασε τον Αλέξανδρο και προχώρησε παραπέρα απ’ ό,τι αυτός. Τέλος, στη Βαβυλώνα επισκέφτηκε τον τόπο θανάτου του Αλέξανδρου και του προσέφερε εκεί θυσία (Κουλακιώτης 2008: 123-24, Birt: 303, Kuhnen 2005: 195-198, Demandt 2009: 413). Ο Ρωμαίος ποιητής Λουκανός (1ος αιώνας μ.Χ.) στο έργο του De Bello civili αναφέρεται στον Αλέξανδρο με ελαφρά σκωπτική διάθεση («ο κλέφτης από την Πέλλα») και προσπαθεί επομένως δύσκολους αντιπάλους για το Μακεδόνα βασιλιά (Τίτος Λίβιος, Ιστορία της Ρώμης, 9.17). Για μια αναλυτική παράθεση της κριτικής των απόψεων του Λίβιου για το ζήτημα από ξένους μελετητές και ιστορικούς του 19ου αιώνα βλέπε Ασώπιος 1856: 36, 76-83). Ο Δομητιανός, άλλωστε, θέλησε να επιβάλλει το χαρακτηρισμό του ως Dominus et Deus, κύριος και θεός, στοιχείο που τον φέρνει επίσης κοντά στο αλεξάνδρειο πρότυπο (Spencer 2009: 288). 209

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

157

να τον μειώσει έναντι του Ιουλίου Καίσαρα και του Πομπήιου210. Στο πρώτο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ. γράφει ο Αππιανός, Ρωμαίος ιστορικός ελληνικής καταγωγής. Ο Αππιανός αναφέρει ένα χαρακτηριστικό ανέκδοτο, ένα διάλογο που διημείφθη μεταξύ Σκιπίωνα και Αννίβα, στον οποίο οι δυό τους συμφωνούν ότι ο Αλέξανδρος είναι ο μεγαλύτερος στρατηγός στην ιστορία (Αππιανός, Συριακοί Πόλεμοι, 2). Ο ίδιος συγγραφέας σε άλλο έργο του προχωρά σε διεξοδική σύγκριση του Ιουλίου Καίσαρα με τον Αλέξανδρο, συγκρινοντάς τους σημείο προς σημείο, όπως για παράδειγμα στις στρατιωτικές επιτυχίες τους, στο φιλόδοξο χαρακτήρα τους και στο ατρόμητο πνεύμα τους, στην ευνοϊκή τύχη τους, στην παιδεία που πήραν, προκειμένου να τους αναδείξει ως εφάμιλλους (Αππιανός, Εμφύλιοι Πόλεμοι, 21). Έτσι συνεχίζεται στη ρωμαϊκή ιστοριογραφία η σύγκρισις κορυφαίων Ρωμαίων ηγητόρων με τον Αλέξανδρο. Ο στωικός αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.) καταγράφει στο έργο του Τα εις εαυτόν, γραμμένο στα ελληνικά, ένα διαφορετικό τρόπο οπτικής του Μακεδόνα βασιλιά: εκεί ο Αλέξανδρος γίνεται, πλάι σε άλλους φιλόδοξους Ρωμαίους ηγήτορες, παράδειγμα της ματαιότητας των μεγαλείων της επίγειας ζωής, μια και στο τέλος όλοι τους δεν μπόρεσαν να αποφύγουν το θάνατο: «Ἀλέξανδρος καὶ Πομπήιος καὶ Γάιος Καῖσαρ, ὅλας πόλεις ἄρδην τοσαυτάκις ἀνελόντες καὶ ἐν παρατάξει πολλὰς μυριάδας ἱππέων καὶ πεζῶν κατακόψαντες, καί αὐτοί ποτε ἐξῆλθον τοῦ βίου»(Τα εις εαυτόν, 3), και αλλού: «Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν καὶ ὁ ὀρεωκόμος αὐτοῦ ἀποθανόντες εἰς ταὐτὸ κατέστησαν˙ ἤτοι γὰρ ‹ἀν›ελήφθησαν εἰς τοὺς αὐτοὺς τοῦ κόσμου σπερματικοὺς λόγους ἢ διεσκεδάσθησαν ὁμοίως εἰς τὰς ἀτόμους» (Τα εις εαυτόν, 6). Σε άλλο πάλι σημείο αντιπαραθέτει τον Αλέξανδρο, τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Πομπήιο με το Διογένη, τον Ηράκλειτο και το Σωκράτη.211 Την ίδια περίπου εποχή ο Έλληνας ρήτορας Αίλιος Αριστείδης (117-181 μ.Χ.), εκπρόσωπος της δεύτερης σοφιστικής, αναφέρει το Μάρκο Αυρήλιο και το διάδοχό του Κόμμοδο για να τους κολακέψει, λέγοντας πως υπήρξαν πιο επιφανείς ιδρυτές πόλεων από τον Αλέξανδρο και το Θησέα αντίστοιχα και για να τους παινέψει για τη βοήθεια που προσέφεραν στη Σμύρνη μετά τον καταστροφικό σεισμό που χτύπησε την πόλη το 177 μ.Χ. (Dahmen 2007: 27). Ο ιδρυτής της δυναστείας των Σεβήρων αυτοκράτορας Σεπτήμιος Σεβήρος (193-211 μ.Χ.) επισκέφτηκε κι αυτός τον τάφο του Αλέξανδρου στην Αλεξάνδρεια και του προσέφερε εξαιρετικές τιμές. Θέλοντας μάλιστα να προστατέψει το νεκρό από κάθε είδους τυμβωρυχία κι αρπαγή (σαν αυτή του Καλλιγούλα) διέταξε ο τάφος να σφραγιστεί, αφού πρώτα περιμάζεψε και εναπόθεσε σ’ αυτόν τα κυριότερα συγγράμματα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, προκειμένου να τα προστατέψει κι αυτά από τη λεηλασία (Ιωαννίδης 1958: 181182), παράδοση που ήταν γνωστή ήδη από το 10ο αιώνα στο Βυζάντιο, αφού αναφέρεται και http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.02.0134:book=10:card=1&highlight= alexander (11.9.14) 210

211

Για Τὰ εἰς ἑαυτόν, βλ.

http://el.wikisource.org/wiki/%CE%A4%CE%B1_%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CE%B5%CE%B1%CF%85%CF% 84%CF%8C%CE%BD

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

158

στο λεξικό της Σούδας. Ο ίδιος αυτοκράτορας έφτασε στο σημείο να πιστεύει ότι το σώμα του είχε κυριευτεί από το πνεύμα του Αλέξανδρου (Muller 2007: 381). Συν τοις άλλοις, σε νόμισμα που έκοψε το 194-195 μ.Χ. εικονογραφείται για πρώτη φορά ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας με την αιγίδα, όπως είχε γίνει παλιότερα και με τον Αλέξανδρο (Kuhnen 2005: 46). Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως και ο αντίπαλος του Σεπτήμιου και διεκδικητής του θρόνου κατά το ταραγμένο έτος του 193-194 μ.Χ. Ρωμαίος στρατηγός Πισκίνιος Νίγηρας ονομάστηκε από τους οπαδούς του Νέος Αλέξανδρος (αναφορές Πλουτάρχου και Παυσανία σε Demandt 2009: 414). O Καρακάλλας (211 -217 μ.Χ.) και σε μικρότερο βαθμό ο Αλέξανδρος Σεβήρος στις αρχές του 3ου αιώνα συνειδητά αναφέρονται στο μακεδονικό πρότυπο και στον Αλέξανδρο το οποίο μιμούνται και θεωρούν ότι ενσαρκώνουν. Ο Αλέξανδρος Σεβήρος διατηρεί στο εικονοστάσι των θεών του και τον Αλέξανδρο και αναφέρει στη Σύγκλητο πως νιώθει το μεγάλο βάρος του ονόματος που φέρει, ενώ και η μητέρα του, Ιουλία Μαμαία ήθελε να ταυτίζεται με την Ολυμπιάδα (Μπουραζέλης 2008:70, Αλλαμάνη –Σουρή 2006:108). Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στις απεικονίσεις του Καρακάλλα, σε νομίσματα και μετάλλια του καιρού του, όπως για παράδειγμα τα νομίσματα των πόλεων Καισάρεια της Καππαδοκίας (μάλιστα εδώ πριν ακόμα γίνει αυτοκράτορας) και Ηλιούπολη του σημερινού Λιβάνου. Στα νομίσματα της Καισάρειας ο Ρωμαίος αυτοκράτορας απεικονίζεται αγένειος (ενώ συνήθως είναι γενειοφόρος), σε μια προσπάθεια να μοιάζει περισσότερο τον Αλέξανδρο και επίσης, τόσο στα νομίσματα της Καισάρειας όσο και της Ηλιούπολης, εμφανίζεται ασπιδοφόρος με έμβλημα ασπίδας την προτομή του Αλέξανδρου ή θέματα από τη ζωή του, για παράδειγμα ο Βουκεφάλας ή ο Αλέξανδρος σε κυνήγι λιονταριού (όπως η παράσταση από το μετάλλιο του Αμπουκίρ). Ο ίδιος αυτοκράτορας υιοθέτησε τον τίτλο Μέγας, όπλισε τους στρατιώτες του με αρχαία μακεδονικά όπλα συστήνοντας μία «φάλαγγα του Αλέξανδρου» και μετονόμασε αξιωματικούς του, ώστε αυτοί να λάβουν τα ονόματα Περδίκκας και Ηφαιστίων. Ακόμα, κατά την εκστρατεία του στην ανατολή επισκέφτηκε το Ίλιον και αργότερα νυμφεύτηκε μια πριγκίπισσα των Πάρθων, μιμούμενος τους γάμους του Αλέξανδρου. Σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Αντιοχέα επισκέφτηκε ακόμα και την Αλεξάνδρεια, όπου αφιέρωσε στο μνήμα του Αλέξανδρου τη χλαμύδα, το δαχτυλίδι και τη ζώνη του (Ιωάννη Αντιοχέα, Ιστορία Χρονική)212. Ο ίδιος μάλιστα χρησιμοποιούσε όπλα και αντικείμενα που πίστευε πως ήταν του Αλέξανδρου, φορούσε μακεδονικά υποδήματα (κρηπίδες) και την καυσία, το παραδοσιακό μακεδονκό κάλυμμα κεφαλής και συνεχώς αναφερόταν στο Μακεδόνα βασιλιά ως πρότυπο, όπως αναφέρουν αρχαίες πηγές (Δίων Κάσσιος, Historia Augusta), φτάνοντας στο σημείο να πιστεύει ότι είναι μετενσάρκωση του Αλέξανδρου. Αυτή η «αλεξανδρομανία» του Καρακάλλα ερμηνεύεται και από τις ιστορικές συνθήκες της εποχής του, μια και ο Την αναφορά αυτή συμπεριλαμβάνει και το λεξικό της Σούδας (10 ος αιώνας), όπου υπάρχει και η αναφορά μιας εγκληματικής πράξης του Καρακάλλα: χολωμένος για τις κατηγορίες των Αλεξανδρινών εναντίον του και εναντίον της μητέρας του, μάζεψε τους νέους της πόλης σε ένα μέρος, προφασιζόμενος ότι ήθελε από αυτούς να συστήσει μια «φάλαγγα του Αλέξανδρου». Όταν αυτοί συγκεντρώθηκαν, οι στρατιώτες του τους σφαγίασαν όλους. 212

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

159

Καρακάλλας, όπως πριν από αυτόν και ο πατέρας του Σεπτήμιος Σεβήρος, είχε ξεκινησει πόλεμο εναντίον των Πάρθων στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας ανάμεσα στο 215217 μ.Χ. και βέβαια οι Πάρθοι παραδοσιακά ταυτίζονταν με τους Πέρσες, τους αντιπάλους του Αλέξανδρου (Kuhnen 2005: 225, Dahmen 2007: 34-35, 142-143, Birt: 304, Dahmen 2008 B: 125-127, Κουλακιώτης 2008: 130). Σε πολιτικό επίπεδο η Imitatio Alexandri των Σεβήρων ανάγεται σχεδόν σε πρόγραμμα και οδηγεί σε ρηξικέλευθες αποφάσεις (Κουλακιώτης 2008: 130). Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το διάταγμα του Καρακάλλα το 212 μ.Χ., με το οποίο παραχωρήθηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας, πιθανότατα με πρότυπο και αρχική έμπνευση την πολιτική της ισοπολιτείας Ελλήνων -Περσών που εφάρμοσε ο Αλέξανδρος. Ο θεοποιημένος Αλέξανδρος γίνεται στοιχείο της πολιτικής θεολογίας της αυτοκρατορίας και στη Ρώμη υπήρχαν βωμοί και ναοί προς τιμήν του στις αυτοκρατορικές κατοικίες. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος μάλιστα στη δεύτερη επιστολή του στους Κορίνθιους αναφέρει πως ακόμα και η σύγκλητος των Ρωμαίων τον είχε θεωρήσει ως το 13 ο θεό, σε αντίθεση με ένα αντίστοιχο αίτημα που υπήρξε για το Χριστό, το οποίο, όπως σημειώνει ο Χρυσόστομος, το απέρριψαν με οργή. Ως το τέλος του αιώνα παρατηρείται μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για τον Αλέξανδρο και ένας γενικευμένος ρομαντισμός απέναντί του (Migne 1862 E: 580, Κουλακιώτης 2008: 130-131, Μάζη, Μάστορη 1997:57), ο οποίος αντικατοπτρίζεται στα μετάλλια του Αμπουκίρ και της Ταρσού που παρουσιάστηκαν προηγουμένως. Παράλληλα, αυτοκράτορες –μέλη της δυναστείας των Σεβήρων κόβουν συνεχώς νομίσματα με τη μορφή του Αλέξανδρου: υπολογίστηκε ότι κατά το πρώτο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ. μόνο στη Μακεδονία κυκλοφόρησαν 19 τέτοια παραδείγματα του Σεπτίμιου Σεβήρου, 70 του Ελαγάβαλου, 360 επί Αλέξανδρου Σεβήρου, 583 επί Γορδιανού και 91 επί Φιλίππου (Juanno 2015 (2002): 72). Ο Ιοταπιάνος, Ρωμαίος αξιωματούχος και σφετεριστής της εξουσίας του Φιλίππου Άραβα στην ανατολή (248-249) διακήρυττε πως ήταν απόγονος του Αλέξανδρου (Demandt 2009: 416). Ο αυτοκράτορας Γορδιανός Γ΄ συσχετίστηκε με το θεό –Ήλιο, (Sol Invictus)213 - μορφή με την οποία συσχετίστηκε και ο Αλέξανδρος - και υιοθέτησε τους τίτλους ανίκητος και Μέγας (invictus, Magnus). Ο Γαλλιηνός (260-268 μ.Χ.) υιοθέτησε επίσης αυτούς τους τίτλους καθώς και την εικονογραφία του Αλέξανδρου με την ασπίδα και το δόρυ ως κοσμοκράτορας και το προς τα πάνω υψωμένο βλέμμα. Οι στρατιωτικές επιτυχίες του Αυρηλιανού (270-275 μ.Χ.) παραλληλίστηκαν με αυτές του Αλέξανδρου. Αυτό το στοιχείο, μαζί με την υιοθέτηση επίσης του τίτλου Μἐγας από τον Αυρηλιανό και τη διάδοση της λατρείας του θεού - Ήλιου (μορφή σε συνάφεια με αυτήν του Αλέξανδρου, ιδιαίτερα κατά τον τρίτο αιώνα μ.Χ.) φανερώνει πως η μορφή του Αλέξανδρου αξιοποιήθηκε ως σύμβολο για τον πόλεμο κατά των Περσών στην ανατολή. Ένα χάλκινο νόμισμα του Αυρηλιανού με παράσταση του Θεού –Ήλιου με το στοιχείο της αναστολής και την επιγραφή SOL DOMINUS IMPERI ROMANI πιστοποιεί τη σχέση του Αλέξανδρου με το Θεό - Ήλιο (Kuhnen Η λατρεία του Sol Invictus αποτελούσε την εκρωμαϊσμένη εκδοχή της λατρείας του Μίθρα, ιρανικής ηλιακής θεότητας, λατρεία που εξαπλώθηκε κατά το 3ο αιώνα μ.Χ. στην αυτοκρατορία και υιοθετήθηκε και από τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό (Κουλακιώτης 2008:131). 213

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

160

2005: 41, 229, 231, 234-237). Ο Καίσαρας Γαλέριος (305-311) έλεγε πως αποτελεί καρπό της ένωσης της μητέρας του με το θεό του πολέμου Άρη σε μορφή δράκοντα, όπως κάποτε έκανε η Ολυμπιάδα, μητέρα του Αλεξάνδρου (Demandt 2009: 416). Καθόλου τυχαία λοιπόν αργότερα, τόσο ο Ευσέβιος Καισάρειας όσο και ο Θεμίστιος συγκρίνουν τον ιδρυτή της Κωνσταντινούπολης και ουσιαστικά της ανατολικής, βυζαντινής αυτοκρατορίας Μ. Κωνσταντίνο με τον Αλέξανδρο (Βασιλακοπούλου 1999: 1305, βλέπε και κεφάλαιο 3.3.). Γενικότερα, υπάρχουν πολλά στοιχεία που μαρτυρούν την εξοικείωση των Ρωμαίων με το πρόσωπο του Αλέξανδρου. Ένα από αυτά, είναι και το γεγονός ότι πολλοί από τους ιερείς που ιερουργούσαν στις λατρευτικές τελετές του Αλέξανδρου ήταν λατίνοι, όπως για παράδειγμα ο ιερέας Αλεξάνδρου T. Statilius Crito στην Έφεσο κατά τους χρόνους του Τραϊανού (98-117 μ.Χ.), ή ο αγωνοθέτης των Αλεξάνδρειων του Κοινού των Μακεδόνων Cladius Rufrius Meno (Luschen 2013: 166). Σημειώνουμε ακόμα πως σώζονται και κάποια υστερορωμαϊκά χάλκινα μετάλλια με τη μορφή του Αλέξανδρου, είτε με λεοντή, είτε με διάδημα ή εφίππου να καταβάλλει πεσμένο εχθρό, αποκλειστικά από την πόλη της Ρώμης του 4ου και 5ου αιώνα μ.Χ. Ορισμένα μάλιστα από τα μετάλλια αυτά φέρουν την ελληνική επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ αντί για λατινική επιγραφή και παρουσιάζουν τον Αλέξανδρο καθιστό και ασπιδοφόρο στη μία όψη (με παράσταση πάνω στην ασπίδα τον Αχιλλέα να καταβάλλει την Πενθεσίλεια) και την κεφαλή της Ολυμπιάδος στην άλλη. Σε κάποια άλλα μετάλλια ο Αλέξανδρος επιγράφεται ως ΜΕΓΑΣ στα ελληνικά, για πρώτη φορά στη νομισματοκοπία. Τα μετάλλια αυτά ήταν προϊόντα ιδιωτικών εργαστηρίων και αποτελούσαν μέρος σειράς παρόμοιων μεταλλίων με απεικονίσεις Ρωμαίων αυτοκρατόρων, φιλοσόφων και άλλων σημαινουσών προσωπικοτήτων, τα οποία δώριζαν οι Ρωμαίοι στους δικούς τους για καλοτυχία την Πρωτοχρονιά (Dahmen 2007: 152-153, Dahmen 2008: 513-515), στοιχείο που αποδεικνύει ότι η μορφή του Αλέξανδρου κατά τη ρωμαϊκή εποχή ήταν διαδεδομένη και αγαπητή καί στους Λατίνους κατοίκους της αυτοκρατορίας, όχι μόνο στους Έλληνες. Αναφέρεται ακόμα πως οι γυναίκες της Ρώμης τον τιμούσαν σαν κάτι θεϊκό και είχαν την εικόνα του για φυλακτό στο κεφάλι ή στα πόδια τους (Μάζη, Μάστορη 1997:57). Ο Ρωμαίος συγγραφέας Trebellious Pollio, κατά τα χρόνια της βασιλείας του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) αναφέρει πως η οικογένεια των Μαρκιανών διακοσμούσε τους δακτυλιόλιθους των δαχτυλιδιών τους, τα ποικίλα κοσμήματά τους, τα ασημένια πιάτα τους, τους χιτώνες τους και άλλα αντικείμενα με πορτραίτα του Αλέξανδρου (Bieber 1964: 80, Dahmen 2007: 153). Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι ο Αλέξανδρος είχε περάσει και στη λαϊκή κουλτούρα των λατινόφωνων και ότι δεν αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο των Ρωμαίων αυτοκρατόρων η χρήση της μορφής του, οι οποίοι βέβαια, δε σταμάτησαν ποτέ τις αναφορές τους στον Αλέξανδρο. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως η μορφή του Αλέξανδρου επηρέασε καλλιτεχνικά και τη μορφή του ρωμαϊκού Genius, του αγαθού Δαίμονος των Ρωμαίων (Trofimova 2012 A: 119, όπου και αναφορά στις μελέτες με αντικείμενο την καλλιτεχνική επίδραση της μορφής του Αλέξανδρου στη Ρώμη). Ακόμα, κατά τα χρόνια των διαδόχων του Μεγάλου Κωνσταντίνου (ανάμεσα στο 354394 μ.Χ.) εκδόθηκαν και βαρύσταθμα νομισματόμορφα μετάλλια, τα λεγόμενα contorniati Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

161

(«περικεχαραγμένα», από την περιμετρική χάραξή τους), με τη μορφή του Αλεξάνδρου ως Ηρακλή και την επιγραφή ALEXANDER, ή και ALEXANDER FILIUS DEI – «Αλέξανδρος Θεού Υιός» -(επιπλέον κερασφόρος και ταινιοφόρος πάντα στον εμπροσθότυπο) ή /και με μια ποικιλία παραστάσεων: με τη μορφή του Αλέξανδρου ως sol invictus σε τέθριππο να ανέρχεται στους ουρανούς, τον Αλέξανδρο έφιππο να καταβάλει πεσμένο αντίπαλο, καθιστό με τα όπλα του και με ασπίδα, που έχει παράσταση τον Αχιλλέα με την Πενθεσίλεια (εικόνα 31), την Ολυμπιάδα μαζί με φίδι πάνω στην κλίνη,214 - υπενθύμιση ουσιαστικά της θεϊκής καταγωγής του Αλέξανδρου – τους Διόσκουρους και ακόμα με παράσταση αρματοδρομίας από το Circus Maximus της Ρώμης στους οπισθότυπους (πολλά τέτοια contorniati βρίσκονται σήμερα στο Νομισματικό Μουσείο του Βερολίνου ή και στο Βρετανικό Μουσείο). Τα contorniati αυτά χρησιμοποιούνταν κυρίως από πλούσιες ρωμαϊκές οικογένειες ως αντικείμενα επίδειξης και κὐρους. Άλλωστε κι ο ίδιος ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε εμπνευστεί από απεικονίσεις του Αλέξανδρου για την προβολή της δικής του εικόνας ως ηγεμόνα. Αξίζει επίσης να προσεχθεί ιδιαίτερα η επιγραφή Filius Dei ως μια αντίστιξη στην ταυτότητα του Χριστού, στοιχείο που γίνεται ιδιαίτερα σημαντικό αν παραλληλιστεί με την ευθεία αντιπαράθεση Αλεξάνδρου –Χριστού που επιχειρεί αυτήν τη εποχή ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όπως ήδη διαπιστώσαμεστο κεφάλαιο 2.1, ή -πολύ περισσότερο – αν συσχετιστεί με κάποια σπάνια μεταγενέστερα μετάλλια, για τα οποία γίνεται λόγος ευθύς παρακάτω (Brilliant 1979: 101-102, Yalouris/Andronikos/Rhomiopoulou 1982: 116-117, Pfrommer 2001: 33, Paribeni 2006: 72, Λιάμπη 2008:112-113, Stoneman 2011: 275, Luschen 2013: 126). Υπάρχουν τέλος και κάποια άλλα αντικείμενα των ύστερων ρωμαϊκών χρόνων, τα οποία πιθανό να αποδίδουν παραστάσεις του Αλέξανδρου. Ένα μεγάλο κυκλικό καμέο από σαρδώνυχα, χρονολογημένο στο α΄ μισό του 4ου αιώνα μ.Χ. από τη Σιγγιδόνα, κοντά στο Βελιγράδι, (σήμερα στο Εθνικό Μουσείο Βελιγραδίου) είναι πιθανό να απεικονίζει ανάγλυφα τον Αλέξανδρο ως έφιππο διαδηματοφόρο στρατηλάτη να κραδαίνει το δόρυ πάνω από νικημένους βαρβάρους. Θα μπορούσε να είναι και η απεικόνιση του Κωνσταντίνου ή κάποιου από τους γιους του ακριβώς ως «δεύτερου Αλέξανδρου» (Brilliant 1979: 83, Kondic 2008: 378). Μεγάλο ενδιαφέρον από θρησκειολογική άποψη παρουσιάζουν και δύο μετάλλια της εποχής του Ονόριου (πρώιμος 5ος αιώνας μ.Χ.). Το ένα από αυτά παρουσιάζει τον Αλέξανδρο με τη λεοντή και συνοδευτική επιγραφή ALEXANDER στη μία όψη, ενώ στην άλλη παρουσιάζει νεαρό μουλαράκι να θηλάζει από τη μητέρα του με συνοδευτική επιγραφή D(ominus) N(oster) IH(s)V(s) XR(isto)S DEI FILIUS. Στο δεύτερο μετάλλιο είναι πάλι ο Αλέξανδρος αλλά στην άλλη όψη απεικονίζεται το Χριστόγραμμα. Αν και το πρώτο μετάλλιο ερμηνεύτηκε ως απόπειρα παγανιστών να χλευάσουν τη νέα θρησκεία, το δεύτερο αποδεικνύει πως μάλλον έχουμε να κάνουμε με μια ιδιόμορφη περίπτωση καλλιτεχνικού θρησκευτικού συγκρητισμού, με την οποία σε συμβολικό επίπεδο ο Αλέξανδρος προβάλλεται Η αναπαράσταση μάλιστα της Ολυμπιάδας με το φίδι αναγνωρίστηκε και μέσα στις κατακόμβες της Via Latina της Ρώμης του 4ου αιώνα μ.Χ. (Luschen 2013: 107). 214

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

162

ισότιμα ως το αντίπαλο δέος του νέου Γιου Θεού της νέας θρησκείας (Luschen 2013: 128-129). Τα μετάλλια αυτά, μαζί με τη ρητορική του Ιωάννη του Χρυσοστόμου κατά του Αλέξανδρου και την ευθεία αντιπαράθεσή του με το Χριστό που επιχειρεί (βλέπε κεφάλαιο 2.1) αποτελούν πρόσθετα τεκμήρια καλλιτεχνικής έκφρασης του σημαίνοντος ρόλου που διαδραμάτισε η μορφή του Μακεδόνα βασιλιά ως σύνθετο θρησκευτικό –πολιτιστικό σύμβολο στον ύστατο αγώνα του παγανισμού κατά του προελαύοντος χριστιανισμού. Πρέπει σε κάθε περίπτωση να τονιστεί πως η διαμόρφωση της ιδεολογίας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οφείλει πολλά στο Μακεδόνα βασιλιά. (Косолобова 2000: 16-17). Ο Bengston ορθά –κοφτά γράφει πως χωρίς τον Αλέξανδρο δε θα υπήρχε ούτε ο Καίσαρ, ούτε το Imperium Romanum (Bengston 1991 (1948): 318). Ο Μίλτων Ανάστος (Ι.Ε.Ε. Ζ΄ 1978: 313, 315) σημειώνει πως το πρότυπο της αυτοκρατορικής απολυταρχίας, που πρώτος στη δύση δημιούργησε ο Αλέξανδρος, αποτέλεσε το μοντέλο διακυβέρνησης που ακολούθησαν τόσο οι Έλληνες και Ρωμαίοι ηγήτορες και αυτοκράτορες, όσο και αργότερα οι βυζαντινοί αυτοκράτορες. Ο Tarn παρατηρεί πως η επίσημη λατρεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα, στοιχείο ενότητας της αυτοκρατορίας, προέκυψε από τη λατρεία του Αλέξανδρου μετά το θάνατό του (Tarn 1948 (2014): 191), κάτι που ο Bengston το προεκτείνει ως την ελέω Θεού βασιλεία του Μεσαίωνα (Bengston 1991 (1948): 315). Ακόμη, το imperium romanum, η αυτοκρατορική ιδεολογία, η ιδέα της δημιουργίας μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας με σεβασμό στις παραδόσεις, στη θρησκεία και στην κουλτούρα των λαών, βασισμένης στην ένωση Ανατολής και Δύσης, ίσως να μην υφίστατο ποτέ, αν οι επιφανείς Ρωμαίοι ηγεμόνες δεν είχαν ως πρότυπο τον Αλέξανδρο και το μοντέλο που ο ίδιος δημιούργησε πριν απ’ αυτούς. Ο Αλέξανδρος παρέδωσε τη σκυτάλη της ιδέας της οικουμενικότητας και του συγκρητισμού στους διαδόχους των ελληνιστικών βασιλείων της ανατολής και στους Ρωμαίους ηγήτορες της δύσης. «Η αρχαιότητα, που από μέσα της γεννήθηκε η Ευρώπη, είναι ο κόσμος του Ελληνισμού που ίδρυσε ο Αλέξανδρος» (Bamm, - Ι.Ε.Ε. Δ΄: 234). Το κράμα πολιτισμών που αυτός πρώτος δημιούργησε, με την ελληνική γλώσσα και πολιτισμό σε προεξέχουσα θέση, επέτρεψε τη διάδοση ιδεών και θρησκειών, που στη ρωμαϊκή εποχή θα οδηγήσει στην εξάπλωση του χριστιανισμού. Κι αυτό διότι, πρώτ’ απ’ όλα, ο συγκρητισμός θεοτήτων που αυτός εισηγήθηκε, επέτρεψε στους ανθρώπους να γίνουν πιο δεκτικοί στην υιοθέτηση ξένων θεοτήτων, αμβλύνοντας τις θρησκευτικές διαφορές μεταξύ τους. Έτσι οι άνθρωποι συνέτειναν πιο εύκολα στην αποδοχή μιας κοινής θρησκείας και αυτό συνέπεσε χρονικά με την εμφάνιση και εξάπλωση του χριστιανισμού, ο οποίος άλλωστε πήρε στοιχεία από προηγούμενες θρησκείες. Έπειτα, και στην αποδοχή του μονοθεϊστικού προτύπου συντέλεσε ο Αλέξανδρος: με τη δική του θεοποίηση, η οποία, όπως είδαμε, συνδύαζε τα χαρακτηριστικά ορισμένων θεών της Ελλάδας –αλλά και του Άμμωνα -, ως ένα βήμα για την ενότητα της αυτοκρατορίας του, προώθησε την ιδέα του μονοθεϊσμού αλλά και του ανθρωπομορφισμού του θεού, του ενανθρωπίσαντα υιού, που σε χριστιανικά πλαίσια θα βρει την έκφρασή του στο πρόσωπο του Ιησού. Άλλωστε, όπως ήδη παρατηρήσαμε, στον Αλέξανδρο ο Πλούταρχος αποδίδει την ακόλουθη ρήση, προς απάντηση στις παρατηρήσεις του Αιγύπτιου ιερέα Ψάμμωνα στο μαντείο του Άμμωνα στη Σίβα: «Όλων των ανθρώπων πατέρας ένας ο θεός, Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

163

αλλά τους αρίστους έχει ιδιαίτερα ως γιους του» (Droysen/Αποστολίδης 1993:Α-315,663) και «άριστοι» εδώ μπορούν να θεωρηθούν οι καλοί, οι ενάρετοι, σύμφωνα με το αρχαίο φιλοσοφικό – πλατωνικό πρότυπο, αλλά και σύμφωνα με το χριστιανικό πρότυπο. Τέλος, ο Παπαρηγόπουλος σωστά παρατηρεί πως χάρη στον Αλέξανδρο και στην εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας στην ανατολή, που αυτός πρώτος εισηγήθηκε και εφάρμοσε, τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν στα ελληνικά και η ελληνική έγινε η κατεξοχήν γλώσσα διάδοσης της νέας θρησκείας. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ποια θα ήταν η διάδοση του χριστιανισμού αν ως γλώσσα χρησιμοποιούνταν τα εβραϊκά (Παπαρηγόπουλος 1958: 52). Κατά συνέπεια, ήταν ο Αλέξανδρος αυτός που δημιούργησε όλες εκείνες τις συνθήκες έτσι ώστε να ριζώσει και να εξαπλωθεί ο χριστιανισμός, ο οποίος αποτελεί ως σήμερα τη βασική θρησκεία και αναπόσπαστο κομμάτι ταυτότητας του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Επομένως, δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή η θεώρηση του Αλέξανδρου ως δημιουργού ουσιαστικά σχεδόν όλων των απαραίτητων εκείνων συνθηκών που οδήγησαν στη δημιουργία δύο μεγάλων αυτοκρατοριών, της ρωμαϊκής και της διαδόχου της στην ανατολή ελληνοχριστιανικής βυζαντινής αυτοκρατορίας, που με τη σειρά τους καθόρισαν τις ιστορικές εξελίξεις και τον πολιτισμό των επόμενων αιώνων.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

164

2.9. Το Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη Μια κληρονομιά του Αλέξανδρου με παγκόσμια απήχηση, του τέλους της ρωμαϊκής εποχής, ήταν και η συγγραφή του φανταστικού βίου του, όπου ο ήρωας πήρε διαστάσεις οικουμενικές και μυθικές. Ήδη, όσο ο Αλέξανδρος ζούσε, στις αφηγήσεις των κατορθωμάτων του συγχεόταν η πραγματικότητα με τη φαντασία: «όλοι όσοι μιλούσαν για τον Αλέξανδρο προτιμούσαν τα θαυμαστά πράγματα από τα αληθινά», σημειώνει ο Στράβων. Οι προφορικές αυτές αφηγήσεις ενσωμάτωναν πραγματικά και φανταστικά περιστατικά, περιπλανήσεις, παράξενους τόπους και πλάσματα και είχαν σκοπό να τονίσουν το μεγαλείο του Έλληνα βασιλιά, διευρύνοντας τον κύκλο των κατορθωμάτων και ταξιδιών που έκανε. Είναι πιθανόν ήδη από τα τέλη του 3ο αιώνα π.Χ. οι αφηγήσεις αυτές, που ολοένα και απομακρύνονταν από τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα, να έλαβαν κάποια γραπτή μορφή (Μητσάκης 1968(2001): 7): ευρήματα παπύρων αυτού του αιώνα αποδεικνύουν την ύπαρξη πολλών στοιχείων του μύθου του Αλέξανδρου (Holton 1973: 10, Stoneman 1993: 25, Ασωνίτης 2001: 27, Ασωνίτης 2008: 8). Κατά άλλους ερευνητές, μια πρώτη καταγραφή των μυθικών περιπετειών του Αλέξανδρου πρέπει να συνέβη ήδη μέσα στα χρονικά πλαίσια μιας γενιάς μετά το θάνατό του. Η άποψη αυτή θέλει αυτήν την καταγραφή ουσιαστικά να αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα στην παγκόσμια λογοτεχνία, κάτι που, όπως σημειώνει ο Ασωνίτης, οφείλεται στον ίδιο τον Αλέξανδρο: η απόδοση της ζωής του δεν μπορούσε παρά να λάβει μυθιστορηματικές διαστάσεις (Ασωνίτης 2008: 7-8, 11), κάτι που δείχνει αρκετά πιθανό, αν λάβουμε υπόψη και την προαναφερόμενη μαρτυρία του Στράβωνα. Η σύγχρονη έρευνα δέχεται πως για πρώτη φορά καταγράφτηκαν οι περιπέτειές του στα ελληνικά σε μια πληρέστερη μορφή μυθιστορήματος, με τίτλο Βίος του Αλέξανδρου, κατά τον τρίτο αιώνα μ.Χ. στην Αίγυπτο, πιθανόν στην Αλεξάνδρεια, από έναν Έλληνα ή εξελληνισμένο Αιγύπτιο που συμβατικά καλείται στην έρευνα Ψευδο-Καλλισθένης215 (Βελουδής 1977-1989: ι΄). Αδιαμφισβήτητος είναι πάντως ο αιγυπτιακός - αλεξανδρινός χαρακτήρας του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου, του πρώτου ιστορικού μυθιστορήματος στην παγκόσμια λογοτεχνία, που ανιχνεύεται κυρίως σε δύο σημεία: το πρώτο είναι ο ρόλος του εξόριστου στην αυλή του Φιλίππου Αιγύπτιου Φαραώ Νεκτεναβώ, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο φυσικός πατέρας του Αλέξανδρου216, μετά την ένωσή του με την Ο αληθινός Καλλισθένης, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 2.1., ήταν ανιψιός το Αριστοτέλη και συνόδεψε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του ως ιστοριογράφος. Όταν αντιστάθηκε στο θέμα της προσκύνησης που αξίωνε ο Αλέξανδρος, κατηγορήθηκε για συνωμοσία εναντίον του και εκτελέστηκε το 327 π.Χ. Η –λανθασμένη –απόδοση της συγγραφής του Βίου ή αλλιώς του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου στον Καλλισθένη οφείλεται στο βυζαντινό λόγιο του 12ου αιώνα Ιωάννη Τζέτζη, κάτι που υιοθετήθηκε ως αναφορά και από πολλά χειρόγραφα του 14ου – 15ου αιώνα (Gero 1992: 83). 215

Ο Stoneman δίνει μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία της συσχέτισης Αλέξανδρου –Νεκτεναβώ: λέει πως κατά την πρώτη ταφή του Αλέξανδρου στη Μέμφιδα το 321 π.Χ. από τον Πτολεμαίο, πριν δηλαδή αποφασίσει ο νέος κυρίαρχος της Αιγύπτου να μεταφέρει τη σωρό του Μακεδόνα βασιλιά στην Αλεξάνδρεια, πιθανόν χρησιμοποιήθηκε η σαρκοφάγος που είχε ετοιμάσει για τον εαυτό του ο Νεκτεναβώ. Έτσι τελικά ο Αιγύπτιος 216

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

165

Ολυμπιάδα. Το δεύτερο σημείο είναι οι λεπτομέρειες που δίνονται στην αφήγηση για την ίδρυση της Αλεξάνδρειας217. Ο Holton αναφέρει χαρακτηριστικά πως «η γένεση του Μυθιστορήματος οφείλεται σε μια προσπάθεια να δημουργηθεί μια μυθολογία του Αλέξανδρου ως ήρωα ημι -Αιγύπτιου» (Holton 1973: 10, Stoneman 1993: 25-26). Άλλωστε, όπως ήδη αναφέρθηκε, πρέπει να ήταν η προπαγάνδα των Πτολεμαίων αυτή που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ταύτιση του Νεκτεναβώ ως πατέρα του Αλεξανδρου, αν και η αιγυπτιακή προέλευση αυτού του μύθου φαντάζει πιο ελκυστική, σύμφωνα με τη Juanno. Εδώ απλά θα σημειώσουμε πως στοιχεία του Μυθιστορήματος συνηγορούν υπερ της άποψης της Juanno, όπως τα αναλύει και η ίδια: πρώτ’ απ’ όλα, η προφητεία που δίνει ο ίδιος ο Νεκτεναβώ πριν φύγει από την Αίγυπτο ότι θα επιστρέψει αναγενημένος για να διώξει τους ξένους κυριάρχους (Πέρσες), κάτι που εκπληρώνει ο γιος του, ο Αλέξανδρος, εντασσόμενος έτσι σε μια μακρά παράδοση αιγυπτιακής προφητικής λογοτεχνίας, ως εκλεκτός των θεών. Έπειτα, είναι και τα στοιχεία ταπείνωσης των Μακεδόνων, που εμμέσως πλην σαφώς υπάρχουν στο μύθο της αποπλάνησης της Ολυμπιάδας και του ξεγελάσματος του Φιλίππου, αφού καί οι δύο τους παρουσιάζονται μάλλον αφελείς έναντι της πανουργίας του Νεκτεναβώ και μάλιστα η Μακεδόνισσα βασίλισσα του υποτάσσεται σεξουαλικά218. Έτσι, ιστορικός Μανέθων φτάνει στο σημείο να αναφέρει πως ο παλιός Φαραώ επέστρεψε ως Αλέξανδρος (Stoneman 2011: 266). Η ίδρυση της Αλεξάνδρειας αποτελεί το κατεξοχήν αιγυπτιακό –αλεξανδρινό στοιχείο του Μυθιστορήματος και δίνεται με εντυπωσιακές λεπτομέρειες και περιγραφές για τη ρυμοτομία της πόλης. Παράλληλα, ορισμένα στοιχεία από τις περιγραφές αυτές αποδεικνύουν πως στο Μυθιστόρημα απηχούν πολλά ιστορικά στοιχεία τοπικού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα η λατρεία του Πρωτέα στην περιοχή του Φάρου της Αλεξάνδρειας, που επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές. Επίσης, ο γνωστός στην αρχαιότητα ορυκτός πλούτος της Αιθιοπίας αντικατοπτρίζεται στο Μυθιστόρημα στα πλούσια δώρα με πολύτιμους λίθους που παίρνει ο Αλέξανδρος από τη βασίλισσα Κανδάκη. Επιπλέον, ένα άλλο καθαρά αιγυπτιακό στοιχείο είναι ο σημαντικός ρόλος που επιφυλάσσει η αρχαιότερη εκδοχή α΄ του Μυθιστορήματος στον Σεσόγχωσι, ένα δημοφιλή, αρχετυπικό Φαραώ, αν και με αυτό το όνομα μαρτυρούνται τρεις Φαραώ της 12 ης δυναστείας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αλέξανδρος στο Μυθιστόρημα παρουσιάζεται ως «Νέος Σεσόγχωσις» να ανταγωνίζεται τις κατακτήσεις του Αιγύπτιου Φαραώ, το πνευμα του οποίου αναλαμβάνει να τον «μυήσει» και στα μυστικά του Σπηλαίου των Θεών (βλέπε παρακάτω, απόσπασμα). Μάλιστα τον Αλέξανδρο με το Σεσόγχωσι συγκρίνει στο έργο του και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Τέλος, αλεξανδρινό –αιγυπτιακό στοιχείο του Μυθιστορήματος αποτελεί και η σχέση του Αλέξανδρου με το θεό Σάραπη, σχέση που οδηγεί τη Juanno να αποδώσει στο Μακεδόνα βασιλιά το χαρακτηρισμό Φιλοσάραπις, με τη επισήμανση της αναφοράς ενός παπύρου του 1ου αιώνα π.Χ., στον οποίο αναφέρεται ο Αλέξανδρος ως ιδρυτής της λατρείας του Σάραπη, παρόλο που η ίδρυση της λατρείας του τοποθετείται από την έρευνα κατά κανόνα στην περίοδο μετά το θάνατο του Αλέξανδρου (βλέπε αναλυτικά Juanno 2015 (2002): 115-120, 131 – 164, 197-198). . 217

Βέβαια, κατά την αποπλάνησή της, λέει στο μεταμφιεσμένο σε αστρολόγο Νεκτεναβώ πως αν αυτός πράγματι καταφέρει να την κάνει να τεκνοποιήσει από τον Άμμωνα, τότε αυτή θα τον τιμήσει «όπως αρμόζει σε βασιλιά και στον πατέρα του παιδιού», σαν να ξέρει τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, αλλά να επιλέγει να αφεθεί στην αποπλάνηση του έρωτα, παίζοντας το παιχνίδι του Νεκτεναβώ. Ή μήπως όλο αυτό δεν είναι παρά ένα παιχνίδι του ψευδο-Καλλισθένη με τον αναγνώστη; Από την άλλη πάλι πλευρά, όταν ο Αλέξανδρος σκοτώνει αδικαιολογητα το Νεκτεναβώ -που είναι πλέον άχρηστος ως ήρωας στην οικονομία της διήγησης, έχοντας επιτελέσει το ρόλο του - του λέει πως έλαβε την ανταμοιβή του για την εξαπάτηση τόσο της 218

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

166

κατά κάποιο τρόπο, οι Αιγύπτιοι σε μυθικό –σημειολογικό επίπεδο παίρνουν και την «εκδίκησή» τους για την ελληνική κατάκτηση της χώρας τους. Έπειτα, οι Αιγύπτιοι δεν είναι οι μόνοι που οικειοποιούνται με έναν μύθο τον Αλέξανδρο: παρόμοιο εύρημα οικειοποίησης του Έλληνα στρατηλάτη συναντάται και στην παράδοση της κατακτημένης Περσίας (βλέπε κεφάλαιο 5.6). Είναι ενδιαφέρον ακόμα να προστεθεί πως για τους Αιγύπτιους υπήρχε μια μακραίωνη παράδοση που ήθελε το Φαραώ να είναι γόνος θεού: ο Ραμσής Β΄ πριν τη μάχη του Καντές, εμφανίζεται επανειλημμένα να παρακαλεί «τον πατέρα του τον Άμμωνα». Σύμφωνα με άλλες αναφορές, ο θεός Άμμων –Ρα συνήθιζε να ενώνεται με τη σύζυγο του εκάστοτε Φαραώ, μεταμορφωμένος στον ηγεμόνα –άνδρα της. Αρχαιολογικές μαρτυρίες από ανάγλυφα επιβεβαιώνουν την επιβίωση της αντίληψης αυτής ως τα χρόνια της τελευταίας Κλεοπάτρας (Juanno 2015 (2002): 108-110). Είναι ακριβώς η ιστορία της αποπλάνησης της Ολυμπιάδος από το Νεκτεναβώ και η κατά συνέπεια πατρότητα του Αλέξανδρου από αυτόν που μας εισάγει στο ζήτημα των πηγών του Μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη. Η συγκεκριμένη διήγηση θα πρέπει να χρονολογηθεί στην αρχή της πτολεμαϊκής περιόδου στην Αίγυπτο και αποτελεί ουσιαστικά την πηγή της συγγραφής των πρώτων κεφαλαίων του Μυθιστορήματος. Ένα ακόμα συμπιληματικό κείμενο, που αποτελεί με τη σειρά του μία από τις πηγές του Μυθιστορήματος, είναι ένα χαμένο ελληνικό πρωτότυπο κείμενο, χρονολογημένο στον αρχικό του πυρήνα στους χρόνους αμέσως μετά το θάνατο του Μακεδόνα βασιλιά, το οποίο διασώθηκε στη λατινική μετάφρασή του ως Liber de morte testamentoque Alexandri Magni. Στο κείμενο αυτό υπάρχουν επιμέρους θέματα, που υπήρξαν αρχικά ανεξάρτητα κείμενα επίσης και μεταφέρθηκαν και στο Μυθιστόρημα: ο θάνατος του Αλέξανδρου από δηλητήριο, μια επιστολή που υποτίθεται ότι έγραψε στους Ρόδιους και στην οποία τους δείχνει την εύνοιά του219, καθώς και η υποτιθέμενη διαθήκη του, που αναγνώστηκε στους Μακεδόνες μετά το θάνατό του220. Ένα άλλο ανεξάρτητο κείμενο ελληνιστικών χρόνων, που ενσωματώθηκε

Ολυμπιάδας, όσο και του Φιλίππου και πως ο ίδιος ο Αιγύπτιος Φαραώ είναι υπαίτιος για το θάνατό του και όχι ο θύτης Αλέξανδρος, αν και πονάει που σκότωσε τον πραγματικό του πατέρα. Όσο για την Ολυμπιάδα, όταν ο Αλέξανδρος της πάει το νεκρό σώμα του Νεκτεναβώ και της αποκαλύπτει την αλήθεια, αυτή απορεί και κατηγορεί τον εαυτό της που ξεγελάστηκε ανοήτως με τις μαγείες του Νεκτεναβώ (Καλλισθένης 2005: 46, 64, 66). Η Juanno υποστηρίζει πως η επιστολή θα πρέπει να γράφτηκε από κάποιον Ρόδιο την εποχή ακμής του νησιού, αρχές 3ου –μέσα 2ου αιώνα π.Χ. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει πως ο Αλέξανδρος κατέθεσε τη διαθήκη του στη Ρόδο διότι εκτιμούσε πολύ τη συγκεκριμένη πόλη κι ένας πάπυρος του 1 ου π.Χ. με αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα κάνει λόγο για ενδεχόμενη παραμονή της Ολυμπιάδας στη Ρόδο (Juanno 2015 (2002): 44-45). Οι αναφορές αυτές θα πρέπει να συσχετιστούν με την έντονη λατρεία του Αλέξανδρου στο νησί (βλέπε κεφάλαιο 2.6.). 219

Υπάρχει και μια παραλλαγή του θέματος της διαθήκης του Αλέξανδρου, που εμφανίζεται ενσωματωμένη στο χειρόγραφο R της Βοδλιανής Βιβλιοθήκης, που περιέχει τη γ΄ παραλλαγή του Μυθιστορήματος (βλέπε αμέσως παρακάτω και κεφάλαιο 3.1): πρόκειται για τη λεγόμενη Καππαδοκική Διαθήκη, στην οποία υποτίθεται ότι ο Αλέξανδρος ζητά να ενταφιαστεί στην Καππαδοκία. Παράλληλα στο συγκεκριμένο κείμενο εμπεριέχεται ένας απολογισμός της ζωής του, ο κατάλογος των λαών που υπέταξε, καθώς και οι 220

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

167

στο Μυθιστόρημα, είναι ο κατάλογος των πόλεων που ίδρυσε ο Αλέξανδρος. Πολλά είναι και τα κοινά στοιχεία του Μυθιστορήματος με την ιστορική παράδοση, όπως μας είναι γνωστή από τους διάφορους συγγραφείς του Αλέξανδρου (βλέπε κεφάλαιο 2.1) και κυρίως την παράδοση που δημιουργεί ο Κλείταρχος. Τέλος, διαπιστώνονται και ορισμένα κοινά μοτίβα μεταξύ του ψευδο-Καλλισθένη και του Λουκιανού, ιδίως αναφορικά με παράξενα και γιγάντια ζώα και πλάσματα, που μπορεί να οφείλονται σε ένα κοινό πρότυπο (Juanno 2015 (2002): 41- 56, 365, βλέπε παρακάτω και για άλλα ανεξάρτητα κείμενα –πηγές του Μυθιστορήματος). Στο Μυθιστόρημα παρατηρούνται ακόμη και άλλες επιδράσεις από τα ομηρικά έπη, το δράμα, τον Ηρόδοτο. Εν τέλει, το Μυθιστόρημα αποδεικνύεται ότι αποτελεί αποτέλεσμα συμπιληματικής εργασίας από διάφορα είδη και εποχές, με εναλλαγές έμμετρων χωρίων με ενότητες πεζού λόγου και γενικότερα μια μίξη που, τουλάχιστον στην αρχαιότερη μορφή του, δίνει την εντύπωση ενός συνονθυλεύματος. Πράγματι, παρατηρούνται σε αρκετές περιπτώσεις αφηγηματικά λάθη εξαιτίας της συγκέντρωσης ποικίλου υλικού, ανακολουθίες, αναχρονισμοί και αντιφάσεις. Ο συγγραφέας του Μυθιστορήματος δίνει την εντύπωση ενός «ημιμαθούς λογίου». Ωστόσο, χαρακτηριστικά του Μυθιστορήματος, όπως ένα παιχνίδι που στήνει ο συγγραφέας με τον αναγνώστη μέσω της ροπής του προς την ειρωνεία και της δημιουργίας συνενοχής, η σημαντική θέση που παραχωρείται στον ευθύ λόγο μέσα από τους διαλόγους, τις επιστολές και τους λόγους, η προτίμηση στο συγκινησιακό στοιχείο και η τάση για δραματοποίηση μέσα από την ποιητική μορφή, όλα αυτά αποτελούν στοιχεία ενότητας του αφηγήματος και του προσδίδουν βέβαια αναμφισβήτητα λογοτεχνικό χαρακτήρα (Juanno 2015 (2002): 69, 78-91). Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως στο Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου αποκρυσταλλώθηκε η ατμόσφαιρα και η μαγεία του παραμυθιού της αρχαιότητας μέσα ακριβώς από την ιστορία του πιο ένδοξου άνδρα της αρχαιότητας. Γύρω στο 340 ο Βίος του Αλέξανδρου μεταφράστηκε στα λατινικά από τον Ιούλιο Βαλέριο (με τίτλο Res Gestae Alexandri Macedonis) ενώ μια άλλη γραπτή ελληνική παραλλαγή του Βίου μεταφράστηκε στα αρμένικα περί τα τέλη του 5ου αιώνα (Βελουδής 1989 (1977): ιβ,΄ Stoneman 2008: 338). Στους αιώνες που θα ακολουθήσουν Ο Βίος ή αλλιώς Διήγησις (Μυθιστόρημα) του Αλέξανδρου του Μακεδόνος θα γνωρίσει πολλές παραλλαγές και διασκευές και θα αποτελέσει διαχρονικά ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του ελληνισμού, με μεταπλάσεις κατά την πρωτοβυζαντινή και αργότερα μέση και υστεροβυζαντινή περίοδο (5 ος ως 14ος αιώνας), ενώ θα καταξιωθεί και σε διεθνές επίπεδο, με μεταφράσεις σε συνολικά 32 ξένες γλώσσες ως και περίπου το 1600 (Βελουδής 1989 (1977): κε΄, Μήττα 2008, Juanno 2015 (2002): 13). Από τις επιμέρους ελληνικές παραλλαγές, η έρευνα διακρίνει τρεις βασικές εκδοχές, που φτάνουν ως τις μέρες μας: η πρώτη και αρχαιότερη, γύρω στο 300 μ.Χ., η λεγόμενη α΄, πλησιάζει σε μια μορφή ρητορικής ιστορικής αφήγησης, με ελάχιστα μυθικά στοιχεία. Η τελευταίες εντολές του στον Πτολεμαίο (Juanno 2015 (2002): 696, περισσότερα σε J. Trumpf, Alexanders Kappadokisches Testament, BZ 52, (1959), σελ. 253-256.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

168

παραλλαγή αυτή γράφτηκε στην Αλεξάνδρεια, από στοιχεία διαφορετικής προέλευσης και εποχών, περιέχει πληροφορίες για την ελληνίζουσα Αίγυπτο και είναι διαρθρωμένη σε τρία βιβλία. Η δεύτερη –β΄- ενσωματώνει μυθολογικό υλικό, που προέρχεται από τις επιστολές, τις οποίες υποτίθεται ότι έστειλε ο Αλέξανδρος στον Αριστοτέλη και στην Ολυμπιάδα. Χρονολογικά τοποθετείται στο Βυζάντιο (υπάρχει η πρόταση για μια πρώιμη χρονολόγηση στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. ή διαφορετικά στον 5ο αιώνα), είναι έργο χριστιανού συγγραφέα, με εμφανή την προσπάθεια αφαίρεσης πολλών παγανιστικών στοιχείων και έχει ελληνίζοντα χαρακτήρα με περιορισμό των αιγυπτιακών στοιχείων. Μια επιμέρους εκδοχή της β΄ είναι η λεγόμενη L, στην οποία προστίθενται νέα, εντυπωσιακά επεισόδια (βλέπε παρακάτω και επόμενο κεφάλαιο 3.1) και χρονολογείται ίσως κατά τον 5 ο με 6ο αιώνα, μια και απουσιάζει από αυτήν το επεισόδιο του αποκλεισμού των «ακάθαρτων εθνών» 221, που εμφανίζεται λογοτεχνικά από τον 7ο αιώνα (Juanno 2015 (2002): 476, για τους ακάθαρτους λαούς βλέπε παρακάτω καθώς και κεφάλαιο 3.2 και 5.4). Η τρίτη, η γ΄, (14ος αιώνας) είναι μια εκτενέστερη εκδοχή της δεύτερης, με πρόσθετες περιπέτειες και θέματα, (όπως η αρματοδρομία στη Ρώμη = Νέα Ρώμη, δηλαδή Κωνσταντινούπολη)222 ένα είδος αποθέωσης των περιπετειών του Αλέξανδρου, που μπορούν να συσχετιστούν με κάποιες εβραιο – χριστιανικές παραδόσεις και προέρχονται από μια άλλη παραλλαγή, τη λεγόμενη ε΄ η οποία,

Τα ακάθαρτα έθνη τελικά ταυτίστηκαν με τους Γωγ και Μαγώγ της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι αναφέρονται εκεί ως γιοι του Ιάφεθ (Juanno 2015 (2002): 489). Πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι να επισημανθεί πως οι Γωγ και Μαγώγ εμφανίζονται και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, (20,8-10), όπου γίνεται λόγος για την τελευταία μάχη του Σατανά με τις θεϊκές δυνάμεις: «Καί ὅταν τελεσθῆ τά χίλια ἔτη, λυθήσεται ὁ σατανᾶς ἐκ τῆς φυλακῆς αὐτοῦ, καί ἐξελεύσεται πλανῆσαι τά ἔθνη τά ἐν ταῖς τέσσαρσι γωνίαις τῆς γῆς, τόν Γώγ καί τον Μαγώγ, συναγαγεῖν αὐτούς εἰς τον πόλεμον, ὧν ὁ ἀριθμός αὐτῶν ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης. Και ἀνέβησαν ἐπί τό πλάτος τῆς γῆς, καί ἐκύκλευσαν τήν παρεμβολήν τῶν ἁγίων καί τήν πόλιν τήν ἠγαπημένην.καί κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καί κατέφαγεν αὐτούς». Η ενσωμάτωση του επεισοδίου των ακάθαρτων εθνών στη Διήγηση του Αλέξανδρου προπαγάνδιζε, σε βυζαντινά πλαίσια, την τελική νίκη της χριστιανικής αυτοκρατορίας έναντι των ξένων εθνών που απειλούσαν την Ευρώπη (Μισσίου 1992:115). Ο Ανδρέας, επίσκοπος Καισάρειας κατά τον 9ο αιώνα, στην ερμηνεία της Αποκάλυψης του Ιωάννη που επιχειρεί, αναφέρει τους Γωγ και Μαγώγ ως «Σκυθικά έθνη υπερβόρεια, τα οποία καλούμε ουννικά, πολυάριθμα και πολεμικά» και τονίζει ότι με βαση την εβραϊκή το «Γωγ» σημαίνει «άθροισμα» ενώ το «Μαγώγ» σημαίνει την «έπαρση» (των συναθροισμένων εθνών) (Migne – Patrologia Graeca, 1863 Γ: 416). 221

Στη γ΄ παραλλαγή εξαίρεται και η μορφή του ηρωικού αλόγου, του Βουκεφάλα, ο οποίος παρουσιάζεται στην ελληνική και συριακή εκδοχή άγριος, ανθρωποφάγος, να συμμετέχει στην ιπποδρομία των Ολυμπιακών Αγώνων με τον αναβάτη του, τον Αλέξανδρο και να νικά. Επισης παρουσιάζεται ως μονόκερος και με κεφαλή βοδιού κι έτσι απεικονίζεται σε πολλές παραστάσεις από το μεσαίωνα κι εξής. Στο τέλος, όταν ο Αλέξανδρος πεθαίνει, ο Βουκεφάλας είναι κι αυτός δίπλα του και μάλιστα κομματιάζει αυτόν που δηλητηρίασε τον αφέντη του, εκδικούμενος το θάνατό του. Ύστερα πεθαίνει κι αυτός (Anderson 1930: 7, 13, 15). Τα παραπάνω επεισόδια διατηρήθηκαν και στη νεοελληνική Φυλλάδα του Αλέξανδρου των εκδόσεων της Βενετίας κατά το 18ο αιώνα, αν και ο Βουκεφάλας «εξευγενίζεται» και δεν είναι πλέον ανθρωποφάγος, διατηρεί όμως τα κέρατα βοδιού στην κεφαλή που φτάνουν τον ένα πήχη (Διήγησις (Ιστορία) Αλέξανδρου Μακεδόνος σε Πάλλη (1935) 1968: 60-61, 206-207 και σε Βελουδή 1989 (1977): 13-15, 115 ). 222

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

169

μαζί με μια άλλη παραλλαγή, τη λ΄223, χρονολογείται κατά τις αρχές του 8ου αιώνα (ή τέλος του 7ου) στο Βυζάντιο (κατά τους Μητσάκη και Trumpf τον 6ο αιώνα η ε΄, βλέπε αναλυτικά το επόμενο κεφάλαιο)224. Υπάρχει και η παραλλαγή δ΄, συγγενική της α΄, η οποία όμως δε σώζεται σε κανένα ελληνικό χειρόγραφο και είναι γνωστή από λατινικές, συριακές και αιθιοπικές μεταφράσεις (Μητσάκης (1968) 2001: 8-9, Stoneman 1993:23-24, 51, 53, Καμπούρη – Βαμβούκου 2001: 108-109, Trahoulia 2007: 42-43)225. Η παραλλαγή ε΄ αποτελεί ουσιαστικά ξαναδουλεμένη εκδοχή των α΄ και β΄ με λιγότερες γεωγραφικές και χρονολογικές ασάφειες, με λογοτεχνικές αρετές, συνοχή και φρεσκάδα. Όπως παρατηρεί η Juanno, είναι η πιο νεωτεριστική απ’ όλες τις αναπλάσεις του Μυθιστορήματος: αποτελεί ακόμα αποφασιστικό βήμα στην αντι- ιστορική πλέον μορφή του Μυθιστορήματος και αποδίδει πλέον στον Αλέξανδρο μια καθαρά ηρωική και ηθική διάσταση, ως κοσμοκράτορα στα πρότυπα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, ικανό όχι μόνο για νίκες αλλά και για φιλανθρωπίες και δικαιοσύνη. Σε αυτήν είναι που ο Αλέξανδρος μεταστρέφεται στο μονοθεισμό, μετά την παραμονή του στην Ιερουσαλήμ και διακηρύσσει τη μηδαμινότητα των Ολύμπιων θεών. Γι’ αυτό και θεωρείται ως η πιο βυζαντινίζουσα παραλλαγή απ’ όλες, ενώ παράλληλα διαπιστώνεται και ένα περισσότερο λογοτεχνικό, επιμελημένο και ρητορικό ύφος της γλώσσας. Παράλληλα, ως κείμενο, η διασκευή ε΄ συνδιαλέγεται με άλλα βυζαντινά έργα, όπως οι παγκόσμιες χρονογραφίες, τα κάτοπτρα των ηγεμόνων και το έργο Περί της βασιλείου τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου. Το νεότερο πεζό βυζαντινό Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου αποτελεί λαϊκότερη επεξεργασία της. Σώζεται ολόκληρη μόνο στον κώδικα Bodl. Barocci 17 (139) της Οξφόρδης (Μητσάκης (1968) 2001: 9, Καμπούρη –Βαμβούκου 2001: 110-112, Stoneman 2012 A: x, Juanno 2015 (2002): 18). Η πρώτη –α΄ - εκδοχή γίνεται στην έρευνα πληρέστερα γνωστή τόσο από τη μετάφραση στα λατινικά του Ιούλιου Βαλέριου όσο και από την αρμένικη μετάφραση του 5ου αιώνα. Τα περισσότερα σωζόμενα ελληνικά μεσαιωνικά χειρόγραφα είναι της δεύτερης εκδοχής (Gary 1956: 10). Υπήρξε μια ακόμη χαμένη σήμερα Η παραλλαγή λ΄, είναι πολύ κοντά στη β,΄ αλλά περιέχει περισσότερο λεπτομερείς περιγραφές επεισοδίων, όπως ο διάλογος του Αλέξανδρου με τα προφητικά δέντρα του Ήλιου και της Σελήνης, η παραμονή του Αλέξανδρου στη χώρα της βασίλισσας Κανδάκης στην Αιθιοπία κ.α. από πηγές, όπως μια συλλογή αποφθεγμάτων, ένα κείμενο της Αποκάλυψης του ψευδο –Μεθόδιου (βλέπε κεφάλαιο 3.2.), ένα κείμενο της Επιστολής του Αλέξανδρου στον Αριστοτέλη και μια άγνωστη διασκευή του Μυθιστορήματος (Καμπούρη – Βαμβούκου 2001: 109, Μητσάκης (1968) 2001: 10). 223

Είναι χαρακτηριστικό πως στη γ΄ αναφέρεται πως «ο Αλέξανδρος έκανε πολλούς πολέμους με τους βάρβαρους και υπέταξε όλη τη δύση» (Καλλισθένης 2005: 122), μια αναφορά που πιθανόν απηχεί τις εκστρατείες ανακατάληψης των δυτικών κτίσεων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που επιχείρησε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με το στρατηγό Βελλισάριο (από το έτος 533), στοιχείο που σίγουρα συνηγορεί για τη χρονολόγηση της παραλλαγής γ΄ μετά τον 6ο αιώνα.. Ένα άλλο αμφιλεγόμενο στοιχείο προέρχεται από την παραλλαγή ε΄: ο Stoneman παρατηρεί πως στην ε΄ οι Άγιοι Τόποι αναφέρονται ως «γη των Λατίνων» (Stoneman 2012: x). Μήπως αυτό αποτελεί μια ένδειξη για μια μεταγενέστερη χρονολόγηση της ε΄ παραλλαγής μέσα στο 12ο αιώνα, εφόσον ταυτίσουμε τους λατίνους αυτούς με τους σταυροφόρους; 224

Ο Μητσάκης βέβαια χρονολογεί την α΄ και β΄ παραλλαγή μεταξύ 300-350 μ.Χ., ενώ τη γ΄, ε΄και λ΄ μετά τον 6 αιώνα, θεωρώντας βυζαντινές μόνο τις τρεις τελευταίες (Mitsakis 1970: 376). 225 ο

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

170

βυζαντινή εκδοχή, η ζ΄ του 10ου ή του 14ου αιώνα, η οποία αποτέλεσε και τη βάση της σέρβικης εκδοχής (Πούχνερ 2007: 2318, Stoneman 2011 (2008): 339, Stoneman 2012 A: xi). Τα σωζόμενα ελληνικά χειρόγραφα του Μυθιστορήματος του Ψευδο-Καλλισθένη φυλάσσονται σήμερα σε βιβλιοθήκες, μουσεία, καθώς και σε μοναστήρια του Αγίου Όρους (Ιβήρων, Σταυρονικήτα, Κουτλουμουσίου) και των Μετεώρων (Καμπούρη –Βαμβούκου 2001:123). Οι Gunderson και Selden αναγνωρίζουν την περιέργεια του Αλέξανδρου ως την κινητήρια δύναμη της εξέλιξης του Μυθιστορήματος, μια περιέργεια που αντιστοιχεί ακριβώς στον πόθο που αναφέρει και ο Αρριανός. Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο του Μυθιστορήματος αποτελεί η ακόλουθη αλληλουχία ενεργειών: α. Ο Αλέξανδρος αναχωρεί από έναν οικείο /κατακτημένο τόπο για το άγνωστο και ακόμα ανυπότακτο β. προειδοποιείται για το άγνωστο από σημάδια, οδηγούς, ιθαγενείς γ. αγνοεί τις προειδοποιήσεις (αν και όχι πάντα) δ. εμπλέκεται σε περιπέτειες και κινδύνους με φανταστικούς λαούς και πλάσματα δ. ξεπερνά όλα τα εμπόδια ε. συνεχίζει και πάλι για το άγνωστο (Arthur – Montagne 2014 B: 23). Τα κύρια επεισόδια του μύθου, όπως αποκρυσταλλώθηκαν αργότερα στα μεσαιωνικά χειρόγραφα έχουν ως εξής: ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως γιος της Ολυμπιάδας και του εξόριστου στη μακεδονική αυλή του Φιλίππου Αιγύπτιου Φαραώ Νεκτεναβώ226. Έχοντας σε νεαρή ηλικία Το επεισόδιο της εξαπάτησης της Ολυμπιάδας από το Νεκτεναβώ, μεταμφιεσμένο στον κριαρόμορφο θεό Άμμωνα, που βρίσκει την ευκαιρία έτσι να πλαγιάσει μαζί της, κατέχει κεντρική θέση στο μύθο του Μυθιστορήματος (για την περιγραφή του επεισοδίου βλέπε Stoneman 1993 (1991): 67-68). Η κυριάρχη ερμηνεία είναι πως με αυτόν τον τρόπο ο Αλέξανδρος εντάσσεται ομαλότερα στο αιγυπτιακό περιβάλλον γέννησης του Μυθιστορήματος, μια και παρουσιάζεται ως γόνος του τελευταίου Αιγύπτιου Φαραώ και παράλληλα συσχετίζεται και με τον κερασφόρο Άμμωνα. Ο συγγραφέας αυτού του τόμου θέλει να προσθέσει και μία ακόμη ερμηνεία: ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Φίλιππος γνώρισε την Ολυμπιάδα στα μυστήρια της Σαμοθράκης, όταν αυτός ήταν έφηβος κι αυτή παιδούλα, οπότε και την ερωτεύτηκε (Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 2, βλέπε και την αναφορά του Ιμέριου του Σοφιστή, καταγεγραμμένη από το Φώτιο στη Μυριόβιβλό του, P.G. 103, Migne 1860 (1991): 1351). Γνωρίζουμε πως στα περίφημα Καβείρια Μυστήρια λάμβανε χώρα και μια τελετουργική αναπαράσταση ιερογαμίας, ανάμεσα στον Καδμίλο, ιθυφαλλικό θεό της γονιμότητας, ιερό ζώο του οποίου υπήρξε το κριάρι,- με αναπαραστάσεις κεφαλής κριαριού σε σαμοθρακίτικα νομίσματα - και την Αξίερο, τη Μεγάλη Μητέρα θεά. Αυτές ήταν οι δύο κύριες θεότητες των Μυστηρίων, τις οποίες προφανώς υποδύονταν κάθε φορά κάποιοι από τους μύστες. Άραγε το επεισόδιο της αποπλάνησης της Ολυμπιάδας από το τραγόμορφο θεό –που στο αλεξανδρινής προελεύσεως Μυθιστόρημα γίνεται ο περισσότερο πολιτικά ορθός μεταμφιεσμένος Νεκτεναβώ – να αποτελεί μια ανάμνηση της πρώτης συνάντησης του Φιλίππου και της Ολυμπιάδας στη Σαμοθράκη, μέσα από τους αντίστοιχους ρόλους της ιερογαμίας που κλήθηκαν να παίξουν κατά τη διάρκεια των τελετουργιών; Μήπως τελικά ο αρχικός συμβολισμός των κεράτων του Άμμωνα, που φέρει ο Αλέξανδρος στην κεφαλή του σε ποικίλες παραστάσεις, να είναι σαμοθρακίτικης προέλευσης και στη συνέχεια να απόκτησε και τον αιγυπτιακό χαρακτήρα; Η σχέση πάντως της Ολυμπιάδας με τα Καβείρια Μυστήρια πιστοποιείται και από άλλες αναφορές του Πλουτάρχου, σύμφωνα με τις οποίες αυτή περιστοιχιζόταν συχνά από φίδια, με τη μορφή των οποίων απεικονίζονταν συχνά και οι δίδυμοι Κάβειροι, ακόλουθες θεότητες του βασικού ζεύγους των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης, που κάποια στιγμή ταυτίζονται και με τους Διόσκουρους (Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 2,, Lehmann 1954 (1998): 33-35). Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε, ως πρόσθετο τεκμήριο συσχετισμού του Αλέξανδρου με τα Καβείρια, και την αναθηματική επιγραφή, που υποτίθεται ότι αφιέρωσε ο Αλέξανδρος σε διάφορους θεούς, ανάμεσα στους οποίους καί στους «Σαμοθράκιους Κάβειρους», σύμφωνα με το Φλάβιο Φιλόστρατο (βλέπε κεφάλαιο 2.1). 226

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

171

για δάσκαλο τον Αριστοτέλη ανδρώνεται γρήγορα, παίρνει για άλογο το φοβερό Βουκεφάλα, νικά στους ολυμπιακούς αγώνες στο αγώνισμα της αρματοδρομίας και αρχίζει ένα εκπληκτικό ταξίδι που τον οδηγεί σε κατακτήσεις, μάχες και γεγονότα τόσο πραγματικά, όπως η βαλκανική του εκστρατεία κατά των Ιλλυριών, Παιόνων και Τριβαλλών («Σκυθών», σύμφωνα με την παραλλαγή γ΄), η τιμωρία της Θήβας, η υποταγή των πόλεων της Μικράς Ασίας, η πολιορκία της Τύρου, η ίδρυση της Αλεξάνδρειας227, οι μάχες με το Δαρείο και το βασιλιά της Ινδίας Πώρο, ο γάμος του με τη Ρωξάνη, η συνάντηση με τους Βραχμάνες, τους σοφούς των Ινδών και τον αρχηγό τους Δάνδαμη228, όσο και γεγονότα και πλάσματα φανταστικά, όπως η εκστρατεία στη Σικελία και τη Λιβύη, η υποταγή της Ρώμης 229, η συνάντησή του με τους Εβραίους ιερείς στα Ιεροσόλυμα και με τη βασίλισσα Κανδάκη της Μερόης230, ο ποταμός με το νερό που παγώνει και λιώνει ακαριαία, η χώρα των Μακάρων και οι τόποι του σκότους231 με τα παράξενα πλάσματα και αντικείμενα, όπως τα πτηνά που βγάζουν φλόγες από το ράμφος τους και οι μαγικοί λίθοι, οι Αμαζόνες232, τα μαγικά δέντρα Κατεξοχήν με την ίδρυση της Αλεξάνδρειας, αλλά και με άλλα περιστατικά, π.χ. γεφυρώσεις αδιάβατων χασμάτων, ποταμών κ.α. προβάλλεται το μοτίβο του Αλέξανδρου Κτίστη, που το συναντούμε αργότερα και στη νεοελληνική παράδοση, πλάι στα μοτίβα του κατακτητή, γενναίου ήρωα –πολεμιστή, σοφού και δίκαιου ηγεμόνος, εξερευνητή –εφευρέτη, δρακοκτόνου, ενάρετου ανθρώπου, πιστού χριστιανού. 227

Το όνομα αυτό αναφέρει και ο Αρριανός ως το όνομα του μεγαλύτερου απ’ όλους τους Ινδούς σοφιστές, όπως τους ονομάζει, τους οποίους πράγματι συνάντησε ο Αλέξανδρος και θαύμασε για τη σοφία και απλότητά τους (Αρριανός: Ζ΄, 1, 5-6, ΙΙ). Σε άλλο βέβαια σημείο της αφήγησης ο Αρριανός αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος εκτέλεσε όσους από τους Βραχμάνες ήταν υπεύθυνοι για την επανάσταση μιας πόλης της Ινδίας (Αρριανός: ΣΤ΄, 16, 5). 228

Ο Stoneman σωστά παρατηρεί πως ο Ψεύδο-Καλλισθένης παίρνει τις νύξεις των ιστορικών πηγών για τα μελλοντικά σχέδια του Αλέξανδρου και τις εμφανίζει ως πραγματικά γεγονότα (Stoneman 2011: 193). 229

Η περιοχή της Μερόης τοποθετείται στο σημερινό Σουδάν, κοντά στον 6ο καταράχτη του Νείλου. Ο Βίων από τους Σόλους σημειώνει πως το όνομα «Κανδάκη» δινόταν σε όλες τις μητέρες των αρχαίων Αιθιόπων βασιλιάδων, (Arthur- Montagne 2014 B: 9) επομένως ήταν περισσότερο κάτι σαν αξίωμα –τιμητικός τίτλος, όπως ο τίτλος των Φαραώ. Προφανώς η αναφορά στην Κανδάκη αντανακλά τις γνώσεις και τις εμπειρίες που είχε αποκτήσει η βασιλική αυλή του πτολεμαϊκού βασιλείου της Αιγύπτου αρκετά χρόνια μετά το θάνατο του Αλεξανδρου. 230

Οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των παραλλαγών σημειώνονται ακριβώς όταν ο Αλεξανδρος ταξιδεύει «εκτός χάρτη» σε φανταστικούς, απροσδιόριστους τόπους, εκεί όπου περνάμε καθαρά στο χώρο της φαντασίας και τίθενται τα όρια ανάμεσα στον ιστορικό και μυθικό Αλέξανδρο (Arthur – Montagne 2014 B: 24). Στις περιοχές αυτές κυριαρχεί η αντικανονικότητα, η υπεραφθονία, η υπερβολή. Και η πορεία του Αλέξανδρου σε αυτές τις περιοχές έχει ως αφετηρία ίσως τις πορείες στο σκοτάδι της νύχτας, που πράγματι έκανε ο στρατός του κατά τη διάβαση της Γεδρωσίας. Το ψευδο-καλλισθένειο ταξίδι του Αλέξανδρου στις εσχατιές του κόσμου τονίζει το φιλερευνητικό πνεύμα του ήρωα και το πιθανότερο βασίζεται στον καταγεγραμμἐνο και από τους ιστορικούς πόθο του στρατηλάτη να εξερευνήσει το όριο του γνωστού κόσμου. Υπάρχει μια ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία αυτός ο πόθος οφειλόταν στην επίδραση του Αριστοτέλη, ο οποίος δίδασκε ότι ο κόσμος ήταν πεπερασμένος και ο Αλέξανδρος επιθυμούσε να διαπιστώσει αν πράγματι αυτό ίσχυε (Juanno 2015 (2002): 359-363). 231

Το επεισόδιο με τις Αμαζόνες σαφώς στηρίζεται στις αναφορές της επίσημης ιστοριογραφίας του Αλέξανδρου, όπως τις καταγράφει ο Αρριανός: ενόσω ο Αλέξανδρος ήταν στη Ζαριάσπα της Βακτριανής έφτασε 232

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

172

με το αυξομειούμενο μέγεθος (στη β΄ διασκευή) και τα προφητικά δέντρα του Ήλιου και της Σελήνης233, τα ακάθαρτα έθνη (αργότερα θα ταυτιστούν με τους Γωγ και Μαγώγ της βιβλικής παράδοσης) τα οποία ο Αλέξανδρος καταδίωξε και έκλεισε με μια αδιαπέραστη πύλη πίσω από τα βουνά της Κασπίας Θάλασσας, η πόλη του Ήλιου στην Αιθιοπία, το ποτάμι με το αθάνατο νερό, η εις Άδου κάθοδος (το μυστικό σπήλαιο), όπου συνομίλησε με τα πνεύματα των νεκρών βασιλιάδων. Στις περιπλανήσεις του αυτές συναντά παράξενα πλάσματα, όπως είναι οι αλογάνθρωποι –Κένταυροι, οι νεράιδες της λίμνης, οι τερατώδεις φτερωτές γυναίκες (που αντιστοιχούν ίσως στις Ἀρπυες ή στις φοβερές γοργόνες), οι Κυνοκέφαλοι και τα γιγάντια ψάρια, οι δασύτριχοι γίγαντες, οι μονοπόδαροι και οι

ο Φαρασμάνης, ο βασιλιάς των Χορασμίων, που του είπε πως κατοικεί σε χώρα γειτονική με τη χώρα των Αμαζόνων γυναικών και πως, αν ήθελε ο Αλέξανδρος, ο ίδιος ήταν πρόθυμος να τον οδηγήσει σε εκστρατεία εναντίον των Αμαζόνων και των Κολχών (Αρριανός: Δ΄, 15, 4). Σε μια δεύτερη μνεία στις Αμαζόνες ο Αρριανός γράφει πως ο Ατροπάτης, σατράπης της Μηδίας, έδωσε στον Αλέξανδρο 100 τέτοιες γυναίκες, τις οποίες όμως αυτός τις έστειλε πίσω στην πατρίδα τους, με μήνυμα για τη βασίλισσά τους ότι επιθυμεί να κάνει παιδί μαζί της. Ωστόσο ο Αρριανός εδώ παρατηρεί πως ούτε ο Αριστόβουλος ούτε ο Πτολεμαίος αναφέρει αυτό το περιστατικό, αμφιβάλλοντας για την αξιοπιστία της παράδοσης αυτής, αμφιβάλλοντας ακόμα και για τον αν την εποχή του Αλέξανδρου επιβίωναν οι Αμαζόνες ως γένος χωριστό, αν και δέχεται ο ίδιος ότι κάποτε υπήρξαν, στηριζόμενος στις πολλές αναφορές της μυθολογικής παράδοσης και του Ηροδότου (Αρριανός: Ζ΄, 13, 2-6). Τέλος, αναφορά στη συνάντηση του Αλέξανδρου με τις Αμαζόνες κάνει και ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο οποίος μάλιστα αναφέρει και τη βασίλισσά τους Θαλλήστρι και το βασίλειό τους που ήταν μεταξύ των ποταμών Φάσιδος και Θερμόδωντος στη Μικρά Ασία (στοιχείο που περνά και στο Μυθιστόρημα). Στην αναφορά του Διόδωρου την επιθυμία για τεκνοποίηση με τον Αλέξανδρο την εκφράζει η βασίλισσα και η επιθυμία γίνεται τελικά πράξη (Διόδωρος Σικελιώτης: 17. 77). Ο Καπλάνης σωστά παρατηρεί πως, κάθε φορά που εμφανιζόταν ένας νέος Έλληνας ήρωας, το συναπάντημά του με τις Αμαζόνες ήταν απαραίτητο, προκειμένου να ολοκληρωθεί πετυχημένα ο μύθος του. Έτσι η αλυσίδα αρχαίων και μεσαιωνικών Ελλήνων ηρώων που συναπαντήθηκαν με τις Αμαζόνες έχει ως εξής: Ηρακλής –Θησέας –Αχιλλέας –Αλέξανδρος –Διγενής. Σίγουρα είναι ενδιαφέρον το ότι οι Ηρακλής και Αχιλλέας θεωρούνταν γενάρχες πολλὠν ελληνικών βασιλικών οίκων –ανάμεσά τους και του μακεδονικού -και βεβαία αποτελούσαν και προτυπα του Αλέξανδρου, ενώ και ο μύθος του Διγενή, όπως θα δούμε, διαμορφώθηκε στη βάση του Μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη. Μακρινός απόηχος αυτής της παράδοσης, η συμπερίληψη της μορφής μιας Αμαζόνας στη Χάρτα του Ρήγα. Περισσότερα για τις Αμαζόνες και τις αναφορές τους στην αρχαία και μεσαιωνική ελληνική γραμματεία δες στο Tassos A. kaplanis, “The Inverted World of the Amazons: Aspects of a Persistent Myth in Early Modern Greek Literature” στο M. Rossetto, M. Tsianikas, G. Couvalis, M. Palaktsoglou (επιμέλεια) “Greek Research in Australia: Proceedings of the Eighth Biennial International Conference of Greek Studies, Flinders University June 2009, σελ. 291-309, προσπελάσιμο σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση: http://www.academia.edu/1547985/The_Inverted_World_of_the_Amazons_Aspects_of_a_Persistent_Myth _in_Early_Modern_Greek_Literature (προσπέλαση 21.8.2014). Επισημαίνεται πως η επίσκεψη του Αλέξανδρου στο ιερό των δέντρων του Ήλιου και της Σελήνης έχει όλα τα χαρακτηριστικά της εισόδου σε έναν επίγειο παράδεισο, έναν φυσικό τόπο αγνότητας: χαρακτηριστικά εντός του απαγορεύονται τα μεταλλικά αντικείμενα και η συνοδεία του Αλέξανδρου υποχρεώνεται να αφήσει εκτός των ορίων του τα όπλα της (Juanno 2015 (2002): 372). 233

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

173

ακέφαλοι άνθρωποι234 και τα πουλιά με ανθρώπινη φωνή, που τον προειδοποίησαν να μην προχωρήσει περισσότερο (βλέπε και χάρτη 4). Βέβαια, επιτυγχάνει άθλους, όπως η εξερεύνηση του βυθού μέσα στο πρώτο καταγεγραμμένο λογοτεχνικά βαθυσκάφος, ή των ουρανών, με μια περίεργη «ζωντανή» πτητική μηχανή που επινόησε, την οποία θα περιγράψουμε στη συνέχεια (καί τα δύο επεισόδια αναπτυγμένα στην παραλλαγή L της β΄ διασκευής)235. Η ηρωική αυτή διάσταση του Αλέξανδρου, με τις συναντήσεις του με τα παράξενα πλάσματα και τα ταξίδια του σε μακρινούς και παράξενους τόπους, τον φέρνει πολύ κοντά στο μύθο του Οδυσσέα.236 Παράλληλα, το θαυμαστό και υπερβολικό στοιχείο του Μυθιστορήματος, που κυριαρχεί στην περιδιάβαση του Αλέξανδρου στις εσχατιές της γης, θυμίζει πολύ την οπτική των αρχαίων Ελλήνων για μια μακρινή χώρα, όπου πράγματι πήγε ο Αλέξανδρος, τουλαχιστον στα δυτικά τμἠματά της: πρόκειται για την Ινδία, της οποίας οι περιγραφές, πριν την εκστρατεία του Αλέξανδρου, από το Σκύλακα τον Καρυανδινό, τον Εκαταίο το Μιλήσιο, τον Ηρόδοτο και τον Κτησία τον Κνίδιο, έδιναν επίσης ιδιαίτερη έμφαση στο παράξενο και θαυμαστό, με κοινούς τόπους με το Μυθιστόρημα την τερατολογία (Κυνοκέφαλοι, Σκιάποδες) το γιγαντισμό, τα παράξενα ζώα και φυτά, αλλά και τη σοφία των Βραχμάνων (Xydopoulos 2007: 19 – 27)237. Επιπλέον, οι απόπειρές του να εξερευνήσει τα άκρα, τα βάθη της θάλασσας από τη μια και τα ύψη των αιθέρων από την άλλη, εμπεριέχουν ένα ηθικό δίδαγμα, ότι δηλαδή ο Αλέξανδρος όφειλε να σεβαστεί το ανθρώπινο μέτρο και να μην ξεπεράσει τα εσκεμμένα (Mosse 2003: 46-47). Στο Μυθιστόρημα είναι φανερή μια τάση συμπύκνωσης της ιστορικής δράσης, για παράδειγμα ο Δαρείος ζητά βοήθεια απευθείας από το βασιλιά της Ινδίας Πώρο και η Ρωξάνη γίνεται κόρη του Δαρείου (Asirvatham 2011: 112). Επιπλέον, ο Αλέξανδρος του Μυθιστορήματος πραγματοποιεί τα απραγματοποίητα σχέδια που Έχει επισημανθεί πως στους τερατώδεις αυτούς λαούς πρέπει να αναγνωριστεί μια λογοτεχνική μεταφορά των άγριων φυλών που πραγματικά συνάντησε ο στρατός του Αλέξανδρου στην έρημο της Γεδρωσίας (Άουσφελντ σε Juanno 2015 (2002): 249). 234

Η περιληπτική αυτή απόδοση των περιπετειών του Αλέξανδρου βασίζεται στη σύνθεση που έκανε ο Stoneman (βλέπε Stoneman 1993) στηριζόμενος κατά βάση στην πληρέστερη παραλλαγή της εκδοχής β΄ (της λεγόμενης L) και με συμπληρώματα από τις άλλες εκδοχές, συμπεριλαμβανομένου και του αρμένικου χειρογράφου. Επιπρόσθετα, βασίζεται και στον έκδοση του Μυθιστορήματος από τις εκδόσεις «Κάκτος» (βλέπε Καλλισθένης 2005), έκδοση που περιλαμβάνει αρχαίο κείμενο και μετάφραση και ακολουθεί κυρίως τη διήγηση της α΄ παραλλαγής αλλά με ενσωμάτωση και εκτεταμένων αποσπασμάτων από τις άλλες παραλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της αρμένικης και της μετάφρασης του Ιούλιου Βαλέριου, που περιγράφουν πρόσθετα επεισόδια, που δεν υπήρχαν στην ελληνική α΄εκδοχή. 235

Ο Ιωάννης Κωνσταντάκος επισημαίνει πως ορισμένα επεισόδια από τις φανταστικές αυτές περιπέτειες του Αλέξανδρου έχουν τα παράλληλά τους στη λαϊκή παράδοση της Εγγύς Ανατολής και πως πολύ πιθανόν οι στρατιώτες του στρατού του, με την επιστροφή στις πατρίδες τους, να αφηγήθηκαν πρώτοι τέτοιες θαυμαστές ιστορίες, μπολιασμένες με την ανατολίτικη παράδοση που γνώρισαν και με τελικό αποτέλεσμα την ενσωμάτωσή τους στον ψευδο-καλλισθένειο μύθο του Αλέξανδρου. 236

Ο ίδιος ερευνητής μάλιστα παρατηρεί πως στο Μυθιστόρημα διαπιστώνεται, όσον αφορά την Ινδία, μια απομείωση του θαυμαστού στοιχείου, ακριβώς διότι η χώρα αυτή είχε γίνει πλέον πιο οικεία μετά την εκστρατεία του Αλέξανδρου (Xydopoulos 2007: 26). 237

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

174

είχε ο πραγματικός: να φτάσει στις Ηράκλειες Στήλες, στην Αιθιοπία, στη βαθιά Ινδία (Juanno 2015 (2002): 285). Ένα άλλο μοτίβο που συναντάται στο Μυθιστόρημα είναι αυτό του αθάνατου νερού (παραλλαγή β΄ και περισσότερο εμπλουτισμένο στην παραλλαγή L), με την ευρεία διάδοση στο διάβα των αιώνων. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να έλειπε το αθάνατο νερό από τις περιπέτειες του ανθρώπου που επιδίωξε, όσο κανείς άλλος, την απόκτηση της αθανασίας; Όμως το αθάνατο νερό παρέμεινε τελικά απλησίαστο για τον Αλέξανδρο: ο μάγειράς του Ανδρέας τυχαία το ανακάλυψε στους Τόπους του Σκότους ξεπλένοντας ένα παστό ψάρι, το οποίο ζωντάνεψε, αλλά απέκρυψε το γεγονός από το Μακεδόνα βασιλιά. Ήπιε, όμως, από αυτό ο ίδιος και έδωσε να πιει και η κόρη του Αλέξανδρου, η Καλή, που είχε αποκτήσει ο βασιλιάς από την παλλακίδα του, την Ούννα238. Ο Αλέξανδρος, όταν αργότερα βγήκαν από τους Τόπους του Σκότους και πληροφορήθηκε το περιστατικό, τιμώρησε το μάγειρά του ρίχνοντάς τον στη θάλασσα και έδιωξε την κόρη του από κοντά του, αφού πρώτα την αποκάλεσε «Καλή239 των Ορέων», γιατί θα ζούσε πλέον μόνη στα βουνά, αλλά και Νεράϊδα, αφού «έκ τοῦ νεροῦ τά ἀϊδια δεξάμενη, τουτέστιν τά ἀθάνατα» (Καλλισθένης 2005: 362 -364, 366). Έτσι στο Μυθιστόρημα γεννιέται κι ένας διαχρονικός θρύλος του ελληνικού λαού, με πολλές τοπικές παραδόσεις στο νεότερο ελληνισμό: αυτός της Γοργόνας και της Νεράϊδας (βλέπε και το κεφάλαιο 4.5 του παρόντος τόμου). Αναφέρεται μάλιστα πως πολύ πιθανόν και η απεικόνιση της Γοργόνας ως γυναίκας με σώμα ψαριού από τη μέση και κάτω να έχει τις ρίζες της επίσης στην αρχαιότητα και συγκεκριμένα στη Μακεδονία: στην Πέλλα, μια επιγραφή του 206 μ.Χ. κάνει λόγο για μια ιχθυόμορφη θεά γνωστή με τα ονόματα Σύρια Θεά Παρθένος Γυρβιάτισσα, η λατρεία της οποίας μεταφέρθηκε από τη Συρία στη Μακεδονία κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. και η μορφή της πιθανόν να αποτέλεσε το πρότυπο της Γοργόνας (Μήττα 2008).

Εύστοχη η παρατήρηση της Juanno πως η ονομασία παραπέμπει το πιθανότερο στους Ούννους (Juanno 2015 (2002): 467). Το στοιχείο αυτό αποτελεί ενδεχομένως μια πρόσθετη ένδειξη για τη χρονολόγηση της εκδοχής L της β΄ παραλλαγής στα τέλη του 5ου ή στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα, όταν η εμφάνιση των Ούννων και οι επιθέσεις τους σε εδάφη του Βυζαντίου ήταν ακόμη νωπές. 238

Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί η μεγάλη δημοφιλία του γυναικωνύμιου Καλή στη Μακεδoνία αλλά και αλλού στον ελληνικό χώρο: σε πειρατικές επιδρομές στη Μακεδονία κατά το 14 ο αιώνα οι Βενετσιάνοι αρπάζαν αιχμαλώτους (κυρίως γυναίκες), τους οποίους στη συνέχεια μοσχοπουλούσαν στη Βενετία. Από τα συμβόλαια αγοραπωλησίας τους που σώζονται, της περιόδου 1381 – 1388, τα 2/3 των γυναικών αιχμαλώτων αναγράφονται με τα ονόματα Μαρία και Καλή. Το όνομα Καλή απαντάται επίσης πολύ συχνά στη Μακεδονία (αλλά σχετικά και στις Κυκλάδες) από το β΄ μισό του 17ου αιώνα ως το 1900. Ιδιαίτερα στη Μακεδονία σημειώνεται η επισήμανσή του κυρίως στα χωριά της υπαίθρου (Βασιλείου 2012: 49-51, 72). Από το να υποθέσει κανείς ότι το Καλή προέρχεται από το Κωνσταντίνα (> Κανή) ως χαϊδευτικό, όπως γράφει η Βασιλείου, είναι ίσως προτιμότερο να σκεφτεί πως προέρχεται από ένα αρχαίο όνομα, που σήμαινε, ούτως ή άλλως, «ωραία» και που έτυχε ιδιαίτερης αίγλης ως όνομα της «κόρης του Αλέξανδρου» και Νεράϊδας των Βουνών στη λαοφιλή διήγηση του Μυθιστορήματος στο Βυζάντιο και της Φυλλάδας στον ελληνισμό της τουρκοκρατίας (για τα οποία περισσότερα στα οικεία κεφάλαια 3.1, 4.1, 4.5). 239

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

175

Είναι ακόμα χαρακτηριστικό πως στο Μυθιστόρημα ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως ηθικά ανώτερος και σοφός ηγεμόνας, γι’ αυτό και πραγματικές πράξεις του, όπως η καταστροφή της Θήβας, στο Μυθιστόρημα διορθώνονται: στην α΄ παραλλαγή ο Αλέξανδρος στη διαθήκη του δίνει εντολή να ξανακτιστεί η πόλη με έξοδα του βασιλικού ταμείου, καθώς οι Θηβαίοι ήδη δυστήχησαν αρκετά κι έχουν σωφρονιστεί για τις αμαρτίες τους (Καλλισθένης 2005: 494). Άλλα «ενοχλητικά» για τη φήμη του Μακεδόνα βασιλιά επεισόδια αποσιωπούνται, όπως οι φόνοι των Κλείτου, Φιλώτα και Παρμενίωνα και γενικότερα υπάρχει μια κάθαρση του ήρωα από όλα τα μεμπτά στοιχεία (βλέπε Juanno 2015 (2002): 290-302). Στο τέλος, ο Μακεδόνας βασιλιάς πεθαίνει από δηλητήριο, ως αποτέλεσμα της συνομωσίας που εξύφανε εναντίον του ο Αντίπατρος με το γιο του Κάσανδρο και εκτελεστή τον άλλο γιο του, αρχικεραστή του Αλέξανδρου, τον Ιόλλα. Πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος ετοιμάζει τη διαθήκη του, στέλνει αποχαιρετιστήρια επιστολή στη μητέρα του και αποχαιρετά όλους τους στρατιώτες του. Η αρχαιότερη παραλλαγή α΄ εμπεριέχει μια συγκινητική περιγραφή του θανάτου του βασιλιά, σύμφωνα με την οποία ένας απλός Μακεδόνας στρατιώτης, ο Πευκόλαος (γνωστό αρχαίο μακεδονικό ανδρωνύμιο), μιλώντας στη μακεδονική διάλεκτο του είπε, δακρύζοντας, ότι αν φύγει από τη ζωή, θα χαθεί και η Μακεδονία, αυτή που έκανε αντάξια του Δία. Στη βυζαντινή παραλλαγή γ΄ ο ετοιμοθάνατος Αλέξανδρος αναλογίζεται το μεγαλείο του, που όμως δεν απέτρεψε τη μοίρα του, ενώ στο τέλος παρατίθενται ιαμβικοί στίχοι ως επιτύμβιο στον Αλέξανδρο, στους οποίους τονίζεται το εφήμερο της ζωής και το άφθαρτο της αρετής και της δόξας, υμνείται ο Αλέξανδρος και θρηνείται ο θάνατός του με φράσεις παροιμιώδεις από τα Ευαγγέλια (Καλλισθένης 2005: 490-492, 519-521, 604)240. Αλλά ας δούμε ένα μικρό απόσπασμα από το Μυθιστόρημα, όταν ο Αλέξανδρος φεύγει από το βασίλειο της Κανδάκης για να επισκεφτεί τον Κάτω Κόσμο, τον κόσμο των νεκρών και των θεών, μέσα σε ένα σπήλαιο241: «…ο Αλέξανδρος μπήκε μέσα με λιγοστούς στρατιώτες και βλέπει φεγγοβολούσα ομίχλη, να λάμπει η οροφή από τις ακτίνες του αστερόφωτος…. και βλέπει κάποιους με απαστράπτοντα μάτια να κάθονται κι ένας από αυτούς να λέει: -Χαίρε Αλέξανδρε! Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; … είμαι ο Σεσόγχωσις, βασιλιάς κοσμοκράτορας και ομοτράπεζος των θεών. Δεν ευτύχησα τόσο, όμως, όσο εσύ, που το όνομά σου θα μείνει αθάνατο….αλλά μπες πιο μέσα και δες το δημιουργό και προστάτη όλης της φύσης…»

«Οὐδέν τά φαιδρά τοῦδε τοῦ κόσμου, φίλε. /Πρίν γάρ φανοῦσιν, ἀφανίζονται τάχει / ὡς ἄνθος, ὡς ἄγρωστις, ὡς σκιᾶς ὄναρ /…/ Βασιλεύς Ἀλέξανδρος ὁ κοσμοκράτωρ, / …./ Βαβαί. πρό ὥρας ἐξέλιπεν, ἐκρύβη, /ὡς ὑπό τόν μόδιον ἔκλαμπρος λύχνος.» (Ψευδοκαλλισθένης 2005:519, 521). 240

Ο χαρακτήρας της «καθόδου στον Άδη» του συγκεκριμένου επεισοδίου ενισχύεται από την αναφορά ότι ο Αλέξανδρος, πριν εισέλθει στο σπήλαιο, τέλεσε θυσίες και χοές (Καλλισθένης 2005:446,448), τελετουργία που θυμίζει την αντίστοιχη του Οδυσσέα στη Νέκυια. 241

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

176

Ο Αλέξανδρος προχωρά πιο βαθιά και συναντά το Σάραπι, ο οποίος «πανταχοῦ φαίνεται ἐν ἑνί τόπω ἑστώς, ὥσπερ καί ὁ οὐρανός φαίνεται πανταχοῦ…». Ο Αλέξανδρος τον ρωτά πόσα χρόνια θα ζήσει κι αυτός του απαντά μέσω του Σεσόγχωσι: «Και ο Σεσόγχωσις του είπε: Καλό είναι ο θνητός να μη γνωρίζει πότε θα πεθάνει. Διότι περιμένοντας εκείνη την ημέρα, είναι σα να πέθανε από τη μέρα που το έμαθε….η πόλη που κτίζεις θα γίνει πασίγνωστη σε όλους τους ανθρώπους. Πολλοί βασιλιάδες θα έρθουν στο έδαφός της για να σε προσκυνήσουν σαν θεό. Θα την κατοικείς πεθαμένος και όμως ζωντανός. Η πόλη που κτίζεις θα γίνει ο τάφος σου»242 (μετάφραση από πρωτότυπο κείμενο σε Καλλισθένη 2005: 448, 450). Ένα χαρακτηριστικό της αφήγησης του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου είναι πως μεγάλο μέρος της δίνεται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τη μορφή επιστολών από τον Αλέξανδρο προς άλλους κεντρικούς ήρωες, όπως ο Δαρείος, ο Πώρος, η Ολυμπιάδα, η βασίλισσα Κανδάκη, οι Αμαζόνες και το αντίθετο. Συνολικά η α΄ εκδοχή περιλαμβάνει 35 επιστολές, ορισμένες από τις οποίες έχουν άλλα πρόσωπα, εκτός του Αλέξανδρου, ως αποστολέα και παραλήπτη. Ορισμένα κεφάλαια του Μυθιστορήματος συντίθενται σχεδόν εξολοκλήρου από επιστολές. Το δομικό αυτό στοιχείο σαφώς έχει τη βάση του στην ιστορική πραγματικότητα, μια και η επίσημη ιστοριογραφία του Αλέξανδρου περιλαμβάνει τέτοια περιστατικά ανταλλαγής αλληλογραφίας, κυρίως με το Δαρείο. Ο Πλούταρχος ακόμη, όπως είδαμε, αναφέρει ότι αξιοποίησε ως πηγή την επιστολογραφία του Αλέξανδρου, που σημαίνει ότι μέχρι την εποχή του υπήρχαν αντίγραφα των επιστολών που έγραψε ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Επίσης στο Βίο του Ευμένη αναφέρεται πως ο Αλέξανδρος απαίτησε να γίνουν αντίγραφα όλης της επίσημης αλληλογραφίας του με τους στρατηγούς και τους σατράπες του. Συνολικά το Μυθιστόρημα περιλαμβάνει πάνω από 30 επιστολές, περισσότερες από κάθε άλλο έργο αρχαίας λογοτεχνίας, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο κανόνων της ελληνιστικής και ρωμαϊκής επιστολογραφίας, με στοιχεία, όπως η αναφορά σε προηγούμενες επιστολές και στο περιεχόμενο τους και η έκφραση επιθυμίας του αποστολέα για απάντηση από τον παραλήπτη στο τέλος της επιστολής. Χωρίζονται σε 3 κατηγορίες: η πρώτη είναι οι ιστορικές επιστολές, που είτε δείχνουν αναπόδεικτα να προέρχονται από την αληθινή ιστορία του Αλέξανδρου, είτε μιμούνται πειστικά τη δομή αληθινών επιστολών. Δεύτερη κατηγορία αποτελούν οι ηθογραφικές επιστολές, που έχουν στόχο να περιγράψουν βασικές πτυχές της ζωής του αποστολέα τους , όπως γίνεται με τις Αμαζόνες και τους Βραχμάνες, να σκιαγραφήσουν το χαρακτήρα του αποστολέα και να αποδώσουν την ουσία του ήθους του συχνά με μια διάθεση ρητορείας και στο πλαίσιο των δισσών λόγων (π.χ. Πρόκειται για μια σαφέστατη αναφορά στον τάφο του Αλέξανδρου που οι Πτολεμαίοι με περίσση φροντίδα είχαν κτίσει στην Αλεξάνδρεια αλλά και στην επίσκεψη αυτού του τάφου από τους Ρωμαίους ηγήτορες και αυτοκράτορες. Γενικότερα, η κατάβαση στο σπήλαιο των νεκρών βασιλιάδων ερμηνεύεται ως μια συγκαλυμμένη λογοτεχνική προσομοίωση μύησης στα Μυστήρια, με το Σεσόγχωση σε ρόλο μυσταγωγού να μυεί τον Αλέξανδρο (Juanno 2015 (2002): 372-373). 242

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

177

ανταλλαγή επιστολών Αλεξάνδρου –Δαρείου). Τέλος, στο Μυθιστόρημα εντάσσονται ακόμα και οι Επιστολές θαυμάτων, που αποτελούν πρωτοπρόσωπες διηγήσεις του Αλέξανδρου για τα ταξίδια του σε φανταστικούς τόπους και τις περιπέτειές του με τέρατα και άλλα ασυνήθιστα πλάσματα. Αυτές είναι η Επιστολή του Αλέξανδρου στην Ολυμπιάδα και στον Αριστοτέλη για την άκρη του κόσμου, η Επιστολή στην Ολυμπιάδα για τις Αμαζόνες και την Ηλιόπολη και η Επιστολή του Αλέξανδρου στον Αριστοτέλη για την Ινδία. Οι επιστολές αυτές εντάσσονται σε ορισμένες εκδοχές του Μυθιστορήματος, ενώ σε άλλες το περιεχόμενό τους μετατρέπεται σε τριτοπρόσωπη διήγηση και εντάσσεται κανονικά στη ροή της αφήγησης (π.χ. η Επιστολή στον Αριστοτέλη για την Ινδία υπάρχει μόνο στην α΄ παραλλαγή, η Επιστολή για τις Αμαζόνες και την Ηλιόπολη στην α΄ και β΄). Ο συγγραφέας του Μυθιστορήματος βάζει τον Αλέξανδρο να διηγείται σε πρώτο πρόσωπο και σε μορφή επιστολών στα αγαπημένα του πρόσωπα τις πλέον φανταστικές περιπέτειές του, επιδιώκοντας έτσι να γίνουν οι περιπέτειες αυτές όσο γίνεται περισσότερο αληθοφανείς και όχι μόνο: πιο σημαντικό είναι πως ο αναγνώστης καθίσταται ανεμπόδιστα κριτής του Αλέξανδρου και του ήθους του, καθώς διαβάζει πώς ο ίδιος ο βασιλιάς σκέφτεται και ενεργεί. Έτσι, στις εκδοχές του Μυθιστορήματος χωρίς τις επιστολές ενισχύεται η εξιδανίκευση του Αλέξανδρου και περιορίζεται η κριτική ματιά του αναγνώστη. Επιπλέον, η αναζήτηση της αθανασίας, κεντρικό στοιχείο των Επιστολών θαυμάτων του Αλέξανδρου, αποδεικνύεται ανέφικτος στόχος, καθιστώντας τον Αλέξανδρο τραγικό πρόσωπο, καθότι ο αναγνώστης γνωρίζει πως πασχίζει για το ανέφικτο, ξεπερνά τα πάντα, στο τέλος ωστόσο ο θάνατος τον περιμένει στη Βαβυλώνα (Arthur – Montagne 2014 A: 1-6, 2014 B: 1-29, Juanno 2015 (2002): 48). Φαίνεται πως πολλές από αυτές τις επιστολές αρχικά κυκλοφορούσαν ανεξάρτητα κατά τα ελληνιστικά χρόνια πριν τη σύνθεση του Μυθιστορήματος και αργότερα εντάχθηκαν σ’ αυτό. Αυτό πιστοποιεί για παράδειγμα η επιστολή του Δαρείου στον Αλέξανδρο, έτσι όπως καταγράφτηκε σε πάπυρο που χρονολογείται πριν από το Μυθιστόρημα. Άλλες τρεις τέτοιες επιστολές, που βρίσκουμε αργότερα ενταγμένες μέσα στο Μυθιστόρημα, ανακαλύφθηκαν ανεξάρτητα καταγεγραμμένες σε παπύρους. Ο Arthur Montagne συγκρίνει χαρακτηριστικά την επιστολή του Δαρείου προς τον Αλέξανδρο, όπως καταγράφεται σε πάπυρο και όπως εντάσσεται στο Μυθιστόρημα, για να διαπιστώσει πως εκτός από τις πολλές ομοιότητες υπάρχουν και κάποιες διαφορές, που συνίστανται στο ότι η επιστολή σε πάπυρο είναι μεγαλύτερη, με πιο εκλεπτυσμένο ύφος αλλά και με διάθεση φιλοσοφίας, στοιχείο που δεν διαπιστώνεται στην επιστολή του Μυθιστορήματος. Πολύ εύστοχα επισημαίνεται πως με την ένταξη των επιστολών στο Μυθιστόρημα τα δρώντα πρόσωπα αποκτούν μια υπόσταση πιο κοντά στην πραγματικότητα και γίνονται πιο οικεία στον αναγνώστη. Ακόμα και τα φανταστικά πρόσωπα μέσω των επιστολών τους γίνονται πραγματικά. Ωστόσο το Μυθιστόρημα θα μπορούσε να σταθεί και χωρίς τις επιστολές, κάποιες εκδοχές του δεν τις εμπεριέχουν. Η πραγματική αξία των επιστολών είναι η πειστικότητα που προσφέρουν, η συγκίνηση του αναγνώστη, ο οποίος διαβάζοντάς τες, νομίζει πως έχει μια ευκαιρία να ρίξει μια ματιά βαθιά στον ψυχισμό του Αλέξανδρου, του Δαρείου και τόσων άλλων προσώπων (Arthur – Montagne 2014 A: 1-6, 2014 B: 1-29 ). Η Juanno καταλήγει πως ένα επιστολικό

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

178

μυθιστόρημα, το οποίο από σπαράγματα και ενδείξεις παπύρων μπορεί να χρονολογηθεί στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ., αποτέλεσε μια από τις πηγές του ψευδο -καλλισθένειου μυθιστορήματος (Juanno 2015 (2002): 50-53). Ενδιαφέρον στοιχείο της αφήγησης αποτελεί ακόμα το ότι σ’ αυτήν εμπλέκονται πρόσωπα του περιβάλλοντος του Αλέξανδρου τόσο πραγματικά, όπως ο Αντίπατρος, ο Πτολεμαίος, ο Αντίγονος, ο Κρατερός, όσο και άσχετα με την πραγματική ιστορία της εκστρατείας, όπως ο «πατέρας» του Αλέξανδρου, ο Νεκτεναβώ, -ο οποίος υπήρξε βέβαια ως ιστορικό πρόσωπο και Φαραώ της Αιγύπτου243, αλλά δεν είχε καμία σχέση με τον Αλέξανδρο - ο Φαραώ Σεσόνχωσις και άλλοι. Μάλιστα, σύμφωνα με την αφήγηση του Μυθιστορήματος, το μαγικό δέντρο του ήλιου δίνει στον Αλέξανδρο μια προφητεία ιστορικού χαρακτήρα, καθώς του λέει πως αφού πρώτα αυτός θα πεθάνει στη Βαβυλώνα «λίγο καιρό αργότερα η μητέρα σου και η γυναίκα σου θα δολοφονηθούν βάναυσα από δικούς σου ανθρώπους» (Stoneman 1993: 196)244. Στο Μυθιστόρημα βρίσκει κανείς και αναφορές οι οποίες, έχοντας ως σημείο εκίνησης ένα περιστατικό από την επίσημη ιστορία του Αλέξανδρου, π.χ. του Αρριανού, μεταπλάθουν το περιστατικό αυτό με άλλα πρόσωπα, ή σε άλλο τόπο και κλίμακα. Για παράδειγμα, η αμφιλεγόμενη δολοφονία του Φιλίππου από τον Παυσανία όντως περιγράφεται και στο Μυθιστόρημα, ωστόσο ο Παυσανίας από εταίρος του βασιλέως γίνεται στο Μυθιστόρημα Θεσσαλονικιός, πλούσιος και σπουδαίος, που ερωτεύεται την Ολυμπιάδα και τραυματίζει θανάσιμα το Φίλιππο κατά την απαγωγή της (Καλλισθένης 2005: 98-100). Η υιοθεσία πάλι του Αλέξανδρου από τη βασίλισσα Κανδάκη του Μυιστορήματος, η οποία τον αποκαλεί γιο της, θυμίζει βέβαια την ιστορική αναφορά του Αρριανού, σύμφωνα με την οποία η βασίλισσα της Καρίας Άδα υιοθέτησε τον Αλέξανδρο (Αρριανός: Α΄.13.8). Είναι ακόμα σημαντική η επισήμανση ότι μέσα στην παράδοση του Μυθιστορήματος ενυπάρχουν όλα τα μοτίβα του Αλέξανδρου: Αλέξανδρος –κατακτητής, Αλέξανδρος – κτίστης, Αλέξανδρος –γιος θεού, Αλέξανδρος –εξευρευνητής…ένα από τα μοτίβα είναι και αυτό του Αλεξάνδρου ως συμβόλου του ευμετάβλητου της μοίρας, που από την κορύφωση της δόξας οδηγεί κάποιον στον πρώιμο θάνατο. Έτσι, στο Μυθιστόρημα ο Δαρείος, δύο φορές, ορμώμενος και από τη δική του μοίρα, τον προειδοποιεί για την τύχη που μπορεί να αλλάξει: «οὐδείς τό μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται. ἡ γάρ τύχη, βραχεῖαν ἥν λάβη ῥοπήν, ἤ τούς ταπεινούς ὑπεράνω νεφῶν τιθεῖ ἤ τούς ἀφ’ ὕψους εἰς ζόφον κατήγαγεν» (Καλλισθένης 2005: 272). Ο Νεκτανεβώ Β΄ υπήρξε ο τελευταίος αυτόχθων Φαραώ της Αιγύπτου ανάμεσα στο 360-343 π.Χ., οπότε η βασιλεία του καταλύθηκε από τον Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη Γ’ του Ώχου (Stoneman 2011: 30). 243

Ως γνωστόν, η Ολυμπιάδα, η Ρωξάνη και ο ανήλικος γιος του Αλέξανδρου Αλέξανδρος Δ΄(αλλά και ο άλλος γιος του, ο Ηρακλής) δολοφονήθηκαν από τον Κάσσανδρο, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Αλέξανδρου. 244

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

179

Ξεψυχώντας πάλι στα χέρια του, ο Δαρείος παροτρύνει τον Αλέξανδρο να σκέφτεται το μέλλον του, διότι η τύχη δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε βασιλιά ή ληστή ή πλήθος αλλά το ίδιο άσχημα χτυπά όλους (Καλλισθένης 2005: 284). Ο ίδιος ο Αλέξανδρος, ξεψυχώντας, σύμφωνα με τη γ΄ παραλλαγή, λέει: «Εγώ που διέτρεξα όλη την οικουμένη, / την ακατοίκητη και σκοτεινή γη / δεν μπόρεσα να ξεφύγω από την ειμαρμένη / …. Λοιπόν, στον Άδη θα κείτομαι θαμμένος» (Καλλισθένης 2005:506). Εν τέλει, ο Αλέξανδρος του Μυθιστορήματος αποκαθαίρεται από κάθε αδυναμία και ανυψώνεται ηθικά, καθότι προβάλλονται αρετές του, όπως η ευγένεια και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Προβάλλεται ακόμη και η μετριοφροσύνη και ευσέβειά του, καθότι ο Αλέξανδρος εμφανίζεται να αποποιείται τις θεϊκές τιμές και να προβάλλει τη θνητότητά του, αποτελώντας έτσι παράδειγμα ενσάρκωσης κατεξοχήν ελληνικών αξιών. Παρουσιάζεται ακόμη φιλάνθρωπος, ακριβοδίκαιος, φιλικός και προσιτός στους υποτελείς του και γι’ αυτό αξιαγάπητος από αυτούς. Ταυτόχρονα, όμως, παρουσιάζεται και ως θείος ανήρ με στοιχεία υπερφυσικά στη γέννηση του, φοβερός στους αντιπάλους του και ταυτόχρονα οξύνους, «πολυμήχανος Οδυσσέας»245 και επινοητής τεχνασμάτων, αλλά και διπλωμάτης με πειθώ και βέβαια ατρόμητος πολεμιστής, μικρός το δέμα που ωστόσο νικά γίγαντες, όπως γίνεται για παράδειγμα με τον Πώρο246. Τα επεισόδια από την παιδική του ηλικία ως το θάνατό του τον καθιστούν πλέον πρότυπο όχι μόνο για ηγεμόνες αλλά και για τους κοινούς θνητούς. Ως εκ τούτου, το πρότυπον βασιλέως μετατρέπεται σε πανανθρώπινο πρότυπο και ο μύθος του Αλέξανδρου ανοίγει και γίνεται σταδιακά παγκόσμιος, με τη βοήθεια και της σταδιακά συντελούμενης μέσα στους αιώνες απροσδιοριστίας της θρησκευτικής του ταυτότητας (Κουλακιώτης 2008: 132-133, Juanno 2015 (2002): 307-345, ). Εκτός από το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου του Ψευδο-Καλλισθένη, ένα ακόμα λογοτεχνικό έργο με θέμα το μυθικό Αλέξανδρο γράφτηκε στην αρχαιότητα στα ελληνικά και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα λατινικά. Πρόκειται για την Επιστολή του Αλέξανδρου στον Αριστοτέλη περί της Ινδίας, η οποία, όπως ήδη αναφέρθηκε, ενσωματώθηκε και στην α΄ παραλλαγή του Μυθιστορήματος, σε μια πιο συνοπτική μορφή (σε πληρέστερη μορφή σώζεται στην αρμένικη εκδοχή, Stoneman 1993: 259 κ.ε.). Η αναφορά μάλιστα του Αλέξανδρου κατά την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του στο μήνα Δίο του μακεδονικού ημερολογίου (Καλλισθένης 2005: 416) φανερώνει σαφώς την ελληνική καταγωγή του κειμένου, σε μια κοινότητα που χρησιμοποιούσε το μακεδονικό ημερολόγιο, πιθανόν και πάλι στην πτολεμαϊκή Μάλιστα στη λατινική και στην αρμένικη μετάφραση ο Αλέξανδρος συγκρίνεται ευθέως με τον Οδυσσέα. Παράλληλα τα ταξίδια που κάνει στις εσχατιές του κόσμου αποτελούν άλλο ένα κοινό σημείο με τον Οδυσσέα, όπως και μια «κοντορνιάτα»(μετάλλιο), που τον δείχνει με τη μορφή του Ηρακλή και της Σκύλλας να επιτίθεται στο πλοίο του Οδυσσέα (Juanno 2015 (2002): 344-345). 245

Ένα ακόμη εντυπωσιακό μοτίβο του Αλέξανδρου του Μυθιστορήματος, όπως σημειώνει η Juanno, είναι αυτό του Κύριου των ποταμών, (Juanno 2015 (2002): 357-357), στοιχείο που σαφώς προέρχεται από την πραγματική ιστορία του, με τη νικηφόρα διάβαση του Γρανικού και τον κατάπλου του Ινδού ποταμού. 246

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

180

Αλεξάνδρεια. Το κείμενο της επιστολής φαίνεται πως αντλεί στοιχεία από τον Ονησίκριτο και περιέχει πληθώρα μυθικών στοιχείων και επεισοδίων, καθώς ο Αλέξανδρος υποτίθεται ότι εισχωρεί με το στρατό του στα ενδότερα της Ινδίας, αμέσως μετά την ήττα του Πώρου, όπου συναντά εξωτικά ζώα και αντιμετωπίζει τέρατα, όπως το γιγάντιο κήτος –νησί, γίγαντες, κυνοκέφαλους, γρύπες, καθώς και το λεγόμενο Οδοντοτύραννο, «θηρίον μείζον παντῶν τῶν ἐλεφάντων». Στο τέλος, επισκέπτεται το ιερό του Ήλιου και της Σελήνης με τα προφητικά δέντρα (Stoneman 2011 (2008): 108-113, Καλλισθένης 2005: 409 -425, Arthur – Montagne 2014 B: 24). Επίσης, ενα ακόμα ανεξάρτητο κείμενο - επιστολή που κυκλοφορούσε πιθανόν από τα τέλη της ελληνιστικής εποχής και ενσωματώθηκε στο Μυθιστόρημα είναι η επιστολή του Αλέξανδρου στην Ολυμπιάδα, με την οποία της περιγράφει τα γεγονότα μετά την κατάκτηση της Ασίας και το θάνατο του Δαρείου (Juanno 2015 (2002): 64-65). Ένας πάπυρος, που χρονολογείται πριν από το 2ο αιώνα μ.Χ., εμπεριέχει ένα ακόμη έργο σχετικό με τον Αλέξανδρο: πρόκειται για το Βίο των Βραχμάνων, μια ανεξάρτητη αρχικά κυνική διατριβή, που αργότερα ξαναγράφτηκε με την προσθήκη μιας εισαγωγής τον 5ο αιώνα από τον επίσκοπο Παλλάδιο και ενσωματώθηκε σε κάποιες παραλλαγές του Βίου του Αλέξανδρου ή αποτέλεσε ανεξάρτητο κείμενο μέσα σε διάφορα χειρόγραφα με τίτλο Παλλαδίου περί της Ινδίας Εθνών και των Βραχμάνων (στα ελληνικά και στα λατινικά, βλέπε Gary 1956: 12-13, Muller 2007: 384-385, Stomeman 2011: 139-140, 319, Artur – Montagne 2014 B: 21). Στο κείμενο αυτό γίνονται αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα όπως ο Ονησίκριτος, ο Αρριανός, ο Επίκτητος αλλά και οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Οι Βραχμάνες τοποθετούνται στον Ωκεανό πέρα από το Γάγγη ποταμό, χωριστά από τις γυναίκες τους, τις οποίες συνηθίζουν να συναντούν μόνο μια φορά ετησίως για σαράντα μέρες μέσα στο καλοκαίρι. Το ποτάμι είναι δύσκολο να το διασχίσει κανείς, καθότι σ’ αυτό ενεδρεύει ο Οδοντοτύραννος, ο οποίος μπορεί να καταπιεί έναν ολόκληρο ελέφαντα (προφανώς ο οδοντοτύραννος πρέπει να ταυτίζεται με τον κροκόδειλο). Ο Αλέξανδρος συναντά τους βραχμάνες και διδάσκεται από τη σοφία τους, δέχεται τις συμβουλές τους, ιδιαίτερα του μεγάλου δασκάλου τους, του Δάνδαμη και συζητά μαζί του το θέμα του θανάτου, οπότε και θίγεται το θέμα της αθανασίας της ψυχής και της μέλλουσας κρίσης μέσα από μια χριστιανική μεταφυσική. Ο Δάνδαμης εμφανίζεται να προτρέπει τον Αλέξανδρο να αλλάξει ζωή και να πάψει να κάνει πολέμους, καταστροφές και σκοτωμούς, διότι κάποτε θα μείνει στο τέλος μόνος, χωρίς σωματοφύλακες και πλήθη καβαλάρηδων και τότε, όταν θα έρθει η στιγμή της κρίσης, θα αντικρύσει τις ψυχές όλων όσων πολέμησε, απέναντι στις οποίες δε θα μπορεί να απολογηθεί. Τότε, καταλήγει ο Δάνδαμης, σε τίποτα δε θα τον ωφελήσει που ονομάστηκε και αποδείχθηκε «μέγας», «…ὁ νῦν τόν κόσμον νικῆσαι θέλων νενικημένος τότε». Στις αναφορές αυτές έρχεται και πάλι το μοτίβο του ευμετάβλητου της τύχης και της ματαιότητας των μεγαλείων έναντι της αναπόφευκτης πορείας φθοράς του ανθρώπου προς το τέλος, το θάνατο, μοτίβο που θα εξελιχθεί ιδιαίτερα στο Βυζάντιο και θα βρει και καλλιτεχνική έκφραση στη μεταβυζαντινή τέχνη, πάντα σε συνάρτηση με τον Αλέξανδρο, όπως θα δούμε στη συνέχεια (βλέπε κεφάλαια 3.4. και 4.3.). Είναι φανερό ακόμα ότι οι Βραχμάνες χρησιμοποιούνται παραβολικά από το συγγραφέα του κειμένου, προκειμένου να εγκωμιαστούν οι αρχές της ζωής των κυνικών. Στο πλαίσιο αυτό Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

181

και ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται αλαζόνας, βίαιος και πλεονέκτης, που δέχεται στο τέλος τη «φώτιση» από το Δάνδαμη, στη σοφία του οποίου υποκλίνεται. Στο τέλος μάλιστα υπάρχει και μια «απολογία» του Αλέξανδρου, στην οποία τονίζει ο Μακεδόνας βασιλιάς πως λυπάται, όταν τιμωρεί κάποιους για ανυπακοή και ότι, όταν δεν τους τιμωρεί, μετά τον περιφρονούν, προσθέτοντας πως και να ήθελε να ζήσει στην ερημιά, όπως οι Βραχμάνες, δεν θα τον άφηναν οι υπασπιστές του, τους οποίους και δεν εμπιστεύεται για να καταλήξει: «Τι λοιπόν να απολογηθώ στο θεό, που με τη γέννησή μου τέτοιο κλήρο μου έδωσε;»247 Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένα σημείο του κειμένου, στο οποίο ο Δάνδαμης, υποτίθεται κάποια στιγμή στο μέλλον, μετά το διάλογό του με τον Αλέξανδρο, αναφέρεται στη συνάντησή του με αυτόν και δίνει ουσιαστικά μια ωραία λογοτεχνική περιγραφή του μοτίβου του Αλέξανδρου – Ήλιου και του Αλέξανδρου εξερευνητή: «ανέτειλε ως ήλιος από τη Μακεδονία περνώντας έφιππος μεγάλο μέρος του κόσμου πριν δύσει στη Βαβυλώνα, την Ευρώπη μάλιστα και την Ασία αφού εξάντλησε ως μικρές περιοχές, ήρθε και στο δικό μας κόσμο (εννοεί στους Βραχμάνες) για να παρατηρήσει και να ερευνήσει» (στον Καλλισθένη 2005: 536). Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ένα ακόμη κείμενο σχετικό με τον Αλέξανδρο και τους Ινδούς σοφούς, το οποίο κυκλοφορούσε ανεξάρτητα από το Μυθιστόρημα ήδη γύρω στο 100 π.Χ.: πρόκειται για την ιστορία των δέκα ερωτήσεων, που έθεσε ο Αλέξανδρος στους σοφούς (Juanno 2015 (2002): 66-67). Τέλος, πιθανό να υπήρξαν και άλλα ελληνικά κείμενα της ύστερης αρχαιότητας σχετικά με τον Αλέξανδρο: αναφερθήκαμε ήδη σε μια επιστολή συμβουλευτικού περιεχομένου για τα καθήκοντα ενός ηγεμόνα, που υποτίθεται ότι έγραψε ο Αριστοτέλης στον Αλέξανδρο. Το κείμενο αυτό έγινε γνωστό στο δυτικό λατινόφωνο κόσμο ως Secretum Secretorum κατά το μεσαίωνα από το 13ο αιώνα και εξής, ωστόσο στηριζόταν με τη σειρά του σε ένα αράβικο κείμενο του 800 μ.Χ., ο συγγραφέας του οποίου Γιαχύα Ιμπν Μπάτρικ ισχυρίζεται ότι το μετέφρασε από τα ελληνικά (Stoneman 2011: 328-329). Επίσης η Επιστολή του Φαρασμάνη αποτελεί κείμενο που σώζεται σε λατινική εκδοχή, γραμμένη για πρώτη φορά το πιθανότερο πριν τον 7ο αιώνα, φαίνεται όμως ότι είχε ένα χαμένο σήμερα ελληνικό πρωτότυπο (Stoneman 2011 B: 16).

Παλλαδίου, Περί τῶν τῆς Ἰνδίας ἐθνῶν καί τῶν Βραγμάνων, πρωτότυπο κείμενο και μετάφραση ως παράρτημα στον Καλλισθένη 2005, σελ. 523-589. Ενδιαφέρουσες οι αναφορές του κειμένου για τα νησιά της Ερυθράς Θάλασσας, του Ινδικού Ωκεανού και τους λαούς τους, για τη «Σηρική, όπου οι μεταξοσκώληκες γεννούν μετάξι και όπου έφτασε ο Αλέξανδρος», για τον Οδοντοτύραννο και το Γάγγη ποταμό, ή αλλιώς «Φεισών, όπως αναγράφεται στις Γραφές, ως ένας από τους τέσσερις ποταμούς που εξέρχονται από τον Παράδεισο». 247

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

182

2.10. Συμπεράσματα Ο Stewart διαπιστώνει πως ήδη από τα ελληνιστικά χρόνια η μορφή του Αλέξανδρου καθιερώθηκε περισσότερο ως ιδανικό παράδειγμα ενός ηγεμόνα, των ιδιοτήτων του, των αρετών του και των κατορθωμάτων του, παρά ως απεικόνιση του ίδιου του ιστορικού Αλέξανδρου (Stewart 1993: 5-6, Mihalopoulos 2009: 298). Στη εκτενή μελέτη του τεκμηριώνει πως κατά τα ελληνιστικά χρόνια οι απεικονίσεις του σηματοδοτούσαν συγκεκριμένα γεγονότα και ενέργειες ιστορικών προσώπων και ηγεμόνων, οι οποίοι ακριβώς αξιοποιούσαν τη μορφή του προκειμένου να δώσουν περισσότερη λάμψη στα δικά τους κατορθώματα και χαρακτηριστικά. Για τη Mihalopoulos, ο Αλέξανδρος υπήρξε ο καταλύτης της μεταμόρφωσης του ελληνικού σε αυτό που αποκαλείται ελληνιστικό κοινό πνεύμα. Παραθέτει τα –σύμφωνα με τον Pollit - πέντε χαρακτηριστικά στοιχεία αυτού του πνεύματος: α. μια εμμονή με το ζήτημα της τύχης του ατόμου β. μια θεατρικότητα στις απεικονίσεις των μορφών (με την έννοια της έκφρασης πάθους και έντονων συναισθημάτων, το παράδειγμα του πρωτότυπου έργου του συμπλέγματος του Λαοκόωντος στο Βατικανό είναι χαρακτηριστικό) γ. την ατομικότητα δ. τον κοσμοπολιτισμό ε. μια έκφραση λογιοσύνης (Mihalopoulos 2009: 315-316). Και για τα πέντε αυτά χαρακτηριστικά πρότυπο υπήρξε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, ως ο κατεξοχήν εκφραστής του ζητήματος της τύχης ή αρετής, όπως το θέτει ο Πλούταρχος (βλέπε κεφάλαιο 2.1), ως ο άνθρωπος που εξέφρασε τα πάθη του εντονότερα από κάθε άλλο ηγέτη, ως το κυρίαρχο πρότυπο ατομικισμού και κοσμοπολιτισμού (βλέπε πρόλογο –εισαγωγή –κεφ. 2.1) και βέβαια ως μαθητής του Αριστοτέλη, «φιλόσοφος εν όπλοις», πεφωτισμένος ηγέτης, μαικήνας των τεχνών και μανιώδης αναγνώστης ποιητικών και άλλων έργων. Πάνω ακριβώς στο ζήτημα της ελληνιστικής ιδεολογίας του ηγεμόνος, ο Μίλτων Ανάστος σημειώνει πως ο ηγεμόνας θεωρούνταν ακριβώς μιμητής του θεού, αποκαλούνταν «πατέρας της πατρίδος» και σωτήρας των υπηκόων του, ένας αληθινός προστάτης της ασφάλειας και των συμφερόντων τους. Ήταν ακόμη φιλόσοφος, ευεργέτης, φιλάνθρωπος, και ενάρετος, δηλαδή ανδρείος, δίκαιος, σοφός, μετριοπαθής, ελεήμων, ευσεβής, γενναιόδωρος. Οι ιδέες αυτές αποκρυσταλλώνονται αργότερα στο έργο του Δίωνος Χρυσοστόμου, του Πλουτάρχου, του Αιλίου Αριστείδη και άλλων συγγραφέων (Ανάστος Ι.Ε.Ε. Ζ΄: 315), ωστόσο ξεκινούν νωρίτερα από την ελληνιστική εποχή, ήδη από τον Όμηρο και θεμελιώνονται με το Σωκράτη και τον Πλάτωνα, ο οποίος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις τέσσερις αρχαιοελληνικές αρετές, δηλαδή τη σοφία, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη (Τραντάρη –Μαρά 2004: 107-108, 1187)248. Στα εισαγωγικά κεφάλαια καθώς και στο Την πλατωνική θεώρηση της ελληνικής αρετολογίας συνεχίζει και διευρύνει ο Αριστοτέλης, μάλιστα στον Αριστοτέλη αποδόθηκε –λανθασμένα – και μια πραγματεία με τίτλο Περί αρετών και κακιών, η οποία το πιθανότερο συντάχθηκε μεταξύ 1ου αιώνα π.Χ. και 1ου αιώνα μ.Χ., ίσως από τον Ανδρόνικο το Ρόδιο, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση ουσιαστικά παρέφρασε τα Ηθικά Νικομάχεια. Βλέπε περισσότερα σε Τριαντάρη Μαρά 2004, εισαγωγή, σχόλια και κείμενο –μετάφραση της πραγματείας. 248

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

183

κεφάλαιο 2.1 παρατέθηκαν αρκετά στοιχεία που τεκμηριώνουν το πώς ο Αλέξανδρος υπήρξε το πρωταρχικό πρότυπο της προβεβλημένης εικόνας του ενάρετου ηγεμόνα της ελληνιστικής εποχής καθώς και του Ρωμαίου ηγέτη και αυτοκράτορα (βλέπε και κεφάλαιο 2.8). Ο Ανάστος μάλιστα επισημαίνει την πιθανότητα ο Αλέξανδρος να υιοθέτησε τις ιδέες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, ως προς την απόλυτη μοναρχία και τον τρόπο διακυβέρνησης του κράτους του. Η απολυταρχία αυτή θα μπορούσε βέβαια να προκύψει και μέσα από τη ίδια πρακτική σκέψη του Αλέξανδρου, που θα είχε υπόψη τις δυσκολίες διακυβέρνησης του αχανούς κράτους του249. Στο πλαίσιο αυτό, είναι χρήσιμη η επισήμανση των πιθανών αντίστοιχων επιρροών των δύο φιλοσόφων στη σκέψη του Αλέξανδρου αναφορικά με το ζήτημα της «θεοποίησής του» (βλέπε κεφάλαιο 2.5). Η Trofimova πάλι, (2012 Α: 136, 141-145) μέσα από τη μελέτη της για τις επιδράσεις της μορφής του Αλέξανδρου στην απεικόνιση άλλων μορφών θεών, ηρώων και προσωποποιημένων φυσικών δυνάμεων (ποταμοί, γίγαντες), διαπιστώνει την καθολικότητα και την ευρεία γεωγραφική εξάπλωση του φαινομένου, τονίζοντας ότι αυτό ξεπερνά το πλαίσιο της πολιτικής προπαγάνδας ηγεμόνων και φανερώνει τη δημιουργία ενός καλλιτεχνικού προτύπου του «ηρωικού,νεανικού, ελληνικού», που επηρεάζει καίρια την αισθητική και τον τρόπο πρόσληψης θεοτήτων και δυνάμεων της φύσης από τους ανθρώπους της εποχής. Αυτός ο νέος αλεξάνδρειος «εικονικός κώδικας» προσδίδει σε μορφές την εξιδανίκευση από τη μια και την εξατομίκευση από την άλλη - ανάλογα με την περίσταση - και καθιερώνεται κατά τα ελληνιστικά χρόνια ως ένας κοινός καλλιτεχνικός τόπος. Η τάση αυτή της εξιδανίκευσης εκφράστηκε εντονότατα μέσα από την τέχνη και κυρίως τις γλυπτές απεικονίσεις του, που καθιέρωσαν γενικότερα πρότυπα απόδοσης νεανικών ανδρικών μορφών, στα οποία καθοριστική ήταν η συμβολή του Λυσίππου, ενώ και σε άλλες μορφές τέχνης (αγγειογραφία, μικροτεχνία, ζωγραφική κ.α.) απεικονίστηκαν διάφορα επεισόδια του βίου του, πραγματικά αλλά και φανταστικά: τα τελευταία υπήρξαν απεικόνιση ενός «μυθικού» Αλέξανδρου, μιας δεύτερης, παράλληλης τάσης καταγραφής του, η οποία λογοτεχνικά αποκρυσταλλώθηκε στο Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου του ψευδο – Καλλισθένη, στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Έτσι, για παράδειγμα, ερμηνεύεται και το ψηφιδωτό από την Ηλιούπολη του Λιβάνου (βλέπε κεφάλαιο 2.3). Ο νέος, αλεξάνδρειος μύθος αφομοίωσε τους παλιότερους του Ηρακλή, του Αχιλλέα, του Διονύσου, του Ήλιου, των Διόσκουρων και εν τέλει συγχωνεύτηκε μαζί τους, επιβάλλοντας εικονογραφικά σε αυτούς τα δικά του χαρακτηριστικά. Πολύ δε περισσότερο, η συγχώνευση αυτή μεταβίβασε σε όλες τις μορφές ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ίδιου του ιστορικού Αλέξανδρου, σημειώνει η Trofimova: ανίκητος, υπερασπιστής των Ελλήνων, βασιλιάς της Ο Πλάτων θεωρούσε ως ιδανική μορφή πολιτεύματος την απόλυτη μοναρχία του ενός, σοφού και κατάλληλα πεπαιδευμένου ανδρός, προβάλλοντας ακριβώς το φιλόσοφο –βασιλέα. Ο Αριστοτέλης, επίσης, επέμενε πως αν ποτέ βρεθεί ένας εξαιρετικά ενάρετος άνδρας, τότε θα πρέπει να κυβερνήσει με απόλυτη και αδιαμφισβήτητη εξουσία, ακόμα και πάνω από τους νόμους. Καί οι δύο βέβαια, μιλούσαν περισσότερο μάλλον για μια μορφή «φιλάνθρωπου δεσποτισμού» με συνεχή έγνοια και μέριμνα για το καλό των υπηκόων, και όχι για μορφές τυραννίας και καταπίεσης (Ανάστος Ι.Ε.Ε. Ζ΄: 313-315). 249

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

184

Ανατολής, κατακτητής της Ασίας, ελευθερωτής, κτίστης ή απλά ο καλύτερος των Ελλήνων. Κομμάτι της καταγραφής αυτής του μυθικού Αλέξανδρου αποτελεί και ο συσχετισμός του με τον όφι – δράκοντα, ήδη από τα χρόνια της γέννησής του, σύμφωνα με τις καταγραφές του Πλουτάρχου και του Λουκιανού για την Ολυμπιάδα. Η καταγραφή αυτή αποτυπώθηκε και καλλιτεχνικά, όπως μας δείχνει ο καμέος του Μουσείου της Βιέννης, με τις κεφαλές της Ολυμπιάδας και του Αλέξανδρου με κράνος διακοσμημένο με παράσταση δράκοντος, το νόμισμα του Κοινού των Μακεδόνων πάλι με παράσταση αλεξάνδρειας κεφαλής με κράνος διακοσμημένο με φίδι, αντίστοιχη παράσταση με φίδι και την Ολυμπιάδα καθώς και παράσταση με τον έφιππο Αλέξανδρο συνοδευόμενο από φίδι στον 3ο αιώνα μ.Χ., το λατρευτικό ανάγλυφο από το Σκοπό και η επιγραφή από το Vlahcani στον 3ο αιώνα μ.Χ., ο οπισθότυπος σε μετάλλιο του Αμπουκίρ με παράσταση του Αλέξανδρου –κυνηγού με φίδι κουλουριασμένο σε δέντρο επίσης του 3ου αιώνα μ.Χ. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό και ο συσχετισμός του φιδιού με τους Κάβειρους –Διόσκουρους. Επιπλέον, κατά την αρχαιότητα, ήδη όσο ο Αλέξανδρος ήταν ακόμα εν ζωή, ξεκίνησε μια τάση ηρωοποίησης και αποθέωσής του, η οποία αναπτύχθηκε και κορυφώθηκε σε επίπεδα θεοποίησης μετά το θάνατό του, με πρωταίτιους τους στρατηγούς και συνεργάτες του, όπως ο Πτολεμαίος, ο Ευμένης, ο Πευκέστας και γενικότερα τους διαδόχους του και ηγεμόνες των ελληνιστικών βασιλείων. Παράλληλα με αυτούς και πολλές ελληνικές πόλεις ανεξάρτητα προχώρησαν σε θεσμοθέτηση της λατρείας του, κυρίως στη Μικρά Ασία και στα νησιά του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου, όπως η Έφεσος, η Τέως, οι Ερυθρές, η Θάσος, η Μυτιλήνη, η Ρόδος και άλλα. Αντίστοιχα λατρεία του Αλέξανδρου υπήρξε και στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Μακεδονία, στη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, την Πέλλα. Λατρεία του, όμως, καταγράφεται και στην Πελοπόννησο, στη Μεγαλόπολη και στη Μεσσήνη. Για κάποιες πόλεις πάλι της Μικράς Ασίας, όπως η Βουβώνα της Λυκίας, φαίνεται πως η λατρεία του Αλέξανδρου συσχετίστηκε με αυτήν του Ρωμαίου αυτοκράτορα, χωρίς να είναι βέβαιο αν οφείλεται και σε αυτήν. Το βέβαιο είναι πως στα ρωμαϊκά χρόνια, κυρίως κατά το 2 ο με 3ο μ.Χ. η λατρεία του Αλέξανδρου και οι διάφορες εκδηλώσεις της, όπως τα Αλεξάνδρεια, ενισχύονται από Ρωμαίους αυτοκράτορες και τίθενται υπό την προστασία τους, όπως τουλάχιστον δείχνουν τα αρχαιολογικά τεκμήρια και η ερμηνεία τους από τη Βέροια, έδρα του Κοινού των Μακεδόνων. Η λατρεία, όμως, του Αλέξανδρου, δεν περιορίζεται μόνο σε περιοχές ελληνικές σε σύσταση, αλλά απλώνεται και σε περιοχές εξελληνισμένες, χάρη στη θεσμοθέτησή της σε ελληνικές και ελληνορωμαϊκές πόλεις που ιδρύθηκαν εκεί, όπως η Φιλιππούπολη και η Οδησσός στη Θράκη (Βουλγαρία), η Καισάρεια στο Λίβανο, το Δίον –Καπιτωλιάς και τα Γέρασα στη Δεκάπολη της Ιορδανίας και βέβαια η Αλεξάνδρεια και η Ναύκρατις της Αιγύπτου. Είναι φανερό πως στις περιπτώσεις αυτές η αλεξανδρολατρία υιοθετείται και από αλλογενείς πληθυσμούς, Θράκες και Αιγύπτιους, όπως φανερώνει η εξάπλωση της λατρείας του και σε περιοχές στην Αίγυπτο με κυρίαρχο το αιγυπτιακό στοιχείο, (Λούξορ, Ερμούπολη, Φαγιούμ, Θμούις (Θούμις) και άλλοι οικισμοί πιο δυτικά στη Λιβύη (Αμμώνειο, Αύγιλα). Η λατρεία του από τους Αιγύπτιους άλλωστε οφείλεται και στην πιθανότατη στέψη του ως Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

185

Αιγύπτιου Φαραώ, με πολλά αρχαιολογικά τεκμήρια και πηγές να ενισχύουν αυτήν την πιθανότητα (πάπυροι λατρείας «Φαραώ Αλεξάνδρου», ναός «Φαραώ Αλεξάνδρου» σε όαση Μπαχαρίγια). Εν τέλει, αλεξανδρολατρία βεβαιώνεται στα απώτατα σημεία της ανατολής που ο ίδιος έφτασε (Αλεξάνδρεια Αραχωσίας, με απόδοση θεϊκών τιμών από τους Ινδούς βασιλιάδες Ανδρόκοττο και Ασόκα) ως και την πρωτεύουσα της νἐας αυτοκρατορίας, τη Ρώμη, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο πως οι αναφορές του Χρυσοστόμου για αλεξάνδρεια φυλαχτά στην Αντιόχεια μαρτυρούν μια διαδεδομένη μορφή λατρείας του τον προχωρημένο 4ο αιώνα μ.Χ. Τέλος, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι περιπτώσεις συλλατρείας του Αλέξανδρου με κάποιο άλλο πρόσωπο: με τους Πτολεμαίους (Αλέξανδρεια, Ρόδος, Κως), με το Ρωμαίο αυτοκράτορα (Βουβώνα Λυκίας, Οδησσός Βουλγαρίας με τον Καρακάλλα), με κάποιον τοπικό ήρωα (Αριστομένης σε Μεσσήνη). Αναδεικνύεται, επομένως, ως βασικό χαρακτηριστικό το στοιχείο του συγκρητισμού στη λατρεία του Αλέξανδρου, όχι μόνο σε επίπεδο θεοτήτων (Αλέξανδρος –Δίας κεραυνοφόρος, Αλέξανδρος –Αθηνά –με την αιγίδα Αλέξανδρος - Ηρακλής, Αλέξανδρος Διόνυσος, Αλέξανδρος Παν, Αλέξανδρος γιος του Άμμωνος Ρα στους Αιγύπτιους στο Αμμώνειο και το Λούξορ, συλλατρεία με Θωθ –Ερμή σε Ερμούπολη Αιγύπτου) αλλά και σε επίπεδο ηρώων και ηγεμόνων. Το στοιχείο αυτό θα το συναντήσουμε και στη συνέχεια, σε άλλες εποχές και πολιτισμούς. Παράλληλα, η ευρύτατη διάδοση της λατρείας του Αλέξανδρου στις πόλεις, που ενέταξαν στο ετήσιο θρησκευτικό τους πρόγραμμα και γιορτές προς τιμή του Αλέξανδρου (ως ήρωα - οικιστή και πολιούχου, όπως η Τέως, η Σμύρνη, η Βέροια, αλλά και γενικότερα ως ήρωα –θεού, όπως η Θάσος), φανερώνει μια ευρύτατη λαϊκή αποδοχή του ήρωα και της «θείας» υπόστασής του, που τεκμηριώνεται τόσο και από τα νομίσματα πολλών πόλεων με τη μορφή του, όσο και από αναφορές συγγραφέων, όπως ο Παυσανίας, που καταγράφει την αφιέρωση αγάλματος του Αλέξανδρου στην Ολυμπία από έναν ανώνυμο Έλληνα το 44 π.Χ., ο Δίων Κάσσιος το 221 μ.Χ., που κάνει λόγο για τη μαζική υστερία των πληθυσμών της Θράκης στην εμφάνιση ενός νέου βακχικού Αλέξανδρου, τα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας, ο Αρριανός κατά το 2 ο αιώνα μ.Χ., ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που αναφέρεται στα αλεξάνδρεια φυλακτά και άλλοι (βλέπε κεφάλαιο 2.1.) Η λαοφιλία του Αλέξανδρου στην αρχαιότητα τεκμηριώνεται ακόμη και αρχαιολογικά, από τις απεικονίσεις του σε όλα τα είδη της τέχνης, από τη μικροτεχνία ως τα κολοσσιαία αγάλματα, τις απεικονίσεις του σε οικίες (βλέπε τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες της Πομπηίας, της Ηλιούπολης του Λιβάνου) κ.λπ. Η καταγεγραμμένη στις πηγές και στην τέχνη δημοφιλία του Αλέξανδρου θα μπορούσε να παραλληλιστεί με αυτήν ενός σύγχρονου αστέρα από το χώρο του αθλητισμού, του κινηματογράφου, της μουσικής ή της πολιτικής. Πράγματι, ο Αλέξανδρος υπήρξε η πρώτη ιστορική προσωπικότητα στο δυτικό κόσμο που συγκέντρωσε στη μορφή του τα χαρακτηριστικά ενός ινδάλματος των μαζών και μάλιστα, όπως είδαμε, αποτέλεσε και πρότυπο μίμησης για άλλους, επίδοξους αστέρες. Παράλληλα με τη θεοποίησή του, ιδιαίτερα για την πρώτη γενιά των διαδόχων, ανθρώπων όπως ο Κρατερός, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος, ο Πτολεμαίος, ο Ευμένης, συμπολεμιστών του που πορεύτηκαν μαζί του στα βάθη της ανατολής, παρατηρείται και μια έντονη τάση προσωπικής οικείωσης της μορφής του, που εκφράζεται για παράδειγμα με την

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

186

αναφορά του Κρατερού ως «γιου του Αλέξανδρου» στο συνοδευτικό επίγραμμα του αναθήματός του στους Δελφούς (βλέπε κεφάλαιο 2.2.) ή με τα όνειρα του Σέλευκου, του Ευμένη (αλλά και του Δημητρίου Πολιορκητή, βλέπε κεφάλαιο 2.7), τις διάφορες ενέργειες και πρωτοβουλίες τους, ακόμα και με την υφαρπαγή του σώματός του από τον Πτολεμαίο και βέβαια την αποτύπωση της μορφής του σε όλα τα νομίσματα –σήματα κατατεθέντα της βασιλείας τους. Κάπως έτσι ξεκινά η μίμηση του Αλέξανδρου από τους Έλληνες ηγεμόνες, διαδόχους του και επιγόνους, που φτάνει ως τον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα και ως την τελευταία Ελληνίδα βασίλισσα της Αιγύπτου, την Κλεοπάτρα. Την τάση αυτή θα υιοθετήσουν αργότερα και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες και ηγήτορες (βλέπε παρακάτω και κεφάλαιο 2.8.). Παράλληλα, οι Πτολεμαίοι και άλλοι μονάρχες ελληνιστικής εποχής υιοθετούν από τον Αλέξανδρο την ιδέα της θεοποίησης και της απόδοσης λατρείας προς το πρόσωπό τους, μια ιδέα που θα περάσει και στους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Με την αλεξάνδρεια εικονογραφία, ήδη στην αρχαιότητα διαμορφώνεται το απόλυτο καλλιτεχνικό πρότυπο του κοσμοκράτορα, έτσι όπως αυτό εκφράστηκε με το συσχετισμό με τον Ήλιο και με τη χρήση συμβόλων, όπως είναι τα αστρικά ή οι κεραυνοί του Δία (Trofimova 2012 A: 26), το άρμα και το ακτινωτό στέμμα του Ήλιου, ενώ παράλληλα αναπόσπαστα σημεία της μορφής του καθιερώνονται και άλλα σύμβολα, όπως η λεοντή και το ρόπαλο του Ηρακλή, τα κέρατα του κριαριού του Άμμωνα, η αιγίδα του Δία και της Αθηνάς, η μίτρα και η δορά ελέφαντα του Διονύσου. Στη γραπτή παράδοση, ο Κικέρων αναφέρει πως η γέννηση του Αλέξανδρου σηματοδοτήθηκε από την εμφάνιση ενός άστρου (Trofimova 2012 A: 27). Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως ο συσχετισμός του Αλέξανδρου με ένα άστρο περνάει ως μοτίβο και στην αφήγηση του Μυθιστορήματος αναφορικά με το θάνατό του. Το πρότυπο αυτό του κοσμοκράτορα χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να ενδυναμώσει τη μοναρχική ιδεολογία πρώτα των διαδόχων, ύστερα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, για να συνεχιστεί και μετά το τέλος της αρχαιότητας, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ήδη από την αρχαιότητα, ο Αλέξανδρος δεν προβλήθηκε μόνο ως νικητής των Περσών, αλλά συμβολικά και ως το αντίπαλο δέος της επεκτατικής Ρώμης, τόσο με την υιοθέτησή του από τον Πύρρο, το μεγάλο αντίπαλο των Ρωμαίων κατά την επέμβαση που έκανε στην Ιταλία, όσο και με τις αναφορές στο πρόσωπό του από τον Ακαρνάνα Λυκίσκο το 211 π.Χ. (σύμφωνα βέβαια με την καταγραφή του Πολύβιου). Αργότερα, όταν τα «σύννεφα από τη Δύση» είχαν πλέον περάσει στην Ασία, ο Αλέξανδρος υιοθετείται ως σύμβολο συσπείρωσης και αντίστασης του ελληνισμού από το Μιθριδάτη τον Ευπάτορα. Τέλος, η έκβαση της σύγκρουσης Αλεξάνδρου –Ρώμης, αν ο πρώτος δεν πέθαινε πρώιμα και στρεφόταν εναντίον της, ως ιστορικό -ρητορικό θέμα, εξετάζεται από πολλούς συγγραφείς, από το Ρωμαίο Τίτο Λίβιο ως τον Πλούταρχο, αποδεικνύοντας πως στη σύγκρουση Ελλήνων - Ρωμαίων η μορφή του Αλέξανδρου συμβολικά εξακολουθούσε να παίζει σημαντικό ρόλο, ακόμη και όταν οι πρώτοι είχαν υποταχθεί οριστικά στη δεύτερους. Το μοτίβο του Αλέξανδρου –προστάτη του ελληνισμού γενικότερα αναδύεται μέσα απ’ όλες τις παραπάνω αναφορές, τις αναφορές διαφόρων συγγραφέων (Αρριανός, Διόδωρος Σικελιώτης, Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

187

Πλούταρχος και άλλοι, βλέπε κεφάλαιο 2.1.) από συμβολισμούς, όπως αυτός της πομπής στη γιορτή των Πτολεμαίων της Αλεξάνδρειας, από τη χρήση της μορφής του στο Κοινό των Μακεδόνων και τις επιγραφές στον τάφο Δ’ της Πέλλας. Επιπλέον, εφόσον η χάλκινη ασπίδα με την επιγραφή «Βασιλέως Αλεξάνδρου» χρονολογείται στην πρώιμη ελληνιστική εποχή (βλέπε υποσημείωση 179) φανερώνει μάλλον μια μετά θάνατον τιμητική επιβίωση του ονόματός του στα σήματα του μακεδονικού στρατού. Ένα άλλο μοτίβο που καθιερώνεται στην αρχαιότητα είναι αυτό του Αλέξανδρου –κτίστη, ιδρυτή πόλεων και αναμορφωτή της γης, γεφυροποιού, αρχιτέκτονα –μηχανικού και – κατά συνέπεια -εκπολιτιστή (βλέπε κεφάλαιο 2.1). Με το μοτίβο αυτό ξεκινά μια μεγάλη παράδοση ταύτισης τοπωνυμίων με τον Αλέξανδρο. Αντίστοιχα, στην εικονογραφία του Αλέξανδρου καθιερώνεται η μορφη του ως καβαλάρη, ως έφιππου που καταβάλλει πεσμένο αντίπαλο ή λιοντάρι. Είναι πιθανόν, να υπήρξε και μια κάποια αλληλεπίδραση μεταξύ της έφιππης μορφής του Αλέξανδρου και της απεικόνισης του Ήρωα –Ιππέα, η λατρεία του οποίου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Θράκη, ως και την πεδιάδα των Φιλίππων και το Παγγαίο στη σημερινή ανατολική Μακεδονία250. Επιπλέον, ένα ακόμη μοτίβο είναι αυτό της Τύχης του Αλέξανδρου, που εμβληματικά έθεσε και ο Πλούταρχος με τους λόγους του Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής. Η νομισματοκοπία πάλι των ελληνιστικών μοναρχών και των διαφόρων πόλεων αποκαλύπτει γενικά το εύρος της ιδεολογικής χρήσης της μορφής του Αλέξανδρου ως συμβόλου κοσμικής εξουσίας και ειδικότερα, μαζί με άλλα ιστορικά στοιχεία και τεκμήρια, δείχνει την εκμετάλλευση της μορφής του από τους πρώτους διαδόχους του, προκειμένου να νομιμοποιήσουν τη δική τους εξουσία (βλέπε κεφάλαιο 2.4.2.). Επιπρόσθετα, αποκαλύπτει μια τάση υιοθέτησης του Αλέξανδρου ως κοινού ήρωα –βασιλιά και εκφράζει καλλιτεχνικά τη νοσταλγία ενός ηρωικού παρελθόντος, όσο απομακρυνόμαστε χρονολογικά από το θάνατό του. Οι εμβληματικές διαστάσεις του Μακεδόνα βασιλιά αποτυπώνονται και στα χρυσά μετάλλια του Αμπουκίρ και της Ταρσού, με πιθανή προέλευση τη Βέροια της Μακεδονίας, αλλά και στα χάλκινα μετάλλια από τη Ρώμη. Έτσι, γίνεται φανερό πως ήδη από την αρχαιότητα ο Αλέξανδρος είχε γίνει μια κοινή πολιτιστική συνιστώσα των λαών του ελληνορωμαϊκού κόσμου, παράλληλα με την πατριωτική για τους Έλληνες διάστασή του. Ακόμα, η Imitatio Alexandri των Ρωμαίων ηγητόρων και αυτοκρατόρων, ήδη πριν από τη διαμόρφωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, φανερώνει τη δυναμική του «αλεξάνδρειου προτύπου» αιώνες μετά το θάνατό του, με τις καθοριστικές επιδράσεις του στη διαμόρφωση του Imperium Romanum και με άμεσο συνεχιστή του προτύπου αυτού τη διάδοχο βυζαντινή ελληνοχριστιανική αυτοκρατορία της ανατολής. Το αλεξάνδρειο πρότυπο υιοθετήθηκε σε Όπως πιστοποιούν ποικίλα ανάγλυφα με τη μορφή του Ήρωα ή Θράκα –ιππέα από τους Φιλίππους, την περιοχή της Δράμας και βἐβαια το ιερό του Ήρωα –Αυλωνίτη στο Παγγαίο (3ος π.Χ. -4ος μ.Χ.), βλέπε άρθρα των Χ. Κουκούλη –Χρυσανθάκη και Δ. Μαλαμίδου με τίτλο Το ιερό του Ήρωα Αυλωνίτη στο Παγγαίο, στη σειρά «Το Αρχαιολογικό Έργο σε Μακεδονία –Θράκη», (ΑΕΜΘ) 3, 1989, σελ. 553-567, (ΑΕΜΘ 4), 1990, σελ. 503-511. 250

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

188

όλες του τις διαστάσεις από τους Ρωμαίους ηγέτες, οι οποίοι τον μιμήθηκαν ως πρότυπο ενάρετου ηγεμόνα, ανδρείου πολεμιστή, κτίστη, υιοθετώντας από αυτόν τους τίτλους του ανίκητου και «Μέγα» (όπως ο Πομπηίος και ο Καρακάλλας). Παράλληλα, φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος λειτούργησε ακόμη και ως σύμβολο στον αγώνα κατά των Πάρθων (Σεπτήμιος Σεβήρος, Καρακάλλας) αλλά και ως πετυχημένο παράδειγμα διπλωματικού χαρακτήρα γάμων. Η δυναμική της imitatio Alexandri εκφράστηκε και στην αυτοκρατορική τέχνη, καθώς πολλοί ανδριάντες και απεικονίσεις Ρωμαίων αυτοκρατόρων υιοθετούν τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά, τους τύπους και τα σύμβολα του Αλέξανδρου. H λατρεία του Αλέξανδρου αποτέλεσε προπομπό της λατρείας των Ρωμαίων ηγετών και αυτοκρατόρων (ήδη με τον Ιούλιο Καίσαρα) και μάλιστα σε κάποιο βαθμό με αγαλματικούς τύπους που αντέγραφαν αυτούς του Αλέξανδρου. Η βασική διαφορά βέβαια της imitatio Alexandri από τη μίμηση του Αλέξανδρου των Ελλήνων διαδόχων είναι πως στους Ρωμαίους ηγήτορες ο Αλέξανδρος λειτουργούσε ως ένα πανίσχυρο παράδειγμα, πρότυπο για τις δικές τους πράξεις και εικονογραφικούς τύπους. Στους Έλληνες διαδόχους όμως –και γενικότερα στο πλαίσιο του ελληνισμού -ο Αλέξανδρος δεν περιορίστηκε απλά σε πρότυπο βασιλέως, αλλά συνδέθηκε με το ένδοξο παρελθόν, εντάχθηκε στο εθνικό αφήγημα και αποτέλεσε σύμβολο πατριωτισμού και συσπείρωσης των Ελλήνων έναντι των Ρωμαίων. Ωστόσο και στη Ρώμη υπήρξε διάχυση του αλεξάνδρειου προτύπου, πέρα από τα όρια της μίμησης των ηγητόρων: οι σημαντικότεροι Ρωμαίοι ιστορικοί, ρήτορες και λογοτέχνες (π.χ. ο Τίτος Λίβιος, ο Αππιανός, ο Κούρτιος Ρούφος βεβαίως, ο Κικέρων, ο Κοντιλιανός, ο Σενέκας ο Πρεσβύτερος και ο νεότερος, ο Πλαύτος, ο Λουκανός) αναφέρονται στον Αλέξανδρο με εκφράσεις θαυμασμού, αλλά και –κυρίως –με διάθεση κριτικής απέναντί του – μια έμμεση κριτική πιθανόν στους Ρωμαίους αυτοκράτορες που τον μιμούνταν. Παράλληλα, το μοτίβο του αλεξίκακου Αλέξανδρου παρατηρείται και στη Ρώμη, μέσα από εκδηλώσεις λατρείας οικιακού χαρακτήρα –πέρα από την επίσημη υιοθέτησή του ως 13ου θεού από τη Σύγκλητο – αλλά και μέσα στη λαϊκή κουλτούρα και τέχνη, με τα αλεξάνδρεια μετάλλια και φυλακτά. Πράγματι, πολλά μετάλλια (και νομίσματα) με την εικόνα του Αλέξανδρου που χρονολογούνται στην ύστερη αρχαιότητα, γύρω στον 4ο αιώνα μ.Χ., φοριόντουσαν ως φυλακτά, όπως μαρτυρείται για τους κατοίκους της Αντιόχειας, τις γυναίκες της Ρώμης αλλά και τους Έλληνες της Μακεδονίας. Επίσης, ως φυλακτά στρατιωτών ερμηνεύονται και τα χάλκινα αγαλματίδια του Αλέξανδρου –Αιγίοχου από την Ερμούπολη της Αιγύπτου (βλέπε κεφάλαιο 2.2.). Επομένως, ήδη από την αρχαιότητα η μορφή του Αλέξανδρου είχε αποκτήσει αποτροπαϊκό χαρακτήρα: ο Έλλην βασιλιάς στη συνείδηση του λαού έγινε αλεξίκακος, όπως ο μυθικός του πρόγονος Ηρακλής πριν από αυτόν, με τη διαφορά ότι τελικά ο Αλέξανδρος στο πλαίσιο της δικής του σύγκρισης με τον Ηρακλή - θα τον ξεπεράσει: η ηράκλεια ιδιότητα του αλεξίκακου χάθηκε με το τέλος του παγανισμού (αν εξαιρέσει κανείς την επιβίωση του «κόμβου του Ηρακλή» ως διακοσμητικού μοτίβου) του Αλέξανδρου, όμως, συνεχίσθηκε και στους κατοπινούς αιώνες ως τις μέρες μας, δικαιώνοντας έτσι την αθανασία μνήμης που κέρδισε ο γιος του Φιλίππου. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

189

Επιπλέον, οι απεικονίσεις του Αλέξανδρου ως Φαραώ στην Αίγυπτο, οι απομιμήσεις από άλλους λαούς των αλεξάνδρειων νομισμάτων και η διασπορά των αλεξάνδρειων μεταλλίων (βλέπε κεφάλαιο 2.4.1., 2.4.4.), οι αναφορές για τη χρήση αλεξάνδρειων μεταλλίων ως δώρων και φυλακτών στη Ρώμη, τεκμηριώνουν το διαχρονικό μοτίβο του οικουμενικού Αλέξανδρου, για το οποίο θα γίνει λόγος αναλυτικά στο κεφάλαιο 5. Ένα ακόμη πολύ διαδεδομένος αλεξάνδρειος κοινός τόπος των γραπτών πηγών κατά την αρχαιότητα ήταν αυτός της διερεύνησης της καλλιτεχνικής αποτύπωσης της μορφής του. Τέτοιες αναφορές υπάρχουν στο έργο αρχαιων συγγραφέων, όπως ο Πλούταρχος, ο Παυσανίας, ο Στράβων, ο Οράτιος, ο Πλίνιος, σε επιγράμματα του 3ου αιώνα π.Χ. της Παλατινής Ανθολογίας, καθώς και σε συγγραφείς πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, όπωςο ψευδο –Λιβάνιος, ο Ιμέριος, ο Χορίκιος της Γάζας και άλλοι (Stewart 1993: 360, 362, 365, 403). Συχνά οι συγγραφείς –ανάμεσα στ’ άλλα –αναφέρονται στο έργο του Λυσίππου και στο ανεκδοτολογικού χαρακτήρα σχέδιο του αρχιτέκτονα Δεινοκράτη (Στασικράτη) με τη μορφή του Αλεξάνδρου στον Άθωνα. Η ποικιλία ακριβώς των καλλιτενικών απεικονίσεων του Αλέξανδρου στην αρχαιότητα συνοψίζεται στον πίνακα α΄ στο τέλος του βιβλίου. Ο πίνακας περιλαμβάνει όλους τους διαπιστωμένους στο πλαίσιο αυτής της μελέτης καλλιτεχνικούς τύπους του Αλέξανδρου, καθώς και τα αντίστοιχα τεκμήριά τους. Η ποικιλία αυτή των καλλιτεχνικών αποτυπώσεων της μορφής του Αλέξανδρου διακρίνεται κυρίως στα δημόσια, μεγάλης κλίμακας αγάλματα, στα νομίσματα και μετάλλια διασποράς της εικόνας των αγαλμάτων του - εφόσον αντιγράφουν αγαλματικούς τύπους - στα πετράδια με τη μορφή του και στα μικρά αγάλματα, που προωθούν την εικόνα του από το δημόσιο στο ιδιωτικό (Mihalopoulos 2009: 314) και βέβαια στις ζωγραφικές ή και ψηφιδωτές συνθέσεις, τεκμήρια ιδιωτικής παραγγελίας είτε από τον ίδιο τον Αλέξανδρο και πρόσωπα κοντινά του αρχικά, είτε από άλλους ηγεμόνες και ιδιώτες αργότερα. Συμπερασματικά, για να επιστρέψουμε στις αρχικές παρατηρήσεις αυτού του κεφαλαίου, η μορφή του Αλέξανδρου, μέσω της διαμεσόλαβησης των πρώτων καλλιτεχνών που την αποτύπωσαν, έγινε η νέα εκδοχή του αρχαιοελληνικού κούρου, αναγνωρίσιμου παντού, συμβόλου ελληνικότητας, νιάτων, ηρώων, θεοτήτων και μεγαλείου. Τέλος, σε θρησκειολογικό επίπεδο, αυτό που αναμφίβολα εντυπωσιάζει κατά την ύστερη αρχαιότητα, είναι η αντιπαραβολή του Αλέξανδρου ως συμβόλου του παγανισμού με το πρόσωπο του Χριστού, του συμβόλου της νέας θρησκείας251. Η αντιπαραβολή αυτή εκφράστηκε εμφαντικά από τον Ιωάννη Χρυσόστομο (βλέπε κεφάλαιο 2.1) και μέσω της τέχνης από μετάλλια, που στη μία τους όψη είχαν τη μορφή του Αλέξανδρου και στην άλλη σύμβολα (εξεζητημένα σε μία περίπτωση) της νέας θρησκείας. Η αντίστιξη αυτή του Αλέξανδρου με το χριστιανισμό, φανερώνει τον τελευταίο ρόλο που ανέλαβε ο Μακεδόνας Για την αντιπαραβολή του Αλέξανδρου με το Χριστό βλέπε και το βιβλίο του Ory Amitay “From Alexander to Jesus”, University of California Press, 2010, ιδιαίτερα το κεφάλαιο 8, σύμφωνα με τη βιβλιοκριτκή της Sulochana Asirvatham στο διδκτυότοπο της academia.edu. 251

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

190

βασιλιάς, ως «γιος θεού», πριν δύσει ο κόσμος της αρχαιότητας: αυτόν του συμβόλου ενός ιδιόμορφου συγκρητισμού, που, μέσα από την αντιπαράθεση, θα λειτουργήσει τελικά ως γέφυρα και για τη νέα θρησκεία μιας κοινωνίας, η οποία στην ελληνορθόδοξη ανατολή θα τον ενσωματώσει εκ νέου πανηγυρικά στην κοσμοαντίληψή της, για να γνωρίσει και πάλι την αποθέωση, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

191

3. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ 3.1.Η λαϊκή παράδοση και η συνέχεια του Μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη Τη συνεισφορά του Αλεξάνδρου στη διαμόρφωση του πολιτισμού τους και της ταυτότητάς τους την αναγνώριζαν πρώτα απ’ όλα οι ίδιοι οι Έλληνες του Βυζαντίου252. Πλείστες πηγές της μακραίωνης πορείας του Βυζαντίου κάνουν αναφορά στους υπηκόους του ως «Ρωμαίους». Ο όρος επικράτησε αφενός μεν διότι με το διάταγμα του Καρακάλλα το 212 μ.Χ. όλοι οι αλλοεθνείς υπήκοοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (εκτός από τους δούλους) έγιναν Ρωμαίοι πολίτες – επομένως και οι Έλληνες -, αφετέρου διότι και η Κωνσταντινούπολη ονομάστηκε καί Νέα Ρώμη και σε αυτήν υπήρξε συνέχεια της ρωμαϊκής εξουσίας. Πρόσθετη αιτία υπήρξε η «δαιμονοποίηση» του όρου «Έλληνας» από τους πατέρες της εκκλησίας, που έφτασε να γίνει συνώνυμο του ειδωλολάτρη (Αποστολίδης 2011: 40-44, 48-49, για τα αίτια επιμονής των Βυζαντινών στη «ρωμαϊκότητά» τους –και όχι μόνο - βλέπε και άρθρο του Κ. Κατσιμάνη στη διεύθυνση http://www.istorikathemata.com/2012/01/blog-post_07.html). Ωστόσο οφείλουμε να αποσαφηνίσουμε τι ακριβώς σήμαινε ο όρος «Ρωμαίος» για τους ίδιους τους Βυζαντινούς. Καταρχάς, οφείλουμε να τονίσουμε ότι ο όρος, ως στοιχείο ταυτότητας, δεν αναφέρεται στην παλιά, λατινική και ρωμαϊκή Ρώμη, αλλά στη «Νέα Ρώμη», δηλαδή την Κωνσταντινούπολη, δηλαδή το αρχαίο ελληνικό Βυζάντιο, αποικία των Μεγαρέων, το οποίο μεταμόρφωσε σε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του ο Μέγας Κωνσταντίνος, μπολιάζοντας το ήδη υπάρχον ελληνικό στοιχείο με το ρωμαϊκό. Ο Κωνσταντινουπολίτης λόγιος Θεόδωρος Μετοχίτης (1269-1332) στο Βυζάντιο, έναν ρητορικό λόγο του που αποτελεί εγκώμιο της Κωνσταντινούπολης, παραθέτει χωρία από τις αναφορές του Ηροδότου για το αρχαίο Βυζάντιο, προκειμένου να τεκμηριώσει τη σημασία της πόλης (πρωτότυπο κείμενο σε Πολέμη 2013: 152). Επομένως, οι Κωνσταντινουπολίτες είχαν συνείδηση της ιστορικής συνέχειας της πόλης τους από την αρχαιότητα στην εποχή τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την ταυτότητα των κατοίκων της. Σε άλλα σημεία πάλι, ο Μετοχίτης αναφέρεται στους αρχαίους οικιστές της πόλης, τους Δωριείς, «ὁπλιτικόν τῶν πάντων τῶν Ἑλλήνων τό ἀκμαιότερον», τονίζοντας ότι οι Βυζάντιοι αναδείχθησαν σε «προμάχους παντός Ἑλληνικού». Συνδέει, επίσης, αναπόσπαστα την ίδρυση και την καλοτυχία της Κωνσταντινούπολης με τη χριστιανική ταυτότητα του ιδρυτή της και γενικότερα το χριστιανισμό. Τέλος, αναφέρεται ξεκάθαρα στους Έλληνες και Ρωμαίους, «δύο άριστα έθνη», ως οικιστές της πόλης του Κωνσταντίνου («ἐκ δή τούτων ἄρα τῶν ἐθνῶν ἡ πρώτη σύμπτηξις αὐτή», πρωτότυπο κείμενο σε Πολέμη 2013: 236, 238, 250, 252, 254, 262). Συνεπώς, οι βυζαντινοί «Ρωμαίοι» γνώριζαν πολύ καλά την αρχαία καταγωγή τους τόσο από τους Έλληνες όσο και από τους Ρωμαίους. Από την αρχαία Ρώμη κράτησαν την ιδέα της οικουμενικότητας της αυτοκρατορίας, αλλά στο ζήτημα αυτό και στην αναγωγή του θα επανέλθουμε παρακάτω. Συνεπώς, ιδιαίτερα μετά τον 7ο αιώνα, οπότε και η αυτοκρατορία περιορίζεται σε εδάφη όπου κυριαρχεί το ελληνικό στοιχείο, «Ρωμαίος» σήμαινε είτε τον Έλληνα στην καταγωγή είτε τον εξελληνισμένο κάτοικο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δηλαδή αυτόν που έχει υιοθετήσει την ελληνο-χριστιανική ταυτότητα ως προς τη θρησκεία και είναι ελληνόφωνος ως προς τη γλώσσα (βλέπε και Μισσίου 1992: 112). Τότε, και μόνον τότε κάποιος γινόταν «Ρωμαίος» υπήκοος. Το ένα, ο ελληνοχριστιανισμός, δεν μπορούσε να υπάρχει χωρίς το άλλο, την ελληνοφωνία, αργά ή γρήγορα κατέληγαν να αποτελούν κοινό τόπο. Είναι πραγματικά πολύ σημαντικό να θυμόμαστε πως οι Βυζαντινοί μιλούσαν ελληνικά, έγραφαν ελληνικά, ονειρεύονταν, προσεύχονταν και εξομολογούνταν στα ελληνικά, ακριβώς όπως οι απόγονοί τους σύγχρονοι Έλληνες. Η παρατήρηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι η γλώσσα δεν είναι απλά ένας κωδικας επικοινωνίας, αλλά λειτουργεί και ως μέσο έκφρασης μιας συγκεκριμένης ταυτότητας και ιδεολογίας, προσδίδοντας τα στοιχεία αυτά ακόμα και σε ομάδες ανθρώπων, για τις οποίες επιδιώκεται καί μέσω της γλώσσας η ενσωμάτωσή τους σε μια κοινωνία, παρόλο που ξεκινούν από διαφορετική φυλετική αφετηρία και καταγωγή. Γι΄ αυτό και στη 252

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

192

βυζαντινή κοινωνία που μας ενδιαφέρει εδώ, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄, σύμφωνα με τα γραφόμενα του γιου του, του Λέοντος Σοφού, «Ταύτα δε (τα σλαβικά φύλα) ο αυτοκράτωρ Ρωμαίων Βασίλειος των αρχαίων ηθών έπεισε μεταστήναι και γραικώσας και άρχουσι κατά τον ρωμαϊκόν τύπον υποτάξας και βαπτίσματι τιμήσας…» (P.G. 107, 969). Στην αναφορά αυτή παρατηρούμε πως το πρώτο μέλημα του Βασίλειου για τους Σλάβους, προκειμένου να ενταχθούν στην αυτοκρατορία του, ήταν το γραικώσας, δηλαδή ο εξελληνισμός τους, μετά ο ρωμαϊκός τύπος αρχής, δηλαδή να υπακούν στους αυτοκρατορικούς νόμους και στην εξουσία και στη συνέχεια το βάπτισμα, δηλαδή ο ελληνοχριστιανισμός. Μάλιστα υπάρχουν αρκετές αναφορές που δείχνουν ότι οι κάτοικοι της Ρωμανίας, όπως λεγόταν αλλιώς το βυζαντινό κράτος τότε, είχαν πλήρη συνείδηση της ιδιαίτερης εθνικής τους ταυτότητας, έστω κι αν αυτή δε συμβαδίζει απόλυτα με την εθνική ταυτότητα όπως την εννοούμε σήμερα, την εποχή των εθνών –κρατών. Για παράδειγμα, ο αξιωματούχος Ιωσήφ Βρίγγας μιλώντας για την εκστρατεία απελευθέρωσης της Κρήτης από τους Άραβες στα μέσα του 10ου αιώνα λέει: «πρέπον ἐστίν ὑπέρ τῶν χριστιανῶν καί ὁμοφύλων ἀγωνίσασθαι», σύμφωνα με το Συνεχιστή του Θεοφάνους (P.G. 109, 493, Ταχόπουλος 2009: 37 -39). Σε κάθε περίπτωση, οι Έλληνες του Βυζαντίου σε πολλές περιπτώσεις διαχωρίζουν την ξενική καταγωγή κάποιου, π.χ. Λέων Ε΄ ο Αρμένιος ή Θωμάς ο Σλάβος. Βυζαντινές γραπτές πηγές αναφέρουν κάποιες φορές τους κατοίκους της Ελλάδας ως «Ελλαδικούς». Ωστόσο αξίζει να σταθεί κανείς και στις πολλές αναφορές των βυζαντινών πηγών που αποδεικνύουν την παράλληλη χρήση του όρου «Έλληνας» και «Γραικός» για τον προσδιορισμό ενός βυζαντινού υπηκόου, παρ’ όλη τη δαιμονοποίηση του όρου από την εκκλησία. Έτσι, για να αναφέρουμε ορισμένα μόνο ενδεικτικά παραδείγματα, ο ιστορικός Προκόπιος τον 6 ο αιώνα, αναφερόμενος στις ενέργειες του Αλέξανδρου, απεσταλμένου αξιωματούχου του Ιουστινιανού στις περιοχές της σημερινής Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου, ονοματίζει τους κατοίκους των περιοχών ως Έλληνες («καὶ τοὺς Ἕλληνας εἰργάσατο τάδε»). Ακόμη, στα πρακτικά της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου του 692 υπογράφει ο Στέφανος ἐλέω Θεοῦ ἐπίσκοπος τῆς Κορινθίων μητροπόλεως τῆς Ἑλλήνων χώρας (Μίσιου 1992: 121). Η συγκεκριμένη αναφορά έχει ιδιαίτερη σημασία, ακριβώς επειδή σχετίζεται με έναν ιερωμένο και περιλαμβάνεται στο πλέον επίσημο κείμενο της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας, στα πρακτικά μιας Οικουμενικής Συνόδου. Ακόμη, ο Θεόδωρος Στουδίτης (759-826) στις επιστολές του χρησιμοποιεί τους όρους Γραικία και Γραικός για να περιγράψει τη σύγχρονή του βυζαντινή αυτοκρατορία και τους κατοίκους της (Κωνσταντέλος 2001-2002). Στα μέσα του 10ου αιώνα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος γράφει πως «οἱ τοῦ κάστρου Μαϊνης οἰκήτορες (οι Μανιάτες) οὐκ εἰσίν ἀπό τῆς γενεᾶς τῶν προῥηθἐντων Σκλάβων, ἀλλ’ ἐκ τῶν παλαιοτέρων Ρωμαίων, οἱ καί μέχρι τοῦ νῦν Ἕλληνες παρά τῶν ἐντοπίων προσαγορεύονται, διά τό ἐν τοῖς προπαλαιοῖς χρόνοις εἰδωλολάτρας εἶναι καί προσκυνητάς τῶν εἰδώλων κατά τους παλαιούς Ἕλληνας» (Πορφυρογέννητος, Περί Θεμάτων, PG 113, 376). Και συνεχίζει ο Πορφυρογέννητος τονίζοντας ότι οι Έλληνες Μανιάτες εκχριστιανίστηκαν στα χρόνια του Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα, δηλαδή μόλις στο β΄ μισό του 9ου αιώνα! Ο ίδιος αυτοκράτορας σημειώνει ακόμη στο έργο του Περί θεμάτων πως οι κάτοικοι της περιοχής της Προποντίδας μέχρι το Γρανικό ποταμό «πάντες Γραικοί ὀνομάζονται», ενώ άλλες αναφορές του φανερώνουν την επιβίωση της αρχαίας ονομασίας των ελληνικών φύλων των περιοχών της Μικράς Ασίας και των διαλέκτων τους (Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς - πρωτότυπο κείμενο σε Παναγιώτου 2008: 275). Από την Κύζικο της Μικράς Ασίας, κοντά στην Προποντίδα, ο επίσκοπος Κωνσταντίνος σημειώνει το 10 ο αιώνα για τους κατοίκους της πόλης ότι καυχώνται πως είναι άποικοι από την Ελλάδα, αν και, όπως προσθέτει, είναι απαίδευτοι και δεν έχουν τις αρετές των αρχαίων Ελλήνων (Σαράντη 2003: 26-27). Οι παραπάνω αναφορές είναι σημαντικές, γιατί αποδεικνύουν πως η συνείδηση της αρχαιοελληνικής καταγωγής δεν περιοριζόταν μόνο στους λόγιους βυζαντινούς, αλλά απλωνόταν και στον απλό λαό. Στα τέλη του 11ου αιώνα ο ανώνυμος Αθηναίος ερμηνευτής της Ρητορικής του Αριστοτέλους, αναφερόμενος στις λεηλασίες της Μ. Ασίας από τον Εμίρη της Κασταμονής Τανισμάνη, τονίζει πως «δει λοιπόν και ημάς τους Αθηναίους, όπως φροντίζωμεν πώς αν οι άλλοι Έλληνες δοξάζονται». Στα μέσα του 12ου αιώνα, στο κείμενο του Τιμαρίωνα (μια αφήγηση καθόδου στον Κάτω Κόσμο, σατιρικού χαρακτήρα) περιγράφεται η ετήσια 10ήμερη εμποροπανήγυρη των Δημητρίων της Θεσσαλονίκης, Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

193

γιορτή η οποία είναι για τους Θεσσαλονικείς «όπως τα Παναθήναια για τους Αθηναίους και τα Πανιώνια για τους Μιλησίους» όπου συμμετέχουν, ανάμεσα στους άλλους, έμποροι «… Ελλήνων τῶν απανταχοῦ…» (Βλαχάκος 2004 Β: 52-53). Ο πατριάρχης Μιχαήλ της Αγχιάλου, σε λόγο που εκφωνεί απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό (1143-1180) γράφει πως «στο πέρασμά σου στρέφει τα μάτια του το Πανελλήνιο» (R. Browning, "A New Source on Byzantine-Hungarian Relations in the Twelfth Century. The Inaugural Lecture of Michael ὁ τοῦ Ἀγχιάλου as Ὕπατος τῶν φιλοσόφων," Balkan Studies 2 (1961): 187-203, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015). Οι αναφορές βυζαντινών συγγραφέων και λογίων στους συγχρόνους τους ως «Έλληνες», που ήδη ήταν αρκετές από το 10ο αιώνα και μετά, πολλαπλασιάζονται μετά το καταλυτικό γεγονός της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, οπότε το ελληνικό κράτος της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας υπό τους Λασκαρίδες και τον Ιωάννη Βατάτζη θα σταθεί ως η πολιτική έκφραση του νεοελληνικού εθνισμού (βλέπε ενδεικτικά Βακαλόπουλος 2008: 75-88). Μάλιστα, σε επιστολή του προς τον Πάπα Γρηγόριο Θ’ το 1237 ο Ιωάννης Βατάτζης γράφει ανάμεσα στα άλλα: «ἐν τῶ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει και, ως ἐκ πηγῆς, ἐκ ταύτης πανταχοῦ ρανίδες ἀνέβλυσαν» (Πολίτης 1901: 10). Ο πατριάρχης Γρηγόριος Β΄ Κύπριος (Κύπρος, 1241 –Κων/πολη 1290), στην αυτοβιογραφία του χαρακτηρίζει το Νικηφόρο Βλεμμύδη σοφώτατο «οὐ μόνον Ἑλλήνων τῶν ἐφ’ ἡμῶν». (Παναγιώτου 2008: 559). Ακόμα, σε εγκώμιο που γράφει για τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο, αναφερόμενος στον πληθυσμό της Πόλης, σημειώνει ότι αυτή «πάντας ἁνθρώπους ἔχει δεικνύναι ἐξ ἔθνους παντός καί γένους, Ἑλλήνων, βαρβάρων, ὀπωνδήποτ’ ἁνθρώπων…», προβάλλοντας βεβαίως ως κύρια εθνότητα τους Έλληνες (Patrologia Graeca 142, 352). Γύρω στο 1300 το Χρονικόν του Μορέως αναφέρει για τους κατοίκους των ελληνικών χωρών πως «Έλληνες εἶχαν τό ὂνομα, οὕτω τούς ὠνόμαζαν, πολλά ἦσαν ἀλαζονικοί, ἀκόμη το κρατοῦσιν, ἀπό τη Ρώμη έπήρασι τό ὂνομα τῶν Ρωμαίων» (Βακαλόπουλος 2008: 87). Ο Θεόδωρος Μετοχίτης, στον Βυζάντιο λόγο του (βλέπε παραπάνω) τονίζει πως από την Κωνσταντινούπολη, προς τα δυτικά, «χωρεῖ τῶν Ἑλλήνων τά πράγματα», δηλαδή ξεκινούν οι περιοχές των Ελλήνων, τους οποίους στη συνέχεια ξεχωρίζει, ως γένος, από τα υπόλοιπα γένη (έθνη), που καταλαμβάνουν γειτονικές περιοχές. Γράφει ακόμη πως η Κωνσταντινούπολη είναι το όριο ανάμεσα στην Ελλάδα και την ανατολή (πρωτότυπο κείμενο σε Πολέμη 2013: 166). Η Παπαδοπούλου, ερευνώντας τις αναφορές των όρων «Ρωμαίος», «χριστιανός», «Έλληνας» και «Γραικός» στις βυζαντινές πηγές κυρίως κατά τον 11 ο ως το πρώτο μισό του 13ου αιώνα, καταλήγει πως οι όροι αυτοί αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο πάντοτε παρόν, με διακριτά αλλά ισχυρά αλληλένδετα και αναπόσπαστα συστατικά μέρη και πως μετά από μια μακρά επεξεργασία οι παραπάνω όροι καταλήγουν να ταυτίζονται. Σημειώνει ακόμα πως, με όρους της σύγχρονης επιστήμης, ίσως να μην μπορεί να γίνει λόγος για έθνος στο Βυζάντιο αυτής της περιόδου (αν και προσωπικά θα εξαιρούσα σαφώς τη νεοελληνική αυτοκρατορία της Νίκαιας από την παραπάνω παρατήρηση), ωστόσο μπορεί να θεωρηθεί ότι δραστηριοποιείται μια κυρίαρχη εθνότητα, που αυτοπροσδιορίζεται κυρίως ως ρωμαϊκή και που είναι η ελληνική, υπόθεση της οποίας είναι η πολιτική, η ιδεολογία και η κρατική οργάνωση της αυτοκρατορίας (βλέπε περισσότερα σε Παπαδοπούλου 2007: 343-360). Η επίσημη μάλιστα εξουσία υπό τους Παλαιολόγους συνέχισε να προβάλλει τον τίτλο βασιλεύς Ρωμαίων μετά την απελευθέρωση της ου Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1261. Μάλιστα, στις αρχές του 15 αιώνα υπήρξε και μια θεωρία περί διπλής καταγωγής των Βυζαντινών Ελλήνων από Έλληνες και Ρωμαίους, έτσι ώστε ο ιερομόναχος Ισίδωρος να κάνει λόγο για Ρωμέλληνες (Πατρινέλη –Σοφιανού 2001:27). Η προσήλωση αυτή στον όρο Ρωμαίος είναι εξηγήσιμη: η λέξη Ρώμη ήταν μια ιδέα, ήταν σύμβολο μια μακραίωνης παράδοσης οικουμενικότητας και μεγαλείου την οποία –ορθώς –καμία εξουσία της Κωνσταντινούπολης, της δεύτερης Ρώμης, δεν ήθελε να αποποιηθεί. Άλλωστε η υιοθεσία της συμβόλιζε και τη νίκη του ελληνισμού, διότι είναι ο ελληνισμός που, αν και κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, κατάφερε τελικά να τους κατακτήσει πνευματικά σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τους πάρει ακόμα και την επίσημη ονομασία τους, την οποία ενδύθηκε μέχρι και το τέλος, χωρίς ποτέ να την εγκαταλείψει και οδηγώντας τις τύχες της αυτοκρατορίας σε νέα μεγαλεία, φαινόμενο μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δημιουργός της ιδέας της

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

194

μεγαλοσύνης και της οικουμενικής αυτοκρατορίας στην Ευρώπη ήταν ο Αλέξανδρος, επομένως ο ρωμαϊκός ελληνισμός, με τη διατήρηση αυτής της ιδέας μέσω της ονομασίας «Ρώμη», κράτησε μια συνεπή στάση στο όραμα του Μακεδόνα βασιλιά, καθώς και στην πολιτική της ενσωμάτωσης και αφομοίωσης ξένων φυλών στην αυτοκρατορία, που πρώτος ο Αλέξανδρος υλοποίησε. Από την άλλη πλευρά, οι αναφορές των γραπτών πηγών στον όρο «Έλληνας» για την περιγραφή των Βυζαντινών υπηκόων της εποχής πολλαπλασιάζονται κατά τους Παλαιολόγιους χρόνους. Ενδεικτικά, ο Ελληνοπόντιος λόγιος Βησσαρίων, με καταγωγή από την Τραπεζούντα, καρδινάλιος του Πάπα από το 1439, στην τρίτη επιστολή του προς το Δεσπότη του Μυστρά και τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (κατά τα μέσα του 1444), τον συγχαίρει για τον τειχισμό του ισθμού της Κορίνθου και αναφέρεται επανειλημμένα στους Βυζαντινούς ως Έλληνες («…σοί καί τῶ γένει συγχαίρω καί πᾶσιν ὅλως τοῖς Ἕλλησι…», ολόκληρη η επιστολή στο Βακαλόπουλο 2003: 139-140). Ο Βησσαρίων πάλι, στο Εγκώμιο της Τραπεζούντας αναφέρεται διεξοδικά στους προγόνους των Τραπεζουντίων («οἱ πατέρες λαχόντες ἡμῶν»), οι οποίοι «…Ἕλληνες ἄνθρωποι καί τήν Ἑλλήνων φωνήν τε καί γλῶτταν προϊέμενοι…μόνοι μέσον ὥκουν βαρβάρων…» (Εγκώμιον εις Τραπεζούντα, εκδοτικός Οίκος Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 101-102). Η αναφορά αυτή του Βησσαρίωνα επιβεβαιώνει τη σύνδεση της τοπικής ταυτότητας στην αυτοκρατορία με τους αρχαίους Έλληνες (που συναντάμε ακόμη στη Μάνη, στην Κύζικο, στη Θεσσαλονίκη, στην Κωνσταντινούπολη κ.α.). Ακόμα, ο Αθηναίος ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (γεννημένος λίγο μετά το 1430) στο έργο του Αποδείξεις ἱστοριῶν δέκα», στο οποίο περιγράφει τα γεγονότα μεταξύ των ετών 1298-1463, χρησιμοποιεί σταθερά το όνομα «Έλλην» αντί για το «Ρωμαίος» και μάλιστα επιχειρεί μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν, προκειμένου να εξηγήσει το πρόβλημα της καταγωγής των Ελλήνων (Βακαλόπουλος 2003: 150). Ο λόγιος Ιωάννης Αργυρόπουλος στη μονωδία του για το θάνατο του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου (1425-1448) σημειώνει: «Ὧ τῆς Ἑλλάδος ἥλιε βασιλεῦ, ποῖ ποτε γῆς ἔδυς, λιπών ἡμᾶς ἐν νυκτομαχία δεινῆ;» (Σοφιανός 2008: 67). Ο Θεσσαλονικιός λόγιος Ανδρόνικος ο Κάλλιστος, άνθρωπος που πρόσφερε όσο λίγοι στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη δύση, στη Μονωδία του για την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 αναφέρεται συνεχώς στους Έλληνες: «Νῦν γάρ ἡ κοινή τῶν Ἑλλήνων ἑστία ἡ διατριβή τῶν μουσῶν,… ἡ τῶν πόλεων βασιλίς ἑάλω, φεῦ χερσίν ἀσεβῶν» (Migne 1866 Β: 1131). Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί πως και στα μετέπειτα χρόνια της τουρκοκρατίας η λέξη Ρωμιός σήμαινε τον Έλληνα για τα λαϊκά στρώματα, ενώ ο Ιανός Λάσκαρις καλεί τον Κάρολο Ε’ το 1525 να βοηθήσει τους Έλληνες να απελευθερωθούν από τον οθωμανικό ζυγό, επικαλούμενος, για πρώτη φορά ίσως, το χρέος της δύσης στον ελληνισμό διαχρονικά, τον ελληνισμό της αρχαιότητας (ως προς τις επιστήμες) και το μεσαιωνικό ελληνισμό (νόμοι, θρησκεία, ήθη). Και καταλήγει: «Μεγαλειότατε να λάβητε υπ’ όψιν πόσας υποχρεώσεις έχουσιν όλοι οι λαοί προς το ελληνικό έθνος, οίτινες ώφειλον να αναγνωρίζωσι την Ελλάδα ως μητέρα των, και τους Έλληνας ως κυρίους και προστάτας των» (Κ. Σαθάς, Νεοελληνική φιλολογία στο Καραμπελιάς 2004:47). Επιπλέον, ο Μητροπολίτης Μυρεών Ματθαίος γύρω στο 1620 χρησιμοποιεί τις τρεις ονομασίες του ελληνισμού ως συνώνυμες, θρηνώντας την πτώση του: «Αλλοίμονον, αλλοίμονον εις το γένος των Ρωμαίων, ω, πώς εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων, σ’ εμάς, εις όλους τους Γραικούς να έλθη τούτην την ώρα…» (Αποστολίδης 2011: 72-78, Κωνσταντέλος 2001-2002). Η ταύτιση αυτή είναι εμφανής και στη λαϊκή παράδοση, όπως φαίνεται και από το στίχο τραπεζούντιου δημοτικού τραγουδιού, που εξιστορεί μάχη Ελληνοποντίων με Τούρκους και χρονολογείται πριν από την άλωση της Τραπεζούντας του 1462: «Είχαμε νέους Έλλενους, ρωμαίικα παλληκάρια» (Πολίτης 1901: 16). Κατά την εκτίμησή μου, στην αναφορά αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί πως ο όρος «Έλληνας» σημαίνει απλά το γενναίο, όπως συνήθως η έρευνα εκλαμβάνει τέτοιες αναφορές δημοτικών τραγουδιών σε «Έλληνες». Τούτο ισχύει διότι ακριβώς ακολουθεί η αναφορά «ρωμαίικα παληκάρια» οπότε είναι σαφές ότι το «Έλλην» ταυτίζεται με το «Ρωμαίος». Δε θα συνεχίσω να παραθέτω κι άλλες αποδείξεις, οι οποίες, ούτως ή άλλως, είναι πολλές και μπορεί κανείς να τις βρει αναλυτικά στα παρακάτω έργα: Πολίτης 1901, Μισσίου 1992 (όπου και πλήρης ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία για το θέμα), Κωνσταντέλος 2001-2002, Σαράντη 2003, Βακαλόπουλος 2008, Σοφιανός 2008, Ταχόπουλος 2009, Αποστολίδης 2011, Καραμπελιάς 2011. Βλέπε χαρακτηριστικά και τις υποσημειώσεις 312, 319, 345, 351 του παρόντος τόμου, καθώς και διάφορα άλλα Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

195

Κανένα άλλο πρόσωπο, ούτε και αυτός ο επικός ήρωας Διγενής Ακρίτης, δεν προβάλλεται σταθερά και διαχρονικά με τόσο θαυμασμό και συμπάθεια στη γραπτή παράδοση του Βυζαντίου, λόγια και δημώδη (Βασιλακοπούλου 1999: 1303). Η οικουμενική επέκταση του ελληνισμού, που επετεύχθη από τον Αλέξανδρο, συνεχίζεται, εδραιώνεται και αναπτύσσεται από το ελληνορθόδοξο Βυζάντιο (Κωτσιόπουλος 2013:453). Άλλωστε ο Αλέξανδρος είχε ήδη γίνει κάτι το υπερφυσικό για τους απλούς ανθρώπους: ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Αντιόχειας έδεναν χάλκινα νομίσματα με τη μορφή του στο κεφάλι και

τεκμήρια στα κεφάλαια 3.1 -3.5). Θα σημειώσω ακόμα, ως κατακλείδα, την αναφορά του ηρωικού Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου στην Κωνσταντινούπολη, στην τελευταία ομιλία του ενώπιον των αρχόντων και συμμάχων της πόλης, όταν τη χαρακτήρισε «ἐλπίδα καί χαρά πάντων τῶν Ἑλλήνων» (Χρονικὸν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτη Γεωργίου Σφραντζῆ, Πολίτης 1901: 6). Και πάλι ένα δημοτικό τραγούδι από την Τραπεζούντα για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μας δείχνει πώς επιβίωσε η μνήμη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου στο λαό: «Την πόλιν όντας ώριζεν ο Έλλεν Κωνσταντίνον…ο βασιλιάς, ο βασιλιάς, ο Έλλεν Κωνσταντίνον…» (Πολίτης 1901: 15). Επιπλέον, η επιγραφή του τάφου του προκρίτου της Θεσσαλονίκης Λουκά Σπαντούνη, που πέθανε το 1481 και ο τάφος του βρίσκεται μέσα στη βασιλική του αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, έχει και αυτή τη σημασία της ως αρχαιολογικό τεκμήριο, καθότι αναφέρει το Σπαντούνη ως «αὔχημα τοῦ τῶν Ἕλλήνων γένους….φίλη κεφαλή, ἐλπίς, ζωή, φῶς, τέρψις, τοῦ Βυζαντίου καί τῶν Ἑλλήνων ὄρπηξ» (Ενεπεκίδης 1982:29, Βακαλόπουλος 2003: 338-339). Πρέπει να σημειωθεί ακόμα πως όλοι οι ξένοι –και συχνά εχθρικοί –λαοί που περιέβαλλαν το Βυζάντιο ονόμαζαν τους κατοίκους του Έλληνες / Γραικούς, κάτι που ισχύει τόσο για τους δυτικούς, όσο και για τους βαλκάνιους και ανατολικούς λαούς, π.χ. τους Βούλγαρους, Ρώσους, Αρμένιους κι αλλού (βλέπε Κωνσταντέλος 2001-2002, Αποστολίδης 2011: 59-62). Επιπλέον, στη μεσαιωνική βυζαντινή τέχνη, σε χειρόγραφα, ανάγλυφα, ελεφαντοστέινα κιβώτια κ.α. έχουμε εκπληκτικές παραστάσεις με διακοσμητικά μοτίβα και θέματα παρμένα από την αρχαιοελληνική παράδοση και μυθολογία, (π.χ. τον Ηρακλή και άλλους ήρωες, θεούς, μαινάδες και σατύρους), στοιχείο που δείχνει μια οργανική συνέχεια της ελληνικής τέχνης –πολλές φορές με νέο νόημα παρά την επικράτηση των χριστιανικών, θρησκευτικών θεμάτων (βλέπε περισσότερα στον Weitzman 1951 και χαρακτηριστικά παραδείγματα τους αριθμούς καταλόγου 17, 62, 63, 65, 66, 176 της έκθεσης Byzantium 330-1453, 2008). Ενδεικτικά είναι και τα παραδείγματα από τη συλλογή των γλυπτών του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, με σειρήνες, σφίγγες, γρύπες, γοργόνεια και κενταύρους (βλέπε τους αριθμούς καταλόγου 143, 146, 156, 215, 217, 243, 299 του τόμου Γλυπτά του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Τ.Α.Π.Α., Αθήνα 1999). Άλλωστε η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος το 692 ανάμεσα στα άλλα που απαγόρεψε ήταν και η προσφορά σταφυλιού, μελιού και γάλακτος κατά τη θεία λειτουργία, οι μίμοι και τα «ἐπί σκηνῆς ὀρχήσεις και θέατρα», οι μαντείες κ.α. «αρχαιοελληνικές συνήθειες» (κανόνες ΚΗ΄,ΝΑ΄, ΝΖ΄, ΞΑ΄, κ.α.). Τέλος, δεν πρέπει να λησμονούμε πως και η παιδεία ενός μορφωμένου βυζαντινού υπηκόου ήταν ξεκάθαρα η κλασική ελληνική, πολύ πιο στέρεη μάλιστα και βαθιά σε σύγκριση με ενός σύγχρονου Έλληνα. Η έννοια του «ελληνικού» συνυφαίνεται στο Βυζάντιο με την έννοια της αρετής, της - χάρη στην προνομιακή σχέση με την αρχαία Ελλάδα - πνευματικής υπεροχής απέναντι σε αλλόφυλους εχθρούς σε ανατολή και δύση, που ταυτίζονται πλέον με τους «βάρβαρους» (Αρβελέρ 1997: 76). Σύμφωνα με τον ιστοριογράφο Συνεχιστή του Θεοφάνη το έθνος των Ρωμαίων θαυμάζεται και τιμάται απ’ όλους για την παιδεία των Ελλήνων (Βασιλακοπούλου 1999: 1313). Ο λόγιος Μανουήλ Χρυσολωράς γράφει επίσης χαρακτηριστικά πως «Ἄτοπον δέ καί ἐν Ἰταλία μέν, ἴσως δέ καί ἄλλοθι, τινάς σπουδάζειν περί τούς ἡμετέρους λόγους…ἐπί δέ τῆς Ἑλλάδος καί τῆς μητροπόλεως ἀμελεῖσθαι» (Πατρινέλη –Σοφιανού 2001:119). Είναι ακριβώς αυτό που τονίζει και ο «λόγιος του ελληνισμού» Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός σε υπόμνημά του προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο: «Ἐσμέν γάρ οὖν, ὧν ἡγεῖσθε, Ἕλληνες τό γένος, ὡς ἡ τε φωνή καί ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ» (Πολίτης 1901:12).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

196

στα πόδια τους, ως φυλακτά και έλεγαν σχετικές με αυτόν επωδές, ενώ παράλληλα τονίζει ξεκάθαρα την ελληνική ταυτότητα του «Αλέξανδρου του Μακεδόνα»: «Τί ἄν τις εἴποι περί τῶν ἐπωδαῖς καί περιάπτοις κεκχρημένων, καί νομίσματα χαλκᾶ Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος ταῖς κεφαλαῖς καί τοῖς ποσί περιδεσμούντων; Αὔται αἱ ἐλπίδες ἡμῶν, εἰπέ μοι, ἵνα μετά σταυρόν καί θάνατον Δεσποτικόν εἰς Ἕλληνος βασιλέως εἰκόνα τάς ἐλπίδας τῆς σωτηρίας ἔχωμεν;» (Migne 1862: 240) Ο Προκόπιος τον 6ο αιώνα αναφέρει τη μετατροπή ενός αρχαίου ιερού στην Αίγυπτο, όπου συλλατρευόταν ο Αλέξανδρος με το «θεϊκό» πατέρα του Άμμωνα, σε χριστιανική εκκλησία, τονίζοντας ωστόσο ότι η εικόνα του Αλέξανδρου παρέμεινε χωρίς να χάσει τη μαγική της δύναμη. Στην Κωνσταντινούπολη πάλι του 8ου αιώνα ήταν κοινός τόπος ότι ο Αλέξανδρος έχτισε ένα κοσμικό δημόσιο κτήριο που λεγόταν Στρατηγείον (Stoneman 2008: 300), αναφορά που κάνει ο Ιωάννης Μαλάλας στη χρονογραφία του (6ος αιώνας) και συμπεριλαμβάνεται και στο Παχάλιο Χρονικό (7ος αιώνας, Χαριζάνης 2008: 85). Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, στο ίδιο αυτό μέρος ο Αλέξανδρος επιθεώρησε το στρατό του (Σκαρλάτος 1851(1993): 408). Ο Μαλάλας, μάλιστα, αναφέρει ακόμα πως περνώντας από το Βυζάντιο απέναντι στο εμπορείο Δίσκοι, έδωσε στο στρατό του πολύ χρυσό, για να τον δελεάσει για τη συνέχιση της εκστρατείας και έτσι μετονόμασε το εμπορείο σε Χρυσόπολη, «ὅπερ οὕτως καλεῖται ἕως τῆς νῦν»253. Προσθέτει επιπλέον πως στη Μεσοποταμία υπήρχε το χωριό Δοράς που έλαβε αυτή την ονομασία επειδή εκεί ο Αλέξανδρος χτύπησε με το δόρυ του το βασιλιά των Περσών (Χαριζάνης 2008: 89). Από τις παραπάνω αναφορές τεκμαίρεται η συνέχεια της «θείας /άγιας υπόστασης» του Μακεδόνα βασιλιά στο πρώιμο Βυζάντιο, όπως επίσης και η συνέχεια του μοτίβου Αλέξανδρος –κτίστης στο λαό της βασιλεύουσας. Η μορφή του Αλέξανδρου, όμως, υπήρξε επιβλητική και στον κατεξοχήν χώρο συγκέντρωσης των λαϊκών τάξεων και έκφρασης της λαϊκής βούλησης στο Βυζάντιο, στον ιππόδρομο: ανώνυμο επίγραμμα εξυμνεί τον Πορφύριο, ηνίοχο των Βένετων, έναν από τους σημαντικότερους νικητές στην ιστορία του ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης, με τους εξής στίχους: «Ἐγγύθις τῆς Νίκης καὶ Ἀλεξάνδρου βασιλῆος / ἔστης, ἀμφοτέρων κύδεα δρεψάμενος»254 (δηλαδή: «Κοντά στη Νίκη και στο βασιλιά Αλέξανδρο στάθηκες, δρέποντας τη δόξα καί των δύο»), επίγραμμα που φανερώνει την τοποθέτηση ενός αγάλματος του Πορφύριου δίπλα σε αυτά της Νίκης και του Αλέξανδρου, με το τελευταίο να τοποθετείται στον ιππόδρομο από τον Κωνσταντίνο (Paribeni 2006: 74, Juanno 2015 (2002): 596). Ανεξάρτητα από τη λόγια προέλευσή του, το προαναφερόμενο επίγραμμα απευθύνεται στο λαό της Κωνσταντινούπολης, καθότι είναι γνωστό το πόσο λαοφιλείς ήταν οι νικητές στις αρματοδρομίες του ιπποδρόμου, όπως γνωστός είναι και ο λαϊκός χαρακτήρας των Δήμων, Thurn, Ioannis Malalae chronographia [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 35. Berlin - New York: De Gruyter, 2000, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (1.10.2015). 253

254

http://www.portaaurea.gr/byzpoems6.html (ανάκτηση 4.2.2013). Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

197

των ομάδων αυτών υποστήριξης αρματηλατών, που εξελίχθηκαν σε λαϊκούς πολιτικούς σχηματισμούς, εκ των οποίων οι Βένετοι (Γαλάζιοι) ήταν οι ισχυρότεροι μαζί με τους Πράσινους. Επομένως η σύγκριση με τον Αλέξανδρο για να δοξαστεί ένας αρματηλάτης αποδεικνύει το πόσο γνωστό και αγαπητό πρόσωπο παρέμενε ο Μακεδόνας βασιλιάς για το λαό του Βυζαντίου. Άλλωστε οι αρματηλάτες των αγώνων του ιπποδρόμου στο Βυζάντιο είχαν τη πρόληψη να φέρουν πάνω τους, ως φυλαχτά, νομίσματα με την κεφαλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στα οποία απέδιδαν μεγάλη δύναμη, προκειμένου να τους προστατέψουν από τις εναντίον τους μαγείες (Κουκουλές 1949:68), στοιχείο που συνάδει και με τα όσα καταμαρτυρά ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Εξάλλου και ο λόγιος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, πολύ αργότερα, κατά τα μέσα του 10ου αιώνα, κάνει μια αναφορά στα αρχαία νομίσματα του Αλέξανδρου με την απεικόνισή του με τη λεοντή του Ηρακλή, σχολιάζοντας ακριβώς το συσχετισμό των αρχαίων βασιλέων της Μακεδονίας με τον ημίθεο και προπάτορά τους γιο της Αλκμήνης: «…καί μάρτυς ἀξιόπιστος αὐτό τό νόμισμα τοῦ Μακεδόνος Ἀλεξάνδρου τοιαύτη εἰκόνι καλλωπιζόμενον…» (Περί Θεμάτων). Πιθανόν η αναφορά αυτή του αρχαιογνώστη αυτοκράτορα να αποτελεί και μια ένδειξη για την επιβίωση της χρήσης των αλεξάνδρειων νομισμάτων ως φυλακτών ακόμα και κατά το 10ο αιώνα. Πίσω, στο βυζαντινό ιππόδρομο, με επιφύλαξη ας αναφερθεί και η πληροφορία, ότι η συντεχνία των Μακελλάρηδων (κρεοπωλών) διοργάνωνε την πρώτη Μαΐου κάθε χρόνου την ιδιαίτερη γιορτή της, όπως και οι υπόλοιπες συντεχνίες, στον ιππόδρομο, με σημαντικότερο μέρος της την ομαδική, ορχηστρική αναπαράσταση μιας μάχης και νίκης του Αλέξανδρου (Σάθας 1878: υκ΄, Μαρκάκης 1960: 258). Πέρα από τον ιππόδρομο, η διατήρηση του Αλέξανδρου στη λαϊκή μνήμη καί στον προχωρημένο 7o αιώνα επιβεβαιώνεται από την αναφορά του Λεοντίου, επισκόπου Νεαπόλεως στην Κύπρο, ο οποίος αναφέρει ξεκάθαρα ότι οι σύγχρονοί του κάτοικοι της Μακεδονίας υπερηφανεύονται για τον Αλέξανδρο (τον οποίο στη συνέχεια μειώνει χαρακτηρίζοντάς τον σφαγέα, προκειμένου να εξυψώσει το δάσκαλό του, Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, Πατριάρχη Αλεξανδρείας255, Stewart 2014: 12). Επιπλέον, η αίγλη του ονόματος του Αλέξανδρου εξασφαλίζει και την επιβίωσή του στα ανδρωνύμια του μεσαιωνικού ελληνισμού, όπως μαρτυρούν για παράδειγμα οι καταγραφές του Φωτίου στη Μυριόβιβλο, από το ιστορικό έργο του αντιγραφέως Θεοφυλάκτου (εκκλησία και σκήνωμα μάρτυρα Αλέξανδρου στη Δριζίπερα, ανδραγαθίες ταξιάρχη Αλέξανδρου στις συγκρούσεις με τους Αβαροσλάβους, P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 153, 156), η ύπαρξη του αυτοκράτορα Αλέξανδρου (912-913), γιου του Βασιλείου Α΄ και αδερφού του Λέοντος ΣΤ΄ Σοφού, καθώς και οι διάφοροι Αλέξιοι (παραλλαγή του «Αλέξανδρος»), αυτοκράτορες των δυναστειών των Κομνηνών και Αγγέλων (1081 – 1204) ή ακόμα και τα ονόματα απλών ανθρώπων της παλαιολόγειας εποχής («Αλέξανδρος» αλλά και οι παραλλαγές «Αλεξανδράς» και Το ενδιαφέρον στοιχείο βέβαια είναι ακριβώς το ότι η περίφημη γλυπτή στήλη του Ηρακλείου ως νέου Αλέξανδρου βρέθηκε σε μαρτύριο που έκτισε στην Κύπρο ο ίδιος ο Ιωάννης ο Ελεήμων, αφού κατέφυγε εκεί μετά την κατάκτηση της Αλεξάνδρειας από τους Πέρσες (βλέπε παρακάτω στο κεφάλαιο: Ο Αλέξανδρος στη Βυζαντινή Τέχνη καθώς και Stewart 2014: 13). 255

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

198

«Αλέξιος», Βασιλείου 2012: 84). Τέλος, η απήχηση του Αλέξανδρου στο λαό κατά τους επόμενους αιώνες επιβεβαιώνεται από τις παραστάσεις με τη μορφή του σε αγγεία του 11 ου 14ου αιώνα από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, παραστάσεις οι οποίες είναι παρμένες από το Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη (βλέπε παρακάτω, κεφάλαιο 3.5.4.) Γενικότερα, καταλυτικό ρόλο για τη θέση του Αλέξανδρου στη λαϊκή παράδοση του Βυζαντίου έπαιξε η διάδοση της Διήγησης του Αλέξανδρου του ψευδο-Καλλισθένη, που συνέχισε την παράδοση της αρχαιότητας και αποτέλεσε αδιάλειπτα ένα από τα δημοφιλέστερα κοσμικά αναγνώσματα των Βυζαντινών Ελλήνων. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι παραλλαγές της αρχικής α΄ παραλλαγής του Μυθιστορήματος, δηλαδή η β΄και οι υποδιασκευές της L΄ και λ΄, η γ΄, πιθανόν η δ΄, η ε΄ και η ζ΄256 είναι παραλλαγές του ελληνόφωνου Βυζάντιου, με διαφορετική η κάθε μία χρονολόγηση (βλέπε κεφάλαιο 2.9). Γι’ αυτό άλλωστε και μεταφράστηκαν και στις γλώσσες όλων των λαών στους οποίους το Βυζάντιο άσκησε την πολιτιστική επιρροή του, όπως για παράδειγμα στους λαούς του σλαβικού κόσμου. Επισημαίνεται ακόμη πως το βυζαντινό Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου, στις ύστερες παραλλαγές του, φαίνεται πως επικοινωνούσε και με άλλες βυζαντινές μυθιστορίες ρομαντικού χαρακτήρα, όπως ο Βέλθανδρος και η Χρυσάντζα ή ο Λίβιστρος και Ροδάμνη257. Βέβαια, στα βυζαντινά χειρόγραφα ο Αλέξανδρος γίνεται πλέον το πρότυπο του πιστού εν Χριστώ βυζαντινού αυτοκράτορα, όπως απεικονίζεται και στο χειρόγραφο του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας (βλέπε το κεφάλαιο 3.5.4.). Η παλαιότερη βυζαντινή διασκευή, η β΄, χρονολογείται από τα μέσα του 4ου ως τον 5ο αιώνα μ.Χ. και σώζεται σε συνολικά εννέα χειρόγραφα, τα οποία, όμως, είναι αρκετά μεταγενέστερα, καθότι χρονολογούνται στο 14ο με 15ο αιώνα τα περισσότερα. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος του Μυθιστορήματος σε ένα από αυτά τα χειρόγραφα, το Mosq. 436, olim.298 (14ος /15ος αιώνας): Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών. Καλλισθένης ὁ ἱστοριογράφος ὁ τά περί Ἑλλήνων συγγραψάμενος. οὗτος ἱστορεῖ καί λέγει τά κατά τόν βασιλέα Ἀλέξανδρον (Juanno 2015 (2002): 389, 424). Ήδη από την εισαγωγή διαφαίνεται ο υμνητικός χαρακτήρας της διασκευής, καθώς προβάλλεται ο ενάρετος χαρακτήρας του Αλέξανδρου, καθώς και η συμβολή της θείας πρόνοιας στο έργο του:

Η ζ΄ αποτελεί μια χαμένη σήμερα ελληνική διασκευή, από την οποία μεταφράστηκε η σέρβικη (Juanno 2015(2002): 689). 256

Βλέπε Roderick Beaton, «Η Ιδέα του Έθνους στην ελληνική λογοτεχνία –από το Βυζάντιο στη Σύγχρονη Ελλάδα», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 148 και υποσημείωση 14. 257

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

199

«Ἄριστος δοκεῖ γενέσθαι καὶ γενναιότατος Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν ἰδίως πάντα ποιησάμενος, συνεργοῦσαν αὐτῷ εὑρὼν ἀεὶ ταῖς ἀρεταῖς τὴν πρόνοιαν. τοσοῦτον γὰρ ἐν ἑκάστῳ τῶν ἐθνῶν πολεμῶν καὶ μαχόμενος διήγαγε χρόνον ὅσον οὐκ ἤρκει τοῖς βουλομένοις τὰς πόλεις ἀκριβῶς ἱστορῆσαι. τὰς δὲ Ἀλεξάνδρου πράξεις καὶ τὰς ἀρετὰς τοῦ σώματος αὐτοῦ καὶ τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἐν τοῖς ἔργοις εὐτυχίαν καὶ τὴν ἀνδρείαν ἤδη λέγομεν….»258 Σε όλη τη διασκευή β΄ ο Αλέξανδρος και οι Μακεδόνες ρητά αναφέρονται ως Έλληνες, για παράδειγμα όταν ο Αλέξανδρος καλεί σε συστράτευση όλους τους Έλληνες κατά των Περσών, μετά το θάνατο του πατέρα του, αυτό το κάνει «ἵνα μὴ Ἕλληνες ὄντες βαρβάροις δουλεύωμεν», όταν πάλι απολύει απείρακτους τους απεσταλμένους του Δαρείου τους τονίζει ότι στοχεύει έτσι «ἐνδείξασθαι τὴν διαφορὰν Ἕλληνος βασιλέως καὶ βαρβάρου τυράννου».259 . Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο αυτοπροσδιορισμός του Αλέξανδρου στο γράμμα που στέλνει στους Τύριους ως «Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος υἱὸς Ἄμμωνος καὶ Φιλίππου βασιλέως… βασιλεὺς μέγιστος Εὐρώπης τε καὶ πάσης Ἀσίας, Αἰγύπτου καὶ Λιβύης». Επιπλέον, έντονο είναι και το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη, με τον Αλέξανδρο να αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία ονοματοδοσίας τόπων, όπως φανερώνει το επεισόδιο κυνηγιού κάπου μεταξύ Αιγύπτου και Λιβύης, εξαιτίας του οποίου προέκυψε το τοπωνύμιο Παρατόνιο, επεισόδιο που το βρίσκουμε και σε άλλες διασκευές του Μυθιστορήματος (για παράδειγμα τη γ΄)260. Η διασκευή β΄ αποτελεί μια απλούστερη και πιο ομογενοποιημένη ανάπλαση της α΄ με τέτοιο τρόπο ώστε να προσδίδει στο Μυθιστόρημα μια πολύ διαφορετική φυσιογνωμία (βλέπε και προηγούμενο κεφάλαιο 2.9). Το Μυθιστόρημα χάνει τον έντονο αιγυπτιακό του χαρακτήρα, καθώς, για παράδειγμα, συντομεύεται το επεισόδιο της ίδρυσης της Αλεξάνδρειας, περιορίζονται οι αναφορές στον Άμμωνα και εξαφανίζεται ο Σάραπις και ο νεκρός Φαραώ Σεσόγχωσις από το επεισόδιο του σπηλαίου. Υπάρχει ακόμη μια επίταση του μοτίβου του Αλέξανδρου ως ελευθερωτή της Ελλάδας, μια έντονη προβολή της εικόνας του κοσμοκράτορα, του πολυμήχανου αλλά και συμπονετικού ηγεμόνα, καθώς και του ιδρυτή πόλεων. Μάλιστα, δεν λείπουν οι παρομοιώσεις του Αλέξανδρου με αστέρα. Στη διασκευή β΄ L. Bergson, Der griechische Alexanderroman. Rezension β, Stockholm: Almqvist & Wiksell, 1965, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (11.10.2015). 258

259

Ό.π.

Βιβλίο Α΄-31 διασκευής β΄, βλέπε Καλλισθένη 2005: 128 και F. Parthe, Der griechische Alexanderroman. Rezension γ. Buch I, Beitrage zur Klassischen Philologie 33. Meisenheim am Glan, Hain, 1963 σε Thesaurus Linguae Graecae. 260

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

200

γίνεται ακόμη μια προσπάθεια αφαίρεσης ορισμένων παγανιστικών στοιχείων, στοιχείο που φανερώνει, μαζί με ορισμένα άλλα τεκμήρια (π.χ. τη χρήση της φράσης «από κτίσεως κόσμου» για χρονολογήσεις) ότι ο συντάκτης της διασκευής β΄ είναι χριστιανός. Έτσι, δεν γίνεται λόγος πλέον για θυσίες του Αλέξανδρου στις διάφορες θεότητες και ο Μακεδόνας βασιλιάς επικαλείται την Πρόνοια και ορκίζεται στο όνομα της μάνας του και του πατέρα του, όχι των θεών. Αναφορικά με το περιεχόμενο, παρατηρείται ακόμη στη β΄ ένας πολλαπλασιασμός των τεράτων στις αχαρτογράφητες περιοχές στις εσχατιές του κόσμου, με ακόμη περισσότερα φανταστικά στοιχεία και χαρακτηριστικά. Τέλος, από τις πιο σημαντικές προσθήκες της β΄ διασκευής αποτελεί το ταξίδι του Αλέξανδρου στους τόπους του σκότους και η πηγή του αθάνατου νερού που υπάρχει εκεί. Η χώρα του σκότους χαρακτηρίζεται από το συγγραφέα της β΄ και ως ο τόπος των Μακάρων και το ταξίδι του Αλέξανδρου εκεί διαρκεί πολύ, ωστόσο δεν καταφέρνει στο τέλος να γευτεί το αθάνατο νερό, το μοτίβο του οποίου μάλλον υποβαθμίζεται στην αφήγηση, καθώς παρουσιάζεται ως τυχαία ανακάλυψη, πιθανόν για να μειωθεί και το μέγεθος αυτής της αποτυχίας του ήρωα261 (Juanno 2015 (2002): 391-442). Στην εκδοχή L της β΄, μια ελληνική εκδοχή του τέλους του 5ου με πρώτο μισό του 6ου αιώνα (βλέπε και προηγούμενο κεφάλαιο 2.9.) εμφανίζονται νέα επεισόδια: ένας χρησμός για τον επικείμενο θάνατο του Αλέξανδρου, πριν από το χρησμό των προφητικών δέντρων, ένα πιο αναλυτικό επεισόδιο με τη μάχη των Μακεδόνων με το γιγάντιο κάβουρα και βέβαια τα εντυπωσιακά επεισόδια της κατάδυσης του Αλέξανδρου στη θάλασσα και κυρίως της ανάληψής του στον ουρανό. Τα δύο τελευταία προτείνεται να ειδωθούν μαζί, ως οι – αποτυχημένες –απόπειρες του Αλέξανδρου να ορίσει τις ζώνες της θάλασσας και του ουρανού, που είναι έξω από τα ανθρώπινα όρια και είναι ακριβώς αυτή η αποτυχία του που θα τον περιορίσει στο δικό του μέτρο και βασίλειο, πάνω στη γη. Τέλος, ένα ακόμη επεισόδιο που προστίθεται στη L είναι η παραμυθητική επιστολή του Αλέξανδρου στην Ολυμπιάδα για το θάνατό του (Juanno 2015(2002): 448-452, 469, βλέπε αναλυτικά για την ανάληψη του Αλέξανδρου το κεφάλαιο 3.5.2). Στην υποδιασκευή λ΄ της β΄ (τέλη 7ου με αρχές 8ου αιώνα) παρατηρείται μια μεγαλύτερη έμφαση σε ζητήματα ηθικής τάξης, έτσι όπως αυτά διατυπώνονται μέσα από ένα εμπλουτισμένο, σε σχέση με άλλες εκδοχές, σώμα αποφθεγμάτων του Αλέξανδρου αλλά και άλλων προσώπων της αφήγησης. Εδώ πρωτοεμφανίζεται στην παράδοση του Μυθιστορήματος και το διάσημο επεισόδιο του αποκλεισμού των ακάθαρτων λαών (Γωγ και Μαγώγ) από τον Αλέξανδρο έξω από τα όρια του πολιτισμένου κόσμου (βλέπε παρακάτω, κεφάλαιο 3.2). Επίσης, στη διασκευή λ΄ ο Αλέξανδρος εμφανίζεται με μια επιπλέον αρετή, αυτή του πολύγλωσσου ηγεμόνα. Ακόμα, στους κήπους των προφητικών δέντρων του Ήλιου και της Σελήνης κάνει την εμφάνισή του το πουλί με στεφάνι στο κεφάλι που λάμπει σαν χρυσός, ο φοίνικας. Συν τοις άλλοις, ενδιαφέρουσες είναι και οι προσθήκες στο επεισόδιο με τη βασίλισσα Κανδάκη, της οποίας το παλάτι και ο πλούτος περιγράφονται με 261

και σε αντίθεση με μια συριακή εκδοχή, βλέπε κεφάλαιο 5.4 Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

201

εντυπωσιακές λεπτομέρειες. Τέλος, ως προς τη γλώσσα, αξίζει να επισημανθεί πως σε ένα χειρόγραφο της διασκευής λ΄, το Vaticanus 171, υπάρχουν πολλά χωρία στη δημοτική ελληνική γλώσσα, κυρίως στο πρώτο μισό του Μυθιστορήματος, ως το δεύτερο κεφάλαιο (Juanno 2015 (2002): 477 – 528). Η βυζαντινή παραλλαγή ε΄ σώζεται ολόκληρη μόνο σε ένα βυζαντινό χειρόγραφο, το οποίο μάλιστα είναι και το ένα από τα δύο βυζαντινά εικονογραφημένα χειρόγραφα που σώζονται, ο κώδικας Oxonius Bodleianus Baroccianus 17 (για τις μικρογραφίες του κώδικα βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 3.5.4). Το χειρόγραφο αυτό, σε γλώσσα δημώδη, ανάμεικτη με πιο λόγια και επιτηδευμένα στοιχεία, χρονολογείται στις αρχές του 13 ου αιώνα, ωστόσο η καταγεγραμμένη σε αυτό παραλλαγή ε΄ πρέπει να χρονολογηθεί στα τέλη του 7ου με αρχές 8ου αιώνα, σε μια εποχή που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιμετωπίζει δυσκολίες στα εξωτερικά της σύνορα, οπότε και - σύμφωνα με τη Juanno – δικαιολογείται η ιδιαίτερη προβολή του Αλέξανδρου καί μέσα από τη συγκεκριμένη παραλλαγή. Πράγματι, η ηρωική διάσταση του Έλληνα βασιλιά εδώ τονίζεται ακόμη περισσότερο σε σχέση με τις προηγούμενες παραλλαγές του Μυθιστορήματος, με ακόμη περισσότερα και πιο εντυπωσιακά κατορθώματα κατά τη νεαρή ηλικία του, με τονισμένο τον επικό χαρακτήρα των πολεμικών αναμετρήσεών του, κατά τις οποίες προκαλεί το φόβο και τελικά την ήττα στους αντιπάλους και μόνο με την παρουσία του. Επιπλέον τονίζεται ακόμη περισσότερο η έλλειψη φόβου του Αλέξανδρου απέναντι στο θάνατο, η ευστροφία του και ο πολυμήχανος χαρακτήρας του, με την ικανότητά του να σκαρφίζεται διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να εξασφαλίζει τη νίκη στις μάχες για τους άντρες του. Παράλληλα, βέβαια, τονίζεται και το αμείλικτο του χαρακτήρα του απέναντι στους αντιπάλους. Γενικότερα, στη διασκευή ε΄ έχουμε αρκετά νεωτερικά στοιχεία με έναν σημαντικό αριθμό επεισοδίων να έχουν εξαφανιστεί, τροποποιηθεί ή και εισαχθεί. Ορισμένα από τα επεισόδια που προστίθενται είναι η εκστρατεία του Αλέξανδρου στους Σκύθες στο βορρά και εναντίον της Θεσσαλονίκης, πριν την εκστρατεία του εναντίον των Περσών, η συνάντησή του με το Διογένη, η εκστρατεία του στη Δύση και η συνάντησή του με νέους μυθικούς λαούς, όπως οι γυναίκες Σειρήνες ή οι αλογοκένταυροι, η ίδρυση πόλεων στη Μικρά Ασία, ο ρόλος του Βουκεφάλα στο τέλος ως τιμωρού της δηλητηρίασης του κυρίου του και κυρίως η επίσκεψη του Αλέξανδρου στην Ιερουσαλήμ και ο προσηλυτισμός του στο μονοθεϊσμό. Η Juanno παρατηρεί πως η συγκεκριμένη προσθαφαίρεση επεισοδίων αλλά και προσώπων, η ασαφής, συμβολική γεωγραφία της παραλλαγής ε΄ και τα λογοτεχνικά μοτίβα της προσδίδουν ένα χαρακτήρα περισσότερο ανιστόρητο και μυθικό σε σχέση με τις άλλες παραλλαγές. Ακόμη και οι Ινδοί βραχμάνες σοφοί τοποθετούνται πλέον στο «νησί των Μακάρων», κάπου στη μακρινή ανατολή (Juanno 2015 (2002): 529 – 582, 674, 685-689). Ο Αλέξανδρος της διασκευής ε΄ παρουσιάζεται φοβερός, πιστή εικόνα της μακρόχρονης παράδοσης του Μυθιστορήματος, ευρύστερνος, με την αυστηρότητα του αετού, που είναι έτοιμος να πετάξει για κυνήγι, με το λεοντώδες του λιονταριού, με δόντια μυτερά και με

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

202

οφθαλμούς ο ένας μαύρος κι ο άλλος κυανός ως και χρυσωπός262. Με τη φωτιά, ως ηλιακός ήρωας –εκπολιτιστής, στο πρότυπο του Ηρακλή, κατανικά άγριους λαούς και τέρατα, όπως τους εξάχειρες και τους εξάποδες, τους Κυνοκέφαλους, τα τεράστια καβούρια. Όταν επισκέπτεται το ναό των ομηρικών ηρώων και τον τάφο του Αχιλλέα στο Ίλιον, θυσιάζει σε αυτόν λέγοντας τα εξής: «ὡς συγγενής σοι συγγενεῖ χοὰς σπένδω, σὺ γὰρ ἐκ Διὸς καὶ Θέτιδος ἐξέφυς κἀμὲ δ᾽ ἔτεκεν Ὀλυμπιὰς ἐκ Διός. ὡς κασιγνήτων ἓν ἡμῖν ἐστιν γένος»263. Όταν ο Αλέξανδρος καταλαβαίνει ότι ήρθε πλέον η ώρα να πεθάνει, στέλνει επιστολή στη μητέρα του Ολυμπιάδα. Στην αυτοπαρουσίασή του σε αυτήν την επιστολή, συνοψίζεται άριστα η δράση του: «Ἀλέξανδρος ὁ υἱός σου, ὅς ποτε ὢν βασιλεύς, ὃς πᾶσαν περιενόστησε γαῖαν, πλείστας τε πόλεις καὶ χώρας τῷ δόρατι ἀνείλετο. ἀπὸ γὰρ δυσμῶν ἐπὶ ἀνατολῆς ἐπειγόμενος, οὐκ ἦν τῇ τύχῃ μου ὁ ἀντιταχθῆναι δυνάμενος ἐν τῇ ὑφηλίῳ οἰκουμένῃ. ἐπὶ τὴν ἀοίκητον ἐπιβὰς πολλοὺς ὑπέστην κινδύνους, χώρας ἀγρίων ἀνθρώπων διερχόμενος, διῆλθον δὲ Μακάρων νήσους. Καὶ τὴν σκοτεινοτάτην γαῖαν διεπορεύθην ὡσεὶ πορείας ἡμερῶν πολλῶν, καὶ μέχρι θείας τινὸς ὀπτασίας οὐ παρεκελεύσθην ὑποστραφῆναι…»264. Ολοκληρώνοντας την επιστολή, ο Αλέξανδρος αποχαιρετά τη μητέρα του με τα παρακάτω συγκινητικά λόγια: «Ἐπὰν τῷ νεύματι τῆς ἄνω προνοίας τὸν σύμπαντα κόσμον κατεκυρίευσα, οὐ συγκεχώρημαι παρὰ τῶν ἐμῶν τὴν ἐμὴν καταλαβέσθαι πατρίδα καὶ σὲ θεάσασθαι. ὦ μῆτερ, τὸ λοιπὸν τῆς ἐμαυτοῦ ζωῆς ἐστέρησαι. οἴμοι, στρατὸς Μακεδονικὸς τὴν ψυχήν μου λυπεῖ, καὶ τῷ θανάτῳ παραπεμπομένην βλέποντες οὐ δύναται βοηθῆσαι. λοιπόν, μῆτερ ἐμή, γνῶθι τοῦ λοιποῦ ἄτεκνον εἶναί σε. δέξου τήνδε τὴν πάντων ὑστάτην καὶ δυστυχεστάτην γραφήν μου, οὐκέτι γάρ με θεωρεῖς λογογραφοῦντα πρὸς γὰρ χρονιωτάτην καὶ ἀνήλιον καὶ ἀνυπόστροφον στρατείαν ἀπέρχομαι,

«τρεῖς δ’ ὁμοῦ εἶχε μορφάς· θρασύτητι μὲν καὶ αὐστηρότητι ὡς ἄν τις εἶποι ἀετὸς μέλλων εἰς θήραν ἵπτασθαι, στέρνον πλατὺ καὶ αὐχὴν παχὺς καὶ κώμη πυρρὰ οἷον λέοντος, οἱ δὲ ὀδόντες λευκοὶ καὶ ὀξεῖς ὡς πασσαλίσκοι. οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ, ὧν ὁ μὲν δεξιὸς μέλας ὁ δὲ ἐξ εὐωνύμων πυρρός, οἷον ἄν τις εἶποι χρυσέους». («Είχε ταυτόχρονα τρεις μορφές: ως προς την θρασύτητα και την αυστηρότητα –θα μπορούσε να πει κανείς –σαν αετός που πρόκειται να πετάξει για κυνήγι, (είχε) πλατύ στέρνο και χοντρό αυχένα και μαλλιά κόκκινα σαν χαίτη λιονταριού, τα δόντια του ήταν άσπρα και μυτερά σαν πασαλάκια και τα μάτια του, από τα οποία το δεξί ήταν μαύρο και το αριστερό κόκκινο, θα μπορούσε να πει κανείς χρυσαφένια»). . 262

J. Trumpf, Anonymi Byzantini vita Alexandri regis Macedonum, Stuttgart: Teubner, 1974, πρωτότυπο κείμενο από: http://stephanus.tlg.uci.edu/ 263

264

Όπως παραπάνω. Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

203

καθὼς πᾶσιν ἀσυγχώρητος. λοιπὸν δὲ ἔχε, ὦ μῆτερ μου, τήνδε τὴν ἐπιστολὴν ἀντὶ ἐμοῦ καὶ ἀνάγνωθι εἰς τὸ ἐπίλοιπον τῆς ζωῆς σου καί θρήνοις μνημόνευε στέρησιν τέκνου»265. Επομένως, στοιχείο νεωτερικό στη διασκευή ε΄ αποτελεί επίσης η τάση ενίσχυσης του ήθους του Αλέξανδρου, με τον προβαλλόμενο σεβασμό που δείχνει αυτός για παράδειγμα απέναντι στο δάσκαλό του Αριστοτέλη ή και με τον τονισμό της σχέσης αγάπης και στοργής με τη μητέρα του ή ακόμη και με τον πατέρα του Φίλιππο. Ο Αλέξανδρος της διασκευής ε΄ είναι ένας νεαρός βασιλιάς που σέβεται και τιμά τους γονείς του και γενικότερα τα μεγαλύτερα από αυτόν πρόσωπα. Επιπλέον, ένα ακόμη νεωτερικό στοιχείο είναι η αισθηματική διάσταση της εκδοχής ε, με λογοτεχνικά παράλληλα στο αισθηματικό μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου Οι Περιπέτειες Λευκίππης καί Κλειτοφῶντος266. Υπάρχουν σκηνές κεραυνοβόλου έρωτα, του Νεκτεναβώ προς την Ολυμπιάδα ή του Αλέξανδρου προς τη Ρωξάνη, της οποίας η ομορφιά τονίζεται ιδιαίτερα. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση και στους δεσμούς φιλίας που αναπτύσσει ο Αλέξανδρος με τους τέσσερις πιστούς φίλους του (Αντίοχο, Σέλευκο, Φίλιππο και Φίλωνα) με σκοπό να τονιστεί γενικότερα η φιλία ως αξία. Γι’αυτό και υπάρχουν πολλές σκηνές διαχύσεων και φιλικών αγγιγμάτων οικειότητας στον τράχηλο του πλησίοντος. Η Juanno παρατηρεί πως το μοτίβο αυτό προέρχεται από αντίστοιχες σκηνές εκδήλωσης αγάπης και φιλίας στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, ωστόσο το εντυπωσιακό στοιχείο είναι πως κάθε Έλληνας σήμερα θα αναγνωρίσει στην καθημερινότητά του τις ίδιες κινήσεις ως εκδηλώσεις οικειότητας και στοργής. Τέλος, ένα ακόμη νεωτερικό στοιχείο αποτελεί η τάση για δραματοποίηση που διακρίνεται στην αφήγηση πολλών επεισοδίων, όπως αυτό της ανταρσίας των στρατιωτών του Αλέξανδρου (Juanno 2015 (2002): 649- 676). Ένα από τα μοτίβα του Αλέξανδρου που προβάλλονται δυναμικά στην παραλλαγή ε΄ είναι αυτό του βυζαντινού αυτοκράτορα267, ιδιαίτερα μέσα από το επεισόδιο της αρματοδρομίας, που παραπέμπει με όλη την περιγραφή του στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Πράγματι, από τον αριθμό και τα χρώματα των ηνιόχων, - που περιορίζονται στους τέσσερις με τα γνωστά χρώματα των δήμων της Πόλης, γαλάζιο, πράσινο, κόκκινο και λευκό268 - ως την περιγραφή των προετοιμασιών και της διεξαγωγής 265

Ό.π.

Η Juanno αποδεικνύει ακόμα πέρα από κάθε αμφιβολία και τους λογοτεχνικούς δεσμούς της διασκευής ε΄ με τα ομηρικά έπη, αφού απαντώνται σε αυτήν ομηρικές εκφράσεις και μοτίβα, τεκμηριώνοντας έτσι την καλή γνώση των ομηρικών επών από το συγγραφέα της ε΄. Επιπλέον, διαπιστώνεται και φρασεολογία – στο επεισόδιο της προσευχής του Αλέξανδρου και το κλείσιμο των βουνών –«μαστών του Βορρά» - παρμένη από τα κείμενα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, ακόμη και από το Σύμβολο της Πίστεως (Juanno 2015 (2002): 639, 642, 682, 684). 266

Η Juanno μάλιστα (2015 (2002):618-620) επισημαίνει ένα χωρίο, στο οποίο ο Αλέξανδρος, μιλώντας με παραβολές, εκφράζεται ως ένας κατεξοχήν υμνητής της μοναρχίας. 267

Τα τέσσερα αυτά χρώματα θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν τα τέσσερα στοιχεία του κόσμου και συμβολικά εμφανίζονταν στον ιππόδρομο, διότι αυτός θεωρούνταν ότι ήταν μικρογραφία της οικουμένης. Τα συγκεκριμένα χρώματα στην παραλλαγή ε΄ δίνονται ποιητικά: ουράνιο, ικάσιο (χρώμα της εικόνας), ολύμπιο 268

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

204

της αρματοδρομίας, η παραλλαγή ε΄ εμφανίζει γνήσια βυζαντινά στοιχεία,γνωστά και από άλλες περιγραφές του βυζαντινού ιπποδρόμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι αναφέρονται ακόμη και οι περίφημοι δήμοι να συμμετέχουν με τις φωνές και τις αντιδράσεις τους στο θέαμα που παρακολουθούν. Στο τέλος, ο λαός της πόλης ξεσπά σε επευφημίες για το νικητή Αλέξανδρο, τον οποίο μάλιστα υμνεί αναφερόμενος στην ιδιαίτερη πατρίδα του269: Δέξου τον, λοιπόν, ένδοξη Μακεδονία /και χάρη σε αυτόν αντιστάσου στους εχθρούς / γιατί ο Αλέξανδρος είναι ο νέος κοσμοκράτωρ270. Δεν είναι τυχαίοι οι στίχοι αυτοί: τονίζουν την ιδιότητα του Αλέξανδρου ως βυζαντινού αυτοκράτορα στο πλαίσιο λειτουργίας του ιπποδρόμου, που σκοπό είχε ακριβώς να προβάλλει τη δύναμη του αυτοκράτορα. Γι’αυτὀ άλλωστε, τουλάχιστον μέχρι κάποιο χρονικό σημείο, όλες οι μεγάλες στιγμές μιας αυτοκρατορικής δυναστείας, -γεννήσεις, άνοδος στο θρόνο, πολεμικοί θρίαμβοι και άλλες – γιορτάζονταν στον ιππόδρομο. Έτσι γίνεται και με τον Αλέξανδρο, προκειμένου αυτός, μέσω της διασκευής ε΄ του Μυθιστορήματος, να ενδυθεί λογοτεχνικά το ρόλο του βυζαντινού αυτοκράτορα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιολογούνται και χαρακτηρισμοί του Αλέξανδρου, κατά τις επευφημίες του από το πλήθος, που αποτελούν γνωστή από αλλού ορολογία δόξας ενός βυζαντινού αυτοκράτορα: κοσμοκράτωρ, νικητής αήττητος, γεούχος και ανατέλλων. Το τελευταίο επίθετο παραπέμπει στον ανατέλλοντα ήλιο και αποτελεί ένα μοτίβο πολύ κοινό για βυζαντινούς αυτοκράτορες, αρχής γενομένης από το Μέγα Κωνσταντίνο, το άγαλμα του οποίου στο φόρουμ του στην Κωσταντινούπολη είχε τα χαρακτηριστικά του ακτινοστεφούς Απόλλωνα. Ενδεικτικά, πολλούς αιώνες αργότερα, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης προσφωνεί το Μανουήλ Κομνηνό ως πυρσολαμπέστατε βασιλείας ἥλιε271. Έτσι το μοτίβο του βασιλιά Ήλιου, (χρώμα του δασωμένου Ολύμπου) και χρώμα της ανατολής, (ανατέλλον), το οποίο φέρει ο Αλέξανδρος (Juanno 2015 (2002): 583, 585). «Αὔχει Φίλιππε, τέρπου Μακεδονία, / ὁ μὲν γενέτης ἐντυχὼν Ἀλεξάνδρου, / ἡ δὲ πατρὶς τυχοῦσα καλεῖσθαι τούτου. / αὐτὸν δ’ ὑπαντήσαντες στεφανωμένον, / νικητὴν ἀήττητον, γεοῦχον μέγαν. / ἀνατέλλων γὰρ κατηγλάϊσε Ῥώμην / {ὡς ἀνατέλλων ἤθλησεν ἐν τῷ σταδίῳ} / καὶ πάντας ἠμαύρωσε λοιποὺς ἀστέρας. / δέχοιο δ’ αὐτόν, λαμπρὰ Μακεδονία, / καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἄμυναν ἐν τούτῳ δίδου· / Ἀλέξανδρος γάρ ἐστιν ὁ κοσμοκράτωρ». (διασκευή ε΄). 269

Ενδεχομένως αυτή η αναφορά για αντίσταση στους εχθρούς στη Μακεδονία να σχετίζεται με πραγματικές επιδρομές στην περιοχή κατά τους χρόνους συγγραφής της διασκευής ε΄ και στην ανάγκη ακριβώς για άμυνα και ψυχολογική συσπείρωση γύρω από το πρόσωπο –σύμβολο του Αλέξανδρου. Έχουμε δηλαδή για άλλη μια φορά την επαναφορά του μοτίβου του Αλέξανδρου –προστάτη. 270

Κατά την αυτοκρατορική τελετή της προκύψεως ο αυτοκράτορας εμφανιζόταν ψηλά στο ηλιακό του αυτοκρατορικού παλατιού, ενώ οι δήμοι τον επευφημούσαν και αναφωνούσαν «ανάτειλον η ένθεος βασιλεία». Ο επίσκοπος Φιλιπουπόλεως Μιχαήλ Ιταλικός σε πανηγυρικό λόγο για τις νίκες του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού στη Συρία (1137-1138) λέει ότι αυτός, όπως «τις ἑῷος ἥλιος καὶ ἀπρόσιτος ταῖς μαρμαρυγαῖς ἐκ τοῦ ἀνατολικοῦ ὁρίζοντος πεποιημένος τὴν κίνησιν» έδιωξε το νέφος και την αχλύ. Ο πατριάρχης Μιχαήλ της Αγχιάλου, απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό τονίζει ότι «…ἑῶος συνανέτειλας τῷ ἡλίῳ…» (βλέπε υποσημείωση 331, 335 για παραπομπή). Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα του μοτίβου του βυζαντινού αυτοκράτορα Ήλιου είναι αυτό του Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρι, αυτοκράτορα της Νίκαιας (1204 -1222). Ο Νικόλαος Μεσαρίτης γράφει απευθυνόμενος σε αυτόν: «σύ ἐξ ἑώας καθά ζωογόνος ἥλιος ἀνατιταίνεις» κι ο Χωνιάτης τον περιγράφει ως τον ανατέλλοντα Ήλιο από το μακρινό Ωκεανό, στοιχείο γνήσιο αρχαιοελληνικό: «σύ δ’αὐτός ὡς 271

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

205

που ξεκινά στην Ευρώπη με τον Αλέξανδρο, όπως είδαμε, συνεχίζει και στο Βυζάντιο ως μια κληρονομιά του Μακεδόνα βασιλιά, για να βρει και τη λογοτεχνική καταγραφή του στο Μυθιστόρημα. Αντίστοιχα, ως βυζαντινός αυτοκράτορας παρουσιάζεται ο Αλέξανδρος τόσο στο επεισόδιο της υποδοχής των πρέσβεων του Δαρείου, τους οποίους υποδέχεται κατά το βυζαντινό τυπικό272 και σύμφωνα με τις περιγραφές του έργου του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου Περί Βασιλείου Τάξεως, όσο και κατά την υποδοχή του Αλέξανδρου στη Ρώμη, που γίνεται με εκδηλώσεις τιμής (με κοσμοσυρροή, επευφημίες, τύμπανα, χορούς και κλαδιά δάφνης) που ταιριάζουν στις περιγραφές θριάμβων βυζαντινών αυτοκρατόρων. Επιπλέον, ο Αλέξανδρος δεν παύει να έχει στη διασκευή ε΄ ορισμένες ιδιότητες που, με βάση διάφορα παράλληλα στοιχεία, προσιδιάζουν ξεκάθαρα σε έναν βυζαντινό αυτοκράτορα, ιδιότητες όπως η μεγαλοθυμία, φιλευσπλαχνία και φιλανθρωπία, η ταπεινότητα ενώπιον του θεού και γενικότερα η ευσέβεια, η ιδιότητα του νικηφόρου ηγεμόνα αλλά παράλληλα και του ειρηνοποιού, και –μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο –η ιδιότητα του κτίστη και του ονοματοδότη. Σημαντική είναι ακόμη η διάσταση της τύχης, που συνοδεύει τόσο τον Αλέξανδρο της διασκευής ε΄, όσο και τους βυζαντινούς αυτοκράτορες στις επευφημίες του ιπποδρόμου. Ολοκληρώνοντας την αναφορά στην προβολή του Αλέξανδρου ως βυζαντινού αυτοκράτορα, οφείλουμε να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά στο μοτίβο της ματαιότητας της ζωής και των μεγαλείων273, της θύμησης της θνητότητας: πράγματι, το μοτίβο αυτό υπάρχει έντονο τόσο στη διασκευή ε,΄ όσο και στην ελληνική μεσαιωνική σκέψη γενικότερα και στο τελετουργικό στέψης των βυζαντινών αυτοκρατόρων ειδικότερα, όταν, ανάμεσα στα άλλα αυτοκρατορικά σύμβολα, λάμβαναν και ένα μικρό μεταξωτό σακουλάκι γεμάτο χώμα, την ακακία, ενθύμηση της θνητότητας και της μοίρας τους, ώστε να μην πορεύονται με

ἐν νάμασιν Ὠκεανίοις λουσάμενος ήλιος χαριέστερος ἡμῖν ἀνατέταλκας». Ο Γιαρένης σημειώνει πως η παρομοίωση ενός αυτοκράτορα με τον ήλιο ήταν ευρέως χρησιμοποιούμενη και εδραιωμένη στη βυζαντινή συνείδηση, δείχνοντας ότι, σύμφωνα με την ερμηνεία της, όπως ο ήλιος κυριαρχούσε στο φυσικό σύμπαν των Βυζαντινών, έτσι και ο αυτοκράτορας προβαλλόταν ως η υπέρτατη αρχή στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της βυζαντινής οικουμένης. (Γιαρένης 2010: 256 -258, 365). Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε ως τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου. Χαρακτηριστικά, μέγα φωσφόρο χαρακτηρίζει το Μιχαήλ Παλαιολόγο ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Κύπριος σε εγκώμιο που έγραψε προς τιμήν του (PG 142, 369). Ο λόγιος Ιωάννης Αργυρόπουλος στη μονωδία του για το θάνατο του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου (1425-1448) σημειώνει: «Ὦ τῆς Ἑλλάδος ἥλιε βασιλεῦ, ποῖ ποτε γῆς ἔδυς, λιπών ἡμᾶς ἐν νυκτομαχία δεινῆ;» (Σοφιανός 2008: 67). Τέλος, οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα είναι και η παρομοίωση τόσο της Παναγίας όσο και του Αγίου Δημητρίου ως «άλλου ήλιου» σε λόγο που εκφώνησε ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος για τον Άγιο Δημήτριο μέσα στο ναό της Αχειροποίητου στη Θεσσαλονίκη γύρω στο 1350 (πρωτότυπος λόγος σε: Βλαχάκος 2004: 404 -406). Παρουσιάζεται μάλιστα να φορά χρυσό στέμμα με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια και «σύμβολο νίκης» στην κορυφή, που, κατά τη Juanno, δεν μπορεί παρά να είναι ο νικοποιός σταυρός των βυζαντινών αυτοκρατόρων (Juanno 2015 (2002): 600). 272

Για το διαχρονικό αυτό μοτίβο και τις μεταβυζαντινές επιβιώσεις του, σε συνάρτηση πάντα με τον Αλέξανδρο, βλέπε περισσότερα στο κεφάλαιο 4.3. 273

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

206

αλαζονεία274. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη διασκευή ε΄ ενισχύεται το μοτίβο του εκχριστιανισμένου Αλέξανδρου με το επεισόδιο της επίσκεψης στην Ιερουσαλήμ και τη συνάντησή του εκεί με τον αρχιερέα Ιαδδούς, ένα επεισόδιο το οποίο από την έρευνα αποδίδεται στους Εβραίους της Αλεξάνδρειας του 2ου αιώνα π.Χ. (Juanno 2015 (2002): 582-618, 625-627, 643, 677-678, 680). Η παραλλαγή γ΄ χρονολογείται το 14ο αιώνα και σώζεται σε τρία χειρόγραφα, ένα από τα οποία είναι το περίφημο εικονογραφημένο χειρόγραφο του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας (βλέπε κεφάλαιο 3.5.4). Αποτελεί ουσιαστικά συρραφή των διασκευών β΄ και ε΄ με ελάχιστες τροποποιήσεις προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της εικόνας του Αλέξανδρου, μικρές περικοπές (επεισοδίων που δεν ταιριάζουν με την «καλή» εικόνα του Μακεδόνα βασιλιά) και εκτενέστερο περιεχόμενο που, όμως, περιλαμβάνει σε ορισμένες περιπτώσεις διπλές εμφανίσεις επεισοδίων. Γίνεται μια προσπάθεια να υπάρχει μια συνέπεια με τη συνένωση του υλικού των δύο προηγούμενων διασκευών, ωστόσο δεν λείπουν τα λάθη. Και πάλι, ο Αλέξανδρος προβάλλεται ως κοσμοκράτορας και Έλληνας βασιλιάς, μιλά εκ μέρους του ελληνισμού, τον οποίο αναλαμβάνει να απελευθερώσει από τους Πέρσες και ο στρατός του, οι Μακεδόνες του, είναι Έλληνες, κάτι που τονίζεται σε αρκετά σημεία 275. Ο εγκωμιαστικός χαρακτήρας της γ΄ τονίζεται ήδη από την εισαγωγή του κειμένου, με την επανάληψη του ίδιου ακριβώς κειμένου, όπως το αντίστοιχο της διασκευής β.΄276 Οι αξιοσημείωτες προσθήκες της γ΄ εκδοχής είναι η συμπερίληψη όλου του έργου του Παλλαδίου Περί τῶν τῆς Ἰνδίας ἐθνῶν καί τῶν Βραχμάνων μέσα στην αφήγηση με ταιριαστό τρόπο και η ενισχυμένη προβολή του μοτίβου της ενθύμησης της θνητότητας του ανθρώπου και της ματαιότητας των μεγαλείων, με αφορμή το θάνατο του Αλέξανδρου277(Juanno 2015 (2002): 691-725). Επιπλέον, στη γ΄ παραλλαγή συναντάμε αμυδρά την ιδέα της δημιουργίας μιας αυτοκρατορίας κοσμοπολίτικου χαρακτήρα, με την αδερφοσύνη Μακεδόνων και Περσών: «ἐν Περσίδι πᾶσι δῆλον γέγονεν, εἰς ὁμόνοιαν ἔρχονται Πέρσαι τοῖς Μακεδόσιν ὡς ἀδελφικῶς ἀλλήλοις διακεῖσθαι» (Καλλισθένης 2005: 302). Για παραδείγματα και αναφορές από το Βυζάντιο για την ακακία, βλέπε αναλυτικά Juanno 2015 (2002): 677-678). Η ακακία απεικονίζεται και στο ψηφιδωτό με την παράσταση του αυτοκράτορα Αλέξανδρου στα υπερώα της Αγίας Σοφίας. 274

Ενδεικτικά, μετά την εκφορά και ταφή του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος, απευθυνόμενος στο στρατό του, λέει: «ὦ παῖδες Πελλαίων καί Μακεδόνων καί Ἑλλήνων, καί Ἀμφικτυόνων…συνέλθετέ μοι τῶ συστρατιώτη ὑμῶν καί ἐμπιστεύσατέ μοι ἑαυτούς, ὅπως καταστρατευσώμεθα τοῖς βαρβάροις καί ἑαυτούς ἐλευθερώσωμεν τῆς τῶν Περσῶν δουλείας, ἵνα μή, Ἕλληνες ὄντες, βαρβάροις δουλεύσωμεν» (βιβλίο Α.25, F. Parthe, Der griechische Alexanderroman. Rezension γ. Buch I. Beitrage zur Klassischen Philologie 33, Meisenheim am Glan, 1963 σε Thesaurus Linguae Graecae). 275

Πρωτότυπο κείμενο σε F. Parthe, Der griechische Alexanderroman. Rezension γ. Buch I, Beitrage zur Klassischen Philologie 33. Meisenheim am Glan, Hain, 1963 σε Thesaurus Linguae Graecae. 276

Το μοτίβο της θύμισης του θανάτου υπάρχει ιδιαίτερα έντονο σε ένα από τα τρία χειρόγραφα της γ΄ παραλλαγής, τον κώδικα Parisinus Suppl. Gr. 113 (c), στο οποίο εμφανίζεται στο τέλος ένα μακροσκελές ιαμβικό ποίημα για τη ματαιότητα του κόσμου (Καλλισθένης 2005:518-520, Juanno 2015 (2002): 724-725, βλέπε ένα απόσπασμα του στιχουργήματος στην υποσημείωση 240). 277

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

207

Από τις συγγενείς παραλλαγές γ΄ –ε΄ αξίζει να αναφερθούν δύο ακόμη επεισόδια που τεκμηριώνουν το μοτίβο τόσο του αποθεωμένου κοσμοκράτορα Αλέξανδρου, όσο και αυτό του αποστόλου του μονοθεϊσμού –χριστιανισμού: σύμφωνα με το Μυθιστόρημα (Β΄.27) όταν ο Αλέξανδρος (ξανα)πήγε στην Αίγυπτο, κατέκτησε την παλιά πόλη του Νεκτεναβώ, όπου ήταν το ανάκτορό του. Μπαίνοντας μέσα σε αυτό, το άγαλμα του Νεκτεναβώ με θαυμαστό τρόπο έβαλε στο κεφάλι του Μακεδόνα βασιλιά ένα στεφάνι και στο χέρι του του έδωσε τη σφαίρα της οικουμένης, σύμβολο κοσμοκρατορίας, που τη συναντάμε σε απεικονίσεις Ρωμαίων αυτοκρατόρων αλλά και βυζαντινών, με επίστεψη με σταυρό, οπότε και συμβολίζει τη βυζαντινή, χριστιανική οικουμένη278. Στη συνέχεια, πάντα σύμφωνα με την αφήγηση, (Β΄.28) ο Αλέξανδρος επανίδρυσε την παλιά πόλη του Νεκτεναβώ που κατέκτησε και έκτισε στην ανατολική πύλη της τον ψηλότερο πύργο, πάνω στον οποίο και έστησε ένα δικό του άγαλμα, μαζί με το άγαλμα του Σέλευκου (που είχε κέρατα, υπόμνηση των αρχαίων νομισμάτων του), του Αντιόχου και του γιατρού Φιλίππου. Έπειτα ανέβηκε πάνω στον πύργο και αρνήθηκε τους θεούς της γης (τους παγανιστικούς) και ανακήρυξε μοναδικό θεό τον αληθινό, ασύλληπτο, αόρατο και ανεξιχνίαστο, που δοξάζεται με τρισάγια φωνή εποχούμενος στα Σεραφείμ. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος προέβη σε μια ομολογία πίστης προς τον Θεό-δημιουργό «ορατών και αοράτων», ζητώντας τη βοήθειά Του για να εκπληρώσει τα μελλοντικά σχέδιά του (Καλλισθένης 2005:318-323). Το ενδιαφέρον στοιχείο στην αφήγηση είναι ακριβώς η διαδοχή των δύο επεισοδίων, που δείχνει συμβολικά τη μεταμόρφωση του Αλέξανδρου από έναν αρχαίο αποθεωμένο παγανιστή ηγεμόνα σε πιστό εν Θεώ αυτοκράτορα, καθότι το στεφάνι και η σφαίρα της οικουμένης δίνουν τη θέση τους στην αποκήρυξη του παγανισμού και στην ομολογία πίστης στο μοναδικό Θεό. Ωστόσο, η διαδοχή των επεισοδίων δείχνει και κάτι άλλο: πως προϋπόθεση του χριστιανικού Αλέξανδρου ήταν ακριβώς η παράδοση της αρχαίας αποθέωσής του από τον παγανιστή Νεκτεναβώ, πως τα δύο αυτά χαρακτηριστικά του είναι αλληλένδετα. Έτσι, συμβολικά, η βυζαντινή αυτοκρατορία κληρονομεί το αρχαίο μεγαλείο της Αιγύπτου και της Ρώμης και υιοθετεί το μονοθεϊσμό με φορέα και απόστολο και στις δύο περιπτώσεις το Μακεδόνα βασιλιά. Υπήρχαν πολλά βυζαντινά χειρόγραφα του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου, που αποτέλεσαν και τη βάση για τις αλλόγλωσσες μεταφράσεις: για παράδειγμα, από ελληνικά πρότυπα αντλούν πέντε σωζόμενα αρμένικα χειρόγραφα (Τούρτα 2012). Συνολικά δεκαοχτώ ελληνικά χειρόγραφα σώζονται ως τις μέρες μας, αυτά που χρονολογούνται από τον 11 ο ως το 16ο αιώνα. Από αυτά δύο χειρόγραφα χρονολογούνται τον 11ο αιώνα, δύο το 13ο, τέσσερα το 14ο και τρία το 15ο (Holton 1973: 6, Βελουδής 1977/1989: ιβ΄-ιγ΄, Καμπούρη –Βαμβούκου 2001: 120, Stoneman 2011: 317-319, Τούρτα 2012). Οι βυζαντινοί λόγιοι πίστευαν πως ο συγγραφέας της Η Juanno σημειώνει πως η σφαίρα της οικουμένης υπάρχει ως μοτίβο αυτοκρατορικού συμβολισμού από την εποχή του Αυγούστου και πως αρχικά συμβόλιζε την ουράνια σφαίρα. Στο Βυζάντιο, επισημαίνει τον έφιππο ανδριάντα του Ιουστινιανού στην Κωνσταντινούπολη με τη σφαίρα στο χέρι, καθώς και άλλες αναπαραστάσεις σε νομίσματα αυτοκρατόρων ως την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, ενώ στη συνέχεια απαντάται μόνο στα νομίσματα των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας (Juanno 2015 (2002): 606-607). 278

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

208

Διήγησης του Αλέξανδρου ήταν ο Καλλισθένης, όπως φαίνεται από μια αναφορά του Ιωάννη Τζέτζη το 12ο αιώνα (Τούρτα 2012). Το μοναδικό σωζόμενο μεσαιωνικό ελληνικό χειρόγραφο της πιο παλιάς παραλλαγής (της α΄ - υπάρχουν τουλάχιστον άλλες επτά παραλλαγές) περιλαμβάνεται στον Κώδικα Parisinus gr. 1711 της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Παρίσι και χρονολογείται ανάμεσα στο 1013 και 1124. Ξεκινά με τη φράση: «Καλλισθένης ἱστοριογράφος ὁ τά περί τῶν Ἑλλήνων συγγραψάμενος. οὗτος ἱστορεῖ Ἀλεξάνδρου πράξεις». Γνωρίζουμε σήμερα πως τουλάχιστον μία εκδοχή του Μυθιστορήματος αντιγράφτηκε σε αυτοκρατορικό εργαστήριο λίγο μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (959) μαζί με το έργο του αυτοκράτορα Περί Βασιλείου Τάξεως, σύμφωνα με τα περιεχόμενα του κώδικα Lipsiensis Rep. I 17. Γνωρίζουμε ακόμη πως ένα αντίγραφο του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου φυλασσόταν στη βιβλιοθήκη του Καππαδόκη γαιοκτήμονα Ευσταθίου Βοϊλά, ο οποίος έζησε στις αρχές του 11ου αιώνα (Gary 1956: 10, Holton 1973: 11, Καμπούρη –Βαμβούκου 2001: 108, Stoneman 2008: 301, 317, Trahoulia 2007: 43, Juanno 2015 (2002): 624. Για τα βυζαντινά χειρόγραφα βλέπε και το προηγούμενο κεφάλαιο 2.9). Εκτός, όμως, από τις μεσαιωνικές πεζές διασκευές του Βίου του Αλέξανδρου υπήρξε τουλάχιστον και μια έμμετρη με τίτλο Ἀλέξανδρος ὁ Βασιλεύς σε βυζαντινό πολίτικο στίχο, πολύστιχη με 6.133 στίχους, που σώζεται στον πριν αριθμούμενο Marcianus 408 και τώρα 672 κώδικα του Βησσαρίωνα, του Έλληνα Καρδινάλιου με καταγωγή από την Τραπεζούντα (στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, Stoneman 2008: 334, Μέρτζιος 1947: 28-29). Η έμμετρη αυτή διασκευή βασίστηκε σε μια διασκευή του πεζού Μυθιστορήματος συγγενική με τις α΄ και β΄παραλλαγές, καθώς και στο Χρονικόν Σύντομον του Γεωργίου Μοναχού. Σύμφωνα με τη χρονολογική ένδειξη που περιέχουν οι τρεις στίχοι στο τέλος του ποιήματος, πρέπει να γράφτηκε το 1388. Ωστόσο ο Μητσάκης υποστηρίζει πως η ένδειξη αυτή αναφέρεται μόνο στο χρόνο αντιγραφής του προηγούμενου χειρόγραφου, απόγραφο του οποίου υπήρξε ο κώδικας του Βησσαρίωνα. Στηριζόμενος σε γλωσσικές ενδείξεις, όπως η γλωσσική καθαρότητα των ελληνικών, χωρίς επιδράσεις φράγκικων στοιχείων, ο Μητσάκης προτείνει μια χρονολόγηση στις αρχές του 13ου αιώνα (Μητσάκης (1968) 2001: 11 -12, 55, 2007:59). Η έμμετρη ιστορία του Αλέξανδρου σε πολλά σημεία αποκαλύπτει πνεύμα αρχαιογνωσίας και ευρυμάθειας από την πλευρά του ανώνυμου δημιουργού της279 και ξεκινά με τους εξής στίχους:280

Για παράδειγμα, ο Αλέξανδρος, πριν αποφασίσει να επισκεφτεί το Δαρείο μεταμφιεσμένος ως αγγελιοφόρος, βλέπει ένα όνειρο με τον Ερμή «τὸν Ἄμμωνα Θεοῦ φοροῦντα σχῆμα, κηρύκειον χλαμύδα τε τοῦτον ἐνδεδυμένον, πιλίον Μακεδονικὸν ἐπὶ τὴν κάραν τούτου...» (στ. 3354-3357). 279

Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τα σωζόμενα βυζαντινά χειρόγραφα του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου δες Βελουδής 1977/1989: 12-14, και Stoneman 2008: 317-319. 280

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

209

«Ὁ Μακεδόνων βασιλεύς Ἀλέξανδρος ἐκεῖνος ὁ γίγας ὁ περίφημος ὁ συνετός ἐν λόγοις ἡ πάρδαλις ἡ πτερωτή, λέων ὁ βρυχητός ὁ πρός πολέμους ἰσχυρός, ὁ δυνατός ἐν μάχαις παντί τῶ κόσμω γέγονε περιφανής καί μέγας, ἅπαν γάρ εἶδος ἀρετῆς καλλίστης κατορθώσας ἒσχε τήν τύχην συνεργόν, πρόνοιαν συμμαχοῦσαν τοσοῦτον δ’ ὑπερέβαλε τῶν πάλαι τῶν Έλλήνων ᾶνδρας ἐκείνους ἰσχυρούς, τούς παλαμναιοτέρους ἒν τ’ εὐγενεία τῆς ψυχῆς καί σώματος τῆ ρώμη καί τοῖς ἀνδραγαθήμασι καί τῆ πολλῆ φρονήσει τοῖς ἂστροις ὅσον ἥλιος πλεῖστον καθυπερεῖχε συνῆψε μάχας πρός ἐχθρούς ἒκτεινε τούς βαρβάρους….» (Μέρτζιος 1947: 28-29). Όταν έρχεται η ώρα της εκστρατείας στην ανατολή κατά των Περσών, με αφορμή την ταφή του πατέρα του, ο Αλέξανδρος συγκεντρώνει όλες τις ελληνικές δυνάμεις και προβαίνει σε ένα πανελλήνιο, πατριωτικό κάλεσμα: «ὦ παῖδες τῶν Θρᾳκῶν καὶ Μακεδόνων πάντων, τῶν Ἐπελλέων Θετταλῶν καὶ τῶν Ἀφιτρυόνων, Θηβαίων, Κορινθίων τε καὶ Λακεδαιμονίων, τῶν Ἀθηναίων καὶ λοιπῶν Ἑλλήνων τῆς Ἑλλάδος, προσέλθετέ μοι κάλλιστα πᾶσι βουλευομένῳ· τοῖς Ἀλεξάνδρου πείσθητε λόγοις, συστρατιῶται· αὑτοὺς ἐμοὶ πιστεύσατε κατὰ βαρβάρων πάντες. Καλῶς ἐπιστρατεύσωμεν, ἵν’ ἐλευθερωθῶμεν αὐτῆς δουλείας τῶν Περσῶν καὶ καταδυναστείας, καὶ μὴ, πρὸς μάχην ἄριστοι πάντες Ἕλληνες ὄντες, κακῶς καταδουλούμεθα βαρβάροις ἀνισχύροις.» (στ. 1127-1137).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

210

Σε άλλο σημείο προβάλλεται έντονα και εμβληματικά το μοτίβο του Αλέξανδρου –Κτίστη, καθώς αυτός, καθ’οδόν για την ανατολή, στρατοπεδεύει έξω από το Βυζάντιο και κτίζει έναν οικισμό, την Στρατήγιν κι έναν δεύτερο απέναντι, τη Χρυσόπολη: «Ὅθεν καὶ πρὸς τὴν Βύζαντος πόλιν κατασκηνώσας καὶ κτίσας τόπον ἐν αὐτῷ καὶ πάντας στρατηγήσας, Στρατήγιν κέκληκεν αὐτόν· ἔνθεν ἀντιπεράσας καὶ τῷ στρατῷ νείμας χρυσὸν ἄντικρυς Βυζαντίδος, Χρυσόπολιν ὠνόμασε τὸν τόπον ἀπὸ τούτου». Στη μάχη στην Κιλικία (Ισσός ποταμός) ο Αλέξανδρος ορμά σαν λιοντάρι στην εχθρική παράταξη: «Ἔνθεν αὐτὸς Ἀλέξανδρος παροξυνθεὶς ὡς λέων, ὥρμησεν εἰς τὸν πόλεμον μετὰ τῶν στρατευμάτων, καλῶς παραταξάμενος Δαρείῳ καὶ τοῖς Πέρσαις» (στ.2004-2006). Στη μάχη που ακολουθεί, ο κουρνιαχτός που σηκώνεται θολώνει το πεδίο, ώστε να μην ξεχωρίζουν οι Έλληνες από τους Πέρσες, πολλοί σκοτώνονται και το αίμα ποτίζει τη γη. Ο προσωποποιημένος ήλιος αντιδρά και στο σημείο αυτό ο ποιητής δε διαχωρίζει τη μοίρα των μεν και των δε: «Ἰδὼν γὰρ Ἥλιος αὐτὸς μέγα καὶ συμπαθήσας τοῖς γενομένοις ἅπασι, καὶ θεωρεῖν μὴ κρίνας τοσαῦτα τὰ μιάσματα, συνέστειλεν ἀκτῖνας» (στ. 2048-2050). Ένα ακόμη εντυπωσιακό στη σύλληψή του επεισόδιο είναι η κάθοδος του Αλέξανδρου στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι, ανάστατοι συγκαλούν την εκκλησία του δήμου και καλούν τους δέκα ρήτορές τους να πάρουν θέση: ο Αισχίνης καλεί τους Αθηναίους να αποστείλουν τους ρήτορες ως πρεσβεία στον Αλέξανδρο, ο Δημάδης να τον πολεμήσουν λυσσαλέα και ο Δημοσθένης –απροσδόκητα και σε αντίθεση με την ιστορική παράδοση – με έναν αριστοτεχνικό λόγο τους πείθει τελικά πως είναι προς το συμφέρον τους να συμμαχήσουν μαζί του μια και, ούτως ή άλλως, είναι «καθηγητές του» και επιπλέον ο Αλέξανδρος είναι πράγματι όχι μόνο βασιλιάς Ελλήνων αλλά και βαρβάρων, έχοντας κατανικήσει τους προαιώνιους εχθρούς τους, τους Πέρσες, και έχοντας ιδρύσει την Αλεξάνδρεια στην υποταγμένη Περσία. Ακολουθεί συμφιλιωτική αποστολή πρέσβεων προς τον Αλέξανδρο και απαντητική επιστολή του Αλέξανδρου, ο οποίος, αν και καταφέρεται εναντίον τους για την πρότερή τους εχθρική στάση απέναντι στον πατέρα του και στον ίδιο, εντούτοις δέχεται τον Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

211

ειρηνικό τρόπο επίλυσης των διαφορών, εκτιμώντας τη στάση των ρητόρων τους και κυρίως του Δημοσθένη281. Αλλά ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το λόγο του Αθηναίου ρήτορα: «… Ἀλλ’ Ἕλλην ὢν Ἀλέξανδρος καὶ γένος τῶν Ἑλλήνων, Ἕλληνας συλλαβόμενος τοὺς τοῦτον μαχομένους οὐκ εἰς δουλείαν ἤνεγκεν, ἀλλὰ καλῶς στρατεύει καὶ πολεμίους τοὺς αὐτοῦ κατέστησε συμμάχους. Οὕτως Ἀλέξανδρος ποιεῖν ἔφησεν ὁ γενναῖος, ἡνίκα τὸ βασίλειον ἐπέβη θαρσαλέως, τοὺς φίλους μὲν εὐεργετεῖν, ἐχθροὺς δὲ ποιεῖν φίλους. Ἡμεῖς γοῦν οἱ σοφώτατοι θέλομεν Ἀθηναῖοι, φίλοι τυγχάνοντες αὐτοῦ, καθηγηταὶ δὲ μᾶλλον …………................................................................................ Πρῶτος δ’ αὐτὸς Ἀλέξανδρος Ἑλλήνων βασιλέων ἔσχε τὴν Αἴγυπτον αὐτήν, ὥστε καὶ πρῶτος οὗτος ὀφθήσεται καὶ βασιλεὺς Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων». (στ. 2745-2753, 2775-2777). Στο ποίημα προβάλλεται ο Αλέξανδρος εμβληματικά ως ακαταμάχητος στρατηγός, που δε διστάζει να γκρεμίσει τις γέφυρες διαφυγής προς τα πίσω πάνω από τον Ευφράτη ποταμό, προκειμένου να ωθήσει τους Μακεδόνες μπροστά στη μάχη. Είναι αυτός που στις κρίσιμες περιστάσεις εμψυχώνει αποτελεσματικά τους στρατιώτες του, διώχνοντας το φόβο τους και παράλληλα έχει πάντα στο νου του τη δόξα της Ελλάδας. Οι αναφορές αυτές του ποιήματος στον Αλέξανδρο ως Έλληνα βασιλιά είναι τόσες και τέτοιες ποιοτικά, όσες ίσως σε καμία άλλη πεζή ή έμμετρη διασκευή του Μυθιστορήματος. Κατά την άποψη του γράφοντος, το ποίημα Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς θα πρέπει να ειδωθεί στο πλαίσιο μιας πατριωτικού χαρακτήρα προβολής του Αλέξανδρου από τον ελληνισμό των αρχών του 13ου αιώνα (εφόσον δεχτούμε τη χρονολόγηση του Μητσάκη), πιθανόν μέσα στα ιστορικά συμφραζόμενα της πάλης του ελληνισμού με το θανάσιμο εχθρό που ήρθε από τη δύση, τους βάρβαρους σταυροφόρους, Φράγκους και Βενετσιάνους. Αναμφισβήτητα, το έπος Ἀλέξανδρος ὁ Βασιλεύς αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση λογοτεχνικού κειμένου που εκφράζει την εθνική ταυτότητα του μεσαιωνικού ελληνισμού. Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό η παρατήρηση αυτή ισχύει και για τις πεζές διασκευές του βυζαντινού Μυθιστορήματος. Ας δούμε σε αντιπαράθεση δύο ακόμη χαρακτηριστικά αποσπάσματα, του έμμετρου έπους Το επεισόδιο αυτό με τους 10 ρήτορες εμφανίζεται σε πλήρη μορφή καί στη διασκευή α΄, απ’ όπου προέρχεται. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως στο Μυθιστόρημα, σε μια πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας, ο φανατικός αντι –Μακεδόνας Δημοσθένης μετατρέπεται σε υμνητή του Αλέξανδρου και εισηγητή της πολιτικής συμφιλίωσης ως και υποταγής των Αθηναίων στο γιο του Φιλίππου. 281

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

212

Αλέξανδρος ο βασιλεύς και της πεζής α΄ διασκευής, σχετικά με το επεισόδιο του γκρεμίσματος των γεφυρών του Ευφράτη και το λόγο που εκφωνεί ο Αλέξανδρος αμέσως μετά στους στρατιώτες του, προκειμένου να τους εμψυχώσει: «Καλὰς ἐλπίδας δίδοτε τῆς νίκης Ἀλεξάνδρῳ,

ἔχοντες πάντες κατὰ νοῦν ἡττώμενοι συστρέψαι. Ἔγνων δειλίαν τὴν ὑμῶν καὶ διὰ τοῦτο μᾶλλον ἐκέλευσα τὴν γέφυραν ἅπασαν ἐκκοπῆναι, ὅπως ὑμεῖς νικήσητε μαχόμενοι γενναίως καὶ μὴ τραπέντες φύγητε, κάλλιστοι Μακεδόνες. Οὐκ ἔστι γὰρ ὁ πόλεμος τῶν ὄπισθεν φευγόντων, ἀλλὰ τῶν ἔμπροσθεν σφοδρῶς πάντοτε διωκόντων. Ὁμοῦ δὲ τὴν ἐπάνοδον εἰς τὴν Μακεδονίαν ἐγὼ ποιήσω σὺν ὑμῖν, πάντας βαρβάρους κτείνας καὶ πάσας πόλεις τὰς αὐτῶν ἐκλαφυραγωγήσας, εἰς τὴν Ἑλλάδα μέγιστος γένωμαι νικηφόρος. Ἰσχύσωμεν, ὦ φίλοι μου· χρηστὰς ἐλπίδας πᾶσιν · δίδωμι, πᾶσι τοῖς ἐμοῖς ἀπόθεσθε δειλίαν· ὡς παίγνιον ἡμῖν ἐστιν ἡ συμπλοκὴ πολέμου».282 (Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς, 13ος αιώνας, στ. 3100-3114). Και το αντίστοιχο απόσπασμα από τη διασκευή α΄ (300 μ.Χ.): «Καλάς ἐλπίδας μοι δίδοτε, τοῦτο ἔχοντες κατά γνώμην. αὐτό οὖν ἐγώ ἐποίησα, ἵνα ἤ πολεμοῦντες νικήσωμεν ἤ ἡττηθέντες ἀπολώμεθα. οὐ γάρ ἐστιν ὁ πόλεμος τῶν φευγόντων, ἀλλά τῶν διωκόντων. ὄμνημι γάρ τήν ἐπάνοδον τήν ἐν Μακεδονία γινομένην μοι, ὡς εἰ νικήσαντες τούς βαρβάρους εἰς τήν Ἑλλάδα ὑποστρέψομεν. ὑμεῖς μόνον θαρρεῖτε τῆ γνώμη, καί ἡ συμβολή τοῦ πολέμου παίγνιον ἡμῖν ἐστιν» (Καλλισθένης 2005: 246).

S. Reichmann, Das byzantinische Alexandergedicht nach dem codex Marcianus 408 herausgegeben [Beiträge zur klassischen Philologie 13. Meisenheim am Glan: Hain, 1963, πρωτότυπο κείμενο σε Thesaurus Linguae Graecae απ’ όπου και όλα τα προηγούμενα αποσπάσματα του έπους, εκτός αν αναφέρονται διαφορετικά. 282

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

213

Επιπλέον, στο επεισόδιο του θανάτου του Αλέξανδρου στο ποίημα προστίθενται οι εξής στίχοι, ως θρήνος των στρατιωτών του για το βασιλιά, ηγέτη και σωτήρα τους στις δυσκολίες: «Ἀλέξανδρε φρενήρη,/τὸ Μακεδόνων καύχημα καὶ δόξα τῶν Ἑλλήνων,/ὁ ταχυδρόμος ἀετός, ὁ δυνατὸς ὡς λέων,/γίγας ὁ πολεμόκλονος, ὁ συνετὸς ἐν λόγοις, / θνήσκεις ὡς ἄνθρωπος αὐτός; ὢ συμφορᾶς μεγίστης».

Και πάλι γίνεται αντιληπτός ο υμνητικός αλλά και εθνικός χαρακτήρας του ποιήματος («δόξα των Ελλήνων»), που επιτείνεται κι από το εγκώμιο που του πλέκει ο ανώνυμος ποιητής στο τέλος: «Πολλὰ μὲν οὖν εἰργάσατο μυρία, παμμεγέθη, τὸν λόγον ὑπερβαίνοντα καὶ γνῶσιν ἀνθρωπίνην. Πτηνὴν γὰρ πάρδαλιν αὐτὸν ὁ Δανιὴλ προλέγει, τούτου πυρῶδες καὶ ταχὺ καὶ δυνατὸν προβλέπων, ὠς ἄφνω διαπτῆναί τε πᾶσαν τὴν οἰκουμένην μετά γε νίκης ἰσχυρᾶς, μεγάλων τῶν τροπαίων. …………………………………. Οὕτως ἦν μεγαλόψυχος, γενναῖος, τολμητίας, πολεμικώτατος αὐτός, ἀνδρεῖος, γενναιόφρων» (στ. 647-652, 656-57)283. Παράλληλα με τον ελληνοκεντρικό τόνο του ποιήματος, προβάλλεται και ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της οικουμενικής αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου, όταν ο Δαρείος πεθαίνοντας, δίνει το χέρι της κόρης του Ρωξάνης στον Αλέξανδρο, ώστε «συγγένεια δὲ μία Περσῶν καί Μακεδόνων τε καλῶς προσγενηθήτω». Επιπλέον, προβάλλεται ιδιαίτερα το επεισόδιο με το αθάνατο νερό, καθότι η πηγή του λέγεται πως ήταν «παρὰ πᾶσι θαυμαστὴ καὶ πάντων ᾀδομένη».284 Ο Αλέξανδρος μάλιστα τονίζει πως αν έπιναν από αυτήν την πηγή θα έμεναν αθάνατοι, δυστυχώς, όμως, απέτυχαν.

283 S. Reichmann, Das byzantinische Alexandergedicht nach dem codex Marcianus 408 herausgegeben [Beiträge zur klassischen Philologie 13. Meisenheim am Glan: Hain, 1963, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu Στ. 4435, από S. Reichmann, Das byzantinische Alexandergedicht nach dem codex Marcianus 408 herausgegeben [Beiträge zur klassischen Philologie 13. Meisenheim am Glan: Hain, 1963, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu. 284

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

214

Τέλος, στην ίδια έμμετρη διασκευή εμφανίζεται και πάλι το μοτίβο του θανάτου και της ματαιότητας των μεγαλείων μέσα από τα λόγια τόσο του Δαρείου προς το Μακεδόνα βασιλιά: Ἴδε λοιπόν, Ἀλέξανδρε, πῶς ἄνθρωπος ἐγένου θνητός ὑπάρχων καί φθαρτός. Λοιπόν μή μέγα φρόνει. Σήμερον ἄρχη πάσης γῆς, αὔριον σοί γῆ τάφος. (Stichel 1971: 110). …όσο και στο διάλογο του Αλέξανδρου με τους Βραχμάνες: «τί τρέχεις ἄνθρωπε, λοιπόν; ἀθάνατα τι σπεύδεις; Αὔριον σύ καί τήν ζωήν καί δόξαν ἀπολέσεις». Ο Αλέξανδρος εμφανίζεται και σε μια παραλλαγή του έπους του Αρμούρη (Βασιλακοπούλου 1999:1304), επικό τραγούδι του μεσαιωνικού ελληνισμού, που περιγράφει τη σύγκρουση του «Αρέστη –Ορέστη - του αντρειωμένου» με τους Άραβες, στην περιοχή πέραν του Ευφράτη ποταμού 285. Μάλιστα το όνομα Αλέξανδρος έχει και ένας από τους ήρωες του ακριτικού κύκλου (Καραπιδάκη 2004: 206, 208). Θέματα και μοτίβα της Διήγησης του Αλέξανδρου πέρασαν και σε άλλα δημιουργήματα της ακριτικής παράδοσης, όπως για παράδειγμα στο έπος του Διγενή Ακρίτα286. Ο Βελουδής επισημαίνει πως, τουλάχιστον εν μέρει, ο μύθος του Διγενή φαίνεται να βασίστηκε και να δημιουργήθηκε από το μύθο του Αλέξανδρου (Βελουδής 1977/1989: πθ΄). Επισημαίνει μάλιστα αρκετά κοινά μυθολογικά στοιχεία ανάμεσα στους δύο ήρωες, όπως, για παράδειγμα, την πρώιμη ωριμότητα και ανδραγαθία τους (από τα δώδεκά τους χρόνια), την τιθάσευση ενός άγριου αλόγου, τον πατέρα Φίλιππο για τον Αλέξανδρο Το Άσμα του Αρμούρη θα πρέπει για πρώτη φορά να συντέθηκε προφορικά στις αρχές του 10 ου αιώνα και σώζεται σε δύο χειρόγραφα του 15ου αιώνα, ωστόσο περιλαμβάνει τεχνικές αφήγησης και άλλα στοιχεία αρχαϊκότερα σε σχέση με το Έπος του Διγενή Ακρίτη. Δες περισσότερα στο «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου», επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου, Εκδόσεις «Εστία», Αθήνα 1995. 285

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε την τολμηρή υπόθεση του Ρένου Αποστολίδη, ότι οι καταβολές του ακριτικού κύκλου ενδεχομένως να μην ανάγονται στις αραβο-βυζαντινές συγκρούσεις, αλλά να προϋπήρχε μια τέτοια παράδοση στον ελληνισμό, από τα ακριτικά φρούρια που έκτισε ο Αλέξανδρος στις εσχατιές της αυτοκρατορίας του (Droysen/Αποστολίδης 1993:Β-459). Αν και τα μοτίβα των ακριτικών βυζαντινών τραγουδιών δείχνουν απόλυτα ενταγμένα στις ιστορικές συνθήκες της μεσαιωνικής αραβο-βυζαντινής σύγκρουσης, ωστόσο η βασική ιδέα της αντίστασης των ακριτών ως ταγμένων φρουρών της αυτοκρατορίας έναντι των επερχόμενων επιδρομέων θα μπορούσε να αναχθεί στο ακριτικό σύστημα άμυνας που, σύμφωνα με το Droysen, έστησε ο Αλέξανδρος στην περιοχή του Ώξου ποταμού και στην Ινδία. 286

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

215

και τον απελάτη Φιλόπαππο για το Διγενή, τη δρακοκτονία, την εξώγαμη σχέση, την απελευθέρωση μιας γυναίκας –κόρης από τους άρπαγές της, το μυθικό παλάτι, τη μάχη με τα γιγάντια καβούρια287, κοινά μοτίβα στο θάνατο των δύο ηρώων και άλλα. Επίσης, στο χειρόγραφο της Grottaferrata του έπους του Διγενή, μια διασκευή του έπους που χρονολογείται στα τέλη του 13ου με αρχές 14ου αιώνα, αναφέρει ο συγγραφέας, εκθειάζοντας τον ήρωά του, πως ήταν πιο θαυμαστός από τον Αλέξανδρο, τον Αχιλλέα και τον Έκτορα. Εύστοχα παρατηρεί η Αρβελέρ πως ο ηρωισμός και η στάση ζωής που επιδεικνύει ο Διγενής προσομοιάζουν στην παλικαριά του Ηρακλή, αλλά ταυτόχρονα, η νεότητα και η αποκοτιά του βυζαντινού ήρωα δείχνουν ότι πρότυπά του ήταν ο Αχιλλέας και ο Αλέξανδρος. Επιπλέον, στο χειρόγραφο της Grottaferrata αναφέρεται πως η Αμαζόνα Μαξιμώ, που συναντά ο Διγενής, «ἦν ἀπόγονος γυναικών ἀμαζόνων, ἅς ὁ βασιλεύς Ἀλέξανδρος ἤγαγεν εκ βραχμάνων». Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί πως ένα ακόμα μοτίβο που παίρνει ο Διγενής από τον Αλέξανδρο είναι αυτό της Αμαζονομαχίας. Όσον αφορά το περιστατικό με τους Βραχμάνες, γνωστή ήταν ήδη από την αρχαιότητα η συνάντηση του Αλέξανδρου μ’ αυτούς, που πέρασε και στη Διήγηση του Ψευδο-Καλλισθένη. Ακόμη, στη διασκευή της Grottaferrata αντιπαραβάλλεται με τον Αλέξανδρο ο πατέρας του Διγενή, ο Άραβας Αμιράς: «Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών δυνατός ἐν φρονήσει, / Θεόν τε ἔχων συνεργόν, γέγονεν κοσμοκράτωρ/Αὐτὸς δὲ φρόνημα στερρὸν ἔχων Θεὸν ἐπέγνω…».288 Εμφανίζεται στη β΄ διασκευή θεματικά αναπτυγμένη (Juanno 2015 (2002): 436). Το μοτίβο της μάχης του Αλέξανδρου με τα γιγάντια καβούρια περνάει, εκτός από τις παραλλαγές του έπους του Διγενή, και σε βυζαντινά ακριτικά τραγούδια, τα οποία, μέσω της λαϊκής παράδοσης σώζονται ως τις μέρες μας. Ένα από αυτά είναι και το κυπριακό τραγούδι «Ο Διγενής τζι ο κάουρας», στο οποίο ο Διγενής αναλαμβάνει, ύστερα από προσταγή του βασιλιά, να εξοντώσει έναν τερατώδη κάβουρα ο οποίος σκοτώνει ανθρώπους και ρημάζει τη χώρα (στοιχεία από Ξιούτα Π., Κύπρια Έπη, σσ. 81-84: «Ο Διενής τζι' ο Κάουρας» - Παπαδόπουλου Θ., Δημώδη Κυπριακά Άσματα, σσ. 163-164: «Άσμα του Καρκίνου», πληροφορίες από άρθρο Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας, http://noctocnoctoc.blogspot.gr/2012/01/blog-post_28.html (17.10.2014). Επίσης, ο Ακρίτας Κωνσταντάς εμφανίζεται κι αυτός να πολεμά τα γιγάντια καβούρια στην ακριτική παράδοση της Κύπρου (Κονομής 2004: 36). Οπωσδήποτε, είναι εντυπωσιακό το στοιχείο ότι η μακραίωνη αυτή παράδοση της μάχης δύο μεγάλων Ελλήνων ηρώων με το γιγάντιο κάβουρα βρίσκει την έκφρασή της σήμερα στο νεοελληνικό τραγούδι: βλέπε τις διευθύνσεις 287

https://www.youtube.com/watch?v=4WF4Xiv_R_0 (μουσικό σχήμα «Μεσόγειος») καθώς και την ερμηνεία του Μιχάλη Χατζημιχαήλ στο Μέγαρο Μουσικής https://www.youtube.com/watch?v=bFqzEKWP2L8 (16.10.14). E. Jeffreys, Digenis Akritis. The Grottaferrata and Escorial versions [Cambridge Medieval Classics 7. Cambridge: Cambridge University Press, 1998, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (1.10.2015). 288

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

216

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περιγραφή της διακόσμησης του παλατιού του Διγενή, κοντά στον Ευφράτη ποταμό, πάντα στη διασκευή της Grottaferrata, με σκηνές από τη Διήγηση του Αλέξανδρου, όπως ο θρίαμβός του και η ήττα του Δαρείου, το βασίλειο της Κανδάκης, η πορεία του στους Βραχμάνες και τις Αμαζόνες (Holton 1973: 21, Βελουδής 1977/1989: Ϟ΄, Αλεξίου 1995/2005: 64, Αρβελέρ 2004:202)289: Ἀλέξανδρου τά τρόπαια, τήν τοῦ Δαρείου ἦτταν. Κανδάκης τά βασίλεια καί τήν αὐτῆς σοφίαν, τήν πρός Βραχμᾶνας ἂφιξιν, αὖθις πρός Ἀμαζόνας, λοιπά τε κατορθώματα τοῦ σοφοῦ Ἀλεξάνδρου, ἂλλα τε πλήθη θαυμαστά πολυειδοῦς ἀνδρείας. (Ξυγγόπουλος 1957: 58). Πιθανόν ο διασκευαστής της Grottaferrata να επηρεάστηκε από αντίστοιχες παραστάσεις σε βυζαντινά παλάτια και πλούσια κοσμικά κτήρια, που ήταν ορατές στην εποχή του, αλλά δε σώθηκαν ως τις μέρες μας290. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και απ’ το ότι στις μέρες μας σώζονται ποικίλες βυζαντινές και ξένες μεσαιωνικές παραστάσεις τουλάχιστον του μοτίβου της ανάληψης του Αλέξανδρου, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως στη διακόσμηση του παλατιού του Διγενή ο κύκλος του Αλέξανδρου εμφανίζεται ανάμεσα σε ήρωες της αρχαιότητας από τη μια πλευρά και της Παλιάς Διαθήκης από την άλλη, όπως το Σαμσών, το Μωυσή και τον Ιησού του Δαβίδ (Gavalaris 2009: 15). Επομένως, ο Αλέξανδρος αποτελεί τη μορφή που γεφυρώνει στο μεσαιωνικό ελληνισμό τις δύο παραδόσεις, την αρχαιοελληνική και την ιουδαιο-χριστιανική.

Περιγράφεται ακόμα και ένα ψηφιδωτό που διακοσμούσε το παλάτι του Διγενή, με παράσταση της πάλης του εναντίον τεράστιων καβουριών, μοτίβο που, όπως επισημάναμε, είναι παρμένο από την αντίστοιχη πάλη του Αλέξανδρου της Διήγησης του ψευδο – Καλλισθένη (Καμπούρη 1997: 204). 289

Άλλωστε είναι γνωστό ότι στους τοίχους ανακτόρων και πλουσίων σπιτιών οι Βυζαντινοί ζωγράφιζαν «παλαιάς Ἑλληνίους πράξεις», δηλαδή κυρίως σκηνές και ήρωες από τα ομηρικά έπη αλλά και ιστορικά γεγονότα (ζωγραφίζειν ἱστορεῖν) παλιότερα και νεότερα, όπως π.χ. τα ψηφιδωτά του παλατιού των Βλαχερνών με απεικονίσεις από τις μάχες του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού (Κουκουλές 1951: 303-304). 290

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

217

3.2.Ιστοριογραφία, αποκαλυπτική φιλολογία και οι επιδράσεις του Μυθιστορήματος Περνώντας στη λόγια παράδοση, επιρροές της διηγήσεως του Αλέξανδρου παρατηρούμε σε διάφορα ιστορικά κείμενα, όπως, πρώτ’ απ’ όλα, σε Χρονογραφίες 291. Αυτές είναι το Αλεξανδρινό Χρονικό, κείμενο του 5ου αιώνα από την Αλεξάνδρεια, το οποίο ξαναγράφτηκε ένα αιώνα αργότερα στο περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης, η Χρονογραφία του Ιωάννη Μαλάλα, κείμενο του 6ου αιώνα μ.Χ., το Πασχάλιο Χρονικό, κείμενο που ολοκληρώθηκε λίγο μετά το 628 μ.Χ., η Ιστορία Χρονική του Ιωάννη Αντιοχέα (7ος αιώνας), η χρονογραφία του Γεωργίου Συγκέλλου του 8ου -9ου αιώνα, το Χρονικόν Σύντομον του Γεωργίου Αμαρτωλού (ή Μοναχού) στο β΄ μισό του 9ου αιώνα, οι χρονογραφίες του Συμεών Μάγιστρου και του Θεοδόσιου Μελιτηνού του 10 ου αιώνα και άλλες. Το Αλεξανδρινό Χρονικό, όπως και άλλες βυζαντινές χρονογραφίες, ξεκινά με τον Αδάμ κσι την Εύα, για να συνεχίσει με επεισόδια, βιβλικούς βασιλιάδες και προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και να φτάσει ως τους Πέρσες, τον Αλέξανδρο, τους Πτολεμαίους, τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια του 412 μ.Χ. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που –ανάμεσα στ’ άλλα – προδίδει την καταγωγή του έργου είναι η αναφορά του Αλέξανδρου ως κτίστη, μοτίβο που τονίζεται και στο Πασχάλιο Χρονικό, με ονομαστική αναφορά των πόλεων που ίδρυσε. Μάλιστα το μοτίβο του κτίστη προβάλλεται και σε μια παράδοση ονοματοδοσίας που αναφέρει το Πασχάλιο Χρονικό, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος ονομάτισε ένα χωριό στη Μεσοποταμία Δορά, επειδή εκεί ακριβώς χτύπησε με το δόρυ του το Δαρείο.292 Στο ίδιο χρονικό, υπάρχει μια περίεργη αναφορά σχετικά με την επίσκεψη του Αλέξανδρου στον τάφο του προφήτη Ιερεμία στην Αίγυπτο, όπου ο Αλέξανδρος έδωσε στη συνέχεια εντολή ανακομιδής των λειψάνων του προφήτη σε περικαλή τάφο στην Αλεξάνδρεια. Ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά του Γεωργίου Αμαρτωλού στον «τῶν Ἑλλήνων βασιλέα Ἀλέξανδρον τόν Μακεδόνα» (έτσι τον αναφέρει και ο επίσκοπος Κύρρου Συρίας Θεοδώρητος κατά το α΄ μισό του 5ου αιώνα), αλλά και αυτή του Ιωάννη του Αντιοχέα, ως έκφραση θαυμασμού στον Αλέξανδρο, καθότι σημειώνει πως «οὐδέ γάρ ἔστιν εὑρεῖν παντί τῶ τοῦ κόσμου κύκλω ἕνα ἄνδρα τοσούτοις κατορθώμασι πλεονεκτοῦντα». Ο Μαλάλας πάλι περιγράφει τον Αλέξανδρο ως ελευθερωτή, που μάχεται ως πάρδαλις με τους στρατηγούς του υπέρ των Η Χρονογραφία αποτελεί κλάδο της βυζαντινής ιστοριογραφίας. Ως παγκόσμιο χρονικό, ξεκινά την εξιστόρηση από κτίσεως κόσμου (5508 ή 5492 π.Χ.), με αφήγηση σε δημώδη συνήθως γλώσσα και με βάση πληροφορίες τόσο από την Παλαιά Διαθήκη όσο και από διάφορους αρχαίους συγγραφείς (Χαριζάνης 2008: 81). 291

L. Dindorf, Chronicon paschale, vol. 1 [Corpus scriptorum historiae Byzantinae Bonn: Weber, 1832, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (26.9.2015). 292

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

218

Ρωμαίων και Ελλήνων (Βυζαντινών) και εναντίον των Περσών, ενώ αναφέρει ως πηγή του και τον Βούττιο, έναν ιστορικό για τον οποίο δε γίνεται πουθενά αλλού λόγος -με εξαίρεση το Αλεξανδρινό Χρονικό (Βασιλακοπούλου 1999: 1310 -1311, Χαριζάνης 2008: 81, 86, 92-93, Garstad 2012: xx – xi, xxviii). Ο βυζαντινός χρονογράφος τονίζει ιδιαίτερα την καταγωγή του Αλέξανδρου από τον Αχιλλέα και προβάλλει το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη και κοσμοκράτορα293. Ακόμα και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ευτύχιος (876-939), στα Χρονικά του, αναφέρεται λεπτομερώς στον Αλέξανδρο και στη βασιλεία του, στην εκστρατεία του στην ανατολή και στο θάνατό του (Stoneman 2011: 258, Migne 1863: 968-974). Σε κάποια από αυτά τα χρονικά, βέβαια, η έμφαση της διήγησης δίνεται σε περιστατικά παρμένα από τους αρχαίους συγγραφείς, όπως οι αναφορές στις μάχες του Αλέξανδρου κατά του Δαρείου στην Ισσό, στα Άρβηλα (Γαυγάμηλα) ή οι αναφορές του Συμεών Μαγίστρου και του Θεοδόσιου Μελιτηνού (ο δεύτερος αντιγράφει τον πρώτο) στο όνειρο που είδε ο Αλέξανδρος πριν την άλωση της Τύρου (Χαριζάνης 2008: 86, 89, 93). Ειδικά η χρονογραφία του Γεωργίου Συγκέλλου αναφέρει επιγραμματικά τα κυριότερα γεγονότα του βίου και της εκστρατείας του Μακεδόνα βασιλιά αλλά με κάποιες ανακρίβειες, για παράδειγμα αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος επικράτησε έναντι όλων των Ινδών «μέχρι ποταμού Γάγγου» (Συγκέλλου: 143-144)294. Οι επιρροές των παραπάνω συγγραφέων από το Μυθιστόρημα είναι εμφανείς σε αναφορές, όπως η πατρότητα του Αλέξανδρου από το Νεκτεναβώ, (Πασχάλιο Χρονικό, Γεώργιος Μοναχός, Γεώργιος Σύγκελλος), ο γάμος του με τη Ρωξάνη, που παρουσιάζεται όμως ως κόρη του Δαρείου (Μαλάλας, Γεώργιος Μοναχός, Γεώργιος Σύγκελλος), η επίσκεψή του στο νησί των Βραχμάνων στην Ινδία (Γεώργιος Μοναχός), η συνάντησή του με τη βασίλισσα Κανδάκη (Μαλάλας, Γεώργιος Μοναχός) και το επεισόδιο της συνάντησής του με τον αρχιερέα των Ιουδαίων Ιαδδού και του ερχομού του στα Ιεροσόλυμα, όπου υποτίθεται ότι τέλεσε και θυσία στο ναό του Σολομώντα. Βέβαια, οι τελευταίες αναφορές έχουν τις επιρροές τους και από τις εβραϊκές παραδόσεις, όπως αυτές καταγράφονται από τον Ιώσηπο. Το επεισόδιο αυτό έχει συμπεριληφθεί και σε άλλα βυζαντινά χρονικά, προγενέστερα ή μεταγενέστερα: στου Ευσέβιου (275-339), στου θεολόγου και επισκόπου της Κύρρου στη Συρία Θεοδώρητου (α΄ μισό 5ου αιώνα), στο αλεξανδρινό χρονικό του 5ου αιώνα και στη Χριστιανική Τοπογραφία, έργο του Αλεξανδρινού εμπόρου Κοσμά του Ινδικοπλεύστη (γύρω στα Thurn, Ioannis Malalae chronographia [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 35. Berlin - New York: De Gruyter, 2000, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (1.10.2015). 293

Ο Γεώργιος Σύγκελλος αναφέρεται ξεκάθαρα σε έναν κοινό τόπο για τους Βυζαντινούς, πως οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες: «Ἕλληνες γάρ καί Μακεδόνες οἱ αὐτοί» (Συγκέλλου:142). 294

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

219

μέσα του 6ου αιώνα)295. Σε αυτές θα πρέπει να προσθέσουμε και κάποιες αναφορές βιβλικού περιεχομένου που απαντώνται στους βυζαντινούς χρονογράφους και είναι σχετικές με το όραμα του Δανιήλ και τον τράγο -Αλέξανδρο που νικά τον κριό –Δαρείο. Ο Κωνσταντίνος Μανασσής (12ος αιώνας) στη δική του έμμετρη Χρονογραφία (Χρονική Σύνοψις) αφιερώνει πολύ λίγους στίχους στον Αλέξανδρο, τονίζοντας το στοιχείο της κοσμοκρατορίας του από τη μια πλευρά, αλλά και της ματαιότητας της επίγειας δόξας του από την άλλη (Χαριζάνης 2008: 84-93, Stoneman 2011: 301, Juanno 2015: 630, 677. Για τις εβραϊκές παραδόσεις βλέπε κεφάλαιο 5.2. του παρόντος τόμου). Πολύ κοντά στον ιστορικό Αλέξανδρο στέκονται και δύο άλλοι χρονογράφοι του 11 και 12ου αιώνα αντίστοιχα, ο Γεώργιος Κεδρηνός και ο Ιωάννης Ζωναράς, αν και ο πρώτος, αντλώντας υλικό από το Σύγκελλο, συμπεριλαμβάνει και τις ιστορίες του Νεκτεναβώ αλλά και των Βραχμάνων, προβάλλοντάς τον ως κοσμοκράτορα, ενώ ο δεύτερος ανατρέχει και στον Πλούταρχο, ακολουθώντας τον πιστά ως την κύρια ιστορική πηγή του για το βίο και την εκστρατεία του Αλέξανδρου. Ωστόσο, ο Ζωναράς στέκεται ιδιαίτερα στο όραμα και στις προφητείες του Δανιήλ για τον τράγο Αλέξανδρο, με το κέρατό του να φύεται ανάμεσα στα μάτια του, κάτι που ο Ζωναράς ερμηνεύει ως σημάδι της αγχίνοιας, της σύνεσης και της γενναιότητας του Αλέξανδρου. Σύμφωνα με το όραμα του Δανιήλ, ο τράγος - Αλέξανδρος, ο «ἀπό λιβός ἐρχόμενος» θα ορμήξει πάνω στον κριό –Δαρείο και θα τον συντρίψει. Ο Ζωναράς προχωρά σε μια αναλυτική ερμηνεία του οράματος του Δανιήλ, παράλληλα, όμως, επιμένει και στο επεισόδιο της συνάντησης του Αλέξανδρου με τον αρχιερέα των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ, ένα επεισόδιο που, όπως είδαμε, παρμένο από την εβραϊκή παράδοση, εντάχθηκε και στο βυζαντινό Μυθιστόρημα, μια και εξυπηρετούσε άριστα την καθιέρωση του Αλέξανδρου ως αποστόλου του μονοθεϊσμού. Ο Μιχαήλ Γλυκάς πάλι, χρονογράφος του 13ου αιώνα, ακολουθεί τους δύο προηγούμενους (Ζωναράς: 79, 113-122, Juanno 1996: 102, Stoneman 2011: 301). ου

Στο έργο του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη υπάρχει και αναφορά στο όραμα του προφήτη Δανιήλ, με τη βασιλεία του Αλέξανδρου να αντιπροσωπεύει το τέταρτο στη σειρά θηρίο του οράματος, δηλαδή «θηρίον ἔκθαμβον καὶ φοβερόν, ὄνυχας χαλκοῦς καὶ ὀδόντας σιδηροῦς ἔχον» (Χριστιανική Τοπογραφία, 2.66), ενώ τα υπόλοιπα είναι ο Ναβουχοδονόσορ, ο Κύρος και ο Δαρείος. Ενδιαφέρουσες είναι ακόμη οι πληροφορίες που δίνει ο Κοσμάς για την ύπαρξη χριστιανικής εκκλησίας και κοινότητας στην Ταπροβάνη –σημερινή Σρι Λάνγκα – καθώς και η περιγραφή της χώρας και του μακρινού, υπερπόντιου εμπορίου που έκαναν εκεί βυζαντινοί και Πέρσες έμποροι (Χριστιανική Τοπογραφία, 3.65, 11.13 - 11.19, βλέπε το κείμενο στη διεύθυνση: 295

http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/byzantine_historians/cosmas_indicopleustes_topog raphia_christiana.htm (27.6.2015).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

220

Από τους Βυζαντινούς ιστορικούς, είναι ο Προκόπιος ο πρώτος που στο έργο του Περσικοί Πόλεμοι, τον 6ο αιώνα, κάνει αναφορά στη δίοδο εισβολής των Αλανών κοντά στην Κασπία θάλασσα, «ἥν ὁ βασιλεύς Ἀλέξανδρος πύλαις σιδηραῖς κλειστήν ἐποίησε»296. Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (580-641) από σύγχυση γράφει ότι ο Αλέξανδρος έφτασε ως την Κίνα, την οποία αποκαλεί Ταγάστη (Stoneman 2011: 58). Ο Αθηναίος ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης πάλι (μέσα 15ου αιώνα), στην ιστορική αναδρομή στις ρίζες των Ελλήνων που επιχειρεί, δεν παραλείπει να εντάξει και τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου (βλέπε το απόσπασμα σε Βακαλόπουλο 2003: 151). Από τις αναφορές των βυζαντινών χρονογράφων, αλλά και άλλων βυζαντινών συγγραφέων, συμπεραίνουμε πως ο ιστορικός Αλέξανδρος ποτέ δεν έπαψε να αποτελεί μια ζωντανή Οι παλαιότερες αναφορές στις «σιδερένιες πύλες», τις οποίες υποτίθεται ότι έκτισε ο Αλέξανδρος κάπου στην Κασπία προκειμένου να αποτρέψει εισβολές βαρβαρικών (σκυθικών) εθνών στον πολιτισμένο κόσμο, υπάρχουν στο έργο του Εβραίου Φλάβιου Ιώσηπου Ιουδαϊκός Πόλεμος (Bellum Judaicum) τον 1ο αιώνα μ.Χ. (Aerts 2011: 27), καθώς και στο έργο του Ρωμαίου Πλίνιου του Πρεσβύτερου (23 -79 μ.Χ., Πάλλης 1935/1968:27). Κατά την Juanno είναι πιθανόν ο θρύλος αυτός να είχε δημιουργηθεί πολύ πιο πριν από τον Ιώσηπο (Juanno 2015 (2002): 489). Αντίστοιχα, για τις Κασπίες Πύλες γράφει και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος το 10ο αιώνα: «Ὅτι κατά τάς Κασπίας καλουμένας πύλας ὁ Φιλίππου Ἀλέξανδρος πύλας τεκτηνάμενος φυλακτήριον κατεστήσατο» (Πορφυρογέννητου, De legationibus). Η αναφορά αυτή βέβαια δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθότι ο Αλέξανδρος ποτέ δεν έφτασε στον Καύκασο και στην Κασπία. Ίσως, όπως παρατηρεί ο Chevallier, να οφείλεται στις συγκεχυμένες γεωγραφικές γνώσεις που είχαν οι αρχαίοι για τις περιοχές που έφτασε ο Αλέξανδρος στην ανατολή, και συγκεκριμένα σε σύγχυση της οροσειράς του Παραπάμισου (Χίντου –Κους), όπου πράγματι ο Αλέξανδρος έκτισε πόλεις ή φρούρια, με αυτήν του Καυκάσου. Η σύγχυση, βέβαια, αυτή μπορεί να ήταν και εσκεμμένη, προκειμένου να εξυμνήσουν ακόμα περισσότερο το Μακεδόνα βασιλιά. Ο Στράβων πάντως, που είχε καλύτερες γεωγραφικές γνώσεις, επικρίνει την πλάνη αυτή (Πάλλης 1935/1968: 29-31). H Juanno σημειώνει ακόμη πως, σύμφωνα με τον Άντερσον, είναι συνολικά τρία τα γεωγραφικά περάσματα στα οποία, ήδη από την αρχαιότητα, τοποθετούνταν οι «Πύλες του Αλέξανδρου»: ένα στα νότια της Κασπίας Θάλασσας (το μόνο στο οποίο πράγματι πήγε ο Έλληνας στρατηλάτης), το πέρασμα Ντάριαλ στο κέντρο του Καυκάσου (στο οποίο αναφέρονται και οι Ιώσηπος και Προκόπιος) και μεταγενέστερα (από τα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου κι εξής) το πέρασμα Ντερμπέντ στη δυτική όχθη της Κασπίας θάλασσας. Σε κάθε περίπτωση, οι θρύλοι δείχνουν να αποδίδουν στον Αλέξανδρο την κατασκευή οχυρωματικών έργων, τα οποία στην πραγματικότητα είναι πολύ μεταγενέστερα και έγιναν μάλλον από τοπικούς Γεωργιανούς άρχοντες (Juanno 2015 (2002): 490-491). Γεγονός είναι πως στη συνέχεια η αναφορά της σιδερένιας πύλης θα συνταιριάξει με αυτήν των βιβλικών λαών Γωγ και Μαγώγ, όπως αποκρυσταλλώνεται στη μεταγενέστερη Αποκάλυψη του ΨευδοΜεθοδίου, και εν τέλει θα ενσωματωθεί ως επεισόδιο στις παραλλαγές ε΄ και γ΄ του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου (βλέπε αμέσως παρακάτω στο κυρίως κείμενο). Μια ερμηνεία γένεσης του μοτίβου του «τείχους του Αλέξανδρου» δίνει ο Παπαδόπουλος (1964 (2004) Β: 192), αναφέροντας πολύ απλά πως αυτό ανάγεται στα πολυάριθμα φρούρια που έκτισε ο Αλέξανδρος στις βόρειες εσχατιές των κατακτημένων περιοχών, προκειμένου να εξασφαλίσει το κράτος του από επιδρομές γειτονικών λαών, όπως των Σκυθών. 296

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

221

συνιστώσα του πνευματικού βίου των βυζαντινών Ελλήνων, πλάι στη λαϊκή – φανταστική εκδοχή του στο πλαίσιο της Διήγησης του Αλέξανδρου. Γενικότερα, στη βυζαντινή λόγια παράδοση συναντούμε αναφορές σε στοιχεία και μεμονωμένα επεισόδια, που τα συναντάμε και στη Διήγηση του Αλέξανδρου (Μυθιστόρημα) και που προφανώς έχουν, ως κοινή πηγή, την αλεξάνδρεια παράδοση των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Για παράδειγμα, δύο βυζαντινοί συγγραφείς επέλεξαν να αναλύσουν μια γνωστή ρήση του Αλέξανδρου για τους συντρόφους του, σύμφωνα με την οποία αυτοί αποτελούν το χρυσάφι του κόσμου που κέρδισε στις εκστρατείες του. Ο Λιβάνιος το 4ο αιώνα μ.Χ., στο μεταίχμιο της ύστερης αρχαιότητας με το Βυζάντιο, έγραψε ολόκληρο ρητορικό έργο γι’ αυτό με τίτλο Χρείαν (βλέπε πιο αναλυτικά κεφάλαιο 2.1.) και ο πρωτονοτάριος Τραπεζούντας Στέφανος Σγουρόπουλος, απευθυνόμενος προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, γράφει τους παρακάτω στίχους: «Ζήλωσον τόν Μακεδόνα / τόν Ἀλέξανδρον ἐκεῖνον / ἀντί θησαυρῶν γάρ οὗτος / ἔδειξε τούς ὑπηκόους» (Βασιλακοπούλου 1999: 1308). Σε ένα έργο του 6ου αιώνα με τίτλο «Λόγος για τη θρησκεία της Σασσανιδικής Αυλής» γίνεται αναφορά σε ένα περίεργο όνειρο που υποτίθεται ότι είδε ο Φίλιππος, με ένα φίδι που βγήκε μέσα από ένα αυγό, το οποίο ερμηνεύτηκε ως μια προσήμανση των κατακτήσεων και του θανάτου του Αλέξανδρου, ένα επεισόδιο που απαντάται και στο Μυθιστόρημα (Stoneman 2012 A: xii). Ο Μιχαήλ Ψελός πάλι (1018-1078), σε επιστολή του με τίτλο Τῶ ἐπί τῶν δεήσεων (Σάθας 1876: 246), κάνει μια μεγάλης σημασίας αναφορά στο επεισόδιο της ανάληψης του Αλέξανδρου στους ουρανούς από το Μυθιστόρημα (βλέπε αναλυτικά το απόσπασμα στο κεφάλαιο 3.5.3.). Ο Νικηφόρος Βασιλάκης, εγκωμιάζοντας τον αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό για τις νίκες του εναντίον των εμίρηδων της Μικρής Αρμενίας και Συρίας (1137-1138), τον αντιπαραβάλλει με τον Αλέξανδρο, μέσα από ένα επεισόδιο του Μυθιστορήματος, που απαντάται ήδη στη διασκευή α΄ (36-38, Καλλισθένης 2005: 156-166): πρόκειται για την αποστολή πρεσβείας με συνοδευτική επιστολή και περιπαικτικά «δώρα» από το Δαρείο στον Αλέξανδρο, μετά την κατάληψη της Τύρου: έναν ιμάντα (μαστίγιο) για να «εκπαιδεύεται» ο Αλέξανδρος, μία μπάλα (σφαίρα) για να παίζει και ένα κιβώτιο γεμάτο χρυσάφι, για να πληρώσει τους δικούς του, αν δεν έχει, για το ταξίδι της επιστροφής. Ο Αλέξανδρος βέβαια ανταπάντησε, σύμφωνα πάντα με την αφήγηση του Μυθιστορήματος, δίνοντας τη δική του ερμηνεία στα δώρα του Δαρείου. Η αναφορά του Βασιλάκη πιστοποιεί τη γνώση του Μυθιστορήματος όχι μόνο από τον ίδιο, αλλά και από τον αυτοκράτορα και το περιβάλλον του, στους οποίους, άλλωστε, απευθύνεται. Ενδιαφέρον υπάρχει και στη ρητή αναφορά του Βασιλάκη στον Καλλισθένη, ως συγγραφέα του αποσπάσματος και βέβαια του Μυθιστορήματος, («Τί μοι τὸν Ἀλέξανδρον ἀποθαυμάζεις, Καλλίσθενες,... σὺ τὸν ἱμάντα, τὴν σφαῖραν, τὸ χρυσο

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

222

ῦν καί χρυσοῦ κιβώτιον ὡς ἐπὶ τὸ μέλλον ἀνάγεις...»)297, στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι ήταν οι βυζαντινοί λόγιοι που απέδωσαν το Μυθιστόρημα στον Καλλισθένη. Στην απαντητική επιστολή που ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, αυτοκράτορας της Νίκαιας (12541258), έστειλε στο Γεώργιο Μουζαλώνα σχετικά με την αξία της φιλίας του ηγεμόνα προς τους υπηκόους του (βλέπε και κεφ. 3.3, 3.4), χρησιμοποιεί ως το κατάλληλο πρότυπο ακριβώς τη σχέση και τη φιλία που έκτισε ο Αλέξανδρος με τους υπηκόους του. Στο τέλος, καταλήγει: «Διά ταῦτα πάντα τοῖς οἰκείοις δοὐλοις ἐξ ἀρετῶν ὁ δεσπότης συναγαλματωθείς εἰκονίζει τό ἄρχον καί τό ἀρχόμενον. ἀλλ’ ἀτενίσατε, ἡγεμόνες καί δοῦλοι ἄπαντες, πρός ταύτην τήν καλήν ἀγαλματουργίαν, ἀναμάξαστε ἀρετάς, ἀντλήσατε ἰδιώματα….»298. Ο Λάσκαρης κάνει σαφή αναφορά στο δεσπότη, δηλαδή στον Αλέξανδρο, που «συναγαλματώθηκε» σε σύμπλεγμα μαζί με τον πιστό του υπήκοο. Πρόκειται για μοτίβο παρμένο από την παράδοση του Μυθιστορήματος και συγκεκριμένα την παραλλαγή γ΄, σύμφωνα με την οποία στον τάφο του Αλέξανδρου, στην Αλεξάνδρεια, τοποθετήθηκε αγαλματικό σύμπλεγμα που τον απεικονίζει με το Χαρμίδη, πιστό του στρατιώτη, λίγο πριν ο Μακεδόνας βασιλιάς φύγει από τη ζωή (Καλλισθένης 2005:514). Επομένως, φαίνεται πως το Μυθιστόρημα ήταν ιδιαίτερα οικείο και στους βυζαντινούς αυτοκράτορες, ώστε να γνωρίζουν τα επεισόδιά του και να τα αξιοποιούν ρητορικά μέσα από εγκώμια, ρητορικά έργα, επιστολές. Η οικειότητα αυτή θα αποδειχθεί με πρόσθετα τεκμήρια και στη συνέχεια. Σε πολλά άλλα βυζαντινά κείμενα ανιχνεύεται η παρουσία του Αλέξανδρου, όπως σε κείμενα αποκαλυπτικού χαρακτήρα. Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, στον πρώιμο 5ο αιώνα, συνδέει τον Αλέξανδρο με το όραμα του Ζαχαρία με τα τέσσερα άρματα, αποδίδοντας στον Αλέξανδρο το λευκό άρμα (Demandt 2009: 421). Κατά το έτος 692 γράφτηκε στα συριακά η Αποκάλυψη του Ψευδο –Μεθοδίου και μεταφράστηκε στα ελληνικά περίπου 10 χρόνια αργότερα.299 Στο ελληνικό αυτό εσχατολογικό κείμενο αναφέρονται οι Άραβες ως Ισμαηλίτες, οι οποίοι επιχειρούν εισβολές εναντίον του βιβλικού και χριστιανικού κόσμου, ωστόσο ηττώνται από το Γεδεών και το «βασιλιά των Ρωμαίων» αντίστοιχα, αν και προκάλεσαν τον εξισλαμισμό πολλών πιστών. Μεταξύ της πρώτης και δεύτερης εισβολής των Αράβων εμφανίζονται και οι «ακάθαρτοι», βάρβαροι λαοί Γωγ και Μαγώγ, (που προέρχονται ως ονομασίες από τη βιβλική παράδοση, βλέπε και υποσημείωση 221), λαοί που «τρώνε τις σάρκες των R. Maisano, Niceforo Basilace. Gli encomi per l'imperatore e per il patriarca [Byzantina et neohellenica neapolitana 5. Naples 1977, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 297

L. Tartaglia, "L'opuscolo De subiectorum in principem officiis di Teodoro II Lascaris,"Δίπτυχα 2 (1980-1981): 196-209, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (1.10.2015). 298

Ο πραγματικός Μεθόδιος ήταν επίσκοπος Πατάρων κατά το 311 (Stoneman 2011: 244). Ο Garstad τοποθετεί τη χρονολόγηση του ελληνικού κειμένου μεταξύ των ετών 694-727, καθώς το 727 περίπου έχουμε και την πρωιμότερη λατινική μετάφραση από τα ελληνικά (Garstad 2012: ix). 299

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

223

νεκρών και τα έμβρυα», τους οποίους ο Αλέξανδρος απέκλεισε στις εσχατιές του πολιτισμού (στο μακρινό βορρά), όταν τους καταδίωξε και –μετά από προσευχή στο θεό – τους έκλεισε πίσω από δύο βουνά, τους Μάζους του βορρά, οι οποίοι θαυματουργώς μετακινήθηκαν και έκλεισαν, αφήνοντας μόνο ένα μικρό άνοιγμα πλάτους δώδεκα πήχεων. Το άνοιγμα αυτό ο Αλέξανδρος το έκλεισε με αδιαπέραστες, χάλκινες πύλες, επιχρισμένες με «ασίκητο», υλικό απρόσβλητο από φωτιά και σίδερο. Ωστόσο, οι λαοί αυτοί, κατά το τέλος του χρόνου, θα απελευθερωθούν και θα ξεχυθούν εναντίον του πολιτισμένου κόσμου για την τελευταία μάχη. Τότε θα τους αντιμετωπίσει ξανά ο «βασιλιάς των Ρωμαίων και Ελλήνων», ο οποίος θα τους νικήσει, θα βαδίσει προς την Ιερουσαλήμ, όπου και θα πεθάνει, για να ακολουθήσει η εμφάνιση του αντίχριστου, του «γιου του ολέθρου», η εξαπάτηση των πιστών από αυτόν, η ήττα του από τους Ενώχ και Ηλία και τέλος η Δευτέρα Παρουσία. Στο ελληνικό κείμενο του ψευδο –Μεθόδιου , ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως γιος του Φιλίππου και της Χουσήθ, κόρης του βασιλιά της Αιθιοπίας, και αναφέρεται ως «τύραννος των Ελλήνων», κτίστης της Αλεξάνδρειας, στην οποία βασίλευσε δέκα χρόνια (!) και κατακτητής της γης, ενώ στο συριακό κείμενο αναφέρεται ως «βασιλιάς των βασιλέων» και ως «βασιλιάς των Μακεδόνων» (Alexander 1985: 56, Garstad 2012: xivxv, 22-26). Το επεισόδιο με τους Γωγ και Μαγώγ ενσωματώθηκε σχεδόν αυτούσιο στις μεσαιωνικές ελληνικές παραλλαγές της Διήγησης του Αλέξανδρου, με αρχή την παραλλαγή ε΄ των μέσων του 8ου αιώνα ( ή ίσως λίγο αργότερα κατά τον 9ο αιώνα: βλέπε σε αντιπαραβολή Stoneman 2011: 241, 244, Aerts 2011: 27-30, Juanno 2015 (2002): 477478, 522). Έτσι, σύμφωνα και με την περιγραφή της γ΄ παραλλαγής, ο Αλέξανδρος καταδίωξε τα έθνη αυτά (που αναφέρονται και ως ο στρατός του Ευρυμίνθη) για πενήντα μέρες, έως ότου έφτασαν σε δύο μεγάλα βουνά, στα σύνορα του γνωστού κόσμου, στους Μαστούς του Βορρά. Εκεί προσευχήθηκε στο «θεό των θεών και κύριο ολόκληρης της πλάσης» και τον παρακάλεσε να ενώσει τα δύο βουνά μεταξύ τους, αποκλείοντας τα ακάθαρτα έθνη. Η προσευχή του Αλέξανδρου εισακούστηκε, τα βουνά ενώθηκαν και στο στενό άνοιγμα που απέμεινε, ο Αλέξανδρος έκτισε τις «Κασπίες Πύλες» αλειμμένες με το ασίκητο300, απρόσβλητο υλικό από φωτιά και σίδερο (Καλλισθένης 2005: 461-465). Είναι φανερό ότι με την προσευχή στο Θεό και την ένωση των δύο βουνών ο Αλέξανδρος λαμβάνει βιβλικές διαστάσεις και παραλληλίζεται με το Μωυσή και τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας. Παράλληλα, πολιτικογραφείται ως πιστός εν Θεώ χριστιανός αυτοκράτορας. Η Αποκάλυψη του Ψευδο –Μεθοδίου παρουσιάζει τον Αλέξανδρο ως ιδρυτή και βασιλιά του τέταρτου βασιλείου της προφητείας του Δανιήλ, της τελευταίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ως χριστιανό προπάτορα όλων των ηγεμόνων της Ρώμης, της 300

Το οποίο ίσως να μπορεί να ταυτιστεί με το διαμάντι, βλέπε Juanno 2015 (2002): 502-503.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

224

Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας. Η Αποκάλυψη του Ψευδο –Μεθοδίου υπήρξε μια από τις πρώτες αντιδράσεις στην εξάπλωση του Ισλάμ σε εσχατολογικό επίπεδο και επηρέασε και μεταγενέστερα αποκαλυπτικού χαρακτήρα ελληνικά συγγράμματα, όπως Ο Βίος του Ανδρέα του Σαλού, γραμμένος από το Νικηφόρο τον Πρεσβύτερο της Αγίας Σοφίας, κατά το πρώτο μισό του 10ου αιώνα, με παρόμοια αναφορά για την πύλη του Αλέξανδρου και τους βάρβαρους λαούς, που αυτή τη φορά τοποθετούνται στην Ινδία301. Αναφορά στον Αλέξανδρο και στον αποκλεισμό των Γωγ και Μαγώγ κάνει και ο Νικήτας Βυζάντιος, Έλληνας φιλόσοφος του 9ου αιώνα στο έργο του Ανατροπή της παρά του Άραβος Μωάμετ Πλαστογραφηθείσης Βίβλου302 (Migne 1862: 768, Aerts 2011: 25, 28, 32, Doufikar-Aerts 2011: 42). Αντίστοιχη αναφορά στους αποκλεισμένους από τον Αλέξανδρο Γωγ και Μαγώγ, που θα ξεχυθούν στους έσχατους χρόνους να καταστρέψουν την οικουμένη, υπάρχει και στην Αποκάλυψη του Λέοντα πρεσβυτέρου του Κωνσταντινουπολίτη, κείμενο αποκαλυπτικό με έμφαση στα οράματα του Δανιήλ των αρχών του 9ου αιώνα.303 Τέλος, ο Αλέξανδρος αναφέρεται και στο αποκαλυπτικό κείμενο του ψευδο-Δανιήλ ως «Μέγας Φίλιππος», θεόσταλτος ηγεμόνας των πόλεων Ρώμης, Αλεξάνδρειας, Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης (Stoneman 2012 A: xii). Το στοιχείο που ξεχωρίζει ιδιαίτερα από τις καταγραφές του Αλέξανδρου στα αποκαλυπτικά βυζαντινά κείμενα είναι ακριβώς η σύνδεσή του με τη χριστιανική πίστη, τη γραμμή άμυνας που προτάσσει η αυτοκρατορία έναντι των μουσουλμάνων Αράβων, οι οποίοι, εμπνεόμενοι από τον «Ιερό Πόλεμο», απειλούν την ίδια την ύπαρξη της αυτοκρατορίας, φτάνοντας δύο φορές μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Η ιδέα αυτή του χριστιανικού έθνους, που μάχεται κατά των απίστων υπέρ βωμών και εστιών, έχει περιγραφεί στην έρευνα ως ένας πρώτος βυζαντινός εθνικισμός, βασισμένος στη χριστιανική πίστη (Αρβελέρ 1997: 42-48). Το ότι στα αποκαλυπτικά κείμενα της εποχής εμφανίζεται κι ο Αλέξανδρος να εντάσσεται σε αυτό το χριστιανικό πλαίσιο, οπωσδήποτε όχι μόνο φανερώνει τη δυναμική του συμβολισμού του και την αναγνωρισιμότητά του από τις λαϊκές μάζες - μεταξύ των οποίων κυκλοφορούσαν οι διάφορες αποκαλύψεις -, αλλά και πιστοποιεί πως το Βυζάντιο στηριζόταν πάντα, εκτός από τη χριστιανική πίστη και στην αρχαιοελληνική κληρονομιά -εκφραστής της οποίας είναι ο Αλέξανδρος - ως πλαίσιο ταυτότητας, άμυνας και αντίστασης, πέρα από το πολιτισμικό πλαίσιο. Τό γάρ ἒτος ἐκεῖνο ἀποφράξει Κύριος ὁ Θεός τάς πύλας τάς ἐν Ἰνδία, ἂς ἒκλεισεν Ἀλέξανδρος ό τῶν Μακεδόνων, καί ἐξελεύσονται βασιλεῖαι ἑβδομήκοντα δύο ἂμα τῶ λαῶ αὐτῶν, τά λεγόμενα ῥυπαρά ἒθνη…καί διασκορπισθήσονται ἐν πάση τῆ γῆ ὑπ’ οὐρανόν, σάρκας ἀνθρώπων ζώσας ἐσθίοντες, καί τό αἷμα πίνοντες… (απόσπασμα από το Βίο του Ανδρέα του Σαλού από Aerts 2011: 25). 301

302

J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CV, 1862, Ελεγκτικός ΙΖ’, 768.

R. Maisano, L'Apocalisse apocrifa di Leone di Costantinopoli [Nobilità dello spirito (nuova serie) 3. Naples: Morano, 1975, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (2.10.2015). 303

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

225

Σε μια παραλλαγή του γραπτού Ad Theophilum, - ένα βυζαντινό κείμενο, που αποδίδει μια υποτιθέμενη επιστολή των τριών Πατριαρχών της ανατολής στον αυτοκράτορα Θεόφιλο και χρονολογείται μάλλον μετά την αναστήλωση των εικόνων – η συνάντηση του εικονομάχου αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄ με τον εικονόφιλο ερημίτη Σαββάτιο αντιπαραβάλλεται με τη συνάντηση του Αλέξανδρου με το θεό Σάραπη και το πνεύμα του Φαραώ Σεσόνχωση στην Αιθιοπία, επεισόδιο της διήγησης του Μυθιστορήματος. Η αντιπαραβολή αυτή δεν είναι απλώς μια επίδειξη γνώσης κλασικής παιδείας από έναν ανώνυμο βυζαντινό λόγιο, αλλά συμβολικά στοχεύει σε σχολιασμό προσώπων και καταστάσεων της σύγχρονης του συγγραφέα βυζαντινής πραγματικότητας, ακόμα και ως λανθάνουσα κριτική. Το ίδιο ακριβώς επιτυγχάνεται και σε άλλο σημείο της παραλλαγής του Ad Theοphilum, όταν το τέλος της βασιλείας του ειρηνόφιλου αυτοκράτορα Μιχαήλ Α΄ σημαδεύεται από τη γέννηση ενός τερατόμορφου παιδιού, στοιχείο που αντλείται επίσης από το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου (Gero 1992: 83-85, Καμπούρη 1997:203). Επίσης, στο Βίο του Μακαρίου Ρωμανού, ένα κείμενο των αρχών του 7ου αιώνα, περιγράφεται το περιπετειώδες ταξίδι κάποιων μοναχών από τους Αγίους Τόπους και τη Μεσοποταμία, στην Περσία και στην Ινδία και ακόμη πιο πέρα. Στο ταξίδι αυτό, αντιμετωπίζουν κάθε λογής τέρατα και τερατόμορφους ανθρώπους και βρίσκουν την αψίδα του Αλέξανδρου, με μια επιγραφή του ίδιου του Μακεδόνα βασιλιά, που περιέχει οδηγίες για το σωστό δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν, προκειμένου να περάσουν από τη Γη του Σκότους… Είναι σαφές ότι η διήγηση αυτή αντλεί πολλά στοιχεία από το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου, συμπεριλαμβανομένης και της αψίδας. Σε ένα ακόμα βυζαντινό αγιολογικό κείμενο, ένας Παλαιστίνιος ερημίτης, ο Γεράσιμος, χρησιμοποιεί το «βιβλίο του βασιλιά Αλέξανδρου», προκειμένου να βρει τη γη των Μακάρων. Επομένως διαπιστώνεται η δημιουργική χρήση μοτίβων του Μυθιστορήματος, αλλά και της μορφής του Αλέξανδρου, στη χριστιανική παράδοση του Βυζαντίου καί μέσα στα αγιολογικά και εσχατολογικά κείμενα. (Gero 1992: 86-87). Σε ένα ανώνυμο βυζαντινό στιχούργημα του 14ου αιώνα, ο Αλέξανδρος επισκέπτεται την Ιερουσαλήμ και πείθεται εκεί να προσηλυτιστεί στην αληθινή πίστη (Оэтингоф / Турилов), μια αναφορά που είναι βέβαια παρμένη από την εβραϊκή παράδοση της επίσκεψης του Αλέξανδρου στην Ιερουσαλήμ, όπως αυτή ενσωματώθηκε στο Μυθιστόρημα. Τέλος, ένα μικρό κείμενο, με τίτλο Βίβλος Ἀλεξάνδρου περιέχων τάς γλώσσας τῆς κοσμοποιίας, βασίζεται στο μοτίβο του πολύγλωσσου Αλέξανδρου, το οποίο, όπως είδαμε, υπήρχε στη διασκευή λ΄ και ανάγεται στον 8ο ή 9ο αιώνα (Juanno 2015 (2002): 525). Ακόμα και ο τίτλος «Μέγας» για τον Αλέξανδρο διατηρήθηκε στη βυζαντινή γραμματεία, έστω και σποραδικά, όπως μας επιτρέπει να συμπεράνουμε μια αναφορά του λεξικού της Σούδας, το οποίο γράφτηκε το 10ο αιώνα: στο λήμμα Βραχμάν του λεξικού διαβάζουμε «…παραγενόμενος Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν καὶ στήσας στήλην

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

226

ἐπέγραψεν: ἐγὼ μέγας Ἀλέξανδρος βασιλεὺς ἔφθασα μέχρι τούτου», σηματοδοτώντας το τέλος της εκστρατείας του στην Ινδία, μια αναφορά βέβαια αναληθής ως προς το περιεχόμενο της στήλης. Ας σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο λήμμα είναι καταφανώς επηρεασμένο από τη Διήγηση του Αλέξανδρου, την οποία ο συντάκτης του λήμματος προφανώς θα γνώριζε πολύ καλά. Το συμπέρασμα αυτό βγαίνει αβίαστα, καθότι γίνεται λόγος στο περιεχόμενο του λήμματος για τους μακρόβιους Βραχμάνες που κατοικούν σε ένα νησί του Ωκεανού, το οποίο επισκέφτηκε ο Αλέξανδρος -σε έναν επίγειο παράδεισο χωρίς αρρώστιες, χωρίς τους μόχθους και τα βάσανα της καθημερινής ζωής, με διαρκή προσευχή και μακροζωία που φτάνει τα 150 χρόνια μακριά από τις γυναίκες τους, τις οποίες επισκέπτονται σε τόπο εκτός του νησιού τους μόνο άπαξ ετησίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και για 40 μέρες με σκοπό την τεκνοποίηση304. Η αναφορά αυτή του λεξικού της Σούδας αποτελεί άλλη μια απόδειξη για την καθολική επίδραση του Μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη στο Βυζάντιο μια και πρόκειται ουσιαστικά για μεταφορά του οικείου επεισοδίου του Μυθιστορήματος. Τέλος, το πώς το Μυθιστόρημα επηρέασε τη βυζαντινή γραμματεία αποδεικνύεται και από ένα βυζαντινό στιχούργημα, που περιστρέφεται γύρω από το μοτίβο της υπόμνησης του θανάτου και της ματαιότητας των επίγειων μεγαλείων: Κἄν οὐρανούς, ἄνθρωπε, καί νέφη φθάσης, κἄν γῆς μετρήσης καί θαλάττης τά βάθη, κἄν τοῖς ἐλάφοις ὑπεραρθῆς ἐν δρόμοις κἄν τό χρυσίον, τό σουφίρ κυριεύσης, λίθον τάφου τρίπηχυν οὐχ ὑπεκδράμης. Στους παραπάνω στίχους, εκτός από το χρυσό και τα ζαφείρια που αποκτά ο Αλέξανδρος από την εκστρατεία του στην Ινδία, σύμφωνα με το Μυθιστόρημα, στοιχείο που επισημαίνει ο Stichel (1972: 137, όπου και οι στίχοι και η προέλευσή τους), αναγνωρίζουμε δύο ακόμη διάσημα επεισόδια του Μυθιστορήματος: την ανάληψη στους ουρανούς και την κατάδυση στη θάλασσα. Παρόμοιους στίχους συνέγραψε και ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός, ο Εφέσιος, στους οποίους συνδυάζεται το επεισόδιο της ανάληψης στους ουρανούς με το μοτίβο του θανάτου (1393-1445, Stichel 1971: 137). http://www.stoa.org/solbin/search.pl?db=REAL&search_method=QUERY&login=guest&enlogin= guest&user_list=LIST&page_num=1&searchstr=Brahman&field=any&num_per_page=100 (διαδικτυακή έκδοση του λεξικού της Σούδας με δυνατότητα αναζήτησης, προσπέλαση 26.1.2014). Αυτή την αναφορά μάλιστα την παίρνει και ο Μάρκο Πόλο και τη μεταφέρει στο πλαίσιο της αφήγησης του «βιβλίου των θαυμάτων» του. 304

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

227

3.3. Αυτοκρατορική ιδεολογία: ο Μέγας Αλέξανδρος ως πρότυπο των βυζαντινών αυτοκρατόρων Αλλά και στο επίπεδο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, για πολλούς βυζαντινούς αυτοκράτορες μαρτυρείται πως ο Αλέξανδρος αποτελούσε πρότυπο ανδρείου ηγεμόνα, σε συνέχεια της παράδοσης της Imitatio Alexandri των Ρωμαίων αυτοκρατόρων305. Ήδη για τον αυτοκράτορα και ιδρυτή της πόλης Μέγα Κωνσταντίνο αναφέρεται πως στη θέση του Στρατηγείου306 αρχικά είχε ιδρύσει το φόρουμ της πόλης και πως σ’ αυτόν το χώρο ο ίδιος αυτοκράτορας, σε μια κίνηση ισχυρού συμβολισμού, είχε μεταφέρει έναν αρχαίο τρίποδα του Αλέξανδρου, όπως μας πληροφορούν οι Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί. Το κείμενο αυτό περιγράφει διάφορα μνημεία και κτήρια της Κωνσταντινούπολης και χρονολογείται τον 8ο αιώνα («Ὁ τρίπους ὁ ἐν τῶ Στρατηγίω τῶ μεγάλω, καθά Προμούντιος Ἀλέξανδρον λέγει εἶναι τον Μακεδόνα», Cameron - Herrin 1984: 150). Ωστόσο η λέξη τρίπους στο κείμενο των Παραστάσεων θα μπορούσε να σημαίνει «άγαλμα» (Cameron - Herrin 1984: 264), άλλωστε τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως (μέρος του οποίου αποτελούν και οι Παραστάσεις Σύντομοι) μας πληροφορούν πως ο Κωνσταντίνος μετέφερε στο Στρατηγείο της Κωνσταντινούπολης ένα άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τη Χρυσόπολη, όπου στεκόταν για 648 χρόνια (Cameron Herrin 1984: 265). Πιθανόν μάλιστα στον ανδριάντα αυτόν ο Αλέξανρος να ήταν έφιππος και να μετατράπηκε σε απεικόνιση του Μεγάλου Κωνσταντίνου ή να φιλοτεχνήθηκε εξαρχής ανδριάντας του έφιππου Κωνσταντίνου κατά τα αλεξάνδρεια πρότυπα (Σκαρλάτος 1851 (1993):409). Ίσως να πρόκειται για συνειδητή προσπάθεια μίμησης του Αλέξανδρου από τον Κωνσταντίνο: όπως εκείνος ίδρυσε την Αλεξάνδρεια, έτσι και ο Κωνσταντίνος ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη307, επομένως το πρότυπό του, ο Βέβαια πρέπει να σημειωθεί πως δεν είναι μόνο ο Αλέξανδρος που αναφέρεται ως πρότυπο για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Ενδεικτικά, ο Νικηφόρος Βλεμμύδης στο λόγο του Ὀποίον δεῖ εἶναι τόν βασιλέα, εκτός από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, αναφέρει κι άλλα παραδείγματα βασιλικής ή γενικότερα ηγετικής αρετής από ιστορικές προσωπικότητες, όπως ο Θηβαίος Επαμεινώνδας, ο Μιλτιάδης, ο Κύρος, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Αιγύπτιος Φαραώ Σεσόγχωσης, ο Σολομώντας και βέβαια ο πατέρας του Αλέξανδρου Φίλιππος (Migne 1865 – PG 142-: 613-657). Ωστόσο, γενικότερα οι αναφορές στον Αλέξανδρο είναι περισσότερες, αποτελούν ένα σταθερό κοινό τόπο, έχουν πιο έντονο υμνητικό χαρακτήρα και κυρίως εμπεριέχουν έναν ιδιαίτερο ιδεολογικό συμβολισμό, που θα τον αναλύσουμε στη συνέχεια. 305

Το κτήριο αυτό ονομαζόταν Στρατηγείο διότι σε αυτό αναγορεύονταν και είχαν την έδρα τους οι δύο στρατηγοί του Βυζαντίου (Σκαρλάτος 1851 (1993): 409). 306

Η ενδεχόμενη συνειδητή μίμηση του Αλέξανδρου από τον Κωνσταντίνο στην προκειμένη περίπτωση ενισχύεται και από ένα ακόμη στοιχείο: σε παρακείμενη του αγάλματος λίθινη στήλη ο Κωνσταντίνος ανέγραψε όλα τα προνόμια που χορήγησε στη «Νέα Ρώμη», κατά μίμηση της παλιάς (Σκαρλάτος 151 (1993): 409). 307

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

228

Αλέξανδρος, σαφώς και έπρέπε συμβολικά να ενυπάρχει σ’ αυτήν μέσω της «εικόνας» του, δηλαδή του αγάλματός του. Άλλωστε και ο Ευσέβιος Καισάρειας (Εἰς τόν βίον Κωνσταντίνου Βασιλέως) συγκρίνει τον Κωνσταντίνο με τον Αλέξανδρο (Βασιλακοπούλου 1999: 1305, βλέπε αναλυτικά και κεφάλαιο 2.1.). Επιπλέον, σε ένα μετάλλιο εκεινης της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου (σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι) απεικονίζεται σε προφίλ ο ίδιος ασπιδοφόρος και δορυφόρος μαζί μεμια δεύτερη ανδρική προτομή πίσω του, επίσης σε προφίλ, η οποία από ορισμένους ερευνητές ερμηνεύεται ως απεικόνιση του ίδιου του Αλέξανδρου. Μάλλον όμως πρόκειται για το θεό Ήλιο, αφού η μορφή αυτή φέρει στεφάνι με ακτίνες στην κεφαλή. Άλλωστε, πρόσθετο τεκμήριο αποτελεί η απεικόνιση του άρματος του θεού Ήλιου στην επιφάνεια της ασπίδας του Κωνσταντίνου. Θα μπορούσε, βεβαια, να είναι και ο Αλέξανδρος –Ήλιος, όπως είχε ήδη καθιερωθεί μέσα από το συγκρητισμό της μορφής του, στοιχείο που αναλύθηκε στο κεφάλαιο 2.2. (βλέπε και υποσημείωση 114). Όπως και να έχει, το αλεξάνδρειο πρότυπο στο μετάλλιο αυτό τεκμηριώνεται από την επιγραφή που φέρει περιμετρικά: INVICTUS CONSTANTINUS MAGNUS, «Ανίκητος Κωνσταντίνος Μέγας». Τέλος, ο Μέγας Κωνσταντίνος συνέχισε και μια μακραίωνη λατρευτική παράδοση που είχε ξεκινήσει ο Αλέξανδρος και είχαν υιοθετήσει και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες: την απόδοση τιμών στα αγάλματά του, που ήταν στημένα σε δημόσιους χώρους της Κωνσταντινούπολης. Το έθιμο αυτό συνεχίστηκε στο Βυζάντιο ως τον 8ο αιώνα κι έτσι κάθε φορά που ενθρονίζονταν ένας νέος ηγεμόνας το άγαλμά του γινόταν αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας με γιορτές και πανηγυρισμούς, όπως για παράδειγμα το αργυρό άγαλμα της αυτοκράτειρας Ευδοκίας, που στήθηκε απέναντι από την Αγία Σοφία το 403 (Παπαϊωάννου 2013:85). Η ειδωλολατρική αυτή παράδοση δεν άρμοζε με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, ωστόσο φανερώνει πόσο ισχυρή ήταν η παράδοση της λατρείας του ηγεμόνα, όπως καθιερώθηκε από τον Αλέξανδρο, ώστε να επιβιώσει τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα στο χριστιανικό Βυζάντιο. Η σύγκριση με τον Αλέξανδρο γίνεται κοινός τόπος σε αναφορές βυζαντινών συγγραφέων για τους αυτοκράτορές τους στα διάφορα εγκώμια αυτοκρατόρων308. Ο Θεμίστιος, σε λόγο του, κρίνει τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο «φιλοσοφώτερο» από τον Τις βάσεις για το πώς θα πρέπει να είναι δομημένο ένα εγκώμιο αυτοκράτορα φαίνεται πως τις έθεσε ο ρήτορας Μένανδρος από τη Λαοδίκεια της Συρίας (γύρω στο 300 μ.Χ.). Το εγκώμιο, είδος της επιδεικτικής ρητορικής, σύμφωνα με τις οδηγίες του Μενάνδρου, πρέπει να εξαίρει όλες τις θετικές ιδιότητες ενός αυτοκράτορα, αλλά να αποκρύπτει τα αρνητικά του σημεία. Η έρευνα δείχνει πως οι βυζαντινοί συγγρφείς όλων των αιώνων ακολούθησαν πιστά τις οδηγίες του Μενάνδρου για τη συγγραφή επιδεικτικών λόγων, στους οποίους θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον επιτάφιο, τη μονωδία (θρήνο), τον προσφωνητικό λόγο και τον επιθαλάμιο (γαμήλιο). Βλέπε περισσότερα σε Hunger 1987 (1978): 156-157, 196 κ.ε. 308

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

229

Αλέξανδρο του Φιλίππου (Βασιλακοπούλου 1999: 1305). Ο Λιβάνιος επίσης στο βασιλικό λόγο εἰς Κωνστάντιον καί Κώνσταντα τους συγκρίνει με τον Αλέξανδρο, με στόχο βέβαια να τους βγάλει ανώτερους από τον αρχαίο Έλληνα βασιλιά, καθώς αυτοί από την αρχή είχαν μια σταθερή εξουσία πάνω σε εδάφη, την οποία διατήρησαν και στη συνέχεια, ενώ ο Αλέξανδρος κατακτούσε γη, την οποία αφαιρούσε από άλλους. Έτσι, καταλήγει ο Λιβάνιος, ο Αλέξανδρος, αλλά και ο Κύρος και ο Δαρείος είναι κατώτεροι από την επικρατούσα αντίληψη για αυτούς309. Για το Φιλοστόργιο, ο Ιουλιανός φιλοδοξούσε να γίνει «ο Νέος Αλέξανδρος, από τη Μακεδονία»310. Ο Θεμίστιος πάλι, σε λόγο του προς το Θεοδόσιο το Μέγα (Εἰς Θεοδόσιον. τις ἡ βασιλικωτάτη τῶν ἀρετῶν) του λέει να μετατρέψει τον ηγέτη των Γετών από εχθρό σε πιστό φίλο και σύμμαχο, όπως ο Αλέξανδρος έκανε με τον Πώρο, ο Αρταξέρξης με το Θεμιστοκλή και οι Ρωμαιοι με το Λίβυο Μασσανάσση. Σε άλλο λόγο του πάλι στον ίδιο αυτοκράτορα, με τίτλο «Πρὸς τοὺς αἰτιασαμένους ἐπὶ τῷ δέξασθαι τὴν ἀρχήν», αναφέρει ότι ο Θεοδόσιος ξεπερνά σε φιλοτιμία και τον Αλέξανδρο το Μέγα, παρόλο που αυτός είχε δάσκαλο τον Αριστοτέλη και ξανάκτισε τα Στάγειρα.311 Αλλού πάλι ο Θεμίστιος τονίζει, μέσα από το παράδειγμα του Αλέξανδρου με τον Πώρο, πόσο θετικό είναι ο βασιλιάς να επιδεικνύει μεγαλοψυχία στον ηττημένο αντίπαλο. Γενικότερα, ο Θεμίστιος κάνει πολλές αναφορές στον Αλέξανδρο στους λόγους του, τονίζοντας κατεξοχήν τα θετικά του στοιχεία. Ο Σώπατρος από την Αντιόχεια, σε λόγο του προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το 387 μ.Χ., τον επαινεί για την επιείκεια που επέδειξε έναντι της εξεγερμένης γενέθλιας πόλης του, σε αντίθεση με τη σκληρότητα που επέδειξε ο Αλέξανδρος απέναντι στη Θήβα (Lushen 2013: 110). Ακόμη και ο Λιβάνιος, στο λόγο του Πρός Θεοδόσιον τόν βασιλέα ἐπί ταῖς διαλαγαῖς, τονίζει πως ο Θεοδόσιος νικά σε ημερότητα «τόν τοῦ Διός παῖδα δόξαντα εἶναι τόν Ἀλέξανδρον», φέρνοντας ως παράδειγμα την καταστροφή της Θήβας. Κατά το ρήτορα Προκόπιο από τη Γάζα, ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α΄ (491-518) διακρίνεται για το βασιλικό φρόνημα, όπως ο Αλέξανδρος312. Λιβάνιος, Βασιλικός στον Κωνστάντιο και Κώνσταντα, oratio 59, σε R. Foerster, Libanii opera, vols. 1-4, Teubner, Leipzig 1903-1908, σε Thesaurus Linguae Greacae. 309

310

Βασιλακοπούλου 1999: 1305

G. Downey and H. Schenkl, Themistii orationes quae supersunt, vol. 1, Leipzig: Teubner, 1965, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (26.9.2015). 311

Γενικότερα, το όνομα Μακεδών αναφερόταν από τους βυζαντινούς ως ταυτόσημο με τη γενναιότητα και τη νίκη (Δεληκάρη 2008: 142). Παράλληλα, διατήρησε και την ιστορική, ελληνική – βυζαντινή σημασία του, καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί η ύπαρξη ψηφιδωτής επιγραφής, μεγάλων διαστάσεων, μοναδικού χαρακτήρα, που βρέθηκε σε δάπεδο βασιλικής της πόλης των Φιλίππων και σήμερα εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της περιοχής. Η επιγραφή χρονολογείται με ασφάλεια στον 6 ο αιώνα και αναφέρει την εκκλησία των Φιλίππων ως ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΗ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΕΝ ΤΗ (ΠΟΛΗ) ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ. Η Χρονογραφία του Θεοφάνη αναφέρει πως το έτος 6248 από κτίσεως κόσμου (δηλαδή το έτος 739) και 1063 έτη από την 312

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

230

Κολακεύοντας τον Αναστάσιο ο Προκόπιος γράφει στον Πανηγυρικόν εις Αναστάσιον λόγο του: «Αρχικά δεν πίστευα σ’ αυτά που μάθαινα και μου φαίνονταν ένα μύθευμα, ότι δηλαδή ο Αλέξανδρος βασίλεψε με αξιοσύνη και ότι από τα χέρια του έρρεε χρυσός στους υπηκόους του και ότι ο ίδιος τιθάσευσε τις ηδονές του σώματος και έγινε ανώτερος από τη φύση του. Τώρα όμως βλέπω με έργα να γίνονται αυτά που θαύμαζα ακούγοντάς τα και γνωρίζω πλέον ότι, αν ο Αλέξανδρος ήταν τέτοιος, σαν κι αυτόν που αποδείχθηκες εσύ στην πράξη ότι είσαι για μας, τότε πείθομαι ότι πράγματι κι αυτός τους νίκησε όλους στη μάχη και πως είναι γιος του Διός και ότι ο Φίλιππος απατήθηκε (από την Ολυμπιάδα)»313.

εποχή του Φιλίππου σύμφωνα με τους Μακεδόνες, επιβλήθηκε έκτακτος φόρος στους Κωνσταντινουπολίτες (Κουστένης 2007: 1119). Βλέπουμε λοιπόν πως 1075 χρόνια μετά το θάνατο του Φιλίππου, στους Μακεδόνες του Βυζαντίου εξακολουθούσε να είναι σε ισχύ ημερολόγιο βασισμένο στον πατέρα του Αλέξανδρου. Ο Ιωάννης Καμενιάτης, που γράφει το 10 ο αιώνα, αναφερόμενος στην πατρίδα του, τη Θεσσαλονίκη, τη χαρακτηρίζει πρώτη των Μακεδόνων. Επίσης ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει πως η Θεσσαλονίκη μητρόπολις της Μακεδονίας εστί (Δεληκάρη 2008: 145) και τετρακόσια χρόνια αργότερα ο λόγιος της πόλης Νικόλαος Καβάσιλας δηλώνει περήφανα πως «Ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις (η Θεσσαλονίκη) κατέχει τόσο περίοπτη θέση …ώστε να αποστέλλει την πνευματική της παραγωγή σε άλλες πόλεις. Δεν υπάρχει νομίζω κανένας από τους απανταχού Έλληνες ο οποίος να μη θεωρεί τη Θεσσαλονίκη πρόγονο και μητέρα της πνευματικής του παιδείας,… που γεννά καθημερινά λαμπρούς ρήτορες ή πλατωνικούς και αριστοτελικούς φιλοσόφους,…οι οποίοι δημιουργούν βιβλία…απόλαυση για τους απογόνους των Ελλήνων…» (Βακαλόπουλος 2008: 98, Καράμπελιας 2011: 197-198, όπου και το πλήρες απόσπασμα και στο πρωτότυπο). Άλλωστε αξίζει να αναφερθεί πως ακόμα και στις πρωτοσλαβικές μεσαιωνικές γραπτές πηγές η Μακεδονία αναφέρεται ως ελληνική γη: για παράδειγμα, ο Βούλγαρος Ευθύμιος Τυρνόβου (1320-1401) στο έργο του Βίος του Ιλαρίωνα Μογλενών γράφει, αναφερόμενος στο Βούλγαρο τσάρο Καλογιάννη: «Πολύ ανδρείος ήταν τότε, κατέλαβε μεγάλο μέρος της ελληνικής γης, τη Θράκη δηλαδή και τη Μακεδονία…» (Δεληκάρη 2008: 160-161, όπου και πολλές άλλες αναφορές). Τέλος και οι μουσουλμάνοι φαίνεται πως ενέτασσαν τη Μακεδονία σε ελληνικό πλαίσιο: ο Ρασίντ αλ Ντιν στο έργο του Η ιστορία του κόσμου (αρχές 14ου αιώνα) αναφέρει το Βυζάντιο ως χώρα των Γιουνάν, δηλαδή των Ιώνων, δηλαδή των Ελλήνων και ότι ο ηγεμόνας του, ο «πατρίκιος της Μακεδονίας» είναι πολύ πλούσιος και έχει ένα τεράστιο στρατό υπό την εξουσία του. Μάλιστα περιγράφει τον Όλυμπο ως το κύριο βασικό γεωγραφικό χαρακτηριστικό αυτής της μεγάλης αυτοκρατορίας. Η παραπάνω αναφορά αποδεικνύει πως και στη συνείδηση των Αράβων μουσουλμάνων η Μακεδονία είχε ταυτιστεί με την ουσία της βυζαντινής αυτοκρατορίας (Georganteli 2012: 147). «Ἀλέξανδρον δέ τόν Φιλίππου πυθόμενος ἀξίαν γνώμην τῆς τοιαύτης παρέχεσθαι βασιλείας, χρυσίου ῥέουσαν προτείνοντα χεῖρα τοῖς ὑπηκόοις, καί τῶν τοῦ σώματος ἡδονῶν κρατοῦντα, ἤδη δέ καί κρείττονος γενέσθαι φύσεως, πρώην μέν ἠπίστουν, καί μύθος ἅλλως ἐδόκει μοι τοῦτο καί πλάσμα. Νῦν δέ τοῖς ἔργοις ὁρῶ, ἅ τοῖς λόγοις ἀκούων ἐθαύμαζον. Τοσοῦτον περί τούτου γινώσκω. Εἰ τοιοῦτος ἦν ἐκεῖνος, οἷος ἡμῖν αὐτός προῆλθες τῆ πείρα, πείθομαι τοῦτον τοῖς πᾶσι νενικηκέναι, καί Διός εἶναι παῖδα, καί Φίλιππον ἡπατῆσθαι» (Migne 1865 B: 2324). Οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά πως ο Αναστάσιος ονομαζόταν από τους συγχρόνους του «δίκορος», επειδή ακριβώς το ένα του μάτι ήταν μαύρο, ενώ το άλλο γαλανό 313

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

231

Σε μια πραγματεία γραμμένη τον 6ο αιώνα ο ιστορικός Μένανδρος Προστάτης συνιστά ακριβώς τη σύγκριση με τον Αλέξανδρο προκειμένου να δοξάσει κάποιος τα αυτοκρατορικά ιδεώδη (Nikitin, Balakhanova, Khimin 2012: 70). Ο μαθητής του Προκόπιου Χορίκιος από τη Γάζα, σε λὀγο που εκφωνεί για τη γιορτή των Βρουμάλιων το 530, συγκρίνει τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό με τον Αλέξανδρο, το γιο του Φιλίππου, ο οποίος επίσης έδωσε μια γιορτή μετά τη νίκη του κατά των Περσών. Σε άλλο λόγο του πάλι αναφέρεται στην προτίμηση του Αλέξανδρου στο Λύσιππο (Luschen 2013: 136). Νέος Αλέξανδρος χαρακτηρίζεται και ο μεγάλος Βελισάριος, στρατηγός του Ιουστινιανού, στην Ιστορία του Βελισαρίου, που όμως είναι μεταγενέστερο δημιούργημα της εποχής του βυζαντινού στρατηγού, με το αρχικό κείμενο να χρονολογείται στον 14 ο αιώνα314. Ο εξαίρετος υμνογράφος Γεώργιος Πισίδης στην Ηρακλειάδα του, έργο στο οποίο υμνεί τα κατορθώματα του Αυτοκράτορα Ηράκλειου κατά των Περσών, μέχρι την τελική νίκη εναντίον του Πέρση ηγεμόνα Χοσρόη το 627, αντιπαραβάλλει το βυζαντινό αυτοκράτορα με τον Αλέξανδρο με τους παρακάτω στίχους: «Ἤδη γὰρ ὁ Πλούταρχος ἐξᾶραι θέλων / τὸν τοῦ Φιλίππου καὶ πρὸς ὕψος ἁρπᾶσαι /ἔσπευδε δεῖξαι πᾶσιν ὡς ἐναντίαι / κατεῖχον αὐτὸν ἀντιπράττουσαι τύχαι»˙ Και συνεχίζει τονίζοντας πως ο Αλέξανδρος τελικά, εκτός από την τύχη είχε με το μέρος του και ικανότατους συμμάχους και στρατιώτες, ενώ ο Ηράκλειος είχε στρατό «γέμοντα περσικού φόβου» και πως τελικά με την πειθώ του και την ικανότητά του στα όπλα κατάφερε να μετατρέψει τους αρχικά άτολμους και φυγόμαχους στρατιώτες του σε γενναίους μαχητές και διώκτες των Περσών315. Σε ένα άλλο του ποίημα πάλι, την Περσική Εκστρατεία, ο Πισίδης εγκωμιάζει τις τακτικές μάχης του Ηρακλείου ως σοφότερες από αυτές του Αλέξανδρου, έτσι ώστε ο πρώτος να είναι βασιλιάς από τη φύση του, ενώ ο δεύτερος απλά από κληρονομιά. Επομένως, χρησιμοποιεί το μοτίβο της σύγκρισης για να εξυψώσει τον Ηράκλειο, (Stewart 2014: 10). κάτι που θα αποτελέσει κοινό τόπο στους υμνητές βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ο Πισίδης ήταν σύγχρονος του Ηράκλειου και μάλλον στην υπηρεσία του πατριάρχη Σεργίου ως κληρικός, ωστόσο το έργο του είχε μακρά επίδραση, καθότι αναφέρεται και στο μεταγενέστερο λεξικό της Σούδας (Stewart 2014: 10). Γενικότερα, η προβολή του Ηρακλείου ως Νέου Αλεξάνδρου φαίνεται πως ήταν κοινός τόπος στους βυζαντινούς συγγραφείς της εποχής της (Εφταλιώτης 1901), κάτι που, βεβαίως, θυμίζει το αντίστοιχο χαρακτηριστικό που απέδιδε η παράδοση και το Μυθιστόρημα στον Αλέξανδρο. 314 W.F. Bakker and A.F. van Gemert, Ἱστορία τοῦ Βελισαρίου [Βυζαντινὴ καὶ Νεοελληνικὴ Βιβλιοθήκη 6. Ἀθήνα: Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, 2007, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ Η ιστορία του Βελισαρίου σώζεται σε χειρόγραφα του 15ου και 16ου αιώνα, καθώς και σε βενετικές εκδόσεις του 16ου. Μπορεί να διαβάσει κανείς το ποίημα Ηρακλιάς του Γεωργίου Πισίδη στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.portaaurea.gr/gpisides01.html 315

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

232

καθοριστικής για το μέλλον της αυτοκρατορίας βασιλείας του (610-641), καθότι ο αυτοκράτορας αυτός, με την ακατάβλητη δύναμη, την επιμονή και το προσωπικό του θάρρος στο πεδίο της μάχης, συνέτριψε τους Πέρσες στην ανατολή, καταγάγοντας περιφανείς νίκες, από την Ισσό ως τη Νινευή. Αρμενικά και γεωργιανά χρονικά αναφέρουν τόσο τον Αλέξανδρο όσο και τον Ηράκλειο ως «Βασιλιά των Ελλήνων», που θα υλοποιήσει την προφητεία του Δανιήλ. Σύμφωνα με το Θεοφύλακτο Σιμοκάττη ακόμα και ο μεγάλος αντίπαλος του Ηρακλείου, ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης, πίστεψε πως οι νίκες του Αλέξανδρου θα πιστωθούν στον ίδιο (Stewart 2014: 7). Τέλος δεν πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής και ο συσχετισμός του ονόματος του Ηράκλειου με τον Ηρακλή, το μυθικό πρόγονο του Αλέξανδρου, αλλά και η αποτύπωση στη βυζαντινή τέχνη της μορφής του Ηρακλείου ως «Νέου Αλέξανδρου» (βλέπε παρακάτω κεφάλαιο 3.5.1). Τον 10ο αιώνα, ο Θεοδόσιος Διάκονος, ο υμνητής του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ και του στρατηγού του και μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, στον εγκωμιαστικό λόγο που τους γράφει για την άλωση του Χάνδακα και την επανάκτηση της Κρήτης από τους Άραβες, τους αντιπαραβάλλει τέσσερις φορές, -μία το Νικηφόρο και τρεις το Ρωμανό- με τον Αλέξανδρο: «δεν βρήκα άλλο δεύτερο αρχιστράτηγο σαν κι εσένα, ............ ούτε το γιο του Φιλίππου, για τον οποίο ο Πλούταρχος εξιστορεί ότι ήταν πρώτος στις μάχες». (Τσερεβελάκης 2009: 47, 76-77, 87). Στην ίδια τη Μακεδονία υπήρχε ανέκαθεν πρόσφορο έδαφος για τη θεώρηση του Αλέξανδρου ως ένδοξου προγόνου. Αυτό ίσχυε ακόμα και για το …θέμα Μακεδονίας του 9ου αιώνα, που δεν είχε καμιά σχέση γεωγραφικά με την ιστορική Μακεδονία, αλλά τοποθετούνταν στη Θράκη. Και όμως! Ο Βασίλειος ο Α΄, ο ιδρυτής της μακεδονικής δυναστείας, που γεννήθηκε σ’ αυτό, παρουσιάζεται από τον ιστορικό Ιωσήφ Γενέσιο να έλκει την καταγωγή του και από τους Μακεδόνες βασιλείς Φίλιππο και Αλέξανδρο, «άριστους ηγεμόνες». Ο ίδιος ιστορικός μάλιστα αναφέρει ότι ο Βασίλειος δάμασε ατίθασο άλογο όπως ο Αλέξανδρος το Βουκεφάλα (Migne 1863 Δ: 1128, 1133, Βασιλακοπούλου 1999:1312, Δεληκάρη 2008: 143-44). Ο γιος του Βασίλειου, Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (886-912), στα Τακτικά του, ένα κείμενο που περιλαμβάνει τα πάντα για τη δομή του βυζαντινού στρατού, τη στρατηγική, τις τακτικές μάχης και άλλα στοιχεία, στο ιδιαίτερο καταληκτικό κεφάλαιο Περί διαφόρων γνωμικῶν κεφαλαίων, στο οποίο και δίνει συμβουλές για διάφορες περιστάσεις στον ανώνυμο βυζαντινό στρατηγό, επικαλείται τον Αλέξανδρο ως παράδειγμα γρήγορης δράσης και μη αναβλητικότητας σημειώνοντας χαρακτηριστικά:

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

233

«καί γάρ τόν Ἀλέξανδρον ποτε τόν βασιλέα ἐρωτώμενον, πῶς ἐν ὀλίγοις ἔτεσι τοσαῦτα καί τηλικαῦτα μεγάλα κατώρθωσε πράγματα, λέγεται εἰπεῖν, Ὅτι οὐδέν δεόμενον τῆ σήμερον ὑπερεθέμην εἰς τήν αὔριον»316. (Migne 1863 B: 1037). Επιπλέον, ο εγγονός του Βασιλείου Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος στο έργο του Ἱστορική διήγησις τοῦ βίου καί τῶν πράξεων Βασιλείου εξειδικεύει την παράδοση της καταγωγής του Βασιλείου από τον Αλέξανδρο στο πρόσωπο της μητέρας του, της Παγκαλώς, η οποία από τη μια πλευρά των γονιών της καυχιόταν πως είχε συγγένεια με το Μεγάλο Κωνσταντίνο και από την άλλη «την Ἀλεξάνδρου ηὔχει λαμπρότητα» (Σιδερή 2010: 58, 339). Την ίδια πληροφορία δίνει και ο Συνεχιστής του Θεοφάνους στη Χρονογραφία του (Migne 1863 Δ: 232). Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς πάλι, στο δικό του στρατιωτικό εγχειρίδιο με τίτλο Στρατηγική Έκθεσις και Σύνταξις: αναφερόμενος σε παραδείγματα διάταξης φάλαγγας πεζικού, ανατρέχει στην αρχαία μακεδονική φάλαγγα που παρέταξε ο Αλέξανδρος «εναντίον των Αιθιόπων». Για το γνωστότερο διάδοχο του Βασιλείου Α΄, το Βασίλειο Β΄, (975-1025), έναν από τους λαμπρότερους βυζαντινούς αυτοκράτορες, είναι γνωστός ένας εγκωμιαστικός λόγος του Λέοντος Διακόνου κατά τα πρώτα χρόναι της βασιλείας του, γύρω στο 980 σύμφωνα με διάφορα τεκμήρια που επικαλείται ο Συκουτρής (Συκουτρής 1933: 430-434). Σε μια αποστροφή του λόγου, προκειμένου να αναδείξει τα κατορθώματα του Βασιλείου (που βέβαια ακόμη, τότε, ήσαν ελάχιστα) κάνει μια αναφορά σε «Ξέρξας δή τινας καί Κύρους καί Ἀλεξάνδρους, ἔτι τε Καμβύσας καί Πομπηίους», οι οποίοι, όπως λέει, αν ζούσαν τώρα (την εποχή του Βασιλείου) θα είχαν ηττηθεί από τα δικά του κατορθώματα (πρωτότυπο κείμενο σε Συκουτρή 1933: 429). Βέβαια, η αναφορά αυτή, που θα άκουσε μαζί με τον υπόλοιπο λόγο ο νεαρός Βασίλειος, είναι αρκετά ασαφής για να θεωρήσουμε πως ο Αλέξανδρος υπήρξε ξεχωριστό και προβεβλημένο πρότυπο ηγεμόνος για το Βασίλειο. Ωστόσο, είναι γνωστό πως ο Βασίλειος, όταν έγινε ο φοβερός και ακατανίκητος εκείνος αυτοκράτορας, που δόξασε το Βυζάντιο και διέσωσε τον ελληνισμό της Μακεδονίας, γιόρτασε τα επινίκεια του πολύχρονου αγώνα του κατά των επιδρομέων Βουλγάρων στο ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, δηλαδή στον Παρθενώνα της Αθήνας, τον οποίο κόσμησε «ἀναθήμασι λαμπροῖς καί πολυτελέσι», όπως μαρτυρά ο ιστορικός Σκυλίτζης. Είναι πιθανόν ο Βασίλειος να προέβη σε αυτήν Προκαλεί μάλιστα εντύπωση στον αναγνώστη των Τακτικών η ιδιαίτερη μνεία της μακεδονικής φάλαγγας και των όπλων της, της σάρισας και της μακεδονικής ασπίδας, που γίνεται από το Λέοντα στο κεφάλαιο [διάταξις] Περί ὁπλίσεως καβαλλαρίων καί πεζῶν, ενώ και στα επλεγόμενα του συγγράμματός του επανέρχεται στον τρόπο με τον οποίο «οἱ τε Μακεδόνες καί τό Ἑλληνικόν ἄπαν ὡπλίζοντο καί παρετάσοντο» (Migne 1863 B – PG 107- : 733, 1097). 316

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

234

την πράξη έχοντας στο νου και τα αναθήματα που προσέφερε ο Αλέξανδρος στον Παρθενώνα μετά τη νίκη του στη μάχη του Γρανικού ποταμού. Πολλοί άλλοι γνωστοί βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονται εγκωμιαστικά στον Αλέξανδρο, όπως για παράδειγμα ο πατριάρχης Φώτιος317, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος318, (Βασιλακοπούλου 1999: 1305), ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης, ο λόγιος Μιχαήλ Ψελλός, η Άννα Κομνηνή. Η τελευταία σημειώνει στο έργο της Αλεξιάς, συγκρίνοντας τη δράση του πατέρα της αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού με τον Αλέξανδρο: «Δεν θα με εξέπληττε λοιπόν αν και ο βασιλιάς Αλέξιος, συναγωνιζόμενος τον Αλέξανδρο, είχε δώσει σ’ όλους τους τόπους νέες ονομασίες ανάλογα με τα έθνη που, είτε συγκρούστηκαν μαζί του είτε τα προσκάλεσε ο ίδιος» (Αλεξιάς, Α΄, σελ. 248). Αλλού πάλι σημειώνει: «Ε, λοιπόν, ας καυχιέται ο Αλέξανδρος για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τη Βουκεφάλη της Μηδίας…ο αυτοκράτορας Αλέξιος δεν θα καυχιόταν τόσο για τις πόλεις που ίδρυσε, όσο θα καμάρωνε για την πόλη αυτή»319 (Αλεξιάς Β΄, σελ. 219). Στην κορύφωση λοιπόν της εξύμνησης ενός βυζαντινού αυτοκράτορα, παρατηρούμε πως το απόλυτο μέτρο σύγκρισης ήταν ο Αλέξανδρος. Ωστόσο το αλεξάνδρειο πρότυπο, με βάση τη βυζαντινή οπτική, ισχύει και για ξένους ηγεμόνες, όπως συμπεραίνουμε από τις αναφορές του Φωτίου στην επιστολή του προς τον «πνευματικό υιό του Μιχαήλ, εκ Θεού άρχοντα της Βουλγαρίας»: με αφορμή τη στάση του Αλέξανδρου απέναντι στην ομορφιά των Περσίδων, ο Φώτιος τον προβάλλει στο Μιχαήλ ως υπόδειγμα σωφροσύνης και εγκράτειας. Σε μια άλλη επιστολή του στον κόμη Αλέξανδρο, εγκωμιάζει τη στάση του «Έλληνα» και «Ελλήνων βασιλιά» Αλέξανδρου, σύμφωνα με την οποία θεωρούσε πως δε βασίλεψε μια μέρα, αν τη μέρα εκείνη δεν ευεργέτησε κάποιον ως βασιλιάς320. Ο Φώτιος στην περίφημη Μυριόβιβλό του κάνει αναφορά με αυστηρή κριτική στο έργο του Αμυντιανού, αρχαίου Έλληνα ιστορικού, το Εἰς Ἀλέξανδρον, που γράφτηκε ως λόγος για να εκφωνηθεί ενώπιον του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου (;). Αναφέρει και ένα άλλο έργο του, το Περί Ολυμπιάδος (Migne 1860 (1991): 8-9). 317

Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος έγραψε κι ένα έργο με περιεχόμενο ιστορικά παραθέματα και περικοπές από αρχαίους συγγραφείς, στα οποία συμπεριέλαβε και αρκετά σχετικά με τον Αλέξανδρο. Βλέπε T. Büttner-Wobst and A.G. Roos, Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1 & 2, Berlin: Weidmann, 2.1:1906. 318

Εδώ η Άννα Κομνηνή, εννοεί το Ορφανοτροφείο, ένα ίδρυμα που ίδρυσε ο πατέρας της αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, στο οποίο «μπορείς να δεις και Λατίνο να εκπαιδεύεται και Σκύθη να μαθαίνει ελληνικά και Ρωμαίο να μελετά τα συγγράμματα των Ελλήνων και τον αγράμματο Έλληνα να μαθαίνει τα σωστά ελληνικά» (Αλεξιάς, Β΄, σελ. 219). 319

B. Laourdas and L.G. Westerink, Photii patriarchae Constantinopolitani Epistulae et Amphilochia, vols. 1-6.2 [Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana (BT) Leipzig: Teubner, 1:1983; 2:1984; 3:1985; 4:1986; 5:1986; 6.1:1987; 6.2:1988, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (9.10.2015). 320

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

235

Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό πως δεν είναι μόνο ο «Αλέξανδρος –μαχητής» που αντιπαραβάλλεται με τους βυζαντινούς ηγέτες: το ίδιο ακριβώς παράδειγμα με αυτό του Φωτίου δίνει και ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, ο οποίος επαινεί τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Βοτανειάτη (1078-1081) για τη φιλανθρωπία του, παραλληλίζοντας τον με τον Αλέξανδρο με τα ίδια λόγια. Ακόμη, ο ίδιος συγραφέας εγκωμιάζει το Μιχαήλ, υπερασπιστή της Θεσσαλονίκης και πατέρα του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη, αντιπαραβάλλοντας την αφοβία που επέδειξε έναντι των Βουλγάρων με αυτήν του Αλέξανδρου (Παπαδοπούλου 2007: 133). Ιδεολογική –πατριωτική χρήση του προσώπου του Αλέξανδρου φέρεται να έκανε και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος (1042-1055). Συγκεκριμένα, ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης αναφέρεται σε προφητικά κείμενα, που κυκλοφορούσαν κατά τον 11ο αιώνα, εποχή εμφάνισης των Σελτζούκων Τούρκων, σύμφωνα με τα οποία «είναι πεπρωμένο να καταστραφεί το γένος των Τούρκων από τέτοιες δυνάμεις, σαν και αυτές που είχε ο Αλέξανδρος, όταν κατέστρεψε τους Πέρσες». Αυτές οι προφητείες, γράφει, ώθησαν τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο στην απόφαση να οδηγήσει «Μακεδονικάς δυνάμεις, ἀρχηγούς ἐχούσας ἅπαντας Μακεδόνας, ὧν εἷς ἤν καί ὁ Βρυέννιος» στην ανατολή, εναντίον των Τούρκων (Βασιλικοπούλου 1999: 1305, 1312, Trahoulia 2007: 32). Αντίστοιχα, στην ίδια ενέργεια του Μονομάχου αναφέρεται και ο Μιχαήλ Γλυκάς, γράφοντας πως είχε στείλει να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους «τάς μακεδονικάς δυνάμεις…λόγος γάρ παρά τοῖς Τούρκοις ἐφέρετο ως υπ’ ἐκείνων καταλυθήσονται, μεθ’ὧν ο Ἀλέξανδρος τούς Πέρσας κατέλυσεν» (Μίσιου 1992: 116). Ο Μιχαηλ Ψελλός, σε μια επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ΄ Διογένη (1068-1071), που έλειπε σε εκστρατεία στην ανατολή, τον συγκρίνει με τον Αχιλλέα και τον Αλέξανδρο, γράφοντάς του ότι αυτοί ευτύχησαν να έχουν τον έπαινο του Ομήρου και του Αριστοτέλη αντίστοιχα, ενώ ο Διογένης θα πρέπει να αρκεστεί στη δική του φωνή (Σάθας 1876: 224-225, 261).Στη Χρονογραφία του πάλι ο Ψελλός σημειώνει πως ο αυτοκράτορας Ρωμανός Γ΄ Αργυρός (1028-1034) σχεδίαζε πολεμικά κατορθώματα αντάξια όσων είχαν επιτευχθεί από τον Αλέξανδρο του Φιλίππου ή τους Ρωμαίους Τραϊανούς και Αδριανούς, όπως η άλωση φρουρίων αλλά και το άνοιγμα διωρυγών ή την παροχέτευση ποταμών, ένα πλαίσιο δράσης δηλαδή που εντάσσεται στο μοτίβο του Αλέξανδρου -κτίστη (Βασιλικοπούλου 1999: 1305, Ψελλος: 3.8). Γενικότερα, στη Χρονογραφία του, που καλύπτει μια περίοδο 100 χρόνων, από το 976 ως το 1077, σε ορισμένα σημεία κάνει ρητορικού χαρακτήρα αναφορές στον Αλέξανδρο, στην προσπάθειά του να αποδώσει γλαφυρά ένα επεισόδιο ή να αναδείξει τις αρετές ενός βυζαντινού αυτοκράτορα (Σαθάς 1874: 182, 241). Έτσι, σε λόγο που εκφωνεί για τον

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

236

αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο (1042-1055), τον συγκρίνει με τον Αλεξανδρο, τον Πύρρο, τον Επαμεινώνδα τον Αγησίλαο και τον Καίσαρα, για να τον αναδείξει καλύτερο ως προς ορισμένες αρετές, όπως η πραότητα και ο αυτοέλεγχος (Ψελλός: 61636164). Για τον Ισαάκιο Α΄ Κομνηνό (1057-1059) αναφέρει ότι μπορούσε να τιθασεύει τους βασιλικούς ίππους, όπως ο Αλέξανδρος το Βουκεφάλα (Ψελλός:7.58). Σε πανηγυρικό λόγο του προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ι΄ Δούκα (1059 -1067), με αφορμή κάποιες στρατιωτικές του επιτυχίες, αναφέρει πως το τρόπαιο της νίκης του ήταν «ασυγκρίτως καλύτερο των θρυλλουμένων κατορθωμάτων του Αλέξανδρου».321 Σε άλλο πάλι λόγο προς το Μονομάχο παρομοιάζει τον Αλέξανδρο με «υψιπετή αετό» που ίπταται πάνω από τα όρη και ορμά παντού στην οικουμένη, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίζει τις κατακτήσεις του και αλλού τονίζει ότι όσα επινόησε ο Αριστοτέλης έκανε πράξη ο Αλέξανδρος. Αντιπαραβάλλει το Μονομάχο με τον Αλέξανδρο, παρατηρώντας πως για τον Αλέξανδρο «ἄδουσι μέν συγγραφέων λόγοι, βοῶσι δέ ποιητῶν γένη». Προσθέτει μάλιστα πως ο Αλέξανδρος ήταν «δεινότατος στα στρατηγήματα», «θαρραλεώτατος στους κινδύνους» και «υπεράνω όλων των βασιλιάδων πριν από αυτόν και ως το Μονομάχο στα κατορθώματα». Αλλά, ενώ ο Αλέξανδρος, γράφει ο Ψελλός, στα έργα ήταν πάντα νικητής, στα ζητήματα της σκέψης ήταν κατώτερος, ενώ ο Μονομάχος νικητής καί στα δύο.322 Ένας ακόμα μεγάλος Έλληνας συγγραφέας του 12ου -13ου αιώνα, που επανειλημμένως κἀνει αναφορές στον Αλέξανδρο, είναι ο λόγιος Νικήτας Χωνιάτης. Μάλιστα δε διστάζει να τον χρησιμοποιήσει ακόμα και παρηγορητικά, απευθυνόμενος προς τους Έλληνες συμπατριώτες του και θύματα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της 4ης σταυροφορίας το 1204, όταν γράφει πως «οὐδ’ Ἀλεξάνδρω, φασί, τά ἐπί πᾶσιν ἀπρόσκοπα» (Βασιλακοπούλου 1999:1306). Στο λόγο του (προσφώνυμα) προς τον αυτοκράτορα Αλέξιο Β΄ Κομνηνό (1180-1182) λέει: «φιλοβασιλεῖς ὴμεῖς ἐσμέν καί φιλαλέξιοι…οὐχ οὔτω Μακεδόνες περιεῖπον Ἀλέξανδρον, καί Πέρσαι Κῦρον περιεσπούδαζον, Ρωμαῖοι Μάρκον πεφιλήκασιν ἐκ ψυχῆς…ως ἡμεῖς σου…». Σε έναν άλλο λόγο του προς τον Αλέξιο αναφέρεται στο κόψιμο του Γόρδιου Δεσμού από τον Αλέξανδρο ως παράδειγμα δυναμικής λύσης και συνάμα σοφής επιλογής (Σάθας 1872: 85, 96). Στο λόγο πάλι που έγραψε για να διαβαστεί στο Θεόδωρο Λάσκαρη, αυτοκράτορα της Νίκαιας (1204-1222), βρίσκει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναλύσει τον «κοινό τόπο» συγγραφέων και ομιλητών, αυτόν της προβολής του Αλέξανδρου ως πρότυπον βασιλέως για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, πλέκοντας βέβαια το εγκώμιό του: G.T. Dennis, Michaelis Pselli orationes panegyricae, Stuttgart: Teubner, 1994, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu 321

322

Ο.π.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

237

«Φασίν Ἀλέξανδρον, ἐκεῖνον δ’ Ἀλέξανδρον, ός ἐκφύς Φιλίππου στρατείαν ἢλασε βαρεῖαν κατά Δαρείου, καί μόνος έξ ἀπάντων τῆς έω πάσης ἐκράτησε, φιλολογεῖν τά πλεῖστα καί σοφῶν τοῖς ἀρίστοις συγγίνεσθαι, ἐν πολλοῖς δέ καί εἰωθέναι λέγειν, έπί τῶ δε μάλιστα ταῖς τῶν πράξεων μεγίσταις ἐνασμενίζειν καί μεγαλοκίνδυνος εἶναι καί φιλοκίνδυνος, ὀπως βαρβάρους μέν νικῶεν Έλληνες, ὑπό δέ Ἑλλήνων αὐτός ἀνακηρύττοιτο, καί εἲη τις ἐντεῦθεν ἀθάνατος, φύσιν λαχών ἐπίκηρον. Και καλῶς οἶμαι δρᾶν καί λέγειν Ἀλέξανδρον, καί μή μόνον Ἀλέξανδρον, αλλά καί πάνθ’ ἕτερον αὐτοκράτορα φιλότιμον κατ’ Ἀλέξανδρον. Ἐπιδίδωσι γάρ άπαν τό ἐπαινούμενον, καί πρόεισιν ἀπανταχῆ γῆς τοῖς τοῦ λόγου πτεροῖς κουφιζόμενον, ώσπερ υποφθίνει καί λήθης βυθῶ παρασύρεται τό μη λόγω διακρατούμενον». (Σάθας 1872: 107-108). Εδώ ο Χωνιάτης, αναφέρεται στην κοινή αντίληψη των Ελλήνων της εποχής του, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος, ο μόνος που κυριάρχησε στην Ανατολή (απ’ όλους τους ηγεμόνες του ελληνισμού) με την εκστρατεία του κατά του Δαρείου, ήταν και στα γράμματα εξαιρετικά φιλομαθής και έτσι στεκόταν επάξια δίπλα στους σοφούς της εποχής του, ενώ παράλληλα του άρεσε να καταγίνεται με μεγάλες και σπουδαίες πράξεις και δε φοβόταν διόλου τους κινδύνους. Ακόμα τονίζει ότι οι Έλληνες, επειδή τους οδήγησε σε νίκες έναντι των βαρβάρων, τον ανακήρυξαν από τότε αθάνατο, παρ’ όλη τη θνητή φύση του. Επιδοκιμάζοντας τα παραπάνω, ο Χωνιάτης καταλήγει πως ακριβώς σαν τον Αλέξανδρο πρέπει να ενεργεί και ο κάθε αυτοκράτορας που τον συναγωνίζεται και σαν τον Αλέξανδρο να επαινούν και τον κάθε αυτοκράτορα, γιατί μόνο έτσι αυτός και τα κατορθώματά του θα γίνουν γνωστά παντού στη γη, διαφορετικά θα βουλιάξει στο βυθό της λησμονιάς. Δεν υπάρχει πιο εύστοχη ανάλυση και αιτιολόγηση του «αλεξάνδρειου» κοινού τόπου των βυζαντινών Ελλήνων από αυτήν του Χωνιάτη, ο οποίος, στην παράδοση του Επιταφίου του Περικλή, τονίζει ότι τα έργα (ενός αυτοκράτορα) πρέπει να αναδεικνύονται και με τα λόγια (παραβολή με τον Αλέξανδρο). Στη συνέχεια μάλιστα του λόγου του αντιπαραβάλλει τις νίκες του Αλέξανδρου (έργα) με τους ύμνους του Ορφέα (λόγια). Παράλληλα, η αναφορά αυτή του Χωνιάτη αποτελεί και μαρτυρία ότι υπήρξαν πολλοί βυζαντινοί αυτοκράτορες «φιλότιμοι κατ’ Ἀλέξανδρον». Ένα ακόμη σημείο που αξίζει να προσεχθεί είναι το «εἴη τις ἐντεῦθεν ἀθάνατος»: το μοτίβο του αθάνατου Αλέξανδρου ο Χωνιάτης το προεκτείνει ως κοινή αντίληψη και στην εποχή του. Επίσης, στο λόγο που ο Χωνιάτης εκφέρει ως Μεγάλος Λογοθέτης προς τιμήν πάλι του αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεοδώρου Λάσκαρη για το φόνο του Σουλτάνου του Ικονίου σε προσωπική μονομαχία στη μάχη της Αντιόχειας του Μαιάνδρου (1211), τονίζει: «Πόσω σύ θαυμάζεσαι ἀξιώτερος ὑπέρ τόν Μακεδόνα Ἀλέξανδρον….. Καί σύ δε

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

238

μεγαλοκινδυνώτατε βασιλεῦ, κατ’ Ἀλέξανδρον ἀνδραγαθιζόμενος, βέβλησαι πως καί καταβέβλησαι, μυρίων ἒνα διειληφότων» (Σάθας 1872: 131-132)323. Αλλού πάλι απλώς τονίζει ότι ο Θεόδωρος είναι «βασιλιάς» και «φιλόσοφος», όπως ο Αλέξανδρος, ενώ χαρακτηρίζει και τον ίδιο τον Αλέξανδρο ως «φιλότιμο βασιλέα», αν και σε άλλο σημείο δε διστάζει να τον κατακρίνει για την απαίτησή του να τιμάται ως θεός (Βασιλακοπούλου 1999: 1306, Παπαδοπούλου 2007:325). Η Παπαδοπούλου σωστά επισημαίνει πως οι συχνές αναφορές στον Αλέξανδρο, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204, έχουν ακριβώς χαρακτήρα ενίσχυσης και συσπείρωσης του ελληνισμού έναντι των πολλαπλών εχθρών που τον περιστοιχίζουν τη δύσκολη αυτή περίοδο (Παπαδοπούλου 2007: 344). Τέτοια ήταν λοιπόν η γοητεία του αρχαίου Μακεδόνα βασιλιά που δεν είναι καθόλου παράξενο πως ανάλογες αναφορές αντιπαραβολής και μίμησής του συναντούμε και για άλλους αυτοκράτορες, όπως για παράδειγμα για τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1118-1143) από το Νικηφόρο Βασιλάκη (μετά τη θριαμβευτική επιστροφή του από την εκστρατεία στη Συρία και στην Κιλικία το 1138), για το Μανουήλ Κομνηνό (1143-1180), με τους επαίνους που εκφράζει προς το πρόσωπό του ο επίσκοπος Ευστάθιος Θεσσαλονίκης το 1174 για την πετυχημένη απόκρουση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, για τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό (1182-1183) από το Γεώργιο Τορνίκη, τον Ισαάκιο Β΄ Άγγελο (ο γάμος του με την κόρη του Ούγγρου βασιλιά αντιπαραβάλλεται διεξοδικά με το γάμο του Αλέξανδρου από το Χωνιάτη σε έναν επιθαλάμιο λόγο του, ενώ και σε άλλο λόγο του προς τον ίδιο αυτοκράτορα ο Χωνιάτης αναφέρει ως παράδειγμα τον Αλέξανδρο324), τον Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό –Άγγελο (1195-1203) από το Νικήτα Χωνιάτη και τον Ευθύμιο Τορνίκη325, τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο, το Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη της Νίκαιας (1254 -1258), το Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα της Ηπείρου Στο χωρίο αυτό ο Χωνιάτης χαρακτηρίζει ακόμη τον Αλέξανδρο μεγαλεγχειρήτη και φιλοκίνδυνο και χρησιμοποιεί ως βάση για τη σύγκριση των δύο ηγεμόνων το επεισόδιο από την πολιορκία της πόλης των Μαλλών, όταν ο Αλέξανδρος κόντεψε να σκοτωθεί. Στο ίδιο αυτό εγκώμιο ο Θεόδωρος συγκρίνεται ως προς την ανδρεία του και την πολεμική του ικανότητα και με άλλους αρχαίους ήρωες, όπως ο Αχιλλέας, ο Δαβίδ, ο Σπαρτιάτης Βρασίδας, μάλιστα γενικότερα ο Θεόδωρος Λάσκαρης προβάλλεται ως Νέος Δαβίδ (Γιαρένης 2010: 66, 263-264). 323

J. van Dieten, Nicetae Choniatae orationes et epistulae [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 3. Berlin: De Gruyter, 1972, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu. Στον επιθαλάμιο λόγο του ο Χωνιάτης αναφέρεται και σε ένα παράδειγμα γάμου αντλημένο από τη μυθολογική παράδοση, αυτόν του Πηλέα με τη Θέτιδα. 324

Ο Χωνιάτης χρησιμοποιεί το επεισόδιο του Γόρδιου Δεσμού ως βάση για την αντιπαραβολή, με στόχο, βέβαια, να εξυψώσει το βυζαντινό αυτοκράτορα, δες J. van Dieten, Nicetae Choniatae orationes et epistulae [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 3. Berlin: De Gruyter, 1972, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu. Για τον Ευθύμιο Τορνίκη βλέπε επόμενο κεφάλαιο 3.4. 325

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

239

(παραβάλλεται με τον Αλέξανδρο από το Νικήτα Χωνιάτη)326, το Μιχαήλ Παλαιολόγο από το Φιλή (βλέπε παρακάτω κεφάλαιο 3.4) και τον μετέπειτα πατριάρχη Γρηγόριο Κύπριο,327 τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (1282-1328) πάλι από το Γρηγόριο τον Κύπριο328 αλλά και το σύμβουλό του Θωμά Μάγιστρο, τον Ιωάννη Καντακουζηνό από το Δημήτριο Κυδώνη, μέχρι και τον ηρωικό τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, που προβάλλεται ως ἄντικρυς Αλέξανδρος στη φιλοσοφία από το Σχολάριο (βλέπε παρακάτω). Έτσι, ο Θωμάς ο Μάγιστρος, στο Λόγο περί Βασιλείας που απευθύνει στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄, - λόγος που αποτελεί ένα Κάτοπτρον Ηγεμόνος, δηλαδή κείμενο με συμβουλές και υποδείξεις προς τον ηγεμόνα - τονίζει πως για την επιτυχία στις μάχες είναι αναγκαία και η προετοιμασία της ψυχής, ώστε αυτή να γίνει γενναία και ηρωική, μέσα από τη μελέτη των «άριστων έργων των αρχαίων» και πως, έχοντας ως πρότυπο τον Αλέξανδρο, που κοιμόταν με τον Όμηρο στο προσκεφάλι του, έτσι και ο Ανδρόνικος, μελετώντας τα έργα των αρχαίων θα γίνει «των πολεμικών άκρως τεχνίτης»329. Ο αυτοκράτορας και λόγιος Ιωάννης Καντακουζηνός πάλι (1347-1354) στην Ιστορία του, αναφέρει πως οι βυζαντινοί αυτοκράτορες συνήθιζαν να συνάπτουν με ξένους ηγεμόνες μεικτούς γάμους, ως μέσο διπλωματίας, ακριβώς διότι η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε και από τον Αλέξανδρο, το «βασιλέα Ρωμαίων», τον οποίο και διαδέχθηκαν: «διά τόν βασιλέα Ῥωμαίων Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνων…οἴεσθαι διάδοχον εἷναι» (Βασιλακοπούλου 1999: 1305-1306, 1312, Trahoulia 2007: 32, Παπαδοπούλου 2007: 133, Σοφιανός 2008: 65, Demandt 2009: 424, Stoneman 2011: 281). Η αναφορά αυτή του Καντακουζηνού είναι ιδιαίτερης σημασίας, ακριβώς διότι φανερώνει πως ένας βυζαντινός αυτοκράτορας του 14ου αιώνα θεωρούσε πως ο ίδιος υπήρξε μέλος μιας σειράς αυτοκρατόρων με πρώτο τον Αλέξανδρο. Ο Ιωάννης Δοκειανός πάλι, συγκρίνει κι αυτός τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο με τον Αλέξανδρο, Ο Νικήτας Χωνιάτης μάλιστα συγκρίνει ακόμα κι έναν ξένο ηγεμόνα με τον Αλέξανδρο, τον Ερρίκο ΣΤ΄, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Muller 2007: 393). 326

Γρηγορίου του Κυπρίου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Εγκώμιον εις τον Αυτοκράτορα κύρον Μιχαήλ Παλαιολόγον, Νέον Κωνσταντίνον, PG 142, 345 -360, όπου σημειώνει ότι ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, «ὑπέρ τόν Θεμιστοκλέα γενόμενος», νέος ξεχώριζε ανάμεσα στους στρατηγούς, όπως ο νεαρός Αλέξανδρος ανάμεσα στους Μακεδόνες. Παρακάτω συγκρίνει τις εφόδους του στους αντιπάλους με αυτές του Έκτορα στους Έλληνες, τον αναφέρει ακόμη ως «άλλο Άρη» και τον συγκρίνει ακόμη με το Μιλτιάδη, τον Κίμωνα, τον Περικλή, το Βρασίδα, το Σκηπίωνα, τον Αννίβα και τον Επαμεινώνδα. 327

Στο εγκώμιο που γράφει για τον αυτοκράτορα. Σε αυτό, τονίζει ότι ο ίδιος ο Ανδρόνικος αποτέλεσε για τον πατέρα του Μιχαήλ αιτία να δοξαστεί περισσότερο, όπως ακριβώς δοξάστηκε περισσότερο και ο Φίλιππος μέσω του γιου του, του Αλέξανδρου, («μέγας ὤν, μείζων δι’ Ἀλέξανδρον γέγονε»), ο οποίος «ανέβασε τον πατέρα του στον κολοφώνα της ευδαιμονίας» (PG 142, στήλη 393). 328

Στον ίδιο λόγο δεν παραλείπει να κάνει και αναφορά στη ρήση του Αλέξανδρου, σύμφωνα με την παράδοση της αρχαιότητας, ότι οι φίλοι του είναι ο θησαυρός και τα πλούτη που κέρδισε στις εκστρατείες του (PG 145, 460, 473). 329

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

240

σε ένα εγκώμιο που έγραψε για το βυζαντινό αυτοκράτορα, τονίζοντας πως ταιριάζει στον Παλαιολόγο ακόμη περισσότερο αυτό που κάποτε είπε ο Αλέξανδρος, ότι δηλαδή οι θησαυροί του είναι οι φίλοι του, παρόλο που ορισμένοι από αυτούς τον επιβουλεύονταν.330 Αλλά ας δούμε ενδεικτικά ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτοκρατορικού αλεξάνδρειου προτύπου: ο Μιχαήλ Ιταλικός, επίσκοπος Φιλιππουπόλεως, σε πανηγυρικό λόγο που εκφωνεί για τις νίκες του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού εναντίον των εμίρηδων της Μικρής Αρμενίας και Συρίας (11371138), παρομοιάζει την πορεία του μέσα από τα στενά της Παμφυλίας με αυτήν του Αλέξανδρου, καθώς επίσης και το θάρρος που ενέπνεε στους στρατιώτες του κατά τις πολιορκίες πόλεων με αυτό της Αθηνάς στο Διομήδη ή του Αλέξανδρου στους Μακεδόνες. Στη συνέχεια του λόγου του, ο Μιχαήλ θυμίζει τη νίκη του Αλέξανδρου κατά του Δαρείου στην Κιλικία, μετά την οποία γύρισε η τύχη κατά της Περσίας «σαν παλίρροια». Εκθειάζοντας μάλιστα και τη συμμετοχή του πρωτότοκου γιου του Ιωάννη στις μάχες, του Αλεξίου, που τον χαρακτηρίζει «τὸ ἀλέξημα τῆς τῶν Ῥωμαίων ἡγεμονίας», λέει πως ωχριά μπροστά της η συμμετοχή του Αλέξανδρου, γιου του Φιλίππου, στη μάχη της Χαιρώνειας. Κορυφώνει τον παραλληλισμό του Ιωάννη με τον Αλέξανδρο ο Μιχαήλ, τονίζοντας πως ο «κεραυνοφόρος» αυτοκράτορας, αφού κατανίκησε τον αρχισατράπη του Κασιωτικού φρουρίου, στις ικεσίες των αντιπάλων του, που ηχούσαν σαν «προσηγορίες Ελληνίων θεών», άφησε ελεύθερο (και υποτελή στον ίδιο) τον ηγέτη τους, «μιμούμενος τον Αλέξανδρο», που αντίστοιχα ελευθέρωσε τον Πώρο, αποδίδοντάς του και πάλι το βασίλειό του. Σε δεύτερο πρόσωπο απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα, ο Μιχαήλ τονίζει πως «ζῆλος οὗτος ὁ σὸς Ἀλεξάνδρειος» και καταλήγει πως αυτός «ξεπέρασε πολλούς Αλέξανδρους» -«πολλούς Ἀλεξάνδρους ὑπερεφώνησας».331 Σε μια επιστολή πάλι που στέλνει ο Μιχαήλ και στο μεγάλο δομέστικο (στρατηγό) της αυτοκρατορίας Ιωάννη Αξούχ με αφορμή την ίδια εκστρατεία, του γράφει πως μπροστά στα κατορθώματά τους «γέλως πρός ὑμᾶς Ἀλέξανδρος ἐκεῖνος καί οἱ διττοί Καίσαρες, γέλως ο Πομπήϊος καί ὁ Σκιπίων…»332. Ο Νικηφόρος Βασιλάκης επίσης αντιπαραβάλλει τον Ιωάννη Κομνηνό με τον Αλέξανδρο με αφορμή την ίδια νικηφόρα εκστρατεία του Ιωάννη στην ανατολή. Είναι ενδιαφέρον πως ο Νικηφόρος, απευθυνόμενος στην Ιωάννη, τον περιγράφει ως Σπυρίδων Λάμπρος, Παλαιολόγεια καὶ Πελοποννησιακά, Α, Αθήνα, Γρηγοριάδης, 1912, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 330

P. Gautier, Michel Italikos. Lettres et Discours , Archives de l'Orient Chrétien 14. Paris: Institut Français d'Études Byzantines, 1972, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015). 331

332

Ο.π.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

241

θαυμαστή και μιμητή του Αλέξανδρου, πριν τον ταυτίσει με αυτόν, με αφορμή τις κοινές νίκες κατά των «Περσών» (Τούρκων στην περίπτωση του Ιωάννη): «Τί οὖν ὁρᾷς τὸν μέγαν καὶ μεγαλεγχειρητὴν ἐκεῖνον Ἀλέξανδρον, ἐπί τοῦτον ἄγεις τόν ζῆλον, αποθαυμάζεις τόν ἄνδρα τῆς τόλμης, ἀποσεμνύεις τῆς μεγαλονοίας, ἐξαίρεις τῆς φιλοτιμίας, συνεξαίρεις τῆς μεγαλεπηβολότητος; …Καὶ σὲ τὸν ἐμὸν εἶχεν Ἀλέξανδρον ἡ κατὰ Περσῶν τῶν ἀλλοτέρων ἐξέλασις.»333 Επομένως για το Βασιλάκη ο Αλέξανδρος είναι «μέγας», «μεγαλεγχειρήτης», «τολμηρός», «μεγαλόνους», «φιλότιμος» και με μεγαλεπήβολα σχέδια. Στον ίδιο εγκωμιαστικό λόγο ο Βασιλάκης αντιπαραβάλλει τους δύο ηγέτες μέσα από ένα επεισόδιο του Μυθιστορήματος (βλέπε κεφάλαιο 3.2). Βέβαια, σε άλλο λόγο του απευθυνόμενος στον Ιωάννη, προκειμένου να εξυψώσει τον αυτοκράτορα, επιλέγει πάλι να τον συγκρίνει με τον Αλέξανδρο, αλλά αυτή τη φορά μειώνοντας το Μακεδόνα βασιλιά. Έτσι γράφει χαρακτηριστικά πως ο Αλέξανδρος, με την καταστροφή της Θήβας, απώλεσε την αξία της φιλανθρωπίας και φάνηκε περισσότερο δήμιος, παρά βασιλιάς.334 Ωστόσο και για το γιο του Ιωάννη, αυτοκράτορα Μανουή Κομνηνό, φαίνεται πως ίσχυσε το αλεξάνδρειο πρότυπο: ο οικουμενικός πατριάρχης Μιχαήλ Αγχιάλου, «ύπατος των φιλοσόφων», σε λόγο που εκφωνεί προς το Μανουήλ, του φέρνει ως θετικό παράδειγμα τόλμης και μαχητικότητας τον Αλέξανδρο, ο οποίος κέρδισε μεγάλη δόξα και ήταν «αριστουργός» στις μάχες παρ’ όλα τα τραύματα από ποικίλα όπλα που δέχτηκε και τις αντίξοες συνθήκες παντός καιρού που αντιμετώπισε. Ωστόσο, αυτό το θετικό παράδειγμα μίμησης, παρακάτω το αντιστρέφει σε παράδειγμα προς αποφυγίν, καθώς καλεί το «θεοειδή» αυτοκράτορα Μανουήλ να κυβερνά με εύνοια στους υποτελείς του και να μην αφεθεί να παρασυρθεί σε ανάρμοστες πράξεις, όπως ο Αλέξανδρος, ο οποίος, υπό την επήρεια της μέθης, σκότωσε τον Κλείτο, καθώς και –σε άλλη περίσταση – το Φιλώτα. Έτσι, συμπεραίνει ο Μιχαήλ, συνεχίζοντας την εκτεταμένη συγκριση του Μανουήλ με τον Αλέξανδρο, οι πράξεις του Μακεδόνα είναι «φρούδες» μπροστά στου αυτοκράτορα, διότι μπορεί ο Αλέξανδρος να υπήρξε «ανδρείος», «τροπαιούχος» και «νικητής», μπορεί να έφτασε στην Ινδία και να υπέταξε πλήθος πόλεις και λαούς, ωστόσο «τόν ἑαυτοῦ ῥυθμόν καί τήν ὁμαλότητα τοῦ R. Maisano, Niceforo Basilace. Gli encomi per l'imperatore e per il patriarca [Byzantina et neohellenica neapolitana 5. Naples 1977, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 333

A. Garzya, Nicephori Basilacae orationes et epistolae [Bibliotheca scriptorum Graecorum et Romanorum Teubneriana (BT) Leipzig: Teubner, 1984, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu 334

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

242

ἥθους οὑ διεσώσατο» και η αλλαγή του χαρακτήρα του επισκίασε την αρχική του δόξα, ηττήθηκε από το θυμό του και «ἀντί Ἕλληνος διεγελάτο ὡς βάρβαρος»335. Είναι εντυπωσιακό πως ο Μιχαήλ, προκειμένου να εξυψώσει το Μανουήλ, επαναφέρει όλη την αρνητική κριτική της αρχαίας γραμματείας κατά του Αλέξανδρου, παρόλο που παραδέχεται τα αριστεία του στο πεδίο της μάχης και στη γενναιότητα γενικά. Αντίστοιχα και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, σε δικό του εγκωμιαστικό λόγο για τον αυτοκράτορα Μανουήλ, τον αντιπαραβάλλει με τον Αλέξανδρο, με αφορμή την πολιορκία μιας πόλης, τονίζοντας όμως πως ο «θερμουργός μέγας Αλέξανδρος» επέδειξε θράσος ανεβαίνοντας μόνος την κλιμακα εφόδου στην πόλη των Μαλλών και διακινδυνεύοντας τη ζωή του, ενώ ο «μεγαλουργός» βασιλιάς Μανουήλ με στρατηγικό σχεδιασμό και θάρρος, όχι θράσος, πολιόρκησε την πόλη και την κατέλαβε. Ωστόσο παρακάτω στο λόγο του ο Ευστάθιος, αναφέροντας επανειλημμένως τον Αλέξανδρο, τον χαρακτηρίζει «ένθεο και σοφό βασιλιά», που έλυσε το Γόρδιο Δεσμό και κατέλυσε την εξουσία των Περσών, θέτοντας τα τρόπαιά του σε γη και θάλασσα.336 Μάλιστα, τον Αλέξανδρο χρησιμοποιεί και πάλι ως παράδειγμα σε έναν άλλο λόγο του προς το Μανουήλ ο Ευστάθιος, κάνοντας μια μεταφορά σχετικά με τα λουτρά που έπαιρνε ο Μακεδόνας βασιλιάς και χαρακτηρίζοντάς τον «καλό βασιλέα» (Regel 1892: 8). Επιπλέον, ένας ακόμη που αντιπαραβάλλει τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό με τον Αλέξανδρο είναι ο Κωνσταντίνος Μανασσής, λόγιος και χρονογράφος του 12 ου αιώνα. Σε λόγο του Πρός τόν βασιλέα κυρόν Μανουήλ τόν Κομνηνόν αναφέρει ότι από την ιστορία θηρεύει τρία παραδείγματα ομοιότητας με τον αυτοκράτορα, το Δαβίδ, τον Αλέξανδρο και τον (Ιούλιο) Καίσαρα, τονίζοντας πως η ομοιότητα με το Μακεδόνα συνίσταται «κατά τούς μεγάλους ἐκείνους ἀγῶνας καί τάς γενναίας μάχας καί νίκας καί τῶν ἀκαταγωνίστων ἐθνῶν τήν καταπολέμησιν», για να αντιπαραβάλλει στη συνέχεια τους λαούς, που υπέταξε ο Αλέξανδρος, με αυτούς, τους οποίους υπέταξε ο Μανουήλ και να ξεκαθαρίσει πως απ’ όλα τα «περιλαλούμενα και περιθρυλλούμενα» για τον Αλέξανδρο, αυτός κρατά μόνο τις νίκες του.337 Επιπρόσθετα, ο μητροπολίτης Νέων R. Browning, "A New Source on Byzantine-Hungarian Relations in the Twelfth Century. The Inaugural Lecture of Michael ὁ τοῦ Ἀγχιάλου as Ὕπατος τῶν φιλοσόφων," Balkan Studies 2 (1961): 187203, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015). 335

P. Wirth, Eustathii Thessalonicensis opera minora (magnam partem inedita) [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Berolinensis 32. Berlin: De Gruyter, 1999, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu Η επίκληση παραδειγμάτων από το βίο του Αλέξανδρου σε λόγους που έγραψε ο Ευστάθιος για τον αυτοκράτορα Μανουήλ -τον οποίο συχνά αποκαλεί θείο και θειότατο και παρομοιάζει με τον ήλιο- είναι συνεχής (βλέπε για παράδειγμα Regel 1892: 42, 56, 92 -όπου κάνει λόγο και για κάποιον Αρχέλαο, που έγραψε μια πραγματεία χωρογραφίας της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου 102, 108, 114, 124). 336

E. Kurtz, "Ἕτερα δύο ἀνέκδοτα πονήματα Κωνσταντίνου Μανασσῆ," Vizantijskij Vremennik 12 (1906), πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 337

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

243

Πατρών Ευθύμιος Μαλάκης, έγραψε για τον αυτοκράτορα Μανουήλ έναν πανηγυρικό με την ευκαιρία της επιστροφής του από τη νικηφόρα εκστρατεία του στην Αντιόχεια της Συρίας το 1159 (Hunger 1987 (1977): 205). Στο λόγο του αυτό, γεμάτο κολακείες για τον αυτοκράτορα, με μεταφορές και παρομοιώσεις, αφού τον χαρακτηρίζει «αθλητή του Χριστού», «Αδάμ αδάμαστο» και τον αντιπαραβάλλει με τον Δαβίδ, τους ομηρικούς ήρωες, το Θεμιστοκλή, το Βρασίδα, τον Επαμεινώνδα και το Σκηπίωνα, τονίζει ότι θα καθίσει στο θρόνο των Περσών (Τούρκων) με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια από αυτήν που είχε ο Αλέξανδρος, όταν κάθισε στο θρόνο του Δαρείου (πρωτότυπο κείμενο σε: Μπόνης 1941-48: 524-542 κ.ε.). Στη χορεία των λογίων που συγκρίνουν το Μανουήλ με τον Αλέξανδρο εντάσσεται και ο Μιχαήλ ο ρήτορας, που θεωρεί ότι ο Μανουήλ είναι ανώτερος του Αλέξανδρου –που με οξύτητα νου έκανε πράξη τις σκέψεις του -, αλλά και του Αλέξιου Κομνηνού. Σε άλλο λόγο του πάλι προς το Μανουήλ, ο Μιχαήλ αντιπαραβάλλει τα κράτη των δύο βασιλιάδων (Regel 1892: 151, 182). Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ο αυτοκράτορας που πήρε πίσω την Κωνσταντινούπολη από τους δυτικούς το 1261, αντιπαραβάλλεται επίσης με τον Αλέξανδρο, τόσο από τον ποιητή Φιλή (βλέπε επόμενο κεφάλαιο), όσο και από το λόγιο Μανουήλ Ολόβολο, που αναφέρει ότι η πολεμική παρασκευή του Μιχαήλ θυμίζει εκείνη του «πολυθρύλητου Αλέξανδρου» στη Μαρακάνδα338. Όταν επιστρέφει από τη Θεσσαλονίκη, ως νέος αυτοκράτορας, παρομοιάζεται με τον Αλέξανδρο και από το λόγιο Ιωάννη Χορτασμένο, ο οποίος θυμίζει το πώς ο Αλέξανδρος ξεκίνησε από μια μικρή χώρα για να κατακτήσει την Ασία, αρνούμενος ακόμη και την πρόταση συμβιβασμού του Δαρείου, μετά τη μάχη της Ισσού, παρασυρόμενος, -λέει ο Χορτασμένος –τόσο από την προσωπική του έπαρση, όσο και από Εβραίους λόγιους (!), που τον συμβούλεψαν να πολεμήσει το Δαρείο, καθότι είχαν μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία οι Πέρσες θα έπεφταν από τους Ηρακλειδείς. Τονίζει ο Χορτασμένος πως οι βυζαντινοί βασιλείς θεωρούσαν αυτήν τη στάση του Αλέξανδρου ένδοξη και πως στο Μανουήλ, χωρίς συμμαχίες, δεν απέμεινε πια παρά μόνο η σύνεση.339 Στην παλαιολόγεια περίοδο, ο Θεόδωρος Μετοχίτης δε διστάζει να χρησιμοποιήσει παραδείγματα και από την ιστορία του Αλέξανδρου, προκειμένου να εξωθήσει το δεισιδαίμονα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο να αναλάβει δράση κατά των απειλητικών M. Treu, Manuelis Holoboli orationes [Programm des königlichen Victoria-Gymnasiums2. Potsdam 1907, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (9.10.2015). Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί, πως ο Ολόβολος, εξαιτιας της παρρησίας του, καθότι κατηγόρησε το Μιχαήλ για την τύφλωση του νόμιμου διαδόχου Ιωάννη, υπέφερε τα πάνδηνα από αυτόν, με δάρσιμο και αποκοπή της μύτης του (Krumbacher 1900 B: 742-743). 338

H. Hunger, Johannes Chortasmenos (ca. 1370-ca. 1436/37). Briefe, Gedichte und kleine Schriften [Wiener Byzantinistische Studien 7. Vienna: Böhlau, 1969, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 339

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

244

Τούρκων, αναφέροντάς του για παράδειγμα ότι ο Αλέξανδρος δε φοβήθηκε τον κακό οιωνό κατά την πολιορκία της Τύρου και τελικά την εκπόρθησε (Σάθας 1872: μ΄). Επίσης, στο έργο του «Ο Βυζάντιος», ένας ρητορικός λόγος – εγκώμιο της Κωνσταντινούπολης γραμμένος ανάμεσα στο 1305-1320, προχωρά σε έμμεση σύγκριση του Αλέξανδρου με τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, μέσα από τη σύγκριση των δύο πόλεων, Αλεξάνδρειας και Κωνσταντινούπολης (Πολέμης 2013: 19, 22, 201). Στον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο αναφέρεται και ο Νικόλαος Λαμπηνός, ο οποίος, αναφερόμενος σε δικαιοσύνη και νόμους, αναφέρει ως αρνητικό παράδειγμα την εκτέλεση του Καλλισθένη από τον Αλέξανδρο ή την υπέρογκη δωρεά του Μακεδόνα βασιλιά στον Ξενοκράτη340. Επιπλέον, στον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο λόγιος αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος στη μνήμη του Δεσπότη του Μυστρά και αυταδερφού του, Θεόδωρου Παλαιολόγου, αναφέρει πως ο εκλιπών θαύμαζε τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και με μεγάλη ευχαρίστηση άκουγε και μιλούσε γι’ αυτόν (Migne 1866: 197). Ακόμα, σε προτρεπτικό του λόγο προς τον γιο του Ιωάννη Παλαιολόγο σημειώνει: «Δόξαν δέ καί εὒκλειαν λέγω τήν Ἀλεξάνδρου, τήν Κύρου, τήν τῶν τοιούτων, ὦν ούκ έν λήθη γέγονε τοὒνομα, πάλαι τῶν σωμάτων λυθέντων. Εκείνη γάρ ή δόξα, ή διαρκέσασα μέχρι δεῦρο, καρπός τις ἥν αγωνισμάτων καί πόνων καί πολλοῦ φρονήματος…» (PG 156 Migne 1866: 416). Αντίστοιχα στον Αλέξανδρο, τον Κύρο και τον Καίσαρα αναφέρεται ο Μανουήλ και στο έργο του Ὑποθῆκαι βασιλικῆς ἀγωγῆς, που αποτελεί ένα Κάτοπτρο Ηγεμόνος πάλι προς το γιο και διάδοχό του Ιωάννη Η΄, εντάσσοντάς τους όμως εκεί σε ένα ρητορικό σχήμα ματαιότητας των μεγαλείων και της δόξας μπροστά στα γυρίσματα της ζωής και στον αναπόφευκτο θάνατο (PG 156: 364). Ο Δημήτριος Χρυσολωράς πάλι, στο έργο του Σύγκρισις παλαιών αρχόντων και νέου του νυν αυτοκράτορος, συγκρίνει το Μανουήλ με τις προηγούμενους ιστορικούς ηγέτες, ωστόσο από αυτούς μόνον έναν ξεχωρίζει ονομαστικά και κάνει ιδιαίτερη μνεία σε αυτόν, προβάλλοντάς τον ως κοσμοκράτορα και συγκαταλέγοντάς τον ανάμεσα στους Έλληνες ηγεμόνες: «Πολλοῖς Ἑλλήνων ὑμνῆσθαι παισίν ἐξεγένετο, τοῖς μέν εἰς δόξαν ἤ πλοῦτον, ἄλλοις δέ εἰς παρρησίαν ἤ κτίσματα ἤ καί τό μέγιστον εἰς σοφίαν…Ἀλλ’ ὁ μέχρι περάτων αὐτῶν ἐπικαταλαμβάνων τῶν εἰς ἕω καί τάς δυσμάς ἔφθασε τήν οἰκουμένην ἐν κύκλω σχεδόν ἅπασαν κατασχών καί βραχεῖ χρόνω γενόμενος μέγας αὐτοκράτωρ Ἀλέξανδρος». (Λάμπρος ΠΠ3: 222). Ιωάννης Πολέμης, Ο λόγιος Νικόλαος Λαμπηνός καὶ τὸ ἐγκώμιον αὐτοῦ εἰς τὸν Ἀνδρόνικον Βʹ Παλαιολόγον [Ἑταιρεία Βυζαντινῶν καὶ Μεταβυζαντινῶν Μελετῶν. Διπτύχων – Παράφυλλα 4, Αθήνα 1992, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015). 340

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

245

Πανηγυρικός λόγος ανώνυμου συνθέτη, προς τιμήν του Μανουήλ και του γιού του, συμπεριλαμβάνει ως υπόδειγμα σωφροσύνης και το «σωφρονέστατο» και «φιλόσοφο» Αλέξανδρο, τον οποίο επαινεί, όχι μόνο για την εγκράτεια και ολιγάρκειά του κατά τις αντίξοες συνθήκες της εκστρατείας, αλλά και για τη στάση του απέναντι στο κάλλος των Περσίδων γυναικών, ώστε να ξεπερνά σε σωφροσύνη τον Πηλέα, το Βελλερεφόντη, τον Ιππόλυτο341. Ανώνυμος εγκωμιαστικός λόγος αντιπαραβάλλει τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο με τον Αλέξανδρο, ως προς το ότι ο Ιωάννης διεξήγαγε στρατιωτικές επιχειρήσεις καί τον χειμώνα, κάτι που –εσφαλμένα βέβαια – τονίζεται ότι ο Αλέξανδρος, που κατέκτησε «πᾶσα γῆ καί θάλασσα», φοβόταν να πράξει. (πρωτότυπο κείμενο σε: Λάμπρος, ΠΠ 3: 292). «Δεύτερος Αλέξανδρος» αποκαλείται και ο Αλέξιος Β’ Τραπεζούντος, (1298-1330) της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών στον Πόντο, από τον Κωνσταντίνο Λουκίτη, σε υμνητικό λόγο που συνέγραψε με αφορμή το θάνατο του αυτοκράτορα342, ενώ και για τον Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας αναφέρεται πως ήταν μιμητής του Αλέξανδρου, από το Στέφανο Σγουρόπουλο, ποιητή της αυλής του, σε ένα εγκώμιο343 που έγραψε προς τιμήν του και στο οποίο τον αναφέρει ως μιμητήν τοῦ Μακεδόνος Ἀλεξάνδρου (Καμπούρη –Βαμβούκου 2001:12, Trahoulia 2010: 147-148). Άλλωστε, ο ίδιος αυτοκράτορας απεικονίζεται στο περίφημο χειρόγραφο του Μυθιστορήματος από την Τραπεζούντα να απευθύνεται στον Αλέξανδρο (βλέπε παρακάτω, κεφάλαιο 3.5.4.), ενώ φαίνεται πως είχε υιοθετήσει και τον τίτλο «Μέγας», όπως πιστοποιεί μια επιγραφή από το Μοναστήρι της Παναγίας Θεοσκέπαστου (1351) και μια δεύτερη από τα βυζαντινά τείχη της Τραπεζούντας (1379, Trahoulia 2007: 32). Με τον Αλέξανδρο παραβάλλεται από το Νικηφόρο Γρηγορά ακόμα και η…Άννα Παλαιολογίνα, σύζυγος του Ανδρόνικου του Γ΄ και αυτοκρατόρισσα, (ή η Ελένη Καντακουζηνή, σύζυγος του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου): σε επιστολή του με τίτλο Τῆ βασιλίδι ο Γρηγοράς επανειλημμένα αντιπαραβάλλει την Άννα (Ελένη) με τον 341

Σπυρίδων Λάμπρος, Παλαιολόγεια καὶ Πελοποννησιακά, Γ΄, Αθήνα, 1926

Στο λόγο αυτό βέβαια ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός δεν αντιπαραβαλλεται μόνο με τον Αλέξανδρο, αλλά και με άλλες προσωπικότητες της Βίβλου και της ιστορίας: «Περί το κράτος καί τήν βασίλειον ἀρχήν Ἀλέξανδρος δεύτερος ἐχρημάτισε, περί τήν εὐσέβειαν καί τήν ὀρθόδοξον πίστιν Κωνσταντῖνος νέος ἐγένετο…» και αλλού: «Ἀνδρεῖος ἦν κατά τόν Σαμψών, ὡραῖος κατά τόν Ἰωσήφ, τό πρᾶον εἶχεν ὡς ὁ Δαβίδ……» (πρωτότυπο κείμενο σε Παπαδόπουλο – Κεραμέα 1891: 427). 342

Τοῦ πρωτονοταρίου Τραπεζοῦντος Στεφάνου τοῦ Σγουροπούλου πρός τόν βασιλέα κυρόν Ἀλέξιον τόν Κομνηνόν στίχοι ἐγκωμιαστικοί. Πιθανόν στον ίδιο αυτοκράτορα ή αλλιώς στον παππού του Αλέξιο Β΄ να αναφέρεται ο Σγουρόπουλος παρομοιάζοντάς τον με τον Αλέξανδρο, μετά από μια νίκη των Ελλήνων κατά των Τούρκων στην Κερασούντα (Trahoulia 2007: 33, βλέπε και κεφάλαιο 3.2. για τους στίχους του σε αντιπαραβολή με επεισόδιο από το Μυθιστόρημα). 343

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

246

Αλέξανδρο, προβάλλοντάς τον, για άλλη μια φορά, ως κοσμοκράτορα, και εξαίροντας το ήθος και τη μεγαλοψυχία του για τις τιμές και τα πλούτη που διένειμε στους φίλους του, τα εξωτικά αρώματα που έστειλε στο δάσκαλό του, τον Αριστοτέλη τονίζοντας χαρακτηριστικά για την αυτοκράτειρα: «οὐ μόνον γε μὴν ἐς τὸ μεγαλόψυχόν τε ἐκείνου καί μεγαλοφυές ἀποβλέπων εἰκάζω τά σά, ὅτι μη καί πρός ἄλλα τά πλεῖστα… εἶπον ἂν τὴν ἐκείνου ψυχήν ἐν σοί κατοικεῖν».344 Ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά πως και ένας ξένος ηγεμόνας, ο Σουλτάνος Νασάρ της Αιγύπτου, (1347-1361) αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος του καιρού τούτου, ενώ ο ίδιος μάλιστα δε διστάζει να χαρακτηρίσει και τον Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο ως σπάθην της βασιλείας των Μακεδόνων, ανδρειότητα της βασιλείας των Ελλήνων, κληρονόμον της βασιλείας των Ρωμαίων, ταυτίζοντας βεβαίως τους όρους Μακεδόνες, Έλληνες, Ρωμαίοι. Ο ίδιος Mαμελούκος σουλτάνος χαρακτηρίζει σε γράμμα του ακριβώς ως «σπάθη της βασιλείας των Μακεδόνων» και τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό. Εξάλλου και ο Μαμελούκος λόγιος Καλκασάντι (13561418) αναφέρει στο έργο που συνέγραψε για τη γενεολογία των βασιλιάδων του Αλ Ρουμ ότι οι Παλαιολόγοι ήταν απόγονοι των Μακεδόνων βασιλιάδων Φιλίππου Β΄ και Μεγάλου Αλεξάνδρου καθώς και των Ρωμαίων βασιλιάδων (Καραθανάσης 1992:99,103, Βασιλακοπούλου 1999: 1314-1315, Georganteli 2012: 147). Από τους προαναφερόμενους βυζαντινούς αυτοκράτορες θα άξιζε να αναφερθούμε ιδιαίτερα και στο Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη της Νίκαιας, αυτοκράτορα με εκπεφρασμένη νεοελληνική πατριωτική συνείδηση345. Απαντώντας με επιστολή σε ερώτηση του Γεωργίου Μουζαλώνα για τις σχέσεις ηγεμόνων και υπηκόων, αρχίζει την ανάλυσή του με τον Αλέξανδρο: ο Μακεδόνας βασιλιάς αναφέρεται ως «τῶν Ἑλλήνων μέν βασιλεύς Μακεδόνων δέ συστρατιώτης καί ἀρχηγός…» και υπόδειγμα ηγέτη με τις πράξεις του («….πόλεις ὅλας ὁλοκλήρους κόσμου σχεδὸν εἰς τὴν αὐτοῦ εὐνομίαν λαμπρῶς συνεισήγαγε»), έτσι ώστε «…διά ταῦτα πάντα κλέος Ἑλλήνων καί Μακεδόνων ἕως τοῦ νῦν κηρύττεται οὗτος, ἀλλ’ ὡς κἀμοὶ δοκεῖ καὶ ἐς ἀεὶ κηρυχθήσεται τοῦτο»346. Στο συγκεκριμένο P.L.M. Leone, Nicephori Gregorae Epistulae, Matino: Tipografia di Matino, 1982-1983, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu 344

Ο Θεόδωρος ονομάζει την επικράτειά του Ελληνικόν και Ελλάδα και τα στρατεύματά του ελληνικά. Είναι ίσως ο πρώτος Νεοέλληνας και ένας από τους πρώτους ανθρώπους παγκοσμίως για τον οποίο μαρτυρείται μια αγάπη και ένας σεβασμός για τα αρχαία μνημεία, που όχι μόνο μπορεί να αντιπαραβληθεί με την αγάπη της αρχαιολογίας με τη σημερινή της έννοια, αλλά τα νοηματοδοτεί και ως γέφυρα με το ένδοξο παρελθόν και την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Συγκεκριμένα θαυμάζει τα μνημεία της αρχαίας Περγάμου τα οποία θεωρεί «ελληνικής μεγαλονοίας μεστά ινδάλματα» και νομίζει ότι προβάλλονται «καταντροπιάζοντας εμάς, σαν απογόνους, με της πατρικής δόξας το μεγαλείο» (Βακαλόπουλος 2008: 77-78). 345

346 L. Tartaglia, "L'opuscolo De subiectorum in principem officiis di Teodoro II Lascaris,"Δίπτυχα 2 (1980-1981): 196-209, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (1.10.2015).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

247

απόσπασμα εύστοχα ο Θεόδωρος δεν προβάλλει τον Αλέξανδρο μόνο ως ηγέτη και κοσμοκράτορα, αλλά και ως συστρατιώτη των δικών του, θέλοντας να τονίσει κάτι που συνήθως δεν προβαλλόταν τόσο σε αναφορές άλλων, ότι ο Αλέξανδρος πολεμούσε πάντα μαζί με τους στρατιώτες του στην πρώτη γραμμή, εκθέτοντας τον εαυτό του στην ίδια μοίρα και κινδύνους με αυτούς. Προβλέπει μάλιστα, προφητικά θα έλεγε κανείς, πως και στο μέλλον ο Αλέξανδρος δε θα πάψει ποτέ να προβάλλεται ως η δόξα των Ελλήνων και Μακεδόνων. Μία ακόμη, όμως, αναφορά του Θεόδωρου από τη συγκεκριμένη επιστολή έχει ιδιαίτερη σημασία: «…καἰ γάρ οἱ περί τούς ὑψηλούς προκαθήμενοι θρόνους καί βασιλικῶς ἐφορῶντες τούς ὑπό πόδας αὐτῶν, μιμητικῶς αὐτῶ ὁμοιούμενοι, πλειστάκις παμπληθεῖς ῥαόνουσι τάς δωρεάς, οἶα ὑετόν πρώϊμον καί ὄψιμον εἰς τάς τῶν δούλων καί φίλων αὐτῶν καρδίας ὑετίζοντες»347. Με την αναφορά αυτή ο Λάσκαρης επιβεβαιώνει την ευρεία διάδοση του Αλέξανδρου ως πρότυπον βασιλέως, καθότι, όπως λέει, προσπαθώντας να του μοιάσουν, οι διάφοροι βασιλείς ραίνουν τους υπηκόους τους με πλήθος από δωρεές. Ο εγκωμιαστικός τόνος του Θεόδωρου συνεχίζεται στην επιστολή και φανερά αγγίζει τα όρια της Αλεξανδρολατρίας, με πλήρη εξιδανίκευση του Αλέξανδρου ως προτύπου όχι μόνο βασιλέως, αλλά και φιλίας δεσπότη προς τους υπηκόους του (βλέπε περισσότερα στο κεφάλαιο 3.4). Αλλού πάλι ο Θεόδωρος παραλληλίζει με τον Αλέξανδρο τον πατέρα του, τον Ιωάννη Βατάτζη, κορυφαία προσωπικότητα του μεσαιωνικού ελληνισμού. Ο παραλληλισμός αυτός γίνεται μάλιστα όχι μόνο ως προς τις ικανότητες, αλλά με ιδιαίτερη μνεία στο ότι ο πατέρας του στάθηκε, όπως ο Αλέξανδρος, ηγεμόνας όλων των Ελλήνων, λειτουργώντας ενωτικά (Παπαδοπούλου 2007:336). Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο Θεόδωρος, σε εγκώμιο γραμμένο για τον πατέρα του, Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, αυτοκράτορα της Νίκαιας (1222 -1258), καλεί τον Αλέξανδρο, «άνακτα των Ελλήνων», που παρέλαβε και αύξησε την εξουσία τους στην αρχαιότητα, να σηκωθεί και να δει τα κατορθώματα του Βατάτζη, που παρέλαβε γη τεμαχισμένη (την αποκαλεί «Αυσονίτιδα») από τους Λατίνους (σταυροφόρους), Πέρσες (Τούρκους), Βούλγαρους και Σκύθες (Σέρβους), αλλά κατάφερε να την ενώσει, επαναφέροντας την στα αρχαία όριά της και να δοξάσει τους Έλληνες στη γη των Αλαμανών και των Ιταλών:

347

Ο.π.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

248

«Ἀλλὰ δεῦρο δὴ ἄναξ Ἑλλήνων Ἀλέξανδρε, ὃς δὴ πρώην βασιλείαν Ἑλλήνων τετίμηκας, ὁλόκληρον μέν ταύτην ἀρχῆθεν παραλαβών, εἰς ἐπίδοσιν δὲ μεγάλην ὄντως ὕστερον ἀναγαγών. ἀλλ’ ὅ γε τοῦ Χριστωνύμου λαοῦ βασιλεύς, ὑπὸ τῆς Λατινικῆς καὶ Περσικῆς καὶ Βουλγαρικῆς καὶ Σκυθικῆς καὶ ἑτέρας πολυαρχίας ἐθνικῆς καὶ τυραννικῆς τὴν Αὐσονίτιδα γῆν μερισθεῖσαν μυριαχῶς, εἰς ἓν ταύτην συνήγαγε, καὶ τοὺς ἅρπαγας ἐμαστίγωσε καὶ τὸ λάχος τούτου ἐφύλαξε, καὶ δόρατί τε καὶ φασγάνῳ καὶ εὐβουλίᾳ καὶ ἀγχινοίᾳ τὸν ἀρχαῖον ὅρον ἡμῶν ἀνήγειρε καὶ ἀνώρθωσε,καὶ τρόπαιον ἀρετῶν ἀνεστήσατο... καὶ γῇ Ἀλαμανῶν τε καὶ Ἰταλῶν Ἑλλήνων παῖδες συμμαχοῦντες κλεΐζονται, καὶ ἁπανταχῆ τὸ τούτου ὄνομα ἐξαγγέλλεται.»348 Οι παραπάνω αναφορές του Θεόδωρου είναι αποκαλυπτικές για την ιδεολογία της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, του πρώτου νεοελληνικού κράτους στην ιστορία, τα αρχαία όρια του οποίου ο Βατάτζης «ανήγειρε και ανόρθωσε». Επιβεβαιώνουν το χαρακτήρα ταυτότητας, ενότητας και αγώνα, που έχουν όλες οι πατριωτικού χαρακτήρα αναφορές των Βυζαντινών στον Αλέξανδρο με τον πλέον επίσημο τρόπο, διότι εκφράζονται από έναν Έλληνα αυτοκράτορα. Επιβεβαιώνουν ακόμα ότι, για τους Έλληνες της εποχής του Θεόδωρου, ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να αποτελεί δόξα (κλέος) και συνδέουν το Μακεδόνα βασιλιά με τον κορυφαίο υπερασπιστή του ελληνισμού του 13ου αιώνα, τον Άγιο Ιωάννη Βατάτζη. Η ίδια ακριβώς παρατήρηση ταιριάζει και για το βυζαντινό λυκόφως και τον κορυφαίο υπερασπιστή του ύστατου μεσαιωνικού ελληνισμού του 15ου αιώνα, τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Ο Γεώργιος Σχολάριος, μετέπειτα πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση ως Γεννάδιος, στην επιστολή που στέλνει στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο χαρακτηρίζοντάς τον, όπως ήδη αναφέρθηκε, άντικρυ Αλέξανδρο, του τονίζει ότι πρακτικά, αν και δεν υπήρξε ακροατής του Αριστοτέλη, όπως ο Αλέξανδρος, εντούτοις με τις πράξεις του δίνει την ειλικρινή 348 L. Tartaglia, Teodoro II Duca Lascari, Encomio dell'Imperatore Giovanni Duca[Speculum. Contributi di Filologia Classica Naples: M. D'Auria, 1990, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

249

εικόνα ενός φιλοσόφου και ότι καθόλου δεν υστερεί στις αρετές από τον αρχαίο Μακεδόνα βασιλιά: «Οὔτε τοίνυν Ἀριστοτέλης εἶχεν ὃν ἔμελλε προτιμᾶν Ἀλεξάνδρου, καὶ σὺ νῦν πᾶσι τοῖς φιλοσοφίας ὁπωσοῦν γεγευμένοις ἄντικρυς Ἀλέξανδρος εἶ, τῆς ἀπὸ τῶν καιρῶν ῥοπῆς ἐκείνῳ μόνης παραχωρῶν, καὶ ἀρετῇ μὲν οὐδενὸς τῶν ἐξόχων λειπόμενος, τῆς δὲ κοινῆς Ῥωμαίων τύχης συναπολαύων· καίτοι καὶ τὸν Ἀλέξανδρον μάλιστα μὲν φιλοσοφίας ἀκροατήν, οὐ σφόδρα δὲ φιλόσοφον ἄν τις εἴποι· σὺ δὲ ὀλίγα μὲν ἠκροάσω φιλοσοφίας, ἔργοις δὲ εἰλικρινῆ τε καὶ ἐναργῆ τὴν εἰκόνα τοῦ φιλοσόφου δεικνύεις ἐν σεαυτῷ»349· Ο Σχολάριος, όμως, γράφει και κάτι ακόμα, πολύ σημαντικό: επαινεί τον Κωνσταντίνο επειδή αυτός, κάνοντας αναφορές στον Αλέξανδρο σε πολλά συγγράμματά του –δηλαδή σε γραπτούς λόγους του, δημηγορίες ή και πιθανόν επιστολές -, θεωρούσε πως κοσμούσε και τιμούσε έτσι τον Αλέξανδρο στη φιλοσοφία και τον εαυτό του στην αρετή της βασιλικής εύνοιας, κάτι που, όπως λέει ο Σχολάριος, πολλοί επιδίωξαν και επιδιώκουν ακόμη350. Επομένως και για τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, (αλλά και πολλούς ακόμη) σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σχολάριου, ο Αλέξανδρος υπήρξε ένα ισχυρό πρότυπο και σημείο αναφοράς στους λόγους του. Η μαρτυρία του Σχολάριου αποτελεί απόδειξη για την επιβίωση του αλεξάνδρειου προτύπου ως βασικό στοιχείο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας ακόμη και στους έσχατους χρόνους του τελευταίου Έλληνα αυτοκράτορα. Σύμφωνα με μια άποψη, το «αλεξάνδρειο πρότυπο» για τους Βυζαντινούς δεν περιοριζόταν μόνο στο πρόσωπο του ηγεμόνα αλλά επεκτεινόταν, στοχευμένα ή μη, καί στις δομές του βυζαντινού κράτους. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το Βυζάντιο κληρονόμησε από τον Αλέξανδρο το πολιτειακό σύστημα της κοσμόπολης, όπως αποτυπώθηκε κυρίως στην πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, μέσω των ελληνιστικών βασιλείων και των προτύπων –πόλεων της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας. Ακόμα 349 Τῷ ὑψηλοτάτῳ καὶ πανευτυχεστάτῳ δεσπότῃ κῦρ Κωνσταντίνῳ τῷ Παλαιολόγῳ, επιστολή του Σχολάριου στον Κωνσταντίνο στο: M. Jugie, L. Petit, and X.A. Siderides, Oeuvres complètes de Georges (Gennadios) Scholarios, vol. 7, Paris: Maison de la bonne presse, 1936, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (ανάκτηση 25.9.2015). «ἐπαινῶ γάρ καί τοῦτο τοῦ ἡμετέρου καθηγεμόνος, ὅν οἷμαι μή ἄν σφόδρα αἰσχύναι τῆ τοιαύτη προσηγορία, ὅτι πολλά τῶν συγγραμμάτων εἰς Ἀλέξανδρον ἀναπέμπων, ἐκεῖνον τε τῆ φιλοσοφία καί ἑαυτόν τῆ παρά τοῦ βασιλέως εὐνοία κοσμεῖν καί τιμᾶν ὤετο. ὅ καί πολλούς οἷδα πανταχοῦ καί ζηλώσαντας καί νῦν ἔτι ζηλοῦντας» (ο.π.) 350

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

250

και στη θρησκευτική οργάνωση, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι διαχρονικά ισχυρές αστικές δομές των παραπάνω πόλεων, καθώς βέβαια και της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, οδήγησαν στην ίδρυση σ’ αυτές των πατριαρχείων. Επιπλέον το Βυζάντιο κληρονόμησε από το Μακεδόνα βασιλιά τη χρηματιστική οικονομία, που είχε προωθήσει αυτός στην ανατολή. Ακόμα και τα βυζαντινά θέματα, με τις αρμοδιότητες του κάθε στρατηγού και το θεματικό στρατό, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ένας μακρινός απόηχος του συστήματος των σατραπειών, που είχε διατηρήσει και ο Αλέξανδρος. Τέλος, η οικουμενική παμβασιλεία που είχε προωθήσει ο Αλέξανδρος, μια βασιλεία οικουμενική αλλά ταυτόχρονα ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα, βρίσκει σαφώς την ολοκληρωμένη εκδοχή της στο βυζαντινό βασιλέα, ακόμα και συμβολικά με το στέφανο που δέχεται κατά τη στέψη (Μπακογιάννης 2013: 60-67). Έτσι, φαίνεται τελικά πως η αρχαία πολιτική θεωρία, καταγεγραμμένη στο έργο αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όπως ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, βλέπε κεφ. 2.3) φτάνει μέσω του Αλέξανδρου, των διαδόχων και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων – και βρίσκει έκφραση καί στο Βυζάντιο (Ι.Ε.Ε. Ζ΄ 1978: 323). Επιπλέον, στοιχείο αναβίωσης αλεξάνδρειων προτύπων αποτελεί από τον Ηράκλειο κι εξής η υιοθέτηση του ελληνικού τίτλου «βασιλεύς» για το βυζαντινό αυτοκράτορα, που πρώτος είχε χρησιμοποιήσει στις οικουμενικές διαστάσεις του ο Αλέξανδρος. Τέλος, μια αναφορά στο Τακτικόν περί των οφφικίων του Παλατίου Kωνσταντινουπόλεως και των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας του Ψευδο –Κωδινού, έργο που γράφτηκε ανάμεσα στα έτη 1347-1368, συνοψίζει άριστα τη διαχρονική σχέση των βυζαντινών αυτοκρατόρων και των βυζαντινών πληθυσμών με τον Αλέξανδρο. Καθίσταται σαφές, πως ο Αλέξανδρος αποτελούσε για το λαό σημείο αναφοράς για την καταγωγή της βασιλείας των βυζαντινών αυτοκρατόρων, επομένως αποτελούσε σημείο αναφοράς για την ταυτότητά τους : «Ἐπεί δέ ο μέγας Κωνσταντῖνος καί ἦν καί ἐλέγετο βασιλεύς Ρωμαίων, βασιλεῖς τῶν Ρωμαίων καλοῦνται μέχρι τοῦ νῦν καί οἱ ἐκείνου διάδοχοι βασιλεῖς. καί ἐπειδή ὁ μέν Ἀλέξανδρος τῶν Μακεδόνων ἦν βασιλεύς, ἡ δέ Μακεδονία ὑπό τήν τοῦ βασιλέως Ρωμαίων χεῖρα ευρίσκεται, τά μέν ἑῶα ἒθνη διδόασι τήν τιμήν τῶ βασιλεῖ ως διαδόχω τοῦ πατρικού οἴκου τοῦ Ἀλεξάνδρου, τά δ’ αὖ ἑσπέρια ὡς τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου διαδόχω». (Codinus Couropalates 1839: 55) Το βάθος της παράδοσης του Αλέξανδρου στο Βυζάντιο είναι τέτοιο, που ακόμα και στις δύσκολες στιγμές της αυτοκρατορίας τον Αλέξανδρο να επικαλούνται προκειμένου να αναθαρρήσουν. Πράγματι, ο Μακεδόνας βασιλιάς, στα τελευταία σκοτεινά χρόνια της τουρκικής προέλασης στο Βυζάντιο, χρησιμοποιείται πάντα ως σύμβολο για την ενθάρρυνση και

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

251

τη συσπείρωση των βαλλόμενων Ελλήνων. Ο Θεσσαλονικιός λόγιος Δημήτριος Κυδώνης παροτρύνει το έτος 1345 τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό να βαδίσει εναντίον των Τούρκων με τα παρακάτω αξιομνημόνευτα λόγια: «Αλλά βέβαια και μόνον το όνομα της Μακεδονίας προξενεί τρόμο στους βάρβαρους, γιατί θυμούνται τον Αλέξανδρο και τους λίγους Μακεδόνες που μαζί του κατέλαβαν την Ασία. Δείξε λοιπόν σ’ αυτούς, βασιλιά μου, ότι καί Μακεδόνες υπάρχουν καί βασιλιάς που διαφέρει από τον Αλέξανδρο μόνο κατά την εποχή». Χαρακτηριστικός είναι επίσης και ο Συμβουλευτικός προς τους Θεσσαλονικείς λόγος του αυτοκράτορα Μανουήλ Η΄ Παλαιολόγου, με τον οποίο προέτρεψε τους Θεσσαλονικείς, ως διοικητής της πόλης, το φθινόπωρο του 1383 να αγωνιστούν εναντίον των Τούρκων μέχρι θανάτου στην πολιορκία της πόλης που άρχιζε: «Πρέπει να σας θυμίσω ότι είμαστε Ρωμαίοι, ότι πατρίδα σας είναι η πατρίδα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και ότι στους διαδόχους των δύο αυτών γενών έλαχε σαν κλήρος διαρκής να νικούν κατά κράτος όποιους εχθρούς κι αν πρόκειται να αντιμετωπίσουν…..» (Μισσίου 1992: 105, Δεληκάρη 2008: 145-46, Βακαλόπουλος 2008: 211)351. Ακόμη, ο Τραπεζούντιος στην καταγωγή και κορυφαίος λόγιος του ύστερου ελληνισμού καρδινάλιος Βησσαρίων, θερμός πατριώτης, γράφει από την Ιταλία επιστολές προς το Δεσπότη του Μυστρά και τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Στην τρίτη από αυτές (κατά τα μέσα του 1444), προσπαθώντας να τον ενθαρρύνει να αντιτάξει τις μικρές δυνάμεις του απέναντι στους πολυάριθμους Τούρκους, ανάμεσα στα άλλα ιστορικά παραδείγματα που παραθέτει, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μνήσθητι Ἀλεξάνδρου, καί ἀπό πόσης ἠργάμενος δυνάμεως ἐς ὅσον προκέκοφε» (Βακαλόπουλος 2003: 143). Την ίδια περίπου εποχή, μεταξύ 1449 -1452, ο ύστατος των Ελλήνων φιλοσόφων Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός εκφωνεί το Προσφωνημάτιον πρός τόν κύρ Δημήτριον Δεσπότην τόν Πορφυρογέννητον, απευθυνόμενος ακριβώς στο Δημήτριο Β΄ Παλαιολόγο, Δεσπότη του Μυστρά και αναφερόμενος σε έριδα που είχε αυτός με τον αδερφό του Θωμά Παλαιολόγο, έριδα με διαστάσεις εμφύλιας «Ἀλλά γάρ Μακεδονίας και τοὔνομα μόνον φρίκην ἐμποιεῖ τοῖς βαρβάροις Ἀλέξανδρον ἐνθυμουμένοις καί Μακεδόνων τούς ὀλίγους τούς σύν ἐκείνω στέξαντας τήν Ασίαν. Δεῖξον τοἰνυν ἐκείνοις, ὦ βασιλεῦ, ὼς εἰσί καί Μακεδόνες καί βασιλεύς, Αλεξάνδρου μόνω διαφέρων τῶ χρόνω» (Δημήτριος Κυδώνης). 351

«Μνημονευτέον ὺμῖν ἐστίν ὀτι Ρωμαῖοι ἐσμέν, ὀτι η Φιλίππου καί Ἀλεξάνδρου ὺμῖν ὺπάρχει πατρίς καί ὼς τούτοιν τοῖν γενοῖν τοῖς διαδόχοις ὼσπερ τις κλῆρος ἔλαχε κατιών ὲπί μακροῦ διαρκής τό ἐφ’ οὔς ἄν τῶν πολεμίων παραταξώνται, τούτων τοῖς ὄλοις κρατεῖν ...» (Μανουήλ Παλαιολόγος). Η Μισσίου θεωρεί ότι ο Μανουήλ Παλαιολόγος, όταν αναφέρει «στους διαδόχους αυτών των δύο…» εννοεί των βασιλιάδων Φιλίππου και Αλεξάνδρου (Μισσίου 1992:112, υποσημ. 58).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

252

σύγκρουσης. Ο Πλήθων, ως σύμβουλος του Δημητρίου, προσπαθεί αφενός μεν να σταματήσει τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της σύγκρουσης και αφετέρου να στρέψει το Δημήτριο εναντίον του πραγματικού εχθρού των Ελλήνων, που είναι οι Τούρκοι. Γι’ αυτό και εγκωμιάζει τον ανταπαντητικό πόλεμο κατά αλλόφυλων εχθρών, οι οποίοι πρώτοι στράφηκαν εναντίον κάποιου αμυνόμενου, ο οποίος οφείλει να περάσει στην αντεπίθεση. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύει στοχευμένα δύο ιστορικά παραδείγματα, του Κύρου με τον Κροίσο και του Αλέξανδρου με τους Πέρσες, στεκόμενος περισσότερο στο δεύτερο και τονίζοντας πως ο Αλέξανδρος στράφηκε κατά των Περσών κατηγορώντας τους για τις καταστροφές που προξένησαν στα ελληνικά ιερά («αἰτιασάμενος Πέρσας τῆς ἐς τά ἑλληνικά ποτε ἱερά παρανομίας») και καταλύοντας τελικά το κράτος τους σε τρεις μάχες, καθώς δε θέλησε να αρκεστεί μόνο στην περιοχή δυτικά του Ευφράτη ποταμού352. Είναι φανερό πως ο Πλήθωνας επικαλείται τον Αλέξανδρο για να ωθήσει το Δημήτριο εναντίον των σύγχρονων τους «Περσών», δηλαδή των Τούρκων.

Σ.Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά Δ΄, Αθήνα, 1930, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu/ (Thesaurus Linguae Graecae, ανάκτηση 26.9.2015). 352

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

253

3.4. Οι βυζαντινοί θεολόγοι και λόγιοι για τον Αλέξανδρο Όμως ο Αλέξανδρος δεν ήταν γνωστός στους Βυζαντινούς Έλληνες μόνο ως πρότυπο ανδρείου ηγεμόνα και ιδρυτής της αυτοκρατορίας τους. Στο πρόσωπό του, ήδη από την αρχαιότητα, είχαν συνυφανθεί τα χαρακτηριστικά του εξερευνητή, του φιλόσοφου, του διψασμένου για νέες γνώσεις, του ηθικού και σώφρονος ηγεμόνα. Το έργο του Πλούταρχου Περί της Αλεξάνδρου Τύχης και Αρετής, όπου ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως ένας ολοκληρωμένος πολιτικός και φιλόσοφος, διαβαζόταν πολύ από τους Βυζαντινούς και αποτελούσε αντικείμενο μελέτης και μίμησης (Βασιλακοπούλου 1999: 1303). Περίληψη του Βίου του Αλεξάνδρου του Πλουτάρχου δίνει και ο Φώτιος στη Μυριόβιβλο (P.G. 103, Migne 1860 (1991): 1444-1445). Πηγή γνώσης του ιστορικού Αλέξανδρου για τους βυζαντινούς συγγραφείς αποτελούσε βέβαια, πέρα από τον Πλούταρχο, η Αλεξάνδρου Ανάβασις του Αρριανού. Ο παλιότερος σωζόμενος χειρόγραφος κώδικας είναι ο Vind. Hist.gr 4 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αυστρίας, ο οποίος χρονολογείται μάλλον στις αρχές του 13ου αιώνα. Δύο άλλα χειρόγραφα του Αρριανού βρίσκονται σήμερα στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας, ο κώδικας 511 του 14ου αιώνα και ο κώδικας 369 του έτους 1470. Ο τελευταίος είναι γραμμένος από τον Κρητικό ιερέα Γεώργιο Τσαγγαρόπουλο για λογαριασμό του καρδινάλιου Βησσαρίωνος (Τσελίκας 2003:6-7). Ωστόσο, η σύνοψη της Αλεξάνδρου Ανάβασης που δίνει ο Φώτιος στη Μυριόβιβλό του (Βιβλιοθήκη, P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 296-301) ) αποδεικνύει ότι ο Αρριανός υπήρξε για τους Βυζαντινούς σταθερή πηγή της ιστορίας του Αλέξανδρου. Ένα αρκετά παλιότερο κείμενο αποτελεί μια βυζαντινή πραγματεία πιθανόν του 7ου αιώνα με τίτλο Περί Λίθων, ο συγγραφέας της οποίας έδινε εξέχουσα θέση στον Αλέξανδρο. Υποτίθεται ότι το έργο αυτό γράφτηκε από τον Αριστοτέλη και γνώρισε μεταφράσεις στα συριακά, αραβικά και βέβαια λατινικά (Stoneman 2011: 171). Κατά το 10ο αιώνα συμπεριλήφθηκε σε έναν κώδικα από το μοναστήρι του Αγίου Σάββα στην Παλαιστίνη και μια επιτομή της ιστορίας του Αλέξανδρου, των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων και αποσπασματικά σωζόμενη, στην οποία τονίζεται ο χρησμός του Αμμώνειου για την πατρότητα από τον Άμμωνα –Δία και οι – πλουτάρχειες -διηγήσεις της Ολυμπιάδας για τη σύλληψή του από δράκοντα –φίδι (Η. Στ. Αποστολίδης 2015: 97, 564-566). Τέλος, παραδείγματα τακτικής και στρατηγικής, καθώς και γενικότερα περιστατικά από την εκστρατεία του Αλέξανδρου περιλαμβάνει – ανάμεσα στ’ άλλα – κι ένα βυζαντινό έργο Τακτικών, ανώνυμου συντάκτη, όπως οι πρωτοβουλίες που πήρε ο Αλέξανδρος κατά την πολιορκία της Τύρου ή η χειρονομία

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

254

του να χύσει το νερό που του προσέφεραν κατά τη διάβαση της ερήμου της Γεδρωσίας.353 Οι πατέρες της ελληνορθόδοξης εκκλησίας, πρώτοι απ’ όλους, κάνουν θετικές αναφορές στον Αλέξανδρο, τονίζοντας την αρετή του. Ο Μέγας Βασίλειος, για παράδειγμα, στο έργο του «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ελληνικών ὠφελοῖντο λόγων» προβάλλει πράξεις του Αλέξανδρου για ηθικό φρονηματισμό, κυρίως τη σεμνή του στάση απέναντι στη μητέρα, σύζυγο και κόρες του Δαρείου. Τη στάση του αυτή, καθώς και άλλα περιστατικά ή ρήσεις του που φανερώνουν την αρετή του επαινούν και άλλοι πατέρες της εκκλησίας, όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και ο λόγιος πατριάρχης Φώτιος. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός μάλιστα στο λόγο του κατά του αυτοκράτορα Ιουλιανού, επαινεί τη στάση του Αλέξανδρου απέναντι στον Πώρο και παρατηρεί πως «…ἦν αὐτῶ ἡ περιουσία τοῦ θαρρεῖν τό φιλάνθρωπον», δηλαδή πως ανώτερη αρετή και από το θάρρος του ήταν η φιλανθρωπία του, ενώ στο ίδιο χωρίο τονίζει και τη μεγαλοψυχία του354 (Βασιλακοπούλου 1999: 1307, Κυριαζόπουλος 2013: 100 -103). Επισημαίνει ακόμα πως «Ὁ οὖν Ἀλέξανδρος ἐπιτηδειότητα πολλήν ἐκ φύσεως κεκτημένος καί φρόνησιν πάσης σχεδόν τῆς οικουμένης ἐκράτησεν. ἦν δε καί σώφρων», ενώ σε άλλο σημείο επαινεί τη στάση του απέναντι στις θυγατέρες του Δαρείου (Κωτσιόπουλος 2013: 454). Επιπλέον, παραθέτει με δική του ερμηνεία και την απάντηση που έδωσε ο Αλέξανδρος στον Παρμενίωνα, όταν κατέκτησε μια πόλη, τονίζοντας πως ο Παρμενίων του είπε πως «αν ήμουν Αλέξανδρος θα την κατέστρεφα» για να πάρει την απάντηση από τον Αλέξανδρο: «και εγώ, αν ήμουν Παρμενίων» (Demandt 2009: 421). Αλλού τον κατακρίνει για την τάση του προς την οινοποσία, η οποία στο τέλος τον κατέστρεψε: «Καί σέ, δρακοντιάδη, μένος ἄσχετε, ὤλεσεν οἶνος, / ἡνίκ, Ἀλέξανδρε, γαῖαν ἐπῆλθες ὅλην» (Stichel 1971: 106). Το ενδιαφέρον βέβαια στοιχείο στους παραπάνω στίχους του Ναζιανζηνού δεν είναι το μοτίβο του Αλέξανδρου - κατακτητή ή το αρνητικό μοτίβο του Αλέξανδρου -πότη, γνωστά από πολλές άλλες αναφορές, αλλά η αναφορά του ως «δρακοντιάδη», γιο του δράκου, αναφορά παρμένη από τη σχετική παράδοση του Πλουτάρχου αλλά και του Μυθιστορήματος για τη γέννηση του Αλέξανδρου. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην πρώτη του επιστολή προς Θεσσαλονικείς παρατηρεί: G.T. Dennis, Three Byzantine Military Treatises [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Washingtonensis 25. Washington, D.C.: Dumbarton Oaks, 1985, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu. 353

P. Migne, Patrologiae cursus completus (series Graeca) (MPG) 35, Paris: Migne, 1857-1866, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu. 354

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

255

«Ἅ γάρ ὁ Μακεδόνων βασιλεύς εἰργάσατο, πάντα ὑπερέβαινε λόγον, ἀπό μικρᾶς μέν ὁρμηθείς πόλεως, τήν δε οἰκουμένην καταλαβών. Διά τοῦτο καί πτηνήν Πάρδαλιν αὐτόν ὁρᾶ ὁ προφήτης, τό τάχος καί τό σφοδρόν καί τό πυρῶδες καί τό ἅφνω που διαπτῆναι τήν οἰκουμένην μετά τροπαίων καί νίκης δηλῶν. Λέγουσι, δε, ὅτι καί φιλοσόφου τινός ἀκούσας λέγοντος, ὅτι ἂπειροι κόσμοι εἰσί, πικρόν ἐστέναξεν, εἲ γε ἀπείρων ὄντων, μηδέ ἑνός που κεκράτηκεν. Οὔτως ἦν μεγαλόφρων καί μεγαλόψυχος, καί πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἤδετο. Τῆ γοῦν τοῦ βασιλέως φήμη συνανήει καί ἡ τοῦ ἔθνους δόξα….οὐχ ἦττον οὖν τῶν Ρωμαίων τά Μακεδόνων ἦν». (Migne 1862B: 399). Στο παραπάνω απόσπασμα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρεται α) στα κατορθώματα του Αλέξανδρου, που ξεπερνούν κάθε περιγραφή, να κατακτήσει δηλαδή την οικουμένη ξεκινώντας από μια μικρή πόλη β) στην προφητεία του Δανιήλ, της οποίας την αναφορά στη φτερωτή λεοπάρδαλη ερμηνεύει ο Χρυσόστομος ως αναφορά στον ίδιο τον Αλέξανδρο, που με ταχύτητα και σφοδρότητα διατρέχει την οικουμένη και νικά (επομένως ήταν η ταχύτητά του που αποτελεί το κλειδί της ερμηνείας για την επιλογή αυτού του ζώου ως συμβολική απεικόνισή του)355 γ) στη μεγαλοψυχία και το υψηλό φρόνημα του Αλέξανδρου, έστω και με την επισήμανση ότι ορεγόταν την κυριαρχία όλης της οικουμένης δ) στην οικουμενικών διαστάσεων φήμη του που συντελεί και στη δόξα του έθνους του, έτσι ώστε οι Μακεδόνες να μην υπολείπονται των Ρωμαίων. Γίνεται αντιληπτός ο έμμεσα υμνητικός χαρακτήρας του αποσπάσματος και συνάμα η προσπάθεια ένταξης του Αλέξανδρου στην παράδοση της Βίβλου με την αναφορά στην προφητεία του Δανιήλ, με υπολανθάνοντα στόχο την ενσωμάτωση του Αλέξανδρου στον ελληνορθόδοξο κόσμο και την οικειοποίησή του από τους χριστιανούς υπηκόους της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του 4ου αιώνα μ.Χ. Γι’ αυτό και στο τέλος αναφέρει πως οι Μακεδόνες ήταν εφάμιλλοι των Ρωμαίων (χάρη στον Αλέξανδρο). Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως απευθύνεται στους Θεσσαλονικείς. Οι αναφορές αυτές έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την προσπάθεια μείωσης του Αλέξανδρου που επιχειρεί συγκρίνοντάς τον με το Χριστό, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 2.1., και επιβεβαιώνουν το μεγαλείο του Μακεδόνα βασιλιά, καθότι ακόμα και ο Χρυσόστομος δεν μπορεί παρά να προβάλλει ορισμένες από τις ποικίλες αρετές του. Ακόμα, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, περιγράφοντας το προφητικό κείμενο του Δανιήλ για τις τέσσερις βασιλείες του κόσμου στον Κατά Ιουδαίων λόγο του, αναφέρεται στην παραβολή, την οποία «ἡμῖν ὁ προφήτης ἀπήγγειλε, κριόν καλῶν τόν τῶν Περσῶν βασιλέα, τον Δαρεῖον, τράγον δέ τόν τῶν Ἑλλήνων βασιλέα, Ἀλέξανδρον λέγω Επισήμανση που την κάνει η Juanno, προσθέτοντας πως ανάλογη ερμηνεία για τον Αλέξανδρο ως λεοπάρδαλη κάνει και ένας άλλος βυζαντινός συγγραφέας, ο επίσκοπος Κύρρου Θεοδώρητος, κατά το πρώτο μισό του 5ου αιώνα (Juanno 2015 (2002): 652-653). 355

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

256

τόν Μακεδόνα…», όπου βέβαια ταυτίζει τους Έλληνες με τους Μακεδόνες. Σχολιάζοντας ακόμα το κείμενο του Δανιήλ για τη χαλκή βασιλεία των Ελλήνων – Μακεδόνων ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «…επειδή ο Αλέξανδρος και οι ακόλουθοί του ήταν Έλληνες, επομένως και εύγλωττοι στην ομιλία, παρομοιάστηκαν με το χαλκό» (Βασιλικοπούλου, 1999: 1311). Αλλού πάλι, χλευάζει την επιθυμία του Αλέξανδρου να ανακηρυχθεί δέκατος τρίτος θεός (Dagron 2015: 464). Τον 4ο αιώνα, ο Σώπατρος από την Αντιόχεια αναφέρεται πολλές φορές στον Αλέξανδρο στα ρητορικά του κείμενα, παραθέτοντας ιστορίες ανεκδοτολογικού χαρακτήρα σχετικές με το Δημοσθένη και την υποταγή της Αθήνας στον Αλέξανδρο, το ζήτημα της θεοποίησής του, τη Θήβα, κ.α356. Ο Νικόλαος από τα Μύρα, συγγραφέας των αρχών του 5ου αιώνα, στο έργο του Προγυμνάσματα, αναφέρεται στην ιδιότητα του Αλέξανδρου ως κτίστη, εκθειάζοντας το έργο της ίδρυσης της Αλεξάνδρειας και περιγράφοντας αναλυτικά τον έφιππο ανδριάντα του, που ακόμα στεκόταν σε περίοπτη θέση, στοιχείο εντυπωσιακό, αν λάβει κανείς υπόψη του την αποστροφή του Ιωάννη του Χρυσοστόμου για την «εξαφάνιση» του τάφου του Αλέξανδρου (Stewart 1993: 172-173, 397-399, βλέπε κεφάλαιο 2.1. για τα λόγια του Χρυσοστόμου και κεφάλαιο 2.2 για περιγραφή του ανδριάντα). Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (580-641) σε μια σειρά ψευδεπίγραφων επιστολών σε μορφή ρητορικών γυμνασμάτων, παραθέτει και μία σχετική με τον Αλέξανδρο, στην οποία ο αποστολέας (εντελώς αναχρονιστικά ο Αντισθένης) φέρνει ως παράδειγμα συνετού ανθρώπου (στον Περικλή!) το Μακεδόνα βασιλιά, που, όπως γράφει, δεν άφησε να τον παρασύρουν οι πολλές επιτυχίες του, αλλά, ως πραγματικός φιλόσοφος, είπε: «ω Δία, φέρε και μια δυστυχία μέσα στις πολλές ευτυχίες». Σε άλλο σημείο πάλι της ίδιας επιστολής, τονίζεται η ευγένεια του ήθους του Αλέξανδρου, που σκέπασε με την πορφυρή χλαμύδα του το νεκρό Δαρείο. Σε μια άλλη ψευδεπίγραφη επιστολή, ο Σιμοκάττης χρησιμοποιεί ηθικοπλαστικά το επεισόδιο εξημέρωσης του Βουκεφάλα.357 Ο Μάξιμος ο Ομολογητής (7ος αιώνας) στο έργο του Εκλογαί εκ διαφόρων βιβλίων των τε καθ’ υμάς και των θύραθεν αναφέρει την απάντηση του Αλέξανδρου στις κατηγορίες του Αντίπατρου κατά της μητέρας του, της Ολυμπιάδας: «Αγνοείς, Αντίπατρε, πως ένα μόνο δάκρυ της μητέρας μπορεί να σβήσει τις διαβολές πολλών επιστολών»; Στο ίδιο έργο, στο λόγο Δ’ –Περί ἀνδρείας και ἰσχύος αναφέρει τη γνωστή από τους αρχαίους συγγραφείς απάντησή του στον Παρμενίωνα ότι «δεν είναι βασιλικό να κλέψει τη νίκη», όταν ο τελευταίος τον προέτρεψε να επιτεθεί στους Πέρσες απροειδοποίητα τη νύχτα. Στο λόγο Περί φίλων και φιλαδελφείας Σώπατρος, Διαίρεσις ζητημάτων, Scholia ad Hermogenis status seu artem rhetoricam, από C. Walz, Rhetores Graeci, vol. 8, Stuttgart: Cotta, 1835, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (23.9.2015). 356

G. Zanetto, Theophylacti Simocatae epistulae, Leipzig: Teubner, 1985, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015) 357

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

257

αναφέρει την απάντηση του Αλέξανδρου στην ερώτηση πού έχει τους θησαυρούς του κόσμου: «στους φίλους μου», είπε. Αναφερόμενος ο Αλέξανδρος στο Φίλιππο και στον Αριστοτέλη, σημειώνει ο Μάξιμος ο Ομολογητής ότι είπε: «Ὁ μέν γάρ τοῦ γενέσθαι, ὁ δε τοῦ καλῶς γενέσθαι αἰτιος». Επίσης στο λόγο περί ελεημοσύνης αναφέρει αντίστοιχα παραδείγματα της γενναιοδωρίας του Αλέξανδρου, ενώ αναφέρει στο λόγο ΙΓ’περί αὐτάρκειας μια…επίκαιρη ρήση του Αλεξάνδρου: «Εἰπόντος αὐτῶ τινός τῶν δοκούντων εὐνοεῖν, ὅτι δύνανται αἱ πόλεις σου πλεῖον παρέχειν ἐξόδους, ἕφη: κηπουρόν μισῶ τόν ἐκ ριζῶν ἐκτέμνοντα τά λάχανα». Ο Αλέξανδρος λοιπόν μισούσε αυτόν που έκοβε τα λάχανα από τη ρίζα, δηλαδή που επέβαλε στις πόλεις παραπάνω φόρο απ’ αυτόν που μπορούσαν να δώσουν! Οι αναφορές ακόμα του Μάξιμου στον Αλέξανδρο στο εν λόγω έργο είναι πολλές και επί διαφόρων θεμάτων, από τον πόλεμο και τη στιχομυθία με το Διογένη ως το γήρας και την αρρώστια, που τον κάνει να συνειδητοποιήσει τα όρια της θνητής φύσης του ανθρώπου (Migne 1865: 741, 745, 764, 773, 805, 812, 833, 859, 896, 920, 1017). Κατά τον 9ο αιώνα, ο Ανδρέας, επίσκοπος Καισάρειας, στο έργο του για την ερμηνεία της αποκάλυψης του Ιωάννου, αναγνωρίζει τον Αλέξανδρο ως έναν από τους εφτά αρχαίους βασιλείς, από τον Νίνο της Ασσυρίας ως το Μέγα Κωνσταντίνο, στους οποίους αντιστοιχούν «εφτά όρη»,δηλαδή τόποι υπέρτατης κοσμικής εξουσίας, σύμφωνα με τον Ανδρέα. Την ίδια ακριβώς ερμηνεία δίνει και ο περίφημος βυζαντινός λόγιος Αρέθας (Migne 1863 Γ: 380-381, 721). Ο Αλέξανδρος φαίνεται πως αποτέλεσε κι έναν κοινό τόπο για λογοτεχνικές αναφορές, όπως αποδεικνύεται από τα ποιήματα του Διόσκουρου (520-585), ποιητή από την πόλη της Αφροδιτούπολης της Αιγύπτου, που έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Εγκώμιο στην Ιωάννη, Δούκα της Θηβαϊδος, με αναφορές στον Αλέξανδρο (Stewart 2014: 8). Για να μείνουμε στο χώρο της ποίησης, ο Ιωάννης ο Γεωμέτρης, στις αρχές του 9ου αιώνα, γράφει ένα ποίημα για τη ματαιότητα της σοφίας και της γνώσης ανάμεσα στους μεγάλους βασιλείς, μεταξύ των οποίων βάζει και τον Αλέξανδρο, μια και δεν μπορεί το εφόδιο αυτό τελικά να αποτρέψει την τύχη του καθενός, που είναι ο θάνατος:

«Πέρσης ὁ Κῦρος, Μακεδών Ἀλέξανδρος Αὔσων ὁ Καῖσαρ, ἀλλά τῶν σοφῶν φίλοι σοφοί δέ μᾶλλον ἔμπλεοι παιδευμάτων. Νῦν δο ’τήν γνῶσιν ἐγκαλοῦσι φεῦ πικρᾶς τύχης!» (Migne 1863 Γ: 975).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

258

Ο ίδιος ποιητής, σε ένα μακροσκελέστατο ποίημα για την αρετή της ταυτόχρονης γνώσης και πράξης, λόγων και έργων, μέσα από παραδείγματα αρχαίων Ελλήνων (Αχιλλέας, Οδυσσέας, Περικλής, Σωκράτης, Θεμιστοκλής κ.α.) και με προβολή στη βυζαντινή, ελληνοχριστιανική πραγματικότητα (πιθανόν με τελικό αποδέκτη κάποιον αυτοκράτορα, ίσως το Νικηφόρο Α΄) αφιερώνει αρκετούς στίχους απευθυνόμενος σε δεύτερο πρόσωπο στον ίδιο τον Αλέξανδρο: «Σύ δ’, ὧ Μακεδών, πῶς σοφός κριθῆς ἔτι ὤν καί μαχητής; Πῶς φθονεῖς δέ τῆς τέχνης ἅπασιν ἄλλοις; πῶς μόνος θέλεις ἔχειν Ἀριστοτέλους τούς σοφούς λαβυρίνθους; (Migne 1863 Γ: 979). Ο λόγιος Ιωάννης Τζέτζης πάλι, το 12ο αιώνα, στο έργο του Βίβλος Ιστορική (γνωστό και ως Χιλιάδες), έμμετρο σε 12674 πολιτικούς στίχους φιλολογικού και ιστορικού περιεχομένου με διδακτικό χαρακτήρα, περιλαμβάνει και δύο μικρά ποιήματα, το πρώτο επιγράφεται ΠΕΡΙ ΛΥΣΙΠΠΟΥ, το δεύτερο με τίτλο ΟΤΙ ΕΤΕΡΟΦΘΑΛΜΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΤΡΑΧΗΛΟΣ ΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, στα οποία παρουσιάζει πολλές αναφορές από την αρχαία γραμματεία για το παρουσιαστικό του αρχαίου βασιλιά, την απεικόνισή του από το Λύσιππο και τον Στασικράτη (Δεινοκράτη) και το γνωστό επίγραμμα στη βάση ενός αγάλματός του: Ὁ βασιλεύς ὁ μέγιστος Ἀλέξανδρος Φιλίππου γλαυκόν τόν ἕναν ὀφθαλμόν ἒχειν θρυλλεῖται πᾶσι μέλανα δέ τόν ἕτερον. τοῖς ὀφθαλμοῖς τοιοῦτος. Ἦν δέ καί σιμοτράχηλος καί παρατραχηλών δε, ὥστε δοκεῖν πρός οὐρανόν ἐνατενίζειν τοῦτον. Τοιοῦτον καί ὁ Λύσιππος ἐκεῖνον ἐχαλκούργει. Καί τούτου δέ Ἀλέξανδρος ἐπέχαιρεν εἰκόσιν ἢ Στασικράτους πλάσμασι ψευδέσι, τυφουμένοις. Ὅτι δ’ ἦν ὁ Ἀλέξανδρος τοιοῦτος τήν ἰδέαν, δηλοῖ καί τό ἐπίγραμμα ὅπερ τυγχάνει τόδε, αὐδάσοντι δ’ ἒοικεν ὁ χάλκεος ἐς Δία λεύσων, γᾶν ὑπ’ ἐμέ τίθεμαι, Ζεῦ, σύ δέ Ὂλυμπον ἒχε.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

259

(Stewart 1993: 349-50). Σε ένα άλλο ποίημα που αποδίδεται στον Τζέτζη, το βρίσκουμε όμως ενσωματωμένο και μέσα στο έμμετρο Ἀλέξανδρος ὁ Βασιλεύς, προβάλλονται τα χαρακτηριστικά του θαυμαστού αλόγου, του Βουκεφάλα: «τοῦ Βουκεφάλου σύμπασαν ἒχεις τήν ἱστορίαν, ὡς ἳππος ἦν ἀτίθασος ἀνθρώπους κατεσθίων. μόνω δέ Μακεδόνι δέ ὑπείκων Ἀλεξάνδρω. Την Βουκεφάλα κλῆσιν δέ τοιουτοτρόπως ἒσχε. Βοός ὡς ἒχων κεφαλήν ἐν τῶ μηρῶ σφραγίδα, οὒ μήν βοός ἐκέκτητο ἢ κεφαλήν ἢ κέρας». (Anderson 1930: 4). Ακόμη, στη Βίβλο Ιστορική περιλαμβάνει και το στιχούργημα με τίτλο ΠΕΡΙ ΘΗΒΩΝ ΥΠ’ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΤΑΣΚΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΥΘΙΣ ΑΥΤΩΝ ΠΑΡ’ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΥΤΟΥ ΔΙ’ ΑΘΛΗΤΗΝ ΑΝΑΚΤΙΣΕΩΣ, στο οποίο και περιγράφει τον ξεσηκωμό της Θήβας κατά του Αλέξανδρου από το Δημοσθένη - για τον οποίο γράφει ότι χρηματίστηκε από το Δαρείο - την καταστροφή της πόλης, το επεισόδιο με τον αυλητή Ισμία και στο τέλος το ξανακτίσιμο της Θήβας πάλι από τον Αλέξανδρο, επειδή εκτίμησε τις νίκες του Θηβαίου αθλητή Κλειτόμαχου. Τέλος, ένα ακόμη στιχούργημα του Τζέτζη σχετικό με τον Αλέξανδρο, που παρουσιάζει ενδιαφέρον, είναι το ΠΕΡΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΡΑΔΡΟΜΟΥΝΤΟΣ ΚΑΙΡΟΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΠΑΡΑ ΛΥΣΙΠΠΟΥ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΕΩΣ, στο οποίο ο Τζέτζης καταγράφει το μύθο της φιλοτέχνησης του διάσημου αυτού έργου του Λυσίππου, γνωστού και ως Καιρός (ευκαιρία), σύμφωνα με τον οποίο ο Λύσσιπος φιλοτέχνησε το άγαλμα με αφορμή τη λύπη του Αλέξανδρου για το χρόνο που έχασε μακριά από τους οικείους του.358 Οπωσδήποτε στη βυζαντινή ποίηση θα πρέπει να ενταχθούν και οι Στίχοι ἰαμβικοί εἰς Ἀλέξανδρον, που σχετίζονται με το θάνατο του Μακεδόνα βασιλιά και το μοτίβο της ματαιότητας των μεγαλείων. Οι στίχοι αυτοί υπήρχαν ενταγμένοι στη βυζαντινή παραλλαγή γ΄ του Μυθιστορήματος (πιθανόν το 14ο αιώνα) (Ψευδοκαλλισθένης 2005: 519, Stichel 1971: 111). P.L.M. Leone, Ioannis Tzetzae historiae, Naples: Libreria Scientifica Editrice, 1968, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu 358

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

260

Ο πολυγραφότατος λόγιος ποιητής Μανουήλ Φιλής (1275-1345) από την Έφεσο έχει σκόρπιες αναφορές στον Αλέξανδρο μέσα στο ποιητικό του έργο και του αφιερώνει αποκλειστικά και τους Στίχους εἰς τόν βασιλέα Ἀλέξανδρον. Αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από το πενηντάστιχο αυτό ποίημα γραμμένο σε βυζαντινό 12σύλλαβο στίχο: «Ὅ μέν τύχη δείκνυσι, καλύπτει χρόνος. Ὅ δέ χρόνος δίδωσιν, αρπάζει φθόνος. Ἀλλά τόν Ἀλέξανδρον αἰδοῖ τῶν πόνων τύχη μέν ἀπέφθηνε παντός βελτίω, χρόνος δέ λαβών ὑπερέσχε τοῦ φθόνου. Αί γάρ ἀγαθαί τῶν φιλιστόρων φύσεις λαθεῖν ἀγεννῶς οὐκ ἐῶσι τόν μέγαν, ……………………………………………………. Παγκόσμιος γάρ εὐτυχεῖ τοῦτον πίναξ τοῖς ἀνδραγαθήμασιν ἐστηλωμένον. Ἔγωγε μήν τόν ἂνδρα καί πρίν θαυμάσας νῦν μᾶλλον ὑμνῶ τῆς πολυζήλου τύχης. Ἒτι γάρ ἡβῶν τῶν γερόντων ἐκράτει, καί χρημάτων ἢσκησεν υπεροψίαν, ἀρχήν ἑαυτῶ παγγενῆ θησαυρίσας, καί πταιστός ὢν ἂπταιστος εὑρέθη. Καί γυμνάσας τό σῶμα τοῖς ύπέρ φύσιν μόνος τό πᾶν κατέσχεν ἀπτέρω τάχει. Αὐτῶ δέ τῆς γῆς οὐν ἀποχρώσης ὅλης, καί δευτέραν δήπουθεν ἐζήτει κτίσιν…» (Miller 1857: 334). Είναι φανερές στο παραπάνω απόσπασμα οι υμνητικές διαθέσεις του Φιλή, ο οποίος εύστοχα σε λίγους στίχους συνοψίζει όλο το μεγαλείο του βασιλιά, χωρίς ωστόσο να δείχνει ότι παραγνωρίζει και τα σκοτεινά του σημεία: αρχικά αναφέρει πως ο Αλέξανδρος πέτυχε να ξεπεράσει τη λήθη του χρόνου και την οξύτητα του φθόνου, πως αντίθετα με ό,τι συμβαίνει, η τύχη τον ανέδειξε καλύτερο απ’ όλους, καθότι οι φιλίστορες δεν επέτρεψαν αυτός ο «μέγας» να μείνει στην αφάνεια. Τονίζει στη συνέχεια πως οι διαστάσεις των κατορθωμάτων του είναι παγκόσμιες, πως τον υμνεί

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

261

για την «πολύζηλη» τύχη του, αυτήν που του επέτρεψε νέος όντας να κυβερνά γεροντότερους, να ελέγχει τον πλούτο, να έχει την απόλυτη εξουσία, να κριθεί άμεμπτος, παρόλα τα φταιξίματά του. Τέλος, τονίζει πως γύμνασε το σώμα του υπερφυσικά, ώστε μόνος να κατακτήσει όλη τη γη και να επιζητά «δευτέραν κτίσιν». Παρατηρούμε πως ο Φιλής στο συγκεκριμένο απόσπασμα στέκεται ιδιαίτερα σε τρία σταθερά στοιχεία του διαχρονικού αλεξάνδρειου μύθου: στον παράγοντα της τύχης, στις μοναδικές αρετές του (γυμνάσας τό σῶμα τοῖς ύπέρ φύσιν) και στην παγκοσμιότητα της κυριαρχίας του. Ακόμα, ο Φιλής γράφει ένα ποίημα εμπνευσμένο από την περιγραφή του Λουκιανού σχετικά με τον πίνακα του Αέτιου με θέμα τους γάμους του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη. Απόσπασμα του ποιήματος παρατίθεται παρακάτω: «Θάλαμος ἰδού νυμφικήν φέρων κλίνην, ἐφ’ ἧς ἀτεχνῶς εὐπρεπής ἡ Ῥωξάνη. Σκοπεῖ δέ τήν γῆν ὡς ὑπ’ αἰδοῦς ἡ κόρη, μή πρός τόν Ἀλέξανδρον ἑστῶτα βλέπη. Ἔρως δέ τις πάρεστιν ἐξ ὀπισθίου, καί τῆς κεφαλῆς τήν καλύπτραν ἑλκύσας τῶ νυμφίω δείκνυσι τήν ποθουμένην. …………………………………………………….. Ὁ γοῦν βασιλεύς γειτνιῶν τῆ παρθένω πρό τοῦ γάμου στέφανον εὐθύς εἰσφέρει….» (Miller 1857: 336-337) Σε ένα άλλο εγκωμιαστικό ποίημά του για το Μιχαήλ Παλαιολόγο τον παρουσιάζει ως «Νέο Αλέξανδρο» : «….Ό τῶν λόγων θάλαμος ο στεφηφόρος, τό τοῦ κράτους ἒσοπτρον, αὐτό το κράτος, Αὐτοκράτωρ γένοιτο γῆς θᾶττον πάσης, ἢ χριστός Ἀλέξανδρον οὐκ ἒχει νέον, ὧ τήν κορυφήν Μακεδών ἅπας κλίνει; Σύ δ’ ἂν κατ’ αὐτόν εὑρεθῆς ὢν τήν φύσιν, ἰδού βασιλεύς καί Σολομῶντος πλέον…». (Miller 1857: 126).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

262

Ανάλογες αναφορές στην αρετή του Αλέξανδρου βρίσκουμε σε πολλούς ακόμα βυζαντινούς συγγραφείς, όπως ο Θεόδωρος Νίκαιας και ο Νικηφόρος Βλεμμύδης (α΄ μισό 13ου αιώνα), ο οποίος επαινεί τον Αλέξανδρο ως ανώτερο της φιλοχρηματίας359 καθώς και για τη γνωστή ρήση του, με αφορμή την αιχμαλωσία των θυγατέρων του Δαρείου, ότι δηλαδή «αἰσχρόν ἄνδρας νικήσαντος ὑπό γυναικῶν ἡττηθῆναι».360 (Migne 1862 D: 893, Βασιλακοπούλου 1999: 1307-1311, Κωτσιόπουλος 2013: 455). Είναι και αυτό ένα από τα πολλά αποφθέγματα του Αλέξανδρου, τα οποία συμπεριλαμβάνονταν σε αρκετές βυζαντινές συλλογές, χαρακτηρίζοντας έτσι τη βυζαντινή γνωμολογική λογοτεχνία: πράγματι, ο Βλεμμύδης στο έργο του Βασιλικός ἀνδριάς, που εντάσσεται στην κατηγορία των κατόπτρων ηγεμόνων, αναφέρεται και στο περίφημο απόφθεγμα του Αλέξανδρου για τους φίλους του ως «το θησαυρό» που κέρδισε και φυλάει από τις κατακτήσεις του. Επίσης, άλλες συλλογές αποφθεγμάτων που συμπεριλαμβάνουν υποτιθέμενα αποφθέγματα του Αλέξανδρου, είναι το έργο Loci communes (Κοινοί Τόποι) με αρχική σύνταξη στον 9ο αιώνα και με 18 αποφθέγματα να αποδίδονται στον Αλέξανδρο, η λεγόμενη Μέλισσα του ψευδο-Αντωνίου του 11ου αιώνα με δέκα αποφθέγματα του Αλέξανδρου, το χειρόγραφο 6 της Πάτμου, επίσης του 11ου αιώνα, με 18 αποφθέγματα, το Gnomologicum Vaticanum του 14ου αιώνα (με 30 αποφθέγματα του Αλέξανδρου σε σύνολο 577) κ.α. (Migne 1865 – PG 142-: 664, Juanno 2015 (2002): 480, 484-485). Ένα από τα μεσαιωνικά ελληνικά έργα που κυκλοφορούσαν στο Βυζάντιο με θέμα τον Αλέξανδρο φαίνεται πως ήταν και η Αλληλογραφία Αλεξάνδρου και Δινδίμου, (βασιλιά των Βραχμάνων) μια και είναι ένα από τα έργα που αντέγραψε ο λατίνος αρχιερέας Νεαπόλεως Λέων κατά την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη (Stoneman 2011: 278). Τον 11ο αιώνα χρονολογείται κι ένας κώδικας, ο Parisinus Suppl. 690, ο οποίος περιέχει Μάλιστα ο Βλεμμύδης παρατηρεί στο λόγο του Ὀποίον δεῖ εἶναι τόν βασιλέα, που αποτελεί ένα Κάτοπτρον Ηγεμόνος, (αν και σε παράφραση του αρχικού κειμένου του Βλεμμύδη, σύμφωνα με τον Hunger (1987(1977): 253-254) ότι ο θαυμασμός για τον Αλέξανδρο είναι διαχρονικός: «Ἀλέξανδρος δε ὁ θαυμάσιος βασιλεύς, τήν φιλοχρηματίαν νικήσας, καί τό ταύτης πάθος μισήσας και βδελυξάμενος, σχεδόν τῆς οἰκουμένης ἀπάσης ἐν βραχεῖ χρόνω γέγονε βασιλεύς. Θησαυρούς γάρ οὗτος τούς φίλους ἡγούμενος, οὕς συνασπιστάς εἰς πάντα πόλεμον εἶχε καί βοηθούς, παρά πάντων ἐπαινείται, πολλῶν βασιλέων μείζων γενόμενος, καί μέχρι τοῦ νῦν θαυμαζόμενος» (Migne 1865 – PG 142-: 628). Η υμνητική διάθεση του Βλεμμύδη απέναντι στον Αλέξανδρο είναι χαρακτηριστική, αφού τον αποκαλεί θαυμάσιο, ανώτερο άλλων βασιλιάδων και τον αναφέρει ως αντικείμενο θαυμασμού συνεχώς ως τις μέρες του, ενώ τον αναφέρει και ως «Βασιλέα Ελλήνων» που νίκησε το Δαρείο αλλά δε νικήθηκε από την ομορφιά της κόρης του (PG 142, 616). . 359

Τη φράση αυτή την επαναλαμβάνει ο Βλεμμύδης στο λόγο του Βασιλικός Ανδριάς: «Βασιλεύς Ἑλλήνων Ἀλέξανδρος, νικήσας Δαρεῖον, και τάς ἐκείνου θυγατέρας… οὐδέ ἰδεῖν κατεδέξατο, είπών αἰσχύνης ἄξιον εἶναι νικῆσαι μέν ἅνδρας, ὑπό γυναικῶν δέ ἡττηθῆναι» (Migne 1865 – PG 142-: 616). Παρακάτω χρησιμοποιεί πάλι ως πρότυπο βασιλέως τον Αλέξανδρο μαζί με τον Κύρο. 360

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

263

και τη Διαθήκη του Αλέξανδρου, ένα κείμενο γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, που περιέχει μια σύντομη περιγραφή των κατορθωμάτων του Αλέξανδρου, μια αναλυτική λίστα των λαών που υπέταξε και τη διαθήκη του, στην οποία αναφέρεται τι κληροδοτεί στον «αρχιστράτηγο» Πτολεμαίο (Trumpf 1959: 253). Επιπλέον αναφορές στον Αλέξανδρο κάνει στα σχόλιά του για την Ιλιάδα και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (Μηνάογλου 2013: 34). Για παράδειγμα, στο προοίμιο του έργου του Παρεκβολαί εις την Ομήρου Ιλιάδα, θέλοντας να τεκμηριώσει την αξία και τις επιρροές του ομηρικού έπους, Ο Ευστάθιος σημειώνει χαρακτηριστικά: «…ἐφέλκεται τό πρᾶγμα καί βασιλεῖς. Καί μαρτυρεῖ ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, κειμήλιον εἴτε καί ἐφόδιον καί ἐν αὐταῖς μάχαις τήν Ὁμηρικήν βίβλον ἐπαγόμενος, καί τήν κεφαλήν, ὅτε ὑπνοῦν δέοι, ἐπαναπαύων αὐτῆ, ἵνα τάχα μηδέ ἐν ὕπνοις αὐτοῦ ἀπέχοιτο, ἀλλά και φανταζόμενος εἴη εὐόνειρος». Καί ἔστιν ἀληθῶς βασιλικόν πρᾶγμα ἡ Ὁμήρου ποίησις, καί μάλιστα ἡ Ἰλιάς» (έκδοση Λειψίας, 1828, σε Σοφιανό 2008: 156). Στο σημείο αυτό, αξίζει να παραθέσουμε ορισμένα παραδείγματα γνωμικών του Αλέξανδρου από το Gnomologicum Vaticanum: Ἀλέξανδρος, ἀξιούμενος ὑπό τῶν φίλων τεκνοποιῆσαι εἶπε: «μή ἀγωνιᾶτε. Καταλείπω γάρ τέκνα τάς ἐκ τῶν ἀγώνων πράξεις, δηλαδή: «Όταν οι φίλοι του Αλέξανδρου αξίωσαν από αυτόν να κάνει παιδιά, αυτός τους απάντησε: μην έχετε τέτοια αγωνία. Αφήνω, ως παιδιά μου, τις πράξεις των αγώνων μου». «(Ο Αλέξανδρος) εἶπεν ἄριστον εἶναι πρός κοίτην στρῶμα τόν πόνον»: «Ο πόνος είναι άριστο στρώμα για ύπνο». «(Ο Αλέξανδρος) σφαιρίσας μετά τινός νεανίσκου ἐδωρήσατο αὐτῶ τάλαντον. τῶν δέ φίλων λεγόντων ὅτι “πλέον τοῦ δέντος ἔδωκας” “οὐ τοῦτο δεῖ σκοπεῖν”, ἔφη, “πόσον ἐκεῖνος ἄξιος ἦν λαβεῖν, ἀλλά πόσον ἐμέ παρασχεῖν”: «Ο Αλέξανδρος, αφού έπαιξε σφαιριστική με κάποιο νέο του έδωσε ένα τάλαντο. Στην παρατήρηση των φίλων του, ότι του έδωσε παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, απάντησε: “Δεν πρέπει να εξετάζω πόσο εκείνος ήταν άξιος να πάρει, αλλά πόσο εγώ μπορούσα να δώσω». (Ο Αλέξανδρος) ἐρωτηθείς ποῖος βασιλεύς δοκεῖ ἄριστος εἶναι ἔφη “ὁ τούς φίλους δωρεαῖς συνέχων, τούς δέ εχθρούς διά τῶν εὐεργεσιῶν φιλοποιούμενος”: «Όταν ο Αλέξανδρος ρωτήθηκε ποιος βασιλιάς του φαίνεται άριστος είπε: «αυτός που κρατά τους φίλους του με δωρεές και κάνει τους εχθρούς του φίλους με ευεργεσίες». (Ο Αλέξανδρος) εἰπόντος Ἀναξιμένους “ἐάν πᾶσι πολλά διδῶς, οὐ δυνήση τοῦτο ποιεῖν διά παντός” ἔφη “οὐδέ γε, ἐάν παύσωμαι, μόνος πάντ’ ἔχειν δυνήσομαι πολύ χρόνον”: «Όταν του είπε ο Αναξιμένης ότι αν δίνει σε όλους πολλά, δε θα μπορέσει να το κάνει αυτό για πάντα, του απάντησε: “Κι αν όμως σταματήσω να το κάνω, μόνος μου δε θα μπορέσω να απολαύσω τα πάντα για πολύ καιρό”. (Ο Αλέξανδρος) ὡς ἐν παρατάξει τινί Πισίδας ζωγρήσαντος τρισχιλίους ἠξίουν οἱ Μακεδόνες ἀποκτεῖναι πάντας διά τό πολλά κακά πεπονθέναι ὑπ’ αὐτῶν πολλάκις, “οὐ ποιήσω τοῦτο” ἔφη, “οὐ γάρ βούλομαι δήμιος ἀντί βασιλέως κεκλῆσθαι”: «Όταν σε μια μάχη αιχμαλώτισε τρεις χιλιάδες Πισίδες και του αξίωναν οι Μακεδόνες να τους σκοτώσουν όλους, επειδή έπαθαν επανειλημμένως πολλά κακά από αυτούς, τους είπε: “δεν θα το κάνω αυτό, γιατί δε θέλω να με

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

264

αποκαλέσουν δήμιο αντί για βασιλιά”. (O Αλέξανδρος) παρακαλούμενος ὑπό τῶν φίλων συνάγειν χρήματα εἶπεν “οὐδέν ὤνησεν οὐδέ Κροῖσον”: «Όταν οι φίλοι του τον παρακαλούσαν να μαζέψει χρήματα τους είπε πως αυτά ούτε τον Κροίσο δεν ωφέλησαν καθόλου». «Τῶ αὐτῶ ἐξιόντι ἐπί πόλεμον Ἀριστοτέλης ἔφη “περίμεινον τό τέλειον τῆς ἡλικίας καί τότε πολέμει” ὁ δε ἔφη “φοβοῦμαι, μή περιμένων τό τέλειον τῆς ἡλικίας τήν τῆς νεότητος τόλμαν ἀπολέσω”: «Όταν ο Αλέξανδρος θέλησε να βγει στον πόλεμο, ο Αριστοτέλης του είπε να περιμένει να αποκτήσει την κατάλληλη ηλικία και τότε να πολεμήσει. Κι ο Αλέξανδρος του απάντησε: “Φοβάμαι, μήπως, περιμένοντας την κατάλληλη ηλικία, χάσω την τόλμη της νεότητας”. (Ο Αλέξανδρος) εἰς Ἰλλυρίους παραγενόμενος ἐν τῶ τοῦ Διός ἱερῶ κατιδών γυναῖκα κάλλει διαφέρουσαν ἐκπλαγείς αὐτῆς τήν εὐμορφίαν πολύν χρόνον ἐθεᾶτο. Τοῦ δέ Ἡφαιστίωνος εἰπόντος, ὅτι εἰκότως ἄν παραλάβοι τήν προηρημένην ἔφη “καί πῶς οὐ δεινόν, εἰ ἄλλων ἀκρασίας κολάζειν βουλόμενοι δουλεύοντες ἀκρασίαις ὑπό τῶν ἐκτός ἀνθρώπων φωραθῶμεν;”: «Όταν ο Αλέξανδρος βρέθηκε στους Ιλλυριούς και είδε στο ιερό του Διός μια γυναίκα ξεχωριστού κάλλους, θαύμαζε την ομορφιά της για πολλή ώρα. Στην παρατήρηση του Ηφαιστίωνα, ότι θα ήταν λογικό να την έπαιρνε, του απάντησε: “Αλλά δε θα ήταν φοβερό, αν, ενώ θέλουμε να τιμωρούμε τις ακολασίες των άλλων, μας έβλεπαν να γινόμασταν δούλοι των δικών μας παθών;” «Συμβουλευόντων αὐτῶ πολλῶν καταδουλώσασθαι τήν Ἑλλάδα “Βούλομαι”, ἔφη, “ἐπί πολύν χρόνον χρηστός κληθῆναι ἤ δεσπότης ἐπ’ ὀλίγον”: «Όταν τον συμβούλευαν πολλοί να καθυποτάξει την Ελλάδα, είπε πως θέλει να τον θυμούνται ως σώφρονα ηγεμόνα για πολύ καιρό και όχι ως τύραννο για λίγο» (πρωτότυπο κείμενο σε Sternbach 1887 (1963). Είναι φανερό πως τα παραπάνω γνωμικά, μαζί με τα υπόλοιπα της συλλογής, προβάλλουν το πρότυπο του ενάρετου Αλέξανδρου, του φιλόσοφου –ηγεμόνα, του εγκρατή και μετρημένου, του ευσεβή, του φιλεύσπλαχνου, του γενναιόδωρου, του σκληραγωγημένου, του αλτρουϊστή και φιλάνθρωπου. Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά του καλού και αγαθού ανθρώπου, σύμφωνα με τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά και σύμφωνα με τη χριστιανική ηθική. Επομένως, η μορφή του Αλέξανδρου, ως το πρότυπο του ιδανικού ηγεμόνα, ταιριάζει καί στα δύο συστήματα κοσμοθεωρίας, πόσο μάλλον που ο χριστιανισμός, ούτως ή άλλως, άντλησε στοιχεία και αξίες από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ένα ακόμη σημαντικό έργο της βυζαντινής γραμματείας, το λεξικό της Σούδας, στο λήμμα «Αλέξανδρος», μας δίνει αρκετά στοιχεία για την εικόνα που είχαν οι Βυζαντινοί Έλληνες για τον Αλέξανδρο. Διαβάζουμε σε αυτό καταρχάς μια αντιγραφή του εγκωμίου που έπλεξε στον Αλέξανδρο ο Αρριανός (Αρριανός: Z’. 28. 1-2, 29.1, βλέπε κεφάλαιο 2.1.). Τονίζονται ιδιαιτέρως -ανάμεσα σε άλλες- οι προσωπικές του αρετές, η ευσέβεια στους θεούς, η στρατηγική ικανότητά του, η ανδρεία, η εγκράτεια, χωρίς ωστόσο να παραλειφθεί κι ένας ακόμα κοινός τόπος, αρνητικός αυτή τη φορά, το ότι

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

265

δηλαδή, αφού επικράτησε έναντι όλων των εθνών, έχασε το νου του και παραδόθηκε στις ηδονές. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι, εκτός από τον Αρριανό και το Νέαρχο, πηγή της Σούδας φαίνεται να αποτελεί και το Μυθιστόρημα, μια και στη Σούδα συμπεριλαμβάνονται αναφορές που προέρχονται από αυτό, όπως ο γάμος του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη ως κόρη του Δαρείου (ενώ λίγο πιο πάνω αναφέρει –σωστά - πως η Ρωξάνη ήταν κόρη του Οξυάρτη) ή η επίσκεψή του στη βασίλισσα Κανδάκη. Τέλος, επαναλαμβάνεται η εκδοχή της δηλητηρίασής του από τον Κάσσανδρο.361 O Νικήτας Μάγιστρος το 10ο αιώνα, εξόριστος, γράφει πως δεν έχει τα οικονομικά μέσα για να θρηνήσει, όπως ο Αλέξανδρος έκανε με τον Ηφαιστίωνα (Luschen 2013: 137). Ο Λέων Διάκονος (10ος αιώνας) στην Ιστορία του αναφέρεται αρνητικά σε παραδείγματα ανδρών από τη μυθολογία και την ιστορία, οι οποίοι ξεπέρασαν τα όριά τους, θέλοντας να αποκτήσουν θεία υπόσταση, μεταξύ των οποίων βάζει και τον Αλέξανδρο, «που αξίωσε να καλείται γιος του Άμμωνα» (Migne 1864: 777). Ο Μιχαήλ Ψελλός πάλι, που έζησε τον 11ο αιώνα, σε μια ανεπίγραφη επιστολή του σημειώνει: «…καί εἰ τά τῆς κλεινῆς Έλλάδος χωρία τά πολυάρατα ἤ πολυύμνητα, ἀφ’ ὧν οἱ Μακεδονομάχοι και ἀφ’ ὧν οἱ Φίλιπποι ἐκεῖνοι καί οί Ἀλέξανδροι, οὐκ ἀποχρῶντα σοι εἰς διατριβήν καί διατροφήν, τι ποτ’ ἄν ἄλλο μέρος τῆς Οἰκουμένης ἐς ὑποδοχήν ἐξαρκέση σοι;» (Σάθας 1876: 261). Σε μια άλλη αναφορά του, θέλοντας να εξυψώσει τον Αριστοτέλη και γενικότερα την αξία της φιλοσοφίας, γράφει πως από τον Αριστοτέλη ο Αλέξανδρος πήρε τους νόμους που εφάρμοσε και χάρη στη δική του διδασκαλία διαμόρφωσε το ήθος του και το ψυχικό του σθένος, έτσι ώστε τα τρόπαια των κατορθωμάτων που έστησε, από τον Αίγυπτο ως τον Ευφράτη και τον Ινδό ποταμό, ήταν μάλλον για το δάσκαλό του τον Αριστοτέλη παρά για τον ίδιο. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ψελλό, όλες οι καινοτομίες στη διάταξη και οργάνωση του μακεδονικού στρατεύματος, που εφάρμοσαν ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος, οφείλονταν στον Αριστοτέλη. Στο σημείο αυτό, ο Ψελλός παραθέτει μια εντυπωσιακή και λεπτομερής περιγραφή των τακτικών κινήσεων της μακεδονικής φάλαγγας και καταλήγει: «Καί τι δ’ ἂν τά πλείω λέγοιμι ὦν Ἀριστοτέλης μέν ἐπενόησεν, ἐνεργά δέ δέδειχεν ο Ἀλέξανδρος; (Σάθας 1876:172 -173). Τέλος, θυμίζουμε την επιστολή του Ψελλού με τίτλο Τῶ ἐπί τῶν Δεήσεων, στην οποία και κάνει ρητή αναφορά τόσο στο επεισόδιο της ανάληψης του Αλέξανδρου στον ουρανό με τους γρύπες από την παράδοση του Μυθιστορήματος, όσο και στη συνήθεια του Αλέξανδρου να γέρνει την κεφαλή του (βλέπε το απόσπασμα και την ανάλυσή του στο κεφάλαιο 3.5.3.). Ο Κωνσταντίνος Μανασσής, λόγιος του α΄ μισού του 12ου αιώνα, παρουσιάζει στην έμμετρη Ιστορική Σύνοψή του το «μέγα Αλέξανδρο» ως κοσμοκράτορα, που όμως στο τέλος έπρεπε κι αυτός να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, μια αναφορά που σίγουρα 361

http://www.stoa.org/sol-bin/search.pl souda online 15.3.2015

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

266

παραπέμπει στο μοτίβο της ματαιότητας και του εφήμερου της ζωής362 (Muller 2007: 382). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δημώδης ανώνυμη Παγκόσμια Ιστορία, που βασίζεται στο Μανασσή, ωστόσο στο σχετικό με τον Αλέξανδρο χωρίο, προσθέτει ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά στο Μακεδόνα βασιλιά, επιτείνοντας παράλληλα ακόμη περισσότερο το μοτίβο του κοσμοκράτορα: «Οὗτος δὲ ὁ Ἀλέξανδρος, ἀπὸ Μακεδονίας ὁρμήσας / μετά ὁρμῆς ἀκατασχέτου και φρονήσεως βασιλικῆς / κατεκυρίευσε μὲ ἀνδρείαν καὶ σύνεσιν πάντων ἐθνῶν / ἀπόνως καὶ ἐντίμως»363. Γίνεται φανερό πως στη μετεγγραφή του Μανασσή στη λαϊκή παράδοση των Βυζαντινών Ελλήνων του 12ου αιώνα ενισχύεται το μοτίβο του ενάρετου βασιλιά για τον Αλέξανδρο. Ο Νικηφόρος Βασιλάκης πάλι έγραψε ένα ρητορικό έργο, μια ἠθοποιίαν, βασιζόμενος στην ιστορία του Θηβαίου αυλητή Ισμηνία, που ο Αλέξανδρος τον ανάγκασε να παίζει, ενώ γκρεμίζονταν τα τείχη της πόλης του364. Σε αυτό ο βυζαντινός λόγιος καταδικάζει τον Αλέξανδρο για την απρεπή πράξη του απέναντι στους ανθρώπους και ειδικά στους Θηβαίους, αλλά και στην ίδια την τέχνη της μουσικής, που την επέβαλε ως συνοδεία του κατεδαφισμού των τειχών, κάτι ανάρμοστο για το ελληνικό ήθος. Μάλιστα φτάνει στο σημείο να τον χαρακτηρίσει «βάρβαρο Μακεδόνα» και ότι δεν μπορεί να κατάγεται από τον Ηρακλή, όπως ο ίδιος περηφανευόταν (Παπαδοπούλου 2007: 202). Έτσι ο Βασιλάκης στο σημείο αυτό γίνεται μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις καταδίκης και αρνητικού χαρακτηρισμού του Αλέξανδρου από κάποιον εκπρόσωπο της βυζαντινής γραμματείας. Ο Ευστάθιος, επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ετυμολογεί την ονομασία του ποταμού Γρανικού από τη «Γραικών νίκη» που πέτυχαν ακριβώς εκεί οι Έλληνες (Γραικοί) με τον Αλέξανδρο κατά των Περσών, οπότε και ο ποταμός ονομάστηκε «γραικόνικος» και τελικά Γρανικός (Παπαδοπούλου 2007: 217). Σε σχόλιά του στο έργο του Διονυσίου του 362

«Οὗτος Περσῶν ἐκράτησεν, οὗτος Ἰνδῶν κατῆρξε, τούτῳ καθυπετάγησαν Συρία καὶ Φοινίκη ἔθνος τε πᾶν καὶ πάσης γῆς χωράρχαι καὶ σατράπαι ἀπ’ ἄκρων τῶν ἀνατολῶν μέχρι δυσμῶν ἐσχάτων. ὡς δὲ καὶ τοῦτον ἄνθρωπον ὄντα θνητὸν τῇ φύσει ἐχρῆν τὸ χρέος τῆς θνητῆς φύσεως ἀποδοῦναι, φάρμακον μὲν συσκευασθὲν γῆθεν αὐτὸν ἁρπάζει…»

Οδυσσέας Λαμψίδης, Constantini Manassis Breviarium Chronicum,Ακαδημία Αθηνών 1996, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). F. Iadevaia, Historia imperatorum, http://stephanus.tlg.uci.edu (8.10.2015). 363

Messina:

EDAS,

2000,

πρωτότυπο

κείμενο

σε

Για άλλα επεισόδια από την επίσημη ιστορία του Αλέξανδρου, που αποτελούν σημεία αναφοράς και για βυζαντινούς συγγραφείς, βλέπε Βασιλακοπούλου 1999:1309. 364

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

267

Περιηγητή, αναφέρει πολλές φορές τον Αλέξανδρο, σε συνάρτηση με γεωγραφικές πληροφορίες από μέρη που πέρασε ο Μακεδόνας βασιλιάς, κάνοντας λόγο, για παράδειγμα, για τη θαυμαστή πορεία του και επίσκεψη στο ιερό του Άμμωνα ή την επιθυμία του να κατακτήσει την Αραβία365. Ο Νικήτας Χωνιάτης στο έργο του Χρονική Διήγησις αντιπαραβάλλει επίσης τη δράση προσώπων της αφήγησής του με ανέκδοτα από τη ζωή του Αλέξανδρου, όπως η φράση του «τά τῆδε καί τά τῆδε πάντα ἐμά», ή ο ξεσηκωμός του Αλέξανδρου στα όπλα από τη μουσική του αυλητή Τιμόθεου (Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική Διήγησις, (Βασιλακοπούλου 1999: 1307-1308). Για τους Βυζαντινούς ο Αλέξανδρος είναι σοφός όπως ο Κύρος, γνωστικός όπως ο Αγησίλαος, λογικός όπως ο Θεμιστοκλής, έμπειρος όπως ο Φίλιππος, γενναίος όπως ο Βρασίδας, οξυδερκής όπως ο Περικλής, ευγενής όπως ο Αχιλλέας, ευλαβής όπως ο Διομήδης, εύγλωττος όπως ο Οδυσσέας. Μαζί με το Δαβίδ αποτελεί το τυπικό παράδειγμα για την πολεμική δεινότητα, δικαιοσύνη, μετριοπάθεια, γενναιοδωρία, μεγαλοψυχία, ευσέβεια, αγάπη για τη φιλοσοφία, καθώς και άλλες αρετές (από Gleixner σε Demandt 2009: 424). Στον Τιμαρίωνα366 πάλι, σατιρικό κείμενο του 12ου αιώνα, ο κεντρικός ήρωας, ο Τιμαρίων, κατέρχεται για λίγο στον Κάτω Κόσμο και εκεί, ανάμεσα σε άλλους, συναντά και διάφορους φιλόσοφους, -τον Παρμενίδη, τον Πυθαγόρα, τον Αναξαγόρα, το Θαλή –οι οποίοι φιλοσοφούν με πολύ ήρεμο και γλυκό τρόπο, μέχρι που εμφανίζονται ο Διογένης ο Κυνικός και ο βυζαντινός νεοπλατωνιστής Ιωάννης ο Ιταλός και αρχίζουν οι δυο τους να μαλώνουν. Εκεί, ο ανώνυμος συγγραφέας του Τιμαρίωνα βάζει το Διογένη να λέει σε μια αποστροφή του: «Μιασμένε, ο Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου, που υποδούλωσε ολόκληρη την Ασία, λες και ήταν μια μικρή έπαυλη, όταν με συνάντησε να λιάζομαι στην Κόρινθο στάθηκε κοντά μου και μου μίλησε με κάποιο σεβασμό και ταπείνωση…» (Βλαχάκος 2004 Β: 157). Αυτήν ακριβώς την ανεκδοτολογία από το βίο του Αλέξανδρου τη συναντάμε σε πολλούς βυζαντινούς συγγραφείς. Η τάση αυτή φανερώνει πως τόσο οι ίδιοι οι συγγραφείς όσο και το κοινό στο οποίο K. Müller, Geographi Graeci minores, vol. 2, Paris: Didot, 1861 (repr. Hildesheim: Olms, 1965), πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (9.10.2015). 365

Το εξαιρετικό αυτό κείμενο, που είναι γραμμένο σε διαλογική μορφή, κατά μίμηση των πλατωνικών διαλόγων, φαίνεται πως γράφτηκε από έναν σημαντικό Έλληνα λόγιο και γιατρό του 12 ου αιώνα. Υπάρχουν πλήθος αναφορές στους μεγάλους γιατρούς της αρχαιότητας, Ιπποκράτη, Γαληνό, Ερασίστρατο καθώς και περιγραφές ασθενειών με τα συμπτώματά τους. Παράλληλα ο συγγραφέας επιδεικνύει πνεύμα αρχαιομάθειας, με πλείστες αναφορές στον Όμηρο, στο Λουκιανό, στον Πλούταρχο, στο Θουκυδίδη, στον Πλάτωνα, στον Αριστοτέλη, αλλά και στους σύγχρονούς του Μιχαήλ Ψελλό και στην Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής. Τέλος, δίνει σπάνιες πληροφορίες για την εμποροπανήγυρη της Θεσσαλονίκης στα πλαίσια των Δημητρίων και γενικότερα αποτελεί πολύτιμη πηγή για την ανθρωπογεωγραφία της εποχής του (βλέπε Βλαχάκος 2004 Β: Εισαγωγή, σελ. 17-38). 366

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

268

απευθύνονταν κατείχαν πολύ καλά τα ζητήματα τα σχετικά με το Μακεδόνα βασιλιά. Ο Αλέξανδρος ήταν οικείος σε όλους, επομένως τα περιστατικά από τη ζωή του ήταν πάντα κατάλληλα προκειμένου ο συγγραφέας ή ο εκφωνητής ενός πανηγυρικού λόγου με την αναφορά τους να πετύχει το σκοπό του. Έτσι και ο Μιχαήλ Χωνιάτης, αρχιεπίσκοπος Αθηνών, στη Μονωδία του για τον αρχιεπίσκοπο Ευστάθιο Θεσσαλονίκης, χρησιμοποιεί δύο φορές παρομοιώσεις παρμένες από την ιστορία και τη μετά θάνατον πρόσληψη του Αλέξανδρου – με την υιοθέτηση της περσικής βασιλικής ενδυμασίας και με τη θεώρηση του Πύρρου ως «Νέου Αλέξανδρου» από τους Ηπειρώτες – προκειμένου να εξάρει τη ρητορική δεινότητα του Ευσταθίου (Migne 1865 Γ΄: 345, 347). Ο λόγιος Ευθύμιος Τορνίκης, σε έναν εγκωμιαστικό του λόγο για τον Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό –Άγγελο (1195-1203), τον αντιπαραβάλλει με τον Αλέξανδρο ως προς την ετοιμότητἀ του για αγώνες και το πολεμικό του ήθος, θυμίζοντας την ιστορία του αυλητή Τιμόθεου, ότι δηλαδή η μουσική του δε θα ξεσήκωνε τον Αλέξανδρο για μάχη, αν αυτός, ούτως ή άλλως, «πρός μάχας ἔτοιμος ἧν καί πρός πολέμους θυμοειδής τε καί σύντονος καί Ἄρης ὄντως ἐμπύριος» (πρωτότυπο κείμενο σε Darrouzes 1968: 57). Ο λόγιος αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (μέσα 13ου αιώνα) στο έργο του Της Φυσικής Κονωνίας Λόγος Τέταρτος προβαίνει σε μια αντιπαραβολή του Αλέξανδρου και του Μάρκου Αυρήλιου στη βάση της αντιπαραβολής της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη και της ρητορικής του Ερμογένη. Αφού πρώτα χαρακτηρίζει και τους δύο ως «σοφούς και μεστούς παιδείας βασιλείς», επισημαίνει την επιρροή του Αριστοτέλη στον Αλέξανδρο και του Ερμογένη στο Μάρκο Αυρήλιο, ταυτίζοντας τους δύο πρώτους με τη φιλοσοφία και τους δεὐτερους με τη ρητορική (Migne 1865 Γ΄: 1355). Αλλού, αναφερόμενος στις επιδρομές των Βουλγάρων στη Μακεδονία κάνει λόγο για τη γη «του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου» και χαρακτηρίζει τη νίκη του εναντίον τους ως «κατόρθωμα ελληνικής ανδρείας». Ακόμα, στην απαντητική επιστολή που ο Θεόδωρος έστειλε στο Γεώργιο Μουζάλωνα σχετικά με την αξία της φιλίας του ηγεμόνα προς τους υπηκόους του (βλέπε και κεφ. 3.3) ξεχωρίζει, ως ανώτερη αρετή του Αλέξανδρου, την κριτική, λογική σκέψη του («τῇ τοῦ λόγου κριτικῇ ἐνεργείᾳ») και εκθειάζει τον Αλέξανδρο για την ειλικρινή φιλία με την οποία τίμησε τους οικείους του -«διό καί πλέον έκ τῆς τοιαύτης τιμῆς τῶν φίλων αὐτοῦ ἄδεται καί θαυμάζεται, ἤ ἐκ τῆς τῶν κατορθωμάτων τούτου μεγαλειότητος και θειότητος» -, φίλοι που, ομόγνωμοι και ομόψυχοι, μπορεί να απείχαν από την αρμονία του «Αρεϊκού ψυχισμού του», ωστόσο μπορούσαν να διεκπεραιώνουν τα «βουλητά τῆς αὐτῆς Ἑρμαϊκῆς κεφαλῆς». Στο τέλος της επιστολής του επανέρχεται στο «Μέγα Αλέξανδρο» και «μέγα δεσπότη», όπως τον χαρακτηρίζει, με την «ηρωϊκή ψυχή», για να τον αναδείξει ως πρότυπο φιλίας ηγέτη προς υπήκοο:

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

269

«…καί γάρ ἔδωκε καί ἀντέλαβεν, ὅτι καί πρότερον λαβών ἐδωρήσατο και δούς φιλίαν αὐτός δουλείαν καί φιλίαν δούλων καί φίλων συνεισηνέγκατο. Τά γάρ ἐκείνων πρός τόν μέγαν Ἀλέξανδρον τοιαῦτα εἰσι: πίστις ἀθόλωτος, ἀγάπη ἀμόλυντος, ὑπόληψις ἀνεπίληπτος…..Διά ταῦτα πάντα τούτους ὁ γεννάδας ἐκεῖνος οἱονεί ὡς αἰσθήσεις τοῦ οἰκείου ἡμίθεου σώματος ἀπετέλεσε καί μέντοι γε καί ὅρασιν καί ἀκοήν καί ὄσφρησιν καί γεῦσιν καί ἁφήν τούτους, ὡς εἰπεῖν, ἑαυτοῦ χρηματίζοντας ὠκειώσατο καί τό καταθύμιον ἀπεπλήρωσεν…»367 Είναι ομολογουμένως εντυπωσιακό πως η αλεξανδρολατρία του Λάσκαρη τον οδηγεί σε ρητές αναφορές στη «θεϊκή» φύση του Αλέξανδρου (θειότητα, ημίθεο σώμα), έστω και στο πλαίσιο της εγκωμιαστικής διάθεσής του, αλλά εξίσου εντυπωσιακή είναι και η αναφορά για την «οικείωση» του Αλέξανδρου με τους φίλους του, η οποία φέρνει στο νου την αντίστοιχη οικείωση του Χριστού με τους μαθητές του και γενικότερα τους πιστούς χριστιανούς. Στην παλαιολόγεια περίοδο, ο ησυχαστής Ιωσήφ Καλοθέτης σε επιστολή που στέλνει στο Μεγάλο Λογοθέτη Μετοχίτη Κυρνικηφόρο τον καλεί να μιμηθεί τη σωστή στάση του Αλέξανδρου, βασιζόμενος σε μια ανεκδοτολογικού χαρακτήρα αναφορά της αλεξάνδρειας παράδοσης για τον Αλέξανδρο.368 Ο λόγιος και λατινιστής Μάξιμος Πλανούδης σε επιστολή του στο Ζαρίδη κύριο Ιωάννη αναφέρεται στον Αλέξανδρο με στόχο την παραίνεση, γράφοντας πως αυτός «έτεινε» προς τον Αριστοτέλη παρά προς το φυσικό του πατέρα, το Φίλιππο, για να συμπληρώσει, απευθυνόμενος στον Ιωάννη: «σοί δέ οὐ μικρός ἔπαινος, εἰ πρός Ἀλέξανδρον τείνεις».369 Ο Θεσσαλονικιός λόγιος Θωμάς Μάγιστρος πάλι, γύρω στις αρχές του 14ου αιώνα, στον προσφωνητικό λόγο του προς το Μέγα Στρατοπεδάρχη Άγγελο, τον αντιπαραθέτει με τον Αλέξανδρο ως προς τη φήμη της φιλανθρωπίας που είχαν και οι δύο και μάλιστα χαρακτηρίζει τον Αλέξανδρο φίλο του Άγγελου (PG 145, 377). Ακόμα, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς το 14ο αιώνα, κάνει αναφορά στον Αλέξανδρο ως παράδειγμα κατακτητή της ανατολής370. Πολλές αναφορές κάνει στον Αλέξανδρο και ο Νικηφόρος Γρηγοράς, αλλά και άλλοι βυζαντινοί θεολόγοι - συγγραφείς, όπως ο L. Tartaglia, "L'opuscolo De subiectorum in principem officiis di Teodoro II Lascaris,"Δίπτυχα 2 (1980-1981): 196-209, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (1.10.2015). 367

368Δ. Γ. Τσάμης, Ἰωσὴφ Καλοθέτου συγγράμματα -Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοὶ Συγγραφεῖς, Θεσσαλονίκη, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, 1980, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu P.L.M. Leone, Maximi Monachi Planudis Epistulae [Classical and Byzantine Monographs18. Amsterdam: Hakkert, 1991, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 369

Β.Φανουργιάκης, Κείμενα της Αιχμαλωσίας, στο «Γρηγορίου του Παλαμά συγγράμματα», τόμος 4,επιμέλεια Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1988, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (9.10.2015). 370

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

270

Ιωσήφ Καλόθετος και ο Μανουήλ Καλέκας. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς μάλιστα, σε μια επιστολή του στο 1347/48 προς τον ηγούμενο Μάξιμο της Μονής στο Χορτιάτη, κοντά στη Θεσσαλονίκη, αναφέρει τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε συνάρτηση με το Μυθιστόρημα του Ψευδο-Καλλισθένη. Συγκεκριμένα, λέει ότι ο Αλέξανδρος, που κατέκτησε την Ασία μην αφήνοντας τίποτα αθέατο –απότομους βράχους, υπόγεια σπήλαια (βλέπε την ψευδο-καλλισθένεια κάθοδο του Αλέξανδρου στο σπήλαιο των νεκρών βασιλιάδων και του Σάραπι), «υπερνέφελα όρη» (βλέπε το επεισόδιο της ανάληψης) –, απέφυγε να δει ανθρώπους ανθεκτικότερους στα πάθη από τον ίδιο, υπονοώντας ίσως τους Βραχμάνες, γιατί φοβόταν μήπως απωλέσει το «ουρανομήκες κλέος» του.371 Σε άλλη πάλι επιστολή πρν το Μάξιμο, χρησιμοποιεί την ιστορία του Αλέξανδρου ως παραβολή, προβάλλοντάς τον ως πρότερο κοσμοκατακτητή που στη συνέχεια ντροπιάστηκε στους Μακεδόνες, ενδεδυμένος τα περσικά ήθη και ιμάτια. Επιπλέον, ο Γρηγοράς, σε επιστολή στο δάσκαλό του Θεόδωρο Μετοχίτη, επαινεί τον Αλέξανδρο για την πράξη του να φυλάξει τα ομηρικά έπη σε πολύτιμο σκεύος από τους θησαυρούς του Δαρείου, σαν κάτι πολυτιμότερο και από ολόκληρη την Ασία ή «τον πατέρα του Άμμωνα». Σε μια ακόμη επιστολή στον Αλέξιο Ταρχανιώτη το Φιλανθρωπινό επαινεί και πάλι τον Αλέξανδρο, όχι τόσο για τις νίκες του έναντι των βαρβάρων σε Ευρώπη και Ασία, αλλά, όπως γράφει, για τη σοφία του, που φανερώθηκε σε δύο πράξεις του, στο να χύσει το νερό που του πρόσφεραν στην έρημο και στο να προβάλλει τους φίλους του ως τους θησαυρούς του κόσμου.372 Επίσης, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος Κόκκινος, στο λόγο του προς τιμή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά θυμάται τις μάχες και τις νίκες του Αλέξανδρου σε ανατολή και δύση (Καραθανάσης 1992: 100, 102-103, Karathanasis 2000: 113-114). Ο Θεόδωρος Μετοχίτης αναφέρεται συχνά στο Φίλιππο και στον Αλέξανδρο, εξετάζοντας όμως τους αγώνες τους στοχαστικά και στη λογική της ματαιότητας του επίγειου κόσμου, παραλληλίζοντας την τύχη της αυτοκρατορίας του Αλέξανδρου με το μέλλον του Βυζαντίου έναντι του οθωμανικού κινδύνου. Μάλιστα, στο έργο του Διήγησις περί τῶν καθ’ ἑαυτόν, αναφέρεται στον Αλέξανδρο ως «κτίστην τόν μέγαν Μακεδόνων βασιλέα», αναφορά που αποδεικνύει την επιβίωση του προσωνυμίου «κτίστης» στους ύστερους βυζαντινούς συγγραφείς. Ακόμα, στο λόγο του Βυζάντιος ο Μετοχίτης επιμένει στη διάσταση του κτίστη Αλέξανδρου, καθότι τον εξυμνεί για την ίδρυση της Αλεξάνδρειας («…καί αὐτός Ἀλέξανδρος τῶν αὐτῶν διά τήν πόλιν τυγχάνει καί δικαίως…τοσοῦτον τοῦ πράγματος εἰς τόν βίον γενόμενος ἐπιτυχής…»). Σε άλλο πάλι σημείο του λόγου του τονίζει την «τύχην τοῦ πολιστοῦ» της Αλεξάνδρειας. Πάντως, P.L.M. Leone, Nicephori Gregorae Epistulae, Matino: Tipografia di Matino, 1982-1983, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu. 371

372

Ο.π.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

271

ανάλογη οπτική «ματαιότητας» με του Μετοχίτη απέναντι στον Αλέξανδρο έχει και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς (Καραθανάσης 1992: 100, 102-103, Παναγιώτου 2007: 621, Πολέμης 2013: 201, 457). Η αντιπαραβολή σπουδαίων προσώπων με τον Αλέξανδρο στο Βυζάντιο αποκτά και τις θρησκευτικές της διαστάσεις, κάτι που άλλωστε, όπως είδαμε, συντελέστηκε ήδη από τα χρόνια του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και τη σύγκριση του Αλέξανδρου με τον ίδιο το Χριστό (βλέπε κεφάλαιο 2.1): ακολουθώντας την ίδια οδό, στον πανηγυρικό λόγο με τίτλο Εις τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα και Μυροβλήτην Δημήτριον, που έγραψε για τον πολιούχο της Θεσσαλονίκης κάπου ανάμεσα στα 1320-1330 ο λόγιος Νικηφόρος Γρηγοράς, κάνει συχνές αναφορές στο Μέγα Αλέξανδρο, παραθέτοντας πολλά ανεκδοτολογικά στοιχεία από τη ζωή του –αξιοποιώντας ως πηγή τον Πλούταρχο - και συγκρίνοντάς τον με τον Άγιο Δημήτριο, με σκοπό βέβαια να ανυψώσει τον δεύτερο. Αναφέρει, για παράδειγμα, πως ο Αλέξανδρος φοβόταν μήπως ο πατέρας του Φίλιππος κατορθώσει τα πάντα και δεν αφήσει τίποτα γι’ αυτόν, αναφορά παρμένη από τον Πλούταρχο (Αλέξανδρος, 5). Γράφει ακόμη ο Γρηγοράς: «..ο Αλέξανδρος είχε κάνει στάδιο των αγώνων του την Ευρώπη μαζί και την Ασία και με τα πολεμικά του κατορθώματα σύνδεσε τις ηπείρους και παρείχε μεγάλο θόρυβο στην ακοή των ανθρώπων, ο θόρυβος όμως δεν είχε μακρόχρονα αποτελέσματα, αλλά η προσωρινή δόξα έχει σύντροφο το θάνατο και σκέπασε τη μετέπειτα φήμη του….». Τον αναφέρει ακόμη – ανάμεσα στ’ άλλα - ως θαυμαστή της σοφίας του Διογένη και παράλληλα τονίζει την «τῶ πανταχῆ τῆς οἰκουμένης πολεμικῶν ἐκείνου τροπαίων περιφάνειαν». Επιπλέον σημειώνει ότι η Αλεξάνδρεια ευτύχησε να έχει οικιστή τον αδερφό της Θεσσαλονίκης, το Μέγα Αλέξανδρο. Τέλος, επισημαίνει πως από το νεκρό σώμα του Δημητρίου ευωδίαζε, σε αντίθεση με την αντίστοιχη –ψεύτικη, όπως λέει –φήμη για το νεκρό Αλέξανδρο (Λαούρδας 1960: 83-91, σχόλια 134-145, Βλαχάκος 2004 Α: 194, 208, 214, 216, 218, 236)373. Οπωσδήποτε, διακρίνουμε στα γραφόμενα του Γρηγορά το μοτίβο της Υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που συνδέουν στενά τον πολιούχο άγιο της Θεσσαλονίκης Δημήτριο με την παράδοση του μακεδονικού ελληνισμού: ο Θεσσαλονικιός λόγιος Νικόλαος Καβάσιλας αναφέρει για τους γονείς του αγίου Δημητρίου: «τῶ μέν γένει ἦσαν Μακεδόνων κράτιστοι, τῆ δέ χρηστότητι καί πάντων Ἑλλήνων» (Πολίτης 1901:11). Ένα ακόμα μοναδικό τεκμήριο με έντονο συμβολισμό προέρχεται από το χώρο της τέχνης και συγκεκριμένα από ψηφιδωτή παράσταση του αγίου ανάμεσα σε τέσσερις κληρικούς από τη βασιλική του αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης, παράσταση που χρονολογείται στα τέλη του 7ου ή στον 8ο αιώνα (Μπακιρτζής 1998: 60). Στο ψηφιδωτό αυτό ο άγιος αναπαρίσταται με στρατιωτική στολή, ο θώρακας της οποίας φέρει πιθανότατα ως κεντρικό σύμβολο το αρχαίο μακεδονικό οκτάκτινο αστέρι με στιγμές κυκλικά, μοτίβο που θυμίζει τις αρχαίες μικρογραφικές αναπαραστάσεις μακεδονικών ασπίδων με την ίδια διακόσμηση (βλέπε εικόνα 32). Ο άγιος Δημήτριος, σύμφωνα με τη θεολογικήν παράδοση και τα «θαύματα του αγίου Δημητρίου», υπήρξε πρόμαχος της Θεσσαλονίκης εναντίον των Σλάβων, που επανειλημμένα την πολιόρκησαν και αποκρούστηκαν χάρη στην επέμβασή του. Στο ψηφιδωτό αναπαρίσταται πάνω στα τείχη της πόλης, να αγκαλιάζει με τα χέρια 373

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

272

ματαιότητας των μεγαλείων για τον Αλέξανδρο, μαζί με αυτό του ανίκητου, του κοσμοκράτορα και του κτίστη (οικιστής Αλεξάνδρειας). Μάλιστα, ως προς το μοτίβο της ματαιότητας, ο Γρηγοράς κάνει μια παρομοίωση που είναι σχεδόν όμοια με αυτήν των ιαμβικών στίχων της παραλλαγής Γ΄ (βλέπε υποσημείωση 240) και με κοινή ρίζα και των δύο εκφράσεις από τη Βίβλο και τους ψαλμούς: «ἀλλ’ ἡ παροῦσα δόξα…συνετεθνήκει γάρ εὐθύς ἐκείνω πᾶσα, καθάπερ ἄνθος ἀπό γῆς καί μικρά τήν ὄψιν τέρπον κρίνον έξ αγροῦ…» (Βλαχάκος 2004 Α: 236). Ακόμα, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος Κόκκινος συγκρίνει τον Άγιο Δημήτριο με το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, σημειώνοντας ότι μοιράζονται την ίδια καταγωγή, την ίδια πόλη, την ίδια δόξα και την ίδια επίδραση στους συμπατριώτες τους (Καραθανάσης 1992: 100 103, Karathanasis 2000: 113-114). Μία ακόμη αξιοσημείωτη αναφορά σχετική με τον Αλέξανδρο των αρχών του 15 ου αιώνα είναι αυτή του Κωνσταντινουπολίτη λόγιου Μανουήλ Χρυσολωρά (1355-1415) στο Λόγο κατ’ επιστολήν προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, που συντάσσει το καλοκαίρι του 1414 (Πατρινέλη –Ζοφιανού 2001: 16-19). Εκεί, ανοίγοντας το θέμα της εθνικής ονομασίας και καταγωγής των Ελλήνων του Μεσαίωνα, ο Χρυσολωράς γράφει: «Μεμνώμεθα οἵων ἀνδρῶν ἒκγονοι γεγόναμεν, εἰ μέν βούλοιτό τις λέγειν τῶν προτέρων καί ἀρχαιοτέρων, λέγω δή τῶν πρεσβυτάτων καί παλαιῶν Ἑλλήνων….τῶν μετ’ ἐκείνους γενομένων ἡμῖν προγόνων, τῶν παλαιῶν Ρωμαίων, ἀφ’ ὦν νῦν ὀνομαζόμεθα…ὥς τε καί τήν ἀρχαίαν ὀνομασίαν σχεδόν ἀποβαλεῖν. μᾶλλον δέ ἂμφω τούτω τῶ γένει ἐφ’ ἡμῖν δήπου συνελήλυθε καί εἲτε Ἕλληνας βούλοιτο τίς λέγειν εἲτε Ρωμαίους, ἡμεῖς ἐσμέν ἐκεῖνοι καί τήν Ἀλεξάνδρου δέ καί τῶν μετ’ ἐκείνων ἡμεῖς σώζομεν διαδοχήν. Μεμνώμεθα δή τῶν προγόνων ἡμῶν ἐκείνων καί μή τοῖς καθάρμασιν, ἄλλως τε καί τῆς ἀληθοῦς πίστεως ἐχθροῖς, βουλώμεθα ἐκείνοις ὑποπίπτειν». (Πατρινέλη –Ζοφιανού 2001:117). («Ας θυμηθούμε ποιανών ανδρών απόγονοι γίναμε, αν κάποιος θα ήθελε να αναφερθεί στους προγενέστερους και αρχαιότερους, αναφέρομαι λοιπόν εγώ στους πρεσβύτατους παλαιούς Έλληνες… και σε αυτούς, που κοντά σε εκείνους, έγιναν επίσης πρόγονοί μας, στους παλαιούς Ρωμαίους, απ’ τους οποίους ως σήμερα ονομαζόμαστε …έτσι ώστε να έχουμε σχεδόν αποβάλει την αρχαία μας ονομασία. Μάλλον όμως η καταγωγή μας έγκειται καί στα δύο του προστατευτικά τους κληρικούς που τον περιστοιχίζουν, όπως ακριβώς αναπαρίσταται να κάνει και σε άλλο ψηφιδωτό. Είναι πιθανόν πως για την ενίσχυση του συμβολισμού του προστατευτικού – πατριωτικού του ρόλου προστέθηκε το αρχαίο μακεδονικό αστέρι, το οποίο, κατά τα φαινόμενα, επανήλθε στις ψηφιδωτές αναπαραστάσεις του Αγίου Δημητρίου στο ναό του ακριβώς ως σύμβολο ισχύος και παράδοσης.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

273

αυτά γένη και είτε Έλληνες θα ήθελε να μας αποκαλέσει κάποιος είτε Ρωμαίους, εμείς είμαστε εκείνοι και εμείς κρατάμε από τον Αλέξανδρο και τους διαδόχους του. Ας θυμόμαστε λοιπόν αυτούς τους προγόνους μας και ας μην θέλουμε να υποκύψουμε στα καθάρματα, τους εχθρούς της αληθινής πίστης, αλλά καλύτερα να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας ώστε να μην συμβεί αυτό»). Εδώ ο Χρυσολωράς τονίζει την καταγωγή των Ελλήνων του μεσαίωνα πρωτίστως από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και από τους Ρωμαίους, τους οποίους ο ίδιος διαχωρίζει ως γένος. Ωστόσο το σημαντικό για τον ίδιο δεν είναι η ονομασία, αλλά η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού - ήμεῖς ἐσμέν ἐκεῖνοι – η οποία εξασφαλίζεται διότι οι σύγχρονοί του είναι διάδοχοι του Αλέξανδρου και των επιγόνων του, κάτι που ο Χρυσολωράς εμφαντικά τονίζει με περηφάνια. Επομένως, για άλλη μια φορά, ο Αλέξανδρος νοείται ως αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας και σύμβολο του μεγαλείου του ελληνισμού. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική αναφορά ενός Έλληνα του τέλους του Μεσαίωνα για την καταλυτική συμβολή του Αλέξανδρου στην ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Επίσης, ξανά ο Αλέξανδρος εμμέσως πλην σαφώς προβάλλεται και από το Χρυσολώρα ως σύμβολο αντίστασης κατά των Τούρκων, μια και η αναφορά τους με διόλου κολακευτικά λόγια και η προτροπή αντίστασης εναντίον τους ακολουθεί την αναφορά της υπόμνησης των προγόνων, σύμβολο των οποίων είναι ο Αλέξανδρος. Σε άλλο σημείο του λόγου του πάλι ο Χρυσολωράς αναφέρεται επικριτικά για τον Αλέξανδρο σε ό,τι έχει να κάνει με τη συμπεριφορά του Μακεδόνα βασιλιά απέναντι στον πατέρα του, υπονοώντας προφανώς την «άρνηση» ης πατρότητάς του από το Φίλιππο και την προβολή της «θεϊκής» καταγωγής του. Επιπρόσθετα, αναφέρει ότι ως προς αυτό το ζήτημα, δηλαδή του σεβασμού προς τους γονείς, ο Αλέξανδρος αποδείχτηκε κακός μαθητής του Αριστοτέλη, αν και σε άλλα θέματα τον άκουγε περισσότερο και από το Φίλιππο. Τέλος, στον ίδιο λόγο –επιστολή, με την οποία ο Χρυσολωράς κάνει παρατηρήσεις πάνω στον επιμνημόσυνο λόγο του Μανουήλ Παλαιολόγου προς τιμήν του αδερφού του Θεόδωρου Παλαιολόγου, Δεσπότη του Μυστρά, ο Έλληνας λόγιος τονίζει πώς καλώς ο αυτοκράτορας Μανουήλ αντιπαραβάλλει το Θεόδωρο με τον Αλέξανδρο, τον Κύρο και τον Πύρρο, «μεγιστους ήρωες». Του τονίζει μάλιστα πως με τον επιμνημόσυνο λόγο του πρέπει να αποδώσει την εικόνα του Θεόδωρου «καλύτερα απ’ ό,τι έκαναν ο Λύσιππος και ο Απελλής για τον Αλέξανδρο» (Πατρινέλη –Ζοφιανού 2001: 11, 96, 125). Ο λόγιος αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος σημειώνει στο διάλογό του μετά τινός Πέρσου τήν ἀξίαν Μουτερίζη ἐν Ἀγκύρα τῆς Γαλατίας πως ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να κυριεύσει τα άλλα έθνη όχι με τη δύναμή του, το μέγεθος του στρατού του ή τον πλούτο του αλλά με την ευσέβειά του, την υπομονή του και τη θέληση της ψυχής του. Σε επιστολή που στέλνει στο Τζώρτζιο Γατελούζι εκθειάζει τον Αλέξανδρο για τις

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

274

αρετές του και τον προβάλλει ως πρότυπο χρηστής συμπεριφοράς.374 Ο λόγιος Δημήτριος Κυδώνης αναφέρεται επίσης πολύ συχνά στον Αλέξανδρο. Σε επιστολή του, ανάμεσα στο 1343-1344 προς τον Ιωάννη Καντακουζηνό, τον συγκρίνει με τον Αλέξανδρο, ενθυμούμενος τη μουσική του αυλητή Τιμόθεου, που ξεσήκωσε τον Αλέξανδρο, όπως αυτός ελπίζει να ξεσηκώσει τον Καντακουζηνό με τα γράμματά του375. Σε άλλες επιστολές του –ανάμεσα σε αυτές και μία προς το Θεσσαλονικιό μαθητή του Ραδηνό - κάνει λόγο πάλι για το επεισόδιο του Αλέξανδρου με το μουσικό Τιμόθεο, για τις δόξες του ελληνισμού στα χρόνια του Μακεδόνα βασιλιά, για τη γενναιότητα των Μακεδόνων, ενώ απευθυνόμενος στο Μανουήλ Παλαιολόγο εύχεται ο Θεός να του δώσει «τήν τοῦ Μακεδόνος τύχην ἐν οἶς στρατηγεῖ», εννοώντας βεβαίως την τύχη του Αλέξανδρου (Καραθανάσης 1992: 100, 102-103, Karathanasis 2000: 113-114, Μηνάογλου 2013: 36 ). Από την Πελοπόννησο, το φθινόπωρο του 1371, αποστέλλει γράμμα στο δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ Καντακουζηνό, στο οποίο και πάλι αναφέρεται στην ακμή των Ελλήνων στα χρόνια του Αλέξανδρου, σε αντιπαραβολή με την παρακμή και τα αποκαρδιωτικά σημάδια που βλέπει ο ίδιος γύρω του.376 Ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός εντοπίζει την αιτία της εχθρότητας των Τούρκων έναντι των Ελλήνων στις νίκες που είχε πετύχει ο Αλέξανδρος έναντι των…προγόνων των Τούρκων, των Παραπαμισάδων, στο Συμβουλευτικό προς δεσπότην Θεόδωρον περί της Πελοποννήσου (γύρω στο 1415). Είναι για άλλη μια φορά ολοφάνερο πως στη συνείδηση των Ελλήνων λογίων του Βυζαντίου ο Αλέξανδρος και το παρελθόν του ανήκει στην ιστορία της Ελλάδας: «… (οι βάρβαροι)…Παραπαμισάδαι μέν τό πάλαι ὂντες, ὑπό δέ Ἀλεξάνδρου τοῦ Φιλίππου καί τῶν μετ’ ἐκείνου Ελλήνων ἐπιβουλευθέντες τε καί κρατηθέντες, πάρεργον τῆς ἐς Ἰνδούς τότε παρόδου δίκας νῦν ἡμᾶς ταύτας διά μακροῦ μέν, πολλαπλασίας δέ τῶν ὑπηργμένων εἰσπράττουσιν, Έλληνας ὂντας, καί νῦν, πολλαπλασίαν τήν δύναμιν κεκτημένοι ἢ ἡμεῖς, τά ἒσχατα περί ἡμῶν βουλευόμενοι ἑκάστοτε διατελοῦσιν»377. (PG 160, 844).

G.T. Dennis, The Letters of Manuel II Palaeologus [Corpus Fontium Historiae Byzantinae. Series Washingtonensis 8. Washington, D.C.: Dumbarton Oaks, 1977, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 374

R.-J. Loenertz, Démétrius Cydonès, Correspondance [Studi e Testi 186. Vatican City: Biblioteca Apostolica Vaticana, 1956, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (10.10.2015). 375

376

Ο.π.

Την άποψη αυτή του Γεμιστού επαναλαμβάνει λίγο αργότερα στο 15 ο αιώνα και ο Θεόδωρος Γαζής, βλέπε Μηνάογλου 2012: 63. 377

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

275

Μάλιστα, στον ίδιο λόγο ο Πλήθων συνδέει άμεσα τη ρωμαϊκή με τη μακεδονική αρχή, αναφέροντας τους πρώτους ως νικητές αλλά και κληρονόμους των δεύτερων και δικαιολογώντας έτσι και την επιθετική πολιτική των Περσών κατά των Ρωμαίων, αφού «οι Πέρσες είχαν υποδουλωθεί στον Αλέξανδρο και στους Έλληνες». Στη συνέχεια επιχειρεί μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην αρχαία δόξα των Ελλήνων, ξεκινώντας από τον Ηρακλή, για να συνεχίσει με τους Λακεδαιμόνιους, τον Επαμεινώνδα και καταλήγοντας στον Αλέξανδρο, ο οποίος, «παιδευθείς τῶ πατρί Φιλίππω καί ἔτι Ἀριστοτέλει, Ἑλλήνων τε ἡγεμών καί τῆς Ἀσίας βασιλεύς κατέστη…» (PG 160, 844-845). Σε μια ανώνυμη έμμετρη μονωδία του 15ου αιώνα για την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430) γίνεται αντιπαραβολή του φοβερού γεγονότος με την άλωση και την καταστροφή της Θήβας από τον Αλέξανδρο. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι το ότι η Θεσσαλονίκη αναφέρεται ως «Φιλίππειο άστυ» (Λάμπρος 1908: 372). Είναι ενδιαφέρουσα η επισήμανση ότι οι βυζαντινοί ιστορικοί της άλωσης συνέκριναν το Μωάμεθ, τον Πορθητή της πόλης, με το Μέγα Αλέξανδρο. Ο Δούκας, περιγράφοντας το τέχνασμά του να μεταφέρει τα πλοία δια ξηράς και να τα ρίξει στον Κεράτιο κόλπο κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, τον χαρακτηρίζει «νέο Μακεδόνα». Ο Σφραντζής σημειώνει πως ο Μωάμεθ αγαπούσε να διαβάζει για τα κατορθώματα και το βίο του Αλέξανδρου, του Οκταβιανού, του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου. Ακόμα, ο Κριτόβουλος, θαυμαστής του Μωάμεθ, σε επιστολή που του γράφει, αναφέρει πως οι μέγιστες πράξεις του δεν υπολείπονται καθόλου αυτών του Αλέξανδρου (Παναγιώτου 2007:835, 877, 919). Η παράδοση του αρχαίου ελληνισμού στη Μακεδονία βέβαια δεν εξαντλείται μόνο στον Αλέξανδρο και το Φίλιππο. Ενδεικτικά, αξίζει να καταγραφεί, έστω και με κάποια επιφύλαξη, η αναφορά του Άγγλου περιηγητή του 14ου αιώνα Sir John Maundeville, ότι στη γενέτειρα του Αριστοτέλη, τα Στάγειρα (Strages) στη Χαλκιδική, γύρω από ένα βωμό που ήταν στημένος πάνω στον τάφο του γίνονταν κάθε χρόνο μια πανηγυρική γιορτή, σαν να ήταν άγιος. Μάλιστα εκεί στον τάφο πήγαιναν και έκαναν τις συνελεύσεις τους οι δυνατοί του οικισμού, θεωρώντας ότι εκεί θα τους ερχόταν καλύτερη έμπνευση (Βακαλόπουλος 2008: 100-101).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

276

3.5. Ο Μέγας Αλέξανδρος στη βυζαντινή τέχνη 3.5.1. Μετάλλια, δίσκοι, λίθοι και η στήλη του Ηράκλειου - Αλέξανδρου Κατά τους πρώιμους αιώνες της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των διαδόχων του, η μορφή του Αλέξανδρου επιβίωσε σε πολύτιμα μετάλλια, τα conntorniati, όπως ήδη αναφέρθηκε (βλέπε κεφάλαιο 2.8). Φαίνεται πως το αλεξάνδρειο πρότυπο της αυτοκρατορικής εικονοποιΐας επιβίωσε ακόμα και σε μεταγενέστερους χρόνους. Για παράδειγμα, ένα χαμένο σήμερα χρυσό μετάλλιο του Ιουστινιανού Α΄ (527-565) αναπαριστούσε στη μία του όψη τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό σε προφίλ ¾ με κράνος, διάδημα και δόρυ με ασπίδα, κατά τα πρότυπα του Αλέξανδρου κοσμοκράτορα από τα χρυσά μετάλλια του Αμπουκίρ. Αντίστοιχα, στην άλλη πλευρά, αναπαρίσταται ο έφιππος Ιουστινιανός να καθοδηγείται από μια νίκη378. Σε ένα σόλιδο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ΄ (668685) απεικονίζεται ακριβώς η προτομή του αυτοκράτορα στραμμένη δεξιά κατά ¾, με θώρακα, κράνος, διάδημα, ασπίδα και δόρυ (Νικολάου 2001: 92-93), μία ακόμα επιβίωση του επί μακρόν ενταγμένου στην αυτοκρατορική ρωμαϊκή –βυζαντινή παράδοση μοτίβου του Αλέξανδρου –κοσμοκράτορα. Οι παραπάνω παραστάσεις βέβαια απλώς υιοθετούν τους τύπους του Αλέξανδρου, όπως ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με παραστάσεις κυνηγιού κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Το αλεξάνδρειο πρότυπο στην εικονογραφία του κυνηγιού, που ξεκινά αρκετά πρώιμα με την τοιχογραφία στην πρόσοψη του τάφου της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα και συνεχίζεται μέσα από ποικίλες αναπαραστάσεις, ανάμεσα στις οποίες και τα χρυσά μετάλλια του Αλέξανδρου –κυνηγού από την Ταρσό (βλέπε κεφάλαια 2.3, 2.5), δείχνει να συνεχίζεται και στην πρώιμη βυζαντινή τέχνη, χωρίς να είναι ωστόσο απόλυτα σαφές το αν ο εικονιζόμενος κυνηγός είναι όντως ο Αλέξανδρος ή μια πιο αφηρημένη απεικόνιση του ιδανικού κυνηγού –και ενδεχομένως αυτοκράτορα - στο πρότυπο του Αλέξανδρου. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ασημένιος δίσκος με παράσταση έφιππου διαδηματοφόρου κυνηγού με δόρυ να καταβάλλει λιοντάρια μαζί με τοξότη που φέρει στην κεφαλή φρυγικό σκούφο (συλλογή Dumbarton Oaks)379. Σε κάθε περίπτωση, το βασιλικό κυνήγι θεωρείται ότι αποδίδει συμβολικά τη νίκη, το θρίαμβο του καλού έναντι του κακού. Επιπλέον, φαίνεται πως το συγκεκριμένο πρότυπο υιοθετήθηκε και για τους

Πρόκειται για μετάλλιο που κόπηκε ως αναμνηστικό της κατάκτησης του βασιλείου των Βανδάλων και ισοδυναμούσε με 36 χρυσούς σόλιδους (Georganteli 2008: 385, εικόνα σελ. 85). 378

379

Greek Mythology in Byzantine Art, Dumbarton Oaks Collection, πίνακας VI,5.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

277

βυζαντινούς αυτοκράτορες, που γίνονται κι αυτοί έτσι ήρωες –κυνηγοί (Gavalaris 1989: 13)380. Ωστόσο, ένα εύρημα που βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο αναπαριστά με βεβαιότητα τον ίδιο τον Αλέξανδρο: πρόκειται για έναν καμέο από όνυχα με την κερασφόρο κεφαλή του Αλέξανδρου, ο οποίος χρονολογείται μεταξύ 4ου και 7ου αιώνα και φέρει επιγραφή (εικόνα 33): ΤΗC ΚΑΛΗC ΤΥΧΗC ΜΝΗΜΟΝΕVΕ ΜΝΗΙΘΗΕΥΤΙ (θυμίζω στον εαυτό μου να μνημονεύει την καλή του τύχη, Stewart 2014: 5, 20). Είναι εντυπωσιακό πως στο εύρημα αυτό αποτυπώνεται μια αρκετά διαδεδομένη αντίληψη για τον Αλέξανδρο, το ότι δηλαδή πάντα τον συνόδευε η καλή τύχη. Κατά συνέπεια, και τον κάτοχο του πετραδιού αντίστοιχα, θα συνοδεύει η ίδια, «αλεξάνδρεια» τύχη. Επιβεβαιώνονται έτσι και αρχαιολογικά οι αναφορές του Χρυσοστόμου για τις εικόνες - φυλαχτά με τη μορφή του Αλέξανδρου, που έφεραν πάνω τους πολλοί απλοί άνθρωποι της εποχής του. Ωστόσο το πραγματικά εντυπωσιακό εύρημα που επιβεβαιώνει πανηγυρικά τη συνέχεια της αρχαίας μορφής του Αλέξανδρου, στο πλαίσιο της πρωτοβυζαντινής τέχνης, έρχεται από την Κύπρο. Εκεί, ένα σχετικά πρόσφατο εύρημα έρχεται να επιβεβαιώσει τις γνώσεις μας από τις πηγές, το ότι δηλαδή ο Αλέξανδρος υπήρξε πρότυπον βασιλέως, το ότι η καλλιτεχνική έκφραση της imitatio Alexandri των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων συνεχίστηκε και στα χρόνια των Βυζαντινών. Πρόκειται για μια μοναδική μαρμάρινη στήλη που απεικονίζει τον αυτοκράτορα Ηράκλειο ως δεύτερο Αλέξανδρο,381 μια ταύτιση που πρώτη έκανε η υπεύθυνη των ανασκαφών αρχαιολόγος Δρ. Ελένη Προκοπίου (Stewart 2014: 2-3, εικόνα 34). Η στήλη αυτή ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στη θέση Καταλύματα Πλακωτών, κοντά στη βρετανική στρατιωτική βάση του Ακρωτηρίου, εκεί που κατά την αρχαιότητα και τους βυζαντινούς χρόνους υπήρχαν οι μεγάλες πόλεις του Κουρίου και της Αμαθούντος. Συγκεκριμένα, η στήλη βρέθηκε μέσα σε ένα σταυρόσχημο μαρτύριο, το οποίο ιδρύθηκε από τον Ιωάννη τον Ελεήμονα, Πατριάρχη Αλεξανδρείας, όταν αυτός έφυγε από την Αλεξάνδρεια μαζί με πολλά μέλη του ποίμνιού του, μετά την κατάληψή της από τους Πέρσες το 617. Το μαρτύριο αυτό αποτελούσε αντίγραφο της σταυρόσχημης βασιλικής του Αγίου Μηνά της Αλεξάνδρειας, λειτούργησε μεταξύ των ετών 619-650 Η ελληνική μυθολογική παράδοση είναι πλούσια σε επεισόδια κυνηγιού ηρώων: οι άθλοι του Ηρακλή, το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου κ.α. Μια τέτοια παράδοση δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί από τους Μακεδόνες βασιλιάδες, οι οποίοι ζούσαν με το ομηρικό πρότυπο και καυχιόντουσαν ότι κατάγονταν από τον Ηρακλή. 380

Εκτός από «δεύτερος Αλέξανδρος» ο αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε χαρακτηριστεί από τους συγγραφείς της εποχής ως «νέος Σκιπίωνας», «Νέος Δαβίδ», «Νέος Ηρακλής» και «νέος Κωνσταντίνος». Όλοι οι εγκωμιαστικοί αυτοί τίτλοι ήταν σχετικοί με την καταγωγή του, το όνομά του, τη ζωή και τα κατορθώματά του (Stewart 2014: 2). 381

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

278

και στέγασε πολλά ιερά λείψανα αγίων και κειμήλια που διέσωσαν οι φυγάδες από την Αλεξάνδρεια. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα μνημειακής κατασκευής πολύχωρο οικοδόμημα με παρεκκλήσια, ταφικά κτίσματα και χώρους συναθροίσεων 382. Η στήλη βρέθηκε πεσμένη στο δάπεδο μίας από τις εισόδους του μνημείου και όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι έπεσε από τον πάνω όροφο, από ένα δωμάτιο που χρησίμευε μάλλον ως ιδιωτικός χώρος προσευχής. Πρόκειται για ανάγλυφο σε μονολιθικό μάρμαρο διαστάσεων 1 x 0,18 μ. και βάρους 68 κιλών σε μορφή ερμαϊκής στήλης, η οποία αρχικά χρησιμοποιούνταν ως τραπεζοφόρο, δηλαδή ως το μοναδικό πόδι ενός τραπεζιού, που τοποθετούνταν δίπλα σε τοίχο. Στην μπροστινή του όψη φέρει χαμηλά στη βάση φύλλα ακάνθου και από τη βάση ξεκινούν κλαδιά κισσού, τα οποία ελίσσονται προς τα πάνω μαζί με φύλλα και άνθη ως πρόσθετα διακοσμητικά μοτίβα εκατέρωθεν ενός συμμετρικά στη μέση μακριού σκήπτρου. Αν και η κεφαλή της στήλης είναι ελαφρώς φθαρμένη, ωστόσο ξεχωρίζουν τα νεανικά χαρακτηριστικά του αγένειου προσώπου. Μακριά σγουρά μαλλιά στεφανώνονται από ένα διάδημα σε μορφή κεράτων κριαριού και επιπλέον η κεφαλή καλύπτεται από φρυγική τιάρα (σκούφο). Η μορφή του προσώπου επαναλαξεύθηκε τον 7ο αιώνα πάνω σε προηγούμενο έργο, το οποίο πιθανόν απεικόνιζε το Διόνυσο, ώστε να πάρει τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί ακριβώς το γεγονός ότι ο γλύπτης του 7ου αιώνα λάξευσε τα κέρατα του Άμμωνα ως κομμάτι του διαδήματος του Αλέξανδρου, και όχι ως φυόμενα απευθείας από την κεφαλή του, όπως τα συναντούμε στις αρχαίες παραστάσεις, επομένως το βυζαντινό έργο δεν εμπεριέχει τον αρχαίο θεϊκό συμβολισμό του Μακεδόνα βασιλιά (Stewart 2014: 3-4, 6, 16). Ο Stewart πειστικά αποδεικνύει πως το εικονιζόμενο πρόσωπο της στήλης δεν είναι απλώς ο Αλέξανδρος, αλλά ο αυτοκράτορας Ηράκλειος ως νέος Αλέξανδρος, στηριζόμενος στα εξής επιχειρήματα: πρώτον, το σκήπτρο και ο φρυγικός σκούφος αποτελούν συμβολισμούς του Ηρακλείου, ειδικά το μακρύ σκήπτρο είναι τυπικό σύμβολο ενός βυζαντινού αυτοκράτορα. Όσο για το φρυγικό σκούφο, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως κατά την αρχαιότητα και ο Αλέξανδρος απεικονίστηκε με αυτόν ή κάτι παραπλήσιο, αν δεχτούμε ότι απεικονίστηκε με κράνος φρυγικού τύπου στα ασημένια δεκάδραχμα από τη Βαβυλώνα αλλά και στα νομίσματα της Μέμφιδος του 331 -325 π.Χ. Ο φρυγικός σκούφος παραμένει σύμβολο της ανατολής383, επομένως ο Περισσότερα για αυτό το μοναδικό οικοδόμημα δες το άρθρο της Δρ. Ελένης Προκοπίου “The Katalymata ton Plakoton: New Light from the Recent Archaeological Ρesearch in Byzantine Cyprus”, στον τόμο “Cyprus and the Balance of Empires – Art and Archaeology from Justinian I to the Coeur de Lion” επιμέλεια Charles Anthony Stewart, Thomas W. Davis, Annemarie Weyl Carr, American Schools of Oriental Research Reports, No. 20, Boston MA 2014, σελ. 69-98. 382

Για παράδειγμα, με φρυγικό σκούφο απεικονίζεται και ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης σε μια παράσταση από τη συναγωγή της Δούρας –Ευρωπού γύρω στο 245 μ.Χ., βλέπε Stewart 2014: 9, 15. 383

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

279

ηγεμών που τον φορά είναι κύριος της ανατολής. Επιπλέον, τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου προσώπου έχουν αρκετές ομοιότητες με αυτά της μορφής ενός βυζαντινού αυτοκράτορα –πιθανόν του Ηρακλείου – όπως αναπαρίσταται στα ασημένια πιάτα του Δαβίδ και κυρίως στο περίφημο δίπτυχο Barbarini αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης που χρονολογούνται την ίδια εποχή. Άλλωστε, υπάρχουν κι άλλα παράλληλα σε παραστάσεις της εποχής που αποδεικνύουν ότι ο Ηράκλειος κατά πάσα πιθανότητα απεικονιζόταν ως νέος Αλέξανδρος: ένα κοπτικό υφαντό από την Αίγυπτο, σήμερα στο Viktoria and Albert Museum του Λονδίνου, απεικονίζει μάλλον τον έφιππο Ηράκλειο και εκατέρωθέν του δύο Πέρσες αιχμαλώτους. Είναι εντυπωσιακό πραγματικά το ότι η μορφή του έφιππου αυτοκράτορα, που κρατά μακρύ σκήπτρο, πιθανόν να στέφεται με διάδημα σε μορφή κεράτων κριαριού και να φορά ταυτόχρονα φρυγικό σκούφο, ακριβώς όπως η μορφή του Ηρακλείου /Αλεξάνδρου της προαναφερόμενης στήλης (Stewart 2014: 15). Συν τοις άλλοις, η στήλη του Ηρακλείου /Αλεξάνδρου φαίνεται πως δημιουργήθηκε υπό την επιρροή κειμένων αποκαλυπτικού χαρακτήρα, όπως η Συριακή Διήγηση, (βλέπε κεφάλαιο 5.4), στα οποία ακριβώς ο Ηράκλειος αναλαμβάνει, ως νέος Αλέξανδρος, να αντιμετωπίσει τον εξ ανατολών κίνδυνο. Γιατί όμως να τοποθετηθεί η στήλη αυτή σε ένα εκκλησιαστικό κτήριο; Διότι ακριβώς έτσι τονίζεται πως ο ίδιος θεός, που έκανε θαύματα διαμέσου του Αλεξάνδρου, συνεχίζει να κάνει θαύματα τώρα διαμέσου του Ηρακλείου. Η θέση της στήλης στο ιδιωτικό προσευχητάριο του πρώτου ορόφου υποδηλώνει και τη χρήση της ως συμβόλου υπόμνησης της εκστρατείας του νέου Αλέξανδρου εναντίον των Περσών, αυτών ακριβώς που υπήρξαν η αιτία φυγής του πατριάρχη Αλεξανδρείας και του ποίμνιού του από την Αλεξάνδρεια στο νησί της Κύπρου. Η στήλη του Ηρακλείου / Αλεξάνδρου, από μόνη της και χωρίς την επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού από πάνω, θα λειτουργούσε ως η εικόνα ενός ζωντανού αυτοκράτορα –ήρωα. Η συγκεκριμένη στήλη αποδεικνύει ακόμα πως στο Βυζάντιο του 7ου αιώνα διατηρήθηκαν σύμβολα της κλασικής αρχαιότητας και επανεντάχθηκαν στη νέα ελληνοχριστιανική κοσμοθεωρία της αυτοκρατορίας, που σύντομα θα πάρει τα καθαρά μεσαιωνικά της χαρακτηριστικά. Αποδεινύει ακόμα, μαζί με την ερμηνεία άλλων παράλληλων της βυζαντινής τέχνης, την ισχύ και την εμβέλεια του συγκρητισμού μορφών στη βυζαντινή τέχνη και ιδεολογία. Έτσι, ο Stewart τελικά ερμηνεύει και την αυτοκρατορική μορφή του διπτύχου Barbarini ως απεικόνιση του ιδεατού βασιλιά, του Μεγάλου Αλεξάνδρου (ή μάλλον μιας μορφής συγκρητισμού του Αλέξανδρου με το βυζαντινό αυτοκράτορα και συγκεκριμένα τον Ηράκλειο), αφού όλα τα σύμβολα του διπτύχου αυτό το συμπέρασμα υποδεικνύουν (η υποταγή δύσης και ανατολής με απεικόνιση Ινδών και ελεφάντων, η έμφαση στη μορφή του υποταγμένου Πέρση, η απεικόνιση λεοντοκεφαλών στα σανδάλια του αυτοκράτορα, ο αγένειος με

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

280

αλεξάνδρεια κόμμωση Χριστός). Αποδεικνύεται έτσι πως μάλλον πρέπει να ήταν συνειδητή επιλογή της αυτοκρατορικής αυλής και ίσως του ίδιου του Ηρακλείου η απεικόνισή του ως νέου Αλεξάνδρου (Stewart 2014: 14-18). Σε κάθε περίπτωση, η απεικόνιση του δικέρατου Αλέξανδρου -Ηρακλείου σε μορφή ερμαϊκής στήλης – τραπεζοφόρου αποτελεί πιθανόν επιβεβαίωση της μεγάλης διάρκειας ενός συγκεκριμένου καλλιτεχνικού μοτίβου. Σε αυτό συντείνει η αναφορά του περιηγητή Παυσανία, ο οποίος περιγράφοντας στα Αρκαδικά του (32) τη Μεγαλόπολη, αναφέρει πως κοντά στο Θερσήλιο, το βουλευτήριο της πόλης, υπήρχε οικία που ήταν του Αλέξανδρου και «πρὸς τῇ οἰκίᾳ ἔστι δὲ ἄγαλμα Ἄμμωνος, τοῖς τετραγώνοις Ἑρμαῖς εἰκασμένον, κέρατα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχον κριοῦ». Η αναφορά αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι αφενός μεν επιβεβαιώνει την αρχαιότητα του μοτίβου σε μορφή ερμαϊκής στήλης, τουλάχιστον από το 2ο αιώνα μ.Χ., αφετέρου αποτελεί ένα πρόσθετο στοιχείο, που πιστοποιεί τη συνέχεια της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς στο Βυζάντιο και μέσα από μια τόσο «ειδωλολατρική» μορφή, όπως ο Δικέρατος Άμμων –Αλέξανδρος, που φτάνει μάλιστα να ταυτιστεί με την απόλυτη έκφραση του επί γης Χριστού, το βυζαντινό αυτοκράτορα (Ηράκλειο).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

281

3.5.2. Η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου: περιγραφή και ερμηνείες Αρκετές είναι οι απεικονίσεις του Αλέξανδρου που σώζονται στη βυζαντινή τέχνη και βασίζονται κυρίως στο θέμα της ανάληψης του Αλέξανδρου στους ουρανούς, θέμα παρμένο από τη Διήγηση του Αλέξανδρου και συγκεκριμένα την παραλλαγή L της β΄ εκδοχής. Σύμφωνα με αυτήν, στην επιστολή που στέλνει ο Αλέξανδρος στην Ολυμπιάδα γράφει πως θέλησε να εξερευνήσει τους ουρανούς για να βρει το τέλος της γης, οπότε και μηχανεύτηκε μια πτητική μηχανή. Στα άκρα ενός καλαθιού ή κιβωτίου (σπυρίδα) έδεσε δύο «ὄρνεα μέγιστα λευκά», τα οποία είχε προστάξει να μείνουν νηστικά για τέσσερις μέρες (αυτά τα όρνεα θα γίνουν αργότερα στην εικονιστική τέχνη του Βυζαντίου γρύπες384) και κρατώντας ο ίδιος ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους ως δόλωμα συκώτι αλόγων καρφωμένο σε κοντάρι (ή κοντάρια) «ὡσεί ἑπτά πηχῶν τό μῆκος»385, που δεν μπορούσαν να φτάσουν, τα ωθούσε να πετούν ολοένα και ψηλότερα. Έφτασε όμως σε ένα σημείο όπου ένα φτερωτό ανθρωπόμορφο ουράνιο πλάσμα τον προειδοποίησε να μη συνεχίσει περισσότερο, σε ένα σημείο όπου η γη πλέον φαινόταν σαν δίσκος και η θάλασσα που την περιβάλλει σαν φίδι κουλουριασμένο γύρω του («καί ἰδού ὄφις μέγας κύκλω καί μέσον τοῦ ὄφεως ἅλωνα σμικροτάτην»). Ο Αλέξανδρος άκουσε τη συμβουλή του πλάσματος και επέστρεψε πίσω στη γη, όπου προσγειώθηκε σε ένα μέρος, από το οποίο έκανε εφτά ημερών πορεία για να επιστρέψει πίσω στο στρατόπεδό του μισοπεθαμένος και με επιμύθιο «να μην επιχειρήσει ξανά τα αδύνατα»386 (Stoneman 1993: 180-181, Καλλισθένης 2005: 368, 370). Γενικότερα στη μεσαιωνική τέχνη ανατολής και δύσης η ανάληψη του Αλέξανδρου με γρύπες απαντάται πολύ συχνότερα σε σχέση με τα όρνεα (Маршак 1996). Η Juanno, ακολουθώντας τη Φρουγκόνι, σημειώνει πως στο αρχικό κείμενο της L υπάρχει χάσμα και πως αντί για την αποκατάσταση «όρνεα» θα μπορούσε να εννοηθεί «γρύπες». Άλλωστε, προσθέτει πως οι γρύπες συνήθως περιγράφονταν στην αρχαιότητα ως πουλιά που διακρίνονταν για τη δύναμη και την επιθετικότητά τους και πως ο Αιλιανός ισχυριζόταν ότι έχουν λευκές φτερούγες, στοιχείο που ταιριάζει με την περιγραφή του Μυθιστορήματος. Για γρύπες κάνει λόγο και η λατινική μετάφραση του Λέοντος Αρχιπρεσβύτερου του 10ου αιώνα αλλά και η σερβική εκδοχή (Juanno 2015 (2002): 452 -453). 384

Εδώ θα πρέπει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για τη μακρινή λογοτεχνική αποτύπωση της σάρισας, του περίφημου αυτού μακρού μακεδονικού δόρατος, που μπορούσε να φτάσει και τα 6,5 μέτρα μήκος. 385

Η προειδοποίηση του πλάσματος στον Αλέξανδρο και η υπακοή του υποδηλώνουν το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής και δύναμης, ακόμα και από τον ισχυρότερο βασιλιά που υπήρξε ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για τη μάταια αναζήτηση της πηγής της ζωής από τον Αλέξανδρο, που γίνεται έτσι σύμβολο της μοίρας, στην οποία υποτάσσονται όλοι οι άνθρωποι, δηλαδή στο θάνατο (Gavalaris 1989: 17). Σύμφωνα με αυτήν την ανάγνωση της ανάληψης, προκύπτει κι ένας ακόμα δευτερεύων συμβολισμός της, αυτός των ορίων και της αδυναμίας του ανθρώπου (Stichel 1971: 107) μπροστά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος αλλά και στην παντοδυναμία του Θεού. Έτσι, αυτή η ταπείνωση της 386

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

282

Το θέμα της ανάληψης του Αλέξανδρου θα πρέπει να αποτελούσε μία από τις παλαιότερες προφορικές παραδόσεις του κύκλου των φανταστικών περιπετειών του, όπως κάποιες ενδείξεις μας αφήνουν να υποψιαστούμε: ανάμεσα σε αυτές και η πιθανή φιλοτέχνηση του επεισοδίου σε ανατολίτικο κόσμημα με πιθανήν προέλευση την Ινδία του 1ου π.Χ με 1ο μ.Χ. αιώνα (βλέπε κεφάλαιο 5.11), μια αναφορά του Ραββίνου Γιονά σε απόσπασμα από το εβραϊκό Ταλμούδ του 4ου μ.Χ. αιώνα, όπου στιγματίζεται η αλαζονεία του Αλέξανδρου που «εξυψώθηκε στους ουρανούς ώσπου είδε τη γη ως μπάλα και τη θάλασσα ως χύτρα», μια αναφορά στο αρμένικο χειρόγραφο του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου των μέσων του 5ου μ.Χ. αιώνα ή μια άλλη αναφορά του συγγραφέα της Ύστερης Αρχαιότητας Fabius Planciades Fulgentius (τέλη 5ου με αρχές 6ου αιώνα μ.Χ.), ο οποίος στιγματίζει τον Αλέξανδρο για την αμετροέπειά του στο έργο του Για την ηλικία του κόσμου και του ανθρώπου, καθώς γράφει γι’ αυτόν: “posset et in caelum scendere, si aut natura pinnarum concessisset aut semita” («…ανελήφθη στους ουρανούς σαν είτε η φύση είτε το γένος του να του χάρισε φτερά»). Σύμφωνα με το Demandt, η αρχαιότερη αναφορά στο ουράνιο ταξίδι του Αλέξανδρου θα πρέπει να υπήρχε σε μια από τις πλαστές επιστολές του Μακεδόνα βασιλιά στην Ολυμπιάδα, που κυκλοφορούσαν στην αρχαιότητα και πιο συγκεκριμένα θα μπορούσε να χρονολογηθεί τον 1ο αιώνα π.Χ. (Paribeni 2006: 78, 91, Demandt 2009: 305). Υπάρχει και μια απεικόνιση σε κοπτικό ύφασμα του 7ου αιώνα, στο οποίο απεικονίζεται ακριβώς μετωπικά ένα άρμα με ζευγμένους εραλδικά δύο φτερωτούς γρύπες, με τον αρματηλάτη να κρατά ψηλά δύο στεφάνια, είναι όμως αμφίβολο αν πρόκειται για απεικόνιση της ανάληψης του Αλέξανδρου ή κάποια άλλη υβριδικού χαρακτήρα, μέσα στο πλαίσιο του συγκρητισμού καλλιτεχνικών μοτίβων. Γιατί όμως ο μύθος του Αλέξανδρου υιοθέτησε αυτό το συγκεκριμένο επεισόδιο; Για να μείνουμε σε ένα πλαίσιο ελληνοκεντρικό, η πιθανή εξήγηση έχει να κάνει χωρίς άλλο με τη θεοποίηση του Μακεδόνα βασιλιά, ήδη ενόσω ήταν εν ζωή, όπως είδαμε. Πρώτ΄ απ΄ όλα υπήρχε ήδη το πλαίσιο λατρείας του Αλέξανδρου Ήλιου, κύριου των ουρανών (βλέπε κεφάλαιο 2.2, υποσημείωση 114), επομένως ήταν εύκολο να υιοθετηθεί και η αντίστοιχη αναπαράσταση, που δεν απέχει και πολύ από τις αναπαραστάσεις του Ήλιου στην αρχαία ελληνική εικονογραφία (βλέπε παρακάτω). Έπειτα, ας μην ξεχνάμε πως και ο μυθικός προπάτορας του Αλέξανδρου, ο Ηρακλής, σύμφωνα με το μύθο, λίγο πριν καεί ζωντανός σε πυρά στην κορυφή ενός βουνού, βασιλικής έπαρσης, που όμως γινεται με τη θέληση του Μακεδόνα βασιλιά, καθώς υπακούει στα κελεύσματα του ουράνιου πλάσματος, φέρνει τελικά τον Αλέξανδρο εγγύτερα σε ένα θεολογικό χριστιανικό πλαίσιο ευσέβειας και κατά συνέπεια εγγύτερα και στον ίδιο το Χριστό, (Даркевич 2015: 92) που δίδαξε την «άκρα ταπείνωση» κι αυτό αποτελεί τελικά μόνο μία από τις ψηφίδες του μοτίβου παραλληλισμού και αντιπαραβολής του Αλέξανδρου με το Χριστό, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 2.1 αλλά θα δούμε και στη συνέχεια.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

283

αναλήφθηκε στους ουρανούς μέσα σε ένα σύννεφο και πήγε στον Όλυμπο, όπου έγινε αθάνατος και ισότιμος θεός με τους δώδεκα, ως ανταμοιβή για τους κόπους του και τους άθλους που επιτέλεσε. Επομένως, το πρότυπο της ανάληψης υπήρχε στο άμεσο μυθικό παρελθόν των Μακεδόνων βασιλιάδων και από εκεί εύκολα μπορούσε να υιοθετηθεί και να ενταχθεί στις μυθικές προφορικές παραδόσεις για τον Αλέξανδρο. Επιπλέον, ένας παράλληλος συσχετισμός μπορεί να γίνει ανάμεσα στην ανάληψη του Αλέξανδρου και το εναέριο ταξίδι του θεού Απόλλωνα στη χώρα των Υπερβορέων μέσα σε ένα άρμα που το σέρνουν κύκνοι. Σωστά επισημαίνεται (Рыбаков 1987) πως η περιγραφή, στο Μυθιστόρημα, των «λευκών όρνεων» που έζεψε ο Αλέξανδρος ίσως να είναι μια υπόμνηση των κύκνων. Στην περίπτωση αυτή, ο αποθεωμένος Αλέξανδρος συσχετίζεται με τον Απόλλωνα, το θεό του φωτός, γίνονται καί οι δύο ηλιακοί θεοί387. Γνωστός είναι ακόμα και ο μύθος του Φαέθοντα388, μόνο που αυτός εντάσσεται πολύ πιο έντονα και ξεκάθαρα στο ερμηνευτικό πλαίσιο της ύβρεως, την οποία στο Μυθιστόρημα ο Αλέξανδρος αποφεύγει την τελευταία στιγμή, υπακούοντας στην προειδοποίηση του ουράνιου πλάσματος και επιστρέφοντας πίσω στη γη. Από την άλλη πλευρά οι Stoneman και Juanno επισημαίνουν και κάποιες ανάλογες αναφορές πτήσης στην αρχαιοελληνική μυθολογία και γραμματεία, στην πτήση του Βελλερεφόντη με τον Πήγασο, στην πτήση του Ηρακλή μέσα στο μαγικό κύπελλο του Απόλλωνα (και με πολλές αναπαραστάσεις στην αττική αγγειογραφία) , στην ανάβαση του Πέλοπα με τα άλογα του Ποσειδώνα, στην Ειρήνη (με τον Τρυγαίο και το γιγάντιο σκαθάρι) και στις Όρνιθες του Αριστοφάνη, στον Ικαρομένιππο του Λουκιανού, καθώς και στο κείμενο Αισώπου Βίος, στο οποίο ο Αίσωπος δένοντας τέσσερα αγόρια –τεχνίτες σε τέσσερις αετούς κατορθώνει να ανέβει στους ουρανούς και να κτίσει έναν αιθέριο πύργο νικώντας έτσι στο διαγωνισμό το Φαραώ της Αιγύπτου..Νεκτεναβώ (Stoneman 2011: 165-166, Juanno 2015 (2002): 454-455). Σημειώνεται πως η μετωπική αναπαράσταση της ανάληψης σημαντικών προσώπων και ηρώων στους ουρανούς εντάσσεται στην παράδοση της αρχαιότητας και συμβολίζει ακριβώς την αποθέωση των προσώπων αυτών ή, ενδεχομένως, σε μεταγενέστερο χριστιανικό πλαίσιο, την ανάληψη των ψυχών στον παράδεισο (Gani 2013: 199, Chidiroglou 2013: 275). Πράγματι στην ιουδαιοχριστιανική λογοτεχνία επισημαίνονται αρκετά παραδείγματα ανάληψης στους ουρανούς (βλέπε Juanno 2015 (2002): 455-456).

Μάλιστα, σε μια ρώσικη εκδοχή του Μυθιστορήματος ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως … γιος του Απόλλωνα (Рыбаков 1987). 387

Στον Φαέθοντα κάνει επίκληση σε ένα από τα πολλά ωραία του ποιήματα ο υμνογράφος Ιωάννης Γεωμέτρης (αρχές 9ου αιώνα), σχετικά με την αποφασιστικότητα των Βυζαντινών να επαναφέρουν την εξουσία τους στο Δούναβη,καταπολεμώντας τους Βουλγάρους: Εὗθ ‘ ὑπό γῆν, Φαέθων, χρυσαυγέα δίφρον ελίσσεις, / τῆ μεγάλη ψυχῆ Καίσαρος εἰπέ τάδε… (Migne 1863 Γ: 934). 388

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

284

Αυτό το χριστιανικό πλαίσιο μας επιτρέπει κι ένα παραλληλισμό της ανάληψης του Αλέξανδρου με την ανάληψη του προφήτη Ηλία, παράσταση που αποτελεί σύμβολο της αθανασίας της ψυχής και προεικόνιση της ανάστασης και που απαντάται σε βυζαντινούς ναούς της Καππαδοκίας ήδη από τον 8ο αιώνα και σε ναούς της Ελλάδας και της Συρίας από τον 11ο αιώνα (Φωτεινάκης 2012: 146). Χαρακτηριστική είναι και μια εικόνα του 1655 με την ανάληψη του προφήτη Ηλία (Ελβετία, Kolliken), η οποία συμβολικά θα μπορούσε να παραπέμπει στην ανάληψη του Αλέξανδρου, έστω και αν φτερωτά άλογα έχουν αντικαταστήσει τους γρύπες. Επιπλέον, στην αιθιοπική εκδοχή του Μυθιστορήματος ο Ηλίας παρουσιάζεται ως σύντροφος του Αλέξανδρου. Άλλωστε για τους βυζαντινούς ο Ηλίας με το φλεγόμενο άρμα του, που τον οδηγεί στον ουρανό, αποτελούσε έναν άγιο που συνδεόταν με την επιβίωση και μεταμόρφωση της λατρείας του Απόλλωνα –Ήλιου, γι’ αυτό άλλωστε και οι ναοί του Ηλία είναι πάντα σε υψώματα. Επιβεβαιώνεται, επομένως, και μέσα από το συσχετισμό του Αλέξανδρου με τον προφήτη Ηλία η στενή σχέση του ως ηλιακού ήρωα –θεού με τον Απόλλωνα (Gavalaris 1989: 16). Το επεισόδιο βέβαια της ανάληψης του Αλέξανδρου έχει τα παράλληλά του και σε άλλες παραδόσεις, εκτός του κύκλου του Αλέξανδρου. Υπάρχει η αφήγηση του μυθικού Πέρση βασιλιά Kay Kavus, σύμφωνα με την οποία αυτός θέλησε να επεκτείνει την εξουσία του στους ουρανούς: έτσι προσάρμοσε 4 κοντάρια στα πόδια του θρόνου του με φορά προς τα πάνω και στις άκρες του κάρφωσε τεσσερα κομμάτια κρέας ως δόλωμα, ενώ έδεσε και 4 αετούς χαμηλά, ώστε να μην μπορούν να φτάσουν το δόλωμα και πετώντας να τον τραβήξουν προς τα πάνω. Η παράδοση αυτή αναφέρεται στο περσικό έπος Σαχνάμα του Πέρση ποιητή Φιρντουσί, (αρχές 11ου αιώνα)389, ωστόσο πρέπει να είναι αρκετά παλιότερη, καθότι παρόμοια αναφορά για αιθέριο ταξίδι του μυθικού βασιλιά –χωρίς όμως τα στοιχεία των αετών και των δολωμάτων - υπάρχει και στο θρησκευτικό περσικό βιβλίο του ζωροαστρισμού Zend Avesta390(Loomis 1918, σε Lees 2010: 4-5), του οποίου η σωζόμενη μορφή πιθανόν να γράφτηκε κάπου ανάμεσα στο θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τον 3ο -4ο αιώνα μ.Χ391. Η Juanno βέβαια παρατηρεί πως επειδή ακριβώς το μοτίβο της ανάληψης του Κάι Κάους αναφέρεται μόνο σε μεταγενέστερα αραβικά χειρόγραφα,θα μπορουσε αντίστροφα να είναι το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου που έδωσε το μοτίβο της ανάληψης με τις λεπτομέρειές του στις ιστορίες πτήσης του Κάι Κάους ή του ιδρυτή της Νινευή Νεβρώδ (Juanno 2015 Μάλιστα ο kay Kavus γνωρίζει μεγάλη διάδοση στις ηγεμονικές δυναστείες των Περσών κατά το 10 με 13ο αιώνα, ενώ αποτελεί και δημοφιλή παράσταση σε περσικές μικρογραφίες, πάντα όμως με απεικόνιση πουλιών να τον ανυψώνουν στους ουρανούς, ποτέ γρύπες (Маршак 1996). 389

ο

390

http://www.sacred-texts.com/zor/sbe04/sbe0427.htm#page_227 (Fargard XXI.IIIc).

391

http://www.sacred-texts.com/zor/sbe04/sbe0404.htm

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

285

(2002): 459). Ωστόσο και η περσική αυτή αναφορά φαίνεται πως είχε παλιότερο πρότυπο: ο βαβυλώνιος ήρωας Ετάνα θέλησε να ανέβει στα ουράνια πάνω στη ράχη ενός αετού, προκειμένου να βρει το βοτάνι της τεκνοποιίας και πέταξε ψηλά στον ουρανό, ώσπου είδε τον εξώτερο ωκεανό να περιβάλλει τη γη σαν μια ζώνη (Loomis 1918, σε Lees 2010: 56, Juanno 2015(2002): 457), –αναφορά που μοιάζει πολύ με αυτήν του επεισοδίου της ανάληψης του Αλέξανδρου. Μάλιστα πρόκειται για το μύθο ενός ήρωα –Μεσσία, απελευθερωτή του φυλακισμένου από το φίδι αετού στο πηγάδι, ο οποίος στη συνέχεια τον μεταφέρει στη ράχη του ως το θρόνο της ουράνιας Ιστάρ και το δέντρο της ζωής και όλα αυτά υπό την καθοδήγηση του Σαμάς, του θεού –Ήλιου. Τέτοιες παραστάσεις, αν και σπάνιες, απεικονίζονται σε βαβυλωνιακούς σφραγιδόλιθους ήδη από το 2000 1600 π.Χ., στοιχείο που μας επιτρέπει να εντάξουμε το μύθο του Ετάνα στην τρίτη χιλιετία π.Χ. (Μεγαλομμάτης 1989:172, Juanno 2015(2002): 457). Επομένως, θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πως οι ρίζες του επεισοδίου της ανάληψης του Αλέξανδρου εντοπίζονται τελικά σε αυτήν την αρχαία παράδοση της ανατολής. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ των δύο μύθων και παραστάσεων, η οποία δύσκολα γεφυρώνεται. Σε πρόσφατο άρθρο του, ο John Boardman επανέρχεται στο ζήτημα της εικονογραφίας της ανάληψης, προσπαθώντας να τεκμηριώσει την αναγωγή της σε ανατολικά πρότυπα, της «Μεσοποταμίας, Περσίας και Φοινίκης», επικαλούμενος παραστάσεις θεοτήτων από την 4η χιλιετία π.Χ. (από την Ουρούκ) ως το τέλος της Εποχής του Χαλκού (από την Ούγκαριτ), στις οποίες οι θεότητες αναπαρίστανται να ταϊζουν ζώα (Boardman 2015: 314-316). Σωστά αναφέρει ο Boardman πως οι παραστάσεις αυτές προσιδιάζουν στο μοτίβο του Πότνιου Θηρών, το οποίο ακριβώς ενυπάρχει – αλλά όχι αποκλειστικά –καί στις παραστάσεις της Ανάληψης του Αλέξανδρου (βλέπε παρακάτω). Ωστόσο, το λάθος του είναι πως το τάϊσμα των ζώων δεν αποτελεί κοινό μοτίβο μεταξύ των ανατολίτικων παραστάσεων που επικαλείται με την ανάληψη του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος δεν ταϊζει τους γρύπες /πουλιά, μεταχειρίζεται ένα τέχνασμα στο πρότυπο του πολυμήχανου βασιλιά, προκειμένου να καταφέρει να πετάξει. Επιπλέον, ο Boardman ουσιαστικά αποσιωπά τις αντίστοιχες παραστάσεις και μύθους από το πρωτο -ιστορικό Αιγαίο και την ελληνική τέχνη, για τις οποίες θα γίνει λόγος και αμέσως παρακάτω. Τέλος, επιχειρεί να αναζητήσει πρότυπα της ανάληψης του Αλέξανδρου στην –εγγύτερη χρονολογικά, όπως ο ίδιος ομολογεί – σασανιδική τέχνη. Πράγματι στην περσική τέχνη των Σασανιδών υπάρχουν παραστάσεις σε ασημένιους δίσκους, στις οποίες απεικονίζονται φτερωτά πλάσματα –σε μια περίπτωση γρύπες - εραλδικά τοποθετημένα στις άκρες, να τραβούν προς τα πάνω θεότητες, οι οποίες κάθονται σε περίεργες κατασκευές. Υπάρχει και μια σφραγίδα με απεικόνιση ηλιακού ή σεληνιακού θεού να ανέρχεται στον ουρανό με φτερωτά πλάσματα. Ωστόσο, όπως και ο Boardman επισημαίνει, οι παραστάσεις αυτές της σασανιδικής

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

286

τέχνης ξεκινούν από τον τρίτο αιώνα μ.Χ. (Boardman 2015: 317-319), ενώ οι παραστάσεις του άρματος του Ήλιου και του αποθεωμένου Ρωμαίου αυτοκράτορα στον ελληνορωμαϊκό κόσμο είναι πολύ παλιότερες. Επιπλέον, είναι λίγο περίεργο να αναζητούμε πρότυπα στη σασανιδική τέχνη, όταν υπάρχουν άμεσα τέτοια πρότυπα στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα –και μάλιστα πολύ εγγύτερα στην παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου καί σε συμβολικό επίπεδο, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Άλλωστε, το Βυζάντιο υπήρξε, ούτως ή άλλως, κληρονόμος αυτής της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Προκειμένου, όμως, να αντιληφθούμε τη σημασία του επεισοδίου της Ανάληψης αλλά και της ενσωμάτωσής του στη βυζαντινή τέχνη, θα πρέπει να εξετάσουμε άλλη μια παράμετρο: όχι αυτή του χώρου, αλλά αυτή του μέσου, δηλαδή τα γιγάντια πουλιά - γρύπες. Και εδώ ακριβώς αποδεικνύεται, για άλλη μια φορά, πώς το Μυθιστόρημα λειτουργούσε ουσιαστικά ως προβολή των κατορθωμάτων της πραγματικής ζωής του ήρωα στον υπερθετικό βαθμό, μέσα από την αναβάθμισή τους σε κατορθώματα παράλληλης σύλληψης αλλά φανταστικά, εντελώς απίστευτα. Έτσι, όπως στην πραγματική ζωή του ο Αλέξανδρος δάμασε το Βουκεφάλα χάρη στην ευστροφία και την παρατηρητικότητά του, στο Μυθιστόρημα, χάρη στην ευστροφία του και πάλι, πετυχαίνει να δαμάσει τα πελώρια πουλιά / γρύπες με το τέχνασμα του δολώματος. Με αυτόν τον τρόπο ο Αλέξανδρος γίνεται ένας πραγματικός πότνιος θηρών (παρατήρηση που κάνει και ο Gavalaris), κύριος των άγριων ζώων και των φανταστικών πλασμάτων, τα οποία υποτάσσει προκειμένου να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του, έχοντας ως τελικό στόχο την αποθέωση. Είναι γεγονός πως η πιθανόν βυζαντινής έμπνευσης απεικόνιση των γρυπών, αντί για πελώρια όρνεα, στην ιπτάμενη συσκευή του Αλέξανδρου ενισχύει ακόμη περισσότερο την εικόνα του πότνιου θηρών. Παράλληλα, αναπόφευκτα συνέδεσε τον Αλέξανδρο με μια πανάρχαια παράδοση πότνιου και κυρίως πότνιας θηρών, που υπάρχει στον αιγαιακό χώρο, μια παράδοση που μας οδηγεί πίσω στη μινωική και μυκηναϊκή εποχή και στις αντίστοιχες απεικονίσεις σε χρυσά σφραγιστικά δαχτυλίδια και λίθινες σφραγίδες της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Έτσι, ο Αλέξανδρος καθίσταται κληρονόμος καί αυτής της παράδοσης, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τη διαχρονική εμβέλεια των συμβολισμών του. Οι γρύπες αυτοί καθαυτοί αποτελούν επίσης πανάρχαια κληροδοτήματα του μινωικού και μυκηναϊκού πολιτισμού στη μεταγενέστερη ελληνική μυθολογία και τέχνη392. Είναι σαφές πως στη μυκηναϊκή Ας θυμηθούμε τις ποικίλες απεικονίσεις τους στην τέχνη της 2ης χιλιετίας π.Χ., όπως το σφραγιδόλιθο από σαρδώνυχα με παράσταση Πότνιας Θηρών με γρύπες (τέλη νεοανακτορικής περιόδου, Μουσείο Ηρακλείου), τη χρυσή χάντρα περιδέραιου από ένα θολωτό τάφο της Πύλου (1400 π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο), την απεικόνισή τους σε σκηνή κυνηγιού σε ελεφαντοστέϊνη πυξίδα από την αγορά των Αθηνών και βέβαια την αναπαράσταση δύο γρυπών σε τοιχογραφία 392

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

287

τέχνη ο γρύπας αναδεικνύεται σε σύμβολο βασιλικής ισχύος, όπως ξεκάθαρα υποδηλώνεται από την τοιχογραφία της Κνωσσού. Αυτό αποτελεί και το πρώτο κοινό στοιχείο μεταξύ των αναπαραστάσεων της αιγαιακής πρωτο –ιστορίας και των βυζαντινών γρυπών της ανάληψης του Αλέξανδρου: οι γρύπες δηλαδή ως σύμβολα βασιλικής εξουσίας393. Υπάρχει ωστόσο και μια απεικόνιση που φέρνει ακόμη πιο κοντά τον Αλέξανδρο με τους γρύπες της εποχής του χαλκού: αυτή είναι η γραπτή απεικόνιση της σαρκοφάγου από την Αγία Τριάδα της Κρήτης, με χρονολόγηση περίπου το 1400 π.Χ., στην οποία ανάμεσα σε άλλες σκηνές, καταφτάνουν στο χώρο της θυσίας του ταύρου για τη νεκρική τελετή δύο γυναικείες θεότητες μέσα σε ένα άρμα που το σέρνουν φτερωτοί γρύπες, (Ι.Ε.Ε.Α΄: 230), όπως ακριβώς και γρύπες ανεβάζουν τον Αλέξανδρο στον ουρανό. Πρόκειται για ξεκάθαρη περίπτωση επιφάνειας θεοτήτων, δηλαδή εμφάνισής τους στον κόσμο των θνητών με μέσο το άρμα με τους γρύπες. Αντίστοιχη απεικόνιση με ιππόγρυπες να σέρνουν άρμα με δύο μορφές υπάρχει και σε χρυσό σφραγιστικό δαχτυλίδι από μυκηναϊκό θαλαμωτό τάφο της Άνθειας, στην περιοχή της Μεσσηνίας (14ος-13ος αιώνας π.Χ.). Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθεί ότι ο γρύπας αποτελούσε και ένα από τα σύμβολα του θεού Απόλλωνα, ως συνοδός του θεού, όπως και της Άρτεμης, ενώ σε άρμα με γρύπες εμφανίζεται και η Αφροδίτη με τον Έρωτα (Ρούσσος -Λουκάς 1989: 54, Λιβιεράτου 1989: 115). Οι απεικονίσεις των γρυπών στην αρχαιοελληνική τέχνη είναι πραγματικά αναρίθμητες. Ενδεικτικά μόνο αξίζει να επισημανθεί η ζωγραφική απεικόνισή τους και στο αέτωμα του μακεδονικού τάφου του Αγίου Αθανασίου κοντά στη Θεσσαλονίκη (τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ.), όπου απεικονίζονται εραλδικά τοποθετημένοι με κέντρο τον ηλιακό δίσκο, ως φύλακες του νεκρού αλλά και σύμβολα του φωτός και της αθανασίας, της αιώνιας μετά θάνατον ζωής (Τσιμπίδου –Αυλωνίτη 2005:114). Επιπλέον, ήδη στην πρώιμη ερυθρόμορφη κεραμική εμφανίζονται παραστάσεις με αναβάτες ιππόγρυπων (Boardman 1985 (1975): 244), μια διακοσμητική επιλογή που συνεχίζεται και αργότερα, για παράδειγμα σε αγγεία των μέσων του 3ου αιώνα π.Χ. από το νεκροταφείο του αρχαίου Φάγρητα (ευχαριστώ την αρχαιολόγο κ. Μαρία εκατέρωθεν του θρόνου του αχαϊκού ανακτόρου της Κνωσσού, γύρω στο 1400 π.Χ. (Ι.Ε.Ε. Α: 225, 254, 326 331). Ας μην ξεχνάμε πως σε πολλές παραστάσεις της βυζαντινής τέχνης των μέσων αιώνων οι αυτοκράτορες εμφανίζονται να φορούν πορφυρά πολυτελή ενδύματα με παραστάσεις μεταλλίων με γρύπες, βλέπε για παράδειγμα την αναπαράσταση του Αλέξιου Ε΄ Μούρτζουφλου, τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα πριν την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους το 1204 στον κώδικα hist. gr. 53, fol. 291v (http://www.ime.gr/chronos/09/gr/gallery/main/people/p27p1.html). Είναι γενικότερα γνωστό πως ο γρύπας απεικονίστηκε σε ποικίλα έργα τέχνης του Βυζαντίου, ενώ και οι πηγές, για παράδειγμα ο Συνεχιστής του Θεοφάνους στη χρονογραφία του, (P.G. 109, 272) κάνουν λόγο για τους χρυσούς γρύπες, σύμβολα βασιλικής εξουσίας, που είχε παραγγείλει και τοποθετήσει στο παλάτι ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄, μαζί με τους χρυσούς λέοντες, το χρυσό πλάτανο, το όργανο κ.α. 393

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

288

Νικολαϊδου –Πατέρα για την επισήμανση). Πιθανόν, τόσο στην περίπτωση του μακεδονικού τάφου, όσο και στις περιπτώσεις ταφικών αγγείων, η επιλογή της παράστασης του γρύπα να τον υποδεικνύει ως μορφή ψυχοπομπού, που αναλαμβάνει δηλαδή να συνοδέψει /μεταφέρει την ψυχή του νεκρού στον άλλο κόσμο (βλέπε και υποσημείωση 402). Σε κάθε περίπτωση, η παράσταση του άρματος με γρύπες είναι πανάρχαια στον ελλαδικό χώρο και σχετίζεται με συμβολισμούς του Ήλιου, θεοτήτων, βασιλιάδων και αιώνιας -μεταθανάτιας ζωής, κατά συνέπεια με συμβολισμούς παρόμοιους τόσο με αυτούς που έφερε ο Αλέξανδρος ήδη από την αρχαιότητα, όσο και με αυτούς που υπολανθάνουν στα βυζαντινά ανάγλυφα του Αλέξανδρου, όπως θα δούμε394. Πώς όμως διαμορφώθηκε η αποτύπωση του επεισοδίου της ανάληψης του Αλέξανδρου μεμονωμένα στη βυζαντινή τέχνη; Η εύλογη απάντηση είναι βέβαια πως έγινε μέσα από κάποιο πλαίσιο εικονογράφησης του γνωστού επεισοδίου του Μυθιστορήματος, καθ’ υπόδειξη προφανώς ενός εκπροσώπου της βυζαντινής αρχής, ενδεχομένως ενός αυτοκράτορα. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή ο Αλέξανδρος θα αναπαρίστατο αποκλειστικά μέσα σε κάποιο κιβώτιο, ως πτητική μηχανή, με μεγάλα πουλιά να τον τραβούν στον ουρανό. Γιατί τότε οι πιο εμβληματικές παραστάσεις τον απεικονίζουν με γρύπες σε άρμα; Για τους γρύπες ήδη δόθηκαν κάποιες ερμηνείες και θα δοθούν και άλλες απαντήσεις. Για την επιλογή του άρματος θα πρέπει επίσης να δοθούν κάποιες απαντήσεις και να αναζητηθούν κάποια πρότυπα στις απεικονίσεις του Sol Invictus, (του ανίκητου Θεού Ήλιου) και της αποθέωσης των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, που ξεκινούν με την ανάγλυφη απεικόνιση της ανύψωσης του Ιουλίου Καίσαρα από τέσσερα φτερωτά άλογα σε βωμό στη Ρώμη, λίγα χρόνια πριν το έτος μηδέν395 και φτάνουν χρονολογικά ως και το Μέγα Κωνσταντίνο και τους διαδόχους Στο σημείο αυτό, αξίζει να υπενθυμίσουμε πως παραστάσεις γρυπών υπάρχουν και στα νομίσματα του Κοινού των Μακεδόνων, στα οποία και κυριαρχεί η μορφή του Αλέξανδρου (βλέπε κεφάλαιο 2.3), επομένως ένας πρώιμος συσχετισμός των δύο μπορεί να αναζητηθεί εκεί. Η γέννηση των γρυπών πρέπει μάλλον να τοποθετηθεί στη Μέση Ανατολή. Η αρχαιότερη απεικόνιση γρύπα προέρχεται από τα Σούσα, με χρονολόγηση την 4η χιλιετία π.Χ. Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική μυθολογία, όπως διαμορφώνεται μετά το τέλος της Εποχής του Χαλκού και του μυκηναϊκού πολιτισμού, οι γρύπες είναι πλάσματα που ζουν κάπου στον ακαθόριστο βορρά, φύλακες του χρυσού της περιοχής τους, που αντιμάχονται το λαό των μονόφθαλμων Αριμασπών, που εποφθαλμιούν το χρυσάφι τους. Η ιστορία αυτή αποτελεί παράδοση των Σκυθών, την οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος, αν και ο πρώτος στον ελληνικό χώρο που αναφέρθηκε σε γρύπες ήταν ο Ησίοδος. Εμφανίζονται ακόμα και ως φύλακες θεών, ο Αισχύλος στον Προμηθέα Δεσμώτη (802 κ.ε.) τους αποκαλεί «βουβά σκυλιά του Δία» (Κακριδής 1986: 340341, Λιβιεράτου 1989:115). Για τις απεικονίσεις των γρυπών στην αρχαία ελληνική τέχνη, ειδικότερα στους μακεδονικούς τάφους και τους εικονογραφικούς τύπους τους βλέπε Τσιμπίδου –Αυλωνίτη 2005: 111-113, όπου και πρόσθετη βιβλιογραφία. 394

395

Juanno 2015 (2002): 460.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

289

του. Το πρότυπο βέβαια του ρωμαίου Sol Invictus ανάγεται στη λατρεία του ίδιου του Αλέξανδρου –Ήλιου396 αλλά και στην υιοθέτηση της λατρείας του ανατολίτη Μίθρα. Άλλωστε είναι στην ανατολή που ο ηγεμόνας θεωρείται πάρεδρος του ηλιακού θεού Αχούρα Μάζδα και η ενθρόνισή του απεικονίζεται ως εναέριο ταξίδι 397. Ως προς την εικονογραφία αυτού του προτύπου, σε ορισμένες από τις απεικονίσεις αυτές, κυρίως σε νομίσματα και μετάλλια, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας αναπαρίσταται να ανέρχεται στους ουρανούς μετωπικά μέσα σε ένα άρμα, το οποίο σέρνουν άλογα (προς τα αριστερά ή δεξιά)398. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι στην αρχαιοελληνική τέχνη δεν υπήρχαν πρότυπα με μετωπική απεικόνιση του άρματος που πέρασαν και στη ρωμαϊκή τέχνη, τόσο στις απεικονίσεις του Sol Invictus όσο και επιφανών Ρωμαίων.399 Το Βλέπε κεφάλαια 2.2 και 2.3, όπου περιγράφεται και η μετόπη από το ναό της Αθηνάς στο Ίλιο με την παλαιότερη παράσταση του Ήλιου σε άρμα με τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου (2.2) καθώς και τα ροδιακά νομίσματα, που αποτελούν αντίστοιχα τα παλαιότερα τεκμήρια μίμησης της μορφής του Αλέξανδρου για την καλλιτεχνική αποτύπωση του θεού Ήλιου. 396

Juanno 2015: 460-461. Η Juanno σημειώνει ακόμη αναφορές της λατινικής γραμματείας στο μοτίβο της ανάληψης αυτοκρατόρων, όπως του Νέρωνα, του Σεπτίμιου Σεβήρου, του Ιουλιανού. 397

Η εικονογραφία αυτή με τον αυτοκράτορα στο τέθριππο εξαφανίζεται τελικά στο Βυζάντιο σταδιακά μεταξύ του 4ου και 7ου αιώνα (Juanno 2015 (2002): 594). Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως πιθανόν ως αντικατάσταση της εικόνας αυτής του αυτοκράτορα εν δόξη να κάνει αργότερα την εμφάνισή του η ανάληψη του Αλέξανδρου με τους γρύπες. 398

Ο Τριβυζαδάκης σημειώνει ενδεικτικά παράσταση άρματος Έκτορα από μελανόμορφη υδρία του ζωγράφου του Λονδίνου Β76 (μέσα 6ου π.Χ.) και την παράσταση του άρματος του Πλούτωνα και της Περσεφόνης από το ερεισινωτό του θρόνου στον τάφο της Ευριδίκης στη Βεργίνα λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Από τη ρωμαϊκή τέχνη επισημαίνει μια μετωπική παράσταση άρματος νικητή αρματοδρομίας, στα μέσα του 4 ου αιώνα μ.Χ. (σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, Τριβυζαδάκης 2005: 104106). Ένα από τα πολλά παραδείγματα ουράνιας πτήσης του ανίκητου Ήλιου (Sol Invictus) στη ρωμαϊκή τέχνη αποτελεί η ψηφιδωτή απεικόνιση σε δάπεδο ρωμαϊκής έπαυλης που αποκαλύφθηκε στο Munster – Sarmsheim της Ρηνανίας (μέσα 3ου αιώνα μ.Χ., εικόνα 35). Στην ψηφιδωτή αυτή παράσταση, -σήμερα στο Landesmuseum Bonn - απεικονίζεται μετωπικά ο Ήλιος με χλαμύδα και σκήπτρο (ή καμτσίκι) στο δεξί χέρι μέσα σε τέθριππο άρμα με τα άλογα συμμετρικά τοποθετημένα εκατέρωθεν του άρματος και ανασηκωμένα στα πίσω πόδια σε μια στάση ανόδου προς τον ουρανό, ενώ περιμετρικά αναπαρίσταται ο ζωδιακός κύκλος. Σώζονται ακόμα παρόμοιες απεικονίσεις και σε άλλα ρωμαϊκά ψηφιδωτά, αλλά και σε ρωμαϊκά ανάγλυφα και δαχτυλιόλιθους (χωρίς το ζωδιακό κύκλο). Βλέπε αναλυτικά τη μελέτη – διατριβή του Steven Ernst Hijmans, The Sun in the Art and Religions of Rome, Rijksuniversiteit Groningen, 2009 από τη διέυθυνση http://irs.ub.rug.nl/ppn/321539664 (ανάκτηση 30.8.2013). Όσον αφορά ακριβώς το δίτροχο άρμα του Αλέξανδρου, η μετωπική και εραλδική απεικόνισή του αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να αναζητηθούν πρότυπα και στην τέχνη της ανατολής, στα οποία υπάρχει πάλι συσχέτιση με θεότητες. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, το μοτίβο φαίνεται πως πέρασε στη ρωμαϊκή τέχνη με την απεικόνιση του θεού Ήλιου, αργότερα της αποθεώσεως των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και κατέληξε στο μοτίβο της ανάληψης του Αλέξανδρου (Ορλάνδος 1954: 285, Τριβυζαδάκης 2005: 104-105, Paribeni 2006: 81). Χαρακτηριστικό είναι ένα μετάλλιο του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β΄ (4 ος αιώνας μ.Χ.), στο οποίο ο 399

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

290

σημαντικότερο μάλιστα από αυτά και απόλυτα σχετικό με την ανάληψη του Αλέξανδρου, ήταν μια απεικόνιση του ίδιου του Αλέξανδρου αμέσως μετά το θάνατό του, στη μνημειώδη νεκρική άμαξα που μετέφερε το σώμα του από τη Βαβυλώνα στον τελικό προορισμό ταφής του, που κατέληξε τελικά να είναι η Αλεξάνδρεια. Την περιγραφή αυτού του μοναδικού έργου τέχνης μας δίνει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης,400 γύρω στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. Αυτός περιγράφει την πολυτελή άμαξα, που έφερε ολόχρυση και πολυποίκιλτη αρχιτεκτονική και γλυπτική σύνθεση, ένας ουσιαστικά κινούμενος μακεδονικός τάφος με πολλά κοινά στοιχεία στη μορφολογία με τους μακεδονικούς τάφους, όπως τους γνωρίζουμε από τις ανασκαφές στη μακεδονική γη, για παράδειγμα η σαμαρωτή στέγαση, οι ιωνικοί κίονες και οι ζωοφόροι με ζωγραφικές παραστάσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωριστή θέση κατέχει αυτή του ίδιου του Αλέξανδρου, μέσα σε άρμα να κρατά σκήπτρο και να περιστοιχίζεται από Μακεδόνες και «μηλοφόρους» Πέρσες πεζούς στρατιώτες. Επομένως, ο πρώτος θνητός ηγεμόνας που απεικονίστηκε σε άρμα «εν δόξη» στην ελληνορωμαϊκή τέχνη ήταν ο αυτοκράτορας εικονίζεται σε τέθριππο άρμα σε θριαμβευτική στάση, να υψώνει το δεξί χέρι σε χαιρετισμό και να κρατά τη σφαίρα της οικουμένης στεφανούμενος από Νίκες αλλά και με φωτοστέφανο, όλα συμβολισμοί θριάμβου και κοσμοκρατορίας. (Gavalaris 1989: 16, εικόνα σελ. 76). Μια παράλληλη εξέλιξη της παράστασης αυτής που φτάνει και στο Βυζάντιο είναι αυτή του νικητή αρματηλάτη μέσα σε τέθριππο άρμα, έτσι όπως τη βλέπουμε να αποτυπώνεται σε δύο βυζαντινά υφαντά, σε ένα αλεξανδρινό του 7ου αιώνα (στο Μουσείο Pare du Cinquanlenaire στις Βρυξέλλες) και σε ένα του τέλους 8ου με αρχές 9ου αιώνα (Aachen, Domschatzkammer). Στην πρώτη περίπτωση ο αφηρωισμένος ηνίοχος με στέμμα στην κεφαλή κρατά σκήπτρο και σφαίρα υψωμένα ψηλά – άρα πρόκειται πιθανόν για τον ίδιο τον αυτοκράτορα - τα τέσσερα άλογα απεικονιζόμενα σε προφίλ ¾ ανασηκώνονται στα πίσω τους πόδια, σαν να είναι έτοιμα να απογειωθούν και δύο φτερωτοί άγγελοι –μετεξέλιξη Νικών – περιστοιχίζουν τον αρματηλάτη (εικόνα 36 από Migeon 1909: 17, 21 και Loomis 1918 σε Lees 2010: 8, που όμως λανθασμένα ο τελευταίος ταυτίζει την παράσταση με ανάληψη του Αλέξανδρου και μάλιστα αναφέρει τα 4 άλογα ως…γρύπες!). Στη δεύτερη ο αρματηλάτης, σε τέθριππο κατενώπιον, περιστοιχίζεται από δύο βοηθούς, που του προσφέρουν στεφάνι και μαστίγια (Stauffer 2010: 168-169). Επομένως, η ήδη πλούσια βυζαντινή εικονογραφική παράδοση σε παρόμοια μοτίβα έφερε τελικά και την παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου σε άρμα. Άλλωστε, και στη βυζαντινή υμνογραφία των αρχών του 9ου αιώνα καταγράφεται αναφορά στο άρμα του Ήλιου. Συγκεκριμένα, ο Ιωάννης Γεωμέτρης, σε ποίημα που σώζεται χωρίς επικεφαλίδα, γράφει χαρακτηριστικά: Ἐν σοί δε λαμπτήρ ἀρετῶν ἄρμα βλέπω / ὡς ἡλίου τέθριππον ἅλλο πυρφόρον, / ἰσοζύγως ἀστράπτον, ἤ μᾶλλον στέφος / ἐκλάμπον ὤσπερ ισοτίμοις μαργάροις (Migne 1863 Γ: 946). Τέλος και ο Θεοφύλακτος, Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, κατά τα τέλη του 11ου αιώνα, στο έργο του Παιδεία Βασιλική, που αποτελεί ένα Κάτοπτρο Ηγεμόνος με το οποίο απευθύνεται στον Κωνσταντίνο Δούκα, χρησιμοποιεί ένα ρητορικό σχήμα με αναφορά στο «πτερωτό άρμα των φίλων» του αυτοκράτορα, προκειμένου να τονίσει την αξία της φιλίας για έναν ηγεμόνα (PG 126: 276). Διόδωρος ο Σικελιώτης, 18.26. Βλέπε και Stewart 1993: 216-225 για μια απόπειρα ερμηνείας της κατασκευής και των παραστάσεων –συμβολισμών της. 400

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

291

ίδιος ο Αλέξανδρος. Ο Stewart μάλιστα τονίζει πως η απεικόνιση του Αλέξανδρου, απεικόνιση βασιλικού μεγαλείου και εξουσίας, θα πρέπει να ήταν μετωπική, όπως τη γνωρίζουμε και από τη ζωγραφική απεικόνιση του Πλούτωνα και της Περσεφόνης σε άρμα στο ερεισινωτό του θρόνου από τον τάφο της Ευριδίκης στη Βεργίνα (Stewart 1993: 219) και όπως βέβαια τη γνωρίζουμε από τα ποικίλα μεταγενέστερα παραδείγματα απεικονίσεων Ρωμαίων αυτοκρατόρων και Sol Invictus (βλέπε υποσημειώσεις 397-399). Συνεπώς, καθότι ο Αλέξανδρος υπήρξε πρότυπο ηγέτη τόσο για τους Ρωμαίους όσο και για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες αλλά και εικονιστικό πρότυπο για τους Ρωμαίους, τελικά κατέληξε να απεικονίζεται και στη βυζαντινή τέχνη ως βυζαντινός αυτοκράτορας και καθιερώθηκε η σκηνή της ανάληψης μέσα σε άρμα «εν δόξη» για να προπαγανδίσει την ιδέα της «ελέω θεού» μοναρχίας, μόνο που αυτή τη φορά το πεδίο δεν ήταν η γη αλλά ο ίδιος ο ουρανός. Επομένως, είναι στο Βυζάντιο που τελικά ο Αλέξανδρος θα γνωρίσει την πραγματική αποθέωση! Φαίνεται μάλιστα πως η αυτόνομη εμφάνιση του θέματος στη βυζαντινή τέχνη κατά το 10ο αιώνα συνδέεται μάλλον με την πολιτική προπαγάνδα της μακεδονικής δυναστείας, αρχής γενομένης με το Βασίλειο Α΄, για τον οποίο άλλωστε, όπως είδαμε, προπαγανδιζόταν η καταγωγή του από τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Η εικονογραφική ταύτιση Αλέξανδρου –βυζαντινού αυτοκράτορα παρουσιάζει το δεύτερο ως απόγονο του πρώτου, κατοχυρώνοντας έτσι τη νομιμότητα της απολυταρχικής εξουσίας του έναντι σφετεριστών αλλά και έναντι των υπηκόων του (Τριβυζαδάκης 2005: 85-88, 108). Παράλληλα, δημιουργεί ένα πολύ ισχυρό, ακατανίκητο συμβολισμό ισχύος με τεράστιο ιστορικό βάρος, χρήσιμο στις συγκρούσεις της αυτοκρατορίας με τους πολλαπλούς εξωτερικούς εχθρούς της. Η αντίστοιχη παράσταση βέβαια αποτυπώθηκε στη βυζαντινή τέχνη ακριβώς επειδή ο μύθος του Αλέξανδρου ήταν αρκετά οικείος και αναγνωρίσιμος. Στην παράσταση ενσωματώνεται η ιδέα της σωτηρίας μέσω της πίστης και ταυτόχρονα διατηρείται και ο αποτροπαϊκός χαρακτήρας του «Αλέξανδρου –Προστάτη», ενισχυμένος και από την παρουσία των γρυπών που τον περιστοιχίζουν (Рыбаков 1987, Zalessskaya 2012: 231). Παράλληλα, η παράσταση αυτή συμβολίζει γενικότερα τη νίκη, το θρίαμβο και την αποθέωση της οικουμενικής εξουσίας των βυζαντινών αυτοκρατόρων, οπωσδήποτε από την εποχή των Μακεδόνων αυτοκρατόρων και μετά, οι οποίοι, όπως είδαμε, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως διαδόχους του Αλέξανδρου. Επιπλέον, η παράσταση αυτή μπορεί ακόμα να θεωρηθεί ως εικονογραφική έκφραση της έντονης επιθυμίας του μεσαιωνικού ανθρώπου για τον παράδεισο ή ακόμα και ως συμβολισμός της ευλογίας που απολαμβάνει όντας στον παράδεισο. Συν τοις άλλοις, οπωσδήποτε το επεισόδιο και η αναπαράσταση της ανάληψης – με το ανθρωπόμορφο πουλί να προειδοποιεί τον Αλέξανδρο για τα όριά του – αποδίδει και τα όρια ενός χριστιανού ήρωα, που είναι αυτά που έθεσε ο Θεός. Τα τυπικά εικονογραφικά

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

292

χαρακτηριστικά της ανάληψης στη βυζαντινή τέχνη είναι μετωπική απεικόνιση του Αλέξανδρου στο κέντρο της παράστασης και η συμμετρική, εκατέρωθέν του τοποθέτηση των όρνεων –γρυπών, των τροχών του άρματος και των κονταριών (όπου είναι δύο). Γιατί όμως στη βυζαντινή τέχνη δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην εναλλακτική απεικόνιση των γρυπών αντί των μεγάλων όρνεων; Πέρα απ’ όσα ήδη επισημάνθηκαν, ίσως η απάντηση να κρύβεται και στον ιδιαίτερο συμβολισμό που είχαν αυτά τα όντα για τους βυζαντινούς, τα αποκαλούμενα και ἱππαλεκτρύονες από αυτούς, καθότι αποτελούσαν σύμβολα της διπλής φύσης του Χριστού401 (επομένως του ίδιου του Χριστού) ή ακόμα και της μετά θάνατον μεταφοράς στους ουρανούς, μια αντίληψη που, με βάση την ερμηνεία των αρχαίων παραστάσεών τους σε ταφικά σύνολα που αναφέρθηκε λίγο παραπάνω, ίσως να αποτελεί συνέχεια ακριβώς μιας αρχαίας αντίληψης. Γι’ αυτό και απεικονίζονται και ως φύλακες τάφων σε υστεροβυζαντινά ταφικά μνημεία402 (Ορλάνδος 1954: 285, Рыбаков 1987, Gavalaris 1989: 16, Μπακούρου 2001:52-53, Μανωλέσσου 2011: 106, Paribeni 2006: 81,Чумакова 2014: 104). Επιπλέον, υπάρχουν στοιχεία, όπως απεικονίσεις βυζαντινών αυτοκρατόρων και ανώτερων αξιωματούχων, που αποδεικνύουν ότι οι γρύπες κατά τη μακεδονική δυναστεία κι εξής είχαν αποκτήσει ξανά το συμβολισμό που είχαν και κατά τους αιώνες του μυκηναϊκού ελληνισμού, δηλαδή είχαν γίνει πάλι σύμβολα βασιλικής εξουσίας και ισχύος. Επομένως, η παρουσία τους στην απεικόνιση του Αλέξανδρου ως βυζαντινού αυτοκράτορα συμβολίζει την αυτοκρατορική εξουσία, καθαγιάζει την όλη παράσταση και προσφέρει στο απεικονιζόμενο πρόσωπο ενισχυμένη θεϊκή αποδοχή και προστασία από τον ίδιο το Γιο του Θεού, προστασία που μεταφέρεται κατά συνέπεια και στο οικουμενικό βασίλειο που ο Αλέξανδρος -αυτοκράτορας εκπροσωπεί. Έτσι, η αρχαία εξίσωση του Υιού και του Θεού έρχεται και συμπληρώνεται στο Βυζάντιο και νοηματοδοτείται εκ νέου από το μεσαιωνικό ελληνικό πνεύμα ως εξής:

Είναι χαρακτηριστικό πως σε μια σπάνια παράσταση από ρωσικό εκκλησιαστικό σκεύος του 15 ου αιώνα (1486) αναπαρίσταται ο Χριστός εν δόξη περιστοιχιζόμενος από δύο γρύπες, ένας ομολογουμένως περίεργος, αγένειος Χριστός, με νεανικό πρόσωπο και φουντωτά μακριά μαλλιά! 401

Η Juanno σημειώνει πως ήδη από την αρχαιότητα οι εικόνες ανύψωσης ενός νεκρού πάνω σε φτερωτό ζώο ή γρύπα που απαντώνται σε νεκρικά συμφραζόμενα συμβολίζουν τη νίκη του νεκρού επί του θανάτου (Juanno 2015 (2002): 461). 402

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

Απόλλων – Ζευς

293







Αλέξανδρος – Άμμων → φως, βασιλεία ουρανών403 ↓



Χριστός – Θεός ↗ Κατά συνέπεια, μια ερμηνεία που μπορεί να δοθεί, είναι ότι ο ενδιάμεσος Αλέξανδρος γίνεται ακριβώς ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην πατροπαράδοτη θρησκεία των Ελλήνων του Απόλλωνα και του Δία και στη νέα του χριστιανισμού και πιθανόν καί γι’αυτό το λόγο η παράσταση της ανάληψης υπήρχε στις προσόψεις των βυζαντινών εκκλησιών,404 για να γεφυρώνει θριαμβευτικά το παλιό με το νέο, εξασφαλίζοντας τη συνέχεια πίστης, συμβόλων και αντιλήψεων. Ένα άλλο στοιχείο της απεικόνισης της ανάληψης που θέλει προσοχή, είναι αυτό των κονταριών με το συκώτι – δόλωμα για να πετάξουν οι γρύπες /πουλιά ψηλά. Σε ορισμένες παραστάσεις η απεικόνιση των κονταριών με το κρέας στις απολήξεις τους είναι ξεκάθαρη (π.χ. βλέπε παρακάτω το ανάγλυφο από το ναό του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, το ανάγλυφο από το Μυστρά κ.λπ.). Σε άλλες παραστάσεις όμως, ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται να κρατά κάτι που μοιάζει περισσότερο με σκήπτρο (βλέπε παρακάτω το στέμμα από την Ουκρανία, το θραύσμα αγγείου από την Αθήνα, το ασημένιο κύπελλο του Μουσείου Ερμιτάζ κ.α.). Με την απεικόνιση του σκήπτρου στα χέρια του Αλέξανδρου έχουμε ένα ξεκάθαρο συμβολισμό της βυζαντινής αυτοκρατορικής εξουσίας διαμέσου του Μακεδόνα βασιλιά, του κυρίαρχου του κόσμου. Η ταύτιση του αντικειμένου μάλιστα με σκήπτρο ενισχύεται από παρόμοιες απεικονίσεις σκήπτρων στα χέρια βυζαντινών αυτοκρατόρων σε νομίσματα και άλλες παραστάσεις. Για παράδειγμα, σε μαρμάρινο κυκλικό tondo που βρίσκεται σήμερα στη συλλογή του Dumbarton Oaks της Ουάσινκτον, απεικονίζεται ανάγλυφη μορφή βυζαντινού αυτοκράτορα, πιθανόν του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού, να κρατά τη σφαίρα της οικουμένης με σταυρό ως επίστεψη στο ένα χέρι και μακρύ σκήπτρο, που απολήγει σε Τον παραλληλισμό αυτόν πρώτος τον έκανε ο Рыбаков, ο οποίος ωστόσο στις παρατηρήσεις του για τα βυζαντινά στέμματα που βρέθηκαν στην Ουκρανία (βλέπε παρακάτω) απέφυγε να κάνει την παραμικρή αναφορά στη βυζαντινή προέλευσή τους και προσπάθησε να συσχετίσει την κεντρική παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου με τον…Νταζμπόγκ, τον αντίστοιχο ηλιακό θεό των Σλάβων, στηριζόμενος στα εικονιστικά μοτίβα των ενδυμάτων του Αλέξανδρου αλλά και των σωμάτων των γρυπών και θεωρώντας τα στέμματα της Ουκρανίας…σλαβικής προέλευσης. 403

Από τις βυζαντινές εκκλησίες το μοτίβο της ανάληψης του Αλέξανδρου θα διασπαρεί και στους τοίχους των εκκλησιών…του κόσμου, σε ανατολή και δύση (Ρωσία, Γεωργία, Ιταλία κ.α., βλέπε το κεφάλαιο 5. Ο Αλέξανδρος στις παραδόσεις άλλων ιστορικών λαών). ). 404

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

294

ορθογώνιο διάχωρο κοσμημένο με πολύτιμους λίθους, μια μορφή σκήπτρου (το αποκαλούμενο με μορφή λαβάρου) που εμφανίζεται πολύ συχνά στην βυζαντινή εικονογραφία των αυτοκρατόρων από τον 11ο αιώνα και μετά (Γκιολές 2001: 66, 74), όπως ακόμα και στα νομίσματα του Μιχαήλ Ζ΄ (1067-1078). Υπάρχει όμως και μια ακόμα ερμηνεία του αντικειμένου αυτού, που μας οδηγεί ωστόσο στο ίδιο αποτέλεσμα: σύμφωνα με αυτήν, αυτό που φαίνεται ως σκήπτρο είναι ένα ραβδί με πτερύγια, που χρησιμοποιούσαν κυνηγοί προκειμένου να τραβήξουν πίσω σ’ αυτούς τα κυνηγετικά γεράκια μετά το κυνήγι τους405. Δεδομένου του ότι το κυνήγι υπήρξε επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, προνόμιο βασιλιάδων – και του ίδιου του Αλέξανδρου - και σύμβολο επίσης της βασιλικής εξουσίας (βλέπε και Paribeni 2006: 76), η ερμηνεία αυτή του αντικειμένου θα μας οδηγούσε στον ίδιο συμβολισμό, δηλαδή της αποθέωσης της βασιλικής εξουσίας, μια και το ραβδί αυτό εδώ χρησιμοποιείται από τον Αλέξανδρο / βυζαντινό αυτοκράτορα προκειμένου να ωθήσει τους γρύπες /πουλιά στην κατάκτηση των ουρανών. Μέσω της βυζαντινής τέχνης, η παράσταση αυτή αντιγράφτηκε και από καλλιτέχνες άλλων λαών, ώστε σήμερα να σώζονται δείγματά της από την Αγγλία, την Ισπανία, τη Γαλλία την Ιταλία ως τη Ρωσία και τη Γεωργία. Διαδεδομένη υπήρξε και η αντίστοιχη εικονογράφηση του επεισοδίου στα χειρόγραφα του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου σε άλλες γλώσσες, που αποτελούσαν μεταφράσεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά ή τα λατινικά406.

Βλέπε μια ανάλογη παράσταση έφιππου κυνηγού με την ίδια ερμηνεία του αντικειμένου σε εφυαλωμένο αγγείο των αρχών του 13ου αιώνα στο: Eunice Dauterman Maguire, Bowl fragment with Horse and Rider, cat. n. 268, λήμμα στον κατάλογο της έκθεσης “The Glory of Byzantium. Art and Culture of the Middle Byzantine era A.D. 843-1261” New York, Metropolitan Museum of Art, 11.3.-6.6. 1997, επιμέλεια έκδοσης από H.C. Evans, W.D. Wixom, New York, 1997, σελ. 401. 405

406

Για την παράδοση του Αλέξανδρου σε άλλους ιστορικούς λαούς βλέπε κεφ. 5.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

295

3.5.3. Αναπαραστάσεις της Ανάληψης του Αλέξανδρου στη βυζαντινή τέχνη Πολλές και ποικίλες είναι οι αναπαραστάσεις της ανάληψης στη βυζαντινή τέχνη. Ένα μαρμάρινο βυζαντινό ανάγλυφο της ανάληψης έχει εντοπιστεί στη Θήβα (σήμερα στο μουσείο Θηβών) και χρονολογείται στα τέλη 10ου με αρχές 11ου αιώνα ή κατά τη Μανωλέσσου αργότερα, στο 12ο ή το αργότερο στις αρχές του 13ου αιώνα (εικόνα 37)407. Παρόλο που είναι αποσπασματική, η διατήρηση του αναγλύφου μας επιτρέπει να καταλάβουμε ότι ήταν μεγάλων διαστάσεων. Ο Αλέξανδρος εικονίζεται ως βυζαντινός αυτοκράτορας, χειριδωτό χιτώνα και θώρακα με ψηλό περιλαίμιο και ευθύ και στενό στέμμα στο κεφάλι με τρία κοσμήματα μορφής επάλξεων και πρεπενδούλια408. Ακόμα φέρει φτερά σαν Αρχάγγελος, στοιχείο που είναι μοναδικό σε όλες τις ανάλογες απεικονίσεις του στις παραστάσεις της ανάληψης. Ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται έτσι πιθανόν και ως μορφή που στρώνει το δρόμο για την έλευση του Χριστού, σύμφωνα και με το κείμενο της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης: «Ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελον μου και επιβλέψαι οδόν προ προσώπου μου». Ας σημειωθεί πως η μόνη μορφή ακόμη που στην ορθόδοξη εικονογραφία απεικονίζεται με φτερά αγγέλου είναι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο «μόνος επί γης ενσώματος άγγελος», σύμφωνα με το Σωφρόνιο Ιεροσολύμων (Διαλεκτόπουλος 2015: 57). Ο Αλέξανδρος της παράστασης φέρει ακόμη ένα δόρυ στο χέρι με ένα μικρό ζώο -δόλωμα στο άκρο του, στοιχείο που είναι πιο κοντά στη Διήγηση του Αλέξανδρου, ενώ συνήθως στις απεικονίσεις έχουμε δύο. Η γενική απόδοση της μορφής παρουσιάζει σχηματοποίηση. Η ζεύξη των γρυπών στο ανάγλυφο των Θηβών είναι πιο κοντά στη Διήγηση, αφού τους παρουσιάζει ζεμένους στον τράχηλο οριζοντίως με ξύλινο ζυγό. Η ανάγλυφη παράσταση χαρακτηρίζεται από ισορροπία στη σύνθεση αλλά και κάποια αφέλεια στο σχέδιο (Ορλάνδος 1954: 285-289, Τριβυζαδάκης 2005: 40, Μανωλέσσου 2011: 105-107, 266-267). Ένα ακόμα μαρμάρινο ανάγλυφο της ανάληψης του Αλέξανδρου προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη (10ος-11ος ή 12ος-13ος αιώνας, σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο Κωνσταντινούπολης). Το ανάγλυφο αυτό ήταν πρώτα αφημένο σε μια γωνιά του εσωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας, στοιχείο που υποδηλώνει πως ίσως αρχικά υπήρξε Η χρονολόγηση της Μανωλέσσου στηρίζεται στα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του αναγλύφου καθώς και στη συγκριτική συνεξέτασή τους με άλλα βυζαντινά ανάγλυφα από τις Θήβες (Μανωλέσσου 2011: 106-107). 407

Τα πρεπενδούλια είναι δύο ζευγάρια ορμαθών από μαργαριτάρια με ένα μεγάλο στην άκρη τα οποία κρέμονται από το διάδημα ή στέμμα. Εμφανίζονται προς το τέλος του 4 ου αιώνα ως στοιχείο του διαδήματος και από τον 6ο αιώνα το μήκος τους φτάνει μέχρι το λαιμό. Από τον πρώιμο 10ο αιώνα συνήθως απολήγουν σε τρία μαργαριτάρια που σχηματίζουν τρίβυλλο (Γκιολές 2001: 70) που είναι ακριβώς και η περίπτωση των απεικονίσεων του Αλεξάνδρου, σε όσες από τις βυζαντινές παραστάσεις του εμφανίζεται να φέρει στέμμα με πρεπενδούλια. 408

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

296

διακοσμητικό στοιχείο αυτού του ναού. Στο ανάγλυφο ο Αλέξανδρος απεικονίζεται και πάλι ως βυζαντινός αυτοκράτορας, με μακριά κόμμωση και διάλιθο στέμμα στην κεφαλή, τραχηλέα στο λαιμό, λώρους409 στο στήθος και τέλος μακριές, κολλητές χειρίδες στα μπράτσα, όλα με οπές, στις οποίες πιθανότατα έμπαιναν ένθετοι πολύτιμοι λίθοι και μαργαριτάρια, (τετράγωνο σχήμα για τους πολύτιμους λίθους, κυκλικό για τα μαργαριτάρια, βλέπε εικόνα 38). Ο Αλέξανδρος είναι πάνω σε δίτροχο άρμα με καμπύλη άντυγα, το οποίο τραβούν προς τον ουρανό δύο συμμετρικά εικονιζόμενοι γρύπες (Ορλάνδος 1954: 286-289). Ωστόσο το εντυπωσιακό στοιχείο εδώ είναι πως ο Αλέξανδρος μάλλον δεν κρατά κοντάρια με δόλωμα στα χέρια του, αλλά μικρά σκήπτρα, σύμβολα της βασιλικής εξουσίας, αλλά και ενδεχομένως κάτι περισσότερο: αποτελούν συμβολισμό ότι ο Αλέξανδρος – βυζαντινός αυτοκράτορας δε χρειάζεται το τέχνασμα με το δόλωμα στους γρύπες για να ανέλθει στους ουρανούς (αποθέωση της κοσμικής εξουσίας του) - αυτό το εξασφαλίζει με τα σκήπτρα του και μόνο, τα σύμβολα της ισχύος του. Το πιο γνωστό και εντυπωσιακό βυζαντινό ανάγλυφο της ανάληψης του Αλέξανδρου βρίσκεται εντοιχισμένο στη βόρεια εξωτερική όψη του ναού του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, χρονολογείται το 12ο αιώνα και υπήρξε λάφυρο των βάρβαρων σταυροφόρων από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204410 (Βακαλόπουλος 2008: Ο λώρος είναι ένα πολυτελές χρυσοΰφαντο ύφασμα με τη μορφή μιας μακριάς, ίσου πλάτους ταινίας μήκους ως και τρία μέτρα, που αποτελούσε μετεξέλιξη της ρωμαϊκής toga. Η toga mέχρι και τον 6ο αιώνα φοριόταν ως επίσημο τελετουργικό ένδυμα μόνο από τους υπάτους. Από τον 6 ο αιώνα καταργείται ο θεσμός της υπατείας και η toga μετονομάζεται σε λώρο, ο οποίος αποτελεί πλέον αποκλειστικά επίσημο αυτοκρατορικό ένδυμα, κατάκοσμο με πλήθος βαρύτιμων λίθων και μαργαριταριών (Γκιολές 2001: 68). 409

Το συγκεκριμένο ανάγλυφο τοποθετήθηκε όχι τυχαία στο ναό του Αγίου Μάρκου της Βενετίας: ο ναός αυτός υπήρξε το σύμβολο της γαληνοτάτης δημοκρατίας και σε αυτόν κυρίως οι Βενετοί σταυροφόροι μετέφεραν τα λάφυρα που άρπαξαν από τη λεηλατημένη Κωνσταντινούπολη, έτσι ώστε ο ναός αυτός, ως σήμερα, να στέκεται και ως διαχρονικό σύμβολο της ανόσιας λεηλασίας του 1204. Το ανάγλυφο του Αλέξανδρου, οι υπόλοιποι θησαυροί (ανάμεσά τους τα περίφημα αρχαία μπρούτζινα άλογα) και άλλα αντικείμενα κύρους, σύμβολα του νικημένου εχθρού, δηλαδή του μεσαιωνικού ελληνισμού, ενσωματώθηκαν στον Άγιο Μάρκο προκειμένου να καταστήσουν περιφανή τη νίκη των Βενετών, ιδιαίτερα το ανάγλυφο του Αλέξανδρου, καθότι αυτός υπήρξε πρότυπο των βυζαντινών αυτοκρατόρων και σύμβολο της αποθέωσης της βυζαντινής κοσμικής εξουσίας, όπως ήδη επισημάνθηκε. Άλλωστε με την εντοίχιση του αναγλύφου του Αλέξανδρου στο ναό – σύμβολο της Βενετίας ο Μακεδόνας βασιλιάς καθίσταται πλέον προστάτης της πόλης, όπως ακριβώς συνέβη και στην αρχαιότητα, με τα δεκάδες κλεμμένα αγἀλματα του Αλέξανδρου από την Ελλάδα και την τοποθέτησή τους σε περίοπτες θέσεις της Ρώμης από τους Ρωμαίους ηγήτορες. Όσο για την άλωση του 1204, υπήρξε καταλυτικό γεγονός για την ιστορία του ελληνισμού: ο ελληνισμός από τότε έχασε την πρωτοπορία και βρέθηκε σε υποδεέστερη θέση σε σύγκριση με την Εσπερία (δύση), με αποτέλεσμα μια διαχρονική σχέση εξάρτησης και υποτέλειας στις δυτικές χώρες, που κρατά ως τις μέρες μας. 410

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

297

57-58, βλέπε εικόνα 39). Το συγκεκριμένο ανάγλυφο μοιάζει πολύ τεχνοτροπικά με το ανάγλυφο της Κωνσταντινούπολης (Форкони 2008:119). Απεικονίζεται ο Αλέξανδρος, ως βυζαντινός αυτοκράτορας, αγένειος με κοντό μαλλί να φέρει ημισφαιρικό στέμμα (καμηλαύχιον411) με πρεπενδούλια και ενδυμασία με βασιλικό μανδύα και δύο λώρους χιαστί στο θώρακα. Στέκεται πάνω στο δίτροχο άρμα και κρατά κοντάρια με λαγούς ως δολώματα στις απολήξεις τους, προς τους οποίους στρέφονται οι γρύπες (οι οποίοι είναι ζεμένοι με δερμάτινους ιμάντες) σε μια κίνηση προς τα πάνω, τραβώντας τον Αλέξανδρο στον ουρανό. Πρόκειται για ανάγλυφο καλά σχεδιασμένο, που χαρακτηρίζεται από εκλέπτυνση, πλαστικότητα, ευκινησία καθώς και φυσικότητα στις αναλογίες και στην απόδοση των μορφών, για ένα ανάγλυφο που καλλιτεχνικά υπερέχει όλων των υπολοίπων. Μαζί με αυτό, πάλι στη βόρεια εξωτερική όψη του ναού του Αγίου Μάρκου, βρίσκονται μαρμάρινα κυκλοτερή ανάγλυφα με παραστάσεις αετών και ζώων που συμπλέκονται, επίσης λάφυρα από την Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται προφανώς για αρχικά συνανήκοντα ανάγλυφα, που θα σχημάτιζαν ένα μεγάλο σύνολο μαζί με την παράσταση της Ανάληψης του Αλέξανδρου σε κάποια πρόσοψη κτηρίου στην Κωνσταντινούπολη, ενδεχομένως ναού (Ορλάνδος 1954:285-289, Steppen 2000: 88, Τριβυζαδάκης 2005: 38). Ελληνικά μεσαιωνικά ανάγλυφα της ανάληψης του Αλέξανδρου εντοπίζονται και στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στο Μυστρά και στη μεσσηνιακή Μάνη. Το ανάγλυφο της Μάνης χρονολογείται στους μεσοβυζαντινούς χρόνους (11 ος -12ος αιώνας) και αποτελεί επαρχιακό –λαϊκό έργο πάνω σε αρχαία στήλη εντοιχισμένη στο ναό του Αγίου Ιωάννη της Τραχήλας. Πρόκειται για μια έντονα σχηματοποιμένη και αφαιρετικά εγχάρακτη αναπαράσταση της ανάληψης, στην οποία πιο ευδιάκριτοι είναι οι δύο γρύπες, ενώ από τον Αλέξανδρο αποδίδεται εντελώς σχηματικά το περίγραμμα του προσώπου του με ένα στέμμα στο κεφάλι (εικόνα 40). Επιπλέον και η άντυγα του άρματος συγχωνεύεται ουσιαστικά με τα δύο κοντάρια που κρατά ο Αλέξανδρος και η όλη παράσταση συμπληρώνεται στο κάτω τμήμα της από ρομβοειδή διάχωρα412. Ένα δεύτερο ανάγλυφο της ανάληψης εντοπίστηκε στην ανατολική πρόσοψη της Το καμηλαύχιον ή καμελαύχιον ήταν ένας τύπος στέμματος που εμφανίστηκε στη βυζαντινή τέχνη κατά την εποχή των Κομνηνών, με την πρώτη περιγραφή του να μας τη δίνει η Άννα Κομνηνή. Πρόκειται για πλατιά ισοϋψή στεφάνη με τέσσερις σειρές μαργαριτάρια, ένα τετράγωνο μετωπικό κόσμημα με πολύτιμες πέτρες και επίστεψη από ημικυκλική προεξοχή με μαργαριτάρια και πολύτιμη πέτρα στο κέντρο καθώς και σταυρό (Γκιολές 2001: 72). 411

Κουρσούμης 2009: 179-181. Ο Κουρσούμης βέβαια θεωρεί πως εικονίζεται σχηματικά το χέρι του Αλέξανδρου να ταϊζει τον αριστερό προς το θεατή γρύπα και πως ο γρύπας κρατά σπαθί που ακουμπά στο έδαφος. Πιστεύω πως η ερμηνεια αυτή πρέπει να απορριφθεί, καθώς είναι εντελώς ασυνήθιστη για τις απεικονίσεις της ανάληψης. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της πλήρους σχηματοποίησης της παράστασης, είναι ευκολότερο να εικάσουμε τη συγχωνευμένη απεικόνιση δοράτων και άντυγας άρματος. 412

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

298

μητρόπολης του Μυστρά, στο ναό του Αγίου Δημητρίου, ως τμήμα διακόσμησης μαρμάρινης πλάκας εντοιχισμένης δίπλα σε δίλοβο παράθυρο και πάνω ακριβώς από την αψίδα του ιερού. Το ανάγλυφο χρονολογείται από το Χατζηδάκη στο 10 ο -11ο αιώνα (ο οποίος, όμως, αναφέρεται αόριστα σε «ανάγλυφα ζώα») και είναι αρκετά φθαρμένο, καθώς από τη μορφή του Αλέξανδρου σώζεται ουσιαστικά μόνο ο θώρακάς του, ενώ οι στραμένοι προς αυτόν γρύπες παρουσιάζουν καλύτερη κατάσταση συντήρησης. Σύμφωνα πάντα με τη χρονολόγηση του Χατζηδάκη, η τοποθέτηση του ανσγλύφου σε εκείνο το σημείο του ναού θα πρέπει να έγινε κατά την πρώτη οικοδομική φάση του, μεταξύ 1263 -1272. Σε μια τέτοια περίπτωση, βέβαια, γεννιούνται ερωτήματα σχετικά με την πρώτη θέση του αναγλύφου, δεδομένης της πρωιμότερης χρονολόγησής του σε σχέση με το ναό, που δίνει ο ίδιος ερευνητής (εικόνα 41, Millet 1910: πίνακας 19.1, 20.1, 47.7, Χατζηδάκης 1995: 28-29, Κουρσούμης 2009: 180). Η παράσταση στο κάτω τμήμα της πλάκας είναι δυσερμήνευτη, πιθανόν, όμως, να αποδίδει τον Κέρβερο και το ρόπαλο του Ηρακλέους. Τέλος, ένα τρίτο ανάγλυφο προέρχεται επίσης από το Μυστρά και βρέθηκε ενσωματωμένο στο δάπεδο της εκκλησίας της Περίβλεπτου σε δεύτερη χρήση και χρονολογείται το 14ο αιώνα (εικόνα 42). Η αρχική χρήση του αναγλύφου θα πρέπει να ήταν ως διακοσμητική εντοιχισμένη πλάκα στην εξωτερική όψη του ναού, πάνω από κάποιο άνοιγμα. Εδώ ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται ημίσωμος και γενειοφόρος μέσα σε ένα καμπύλο κιβώτιο (ή άρμα) με διακόσμηση ελικοειδούς βλαστού, στο οποίο έχει ζέψει με ιμάντες δύο γρύπες, να κρατά δύο κοντάρια συμμετρικά, στις αιχμές των οποίων έχει μπήξει μικρά ζώα ως δόλωμα. Φέρει στην κεφαλή μικρό στέμμα με λοφία413 και έχει αυτοκρατορική στολή με λώρους χιαστί στο στήθος, που έχουν διακόσμηση με τρίφυλλα. Πρόκειται για ανάγλυφο μάλλον ντόπιου τεχνίτη που χαρακτηρίζεται από την επιπεδόγλυφη και εγχάρακτη τεχνική, η οποία ασκήθηκε στα βυζαντινά ανάγλυφα του γεωγραφικου χώρου της Ελλάδας από το 10ο ως και το 15ο αιώνα. Ο Χατζηδάκης σημειώνει πως η τεχνική και τα συνοδευτικά διακοσμητικά θέματα δείχνουν έντονη μουσουλμανική επίδραση και παρατηρεί πως το τραχύ βάθος στην παράσταση δείχνει ότι τα κενά ενδεχομένως να γέμιζαν με έγχρωμη ύλη (Ορλάνδος 1954: 285-289, Χατζηδάκης 1995: 32, Μπακούρου 2001: 52-53). Τα παραπάνω παραδείγματα αναγλύφων από το Μυστρά και τη Μάνη επιβεβαιώνουν την άποψη που θέλει τις αναπαραστάσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου να τοποθετούνται στις εξωτερικές όψεις των βυζαντινών εκκλησιών σε εγγύτητα με τα παράθυρα –ανοίγματα. Η τοποθέτηση αυτή θα πρέπει να ερμηνευτεί Το στοιχείο των λοφίων τονίζει περισσότερο τη στρατιωτική διάσταση της αναπαράστασης του Αλέξανδρου –αυτοκράτορα (βλέπε και Γκιολέ 2001: 72), κάτι που σίγουρα δεν είναι άσχετο με τις γενικότερες προκλήσεις πολιτικοστρατιωτικού χαρακτήρα που είχε να αντιμετωπίσει το Δεσποτάτο του Μυστρά κατά το 14ο αιώνα. 413

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

299

όχι μόνο σε ιδεολογικό (αυτοκρατορικό) –πατριωτικό πλαίσιο, αλλά κυρίως, ίσως, σε θρησκευτικό: η μορφή του Αλέξανδρου πιθανόν να συμβολίζει τελικά και την ανθρώπινη ψυχή και το πέταγμά της στον ουρανό, τη «θέωση του ανθρώπου», επομένως τον ίδιο το Θεάνθρωπο Χριστό. Παράλληλα, στο πλαίσιο του πολυσήμαντου της ελληνικής τέχνης, η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου διατηρεί τον ιδεολογικό της χαρακτήρα: στον ύστερο μεσαιωνικό κόσμο του Μυστρά, πάνω από μαρμάρινα λιοντάρια, κενταύρους, γρύπες κι άλλα σύμβολα της αρχαιοελληνικής παράδοσης, υπερίπταται ο αρχαίος βασιλιάς για να διαλαλήσει τη σύζευξη του παλιού και του νέου, ως επιστέγασμα της εθνικής αυτοσυνειδησίας που έχει επιτευχθεί και ως εχέγγυο δύναμης και αντίστασης στο νέο, επερχόμενο εξ Ανατολών εχθρό. Ένα ακόμη βυζαντινό ανάγλυφο με διαστάσεις 64 x 90 εκατοστά υπάρχει στη Μονή Δοχειαρίου του Αγίου Όρους, όπου είχε επαναχρησιμοποιηθεί στο καθολικό των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ ως θωράκιο (ποδιά) στο άνοιγμα του βόρειου χορού της μεταγενέστερης φάσης του ναού του 16ου αιώνα (εικόνα 43). Κι εδώ απεικονίζεται η άντυγα του άρματος χωρίς τους τροχούς. Ο Αλέξανδρος φορά χιτώνα με αυτοκρατορικό λώρο, φέρει διάλιθο στέμμα και κρατά δύο δόρατα με το δόλωμα στην άκρη414. Πάνω από τους γρύπες απεικονίζονται οι κεφαλές δύο λεόντων, σύμβολα της ισχύος του ηγέτη. Πρόκειται για έργο επαρχιακού εργαστηρίου, όχι με ιδιαίτερη επιμέλεια επεξεργασμένο - το ανάγλυφο είναι χαμηλό και επίπεδο και όλες οι σχεδιαστικές λεπτομέρειες αποδίδονται με εγχαράξεις. Η σύνθεση είναι βεβαίως έντονα συμμετρική με τονισμένο τον κατακόρυφο άξονα. Tα κοινά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει το ανάγλυφο αυτό, τόσο με το υπέρθυρο της δυτικής εισόδου όσο και με τα υπόλοιπα θωράκια στους χορούς του σημερινού καθολικού της Mονής Δοχειαρίου, δείχνουν ότι όλα προέρχονται από το ίδιο σύνολο και θα πρέπει να κοσμούσαν το παλαιό βυζαντινό καθολικό. Ο Ορλάνδος χρονολογεί το ανάγλυφο στον 10ο με 11ο αιώνα, κυρίως με βάση τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της απεικόνισης του στέμματος, ο Παζαράς επίσης στο 10ο -11ο με βάση παράλληλα από άλλα έργα της σύγχρονης βυζαντινής χρυσοχοΐας, εφυαλωμένης κεραμικής και γλυπτικής, ο Βολονάκης στον 11ο αιώνα αναφέροντας ότι προέρχεται από το παλιότερο μαρμάρινο τέμπλο του ναού, ο Τριβυζαδάκης αναφέρει ως χρονολογηση το 14ο αιώνα. Εφόσον δεχτούμε πως η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου υπήρξε σύμβολο της οικουμενικής εξουσίας της μακεδονικής δυναστείας, η τοποθέτηση του θωρακίου με την ανάληψη στο τέμπλο του πρώτου –βυζαντινού - ναού της Μονής Δοχειαρίου δείχνει την κωνσταντινουπολίτικη προέλευση των εμπνευστών της παράστασης και πιθανόν τη χρηματοδότηση του ναού από το περιβάλλον της αυλής. Όπως έχει Ωστόσο θα μπορούσαν να είναι και σκήπτρα ή ραβδιά με πτερύγια για την προσέλκυση των γρυπών, σύμφωνα με όσα σημειώθηκαν προηγουμένως (βλέπε το αμέσως προηγούμενο κεφάλαιο). 414

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

300

παρατηρηθεί, η απεικόνιση του θέματος μέσα σε ένα βυζαντινό ναό γίνεται προς σύγκριση με την ανάληψη του Κυρίου, προκειμένου να φανεί η διαφορά και η αδυναμία: ο Αλέξανδρος αναλήφθηκε στους ουρανούς με τέχνασμα και μόνο για λίγο, ο Θεάνθρωπος Χριστός αυτοδύναμα και αιώνια (Ορλάνδος 1954: 286-289, Παζαράς 1997: 242, Βολονάκης 1998: 13, Τριβυζαδάκης 2005: 55, Θεόκτιστος Δοχειαρίτης 2006: 98, Даркевич 2015: 88). Η ανάγλυφη μαρμάρινη πλάκα από τη Χαλκίδα της Εύβοιας αποτελεί άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα βυζαντινής παράστασης της Ανάληψης του Αλέξανδρου με χρονολόγηση στο 12ο αιώνα (εικόνα 44). Βρέθηκε κατά τη διάρκεια κατασκευαστικών έργων στην οδό Φριζή της Χαλκίδας, σε περιοχή που περίκλειε το μεσαιωνικό τείχος της πόλης. Έχει διαστάσεις περίπου 118 x 90 εκ. και σήμερα εκτίθεται στη συλλογή του Φρουρίου του Καράμπαμπα της Χαλκίδας. Η σύνθεση είναι επίσης συμμετρική και οι μορφές αποδίδονται με μια κάποια πλαστικότητα. Η πτητική μηχανή του Αλέξανδρου είναι δεμένη με αλυσίδα στους λαιμούς των γρυπών, οι οποίοι στρέφουν τα κεφάλια τους προς αυτόν (Gani 2013: 199)415. Στην παράσταση υπερτονίζεται το μέγεθος των γρυπών, που απεικονίζονται γιγάντιοι σε σχέση με την κεντρική μορφή του Αλέξανδρου, δείχνουν να «αγκαλιάζουν» την πτητική μηχανή, ενώ παράλληλα υπερτονίζεται με τη στάση των ποδιών και των ουρών τους ο εραλδικός –και ως ένα βαθμό αποτροπαϊκός - χαρακτήρας τους. Η απόδοση της πτητικής μηχανής παρεπέμπει σε κάλαθο, στοιχείο που υπάρχει εξίσου έντονο στο – προγενέστερο – ελεφαντοστέινο κιβώτιο από το Darmstadt (βλέπε παρακάτω). Γενικότερα, η σχηματοποίηση της όλης παράστασης είναι έντονη, σε σημείο που τα δύο δόρατα με τα δολώματα που κρατά ο Αλέξανδρος να φαίνονται περισσότερο σαν πηδάλια μιας ιπτάμενης μηχανής. Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται γενειοφόρος και φέρει ημισφαιρικό στέμμα –κράνος με τρία λοφία, στοιχείο που μοιάζει πολύ με το αντίστοιχο στέμμα του αναγλύφου από το Μυστρά. Δε φέρει λώρους στο ένδυμα του σώματος, εκτός αν θεωρηθούν σχηματοποιημένοι λώροι τα τετραγωνισμένα μοτίβα κάτω από το λαιμό. Η κερματισμένη απόδοση του σώματος και των μελών πιθανόν να αποδίδει κάποια μορφή πολεμικής αμυντικής εξάρτυσης, ίσως φολιδωτού θώρακα με ψηλό περιλαίμιο, όπως η μορφή του Αλέξανδρου στο ανάγλυφο των Θηβών. Σε κάθε περίπτωση, οι παραστάσεις της Χαλκίδας και των Θηβών αποτελούν τις πλέον στρατιωτικού χαρακτήρα αποδόσεις της μορφής του Αλέξανδρου στην ομάδα των βυζαντινών αναγλύφων της ανάληψης. Βυζαντινής τεχνοτροπίας και διακόσμησης, αλλά με ρωμανικές -ιταλικές επιδράσεις ως προς την αρχιτεκτονική χρήση και τοποθέτηση, θεωρείται πως είναι το Στοιχεία υπάρχουν και σε έναν διαδικτυακό μικρό κατάλογο της έκθεσης Heaven and Earth: Art of Byzantium from Greek Collections, έκθεση στη Νational Gallery of Art, Ουάσιγκτον, 6.10.2013 -2.3.2014. 415

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

301

ανάγλυφο της ανάληψης του Αλέξανδρου πάνω σε τύμπανο δίλοβου παραθύρου από πωρόλιθο, που βρέθηκε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Κούργιανης στην Αλβανία - ήταν μάλλον σε δεύτερη χρήση και χρονολογείται στα τέλη του 12 ου αιώνα με αρχές 13ου αιώνα (σήμερα στο Εθνικό Μουσείο Μεσαιωνικής Τέχνης της Κορυτσάς). Εδώ η μορφή του Αλέξανδρου φέρει στέμμα με πρεπενδούλια, όμοιο με εκείνο του αναγλύφου των Θηβών. Η παράσταση είναι αρκετά σχηματοποιημένη και αφαιρετική, ωστόσο φαίνεται πως κι εδώ ο Αλέξανδρος κρατά στα χέρια του τα κοντάρια με το δόλωμα. Γενικότερα, το συγκεκριμένο εικονογραφικό θέμα πρέπει να συνδυαζόταν αρχιτεκτονικά με τις εισόδους, τα παράθυρα και τους κίονες των εκκλησιών (Μπούρας 1989: 277-281, Μανωλέσσου 2011: 106, 267, Zalessskaya 2012: 231). Υπάρχουν κι άλλες παραστάσεις της ανάληψης στη βυζαντινή τέχνη: ίσως το πιο εντυπωσιακό εύρημα, σχετικό με την απεικόνιση του Αλέξανδρου στη βυζαντινή τέχνη, να είναι ένα ελεφαντοστέινο κιβώτιο με διαστάσεις 9,5 x 23,5 εκ. στις μακριές του πλευρές, σήμερα στο Hessishes Landesmuseum στην πόλη Darmstadt (βλέπε εικόνες 45-47)416. Εδώ στη μια στενή του πλευρά απεικονίζεται μία από τις πρωιμότερες παραστάσεις της ανάληψης στη βυζαντινή τέχνη: αναπαρίσταται ο Αλέξανδρος με το παρουσιαστικό ενός βυζαντινού αυτοκράτορα, γενειοφόρος και ντυμένος με αυτοκρατορική περιβολή, διάλιθο στέμμα με πρεπενδούλια και λώρο χιαστί στο θώρακά του. Σύμφωνα με τους ερευνητές, αναπαρίσταται να κρατά μάλλον επίμηκες σκήπτρο στο δεξί και στεφάνι στο αριστερό χέρι, καθισμένος πάνω σε ένα καλαθοειδές άρμα, το οποίο τραβούν σε ουράνια πτήση δύο γρύπες. Δύο φτερωτές ανθρώπινες μορφές (άγγελοι;) στεφανώνουν τους γρύπες, ένας άνθρωπος στα αριστερά αρπάζεται από τον κορμό ενός δέντρου προκειμένου να ανεβεί, (ενώ η έρευνα, πιστεύω λανθασμένα, κάνει λόγο για γεωργό που προσφέρει έναν καρπό) μια δεύτερη μορφή στα δεξιά φέρει στον ώμο ένα καλάθι και απομακρύνεται (Georgopoulos 1997: 227, Julich 2007: 42). Κατά τη γνώμη μου, η περίεργη κωνική και δισκόμορφη πεπλατυσμένη απόληξη του επιμήκους «σκήπτρου» που κρατά στο δεξι χέρι ο Αλέξανδρος φέρει πάνω της μια ζωοκεφαλή σε προφίλ, λεοντοκεφαλή ή κεφαλή κριαριού /τράγου, ή το πιθανότερο συμφυρμός καί των τριών, αφού διακρίνονται καθαρά το στόμα, τα ρουθούνια και το μάτι του ζώου αλλά και η χαίτη του λιονταριού (ή το μαλλί του κριαριού). Εφόσον ισχύουν οι παραπάνω παρατηρήσεις, πρόκειται για παράσταση έντονου συμβολισμού με αναφορές στην αρχαία αλεξάνδρεια παράδοση, όπως αυτή επιβίωνε στο Βυζάντιο. Άλλωστε, όπως ήδη έχει αποδειχθεί με τη στήλη του Ηράκλειου, επιβίωνε στο Βυζάντιο οπωσδήποτε καί εικονογραφικά ο Αλέξανδρος –κερασφόρος, καλλιτεχνική απεικόνιση του οποίου θα δούμε και στη συνέχεια. Κατά Για μια λεπτομερή περιγραφή των τεχνικών χαρακτηριστικών του εκπληκτικού αυτού ευρήματος βλέπε Julich 2007. 416

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

302

συνέπεια, η παράσταση της ανάληψης στο κιβώτιο του Darmstadt δείχνει να ξεπερνά όλες τις υπόλοιπες σε πυκνότητα συμβολισμών και δημιουργεί μια μοναδική σύνθεση συγκρητισμού, καθότι ο «αποθεωμένος» Αλέξανδρος –βυζαντινός αυτοκράτορας στο άρμα με τους γρύπες φέρει πιθανόν και ένα σύμβολο της αρχαίας καταγωγής και αποθέωσής του, το ηράκλειο λιοντάρι (ή το κριάρι του Άμμωνα). Παράλληλα, διαφοροποιείται και από το ότι φέρει στεφάνι στο άλλο χέρι του, σύμβολο επίσης αρχαίας αποθέωσης. Τέλος, να επισημάνουμε πως είναι μια παράσταση της ανάληψης –αλλά όχι η μοναδική - που διαφοροποιείται έντονα και από την αφήγηση του αντίστοιχου επεισοδίου στο Μυθιστόρημα, καθώς απουσιάζουν τα δόρατα με τα δολώματα για τους γρύπες. Ο Αλέξανδρος του Darmstadt, εν πλήρη εξουσία και κυριότητα, μεταμορφώνεται σε Πότνιος Θηρών, κύριος των γρυπών, χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιήσει κάποιο τέχνασμα για να τους κατευθύνει. Αυτοί τον υπακούν και τον ανεβάζουν στον ουρανό, χάρη στα σύμβολα της αρχαίας αποθέωσης και βυζαντινής εξουσίας που φέρει. Οι υπόλοιπες παραστάσεις του κιβωτίου στις μακριές του πλευρές είναι πιο δύσκολο να ερμηνευτούν: στη μία από τις μακριές πλευρές απεικονίζεται και πάλι ο Αλέξανδρος, ως έφιππος βυζαντινός αυτοκράτορας, να παίρνει προφητεία από το προφητικό δέντρο της σελήνης, καθότι μια γυναικεία μορφή μέσα από αυτό του απευθύνεται - μια παράσταση που παραπέμπει βέβαια στην αφήγηση του Ψευδο – Καλλισθένη (βλέπε και Stoneman 1993: 195-196). Σύμφωνα με αυτήν, ο Αλέξανδρος επισκέφτηκε το ναό του Ήλιου και της Σελήνης στην Ινδία, όπου υπήρχαν τα, σαν κυπαρίσσια, αντίστοιχα προφητικά δέντρα τους και προφήτευαν με αντρική φωνή αυτό του Ήλιου και με γυναικεία της Σελήνης417. Εκεί ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε από το δέντρο της Σελήνης τον επικείμενο θάνατό του στη Βαβυλώνα από το χέρι ενός συντρόφου του. Η μεσαία παράσταση είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να ερμηνευτεί με ασφάλεια. Εδώ, σύμφωνα με την ως τώρα έρευνα, απεικονίζεται ο ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης με το άγαλμα ενός Διόσκουρου στην κορυφή μιας στήλης και δύο μορφές σε εναγκαλισμό πάλης στη βάση της. Στο κέντρο απεικονίζεται κάτι σαν φανός και στην άλλη πλευρά, καθιστός Ηρακλής πάνω σε κάθισμα σκεπασμένο με λεοντή, να δείχνει τη στήλη με το άγαλμα του Διόσκουρου. Πιθανόν να πρόκειται για απεικόνιση του περίφημου αγάλματος του Λυσίππου που είχε μεταφερθεί στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με τους Schneider και Jülich στη θέση του Διόσκουρου πρέπει να τοποθετήσουμε το θεό Σάραπη, ενώ ο Ηρακλής αποτελεί μια απεικόνιση του Η αναφορά στο ναό του Ήλιου και της Σελήνης πρέπει να ενσωματώθηκε στο Μυθιστόρημα κατ’ επίδραση του έργου του Κτησία του Κνιδίου (περίπου τέλη 5 ου π.Χ. αιώνα), ο οποίος πρώτος στα Ινδικά του, σύμφωνα με τα αποσπάσματα που διασώζει ο Φώτιος, ανέφερε ότι στο ακατοίκητο μέρος της Ινδίας, 15 μέρες ταξίδι από το όρος Σάρδος, υπάρχει ένα ιερό, όπου οι Ινδοί λατρεύουν τον Ήλιο και τη Σελήνη (Nichols 2008: 112). 417

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

303

Αλέξανδρου, οπότε και η όλη σκηνή αποδίδει συμβολικά το επεισόδιο της καθόδου του Αλέξανδρου στον Κάτω Κόσμο –σπηλιά από το Μυθιστόρημα του Ψευδο-Καλλισθένη, όπου ο Μακεδόνας βασιλιάς συνομίλησε με τα πνεύματα των νεκρών βασιλιάδων και θεοτήτων (Jülich 2007: 43-44). Μια άλλη πάλι ερμηνεία που θα μπορούσε να δοθεί είναι πως πρόκειται όντως για Ηρακλή –Αλέξανδρο, μόνο που η στήλη με το άγαλμα απεικονίζει το Νεκτεναβώ, το άγαλμα του οποίου πράγματι είδε ο Αλέξανδρος κατά την κάθοδό του στην Αίγυπτο, πάντα σύμφωνα με τη διήγηση του ψευδο- Καλλισθένη. Έτσι τουλάχιστον ερμηνεύονται και οι δύο μορφές σε εναγκαλισμό πάλης στη βάση του, μπορούμε δηλαδή να θεωρήσουμε πως πρόκειται για απεικόνιση του φόνου του Νεκτεναβώ από τον Αλέξανδρο. Επιπλέον, το άγαλμα παρουσιάζεται με σκήπτρο, όπως ακριβώς περιγράφει και το Μυθιστόρημα. Συν τοις άλλοις, ένα ενισχυτικό στοιχείο αποτελεί και παρόμοια απεικόνιση σε μικρογραφία του μεταγενέστερου αρμένικου χειρόγραφου του κώδικα 424 της αδερφότητας των Μεχιταριστών αγίου Λαζάρου Βενετίας (αρχές 14ου αιώνα), όπου απεικονίζεται ακριβώς ο Αλέξανδρος να αγκαλιάζει το άγαλμα του πατέρα του Νεκτεναβώ (που απεικονίζεται ως αυτοκράτορας), ενώ κάτω αριστερά υπάρχει ως υπενθύμιση της σχέσης τους ο εναγκαλισμός του Νεκτεναβώ με τον Αλέξανδρο. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί και μια λεπτομέρεια που ίσως καθιστά άκυρες καί τις τρεις παραπάνω ερμηνείες: η κεφαλή του αγάλματος έχει γυναικεία καλύπτρα, όπως και τα υπόλοιπα γυναικεία πρόσωπα των παραστάσεων του κιβωτίου, επομένως αν πρόκειται για γυναίκα (η Ήρα;) αυτό ανατρέπει τις παραπάνω ερμηνείες. Στην τελευταία ανάγλυφη παράσταση δεξιά απεικονίζεται ένας γενειοφόρος γυμνός άνδρας, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, να τραβά προς το μέρος του μια γυμνή από τη μέση και πάνω γυναίκα, η οποία μάλλον του αντιστέκεται. Ο άνδρας έχει όλα τα χαρακτηριστικά του Ηρακλή που είδαμε στην προηγούμενη παράσταση. Είναι μάλλον απίθανη η ερμηνεία ότι πρόκειται για τον ετοιμοθάνατο Αλέξανδρο στο κρεβάτι με τη Ρωξάνη να θρηνεί, όπως προτάθηκε (Jülich 2007: 44). Η απρόθυμη να πλησιάσει γυναίκα, της οποίας το χέρι ο γυμνός άνδρας έχει αρπάξει και τραβά προς το μέρος του, κάθε άλλο παρά να θρηνεί φαίνεται. Από την άλλη μακριά πλευρά απεικονίζεται αρχικά ο Ηρακλής, φορώντας τη λεοντή του να δαμάζει τα άλογα του Διομήδη, στη συνέχεια ένας γενειοφόρος άνδρας που κρατά μια διάτρητη σφαίρα να ακολουθεί δύο γυναίκες, εκ των οποίων η πρώτη κρατά μια κεφαλή (αγάλματος;) στο ένα χέρι και στην τρίτη παράσταση ένας έφιππος άνδρας να σκοτώνει με δόρυ ένα δράκο, ίσως ο Άγιος Γεώργιος. Η παράσταση της δρακοκτονίας με τον Άγιο Γεώργιο θα μπορούσε να συμβολίζει τη δρακοκτονία του Αλέξανδρου και του στρατού του, σύμφωνα με τη διήγηση της Επιστολής του Αλέξανδρου στον Αριστοτέλη και το Μυθιστόρημα (Jülich 2007: 44, υποσημείωση 28). Οπωσδήποτε, ένα στοιχείο που συντείνει στην ταύτιση του έφιππου δρακοκτόνου με το Μέγα Αλέξανδρο, είναι το εξόγκωμα που φύεται από το μέτωπο του αλόγου, που θα

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

304

μπορούσε πιθανόν να παραπέμπει στον κερασφόρο Βουκεφάλα, (αν δεν αποτελεί τμήμα της ιπποσκευής) σύμφωνα με τις περιγραφές του Μυθιστορήματος. Άλλωστε απεικόνιση του κερασφόρου Βουκεφάλα υπάρχει και σε μικρογραφία του βυζαντινού κώδικα Barocci 17 της Bodleian Library της Οξφόρδης, (13ος αιώνας, βλέπε κεφάλαιο 3.5.4). Συν τοις άλλοις, τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του αναβάτη, με τα νεανικά χαρακτηριστικά ενός άνδρα με «λεοντώδη», σγουρά μαλλιά, παραπέμπουν σαφώς στις καθιερωμένες από την αρχαιότητα απεικονίσεις του Αλέξανδρου. Στην άλλη στενή πλευρά ένας νέος μακρυμάλλης μουσικός παίζει λαούτο καθισμένος οκλαδόν πάνω σε ένα περίτεχνο θρόνο, τον οποίο στηρίζουν δύο φτερωτοί λέοντες. Αριστερά ένας άνδρας έχει σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο και φαίνεται να στρέφεται εναντίον του ένθρονου μουσικού και δεξιά ένας άλλος άνδρας ετοιμάζεται επίσης να τον χτυπήσει με ένα σπαθί. Η τελευταία αυτή απεικόνιση παραπέμπει σε περσικά (σασανιδικά) μοτίβα τέχνης. Να πρόκειται άραγε για μια αλληγορική σκηνή παράστασης του Δαρείου και της δολοφονίας του, όπως έχει ήδη προταθεί; Όλες οι παραστάσεις του κιβωτίου εντάσσονται μέσα σε διάχωρα ενός αρχιτεκτονικού σχεδίου από κίονες και αψιδωτές θολωτές επιστέψεις, ενώ υπάρχουν ακόμα ως σταθερά στοιχεία φτερωτές μορφές που στεφανώνουν τα απεικονιζόμενα πρόσωπα των κεντρικών σκηνών (Georgopoulos 1997: 227, Jülich 2007: 41- 42, 44). Δεν πρέπει ακόμα να μας διαφύγει της προσοχής η κυριάρχη απεικόνιση του δέντρου, ως λειτουργικού και διακοσμητικού στοιχείου όλων των παραστάσεων, με τους όποιους συμβολισμούς αυτό μπορεί να ενέχει. Το βυζαντινό αυτό κιβώτιο χρονολογήθηκε στο 10ο αιώνα ή στο δεύτερο μισό του 9ου και πιο πρόσφατα ο Jülich, στηριζόμενος συγκριτικά στα στυλιστικά χαρακτηριστικά του έργου, προτείνει εναλλακτικά και μια πιο πρώιμη χρονολόγηση, στα τέλη του 6ου με αρχές 7ου αιώνα (Jülich 2007: 41), για την οποία βέβαια υπάρχουν αντιρρήσεις, κυρίως σχετικά με τα στοιχεία αμφίεσης του Αλέξανδρου ως βυζαντινού αυτοκράτορα. Πώς βρέθηκε, όμως, το κιβώτιο αυτό στη Γερμανία; Θα μπορούσε να αποτελεί δώρο της βυζαντινής αυλής σε κάποιον δυτικό ηγεμόνα, ίσως στον ίδιο τον Όθωνα Α΄, όπως έχει προταθεί (Σπηλιοπούλου σε Jülich 2007). Θα μπορούσε, βέβαια, να ήταν κι αυτό λάφυρο της σταυροφορίας του 1204. Γεγονός είναι πως το κιβώτιο αυτό παρουσιάζει, τουλάχιστον δύο φορές, τον Αλέξανδρο, στην παράσταση της ανάληψης και της προφητείας των δέντρων, επιβεβαιώνοντας τη δημοφιλία του μύθου του. Παράλληλα αντιλαμβάνεται κανείς το μοναδικό συγκρητισμό που υπήρχε στη βυζαντινή τέχνη με χαρακτηριστικά μυθολογικά, ανατολίτικα και χριστιανικά, στοιχείο που φανερώνει την ευρύτητα πνεύματος, τον κοσμοπολιτισμό και συνάμα τη διατήρηση των αρχαιοελληνικών προτύπων στο μεσαιωνικό ελληνικό πολιτισμό.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

305

Τελικά το Βυζάντιο διατήρησε την αρχή του συγκρητισμού ιδεών και πνεύματος ανατολής –δύσης, που είχε οραματιστεί και εισαγάγει ο Μακεδόνας βασιλιάς418. Στο Μουσείο Ερμιτάζ υπάρχει μια μολύβδινη σφραγίδα –φυλαχτό, πάλι του 10ου αιώνα, με την παράσταση της ανάληψης από τη μια πλευρά και των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με το σταυρό –σύμβολο του χριστιανισμού - από την άλλη, αντικείμενο που συνδέει τον Αλέξανδρο ως πρότυπο βασιλέως με τον ιδρυτή της βυζαντινής χριστιανικής αυτοκρατορίας, Μέγα Κωνσταντίνο. Mία σχηματοποιημένη παράσταση ανάληψης του Αλέξανδρου από σμάλτο, στην οποία απεικονίζεται αφαιρετικά το πρόσωπο του βασιλιά και οι δύο γρύπες, βλέπει κανείς στο κάτω τμήμα του Pala Doro του Αγίου Μάρκου της Βενετίας, εκεί όπου υπάρχουν οι μοναδικές κοσμικές παραστάσεις του μοναδικού αυτού βυζαντινού έργου τέχνης, το οποίο στη συνέχεια δέχτηκε επεξεργασία και από τεχνίτες στη Βενετία. Η τεχνοτροπία των βυζαντινών αυτών σμάλτων τα τοποθετεί στον 11ο αιώνα και δε γνωρίζουμε αν η συγκεκριμένη θέση τους στο Pala Doro ήταν και η αρχική. Εκτός από τη σχηματοποιημένη ανάληψη υπάρχει παράσταση έφιππου αυτοκράτορα με κυνηγετικό γεράκι και –το κυριότερο – παράσταση με ανθισμένο δέντρο που περιβάλλεται από δύο φίδια, μια συμβολική απεικόνιση της θέας του κόσμου, της γης, όπως την είδε ο Αλέξανδρος κατά τη διάρκεια της πτήσης του στον ουρανό, σύμφωνα πάντα με το Μυθιστόρημα του Ψευδο –Καλλισθένη (Paribeni 2006: 79-80). Ένα ακόμα μοναδικό εύρημα αποτελεί ένας εκπληκτικής τέχνης αργυρός επιχρυσωμένος δίσκος των αρχών του 13ου αιώνα, με ποικίλα διακοσμητικά μοτίβα περιμετρικά και κεντρική παράσταση το γενειοφόρο Αλέξανδρο με τα δολώματα και τους γρύπες και την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔ[ΡΟΥ] ΒΑΣΙΛΕΟΣ (εικόνα 48)419. Ο δίσκος βρέθηκε κοντά στο Muzkhi, μια μικρή πόλη της δυτικής Σιβηρίας και βρίσκεται σήμερα στο Ερμιτάζ. Η παράσταση της ανάληψης είναι φιλοτεχνημένη σε μέταλλο με την τεχνική της σφυρηλάτησης (repousse) και περιστοιχίζεται από δέκα σπειροειδή μετάλλια με διάφορες μυθολογικές σκηνές, ορισμένες από τις οποίες αποτελούν απεικονίσεις πτήσεων, όπως αυτή με το Βελλερεφόντη πάνω στον Πήγασο420, ή μια

Ο Stoneman αναφέρει και ένα ακόμα βυζαντινό κιβώτιο με παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου, που βρίσκεται σήμερα στον καθεδρικό ναό της Σανς στη Βουργουνδία και χρονολογείται τον 11ο αιώνα (Stoneman 2011: 302, με παραπομπή στο V. Schmidt, (1995) “A Legend and its Image: The Aerial Flight of Alexander The Great”, Groningen. 418

Δεν είναι βέβαιο αν η γενική πτώση παραπέμπει στην «ανάληψη» «Αλεξάνδρου Βασιλέως», είναι γεγονός, όμως, πως κατά τα ελληνικά πρότυπα δεν υπήρχε συνοδευτική επιγραφή της ανάληψης (Маршак 1996). 419

Οι κάτοικοι της Βασιλεύουσας αποκαλούσαν «Βελλερεφόντη πάνω στον Πήγασο» έναν έφιππο ανδριάντα, τον οποίο κατέστρεψαν οι σταυροφόροι το 1204 (Маршак 1996). 420

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

306

δεύτερη με έναν ηγεμόνα που καβαλικεύει έναν αετό421, κρατώντας στο χέρι τη σφαίρα της οικουμένης (πιθανόν μια δεύτερη απεικόνιση του Αλέξανδρου ή γενικότερα του μεσαιωνικού «ελέω θεού» ηγεμόνα), ή ακόμα ο προσωποποιημένος Ήλιος μέσα στο ιπτάμενο άρμα με δύο άλογα, που κρατά καμτσίκι στο ένα χέρι και την ημισέληνο στο άλλο, σε μια παράσταση που αποτελεί μακρινή επιβίωση του Sol Invictus και του άρματος του θεού Ήλιου της αρχαιότητας, στο πλαίσιο του συγκρητισμού πάντα με τον Αλέξανδρο –Ήλιο. Ακόμα υπάρχουν συμβολικές παραστάσεις της Γης (με γυμνή, οφιοφόρο μορφή πάνω σε αγελάδα) , του Ωκεανού, ενώ σε ένα μετάλλιο εμφανίζεται και ο ο βασιλιάς Δαβίδ από την Παλαιά Διαθήκη να παίζει άρπα και σε άλλα υπάρχουν παραστάσεις με συμπλοκές ἐφιππων και πεζών πολεμιστών με τόξο, ακόντιο και σπαθί. Εκτός από τα προφανή στοιχεία βυζαντινής τέχνης, ο δίσκος εμπεριέχει και ανατολικά μοτίβα, κυρίως στη φυτική διακόσμηση των μεταλλίων, αλλά και δυτικά, όπως το υβρίδιο άρματος – θρόνου, στο οποίο κάθεται ο Αλέξανδρος, αντί για το συνηθισμένο για το βυζαντινό κόσμο άρμα, ή ακόμα η στάση και η ενδυμασία του Αλέξανδρου, η οποία είναι παρόμοια με απεικονίσεις δυτικών ηγεμόνων της εποχής, όπως αποτυπώνονται για παράδειγμα στις σφραγίδες τους. Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελούν οι τροχοί του θρόνου –άρματος, οι οποίοι αναπαρίστανται ως ρόδακες ή αστρικά σύμβολα. Ο δίσκος φιλοτεχνήθηκε από Έλληνα καλλιτέχνη ο οποίος όμως ίσως εργαζόταν στην αυλή κάποιου δυτικού ηγεμόνα στην ανατολή, ίσως του δεύτερου λατίνου – σταυροφόρου αυτοκράτορα της λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, του Ερρίκου της Φλάνδρας (του Hainault), ανάμεσα στα 12081216. Υπάρχει μάλιστα και η άποψη ενός συμβολικού παραλληλισμού μέσα από τις παραστάσεις του δίσκου στο πλαίσιο της πιθανής μίμησης του Αλέξανδρου από τον Ερρίκο422 (Маршак 1996, Marshak 1997: 399-401, Steppan 2000: 88). Παρόμοιο αντικείμενο με παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου, βυζαντινής τέχνης, προέρχεται από θησαυρό από το Ράκοβατς της Βοϊβοντίνας και χρονολογείται στα μέσα του 12ου αιώνα, εποχή κατά την οποία στην περιοχή υπήρχαν βυζαντινά μοναστήρια. Πρόκειται για κύπελλο που φέρει διάφορα διακοσμητικά μοτίβα στην επιφάνειά του, άσχετα μεταξύ τους, ανάμεσα στα οποία υπάρχει και η Ο αετός και το άστρο ως μοτίβα ενδέχεται να παραπέμπουν και στα αντίστοιχα «σημεία» που εμφανίστηκαν στον ουρανό τη στιγμή που ξεψύχησε ο Αλέξανδρος, σύμφωνα με την αφήγηση του Μυθιστορήματος. 421

Στοιχεία που ενισχύουν την υπόθεση της μίμησης του Αλέξανδρου από τον Ερρίκο είναι κάποιες διηγήσεις ηρωικού χαρακτήρα για τη συμβολή του στη μάχη των Λατίνων κατά των Βουλγάρων στη Φιλιππούπολη το 1208, η υμνητική διάθεση ορισμένων βυζαντινών ασμάτων απέναντι στο πρόσωπό του, στα οποία μάλιστα αποκαλείται «δεύτερος Άρης» (Маршак 1996) και –κάνοντας ένα άλμα στο χρόνο – η σύγχυση των δύο προσώπων σε ένα δημοτικό τραγούδι από την Κρήτη κατά τη νεότερη εποχή, βλέπε και κεφάλαιο 4.5. «Λαϊκή παράδοση και θέατρο σκιών». 422

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

307

παράσταση της ανάληψης. Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται με την ενδυμασία του βυζαντινού αυτοκράτορα και κρατά δύο κοντάρια με μικρά ζώα ως δολώματα για τους γρύπες (Маршак 1996). Μία ακόμα αναπαράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου σε σπάνιο αντικείμενο αποτελεί αυτή ενός χάλκινου πινακίου με περίκλειστο σμάλτο (σήμερα στο μουσείο Tiroler Landesmuseum Ferdinandeum, Ίνσμπουργκ), δώρο των Βυζαντινών σε έναν Τουρκομάνο ηγεμόνα της δυναστείας των Ορτουκίδων, που κυριαρχούσε σε περιοχή της Βόρειας Μεσοποταμίας ανάμεσα στα 1114-1142 (βλέπε εικόνα 49). Η ταύτιση με το συγκεκριμένο αυτό πρόσωπο έγινε εφικτή χάρη στην αραβική επιγραφή που υπάρχει στην περίμετρο του πινακίου και αναφέρει το όνομά του423. Το κεντρικό μοτίβο της εσωτερικής διακόσμησης από σμάλτο είναι η ανάληψη του Αλέξανδρου, το οποίο, μαζί με τις απεικονίσεις ακροβατών, χορευτών και άλλων διακοσμητικών μοτίβων, όπως πουλιά και θηρία, παραπέμπουν στη βυζαντινή καταγωγή του έργου. Συγκεκριμένα υπάρχουν έξι μετάλλια περιμετρικά της κεντρικής παράστασης με τον Αλέξανδρο, τρία με αετό με φωτοστέφανο και άλλα πουλιά και τρία με γρύπες που κυνηγούν. Οι παραστάσεις αυτές των ζώων και των πτηνών είναι παρόμοιες με αυτές των αναγλύφων από τη βόρεια πρόσοψη του ναού του Αγίου Μάρκου της Βενετίας και επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι αρχικά τα ανάγλυφα αυτά θα συνανήκαν σε μια ενιαία παράσταση με κεντρικό μοτίβο το αντίστοιχο ανάγλυφο της Ανάληψης του Αλέξανδρου. Συμπληρωματικά στο πινάκιο υπάρχουν παραστάσεις με φοίνικες που πλαισιώνονται από λεοντόμορφα όντα καθώς και πρόσωπα από τη ζωή της αυλής των βυζαντινών αυτοκρατόρων, δύο χορεύτριες, ακροβάτες και μουσικός (στην εξωτερική όψη υπάρχουν αντίστοιχες παραστάσεις). Ως αποτέλεσμα, δημιουργείται μια σύνθεση με έντονο το στοιχείο της κίνησης. Η εικονογραφία των δύο χορευτριών μάλιστα παραπέμπει ευθέως στις χορεύτριες του περίφημου στέμματος του Κωνσταντίνου του Μονομάχου (11ος αιώνας, σήμερα στο Εθνικό Ουγγρικό Μουσείο). Οι γρύπες πάλι του άρματος του Αλέξανδρου είναι στυλιστικά ίδιοι με τους γρύπες από την παράσταση της ανάληψης του Pala d’ Oro της Βενετίας (Soucek 1997: 422-423, Steppan 2000: 87-89, Steppan Πρόκειται για τον Rukn ad Daula Da’ud, ηγέτη της Αμίδας. Το σμάλτινο πινάκιο από το Ινσμπρουκ με διάμετρο 27 εκ. αποτελεί το μεγαλύτερο ενιαίο αντικείμενο από σμάλτο που σώζεται από την ανατολική μεσαιωνική τέχνη. Ο Steppan τεκμηριώνει απόλυτα τη βυζαντινή ταυτότητα του έργου, παρατηρώντας, ανάμεσα στ’ άλλα, τα κοινά διακοσμητικά μοτίβα που υπάρχουν στην παράσταση με τις χορεύτριες του πινακίου συγκριτικά με αυτές του βυζαντινού στέμματος του Κωνσταντίνου του Μονομάχου αλλά και άλλων βυζαντινών έργων. Επίσης παρατηρεί την ύπαρξη του βυζαντινού διακοσμητικού διακόσμου με την άμπελο, την έλλειψη κοινών διακοσμητικών μοτίβων με έργα της ισλαμικής τέχνης αλλά και τις ανακολουθίες της αραβικής επιγραφής του πινακίου σε σύγκριση με άλλα αραβικά κείμενα της εποχής, στοιχείο που δείχνει μια έλλειψη εξοικείωσης του καλλιτέχνη του πινακίου με τη γραφή αυτή (βλέπε αναλυτικά Steppan 2001: 266-268). 423

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

308

2001: 264-266, Paribeni 2006: 95). Το αντικείμενο αυτό, ως δώρο της βυζαντινής διπλωματίας σε ένα μουσουλμάνο ηγεμόνα, θα πρέπει να συσχετιστεί με ανάλογες αναφορές από τις πηγές, σύμφωνα με τις οποίες οι βυζαντινοί αυτοκράτορες δώρησαν κι άλλα «αλεξάνδρεια» αντικείμενα σε μουσουλμάνους. Συγκεκριμένα, το έτος 969 αναφέρουν μουσουλμανικές πηγές πως ο βυζαντινός αυτοκράτορας (ο Νικηφόρος Φωκάς ή ο Ιωάννης Τσιμισκής) δώρησε στο φατιμίδη χαλίφη Αλ Μουιζίν την «ιπποσκευή του Αλέξανδρου». Αντίστοιχα, στα τέλη του 11ου αιώνα, ένας άλλος ηγέτης του μεσαιωνικού ελληνισμού, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ΄, έστειλε στο χαλίφη Αλ Μουστανσίρ τρεις από τις υποτιθέμενες ιπποσκευές του Αλέξανδρου, χρυσοποίκιλτες και με ενθέσεις από σμάλτο (Georganteli 2012: 144-145). Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν τεκμήρια της χρήσης του Αλέξανδρου συμβολικά καί στη βυζαντινή διπλωματία. Γιατί; Πρώτα’ απ’ όλα διότι παρέμενε πάντα ένα ισχυρό «σήμα κατατεθέν» της ελληνοχριστιανικής αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, επομένως συμβολικά τα αλεξάνδρεια δώρα αποτελούσαν και μια υπενθύμιση για τους ξένους ηγεμόνες της ισχύος της αυτοκρατορίας. Έπειτα, ο Αλέξανδρος αποτελούσε την πλέον αναγνωρίσιμη μορφή βασιλιά σε οικουμενικό επίπεδο και πολλοί ξένοι ηγεμόνες γαλουχούνταν επίσης με τις ιστορίες του και ήθελαν να του μοιάσουν. Τι πιο ταιριαστό δώρο λοιπόν γι’ αυτούς από κάποιο σχετιζόμενο με τον Αλέξανδρο; Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ειδικά στους μουσουλμάνους ηγεμόνες το Βυζάντιο δεν μπορούσε να δωρήσει αυτά που συνήθιζε στη χριστιανική δύση, δηλαδή πολύτιμα έργα τέχνης με θρησκευτικές παραστάσεις, επομένως τα «αλεξάνδρεια» δώρα καθίσταντο μια πετυχημένη εναλλακτική πρόταση. Η ανάληψη απεικονίζεται ακόμα και σε ένα επιχρυσωμένο αργυρό κύπελλο του 12 αιώνα (σήμερα στο μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης), στο οποίο μάλιστα υπάρχουν δύο παραστάσεις της ανάληψης σε έξεργο ανάγλυφο, μία με τον Αλέξανδρο πάνω σε άρμα με γρύπες (που σώζονται αποσπασματικά) και μία να ιππεύει γιγάντιο πουλί (εικόνα 50). Στην πρώτη ο Αλέξανδρος κρατά μάλλον δύο ράβδους με μπηγμένο κρέας –δόλωμα, στη δεύτερη όμως κρατά σκήπτρο σε σχήμα λαβάρου, σύμβολο των νικητήριων αγίων λειψάνων του βασιλιά. Και στις δύο περιπτώσεις φέρει στέμμα στην κεφαλή και λώρο στον κορμό με πολύτιμους λίθους. Η διπλή αυτή αναπαράσταση της ανάληψης στο συγκεκριμένο κύπελλο συνδυάζεται και με άλλες σκηνές από μάχες, ιππείς και στρατιώτες. Πιο συγκεκριμένα, μέσα σε τόξα απεικονίζεται μουσικός με έγχορδο όργανο, ο Σαμψών (ή ο Ηρακλής) να παλεύει με λιοντάρι424, ιππομαχία με τοξότη και ακοντιστή, μια χορεύτρια, ένας στρατιώτης πεζικού, (Zalesskaya 2001: 47, ου

Η παράσταση του Σαμψών (και πιθανόν του Ηρακλή) στη βυζαντινή και γενικότερα στη μεσαιωνική χριστιανική τέχνη θεωρείται ως προ-εικόνιση του ίδιου του Χριστού. Το στοιχείο αυτό, που το συναντάμε και σε ρωμανικές εκκλησίες, φέρνει κοντύτερα την ανάληψη του Αλέξανδρου στο πλαίσιο ενός χριστολογικού κύκλου και τη συνδέει άμεσα με τον ίδιο το Χριστό (βλέπε και κεφάλαιο 5.7). 424

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

309

(Даркевич 2015: 85) αλλά και ένας άνδρας να καταβάλει ταύρο που άρπαξε από τα κέρατα και ένας χωρικός με ένα ραβδί στους ώμους.Μουσικός με έγχορδο όργανο απαντάται ως μοτίβο και στο κιβώτιο του Darmstadt, όπως είδαμε, ενώ οι πολεμιστές απαντούν στο δίσκο από το Muzkhi. Ο άνδρας με το ραβδί στους ώμους παραπέμπει εικονογραφικά στη μορφή του χωρικού που βρίσκουμε στο ελεφαντοστέινο κιβώτιο από το Darmstadt, αν και εκεί από το ραβδί κρέμεται ένα καλάθι, που όμως λόγω έλλειψης χώρου δεν μπόρεσε προφανώς να απεικονίσει ο τεχνίτης του κυπέλλου της Πετρούπολης. Η χορεύτρια πάλι, με την ίδια ακριβώς στάση και κίνηση, δηλαδή να κάνει ένα χορευτικό βήμα ανασηκώνοντας το ένα πόδι, απεικονίζεται επίσης δύο φορές στο επισμαλτωμένο χάλκινο πινάκιο από το Ίνσμπρουκ, όπως είδαμε και επίσης δύο φορές στα χρυσά με ένθετο σμάλτο πλακίδια του περίφημου στέμματος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Μονομάχου του 11ου αιώνα, σήμερα στο Εθνικό Ουγγρικό Μουσείο425. Επομένως η παρουσία των δύο παραπάνω μοτίβων θα πρέπει να μας προβληματίσει, καθότι ενδεχομένως εδώ να υπολανθάνει κάποιος συμβολισμός. Σύμφωνα με μια ερμηνεία, οι χορεύτριες παραπέμπουν στην αυτοκρατορική νίκη, ένα αρχαιοελληνικό θέμα που το συναντήσαμε σε πολλές περιπτώσεις και σε αρχαιοελληνικές παραστάσεις του Αλέξανδρου σε νομίσματα και μετάλλια, το οποίο πέρασε στη Ρώμη και έπειτα στο Βυζάντιο. Μια άλλη εκδοσχή θέλει τις χορεύτριες αυτές να παραπέμπουν σε χορεύτριες της Παλαιάς Διαθήκης, είτε στη Μαριάμ και στις Εβραίες μετά το πέρασμα της Ερυθράς Θάλασσας είτε στις κόρες της Ιερουσαλήμ κατά τη θριαμβευτική επάνοδο του βασιλιά Δαβίδ στην πόλη. Τέλος θα μπορούσαν πιο απλά να παραπέμπουν στους σύγχρονους χορούς θριάμβων των βυζαντινών αυτοκρατόρων στην Κωνσταντινούπολη μετά από μια επιτυχημένη εκστρατεία ή πόλεμο.426 Την παράσταση της ανάληψης στη βυζαντινή τέχνη τη συναντούμε ακόμα σε ένα στέμμα από χρυσό και ένθετο σμάλτο μέλους της αριστοκρατίας των Ρώσων του Κιέβου του 11ου - 12ου αιώνα, από θησαυρό που εντοπίστηκε το 1900 στο «Ύψωμα της Παρθένου», κοντά στο χωριό Sakhnivka της κεντρικής Ουκρανίας (περιοχή Cherkazy), ενώ σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο Ιστορίας Ουκρανίας (εικόνες 51-52). Αποτελείται από εννέα τμήματα με ποικίλα διακοσμητικά μοτίβα και το κεντρικό από αυτά είναι η παράσταση της ανάληψης. (Τριβυζαδάκης 2005: 41, 48, Форкони 2008:118). Οπωσδήποτε το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι πως ο Αλέξανδρος δε φέρει τα δόρατα με τα δολώματα, αλλά αντί αυτών κρατά δύο σκήπτρα, όπως ακριβώς και στο βυζαντινό δίσκο από τη Σιβηρία αλλά και στο ανάγλυφο της Κωνσταντινούπολης. Βλέπε αναλυτικά γι’ αυτό: Σύνολο Πλακιδίων που συνθέτουν το «Στέμμα του Μονομάχου», λήμμα του Etele Kiss στον τόμο «Το Βυζάντιο ως Οικουμένη» της έκθεσης «Ώρες Βυζαντίου», σελ. 78-83. 425

ο.π. σελ. 82. Για μια αναλυτική ματιά για το διακοσμητικό μοτίβο του χορού με συγκριτική αναζήτηση παραλλήλων δες Steppan 2000: 89-94. 426

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

310

Μάλιστα τα σκήπτρα φέρουν ως ένθετη διακόσμηση καρδιόσχημα μοτίβα. Μια πρώτη ερμηνεία είναι πως πρόκειται μάλλον για δώρο της βυζαντινής αυλής. Υπάρχουν ομοιότητες στην αναπαράσταση της μορφής του Αλέξανδρου στο στέμμα αυτό με την αναπαράσταση της μορφής του στο σμάλτινο δοχείο από το Ίνσμπουργκ: μία χαρακτηριστική ομοιότητα είναι στην απεικόνιση του ελαφρώς οξυκόρυφου διάλιθου χρυσού στέμματος του Αλέξανδρου, έχουμε προφανώς τον ίδιο τύπο καί στα δύο έργα. Μια δεύτερη ομοιότητα αφορά στην αμφίεση του Αλέξανδρου, το ένδυμά του έχει καί στα δύο έργα κοινά στοιχεία, όπως η κιτρινωπή διάλιθη τραχηλέα και ο κάθετος διάλιθος λώρος, που θυμίζουν και το βυζαντινό ανάγλυφο της ανάληψης του μουσείου Κωνσταντινουπόλεως. Οι ομοιότητες αυτές πιστοποιούν ακόμη περισσότερο την κοινή βυζαντινή καταγωγή των συγκεκριμένων έργων τέχνης και μας οδηγούν στην υπόθεση ότι, εφόσον δεχτούμε την ερμηνεία του «διπλωματικού δώρου», ότι δηλαδή επρόκειτο για δώρα της βυζαντινής αυλής σε ξένους ηγεμόνες κατά παραγγελία, μάλλον επέλεγαν στην περίπτωση αυτή να απεικονίσουν τον Αλέξανδρο ως αυτοκράτορα –βασιλιά με χρυσό οξυκόρυφο στέμμα στην κεφαλή, και όχι το τυπικό βυζαντινό με πρεπενδούλια. Ωστόσο το στέμμα αυτό χαρακτηρίζεται ως γυναικείο, στοιχείο που αν ισχύει, μας οδηγεί σε μια άλλη ερμηνεία, που ίσως ανταποκρίνεται περισσότερο στην πραγματικότητα: το συγκεκριμένο στέμμα έφτασε στο Κίεβο ως σύμβολο του βυζαντινού πολιτισμού πάνω στην κεφαλή μιας νεαρής Ελληνίδας πριγκίπισσας και μέλλουσας νύφης κάποιου Ρώσου ηγεμόνα. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορεί και η ερμηνεία που δίνεται σε ένα δεύτερο βυζαντινό διάδημα, (Гнутова 2007: 202) που βρέθηκε στο λεγόμενο ηγεμονικό παλάτι του Κιέβου, (έργο του πρώτου βαπτισμένου χριστιανού ηγεμόνος των Ρως, του Βλαδίμηρου του Μεγάλου (980-1015)427 και χρονολογείται πιθανότατα την ίδια εποχή με το προηγούμενο, κατά τον 11ο αιώνα και όχι κατά το 12ο -13ο, όπως προτάθηκε (εικόνα 53). Αποτελείται από επτά τμήματα από χρυσές πλάκες με ενθέσεις από σμάλτο, με κεντρική παράσταση και πάλι την ανάληψη του Αλέξανδρου (διαστάσεων 5,2 x 4,6εκ.). Κι εδώ συναντάμε την παραλλαγή με τα σκήπτρα, τα οποία μάλιστα εικονογραφικά είναι πανομοιότυπα με τα σκήπτρα της παράστασης του δίσκου από τη δυτική Σιβηρία. Άλλο κοινό στοιχείο βυζαντινής τέχνης ανάμεσα σε αυτό το διάδημα, στο διάδημα από το «Ύψωμα της Παρθένου» και στο σμάλτινο πινάκιο από το Ίνσμπουργκ είναι τα καρδιόσχημα μοτίβα του ενδύματος του Αλέξανδρου, μοτίβα που τα βρίσκουμε και στα ενδύματα όλων των μορφών του περίφημου στέμματος του Μονομάχου (11ος αιώνας), σήμερα στο μουσείο της Βουδαπέστης. Γενικότερα, τα Το παλάτι αυτό του Βλαδίμηρου κτίστηκε και διακοσμήθηκε από Έλληνες τεχνίτες ως ενιαίο οικοδομικό συγκρότημα με τη λεγόμενη εκκλησία της δεκάτης, την πρώτη σημαντική εκκλησία στη χώρα των Ρώσων, κατά τα τέλη του 10ου αιώνα (βλέπε Nora Berend, Christianization and the Rise of Christian Monarchy: Scandinavia, Central Europe and Rus 900-1200, Cambridge 2010, σελ. 397). 427

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

311

σμάλτινα έργα αποτελούσαν προϊόντα πολυτελείας που κατασκευάζονταν από τα αυτοκρατορικά εργαστήρια και προορίζονταν για τις ανάγκες της βυζαντινής αυλής, καθώς και για δώρα του βυζαντινού αυτοκράτορα σε ξένους ηγεμόνες428. Τα στέμματα του Κιέβου αποτελούν ακριβώς λαμπρό παράδειγμα τέτοιων δώρων και συγκεκριμένα στους εκχριστιανισθέντες ηγεμόνες του Κιέβου, που αποκτούν από το Βυζάντιο τα σύμβολα εξουσίας τους, τα σύμβολα επικύρωσης της προσχώρησής τους στον κόσμο της «βυζαντινής κοινοπολιτείας»429. Ανάμεσα στα σύμβολα αυτά, και πέρα από τα αμιγώς χριστιανικά, βρίσκουμε ακριβώς και τις παραστάσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου να προωθούνται ως σύμβολα αποθέωσης της κοσμικής εξουσίας του ηγεμόνα και στις χώρες των Ρως. Επομένως, η χρήση της μορφής του Αλέξανδρου ως «σήματος κατατεθέντος» του βυζαντινού πολιτισμού, ως τεκμήριο εισαγωγής αυτού του πολιτισμού σε μια ξένη χώρα, καταδεικνύει απόλυτα, για άλλη μια φορά, την τεράστια σημασία που είχε ο Μακεδόνας βασιλιάς για την ιδεολογία του μεσαιωνικού ελληνισμού. Συν τοις άλλοις, -κι αυτό ίσως είναι το σημαντικότερο –τα στέμματα αυτά αποτελούν τεκμήρια της πρακτικής εφαρμογής της πολιτικής παρακαταθήκης του Αλέξανδρου από τους βυζαντινούς επιγόνους του: ας θυμηθούμε την παραδοχή αυτή, ως προς την πρακτική των διπλωματικών συνοικεσίων με ξένους οίκους, από τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνό, ο οποίος αναφέρει ότι με πρότυπο τον Αλέξανδρο και το Φίλιππο ακολούθησαν την πολιτική των γάμων οι βυζαντινοί αυτοκράτορες. Κατά συνέπεια, εφόσον δεχτούμε αυτήν την υπόθεση, η αναπαράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου στα στέμματα αυτά, έμμεσα αποτελεί και μια μακρινή υπόμνηση των γάμων του με τη Ρωξάνη και η μορφή του προβάλλει ως εχέγγυο του ευτυχισμένου γάμου της Ελληνίδας και του Ρώσου αυτή τη φορά: ο γάμος ευλογείται από αυτόν, το συνοικέσιο πετυχαίνει, η ειρήνη της βυζαντινής οικουμένης διασφαλίζεται. Η παραπάνω παρατήρηση αποδεικνύεται και από την πιθανή απεικόνιση του Αλέξανδρου σε βυζαντινά περίαπτα, που εισήχθησαν ως κοσμήματα στο μεσαιωνικό Βλέπε Steppan 2001: 266-268, Kiss 2001: 78-83, Delvoye 1991: 454-455. Όλοι οι μελετητές επισημαίνουν τον προορισμό των σωζόμενων βυζαντινών στεμμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του μεταγενέστερου «στέμματος της Ουγγαρίας» ως δώρων σε ξένους ηγεμόνες ή πολύ πιθανό (Kiss, Delvoye) ως τα στέμματα που έφεραν στην κεφαλή τους οι βυζαντινές πριγκίπισσες όταν ως νύφες κατέφταναν στους ηγεμόνες και μέλλοντες συζύγους τους. Το συνοικέσιο, ως διπλωματικό όπλο του Βυζαντίου, συμπεριελάμβανε έτσι ισχυρά σύμβολα κύρους, όπως ακριβώς τα στέμματα με την Ανάληψη του Αλέξανδρου. 428

Σύμφωνα μάλιστα με τη Διήγηση για τους Βασιλείς Βλαδίμηρους τα σύμβολα της εξουσίας των Ρώσων ηγεμόνων προέρχονται από το Μέγα Αλέξανδρο, ενώ συγκεκριμένα ο Ρώσος ηγεμόνας Βλαδίμηρος Μονομάχος πήρε τα σύμβολα εξουσίας του από το Βυζάντιο (Чумакова 2014: 105). Μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε στις αναφορές αυτές του ρωσικού μεσαιωνικού κειμένου την περιγραφή των στεμμάτων με την Ανάληψη του Αλέξανδρου και να επιβεβαιώσουμε τη βυζαντινή καταγωγή του. 429

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

312

κράτος του Κιέβου και βρέθηκαν αποθησαυρισμένα σε σύνολα πολύτιμων αντικειμένων κοντά σε μοναστήρια στο κεντρικό τμήμα της μεσαιωνικής πόλης. Στα χρυσά αυτά περίαπτα με ένθετο σμάλτο απεικονίζεται κεφαλή νεαρού εστεμμένου βασιλιά, με τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά του Αλέξανδρου από το βυζαντινό πινάκιο του Ίνσμπρουκ (πανομοιότυπο διάλιθο στέμμα, νεαρό πρόσωπο με μακρυά μαλλιά, Pekarska 2010: 213-216). Τέλος, παράσταση ανάληψης του Αλέξανδρου υπάρχει και σε ανάλογο χρυσό στέμμα που βρέθηκε σε θησαυρό θαμμένο στην ευρύτερη περιοχή της Μεγάλης Πρεσλάβας (εικόνα 54), της παλιάς πρωτεύουσας της Βουλγαρίας, ο οποίος χρονολογείται το 10ο αιώνα, ίσως το 927 (Chidiroglou 2013: 275). Από το στέμμα σώζονται στις μέρες μας πέντε πλακίδια, σίγουρα όμως πρέπει να ήταν τουλάχιστον επτά, με το κεντρικό να απεικονίζει την ανάληψη του Αλέξανδρου και τα υπόλοιπα λεοντόμορφους γρύπες, κάποιοι από τους οποίους έχουν ουρά σε μορφή δράκοντος430. Η κατασκευή στην οποία κάθεται ο Αλέξανδρος θυμίζει χειράμαξα (Рыбаков 1987). Όλα τα σμάλτινα πλακίδια του στέμματος φέρουν περιμετρικά οπές, οι οποίες και υποδεικνύουν πως τα πλακίδια ήταν προσαρμοσμένα σε μια ταινία από δέρμα ή κάποιο άλλο υλικό. Κι εδώ ο Αλέξανδρος απεικονίζεται με τυπική βυζαντινή αυτοκρατορική ενδυμασία, με λώρο χιαστί στο θώρακα και με μικρά ζώα σουβλισμένα στα κοντάρια, όπως το βυζαντινό ανάγλυφο του Αγίου Μάρκου. Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ, όμως, είναι το φωτοστέφανο στην κεφαλή του Μακεδόνα βασιλιά, στοιχείο μοναδικό και με βαρύνοντα συμβολισμό. Αν, όπως έχει διατυπωθεί, το στέμμα προοριζόταν για γυναίκα, τότε δεν αποκλείεται να έφτασε στην Πρεσλάβα στην κεφαλή κάποιας βυζαντινής πριγκίπισσας, η οποία ήρθε ως νύφη στη Βουλγαρία, στο πλαίσιο ενός ακόμα διπλωματικού συνοικεσίου, ίσως της εγγονής του αυτοκράτορα Ρωμανού Λεκαπηνού, η οποία παντρεύτηκε το διάδοχο του Βούλγαρου ηγεμόνα Συμεών, τον Πέτρο. Πιθανόν η παλαιότερη απεικόνιση της ανάληψης του Αλέξανδρου στη βυζαντινή τέχνη να είναι στο υφαντό που φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο του Αγίου Μαρτίνου στο Montpezat – de – Quercy και χρονολογείται στον 7ο αιώνα. Σύμφωνα με τη Chiarra Frugoni, η απεικόνιση στο υφαντό αυτό, το οποίο παλιότερα χρησιμοποιήθηκε για να τυλίξει τα ιερά λείψανα του Αποστόλου Παύλου και της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας, αποτελεί ένα πρώιμο δείγμα ανάληψης του Αλέξανδρου (Paribeni 2008: 92-93). Στο σημείο αυτό δεν μπορεί να μη σχολιάσουμε κι ένα σχετικά πρόσφατα συντηρημένο και μελετημένο εύρημα από το αβαείο του Bassum, κοντά στην πόλη Bremen της Γερμανίας. Πρόκειται για ένα υφαντό, το οποίο δέχτηκε επεξεργασία κατά Το μοτίβο του λιονταριού ή του γρύπα με δρακόντεια ουρά είναι γνωστό και από άλλες βυζαντινές παραστάσεις, για παράδειγμα από ένα ανάγλυφο από την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης της Θεσσαλονίκης με παράσταση μάχης Διγενή με τερατόμορφο λέοντα (12 ος αιώνας). 430

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

313

το 18ο αιώνα, ωστόσο η κεντρική παράστασή του χρονολογείται στο 13ο αιώνα (Haase 2013: 2-3), ίσως και νωρίτερα. Αναπαρίσταται η ανάληψη του Αλέξανδρου μέσα σε κάλαθο από δύο γρύπες (εικόνα 55). Υποτίθεται ότι προέρχεται από την Ιταλία και πιο συγκεκριμένα τη Βενετία (Haase 2013: 3), ωστόσο παρατηρούμε αρκετά στοιχεία ικανά να μας πείσουν για τη βυζαντινή προέλευσή του. Πρώτ’ απ’ όλα η απεικόνιση του Αλέξανδρου μέσα σε κάλαθο, στοιχείο που είναι εγγύτερα στη βυζαντινή παράδοση (καθώς και στου Μυθιστορήματος) παρά στη δυτική, όπου ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται συνήθως πάνω σε θρόνο. Έπειτα, είναι το διάλιθο στέμμα του Αλέξανδρου με περπενδούλια, όπως όλα σχεδόν τα στέμματα των βυζαντινών απεικονίσεων που είδαμε, το στέμμα δηλαδή ενός βυζαντινού αυτοκράτορα. Επιπλέον και το ένδυμα του Αλέξανδρου παραπέμπει περισσότερο στη βυζαντινή αυτοκρατορική ενδυμασία, με λώρο ζωσμένο στη μέση του Αλέξανδρου και περικάρπια. Συν τοις άλλοις και τα σουβλισμένα μικρά ζώα – δολώματα στα κοντάρια του Αλέξανδρου θυμίζουν τα αντίστοιχα από το βυζαντινό ανάγλυφο της πρόσοψης του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Ακόμα και η απεικόνιση των γρυπών, ιδιαίτερα η στάση του σώματός τους, παρουσιάζει κοινά στοιχεία με άλλα παραδείγματα απεικόνισης γρυπών στη βυζαντινή υφαντική431, όπως για παράδειγμα το σωζόμενο κομμάτι μιας δαλματικής του 11ου Γρύπες, αετοί και λιοντάρια αποτελούν δημοφιλή διακοσμητικά μοτίβα των βυζαντινών μεταξωτών ανάμεσα στο 10ο και 11ο αιώνα, τα περισσότερα από τα οποία –πάνω από χίλια συνολικά – σώζονται σήμερα σε συλλογές και θησαυρούς δυτικών εκκλησιών, αβαείων και μουσείων. Διακοσμούσαν τα πολυτελή μεταξωτά ενδύματα βυζαντινών αυτοκρατόρων, αλλά και ανώτερων αξιωματούχων. Μάλιστα, πολύτιμα μεταξωτά συνόδευαν ως λάβαρα το βυζαντινό στρατό στις εκστρατείες του και τα αυτοκρατορικά υφαντουργεία ύφαιναν ενδύματα με αετούς που δίνονταν ως ανταμοιβή σε στρατιωτικούς για τις εξαίρετες υπηρεσίες που προσέφεραν ή τη διάκρισή τους στο πεδίο της μάχης. Επιπλέον, με αντίστοιχα μεταξωτά περιβαλλόταν ο θρίαμβος που έκανε ένας αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη μετά από κάποια νίκη του, τόσο με τα λάβαρα της παρέλασης και τις ενδυμασίες των επισήμων, όσο και με το στολισμό της διαδρομής. Ακόμη, τα βυζαντινά μεταξωτά αποτελούσαν πολύτιμα δώρα σε ξένους ηγεμόνες στο πλαίσιο της βυζαντινής διπλωματίας, προκειμένου να κλείσει μια εμπορική συνθήκη, μια συνθήκη ειρήνης, να ευοδωθεί ένα συνοικέσιο (από τον 8ο ως το 12ο αιώνα συνολικά έγιναν 16 συνοικέσια ανάμεσα στους βυζαντινούς Έλληνες και τους λατίνους της δύσης). Επομένως, καί τα βυζαντινά μεταξωτά αξιοποιήθηκαν ως όπλα στο στίβο των διεθνών σχέσεων του Βυζαντίου και ταυτόχρονα ως σύμβολα της ισχύος του (Muthesius 1992: 99-104). Κατά συνέπεια, είναι λογικό να υποθέσει κανείς πως και το κατεξοχήν σύμβολο της βυζαντινής αυτοκρατορικής ισχύος, η ανάληψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θα μπορούσε ως μοτίβο να αξιοποιηθεί στο παραπάνω πλαίσιο, πόσο μάλλον που οι γρύπες από μόνοι τους αποτελούν ούτως ή άλλως δημοφιλή επιλογή των αυτοκρατορικών εργαστηρίων. Το γεγονός ότι υπάρχουν κι άλλα έργα της ανάληψης ως δώρα της βυζαντινής αυλής σε ξένους ηγεμόνες, όπως το σμάλτινο δοχείο του Ίνσμπουρκ ή τα στέμματα του Κιέβου και της Πρεσλάβας, πιθανόν και το κιβώτιο του Darmstadt, μας οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα και για τα όποια μεταξωτά με παραστάσεις της ανάληψης. Πώς όμως όλα αυτά τα σωζόμενα βυζαντινά μεταξωτά έφτασαν στη δύση; Γιατί σώθηκαν σε μεγάλες ποσότητες μόνο εκεί; Η απάντηση που δίνει η Muthesious είναι πως ακολούθησαν τη διπλωματική οδό ως δώρα, είτε ως 431

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

314

αιώνα από την Κωνσταντινούπολη (Stauffer 2010: 172). Τέλος το επαναλαμβανόμενο πολλές φορές διακοσμητικό μοτίβο της ανάληψης σε ζώνες (επτά φορές σε τρεις ζώνες στο σωζόμενο τμήμα του υφαντού) παραπέμπει σε αντίστοιχα σωζόμενα βυζαντινά υφαντά με δικέφαλους αετούς, το Διγενή Ακρίτα και άλλα δείγματα.432 Εφόσον δεχτούμε τα παραπάνω, τότε μπορούμε με επιφύλαξη να προτείνουμε τη βυζαντινή καταγωγή του υφαντού και να το χρονολογήσουμε ενδεχομένως και νωρίτερα του 13ου αιώνα, στο 10ο -12ο. Αξίζει ακόμα να επισημάνουμε, πως παρόμοιου θέματος υφαντό με επαναλαμβανόμενο μοτίβο την ανάληψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπάρχει στο Μουσείο Υφαντών στην πόλη Krefeld της Γερμανίας, στο οποίο συναντάμε όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία. Αν σε αυτά τα ευρήματα προσθέσουμε και το αμφιλεγόμενο «λατινικό» υφαντό της ανάληψης από το Μουσείο του Wurzburg (βλέπε κεφάλαιο 5.7., εικόνα 122), τότε αντιλαμβανόμαστε πως το θέμα αυτό υπήρξε προφανέστατα ιδιαίτερα αγαπητό καί για τη βυζαντινή υφαντική τέχνη. Τέλος, δύο ακόμα αντικείμενα ιδιωτικού βίου που σώζονται από το Βυζάντιο αποδεικνύουν την οικειότητα των Ελλήνων του μεσαίωνα με τον αρχαίο βασιλιά τους. Πρόκειται για δύο χρυσά δαχτυλίδια που φέρουν ως διακόσμηση παράσταση ανάληψης του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το παλαιότερο από αυτά χρονολογείται τον 11 ο αιώνα και ανήκει σήμερα στη συλλογή του Dumbarton Oaks. Πρόκειται για δαχτυλίδι με κυκλική σφενδόνη επίπεδης επιφάνειας με έξεργη παράσταση ανάληψης Αλεξάνδρου πάνω σε δίτροχο άρμα με δύο γρύπες. Το δαχτυλίδι προέρχεται μάλλον από την Κωνσταντινούπολη και αποτελεί δείγμα υψηλής τέχνης βυζαντινού εργαστηρίου (Ross 2005: 87-88). Το δεύτερο παράδειγμα ανήκε στο λεγόμενο «Θησαυρό της Θεσσαλονίκης», ο οποίος περιείχε και σειρά νομισμάτων των Αγγέλων αυτοκρατόρων Ισάκιου Β΄ και Αλεξίου Γ΄ και ως εκ τούτου χρονολογείται στα τέλη του 12 ου με αρχές συνοδευτικά αποστολών συνοικεσίων (βλέπε παραπάνω παραπομπή). Ωστόσο έτσι δεν δικαιολογείται ο μεγάλος αριθμός τους. Θεωρώ πως πολλά από αυτά ήταν –και πάλι –λάφυρα των Γάλλων και Ιταλών σταυροφόρων που, μαζί με τους απεσταλμένους του Πάπα, διέλυσαν το κράτος του μεσαιωνικού ελληνισμού κατά την άλωση της Πόλης το 1204. Ο Νικήτας Χωνιάτης αλλά και δυτικές πηγές περιγράφουν τη λεηλασία, τις σφαγές, τους βιασμούς και τις καταστροφές που προξένησαν, καταστροφές έργων τέχνης, πολύτιμων χειρογράφων και αποθησαυρισμένων στην πρωτεύουσα της ελληνικής αυτοκρατορίας αγαλμάτων της κλασικής αρχαιότητας. Η ανθρωπότητα σήμερα θα ήταν πολύ πιο πλούσια σε γνώσεις για την αρχαιότητα και το μεσαίωνα, αν δεν επερχόταν τότε στο Βυζάντιο η λαίλαπα της δυτικοευρωπαϊκής βαρβαρότητας, την οποία ολοκλήρωσε δύο αιώνες αργότερα η οθωμανική κατάκτηση. Το ζήτημα είναι πώς οι δυτικοί επιδρομείς κατάφεραν να προξενήσουν τέτοιο κακό, πώς τους το επέτρεψε μια κραταιά αυτοκρατορία. Για τα παραπάνω ζητήματα δες Τζόναθαν Φίλλιπς, Η Τέταρτη Σταυροφορία και η Λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, μετάφραση Λεωνίδας Καρατζάς, εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2005. Βλέπε ενδεικτικά διάφορα τέτοια δείγματα βυζαντινών υφαντών σε Migeon 1909: 21-22, 25, Stauffer 2010: 170, 172. 432

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

315

του 13ου αιώνα. Σήμερα το δαχτυλίδι βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Το δαχτυλίδι φέρει εγχάρακτη και ένθετη διακόσμηση με αστρικά μοτίβα και σχηματοποιημένη παράσταση ανάληψης με δύο μοναδικά χαρακτηριστικά: τη μορφή του Αλέξανδρου να κάθεται σε κάθισμα με διασταυρούμενα πόδια, τη sella curulis433 των Ρωμαίων αξιωματούχων και να φέρει πάνω από την κεφαλή του επτάκτινο αστέρι ως σύμβολο αποθέωσης και μοτίβο αποτροπαϊκής σημασίας. Ας σημειωθεί πως στις πλευρές της στεφάνης του δαχτυλιδιού απεικονίζονται ως μοτίβα οκτάκτινα αστέρια. Ο Αλέξανδρος περιβάλλεται από γρύπες με χαρακτηριστικά αετών. Είναι προφανές πως το δαχτυλίδι θα ανήκε σε κάποιον βυζαντινό αξιωματούχο, κάποιο μέλος της βυζαντινής αριστοκρατίας (Ross 2005: 87, Chidiroglou 2013: 274-275). Στα παραπάνω αρχαιολογικά τεκμήρια έρχεται να προστεθεί και η αναφορά στην παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου που κάνει ο λόγιος Μιχαήλ Ψελλός σε μια επιστολή του με τίτλο Τῶ ἐπί τῶν δεήσεων. Θέλοντας να παραινέσει κάποιον φίλο του λόγιο, κάνει μια αντιπαραβολή με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Αλέξανδρο σημειώνοντας: «.…ὁ δέ Μακεδών ἐκεῖνος ἀνήρ, ὧ τούς γρύπας ὑποζευγνύουσιν οἱ γραφεῖς καί γῆθεν μετεωρίζουσι, τά πολλά ἐγκλίνων τόν τράχηλον, τῆς τῶν πραγμάτων ὀρθότητος ἥπτετο. Και τούτων μᾶλλον οἱ κατ’ ἐκείνους ἐμιμοῦντο τάς προσποιήσεις, ἤ τῶν ἄλλων τάς φυσικάς ωραιότητας» (Σάθας 1876: 246). («…Και εκείνος ο Μακεδόνας άνδρας, τον οποίο παριστάνουν οι ζωγράφοι να ζεύει τους γρύπες και να μετεωρίζεται πάνω από τη γη, σκύβοντας σε πολλά το κεφάλι του (= ερευνώντας πολλά), άγγιζε την ορθότητα των πραγμάτων. Και αυτονών, (δηλαδή του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου) λοιπόν, τις προσποιήσεις αντέγραφαν περισσότερο οι μιμητές τους, παρά τις άλλες φυσικές τους ωραιότητες»). Η σημασία της αναφοράς αυτής του Ψελλού είναι μεγάλη, καθότι κατά πάσα πιθανότητα τεκμηριώνει πως, στο περιβάλλον της Βασιλεύουσας, που ζούσε και κινούνταν ο Ψελλός, υπήρχαν και ζωγραφιστές παραστάσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου, πέρα από τις ανάγλυφες και τις υπόλοιπες, για τις οποίες ήδη έγινε λόγος. Παράλληλα, ο Ψελλός φαίνεται πως εξυμνεί τον Αλέξανδρο, αφού αυτός, όπως γράφει, βλέποντας και ερευνώντας πολλά στη ζωή του, προσέγγιζε την ορθότητα των πραγμάτων. Συν τοις άλλοις, ο Ψελλός κάνει μια ρητή αναφορά σε μιμητές του Πλάτωνα, του Αριστοτελη και του Αλέξανδρου, επιβεβαιώνοντας τη διαπιστωμένη ήδη ευρεία μίμηση του Αλέξανδρου διαχρονικά. Τέλος, είναι πολύ πιθανόν να θεωρεί Πρόκειται για το γνωστό αρχαιοελληνικό αναδιπλούμενο δίφρο, που τον συναντάμε, για παράδειγμα, σε απεικόνιση με καθιστό Απόλλωνα σε λευκή αττική λήκυθο από τους Δελφούς (περίπου 480 π.Χ.) 433

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

316

και ο Ψελλός τον Αλέξανδρο ως φιλόσοφο, καθώς τον βάζει μαζί με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και κάνει αμέσως μετά μια αντίστοιχη αναφορά για το φίλο του λόγιο, στον οποίο απευθύνεται η επιστολή: «Ἐγώ δέ ἠξίουν ἄνω σε βλέπειν, εἰ καί μή φιλόσοφον ὄντα, ἀλλά φιλοσόφου ὁμιλητήν…».

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

317

3.5.4. Μικρογραφίες χειρογράφων, αγγεία και άλλα ευρήματα Από τη διήγηση του Αλέξανδρου προέρχεται και η παράσταση ενός βυζαντινού ελεφαντοστέινου κιβώτιου του 12ου αιώνα, σήμερα στο Αββαείο της Βadia della S. Trinita La Cava, στην περιοχή του Σαλέρνο της Ιταλίας. Στην παράσταση αυτή εμφανίζεται ο μυθικός πατέρας του, Αιγύπτιος Φαραώ Νεκτεναβώ, να εκτελεί τη λεκανομαντεία του, ουσιαστικά η πρώτη σκηνή του Μυθιστορήματος, ενώ στο διπλανό πλαίσιο απεικονίζεται η σκηνή του μονιάσματος του Φιλίππου με την Ολυμπιάδα, μετά από πρωτοβουλία του Αλέξανδρου, πάντα σύμφωνα με το Μυθιστόρημα του ΨευδοΚαλλισθένη (βλέπε εικόνα 56, Weitzmann 1951: 186-189, Stoneman 2008: 308). Για την ασφαλή ταύτιση των σκηνών, εκτός από τις παράλληλες εικόνες χειρογράφων, που παραθέτει ο Weitzmann,434 δεν πρέπει να μας διαφύγει της προσοχής η εκπληκτική – για τον ελληνορθόδοξο 12ο βυζαντινό αιώνα – απεικόνιση δύο μορφών με τα κέρατα του Άμμωνα στο κέντρο της παράστασης, μιας ηλικιωμένης (πιθανόν ο Νεκτεναβώ, αν όχι ο ίδιος ο Άμμων) και μιας νεανικής (ο Αλέξανδρος, όπως καθιερώθηκε να απεικονίζεται σε σφραγιδόλιθους και άλλες παραστάσεις της αρχαιότητας). Η προσεκτική παρατήρηση μάλιστα της απεικόνισης των δύο κεφαλών φανερώνει πως τα κέρατα του Άμμωνα καί στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή του Αλέξανδρου και του Νεκτεναβώ, αποτελούν προσάρτημα σε διάδημα που φέρουν οι κεφαλές και δε δείχνουν να φύονται απευθείας από την κεφαλή. Κατά συνέπεια, έχουμε την ίδια επιλογή απεικόνισης των κεράτων ως «τεχνητών», όπως και στη στήλη του Ηράκλειου –Αλέξανδρου, πέντε αιώνες πιο πριν. Πέραν της παρατήρησης του Stewart για την αποφυγή απεικόνισης του Αλέξανδρου ως ιερού προσώπου στο ελληνορθόδοξο Βυζάντιο, το στοιχείο αυτό πιστοποιεί ένα εικονογραφικό μοτίβο της αρχαίας αλεξάνδρειας παράδοσης, που δείχνει να επιβιώνει στην ελληνορθόδοξη αυτοκρατορία της ανατολής. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως το ελληνορθόδοξο Βυζάντιο υπήρξε ο άμεσος κληρονόμος μοτίβων και μορφών της αρχαιοελληνικής τέχνης, τα οποία διαφύλαξε ως το τέλος των ημερών του. Μάλιστα, θα μπορούσε να μπει κάποιος στον πειρασμό και να υποθέσει πως στο Βυζάντιο πιθανόν να υπήρχε μια μορφή διαδήματος με τα κέρατα του Άμμωνα, που να έφερε στην κεφαλή του ο νικητής –θριαμβευτής αυτοκράτορας κατά την τέλεση του θριάμβου του. Τέλος, μια ακόμα παρατήρηση που μπορεί να γίνει στη μορφή του προσώπου του Αλέξανδρου έχει να κάνει με το λεοντώδες παρουσιαστικό του: πράγματι, η απεικόνιση του Αλέξανδρου Εκτός από την αντίστοιχη απεικόνιση σε μικρογραφία του κώδικα Barocci 17 της Βοδλιανής Βιβλιοθήκης της Οξφόρδης, που περιέχει ακριβώς εκδοχή του βυζαντινού Μυθιστορήματος, δύο άλλες παρόμοιες μικρογραφίες απεικονίζονται σε μεταγενέστερες αρμενικές εκδοχές του Μυθιστορήματος, στον κώδικα 424 του Αγίου Λαζάρου της Βενετίας και στον κώδικα 319 του ναού των Μετχαριστών στη Βιέννη (Wietzmann 1951: 187, εικόνες 251-252). 434

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

318

στο κιβώτιο θυμίζει λιοντάρι, με το επίμηκες κρανίο, τα έντονα ζυγωματικά και τον προβεβλημένο κρόταφο, αλλά και τα μαλλιά σαν χαίτη λιονταριού. Αμέσως μπορεί να ανακαλέσει κανείς και την περιγραφή της μορφής του Αλέξανδρου στον ψευδοΚαλλισθένη, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος ήταν «λεοντόκορμος» και έμοιαζε με «ὅρμημα αγρίου λέοντος» (Καλλισθένης 2005:58). Επιβεβαιώνεται έτσι και πάλι η στενή συνάφεια των βυζαντινών απεικονίσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου με το Μυθιστόρημα και αποδεικνύεται ξανά πως αυτό ήταν κοινός τόπος για όλους, καλλιτέχνες και παραγγελιοδότες. Από τα βυζαντινά χειρόγραφα του Μυθιστορήματος του Αλεξανδρου που έφτασαν ως τις μέρες μας, μόνο δύο διασώζουν εικονογράφηση. Το παλαιότερο είναι ο κώδικας Barocci 17 της Bodleian Library της Οξφόρδης, (13ος αιώνας) που περιέχει, όπως προαναφέρθηκε, ακέραιη την παραλλαγή ε΄. Ο τίτλος του είναι «Βίος Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως Μακεδόνων». Διασώζει 31 μικρογραφίες, -από τις 120 που προβλέπονταν αρχικά – οι οποίες είναι υψηλής ποιότητας, αν και μάλλον απλές στη σύνθεση και την τεχνική, με αρκετές φθορές και κακή κατάσταση συντήρησης. Από τις πιο ευδιάκριτες είναι η σκηνή με τη λεκανομαντεία του Νεκτεναβώ και η συμμετοχή του Αλέξανδρου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, -επεισόδιο που προστέθηκε προκειμένου να εξυψώσει ακόμα περισσότερο το γόητρό του. Σε άλλη μικρογραφία παρουσιάζεται το επεισόδιο της εξημέρωσης του Βουκεφάλα: ο Αλέξανδρος τον ιππεύει, φορώντας καφετιά ενδύματα, κόκκινη χλαμύδα και ευμέγεθες στέμμα στο κεφάλι. Πιο δεξιά, καθισμένος σε θρόνο, παρακολουθεί τη σκηνή ο Φίλιππος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η απεικόνιση του Βουκεφάλα, με ένα κέρατο να φύεται από το μέσο της μεγάλης, «βοδινής» κεφαλής του. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί πως σε όλες τις απεικονίσεις του στον κώδικα Barocci 17 ο Αλέξανδρος εμφανίζεται ως αγένειος νέος, σε αντίθεση με το πρότυπο της απεικόνισής του ως γενειοφόρου βυζαντινού αυτοκράτορα που βλέπουμε αλλού (Καμπούρη –Βαμβούκου 2001: 119, Τριβυζαδάκης 2005: 61, 63, Trahoulia 2007: 43). Ενδεχομένως αυτό να υποδεικνύει πως ο καλλιτέχνης των μικρογραφιών του κώδικα Barocci 17 ήταν εγγύτερα στις κλασικές πηγές της ιστορίας του Αλέξανδρου, έξω από τη σύγχρονή του επιρροή των αυτοκρατορικών εργαστηρίων ως προς το θέμα και την απεικόνισή του. Επιπλέον, ο Αλέξανδρος εμφανίζεται σε ένα ακόμη εικονογραφημένο ελληνικό χειρόγραφο της Διηγήσεως του Αλέξανδρου, το περίφημο χειρόγραφο του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας435, (κώδικας 5) με προέλευση από την Τραπεζούντα, το οποίο Το χειρόγραφο εκδόθηκε σε μορφή βιβλίου και σε επιμέλεια της Νικολέττας Τραχούλια το 1997 με τίτλο «Το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου» από τις εκδόσεις Εξάντας. Σύμφωνα με μια αναφορά, το χειρόγραφο βρισκόταν στην κατοχή της Ελληνικής Ορθόδοξης Αδελφότητας της Βενετίας τουλάχιστον από το 1879. 435

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

319

χρονολογείται το 14ο αιώνα και περιέχει την παραλλαγή γ΄ του Μυθιστορήματος ή Διηγήσεως του Αλέξανδρου με συνδυασμό στοιχείων της ε΄ και της β΄ (βλέπε περισσότερα στο κεφάλαιο 3.1). Πρόκειται για ένα χειρόγραφο 193 φύλλων, διαστάσεων 32 x 24 εκ. με 250 μικρογραφίες των περιπετειών του Αλέξανδρου, απεικονίσεις των διαφόρων επεισοδίων που εξιστορούνται (εικόνα 57)436. Σε αυτές ο Αλέξανδρος εμφανίζεται εικονογραφικά ως ένας αληθινός βυζαντινός αυτοκράτορας, με όλα τα αυτοκρατορικά διάσημα που συναντούμε και στις απεικονίσεις του στις παραστάσεις της ανάληψης. Οι μικρογραφίες αποδίδουν είτε διαφορετικά επεισόδια, είτε διαδοχικές φάσεις του ίδιου επεισοδίου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια συνεχόμενη ροή εικόνων όλων σχεδόν των επεισοδίων του Μυθιστορήματος. Χαρακτηριστική στη ροή αυτή είναι και η παρακολούθηση της ενηλικίωσης του Ο Ξυγγόπουλος μελέτησε τις μικρογραφίες του κώδικα της Βενετίας και συμπέρανε πως δεν αποτελούν πρωτότυπη σύνθεση, αλλά αντιγραφή μιας άλλης, παλιότερης βυζαντινής σύνθεσης, με εκτενέστερο κείμενο και πλουσιότερη εικονογράφηση, οι ρίζες της οποίας πρέπει να ανάγονται στα ελληνιστικά χρόνια. Ως προς την εικονογραφία των παραστάσεων, (απεικόνιση αμφίεσης, οπλισμού, οικοδομημάτων κ.α.) κυριαρχούν τα ελληνικά –βυζαντινά χαρακτηριστικά με την προσθήκη λίγων δυτικών στοιχείων καθώς και στοιχείων της μουσουλμανικής Περσίας και Συρίας. Συνήθως οι με κόκκινο μελάνι επεξηγηματικές επιγραφές των μικρογραφιών (λεζάντες) αντιγράφουν το κείμενο αμετάβλητο, ενώ αργότερα προστέθηκαν και κάποιες με μαύρο μελάνι στα τούρκικα με αραβική γραφή (Ξυγγόπουλος 1966: 11-19, 69-94). Η Τραχούλια παρατηρεί πως η τεχνοτροπία των μικρογραφιών αντανακλά τη γενικότερη τεχνοτροπία των βυζαντινών μικρογραφιών αλλά και τοιχογραφιών του πρώτου μισού του 14ου αιώνα. Διακρίνει ακόμα το χέρι συνολικά τριών καλλιτεχνών και περιγράφει τα χαρακτηριστικά τους, διαπιστώνοντας πως πρόκειται μάλλον για καλλιτέχνες γεωργιανής προέλευσης (ή γεωργιόφωνους Λαζούς) που ζούσαν στο περιβάλλον της Τραπεζούντας (Trahoulia 2007: 35-39). Φαίνεται πως το 1461, με την άλωση της Τραπεζούντας από τις δυνάμεις του Μωάμεθ Β΄, το χειρόγραφο έπεσε σε τούρκικα χέρια και μάλιστα σε αυτά του ίδιου του Μωάμεθ, ο οποίος υπήρξε επίσης θαυμαστής του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η τουρκική περιγραφή των εικόνων δεν αποτελεί μια απλή μετάφραση των με κόκκινο μελάνι ελληνικών επιγραφών, αλλά μια νέα απόδοση που αποκλειστικό στόχο έχει να περιγράψει τις εικόνες για έναν Τούρκο αποδέκτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τουρκικές επιγραφές είναι πολλές φορές πολύ πιο αναλυτικές και περιγραφικές σε σχέση με τις ελληνικές, αλλά και προσαρμοσμένες στην τουρκική πολιτισμική παράδοση, έγιναν μάλιστα από κάποιον Τούρκο με γνώση των κανόνων των οθωμανικών χρονικών, με τη βοήθεια κάποιου που σίγουρα ήξερε ελληνικά και διάβαζε στον Τούρκο το ελληνικό κείμενο και τις λεζάντες των εικόνων. Η τελική επεξεργασία των τούρκικων περιγραφών στόχευε στο να καταστήσει το χειρόγραφο πλήρως προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις ενός τουρκικού, ισλαμικού περιβάλλοντος και τον Αλέξανδρο κατάλληλο για πρότυπο πλέον ενός φιλόδοξου σουλτάνου και κατακτητή της εποχής (βλέπε περισσότερα σε Kastritsis 2011: 103104, 107, 111-123). Με τις τουρκικές επεμβάσεις που του έγιναν, το χειρόγραφο της Τραπεζούντας θα μπορούσε πλέον να διαβαστεί ή να παρουσιαστεί σε κάποιον προφορικά ως εικονογραφημένη νουβέλα ή αφήγηση με συνοδεία εικόνων, επιβεβαιώνοντας τις αρχικές παρατηρήσεις της Τραχούλια για τη λειτουργία των πρωτότυπων μικρογραφιών του βυζαντινού χειρογράφου καί στη νέα, οθωμανική του διάσταση. 436

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

320

Αλέξανδρου, ο οποίος αρχικά εμφανίζεται ως αγένειος νεανίας με πολυτελή ενδύματα, αργότερα με κοντό και αραιό γένι και στέμμα (μετά το θάνατο του Φιλίππου) και τέλος γενειοφόρος σε πλήρη ωριμότητα με την τυπική ενδυμασία ενός βυζαντινού αυτοκράτορα. Σύμφωνα με την Τραχούλια, οι ολοσέλιδες μικρογραφίες σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να συνοδεύουν ως αναπαραστάσεις μια προφορική διήγηση του περιεχομένου του Μυθιστορήματος. Το μέγεθος του χειρογράφου, διαστάσεων 32 x 24 εκ. συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης, αν υποθέσουμε ότι το βιβλίο τοποθετούνταν ανοιχτό πάνω σε ένα αναλόγιο και ο αυτοκράτορας κατά μόνας ή με μέλη της αυλής του απολάμβανε την προφορική αφήγηση των περιπετειών του Αλέξανδρου με την παράλληλη συνοδεία των εικόνων που ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια του τη δράση, μια μεσαιωνική κινηματογραφικού χαρακτήρα εμπειρία437. Επιπλέον οι μικρογραφίες του χειρογράφου δημιουργούν στο θεατή τους την αίσθηση μιας κίνησης και προοδευτικής εξέλιξης στο χρόνο και στον τόπο. Μάλιστα δεν είναι τυχαίο ότι η κίνηση αυτή ακολουθεί την πορεία του Αλέξανδρου και του στρατού του και είναι πάντα από αριστερά προς τα δεξιά, φέρνοντας στο νου την πορεία που έκανε από τη δύση στην ανατολή (με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ο στρατός του εμφανίζεται να υποχωρεί). Επιπλέον, το σπάσιμο μιας ολοσέλιδης μικρογραφίας σε δύο επιμέρους πλαίσια για την αποτύπωση διαδοχικών στιγμών της δράσης ενός επεισοδίου ή η απεικόνιση των διαφορετικών αυτών στιγμών στο ίδιο πλαίσιο με εναλλαγή των κινήσεων των ίδιων προσώπων (που έτσι εμφανίζονται πάνω από μια φορά στο ίδιο πλαίσιο δράσης κάνοντας όμως διαφορετικές ενέργειες) δημιουργεί σχεδόν «κινηματογραφική» οπτική καθώς και την εντύπωση ενός εικονογραφήματος (κόμικ), επιτυγχάνοντας μέγιστη οικονομία χώρου και αφηγηματικού χρόνου438. Καθοριστικό ρόλο φαίνεται πως παίζουν και οι συνοδευτικές επιγραφές, οι λεζάντες των εικόνων με κόκκινο μελάνι, οι οποίες συνοψίζουν τα κύρια στοιχεία κάθε φορά του απεικονιζόμενου επεισοδίου χωρίς όμως να περιγράφουν λεκτικά όλες τις διαδοχικές φάσεις του. Ωστόσο, όπως παρατηρεί η Τραχούλια, με βάση τις συνοδευτικές λεζάντες θα μπορούσε κάποιος προφορικά να αποδώσει όλες τις επιμέρους φάσεις ενός επεισοδίου και να ξεδιπλώσει έτσι μια πλήρη προφορική αφήγηση μπροστά σε κάποιο κοινό, γυρνώντας κάθε φορά τη σελίδα στην επόμενη μικρογραφία και πάντως Η χρήση των μικρογραφιών σε ορισμένα βυζαντινά χειρόγραφα ως συνοδευτικών προφορικών αφηγήσεων έχει συζητηθεί και από άλλους ερευνητές και για άλλα χειρόγραφα, βλέπε Trahoulia 2010: 149. 437

Η αίσθηση του εικονογραφήματος επιτείνεται από τη λειτουργία ορισμένων από τις συνοδευτικές επιγραφές σε διαλογικά σημεία της αφήγησης, με την αναγραφή ακριβώς σε πρώτο πρόσωπο των όσων λέει ένα από τα απεικονιζόμενα πρόσωπα σε κάποιο άλλο. Μάλιστα το απεικονιζόμενο πρόσωπο, που εκφέρει τα λόγια αυτά, εμφανίζεται να χειρονομεί και να απευθύνεται προς τον αποδέκτη! 438

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

321

ανεξάρτητα από το κυρίως κείμενο του χειρογράφου, το οποίο δεν εμφανίζεται πάντα στη διπλανή σελίδα της μικρογραφίας. Στην προμετωπίδα του κώδικα απεικονίζεται ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Αλέξιος Κομνηνός Γ΄(1349-1390), με τον χαρακτηριστικό ενός Τραπεζούντιου αυτοκράτορα συνοδευτικό τίτλο «βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ πάσης ἀνατ(ολής)», ενώ παλιότερα η μορφή αυτή ταυτιζόταν με τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Έχει προταθεί πως αρχικά υπήρχε κι ένα δεύτερο φύλλο με τη μορφή του Αλέξανδρου, στον οποίο ήταν στραμμένος ο εικονιζόμενος Αλέξιος, στον οποίο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ανήκε το χειρόγραφο. Άλλωστε και η αναγραφόμενη προσφώνησή του προς τον Αλέξανδρο σε πρώτο πρόσωπο ενισχύει αυτήν την υπόθεση καθώς και την αίσθηση της ύπαρξης ενός διαλόγου ανάμεσα στον Αλέξιο και το πρότυπό του, τον Αλέξανδρο. Σε ελεύθερη μετάφραση του λέει τα εξής: «Εγώ, βασιλιά Αλέξανδρε, γενναίε και άριστε των εστεμμένων κοσμοκράτορα, βλέποντας τους άθλους και τα [έργα] σου και τη βασιλεία σου που υπερνικά τα πάντα, ένιωσα τον πόθο να…».439 Δημιουργείται ουσιαστικά έτσι ένας λογοτεχνικός τόπος σύζευξης της ιστορίας του Αλέξανδρου και της πραγματικής ζωής του μιμητή του, του Αλέξιου, στα χρόνια του οποίου μάλιστα σημειώθηκαν και οι περισσότερες στρατιωτικές επιτυχίες των Ελλήνων του Πόντου κατά των Οθωμανών -«Περσών», όπως αναφέρονται οι εξ ανατολών αντίπαλοι σε πολλά τραπεζούντια κείμενα της εποχής. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Αλέξιος είχε αναφερθεί ως μιμητής του Αλέξανδρου και από τον ποιητή της αυλής του, Ιωάννη Σγουρόπουλο. Επιπλέον, για Τραπεζούντιους αυτοκράτορες που αυτοαποκαλούνταν κύριοι «πάσης ανατολής» και που ήταν ωστόσο περικυκλωμένοι από «Πέρσες», δηλαδή Τούρκους, σίγουρα ο Αλέξανδρος θα αποτελούσε ιδανικό πρότυπο. Τέλος, ένα ακόμα στοιχείο που δείχνει την ιδιαίτερη σχέση του Αλέξιου Γ΄ με τον Αλέξανδρο είναι η –σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις – παραγγελία που έδωσε ο αυτοκράτορας στην ίδια ομάδα που δημιούργησε το χειρόγραφο του τραπεζούντιου Μυθιστορήματος να δημιουργήσει κι ένα άλλο χειρόγραφο, το οποίο περιελάμβανε –ανάμεσα στ’ άλλα –και κείμενα σχετικά με τον Αλέξανδρο, όπως το Περί Ἀλεξάνδρου τύχης ἤ ἀρετῆς του Πλουτάρχου, το Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις και την Ἰνδική του Αρριανού, έναν επιτάφιο του Αλέξανδρου από το Διόδωρο το Σικελιώτη αλλά και τους Στίχους εἰς τον βασιλέα Ἀλέξανδρον του Μανουήλ Φιλή. Άλλωστε το χειρόγραφο περιλαμβάνει τη γ΄ διασκευή, την πλέον «Ἐγώ βασιλευ / Ἀλέξανδρε γεννα[ῖε] / στεφηφόρων ἂριστ[ε] / καί κοσμοκράτ[ωρ] / τούς σους κατιδών καμάτους καί τά [ἔργα] …./ ὑπερνικῶς[αν]…/ τῶν ὂλων βασιλε[ίαν].. /ἒσχον πόθον…». Πάνω ακριβώς από τη μορφή του αυτοκράτορα υπάρχει με κόκκινη μελάνη η επιγραφή: «Ἐν Χ(ριστ)ῶ τα-ω Θ(ε)-ω πιστός βασιλευς καί αὐτοκράτωρ πάσης ἀνατ(ολής) και πα….».Η αναφορά αυτή ξεκάθαρα φανερώνει την ταυτότητα ενός βυζαντινού αυτοκράτορα για το εικονιζόμενο πρόσωπο (Ξυγγόπουλος 1966: 21). Επιπλέον, σωστά η Τραχούλια παρατηρεί πως η επιλογή της μετοχής κατιδών, ενισχύει τη θεωρία της ερμηνείας του βιβλίου με τις παραστάσεις του ως συνοδευτικού μιας προφορικής αφήγησης (Trahoulia 2007: 39). 439

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

322

βυζαντινή και υμνητική του Αλέξανδρου, όπως ήδη παρατηρήθηκε (βλέπε κεφάλαιο 2.3.). Ο ίδιος ο τίτλος στην αρχή του κειμένου είναι ενδεικτικός: «Διήγησις ἐξαίρετος καί ὄντως θαυμασία τοῦ κοσμοκράτορος Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως», τίτλος εμβληματικός, συγκρινόμενος με τους αντίστοιχους των άλλων παραλλαγών (Καμπούρη –Βαμβούκου 2001: 120-121, Μαλτέζου 2001: 48-51, Τριβυζαδάκης 2005: 63, 66, 67, Trahoulia 2007: 7-47, Trahoulia 2010: 145-165). Η παράσταση ενός βυζαντινού αυτοκράτορα που απεθύνεται άμεσα στον Αλέξανδρο αποτελεί άλλο ένα αποδεικτικό στοιχείο της λειτουργίας του ως προτύπου βασιλέως για τους ηγεμόνες των ελληνορθόδοξων κρατών της ανατολής. Ιδιαίτερη αξία έχουν και οι μικρογραφίες στα «Κυνηγετικά» του Ψευδο – Οππιανού του πρώτου μισού του 11ου αιώνα στον κώδικα Gr. Ζ 479 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας, όπως η εξημέρωση του Βουκεφάλα, η καταδίωξη του Δαρείου από τον Αλέξανδρο, οι κυνοκέφαλοι άνθρωποι (εικόνα 58). Πρόκειται για μικρογραφίες που αντλούν τα πρότυπά τους από κάποιο χειρόγραφο που περιείχε το Βίο του Αλέξανδρου (Μυθιστόρημα). Από το επεισόδιο της εξημέρωσης του Βουκεφάλα απεικονίζεται σκηνή με το Βουκεφάλα να οδηγείται ενώπιον του Φιλίππου και το Βουκεφάλα μέσα σε κλουβί, σύμφωνα ακριβώς με την αφήγηση του Μυθιστορήματος. Στην καταδίωξη του Δαρείου ο Αλέξανδρος απεικονίζεται ως βυζαντινός αυτοκράτορας, με χλαμύδα και διάλιθο στέμμα στο κεφάλι. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια στις δύο αναπαραστάσεις του Βουκεφάλα (στο κλουβί και στη σκηνή καταδίωξης) αποτελεί η απεικόνιση στα καπούλια του ενός βουκρανίου, ενθύμιση της προέλευσης του ονόματός του. Παρόμοιες σκηνές καταδίωξης υπάρχουν και σε μεταγενέστερα ελληνικά χειρόγραφα του Ψευδο-Οππιανού της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισίου, στους κώδικες Par. gr.2736 (15ος αιώνας) και Par.gr.2737 (16ος αιώνας). Τέλος, ο Αλέξανδρος απεικονίζεται ως καβαλάρης πάνω σε θηρίο440 και στην απεικόνιση του αποκαλυπτικού οράματος του προφήτη Δανιήλ στο χειρόγραφο 1186 της Βιβλιοθήκης της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, χειρόγραφο το οποίο επίσης χρονολογείται στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα και αποδίδει τη Χριστιανική Τοπογραφία του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη. Η απεικόνιση αυτή αποτελεί την επιβεβαίωση της ερμηνείας του τρίτου θηρίου ως της βασιλείας των Μακεδόνων, που, όπως είδαμε, έδωσαν οι πατέρες της εκκλησίας (βλέπε κεφάλαιο 3.4.). Έτσι, λοιπόν, ο Αλέξανδρος, εντασσόμενος στο όραμα του προφήτη Δανιήλ, γίνεται μέρος του σχεδίου του θεού για την πορεία και το τέλος του κόσμου και αποκτά εσχατολογική διάσταση, στοιχείο που θα δώσει μια νέα απεικόνισή του στις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες (βλέπε το οικείο κεφάλαιο, Weitzmann 1951: 144, Gavalaris 1989: 15-16, Καμπούρη – Βαμβούκου 2001: 122-23, Τριβυζαδάκης 2005: 33-35). Ο Αλέξανδρος επισημαίνεται στο χειρόγραφο ως ΜΑΚΕΔΟΝΙΩΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και απεικονίζεται και πάλι ως βυζαντινός αυτοκράτορας με διάλιθο στέμμα με περπενδούλια (Τριβυζαδάκης 2005: 35). 440

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

323

Στον ελληνικό μεσαιωνικό κόσμο, ο Αλέξανδρος εμφανίζεται ακόμα σε θραύσματα αγγείων, έργα λαϊκών τεχνιτών του 11ου με 14ο αιώνα από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα σε θραύσμα αγγείου από την Αθήνα του 11 ου αιώνα, που παριστάνει τη δολοφονία του Νεκτεναβώ από τον Αλέξανδρο, υπάρχει και αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή, που μπορεί να αποκατασταθεί ως εξής: [Αλέξανδ]ρος βα[σιλευς] Μακεδόν[ων]… (εικόνα 59). Εδώ ο Αλέξανδρος απεικονίζεται νεαρός και αγένειος, με πλούσια κόμμωση και περικεφαλαία στο κεφάλι, να έχει αρπάξει το Νεκτεναβώ από το λαιμό και να είναι έτοιμος να τον σπρώξει, σύμφωνα με το αντίστοιχο επεισόδιο του Μυθιστορήματος. Η δολοφονία του Νεκτεναβώ απεικονίζεται και σε άλλα όστρακα βυζαντινών αγγείων (δύο θραύσματα από Θεσσαλονίκη και τρία από Κωνσταντινούπολη), όπως επίσης και η μάχη του Αλέξανδρου με τον Πώρο (εικόνα 60), αλλά και η ανάληψη του Αλέξανδρου441 (εικόνα 61). Οι παραστάσεις αυτές βρίσκονται σε αγγεία καθημερινής χρήσης, όπως πινάκια και στάμνες (Ξυγγόπουλος 1937: 193-196, Ξυγγόπουλος 1938:268-273, Ξυγγόπουλος 1940:38, Ξυγγόπουλος 1966: 14, Βακαλόπουλος 2008: 57-60, Stoneman 2008: 308). Ένα ακόμα θέμα παρμένο από την ψευδο-καλλισθένεια Διήγηση του Αλέξανδρου φαίνεται πως βρήκε το δρόμο του για να απεικονιστεί στη βυζαντινή τέχνη αυτόνομα: πρόκειται για το επεισόδιο της μάχης του Αλέξανδρου με τους Κυνοκέφαλους. Σύμφωνα με τον Ξυγγόπουλο, εμπνευσμένες από το επεισόδιο αυτό φαίνεται πως είναι οι εξής παραστάσεις: α. η παράσταση της τοιχογραφίας από το κλιμακοστάσιο της Αγίας Σοφίας του Κιέβου, με μάχη πολεμιστή με ημίγυμνο Κυνοκέφαλο, φιλοτεχνημένη περίπου το 1037 από Κωνσταντινουπολίτες τεχνίτες. Η παράσταση αυτή ανήκει σε κύκλο με θεάματα του βυζαντινού ιπποδρόμου β. βυζαντινό ανάγλυφο από τα Τούσλα της Μ. Ασίας του 11ου-12ου αιώνα, σήμερα στο μουσείο του Βερολίνου, που παριστάνει την αιχμαλωσία Κυνοκέφαλου από πολεμιστή γ. βυζαντινή αμφίγλυφη πλάκα, που βρέθηκε κοντά στο Εσχί Σεχίρ της Μ. Ασίας, σήμερα στο μουσείο Κωνσταντινουπόλεως, η οποία στη μια όψη φέρει γυμνό Κυνοκέφαλο σε πολεμική στάση, με δόρυ και ασπίδα και την επιγραφή …..ΚΕΦΑΛΟΣ από πάνω του Το θραύσμα αγγείου από τη ρωμαϊκή αγορά της Αθήνας, σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο Αθήνας, παριστάνει γενειοφόρο αυτοκράτορα με διάλιθο στέμμα με περπενδούλια να κρατά σκήπτρο (ή εναλλακτικά ραβδί με πτερύγια για να οδηγεί τους γρύπες / πουλιά στον ουρανό), ο οποίος, σύμφωνα με τον Ξυγγόπουλο (Ξυγγόπουλος 1938:272-273), ταυτίζεται με τον Αλέξανδρο, κυρίως διότι στην αγγειογραφία δεν απεικονίζονται βυζαντινοί αυτοκράτορες ως ιστορικά πρόσωπα. Πέραν τούτου, η αντιπαραβολή της όλης απεικόνισης και συγκεκριμένα του σκήπτρου με άλλες απεικονίσεις της ανάληψης από τη βυζαντινή τέχνη, όπως το επιχρυσωμένο αργυρό κύπελλο του Ερμιτάζ, η κεντρική παράσταση του Αλέξανδρου στο διάδημα του Κιέβου και το ανάγλυφο της Μονής Δοχειαρίου καθιστά την ταύτιση αυτή σίγουρη. Πρόσθετο στοιχείο αποτελεί η απεικόνιση στα αριστερά ενός ημικυκλίου, που μάλλον είναι η σφαίρα του κόσμου, όπως την αντίκρυσε ο Αλέξανδρος κατά τη διάρκεια της πτήσης του (βλέπε και την απεικόνιση του Pala Doro της Βενετίας). 441

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

324

(προφανώς στο κατεστραμμένο τμήμα της πλάκας θα απεικονιζόταν ο αντίπαλος πολεμιστής). Στην άλλη πλευρά, ο Κυνοκέφαλος παριστάνεται πλέον να σέρνεται αιχμάλωτος (εικόνα 62). Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να υποθέσουμε ότι διάφορα επεισόδια της Διήγησης του Αλέξανδρου αναπαριστάνονταν ως θεάματα στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης και πιθανόν άλλων μεσαιωνικών ελληνικών πόλεων. Τουλάχιστον σ’ αυτό το συμπέρασμα μας οδηγούν τα λαϊκής τεχνοτροπίας και επαρχιακής προελεύσεως ανάγλυφα που εξετάζει ο Ξυγγόπουλος (Ξυγγόπουλος 1979: 12, 5-12). Επιπλέον, παράσταση στρατιώτη αντιμέτωπου με Κυνοκέφαλο υπάρχει και στον προθάλαμο του φυλάκιου της πύλης της μεσαιωνικής Ακροναυπλίας, τμήμα ενός συνόλου τοιχογραφιών που χρονολογούνται στα τέλη του 13ου αιώνα, με παραγγελιοδότες τους τότε λατίνους –σταυροφόρους κυρίους του κάστρου, αλλά με ζωγράφο μάλλον κάποιον ντόπιο Έλληνα τεχνίτη, όπως τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά αποδεικνύουν (παρόλο που υπάρχουν συνοδευτικές επιγραφές στα λατινικά, Hirschbichler 1999, Gerstel 2001: 266, 268, 278-280, εικόνες 1,3). Τέλος, σύμφωνα με τον Wietzmann, εμπνευσμένες από τους Κυνοκέφαλους του Μυθιστορήματος είναι και οι απεικονίσεις τους σε μικρογραφίες βυζαντινών χειρογράφων ως παριστάμενων στη λατρεία της Εκάτης442. Σίγουρα είναι ενδιαφέρουσα η διερεύνηση της προέλευσης των Κυνοκέφαλων και της εισαγωγής τους στον αλεξάνδρειο μύθο. Ορισμένοι μελετητές έχουν σωστά επισημάνει πως η προέλευση των Κυνοκέφαλων ανάγεται στις αναφορές του Κτησία του Κνίδιου (Αποστολίδης 2013: 87), Έλληνα γιατρού και συγγραφέα των Περσικών και των Ινδικών που έγραψε στην πατρίδα του, την Κνίδο, βασιζόμενος στις εντυπώσεις που αποκόμισε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην αυλή των Περσών βασιλιάδων Δαρείου Β΄ και Αρταξέρξη Β΄, κατά τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. Οι αναφορές στους Κυνοκέφαλους προέρχονται από τα Ινδικά του, τα σωζόμενα αποσπάσματα των οποίων στο Φώτιο κάνουν λόγο για φανταστικά πλάσματα, θαυμαστά αντικείμενα και εξωτικούς τόπους στην Ινδία (Nichols 2008: 12-13, 15-16, 11-112). Στα αποσπάσματα αυτά γίνεται λόγος – ανάμεσα στ’ άλλα - για υπεραιωνόβιους – 170 με 200 χρόνια ζωής ορεσίβιους, κτηνοτρόφους Κυνοκέφαλους, ταχύτατους στο τρέξιμο, ικανότατους στο Ιερουσαλήμ, Κώδικας Τάφου 14, Βατικανό, Κώδικας Gr. 1947, Παρίσι –Εθνική Βιβλιοθήκη, Κώδικας Coislin 239, Weitzmann 1951: 59-60, εικόνες 70-72. Στα χειρόγραφα αυτά οι παραστάσεις με τους κυνοκέφαλους εικονογραφούν συνοδευτικό κείμενο με τη διδασκαλία του Γρηγορίου του Νανζιαζηνού για τα μυστήρια και τα έθιμα των παγανιστικών φυλών. Ωστόσο οι κυνοκέφαλοι εμφανίζονται πολύ πιο πρώιμα στην τέχνη, ήδη στην ύστερη αρχαιότητα: σε ανάγλυφο από αρχαίο κτήριο της Σαρδικής (Σόφιας), που χρονολογείται στον 4 ο αιώνα μ.Χ., εικονίζονται σκηνές τσίρκου και θεαμάτων με ζώα και κυνοκέφαλους, ή καλύτερα ανθρώπους που φορούν μάσκες σκύλων, ώστε να μοιάζουν με κυνοκέφαλους, οι οποίοι μονομαχούν κραδαίνοντας τρίαινες και στιλέτα, ή εκγυμνάζουν και δαμάζουν λιοντάρια, ενώ κάποιος άλλος πηδά πάνω σε άλογο (Даркевич 2015: 78-80). 442

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

325

τόξο, στο ακόντιο και στο κυνήγι, που ζουν σε σπήλαια και εμπορεύονται τα προϊόντα τους με τον Ινδό βασιλιά (P.G. 103 – Migne 1860 (1991): 224). Ο Πλίνιος επίσης σώζει την περιγραφή αυτών των πλασμάτων: κάνει λόγο για ανθρώπους με κεφάλια σκύλων που ζουν στα βουνά, φορούν τομάρια ζώων, με τα οποία καλύπτουν το δικό τους μαύρο δέρμα, αντί να μιλούν γαβγίζουν και έχουν δόντια μακρύτερα από αυτά των σκύλων, ωστόσο καταλαβαίνουν τη γλώσσα των άλλων Ινδών που τους προσεγγίζουν και ανταπαντούν με αλυχτίσματα και χειρονομίες. Παρόλο το φοβερό παρουσιαστικό τους ο Πλίνιος σημειώνει πως δεν είναι κακοί, αλλά τρώνε ωμό κρέας. Εν τέλει, είναι ενδιαφέρον να τονιστεί πως η απεικόνιση τόσο των κυνοκέφαλων όσο και των γρυπών στη βυζαντινή τέχνη συμβολίζει την υποταγή στη ρωμαϊκή βασιλεία των ειδωλολατρικών και «άγριων» φυλών, επομένως αποτελεί και τεκμήριο για την οικουμενικότητά της (Даркевич 2015: 80, 100). Ο πλούτος και η ποικιλία των παραστάσεων του Αλέξανδρου στη βυζαντινή τέχνη επιβεβαιώνει την οικειότητα των Ελλήνων του Βυζαντίου μαζί του και τον κατοχυρώνει ως το πλέον αγαπητό ιστορικό –μυθικό πρόσωπο της βυζαντινής κοινωνίας, αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής μεσαιωνικής παράδοσης.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

326

3.6. Συμπεράσματα Ο Αλέξανδρος πέρασε στην ιδεολογία του μεσαιωνικού ελληνισμού μέσα από την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά του Βυζαντίου. Είδαμε πως η μορφή του υπήρξε πρότυπο για όλους τους μεγάλους ηγήτορες της αρχαίας Ρώμης και καταλυτική για τη διαμόρφωση του Imperium Romanum. Πρότυπον βασιλέως υπήρξε και για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, μέσα από αναφορές των ίδιων, πανηγυρικούς και κάτοπτρα ηγεμόνος και αυτό αποτυπώνεται και συμβολικά, με αυτοκρατορικά μοτίβα που συγχωνεύονται με τη μορφή του και εν πολλοίς οφείλονται σε αυτόν, όπως αυτό του αυτοκράτορα ήλιου (βλέπε υποσημείωση 271), του αυτοκράτορα νικοποιού (με βάση το ανίκητο του Αλέξανδρου), του αυτοκράτορα –κτίστη, του ευσεβούς αυτοκράτορα και ακόμη αυτού που (πρέπει να) φέρει την τύχη443 για τη νίκη, αλλά και αυτού που πρέπει να θυμάται τη ματαιότητα της επίγειας δόξας και τη θνητότητα της φύσης του 444. Επιπλέον, ο αρχαίος «θεϊκός», «θειοειδής» Αλέξανδρος γίνεται «θεϊκότατος βασιλεύς» και «θεϊκότατος αυτοκράτωρ» σε προσφωνήσεις βυζαντινών αυτοκρατόρων445. Στο Βυζάντιο, άλλωστε, συνεχίστηκε από την αρχαιότητα η εικονογραφική παράσταση της αποθέωσης του αυτοκράτορα πάνω σε άρμα (βλέπε κεφάλαιο 3.5.2. και υποσημείωση 399)446, παράσταση που, όπως είδαμε, απαντάται πρώτα με τον ίδιο τον Αλέξανδρο στη νεκρική άμαξα –μνημείο του. Άλλωστε, η παράσταση αυτή σχετίζεται άμεσα με το πρότυπο του αυτοκράτορα ήλιου, που σχετίζεται με τον Αλέξανδρο –Ήλιο της Βλέπε κεφάλαιο 2.1 για τις αναφορές των αρχαίων πηγών στην τύχη ως σημαντικό παράγοντα των νικών και της κοσμοκρατορίας του Αλέξανδρου. 443

Για το μοτίβο της υπενθύμισης της θνητότητας και της ματαιότητας των μεγαλείων που δείχνει να συνοδεύει τον Αλέξανδρο ήδη από την αρχαιότητα, βλέπε κεφάλαιο 4.3. Γενικότερα, για τα βυζαντινά παράλληλα αυτών των αλεξανδρινών μοτίβων βλέπε κεφάλαιο 3.1 και αναλυτικότερα Juanno 2015 (2002): 591, 607-608, 612-613, 643, 677-678, 680, όπου όμως η συγγραφέας περιορίζεται στην επισήμανση των μοτίβων ως ομοιοτήτων μεταξύ των βυζαντινών αυτοκρατόρων και της λογοτεχνικής προβολής του Αλέξανδρου στη βυζαντινή διασκευή ε΄ και όχι του ιστορικού Αλέξανδρου. 444

Ενδεικτικά, «Θεϊκότατο βασιλέα» προσφωνεί τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας σε επιστολή του ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Πρωτοσύγκελλος και «θεϊκότατο αυτοκράτορα» ο Γεώργιος Γεμιστός σε λόγο του το Μανουήλ Παλαιολόγο (P.G. 160, 205, 821). Ακόμα, ο επίσκοπος Αχρίδας Θεοφύλακτος (1078-1110) χαρακτηρίζει τον αυτοκράτορα υπερβάλοντας ως «θεόν εγκόσμιον», κάτι που πρέπει να ειδωθεί ως ρητορικό σχήμα (Ανάστος Ι.Ε.Ε. Ζ΄: 323), που ωστόσο δεν παύει να αποτελεί μακρινό απόηχο της αντίστοιχης παγανιστικής θεώρησης των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. 445

Χαρακτηριστική της σύνδεσης βυζαντινού αυτοκράτορα και άρματος, ακόμα και ως ρητορικό σχήμα, είναι και η αναφορά του Νικήτα Χωνιάτη για το Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρι της Νίκαιας, καθώς σημειώνει γι’ αυτόν πως αφού ανέβηκε στο άρμα της βασιλείας του, κατέδειξε με τη λαμπρότητά του πως οι άλλοι αστέρες –βλέπε αντίπαλοι ηγεμόνες – είχαν φως πυγολαμπίδας μπροστά του (Γιαρένης 2004: 257). 446

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

327

αρχαιότητας και φτάνει στο Βυζάντιο μέσω των εικονογραφικών παραδόσεων των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, για να ενισχυθεί ακριβώς στο μεσαιωνικό ελληνισμό και να προσλάβει εξέχοντα συμβολισμό με την παράσταση της Ανάληψης του Αλέξανδρου με την προσθήκη των γρυπών, μια βυζαντινή καλλιτεχνική προσθήκη. Άλλωστε, το μοτίβο ακριβώς του Αλέξανδρου Ήλιου δείχνει να επιβιώνει καλλιτεχνικά στις παραστάσεις του βυζαντινού δίσκου από το Muzkhi της Σιβηρίας (βλέπε κεφάλαιο 3.5.3). Στο Βυζάντιο συνεχίστηκε η παράδοση του Μυθιστορήματος του ψευδοΚαλλισθένη και μάλιστα εμπλουτίστηκε με περισσότερες παραλλαγές και επεισόδια, αποδεικνύοντας έτσι τη δυναμική που είχε ο μύθος του Αλέξανδρου να μεταλλάσσεται και να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες: πράγματι, ο Αλέξανδρος παρουσιαζόταν πλέον ως το πρότυπο του πιστού χριστιανού αυτοκράτορα, απόστολος της νέας, μονοθεϊστικής θρησκείας και ο συγκρητισμός του Μυθιστορήματος επέτρεψε να παρεισφρήσουν σ’ αυτό και θεολογικές παραδόσεις της Βίβλου και του Μεσαίωνα, πλάι στις αρχαιοελληνικές και μυθολογικές. Το Μυθιστόρημα ή Διήγησις του Αλέξανδρου του Μακεδόνος ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή κοσμικά αναγνώσματα των βυζαντινών Ελλήνων και ο Αλέξανδρος ίσως ο πιο δημοφιλής ήρωάς τους, πάνω ακόμα και απ’ αυτόν το Διγενή Ακρίτα. Την επιρροή του Μυθιστορήματος στον πολιτισμό της βυζαντινής κοινωνίας αποδεικνύουν οι επιδράσεις του στο έπος του Διγενή, τα σχετικά με αυτό συγγράμματα και οι αναφορές Βυζαντινών συγγραφέων (Λιβάνιος, Στέφανος Σγουρόπουλος, Ψελλός) και βέβαια το γεγονός ότι αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για παραστάσεις στην τέχνη, κυρίως με το θέμα της ανάληψης του Αλέξανδρου, που το συναντάμε σε ποικίλα έργα τέχνης, αλλά και με την απεικόνιση άλλων επεισοδίων σε μικρογραφίες χειρογράφων, όπως το χειρόγραφο του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας και το χειρόγραφο του Ψευδο-Οππιανού. Επιπλέον, πρόσθετες ενδείξεις, όπως αναφορές του χειρόγραφου της Grottaferrata και οι παραστάσεις των Κυνοκέφαλων στην Αγία Σοφία του Κιέβου και στα ανάγλυφα από τη Μικρά Ασία, φανερώνουν μια πιθανή απεικόνιση επεισοδίων του Μυθιστορήματος σε τοιχογραφίες μεγάλων διαστάσεων μέσα σε βυζαντινά κοσμικά κτήρια αλλά και πιθανές αναπαραστάσεις τους στο βυζαντινό ιππόδρομο (βλέπε κεφάλαιο 3.5.4.). Ακόμη, στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, χώρο κατεξοχήν λαϊκής έκφρασης, πιθανόν τελούνταν και χορός με θέμα τον Αλέξανδρο (σύμφωνα με τις αναφορές των Σαθά και Μαρκάκη) και υπήρχε εκεί το άγαλμά του. Επιπλέον, οι ηνίοχοι, που διαγωνίζοταν εκεί, έφεραν φυλακτά με τη μορφή του. Η ισχυρή παρουσία του Αλέξανδρου στη λαϊκή παράδοση του Βυζαντίου αποδεικνύεται και από τις αναφορές του Προκοπίου για τη διατήρηση της εικόνας του σε ιερό αλλά και του Ιωάννη Χρυσοστόμου για τις επωδές προς το πρόσωπό του και τα φυλαχτά με τη μορφή του, που φορούσαν οι άνθρωποι του 4ου μ.Χ. αιώνα, στοιχείο που πρέπει να

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

328

συνδέσουμε με την παράδοση των «αλεξάνδρειων» νομισμάτων και μεταλλίων της αρχαιότητας. Τεκμηριώνεται ακόμα από τις αναφορές του επισκόπου Λεόντιου (7 ος αιώνας), του Νικήτα Χωνιάτη, του Νικηφόρου Βλεμμύδη, του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη (13ος αιώνας), του Μανουήλ Παλαιολόγου και του ψευδο-Κωδινού (14ος αιώνας) για τη διαχρονία των επαίνων και της δόξας του από την αρχαιότητα στο βυζαντινό ελληνισμό αλλά «καί ἐς ἀεί», όπως χαρακτηριστικά και προφητικά –θα έλεγε κανείς – τονίζει ο Θεόδωρος. Αποδεικνύεται, επίσης, τόσο από τις αναπαραστάσεις των επεισοδίων του Μυθιστορήματος σε αγγεία καθημερινής χρήσης, όσο και από λαϊκότροπες αποδόσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου σε ανάγλυφα εκκλησιών, όπως αυτό από τον Άγιο Ιωάννη της Τραχήλας, την Περίβλεπτο του Μυστρά και τη Μονή Δοχειαρίου στο Άγιο Όρος. Η συνεξέταση των βυζαντινών ευρημάτων με παραστάσεις της ανάληψης από τα Βαλκάνια, τη Ρωσία και τη Δύση (βλέπε και κεφάλαια 5.7., 5.10.) οδηγεί στο συμπέρασμα πως η διάδοση του μύθου του Αλέξανδρου μέσα στη σφαίρα της πολιτιστικής ακτινοβολίας του Βυζαντίου υπήρξε οπωσδήποτε σημαντική, καθότι ο Αλέξανδρος αποτέλεσε και ένα από τα βασικά σύμβολα των δώρων της βυζαντινής διπλωματίας σε ξένους ηγεμόνες, ως εκφραστής της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, κυρίως μέσα από την παράσταση της ανάληψης. Άλλωστε η παράσταση αυτή υπήρξε ισχυρού συμβολισμού στα όρια της αποθέωσης, μια και στη βυζαντινή εικονογραφία μόνο ο Χριστός και ο προφήτης Ηλίας ακόμα αναπαρίστανται σε ανάληψη. Η εκτίμηση του συγγραφέα είναι πως, αν δεν είχε προηγηθεί η βάρβαρη καταστροφή και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης και άλλων μεγάλων ελληνικών πόλεων του μεσαίωνα από Νορμανδούς, Σταυροφόρους και Τούρκους, οι βυζαντινές παραστάσεις του Αλέξανδρου που θα σώζονταν θα ήταν πολύ περισσότερες.447 Άλλωστε, όπως είδαμε, ο Ψελλός μαρτυρεί και την ύπαρξη ζωγραφιστών παραστάσεων της ανάληψης του Αλέξανδρου, που προφανώς θα είχε δει σε κτήρια της Κωνσταντινούπολης του 11ου αιώνα. Και πάλι, τα δείγματα παραστάσεων ανάληψης του Αλέξανδρου που σώζονται από διάφορα μέρη του ελληνικού μεσαιωνικού κόσμου (Μάνη, Μυστράς, Θήβα, Χαλκίδα, Άγιο Όρος, Κούργιανη Αλβανίας, Κωνσταντινούπολη, βλέπε χάρτη 3) είναι αρκετά για να τεκμηριώσουν την ευρύτατη γεωγραφική διασπορά του μοτίβου εντός της βυζαντινής επικράτειας. Για την περιγραφή και το μέγεθος της καταστροφής της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης βλέπε Τζόναθαν Φίλλιπς, «Η Τέταρτη Σταυροφορία και η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης», εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2005, ιδιαίτερα σελ. 498-537, Ιωάννη Καμινιάτη, Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Ιωάννη Αναγνώστη «Χρονικά των αλώσεων της Θεσσαλονίκης», μετάφραση Χάρης Μέσσης, εισαγωγή –σχόλια Paolo Odorico, εκδόσεις Άγρα 2009, Μόνιου Νικολέτα «Θεσσαλονίκη 1423-1430, εκδοτικός οργανισμός Κυριακίδη, Αθήνα 2006 (ιδιαίτερα σελίδες 36-46, όπου συγκεντρώνονται όλες οι μαρτυρίες των ιστορικών της άλωσης για τις καταστροφές του 1453 στην Κωνσταντινούπολη). 447

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

329

Ως προς το ζήτημα της προέλευσης του ιδιαίτερου συμβολισμού της ανάληψης του Αλέξανδρου, με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε στο οικείο κεφάλαιο, θεωρώ πως αυτήν μπορούμε να την αναζητήσουμε στο συγκρητισμό μοτίβων αρχαιοελληνικών με τη ρωμαϊκή εκδοχή τους και συνέχεια καθώς και με την προσθήκη στοιχείων από την Ανατολή. Στα αρχαιοελληνικά μοτίβα θα εντάσαμε τους μύθους και τις απεικονίσεις του άρματος του Ήλιου –Απόλλωνα, το εναέριο ταξίδι του θεού στους Υπερβόρειους, το εναέριο ταξίδι του Ηρακλή στο ιπτάμενο κύπελλο του Απόλλωνα, τις πτήσεις του Βελλεροφόντη, του Φαέθοντα, του Τρυγαίου και του Αισώπου και βέβαια την ανάληψη και αποθέωση του μυθικού προπάτορα του Αλέξανδρου, του Ηρακλή. Πάνω απ’ όλα, όμως, θα βάζαμε ως προέλευση της ανάληψης του Αλέξανδρου το αρχαίο μοτίβο του Αλέξανδρου –Ήλιου, το οποίο, όπως είδαμε, επιβίωσε στο Βυζάντιο μέσα από τον αντίστοιχο «ήλιο» και «θεοειδή» βυζαντινό αυτοκράτορα. Επιπλέον, ο θρίαμβος της κοσμικής εξουσίας, που εκφράζει επίσης συμβολικά η παράσταση της ανάληψης, αποτυπώνεται για πρώτη φορά και μάλιστα μετωπικά –όπως ακριβώς οι βυζαντινές παραστάσεις της ανάληψης – με τον ίδιο τον Αλέξανδρο σε άρμα στην περίφημη νεκρική άμαξά του, περιγραφή της οποίας μας δίνει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Το μοτίβο αυτό φαίνεται πως κληροδοτήθηκε στο Βυζάντιο μέσα από τις αντίστοιχες ρωμαϊκές απεικονίσεις του αποθεωμένου Ρωμαίου αυτοκράτορα ως Sol Invinctus με την ενσωμάτωση του ανατολίτη θεού Μίθρα. Άλλωστε, από την ανατολή φαίνεται πως παρείσφρησε στο επεισόδιο της ανάληψης και σε κάποιες απεικονίσεις του το στοιχείο της περικυκλωμένης από τον εξώτερο Ωκεανό γης, στοιχείο που υπάρχει στο βαβυλωνιακό μύθο του Ετάνα. Τέλος, αρχαιοελληνικής και ελληνοχριστιανικής προέλευσης είναι και η προσθήκη των γρυπών αντί για όρνεα στο άρμα, αρχαιότατο ελληνικό μοτίβο κυριαρχίας γης (λιοντάρι) και ουρανού (αετός), επομένως αποθέωσης της βασιλικής εξουσίας, αλλά και σύμβολο του ήλιου, του φωτός, της σωτηρίας της ψυχής και της διττής φύσης του Χριστού. Αυτό που σε κάθε περίπτωση χρήζει ερμηνείας, είναι η επιλογή της τοποθέτησης της παράστασης της ανάληψης αρχικά πιθανόν στον εσωτερικό διάκοσμο των εκκλησιών και στη συνέχεια, σε δεύτερη χρήση, στον εξωτερικό διάκοσμο, όπως μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε οι παραστάσεις από τη μητρόπολη του Μυστρά, τη Μονή Δοχειαρίου, τον Άγιο Ιωάννη Τραχήλας Μάνης, τον Άγιο Νικόλαο Κούργιανης, πιθανόν από την Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης αλλά και από τον Άγιο Μάρκο Βενετίας, καθότι μπορούμε να υποθέσουμε πως και η αρχική προέλευση της συγκεκριμένης παράστασης ανάληψης θα ήταν μια εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Η επιλογή τοποθέτησης στο εσωτερικό ή εξωτερικό της εκκλησίας, υποδηλώνει πως μάλλον ο συμβολισμός της συγκεκριμένης παράστασης ξεπερνούσε αυτόν της αποθέωσης της βυζαντινής αυτοκρατορικής εξουσίας. Συμβολίζει ευρύτερα την άνοδο στον ουρανό, εκεί που υπάρχει το Βασίλειο του Θεού, επομένως συμβολίζει το ταξίδι

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

330

στον παράδεισο και την κερδισμένη αθανασία για τον κάθε πιστό448. Επιπλέον, θα πρέπει να αναλογιστούμε τι σήμαινε για τον ελληνορθόδοξο υπήκοο του Βυζαντίου να βλέπει αυτήν την παράσταση κάθε φορά που περνούσε απ’ έξω από την εκκλησία ή την επισκεπτόταν για να προσευχηθεί, λαμβάνοντας υπόψη τη διάσταση που είχε ο «Οίκος του Κυρίου» ως κτήριο και ως έκφραση της συλλογικής θρησκευτικής συνείδησης στο μεσαιωνικό Βυζάντιο, διάσταση που – αποδυναμωμένη –διατηρεί ακόμη και σήμερα. Τι είδους συνειρμοί γίνονταν με την πανηγυρική τοποθέτηση της ανάληψης του Αλέξανδρου στο κτήριο –σύμβολο του βυζαντινού πολιτισμού; Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε, πως, σε ιδεολογικό επίπεδο, η παράσταση της ανάληψης στο διάκοσμο των βυζαντινών εκκλησιών εξασφάλιζε τη σύζευξη του αρχαίου με το μεσαιωνικό ελληνισμό, προσδίδοντάς του βάθος και ιστορική συνέχεια, μέσα από το νέο, μεσαιωνικό συγκρητισμό του Αλέξανδρου με τη μορφή του βυζαντινού αυτοκράτορα, μια συγχώνευση υποστάσεων και μορφών που αποδεικνύεται όχι μόνο από τις παραστάσεις της ανάληψης, αλλά και από την περίφημη στήλη του Ηράκλειου ως Νέου Αλέξανδρου (βλέπε κεφάλαιο 3.5.1). Επιπλέον, η παράσταση της ανάληψης διατηρεί κι έναν αποτροπαϊκό χαρακτήρα, γίνεται σύμβολο προστασίας από κάθε κακό, ως συνέχεια ενδεχομένως των αλεξάνδρειων φυλακτών που φορούσαν οι Αντιοχείς, σύμφωνα με το Χρυσόστομο, αλλά και των αντίστοιχων φυλακτών που φορούσαν οι αρματηλάτες του ιπποδρόμου. Τεκμηριώνεται έτσι η συνέχεια της αρχαίας «θείας φύσης» του Αλέξανδρου στο Βυζάντιο, μέσα από μια πρώτη αγιοποίησή του (φωτοστέφανο σε παράσταση στέμματος από τη Μεγάλη Πρεσλάβα, φτερούγες Αρχαγγέλου στο ανάγλυφο των Θηβών), τεκμηριώνεται η συνέχεια της ιδιότητας του Αλέξανδρου ως αλεξίκακου. Επίσης, με την καλλιτεχνική απόδοση της ανάληψης, ο βυζαντινός Αλέξανδρος δείχνει να κάνει δύο βήματα παραπέρα από τον αρχαίο: ο αρχαίος Αλέξανδρος δαμάζει το Βουκεφάλα, ο βυζαντινός δαμάζει δύο ιπτάμενους γρύπες και γίνεται Πότνιος Θηρών. Στα επιγράμματα της αρχαιότητας ο Αλέξανδρος άφηνε τον ουρανό στο Δία, στο Βυζάντιο τον κατακτά κι αυτόν, έστω και πρόσκαιρα. Σε κάθε περίπτωση, οι συμβολισμοί της ανάληψης παραμένουν ισχυροί: η Juanno αποδελτιώνει διάφορες απόψεις ερευνητών για τη συμβολική σημασία του πετάγματος και του εναέριου ταξιδιού: υποδηλώνει την αγχίνοια αυτού που το επιχειρεί καθώς και την κατανόηση μυστικών στοιχείων ή της μεταφυσικής αλήθειας, κάτι που προσδίδει τελικά ολύμπια ασφάλεια σε όποιον το πετύχει, ενώ παράλληλα η ανάληψη αποτελεί και πράξη υπέρβασης και ρήξης, αλλαγής επιπέδου και οντολογικής μετάλλαξης του ανθρώπου (Juanno 2015 (2002): 462-463). Περισσότερα στοιχεία για την ερμηνεία της τοποθέτησης της ανάληψης στο διάκοσμο των βυζαντινών εκκλησιών στο κεφάλαιο 6 –Γενικά συμπεράσματα. 448

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

331

Επιπλέον, οι βυζαντινοί καλλιτέχνες, προκειμένου ακριβώς να αποδώσουν τον Αλέξανδρο ως μορφή – σύμβολο και της αποθέωσης του βυζαντινού αυτοκράτορα, φρόντισαν να ξεπεράσουν την περιγραφή του κειμένου της Μυθιστορήματος στο επεισόδιο της ανάληψης, και σε ορισμένες περιπτώσεις να αποδώσουν τον Αλέξανδρο σκηπτροφόρο αντί να κρατά το ακόντιο με το δόλωμα. Είναι ο αποθεωμένος Αλέξανδρος, αυτός που πλησιάζει την ανάληψη του Κυρίου, σύμβολο του φωτός και ηλιακός ήρωας, όπως κάθε βυζαντινός αυτοκράτορας και παράλληλα είναι ακόμη πιο εμφαντικά ο αρχαίος Πότνιος Θηρών, που δεν έχει ανάγκη από τεχνάσματα για να τον υπηρετήσουν οι μυθικοί γρύπες. Τέτοιου συμβολισμού παραστάσεις είναι το ανάγλυφο της Κωνσταντινούπολης, το ελεφαντοστέινο κιβώτιο από το Darmstadt, ο επιχρυσωμένος δίσκος από το Muzkhi, η δεύτερη παράσταση του κυπέλλου στο Ερμιτάζ, η λαϊκότροπη παράσταση από θραύσμα αγγείου και τα δύο στέμματα του Κιέβου. Ιδιαίτερα για τα τελευταία, η παράσταση αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αν δεχτούμε πως τα στέμματα αυτά έφτασαν στο Κίεβο στα κεφάλια βυζαντινών πριγκιπισσών και μέλλουσων νυφών των ηγεμόνων του Κιέβου. Επιπλέον, τουλάχιστον δύο παραδείγματα της ανάληψης, το πινάκιο από το Ινσμπρουκ και το κύπελλο του Ερμιτάζ, φέρουν κοινά συνοδευτικά διακοσμητικά μοτίβα, όπως είναι οι χορεύτριες, οι μουσικοί και οι ακροβάτες, παραστάσεις που δείχνουν να παραπέμπουν στη βυζαντινή αυλή ή και στον ιππόδρομο και βέβαια έτσι αποτελούν πρόσθετα τεκμήρια για την τέλεση «αλεξάνδρειων θεαμάτων» στον ιππόδρομο. Άλλωστε, μουσικός υπάρχει και στο κιβώτιο από το Darmstadt, ενώ κι άλλα κοινά συνοδευτικά μοτίβα, όπως αυτά με έφιππους και πεζούς πολεμιστές, εμφανίζονται στο κύπελλο από το Ερμιτάζ και στο δίσκο από το Muzkhi. Τέλος, κάποιες παραστάσεις της ανάληψης φέρουν μοναδικά στοιχεία, όπως τα φτερά αγγέλου που φέρει ο Αλέξανδρος στο ανάγλυφο των Θηβών, το φωτοστέφανο, που φέρει στο στέμμα από την Πρεσλάβα και το στεφάνι που κρατά στο χέρι στο κιβώτιο από το Darmstadt, στοιχεία που παραπέμπουν αφενός μεν στο μοτίβο της αποθέωσης και αγιοποίησης του Αλέξανδρου, συνεχίζοντας τη «θεία υπόσταση» που είχε από την αρχαιότητα και αφετέρου στον Αλέξανδρο ως πρόδρομο του Χριστού (ως αρχάγγελος στο ανάγλυφο της Θήβας). Το σχήμα που ακολουθεί, συνοψίζει τους ποικίλους συμβολισμούς που μπορεί να λάβει η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου μέσα στο πλαίσιο του ανανεωμένου βυζαντινού συγκρητισμού του (βλέπε και κεφάλαιο 3.5.2), μια παράσταση που εν κατακλείδι μπορούμε να πούμε πως αποτελεί καλλιτεχνικά το σύμβολο της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο και ταυτόχρονα τη συμβολική έκφραση οντολογικών – κοσμολογικών και θρησκευτικών αντιλήψεων:

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

332 Βασιλεία Ουρανών Χριστός

Αθανασία



Παράδεισος



μετά θάνατον ζωή

φως (θεός) Ήλιος (Απόλλων) ↑



(απο)θέωση ← Εναέριο ταξίδι –μετάλλαξη



↑ → αναληφθείσα ψυχή



κοσμοκράτωρ ηλιακός ήρως Πότνιος Θηρών Αλέξανδρος άγιος αλεξίκακος προδρομος Χριστού

↑ ↑ Βυζαντινός Αυτοκράτωρ Γρύπες: βασιλική εξουσία, φως,

ήλιος,



Γρύπες:

Απόλλων,

δαμασμένα

θηρία



στοιχεία της φύσης, διττή φύση

επιφάνεια θεού

Χριστού, ανάληψη ψυχής

↓ Άρμα θριαμβευτή αυτοκράτορα /Αλέξανδρου –Ήλιου Πρόταση ερμηνείας των συμβολισμών της ανάληψης του Αλέξανδρου.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

333

Στο Βυζάντιο συνεχίστηκε ακόμα και το μοτίβο του Αλέξανδρου –Κτίστη, όπως αυτό τεκμηριώνεται με τις αναφορές στον Αλέξανδρο σχετικά με την Κωνσταντινούπολη και την ίδρυσή της από το Μέγα Κωνσταντίνο, τις αναφορές στον Αλέξανδρο με αυτό το επίθετο στο Αλεξανδρινό Χρονικό (5ος αιώνας), στο ελληνικό κείμενο του ψευδοΜεθοδίου (τέλη 7ου αιώνα), στο βυζαντινό Μυθιστόρημα και εμφαντικά στο έπος Αλέξανδρος ο Βασιλεύς (αρχές 13ου αιώνα), στα κείμενα του Θεοδώρου Μετοχίτη (14ος αιώνας) και άλλα. Η παρουσία του Αλέξανδρου είναι αισθητή και στη λόγια παράδοση και η αποτίμησή του εντυπωσιακά θετική σε ποικίλα είδη κειμένων, χρονογραφίες, ιστορίες, πανηγυρικούς λόγους, σατιρικά, φιλοσοφικά, θεολογικά, αγιολογικά και αποκαλυπτικά κείμενα. Από τις αναφορές αυτές καθίσταται φανερό πως οι Βυζαντινοί είχαν πολύ καλή γνώση και του «ιστορικού» Αλέξανδρου, πλάι στο «μυθικό» του Μυθιστορήματος, γνώση θα έλεγε κανείς ισάξια με αυτήν της αρχαίας κοινωνίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε πως οι Βυζαντινοί ήταν οι άμεσοι φυσικοί απόγονοι των αρχαίων αλλά και κληρονόμοι και συνεχιστές της αρχαιοελληνικής παιδείας και παράδοσης. Οι κυριότεροι βυζαντινοί συγγραφείς, θεολόγοι, ιστοριογράφοι, ποιητές, αναφέρονται εγκωμιαστικά στον Αλέξανδρο. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι ακόμη και όταν ορισμένοι συγγραφείς αναδεικνύουν κάποιες αρνητικές πλευρές του, όπως κάνει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Ιουλιανός, ο επίσκοπος Νεαπόλεως Λεόντιος, ο Νικηφόρος Βασιλάκης, ο Μιχαήλ Αγχιάλου και ο Νικήτας Χωνιάτης, αυτό το κάνουν για να εξυψώσουν κάποιον σύγχρονό τους βυζαντινό αυτοκράτορα (ή τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, όπως κάνει ο Λεόντιος ή σε αντιπαράθεση με το χριστιανισμό, όπως κάνει ο Χρυσόστομος), ενώ παράλληλα σε άλλα σημεία του εγκωμιαστικού τους λόγου δεν παραλείπουν να εξυμνήσουν τις αρετές του Μακεδόνα βασιλιά, στο πλαίσιο της μίμησής του. Η έρευνα φανερώνει πως στον Αλέξανδρο αναφέρονται εγκωμιαστικά, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, και ορισμένοι βυζαντινοί αυτοκράτορες, οι οποίοι τον είχαν και ως πρότυπό τους και συγκρίνονταν με αυτόν: Μέγας Κωνσταντίνος, Ιουλιανός, Βασίλειος Α΄ Μακεδών, Λέων ΣΤ΄, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος, Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, Ιωάννης Β΄ Κομνηνός, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός Τραπεζούντας, Μανουήλ Παλαιολόγος, Θεόδωρος Παλαιολόγος (Δεσπότης Μυστρά), Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, τελευταίος αυτοκράτορας των Ελλήνων. Εμβληματικές διαστάσεις λαμβάνει το πρότυπο του Αλέξανδρου για τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλέξιο Γ΄ Κομνηνό στην επιγραφή της προμετωπίδας του χειρογράφου του Μυθιστορήματος, που είχε στην κατοχή του. Σ’ αυτήν, δεν τον αποκαλεί μόνο «άριστο όλων των εστεμμένων» και «ανίκητο κοσμοκράτορα» αλλά ομολογεί ότι ο Αλέξανδρος του εμφύσησε την ίδια αυτή κινητήρια δύναμη που κατείχε και τον ίδιο το Μακεδόνα βασιλιά, σύμφωνα με τον Αρριανό: τον πόθο. Έτσι,

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

334

βυζαντινοί αυτοκράτορες παρουσιάζονται να συνδιαλέγονται άμεσα μαζί του, να του απευθύνονται σε δεύτερο ενικό πρόσωπο ως συνομιλητές του, γεφυρώνοντας νοητά αιώνες με το πρότυπό τους και εκφράζοντας μια αξιοσημείωτη οικειότητα, όπως ακριβώς ο Αλέξιος Γ΄, ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης. Για άλλους πάλι σημειώνεται ότι τον θαύμαζαν και τον είχαν πρότυπο, όπως ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, δεσπότης του Μυστρά, ενώ υπήρξε σημείο αναφοράς στις δημηγορίες του Μανουήλ Παλαιολόγου και του γιου του Κωνσταντίνου. Γενικότερα, από τις επιστολές, τους εγκωμιαστικούς λόγους και άλλα έργα προκύπτουν ορισμένες αρετές και χαρακτηρισμοί, που αποδίδονται στον Αλέξανδρο, σχετικοί τόσο με την πολεμική του υπόσταση, όσο και με το χαρακτήρα, το ήθος του, τη θέση του στον αρχαίο και μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο, καθώς και με τη μυθική του διάσταση. Έτσι, ως ηγέτης, ο Αλέξανδρος αναφέρεται από ορισμένους απλά ως δεσπότης και βασιλεύς, καλός βασιλεύς από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης, άριστος στεφηφόρων, καθώς και ως βασιλεύς Ελλήνων και άνακτας Ελλήνων. Αναφέρεται ακόμη ως μέγας αυτοκράτωρ από το Δημήτριο Χρυσολωρά, αλλά και βασιλεύς Ρωμαίων από τον Ιωάννη Καντακουζηνό, στοιχείο που φανερώνει τη συνείδηση της συνέχειας από τον Αλέξανδρο στους βυζαντινούς αυτοκράτορες, από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο. Στην ιστορική του αυτή διάσταση θα πρέπει να εντάξουμε και τον χαρακτηρισμό του ως κλέος Ελλήνων / Μακεδόνων. Ενδεικτικά του μεγαλείου του, βέβαια, αποτελούν τα συνοδευτικά μέγας και μέγιστος και βέβαια το κοσμοκράτορας, ενώ παραπλήσια προβάλλεται και ως κοσμοκατακτητής. Μια σειρά από συνοδευτικά επίθετα προβάλλουν τη μεγαλοσύνη του σε συνάρτηση με πνευματικές και ψυχικές αρετές, όπως τα μεγαλοκίνδυνος, φιλοκίνδυνος, μεγαλεγχειρήτης, μεγαλόφρων, μεγαλόνους, μεγαλοφυής, μεγαλόψυχος, μέγιστος ήρωας. Ο πολεμιστής Αλέξανδρος είναι ακόμη γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος, σύντονος, θυμοειδής προς πολέμους, δεινότατος σε στρατηγήματα, νικητής, τροπαιούχος, γεννάδας (γενναιόψυχος), εμπύριος Άρης (ο τελευταίος χαρακτηρισμός από τον Ευθύμιο Τορνίκη). Ιδιαίτερη έμφαση πράγματι δίνεται στο στοιχείο της ευψυχίας του, ηρωική ψυχή, κατά το Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη. Είναι ακόμη στα έργα που φέρνει εις πέρας αριστουργός και θερμουργός. Μια σειρά από επίθετα κοσμούν το πνεύμα του και αναδεικνύουν κι άλλες αρετές του: σοφός και φιλόσοφος, σώφρων, συνετός, ευσεβής, υπομονετικός, φιλότιμος, φιλάνθρωπος. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στην εγκράτειά του, με αφορμή τη στάση του απέναντι στη γυναίκα του Δαρείου. Οι χαρακτηρισμοί ορισμένων συγγραφέων φτάνουν στην αποθέωση, έξω από τα ανθρώπινα όρια: άπταιστος, ένθεος, θεία φύση και αθάνατος. Σαφέστατα πρόκειται για επιβίωση του αρχαίου μοτίβου του αθάνατου και αποθεωμένου – θεοποιημένου Αλέξανδρου, έστω και σε ένα εγκωμιαστικό πλαίσιο. Άλλωστε η καταγραφή του ως «γιου του Άμμωνα /Φιλίππου» αποτελεί άλλο ένα στοιχείο της συνέχειας της αρχαίας μυθικής και ιστορικής παράδοσης, όπως και ο

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

335

χαρακτηρισμός δρακοντιάδης, που του επιφυλάσσει ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Παράλληλα, προστίθενται και τα νέα, χριστιανικού - αποκαλυπτικού χαρακτήρα γνωρίσματά του: πάρδαλις φτερωτή (Μαλάλας), τράγος. Τέλος, δεν παραλείπεται να αναφερθεί πως ο Αλέξανδρος είναι θρυλλούμενος και πολυθρήλλητος από συγγραφείς και ποιητές ανά τους αιώνες. Παρόμοιους συνοδευτικούς χαρακτηρισμούς συναντάμε και στις βυζαντινές παραλλαγές του Μυθιστορήματος, β΄, ε΄ και γ΄: άριστος, γενναιότατος, κοσμοκράτωρ, νικητής, αήττητος, γεούχος, ανατέλλων, άξιος θεών, θειότατος, βριαρός ήρωας, γεννάδας, θυμολέων, χρηστός. Πολλοί από αυτούς τους χαρακτηρισμούς, όπως ήδη επισημάνθηκε (βλέπε κεφα. 3.1), προσιδιάζουν και σε ένα βυζαντινό αυτοκράτορα. Ακόμη πιο εμφαντικά υμνητικοί είναι οι συνοδευτικοί προσδιορισμοί του Αλέξανδρου στο έπος Αλέξανδρος ο βασιλεύς, στην έμμετρη διασκευή του Μυθιστορήματος των αρχών του 13ου αιώνα: γίγας, συνετός, ισχυρός, δυνατός, μέγας, γενναίος, γενναιόφρων, πολεμικώτατος, φρενήρης, ανδρείος, τολμητίας, μεγαλόψυχος, καύχημα Μακεδόνων, δόξα Ελλήνων, λέων, ταχυδρόμος αετός, πάρδαλις πτερωτή, αλλά και φθαρτός. Οι αναφορές στις ιδιότητες του Αλέξανδρου είχαν σκοπό και την προβολή του ως προτύπου για έναν βυζαντινό αυτοκράτορα. Η έρευνα που έγινε στο πλαίσιο συγγραφής αυτού του βιβλίου κατάφερε να επισημάνει συνολικά 43 βυζαντινούς αυτοκράτορες και ηγέτες και μία αυτοκρατόρισσα, για τους οποίους λειτούργησε ο Αλέξανδρος ως πρότυπον Βασιλέως, μέσα από τις διαδικασίες της μίμησης και της σύγκρισης, με αναφορές των ίδιων, συγχρόνων τους ή και μεταγενέστερων από αυτούς σχετικές με τον Αλέξανδρο. Οι αυτοκράτορες κατά χρονολογική σειρά είναι οι ακόλουθοι, μαζί με τις αναφορές στις πηγές και σε άλλα στοιχεία που τεκμηριώνουν για τον καθένα τη μίμηση του Αλέξανδρου (αναλυτικά, βλέπε κεφάλαιο 3.3, 2.1 ειδικά για Ιουλιανό): 1.

2. 3. 4. 5. 6. 7. 8.

Μέγας Κωνσταντίνος (μεταφορά –τοποθέτηση αγάλματος Αλέξανδρου σε Κων/πολη, αναφορές Ευσέβιου Καισάρειας, μετάλλιο Εθνικής Βιβλιοθήκης Παρισιού) Κωνστάντιος Β΄(πανηγυρικοί Θεμίστιου, Ιουλιανού, Λιβάνιου) Ιουλιανός (ως συγγραφέας, επιστολή του σε Αλεξανδρινούς (362), αναφορές Φιλοστόργιου, Αμμιανού Μαρκελίνου) Θεοδόσιος Α΄ (λόγοι Θεμίστιου, Σώπατρου Αντιοχέα, Λιβάνιου) Αναστάσιος Α΄ (πανηγυρικοί Προκοπίου από Γάζα) Ιουστινιανός (λόγος Χορίκιου από τη Γάζα) Ηράκλειος (Ηρακλειάδα, Περσική Εκστρατεία Γεωργίου Πισίδη, στήλη Ηράκλειου ως Νέου Αλέξανδρου) Βασίλειος Α΄ (Ιωσήφ Γενέσιος, οικογενειακή παράδοση καταγωγής Βασιλείου)

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18. 19. 20. 21. 22.

23. 24. 25. 26. 27. 28. 29. 30. 31. 32. 33. 34. 35.

336

Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (ως συγγραφέας) Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (ως συγγραφέας) Ρωμανός Β΄ (εγκώμιο Θεοδοσίου Διακόνου) Νικηφόρος Φωκάς (εγκώμιο Θεοδοσίου Διακόνου) Βασίλειος Β΄; (εγκώμιο Λέοντος Διακόνου, αφιέρωση λαφύρων και αναθημάτων σε Παναγία Αθηνιώτισσα) Ρωμανός Γ΄ Αργυρός (Χρονογραφία Μιχαήλ Ψελλού) Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός (Χρονογραφία Μιχαήλ Ψελλού) Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος (προσωπικές αποφάσεις, ενέργειες, πανηγυρικός Μιχαήλ Ψελλού) Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας (πανηγυρικός Μιχαήλ Ψελλού) Ρωμανός Δ΄ Διογένης (επιστολή Μιχαήλ Ψελλού) Νικηφόρος Βοτανειάτης (εγκώμιο Μιχαήλ Ατταλειάτη) Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (Αλεξιάδα Άννας Κομνηνής) Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (προσωπικός «αλεξάνδρειος ζήλος», πανηγυρικοί Νικηφόρου Βασιλάκη, Μιχαήλ Ιταλικού) Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (εγκώμιαστικοί λόγοι επισκόπου Ευστάθιου Θεσσαλονίκης, λόγοι πατριάρχη Μιχαήλ Αγχιάλου, Κων/νου Μανασσή, πανηγυρικός Ευθύμιου Μαλάκη, λόγοι Μιχαήλ Ρήτορα) Αλέξιος Β΄ Κομνηνός (λόγος Νικήτα Χωνιάτη) Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός (λόγος Γεωργίου Τορνίκη) Ισαάκιος Β΄ Κομνηνός –Άγγελος (λόγος Νικήτα Χωνιάτη) Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός –Άγγελος (λόγος Νικήτα Χωνιάτη, πανηγυρικός Ευθύμιου Τορνίκη) Αλέξιος Δ΄ Άγγελος Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης, αυτοκράτωρ Νίκαιας (λόγος Νικήτα Χωνιάτη) Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας, Δεσπότης Ηπείρου (λόγος Νικήτα Χωνιάτη) Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης, αυτοκράτωρ Νίκαιας (αναφορές Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη) Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, αυτοκράτωρ Νίκαιας (ως συγγραφέας, προσωπικές αναφορές) Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (ποίηση Μιχαήλ Φιλή, λόγοι Μανουήλ Ολόβολου, Ιωάννη Χορτασμένου, πατριάρχη Γρηγορίου Κυπρίου) Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (λόγοι Γρηγορίου Κυπρίου, Θωμά Μάγιστρου, Θεοδώρου Μετοχίτη, εγκώμιο Νικολάου Λαμπηνού) Αλέξιος Β΄ Κομνηνός, αυτοκράτωρ Τραπεζούντας (υμνητικός λόγος Κων/νου Λουκίτη) Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος (Σουλτάνος Νασάρ Αιγύπτου)

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

337

36. 37.

Άννα Παλαιολογίνα ή Ελένη Καντακουζηνή (επιστολή Νικηφόρου Γρηγορά) Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός (ως συγγραφέας, προσωπικές αναφορές, λόγος Δημητρίου Κυδώνη) 38. Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός, αυτοκράτωρ Τραπεζούντας (προσωπικό αλεξάνδρειο πρότυπο, εγκώμιο Στέφανου Σγουρόπουλου, απεικόνιση αυτοκράτορα και ενεπίγραφη προσφώνηση Αλεξάνδρου στο χειρόγραφο της Βενετίας, επιγραφές «Μέγας» από μοναστήρι Θεοσκεπάστου και βυζαντινά τείχη Τραπεζούντας) 39. Μανουήλ Καντακουζηνός, Δεσπότης Μυστρά (επιστολή Δημητρίου Κυδώνη) 40. Θεόδωρος Παλαιολόγος, Δεσπότης Μυστρά (προσωπικό αλεξάνδρειο πρότυπο (μαρτυρία Μανουήλ Παλαιολόγου) 41. Μανουήλ Η΄ Παλαιολόγος (ως συγγραφέας, συμβουλευτικός προς Θεσσαλονικείς λόγος του, ανώνυμος πανηγυρικός, σύγκρισις Χρυσολωρά) 42. Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος (λόγος Μανουήλ Παλαιολόγου, ανώνυμος πανηγυρικός, ανώνυμο εγκώμιο) 43. Δημήτριος Β΄ Παλαιολόγος, Δεσπότης Μυστρά (λόγος Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού) 44. Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος (σε δημηγορίες του, εγκώμιο Ιωάννη Δοκειανού, λόγος Γεννάδιου Σχολάριου, επιστολή Βησσαρίωνα). Παρατηρούμε πως η αυτοκρατορική επίκληση του Αλέξανδρου είναι σταθερή κατά τους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου ως τον Ηράκλειο (610-641), δείχνει να ατονεί στους επόμενους δύο αιώνες, με τις δυναστείες των Ισαύρων και του Αμόριου, ενώ επανέρχεται δυναμικά και γίνεται ιδιαίτερα έντονη και συχνή με τη μακεδονική δυναστεία από το 866 μέχρι το τέλος. Ωστόσο για τα κενά που διαπιστώνονται ο συγγραφέας εκφράζει τις επιφυλάξεις του, καθότι αυτά μπορεί να οφείλονται τόσο στους δικούς του περιορισμούς κατά την έρευνα των πηγών, όσο και στο ότι οι διαθέσιμες πηγές μπορεί πολύ απλά να μην επιβίωσαν ως τις μέρες μας. Από την άλλη πλευρά, οφείλουμε να επισημάνουμε πως το κενό κατά τον 8ο αιώνα συμπίπτει και με την εκδήλωση της εικονομαχίας (726-842), με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για έναν αυτοκράτορα, εικονομάχο ή εικονολάτρη και τις προτεραιότητες που ενδεχομένως είχε. Η καθολικότητα του αλεξάνδρειου προτύπου ενισχύεται και από το γεγονός ότι χρησιμοποιείται ευρύτατα στην επιστολογραφία και σε προσφωνητικούς λόγους και για άλλους σημαίνοντες βυζαντινούς αξιωματούχους και στρατιωτικούς, που δεν είναι αυτοκράτορες, όπως ο Μιχαήλ Βοτανειάτης, (11ος αι.), ο Μέγας Δομέστιχος Ιωάννης Αξούχ (12ος αι.), ο Μέγας Στρατοπεδάρχης Άγγελος, ο Μεγάλος Λογοθέτης Μετοχίτης Κυρνικηφόρος (βλέπε κεφάλαια 3..3, 3.4.). Ο Αλέξανδρος αντιπαραβλήθηκε ακόμα και με τον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα, Πατριάρχη Αλεξανδρείας, από τον επίσκοπο

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

338

Νεαπόλεως Κύπρου Λεόντιο (μέσα 7ου αιώνα), μέσα στο καθιερωμένο πλαίσιο της σύγκρισης σημαίνουσων προσωπικοτήτων με τον Αλέξανδρο, με στόχο την εξύψωσή τους. Η σημασία της μορφής του Αλέξανδρου στη διαμόρφωση της πατριωτικής ιδεολογίας του μεσαιωνικού ελληνισμού φαίνεται από την προβολή του ως συμβόλου νίκης εναντίον των Περσών στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηρακλείου, του Νέου Αλέξανδρου, τόσο μέσα από τις υμνητικές αναφορές του Γεωργίου Πισίδη, όσο και με το μοναδικό εύρημα της στήλης του Ηράκλειου -Αλέξανδρου, από το βυζαντινό μαρτύριο της θέσης Καταλύματα Πλακωτών στην Κύπρο. Ο Αλέξανδρος προβάλλεται εμμέσως πλην σαφώς ως σύμβολο αντίστασης εναντίον των Αράβων, εντασσόμενος στα αποκαλυπτικά κείμενα για την ιδεολογική άμυνα των Βυζαντινών (όπως η Αποκάλυψη του ψευδο-Μεθόδιου) κατά τα κρίσιμα χρόνια της αραβικής επέλασης, δανείζει το όνομά του σε έναν ήρωα του ακριτικού κύκλου, ενυπάρχει σε μια παραλλαγή του Άσματος του Αρμούρη και βέβαια αποτελεί σε μεγάλο βαθμό πρότυπο για τη δημιουργία του Διγενή Ακρίτη, του μεγαλύτερου ήρωα του μεσαιωνικού ελληνισμού. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος Μονομάχος φτάνει στο σημείο να χρησιμοποιήσει Μακεδόνες εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων, των «νέων Περσήδων», υιοθετώντας τους θρύλους της εποχής του ότι δηλαδή αυτοί θα μπορούσαν να ηττηθούν μόνο από έναν στρατό σαν κι αυτόν που είχε ο Αλέξανδρος. Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, μιλώντας για τον πατέρα του Ιωάννη Βατάτζη, πρόβαλε ουσιαστικά τον Αλέξανδρο ως σύμβολο αντίστασης της Νίκαιας έναντι Λατίνων, Τούρκων και Βουλγάρων. Τέλος, η προβολή του Αλέξανδρου για αρωγή στους αγώνες των Ελλήνων τεκμηριώνεται και από τις αναφορές του Δημητρίου Κυδώνη, του Μανουήλ Παλαιολόγου και του Βησσαρίωνα σ’ αυτόν, ως μέσο συσπείρωσης και ενθάρρυνσης τους, στις έσχατες ώρες της τουρκικής προέλασης. Ειδικότερα, το αλεξάνδρειο πρότυπον βασιλέως με τη δεδομένη εξιδανίκευση του Μακεδόνα βασιλιά οπωσδήποτε θα συνέβαλε στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της πολιτικής πολλών βυζαντινών αυτοκρατόρων, όπως ο Ηράκλειος, οι Μακεδόνες και οι Κομνηνοί. Εμπνεόμενοι από τον Αλέξανδρο, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες προέβησαν σε πράξεις που απέβησαν θετικές για την επιβίωση της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας έναντι των αναρίθμητων αντιπάλων της τόσο στο πεδίο της μάχης, όσο και στη διπλωματία, με την πολιτική των συνοικεσίων, που πρώτοι εφάρμοσαν ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος. Αυτό άλλωστε παραδέχτηκε ευθέως και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός και τα στέμματα του Κιέβου με την παράσταση της ανάληψης πιθανόν να αποτελούν τους πλέον αδιάψευστους μάρτυρες της υιοθέτησης αυτής της πολιτικής πρακτικής που, στην περίπτωση του εκχριστιανισμού των Ρώσων, έλαβε κοσμοϊστορικές διαστάσεις. Ακόμα και η βυζαντινή πολιτική της αφομοίωσης ξένων πληθυσμιακών ομάδων (π.χ. Αρμένιοι, Σλάβοι) με πρώτο στάδιο την ενσωμάτωση του

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

339

ανδρικού πληθυσμού στο βυζαντινό στρατό, είχε ως σημείο αναφοράς την αντίστοιχη πολιτική που πρώτος ο Αλέξανδρος εφάρμοσε. Ιδιαίτερα για τη Μακεδονία, αποκτά μεγάλη σημασία η σύνδεση με τον Αλέξανδρο που επιχειρείται από το περιβάλλον του Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα, σύνδεση που φανερώνει σαφώς μια πολιτική οικειοποίησης του αρχαιοελληνικού ένδοξου παρελθόντος, εκφραστής του οποίου ήταν ο Αλέξανδρος. Αυτή η προσπάθεια οικειοποίησης της μορφής του αρχαίου βασιλιά, που εκφράζεται και από άλλους αυτοκράτορες, θυμίζει την αντίστοιχη οικειοποίηση που επιχειρήθηκε στην αρχαιότητα τόσο από τους διαδόχους, με τα σύμβολα, τα όνειρα και τις παραγγελίες του Αλέξανδρου, όσο βεβαίως και από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Ειδικότερα για τη Θεσσαλονίκη, η σύγκριση του Μεγαλομάρτυρος και πολιόχου αγίου Δημητρίου με τον Αλέξανδρο (Νικηφόρος Γρηγοράς, Φιλόθεος Κόκκινος, βλέπε κεφάλαιο 3.4) επιβεβαιώνει τη σύζευξη του αρχαίου και παγανιστικού με το μεσαιωνικό και χριστιανικό καί στο θρηκευτικό επίπεδο, αφού ο Αλέξανδρος, προστάτης και θείο πρόσωπο του αρχαίου μακεδονικού ελληνισμού, αντιπαραβάλλεται με το Δημήτριο, προστάτη και θείο πρόσωπο του μεσαιωνικού μακεδονικού ελληνισμού, με στόχο, βέβαια, την ανάδειξη του δεύτερου. Ωστόσο, η οικειοποίηση αυτή μας υποχρεώνει να εξετάσουμε μια ακόμη πλευρά της σχέσης των Βυζαντινών με τον Αλέξανδρο, αφού πρώτα λάβουμε υπόψη μας ποια ήταν η εθνική ταυτότητα που του απέδιδαν. Με βάση τις αναφορές των βυζαντινών συγγραφέων, αυτό που προκύπτει, είναι πως η ελληνικότητα του Αλέξανδρου και των Μακεδόνων για τους βυζαντινούς ήταν δεδομένη, σύμφωνα με τις αναφορές του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιωάννη Χρυσοστόμου, του Ιουλιανού, του Γεωργίου Αμαρτωλού, του ψευδο –Μεθοδίου, του πατριάρχη Φώτιου, του Ιωάννη Ζωναρά, του Μιχαήλ Ψελλού, του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης, του Νικήτα Χωνιάτη, του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη (με το εμφαντικό ἄναξ Ἑλλήνων για τον Αλέξανδρο), του Δημητρίου Χρυσολωρά, του Μανουήλ Χρυσολωρά, του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη, του Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού, αλλά και σύμφωνα με αναφορές αρμενικών και γεωργιανών χρονικών, όπως επίσης και του Σουλτάνου της Αιγύπτου Νάσαρ. Αντίστοιχη προβολή στην ελληνικότητα του Αλέξανδρου και των Μακεδόνων έχουμε και σε όλες τις πεζές βυζαντινές διασκευές του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου καθώς και στο έμμετρο έπος Αλέξανδρος ο βασιλεύς (βλέπε κεφάλαια 3.1 3.2, 3.3, 3.4). Επομένως, με δεδομένη την ελληνική ταυτότητα του Αλέξανδρου για τους Βυζαντινούς, είναι χρήσιμο να ξαναδούμε τις αναφορές σύνδεσης μαζί του. Πηγαίνοντας πίσω στον 9ο αιώνα, στα χρόνια του ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας Βασιλείου Α΄ (867-886), έχουμε το πρώτο παράδειγμα αυτοκράτορα που, όχι μόνο αξιοποιεί τον Αλέξανδρο ως πρότυπο, αλλά και προπαγανδίζει την καταγωγή του από αυτόν. Έχει ήδη προηγηθεί η σύνδεση του Αλέξανδρου με τη χριστιανική ταυτότητα

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

340

του Βυζαντίου μέσα από την προβολή του ως προστάτη της αυτοκρατορίας την εποχή των αγώνων του Ηρακλείου κατά των Περσών αλλά και αργότερα, την εποχή των Αραβικών επιδρομών, μέσα από τα αποκαλυπτικά κείμενα της εποχής και την ενσωμάτωση του αντίστοιχου επεισοδίου του αποκλεισμού των Γωγ και Μαγώγ στο Μυθιστόρημα. Έναν αιώνα αργότερα χρονολογείται μια μολύβδινη σφραγίδα – φυλαχτό –σήμερα στο Μουσείο Ερμιτάζ - με την παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου –για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια - από τη μια πλευρά και των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με το σταυρό –σύμβολο του χριστιανισμού από την άλλη, αντικείμενο που συνδέει τον Αλέξανδρο ως πρότυπο βασιλέως με τον ιδρυτή της βυζαντινής χριστιανικής αυτοκρατορίας Μέγα Κωνσταντίνο. Αργότερα, κατά το 14 ο αιώνα, φαίνεται πως παγιώθηκε η αναγωγή της διαδοχής των βυζαντινών αυτοκρατόρων στο Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος παρουσιάζεται σε κείμενα της εποχής πλέον ως ο ιδρυτής της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Έτσι, στον ψευδο –Κωδινό αναφέρεται ξεκάθαρα πως τα ανατολικά έθνη, δηλαδή οι βυζαντινοί πληθυσμοί, τιμούν τον αυτοκράτορα τους ως διάδοχο «του πατρικού οίκου του Αλεξάνδρου». Η αναφορά αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι ακριβώς φανερώνει πως η θεώρηση του Αλέξανδρου ως ιδρυτή της αυτοκρατορίας υπήρξε όχι μόνο κομμάτι της αυτοκρατορικής ιδεολογίας και προπαγάνδας, αλλά και κοινή αντίληψη για τους βυζαντινούς πληθυσμούς. Η αντίληψη αυτή επιβεβαιώνεται πανηγυρικά από μια αναφορά ενός βυζαντινού αυτοκράτορα, του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού (1347-1354), ο οποίος στην Ιστορία του, αναφέρει πως οι βυζαντινοί αυτοκράτορες συνήθιζαν να συνάπτουν με ξένους ηγεμόνες μεικτούς γάμους, ως μέσο διπλωματίας, ακριβώς διότι η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε και από τον Αλέξανδρο, το «βασιλέα Ρωμαίων», τον οποίο και διαδέχθηκαν. Λίγο αργότερα, το 1383, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος, στο Συμβουλευτικό Προς Θεσσαλονικείς λόγο του, όταν αρχίζει η πρώτη πολιορκία της πόλης τους από τους Οθωμανούς, περήφανα τους υπενθυμίζει πως είναι Ρωμαίοι και πως η πατρίδα τους είναι ακριβώς αυτή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, επομένως, ως διάδοχοι αυτών των γενών, είναι αδύνατο να μη νικάνε κάθε αντίπαλο. Την ίδια αίσθηση περηφάνειας συναντάμε και κατά το έτος 1414, όταν ο λόγιος Μανουήλ Χρυσολωράς δηλώνει πως «…εμείς είμαστε αυτοί (δηλαδή οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων) και εμείς διασώζουμε τη διαδοχή του Αλέξανδρου και των επιγόνων του.» Τέλος, αυτή η συνείδηση των Βυζαντινών Ελλήνων για μια συνέχεια από την αρχαιότητα με αναγωγή στον Αλέξανδρο, βρίσκει έκφραση και ως εξήγηση της αντιπαλότητας με τους Τούρκους σε αναφορές βυζαντινών λογίων του 15ου αιώνα, όπως ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός και ο Θεόδωρος Γαζής. Και οι δύο εντοπίζουν την αιτία της εχθρότητας των Τούρκων έναντι των Ελλήνων στις νίκες που είχε πετύχει ο Αλέξανδρος έναντι των Παραπαμισάδων, τους οποίους θεωρούν…προγόνους των Τούρκων.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

341

Τα τεκμήρια που αναφέρθηκαν, μαζί με άλλα, που θα διατυπωθούν παρακάτω, είναι επαρκή για να μας οδηγήσουν στη διατύπωση μιας πρότασης: ότι δηλαδή, μαζί με τη συνέχεια της γλώσσας και της ευρύτερης αρχαιοελληνικής παιδείας, η οποία σημειώνει αξιοσημείωτη πρόοδο στα χρόνια των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, η μορφή του Αλέξανδρου υπήρξε ένας από τους καταλύτες της επανοικείωσης των βυζαντινών Ελλήνων, των Ρωμιών, με την αρχαία εθνική τους ταυτότητα, ονομασία και καταγωγή. Οι όροι Μακεδόνες και Αλέξανδρος υπήρξαν η γέφυρα μεταξύ του βυζαντινού Ρωμιού και του αρχαίου Έλληνα, διότι ακριβώς στη συνείδηση των βυζαντινών ήταν καί τα δύο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο όρος «Μακεδόνας» μπορούσε ελεύθερα να υιοθετηθεί ως όρος ταυτότητας από τη βυζαντινή κοινωνία, μια και δεν είχε δαιμονοποιηθεί, -ταυτιζόμενος με τον παγανισμό - από τους πατέρες της εκκλησίας, όπως έγινε με τον όρο «Έλληνας». Ταυτόχρονα ωστόσο, όλες οι αναφορές των βυζαντινών συγγραφέων, όπως διαπιστώσαμε, ταυτίζουν τους όρους «Μακεδόνας» και «Αλέξανδρος» με τον όρο «Έλληνας» και παράλληλα ο Αλέξανδρος θεωρούνταν προπάτορας των βυζαντινών αυτοκρατόρων και συνεπώς ο ουσιαστικός ιδρυτής της βυζαντινής –ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο δικός τους ένδοξος πρόγονος. Επομένως, στην πράξη λειτούργησε το παρακάτω σχήμα, προς την κατεύθυνση της επανοικείωσης του μεσαιωνικού ελληνισμού με την αρχαία του ονομασία: Μακεδόνας Αλέξανδρος = (αρχαίος) Έλληνας Μακεδόνας Αλέξανδρος = Ρωμαίος / Γραικός → Ρωμαίος / Γραικός = (βυζαντινός) Έλληνας Άλλωστε, αυτή η συνέχεια από τον αρχαίο στο μεσαιωνικό Αλέξανδρο τεκμηριώνεται και εικονογραφικά. Έτσι, ένα εικονογραφικό μοτίβο του αρχαίου Αλέξανδρου που επιβιώνει στη βυζαντινή τέχνη είναι αυτό του κερασφόρου, όπως τεκμηριώνεται στον καμέο του Βρετανικού Μουσείου, (4ος -7ος μ.Χ.) στη στήλη του Ηράκλειου =Αλέξανδρου από την Κύπρο (7ος αιώνας) και στο ελεφαντοστέϊνο κιβώτιο με τη σκηνή της λεκανομαντείας του Νεκτεναβώ (12ος αιώνας). Το στοιχείο αυτό φανερώνει τις ισχυρές επιδράσεις της αρχαίας εικονογραφίας στη βυζαντινή τέχνη, παρόλο που ο Αλέξανδρος είχε παράλληλα καλλιτεχνικά «βυζαντινοποιηθεί», μέσα από τις παραστάσεις της ανάληψης. Ακόμη, στο πρώιμο τουλάχιστον Βυζάντιο, φαίνεται πως επιβίωσε και ο αρχαίος συσχετισμός του Αλέξανδρου με το φίδι – δράκοντα, με βάση την αναφορά του Γρηγορίου Ναζιανζηνού. Άλλα δευτερεύοντα μοτίβα, που βλέπουμε να επιβιώνουν καλλιτεχνικά, έστω και σποραδικά, είναι αυτά του Αλέξανδρου κοσμοκράτορα με τα αστρικά σύμβολα (βλέπε το χρυσό δαχτυλίδι του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας) και του «λεοντόμορφου» Αλέξανδρου

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

342

(βλέπε την παράσταση του κερασφόρου Αλέξανδρου στο κιβώτιο της S. Trinita La Cava αλλά και τις αναφορές του ψευδο-Καλλισθένη). Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι ο αρχαίος συσχετισμός του Αλέξανδρου με τον Αχιλλέα, δημιουργός του οποίου υπήρξε ο ίδιος ο Μακεδόνας βασιλιάς και που εκφράστηκε λαϊκά μέσα από τη μικτή εικονογραφία και λατρεία του Αλέξανδρου – Αχιλλέα, επιβίωσε και στο βυζαντινό ελληνισμό: έτσι, στο Gnomologicum Vaticanum του 14ου αιώνα διαβάζουμε την εξής αναφορά: «(Ο Αλέξανδρος) λοιδορούμενος ὑπό κακοῦ τραγωδοῦ “νεανίσκε”, εἶπεν, “οὐδέν θαυμαστόν ποιεῖς. σύ γάρ καί τόν Αἴαντα καί τόν Ἀχιλλέα λοιδορεῖς” (Sternbach 1887(1963). («Ο Αλέξανδρος λοιδορούμενος από κάποιον κακό τραγωδό είπε: “Τίποτα άξιο θαυμασμού δεν πράττεις. Εσύ έτσι κοροϊδεύεις καί τον Αίαντα καί τον Αχιλλέα”). Επιπλέον, ως «νέος Αχιλλέας» χαρακτηρίζεται ο Αλέξανδρος μόλις γεννιέται από τον πατέρα του Φίλιππο στην περιγραφή του επεισοδίου της γέννησης του Αλέξανδρου στη διασκευή ε΄ του Μυθιστορήματος (αρχές 8ου αιώνα). Αντίστοιχα, το ίδιο κείμενο μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε και την επιβίωση του συσχετισμού του Αλέξανδρου με τον Ηρακλή, αφού μετά την τιθάσευση του Βουκεφάλα χαρακτηρίζεται πάλι από το Φίλιππο ως «νέος Ηρακλής»449. Γενικότερα, στο ελληνικό Βυζάντιο συνεχίστηκε ο συγκρητισμός της μορφής του Αλέξανδρου, που είχε ξεκινήσει από την αρχαιότητα, αλλά αυτήν τη φορά με νέα πρόσωπα, συμβολικού χαρακτήρα για τη μεσαιωνική ελληνική κοινωνία: με το βυζαντινό αυτοκράτορα, το Διγενή Ακρίτη και άλλους Ακρίτες, το Δαβίδ (εμβληματικά στη Στήλη του Ηράκλειου –Αλέξανδρου)450, πολύ πιθανό με τους «ήρωες αρματηλάτες» του βυζαντινού ιπποδρόμου, τον ίδιο το Χριστό (για το τελευταίο βλέπε περισσότερα στο κεφάλαιο 6 «γενικά συμπεράσματα»). Ίσως τελικά από τη βυζαντινή εποχή να ξεκινά και ο συγκρητισμός /συγχώνευσή του με τη μορφή του Αγίου Γεωργίου, με κοινά στοιχεία τη δρακοκτονία και την ταυτότητα του καβαλάρη στην εικονογραφία. Η αντίστοιχη απεικόνιση στο βυζαντινό κιβώτιο του μουσείου του Darmstadt μπορεί να αποτελεί ένα τέτοιο τεκμήριο. Είναι πάντως δύσκολο να τεκμηριωθεί η προέλευση του εικονογραφικού τύπου του έφιππου Αγίου Γεωργίου και Δημητρίου, που καταβάλλουν δράκο και πεσμένο αντίπαλο αντίστοιχα, από την ανάλογη εικονογραφία του Αλεξάνδρου με πεσμένο αντίπαλο στα μετάλλια από το Αμπουκίρ και στα νομίσματα του Κοινού των Μακεδόνων του 3ου αιώνα μ.Χ., ωστόσο το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί. 449

Juanno 2015 (2002): 656, 717.

Και εν τέλει, μέσω του Δαβίδ και πάλι με το βυζαντινό αυτοκράτορα: είναι χαρακτηριστικό ότι ο βυζαντινός αυτοκράτορας προσφωνείται «άλλος Δαβίδ» από το δήμο των Πρασίνων μέσα στον ιππόδρομο, σύμφωνα με το τελετουργικό του «Μακελλαρικού Ιπποδρομίου» που περιγράφει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (PG 112, 664). 450

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

343

Στο Βυζάντιο συνεχίστηκε η αναφορά στον Αλέξανδρο υπό το πρίσμα της καλλιτεχνικής του ταυτότητας (βλέπε κεφάλαιο 2.10), πώς δηλαδή αποτυπώθηκε η μορφή του στην τέχνη: αυτό γίνεται, για παράδειγμα, με τις αναφορές του Τζέτζη και του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης στο Στασικράτη και στο σχέδιο δημιουργίας της ασύληπτου μεγέθους γλυπτής απόδοσης της μορφής του Μακεδόνα βασιλιά σκαλισμένη στον Άθωνα (Stewart 1993: 406-407). Ως προς τα τεχνουργήματα καλλιτεχνικής αποτύπωσης της μορφής του Αλέξανδρου, αυτά συνεχίζουν να είναι ποικίλα, όπως και στην αρχαιότητα: σφραγίδες, ανάγλυφα, μικρογραφίες χειρογράφων, ζωγραφικές παραστάσεις σε κεραμική, ολόγλυφες στήλες (στήλη Ηράκλειου –Αλέξανδρου), αντικείμενα μεταλλοτεχνίας (μετάλλια, δίσκοι, στέμματα, δαχτυλίδια), ελεφαντοστέϊνα κιβώτια. Λείπουν βέβαια τα αγάλματα της αρχαιότητας καθώς και τα νομίσματα.451 Με βάση όλες τις παραπάνω αναφορές, δε θα ήταν καθόλου υπερβολή να υποστηρίξει κανείς πως, μαζί με το χριστιανισμό, ο Αλέξανδρος υπήρξε ουσιαστικά ο δημιουργός αυτού που αποκαλούμε σήμερα Βυζάντιο, μέσα στους κόλπους του οποίου επιβίωσε ο ελληνισμός κατά τους δύσκολους αιώνες του μεσαίωνα. Ο Μακεδόνας βασιλιάς υπήρξε βασικός συνεκτικός κρίκος της συνέχειας του μεσαιωνικού ελληνισμού και ως ένα βαθμό ο σωτήρας του ελληνισμού διαχρονικά, αυτός που με τις κατακτήσεις του δημιούργησε όλες τις προυποθέσεις σύστασης της υπερ-χιλιόχρονης αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερα εμφανές είναι αυτό το στοιχείο στην αυτοκρατορική ιδεολογία: διαβάζοντας κανείς τις παρατηρήσεις της Ελένης Γλύκαντζη - Αρβελέρ για το χαρακτήρα του βυζαντινού βασιλέως και έχοντας υπόψη του το αποτύπωμα του Αλέξανδρου στην αρχαιότητα και στο Βυζάντιο, δεν μπορεί να μη διαπιστώσει πως ο Μακεδόνας υπήρξε ο πρωταρχικός δημιουργός σχεδόν όλων των χαρακτηριστικών του βυζαντινού αυτοκράτορα: καταρχάς η ιδέα της παγκοσμιότητας και οικουμενικότητας της αυτοκρατορίας (Αρβελέρ 1997 (1975): 21, 2009:143) έχει ως πρώτο δημιουργό στην Ευρώπη τον Αλέξανδρο, ο οποίος πράγματι, όσο ζούσε, για τη δική του αυτοκρατορία, υπήρξε ακόμη και «σύμβολο και εγγυητής της ενότητάς της», όπως ακριβώς παρατηρεί η Αρβελέρ ότι ίσχυε για το βυζαντινό αυτοκράτορα (2009: 144), έναν αυτοκράτορα που προβάλλεται από το παλάτι και υμνείται από τους υμνογράφους της Ίσως τελικά να υπήρξε τουλάχιστον μία περίπτωση κοπής νομισμάτων με τη μορφή του Αλέξανδρου: ο ιστορικός ερευνητής Σαράντος Καργάκος σε ομιλία του στην Καβάλα για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (29.5.2015) ανέφερε πως γνωρίζει για την ύπαρξη νομίσματος με παράσταση του Αλέξανδρου, που έκοψε ο τελευταίος Έλληνας αυτοκράτορας. Εφόσον αυτό ισχύει, αποτελεί άλλο ένα τεκμήριο της πλήρους ιδεολογικής ταύτισης του Αλέξανδρου με τους έσχατους –και όχι μόνο – βυζαντινούς αυτοκράτορες και της προβολής του ως συμβόλου συσπείρωσης του ελληνισμού κατά την τελική αναμέτρηση με τους Οθωμανούς Τούρκους. 451

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

344

αυλής και το λαό στους θριάμβους και στον ιππόδρομο ως ο αμύντωρας και σωτήρας της αυτοκρατορίας στα πεδία των μαχών, υιοθετώντας στο επίπεδο αυτό το αλεξάνδρειο πρότυπο. Άλλωστε, ο Πατριάρχης Φώτιος επισημαίνει στην Επαναγωγή του (883-886) πως ο αυτοκράτορας οφείλει ακόμη και «να ανακτά με την άγρυπνη δράση του τα χαμένα (αγαθά), να κατακτά με το ζήλο του, με τη φροντίδα και τις δίκαιες νίκες του τα αγαθά που λείπουν» μέσα στο πλαίσιο του «δίκαιου πολέμου» (Αρβελέρ 1997: 55). Κανείς δεν εξέφρασε ως πρότυπο τις παραπάνω αρετές καλύτερα από τον Αλέξανδρο. Επιπρόσθετα, στο Βυζάντιο επιβιώνει η ρωμαϊκή αντίληψη του principatus, δηλαδή του άριστου αυτοκράτορα, του εκλεκτού του λαού και κυρίως του στρατού452. Ήταν βέβαια ο Αλέξανδρος αυτός που έμπρακτα επανέφερε το αρχαίο ομηρικό πρότυπο της αριστείας για έναν βασιλιά και από αυτόν το πήραν οι Ρωμαίοι και στη συνέχεια οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Ακόμη, ο βυζαντινός αυτοκράτορας υπήρξε και νομοθέτης, στοιχείο ιδιαίτερα προβεβλημένο για πολλούς αυτοκράτορες (Diehl: 139), όπως ο Ιουστινιανός, ο Λέοντας ο Σοφός, ο Βασίλειος Β΄ και άλλοι. Ο Αλέξανδρος δεν έζησε τόσο, ώστε να παράξει ένα συγκροτημένο νομοθετικό έργο, ωστόσο τα διάφορα διατάγματα που εξέδωσε και το αρχείο των βασίλειων εφημερίδων που τηρούσε (βλέπε κεφάλαιο 2.1) αποδεικνύουν πως κινούνταν στην ίδια κατεύθυνση. Συν τοις άλλοις, βασική συνιστώσα της οικουμενικής ιδεολογίας της αυτοκρατορίας είναι ακριβώς η σύστασή της ως ανοιχτής σε ξένα ρεύματα και επιδράσεις κοινωνίας, ώστε να αντανακλά ένα χαρακτήρα πολιτισμικής παγκοσμιότητας (Αρβελέρ 2009: 145). Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για το κράτος του Αλέξανδρου, ο οποίος σεβάστηκε τη θρησκεία453, τα ήθη και έθιμα των κατακτημένων και υιοθέτησε και ο ίδιος ξένες πρακτικές, χωρίς βέβαια ποτέ να απωλέσει την ελληνική του ταυτότητα. Στο σημείο αυτό, βέβαια, αξίζει να τονιστεί ξανά πως οι δικές του πετυχημένες πρακτικές της ένταξης αλλόφυλων στρατιωτών στο στράτευμά του, όχι μόνο για την ενίσχυση του στρατού του, αλλά και ως ένα πρώτο βήμα για την αφομοίωσή τους, οι διπλωματικοί γάμοι που έκανε (ακολουθώντας βἐβαια το φιλίππειο πρότυπο), καθώς και οι σχέσεις υποταγής και συνεργασίας που δημιουργούσε με νικημένους και ενταγμένους πλέον 452

Ελλάδα: Ιστορία, Πολιτισμός, Το Σύγχρονο Κράτος, τόμος 3, σελ. 105, έκδοση Πάπυρος, 2016.

Βέβαια η θρησκευτική ανεκτικότητα που επέδειξε ο Αλέξανδρος απέχει πολύ από τη χριστιανική αρχικά και ελληνορθόδοξη στη συνέχεια ταυτότητα του ατόμου ως απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι κάποιος υπήκοος της Ρωμανίας. Άλλη σημαντική διαφορά είναι το ότι ο Αλέξανδρος δημιούργησε την αυτοκρατορία του με τις δυνάμεις του, έστω έχοντας ως υποδομή τα επιτεύγματα του Φιλίππου, ενώ η βυζαντινή αυτοκρατορία απλά κληρονόμησε με τον Κωνσταντίνο το μεγαλείο της Ρώμης. Επίσης, στο Βυζάντιο υπήρξε μια βασιλεύουσα, καρδιά και σύμβολο της ακτινοβολίας του, η Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Αλέξανδρος δεν πρόλαβε να καταστήσει μια από τις πόλεις που ίδρυσε ή τη Βαβυλώνα αντίστοιχη πρωτεύουσα του κράτους του. Και πάλι, όμως, με τις Αλεξάνδρειές του, όπως είδαμε, ενέπνευσε στον Κωνσταντίνο την Κωνσταντινούπολη. 453

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

345

οργανικά στο οικουμενικό κράτος του πρώην αντιπάλους (π.χ. ο Πώρος), όλα αυτά αντιγράφτηκαν πιστά από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες –όπως ομολογεί και ο Καντακουζηνός - και καθόρισαν την πορεία της αυτοκρατορίας (βλέπε την υποταγή της Βουλγαρίας, τον εκχριστιανισμό των Ρώσων και τόσα άλλα παραδείγματα). Επιπλέον, μια σειρά από «σταθερές» και εκφράσεις της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδεολογίας φαίνονται ως ο απόηχος μιας αρχικής σύλληψης του Αλέξανδρου, που φτάνει στο Βυζάντιο μέσω των Ελλήνων διαδόχων και Ρωμαίων ηγητόρων. Για παράδειγμα, το περίπλοκο τελετουργικό αυλικό πρωτόκολλο στο Βυζάντιο, που, σύμφωνα με την Αρβελέρ, δηλώνει προς πάσα κατεύθυνση την εξουσιαστική πρωτοκαθεδρία του βυζαντινού αυτοκράτορα (Αρβελέρ 2009: 144) και που συμπεριλαμβάνει ως απαραίτητο στοιχείο του την προσκύνηση (Diehl: 140), έχει τις ρίζες του στον Αλέξανδρο, που υπήρξε ο πρώτος Ευρωπαίος ηγεμόνας που καθιέρωσε αυτήν την πράξη και –απ’ ό,τι φαίνεται – ένα κάποιο τελετουργικό, έστω και με τις αντιδράσεις που συνάντησε, υιοθετώντας το πρότυπο της Ανατολής. Μένοντας ακριβώς στο επίπεδο της τελετουργίας, ο Dagron σημειώνει πως το τελετουργικό της υποδοχής –θριάμβου του αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ (457-474) στην Κωνσταντινούπολη, έτσι όπως καταγράφεται στις πηγές με τη διαδικασία της ιεροποίησης, φανερώνει ένα σαφές αρχικό πρότυπο του Αλέξανδρου, ως κατακτητή και απελευθερωτή των πόλεων της Μικράς Ασίας και όχι μόνο (Dagron 2015: 120). Ένα ακόμη παράδειγμα αποτελεί το βυζαντινό νόμισμα, που κατεξοχήν σηματοδοτεί το θεοπρόβλητο του βυζαντινού αυτοκράτορα, με το Χριστό να τον στέφει, προβάλλοντάς τον ως αντιπρόσωπο του Θεού στη γη, ως κοσμοκράτορα (Αρβελέρ 2009: 150, 1997: 165). Η ανάλυση του κεφαλαίου 2.4 καταδεικνύει τον Αλέξανδρο ως θεμελιωτή της ιδέας του θεοπρόβλητου ηγεμόνα στα νομίσματα του κράτους του, μια μορφή που εξασφαλίζει την ενότητά του με σημείο αναφοράς τον ίδιο, τον κατεξοχήν κοσμοκράτορα της αρχαιότητας. Η βυζαντινή αυτοκρατορική πορφύρα, το χρώμα της εξουσίας, η σφαίρα της οικουμένης με την προσθήκη του σταυρού, ως σύμβολο των βυζαντινών αυτοκρατόρων σε ποικίλες παραστάσεις, καθώς και η Ακακία της ματαιότητας του υλικού κόσμου (Αρβελέρ 2009:150, Diehl: 140, για την Ακακία βλέπε και κεφ. 3.1, υποσημείωση 274), αποτελούν άλλα τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα διάσημων αυτοκρατόρων με αναγωγή στον Αλέξανδρο. Οι αλεξάνδρειες αρετές, μεγαλοψυχία, γενναιότητα, γενναιοδωρία, όπως ομολογεί και ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, γίνονται πρότυπα προς μίμηση για τους βυζαντινούς αυτοκράτορες και όχι μόνο. Χάρη σε αυτές, χάρη στο αλεξάνδρειο πρότυπο που ακολούθησαν, όπως ήδη επισημάναμε, στάθηκαν οι ηγέτες του Βυζαντίου στο ύψος των περιστάσεων σε δύσκολες συνθήκες, έτσι ώστε να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της αυτοκρατορίας τους και ο εγκολπωμένος σε αυτήν μεσαιωνικός ελληνισμός. Ίσως γι’ αυτό να ανάγουν τη διαδοχή των βυζαντινών αυτοκρατόρων στον Αλέξανδρο ο ψευδο-Κωδινός και ο

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

346

Μανουήλ Χρυσολωράς. Συν τοις άλλοις, η λογοτεχνική αποτύπωση του Αλέξανδρου στο βυζαντινό Μυθιστόρημα τον προβάλλει ως βυζαντινό αυτοκράτορα, ιδιαίτερα στις παραλλαγές ε΄ και γ΄, στην πρώτη με εντυπωσιακό τρόπο στη σκηνή του ιπποδρόμου, όπου ο Αλέξανδρος επευφημείται από το λαό ακριβώς όπως ένας βυζαντινός αυτοκράτορας. Άλλωστε, για να επανέλθουμε στις αρχικές παρατηρήσεις αυτού του κεφαλαίου των συμπερασμάτων, είναι στο βυζαντινό Μυθιστόρημα που προβάλλεται ιδιαίτερα ένα ακόμη κοινό στοιχείο του Αλέξανδρου με το βυζαντινό αυτοκράτορα: η παρομοίωσή τους με τον ήλιο, που έχει τις βάσεις της στο μοτίβο του Αλέξανδρου – Ήλιου (βλέπε και κεφάλαιο 3.1). Επιπλέον, στο Βυζάντιο το 629 παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο ελληνικός τίτλος βασιλεύς ως συνοδευτικός του αυτοκράτορα, ακριβώς δηλαδή ύστερα από την τελική ήττα των Περσών (Ράνσιμαν 1969 (1933): 70), τίτλος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αλέξανδρο ως δηλωτικός του κοσμοκράτορα στα νομίσματά του μετά το 325 π.Χ. (βλέπε κεφάλαιο 2.4). Τέλος, τόσο ο Αλέξανδρος, όσο και ο βυζαντινός αυτοκράτορας, «θεοειδείς» καί οι δύο τους, στην ελληνική μεσαιωνική σκέψη αποτελούν εκφράσεις του ίδιου του Χριστού: ο βυζαντινός αυτοκράτορας γίνεται μιμητής του Χριστού, «κατά το εφικτό αναλογούντα Θεώ», όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ο οποίος αντιπαραβάλλει ακόμη τους πατρικίους και τους μαγίστρους με τους Αποστόλους και τον αυτοκράτορα, κατά αναλογία, με τον ίδιο το Χριστό (Αρβελέρ 2009: 147-148, 1997: 164), ενώ και ο Αλέξανδρος αντιπαρατίθεται μαζί Του (Χρυσόστομος) για να γίνει προεικόνιση και παράλληλος συμβολισμός Του στη συνέχεια (ανάληψη του Αλέξανδρου). Ο χαρακτηριζόμενος ακόμη «ισαπόστολος» ή «Παύλος» αυτοκράτορας, ένας 13ος Απόστολος στο πλευρό των δώδεκα, αποτελεί πιθανόν μια χριστιανική μεταφορά της θεώρησης του Αλέξανδρου ως δέκατου τρίτου θεού πλάι στο ολύμπιο δωδεκάθεο (Ανάστος Ι.Ε.Ε. Ζ΄: 322). Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης (α΄ μισό 13ου αιώνα) στο έργο του Ὀποίον δεῖ εἶναι τόν βασιλέα (βλέπε και κεφάλαιο 3.4) σημειώνει ακόμα πως στο βασιλιά πρέπει θρόνος «φλογώδης» και πύρινος, που να κατακαίει τους εχθρούς και να τον ανεβάζει στα ουράνια για να τον επιδεικνύει λαμπρό και περίδοξο στα πέρατα της οικουμένης (PG 142, στήλη 633). Είναι πιθανόν εδώ να έχουμε μια συγκαλυμμένη μεταφορά του επεισοδίου της ανάληψης του Αλέξανδρου, με το στοιχείο της ανύψωσης στα ουράνια, με σκοπό την κατάκτηση της δόξας της οικουμένης. Ίσως τελικά χωρία όπως αυτό να οδήγησαν στην επιλογή του θρόνου αντί του άρματος στις δυτικές απεικονίσεις της ανάληψης. Ενυπάρχει ακόμη σε αυτήν την αναφορά συμβολικά και το μοτίβο του αυτοκράτορα –ήλιου, που, όπως διαπιστώσαμε, προέρχεται καί από το αρχαίο πρότυπο του Αλέξανδρου –ήλιου. Στο ίδιο έργο, ο Βλεμμύδης κάνει ένα βήμα παραπέρα και τονίζει πως ο βασιλιάς οφείλει με την ταπεινοφροσύνη και καλοσύνη του να γίνεται μιμητής του Χριστού, ο οποίος, αφού κατέβηκε από τους ουρανούς στους ανθρώπους με μορφή δούλου, πάλι «ανῆλθε μετά σώματος εἰς οὐρανούς ὑπερκοσμίως, αὐτῶ τῶν

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

347

οὐρανίων πυλῶν διανοιχθεισῶν». Γι’ αυτό και ο βυζαντινός βασιλιάς, «κεκοσμημένος ὑπό Χριστοῦ» γίνεται «θεοειδέστατος», χαρακτηρισμός που μας παραπέμπει απευθείας στον Αλέξανδρο της αρχαιότητας. Θεοειδής, θεοκραταίωτος, θειότατος και άγιος χαρακτηρίζεται και ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης, αυτοκράτορας της Νίκαιας, από το Νικήτα Χωνιάτη, ενώ και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, στο έργο του Περί Βασιλείου Τάξεως, αναφέρει πως ως άγιος προσφωνούνταν γενικότερα ο βυζαντινός αυτοκράτορας στις επευφημίες του λαού. Άλλωστε, κατά την τελετή της αυτοκρατορικής στέψης, ήδη και πριν το 1204, ο αυτοκράτορας έπαιρνε και το εκκλησιαστικό χρίσμα με άγιο μύρο, μια συνοδευτική της στέψης τελετή, η οποία αναβαθμίστηκε ιδεολογικά και συμβολικά μετά το 1204 από τους αυτοκράτορες της Νίκαιας, έτσι ώστε να λαμβάνουν εμφαντικά το χαρακτήρα του χριστού αυτοκράτορα. Εξάλλου, πάλι από το Νικήτα Χωνιάτη, ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης αντιπαραβάλλεται με τον ίδιο το Χριστό, με κοινό σημείο τα τραύματα του πρώτου στη μάχη και τα σημάδια από τις πληγές του Θεανθρώπου από τα πάθη Του (Γιαρένης 2010: 259-262, 265-266, 276). Παρουσιάζονται έτσι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες να έχουν ως ανώτατο πρότυπο τον ίδιο Χριστό και παράλληλα καί τον Αλέξανδρο, ο οποίος, στη βάση της «θείας» και ενάρετης φύσης του, με τη φιλανθρωπία και εγκράτειά του, μοιράζεται στη βυζαντινή ιδεολογία τις ίδιες αρετές με το Χριστό και συσχετίζεται μαζί Του. Άλλωστε, ο ρόλος του βυζαντιντινού αυτοκράτορα, η θεση του στην ελληνική μεσαιωνική κοσμοθεωρία, περιγράφτηκε με ενάργεια το 12ο αιώνα από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης στο λόγο που έγραψε, ως κάτοπτρο ηγεμόνος, για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο (βλέπε κεφάλαιο 3.3.). Εκεί, ανάμεσα στ΄ άλλα, αφού πρώτα αναφέρεται στον Αλέξανδρο, σημειώνει ο Ευστάθιος: «Οὔτω χρή τούς βασιλεῖς, τούς τῆς οἰκουμένης ὀφθαλμούς, ὀρθά βλέπειν πρός τε θεόν εἰς μίμησιν πρός τε ἀνθρώπους εἰς παίδευσιν, ὡς καί ἐπαληθεύεσθαι αὐτοῖς τήν ἀρχήν καί τό ἀρχόμενον ἐξομοιοῦσθαι αὐτοῖς μέν τά πρῶτα, εἶτα καί πρός θεόν, καί ὡς οἷα διά βαθμίδος τοῦ κατ’ αὐτούς ὕψους ἀναβαίνειν νοερῶς εἰς τόν ὕψιστον…» (Regel 1892: 8). «Έτσι λοιπόν πρέπει να πράττουν και οι βασιλείς, τα μάτια της οικουμένης, να αποβλέπουν με σωστό τρόπο στη μίμηση του Θεού και στην εκπαίδευση του ανθρώπου, έτσι ώστε να καταξιώνουν στους υπηκόους την εξουσία τους και να τους εξομοιώνουν πρώτα με τους ίδιους τους τους εαυτούς και έπειτα με το Θεό και χρησιμοποιώντας σαν κλίμακα ανάβασης το δικό τους ύψος να ανεβάζουν νοερά τους υπηκόoυς στον ύψιστο…» Από το παραπάνω απόσπασμα αναδύεται το πρότυπο του καλού και αγαθού βασιλιά, αυτού που μιμείται το Θεό και αποσκοπεί, μέσα από το δικό του παράδειγμα, να οδηγήσει στο δρόμο του Θεού και τους υπηκόους του. Οι ομοιότητες αυτής της θέσης είναι εμφανείς με τη θεωρία του Πλάτωνα για το ρόλο του φιλόσοφου βασιλιά,

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

348

του φιλόσοφου - δραπέτη από το σκοτεινό σπήλαιο και του καθήκοντος που αναλαμβάνει έναντι όσων παραμένουν στο σκοτάδι. Καθόλου τυχαία, η θέση αυτή του Ευστάθιου διατυπώνεται αμέσως μετά την επίκληση του «καλού βασιλέως» Αλέξανδρου. Είναι ακριβώς αυτό που επισημαίνει και ο Ανάστος, ότι δηλαδή στο Βυζάντιο, το αυτοκρατορικό πρότυπο διαμορφώθηκε ως προέκταση του πολιτικού ιδεώδους του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, μέσα ακριβώς από την εφαρμογή του από τον Αλέξανδρο, των ελληνιστικών βασιλέων και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 454 Η παραπάνω παρατήρηση τεκμηριώνεται άμεσα και μέσα από από ένα ακόμη Κάτοπτρο Ηγεμόνος, του Αγαπητού προς τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ με τίτλο Έκθεσις Κεφαλαίων Παραινετικών, κείμενο που αξιοποιήθηκε και από μεταγενέστερους συγγραφείς (Hunger 1987 (1977): 249). Στο κεφάλαιο ΙΖ΄ γράφει ο Αγαπητός: «Ἐφ’ ἡμῖν ἀνεδείχθη τῆς εὐζωἵας ὁ χρόνος, ὄν προεῖπε τις τῶν παλαιῶν ἔσεσθαι, ὄταν ἥ φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν ἥ βασιλεῖς φιλοσοφήσωσι. Και γάρ φιλοσοφοῦντες ἠξιώθητε βασιλείς, καί βασιλεύσαντες οὐκ ἀπέστητε φιλοσοφίας…» (P.G. 86/1: 1170). Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς, πως στο συμβουλευτικό αυτό κείμενο, το προορισμένο για τον Ιουστινιανό, προβάλλονται και άλλα μοτίβα και αρετές ενός ηγεμόνα, που προσιδιάζουν στον Αλέξανδρο: η ευσέβεια (κεφ. ΙΕ΄ «Ὑπέρ πάντα τῆς βασιλείας τά ἕνδοξα, τῆς εὐσέβειας τό στέμμα τόν βασιλέα κοσμεῖ.»), ο έλεγχος των ηδονών του σώματος και η σωφροσύνη («βασιλέα σε κατά ἀλήθειαν ὀρίζομαι, ὥς βασιλεύειν καί κρατεῖν τῶν ἡδονῶν δυνάμενον, καί τόν στέφανον τῆς σωφροσύνης ἀναδησάμενον»), τη φιλανθρωπία και το έλεος απέναντι στους υπηκόους (κεφ. Κ΄, ΛΖ΄, ΝΑ΄), τις δωρεές («σπούδαζε λαμπροτέραις ἀμείβεσθαι δωρεαῖς τούς μετ’ εὐνοιας ποιοῦντας τά παρά σοῦ προσταττόμενα»), ακόμα και το μοτίβο της ματαιότητας των μεγαλείων Ανάστος Ι.Ε.Ε. Ζ΄: 313 -314, 323. Ο Ανάστος επισημαίνει πως η ελληνικών και φιλοσοφικών καταβολών βυζαντινή αυτοκρατορική ιδεολογία διαμορφώθηκε χωρίς την επίδραση της Ανατολής, με τον Κικέρωνα, το Σενέκα να αναλαμβάνουν το ρόλο του διαμεσολαβητή αυτών των ιδεών προς τη Ρώμη και τον Ευσέβειο Καισάρειας το ρόλο της ένταξής τους στο χριστιανικό πλαίσιο. Παραδέχεται, ωστόσο, αναλογίες με ανατολικά συστήματα απολυταρχικής διακυβέρνησης (π.χ. των Περσών, Βαβυλωνίων, Αιγυπτίων), τα οποία, όμως δεν υπήρξαν πρότυπα του βυζαντινού αυτοκρατορικού ιδεώδους. Επισημαίνει ακόμη τον καταλυτικό ρόλο της βιβλικής παράδοσης στο σχήμα του βυζαντινού αυτοκράτορα ως εντολοδόχου του Θεού, στο πρότυπο των βασιλέων Σαούλ, Δαβίδ και Σολομώντα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το ότι ο βυζαντινός αυτοκράτορας προσφωνείται ως «άλλος Δαβίδ» (αλλά και «νέος Κωνσταντίνος», Ανάστος Ι.Ε.Ε. Ζ΄: 312-313, 322 -323). Και πάλι επισημαίνω πως θα ήταν ενδιαφέρουσα μια συγκριτική μελέτη –παρουσίαση των αναφορών μίμησης των βυζαντινών αυτοκρατόρων με το Δαβίδ, τον Κωνσταντίνο και τον Αλέξανδρο. Και τούτο διότι συμβολικά η αντιπαραβολή με αυτούς τους τρεις αντικατοπτρίζει ακριβώς τις καταβολές της βυζαντινής ιδεολογίας: τη βιβλική παράδοση, το ρωμαϊκό –χριστιανικό πνεύμα και το αντίστοιχο αρχαιοελληνικό. 454

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

349

έναντι του αδυσώπητου θανάτου («Ἀξιωμάτων λαμπρότητας οὐ δυσωπεῖται ὁ θάνατος. Κατά πάντων γάρ ἐπιβάλλει τούς παμφάγους αὐτοῦ ὀδόντας. Οὐκοῦν πρό τῆς ἐκείνου ἀπαραιτήτου παρουσίας, μεταθῶμεν εἰς οὐρανόν τήν τῶν χρημάτων περιουσίαν. Ουδείς γάρ ἅ ἐν κόσμω συνάγει, ἐκεῖσε ἀποδημήσας ἀπάγει, ἀλλά πάντα καταλιπών ἐπί γῆς, γυμνός λογοθετείται τόν βίον αὐτοῦ» κεφ. ΞΖ΄, PG 86/1: 1184). Το μοτίβο αυτό της ματαιότητας των μεγαλείων και του παντοδύναμου θανάτου το συναντάμε και στο Κάτοπτρο Ηγεμόνος που γράφτηκε –υποτίθεται –από το Βασίλειο Α΄ προς το γιο του, το νεαρό Λέοντα, καθώς και σε ένα άλλο Κάτοπτρο Ηγεμόνος, του Θωμά του Μάγιστρου προς τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (Hunger 1987 (1977): 250, PG 145: 449). Εν τέλει, ο βυζαντινός αυτοκράτορας προβάλλεται από τον Αγαπητό ως ελέω και μιμητής Θεού βασιλιάς (κεφ. ΜΕ΄), αλλά και ως ένας θνητός, όμοιος με όλους τους άλλους, κάποιος που πρέπει να ξέρει τη θέση του και να μην ξεπερνά τα όριά του: «Τῆ μέν οὐσία τοῦ σώματος, ἴσος παντί ἀνθρώπω ὁ βασιλεύς, τῆ ἐξουσία δέ τοῦ ἀξιώματος ὄμοιος ἐστι τῶ ἐπί πάντων Θεῶ. Οὐκ ἔχει γάρ ἐπί τῆς γῆς τόν αὐτοῦ ὑψηλότερον. Χρή τοίνυν αὐτόν καί ὡς Θεόν μή ὀργίζεσθαι, καί ὡς θνητόν μή ἐπαίρεσθαι. Εἰ εἰκόνι θεϊκῆ τετίμηται, ἀλλά καί εἰκόνι χοϊκῆ συμπεπλέκεται. Δι’ ἦς ἐκδιδάσκεται τήν πρός πάντας ἰσότητα» (κεφ. ΚΑ΄, PG 86/1: 1172).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

350

4. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 4.1. Η νεοελληνική Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου: οι καταβολές και οι λόγιες επιδράσεις της Κατά τη δύσκολη περίοδο της τουρκοκρατίας ο Αλέξανδρος συνέχισε να αποτελεί για τους υπόδουλους Έλληνες τη σταθερή αναφορά στο ένδοξο παρελθόν τους και αποτελεσματικό μέσο ενίσχυσης του εθνικού φρονήματός τους. Αυτό μαρτυρούν και οι επανειλημμένες εκδόσεις της μυθιστορίας του Αλέξανδρου και της Ριμάδας, δηλαδή της έμμετρης διασκευής της. Οι εκδόσεις αυτές βασίζονται στα τελευταία βυζαντινά χειρόγραφα του Μυθιστορήματος, όταν οι Τούρκοι είχαν ήδη καταλάβει τη Μακεδονία και απέμενε η πτώση της Κωνσταντινούπολης. Είναι χαρακτηριστικό πως στο μεταβυζαντινό χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Βιέννης (Codex Vindobonensis Theologicus Graecus 244), που χρονολογείται μετά το 16ο αιώνα, ενσωματώνεται μια «προφητεία» του Αλέξανδρου: «καί ἄλλον νά ἠξεύρετε, ὅτι ὕστερα θέλουν ὁρίσει οι περσήδες τήν Μακεδονίαν, ὡσάν καί ἡμείς τήν Περσίαν ὁρίσαμεν», όπου Περσήδες εννοούνται οι Τούρκοι. Σε ένα άλλο χειρόγραφο από τη Μονή Μεταμορφώσεως των Μετεώρων, χρονολογημένο ακριβώς στο 1640 η παραπάνω «προφητεία» του Αλέξανδρου ενσωματώνεται πλέον στη μυθιστορία του ως απτή, σκληρή πραγματικότητα (Βελουδής 1989 (1977): ιδ΄-ιε΄). Το χειρόγραφο της Βιέννης είναι γραμμένο σε δημώδη γλώσσα και επαναλαμβάνει πολλά γνωστά μοτίβα του Αλέξανδρου από την προγενέστερη παράδοση του Μυθιστορήματος, παρουσιάζοντάς τον ως ενάρετο, θεόσταλτο, κοσμοκράτορα, ήλιο455: «Διήγησις καὶ ἡ γέννησις καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου, τὸ πῶς ἐγεννήθη καὶ ἀνατράφην καὶ περὶ τῆς ἀνδρείας αὐτοῦ καὶ τὴν μάθησιν καὶ τὴν χαράν του. Ἦτον ἀπὸ τὸν θεὸς ὁρισμὸς καὶ ἦτον φρόνιμος καὶ ἔμορφος καὶ χαροποιὸς εἰς τοὺς αὐθεντάδες καὶ εἰς τὴν στρατείαν καὶ εἶχεν χέρι καλὸ νὰ φιλοδωρῆ καὶ νὰ στέκη εἰς τὸν λόγον του, νὰ μηδὲν σφάλη τοὺς ὅρκους του. Καὶ μετὰ ταῦτα ἐβασίλευσεν ὅλον τόν κόσμον»456. Ακόμη, η αποκλειστική αναφορά στους Φιλίππους και στη Φιλιππούπολη ως των μοναδικών μεγάλων πόλεων του βασιλείου του Φιλίππου «του Έλληνος», Στο διάλογο Αριστοτέλη –Αλεξάνδρου ο πρώτος προσφωνεί το δεύτερο ως «φανερό ήλιο», ενώ κι ο δεύτερος προσφωνεί τον πρώτο ως «μεγαλειότατο των φιλοσόφων, διδάσκαλο Μακεδονίας» (K. Mitsakis, Der byzantinische Alexanderroman nach dem Codex Vind. Theol. gr. 244, Miscellanea Byzantina Monacensia 7. Munich: Institut für Byzantinistik und neugriechische Philologie der Universität, 1967, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu/). 455

456

Ο.π.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

351

τεκμηριώνει περισσότερο το δημώδη χαρακτήρα της εκδοχής του χειρογράφου. Στο χειρόγραφο διασώζονται βυζαντινά στοιχεία, όπως η προσφώνηση του Αλέξανδρου στις πρώτες του νίκες στα αγωνίσματα με τους συνομηλίκους του: «Πολλά τά ἔτη τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως καί τοῦ κόσμου ὁλουνοῦ». Τέλος επισημαίνεται πως υπάρχει μεγάλη πύκνωση δράσης και απουσία πολλών επεισοδίων από την παράδοση του Μυθιστορήματος. Σε ένα άλλο χειρόγραφο του Μυθιστορήματος του 16ου αιώνα, τον κώδικα Laurentianus 1444 της Λαυρεντιανής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας, υπάρχει η ίδια υμνητική για τον Αλέξανδρο εισαγωγή με αυτήν του χειρογράφου της Βιέννης, οι ίδιες αναφορές στους Φιλίππους και τη Φιλιππούπολη, στην προβολή του Αλέξανδρου – Ήλιου (από τη Ρωξάνη) και στις βυζαντινού χαρακτήρα προσφωνήσεις στον Αλέξανδρο. Υπάρχει ακόμη αντιπαραβολή του Αλέξανδρου με τον Ηρακλή από το Φίλιππο, όταν αυτός δαμάζει το Βουκεφάλα (μοτίβο που το συναντάμε και στη βυζαντινή παραλλαγή ε΄ του Μυθιστορήματος), προβολή του μοτίβου της ματαιότητας των μεγαλείων της ζωής μπροστά στο αναπόφευκτο του θανάτου στο μονόλογο του Αλέξανδρου λίγο πριν πεθάνει, περιγραφή της αυτοκτονίας της Ρωξάνης δίπλα στο νεκρό Αλέξανδρο457. Σύμφωνα με το Stoneman, υπάρχουν συνολικά έντεκα χειρόγραφα του λεγόμενου μεσο-ελληνικού Μυθιστορήματος, το οποίο δημιουργήθηκε λίγο πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης και βασίστηκε στην ε΄ παραλλαγή της ψευδο-καλλισθένειας διήγησης. Μάλιστα μεταφράστηκε και στα αραβικά από έναν μοναχό της Μονής της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά το 1671. Ωστόσο το σημαντικότερο στοιχείο είναι πως αυτό το μεσο-ελληνικό Μυθιστόρημα της χειρόγραφης παράδοσης αποτέλεσε τη βάση για το ελληνικό τυπωμένο Μυθιστόρημα της εποχής της τουρκοκρατίας, της περίφημης Φυλλάδας του Αλέξανδρου του Μακεδόνος (Stoneman 2012 A: ix – xi)458. Ο Μητσάκης συμφωνεί ότι τα σωζόμενα ελληνικά χειρόγραφα του Μυθιστορήματος του 16ου και 17ου αιώνα (και ένα και του 18ου, ο Codex Atheniensis) βασίζονται σε μια βυζαντινή διασκευή της ομάδας ε΄, ωστόσο τη χρονολογεί αυτή στο 12ο με αρχές 13ου αιώνα. Σύμφωνα με το Μητσάκη, υπάρχουν συνολικά 14 χειρόγραφα της εποχής της τουρκοκρατίας (16ος -17ος αιώνας) από μοναστήρια του Αγίου Όρους, των Μετεώρων, της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά και αλλού, όπως για παράδειγμα ο κώδικας της Μονής Κουτλουμουσίου 236 που χρονολογείται το 16ο αιώνα ή ο κώδικας της Μονής Βαρλαάμ V.L. Konstantinopulos and A.C. Lolos, Ps.-Kallisthenes. Zwei mittelgriechische Prosa-Fassungen des Alexanderromans, 2 vols. [Beiträge zur klassischen Philologie 141 & 150. Meisenheim am Glan: Hain, 1983, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu/ (11.10.2015). 457

Ο Πούχνερ (2007:2318) ωστόσο διαφωνεί ως προς την καταγωγή της Φυλλάδας, καθότι αναφέρει πως αυτή ανάγεται στη χαμἐνη βυζαντινή διασκευή ζ΄ του 14ου αιώνα. 458

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

352

του 17ου αιώνα, ή το χειρόγραφο του Eton College (16ος αιώνας), το οποίο αποτελεί και το πληρέστερο χειρόγραφο ως κείμενο του μεσο - ελληνικού Μυθιστορήματος (βλέπε αναλυτικά Μητσάκης (1968) 2001:14-16). Ο Πολίτης τονίζει πως η μεγάλη διάδοση του Μυθιστορήματος στην Ελλάδα αποδεικνύεται από τις πολυπληθείς παραλλαγές του σε χειρόγραφα διαφόρων βιβλιοθηκών, χαρακτηρίζει μάλιστα τη γλώσσα τους «προσιτή στον όχλο και ευνόητη» (Πολίτης 1889: 39). Ο κώδικας της Μονής Κουτλουμουσίου περιλαμβάνει ορισμένα μόνο κεφάλαια του Μυθιστορήματος και φαίνεται να προέρχεται από τη Μικρά Ασία ή να τον έγραψε ένας μοναχός με καταγωγή από εκεί. Υπάρχει μια τάση σύμπτυξης της αφήγησης, ιδιαίτερα των περίεργων και «θαυμαστών» επεισοδίων, που ίσως να δικαιολογείται από το μοναστικό περιβάλλον της αντιγραφής. Από την άλλη, ίσως ακριβώς για τον ίδιο λόγο, να έμεινε ανέπαφο και με κάθε λεπτομέρεια το επεισόδιο της επίσκεψης του Αλέξανδρου στην Ιερουσαλήμ, η συνάντησή του με τον προφήτη Ιερεμία, η δήλωση πίστης και η προσκύνηση στο μοναδικό θεό και η είσοδός του στο ναό του Σολομώντα. Άλλωστε, οι ιουδαιο-χριστιανικές αυτές αναφορές εντάσσονται στο πνεύμα της διασκευής ε΄, όπως ήδη αναφέρθηκε. Με βάση τις αναφορές αυτές, ο Αλέξανδρος αναδεικνύεται σε φίλο και προστάτη των Εβραίων, όπως επίσης τον θέλει και η αρχαία εβραϊκή παράδοση, που ξεκινά με τις αναφορές του Ιώσηπου (βλέπε κεφάλαιο 5.2.). Ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η ένδειξη ότι ο μοναχός αντιγραφέας του κώδικα της Μονής Κουτλουμουσίου χρησιμοποίησε μία από τις δύο πρώτες εκδόσεις της έμμετρης Ριμάδας του Μεγαλέξανδρου (του 1529 ή του 1553) προκειμένου να συμπληρώσει το λειψό κείμενο που είχε ως πρότυπο (Μητσάκης (1968) 2001: 23-25, 46-47, 67-70). Ενδιαφέροντα είναι και τα γλωσικά στοιχεία του χειρογράφου, που προδίδουν τις βυζαντινές καταβολές του, για παράδειγμα η λέξη πρωτοστράτωρας (αρχιστράτηγος), αλλά και ορισμένα ξένα λεξιλογικά δάνεια, όπως ο ρυμπάρης (από το ιταλικό rubare = κλέβω) ή η επιρρηματική λέξη νεμάλον, από το σλαβικής προέλευσης επίρρημα nemalo = όχι λίγο, ή άλλες λέξεις τουρκοπερσικής προέλευσης. (Μητσάκης (1968) 2001: 42, 44-45, 110). Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το κείμενο, η περιγραφή της δεύτερης μάχης ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους Πέρσες του Δαρείου: «…Καί ἀπό τές δύο μερές ἐλαλοῦσαν τά ὄργανα, τρουμπέτες καί ἀνακαράδες. Καί οὕτως ἐκτυπήθηκαν τά φουσάτα σύν ἀλλήλοις. Καί ἦτον τῶν κονδαρίων ἔκτυπος καί τῶν σπαθίων ὁ κουδουνισμός καί ἀπό τά φαρία ὁ χλιμιντρισμός παμμέγεθος, ὡς καί τήν γῆν αὐτήν ἐβάρεσεν. Ἁπό ταχία ἐκόφτουνταν τά δύο φουσάτα ἕως τό βασίλεμα ἡλίου. Καί οὕτως ἔδωκαν τῆς Περσίας τά φουσάτα νά φεύγουν. Οἱ Μακιδόνες τούς ἐδίωξαν τρεῖς ἡμέρες καί τρεῖς νύκτες…». (Μητσάκης (1968) 2001: 76).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

353

Το ομοιοκατάληκτο στιχούργημα της Ριμάδας, της έμμετρης νεοελληνικής διασκευής του Μυθιστορήματος με τίτλο Γέννησις, κατορθώματα και θάνατος Ἀλεξάνδρου Μακεδόνος διά στίχου, πρωτοδημοσιεύτηκε το 1529 στη Βενετία από το Ζακυνθινό Δημήτριο Ζηνό, του οποίου αποτελεί και δημιουργία, όπως έδειξε ο Μητσάκης, και με πρωτοβουλία του Damiano di Santa Maria. Μάλιστα, από τον επίλογο της Ριμάδας φαίνεται πως υπήρχε και μια άλλη παλιότερη έμμετρη διασκευή ενός άλλου στιχουργού από τη Ζάκυνθο και ότι αρχική πρόθεση του Ζηνού ήταν να εκδώσει τη συγκεκριμένη διασκευή. Η τελική μορφή ταυτίζεται, ως προς το περιεχόμενο, περισσότερο με τη διασκευή α΄ του Ψευδο-Καλλισθένη και λιγότερο με τη β΄. Η έκδοση κοσμείται με 14 ξυλογραφίες, που όμως δεν είναι πρωτότυπες, αλλά προέρχονται από ένα άλλο έντυπο, την Ιλιάδα του Λουκάνη, εκτός από μία ξυλογραφία που αναπαριστά τον Αλέξανδρο έφιππο στο Βουκεφάλα. Το πολύστιχο ποίημα της Ριμάδας, με τους 2944 στίχους, σώζεται σε ένα μοναδικό χειρόγραφο (κώδικας 445 της Μονής Μεταμορφώσεως Μετεώρων) και σε μια σειρά από 14 βενετικές εκδόσεις. Οι στίχοι του είναι 15σύλλαβοι με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία και χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με το Μητσάκη, από πλαδαρότητα, τονικούς βιασμούς και ρίμα φτωχή και αδούλευτη (Μητσάκης (1968) 2001: 12-14, 2007: 59, Holton 1973: 17-18, Holton 1974: 97-100): «Ἐτότες ἒγυρίσαμε, ἐπτά μέρες περπατοῦμε, στόν ποταμόν Θερίζοντα όρισα νά σταθοῦμε. Τές Ἀμαζόνες ηύραμε κεῖνες τές ωριωμένες, εἲχασιν ἂρματα καλά, πολλά ‘ταν ἀνδρειωμένες. Σίδερο γάρ καί χάλκωμα αὐτεῖνες γάρ οὐκ ἒχουν, Πολύ ἀσημοχρύσαφο, βίον πολύν γάρ ἒχουν. …………………………………………………………………. Πολύν καιρόν πηγαίναμε όλοι συμμαζωμένοι, Στην Ἐρυθράν τήν Θάλασσαν όλοι μας κοπιασμένοι. Όλοι μας ἀναπαύτημαν ἐκ τόν περίσσιον κόπον. …………………………………………………………………. Θυσία τότες ἒκαμα ἐγώ καί θυσιάζω, τόν Ποσειδῶνα τόν θεόν περίσσια τον δοξάζω». (Holton 1974: 174).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

354

Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί πως στη Ριμάδα απουσιάζει η εισαγωγή –ύμνος στις αρετές του Αλέξανδρου, που βρίσκουμε σε μεταβυζαντινά χειρόγραφα. Ωστόσο, αυτό που απουσιάζει στο σώμα της έμμετρης διήγησης στην αρχή, μπαίνει – έμμετρα πάλι – ως καταληκτήριες παρατηρήσεις από τον ίδιο το δημιουργό, το Δημήτριο Ζηνό: πράγματι, στον επίλογο, ο Ζηνός τονίζει πόσο πολύ ο ίδιος «επόθει να ’βρη τα κατορθώματα και πράξεις τ’ Αλεξάνδρου», ενώ παρακάτω αναφέρεται στη παιδεία, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη του «Λέξανδρου» μέσα και από το παράδειγμα του σεβασμού που επέδειξε ο Αλέξανδρος στη γυναίκα του Δαρείου. Επιπλέον, στη Ριμάδα, σε αντίθεση με το μεταβυζαντινό χειρόγραφο της Βιέννης, προβάλλεται περισσότερο το επεισόδιο με το αθάνατο νερό. Τέλος, προβάλλεται ο Αλέξανδρος ως κοσμοκράτωρ και αυτό-αποκαλείται «γιος του Άμμωνα», στοιχεία βέβαια σταθερά της γραπτής παράδοσης του Μυθιστορήματος. Το λαϊκό βιβλίο των Ελλήνων για τον Αλέξανδρο γνώρισε συνολικά 15 εκδόσεις με την έμμετρη διασκευή της Ριμάδας, από το 1529 ως το 1805, και 46 εκδόσεις με την πεζή Φυλλάδα, από το 1670 ως και λίγο μετά το 1926 (εικόνα 63). Η Φυλλάδα πρέπει να πρωτοτυπώθηκε το 1670 στο τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκή, ο οποίος και έγραψε και τον πρόλογο αλλά και επιμελήθηκε και το κείμενο. Το παλιότερο σωζόμενο βιβλίο της Φυλλάδας είναι από την έκδοση του 1699. Με τις συνολικά 61 εκδόσεις του και με ένα μέσο όρο 1000 περίπου αντιτύπων κατά έκδοση, το λαϊκό βιβλίο για τον Αλέξανδρο αποτελεί το πιο πετυχημένο ελληνικό βιβλίο κοσμικού χαρακτήρα των αιώνων της τουρκοκρατίας, με δεύτερο τους «μύθους του Αισώπου» και τρίτο τον «Ερωτόκριτο». Ο Δημαράς μάλιστα παραθέτει αναλυτικό πίνακα, που τεκμηριώνει την αυξητική τάση έκδοσης του νεοελληνικού Μυθιστορήματος – Ριμάδα και Φυλλάδα μαζί – από το 16ο στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, τον οποίο αξίζει να εκθέσουμε και στην παρούσα μελέτη (βλέπε και Βελουδή 1989 (1977): κδ΄-κε΄): 1529, 1553, 1600 = τρεις εκδόσεις για το 16ο αιώνα. 1603, 1620, 1664, 1669, περ. 1680, 1690 = έξι εκδόσεις για το 17ο αιώνα. 1729, 1738, 1747, 1750, 1751, περ. 1757, 1758 (δύο φορές), 1776, 1778, 1780, 1788, 1794, 1800 = δεκατέσσερις εκδόσεις για το 18ο αιώνα. 1803, 1804, 1805, 1810, 1813, 1814, 1819, 1820, 1832, 1833, 1835, 1840, 1844, 1845, 1846, 1847 = δεκάξι εκδόσεις στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Όλες αυτές οι εκδόσεις γίνονταν στα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας αρχικά και κατόπιν, μετά το 1832, και στα ελλαδικά τυπογραφεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Εξαίρεση αποτελεί μια έκδοση του 1843, η οποία δεν συμπεριλαμβάνεται στον παραπάνω πίνακα και τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα καραμανλίδικα (Γκράτζιου 1982: 145), στοιχείο που αποδεικνύει τη δημοφιλία της Φυλλάδας και στους ορθόδοξους εκείνους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας, που είχαν απωλέσει την εθνική

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

355

τους γλώσσα. Μάλιστα η έκδοση έφερε ως προμετωπίδα την απεικόνιση της κεφαλής του Αλέξανδρου στραμμένης στα αριστερά, με περικεφαλαία με διακόσμηση δράκοντα και θώρακα με διακόσμηση γοργόνειου, στο πρότυπο ακριβώς του Μονόφυλλου του Ρήγα Βελεστινλή (εικόνα 64, βλέπε κεφάλαιο 4.4.). Υπήρξαν εκδόσεις (π.χ. του 1750, 1776) που περιείχαν έναν αρκετά μακροσκελή τίτλο: «Διήγησις Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος περιέχουσα τόν βίον αὐτοῦ, τούς πολέμους, τάς ἀνδραγαθίας, τά κατορθώματα, τούς τόπους ὁπού περιόδευσε, ὁμοῦ δέ καί τόν θάνατον αὐτοῦ καί ἄλλα πλεῖστα πάνυ περίεργα καί ὡραία». Οι διαφορές από έκδοση σε έκδοση πιθανόν να φανερώνουν πως υπήρξαν διαφορετικά χειρόγραφα του Μυθιστορήματος που έφτασαν ως τα τυπογραφεία της Βενετίας. Αναφέρεται πως η Φυλλάδα διαβαζόταν φωναχτά σε οικογενειακό ακροατήριο (Μητσάκης (1968) 2001: 17-21, Βελουδής 1989 (1977): κδ’ – κς΄, Δημαράς 1989: 130, Stoneman 2012: vii, xx). Ο Άγγλος περιηγητής της Μακεδονίας Abbot σημειώνει το 1903 πως «η Φυλλάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν από πολύ καιρό και ακόμη είναι ένα αγαπημένο ανάγνωσμα στις κατώτερες τάξεις ολόκληρου του ελληνικού κόσμου και έχει βοηθήσει περισσότερο από κάθε άλλο στο να διατηρηθεί η μνήμη του Κατακτητή νωπή και συγκεχυμένη. Πολυάριθμα από τα φυλλάδια αυτά πωλούνται κάθε χρόνο στους χωρικούς της Μακεδονίας από πλανόδιους βιβλιοπώλες. Από έναν από αυτούς αγόρασα κι εγώ το αντίτυπό μου για το ελάχιστο ποσό του ενός πιάστρου» (Abbot 1903: 296). Η κυκλοφορία αυτή της Φυλλάδας από στόμα σε στόμα συνέβαλε στη διατήρηση μιας λαϊκής κοσμοθεωρίας με έμφαση στο στοιχείο της αρχαιοελληνικής και μεσαιωνικής παράδοσης καθώς και του παραμυθιού. Ο εκδότης μάλιστα της έκδοσης του 1750 στη Βενετία σημειώνει στην εισαγωγή του κειμένου και την «ἡδεία ἱστορία», που μπορεί να προκαλέσει δηλαδή την ευχαρίστηση και την περιέργεια του αναγνώστη, με τα θαυμαστά και ποικίλα επεισόδιά της, προσφέροντας του εγκυκλοπαιδικές γνώσεις αλλά και πρότυπα ηθικών αρετών και ευκαιρίες στοχασμού. Προβάλλει ακόμη τον Αλέξανδρο ως «φιλόσοφο μονάρχη, τροπαιούχο και νομοθέτη». Μάλιστα, επιμένει σε τέσσερις αρετές της ανατροφής του Αλέξανδρου, τη φρόνηση, την ανδρεία, τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη, - αρετές με μακρά προϊστορία στο πλαίσιο της ελληνικής αρετολογίας, αφού αναφέρονται από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη - οι οποίες, όπως γράφει, μπορούν να διαμορφώσουν όχι μόνο το πρότυπο του πετυχημένου ηγέτη, αλλά γενικότερα να αποτελέσουν «κανόνες τῆς ἀνατροφῆς ἑκάστης καταστάσεως τῆς κοσμικῆς πολιτείας». Έτσι τονίζεται ιδιαιτέρως ο διδακτικός χαρακτήρας της Φυλλάδας και ο Αλέξανδρος προβάλλεται και πάλι ως πρότυπο ηθικής συμπεριφοράς με τη μεγαλόνοιά του, την εγκράτεια και την τιθάσευση των παθών του, τη φιλοτιμία του, τη στόχευση του κοινού καλού, την αθάνατη δόξα του (Βελουδής 1989 (1977): κγ΄, λδ΄, 3-4). Είναι αξιοσημείωτο πως ενώ υπάρχει πληθώρα επανεκδόσεων της Φυλλάδας σε μεγάλη συχνότητα από το 1750 ως το 1914 ως και διαδοχικά δύο συναπτά έτη κατά

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

356

περιόδους (με εξαίρεση βέβαια τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, βλέπε Βελουδής 1989 (1977): κδ΄) μετά τα ταραγμένα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής σημειώνεται μόλις μία λαϊκή έκδοση, αυτή του 1926, για να ξαναπιάσει το νήμα η έκδοση του Πάλλη του 1935. Ίσως το κενό αυτό να οφείλεται στο τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και τον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας, μια και ο Αλέξανδρος είχε συνδεθεί κι αυτός ως σύμβολο με το μεγαλοϊδεατισμό της εποχής. Μια άλλη αιτία είναι η δραματική υποχώρηση πρωτότυπων δημιουργημάτων της λαϊκής παράδοσης που σημειώνεται στην Ελλάδα οπωσδήποτε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την αστικοποίηση και βέβαια αιτία αποτελεί και η υποχώρηση της λαϊκής, «παραδοσιακής» αντίληψης των πραγμάτων, λόγω και της παροχής οργανωμένης πλέον εκπαίδευσης από το κράτος μέσα από το σχολείο. Κάπου εδώ έλαβε τέλος για τον ελληνισμό η παράλληλη συμπόρευση των δύο Αλέξανδρων, του λαϊκού και του ιστορικού. Ο λαϊκός Αλέξανδρος, αυτός των παραμυθιών και της Φυλλάδας, μικρή πλέον θέση είχε στις καρδιές των ανθρώπων, τη θέση του πήρε αποκλειστικά ο ιστορικός Αλέξανδρος του Αρριανού και της εθνικής ιστοριογραφίας. Βέβαια, εξακολούθησε να υφίσταται ο Αλέξανδρος των λαϊκών παραδόσεων και του Θεάτρου Σκιών, αλλά για αυτά θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Ο Stoneman τονίζει πως η Φυλλάδα είναι η πιο συναρπαστική από τις διηγήσεις του Αλέξανδρου που σώζονται σε ανατολή και δύση, πολύ υψηλότερου επιπέδου λογοτεχνικά, με νέες πληροφορίες στη βάση της ε΄ εκδοχής, με λογική αναδιανομή του περιεχομένου και κατάλληλα δομημένη αφήγηση (Stoneman 2011: 304). Στη Φυλλάδα νέα στοιχεία εμφανίζονται σε σχέση με το μεσαιωνικό Μυθιστόρημα, δίνεται κυρίως περισσότερο αναλυτικά η ιστορική εισαγωγή και περισσότερο εμφαντικά το διδακτικού χαρακτήρα τέλος. Σ’ αυτήν ο Αλέξανδρος μεταμορφώνεται ακόμη πιο έντονα σε υπερασπιστή του μονοθεϊσμού –χριστιανισμού και στρέφεται κατά της αρχαίας ελληνικής πίστης. Όταν νικά τους ειδωλολάτρες Αθηναίους, πιστούς του Απόλλωνα, καταφέρεται εναντίον του θεού και της πίστης τους. Γενικότερα, προβάλλεται ιδιαιτέρως η ιδιότητά του ως κατακτητή και κοσμοκράτορα: ενδεικτικά, σε επιστολή που στέλνει ο Αλέξανδρος στο Δαρείο προσφωνεί τον εαυτό του ως «βασιλιά των βασιλέων και του κόσμου όλου αυτοκράτορα με δύναμη της άνω πρόνοιας του Θεού». Επιπλέον, στη Φυλλάδα επιβιώνει το μοτίβο της ματαιότητας των μεγαλείων και της ευμετάβλητης μοίρας πλήρως αναπτυγμένο: πεθαίνοντας, ο Αλέξανδρος αναφωνεί: «Ὧ οὐρανέ, ἐμένα ὁπού δέν μέ ἐχώρειεν ὁ κόσμος ὅλος, τώρα μέ χωρεῖ μία κασέλλα τρεῖς πῆχες!». Στο τέλος ο αναγνώστης καλείται να στοχαστεί μέσα από το θάνατο του Αλἐξανδρου την ανθρωπότητα «ὁπού ἡ ζωή ἐτούτη εἶναι ὥσπερ τό λουλούδι τοῦ λιβαδιοῦ, ὁπού ἤ τό δρεπάνι τό κόπτει ἤ ὁ ἤλιος τό ξηραίνει καί το φθείρει καί εἰς ὀλίγον διάστημα χάνεται….».Έτσι και τον Αλέξανδρο, τον κατακτητή της οικουμένης και εξουσιαστή των πάντων, που «δέν τόν ἐχωροῦσεν ο κόσμος όλος, τόν ἐχώρεσεν ἔνας

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

357

μικρός τάφος», γι’ αυτό και «κατά Σολομώντα: ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Συν τοις άλλοις, υπάρχουν και στοιχεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν μακρινοί και παραφθαρμένοι απόηχοι αληθινών πραγμάτων και αναφορών της αρχαιότητας, όπως το στέμμα με φύλλα μυρτιάς που φέρει ο Αλέξανδρος στην κεφαλή του, όταν κάθεται στο θρόνο, στοιχείο που θυμίζει τα αρχαία χρυσά μακεδονικά στεφάνια. Ένα άλλο τέτοιο στοιχείο αποτελεί η απαίτηση της προσκύνησης του κονταριού του Αλέξανδρου ή και τα άρματα των στρατιωτών του με διακόσμηση «του βασιλίσκου τα κερατόπουλα», μια περιγραφή που μπορεί να παραπέμπει στο μυθικό τέρας, το Βασιλίσκο, μπορεί όμως να εννοούνται και τα κέρατα του Άμμωνα, που φύονται στην κεφαλή του νεαρού βασιλιά (Βελουδής 1989 (1977): 22, 32, 40, 60, 114, 117, Stoneman 2012: xx, xxii). Σαφέστατα, η Φυλλάδα περιλαμβάνει ποικίλες αναφορές από τη βιβλική και εβραϊκή παράδοση, όπως η αναφορά στο όραμα του Δανιήλ και στο «Μονόκερο Τράγο», που είναι το βασίλειο των Μακεδόνων, η συνάντησή του Αλέξανδρου με τον προφήτη Ιερεμία, η προσκύνηση στο ναό του Σολομώντα και η δωρεά των Εβραίων στον Αλέξανδρο θαυμαστών όπλων, που κάποτε ανήκαν σε βιβλικούς βασιλιάδες και ήρωες (Βελουδής 1989 (1977): 35-36, 46-47). Αξίζει ακόμα να επισημάνουμε κάποια χαρακτηριστικά της νεοελληνικής φυλλάδας, που σε άλλα σημεία τη συνδέουν με τη μεσαιωνική και αρχαιοελληνική εκδοχή της και σε άλλα τη διαφοροποιούν. Ένα κοινό σημείο είναι η πρόσληψη της φύσης: τα ζώα, τα δέντρα, τα ποτάμια και τα βουνά αποκτούν στο πλαίσιο της Διήγησης του Αλέξανδρου έναν μαγικό και συμβολικό χαρακτήρα που σίγουρα ως στοιχείο προέρχεται από τον κόσμο του παραμυθιού. Το υπερφυσικό στοιχείο είναι επίσης παντού έκδηλο, μια και η αφήγηση είναι ίδια. Διαφοροποιήσεις επέρχονται στις ονομασίες προσώπων και τίτλων, που δείχνουν την προσαρμογή της αφήγησης στις σύγχρονές της ιστορικές συνθήκες. Έτσι παραμένουν στη νεοελληνική Φυλλάδα πολλά στοιχεία από την προγενέστερη βυζαντινή εποχή, ενώ υπεισέρχονται και κάποια νέα, που χαρακτηρίζουν την εποχή της τουρκοκρατίας. Για παράδειγμα, ο Αλέξανδρος τιτλοφορείται «βασιλεύς του κόσμου, αυτοκράτωρ, καίσαρ μέγας και βασιλεύς ανατολής και δύσης», (επιγραφή σε αετόμορφη περικεφαλαία που του δωρίζει η βασίλισσα Κανδάκη) τίτλος που περιλαμβάνει και στοιχεία των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Επίσης ο Αλέξανδρος προσφωνείται επανειλημμένα κατά το βυζαντινό χαιρετισμό του αυτοκράτορα «Πολλά τα έτη σου, βασιλεῦ Αλέξανδρε». Το παλάτι του Αλέξανδρου γίνεται πλέον «κάστρο» κατά τη μεσαιωνική ονομασία. Οι βόρειοι αντίπαλοι του Αλέξανδρου ονομάζονται πλέον «Κουμάνοι», ασιατικής καταγωγής φύλο που ταλαιπώρησε το Βυζάντιο με τις επιδρομές του κατά το 11ο και 12ο αιώνα. Οι ανώτεροι αξιωματικοί της στρατιάς του Αλέξανδρου και των αντιπάλων ονομάζονται «πρωτοστάτορες», που υπήρξε τίτλος της βυζαντινής στρατιωτικής ιεραρχίας. Παράλληλα όμως, σε άλλα σημεία της αφήγησης ονομάζονται και

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

358

«βοϊβόδες», που σήμαινε τον τοπικό άρχοντα στην οθωμανική αυτοκρατορία. Γενικότερα, απαντώνται και άλλοι όροι που μαρτυρούν το γλωσσικό περιβάλλον των Ελλήνων της τουρκοκρατίας, όπως «κλέφτης», «άτι», «αφεντάδες», «ραγιάδες». Ο φόρος επίσης υποτέλειας ονομάζεται πλέον τις περισσότερες φορές «χαράτζιον», που ήταν ο φόρος έγγειου ιδιοκτησίας που επέβαλαν οι Οθωμανοί. Τέλος, διαφορές στη διατύπωση του περιεχομένου της Φυλλάδας σημειώνονται ακόμα και μεταξύ των εκδόσεων της εποχής της τουρκοκρατίας και του 19ου αιώνα. Για παράδειγμα, η χρονολόγηση «από κτίσεως κόσμου» αντικαθίσταται από την έκδοση του 1860 κ.ε. με τη χρονολόγηση «από Χριστού γεννήσεως». Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως στη Φυλλάδα υπάρχει και μια σκηνή ιπποτικής μονομαχίας δυτικού τύπου, ίσως το μοναδικό στοιχείο που μαρτυρά και μια επίδραση από τη μεσαιωνική δυτική παράδοση (Βελουδής 1989 (1977): λγ’ – μζ΄, 35, 102, Stoneman 2012: xiii, xviii). Το μεταβυζαντινό Μυθιστόρημα και η Φυλλάδα επηρέασαν και πολλές αναφορές Ελλήνων λογίων της εποχής της τουρκοκρατίας στον Αλέξανδρο, οι οποίες, ως εκ τούτου, προσέγγιζαν περισσότερο το «μυθικό» παρά τον «ιστορικό» Αλέξανδρο. Τέτοιες αναφορές εντοπίζονται περισσότερο στις χρονογραφίες, όπως η Σύνοψη Ιστοριών του Κωνσταντίνου Λάσκαρι στο β΄ μισό του 15ου αιώνα, (η οποία περιλαμβάνει και στοιχεία από τη βιβλική παράδοση των προφητειών του Δανιήλ), το Χρονικόν από κτίσεως κόσμου του Μανουήλ Μαλαξού (16ος αιώνας), το Βιβλίον ιστορικόν του Ψευδο – Δωρόθεου, (πρώτη έκδοση Βενετία 1631)459, η Νέα Σύνοψη του Ματθαίου Κιγάλα460 το 1650 και η Βίβλος χρονική του Ιωάννη Στάνου το 1767, η οποία συνδυάζει στοιχεία της Φυλλάδας (πατρότητα Νεκτεναβώ, συνάντηση Αλέξανδρου με τον αρχιερέα των Ιουδαίων, με Κανδάκη και Μακάρους –Βραχμάνες) και των προφητειών του Δανιήλ με εγκώμια για τον Αλέξανδρο, στα οποία αυτός εξαίρεται για τις αρετές του (σωφροσύνη, αγχίνοια, τόλμη, ανδρεία), καθώς και για την αγάπη του στη φιλοσοφία. Τον ίδιο χαρακτήρα ως προς τις αναφορές στον Αλέξανδρο έχει και το έργο του αρχιμανδρίτη Κυπριανού με τίτλο Ιστορία της νήσου Κύπρου, με τη διαφορά ότι περιλαμβάνει και κάποια ιστορικά στοιχεία από την εκστρατεία του Αλέξανδρου. Αντίστοιχα, στη Γενεαλογία της Κοσμογεννήσεως, χειρόγραφο της Μονής Δουσικού με χρονολόγηση γύρω στο 1800 (σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αθήνας) γίνεται Αναφορά του Βελουδή. Ο Μηνάογλου, ωστόσο, σημειώνει και τη Χρονογραφία του Ψευδο – Δωρόθεου στα 1570, στην οποία ο Αλέξανδρος προβάλλεται ως σύμβολο της οικουμενικότητας του ελληνισμού, αλλά και ως βασιλιάς Ελλήνων (Μηνάογλου 2012: 74). 459

Τόσο ο ψευδο –Δωρόθεος, όσο και ο Κιγάλας αντλούν από την παράδοση του Μυθιστορήματος τα σχετικά με την πατρότητα του Αλέξανδρου από το Νεκτεναβώ. Ο Κιγάλας, επίσης, προβάλλει τον Αλέξανδρο ως βασιλιά των Ελλήνων, αλλά και ως ενάρετο ηγεμόνα («ανδρείος, φρόνιμος, θεωρητικός, οξύνους…εὐτολμος»), όπως ακόμη και ως κοσμοκράτορα και κτίστη (βλέπε αναλυτικά το κείμενο σε Μηνάογλου 2012:77). 460

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

359

λόγος για την κατάλυση του περσικού Κράτους από τον Αλέξανδρο και την επίσκεψή του στα Ιεροσόλυμα. Μάλιστα, υπάρχει και πίνακας, που απεικονίζει προτομές του Αλέξανδρου και των διαδόχων του με περικεφαλαίες. Επιδράσεις του Μυθιστορήματος υπάρχουν και σε εκκλησιαστικά βιβλία της εποχής της τουρκοκρατίας, όπως Το άνθος της Παλαιάς και της Νέας Διαθήκης του Ιωαννίκιου Καρτάνου το 1536, στο οποίο προβάλλεται και το μοτίβο του Αλέξανδρου -κοσμοκράτορα. Στο έργο «Υποδούλωση της Κίνας» του Χρύσανθου Νοταρά, πατριάρχη Ιερουσαλήμ, (αρχές 18ου αιώνα) επανεμφανίζεται η ιστορία του τείχους του Αλέξανδρου και του αποκλεισμού των Γωγ και Μαγώγ. Τέλος, στοιχεία από επιδράσεις της Φυλλάδας δείχνει να περιλαμβάνει στο ποικίλο έργο του και ο Κωνσταντίνος Δαπόντες, ο οποίος μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις εγκωμιάζει ολοφάνερα το Μακεδόνα βασιλιά (Βελουδής 1989 (1977):: μθ΄ -ν΄, νς΄, Γκράτζιου 1982: 148, Stoneman 2012 A: xv, Μηνάογλου 2013: 67-69, 74 – 78, 92 -98). Πολύ γνωστός είναι και ένας κώδικας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, που περιλαμβάνει ένα χρονικό του Κρητικού λογίου και ζωγράφου Γεωργίου Κλόντζα, με αναφορές στην ψευδο-καλλισθένεια ιστορία του Αλέξανδρου (όπως για παράδειγμα ο αποκλεισμός των Γωγ και Μαγώγ) και χρονολογείται το 1590. Το κείμενο συνοδεύεται με υπέροχες μικρογραφίες με θέμα διάφορα επεισόδια του βίου του Αλέξανδρου, φιλοτεχνημένες από τον ίδιο τον Κλόντζα (εικόνα 65). Ένα πλήθος από λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες, - για τις οποίες θα γίνει αναφορά στο οικείο κεφάλαιο - που ακόμα και σήμερα διατηρούνται στους κατοίκους της Ελλάδας, έχουν την προέλευσή τους στη διάδοση της Διήγησης του Αλέξανδρου ήδη από τα βυζαντινά χρόνια (Βακαλόπουλος 2008: 56). Μορφές από το Μυθιστόρημα, όπως στηθοκέφαλοι, κυνοκέφαλοι και αλογάνθρωποι –κένταυροι, πέρασαν ακόμα και στις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες ναών, όπως η Μονή Φιλανθρωπινών στο νησί των Ιωαννίνων (1560) ή ο Άγιος Νικόλαος στη Βίτσα Ζαγορίου (1618, Τούρτα 2014). Με τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου ασχολήθηκαν πολλοί σημαντικοί Νεοέλληνες λόγιοι, διανοούμενοι και λογοτέχνες, όπως ο Πολίτης, ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο Δημαράς, ο Παλαμάς, ο Σεφέρης και άλλοι461 Ο Πολίτης αναφέρει τη Φυλλάδα ως «προσφιλές τῶν

Ο Σπ. Λάμπρος έγραψε το 1882: «Τοῦ ψευδοκαλλισθένους λοιπόν μία κοινή διατύπωσις εἶναι ἡ φυλλάδα τοῡ Ἀλεξάνδρου, ἥν ἒχων ἒν χερσίν ὁ έλληνικός λαός ἐν τοῑς χρόνοις τῆς δουλείας, ἀφ’ἑνός μέν εἶχεν ἀνάγνωσμα συγγενές ἐν πολλοῑς προς τά παραμύθια, ἅτινα εὐχαρἰστως τέρπουσι τά πλήθη, ἀφ΄ ἑτέρου δε ἐμαρτύρει τήν λατρείαν αὐτοῡ προς τόν μέγαν, ἐθνικόν, σχεδόν μυθώδη ἐκείνον ἥρωα….» 461

Ο Γ. Σκορδέλλης έγραψε το 1883: «Ό έλληνικός λαός ἀπλήστως ἀνεγίγνωσκε τά πιθανά και ἀπίθανα θαυμάσια κατορθώματα τοῡ μεγάλου Μακεδόνος, και ἐξ ἄπαντος ἐν τῶ βάθει της καρδίας αὐτοῡ ηὔχετο, ἵνα ὁ Θεός των χριστιανών ἀναστήση νέον τινά Ἀλέξανδρον λυτρωτήν τοῡ λαοῦ τοῦ ἐκ τῆς τυραννίας τῶν ἀπίστων….Ή ἀνάγνωσις αὐτῆς διήγειρε και ἀκουσίως ἐκείνο, ὅπερ ή νεωτέρα παιδαγωγική καλεῖ “πολυμερές ἐνδιαφέρον”…».

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

360

πάππων μας ἀνάγνωσμα», ενώ δεν παραλείπει να τονίσει ότι είναι γραμμένη σε γλώσσα δημώδη και «κατά χιλιάδας αντιτύπων εκδιδομένη». Οι Λάμπρος, Σκορδέλλης, Παλαμάς και Δημαράς τονίζουν τη στενή συνάφεια του ήρωα της Φυλλάδας με τον ελληνισμό, ιδιαίτερα κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας. Ο Σεφέρης πάλι αναφέρει πως γνώρισε τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου από γυρολόγους όταν ήταν παιδί στη Σμύρνη (Πολίτης 1889: 39,: Βελουδής 1989 (1977): ξε΄). Κριτικές εκδόσεις της στην Ελλάδα έγιναν πολλές ως τις μέρες μας και απόσπασμά της υπάρχει στο σχολικό βιβλίο λογοτεχνίας της Α’ Λυκείου462. Από τις διδακτικού χαρακτήρα ρήσεις του Αλέξανδρου στη Φυλλάδα αξίζει να προτάξουμε εδώ τρεις, δύο από τις οποίες είχε ξεχωρίσει και ο Σεφέρης: όταν κάποια στιγμή ήρθε στον Αλέξανδρο ένας φτωχός άνθρωπος και του ζήτησε βοήθεια για να θρέψει τη μοναχοκόρη του, ο Αλέξανδρος του έδωσε χίλια τάλαντα. Στην παρατήρηση του ανθρώπου, ότι αυτά ήταν πολλά, ο Αλέξανδρος του απάντησε: «Των βασιλέων τα δώρα πάντοτε πολλά πρέπει να είναι.» Όταν ο Αριστοτέλης επισκέφτηκε τον Αλέξανδρο στο τέλος των περιπλανήσεων του και τον ρώτησε πού έχει συγκεντρωμένο το μάλαμα και τον πλούτο που πήρε απ’ όλο τον κόσμο, ο Αλέξανδρος του απάντησε πως οι αγαπημένοι του σύντροφοι και ο λαός είναι το μάλαμα και ο πλούτος του, ρήση που αποτελεί επιβίωση της αντίστοιχης αρχαίας και μεσαιωνικής παράδοσης. Όταν πάλι του έφεραν τρεις χιλιάδες κλέφτες που είχαν ρημάξει τον κόσμο και του ζήτησαν να τους κρεμάσει, αυτός τους ελευθέρωσε λέγοντας: «τῶν κριτάδων ἐδόθη νά χαλοῦν τούς ἀνθρώπους καί τῶν βασιλέων ἐδόθη νά τούς ἐλεημονοῦν καί νά τούς συμπαθοῦν». Ενδιαφέρουσα είναι και μια ακόμα αναφορά σύμφωνα με την οποία, όταν ο Αλέξανδρος ανήλθε στην εξουσία, μετά από την προτροπή του Αντιγόνου διέταξε να φτιαχτούν ασπίδες (σκουτάρια) με το «δικό του το σημάδι» πάνω τους, που ήταν τελικά μια κεφαλή λέοντα (Βελουδής 1989 (1977): 20, 107108). Η αναφορά αυτή θυμίζει αμυδρά το μοναδικό εύρημα της μπρούτζινης μακεδονικής ασπίδας με την ονομασία Αλεξάνδρου και με παράσταση τα οκτάκτινα αστέρια και την Αθηνά πρόμαχο, που όπως είπαμε εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο Ο Κ.Θ. Δημαράς έγραψε το 1961: «Ἡ φυλλάδα τοῦ Μεγ. Ἀλέξανδρου, κείμενο βασικό για τήν ἐθνική μας καλλιέργεια, πού ἒχει για μᾶς βαρύτητα συμβόλου. Αύτά εἶναι τά βιβλία πού θέλαμε να ἀρχίσουν να γίνονται οἰκεία στο έλληνικό ἀναγνωστικό κοινό…». Η τελευταία χρονικά τοποθέτηση επίσης φανερώνει πως μεταπολεμικά η Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου έπαψε να αποτελεί λαϊκό ανάγνωσμα των νεότερων γενιών. Όλα τα παραθέματα από: Βελουδής 1989 (1977): 125-129. Εκτός από τους Βελουδή και Πάλη κριτικές εκδόσεις της Φυλλάδας έκανε ο Ευθυμιάδης Μήτσος (Φυλλάδα Μεγαλέξανδρου, Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ, Αθήνα 2006). Όσο για το απόσπασμα από τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, που υπάρχει στο βιβλίο λογοτεχνίας Α’ Λυκείου, δυστυχώς ελάχιστοι συνάδερφοί μου φιλόλογοι το διδάσκουν: ο Αλέξανδρος δε φαίνεται να «χωράει» στη νέα μορφή διδασκαλίας του συγκεκριμένου μαθήματος, τη χωρισμένη σε τρεις δεσμευτικούς για τον εκπαιδευτικό θεματικούς κύκλους (ποίηση, θέατρο, τα φύλα στη λογοτεχνία) και το ίδιο ισχύει και για άλλα «ιστορικού χαρακτήρα» έργα, που συμπεριλαμβάνονται στο συγκεκριμένο σχολικό βιβλίο. 462

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

361

Θεσσαλονίκης. Άραγε να έχουμε και σε αυτήν την περίπτωση της Φυλλάδας μια μακρινή ανάμνηση των επιλογών διακόσμησης στα άρματα του στρατού του Αλέξανδρου463; Αλλά ας δούμε ένα μικρό απόσπασμα από τη Φυλλάδα της έκδοσης του 1750 από τη Βενετία, όπως την επιμελήθηκε ο Βελουδής. Όπως σημειώνει ο ίδιος στα προλογικά της έκδοσης του 1977, πρόκειται για το παλιότερο αντίτυπο των εκδόσεων της Φυλλάδας που σώζεται ως σήμερα και βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους: «Ως εἶδεν δέ ὁ Ἀλέξανδρος ότι όλα τά παιδιά ἒμειναν νικημένα ἀπό λόγου του, ἐβουλήθη διά νά πηγαίνη εἰς τόν Μωρέα, εἰς τούς ὀλυμπιακούς ἀγῶνας, όπου ἐσυνήθιζαν τότες διά να κάνουν οι Έλληνες εἰς κάθε πέντε χρόνους. Καί ἐπήγαιναν ἀπό όλα τά μέρη τῆς γῆς βασιλεῖς, ηγεμόνες, ἂρχοντες καί κάθε λογῆς ἂνθρωποι εἰς ἐκείνους τούς ἀγώνας ……. Καί όποιος ἐνικοῦσεν ἐλάμβανεν μεγάλες τιμές καί τόν εὐφήμιζαν παντοῦ. Διά τοῦτο καί ὁ Ἀλέξανδρος ἠθέλησεν διά νά πηγαίνη καί αὐτός ἐκεῖ, διά νά δοκιμάση ἂν καί ἐκεῖ η τέχνη του τόν βοηθῆ…… Ὁ δέ Φίλιππος ἒδωσεν ὀρδινίαν καί ἀρμάτωσεν ένα κάτεργον όλον περιχρυσωμένον, καί ἑτοίμασαν όλα τά χρειαζόμενα διά τό ταξίδι, καί ἒδωκεν καί πολλότατα ἀργύρια διά ἒξοδον». (Βελουδής 1989 (1977): 14). Το κείμενο αυτό της έκδοσης του 1750 ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με το κείμενο της έκδοσης του Πάλλη, το οποίο, όπως γράφει ο ίδιος, αποτελεί έκδοση επίσης του 18ου αιώνα. Στο παρακάτω απόσπασμα από την έκδοση του Πάλλη ο Αλέξανδρος συναντά τον ετοιμοθάνατο Δαρείο: «Ἐρχόμενος ὁ Ἀλέξανδρος μέ τό στράτευμά του είς τόν κάμπον τῆς Περσίας, ηὗρε τόν Δαρείον, ὁποῦ ἐκείτετο εἰς τόν κονιαρτόν, ὁ ὁποῖος μέ ὀλίγην ψυχήν τοῦ εἶπεν. Ἀλέξανδρε Βασιλεῦ, πέζευσαι ὀγλίγωρα, καί ἒλα νά ἀκούσης ἀπό τό στόμα μου ἓνα λόγον. Ὁ Ἀλέξανδρος ἐγύρισε, καί εἶδε τον, καί εἶπε του: τίς εἶσαι σύ, ὦ ἂνθρωπε; Ὁ Δαρεῖος ἀπεκρίθη. ἐγώ εἶμαι ὁ Δαρεῖος. Ὁ τροχός τῆς τύχης μέ ὓψωσε ἓως τόν Οὐρανόν, καί τώρα μέ κατέβασεν ἓως τόν Ἃδην. Σύ, Ἀλέξανδρε, ἀτός σου μέ εἶδες μέ τά ὀμμάτια σου, ὃταν ἦλθες Ἀποκρισάρης. ἐνθυμήσου τόν θάνατόν σου, καί μή μέ ἀφήσης εἰς τόν κονιαρτόν νά ἀποθάνω, ὃτι δέν εἶσαι

Αν αναλογισθεί κανείς την περίφημη πυργωτή ασπίδα του Αίαντα του Τελαμώνιου της Ιλιάδας, που ανταποκρίνεται πράγματι στις μυκηναϊκές ολόσωμες βαριές ασπίδες, όπως αυτές αποτυπώνονται στη μυκηναϊκή τέχνη (για παράδειγμα στην περίφημη σκηνή κυνηγιού λιονταριού πάνω σε εγχειρίδιο από τον ταφικό κύκλο Α΄ των Μυκηνών, σε χρυσά δαχτυλίδια με ανάγλυφες παραστάσεις κ.λπ) η υπόθεση αυτή έχει κάποια ερείσματα. 463

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

362

ἀνελεήμων, ὡσάν οἱ Πέρσαι. Ὡσάν ἢκουσεν ὁ Ἀλέξανδρος τούς λόγους τοῦ Δαρείου, ἐλυπήθη, ἐδάκρυσεν, ἐπέζευσεν, εὒγαλε τό ἐπανωφόρι του, καί ἐσκέπασέ τον»464. (Πάλλης 1935 (1968): 135). Είναι χαρακτηριστική στη γραφή του αποσπάσματος, η γλώσσα της εποχής: Μωρέας (Πελοπόννησος), κάτεργον (καράβι), ορδινία (διαταγή). Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς έγραψε (το 1912) τους κάτωθι στίχους για τη Φυλλάδα: «Τούτ’ ἡ φτωχή λαϊκή φυλλάδα πού εἶναι σά ντροπαλή στά χέρια σου καί σάμπως νά θέλη νά κρυφτῆ ἀπό σέ, τοῦ λόγου τ’ ἀρχοντικοῦ καί πλούσιου τόν τεχνίτη, καθώς κρύβονται τ’ ἄσχημα τοῦ κόσμου. Τούτ’ η φυλλάδα πού κρατάς καί ψάχνεις, τοῦ βασιλιά τ’ Ἀλέξανδρου ἡ φυλλάδα. Μή τήν καταφρονάς. Μιά θεία ἀλήθεια ἀπάνου ἀπ’ ὅσα κοσμικά ἐδῶ κάτου, μιά θεία ἀλήθεια εἶν’ ἡ ψυχή πού πνέει καί πού σέ ζῆ, ἄσοφη, ἐσέ, φυλλάδα. (Βελουδής 1989 (1977): 128)

Εντυπωσιακή πραγματικά η ενσωμάτωση στη Φυλλάδα της συγκεκριμένης αυτής ιστορικής αναφοράς, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος σκέπασε το σώμα του νεκρού Δαρείου με τη χλαμύδα του. 464

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

363

4.2. Λόγιοι και ιστορικοί για τον Αλέξανδρο Όμως η Φυλλάδα δεν ήταν το μοναδικό ελληνικό έργο της εποχής της τουρκοκρατίας, που είχε αντικείμενο τον Αλέξανδρο. Ήδη στο β΄ μισό του 15ου αιώνα συναντάμε το έργο του Κωνσταντινουπολίτη στην καταγωγή λογίου Κωνσταντίνου Λάσκαρι (1434-1481)465 «Περί Αλεξάνδρου», (De Alexandro, όπως επιγράφεται καί στα λατινικά στον ελληνικό κώδικα 4621 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Μαδρίτης) στο οποίο γίνεται και η ταύτιση Τούρκων – Περσών (Βελουδής 1989 (1977): ν΄, Μηνάογλου 2012:157), οπότε εμμέσως πλην σαφώς η μορφή του Αλέξανδρου συμβολίζει ήδη σε εθνικοπατριωτικά πλαίσια τον απελευθερωτή των Ελλήνων από τους νέους ασιάτες δεσπότες. Βέβαια, το συγκεκριμένο πόνημα κάνει λόγο γενικότερα για «τη βασιλεία των Μακεδόνων». Ουσιαστικά πρόκειται για μια σύντομη ιστορία των Μακεδόνων βασιλέων, από το μυθικό πρώτο βασιλιά Κάρανο μέχρι και τον τελευταίο Περσέα, επομένως στον Αλέξανδρο αφιερώνονται λίγες μόνο γραμμές σε μια πολύ περιληπτική απόδοση της ιστορίας του (βλέπε το πλήρες κείμενο σε Μηνάογλου 2012: 157-172). Οφείλουμε ακόμη να παρατηρήσουμε πως προσεκτική αντιπαράθεση του έργου του Λάσκαρι Περί Αλεξάνδρου με το κείμενο του βυζαντινού λογίου Γεωργίου Συγκέλλου Εκλογή Χρονογραφίας αποδεικνύει πως ο Λάσκαρις ουσιαστικά αντέγραψε το κείμενο της χρονογραφίας, αποδίδοντας μάλιστα πιο περιληπτικά τα επεισόδια της ιστορίας του Αλέξανδρου (βλέπε Συγκέλλου:141-147). Αξίζει ακόμα να σημειωθεί πως τόσο στο βυζαντινό Σύγκελλο όσο και στον αντιγραφέα Λάσκαρι τονίζεται ο ρόλος του Αριστοτέλη ως παιδαγωγού του νεαρού Αλέξανδρου, κάτι που τονίζουν και άλλοι Έλληνες λόγιοι της εποχής της τουρκοκρατίας, όπως ο Γεώργιος Κονταρής το 1675, ο Ιωάννης Στάνος το 1767, ο Γρηγόριος Παλιουρίτης και ο Αλέξανδρος Βασιλείου το 1807 και 1808 αντίστοιχα, προβάλλοντας παράλληλα τον Αλέξανδρο ως ενάρετο ηγεμόνα, με αρετές όπως η σωφροσύνη, η φιλοτιμία, η φιλομάθεια, η γενναιότητα (Βελουδής 1989 (1977): νγ΄, Μηνάογλου 2012: 80-108). Ο Γεώργιος Κονταρής μάλιστα προχωρά ένα βήμα πιο πέρα, ακολουθώντας ουσιαστικά την παράδοση του Πλουτάρχου και του Μεγάλου Βασιλείου και προβάλλει τον Αλέξανδρο ως πρότυπο για τους νέους, όσον αφορά τη μελέτη της φιλοσοφίας και την προκοπή, πέρα από το μεγαλείο του ως ηγεμόνα (Μηνάογλου 2013: 80-81)466. Στοιχεία για το βίο του Λάσκαρι καθώς και μια μαρτυρία του για τη ζωή των Ελλήνων λογίων στη Β.Ιταλία, όπου κατέφυγαν διωγμένοι από τις εστίες τους, μπορεί κανείς να δει στο Βακαλόπουλο 2003: 199-201. 465

Ο Χαράλαμπος Μηνάογλου στο πρόσφατο έργο του, ο Μεγαλέξανδρος στην Τουρκοκρατία, παραθέτει αποσπάσματα από το έργο όλων των Ελλήνων λογίων της εποχής της τουρκοκρατίας με αναφορές στον Αλέξανδρο. 466

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

364

Παράλληλα, όπως ήδη αναφέρθηκε στο κεφάλαιο το σχετικό με το Βυζάντιο, το 1470 έχουμε το παλαιότερο μεταβυζαντινό χειρόγραφο της Ανάβασης του Αλέξανδρου του Αρριανού, από τον Κρητικό ιερέα Γεώργιο Τσαγκαρόπουλο για λογαριασμό του καρδιναλίου Βησσαρίωνος, σήμερα στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας (Τσελίκας 2003:6-7). Επομένως, ήδη από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας σημειώνεται ενδιαφέρον σε λόγιους κύκλους για τον «ιστορικό» Αλέξανδρο. Το 1499 ο Μάρκος Μουσούρος συμπεριλαμβάνει σε ένα τόμο με επιστολές διάφορων φιλοσόφων και ρητόρων της αρχαιότητας και την επιστολή του Αλέξανδρου στον Αριστοτέλη καθώς και την απάντηση του φιλοσόφου, μαζί με άλλες δύο επιστολές του Αλέξανδρου, προβάλλοντας έτσι τον Αλέξανδρο ως φιλόσοφο. Η Επιστολή του Αλέξανδρου στον Αριστοτέλη θα εκδοθεί για πρώτη φορά αυτοτελώς το 1558 μάλλον σε μετάφραση από τα ιταλικά (Μηνάογλου 2013: 70, 74, Stoneman 2012 A: xiv). To 1519 το Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης πραγματοποιεί μια έκδοση αποφθεγμάτων σε επιμέλεια του αρχιεπισκόπου Μονεμβασιάς Αρσένιου Αποστόλη, στην οποία συμπεριλαμβάνονται 31 αποφθέγματα του Αλέξανδρου (Stoneman 2012 A: xv). Στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα χρονολογείται το έργο Ο γραμματοφόρος του λόγιου Φραγκίσκου Σκούφου με καταγωγή την Κυδωνία της Κρήτης. Στο έργο αυτό ο Σκούφος συγκεντρώνει 152 αχρονολόγητες επιστολές του, σε ορισμένες από τις οποίες αναφέρεται στον Αλέξανδρο: έτσι, σε μία από αυτές κάνει λόγο για δύο σύγχρονές του ιταλικές ζωγραφιές, η μία παριστάνει τον Αλέξανδρο κεραυνοφόρο να τον προσκυνούν διάφορες φυλές, η δεύτερη τον καταταλαιπωρημένο Διογένη «να καταφρονά με βασιλική μεγαλοψυχία τα βαθύπλουτα δώρα του Αλέξανδρου ευχαριστημένος με το θησαυρό που είχε, την αρετή». Σε μια άλλη επιστολή χρησιμοποιεί ρητορικά και παραινετικά ένα ανεκδοτολογικού χαρακτήρα επεισόδιο από την ιστορία του Αλέξανδρου για να παροτρύνει ένα φίλο του μοναχό: «Ἢ τὸ ὄνομα ἢ τὸν τρόπον», εἶπεν ὁ μέγας Ἀλέξανδρος πρὸς ἕνα στρατιώτην, ὁποὺ εἰς το ὄνομα ἦτον Ἀλέξανδρος, ἀμή διά τήν ὀκνηρίαν καί φόβον ἐφαίνετο εἰς τὸν πόλεμον ἄλλος Θερσίτης· καὶ ἤθελε νὰ εἰπῇ ὁ φρόνιμος ἐκεῖνος στρατάρχης, ἢ ἄλλαξε τὸ ὄνομα, ὦ ὀκνηρὲ στρατιῶτα, καὶ ἄνθρωπος ποτὲ νὰ μὴ σὲ ὀνομάσῃ πλέα Ἀλέξανδρον, ἤ, λαβὼν ψυχὴν καὶ καρδίαν, γενοῦ ἄλλος Ἄρης, εἰς τὸν πόλεμον, γενναῖος, φοβερός μεγαλόψυχος, ὡς εἶναι καὶ ὁ Ἀλέξανδρος. Τὸ ἴδιον σοῦ λέγω καὶ ἐγώ, ὦ καλόγηρέ μου:

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

365

ἢ ῥίψον τὰ ῥάσα καὶ τὸ καμηλαύκιον αὐτό, ὁποὺ σὲ κάνουν σιμὰ εἰς τοὺς ἀνθρώπους σεβάσμιον, ἢ κάνε ὅσα πρέπουν εἰς ἕνα μονάζοντα».467 (Μελάς 1858 (1892), Βελουδής 1989 (1977): ξγ΄-ξδ΄, Καψωμάνης 2004: 180-181). Στενά δεμένες με τη νεοελληνική παράδοση για τον Μεγαλέξανδρο είναι και οι σύντομες αφηγήσεις περιστατικών του βίου του, που παρεμβάλλονται σε εκκλησιαστικά βιβλία της τουρκοκρατίας, όπως ο «Νέος Θησαυρός» του Γεωργίου Σουγδουρή (Βενετία 1672), «Η επιτομή της ιεροκοσμικής ιστορίας» του πατριάρχη Ιεροσολύμων Νεκτάριου (Βενετία 1677), η «Ιστορία της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης» του Αντώνιου Κατήφορου (Βενετία 1737), και η «Ιστορική Μυσταγωγία» του Αντώνιου Στρατηγού (Βενετία 1750). Στις αφηγήσεις αυτές ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται με ηθικοπλαστικό σκοπό, ως πρότυπο μίμησης χρηστής συμπεριφοράς (Βελουδής 1989 (1977): να΄ – νβ΄). Μάλιστα στο έργο του Στρατηγού δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ελληνικότητα του μακεδονικού εγχειρήματος και του βασιλείου του Αλέξανδρου, κάτι που κάνει και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στα Ιουδαϊκά του (Μηνάογλου 2013: 86, 91). Πιο κοντά στον ιστορικό Αλέξανδρο κινείται η απόδοση σε απλή νεοελληνική γλώσσα του «Βίου του Αλέξανδρου» του Πλουτάρχου, που έκανε και εξέδωσε το 1704 στο Βουκουρέστι ο Κωνσταντίνος, γιος του ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας Ιωάννη Βασσαράβα. Το έργο αυτό συμπεριλήφθηκε στη Φιλολογική Εγκυκλοπαίδεια του Ιωάννη Πατούσα, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1710 και γνώρισε συνεχείς επανεκδόσεις ως το 1797 (Καραμπερόπουλος 2006: 11). Η συμπερίληψη αυτή σίγουρα συνέβαλε στη διάδοση του ιστορικού Αλέξανδρου σε ένα κάπως πιο ευρύ αναγνωστικό κοινό ανάμεσα στους Έλληνες. Μια αντίστοιχη έκδοση κειμένου βασισμένου στην ιστοριογραφική παράδοση έγινε το 1758 στη Βενετία από το λόγιο και εκδότη Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη με τίτλο Ιστορία νέα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δίχως ωστόσο να σημειώσει επιτυχία (Μητσάκης 2007:60). Επιπλέον, στο πλαίσιο του κινήματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, οι αναφορές των Ελλήνων λογίων στον «ιστορικό» Αλέξανδρο πολλαπλασιάζονται, έχοντας ως πηγές τον Πλούταρχο, τον Κούρτιο Ρούφο και τον Αρριανό: με βάση αυτούς γράφει για τον Αλέξανδρο ο ιερομόναχος Γρηγόριος Παλιουρίτης στο έργο του Επιτομή Ιστορίας της Ελλάδας (Βενετία 1807), ο Δανιήλ Φιλιππίδης στο έργο του Ιστορία της Ρουμανίας το 1816 (αναφερόμενος στη βαλκανική εκστρατεία του Αλέξανδρου, προβάλλοντάς τον ως κτίστη και συνετό στρατηγό, αλλά M. Manoussacas, François Scouphos Ὁ Γραμματοφόρος (Le Courrier), Αθήνα, 1998, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu, (10.10.2015). 467

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

366

και χαρακτηρίζοντάς τον ως «κοσμοδυνάστη») και ο Διονύσιος Φωτεινός (που επαναλαμβάνει τα γραφόμενα του Φιλιππίδη, Μηνάογλου 2012:110-113, 2013: 105-108, 110113). Η έκδοση ιστορικών βιβλίων σχετικών με τον Αλέξανδρο κατά το 19ο αιώνα συνέβαλε σίγουρα τα μέγιστα στην προβολή του ως συμβόλου του ελληνισμού. Το 1809 ο Νεόφυτος Δούκας εκδίδει την ιστορία του Αρριανού με ενσωματωμένο στο κείμενο χαρακτικό με παράσταση του Αλέξανδρου και των στρατηγών του. Το χαρακτικό αποτελεί αντίγραφο της αντίστοιχης παράστασης του Αλέξανδρου από το μονόφυλλο του Ρήγα, με τον Αλέξανδρο να απεικονίζεται με περικεφαλαία με παράσταση δράκοντα και γοργόνειο στο θώρακα (για το μονόφυλλο του Ρἠγα βλέπε κεφάλαιο 4.4.). Το βιβλίο του Δούκα δεν αποτελεί το μόνο παράδειγμα κειμένου της εποχής, στο οποίο ενυπάρχει η συγκεκριμένη παράσταση: το 1803 ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Σιναίου και οικουμενικός πατριάρχης Κωνστάντιος στο έργο του Αρχαία Αλεξάνδρεια (Μόσχα, 1803) νιώθει την ανάγκη να υπερασπιστεί τον Αλέξανδρο από τις μειωτικές αναφορές που κάνουν σε αυτόν ορισμένοι Ευρωπαίοι μελετητές και το κάνει επικαλούμενος το έργο του Αρριανού και του Πλουτάρχου. Μάλιστα, ως επίτιτλο κόσμημα του βιβλίου του επιλέγει ακριβώς την παραπάνω απεικόνιση του Αλέξανδρου, που έχει τις ρίζες της στην αρχαία παράδοση και στην αναβίωσή της στα έργα της Αναγέννησης και εξής: συγκεκριμένα, ο Αλέξανδρος απεικονίζεται και πάλι σε προφίλ με κράνος με λοφίο και ανάγλυφη διακόσμηση δράκοντα και με κεραυνούς κάτω από την κεφαλή. Η απεικόνιση αυτή μπορεί επίσης να αντιπαραβληθεί με την αντίστοιχη στο Μονόφυλλο του Ρήγα και βρήκε τη συνέχειά της και σε άλλες καλλιτεχνικές απεικονίσεις του Αλέξανδρου κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα (Γκράτζιου 1982: 143, 147, Μηνάογλου 2013: 100-101). Ωστόσο είναι ο Δημήτριος Γοβδελάς ο Έλληνας λόγιος που θα ξεπεράσει τους υπόλοιπους σε αναφορές στον Αλέξανδρο, καθότι του αφιερώνει ένα ολόκληρο έργο, στο οποίο ξεδιπλώνει όλη την πλατιά του γνώση για το Μακεδόνα βασιλιά. Ο Γοβδελάς (1780-1831), με καταγωγή από τη Ραψάνη της Θεσσαλίας, θα εκδώσει στη Βαρσοβία στα γαλλικά το έργο «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά τους Ανατολίτες Συγγραφείς», το οποίο μάλιστα θα αφιερώσει στον Τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο Α΄. Στο έργο αυτό ο Γοβδελάς αποδίδει περιληπτικά το περσικό Μυθιστόρημα, όπως αυτό συμπεριλαμβάνεται στο έργο Σαχ –Ναμέ του Πέρση λογοτέχνη Φιρντουσί, και παράλληλα συγκεντρώνει και όλες τις υπόλοιπες αναφορές Περσών συγγραφέων στον Αλέξανδρο. Σε πολλά σημεία του έργου του δε διστάζει να ασκήσει κριτική στις μυθώδεις αναφορές του Φιρντουσί, αλλά και στον ίδιο τον Αλέξανδρο για τα ελλατώματα και συγκεκριμένες πράξεις του. Από την άλλη πλευρά, αναφέρεται εγκωμιαστικά στα προτερήματά του, τον αναφέρει ακόμη πολλές φορές ως «Έλληνα ήρωα», ενώ βέβαια ξεκάθαρα σε πολλά σημεία αναφέρεται στην ελληνική ταυτότητα

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

367

των Μακεδόνων συνολικά. Στις αναφορές αυτές διακρίνεται μια υπερηφάνεια για τον Αλέξανδρο, μια υπερηφάνεια που σαφώς σχετίζεται με το εθνικό αίσθημα του Γοβδελά, στην αρχή της ελληνικής επανάστασης. Για το ήθος του Αλέξανδρου συγκεκριμένα γράφει ο Γοβδελάς: «…Παρ’ όλ’ αυτά μπορεί να πει κανείς ότι ο Αλέξανδρος δεν φάνηκε άνθρωπος παρά μόνο στις περιπτώσεις όπου ήταν κυριευμένος από κάποιο βίαιο πάθος. Σε άλλες περιπτώσεις, όπου χρησιμοποιούσε το λογικό του, αποκαλύφθηκε ανώτερος της ανθρώπινης φύσης» (Γοβδελάς 1822(2000):130). Παράλληλα συνοδεύει το κείμενό του με πλήθος σχόλια «γεωγραφικά και ιστορικά», που αντικατοπτρίζουν ακριβώς τη βαθιά κλασική του παιδεία. Στα σχόλια αυτά επιμένει πολύ σε επιμέρους ζητήματα, όπως η αναφορά του Αλέξανδρου ως δικέρατου και οι ερμηνείες που έδωσαν οι Πέρσες λογοτέχνες. Ο ίδιος ερμηνεύει σωστά αυτήν την αναφορά από τις απεικονίσεις των νομισμάτων του Λυσιμάχου. Άλλα ζητήματα που τον απασχολούν είναι «το τείχος του Αλέξανδρου», η διακυβέρνηση των λαών της ανατολής και το ζήτημα της προσκύνησης, η δολοφονία του Κλείτου, η πυρπόληση της Περσέπολης και ο θάνατός του. Όλα τα παραπάνω θέματα τα διερευνά κριτικά με παράθεση χωρίων απ’ όλους τους αρχαίους συγγραφείς του Αλέξανδρου, ενώ δίνει και μια συνοπτική εξιστόρηση της μεγάλης εκστρατείας στην ανατολή (Γοβδελάς 1822 (2000): 7,12,40-41, 51-52, 92, 97 κ.ε., 126, 159, 225,) Μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, το 1846, ο Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός εκδίδει στην Αθήνα το έργο «Βίος πράξεις καί κατορθώματα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος. Συνερανισθείς ἐκ τῶν ἀρχαίων Ελλήνων συγγραφέων καί ἐξηγηθείς εἰς τό νεοελληνικόν…» (Πύρρος 1846, Σκλαβενίτης 1997: 182-183, Μηνάογλου 2013: 100-101). Η έκδοση εικονογραφείται με μια ζωγραφική απόδοση του μικρού μπρούτζινου έφιππου Αλέξανδρου από το αρχαιολογικό μουσείο της Νάπολης. Ο Πύρρος, ιερωμένος ο ίδιος και παιδαγωγός, αιτιολογεί τη συγγραφή της ιστορίας του Αλεξάνδρου τονίζοντας πως «οἱ ἀναγιγνώσκοντες θέλουσιν ωφεληθῆ πολύ, ἐπειδή καί ὁ Ἀλέξανδρος εἶναι τό καύχημα τῆς Ἑλλάδος καί ἡ αἰσχύνη τῶν βαρβάρων». Αλλού πάλι τονίζει πως «Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ο κανών των ανθρώπων εις τας μεγάλας πράξεις και αρετάς…». Ο Πύρρος, χωρίς να είναι ο ίδιος ιστορικός, βασίστηκε σε σχεδόν αποκλειστικά αρχαίες πηγές για τη συγγραφή του έργου του, αν και παραλείπει τα μελανά σημεία της ιστορίας του Αλέξανδρου, στοχεύοντας στην προβολή του ως ηθικού αναστήματος και συμβόλου εθνικής ενότητας και εξύψωσης του φρονήματος των νέων. Για τους νέους γράφει χαρακτηριστικά: «Οἱ παῖδες τῶν Ἑλλήνων, καί μάλιστα οἱ Μακεδόνες, ἔχοντες πατριώτην ἕνα τοιοῦτον ἥρωα τοῦ κόσμου Ἑλληνα καί φιλέλληνα τον μέγαν Ἀλέξανδρον .… πρέπει αὐτοί, τόσον πολιτικοί ὅσον καί πολεμικοί, τόν βίον αὐτοῦ νά τόν ἕχουσιν ὡς κειμήλιον εἰς τόν κόλπον των….». Στην εισαγωγή του έργου πάλι τον αντιπαραβάλλει με ηγέτες μυθικούς και ιστορικούς, όπως ο Αγαμέμνων, ο Αχιλλέας, ο Θεμιστοκλής, ο Καίσαρας, ο Μέγας Πέτρος, ο Ναπολέων, ακόμα και ο Καποδίστριας,

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

368

για να τονίσει την ανωτερότητά του έναντι όλων. Μάλιστα, ακολουθώντας τη μακραίωνη παράδοση που περιγράψαμε ως τώρα, αντιπαραβάλλει και αυτός τον ηγέτη του ελληνισμού της εποχής του, που ήταν ο ξενόφερτος Βαυαρός Όθωνας, με τον Αλέξανδρο, ως προς την ικανότητά τους να έρχονται κοντά στο λαό τους (Πύρρος 1846: α΄ - β΄, 30, 125, Καψωμάνης 2004: 27-28). Άλλωστε είχε προηγηθεί το έργο του ίδιου συγγραφέα Γεωγραφία Μεθοδική (Ναύπλιο, 1834), στο οποίο χαρακτηριζόταν ο Αλέξανδρος ως «αξιώτερος βασιλεύς του κόσμου» αλλά και ως «άξιος Έλλην» (Γούναρης 2008:192). Ο πανεπιστημιακός Κωνσταντίνος Φρεαρίτης εξέδωσε την επόμενη χρονολογικά Ιστορία του Αλεξάνδρου του Μεγάλου (Αθήνα 1859), βασισμένη στο έργο του γερμανού ιστορικού Droysen αλλά πρωτότυπη ως κείμενο, εισαγωγή και σχόλια. Κι αυτός, βεβαίως, τονίζει την ελληνικότητα του Αλέξανδρου, του «Έλληνος ήρωα» και των Μακεδόνων: «Τίς δε νύν γνησία ἑλληνική καρδία δύναται να μην πάλλει, ἀναμνησκομένη τῆς δόξης, ἥν περιεποίησε τῆ πατρίδι ἡμών ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος»; σημειώνει. Τονίζει ακόμα το γεγονός της ένωσης των Ελλήνων υπό την εξουσία του και αναφέρεται στη «Μεγάλη Ιδέα» του Μακεδόνα βασιλιά (ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε χρονολογικά στην εποχή της κυριαρχίας της εθνικιστικής «Μεγάλης Ιδέας» του ελληνικού αλυτρωτισμού), σύμφωνα με την οποία στόχος ήταν η απελευθέρωση όλων των υπόδουλων στον περσικό ζυγό εθνών, ώστε να προκύψει η όσμωση ελληνικού και ασιατικού στοιχείου. Αναφορές ιστορικού, πατριωτικού και διδακτικού χαρακτήρα στον Αλέξανδρο έκανε και ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, καθηγητής και πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών σε λόγο που εκφώνησε την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του, λόγο που εξέδωσε σε πληρέστερη μορφή δύο χρόνια αργότερα (1858) σε βιβλίο αφιερωμένο «τοῖς Μακεδόσιν, Ἠπειρώταις, Θεσσαλοῖς καί πάσιν ὁμού τοῖς Ἕλλησι». Τον Αλέξανδρο τον προβάλλει ως άξιο πολέμαρχο και σύμβολο της ελληνικής ενότητας. Παράλληλα, δε διστάζει να αντικρούσει κατηγορίες και κρίσεις εναντίον του από ξένους μελετητές και ιστορικούς, αλλά και από ορισμένους Έλληνες στοχαστές (Καψωμάνης 2004: 29-30, 33-35). Παραμένοντας στο χώρο της ιστορίας θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε μια αναφορά στην πρόσληψη του Αλέξανδρου στο έργο του Παπαρρηγόπουλου, του πρώτου μεγάλου Νεοέλληνα ιστορικού μαζί με το Σπύρο Ζαμπέλιο. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815-1881) αναφέρεται στον Αλέξανδρο στο πολύτομο έργο του «Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (τόμος Β΄, Αθήνα 1865), ένα έργο που αποτέλεσε ουσιαστικά την αρχή της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, μέσα από το οποίο ο Παπαρρηγόπουλος απέδειξε την ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους καθιερώνοντας στην έρευνα το τριμερές σχήμα «αρχαίος, βυζαντινός, νεότερος ελληνισμός». Για τον Παπαρρηγόπουλο «τό ὄνομα τοῦ γένους μας θά ἐξηφανίζετο ἀπό τοῦ προσώπου τῆς γῆς, ἐάν μετά τόν θάνατον τοῦ Φιλίππου ὁ υἱός του Ἀλέξανδρος δέν

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

369

ἀνελάμβανε τόν μεγάλον ἀγῶνα κατά τοῦ Περσικοῦ κράτους καί τό ἀκόμη μεγαλύτερον ἔργον τῆς διαδόσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰς τάς ἀπέραντας χώρας τοῦ κράτους ἐκείνου» (Παπαρρηγόπουλος 1958: 32). Τον Αλέξανδρο τον αναφέρει ως «βασιλιά των Ελλήνων» και τονίζει ότι το εγχείρημα της εκστρατείας κατά των Περσών, που ανέλαβε πρώτα ο Φίλιππος και ύστερα ο Αλέξανδρος, ήταν ελληνικού /εθνικού χαρακτήρα και είχε δίκαιες αφορμές. Αναφερόμενος στο πρώτο διάστημα της ανάληψης της εξουσίας από τον Αλέξανδρο δεν αποκρύπτει την εξόντωση των ανταπαιτητών του θρόνου που διέταξε, ωστόσο τη δικαιολογεί εντάσσοντάς την στη συνήθη τέτοια «αταξία» που υπήρχε στη Μακεδονία κατά τη διαδοχή. Για την καταστροφή των Θηβών τον κατακρίνει, αν και τονίζει πως ήταν η άρνηση των Θηβαίων να υποταχθούν και να δεχτούν τις προτάσεις του, που τον οδήγησαν στην καταστροφή τους, παρόλο που ο ίδιος δεν ήθελε τέτοια εξέλιξη. Τον εξυμνεί ως πολεμιστή λόγω της τόλμης και της οργανωτικής του ικανότητας και τονίζει πως λέγεται γι’ αυτόν ότι συνδύαζε όλες τις αρετές που, σύμφωνα με τον Όμηρο, είχε ο ασυγκράτητος Άρης και η πολύβουλη Αθηνά. Αναφέρεται εγκωμιαστικά στη στρατηγική του μεγαλοφυία, στην εύστοχη στρατηγική του απόφαση να εκμηδενίσει τη ναυτική δύναμη των Περσών, καταλαμβάνοντας όλα τα δυτικά παράλια της αυτοκρατορίας τους. Αναφέρεται ακόμα ιδιαίτερα στις μάχες των τεσσάρων πρώτων χρόνων και κάνει ξεχωριστή μνεία στην εξάπλωση του ελληνισμού στην Ασία χάρη στον Αλέξανδρο, ώστε τελικά διάφοροι ρήτορες και φιλόσοφοι της αρχαιότητας να τον χαρακτηρίσουν ως «ευεργέτη του ελληνισμού». Για τον Παπαρρηγόπουλο η διαδικασία διαμόρφωσης της αντίληψης του ελληνικού έθνους με όρους του 19ου αιώνα μπορεί να ανιχνευτεί, σε ένα αρχικό της στάδιο, στην κυριαρχία του Αλέξανδρου πάνω στις ελληνικές πόλεις και περιοχές της Μικράς Ασίας. Η παρατήρησή του αυτή βέβαια - όπως και η προτροπή του προς τους σύγχρονούς του Έλληνες σε ένα σχόλιο να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Αλέξανδρου και να συγκρουστούν άφοβα με τους πολυπληθέστερους Τούρκους γιατί οι Ευρωπαίοι υπερέχουν πάντα από τους Ασιάτες σε οργάνωση και οπλισμό - δεν μπορεί παρά να ιδωθεί –και πάλι -σε συνάρτηση με τη Μεγάλη Ιδέα, που τότε χαρακτήριζε το νεοελληνικό κράτος, σύμφωνα με την οποία το τελευταίο έπρεπε να ενσωματώσει στους κόλπους του όλες εκείνες τις τουρκοκρατούμενες περιοχές, όπου ζούσαν αλύτρωτοι Έλληνες. Για τον Παπαρρηγόπουλο ο Αλέξανδρος ήταν διαχρονικό σύμβολο ενότητας και επέκτασης του ελληνισμού, στα πρότυπα του οποίου έπρεπε να κινηθούν και οι Έλληνες της εποχής του, πρώτα προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης των γύρω περιοχών και ύστερα προς την Κωνσταντινούπολη και τα παράλια της Μικράς Ασίας468. Μάλιστα δεν παραλείπει να κάνει αναφορά και στο

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο Παπαρρηγόπουλος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είδε το 1821, σε ηλικία έξι ετών, να θανατώνεται ο πατέρας του, ο αδερφός 468

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

370

σχέδιο εναρμόνισης του ελληνικού με το ασιατικό στοιχείο. Τα μελανά σημεία της επόμενης φάσης της εκστρατείας του ο Παπαρρηγόπουλος δεν τα αποκρύπτει, ωστόσο τα προσπερνά μάλλον γρήγορα. Εξηγεί τη βίαιη συμπεριφορά του βασιλιά απέναντι στους δικούς του και συγκεκριμένα τους φόνους των Φιλώτα, Παρμενίωνα και Καλλισθένη είτε ως αποτέλεσμα της αδυναμίας του να αντιμετωπίσει διαφορετικά την αντίδρασή τους στην «ασιατική» στροφή του είτε ως αποτέλεσμα του θυμού του για τον ίδιο λόγο που τον έκανε να πέσει εύκολα θύμα των συκοφαντιών απέναντί τους, ωστόσο δεν τον «συγχωρεί» για τη δολοφονία του Κλείτου, συμπεραίνοντας μάλιστα πως αποδεικνύεται ότι ο Αλέξανδρος «κατά διαστήματα τυφλωνόταν από στιγμιαία παράφορη συμπεριφορά» (Demetriou 2001: 42-44, 51, Καψωμάνης 2004: 35- 38, Δρακόπουλος / Παπαρηγόπουλος 2009: 146, 210, 232). Μάλιστα τονίζει πως δικαιολογημένα επικρίθηκε από αρχαίους και σύγχρονους ιστορικούς για τις δολοφονίες των Φιλώτα – Παρμενίωνα (Δρακόπουλος / Παπαρηγόπουλος 2009:203). Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι ο Παπαρηγόπουλος ἐγραψε και ένα σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας το 1853, προάγγελο του ιστορικού του έργου, στο οποίο για πρώτη φορά ο Αλέξανδρος προβαλλόταν ως ο ενάρετος βασιλιάς των Ελλήνων, εκτελεστής του πανελλήνιου σχεδίου του πατέρα του (Καψωμάνης 2004: 208)469. Από το χώρο της εκπαίδευσης και της διάπλασης των νέων δε θα μπορούσε να λείπει το πρότυπο του Αλέξανδρου και για τους Ελληνόπαιδες της ακόμα υπόδουλης, κατά το 19ο αιώνα, στους Τούρκους Μακεδονίας. Το 1879, ένα μόλις έτος μετά το Συνέδριο του Βερολίνου και τη ματαίωση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και της «Μεγάλης Βουλγαρίας», ο Μαργαρίτης Δημίτσας εκδίδει την Επίτομο Ιστορία της Μακεδονίας από Αρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι της Τουρκοκρατίας προς «χρήσιν των ελληνικών σχολείων και παρθεναγωγείων της Μακεδονίας». Στον πρόλογο της ιστορίας του ο Δημίτσας επικαλείται την ανάγκη οι μαθητές των εκπαιδευτηρίων της Μακεδονίας να γνωρίζουν την ιστορία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και του και άλλοι συγγενείς του στις σφαγές των Ελλήνων της Πόλης που διέταξε ο σουλτάνος ως αντίποινα για την ελληνική επανάσταση. Στο έργο του Καψωμάνη ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει περισσότερες αναφορές για την εικόνα του Αλέξανδρου στα νεοελληνικά σχολικά ιστορικά εγχειρίδια (σελ. 204-229), για τα οποία, σε γενικές γραμμές, θα παρατηρήσουμε πως, ιδιαίτερα μετά την καθιέρωση της συγγραφής τους από Έλληνες συγγραφείς –και όχι κατά κανόνα από μετάφραση ξένων ιστοριών, όπως γινόταν ως το 1880 περίπου – καταγράφουν την καθιερωμένη, σύγχρονη εικόνα του Αλέξανδρου, αναλυτικά ή περιληπτικά και ανάλογα πάντα με τη σχολική βαθμίδα, συμπεριλαμβάνοντας τα μοτίβα του απαράμιλλου στρατηλάτη και υπερασπιστή του ελληνισμού, του ενάρετου βασιλιά των Ελλήνων και του κοσμοκράτορα, του ιδρυτή των πόλεων, του δημιουργού του οικουμενικού ελληνισμού και του συντελεστή της συγχώνευσης των λαών. Ο Καψωμάνης σημειώνει πως ο Αλέξανδρος προβάλλεται ως πρότυπο ηθικής διαπαιδαγώγησης, διάπλασης χαρακτήρα των νέων και καλλιέργειας της φιλοπατρίας. 469

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

371

αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο Μακεδόνα βασιλιά, στο οποίο βέβαια τον αποθεώνει, αναφερόμενος στην ανδρεία και μεγαλοφυία του, στη στρατηγική του ικανότητα και στο ήθος του, στην εισαγωγή της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού στην Ασία, στη «σύζευξη πολιτισμών» με τους γάμους στα Σούσα κ.λπ. (Δημίτσας 1879: α΄, γ΄, 23-26). Με την προβολή του Αλέξανδρου ως πρωταγωνιστή των Ελλήνων κατά των Περσών συμφωνεί και ο ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρος (1888), ο οποίος στέκεται ιδιαίτερα και στο σχέδιο της συγχώνευσης του ελληνικού πολιτισμού με τους ανατολικούς. Αντίθετα, αρνητικός σε ορισμένα σημεία απέναντι στον Αλέξανδρο στέκεται ο φιλόλογος Τρύφων Ευαγγελίδης στο έργο του «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου» (1893), παρόλο που ταυτόχρονα τον προβάλλει ως σύμβολο της δόξας του ελληνισμού. Έτσι, επισημαίνει αρνητικά τη μεταβολή του χαρακτήρα του μετά τις νίκες του στην Ασία ή το φόνο των συντρόφων του Φιλώτα, Παρμενίωνα, Κλείτο και Καλλισθένη. Ο αντίλογος στον Ευαγγελίδη δίνεται από τον ιστορικό και αρχαιολόγο Γεώργιο Σωτηριάδη, ο οποίος στο έργο του «Μέγας Αλέξανδρος» (1902) εξυμνεί ιδιαίτερα το Μακεδόνα βασιλιά, προβάλλοντάς τον ως ενάρετο ηγέτη που μετέφερε τα αγαθά της Ελλάδας στην ανατολή και καλλιέργησε τη συγχώνευση των λαών σε «μία κοινωνία» (Καψωμάνης 2004: 43-49). Γενικότερα, η μορφή του Αλέξανδρου συνέχισε να αξιοποιείται ρητορικά σε ποικίλα κείμενα Ελλήνων λογίων της εποχής της Τουρκοκρατίας. Έτσι, σε ανώνυμο εγκώμιο κληρικού για τον Άγιο Δημήτριο, που εκφωνήθηκε στη Θεσσαλονίκη μεταξύ των ετών 1666-1669, διαβάζουμε την εξής αναφορά: «Διά τοῦτο καί μύρον ἅγιον καί σεβάσμιον ἀνέβλυσεν ἡ ἁγία του πλευρά καί θαύματα ἄπειρα ἐγίνοντο….Ὅθεν ἡ δέ περίφημος καί περίδοξος ταύτη πολιτεία τῆς Θεσσαλονίκης ἔπαυσε καί δέν ἐκόμπαζε πλέον εἰς τές ἀνδραγαθίες τοῦ Φιλίππου καί εἰς τές νίκες τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἀμή ἔχαιρε ψυχικῶς καί σωματικῶς εἰς τά ὑπερφυῆ θαύματα ὁπού ἐγίνοντο ἀπό τόν ἅγιον, διά τό ὅποῖον ἔγινε περίφημος καί περίδοξος». (Λαούρδας 1960: 156-158, 113) Στο παραπάνω χωρίο, ο ανώνυμος κληρικός που εκφωνεί το εγκώμιο για τον Άγιο Δημήτριο, προκειμένου να τον εξυψώσει, τον αντιπαραβάλλει με το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, τονίζοντας ότι τα θαύματά του ήταν επαρκής αιτία, έτσι ώστε να ξεχάσουν οι Θεσσαλονικείς τις ανδραγαθίες του Φιλίππου και τις νίκες του Αλεξάνδρου. Η συγκεκριμένη αναφορά φανερώνει πόσο ζωντανή ήταν η μνήμη των δύο Μακεδόνων βασιλιάδων στους Θεσσαλονικείς του 17ου αιώνα - οι οποίοι ακούν το εγκώμιο - ως προσώπων αναπόσπαστα δεμένων με το ένδοξο παρελθόν τους. Επιπλέον, το μοτίβο της αντιπαραβολής του Αγίου Δημητρίου με τον Αλέξανδρο και το Φίλιππο έρχεται ως συνέχεια της ίδιας αντιπαραβολής που έκανε στην ίδια πόλη σε ένα ανάλογο εγκώμιο

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

372

στο Μυροβλήτη ο βυζαντινός λόγιος και θεολόγος Νικηφόρος Γρηγοράς, πριν το 1330, αλλά και την αντίστοιχη αντιπαραβολή που έκανε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος Κόκκινος (βλέπε κεφάλαιο 3.4.) Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ρητορική χρήση θεμάτων του κύκλου του Αλέξανδρου που βρίσκεται κυρίως στην επιστολογραφία λογίων και θεολόγων της εποχής της τουρκοκρατίας, όπως ο Μελέτιος Πηγάς, ο Κύριλλος Λούκαρης, ο Ιερώνυμος Κομνηνός, ο Επιφάνιος Δημητριάδης και ο Πέτρος Χοϊδάς (Βελουδής 1989 (1977): νέ). Ο Ιερόθεος Κομνηνός, γύρω στις αρχές του 18ου αιώνα, σε επιστολή που έστειλε στο Νικόλαο Μαυροκορδάτο, τον παρομοίωσε με τον Αλέξανδρο (Μηνάογλου 2012:90). Ένας άλλος μεγάλος Έλληνας λόγιος πάλι, ο Μιχαήλ ο Μακεδών, στο Λόγο περί Ελληνισμού που απευθύνει στην Ακαδημία του Βραδεμβούργου (Βερολίνου) το 1711 ή 1712, επιχειρώντας έναν παραλληλισμό που θα τόνιζε το μέγεθος της απώλειας του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Γ΄ (1707) σημειώνει (σε ελεύθερη απόδοση στα νέα ελληνικά):470 « Αλλά για το πώς αντέδρασε η Μακεδονία, όπως και η Ελλάδα, στην είδηση του θανάτου του Αλέξανδρου, αυτού του μεγάλου Μακεδόνος που εξύψωσε την εξουσία των Μακεδόνων, αυτού του φερέλπιδα φιλοσόφου της …κυνικής φιλοσοφίας, δεν έχω πολλά να σημειώσω» (το πρωτότυπο σε Μηνάογλου 2014: 96). Ο Καισάριος Δαπόντες στο στιχούργημἀ του Καθρέπτης γυναικών (1766) συγκρίνει τον Αλέξανδρο με τον Κύρο και τον αποθεώνει για την αξιοσύνη του (Μηναογλου 2012:9293). Ο πολυγραφότατος λόγιος, αρχαιολόγος και λογοτέχνης Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής εκδίδει το 1888 το Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, ένα λεξικό αρχαιογνωσίας, στο οποίο συμπεριλαμβάνει βεβαίως και ιδιαίτερο λήμμα για τον Αλέξανδρο, παρουσιάζοντας συνοπτικά - βασιζόμενος στους αρχαίους συγγραφείς - το βίο και την εκστρατεία του, με έμφαση στην ιδιότητα του Αλέξανδρου ως ηγέτη των Ελλήνων κατά των Περσών, ως Κτίστη, ως κοσμοκράτορα και ως παράγοντα εξάπλωσης του ελληνισμού (Ραγκαβής 1888: 57-61). Ο λογοτέχνης και δημοτικιστής Αργύρης Εφταλιώτης (1849-1923) στην ημιτελή του Ιστορία της Ρωμιοσύνης (1901) κάνει μια αναφορά στον Αλέξανδρο ως παράγοντα συγχώνευσης του «Ασιατισμού και του Ελληνισμού» (Εφταλιώτης 1901). Ο Γεώργιος Χατζηκυριάκος πάλι σημειώνει στον Ο Αναστάσιος Μιχαήλ (1675-1725) ή Μιχαήλ ο Μακεδών, όπως σημειώνει ο ίδιος στα γραπτά του, με καταγωγή από τη Νάουσα, υπήρξε μεγάλος Έλληνας λόγιος, ελληνιστής και ο πρώτος Έλληνας ακαδημαϊκός (εξωτερικό μέλος στην Ακαδημία του Βραδεμβούργου, 1707). Τις πρώτες του σπουδές τις έκανε στις σχολές των Ιωαννίνων κι αργότερα στην Κωνσταντινούπολη και στη Χάλλη της Γερμανίας. Από το 1715 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ρωσία, όπου υπηρέτησε το Μεγάλο Πέτρο αναπτύσσοντας σπουδαία δράση κυρίως σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Ο Λόγος περί Ελληνισμού, γραμμένος επίτηδες σε αρχαΐζουσα γλώσσα, έχει ως περιεχόμενο την παρουσίαση της ελληνικής λογιοσύνης, παιδείας και γλώσσας μετά την άλωση, με στόχο να απορριφθούν κάποιες ανθελληνικές θέσεις της εποχής (Μηνάογλου 2014: 9-16, 87, 196). 470

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

373

πρόλογο του βιβλίου του Σκέψεις και Εντυπώσεις εκ Περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906): «Ἐκ τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας, ἡ χώρα, ήτις ἐγκλείει μεγίστην σπουδαιότητα καί εἶναι ἀξία ἐπισταμένης μελέτης καί προσοχῆς ὑπό πάσαν ἒποψιν εἶναι ἡ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου πατρίς» (Χατζηκυριάκος 1962: 1). Γενικότερα, σχετικά με τις αναφορές λογίων στον Αλέξανδρο, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, αυτές δεν εξυπηρετούν μόνο τη σύνδεση των Ελλήνων με το αρχαιοελληνικό τους παρελθόν, αλλά και την προσπάθεια επανοικείωσης της Ανατολής, εκεί όπου ο Αλέξανδρος είχε βάλει τη σφραγίδα του κι εκεί όπου οι Έλληνες είχαν περιθωριοποιηθεί από τους Άραβες αρχικά και τους Τούρκους στη συνέχεια (Μηνάογλου 2012: 136). Αξιοσημείωτες είναι οι αναφορές στον Αλέξανδρο στο έργο των Ελλήνων πατέρων της εκκλησίας της εποχής της τουρκοκρατίας. Ο ιερομόναχος Νεκτάριος Τέρπος από τη Μοσχόπολη, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θεολόγου ο οποίος, στο μοναδικό σωζόμενο έργο του Πίστις με έτος έκδοσης το 1732471 στη Βενετία, συμπεριλαμβάνει αρκετές αναφορές στον Αλέξανδρο, ιδιαίτερα στο κεφάλαιο Γνῶμαι διάφοραι καί ἐκλεκταί, στο οποίο παραθέτει ρήσεις του Αλέξανδρου πλάι σε αυτές άλλων προσωπικοτήτων της αρχαίας, βιβλικής και χριστιανικής παράδοσης, όπως ο Σωκράτης, ο Πλούταρχος, ο Δημοσθένης, ο Λουκιανός, ο Αριστείδης, ο Ευσέβιος, ο Σολομώντας και άλλων. Έτσι, στο οικείο κεφάλαιο σημειώνει επαινετικά το επεισόδιο προικοδότησης της φτωχής κόρης με ένα τεράστιο ποσό από τον Αλέξανδρο, ελαφρώς παραλλαγμένο σε σχέση με την καταγραφή του στην παράδοση του Μυθιστορήματος και της Φυλλάδας (βλέπε προηγούμενο κεφάλαιο 4.1). Συγκεκριμένα, ο Αλέξανδρος, κατά το Νεκτάριο, προικοδότησε την κόρη με πενήντα τάλαντα και στην παρατήρηση του πατέρα της πως αρκούσαν και δέκα φλουριά, ο Αλέξανδρος απάντησε πως αρκούν για αυτόν, αλλά για τον εαυτό του δεν είναι αρκετά. Σε άλλο σημείο πάλι του ίδιου κεφαλαίου αναφέρει το περιστατικό της συνάντησης του Αλέξανδρου με το Διογένη στο πιθάρι του, με τον Αλέξανδρο να αναφωνεί πως πρόκειται για ένα πιθάρι γεμάτο γνώση, ενώ στη συνέχεια ακολουθεί η αντιπαράθεση της έννοιας της γνώσης με αυτήν της τύχης (Πίστις, 1732: 399, 409). Σε άλλο κεφάλαιο, ο Νεκτάριος αναλύει τις πρϋποθέσεις του καλού κριτή, σημειώνοντας πως μία από αυτές είναι η ηλικία του: να μην είναι κάτω των σαράντα και πάνω των εβδομήντα, σημειώνοντας: «Ἐστάθη ὁ Μέγας Αλέξανδρος, κι ὁ Ἰωσήφ ὁ πάγκαλος, κι ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος, ὁμως ποῦ σήμερον τοιαύτη σοφία, καί τοιαύτη φρόνησις, κι εὐλάβεια;» (Πίστις, 1732: 285). Είναι φανερό, επομένως, πως για το Νεκτάριο ο Αλέξανδρος υπήρξε σοφός, αλλά η σοφία του χάθηκε λόγω της εκδήλωσής της στο νεαρό της ηλικίας του. Εδώ παράλληλα αχνοφαίνεται το μοτίβο της ματαιότητας δόξας και μεγαλείου, συνοδευτικό κι αυτό της διαχρονικής Αξίζει να αναφερθεί πως στο έργο αυτό ο Νεκτάριος κάνει λόγο για «Γραικούς» και «γλώσσα Γραικών» αναφερόμενος στους Έλληνες ομοεθνείς της εποχής του (Πίστις, 1732: 251, 321). 471

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

374

πρόσληψης του Αλέξανδρου, που γίνεται πιο έντονο σε ένα άλλο σημείο: γράφει ο Νεκτάριος πως είπε ένας φιλόσοφος, την ώρα που ο Μέγας Αλέξανδρος, «άκρος βασιλιάς», ψυχορραγούσε: «Ἐχθές πολλούς ἔδεσε, σήμερον δέ τοῦ λόγου τοῦ δέν ἡμπορεῖ νά γλυτώση» (Πίστις, 1732: 354). Εξάλλου, κατά την εποχή της τουρκοκρατίας είναι πολύ διαδεδομένη στα ελληνορθόδοξα μοναστήρια η παράσταση του Αγίου Σισώη μπροστά στο νεκρό Μέγα Αλέξανδρο, που αποτελεί απεικόνιση ακριβώς του μοτίβου της ματαιότητας των μεγαλείων και της μνήμης θανάτου (βλέπε περισσότερα στο κεφάλαιο 4.3). Επίσης, ο δάσκαλος του γένους Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806), ένας από τους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, στο πολυσχιδές έργο του αναφέρθηκε και στις καινοτομίες και πλάνες των παπικών, θέλοντας μάλιστα να δείξει την ακατάσχετη επιθυμία τους για επέκταση της εξουσίας τους, γράφει πως την απλώνουν στα πέρατα της γης «και αν ήτο δυνατόν και επάνω εις την σεληναίαν σφαίραν (καθώς δια τον Μακεδόνα Αλέξανδρον ιστορήθη)…». Η αναφορά αυτή σαφώς και σχετίζεται με το επεισόδιο της ανάληψης του Αλέξανδρου στους ουρανούς και φανερώνει πώς ο Βούλγαρης χρησιμοποίησε την παράδοση του Μυθιστορήματος ρητορικά, για να δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση σε αυτούς στους οποίους απευθύνεται472. Ιδιαίτερη χρήση της μορφής του Αλέξανδρου για τους δικούς του, ηθικούς – πνευματικούς σκοπούς, κάνει και ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809). Ο πολυγραφότατος και πλατειάς μόρφωσης Νικόδημος, γεννημένος στη Νάξο και με σπουδές στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, συνέγραψε το έργο Περί τῆς φυλακῆς τῶν πέντε Αἰσθήσεων, το οποίο εκδόθηκε το 1801 με φροντίδα του μητροπολίτη Ιωαννίνων Ιεροθέου. Στο βιβλίο αυτό ο Νικόδημος κάνει πλείστες αναφορές στο έργο αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών συγγραφέων και φιλοσόφων, καθώς και πατέρων της εκκλησίας, όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Αιλιανός, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης Τζέτζης και άλλων. Παράλληλα, φέρνει πολλά παραδείγματα από τον αρχαιοελληνικό μυθολογικό και ιστορικό κόσμο, προκειμένου να τεκμηριώσει τα γραφόμενά του. Έτσι, εμφανίζονται μυθικά πρόσωπα, όπως ο Οδυσσέας ή ο Προμηθέας και ιστορικά, όπως ο Αλέξανδρος: ο τελευταίος προβάλλεται από το Νικόδημο θετικά, ως πρότυπο «φυλακής της οράσεως», με αναφορά στον έπαινο που του έκανε ο Μέγας Βασίλειος, αιώνες πριν, για το ότι απέφυγε ακόμη και να δει τις όμορφες κόρες του Δαρείου. Ο Νικόδημος μνημονεύει ακόμη τον Αλέξανδρο και για την περίπτωση των διαβολών, συμβουλεύοντας τους αναγνώστες του να ακολουθούν το παράδειγμα του Μακεδόνα βασιλιά και να έχουν στις συκοφαντίες ανοιχτό μόνο το ένα αυτί, ενώ το άλλο να το σκεπάζουν και να το ανοίγουν για να ακούσουν και το Δυστυχώς, πέρα από το επιμέρους κείμενο με τίτλο «Αι καινοτομίαι των παπικών κατά τον Ευγένιο Βούλγαρη» του μητροπολίτη Κηρύκου στο διαδίκτυο, όπου και η παραπάνω αναφορά, δεν κατόρθωσα να εντοπίσω από ποιο ευρύτερο έργο του Βούλγαρη αυτό προέρχεται. 472

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

375

συκοφαντημένο. Ο Νικόδημος μπορεί να μην είναι ιστορικά ακριβής, όταν στο κεφάλαιο για τα καλά της πραότητας θυμάται πάλι τον Αλέξανδρο, γράφοντας πως ο ρήτορας Δημοσθένης (!) του αναγνώρισε την ευσπλαχνία ως την «ενδοξότερη» και «θαυμασιότερη» αρετή από τις πολλές που έχει ο Μακεδόνας βασιλιάς ή όταν αναφέρει πως ο Πυργοτέλης χάραξε τη μορφή του Αλέξανδρου σε ένα μικρό μαργαριτάρι, ενώ ο Φειδίας τον λάξευσε σε μεγάλο μάρμαρο. Οι αναφορές αυτές, ωστόσο, δείχνουν πόσο έντονη ήταν η αλεξάνδρεια μνήμη στην εποχή του και πόσο εναργής η μορφή του αρχαίου Έλληνα βασιλιά στη σκέψη ενός από τους κορυφαίους νεότερους ελληνορθόδοξους θεολόγους. Έτσι, τον αναφέρει ακόμη και ως κτίστη, ανάμεσα σε άλλους, που από ματαιοδοξία ωστόσο δίνει το όνομά του στις κτήσεις του –Αλεξάνδρειες – όταν ο Θεός απέφυγε στη δική του, απέραντη κτίση να επιγράψει το όνομά του, γράφει ο όσιος Νικόδημος. Ενδιαφέρουσα είναι ακόμη και η αναφορά του Νικόδημου στους Βραχμάνες του Γάγγη στην Ινδία, αναφορά παρμένη προφανώς από το Μυθιστόρημα –Φυλλάδα (Νικόδημος 1801: 57, 68, 71, 195, 236 - 237). Ιδιαίτερης σημασίας είναι και οι αναφορές Ελλήνων λογίων σε ξένους ηγεμόνες, τους οποίους παρομοιάζουν με τον Αλέξανδρο. Έτσι ο Ούγγρος ηγεμόνας Ιωάννης Ουνυάδης, νικητής των Τούρκων, αποκαλείται «δεύτερος Αλέξανδρος» από τον ανώνυμο ποιητή του «ποιήματος περί της μάχης της Βάρνας». Αρκετοί παραλληλισμοί με τον Αλέξανδρο γίνονται από Έλληνες που απευθύνονται στους Ρώσους τσάρους, τη βοήθεια των οποίων επιζητούν για την απελευθέρωση του γένους. Ο ιερομόναχος Γεράσιμος Βλάχος (μέσα 17ου αιώνα) απευθυνόμενος στον τσάρο Αλέξιο του ζητά να στέρξει τους σκλαβωμένους Έλληνες, προβάλλοντας ως παράδειγμα τη δράση και το μεγαλείο του Αλέξανδρου, που «ελευθέρωσε τους Έλληνες από τη δουλεία…και τους ανέδειξε αυτοκράτορες». Το ίδιο πράττει και ο Θεόκλητος Πολυείδης, ο συγγραφέας του «Αγαθάγγελου». Αντίθετα, οι παραλληλισμοί των Ρώσων τσάρων με τον Αλέξανδρο από το Δοσίθεο Νοταρά (γύρω στα 1700) και του Μεγάλου Πέτρου από τον Αντώνιο Κατήφορο έχουν μια ρητορική –λογοτεχνική χροιά, με το δεύτερο μάλιστα να προβάλλει αρνητικά τον Αλέξανδρο ως άπληστο καταστροφέα του κόσμου. Με τον Αλέξανδρο συγκρίνει το Μεγάλο Πέτρο και ο Μιχαήλ ο Μακεδών, σε εγκωμιαστική προσφώνησή του προς το Ρώσο τσάρο, γραμμένη στο Άμστερνταμ το 1710 (Μηνάογλου 2012: 82-84, 2014: 195,202). Ο Μιχαήλ στις αναφορές αυτές παραλληλίζει το έργο των δύο ηγεμόνων και αντιπαραβάλλει την υστεροφημία τους. Επιπλέον παρατηρείται και μια «αλεξανδροποίηση» του Ναπολέοντα, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τα γαλλικά στρατεύματα, από τους Πολυζώη Κοντό και Δημήτριο Γουζέλη. Τέλος, πολύ αργότερα ο Α. Πυκαίος το 1860 θα αναφερθεί στο «Βασιλέα Βίκτωρα Ἐμμανουῆλον τῆς Σαρδηνίας, τόν νέον τοῦτον ἑνωτικόν Ἀλέξανδρον τῆς Ἰταλίας» (Βελουδής 1989 (1977): νε΄ – νζ΄, ξ΄-ξα΄, Μηνάογλου 2013:82-84, Ι.Ε.Ε. ΙΓ΄: 470).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

376

Εκτός, όμως, από τις συγκρίσεις με ξένους ηγεμόνες, η μορφή του Αλέξανδρου και μάλιστα η μυθική της υπόσταση - συνέχισε να τροφοδοτεί την ελληνική σκέψη και έρευνα καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περιγραφή της διάλεξης του Κλέωνος Νικολαϊδη, που δόθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου του 1906 στη μεγάλη αίθουσα του καφενείου των Αψίδων στη Βιέννη, όπως καταγράφεται στην ιστορική εφημερίδα «Εμπρός» (φύλλο 4.11.1906) σε άρθρο του διευθυντή της Δ. Καλαποθάκη, ο οποίος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Το άρθρο δίνει αφορμή στον Καλαποθάκη να κάνει αρκετές αναφορές πατριωτικού περιεχομένου και τόνωσης του ελληνικού φρονήματος, σε μια εποχή «μισελληνισμού της αγνώμονος Ευρώπης», καθότι, ο ίδιος, όπως ομολογεί, «ἐξῆλθον περί τό μεσονύκτιον ἀπό τήν ὑπόγειαν ἐκείνην αἴθουσαν ὠς ἕνας ἀναβαπτισμένος ὀπαδός τοῦ ἐθνικοῦ «Πιστεύω», ὡς νέος μύστης τοῦ μεγάλου ἐκπολιτιστικοῦ κηρύγματος τό ὁποῖον ἐξήγγειλεν ἀνά τά πέρατα τῆς οἰκουμένης τό ἑλληνικόν πνεῦμα ἐν τῶ προσώπω τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου». Ωστόσο περισσότερο ενδιαφέρον έχει να σταθεί κανείς στο περιεχόμενο της διάλεξης, που παρακολούθησε και η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας, αλλά βέβαια και τα μέλη της ελληνικής κοινότητας της Βιέννης. Ο τίτλος της διάλεξης ήταν «Περί τοῦ τιμαλφοῦς λίθου τοῦ Μεγάλου Αλεξάνδρου» και περιεχόμενό της ήταν ακριβώς ο Αλέξανδρος των θρύλων, του οποίου τη μοναδική κοσμοκρατορία «ελληνικού πνεύματος» προσπάθησαν να μιμηθούν ξένοι ηγεμόνες στο διάβα των αιώνων, ενώ τον ίδιο αντίστοιχα προσπάθησαν ξένοι λαοί να οικειωθούν, μέσα από τη δημιουργία θρύλων και παραδόσεων. Ο ομιλητής, ξεκινώντας από τον ψευδο – Καλλισθένη, προχώρησε ακριβώς στον εντοπισμό των επιδράσεων του μύθου του Αλέξανδρου στους Άραβες, στους Οθωμανούς και στους Αγγλοσάξωνες ποιητές, ενώ ιδιαίτερη αναφορά έκανε για το λίθο σε σχήμα οφθαλμού, που, σύμφωνα με την παράδοση, δώρισαν οι αθάνατοι θεοί στον Αλέξανδρο και που, για τον ομιλητή, συμβολίζει το αθάνατο ελληνικό πνεύμα473. Η αναφορά του Καλαποθάκη είναι πολύ σημαντική, διότι ακριβώς πιστοποιεί το ενδιαφέρον της ελληνικής έρευνας αλλά και του μορφωμένου κοινού όχι μόνο για τον ιστορικό, αλλά και για το μυθικό Αλέξανδρο, τον οικουμενικό Αλέξανδρο των θρύλων, στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, παρόλο που θεωρεί ότι ο Αλέξανδρος οφείλει πολλά στο στρατό και στους επιτελείς του, ωστόσο τονίζει κι αυτός πως υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς του κόσμου. Παράλληλα αναφέρεται Εφημερίδα, Εμπρός, πρωτοσέλιδο, 4.11.1906. Η παράδοση του λίθου –οφθαλμού εντάσσεται στο παράλληλο μοτίβο της ζωής και θανάτου που συνοδεύει τον Αλέξανδρο, καθότι, σύμφωνα με τις αναφορές των Νικολαϊδη και Καλαποθάκη, όταν ο λίθος, δηλαδή ο ανθρώπινος οφθαλμός, τοποθετήθηκε στο ζύγι με όλο το χρυσό που είχε συγκεντρώσει ο Αλέξανδρος από τις εκστρατείες του, η πλάστιγγα έγειρε προς την πλευρά του λίθου, όταν όμως ο Αλέξανδρος έβαλε λίγο χώμα πάνω στο λίθο, - οπότε και ο ανθρώπινος οφθαλμός θάφτηκε και πέθανε - τότε βάρυνε ο χρυσός. 473

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

377

χαρακτηριστικά στα επιτεύγματά του, όπως η πετυχημένη πολιτική ανάμιξης και συγχώνευσης του ελληνικού με το ασιατικό στοιχείο καταρχάς μέσω των επιγαμιών, τα τεχνικά και συγκοινωνιακά έργα που έφτιαξε, η ώθηση που έδωσε στο εμπόριο και στην εγχρήματη οικονομία σε μέχρι τότε κλειστού, αγροτικού τύπου κοινωνίες, με την απελευθέρωση και ρευστοποίηση των θησαυρών από τα περσικά θησαυροφυλάκια και την αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος, αλλά και την ίδρυση νέων πόλεων, κέντρων της αναπτυγμένης οικονομίας και συνάμα της διάδοσης της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού. Από την άλλη πλευρά εμμένει στην κυριαρχική συμπεριφορά του Αλέξανδρου απέναντι στις ελληνικές πόλεις και στην υποτίμηση της κορινθιακής συμμαχίας (το Κοινό των Ελλήνων πιο σωστά), ενώ αποδίδει την πίστη του Αλέξανδρου στο ότι είναι γιος του Άμμωνα όχι σε κάποιο πολιτικό σχέδιο, αλλά μάλλον στη μυστικοπάθεια και σε μια νευρωτική ιδιοσυγκρασία, που κληρονόμησε από τη μάνα του, όπως λέει (Κορδάτος 1956: 290-292). Ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Άμαντος στο μετά θάνατο δημοσιευμένο έργο του «Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τοῦ 1071 μ.Χ.» θα προβάλει τον Αλέξανδρο ως τη γενεσιουργό αιτία όλων εκείνων των συνθηκών, που θα φέρουν το θρίαμβο του χριστιανισμού και τη δημιουργία του ρωμαϊκού και βυζαντινού κράτους474. Ιδιαίτερα για τον πολιτικό και συγγραφέα Χρήστο Ζαλοκώστα, ο Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε προδρομική μορφή του Ιησού, όπως ακριβώς καταγράφεται και στο ομότιτλο βιβλίο του, πέραν των εγκωμίων που του κάνει για τις αρετές του και της επισήμανσης ότι ο Αλέξανδρος ήθελε να δημιουργήσει ένα κράτος, ένα λαό και μια κοινή γλώσσα (Καψωμάνης 2004: 100-101). Αντίστοιχα το 1965 ο μεγάλος Έλληνας μελετητής Κώστας Παπαϊωάνου θα δημοσιεύσει στα γσλλικά τη μελέτη του για τη βυζαντινή και ρωσική ζωγραφική, στην οποία παρουσιάζει τη συγγραφή της Καινής Διαθήκης στα ελληνικά ως μια όψιμη συνέπεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή, επαναφέροντας το μοτίβο του Αλέξανδρου ως απόστολου του χριστιανισμού (Σοφιανός 2008: 95-96). Τέλος, για τον ιστορικό Σαράντο Καργάκο, συγγραφέα του έργου «Μέγας Αλέξανδρος –ο άνθρωπος φαινόμενο», ο Αλέξανδρος υπήρξε ο υπερασπιστής του ελληνισμού, αυτός που ανέκοψε την παρακμή του ελληνικού κόσμου και τον εξάπλωσε στην ανατολή ως ο μεγαλύτερος κατακτητής του αρχαίου κόσμου με δράση που ξεπερνά τα όρια του πραγματικού. Έγινε, έτσι, δημιουργός μιας ελληνοπερσικής αυτοκρατορίας, στο πλαίσιο της οποίας προσπάθησε να επιτύχει την «εθνομειξία», κυρίως μέσα από τους μεικτούς γάμους Ελλήνων – Περσίδων, εμπνεόμενος από μια Αναφορά από την ομιλία του Χρήστου Σαρτζετάκη στην εκδήλωση μνήμης της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης προς τιμή του Αλέξανδρου, Θεσσαλονίκη, 27.7.2004. 474

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

378

οικουμενική αντίληψη για το πεπρωμένο της και με ιδανικό την «ισαδελφοσύνη». Ο τελικός στόχος του Αλέξανδρου, σύμφωνα με τον Καργάκο, δεν μπορούσε παρά να ήταν η Pax Alexandrina, την οποία και θα επιτύγχανε, αν ζούσε περισσότερο. Επιπλέον η λατρεία που εγκαθίδρυσε γύρω από το πρόσωπό του, είχε τη σκοπιμότητα της σφυρηλάτησης της ενότητας μεταξύ των υπηκόων του και τα διαχρονικά επιτεύγματά του - ανάμεσα στα οποία και η προετοιμασία της ελληνικής σκέψης για την αποδοχή του χριστιανισμού –του εξασφάλισαν τελικά την αποθέωση και την αθανασία (Καργάκος 2014: Α - 152, 162, Β -43, Γ -113, 119, 138, 145 -148, 172, 175, 177-178, 209).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

379

4.3. Ο Μέγας Αλέξανδρος στις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες Όπως είδαμε στο κεφάλαιο 3.5.3, στο Βυζάντιο η μορφή του Αλέξανδρου ως βυζαντινού αυτοκράτορα εμφανιζόταν στην εσωτερική διακόσμηση ή στην εξωτερική πρόσοψη εκκλησιών, μέσα από τις ανάγλυφες παραστάσεις της ανάληψης. Είναι εντυπωσιακό το ότι κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας η μορφή του εξακολουθεί να εμφανίζεται στις ελληνορθόδοξες εκκλησίες, αυτή τη φορά σε εσωτερικές τοιχογραφίες: για παράδειγμα, σε μια τοιχογραφία από το καθολικό της Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους, που βρίσκεται πάνω από τη νότια πύλη του νάρθηκα, έργο του Κρητικού αγιογράφου Τζώρτζη, που χρονολογείται το 1568, βλέπουμε τον Αλέξανδρο ως «βασιλιά Ελλήνων», σύμφωνα με την επιγραφή, να παριστάνεται καθιστός δίπλα στον Αύγουστο, «βασιλιά Ρωμαίων», ενώ παραδίπλα στην ίδια διάταξη κάθονται ο «Βασιλεύς Ναβουχοδουνόσωρ» και ο «Βασιλεύς Μηδών και Περσών» (εικόνα 66). Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως ο συγκεκριμένος ναός είχε ως κτήτορα τον Έλληνα ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Αλέξανδρο και τη σύζυγό του Ρωξάνη (Βολονάκης 1998: 13, Θεόκτιστος Δοχειαρίτης 2006: 99), τα ονόματα των οποίων αποτελούν ένα από τα στοιχεία που δείχνουν την ιδιαίτερη ενασχόλησή τους με τον Αλέξανδρο. Όλοι οι βασιλιάδες, που σχετίζονται με τα αποκαλυπτικά κείμενα της Αγίας Γραφής (βλέπε παρακάτω), απεικονίζονται ως βυζαντινοί αυτοκράτορες, ωστόσο η μορφή του Αλέξανδρου ξεχωρίζει: είναι ο μόνος από τους τέσσερις που κρατά σπαθί με την αιχμή προς το πάνω, το οποίο μάλιστα έχει μόλις ξεθηκαρώσει, καθώς με το αριστερό χέρι κρατά το άδειο θηκάρι. Οι υπόλοιποι βασιλιάδες κρατούν το σπαθί μέσα στο θηκάρι με την αιχμή προς τα κάτω, ενώ ο Αύγουστος κρατά κι ένα δόρυ. Επιπλέον, ο Αλέξανδρος είναι ο μόνος που φέρει χιαστί περασμένο στο θώρακά του λώρο, όπως ακριβώς και στο βυζαντινό ανάγλυφο του Αγίου Μάρκου Βενετίας. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο τον απεικόνισε και ο περίφημος ζωγράφος Θεοφάνης ο Κρης στην τράπεζα της Μονής Μεγίστης Λαύρας, ανάμεσα στο 1535-1541: ως βυζαντινό αυτοκράτορα, καθιστό, με λώρο και στέμμα και κραδαίνοντας το ξεθηκαρωμένο σπαθί του. Και πάλι εδώ η συνοδευτική επιγραφή δεν αφήνει αμφιβολία για την ταυτότητα του βασιλιά: ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (εικόνα 67). Η ομοιότητα των δύο παραστάσεων δείχνει πως ακολουθούν πιθανόν ένα κοινό πρότυπο, ίσως της Κρητικής Σχολής, ίσως ακόμη παλιότερο. Αντιθέτως, σε όρθια στάση απεικονίζονται οι τέσσερις αρχαίοι βασιλείς σε τοιχογραφία με θέμα τη Δευτέρα Παρουσία στο Μοναστήρι του Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους (1779), με τον Αλέξανδρο να ξεχωρίζει εδώ ως νεαρός και αγένειος ανάμεσα στους άλλους ασπρομάλληδες και με λευκές γενειάδες βασιλείς (Provatakis 2004: 157). Ίδια ακριβώς απεικόνιση υπάρχει και στον Άγιο Αχίλλειο Πενταλόφου Κοζάνης (1744), έργο των ζωγράφων Χιονάδων από την Κόνιτσα (εικόνα 68). Εδώ ο Αλέξανδρος ξεχωρίζει όχι μόνο χάρη στο νεανικό

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

380

και αγένειο παρουσιαστικό του, -σε αντίθεση με τους βασιλείς Κύρο, Δαρείο και Πώρο(!) – αλλά και διότι είναι ο μόνος, ο οποίος κρατά σκήπτρο αντί για σπαθί. Γιατί, όμως, ο Αλέξανδρος απεικονίζεται και μάλιστα με το εμφαντικό «Βασιλεύς Ελλήνων» στις τοιχογραφίες των μεταβυζαντινών ναών; Για να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα, θα πρέπει να θυμηθούμε πως, ήδη από τους πατέρες της εκκλησίας και το Βυζάντιο, ο Αλέξανδρος είχε λάβει εσxατολογικές διαστάσεις συνδεόμενος με το όραμα του προφήτη Δανιήλ μέσω της ταύτισής του –και των συνακόλουθων απεικονίσεών του –με τη φτερωτή πάρδαλη. Παράλληλα, η προγενέστερη βυζαντινή γραμματεία περιείχε εγκώμια και συμβουλευτικούς λόγους αυτοκρατόρων, στα οποία κοινός τόπος ήταν η σύγκριση του εκάστοτε αυτοκράτορα με τον Αλέξανδρο, τον Κύρο, το Δαρείο, τον Αύγουστο. Για παράδειγμα, στο εγκώμιό του για τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο γράφει ο Γρηγόριος ο Κύπριος: «Μέντοι γε καί Κύρους ἐκείνους, Δαρείους, Ἀλέξανδρους, καί Αυγούστους…. Τούτους, ὁποίοι τινές εἰσιν, ἔμοιγε καί φέρειν ὅλως εἰς μέσον ἀθέμιτον» 475. Επομένως, ως μέρος του σχεδίου του Θεού, μαζί με τους άλλους βιβλικούς βασιλιάδες –εκπροσώπους των αντίστοιχων βασιλείων (Gavalaris 1989: 15-16), αλλά και ως πρότυπο βασιλέως, πάλι μαζί με αρχαίους βασιλιάδες ηρωικών εποχών, δε θα μπορούσε να λείπει ο Αλέξανδρος από τις τοιχογραφικές απεικονίσεις της Δευτέρας Παρουσίας / Μέλλουσας Κρίσης των μεταβυζαντινών ναών, αυτή τη φορά ως σεβάσμιος ένθρονος βασιλιάς. Το εικονογραφικό αυτό θέμα, το όραμα του προφήτη Δανιήλ, το ανέπτυξε άλλωστε και ο ιερομόναχος Διονύσιος των Φουρνών στο εγχειρίδιο της αγιογραφίας με τίτλο Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης, που συνέγραψε μεταξύ των ετών 1729 1734: «112. Σπῆτι καί ὁ Δανιήλ κοιμώμενος ἐπί κλίνης, καί ἔξωθεν τοῦ σπητίου θάλασσα καί εἰς τά τέσσερα μέρη τῆς θαλάσσης οἱ τέσσαρες ἄνεμοι φυσῶντες, καί τέσσαρα θηρία ἀναβαίνοντα ἀπό τήν θάλασσαν. Τό πρῶτον, λέων μέ πτερά ἀετοῦ καί ἐπάνω αὐτοῦ καθήμενος ὁ βασιλεύς Βαβυλῶνος Ναβουχοδονόσορ, βαστῶν σκήπτρον. Το δεύτερον, ἄρκτος, ἔχουσα τρία πλευρά εἰς τά δόντια της καί ἐπάνω αὐτῆς ὁ βασιλεύς Περσῶν Δαρεῖος, βαστῶν σπαθίν ξεγυμνωμένον. Το τρίτον, πάρδαλις πλουμιστή μέ τέσσερα πτερά καί μέ τέσσαρας κεφαλάς καί ἐπάνω αὐτῆς ὁ βασιλεύς Μακεδόνων Ἀλέξανδρος, βαστῶν κοντάρι. Τό τέταρτον, ὡσάν μαῦρο λεοντάρι μέ σιδηρᾶ δόντια…. καί ἐπάνω αὐτοῦ ὁ βασιλεύς τῶν Ρωμαίων Αὔγουστος, βαστῶν τοπάζιον». (Παπαδόπουλος -Κεραμεύς 1900: 72). Επιπρόσθετα, η απεικόνιση του ένθρονου Αλέξανδρου ως «βασιλιά Ελλήνων» πιθανόν συνδέεται και με μια ιδεολογική -πατριωτική χρήση της μορφής του σε 475

PG 142, 384.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

381

θρησκευτικό πλαίσιο, μέσα στους τοίχους ενός ελληνορθόδοξου ναού, εντός ή εκτός του Αγίου Όρους, κάτι που αποδεικνύει ότι δεν υπήρχαν τείχη ανάμεσα στην ελληνορθοδοξία της τουρκοκρατίας και στον εθνισμό των Ελλήνων της εποχής, όπως αποδεικνύεται και από άλλα, ποικίλα παραδείγματα δράσης ιερομονάχων στον τομέα της διδασκαλίας και διάδοσης των ελληνικών γραμμάτων ή στη συμμετοχή σε επαναστατικά κινήματα κατά των Τούρκων, όπως το κίνημα του μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου του Φιλοσόφου. Και ποια μορφή θα ήταν καταλληλότερη να αποδώσει συμβολικά το εθνικό μήνυμα εντός της εκκλησίας από αυτήν του Αλέξανδρου, του διαχρονικού ηγεμόνα τους, του αρχαίου βασιλιά που άνοιξε το δρόμο στο χριστιανισμό και συνάμα – συμβολικά – και βυζαντινού αυτοκράτορα; Άλλωστε, αν περιοριστούμε στη Μονή Δοχειαρίου, αυτή δείχνει να ακολουθεί μια μακραίωνη παράδοση απεικονίσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθότι εδώ, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 3.5.3.της βυζαντινής τέχνης του παρόντος τόμου, υπήρχε εντοιχισμένο ανάγλυφο της ανάληψης του Αλέξανδρου του 11ου αιώνα. Αντίστοιχα, ο Αλέξανδρος πλάι σε άλλες μορφές «βιβλικών» βασιλιάδων, όπως ο Ναβουχοδονόσωρ, ο Κύρος ο Μέγας και ο Οκταβιανός Αύγουστος, εμφανίζεται στην τοιχογραφία της Δευτέρας Παρουσίας του μεταβυζαντινού ναού του Αγίου Δημητρίου στα Παλατίτσα της Ημαθίας στην Κεντρική Μακεδονία, (μεταξύ 1570 -1592, Τούρτα 2012). Το ίδιο θέμα, δηλαδή ο Αλέξανδρος να παραβρίσκεται με τους υπόλοιπους βασιλιάδες του οράματος του Δανιήλ στη Δευτέρα Παρουσία, εικονογραφείται και στη βόρεια πτέρυγα του νάρθηκα του ναού του Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης (1615). Και σ’ αυτήν την παράσταση ο ένθρονος Αλέξανδρος ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους βασιλιάδες Κύρο, Δαρείο και Αύγουστο, αφενός μεν λόγω της νεανικής, αγένειας μορφής του, αφετέρου διότι είναι ο μόνος από τους αρχαίους βασιλείς που κρατά σκήπτρο αντί για θηκαρωμένο σπαθί που φέρουν οι υπόλοιποι, ενώ βέβαια όλοι φέρουν δόρυ. Η ίδια σύνθεση εμφανίζεται και σε φορητές εικόνες: για παράδειγμα, σε μια εικόνα με παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας του Γεωργίου Κλόντζα (β΄ μισό 16ου αιώνα), που βρίσκεται σήμερα στη Μονή Πλατυτέρας Κέρκυρας, εικονίζονται οι τέσσερις βασιλείς να παρίστανται στην τιμωρία των νεκρών (Αχειμάστου 1969: πίνακας 94 β). Αν και οι βασιλείς δεν ονοματίζονται, εντούτοις ο Αλέξανδρος μπορεί να ταυτιστεί με τον τρίτο βασιλέα, που είναι σε άρμα το οποίο σέρνουν φτερωτές παρδάλεις, σύμφωνα με την περιγραφή του οράματος του Δανιήλ. Καί οι τέσσερις βασιλείς είναι γενειοφόροι, ωστόσο η μορφή του Αλέξανδρου ξεχωρίζει ως η πιο νέα, ενός ώριμου άνδρα, σε αντίθεση με τους ασπρομάλληδες άλλους τρεις βασιλείς. Αντίστοιχα, ο Αλέξανδρος εμφανίζεται αναβάτης πάνω σε τερατώδη λεοπάρδαλη με τέσσερα πτερά και τέσσερις κεφαλές σε πίνακα του Φραγκιά Καβέρτζα, που βρίσκεται στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας, παράσταση εμπνευσμένη και πάλι από τις προφητείες του Δανιήλ στην

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

382

Παλαιά Διαθήκη476. Επιπλέον, ο Αλέξανδρος μαζί με τους βασιλιάδες Δαρείο, Αύγουστο και Κωνσταντίνο εμφανίζονται να παρίστανται στη νίκη των Αγγέλων επί των δαιμόνων και στην τιμωρία των αδίκων, στην εικόνα με τίτλο Η Θεία Οικονομία (ΕΠΙ ΣΟΙ ΧΑΙΡΕΙ), του Θεόδωρου Πουλάκη, έργο του β΄ μισού του 17ου αιώνα, που εικονογραφεί τον ομώνυμο ύμνο στην Παναγία και τη Δευτέρα Παρουσία (εικόνα 69). Είναι χαρακτηριστικό πως ο Πουλάκης απεικονίζει καί τους τέσσερις βασιλείς να κρατούν στο αριστερό χέρι τη σφαίρα της οικουμένης αλλά στο δεξί επέρχεται διαφοροποίηση: ο Κωνσταντίνος φέρει μεταλλικό σταυρό, που τον στηρίζει πλάγια στον ώμο, ως σύμβολο, βέβαια, της εύρεσης του Τιμίου Σταυρού και του «Εν Τούτω Νίκα», αλλά και σα να στηρίζει τη δοκιμαζόμενη πίστη των Ελλήνων της εποχής από την καταπίεση και τους εξισλαμισμούς που επιβάλλουν οι Οθωμανοί. Οι Δαρείος και Αύγουστος φέρουν σπαθί με την αιχμή να ακουμπά ανάστροφα στο έδαφος και μόνο ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται και πάλι με σπάθα σε όρθια θέση, παράλληλα με το σώμα, σαν έτοιμος να χτυπήσει. Ο συμβολισμός της παράστασης θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως εξής: οι αυτοκρατορίες του Δαρείου και του Αυγούστου πέρασαν και πάνε, ανήκουν στην ιστορία, η ελληνική αυτορατορία όμως, υποταγμένη στον Τούρκο δυνάστη, ανακαλεί το ισχυρότερο σύμβολό της, τον Αλέξανδρο, για να δώσει το χτύπημα στην κατακτητή, που θα σημάνει την απελευθέρωση του γένους. Τέλος, ένα ακόμα παράδειγμα αποτελεί εικόνα της Κρητικής Σχολής από τη Μονή της Παναγίας (Κυρίας των Αγγέλων) Γωνιάς στο Κολυμβάρι Χανίων, στην οποία αναπαρίσταται ο Αλέξανδρος με το Δαρείο κάτω από τους καλούς βασιλιάδες στον παράδεισο, σε παράσταση της Μέλλουσας Κρίσης (Demandt 2009: 423). Παράλληλα, ένα άλλο θέμα με τον Αλέξανδρο, καθαρά θρησκευτικού και αλληγορικού περιεχομένου, κάνει την εμφάνισή του στις τοιχογραφίες μοναστηριών του ελλαδικού χώρου, τους αιώνες της τουρκοκρατίας, από τα μέσα του 16ου αιώνα κι εξής477. Πρόκειται για τον Άγιο Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου, εικονογραφική παράσταση που - σε ένα πρώτο επίπεδο -συμβολίζει τη ματαιότητα της επίγειας ζωής στο πλαίσιο της χριστιανικής κοσμοθεωρίας, την αναγκαιότητα της

Στις προφητείες του Δανιήλ ο Αλέξανδρος εμφανίζεται με τη μορφή της φτερωτής τετρακέφαλης λεοπάρδαλης ως το τρίτο από τα τέσσερα θηρία, αλλά και σαν τράγος που επιτίθεται και κατατροπώνει το κριάρι, που είναι ο Δαρείος. Σύμφωνα με μεταγενέστερη αναφορά των προφητειών του Δανιήλ ο βασιλιάς της Ελλάδας θα έρθει και θα καταστρέψει την Περσία. Με βάση την ερμηνεία του Αγίου Ιερώνυμου, οι αλληγορικές αυτές απεικονίσεις του Αλέξανδρου υποδηλώνουν πως οι κατακτήσεις του δεν ήταν τόσο δικό του έργο, όσο αποτέλεσμα της θείας βούλησης (Gary 1956: 120) 476

Γενικότερα, για την απεικόνιση του μοτίβου του θανάτου στη βυζαντινή τέχνη καθώς και στα Βαλκάνια βλέπε Branislav Cvetkovic, “The Living and the Dead – Imaginery of Death in Byzantium and the Balkans”, άρθρο σε ηλεκτρονική μορφή στην academia.edu 477

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

383

επίγνωσης και υπόμνησης του θανάτου478. Μάλιστα σε όλες τις παραστάσεις υπάρχουν – με κάποιες διαφοροποιήσεις –και οι παρακάτω στίχοι479: Ὁρῶν σε τάφε, δειλειῶ σου τήν θέαν καί καρδιοστάλακτον ὄμβρον ἐκχέω χρέος τό κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων. πῶς γάρ μέλλω διελθεῖν, βαβαί τοιούτου. Αἴ αἴ, θάνατε, τίς δύναται φυγεῖν σε. (Stichel 1971: 96). Πώς, όμως, συνδέθηκε εικονογραφικά ο νεκρός Αλέξανδρος με τον Όσιο Σισώη και ποιος ήταν ο δημιουργός του στιχουργήματος; Σύμφωνα με το Γεροντικόν, μία συλλογή ρητών από γέροντες και ερημίτες της ορθόδοξης παράδοσης, που γράφτηκε ανάμεσα στον 4ο -6ο αιώνα, ο Αββάς Σισώης υπήρξε ερημίτης στην Αίγυπτο του 4ου αιώνα και μόνασε σε μια σκήτη κοντά στην αρχαία Αλεξάνδρεια, όπου και - σύμφωνα με νεότερη

Ο Muller μάλιστα επισημαίνει στη δυτική τέχνη μία και μοναδική τέτοια memento mori παράσταση του 1480, από τον Anton Sorg στο «βιβλίο των νεκρών», όπου αναπαρίσταται το λείψανο του Αλέξανδρου ως σύμβολο της ματαιότητας, της δύναμης και της εξουσίας μαζί με αυτά των Σαμσών, Σαλώμης (ως σύμβολο ομορφιάς) και άλλων. Επισημαίνει ακόμη ότι στην ανατολική ορθόδοξη τέχνη υπάρχει μια παραλλαγή της παράστασης του θρήνου του Σισώη πάνω από τον τάφο, στην οποία το λείψανο του νεκρού δεν ταυτίζεται με τον Αλέξανδρο ή κάποιον άλλο συγκεκριμένο από επιγραφική ένδειξη. Τέτοιες απεικονίσεις του θρήνου του Σισώη, - με ανώνυμο δηλαδή λείψανο –απαντώνται αρκετές εντός και εκτός ελλαδικού χώρου, όπως για παράδειγμα στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου, στη Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας Καστοριάς, (17ος αιώνας), όπου μάλιστα απεικονίζονται τρία λείψανα στον τάφο ή στη Μολδαβία, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Balinesti, ήδη το 1499, ή στο μοναστήρι Sucevita (βλέπε Muller 2007: 370-371, 378). Ίσως η πρωιμότερη από τις παραστάσεις με το Σισώη και το ανώνυμο λείψανο στον ελλαδικό χώρο να είναι αυτή από την Τράπεζα της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, έργο του Θεοφάνη του Κρητός μεταξύ των ετών 1527-1535. Υπάρχουν πολλές ακόμα τέτοιες παραστάσεις από το Άγιο Όρος (Σταυρονικήτα, Δοχειαρίου, Ξενοφώντος, Καρακάλλου) και τον ελλαδικό χώρο γενικότερα (Μητρόπολη της Καλαμπάκας, Άγιος Νικόλαος Βελβεντού, Μοναστήρι Τιμίου Προδρόμου Δημητσάνα, βλέπε Stichel 1971: 83-89). Οι παραστάσεις με το ανώνυμο λείψανο δεν μπορούν να συγκαταλέγονται ανάμεσα σε αυτές με τις απεικονίσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αποτελούν δείγματα του πρώτου σταδίου αυτής της εικονογράφησης. 478

Σε μια συλλογή χειρογράφων του 14 ου -16ου αιώνα από την Κωνσταντινούπολη υπάρχει και το Τοῦ ἁγίου Σισόη πεντάστιχον ἰαμβικόν. Μία εκδοχή των παραπάνω στίχων συμπεριλήφθηκε σε μία έκδοση ερμηνείας των θεμάτων της βυζαντινής εικονογραφίας από τον Παπαδόπουλο Κεραμέα. Πρόκειται για ένα στιχούργημα του 1674, πιθανόν από το Άγιο Όρος, με τίτλο Τοῦ ἀββᾶ Σισώη πρό τοῦ τάφου καί τῶν γυμνῶν ὀστέων (Stichel 1971: 89). Όπως θα φανεί στη συνέχεια, οι περισσότερες διαφοροποιήσεις των στίχων επέρχονται όταν στο θέμα υπεισέρχεται ο Αλέξανδρος στη θέση του ανώνυμου νεκρού. 479

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

384

παράδοση - είδε τον τάφο του Αλέξανδρου480. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποθέσει πως η συγκεκριμένη παράσταση προέρχεται από αυτή την παράδοση; Ο Stichel παρατήρησε πως δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο που να ανάγει την «ανακάλυψη» του τάφου του Αλέξανδρου σε κάποια αρχαία παράδοση σχετική με το Σισώη, αλλά, όπως ήδη επισημάνθηκε, αυτή είναι πολύ νεότερη (Stichel 1971: 92, 103). Πρότεινε επομένως, μια άλλη, πειστική θεωρία για τη γένεση του εικονογραφικού θέματος: σύμφωνα με αυτήν, με βάση συγκεκριμένα τεκμήρια, ένας μοναχός του Αγίου Όρους, ονόματι Σισώης, πριν από το 1484, συνέθεσε το παραπάνω πετυχημένο στιχούργημα για το θάνατο, που έγινε εξαιρετικά δημοφιλές, με αυτή τη χαρακτηριστική έμφαση που δίνει στο εφήμερο της ζωής και στο αναπόφευκτο του θανάτου. Πολύ γρήγορα, το στιχούργημα αυτό αναδείχθηκε σε αυτόνομο εικονογραφικό θέμα -πιθανόν αρχικά στο Άγιο Όρος – με την απεικόνιση μοναχού μπροστά σε ανοιχτό τάφο. Στην εξέλιξη του θέματος τη θέση του μοναχού του Αγίου Όρους πήρε ο συνονόματός του Αιγύπτιος ερημίτης. Σε μια επόμενη φάση, από κάποιον άγνωστο ζωγράφο, η εικόνα του ανώνυμου νεκρού ταυτίστηκε με τον Αλέξανδρο, ακριβώς για να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο νόημα των στίχων για τη ματαιότητα της αναζήτησης μεγαλείων στην επίγεια ζωή. Έτσι, σύμφωνα με το Stichel, στην περίπτωση του Σισώη με τον Αλέξανδρο έχουμε τη μεταμόρφωση του ανώνυμου και άσημου στον επώνυμο και διάσημο, ώστε να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο μοτίβο του θανάτου και στη ματαιότητα της ζωής, καθότι ο άσημος μοναχός Σισώης του 15ου αιώνα γίνεται ο ονομαστός όσιος Σισώης της Αιγύπτου και τα οστά ενός ανώνυμου νεκρού γίνονται τα οστά του πιο διάσημου νεκρού της αρχαιότητας. Σύμφωνα πάλι με το Stichel, το μοτίβο του θανάτου στη βυζαντινή και γενικότερα στην ορθόδοξη εικονογραφία προέρχεται από τα επιτάφια και μετανοητικά ιδιόμελα τροπάρια της βυζαντινής υμνογραφίας του 11ου αιώνα. Σε σερβικό ψαλτήριο του 13ου αιώνα (σήμερα στο Μόναχο) υπάρχει μικρογραφία με παράσταση σκελετού σε ανοιχτή σαρκοφάγο και με ανώνυμο θρηνωδό δίπλα (βλέπε Stichel 1971: 94-97, 100-101, Gavalaris 1989: 17, Paribeni 2006: 84 ).

Stichel 1971: 91, Muller 2007: 375-377, όπου και αρκετά στοιχεία για τη μορφή, τις πρώιμες απεικονίσεις και το χαρακτήρα του Σισώη, που προβάλλεται ως ένας εξορκιστής και θαυματοποιός. Υπάρχει και η αναφορά ότι μόνασε στην έρημο της Θηβαϊδος (Stichel 1971: 91, Περιοδικό Αρχαιολογία, τεύχος 11, 1984, σελ. 60). Το ότι ο Σισώης είδε τον τάφο του Αλέξανδρου δεν έμεινε μόνο στα όρια της νεότερης προφορικής παράδοσης, αλλά υπήρξε και αντικείμενο υπόθεσης από την έρευνα, συγκεκριμένα από το J. Durand (Legende d’ Alexandre le Grand, στο Anales archeologiques 25, 1865, αναφορά στον Stichel 1971: 91). Σύμφωνα με μια άλλη αναφορά, ο Άγιος Σισώης υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της ανατολικής εκκλησίας, έζησε ασκητικά για πολλά χρόνια στην αιγυπτιακή έρημο και πέθανε το 429 (Χατζηδάκης: 345). 480

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

385

Συμβολικά βέβαια, το εικονογραφικό θέμα με το Σισώη και τον Αλέξανδρο θα μπορούσε ακόμα να δείχνει το χαμό της ελληνοχριστιανικής αυτοκρατορίας της ανατολής, δηλαδή του Βυζαντίου και την επιβίωση του ελληνισμού στους σκοτεινούς αιώνες της Τουρκοκρατίας πλέον μόνο μέσω της πίστης, αν θεωρήσουμε ότι η μορφή του Αλέξανδρου στην παράσταση συμβολίζει ακριβώς αυτήν την αυτοκρατορία (ως ο ιδεολογικός ιδρυτής της αλλά και πρότυπο για τους Ρωμαίους και Βυζαντινούς αυτοκράτορες, όπως είδαμε) και η μορφή του Σισώη την ορθόδοξη πίστη και μάλιστα το μοναστικό χαρακτήρα της481. Ο Γεώργιος Πούλος στο λεξικό των Ορθόδοξων Αγίων σημειώνει πως η συγκεκριμένη παράσταση συμβολίζει τον αγώνα και την έκσταση του ελληνισμού, ότι ο σκελετός ακριβώς παραπέμπει στα περασμένα μεγαλεία της Ελλάδας και ο Σισώης στην καταπιεσμένη Ελλάδα της Τουρκοκρατίας482. Ο Φώτης Κόντογλου ερμηνεύει την παράσταση ως μια έκφραση απαισιοδοξίας και πεσιμισμού για την πτώση της Κωνσταντινούπολης (Stichel 1971: 139, Muller 2007: 392), που είχε συντελεστεί και είχε συνταράξει τους Έλληνες της εποχής. Στο «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας» αναφέρεται για την παράσταση: «Δειλῶν καί τρέμων ὁ ἀσκητἠς, ἔμπροσθεν τοῦ τάφου, βασιλέως πoτέ τρανοῦ, τοῦ καιροῦ τό ρέον, καί πρόσκαιρον τῆς δόξης, ἐξίσταται θαυμάζων, καί ἀπορούμενος». (Muller 2007: 390). Σε κάθε περίπτωση, στις μέρες μας φαίνεται πως έχει επικρατήσει η παράσταση αυτή να ερμηνεύεται ως «Σισώης και Αλέξανδρος» από τους ανθρώπους και σε αυτά ακόμη τα μνημεία, που, όπως επισημάνθηκε, δεν απεικονίζουν το νεκρό ως Αλέξανδρο, αλλά ως ανώνυμο (βλέπε χαρακτηριστικά Stichel 1971: 112). Προφανώς, στη συνείδηση των σύγχρονων Ελλήνων υπερισχύει και προκρίνεται το μοτίβο του Αλέξανδρου, έστω και νεκρού, έναντι του ανώνυμου νεκρού μπροστά σε έναν όχι και τόσο γνωστό άγιο.

481

death/

http://iconreader.wordpress.com/2011/09/16/the-astonishment-of-sisoes-contemplating-

Muller 2007: 372. O Muller βέβαια αναφέρει την άποψη αυτή του Πούλου μόνο και μόνο για να την αντικρούσει, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει άλλο προγενέστερο παράδειγμα ταύτισης του Αλέξανδρου με τον ελληνισμό. Ο αναγνώστης δε χρειάζεται να ψάξει πολύ στο βιβλίο αυτό για να βρει στοιχεία που αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που πιστεύει ο Muller. Επίσης, ο Muller θεωρεί ότι κατά το 15ο και 16ο αιώνα δεν υπήρχε θετική πρόσληψη του όρου «Έλληνας» για τους Έλληνες της εποχής. Πρόχειρα ως απάντηση παραπέμπω εδώ στην υποσημείωση 252 του παρόντος τόμου και στον Μηνάογλου 2012. Γενικά ο Muller προσπαθεί ουσιαστικά να αποσυνδέσει την παράσταση από μια ελληνοκεντρική ερμηνεία για να δώσει τη δική του – απίθανη και ευφάνταστη –ερμηνεία, ότι το λείψανο του νεκρού Αλέξανδρου συμβολίζει…το Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή, καθότι ο Μωάμεθ είχε ως πρότυπο τον Αλέξανδρο και επομένως, όπως ο Muller ισχυρίζεται, οι ορθόδοξοι χριστιανοί της εποχής τοποθέτησαν στη συγκεκριμένη παράσταση το Μωάμεθ ως λείψανο του Αλέξανδρου στον τάφο, προκειμένου να συμβολίσουν έτσι το αναμενόμενο από αυτούς τέλος της οθωμανικής αυτοκρατορίας (!) βλέπε Muller 2007: 390-392. 482

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

386

Υπάρχει στην αρχαία παράδοση κάποιο υπόβαθρο του μοτίβου της ματαιότητας της ζωής, του πρόσκαιρου της δόξας και του αναπόφευκτου του θανάτου; Αν αναλογιστεί κανείς τα λόγια του ομηρικού Αχιλλέα, όταν ο Οδυσσέας συναντά την ψυχή του στον Κάτω Κόσμο, σαφώς αντιλαμβάνεται ότι το μοτίβο του πρόσκαιρου της δόξας και του θανάτου αποτελεί κομμάτι της αρχαιότερης ελληνικής παράδοσης, της ομηρικής. Ακόμα, ο Πίνδαρος, ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας, το σπίτι του οποίου ο Αλέξανδρος σεβάστηκε κατά την καταστροφή της Θήβας, έγραψε: «Εφήμεροι εμείς. Τι άρα είμαστε και τι δεν είμαστε; όνειρο σκιάς ο άνθρωπος». Πάλι, από μια χαμένη τραγωδία του Αισχύλου σώζεται το εξής δίστιχο: «Εφήμερη είναι η ζωή του ανθρώπου /και η βούλησή του τίποτα περισσότερο από σκιά καπνού483 (Λύρας 1996: 66-67). Στην Παλατινή Ανθολογία περιλαμβάνεται το εξής δίστιχο του Παλλάδα: Γῆς ἐπέβην γυμνός θ’ ὑπό γαῖαν ἀπεῖμι. / Καί τί μάτην μοχθῶ, γυμνόν ὁρῶν τό τέλος. Μάλιστα το παραπάνω δίστιχο αναγράφεται μαζί με το βασικό στιχούργημα της παράστασης με το Σισώη πάνω στη σαρκοφάγο του νεκρού σε ένα τρίπτυχο από τη Μεγίστη (Καστελλόριζο)484. Αναφορές στη ματαιότητα των μεγαλείων με παράδειγμα τον Αλέξανδρο είδαμε πως είχε κάνει και ο στωικός Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (βλέπε κεφάλαιο 2.8.). Ο λατίνος ποιητής Στάτιος (1ος αιώνας μ.Χ.), σε ένα τρίστιχο αναφέρεται επίσης στην αντίθεση της εικόνας του θεϊκού Αλέξανδρου, γιου του θεού του κεραυνού και της καταιγίδας, με τον αναπόφευκτο στο τέλος θάνατό του, καθώς η «θεϊκή» του καταγωγή δεν μπόρεσε να εμποδίσει την καταβύθισή του σε ένα στενό τάφο (Luschen 2013: 106). Στη βυζαντινή γραμματεία υπάρχουν επίσης αρκετές αναφορές στο μοτίβο των μάταιων μεγαλείων της ζωής ενόψει του θανάτου, με παράδειγμα τον Αλέξανδρο: ο Κωνσταντίνος Μανασσής, όπως ήδη διαπιστώσαμε και στο κεφάλαιο 3.2, σημειώνει για τον Αλέξανδρο πως «…ἐχρῆν τό χρέος τῆς θνητῆς φύσεως ἀποδοῦναι, φάρμακον μέν συσκευασθέν γῆθεν αὐτόν ἁρπάζει» και ο Ιωάννης Ζωναράς λακωνικά πως «…εἰς μέγα τύχης προαχθείς ἐτελεύτησεν» (Stichel 1971: 106). Εντυπωσιακή είναι η συμπερίληψη της ματαιότητας των μεγαλείων στο επιτύμβιο επίγραμμα που έγραψε ο μητροπολίτης Μελιτηνής Ιωάννης για το Νικηφόρο Φωκά (963-969): «ὃς τῷ κράτει πρὶν γῆς ὅλης εἶχε κράτος, / ὥσπερ μικρός γῆς μικρόν ὤκησε μέρος», μια καταγραφή που σώζει ο Σκυλίτζης και ταιριάζει ακριβώς στο μοτίβο των «δύο σπιθαμών γης» του πρώην κοσμοκράτορα Αλέξανδρου. Άλλωστε, παρόμοια αναφορά σε τάφο «τρεις πήχεις μακρύ», αναφορικά με αυτό που περιμένει έναν αυτοκράτορα στο τέλος της ζωής του, κάνει -υποτίθεται -και Τό γάρ βρότιον σπέρμ’ ἐφ ἡμέραν φρονεῖ / καί πιστόν οὐδέν μᾶλλον ἥ καπνοῦ σκιά. Στη μελέτη του Δημητρίου Νικολάου Λύρα υπάρχουν πολλά παραδείγματα για την πρόσληψη διαχρονικά του θανάτου στην ελληνική παράδοση και το θρήνο για την πρόσκαιρη νεότητα (Λύρας 1996: 54-68). 483

484

Stichel 1971: 85.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

387

ο Βασίλειος Α΄ Μακεδών (στην πραγματικότητα κάποιος λόγιος της αυλής του) στο συμβουλευτικό –παραινετικό λόγο (Κάτοπτρο ηγεμόνος) που γράφει για το γιο του και μετέπειτα αυτοκράτορα Λέοντα (Hunger 1987 (1977): 250). Αντίστοιχες αναφορές εντοπίσαμε και σε άλλα βυζαντινά Κάτοπτρα Ηγεμόνος (του Αγαπητού τον 6ο αιώνα και του Θωμά του Μάγιστρου προς τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, βλέπε κεφάλαιο 3.6). Στην αραβική εκδοχή του Μυθιστορήματος η Ρωξάνη μαζεύει στο τέλος, στην ταφή του Αλέξανδρου, επιφανείς φιλοσόφους, οι οποίοι και εκφέρουν επικήδειους λόγους για το θάνατο του μεγάλου ανδρός. Ένας από αυτούς, απευθυνόμενος στο νεκρό Αλέξανδρο, λέει τα εξής: «Πώς και δεν περιφρονείς αυτό το στενό τάφο, όταν μέχρι χθες δεν σου αρκούσε η τεράστια κοσμοκρατορία σου;»485 Ο νεστοριανός Hunain ibn Ishaq, που έζησε τον 9ο αιώνα, μετέφρασε αρκετά ελληνικά έργα, μέσα στα οποία υπήρχαν, σύμφωνα με το Stichel, και τα «ρητά θανάτου του Αλέξανδρου». Υπάρχει ακόμα και μια εβραϊκή παράδοση για τα αποφθέγματα των φιλοσόφων πάνω στον τάφο του Αλέξανδρου. Ο Stichel καταλήγει πως τα πρότυπα του στιχουργήματος του Σισώη πρέπει να αναζητηθούν σε ελληνικά επιθανάτια αποφθέγματα για τον Αλέξανδρο486 (Stichel 1971: 107-108, 110, 134). Υπάρχει άλλωστε και η αναφορά πως το στιχούργημα που εμφανίζεται στις μεταβυζαντινές παραστάσεις του Σισώη στον τάφο είναι δημιούργημα του Όσιου Ιωάννη Δαμασκηνού, θεολόγου και ποιητή του 7ου -8ου αιώνα (Χατζηδάκης: 346). Παράλληλα με τα ανεξάρτητα αυτά αποφθέγματα θανάτου, αναπτύχθηκαν αντίστοιχα μοτίβα και μέσα στην παράδοση του Μυθιστορήματος, όπως είδαμε, με στόχευση περισσότερο να καταδειχθεί το ευμετάβλητο της μοίρας, της τύχης, που σε μια στιγμή μπορεί να κατεβάσει κάποιον από τους Ουρανούς στα Τάρταρα και τον πανίσχυρο βασιλιά της οικουμένης στον Άδη (βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 2.9. και Stichel 1971: 104-105, 107, 110). Η παράδοση αυτή του ευμετάβλητου της μοίρας από το Μυθιστόρημα εμπλουτίστηκε στο Βυζάντιο και με άλλες αναφορές σε ποιητικά έργα, πάντα σχετικά με τον Αλέξανδρο, ώστε αυτός να αναδειχθεί σε σύμβολο της ευμετάβλητης θνητής φύσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους ιαμβικούς στίχους που παρεμβάλλονται στη διασκευή γ΄ του βυζαντινού Μυθιστορήματος του 14ου αιώνα (βλέπε υποσημείωση 240 και κεφάλαια 3.2, 3.4.). Ο Stichel σημειώνει πως είναι ακριβώς αυτά τα βυζαντινά πρότυπα του Μυθιστορήματος και γενικότερα της γραπτής παράδοσης που εμπνέουν τον ανώνυμο καλλιτέχνη δημιουργώντας όλους τους απαραίτητους συνειρμούς, ώστε αυτός να ζωγραφίσει το Σισώη μπροστά στον τάφο Για το μοτίβο του μικρού, ταπεινού τάφου ως κατάληξη κάθε θνητού μέσα στην αρχαία και βυζαντινή παράδοση βλέπε Stichel 1971: 110. 485

Μία σχετική αναφορά, είναι κι αυτή που θέλει τον Αλέξανδρο να έχει, στην εποχή της δόξας του, δίπλα του πάντα κάποιον να του υπενθυμίζει ότι «Είσαι κι εσύ ένας άνθρωπος» (Stichel 1971: 108). 486

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

388

του Αλέξανδρου (Stichel 1971: 111). Άλλωστε, όπως είδαμε στο κεφάλαιο 4.1., το μοτίβο της υπόμνησης του θανάτου περνάει από το μεταβυζαντινό Μυθιστόρημα στη νεοελληνική Φυλλάδα, με τις εμφαντικές αναφορές της έκδοσης του 1750. Ωστόσο, η έκφραση της υπόμνησης θανάτου αποδεικνύεται πως είχε λάβει ευρύτερες διαστάσεις, με συνέχεια από το Βυζάντιο στην πρώιμη νεοελληνική λογοτεχνία, αν λάβουμε υπόψη μας ένα στιχούργημα που χρονολογείται στο β΄ μισό του 15ου αιώνα. Το σιχούργημα αυτό, γραμμένο στη δημώδη γλώσσα της εποχής από άγνωστο ποιητή της Κρήτης, περιγράφει στους 137 ομοιοκατάληκτους στίχους του μια σκηνή υπερφυσικού χαρακτήρα: το σκελετό ενός βασιλιά, σε μια ερειπωμένη εκκλησία, να αφηγείται στον έντρομο ποιητή τα περασμένα μεγαλεία του, να του περιγράφει τον αναπόφευκτο θάνατό του, να του τονίζει τη ματαιότητα της δόξας του και την ανάγκη διαρκώς και εκείνος, ο ποιητής, να αναλογίζεται το αναπότρεπτο τέλος και να προετοιμάζεται για αυτό (βλέπε πρωτότυπο κείμενο και εισαγωγή σε Μανούσακα 1963: 295-314). Αν και ο νεκρός βασιλιάς παρουσιάζεται ανώνυμος, εντούτοις περιγράφει ο ίδιος πολλά χαρακτηριστικά του, τα οποία θα μπορούσαν να αποδοθούν σε ένα βυζαντινό αυτοκράτορα ή ακόμα και στον Αλέξανδρο. Έτσι, περιγράφεται ως καβαλάρης πολεμιστής και κυνηγός («καί καβαλλάρης καί πεζός φαλκόνια πάντα ’κράτουν….Ἠγάπουν τά στρατιωτικά, κυνήγια πάντα ’πόθουν», στ. 32-33) , παιδί βασιλιά που έγινε κι αυτός βασιλιάς στη θέση του πατέρα του (στ. 50-54), ανδρείος που αψηφά το Χάρο (στ. 35, 49), ενώ ακόμη τονίζεται χαρακτηριστικά πως «πολλών ἀνθρώπων ἄνθρωπος ἤμουν ὀνομασμένος / καί μέγας κοσμοκράτορας ἤμουν διαλαλημένος (στ. 55-56). Στο τέλος, βέβαια, θρηνώντας, ομολογεί και αυτός πως «Καί ἀπό τό πλοῦτος τό πολύ, τήν αὐθεντίαν τήν εἶχα / οὐδέν ἐπῆρα μετ’ ἐμέν ὅσον τό σέρνει τρίχα / εἰμή ἕξι πήχες σάβανον κ’ ἐσαβανώσασί με» (στ. 65-67). Τα αποφθέγματα για το θάνατο του Αλέξανδρου συνέχισαν να εμφανίζονται και σε μεταβυζαντινά ελληνικά θεολογικά κείμενα, όπως, για παράδειγμα, στο έργο του αθωνίτη μοναχού Αγαπίου Λάντου Αμαρτωλῶν Σωτηρία το 1641 (Stichel 1971: 108). Ένα ακόμα τεκμήριο της συνέχισης των αποφθεγμάτων αποτελεί η Ιστορία του θανάτου του Αλέξανδρου, ένα αιθιοπικό κείμενο σε χειρόγραφο του 18ου αιώνα, το οποίο περιείχε και πολλά άλλα χριστιανικά κείμενα. Στο κείμενο αυτό, παρουσιάζεται ο Αριστοτέλης και άλλοι Έλληνες φιλόσοφοι να εκφέρουν λόγους θρηνητικούς και σχετικούς με το θάνατο πάνω από το φέρετρο του νεκρού Αλέξανδρου στην Αλεξάνδρεια (Asirvatham 2011: 120). Πρόκειται για κείμενο που είναι στην αρχική του μορφή - σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις - αρκετά παλιότερο του 18ου αιώνα και που σίγουρα εντάσσεται σε μια ευρύτερη χριστιανική αλεξάνδρεια παράδοση ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, όπως άλλωστε πιστοποιεί και το έργο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ευτυχίου (τέλη 9 ου – αρχές 10ου αιώνα, Stichel 1971: 108). Θα μπορούσε, άραγε, η αλεξανδρινή αυτή παράδοση του «μοτίβου του θανάτου» του Αλέξανδρου να αναχθεί ακόμα πιο πίσω, στην ύστερη

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

389

αρχαιότητα, στα χρόνια ακριβώς που μόνασε στην περιοχή ο Σισώης και έτσι εν τέλει να προκύψει όντως ένας συσχετισμός του με τον τάφο του Αλέξανδρου ή έστω με το στιχούργημα, πέρα από την πρόταση του Stichel; Εν τέλει, η αναζήτηση της αρχαιότερης καταγραφής του Αλεξάνδρου ως συμβόλου ματαιότητας μεγαλείων και αναπόφευκτου θανάτου, μας οδηγεί ξανά πίσω στον ίδιο τον Αλέξανδρο του Αρριανού: στο 7ο βιβλίο (1.5-6) ο Αρριανός περιγράφει πως όταν ο Αλέξανδρος, κατά την εισβολή του στην Ινδία, συνάντησε για πρώτη φορά Ινδούς σοφιστές (Βραχμάνες), αυτοί, αντιδρώντας στη θέα του και γνωρίζοντας τη φήμη του, άρχισαν να χτυπούν με τα πόδια τους τη γη που πατούσαν. Όταν ο Αλέξανδρος τους ρώτησε μέσω διερμηνέα ποιο είναι το νόημα αυτής τους της πράξης, αυτοί του απάντησαν: «Βασιλιά Αλέξανδρε, ο κάθε άνθρωπος κατέχει τόση γη, όση πατά όταν στέκεται. Εσύ ωστόσο, αν και είσαι ανθρωπος όπως όλοι οι άλλοι, αλλά περίεργος και θρασύς, έφυγες τόσο μακριά από την πατρίδα σου, φέρνοντας μαζί σου το κακό και προξενώντας κακό στους άλλους. Ε λοιπόν και λίγο αργότερα, όταν θα πεθάνεις, τόση γη θα κατέχεις, όση σου αρκεί για να θαφτεί το σώμα σου». Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω αναφορά του Αρριανού, το τρίστιχο του Στάτιου, τα μεσαιωνικά ελληνικά «ρητά θανάτου» του Αλέξανδρου και τις ανάλογες αναφορές των βυζαντινών συγγραφέων, την αντίστοιχη παράδοση του Μυθιστορήματος (διασκευή γ΄) και τις επιδράσεις σε αραβικά και αιθιοπικά κείμενα, μαζί με παράλληλες αναφορές για βυζαντινούς αυτοκράτορες σε Κάτοπτρα Ηγεμόνων και άλλα κείμενα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε μια πλουσιότατη παράδοση συσχετισμού του Αλέξανδρου με το μοτίβο της «υπόμνησης του θανάτου», που οδήγησε τελικά στην απεικόνιση του Σισώη μπροστά στον τάφο του, είτε ισχύει το μεταβατικό στάδιο του ανώνυμου Σισώη που προτείνει ο Stichel είτε όχι. Η παλαιότερη γνωστή παράσταση του Αγίου Σισώη με το λείψανο του Αλέξανδρου προέρχεται από το νάρθηκα του καθολικού της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων και χρονολογείται το 1566, ζωγραφισμένη από το Γεώργιο Φράγκο (εικόνα 70). Ο Σισώης αναπαρίσταται ως ασπρογένης μοναχός, με λυπημένο βλέμμα, να σκύβει πάνω από το λείψανο του Αλέξανδρου κάνοντας με τα χέρια μια χειρονομία απελπισίας και δέους. Οι συνοδευτικοί στίχοι της παράστασης, ως επιγραφή, δεν αφήνουν αμφιβολία για την ταυτότητα των εικονιζόμενων: «Ὁρῶν ὁ μέγ(ας) ἐν ἀσκηταῖς Σισώης ἄταφον τοῦ Βασιλέως Ἑλλήνων Ἀλεξάνδρου τό σῶμα τοῦ πάλαι λάμψαντ(ος) ἐν δόξη, φρίττει διά τό ἄστατον τοῦ καιροῦ τῆς δόξης τούτων

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

390

προσκαίρων λυπηθείς, ἰδού κλαίει, αἴ αἴ θάνατε τίς δύναται φυγεῖν σε»; (Stichel 1971: 88). Μια αντίστοιχη παράσταση με το Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου βρίσκεται στον τοιχογραφικό διάκοσμο του εσωνάρθηκα του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Καλαμπάκα, έργο των Κρητών μοναχών αγιογράφων Θεοφάνη Μπαθήχα και Νεοφύτου, καθώς και του ντόπιου ιερέα Κυριαζή, το οποίο χρονολογείται από επιγραφή ακριβώς στο 1573. Αναπαρίσταται ο όσιος Σισώης μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου με το λείψανό του και την ίδια, σχεδόν, συνοδευτική επιγραφή (Πίσπας 1994: 14-15, 18-19). Άλλες τέτοιες παραστάσεις υπάρχουν στο ναό Αγίου Νικολάου στο Βελβεντό Κοζάνης (τοιχογραφία στη δυτική εξωτερική πλευρά του ναού που χρονολογείται το 1588)487 και στη νότια πτέρυγα του νάρθηκα του Ναού του Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης (εικόνα 71, 1615, επιγραφή «Αλέξανδρος» πάνω από το λείψανο του νεκρού)488. Ο Άγιος Σισώης πάνω από το μνήμα του Αλέξανδρου απαντάται και στο νάρθηκα του ναού του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στο χωριό Μεγάλα Βραγγιανά της Ευρυτανίας, έργο του ανώνυμου «ζωγράφου του Αγίου Στεφάνου Μετεώρων» με χρονολόγηση στο έτος 1649. Μια παράσταση του Σισώη μπροστά στον «τάφο του Βασιλέως Αλεξάνδρου» υπάρχει και στο νάρθηκα του καθολικού της μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Βυλίζα Ματσουκίου, στα Αθαμανικά Όρη, με χρονολόγηση στις αρχές του 18ου αιώνα (επιγραφή: Ο ΤΑΦΟΣ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ )489. Ίδια παράσταση με την επιγραφή ΤΑΦΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ δίπλα στα πόδια του λειψάνου υπάρχει και στο ναό του Αγίου Αχιλλείου Πενταλόφου Κοζάνης, φιλοτεχνημένη το 1774 από Ηπειρώτες ζωγράφους490. Ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος είναι Ο Stichel δεν συμπεριλαμβάνει τη συγκεκριμένη παράσταση σε αυτές με το νεκρό ως Μέγα Αλέξανδρο. Ωστόσο, η μικρή κυκλική ασπίδα πάνω στο σώμα του νεκρού παραπέμπει το πιθανότερο στον Αλέξανδρο. 487

Ευχαριστώ την αρχαιολόγο Φλώρου Καλλιόπη για την πληροφορία. Περισσότερα για το μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου στο Φλώρου Καλλιόπη, Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης. Ιστορία – Αρχιτεκτονική – Τέχνη, Αθήνα 2003. 488

Φωτογραφία της τοιχογραφίας μπορεί http://tzoumerka.project.uoi.gr/?page_id=2146 (6.2.2015). 489

να

δει

κανείς

στη

διεύθυνση:

Αναφορά - σχόλιο στην επιστολή του Αθανασέλη από τον καθηγητή Ηλία Καπετανόπουλο. Βλέπε και Κατσίκης Κωνσταντίνος, Η άγνωστη πρώτη φάση τοιχογράφησης στο ναό Αγίου Αχιλλείου στον Πεντάλοφο Βοϊου, 30ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα 2010, σελ. 4950, 490

(http://epublishing.ekt.gr/sites/ektpublishing/files/proceedings/SChAE_030.pdf)

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

391

η τοιχογραφική απεικόνιση στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Κουκούλι Ζαγορίου (1788), όπου υπάρχει η εξής ιδιομορφία: εκτός από την αναφορά στην υπερκείμενη της παράστασης επιγραφή –«Ο ΟΣΙΟΣ ΣΙΣΩΗΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΑΦΟΝ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ» - ο σκελετός του νεκρού αναπαρίσταται με βασιλικό στέμμα στην κεφαλή (εικόνα 72). Στο Άγιο Όρος συναντούμε αντίστοιχες παραστάσεις στη Μονή Διονυσίου, τόσο στον προθάλαμο του καθολικού (στη σαρκοφάγο της παράστασης αναγράφεται η λέξη «Αλέξανδρος») όσο και στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου (από τη δυτική πλευρά της νότιας εισόδου, παράσταση με επιγραφή «Αλέξανδρος ο Μακεδών», 1615), στο νάρθηκα του καθολικού της Μονής Ξηροποτάμου (ενεπίγραφη αναφορά491 χωρίς να φαίνεται η μορφή του, 1783), στη Μονή Χιλανδαρίου (στον εξωνάρθηκα, επιγραφή στη σερβική γλώσσα492, 18ος ή 19ος αίωνας). Στη Βενετία, στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου, υπάρχει εικόνα του Μιχαήλ Δαμασκηνού, (σήμερα στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας) που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα και αναπαριστά τη γνωστή παράσταση με τη συνοδευτική επιγραφή πάνω από τον τάφο: ὁ τάφος τοῦ βασιλέως Ἀλεξάνδρου και ενδιαφέροντα πρόσθετα εικονογραφικά στοιχεία μπροστά στον τάφο: το στέμμα, το σκήπτρο, την ασπίδα και το σπαθί του βασιλιά. Επίσης, απεικόνιση του Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου υπήρχε και σε μια τοιχογραφία που έγινε το 1865 στη στοά του κοιμητηρίου της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας, όπου στην εικονιζόμενη σαρκοφάγο του νεκρού αναγράφεται: ὁ τάφος τοῦ Ἀλέξανδρου. Άλλη εικόνα με το θέμα του Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου με αρκετές ιδιαιτερότητες είναι αυτή που βρἰσκεται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας και χρονολογείται το 16ο αιώνα. Στην εικόνα αυτή ο Σισώης δεν αποδίδεται με τον καθιερωμένο τρόπο και ένδυση, παρά φορά ένα ολόμαυρο ράσο και οι χειρονομίες απόγνωσης των χεριών του διαφοροποιούνται. Μπροστά στον τάφο κείτονται ασπίδα, σπαθί, σκήπτρο και στέμμα. Στο ορεινό τοπίο του φόντου, που οριοθετείται από δύο μεγάλα δέντρα, διακρίνονται δύο ιππείς και μια ομάδα στρατιωτών με λάβαρο να τους ακολουθεί. Μια ακόμα ιδιαιτερότητα είναι ότι οι συνοδευτικές επιγραφές δεν είναι μόνο στα ελληνικά, αλλά μεταφράζονται και στα λατινικά και στα σέρβικα, στοιχείο που πιστοποιεί, σύμφωνα με το Stichel, πως η εικόνα θα πρέπει να αγιογραφήθηκε στην περιοχή της Δαλματίας, σύνορο ελληνικού και δυτικού πολιτισμού υπό σερβοκροάτικη γλωσσική κυριαρχία. Η ελληνική επιγραφή στο χείλος του τάφου έχει ως εξής: ὁ τάφος τοῦ Ἀλέξανδρου βασιλέος τοῦ σκάβουνος, Μακιδόνος. Τέλος, μια ακόμα εικόνα με το Σισώη στον τάφο του Αλέξανδρου είναι από τη συλλογή Τσακίρογλου στην Αθήνα, που αγιογραφήθηκε το 17ο αιώνα και είναι έργο του Κωνσταντίνου Ὁρῶν ἕφριξα βασιλέα τόν Μέγαν/ Πῶς σκολήκων γέγονε βρῶμα δυσώδες; (Stichel 1971: 88, Περιοδικό Αρχαιολογία, 11, 1984, σελ. 60). 491

492

Άγιος Σισώης / Τι είναι αυτό; / Εσύ είσαι Αλέξανδρε; / Αλίμονο, θάνατε, /που μας παίρνεις όλους!

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

392

Τζανή. Από το συνοδευτικό στιχούργημα δε διασώζεται σχεδόν τίποτα και ο Stichel δεν συμπεριλαμβάνει την παράσταση σε αυτές με τον Αλέξανδρο ως νεκρό, ωστόσο και πάλι τα πρόσθετα εικονογραφικά στοιχεία, δηλαδή το δόρυ και η ασπίδα μπροστά στον τάφο, μας επιτρέπουν να ταυτίσουμε το νεκρό με το Μακεδόνα βασιλιά, λαμβάνοντας υπόψη βέβαια και τα προαναφερθέντα παραδείγματα, όπου η απεικόνιση των όπλων συνοδεύεται και από την ενεπίγραφη ένδειξη του νεκρού ως Αλέξανδρου (Stichel 1971: 85 - 88, Paribeni 2006: 83, 97, Muller 2007: 371, Βιταλιώτης 2008: 223-224, 238, 248, 260: εικ. 23, Αθανασέλης 2014). Ως προς την απόδοση της μορφής του Σισώη, από τα παραπάνω παραδείγματα διακρίνουμε δύο ομάδες: στην πρώτη ο Άγιος αποδίδεται με τους αγκώνες των χεριών να κλείνουν προς τα μέσα στο ύψος του στήθους και τις παλάμες ανοικτές προς τα πάνω, όπως αποδίδεται για παράδειγμα στη Μονή Βαρλαάμ και στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου Βυλίτσας Ματσουκίου. Στη δεύτερη ομάδα, πιο σπάνια, αποδίδεται σε μια πιο άνετη στάση των χεριών, όπως στην εικόνα από το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας. Ακόμα, αποδίδεται στραμμένος ελαφρά προς τα δεξιά, με εξαίρεση την παράσταση από την Κοίμηση της Θεοτόκου στο Κουκούλι Ζαγορίου, όπου στρέφεται προς τα αριστερά. Ως προς την απόδοση του λειψάνου του Αλέξανδρου, σε ορισμένες αναπαραστάσεις η ιδιομορφία έγκειται στα πρόσθετα εικονογραφικά στοιχεία που συνοδεύουν το λείψανο και παραπέμπουν στην ιδιότητα του αρχαίου βασιλιά και στρατηλάτη, όπως στέμμα, ασπίδα, ακόντιο και σπαθί, όπως απαντώνται στην εικόνα του Δαμασκηνού από τη Βενετία, στην εικόνα του Κωνσταντίνου Τζανή από τη συλλογή Τσακίρογλου, στην εικόνα από το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, στην Κοίμηση της Θεοτόκου από το Κουκούλι Ζαγορίου, στον Άγιο Νικόλαο Βελβεντού Κοζάνης. Στην Κύπρο η παράσταση υπάρχει στο μικρό ναό του Αγίου Γεωργίου του Περαχωρίτη στην Κακοπετριά, πάνω από το άνοιγμα του νότιου τοίχου και χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 16ου αιώνα, είναι δηλαδή από τις παλαιότερες (Stylianou 1985: 81). Η τοιχογραφία δε διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση, ωστόσο διατηρούνται τα δύο τελευταία γράμματα της επιγραφής κάτω από τον εικονιζόμενο τάφο με το λείψανο: ….ΟC, που εύκολα από άλλα παράλληλα μπορεί να αποκατασταθεί ως ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, επομένως η ταύτιση με το θέμα του Σισώη πάνω από τον τάφο του Μακεδόνα βασιλιά δείχνει να είναι ασφαλής. Συνήθως η παράσταση αυτή του Αγίου Σισώη τοποθετούνταν απέναντι από το ιερό, ώστε να τη βλέπουν οι πιστοί καθώς εξέρχονται της εκκλησίας. Ο Αικατερινίδης εντόπισε και άλλες, πιο σύγχρονες αποδόσεις αυτού του θέματος: η πρώτη είναι σε κόγχη του προαυλίου της Μονής Αρτοκώστα Κυνουρίας και οι άλλες δύο στο ξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννη και στην εκκλησία της Παναγίας Καστριανής της Νάξου (Αικατερινίδης 1996:35). Οπωσδήποτε, ξεχωριστή θέση στις σχετικά σύγχρονες παραστάσεις του Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου κατέχει η αντίστοιχη τοιχογραφία από το ναό του

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

393

Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στη Ρόδο, από το Φώτη Κόντογλου και τους βοηθούς του, Ιωάννη Τερζή και Παντελή Οδάμπαση. Ο ναός αυτός κτίστηκε επί Ιταλοκρατίας και αγιογραφήθηκε από την ομάδα του Κόντογλου μετά την απελευθέρωση των Δωδεκαννήσων, μεταξύ του 1951 -1961. Στον απεικονιζόμενο τάφο με το λείψανο υπάρχει επιγραφική ένδειξη «Ο Όσιος Σισώης εις τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Η θέση της αγιογραφίας είναι εντελώς ασυνήθιστη, πάνω από την ανατολική καμάρα του δεξιού κλίτους. Ούτως ή άλλως, ασυνήθιστη είναι η αγιογραφία αυτή για έναν ναό που δεν ανήκει σε μοναστηριακό συγκρότημα. Υπάρχει επίσης σύγχρονη απεικόνιση στη Μονή Παναχράντου στα Μέγαρα (Αθανασέλης 2014), καθώς και στη Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο νησί της Θάσου (εικόνα με συνοδευτική επιγραφἠ και την αναφορά «του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου», έργο της Μαρίας Καραπάλη, 1970). Η παράσταση εντοπίζεται ακόμα και στην τράπεζα της Μονής Εικοσιφοινίσσης, στο Παγγαίο Όρος στην Ανατολική Μακεδονία, όπου πρόκειται για παράσταση του εργαστηρίου των καλογριών της Μονής μεταξύ των ετών 1974-75 (εικόνα 73). Εδώ και πάλι υπάρχει η συνοδευτική επιγραφή με την αναφορά στον Αλέξανδρο ως «βασιλιά Ελλήνων» και η επιγραφική ένδειξη του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η παράσταση αυτή κλείνει έναν ιστορικό κύκλο τετρακοσίων ετών εικονογραφικής παράδοσης. Σε μεγαλυνάριον από το Μέγα Συναξαριστή της ορθοδόξου εκκλησίας (έκδοση του 1958) υπάρχει η αναφορά στην ερμηνεία της απεικόνισης του Αγίου Σισώη μπροστά στον τάφο του βασιλιά των Ελλήνων Αλέξανδρο, που παραπέμπει ακριβώς στο πρόσκαιρο της δόξας. Η έκδοση συνοδεύεται από ιχνογράφημα της απεικόνισης από το Θρακιώτη Ράλλη Κοψίδη (Stichel 1971: 112). Τέλος, ίδια παράσταση υπάρχει και σε φορητή εικόνα μικρών διαστάσεων του 16ου αιώνα, που βρίσκεται σήμερα στο μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης, όπου το λείψανο του νεκρού στον τάφο επιγράφεται ως Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.493 Η αγιογράφηση της εικόνας δείχνει επιδράσεις της Κρητικής Σχολής και συνοδεύεται και από περιληπτική απόδοση του γνωστού στιχουργήματος (Χατζηδάκης: 345-346). Το μοτίβο της νίκης του θανάτου επί του ανίκητου βασιλιά γίνεται ακόμα πιο εμφαντικό στην παράσταση του καθολικού της Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους, που χρονολογείται to 1765. Στην παράσταση αυτή, ο Χάρος, με τη μορφή του δρεπανηφόρου σκελετού, πατάει πάνω στον νεκρό Αλέξανδρο (εικόνα 74). Στο 18ο αιώνα χρονολογείται και μια παρόμοια παράσταση από τη Μονή Γρηγορίου, χωρίς ωστόσο να αναγράφεται το όνομα του Αλέξανδρου, αλλά με ίδια βασιλικά εικονογραφικά χαρακτηριστικά. Οι παραστάσεις αυτές πρέπει να ειδωθούν ως Είναι χαρακτηριστικό πως η πρόσληψη του Αλέξανδρου υπό το πρίσμα της ματαιότητας, έκδηλη στις θρησκευτικές αναπαραστάσεις με τον άγιο Σισώη, πέρασε και στη λόγια παράδοση της εποχής της τουρκοκρατίας, όπως δείχνει το περιεχόμενο ενός ποιήματος ανωνύμου σε συλλογή του 1818, που επιμελήθηκε ο Ζήσης Δαούτης (Μηνάογλου 2013: 113-114). 493

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

394

συμβολικές απεικονίσεις της υποταγής του ανθρώπου στη μοίρα του θανάτου, ακόμα και των μεγάλων και ισχυρών, όπως ο Αλέξανδρος. Φαίνεται τελικά πως το μοτίβο αυτό της ματαιότητας της ζωής μέσω της μορφής του Αλέξανδρου είχε μια κάποια διάδοση και εκτός των θρησκευτικών απεικονίσεών του, αν κρίνουμε από την αναφορά που κάνει ο Ηπειρώτης ποιητής Σταυρινός σε ποίημα που έγραψε προς τιμήν του Μιχαήλ Γενναίου (βλέπε παρακάτω) και στο οποίο αναφέρεται στον Κάτω Κόσμο, στην αρχαιοελληνική του διάσταση, σημειώνοντας: «Και μη καυχάσθε βασιλείς, ρηγάδες και ανδρειωμένοι, / ότι στον άδην βρίσκονται όλοι αποκλεισμένοι. / Εδώ είναι Αλέξανδρος ο μέγας ακουσμένος, / εδώ και Βελισάριος, στα σκοτεινά βαλμένος» (Gavalaris 1989: 17, Dinu 2013: 482). Ο μεταβυζαντινός εικονογραφικός κύκλος του Αλέξανδρου δεν περιορίζεται στους παραπάνω τύπους. Στο μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Γεωργίου του χωριού Λεύκη Καρδίτσας υπάρχει τοιχογραφικός διάκοσμος που χρονολογείται στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα. Στο νάρθηκα του ναού, σε περίοπτη θέση δίπλα στη δυτική είσοδο, εικονίζεται έφιππος στον κερασφόρο Βουκεφάλα ο Μέγας Αλέξανδρος (εικόνα 75). Η ταύτιση είναι ασφαλής, τόσο λόγω του κερασφόρου αλόγου, που, όπως είδαμε, πρόκειται για μια μακραίωνη εικονογραφική παράδοση του Βουκεφάλα, όσο και από παρόμοια απεικόνιση που υπάρχει στο ίδια εποχής παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου του ναού του Αγίου Δημητρίου, στο Καστρί Λάρισας, όπου διαβάζουμε και τη συνοδευτική επιγραφή της έφιππης μορφής: Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Η απόδοση της μορφής του Αλέξανδρου στον Άγιο Γεώργιο Λεύκης χαρακτηρίζεται από λεπτολόγο διάθεση στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του, που αποπνέουν ευγένεια και εσωτερικό μεγαλείο και προσιδιάζουν, ως τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά, -μαζί και με άλλες απεικονίσεις του τοιχογραφικού διακόσμου –στο έργο του ιερέα Θεοδώρου από την Αγιά Λάρισας (Τσιουρής (2009)2012: 649, 654-655) . Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται νεαρός και αγένειος, με πλούσια κόμμωση και με ενδυματολογικά χαρακτηριστικά βυζαντινού αυτοκράτορα, εστεμμένος και με κάθετο στον κορμό λώρο, να κρατά λάβαρο στο αριστερό χέρι. Η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου εμφανίζεται και σε άλλες φορητές εικόνες: έτσι, παριστάνεται και σε κάποιες εικόνες του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, με τον Αρχάγγελο να του παίρνει την ψυχή. Για παράδειγμα, σε εικόνα από τη Σίφνο του 1753 αναπαρίσταται ο Αλέξανδρος πεσμένος στο έδαφος με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ να στέκεται από πάνω του κραδαίνοντας σπάθη (Βελουδής 1989 (1977): ρζ΄-ρή, Demandt 2009: 424)494. Ο Αρχάγγελος σε αυτόν τον τύπο εικονογράφισης αποδίδεται να κρατά Ο συγγραφέας αυτού του τόμου είναι βέβαιος πως οι αναπαραστάσεις του Αλέξανδρου στη μεταβυζαντινή τέχνη είναι πολύ περισσότερες από αυτές που κατάφερε να εντοπίσει ο ίδιος και πως μπορούν να αποτελέσουν άνετα το θέμα μιας διδακτορικής διατριβής, ακόμα και ως επιμέρους θέμα, π.χ. η παράσταση με το Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου. Εναπόκειται στη μελλοντική έρευνα 494

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

395

θριαμβευτικά ψηλά στο αριστερό του χέρι την ψυχή του νεκρού γενικότερα - και του Αλέξανδρου ειδικότερα - στη μορφή μικρής γυναίκας στα σπάργανα. Ο Gavalaris προτείνει να μη συσχετίζεται ο Αρχάγγελος με το Χάρο, αλλά να ερμηνεύεται ως το μέσο που τελικά σώζει την ψυχή του νεκρού (εδώ του Αλέξανδρου) από τα μαρτύρια της κόλασης και την οδηγεί στον παράδεισο. Άλλωστε, επισημαίνεται πως και στη λαϊκή παράδοση ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έχει το ρόλο του ψυχοπομπού (Gavalaris 1989: 18). Αναφορικά με τις θρησκευτικές παραστάσεις του Αλέξανδρου, συμπερασματικά θα μπορούσε να σημειώσει κανείς πως η εκκλησία, στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ως επίσημος εκπρόσωπος του υπόδουλου ελληνισμού και ως ένα βαθμό φορέας έκφρασης του εθνισμού του, εγκολπώνεται και τη μορφή του Αλέξανδρου, ως σύμβολο της μακραίωνης ιστορίας των Ελλήνων, με σκοπό, πρώτον, να υπερτονίσει τη ματαιότητα της ζωής και επομένως να αναδείξει τη μορφή του Θεανθρώπου Χριστού ως αποκλειστικού νικητή του θανάτου (οι παραστάσεις του νεκρού Αλέξανδρου με το Σισώη ή το θάνατο). Δεύτερον, να χρησιμοποιήσει τον Αλέξανδρο ως αρχαίο βασιλιά συμβολικά και εσχατολογικά, δίπλα σε άλλες μορφές, σε συνθέσεις που εξυμνούν το μεγαλείο των θείων προσώπων (οι παραστάσεις με τους άλλους βιβλικούς βασιλιάδες στη Δευτέρα Παρουσία). Τρίτον, να παρουσιάσει τον Αλέξανδρο ως αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνορθόδοξης ταυτότητας και παράδοσης. Η παρείσφρηση του Αλέξανδρου στην ελληνική θρησκευτική εικονογραφία των αιώνων της Τουρκοκρατίας υποβοηθιέται από την ισχυρή βυζαντινή παράδοση γύρω από το πρόσωπό του αλλά και από τις βιβλικές αναφορές σ’ αυτόν. Ωστόσο, δεν μπορεί κάποιος να μην παρατηρήσει πως η απεικόνιση του Αλέξανδρου στις ελληνικές εκκλησίες της εποχής της τουρκοκρατίας αποτελεί ίσως και μια έμμεση αναγνώριση του καταλυτικού του ρόλου στη διάδοση και εδραίωση του χριστιανισμού, κατά συνέχεια και αντιστοιχία με τη μεσαιωνική ελληνική απεικόνισή του ως βυζαντινού αυτοκράτορα, σε ανάγλυφα που τοποθετούνταν πάλι σε βυζαντινές εκκλησίες. Στο Χάρτη 2 στο τέλος του βιβλίου καταγράφονται όλες οι προαναφερόμενες βυζαντινές και μεταβυζαντινές / σύγχρονες παραστάσεις του Αλέξανδρου σε ελληνορθόδοξες εκκλησίες και μνημεία, μαζί με τη σέρβικη απεικόνιση στη Μονή Χειλανδαρίου και τις βυζαντινές στον Άγιο Μάρκο Βενετίας. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως η εικονογράφηση του Αλέξανδρου στις ελληνορθόδοξες εκκλησίες της εποχής της τουρκοκρατίας θα πρέπει οπωσδήποτε να συσχετιστεί με την αντίστοιχη εικονογράφηση, σε εκκλησίες, άλλων ιστορικών προσώπων από την ελληνική αρχαιότητα, που παρατηρείται την ίδια εποχή. Συγκεκριμένα, από το 16ο αιώνα και εξής, απεικονίζονται πρόσωπα από την αρχαία να συλλέξει στοιχεία απ’ όλες τις μεταβυζαντινές εκκλησίες της Ελλάδας (και των Βαλκανίων) και να φωτίσει το ζήτημα αυτό σε όλες του τις διαστάσεις.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

396

Ελλάδα (συνήθως στο νάρθηκα), όπως ο Όμηρος, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Σόλων, ο Θουκυδίδης, ο Σοφοκλής, ο Πλούταρχος και άλλοι, σε εκκλησίες και μοναστήρια, όπως η Μονή Φιλανθρωπηνών στο νησί των Ιωαννίνων (1532-1560), ο Προφήτης Ηλίας Σιατίστης, εκκλησίες στο Γεράκι, ο ναός Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης (1615)495, το καθολικό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη Μονή Βελλάς στους Νεγράδες Ιωαννίνων (1745) και αλλού. Η απεικόνιση των μορφών αυτών ερμηνεύεται ως τάση του ελληνισμού της τουρκοκρατίας να εμφανιστεί ως κληρονόμος όχι μόνο του χριστιανικού – βυζαντινού παρελθόντος του αλλά και του αρχαιοελληνικού (Μοναστήρια 2003: 144…). Ακριβώς στο πλαίσιο ερμηνείας αυτών των παραστάσεων θα πρέπει να εντάξουμε και την, ενισχυμένου συμβολισμού, απεικόνιση του Μακεδόνα βασιλιά, που γεφυρώνει άριστα το αρχαιοελληνικό με το βυζαντινό.

Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στο ναό του Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης, όχι μόνο γιατί στο ναό αυτό υπάρχει ακόμα τόσο η παράσταση του Αλέξανδρου με τους άλλους βασιλείς (Κύρο, Δαρείο και Αύγουστο) στη Δευτέρα Παρουσία όσο και το όραμα του Αγίου Σισώη, αλλά ακόμα διότι οι παραστάσεις των αρχαίων Ελλήνων ενσωματώνονται στη γνωστή απεικόνιση της ρίζας του Ιεσσαί (στο νάρθηκα του μνημείου). Σε αυτήν την πελώρια σύνθεση, απεικονίζονται συνολικά δώδεκα μορφές της αρχαίας Ελλάδας σε δύο εξάδες δεξιά και αριστερά του Ιεσσαί, δηλαδή ο Θαλής, ο Δίων, ο Απόλλωνας, ο Πλάτωνας, ο Πλούταρχος ο Ιώσηπος και από την άλλη πλευρά ο Σόλωνας, ο Ζήνωνας, ο Αριστοτέλης, η Σίβυλλα, ο Σοφοκλής και ο Θουκυδίδης (πηγή: βίντεο με ξεναγήσεις στο ναό από τις διευθύνσεις: https://www.youtube.com/watch?v=Jj0PduCy_TA, https://www.youtube.com/watch?v=yEiobLABbro – εκπομπή «πολιτιστικό ημερολόγιο», προσπέλαση 29.3.2015 και το βιβλίο της Φλώρου Καλλιόπης, Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης. Ιστορία – Αρχιτεκτονική – Τέχνη, Αθήνα 2003). Περιγραφή του εικονογραφικού θέματος της ρίζας του Ιεσσαί μαζί με τους σοφούς των Ελλήνων και τις ρήσεις τους μας δίνει ο Διονύσιος του Φουρνά στο έργο του Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης, στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Εκεί γίνεται λόγος για τον Απολλώνιο, το Σόλωνα, το Φίλωνα, τον Αριστοτέλη και άλλους σοφούς με ρήσεις, που προοικονομούν τη θεία φύση του Χριστού (Παπαδόπουλος –Κεραμεύς 1900: 85-87). 495

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

397

4.4. Σύμβολο των αγώνων και του πατριωτισμού των Ελλήνων Παράλληλα ενισχύεται και το πρόσωπο του Αλέξανδρου ως σύμβολο του πανελλήνιου αγώνα κατά των Τούρκων: στα μέσα του 16ου αιώνα (1558-1561) μια διπλωματική αποστολή του Ρώσου τσάρου Ιβάν Βασίλιεβιτς φεύγει από τη Μόσχα με σκοπό να μεταφέρει μήνυμα σεβασμού και στήριξης του τσάρου προς τον ορθόδοξο πατριάρχη Αλεξανδρείας Ιωακείμ. Ο Ιωακείμ τους δέχεται και αφού του δείχνουν μια εικόνα με τον έφιππο τσάρο, εύχεται υπέρ της μακροζωίας του για να συνεχίσει δακρυσμένος: «…Είναι γραμμένο στα ελληνικά μας βιβλία ότι ένας βασιλιάς θα έρθει από τις ορθόδοξες χώρες της Ανατολής και ότι ο Θεός θα του δώσει πολλά βασίλεια να διαφεντεύει και ότι το όνομά του θα δοξαστεί από την ανατολή μέχρι τη δύση, όπως αυτό του Αλέξανδρου, βασιλιά της Μακεδονίας στην αρχαιότητα. Θα ανέβει στο θρόνο της κυρίαρχης πόλης και το χέρι του θα μας απελευθερώσει από τους άπιστους Τούρκους» (Βακαλόπουλος 2003: 411-415). Η αναφορά αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία: φανερώνει πως στη συνείδηση του προκαθήμενου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας ο ορθόδοξος βασιλιάς της προφητείας των υπόδουλων Ελλήνων μόνο με τον Αλέξανδρο μπορούσε να παραλληλιστεί, το μεγάλο Έλληνα βασιλιά της αρχαιότητας. Οι δύο μεγάλοι μύθοι του αρχαίου και του υπόδουλου ελληνισμού ταυτίζονταν στη δόξα του ηγέτη – λυτρωτή. Κι αν στην αναφορά του Ιωακείμ ο παραλληλισμός με τον Αλέξανδρο γίνεται με έναν ξένο ηγεμόνα, στην περίπτωση του μικρού έπους του Ζακυνθινού ποιητή Τζανέ Κορωναίου με τίτλο Ανδραγαθήματα Μερκουρίου Μπούα (1519) η αντιπαραβολή γίνεται μεταξύ του Αλεξάνδρου και του αρχηγού των Ελλήνων μισθοφόρων της Βενετίας. Ο Τζανέ Κορωναίος έζησε στη Βενετία και υπήρξε θαυμαστής του Μερκούριου Μπούα, ενός πολέμαρχου γεννημένου στο Ναύπλιο, η γενιά του οποίου, αν και είχε αλβανικές –αρβανίτικες ρίζες πίσω στο 14ο αιώνα, είχε εξελληνιστεί και ενταχθεί στην ελληνορθόδοξη ρωμιοσύνη. Ο Μπούας διέπρεψε επικεφαλής μισθοφορικού σώματος σε πολέμους στη Δύση, άλλοτε στο πλευρό των Βενετών κι άλλοτε στην υπηρεσία του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΒ΄ και του Γερμανού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄ λαμβάνοντας υψηλά αξιώματα, τίτλους και τιμές για τις ανδραγαθίες του και τη στρατηγική του δεινότητα σε διάστημα τριάντα χρόνων (1496-1527). Ο Κορωναίος, στους 4500 ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους του, αναφέρεται αναλυτικά στην ιστορία του, αντιπαραβάλλοντάς τον κυρίως με τον Αχιλλέα αλλά και με τον Αλέξανδρο: ήδη από το προοίμιο, ο ποιητής θέλει να τονίσει ότι το έργο του εντάσσεται σε μια μακραίωνη παράδοση: «Ἠξεύρομεν τόν Ἕκτορα καί αὐτόν τόν Ἀχιλλέαν, / τόν θαυμαστόν Ἀλέξανδρον, τόν μέγαν βασιλέαν.» Στη συνέχεια τονίζει ότι η γενιά του Μπούα ήταν «από τον καιρό του Πύρρου και του Αντίνου του Πειρώτα», επομένως «δεν ήταν ξένος». Κατά την εξιστόρηση των κατορθωμάτων του

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

398

Μπούα, ο Κορωναίος βάζει τον αντίπαλό του, σινιόρ Τζουάν Ιάκωμο, να τον παραλληλίζει με τον Αλέξανδρο, μιλώντας στον ηγεμόνα του, Κάρολο: «Κ’ ἄν θές νά μάθης τὤνομα, Μερκούριον τόν λέσι, κ’ ουδόλως σφάλλει ἄν τινάς Ἀλέξανδρον καλέση. Ὑπολαμβάνω ἀληθῶς ἄν ἔν’ καί ἀποκτήση τοῦ Ἀλεξάνδρου τόν στρατόν, κάλλι’ὄνομα ν’ ἀφήση». Ακόμα, στην έμμετρη επιστολή (πιτάκιον) που στέλνει ο Κορωναίος στον ίδιο τον Μερκούριο Μπούα, επανέρχεται στον παραλληλισμό με τους αρχαίους ήρωες και βέβαια με τον Αλέξανδρο: «Τόν Ἡρακλή ἀπέρασας, κ’ αὐτόν τον Ἀχιλλέα, ποῦ ‘ταν οἱ πρῶτοι στρατηγοί, κ’ ἄνδρες καιρόν παλαία. Και μοιάζεις τόν Ἀλέξανδρον, π’ ἀνατολή καί δύση, κ’ ὅλον τόν κόσμ’ ἀπό σπαθιοῦ εἷχέ τονε κερδίσει. …………………………………………………………………………….. Ν’ ἀκούσης οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἀλέξανδρου τοῦ μέγα τό τί ὄμορφο παράδειγμα ποῦ ’βγάλαν καί τοῦ λέγαν. Ὁγιά νἇνε πρῶτος βασιλεύς κ’ ἀφέντης τῆς κορώνας, ἔλεγαν δός Ἀλέξανδρον, νά δῆς τούς Μακεδόνας. Λοιπόν ἐκείνο ποῦ ’λεγαν τοῦ Ἀλεξάνδρου τότες, καί τώρα, δός Μερκούριον νά βλέπης στρατιώταις.» (Σάθας 1867: ι΄, ιζ΄, κ΄, λ΄, ρβ΄ -ρκγ΄, 3 -4, 30-31, 149, 152-153). Επομένως, αυτό που προκύπτει ως συμπέρασμα είναι πως στις αρχές του 16ου αιώνα ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να αποτελεί παράδειγμα μίμησης και σύγκρισης για τον ελληνισμό, συνεχίζοντας τη μακραίωνη παράδοση των ελληνιστικών και βυζαντινών χρόνων. Το γεγονός, μάλιστα, πως ο Κορωναίος συμπεριλαμβάνει το αλεξάνδρειο πρότυπο και στο πιτάκιον που στέλνει προσωπικά στον Μπούα, καθώς και οι αναφορές του για τη δημοφιλία της ιστορίας του Αλέξανδρου, αποτελούν τεκμήρια που φανερώνουν πως ο Μακεδόνας βασιλιάς εξακολουθούσε να αποτελεί τον πιο αγαπητό ιστορικό ήρωα του ελληνισμού. Ένα ακόμα παράδειγμα συσχετισμού με τον Αλέξανδρο προσώπων που αγωνίζονται κατά των Τούρκων μας δίνει ο πολέμιός τους ελληνορουμάνος

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

399

παραδουνάβιος ηγεμόνας της Βλαχίας Μιχαήλ ο Γενναίος, ο οποίος υπήρξε και ο ίδιος αναγνώστης και παραγγελιοδότης λογοτεχνικών έργων για τον Αλέξανδρο. Δολοφονήθηκε από πράκτορες των Τούρκων το 1601 και παραλληλίστηκε μετά το θάνατό του από τους υμνητές του με τον Αλέξανδρο. Για παράδειγμα, ο λαϊκός Κρητικός ποιητής Γεώργιος Παλαμήδης, αναφερόμενος στη συνωμοσία που κατέληξε στη θανάτωση του Μιχαήλ γράφει: «Πάλιν με τον Αλέξανδρον τίποτας δεν εσφάλεις, / κύτταξε ταις ανδραγαθίαις πούκαμεν ο Μιχάλης/ κι αν έλειπεν η πιβολή, [ή]θελεν αφανίση / του Τούρκ’ όλην τη δύναμιν να την καταποντίση». Ακόμα, ο Ηπειρώτης ποιητής Βεστιάρης Σταυρινός, μνημονεύει σε πολύστιχο ποίημά του προς τιμήν του Μιχαήλ Γενναίου τον Αλέξανδρο, αναφερόμενος στη συμμετοχή 300 Ελλήνων στις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων και σημειώνει εμφαντικά: «Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς ὅλην τήν οἱκουμένην / με τούς Ρωμαίους τήν ὅρισεν» ή αλλού «Ἂν Μακεδόνες εἲμασθεν σήμερον ἂς φανοῦμεν / σήμερον ἂς τιμήσομεν καί γένος καἰ πατρίδα / ἢ σήμερ’ ἂς ποθάνομεν χωρίς ἂλλην ἐλπίδα»496. Οι παραπάνω στίχοι είναι αξιοσημείωτοι, καθότι φανερώνουν ότι γύρω στο έτος 1600 η μορφή του Αλέξανδρου εξακολουθεί να αποτελεί βασικό στοιχείο της ελληνικής συνείδησης. Επιπλέον, κρίνοντας κι από άλλες αναφορές αυτών των λαϊκών ποιητών, που με τα ποιήματά τους απευθύνονταν σε ένα εξίσου λαϊκό ακροατήριο, γίνεται αντιληπτό πως στην πενιχρή γνώση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς που είχαν, εντασσόταν μόνο ο Όμηρος με βασικούς του ήρωες, όπως ο Αχιλλέας και ο Έκτορας και κατ’ εξοχήν ως αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της ελληνικής αρχαιότητας ο Αλέξανδρος. Γενικότερα, οι Έλληνες ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας συγκρίνονταν συχνά με τον Αλέξανδρο και οι ίδιοι έδειχναν μια ιδιαίτερη προτίμηση για τη βάφτιση των απογόνων τους με τα ονόματα Αλέξανδρος, Ρωξάνη, Αντίοχος. (Βελουδής 1989 (1977): μι΄-ν΄, Μηνάογλου 2013:78-79, Dinu 2013: 480-483). Έτσι, στη Μολδαβία, από τους δεκαεπτά Έλληνες ηγεμόνες που κυβέρνησαν στο διάστημα 1774 -1821 – Μαυροκορδάτοι, Υψηλάντηδες, Σούτσοι, Καλλιμάχηδες και άλλοι – οι εννέα είχαν ως βαφτιστικό το «Αλέξανδρος», ενώ και στη Βλαχία κατά το ίδιο περίπου διάστημα «Αλέξανδροι» Έλληνες ηγεμόνες υπήρξαν οι επτά στους δεκαεπτά497. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Έλληνα εμπόρου στο Άμστερνταμ Ιωάννη Πρίγκου, με καταγωγή από τη Ζαγορά του Πηλίου, ο οποίος έδρασε γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα. Ο Πρίγκος, θέλοντας να συμβάλλει στην ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου της πατρίδας του, έστειλε βιβλία αρχαίων Ελλήνων Το ποίημα αυτό πρέπει να γράφτηκε γύρω στο 1600 και έγινε πολύ αγαπητό ανάμεσα στους Έλληνες, αφού γνώρισε 12 εκδόσεις από τα τυπογραφεία της Βενετίας, από το 1638 ως και το 1806 (Dinu 2013: 478). 496

Με βάση τον πίνακα των Ελλήνων ηγεμόνων Βλαχίας και Μολδαβίας μεταξύ των ετών 1774 1821 του «Επίτομου Λεξικού της Ελληνικής Ιστορίας» των Βαγγέλη Δρακόπουλου –Γεωργίας Ευθυμίου. 497

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

400

συγγραφέων στη φημισμένη Σχολή Ζαγοράς. Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου του Αρριανού «Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις» με πόνο στην ψυχή έγραψε: «…ὁ μέγιστος Θεός ν’ ἀναστήση, ἤγουν νά ἀσηκώση καί διά ἐμᾶς τούς σκλαβωμένους στόν Τοῦρκο τώρα ὑπέρ τούς τριακοσίους χρόνους, ὡς τόν Ἀλέξανδρον, ἅλλον ἔναν τέτοιον ἄξιον νά μᾶς λυτρώση ἀπό τήν τυραννίαν τοῦ ἀθέου Ἀγαρηνοῦ….Ἀνάστησε, θεέ μου, ἕναν Ἀλέξανδρον Μακεδόνα νά ἐλευθερώση τήν ἄθλια Ελλάδα μας…κάμε ἄλλον ἕναν Πέτρον διά ἐμᾶς ὡς ἐκεῖνον τῆς Ρουσίας». Επίσης, στο προσωπικό του ημερολόγιο, το χρονικό του Άμστερνταμ, στις 12 Ιουνίου 1768, με αφορμή μια γιορτή στα ανάκτορα, σημειώνει: «…Ὁ Θεός νά γίνη καί εἰς ἐμᾶς ἔλεος νά ἐλευθερωθῆ τό γένος ἀπό τόν Ἀγαρηνόν… Ἕως πότε βασιλεύει αὐτό τό ἤμσυ φεγγάρι ὅπου κυριεύει τήν πόλιν τοῦ Κωνσταντίνου; ….Ἀσήκωσε, Θεέ μου, ἕναν ἄλλον Ἀλέξανδρον, ὡς πότε ἐκεῖνος τούς Πέρσας ἔδιωξε ἀπό τήν Ελλάδα, ἔτζι καί αυτόν τόν τύραννο νά τόν διώξη, να λάμψη πάλε η χριστιανοσύνη στούς τόπους τῆς Ελλάδος καθώς καί πρῶτα» (Γκράτζιου 1982: 135-136, Δημαράς 1989: 130, Καραμπερόπουλος 2006: 12). Όμως αυτός που καλύτερα απ’ όλους τους Έλληνες της προεπαναστατικής περιόδου συνειδητοποίησε την αξία του Αλέξανδρου ως εθνικού συμβόλου και επιχείρησε να τον προβάλλει ανάλογα δεν ήταν άλλος από τον κορυφαίο λόγιο, πατριώτη και πρόδρομο της ελληνικής επανάστασης, Ρήγα Βελεστινλή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ρήγας, ο οποίος είχε συγκροτημένο και μεθοδικό σχέδιο για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, σε μια εποχή που άλλοι Έλληνες υμνούσαν το Ναπολέοντα, αυτός δεν έγραψε ούτε μια λέξη γι’ αυτόν, αλλά στράφηκε στο πρότυπο του Αλέξανδρου (Καραμπερόπουλος 2006: 6). Στο επαναστατικό του ποίημα Ύμνος Πατριωτικός στην 33η στροφή γράφει: «Ἀλέξανδρε, τώρα να βγῆς / ἀπό τόν τάφον, καί νά ἰδῆς / τῶν Μακεδόνων πάλι /ἀνδρείαν τήν μεγάλην /πῶς τούς ἐχθρούς νικοῦνε, / μέ χαρά στή φωτιά!». (Καραμπερόπουλος 2006: 4). Τα λόγια αυτά, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ακούγονται σαν τον απόηχο της αντίστοιχης επίκλησης του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη, 530 χρόνια περίπου πριν (βλέπε κεφάλαιο 3.3). Ο Ρήγας, θέλοντας ακριβώς να εμπνεύσει θάρρος και ηρωισμό στους σκλαβωμένους Έλληνες, το 1797 στη Βιέννη τυπώνει μυστικά 1200 μονόφυλλα με τη χαλκογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σε διαστάσεις 28,5 x43,5 εκ.498 Κάποιες από τις χαλκογραφίες αυτές έδωσε σε Έλληνες της Ένα μονόφυλλο με την ίδια απεικόνιση αλλά βέβαια διαφορετικό σκοπό από αυτόν του Ρήγα είχε πρωτύτερα δημιουργήσει και ο χαράκτης Salamon Kleiner στη Βιέννη, το 1749 (βλέπε Γκράτζιου 1982:136 κ.ε. Χατζηνικολάου 1997: 133). Υπάρχουν σήμερα τρία τέτοια σωζόμενα μονόφυλλα, ένα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας, ένα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Βιέννης και ένα στη Ρουμανική Ακαδημία στο Βουκουρέστι. Το μονόφυλλο του Ρήγα αποτελεί σύνθεση δύο στοιχείων: α. της προσωπογραφίας του Αλέξανδρου, που ως καλλιτεχνική δημιουργία είχε με τη σειρά της πρότυπα αναγεννησιακά, σε μετάλλια και νομίσματα και εγγύτερο παράδειγμα μια ανάγλυφη μαρμάρινη πλάκα με προτομή του Αλέξανδρου, θεωρούμενη ως αντίγραφο έργου του Βερρόκκιο (σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον) και β. τις σκηνές από την εκστρατεία του περιμετρικά της προσωπογραφίας, με πρότυπα τους περίφημους πίνακες του Charles le Brun, που έγιναν μεταξύ των 498

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

401

Αυστρίας, ενώ άλλες έστειλε σε Ελλάδα, Μολδαβία και Βλαχία, μαζί με τα υπόλοιπα επαναστατικά του έργα. Λίγο αργότερα ο Ρήγας συνελήφθη από την αυστριακή αστυνομία. Στους ανακριτές του είπε πως τύπωσε την εικόνα του Αλέξανδρου με σκοπό την αναμόρφωση του ελληνικού έθνους. (Καραμπερόπουλος 2006: 2,3). Πιο συγκεκριμένα, στην ανακεφαλαίωση της ανάκρισης των αυστριακών αρχών από τον αυτοκρατορικό σύμβουλο Ρέννερ διαβάζουμε πως «ομολογεί ο Ρήγας, ότι επί τω αυτώ σκοπώ (δια να φωτίση το ίδιον αυτού έθνος) εχάραξε και εξετύπωσε 1200 αντίτυπα της εικόνος της παριστανούσης Αλέξανδρον τον Μέγαν» (Καραμπελιάς 2015: 227). Η χαλκογραφία (εικόνα 76) αποτελεί δημιουργία του Φρανσουά Μίλλερ, αν και ο συγκεκριμένος εικονογραφικός τύπος απαντάται σε ποικίλες παραστάσεις στη δυτική Ευρώπη από την Αναγέννηση και μετά, συμπεριλαμβανομένης μιας σφραγίδας των αρχών του 18ου αιώνα φιλοτεχνημένη από το Johann – Cristoph Dorsch (Νυρεμβέργη). Η προσωπογραφία του Αλέξανδρου περιβάλλεται από 4 παραστάσεις από την εκστρατεία του στην ανατολή (η μάχη στο Γρανικό, η ήττα του Δαρείου, η είσοδος του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα και η οικογένεια του Δαρείου στα πόδια του Αλέξανδρου) και στις γωνίες από τις προσωπογραφίες των 4 στρατηγών του, του Αντιγόνου, του Κασσάνδρου, του Πτολεμαίου και του Σέλευκου. Ο Ρήγας, έξυπνα παραθέτει και μια μικρότερη απεικόνιση «ανατολικής πέτρας» με την ίδια παράσταση, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση στον αναγνώστη ότι η χαλκογραφία αποτελεί αντίγραφο αρχαίου αυθεντικού πετραδιού με την παράσταση του Μακεδόνα βασιλιά, επομένως είναι αυθεντική. Ακόμη, ο Ρήγας πρόσθεσε κείμενο στα ελληνικά και γαλλικά 499, όπου περιγράφει σύντομα τη ζωή και τα κατορθώματα του Αλέξανδρου και τελειώνει με τη φράση: «Ἐξεδόθη παρά τοῦ Ρήγα Βελεστινλῆ Θετταλοῦ, χάριν τῶν Ελλήνων καί Φιλελλήνων, 1797». Στο κείμενο αυτό, προβάλλει ιδιαίτερα τις σπουδές φιλοσοφίας του Αλέξανδρου πλάι στον Αριστοτέλη, την ταυτότητά του ως «αρχηγού των Ελλήνων», την ανδρεία και την πολεμική του αρετή, καθώς και το αποτέλεσμά της, που ήταν ο «χαλασμός» της περσικής αυτοκρατορίας, σε έναν προφανή παραλληλισμό με τη σύγχρονή του Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατά το παγιωμένο σχήμα «Πέρσες – ετών 1660-1669 ως παραγγελία του Γάλλου μονάρχη Λουδουβίκου ΙΔ΄. Μάλιστα, με τη σειρά τους, οι πίνακες του Le Brun αντιγράφτηκαν σε χαλκογραφίες με γνωστότερες αυτές του G. Audran κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, που φαίνεται ότι αποτέλεσαν και τα άμεσα πρότυπα των παραστάσεων του μονόφυλλου του Ρήγα. Κάποιες από τις χαλκογραφίες του Audran βρίσκονται σήμερα στο Προεδρικό Μέγαρο στην Αθήνα. Βλέπε περισσότερα σε Γκράτζιου 1982: 136-142. Η παράθεση του κειμένου στα γαλλικά οφείλεται –πέρα από τη δεδομένη εμβέλεια των γαλλικών ως διεθνούς γλώσσας, γλώσσας του διαφωτισμού και των γραμμάτων – και στις διεθνείς πολιτικές συγκυρίες της εποχής: τον Ιούνιο του 1797 ο γαλλικὀς στρατός αποβιβαζόταν στην Κέρκυρα και ο Γάλλος στρατηγός Gentily προχωρούσε σε προκήρυξη εξ ονόματος του Ναπολέοντα για απελευθέρωση των Ελλήνων (Γκράτζιου 1982: 136). 499

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

402

Τούρκοι» στη λόγια παράδοση του ελληνισμού από το 15ο αιώνα κι εξής. Τέλος, προσθέτει πως «Πολλαί ἀξιόλογοι πόλεις, σχεδόν καί τήν σήμερον ἀκόμη, τῶ χρεωστοῦν τήν ὕπαρξίν τους» στοιχείο που βέβαια τον προβάλλει ως κτίστη, αλλά και ως ηγεμόνα, το έργο του οποίου είχε διαχρονικά αποτελέσματα (Γκράτζιου 1982: 131 -135, Καραμπερόπουλος 2006: 6-10, Kokareva 2012: 275). Αναφορά στον Αλέξανδρο γίνεται και σε ένα άλλο έργο του Ρήγα, στην περίφημη Χάρτα της Ελλάδος, όπου στο 12ο φύλλο της, στο πάνω περιθώριο, αναγράφει δεκαπέντε ονόματα με τίτλο «Οι ἀπό Ἑλλήνων βασιλεύσαντες ἐνδόξως», αρχίζοντας με το Μέγα Αλέξανδρο - του οποίου μάλιστα το όνομα καταγράφει με κεφαλαία τυπογραφικά στοιχεία - και φτάνοντας στην Κλεοπάτρα (Καραμπερόπουλος 1998: 46). Στο φύλλο έξι της Χάρτας σημειώνει στο Γρανικό ποταμό ο Ρήγας: «Ἐδῶ ἐνίκησεν πρῶτον ὁ Ἀλέξανδρος τόν Δαρείον», ενώ και η Πέλλα σημειώνεται ως η «Ἀλεξάνδρου πατρίς». Ο Ρήγας είχε ακόμη υπόψη του τις παραστάσεις των νομισμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα οποία και απεικονίζει στη Χάρτα του, σημειώνοντας ως «Αλέξανδρο» την παράσταση του νεαρού, αγένειου Ηρακλή και περιγράφοντας τα σύμβολά τους, ανάμεσα στα οποία και το ρόπαλο (Καραμπερόπουλος 2006: 5 -6). Άραγε να ήταν αυτή η διαπίστωση που έκανε ο Ρήγας –το ότι δηλαδή το ρόπαλο υπήρξε ένα από τα σύμβολα του Αλέξανδρου, όπως ο ίδιος θεώρησε – που τον οδήγησε στην απόφαση να το προβάλλει τόσο πολύ ως σύμβολο του επαναστατημένου ελληνισμού στη Χάρτα του; Από την άλλη πλευρά, ένας άλλος εκπρόσωπος του καλούμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο Αδαμάντιος Κοραής, επικρίνει τον Αλέξανδρο ότι υστερεί σε δημοκρατικό πνεύμα (Ασώπιος 1856: 99). Εν τέλει, η απεικόνιση του Αλέξανδρου στο μονόφυλλο του Ρήγα θα καθιερωθεί ως η αυθεντική απεικόνιση του νεοελληνικού Αλέξανδρου για το 19ο αιώνα και προεπαναστατικά θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η προβολή του ως συμβόλου αντίστασης των υπόδουλων Ελλήνων. Χαρακτηριστικά, στην προμετωπίδα της έκδοσης του Αρριανού από το Νεόφυτο Δούκα (έκδοση στη Βιέννη, βλέπε και κεφάλαιο 4.2.) το 1809, εκτός από την αντιγραφή του Αλέξανδρου του Ρήγα ως προσωπογραφίας, υπάρχει και ένα επίγραμμα του Γεωργίου Δοϊου, εμπόρου στη Βιέννη και φίλου του Νεόφυτου Δούκα: «Ὦ ξένε! τίς; πόθεν; οὗτος ἐπί χθόνα αὖθις ἀνήχθη; Ζωός δ’ ὡς φάνθη ἔκπαλαι ὤν τεθνεώς; Ἀλέξανδρος Δῖος, οὗ κλέος οὔποτ’ ἀλεῖται. Μακεδόνων δ’ αἴην πάτρα ἑήν ἔλαχεν. (Γκράτζιου 1982: 143-144, Κούκιου –Μητροπούλου 2015: 94-95).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

403

Με το επίγραμμα αυτό διακηρύσσεται ότι ο Αλέξανδρος «του Διός» ξαναζεί και όχι μόνο γιατί εκδίδεται η βιογραφία του, όπως υποθέτει η Γκράτζιου, αλλά προφανώς διότι επαναπροβάλλεται ως σύμβολο του ελληνισμού, που ετοιμάζεται να σπάσει τα δεσμά του. Πιθανόν, ακόμη, να γίνεται μια έμμεση αναφορά σε κάποιον σύγχρονο ηγέτη, που θα αναλάμβανε, ως άλλος Αλέξανδρος, την απελευθέρωση του Γένους. Υπάρχει η εκδοχή ότι υπονοείται ο Αλέξανδρος Α΄, Τσάρος της Ρωσίας, ο οποίος είχε κηρύξει το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1805 (Κούκιου –Μητροπούλου 2015:96). Στο φιλολογικό περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, στη Βιέννη το 1819, δίνεται η πληροφορία ότι μεταφράζεται στα ελληνικά το βιβλίο του Γερμανού Ι. Φρέσλερ με τίτλο «Αλέξανδρος ο πορθητής» με τη σημείωση ότι πρόκειται για «ἐπωφελές σύγγραμμα, ἀναγκαίον εἰς τό γένος ἡμῶν» και πως η ύλη του είναι τέτοια που μπορεί να κινητοποιήσει το φιλότιμο κάθε Έλληνα και φιλέλληνα να το αποκτήσει. Ο ίδιος ο Ναπολέων στα απομνημονεύματά του ονομάζει την Ελλάδα «βασίλειο του Αλέξανδρου» (Καραμπερόπουλος 2006:12). Και φτάνουμε στο 1821 και στο Ιάσιο κυκλοφορεί το φυλλάδιο «Άσματα και πονήματα διαφόρων», με πολλές αναφορές στον Αλέξανδρο, ο οποίος παίρνει ακόμα και τη θέση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ ως τιμωρός των Αγαρηνών, ενώ και ο αρχηγός της επανάστασης Αλέξανδρος Υψηλάντης ταυτίζεται με τον Αλέξανδρο (Βελουδής 1989 (1977): ξβ΄). Το 1821 μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες επαναστάτησε και ο μακεδονικός ελληνισμός. Η ηρωική επανάσταση των Ελλήνων της Μακεδονίας θα κορυφωθεί με την επανάσταση στη Νάουσα, με την κήρυξή της στις 19 Φεβρουαρίου 1822 στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου από τον πρόκριτο της πόλης Λογοθέτη Ζαφειράκη και τους οπλαρχηγούς Τσάμη Καρατάσο και Άγγελο Γάτσο. Πριν από τα τελικά δραματικά γεγονότα αντίστασης απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις και απίστευτου ηρωισμού, που θα οδηγήσουν τελικά στην άλωση της Νάουσας από τους Τούρκους και στην ανελέητη σφαγή των κατοίκων της, εντύπωση προκαλεί η αναφορά των προκρίτων της πόλης στον Αλέξανδρο, σε επιστολή που στέλνουν προς τους Φαναριώτες Κωνσταντίνο Καρατζά και Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, επιτελείς του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας πληροφορίες για τη συγκέντρωση στρατού 12.000 ανδρών με βαρύ πυροβολικό εναντίον τους, απευθύνουν έκκληση: «Είμεθα εις μεγάλην ανάγκην…(ωστόσο) …μη αμφιβάλλητε ότι ήρωες Μακεδόνες, απόγονοι του Αλέξανδρου, θέλομεν εξουσιάση ταχέως του τυράννου ημών» (Μιχαηλίδης 2010:56-57, Μέρτζος 2015: 42-48). Στο κρισιμότερο σημείο του αγώνα τους, με τον εχθρό να σφίγγει τον κλοιό γύρω τους, οι Ναουσαίοι επέδειξαν αγέρωχη στάση, αντλώντας ψυχικό σθένος από τη συνείδηση του ηρωϊκού παρελθόντος τους, τη συνείδηση ότι είναι απόγονοι του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά. Ο Αναστάσιος Παπάς πάλι, γιος του μεγάλου Μακεδόνα επαναστάτη Εμμανουήλ Παπά, σε επιστολή που στέλνει στον αδερφό του Αθανάσιο, δικαιολογεί την απόφασή του να εγκαταλείψει τις

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

404

επιχειρήσεις τους στη Βιέννη και να σπεύσει στην αγωνιζόμενη πατρίδα. Στα συγκινητικά του λόγια, ανάμεσα σε αναφορές στον Αριστόδημο, στο Μαραθώνα και στις Θερμοπύλες, υψώνεται το όραμα αλυσοδεμένης γυναικείας μορφής που τον προτρέπει: «Όρμα απάνω στον εχθρό σαν ένας Μακεδόνας, φτιάξε αργυρές ασπίδες, ξαναζωντάνεψε την αήττητη φάλαγγα» (Μέρτζος 2015: 30), αναφορές παρμένες από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γενικότερα, κατά την επανάσταση οι Έλληνες επαναστάτες χρησιμοποιούσαν το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως σύνθημα (Stoneman 2008: 309), ο Κανάρης ο μπουρλοτιέρης μάλιστα, όπως διηγήθηκε στον Τερτσέτη, νεότατος ναύτης ακόμα στην ηλικία, διάβαζε το βίο του Μεγαλέξανδρου του ψευδο-Καλλισθένη και από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, ο δε Μιαούλης είχε το θεό Άρη ως Μεγαλέξανδρο στο ακρόπρωρο της ναυαρχίδας του «Άρης»500, σε ξυλόγλυπτο που αποτελεί αντίγραφο του Αλέξανδρου από το μονόφυλλο του Ρήγα Φερραίου: ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται μουστακαλής, με μακριά κόμη και φέρει γοργόνειο στο θώρακα και περικεφαλαία με παράσταση δράκοντος (εικόνα 77). Η Γκράτζιου σωστά επισημαίνει πως η περίπτωση του ακρόπρωρου της ναυαρχίδας του Μιαούλη αποδεικνύει πως πολύ σύντομα ο Αλέξανδρος του Μονόφυλλου του Ρήγα είχε γίνει κάτι σαν το πρότυπο του τύπου του εξιδανικευμένου αρχαίου πολεμιστή. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως αυτός ο Άρης –Αλέξανδρος του ακρόπρωρου του Μιαούλη αποτελεί άλλη μία χαρακτηριστική περίπτωση του συγκρητισμού της μορφής του Αλέξανδρου, έτσι όπως αυτός τεκμηριώνεται ήδη από την αρχαιότητα και πολλές φορές συντελείται ακόμα και ασύνειδα από τον καλλιτέχνη. Επιπλέον, κάποια από τα υδραίικα, σπετσιώτικα και ψαριανά ιστιοφόρα που συμμετείχαν στις θαλάσσιες επιχειρήσεις των επαναστατών, είχαν το όνομα «Αλέξανδρος», για παράδειγμα το υδραίικο ιστιοφόρο του Δημητρίου Τσαμαδού. Ο Αλέξανδρος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ήταν παρών και σε αυτή τη μεγάλη στιγμή του ελληνισμού αλλά και στις επόμενες: τουλάχιστον από το 1870 μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, λίγο πριν τους βαλκανικούς πολέμους, στα ελληνικά σχολεία της Μακεδονίας διδάσκονταν οι Προφητείες του Αλεξάνδρου, όπου ο ήρωας προφήτευε τη Ρωμαιοκρατία, την έλευση του Χριστού και εν τέλει ότι οι Έλληνες θα απελευθερώσουν την περιοχή από τους Οθωμανούς. Το κείμενο αυτό φαίνεται πως γράφτηκε για πρώτη φορά το 1845 από έναν Μακεδόνα ιερομόναχο, τον Αθανάσιο501. Υποτίθεται ότι αποτελούσε το περιεχόμενο ενός αρχαίου χειρόγραφου 500

2015:96).

Το μπρίκι αυτό ναυπηγήθηκε το 1816 στην Ύδρα από ξύλο πεύκης (Κούκιου –Μητροπούλου

Ωστόσο δες και άρθρο της Χριστίνας Κουλούρη στον Ιό της Κυριακής, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 12.1.1977, (http://www.iospress.gr/ios1997/ios19970112a.htm), στο οποίο η συγγραφή των χρησμών αποδίδεται –αρκετά υστερόχρονα σε σχέση με την αναφερόμενή τους χρονολογία, 1845 – στο μακεδονομάχο Αθανάσιο Σουλιώτη –Νικολαϊδη, στις αρχές του 20ου αιώνα, με 501

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

405

που βρέθηκε στη Βαβυλώνα, μέσα «σε χρυσό κουτί» και κατέγραφε όσα προφήτεψε ο Αλέξανδρος για τα μελλούμενα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Μακεδονία, λίγο πριν το θάνατό του (Παπαδόπουλος 1964(2004)β: 149-150, Γκράτζιου 1982:145, Βελουδής 1989 (1977): ξα΄ και Stoneman 2008: 309). Πίσω στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος είναι ο Επτανήσιος λόγιος και ποιητής Γεώργιος Τερτσέτης (1800-1874) αυτός που πρώτος θα ανακαλέσει τον Αλέξανδρο το 1833. Μάλιστα, ο Τερτσέτης, στα προλεγόμενα της Διήγησης Συμβάντων (1846) στην οποία καταγράφει τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, θα εντάξει τον Αλέξανδρο στο στρατόπεδο Ελλήνων και ξένων, που υπερασπίστηκαν τις κοινές ευρωπαϊκές αξίες του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανισμού έναντι των λαών της ανατολής, «Πέρσες, Αιγύπτιους, Φοίνικες, Καρχηδόνιους, Άραβες, Οθωμανούς»: «Ο Ευρυβιάδης, και ο Θεμιστοκλής, ο Αλέξανδρος της Μακεδονίας, οι Σκιπίωνες της Ρώμης….ο Κάρολος Μαρτέλος…..ο Πέτρος της Ρουσσίας….ο Ιωάννης της Αουστρίας….ο νησιώτης Μιαούλης, ο Ρουμελιώτης Μπότζαρης, ο Πελοποννήσιος Κολοκοτρώνης…είναι Ναύαρχοι και στρατηγοί μιας πατρίδος, μιας σημαίας και μιας πίστεως ακόμη, όσοι από αυτούς ευλογούνται από την ιστορία και ως στρατιώτες του Χριστού». (Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής, Αθήνα, 1846, σελ. ς΄ -ζ΄). Είναι η εποχή που ο ζωγράφος Αθανάσιος Ιατρίδης (1798-1866) δημιουργεί ένα ιχνογράφημα για τη δόξα της «ελληνικής αυτοκρατορίας» που επαναπροβάλλει, μαζί με το σύμβολο του χριστιανισμού μέσα από τον αχό της ελληνικής επανάστασης, σε πρώτο πλάνο, ανάμεσα σε σπασμένους κίονες, τον Αλέξανδρο, τον Αχιλλέα, τον Πύρρο, τον Όμηρο, αλλά και τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο (Μέγα; Παλαιολόγο; εικόνα 78). Το ιχνογράφημα του Ιατρίδη σαφώς και εντάσσεται στις λεγόμενες εικόνες εθνικής σκοπιμότητας, με στόχο την αφύπνιση (όπως γίνεται με το μονόφυλλο του Ρήγα) ή την ενίσχυση της ελληνικής εθνικής συνείδησης, όπως γίνεται και με ένα ακόμη έργο της εποχής, τη χαλκογραφία του Ιώαννη Κορωναίου με τίτλο «Η εικών του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των τεσσάρων αρχιστρατήγων του» (Αθήνα, 1849, Κούκιου – Μητροπούλου 2015: 91, 106). Η συγκεκριμένη απεικόνιση, περισσότερο από κάθε άλλη, συνδέει συμβολικά τον Αλέξανδρο με τη Μεγάλη Ιδέα της απελευθέρωσης του αλύτρωτου ελληνισμού και της προσάρτησης εδαφών που βρίσκονται ακόμη υπό οθωμανική κυριαρχία. Πρότυπο του Κορωναίου, που υπήρξε και ο δημιουργός της παράστασης του Αλέξανδρου στην προμετωπίδα του βιβλίου του Πύρρου του Θετταλού βάση τα απομνημονεύματά του, στο πλαίσιο του πολέμου προπαγάνδας του Μακεδονικού Αγώνα μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

406

(1846), υπήρξε το μονόφυλλο του Ρήγα, μαζί με μια ακόμη χαλκογραφία του Χ. Χριστοδούλου (1846), από την οποία αντιγράφει τέσσερις γυναικείες μορφές. Έτσι, στην τελική σύνθεση, ο Κορωναίος εντάσσει την προσωπογραφία του Αλέξανδρου στο κέντρο, ακριβώς όπως αυτή του Ρήγα: με περικεφαλαία με ανάγλυφο δράκοντα και γοργόνειο στο στήθος. Περιμετρικά εικονίζονται αντίστοιχα οι τέσσερις στρατηγοί και οι σκηνές από την εκστρατεία του Αλέξανδρου, σε μια πλήρη αντιγραφή του μονόφυλου του Ρήγα. Ωστόσο ο Κορωναίος αφαιρεί το κείμενο του Ρήγα και προσθέτει σε έναν εξώτερο κύκλο, πάνω και κάτω από την κεντρική σύνθεση, τις αλληγορικές απεικονίσεις των σκλαβωμένων ελληνικών χωρών με τη μορφή γυναικών που υποφέρουν: Ήπειρος, Μακεδονία από πάνω, Θράκη και Κρήτη από κάτω. Μάλιστα, ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Μακεδονία υπάρχει και ο τίτλος της χαλκογραφίας και πάνω από αυτόν απεικονίζεται γυναικεία μορφή με φροντισμένο πολύπτυχο ένδυμα μέσα σε άρμα, που το σέρνουν δύο λιοντάρια, ίσως η προσωποποίηση της πατρίδας, που στρέφει το βλέμμα της στις αλύτρωτες περιοχές. Επιπλέον, δεξιά και αριστερά της σύνθεσης ο Κορωναίος ενέταξε κρυπτογραφημένο επίγραμμα που λέει το εξής: Ο ΝΕΟΣ ΓΟΡΔΙΟΣ ΔΕΣΜΟΣ ΚΕΙΤΑΙ ΠΡΟ ΤΩΝ ΟΦΘΑΛΜΩΝ ΣΑΣ. ΕΓΩ ΤΟΝ ΠΑΛΑΙ ΕΛΥΣΑ ΔΙΩΞΑΣ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΣΑΣ. ΘΕΛΕΤΕ ΑΡΑ ΤΟΥ ΛΟΙΠΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΝΑ ΕΙΣΘΕ; ΠΡΑΞΑΤΕ ΟΣΩ ΤΑΧΙΣΤΑ ΔΙΑΝΟΕΙΣΘΕ. (Κουκίου –Μητροπούλου 2015: 97-101). Ο Αλέξανδρος, απευθυνόμενος στους Έλληνες της εποχής, τους καλεί να λύσουν το νέο Γόρδιο Δεσμό, -την απελευθέρωση και προσάρτηση των αλύτρωτων περιοχών του ελληνισμού - στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Επικαλείται τη δική του επιτυχία και τη δίωξη των εχθρών του ελληνισμού και τους εφιστά την προσοχή, στο ότι το διακύβευμα θα είναι η ελευθερία τους. Έτσι ο Αλέξανδρος προβάλλεται και πάλι για τον ελληνισμό ως φωτεινό παράδειγμα μίμησης και κορυφαίο σύμβολο πατριωτισμού. Είναι η εποχή που η νέα Γαλλική Επανάσταση του 1848 πυροδοτεί εξελίξεις πανευρωπαϊκά, ενώ το ελληνικό κράτος ταλανίζεται από αστάθεια, από τον παρεμβατισμό των Άγγλων και γενικότερα τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Προστάτιδων Δυνάμεων. Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί, πως η χαλκογραφία διαφημίστηκε αρκετά από τον τύπο της εποχής (Κουκίου –Μητροπούλου 2015: 101 -106). Ο Κωνσταντίνος Κούμας μάλιστα το 1833 επαινούσε την κόρη του Ελένη διότι έδωσε στα παιδιά της ελληνικά ονόματα - Πηνελόπη, Αλέξανδρος, Αχιλλέας… - και τόνιζε πως οι νέοι δεν πρέπει να αρκούνται στο να παίρνουν μόνο το όνομα ενός αρχαίου σημαίνοντος Έλληνα, αλλά «ὁ Ἀχιλλεύς καί ὁ Ἀλέξανδρος νά ἐννοῶσι τεχνικῶς και νά αἰσθάνονται τόν τάς πράξεις τοῦ Πηλείδου ὑμνήσαντα ποιητήν, τοῦ οποίου τήν Ιλιάδα ἐφύλαττε εἰς χρυσοῦν κιβώτιον καί τήν ἔθετεν ὑπό το προσκέφαλόν του ὁ τῆς Μακεδονίας

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

407

ἥρως Ἀλέξανδρος».502 Το 1837 οι ελληνόπαιδες διδάσκονταν πως ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν «ἴσως ὁ μεγαλύτερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Μέ τό χαριέστατον πρόσωπόν του ἥνωσε τήν δραστηριότητα, τό προβλεπτικόν, τήν ἀνδρείαν, τήν μεγαλοψυχίαν καί τήν ἀπεριόριστον φιλοδοξίαν…»503. Αρχικά, βέβαια, υπήρξαν και κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις της θετικής αποδοχής του Αλέξανδρου, όπως ο πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, ο οποίος γράφει το 1846 για το Φίλιππο, νικητή των Αθηναίων και Θηβαίων στη μάχη της Χαιρώνειας ότι «ὁ Φίλιππος ἔπραξεν ἄλλο τῆς νίκης ἐκείνης ὀλεθριώτερον, ἐγέννησε τόν Ἀλέξανδρον». Λίγο αργότερα, το 1865, ο Π. Πανάς θα καταφερθεί κατά του Αλέξανδρου διότι ο τελευταίος «κατέσκαψε το σπίτι του Επαμεινώνδα στη Θήβα αλλά άφησε ανέπαφο του Πινδάρου» διότι «οἱ βασιλεῖς ἀγαπῶσι τούς κόλακας, βδελύττονται δέ τήν ἀρετήν καί τήν παρρησίαν».504 Ωστόσο οι εξαιρέσεις αυτές δε θα ανακόψουν την τάση που ήθελε τον Αλέξανδρο να αναδεικνύεται σε βασικό σύμβολο της ελληνικής ιδεολογίας. Ο παλιός αγωνιστής του 1821 και πολιτικός Παναγιώτης Σοφιανόπουλος θα γράψει το 1848: «Ὁ Οὐρανός ἐσάλευσεν ἅπασαν τήν Εὐρώπην…για να ἀνυψώση τήν παμβασιλείαν είς τήν Πατρίδα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί τοῦ Ἀριστοτέλους». Την ίδια χρονιά από τα Επτάνησα ο λόγιος Νικόλαος Τιμολέων Βούλγαρης προσφωνεί τον Όθωνα: «Μιμητής τοῦ Μεγάλου Αλεξάνδρου, / Βασιλεῦ, ὑπό σέ τούς λαούς / τῆς Ἑλλάδος συνένωσον ὅλους / ἐναντίον εἰς βαρβάρους ἐχθρούς». Ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος, θεμελιωτής του τριμερούς σχήματος της ιστορικής πορείας του ελληνισμού, το 1852 καταγράφει τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως εκπλήρωση μεγαλείου για τους Έλληνες: στο «κόσμιο του Αλεξάνδρου πρόσωπο» ενσαρκώθηκε «η ελληνική μεγαλόνοια», σ’ αυτόν σμίγουν η Ανατολή με την Ελλάδα και από αυτόν εκπορεύεται η Μεγάλη Ιδέα, καθότι «Ίσως δέ καί νέος τις Ἀλέξανδρος ὁδηγήση εἰς τάς ὄχθας τοῦ Ἰνδοῦ καί τοῦ Γάγγου τῆς Ὀρθοδοξίας τά σύμβολα». Στο ίδιο πνεύμα, ο Επτανήσιος αγωνιστής της Ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα Δ. Καλλίνικος πιστεύει (1861) ότι ο Ελληνισμός «ως Νέος Αλέξανδρος» θα 502

Βασιλείου 2012: 38

503

Βασιλείου 2012: 51.

Τέτοιες δηλώσεις εντάσσονταν μέσα σε μια στενή αθηνοκεντρική αντίληψη για το τι είναι ο ελληνισμός, αντίληψη που τον ήθελε να συνίσταται στο τρίπτυχο «Αθήνα –Δημοκρατία – Χρυσός Αιώνας του Περικλή» (και ως ένα βαθμό συμπεριλαμβάνονταν και η Σπάρτη). Έτσι, το σύμβολο της βασιλείας, ο Αλέξανδρος, απορρίπτονταν ως δήθεν μη ελληνικό, αφού δεν ταυτιζόταν με την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία και τη βαριά σκιά που αυτή έριχνε στη νεόκοπη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους. Δε χρειάζεται, νομίζω, να αναλύσει κανείς πόσο στρεβλή είναι αυτή η θεώρηση, τη στιγμή που ιστορικά ο ελληνισμός, στη σχεδόν τεσσάρων χιλιάδων χρόνων ιστορία του, περιορισμένα μόνο και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υιοθέτησε τη δημοκρατία ως πολίτευμα, με εξαίρεση βέβαια την αβασίλευτη δημοκρατία της σύγχρονης εποχής, την οποία και οφείλει να διαφυλάττει. 504

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

408

φέρει στην Ανατολή «Το Τροιζήνιον πολίτευμα». Ο φιλόλογος και αρχαιολόγος Στέφανος Κουμανούδης σε λόγο του το 1853 θα τονίσει ότι ο Αλέξανδρος είχε συνείδηση της ελληνικότητας των σχεδίων του. Ο λόγιος και πανεπιστημιακός καθηγητής Κωνσταντίνος Ασώπιος επιλέγει τον Αλέξανδρο για θέμα του πρυτανικού λόγου που εκφωνεί στις 25 Σεπτεμβρίου 1856, ως απάντηση στις αιτιάσεις του Ιακώβου Ρίζου Νερουλού. Μάλιστα το 1858 θα επανεκδώσει επαυξημένο το λόγο του, δικαιολογώντας στα προλεγόμενα την επιλογή του προσώπου του Μακεδόνα βασιλιά ως θέμα: είναι «σύμβολον ενότητος» για τον Ελληνισμό. Την ίδια χρονιά, τον Αλέξανδρο θα επικαλεστεί ως παράδειγμα για ενότητα και υπεροχή των Ελλήνων στον πρυτανικό του λόγο ο Ιωάννης Σούτσος, ενώ μια χρονιά πριν ο γυμνασιάρχης Ναυπλίου Πυκαίος, στο λόγο που εκφώνησε κατά τη θεμελίωση του κτηρίου του Γυμνασίου, αναφέρθηκε στα όσα έπραξε η Ελλάδα «διά τοῦ ἥρωός της Μεγάλου Ἀλεξάνδρου». Τέλος, μια χρονιά αργότερα, το 1859 ο Κ. Φρεαρίτης μεταφράζει από τα γερμανικά την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Droysen. Πλέον η μορφή του Αλέξανδρου έχει επικρατήσει στη συνείδηση των λογίων του νεοελληνικού κράτους οι αναφορές και οι υπαινιγμοί στο πρόσωπό του αποτελούν κοινό τόπο (Ασώπιος 1857: 57, Ι.Ε.Ε. ΙΓ΄: 459, 469-470). Αυτή η σύνδεση του Αλέξανδρου με τη Μεγάλη Ιδέα τεκμηριώνεται και από μια αναφορά ενός πνευματικού ανθρώπου της περιοχής του Πόντου, του Περικλή Τριανταφυλλίδη, ο οποίος, σε λόγο που εκφώνησε στην Τραπεζούντα στις 7 Απριλίου 1865 με αφορμή την ανάρρηση στο θρόνο της Ελλάδας του Γεωργίου Α΄, απευθυνόμενος στο Γεώργιο, ανάμεσα στα άλλα σημειώνει: «Ἐλθέ, λοιπόν, ἐκλεκτέ τοῦ ἔθνους, χριστέ Κυρίου, λαοπόθητε καί ἐθνοσῶστα βασιλεῦ, ἐλθέ ἐκ τῶν ὑπερβορείων τόπων εἰς τήν γῆν μεγάλων ἀναμνήσεων καί συμβεβηκότων, εἰς τήν πατρίδα τῆς σοφίας καί δόξης, εἰς τήν γενέτειραν τῶν θεῶν καί τῶν ἡρώων….Ἐλθέ, ἄναξ, οἱ λαοί τῆς Ἀνατολῆς σέ προσδοκῶσι. Καί καθώς ὁ μαθητής τοῦ Ἀριστοτέλους, ὁ Ἕλλην Ἀλέξανδρος, διά τῶν δέκα χιλιάδων γάμων συνεφιλίου καί συνήνωνε τά φύσει ἐχθρά καί πολέμια ἔθνη, καί διά τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων ἐνεφύτευε τόν πολιτισμόν εἰς τήν ἐκβαρβαρωμένην Ἀσίαν, ὥστε διά τῶν διαδόχων αὐτοῦ ἡ Ἑλληνική παιδεία κατέστη πανταχοῦ, καί ἀνεδείκνυε κέντρον πολιτισμοῦ τάς ἀγόνους καί χέρσους τῆς Ἀσίας πεδιάδας, καί τραγωδίαι Ἑλληνικαί παρίσταντο καί εἰς αὐτάς τάς ἀγρίας τῶν Πάρθων αὐλάς, οὕτω καί Σύ, τόν θρόνον σου παρά τά προπύλαια τῆς Ἀνατολῆς στήσας, φάρον σελαγίζοντα καί δαδουχοῦντα ἀνάδειξον τήν πατρίδα, ἀφ’ ἧς νά ἀρύωνται φῶς οἱ ἐσκοτισμένοι τῆς Ἀσίας λαοί…». (από το βιβλίο του Τριανταφυλλίδη «Τα Ποντικά» σε: Λαμψίδης 2015: 87).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

409

Στην παραπάνω αναφορά, εκτός του ότι προβάλλεται ο Αλέξανδρος ως Πανέλληνας ηγεμόνας που συντέλεσε στο μεγαλείο του ελληνισμού, μέσα από την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού, με συνέπεια τον εκπολιτισμό και τη συναδέρφωση των ανατολικών λαών, διαπιστώνεται, για άλλη μια φορά, η προβολή του Μακεδόνα βασιλιά ως προτύπου βασιλέως, αυτή τη φορά για το Γεώργιο Α΄, το νέο βασιλιά της Ελλάδας. Το γενικότερο βέβαια πλαίσιο του λόγου του Τριανταφυλλίδη – που δεν γνωρίζουμε, βέβαια, αν έφτασε ποτέ και στα αφτιά του ίδιου του Γεωργίου, αν και ο Τριανταφυλλίδης αναφέρεται και σε κάποιον «αντιπρόσωπο του ελληνικού έθνους» – είναι αυτό της προβολής του Τραπεζούντιου και γενικότερα ποντιακού ελληνισμού ως αλύτρωτου, που εμπνέεται από «τους ίδιους πόθους, τα ίδια αισθήματα, τις ίδιες ελπίδες» με τον υπόλοιπο ελληνισμό. Από τις παραπάνω αναφορές, αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο στο λόγο που εκφώνησε ο Ασώπιος, καθώς αποτελεί ουσιαστικά επιτομή του τρόπου πρόσληψης του Αλέξανδρου από τη λογιοσύνη της πρωτεύουσας του νεοελληνικού κράτους. Ο Ασώπιος αναφέρεται αρχικά στον «Έλληνα Αλέξανδρο» που «εγκατέσπειρε και μεταμφύτευσε εις την Ασίαν και Αφρικήν τα αγαθά της Ελλάδος», δράση που τον καθιστά πρότυπο και για τους σύγχρονούς του Έλληνες, όπως σημειώνει. Στη συνέχεια αναφέρεται διεξοδικά στις αμφισβητήσεις που δέχτηκε διαχρονικά ο Αλέξανδρος, αντιπαραθέτοντας καταρχάς σχηματικά τους θετικούς (Μέγας, ευεργέτης ανθρώπων, ολίγον κατώτερος της θείας φύσης) και αρνητικούς χαρακτηρισμούς του (λαοδάμαντας, εθνοφθόρος, ληστής, κοσμαρπάγας). Για το σχηματισμό της εικόνας για τον Αλέξανδρο προκρίνει ως πιο αξιόπιστο τον Αρριανό αντί για τον Κούρτιο ή το Σενέκα και μάλιστα επιτίθεται εναντίον του ήθους του τελευταίου. Υπερασπίζεται την ελληνικότητα του Αλέξανδρου και του Φιλίππου έναντι των αιτιάσεων του ρήτορα Δημοσθένη, τον αντιμακεδονισμό του οποίου αποδομεί πλήρως, κάνοντας και αναφορές σε άλλους αρχαίους ρήτορες και ιστορικούς, όπως ο Ισοκράτης. Στέκεται ιδιαίτερα στις αναφορές συγχρόνων του ξένων μελετητών και ιστορικών από την Ευρώπη (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία) για τον Αλέξανδρο, αναλύοντάς τες και φροντίζοντας να επιχειρηματολογεί με συνέπεια κατά των αρνητικών αναφορών. Μάλιστα, στο σημείο αυτό ο λόγος του Ασώπιου αποδεικνύεται ιδιαίτερα πολύτιμος ως πηγή για τις ρήσεις μεγάλων προσωπικοτήτων της πολιτικής και του πολιτισμού για τον Αλέξανδρο, όπως ο Μοντεσκιέ, ο Ναπολέων και άλλοι. Στη συνέχεια επιστρέφει στην αρχαιότητα και χαρακτηρίζει το έργο του Φιλίππου να ενώσει τους Έλληνες «ηράκλειο» και προχωρά σε ανάλυση με στόχο να αποδείξει ότι η μακεδονική βασιλεία ανέλαβε τον ελληνισμό από εκεί που τον άφησε το μοντέλο της αθηναϊκής δημοκρατίας και της πόλης – κράτους, για να τον οδηγήσει ακόμη ψηλότερα. Στο σημείο αυτό τεκμηριώνει με ιστορικές αναφορές πως το παλιό μοντέλο βρισκόταν εδώ και καιρό σε πολιτική και ηθική παρακμή, με την πτώση της ηγεμονίας Αθηναίων, Σπαρτιατών και Θηβαίων και

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

410

την ανάμειξη του περσικού παράγοντα στα ελληνικά πράγματα. Συνεχίζει με την ανάδειξη των αρετών και του σχεδίου του Αλέξανδρου, όπως της πολιτικής σύνεσης, της πολιτικής της συγχώνευσης των λαών με στόχο τη διάδοση του πολιτισμού, της ίδρυσης πόλεων και της προόδου που επήλθε στο εμπόριο και στη ναυτιλία και άλλων. Μάλιστα, αναδεικνύει ιδιαίτερα το σεβασμό που επέδειξε ο Αλέξανδρος στους ξένους θεούς των υποταγμένων λαών, σε αντίθεση με τις καταστροφές ιερών από Ξέρξη και Καμβύση σε Ελλάδα και Αίγυπτο αντίστοιχα, τις σφαγές των ιθαγενών πληθυσμών που διέπραξαν οι Ισπανοί κονκισταδόρες στην Αμερική στο όνομα του χριστιανισμού και τους θρησκευτικούς πολέμους της Ευρώπης. Επιστρέφοντας στη σημασία της δράσης του Αλέξανδρου, αντιπαραθέτει δύο φορές το έργο του με αυτό του Μεγάλου Κωνσταντίνου και χαρακτηρίζει τον Αλέξανδρο «προάγγελο και προαπόστολο του χριστιανισμού». Ένα άλλο πεδίο που αναλύει είναι αυτό της στρατηγικής μεγαλοφυίας του Αλέξανδρου, σε αντιπαράθεση με μια σειρά από στρατηγούς, αρχαίους και μεταγενέστερους. Μάλιστα επιμένει στην αντιπαράθεση με το Ναπολέοντα, καταγράφοντας τα κοινά σημεία των δύο, όπως η συμπεριφορά τους απέναντι στους στρατιώτες τους. Δεν αποκρύπτει, αλλά, αντιθέτως, καταδικάζει τις δολοφονικές ενέργειες του Αλέξανδρου κατά του Κλείτου, του Φιλώτα, του Παρμενίωνα και του Καλλισθένη, ωστόσο σπεύδει να μετριάσει και εν μέρει να δικαιολογήσει τις πράξεις αυτές, κάνοντας λόγο για «τον απότομο τρόπο του Κλείτου» ή «την ύποπτη διαγωγή του Φιλώτα» ή ακόμα και «τις σοφιστείες του Καλλισθένη». Εν τέλει, σημειώνει, πως οι αρνητικές αυτές πράξεις του Μακεδόνα βασιλιά εξαφανίζονται, αν συγκριθούν με το όλο έργο του. Επιπλέον αναφέρεται διεξοδικά στην Imitatio Alexandri των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Συν τοις άλλοις, σημειώνει εμφαντικά πως «το σημερινό ελληνικό πανεπιστήμιο το χρωστάμε στον Αλέξανδρο», καθότι τα αρχαία πρότυπα ακριβώς του πανεπιστημίου, το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ήταν έργα όχι μόνο των Πτολεμαίων, αλλά και του Αλέξανδρου. Τονίζει ακόμα πως ο Ελληνισμός χρωστά στον Αλέξανδρο τη μακραίωνη επιβίωσή του, επειδή αυτός, με τις πόλεις, τις αποικίες, τις επιμειξίες, την ελληνική εξουσία που διέδωσε, κατέστησε τον ελληνισμό ανθεκτικό έναντι των βάρβαρων κατακτητών που ήρθαν αργότερα από την ανατολή. Καταλήγει, με προτροπές προς τους νέους: «Τούτου (του Αλέξανδρου) ἡ ἀληθής ἱστορία εἰς χεῑρας παίδων Ἑλλήνων εἶναι ὑπέρ πᾶσαν ἄλλην προτιμοτέραν» (Ασώπιος 1857:1-106). Ο λόγος του Ασώπιου εμπεριέχει όλο τον προβληματισμό των λογίων της εποχής του για τον Αλέξανδρο, όταν αμφισβητήθηκε από ορισμένους ο Μακεδόνας βασιλιάς, εξαιτίας της αναβίωσης του αρχαίου δημοκρατικού «αθηναϊκού ιδεώδους» στη νεοπαγή πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους. Ο ίδιος ο Ασώπιος, στις σημειώσεις του λόγου του, συνοψίζει όλες τις κατηγορίες κατά του Αλέξανδρου και ανταπαντά πειστικά με επιχειρήματα και με πολλές αναφορές σε συγγραφείς, αρχαίους και

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

411

σύγχρονούς του. Ο Ασώπιος στόχευε στην ένταξη του Αλέξανδρου στη συλλογική συνείδηση του ελληνισμού με απώτερο σκοπό η μορφή του να εμπνεύσει τους Έλληνες και ιδιαίτερα τους νέους για την ανύψωση και πρόοδο της πατρίδας, για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην ανατολή μέσω της παιδείας, για την ετοιμότητα για μάχες και θυσίες υπέρ πατρίδος, και για τη δόξα του ελληνισμού (Ασώπιος 1957: 43-44). Από τις αναφορές αυτές συνάγεται – και πάλι – ένας συσχετισμός με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, που είχε αρχίσει να κυοφορείται στην ηγεσία και διανόηση του νεοελληνικού κράτους και ο Ασώπιος, ως πρύτανις του Πανεπιστημίου Αθηνών, δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση στην τάση αυτή. Γι’αυτό και επιλέγει να απαντήσει με καυστικό τρόπο και στην εφημερίδα «Πρωϊνός Κήρυξ», στις σημειώσεις της έκδοσης του λόγου του, καθώς η εφημερίδα αυτή, λίγες μέρες αφότου είχε εκφωνήσει το λόγο του, καταφέρθηκε εναντίον του περιεχομένου του και εναντίον του Αλέξανδρου505. Σε κάθε περίπτωση ο Ασώπιος τεκμηριώνει τα θετικά της προσωπικότητας και του έργου του Αλέξανδρου και επιχειρηματολογεί φιλότιμα και σε μεγάλο βαθμό πετυχημένα ακόμα και στο ζήτημα της ελληνικότητάς του, χωρίς να έχει και τις γνώσεις που έχουμε εμείς σήμερα. Αναδεικνύει τελικά τον Αλέξανδρο ως σύμβολο του ελληνισμού και παράλληλα φωτίζει - με πλείστες αναφορές στα αυθεντικά κείμενά τους - τις θέσεις για τον Αλέξανδρο πάρα πολλών μελετητών, διανοητών και ιστορικών, αρχαίων και σύγχρονων, Ελλήνων και ξένων. Από την άποψη αυτή, ο λόγος του αποτελεί πολύτιμη πηγή και για όποιον θέλει να μελετήσει την πρόσληψη του Αλέξανδρου στην Ελλάδα, στην αρχαία Ρώμη αλλά και στην Ευρώπη του διαφωτισμού και του 19ου αιώνα. Το 1880 ο Θεσσαλονικιός στην καταγωγή λόγιος Γεώργιος Παπαγεωργίου θα εκδώσει στην Αθήνα το «Βίο του Μεγάλου Αλεξάνδρου», στον οποίο και διατυπώνει την πρόθεσή του να προβάλει τον Αλέξανδρο ως πρότυπο για τη διάπλαση των Ελληνοπαίδων της εποχής του. Τρία χρόνια αργότερα, ο λόγιος Γεώργιος Λαμπίσης εκδίδει μια δική του «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου», στην οποία τον προβάλλει ως «αυτοκράτορα των Ελλήνων» και κοσμοκράτορα, υπερασπίζεται την ελληνικότητά του, αλλά τον επικρίνει για την αλλαγή συμπεριφοράς στην Ασία και τις εκτελέσεις των Φιλώτα, Παρμενίωνα, Κλείτου (Καψωμάνης 2004: 38, 43). Ο Γ. Σκορδέλης πάλι γράφει στον «Παρνασσό» εν έτει 1883 πως «Ό έλληνικός λαός…ἐξ ἅπαντος ἐν τῶ βάθει της καρδίας αὐτοῡ ηὔχετο, ἵνα ὁ Θεός των χριστιανών ἀναστήση νέον τινά Ἀλέξανδρον λυτρωτήν τοῡ λαοῦ του ἐκ τῆς τυραννίας τῶν ἀπίστων…», αναφερόμενος στον ελληνισμό της Τουρκοκρατίας και στην ανάγνωση της Φυλλάδας (Βελουδής 1989 (1977): 126). Έτσι, μετά και τους πανηγυρικούς Ελλήνων λογίων της εποχής, ο Αλέξανδρος εγκαθίσταται Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ασώπιος τους καλεί ουσιαστικά να…μετονομάσουν την εφημερίδα τους σε…Νυχτερινό Κήρυκα, ενώ δε διστάζει να τους χαρακτηρίσει ως … συμπράκτορες του Φαλμεράϊερ! (Ασώπιος 1857: 105-106). 505

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

412

εντυπωσιακά στην καρδιά της Αθήνας και με τη μορφή ενός… ξενοδοχείου. Το 1889 οικοδομείται στη γωνία της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας το -τριώροφο αρχικά, τετραώροφο μετά το 1920 - ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», νεοκλασικού ρυθμού, με βάση τα σχέδια του μεγάλου Γερμανού αρχιτέκτονα Ernst Ziller (18371923), με την επιγραφή του ονόματος να καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της πρόσοψης. Εκεί υπήρχε στο εσωτερικό του και μαρμάρινη προτομή του Έλληνα στρατηλάτη506. Ωστόσο είναι στον αλύτρωτο ελληνισμό της Μακεδονίας που οι αναφορές στον Αλέξανδρο αποκτούν ένα ιδιαίτερο αγωνιστικό και επαναστατικό περιεχόμενο: ο Τσάμης Καρατάσος, ο μεγάλος αυτός Έλληνας οπλαρχηγός της επανάστασης του 1821 με καταγωγή από τη Μακεδονία, που έλαβε μέρος στην επανάσταση της Νάουσας και πολέμησε κι αργότερα σε διάφορα μέτωπα, το 1854 προσπάθησε να ξεσηκώσει τους Μακεδόνες –συγκεκριμένα τους κατοίκους της Χαλκιδικής και πάλι να επαναστατήσουν εναντίον των Τούρκων, με μια προκήρυξη που περιείχε και τα παρακάτω λόγια: «Ποιάν ἂλλην ἐποχήν περιμένετε, ἀδελφοί Μακεδόνες; Θά ἀνεχθῶμεν βλέποντες τήν τιμήν μας καταπατουμένην, τήν ἰδιοκτησίαν διαρπαζομένην καί τήν ἀμώμητον ημῶν θρησκείαν έξυβριζομένην;{….} Μήπως δέν ρέει εἰς τάς φλέβας μας αἶμα Μακεδονικόν; Μήπως δέν εἲμεθα ἀπόγονοι τῶν ἐνδόξων Φιλίππων; Μήπως δέν εἲμεθα ἀπόγονοι τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου; Δεῦτε λοιπόν δράμωμεν εἰς τά ὂπλα!». Εδώ αξίζει να αναφερθεί κι ένα άλλο στοιχείο, ενδεικτικό της ιδεολογικής χρήσης της μορφής του Αλέξανδρου από τους επισήμους εκπροσώπους του νεοελληνικού κράτους, ακόμα και σε διπλωματικό επίπεδο. Κατά τις ελληνοσερβικές διαπραγματεύσεις του 1866-67, που οδήγησαν σε μυστική συνθήκη συμμαχίας το Φεβρουάριο του 1867, ο Έλληνας αντιπρόσωπος Πέτρος Ζάνος προσπάθησε να πετύχει την επικύρωση των ελληνικών διεκδικήσεων στη Μακεδονία επισημαίνοντας τα ακόλουθα: «Οὐδείς θά εὑρεθῆ ἐν Ἑλλάδι ἂνθρωπος ὅστις θά θέση τήν ύπογραφήν του εἰς μίαν συνθήκην, διά τῆς οποίας διετέμνεται ἡ Μακεδονία και ἀπαλλοτριοῦται ἡ Ελλάς τῶν ἐπί αὐτῆς προαιωνίων ἀξιώσεών της. Λησμονεῖτε…ὅτι ἡ Μακεδονία εἶναι ἡ κοιτίς τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅτι εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ελληνική χώρα, ὅτι τέλος πάντων η Μακεδονία εἶναι ἡ πατρίς τοῦ Ἀλεξάνδρου» (Κωφός 1982:447-448, 449). Συμπεραίνουμε, επομένως, πως η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε μεγάλη βαρύτητα και αναγνωρισιμότητα, τόσο απέναντι στους Έλληνες της Μακεδονίας, ώστε να τον επικαλείται ο Καρατάσος προκειμένου να τους ξεσηκώσει, όσο και στους ξένους διπλωμάτες, συγκεκριμένα στους Σέρβους, ως αναπόσπαστο στοιχείο του

Στη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα, ξενοδοχείο με την ονομασία «Μέγας Αλέξανδρος» πρέπει να κτίστηκε στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Μεγάλου Αλεξάνδρου στις αρχές του έτους 1921, αφού μια διαφήμιση καταχωρημένη στην εφημερίδα «Μακεδονία» στις 30.10.1921 το χαρακτηρίζει ως «το πρώτο νεόδμητο της πόλης». 506

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

413

ελληνισμού της περιοχής, ώστε να τον χρησιμοποιεί ως διπλωματικό επιχείρημα ο Ζάνος. Στην αμέσως επόμενη περίοδο αρχίζει στο χώρο της Μακεδονίας η βουλγαρική προπαγάνδα στο πλαίσιο του πανσλαβισμού, που προβάλλει τις βουλγαρικές αξιώσεις για κατάληψη ολόκληρης της περιοχής και κατοχύρωσής της στο μελλοντικό βουλγαρικό κράτος. Η προπαγάνδα θα ενταθεί με την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχείας και θα λάβει, εν τέλει, βίαιες διαστάσεις με τις ενέργειες των Βούλγαρων Κομιτατζήδων κατά του πιστού στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ελληνορθόδοξου -ελληνόφωνου, σλαβόφωνου και βλαχόφωνου - πληθυσμού της βόρειας και μεσαίας ζώνης της Μακεδονίας. Απέναντι στην εντεινόμενη αυτή προπαγάνδα, οι Έλληνες της Έδεσσας στη Δυτική Μακεδονία αντιδρούν με υπόμνημα της 4ης Ιανουαρίου 1877, στο οποίο αποκαλύπτουν τα ψεύδη της με αναφορές στον Αλέξανδρο και γενικότερα στο ιστορικό παρελθόν της Μακεδονίας, το οποίο και την κατοχυρώνει στον ελληνισμό.507 Με το ξέσπασμα του ρωσοτουρκικού πολέμου τα πάθη εντείνονται. Ανήσυχοι, οι Έλληνες της Στρωμνίτσης, δια του φιλεκπαιδευτικού συλλόγου τους, στις 12 Μαρτίου 1878, προβαίνουν σε γραπτή διαμαρτυρία, στην οποία, αφού πρώτα προβάλλουν την ελληνικότητα της πόλης και της περιοχής τους («εν τοις ιεροίς ημών ναοίς ελληνιστί ποιούμεν τας ιεροτελεστίας, εν τοις σχολείοις ημών μόνη η ελληνική γλώσσα διδάσκεται…») διατρανώνουν στη συνέχεια την αποφασιστικότητά τους να υπερασπίσουν αυτήν την ελληνικότητά τους, έχοντας ως βάση την καταγωγή τους από το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο.508 Μάλιστα, η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου χρησιμοποιήθηκε και ως σύμβολο συσπείρωσης των Ελλήνων Μακεδόνων επαναστατών της επανάστασης του 1878. Στις 18 Φεβρουαρίου 1878 συγκροτήθηκε στο όρος Βουρινό Κοζάνης η «Προσωρινή «Αληθώς, όπως αξιώσι οι πανσλαυισταί εις την Βουλγαρίαν προσάρτησιν της Μακεδονίας πρέπει να παρουσιάσωσι τίτλους τινάς και δικαιώματα. Τοιαύτα δε θέλει παράσχει εις αυτούς είτε η ιστορία του τόπου είτε η θέλησις των κατοίκων αυτού. Κι αν πρόκειται να εξετασθή η ιστορία του τόπου, βεβαίως η Ευρώπη, δε θέλει καταφύγει εις τας εν χρήσει βουλγαρικάς ιστορίας, οι συγγραφείς των οποίων κατόρθωσαν δι’ ολίγης μελάνης να εκσλαυίσωσι τον Πατέρα της Λογικής Αριστοτέλη και τον δορυκτήτορα της Ασίας, Αλέξανδρο, και να παραστήσωσι τους Σλαυοβούλγαρους, ως τους αρχαιότερους κατοίκους της Μακεδονίας. Ο κόσμος όλος γνωρίζει τίνα γλώσσα και τίνα πολιτισμόν διέδιδον αι Μακεδονικαί φάλαγγες κατά τας θριαμβευτικάς διά της Ασίας πορείας των…Όθεν ιστορικώς η Μακεδονία ανήκει εις τους αρχαιοτάτους αυτής κατοίκους και κυρίους τους Έλληνας…»(«Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία», επιμέλεια Ιωάννη Κολιόπουλος, Ιωάννης Χασιώτης, εκδόσεις Παπαζήση και Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, τόμος Β΄, σελ. 362). 507

«Τέλος πάντων αισθανόμενοι ότι εις τας φλέβας ημών ρέει το αίμα του Φιλίππου και Αλεξάνδρου και εμπεποτισμένοι υπό των μεγάλων παραδόσεων της ενδόξου ημών προγονικής ιστορίας και υπό του αγήρου ελληνικού πολιτισμού, δεν θέλομεν να συνενωθώμεν μετά Σλαύων, προτιμώντες οιανδήποτε άλλην πεπολιτισμένην αρχήν…» («Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία», επιμέλεια Ιωάννης Κολιόπουλος, Ιωάννης Χασιώτης, εκδόσεις Παπαζήση και Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, τόμος Β΄, σελ. 366). 508

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

414

Κυβέρνησις εν τη Μακεδονία Επαρχίας Ελιμείας» από τους Ιωάννη Γκοβεδάρο, Ιωάννη Πηχεών, Ζήση Εμμανουηλίδη, παπά Χριστόδουλο, παπά Ιωάννη, Αθανάσιο Γρηγορίου και Ιωάννη Λιάτη. Την ίδια ημέρα απέστειλαν στην ελληνική κυβέρνηση επαναστατική προκήρυξη με τίτλο «Εν ονόματι του Έθνους», στην οποία, ανάμεσα στα άλλα, σημείωσαν και τα εξής: «Η ημετέρα επαρχία, μη δυνάμενη πλέον να υποφέρη τον ακατανόμαστον δούλειον τουρκικόν ζυγόν, τας ανηκούστους βιαιοπραγίας των καταδυναστευόντων την πατρίδαν του Μεγάλου Αλεξάνδρου τυράννων…και βλέπουσα ότι….η δε Υψηλή Πύλη, υπογράψασα τους προκαταρκτικούς όρους της ειρήνης μετά της Ρωσσίας απεμπολεί το πλείστον της Μακεδονίας εις τον Πανσλαβισμόν509, ήρατο ως είς άνθρωπος τα όπλα, ίνα κηρύξη ενώπιον Θεού και ανθρώπων την ελευθερίαν από του δουλείου ζυγού και την μετά της μητρός Ελλάδος ένωσιν αυτής….» (Κολιόπουλος 1990: 498). Η προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση από τη Μονή Πέτρας στις 4/16 Μαρτίου 1878 απηύθυνε προκήρυξη προς όλους τους Μακεδόνες, την οποία υπέγραψαν ο Ευάγγελος Ι. Κοροβάγκος (πρόεδρος της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης), και οι Παπαθανάσης Κ. Ιεροκλής και ο Κίτρους Νικόλαος. Από την προκήρυξη παρατίθεται το παρακάτω απόσπασμα:

Εδώ οι επαναστάτες αναφέρονται στη Συνθήκη Ειρήνης του Αγίου Στεφάνου ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία, σύμφωνα με την οποία σχεδόν όλη η Μακεδονία (στη σημερινή Βόρεια Ελλάδα), πλην Θεσσαλονίκης, θα παραχωρούνταν στη Βουλγαρία κι έτσι θα δημιουργούνταν η λεγόμενη «Μεγάλη Βουλγαρία» με έξοδο στη Αιγαίο. Η συμφωνία αυτή εξυπηρετούσε την τότε ιδεολογία του Πανσλαβισμού και τα ρωσικά σχέδια για κάθοδο στις ζεστές θάλασσες, δηλαδή το Βόρειο Αιγαίο, μέσω του ελέγχου που θα ασκούσαν στο βουλγαρικό κράτος. Σ’ αυτήν την προοπτική αντιτίθενται οι Έλληνες της Μακεδονίας, που σαφώς ήταν περισσότεροι πληθυσμιακά στις περιοχές αυτές σε σχέση με τους Βούλγαρους και επιπλέον είχαν ισχυρά ιστορικά επιχειρήματα. Τελικά η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που δεν ελάμβανε υπόψη τα πραγματικά μεγέθη πληθυσμών στη Μακεδονία, ακυρώθηκε από τα αποτελέσματα του Συνεδρίου του Βερολίνου, αν και αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία του βουλγάρικου εθνικισμού και του μακεδονικού ζητήματος. Μακρινό απόηχο του μακεδονικού ζητήματος αποτελεί σήμερα η επιθετική προπαγάνδα του κράτους των Σκοπίων εις βάρος της Ελλάδας με το σφετερισμό της ελληνικής ιστορίας, συμβόλων και μορφών, όπως η ελληνική ονομασία «Μακεδονία» και η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στην προσπάθεια να διαμορφωθεί μια ψευδο -μακεδονική εθνότητα ανάμεσα σε ανθρώπους σλαβικής και πιο συγκεκριμένα βουλγαρικής καταγωγής. 509

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

415

«Θα μείνωμεν ημείς οι Έλληνες, οι πρώτοι αθληταί της ελευθερίας καί κατά την αρχαιότηταν καί κατά τους νεωτέρους χρόνους, έσχατοι πάντων; Όχι! Μα τους ήρωες του ’21 και τα ιερά οστά των θυσιασθέντων εν Κασσάνδρα, εν Ναούση510 και τοις λοιποίς μέρεσι της φίλτατης ημών πατρίδος. Όχι! ….. Θέλομεν ελευθέραν και ημείς την πατρίδαν μας, θέλομεν να επανέλθωμεν και ημείς εις τους κόλπους της κοινής ημών μητρός, της Ελλάδος… Ενθυμηθείτε ότι την ωραίαν πατρίδαν μας εδόξασαν άλλοτε τα όπλα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σήμερον δε κινδυνεύει να εξοντωθή η φυλή του μεγάλου ανδρός. Ενθυμηθείτε ότι εις τα όρη και τα λαγκάδια μας έλαμπον άλλοτε τα ίχνη των προγονικών ημών θεών….» (Παπαδόπουλος 1970: 91-93). Στο παραπάνω απόσπασμα αυτό που εντυπωσιάζει δεν είναι μόνο η αναφορά στα «όπλα του μεγάλου ανδρός», του Αλέξανδρου, αλλά και η αναφορά στα ίχνη των προγονικών θεών. Οι Έλληνες λοιπόν του 18ου και του 19ου αιώνα, όπως και οι πρόγονοί τους, οι βυζαντινοί Έλληνες, στις κρίσιμες στιγμές επαναστάσεων, αλλά και λεπτότατων διπλωματικών χειρισμών, στηρίχθηκαν σημειολογικά στη δυναμική του ισχυρότερου άνδρα που ανέδειξε διαχρονικά ο ελληνισμός και στις μνήμες του ακατάβλητου αγώνα και της δόξας του. Η ιδεολογική χρήση της μορφής του Αλέξανδρου, σε έξαρση κατά την περίοδο της σύγκρουσης με το βουλγαρικό εθνικισμό στην τουρκοκατούμενη Μακεδονία, τεκμηριώνεται και στο έργο του Νικόλαου Πολίτη, του πρώτου μεγάλου Έλληνα λαογράφου. Γράφοντας στο Σκόκου Ημερολόγιον το 1889 το άρθρο του Αλέξανδρος ο Μέγας κατά τας δημώδεις παραδόσεις παρατηρεί πως οι Σλάβοι διδάχθηκαν από την (ψευδο-καλλισθένεια) ιστορία του Αλέξανδρου ότι «εἰς οὐδέν θά ὠφέλουν την Μακεδονίαν ὁ θαλερός πολιτισμός καί τό ἀκμαῖον ἑλληνικόν φρόνημαν τῶν κατοίκων, ἄν μή ἔσωζον αὐτήν ἡ ἀλκή τοῦ Ἀλεξάνδρου καἰ αἱ λόγχαι τῶν Μακεδονικῶν φαλάγγων. Καί τά διδάγματα ταῦτα τελεσφόρως χρησιμοποιοῦσιν ἐν ταῖς σημεριναῖς ἐνεργείαις αὐτῶν πρός κατίσχυσιν ἐν Μακεδονία». (Πολίτης 1889: 40). Επιπλέον, στην αυγή του 20ου αιώνα κι ενώ σύννεφα μαζεύονταν πάνω από τη Μακεδονία εξαιτίας των βουλγάρικων επιδιώξεων και της τρομοκρατικής δράσης των Βούλγαρων κομιτατζήδων έναντι ελληνικών πληθυσμών, στην Αθήνα ο «Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος» του γιατρού Θεοχάρη Γερογιάννη (με καταγωγή από την Αρναία Χαλκιδικής) εξέδιδε εικονογραφημένη εφημερίδα με τίτλο «Μέγας Εδώ αναφέρονται στην ελληνική επανάσταση του 1821 στη Μακεδονία, η οποία εκδηλώθηκε κυρίως στη Χαλκιδική και στην Ημαθία στην περιοχή της Νάουσας (βλέπε και παραπάνω στο κεφάλαιο 4.4.) και είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της πόλης από τον οθωμανικό στρατό, οι δε Ναουσαίοι έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι και Ναουσαίες γυναίκες προτίμησαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στον καταρράχτη της Αραπίτσας, παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. 510

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

416

Αλέξανδρος», η οποία προωθούσε βεβαίως τα συμφέροντα του ελληνισμού στην πολύπαθη και ιστορική αυτή βόρεια ελληνική περιοχή (Γ.Ε.Σ. 1979: 125). Η εφημερίδα αποστελλόταν στο εξωτερικό δωρεάν «εἰς τούς διπλωμάτας, ἐξόχους πολιτικούς ἄνδρας, ἐθνολόγους, Γεωγραφικάς Ἑταιρείας, καί εἰς τά σπουδαιότατα τῶν ὀργάνων τῆς παγκοσμίου δημοσιογραφίας». Μάλιστα στο φύλλο της 15ης Μαρτίου 1907 περιγράφεται η δράση του Μακεδονομάχου Αντώνιου Βλαχάκη, ο οποίος το Σεπτέμβρη του 1905 εισήλθε στη Μακεδονία με 48 γενναία παλικάρια «πρός ὑπεράσπισιν τοῦ καταδιωκόμενου καί κινδυνεύοντος ἑλληνισμοῦ ἐν τῆ πατρίδι τοῦ Ἀριστοτέλους καί τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου» (βλέπε εικόνα 79). Συν τοις άλλοις, το 1903 στην πρωτεύουσα της Ελλάδας ο Αθανάσιος Αργυρός, με καταγωγή τη Νιγρίτα Σερρών, ίδρυσε το εθνικό Μακεδονικό σωματείο «Μέγας Αλέξανδρος», το οποίο δραστηριοποιήθηκε έντονα προς την κατεύθυνση της ευαισθητοποίησης της αθηναϊκής κοινής γνώμης, με τη διοργάνωση συλλαλητηρίων υπέρ των Ελλήνων της Μακεδονίας (Βακαλοπουλος 1990:492). Επιπλέον, ο «Μέγας Αλέξανδρος» δραστηριοποιήθηκε καί προς το εξωτερικό για προβολή των αιτημάτων και των δικαίων του ελληνισμού στη Μακεδονία και στις άλλες αλύτρωτες ελληνικές περιοχές, όπως αποδεικνύεται από δύο ευχαριστήριες επιστολές που απέστειλε ο τότε πρόεδρος του σωματείου Χαρίδης Πούλιος στο διευθυντή των μουσείων της Γαλλίας Θ. Ωμόλ και στο Γάλλο βουλευτή Διον.Κοσσέν, για τις αγορεύσεις που έκαναν υπέρ του ελληνισμού κατά το έτος 1906. 511 Είναι η εποχή που ο δημοτικιστής λόγιος Χαράλαμπος Αντρεάδης εκδίδει το πόνημά του «Ο Μεγ’ Αλέξαντρος» (Αθήνα, 1904), με σκοπό ακριβώς η μορφή του Αλέξανδρου να εμπνεύσει τόλμη στους Έλληνες για τον αγώνα τους κατά των Βουλγάρων στη Μακεδονία, καθώς αυτός «ήρθε…να χαρίσει τη λευτεριά στ’ αδέρφια μας» (των αρχαίων ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας). Τον ίδιο ακριβώς σκοπό επιχειρεί και ο Περικλής Γιαννόπουλος στο έργο του «Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν», (Αθήνα, 1907), στο οποίο προβάλλει τον Αλέξανδρο ως κοσμοκράτορα και «εγκέφαλο του ελληνισμού» (Καψωμάνης 2004: 49-51). Ακόμα και το πατριωτικό Μακεδονικό Κομιτάτο, που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1904 με σκοπό την προετοιμασία του Μακεδονικού Αγώνα κατά των Βουλγάρων, οι οποίοι δυναμικά πλέον διεκδικούσαν την οθωμανοκρατούμενη Μακεδονία, στη σφραγίδα του είχε ως έμβλημα το Μέγα Αλέξανδρο πλάι στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασίλειο Β΄, μια ακραιφνώς πατριωτική σημειολογικά αναπαράσταση για τη Μακεδονία των Ελλήνων (εικόνα 80). Στην ίδια τη Μακεδονία, ο μακεδονομάχος Παπα –Δράκος στο χωριό Σλήμνιστα έλεγε στους χωρικούς πως «Αυτός ο Μέγας Αλέξανδρος, παιδιά μου, αυτός ο βασιλεύς των πατέρων σας, έγινεν όργανον του Θεού, διότι

511

Εφημερίδα Εμπρός, 20.12.1906.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

417

εις όλον τον κόσμον που εκυρίευσε διέδωκε την ωραίαν ελληνικήν γλώσσαν μας».512 Η αξία του Αλέξανδρου και του Φιλίππου ως εθνικών συμβόλων των Ελλήνων στις περιοχές της Μακεδονίας που απελευθέρωσε ο ελληνικός στρατός κατά τον Α΄ και Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913) αποδεικνύεται και από την αλλαγή του λογότυπου της ιστορικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης, της «Μακεδονίας» , η οποία ιδρύθηκε το 1911. Λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση της πόλης κατά την νικηφόρα προέλαση του ελληνικού στρατού (26.10.1912) και συγκεκριμένα στο φύλλο της Πέμπτης, 3.1.1913, η εφημερίδα τύπωσε για πρώτη φορά δίπλα στον τίτλο της τις προτομές του Αλέξανδρου και του Φιλίππου, έτσι όπως αυτές διασώζονται στα περίφημα χρυσά μετάλλια από την Ταρσό (βλέπε κεφάλαιο 2.4.), μία μορφή λογότυπου που έμελλε να διατηρήσει για πολλά χρόνια (εικόνα 81). Παράλληλα, η αθηναϊκή εφημερίδα «Σκριπ» σε πρωτοσέλιδο άρθρο στο φύλλο της 4ης Φεβρουαρίου 1913 κάνει αναφορά στον Αλέξανδρο και στον Κωνσταντίνο για να θεμελιώσει τα ελληνικά δίκαια σε Μακεδονία και Θράκη αντίστοιχα. Χαρακτηριστική για τη μορφή του Αλέξανδρου και του Φιλίππου στην εθνική συνείδηση των Ελλήνων Μακεδόνων είναι και η αναφορά πρωτοσέλιδου άρθρου στην καβαλιώτικη καθημερινή εφημερίδα «Νεολόγος της Μακεδονίας» (έτος ίδρυσης 1913), στις 3 Οκτωβρίου του 1913, γραμμένου από το διευθυντή της εφημερίδας Γ.Δ. Κατσιγόνη, περίπου τρεις μήνες μόλις μετά την απελευθέρωση της πόλης από τον ελληνικό στρατό κατά το Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο: με αφορμή την έλευση του βασιλιά Κωνσταντίνου στην πόλη, σημειώνεται: «Εκεί κάτω ὀλίγον πλησιέστερον τοῦ χρυσοφόρου Παγγαίου αἱ σκιαί τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί Φιλίππου πλανωμέναι οἱ ἄνωθεν τῶν ἀνακτόρων τῶν ἀρχαίων Φιλίππων 513 θά ἀναμένουν τήν διέλευσιν τοῦ ἀνδρείου Βασιλέως μας όπως χαιρετήσουν, πρό ἡμών, τόν ἀντάξιον Διάδοχον τῶν ἐν τῆ ἀναγεννηθήση Μεγάλη Ἑλλάδι μας». Ήταν η εποχή που η προπαγάνδα των φιλοβασιλικών διατυμπάνιζε για το νέο βασιλιά της Ελλάδας: «Ο Κωνσταντίνος δε μοιάζει ούτε μιμείται το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Είναι ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος που αναστήθηκε!» (Τσιρκινίδης 2006: 131). Και πάλι στην εφημερίδα «Νεολόγος της

Σταματίου Ράπτη "Iστορία του Μακεδονικού Αγώνος", Αθήνα 1911, σ. 168 σε άρθρο της Χριστίνας Κουλούρη στον Ιό της Κυριακής, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 12.1.1977, http://www.iospress.gr/ios1997/ios19970112a.htm Στο ίδιο άρθρο υπάρχουν αναφορές και για το πώς ο Αλέξανδρος χρησιμοποιήθηκε από τον «ελληνομακεδονικό σύλλογο της Αθήνας» για την προσέγγιση και προσεταιρισμό των σλαβόφωνων χωρικών, που κατοικούσαν σε ορισμένες περιοχές της ευρύτερης Μακεδονίας, με επίκληση στο ένδοξο –κοινό με την υπόλοιπη Ελλάδα –παρελθόν της βασιλείας του Μακεδόνα βασιλιά. 512

Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση της περιοχής, τα ερείπια της βασιλικής Β΄ στους Φιλίππους ταυτίζονταν με το «παλάτι του Αλέξανδρου», βλέπε αναλυτικά επόμενο κεφάλαιο 4.5. 513

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

418

Μακεδονίας», στο πρωτοσέλιδο της 8ης Οκτωβρίου 1913514 δημοσιεύτηκε ποίημα του Δεκανέα της Γ΄ Μεραρχίας Ευάγγελου Πανά με τίτλο Εἰς τούς πεσόντας ἀδερφούς μας, αφιερωμένο στους πεσόντες των Βαλκανικών Πολέμων: …………………………..... «Ὄχι δέν ἐπεθάνατε μεγάθυμα λεοντάρια τοῦ Λεωνίδου ἀπόγονοι τοῦ Μπότσαρη βλαστάρια …………………………….. Θά μένουν ἀλησμόνητα τά κατορθώματά σας με γράμματα ὁλόχρυσα ἐγράφη τ’ ὄνομά σας. Σεῖς φέρατε τῆς λευτεριᾶς το μυρωμένο ἀέρι στήν χώρα τ’ Ἀλεξάνδρου μας στά εὔμορφά του μέρη». Πατριωτικού χαρακτήρα είναι και η αναφορά στον Αλέξανδρο του στρατιωτικού εμβατηρίου για τη Μακεδονία, το οποίο βασίζεται σε παραδοσιακό μακεδονίτικο σκοπό και αποτελεί το σύγχρονο ύμνο της Μακεδονίας: «Μακεδονία ξακουστή, του Αλεξάνδρου η χώρα, που έδιωξες το βάρβαρο κι ελεύθερη είσαι τώρα! Είσαι και θα’ σαι ελληνική, Ελλήνων το καμάρι και μεις θα σ’ αντικρίζουμε ελεύθερη και πάλι…..» Ακόμη, αξίζει να αναφερθεί πως ο πρώτος αθλητικός σύλλογος των Ελλήνων της Καβάλας515 με την ονομασία «Φίλιπποι» και έτος ίδρυσης το 1906 - όταν η Καβάλα τελούσε ακόμα υπό οθωμανική κυριαρχία - σύμφωνα με τον κανονισμό του, είχε ως έμβλημα και ως παράσταση της κυκλικής σφραγίδας του την προτομή του Μεγάλου Ευχαριστώ από καρδιάς τον ακάματο Καβαλιώτη ερευνητή και ευπατρίδη κ. Νικόλαο Ρουδομέτωφ για την άδεια που μου παραχώρησε να μελετήσω τα σπάνια αυτά φύλλα των ιστορικών εφημερίδων της Καβάλας στο Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβάλας (Ι.Λ.Α.Κ.). 514

Η σύγχρονη πόλη της Καβάλας απέκτησε αυτήν την ονομασία κατά το 15 ο με 16ο αιώνα, περίπου 100 χρόνια αφότου περιήλθε υπό τον έλεγχο των Οθωμανών. Κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Νεάπολις και ήταν αποικία της αρχαίας Θάσου, με τη συμμετοχή αποίκων από την Πάρο, ιδρυμένη γύρω στο 630 π.Χ., γεγονός που την καθιστά την αρχαιότερη σύγχρονη πόλη της Βόρειας Ελλάδας, με εξαίρεση τον οικισμό του Λιμένα Θάσου. Κατά τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε μια μικρή πόλη - ισχυρό οχυρό που εξασφάλιζε την επικοινωνία ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη η Χριστούπολις, ονομασία που έλαβε κατά το πρώτο μισό του 8ου αιώνα μ.Χ. 515

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

419

Αλεξάνδρου (Στεφανίδου 2007: 222, Βουζανίδου 2013: 48). Ο Μέγας Αλέξανδρος, περιέργως, παριστάνεται εδώ γενειοφόρος, ίσως ως ένας μακρινός απόηχος του γενειοφόρου «βυζαντινού» Αλέξανδρου, ίσως εξαιτίας συμφυρμού με τη μορφή του Φιλίππου, του ανθρώπου που είχε δώσει το όνομά του στη γειτονική της Καβάλας αρχαία πόλη, τα ερείπια της οποίας επίσης συσχέτιζαν με τον Αλέξανδρο, όπως θα δούμε στη συνέχεια (εικόνα 82). Στην ίδια πόλη, τουλάχιστον από το έτος 1926, υπήρχε και γυμναστικός σύλλογος με την ονομασία «Μέγας Αλέξανδρος», με συμμετοχές στους κολυμβητικούς, λεμβοδρομικούς και πυγμαχικούς αγώνες της πόλης (εφημερίδα «Κήρυξ, 10. 8. 1926, Βουζανίδου 2013: 117, 122). Νωρίτερα, κατά το έτος 1913 μαρτυρείται από ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία» η ύπαρξη του συλλόγου «Μέγας Αλέξανδρος» στην πόλη των Γιαννιτσών, η οποία και είχε απελευθερωθεί κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912). Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας της 4ης Αυγούστου 1913, ο σύλλογος πρωτοστάτησε σε εκδηλώσεις αφιερωμένες στη νίκη του ελληνικού στρατού στο μακεδονικό μέτωπο. Δέκα χρόνια αργότερα, γύρω στις αρχές του 1923, ομώνυμος μορφωτικός και γυμναστικός σύλλογος νέων είχε ιδρυθεί και στην πόλη της Έδεσσας, όπως μας πληροφορεί ένα ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης (5.4.1923) και κατά το έτος 1929 μαρτυρείται η ύπαρξη ενός «μουσικοφιλολογικού συλλόγου» με την ονομασία «Μέγας Αλέξανδρος» και στη μητρόπολη της Μακεδονίας, τη Θεσσαλονίκη516. Γενικότερα, από ρεπορτάζ της εφημερίδας Μακεδονίας συνάγεται ότι, κατά τα τέλη της δεκαετίας 1920 με αρχές της δεκαετίας 1930, υπήρχαν και δραστηριοποιούνταν γυμναστικοί σύλλογοι με την ονομασία «Μέγας Αλέξανδρος» και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, όπως η Βέροια και η Φλώρινα517. Το 1922 πιστοποιείται και η ύπαρξη θεάτρου στη Θεσσαλονίκη με την ονομασία «Μέγας Αλέξανδρος», από αντίστοιχο ρεπορτάζ της «Μακεδονίας» (15.8.1922). Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), το 1928, μετά δηλαδή από πολλά χρόνια, κάνει και πάλι την εμφάνισή του ένα βιβλίο για τον Αλέξανδρο: πρόκειται για το έργο του Μιλτιάδη Σπυρομίλιου «Ο Μέγας Αλέξανδρος στις Ινδίες», στο οποίο εκφράζεται όλος ο γνωστός και από πολλούς άλλους Έλληνες συγγραφείς θαυμασμός για τον «Ελληνα βασιλιά» και το έργο του, την ενοποίηση δηλαδή των Ελλήνων και τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού. Δύο χρόνια αργότερα εκδίδεται και η μονογραφία της φιλολόγου Αρσινόης Παπαδοπούλου, «Ο δημιουργός του Ελληνικού Έθνους» (Αθήνα), στην οποία ο Αλέξανδρος, εκτός από σύμβολο ενότητας, αγώνων και οικουμενικότητας του ελληνισμού –με στόχο την ένωση της ανθρωπότητας, προβάλλεται και ως ο άνθρωπος που έστρωσε το χαλί για την έλευση του 516

Εφημερίδα «Μακεδονία», 25.7.1929.

517

Εφημερίδα «Μακεδονία», 27.6.1929, 24.8.1931.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

420

χριστιανισμού, ιδέες που επαναλαμβάνει τόσο ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτριος Πετρακάκος 14 χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του «Ο Μέγας Αλέξανδρος» (Αθήνα, 1944), όσο και ο στρατιωτικός Φώτιος Αλεβίζος («Η Ελλάς τότε και τώρα. Μέγας Αλέξανδρος – Νεοέλληνες εν τη αιωνία προθέσει του Θεού», Αθήνα, 1950), με την παράλληλη προβολή του Αλέξανδρου ως «Εθνάρχη και βασιλιά των Ελλήνων». Ο Αναστάσιος Στρατηγόπουλος κάνει επίσης παραπλήσια αναφορά στον Αλέξανδρο ως εκτελεστή του θεϊκού σχεδίου, υπερασπιστή του ελληνισμού, αλλά και παράγοντα συγχώνευσής του με τους ανατολικούς λαούς, -αίτιο φθοράς του Μακεδόνα κατά το Στρατηγόπουλο. Συν τοις άλλοις, ως σύμβολο των αγώνων, της δόξας, της ενότητας και της διάδοσης του ελληνισμού πρόβαλαν τον Αλέξανδρο στα έργα τους ο Πελλαίος στην καταγωγή συγγραφέας και πολιτικός Σωτήρης Γκοτζαμάνης (1940), ο Δυτικομακεδόνας συγγραφέας Παντελής Ιωαννίδης (Θεσσαλονίκη, 1949)518 και κυρίως ο δικηγόρος Γεώργιος Ρουμάνης. Ο τελευταίος, στο έργο του «Μέγας Αλέξανδρος» (Αθήνα, 1958), σε μια περίοδο εθνικών εντάσεων, καθώς είχε αρχίσει ο αγώνας των Ελληνοκυπρίων κατά των Εγγλέζων και είχε συντελεστεί η καταστροφή του κωνσταντινουπολίτικου ελληνισμού από το βαθύ τουρκικό κράτος με το πογκρόμ των Σεπτεμβριανών του 1955, ανακαλεί τον Αλέξανδρο προς υπεράσπιση του ελληνισμού, φτάνοντας στο σημείο να προτείνει καθιέρωση της λατρείας του (!), προκειμένου οι Έλληνες να αναπτύξουν πνεύμα επιθετικότητας για τα δίκαιά τους (Καψωμάνης 2004: 68-72, 74, 79-81, 139-141). Είχε προηγηθεί κατά τους χρόνους της τριπλής κατοχής της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα το ποίημα του Κώστα Τριανταφύλλου Ζη ο βασιλιάς Αλέξανδρος! («Τα τραγούδια των σκλαβωμένων», Πάτρα, 1944), στο οποίο ο ποιητής εμπλέκει αριστοτεχνικά το μύθο της Γοργόνας στις συνθήκες κατοχής της Ελλάδας: η Γοργόνα παραφυλάει στο θαλάσσιο πέρασμα μεταξύ Ιθάκης και Ζακύνθου και θέτει το αιώνιο ερώτημά της στα πλοία των νηοπομπών των κατοχικών δυνάμεων, με καταστροφικά αποτελέσματα γι’ αυτά. Μόνο από τα ελληνικά υποβρύχια παίρνει στην ελληνική γλώσσα, αυτήν που και η ίδια μιλάει, τη σωστή απάντηση και ο Αλέξανδρος γίνεται σύμβολο αντίστασης και αγώνα για τους σκλαβωμένους Έλληνες: «….Κι αλίμονο αν κι αυτοί δεν ξαίρουν ν΄ απαντήσουν, Απόκριση ή κι ευχή σε ξένη γλώσσα δώσουν, Τη γλώσσα την ελληνική σα δε γροικήσουν, Σαν τα καράβια τους, κι αυτοί δε θα γλυτώσουν.

Ο Ιωαννίδης τον προβάλλει παράλληλα ως κοσμοκράτορα και εντολοδόχο του θεού (Καψωμάνης 2004: 80). 518

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

421

Μα λεν πως μόνο τα υποβρύχιά μας γυρίζουν ατρόμητα σ’ αυτά τα μέρη τα αγριεμένα. ΄Ετσι είναι. Αυτά μπορούν μονάχα ν΄ απαντήσουν, να ρθούν μπροστά της άφοβα κι αρματωμένα. - ΄Ε, σείς, ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Τι ξαίρτε; - Ά, ναι ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος, κυρά μου! Τον πόλεμο βαστάει. Δε σβήνεται στους αιώνες! Για σένα φέρνω μήνυμα. ΄Ελα πιο κοντά μου. Παραμερίζει αυτή και συλλογιέται : -Να τους πιστέψω σε ότι λέν στο ρώτημά μου ;… Μα βλέπει ευτύς φωτιές στο πέλαγο, συντρίμια. -΄Ω ! ναι, ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος, παιδιά μου !»519 Ο πανεπιστημιακός Ευάγγελος Σδράκας εξέδωσε το 1953 το βιβλίο του με τίτλο «Μέγας Αλέξανδρος –Το θαύμα των αιώνων», στο οποίο τον εξυμνεί για τις αρετές του και τον προβάλλει κυρίως ως εμπνευστή του σχεδίου για τη συναδέλφωση των λαών και τη δημιουργία ενός παγκόσμιου κράτους (Καψωμάνης 2004: 92-95). Ο Βασίλειος Καλαϊτζάκης, συγγραφέας του σχετικού με τον Αλέξανδρο λήμματος της «Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας» (Αθήνα, 1953), προβάλλει το Μακεδόνα βασιλιά ως το σύμβολο της υπεροχής του ελληνισμού, που οδήγησε τους Έλληνες τόσο στη δημιουργία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όσο και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο καθηγητής ιστορίας Απόστολος Δασκαλάκης το 1963 πρόβαλε επίσης τον Αλέξανδρο ως απόστολο του ελληνικού πολιτισμού στην ανατολή. Ο Δημήτριος Κανατσούλης σε άρθρο του στο περιοδικό Μακεδονικά, το 1967, διερεύνησε τη σχέση του Αλέξανδρου με τον Αριστοτέλη, καθώς επίσης και τον τρόπο με τον οποίο ο Μακεδόνας βασιλιάς δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την έλευση και διάδοση του χριστιανισμού, εμμένοντας κυρίως στη σημασία της διάδοσης της ελληνικής γλώσσας και της αξιοποίησής της ως του καταλληλότερου μέσου για την έκφραση και την εμπέδωση του περιεχομένου της χριστιανικής διδασκαλίας.520 Για το 519

http://safem.gr/index.php/eggrafa/logotexenia (28.12.2015).

Παράλληλα ο Κανατσούλης τονίζει τη σημασία της δημιουργίας οικουμενικού κράτους και την απρόσκοπτη επικοινωνία των λαών ως εξίσου βασική προϋπόθεση διάδοσης του χριστιανισμού, μια και 520

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

422

Θεόδωρο Σαράντη («Μέγας Αλέξανδρος –από την ιστορία στο θρύλο», 1970), πέρα από τις στρατιωτικές αρετές του, ο Αλέξανδρος ξεχώρισε στην εποχή του ακριβώς για το όραμα της συγχώνευσης των λαών και της δημιουργίας μιας πανανθρώπινης κοινωνίας με βάση τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ με το Γιώργο Κιτσόπουλο («Αλέξανδρος ο Μἐγας», 1986) επανέρχεται το μοτίβο του Αλέξανδρου –φιλόσοφου σε συνδυασμό με τα σχέδιά του για τη συνένωση των λαών. Τέλος, ο Κυριάκος Βελόπουλος στο έργο του «Αλέξανδρος ο Μέγιστος των Ελλήνων» (Θεσσαλονίκη, 1998) τον προβάλλει ως στήριγμα του ελληνισμού, ενάρετο ηγέτη, κοσμοκράτορα και εμπνευστή του σχεδίου για παγκόσμια ειρήνη (Κανατσούλης 1967: 27-28, Καψωμάνης 2004: 97 -98, 106-107, 110-111, 241, Demandt 2009: 454)521.

επέτρεψε το συγκρητισμό των θρησκειών και την αποδοχή από τον ελληνισμό ξένων θρησκευτικών ρευμάτων, ένα από τα οποία ήταν εν τέλει και ο χριστιανισμός. Επισημαίνει, επίσης, πόσο κοντά στη χριστιανική θεώρηση της ισότητας όλων έναντι του θεού ήταν ο κοσμοπολιτισμός του Αλέξανδρου, η έλλειψη διάκρισης μεταξύ Ελλήνων και Ασιατών (Περσών). Στο ίδιο άρθρο, χαρακτηρίζει τον Αλέξανδρο ως τη μεγαλύτερη δύναμη του κόσμου και διερευνά το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Αριστοτέλη στο νεαρό Αλέξανδρο, τις επιδράσεις του σε αυτόν, αλλά και τις αντιθέσεις τους (Κανατσούλης 1967: 1-30). Βέβαια οι αναφορές στον Αλέξανδρο ως δημιουργό όλων των συνθηκών που οδήγησαν στην έλευση του χριστιανισμού είναι πολλές ακόμη στο έργο Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Ενδεικτικά σημειώνουμε ακόμη ένα άρθρο του Δ. Κανατσούλη, «Το πολιτιστικόν έργον του Μ. Αλεξάνδρου», στο βιβλίο «Μέγας Αλέξανδρος: αφιέρωμα στα 2300 χρόνια από το θάνατό του» της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1980, όπως επίσης και το σχολικό εγχειρίδιο αρχαίας ιστορίας της Γ΄ δημοτικού, της Βασιλικής Λυμπεροπούλου κατά την περίοδο της δικτατορίας (Καψωμάνης 2004: 156, 212). Για περισσότερες και πιο αναλυτικές αναφορές σε κάθε συγγραφέα καθώς και για άλλους συγγραφείς βλέπε Καψωμάνη 2004. Η συμπερίληψη των παραπάνω συγγραφέων από το έργο του Καψωμάνη εδώ είναι ενδεικτική και στοχεύει στο να συλλάβει ο αναγνώστης τη διαχρονική προβολή του Αλέξανδρου, μέσα από συγκεκριμένες θεωρήσεις του στην Ελλάδα του 19 ου και του 20ου αιώνα. 521

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

423

4.5. Λαϊκή παράδοση και θέατρο σκιών Στη λαϊκή παράδοση των Ελλήνων ο Αλέξανδρος κατέχει κυρίαρχη θέση: ο πρώην Πατριάρχης Αντιοχείας Αθανάσιος σημειώνει χαρακτηριστικά, το 1701: «Ἐπαινοῦσιν οἱ Ἕλληνες τόν Μακεδόνα Ἀλέξανδρον…διά τάς ὑπέρ ἄνθρωπον δηλονότι ἐκείνου ἀνδραγαθίας καί κατορθώματα» (Δημαράς 1989: 130). Ο Πολίτης πάλι σημειώνει εμφαντικά πως «τό ὄνομα τοῦ Ἀλεξάνδρου ζῆ ἀνεπίληστον ἐν πάση γωνία τῆς ἑλληνικής γῆς, καί ὁ ἐσχατος ἀγρότης ἐπαναλαμβάνει θαυμάσια ἀκούσματα περί τῶν μυθωδῶν κατορθωμάτων καί περιπετειῶν τοῦ μεγάλου βασιλέως ἐν χώραις ἀπωτάταις» (Πολίτης 1889: 37-38). Ο Γερμανός βυζαντινολόγος και ελληνιστής Karl Dieterich σημειώνει το 1904: «Ένας από τους κύριους λόγους που επικαλούνται οι Έλληνες, για να διατρανώσουν ότι η Μακεδονία είναι δική τους, είναι ότι στην πανάρχαια αυτή ελληνική γη η μνήμη του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι ακόμη ζωντανή. Σε κάθε περίπτωση είναι σωστό και διαπιστωμένο, το ότι ο ιδρυτής της ελληνικής κοσμοκρατορίας και πρόγονος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχει διατηρηθεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού ως κορυφαία μορφή του παρελθόντος του» (Dieterich 1904)522. Ο Άγγλος περιηγητής Άμποτ, επισκεπτόμενος τη Μακεδονία το 1902 σημειώνει πως τόσο οι Τούρκοι, όσο και οι Έλληνες, ακόμη και οι φτωχότεροι χωρικοί, είναι γεμάτοι από την ιστορία του Αλέξανδρου, αν και συχνά σε αυτήν ο Αλέξανδρος συγχέεται με το Σκεντέρπεη. Τονίζει ακόμη ο Άμποτ πως το όνομα του Αλέξανδρου θεωρείται ότι έχει μια μυστηριώδη δύναμη πάνω στα πνεύματα του κακού και πως γενικότερα θυμίζει πολλά στους Μακεδόνες (Abbott 1903: 294-95) Ποικίλα είναι τα παραδείγματα από τη λαϊκή παράδοση του 15 ου ως και του 20ου αιώνα που αποδεικνύουν τις παραπάνω επισημάνσεις. Στους Φιλίππους της Ανατολικής Μακεδονίας, την πόλη που ίδρυσε ο ίδιος ο Φίλιππος δίνοντάς της το όνομά του, κοντά στη σύγχρονη πόλη της Καβάλας, υπάρχει το πελώριο, ύψους 4 μέτρων, επιτύμβιο μνημείο του Ρωμαίου αξιωματούχου G. Vibious Quartus (εικόνα 83)523. Όμως, τόσο ο Ιταλός ουμανιστής Κυριάκος ο Αγκωνίτης,524 ανάμεσα στα 1422Ας μη μας διαφεύγει το ότι η επισήμανση αυτή γίνεται κατά το έτος έναρξης του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), της ένοπλης αντιπαράθεσης Ελλήνων και Βουλγάρων σε ορισμένες περιοχές, κυρίως της σημερινής δυτικής και κεντρικής Μακεδονίας, για την οριστική επικράτηση του ενός ή του άλλου. 522

Οι Τούρκοι ονόμαζαν το μνημείο Ντικιλί Τας, δηλαδή «Όρθια Πέτρα» και από αυτό το τοπωνύμιο πήρε την ονομασία του και ο παρακείμενος διάσημος πλέον νεολιθικός οικισμός, που ανασκάπτεται ακόμα και σήμερα από κοινή ελληνογαλλική αρχαιολογική αποστολή και στον οποίο, σύμφωνα με την έρευνα, υπήρξε η αρχαιότερη παραγωγή κρασιού στην Ευρώπη, γύρω στο 4300 π.Χ. 523

Η περιγραφή του Κυριάκου του Αγκωνίτη έχει ως εξής: ad Philippos ingens in via spectaculum videtur unico de lapido monumentum, quod hodie Alexandri Bucephali praesepium incertum vulgus appellat (Spyridakis 1973: 192). 524

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

424

1436, όσο και ο Ιταλός περιηγητής Angiolello στα 1470, αλλά και ο Belon, ανάμεσα στα 1546-1549 και αργότερα ο Έλληνας λαογράφος Πολίτης, στα τέλη του 19ου αιώνα, αναφέρουν πως για τους κατοίκους της περιοχής το μνημείο αυτό ήταν ο «στάβλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου» ή το «παχνί του Βουκεφάλα». Μάλιστα ο Belon αναφέρει πως για αιώνες οι χωρικοί έξυναν τις άκρες του. Γιατί; Για να δώσουν τη μαρμαρένια σκόνη, διαλυμένη σε νερό, να την πιουν οι γυναίκες και να κάνουν παιδιά γερά σαν τον Αλέξανδρο (Πολίτης 1904: 62, Μέρτζος 1947: 203, Spyridakis 1973: 192, Βακαλόπουλος 2008: 213). Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση επιβεβαιωμένης μακραίωνης ελληνικής παράδοσης, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως τα σημάδια από το ξύσιμο της επιφάνειας του μνημείου είναι ιδιαιτέρως εμφανή ακόμα και σήμερα. Άλλωστε, ακόμη και σήμερα οι κάτοικοι του Δοξάτου δείχνουν τον γειτονικό του μνημείου λόφο της ακρόπολης των Φιλίππων και λένε πως εκεί ο Αλέξανδρος πότιζε το άλογό του525. Η περίπτωση του «παχνιού του Βουκεφάλα» δεν είναι η μοναδική. Κάστρα, πύργοι, βουνά ολάκερα στη λαϊκή παράδοση των Ελλήνων της Μακεδονίας σχετίστηκαν με τον Αλέξανδρο: το 1715 ο Κωνσταντίνος Διοικητής, Έλληνας απεσταλμένος του ηγεμόνα της Βλαχίας, κατά την πορεία του στο Παγγαίο Όρος επικεφαλής ομάδας πολεμιστών, που ακολουθούσε τον τουρκικό στρατό, βρέθηκε σε ένα χωριό και σε ένα κάστρο, που οι ντόπιοι ονόμαζαν «χωριό και κάστρο του Αλέξανδρου» (εικόνα 84). Πρόκειται για το Παλαιοχώρι και το βυζαντινό Βρανόκαστρο Παγγαίου (Λυκουρίνος 1993: 47, Μεντίζης 2006: 34). Αργότερα, ο Άγγλος περιηγητής Abbott, το 1902, αναφέρει πως η «πύλη των Φιλίππων», δηλαδή τα επιβλητικά ερείπια της λεγόμενης βασιλικής Β΄, που μόνα τότε υψώνονταν στο χώρο που αργότερα θα αποκαλυφθεί ολόκληρη πόλη, ονομάζεται «Το παλάτι του Μεγάλου Αλεξάνδρου»526. Η μαρτυρία αυτή του Άγγλου περιηγητή σχετικά με την ντόπια παράδοση επιβεβαιώνεται εντυπωσιακά από μια καρτ – ποστάλ που έστειλε ένας Γάλλος στρατιώτης, ο οποίος βρέθηκε στην περιοχή το Νοέμβριο του 1917, μέσα στη δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: Le Palace d’ Alexandre, επιγράφεται η κάρτα αυτή (εικόνα 85)527. Τους Φιλίππους ως «το καστέλλι του κυροῦ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου» αναφέρει το 1632 και ο Κύπριος ηγούμενος της γειτονικής Μονής Εικοσιφοινίσσης, σε επιστολή που στέλνει στον Ηerzog Carlo Μαρτυρία της οικογένειας του Αμπατζόγλου Ιωάννη, τον οποίο και ευχαριστώ για την πληροφορία. 525

526

Abbott 1903: 293

Η τοπική παράδοση της βασιλικής Β΄ των Φιλίππων, ως του παλατιού του Αλέξανδρου, θα πρέπει μάλλον να συσχετιστεί με τις αναφορές της Φυλλάδας: πράγματι, στη Φυλλάδα (36-37, 50, Βελουδής 1989 (1977): 19, 25) αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος όρισε να συναχθούν «Μακεδονῖται, Πελαγονῖται, Ἑλλαδῖται» στους Φιλίππους, όπου επισήμως έγινε η στέψη του ως βασιλιά της Μακεδονίας, καθώς και το πρώτο συμβούλιο με τους άρχοντες, η προπαρασκευή του στρατού και η σύναξη «των φουσάτων του» για την εκστρατεία. 527

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

425

Emmanuele της Σαβοΐας. Στην ευρύτερη περιοχή των Φιλίππων, ΒΔ της αρχαίας πόλης, ήταν το πεδίο της ιστορικής Μάχης των Φιλίππων, που έγινε το 42 π.Χ., ανάμεσα στους δημοκρατικούς Βρούτο και Κάσσιο και τους συνεχιστές της πολιτικής του Ιουλίου Καίσαρα, Οκταβιανό Αύγουστο και Αντώνιο. Ένας από τους γηλόφους που οχυρώθηκαν τότε από τους δημοκρατικούς αποτυπώθηκε πολλούς αιώνες αργότερα στη λαϊκή μνήμη ως «Η Τούμπα του Μεγάλου Αλεξάνδρου»528. Σήμερα, περίπου 360 μέτρα Ν-ΝΑ της τούμπας, βρίσκονται οι εγκαταστάσεις σύγχρονου πηλοθεραπευτήριου και υδροθεραπευτήριου, στη θέση ακριβώς που υπήρχε μεταβυζαντινό λουτρό και που στις μέρες μας, λόγω της γειτνίασης με την τούμπα, αναφέρεται επίσης ως «λουτρά του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Πάνω από την πόλη της Καβάλας, στο ύψωμα «Χωράφα», υψωνόταν άλλοτε ένας εντυπωσιακός πύργος του βυζαντινού μακρού τείχους της Χριστούπολης, έργο των αρχών του 14ου αιώνα. Ο πύργος αυτός, σύμφωνα με τη λαϊκή καβαλιώτικη παράδοση, που έφτανε σίγουρα ως και τη δεκαετία του 1960, ήταν «του Αλέξανδρου» (μαρτυρία Καβαλιώτη ποιητή Χρήστου Τσελεπή). Σύμφωνα με τους σημερινούς κατοίκους της Προσοτσάνης Δράμας στην κορυφογραμμή του Μενοικίου όρους μπορεί να δει κανείς το πρόσωπο του Αλέξανδρου529. Το μεσαιωνικό κάστρο του Σιδηροκάστρου βορείως των Σερρών είναι το «κάστρο του Φιλίππου»530, ενώ κάστρο του Αλέξανδρου υπάρχει και στο χωριό Ορφάνι της περιοχής της Καβάλας και παλάτι του Αλέξανδρου στο Σούνιο της Αττικής (η λαϊκή παράδοση των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας ταύτιζε το ναό του Ποσειδώνα με αυτό). Απέναντι από το χωριό Ολυμπιάδα Χαλκιδικής υπάρχει το νησί Καυκανάς, όπου, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Φίλιππος έκρυβε το γιο του για ασφάλεια. Στο Στρατώνι Χαλκιδικής η τοπική παράδοση τοποθετούσε το σχολείο του Αλέξανδρου, ενώ, σύμφωνα με παράδοση από τη Νάουσα, το σχολείο αυτό ήταν στην κοντινή τοποθεσία Πλακενία. Από την Κορυφή, κοντά στο χωριό Σαρακηνή Πέλλας ο Αλέξανδρος έκοψε τα κοντάρια για τις σημαίες του στρατού του. Δυο μεγάλοι βράχοι στην περιοχή της Νιγρίτας Σερρών είναι «αι πέτραις του Μεγάλου Αλεξάνδρου», που υποτίθεται ότι αυτός πέταξε εκεί. Παρόμοιο τοπωνύμιο υπάρχει και στην Αλιστράτη (Spyridakis 1973: 189-191, Βελουδής 1989 (1977): οε΄, Βακαλόπουλος 1982: 386). Πάνω από το χωριό Σταυρός της Ευχαριστώ την αρχαιολόγο κ. Μαρία –Νικολαϊδου –Πατέρα, τέως προϊστάμενη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καβάλας, για την υπόδειξή της. 528

529

Μαρτυρία Αμπατζόγλου Ιωάννη.

Για το Δεμίρ Ισάρ, όπως ήταν γνωστό το Σιδηρόκαστρο κατά την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας, αναφέρει μια παράδοση και ο Πολίτης: σύμφωνα με αυτήν, σε ένα σημείο της βραχώδους ακρόπολης υπάρχουν δυο πλάκες που ήταν «οι πλύστρες για τις βασιλοπούλες», τις κόρες του Φιλίππου και εκεί κοντά υπήρχε ένα πιθάρι, «ο θησαυρός του Φιλίππου», γιατί το κάστρο ήταν δικό του (Πολίτης 1904: 62). Την παράδοση αυτή επιβεβαιώνει, ως περιηγητής, ο συγγραφέας Νίκος Πεντζίκης περίπου 60 χρόνια αργότερα (Πεντζίκης 1995 (1967): 37). 530

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

426

ανατολικής Χαλκιδικής υψώνεται «το βουνό του Αλέξανδρου» (Abbott 1903: 293-94) και κοντά στο σπήλαιο των Πετραλώνων υπάρχει ένα πλάτωμα γνωστό ως «η τράπεζα του Μεγαλέξανδρου» (Πεντζίκης 1995 (1967): 31). Στη Χαλκιδική, πάλι, στη θέση Σεράϊ του Αγά, βρίσκονται κάποιοι κίονες που ταυτίζονται στη λαϊκή παράδοση με το νομισματοκοπείο του Αλέξανδρου. Βουνό του Αλέξανδρου ονομάζουν οι Καστοριανοί ένα βουνό της περιοχής τους, όπως κατέγραψε και ο Μουτσόπουλος531 και επιβεβαιώνει ο Νίκος Πεντζίκης532, ενώ ακόμα και τα Πιέρια Όρη, ως το 1715, ονομάζονταν «βουνά του Αλεξάνδρου». Ο βυζαντινός πύργος του χωριού Άγιος Βασίλειος, ΒΑ της λίμνης του Λαγκαδά στην Κεντρική Μακεδονία, χτίστηκε από τον Αλέξανδρο ως προίκα για την κόρη του όταν την πάντρεψε εδώ, σύμφωνα με την τοπική παράδοση (Σπυριδάκης 1953: 388, Βακαλόπουλος 1982: 386). Οι τοπικοί θρύλοι του χωριού Άσσηρος Θεσσαλονίκης συνδέουν την ύπαρξή του με την κυριαρχία του Αλέξανδρου (Stoneman 2008: 307), ενώ στην περιοχή του Δήμου Δοξάτου Δράμας σύγχρονη πινακίδα δείχνει το δρόμο για την τοποθεσία «Πηγές Μεγάλου Αλεξάνδρου»533. Στα ιαματικά λουτρά της λίμνης Βόλβης στην κεντρική Μακεδονία υπάρχει κτίσμα που αναφέρεται ως «ο λουτήρας του Αλέξανδρου»534 και μια ακόμα τοπική παράδοση εκεί αναφέρεται στους γάμους του Αλέξανδρου με την κόρη του Δαρείου (Πεντζίκης 1995 (1967): 30). Μια δεξαμενή ρωμαϊκού νερόμυλου, που επισκευάστηκε σε μεταγενέστερα χρόνια, στη θέση της ρωμαϊκής αποικίας της Πέλλας, αμέσως ανατολικά του σύγχρονου οικισμού της Νέας Πέλλας, ήταν, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, «τα λουτρά του Μ. Αλεξάνδρου». Μάλιστα βρέθηκαν εκεί κατά τις «…στο λαιμό της χερσονήσου διακρίνεται η πόλη της Καστοριάς και στο βάθος το βουνό που οι Καστοριανοί ονομάζουν Μἐγα Αλέξανδρο, εξαιτίας της μορφολογίας των ασβεστολιθικών βράχων της κορυφής, που μοιάζουν, από μακριά, με πρόσωπο μαρμαρωμένου γίγαντα» (Αικατερινίδης 1996:11). 531

Πεντζίκης 1995 (1967): 9. Πρόκειται για περιηγητικό κείμενο του Πεντζίκη στη Βόρεια Ελλάδα, που γράφτηκε προκειμένου να συμπεριληφθεί σε έναν αγγλικό ταξιδιωτικό οδηγό για τη χώρα μας το 1967, ωστόσο δεν εκδόθηκε τελικά τότε, παρά μόνο μετά το θάνατο του θεσσαλονικιού λογοτέχνη. 532

Βέβαια η περίπτωση τοπωνυμίων με αναφορά στον Αλέξανδρο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο: στο σημερινό Ιράν για παράδειγμα υπάρχει μια μεγάλη αμμώδης έκταση που φέρει την ονομασία Η έρημος του Αλέξανδρου, η «Ριγκ –ι –Ισκεντερί» (Birt: 312). Επίσης στην κοιλάδα του ποταμού Σαουάτ στο Πακιστάν τα ερείπια ενός κάστρου στους γύρω λόφους είναι «ο τόπος, όπου ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε την Ρωξάνη», ενώ ένα παράξενο κτίσμα κοντά στο ποτάμι είναι «ο τάφος του Βουκεφάλα» (Αλεξάνδρου 1996: 59. Βλέπε και κεφάλαιο 5: «Ο Μέγας Αλέξανδρος στις παραδόσεις άλλων ιστορικών λαών»). 533

Είναι χαρακτηριστικό ότι μια διαφημιστική καταχώριση στην εφημερίδα «Μακεδονία» στις 25.5.1931 για τα λουτρά της περιοχής της Βόλβης («λουτρά Απολλωνιάδας» -Εγρή Μπουτζάκ με την παλιά τούρκικη ονομασία, κοντά στη σημερινή Νέα Μάδυτο) αποδεικνύει πως η παράδοση αυτή ήταν ζωντανή, καθότι στα λουτρά αυτά «ἐλούετο ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος φοιτῶν εἰς τήν πλησίον Ἀκαδημίαν τοῦ Ἀριστοτέλους». 534

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

427

ανασκαφές 4500 αρχαία νομίσματα, καθώς και νεοελληνικά, που αποδεικνύουν το πανάρχαιο έθιμο της ρίψης νομισμάτων στην πηγή ως μέσου επίκλησης του θείου ή και τάματος για εκπλήρωση κάποιας επιθυμίας (Α.-Π. Χρυσοστόμου 2011: 283), πιθανόν επίκληση του ίδιου του Αλέξανδρου. Στο χωριό Καλλιθέα Δράμας, σύμφωνα με μαρτυρία κατοίκου το 1964, υπήρχε μια πέτρα, πάνω στην οποία έμεινε το αποτύπωμα από το πέταλο του αλόγου του Αλέξανδρου, όταν πέρασε από κει (Αικατερινίδης 2013: 1552). Κοντά στο χωριό Μεσολούρι Γρεβενών δείχνουν τον πετρωμένο Βουκεφάλα, που πέθανε εκεί και πέτρωσε επί τόπου. Επίσης, στο Δοτσικό Γρεβενών δείχνουν τα ίχνη από τα πέταλα του Βουκεφάλα πάνω στο βράχο και στον ποταμό Βενετικό, κοντά στο Ελευθεροχώρι Γρεβενών, δείχνουν ένα βαθούλωμα στη γη, που άνοιξε όταν εκεί πήδησε ο Βουκεφάλας. Αντίστοιχα, τα ίχνη από τα πέταλα του Βουκεφάλα δείχνουν και στα χωριά Μανδήλι και Σφελινό του νομού Σερρών. Παρόμοια παράδοση υπάρχει και στο Δραγοβίτσι της Καλαμπάκας στη Θεσσαλία, όπου μάλιστα τα ίχνη του Βουκεφάλα σχετίζονται και με το όραμα ενός όμορφου καβαλάρη που περνά από κει τις νύχτες, τον οποίο κάποιοι τον ταυτίζουν με τον Άγιο Γεώργιο, άλλοι όμως με τον Αλέξανδρο. Σε άλλες τοπικές παραδόσεις η πατημασιά που αποτυπώθηκε στο βράχο είναι ανθρώπινη και είναι του ίδιου του Αλέξανδρου, όπως λένε στην Κορμίστα Σερρών και στην Καλλιπεύκη του Ολύμπου535. Μια παλιά βρύση στο Ροδολείβος Σερρών, στη θέση «Γουρνίκια», είναι κατά παράδοση το σημείο που ξεκουραζόταν ο Αλέξανδρος καθ’οδόν για το δάσκαλό του τον Αριστοτέλη, στα Στάγειρα (Σπυριδάκης 1953: 388-389, Spyridakis 1973: 191-192, Αικατερινίδης 1996: 11, 13-14). Τέλος, η ελληνική τηλεόραση το 1978 κατέγραψε σε ντοκιμαντέρ μαρτυρίες κατοίκων της Μακεδονίας, που έκαναν λόγο για διάφορες παλιότερες ή και ζωντανές ακόμη παραδόσεις. Έτσι, σύμφωνα με αυτές τις καταγραφές, στη Μίεζα, στη Σχολή του Αριστοτέλη, οι γέροντες έλεγαν παλιότερα πως ήταν «το σπήλαιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Στο χωριό Παλιά Πέλλα ο Αλέξανδρος είχε το βασίλειό του και η βρύση του χωριού κατονομάστηκε ως «η βρύση του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Όσο για την Έδεσσα με τους καταρράχτες της, εκεί ήταν τα θερινά λουτρά του Αλέξανδρου.536 Στην περιοχή της Αριδαίας, εξω από το Ο Αικατερινίδης επισημαίνει πως η απόδοση ενός αποτυπώματος στο βράχο σε ένα μυθικό πρόσωπο αποτελεί μια παράδοση μαρτυρημένη ήδη από την αρχαιότητα: ο Ηρόδοτος αναφέρει το «ίχνος του Ηρακλή» πλάι στην όχθη του Τύρη ποταμού στη Σκυθία και παρόμοια νεοελληνική παράδοση σώζεται και στην Κεφαλονιά. Άλλες τέτοιες παραδόσεις συσχετίζουν αχνάρια σε βράχους με το μεσαιωνικό ήρωα του ελληνισμού, το Διγενή Ακρίτη. Σε αυτήν την ευρύτερη παράδοση «αποτυπωμάτων ηρώων» θα πρέπει να εντάξουμε και τον Αλέξανδρο (Αικατερινίδης 2013: 1553). 535

http://www.hprt-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=69322&autostart=0 (26.5.2015). Οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα είναι και μια άλλη καταγραφή του ντοκιμαντέρ, σύμφωνα με την οποία στο κάλυμμα της κεφαλής της γυναικείας αρχοντικής παραδοσιακής φορεσιάς της Νάουσας 536

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

428

χωριό Άλωρο, σε απόσταση περίπου 1000 μέτρων, διασώζονται τα ερείπια μιας γέφυρας που η τοπική παράδοση, ακόμη και σήμερα, ονοματίζει ως «γέφυρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Η ονοματοδοσία περιοχών και τοπωνυμίων με τον Αλέξανδρο, όσο απλοϊκή κι αν φαίνεται σήμερα, έχει τη σημασία της για τους αγράμματους χωρικούς, τους φορείς της νεοελληνικής παράδοσης των παλιότερων εποχών. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Βελουδής, «δείχνει την προσπάθειά τους να συνδεθούν με τον κόσμο που τους περιβάλλει, την προσπάθειά τους δηλαδή να βεβαιώσουν και να ενδυναμώσουν την ιστορικοκοινωνική τους συνείδηση» (Βελουδής 1989 (1977): πδ΄). Και ποια άραγε πιο αντιπροσωπευτική μορφή για την ιστορική συνείδηση του Νεοέλληνα από το Μακεδόνα βασιλιά, που εμπεριέχει καί τον Αχιλλέα καί τον Αριστοτέλη; Παραδόσεις ονοματοδοσίας περιοχής από τον Αλέξανδρο ή τοπωνύμια που συνδέονται με τη δράση του δεν υπάρχουν μόνο στη Μακεδονία. Η λόγια παράδοση στο έργο του Γεωργίου Κονταρή Ιστορίαι παλαιαί της περιφήμου πόλεως Αθήνης (1675) διασώζει αναφορά, σύμφωνα με την οποία, όταν ο Αλέξανδρος κατέκτησε τα Μέγαρα και την περιοχή τους τα μετονόμασε σε Αλεξανδρούπολη. Επίσης στην Αθήνα έχτισε κτήρια για να εξωραϊσει την πόλη και στο Μεσσήνη –Χισάρ της Ανατολικής Θράκης υπήρχε «κάστρο του Αλέξανδρου». Αντίστοιχα, σύμφωνα με το μητροπολίτη Ρόδου Παϊσιο, ο Αλέξανδρος, κατά το πέρασμά του από την περιοχή του Σινά, άνοιξε ένα πηγάδι για να πίνουν οι κάτοικοι του άνυδρου αυτού τόπου. Ακόμα, στη Μικρά Ασία, στην κωμόπολη Μπίγα (ελληνική ονομασία Πηγαί) στις όχθες του Γρανικού Ποταμού, όταν ακόμα ζούσαν εκεί Έλληνες, πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, έδειχναν στην τοποθεσία Άκκιοπρου πάνω σε βράχο αποτύπωμα πετάλου αλόγου, που ήταν από το άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Αλέξανδρος μπεγιρίντζι) - κάτι που ανέφεραν και οι Τούρκοι της περιοχής (Βελουδής 1989 (1977): οε΄, Μηνάογλου 2013: 79-80, 145). Τέλος, ο Αλέξανδρος αναφέρεται και σε μια παράδοση ανθρωπο -χτισίματος γεφυριού, αυτού του Φαναριού από την Ανδριτσαίνη της Ολυμπίας: αφού οι μάστορες έκτισαν μια κόρη μέσα του, το γεφύρι είναι τόσο γερό «που και τώρα ακόμα κρατάει να περάσουν από πάνου του όλα του Μεγαλέξανδρου τ’ ασκέρια» (Πολίτης 1904: 317). Γενικότερα, οτιδήποτε είχε άρωμα αρχαιότητας στην παράδοση της Μακεδονίας αναγόταν από τους χωρικούς «στα χρόνια του Φιλίππου και του Αλέξανδρου –και του Ηρακλή», όπως χαρακτηριστικά άκουγε ο περιηγητής Abbot να του λένε (Abbot 1903: 293). Το όνομα του Αλέξανδρου σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν ως μαγικό ξόρκι για να διώξει κάποιο κακό. Στην περιοχή της Λιακκοβικιάς Παγγαίου, στην Ανατολική Μακεδονία, ο ανεμοστρόβιλος ονομαζόταν ανεμοσπλάδα, και στη διάρκειά είναι κεντημένο το μακεδονικό αστέρι μέσα σε κύκλο, όπως ακριβώς στις ασπίδες και στα δισκάρια κοσμήματα των αρχαίων Μακεδόνων, αλλά και στο μετάλλιο του θώρακα του Αγίου Δημητρίου, στο ψηφιδωτό της βασιλικής του αγίου στη Θεσσαλονίκη (βλέπε υποσημείωση 373).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

429

του ο κόσμος συνήθιζε να μουρμουρίζει τον παρακάτω περίεργο εξορκισμό: «Ζει, ζει και βασιλεύει ο Μέγας Αλέξανδρος» (Abbot 1903: 269). Παρόμοιος εξορκισμός αναφέρεται και στο χωριό Βυθός Κοζάνης, στη Δυτική Μακεδονία (Καμηλάκη 2001: 10). Στην Καστοριά πάλι, όταν γινόταν ανεμοστρόβιλος, έκαναν λόγο για τις «ανεμικές», τις υπηρέτριες του Αλέξανδρου, τις οποίες και ξόρκιζαν με την κατάλληλη επωδή. Αλλού στα μακεδονικά βουνά, όταν μαινόταν η καταιγίδα συνήθιζε ο λαός να λέει: «περνάει ο Μεγ’ Αλέξανδρος με τη Φάλαγγα». Όταν πάλι οι γυναίκες της Μακεδονίας έβλεπαν να πέφτει βαριά ο καιρός, σκορπούσαν στις όχθες των λιμνών και των ποταμών αλάτι και ζάχαρη φωνάζοντας: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος». Ακόμα και στους Αργυράδες της Κέρκυρας, όταν έβλεπαν ανεμοστρόβιλο έλεγαν: «Κυρά διαβαίνει, κακό δεν κάνει / να χαρεί τον Αδερφό της τον Αλέξανδρο / κακό να μην μας κάνει». Ανάλογο ξόρκι υπήρχε και στην Κεφαλονιά (Σπυριδάκης 1953: 409, Παπαδόπουλος 1964 (2004)β: 155). Στη Σάμο επικαλούνταν το όνομά του για να κατευνάσουν καταιγίδες (Stoneman 20012 A: ix). Σε άλλες περιπτώσεις, το όνομά του ως ξόρκι χρησιμοποιούνταν για να εμφυσήσει σε κάποιον αγάπη και έρωτα, για να θεραπευτεί κάποιος από τσίμπημα αράχνης ή ξηροδερμία537, να απαλλαγεί από τα ποντίκια και την αλεπού, να καρποφορήσουν τα δέντρα και άλλα και μάλιστα η χρήση αυτή μαρτυρείται σε μια ευρεία γεωγραφική ζώνη, στη Μακεδονία, στη Θράκη (Σαράντα Εκκλησιές Αν. Θράκης), στην Κρήτη (Αξός Ρεθύμνου), στο Μεσολόγγι και στην Κύπρο - στην τελευταία ο Αλέξανδρος φαίνεται πως μοιράζεται τις ίδιες ιδιότητες με τον Άγιο Μάμα. Σε κατάδεσμο από το νησί της Αφροδίτης, για το διώξιμο της αλεπούς, γίνεται αναφορά στον Αλέξανδρο ως χριστιανό βασιλιά που πάει για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα (Σπυριδάκης 1953: 415-416, Βελουδής 1989 (1977): πα΄-πβ΄, Stoneman 2008: 307). Η επίκληση του ονόματος του Αλέξανδρου σ’ αυτές τις περιπτώσεις δείχνει πως ο Αλέξανδρος είχε καθιερωθεί στη λαϊκή συνείδηση σαν ένας αλεξίκακος άγιος, ικανός να διώξει κάθε κακό. Πλουσιότατο σε παραδόσεις για τον Αλέξανδρο είναι και το νησί της Ζακύνθου. Στην ακτογραμμή του νησιού δύο βράχοι ονομάζονται ως σήμερα Αλέξανδρος και Ρωξάνη (εικόνα 86). Στο χωριό Βολίμες, στη βόρεια Ζάκυνθο, υπήρχε μια παράδοση για το θάνατο του Αλέξανδρου από τις αδερφές του, με το νερό του θανάτου. Πρόκειται για αντιστροφή του μοτίβου του αθάνατου νερού, αλλά και για μακρινό απόηχο της αρχαίας αφήγησης σχετικά με το ενδεχόμενο δηλητηρίασης του Αλέξανδρου ή εναλλακτικά για αναφορά που συσχετίζεται με την παράδοση της Φυλλάδας, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος πράγματι στο τέλος δηλητηριάζεται. Δύο παραδόσεις από το Τραγάκι και τον Άγιο Λάζαρο Ζακύνθου έχουν ηθικό δίδαγμα, καθότι στοχεύουν να δείξουν πως η έπαρση και η ύβρις του Αλέξανδρου (να πηδήξει Για παράδειγμα από τους πρόσφυγες των Σαράντα Εκκλησιών της Ανατολικής Θράκης λεγόταν η εξής επωδή για θεραπεία της ξηροδερμίας: Ο Αλέξανδρος ο βασιλές να σε χτυπήσ’ πε το τοπούζ’ν του και α γιν’ς κορνιαχτός (Σπυριδάκης 1953: 416). 537

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

430

από το όρος Σκοπός και να συλλάβει τον ήλιο για να γίνει ο ίδιος βασιλιάς του ουρανού, -παράδοση που απηχεί τη διήγηση της ανάληψης του Αλέξανδρου στον ουρανό από το Μυθιστόρημα και προβάλλει το μοτίβο του Αλέξανδρου –Ήλιου -, να αντιστρέψει το όρος Σκοπός και άλλα) είχε ως αποτέλεσμα την τιμωρία του από το θεό, που τον θανάτωσε με κεραυνό. Άλλες δύο παραδόσεις από το χωριό Τραγάκι Ζακύνθου παρουσιάζουν τον Αλέξανδρο ως γιο του ήλιου538, με τη μάνα του να μην μπορεί να αποτρέψει τη μοίρα του, δηλαδή την αρπαγή του από τον πατέρα του με την ενηλικίωσή του. Σε μια μάλιστα από τις δύο αυτές παραδόσεις εμπλέκεται και το μοτίβο του αθάνατου νερού, που πρέπει να πιει ο Αλέξανδρος για να αποφύγει τη μοίρα του, στοιχείο που παρουσιάζεται και σε μια τρίτη παράδοση από την ίδια περιοχή, στην οποία μάλιστα εμφανίζεται και «Άγγελος Κυρίου» να αναγγέλλει στη μάνα του Αλέξανδρου, μια άτεκνη μέχρι τότε βασίλισσα, ότι θα συλλάβει και θα γεννήσει αρσενικό τέκνο! Επίσης, σύμφωνα με μια τέταρτη παράδοση από το Τραγάκι, μια μάγισσα έδωσε στην έγκυο μάνα να πιει το «νερό τση δύναμης» με αποτέλεσμα όταν μεγάλωσε ο Αλέξανδρος να γίνει γιγαντόκορμος με υπεράνθρωπη δύναμη. Σήκωνε ψηλά με το πιρούνι ένα βόδι, με τα χέρια ένα βαρέλι κρασί, έχτισε ένα βουνό σωρεύοντας πέτρα πάνω στην πέτρα, νίκησε σε αγώνα όλους μαζί τους 100 ξαδέρφους του. Ένας ήταν ο φόβος: να μην πέσει ποτέ, γιατί τότε δε θα μπορούσε να ξανασηκωθεί και θα πέθαινε, πράγμα το οποίο έγινε τελικά με προδοσία του επιστήθιου φίλου του. Σε άλλες παραδόσεις, πάλι από τη Ζάκυνθο, ο Αλέξανδρος ζητά το χέρι μιας νεράϊδας, που τον μαγεύει ή της κόρης μιας μάγισσας, που προκαλεί το θάνατό του με το βοτάνι ή το νερό του θανάτου. Τέλος, μια ακόμα παράδοση από το ίδιο μέρος αναφέρει πως ο ήλιος, επειδή το ανάστημα του Αλέξανδρου εμπόδιζε τις ακτίνες του να φτάσουν στη γη, προέτρεψε μια νεράϊδα του βυθού να τον πάρει για άντρα της. Ο Αλέξανδρος όμως κάποια στιγμή πέθανε και ο βράχος που φαίνεται στο Αργάσι είναι η κεφαλή του. (Σπυριδάκης 1953: 389, 402-404, 407, Βελουδής 1989 (1977): ρα΄ -ρδ΄, Αικατερινίδης 1996:14-15). Οι τελευταίες αυτές «αλεξάνδρειες» παραδόσεις συσχετίζονται με τις γνωστές δημώδεις παραδόσεις για τους γίγαντες, ή τους αρχαίους Έλληνες –γίγαντες (Σπυριδάκης 1953: 414) και φανερώνουν έτσι τη διείσδυση του αλεξάνδρειου μύθου στη λαϊκή συνείδηση και την ένταξη του μύθου του στα αρχαιοελληνικά θέματα από το λαό539. Ο Βελουδής επισημαίνει την πατρότητα του Αλέξανδρου από τον Ήλιο, κάνοντας την εξής ενδιαφέρουσα εξίσωση: Πατέρας = Νεκτεναβώ =Άμμων =Ήλιος (Βελουδής 1989 (1977): δ΄), μια εξίσωση που επιβεβαιώνει την ερμηνεία που δίνω για τον παραλληλισμό Αλέξανδρου –Απόλλωνα –Χριστού, με αφορμή την παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου στο Βυζάντιο (βλέπε κεφάλαιο 3.5.2) και επαναφέρει επίσης το αρχαιότατο μοτίβο του Αλέξανδρου –Ήλιου στη νεοελληνική παράδοση. 538

Για παράδειγμα, η υπ’ αριθμό 91 καταγεγραμμένη παράδοση του Πολίτη από τη Θεσσαλία και αλλού: «Οι παλαιοί Έλληνες ήσαν ψηλοί σαν τις ψηλότερες λεύκες, και όταν έπεφταν χάμω πέθαιναν, 539

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

431

Ένα άλλο νησί με πλούσια παράδοση για τον Αλέξανδρο είναι το νησί της Κρήτης. Από το Κατσιδώνι της Σητείας και το Καστέλλι Φουρνής προέρχονται δύο παραδόσεις για τον Αλέξανδρο με «τράγινον αυτί» (αυτί τράγου) στην κεφαλή του, μυστικό το οποίο ο δούλος του (σύμφωνα με την παράδοση της Σητείας) το είπε σε μικρό καλάμι σε έρημο τόπο. Από εκεί όμως πέρασαν βοσκοί, και από τις καλαμιές έφτιαξαν φλογέρες, τις οποίες, όταν τις έπαιζαν, ακουγόταν πως «Αλέξανδρος ο βασιλιάς έχει τραϊνό αυτί στην κορφή στην κεφαλή», με αποτέλεσμα το μυστικό της δυσμορφίας του βασιλιά να αποκαλυφθεί. Αντίστοιχη παράδοση αναφέρει και ο Ιωάννης Κονδυλάκης από το Βιάννο της Κρήτης και παρόμοια υπάρχει και στη Μυτιλήνη και στην Τραπεζούντα του Πόντου, μόνο που στις δύο τελευταίες περιπτώσεις τα αυτιά γίνονται κέρατα –στοιχείο πλησιέστερο στην αρχαία εικονογραφία του – και το μυστικό τελικά το «φωνάζει» ο κουρέας του Αλέξανδρου σε μια τρύπα από την οποία έβγαινε νερό. Σύντομα όμως φύτρωσε εκεί κοντά μια καλαμιά, η καλαμιά έγινε και πάλι φλογέρα και το μυστικό του Αλέξανδρου φανερώθηκε. Οι ρίζες της ιδιόμορφης αυτής παράδοσης πρέπει να αναζητηθούν στον αρχαίο μύθο του βασιλιά Μίδα της Φρυγίας, το πρόσωπο του οποίου αντικαθιστά ο Αλέξανδρος, ενδεχομένως και με την επίδραση της γνωστής εικονογραφίας του Μακεδόνα βασιλιά ως κερασφόρου. Υπάρχει μια ένδειξη για το πόσο παλιά μπορεί να είναι αυτή η παράδοση: ένας Πέρσης συγγραφέας, ο Νιζάμι, έγραψε κατά τα τέλη του 13ου με αρχές 14ου αιώνα ένα έπος για τον Αλέξανδρο, το Σικαντάρμα –ε μπαχρί, δηλαδή «Το έπος του Αλέξανδρου κατά θάλασσα» (για την περσική παράδοση του Αλέξανδρου βλέπε κεφάλαιο 5.6). Στο έργο αυτό ο Νιζάμι δίνει μια δική του εξήγηση για το επίθετο Δουλ Καρνέϊν που χρησιμοποιεί για τον Αλέξανδρο, δηλαδή «Δικέρατος»: λέει ότι το «παρατσούκλι» αυτό του Αλέξανδρου οφείλεται στο ότι είχε μεγάλα και προεξέχοντα αυτιά και επαναλαμβάνει τον αρχαίο μύθο του Μίδα, μόνο που στη θέση του βάζει τον Αλέξανδρο: πως δηλαδή ο κουρέας του είπε το μυστικό του σε μια πηγή, πως οι καλαμιές της πηγής με το φύσημα του αέρα άρχισαν να το ψυθιρίζουν τριγύρω, μέχρι που έγινε γνωστό στον κόσμο και πως ο Αλέξανδρος, φιλοσοφώντας το πάθημά του, κατάλαβε πως τίποτα δε μένει κρυφό στη ζωή. Ο Νιζάμι αναφέρει πως για το ποίημά του χρησιμοποίησε πολλές και διάφορες πηγές, παλαιοπερσικές, ελληνικές και εβραϊκές. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό η παράδοση της Κρήτης με τα μεγάλα αυτιά να πηγαίνει πολύ πίσω σε μια κοινή πηγή με το έργο του Νιζάμι, που στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί παρά να είναι ελληνική. Επομένως θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως η συγκεκριμένη παράδοση έχει βυζαντινές καταβολές. Μια παράδοση από τους Λάκκους Κυδωνίας Κρήτης αναφέρει την κάθοδο του Αλέξανδρου στο βυθό της θάλασσας μέσα σε ένα γυάλινο κιβώτιο – μοτίβο παρμένο βέβαια από τη Φυλλάδα - προκειμένου να βρει το αθάνατο νερό. γιατί δεν μπορούσαν να σηκωθούν. Γι’ αυτό ο μεγαλύτερος όρκος των ήταν: Να πέσω α’ δε λέου αλήθεια!» (Πολίτης 1904:43).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

432

Αντίστοιχη παράδοση για την αθανασία του Αλέξανδρου, χάρη στο αθάνατο νερό, υπάρχει από την περιοχή της Γόρτυνας. Η συνέχεια της παράδοσης συνδυάζει και το μοτίβο της Γοργόνας, της αθάνατης αδερφής του Αλέξανδρου. Στο Ρέθυμνο επίσης μαρτυρείται παράδοση για την αναζήτηση του αθάνατου νερού από τον Αλέξανδρο και την αδερφή του, τη Γοργόνα - Αρκούδα (για τη Γοργόνα βλέπε παρακάτω). Άλλη παράδοση, πάλι από τους Λάκκους Κυδωνίας (περιοχή Χανίων), αναφέρεται στην επάνοδο του Αλέξανδρου και των συντρόφων του από τον Κάτω Κόσμο ή τους Τόπους του Σκότους χάρη σε ένα τέχνασμα: ίππευσαν φοράδες που θήλαζαν, αφήνοντας τα μικρά τους πίσω. Παρόμοια παράδοση υπάρχει και στο Βασιλίτσι της Πυλίας Πελοποννήσου. Οι παραδόσεις αυτές είναι σε άμεση συνάφεια με τη Φυλλάδα του Αλέξανδρου (παραλλαγή ζ, βλέπε Stoneman 1993(1991): 174, 176-177), αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την ευρύτατη διάδοση του Μυθιστορήματος (Πάλλης 1935/1968: 26, Σπυριδάκης 1953: 392, 394-396, 400-401, 404 -405, Βελουδής 1989 (1977): ρδ΄, Provatakis 2004: 222). Σε μια άλλη προφορική παράδοση από την Κρήτη υπάρχει συμφυρμός της ιστορίας της Ιουδήθ και του Ολοφέρνη με αυτή του Αλέξανδρου. Έτσι, η Ιουδήθ γίνεται η κόρη του βασιλιά (Αλέξανδρου), την οποία αποκτά ο Ολοφέρνης, όμως αυτή τον ξεγελά και του κόβει το κεφάλι (Dieterich 1904). Τέλος, ένα άλλο κρητικό γνωμικό δίστιχο αναφέρει: Ο βασιλιάς Αλέξανδρος απού’ χε το παλάτι όπου ‘φτανε η χέραν του εκρέμα το καλάθι (Σπυριδάκης 1953: 417-418). Στις παραδόσεις της Ηπείρου διαπιστώνουμε παρόμοια στοιχεία με αυτά της Κρήτης κι άλλων ελληνικών περιοχών. Αξίζει να αναφέρουμε, για παράδειγμα, την κάθοδο του Αλέξανδρου στον Κάτω Κόσμο, από τον οποίο κατόρθωσε να επιστρέψει χάρη στο μητρικό ένστικτο της αράπικης φοράδας του, της οποίας το πουλαράκι είχε αφήσει πίσω επίτηδες. Σε μια άλλη παράδοση από τα Κουρεντοχώρια της Ηπείρου συνδυάζεται η δυσμορφία του Αλέξανδρου με αυτιά όνου και σκύλου με το μοτίβο του αθάνατου νερού, το οποίο αναζητά ο Αλέξανδρος ως φάρμακο για το σωματικό του ελάττωμα. Την παράδοση αυτή, την καταγράφει αναλυτικά ο Dieterich: στο βασιλιά με το σκυλίσιο και γαϊδουρινό αυτί μια μάγισσα προφητεύει πως θα ζήσει αιώνια, αν βρει το ποτάμι με το αθάνατο νερό, γεμίσει με αυτό τα βαρέλια του και πιει από αυτό την τεσσαρακοστή πρώτη μέρα αφού επιστρέψει πίσω στην πατρίδα. Μόνο που το ποτάμι αυτό βρίσκεται στις εσχατιές του κόσμου και ο Αλέξανδρος με τους στρατιώτες του το βρίσκει μετά από τρία χρόνια περιπλάνησης. Στην επιστροφή, όμως, δέχονται επίθεση από ένα σμήνος από τεράστιες νυχτερίδες με στόματα και σουβλερά νύχια ενός πήχυ,

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

433

οι οποίες κατασφάζουν τους στρατιώτες του και τρυπούν τα βαρέλια με το αθάνατο νερό. Έτσι, τελικά ο Μέγας Αλέξανδρος αργότερα πεθαίνει, αφού δεν κέρδισε την αθανασία. Σε κάποια πάλι παραμύθια αναφέρεται πως η μητέρα του Αλέξανδρου ήταν μια άτεκνη βασίλισσα που τη λέγανε Ρωξάνη, πως ο Αλέξανδρος από μικρός ασχολείτο με τα όπλα και πως άρχισε τα κατορθώματά του σε ηλικία 12 χρονών και πως πέθανε όταν έγινε 33 χρονών. Τέλος, από τα χωριά των Αθαμανικών Ορέων (Τζουμέρκα), προέρχεται παραλλαγή του δημοτικού τραγουδιού της Φόνισσας Μάνας με τον Αλέξανδρο στο ρόλο του ανδρός της, που τρώει ανίδεος τα μαγειρεμένα από αυτήν μέλη του παιδιού του: Αλέξανδρος ο βασιλιάς πάει να κυνηγήσει / κι ο Κωνσταντίνος ο μικρός πηγαίνει στο σχολείο (Dieterich 1904, Σπυριδάκης 1953:400, 402, 417, Βελουδής 1989 (1977): ρα΄-ρδ΄,Παπαθανάση –Μουσιοπούλου 1984:120-122). Είναι φανερή από τα παραπάνω στοιχεία των παραδόσεων η επίδραση του Μυθιστορήματος έστω παραλλαγμένη: οι τόποι του σκότους στην παράδοση της Ηπείρου γίνονται «ο Κάτω Κόσμος», το τέχνασμα με τη φοράδα παραμένει το ίδιο, οι φτερωτές γυναίκες με τα σουβλερά νύχια που επιτέθηκαν στο στρατό του Αλέξανδρου κατά το ταξίδι του στο δυτικό Ωκεανό γίνονται τεράστιες νυχτερίδες. Σαφής βέβαια είναι και ο συμφυρμός με την ιστορία του Μίδα. Αρκετές παραδόσεις του Αλέξανδρου υπάρχουν και στη Θράκη, για ορισμένες από τις οποίες ήδη έχει γίνει λόγος. Στην Κομοτηνή, αν κάποιος τρόμαζε, έλεγαν την επωδή: «Μέσα στη μέση της θάλασσας τ’ Αλέξανδρου το άλογο χλιμίντρισε». Από τα Άβδηρα προέρχεται μια παράδοση για την κάθοδο του Αλέξανδρου στον Κάτω Κόσμο σε συνδυασμό με το τέχνασμα των φοράδων, παράδοση επηρεασμένη από την αντίστοιχη διήγηση του Μυθιστορήματος. Από την Ξάνθη μια άλλη παράδοση εμπεριέχει το μοτίβο της γεροντοκτονίας, και αυτό από τη Φυλλάδα ή το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου, μια και - σύμφωνα με την αρχαία διήγηση του Ψευδο-Καλλισθένη - ο Αλέξανδρος σκότωσε το Νεκτεναβώ γκρεμίζοντάς τον από ύψωμα, χωρίς να ξέρει ότι είναι ο πατέρας του. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις του Τυχερού και της Κορνοφωλιάς Έβρου, ο Αλέξανδρος με το στρατό του πέρασε από εκεί. Ίχνη από τα πέταλα του Βουκεφάλα δείχνει ο λαός σε βράχο πάνω σε ένα ύψωμα, στο δρόμο από την Ξάνθη στο μοναστήρι της Παναγιάς Παρθένου και στα Κιμμέρια (Spyridakis 1973: 189, 191-192, Αικατερινίδης 1996:14). Από τη Μεσημβρία, πάλι, (στη σημερινή Βουλγαρία) προέρχεται μια παραλλαγή του άσματος του Διγενή – προσκεκλημένου σε γάμο, στην οποία ο Αλέξανδρος εμφανίζεται ως ο πατέρας του γαμπρού: Αλέξανδρος ο βασιλές κάνει χαρά τον γιο ντου όλο τον κόσμο τον καλνά κι όλο το ψυχολόγι, τον Διανή δεν τον καλνά, ποχ’ την κακιά την γνώμη.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

434

Ο Πολίτης παρατήρησε πως οι αρχικοί στίχοι ενός άλλου δημοτικού τραγουδιού των Ελλήνων από τη Σωζόπολη της Θράκης (πάλι στη σημερινή Βουλγαρία) θα πρέπει να αποτελούσαν την αρχή ενός ανεξάρτητου άσματος βασισμένου στο Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου: Αλέξανδρος ο βασιλές ο πολυχρονεμένος, που μέτρησε ντη θάλασσα στο μάκρος και το φάρδος κι ούλα τα ψάρια του γιαλού κι ούλα τα σαφριδάκια. Αναφορικά με τις παραλλαγές δημοτικών τραγουδιών που εμφανίζεται ο Αλέξανδρος αξίζουν να αναφερθούν ακόμα δύο από τη Χίο, μία παραλλαγή του μικρού Βλαχόπουλου και μία των ανδρειωμένων και του Χάροντα, που περιέχει αναφορά στο σιδερένιο παλάτι ως προπύργιο κατά του θανάτου, μοτίβο πιθανόν παρμένο από το έπος του Διγενή: Ο Κωνσταντής τσ’ Αλέξανδρος τσ’ ο Αλεξανδρεωμένος Σίδερο πύργο χτίσανε να μη τους εύρ’ ο Χάρος (Σπυριδάκης 1953: 416-418, Βελουδής 1989 (1977): ρδ΄). Υπάρχουν και άλλα παραδείγματα δημοτικών τραγουδιών, που έχουν ως ήρωα τον Αλέξανδρο. Σε ένα από αυτά, από την Κρήτη, συγχέεται με τον Ερρίκο της Φλάνδρας540, σε άλλα πάλι από την Κρήτη, ενώνει τη Μεσόγειο με τη Μαύρη Θάλασσα (Βιάννος Κρήτης) ή τη Μεσόγειο με την Ερυθρά θάλασσα, πολλούς αιώνες πριν ανοιχτεί η διώρυγα του Σουέζ541 (Σπυριδάκης 1953:398, 416, Βελουδής 1989 (1977): οθ΄-π΄). Σε ένα άλλο δημοτικό τραγούδι από τη δυτική Κρήτη προβάλλεται το μοτίβο του Αλέξανδρου δρακοκτόνου (του «Αλεξινιού»), ο οποίος, σαν ένας άλλος Άγιος

«Αλέξανδρος ο βασιλιάς οπού ‘ ρθε ‘ π ’ τη Φιλάντρα / κ’ ήτονε ωραιότατος από κανέναν άντρα» (Σπυριδάκης 1953:416). 540

Η εκπληκτική αυτή αναφορά ίσως να μην είναι άσχετη με την ιστορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος, μέσα στα μελλοντικά –και τελικά απραγματοποίητα –σχέδιά του, είχε συμπεριλάβει και τον περίπλου της Αραβίας σε αναζήτηση εξόδου στη Μεσόγειο Θάλασσα (Ι.Ε.Ε. 1973: 210). Αν η υπόθεση αυτή του συσχετισμού ισχύει, μαρτυρά σαφώς μια βαθύτατη λαϊκή επιβίωση της «αλεξάνδρειας» ιστορικής παράδοσης στη μεταβυζαντινή Κρήτη ή έστω μια ισχυρή αναβίωσή της στη χαραυγή της απελευθέρωσης και ένωσής της με την Ελλάδα. 541

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

435

Γεώργιος, σκοτώνει το δικέφαλο δράκο, μοτίβο που τον φέρνει κοντά στις παραδόσεις του Διγενή: «Αλεξινιός το σκότωσε το φίδι στο λιβάδι, μ’ απήτις και το σκότωσε δεν τ’ άφηκε να φύγη, μ’ ἐκατσε κ’ εξεμετράν το κ’ εσπιθαμολογά το. Κ’ είχε διπλές τσοι κεφαλές και την θωριάν μεγάλη, κ’ είχε κι ορά κι απανορά». Το όνομά του απαντά και σε παραλλαγή του τραγουδιού του Θεοφύλακτου από την Κύπρο: «Ο βασιλέας Αλέξανδρος Αλεξανδροπολίτης / έκαμε μίαν γεορτήν μικρήν και μίαν γεορτήν μεάλην». Τέλος, τον συναντάμε και στην παραλλαγή της Λιογέννητης: «Αλέξανδρος ο βασιλιάς γιάλωμα δ’ αρματώσει» (Σπυριδάκης 1953: 417-418, 1962: 22, Βελουδής 1989 (1977): πζ΄, ργ΄)542. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως τουλάχιστον σε μια περίπτωση υπήρχε ένα τραγούδι για τον Αλέξανδρο το οποίο συνοδευόταν από χορό: Γύρω στο 1776 στην Κωνσταντινούπολη, η Madam Chenier, ελληνικής καταγωγής, αναφέρει σε μια επιστολή της πως είδε ένα είδος πυρρίχιου χορού, έναν χασάπικο –αρναούτικο χορό, που χόρευαν –ένοπλα –τα μέλη της συντεχνίας των χασάπηδων, που στην πλειοψηφία τους κατάγονταν από τη Μακεδονία. Το χορό αυτό τον χόρευαν στην πλατεία του Ιππόδρομου της Πόλης γύρω στους 200 με 300 χορευτές, τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο και κρατώντας το ζωνάρι του διπλανού τους, στοιχείο που θυμίζει βέβαια το γνωστό ζωναράδικο. Δύο επικεφαλής ξεχώριζαν, κρατώντας μακριά μαχαίρια, ο ένας μάλιστα, που η Chenier αναγνώρισε ως τον Αλέξανδρο, διακρινόταν για τον πλούτο της ενδυμασίας του, καθώς και για το σκούφο του με μεγάλη φούντα, εν είδη λοφίου. Υπήρχαν ακόμη δεκαπέντε οπλισμένοι χορευτές αποκομμένοι από το πλήθος των υπολοίπων. Σύμφωνα πάντα με την περιγραφή της Chenier, το σύνολο των χορευτών εκτελούσε προσχεδιασμένες χορευτικές κινήσεις, σχεδόν σαν τελετουργικό, με τον πρωτοχορευτή Αλέξανδρο να επιβεβαιώνει το ρόλο του βασιλιά. Όταν μάλιστα εμφανιζόταν η δεύτερη μεγάλη ομάδα χορευτών, που ταυτίζεται με το στρατό του Ο Βελουδής (1989 (1977): πζ΄) λανθασμένα παραπέμπει στη μελέτη του Π. Τριανταφυλλίδη «Οι φυγάδες» (Αθήνα, 1870, σελ. 38) για να τεκμηριώσει την αναφορά του σε μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως δρακοκτόνος και στον Πόντο. Όμως η εν λόγω παράδοση κάνει λόγο για Αλέξιο, όχι για Αλέξανδρο, με παραπομπή μάλλον σε κάποιον από τους Κομνηνούς – αυτοκράτορες της Τραπεζούντας. 542

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

436

Δαρείου, ο ρυθμός της μουσικής άλλαζε, γινόταν πιο κοφτός, η πρώτη ομάδα άρχιζε να κάνει κυκλικό χορό, ως σημάδι πολέμου και στη συνέχεια όλοι μαζί μιμούνταν με ρυθμικές κινήσεις τη μάχη του Αλέξανδρου κατά του Δαρείου – ή τη μάχη του Γρανικού. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως η όλη σύνδεση του εντυπωσιακού αυτού χορού με τον Αλέξανδρο αποτελεί ρομαντική επινόηση της Ελληνογαλλίδας αυτόπτου μάρτυρος, αν η ίδια δεν ανέφερε ρητά πως παράλληλα τραγουδούσαν ένα τραγούδι που άρχιζε με το στίχο: «Πού ιν ο Αλέξανδρος ο Μακεδονίς, που όρισεν τιν οικουμένιν όλην…». Πρόκειται ακριβώς για τη μακραίωνη επιβίωση του χορού των μακελλάρηδων (κρεοπωλών) του βυζαντινού ιππόδρομου (σύμφωνα τουλάχιστον με τις αναφορές των Σάθα και Μαρκάκη). Μια άλλη αυτόπτης μάρτυρας, η V. Cottas, αναφέρει έναν παρόμοιο χορό στη Μακεδονία, με τον οποίο τραγουδιόταν επίσης ένα παρόμοιο τραγούδι, που άρχιζε ακριβώς με τον ίδιο στίχο και συνεχιζόταν με μια επίκληση στον Αλέξανδρο: «Ανδραγαθίαν εκ Θεού και νίκην /φέρε μας ποταπήν εδώ στην χώραν» (Guys: 201-208, Μαρκάκης 1960:258, Βελουδής 1989 (1977): π΄-πα΄, Stoneman 2011: 308). Επομένως, επιβεβαιώνεται και στην ίδια τη Μακεδονία η αναφορά της Chenier. Τέλος, υπάρχει ένα ακόμα δημοτικό τραγούδι από τη Θράκη, που διασώθηκε ως τις μέρες μας καί σε μορφή χορού, ζωναράδικου, με τίτλο «Ο βασιλιάς Αλέξανδρος». Το τραγούδι αυτό έχει ως κύριο θέμα την άλωση της πόλης και το θαύμα των μισοτηγανισμένων ψαριών: ο Αλέξανδρος και -πιθανόν - ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ως οι δύο κύριες μορφές του αρχαίου και μεσαιωνικού ελληνισμού στη συνείδηση του λαού, εμφανίζονται να τρώνε και να πίνουν όταν τους αναγγέλεται από το θεό η είδηση της πτώσης της πόλης. Το τραγούδι καταγράφτηκε από τη Δόμνα Σαμίου το 1977 στο χωριό Καρωτή του Έβρου: «Aλέξαντρος, μπρ' αμάν αμάν, Aλέξαντρος κι ο βασιλιάς - Aλέξης αντρειωμένος – κι ο μικρο-Kωσταντίνος Mαζ' έτρουγαν, μαζί έπιναν, μαζί χαροκοπιούνταν…..»543 Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι προφορικές παραδόσεις, παραμύθια και θρύλοι για τον Αλέξανδρο αγκαλιάζουν ολόκληρο το νεοελληνικό κόσμο των αιώνων της τουρκοκρατίας ως και σήμερα. Για παράδειγμα, ο Κακριδής αναφέρει μια παράδοση του 16ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία «Και ο Φίλιππος ο Έλληνος εβασίλευσεν την Ολόκληρο το τραγούδι ως καταγραφή της Δόμνας Σαμίου από την εκπομπή «Μουσικό Οδοιπορικό» στη διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=c52utflbch0 (17.10.2014). Στον ίδιο ιστότοπο εμφανίζονται και άλλες καταγραφές του τραγουδιού. 543

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

437

Μακεδονίαν με τους Φιλίππους και με την Φιλιππόπολιν. Του Φιλίππου του βασιλέως εγεννήθη τέκνον άρρεν…Και επονόμασαν το όνομα του παιδίου….Αλέξανδρον ρωμαϊκά…» (ρωμαϊκά ή ρωμαίικα σημαίνει στο Βυζάντιο και την εποχή της τουρκοκρατίας ελληνικά, Κακριδής 1989: 27). Πηγαίνοντας πίσω στο 1481, ο Δανιήλ, μητροπολίτης Εφέσου, αναφέρει μια παράδοση της περιοχής, με βάση την οποία ο Αλέξανδρος άνοιξε τη διώρυγα του Σουέζ, όπως είδαμε παραπάνω και με το κρητικό τραγούδι, αιώνες πριν επιτευχθεί η διάνοιξη αυτή (Βελουδής 1989 (1977): οζ΄)544. Από τον Πόντο πάλι, μια καταγεγραμμένη παράδοση από την Αργυρούπολη αναφέρει τα εξής: ο Μέγας Αλέξανδρος, σαν έφτασε στα βάθη της Ινδίας, βρήκε στο δρόμο του μια μεγάλη πέτρα που έφερε σκαλιστή επιγραφή: «Στάσου –μην προχωρής παραπέρα». Ρώτησε τους γεροντότερους του τόπου να του πουν ποιος έβαλε την πέτρα με την επιγραφή, αλλά αυτοί δεν ήξεραν, παρά μόνο ότι ήταν στην ίδια θέση από παλιά. Ο Μέγας Αλέξανδρος θέλησε να σεβαστεί τον οιωνό, αλλά συνάμα και να προχωρήσει. Γι’ αυτό διέταξε να κουβαλούν την πέτρα σ’ ένα άρμα του που πήγαινε πάντα μπροστά απ τον στρατό. Κι έτσι προχώρησε, δίχως να προσπεράσει την πέτρα (Σπυριδάκης 1953: 398-399). Επομένως, γίνεται αντιληπτό πως πολλές από αυτές τις παραδόσεις είτε ξεπηδούν ουσιαστικά μέσα από το Μυθιστόρημα / φυλλάδα του Αλέξανδρου, που άσκησε και σε αυτές καταλυτική επιρροή, είτε εντάσσονται στον ευρύτερο μυθολογικό κύκλο για τον Αλέξανδρο, ο οποίος συνδυάζει ξεθωριασμένα ιστορικά στοιχεία με το στοιχείο του υπερφυσικού και του μαγικού. Η κατάδυσή του στο βυθό της θάλασσας για παράδειγμα, αναφέρεται ότι έγινε στα ανοιχτά της Σαντορίνης ενώ από την περιοχή της Πύλου στην Πελοπόννησο, όπως ήδη αναφέρθηκε, προέρχεται άλλη μία παράδοση για την κάθοδο του Αλέξανδρου στον Κάτω Κόσμο. Η επίδραση του επεισοδίου της κατάδυσης του Αλέξανδρου στη θάλασσα είναι τέτοια, που αποτυπώνεται και στο δημοτικό τραγούδι: «Ο βασιλιάς Αλέξανδρος, πολλά χρόνια να ζήση, /που μέτρησε τη θάλασσα στο μάκρος και στο πλάτος» (Αικατερινίδης 1996:17, Βελουδής 1989 (1977): ργ΄-ρδ΄, ση΄). Ενδεικτικά, αναφέρουμε ακόμα από το χωριό Αλιστράτη Σερρών μια ιστορία του Αλέξανδρου και του «Δάρη», δηλαδή του Δαρείου, η οποία ουσιαστικά συνδυάζει στοιχεία του Μυθιστορήματος με τοπικά χαρακτηριστικά της περιοχής από τους Φιλίππους ως την Καβάλα, στην Ανατολική Μακεδονία. Σύμφωνα με την αφήγηση της Ίσως τελικά όλες αυτές οι αναφορές με τα έργα του Αλέξανδρου να μην είναι τίποτα άλλο παρά παραδοσιακές λαϊκές εκδοχές των έργων που πραγματοποίησε ή που ήθελε να πραγματοποιήσει, αυτών που μας παραδίδουν οι ιστορικοί του, όπως η αποκατάσταση των διωρύγων της Βαβυλωνίας, η αποχέτευση της λίμνης της Κωπαΐδας στη Βοιωτία, το άνοιγμα του ισθμού στην Τέω κ.α. (Droysen/Αποστολίδης 1993:Β.654). 544

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

438

παράδοσης αυτής, ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε την κόρη του Δάρη, που παρουσιάζεται ως βασιλιάς ενός γειτονικού των Φιλίππων βασιλείου. Ο Δάρης έδωσε στον Αλέξανδρο και το «Βουδοκέφαλο», το άλογό του, το οποίο ξεκινούσε από τους Φιλίππους και ζευγάρωνε στην Καβάλα, γι’ αυτό και η πόλη πήρε αυτό το όνομα. Η παράδοση αυτή τελειώνει με την επισήμανση ότι μετά το θάνατο του Αλέξανδρου «…οι αδερφές του πέσανε στον Ουρδανοπόταμο (Ιορδάνη ποταμό) και βγαίνουν μια φορά το χρόνο και ρωτούν: -Ζάει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; Κι άμα πεις όχι, θυμώνουν. Πρέπει να πεις:-Ζάει και βασιλεύει στη Δράμα» (Σπυριδάκης 1953: 387). Ενδιαφέρον ακόμα στοιχείο της παραπάνω αφήγησης αποτελεί η εξήγηση της ονοματοδοσίας της πόλης της Καβάλας από το Βουκεφάλα, ο οποίος πήγαινε εκεί από το «παχνί» του στους γειτονικούς Φιλίππους και «καβαλίκευε φοράδες» (Βελουδής 1989 (1977): οδ΄). Μια άλλη, πολύ γλαφυρή καταγεγραμμένη αφήγηση γερόντων της Κεντρικής Μακεδονίας αναφέρεται στη γέννηση του Αλέξανδρου. (Μήττα 2008), κάτι που αποτελεί θέμα και άλλων παραδόσεων από τη Μακεδονία, από την περιοχή της Κοζάνης και από το χωρίο Άλωνα της Φλώρινας. Στις παραδόσεις αυτές ο Αλέξανδρος αναφέρεται ως γιος του Νεκτεναβώ και της Ολυμπιάδας, στοιχείο που φανερώνει βέβαια την καταλυτική επιρροή της Φυλλάδας. Άλλες παραδόσεις από τη Μακεδονία αναφέρονται στη μητέρα του Ολυμπιάδα και στο δάσκαλό του Αριστοτέλη (Ολυμπιάδα και Στρατώνι Χαλκιδικής), στο αθάνατο νερό, ( Έδεσσα, Δυτική Μακεδονία), στο θάνατό του από δηλητήριο κατά τη διάρκεια ενός δείπνου (χωρίο Λουτράκι στη Β.Δ. Μακεδονία, Spyridakis 1973: 189-190). Επίσης, το περίφημο έθιμο των κουδουνοφόρων Αράπηδων της Νικήσιανης Παγγαίου, στην Ανατολική Μακεδονία, απηχεί, σύμφωνα με μια ερμηνεία, την παράδοση της Φυλλάδας για τη νίκη του Αλέξανδρου κατά του Πώρου, σύμφωνα με την οποία αυτή επετεύχθη με το στρατήγημα του Αλέξανδρου να κρεμάσει κουδούνια στα άλογα των στρατιωτών του και να τρομάξει έτσι τους ελέφαντες του Ινδού βασιλιά. Η διαφορά είναι πως, σύμφωνα με την τοπική παράδοση της Νικήσιανης, ο Αλέξανδρος μεταμφίεσε τους στρατιώτες του σε άγρια ζώα και τους κρέμασε μεγάλα κουδούνια με το ίδιο αποτέλεσμα. Αργότερα ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε αυτούς τους κουδουνοφόρους Αράπηδες ως φύλακες των ορυχείων χρυσού του Παγγαίου545. Ανάλογη παράδοση υπάρχει και για τους υψηλόσωμους Υπάρχει βέβαια και μια ερμηνεία μάλλον εγγύτερη στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία το έθιμο των κουδουνοφόρων Αράπηδων της Νικήσιανης Παγγαίου, που τελείται κάθε χρόνο ανήμερα των Φώτων , έχει τις ρίζες του στη διονυσιακή λατρεία, που ήταν πολύ διαδεδομένη στην περιοχή. Άλλωστε το Παγγαίο ήταν το ιερό βουνό του Διονύσου και πιθανότατα στις κορυφές του υπήρχε και το μαντείο του θεού. Τα στοιχεία του εθίμου, που μας επιτρέπουν να το συσχετίσουμε με την πανάρχαια διονυσιακή λατρεία, είναι η μεταμφίεση των ανδρών με προβιές ζώων και με κάλυμμα κεφαλής από μαύρο τραγίσιο δέρμα, αλλά και το στοιχείο της ανάστασης του νεκρού αρχηγού της μιας ομάδας, μετά τη θανατηφόρα μονομαχία του με τον αντίπαλο αρχηγό, πάντα στο πλαίσιο της θεατρικότητας του εθίμου, που συμβολίζει την ανανέωση της ζωής και της φύσης. Για το συσχετισμό με 545

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

439

μασκαρεμένους του καρναβαλιού του Σοχού Θεσσαλονίκης, οι οποίοι συμβολίζουν απογόνους των ανδρών του Αλέξανδρου με τις Αμαζόνες (Αικατερινίδης 1996:22-23, Οδοιπορικό στην παράδοση -περιοδικό Λυκείου Νικήσιανης Ιούνιος 1996: σελ. 28-29). Για την πόλη της Καβάλας ο Γάλλος Β. Belon πάλι, που την επισκέφτηκε ανάμεσα στα 1546-1549 (πιθανότατα το 1547), καταγράφει μια τοπική παράδοση, σύμφωνα με την οποία κατά την αρχαιότητα η πόλη κτίστηκε αρχικά από το Μέγα Αλέξανδρο με την ονομασία Βουκέφαλα ή μετονομάστηκε έτσι από αυτόν προς τιμήν βέβαια του αλόγου του (Λυκουρίνος 1993: 46, Στεφανίδου 2007: 32), παράδοση που, βέβαια, δεν είναι αληθής, ωστόσο δείχνει πόσο έντονα επιβίωνε η μορφή του Αλέξανδρου στη μνήμη των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής, παρόλο που ήδη τότε εκεί υπήρχε τουρκοκρατία. Άλλωστε, ακόμα και ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, επισκεπτόμενος την Καβάλα το 1667, αναφέρει: «Μετά το Φίλικο (δηλαδή το Φίλιππο Β΄) ο Ισκεντέρ (δηλαδή ο Αλέξανδρος) ανατράφηκε σ’ αυτήν την πόλη (την Καβάλα) μαζί με το γιο του Κάβαλς. Ισχυρίζονται διάφοροι πως ο Ισκεντέρ ήταν κι αυτός γιος του Φίλικου και ονομαζότανε Αλεξάντρ. Όπως και να ‘ναι, υπήρξε ο μεγαλύτερος βασιλιάς του ντουνιά. Στα τριάντα χρόνια της βασιλείας του κατάφερε να υποτάξει τις επτακόσιες πιο μεγάλες πόλεις του κατοικημένου κόσμου…και αφού πέρασε τον παγωμένο ωκεανό, έχτισε το μεγάλο τείχος. Ο Ισκεντέρ πέθανε στην Καβάλα και τον θάψανε σ’ ένα νησί, που κανένας μέχρι σήμερα δεν ξέρει ακριβώς πού βρίσκεται» (Χειλαδάκης 1991: 64-65, Καραγιαννακίδης-Λυκουρίνος 2009: 75). Την ίδια εποχή, το 1668, πέρασε από την Καβάλα και ο Γάλλος Καπουτσίνος R. de Dreux, ο οποίος έγραψε ότι η Cavallos, όπως αποκαλεί την Καβάλα, χτίστηκε από τον Αλέξανδρο, αντικρίζοντας μάλιστα από την πόλη το Άγιο Όρος θυμίζει την ιστορία του αρχαίου γλύπτη, που πρότεινε στο βασιλιά τη λάξευση του Άθωνα σε άγαλμά του (Λυκουρίνος 1993: 46). Φυσικά οι πληροφορίες αυτές είναι αναληθείς, ωστόσο όσα κατέγραφαν οι περιηγητές δεν ήταν αποκυήματα της φαντασίας τους, αλλά πληροφορίες που έπαιρναν από τους ντόπιους, πληροφορίες που αποδεικνύουν, για άλλη μια φορά, πως η παράδοση του Αλέξανδρου κρατήθηκε ζωντανή ακόμα και μέσα στους πιο σκοτεινούς αιώνες της τουρκοκρατίας. Ένα ανάλογο μύθευμα αναφέρει και ο Εβλιγιά Τσελεμπή, αναφορικά με το άνοιγμα του πορθμού του Ευρίπου, πάλι από τον Αλέξανδρο. Ο ίδιος αυτός Τούρκος περιηγητής, στο όγδοο βιβλίο του, στο οποίο περιγράφει το ταξίδι του στην Ελλάδα, αναφέρει ακόμα τον Αλέξανδρο, το «Γιουνάν Ισκεντέρ, το βασιλιά με τα δύο κέρατα» σε συνάρτηση με την ίδρυση της Κουμουρτζίνας / Κομοτηνής και του φρουρίου Μεσινέ Χισάρ, σε συνάρτηση με το φρούριο της Δράμας –θερινή κατοικία για τον Αλέξανδρο -, τη διονυσιακή λατρεία δες και το βιβλίο Ανατολική Μακεδονία –Θράκη: λαογραφικό Οδοιπορικό, έκδοση Περιφέρειας Α.Μακεδονίας –Θράκης, σελ 66.Στιγμιότυπα από το ίδιο το έθιμο μπορεί να δει κανείς στη διεύθυνση: http://www.youtube.com/watch?v=a_twl5oG2nE (προσπέλαση 8.9.2013).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

440

με το φρούριο της Λιβαδειάς και τα μνημεία της Αθήνας, ενώ αλλού συνδέει ορισμένους τόπους με το Φίλιππο (Χειλαδάκης 1991: 44, 58, 71, 74, 103, 150, 155). Προφανώς αυτές οι αναφορές αποτελούν κομμάτι των τοπικών παραδόσεων, τις οποίες, αλλοιωμένες, μετέφεραν στον Τσελεμπή είτε οι ντόπιοι χριστιανοί Έλληνες, είτε –το πιθανότερο –οι εξισλαμισμένοι Έλληνες που ήταν πλέον Τούρκοι Οθωμανοί, με τους οποίους σαφώς και είχε περισσότερες επαφές. Η δεύτερη περίπτωση δικαιολογεί και το απίθανο και εντελώς ανιστόρητο υπόβαθρο των ιστοριών για τον Αλέξανδρο, μια και με τον εξισλαμισμό οι κάτοικοι μιας περιοχής μοιραία απομακρύνονταν από τη μακραίωνη αρχαιοελληνική παράδοση και μνήμη. Όπως και να έχει, η σύνδεση του Αλέξανδρου με την ονοματοδοσία της Καβάλας επιβίωσε ως παράδοση και στους νεότερους χρόνους: ο Σταύρος Ρωμανιάς σημειώνει στο βιβλίο του Η Καβάλα άλλοτε και τώρα (1949), αφού πρώτα παραθέτει τις επικρατέστερες, ιστορικές ερμηνείες για την προέλευση του ονόματος της πόλης: «Νονός της πόλης ήταν λέει ο Μέγας Αλέξανδρος. Την ημέρα που δάμασε το Βουκεφάλα, λόγω του ότι αναγκαστικά τον έτρεχε προς την ανατολή για να μην βλέπει τη σκιά του και τρομάζει, έφτασε μέχρι τα μέρη μας μέχρι να τον ξεκουράσει και να τον υποτάξει. Ε! Όταν επιτέλους ξεκαβαλίκεψε είπε ο μέγας στρατηλάτης: «Ω! τι ωραία Καβάλα!». Και έτσι το μέρος ονομάστηκε Καβάλα.»546 Μια ωραία προφορική παράδοση για τον Αλέξανδρο παραθέτουν και οι Άγγλοι αρχιτέκτονες και ζωγράφοι J. Stuart και N. Revett, οι οποίοι κατά το έτος 1753 επισκέφτηκαν τη Θεσσαλονίκη και περιέγραψαν και σχεδίασαν τις λεγόμενες «Μαγεμένες», τα αγάλματα που κοσμούσαν τους πεσσούς στη στοά της αγοράς της πόλης του 2ου αιώνα μ.Χ. και μεταφέρθηκαν το 1864 στο Μουσείο του Λούβρου. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, ο Μέγας Αλέξανδρος κάλεσε στη Θεσσαλονίκη το βασιλιά της Θράκης μαζί με την οικογένειά του και εκεί ερωτεύτηκε την κόρη του και κατάφερε να την αποπλανήσει. Όταν το έμαθε αυτό ο Θράκας βασιλιάς, αποφάσισε να τον εκδικηθεί και έδωσε εντολή σε έναν μάγο να το πράξει. Αυτός βρήκε το πέρασμα που χρησιμοποιούσε ο Αλέξανδρος για να συναντήσει τη Θρακιώτισσα πριγκίπισσα (δηλαδή τη στοά της αγοράς) και άσκησε μαγεία ώστε όποιος περάσει από εκεί να απολιθωθεί. Ο Αριστοτέλης όμως, ανακάλυψε τον κίνδυνο κι έπεισε τον Αλέξανδρο να μην πάει το βράδυ εκείνο να συναντήσει τη βασιλοπούλα. Αυτή, μη γνωρίζοντας τίποτα, πήγε και απολιθώθηκε, όπως μετά από αυτήν και η μητέρα της, καθώς τέλος και ο ίδιος ο Θράκας βασιλιάς. (Μέρτζος 1947: 194). Έτσι αναγνωρίζονταν οι μορφές του συνόλου των «Μαγεμένων» στη λαϊκή παράδοση των Θεσσαλονικέων του 18ου αιώνα. Ο γράφων θυμάται πολύ καλά στα παιδικά του χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, να γίνεται αναφορά σε αυτήν την παράδοση ακόμη και στο δημοτικό σχολείο από τους δασκάλους του, με την επισήμανση πάντα του αναληθούς της χαρακτήρα. 546

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

441

Μένοντας στη Μακεδονία, αξίζει να αναφέρουμε και μια άλλη, διαδεδομένη παράδοση που πηγάζει από τη Φυλλάδα, αυτήν της συνεύρεσης της Ολυμπιάδας με το Νεκτεναβώ. Ο Νίκος Πεντζίκης για παράδειγμα, αναφέρεται σε μια τέτοια λαϊκή παράδοση που υπήρχε στην περιοχή του Σιδηροκάστρου νομού Σερρών, όπου μια θυελλώδη νύχτα με αστραπόβροντα συναντήθηκε η Ολυμπιάδα με το Νεκτεναβώ, που είχε πάρει μορφή φιδιού. Δίνοντας δικές του προεκτάσεις στις παραδόσεις αυτές, ο Πεντζίκης κάνει λόγο για τη συνάντηση Φιλίππου και Ολυμπιάδας στα Καβείρια της Σαμοθράκης, για το νεοπλατωνισμό και την ψυχή που εμφανίζεται ως φίδι, για το ότι ο Φίλιππος και ο Νεκτεναβώ αποτελούσαν τις δύο υποστάσεις μιας μορφής και γι’ αυτό δεν υπήρξε απάτη και δόλος στην ερωτική συνεύρεση Ολυμπιάδος –Νεκτεναβώ (Πεντζίκης 1995 (1967): 37, 52). Μάλιστα ο Θεσσαλονικιός λογοτέχνης και ζωγράφος φιλοτέχνησε κι έναν πίνακα εμπνεόμενος από τις αναφορές αυτές (εικόνα 87). Από την Αράχωβα πάλι προέρχεται ένα παραμύθι για τον Αλέξανδρο, το οποίο ουσιαστικά συνδυάζει τρία διαφορετικά επεισόδια από τη Φυλλάδα. Σύμφωνα με αυτό, ο Αλέξανδρος πηγαίνει στο νησί των Μακάρων, το οποίο από μακριά του φαινόταν σαν μια οχυρή πόλη με δυνατά τείχη. Εκεί, ένα κορίτσι του λέει από μέσα πως βρίσκεται ενώπιον του παραδείσου, στον οποίο κανείς ζωντανός δεν μπορεί να εισέλθει, αλλά μόνο ένας νεκρός, που θα κριθεί άξιος από το Θεό. Στη συνέχεια του προμηθεύει ένα μέσο για να δει τουλάχιστον κάποιους νεκρούς και ο Αλέξανδρος καταφέρνει να δει τον αλυσοδεμένο βασιλιά των Περσών, αυτόν που είχε εν ζωή νικήσει, μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν ο τόπος των καταδικασμένων (Dieterich 1904). Ουσιαστικά εδώ έχουμε τρία επεισόδια από το Μυθιστόρημα σε μία διήγηση, το νησί των Μακάρων, την πόλη του Ήλιου και την επίσκεψη στο σπήλαιο των νεκρών (εις Άδου κάθοδος). Εκτός από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, κι άλλα πλάσματα από την παράδοση του Μυθιστορήματος εμφανίζονται, ξεκομμένα από το αρχικό τους πλαίσιο, σε καταγεγραμμένες παραδόσεις. Ο Πολίτης (1904: 250-251) καταγράφει δύο τέτοιες παραδόσεις, μία από τη Βιζύη της Θράκης και μία από τη Λακωνία, για τους περίφημους Σκυλοκέφαλους. Πολύ γνωστός είναι και ο θρύλος για τις αδερφές του Αλέξανδρου που κατέγραψε ο Πολίτης στη Φελλόη Καλαβρύτων της Πελοποννήσου, οι οποίες πίνουν το αθάνατο νερό και γίνονται νεράιδες και ζουν στη φύση, δημιουργούν ανεμοστρόβιλους και απαγάγουν κορίτσια, αλλά εξευμενίζονται αν κάποιος φωνάξει: «Ζει Αλέξανδρος ο βασιλιάς, ζει και βασιλεύει»!. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση που κατέγραψε ο Πολίτης στη Μακεδονία, ο Αλέξανδρος είχε ως αγαπητικιά μια νεράιδα γι’ αυτό και οι νεράιδες όλες τον έβλεπαν με συμπάθεια. Κι αν κάποιος πέσει σε ανεμοστρόβιλο που ξεσηκώνουν αυτές, αρκεί να φωνάξει τρεις φορές «Μέλι κι γάλα! Καπ’ απ’ ιδώ πέρασι η βασιλιάς η Αλέξανδρους. Ζει και βασιλεύγει!» και ο ανεμοστρόβιλος αμέσως σταματά (Πολίτης 1889: 38, Πολίτης 1904: 285-286). Περιπτώσεις επικλήσεων των

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

442

αδερφών του Αλέξανδρου καταγράφτηκαν στην Κέρκυρα (Stoneman 2012 B: ix). Παραδόσεις με τις νεράιδες –αδερφές του Αλέξανδρου, που συμπλέκονται και με το μοτίβο του αθάνατου νερού, καταγράφηκαν και στη Γορτυνία της Πελοποννήσου (σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος για να πάρει το αθάνατο νερό περνά μέσα από Συμπληγάδες Πέτρες), στην Κέρκυρα547, στη Δυτική Μακεδονία548, στην Καστοριά (όπου ονομάζονται και Μελιτένιες), στην Κεφαλονιά, όπου πάλι αναφέρεται παράδοση, με βάση την οποία η πρώτη των Νεράιδων ήταν αδερφή του Μεγαλέξανδρου γι’ αυτό και ο εξορκισμός τους έχει ως εξής: «στην ψυχή του Βασιλέως Αλεξάνδρου, κακό μην μου κάνετε»! (Σπυριδάκης 1953: 408-409, Πολίτης 1878: 10). Παρόμοιο εξορκισμό αναφέρει ο Πολίτης γενικά για τον ανεμοστρόβιλο (ανεμοζάλη) στην ορεινή Ελλάδα, ο οποίος προκαλείται από τη βασίλισσα των Νεράιδων Κυρά Κάλω και την ακολουθία της (Πολίτης 1889: 38). Σε ένα άλλο παραμύθι, που αναφέρει ο Πολίτης με τίτλο Ο Γυιός της Γρηάς, η Γοργόνα εμφανίζεται ως θυγατέρα του Αλέξανδρου, μοτίβο παρμένο από τη Φυλλάδα (Πολίτης 1878: 11-12). Τόσο ο Κονδυλάκης το 1887 όσο και ο Πολίτης (1889, 1904) καταγράφουν στην Κρήτη και αλλού την προφορική παράδοση του Αλέξανδρου και του αθάνατου νερού με τη Γοργόνα, η οποία, όπως διαπιστώθηκε, έχει τις ρίζες της στην παραλλαγή β΄ του Μυθιστορήματος (βλέπε κεφάλαιο 2.9.). Σύμφωνα με αυτήν, ο Αλέξανδρος ρωτάει τους μάγους πώς μπορεί να γίνει αθάνατος και αυτοί του φανερώνουν τη σπηλιά με το αθάνατο νερό, που το φυλάει δράκος. Αυτός πηγαίνει εκεί καβάλα στον Βουκεφάλα που φτερά δεν είχε και σαν πουλί πέταγε, σκοτώνει το δράκο παίρνει το αθάνατο νερό σε μπουκάλι, όμως όταν γυρίζει στο παλάτι, η αδερφή του, χωρίς να ξέρει τι είναι, το χύνει σε μια αγριοκρεμμυδιά, που από τότε κάνει κρεμμύδια που δεν ξεραίνονται ποτέ. Τότε ο Αλέξανδρος την καταριέται να γίνει μισός άνθρωπος και μισό ψάρι, η γνωστή θαλάσσια γοργόνα των ελληνικών θρύλων, που γυρίζει τα πέλαγα και ρωτά αν ζει ο αδερφός της. Αλίμονο σε αυτούς που θα δώσουν τη λάθος απάντηση! Η πεντάμορφη Γοργόνα ρίχνει τα ξανθά μαλλιά της στη θάλασσα και δημιουργεί μεγάλη θαλασσοταραχή βυθίζοντας το πλοίο αύτανδρο. Αν όμως ο καπετάνιος ξέρει και απαντήσει «Ζει και βασιλεύει», τότε καλόκαρδα η Γοργόνα γλυκά τραγούδια τους τραγουδά και απ’ αυτήν μαθαίνουνε οι ναύτες τους νέους σκοπούς (Πολίτης 1889: 38,

Σύμφωνα με μια παράδοση της Κέρκυρας οι αδελφές του Αλέξανδρου, όταν ήπιαν το αθάνατο νερό, έγιναν στρίγγλες, μία στον αέρα, μία στη θάλασσα και μία κάτω από τη γη και από τότε παρουσιάζονται στους ανθρώπους με λευκή στολή και όποιος τις δει πρέπει να πει: «Κυρά διαβαίνει, στην ψυχή του Αλέξανδρου κακό να μη μας κάμει». Άλλη παράδοση συνδέει τις νεράιδες –αδερφές του Αλέξανδρου με τους ανεμοστρόβιλους (Σπυριδάκης 1953: 408 -409). 547

Σύμφωνα με αυτήν την παράδοση, οι ανεμοστρόβιλοι που δημιουργούν οι νεράιδες σταματούν αν κάποιος φωνάξει «Ζει ακόμα ο Μέγας Αλέξανδρος, το άτι του και το σπαθί του» (Σπυριδάκης 1953: 409) 548

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

443

Πολίτης 1904: 552)549. Παρόμοια διήγηση καταγράφτηκε και στη Μακεδονία (Καμηλάκη 2001: 11), τεκμηριώνοντας έτσι τον άθλο της δρακοκτονίας σε δύο διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές για την ελληνική παράδοση. Στις παραδόσεις αυτές συμπλέκονται διαφορετικά μοτίβα, αυτά του Αλέξανδρου δρακοκτόνου, του αθάνατου νερού και της Γοργόνας. Βέβαια, η πανελλήνια παράδοση της Γοργόνας, αδερφής του Αλέξανδρου, καταγράφτηκε σε διάφορες παραλλαγές κι αλλού, όπως για παράδειγμα στη Χίο, στην Παραμυθία Ηπείρου (στην οποία το αθάνατο νερό κομίζουν στον Αλέξανδρο δυο πουλιά) και στη Βιζύη, στην Αδριανούπολη και στην Τυρολόη (Τσορλού) της Ανατολικής Θράκης, όπου όμως η αδερφή (ή η κόρη) του Αλέξανδρου μεταμορφώνεται σε φώκια (Σπυριδάκης 1953: 406-407). Στη Βιζύη της Θράκης αντίστοιχα, η Φώκια είναι «η μάνα τ’ Αλέξανδρου», που κατοικεί στον αφαλό της θάλασσας, «εκεί που το νερό γυρίζει γύρω γύρω και γίνεται μια τρύπα στη μέση», έχει τη μορφή της Γοργόνας και παραφυλάει στον πάτο της θάλασσας να περάσει ένα καράβι και να ρωτήσει αν «ο Αλέξανδρος ο βασιλές ζει και βασιλεύει» (Πολίτης 1904: 554). Από τα παραμύθια με θέμα τον Αλέξανδρο, ένα, που καταγράφτηκε ήδη το 19 ο αιώνα, προέρχεται από την περιοχή του Παρνασσού και αποτελεί ένα συνδυασμό πατριωτικής διήγησης και προφορικής σύνοψης της Φυλλάδας του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος απελευθέρωσε τη χώρα «που κατοικούσαν οι πρόγονοί μας» από έναν εισβολέα βασιλιά και στη συνέχεια στράφηκε σε μακρινά ταξίδια στην ανατολή, στα πρότυπα των επεισοδίων της Φυλλάδας. Τρία ακόμα παραμύθια, ένα από τη Ζάκυνθο, ένα από τη Σαμψούντα του Πόντου και ένα από τη Σπάρτη, ανήκουν ουσιαστικά στον κύκλο των μαγικών αφηγήσεων με κεντρικό ήρωα τον Αλέξανδρο και με μια απόμακρη και ισχνή χρήση περιορισμένων μοτίβων της Φυλλάδας. Στο παραμύθι από τη Ζάκυνθο έχουμε το μοτίβο του Αλέξανδρου –ανίκητου γίγαντα που πεθαίνει αν σωριαστεί στο έδαφος. Στη Σαμψούντα μπλέκεται και πάλι το μοτίβο του αθάνατου νερού με την αδερφή του Αλέξανδρου, που μεταμορφώνεται στο τέλος σε φώκια. Τέλος, στο παραμύθι από τη Σπάρτη στο μύθο του Αλέξανδρου παρεισφρύει η ωραία Ελένη (προφανώς εξαιτίας της σύγχυσης του Αλέξανδρου με τον Αλέξανδρο –Πάρη της Τροίας) αλλά και πολλά μαγικά στοιχεία (Σπυριδάκης 1953: 399, 418, Βελουδής 1989 (1977): ξθ΄-ογ΄). Φαίνεται πως η εξοικείωση του λαού με τον Αλέξανδρο ήταν τέτοια, που, σε πολλές περιπτώσεις παραλλαγών παραδόσεων, μύθων και τραγουδιών, το όνομα του Αλέξανδρου να παίρνει τη θέση του κανονικού πρωταγωνιστή της ιστορίας. Έτσι, για Σύμφωνα με μια παραλλαγή αυτής της παράδοσης από το Ρέθυμνο Κρήτης, η αδερφή του Αλέξανδρου πρώτα πίνει λίγο από το αθάνατο νερό και χύνει το υπόλοιπο. Έτσι γίνεται η αθάνατη Γοργόνα, που ονομάζεται Αρκούδα και βγαίνει κάθε χρόνο στην επιφάνεια της θάλασσας στις 2 Φεβρουαρίου (Σπυριδάκης 1953: 404-405). 549

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

444

παράδειγμα, σε παραλλαγές του τραγουδιού «Του Κριματισμένου» ο «βασιλιάς Αλέξανδρος» παίρνει τη θέση του Περίανδρου και εμφανίζεται ως νεκρόφιλος: «Σήμερα ψάλλουν εκκλησιές, ψάλλουν τα μοναστήρια, ψάλλει και η Αγια –Σοφιά με δεκαοχτώ καμπάνες. Κι ο βασιλιάς Αλέξαντρος βαριά αποκοιμήθη…» (Ιωάννου (1962)2006: 49). Σύμφωνα με μια ερμηνεία του Δ. Πετρόπουλου (στον Ιωάννου (1962)2006: 48-49), η ταύτιση του Αλέξανδρου με τον «κριματισμένο» οφείλεται μάλλον στο συμφυρμό του έρωτα του προτύπου του, του Αχιλλέα, για τη νεκρή Αμαζόνα Πενθεσίλεια, με τον παραδιδόμενο από την αρχαία γραπτή παράδοση δικό του έρωτα με τη βασίλισσα των Αμαζόνων Θαλήστρια. Επομένως, το όνομά του είχε γίνει αναπόσπαστο στοιχείο των αρχαίων και μεσαιωνικών παραδόσεων του ελληνισμού, ώστε να επιτρέπονται τέτοιου είδους συγχύσεις, που βέβαια καμία σχέση δεν έχουν με τον καθαυτό μύθο του Αλέξανδρου (Βελουδής 1989 (1977): π΄). Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι και μια προφορική παράδοση από την Αθήνα, σύμφωνα με την οποία ο Αλέξανδρος συγχέεται με το μύθο του Κέκροπα και του Εριχθόνιου: προσκαλεί στο παλάτι του ένα γέρο με την κόρη του και αφού τους στρώνει ακριβό τραπέζι, τους ζητά να ανοίξουν ένα κιβώτιο και όταν ο γέροντας το πράττει, ένα πουλί πετάει από μέσα (Dieterich 1904)550. Άλλωστε, το όνομα του Αλέξανδρου απαντάται σχετικά συχνά ως επιλογή στα ανδρωνύμια της Μακεδονίας κατά την περίοδο 1750 -1900, σύμφωνα με τη μελέτη της Βασιλείου Σωτηρίας. Με βάση τις καταγραφές της μελέτης, το όνομα «Αλέξανδρος» και οι παραλλαγές του, (Αλεξανδρής, Αλέξιος, Αλέκος κ.α.) απαντάται 221 φορές μακράν το πλέον δημοφιλές αρχαιοπρεπές όνομα και το μόνο με αξιοσημείωτη παρουσία και στις πηγές του 16ου και 17ου αιώνα (π.χ. σε Θεσσαλονίκη και στην περιοχή του Αλιάκμονα). Καταγράφονται ακόμα στη μελέτη της Βασιλείου συγκεκριμένες περιπτώσεις ονοματοδοσίας με το «Αλέξανδρος», από το Μοναστήρι (σημερινό Μπίτολα Σκοπίων), τη Θεσσαλονίκη, τη Νάουσα, τη Βλάστη Σερρών, το Κλειδί Ημαθίας, το Ζαγκλιβέρι Θεσσαλονίκης, τη Ρἐσνα και αλλού. Μάλιστα αρκετοί ήταν οι Σύμφωνα με το μύθο, όταν γεννήθηκε ο Εριχθόνιος, η Αθηνά τον πήρε και τον έκλεισε μέσα σε ένα κιβώτιο μαζί με δύο φίδια και έδωσε το κιβώτιο στις κόρες του Κέκροπα προς φύλαξη, με την αυστηρή εντολή να μην το ανοίξουν. Αυτές, όμως, παράκουσαν την εντολή, άνοιξαν το κιβώτιο και στη θέα του περιεχομένου του τρελάθηκαν και έπεσαν από τα τείχη, ίσως επειδή τις τρέλανε και η Αθηνά. Μια κουρούνα τότε πέταξε από το βράχο της Ακρόπολης και ειδοποίησε την Αθηνά για τα καθέκαστα. Βλέπε περισσότερα στον τρίτο τόμο, «Οι Ήρωες», της πεντάτομης «Ελληνικής Μυθολογίας» σε γενική επιμέλεια Ιωάννη Κακριδή (Εκδοτική Αθηνών, 1986, σελ. 20-23). 550

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

445

«Αλέξανδροι» μεταξύ των Μακεδονομάχων. Η ύπαρξη του Αγίου Αλέξανδρου (που ήταν ένας από τους 40 μάρτυρες του 250 μ.Χ., αλλά όχι μόνο) σαφώς υποβοήθησε στο να καταστεί το όνομα ακόμα πιο δημοφιλές, πέρα από την αρχαία αίγλη του. Αξίζει ακόμα να αναφερθεί πως ο Αλέξανδρος αναφέρεται ως άγιος και στο νησί της Κύπρου, στο έργο του Νεόφυτου Ραδηνού Περί Ἡρώων, Στρατηγῶν, Φιλοσόφων, Ἁγίων καί ἄλλων ὀνομαστῶν ἀνθρώπων, ὁποῦ ἐβγήκασιν ἀπό τό νησί τῆς Κύπρου (Βασιλείου 2012: 29, 50-51, 56, 69, 72-73, 84). Αναφορικά με τη δημοφιλία του ονόματός του, αξίζει τέλος να αναφερθεί ένα στοιχείο από το οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο της Καβάλας του 1478, στο οποίο γίνεται και η καταγραφή ενός Iskender veled-i Abdullah, δηλαδή «Αλέξανδρος ο γιος του Δούλου του Θεού», δηλαδή «ο γιος του προσήλυτου στο Ισλάμ» (Lowry 2008: 229). Πρόκειται το πιθανότερο για πρώην ελληνορθόδοξο, ο οποίος εξισλαμίστηκε διατηρώντας, όμως, την ισλαμική εκδοχή του ονόματός του «Αλέξανδρος». Η μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν εν τέλει τόσο οικεία στη συνείδηση του Νεοέλληνα, που εισχώρησε και στο λαϊκό θέατρο σκιών, στο γνωστό Καραγκιόζη. Εκεί, σε ένα διάσημο έργο που είναι γνωστό κυρίως με τον τίτλο «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι», ο Αλέξανδρος εμφανίζεται πάνοπλος και ντυμένος σαν αρχαίος ήρωας, με περικεφαλαία, αλλά ταυτόχρονα «εκχριστιανισμένος», με σταυρό στο δόρυ του.551 Αναλαμβάνει να σκοτώσει το φίδι –δράκο που φυλάει την πηγή και δεν αφήνει τους ανθρώπους να πιουν νερό και να ποτίσουν, παρά μόνο αν του προσφέρουν κάθε χρόνο μια κοπέλα για θυσία. Βοηθό σ’ αυτόν τον άθλο έχει τον Καραγκιόζη (εικόνα 88). Ο Μέγας Αλέξανδρος πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο σκιών τη δεκαετία του 1880 από τον καραγκιοζοπαίχτη Λιάκο Πρεβεζιάνο, για να πάρει τη σκυτάλη στη συνέχεια ο γνωστός Μίμαρος και μέσω αυτού η παράσταση να καθιερωθεί στο πανελλήνιο. Για παράδειγμα, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Κρητικός καραγκιοζοπαίχτης Μάρκος Ξάνθος έπαιζε μια παραλλαγή της παράστασης στην Αθήνα με τίτλο «Τα επτά θηρία και ο Καραγκιόζης», στην οποία η μοναχοκόρη του Πασά, που λέγεται Σερίνα ή Σερίνη, είναι ερωτευμένη με τον «γκιαούρη» που ονομάζεται Αλέξανδρος ο Μακεδών. Γι’ αυτό και ο ίδιος, κατά τη διάρκεια της μάχης με τα θηρία τραγουδάει: Βοήθα Χριστέ και Παναγιά / κι εσύ Άγια Ειρήνη / για να σκοτώσω τα θεριά / να πάρω τη Σερίνη (Ιωάννου 1979/1995: 9-10).552. Σε μια άλλη παραλλαγή η Είναι χαρακτηριστικό της λαϊκής τέχνης του 19ου αιώνα οι απεικονίσεις αρχαίων πάνοπλων πολεμιστών, που καλούνταν από το λαό «Μακεδόνες», βλ. Πολίτη 1878: 3. 551

Η εφημερίδα «Σκριπ» της Αθήνας πάλι, την ίδια εποχή, (φύλλα των 7.7.1901 και 26.5.1902) καυτηριάζει μια αλλοπρόσαλη εκδοχή αυτής της παράστασης, που παιζόταν στον Καραγκιόζη της Δεξαμενής, σύμφωνα με το σενάριο της οποίας, ο Μέγας Αλέξανδρος, οργισμένος για την απόρριψή του ως γαμπρού από τον πασά για την κόρη του, την προτρέπει να τυφλώσει τον πατέρα της, πράγμα το οποίο αυτή και κάνει, για να παραφρονήσει στη συνέχεια και να πεθάνει αποσβολωμένη! Έτσι αποσβολωμένο έμενε και το κοινό αυτής της παράστασης -κηδείας, σημειώνει δεικτικά η «Σκριπ», 552

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

446

Σειρήνα εμφανίζεται ως μια όμορφη κοπέλα μπροστά από τη σπηλιά του δράκου – όφεως και θέτει τρία αινίγματα στον Αλέξανδρο, προκειμένου να του επιτρέψει να περάσει (Stoneman 2011: 199)553. Από τον ελλαδικό χώρο η παράσταση Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι πέρασε και στο θέατρο σκιών της Κύπρου: ο γνωστός καραγκιοζοπαίκτης Χριστόδουλος Πάφιος (1904-1987) έπαιξε αναρίθμητες φορές τη συγκεκριμενη παράσταση, δημιουργώντας μάλιστα μια περισσότερο «ιστορική» φιγούρα για το Μεγαλέξανδρο (εικόνα 89). Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ως προς τον τρόπο της μετάβασης του Αλέξανδρου στο θέατρο σκιών: σύμφωνα με την πρώτη, ο Αλέξανδρος πέρασε απευθείας μέσω της Φυλλάδας, η οποία μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα εξακολουθούσε να είναι δημοφιλές ανάγνωσμα (Βελουδής 1989 (1977): πε΄). Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί ίσως και η μετάβαση στο θέατρο σκιών ενός άλλου ήρωα της Φυλλάδας, που σε ένα τουλάχιστον επεισόδιό της παρουσιάζεται ως το alter ego του Αλέξανδρου: πρόκειται για το στρατηγό του, τον Αντίοχο, ο οποίος παρουσιάζεται ως κεντρικός ήρωας σε παραστάσεις του Καραγκιόζη με παραπλήσιο θέμα με αυτό του Αλέξανδρου, μια από αυτές μάλιστα έχει τον τίτλο «Ο Αντίοχος και το λιοντάρι» (Βελουδής 1989 (1977): πδ΄ -πς΄). Η δεύτερη άποψη για το πέρασμα του Αλέξανδρου στον Καραγκιόζη υποστηρίζει πως αυτή έγινε μέσω της λαϊκής παράδοσης, είτε απευθείας από τα δημοτικά τραγούδια, στα οποία είχε ήδη καθιερωθεί ο Αλέξανδρος ως δρακοκτόνος (Βελουδής 1989 (1977): πζ΄) είτε από τα δημοτικά τραγούδια και τη χριστιανική παράδοση με το ίδιο θέμα της δρακοκτονίας, αλλά με ήρωα βέβαια τον Άγιο Γεώργιο. Στην περίπτωση αυτή, είναι πιθανό να θεωρήθηκε σκόπιμη η αντικατάσταση του Αγίου Γεωργίου στο πανί από την κοσμική μορφή του Αλέξανδρου (Тресорукова 2010: 196, Βελουδής 1989 (1977): πζ΄), ο οποίος, όμως, κράτησε τη χριστιανική μορφή του άγιου. Η συγγραφέας Εύα Βλάμη περιγράφει μια παράσταση του Μεγαλέξανδρου και του καταραμένου όφεως, που είδε μικρή, γύρω στο 1920: «…Δεν αργούσε, ωστόσο, να βροντοκοπήσει στη σκηνή η σιδερένια αρματωσιά του Μακεδόνα. Πάνω από την περικεφαλαία του ανέμιζε περήφανη η φούντα του. Καταμεσίς στο μεταξύ του οποίου ήταν μια βραδιά –εξίσου απογοητευμένος – και ο συγγραφέας Ανδρέας Καρκαβίτσας. Ακόμα χειρότερα, στην αναφορά της 7.7.1901 περιγράφεται πως η κόρη του πασά, η Ασπασία, μόνη της τυφλώνει τον πατέρα της και στη συνέχεια την σκοτώνει για τη βάρβαρη πράξη της ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος! Στο τέλος πέφτει νεκρός κι αυτός και ο τυφλός πατέρας. Το μοτίβο αυτό με τα αινίγματα θυμίζει το πρωτονεοελληνικό ποίημα Αλέξανδρος και η Σεμίραμις της Συρίας, με τα αινίγματα που του έθεσε η βασιλοπούλα. Πιθανόν κοινή πηγή της δοκιμασίας των αινιγμάτων να αποτελούν οι ερωταποκρίσεις σε μορφή αινιγμάτων μεταξύ Αλέξανδρου –Βραχμάνων, όπως καταγράφονται στην παράδοση του Μυθιστορήματος και του Βίου των Βραχμάνων. 553

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

447

σιδεροπουκάμισό του ήταν ζωγραφισμένη η Ιερουσαλήμ με το ναό του Σολομώντος…κι είχε στα γόνατά του δύο ψαρόκορμες γοργόνες, που ρωτούσαν τους διαβάτες αν ο βασιλιάς Αλέξανδρος ζει ακόμα…Το θεριό βγαίνει μουγκρίζοντας και τυλίγει τον Μεγαλέξανδρο κουβάρι…Κάποια στιγμή ανοίγει το κατακόκκινο στόμα του να τον καταπιεί και πολλά παιδιά βάζουν τα ξεφωνητά και το κλάμα…Ο Μεγαλέξανδρος…. Σήκωνε το κοντάρι του και καθώς το φίδι ετοιμαζόταν να ξαναχυθεί, του ‘φερνε τη φονική κονταριά μέσα στο στόμα του βροντοφωνάζοντας: ”Δια την Πίστη και την Πατρίδα”» (Αικατερινίδης 1996: 38). Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί πως και η βασική παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά της Μακεδονίας, αυτή που φοριέται ως σήμερα απ’ όλους τους χορευτικούς συλλόγους της Ελλάδας, σχετίζεται κατά παράδοση με τον Αλέξανδρο. Πρόκειται για τη νυφική ενδυμασία που κατά την εποχή της τουρκοκρατίας συνηθιζόταν σε 50 χωριά της περιοχής του τότε Ρουμλουκίου, που είναι η περιοχή της Αλεξάνδρειας Ημαθίας, ανάμεσα στις πόλεις Βέροια και Θεσσαλονίκη. Η περιοχή ονομαζόταν έτσι, δηλαδή η χώρα των Ρωμιών, ακριβώς επειδή είχε διατηρήσει αμιγή τον ελληνικό πληθυσμό της. Το σημαντικότερο χωριό εκεί ήταν ο Γιδάς (ή Γηδάς), που ήταν η προηγούμενη ονομασία της σημερινής Αλεξάνδρειας, γι’ αυτό και η ονομασία της στολής έμεινε ως «του Γιδά». Κύριο γνώρισμα της στολής είναι ένας ιδιότυπος κεφαλόδεσμος, που μοιάζει με περικεφαλαία (εικόνα 90). Σύμφωνα με την παράδοση, ο Αλέξανδρος έδωσε περικεφαλαίες στις γυναίκες της περιοχής για να τις ανταμείψει για τη γενναιότητά τους, που του συμπαραστάθηκαν στο πεδίο της μάχης και από τότε παρέμεινε ως στοιχείο της φορεσιάς τους. Είναι χαρακτηριστικό πως κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οι γυναίκες δεν απαρνήθηκαν τον ιδιότυπο αυτό κεφαλόδεσμο, παρά τις πιέσεις των Βούλγαρων κομιτατζήδων. Παρόμοια παράδοση υπάρχει και στα Φάρσαλα από τους Καραγκούνηδες554 και στους Σοφάδες Καρδίτσας (Πολίτης 1904: 11, Σπυριδάκης 1953: 398, Πεντζίκης 1995 (1967): 19, Κεφαλάς 1982:433, Αικατερινίδης 1996:20-21). Αντίστοιχα, ένας Άγγλος περιηγητής στην Ελλάδα, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, ανέφερε πως οι Γαλαξιδιώτισσες συνήθιζαν να φέρουν πάνω τους νομίσματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως φυλακτά (Κουκουλές 1955: 265), φέρνοντας στο νου τις αναφορές του Ιωάννη του Χρυσοστόμου για τους κατοίκους της Αντιόχειας του 4 ου αιώνα μ.Χ.. Αυτό το έθιμο μαρτυρείται ότι συνεχίστηκε ως τις αρχές του 20ου αιώνα. «Τουν παλιό κιρό, είχε μία φουρά η βασιλιάς Αλέξαντρους πόλεμου ικεί κατ’ τα Φέρσαλα. Οι Θισσαλοί που ήντασαν μαζί του …ιδείλιασαν κ’ έφ’γαν. Τότις οι γυναίκες τουν που φέρναν νιρό’ς του στρατό, καθώς είδαν τους άντρις να φεύγουν, άρπαξαν τάρματά τουν, σταθ’καν, πουλέμ’σαν κ’ ινίκησαν. Η Αλέξαντρους λοιπό για να τιμήση την παλλκαριά τουν κι για να ντρουπιάσ’ τους άντρες έβγαλε διαταή να φουρέσουν τα μαντήλια τουν γυνικών οι άντρις και τουν αντρών τοις περικεφαλαίις οι γ’ ναίκις. Κι απού τον κιρό ικείνου φουρούν οι Καραγκούνηδες μαύρα μαντήλια ‘ς του κιφάλι κι οι γ’ναίκις τουν φουρούν πιρικιφαλαίις». (Πολίτης 1904:11). 554

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

448

Ακόμα και σήμερα το όνομα του Αλέξανδρου αναφέρεται σε θρησκευτικές επωδές μαζί με τα ονόματα άλλων αγίων και οσίων της ελληνορθόδοξης εκκλησίας (Σπυριδάκης 1953: 415). Ο Μαρκάκης σημειώνει πως στην εποχή του (μέσα 20ου αιώνα), κατά τη διάρκεια των αποκριών, πολλοί συνήθιζαν να μεταμφιέζονται σε Μεγαλέξανδρους, προκειμένου να δίνουν το ηρωικό στοιχείο στο έθιμο (Μαρκάκης 1960: 258). Τέλος, αξίζει να αναφερθεί και μια αρκετά διαδεδομένη παράδοση (;) στις μέρες μας, σύμφωνα με την οποία το περίφημο ιπποφαές πήρε αυτήν ακριβώς την ονομασία διότι, τρώγοντάς το, θεραπεύονταν τα τραυματισμένα και άρρωστα άλογα του στρατού του Αλέξανδρου. Επομένως, ο μύθος του Αλέξανδρου είναι πανίσχυρος και πολυδιάστατος στον ελληνισμό και η διαχρονία του φτάνει ως τη σύγχρονη εποχή, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ο Χάρτης 3 στο τέλος του βιβλίου συγκεντρώνει όλες τις προαναφερόμενες νεοελληνικές παραδόσεις του Αλέξανδρου, που έχουν ένα σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

449

4.6.Νεότερη και σύγχρονη λογοτεχνία, μουσική και τέχνη 4.6.1. Λογοτεχνία Είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια (2.1., 3.1., 3.4.) το πώς η μορφή του Αλέξανδρου πέρασε και στο χώρο της αρχαίας, αλλά και της μεσαιωνικής ελληνικής λογοτεχνίας με το Μυθιστόρημα και όχι μόνο. Έτσι και στη νεότερη εποχή: πέρα από την παράδοση του Μυθιστορήματος και της Φυλλάδας, ο Αλέξανδρος εμφανίζεται στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας τόσο ως βασικό θέμα ενός λογοτεχνήματος, όσο και σε σποραδικές αναφορές άλλων λογοτεχνημάτων (βλέπε και κεφάλαια 4.2., 4.4., 4.5. για κάποιες ακόμη σποραδικές αναφορές καθώς και για δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και παραδόσεις). Έτσι, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα πρωτονεοελληνικό ποίημα γραμμένο για το Μέγα Αλέξανδρο, εμπνευσμένο από τη Φυλλάδα με τίτλο Διήγησις Αλεξάνδρου μετά Σεμίραμις βασίλισσας Συρίας. Υπάρχει ένα χειρόγραφο αυτού του στιχουργήματος, ο κώδικας 17/68 της Μητρόπολης Τρίκκης και Σταγών (Μητσάκης (1968) 2001:14). Δύο ακόμη διαφορετικές εκδοχές του ποιήματος σώζονται σε δύο χειρόγραφα του 17ου αιώνα, στον κώδικα 197 της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων και στον κώδικα 2122 της Μονής Σινά. Οι διασκευές αυτές πρέπει να γράφηκαν στις αρχές του 15ου αιώνα και να προέρχονται από παραλλαγές που ακολουθούν ένα πρότυπο, η σύνταξη του οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ανάμεσα στο 13ο και στον 15ο αιώνα. Το ποίημα στους 1411 ιαμβικούς ανομοιοκατάληκτους στίχους του (χειρόγραφο Μονής Σινά) διηγείται τη συνάντηση του Αλέξανδρου με τη Σεμίραμη, αφού πρώτα αυτός ηττήθηκε από το Δαρείο κι έφυγε κρυφά για να σωθεί, ένα μοτίβο πραγματικά σπάνιο και αταίριαστο για το προφίλ του νικητή Αλέξανδρου. Στις περιπλανήσεις του φτάνει κάποτε στη Συρία, εκεί όπου η βασίλισσα του τόπου, για να αποφύγει το γάμο, βάζει στους υποψήφιους γαμπρούς να απαντήσουν σε δύσκολα αινίγματα, με αποτέλεσμα πολλοί να χάνουν τελικά τη ζωή τους. Ο Αλέξανδρος κατορθώνει να απαντήσει στα αινίγματα, νυμφεύεται τη Σεμίραμη και ως βασιλιάς της Συρίας πλέον συγκεντρώνει στρατό και αντιμετωπίζει νικηφόρα αυτή τη φορά το Δαρείο πίσω στη Μακεδονία. Εκεί καλεί και τη Σεμίραμη και ζουν πολλά χρόνια ευτυχισμένα ως το θάνατο της βασιλοπούλας. Εκτός από τις επιρροές του Μυθιστορήματος, που εστιάζονται κυρίως στο πρόσωπο της Σεμίραμης, έντονο είναι και το στοιχείο του παραμυθιού, με τις δοκιμασίες - αινίγματα για το χέρι της βασιλοπούλας και άλλα μοτίβα (Δημητρηλόπουλος 1999). Στο τέλος υπάρχει έντονο και το μοτίβο της ματαιότητας και της υπόμνησης θανάτου, στοιχείο που ο Muller συσχετίζει με την παράσταση του Σισώη στον τάφο του Αλέξανδρου στο εικονογραφικό πρόγραμμα του καθολικού της Μονής

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

450

Βαρλαάμ (Muller 2007: 383, βλέπε κεφάλαιο 4.3.). Ακολουθεί μικρό απόσπασμα από τη διασκευή των Μετεώρων: Ἂκουσον τόν Ἀλέξανδρον τό πῶς τήν συντυχαίνει, μετά πολλῆς φρονήσεως ἐκείνην συντυχαίνει: «Κυρία μου Σεμίραμης, τοῦ κόσμου ἐξηρημένη, Συριανῶν βασίλισσα, τῆς νύκτας ἡ σελήνη καί τῆς αὐγῆς ἀνατολή, τῆς δύσης ἡ εσπέρα, τῶν παλικαρίων τό καύχημα, τῶν βασιλέων δόξα. ἂς γιγνώσκη η βασιλεία σου καί ὁ τολμηρός ο λόγος, ἐάν οὐκ εἶχες φρόνησιν, κυρία, καί τό κάλλος, ρηγάδων παιδιά οὐκ ἢρχονταν ποτέ νά σέ ἰδοῦσιν, νά ἀνατρανίζουν, νά σέ θεωροῦν, κεφάλαι νά κόπτης. Ἀμ’ εἶσαι ωραία, φρόνιμη, ἒχεις τήν αὐθεντίαν, Διά τοῦτο , εἲ τις σέ ἰδεῖ, μόνον ν’ ἀνατρανίση, χάνει τόν νοῦν του παρευθύς, χάνει καί τήν ζωήν του. (στ. 297-309, Δημητρουλόπουλος 1999: 218). Γύρω στο 1669 -1677, ο Ρεθυμνιώτης Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε συνθέτει τον Κρητικό Πόλεμο σε 11.000 ομοικατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, στον οποίο εξιστορεί τα γεγονότα του Βενετοτουρκικού πολέμου μεταξύ 1645-1669 και το πάρσιμο της Κρήτης. Τη στιγμή που ο σουλτάνος ειδοποιείται για την πτώση των τριών κάστρων του νησιού ξεσπά: «Κράζομαι μόνος βασιλιός τοῦ κόσμου καί κρατοῦμαι /….Ὄσα ’ρισεν Ἀλέξανδρος, ἐγῶ ’χω κερδεμένα»555. Με τους στίχους αυτούς ο ποιητής κάνει σύγκριση του σουλτάνου με τον Αλέξανδρο στο μοτίβο του κοσμοκατακτητή και κοσμοκράτορα. Το 1683 ανέβηκε στη Ζάκυνθο η ιστορική τραγωδία «Ζήνων», άγνωστου Κρητικού συγγραφέα, στην οποία συγκρίνεται με τον Αλέξανδρο και τον Ηρακλή ο Βενετσιάνος άρχοντας και υπερασπιστής της Κρήτης από τους Τούρκους Ιερώνυμος Κορνάρος556. S. Alexiou and M. Aposkiti, Ὁ Κρητικὸς Πόλεμος (1645-1669), Ἀθήνα: Στιγμή, 1995, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu, (10.10.2015). 555

S. Alexiou and M. Aposkiti, ΖΗΝΩΝ κρητοεπτανησιακὴ τραγωδία (17ου αἰώνα), Ἀθήνα: Στιγμή, 1991, πρωτότυπο κείμενο από http://stephanus.tlg.uci.edu (4.10.2015). 556

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

451

Ερευνώντας το χώρο της λογοτεχνίας από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους ως και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρατηρούμε πως τη μορφή του Αλέξανδρου αξιοποίησαν λογοτεχνικά τόσο ανώνυμοι Έλληνες, όσο και μεγάλοι και καταξιωμένοι νεοέλληνες λογοτέχνες. Σε συλλογή ποιημάτων που εξέδωσε ο Ζήσης Δαούτης το 1818, συμπεριέλαβε κι ένα ποίημα ανώνυμου φίλου του, στο οποίο επανέρχεται το μοτίβο της ματαιότητας των μεγαλείων και του αναπόφευκτου του θανάτου, αναφορικά πάντα με τον Αλέξανδρο, μια και στο ποίημα ο Αλέξανδρος συναντά ανάμεσα σε βασιλικούς τάφους το Διογένη, ο οποίος του ομολογεί πως δεν μπορεί να ξεχωρίσει τη νεκροκεφαλή του πατέρα του Φιλίππου από τις υπόλοιπες (Μηνάογλου 2013: 313 -314). Ο Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1868) φαναριώτης, ποιητής και συγγραφέας της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής, σε ποίημά του αξιοποιεί λογοτεχνικά μια πλευρά της πατριωτικής ιδεολογίας των Ελλήνων του 19ου αιώνα, που ήθελε το Μέγα Αλέξανδρο και το Ναπολέοντα ως τις δύο κορυφαίες μορφές του αγώνα τους για την εκπλήρωση των εθνικών τους πόθων. Η αναφορά στο Ναπολέοντα στηρίζεται βέβαια στη θεωρία ότι η καταγωγή του ήταν από τη Μάνη: «Στρατηλάτης τῶν Ἑλλήνων, ἐκδικῶν τόν Μαραθώνα, ὁ Ἀλέξανδρος εἰσῆλθε νικητής εἰς Βαβυλῶνα. Διετήρει αἳματός του εἰς τάς φλέβας του ρανίδα και τοῦ Ταϋγέτου εἶχε τήν ἀκρώρειαν πατρίδα, ὁ εἰς μίαν μόνο ὢραν τήν γῆν παίξας, τήν γῆν χάσας εἰς τοῦ Βατερλώ τήν χώραν» (Αικατερινίδης 1996: 30). Ο Γεώργιος Τερτσέτης δημοσίευσε σε μια συλλογή του το 1856 ένα ποίημα με 334 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, στο οποίο μεταπλάθει ποιητικά το θέμα του γάμου του Αλέξανδρου στα Σούσα, δίνοντας έμφαση στο έργο της διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού και της συναδέλφωσης των λαών. Ο Λέων Μελάς στο πολυδιαβασμένο βιβλίο του «Ο Γεροστάθης» (1858), ένα βιβλίο που αποτέλεσε αναγνωστικό πολλών γενιών μαθητών κατά το 19ο αιώνα, χρησιμοποιεί και ανεκδοτολογικά στοιχεία της ιστορίας του Αλέξανδρου –πλάϊ σε εκείνα άλλων ιστορικών προσωπικοτήτων -ως παραδείγματα ηθικής συμπεριφοράς, με παιδαγωγικό σκοπό, συνεχίζοντας τη μακραίωνη παράδοση από την εποχή του Πλουτάρχου. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο «η πρώτη αγάπη», για τις σχέσεις παιδιών και γονέων, αναφέρεται στη σχέση του Αλέξανδρου με τη μητέρα του Ολυμπιάδα, τονίζοντας ότι ο Αλέξανδρος, «ως καλός γιος, ανεχόταν τη δυστροπία και τις επεμβάσεις της μητρός του». Στη συνέχεια αναφέρεται στη ρήση του Αλέξανδρου για τον Αντίπατρο και τις κατηγορίες του

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

452

εναντίον της Ολυμπιάδας: «Δε γνωρίζει ο Αντίπατρος ότι ένα μόνο δάκρυ της μητρός μου αρκεί να σβήσει μυριάδες τέτοιες επιστολές;». Τέλος, τονίζει ότι ο Αλέξανδρος έστελνε πάντα στη μητέρα του πολλά δώρα από τα λάφυρα της εκστρατείας του, δείχοντας έτσι την αγάπη του. Και καταλήγει: «Τοιαύτα προς τη μητέρα του αισθήματα έχων ο μέγας Αλέξανδρος, ανατραφείς δε εναρέτως υπό του παιδαγωγού του Λεωνίδου και του σοφού Αριστοτέλους, ανεφάνη ανήρ ευαίσθητος, ευγνώμων, ευεργετικός και μεγαλόδωρος, ουχί μόνον προς τους διδασκάλους και τους φίλους αυτού, αλλά και προς τους αιχμαλώτους του. Ώστε εάν η ανδρεία και η έξοχος στρατηγική ικανότης κατέστησαν μέγαν τον Αλέξανδρον, η αγαθότης της ψυχής του κατέστησεν αυτόν αγαπητόν και ζώντα και μετά θάνατον» (Γεροστάθης Γ΄ 1892: 13-14). Αλλού, πάλι, ο Μελάς βάζει το Γεροστάθη, μιλώντας στους μικρούς μαθητές, να παρομοιάζει έναν ωραίο κήπο με τον Αλέξανδρο, παραλληλίζοντας τα ωραία άνθη του με τις καλές και ενάρετες πράξεις του Μακεδόνα βασιλιά, ο οποίος, -όπως τονίζει ο Γεροστάθης – ευτύχισε να έχει δύο αξιόλους κηπουρούς, το Λεωνίδα και τον Αριστοτέλη. Και καταλήγει: «Ἀλλ’ ὑπάρχει μεταξύ αὐτῶν καί διαφορά οὐσιώδης. Διότι ἡ μέν καλλονή τοῦ κήπου μου εἶναι φθαρτή καί πρόσκαιρος, τό δε κάλλος τῶν ἐνάρετων πράξεων τοῦ Ἀλέξανδρου θέλει διαμένει ἀμάραντον καί ἀθάνατον» (Γεροστάθης Γ΄ 1892: 14 -16). Σε άλλα σημεία ο Γεροστάθης υπενθυμίζει το αχίλλειο πρότυπο του Αλέξανδρου και τον εντάσσει, μαζί με τον Κίμωνα, το Σωκράτη, τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα, στην κατηγορία των μεγάλων ανδρών, που με τους αξιέπαινους αγώνες τους ωφέλησαν φίλους, συμπολίτες και πατρίδα και γι’ αυτό δοξάσθηκαν και απαθανατίστηκαν. Ακόμη, ο Γεροστάθης συμπεριλαμβάνει στις διδαχές του την ανεκδοτολογική αφήγηση σχετικά με την άρνηση του Αθηναίου στρατηγού και υπέρμαχου της συνεννόησης με τους Μακεδόνες, Φωκίωνα, να δεχτεί χρηματικό ποσό ως δώρο από τον Αλέξανδρο ή το γνωστό επεισόδιο της συνάντησής του Αλέξανδρου με το Διογένη. Αναφέρεται ακόμη και στη γνωστή ρήση του Αλέξανδρου, ότι στον πατέρα του χρωστά το ζην, αλλά στον Αριστοτέλη το ευ ζην, για να προσθέσει, ωστόσο, ο Γεροστάθης, πως ο Αλέξανδρος λησμόνησε πως και το ευ ζην το χρωστά στον πατέρα του, διότι αυτός ήταν που του έφερε ως δάσκαλο τον Αριστοτέλη (Γεροστάθης Γ΄ 1892:60-61, Β΄ 1884: 6-8, Α΄ 1863: 51-52, 142-144). Η ιδιαίτερη μνεία στον Αλέξανδρο από το Γεροστάθη συντελείται και σε δύο μικρά κεφάλαια για την ανατροφή και την εγκράτεια του Αλέξανδρου, στα οποία τονίζει ακριβώς το λιτοδίαιτο βίο του, την άσκησή του στην ιππασία και στο κυνήγι μεγάλων

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

453

ζώων, την υπέρβαση των παθών του, έτσι ώστε να γίνει άνδρας υγιής, δραστήριος, ανδρείος και μεγαλόψυχος. Μάλιστα, ο Γεροστάθης παραθέτει αυτούσιο το περιστατικό της άρνησης του Αλέξανδρου να πιει νερό κατά τη διάβαση ξηρών και άνυδρων τόπων, με αποτέλεσμα να εμπνεύσει στους ενθουσιασμένους στρατιώτες του ασυναγώνιστη νέα ορμή. Τέλος, ο Γεροστάθης σε τρία σημεία των διδαχών του αναφέρεται στην ελληνική καταγωγή και ταυτότητα του Αλέξανδρου, που είναι «συγγενής τους», μια και τόσο ο Γεροστάθης και τα παιδιά στα οποία απευθύνεται, όσο και ο Αλέξανδρος, έχουν κοινή ηπειρώτικη καταγωγή. Αλλού, πάλι, αναφέρει: «Ὀλίγοι ἦσαν καί μεταξύ τῶν προγόνων μας οἱ ἄριστοι ποιηταί, φιλόσοφοι, γλύπται και ἀρχιτέκτονες. Ὀλίγοι οἱ Μιλτιάδαι, οἱ Λεωνίδαι, οἱ Θεμιστοκλεῖς, οἱ Κίμωνες, οἱ Ἐπαμεινῶνδαι καί οἱ μεγάλοι Ἀλέξανδροι». Σύμφωνα με το Γεροστάθη, ο ίδιος ο Αλέξανδρος, απευθυνόμενος στους στρατηγούς του, τους είπε: «Δεν βλέπετε, φίλοι, ὅτι οἱ μέν βάρβαροι, ὄντες μαλθακοί καί ἄναδροι, εὐκόλως νικῶνται, ἡμεῖς δέ οἱ Ἕλληνες, ἀγωνιζόμενοι, κοπιάζοντες καί σκληραγωγούμενοι, καθ’ ἡμέραν νικῶμεν αὐτούς;» Τέλος, ο Γεροστάθης συνοψίζει άριστα το ρόλο του Αλέξανδρου στην ελληνική ιστορία, τονίζοντας πως αυτός κατάφερε εικοσάχρονος να διαδεχθεί τον πατέρα του Φίλιππο και «νά ἐκλεχθῆ εἰς τήν Κόρινθον Αὐτοκράτωρ στρατηγός τῆς Ἑλλάδος κατά τῶν βαρβάρων τῆς Ἀσίας καί νά καθυποτάξη ἐντός δώδεκα ἐτῶν ὑπό τό σκηπτρον τοῦ Ἑλληνικού πολιτισμοῦ τήν βάρβαρον Ἀσίαν, ἐκτείνων τό κράτος του ἀπό τήν Μακεδονίαν μέχρι τοῦ Ἰνδικού Ὠκεανού»557 (Γεροστάθης Α΄ 1863: 78-79, 140 -142, Β΄ 1884: 58). Είναι αξιοπαρατήρητο πως ο Γεροστάθης, δηλαδή ο Λέων Μελάς, ενώ μιλώντας για το Φίλιππο, κάνει λόγο για την υποταγή της «ελεύθερης Ελλάδας» σε αυτόν και στη συνέχεια την υποδούλωσή της στο ζυγό της Ρώμης, μέχρι την «άλυσο του Μωάμεθ», ενώ κάνει λόγο και για τον ενταφιασμό της αυτονομίας της Ελλάδας στη μάχη της Χαιρώνειας (Γεροστάθης Β΄ 1884:34, 80), ενώ τονίζει ότι ο Δημοσθένης αγωνίστηκε «ὑπέρ τῆς ἑλληνικής ἐλευθερίας κατά τῶν κατακτητικών σχεδίων τοῦ Φιλίππου» (Γεροστάθης Γ΄ 1894: 98), όταν αναφέρεται στον Αλέξανδρο, αυτόματα, αυτός και η Μακεδονία γίνονται κομμάτι της ένδοξης ιστορίας της Ελλάδας! Η εξήγηση είναι απλή: ο Μελάς /Γεροστάθης προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της εισαγόμενης από τη δύση θεώρησης των Μακεδόνων ως κατακτητών των Ελλήνων –που είναι η ιστορία ακριβώς ειδωμένη από την οπτική του αντιμακεδόνα Δημοσθένη, που τόσο θαύμαζε η Δυτική Ευρώπη, όπως άλλωστε και κάθε τι άλλο «αθηναϊκό» - και της γνήσιας ελληνικής και μακραίωνης θεώρησης του Αλέξανδρου ως συμβόλου του ελληνισμού και ενάρετου ηγεμόνα. Ας μην ξεχνάμε πως, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, υπήρξαν κάποιοι, λίγοι, της πνευματικής ελίτ της πρωτεύουσας, που καταφέρονταν κατά του Αλέξανδρου και των Μακεδόνων, μέσα στο πλαίσιο του νέου αθηνοκεντρισμού του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (βλέπε κεφάλαιο 4.4.). Ο αθηνοκεντρισμός, ως επιλογή, βόλευε (και βολεύει) τις ξένες προστάτιδες Δυνάμεις, που ήθελαν ένα μικρό, εύθραυστο και απόλυτα ελεγχόμενο από αυτές ελληνικό κράτος, χωρίς βλέψεις στον αλύτρωτο ελληνισμό ιστορικά ελληνικών περιοχών, όπως η Μακεδονία. Επομένως, συνέφερε στους ξένους προστάτες να θεωρούνται και οι αρχαίοι Μακεδόνες ως στοιχείο ξένο προς τον ελληνισμό. Από τη θέση αυτή φαίνεται πως μετακινήθηκαν λίγο, μόνο όταν η Ρωσία, με το όραμα του πανσλαβισμού, προσπάθησε να κατοχυρώσει τη Μακεδονία στο «αδερφό» βουλγαρικό έθνος, με απώτερο στόχο την 557

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

454

Ο Γεώργιος Δροσίνης το 1884 συμπεριέλαβε το ποίημα «Η Γοργόνα» στη συλλογή του «Ειδύλλια». Το ίδιο μοτίβο προσέγγισε αρκετά πετυχημένα ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στο σύντομο ομώνυμο διήγημά του στη συλλογή Τα λόγια της πλώρης, το 1899. Το θέμα της ευρύτατα διαδεδομένης λαϊκής παράδοσης, που κατέγραψε και ο Πολίτης (Πολίτης 1878: 2, βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 4.5.) και αξιοποίησαν λογοτεχνικά ο Δροσίνης και ο Καρκαβίτσας έχει ως εξής: η αδερφή του Μεγαλέξανδρου δεν πέθανε γιατί στις φλέβες της κυλούσε το αθάνατο νερό. Μεταμορφώθηκε σε Γοργόνα, που σταματά μεσοπέλαγα τα καράβια και ρωτά: «Ναύτη, καλεναύτη, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος»; Αν κάποιος απαντήσει ότι ο Αλέξανδρος πέθανε, τότε η πεντάμορφη Γοργόνα αμέσως μεταμορφώνεται σε θαλασσινό στοιχειό και καταποντίζει το πλοίο. Αν όμως οι ναύτες απαντήσουν «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει», τότε μάλαμα γίνεται το χαμόγελο του θαλάσσιου πλάσματος και γαλήνη συντροφεύει το ταξίδι του πλοίου μέχρι τον προορισμό του. Στο διήγημα του Καρκαβίτσα ο ναύτης αρχικά δίνει τη λάθος απάντηση, με αποτέλεσμα το πλοίο να κινδυνέψει να βυθιστεί αύτανδρο, ωστόσο προλαβαίνει να πει το «ζει και βασιλεύει» κι έτσι τελικά το πλοίο σώζεται: «- Όχι κυρά ψέμματα! …τρανοφώναξα με λυμένα γόνατα. Εκείνη με κοίταξε αυστηρά και με φωνή τρεμάμενη ξαναρώτησε: κυριεύει.

Ναύτη – καλεναύτη, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; Ζει και βασιλεύει, απάντησα ευθύς. Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο

έξοδο στο Αιγαίο για την ίδια. Σε κάθε περίπτωση, ο Χάρης Αθανασιάδης, στη μελέτη που κάνει για τα αποσυρθέντα σχολικά εγχειρίδια στην Ελλάδα, επισημαίνει πως οι αναφορές του Μελά στον κατακτητή Φίλιππο είναι ουσιαστικά αντιγραφές αντίστοιχων αναφορών του Κοραή. Ωστόσο, λανθασμένα, ο Αθανασιάδης γράφει πως ο Φίλιππος παρουσιάζεται στο Γεροστάθη ως βἀρβαρος, τέτοια αναφορά δεν υπάρχει πουθενά. Επιπλέον, ο Αθανασιάδης, στην προσπάθειά του να αποδείξει τον εξοβελισμό της αρχαίας Μακεδονίας από το εθνικό αφήγημα του Γεροστάθη – μάλιστα τιτλοφορεί το οικείο κεφάλαιο ως Ήταν η Μακεδονία ελληνική; - αποσιωπά τις πολλές θετικές αναφορές στο πρόσωπο του Αλέξανδρου, με εξαίρεση μία, διαστρεβλώνοντας μάλιστα το νόημα του κειμένου, καθώς αποφαίνεται πως «Απέναντι στον Αλέξανδρο ο Γεροστάθης μοιάζει αναποφάσιστος. Οι Αφηγήσεις του αποπνέουν άλλοτε επιφυλακτικότητα και άλλοτε αποδοχή». Έτσι, η ξεκάθαρα υμνητική διάθεση του Μελά απέναντι στον Αλέξανδρο, την οποία και δισπιστώσαμε παραπάνω, μετριάζεται, παραποιείται και ο αναγνώστης του βιβλίου του Αθανασιάδη οδηγείται σε λάθος εντυπώσεις, που ενισχύονται από υπεραπλουστεύσεις και παραπλανητικές ερμηνείες του συγγραφέα, ο οποίος συμπεραίνει – λανθασμένα - πως στο Γεροστάθη γίνεται ουσιαστικά λόγος για «μακεδονική βαρβαρότητα» και για «διακριτό, μακεδονικό έθνος από το ελληνικό» (βλέπε Χάρη Αθανασιάδη, «Τα αποσυρθέντα βιβλία –Έθνος και σχολική Ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2015, σελ. 259-266).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

455

Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σαν να χύθηκε αθάνατο νερό η φωνή μου στις φλέβες της, άλλαξε αμέσως το τέρας κι έλαμψε παρθένα πάλι χιλιόμορφη. Σήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, χαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και άξαφνα στον ολοπόρφυρο αέρα χύθηκε τραγούδι πολεμικό, λες και γύριζε τώρα ο Μακεδονικός στρατός από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη.» (Καρκαβίτσας (1980):129). Η ευρεία διάδοση του μύθου της Γοργόνας αποδεικνύεται και από ένα ερωτικό γράμμα, που γράφει ο ποιητής και ναυτικός Νίκος Καββαδίας (1910-1975) στα τελευταία χρόνια της χωής του, απευθυνόμενος σε μια κοπέλα, τη Θεανώ Σουνά. Πώς, άλλωστε, να μην αναφερθεί στο μύθο της Γοργόνας ο κατεξοχήν θαλασσινός της ελληνικής ποίησης; Γράφει ο Καββαδίας: «Εἶδα χθές, πολλὲς φορὲς τὴν κοπέλα τῆς πλώρης: Τὴ λυσίκομη φιγούρα νὰ σκοτεινιάζει, νὰ θέλει νὰ κλάψει. Σὰ νά ῾χε πιστέψει γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι πέθανε ὁ Μεγαλέξανδρος, ὅμως τὸ καρχηδόνιο ἐπίχρισμά του ἔμενε τὸ ἴδιο λαμπρό. Μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός. Βελοῦδο ποὺ σκεπάζει ἱερὸ δισκοπότηρο. Ὄστρακο ὠκεάνιο ἁλμυρό. …Ἀνοιχτὸ σημάδι τοῦ ἔρωτά μου. Ὄνειρο καὶ τροφὴ τῆς παραφροσύνης μου. Σὲ ἀγκαλιάζω»558. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως ο Καββαδίας χρησιμοποιεί το μύθο της Γοργόνας και το πορφυρό, βασιλικό χρώμα των αυτοκρατορικών ενδυμάτων του Αλέξανδρου, για να επιχειρήσει μια κλιμάκωση μέσα από παρομοιώσεις, που καταλήγει στο δικό του, προσωπικό αίσθημα για την κοπέλα. Ο Ηλίας Βενέζης πάλι, στο μυθιστόρημα Αιολική Γη, περιέχει αναφορά στην παράδοση της Γοργόνας με το αθάνατο νερό και τους ναυτικούς (Παπαθανάση – Μουσιοπούλου 1990: 109-110). Εν τέλει, η δημοφιλέστατη μορφή της Γοργόνας ξεπέρασε τα όρια της λογοτεχνίας και έγινε χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής λαϊκής τέχνης σε κεντήματα, τέμπλα εκκλησιών, ζωγραφιές σε ταμπέλες και τοίχους και αλλού τουλάχιστον από την εποχή της Τουρκοκρατίας ως σήμερα, ενώ υπάρχει και αναφορά για την παλιότερη απεικόνισή της το 10ο αιώνα (Αικατερινίδης 1996: 26, βλέπε εικόνα 91)559. 558

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/nikos_kabbadias/anentaxta_home.htm#15

Για τη Γοργόνα, το μύθο και την πρόσληψή της στις νεοελληνικές παραδόσεις και στη νεοελληνική τέχνη, σε συνάρτηση καί με το μύθο του Αλέξανδρου, βλέπε Η Γοργόνα και ο μύθος της, αφιέρωμα στο ένθετο «Επτά Ημέρες» της εφημερίδας «Καθημερινή», 15 Ιουλίου 2001. Για τη Γοργὀνα στην ελληνική τέχνη διαχρονικά, με έμφαση στην ελληνική κεντητική από την Κρήτη, βλέπε Τσουρινάκη Σοφία «Πλουμιστές Γοργόνες κι άλλα ξόμπλια στην κρητική κεντητική του 16 ου -19ου αιώνα», άρθρο στο περιοδικό «Κρητικό Πανόραμα» τεύχος Ιανουαρίου –Φεβρουαρίου 2007, σελ. 2-41. Εκεί υπάρχει τουλάχιστον μία παράσταση εστεμμένης Γοργόνας να ξεπροβάλλει μέσα από κάλαθο με δύο πτηνά 559

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

456

Το 1884 Ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο πατέρας του ηθογραφικού διηγήματος στην Ελλάδα, δημοσίευσε το έργο του «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον», το ποιητικότερο κείμενό του, με πρόδηλα αυτοβιογραφικά στοιχεία και συνδυασμό λαϊκής παράδοσης και φαντασίας. Ο μικρός ήρωας του διηγήματος φεύγει από τη Βιζύη της Θράκης στην Κωνσταντινούπολη για μαθητευόμενος ράφτης. Όταν επιστρέφει πίσω, ο αγαπημένος του παππούς τον ρωτά αν είδε τους σκυλοκέφαλους στο ταξίδι του, αυτούς που «απ’ εμπρός είναι άνθρωποι και από πίσω σκύλοι, ἀπ’ εμπρός μιλοῦν καί σέ καλοπιάνουν καί ἀπό πίσω γαβγίζουν καί σέ τρῶνε» και ζούνε «παρ’ ἐδώ ἀπό τήν χώρα πού ψήν’ ὁ ήλιος τό ψωμί». Σωστά παρατηρήθηκε πως εκτός από τους Σκυλοκέφαλους που ανήκουν στην παράδοση της Φυλλάδας, αναφορά παρμένη από αυτήν είναι και η τοποθέτησή τους πριν από τη χώρα που ψήνει ο ήλιος το ψωμί, καθότι, σύμφωνα με τη Φυλλάδα, ο Αλέξανδρος αμέσως μετά τους Κυνοκέφαλους επισκέπτεται την πόλη του Ήλιου. Η αναφορά μάλιστα «από μπροστά άνθρωποι, από πίσω Σκύλοι» θυμίζει ακριβώς την απεικόνιση των σκυλοκέφαλων στην αντίστοιχη μικρογραφία του βυζαντινού χειρόγραφου της Βενετίας. Αμέσως μετά ο παππούς ρωτά τον εγγονό του αν είδε τη Φώκια, τη μάνα τ’ Αλέξανδρου, αυτήν που «ἀπό τον ἀφαλό καί πάνου εἶναι ἡ ἐμορφώτερη γυναῖκα, ἀπό τόν ἀφαλό καί κάτω εἶναι τό φοβερώτερο ψάρι» και η οποία σταματά τα καράβια και τα ρωτά τρεις φορές αν ζει και βασιλεύει ο Αλέξανδρος κατά το γνωστό πρότυπο της Γοργόνας (Αποστολίδης 2013: 50-51, 53, 87-88). Στη συλλογή «τα τραγούδια της πατρίδας μου» (1886)560, Κωστής Παλαμάς γράφει:

ο εθνικός ποιητής

«Αθάνατος ἀνάμεσα στούς κύκλους τῶν αἰώνων, Ἀλέξανδρε, ὦ βασιλιᾶ τρανέ τῶν Μακεδόνων, πού η ψυχή της εἶσ’ ἐσύ! Παντοῦ εἶσαι σκορπισμένος …………………………………………………………………………… Κι ὂσα ζωή δέν ἒχουν, κι ὂσα ζωή βαστοῦνε, αντωπά αλλά και φίδια –δράκοντες, την οποία θα έμπαινε κανείς σε πειρασμό να παραλληλίσει με την ανάληψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πράγματι η κεντρική μορφή της Γοργόνας θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και εστεμμένος νεαρός Αλέξανδρος. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο η παράσταση της ανάληψης να επιβίωσε καί κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας με τη μορφή πιο αφηρημένων μοτίβων στην τέχνη, έξω, ωστόσο, από το ιδεολογικό πλαίσιο που την παρήγαγε και τους αρχικούς συμβολισμούς της (βλέπε κεφάλαια 3.6., 6). Η συλλογή αυτή αποτελεί την πρώτη, χρονολογικά, συλλογή του Παλαμά και σηματοδοτεί μια στροφή στον εθνοκεντρισμό, στο πλαίσιο της γενιάς του 1880 (βλέπε λήμμα «Τα τραγούδια της Πατρίδος μου» από τον Κόκορη Δημήτρη,σελ. 2181, στο Λεξικό νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007). 560

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

457

σ’ ἒχουν στό νοῦ, σέ προσκυνοῦν, θαρρεῖς σέ καρτεροῦνε, κι ὂταν φουρτούνα ρυάζεται, στή χώρα νά ξεσπάση ο βασιλιάς Ἀλέξανδρος, κράζουν, περνᾶ καί πάει!» (Αικατερινίδης 1996:31). Το 1905 ο Παλαμάς, στο πλαίσιο της αναβίωσης του ένδοξου βυζαντινού παρελθόντος του ελληνισμού και με αφορμή το Μακεδονικό Αγώνα κατά των Βουλγάρων, δημοσιεύει το ποίημα «Ο γιος της Χήρας», προδρομική μορφή του οποίου υπήρξε ένα άλλο ποίημά του, με τίτλο «Βασίλειος ο Μακεδών» (1886). Στο ποίημα αυτό, η μάνα του Βασιλείου Α΄, ενώ αυτός είναι ακόμη νήπιο, ανάμεσα στ’ άλλα, του λέει (στ. 176 -180): «Σοῦ πρέπει, ἐσένα, ἀγάπη μου, βασιλικό στεφάνι, ἐσένα εἶναι πατρίδα σου τ’ Ἀλέξαντρου ἡ πατρίδα, τοῦ πιό μεγάλου βασιλιᾶ, πού τοῦ Βουκέφαλου εἴταν ὁ καβαλλάρης, κ’ ὕστερα τοῦ κόσμου ὁ καβαλλάρης» (Παλαμάς (1905) 1989: 40-41). Επίσης, στον περίφημο Δωδεκάλογο του Γύφτου, (1907) ο ποιητής, στον 5ο λόγο με τίτλο «Ο θάνατος των Αρχαίων», βάζει τους Αθάνατους και Ωραίους, που εκπροσωπούν το πνεύμα και τις αξίες του ελληνισμού, να λένε – ανάμεσα στ’ άλλα – τα εξής: «Καίσαρες και Αλέξαντροι, θ’ ανοίξουμε, / με του Λόγου το σπαθί, τη στράτα.» Σε άλλο σημείο πάλι, (7ος λόγος) ο ποιητής αξιοποιεί ποιητικά την αρχαία ιστορία της λάξευσης του αγάλματος του Αλέξανδρου στον Άθω από το Δεινοκράτη. Ακόμη, στη συλλογή του «Η Πολιτεία και η μοναξιά» το 1912, ο Παλαμάς περιλαμβάνει ένα πολύστιχο ποίημα (173 στίχοι), στο οποίο επεξεργάζεται διάφορα στοιχεία από το μύθο του Αλέξανδρου συνυφασμένα στο εθνικοπατριωτικό πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας της εποχής: «Ὁ βασιλιάς Ἐσὐ ὁ μαρμαρωμένος πού θά ξυπνήση καί πού θά χυμήση, κυνηγητής τοῦ νέου περσιάνου ὡς πρῶτα» (Βελουδής 1989(1977): ξε΄).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

458

Στην πολύστιχη Φλογέρα του βασιλιά (1910)561 συμπεριέλαβε τους εξής στίχους, που ζωντανεύουν κι αυτοί την ιστορία της Γοργόνας: Εἴμαι η φλογέρα ἐγώ, ἐπική, προφητικό καλάμι. ……………………………………………………………………… Σαν την Εκάβη θρήνησα κι ἀκουσα τῆς Γοργόνας τῆς μυθικῆς το ρώτημα το ἀψύ προς τά καράβια: «Ζῆ ο βασιλιάς Ἀλέξανδρος;» Κι ἐγώ εἰμ’ η ἀπόκριση – εἶπα: «Δέσποινα, ζῆ και ζώνεται, δικός μας εἶναι πάντα!» (στ. 166, 170-174). (Παλαμάς (1910) 1989: 52, Πολίτης 1977: 74). Ο Σεφέρης562 πάλι, στο ποίημα «Αργοναύτες» της συλλογής Μυθιστόρημα (1935) γράφει: Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα που φέρνει την ἄλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες. Δυστυχισμένες γυναῖκες κάποτε με ὀλολυγμούς κλαίγανε τά χαμένα τους παιδιά κι ἄλλες ἀγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο και δόξες βυθισμένες στα βάθη τῆς Ἀσίας. (Σεφέρης 1972: 47). Εδώ ο Σεφέρης αναφέρεται στον Αλέξανδρο ως σύμβολο αλλοτινών μεγαλείων του έθνους: το ποίημα αυτό περιστρέφεται γύρω από την προσφυγιά που προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, επομένως ο Αλέξανδρος συμβολίζει ακόμα τη Μεγάλη Ιδέα και τη διάψευσή της με την Καταστροφή. Οι συγκεκριμένοι στίχοι, με τις χαροκαμένες μάνες και την αντιθετική αναφορά στο μύθο του Μεγαλέξανδρου, η συμπλοκή της τραγωδίας με το ηρωικό παρελθόν, αποτελούν μία από τις πιο άμεσες Σε αυτό το ποίημα ο Παλαμάς αναφέρεται στην πορεία και στο θρίαμβο του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄, με αφόρμηση την εύρεση του λειψάνου του αυτοκράτορα από τους Βυζαντινούς, μετά την ανακατάληψη της Πόλης (1261) από τα χέρια των δυτικών σταυροφόρων, οι οποίοι, κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, είχαν βεβηλώσει τον τάφο και το λείψανο του Βασιλείου, βάζοντας μια φλογέρα στο στόμα της νεκροκεφαλής. Στο ίδιο ποίημα γίνεται και μια αρνητική αναφορά στον Αλέξανδρο ως «πολέμαρχο ξολοθρευτή» και προξενητή κακών στη Θήβα (στ. 110-112). 561

Σημειώνει η αδερφή του Σεφέρη Ιωάννα Τσάτσου πως ο πατέρας τους τούς έλεγε πάντα παραμύθια με θρυλικό στοιχείο, «πότε για τον Ξέρξη, πότε για το Μέγα Αλέξανδρο και την Αγία Σοφία…» (Πόπη Ματσούκα Ζαχάρη, Δοκίμια, εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα 2001, σελ. 22). 562

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

459

αναφορές του έργου του Σεφέρη στη βίωση της Μικρασιατικής Καταστροφής (Σαββίδου 2015: 14). Σε ένα άλλο ποίημα, το οποίο είναι βιωματικό και επιγράφεται Μέρες του Ιουνίου ’41, (από τη συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄) ο ποιητής αναφέρεται και πάλι στον Αλέξανδρο. Ο Σεφέρης το 1941 ακολούθησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στην Αίγυπτο, όταν η Ελλάδα έχασε τον πόλεμο εναντίον των Γερμανών κατακτητών: Βγῆκε το νέο φεγγάρι στην Ἀλεξάνδρεια κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του ……………………………………………………….. Η δίψα μας ἔνιππος φύλακας μαρμαρωμένος στή σκοτεινή πόρτα του Ἤλιου δεν ξέρει νά ζητήσει τίποτε: φυλάγεται ξενιτεμένη ἐδῶ τριγύρω κοντά στον τάφο τοῦ Μεγάλου Αλεξάντρου. (Σεφέρης 1972: 191). Ο Νίκος Καζαντζάκης το 1937 έγραψε την ωδή «Μέγας Αλέξανδρος» σε καλοδουλεμένες τερτσίνες, ένας Αλέξανδρος που εντάσσεται στην κοσμοθεωρία του Κρητικού συγγραφέα, ιδωμένος περισσότερο ως ένας νιτσεϊκός υπεράνθρωπος, ως ένας ειδωλολάτρης Ζορμπάς (Βελουδής 1989 (1977): ξε΄- ξς΄). Για το θάνατο του Μακεδόνα βασιλιά γράφει στο ποίημα αυτό ο Καζαντζάκης: …………………………………………………………… «Στούς σκοτεινούς θεούς τῆς γῆς θυσία τό ιερό ξανθό κεφάλι του ἔχει γείρει κι η χήρα το χαϊδεύει ἀθανασία. Μές στη βαριά τοῦ ἀνέλπιδου ζαλάδα τό αδρό μελαχρινό της στήθι η Άσία χτυπάει κι ἀνάγερτη κρατάει λαμπάδα. Κι ἀμίλητη, κλιτή στ’ ὀρθό κοντάρι, αἰώνια το γιό ’ποχαιρετᾶς Ἑλλάδα! …………………………………………………….. (Καζαντζάκης 1937 (1960): 68).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

460

Ο Αλέξανδρος ξεψυχά και η ψυχή του φεύγοντας αναπολεί, προσπαθεί να θυμηθεί τ’ άλογα, τα γιουρούσια, τα βουνά, τους λαούς, τις «σγουρομάλλες ελληνοπούλες Νίκες» του άλλοτε «κοσμοκράτη», όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Καζαντζάκης (στ. 61 -64, 91, 124-125). Ο νους του υψώνεται πάνω από τα «νέφαλα της πλάνης» αϊτονυχάτος, για να ξαμολήσει από κει τη γη ως χελώνα (στ. 40-44). Το αθάνατο νερό και η Γοργόνα, «με στήθια ορθά, μαλλιά χυτά» δεν αρκούν για γιατρειά του. Η συνείδηση του Αλέξανδρου παλεύει να ανακαλέσει εικόνες δόξας, μα του έρχονται εικόνες φευγιού και αποχαιρετισμού της ζωής, εύχεται, ως άλλος Αχιλλεύς, να ζούσε και ας ήταν ένας απλός στιχουργός, που «οι πλούσιοι του πετούν να γλύφει τα πινάκια», όμως στο τέλος βυθίζεται στη λήθη του θανάτου και το σώμα του σκυλεύει ροδαλό σκουλήκι. Το μοτἰβο της αναστροφής της τύχης, του αναπόφευκτου του θανάτου κυριαρχεί τελικά μέσα στο ποίημα του Καζαντζάκη (στ. 1-3, 44-49, 112-115, 136-147). Ο Νίκος Καζαντζάκης τη δεκαετία του 1930 έγραψε και ένα παιδικό βιβλίο με θέμα τη ζωή του Μακεδόνα βασιλιά. Σε αυτό συμπρωταγωνιστής πλάι στον Αλέξανδρο είναι ο νεαρός Στέφανος, αφοσιωμένος σύντροφος και συμπολεμιστής του, που τον ακολουθεί από τα πρώτα παιδικά κατορθώματά του από τη γη της Μακεδονίας ως και τα βάθη της Ασίας. Το ύφος βέβαια του μυθιστορήματος είναι απλό, μια και απευθύνεται σε παιδιά, και το περιεχόμενο με αρκετές εξάρσεις πατριωτικού χαρακτήρα, που έχουν ως στόχο την εξύμνηση του Αλεξάνδρου και των συντρόφων του και, μέσω αυτής, τη διαμόρφωση ενός προτύπου ηρωισμού και συντροφικότητας για τη διάπλαση των νέων της δεκαετίας του 1930: «Στους απέραντους βασιλικούς κήπους των Σούσων έγιναν όλοι μαζί οι γάμοι του Αλέξανδρου και ενενήντα στρατηγών του. Πέντε μέρες και νύχτες βάσταξαν οι γιορτές και τα συμπόσια….Ο Αλέξανδρος χάρισε σε κάθε γαμπρό ένα χρυσό ποτήρι και σε κάθε νύφη πλούσια φορέματα και χρυσαφικά. Την τελευταία μέρα των γιορτών ο Αλέξανδρος σήκωσε το χρυσό ποτήρι του κι ήπιε στην υγεία των νιόνυφων. Και τότε απ’ όλα τα στήθη, από τις χιλιάδες τους καλεσμένους, βγήκε μια μεγάλη φωνή: -Ζήτω ο Αλέξανδρος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, ο Αρχιστράτηγος των Ελλήνων, ο μονάρχης της Ασίας, ο κύριος της Βαβυλώνας, ο Φαραώ της Αιγύπτου!». (Καζαντζάκης 1930 (2014): 320). Ο εκπρόσωπος της τάσης του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα Νίκος Εγγονόπουλος έγραψε ένα ποίημα καθαρά υπερρεαλιστικό με τίτλο Ζει ο Μέγας Αλέξανδρος; Το ποίημα αυτό συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής» με χρονολογία έκδοσης το 1939. Μια ερμηνεία του ποιήματος θα το τοποθετούσε στο

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

461

πλαίσιο του μοτίβου της απώλειας της νεότητας και του εφήμερου της δόξας, μια και στο ποίημα αυτό ο ποιητής «καίει τα νειάτα του» και «κλαίει τις θύμησες…σαν το Κοράνι», χωρίς ωστόσο να είναι βέβαιο αν ο ποιητής με το Κοράνι αναφερόταν εμμέσως και στην παρουσία του Αλέξανδρου σε αυτό (βλέπε κεφάλαιο 5.5). Αντίστοιχα, ένας ακόμη μεγάλος λογοτέχνης και συνεπής εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901 -1975), στο πεζό του «Ερμόλαος ο Μακεδών»563, μεταμορφώνεται στον Ερμόλαο, αρχαίο Μακεδόνα πολεμιστή, ο οποίος παραβρίσκεται στη γέννηση «μεγάλου, αρτιμελούς, άρρενος βρέφους, εκτάκτου καλλονής, που την έλευσίν του την είχαν προμαντεύσει όλαι αι ιέραι», ακριβώς στο Μαντείο των Δελφών. Το βρέφος αποδεικνύεται τελικά ότι είναι ο Μέγας Αλέξανδρος, ερχόμενος στον κόσμο με «κατακόκκινα χέρια και πόδια». Ο ήρωας τα χάνει μπροστά στη βαρύτητα της ιστορικής στιγμής, συνειδητοποιώντας πως η γέννηση του Αλέξανδρου συμβαίνει 15 χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε και είναι τελικά η Πυθία που του υποδεικύει τί οφείλει να πράξει. Μεταπολεμικά, πολλοί Έλληνες συγγραφείς έγραψαν μυθιστορηματικά βιβλία με θέμα τον Αλέξανδρο ή ενέταξαν στο λογοτεχνικό τους έργο θέματα παρμένα από τον Αλέξανδρο και βέβαια πολλοί ερευνητές ασχολήθηκαν με διάφορες πτυχές της πολυκύμαντης ζωής του.564 Ο μικρασιάτης Φώτης Κόντογλου (1896-1965), ζωγράφος και συγγραφέας με καταγωγή το Αϊβαλί, έγραψε διάφορα διηγήματα μνήμης για την ιδιαίτερη πατρίδα του, στα οποία αναδύεται ο πλούτος της λαϊκής παράδοσης του μικρασιάτικου ελληνισμού, πριν την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την εξόντωση και εκδίωξη των Ελλήνων από τους Τούρκους. Σε ένα από αυτά, γραμμένο τα τελευταία χρόνια της ζωής του συγγραφέα με τίτλο Αρχαίοι άνθρωποι της Ανατολής, ο Κόντογλου περιγράφει τους μικρασιάτες Έλληνες της υπαίθρου του Αϊβαλιού, «βουνίσιους ανθρώπους», οι νέοι των οποίων ήταν στην εμφάνιση «σαν το Μέγα Αλέξανδρο», πολλοί από αυτούς έφεραν το όνομα «Αλέξανδρος» και ακόμα «ξέρανε την ιστορία του Αχιλλέα, του Μεγαλέξανδρου, του Παλαιολόγου και του Σκεντέρμπεη» (Κόντογλου 2009: 100-102). Ο Θανάσης Πετσάλης –Διομήδης, στο ιστορικό του μυθιστόρημα «Οι Μαυρόλυκοι – Το χρονικό της Τουρκοκρατίας 1565-1799» περιγράφει τη στιγμή της –υποτιθέμενης – εύρεσης ενός δαχτυλιόλιθου με διακόσμηση την προτομή του Αλέξανδρου από το Ρήγα και την έμπνευση του εθνεγέρτη να αποτυπώσει την παράσταση αυτή στο γνωστό του 563 564

Από τον τόμο Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1936-1946), στην ενότητα Τα γεγονότα και εγώ. Βλέπε ενδεικτικά την ιστοσελίδα:

http://www.safem.gr/%CE%92%CE%99%CE%92%CE%9B%CE%99%CE%91%CE%93%CE%99%CE%91% CE%9C%CE%91%CE%9B%CE%95%CE%9E%CE%91%CE%9D%CE%94%CE%A1%CE%9F/tabid/71/Default.asp x (ανάκτηση 18.8.2012)

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

462

μονόφυλλο (βλέπε κεφάλαιο 4.4.), καθότι αποτελεί «σύμβολο για το ελληνικό μεγαλείο»: «Μες την όμορφη παλικαρίσια μορφή του Μακεδόνα, οραματίστηκε το αντρείεμα των Ελλήνων, το ξανάνθισμα σ’ Ανατολή και Βορρά ενός νεογραικικού κράτους πάνω στα χνάρια του μακεδονικού πανελληνισμού…» (επισήμανση σε: Κούκιου –Μητροπούλου 2015:95). Μεταπολεμικά επίσης διάφοροι Νεοέλληνες συγγραφείς έγραψαν παιδικά βιβλία με πρωταγωνιστή τον Αλέξανδρο, όπως η Πηνελόπη Μαξίμου (1954) και ο Γιώργος Γεραλής, ο οποίος κάνει λόγο για το «Βασιλιά των Ελλήνων», τον Αλέξανδρο, κάτι που επαναλαμβάνει και στο δικό της παιδικό βιβλίο για τον Αλέξανδρο η Ελένη Δικαίου («Οι θεοί δεν πεθαίνουμε στην Πέλλα», Αθήνα, 1993, Καψωμάνης 2004: 182-184, 189). Ο Όμηρος Μπεκές έγραψε ένα ποίημα με θέμα αποκλειστικά τον Αλέξανδρο με τίτλο «Το τραγούδι του Μεγαλέξαντρου» (Αθήνα, 1959). Για το ποίημα αυτό εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Αλέξανδρο του ψευδο-Καλλισθένη, αναφέροντάς τον και ως «γιο θεού», ενώ προβάλλει έντονα και το έργο της διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού. Ένα χρόνο αργότερα ο Ρίζος Β. Παπαρρίζος δημοσίευσε το ποίημα «Αντίλαλοι της Πέλλας», επικολυρικού χαρακτήρα και με έμφαση στις επικές συγκρούσεις και νίκες της στρατιάς του Αλέξανδρου. Ίδιου περιεχομένου είναι και το ποίημα του Δαμιανού Αμανατίδη «Ουκ έστιν άλλος» (Θεσσαλονίκη, 1980), με αξιοσημείωτη την επαναφορά σε αυτό του μοτίβου Αλέξανδρος –Ήλιος (Καψωμάνης 2004: 198). Ο Κώστας Βάρναλης (1884 -1974) στη συλλογή ποιημάτων του «Ελεύθερος Κόσμος» (1965) συμπεριλαμβάνει το ποίημα Η αληθινή Ελλάδα, στην πρώτη στροφή του οποίου παραθέτει αυτά, που θεωρούνται από πολλούς ως στοιχεία της Ελλάδας, ανάμεσά τους και ο Αλέξανδρος (για να ανατρέψει στη συνέχεια αυτήν την εικόνα, τονίζοντας πως μόνο αληθινό στοιχείο της Ελλάδας αποτελεί διαχρονικά ο λαός της): «-Ξένε, σε πληγώνει το μεγάλο φως, οι σοφοί προγόν’, οι στίχοι της Σαπφώς, πατριδολογάδες ρήτορες γαλιάντροι, στρατηγοί αλογάδες και Μεγαλεξάντροι;» Μετά το θάνατο του Βάρναλη, εκδόθηκε από το Γ. Π. Σαββίδη (1975) και η συλλογή των ποιημάτων του «Οργή λαού», στην οποία διαβάζουμε το ποίημα Η μόνη λύση (1969), όπου και ο Βάρναλης, ταλαιπωρημένος και αυτοσαρκαζόμενος, ξεσπά:

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

463

«Να τιμωριέμαι μοναχός για κάθε μου αμαρτία; Αχ! βόηθα, Τρέλα, χάρισέ μου ιδέα και μεγαλείο, να γίνω Μεγαλέξαντρος και να γελάω μονάχος. Να ‘χω γκαμήλες εκατό, κεφάλαια φορτωμένες, να σας κοιτάω χαιρέκακα, που ξέρετε πως όλα θα τα σαρώσει ο θάνατος κι ο Αλέξανδρος θα μένει!» Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος το 1975 θα δημοσιεύσει το ποίημα Παραχάραξη, με το οποίο μας δίνει μια εικόνα ματαιότητας μεγαλείων και διαψεύσεων, μια εικόνα πεσιμισμού και απογοήτευσης μέσα σε ένα ασφυκτικό, αστυνομοκρατούμενο περιβάλλον: Τα άδεια, ανοιχτά συρτάρια μετά την έρευνα. Το σκοτάδι της κάμαρας με τις βαθειές εισπνοές του καθρέφτη. Απέναντι η κατάφωτη βιτρίνα του χασάπικου Και το παλιό χειραμάξι με το κέρινο ομοίωμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, χωρίς δόρυ και κράνος, ανάσκελα πλαγιασμένο στα σάπια πορτοκάλια565. Σε άλλες περιπτώσεις, η σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία αναφέρεται στον Αλέξανδρο του μύθου με στοιχεία τοπικών παραδόσεων. Γράφει ο Καβαλιώτης συγγραφέας και ποιητής Πρόδρομος Μάρκογλου στη συλλογή διηγημάτων Διέφυγε το μοιραίον: «Απέναντι έβλεπα αυτό που οι ντόπιοι ονόμαζαν Ντικιλί Ντας κι άλλοι «η γούρνα του Βουκεφάλα». Ήταν μια πελώρια πέτρα, λαξεμένο μάρμαρο, που ψηλά είχε μια επιγραφή στα λατινικά. Ο θείος είπε: «Να, σ’ αυτήν τη γούρνα πότιζε το άλογό του ο Μέγας Αλέξανδρος, τον Βουκεφάλα». Θαύμαζα και σκεφτόμουν πόσο μεγάλος θα έπρεπε να ήταν ο Βουκεφάλας, για να φτάνει να πίνει νερό από μια τόσο ψηλή γούρνα. Χρόνια μετά διάβασα τη λατινική επιγραφή και παίζοντας έριξα μια πέτρα ψηλά, διαπιστώνοντας πως το μάρμαρο ήταν συμπαγές και δεν υπήρχε γούρνα. Αλλά οι μύθοι ήταν αναγκαίοι για να προσεταιρίζονται οι άνθρωποι τα πράγματα»

Το ποίημα σε Βελουδή 1977 (1989): ρθ΄, από τη συλλογή «Ποίηση ‘ 75», των Θ. Νιάρχου Α. Φωστεριάδη. 565

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

464

(Μάρκογλου 2003: 22. Βλέπε το κεφάλαιο 4.5. για την καταγραφή της συγκεκριμένης τοπικής παράδοσης). Στο ίδιο πλαίσιο, γράφει ο Καβαλιώτης ποιητής Χρήστος Τσελεπής στο ποίημα Της πόλης οι καημοί: «Χτες ανεβήκαμε και πάλι όλοι στη ράχη του Άγιου Σίλα, στου δάσους του καμένου το Σταυρό και στον παλιό τον πύργο του Αλέξανδρου. Από ψηλά διακρίνουμε καλύτερα τη δυστυχία. (Τσελεπής 2013:18) Κι άλλοτε πάλι στο ποίημα επανέρχεται το μοτίβο - γέννημα του αλεξάνδρειου μύθου, η Γοργόνα: Ζει, του Γιώργου Χρονά (1973): Ζεῖ ὁ βασιλιάς Ἀλέξανδρος; Ρώτησε ἡ γοργόνα τό ναύτη Κι ἐκεῖνος πού ’δενε τά σχοινιά ψηλά στά κατάρτια φώναξε: Ζεῖ! Ζοῦσε δέ ζοῦσε, δεν ἤξερε Μά ἧταν ναύτης μόνος στή θάλασσα καί τά σχοινιά ἧταν γεμάτα ἁλάτι καί φυσοῦσε πολύ. (Χρονάς 2008: 23) Ακόμη, οι παρακάτω στίχοι από το ποίημα του Μ. Βέμη, Η σκουριά του Μεγαλέξανδρου, αποδίδουν άριστα το χαρακτήρα του Μακεδόνα βασιλιά, ως ασταμάτητου κατακτητή από τη μια πλευρά και ως οραματιστή –κτίστη από την άλλη:

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

465

«Κάτω από την περικεφαλαία ο αέρας της σκέψης του φυσούσε και γκρέμιζε φυσούσε και έκτιζε τα πάντα». (Νίνου 1980: 7). Ο Νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης το 1985 δημοσιεύει το ποιητικό του έργο Ο Μικρός Ναυτίλος. Σε αυτό ο ποιητής ξεκινά ένα ταξίδι αναζήτησης του εαυτού του και του κόσμου που τον περιβάλλει, ένα ταξίδι αυτογνωσίας με διαστάσεις ελληνικές και οικουμενικές, που θα τον οδηγήσει στην αντιπαράθεση του άδικου, που καταδυναστεύει τον κόσμο, με την ελληνική και παγκόσμια τέχνη, τους συμβολισμούς του ελληνικού τοπίου και της ελληνικής παράδοσης. Στην αντιπαράθεση αυτή, ο ποιητής επιφυλάσσει για τον Αλέξανδρο διττό ρόλο, από την πλευρά του άδικου και από την πλευρά του αντιδότου του: στο άδικο, είναι από την έκτη σκηνή του β’ Προβολέα, όπου «Ο Μέγας Αλέξανδρος, έξω από τη σκηνή του, δίνει διαταγή να εξοντώσουν τον αφοσιωμένο του στρατηγό Παρμενίωνα». Από την άλλη πλευρά, στην ενότητα που ο αναζητητής αντλεί δύναμη και κουράγιο από τους διαχρονικούς συμβολισμούς του ελληνισμού (ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ), ο ποιητής αναφέρεται και σε έναν μελαμψό έφηβο, που στη γυμνότητά του «παραμένει ωραίος πλάι σ’ όλων των λογιώ τα μπλε και τα μαύρα. Δυσδιάκριτος μέσα στο χριστιανισμό. Ανεύρετος μέσα στο μαρξισμό. Μικρός Μέγας Αλέξανδρος πάνω από το Αιγαίο που ενσαρκώνει και που το κύμα του δεν τελειώνει ποτέ». (Ελύτης 2002: 511, 541). Με τις παραπάνω αναφορές ο Ελύτης μας ξαναδίνει την αρχαία οπτική του «αρνητικού» και «θετικού» Αλέξανδρου: επανέρχεται το μοτίβο του άδικου και καχύποπτου βασιλιά, που δολοφονεί τον πιστό στρατηγό του, αλλά και το μοτίβο του αιώνιου έφηβου και κούρου Αλέξανδρου, έτσι όπως αποτυπώθηκε σε πλήθος αγαλμάτων της αρχαίας τέχνης, του αθάνατου συμβόλου που υπερίπταται πάνω από το Αιγαίο, τη θάλασσα που αποτελεί το φως, το χρώμα και την καρδιά του ελληνισμού κατά τον Ελύτη. Ο έφηβος –Αλέξανδρος ενσαρκώνει το Αιγαίο, επομένως ενσαρκώνει τον ελληνισμό, αειθαλλές σύμβολο της ωραιότητας και διαχρονίας του. Το πάντρεμα του εφήβου μικρού Μέγα Αλέξανδρου με το ελυτικό Αιγαίο αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές μετουσίωσης της μορφής του Μακεδόνα βασιλιά, μια από τις κορυφαίες στιγμές έκφρασης του διαχρονικού αλεξάνδρειου προτύπου από τον ποιητή του φωτός και των κυμάτων. Ένα ολιγοσέλιδο διήγημα για τον Αλέξανδρο σουρρεαλιστικού χαρακτήρα δημοσίευσε και ο Πάνος Κουτρουμπούσης με τίτλο «Ο Μεγαλέξανδρος στον Αλλόκοσμο», στη συλλογή «Ο προθάλαμος του Μυθογράφ» (1992). Εδώ ο Αλέξανδρος κατατάσσεται πάνω από όλους τους φανταστικούς ήρωες του συγγραφέα, προφανώς χάρη στις δάφνες του Μυθιστορήματος (βλέπε σχετική αναφορά σε Ασωνίτη 2008: 14).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

466

Ο Καψωμάνης στη διατριβή του για την νεοελληνική βιβλιογραφία με θέμα τον Αλέξανδρο διαπιστώνει πως για την περίοδο 1830 -2000 υπάρχουν συνολικά 71 έργα (βιβλία, τα άρθρα δεν συμπεριλαμβάνονται) με αποκλειστικό θέμα τον Αλέξανδρο, 48 ιστορικά και 23 λογοτεχνικά από Νεοέλληνες ιστορικούς, εκπαιδευτικούς – φιλολόγους, στρατιωτικούς, πανεπιστημιακούς και άλλους, γεγονός που καθιστά τον Αλέξανδρο ως το πιο μελετημένο και περισσότερο προβεβλημένο βιβλιογραφικά πρόσωπο της ελληνικής ιστορίας, αρχαίας, μεσαιωνικής και νεότερης, στοιχείο που αποδεικνύει την αναγνώριση της αξίας του από τους Νεοέλληνες566. Επιπλέον, παρατηρεί πως τα «προβληματικά» σημεία της ιστορίας του, δηλαδή τα σχετικά με το χαρακτήρα του, την υποτιθέμενη αλλαγή συμπεριφοράς του μετά τις κατακτήσεις της ανατολής, την εκτέλεση συνεργατών του ως προδοτών κ.λπ. η ελληνική βιβλιογραφία τα αντιμετωπίζει με επιφύλαξη –όταν τα αντιμετωπίζει - και με αμυντική διάθεση, η οποία στηρίζεται είτε σε στέρεα επιχειρήματα, είτε σε αφορισμούς, έναντι κυρίως αιτιάσεων ξένων μελετητών. Συμπεραίνει πως, ίσως, η τάση αυτή της νεοελληνικής βιβλιογραφίας να οφείλεται στη συναισθηματική φόρτιση των Νεοελλήνων ερευνητών –ειδικά των παλαιότερων - και στην πεποίθησή τους πως πράττουν εθνικό έργο. Από την άλλη πλευρά, διαπιστώνεται μια παράλληλη προβολή της ελληνικότητας της Μακεδονίας με αφορμή τον Αλέξανδρο μια και Βούλγαροι αρχικά και αργότερα οι Γιουγκοσλάβοι τη διεκδικούσαν από τα τέλη του 19ου αιώνα και εξής. Επισημαίνεται ακόμη μια ιδιαίτερη έμφαση στα θετικά χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου, ο οποίος προβάλλεται ως πρότυπο Έλληνα και ανθρώπου, ως φορέας ελληνικού πολιτισμού, μεγάλος πολέμαρχος και εθνικός ήρωας. Ο Αλέξανδρος χρησιμοποιούνταν πάντοτε ως σύμβολο από τη νεοελληνική διανόηση, ανάλογα με τις ιστορικές περιστάσεις και συνθήκες: έτσι, κατά τη διάρκεια του οράματος της Μεγάλης Ιδέας ο Αλέξανδρος υπήρξε βασικό σύμβολο του αγώνα για απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο νικητής του εξ ανατολών εχθρού. Αλλά και μετά από μια εθνική συμφορά, όπως ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας ή ο εμφύλιος πόλεμος, ο Αλέξανδρος πάλι λειτουργούσε ως μέσο εξυψωσης του εθνικού φρονήματος και ενότητας του ελληνικού λαού. Αντίστοιχα, ευρεία και εθνικού χαρακτήρα χρήση της μορφής του έγινε και γίνεται ακόμα και τώρα από τους Έλληνες ως απάντηση στην αμφισβήτηση της ελληνικότητας της Μακεδονίας από το κράτος των Σκοπίων. Επιπλέον, εμφανίζεται ως υπερασπιστής της συλλογικής εθνικής ταυτότητας απέναντι στις Βέβαια στον κατάλογο αυτόν δεν συμπεριλαμβάνονται οι αυτόνομες εκδόσεις και μελέτες του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου, οι οποίες εξ αντικειμένου καταγίνονται με αυτόν, ειδικά στις εισαγωγές και τα σχόλια, που περιλαμβάνουν έναν πλούτο πληροφοριών για τη διαχρονική παρουσία του Μακεδόνα βασιλιά στον ελληνισμό και παγκοσμίως, όπως για παράδειγμα στη μελέτη του Βελουδή (Βελουδής 1989 (1977). 566

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

467

αφομοιωτικές τάσεις της παγκοσμιοποίησης, παρόλο που ο ίδιος υπήρξε εκφραστής μιας ανάλογης παγκοσμιοποίησης με την πολιτική που άσκησε στην Ασία (Καψωμάνης 2004: 274-280). Από το 2000 ως και σήμερα υπήρξαν και νέες ελληνικές εκδόσεις για το Μέγα Αλέξανδρο, μελέτες και λογοτεχνήματα: Για του Αλέξανδρου τη Χάρη τιτλοφορείται το βιβλίο της Μαρίας Κοτοπούλη, μια μυθιστορηματική βιογραφία του Αλέξανδρου σε μορφή εφηβικού αναγνώσματος, μέσα από την αφήγηση ενός φανταστικού προσώπου, μιας νεαρής κοπέλας, ερωτευμένης με το βασιλιά, που μεταμφιέζεται σε αγόρι για να τον ακολουθήσει στη μακρινή ανατολή567. Το 2004 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Σπιταμένης του Στέφανου Ευαγγελίου. Από το χώρο της παιδικής λογοτεχνίας κυκλοφόρησε το 2006 Ο Μέγας Αλέξανδρος και το Αθάνατο Νερό (εκδόσεις Σίρρις), ένα από τα πολλά παιδικά και εφηβικά βιβλία που εκδόθηκαν για τον Αλέξανδρο τα τελευταία χρόνια. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς επίσης πως τα τελευταία χρόνια εκδόθηκαν και ορισμένα λογοτεχνικά βιβλία με κεντρικούς ήρωες πρόσωπα από την ιστορία του Αλέξανδρου. Στα βιβλία αυτά ο Αλέξανδρος έχει δευτερεύοντα ρόλο. Ενδεικτικά και μόνο, σημειώνω το βιβλίο του Δρ. Λεωνίδα Λ. Μπίλλη Οι σωματοφύλακες – Σύμβουλοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου (2014) και το βιβλίο της Βάσω Καλαμάρα Η Μεγάλη Ιέρεια Ολυμπιάς Μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου (εκδόσεις Ζαχαράκης 2015). Διάφορες επίσης μελέτες κυκλοφόρησαν για το Μακεδόνα βασιλιά: ο Γιώργος Δελέγκος συνέγραψε τη μελέτη Μέγας Αλέξανδρος –Η πορεία προς την Ώπι και την ουτοπία της Οικουμενικής Ενότητας (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2005), η οποία περιστρέφεται γύρω από την ιδεολογία του Μακεδόνα βασιλιά. Μέγας Αλέξανδρος, Βασιλιάς των Μακεδόνων, τιτλοφορείται το βιβλίο του Μπόσιου Αθανάσιου από τις εκδόσεις Βολονάκη, Αθήνα, 2004, Μέγας Αλέξανδρος, από τη γη της Μακεδονίας έως τα πέρατα της Οικουμένης, συλλογικό έργο από τις εκδόσεις Alpha bank, Αθήνα 2010 (για τη νομισματοκοπία του Μακεδόνα βασιλιά), Ο άγνωστος Μέγας Αλέξανδρος του Γιώργου Χατζηδάκη και άλλων, εκδόσεις Αρχέτυπο, Θεσσαλονίκη 2004, Στους αργυράσπιδες του Μεγαλέξανδρου του Χαριλάου Αθ. Πατρίδα (Θεσσαλονίκη 2006), Μέγας Αλέξανδρος –ο οραματιστής στρατηλάτης των Παντελή Καρύκα και Δημήτρη Μαρκαντωνάτου (εκδόσεις Περισκόπιο 2012), με έμφαση στο στρατιωτικό Αλέξανδρο,

http://www.tovima.gr/booksideas/article/?aid=143647&wordsinarticle=%ce%9c%ce%ad%ce%b3%ce%b1%cf%82%3b%ce%91%ce%bb %ce%ad%ce%be%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%bf%cf%82 567

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

468

Μέγας Αλέξανδρος –ένας ενσαρκωμένος Θεός του Γεράσιμου Καλογεράκη (εκδόσεις Δίον 2012), κ.α. (βλέπε και βιβλιογραφία παρόντος τόμου)568. Εν τέλει, στο χώρο της σύγχρονης ερευνητικής σκέψης στην Ελλάδα, ο Αλέξανδρος δείχνει να είναι πάντα επίκαιρος: Είναι χαρακτηριστικό πως στο βιβλίο Μέγας Αλέξανδρος ο βασιλιάς των Ελλήνων (έκδοση της Ενωμένης Ρωμηοσύνης σε επιμέλεια του Θεοφάνη Μαλκίδη, Θεσσαλονίκη 2013) επιχειρείται να αιτιολογηθεί η επιλογή του προσώπου λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που βιώνει ο σύγχρονος ελληνισμός με την οικονομική και πνευματική κρίση, την απουσία ηγετών, καθώς και τη συνέχιση και διόγκωση της προπαγάνδας του κράτους των Σκοπίων, με στόχο την υφαρπαγή της ελληνικής ιστορίας και του…ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Μαλκίδης 2013: 6-7). Για άλλη μια φορά λοιπόν επιστρατεύεται ο Μακεδόνας βασιλιάς προκειμένου να χρησιμεύσει ως πρότυπο για τους νέους της Ελλάδας. Η διαχρονικότητα του φαινομένου είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή. Αντίστοιχα, στο χώρο της λογοτεχνίας το πιο πρόσφατο έργο για τον Αλέξανδρο είναι το ιστορικό μυθιστόρημα της Γεωργίας Γαλάνη, «Ο ήλιος των δύο κόσμων» (2010). Στο μυθιστόρημα αυτό η νεαρή συγγραφέας, έχοντας ως πηγές της τους αρχαίους συγγραφείς και κυρίως τον Αρριανό, δεν αναπλάθει μόνο πετυχημένα τη ζωή και το έργο του μεγάλου Μακεδόνα, αλλά, προχωρώντας ένα βήμα πιο πέρα, επιχειρεί να αποκαλύψει τον Αλέξανδρο πίσω από τον Αλέξανδρο, τον άνθρωπο πίσω από το βασιλιά. Και τα καταφέρνει, παρακολουθώντας τις σκέψεις του, διεισδύοντας στα όνειρά του, χαράσσοντας το ψυχολογικό προφίλ του μέσα από γλαφυρούς διαλόγους, επεισόδια και μικρές στιγμές του βίου του. Κυρίως ξεδιπλώνει τον εσώτερο κόσμο του μέσα από τις επιστολές, που υποτίθεται ότι γράφει ο Αλέξανδρος στη μητέρα του, επιστολές που αυτή δε θα λάβει ποτέ: «Μάλλον αυτή είναι η τελευταία φορά που σου μιλάω. Ελπίζω μόνο να προλάβω να σου πω αυτά που θέλω …. Μου λείπεις! Μα ακόμα κι αν είχα χρόνο, ακόμα κι αν ο Δίας μου χάριζε μια ύστατη επιθυμία, αυτή δε θα ήταν να σε δω. Δε θα γυρνούσα στη Μακεδονία. Προτιμώ να σε θυμάμαι όπως πάντα ευχόμουν να είσαι, και γι’ αυτό δε θα γυρνούσα…..Κρίμα που δεν κατάλαβες ποτέ πόσο ανθρώπινος είμαι. Κρίμα που από μωρό προσπαθούσες να με πνίξεις στη θεϊκότητά μου, αγνοώντας ότι αυτό που μου έδινε αντοχή και δύναμη, για να γίνω ο Μέγας που πάντα ονειρευόσουν, ήταν ο άνθρωπος και όχι ο θεός που είχα μέσα μου. Κρίμα που ποτέ δεν κατανόησες πως αυτό που με έκανε θεό ήταν ο άνθρωπος που πάντα ήμουν…» Βλέπε και τη συλλογή υλικού και βιβλίων σχετικών με τον Αλέξανδρο –με απεικόνιση των εξώφυλλών τους – του Οδυσσέα Γκιλή Μέγας Αλέξανδρος / Alexander the Great, προσβάσιμο στη διεύθυνση: 568

http://documents.tips/download/link/-alexander-the-great (ανάκτηση 22.8.2016).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

469

(Γαλάνη 2010:561). Παράλληλα, κι άλλα διαχρονικά μοτίβα του Αλέξανδρου ξεπηδούν μέσα από τις σελίδες του έργου της Γαλάνη, όπως αυτό του Αλέξανδρου ως πρωταγωνιστή των Ελλήνων, κοσμοκράτορα και δημιουργού της ενωμένης οικουμένης, του Αλέξανδρου – Αχιλλέα, του ενάρετου βασιλιά, του Αλέξανδρου –Ήλιου (ενδεικτικά Γαλάνη 2010: 71-73, 155, 514-515, 546, 562, 566). Κι ο Αλέξανδρος συνεχίζει να εμφανίζεται ως μοτίβο στο δημιουργικό έργο σύγχρονων λογοτεχνών, συμβολίζοντας πολλές φορές την οικουμενικότητα και τη συναδερφοσύνη. Έτσι τον παρουσιάζει σε διήγημά του ο Καβαλιώτης λογοτέχνης Χρήστος Τσελεπής, περιγράφοντας μια φανταστική νυχτερινή επίθεση ντόπιων ακραίων Ελλήνων σε καταυλισμό ανατολιτών μουσουλμάνων προσφύγων, σε αντίθεση με τους ντόπιους που βοηθούσαν τους πρόσφυγες τη μέρα: «Όσοι έρχονταν το βράδυ, είχαν μια άλλη φυσιογνωμία, απότομη και παγερή. Ήτανε βλοσυροί στη συνοφρύωσή τους και αποσκοπούσαν στο κακό τους, ίσως και στην εξόντωσή τους. Κι ούτε λογάριαζαν οι ανιστόρητοι πως ήταν ξαδέρφια τους, στην ίδια φυλή ανήκαν, στην ίδια ομοεθνία κι ερχόταν από τα μέρη που είχε κατακτήσει ο Αλέξανδρος στα βάθη της Ανατολής, αυτός που είχε προσωνύμιο, όχι όπως τον λέγαν όλοι Μέγα, αυτοί τον λέγαν Μέγιστο. Ισκαντέρ Αλ Ακμπαάρ. Μόνο τον Αλλάχ αποκαλούσαν έτσι οι πιστοί του Ισλάμ. Ούτε καν τον Προφήτη τους»569. Στη σύγχρονη ελληνική ποίηση πάλι, ο Αλέξανδρος εξακολουθεί να αποτελεί μια πολυσήμαντη σταθερά. Η Δήμητρα Χριστοδούλου, στο ποίημα «Για ένα παιδί που κοιμάται» από τη συλλογή της Το κυπαρίσσι των εργατικών (1995), αναφερόμενη στις αναμνήσεις του μικρού Έλληνα βιοπαλαιστή – πρόσφυγα από την πρώην Σοβιετική Ένωση, γράφει: «Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα Μόλις θυμάται. Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του, Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα. Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας, Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου Ενός ανίκητου στρατηλάτη, Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη…»

569

Χρήστος Τσελεπής, Ο καταυλισμός, διήγημα, εφημερίδα «Πρωινή», 25.10.2014, Καβάλα.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

470

Εδώ, ο ανίκητος στρατηλάτης Αλέξανδρος προβάλλεται ως σύμβολο της ελληνικής παιδείας, που έπαιρνε ο μικρός βιοπαλαιστής πίσω στη σοβιετική του πατρίδα, ως μία βασική εικόνα που έπλαθε με το νου του, όταν φανταζόταν την πατρίδα των προγόνων του, σε αντίθεση με τη σκληρότητα που βίωσε, όταν τελικά ήρθε σε αυτήν. Ο Σπύρος Μακρής δημοσίευσε το 1997 στο περιοδικό Αέροπος (τεύχος 16) ένα ποίημα –ύμνο στον Αλέξανδρο: «Αλέξανδρε αιώνων αναβάτη πολιτισμού Φειδίας είσαι μήτρα πανγαία είν΄ η σκέψη σου μηνύτρα Αδάμαστων Ελλήνων στυλοβάτη Υιέ ΄Αμμωνος, μέγα στρατηλάτη….»570. Η Ρίτα Τσιντίλη στην ποιητική της συλλογή «Ο Δρόμος» (εκδόσεις Σίσυφος, 2001), καταπιάνεται με το μύθο της Γοργόνας στο ποίημά της Μέγας Αλέξανδρος Ελλήνων Βασιλεύς, δίνοντάς του μια άλλη τροπή: «Όχι, μην το γυρέψεις να το μάθεις τώρα από το στόμα κάποιου ναύτη, Κλεοπάτρα… Ψάξε στη γη, στα σύγνεφα, στις θάλασσες και στα ποτάμια και στάλα – στάλα μάζεψε τ΄ αθάνατο νερό σε μαγικό ένα κύπελλο, όλο εκείνο το νερό τ΄ αθάνατο που σκόρπισαν η άγνοια κι η ανεμελιά σου…»571 Η Κύπρια Κλαίρη Αγγελίδου στη συλλογή «Σαλαμίνιες Αύρες» (Λευκωσία, 2004) επαναφέρει το μοτίβο του Αλέξανδρου ως υπερασπιστή του ελληνισμού στο νησί της μαρτυρικής Κύπρου, που δέχτηκε τη βάρβαρη εισβολή του «Αττίλα»: «Τον στερηθήκαμε αλήθεια, τον Αλέξανδρο. Αυτός μπορούσε αστραπόβολος τα δεσμά να λύσει κραδαίνοντας το αργυρόηλο 570

http://safem.gr/index.php/eggrafa/logotexenia (ανάκτηση 28.12.2015).

571

http://safem.gr/index.php/eggrafa/logotexenia (ανάκτηση 28.12.2015).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

471

σπαθί του. Αυτός μονάχα, ναι αυτός, τα ποτάμια θα περνούσε καβαλλάρης αρχάγγελος, με ύμνους χερουβικούς να φέρει κλωνάρι ελιά από τον Πενταδάκτυλο κι ένα δελφίνι από τη Σαλαμίνα. Και μείς σ΄ αντάλλαγμα και πάλιν θα του δίναμε καράβια για να οργανώσει τις δικές του θάλασσες. Αυτές τις θάλασσες της Μικρασίας και της Κύπρου»572. Τέλος, ο ποιητής Κυριάκος Ζαχαρενάκης εκδίδει το 2008 το Έπος του Αλέξανδρου, πολύστιχο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, βασισμένο στην αφήγηση κυριώς του Αρριανού και δευτερευόντως του Πλουτάρχου και του Διοδώρου. Μέσα από το έπος του Ζαχαρενάκη προβάλλεται ο Αλέξανδρος ως ηγέτης των Ελλήνων και κοσμοκράτορας, ένας άνθρωπος πέρα από τα ανθρώπινα όρια. Ωστόσο ο Ζαχαρενάκης δε διστάζει να αναφερθεί και στα σκοτεινά σημεία της ζωής του Μακεδόνα: Σαν κράτησ’ ο Αλέξανδρος το σκήπτρο του στο χέρι, εσκέφθηκε τους Ελληνες και τι να τους συμφέρει. Κατέβηκε σαν αστραπή στου Νότου την Ελλάδα και στην Αθήνα τίμησε την Αθηνά Παλλάδα. Οι πόλεις, όταν έφτασε, λαμπρά τον εδεχτήκαν και στο σκοπό του με χαρά και σιγουριά ταχτήκαν. ΟΙ Ελληνες, που γνώρισαν τον νέο Μακεδόνα, την αρχηγία της στρατιάς εδώσαν και σ’ αυτόνα…. http://safem.gr/index.php/eggrafa/logotexenia (ανάκτηση 28.12.2015). Στην ίδια διεύθυνση μπορεί να βρει κανείς περισσότερα ποίηματα. 572

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

472

4.6.2. Οι απεικονίσεις του Αλέξανδρου στη νεότερη και σύγχρονη τέχνη Ήδη, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, εμφανίζονται σποραδικά και άλλες μορφές καλλιτεχνικής αποτύπωσης του Αλέξανδρου, πέρα από τις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες ναών και τις μικρογραφίες χειρογράφων και εκδόσεων. Έτσι, το μοτίβο του Αλέξανδρου Δρακοκτόνου εμφανίζεται σε ανάγλυφη παράσταση ασημένιας θήκης σπαθιού, έργο του Δημήτρη Δαβαρούχα των αρχών του 19ου αιώνα (σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, εικόνα 92, Νίνου 1980: 85). Επίσης, τα ελληνικά αργυροχοεία της Κωνσταντινούπολης, κατά το 18ο -19ο αιώνα, που φιλοτεχνούσαν εκκλησιαστικά σκεύη, αφιερώματα και άλλα αντικείμενα, επιλέγουν ορισμένες φορές ως διακοσμητικά θέματα μορφές της αρχαιότητας και του μεσαιωνικού ελληνισμού, όπως η Αθηνά, ο Διόνυσος, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και βέβαια ο Μέγας Αλέξανδρος. Καθίσταται σαφές πως στην προκειμένη περίπτωση οι απεικονίσεις αυτές επιλέγονται συνειδητά ως σύμβολα εθνικής ταυτότητας και σύνδεσης με το ένδοξο παρελθόν για τους υπόδουλους Ρωμιούς της Πόλης και όχι μόνο (Καραμπελιάς 2015:136-137, Μεράντζας 2008). Για παράδειγμα, μια απεικόνιση της προτομής του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο εσωτερικό πιάτου από φαγεντιανή, με τη συνοδευτική επιγραφή ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, συνδέεται, επίσης, με παρόμοιους συμβολισμούς (εικόνα 93, Λαογραφικό –Ιστορικό Μουσείο Λάρισας). Το πιάτο ήταν παραγγελία των αδερφών Καλοκαιρινού από τη Σύρο σε αγγλικό εργαστήριο και φιλοτεχνήθηκε το 1878. Είναι πολύ πιθανόν η παραγγελία αυτή να συνδέεται με την έξαρση του μακεδονικού ζητήματος εκείνης της εποχής, μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και το Συνέδριο του Βερολίνου. Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται σε προφίλ, με κράνος με λοφίο και ανάγλυφο δράκο ως διακόσμηση. Κάτω από το πρόσωπό του απεικονίζονται κεραυνοί. Περιμετρικά, στο περιχείλωμα του πιάτου, απεικονίζονται οι στρατηγοί του Αλέξανδρου με τις αντίστοιχες επιγραφές τους, Σέλευκος, Κάσσανδρος, Πτολεμαίος, Αντίγονος, καθώς και η Αθηνά. Απεικονίζονται ακόμη τρόπαια, δέσμες από όπλα και κλαδιά ελιάς. Φαίνεται πως ο σχεδιατής της διακόσμησης του πιάτου χρησιμοποίησε ως πρότυπο το επίτιτλο κόσμημα με την κεφαλή του Αλέξανδρου στο βιβλίο «Αρχαία Αλεξάνδρεια» του Κωνστάντιου, αρχιεπισκόπου Σιναίου (Μόσχα, 1803), το οποίο είναι σχεδόν όμοιο. Οπωσδήποτε, καλλιτεχνικά οι απεικονίσεις του Αλέξανδρου τόσο στο πιάτο, όσο και στο βιβλίο του Κωνστάντιου, βρίσκονται σε διάλογο με το μονόφυλλο του Ρήγα (Γκράτζιου 1982: 146-147, Λιβιεράτου 2005: 59). Ένα ακόμη παράδειγμα απεικόνισης του Αλέξανδρου, λαϊκού χαρακτήρα αυτή τη φορά, αποτελεί το εργόχειρο μιας Ελληνίδας του Πόντου, της Χαρίλειας Βαπορίδου, από τη Σινώπη. Το εργόχειρο βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας. Απεικονίζει το επεισόδιο της συνάντησης του Αλέξανδρου με το Διογένη και

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

473

φιλοτεχνήθηκε το 1901. Ο Αλέξανδρος στέκεται δίπλα στο άλογό του και σε δύο αξιωματικούς του, κοιτάζει προς την πλευρά του Διογένη, ο οποίος κάθεται σε άνετη στάση μπροστά στο πιθάρι του, επιδεικνύοντας μάλλον μια αδιαφορία. Η απεικόνιση του επεισοδίου αποδεικνύει τη δημοφιλία των ιστοριών του Αλέξανδρου ακόμη και στον απομακρυσμένο από τον εθνικό κορμό ελληνισμό του Πόντου (ευχαριστώ τον κ. Αντίκα Θεόδωρο για την επισήμανση του εργόχειρου). Παράλληλα ο Αλέξανδρος συνέχισε να αποτελεί έμπνευση για τους Έλληνες καλλιτέχνες. Ένας από αυτούς ήταν και ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (1870-1934), για τον οποίο αναφέρεται πως στις Απόκριες ντυνόταν πάντα Μέγας Αλέξανδρος, παρασέρνοντας και τα παιδιά, τα οποία ντύνονταν Μακεδόνες στρατιώτες, υπάρχουν μάλιστα και φωτογραφίες τους από τη Σμύρνη (Ματθιόπουλος 1997: 676, Καρακατσάνη –Μακρής 2006: 29-30). Ο Θεόφιλος «πίστευε, ντυνόταν και ζωγράφιζε τον Αλέξανδρο με έναν ακλόνητο νατουραλιστικό τρόπο…συμπληρώνοντας με τα έργα του τις τελευταίες ψηφίδες της διασκορπισμένης και εντούτοις ενιαίας παράδοσης για το Μεγαλέξανδρο…» (Ματθιόπουλος 1997: 678). Ο ζωγράφος δημιούργησε μια σειρά από τοιχογραφίες με θέμα το Μεγαλέξανδρο: 1. Ο Μέγας Αλέξανδρος μάχεται εναντίον των άγριων Ινδών (1910) 2. Ο Μέγας Αλέξανδρος αναχωρεί από την Περσία με τα φουσάτα του. Ζήτω ο Μέγας Αλέξανδρος ο Αυτοκράτωρ του Κόσμου που έλεγε: αγαπημένοι μου Έλληνες Μακεδόνες ή ταν ή επί τας 3. Μέγας Αλέξανδρος ο Αυτοκράτωρ του Παλαιού Κόσμου (τοιχογραφία στο καφενείο «Κάραβος», Πορταριά Πηλίου) 4. ζωγραφιά με μισοσβυσμένη επιγραφή στο εσωτερικό του σπιτιού του Μ. Ζόλκου στη Νάπη Μυτιλήνης 5. Ο Μέγας Αλέξανδρος, (σε ξύλο, Αθήνα, συλλογή Ποταμιάνου), 6. Εισβολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου εις την Περσίαν του στρατηγού αυτού Πτολεμαίου και των Μακεδόνων παρά τον Γρανικόν ποταμόν (1927, λάδι σε χαρτόνι, συλλογή Ελευθεριάδη, Πέτρα Μυτιλήνης), 7. Η μεγάλη μάχη του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων με τους άγριους Ινδούς (λάδι σε χαρτόνι, συλλογή Ελευθεριάδη, Πέτρα Μυτιλήνης), 8. Ο Μέγας Αλέξανδρος εις 222 π.Χ. (συλλογή Ποταμιάνου), 9. Μάχη του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Μιθριδάτη573 (1927, συλλογή Τ. Ελευθεριάδη, Πέτρα Μυτιλήνης). Επίσης, ένα ακόμη έργο του Θεόφιλου, ο καβαλάρης Αλέξανδρος σε ανοιχτό κάμπο, προέρχεται από την περιοχή του Βόλου κι σε αυτό απαντούν όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά της απεικόνισης του Αλέξανδρου των έργων του, με την εξαίρεση του μουστακιού (εικόνα 94). Στη ζωγραφική αυτή σύνθεση η αίσθηση της ορμής επιτείνεται από τα σύννεφα πάνω δεξιά και τους κυματισμούς του νερού χαμηλά, στα πόδια του αλόγου. Τέσσερις Μακεδόνες στρατιώτες κινούνται στο βάθος παράλληλα με τον Αλέξανδρο, η πανοπλία του οποίου αναδεικνύεται χάρη στη δύναμη των χρωματικών αντιθέσεων Απεικόνισεις των δύο τελευταίων έργων στο λεύκωμα Θεόφιλος, έκδοση Εμπορικής τράπεζας Ελλάδας, Αθήνα, 1966. 573

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

474

(Ματθιόπουλος 1997: 678-681). Το έργο αυτό θα μετουσιωθεί σε τραγούδι το 1976 σε μουσική Νότη Μαυρουδή (βλέπε παρακάτω, κεφάλαιο 4.6.3). Όσο για τον ίδιο το Θεόφιλο –Αλέξανδρο, όπως σημειώνει η Νίκη Λοϊζίδη, φωτογραφημένος και απεικονιζόμενος από τον Τσαρούχη με περικεφαλαία, δόρυ και ασπίδα, «παγιδευμένος στις ξεθωριασμένες μνήμες του αλλά ζωντανός και οικείος, δεν είναι ένας νεοέλληνας Αλέξανδρος αλλά ο Μέγας Αλέξανδρος των Νεοελλήνων».574Αξίζει να σημειωθεί ακόμα πως κι ένας άλλος καλλιτέχνης, ο σκηνογράφος Τάσος Ζωγράφος (1926-2011) απεικόνισε το Θεόφιλο ως γίγαντα Μέγα Αλέξανδρο πάνω στη Μυτιλήνη, να κρατά ασπίδα με τη Γοργόνα των ελληνικών θαλασσών σε μια ζωγραφική σύνθεση με τίτλο «η αποθέωση του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ» (εικόνα 95). Έτσι, έχουμε άλλο ένα νεότερο παράδειγμα συγκρητισμού της μορφής του Αλέξανδρου με έναν Έλληνα μιμητή του. Ο Μικρασιάτης Φώτης Κόντογλου πάλι, ένας άλλος μεγάλος λαϊκός ζωγράφος και εκφραστής της βυζαντινής τεχνοτροπίας στη λαϊκή ζωγραφική, απεικόνισε - ανάμεσα σε άλλες ιστορικές προσωπικότητες του ελληνισμού - και τον Αλέξανδρο, σε τοιχογραφίες του δημαρχείου Αθηνών είτε ως μεμονωμένη μορφή (εικόνα 96) είτε σε πολυπρόσωπη σύνθεση να δαμάζει το Βουκεφάλα, με τον πατέρα του Φίλιππο παρόντα (οι συνθέσεις αυτές εκτελέστηκαν στα 1938-39, βλέπε Καρακατσάνη –Κοψίδης 2006: 49, 106, 116-117). Η επιλογή του Αλέξανδρου, του Φιλίππου, του Άρατου του Σικυώνιου, του Φιλοποίμενος, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου από τον Κόντογλου για αυτόν το μυθολογικό –ιστορικό κύκλο του δημαρχείου των Αθηνών δεν είναι τυχαία: ο Κόντογλου θέλει να προβάλλει όλους τους ενωτικούς ηγέτες του ελληνισμού διαχρονικά (Κωτίδης 1993:111). Ακόμη, ο Κόντογλου απεικόνισε τον Αλέξανδρο να πορεύεται μέσα στη φύση σε μια λιθογραφία της ποιητικής συλλογής ενός φίλου του (εικόνα σε Παχή 2011: 90 -91). Επιπλέον, αγιογράφησε σε τοιχογραφία τη γνωστή παράσταση με τον Άγιο Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου τόσο στο ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην πόλη της Ρόδου (αυτός ή οι συνεχιστές του, βλέπε κεφάλαιο 4.3.), όσο και στο παρεκκλήσι της Αγίας Ειρήνης της οικογένειας Πεσμαζόγλου στην Αθήνα (Μέρτζος 2009: 33). Ο Κόντογλου συνειδητά πρόβαλλε τον Αλέξανδρο και το Φίλιππο ως ενωτικούς ηγέτες του ελληνισμού διαχρονικά, ως «Πανέλληνες». Η επιλογή αυτή σε συμβολικό επίπεδο δεν είναι άσχετη και με την προσφυγική –μικρασιατική καταγωγή του ίδιου του Κόντογλου, μια και η περίοδος δράσης του συμπίπτει με την περίοδο ενσωμάτωσης των Μικρασιατών προσφύγων στο ελληνικό κράτος και της ένταξής τους στον εθνικό κορμό (Κωτίδης 1993: 111). Ο Κόντογλου πάλι αναφέρει και μια http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=95131&wordsinarticle=%ce%9c%ce%ad%ce%b3%c e%b1%cf%82%3b%ce%91%ce%bb%ce%ad%ce%be%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%bf%cf%82 574

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

475

προφορική παράδοση για τον «επαναστάτη στρατηγό» του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Παπαθανάση –Μουσιοπούλου 1988: 98). Τέλος, στο έργο του «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας» περιγράφει το εικονογραφικό θέμα με τον όσιο Σισώη πάνω από τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου: «μαρμάρινος τάφος ἀνεωγμένος καί μέσα εἰς αὐτόν τό σκέλεθρον τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Καί ἂνωθεν αὐτοῦ ὁ ἀββάς Σισώης, γέρων φαλακρός πλατυγένειος, ἵσταται ἐξεστηκώς καί δακρύων. Καί εἰς τόν οὐρανόν τῆς εἰκόνος αὔτη ἡ ἐπιγραφή: Σισώης, ὁ μέγας ἐν ἀσκηταῖς, ἒμπροσθεν τοῦ τάφου τοῦ βασιλέως τῶν Ἑλλήνων Ἀλεξάνδρου, τοῦ πάλαι λάμψαντος ἐν δόξη, φρίττει καἰ τό ἂστατον τοῦ καιροῦ καί τῆς δόξης τῆς προσκαίρου λυπηθείς, ἰδού κλαίει: Ορῶν σε, τάφε, δειλιῶ σου τήν θέαν, καί καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος τό κοινόφλητον εἰς νοῦν λαμβάνων. Πῶς οὖν μέλλω διελθεῖν πέρας τοιοῦτον; Αἲ. αἲ, τις δύναται φυγεῖν σε;» (Αικατερινίδης 1996: 32). Ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος, κύριος εκπρόσωπος του ποιητικού κινήματος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, είναι ένας από τους μεγάλους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους που απαθανάτισε τον Αλέξανδρο στο έργο του με τον τίτλο «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων». Πρόκειται για το συνοδευτικό επίγραμμα των αναθημάτων που έστειλε ο Αλέξανδρος στον Παρθενώνα μετά την πρώτη νίκη του εναντίον των Περσών στη μάχη του Γρανικού ποταμού. Χαρακτηριστικό της ζωγραφικής του Εγγονόπουλου είναι τα απρόσωπα κεφάλια των μορφών. Ένας ακόμα πίνακας του Εγγονόπουλου με θέμα τον Αλέξανδρο συνοδεύεται και από τη μορφή του Παύλου Μελά, ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα εναντίον των Βουλγάρων, σε μια σύνθεση που θέλει να τονίσει τη διαχρονική πατριωτική διάσταση που έχει η υπόθεση της Μακεδονίας για τους Έλληνες (εικόνα 97). Ένας ακόμα σύγχρονος Έλληνας ζωγράφος που απεικόνισε τον Αλέξανδρο είναι ο Αλέκος Φασιανός, ενώ ιδιαίτεροι είναι οι πίνακες του Χρύσανθου Μποσταντζόγλου ή αλλιώς Μποστ, γνωστού γελοιογράφου, στιχουργού και ζωγράφου του 20ου αιώνα. Σε έναν από αυτούς, εν είδει αναμνηστικής φωτογραφίας, ποζάρουν ο Αλέξανδρος με το φιλόσοφο Διογένη στην Κόρινθο, ως διαχρονικά σύμβολα δύο κύριων χαρακτηριστικών του ελληνισμού, της παλικαριάς και του φιλοσοφημένου τρόπου ζωής. Σε έναν άλλο, με τον ίδιο τρόπο απόδοσης, απεικονίζονται ο Αλέξανδρος με την αδερφή του τη Γοργόνα στη Θεσσαλονίκη, όπως υποδηλώνεται και από το Λευκό Πύργο στο βάθος. Αξίζει να σημειωθεί πως η ονομασία της πόλης δόθηκε

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

476

ακριβώς από το όνομα της αδερφής του Αλέξανδρου. Η Γοργόνα έγινε σύμβολο της ναυτικής παράδοσης των Ελλήνων. Και σε αυτόν τον πίνακα του Μποστ επιτυγχάνεται μια αξιομνημόνευτη διαχρονικότητα,όπως και στον πίνακα με το Διογένη (εικόνα 98).575 Το ίδιο ισχύει και για έναν ακόμη πίνακά του, σήμερα στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Ερευνών, στον οποίο απεικονίζεται ο Αλέξανδρος με τη Ρωξάνη. Μια ιδιαίτερη εικαστική απεικόνιση του Αλέξανδρου ως καβαλάρη αποτελεί ο πίνακας του Πάνου Βαλσαμάκη (1900-1986) που εκτίθεται στο μουσείο Βορρέ (εικόνα σε Παχή 2011: 177). Οι μορφές αποδίδονται εντελώς αφαιρετικά και γεωμετρικά, ένα λοφίο μιας ανύπαρκτης περικεφαλαίας είναι το στοιχείο στη μορφή του καβαλάρη που παραπέμπει στον Αλέξανδρο. Άλλα παραδείγματα σύγχρονων ζωγραφικών απεικονίσεων του Αλέξανδρου αποτελούν οι πίνακες των Αλέξανδρου Αλεξανδράκη και Γιάννη Νίκου, που τον απεικονίζουν στη Μάχη του Γρανικού και ο πίνακας του Γ. Προκοπίου, που τον απεικονίζει στη μάχη της Ισσού576. Τέλος, ένα ακόμη ζωγραφικό έργο, στο οποίο αξίζει να γίνει αναφορά είναι μια σύνθεση «ελληνικότητας» - θα μπορούσε να πει κανείς -του αγιογράφου Ιωάννη Βράνου, με κυρίαρχες μορφές τον Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη και βασικά θέματα την εκστρατεία στην Ανατολή, αλλά και τους προχριστιανικούς και χριστιανούς Έλληνες φιλοσόφους (εικόνα 99). Σε μια παρόμοια ζωγραφική σύνθεση της ιστορικότητας της Μακεδονίας του ίδιου καλλιτέχνη, ανάμεσα πάλι σε άλλες ιστορικές μορφές και τόπους, όπως ο Φίλιππος, η Θεσσαλονίκη και η Πέλλα, ο Αλέξανδρος απεικονίζεται έφιππος με τη λεοντή και πυρωμένος στο χρώμα του ήλιου. Σε ποικίλα ακόμα καλλιτεχνήματα της νεοελληνικής τέχνης των αρχών του 20 ου αιώνα αποτυπώνεται η μορφή του Αλέξανδρου: ο Σωτήρης Χρηστίδης, στις αρχές του 20ου αιώνα, φιλοτέχνησε λιθογραφία με θέμα το γάμο του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη. Ένα κέντημα λαϊκής τέχνης από την Αθήνα του 1902, οικογενειακό κειμήλιο της Βάντας Χατζάκου, παριστάνει τον Αλέξανδρο με το Ναπολέοντα να δαφνοστεφανώνονται από την προσωποποιημένη Ελλάδα με υπέρτιτλο: Η ΕΛΛΑΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΤΗΣ (εικόνα 100, Αικατερινίδης 1986: 30). Άλλωστε, η μορφή του Μεγαλέξανδρου εμφανίζεται και στη διακόσμηση πλούσιων αρχοντικών της περιοχής της Μακεδονίας, όπως για παράδειγμα στην οικία –αρχοντικό των κληρονόμων του Η Γοργόνα και ο Αλέξανδρος αποτέλεσαν και το μοτίβο μιας διαφήμισης με δημιουργό τον Μποστ: ο αναγνώστης Σ. Ράνης επισημαίνει τη διαφήμιση αυτή του Μποστ για ένα παλιό πατσατζίδικο της Αθήνας με ονομασία «Μέγας Αλέξανδρος» σε επιστολή του προς την εφημερίδα «Η Καθημερινή», με αφορμή την ψήφιση του Αλέξανδρου από το ελληνικό τηλεοπτικό κοινό ως του σημαντικότερου Έλληνα σε ψηφοφορία που διηνήργησε ο ραδιοτηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΙ το 2009 (βλέπε και κεφάλαιο 4.7.http://www.kathimerini.gr/714520/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/grammataanagnwstwn) 575

576

http://www.safem.gr/index.php/polymesa/ergaellinwn

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

477

Κωνσταντίνου Σωσσίδη στο Νυμφαίο της Φλώρινας, όπου σε τοιχογραφία δωματίου απεικονίζεται ο Μέγας Αλέξανδρος ως άγαλμα με περικεφαλαία, ασπίδα και χλαμύδα, ανάμεσα σε μυθολογικές μορφές. Εντυπωσιακό στοιχείο αποτελεί το ότι στο δεξί του χέρι κρατά τη σφαίρα της οικουμένης, όπως ακριβώς απεικονιζόταν και στην αρχαιότητα. Ο Αλέξανδρος στέκεται πάνω σε κιονόσχημο βάθρο, το οποίο φέρει το όνομά του: Ἀλέξανδρος ὁ μέγας. Η τοιχογραφία αυτή φιλοτεχνήθηκε από το ζωγράφο Νικόλαο Παπαγιάννη ανάμεσα στο 1917-1924577. Ο Αλέξανδρος εμφανίζεται και σε άλλες μορφές τέχνης: στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920 ο μεγάλος Έλληνας γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς (1851-1938) φιλοτέχνησε δύο αμφίπλευρα γλυπτά στα πρότυπα των αρχαίων αμφιπρόσωπων ερμαϊκών στηλών, το ένα σε γύψο με τίτλο Ο Μέγας Αλέξανδρος ζων και νεκρός και το άλλο σε πηλό με τον Αλέξανδρο στη μια πλευρά και την Αγία Βαρβάρα στην άλλη, που βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη (εικόνα 101). Τα γλυπτά αυτά ανήκουν σε ένα ευρύτερο κύκλο δημιουργίας μέσα από τον οποίο ο Χαλεπάς επιδίωξε, όπως ο ίδιος δήλωσε, να «αποδείξει τους δεσμούς του αρχαίου με το νέο θρήσκευμα» (Μπόλης 2008: 96). Σημαντική θέση στην εικαστική απεικόνιση του Αλέξανδρου κατέχει και το πολύμορφο έργο του σύγχρονου καλλιτέχνη Ευθυμίου Βαρλάμη με τίτλο «Αλέξανδρος 2000», που περιλαμβάνει πάνω από 1500 εικαστικά έργα, γλυπτά, αλλά και βίντεο και μουσικές παραγωγές578. Στο έργο του Βαρλάμη προβάλλεται ο Αλέξανδρος με όλα τα γνωστά συνοδευτικά μοτίβα του: κοσμοκράτορας, αποθεωμένος, με τη Γοργόνα, με το Βουκεφάλα, κερασφόρος και άλλα. Επιπρόσθετα, το πορτραίτο του Αλέξανδρου, μαζί με αυτό του Φιλίππου και του Αριστοτέλη, εμφανίζεται και σε βιτρώ του κλιμακοστασίου του Υπουργείου Μακεδονίας –Θράκης στη Θεσσαλονίκη (Μυλωνά 1992: 366). Ακόμη, ο γλύπτης Δημήτρης Αρμακόλας (1939-2009) φιλοτέχνησε δύο πανομοιότυπα έργα για τον Αλέξανδρο σε μπρούτζο (1996, σήμερα στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών) και σε γύψο (1997), στα οποία η μορφή του Μακεδόνα βασιλιά, καβάλα στο http://invenio.lib.auth.gr/record/26937?ln=el (ανάκτηση 19.8.2012). Η απεικόνιση της μορφής του Αλέξανδρου εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση απεικόνισης μυθολογικών και ιστορικών μορφών του ελληνισμού καθώς και μνημείων της αρχαιότητας στον εσωτερικό ζωγραφικό διάκοσμο των αρχοντικών της Μακεδονίας, ως σύνδεση με το ιστορικό παρελθόν, ιδιαίτερα κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της σύνθεσης «Ελληνικό Πάνθεο» με απεικονίσεις της αρπαγής της Περσεφόνης, του Κολοσσού της Ρόδου, του Ασκληπιού και άλλων μορφών από τον εσωτερικό διάκοσμο του αρχοντικού Κανατσούλη στη Σιάτιστα το 1811. Βλέπε περισσότερα σε Ν. Κ.Μουτσόπουλου «Τα αρχοντικά της Μακεδονίας: 15ος -19ος αιώνας» και Ευθυμία Γεωργιάδου –Κούντουρα «Η λαϊκή Τέχνη της Μακεδονίας», άρθρα στο συλλογικό έργο «Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία», επιμέλεια Ιωάννη Κολιόπουλος, Ιωάννης Χασιώτης, εκδόσεις Παπαζήση και Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, τόμος Α΄ -Η Μακεδονία κατά την Τουρκοκρατία, σελ. 214-307 και 308-325 αντίστοιχα. 577

http://www.warlamis.gr/drasthriothtes.html Η μεγάλη έκθεση του Βαρλάμη έγινε στο πλαίσιο του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης στη Θεσσαλονίκη το 1997. 578

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

478

Βουκεφάλα, ξεπηδά μέσα από ένα συμπαγή όγκο, ο οποίος στη βάση του φέρει πλάκα με το όνομά του –Αλέξανδρος Φιλίππου -, ιωνικό και δωρικό κίονα και άλλες μορφές σύμβολα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και της περσικής αυτοκρατορίας. Αντίθετα, έργο λαϊκής τέχνης αποτελεί η ανάγλυφη προτομή του κερασφόρου Αλέξανδρου από τον Ηλία Πράσατζη από το χωριό Καλή Βρύση Δράμας (1994, Αικατερινίδης 1996:28). Τη μορφή του έφιππου κονταρομάχου Αλέξανδρου βλέπουμε σε σειρά σταμπωτών επιτοίχιων διακοσμητικών καλυμμάτων, που αποτελούσαν έργα παραδοσιακών εργαστηρίων από τον Τύρναβο της Θεσσαλίας. Μάλιστα η πάντα του Μεγαλέξανδρου ήταν πρώτη στην προτίμηση των αγοραστών και χρησιμοποιήθηκε για τη διακόσμηση πολλών ελληνικών, αστικών και μη, σπιτιών από τις αρχές του 20ου αιώνα ως τις αρχές περίπου της δεκαετίας του ’60. Πιθανόν το πρότυπο της εικονογράφησης να ήταν κάποια λαϊκή λιθογραφία της εποχής. Το μήκος των σταμπωτών αυτών υφασμάτων είναι συνήθως μεταξύ 1,60 και 2 μέτρα, το υλικό τους από βελούδο ή βαμβακερό κάμποτ και η τεχνική της απεικόνισης των παραστάσεων γινόταν με ξυλότυπους και με ζωγραφική με πινέλο. Στο Λαογραφικό -Ιστορικό Μουσείο Λάρισας υπάρχουν αρκετά παραδείγματα διαφόρων εργαστηρίων του Τυρνάβου, ενώ εκτίθενται δύο από αυτά, έργα του εργαστηρίου του Θεμιστοκλή Ιωαννίδη τη δεκαετία 1920-30. Κεντρική μορφή της σύνθεσης είναι ο έφιππος Μέγας Αλέξανδρος σε έναν Βουκεφάλα που ανασηκώνεται στα πίσω πόδια του (εικόνα 102). Το δεξί χέρι του Αλέξανδρου είναι υψωμένο και κραδαίνει το δόρυ, το οποίο σε άλλες συνθέσεις φέρει διακριτικά στο πίσω τελείωμά του ένα μικρό σταυρό. Σε διαγώνια διάταξη, με αφετηρία το σημείο που στέκεται ο Βουκεφάλας, απεικονίζονται οι ποταμοί Τίγρης και Ευφράτης. Συμπληρωματικά, πάνω αριστερά απεικονίζεται ζεύγος ερωτευμένων νέων και δεξιά φτερωτή γυναικεία μορφή και ερωτιδέας μαζί με πλούσια απεικόνιση χλωρίδας και πανίδας (Βαφειαδάκη 1997: 129, 141-146). Μια παρόμοια σύνθεση, αν και αρκετά πιο απλοποιημένη και μικρότερων διαστάσεων, αλλά με απαράλλαχτο το βασικό μοτίβο του έφιππου Αλέξανδρου, υπάρχει και στη συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου της Αθήνας579. Η μορφή του Αλέξανδρου φιλοτεχνήθηκε σε πολλές περιπτώσεις ως ολόγλυπτος ανδριάντας, όπως ο έφιππος ανδριάντας του Μεγαλέξανδρου στην παραλία Θεσσαλονίκης, έργο του γλύπτη Ευάγγγελου Μουστάκα το 1974 με παραγγελιοδότη το Υπουργείο Μακεδονίας –Θράκης. Η στάση του αλόγου και του αναβάτη, η τεχνική και το στιλ φανερώνουν στοιχεία υστερορρομαντικά και ακαδημαϊκά (Κωτίδης 1993:167, βλέπε εικόνα 103). Για το έργο αυτό, ο ίδιος ο γλύπτης σημείωσε πως «…Από μικρό παιδί Βλέπε εικόνα 2 σελ. 60 του τόμου «Τα ελληνικά σταμπωτά 18ος -20ος αιώνας», έκδοση του Λαογραφικού –Ιστορικού Μουσείου Λάρισας –εκδόσεις Καπόν 1997 (Ιστορημένα έργα της νεοελληνικής τυποβαφικής τέχνης, άρθρο της Μαρίας Λαδά –Μινωτού, σελ. 59-69). 579

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

479

φανταζόμουν το Μέγα Αλέξανδρο έφιππο κι ορμητικό –ένας Μυθικός ήρωας! ….Ήθελα ένα άλογο έξω από το πραγματικό, ένα άλογο «θηρίο». Έναν Αλέξανδρο να στηρίζεται άνετα στο ανορθωμένο άλογο, να κάθεται σαν στον θρόνο του κι αυτό επεδίωξα στην τελική μελέτη μου. Τον ήθελα μεγαλόπρεπο κι επιβλητικό, ορμητικό και σε ανάταση οραματισμού και αυτά ήταν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Μέγα Αλέξανδρου. Στρέφεται κρατώντας το σπαθί του, σύμβολο με το οποίο έκοψε τον «Γόρδιο Δεσμό»580. Παρόμοιοι κλασικοί τέτοιοι ανδριάντες, αγάλματα και συμπλέγματα υπάρχουν και σε άλλες πόλεις και περιοχές της Ελλάδας, όπως στην Πέλλα, όπου ο έφιππος Αλέξανδρος κρατά, ως κοσμοκράτορας, τη σφαίρα της οικουμένης με πτερωτή Νίκη πάνω της (έργο του σύγχρονου γλύπτη Κων/νου Παλαιολόγου), στα Γιαννιτσά (έφιππος κερασφόρος Αλέξανδρος, έργο του γλύπτη Ιωάννη Αλκαίου, 2009), στην Έδεσσα, στην Κόρινθο, (μαζί με το Διογένη), στα Ιωάννινα (ως μικρός Αλέξανδρος μαζί με την Ολυμπιάδα) και αλλού, αλλά και στην Πάφο της Κύπρου και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (πανομοιότυπος έφιππος ανδριάντας με αυτόν της Πέλλας, έργο του ίδιου γλύπτη). Αντιθέτως, ο έφιππος ανδριάντας του Αλέξανδρου, έργο του Δημήτρη Καλαμάρα (ολοκληρώθηκε το 1993) εντυπωσιάζει με την τολμηρότητα της κυβιστικής μορφής του, έξω από τις παραδεδομένες νόρμες. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, «(το εργο) ιστάμενο με τόση σταθερότητα εφησυχάζει, επιβάλλοντας συνάμα την αίσθηση της θέλησης και της απαρασάλευτης παρουσίας μιας ενεργητικής τελείωσης» (Ματθιόπουλος 1997: 149). Ακόμη, στο ανάγλυφο μνημείο της κεντρικής πλατείας της Καβάλας, έργο του Θάσιου γλύπτη Αόβουλου Κωνσταντίνου (2002), ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται έφιππος, φορώντας τη λεοντή, και παράλληλα στο πλάι ως κερασφόρος, δίπλα στα ανάγλυφα πορτραίτα του Φιλίππου και της Ολυμπιάδος (εικόνα 104). Τέλος, ένα ιδιαίτερο θέμα απεικόνισης του Αλέξανδρου στη νεοελληνική τέχνη αποτελεί η απεικόνισή του ως νεαρού μαθητή του Αριστοτέλη. Έτσι, ο Αλέξανδρος με το δάσκαλό του εικονίζονται, μαζί με άλλες μορφές, στη στοά των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε μια σύνθεση που είχε ως γενικότερο θέμα την πνευματική ιστορία της Ελλάδας και ζωγραφίστηκε το 1888 από τον Πολωνό ζωγράφο Λεμπίτσκυ με βάση το σχέδιο του Karl Rahl. Ο Αλέξανδρος, όρθιος και με στρατιωτική περιβολή, περικεφαλαία και θηκαρωμένο σπαθί, απεικονίζεται μαζί με το Θεόφραστο, το Δημήτριο το Φαληρέα και το Στράτωνα να παρακολουθούν τον Αριστοτέλη να διδάσκει ανατομία πουλιών (Μυλωνά 1992: 358-359). Ένα ακόμη παράδειγμα αυτού του θέματος αποτελεί μια ελαιογραφία σε λινάτσα μεγάλων διαστάσεων, έργο του Παύλου http://vagelismoustakas.com/el/%CE%88%CF%81%CE%B3%CE%B1 (2/11/2014). Ο ίδιος γλύπτης φιλοτέχνησε και το έργο «Μέγας Αλέξανδρος με περικεφαλαία» (1975) ένα αφαιρετικό έργο στη σύνθεσή του και σε διάφορες παραλλαγές. 580

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

480

Παντελάκι το 1954, σήμερα στη συλλογή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για πολυπρόσωπη σύνθεση με κεντρικό θέμα τον καθήμενο Αριστοτέλη να διδάσκει το νεαρό Αλέξανδρο. Η Μυλωνά επισημαίνει πως παρόμοιες απεικονίσεις υπήρχαν σε εκδόσεις και βιβλία της εποχής (Μυλωνά 1992: 364). Το μοτίβο του Αλέξανδρου ως μαθητή του Αριστοτέλη φιλοτεχνήθηκε σε μία περίπτωση και ως ανάγλυφη σύνθεση σε μάρμαρο: πρόκειται για έργο του Νικολάου Δογούλη, το 1969, που κοσμεί την αίθουσα της εισόδου στο Πολιτιστικό Κέντρο της Φλώρινας, με διαστάσεις 3 X 1,50 μ. Το έργο διακρίνεται για τη λιτότητά του, οι καθιστές μορφές του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου προβάλλονται στο κέντρο με το αδρό τους πλάσιμο και την έντονη σκιαγράφηση των όγκων. Άλλωστε, ο ίδιος ο Φλωριναίος καλλιτέχνης δήλωσε πως για τη φιλοτέχνηση του έργου του δέχτηκε επιρροές από τη ζωοφόρο του Παρθενώνα (Μυλωνα 1992: 372-373).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

481

4.6.3. Ο Μέγας Αλέξανδρος στο πεντάγραμμο Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία του Αλέξανδρου και στη σύγχρονη ελληνική μουσική: η Γοργόνα, η μάνα του και η Μακεδονία, ο Αλέξανδρος του θεάτρου σκιών αλλά και ολόκληρο το έπος του έχουν αποδοθεί από καταξιωμένους δημιουργούς στο πεντάγραμμο, αποδεικνύοντας πως ο μύθος του παραμένει ζωντανός και εξακολουθεί να εμπνέει ανθρώπους σε όλο το φάσμα της σύγχρονης δημιουργίας. Ένα αρκετά παλιό τέτοιο τραγούδι είναι το «Μέγας Αλέξανδρος: Ύμνος Μακεδόνων και Θρακών», το οποίο προβάλλει τον Αλέξανδρο ως σύμβολο ενότητας των Ελλήνων αμέσως μετά τον Εμφύλιο (1950, Καψωμάνης 2004: 198). Στη συνέχεια, στίχοι του Νίκου Καζαντζάκη μελοποιούνται και αποτελούν το δεύτερο τραγουδι στη σύγχρονη ελληνική μουσική με περιεχόμενο από την παράδοση του Αλέξανδρου. Πρόκειται για το τραγούδι «Δεν ήταν νησί» σε μουσική Μάνου Χατζηδάκι και με πρώτο ερμηνευτή το Γιώργο Ρωμανό από το δίσκο Καπετάν Μιχάλης (1966): Δεν ήταν νησί ήταν θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα, ήταν η γοργόνα η αδερφή του Μεγαλέξανδρου που θρηνούσε και φουρτούνιαζε το πέλαγο… Η Γοργόνα και ο Μεγαλέξανδρος χρησιμοποιούνται ως μοτίβο και για την έκφραση ενός έρωτα στο τραγούδι «Να ’μουν ο Μεγαλέξανδρος» του Γιώργου Νταλάρα σε μουσική Σταύρου Κουγιουμτζή και στίχους Σωτίας Τσώτου από το δίσκο «Μικρές Πολιτείες» (1974): «Να 'μουν ο Μεγαλέξαντρος και να 'σουν η γοργόνα μου στα πόδια σου ν' ακούμπαγα μικρό μου την κορώνα μου Μα είμαι φτωχός και ταπεινός ένας Αλέξανδρος σημερινός Αλέκο με φωνάζουνε και δε με λογαριάζουνε Κάστρα ψηλά να γκρέμιζα με το σπαθί στο χέρι μου

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

482

χρυσάφια να σε γέμιζα να θάμπωνες αστέρι μου.»581 Η Γοργόνα, αδερφή του Μεγαλέξανδρου, πρωταγωνιστεί και σε άλλα τραγούδια, με μικρές αναφορές και στο Μακεδόνα βασιλιά, πάντα στο μοτίβο της επιβίωσης της μνήμης του, στο μοτίβο του «ζει και βασιλεύει». Ένα τέτοιο τραγούδι είναι αυτό «της Γοργόνας» του Παντελή Θαλασσινού, σε στίχους και μουσική του Βαγγέλη Γιαννάκη από το άλμπουμ «Ο Μεγαλέξανδρος και ο καταραμένος δράκος», που αποτέλεσε τη μουσική επένδυση της ομότιτλης θεατρικής παράστασης του Δήμου Αβδελιώτη (2007). Ένα άλλο τραγούδι με πρωταγωνίστρια τη Γοργόνα είναι το παιδικό χορωδιακό «Ζει ο Μέγας Αλέξανδρος» σε στίχους Χ. Θεορακοπούλου και μουσική Γ. Θεοχαρόπουλου582. Επίσης, το ποίημα Ζει του Γιώργου Χρονά με τη Γοργόνα και το ναύτη μελοποιήθηκε από το Δημήτρη Παπαδημητρίου με τη φωνή του Γ. Φλωράκη στο δίσκο «Βίος Ελληνικός»583. Τέλος, άλμπουμ με τίτλο «Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος» (2009) έκανε και η Σαβίνα Γιαννάτου με μικρό ομότιτλο τραγούδι στα περιεχόμενά του. Το 1976 στο πλαίσιο μιας πρωτότυπης ιδέας μελοποίησης των ζωγραφιών του Θεόφιλου, σε στίχους Άκου Δασκαλόπουλου, μουσική Νότη Μαυρουδή και τραγούδι Χάρη Γαλανού, βγαίνει το τραγούδι Ο Μεγαλέξανδρος, μουσική μετουσίωση του πίνακα του Θεόφιλου από το Βόλο. Σε ρυθμό ρεμπέτικο, λεβέντικο, μονωδιακά και χορωδιακά, ο Αλέξανδρος προβάλλει σε όλο του του μεγαλείο, ως κύριος του χρόνου, ως Αλέξανδρος – Ήλιος, ως ήρωας – πολεμιστής που καβάλα στο Βουκεφάλα του φέρνει ξανά τον ελληνισμό στη Σμύρνη και στο Πέραν και ακόμα πιο πέρα: Αλέξαντρε μου, τα’ άρματα ποιος ξέρει να κρατήσει δόρυ μακεδονίτικο τον ήλιο να τρυπήσει μια μπαταριά και ξύπνησε η θάλασσα στη Γέρα δυο μπαταριές –δυο ζωγραφιές τρέμουνε στον αγέρα

Από ένα αχούρι ξεκινάμε 581

https://www.youtube.com/watch?v=GixSSFszPmk (ανάκτηση 3.1.2016).

582

https://www.youtube.com/watch?v=FcMhR1Btip0,

https://www.youtube.com/watch?v=DmL2WSxhEao (5.3.2015). Μπορεί κανείς να το ακούσει στη διεύθυνση https://www.youtube.com/watch?v=gvYYaaRUBKI (25.5.2015). 583

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

483

τον καιρό ανάποδα γυρνάμε κι είν’ ο καιρός τις τζέπες σου που ξεχειλίζει κι αυτό το φως που με πονάει και με ζαλίζει Αλέξανδρε μου, μιαν αυγή να σ’ έβλεπα στη Σμύρνη κι ο Βουκεφάλας να ριγεί σ’ αρχαίο καλντερίμι μια μπαταριά θα ξύπναγε τη θάλασσα στο Πέραν δυο μπαταριές –δυο ομορφιές στον κόσμο που μας φέραν. Η προσωποποιημένη Μακεδονία και συνάμα μάνα του Αλέξανδρου αναφέρεται στο γιο της με καημό στο τραγούδι «Η μάνα του Αλέξανδρου» (1979) του Γιώργου Νταλάρα σε στίχους Πάνου Θεοδωρίδη και μουσική Γιάνη Μαρκόπουλου: Στη Μακεδονία του παλιού καιρού γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου στο φεγγάρι ψάχνει για μάγισσες στ’ όνειρό της φέρνει τους Έλληνες. - Αχ Μακεδονία χιλιόμορφη, γιατί κλαις και λιώνεις σαν το κερί. - Έχω γιο μονάκριβο η καψερή κι έχει φύγει για την Ανατολή. Τον προσμένουν κίνδυνοι και χωσιές, λόγια ανθρώπων μαύρα και συμφορές, μοναχός τ’ αντέχει και τα περνά, τελειωμό δεν έχουν τα βάσανα. Κι αν το τραγούδι του Νταλάρα παραπέμπει κυρίως στον ιστορικό Αλέξανδρο της αρχαιότητας, είναι ο Αλέξανδρος της νεοελληνικής παράδοσης αυτός που προβάλλει έντονα στα τραγούδια που συνοδεύουν την ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Μεγαλέξανδρος» (1980, βλέπε κεφάλαιο 4.8), σε μουσική του Χριστόδουλου Χάλαρη, στίχους Γιάννη Κακουλίδη και τραγούδι του Χρύσανθου. Ένα από αυτά τα τραγούδια συνοδεύει τη σκηνή του πρώτου δείπνου στο χωριό, όπου ο δραπέτης - επαναστάτης Μεγαλέξανδρος με τους συντρόφους του και τους υπόλοιπους χωριανούς παρακάθονται στο τραπέζι. Ο Αγγελόπουλος παρουσιάζει το Μεγαλέξανδρο στη μέση

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

484

του τραπεζιού, περιστοιχιζόμενο από τους συντρόφους του, ως άλλος Χριστός να μοιράζει τον άρτο και να πίνει το κρασί σε ένα κινηματογραφικό κάδρο που παραπέμπει πράγματι στο Μυστικό Δείπνο. Παράλληλα, ακούγεται το λαϊκού χαρακτήρα τραγούδι, ύμνος και επωδή ταυτόχρονα στο Μεγαλέξανδρο –Άγιο Γεώργιο: «Άγιε ψωμί, άγιε κρασί, άγιε τ’ αγί τ’ αλόγ’ Μεγαλέξανδρέ μου αγέρα κι Άγι Γιώργη μου φονιά. Άγιε σιωπή, άγιε βοή, άγιε κι ο Μέγας Λόγος Μεγαλέξανδρέ μου Ήλιε κι Άγι Γιώργη μου φονιά. Άγιε σπαθί, άγιε κλειδί, άγιε οργή κρεμάται Μεγαλέξανδρέ μου χώμα κι Άγι Γιώργη μου φονιά.» Ο «Άγιος Μεγαλέξανδρος» υποβλητικά περιγράφεται και στους στίχους ενός ακόμη τραγουδιού από τη μουσική της ταινίας του Αγγελόπουλου: «Φάτε και πιείτε άρχοντες κι εγώ να σας διηγούμαι κι εγώ να σας διηγηθώ για τον αντρειωμένο, τον Άγιο Μεγαλέξανδρο, το μυριοξακουσμένο, που ‘χει περπάτημ’ αλαφιού κι ζαρκαδιού σβελτάδα που ‘χει στα δυο τα μάτια του τού ήλιου την λαμπάδα….»584. Έναν άλλο «παραδοσιακό» Αλέξανδρο, τον Αλέξανδρο του Θεάτρου Σκιών, χρησιμοποιεί εύστοχα και με χιουμοριστική διάθεση ο στιχουργός Αντώνης Ανδρικάκης προκειμένου να περάσει το δικό του κοινωνικό σχόλιο για τα τεκταινόμενα γύρω του, τα παιχνίδια της εξουσίας, το θεαθήναι και τη στάση του κόσμου με το τραγούδι «Το φίδι και ο Αλέξανδρος» (1985). Πρώτος ερμηνευτής υπήρξε και πάλι ο Γιώργος Νταλάρας και η μουσική είναι του Γιάννη Μαρκόπουλου: Είκοσι χρόνια στο μπερντέ κρυφά παραμονεύω και πίσω απ’ τον Αλέξανδρο το φίδι αγριεύω Αλέκο μη χαρίζεσαι καθάρισε το χτήνος θέλει δουλειά κι υπομονή μου απαντά εκείνος 584

https://www.youtube.com/watch?v=L1tjPbkzooM (ανάκτηση 3.1.2016).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

485

Κι εγώ που δεν κατάλαβα ενάμιση αιώνα πως έχω γίνει θεατής σ’ ένα φτιαχτόν αγώνα Το φίδι κι ο Αλέξανδρος τα κάνανε πλακάκια κι όλος ο θίασος σκιών βαράει παλαμάκια. Η έκδοση του δίσκου ορχηστρικής μουσικής με τίτλο «Αλέξανδρος –το παραμύθι της Ανατολής, το όνειρο της Δύσης», σε ενορχήστρωση Σταμάτη Σπανουδάκη (1994) επανέφερε τον Αλέξανδρο στις επικές του διαστάσεις. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο μουσικοσυνθέτης, «Ο Αλέξανδρος ταξίδεψε την Ελλάδα στην Ανατολή. Αυτό έδωσε αφορμή να γραφτούν τα Ευαγγέλια στην ελληνική γλώσσα. Και μόνο αυτό να είχε καταφέρει, για μένα θα ήταν αρκετό». Ο μεγάλος Έλληνορουμάνος μουσικοσυνθέτης Νικόλαος Αστρινίδης έγραψε το 1995 το έργο Τα νεανικά Χρόνια του Μέγα Αλέξανδρου, ένα ορατόριο επικής πνοής.585 Το έργο γράφτηκε ως το πρώτο μέρος μιας ανολοκλήρωτης τριλογίας, όπως ο ίδιος την είχε σχεδιάσει: ένα μπαλέτο θα απέδιδε στη συνέχεια την εκστρατεία του Αλέξανδρου ως το κάψιμο των ανακτόρων της Περσέπολης και το τρίτο μέρος, ως το θάνατο του Αλέξανδρου, θα ήταν μια όπερα.586 Ωστόσο, ήταν ένας άλλος μεγάλος Έλληνας συνθέτης, αυτός που ευτύχισε να γράψει μουσική για μια ταινία με θέμα τον Αλέξανδρο: πρόκειται για το Βαγγέλη Παπαθανασίου που έγραψε τη μουσική της ταινίας Alexander του Όλιβερ Στόουν (2004). Η μουσική του Παπαθανασίου παρακολουθεί τη ζωή του ήρωα, από τα παιδικά του χρόνια ως το θάνατό του και περιέχει και μουσικά κομμάτια με άμεση αναφορά στον πόθο, στο μεγαλείο και στη μεγαλύτερη κατάκτηση του Αλέξανδρου: την αθανασία. Το 2005 παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο το συμφωνικό έργο του Γιάννη Χατζηνάσιου με τίτλο «Ωδή στο Μέγα Αλέξανδρο», μια μουσική δημιουργία χωρισμένη σε δύο μέρη: στο πρώτο ο Γιάννης Χατζηνάσιος αυτοσχεδίασε πάνω σε εικόνες και σκηνές από το ντοκιμαντέρ του Νίκου Σοφιανού «Ζει ο Αλέξανδρος;». Στο δεύτερο μέρος, ο σολίστ Πέτρος Γαϊτάνος ερμήνευσε την «Ωδή», 18 τραγούδια –ύμνους στο Μακεδόνα βασιλιά σε ποίηση Γιώργου Παπακώστα. Το συμφωνικό αυτό έργο ξαναπαίχτηκε τον επόμενο χρόνο στη Αίγυπτο, στην περιοχή των πυραμίδων της Γκίζας με τη συμμετοχή της Την εισαγωγή του έργου μπορεί να την ακούσει κανείς στη διεύθυνση: http://www.youtube.com/watch?v=Tp5TpQKdrsM (προσπέλαση 9.3.2014). Στον ίδιο δικτυότοπο υπάρχουν κι άλλα αποσπάσματα από τη συγκεκριμένη σύνθεση του Αστρινίδη. 585

http://www.youtube.com/watch?v=wBjVRw4BomM&index=14&list=PLC2CAAC289D4969F8 (απόσπασμα συνέντευξης του Αστρινίδη, προσπέλαση 9.3.2014). 586

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

486

Συμφωνικής Ορχήστρας του Καϊρου και της Χορωδίας της Όπερας του Καϊρου στο πλαίσιο του εορτασμού των εκατόχρονων της ελληνικής κοινότητας Καϊρου 587. Επιστρέφοντας στη μουσική επένδυση της παράστασης «Ο Μεγαλέξανδρος και ο καταραμένος δράκος» δεν μπορούμε παρά να ξεχωρίσουμε το τραγούδι «του Μεγαλέξανδρου», (ερμηνεία Π. Θαλασσινού, μουσική - στίχοι Β.Γιαννάκη) με το οποίο μας αυτοσυστήνεται ο Μακεδόνας ήρωας στα πρότυπα του θεάτρου σκιών. Σε αυτό τονίζεται η ιδιότητα του ακατάβλυτου πολεμιστή, που έχει πρότυπο τον Αχιλλέα αλλά και τον Αϊ Γιώργη, του προορισμένου για τα μεγάλα, του νικητή του θανάτου588: …στου πολέμου το χρώμα οι πρώτες μου φασκιές, παιδάκι πράγμα ακόμα ντύθηκα μ’ αρματωσιές. Της μάνας μου το γάλα μοίρα μου και φυλακτό, να υφαίνω τα μεγάλα στης ζωής τον αργαλειό. Η φτέρνα του Αχιλλέα του κόσμου είν’ η πληγή, το κρίμα μου σημαία στου Αχέροντα τη γη. Του Αη Γιώργη τάμα καρφώνω στο σταυρό, τ’ όνειρο και το θαύμα προσκυνάω και περνώ. Το φόβο κυριεύω, λυτρώνω το καλό, πιότερο αντριεύω, νικάω το θάνατο.

http://www.antenna.gr/news/life/article/112785/-odi-sto-mega-alexandro-sto-irodeio, http://www.kathimerini.gr/701284/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/apo-thn-cornicheths-ale3andreias-ston-neilo-gkiza-kairo-gia-ta-100-xronia-ellhnikhs-koinothtas, https://www.youtube.com/watch?v=3Bd4iuMaEwg (25.5.2015) 587

588

https://www.youtube.com/watch?v=FcMhR1Btip0 (5.3.2015).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

487

Μια ακόμα μουσική δημιουργία επικής έμπνευσης είναι η διασκευή της ιστορίας του Αλέξανδρου σε μια εντυπωσιακή μουσικο-χορευτική παράσταση με τίτλο ALEXANDER ROCK OPERA, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη το Νοέμβρη του 2012, σε μουσική του Κώστα Αθυρίδη και σενάριο της Penny Turner (εικόνα 105). Το σενάριο που διαδραματίζεται επί σκηνής περιλαμβάνει επεισόδια από την ιστορία του Αλέξανδρου, από τη γνωριμία του Φιλίππου με την Ολυμπιάδα στη Σαμοθράκη, τη γέννηση του Αλέξανδρου, την επίσκεψή του στο μαντείο των Δελφών, τη μάχη στο Γρανικό ποταμό, την υποδοχή του στην Αίγυπτο και άλλα, μέχρι το θάνατό του στη Βαβυλώνα. Η γλώσσα είναι τα αγγλικά με στόχο και το διεθνές κοινό, ωστόσο υπάρχουν και στίχοι στα ελληνικά. Όπως σημείωσε σε συνέντευξη τύπου ο συνθέτης Κώστας Αθυρίδης, το έργο έχει σκοπό να φέρει το κοινό κοντά στο όνειρο αλλά και στην ανθρώπινη πλευρά του Αλεξανδρου, στην πολυσύνθετη προσωπικότητα του μεγάλου ήρωα589. Μέσα από το κείμενο του έργου προβάλλουν χαρακτηριστικά μοτίβα του Αλέξανδρου ως οφιογενή και θεογενή, γιου του Δία –Άμμωνα, ως Νέου Αχιλλέα και ανώτερου του Ηρακλή, ως «βασιλιά των Ελλήνων» και πρωταγωνιστή τους, ως ακαταμάχητου, ανίκητου πολεμιστή και κοσμοκράτορα, ενώ μέσα από την παράθεση στίχων, που βασίζονται στην παράδοση του Μυθιστορήματος (μεσαιωνική ελληνική διασκευή γ΄), προβάλλεται ο Αλέξανδρος και ως σύμβολο της ματαιότητας των μεγαλείων και του αναπόφευκτου του θανάτου. Ο Αλέξανδρος εμφανίζεται ακόμη ως ένας αναζητητής της αθανασίας και παράλληλα να επιλέγει μια σύντομη και ένδοξη ζωή, σαν το πρότυπό του, τον Αχιλλέα. Το έργο σε πολλά σημεία έχει υμνητικό χαρακτήρα για τον Αλέξανδρο, -κάτι αναμενόμενο για μια ροκ όπερα – διερευνά μέσα από διαλογικά μέρη αρκετά τη σχέση του Αλέξανδρου με τους συντρόφους του και ιδιαίτερα με τον Ηφαιστίωνα, εμπεριέχει αρκετά επεισόδια από την εκστρατεία που τονίζουν το μεγαλείο του, όπως το μοίρασμα της περιουσίας του στη Μακεδονία πριν φύγει ή ότι έχυσε το νερό που του προσφέρθηκε στη Γεδρωσία, αλλά παράλληλα δεν αποφεύγει και τις αναφορές στα σκοτεινά του σημεία, όπως η θανάτωση του Φιλώτα, του Κλείτου ή το κάψιμο της Περσέπολης (ίσως η ατυχέστερη στιγμή της συγκεκριμένης όπερας σεναριακά, με την επιμονή στο λογίδριο της Θαϊδος, ενώ και η έμπνευση της σεναριογράφου να βάλει στα λόγια του Κλείτου υπόνοιες για το σεξουαλικό προσανατολισμό του Αλέξανδρου είναι πέρα για πέρα άστοχη). Τέλος, με την ενσωμάτωση του μύθου της Γοργόνας η Alexander Rock Opera πετυχαίνει να συμπεριλάβει ένα σημαντικό κομμάτι της διαχρονικής αλεξάνδρειας παράδοσης. Ένα τραγούδι στον Αλέξανδρο αφιέρωσε και ο μεγάλος τραγουδιστής της ποντιακής μουσικής, ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης. Τραγουδημένο τη δεκαετία του 1990, το τραγούδι Πού είσαι Μέγα Αλέξανδρε, με την εκφραστικότητα του ποντιακού 589

http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=641814 (16.10.2014).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

488

παραδοσιακού στίχου, δεν τονίζει απλώς το μεγαλείο του Μακεδόνα, δεν τον συνδέει μόνο με το μύθο της Γοργόνας, αλλά προχωρά στην πραγματική του ιστορική διάσταση και διαχρονία, συνδέοντας τον με το Βυζάντιο, τη Ρωμανία, όπως μόνο ένας Πόντιος στιχουργός θα μπορούσε να πράξει: Πού είσαι Μέγα Αλέξανδρε για έλα ένα βράδον ψηλά ασόν ουρανόν με τ’ άλογον καβάλα σο τσιτσεκλίν τ’ αλών Έλα Αλέξανδρε άλλο μίαν πατ’ ποδάρ ση Ρωμανίαν κλαίει η μάνα σ’, κλαίει ο κύρης κι όλεν η Μακεδονία.590 Ο επικός χαρακτήρας του ήρωα δε θα μπορούσε να απουσιάζει και από ένα άλλο είδος μουσικής στην ελληνική δισκογραφία, το heavy metal. Διάφορα heavy metal ελληνικά συγκροτήματα έγραψαν τραγούδια για τον Έλληνα βασιλιά, έχοντας πιθανόν ως πρότυπο το τραγούδι “Alexander the Great” των Iron Maiden (1986). Ένα από αυτά, είναι το κυπριακό συγκρότημα Arrayan Path, με το τραγούδι “Road to Macedonia” (2004), στο οποίο παρουσιάζεται ο Αλέξανδρος ως ο δημιουργός ενός αρχαίου, ένδοξου πολιτισμού, τεκμήριο περηφάνειας για τους σύγχρονους Έλληνες, που όμως βρίσκεται τώρα στη λήθη για τους πολλούς. Οι Θεσσαλονικείς Crystal Tears στο δικό τους τραγούδι “Megas Alexandros” (2006) εμμένουν πολύ στην ελληνικότητα του Μακεδόνα βασιλιά, που είναι ο «γιος και αναπνοή» της Μακεδονίας, της περιοχής «με το ελληνικο αίμα στις φλέβες της», ως απάντηση στην εκπορευόμενη από τα Σκόπια προπαγάνδα που «βιάζει την αλήθεια». Την ίδια έμφαση στα παραπάνω μοτίβα δίνουν και οι Spitfire (“Macedonia”, 2009) αλλά και οι Marauder (“Alexander”, 2012). Παράλληλα, τα παραπάνω συγκροτήματα προβάλλουν και το ανίκητο, τη δύναμη, την ομορφιά και τη διάνοια του ήρωα –στρατηλάτη, όπως κάνουν και οι Αθηναίοι Athlos. Τέλος, είναι οι Sacred Blood που αφιερώνουν ένα ολόκληρο άλμπουμ στον Αλέξανδρο, σε συνεργασία με το Μάριο Κουτσούκο (“Alexandros”, 2012). Στα 15 τραγούδια του άλμπουμ περνάει ολόκληρη η ζωή του Αλέξανδρου σε χρονολογική σειρά, με την https://www.youtube.com/watch?v=5z-k9HF9PHc (2.3.2015).

590

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

489

έμφαση να δίνεται στις μάχες του αλλά και στη θεία βοήθεια που πήρε με την επίσκεψη στην όαση της Σίβας (τραγούδι 8, “New God Rising”), μάλιστα στο “The Apotheosis of Alexander” ο Αλέξανδρος γίνεται θεός. Στην έκδοση του άλμπουμ εμπεριέχεται πρόσθετο υλικό που γεφυρώνει ιστορικά τα τραγούδια που περιλαμβάνει. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί εντυπωσιακό στοιχείο το πώς η ελληνική heavy metal μουσική σκηνή ενσωμάτωσε και πρόβαλε τον Αλέξανδρο ως διαχρονικό ήρωα και θεμελιωτή του ελληνισμού (Djurlev 2015: 135-138). Επιπλέον, από το χώρο της σύγχρονης ελληνικής ραπ προέρχεται το τραγούδι Αλ Ισκαντάρ ΙΙ, μια σύνθεση του Σταμάτη Σπανουδάκη και του Λεωνίδα Πετρόπουλου με στίχους και ερμηνεία του Αρτέμη Φανουργιάκη. Το τραγούδι αυτό, στο χαρακτηριστικό ρυθμό της ραπ μουσικής, εξυμνεί όλες τις αρετές του ιστορικού και μυθικού Αλέξανδρου: «Ειν΄ ιστορία και όμως υπερβαίνει τα όρια του μύθου / ο τράγος των Αιγών,του Δανιήλ του προφήτου /…αυτός που διέβη δια πυρός και σιδήρου / για την πραγματοποίηση του πανελλήνιου ονείρου /…έθεσε βάσεις για τη διάδοση του Ευαγγελίου / οι χώρες που δεν τον είδαν, δεν είδαν το φως του ήλιου / ….αυτός επίσης ώθησε την ελληνική μας γλώσσα / από την Εσχάτην Αλεξάνδρειαν ως τη νήσο Σοκότρα / κι από το Γιβραλτάρ ως τις πεδιάδες του Παντζάμπ / γι’αυτό ως φόρο τιμής του αφιερώνω αυτό το ραπ…»591. Ένα άλλο ραπ τραγούδι για τον Αλέξανδρο αποτελεί μια δημιουργία του συγκροτήματος Αμφίστομος Φάλαγξ (Atlas / Talos) με τίτλο Ω Αλέξανδρε. Εδώ, πέρα από ορισμένα στοιχεία παραφιλολογίας, περιλαμβάνεται μεγάλο παράθεμα από το έβδομο βιβλίο του Αρριανού (κεφάλαιο 28), στο οποίο ο ιστορικός δίνει τη σύνοψη των αρετών του Αλέξανδρου, με αφορμή το θάνατό του στη Βαβυλώνα. Επιπλέον, στο τραγούδι δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις διανοητικές ικανότητες του Έλληνα βασιλιά και τονίζεται το μοτίβο της αποθέωσής του592. Στο τραγούδι Αλεξάνδρου Έλευσις της Εύας Τσάχρα, σε στίχους Γιώργου Τσάχρα και σύνθεση Ηρακλή Δημήτρογλου, η έμφαση δίνεται στο μεγαλείο, στα πρότυπα του Μακεδόνα βασιλιά αλλά και στα χαρακτηριστικά του, όπως περιγράφονται από αρχαίους συγγραφείς: Στου ονείρου την Ανατολή στης ερήμου την άγονη γη έφυγες μικρό παιδί https://www.youtube.com/watch?v=2AYSMHXUllU (4.3.2015)

591 592

https://www.youtube.com/watch?v=aSi1YVjLe4Q (4.3.2015)

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

490

με τα μάτια σου στον ουρανό ένας πρίγκιπας και ένα θεριό ……………………….. Του Ηρακλή είχες την αρετή του Αχιλλέα ατσάλινη ορμή αχ Αλέξανδρε στων βαρβάρων χάθηκες τη γη. Παράλληλα, ανακαλείται και πάλι ο αρχαίος βασιλιάς, προκειμένου να δώσει λύση στα προβλήματα των σύγχρονων Ελλήνων: Κλαίει ο έρωτας, βάζει φτερά και δυο φίδια χρυσά στα μαλλιά αχ Αλέξανδρε η Ελλάδα πάλι σε ζητά. Και περάσανε οι μέρες της γης και οι νύχτες, το φως της αυγής, γίναμε, μείναμε φτωχοί. Μα η μοίρα του κόσμου γυρνά στη μορφή σου χρυσέ βασιλιά χάρισέ μας τη νίκη ξανά! 593 Το εμβατηριακό Αλέξανδρε ξύπνα του συγκροτήματος «Έρως Ελλάς» προβάλλει τον Αλέξανδρο ως υπερασπιστή της ελληνικότητας της Μακεδονίας, κάνοντας μνεία στο ζήτημα της κλοπής του ονόματος από τα Σκόπια. Επιπλέον, το τραγούδι του Νίκου Γεώργα σε στίχους Δημητρη και Κατερίνας Μουστάκα (από το άλμπουμ «Ελλάδα μου πατρίδα μου», 2013, μουσική Πάνου Λαντούρη) προβάλλει ακόμη περισσότερο τον Αλέξανδρο ως στοιχείο μνήμης και ταυτότητας του ελληνισμού594. Μια άλλη μουσικός, η Ελεάτη (Παρθένα Θανοπούλου) παρουσίασε το Νοέμβρη του 2013 ένα λαϊκό ορατόριο με τίτλο Η Ελλάς του Μεγαλέξανδρου στις Πύλες με την ορχήστρα “Concerto conservatorio” σε ενορχόστρωση του Κωστή Παπάζογλου (σοπράνο Ανίλα Τέλη, βαρύτονος Αρίσταρχος Κατσάρκας). Ο λόγος είναι προφητικός, ο Αλέξανδρος συνδιαλέγεται με την προσωποποιημένη Ελλάδα, τον Ιεροφάντη και το 593

https://www.youtube.com/watch?v=ASgBb94wi9A (4.3.2015).

594

https://www.youtube.com/watch?v=VM6FkTSSp5w (ανάκτηση: 29.2.2016).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

491

Χορό και οραματίζονται από κοινού την αναγέννηση της χώρας με ζωοποιό δύναμη τις διαχρονικές αξίες του ελληνισμού: Χορός: (απευθυνόμενος στον Αλέξανδρο) «Τα βήματά σου ηρωικά κι ο όρκος σου Ιερή Φωτιά Μεγάλε Οραματιστή Υπέροχε Ονειροπόλε να ενώσεις τους λαούς να δωρίσεις Ελλήνων ματιά να ανοίξεις ορίζοντες σε βάρβαρους καιρούς Φωτεινέ γιε του Αριστοτέλη». Τέλος, στο πλαίσιο του Διεθνούς Συνεδρίου για το Μέγα Αλέξανδρο, που διοργάνωσε με επιτυχία στις 4-5 Ιουνίου 2016 ο Σύνδεσμος «Αλέξανδρος Φιλίππου Έλλην Μακεδών», παρουσιάστηκε το μουσικό έργο του Χάρη Χαλκίτη «Ύμνος στον Μέγα Αλέξανδρο», που δείχνει τον Αλέξανδρο σε μια ανάπαυλα της εκστρατείας του στην ανατολή. Οι στίχοι του ύμνου, του Θάνου Σοφού, προβάλλουν ιδιαίτερα το μοτίβο του αποθεωμένου Αλέξανδρου –κοσμοκράτορα και αποστόλου του ελληνικού πολιτισμού. Στο πλαίσιο του ίδιου συνεδρίου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και η όπερα του Σαράντη Κασσάρα «Φίλιππος –Αλέξανδρος» σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Πάντσιου και με την ορχήστρα του Συλλόγου Μουσικών Β. Ελλάδος (πρώτη παρουσίαση στο Λουξεμβούγο το Δεκέμβρη του 2015). Η όπερα ξεκινά με τις προσπάθειες του Φιλίππου να ενώσει όλους τους Έλληνες κατά των Περσών, ακολουθεί η μάχη της Χαιρώνειας και η διάκριση σε αυτήν του νεαρού Αλέξανδρου, η ανακήρυξη του Φιλίππου ως ηγέτη της πανελλήνιας συμμαχίας, η δολοφονία του και τέλος η γιορτή της αναχώρησης του Αλέξανδρου για την εκστρατεία κατά των Περσών στο Δίον της Μακεδονίας. Στο έργο ο Φίλιππος προβάλλεται ως ο ηγέτης που θέλει να ενώσει τους Έλληνες προκειμένου να εκστρατεύσουν όλοι μαζί κατά των Περσών, ένα σχέδιο που υιοθετεί και ο Αλέξανδρος. Εκτός από το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο εμφανίζονται πολλά γνωστά πρόσωπα της ιστορίας σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, όπως η Ολυμπιάδα, ο Δημοσθένης, ο Διογένης, ο μάντης Αρίσταρχος. Τέλος, έμφαση δίνεται στο μοτίβο της δόξας και της αθανασίας του Αλέξανδρου, ο οποίος και προβάλλεται ως πανέλληνας ηγέτης.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

492

4.7. Ο Μέγας Αλέξανδρος στα ελληνικά ΜΜΕ Η μικρή σταχυολόγηση που ακολουθεί από άρθρα ορισμένων εφημερίδων595 των αρχών του 20ου αιώνα αλλά και των πρόσφατων χρόνων, με κεντρική ή όχι αναφορά στον Αλέξανδρο, δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτική μόνο της πολύπλευρης και επαναλαμβανόμενης παρουσίας του στον τύπο. Μια ενδελεχής μελέτη σε αρχεία μεγάλων εφημερίδων της Αθήνας ή και της Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να φωτίσει σφαιρικά το ζήτημα, όσο γίνεται βέβαια, διότι υπάρχουν και τα αρχεία εφημερίδων άλλων μεγάλων και μικρών πόλεων (βλέπε και άλλες αναφορές κυρίως στο κεφάλαιο 4.4.) Η ιστορική εφημερίδα «Σκριπ» των Αθηνών, σε πρωτοσέλιδο άρθρο της για το μετάξι στις 4 Απριλίου 1905, «θυμίζει» στους αναγνώστες της ότι ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος αυτός που έδωσε την ευκαιρία στους Έλληνες να γνωρίσουν το μυστικό της μετάξης. Η αναφορά αυτή, όσο κι αν ιστορικά δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με συγκεκριμένα στοιχεία, αντικατοπτρίζει την τάση εγγραφής του Αλέξανδρου στη συλλογική ιστορική συνείδηση των Ελλήνων. Μια από τις πρωιμότερες αναφορές αξιοποίησης της μορφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου για την εφαρμογή συγκεκριμένης εσωτερικής πολιτικής και μάλιστα σε σχέση με μια αλλογενή κοινότητα προέρχεται από την εφημερίδα «Μακεδονία»: στο πρωτοσέλιδο της Τρίτης, 23 Σεπτεμβρίου 1913, ο τότε τοποθετηθείς από το ελληνικό κράτος διευθυντής των θρησκευτικών, εκπαιδευτικών και εξωτερικών υποθέσεων της Μακεδονίας, Γ. Τσορμπάτζογλου, σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα, έσπευσε να καθησυχάσει ορισμένα μέλη της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, αναφορικά με το αν θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν τις θρησκευτικές ελευθερίες τους υπό τη νέα, ελληνική διοίκηση. Πέρα από την αναφορά του στην έμφυτη φιλελεύθερη στάση των Ελλήνων ως προς τα ζητήματα της θρησκείας, κάνει και μια εντυπωσιακή αναφορά στον Αλέξανδρο, τονίζοντας πως ήταν ο Μακεδόνας βασιλιάς αυτός που απέδωσε μεγαλοπρεπείς τιμές στο μεγάλο Ραββίνο της Ιερουσαλήμ, όταν τον συνάντησε έξω από την πόλη, και πως όλοι οι Ισραηλίτες –υπήκοοι του παλιού ελληνικού βασιλείου - χωρίς καμία εξαίρεση, παραδέχονται ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι «αληθινοί απόγονοι του Κολοσσού

Για τις παλαιότερες εφημερίδες, αξιοποιήθηκε ο ιστότοπος της Εθνικής Βιβλιοθήκης με τα ψηφιοποιημένα αρχεία που διαθέτει. Για τις σύγχρονες εφημερίδες, αξιοποιήθηκαν τα σώματα κειμένων των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Τα Νέα» από την Πύλη της Ελληνικής Γλώσσας, καθώς και οι δυνατότητες αναζήτησης στα διαδικτυακά αρχεία των εφημερίδων «Το Βήμα» και «Η Καθημερινή». Αναφορές από τις παλιές εφημερίδες συμπεριέλαβα και στο κεφάλαιο 4.4. και από τις νεότερες στο 4.6.5. 595

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

493

αυτού», δηλαδή του Αλέξανδρου596. Λίγα χρόνια αργότερα, σε πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας «Μακεδονία», στις 23 Ιανουαρίου 1921, ο ανώνυμος συντάκτης ξεκινά με αναφορά στον Αλέξανδρο τη μακροσκελέστατη ανάλυσή του για τους λόγους που επιβάλλουν τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους, από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη. Περνώντας σε πρόσφατες καταγραφές, για τον Αντώνη Σανουδάκη το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αυτό του «πλανητάρχη Μπους» και της –τότε –επικείμενης επίθεσης των Η.Π.Α. στο Ιράκ., κάτι που αποτελεί «φτηνή προπαγάνδα και διαστρέβλωση της ιστορίας». Ο Σανουδάκης τεκμηριώνει τη θέση του, το ότι δηλαδή ο Αλέξανδρος υπερείχε ηθικά, στη βάση της επιδίωξής του για συνύπαρξη και ειρηνική αλληλεπίδραση των λαών και ισοπολιτεία Ελλήνων –Περσών, με αναφορές στον Αρριανό και σε ένα σύγχρονο μελετητή του Αλέξανδρου, το Χριστόφορο Σοφιανό597. Γενικότερα, είναι χαρακτηριστικό πως στην ελληνική αρθρογραφία ο Αλέξανδρος εμφανίζεται συχνότερα, όταν με αφορμή κάποιο γεγονός ή σχόλιο της επικαιρότητας πυροδοτείται μια σειρά άρθρων γι’ αυτόν. Έτσι, το 2004, με αφορμή την προβολή της ταινίας “Alexander” του Όλιβερ Στόουν, είδαν το φως της δημοσιότητας μια σειρά από άρθρα και συνεντεύξεις σχετικά με τον Αλέξανδρο και πιο συγκεκριμένα την οπτική του Έλληνα βασιλιά μέσα από τη ματιά του σκηνοθέτη598. Αντίστοιχα, το σχόλιο του Νίμιτς για τον «σφαγέα Αλέξανδρο» το 2007 προκάλεσε όχι μόνο την επίσημη αντίδραση της τότε Υπουργού Εξωτερικών Ντόρας Μπακογιάννη, αλλά και μια σειρά από απαντητικά άρθρα στον ελληνικό τύπο, που καταδίκαζαν τις δηλώσεις αυτές του διαμεσολαβητή του Ο.Η.Ε. για την επίλυση του προβλήματος με τα Σκόπια.599 Η αναφορά αυτή προέρχεται από την αρχαία εβραϊκή παράδοση και ενσωματώθηκε και στις παραλλαγές ε΄ και γ΄ του Μυθιστορήματος (βλέπε κεφάλαια 3.1 και 5.2). 596

http://www.greeklanguage.gr/greekLang/modern_greek/tools/corpora/nea/content.html?t=2,3754&h=1714&l=98859#pi npoint (προσπέλαση 8.10.2015). 597

Βλέπε ενδεικτικά άρθρο του Ι. Ζουμπουλάκη στην εφημερίδα «Το Βήμα» (2.1.2005): http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=163455&wordsinarticle=%ce%9c%ce%ad%ce%b3%c e%b1%cf%82%3b%ce%91%ce%bb%ce%ad%ce%be%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%bf%cf%82 598

βλέπε και τη συνέντευξη του ιστορικού και σύμβουλου της ταινίας Ρόμπερτ Λέιν Φοξ: http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=150202&wordsinarticle=%ce%9c%ce%ad%ce%b3%ce%b1%c f%82%3b%ce%91%ce%bb%ce%ad%ce%be%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%bf%cf%82 (προσπέλαση 8.5.2015). http://www.kathimerini.gr/300726/article/epikairothta/politikh/sfageas-o-megas-ale3androskata-ton-k-nimits (ρεπορτάζ 9.10.2007). Εξαίρεση στον κανόνα των απαντητικών άρθρων αποτέλεσε το αντίστοιχο του Σταύρου Τζήμα (12.10.2007), το οποίο, ισοπεδωτικά καυστικό και με αρκετές δόσεις 599

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

494

Το επόμενο μεγάλο ραντεβού του Αλέξανδρου με την ελληνική αρθογραφία και τα ΜΜΕ ήταν το 2009, όταν σε πανελλήνια ψηφοφορία που διενεργήθηκε για λογαριασμό του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ και άγγιξε τις 700.000 ψήφους, ο βασιλιάς της Μακεδονίας ψηφίστηκε ως ο μεγαλύτερος Έλληνας όλων των εποχών. Ο τελικός της ψηφοφορίας διεξήχθη σε ζωντανή μετάδοση στις 18 Μαΐου, με τη συμμετοχή ανθρώπων του πνεύματος και της επιστήμης σε μια ιδιότυπη τηλεοπτική λογομαχία, στην οποία ο καθένας με επιχειρήματα και τεκμήρια προσπάθησε να αναδείξει το δικό του Έλληνα ως κορυφαία επιλογή.600 Είχε προηγηθεί το σχετικό με τον Αλέξανδρο ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή με γυρίσματα καί στην Αλεξάνδρεια. Με αφορμή τη νέα πρωτιά που έδωσαν οι Έλληνες στον αρχαίο βασιλιά, ο αρθρογράφος Νίκος Κωνσταντάρας, σε δημοσίευμά του στις 24.5.2009, κάνει λόγο για αναμενόμενη νίκη, καθότι ο Αλέξανδρος, διαδίδοντας την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό, άλλαξε τον κόσμο, κάνοντάς τον πιο οικείο για τους Έλληνες, στοιχείο που για τους σύγχρονους Έλληνες, κατοίκους μιας μικρής χώρας σε έναν αβέβαιο κόσμο, έχει τη σημασία του. Ο αρθρογράφος στη συνέχεια αναφέρεται στο πώς θα αντιμετώπιζαν οι Έλληνες τον Αλέξανδρο, αν εμφανιζόταν σήμερα ως ηγέτης, παρατηρώντας ότι δεν θα ήταν καθόλου εύκολο γι’ αυτούς να τον ακολουθήσουν, αλλά και καθόλου εύκολο γι’ αυτόν να επιδείξει το μεγαλείο του, κάνοντας αντίστοιχες πράξεις σε μια χώρα και μια πολιτική πραγματικότητα που επιβάλλει τη μετριότητα, την ατολμία, τη διαφθορά και το συμβιβασμό. Εύστοχα ο Κωνσταντάρας παρατηρεί, συμπληρώνοντας τη σκέψη του, πως δεν πρέπει να κρίνουν οι Έλληνες τον Αλέξανδρο με σημερινά, άκαιρα κριτήρια και πως καλύτερα να συγκρίνουν τους εαυτούς τους μαζί του για να κριθούν. Τέλος, καταλήγει, μάλλον πικρόχολα, πως μπορεί οι Έλληνες να αναπολούν έναν ηγέτη που τους δόξασε τότε σε όλον τον κόσμο,

αφέλειας ως προς τα πολιτικά κίνητρα δηλώσεων τύπου Νίμιτς, κάνει λόγο για μια ιστορία που δε συγκινεί κανέναν άλλο σε αυτόν τον πλανήτη πλην των Ελλήνων και των γειτόνων τους, παραγνωρίζοντας ακριβώς τη σημασία που έχει το θέμα «Αλέξανδρος» όχι μόνο για το μέσο Έλληνα αλλά και για τη διεθνή κοινή γνώμη και επιστημονική κοινότητα, υποβαθμίζοντας τη - γιγαντωμένη πλέον στις μέρες μας - σκοπιανή προπαγάνδα και εξομοιώνοντάς την με απαντητικές ενέργειες από την πλευρά Ελλήνων, που, ανεξάρτητα από το αν μπορεί κάποιος να τις χαρακτηρίσει υπερβολικές ή «γραφικές», δεν παύουν να πατούν πάνω στο περί δικαίου αίσθημα για την υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας ενός διαχρονικού συμβόλου του ελληνισμού (http://www.kathimerini.gr/706805/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/mia-nea-maxhgia-to-parel8on). http://www.kathimerini.gr/358574/article/politismos/arxeio-politismoy/m-ale3andros-o-piomegalos-ellhnas (προσπέλαση 10.5.2015). 600

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

495

αλλά «αν συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με τον Αλέξανδρο μπορεί δίκαια να τον θεωρούμε ως το μεγαλύτερο Έλληνα όλων των εποχών –εκτός από τη δική μας».601 Το 2014, με αφορμή την ανακάλυψη του μακεδονικού τάφου -ηρώου στο μεγάλο ταφικό περίβολο του λόφου Καστά της Αμφίπολης, νέα άρθρα γράφτηκαν για το Μακεδόνα στρατηλάτη, έχοντας και ως αφόρμηση τη νέα «αλεξανδρολατρία» των Ελλήνων που εκδηλώθηκε. Πράγματι, αποδείχθηκε, για άλλη μια φορά, ο διαχρονικός πόθος του Έλληνα για το μεγαλύτερο ήρωά του: τον «τάφο του Αλέξανδρου» θα ήθελε ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων να είχε ανακαλυφθεί μέσα στον τεράστιο ταφικό περίβολο602. Ο Γ. Γιατρομανωλάκης σε δημοσίευμά του τόνιζε πως και να μην είναι ο Αλέξανδρος ο ένοικος του τάφου δεν πειράζει, καθότι ο Αλέξανδρος ζει και βασιλεύει εντός μας και μαζί του ζει και ολόκληρη η αρχαιότητα.603 Στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» δημοσιεύτηκε άρθρο (30.8.2014) σχετικό με τον τάφο του Αλέξανδρου στην Αλεξάνδρεια και το συσχετισμό του στρατηλάτη με τις προφητείες του Δανιήλ αλλά και με το τέμενος του προφήτη Δανιήλ στην ίδια πόλη. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος πάλι, σημείωσε εύστοχα και καυστικά πως για πολλούς Έλληνες τότε η προσμονή της ανακάλυψης της ταφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου λειτουργούσε σαν παραισθησιογόνο και πως πολλοί συμπεριφέρονταν σαν να επρόκειτο ο Αλέξανδρος…να αναστηθεί. Και συμπλήρωσε: «Φοβούμαι ότι δεν είναι πλέον εις θέσιν να επιδαψιλεύσει τους απογόνους των αρχαίων Μακεδόνων, σύγχρονους Ελληνες, με τις διοικητικές του ικανότητες, ούτε να οδηγήσει τα στρατεύματά μας ώς την Ασία. Φοβούμαι ότι ακόμη και αν αποδειχθεί πως ο νεκρός είναι ο Μέγας Αλέξανδρος, εμείς θα πρέπει να αρκεστούμε στην υπάρχουσα πολιτική ηγεσία για τη συνέχεια της ανοδικής πορείας της χώρας μας604. Με αφορμή τη νέα «αλεξανδρομανία» των Ελλήνων θα παρατηρήσει ο δημοσιογράφος Νίκος Κωνσταντάρας: «… η αλήθεια είναι ότι ο Αλέξανδρος ζει μέσα μας. Μας συναρπάζει η σκέψη ότι ένας Ελληνας έκανε όσα έκανε αυτός, ότι ήταν ο καλύτερος, ο εξυπνότερος, ο ισχυρότερος, ο πιο http://www.kathimerini.gr/714664/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/pws-8akyvernoyse-o-megale3andros (10.5.2015) 601

602

Βλέπε ενδεικτικά το ρεπορτάζ της ιστοσελίδας newsbomb.gr

http://www.newsbomb.gr/politismos/story/497728/katoikoi-gia-amfipoli-tha-thelame-tonmega-alexandro-na-vrethei-ston-tafo#ixzz3E4TfsCDI (22.9.2014). 603

Εφημερίδα «Το Βήμα on line», δημοσίευση 24.8.2014.

604

Άρθρο στην εφημερίδα «Καθημερινή», 19.11.2014,

http://www.kathimerini.gr/792593/opinion/epikairothta/politikh/o-pe8amenos-kai-hanastash (11.5.2015).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

496

γενναίος και πιο επιτυχημένος στρατηγός στην ιστορία. Είναι, με άλλα λόγια, αυτός που θα θέλαμε να είμαστε ή αυτός που θα θέλαμε να βρεθεί πάλι για να μας καθοδηγεί προς λαμπρές νίκες, να μας προστατεύει από το κακό και να κάνει δοξαστό το όνομά μας σε όλη τη Γη. Αυτή η ανάγκη για τον σωτήρα αδιαφορεί για την πραγματικότητα, όσον αφορά τον Αλέξανδρο και την εποχή του. Αδιαφορεί και για όσα πετυχαίνουν τόσοι στη δική μας εποχή (ο καθένας στον χώρο του), επειδή κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Αλέξανδρο»605. Αντίστοιχα, με αφορμή το ενδιαφέρον του κοινού για τον Αλέξανδρο, η εφημερίδα «Το Βήμα» έκανε ως ένθετο ένα ολόκληρο αφιέρωμα σε αυτόν και στη μνήμη του. Σε αυτό, ο αρθρογράφος Βιστωνίτης Αναστάσης, αφού πρώτα καταδικάζει τους «αποδομιστές…που συγκρίνουν τον Αλέξανδρο με το Χιτλερ, τον Αττίλα…και κρίνουν το παρελθόν με τα δεδομένα του παρόντος» και προχωρά σε αντιπαραβολή του Αλέξανδρου με το Φίλιππο, αναφέρεται μετά στην πρόσληψή του από τους Ρωμαίους και περισσότερο αναλυτικά στον παγκόσμιο μύθο του Αλέξανδρου. Εξίσου αναλυτικά αναφέρεται στο έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ακολουθώντας, θα έλεγε κανείς, μια διαχρονική θεώρηση όλων όσων επισήμαναν την τεράστια σημασία του: οικονομία και νομισματική πολιτική, διοίκηση, ίδρυση πόλεων, όσμωση πολιτισμών. Επιμένει ιδιαίτερα στην οικουμενική διάσταση του έργου του, δίνοντας ενδιαφέρουσες διαστάσεις, όπως ο παραλληλισμός των αρχών της αυτοκρατορίας του με τις αρχές των Η.Π.Α. αλλά και αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένας ακόμη ενδιαφέρων παραλληλισμός είναι αυτός του περίπλου της Ινδίας από το Νέαρχο κατά διαταγή του Αλέξανδρου με τα ταξίδια των μεγάλων Ευρωπαίων θαλασσοπόρων του 15ου και 16ου αιώνα. Τονίζει, τέλος, πως αν δεν επιτελούσε το έργο αυτό ο Αλέξανδρος, σύμφωνα με τον Μπέρτραντ Ράσελ θα κινδύνευε να χαθεί ο ελληνικός πολιτισμός, ενώ διατυπώνει ερωτήματα και για το κατά πόσο θα επιβίωνε ή θα εξελισσόταν η ελληνική γλώσσα και για το κατά πόσο θα επιβίωνε ο ελληνικός λαός (Βιστωνίτης 2014). Με αφορμή την ανασκαφή στον τύμβο Καστά, ο Καβαλιώτης δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Χρονόμετρο» Θοδωρής Σπανέλης, σε άρθρο του με τίτλο «Αμφίπολη: ο Μέγας Αλέξανδρος είναι εδώ… και μας περιμένει» (24.11.2014) επισημαίνει το συσχετισμό του Αλέξανδρου με την Αμφίπολη και με αφορμή τα αναμενόμενα αποτελέσματα των ανασκαφών κάνει λόγο για μια ώθηση και δυναμική για την Ελλάδα που δεν πρέπει να χαθεί, για μια συμπόρευση όλων των πολιτικών και παραγωγικών δυνάμεων του τόπου με στόχο την έξοδο από την κρίση, καταλήγοντας πως «Ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ήδη εδώ, εμάς περιμένει για μια νέα εκστρατεία εξόδου από

605

Η Λισσός, επιφυλλίδα, εφημερίδα «Καθημερινή», 25.8.2014

http://www.kathimerini.gr/780934/opinion/epikairothta/politikh/h-lissos-o-aygoystos-kai-oale3andros

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

497

το μνημόνιο. Ευχόμαστε όλοι να μην υπάρχουν απουσίες από τη μάχη, να μην επαναληφθεί το: Όλοι οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»606. Ο ίδιος δημοσιογράφος αναφέρεται στον Αλέξανδρο και με αφορμή μια πιο πρόσφατη κρίση, την προσφυγική από τη Συρία και άλλες μουσουλμανικές χώρες της ανατολής, τονίζοντας ότι αυτή αποτελεί αποτέλεσμα της σύγκρουσης της Δύσης με το Ισλάμ και θέτοντας το ερώτημα: «Εμείς απέναντι σε αυτόν τον πόλεμο με ποιους θα ταχθούμε; Με ποια όπλα θα πάμε; Θα πάμε με τον νεο-οθωμανισμό και τον Μοχάμεντ Άλι ή με τον Απόστολο Παύλο και τον Μέγα Αλέξανδρο;»607 Μοτίβα από την εκστρατεία του Αλέξανδρου, όπως ο Γόρδιος Δεσμός, επανέρχονται ξανά και ξανά στον τύπο για να περιγραφούν σύγχρονες καταστάσεις, ακόμη και αυτή του … ελληνικού χρέους. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις είναι ο ίδιος ο Αλέξανδρος αλλά και η Ολυμπιάδα που χρησιμοποιούνται, προκειμένου να περιγραφούν και να σχολιαστούν καυστικά οι σύγχρονες σχέσεις ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα από το Φώτη Καραγιαννόπουλο σε άρθρο με τίτλο «Η μάνα του Αλέξανδρου».608 Στην ελληνική τηλεόραση προβλήθηκαν αρκετές εκπομπές για τον Αλέξανδρο καθώς και ντοκιμαντέρ. Το 1978, στο πλαίσιο της σειράς «Η ΕΡΤ στη Βόρεια Ελλάδα», προβλήθηκε από το κρατικό κανάλι σε σκηνοθεσία του Βασίλη Κεσίσογλου ντοκιμαντέρ για τη σχολή του Αριστοτέλη στη Μίεζα, το οποίο ουσιαστικά κατέγραψε αρκετούς τοπικούς θρύλους και παραδόσεις για τον Αλέξανδρο (βλέπε και κεφάλαιο 4.5). Στο ντοκιμαντέρ υπήρχε κατά διαστήματα και αφήγηση διαφόρων επεισοδίων από το Μυθιστόρημα609. Ήδη αναφέρθηκε το ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή. Ακόμα, ο σκηνοθέτης Νίκος Αναγνωστόπουλος, μεταξύ των ετών 19911993, γύρισε το ντοκιμαντέρ «Στα πρόσωπα της Ανατολής κοιμάται ο χρόνος», στα εδάφη της σύγχρονης Τουρκμενίας, εκεί που πήγε ο Αλέξανδρος610. Ένας άλλος Έλληνας σκηνοθέτης, ο Δημήτρης Μανωλεσάκης, αποκάλυψε στο ελληνικό κοινό τους 606

http://www.xronometro.com/amfipolis-alexandros/

607

Άρθρο με τίτλο Ποια είναι η άμυνά μας; http://www.xronometro.com/gnomi-18-11-2015/

http://www.kathimerini.gr/358883/article/politismos/arxeio-politismoy/apo-thn-arxaiothta (10.5.2015). 608

609

(26.5.2015).

http://www.hprt-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=69322&autostart=0

Βλέπε τον εξαιρετικό τόμο του «Επτά Ημέρες –Καθημερινή» που συμπεριλαμβάνει τις επιμέρους ενότητες Αρμενία, Τουρκμενία, Βακτριανή, Ινδία. Ο τόμος αυτός είναι προσβάσιμος σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση: 610

http://news.kathimerini.gr/archive-editions/article/7days/1994/1994.html 5.1.2014).

(προσπέλαση

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

498

Ισκανταρί Παμίρσκι, τους απογόνους του Αλέξανδρου, όπως οι ίδιοι διατείνονται, στα υψίπεδα του Παμίρ (βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 5.11). Ο ίδιος σκηνοθέτης ανακάλυψε και τη φυλή των Χαντάντα –ουά στο αφρικανικό Σουδάν, χίλια διακόσια χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα Χαρτούμ. Τα μέλη της φυλής αυτής επίσης ισχυρίζονται ότι κατάγονται από στρατιώτες του Αλέξανδρου, έχουν μύθους και θρύλους γι’αυτόν στο μοτίβο του «επινοητή τεχνασμάτων» - και τον λατρεύουν ως Αμπού Καρνέιν, « μεγάλο κερασφόρο». Αυτά τα στοιχεία, μαζί με άλλα εξίσου ενδιαφέροντα για τη διασπορά του μύθου του Αλέξανδρου (σχετικά με τους Καλάς, τους Ισκαντερί του Παμίρ κ.α.), προβλήθηκαν μέσα από την εκπομπή του Κώστα Χαρδαβέλα «Πύλες του Ανεξήγητου» (του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού Alter), η οποία και ήταν αφιερωμένη στον Αλέξανδρο611. Το 2003 στη σειρά ντοκιμαντέρ «Σαν παραμύθι» του σκηνοθέτη Νίκου Παπαθανασίου (κείμενα Κάλλια Καστανού, ρεπορτάζ Γ. Αποστολίδης), προβλήθηκε στην κρατική τηλεόραση το επεισόδιο «Καλάς», με αφηγητή τον εκπαιδευτικό Θανάση Λερούνη, σχετικά ακριβώς με τη φυλή των περίφημων Καλάς, που διατείνονται ότι είναι απόγονοι του Αλέξανδρου στη μακρινά Ιμαλάϊα612 (βλέπε και κεφάλαιο 5.11). Στην ίδια σειρά ντοκιμαντέρ το 2006 προβλήθηκε το επεισόδιο «Στην πόλη του ζωντανού θεού» με αφηγητή τον αρχαιολόγο –ιστορικό ερευνητή Χάρη Τζάλα613. Στο ντοκιμαντέρ αυτό, ο Τζάλας δίνει εντυπωσιακές πληροφορίες για το ιστορικό της ταφής του Αλέξανδρου, καθώς και για το περίφημο «Σώμα», τον τόπο ταφής του στην Αλεξάνδρεια614. Παράλληλα, δίνονται στοιχεία για την πρόσληψη του Αλέξανδρου από τους Άραβες, τους Ρωμαίους αυτοκράτορες και κυρίως τους σύγχρονους Αλεξανδρινούς. Τέλος, ο σκηνοθέτης Νίκος Σοφιανός αφιέρωσε επτά χρόνια για να ακολουθήσει όλη την πορεία του Έλληνα στρατηλάτη, από την Πέλλα ως τον Ινδό και τη Βαβυλώνα, και να γυρίσει το ντοκιμαντέρ «Ζει ο Αλέξανδρος;», στο οποίο επιχειρεί να καταγράψει όλες τις έμψυχες και άψυχες μαρτυρίες για το πέρασμα του Αλέξανδρου από τις διάφορες χώρες και περιοχές. Μια πλειάδα Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων, ιστορικών και φιλολόγων, εργάστηκαν για την πραγματοποίηση του ντοκιμαντέρ, με βασικούς ιστορικούς συμβούλους τους Ρένο, Ήρκο και Στάντη https://www.youtube.com/watch?v=RJEWKlbACBs (20.5.2015) Μια άλλη εκπομπή του ίδιου ραδιοτηλεοπτικού σταθμού έδωσε έμφαση στο «μυστήριο» που περιβάλλει το θάνατο του Αλέξανδρου, καθώς και στα σχετικά με τον τόπο ταφής του. 611

http://www.ert-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=68695&autostart=0 (ανάκτηση 1.9.2015). 612

http://www.ert-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=56360&autostart=0 (ανάκτηση 1.9.2015). 613

Οπωσδήποτε τα αρχαιολογικά –ερευνητικά δεδομένα που υπάρχουν στο σημερινό Τέμενος του Δανιήλ στην Αλεξάνδρεια –πρωτοβυζαντινές και ρωμαϊκές κατασκευές κάτω από την κρύπτη δημιουργούν την αναγκαιότητα περαιτέρω διερεύνησης, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Τζάλας. 614

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

499

Αποστολίδη.615 Το ντοκιμαντέρ, ως οδοιπορικό στα χνάρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πέρα από τις ιστορικές αναφορές, καταγράφει με το φακό της κάμερας και τη σύγχρονη εικόνα των περιοχών από τις οποίες αυτός πέρασε, όπου, όπως δηλώνει στο ντοκιμαντέρ ο Υπουργός Πολιτισμού του Ιράκ σε συνέντευξή του στο σκηνοθέτη, ο Αλέξανδρος ήρθε ως απελευθερωτής και όχι ως κατακτητής. Ωστόσο, η σύγχρονη παρουσία του Αλέξανδρου δεν περιορίστηκε μόνο στον τύπο, την τηλεόραση και στα ντοκιμαντέρ. Τα τελευταία χρόνια, κατέκτησε και το διαδίκτυο, με εντυπωσιακές πολυμεσικές παρουσιάσεις της ζωής και του έργου του, καθώς και πληθώρα ιστοσελίδων. Ενδεικτικά και μόνο, αξίζει να αναφερθεί μια ωραία διαδικτυακή πολυμεσική παρουσίαση του μυθικού Αλέξανδρου, με έμφαση στα φανταστικά επεισόδια του Μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη, της Ευγενίας Κούκουρα με τίτλο «Ο Μέγας Αλέξανδρος στο Θρύλο της Οικουμένης» (2006)616. Επίσης, η ΙΖ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ξεκίνησε, υπό τη γενική εποπτεία της αρχαιολόγου Αγγελικής Κοτταρίδη, ένα φιλόδοξο σχέδιο δημιουργίας ενός διαδικτυακού –εικονικού μουσείου για τον Αλέξανδρο και τον κόσμο του, το οποίο σε επτά ενότητες θα συγκεντρώνει σε ψηφιακή μορφή όλα τα δεδομένα για τη ζωή, τη δράση και το μύθο του με τη συνδρομή πολλών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από όλο τον κόσμο, με την πρόβλεψη ακόμη για ύπαρξη ψηφιακής κοινότητας συζήτησης αλλά και κοινοποίησης αποτελεσμάτων ερευνών για όσους επιστήμονες το θέλουν, καθώς επίσης και με μια ιδιαίτερη πλατφόρμα διαδραστικών παιχνιδιών για τα παιδιά. Προς την κατεύθυνση αυτή, διοργανώθηκε και διεθνές επιστημονικό συνέδριο με τίτλο «Ανακαλύπτοντας τον Κόσμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου», το Νοέμβρη του 2012, στο συνεδριακό κέντρο της Σχολής το Αριστοτέλη, ενώ το όλο εγχείρημα αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο 2016.

http://www.nicolas-sofianos.com/documentary/2010-04-10-19-19-37(25.5.2015) https://www.youtube.com/watch?v=X065vwAhxOM 615

616

https://www.youtube.com/watch?v=0iaYSwry8Fc (17.3.2015).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

500

4.8. Θέατρο, κινηματογράφος και άλλες σύγχρονες δημιουργίες και αναφορές Ήδη αναφερθήκαμε στο θεατρικό έργο «Ο Μεγαλέξανδρος και ο καταραμένος δράκος» του σκηνοθέτη Δήμου Αβδελιώτη (2007): πρόκειται για μια θεατρική μεταφορά με ηθοποιούς και ζωντανή μουσική του γνωστού έργου του θεάτρου σκιών, η οποία άρεσε πολύ στο φιλοθέαμον κοινό της Ελλάδας (εικόνα 106)617. «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι» ήταν το έργο που ανέβασε η θεατρική ομάδα «Μορφές» ως παιδική παράσταση το 2013, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κεφαλά. Την ίδια χρονιά ανέβηκε και μια άλλη παιδική θεατρική παράσταση με ίδιο περιεχόμενο, «Το παραμύθι του Μεγαλέξανδρου», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Αδάμη, από τη θεατρική ομάδα «Μαγικές Σβούρες». Στην παράσταση αυτή, παρουσιάζεται όχι μόνο η ζωή και η δράση του Μακεδόνα βασιλιά, αλλά και οι θρύλοι που συνδέονται μαζί του, όπως αυτός της Γοργόνας, καθώς και πρόσωπα της «μετα –ιστορίας» του, όπως ο ζωγράφος Θεόφιλος και ο Καραγκιόζης618. Τα παραπάνω θεατρικά έργα συνεχίζουν μια παλιότερη νεοελληνική θεατρική παράδοση με αναφορές στον Αλέξανδρο, που ξεκινά με το έργο του Σπύρου Μελά «Ο βασιλιάς και ο σκύλος» (1954, με αναφορές σε μια φανταστική συνάντηση του Αλέξανδρου με το Διογένη), συνεχίζει με το θεατρικό του Γεωργίου Ρουμάνη «Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Τύρο» (1955) και του Κώστα Παπαπαναγιώτου «Ο Μέγας Αλέξανδρος» (1957, σχολικού, ηθικο-διδακτικού χαρακτήρα), για να καταλήξει στο έργο «Αλέξανδρος ο Μέγας» του Παντελή Ιωαννίδη (1973, Καψωμάνης 2004: 195197). Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αξιοποίησης του μύθου του Αλέξανδρου στο θέατρο προέρχεται από το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Καβάλας και το Φεστιβάλ Φιλίππων το καλοκαίρι του 2015: συγκεριμένα, στις 10 και 11 Αυγούστου, στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων ανέβηκε η παράσταση «Οι Εφτά Άγγελοι των Φιλίππων». Ο εμπνευστής και σκηνοθέτης της παράστασης, Θοδωρής Γκόνης, είχε την ιδέα να βάλει ως έναν από τους εφτά αγγέλους και αυτόν του Μεγαλέξανδρου της Φυλλάδας, ο οποίος - και μέσα από μια πρωτότυπη παρουσίαση με χρήση βίντεο -προβολέα - απέδωσε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τη Φυλλάδα, με βάση την πρώτη ανταλλαγή επιστολών μεταξύ Αλεξάνδρου και Δαρείου, τη σύναξη των στρατιωτών και τη στέψη του Αλέξανδρου

Πρωτοπόρος σε μια θεατρική –χορευτική απόδοση της παράστασης του θεάτρου σκιών υπήρξε η Ραλλού Μάνου με το Ελληνικό Χορόδραμα, όταν το 1951 ανέβασαν το έργο «Το καταραμένο Φίδι» σε μουσική Μάνου Χατζηδάκι. Σε αυτήν αποδίδονται και δύο μουσικά κομμάτια άμεσα σχετιζόμενα με τον Αλέξανδρο, ο «Χορός του Μεγαλέξανδρου» και η «Έξοδος του Μεγαλέξανδρου» 617

618

https://www.youtube.com/watch?v=MvyDn5RHatM (5.3.2015).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

501

στους Φιλίππους, -σύμφωνα πάντα με το κείμενο της Φυλλάδας – καθώς και την προετοιμασία της εκστρατείας. Τέλος, ο Νίκος Κολέσης το 2014 εξέδωσε το έργο Megas Alexandros – Golden Hero / Μέγας Αλέξανδρος ο Χρυσός Ήρωας, έργο προορισμένο για θέατρο και όπερα, που εξιστορεί τη ζωή του Αλέξανδρου.619 Μοτίβα του Αλέξανδρου, που προβάλλονται στο πολυπρόσωπο αυτό έργο του Κολέση, είναι αυτά του Αλέξανδρου ως βασιλιά και πρωταγωνιστή των Ελλήνων, του κοσμοκράτορα Αλέξανδρου, του κτίστη, του Αλέξανδρου ως παράγοντα διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού, ενώ στο τέλος εμφανίζεται και η αδερφή του η Γοργόνα. Στον ελληνικό κινηματογράφο πάλι, ο Αλέξανδρος αποτέλεσε το θέμα μιας σχολικού χαρακτήρα ταινίας του Νέστορα Μάτσα με τίτλο Αλέξανδρος ο Μέγας – ανάμεσα στην ιστορία και το θρύλο (1977) και τον καμβά, ως αλληγορία, μίας ταινίας του Θεόδωρου Αγγγελόπουλου με τίτλο Μεγαλέξανδρος (1980), που τοποθετείται χρονικά στο 1900 και αφηγείται τη ζωή ενός ομώνυμου δραπέτη - επαναστάτη (Γουδέλης 1990: 39, http://www.theoangelopoulos.com/megalexandros_gr.htm). Η ταινία του Αγγελόπουλου, γυρισμένη κυρίως στο χωριό Δοτσικό Γρεβενών, εμπεριέχει όλα τα διαχρονικά μοτίβα του Αλέξανδρου των Ελλήνων. Ξεκινά με την αφήγηση μιας παράδοσης από έναν άνδρα, πιθανόν από την Ήπειρο, σύμφωνα με την οποία κάποτε ένας ξένος βασιλιάς εισέβαλε στην Ελλάδα με σκοπό να την κατακτήσει. Ο Αλέξανδρος τότε, που καταγόταν από τους Σελλούς, τους ανδρειωμένους και αρματωμένους προπάτορες των Ελλήνων, χάλασε τον ξένο βασιλιά και απελευθέρωσε τον τόπο. Στη συνέχεια προχώρησε στα βάθη της Ασίας, νικώντας και απελευθερώνοντας λαούς από τον ξένο αυτό δυνάστη, ώσπου ένα απόγευμα, στη δύση ενός ήλιου, μελαγχόλησε κι άφησε τους συντρόφους του, για να βρει μόνος του την άκρη του κόσμου. Δε γνωρίζω αν η συγκεκριμένη αφήγηση είναι όντως γνήσια λαϊκή, όπως φαίνεται να είναι ή παρουσιάζεται έτσι έντεχνα από τον Αγγελόπουλο. Το σίγουρο είναι πως στη λιτή αυτή αφήγηση – μονόλογο μπροστά στην κάμερα, με την οποία ξεκινά η ταινία, ο Αγγελόπουλος πετυχαίνει να αποδώσει όλα τα βασικά μοτίβα του Έλληνα ήρωα: υπερασπιστή του ελληνισμού, νικητή –θριαμβευτή, κοσμοκράτορα, εξερευνητή του κόσμου. Ακόμη πιο εντυπωσιακά στο περιεχόμενό τους είναι τα λαϊκά τραγούδια που εμπεριέχονται στην ταινία σε μουσική Χριστόδουλου Χάλαρη, τραγούδι του Χρύσανθου και στίχους Γιάννη Κακουλίδη (βλέπε κεφ. 4.6.3). Η μορφή του Μεγαλέξανδρου –επαναστάτη παρουσιάζεται αγέρωχη, εμβληματική, βουβή: ο ήρωας –δραπέτης, αμέσως μετά την απόδραση, σε μια τελετουργία στο Αποσπάσματα του κειμένου στη διεύθυνση: http://nikoskolesis.blogspot.gr/2014/03/blogpost.html (ανάκτηση 23.8.2016). 619

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

502

ξέφωτο ενός δάσους, ενδύεται τον Αλέξανδρο: φορά την περικεφαλαία, ζώνεται τα άρματα, καβαλάει το άτι. Εισέρχεται θριαμβευτής με τους συντρόφους του στο ορεινό χωριό, η υποβλητική του παρουσία γεμίζει τα πλάνα, στέκεται ασυμβίβαστος απέναντι στην κυβέρνηση, τους τσιφλικάδες και τους ξένους τοκογλύφους, έναντι των οποίων ξεκινά πόλεμο, με σκοπό το δίκαιο του λαού. Η επιστολή που στέλνει στους καταπιεστές είναι μία από τις ελάχιστες φορές που ακούμε τη φωνή του, απόηχο θα έλεγε κανείς της επιστολής του Αλέξανδρου στο Δαρείο από την αφήγηση του Αρριανού (Β.13.4), αλλά και των αντίστοιχων επιστολών του Αλέξανδρου από το Μυθιστόρημα. Όταν η κυβέρνηση συνθηκολογεί, ο Μεγαλέξανδρος - επαναστάτης θριαμβεύει και ποζάρει ως ένας άλλος δρακοκτόνος με φόντο ένα τεράστιο πίνακα με επιζωγραφισμένο ένα δράκο. Ωστόσο η σκληρή και άκαμπτη στάση, που διατηρεί ο κεντρικός ήρωας ως το τέλος, δε θα αργήσει να φέρει την καταστροφή, που κορυφώνεται τελετουργικά με την ιεροφαγία του από το πλήθος των χωρικών. Ο ήρωας σε ανύποπτο χρόνο ομολογεί, δικαιολογώντας την ακραία στάση του, που θα φέρει στο φως και όλες του τις αδυναμίες: «Ξύπνησα μ’ ένα μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια, που μου βαραίνει τους αγκώνες και δεν ξέρω τι να το κάνω», στίχοι ελαφρώς διασκευασμένοι από το Μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη. Ένα μαρμάρινο κεφάλι λοιπόν ο Μεγαλέξανδρος, σύμβολο της απολιθωμένης αρχαίας αντρειοσύνης, αυτό είναι που απομένει και στο τέλος, από τον κεντρικό ήρωα, το συνονόματο Αλέξανδρο, που τον ενδύθηκε. Εμβληματική είναι η μορφή του Αλέξανδρου και στο χώρο του αθλητισμού, κυρίως σε αθλητικούς συλλόγους της Μακεδονίας. Είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο (4.4) πως ο Αλέξανδρος αποτέλεσε το έβλημα των πρώτων ελληνικών αθλητικών συλλόγων στην τουρκοκρατούμενη ακόμη Μακεδονία ή αμέσως μετά την απελευθέρωση στις αρχές του 20ου αιώνα, σε πόλεις όπως η Καβάλα, τα Γιαννιτσά, η Βέροια, η Φλώρινα. Σήμερα στο χώρο της Μακεδονίας δραστηριοποιούνται πολλοί αθλητικοί σύλλογοι με την ονομασία «Μέγας Αλέξανδρος» και με ανάλογο έμβλημα, με κυρίαρχο το έμβλημα του κερασφόρου Αλέξανδρου μέσα σε μετάλλιο. Για παράδειγμα, στο ποδόσφαιρο αγωνίζονται σύλλογοι όπως ο Μέγας Αλέξανδρος Πέλλας (έτος ίδρυσης το 1917), με εμβλημα την κερασφόρο προτομή του, όπως και ο Μέγας Αλέξανδρος Φλώρινας, τμήμα του Αθλητικού Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Φλώρινας με έτος ίδρυσης το 1923 από τοπικούς παράγοντες. Ακόμη, στη Θεσσαλονίκη και στην ευρὐτερη περιοχή της, από το 1923 δραστηριοποιείται το αρχαιότερο ερασιτεχνικό αθλητικό σωματείο της πόλης με το όνομα και την κερασφόρο προτομή του Αλέξανδρου, από το 1950 ο Μέγας Αλέξανδρος Γέφυρας, ο Μέγας Αλέξανδρος Καλοχωρίου από το 1959, ο Μέγας Αλέξανδρος Μελισσοχωρίου, Νέας Απολλωνίας, Βραχιάς, Νυμφόπετρας και άλλων χωριών. Άλλωστε, ήδη από το 1924 η Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Μακεδονίας στο νομό Θεσσαλονίκης έχει

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

503

ως έμβλημά της την προτομή του Αλέξανδρου. Αντίστοιχα ομώνυμοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι υπάρχουν και στην περιοχή του Κιλκίς (Κιλκίς, Πολύκαστρο, Γυναικόκαστρο, Βαφειοχώρι με ίδρυση το 1972), Ημαθίας («Μέγας Αλέξανδρος» Τρικάλων Ημαθίας από το 1965, εικόνα 107) Κοζάνης (στη Λευκοπηγή από το 1960 με σύμβολο προτομή του Αλέξανδρου από το χρυσό μετάλλιο της Ταρσού), Σερρών (στη Νέα Ζίχνη από το 1974), Δράμας (Άγιος Αθανάσιος), Καβάλας (στους Αντιφιλίππους από το 1980 και στο Ορφάνι από το 1974), Καστοριάς (Καλλιθέα) και αλλού. Αντίστοιχα στο χώρο της καλαθοσφαίρισης αγωνίζονται οι «Μεγαλέξανδροι» Γιαννιτσών, Κολυνδρού Πιερίας, Μαρίνας Ημαθίας, Αξιούπολης Κιλκίς, Λεπτοκαρυάς Θεσσαλονίκης και άλλοι. Επομένως, διαπιστώνεται πως η ονομασία «Μέγας Αλέξανδρος» αποτελεί μια από τις δημοφιλέστερες για αθλητικά σωματεία στο χώρο της Μακεδονίας, συνοδευόμενη πάντα από την προτομή του στο έμβλημα των συλλόγων. Μια μορφή του διαμετρήματος του Αλέξανδρου δεν θα ήταν δυνατό να λείπει από την εικονογραφία των ελληνικών χαρτονομισμάτων και νομισμάτων. Το 1885 η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος τυπώνει χαρτονομίσματα μίας και δύο δραχμών με την κεφαλή του Αλέξανδρου, μόνη ή μαζί με την κεφαλή της θεάς Αθηνάς (εικόνα 108). Το 1921 προκύπτει νέα έκδοση της ίδιας τράπεζας με χαρτονόμισμα 50 δραχμών, στην πρόσθια όψη με παράσταση από τη «σαρκοφάγο του Μ. Αλεξάνδρου» - ο έφιππος Αλέξανδρος να μάχεται τους Πέρσες στη μάχη της Ισσού - και στην πίσω όψη μετάλλιο με κεφαλή Μ. Αλεξάνδρου ως κεντρικό διακοσμητικό μοτίβο (εικόνα 109). Το 1923 ο Αλέξανδρος με τη λεοντή, αντίγραφο από το μετάλλιο της Ταρσού, επανέρχεται ως κεντρικό μοτίβο της έκδοσης των 5 δραχμών. Ακολουθεί η Τράπεζα της Ελλάδος τον Οκτώβρη του 1941, που τυπώνει τραπεζογραμμάτια των χιλίων δραχμών με την κεφαλή του διαδηματοφόρου Αλέξανδρου στην πρόσθια όψη, παρμένη ως μοτίβο από το χρυσό μετάλλιο της Ταρσού (εικόνα 110). Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς είχε τυπωθεί και αξίας δύο δραχμών χαρτονόμισμα με μοτίβο πρόσθιας όψης τη μορφή του κερασφόρου Αλέξανδρου, αντίγραφο από τα νομίσματα του Λυσιμάχου. Μεταπολεμικά η μορφή του Αλέξανδρου επιστρέφει στα χρήματα των Ελλήνων: το 1956 η Τράπεζα της Ελλάδος κυκλοφόρησε χαρτονόμισμα των χιλίων δραχμών, με απεικόνιση του Μεγάλου Αλεξάνδρου από το ψηφιδωτό της Πομπηίας στην εμπρόσθια όψη και με τον Αλέξανδρο με λεοντή, από ένα από τα μετάλλια της Ταρσού, μαζί με μικρογραφία με τη σκηνή του κυνηγιού από τη σαρκοφάγο του Μ. Αλεξάνδρου στην οπίσθια (εικόνα 111, Ταρασουλέας 1997: 52,63,68, 81, 90, 114, 169, 171, 174, 176, 180). Μετάλλια με την προτομή του κερασφόρου Αλέξανδρου, ως βραβεία των «αλεξάνδρειων» αθλητικών αγώνων των σχολών των ενόπλων δυνάμεων της Ελλάδας, κόπηκαν και επί δικτατορίας (εικόνα 112). Το 1990 κυκλοφόρησε και νόμισμα 100 δραχμών με την προτομή του κερασφόρου Μεγάλου Αλεξάνδρου στην οπίσθια όψη σε μια πιο ελεύθερη απόδοση και τον Ήλιο της Βεργίνας στην πρόσθια (εικόνα 113).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

504

Αν τώρα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε την εμφάνιση του Αλέξανδρου στην έκδοση ελληνικών χαρτονομισμάτων και νομισμάτων παρατηρούμε το εξής: ο Αλέξανδρος πρωτοεμφανίζεται το 1885, όταν η απειλή της Βουλγαρικής Εξαρχίας και το όραμα της «Μεγάλης Βουλγαρίας» αρχίζει και πιέζει δραματικά τον ελληνισμό της Μακεδονίας. Σαφέστατα και η επιλογή του Αλέξανδρου στο ελληνικό χαρτονόμισμα είναι πολλαπλών μηνυμάτων και βέβαια στην κατεύθυνση της προάσπισης του μακεδονικού ελληνισμού. Στη συνέχεια, ο Αλέξανδρος επανέρχεται το 1921 και το 1922, δηλαδή κοντά στο δραματικό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας με τη Μικρασιατική Καταστροφή, ως ένα πανίσχυρο σύμβολο, για να τονώσει αρχικά το φρόνημα των Ελλήνων στη δίνη της μικρασιατικής εκστρατείας, αλλά και για να συσπειρώσει τον ελληνισμό, στηρίζοντας το κλονισμένο ηθικό του μετά την ήττα, τη σφαγή των Μικρασιατών Ελλήνων, το δράμα της προσφυγιάς και την πολιτική ανωμαλία στη ζωή της χώρας. Το 1941 είναι η πρώτη χρονιά της κατοχής της χώρας από τη ναζιστική Γερμανία και τους συμμάχους της, τους φασίστες Ιταλούς και Βουλγάρους. Και πάλι ο Αλέξανδρος επιλέγεται για τις εγχρήματες συναλλαγές του λαού, ως ένα διαχρονικό σύμβολο στήριξης του ελληνισμού στις δύσκολες στιγμές. Τέλος, η επιλογή του 1990 στο ευρείας κυκλοφορίας νόμισμα των 100 δραχμών, σε συνδυασμό με τον Ήλιο της Βεργίνας, δεν είναι άσχετη με το «νέο – παλιό» εθνικό ζήτημα της αντιπαράθεσης με το κράτος των Σκοπίων, εξαιτίας της κλοπής της ελληνικής ιστορίας, των συμβόλων της αλλά και των επιθετικών εδαφικών επιδιώξεων εις βάρος της Ελλάδας. Ο Αλέξανδρος έχει τη θέση του και στα ελληνικά γραμματόσημα που εξέδωσαν τα ΕΛΤΑ, πότε ως Δίκερως (1963), πότε απεικονιζόμενος στις μικρογραφίες του Μυθιστορήματος του Ινστιτούτου της Βενετίας, άλλοτε σε παραστάσεις από τα αλεξάνδρεια νομίσματα (1959), το ψηφιδωτό της Πομπηίας (1992), τη λεγόμενη σαρκοφάγο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (γραμματόσημο του 1937), μικρογραφίες δυτικών και ανατολικών χειρογράφων, πίνακες της δύσης, το κοπτικό υφαντό (βλέπε κεφάλαιο 5.1.) και άλλα αντικείμενα (σειρά: «το εκπολιτιστικό έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου» , 1977). Τέλος, απεικονίζεται σε σύνθεση με τη Γοργόνα (Δρακόπουλος/ Παπαρηγόπουλος 2009: 246, Stoneman 2011: 309, δικτυότοπος Συνδέσμου «Αλέξανδρος Φιλίππου Έλλην Μακεδών» βλέπε και εικόνα 114). Ως Δίκερως, ο Αλέξανδρος εμφανίζεται ως σήμα κατατεθέν διαφόρων ελληνικών οργανισμών, συλλόγων και ιδρυμάτων, σε δημόσιες κρήνες πόλεων και χωριών ως διακοσμητικό στοιχείο ( βλέπε εικόνες 115 -116), καθώς και σε σύγχρονα προϊόντα της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας (κοσμήματα, αγαλματίδια, μπλουζάκια, καρτ – ποστάλ μπρελόκ, και άλλα, εικόνα 117), ακόμα τέλος και ως επωνυμία ελληνικής μάρκας μπίρας (εικόνα 118). Αξίζει ακόμη να τονιστεί πως η μορφή του, είτε ως δίκερου σε προφίλ είτε ως προτομή που αντιγράφει γνωστές αρχαίες προτομές του,

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

505

εξακολουθεί, ως ανάγλυφο, να στολίζει τις εξωτερικές όψεις πολλών σπιτιών και αυλών στην Ελλάδα. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανάγλυφη προτομή του Αλέξανδρου, ως κεντρικό στοιχείο διακόσμησης αετώματος από νεοκλασικό σπίτι της Σύμης, αντίγραφο της κεφαλής από το Μουσείο Ακροπόλεως στην Αθήνα (εικόνα 119). Αξίζει να αναφερθεί μία ακόμα διάσταση από τις σύγχρονες μεταφορές του Αλέξανδρου στην τέχνη και στη λαϊκή κουλτούρα των Ελλήνων, από τις πολυάριθμες των τελευταίων δεκαετιών: πρόκειται για τη μεταφορά του Αλέξανδρου σε κόμικς. Μία χαρακτηριστική περίπτωση είναι από τη σειρά «Κλασσικά Εικονογραφημένα» για παιδιά, σε κείμενο της Σοφίας Παπαδάκη και εικονογράφηση του Βασίλη Ζήση, μια έκδοση που συνδυάζει πετυχημένα τον ιστορικό Αλέξανδρο με το μύθο του αθάνατου νερού και της Γοργόνας (βλέπε εικόνα 120). Επίσης, η ιστορία του Αλέξανδρου, από τη γέννησή του ως την εκστρατεία του στην Ασία, μεταφέρθηκε με χιουμοριστική διάθεση σε κόμικς και από τον Παναγιώτη Γκιόκα σε αυτοτελή έκδοση (εκδόσεις Πελεκάνος, 2008). Ωστόσο κι άλλοι γελοιογράφοι, όπως ο Κυρ, έχουν κατά καιρούς αξιοποιήσει τον Αλέξανδρο για να καυτηριάσουν θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας. Ακόμη, ο ιστορικός σκιτσογράφος Χρήστος Γιαννόπουλος απεικόνισε τον Αλέξανδρο με κερασφόρο κράνος, όπως και το Βουκεφάλα –στοιχείο που αποτελεί επίδραση από το Μυθιστόρημα -, σε εικονογραφημένο παιδικό έργο του για τους μύθους του κόσμου. Στο ίδιο αυτό έργο κάνει εκτενή αναφορά στο μύθο της Γοργόνας, της αδερφής του Αλέξανδρου, με την εξιστόρηση της αναζήτησης του αθάνατου νερού από την Κύνα και τη μεταμόρφωσή της τελικά σε Γοργόνα (Γιαννόπουλος 2011). Αντίστοιχα, στο έργο του «Μέγας Αλέξανδρος Θρύλος και Ιστορία» ο Γιαννόπουλος συμπεριλαμβάνει και αναφορές στο Μυθιστόρημα, στη μακεδονική φάλαγγα, χρυσωμένη από το ηλιακό φως που πέφτει πάνω στις χρυσές πανοπλίες των ανδρών, στο επεισόδιο της κατάδυσης του Αλέξανδρου στη θάλασσα, συνοδευόμενο από μια εντυπωσιακή απεικόνισή του μέσα στον καταδυτικό κώδωνα, καθώς και στις Αμαζόνες και τη βασίλισσά τους Θαλήστρι. Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται ακόμη ως κερασφόρος Φαραώ αλλά και ως Ηρακλής με κράνος –λεοντή (Γιαννόπουλος 2015). Οι καλλιτεχνικές αυτές απεικονίσεις του Γιαννόπουλου αποδεικνύουν πως τα μυθικά μοτίβα του Μυθιστορήματος εξακολουθούν και εμπνέουν σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς. Μένοντας στο χώρο των εκδόσεων, αξίζει να αναφερθεί και η δουλειά του Γρηγόρη Ζώρζου, ο οποίος δημιούργησε σειρά εκπαιδευτικών βιβλίων στην αγγλική με ασκήσεις, σταυρόλεξα, σκραμπλ κ.λπ. γύρω από την ιστορία του Αλέξανδρου και της Μακεδονίας. Στις 13 Ιουνίου του 1977 η ελληνική πολιτεία διοργάνωσε επέτειο για τα 2300 χρόνια από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Βελουδής 1989 (1977): ρθ΄). Το 1995 η Νομαρχία Θεσσαλονίκης προχώρησε στην έκδοση ενός διπλού άλμπουμ του Γιώργου Μελίκη με καταγραφές ελληνικών παραδόσεων για τον Αλέξανδρο με τίτλο Ζει ο

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

506

βασιλιάς Αλέξανδρος; Αφηγήσεις, τραγούδια, σκοποί, νανουρίσματα, γητειές (Μήττα 2008). Το 1997, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, παρουσιάστηκαν τρεις μεγάλες εκθέσεις σχετικές με τον Αλέξανδρο, «Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ευρωπαϊκή Τέχνη», «Ο Αλέξανδρος και η Ανατολή» καθώς και μια έκθεση βιβλίων απ’ όλο τον κόσμο για το Μακεδόνα στρατηλάτη. Τα έργα που εκτέθηκαν στις εκθέσεις αυτές προέρχονταν από διάφορα μουσεία και βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ας σημειωθεί ότι ο δήμος Θεσσαλονίκης, από το 2006, έχει επισήμως ως έμβλημα και σημαία τον κερασφόρο Αλέξανδρο, ως σύμβολο ένωσης πολιτισμών, σε φόντο που παραπέμπει στο λευκό πύργο, το βυζαντινό παρελθόν της πόλης και στο μπλε της θάλασσας620. Οι σύγχρονοι Έλληνες εξακολουθούν να αναζητούν το Μεγαλέξανδρο με κάθε ευκαιρία, όπως η Σιμόνη Ζαφειροπούλου, η οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, ακολούθησε τα χνάρια του σε όλη τη διαδρομή από την Πέλλα ως την Πενταποταμία της Ινδίας και από κει ως τον τελευταίο σταθμό της ζωής του, στη Βαβυλώνα, σε ένα σύγχρονο οδοιπορικό γνώσης στην ανατολή με χαρακτήρα προσκυνήματος στους τόπους που δοξάστηκαν από το πέρασμα του μεγάλου Μακεδόνα. Καρπός αυτού του ταξιδιού υπήρξε το έργο της, «Στα Βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου 2300 χρόνια μετά». Είχαν προηγηθεί, σκαπανείς ενός αντίστοιχου ταξιδιού στα πεδία των μαχών του Αλέξανδρου και στους τόπους απ’ όπου πέρασε, ο στρατιωτικός Θεόδωρος Σαράντης, συγγραφέας του βιβλίου «Ο Μέγας Αλέξανδρος: από την ιστορία ως το Θρύλο» (Αθήνα, 1970) και ο Γεώργιος Κιτσόπουλος, συγγραφέας του τρίτομου έργου «Αλέξανδρος ο Μέγας» (Θεσσαλονίκη, 1981-1986), ο Νέστορας Μάτσας, με καρπό την ταινία που προαναφέραμε και η Σοφία Λίβα στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η οποία επίσης κατέγραψε τις εμπειρίες της στο βιβλίο Στα βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου» (Καψωμάνης 2004: 97, 106, 187, 195). Το όνομά του έχει δοθεί σε εκατοντάδες συλλόγους, οργανισμούς, επιχειρήσεις, κτήρια της σύγχρονης Ελλάδας, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις το διεθνές αεροδρόμιο της Καβάλας «Μέγας Αλέξανδρος», το «Αλεξάνδρειο Μέλαθρο» αθλητικό κέντρο Θεσσαλονίκης, τον πολυχώρο πολιτισμού «Μέγας Αλέξανδρος» στην Έδεσσα, παλιό μουσουλμανικό τέμενος και ιδιοκτησία του Φιλοπρόοδου Συλλόγου της πόλης «Μέγας Αλέξανδρος», το διεθνή μαραθώνιο «Μέγας Αλέξανδρος» (με αφετηρία και τέλος τους ανδριάντες του Μεγάλου

Η σημαία υπήρξε δημιουργία της αρχιτέκτονος Έφης Σειρά και ο κερασφόρος Αλέξανδρος αποτελεί αντίγραφο των νομισμάτων του Λυσιμάχου. Υπήρξε βέβαια και η πρόταση να αποτελέσει κεντρική φιγούρα της σημαίας η Γοργόνα, μυθική αδερφή του Αλέξανδρου: 620

http://www.greeklanguage.gr/greekLang/modern_greek/tools/corpora/makedonia/content.html?t=1,1142&h=728&l=25 647#pinpoint

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

507

Αλεξάνδρου σε Πέλλα και Θεσσαλονίκη αντίστοιχα)621, το Διεθνές Ίδρυμα Μεγάλου Αλεξάνδρου, με έδρα τη Νέα Υόρκη και την Κατερίνη Πιερίας, ιδρυμένο το 1992 από τις Παμμακεδονικές Οργανώσεις όλου του κόσμου και με τη συμβολή της ελληνικής πολιτείας, τον εν Αθήναις σύλλογο «Αλέξανδρος Φιλίππου Έλλην Μακεδών». Μια μικρή σταχυολόγηση από καταγραφές διαφόρων ανθρώπων στον ελληνικό τύπο –και όχι μόνο - αποδεικνύει πως ο Αλέξανδρος εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς για τους σύγχρονους Έλληνες, πολλοί από τους οποίους τον έχουν μέσα στην καρδιά τους. Ο θεατρικός συγγραφέας Παύλος Μάτεσις, σε συνέντευξή του το 1997 στα ερείπια των Φιλίππων, εξέφρασε το θαυμασμό του για τον Αλέξανδρο, χαρακτηρίζοντάς τον ως «τη μεγαλύτερη ηγετική φυσιογνωμία στον αρχαίο ελληνικό κόσμο», προσθέτοντας πως με την εκρηκτική προσωπικότητά του μόνο ο Αλκιβιάδης μπορούσε να συγκριθεί622. Ο γηραιός αμπελουργός μπάρμπα Κώστας Κούσουλας, σύμβουλος της εταιρείας «Τσάνταλη», επιχειρώντας να εκθειάσει το κρασί, είχε δηλώσει το 2003 πως ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν φανατικός λάτρης του μακεδονικού κρασιού, το οποίο τον συντρόφευε στις νικηφόρες εκστρατείες, στις μάχες και στα οράματά του, καθότι ο ίδιος το θεωρούσε ελιξήριο πολεμικής αντοχής και δύναμης. Μάλιστα, σύμφωνα με τον μπάρμπα Κώστα, φρόντιζε και οι στρατιώτες του να πίνουν πριν από τις μάχες τον «κυκεώνα», που περιείχε - ανάμεσα στα άλλα - και κόκκινο ζεστό κρασί.623 Το 2004 ο καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας Δημητράκος Δημήτριος σημείωνε πως «Ο Μέγας Αλέξανδρος υπερέχει ως πηγή έμπνευσης και συλλογικής ταύτισης σε σύγκριση με τον δημοκράτη ηγέτη που ήταν ο Περικλής, τον μεγάλο δραματουργό που ήταν ο Ευριπίδης ή τον «σοφότερο Ελληνα» που ήταν ο Σωκράτης». Ωστόσο δε δίστασε να χαρακτηρίσει την επικέντρωση της εθνικής υπερηφάνειας στον Αλέξανδρο προβληματική.624 Είναι η χρονιά που ο Αλέξανδρος εμφανίστηκε θριαμβευτικά, αν και μάλλον προβληματικά625, ως δίκερως και με λεοντή, στο χρονοδιάδρομο του http://www.greeklanguage.gr/greekLang/modern_greek/tools/corpora/nea/content.html?t=2,3754&h=1714&l=98859#pi npoint (7.5.2015). 621

Κείμενο –συνέντευξη στον Κοσμά Χαρπαντίδη, Περιοδικό Υπόστεγο, τεύχος 8 -9, Καβάλα, Φθινόπωρο 1997, σελ. 210. 622

http://www.kathimerini.gr/690529/opinion/epikairothta/arxeio-monimes-sthles/gia-thnampelo-kai-ta-aga8a-ths (προσπέλαση 10.5.2015) 623

http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=162940&wordsinarticle=%ce%9c%ce%ad%ce%b3% ce%b1%cf%82%3b%ce%91%ce%bb%ce%ad%ce%be%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%bf%cf%82 (διαδικτυακό αρχείο εφημερίδας «Το Βήμα, προσπέλαση στις 10.5.2015) 624

Ο Αλέξανδρος εμφανίζεται έφιππος και θριαμβευτής, υψώνοντας το χέρι σε χειρονομία χαιρετισμού, ωστόσο παράλληλα φαίνεται κυριολεκτικά «πνιγμένος» μέσα σε ένα δάσος από σάρισες που προεξέχουν απειλητικά, μια εικόνα μάλλον αταίριαστη με τα σύμβολα ελληνικού πολιτισμού, τα 625

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

508

ελληνικού πολιτισμού από τα μινωικά στα βυζαντινά χρόνια, στο πλαίσιο της πρωτοποριακής τελετής έναρξης της Ολυμπιάδας στην Αθήνα (13/8) από το Δημήτρη Παπαϊωάννου. Είναι η ίδια χρονιά που ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης, ως κεντρικός ομιλητής στην ετήσια εκδήλωση τιμής και μνήμης της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης για τον Αλέξανδρο (27/7), πρόβαλε τον Αλέξανδρο ως πρωτεργάτη της πανελλήνιας ιδέας και υπερασπιστή των Ελλήνων, εκπολιτιστή της οικουμένης, κτίστη και απόστολο του χριστιανισμού. Ο φωτογράφος Στέλιος Σκοπελίτης ανέφερε πως μία από τις αρετές του είναι αυτή «της αποφασιστικότητας του Αλέξανδρου μπροστά στο Γόρδιο Δεσμό»626. Η ελληνική κατασκευαστική εταιρεία «Μηχανική» κατασκεύασε στη Μόσχα στην περιοχή Χίμκι ουρανοξύστη με την ονομασία «Μέγας Αλέξανδρος». «Αλέξανδρος» ονομάζεται και η σήραγγα της Εθνικής Οδού στο ύψος της Κατερίνης με κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη («Φίλιππος» η αντίστοιχη προς Αθήνα). Σε συμβολικό επίπεδο, τα δύο αυτά παραδείγματα, έστω και ασύνειδα από τους εμπνευστές της ονομασίας των έργων, εντάσσονται στο διαχρονικό μοτίβο του Αλέξανδρου Κτίστη. Για τον καθηγητή της Φιλοσοφίας της Τέχνης στο Παρίσι και συγγραφέα Δημοσθένη Δαββέτα, ο Μέγας Αλέξανδρος είναι ο Έλληνας ήρωάς του, «τόσο Έλληνας και τόσο μοντέρνος».627 Για τον καθηγητή καρδιολογίας Γιώργο Ντάγγα ο Αλέξανδρος αποτελεί την «υπέροχη εκδοχή του Έλληνα», καθότι, στη σύντομη ζωή του, όχι μόνο κατάφερε να προσφέρει τόσα πολλά στον ελληνικό πολιτισμό, αλλά και κατάδειξε τη σημασία του δυναμισμού μιας ενωμένης Ελλάδας.628 Για τη συγγραφέα Μαρία Σκιαδαρέση ο Αλέξανδρος υπήρξε ένας «σταρ της ιστορίας», ένας από αυτούς που κίνησαν τον τροχό της ιστορίας αλλά και διαχειρίστηκαν με εντυπωσιακό τρόπο την εικόνα τους, ώστε από νωρίς να μυθοποιηθούν629. Για το συγγραφέα ενός βιβλίου μνήμης του Αλέξανδρου, τον Κωνσταντίνο Παχή, η πιο μεγάλη και ένδοξη νικηφόρα εκστρατεία που έκανε ο Αλέξανδρος, ήταν ακριβώς αυτή μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, την οποία και αγάλματα κλασικού ιδεώδους και τις επακόλουθες Ταναγραίες, που με τόση μαεστρία κατά τ’ άλλα ζωντάνεψε ο Παπαϊωάννου. Μια πιο ήπια απεικόνιση του Αλέξανδρου, δίχως σάρισες να χαρακώνουν το περιβάλλον, ενδεχομένως να ήταν πιο ενδεδειγμένη επιλογή για τη συνολική αισθητική του χρονοδιαδρόμου. http://www.greeklanguage.gr/greekLang/modern_greek/tools/corpora/nea/content.html?t=2,2137&h=1806&l=59177#pi npoint (8.5.2015). 626

http://www.kathimerini.gr/79163/article/epikairothta/ereynes/dhmos8enhs-davvetas Συνέντευξη του συγγραφέα στην εφημερίδα «Καθημερινή», 22.12.2013. 627

628

Εφημερίδα «Καθημερινή», 31.1.2010,

http://www.kathimerini.gr/78026/article/epikairothta/ereynes/giwrgos-ntaggas 629

Συνέντευξη της συγγραφέως στην εφημερίδα «Εθνος της Κυριακής», 28.9.2014.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

509

εκπόρθησε (Παχής 2011: 16). Την καθυστέρηση στην τοποθέτηση του έφιππου ανδριάντα του Αλέξανδρου στην Αθήνα επισημαίνει σε επιστολή του στην «Καθημερινή» ο Φρίξος Δήμου - ένας ανδριάντας που είναι έργο του γλύπτη Γιώργου Παππά (στις 7.11.2011). Με αφορμή τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα περί εγκατάλειψης των βουλευτικών αυτοκινήτων από τους βουλευτές και την απροθυμία πολλών εξ αυτών να το πράξουν, ο χειρούργος Δημήτριος Γεωργαντάς θυμάται το Μέγα Αλέξανδρο και τη δύναμη του παραδείγματος, σε επιστολή που δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Καθημερινή»: «Ας θυμηθούν ότι ο Μέγας Αλέξανδρος στην έρημο, που όλοι διψούσαν, έχυσε το λίγο νερό που του έφεραν οι υπασπιστές του, συμπαρατασσόμενος στην ταλαιπωρία του στρατεύματός του. Και προφανώς έτσι τους οδήγησε σε περηφανείς νίκες και γράψιμο λαμπρών σελίδων δόξης»630. Για το Χρήστο Γιανναρά ο Αλέξανδρος υπήρξε «καταλύτης για την παγκοσμιοποίηση του ελληνισμού» και κοσμοκράτορας, που, ωστόσο, φρόντισε πρώτα να απελευθερώσει την ελληνική Μικρά Ασία και να αποκαταστήσει τη δημοκρατία στις εκεί ελληνικές πόλεις (Γιανναράς 2014: 15). Σύμφωνα με το Μιλτιάδη Χατζόπουλο ο Αλέξανδρος υπήρξε αθάνατος για τη λαϊκή ψυχή, θεός ανίκητος, αποθεωμένος στην ιστορική συνείδηση των Ελλήνων ως ο μεγαλύτερος Έλληνας όλων των εποχών, μια και καθόρισε την ελληνική, αλλά και την παγκόσμια ιστορία, όσο κανείς άλλος (Χατζόπουλος 2014: 19-20). Για τους έγκριτους φιλολόγους Ήρκο και Στάντη Αποστολίδη, όλη η καταγεγραμμένη παράδοση του ιστορικού και μυθικού Αλέξανδρου φανερώνει μια μορφή «άλλων διαστάσεων» και όχι κοινό θνητό, έξω από κάθε μέτρο και πρόβλεψη (Η. –Σ. Αποστολίδης 2015: 38). Τέλος, το χειμώνα του 2015 ο Αλέξανδρος αποτέλεσε και εκπαιδευτικό πρόγραμμα τοπικής ιστορίας για μαθητές δημοτικών σχολείων, με φορέα υλοποίησης το Δήμο Βέροιας, στο Χώρο Τεχνών Βεροίας με τίτλο «Ο Μέγας Αλέξανδρος ενώνει πολιτισμούς». Στόχος του προγράμματος είναι να ενημερωθούν οι μικροί μαθητές για τη ζωή, την εκπαίδευση και τους στόχους του Μακεδόνα βασιλιά μέσα από την εκστρατεία, να αντιληφθούν τη θέση του Αλέξανδρου στην ιστορία, καθώς και την έννοια της διαπολιτισμικότητας μέσα από το εκπολιτιστικό του έργο631. Επιπρόσθετα, ο Αλέξανδρος επανήλθε στον πολιτικό λόγο του σύγχρονου ελληνισμού: το 1964 ο Γεώργιος Παπανδρέου, αναφερόμενος στα γεγονότα της Κύπρου έκανε λόγο για επανάληψη της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Βελουδής 1989 (1977): ρη΄). Κατά τη διάρκεια ειδικής τελετής στο Λευκό Οίκο για τον εορτασμό της επετείου της 25ης Μαρτίου 2009, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος αντιπαρέβαλε http://www.kathimerini.gr/810191/opinion/epikairothta/politikh/grammata-anagnwstwn (προσπέλαση 10.5.2015). 630

631

http://2dim-veroias.ima.sch.gr/?p=986 (3.12.2015).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

510

το νεοεκλεγέντα πρόεδρο των Η.Π.Α. Μπαράκ Ομπάμα με το Μ. Αλέξανδρο: «Είμαστε βέβαιοι κ. πρόεδρε, ότι εσείς, ακολουθώντας το λαμπρό παράδειγμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θα μπορέσετε να κόψετε το Γόρδιο Δεσμό αυτών των ανεπίλυτων προβλημάτων» (του σύγχρονου ελληνισμού, εννοώντας τα προβλήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Κυπριακού και του ζητήματος με τα Σκόπια)632. Η αναφορά αυτή δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στη μακραίωνη παράδοση της σύγκρισης και της μίμησης ηγετών με τον Αλέξανδρο και ειδικότερα στην παράδοση της αντιπαραβολής ξένων ηγετών με το Μακεδόνα βασιλιά από Έλληνες (βλέπε κεφάλαια 2.7., 2.8., 3.3., 4.2., 4.4.). Ο σύγχρονος πολιτικός Άδωνις Γεωργιάδης χρησιμοποίησε επίσης τον Αλέξανδρο, προκειμένου να τονίσει το ανέφικτο ενός εγχειρήματος633. Ακόμα κι ένας ξένος ηγέτης αναφέρθηκε στον Αλέξανδρο, συνδυάζοντάς τον με το σύγχρονο ελληνισμό. Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαντιμίρ Πούτιν, μιλώντας στο «Ρωσικό Φόρουμ» ενώπιον ξένων δημοσιογράφων, αναφερόμενος στην οικονομική κρίση της Ελλάδας δήλωσε: «Στην εποχή του, για να λύσει αυτά τα οικονομικά προβλήματα ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας πήγε και κατέκτησε την Περσία. Τώρα η Ελλάδα δεν είναι σε θεση να κατακτήσει κανέναν, αλλά πέρα από αυτό δεν έχει τη δυνατότητα να υποτιμήσει το εθνικό της νόμισμα γιατί δεν έχει δικό της εθνικό νόμισμα…»634. Τέλος, με αφορμή τη διοργάνωση του πρώτου διεθνούς συνεδρίου με τίτλο «Ο Μέγας Αλέξανδρος, η Ελλάδα και ο Κόσμος – Το αποτύπωμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ιστορία», που διοργάνωσε τον Ιούνιο του 2016 στη Θεσσαλονίκη ο Σύνδεσμος «Αλέξανδρος Φιλίππου Έλλην Μακεδών», ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος έστειλε ευχετήρια επιστολή στους διοργανωτές του συνεδρίου, στην οποία, ανάμεσα στα άλλα, σημείωσε για τον Αλέξανδρο και τα εξής: «Προσωποποίησις τόσον τῆς γενναιότητος, ὅσον καί τῆς μεγαλοψυχίας, συγκακουχούμενος μετά τῶν στρατιωτῶν καί εὐεργετῶν πάντας, κατέστη λίαν ἀγαπητός εἴς τε τό στράτευμα καί εἰς τούς ὑπό τήν διοίκησιν αὐτοῦ λαούς, οἵτινες, λόγω τῆς φιλελευθέρας αὐτοῦ πολιτικῆς, δέν ἠσθάνοντο ὡς ὑποτελεῖς. Ὅθεν, ὁ Μέγας οὖτος Μακεδών ἀπετέλεσε πρότυπον κυβερνήτου, παρά τοῦ ὁποίου πλεῖστα ὅσα διδάγματα δύνανται νά ἀρυσθῶσιν οἱ ἰθύνοντες http://www.naftemporiki.gr/audio/436532/dialogos-arxiepiskopou-dimitriou-proedrouompama-gia-ton-m-aleksandro(4.3.2015), http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=261105&wordsinarticle=%ce%9c%ce%ad%ce%b3%ce%b1%c f%82%3b%ce%91%ce%bb%ce%ad%ce%be%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%bf%cf%82 (8.5.2015). 632

«Ο Μέγας Αλέξανδρος να έρθει από τη Βαβυλώνα, (ο ΕΝΦΙΑ- φόρος ακίνητης περιουσίας -) δε θα καταργηθεί…» δήλωση Άδωνι Γεωργιάδη στις 28.4.2015, 633

http://www.protothema.gr/politics/article/471473/adonis-georgiadis-o-tsipras-mou-fanikepolu-fovismenos-/. 634

Βίντεο της δήλωσης στη διεύθυνση http://www.makeleio.gr/?p=156670 (προσπέλαση 20.2.2015).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

511

τά σύγχρονα κράτη. Δυνάμεθα δέ νά εἴπωμεν ὅτι ἡ ὑπό τοῦ Ἀλεξάνδρου διοικητική συνένωσις τῆς τότε οἰκουμένης προωδοποίησε τήν ἔλευσιν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ διά τῆς διευκολύνσεως τῶν μετακινήσεων ἀτόμων ἅμα δέ καί διακινήσεως τῶν ἰδεῶν, διά τῆς ἐξαπλώσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί σκέψεως καί τῆς δημιουργίας οἰκουμενικῆς τινος συνειδήσεως καί συναδελφώσεως τῶν διαφόρων ἐθνοτήτων, καί ἐν τέλει διά τῆς δημιουργίας ἑνός πολιτισμοῦ βαθέως ἐρριζωμένου εἰς τόν ἑλληνισμόν καί διαδεδομένου ἀνά τήν ὑφήλιον, ὅστις ὠνομάσθη ἑλληνιστικός, ἀπετέλεσε δέ θεμελιῶδες στοιχεῖον εἰς τήν διαμόρφωσιν τοῦ συγχρόνου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ». Από το περιεχόμενο της επιστολής του γίνεται αντιληπτό πως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος προβάλλει τον Αλέξανδρο ως πρότυπο ενάρετου ηγεμόνα που σεβάστηκε τους ξένους λαούς και συντέλεσε με το έργο του στην εξάπλωση του ελληνισμού, στη δημιουργία ενός οικουμενικού πολιτισμού και –εν τέλει – στη διάδοση του χριστιανισμού. Μάλιστα, ο Βαρθολομαίος, συντάσσοντας την επιστολή αυτή εν έτει 2016, σημειώνει χαρακτηριστικά πως και οι σύγχρονοι ηγέτες έχουν πολλά διδάγματα να αντλήσουν από τον Αλέξανδρο, όπως επίσης και πως ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός οφείλει πολλά στο δικό του έργο.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

512

4.9. Συμπεράσματα Ήδη από τον 15ο αιώνα υπάρχουν οι πιο πρώιμες αναφορές στον Αλέξανδρο του νεότερου ελληνισμού (τα τελευταία βυζαντινά χειρόγραφα της Διήγησης του Αλέξανδρου, το έργο του Κωνσταντίνου Λάσκαρη «Περί Αλεξάνδρου», οι αναφορές του Κυριάκου του Αγκωνίτη και του Angiolello στους Φιλίππους και του Δανιήλ, Μητροπολίτη της Εφέσου για τις λαϊκές παραδόσεις του Αλέξανδρου). Στους επόμενους αιώνες, οι αναφορές αυτές πληθαίνουν και διασπείρονται γεωγραφικά σε όλες τις περιοχές του ευρύτερου ελληνισμού και προέρχονται τόσο από τη λαϊκή όσο και από τη λόγια παράδοση. Αργότερα, κατά τα τέλη του 19 ου αιώνα, συνεισέφερε και η επιστήμη της λαογραφίας στη διερεύνηση της παρουσίας του Αλέξανδρου στη νεοελληνική παράδοση, κυρίως μέσα από το έργο του Νικολάου Πολίτη. Σημαντική παρατήρηση είναι το ότι ο Αλέξανδρος στη λόγια και λαϊκή παράδοση του νεότερου ελληνισμού δεν αποτελεί δημιούργημα του νεοελληνικού διαφωτισμού, αλλά υπήρχε ως ένα από τα σταθερά στοιχεία που κληροδότησε η βυζαντινή παράδοση στον ελληνισμό της Τουρκοκρατίας και αυτό αποδεικνύεται από τις αναφορές των λογίων και εκκλησιαστικών πατέρων, από τις αναφορές των ξένων περιηγητών για τις παραδόσεις των Ελλήνων στα μέρη που επισκέπτονταν και από την παρουσία του Αλέξανδρου στην εκκλησιαστική τέχνη των Ελλήνων της εποχής της τουρκοκρατίας. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα, από τα πολλά που καταγράφονται (βλέπε κεφάλαια 4.1. -4.5.) είναι και η αναφορά στον Αλέξανδρο και στο Φίλιππο στο εγκώμιο ανώνυμου κληρικού προς τιμήν του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, κατά το 16661669, μια αναφορά που γίνεται μέσω του μοτίβου της αντιπαραβολής προκειμένου να εξυψωθεί ο Μυροβλήτης, κάτι που έρχεται ως συνέχεια αντίστοιχων αναφορών από το Βυζάντιο (βλέπε κεφάλαια 4.2, 3.4.). Πιο συγκεκριμένα, στοιχείο συνέχειας από το βυζαντινό στον τουρκοκρατούμενο ελληνισμό αποτελεί η απεικόνιση του οράματος του Δανιήλ στις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, καθώς, όπως διαπιστώσαμε από τις αναφορές του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, του Ιωάννη Ζωναρά και του Θεοδώρητου (κεφάλαιο 3.2, 3.4), το όραμα του Δανιήλ με τον ιδιαίτερο συμβολισμό του Αλέξανδρου αποτελούσε κοινό τόπο στη βυζαντινή λόγια παράδοση, που απεικονίστηκε καλλιτεχνικά στις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες της Ελλάδας. Οπωσδήποτε, η πλούσια βυζαντινή παράδοση περιελάμβανε κι άλλες αναφορές στους αρχαίους βιβλικούς βασιλιάδες, που γίνονταν προκειμένου να εξυψωθεί ο εκάστοτε αυτοκράτορας, όπως έκανε στο εγκώμιό του για το Μιχαήλ Παλαιολόγο ο Γρηγόριος ο Κύπριος, αναφερόμενος στους Δαρείους, Κύρους, Αλέξανδρους και Αύγουστους (βλέπε κεφάλαιο 4.3).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

513

Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο συνέχειας από το Βυζάντιο στον ελληνισμό της Τουρκοκρατίας είναι η προβολή του Αλέξανδρου, μέσα από την καθιερωμένη σύγκριση και μίμηση, ως προτύπου ενός ηγέτη, ενός στρατηγού και πολεμάρχου, όπως γίνεται για το Μερκούριο Μπούα, το Μιχαήλ Γενναίο, τους Έλληνες ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Αντίστοιχη αντιπαραβολή γίνεται και για το Βενετσιάνο υπερασπιστή της Κρήτης Ιερώνυμο Κορνάρο. Οπωσδήποτε, η αντιπαραβολή αυτή φανερώνει την ευρύτερη ιδεολογική σημασία που είχε η μορφή του Αλέξανδρου για τον υπόδουλο ελληνισμό. Αργότερα, κατά την εποχή της σύστασης του πρώτου νεοελληνικού κράτους, με τον Αλέξανδρο θα αντιπαραβληθεί ο βασιλιάς Όθωνας και το ίδιο θα γίνει αργότερα με το βασιλιά Γεώργιο Α.΄ Κατά την εποχή της εθνικής εξόρμησης για την υλοποίηση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας, με τον Αλέξανδρο θα παρομοιαστεί και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Μιμητής του Αλέξανδρου θα γίνει ακόμη και ο ζωγράφος Θεόφιλος. Έτσι, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας αλλά και του πρώτου αιώνα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το μοτίβο του Αλέξανδρου ως προστάτη του ελληνισμού παίρνει εμβληματικές διαστάσεις, καθώς συνεχείς υπήρξαν οι αναφορές Ελλήνων λογίων, ιστορικών και άλλων επιστημόνων, αλλά και ανθρώπων έξω από το χώρο των γραμμάτων, στον Αλέξανδρο, ως Έλληνα βασιλιά και πρωταγωνιστή του ελληνικού λαού, ενώ παράλληλα γίνονταν και οι απαραίτητες επισημάνσεις στην ελληνικότητα της Μακεδονίας. Τέτοιες αναφορές έκαναν για παράδειγμα ο Σταυρινός Βεστιάρης (γύρω στο 1600), ο Αντώνιος Στρατηγός, ο Ιωάννης Πρίγκος, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (17ος αιωνας), ο Ρήγας Φεραίος, ο Γεώργιος Δόιος, ο Δημήτριος Γοβδελάς, ο Διονύσιος Πύρρος, ο Κωνσταντίνος Φρεαρίτης, ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, ο Μαργαρίτης Δημίτσας, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Παπαρρηγόπουλος, ο Νικόλαος Πολίτης και άλλοι (βλέπε αναλυτικά κεφάλαια 4.2, 4.4). Είναι σαφές πως οι αναφορές αυτές πολλαπλασιάζονται από τα μέσα του 18ου αιώνα και εξής, ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα περίπου αρχίζουν να συνδέονται ολοένα και πιο έντονα με τη Μεγάλη Ιδέα, αρχικά με την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η προβολή του Αλέξανδρου ως συμβόλου του ελληνισμού, ως μέσου αφύπνισης αρχικά και ενίσχυσης στη συνέχεια της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων καί στην τέχνη: το μονόφυλλο του Ρήγα (1797) καθιερώνει ακριβώς αυτόν τον εικονογραφικό τύπο του Αλέξανδρου, τον οποίο συναντάμε, μέσα στο ίδιο πατριωτικό πλαίσιο, στην έκδοση του Αρριανού του Νεόφυτου Δούκα (1809), στο ακρόπρωρο της ναυαρχίδας «Άρης» του Μιαούλη (1816), στη χαλκογραφία του Ιωάννη Κορωναίου (1849), συνδεδεμένο πια με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Τόσο οι παραπάνω απεικονίσεις, όσο και αυτές των Αθανάσιου Ιατρίδη και του κεντήματος

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

514

Χατζάκου (1902) εντάσσονται στην κατηγορία των εικόνων εθνικής σκοπιμότητας με το ίδιο ιδεολογικό περιεχόμενο. Παράλληλα, και η λαϊκή παράδοση καταγράφει τον Αλέξανδρο ως Έλληνα βασιλιά και υπερασπιστή του ελληνισμού, σύμφωνα με την παράδοση του 16ου αιώνα που αναφέρει ο Κακριδής, αλλά και το παραμύθι του 19ου αιώνα από τον Παρνασσό. Επίκληση στο όνομά του με πατριωτική διάσταση γινόταν και κατά τη διάρκεια ενός χορού προς τιμήν του στην Κωνσταντινούπολη και στην περιοχή της Μακεδονίας κατά την Τουρκοκρατία, στοιχείο που τεκμηριώνει την πλατειά λαϊκή απήχηση της μορφής του και τη χρήση του διαχρονικού μοτίβου του Αλέξανδρου ως υπερασπιστή των Ελλήνων. (βλέπε κεφάλαιο 4.5). Επιπλέον, η ενσωμάτωση του Αλέξανδρου στις μεταβυζαντινές τοιχογραφίες, όχι μόνο με την παράσταση της «μνήμης θανάτου» του Σισώη, αλλά και στη βιβλικών καταβολών παράσταση των τεσσάρων αρχαίων βασιλιάδων ως «βασιλιά Ελλήνων», καθώς και ως έφιππου βασιλιά πάνω στον κερασφόρο Βουκεφάλα του ψευδοκαλλισθένειου μύθου, φανερώνει πως κατά τους δύσκολους αιώνες της Τουρκοκρατίας, αιώνες κλονισμού του εθνικού φρονήματος, η μορφή του Αλέξανδρου αποτέλεσε, έστω και ασυνείδητα, ένα σύμβολο υπόμνησης του ένδοξου αρχαιοελληνικού παρελθόντος, επομένως και ενίσχυσης του δοκιμαζόμενου τουρκοκρατούμενου ελληνισμού, μέσα στους κατεξοχήν χώρους ενίσχυσης και διατήρησης του φρονήματός του, δηλαδή στις ελληνορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια (βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 4.3). Οπωσδήποτε, η συμπερίληψη του Αλέξανδρου στο έργο ελληνορθόδοξων πατέρων της εκκλησίας της εποχής της τουρκοκρατίας, όπως ο Νεκτάριος Τέρπος, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ενισχύει την παραπάνω πρόταση. Ένα ακόμη μοτίβο που, σε συμβολικό επίπεδο, ξεκινά στο Βυζάντιο (με τις αναφορές του Μυθιστορήματος και τις παραστάσεις της Ανάληψης, βλέπε περισσότερα και στα κεφ. 3.6, 6) και συνεχίζει στο νεότερο και σύγχρονο ελληνισμό είναι αυτό της προβολής του Αλέξανδρου ως προδρόμου του χριστιανισμού, ως του ανθρώπου που, με το έργο του, προλείανε το έδαφος για τη διάδοση του ευαγγελίου. Μια πλειάδα Ελλήνων συγγραφέων και ανθρώπων του πνεύματος του 19ου και 20ου αιώνα, από το Διονύσιο Πύρρο (1846), τον Κωνσταντίνο Ασώπιο (1856), τον Παπαρηγόπουλο, την Αρσινόη Παπαδοπούλου (1930), το Δημήτριο Πετρακάκο (1944), το Φώτιο Αλεβίζο (1950), το Δημήτριο Κανατσούλη (1967), το Χρήστο Ζαλοκώστα (1971), το Χρήστο Σαρτζετάκη (2004) και άλλους, ως τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο εν έτει 2016, προβάλλουν ακριβώς το παραπάνω πρότυπο (βλέπε κεφ. 4.2, 4.8). Η με τον έναν ή τον άλλο τρόπο παρουσία του Αλέξανδρου στην κορυφαία στιγμή του έθνους, στην επανάσταση του 1821, έχει κι αυτή τη σημασία της. Αποδεικνύει κι αυτή πως, πέρα από τη σταθερή παρουσία του Αλέξανδρου στην πορεία του

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

515

ελληνισμού, η επαναφορά του, ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσης αλλά και αγώνα, υπήρξε επίσης ένα φαινόμενο διαχρονικό για τους Έλληνες, όπως καταφαίνεται από όσα προαναφέρθηκαν: από την επίκληση του Ακαρνάνα Λυκίσκου στα τέλη του 3 ου αιώνα π.Χ. έναντι των «σύννεφων από τη Δύση», από την προβολή του σε πανελλήνιο μέσο συσπείρωσης πάλι στον αγώνα κατά των Ρωμαίων που επιχείρησε ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης τον 1ο αιώνα π.Χ., από την επαναφορά του ως νικητήριου συμβόλου κατά των Περσών στο πρόσωπο του «σταυροφόρου» αυτοκράτορα Ηρακλείου ως νέου Αλεξάνδρου, την εκ νέου επίκλησή του για αντίσταση και αγώνα στα δύσκολα υστεροβυζαντινά χρόνια της οθωμανικής επέλασης, στην εποποιία του 1821, στις επαναστάσεις στη Μακεδονία, στη βαλκανική εξόρμηση του 1912 -13 (π.χ. ποίηση Κ. Παλαμά) και από τη σύγχρονη αλεξανδρομανία με αφορμή την ανασκαφή του μοναδικού ταφικού περιβόλου και τάφου -ηρώου της Αμφίπολης, εν καιρώ οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Στην ίδια τη Μακεδονία, η δημιουργία διαφόρων μορφωτικών και γυμναστικών συλλόγων με την ονομασία «Μέγας Αλέξανδρος» σε διάφορες πόλεις (Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βέροια, Έδεσσα, Φλώρινα, Γιαννιτσά και αλλού) μετά την απελευθέρωσή τους από τον ελληνικό στρατό, αποτελεί τεκμήριο της λαϊκής αποδοχής του Έλληνα βασιλιά και της αξιοποίησής του ως μέσου επανασύνδεσης με τον ευρύτερο ελληνισμό στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους. Πατριωτική χρήση της μορφής του Αλέξανδρου σημειώθηκε κι αργότερα, κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία και στο πλαίσιο πάντα της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και μετά την Καταστροφή, ως μέσου ενότητας και ενίσχυσης του πληγωμένου ελληνισμού (π.χ. το έργο της Παπαδοπούλου Αρσινόης). Επίσης, ο Αλέξανδρος επανήλθε πατριωτικά τη δεκαετία του 1950 με τις εθνικές εντάσεις των Σεπτεμβριανών και του Κυπριακού (π.χ. οι αναφορές του Γ. Ρουμάνη) αλλά και στην αμέσως επόμενη, με τις διακηρύξεις του Γ. Παπανδρέου για την αναγκαιότητα μιας νέας εκστρατείας στην ανατολή. Τέλος, ο Θεοφάνης Μαλκίδης εν έτει 2012 θα τονίσει την αναγκαιότητα της προβολής του αρχαίου βασιλιά ως μέσου ανάτασης του ελληνισμού, στις συνθήκες οικονομικής και πνευματικής κρίσης που βιώνει. Ακόμα περισσότερο, η Φυλλάδα και η Ριμάδα του Αλέξανδρου του Μακεδόνος, με την πανελλήνια διάδοσή τους και τις συνεχείς επανεκδόσεις τους, συνεχίζουν τη μακραίωνη παράδοση του Μυθιστορήματος του ψευδο-Καλλισθένη και καθιερώνουν τον Αλέξανδρο ως τον πιο αγαπητό ήρωα των Ελλήνων καί κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Πράγματι, στη Φυλλάδα ο Αλέξανδρος ο Μακεδών προβάλλεται ως ένα πρόσωπο οικείο και αγαπητό στο λαό, ένα πρόσωπο «δικό τους» και σε συγκεκριμένα σημεία προβάλλεται ο ελληνικός χαρακτήρας του. Έτσι η Φυλλάδα, όπως παλιότερα το βυζαντινό Μυθιστόρημα, λειτούργησε ως ένα μέσο διατήρησης της αρχαίας ονομασίας και ταυτότητας του ελληνισμού στους Έλληνες της εποχής της τουρκοκρατίας, ως ένα μέσο ακριβώς επανοικείωσης των Ρωμιών με την αρχαία τους ονομασία, με σύμβολο

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

516

ακριβώς το Μακεδόνα βασιλιά. Γι’ αυτὀ, άλλωστε, στη Φυλλάδα υπάρχουν και όλες αυτές οι αναφορές στον Όμηρο και στον Τρωικό Πόλεμο, στο φιλόσοφο Διογένη και στους 12 Αθηναίους ρήτορες, στη δόξα της αρχαίας Αθήνας και στη λατρεία του Απόλλωνα, στον ήρωα –βασιλιά Ηρακλή, «βασιλιά των Ελλήνων στη Μακεδονία». Πέρα από αυτή τη λειτουργία του, το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου είχε ως στόχο να τέρψει και να ψυχαγωγήσει, να διδάξει και να νουθετήσει, γι’ αυτό και ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως το πρότυπο του χρηστού, ενάρετου και δίκαιου ηγεμόνα, του υποταγμένου στη θεϊκή βούληση. Ο συγκρητισμός του μυθιστορήματος επιτρέπει τη διείσδυση σ’ αυτό θεολογικών παραδόσεων και προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης, της αρχαιοελληνικής μυθολογίας και της μεσαιωνικής ιστορίας και παράδοσης, όπως για παράδειγμα ο λαός των Κουμάνων, επιδρομέων του Βυζαντίου. Όλα αυτά, μαζί με πολλά άλλα πρόσωπα και παραφθαρμένα ονόματα εμπλέκονται αξεδιάλυτα σε μια παραμυθένια διήγηση με το απαραίτητο στοιχείο της υπερβολής, που γοήτευσε από άκρη σε άκρη τον τότε γνωστό κόσμο. Ουσιαστικά ο Αλέξανδρος μετατράπηκε σε ένα κοινό πολιτιστικό κτήμα των λαών της οικουμένης, ξεπερνώντας την ελληνική ταυτότητά του. Οι επιδράσεις του Μυθιστορήματος /Φυλλάδας υπήρξαν σημαντικότατες στη διαμόρφωση της λαϊκής παράδοσης για τον Αλέξανδρο, παράδοση η οποία εμπεριέχει τοπωνύμια, ξόρκια, τραγούδια, παραμύθια, χορούς, προφορικές αφηγήσεις και όχι μόνο: ο μύθος του Αλέξανδρου στη νεοελληνική παράδοση γέννησε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα παιδιά της, το μύθο της αθάνατης Γοργόνας, σύμβολο της ναυτοσύνης των Ελλήνων, στοιχειό της θάλασσας που απαιτείται να το ημερώσεις δίνοντας τη σωστή απάντηση: «ζει και βασιλεύει!» Ίσως η Γοργόνα να αποτελεί το τελευταίο και παράλληλα το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα των μεταμορφώσεων και της αστείρευτης δημιουργικότητας του μύθου του Αλέξανδρου στην ελληνική πολιτιστική παράδοση διαχρονικά. Η δύναμη του μύθου ήταν τέτοια, ώστε ο Αλέξανδρος να διεισδύσει και στο θέατρο σκιών και να γίνει αναγνωρίσιμη φιγούρα του για γενιές και γενιές μικρών και μεγάλων. Πιο αναλυτικά, επιδράσεις του Μυθιστορήματος στις λαϊκές παραδόσεις εντοπίζονται στην Κεντρική Μακεδονία, στην Κοζάνη και στο χωριό Αλώνα Φλωρίνης (Αλέξανδρος γιος Ολυμπιάδας και Νεκτεναβώ), στο Σοχό Θεσσαλονίκης (Αλέξανδρος και Αμαζόνες), στην περιοχή της λίμνης Βόλβης (γάμος Αλέξανδρου με την «κόρη του Δαρείου»), στο Σιδηρόκαστρο Σερρών («ιερογαμία» Ολυμπιάδος με Νεκτεναβώ σε μορφή φιδιού), στην Αλιστράτη Σερρών, στη Νικήσιανη Παγγαίου (τέχνασμα Αλέξανδρου για νίκη κατά του Πώρου), στη Ζάκυνθο (παραφθαρμένο μοτίβο της ανάληψης του Αλέξανδρου), στην Κρήτη (καταδυτικός κώδων και επίσκεψη στους Τόπους του Σκότους, η αδερφή του και το αθάνατο νερό, δρακοκτονία), στην Ήπειρο (επίσκεψη στους Τόπους του Σκότους - εσχατιές του κόσμου, φτερωτές γυναίκες και

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

517

αθάνατο νερό), στην Αράχωβα (το νησί των Μακάρων, η πόλη του Ήλιου και η επίσκεψη στο σπήλαιο των νεκρών), στο Βασιλίτσι Πυλίας Πελοποννήσου και στα Άβδηρα Θράκης (επίσκεψη στους Τόπους του Σκότους), στην Ξάνθη (γεροντοκτονία που παραπέμπει στο Νεκτεναβώ), στη Σωζόπολη (κατάδυση στη θάλασσα), στη Σαμψούντα του Πόντου (αθάνατο νερό), στη Σαντορίνη (κατάδυση), πανελληνίως σχεδόν με τις νεράϊδες –αδερφές του Αλέξανδρου αλλά και τη γοργόνα (βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 4.3). Σχετικά με τις επιδράσεις του Μυθιστορήματος στη νεοελληνική αλεξάνδρεια παράδοση, μπορούμε ακόμη να επισημάνουμε την πληθώρα ύπαρξης τοπωνυμίων ως «λουτρών του Μεγάλου Αλεξάνδρου» (περιοχή Φιλίππων, λίμνη Βόλβη, Πέλλα, Έδεσσα και αλλού). Ίσως τελικά η ύπαρξη όλων αυτών των «αλεξάνδρειων λουτρών» να οφείλεται στο μύθο του αθάνατου νερού, το οποίο ο Αλέξανδρος δεν ευτύχησε να πιει. Επιπλέον, μέσα από τις λαϊκές παραδόσεις, ξεπηδά εκ νέου η εικόνα ενός Αλέξανδρου μαγικού και αλεξίκακου, με τις θαυματουργές ιδιότητες ενός αγίου, μια επιβίωση του αρχαίου «θείου» Αλέξανδρου. Έτσι, ο Αλέξανδρος προκαλεί την ευγονία των γυναικών (στην περιοχή των Φιλίππων), ενώ γίνεται επίκληση του ονόματός του για προστασία από μια σειρά δεινών, έντονων φυσικών φαινομένων, αρρωστιών, και άλλων. Παράλληλα, η παρουσία του σχετίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις με την ύπαρξη του νερού (λίμνη Βόλβη, Νέα Πέλλα, περιοχή Δοξάτου Δράμας), μάλιστα στην περίπτωση της Νέας Πέλλας καί με την ανεύρεση πολλών νομισμάτων, που έριχναν διαχρονικά οι ντόπιοι για την εκπλήρωση κάποιου τάματος. Το στοιχείο αυτό σαφώς και ενισχύει την υπόσταση του Αλέξανδρου ως αγίου. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως γενικότερα οι άγιοι κατά τον ελληνικό μεσαίωνα και πιο πριν, ήδη από τους πρωτοβυζαντινούς αιώνες, συνδέθηκαν με την ύπαρξη αγιασμένου νερού και κατά συνέπεια λουτρών –δεξαμενών μέσα σε πόλεις, όπως έγινε με τον άγιο Δημήτριο στη Θεσσαλονίκη ή τον απόστολο Παύλο στους Φιλίππους. Επομένως, με βάση τις παραπάνω ενδείξεις, φαίνεται πως και ο Αλέξανδρος εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο. Συν τοις άλλοις, ο Σπυριδάκης τονίζει το γεγονός της συμπερίληψης του ονόματός του σε θρησκευτικές επωδές μαζί με τα ονόματα άλλων αγίων. Το εντυπωσιακότερο, βέβαια, μοτίβο του Αλέξανδρου που συνεχίζεται μέσα από τις νεοελληνικές παραδόσεις, είναι αυτό του Αλέξανδρου –κτίστη: πύργοι, παλάτια, κάστρα, πόλεις, βράχοι, βουνά ολάκερα συνδέονται με το όνομά του, ενώ το άλογό του –αλλά και ο ίδιος –αφήνει παντού τα πατήματά του, όπως ο Ηρακλής και ο Διγενής, οι δύο άλλοι μεγάλοι ήρωες του αρχαίου και μεσαιωνικού ελληνισμού. Μέσα από τον Αλέξανδρο ο ελληνικός λαός εξοικειώθηκε εν τέλει με το παρελθόν του και πρόβαλλε έτσι δικαιώματα κυριαρχικά στον τόπο γύρω του, δίνοντας στην παρουσία του το απαραίτητο ιστορικό βάθος.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

518

Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η συνέχεια του συγκρητισμού της μορφής του Αλέξανδρου με αγίους, ιστορικές προσωπικότητες και με μορφές των θρύλων και των παραμυθιών, όπως ο Άγιος Γεώργιος (Καλαμπάκα Θεσσαλίας, Κρήτη και θέατρο σκιών), ο Άγιος Μάμμας (Κύπρος), ο Μίδας (Κρήτη, Ήπειρος), ο αρχαίος Έλλην – γίγαντας των πανελλήνιων θρύλων (Ζάκυνθος), οι ήρωες των ακριτικών δημοτικών τραγουδιών (Θεοφύλακτος, Κωνσταντής, το μικρό Βλαχόπουλο σε Κύπρο, Χίο), ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (Καρωτή Έβρου), ο Ερρίκος της Φλάνδρας (Κρήτη), ο Αλέξανδρος –Πάρις του τρωϊκού μύθου με την ωραία Ελένη (Σπάρτη), ο «Κριματισμένος» και ο τραγικός σύζυγος της «μάνας φόνισσας» των παραλογών, ο πατέρας της Ιουδήθ (Κρήτη), ο Κέκροπας (Αθήνα). Σε τουλάχιστον δύο παραδόσεις, από τη Μυτιλήνη και την Τραπεζούντα, μαρτυρείται η επιβἰωση του κερασφόρου Αλέξανδρου –Άμμωνα. Ο συγκρητισμός της μορφής του Αλέξανδρου στη νεότερη Ελλάδα εκφράζεται εν τέλει καί καλλιτεχνικά, μέσα από την αποτύπωση της μορφής του ως Άρη στο ακρόπρωρο της ομώνυμης ναυαρχίδας του Μιαούλη από το λαϊκό τεχνίτη της Ύδρας και με βάση τη μορφή που καθιερώνει ως Αλέξανδρο στην ελληνική τέχνη του 19ου αιώνα το μονόφυλλο του Ρήγα Βελεστινλή (βλέπε κεφάλαιο 4.4.). Έτσι, ασύνειδα ο λαϊκός τεχνίτης που είχε αυτήν την έμπνευση, επαναφέρει στην πράξη το συγκρητισμό του Αλέξανδρου με τους θεούς και τους ηγέτες κατά την αρχαιότητα και με το βυζαντινό αυτοκράτορα κατά το μεσαίωνα. Τον ίδιο ακριβώς συγκρητισμό συναντάμε και στη ζωγραφική σύνθεση του Θεόφιλου – Αλέξανδρου από τον Τάσο Ζωγράφο. Αναφορικά με τις νεοελληνικές παραδόσεις, το ερώτημα που προκύπτει είναι η χρονολόγηση των απαρχών τους, ἐνα ερώτημα δύσκολο να απαντηθεί, καθώς πρόκειται για παραδόσεις που μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά. Το ζήτημα είναι, πόσο πίσω πάει η αρχή αυτής της χρονολογικής αλυσίδας. Όπως είδαμε στο κεφάλαιο 2.1., το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη μαρτυρείται ήδη από την αρχαιότητα, μπορούμε ωστόσο να ισχυριστούμε πως είναι αυτό που φτάνει ως τις νεοελληνικές παραδόσεις ή μήπως κάποια απροσδιόριστη χρονική στιγμή διακόπτεται, για να επανέλθει αργότερα μέσα από την επίδραση ενδεχομένως του Μυθιστορήματος; Σίγουρα είναι παρακινδυνευμένο να κάνει κανείς αναγωγή των νεοελληνικών παραδόσεων του Αλέξανδρου κτίστη στην αρχαιότητα, ωστόσο, όπως ήδη τονίστηκε, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, ως και αποδείξεις, για την αναγωγή ορισμένων παραδόσεων στους μέσους και ύστερους βυζαντινούς αιώνες: εντυπωσιακά διαχρονική, καταγεγραμμένη ήδη από τις αρχές του 15ου αιώνα, είναι η παράδοση του «Παχνιού του Βουκεφάλα» στους Φιλίππους της Μακεδονίας (βλέπε κεφάλαιο 4.5), η απαρχή της οποίας με βεβαιότητα μπορεί να τοποθετηθεί στην ύστερη τουλάχιστον βυζαντινή εποχή. Στην ίδια εποχή φαίνεται πως μπορεί να τοποθετηθεί και η παράδοση της Εφέσου για την προτεροχρονισμένη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

519

από τον Αλέξανδρο. Όπως ήδη σημειώθηκε στο οικείο κεφάλαιο (4.5), βυζαντινών καταβολών φαίνεται πως είναι και η παράδοση του Αλέξανδρου με τα αυτιά του Μίδα, όπως βέβαια και ο συγκρητισμός του με τις μορφές των ηρώων από τα δημοτικά τραγούδια του ακριτικού κύκλου. Το ίδιο ισχύει, με κάθε επιφύλαξη, και με το συγκρητισμό του με τον Ερρίκο της Φλάνδρας. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τόσο τον τεκμηριωμένο συγκρητισμό του Αλέξανδρου με το Διγενή στο Βυζάντιο και στη μετέπειτα παράδοση των δημοτικών τραγουδιών, όσο και την εντυπωσιακή επιβίωση του βυζαντινού «χορού του Αλέξανδρου» από τον ιππόδρομο της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης (σύμφωνα με τους Σάθα και Μαρκάκη) στο χορό των μακελάρηδων της ίδιας πόλης το 1776, τότε έχουμε βάσιμες υποψίες για τις βυζαντινές καταβολές ίσως των περισσοτέρων νεοελληνικών παραδόσεων, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να προσδιορίσουμε ποιες είναι αυτές με ακρίβεια. Η παρουσία του Αλέξανδρου στο λογοτεχνικό έργο κορυφαίων Ελλήνων λογοτεχνών αλλά και στην καλλιτεχνική δημιουργία κορυφαίων Ελλήνων καλλιτεχνών του 19ου και του 20ου αιώνα, καθώς και στο θέατρο, ολοκληρώνει ένα ταξίδι που άρχισε αιώνες πριν: από την αρχαιότητα στη μεσαιωνική, βυζαντινή παράδοση του ελληνισμού και από αυτήν, με αξιομνημόνευτη συνέχεια, στις παραδόσεις του νεότερου ελληνισμού της εποχής της τουρκοκρατίας και του σήμερα. Αντίστοιχα, οι υμνητικές αναφορές στον Αλέξανδρο σύγχρονων Ελλήνων από το χώρο της διανόησης, της επιστήμης και της θρησκείας, με κορυφαίο παράδειγμα τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, η συχνή αναφορά σε αυτόν στα ελληνικά Μ.Μ.Ε., με άρθρα, εκπομπές και προβολή ντοκιμαντέρ, η αξιοποίηση της μορφής του ακόμη και στο χώρο της πολιτικής και οι αναφορές απλών ανθρώπων μαζί με τη μαζική χρήση της μορφής του σε εμβλήματα και σύμβολα, ακόμη και στο χώρο της αγοράς (βλέπε κεφάλαια 4.2., 4.4., 4.7., 4.8.), αποδεικνύουν την κυριαρχία της σήμερα στη συνείδηση του Έλληνα. Η λαοφιλία του αποδεικνύεται και από τη χρήση της μορφής και του μύθου του στο κατεξοχήν μέσο λαϊκής έκφρασης, το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, στο οποίο παρατηρείται μια συμπερίληψη βασικών μοτίβων πρόσληψής του, τα οποία συναντάμε και στο χώρο της διανόησης, της λογοτεχνίας, της τέχνης και της παράδοσης. Έτσι, ο Αλέξανδρος τραγουδιέται ως σωτήρας και σύμβολο του ελληνισμού και ιδιαίτερα ως σύμβολο της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Παράλληλα, επαναλαμβάνονται τα μοτίβα του ενάρετου ηγέτη και κοσμοκράτορα, του αθάνατου Αλέξανδρου, της αποθέωσής του, του αποστόλου του χριστιανισμού και του συγκρητισμού της μορφής του (με τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα, τον Ήλιο και τον Άγιο Γεώργιο). Βέβαια, πολύ έντονα χρησιμοποιείται και η αδερφή του Γοργόνα από το μύθο του, όπως και ο Αλέξανδρος του Θεάτρου Σκιών, σε ορισμένες περιπτώσεις με αλληγορικού χαρακτήρα αξιοποίηση της μορφής τους.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

520

Συμπερασματικά, ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως ένα διαχρονικό στοιχείο της ιστορικής διαδρομής του ελληνικού έθνους και αποτελεί ισχυρό τεκμήριο της ιστορικής συνέχειάς του. Μέσω του ομηρικού προτύπου, που ο ίδιος είχε υιοθετήσει και είχε κάνει πράξη ζωής, ο Αλέξανδρος αποτελεί το μόνο Έλληνα που συνέχει όλη την ιστορία των Ελλήνων, από τους Μυκηναίους άνακτες της Εποχής του Χαλκού, τα έργα των οποίων καταγράφουν τα ομηρικά έπη, στο ελληνικό έθνος του 21 ου αιώνα, ιστορία 3700 χρόνων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το ότι ο Αλέξανδρος ενυπάρχει στο ποιητικό έργο τριών κορυφαίων δημιουργών της γενιάς του ’30, του Σεφέρη, του Ελύτη και του Ρίτσου, οι οποίοι ήταν σε συνεχή διάλογο με την παράδοση και το ιστορικό παρελθόν των Ελλήνων. Ούτε περνά απαρατήρητη η λαοφιλία του, όπως αποτυπώνεται ακόμη και στο πεδίο της τέχνης, ιδιαίτερα κατά το πρώτο μισό του 20 ου αιώνα, με τα σταμπωτά επιτοίχια υφάσματα με τη μορφή του –προϊόντα λαϊκών εργαστηρίων - να κερδίζουν την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των αγοραστών. Αντίστοιχα, η παρουσία της μορφής του Αλέξανδρου στο έργο καλλιτεχνών, όπως ο Κόντογλου και ο Χαλεπάς κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στο γενικότερο καλλιτεχνικό ρεύμα της λεγόμενης παράδοσης, στο πλαίσιο του οποίου οι Έλληνες καλλιτέχνες της εποχής συνειδητά επιδίωκαν να δώσουν έναν ελληνοπρεπή χαρακτήρα στο έργο τους, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτό επιλεγμένα διαχρονικά στοιχεία, από την αρχαιότητα ως το πιο πρόσφατο παρελθόν, ένα ρεύμα «επιστροφής στις ρίζες» (Κωτίδης 1993: 43). Βασιλιάς της οικουμένης, ανίκητος στρατηλάτης, πρότυπο ηγεμόνων, Ελλήνων και ξένων, δημιουργός αναρίθμητων θρύλων και παραδόσεων, διαχρονικό σύμβολο του μεγαλείου του ελληνισμού,635 ο Αλέξανδρος σε πρόσφατη δημοσκόπηση τηλεοπτικού καναλιού στην Ελλάδα (2008) ψηφίστηκε ως ο σημαντικότερος Έλληνας όλων των εποχών. Τα στοιχεία που τεκμηριώνουν αυτήν την επιλογή των σύγχρονων Ελλήνων είναι πολλά και αρκετά από αυτά καταγράφηκαν και στην παρούσα μελέτη. Δεν πρέπει ανάμεσα σε αυτά να υποτιμάται και η συμβολή του Αλέξανδρου στη διαχρονική ταυτότητα του Έλληνα: αυτός άνοιξε στον Έλληνα τις πύλες της Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί πως υπήρξαν και αρκετές αρνητικές αναφορές για τον Αλέξανδρο, στο πλαίσιο της νεοελληνικής έκφρασης (βλέπε και κεφάλαιο 4.4.), που σχετίζονται κυρίως με τη σκληρότητα που επέδειξε στις περιπτώσεις των εκτελέσεων των φίλων και συμπολεμιστών του (Κλείτος, Φιλώτας, Παρμενίων) και στην καταστροφή της Θήβας, με τη μεταστροφή της συμπεριφοράς του στην Ασία ή με τον «άσωτο βίο του». Στη διδακτορική του διατριβή ο Καψωμάνης αναφέρει αρκετά τέτοια παραδείγματα. Και πάλι, όμως, με βάση την ανάλυσή του, οι ίδιοι συγγραφείς (ιστορικοί, λογοτέχνες κ.α.) που επισημαίνουν τα μελανά σημεία του, δεν παραλείπουν να τονίσουν το μεγαλείο του στις υπόλοιπες πτυχές της δράσης του και εν τέλει να τον υμνήσουν, με εξαίρεση το συγγραφέα Γιάννη Σιμόπουλο (Ο Μύθος των Μεγάλων της Ιστορίας, Αθήνα, 1996), για τον οποίο επισημαίνει ο Καψωμάνης ότι εμμένει ισοπεδωτικά, διαστρεβλωτικά και εν τέλει ανιστόρητα σε μια μονόπλευρη αρνητική εικόνα του Αλέξανδρου (Καψωμάνης 2004: 169-170). 635

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

521

ανατολής και έκανε ελληνική την καθ’ ημάς Ανατολή και ανατολίτη –κοσμοπολίτη τον Έλληνα, και –το κυριότερο – αυτός έθεσε τις βάσεις για να γίνει ο Έλληνας χριστιανός (και μέσω του Έλληνα ο Ρώσος, ο Βούλγαρος, ο Σέρβος, ο Γεωργιανός και άλλοι). Και είναι ακριβώς ένας κοσμοπολίτης Έλληνας, ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης, με το ποίημά του «Στα 200 π.Χ.», αυτός που μετουσιώνει ποιητικά το έργο του Μακεδόνα βασιλιά και τον καταξιώνει ως δημιουργό ενός νέου κόσμου, παιδί του οποίου υπήρξε και ο ίδιος ο ποιητής. Το ποίημα ξεκινά με το γνωστό επίγραμμα του Αλέξανδρου: «Ἀλέξανδρος Φιλίππου καί οἱ Έλληνες πλήν Λακεδαιμονίων ἀπό τῶν βαρβάρων τῶν τήν Ἀσίαν κατοικούντων». Παρακάτω ακολουθούν οι τελευταίες δύο στροφές: Κι ἀπ’ τήν θαυμάσια πανελλήνιαν ἐκστρατεία, τήν νικηφόρα, τήν περίλαμπρη, τήν περιλάλητη, τήν δοξασμένη ὠς ἄλλη δέν δοξάσθηκε καμιά, τήν ἀπαράμιλλη: βγήκαμ’ ἐμεῖς. ἑλληνικός καινούργιος κόσμος, μέγας. Ἐμεῖς – οἱ Ἀλεξανδρεῖς, οἱ Ἀντιοχεῖς, οἱ Σελευκεῖς κι οἱ πολυάριθμοι ἐπίλοιποι Ἕλληνες Αἰγύπτου καί Συρίας, κι οἱ ἐν Μηδία, κι οἱ ἐν Περσίδι, κι ὅσοι ἄλλοι. Μέ τές ἐκτεταμένες ἐπικράτειες, μέ τήν ποικίλη δράση τῶν στοχαστικῶν προσαρμογῶν. Καί τήν Κοινήν Ἑλληνική Λαλιά ὡς μέσα στήν Βακτριανή τήν πήγαμεν, ὡς τούς Ἰνδούς. (Καβάφης 1963 Β: 88-89).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

522

5. ΣΥΜΒΟΛΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ: Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΛΑΩΝ. Πήλινη πινακίδα στην αρχαία ακκαδική γλώσσα από τη Βαβυλώνα, τμήμα ενός αρχαίου βαβυλωνιακού αστρονομικού ημερολογίου των ημερών του Αλέξανδρου (σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο), αποτελεί, ίσως, το παλαιότερο αρχαιολογικό τεκμήριο για την πρόσληψή του από τους λαούς που κατέκτησε. Στο ημερολόγιο καταγράφεται η ήττα του Δαρείου Γ΄ στα Γαυγάμηλα και η είσοδος του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα, ο οποίος αναφέρεται ως «Αλιξαντάρις, βασιλιάς του κόσμου» και απευθύνεται στους κατοίκους της πόλης τονίζοντας πως δε θα μπει στα σπίτια τους. Σε μια άλλη βαβυλωνιακή επιγραφή σε σφηνοειδή γραφή, γίνεται λόγος για τη διαταγή του Αλέξανδρου να ανοικοδομηθεί ο βαβυλωνιακός ναός του Marduk (Bengston 1991 (1968): 297). Μέσω της αρχαίας παράδοσης και του Βυζαντίου ο Αλέξανδρος πέρασε στις παραδόσεις αρκετών ιστορικών λαών, με πολλές και ποικίλες αναφορές σε κείμενα και έργα τέχνης. Το Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη διασκευάστηκε στα αιγυπτιακά, στα λατινικά, στα εβραϊκά, στα περσικά, μέχρι και στη γλώσσα της μακρινής Μαλαισίας (Ιατροπούλου –Θεοχαρίδου 2013: 439). Όπως σημειώνει ο Stoneman, κανένα άλλο έργο, εκτός από την Αγία Γραφή, δε μεταφράστηκε τόσες φορές κατά το μεσαίωνα (Stoneman 2011: 38). Κάθε φορά ο Αλέξανδρος μεταμορφωνόταν για τις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού του: γινόταν χριστιανός, Φράγκος ιππότης, πιστός μουσουλμάνος, Πέρσης διάδοχος του θρόνου. Ακριβώς αυτόν τον οικουμενικό Αλέξανδρο, σύμφυτο με το πνεύμα της οικουμενικότητας του ελληνισμού, θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια εν συντομία να σκιαγραφήσουμε στη λογοτεχνία, στην παράδοση και στην τέχνη ορισμένων ιστορικών λαών636.

Για μια ενδελεχή και πιο αναλυτική περιγραφή των ξένων αλεξάνδρειων παραδόσεων βλέπε και το συλλογικό έργο “A Companion to Alexander Literature in the Middle Ages”, επιμέλεια D. Zuwiyya, Leiden: Brill, 2011. 636

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

523

5.1. Αίγυπτος, Κόπτες και Αιθιοπία Από τα έργα τέχνης άλλων πολιτισμών, η παλαιότερη, ίσως, παράστασή του είναι αυτή στην οποία απεικονίζεται ως Φαραώ, βασιλιάς της Άνω και Κάτω Αιγύπτου, στα ανάγλυφα του ναού των Άμμωνα, Μουτ και Χόνσου στο Λούξορ, στις αρχαίες Θήβες (στον εξωτερικό ανατολικό τοίχο του ιερού του πλοίου), όπου αναγράφεται το όνομά του δίπλα στη μορφή του. Ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται με το μπλε αιγυπτιακό στέμμα να δέχεται τη χάρη του Άμμωνα –Ρα, του θεϊκού του πατέρα: «Σου δίνω τη Μαύρη και τη Κόκκινη Γη. Εναποθέτω όλες τις ξένες χώρες κάτω από τα σανδάλια σου». Το όνομα του Αλέξανδρου μάλιστα συνοδεύεται από τίτλους με βάση τη φαραωνική ιερή παράδοση: «Κύριος των Δύο Χωρών», «Γιος του Ρα» (Selden 2011: 122)637. Ακόμη, ένα γρανιτένιο αιγυπτιακό άγαλμα του Αλέξανδρου ως Φαραώ, χρονολογημένο στα τέλη του 4 ου με αρχές 3ου αιώνα π.Χ., βρίσκεται σήμερα στο Liebighaus της Φρανκφούρτης.638 Mία ακόμα από τις αρκετά γνωστές απεικονίσεις του φιλοτεχνήθηκε σ’ ένα κοπτικό ύφασμα του 7ου αιώνα μ.Χ., όπου παριστάνεται εις διπλούν έφιππος, αντωπά, να στεφανώνεται από Νίκες. Στα πόδια των αλόγων παριστάνονται άγρια θηρία και στην κορυφή της παράστασης υπάρχει επιγραφή με τους χαρακτηριστικούς ελληνικούς χαρακτήρες της κοπτικής: ΠΜΑΚΕΤΟΠ ΑΛΕΚCAΝΤΕΡΟC, (σήμερα στο Μουσείο Υφαντικής της Ουάσιγκτον εικόνα 121, ένα παρόμοιο υπάρχει στο Cleveland Museum of Art)639. Ο Αλέξανδρος αναπαρίσταται με αυτοκρατορική αρματωσιά και χλαμύδα να κραδαίνει σπαθί, η διπλή έφιππη μορφή του βγαίνει αντωπά μέσα από το δέντρο της ζωής, κεντρικό μοτίβο της παράστασης. Η παράσταση είναι έντονα στυλιζαρισμένη και σχηματοποιημένη (Lindgren 1979: 91). Υπάρχει βέβαια και η ερμηνεία που δίνει ο Stewart, σύμφωνα με την οποία δεν έχουμε διπλή απεικόνιση του Αλέξανδρου, αλλά απεικόνιση του Αλέξανδρου και του νέου Αλέξανδρου της εποχής, του βυζαντινού αυτοκράτορα Ηράκλειου (Stewart 2014: 15). Η ύπαρξη ενός κώδικα με προέλευση το Λευκό Μοναστήρι του Sohag της Αιγύπτου και με περιεχόμενο το Για περισσότερες πληροφορίες σχετικές με την ανάγλυφη παράσταση του Αλέξανδρου στο Λούξορ δες Die Darstellungen und Texte des Sanktuars Alexanders des Grossen im Tempel von Luxor του Mahmud Abd El-Raziq, 1984, έκδοση P. von Zabern, Mainz am Rhein. Φωτογραφία της παράστασης μπορεί κανείς να δει στη διεύθυνση: http://www.touregypt.net/featurestories/luxortemple6.htm (ανάκτηση 1.5.2014). 637

Αναφορά στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. xi και εικόνα 14.6 σελ. 197. 638

Ένα ακόμα κοπτικό υφαντό επίσης του 7ου αιώνα, βρίσκεται σήμερα στο θησαυροφυλάκιο του Αγίου Μαρτίνου στο Montpezat – de- Quercy και απεικονίζει την ανάληψη του Αλέξανδρου (Paribeni 2006: 92-93). 639

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

524

Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη στα σαχιδικά κοπτικά τεκμηριώνει την πρώιμη απόδοση του Μυθιστορήματος στον πολιτισμό των χριστιανών Κοπτών της Αιγύπτου640. Η κοπτική μάλιστα εκδοχή περιέχει και μια ενδιαφέρουσα ιστορία εικονικής «νεκρανάστασης» του Αλέξανδρου με την παρεμβολή του συντρόφου του «Ανδίλοχου» (Selden 2011: 120-121). Η κοπτική παράδοση του Αλέξανδρου και το αιγυπτιακό περιβάλλον, κυρίως της Αλεξάνδρειας, φαίνεται πως επέδρασαν αποφασιστικά και για τη δημιουργία του αιθιοπικού Μυθιστορήματος, κυρίως μέσα από τους δεσμούς της αιθιοπικής ορθόδοξης εκκλησίας με την κοπτική της Αιγύπτου και της Αλεξάνδρειας. Σήμερα σώζονται επτά αιθιοπικά κείμενα σχετικά με τον Αλέξανδρο, που αποτελούν όλα, εκτός από ένα, μεταφράσεις αραβικών κειμένων, τα οποία με τη σειρά τους βασίζονται σε συριακές και εβραϊκές πηγές. Ανάμεσα στα κείμενα αυτά, συνυπολογίζεται και το αιθιοπικό Μυθιστόρημα, του οποίου η σωζόμενη μετάφραση από τα συριακά χρονολογείται το 14ο αιώνα, ενώ μάλλον στο ίδιο χρονολογικό πλαίσιο θα πρέπει να τοποθετήσουμε και τα υπόλοιπα. Ωστόσο υπάρχουν στοιχεία που τοποθετούν το αρχικό πλαίσιο δημιουργίας τουλάχιστον κάποιων από τα παραπάνω κείμενα στην ύστερη αρχαιότητα (4ος -5ος αιώνας μ.Χ.), όπως ένας παραλληλισμός του Αλέξανδρου με τον αυτοκράτορα Ονώριο στο λεγόμενο Χριστιανικό Μυθιστόρημα (βλέπε παρακάτω). Στο αιθιοπικό Μυθιστόρημα ο Αλέξανδρος αναφέρεται ως δίκερως, μια αναφορά στον παγανιστικό χαρακτήρα του ήρωα, ωστόσο υπάρχουν πολλά στοιχεία που πιστοποιούν μια νέα, χριστιανική ταυτότητα του «βασιλιά της Αλεξάνδρειας», όπως μια επιγραφή, με περιεχόμενο μια χριστιανική προφητεία, που τοποθετεί ο ίδιος στην Αλεξάνδρεια, η προσευχή και η υποταγή του στον παντοδύναμο Θεό, η έκκλησή του προς τους υπηκόους του να Τον σέβονται και να Τον φοβούνται, η αναφορά του στην Αγία Τριάδα, η εμφάνιση των τεσσάρων συμβόλων των ευαγγελιστών και η δωρεά χρημάτων που κάνει, πριν το θάνατό του, στις εκκλησίες της Αιγύπτου. Πρόκειται, ίσως, για το πιο «χριστιανικό» Μυθιστόρημα της μεσαιωνικής παράδοσης. Αυτός ακριβώς ο χριστιανικός χαρακτήρας είναι έκδηλος και στο μοναδικό αιθιοπικό κείμενο που δεν αποτελεί μετάφραση με προσθήκη στοιχείων, αλλά δημιούργημα ενός Αιθίοπα συγγραφέα, το λεγόμενο Χριστιανικό Μυθιστόρημα. Σε αυτό ο Αλέξανδρος συγκρίνεται με τον προφήτη Ηλία –με τον οποίο άλλωστε μοιράζεται το κοινό εικονογραφικό θέμα της ανάληψης - και τον Ιωάννη το Βαπτιστή και γίνεται και ο ίδιος προφήτης. Επιπλέον, εξαπολύει διωγμό κατά των παγανιστών της Αλεξάνδρειας, ενώ ο πατέρας του Φίλιππος αυτοκτονεί, όταν μαθαίνει ότι ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες του κόσμου. Τέλος, ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται, λίγο πριν το θάνατό του, να συζητά το Υπάρχει η υπόθεση της ύπαρξης μιας πρώιμης εκδοχής του Μυθιστορήματος στην αιγυπτιακή δημοτική γραφή των μέσων του 3ου αιώνα π.Χ., με περιεχόμενο τουλάχιστον την ιστορία του Νεκτεναβώ και του συσχετισμού του με τον Αλέξανδρο (Selden 2011: 118). 640

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

525

θέμα της ανάστασης και μετά να αναλήπτεται στους ουρανούς από ένα αόρατο χέρι. Οι παραπάνω αναφορές στην Αλεξάνδρεια και στην Αίγυπτο, καθώς και άλλες από τα υπόλοιπα σωζόμενα αιθιοπικά χειρόγραφα για τον Αλέξανδρο, πιστοποιούν πως τελικά ο «εκχριστιανισμός» του Αλέξανδρου πρέπει να έλαβε χώρα στην Αίγυπτο, εκεί που αντίστοιχα είχε λάβει χώρα και η εγγραφή του στην αρχαία τοπική παράδοση των Φαραώ με το μοτίβο της πατρότητας του Νεκτεναβώ (βλέπε αναλυτικά Asirvatham 2011: 109-125). Χαρακτηριστικό της προβολής του μοτίβου της ματαιότητας των μεγαλείων και του αναπόφευκτου του θανάτου είναι και το κείμενο της αιθιοπικής Ιστορίας του θανάτου του Αλέξανδρου του Μακεδόνος, που αποτελεί ωστόσο μετάφραση από αραβικό κείμενο (το οποίο με τη σειρά του θα πρέπει να μεταφράστηκε από τα συριακά). Η εστίαση στην ιστορία αυτή δίνεται στο θάνατο του Αλέξανδρου και στους λόγους που εκφέρουν διάφοροι φιλόσοφοι δίπλα στο νεκρό, μαζί με τη Ρωξάνη και την Ολυμπιάδα. Μέσα ακριβώς από τους –ως επί το πλείστον –επικριτικούς αυτούς λόγους, εκφράζεται το μοτίβο της αδυναμίας του βασιλιά απέναντι στο θάνατο (Ζαμπάκη 2015: 530-543). Στη σύγχρονη Αίγυπτο, πουθενά δε διατηρήθηκε τόσο έντονη η μνήμη του Έλληνα βασιλιά παρά μόνο στην Αλεξάνδρεια, την πόλη που ίδρυσε: εκεί είναι που ταξιτζήδες υποδεικνύουν σήμερα με καμάρι τους ανδριάντες του Αλέξανδρου σε κεντρικά σημεία της πόλης -ένας από αυτούς είναι προσφορά της ελληνικής κοινότητας της πόλης. Εκεί είναι που η σύγχρονη λαϊκή φαντασία αποδίδει περίεργα περιστατικά, όπως η αναπάντεχη εξαφάνιση μιας γυναίκας, στην υπόγεια ύπαρξη του τάφου του (Ζαφειροπούλου / Empereur 2002 Α: 82,85-86). Τέλος, στην όαση της Σίβα (Σίουα), εκεί που υπήρχε το μαντείο του Άμμωνος Ρα, ως σήμερα διατηρούνται τοπικοί θρύλοι σχετικοί με τον Αλέξανδρο, όπως αυτός της Χαμίσα, της πριγκίπισσας και πιστής φίλης του, η οποία τον λάτρευε και προσευχόταν στους θεούς να τον προστατεύουν. Μια άλλη τοπική παράδοση κάνει λόγο για επτά αδερφές, ιέρειες του Άμμωνος Ρα, οι οποίες αφιέρωσαν τη ζωή τους στη φροντίδα του τάφου του Αλέξανδρου, ενώ στην όαση υπήρχε και ένα «παλάτι του Αλέξανδρου» (Σουβαλτζή 2002: 17-18, 20).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

526

5.2.Εβραϊκή παράδοση Ο Αλέξανδρος με τις κατακτήσεις του έφερε για πρώτη φορά σε επαφή τον ελληνισμό με τον ιουδαϊσμό. Μάλιστα η επιρροή του ελληνικού πνεύματος στους Εβραίους της εποχής ήταν τέτοια που, 75 χρόνια περίπου μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, έγινε η μετάφραση των εβδομήκοντα, η πρώτη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τα εβραϊκά στα ελληνικά,641 για τους ελληνόφωνους Εβραίους της Αλεξάνδρειας και όπου αλλού. Αναφορές στον Αλέξανδρο διαβάζουμε σε σημαντικά εβραϊκά βιβλία, όπως για παράδειγμα το βιβλίο του Δανιήλ, γύρω στο 165 π.Χ., το Α΄ Βιβλίο των Μακκαβαίων, γύρω στο 100 π.Χ., στο οποίο προβάλλεται ο Αλέξανδρος ως ανίκητος στρατηλάτης και κοσμοκατακτητής, αλλά και σφαγέας και αλαζόνας, το Ταλμούδ, η «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» του Ιώσηπου του πρώτου αιώνα μ.Χ. και άλλα (Droysen/Αποστολίδης 1993: 293, Stoneman 2011: 80). Στο βιβλίο του Δανιήλ ο Αλέξανδρος, που αναφέρεται ως «βασιλέας της Ελλάδας», παρουσιάζεται ως όργανο θανάτου των εθνών, πρωτίστως του ιουδαϊκού λαού642. Ο Δανιήλ εμφανίζεται να προφητεύει τον ερχομό του με τη μορφή ενός τράγου, που νικά τον κριό, ο οποίος ήταν ο βασιλιάς των Μήδων, για να δώσει τη θέση του μετά σε τέσσερις επιγόνους βασιλείς. Για το συγγραφέα του βιβλίου των Μακκαβαίων, με τον Αλέξανδρο, τον πρώτο μονάρχη της Ελλάδας που νίκησε τους Πέρσες, ήρθαν χρόνοι δυστυχίας για τους Εβραίους, η οποία θα κορυφωθεί στα χρόνια του Αντίοχου του Επιφανούς με την κρίση του εξελληνισμού. Ο Αλέξανδρος περιγράφεται ως ένας κατακτητής που κατέκτησε όλη τη γη, ισοπέδωσε βασίλεια και κυριάρχησε σε πλήθος χωρών και εθνών. Αντίστοιχα, αρνητική εικόνα για τον Αλέξανδρο, ως πρόξενο κακού, δίνουν και ορισμένοι από τους λεγόμενους Χρησμούς της Σίβυλλας, συλλογή κειμένων σε ελληνικό εξάμετρο, εν μέρει γραμμένων από εξελληνισμένους Ιουδαίους643. Αν και οι παραπάνω αναφορές είναι αρνητικές για τον Αλέξανδρο, ωστόσο υπάρχουν και θετικές αναφορές σε εβραϊκές πηγές, που τον θεωρούν πρότυπο ηγεμόνα (Καμπούρη –Βαμβούκου 2001: 116, Demandt 2009: 419, Βουγιουκλάκης 2013: 457, 468). Στο 10ο βιβλίο της «Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας» του Φλάβιου Ιώσηπου, ο οποίος γράφει Βουγιουκλάκης 2013: 457, 461, όπου και πολλές άλλες αναφορές για την επίδραση που άσκησε ο ελληνισμός στον εβραϊσμό, για τους ελληνίζοντες Εβραίους, την εισαγωγή ελληνικών όρων και ονομάτων, αλλά και την αντίδραση των ορθοδόξων Εβραίων με την εξέγερση των Μακκαβαίων έναντι της βίαιης προσπάθειας εξελληνισμού που επιχείρησε ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής (215-164 π.Χ.). 641

Στο έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου του Δανιήλ γίνεται λόγος για το τέταρτο θηρίο του οράματος του προφήτη, με σιδερένια δόντια και δέκα κέρατα που έτρωγε, λιάνιζε και κομμάτιαζε τα πάντα στο διάβα του (Luschen 2013: 72). 642

643

Αναλυτικά για τους Χρησμούς της Σίβυλλας και τον Αλέξανδρο βλέπε Luschen 2013: 74-81.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

527

μετά την καταστροφή του δεύτερου ναού του Σολομώντα από τους Ρωμαίους (70μ.Χ.), γίνεται αναφορά στην ερμηνεία του οράματος του Δανιήλ με ουδέτερο τρόπο, καθώς απλά επισημαίνεται πως «ο τράγος… ένας βασιλιάς ελληνικής καταγωγής» θα νικήσει δύο φορές τους Πέρσες κληρονομώντας τη δύναμή τους. Στο 11ο βιβλίο της «Αρχαιολογίας» ο Αλέξανδρος εμφανίζεται να προσκυνά τον αρχιερέα του ναού του Σολομώντα, που βγήκε να τον προϋπαντήσει κατά την υποτιθέμενη είσοδό του στην Ιερουσαλήμ, λέγοντας στον έκπληκτο Παρμενίωνα πως δεν προσκυνά το πρόσωπο του ιερέα, αλλά το θεό που αυτός υπηρετεί, επειδή είχε δει ακριβώς σε όνειρό του τη μορφή του ιερέα να τον παρακινεί να ξεκινήσει την εκστρατεία του, αναφορά που υπάρχει και στον ψευδο – Καλλισθένη. Ο Αλέξανδρος εμφανίζεται ακόμη να ικανοποιεί το αίτημα των Ιουδαίων για ανεξιθρησκία, οι οποίοι αρνήθηκαν να τοποθετηθεί το είδωλό του στο ναό τους, αλλά έδωσαν το όνομά του σε όλους τους άρρενες που γεννήθηκαν εκείνη τη χρονιά και θέσπισαν την αλεξανδρινή εποχή προς τιμήν του. Επιπλέον, ο Αλέξανδρος απαλλάσσει εν μέρει τους Εβραίους από την καταβολή φόρων και αναγνωρίζει την ανωτερότητα του θεού τους. Σε ένα άλλο έργο του ο Ιώσηπος τονίζει τα ευεργετήματα του Αλέξανδρου προς τους Εβραίους της Αλεξάνδρειας, στους οποίους παραχώρησε συνοικία, όπου τους επέτρεψε να κατοικούν, έχοντας τα ίδια δικαιώματα με τους Έλληνες. Είναι σαφές πως στον Ιώσηπο δίνεται η εικόνα ενός άλλου, φιλικού στους Ιουδαίους Αλέξανδρου, τον οποίο και οι ίδιοι ουσιαστικά αποδέχονται τιμώντας τον644 (Mayer 2011: 32, Βουγιουκλάκης 2013: 469, 474, Juanno 2015 (2002): 626, 628). Η ίδια ακριβώς εικόνα υπάρχει και στο εβραϊκό Seper Aleksanederos Moqedon, δηλαδή «Το βιβλίο του Αλέξανδρου του Μακεδόνα», μια εκδοχή του Μυθιστορήματος πιθανόν των Εβραίων της Αλεξάνδρειας, όπου γίνεται πάλι αναφορά στη – φανταστική - επίσκεψή του στην Ιερουσαλήμ, όπου εξέφρασε το θαυμασμό του για «τον οίκο του μεγάλου θεού», καθώς και την επιθυμία του να ανεγερθεί ένα μεγάλο άγαλμά του μέσα στο ναό με χρυσό που ο ίδιος θα διαθέσει, επιθυμία που αρνήθηκε ο αρχιερέας του ναού Ανανίας, με την παρατήρηση ότι δεν επιτρέπεται η ανέγερση ειδώλων στον Οίκο του Θεού. Τελικά ο Ανανίας πείθει τον Αλέξανδρο να διαθέσει το ποσό των 40 ταλάντων στο ναό, ώστε να αξιοποιηθεί για τη φροντίδα των φτωχών και ανήμπορων της πόλης (Selden 2012: 37). Στο παραπάνω επεισόδιο υπάρχει σαφώς μια πρόθεση επίδειξης μιας συγκεκριμένης ηθικής στάσης από την πλευρά του Ανανία, την οποία αποδέχεται και ο Αλέξανδρος, με αποτέλεσμα να εγγράφεται θετικά στην εβραϊκή παράδοση. Σύμφωνα με το Mayer, η υιοθέτηση και επαναδιατύπωση του Αλεξάνδρειου μύθου από τους Εβραίους και ιδιαίτερα τον Ιώσηπο πρέπει να ειδωθεί σε Στον Ιώσηπο μάλιστα βρίσκουμε και την αρχαιότερη σωζόμενη μαρτυρία για τις περίφημες «Πύλες του Αλέξανδρου» σε συνάρτηση με μια εισβολή Αλανών στη Μηδία (Juanno 2015 (2002): 489). 644

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

528

ένα πλαίσιο ενίσχυσης της ταυτότητάς τους και του εθνικού τους φρονήματος, μετά την καταστροφή του ναού τους και γενικότερα την υποταγή τους στην ελληνορωμαϊκή κυριαρχία, μια και ο πρώτος και μεγαλύτερος εκπρόσωπος αυτής, ο Αλέξανδρος, εμφανίζεται στις ιστορίες τους να παραδέχεται την ηθική ανωτερότητά τους και την παντοδυναμία του θεού τους. Ουσιαστικά, με την εβραϊκή επαναδιατύπωση της ιστορίας του, ο Αλέξανδρος αναλαμβάνει το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στους Εβραίους και στον κυρίαρχο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό (βλέπε αναλυτικά Mayer 2011: 16, 30-42). Πιθανόν όμως, να μην είναι μόνο αυτό: μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί πως ενδεχομένως όλες αυτές οι ιστορίες με τα προνόμια που δίνει ο Αλέξανδρος στους Εβραίους επινοήθηκαν και προβλήθηκαν από τους ίδιους, προκειμένου να εξασφαλίζουν τα ίδια προνόμια από τους διάφορους ηγεμόνες στους αιώνες που ακολούθησαν: Έλληνες διαδόχους, Ρωμαίους και Βυζαντινούς αυτοκράτορες, δυτικούς βασιλιάδες και ρηγάδες, υπό την εξουσία και τα εδάφη των οποίων βρίσκονταν διαρκώς οι Εβραίοι. Στην περίπτωση αυτή, έχουμε μια πετυχημένη προβολή της μίμησης του Αλέξανδρου από τους ίδιους τους Εβραίους - μέσω των παραδόσεών τους - στους εκάστοτε ηγεμόνες και αφέντες τους, προκειμένου να διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους. Τέλος, σε πολλές άλλες ραβινικές παραδόσεις εξαίρεται ο φιλομαθής χαρακτήρας του Αλέξανδρου, ενώ παράλληλα διαπιστώνονται πολλά κοινά θέματα και επεισόδια με το ψευδο-καλλισθένιο Μυθιστόρημα, όπως το αθάνατο νερό, η ανάληψη στους ουρανούς και η κατάδυση στη θάλασσα (Βουγιουκλάκης 2013: 470 – 473)645. Για παράδειγμα, σύμφωνα με ένα χωρίο από το Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ, ήδη από τον 4 ο αιώνα μ.Χ. κυκλοφορούσε η ιστορία της ανάληψης του Αλέξανδρου, μια και ο Μακεδόνας αναφέρεται ότι ανέβαινε στα ουράνια μέχρι που είδε τον κόσμο σαν σφαίρα. Αντίστοιχα και μεταγενέστερες ραβινικές παραδόσεις του 9ου αιώνα κάνουν λεπτομερή περιγραφή του επεισοδίου της ανάληψης, πάντα στο μοτίβο της έπαρσης και της μηδαμινότητας του ανθρώπου μπροστά στο πραγματικό μεγαλείο του θεού (Juanno 2015 (2002): 472-473).

Αναλυτικά για την εβραϊκή γραπτή παράδοση του Μυθιστορήματος βλέπε Stoneman 2011: 323-324. Στο ίδιο έργο αντίστοιχα γίνεται συγκροτημένη αναφορά και για τη γραπτή παράδοση στα λατινικά, περσικά, συριακά, αραβικά, αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά κ.α. (σελ. 320-336). 645

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

529

5.3.Λατινική φιλολογία και χαρτογραφία.646 Στη λατινική γλώσσα υπήρξε μετάφραση της Διήγησης του Αλέξανδρου από τον Ιούλιο Βαλέριο Αλέξανδρο Πολέμιο μετά το 340 μ.Χ. με τίτλο Res gestae Alexandri Macedonis, πολύ κοντά στο ελληνικό κείμενο της α΄ διασκευής, μολονότι σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κατά λέξη μετάφρασή του. Ο Ιούλιος Βαλέριος υπήρξε φίλος των αυτοκρατόρων Μεγάλου Κωνσταντίνου, Κωνστάντιου, Κώνσταντα και ακόμα του επισκόπου Νικομήδειας Ευσέβιου, μάλιστα το 338 μ.Χ. αναδείχθηκε σε στρατηγό και ύπατο (Ασωνίτης 2008: 8). Η μετάφραση αυτή του Ιούλιου Βαλέριου γίνεται σε μια περίοδο που ο Αλέξανδρος δεσπόζει και πάλι στο προσκήνιο, όπως μαρτυρούν τα μετάλλια –contorniati που κυκλοφορούν με τη μορφή του (βλέπε κεφάλαιο 2.8) αλλά και η εμφάνιση μιας νέας γενιάς κειμένων για τις περιπέτειές του στα λατινικά, όπως η Epistula Alexandri ad Aristotelem. Ακόμα, το έργο Itinerarium Alexandri Magni (Οδοιπορικό του Μεγάλου Αλέξανδρου), που γράφτηκε ειδικά για τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο B,΄ ανάμεσα στο 340-345, ως οδηγός για την επιχειρούμενη εκστρατεία του εναντίον των Περσών, βασίζεται στον Αρριανό και περιγράφει τις χώρες και τους κινδύνους της ανατολής με βάση τη ζωή και την εκστρατεία του Αλέξανδρου. Επίσης, το Liber de morte Alexandri testamentoque eius του 5ου αιώνα, αποτελεί κείμενο που έχει πολλά κοινά με τη λεγόμενη Επιτομή του Metz, ένα κείμενο ανώνυμου συγγραφέα του 5ου μ.Χ. επίσης αιώνα, το οποίο, αντλώντας από τον Κλείταρχο, συνοψίζει την πορεία του Αλέξανδρου από το θάνατο του Δαρείου στην Εκατόμφυλο ως τις εκβολές του Ινδού ποταμού (καλοκαίρι 330 –καλοκαίρι 325 π.Χ.)647. Σε αντίθεση με τα παραπάνω κείμενα, που καταγράφουν ουδέτερα ή και θετικά το βίο του Μακεδόνα βασιλιά, ο Ισπανός ιστορικός Παύλος Ορόσιος, στις αρχές του 5 ου αιώνα, στο έργο του «Εφτά Βιβλία της Ιστορίας εναντίον των Παγανιστών», περιγράφει τον Αλέξανδρο ως κάποιον που ήπιε ανθρώπινο αίμα και χαρακτηρίζει 646

Για την Imitatio Alexandri των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και συγγραφέων βλέπε κεφάλαιο 2.8.

Η Επιτομή του Metz έχει και ορισμένα στοιχεία κοινά με το Μυθιστόρημα (όπως μία επιστολή από τους Ινδούς φιλοσόφους και ο διάλογος μαζί τους) και θεωρείται σήμερα από την έρευνα περισσότερο μια ερμηνεία του Αλέξανδρου και του έργου του παρά μια ιστορική πηγή, παρ’όλο που η Επιτομή περιλαμβάνει και ορισμένα στοιχεία μοναδικά ως ιστορικές πληροφορίες, που δεν απαντώνται σε άλλες πηγές, όπως ο θάνατος του πρώτου από τη Ρωξάνη και μόλις εννιάμηνου γιου του Αλέξανδρου, λίγο πριν τον πλου του Ινδού ποταμού (στοιχείο που αναφέρεται και σε μια μεσαιωνική εβραϊκή εκδοχή του Μυθιστορήματος). Σε γενικές γραμμές, η αφήγηση στην Επιτομή συμφωνεί με αυτήν του Κούρτιου σε πολλά σημεία και λιγότερο με του Διοδώρου. Δες περισσότερα στο Heather M. Loube, “The Metz Epitome: Alexander (July 330 – July 325 B.C.) A Commentary”, Πανεπιστήμιο της Οττάβας, 1995, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: 647

http://www.ruor.uottawa.ca/bitstream/10393/10107/1/MM07884.PDF (ανάκτηση 15.12.2014).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

530

τους πολέμους του ως τις αρρώστιες της γης, κάτι που βέβαια ερμηνεύεται στο πλαίσιο της ευρύτερης πολεμικής που αναπτύσσει στο εν λόγω έργο του κατά του παγανισμού, σε αντίθεση με το χριστιανικό κόσμο της εποχής του. Αρνητικά κρίνει τον Αλέξανδρο και ο Αυγουστίνος (354 -430), παρουσιάζοντάς τον ως ληστή της στεριάς και πειρατή των θαλασσών, ενώ στο ίδιο πλαίσιο κινείται και ο μαθητής του Αυγουστίνου Ορόσιος, περιγράφοντας τον Αλέξανδρο ως αρχιτέκτονα της δυστυχίας του κόσμου και παρομοιάζοντάς τον με καταστροφικό Τυφώνα για όλη την ανατολή. Σε αντίθεση με αυτούς, ο Ιερώνυμος, την ίδια περίπου εποχή, εκθειάζει τον Αλέξανδρο, τονίζοντας πως κανείς δε στάθηκε αντάξιός του και πως η νικηφόρα εκστρατεία του φανερώνει πως έγινε σύμφωνα με το σχέδιο του θεού. Περίπου εκατό χρόνια αργότερα, το 507, ο επίσκοπος Εννόδιος από την Πάντοβα αντιπαρέβαλε το Γότθο ηγεμόνα Θευδέριχο με τον Αλέξανδρο, ο οποίος, όμως, όπως γράφει, έζησε στην πλάνη της ειδωλολατρίας (Demandt 2009: 422). Στις αρχές του 8ου αιώνα γράφτηκε στα λατινικά και η Κοσμογραφία του Αιθικού του Ιστρίου, ένα κείμενο που πιθανόν να μεταφράστηκε από τα ελληνικά και εμπεριέχει την περιγραφή μιας επίπεδης γης στα πρότυπα του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, με περιγραφή τόπων και γεωγραφικών περιοχών, φυσικών φαινομένων, λαών και παράξενων φυλών, όπως οι Αμαζόνες, ακόμη και τεράτων. Στο έργο αυτό, ο συγγραφέας επιφυλάσσει εξέχοντα ρόλο στον Αλέξανδρο, ιδιαίτερα στο τρίτο και έκτο βιβλίο, με πολλές αναφορές στο βίο του και σε επεισόδια παρμένα από το Μυθιστόρημα, όπως ο εγκλεισμός των βάρβαρων φυλών πίσω από τις πύλες της Κασπίας. Επομένως, γίνεται και πάλι φανερή η επίδραση του Μυθιστορήματος, το οποίο ο συγγραφέας δείχνει να γνωρίζει καλά. Περιγράφονται ακόμη οι μάχες του Αλέξανδρου με τους λαούς του βορρά και άλλους, όπως οι Τούρκοι, οι Φίννοι, οι Αλβανοί, μέσα από τις οποίες αναδεικνύεται η μαχητική ικανότητα του Μακεδόνα βασιλιά, ενώ τονίζεται πως με τον Αλέξανδρο διευρύνθηκε η Ελλάδα και «ευγενείς επαρχίες» έγιναν κομμάτι του βασιλείου των Ελλήνων. Η αποτίμηση του Αλέξανδρου είναι θετική, ο συγγραφέας φτάνει στο σημείο να τον παρομοιάσει με τον Όλυμπο. Τέλος, ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι ο τουλάχιστον δύο φορές χαρακτηρισμός του Αλεξάνδρου ως αρματηλάτη648. Ένα ποίημα που γράφτηκε στα λατινικά αλλά προέρχεται από τη βόρεια Γαλλία και χρονολογείται κατά τα μέσα του 9ου αιώνα περιέχει την παλαιότερη αναφορά της ανάληψης του Αλέξανδρου στη Δύση. Σίγουρα το σημαντικότερο έργο στα λατινικά είναι η μετάφραση του αρχιερέως Λέοντος από τη Νάπολη της Ιταλίας το 10 ο αιώνα από ένα ελληνικό χειρόγραφο της Διήγησης (που έφερε μαζί του ο Λέοντας από την Κωνσταντινούπολη ή το μετέφρασε ενόσω ήταν στην Κωνσταντινούπολη), πάνω στην 648

Wutke 1853: CLXXXIX – LXIII, 19-67.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

531

οποία βασίστηκαν όλα τα μεταγενέστερα έργα για τον Αλέξανδρο στη Δύση. Ο ίδιος ο Λέοντας αναφέρει πως έκανε κάποιες προσθήκες στο ελληνικό χειρόγραφο και περιγράφει στον πρόλογο το «χρονικό» της μετάφρασης. Άλλα πρώιμα κείμενα στα λατινικά είναι η Historia de Proeliis, – Ιστορία των Πολέμων, 11ος αιώνας (με πρότυπο την αρχική μετάφραση του αρχιερέως Λέοντος649), το Secretum Secretorum στις αρχές του 13ου αιώνα και άλλα (Gary 1956: 38, Fear 2007: 40-41, Καμπούρη –Βαμβούκου 2001:114, Paribeni 2006: 86, Stoneman 2011: 124, 324-329, Morosini 2011: 329-331, Juanno 2015 (2002): 34). Κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. χρονολογείται ο πρωτότυπος χάρτης του Πευτιγγέρειου Πίνακα, ο αρχαιότερος παγκόσμιος χάρτης, ο οποίος σώζεται ως αντίγραφο ενός μοναχού του 13ου αιώνα μ.Χ. με υπομνηματισμό στα λατινικά. Στο ανατολικό πέρας του χάρτη σημειώνονται δύο τοπωνύμια, «μέχρι εδώ έφτασε ο Αλέξανδρος» και «εδώ ο Αλέξανδρος έλαβε την απάντηση του μαντείου». Ο Αλέξανδρος με τις κατακτήσεις του κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. εξακολουθούσε να οριοθετεί το γνωστό κόσμο. Μάλιστα σε έναν άλλο χάρτη του 13ου αιώνα, τη Mappa Mundi στον Καθεδρικό του Χέρεφορντ, σημειώνονται και ορισμένα από τα φανταστικά πλάσματα που αντιμετώπισε ο Αλέξανδρος, όπως οι Κυνοκέφαλοι, οι Σκιάποδες (μονοπόδαροι), οι Αμαζόνες και οι Ακάθαρτοι λαοί, καθώς και το τείχος που έκτισε ο Αλέξανδρος για να αποκλείσει τους τελευταίους. Σημειώνονται ακόμα τρεις ναοί του Αλέξανδρου, το «στρατόπεδο του Αλέξανδρου» στα σύνορα της Ασίας με την Αφρική, καθώς και η πόλη Βουκεφάλα650. Αν δεχτούμε ότι ο συγκεκριμένος χάρτης αντιγράφει επίσης παλιότερο ρωμαϊκό, με αρκετές προσαρμογές στα δεδομένα του 13ου αιώνα, αντιλαμβανόμαστε πως η διαχρονία του μύθου του Αλέξανδρου στη δυτική παράδοση υπήρξε καθολική, όπως θα διαπιστωθεί και παρακάτω.

Ωστόσο άλλοι ερευνητές ταυτίζουν τη Historia de Proeliis με το αρχικό κείμενο της μετάφρασης του Λέοντα, βλέπε για παράδειγμα Morosini 2011: 329-330. 649

Stoneman 2011: 114-115,

650

http://cartographic-images.net/Cartographic_Images/226_The_Hereford_Mappamundi.html δες τους χάρτες στη διεύθυνση: http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/5/50/TabulaPeutingeriana.jpg (Πευτιγγέρειος Πίνακας) http://www.themappamundi.co.uk/mappa-mundi/ απεικόνιση).

(Mappa

Mundi

καί

σε

τρισδιάστατη

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

532

5.4. Συρία Στα συριακά έχουμε επίσης κείμενα για τον Αλέξανδρο: η συριακή μετάφραση του Μυθιστορήματος του Ψευδο-Καλλισθένη από τα ελληνικά έγινε από έναν Σύρο Νεστοριανό χριστιανό και πιθανόν μονοφυσίτη κατά τον 6ο ή 7ο αιώνα μ.Χ. Το συριακό κείμενο ανήκει επίσης στην α΄ ομάδα παραλλαγών, -για την ακρίβεια στην παραλλαγή δ΄, συγγενική της α΄ - μαζί με τον ελληνικό κώδικα (Paris. 1711), την αρμενική εκδοχή και τις λατινικές μεταφράσεις του Ιουλίου Βαλέριου (4ος αιώνας μ.Χ.), του Αρχιπρεσβύτερου Λέοντος και της Historia de proeliis (10ος αιώνας). Σήμερα, βέβαια, η συριακή εκδοχή σώζεται μόνο σε πέντε χειρόγραφα, όλα νεστοριανής γραφής και νεότερων χρόνων, με το παλιότερο να χρονολογείται το 1708-9. Παρ’όλο που το συριακό κείμενο δείχνει να είναι απευθείας μετάφραση του ελληνικού, εντούτοις περιλαμβάνει και μικρές διαφοροποιήσεις του αρχικού κειμένου αλλά και προσθήκες επεισοδίων, που δεν είναι γνωστά από τα ελληνικά χειρόγραφα, όπως το επεισόδιο της επίσκεψης του Αλέξανδρου στον αυτοκράτορα της Κίνας ή μια μάχη του Αλέξανδρου με δράκο στην Αιθιοπία651. Υπάρχουν ακόμα και λίγα περσικά γλωσσικά στοιχεία στο συριακό κείμενο. Μια σημαντική αναφορά είναι αυτή που κάνει ο εκχριστιανισμένος Αλέξανδρος, προσευχόμενος στο Θεό: «Ω Θεέ μου, Κύριε των Βασιλιάδων και Δικαστών….εσύ που με έκανες με κέρατα στην κεφαλή μου…αν ο Μεσσίας, ο γιος του Θεού, έρθει στις μέρες μου, τα στρατεύματά μου και εγώ ο ίδιος θα Τον λατρέψουμε…αν δεν έρθει στις μέρες μου,…θα κουβαλώ μαζί μου αυτόν το θρόνο, που είναι από ασήμι και στον οποίο εγώ κάθομαι και θα τον τοποθετήσω στην Ιερουσαλήμ, ώστε όταν ο Μεσσίας θα έρθει από τον Ουρανό, να μπορεί να καθίσει στο βασιλικό μου θρόνο….» (Stewart 2014: 9). Η αναφορά είναι μοναδική, διότι αποδεικνύει πως στη μεσαιωνική συριακή παράδοση συνταιριάζεται η αρχαία παράδοση (τα κέρατα του Άμμωνα στην κεφαλή του Αλέξανδρου) με τη χριστιανική (ο Αλέξανδρος προσεύχεται στο Θεό και μιλά για τον επερχόμενο Μεσσία –Χριστό). Ακόμη περισσότερο, με τη συμβολική διαδοχή στο θρόνο του Αλέξανδρου, ο Χριστός εμφανίζεται συμβολικά ως διάδοχος του Μακεδόνα βασιλιά στο κοινό πλαίσιο της οικουμενικότητας της εξουσίας τους. Ενδιαφέρον στοιχείο σίγουρα αποτελεί και η ενσωμάτωση του μοτίβου της ματαιότητας των μεγαλείων της ζωής μπροστά στον ανίκητο θάνατο στο συριακό Μυθιστόρημα, στο οποίο παρουσιάζονται οι φιλόσοφοι να θρηνούν το θάνατο του Αλέξανδρου και ο φιλόσοφος Σισύνιος να τονίζει ότι ο Αλέξανδρος, που οδήγησε πολλούς στο θάνατο, απέτυχε να κρατήσει το θάνατο μακριά από τον ίδιο (Muller 2007: 382). 651

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

533

Στη συριακή γραπτή παράδοση διασώζονται και άλλα κείμενα για τον Αλέξανδρο. Στο ανώνυμο χριστιανικό συριακό αποκαλυπτικό κείμενο του Μύθου του Αλέξανδρου (ή αλλιώς γνωστό ως Συριακή διήγηση), που χρονολογείται γύρω στο 630 μ.Χ., γραμμένο κάπου στη Βόρεια Μεσοποταμία, αναφέρεται ο αποκλεισμός των βάρβαρων φυλών Γωγ και Μαγώγ πίσω από ένα τείχος από τον Αλέξανδρο στις εσχατιές της γης, το οποίο θα σπάσουν στο τέλος του χρόνου για να ξεχυθούν στον πολιτισμένο κόσμο και να τον καταστρέψουν με θεϊκή εντολή. Οι βιβλικοί Γωγ και Μαγώγ μάλιστα, στο συγκεκριμένο κείμενο, συσχετίζονται με τους Ούννους. Ωστόσο θα επακολουθήσει η αναχαίτισή τους από το «βασίλειο των Ελλήνων», απόγονο του «Οίκου του Αλέξανδρου», το οποίο θα δημιουργήσει εκ νέου μια κοσμοκρατορία. Το κείμενο αυτό σαφώς παρουσιάζει τον Αλέξανδρο ως τον ιδρυτή της ελληνορωμαϊκής χριστιανικής αυτοκρατορίας και τον συνδέει με τον ένδοξο αυτοκράτορα Ηράκλειο, ο οποίος μόλις είχε συντρίψει τους Πέρσες το έτος 628. Η Juanno παρατηρεί πως υπάρχουν επιδράσεις του Μυθιστορήματος στο αποκαλυπτικό αυτό έργο, που επιφυλάσσει στον Αλέξανδρο έναν κεντρικό ρόλο στο σχέδιο του Θεού. Το επεισόδιο του αποκλεισμού των Γωγ και Μαγώγ εμφανίζεται εμπλουτισμένο και σε ένα άλλο έργο στα συριακά, γραμμένο μετά το 630, γνωστό ως Το ποίημα του Αλέξανδρου (αλλιώς Έμμετρη Ομιλία για τον Αλέξανδρο). Το έργο αυτό παρουσιάζει τον Αλέξανδρο ουσιαστικά ως προφήτη, πλάι στις βιβλικές μορφές του Ησαΐα, του Ιερεμία και του Δανιήλ, να δέχεται προφητείες από έναν θεόσταλτο άγγελο, ενώ στη Συριακή Διήγηση τις γράφει ο ίδιος σε επιγραφή. Μάλιστα, στο έργο αυτό ο Αλέξανδρος ξεκινά το ταξίδι στη Χώρα του Σκότους με σκοπό από την αρχή να βρει την πηγή με το αθάνατο νερό, έχοντας μαζί του ένα κοπάδι γαϊδούρες, που είχαν γεννήσει πρόσφατα, προκειμένου να βοηθηθεί να βρει το δρόμο του γυρισμού, μοτίβο γνωστό και από την παράδοση του ψευδο-καλλισθένειου Μυθιστορήματος. Επιπλέον, αναφορά στον Αλέξανδρο κάνει και ένα συριακό ποίημα, γνωστό ως Sermo de Fine Extremo του ψευδο –Εφραίμ, ανάμεσα στο 640 -683 μ.Χ. και βέβαια η Αποκάλυψη του ψευδο –Μεθοδίου, κείμενο εμπνευσμένο από τη Συριακή Διήγηση (γύρω στο 692 μ.Χ., βλέπε αναλυτικά το κεφάλαιο 3.2. του παρόντος τόμου). Και πάλι, δεν είναι τυχαία η εμφάνιση του Αλέξανδρου σε αυτά τα συριακά κείμενα της εποχής: η Συρία υπήρξε για αιώνες αναπόσπαστο τμήμα της ελληνιστικής, ρωμαϊκής και βυζαντινής κυριαρχίας. Οι καταστροφικές επιθέσεις των Περσών (και οι ακόμα πιο μοιραίες των Αράβων που ακολούθησαν) κλόνισαν την κυριαρχία αυτή, την αδιάλειπτη συνέχεια. Επομένως ο Αλέξανδρος εγγυάται εδώ την επαναφορά στην πρότερη κατάσταση και στην ασφάλεια, που θα πετύχει με τον εξοβελισμό των βάρβαρων Γωγ και Μαγώγ στα πέρατα του κόσμου. Επιπλέον, διασώζεται και μια ακόμη δευτερεύουσα και μικρή συριακή εκδοχή του συριακού μύθου του Αλέξανδρου, καθώς και μια μικρή βιογραφία του στα συριακά. Οι συριακές εκδοχές του Μυθιστορήματος αποτέλεσαν πρότυπο για τη διαμόρφωση της χριστιανικής αιθιοπικής

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

534

εκδοχής και πιθανόν της μεταγενέστερης μογγολικής εκδοχής του 14ου αιώνα (Gero 1990: 5-7, Stoneman 1993: 22-23, Ciancaglini 2001: 137-140, Stoneman 2008: 52, 320 Doufikar-Aerts 2011: 39-41, Mayer 2011: 45-48, Juanno 2015 (2002): 441-442, 492-495). Τέλος, αξίζει να παραθέσουμε και δύο σύγχρονες αναφορές, που καταδεικνύουν ακριβώς τις μεγάλες διαστάσεις που έλαβε ο αντίκτυπος του περάσματος του μεγάλου Μακεδόνα από την περιοχή. Από τη σύγχρονη Συρία προέρχεται μια ενδιαφέρουσα προφορική παράδοση, σύμφωνα με την οποία οι νομάδες ορεσίβιοι Δρούζοι στην περιοχή του Τζαμπέλ –Αλ –Ντρουζούζ, ξανθωποί και γαλανομάτηδες, προέρχονται από τους στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Ζαφειροπούλου 2002 Α: 111). Στο γειτονικό της Συρίας Λίβανο υπάρχει σήμερα ένα ελληνορθόδοξο κόμμα, το λεγόμενο “Levant Party”, ο πρόεδρος του οποίου, Ρόντριγκ –Δημήτρης Ελ Χούρι μίλησε στις 10 Σεπτεμβρίου του 2014 στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών, αναλύοντας τους ιστορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς των δύο χωρών, αναδεικνύοντας την κοινή ελληνορθόδοξη ταυτότητα και περιγράφοντας με μελανά χρώματα τις σφαγές του (ελλην)ορθόδοξου πληθυσμού της Συρίας από τους τζιχαντιστές. Ο Ελ Χούρι, μιλώντας ως γνήσιο τέκνο της ρωμιοσύνης, δεν παρέλειψε να αναφερθεί στις αρχαιότατες πολιτιστικές σχέσεις της περιοχής του Λιβάνου με την Ελλάδα, κάνοντας λόγο για ένα μεσογειακό κύμα, που έφερε τον Κάδμο και το αλφάβητο στη Θήβα, αλλά και «το Μέγα Αλέξανδρο από τη Μακεδονία στις χώρες της ανατολής για να κάνει εκείνο το εθνοτικό και πολιτιστικό μείγμα μια μεγάλη πολιτιστική ενότητα, η οποία είναι ο ελληνικός πολιτισμός, ο οποίος ένωσε όλο το μεγαλείο της θάλασσας με όλο το μεγαλείο της ηπειρωτικής χώρας και συγχώνευσε την ανατολή με τη δύση…»652

652

https://www.youtube.com/watch?v=8EtT4xwkKhA (ανάκτηση 19.1.2016).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

535

5.5. Ντουλ Καρνέιν: ο Δίκερως Ισκαντέρ των Αράβων και του Ισλάμ Στην αραβική γλώσσα, στο Κοράνι (18: 83-98), υπάρχει σαφής αναφορά στον Αλέξανδρο με το επίθετο Dhul Qarnayn653, δηλαδή «Δίκερως», τον οποίο ο Αλλάχ καθοδηγεί στη χώρα της δύσης του ήλιου, όπου ο «Δικέρατος» Αλέξανδρος τιμωρεί τους ασεβείς και ανταμείβει τους δίκαιους ανθρώπους, για να συνεχίσει κατόπιν το ταξίδι του σε έναν τόπο με δύο υψώματα. Εκεί αποδέχεται τις ικεσίες των ανθρώπων της περιοχής, που δέχονται τις επιθέσεις των βάρβαρων φυλών Γωγ και Μαγώγ, εκπροσώπων των δυνάμεων του χάους, τους οποίους ο Αλέξανδρος - με τη χάρη και το θέλημα του Αλλάχ - αποκλείει με ένα φράγμα από σίδερο και χαλκό. Μάλιστα ο ίδιος προφητεύει πως, όταν θα έρθει η Μέρα της Κρίσης, το τείχος αυτό, με τη θέληση του Αλλάχ, θα καταρρεύσει και θα γίνει κομμάτια. Η παραπάνω αναφορά είναι παρμένη ουσιαστικά από συριακές πηγές654 του Μύθου του Αλέξανδρου κι άλλων συριακών κειμένων του πρώιμου 7ου αιώνα μ.Χ. Σύμφωνα με την ισλαμική θεώρηση, ο Αλέξανδρος νικά τις δυνάμεις της διάλυσης και της καταστροφής για να δημιουργήσει μια οικουμένη, στην οποία στη συνέχεια θα σπείρει ο Μωάμεθ το λόγο του μοναδικού θεού. Ο Αλέξανδρος, ή αλλιώς Ισκαντέρ ή Σικάντερ στην παράδοση της ανατολής, ονομάστηκε Δίκερως εξαιτίας της αντίστοιχης απεικόνισής του σε νομίσματα της ελληνιστικής εποχής, ως γιος του Άμμωνα –Δία, που είχε ως σύμβολο τα κέρατα κριαριού. Η αραβική γραπτή παράδοση655, έχοντας ως βάση το Κοράνι656, περιέχει ποικίλες αναφορές στο Δικέρατο Αλέξανδρο ακόμα και ερμηνείες της ιδιάζουσας αυτής μορφής του. Ο Ibn al- Muqaffa, σε μια συλλογή μυθικών αφηγήσεων, που έγραψε γύρω στο 756, αναφέρει πως «Όταν ο Αλ Ισκαντέρ Ντουλ Καρναούν (Αλέξανδρος Η ονομασία Dul ή Zul Karneym – δικέρατος- για τον Αλέξανδρο διατηρήθηκε και στην τουρκική παράδοση: έτσι ονομάζεται ο Μακεδόνας βασιλιάς στην πρώτη από τις συνοδευτικές τουρκικές επιγραφές του Μυθιστορήματος στο ελληνικό χειρόγραφο του Ινστιτούτου της Βενετίας (Kastritsis 2011: 109). 653

Περισσότερα για τις πηγές και την πρόσληψη του Αλέξανδρου στο πρώιμο Ισλάμ, στο Κοράνι και στους πρώιμους Άραβες σχολιαστές του, βλέπε Kevin van Bladel, “The Syriac Sources of the Early Arabic Narratives of Alexander” άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. 54 -75. 654

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την πρόσληψη του Αλέξανδρου στην αραβική γραπτή παράδοση και συγκεκριμένα στην ιστοριογραφία του 9ου και 10ου αιώνα μπορεί κανείς να ανατρέξει και στη μελέτη της Θεοδώρας Ζαμπάκη, Μέγας Αλέξανδρος –η εικόνα του στην πρώιμη αραβική ιστοριογραφία, εκδόσεις Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2006. 655

Ένα ακόμη κοινό μοτίβο που μοιράζεται το Κοράνι με το Μυθιστόρημα είναι αυτό του αθάνατου νερού και του ψαριού που ξαναζωντανεύει μέσα σε αυτό (Juanno 2015 (2002): 441-442). 656

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

536

Δικέρατος) ο Ρουμ (ο Έλληνας/Ρωμαίος) τελείωσε τις υποθέσεις του με τους βασιλιάδες της Δύσης, άρχισε το ταξίδι στους βασιλιάδες της ανατολής, όπως οι Πέρσες και άλλοι». Ένα άλλο πρώιμο κείμενο με περιεχόμενο τον Αλέξανδρο είναι το Qissat Dhi ’ Qarnayn (Η Ιστορία του Δίκερου) ενός Abu ‘Abd al – Malik, στο οποίο περιγράφονται οι τερατώδεις Γωγ και Μαγώγ και συγχέονται στην εμφάνιση με τους Κυνοκέφαλους. Οι Άραβες ιστοριογράφοι της αββασιδικής περιόδου (750-1258) τον προβάλλουν ως κατακτητή και κοσμοκράτορα, θεόσταλτο απόστολο του Ισλάμ, ανίκητο στρατηγό και σοφό βασιλιά. Μάλιστα, ήδη πριν από το 10ο αιώνα στην αραβική γραμματεία, ως τμήμα της ιστοριογραφικής αφήγησης, απαντούν συλλογές λόγων φιλοσόφων και άλλων προσώπων (όπως η Ρωξάνη και η Ολυμπιάδα) μπροστά στο νεκρό Αλέξανδρο. Πρόκειται για σύντομα διδακτικά αποφθέγματα, στα οποία κυρίως επαναλαμβάνεται η αρχαία αρνητική κριτική των κυνικών για τον Αλέξανδρο – ως καταστροφέα και φονιά ανθρώπων – και παράλληλα προβάλλεται το μοτίβο της ματαιότητας των μεγαλείων και το αναπόφευκτο του θανάτου, ακόμη και για τους πιο ισχυρούς,657 μοτίβο παρμένο πιθανότατα από τη μακραίωνη ελληνική παράδοση (βλέπε κεφάλαιο 4.3.). Είναι χαρακτηριστικό το περιεχόμενο μιας ρήσης φιλοσόφου στο κείμενο του αραβόφωνου ιστοριογράφου Tha ‘alibi (1038), σύμφωνα με το οποίο ο Αλέξανδρος, εκεί που κατείχε ολόκληρη τη γη, έφτασε σε σημείο να μην κατέχει πλέον περισσότερο από τέσσερις πήχες (όσο ο τάφος του). Ο λόγιος Abu Mansur al – Taalibi (11ος αιώνας) αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος είχε μάνα θνητή γυναίκα αλλά πατέρα έναν άγγελο. Ο σχολιαστής του Κορανίου al – Zamahsari (12ος αιώνας) αναφέρει τις απόψεις των Αράβων του καιρού του για τον Αλέξανδρο (Αλ Ισκαντέρ), ότι δηλαδή κάποιοι τον θεωρούν έναν πιστό υπηρέτη του Θεού, που απέκτησε δύναμη, σοφία και μεγαλείο από τον Κύριό του, ενώ άλλοι πιστεύουν πως ήταν ένας άγγελος ή προφήτης που σκοτώθηκε δύο φορές -εξαιτίας του προσηλυτισμού του στο μονοθεϊσμό - και δύο φορές αναστήθηκε. Ο ίδιος λόγιος παραθέτει και ερμηνείες της δικέρατης φύσης του, λέγοντας πως κάποιοι πιστεύουν ότι συμβολίζουν τα ταξίδια του σε όλον τον κόσμο ή την κυριαρχία του σε δύο έθνη, τους Ρουμ (Ελληνορωμαίους) και τους Πέρσες, ενώ άλλοι θεωρούν απλά τα δύο κέρατα ως κοτσίδες ή εξαρτήματα του στέμματός του ή ακόμα και φυσικό χαρακτηριστικό της κεφαλής του. Η λέξη δίκερως για τον al – Zamahsari σημαίνει το γενναίο άνδρα. Κατά το 14ο αιώνα ο Ibn Guzayy al – Kalbi από την Ανδαλουσία αναρωτιέται αν ο Αλέξανδρος ήταν προφήτης ή «φίλος του Αλλάχ».Είναι γεγονός ότι το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη το βρίσκουμε πολύ έντονο στις δυτικές αραβικές παραδόσεις της περιοχής του Γιβραλτάρ: ο Αλέξανδρος έχτισε Δευτερευόντως, βέβαια, προβάλλονται και ορισμένες αρετές του Αλέξανδρου ως κατακτητή και εκφράζεται πόνος και οδύνη για την απώλειά του (από τη Ρωξάνη ή και την Ολυμπιάδα), ενώ ο ιστορικός al – Tha ‘ alibi γενικότερα στο έργο του «Βιογραφίες λαμπρών βασιλέων των Περσών» προβάλλει τον Αλέξανδρο ως φιλόσοφο (Ζαμπάκη 2015: 538-539, 542). 657

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

537

μια γέφυρα που ενώνει εκεί την Αφρική με την Ευρώπη, ίδρυσε την πόλη της Σαραγόσας, έκτισε τα τείχη της Agadir, έλαβε μέρος σε διάφορες θαυμαστές ιστορίες. Τέλος, υπάρχουν ακόμα η αραβική εκδοχή του Μυθιστορήματος με τίτλο Sirat al Malik Iskandar και η ισπανο –αραβική με τίτλο Hadith Dhi ‘l Qarnayn. Μάλιστα στην περιοχή της Ανδαλουσίας και του Μαρόκου κόπηκαν και δύο σπάνια πρώιμα χάλκινα αραβικά νομίσματα (α΄ μισό του 8ου αιώνα), τα μοναδικά με εικονογραφία προσώπου στη δυτική αραβική νομισματική, το ένα με κρανοφόρο πολεμιστή σε προφίλ και το άλλο με κεφαλή γενειοφόρου δικέρατου άνδρα. Πιθανότατα οι απεικονίσεις αυτές αποτελούν αναπαραστάσεις του Ντουλ Καρναούν, του δικέρατου Αλέξανδρου, ενδεχομένως και με πρότυπα τα γνωστά αρχαιοελληνικά αλεξάνδρεια νομίσματα (Πάλλης 1935/1968: 18-20, Μιχαλόπουλος 1996, Pena/Vega 2008: 113-119, Doufikar-Aerts 2011: 44-46, Stoneman 2011: 246, Piotrovksy 2012: 49-50, Ζαμπάκη 2015: 529-545)658. Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου αναφέρεται μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία υπήρχε μια μυστική κρύπτη, το «Ιερό του Αλέξανδρου», όπου μαζεύονταν οι μουσουλμάνοι προσκυνητές για να τιμήσουν εκείνον που, σύμφωνα με το Κοράνι, υπήρξε ο προστάτης τους. Πάνω από την κρύπτη αυτή, ο πρώτος κυβερνήτης της Αιγύπτου, ο Μεχμέτ Αλή (1805-1844), με καταγωγή από την Καβάλα της Ανατολικής Μακεδονίας, έκτισε το τέμενος του Δανιήλ (Ιωαννίδης 1958:182). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναφορά του Άραβα ιστορικού Ibn El-Hkim, ο οποίος κατά το έτος 871 μ.Χ. συνέταξε ένα κατάλογο με τα μουσουλμανικά τεμένη της Αλεξάνδρειας, στον οποίο συμπεριέλαβε και ένα τέμενος με την ονομασία «Τέμενος του Dhul Qarnayn», του Δίκερου (Μάζη, Μάστορη 1997:64). Οι παραπάνω πληροφορίες μαρτυρούν την επιβίωση της λατρείας του, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στη μουσουλμανική και αραβική πλέον Αλεξάνδρεια659. Επίσης, αναφορικά με τον Αλέξανδρο και την πόλη του στην Αίγυπτο, αξίζει να αναφερθεί πως, σύμφωνα με μια αραβική εκδοχή που χρονολογείται από τον 9ο αιώνα και εξής, όταν τελείωσε το χτίσιμο της πόλης, ο Αλέξανδρος με τη βοήθεια ενός αγγέλου πέταξε πάνω από αυτήν, λαμβάνοντας έτσι ουσιαστικά και το χρίσμα του εκλεκτού από την ανώτερη ουράνια δύναμη. Τέλος, ο Μασούντι αναφέρει κι ένα τέχνασμα του Αλέξανδρου, που καταδύθηκε στη θάλασσα μπροστά από την Αλεξάνδρεια προκειμένου να βρει τρόπο να προστατέψει την πόλη, που κτιζόταν τη μέρα, αλλά θαλάσσια τέρατα την κατέστρεφαν τη νύχτα. Πράγματι, ο Αλέξανδρος με τη βοήθεια δύο ικανών σκιτσογράφων, μέσα από το γυάλινο υποβρύχιό του, κατάφερε να σκιτσάρει την εικόνα των θαλάσσιων τεράτων για να διατάξει στη συνέχεια να Πιο αναλυτικά για τις αραβικές παραδόσεις για τον Αλέξανδρο καθώς και το αραβικό Μυθιστόρημα δες Stoneman 2011: 214-223. 658

Οι αναφορές αυτές σχετίζονται άμεσα και με την εναγώνια προσπάθεια ανεύρεσης του χαμένου τάφου του Μακεδόνα βασιλιά από τόσους και τόσους ανθρώπους, είτε απλούς Έλληνες Αλεξανδρινούς, είτε ερευνητές και αρχαιολόγους από όλο τον κόσμο. Περισσότερα στοιχεία δες σε Μάζη, Μάστορη 1997. 659

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

538

δημιουργηθούν εκμαγεία τους και να τοποθετηθούν στην ακτή, τα οποία, λειτουργώντας αποτροπαϊκά, έδιωχναν τα θηρία, με αποτέλεσμα η πόλη τελικά να κτιστεί (Juanno 2015 (2002): 474-475). Το μοτίβο της κατάδυσης του Αλέξανδρου από το Μυθιστόρημα εμπλέκεται εδώ με το μοτίβο του Αλέξανδρου κτίστη και του Αλέξανδρου επινοητή. Επιπρόσθετα, ο Δίκερως Ισκαντάρ πέρασε και στην πιο διάσημη συλλογή αραβικών παραμυθιών (η οποία, βέβαια, είχε περσικές καταβολές) που σώζεται ως σήμερα, στις περίφημες Χίλιες και μία Νύχτες, έργο που απαντάται τουλάχιστον από τον 9ο αιώνα. Εκεί, περιγράφεται η συνάντηση του Αλέξανδρου με μια πρωτόγονη φυλή, τα μέλη της οποίας είχαν το έθιμο να σκάβουν τους τάφους τους στις εισόδους των σπιτιών τους. Όταν ο Ισκαντάρ –Αλέξανδρος ρώτησε το βασιλιά τους γιατί το κάνουν αυτό, αυτός απάντησε για να τους δείχνουν οι τάφοι τις προοπτικές τους και να μην ξεχνούν το θάνατο και τον άλλο κόσμο που φέρνει. Οι ερωταποκρίσεις συνεχίζονται πάνω στο μοτίβο του επικείμενου θανάτου και της ματαιότητας της ζωής και των μεγαλείων, μάλιστα τα μοτίβα αυτά ενισχύονται, όταν ο βασιλιάς της φυλής δείχνει στον Αλέξανδρο τις νεκροκεφαλές μεγάλων και τρανών βασιλιάδων. Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται και ένα ακόμη μοτίβο, αυτό του καλού και ηθικού ηγέτη, καθώς η μία νεκροκεφαλή ανήκει σε έναν βασιλιά που εν ζωή ήταν τύραννος και βασάνιζε τους υπηκόους του με αποτέλεσμα να πάει στην κόλαση, ενώ η άλλη ανήκει σε έναν καλό βασιλιά, τον οποίο ο Αλλάχ αντάμειψε με το να τον πάρει δίπλα του στον παράδεισο. Θίγεται έτσι το ζήτημα της ταυτότητας του Αλέξανδρου ως ηγεμόνα, με ποιον από τους δύο βασιλιάδες ταιριάζει660. Η διήγηση αυτή, έτσι όπως διασώζεται στις Χίλιες και μία Νύχτες, αντλεί το πρότυπό της από τη διήγηση της συνάντησης του Αλέξανδρου με τους Βραχμάνες. Αντίστοιχα, πάλι στον κύκλο των παραμυθιών από τις Χίλιες και μία Νύχτες, ο Αλέξανδρος εμφανίζεται στην πολύστυλη πόλη Ιράμ, όπου θαυμάζει ένα χρυσό, διάλιθο δέντρο (Demandt 2009: 303). Αξίζει ακόμα να αναφερθεί μια εκπληκτική μαρτυρία του έτους 1888 από το Μακεδόνα, με καταγωγή από την Αχρίδα, Αναστάσιο Πηχεών. Ο Έλληνας αυτός πατριώτης, δάσκαλος στο επάγγελμα, συνελήφθη από τους Τούρκους όταν τον κατέδωσαν για τη μυστική αλληλογραφία που είχε με Έλληνες επισήμους. Καταδικάστηκε λοιπόν σε πενταετή εξορία στη Κυρηναϊκή. Όταν το καράβι που τους μετέφερε έπιασε για λίγο το λιμάνι της Αλεξανδρέττας (στη σημερινή νοτιο-ανατολική Τουρκία, στην Κιλικία), ο Πηχεών γνώρισε τυχαία εκεί έναν Άραβα ονόματι Ισκενδέρ

Με βάση την αγγλική μετάφραση των Χιλίων και μιας Νυχτών από το Ρίτσαρντ Μπάρτον (18851888), βλέπε όλη την έκδοση στη διεύθυνση http://www.wollamshram.ca/1001/Vol_5/vol5.htm 25.5.2015 (20.5.2015). 660

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

539

(Αλέξανδρο)661. Όταν αυτός ο Άραβας πληροφορήθηκε την καταγωγή του Πηχεώνος, του σχεδίασε το χάρτη της Μακεδονίας με τη λίμνη της Καστοριάς και του έκανε την παρατήρηση ότι πρέπει να την ονομάζει Κέλετρον, διότι από εκεί καταγόταν ο Πτολεμαίος του Λαγού και στα βυζαντινά χρόνια ο Νικηφόρος Βρυένιος, γαμπρός του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού. Όταν μάλιστα έμαθε ότι η Πέλλα ήταν ένα ασήμαντο χωριό, οίκτιρε το μακεδονικό ελληνισμό για την αμέλειά του να ανακτήσει την πατρίδα του μέγιστου ήρωα του κόσμου, στον οποίο ουσιαστικά οφείλεται ο χριστιανισμός. Στην απορία του Πηχεώνος για το ελληνικό του όνομα, Ισκεντέρ (Αλέξανδρος) απάντησε πως κατάγεται από τους Έλληνες εκείνους, τους οποίους εγκατέστησε ο Αλέξανδρος στην Αλεξανδρέττα (Μουτσόπουλος / Κεσόπουλος / Βακαλόπουλος 1999: 96). Δύσκολα θα βρει κανείς πιο μεγάλη απόδειξη για το βάθος και το εύρος της εξάπλωσης του ελληνισμού στην ανατολή από το Μέγα Αλέξανδρο, 22 αιώνες μετά την εκστρατεία του, ωστόσο παρακάτω θα αναφερθούν ενδεικτικά κι άλλα τέτοια παραδείγματα. Στο αραβικό και πολύπαθο σύγχρονο Ιράκ, στην πόλη Ισκαντερία, ο Αλέξανδρος δείχνει να διατηρείται στη μνήμη των κατοίκων ως «Μεγάλος βασιλιάς, που τους απελευθέρωσε από τους Πέρσες…» (Ζαφειροπούλου 2002 Α: 142). Είναι φανερό πως οι Ιρακινοί της Ισκαντερίας (Αλεξάνδρειας) εντάσσουν τη μορφή του Έλληνα βασιλιά στο πλαίσιο της σύγκρουσης Ιράν –Ιράκ, καταδεικνύοντας έτσι πως ο Αλέξανδρος μπορεί να εξυπηρετήσει και εθνικιστικού τύπου σκοπιμότητες, ακόμα και στη Μέση Ανατολή της νέας χιλιετίας. Ακόμα, στο σύγχρονο Ιράκ, στην τοποθεσία Τελ Τζαμέλ, πιθανόν εκεί που έγινε η μάχη των Γαυγαμήλων, βρέθηκε αρχαίο τείχος που ντόπιοι το κατονομάζουν ως «το παλάτι του Αλέξανδρου», κάτι που ανταποκρίνεται στο μοτίβο του Αλέξανδρου κτίστη (μαρτυρία σε ντοκιμαντέρ του History Channel για τις μάχες του Αλέξανδρου).

Ας σημειωθεί ότι η Αλεξανδρέττα υπήρξε πιθανότατα η αρχαία Αλεξάνδρεια στον Ισσό ποταμό, που ενδεχομένως να ίδρυσε ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος. Όταν αργότερα κατακτήθηκε από τους Άραβες ονομάστηκε Ισκεντερούν και αργότερα από τους Οθωμανούς αποκαλούνταν καί με τις δύο ονομασίες της, ενώ σήμερα διατηρεί μόνο την αραβική. 661

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

540

5.6. Περσία Στην Περσική τέχνη και συγκεκριμένα τη σασσανιδική, υπάρχουν στοιχεία που πιστοποιούν μια πρώιμη επίδραση από αλεξάνδρεια εικονογραφικά πρότυπα. Συγκεκριμένα, σε μια τοιχογραφία που χρονολογείται ανάμεσα στον 1ο και 3ο αιώνα μ.Χ., στο Φαγιάζ Τεπά κοντά στο Τερμέζ, απεικονίζεται μορφή με κέρατα του Άμμωνα στην κεφαλή (Stoneman 2012: XII). Στην περσική λογοτεχνία ο Αλέξανδρος εμφανίζεται στην Ιστορία των Προφητών και Βασιλιάδων του Αλ Ταμπαρί (9ος -10ος αιώνας), μια οικουμενική ιστορία από το απώτατο παρελθόν ως την εποχή του συγγραφέα. Σε αυτήν γίνεται λόγος για το Φίλιππο, «πατέρα του Αλέξανδρου του Έλληνα, που κυβερνούσε μια ελληνική γη, γνωστή ως Μακεδονία, καθώς και άλλες περιοχές που κατέκτησε». Παρατηρείται ακόμη μια μυθοπλασία, με βάση την οποία ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως ετεροθαλής αδερφός του Δαρείου. Ο Αλ –Ταμπαρί πρέπει να γνώριζε το Μυθιστόρημα, μια και η ιστορία του Αλέξανδρου που παραθέτει, παίρνει αρκετά στοιχεία από αυτό, όπως η ανταλλαγή επιστολών Δαρείου -Αλεξάνδρου, ο γάμος του Μακεδόνα βασιλιά με τη –μυθιστορηματική - κόρη του Δαρείου, τη Ρωξάνη και άλλα. Στην εκδοχή του Ταμπαρί ο Αλέξανδρος γίνεται πραγματικός κοσμοκράτορας, αφού φτάνει να κατακτήσει, πέρα από την Ινδία, το Θιβέτ και την Κίνα (Al – Tampari 1987: 8994). Μια ακόμη αφήγηση του Αλ -Ταμπαρί σχετική με τον Αλέξανδρο του Μυθιστορήματος παρουσιάζει ενδιαφέρον: σύμφωνα με αυτήν, εκεί που τώρα είναι η θάλασσα του Μαρμαρά, πριν ανοίξουν τα στενά του Βοσπόρου, υπήρχε το βασίλειο της Καντάβης (που είναι, βέβαια, η βασίλισσα Κανδάκη του Μυθιστορήματος). Ο Αλέξανδρος θέλησε να την υποτάξει και της παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως ως πρεσβευτής, αποκρύπτοντας την πραγματική του ταυτότητα. Αυτή, όμως, είχε μια εικόνα του και έτσι τον αναγνώρισε, φέρνοντάς τον σε δύσκολη θέση. Έτσι, ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να της ορκιστεί ότι οι στρατιώτες του δεν θα επιτίθονταν ποτέ στη χώρα της και αυτή τότε τον ελευθέρωσε. Ο Αλέξανδρος τότε, χολωμένος που νικήθηκε από μια γυναίκα και μην μπορώντας να της επιτεθεί εξαιτίας του όρκου που είχε δώσει, άνοιξε τα στενά του Βοσπόρου και έτσι όλες οι πόλεις του βασιλείου της Καντάβης πλημμύρισαν από το νερά του Εύξεινου Πόντου και καταστράφηκαν (Asan 1998 (2007): 124-125). Εκτός από τον Ταμπαρί, τμήματα της Διήγησης του Αλέξανδρου της δ΄ παραλλαγής υπάρχουν στο Βιβλίο των Βασιλέων (Σαχνάμε) από το μεγάλο Πέρση ποιητή Φιρντουσί (934-1020 μ.Χ.), ένα μνημειώδες έργο 124.000 στίχων, των αρχών του 11ου αιώνα, που αφηγείται τα κατορθώματα των παλαιών Περσών βασιλέων από την αυγή της περσικής ιστορίας ως τον 7ο αιώνα μ.Χ. και την αραβική κατάκτηση, καλύπτοντας μια

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

541

περίοδο 3.784 χρόνων662. Η αρχική μετάφραση του ελληνικού Μυθιστορήματος στα παχλεβί έγινε τον 5ο αιώνα μ.Χ. και από τα παχλεβί μεταφράστηκε στα περσικά, ώστε να ενσωματωθεί στο Σαχνάμε663, για τη συγγραφή του οποίου ο Φιρντουσί χρειάστηκε 35 χρόνια. Η σύνθεση του έργου έγινε κατόπιν αιτήματος του σουλτάνου Μαχμούντ Μπεν Σεμπουκτεκίν. Στο Σαχνάμε ο Αλέξανδρος (Εσκένταρ) παρουσιάζεται ως κατακτητής της Περσίας και νικητής του Δαρείου (Νταρά), αλλά και καταστροφέας των ναών του Ζωροάστρη. Βέβαια, όπως και στον Αλ –Ταμπαρί, ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως ετεροθαλής αδερφός του αντιπάλου του, χάρη σε μια μυθοπλασία αναφορικά με τη γέννησή του, ώστε να φαίνεται ότι έχει και περσικές ρίζες, με στόχο τη νομιμοποίηση της βασιλείας του Αλέξανδρου στη συνείδηση του περσικού ακροατηρίου. Συνολικά ο Φιρντουσί αφιερώνει στον Αλέξανδρο και τις περιπέτειές του περίπου 6000 στίχους, καθιστώντας τον το δεύτερο πιο προβεβλημένο βασιλιά της περσικής ιστορίας, παρουσιάζοντάς τον θαρραλέο, γενναιόδωρο και σοφό, ενώ παράλληλα, με αφορμή το θάνατο του Ελληνοπέρση βασιλιά, προβάλλει και το μοτίβο της ματαιότητας των μεγαλείων στη ζωή. Είναι σαφές σε πολλά σημεία ότι η διήγηση των περιπετειών του Αλέξανδρου ακολουθεί το ψευδο –καλλισθένειο Μυθιστόρημα, όπως η ανταλλαγή επιστολών Αλεξάνδρου –Δαρείου, η συνάντηση με τη βασίλισσα Κανδάκη, και άλλα επεισόδια. Μάλιστα ο Φιρντουσί βάζει τον Αλέξανδρο να λέει πως σκοπός της εκστρατείας του είναι να οδηγήσει τους ανθρώπους στη γνώση του ενός και μοναδικού θεού, στοιχείο που σαφώς δείχνει επιρροή από το βυζαντινό Μυθιστόρημα (βλέπε και εικόνα 122). Επιπλέον, ο Φιρντουσί αναφέρει τον Αλέξανδρο ως Ρουμ Καϊσσάρ (βασιλιά Ρωμαίων, Ελλήνων) και Δουλ Καρνέιν (Δικέρατο), που ξεκινά την εκστρατεία του από τα Αμουρία, δηλαδή το Αμόριο της Μικράς Ασίας, με τον πολυάριθμο στρατό του κάτω από τη σημαία του σταυρού και συνοδευόμενος από πλήθος Djathelik (πατριάρχες) και Secoupas (επισκόπους), αφήνοντας επίτροπο πίσω στο Αμόριο τον Αριστοτέλη. Ωστόσο, παρακάτω ο Αλέξανδρος από ευλάβεια θέλει να επισκεφτεί την Αραβία και να εκπληρώσει το χρέος του, να προσκυνήσει τον τάφο του Ισμαήλ στη Μέκκα, μεταμορφωμένος έτσι πλήρως σε πιστό μουσουλμάνο (Γοβδελάς 1822 (2000): 17-18, 40, 42, 57, Παπαδόπουλος 1964 (2004)β:176-177, Πάλλης 1935/1968:22-23, Κουρπαλίδης 2002: 56, Ιατροπούλου –Θεοχαρίδου 2013: 439-446). Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί ότι οι αναφορές στο «Βασιλιά Ρωμαίων», στο Αμόριο της Μικράς Ασίας και στους πατριάρχες και επισκόπους απηχούν ξεκάθαρα το βυζαντινό πλαίσιο και τη Πολύ κατατοπιστική για την πρόσληψη του Αλέξανδρου στην περσική λογοτεχνία και ιδιαίτερα στα δύο μεγάλα περσικά έπη, το Σαχνάμε και το Εσκαντάρναμε, είναι η μελέτη της Μαριάννας Ισατροπούλου –Θεοχαρίδου Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Περσική Επική Ποίηση, εκδόσεις «Έλλην», 2007. 662

Ο Αλέξανδρος του Σαχνάμε έχει ορισμένες διαφορές από αυτόν του Μυθιστορήματος: μία από αυτές είναι και ο έντονος ερωτικός χαρακτήρας του στο πρώτο, μια και εμφανίζεται να έχει πολλές γυναίκες, σε αντίθεση με το μονογαμικό Αλέξανδρο της Ρωξάνης στο Μυθιστόρημα (Akhtar 2007: 86). 663

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

542

βυζαντινή προέλευση του Αλέξανδρου του Φιρντουσί. Επιπλέον, είναι γεγονός πως πρόκειται για διαχρονικό έργο της περσικής λογοτεχνίας, μια και ακόμα και σήμερα, στο σύγχρονο Ιράν, πλανόδιοι τροβαδούροι και αφηγητές γυρίζουν και το τραγουδούν στους δρόμους των πόλεων και των χωριών (Ζαφειροπούλου 2002 Α΄:157). Ο Αλέξανδρος είναι ο πιο γνωστός Έλληνας για τους σύγχρονους Πέρσες, όπως διαπιστώνει σε άρθρο του το 2013 ο Νίκολας Ντάμον Παπαδημητρίου που ταξίδεψε στη χώρα αυτή.664 Μακροσκελούς διήγησης είναι και το έργο Εσκεντάρναμε (Ισκανταρνάμα), γραμμένο από τον Νιζάμι πριν το 1197, ένας ύμνος για τον Αλέξανδρο συνολικά 20.000 στίχων, που χωρίζεται σε δύο μέρη και στο οποίο δίνεται έμφαση όχι τόσο στο μοτίβο του Αλέξανδρου –κατακτητή, αλλά κυρίως στο μοτίβο του σοφού ηγεμόνος, συμβόλου της ισορροπίας και της αρμονίας, με ιδιαίτερη σχέση με τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, όπως ο Αριστοτέλης, ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης. Μάλιστα εδώ ο Αλέξανδρος λαμβάνει ιδιαίτερη φροντίδα για τους υπηκόους του και κινείται δυτικά μέχρι την Ισπανία, ανατολικά μέχρι την Κίνα και βόρεια μέχρι τον Καύκασο, ανεβαίνει στον ουρανό και κατεβαίνει στη θάλασσα, συνομιλεί με τον ήλιο και το φεγγάρι και συναντά τους Μάκαρους, αφήνοντας παντού το στίγμα του ως κτίστης, επινοητής πραγμάτων, εξερευνητής και δημιουργός του κόσμου ταυτόχρονα. Είναι αξιοσημείωτο αυτό που γράφει για τον Αλέξανδρο ο Πέρσης ποιητής στον πρόλογό του: «Ο Αλέξανδρος έψαχνε να βρει την πηγή της ζωής για να μείνει αθάνατος. Εγώ λοιπόν, 15 αιώνες μετά το θάνατό του, θα τον ξαναζωντανέψω με την πέννα μου!» (Κουρπαλίδης 2002: 57-59, Ζαφειροπούλου 2002 Α: 158, Ιατροπούλου –Θεοχαρίδου 2013: 447-449). Ένα ομότιτλο μεταγενέστερο περσικό χειρόγραφο του 14ου αιώνα διευρύνει θεαματικά τη γεωγραφία των περιπετειών του Αλέξανδρου: σ’ αυτό ο Μακεδόνας βασιλιάς φτάνει στην Κεϋλάνη, στη Μέκκα, στην Ανδαλουσία, στη χώρα των Νεράιδων και στη γη των Ρως. Έντονος είναι ο ανατολίτικος παραμυθένιος χαρακτήρας στην αφήγηση και στην πλοκή αυτού του χειρογράφου (Stoneman 2008: 56-64). Ένας ακόμη Πέρσης λογοτέχνης που έγραψε για τον Αλέξανδρο, υπήρξε ο Νταλαχουί, που έγραψε το Αϊνέχ Ισκεντερί, τον Καθρέπτη του Αλέξανδρου, με περισσότερο ηθικό περιεχόμενο παρά ιστορικό. Τέλος, ένας ακόμα μεγάλος Πέρσης ποιητής του 15ου αιώνα, ο Τζααμί, έγραψε ένα έμμετρο Βιβλίο της Σοφίας του Αλέξανδρου, στο οποίο για άλλη μια φορά προβάλλονται ως αρετές του η δικαιοσύνη και η σοφία, μάλιστα ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται να συνοδεύεται στην εκστρατεία του από σοφούς και προφήτες και επίσης να είναι ο ίδιος συγγραφέας ενός βιβλίου σοφίας. Αυτοί και άλλοι Πέρσες λογοτέχνες665 παρουσιάζουν http://www.kathimerini.gr/486858/article/politismos/arxeio-politismoy/iran-omorfiasygxysh-kai-anti8eseis 664

Ο Παπαδόπουλος αναφέρει ενδεικτικά τους Αμού Ταχέρ Ταρσουσί από την Ταρσό, το ΜοτζινέΑλ –Τεβαρίκ και τον Αμπού –Αλ –Σαλάμ, που θέλει την Ολυμπιάδα να δέχεται, ως παρθένα, την άμωμη σύλληψη (Παπαδόπουλος 1964 (2004): 172). 665

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

543

τον Αλέξανδρο ως μεγάλο άνδρα και ηγεμόνα και μάλιστα πολλοί από αυτούς διασώζουν στο έργο τους σοφές ρήσεις του Αλέξανδρου, που δεν απαντώνται σε άλλους Έλληνες ή Λατίνους /δυτικούς συγγραφείς (Γοβδελάς 1822 (2000): 24, 77-84, 90, Ιατροπούλου-Θεοχαρίδου 2013:449). Η παράδοση βέβαια του ζωροαστρισμού, που εμπεριέχεται στα περσικά κείμενα της εποχής των Σασσανιδών (έτσι όπως αυτά διασώζονται σε μεταγενέστερα αντίγραφα), επιμένει στην εικόνα του Αλέξανδρου ως ολετήρα όλων των δομών της πανάρχαιας αυτής θρησκείας και του περσικού πολιτισμού, καθώς «με μεγάλη ωμότητα και βία διέταξε να καταστραφούν οι ναοί της φωτιάς, σκότωσε τους Μάγους και έκαψε το βιβλίο του Ζαρατούστρα…και κατέστρεψε όλα τα μνημεία, τα φρούρια και τα παλάτια στο Eransahr» (δηλαδή στο Ιράν) (Selden 2013: 154)666. Αξίζει να σημειωθεί πως πολλά περσο-μογγολικά χειρόγραφα του 13ου - 16ου αιώνα εμπεριέχουν έξοχη εικονογράφηση των περιπετειών του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος σε αναζήτηση του αθάνατου νερού αποτελεί το θέμα μιας παράστασης σε πιάτο ιρανικής τέχνης του 18ου αιώνα. Τέλος, υπάρχουν καί στην Περσία τοπωνύμια που συνδέονται με τον Αλέξανδρο: όταν ο Μάρκο Πόλο διέσχισε την Περσία, στην επαρχία Tonocain, στη Βόρεια Περσία, οι κάτοικοι του έδειχναν το πεδίο της μάχης του Αλέξανδρου με το Δαρείο (Yule 1871: 119, Πόλο (2008): 56).

Ένα περσικό έργο του 6ου αιώνα μ.Χ., Η Διαθήκη του Αρδασίρ, στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, κάνει λόγο για «τον καταραμένο Αλέξανδρο τον Έλληνα», ο οποίος εισέβαλε στο βασίλειο της Περσίας, σκότωσε το βασιλιά της, κατέστρεψε τα ανάκτορά του, έκαψε τα ιερά βιβλία, τα Ζαντ και την Αβέστα, έσφαξε τους ιερείς και δικαστές και στο τέλος καταστράφηκε και ο ίδιος (Stoneman 2008: 66). Είναι ομολογουμένως αξιοπαρατήρητο, πώς η εικόνα του Αλέξανδρου ως «ολετήρα του ζωροαστρισμού» επιβιώνει ακόμα και σήμερα στις αφηγήσεις των σύγχρονων, λιγοστών πλέον, ζωροαστρών (βλέπε Ζαφειροπούλου 2002 Α΄: 154, 158). 666

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

544

5.7. Ο Αλέξανδρος της Δύσης Στη δυτική Ευρώπη από πολύ νωρίς, όπως ήδη διαπιστώσαμε (βλέπε και κεφάλαιο 5.3.), χάρη στη λατινική γραμματεία και τη μετάφραση του Μυθιστορήματος, διαμορφώθηκε επίσης μια μακραίωνη παράδοση πρόσληψης του Αλέξανδρου, άλλοτε θετικής - ως προτύπου ηγεμόνα - και άλλοτε αρνητικής, ως παράδειγμα αλαζονείας και έπαρσης. Από τα παλαιότερα παραδείγματα ηθελημένης σύνδεσης με τον Αλέξανδρο αποτελούν οι ηγεμόνες των Φράγκων, όπως ο Φρίντεγκαρ Β΄ το 720 και ο Οτφρίδος του Βάϊσενμπουργκ τον 9ο αιώνα, οι οποίοι πρόβαλλαν τη συγγένειά τους με τον Αλέξανδρο. Αντίστοιχα, άλλες ευφάνταστες διηγήσεις χρονογράφων του 10 ου αιώνα προσέδιδαν στους Σάξονες καταγωγή από τους στρατιώτες του Αλέξανδρου, ενώ πλάστηκε ακόμη μια ιστορία που απέδιδε σε… Μακεδόνες ιππότες την ίδρυση του Παρισιού. Παράλληλα, στη σχολή που λειτουργούσε υπό τον Καρλομάγνο, υπήρχε ένα αλφαβητάρι σε μορφή ποιήματος με περιεχόμενο τις περιπέτειες του Αλέξανδρου (Demandt 2009: 425-426). Επιπλέον, το γνωστό Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου μεταφράστηκε στα μεσαιωνικά προβηγκιανά, αγγλικά, ιρλανδικά, γερμανικά, σουηδικά, ισλανδικά, πολωνικά κ.α. (Μητσάκης 1968 (2001): 8). Ούτε λίγο ούτε πολύ, το Μυθιστόρημα του ψευδο-Καλλισθένη έγινε το πιο δημοφιλές διήγημα για πάνω από 1500 χρόνια με τις αναρίθμητες μεταφράσεις του, οι οποίες είχαν ως βάση κυρίως την αρχική λατινική μετάφραση του Λέοντος το 10ο αιώνα (Stoneman 2011: 277, Selden 2012: 34). Για την πρώιμη Δυτική Ευρώπη, τη Γαλλία και τη Γερμανία του 12ου αιώνα, ίσως ο επεκτατισμός των Σταυροφοριών εναντίον της ανατολής εκείνη την εποχή να αποτελεί και μια ερμηνεία της ευρείας διάδοσης του Μυθιστορήματος στις χώρες αυτές (Birt: 308). Παράλληλα, βέβαια, υπάρχει και μια τάση προβολής της σκοτεινής πλευράς του Αλέξανδρου (βλέπε και κεφάλαιο 5.3.): ο σχολαστικός πατέρας της εκκλησίας Hugo von Sankt Victor από το Παρίσι (α΄μισό 12ου αιώνα) αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος ενσαρκώνει τον ίδιο το διάβολο. Κάπως πιο ήπια, ο Χέρμαν ο Παράλυτος τον 11ο αιώνα προβάλλει το μοτίβο της ματαιότητας των μεγαλείων μέσα από το παράδειγμα του Αλέξανδρου. Ο Θωμάς ο Ακινάτης (1225-1274) ακολουθεί μια πιο ουδέτερη προσέγγιση και αναφέρει πως «η βασιλεία των Ελλήνων αρχίζει και τελειώνει με τον Αλέξανδρο» (Demandt 2009: 423-424, Luschen 2013: 159). Το γνωστό μοτίβο της ματαιότητας των μεγαλείων του κατακτητή το συναντάμε ακόμα σε στιχουργήματα κληρικών του 12 ου αιώνα, στα οποία γίνεται λόγος για την παροδικότητα αυτών που κατέκτησε ο Μακεδόνας βασιλιάς και πως το μόνο που του απέμεινε είναι «εφτά σπιθαμές γης, αλλά αυτό το έχει ο κάθε φτωχός που γεννιέται σ’ αυτόν τον κόσμο» (Даркевич 2015: 84).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

545

Από τα πρωιμότερα δυτικά έργα, επισημαίνουμε εδώ μια εκδοχή της ιστορίας του Αλέξανδρου στα ιρλανδικά γύρω στο έτος 1000, το έργο του Alberik της Briancon στις αρχές του 12ου αιώνα, το δημοφιλές επικό ποίημα Alexandreis του Walter του Chatillon (12ος) και το Roman d’ Alexandre του Alexandre de Bernai γύρω στο 1180 στα γαλλικά, το ποίημα του Pfafe der Lamprecht γύρω στο 1150 στα γερμανικά, το έργο του Θωμά του Κεντ γύρω στο 1200 στα αγγλικά και το Libro de Alejandro, που αποτελεί κλασικό έργο της ισπανικής λογοτεχνίας και συντέθηκε κατά τον 13ο αιώνα σε 2.675 τετράστιχες στροφές (Fear 2007: 48, Stoneman 2011: 329-333)667. Για τις περισσότερες ιστορίες του Αλέξανδρου στη Δυτική Ευρώπη, βάση υπήρξε η Historia de Preliis Alexandri Magni, που αναφέραμε στο κεφάλαιο 5.3 (Καμπούρη – Βαμβούκου 2001:114). Στα δυτικά χρονικά αυτής της εποχής ο Αλέξανδρος αναφέρεται ως «ο πρώτος Έλληνας βασιλιάς» και εικονογραφείται ως ένας γενειοφόρος, βαριά αρματωμένος μεσαιωνικός βασιλιάς. Οι προβεβλημένες αρετές του Αλέξανδρου – μεγαλοψυχία, αγνότητα, αυτοέλεγχος – τον καθιστούσαν πρότυπο ιπποσύνης και τον κατέτασσαν στους 12 ανδρείους της αρχαιότητας, μαζί με τον Έκτορα, τον Καίσαρα και το Λάνσελοτ: στα γαλλικά και γερμανικά ποιήματα του 13ου αιώνα ο Αλέξανδρος νικά διαβολικούς μάγους, σκοτώνει δράκους, απελευθερώνει πανέμορφες παρθένες από σκοτεινά κάστρα και μιλά με τις νεράιδες του δάσους. Έτσι, σε μορφή αγάλματος αναπαρίσταται ακόμη ως ένας από τους Εννέα Ήρωες στο μνημείο της Όμορφης Κρήνης στην αγορά της Νυρεμβέργης, έργο του 1370, ενώ οι ιπποτικές του περιπέτειες φαίνεται πως αποτέλεσαν και σκηνές στο γαλλικό κουκλοθέατρο γύρω στο 1344, σύμφωνα με μια απεικόνιση ενός γαλλικού χειρογράφου του Μυθιστορήματος (Demandt 2009: 427-431, Ippolitov 2012: 55 -56). Σύμφωνα με τα τραγούδια πάλι κάποιων τροβαδούρων, ο Αλέξανδρος μαζί με τον Ιούλιο Καίσαρα, τον Έκτορα και τον Αινεία συγκαταλέγονται στους τέσσερις ιδανικούς κύριους της ιπποσύνης και εμφανίζονται να συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον σε ιπποτικούς αγώνες. Σε γαλλικά τραγούδια του 12ου αιώνα του Λάμπερ λι Τορτ και του Αλέξανδρου Μπερνέ ο Έλληνας βασιλιάς υμνείται ως ο πλέον γενναίος και ικανός στο λόγο ηγεμόνας που υπήρξε ποτέ, ασύγκριτος σε όλα και τονίζεται πως, αν ήταν χριστιανός, δε θα υπήρχε άλλος καλύτερος ηγεμόνας από αυτόν (Даркевич 2015: 83,89).

Κλασικό έργο για την πρόσληψη του Αλέξανδρου στο μεσαιωνικό δυτικό κόσμο αποτελεί το σύγγραμμα του G. Gary, “The Medieval Alexander”, Cambridge, 1956. Ο Stoneman (2011) αποτελεί την πληρέστερη μελέτη για την πρόσληψη του μυθικού Αλέξανδρου στη δύση –και εν πολλοίς και για τον «παγκόσμιο Αλέξανδρο» -που έχει μεταφραστεί στην ελληνική. Για τον Αλέξανδρο στη μεσαιωνική λογοτεχνία (με την ακατανόητη, ωστόσο, απουσία της ελληνικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας) δες ακόμα και το A Companion to Alexander Literature in the Middle Ages, επιμέλεια Z. David Zuwiyya, εκδόσεις Brill, 2011, καθώς και αρκετά στοιχεία στο βιβλίο του Demandt 2009: 437-455. 667

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

546

Οι ιστορίες του γίνονται δημοφιλές ανάγνωσμα και εμπνέουν νέους και φιλόδοξους ιππότες και ταξιδιώτες - εξερευνητές να βαδίσουν στα χνάρια του. Κατά τα έτη 1245 -1248 ο φραγκισκανός μοναχός Ιωάννης Πολυκάρπου (Johannes Plani Carpini) βρέθηκε, ως απεσταλμένος του πάπα Ινοκέντιου Δ΄, στη χώρα των Μογγόλων. Τις εντυπώσεις από το ταξίδι του τις περιγράφει στο έργο του Historia Mogahorum quos Tartaros appellamus, ένα έργο που εμπεριέχει αναφορές παρμένες ουσιαστικά από το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου, όπως αυτή για τους Κυνοκέφαλους ανθρώπους, ένας έμμεσος παραλληλισμός των Μογγόλων με τους Γωγ και Μαγώγ (με βάση την ανθρωποφαγία τους), ή ένα τέχνασμα στη μάχη με χάλκινα ανδρείκελα που ξερνούν φωτιά (Πολυκάρπου 2015: 20, 46, 57-58). Ένας από τους πρώτους δυτικούς ταξιδιώτες στην ανατολή (1271) ήταν και ο Βενετσιάνος έμπορος Μάρκο Πόλο, ο οποίος αναφέρεται στον Αλέξανδρο και στο μύθο του σε αρκετές περιπτώσεις στο περίφημο Βιβλίο των Θαυμάτων του, όπως όταν περιγράφει τη Γεωργία, στην οποία τοποθετεί τις σιδερένιες πύλες που έκτισε ο Αλέξανδρος. Ο Πόλο μάλιστα γράφει χαρακτηριστικά πως «αυτό είναι το μέρος, που το Αλεξανδρινό βιβλίο διηγείται ότι ο Αλέξανδρος έκλεισε τους Τάρταρους ανάμεσα σε δύο βουνά», μια ευθεία αναφορά στο Μυθιστόρημα, το οποίο ο Πόλο προφανώς είχε διαβάσει (Πόλο (2008): 34). Πρόκειται για το κάστρο της πόλης Ντερμπέντ, στην περιοχή του Νταγκεστάν (μέσα στο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας), το τείχος του οποίου, μέχρι τουλάχιστον και το 19ο αιώνα, αποκαλούνταν Sadd – i Iskandar, το τείχος του Αλέξανδρου. Είναι μια παλιά παράδοση, αφού την αναφέρει και ο Πέρσης Νιζάμι, χωρίς βέβαια να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού ούτε ο Αλέξανδρος πήγε ποτέ στον Καύκασο, ούτε το κάστρο αυτό χρονολογείται στην εποχή του, αλλά -σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις - είναι μεταγενέστερο έργο της σασανιδικής περσικής δυναστείας (Πάλλης 1935/1968: 27-28). Μάλιστα και ο Έλληνας Φαναριώτης έμπορος Βασίλειος Βατάτζης είχε ταξιδέψει εκεί στις αρχές του 18ου αιώνα και είχε ακούσει από τους ντόπιους να λένε ότι το κάστρο Ντερμπέντ(ι) το έκτισε ο Αλέξανδρος, επιβεβαιώνοντας έτσι κι αυτός μια μακραίωνη τοπική παράδοση (Yule 1871: cxxxvii, 5051, Μηνάογλου 2013: 88-89). Ο Γοβδελάς αναφέρει ότι ακόμα και ο τσάρος Μέγας Πέτρος ενδιαφέρθηκε να δει το τείχος αυτό κατά την εκστρατεία του εναντίον της Περσίας (Γοβδελάς 1822 (2000): 74). Επιπλέον, σχετικά με τις αναφορές του Πόλο, υπάρχουν και κάποιες για «το αρσενικό και θηλυκό νησί» στην Αραβική Θάλασσα, στα οποία ζουν χώρια οι άντρες από τις γυναίκες και ανταμώνουν μόνο για την τεκνοποίηση (Πόλο 2008:283), αναφορές που θυμίζουν πολύ τις αντίστοιχες για το βίο των Μακάρων του Μυθιστορήματος και ειδικότερα της μεταγενέστερης Φυλλάδας. Εντυπωσιακή ομοιότητα

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

547

με το Μυθιστόρημα668 υπάρχει ακόμα στην αναφορά του Πόλο στη «Χώρα του Σκότους», όπου δεν υπάρχει κανένα φως, μήτε από ήλιο, μήτε από φεγγάρι ή κάποιο άστρο και όταν οι Τάταροι την επισκέπτονται, παίρνουν μαζί τους φοράδες, αφήνοντας στην είσοδο της χώρας τα πουλαράκια τους, προκειμένου να οδηγηθούν από τις μητέρες τους στο δρόμο του γυρισμού, χωρίς να χαθούν (Πόλο (2008): 318-319)669. Οι αναφορές του Πόλο τεκμηριώνουν πως ένας μορφωμένος Ιταλός των αρχών του 13ου αιώνα σίγουρα γνώριζε αρκετά για τον Αλέξανδρο. Μάλιστα οι ιστορίες του Μακεδόνα βασιλιά φαίνεται πως κυκλοφορούσαν στους κύκλους των διανοούμενων, όπως αποδεικνύεται και από την αναφορά του Δάντη στη Θεία Κωμωδία (1314-1321), στην οποία ο ήρωας, ενώ είναι στην κόλαση με οδηγό το Βιργίλιο, καθ’οδόν από το δεύτερο στον τρίτο κύκλο της, αντικρίζει ένα ακόμα εφιαλτικό τοπίο για τους κολασμένους, έναν άνυδρο, γυμνό κάμπο από άμμο, με πύρινες φλόγες να πέφτουν σαν χιόνι από τον ουρανό, σαν κι αυτές που είδε ο Αλέξανδρος και ο στρατός του να πέφτουν πάνω τους στα «ζεστοτόπια της Ινδίας». Η παρομοίωση είναι παρμένη από την Επιστολή του Αλέξανδρου στον Αριστοτέλη για τις Ινδίες (Δάντης: Θεία ΚωμωδίαΚόλαση, ΙΔ΄, στ. 28-36, -σελ. 65 και σχόλια). Γνώστης της παράδοσης του Μυθιστορήματος, έτσι όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στη Γαλλία, φαίνεται πως ήταν και ο μεγάλος Ιταλός ποιητής και ουμανιστής, ο Βοκκάκιος. Ακόμα, ο Jakopo di Carlo (ή το πιθανότερο κάποιος άλλος ανώνυμος λογοτέχνης της Ιταλίας) έγραψε το ποίημα Alexandreida in Rima, μεταξύ του 1420-1430, το οποίο γνώρισε συνεχείς επανεκδόσεις και στους επόμενους αιώνες και στο οποίο γίνεται και αναφορά στο τείχος του Αλέξανδρου (Morosini 2011: 332, 337, 359). Αναμφισβήτητα, η επίδραση του Μυθιστορήματος στη λογοτεχνία της Δύσης υπήρξε σημαντική, μια και μεταγενέστερες ιστορίες και θρύλοι αλλά και επώνυμοι λογοτέχνες στη Δύση χρησιμοποίησαν ευρέως μοτίβα του παραλλαγμένα. Για παράδειγμα, προτείνεται μια αντίστοιχη χρησιμοποίηση του μοτίβου των σιδερένιων πυλών του τείχους του Αλέξανδρου, με τις οποίες απέκλεισε τους Γωγ και Μαγώγ από τον Το τέχνασμα που εφάρμοσε ο Αλέξανδρος για να μπορέσει να μπει στη δική του «Χώρα του Σκότους» και να επιστρέψει με ασφάλεια είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που περιγράφει ο Πόλο για τους Τάταρους, βλέπε και το κεφάλαιο 4.5. για τις νεοελληνικές παραδόσεις. 668

Αντίστοιχες φανταστικές περιγραφές, με μοτίβα παρμένα από την παράδοση του Μυθιστορήματος, κάνει στο βιβλίο του και ο Άγγλος περιηγητής Sir John Mandeville, ο οποίος, το 14ο αιώνα, ταξίδεψε ανατολικά και στους Άγιους Τόπους (βλέπε και κεφάλαιο 3.4. για τις αναφορές του στον τάφο του Αριστοτέλη). Συγκεκριμένα, ο Mandeville αναφέρεται σε αλογανθρώπους, ακέφαλους ανθρώπους, κυνοκέφαλους και άλλα τέρατα καθώς και στη Γη του Σκότους (κεφ. 21, 22), όπως επίσης και στην επιστολή των Βραχμάνων στον Αλέξανδρο, καθώς και στη συνάντησή του με τους Γυμνοσοφιστές (κεφάλαιο 32, βλέπε πρωτότυπο κείμενο σε www.romanization.com/books/mandeville/index.html, ανἀκτηση 8.8.2016). 669

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

548

πολιτισμένο κόσμο, για το συγγραφέα του Άρχοντα των δαχτυλιδιών, J.R.R. Tolkien, με την αναφορά του στη Μαύρη Πύλη της Μόρντορ, με την επισήμανση, -ανάμεσα σε άλλα κοινά στοιχεία – πως καί στις δύο περιπτώσεις έχουμε μια πύλη, κάπου στα ανατολικά, στις εσχατιές του πολιτισμένου κόσμου και στα όρια του ανοίκειου, η οποία χωρίζει τον κόσμο του καλού από τον κόσμο που βασιλεύει το κακό, αυτό που μπορεί να καταστρέψει τα πάντα (Kleczar 2007: 60-64)670. Εκτός όμως από το Μυθιστόρημα, η Δύση κατά το 15ο αιώνα αρχίζει να ανακαλύπτει σιγά –σιγά και τον «ιστορικό» Αλέξανδρο, πιθανόν χάρη στα χειρόγραφα που έφεραν μαζί τους στην Ιταλία οι Έλληνες λόγιοι από την τουρκοκρατούμενη ανατολή. Έτσι, δύο μαθητές του λόγιου Μανουήλ Χρυσολωρά, ο Pier Paolo Vergerio και ο Guarino της Βερόνας, μετέφρασαν στα λατινικά τον Αρριανό και τον Πλούταρχο αντίστοιχα κατά το πρώτο μισό του 15 ου αιώνα (Demandt 2009: 437). Σε ιδεολογικό επίπεδο, στη Δύση ο Αλέξανδρος αποτέλεσε πρότυπο για ορισμένους ηγεμόνες, όπως συνέβη και με τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Για παράδειγμα, για τον Φρειδερίκο Β΄ (1194-1250) αναφέρεται πως τα έργα του αντιπαραβάλλονταν με αυτά του Αλέξανδρου, πως η συνάντησή του με τον Άγιο Φραγκίσκο παρομοιάστηκε με τη συνάντηση του Αλέξανδρου με τον Διογένη και πως οι τροβαδούροι του τον υμνούσαν ως «νέο Αλέξανδρο» (Stoneman 2008: 281-82). Ο Ζωρζ Σαστελέν, ιστορικός του Φιλίππου του Καλού, δούκα της Βουργουνδίας κατά το 15ο αιώνα, καλούσε τον κύριό του «τελευταίο Αλέξανδρο» (Форкони 2008: 121). Στη Γαλλία του 17ου αιώνα πρότυπο για το Λουδοβίκο ΙΔ΄ υπήρξε ο Μακεδόνας βασιλιάς, μάλιστα ο Λουδοβίκος παρήγγειλε στο ζωγράφο Κάρολο Λε Μπρουν μια σειρά από πίνακες με θέμα την ιστορία του Αλέξανδρου (βλέπε παρακάτω). Πρότυπο τον Αλέξανδρο είχε και η βασίλισσα Χριστίνα της Σουηδίας (1626-1689), η οποία, μάλιστα, πήρε και το όνομα «Αλεξάνδρα», όταν προσηλυτίστηκε στον καθολικισμό το 1654 και επιπλέον είχε κυκλοφορήσει μετάλλια με αναπαραστάσεις του εαυτού της με τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου. Αντίστοιχα, ένας άλλος Σουηδός ηγεμόνας, ο Κάρολος ΙΒ΄, ήδη από τα νεανικά του χρόνια εμπνεόταν από το βιβλίο του Κούρτιου Ρούφου για τον Αλέξανδρο, τις πολεμικές επιχειρήσεις του οποίου είχε ως πρότυπο για τις δικές του. Κάπως έτσι χαρακτηρίστηκε «ο Αλέξανδρος του Βορρά». Τέλος, ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα θαυμαστή του Αλέξανδρου αποτελεί ο Ναπολέων Βοναπάρτης (Mosse 2003: 49, Demandt 2009: 440 - 441, Chizhevskaya 2012: 281).

Μια αντίστοιχη αναλογία μπορεί να διαπιστωθεί και στο περίφημο A Game of Thrones του George R.R. Martin, στο οποίο γίνεται ακριβώς λόγος για το τείχος (The Wall), ένα συμπαγή και συνεχή όγκο τείχους και βουνών, που χωρίζει τα νότια βασίλεια από το βάρβαρο και αχαρτογράφητο βορρά. Από εκεί έρχονται ως επιδρομείς –καταστροφείς τελικά και οι «Άλλοι», οι αντίστοιχοι Γωγ και Μαγώγ του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου. 670

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

549

Ο Αλέξανδρος, όμως, πέρασε και στην τέχνη της Δύσης, τόσο μέσα από τη διάδοση των μυθικών περιπετειών του με τις μεταφράσεις του Μυθιστορήματος στις διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, όσο και με τη γενικότερη επαφή των δυτικών με το Βυζάντιο, το οποίο άλλωστε, όπως είδαμε, θα πρέπει να τροφοδότησε τη Δύση με ποικίλα καλλιτεχνήματα που αποτελούσαν διπλωματικά δώρα και αναπαριστούσαν τον Αλέξανδρο. Ως εκ τούτου, οι ποικίλες βυζαντινές αναπαραστάσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου οπωσδήποτε επηρέασαν τις δυτικές απεικονίσεις του (Gavalaris 1989: 16). Η ανάληψη για πρώτη φορά καταγράφεται σε λατινικό αλφαβητάριο σε χειρόγραφο του 850 από το αβαείο του Σαιν Ντενί (Juanno 2015 (2002): 474). Ένα υφαντό, σήμερα στο Καθεδρικό Μουσείο του Wurzburg, το οποίο οι περισσότεροι ερευνητές χρονολογούν στο 10ο αιώνα, αναπαριστά τον Αλέξανδρο να μεταφέρεται στους ουρανούς από δύο αετούς (ή μεγάλα πουλιά), που είναι και η ακριβής αναφορά του επεισοδίου στη Διήγηση του Αλέξανδρου (βλέπε εικόνα 123). Κάποιοι ερευνητές το αναφέρουν ως βυζαντινό (Loomis 1918 σε Lees 2010: 3), ενώ άλλοι προτιμούν να κάνουν λόγο για δυτικό υφαντό, που αντιγράφει βυζαντινά στοιχεία, κυρίως στην απεικόνιση των αετών και συγκεκριμένα των φτερών τους. Το υφαντό αυτό αναφέρεται ότι συνυφάνθηκε ως τμήμα ενός λαβάρου θριάμβων του Αγίου Κιλιανού από τους κατοίκους του Wurzburg μετά το έτος 1266. Το κεντημένο κείμενο με λατινικούς χαρακτήρες συνηγορεί στο ότι είναι δυτικής προέλευσης (Paribeni 2006: 79, 92). Βέβαια τα βυζαντινά στοιχεία του είναι πολλά. Καταρχάς είναι η απόδοση των φτερών των αετών, όπως παρατηρήθηκε, που μοιάζουν πάρα πολύ με τα φτερά των αετών του βυζαντινού μεταξωτού από το Μουσείο Saint – Germain στο Auxerre της Γαλλίας, με προέλευση την Κωνσταντινούπολη του έτους 1000 περίπου (στο Glory of Byzantium, Metropolitan Museum New York 1997, σελ. 224-225). Άλλωστε και το πορφυρό χρώμα των φτερών των αετών παραπέμπει στο Βυζάντιο, όπου το πορφυρό χρώμα συνηθιζόταν για τα έργα των αυτοκρατορικών εργαστηρίων (Muthesious 1992: 100-101). Επιπλέον, η απεικόνιση αετών –και όχι γρυπών –συμβαδίζει περισσότερο με την ψευδο-καλλισθένεια παράδοση. Έπειτα, είναι και η μορφή του Αλέξανδρου, ο οποίος φέρει κάθετο στον κορμό διάλιθο λώρο και διάλιθη τραχηλέα, όπως και στα παραδείγματα του αναγλύφου της Κωνσταντινούπολης, του στέμματος του Κιέβου και του σμάλτινου δίσκου του Ίνσμπουργκ. Ακόμα και το διάλιθο χρυσό και υπερυψωμένο στέμμα αποτελεί άλλο ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα στο υφαντό του Wurzburg και τα προαναφερόμενα παραδείγματα. Τέλος και η χρήση του υφαντού, ως λαβάρου θριάμβου από τους κατοίκους του Wurzburg, θα μπορούσε να παραπέμπει ακριβώς στην αρχική χρήση του μέσα στην ελληνική αυτοκρατορία της ανατολής, όπου, όπως είδαμε, έτσι χρησιμοποιούνταν πολύτιμα βυζαντινά μεταξωτά με γρύπες, αετούς λιοντάρια και άλλα μοτίβα (βλέπε υποσημείωση 431) και –υποθέτουμε – μοτίβα με την παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου. Συμπερασματικά, τα βυζαντινά του

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

550

στοιχεία είναι σημαντικά, ωστόσο η λατινική –και σε κακή κατάσταση διατήρησης – κεντημένη επιγραφή, η οποία κάνει αναφορά στο επεισόδιο της ανάληψης, καθιστά προβληματική την προέλευσή του. Θα μπορούσε, βέβαια, να πρόκειται και για δώρο της βυζαντινής αυλής σε κάποιο δυτικό ηγεμόνα, όπως ακριβώς οι ερευνητές δέχονται για το σμάλτινο πινάκιο από το Ίνσμπρουκ, ότι δηλαδή είναι βυζαντινής προέλευσης, δώρο στον Τουρκομάνο ηγεμόνα Rukn ad Daula Da ‘ud, παρόλο που φέρει αραβική επιγραφή. Καί στις δύο περιπτώσεις, για λόγους αβρότητας, οι βυζαντινοί καλλιτέχνες θα αποτύπωσαν τις επιγραφές στη γλώσσα των παραληπτών των δώρων. Σε κάθε περίπτωση, το συγκεκριμένο υφαντό δεν αποτελεί το μόνο «βυζαντινίζον» υφαντό. Ένα ακόμα είναι το υφαντό από το Regensburg (τώρα στο Βερολίνο), το οποίο χρονολογείται το 13ο αιώνα και έχει βυζαντινά πρότυπα, παρουσιάζει μάλιστα εντυπωσιακές ομοιότητες ως προς την απεικόνιση του θέματος με το υφαντό από το Bassum (Gavalaris 1989: 16. Βλέπε και κεφάλαιο 3.5.3). Σήμερα σώζονται στη δυτική τέχνη ποικίλες παραστάσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου σε διάφορες μορφές, σε κίονες και σε προσόψεις ναών της Ιταλίας, της Ελβετίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ισπανίας, όπως για παράδειγμα η παράσταση της ανάληψης από την πρόσοψη του αβαείου της Santa Maria della Strada στο Matrice της κεντρικής Ιταλίας του 12ου αιώνα ή η ανάγλυφη παράσταση της ανάληψης σε κιονόκρανο του καθεδρικού του Αγίου Βικεντίου στο Chalon sur Saone της Βουργουνδίας της ανατολικής Γαλλίας671. Το μοτίβο της ανάληψης έγινε εξαιρετικά δημοφιλές στη δυτική τέχνη, αν και περισσότερο απεικονίστηκαν οι γρύπες αντί των αετών. Στην Cappella Palatina του Παλέρμου, το νορμανδικό αυτό ναό του Ρογήρου Β΄, που χρονολογείται στα μέσα περίπου του 12ου αιώνα, υπάρχει μια σχηματική παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου, που είναι όμως αραβικής τέχνης (Steppan 2000: 88). Mια ακόμα εντυπωσιακή παράσταση της ανάληψης υπάρχει στο ψηφιδωτό δάπεδο του καθεδρικού της Santa Maria Annuntziata του Οτράντο στη νότια Ιταλία, από τις πρωιμότερες της δυτικής τέχνης, ανάμεσα στο 1163-65 (εικόνα 124). Η παραγγελία αυτού του μωσαϊκού εκτελέστηκε από τον πρεσβύτερο Πανταλέων, Ελληνο –ιταλό Για μια αναλυτική παρουσίαση των δυτικών παραστάσεων της ανάληψης βλέπε Victor Michael Schmidt, A legend and its image: the aerial flight of Alexander the Great in Medieval Art, έκδοση Ε Forsten, Groningen, 1995, καθώς και τη μελέτη της C. Settis Frugoni - δυστυχώς μόνο στα ιταλικά – Historia Alexandri elevate per griphos ad aerem. Origine, iconografia e fortuna di un tema, Istituto Storico Italiano per il Medio Evo. Studi Storici 80-82, Roma, 1973, η οποία αναφέρεται και σε βυζαντινές παραστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να απορρίψουμε ως δήθεν αναπαράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου αυτήν από το λεγόμενο κόσμημα του Alfred (σήμερα στο Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης), καθότι δεν απεικονίζεται σε αυτήν τίποτα από τα τυπικά χαρακτηριστικά της παράστασης (π.χ. γρύπες / όρνια, κοντάρια με δολώματα), όσο και αν ο Boardman ισχυρίζεται το αντίθετο (Boardman 2015: 320-321). 671

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

551

μοναχό, το όνομα του οποίου υπάρχει σε λατινική επιγραφή του δαπέδου, κατά την περίοδο βασιλείας του Γουλιέμου Α΄ της Σικελίας. Το ψηφιδωτό απεικονίζει το δέντρο της ζωής πάνω σε δύο ελέφαντες, με τα κλαδιά του να φτάνουν ως το ιερό του ναού. Ανάμεσά τους υπάρχουν παραστάσεις ζώων, τεράτων, βιβλικές μορφές και σκηνές, απεικονίσεις αγροτικών εργασιών, ο ζωδιακός κύκλος, καθώς και ο μύθος του Αρθούρου. Η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου είναι στο κεντρικό κλίτος του ναού, κοντά στην είσοδο της εκκλησίας. Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται να κάθεται σε θρόνο ανάμεσα σε γρύπες και επισημαίνεται με την επιγραφή ALEXANDER REX. Διαμετρικά αντίθετα από την παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου απεικονίζεται ο πύργος της Βαβέλ, κάτι που οδήγησε ορισμένους ερευνητές να ερμηνεύσουν την παράσταση του Αλέξανδρου ως σύμβολο της έπαρσης και της αλαζονείας. O Schmidt αντίθετα ερμηνεύει την απεικόνιση του Αλέξανδρου ως σημάδι για τη σωτηρία των ανθρώπων στη μετά θάνατον ζωή672. Εκτός από τη θρησκευτική αυτή ερμηνεία υπάρχει και μια πολιτική: το ψηφιδωτό αυτό φιλοτεχνήθηκε την εποχή που η περιοχή αυτή της νότιας Ιταλίας ήταν στα χέρια των Νορμανδών. Στην περίπτωση αυτή, είτε ο Αλέξανδρος, ως πρότυπο των βυζαντινών αυτοκρατόρων, συμβολίζει το νικημένο εχθρό –δηλαδή το Βυζάντιο - που έφυγε από την περιοχή (Stirpe 2006 B: 194) είτε πρόκειται για μια πρώιμη υιοθέτηση του συμβολισμού του Αλέξανδρου, ως πρότυπου ηγεμόνος, από ένα δυτικό βασιλιά. Άλλη αναπαράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου σε ναό της νότιας Ιταλίας βρίσκεται σ’ ένα μοναδικό κιονόκρανο του καθεδρικού του Bitonto, στο οποίο αναπαρίστανται καί οι δύο φάσεις της ανάληψης, δηλαδή εκτός από την άνοδο του στεφανωμένου με κορώνα βασιλιά στον ουρανό και η κάθοδος στη γη, με τους γρύπες τη φορά αυτή να βλέπουν προς τα κάτω, προς την κάθετη φορά του κονταριού ενός Αλέξανδρου χωρίς στέμμα πλέον. Ίσως αυτή η παράσταση περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη να ερμηνεύεται στο πλαίσιο της αλαζονείας και της ταπείνωσης του βασιλιά που θέλησε να κατακτήσει τον ουρανό. Γενικότερα, εντοπίζονται συνολικά πέντε παραστάσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου στην περιοχή της Puglia στη νότια Ιταλία, μια περιοχή που πέρασε από τον έλεγχο των Ελλήνων του Βυζαντίου στους Νορμανδούς. Κατά το 12ο αιώνα η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου εξαπλώνεται ως θέμα της εκκλησιαστικής γλυπτικής σε ναούς από τη Βόρεια Ιταλία ως τη νότια Γαλλία και την περιοχή του Άνω Ρήνου. Στον καθεδρικό του Basel στη ΒΔ Ελβετία η ανάληψη του Αλέξανδρου εμφανίζεται στη διακόσμηση κιονόκρανων του ναού μαζί με τον Αδάμ και την Εύα, επομένως συσχετίζεται αρκετά με την αντίληψη της αμαρτίας. Ωστόσο, σε άλλες ρωμανικές εκκλησίες, το θέμα της ανάληψης του Αλέξανδρου εμφανίζεται μαζί με παραστάσεις άλλων βιβλικών μορφών, που θεωρούνται προεικονίσεις του Χριστού, όπως στο ναό Stoneman 2011: 167-168, όπου και συνοπτική αναφορά στο εικονογραφικό περιεχόμενο του ψηφιδωτού και στις διάφορες ερμηνείες του. 672

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

552

του Ολορόν Σαν –Μαρί στα Πυρηναία - μαζί με παράσταση του Δανιήλ στο λάκκο των Λεόντων - ή στον καθεδρικό της Νιμ -μαζί με παράσταση του Σαμψών που νικά το λιοντάρι. Επομένως, φαίνεται πως καί στις παραστάσεις της ανάληψης στη δυτική εκκλησιαστική τέχνη, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, υπήρχε συσχετισμός με ένα πλαίσιο χριστολογικού κύκλου με προεικονίσεις του Χριστού. Όπως παρατηρεί ο Даркевич (Νταρκέβιτς), ενταγμένη στο χριστολογικό αυτό πλαίσιο, η παράσταση του Αλέξανδρου συμβολίζει τελικά και την αγαθή ψυχή που κατανικά τις δυνάμεις του κακού. Ενδεικτικά, άλλες παραστάσεις της ανάληψης απαντούν σε σμάλτο από το Βέλγιο των μέσων του 12ου αιώνα, σε πεσσό από ελεφαντόδοντο του 1200 (σήμερα στο Μουσείο της Ιστορίας της Τέχνης της Βιέννης), σε κιονόκρανα στον καθεδρικό του Freiburg της Γερμανίας, στα στασίδια του καθεδρικού ναού του Lincoln της Αγγλίας του 14ου αιώνα και άλλες. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς πως στην εκκλησιαστική δυτική τέχνη η ανάληψη του Αλέξανδρου μετά το 13ο αιώνα επιβιώνει αποκλειστικά στα στασίδια των ναών της Αγγλίας! (Schmidt 1989/1995: 223,226, Paribeni 2006: 82, Stirpe 2006 B: 194, Lees 2010: 63-64, Morosini 2011: 332, 334, Stoneman 2001: 163, Demandt 2009: 308-309, Даркевич 2015: 90-93). Εκτός των αναπαραστάσεων της αναλήψεως, μαρτυρούνται και άλλες σχετικές με τον Αλέξανδρο και μάλιστα στην τέχνη των Καρολίδων: στα δώματα του ανακτόρου του Λουδοβίκου του Ευσεβούς (814-841), στο Ινγκελσχάϊμ, υπήρχαν τοιχογραφίες με τα κατορθώματα του Κύρου, του Αλέξανδρου, του Αννίβα, μαζί με τις νίκες των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Κατά το 13ο αιώνα μαρτυρούνται τοιχογραφίες με θέματα από το βίο του Αλέξανδρου στο δωμάτιο της συζύγου του Χένρι Γ΄ του Εγγλέζου (Даркевич 2015: 90). Εικονογραφικοί κύκλοι από το μύθο του Αλέξανδρου διακοσμούσαν τους τοίχους κι άλλων μεγάρων στην Αγγλία του 13ου αιώνα, όπως του Κλάρεντον Παρκ στην κομητεία του Γουίλτσερ και της αίθουσας ακροάσεων της βασίλισσας στο Νότιγχαμ, αποδεικνύοντας τη διάδοση του μύθου στη Βρετανία (Stoneman 2011: 287). Αντίστοιχα, ο Φίλιππος ο Καλός (1396-1467), δούκας της Βουργουνδίας, παρήγγειλε επιτοίχιους τάπητες, οι οποίοι φιλοτεχνήθηκαν με βάση το έργο του Ζαν Βοκελέν με τίτλο «Ιστορία του ένδοξου βασιλιά Αλέξανδρου». Στους τάπητες αυτούς απεικονίζονταν ο Φίλιππος ο Καλός ως ο Φίλιππος της Μακεδονίας και ο γιος του, Καρλ ο Γενναίος ως ο Αλέξανδρος, να προσκυνά το Θεό στον ουρανό, περιστοιχιζόμενος από αγγέλους, αιτούμενος βοήθεια για την εκπλήρωση της αποστολής του (Форкони 2008: 121). Η απεικόνιση του Αλέξανδρου πέρασε και στην χαρτογραφία της Δύσης, με μεσαιωνικούς χάρτες που βασίζονταν σε χάρτες υστερορωμαϊκών χρόνων (βλέπε και κεφάλαιο 5.3.). Ο παλαιότερος χάρτης της ευρωπαϊκής τέχνης με απεικονίσεις από το Μυθιστόρημα είναι ο χάρτης του Ebstorf της Γερμανίας (σήμερα κατεστραμμένος, σώζεται μόνο σε αντίγραφα), που χρονολογείται μεταξύ 1235-1240 και απεικονίζει

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

553

τους Γωγ και Μαγώγ πίσω από το τείχος του Αλέξανδρου, καθώς και τον Αλέξανδρο να παίρνει την προφητεία από τα δέντρα του Ήλιου και της Σελήνης 673. Ο Καταλόνιος Χάρτης του 1375 από τη Μαγιόρκα επίσης απεικονίζει σε ένα φύλλο του τον Αλέξανδρο με τη βοήθεια του διαβόλου να χτίζει το τείχος εγκλεισμού των Γωγ και Μαγώγ, μπροστά από το οποίο απεικονίζονται οι δύο χάλκινοι σαλπιγκτές που είχε στήσει (Stoneman 2012 A: 170). Ένα ακόμα μεταγενέστερο παράδειγμα, λίγο μετά τα μέσα του 16ου αιώνα, αποτελεί ένας εντυπωσιακός χάρτης της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου: πρόκειται για επιχρωματισμένη χαλκογραφία διαστάσεων 37 x 47 εκατοστών του Abraham Ortelius (1527-1598), που βρίσκεται σήμερα στη συλλογή Παναγιώτη Σουκάκου. Μάλιστα στο χάρτη απεικονίζεται σε μεγένθυνση ο ναός και το μαντείο του Άμμωνος Διός που επισκέφτηκε ο Αλέξανδρος στην όαση της Σίβα (εφημερίδα Η Καθημερινή, 2.9.2012) Μια δεύτερη πρώιμη εικονογραφική παράδοση της Δύσης αναφορικά με τον Αλέξανδρο απαντάται στα χειρόγραφα του Μυθιστορήματος674. Ήδη από το 13ο αιώνα υπάρχουν τέτοια χειρόγραφα με απεικονίσεις της ανάληψης, της κατάδυσης και άλλων γνωστών επεισοδίων του κύκλου του Αλέξανδρου και αφορούν κυρίως τη Historia de Proeliis, το Roman d’ Alexandre και το Roman d’ Alexandre en prose. Η τελευταία απεικόνιση της ανάληψης του Αλέξανδρου στη δυτική τέχνη χρονολογείται περίπου το 1516 και είναι μια ξυλογραφία του Γερμανού ζωγράφου και χαράκτη Hans Leonhard Schäufelein (Schmidt 1989/1995: 229, βλέπε εικόνα 125, σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο). Επίσης, από το Μυθιστόρημα εμφανίζονται στην εκκλησιαστική τέχνη διάφορα πλάσματα, όπως οι κυνοκέφαλοι σε εκκλησίες της Βουργουνδίας του 11 ου αιώνα ή οι σκιάποδες στην εκκλησία του Λε Σατέλ στο Παρίσι (Даркевич 2015: 98,100). Ο Αλέξανδρος είχε σημαντική παρουσία και σε έργα του διεθνούς γοτθικού στιλ και κατά το 14ο και πρώιμο 15ο αιώνα απεικονίζεται σχεδόν το ίδιο συχνά όπως και ο Άγιος Γεώργιος. Μέσω του διεθνούς γοτθικού στιλ ο Αλέξανδρος πέρασε και στο ιταλικό Κουατροτσέντο. Οι πρωιμότερες αναγεννησιακές απεικονίσεις του Αλέξανδρου είναι αυτές των φλωρεντινών cassoni, γαμήλιων πυξίδων με παραστάσεις από τη Βίβλο ή την καθημερινή ζωή. Παράλληλα, κατά την αναγέννηση δημιουργείται για πρώτη φορά στη Δύση ένα ερευνητικό ενδιαφέρον για αρχαία νομίσματα με παραστάσεις του Αλέξανδρου, κάτι που, σύμφωνα με την Dahmen, σηματοδοτεί τα 673

Stoneman 2011: 284,

http://cartographic-images.net/Cartographic_Images/224_Ebstorf_Mappamundi.html, όπου και απεικονίσεις του χάρτη. Σημαντικό βιβλίο για την εικονογράφηση των επεισοδίων του Μυθιστορήματος σε δυτικά χειρόγραφα (αλλά και σε χειρόγραφα της ανατολής) αποτελεί το έργο του D.J.A.Ross, “Alexander historiatus. A Guide to Medieval Illustrated Alexander Literature”, Λονδίνο, 1963. 674

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

554

πρώτα βήματα της νομισματικής ως ερευνητικού πεδίου στη σύγχρονη επιστήμη. Συλλέκτες άρχισαν να συγκεντρώνουν αρχαία νομίσματα με παραστάσεις του Αλέξανδρου, στις οποίες –λανθασμένα - συγκατέλεγαν και τις προτομές της Αθηνάς. Χαράκτες της εποχής φιλοτεχνούσαν μετάλλια με παραστάσεις του Αλέξανδρου, όπως ο Alessandro Cesati, ο οποίος χάραξε ένα μπρούτζινο μετάλλιο προς τιμήν του Πάπα Παύλου Γ΄ (με το κοσμικό όνομα Αλέξανδρος, 1468-1549), με παράσταση την προσκύνηση του Μακεδόνα βασιλιά στον Αρχιερέα της Ιερουσαλήμ. Ο ίδιος Πάπας διακόσμησε τη Sala Paolina του Κάστρου Sant Angelo στη Ρώμη με πολύχρωμες και μονόχρωμες τοιχογραφίες από τον κύκλο του Αλέξανδρου. Πρόκειται για 11 σκηνές που φιλοτέχνησαν οι Marco Pino και Pellegrino Tibaldi ανάμεσα στο 1545-1549, σκηνές όπως ο Αλέξανδρος κόβει το Γόρδιο Δεσμό, ο Αλέξανδρος εισέρχεται στο Ναό της Ιερουσαλήμ, ο Αλέξανδρος εισέρχεται στη Βαβυλώνα θριαμβευτής, ο Αλέξανδρος επιτίθεται στον Πώρο και άλλες. Κατά το 15ο αιώνα ο Αλέξανδρος είχε θαυμαστές μέλη της πανίσχυρης οικογένειας των Βοργίων, όπως τον καρδινάλιο Ροντρίγκο, που έγινε Πάπας με το όνομα Αλέξανδρος ΣΤ΄. Άλλωστε στο “appartamento Borgia” στο Βατικανό για πρώτη φορά ο Μέγας Αλέξανδρος έγινε αυτόνομο τμήμα ενός αυλικού – παπικού εικονογραφικού προγράμματος (Beaufort 1997: 668, Ekserdjian 1997: 67-70, Γιαλούρης 1998: 42, Piemontese 2006: 50-52, Dahmen 2007: 56-57). Υπήρξαν κι άλλοι καρδινάλιοι, που έγιναν Πάπες και ταυτίστηκαν με τον Αλέξανδρο, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής: ο Fabio Chigi (16551667) και o Pietro Ottobani (1689-1691). Στο Παλάτι του Βατικανού πάλι, το 1511, ο Μιχαήλ Άγγελος ζωγράφισε στην οροφή του παρεκκλησίου της Καπέλα Σιξτίνα ανάμεσα στα άλλα θέματα - και τον Αλέξανδρο να προσκυνά τον αρχιερέα του Ναού της Ιερουσαλήμ. Σε αναγεννησιακό πλαίσιο, η μορφή του Αλέξανδρου σε μαρμάρινο ανάγλυφο, που αποδίδεται στον κύκλο του Βερρόκιο (σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον) αποτελεί ίσως την πρώτη απεικόνιση του Αλέξανδρου στη δυτική τέχνη με την αίσθηση πλέον ενός αρχαίου, ιστορικού προσώπου, κι όχι ενός μεσαιωνικού ιππότη. Ο Αλέξανδρος απεικονίζεται σε προφίλ ως το ύψος του στήθους του, με μακριά μαλλιά πλούσια σε βοστρύχους, περικεφαλαία με ανάγλυφη διακόσμηση δράκοντα και γοργόνειο στο θώρακα. Πρόκειται ακριβώς για το μακρινό πρότυπο του μονόφυλλου του Ρήγα, όπως διαπιστώσαμε στο κεφάλαιο 4.4. Αναφέρεται ότι ο Βερρόκιο έκανε κατά τη δεκαετία του 1480 δύο ανάγλυφες ορειχάλκινες πλάκες, με παραστάσεις του Αλέξανδρου και του Δαρείου, κατά παραγγελία του Lorenzo de Medici. Ακολουθεί ο μεγάλος Ραφαήλ, με τη νωπογραφία του στο παλάτι του Βατικανού, με θέμα τη φύλαξη των έργων του Ομήρου κατά διαταγή του Αλέξανδρου,675 αλλά και ένα έργο Ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Αλέξανδρος, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, κοιμόταν έχοντας στο προσκεφάλι του το χειρόγραφο της Ιλιάδας, δώρο του Αριστοτέλη, και πως μετά την 675

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

555

της σχολής του Ραφαήλ με θέμα τους γάμους του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη (στη Galleria Borghese της Ρώμης). Κατά την Ώριμη Αναγέννηση, ο Αλέξανδρος δεν εικονογραφείται μόνο ως πολεμιστής και κατακτητής, αλλά και ως πάτρωνας του Λυσίππου, του Αριστοτέλη και του Απελλή και θαυμαστής του Ομήρου, μάλιστα η παράσταση με τον αποθησαυρισμό των έργων του Ομήρου θα αποδειχθεί εξαιρετικά δημοφιλής και θα αντιγραφεί και στη συνέχεια (βλέπε εικόνα 126). Είναι ακόμα πολύ πιθανό ο Αλέξανδρος να απεικονίζεται και στην περίφημη νωπογραφία του Ραφαήλ με τίτλο «Η Σχολή των Αθηνών» (1509-1511 στο Αποστολικό Παλάτι του Βατικανού), ως ο μοναδικός φιλόσοφος που φέρει περικεφαλαία, ως μια ένδειξη της στρατιωτικής του ιδιότητας. Γενικότερα, η τέχνη της Δύσης απεικονίζει τη «φωτεινή» πλευρά του Αλέξανδρου, με εξαίρεση το δείπνο με τον Κλείτο πριν από τη δολοφονία του (Γκράτζιου 1982: 143, Χατζηνικολάου 1997 Β: 30-33, Piemontese 2006: 47, Δρακόπουλος / Παπαρηγόπουλος 2009: 243-244, Ippolitov 2012: 56-57). Ο πίνακας του Vittore Carpaccio με θέμα τον ασθενή Αλέξανδρο και το γιατρό του Φίλιππο, αποτελεί επίσης έργο καθαρά αναγεννησιακού τύπου. Στα ίδια αυτά αναγεννησιακά πλαίσια πρέπει να τοποθετήσουμε και τη νωπογραφία με θέμα το γάμο του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη, από το βόρειο τοίχο του «Δωματίου του Αλέξανδρου και της Ρωξάνης» στη Vila Farnezina της Ρώμης, έργο του Giovanni Antonio Bazzi, το 1519 (εικόνα 127). Η σύνθεση αυτή ακολουθεί την περιγραφή του Λουκιανού σχετικά με τη ζωγραφική σύνθεση του Αέτιου από την αρχαιότητα με το ίδιο θέμα (βλέπε κεφάλαιο 2.3). Ο Αλέξανδρος κατευθύνεται προς τη Ρωξάνη, η οποία τον περιμένει στο κρεβάτι περιστοιχιζόμενη από Ερωτιδείς. Η όλη σύνθεση αποπνέει ερωτισμό και ο Αλέξανδρος, περισσότερο «Απολλώνειος» στην ομορφιά, με σγουρά μαλλιά, δίνει το στέμμα του στη Ρωξάνη. Παραδίπλα ο Υμέναιος μαζί με τον Ηφαιστίωνα παρακολουθούν τη σκηνή. Στο ίδιο δωμάτιο, στο νότιο τοίχο ο Bazzi ζωγράφισε τη Μάχη ανάμεσα σε Μακεδόνες και Πέρσες, στον ανατολικό τον Αλέξανδρο να υποδέχεται τις γυναίκες του Δαρείου, ενώ τέλος, ένας άγνωστος καλλιτέχνης αργότερα στο δυτικό τοίχο ζωγράφισε τον Αλέξανδρο να δαμάζει το Βουκεφάλα. Πολλοί Ιταλοί μανιεριστές στη συνέχεια θα διακοσμήσουν διάφορα ανάκτορα στη Ρώμη με σκηνές από τον κύκλο του Αλέξανδρου (Piemontese 2006: 48-50, Ippolitov 2012: 57-58, 60). Την ίδια εποχή, ο Μακιαβέλι στον Ηγεμόνα του επισημαίνει τη σημασία που έχει το κατάλληλο πρότυπο για έναν ηγεμόνα, δίνοντας ως παραδείγματα τον Αχιλλέα για τον Αλέξανδρο και τον Αλέξανδρο για τον Ιούλιο Καίσαρα (Παχής 2011: 160).

άλωση της Γάζας το έβαλε μέσα σε ένα πολυτελές κιβώτιο που του έφεραν ως λάφυρο (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 8, 26).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

556

Το 1529 ο Γερμανός ζωγράφος Άλμπρεχτ Αλτντόρφερ φιλοτέχνησε έναν εντυπωσιακό και πολυπρόσωπο πίνακα με τίτλο «Η μάχη του Αλέξανδρου», όπου σαν κύματα πέφτουν οι αντίπαλες στρατιές η μια πάνω στην άλλη και στο κέντρο της σύνθεσης ξεχωρίζει η μορφή του χρυσο -αρματωμένου Αλέξανδρου, που εφορμά στο άρμα του Δαρείου που υποχωρεί, ενώ ο ήλιος βασιλεύει και προελαύνει η επερχόμενη νύχτα. Ο πίνακας αυτός θεωρείται ως ο ορισμός της ζωγραφικής απεικόνισης του μοτίβου της μάχης στην ιστορία της τέχνης (Salvini 1986: 61-62, Ippolitov 2012: 61). Γενικότερα, κατά την περίοδο 1500-1750, στην τέχνη της Δύσης υπάρχουν εικονογραφικοί κύκλοι από τη ζωή του Αλέξανδρου που λειτουργούν ως αλληγορίες των αρετών ενός ηγεμόνα: θάρρος, γενναιοδωρία, μεγαλοψυχία, εγκράτεια (Χατζηνικολάου 1997 Β: 31). Σε έναν από αυτούς εντάσσεται και ο πίνακας του Paolo Veronese Η οικογένεια του Δαρείου προ του Αλέξανδρου (ελαιογραφία, 1565-1570, National Gallery, Λονδίνο). Από τις πιο εντυπωσιακές συνθέσεις με αυτό το θέμα αποτελεί η ταπισερί του Andreas Blomaert, έργο περίπου του 1600, από χρυσό, ασήμι και μετάξι, μήκους έξι μέτρων. Ένας ακόμη τάπητας με θέμα τη συνάντηση του Αλέξανδρου με το Διογένη υπάρχει σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη της Βουδαπέστης, έργο του 1700 ενός Ούγγρου ή Πολωνού καλλιτέχνη, που ανήκε στη συλλογή του πρίγκιπα Ferenc Rakocki II. Ο Φλαμανδός Jan Bruegel ο Πρεσβύτερος, στις αρχές του 17ου αιώνα, ζωγράφισε έναν πίνακα με τη μάχη της Ισσού, στον οποίο οι δύο αντίπαλοι στρατοί απεικονίζονται σαν κύματα που καβαλούν λοφοπλαγιές και ξεσπούν το ένα πάνω στο άλλο. Είναι πραγματικά αναρίθμητοι οι πίνακες στη δυτική τέχνη που αναπαριστούν τις μάχες του Αλέξανδρου ή δημοφιλή επεισόδια της εκστρατείας του, όπως το κόψιμο του Γόρδιου Δεσμού. Ένα δημοφιλές μοτίβο από τις ιστορίες του Αλέξανδρου υπήρξε για τη δυτική τέχνη η συνάντησή του με το Διογένη. Οι παραστάσεις του θέματος αυτού είναι ποικίλες, όπως μας φανερώνει η απεικόνισή του σε ιταλικό πιάτο γύρω στο 1551. Ο μεγάλος Ρούμπενς (1577-1640) επίσης ζωγράφισε έναν πίνακα με θέμα το γάμο του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη. Στο 17 ο αιώνα, χρονολογούνται αρκετά ακόμη έργα από τη Δυτική Ευρώπη με θέμα τον Αλέξανδρο, όπως ο πίνακας του Fransesco Trevisani, που απεικονίζει τον Αλέξανδρο με την οικογένεια του Δαρείου, η νωπογραφία του Pietro de Cortona Η Μάχη ανάμεσα στον Αλέξανδρο και το Δαρείο, μάλλον παραγγελία του Πάπα Ουρβανού 8ου (γύρω στο 1635, σήμερα στο Palazzo dei Conservatori), ο Αλέξανδρος άρρωστος να δέχεται το φάρμακο του γιατρού Φιλίππου, έργο του Eustache Le Suer (ελαιογραφία, 1648-1649). Άλλωστε, γύρω στο 1660 ακόμα και ο Ρέμπραντ ζωγράφισε ένα χαμένο σήμερα πίνακα με θέμα τον Αλέξανδρο ενώ τον απεικόνισε και σε ένα μετάλλιο που κρέμεται στο στήθος του δασκάλου του, του Αριστοτέλη, στη σύνθεση Ο Αριστοτέλης μπροστά στην προτομή του Ομήρου. Ένα ακόμη έργο του με χρονολόγηση το 1662, που σώζεται σήμερα στη Γλασκώβη, απεικονίζει τον Αλέξανδρο από τη μέση και πάνω ως σιδερόφρακτο ιππότη

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

557

τουρνουά. Ο Γάλλος ζωγράφος Charles Le Brun, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά τις δεκαετίες του 1660 και 1670 ζωγράφισε μια σειρά από έργα με θέμα τον Αλέξανδρο και τις μάχες του κατά παραγγελία του πάτρωνά του, του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Το πρώτο από αυτά ήταν «Ο Αλέξανδρος και η οικογένεια του Δαρείου» (αλλιώς «Η σκηνή του Δαρείου», 1662), «Η είσοδος του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα» (1664), «Ο Αλέξανδρος και ο Πώρος» (1674, εικόνα 128), πίνακες που βρίσκονται στο Μουσείο του Λούβρου. Οι χαλκογραφίες του Girand Audran, στα 1675-1678, αντέγραψαν ακριβώς τους πίνακες του Charles Le Brun.676 Άλλες, πιο σπάνιες απεικονίσεις από την εκστρατεία του Αλέξανδρου, αποτελούν «Η δολοφονία του Κλείτου» (Daniel de Blieck, 1663), «Ο Αλέξανδρος μπροστά στον τάφο του Αχιλλέα στην Τροία» (Giovanni Pannini, 18ος αιώνας), ενώ δε λείπουν και γκραβούρες που συνεχίζουν την απεικόνιση επεισοδίων από το Μυθιστόρημα, όπως για παράδειγμα η επίσκεψη του Αλέξανδρου στο ιερό του Ήλιου και της Σελήνης. Ανάμεσα στο 1673-1682, για μια δεκαετία, η Εθνική Ακαδημία του Αγίου Λουκά, στη Ρώμη, έδινε ως θέμα στους σπουδαστές της τουλάχιστον τρεις συνθέσεις σχετικές με τα κατορθώματα του Αλέξανδρου. Στα παραπάνω τεκμήρια αλεξάνδρειων απεικονίσεων στην τέχνη της ζωγραφικής θα πρέπει να προσθέσουμε κι αυτά από την τέχνη της σφραγιδογλυφίας: κατά τον 17 ο και 18ο αιώνα φιλοτεχνήθηκαν, στην Ιταλία κυρίως, αλλά και σε άλλες χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία), διάφορες σφραγίδες από πολύτιμους λίθους (σαρδώνυχα, καρνέλιο, αχάτη) με παραστάσεις του Αλέξανδρου ή του Αλέξανδρου μαζί με την Ολυμπιάδα, τις περισσότερες φορές απεικονίσεις των προτομών τους σε προφίλ. Σε αυτές ο Αλέξανδρος απεικονίζεται με περικεφαλαία και «οφιογενής», με σύμβολο το δράκοντα σ’ αυτήν, καμιά φορά και κερασφόρος677. Από τον κόσμο του Αλέξανδρου προέρχεται και μια σειρά από πίνακες που απεικονίζουν το ζωγράφο και φίλο του Απελλή να ζωγραφίζει την εταίρα Παγκάστη, όπως για παράδειγμα ο πίνακας του Charles Meynier το 1822. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, ο Αλέξανδρος έδωσε στον Απελλή την παλλακίδα του Παγκάστη, όταν αντιλήφθηκε ότι αυτός την είχε ερωτευτεί. Το θέμα αυτό υπήρξε το πιο δημοφιλές από τα μυθοποιημένα επεισόδια της ζωής του Αλέξανδρου, τουλάχιστον ανάμεσα στους δυτικούς καλλιτέχνες. Επίσης, από το 17ο αιώνα και εξής, στην τέχνη της Δύσης απαντά και ένα άλλο μοτίβο παρμένο Ο Charles Le Brun επίσης, τουλάχιστον για τον πίνακα «Η μάχη στα Άρβηλα», φαίνεται πως αξιοποίησε, ως πρότυπο, το έργο του Pietro de Cortona (Γράτζιου 1982: 139). Για τη μορφή του Αλέξανδρου στην ευρωπαϊκή τέχνη δες: Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ευρωπαϊκή τέχνη, επιμέλεια Νίκος Χατζηνικολάου. Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης «Θεσσαλονίκη ’97», 1997. 676

Δε λείπουν βέβαια και άλλες συνθέσεις, για παράδειγμα «Ο Αλέξανδρος και ο Ηφαιστίων με την οικογένεια του Δαρείου», «Αλέξανδρος και Διογένης», «Αλέξανδρος –κυνηγός λιονταριού» κ.α. Βλέπε παραδείγματα αριθ. Καταλόγου 317, 318, 319, 320, 322, 323, 324, 325, 326, 329, 330, 331 από τον κατάλογο της έκθεσης “Alexander the Great – 2000 Years of Treasures” Australian Museum 2012, σελ. 275-281. 677

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

558

από τις ιστορίες του Αλέξανδρου, η σμίλευση του τεράστιου αγάλματός του στο όρος Άθως, ιδέα του αρχιτέκτονα Δεινοκράτη, όπως ήδη αναφέρθηκε. Παράδειγμα τέτοιας απεικόνισης αποτελεί το χαρακτικό του Johann Bernard Fischer von Erlach το 1721 (εικόνα 129). Στα 1730 μια ομάδα από Ιταλούς καλλιτέχνες ανέλαβαν να διακοσμήσουν το βασιλικό συγκρότημα Escorial έξω από τη Μαδρίτη με μια σειρά από πίνακες του κύκλου του Αλέξανδρου, σύμφωνα με την επιθυμία του βασιλιά της Ισπανίας. Την ίδια δεκαετία ο Francesco Guardi ζωγράφισε τον πίνακα Ο Μέγας Αλέξανδρος μπροστά στο πτώμα του Δαρείου Γ΄, σήμερα στο Μουσείο Πούσκιν της Μόσχας, με το άψυχο σώμα το Πέρση βασιλιά στο κέντρο της σύνθεσης να φεγγοβολά και το Μακεδόνα βασιλιά να σκύβει συγκλονισμένος από πάνω του (Λοϊζίδου 1998, Piemontese 2006: 55, 57, Ippolitov 2012: 63-64, Μουσείο Πούσκιν 2005: 46, Δρακόπουλος / Παπαρηγόπουλος 2009: 244, Demandt 2009: 440). Στο 18ο αιώνα, επίσης, χρονολογείται μια ανάγλυφη σύνθεση σε ελεφαντόδοντο με θέμα τη μάχη των Γαυγαμήλων, που χρησιμοποιεί ως πρότυπο μια παλιότερη ζωγραφική σύνθεση του Charles le Brun (εικόνα 130). Εκτός, όμως, από τη ζωγραφική και τη μικροτεχνία, μια εντυπωσιακή σε κλίμακα και συμβολισμό απεικόνιση του Αλέξανδρου αποτέλεσε η Θριαμβική Αψίδα που ανεγέρθηκε προς τιμήν του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου Δ΄ στη Μαδρίτη το 1649. Στην περίπτωση αυτή, είναι εμφανής ο παραλληλισμός του Αλέξανδρου, που άνοιξε τις πύλες της Ασίας, με τους Ισπανούς εξερευνητές και τους προκατόχους τους, που άνοιξαν τις πύλες της Αμερικής. Αντίστοιχα, τον Αλέξανδρο θυμήθηκαν και οι Άγγλοι κατακτητές και αποικιοκράτες της Ινδίας: η νίκη του Λόρδου Clive σην Ινδία το 1840 παραλληλίστηκε από το Macaulay με αυτήν του Αλέξανδρου (Demandt 2009: 447, 465). Παράλληλα με τη συνέχεια των καλλιτεχνικών του απεικονίσεων και των ποικίλων αναφορών στο πρόσωπό του, ο Αλέξανδρος αποτέλεσε και θέμα γενικότερα της πνευματικής δημιουργίας στη Δύση678: ακόμα και το θέατρο του 17ου αιώνα επιφύλασσε μια μεγάλη στιγμή για τον Αλέξανδρο: συγκεκριμένα ο Γάλλος δραματουργός και ελληνιστής Ρακίνας, το 1655, παρουσίασε την τραγωδία του Μέγας Αλέξανδρος σε πέντε πράξεις, με θέμα τον έρωτα του Μακεδόνα βασιλιά για την Ινδή πριγκίπισσα Κλεοφίλη, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας των Ινδιών. Ο Αλέξανδρος αναφέρθηκε ακόμη και στη σκηνή του νεκροταφείου στον Άμλετ του Σαίξπηρ: «Ο Αλέξανδρος πέθανε, ο Αλέξανδρος ετάφη, ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη σκόνη», μια αναφορά που σίγουρα παραπέμπει στο γνωστό μοτίβο της ματαιότητας των μεγαλείων και του αναπόφευκτου θανάτου (Demandt 2009: 477). Στην Ιταλία πάλι, το 1681 ο Σύμφωνα μάλιστα με τον G. Bunt το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου δημιούργησε και τις προϋποθέσεις συγγραφής της παγκόσμιας ιστορίας, με την οποία συμπορεύτηκε ως και το 18ο αιώνα (σε Μηνάογλου 2012: 88). 678

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

559

Giakomo Sinibaldi έγραψε ένα θεατρικό έργο σε μουσική του Giovanni Kegrenzi με θέμα το πρόβλημα της προσκύνησης που απαιτούσε ο Αλέξανδρος. Ένα μπαλέτο σε τέσσερις πράξεις του Domenico Ricciardi το 1781 είχε ως θέμα τη μεγαλοψυχία του Αλέξανδρου απέναντι στο Δαρείο κι ένα θεατρικό έργο του 1815 το Θρίαμβο του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, γραμμένο από τον Andrea Passaro (Piemontese 2006: 56-59). Παρ’όλο που ο Διαφωτισμός προώθησε γενικότερα μια κριτική με απορριπτική διάθεση απέναντι στον Αλέξανδρο679 (Μηνάογλου 2012:118), εντούτοις υπήρξαν και θετικές αναφορές: τόσο ο Μονταίνιος όσο και ο Μοντεσκιέ βρίσκουν στον Αλέξανδρο πολλές αρετές και τον συγκρίνουν με τον Ιούλιο Καίσαρα, ενώ και ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ στο έργο του Αιμίλιος μιλά γεμάτος θαυμασμό για την πίστη του Αλέξανδρου στην αρετή αλλά και στον εαυτό του (Μίκογλου 1993: 43). Στο αφιερωματικό κείμενο στο χορηγό της έκδοσης του Βίου του Αλέξανδρου του Κούρτιου Ρούφου (Λονδίνο, 1673), ο Αλέξανδρος εξυμνείται για τη μεγαλοψυχία του, καθώς και άλλες αρετές του, προβάλλεται ως κοσμοκράτορας και κυριολεκτικά αποθεώνεται, ως ένθρονος στον ουρανό ανάμεσα στους άλλους θεούς (κείμενο σε Μηνάογλου 2012: 116-117). Ο Βολταίρος υπήρξε θαυμαστής του Αλέξανδρου, ενώ ο Μοντεσκιέ επαινεί τη φρόνηση του Μακεδόνα βασιλιά και αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αν η νίκη έδωσε τα πάντα στον Αλέξανδρο, κι αυτός, όμως, έκανε τα πάντα για τη νίκη». Ακόμα τονίζει στο έργο του Το Πνεύμα των Νόμων: «Να, λοιπόν, ένας κατακτητής, που το θάνατό του θρήνησαν όλα τα έθνη που κατέκτησε. Να ένας σφετεριστής, που τον έκλαψε ακόμη και ο βασιλικός οίκος τον οποίο είχε καθαιρέσει! Κάτι ανάλογο δεν γράφει η ιστορία για κανέναν άλλο κατακτητή». Σε άλλο σημείο, πάλι, του προσάπτει δύο κακά μόνο, την πυρπόληση της Περσέπολης και το φόνο του Κλείτου, ωστόσο τονίζει ότι, χάρη στη μεταμέλεια του Αλέξανδρου για τις πονηρές πράξεις του, οι μεταγενέστεροι θεώρησαν ότι αυτές ήταν πιο πολύ τυχαίες συμφορές και λάθη που καλύπτονταν από την ομορφιά της ψυχής του. Ο Γάλλος συγγραφέας Σατωβριάνδος αναφωνεί ότι αν κάποιος άνθρωπος έμοιασε στο Θεό, αυτός είναι ο Αλέξανδρος. Ο Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ τον παρουσιάζει ως τον Χαρακτηριστικό της κριτικής αυτής είναι το κείμενο για τον Αλέξανδρο του λεγόμενου «Ιστορικού Χαρτοπαίγνιου», μια συλλογή με βιογραφίες διάσημων προσωπικοτήτων της αρχαιότητας με εκπαιδευτικό χαρακτήρα, γραμμένη στα γαλλικά στις αρχές του 19ου αιώνα και μεταφρασμένη στα ελληνικά το 1808. Στο «Ιστορικό Χαρτοπαίγνιο» ο Αλέξανδρος παρουσιάζεται μεν θετικά, ως πολέμαρχος και κατακτητής, αλλά ταυτόχρονα και αρνητικά ως τύραννος, αφού με το θάνατο του Φιλίππου γίνεται λόγος για τον ξεσηκωμό «των Ελλήνων και των λοιπών υποχείριων εθνών» κατά του γιού του. Προβάλλεται ακόμη το μοτίβο του «καταχρώμενου την οινοποσίαν» Αλέξανδρου, που «αμαύρωσε τα ηρωικά του προτερήματα με την υπερβολή των παθών του» (Γκράτζιου 1982: 134 -135). Είναι σαφές πως στην ευρωπαϊκή διανόηση της εποχής υπάρχει μια ισχυρή τάση να διαφοροποιείται ο Αλέξανδρος από τους «υποχείριους Έλληνες», τάση που αβασάνιστα, όπως είδαμε, ενστερνίστηκαν και ορισμένοι Έλληνες διαφωτιστές και ευρωπαϊστές διανοούμενοι, μια και εντασσόταν γενικότερα στο πλαίσιο της εξ Εσπερίας «προόδου» που έπρεπε να υιοθετήσουμε. 679

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

560

ιδανικό τύπο της ανθρωπότητας στη νεαρή της ηλικία (Ασώπιος 1857: 3-4, 20, 100, Δρακόπουλος / Παπαρηγόπουλος 2009: 146, 239). Ένας άλλος ηγεμόνας, ο οποίος, όπως είδαμε, ταυτίστηκε πολύ με τον Αλέξανδρο, ήταν ο Ναπολέοντας. Η ταύτισή του αυτή πιστοποιείται και καλλιτεχνικά από την επιλογή του να διακοσμήσει ένα από τα ιδιωτικά του σαλόνια στο Palazzo del Quirinale της Ρώμης (σημερινή κατοικία του Ιταλού Προέδρου της Δημοκρατίας) με ένα ανάγλυφο διάζωμα με θέμα τη θριαμβική είσοδο του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα, έργο του Δανού γλύπτη Berthel Thorvaldsen το 1812 (Χατζηνικολάου 1997 Β: 36-37). Άλλωστε και ο χαράκτης Sixdeniers σε ένα έργο του απεικονίζει το Ναπολέοντα να διαβάζει στη βιβλιοθήκη του, όπου πάνω στο τζάκι στέκεται η γνωστή αρχαία προτομή του Αλέξανδρου Azara, την οποία είχε φροντίσει να αποκτήσει ο Γάλλος κατακτητής (εικόνα 131). Εξάλλου, ο ίδιος ο Ναπολέων δεν έκρυβε το θαυμασμό του για τον Έλληνα αρχαίο στρατηγό. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ο πόλεμος του Αλέξανδρου ήταν μεθοδικός και άξιος των μέγιστων επαίνων… τα στρατεύματά του προχωρούσαν πάντοτε αυξανόμενα… στον Ινδό είχαν τριπλασιαστεί… ο Αλέξανδρος είναι άξιος της δόξας που απολαμβάνει τόσους αιώνες και σε τόσα έθνη» (Ασώπιος 1857: 20). Οι παραστάσεις του Αλέξανδρου στη δυτική τέχνη υπήρξαν αναρίθμητες και ποικίλες καί κατά τους επόμενους αιώνες. Στο μακρινό Εδιμβούργο της Σκωτίας ο Αλέξανδρος δαμάζει το Βουκεφάλα στην πλατεία μπροστά στο δημαρχείο της πόλης, όπως τον αναπαριστά ένα ορειχάλκινο σύμπλεγμα του John Steell, έργο του 1883 (εικόνα 132). Έχει παρατηρηθεί πως στη δυτική τέχνη, σε αντίθεση με τη γραπτή παράδοση, η μορφή του Αλέξανδρου, αν και δέχτηκε πολλές μεταμορφώσεις, ποτέ δεν έχασε την ηθική της διάσταση και το κύρος της κι αυτό οφείλεται εν μέρει στους παραγγελιοδότες των έργων τέχνης με θέμα τον Αλέξανδρο, που ήταν, τις περισσότερες φορές, ηγεμόνες και μέλη της άρχουσας τάξης, θαυμαστές όλοι του Έλληνα βασιλιά (Λοϊζίδη 1998). Ο Σαλβαντόρ Νταλί ζωγράφισε επίσης μια προσωπογραφία του Αλέξανδρου, φροντίζοντας να αποδώσει διαφορετικά τους χρωματισμούς των ματιών του, σύμφωνα με τη μυθική παράδοση: καστανό το δεξί, μπλε το αριστερό (Demandt 2009: 17). Χαρακτηριστική των μεταμορφώσεων που έλαβε η μορφή του Αλέξανδρου στη δυτική τέχνη και κουλτούρα ως σήμερα είναι και η απεικόνισή του στην pop art του Andy Warhol (εικόνα 133), αλλά και η μεταφορά του στη μουσική heavy metal, από συγκροτήματα όπως οι Iron Maiden (“Alexander the Great”, 1986), οι Kamelot (“Alexandria” , 1999) ή οι Nile (“Iskander D’hul Karnon”, 2009). Σε όλα τα παραπάνω τραγούδια αντανακλάται βέβαια η εικόνα του ανδρείου ήρωα –κατακτητή, ανίκητου στρατηλάτη αλλά και οραματιστή, που κινείται μέσα στο πλαίσιο της δόξας, της μοίρας, της υστεροφημίας και της παγκοσμιότητας. Οι Iron Maiden χαρακτηριστικά, που περιγράφουν όλη την πορεία του στο οκτάλεπτο τραγούδι τους, συμπυκνώνουν

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

561

την ουσία του ήρωα στους παρακάτω στίχους: «εξάπλωσε τον ελληνισμό στα πέρατα του κόσμου / έμαθαν όλοι το μακεδονικό τρόπο σκέψης / ο πολιτισμός τους έγινε δυτικός / προλείανε το έδαφος για το χριστιανισμό» (ελεύθερη μετάφραση). Αντίστοιχα, οι Kamelot βάζουν τον Αλέξανδρο σε πρώτο πρόσωπο να εκθειάζει ένα άλλο κληροδότημά του στο σύγχρονο παγκόσμιο χάρτη, την πόλη του Αλεξάνδρεια. Τέλος οι Nile, αναδεικνύουν το «δίκερο Αλέξανδρο» της ισλαμικής παράδοσης και της προφητείας του τέλους του κόσμου, τον «κάτοχο των κεράτων του Άμμωνα, τον κατακτητή της ανατολής και της δύσης του ήλιου», το «γιο του Φιλίππου…για τον οποίο γνώριζε ο προφήτης Μωάμεθ….αυτόν που έκλεισε τους Γωγ και Μαγώγ πίσω από το τείχος…που θα καταρρεύσει τη μέρα της Κρίσης… και οι ορδές τους θα απελευθερωθούν και θα ρημάξουν τη γη…» (ελεύθερη μετάφραση).680 Μια αναφορά στην πρόσληψη του Αλέξανδρου στη Δύση δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει και την κινηματογραφική του αποτύπωση στο στούντιο του Χόλιγουντ. Η πρώτη ταινία που έγινε για τον Αλέξανδρο ήταν το “Alexander the Great”, το 1956, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Robert Rossen και με πρωταγωνιστή το Richard Burton. Η αφήγηση της ταινίας ξεκινά με τη σύγκρουση του Φιλίππου με την Αθήνα, για να συνεχίσει με τη γέννηση του Αλέξανδρου και τα θαυμαστά σημεία που τη συνόδευαν, το νεαρό Αλέξανδρο δίπλα στον Αριστοτέλη, τις ραδιουργίες της Ολυμπιάδας και τη σύγκρουσή της με το Φίλιππο, τη μάχη στη Χαιρώνεια, τη δολοφονία του Φιλίππου, την ανάληψη της αρχηγίας των Ελλήνων από τον Αλέξανδρο, τη μάχη του Γρανικού, τη μάχη στα Γαυγάμηλα και μεμονωμένα περιστατικά από την εκστρατεία στην ανατολή, ως το θάνατο του Μακεδόνα βασιλιά. Είναι ενδιαφέρον πως στην αρχή και στο τέλος της ταινίας υπάρχουν δύο σκηνές από συνέλευση της αθηναϊκής εκκλησίας του Δήμου, με τον Αισχίνη και το Δημοσθένη να πρωτοστατούν με τις τοποθετήσεις τους, για την αναγκαιότητα της σύγκρουσης με το Φίλιππο ή όχι στην πρώτη περίπτωση, για την απόδοση θεϊκών τιμών και λατρείας στον Αλέξανδρο ή όχι στη δεύτερη. Ο Αλέξανδρος ηθογραφείται μέσα στη ταινία ως ο χαρισματικός και αποφασιστικός ηγέτης, ο ατρόμητος πολεμιστής και αξεπέραστος στρατηγός, ο μαχητής και εκδικητής των Ελλήνων για τα κακά που τους προξένησαν οι Πέρσες, ο κοσμοκράτορας που πιστεύει στην ένωση όλων των λαών –κυρίως των Ελλήνων και Περσών –σε καθεστώς ισότητας κάτω από τον ίδιο πατέρα, δηλαδή το θεό, ο θεογενής Αλέξανδρος, σύμφωνα με τη μητέρα του, κάτι που υιοθετεί και προβάλλει και ο ίδιος, ο άνθρωπος που επιδίωκε, ίσως και έτσι, την αθανασία. Τέλος, το εντυπωσιακό στοιχείο είναι πως ο Rossen ενέταξε στην ταινία του και στοιχεία από τον Αλέξανδρο του Μυθιστορήματος: έτσι παρουσιάζει το Νεκτεναβώ, ως Αιγύπτιο μάντη, να βρίσκεται στην αυλή του Φιλίππου, το Δαρείο να στέλνει μαζί με την πρώτη επιστολή στο 680

Όλες οι αναφορές για τον Αλέξανδρο του Heavy metal από Djurslev 2015: 127-134.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

562

Αλέξανδρο και τα περιπαιχτικά του δώρα, το μαστίγιο, την μπάλα και το χρυσάφι, το τελευταίο υπόμνημα που αφήνει ο Πέρσης βασιλιάς στον Αλέξανδρο με τις τελευταίες επιθυμίες του, ανάμεσα στις οποίες είναι και να παντρευτεί ο Αλέξανδρος την κόρη του Δαρείου, δηλαδή τη Ρωξάνη, πάντα σύμφωνα με την παράδοση του Μυθιστορήματος, κάτι που τελικά ο Αλέξανδρος το κάνει. Η δεύτερη σημαντική ταινία που έγινε για τον Αλέξανδρο από τον αμερικάνικο κινηματογράφο είναι η ταινία Alexander του σκηνοθέτη Όλιβερ Στόουν (2004). Η πλοκή της ταινίας ξετυλίγεται ως εξιστόρηση από το γηραιό Πτολεμαίο στην Αλεξάνδρεια, ο οποίος ανακαλεί τα όσα συνέβησαν με βάση τις αναμνήσεις του, στοιχείο που, βεβαίως, είναι ιστορικά ορθό, καθότι γνωρίζουμε ότι ο Πτολεμαίος όντως έγραψε μια ιστορία για τον Αλέξανδρο (βλέπε κεφάλαιο 2.1). Μέσα από την εξιστόρηση αυτή, ο Στόουν –και υπό την καθοδήγηση του επιστημονικού συνεργάτη της ταινίας, καθηγητή Robin Lane Fox – πετυχαίνει να αποδώσει αρκετά από τα συνοδευτικά μοτίβα του Αλέξανδρου: τον Αλέξανδρο πρωταγωνιστή του ελληνισμού και καταλυτικό συντελεστή εξάπλωσής του, τον Αλέξανδρο –κτίστη, τον Αλέξανδρο – Αχιλλέα, τον Αλέξανδρο –Ηρακλή, τον Αλέξανδρο –Ήλιο, το «θεϊκό» Αλέξανδρο ως γιο του Δία, το «δρακοντιάδη» Αλέξανδρο της Ολυμπιάδας, τον Αλέξανδρο ως οραματιστή και αναμορφωτή του κόσμου με τη συγχώνευση λαών και πολιτισμών και τη δημιουργία μιας οικουμενικής αυτοκρατορίας, μιας πρώτης παγκοσμιότητας. Πραγματικά, ο Στόουν αποδίδει πολύ καλά το όραμα του Μακεδόνα βασιλιά, συμπεριλαμβάνοντας και τις προθέσεις και τα σχέδιά του για την κατάκτηση της Αραβίας, της Καρχηδόνας, της Ιταλίας, με όριο τις Ηράκλειες Στήλες και το Δυτικό Ωκεανό. Αποδίδει, επίσης, πετυχημένα τη σχέση αγάπης που είχε ο Αλέξανδρος με το στρατό του. Παράλληλα, προβάλλεται ικανοποιητικά ο Αλέξανδρος ως στρατηγός πολεμιστής, που κατάστρωνε άριστα το σχέδιο πριν τη μάχη, με την απαράμιλλη ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων την ώρα της μάχης και τη συνακόλουθη ταχυκινησία του. Εξίσου πετυχημένα προβάλλεται η γενναιοδωρία του και το φιλίππειο πρότυπο, που ο Στόουν παρουσιάζει να τον στοίχειωνε. Με ιδιαίτερο λυρισμό και μεγαλείο παρουσιάζεται η σκηνή της εξημέρωσης του Βουκεφάλα και ιδιαιτέρως εντυπωσιακή είναι η σκηνή της μάχης των Γαυγαμήλων, σε αντίθεση με αυτήν ενάντια στον Πώρο, που παρουσιάζεται αρκετά παραποιημένη, στο βωμό της συμπύκνωσης των γεγονότων. Ωστόσο, ο Στόουν δίνει με υπερβολή την επιρροή της Ολυμπιάδας στον Αλέξανδρο μέσα από εξίσου υπερβολικές στην έντασή τους σκηνές. Γενικότερα, ο Στόουν στέκεται υπερβολικά σε σκηνές συμποσίου, μέθης και φωνασκίας (όλοι φωνάζουν στην ταινία και μαλώνουν μεταξύ τους συνέχεια), καθώς και - εντελώς άστοχα - στις υποτιθέμενες ομοφυλοφιλικές σχέσεις του Αλέξανδρου με τον Ηφαιστίωνα και το Βαγώα, μέσα από υπονοούμενα, βλέμματα και μισοτελειωμένες σκηνές, ξοδεύοντας έτσι πολύτιμο χρόνο και καρέ που θα μπορούσε να αξιοποιήσει

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

563

συμπεριλαμβάνοντας στην ταινία του τόσα και τόσα άλλα σημαντικά επεισόδια από την ιστορία του Αλέξανδρου, που τελικά τ’ αφήνει απ΄ έξω. Επιπλέον, ο Στόουν δείχνει μια εμμονή στο να παρουσιάσει την αδύναμη πλευρά του Αλέξανδρου, δείχνοντάς τον εύθραυστο και βάζοντάς τον πολλές φορές να κλαίει, με τον ηθοποιό να θυμίζει περισσότερο έναν κακομαθημένο νέο του σύγχρονου δυτικού κόσμου που δεν έχει ακόμη ωριμάσει. Η εμμονή αυτή του Στόουν μάλιστα φτάνει στην παραποίηση της πραγματικότητας, όταν βάζει τον Πτολεμαίο να λέει πως ο Αλέξανδρος πάλευε ως το τέλος της ζωής του να νικήσει το φόβο του. Δε νομίζω πως ένας άνδρας, που στα δεκάξι του είχε νικήσει τους Θράκες Μαίδες και στα δεκαοχτώ του το θηβαϊκό Ιερό Λόχο, πολεμώντας πάντα στην πρώτη γραμμή, να είχε ανάγκη να αντιπαλέψει το φόβο ως το τέλος της ζωής του. Εν τέλει, αυτό που αποτυγχάνει να αποδώσει ο Στόουν είναι το μεγαλείο του αρχαίου βασιλιά, με εξαίρεση ελάχιστες σκηνές. Μάλιστα, παρατηρεί κανείς μια αναντιστοιχία ανάμεσα στις αναμνήσεις του Πτολεμαίου, που αποτελούν πραγματικά έναν ύμνο στον Αλέξανδρο –«δύναμη της φύσης» τον χαρακτηρίζει κάποια στιγμή – και σε αυτό που βλέπει όταν «ζωντανεύουν» οι αναμνήσεις μέσα από την οπτική του Στόουν. Είναι κρίμα, γιατί ο Στόουν είχε όλα τα μέσα για να κάνει μια ταινία πραγματικά σπουδαία. Δυστυχώς, απέδειξε κι αυτός πόσο μακριά βρίσκεται η Αμερική από το ελληνικό πνεύμα, όταν καταπιάνεται κινηματογραφικά με την αρχαία Ελλάδα (και συνήθως όχι μόνο κινηματογραφικά και όχι μόνο με την αρχαία Ελλάδα). Είναι σαν να προσκάλεσε ο Αλέξανδρος το Στόουν στη Βαβυλώνα του κι αυτός, αντί να πάει στο παλάτι του να τον συναντήσει, να έκανε μια βόλτα στους δρόμους της πόλης και να έφυγε. Οι επανειλημμένες «επανεκδόσεις» της ταινίας από το σκηνοθέτη με πρόσθετο υλικό προδίδουν και μια μεταμέλεια για την ευκαιρία που χάθηκε, όμως είναι πλέον αργά. Στα θετικά της ταινίας, πάντως, εντάσσεται ακόμη τόσο η αποτύπωση του «καλλιτεχνικού» Αλέξανδρου στις αρχικές σκηνές στην Αλεξάνδρεια, με τους ζωγραφικούς πίνακες και τις προτομές που κοσμούν το παλάτι του Πτολεμαίου, όσο και η υπέροχη μουσική του Έλληνα συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου, η μόνη που σταθερά στην ταινία αποδίδει άριστα το μεγαλείο του. Όσον αφορά τη σύγχρονη δυτική ιστορική έρευνα για τον Αλέξανδρο και την εποχή του, αυτή εμπεριέχει ποικίλες αναγνώσεις ήδη από τους ιστορικούς του 18 ου αιώνα, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα με το Γερμανό Johann Gustav Droysen και τον Άγγλο George Grote, την προπολεμική Γερμανία με την ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή του Αλέξανδρου ως ανυπέρβλητου ηγέτη και κατακτητή, τα μέσα του 20 ου αιώνα με το W.W. Tarn και την προβολή του Αλέξανδρου ως παράγοντα συναδέλφωσης και ενότητας της ανθρωπότητας,681 ως τις μέρες μας με το Nikolas 681

Trofimova 2012 A: 6.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

564

Hammond, το Robin Lane Fox και άλλους682. Κάθε ιστορικός δίνει τη δική του έμφαση στην ιστορία του Αλέξανδρου: ο Γερμανός Beloch, για παράδειγμα (1904), προσπάθησε να μειώσει τη σημασία του Αλέξανδρου στην επιτυχία της εκστρατείας του, προβάλλοντας υπέρ του δέοντος τη συνεισφορά του Φιλίππου και των στρατηγών του, δίνοντας έμφαση, ωστόσο, στο αποτέλεσμα αυτής της εκστρατείας, που ήταν η δημιουργία της πρώτης κοσμοκρατορίας. Ο Γερμανός ιστορικός Bengston τονίζει τη διάσταση του Αλέξανδρου ως αρχηγού και απελευθερωτή των Ελλήνων, σημειώνοντας την πρωτοτυπία πνεύματος που επέδειξε, καθώς και πως το σημαντικότερο κληροδότημα του Αλέξανδρου υπήρξε τόσο ο θεσμός της απόλυτης μοναρχίας, όσο και η δημιουργία των συνθηκών εκείνων για την ύπαρξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του χριστιανισμού, της βυζαντινής αυτοκρατορίας και του αραβικού πολιτισμού. Προσθέτει ακόμη ο Γερμανός ιστορικός πως τελικά η ανθρωπότητα επιφύλαξε στον Αλέξανδρο την πολυπόθητη αθανασία: για τον Bengston, το όνομα του Αλέξανδρου θα ζει όσο θα υπάρχει ευρωπαϊκός πολιτισμός, που στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στο έργο του (Bengston 1991 (1968): 300, 316, 318 – 319). Ίσως τελικά αυτό που καθιέρωσε ο Αλέξανδρος για το σύγχρονο δυτικό πολιτισμό να είναι κάτι πολύ βαθύτερο: σε αντίθεση με το Βυζάντιο, όπου ο Αλέξανδρος παρέμεινε το πρότυπο του αυτοκράτορα –προστάτη του ελληνισμού, οι διαφορετικές ιστορικές συνθήκες στη Δύση επέτρεψαν ο Αλέξανδρος να πάει λίγο πιο πέρα από το πρότυπο του ηγέτη και της ιπποσύνης του μεσαίωνα: τόσο ο ιστορικός όσο και ο μυθιστορηματικός Αλέξανδρος αποτέλεσαν πρότυπο της persona, του ατόμου που διαρκώς αναπτύσσεται, «κατακτά», εξελίσσεται και προοδεύει και μάλιστα επιθετικά και σε πολλαπλά επίπεδα. Πρόκειται ακριβώς για το μοντέλο της συνεχούς επιδίωξης ατομικής προόδου, αλλά και –σε κρατικό και υπερκρατικό επίπεδο - της αέναης ανάπτυξης και εξάπλωσης ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα.

Για τη δυτική ιστοριογραφία για τον Αλέξανδρο δες περισσότερα σε Errington 2008: 163-171, Demetriou 2001: 23-39, Δεληγιαννάκης 2009. 682

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

565

5.8. Βαλκάνια και Τουρκία Ειδικά στα Βαλκάνια, η παρουσία του Αλέξανδρου στις παραδόσεις της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Ρουμανίας, αποτελεί κληρονομιά του Βυζαντίου. Ήδη κατά τον 11ο -12ο αιώνα, έχουμε μια μετάφραση του βυζαντινού μυθιστορήματος για τον Αλέξανδρο στα βουλγάρικα, η οποία φαίνεται πως βασίζεται στην ε΄ διασκευή με προσθήκες από τη χαμένη σήμερα ζ΄ βυζαντινή διασκευή683. Μάλιστα το 1337 στο εγκώμιο του Βούλγαρου τσάρου Ιβάν Αλεξάνδαρ συναντάμε παράδειγμα μίμησης του Αλέξανδρου, αφού ο τσάρος συγκρίνεται με τον Αλέξανδρο στην πολεμική γενναιότητα και δόξα. Βουλγάρικη διασκευή του Μυθιστορήματος μαρτυρείται και αργότερα, κατά το 16ο αιώνα, ενώ κατά το 19ο αιώνα, την περίοδο της Βουλγαρικής Αναγέννησης, το Μυθιστόρημα επανεισάγεται στη Βουλγαρία, αυτή τη φορά από τη Ρουμανία684. Γύρω στα τέλη του 14ου αιώνα το βυζαντινό Μυθιστόρημα της ζ΄ διασκευής μεταφράστηκε και στα σέρβικα. Πιθανόν το γεγονός αυτό να συσχετίζεται με την πρόσκαιρη επέκταση της αυτοκρατορίας του Σέρβου Τσάρου Στέφανου Δουσάν στις ελληνόφωνες περιοχές του Βυζαντίου. Από τη σερβική παράδοση του Μυθιστορήματος ξεχωρίζει το σέρβικο χειρόγραφο 771-381 (15ος αιώνας) της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Σόφιας. Η εικονογράφησή του, με 13 μικρογραφίες, φαίνεται πως αντλεί στοιχεία για τις λεπτομέρειες των απεικονίσεων και από τα κείμενα των αρχαίων ιστορικών του Αλέξανδρου, ενώ παράλληλα δείχνει να ακολουθεί την αρχική, ελληνιστικού χαρακτήρα εικονογράφηση του Μυθιστορήματος, στην οποία εντάσσει και στοιχεία σέρβικα, για παράδειγμα στην ενδυμασία των μορφών. Γενικότερα, η σέρβικη εκδοχή θα κυριαρχήσει ανάμεσα στους σλαβικούς πληθυσμούς και στο β΄ μισό του 16 ου αιώνα θα εισαχθεί μεταφρασμένη και στη Ρουμανία. Από την περίοδο της Τουρκοκρατίας σώζονται περίπου 350 σέρβικα χειρόγραφα του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου (Vryonis 1988, Topalov – Topaleva 2004: 289 -290, Τριβυζαδάκης 2005: 57, 70-71, Stoneman 2012 A: xi). Το 1713 έγινε και η πρώτη έντυπη έκδοση του Μυθιστορήματος στα ρουμάνικα, που αποτέλεσε το πρώτο λαϊκό βιβλίο των Ρουμάνων και γνώρισε συνολικά είκοσι εκδόσεις (Demandt 2009: 25). Σε αντίθεση με το Demandt, ο Οικονομίδης σημειώνει πως Οι Topalov – Topaleva βέβαια υποστηρίζουν ότι βουλγάρικη μετάφραση υπήρχε ήδη από το 10 ο αιώνα (Topalov – Topaleva 2004: 289). 683

Επιπρόσθετα, ο Βελουδής (1989 (1977): κη΄) σημειώνει πως ένας σλοβενοβούλγαρος δάσκαλος, ο Χρίστο Παπά Βασίλιεβ Προτοπόβιτς, από το Κάρλοβο, ήταν αυτός που το 1844 μετέφρασε την ελληνική Φυλλάδα στα βουλγάρικα στο Βελιγράδι, όπου και τυπώθηκε, για να γνωρίσει επανειλημμένες εκδόσεις στα μετέπειτα χρόνια, αποδεικνύοντας τη δημοφιλία του Μακεδόνα βασιλιά στο βουλγάρικο αναγνωστικό κοινό. 684

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

566

το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου στα ρουμανικά εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1794 με έξοδα του Έλληνα έμπορου Αποστόλου Μανού στο Sibiu, στο τυπογραφείο του Πέτρου Barth. Στη Ρουμανία καταγράφηκαν επίσης προφορικές παραδόσεις για το Μέγα Αλέξανδρο, στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι παραδόσεις αυτές θυμίζουν αντίστοιχες ελληνικές, σχετίζονται με τις κόρες -υπηρέτριες του Αλέξανδρου (αντί για την αδερφή /αδερφές της ελληνικής παράδοσης), που πίνουν το αθάνατο νερό και γίνονται ξωτικές. Επίσης υπάρχουν παραδόσεις σχετικές με το Βουκεφάλα. Σύμφωνα με μία από αυτές, ο Βουκεφάλας ήπιε το αθάνατο νερό και ζει αιωνίως σε ένα ερημονήσι της θάλασσας. Όταν του έρχεται επιθυμία για τον κύριό του, χρεμετίζει και τότε σείεται το έδαφος, γίνεται σεισμός! Στην Τρανσυλβανία, στην κλεισούρα της Turdei, υπάρχει βράχος, όπου δείχνουν τα ίχνη των πετάλων του Βουκεφάλα, ακριβώς όπως και στις αντίστοιχες παραδόσεις από τον ελλαδικό χώρο. Η διείσδυση της «αλεξάνδρειας» παράδοσης στο ρουμάνικο λαό φαίνεται και από τις παρακάτω καταγραφές: στα κάλαντα, την παραμονή της πρωτοχρονιάς, τα παιδιά προτρέπουν τους άρχοντες να χαρούν κατά τη μέρα του Αγίου Βασιλείου, όπως χάρηκε και ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Σε ένα γαμήλιο άσμα τραγουδούν: μεγαλύτερος νουνός /καβάλα σ’ ένα άλογο /όπως το Βουκέφαλο. Κάποιες παροιμιώδεις εκφράσεις έχουν επίσης το ενδιαφέρον τους: να είσαι γενναίος όπως ο Αλέξανδρος ο Μακεδών, να είσαι βουκέφαλος(!), (δηλαδή ωραίος, ευκίνητος), να είσαι πλούσιος, όπως ο Πώρος. Μια άλλη ομάδα ρουμάνικων παραδόσεων για τον Αλέξανδρο σχετίζεται άμεσα με το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου και περιλαμβάνει ιστορίες στις οποίες εμπλέκονται οι Κυνοκέφαλοι, οι Βραχμάνοι, οι Ακάθαρτοι Λαοί. Τέλος να αναφέρουμε πως υπάρχουν τουλάχιστον δύο παραδείγματα με τον Αλέξανδρο στη ρουμάνικη τέχνη: μια εικόνα φιλοτεχνημένη γύρω στο 16801700 δείχνει τον Αλέξανδρο ως μέγα βασιλιά καθώς και διάφορες σκηνές από το Μυθιστόρημα: οι ιερείς των Ινδιών, ο ενταφιασμός του Πώρου, και άλλες. Επίσης, σε νάρθηκα δύο εκκλησιών του χωριού Pietrosita απεικονίζονται ο Αλέξανδρος με το Δαρείο και τον Πώρο, να παρίστανται στη σκηνή των βασανισμένων του Άδη, (Οικονομίδης 1966: 5-17), η γνωστή παράσταση των τεσσάρων βασιλέων του οράματος του Δανιήλ, που απαντάται και σε ναούς του ελλαδικού χώρου. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως υπήρξε άλλο ένα παράδειγμα «νέου Αλέξανδρου» στα Βαλκάνια του ύστερου μεσαίωνα: πρόκειται για το Γεώργιο Καστριώτη, αμφίβολης καταγωγής (ελληνικής, αλβανικής, σέρβικης;) εθνικό ήρωα της σύγχρονης Αλβανίας, ο οποίος φαίνεται πως την περίοδο που υπηρετούσε τους Τούρκους, πριν στραφεί τελικά εναντίον τους, πήρε από αυτούς και την ονομασία Ισκεντέρ –Μπέης, Σκεντέρμπεης, με την οποία έμεινε γνωστός ανά τους αιώνες. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί και η παρουσία του Αλέξανδρου στους Τούρκους: το τουρκικο έπος Oghuzname, του 13ου αιώνα, εξιστορεί το ταξίδι του Αλέξανδρου στη Χώρα του Σκότους και την αναζήτηση του Νερού της Ζωής. Ο Αχμέτι,

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

567

συγγραφέας που έζησε στην αυλή του Εμίρη της Αδριανούπολης κατά τα τέλη του 14 ου με αρχές 15ου αιώνα, έγραψε επίσης ένα Iskendername, το «βιβλίο του Αλέξανδρου», ουσιαστικά μετάφραση του αντίστοιχου έργου του Πέρση Νιζάμι, στο οποίο περιγράφει τα επικά κατορθώματά του στις χώρες της ανατολής. Αναφέρεται ότι ο πορθητής της Κωνσταντινούπολης, Μωάμεθ Β,΄ είχε στην κατοχή του το έργο του Αρριανού και ότι ο Έλληνας ιστορικός και βιογράφος του Κριτόβουλος τον παρομοίαζε με τον Αλέξανδρο, ακολουθώντας, όπως είδαμε, μια μακραίωνη παράδοση υποτακτικών προς τους ηγεμόνες τους λογίων ή συγγραφέων(βλέπε και κεφάλαιο 3.4.). Ο Σφρατζής ακόμα, αναφέρει πως, λίγο πριν την τελική επίθεση των Τούρκων και την άλωση της Πόλης το 1453, ο εξισλαμισμένος Έλληνας Σογάν ή Ζαγανός Πασάς και διώκτης των ομοφύλων του, θέλοντας να ενθαρρύνει τον –επίσης ελληνικής καταγωγής από την πλευρά της γιαγιάς του - Σουλτάνο του είπε: «Ὁ στρατός τοῦ Μακεδόνος Ἀλεξάνδρου οὐχ ὑπῆρχε ποτέ τοσοῦτος, ὡς τόν σόν, οὐδέ τοσαύτας παρασκευάς ἐκεῖνος εἶχε. Καί τόν κόσμον ἐκυρίευσεν ὅμως». Κολακεύοντας το Μωάμεθ ένας άλλος υποτακτικός του Έλληνας λόγιος, ο Γεώργιος Αμιρούτζης ο Τραπεζούντιος, έγραφε πως, όταν ο σουλτάνος θα ολοκληρώσει το έργο του, τότε μπροστά του θα φαίνεται μικρός ο Αλέξανδρος ο Μακεδών. Ο Γεώργιος ακόμα, σε υμνητικά ποιήματα που έγραψε προς τιμήν του Μωάμεθ, παρομοιάζει την κλίση του στην ελληνική γλώσσα και γράμματα με την αντίστοιχη προσέγγιση των περσικών ηθών που έκανε ο Αλέξανδρος.685 Επομένως, ο Αλέξανδρος υπήρξε πρότυπον βασιλέως για το Μωάμεθ Β΄, κάτι που συνάγεται και από αναφορές του ίδιου του Μωάμεθ, που διασώζουν Ιταλοί που βρέθηκαν στο περιβάλλον του. Αποτελεί, ίσως, τραγική ειρωνεία, το γεγονός ότι εν τέλει η Κωνσταντινούπολη, σύμβολο και προπύργιο του ύστατου βυζαντινού ελληνισμού, καταλύθηκε από έναν αντίπαλο ξένο ηγεμόνα, που είχε ως πρότυπο ακριβώς τον Αλέξανδρο, διαχρονικό σύμβολο του ελληνισμού. Επίσης, στις αρχές του 15ου αιώνα, γράφτηκε από τον Τούρκο ποιητή Ali Shir Navai ένα μακροσκελέστατο ποίημα για τα κατορθώματα του Αλέξανδρου στην παράδοση του Πέρση Νιζάμι. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή (τέλη 17ου αιώνα) χρησιμοποιεί χρονολογία «μετά τον Αλέξανδρο» για να προσδιορίσει την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης. Ο περίφημος Ιμπραήμ Πασάς, ο ελληνικής καταγωγής εξισλαμισμένος πρώτος Βεζίρης του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, διάβαζε ανάμεσα στα άλλα και ιστορίες για το Μεγαλέξανδρο, σύμφωνα με αναφορές του Βενετού σύγχρονού του Marin Sanuto. Λατρεία για τον Αλέξανδρο έτρεφε και ο ίδιος ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, ενώ τον Αλέξανδρο Ο Αμιρούτζης φτάνει στο σημείο να προσφωνήσει το Μωάμεθ «άριστο» και «Ελλήνων βασιλέα», βλέπε B. Janssens and P. van Deun, "George Amiroutzes and his Poetical Oeuvre," in B. Janssens and B. Roosen and P. van Deun (eds), Philomathestatos: Studies in Greek Patristic and Byzantine Texts Presented to Jacques Noret for his Sixty-Fifth Birthday [Orientalia Lovaniensia Analecta 137. Louvain: Peeters, 2004, πρωτότυπο κείμενο σε http://stephanus.tlg.uci.edu (9.10.2015). 685

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

568

προσπαθούσε να μιμηθεί και ο Σελίμ Α΄, ο οποίος περιγράφεται σε ελληνικές πηγές της εποχής ως «άλλος Αλέξανδρος». Ακόμη και αργότερα, το 1785, ο σουλτάνος Αμπντουλχαμίντ αποκαλείται από τον αξιωματούχο του Σουλεϊμάχ Πενάχ «Αλέξανδρος του Ισλάμ». Επίσης, ο Σελήμ Γ΄ θεωρούσε ότι ήταν διάδοχος της βασιλείας του Αλέξανδρου (Μέρτζος 1947: 119, Vryonis 1988, Βασιλακοπούλου 1999: 1306, Muller 2007: 385-388, Stoneman 2008: 63, Παναγιώτου 2008: 890, Stoneman 2012 A: xvii, Μηνάογλου 2012:118-119).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

569

5.9. Αρμενία και Γεωργία Ωραιότατη εικονογράφηση φέρει το αρμένικο χειρόγραφο του κώδικα 424 της Αδελφότητας των Μεχιταριστών του Αγίου Λαζάρου Βενετίας, που χρονολογείται το 14ο αιώνα και αποτελεί το παλαιότερο σωζόμενο από τα συνολικά 70 αρμένικα χειρόγραφα του Μυθιστορήματος που σώζονται σήμερα (Τριβυζαδάκης 2005: 50, 73, Juanno 2015: 27). Το χειρόγραφο αυτό περιέχει πλουσιότατη εικονογράφηση στα πρότυπα των γνωστών εικονιστικών κύκλων του Μυθιστορήματος και με αρκετές ομοιότητες με τις απεικονίσεις του χειρόγραφου του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας. Μια όμορφη παράσταση από αυτό που ξεχωρίζει, είναι με τα ανθρωποπρόσωπα πουλιά, που προειδοποιούν τον Αλέξανδρο να μην προχωρήσει πιο πέρα 686. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο, επίσης, είναι η απεικόνιση του Αλέξανδρου στις μικρογραφίες του χειρόγραφου με φωτοστέφανο. Ας σημειωθεί, ωστόσο, πως το χειρόγραφο αυτό αποτελεί αντίγραφο ενός παλαιότερου, όπως ο Αρμένιος αντιγραφέας Kesaroweci ξεκάθαρα τονίζει στις σημειώσεις που ακολουθούν το σώμα του κυρίως κειμένου. Μάλιστα, ο Kesarowesi δεν περιορίζεται σε μια απλή αντιγραφή του κειμένου, αλλά στο τέλος κάθε κεφαλαίου προσθέτει ένα δικό του επιγραμματικό ποίημα, ως επιτομή του πεζού κειμένου που προηγήθηκε. Επίσης, πρόσθεσε μια σειρά διδακτικών ποιημάτων για το θάνατο του Αλέξανδρου, αν και υπάρχουν μελετητές που του αρνούνται την πατρότητα των συγκεκριμένων ποιημάτων. Τέλος, έγραψε και πρόλογο και επίλογο, στον οποίο αναφέρει πως αν το φίδι του Μωυσή, η δίκη του Ιωσήφ και η μεταμέλεια του Δαβίδ αποτελούν προσημάνσεις των πράξεων του Χριστού, πόσο περισσότερο είναι τέτοιες τα κατορθώματα του απαράμιλλου Αλέξανδρου. Σε ένα άλλο μάλιστα ποίημά του, που σώζεται σε άλλα χειρόγραφα, παραλληλίζει τις πράξεις του Αλέξανδρου με αυτές του Χριστού και προσπαθεί να τον παρουσιάσει ως μια παράλληλη μορφή του Χριστού, για να ζητήσει, ως πιστός χριστιανός, στο τέλος του ποιήματος συγχώρεση για το θράσος του να κάνει τέτοια σύγκριση. Σύμφωνα με όλα τα στοιχεία, το αρμένικο χειρόγραφο του 14ου αιώνα παραμένει πιστό στην αρχική αρμένικη μετάφραση από τα ελληνικά, η οποία τοποθετείται με ασφάλεια στα τέλη 686

Το χειρόγραφο αυτό με τις ωραιότατες μικρογραφίες του μπορεί να δει κανείς στη διεύθυνση:

http://luna.manchester.ac.uk/luna/servlet/detail/Manchester~91~1~416825~147912:Romance-ofAlexander?sort=reference_number%2Cimage_sequence_number&qvq=w4s:/what%2FAlexander%25252 C%2Bthe%2BGreat%25252C%2B356%2BB.C.323%2BB.C.;sort:reference_number%2Cimage_sequence_number;lc:Manchester~91~1&mi=1&trs=2 (ανάκτηση 9.1.2016).

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

570

του 5ου αιώνα, μια και –ανάμεσα στ’ άλλα τεκμήρια - το Μυθιστόρημα χρησιμοποιήθηκε ως υλικό συγγραφής μιας αρμένικης ιστορίας ήδη από το Lazar Parpeci το 504. Επιπλέον, ποικίλες αναφορές του κειμένου του 14ου αιώνα σώζονται αυτούσιες στην Iστορία Αρμενίας του Μωυσή της Χωρήνης (Xorenaci), κείμενο που χρονολογείται τον 5ο αιώνα και επιβεβαιώνει την πιστότητα της αρχικής μετάφρασης στο χειρόγραφο του 14ου αιώνα. Γενικότερα, η αρμένικη παράδοση του Μυθιστορήματος εντάσσεται στην αρχική α΄ παραλλαγή και θεωρείται πιστότερη και αναλυτικότερη απόδοση του αρχικού ελληνικού κειμένου σε σύγκριση με τη λατινική μετάφραση του Αρχιπρεσβύτερου Λέοντος του 10ου αιώνα (η οποία όμως ανήκει στην δ΄ παραλλαγή, η οποία βασίστηκε στην α΄). Ωστόσο, η Juanno επισημαίνει πως το αρχικό κείμενο της αρμένικης μετάφρασης εμπεριέχει και δάνεια από τη διασκευή β΄, επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναπαριστά πιστά μόνο την α΄. Ο Wolohojian σημειώνει ως αξιοσημείωτη την τόσο πρώιμη εμφάνιση του Μυθιστορήματος στην αρμενική γραμματεία, σε μια εποχή που οι Αρμένιοι συγγραφείς περιορίζονταν στη μετάφραση σχεδόν αποκλειστικά θεολογικών βιβλίων. Υπάρχουν κι άλλες αναφορές στον Αλέξανδρο στη μεσαιωνική αρμενική γραμματεία, ενώ μια μελέτη κατέγραψε και λαϊκές αρμενικές παραδόσεις, που επιβίωναν ακόμα στη χώρα γύρω στο 1900 (Wolohojian 1969: 2-4, 8-15, Juanno 2015 (2002): 28-29). Τέλος, πρέπει ακόμη να τονιστεί πως το αλεξάνδρειο πρότυπο φαίνεται πως λειτούργησε και για Αρμένιους ηγεμόνες, καθότι ήδη από τον 9ο αιώνα τα μέλη της δυναστείας των Βεγρατιδών προβάλλαν τους εαυτούς τους ως διαδόχους του Αλέξανδρου (Demandt 2009: 425). Επίδραση της αυτοκρατορικής εικονογραφικής τέχνης του Βυζαντίου αποτελεί η ανάγλυφη παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου στο καθολικό της Παναγίας του γεωργιανού μοναστηριού στο Χαχούλι, του 10ου αιώνα, ανατολικά του Ερζερούμ, στη σύγχρονη Τουρκία (εικόνα 134). Μια ιδιομορφία μάλιστα του ανάγλυφου είναι ότι ο Αλέξανδρος εμφανίζεται να φορά φωτοστέφανο αντί για στέμμα, όπως και στην παράσταση του βυζαντινού στέμματος από τη Μεγάλη Πρεσλάβα της Βουλγαρίας και στις μικρογραφίες του αρμένικου χειρόγραφου, στοιχείο που τονίζει περισσότερο την «άγια» υπόστασή του και παραπέμπει στην τοποθέτησή του ανάμεσα στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου στο μοναστήρι του Χαχούλι είναι μέρος ενός εικονογραφικού προγράμματος με ανάγλυφα, που περιλαμβάνει ακόμα τον Ιωνά με το κήτος, ζώα, το Πέτρο με το κλειδί του παραδείσου, όλα τοποθετημένα εκατέρωθεν της νότιας εισόδου του ναού, καθώς και την ανύψωση του σταυρού από δύο αγγέλους, πάνω ακριβώς από την είσοδο. Έτσι συμβολικά απεικονίζεται ο θρίαμβος του χριστιανισμού, η ανάσταση

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

571

και η ανύψωση της ψυχής687. Ο κτίστης του μοναστηριού ήταν ο Γεωργιανός ηγεμόνας Δαβίδ Γ΄ «ο Μέγας» (961-1001), ο οποίος πήρε το αξίωμα του Κουροπαλάτη το 987 από τη βυζαντινή αυλή για τη βοήθεια που παρείχε στην καταστολή της στάσης του Βάρδα Σκληρού. Μέσα από την απεικόνιση της ανάληψης του Αλέξανδρου δίνεται συμβολικά η ισχύς και η ενότητα του γεωργιανού βασιλείου. Άλλωστε στη Γεωργία ο Αλέξανδρος εμφανίζεται καί στη λαϊκή παράδοση, ενώ και ο βασιλιάς της Γεωργίας Δαβίδ ο Κτίστης ονομάστηκε «νέος Αλέξανδρος». Σε κάποια μάλιστα γεωργιανά χρονικά ο Αλέξανδρος εμφανίζεται με τον ερχομό του στη Γεωργία να προλειαίνει το δρόμο για το μονοθεϊσμό και το χριστιανισμό (Khundadze 2006 σε Lees 2010: 46-47, 54-58).

Και βέβαια, συσχετίζεται η ανάληψη του Αλέξανδρου με τον Παράδεισο και τη Βασιλεία των Ουρανών, καθότι ο Αλέξανδρος απεικονιζεται στο ίδιο ύψος με τον κλειδοκράτορα του Παραδείσου Άγιο Πέτρο. 687

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

572

5.10. Ρωσία Στη Ρωσία, αντίστοιχη ανάγλυφη παράσταση με αυτήν του γεωργιανού ναού στο Χαχούλι υπάρχει στην κορυφή του ανατολικού αψιδωτού αετώματος στη νότια εξωτερική πλευρά των ναών του Αγίου Δημητρίου (1193-1197) και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1158-1161) στο Βλαντίμιρ, στον καθεδρικό του Αγίου Γεωργίου στο Γιούριεβ –Πόλσκι (1230-1234) και στην ανάγλυφη λίθινη διακόσμηση του ναού του Αγίου Νικολάου στο Ζαράισκι, στα περίχωρα της Μόσχας (14ος αιώνας). Από τις παραστάσεις αυτές, η καλύτερα σωζόμενη είναι αυτή από τον Άγιο Δημήτριο στο Βλαντίμιρ, ναός που ανεγέρθηκε από Λομβαρδούς αρχιτέκτονες κατά παραγγελία του Ρώσου ηγεμόνα Βσέβολοντ Γ΄: ο Αλέξανδρος κάθεται μέσα σ’ ένα κάλαθο, ενώ αντωπά πετούν οι δύο γρύπες, στραμμένοι προς τα ζώα –δολώματα που κρατά ο Αλέξανδρος. Από πάνω πετούν δύο πτηνά, ενώ κι άλλοι γρύπες και λιοντάρια περιστοιχίζουν την όλη παράσταση (βλέπε εικόνες 135-136). Η παράσταση αυτή συνδυάζεται με ένα ευρύτερο εικονογραφικό πρόγραμμα στις εξωτερικές όψεις του ναού, που περιλαμβάνει ανάγλυφες παραστάσεις με βασιλείς της Παλαιάς Διαθήκης και επεισόδια από τα ευαγγέλια, ζώα, φανταστικά πλάσματα, όπως γρύπες και δρακόμορφοι άνθρωποι, άγιοι, όπως ο Άγιος Γεώργιος ή οι πρώτοι Ρώσοι Άγιοι Μπόρις και Γκλεμπ και άλλα διακοσμητικά μοτίβα. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, είναι πως αναπαρίσταται, επίσης, ο κτήτορας του ναού και ηγεμόνας του πριγκιπάτου Βλαντίμιρ –Σούζνταλ, Βσέβολοντ, στη βόρεια πρόσοψη, ένθρονος με το νεογέννητο γιο του Δημήτριο στην αγκαλιά. Τα ανάγλυφα, στυλιστικά, έχουν περισσότερο βυζαντινίζοντα χαρακτηριστικά παρά ρωμανικά, σύμφωνα με την Ермакова, η οποία κάνει λόγο για ντόπιους, Ρώσους καλλιτέχνες. Ωστόσο, το σημαντικό ερώτημα που ανακύπτει είναι η ερμηνεία της παράστασης της ανάληψης του Αλέξανδρου. Ίσως αυτή μπορεί να δοθεί μέσα στο γνωστό πλαίσιο της αποθέωσης της κοσμικής εξουσίας, με την επισήμανση ότι, στην περίπτωση του Αγίου Δημητρίου στο Βλαντίμιρ, έχουμε ένα πρόσθετο στοιχείο για να κάνουμε τους αναγκαίους παρλληλισμούς: ο βασιλιάς Δαβίδ στη χριστιανική τέχνη αποτελεί σύμβολο και προεικόνιση του Χριστού, του βασιλέα των Ουρανών και ο Αλέξανδρος με την ανάληψη παραλληλίζεται μαζί του. Έτσι, με την προσθήκη της δικής του απεικόνισης στο ναό, κατά τη γνώμη μου, ο Βσέβολοντ εμφανίζεται μιμητής του Αλέξανδρου, του Δαβίδ και του ίδιου του Βασιλέα των Ουρανών, εξασφαλίζοντας κι αυτός μια θέση στο πλαίσιο των ιδανικών ηγεμόνων της ελέω Θεού μοναρχίας. Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία, ίσως να πρόκειται για καλλιτεχνική απόδοση ενός ρητορικού σχήματος στη ρωσική γραπτή παράδοση, που συνδέει τον Αλέξανδρο με τους βασιλείς Δαβίδ και Ιησού του Ναυή. Όπως διαπιστώσαμε (βλέπε κεφάλαιο 3.5.3.) η σύνδεση αυτή με το Δαβίδ υπάρχει και στην αναπαράσταση της ανάληψης στο βυζαντινό δίσκο του Muzkhi και βέβαια στη στήλη του Ηράκλειου ως Νέου Αλέξανδρου

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

573

/Δαβίδ. Στο Βλαντίμιρ ο βασιλιάς Δαβίδ εικονίζεται στο κεντρικό τύμπανο της νότιας πρόσοψης του ναού, ενώ ο Αλέξανδρος στο μικρότερο αριστερά του. Αν ο Δαβίδ θεωρείται προδρομική μορφή του Χριστού, τότε η ανάληψη του Αλέξανδρου συμβολίζει την ανάληψη του Χριστού και κατά συνέπεια ο Μακεδόνας βασιλιάς τον ίδιο το Χριστό ως Βασιλέα των Ουρανών. Άλλωστε, στην αντίστοιχη νότια πρόσοψη του ναού του Αγίου Γεωργίου στο Γιούρεβ Πόλσκι δίπλα στον Αλέξανδρο δεν εμφανίζεται η πρόδρομη μορφή του Χριστού, ο Δαβίδ, αλλά ο ίδιος ο Χριστός, που υψώνεται στους ουρανούς, σε έναν ευθύ παραλληλισμό των δύο αναλήψεων. Εξάλλου στις βιβλιοθήκες ρωσικών μοναστηριών του 15ου και 16ου αιώνα υπήρχαν χειρόγραφα με τις ρωσικές διασκευές του Μυθιστορήματος (Рыбаков 1987, Ермакова 2008: 75-79, Demandt 2009: 308, Nikitin/Balakhanova/Khimin 2012: 70, Чумакова 2014688: 104, 106, Даркевич 2015: 92). Στη Ρωσία η σχετική «αλεξάνδρεια» παράδοση στην τέχνη και στον πολιτισμό εισήχθη από το Βυζάντιο μέσω του εκχριστιανισμού των Ρώσων και της διάδοσης της βυζαντινής λογοτεχνίας, πριν ακόμα από την εισβολή των Μογγόλων του 1237. Η αρχαιότερη μετάφραση του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου του Μακεδόνος στα ρωσικά πρέπει να έγινε μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα και να στηρίχθηκε στη χαμένη σήμερα ζ΄ βυζαντινή διασκευή. Σύμφωνα με τον Ίστριν, ήδη από το 1037 λειτουργούσε στο Κίεβο Σχολή Μετάφρασης υπό την καθοδήγηση Ελλήνων μοναχών και φαίνεται πως ένα από τα έργα που μεταφράστηκαν ήταν και αυτό του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου, ενώ επεισόδιά του συμπεριλήφθηκαν σε ρωσικά χρονικά από το 12ο αιώνα κι εξής. Άλλοι πάλι ερευνητές υποστηρίζουν πως η παλαιότερη ρώσικη εκδοχή του Μυθιστορήματος βασίστηκε σε μια βουλγάρικη εκδοχή του 10ου -11ου αιώνα (Истрин 1922: 4-6, Nikitin/Balakhanova/Khimin 2012: 70, Stoneman 2012 A: xii, Оэтингоф / Турилов).689 Στο Χρονικό του Νέστορος, το πρωιμότερο ρωσικό χρονικό (12ος αιώνας), υπάρχει αναφορά στα ακάθαρτα έθνη, τα οποία αποκλείστηκαν στο βορρά «από τον Αλέξανδρο Είναι περίεργο πως η Τσουμακόβα, αν και αναφέρεται στην εικονογράφηση της ανάληψης του Αλέξανδρου στην τέχνη της Δυτικής Ευρώπης και στη Γεωργία, δεν κάνει καμία αναφορά για την «πηγή» όλων αυτών των παραστάσεων, που ήταν ο μεσαιωνικός ελληνικός πολιτισμός του Βυζαντίου, ούτε αναφέρεται καθόλου και στον Αλέξανδρο ως «πρότυπον βασιλέως» των βυζαντινών αυτοκρατόρων , πρότυπο που σαφώς υιοθέτησαν από το Βυζάντιο και οι Ρώσοι ηγεμόνες. 688

Ο ίδιος ο Ίστριν ανασύστησε τη ρωσική εκδοχή του Μυθιστορήματος στηριζόμενος σε τέσσερις κατηγορίες κωδίκων: τη λεγόμενη ιουδαϊκή χρονογραφία (13ος αιώνας), τον ελληνικό κώδικα της α΄ παραλλαγής του Μυθιστορήματος, τον αντίστοιχο της β΄ και το χρονογράφο της Αγίας Τριάδας. Το παλαιότερο από τα χειρόγραφα της τελευταίας κατηγορίας χρονολογείται στις αρχές του 15 ου αιώνα. Ως προς τη σύνθεση του Μυθιστορήματος ο συγγραφέας αυτού του χειρογράφου φαίνεται πως αντλεί στοιχεία από ποικίλες πηγές, σε βαθμό που να αλλάζει σε αρκετά σημεία το περιεχόμενο του Μυθιστορήματος, μια και παίρνει υλικό και από το Μεθόδιο Πατάρων, τον Επιφάνιο Κύπρου, το χρονικό του Γεωργίου Αμαρτωλού κ.α (Вилкул 2008: 103-106). 689

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

574

το Μακεδόνα, όπως λέει ο Μεθόδιος Πατάρων…» (Маршак 1996). Κατά το β΄ μισό του 12ου αιώνα, ο Ρώσος λόγιος Δανιήλ προβάλλει τον Αλέξανδρο ως παράδειγμα παλικαριάς για το βασιλιά του: «Θεέ μου, δώσε στο βασιλιά μας τη δύναμη του Σαμψών, την ανδρεία του Αλέξανδρου, την εξυπνάδα του Δαβίδ…» (Оэтингоф / Турилов). Άλλωστε και σε στιχουργήματα -προσευχές της πρώιμης ρωσικής λογοτεχνίας γίνεται παράκληση στο Θεό «να δώσει στο βασιλιά μας τη γενναιότητα και την εξυπνάδα του Αλέξανδρου» (Даркевич 2015: 88). Το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου, είτε ενταγμένο σε κώδικες χρονογραφιών, είτε αργότερα, ως αυτοτελές χειρόγραφο, επανεμφανίστηκε στη Ρωσία κατά τα τέλη του 15ου αιώνα, ως μετάφραση από σέρβικα χειρόγραφα και αντιγράφηκε αρκετά σε διάφορες παραλλαγές κυρίως κατά το 17ο αιώνα. Τότε επήλθαν και κάποιες προσθήκες επεισοδίων στη βασική αφήγηση, ενώ άλλαξε και ο χαρακτήρας του Αλέξανδρου, ώστε να μοιάζει περισσότερο με Ρώσο μεσαιωνικό ήρωα690 (Ванеева, Творогов 1987-88, Оэтингоф / Турилов). Ενδεικτική της εξοικείωσης των Ρώσων με τη μορφή του Αλέξανδρου είναι και η απεικόνισή του σε ανάγλυφο πλακίδιο πάνω στη σόμπα του αναγνωστηρίου του μουσείου –παλατιού των Ρομανόφ στη Μόσχα, πιθανόν του 17ου αιώνα ( βλέπε εικόνα 137). Επιπλέον, οι παραστάσεις της ανάληψης γνώρισαν μεγάλη διάδοση και εκτός του θρησκευτικού πλαισίου της εκκλησιαστικής τέχνης: χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα νομίσματα που έκοψε ο Μπόρις Αλεξαντρόβιτς, Μεγάλος Πρίγκιπας του Τβερ (1425-1461 , Даркевич 2015: 89). Σε αυτά τα ορειχάλκινα νομίσματα στη μία όψη αναπαρίσταται αρκετά σχηματοποιημένα η ανάληψη, με τον Αλέξανδρο όρθιο να κρατά καρφωμένα σε δύο κοντάρια δύο μικρά ζώα (όπως στο ανάγλυφο του Μυστρά) περιστοιχιζόμενος από δύο μεγάλα πτηνά. Στον οπισθότυπο το νόμισμα φέρει επιγραφή στα ρωσικά με το όνομα «Αλέξανδρος» (εικόνα 138). Ακόμη και ρωσικά λαϊκά άσματα ανέφεραν την κάθοδο του Αλέξανδρου στο βυθό της θάλασσας και την ανύψωσή του στους ουρανούς, επιρροή προφανώς του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου (Πολίτης 1878: 17-18). Ήδη το 16ο αιώνα, ορισμένοι συσχετίζουν τον Αλέξανδρο (αλλά και τον Αριστοτέλη!) με τη Ρωσία σαν «μητέρα γη» του. Εξάλλου την ίδια εποχή εμφανίζεται στην Τσεχία στα λατινικά η «επιστολή του Αλέξανδρου στους Σλάβους» με την οποία τους παραχωρεί, υποτίθεται, δικαίωμα εξουσίας σε μεγάλο τμήμα του τότε γνωστού κόσμου. Στη ρωσική λαϊκή παράδοση ο Αλέξανδρος παίρνει παρόμοιες ιδιότητες με αυτές που έχει στην ελληνική και στη ρουμανική: κατά το 17ο αιώνα το όνομά του λειτουργεί ως ιαματικό ξόρκι για Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις ρωσικές διασκευές του Μυθιστορήματος του Αλέξανδρου βλέπε Татьяна Вилкул, Александрия Хронографическая в Троицком хронографе, Palaeoslavica XVI/1 (2008), σελ. 103-147 και Palaeoslavica XVII/1 (2009), σελ. 165-210. 690

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

575

διάφορες ασθένειες, ενώ τον επικαλούνται και οι κυνηγοί. Γενικότερα, καταγράφονται περιπτώσεις ανθρώπων που φορούν φυλακτά με τη μορφή του, μεταλλικά πλακίδια που τα έβαζαν στα πόδια ή στο κεφάλι. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις καταγράφεται μια ταύτιση του «Αλέξανδρου –Τσάρου» στο ίδιο πρόσωπο, η αγιοσύνη του οποίου είναι ικανή για θαύματα. Ακόμα και η παράσταση της ανάληψης εμφανίζεται ως διακοσμητικό μοτίβο χρυσοΰφαντου «βασιλικού σάκου» (ενδύματος) στην ταφή 7 στο νάρθηκα του ναού της Αγίας Σοφίας του Νόβγοροντ (Чумакова 2014: 106-107), ένδυμα βέβαια που πιθανό να έχει βυζαντινή προέλευση. Αντίστοιχο εύρημα βρέθηκε σε τάφο στο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στη Νερέντιτσα (Βελίκιι Νόβγκοροντ). Εμφανίζεται ακόμα και στο σάκο του μητροπολίτη Μόσχας Αλεξίου στα μέσα περίπου του 12ου αιώνα αλλά και σε άλλα υφάσματα ως ένα πιο σχηματοποιημένο μοτίβο (σε «θησαυρό» από το Βλαντίμιρ, σε τάφο –κουργκάν από τα περίχωρα της Μόσχας και αλλού, Рыбаков 1987). Από το Στάριι Ριαζάν, μεσαιωνική ρωσική πόλη ανάμεσα στον 11ο με 13ο αιώνα (περίπου 200 χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα), προέρχεται ένα κυκλικό μετάλλιο με διαφοροποιημένη παράσταση της ανάληψης, καθότι ο Αλέξανδρος στέκεται ανάμεσα σε δύο γρύπες ως Πότνιος Θηρών, χωρίς την ιπτάμενη συσκευή, δόρατα με δολώματα ή σκήπτρα (εικόνα 139). Από ένα μεσαιωνικό οικισμό της Ουκρανίας προέρχεται ένα ακόμη εύρημα με παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου: πρόκειται για μικρό ορειχάλκινο μεταλλικό πλακίδιο (διαστάσεων μόλις 2-3 εκατοστών) με έντονα σχηματοποιημένη ανάληψη, που, απ’ ό,τι φαίνεται, αποτελούσε τμήμα προσαρτημένο σε ένα μεγαλύτερο μεταλλικό αντικείμενο, ίσως κάποιο κόσμημα. Αντίστοιχο τέτοιο εύρημα παρόμοιων διαστάσεων προέρχεται από την περιοχή της Κριμαίας (βλέπε εικόνες 140-141). Και τα δύο αυτά αντικείμενα πρέπει να χρονολογούνται στον 11ο αιώνα με πιθανή βυζαντινή προέλευση, πιθανή όμως και ντόπια κατασκευή, αν θεωρήσουμε πως πρόκειται για τοπικές απομιμήσεις, κάτι που προϋποθέτει μια συντελεσμένη ευρύτατη διάδοση της παράστασης της ανάληψης του Αλέξανδρου έξω από τα όρια του βασιλικού ανακτόρου του Κιέβου και των μεσαιωνικών εκκλησιών κατά τον πρώιμο για το ρωσικό πολιτισμό 11ο και 12ο αιώνα. Αυτό θα μπορούσε να είχε συντελεστεί από καλλιτέχνες, οι οποίοι θα αντέγραφαν, για παράδειγμα, τα μοτίβα των ανάγλυφων από τους τοίχους των εκκλησιών του Βλαντίμιρ. Αντίστοιχα και στη ρωσική λαϊκή τέχνη το μοτίβο της ανάληψης στους ουρανούς γνώρισε μεγάλη διάδοση, αν και σαφώς έξω από το αρχικό συμβολικό του πλαίσιο, έτσι ώστε να επιβιώνει ως τα μέσα του 19ου αιώνα, για παράδειγμα με τη μορφή μεταλλίων -γαμήλιων δώρων. Οπωσδήποτε, ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα από τα μοτίβα της ανάγλυφης διακόσμησης των ορειχάλκινων θυρών691 της δυτικής Οι ορειχάλκινες αυτές θύρες φιλοτεχνήθηκαν στο Magdeburg της Γερμανίας γύρω στα μέσα του 12 αιώνα και ήταν πιθανόν παραγγελία του επισκόπου Αλέξανδρου του Πλοκ στην Πολωνία, ωστόσο 691

ου

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

576

πρόσοψης της Αγίας Σοφίας του Βελίκιι Νόβγκοροντ, της μεσαιωνικής ρωσικής πρωτεύουσας του βορρά: σε ένα από τα τετράγωνα πλαίσια απεικονίζεται κένταυρος τοξότης (εικόνα 142). Η παράσταση αυτή δεν μπορεί παρά να μας θυμίσει το αντίστοιχο επεισόδιο από το Μυθιστόρημα (παραλλαγή γ΄), σύμφωνα με το οποίο Αλέξανδρος αντιμετώπισε «ἀνθρωποειδῆ ζῶα...ἀπό κεφαλῆς μέχρι ὀμφάλου τέλειοι ἄνθρωποι..κάτωθεν δε ἵπποι…τόξα ταῖς χερσίν ἔχοντες» (Καλλισθένης 2005: 372). Είναι τεκμηριωμένο πως τέτοιες διακοσμημένες πύλες έγιναν κατά μίμηση πρωτότυπων βυζαντινών από εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης, που δυστυχώς δε σώζονται στις μέρες μας. Στην περίπτωση αυτή ανιχνεύουμε πιθανόν άλλο ένα μοτίβο της Διήγησης του Αλέξανδρου – αυτό των τοξοτών αλογανθρώπων / κενταύρων - που πέρασε στην τέχνη τόσο του Βυζαντίου, όσο και των μαθητών του, στην προκειμένη περίπτωση των Ρώσων. Άλλωστε, μικρογραφία με τους τοξοβόλους αλογανθρώπους διατηρείται και στο βυζαντινό χειρόγραφο από την Τραπεζούντα του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας. Μοτίβα από το Μυθιστόρημα συνέχισαν να εμφανίζονται στη ρωσική τέχνη κι αργότερα σε διάφορες μορφές (βλέπε εικόνα 143). Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι στο κατεστραμμένο σήμερα ανάκτορο των Τσάρων στο Καλομένσκοε της Μόσχας υπήρχαν ζωγραφικές παραστάσεις του Αλέξανδρου, του Δαρείου και του Πώρου από τα αυτοκρατορικά εργαστήρια (17ος αιώνας), ενώ αναφέρεται πως Ρώσοι ηγεμόνες, όπως ο Ιβάν ο Τρομερός, ανήγαγαν στον Αλέξανδρο τη νομιμοποίηση της εξουσίας τους. Σαφώς μετά το 17ο αιώνα, σε ότι αφορά την πρόσληψη του Αλέξανδρου, η Ρωσία επηρεάζεται και από την Ευρώπη, τόσο ως προς τη γραπτή παράδοση, όσο και ως προς την καλλιτεχνική απεικόνιση και την ίδια περίοδο ακόμα και ο Πέτρος ο Μέγας και η Μεγάλη Αικατερίνη συγκρίνονται με τον Αλέξανδρο (Nikitin/Balakhanova/Khimin 2012: 70, 72-75, Чумакова 2014: 106). Ίσως δεν είναι τυχαίο το ότι την περίοδο βασιλείας του Μεγάλου Πέτρου, το 1709, εκδίδεται για πρώτη φορά στα ρωσικά το βιβλίο του Κούρτιου Ρούφου για τον Αλέξανδρο και επανεκδίδεται συνολικά τέσσερις φορές μέσα σε ένα χρόνο (Παχής 2011: 172). Όλα τα παραπάνω παραδείγματα ρωσικής ιδεολογίας και τέχνης αποδεικνύουν πως στη Ρωσία υπήρξε ευρεία διάδοση του αλεξάνδρειου προτύπου κι αυτό, βέβαια, έχει την εξήγησή του: οφείλεται αφενός μεν στην καταλυτική επίδραση που άσκησε ο ελληνικός πολιτισμός στη χώρα αυτή μέσα από το Βυζάντιο και αφετέρου στη δημιουργία της ιδεολογίας της «Τρίτης Ρώμης» από τους ηγήτορες της Ρωσίας, στο πλαίσιο της οποίας υιοθέτησαν όλα τα σύμβολα της αυτοκρατορικής βυζαντινής εξουσίας, ένα από τα οποία (κι από τα πιο σημαντικά, όπως αποδεικνύεται) ήταν βέβαια και ο Αλέξανδρος. μάλλον αρπάχτηκαν από Σουηδούς, που τις έφεραν στη σουηδική πόλη Σιγκτούνα, την οποία και κατέλαβε ο στρατός του Νόβγκοροντ το 1187, οπότε και πήρε ως λάφυρο τις θύρες. Ως διακόσμηση, φέρουν πλαίσια με ανάγλυφες απεικόνισεις ποικίλων επεισοδίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και όχι μόνο (Nikolaeva 2004: 17).

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

577

Στη νεότερη ρωσική τέχνη, ανάμεσα σε άλλα έργα ζωγραφικής σχετικά με τον Αλέξανδρο, γνωστοί είναι οι πίνακες του Πουτσίνοβ Ματθέι Ιβανόβιτς, (Пучинов Матвей Иванович) με τίτλο Στιχομυθία Αλεξάνδρου –Διογένη, (ελαιογραφία, 1762) και του Βερετσάγκιν Πετρόβιτς (Верешагин Митрофан Петрович), με τίτλο Η εμπιστοσύνη του Αλέξανδρου στο γιατρό του Φίλιππο (ελαιογραφία, 1870, βλέπε εικόνα 144). Στη γλυπτική, αντίστοιχα, ο Μιχαήλ Κοζλόφσκι ανάμεσα στα 1781-1788 φιλοτέχνησε την Αγρυπνία του Μεγάλου Αλεξάνδρου692, θέμα με πολλά πρότυπα και παράλληλα στην τέχνη της Δύσης και της Ρωσίας και αργότερα ο γλύπτης Ιβάν Τερεμπένεβ δημιούργησε πέντε ανάγλυφα για το παλάτι των Ανίχοβ εμπνευσμένα από την ιστορία του Αλέξανδρου. Στο γύρισμα του 20ου αιώνα, Ρώσοι ποιητές, όπως Βάλερι Μπριούσοβ και ο Μιχαήλ Κουζμίν, αξιοποίησαν τον Αλέξανδρο και την ιστορία του ((Nikitin/Balakhanova/Khimin 2012: 75-76).

Η φιλοτέχνηση αυτής της σκηνής βασίζεται στην αφήγηση του ελληνικής καταγωγής Ρωμαίου ιστορικού Αμμιανού Μαρκελλίνου (330 -391 μ.Χ.), ο οποίος στο έργο του Res gestae (16.5) περιγράφει πως ο Αλέξανδρος συνήθιζε να κάθεται αργά τη νύχτα, κρατώντας μια ασημένια σφαίρα στο απλωμένο πάνω από ένα χάλκινο δοχείο χέρι του και να μελετά τις υποθέσεις του κράτους του. Αν ο ύπνος ερχόταν, το χέρι χαλάρωνε και ο θόρυβος από την πτώση της σφαίρας στο χάλκινο δοχείο τον ξυπνούσε ώστε να συνεχίσει. 692

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

578

5.11. Στη μακρινή Ανατολή Όμως η Ρωσία και η Περσία δεν αποτελούν τα ανατολικότερα όρια της παρουσίας του Αλέξανδρου. Στο Ουζμπεκιστάν, ακόμη και σήμερα, λένε πως ο Αλέξανδρος εισήγαγε στη χώρα το εθνικό πιάτο τους (το πλοβ) καθώς και ορισμένα έθιμα γάμου (μακρινός απόηχος του γάμου με τη Ρωξάνη). Στην πόλη Balch της Βακτριανής (Αφγανιστάν), ο Μάρκο Πόλο αναφέρει ότι οι ντόπιοι τον διαβεβαίωναν πως εκεί έγιναν οι γάμοι του Αλέξανδρου με την κόρη του Δαρείου (Yule 1871: 142, Πόλο (2008): 61, Stoneman 2012). Ο Πλούταρχος αναφέρει πως την εποχή του, κατά τα τέλη δηλαδή του 1ου αιώνα μ.Χ., οι Ινδείς βασιλιάδες των Πραισίων εξακολουθούσαν να τελούν «ελληνικάς θυσίας» και να δείχνουν το σεβασμό τους στους δώδεκα βωμούς που έστησε ο Αλέξανδρος στις όχθες του Ύφαση ποταμού, στο ανατολικότερο σημείο της εκστρατείας του (Πλούταρχος: Αλέξανδρος, 62). Στην Ταπέ Σοτόρ του Αφγανιστάν, στην κόγχη ενός μοναστηριακού βουδιστικού ναΐσκου, βρέθηκε αγαλματικό σύμπλεγμα χρονολογημένο τον 8ο αιώνα μ.Χ. με τη μορφή του καθιστού Βούδα να κυριαρχεί στο κέντρο και δεξιά του να αναδύεται από τον τοίχο η μορφή του ακολούθου του, του Βαζραπάνι, με τα χαρακτηριστικά του Αλέξανδρου, σύνολο που αποτελεί έξοχο δείγμα της ελληνο-ινδικής τέχνης της Γανδάρας693 (εικόνα 145). Είναι γνωστό άλλωστε, ότι ο αρχικά εικονιζόμενος με σύμβολα Βούδας πήρε ανθρώπινη μορφή μέσα από τη γόνιμη επίδραση της ελληνικής τέχνης, για να παγιωθεί στη συνέχεια σ’ αυτό που ξέρουμε σήμερα. Πράγματι, μέσα από την ελληνο-ινδική τέχνη της Γανδάρας694 ο Απόλλωνας θα μεταμορφωθεί τελικά σε Βούδα. Όπως σωστά έχει παρατηρηθεί, η ελληνο-βουδιστική τέχνη της Γανδάρας αποτελεί ίσως το καλύτερο παράδειγμα της οικουμενικότητας του ελληνισμού και

«Βαζραπάνι» σημαίνει κυριολεκτικά κεραυνοφόρος και πράγματι ο ακόλουθος αυτός του Βούδα αναπαρίσταται αλλού να κρατά κεραυνούς, όπως σε μια γειτονική κόγχη αυτής του Αλέξανδρου – Βαζραπάνι στο ίδιο μνημείο, αυτή τη φορά με τη μορφή του γενειοφόρου και με λεοντή Ηρακλή. Βλέπε περισσότερα σε Ταρζί 2013: 198-199. 693

Γεωγραφικά πρόκειται για την περιοχή της κοιλάδας του ποταμού Καμπούλ, μεταξύ Αφγανιστάν και Πακιστάν. Εκεί άνθισαν τα κέντρα της χαρακτηριστικής αυτής ελληνο-βουδιστικής τέχνης, η Πεσάβαρ για τα γλυπτά σε σχιστόλιθο και η Χάντα για τη γλυπτική σε άργιλο και γύψο. Σε όλες τις γλυπτές δημιουργίες είναι εμφανέστατη η επιρροή της ελληνικής γλυπτικής, ιδιαίτερα στην απόδοση της κόμμωσης και των ενδυμάτων. Επιρροές υπήρξαν και στην αρχιτεκτονική, με κίονες κορινθιακού ρυθμού να κοσμούν βουδιστικά λατρευτικά μνημεία και μοναστήρια. Είναι εντυπωσιακό ότι η ελληνοβουδιστική παράδοση παρέμεινε ζωντανή από τα τέλη του 1 ου αιώνα μ.Χ. ως και τον 9ο αιώνα μ.Χ. (Ταρζί 2013: 193-196). 694

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

579

ιδίως των επιδράσεων της ελληνικής τέχνης (Μπουσδρούκης 2013:125)695. Ο βουδισμός, άλλωστε, επηρέασε αρκετούς Έλληνες που τον υιοθέτησαν ως κοσμοθεωρία και στάση ζωής, όπως ο περίφημος βασιλιάς Μένανδρος ο Μέγας (155-130 π.Χ.), για τον οποίο σώζεται και ινδικό βουδιστικό κείμενο, ενώ άλλοι επηρεάστηκαν στη διατύπωση της φιλοσοφικής θεωρίας τους, όπως ο Πύρρωνας ο Ηλείος (360-270 π.Χ.), οι φιλοσοφικές αρχές του οποίου δείχνουν μια αξιοσημείωτη συγγένεια με αυτές των Ινδών βουδιστών. Έτσι, ο διεθνισμός του ελληνιστικού πολιτισμού συνέβαλε στην εξάπλωση του βουδισμού: βουδιστικές πηγές και χρονικά αναφέρουν πως μερικοί Βουδιστές απόστολοι ήταν Έλληνες μοναχοί. Ακόμα αναφέρεται η αποστολή 3000 μοναχών με επικεφαλής το Μαχανταμαρακίτα από την «πόλη των Ελλήνων», την «Αλασάντρα», (Αλεξάνδρεια) στην αρχαία πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα, προκειμένου να παραβρεθούν στα εγκαίνια ενός βουδιστικού μνημείου (Χαλκιάς 2013: 218, 223-225). Φαίνεται λοιπόν εδώ άλλη μια σημαντική πλευρά της όσμωσης στοιχείων στο πλαίσιο του ελληνιστικού πολιτισμού, που προέκυψε ακριβώς χάρη στο συγκερασμό του ελληνικού και ινδικού πνεύματος, χάρη στις κατακτήσεις του Αλέξανδρου και με βάση τις αρχές της συνύπαρξης, που αυτός πρώτος έθεσε. Ελληνικές επιδράσεις στην Ινδία διαπιστώνονται και σε άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα η επίδραση του αρχαίου δράματος. Ακόμα, χάρη σε νομίσματα που ανακαλύφθηκαν, γνωρίζουμε σήμερα τα ονόματα περίπου σαράντα Ελληνοβακτρίων και Ελληνο-ινδών βασιλιάδων, τα ίχνη των οποίων ανιχνεύονται και στις ανασκαφές αρχαίων πόλεων, όπως η Αϊ Χανούμ (Παπαιωάννου 2013:22-23). Ο Ινδός βασιλιάς Ashoka (268-233 π.Χ.), εγγονός του Chandraguata (του Σανδρόκοττου των ελληνικών κειμένων) και της κόρης του Σέλευκου Νικάτωρος (επομένως ελληνικής καταγωγής από τη γιαγιά του), κατά τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., έγραψε σε βράχους και κολόνες βασικές βουδιστικές αρχές για τους υπηκόους του. Οι επιγραφές αυτές, που βρέθηκαν στο Κανταχάρ του Αφγανιστάν (πόλη που υπήρξε η Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας του βορειοδυτικού τμήματος της χώρας του Ασόκα) είναι γραμμένες στα ελληνικά και στα

Για τις επιδράσεις του ελληνισμού γενικότερα στο βουδισμό και πιο συγκεκριμένα σε βουδιστικά κείμενα βλέπε Mark Allon, “Recent Discoveries of Buddhist Manuscripts from Afganistan and Pakistan: the Heritage of the Greeks in the north-west”, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. 131-141. Ο συγγραφέας του άρθρου διαπιστώνει πως οι επιδράσεις αυτές είναι μικρές ως ανύπαρκτες στα κείμενα και στη βουδιστική κοσμοθεωρία, με εξαίρεση κάποιες αναφορές σε αξιώματα, όπως στρατηγός, ή σε μήνες του μακεδονικού ημερολογίου, π.χ. Αυδναίος. Αντιθέτως, στην τέχνη και συγκεκριμένα στη νομισματοκοπία υπήρξαν ακόμη και νομίσματα ελληνικού τύπου, με την παράσταση του Βούδα και την αναγραφή του ονόματός του στα ελληνικά, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κανίσκα Α΄ (Prahba Ray 2007: 118). 695

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

580

αραμαϊκά696 (Νίνου 1980: 23, Λασκαρίδου -Ζάννα 1996:148). Ο ίδιος βασιλιάς έστειλε ιεραπόστολους στη δύση προκειμένου να διδάξουν τη θρησκεία του Βούδα. Παραλήπτες των επιστολών του ήταν εκεί οι ελληνιστικοί ηγεμόνες, ο Αντίοχος Β΄ της Συρίας, ο Πτολεμαίος Β΄ της Αιγύπτου, ο Μάγας της Κυρήνης, ο Αντίγονος Γονατάς της Μακεδονίας και ο Αλέξανδρος Β΄ της Ηπείρου (Παπαιωάννου 2013: 27). Οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις πρόσθεσαν κι άλλα πιθανά τεκμήρια της παρουσίας του Αλέξανδρου στην τέχνη της ανατολής: στο βόρειο Αφγανιστάν, σχετικά κοντά στον αρχαίο ποταμό Ώξο, κατά τις ανασκαφές στην τοποθεσία Tillya Tepe, ο αείμνηστος αρχαιολόγος Βίκτωρας Σαριγιαννίδης βρήκε τάφους των νομάδων Σκυθών Κουσάν του τέλους του 1ου π.Χ. με αρχές 1ου μ.Χ. αιώνα, οι οποίοι περιείχαν εκπληκτικά αντικείμενα, που χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: η πρώτη περιλαμβάνει αντικείμενα εισαγωγής από την Κίνα, την Ινδία, την Παρθία και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στη δεύτερη ομάδα εντάσσονται αντικείμενα ελληνιστικής τεχνοτροπίας, έργα ντόπιων Ελλήνων τεχνιτών, που έγιναν λάφυρα των Κουσάν μετά την καταστροφή και διάλυση του ελληνο -ινδικού βασιλείου, που αυτοί προξένησαν. Τέλος, η τρίτη ομάδα χαρακτηρίζεται από αντικείμενα τοπικής τεχνοτροπίας, πάνω όμως σε ελληνιστικά πρότυπα και είναι ακριβώς αυτά τα αντικείμενα που μας δείχνουν την όσμωση των πολιτισμών που έγινε, του ελληνικού και του ινδικού μαζί με το σκυθικό των Κουσάν. Ένας από τους τάφους ήταν κι αυτός ενός πολεμιστή ύψους 2 μέτρων, με τόσο πλούσια ευρήματα σε χρυσό και πολύτιμα αντικείμενα, που ο ανασκαφέας δε δίστασε να του αποδώσει βασιλικό τίτλο. Ο τάφος αυτός περιείχε, ως κτέρισμα, ένα μοναδικό εύρημα (βλέπε εικόνα 146): ένα μικρό κόσμημα –πόρπη υποδήματος, από χρυσό και λάπις λάζουλι, που αναπαριστά πιθανόν τον Αλέξανδρο – όπως μπορεί να αποδειχτεί από τα κέρατα του Άμμωνα στην κεφαλή – μέσα σ’ ένα άρμα με θόλο. Ο θόλος έχει ως διακόσμηση με ένθετα τυρκουάζ πλακίδια και ανάγλυφους μικρούς ρόμβους ένα σχήμα που μοιάζει με το μακεδονικό αστέρι. Το μικρό αυτό κόσμημα συμπληρώνουν οι μορφές δύο φτερωτών πλασμάτων, ζευγμένων στο άρμα, που μοιάζουν με λεοντόμορφους γρύπες και έχουν μια στάση Με αυτά τα έδικτα που εξέδωσε ο Ασόκα διακήρυττε προς τους φιλοσόφους και καλόγερους του βασιλείου του το σεβασμό και τη δεκτικότητα του ενός στις απόψεις και τη διδασκαλία του άλλου. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το 12 ο έδικτο που ακολουθεί: «[εὐ]σέβεια καί ἐγκράτεια κατά πάσας τάς διατριβάς….Καί μήτε ἑαυτούς ἐπαινῶσιν, μήτε τῶν πέλας ψέγωσιν περί μηδενός. Κενόν γαρ ἐστιν. Και πειρᾶσθαι μᾶλλον τούς πέλας ἐπαινεῖν καί μή ψέγειν κατά πάντα τρόπον…». Στο 13ο έδικτο πάλι καταγράφονται ηθικοί κανόνες βουδιστικής έμπνευσης στα ελληνικά. Τα αποτελέσματα της πολιτικής του Ινδού βασιλιά καταγράφονται σε μια άλλη δίγλωσση ελληνο –αραμαϊκή επιγραφή: «Δέκα ἐτῶν πληρη[..ὼν βασιλεύς Πιοδάσσης εὐσέβειαν ἔδειξεν τοῖς ἀνθρώποις, καί ἀπό τούτου εὐσεβεστέρους τούς ἀνθρώπους ἐποίησεν…καί εἴ τινες ἀκρατεῖς πέπαυνται τῆς ἀκρασίας κατά δύναμιν, καί ἐνήκοοι πατρί καί μητρί καί τῶν πρεσβυτέρων παρά τά πρότερον...διάξουσιν» (Χαλκιάς 2013: 220-223). 696

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

581

ανόδου προς τον ουρανό. Σε αυτό το εύρημα συναντήθηκε κυριολεκτικά η ανατολή με τη δύση, καθότι το άρμα με το θόλο και το ένδυμα του Αλέξανδρου (άνετη ρόμπα με όρθιο γιακά) παραπέμπουν στην τέχνη της Κίνας, αν και ο τόπος κατασκευής των πορπών είναι πιθανότατα η Βακτριανή. Ίσως να πρόκειται για την πρωιμότερη παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου στους ουρανούς, στοιχείο που, αν ισχύει, μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως το αντίστοιχο επεισόδιο στη Διήγηση του Αλέξανδρου ανήκει στον πυρήνα των πρώιμων προφορικών παραδόσεων μετά το θάνατό του. Τέλος, από την ίδια τοποθεσία, σε τάφο διαταραγμένο, βρέθηκαν δίδυμες χρυσές πόρπες ενδύματος, με ελάσματα που φέρουν ανάγλυφη παράσταση πολεμιστή με αρχαιοελληνικό οπλισμό και κράνος που φέρει προτεταμένο κέρατο. Να πρόκειται άραγε για άλλη μια απεικόνιση του κερασφόρου Αλέξανδρου; (Σαριγιαννίδης 1995: 56-59, 87, 116-119, 170-172, Παλιαδέλη 1996: 123, Pfrommer 2001: 16). Όπως κι αν έχει, αυτή η βαθιά αλεξάνδρεια παράδοση της ανατολής είχε και μια ένδοξη συνέχεια: στο μεσαιωνικό τουρκμενικό βασίλειο του Καραχανίντ, κατά τον 11ο αιώνα, ο λόγιος Γιουσούφ Κχας Χαζίμπ έγραψε ένα συμβουλευτικό βιβλίο για τον πρίγκιπα του βασιλείου, στο οποίο αναφέρεται και στον Αλέξανδρο «που κατέκτησε τον κόσμο ολόκληρο». Την ίδια εποχή, παρόμοιες αναφορές έκανε και ο πρίγκιπας Κάι Κάους Ιμπν Ισκαντάρ σε συμβουλευτικό βιβλίο προς το γιο του και διάδοχο του βασιλείου του στα νότια της Κασπίας (Georganteli 2012: 145). Στην πόλη Μάργιλεν του δυτικού Τουρκμενιστάν, τοπικοί άρχοντες, απόγονοι του Αλέξανδρου, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονταν, έδειχναν κάποιο αρχαίο τάφο με κόκκινη σημαία και έλεγαν πως είναι ο τάφος του Αλέξανδρου, μάλιστα παραδέχονταν ως εθνικό τους ήρωα το Μακεδόνα βασιλιά (Πάλλης 1935/1968: 12, Μαρκάκης 1960: 258). Στο Καζακστάν ο εθνικός ποιητής της χώρας Abai Kunanpaiuty έγραψε το 18ο αιώνα ένα ποίημα ηθικοπλαστικού περιεχομένου για τον Ισκαντέρ, το μεγάλο κατακτητή του κόσμου. Στο Τατζικιστάν μια τοπική παράδοση κάνει λόγο για τη «λίμνη του Αλέξανδρου», όπου βρίσκεται και ο τάφος του Βουκεφάλα. Στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν Καμπούλ οι παραδοσιακοί γιατροί «χακίμ» ισχυρίζονται ότι κατάγονται από τους γιατρούς του Αλέξανδρου. Στο ιστορικό «πέρασμα του Χαϊμπέρ» από το Αφγανιστάν στο Πακιστάν υπάρχει σήμερα πινακίδα στο υψηλότερο σημείο του, στην οποία αναγράφεται: «Από εδώ πέρασε ο Αλέξανδρος» (Ζαφειροπούλου 2002 Β: 35-36, 46, 60). Οι φύλαρχοι των ΒΔ Ινδιών697 καυχώνται πως κατάγονται από τον Αλέξανδρο (Ισκεντέρ –Ντουλά Καρνέϊν), παράδοση που αναφέρει πρώτος ο Μάρκο Πόλο το 13ο αιώνα: όταν επισκέφτηκε την επαρχία του Badashan (ή Μπανταξάν) οι ηγεμόνες της περιοχής του ανέφεραν πως ήταν απόγονοι του Αλέξανδρου και της κόρης του Δαρείου. Μάλιστα οι ίδιοι Ο Yule αναφέρει πως η αναγωγή της γενεολογίας στον Αλέξανδρο αναφερόταν από τους ηγεμόνες – φυλάρχους των εξής περιοχών της ανατολής: Darwaz, Kulab, Shighnan, Wakhan, Chitral, Gilgit, Swat και Balti (Yule 1871: 152). 697

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

582

αυτοαποκαλούνταν Zulkarniaian, δηλαδή Αλέξανδροι (Δίκεροι), και τον Αλέξανδρο τον αποκαλούσαν Sekander – Filkus, δηλαδή «Αλέξανδρο Φιλίππου». Παρόμοιες αναφορές κατέγραψε αιώνες αργότερα, γύρω στο 1830, και ο περιηγητής Wolf στο Kaschgar. Στην ίδια αυτή περιοχή, ο Πόλο προσθέτει ότι ακόμα και τα άλογα κρατούσαν από το Βουκεφάλα και από φοράδες που είχαν σμίξει μαζί του, γι’ αυτό και γεννιόντουσαν με ένα κέρατο στο μέτωπο, άλλη μια αναφορά του Βενετσιάνου εξερευνητή, που συνδυάζει μια τοπική παράδοση για τον Αλέξανδρο με τις αναφορές του Μυθιστορήματος. Αναφέρεται ακόμη ότι ο μεσαιωνικός Ινδός ηγέτης Αλαουντίν Χαλτζί ήθελε να μοιάσει με τον Αλέξανδρο στις κατακτήσεις και πως έκοψε νομίσματα με την επιγραφή “Sikander – i - Sani” , δηλαδή ο «δεύτερος Αλέξανδρος». Ένας Ινδός λόγιος του 14ου αιώνα, ο Ζιαντίν Βαρνί έγραψε μια πραγματεία για τη σωστή διακυβέρνηση μιας χώρας και για τις αρετές του καλού ηγεμόνα, φέρνοντας πολλά παραδείγματα από το βίο του Αλέξανδρου (Yule 1871: 149, Droysen/Αποστολίδης 1993:Β-456, Παπαδόπουλος 2004: 18, Akhtar 2007: 86, Πόλο (2008): 62,63). Ο Alexander Burns, το 1830, ταξίδεψε στην περιοχή της κοιλάδας του Ώξου και άκουσε από τους ντόπιους να μιλούν για τους απογόνους του Αλέξανδρου εκεί, όπως και κοντά στις πηγές του Ινδού. Μάλιστα, σύμφωνα με έναν ντόπιο ιερέα, ο Αλέξανδρος ήταν προφήτης και αποδείκνυε την αδιάλειπτη παρουσία των Ελλήνων. Ένας μύθος στη Μπουχάρα κάνει λόγο για μια λίμνη, που έφτιαξε ο Αλέξανδρος κλείνοντας με ένα χρυσό φράγμα την κοίτη του ποταμού Ζαραφσάν, καθιστώντας έτσι την κοιλάδα κατοικήσιμη. (Stoneman 2011: 126-127). Ένας άλλος Άγγλος, ο Τζον Μπίντουλφ, διοικητής των βόρειων περιοχών της Ινδίας επί αγγλικής κατοχής, γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, γράφει στο βιβλίο του «Οι φυλές του Ινδικού Καυκάσου» για την ορεινή πόλη Σκαρντού ή Ισκάρντο πως οι κάτοικοί της διατείνονται ότι ιδρύθηκε από τον Ισκαντέρ (Αλέξανδρο) και ονομάστηκε Ισκαντερία. Σύμφωνα με το βουδιστικό κείμενο «Ματζιχίμα Νακάια», στο Β.Δ. άκρο του σημερινού Πακιστάν, πάνω στον Ινδικό Καύκασο, υπήρχε το κράτος των «Γιόνα» (Ιώνων, δηλαδή Ελλήνων) την εποχή που ζούσε ο Βούδας (Λερούνης 1996: 158, 162). Ο ιστορικός William Tarn αναφέρει πως συνάντησε προσωπικά ένα φύλαρχο στη Χούντζα, που ισχυριζόταν ότι καταγόταν από τον Αλέξανδρο (Tarn 1948 (2014): 189). Σε ένα από τα ιστορικά βασίλεια της Ινδίας, το Μπαχαλβαμπούρ, υπήρχε ένα τέμενος στο οποίο βρέθηκαν αρχαιότατα κειμήλια και χειρόγραφα, τα οποία έκαναν λόγο για έναν αμύθητο θησαυρό, που ο Αλέξανδρος έκρυψε κοντά στις όχθες του Ινδού ποταμού (Μαρκάκης 1960:258). Οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα είναι και η λογοτεχνική μεταφορά του μοτίβου της λατρείας του Αλέξανδρου από τις ντόπιες φυλές του Αφγανιστάν –στην περιοχή του Καφιριστάν στο μυθιστόρημα του Ράντγιαρντ Κίπλιγκ «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» (1888), στο οποίο δύο Άγγλοι τυχοδιώκτες συναντούν μια τέτοια φυλή και πείθουν τους ανθρώπους της πως ο ένας από τους δύο είναι … απόγονος του Αλέξανδρου και

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

583

της Σεμίραμις και μετενσάρκωση του Μακεδόνα βασιλιά, μέχρι που στο τέλος αποκαλύπτεται η απάτη τους και τα πράγματα παίρνουν μια άσχημη τροπή698. Η μαρτυρία του Δημήτρη Αλεξάνδρου από τη Χαλκιδική, που επισκέφτηκε το 1991 τη φυλή των ειδωλολατρών Καλάς στα βάθη του Πακιστάν, στους πρόποδες των Ιμαλάϊων, είναι συγκλονιστική. Οι Καλάς της οροσειράς Τσιτράλ του ΒΔ Πακιστάν και του Αφγανιστάν διατείνονται πως είναι απόγονοι των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ξεχωρίζουν μάλιστα πολλοί από αυτούς για τα ανοιχτά, ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά τους, πίνουν κρασί, έχουν ελληνικές λέξεις στο λεξιλόγιό τους και πιστεύουν μέχρι σήμερα στο θεό Ντιά Ζέο (Δίας Ζευς), πατέρα όλων των θεών και των ανθρώπων, στο γιο του Μπαλομάϊν (Απόλλωνας), θεό της μαντικής και της μουσικής, στη Τζέστιακ (Εστία), θεά της οικογένειας και του σπιτιού, στο Διόνυσο, στο Μαχεντόν (Μακεδών), θεό των προγόνων, στη Φροτάϊτ (Αφροδίτη), θεά του έρωτα και άλλους699 Σύμφωνα με την αφήγηση ενός γέροντα από τη φυλή των Καλάς, ο Σικάντερ (Αλέξανδρος) που ήταν θεός μεγάλος σαν τον Μπαλομάϊν, άφησε τους πολεμιστές του εδώ και τους ζήτησε να παραμείνουν στην περιοχή και να διαφυλάξουν τις παραδόσεις τους, μέχρι αυτός να γυρίσει πίσω. Οι Καλάς ακόμα περιμένουν να γυρίσει ο Αλέξανδρος και να τους οδηγήσει στη δύση, στα αδέρφια τους, τους Γιουνάν (Έλληνες). Παρόμοιες πεποιθήσεις περί ελληνικής καταγωγής και εκπεφρασμένης περηφάνιας γι’ αυτήν εκφράζουν και μέλη των Πατάν στο Αφγανιστάν (Αλεξάνδρου 1996: 82, 119, 122-123, 152, 160-166)700. Αρκετοί κάτοικοι του Πακιστάν φέρουν με υπερηφάνεια το όνομα Σικάντερ Άζαμ (Λερούνης 1996: 164). Αντίστοιχα, στα σύνορα του Τουρκμενιστάν με το Ιράν, 60.000 περίπου Νοχουρίτες διατείνονται πως το παλαιότερο χωριό τους ιδρύθηκε από τους στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, φαντάζονται τον Αλέξανδρο σαν πατέρα τους, τον ονομάζουν Ισκεντέρ Ζουλκαρνέιν, δηλαδή δικέρατο Αλέξανδρο και πιστεύουν ότι στην Ελλάδα ζουν οι συγγενείς τους. Μάλιστα στις επιτύμβιες στήλες των νεκροταφείων τους τοποθετούν κέρατα κριαριού και οι ξύλινες κολόνες στα χαγιάτια των σπιτιών τους είναι ιωνικού ρυθμού. Στα σχολεία η προφορική παράδοση περνάει από το δάσκαλο στους μαθητές: «Ο Μ. Αλέξανδρος ξεκίνησε από την Ελλάδα και κατέκτησε όλη την Ασία. Στα μέρη μας άφησε τους Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος στην ομότιτλη ταινία το 1975 και με διάσημους πρωταγωνιστές τον Σον Κόνερι, τον Μαϊκλ Κέιν και τον Κρίστοφερ Πλάμερ. 698

Ένα εντυπωσιακό στοιχείο από τις λατρευτικές πρακτικές τους είναι η χειμερινή γιορτή Chaumos (ο διονυσιακός Κώμος;) προς τιμή του Μπαλομάϊν, με λαμπαδηφορίες, ανταλλαγή βωμολοχιών, θυσίες στους θεούς, καθαρτήρια λουτρά, τραγούδια και κύκλιους χορούς (Δρακόπουλος 2010: 218). 699

Εξίσου γοητευτικό και ενδιαφέρον, με πολύ καλή φωτογραφική τεκμηρίωση, είναι και ένα άλλο βιβλίο για τους Καλάς, το φωτογραφικό λεύκωμα «Καλάς, οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου», του φωτογράφου Στέλιου Ματσάγγου (εκδόσεις Φωτοδότης). 700

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

584

τραυματισμένους στρατιώτες του και απ’ αυτούς γεννήθηκε το γένος το δικό μας». Οι γέροντες λένε πως ήταν ο Αλέξανδρος αυτός που έφερε τη ζωή στο Νοχούρ και ότι, όπου κι αν κοιτάξεις τριγύρω, θα δεις ίχνη από τις οπλές των αλόγων της στρατιάς του (Αναγνωστόπουλος 1994: 95, 98-99). Όσον αφορά την αθανασία της μορφής του Αλέξανδρου, αρκεί να παραθέσουμε και τη μαρτυρία μιας Ελληνίδας φιλολόγου, που βρέθηκε στο Πακιστάν το 1990: «Συχνά μας πλησίαζαν Πακιστανοί σαν άκουγαν πως είμαστε Έλληνες, Γουνάνι, δηλαδή Ίωνες και δήλωναν περήφανα πως είναι και αυτοί Έλληνες, απόγονοι των Ελλήνων του Αλέξανδρου, του περίφημου Σικαντέρ ή Ισκαντέρ ή Σκαντέρ –Μπεη, όπως τον αποκαλούν. Και μαρτυρία της δήλωσης αυτής ήταν πως προέρχονταν από περιοχές που κυρίεψε ο Αλέξανδρος και εποίκισε με Έλληνες, ή πως η γνώση αυτή τρέχει στις οικογένειές τους από γενιά σε γενιά ή ακόμη μας έδειχναν τα γαλάζια μάτια ή το ανοιχτό δέρμα τους» (Αικατερινίδης 1996: 6). Ο Σαράντος Καργάκος αναφέρει πως όταν βρέθηκε στο Ουζμπεκιστάν, ένας ντόπιος ηλικιωμένος του είπε πως ο Αλέξανδρος είχε διαστάσεις γίγαντα (Καργάκος 2014 Γ: 43). Φαίνεται τελικά πως πράγματι στη μακρινή ανατολή ο Αλέξανδρος βρήκε και ήπιε το αθάνατο νερό! Έτσι εξηγούνται τα σημάδια αθανασίας του που εντόπισε ένας άλλος Έλληνας ερευνητής και σκηνοθέτης, ο Δημήτρης Μανωλεσάκης όταν το 2002-2003 επισκέφτηκε τα οροπέδια του Παμίρ στο Τατζικιστάν και σε υψόμετρο 4000 μέτρων ανακάλυψε τα χωριά των Ισκανταρί Παμίρσκι, των Αλεξανδρινών του Παμίρ, οι οποίοι, αν και μουσουλμάνοι, επικαλούνται συχνά τον Ισκαντάρ, πιστεύουν και προσεύχονται σε αυτόν, ενώ δεν παραλείπουν συνάμα να διηγούνται και εκπληκτικές ιστορίες για τη δύναμη, τη σοφία και τη γενναιοψυχία του. Μία από αυτές τις ιστορίες αποτελεί ουσιαστικά τη γενέθλιο πράξη των σύγχρονων Ισκανταρί Κούλι, των Αλεξανδρινών της λίμνης, καθότι περιγράφει πώς αποφεύχθηκε η σύγκρουση των στρατιωτών του Αλέξανδρου με τους ντόπιους και πώς οι πρώτοι έμειναν τελικά στον τόπο αυτόν, στη σημερινή «λίμνη του Αλέξανδρου», που δημιουργήθηκε από την ξαφνική καταιγίδα που χώρισε τους δύο στρατούς. Σήμερα οι ντόπιοι λένε πως κάποιες εποχές, κατά το ξημέρωμα, αναδύεται από τη λίμνη ο Αλέξανδρος με το Βουκεφάλα, ή μόνο ο Βουκεφάλας, ο οποίος σμίγει με τις φοράδες τους. Σε μία άλλη παράδοση επανέρχεται το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη, καθότι ο Αλέξανδρος περιγράφεται ως ένας πολύ δυνατός άνδρας που σήκωσε ένα βράχο τριών τόνων και τον τοποθέτησε ανάμεσα σε δύο απόκρημνα σημεία, σχηματίζοντας γέφυρα. Όποιος κατορθώσει να σηκώσει το βράχο θα δει από κάτω τον Αλέξανδρο να ζωντανεύει και να διαβάζει το κοράνι. Βέβαια, σύμφωνα με μια άλλη τοπική παράδοση, ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να πιει το αθάνατο νερό και να γίνει έτσι ο ίδιος αθάνατος, τονίζοντας πως αθάνατο θέλει να μείνει το έργο του. Γεγονός είναι πως οι Ισκανταρί του Παμίρ συχνά διασχίζουν μια απόσταση 68 χιλιομέτρων στα κακοτράχαλα βουνά για να επισκεφτούν τον «τάφο του Ισκαντάρ», προκειμένου να τον τιμήσουν και να ζητήσουν τη βοήθειά του. Έτσι, αν

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

585

μια γυναίκα δεν μπορεί να συλλάβει παιδί, πηγαίνει στον τάφο του Ισκαντάρ, προσεύχεται και όταν επιστρέφει, μένει έγκυος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες πάντα των ντόπιων Αλεξανδρινών.701 Οι ομοιότητες των παραδόσεων αυτών με αντίστοιχες που είδαμε από την Ελλάδα, όπως αυτή με το Παχνί του Βουκεφάλα στους Φιλίππους, είναι ομολογουμένως εντυπωσιακές. Αξίζει ακόμα να αναφερθεί πως και οι Μογγόλοι κατακτητές του Ιράν είχαν υιοθετήσει το θρύλο του Αλέξανδρου μέσα από μια μετάφραση του περσικού έπους Σαχνάμα γύρω στο 1330, η οποία μάλιστα σώζεται σε χειρόγραφο και περιλαμβάνει εξαιρετικές μικρογραφίες από τις περιπέτειες του Αλέξανδρου. Μάλιστα οι Μογγόλοι έφτασαν στο σημείο να θεωρούν τον Τζέγκις Χαν άμεσο απόγονο της Ολυμπιάδας και να αναφέρουν τον Ισκάνταρ –Μπεγκ σαν εθνικό ήρωά τους. Οι βασιλιάδες της Τάρσας στη Σενεγάλη ισχυρίζονταν ότι κατάγονται από τον Ισκαντάρ. Σύμφωνα με ανατολικές παραδόσεις και το περσικό ποίημα «Zaffer Namah Shendari» ο Αλέξανδρος έφτασε ως τη σημερινή Σρι Λάνγκα, την αρχαία Ταπροβάνη, μαζί με το φιλόσοφο Bolinus (Ζαφειροπούλου 2002 Β: 99), στην οποία, όπως είδαμε, ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης τον 6ο αιώνα μαρτυρούσε την ύπαρξη χριστιανικής εκκλησίας και κοινότητας (βλέπε κεφάλαιο 3.2) . Ακόμα και στη Σουμάτρα της Ινδονησίας, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, στο Πύβαγ της ανατολικής ακτής του νησιού, οι ντόπιοι έδειχναν παλιότερα τον τάφο και το ίχνος του ποδιού του Αλέξανδρου, τον οποίο λάτρευαν ως θεό και του προσέφεραν θυσίες. Σύμφωνα μάλιστα με αξιόπιστες πληροφορίες Γάλλων ερευνητών, που μετέφερε στην Ελλάδα η ιστορικός –ερευνήτρια Ποτίτσα Γρηγοράτου, φαίνεται πως ο θρύλος του Αλέξανδρου έφτασε στην Ινδονησία με Άραβες εμπόρους με το χαρακτήρα του αγιοποιημένου μουσουλμάνου βασιλιά. Γι’αυτό ακριβώς, σε λόφο στη Σουμάτρα, ακόμη και σήμερα υπάρχει το «κενοτάφιό του» ενώ και οι τοπικοί ηγεμόνες ονομάζονταν Ισκαντάρ702. Επιπρόσθετα, στη μακρινή Κίνα νεστοριανοί χριστιανοί συριακής ή περσικής καταγωγής αφήνουν το απώτατο αποτύπωμα του Αλέξανδρου: στη μεσαιωνική πόλη - λιμάνι Zaytun (η σύγχρονη Quanzhou στη νότιοανατολική Κίνα), βρέθηκαν επιτύμβιες χριστιανικές στήλες με επιγραφές στα συριακά που αναφέρουν ημερομηνία από την εποχή «του Αλέξανδρου του Α΄ Χαν, γιου του Φιλίππου του Χαν από την πόλη της Μακεδονίας» και χρονολογούνται το 14 ο αιώνα (Πάλλης 1935/1968: 12, Μαρκάκης 1960:258, Stoneman 2008 (2011): 56, Georganteli 2012: 146).

701

Στοιχεία από άρθρο της εφημερίδας «Καθημερινή», 27.7.2003

http://www.kathimerini.gr/157572/article/epikairothta/ellada/oi-3exasmenoi-ellhnes-toypamir (11.5.2015). https://www.youtube.com/watch?v=RJEWKlbACBs (20.5.2015).

702

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

586

Τέλος, εν έτει 2016, η έμπνευση της Αναστασίας Ιωσηφίδου, προέδρου της Δημωφέλειας Καβάλας, με βάση μια αναφορά της Ελληνικής Πρεσβείας της Ινδίας, να εντάξει τον Αλέξανδρο στο βασικό σύνθημα του τουριστικού περιπτέρου της Καβάλας στην έκθεση στο Νέο Δελχί, φανερώνει, για άλλη μια φορά, την επικαιρότητα και τη δυναμική του αρχαίου Έλληνα βασιλιά. Ακολουθεί η αναφορά της κ. Ιωσηφίδου, όπως καταγράφηκε σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Χρονόμετρο»: «Ο Μεγάλος Στρατηλάτης ήταν εκεί και έδωσε για μια ακόμη φορά την νίκη στους «εκ Μακεδονίας ορμώμενους» συμπατριώτες του και μόνο με την αναφορά του ονόματος του . Το «Ταξίδι στη γη του Μεγάλου Αλεξάνδρου» αρκούσε για να πλημμυρίσει κόσμο, ταξιδιωτικούς πράκτορες, διανοούμενους, πολιτικά πρόσωπα, αστέρες του κινηματογράφου, το περίπτερο μας. Η συγκίνηση όμως κορυφώθηκε όταν στο περίπτερο μας με δάκρυα στα μάτια έφτασε ένας ευτραφής κύριος ο οποίος ζήτησε να με δει, λέγοντας μου ότι είναι από την πόλη Βουκεφάλα του Κασμίρ της Ινδίας. …Ο εν λόγω κύριος ο οποίος τυγχάνει συγγραφέας και εκδότης τουριστικού περιοδικού, όλες τις ημέρες της έκθεσης ήταν δίπλα μας προκειμένου να μας συνδράμει με κάθε τρόπο (μέχρι και τον υπουργό τουρισμού του Κασμίρ έφερε στο περίπτερο), ενώ ήδη έχει ξεκινήσει να σχεδιάζει ως προτεινόμενο προορισμό, το ταξίδι «στα βήματα του Αλέξανδρου»!!!. Αναχωρώντας το βράδυ της Κυριακής από την «χώρα των μεγάλων αντιθέσεων» και γυρνώντας το κεφάλι μου για να εντυπώσω την τελευταία ανάμνηση μου από αυτή την αποστολή μόνο μια φράση σιγοψιθύρισαν τα χείλη μου «Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος ζει»».703

703

http://www.xronometro.com/sxolio-27-2-2016/

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

587

6. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Στο βιβλίο αυτό επιχειρήθηκε μια καταγραφή της αλεξάνδρειας μνήμης του ελληνισμού διαχρονικά και με συνοπτικές αναφορές στην παράδοση και άλλων λαών, στα όρια των δυνατοτήτων του συγγραφέα, μιας μνήμης ούτως ή άλλως ανυπέρβλητης, «έξω από τα ανθρώπινα όρια», όπως ήδη κατά το 2 ο αιώνα μ.Χ. - και ταυτόχρονα προφητικά θα έλεγε κανείς –τόνισε ο Αρριανός. Από την πληθώρα των καταγραφών του Αλέξανδρου στη συλλογική μνήμη, προτάθηκαν από το συγγραφέα αυτού του τόμου κάποια επιμέρους μοτίβα, ως, ενδεχομένως, τα πλέον ενδιαφέροντα για το σύγχρονο αναγνώστη. Ίσως η σημαντικότερη διάσταση του Μακεδόνα βασιλιά που αναδύεται μέσα από αυτή τη μελέτη να είναι η διαχρονική λαοφιλία του: στην αρχαιότητα συντελέστηκε μια καθολική εκλαϊκευση της μορφής του, με τη διάδοση της ιστορίας του και τη διαμόρφωση των μύθων του από στόμα σε στόμα, έτσι ώστε να διαμορφωθεί μια ολόκληρη αλεξάνδρεια μυθολογία, η οποία αποκρυσταλλώθηκε στο ψευδοκαλλισθένειο Μυθιστόρημα. Παράλληλα συντελέστηκε και μια καθολική εκλαΐκευση της μορφής του μέσω της τέχνης, μια και οι καλύτεροι καλλιτέχνες της εποχής του (Λεωχάρης, Λύσιππος, Απελλής, Πυργοτέλης και άλλοι) φιλοτέχνησαν πολλές πρωτότυπες απεικονίσεις του, οι οποίες και έγιναν αντικείμενα αντιγραφής και ορατές σε πολλά μάτια, ενώ ταυτόχρονα και τα περίφημα αλεξάνδρεια νομίσματα κυκλοφορούσαν σε όλα τα χέρια. Η αλεξάνδρεια λατρεία σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και πέρα από αυτήν, με προεξάρχουσες περιπτώσεις αυτές της Αλεξάνδρειας και του Κοινού των Μακεδόνων, ο συγκρητισμός του – η συγχώνευση της υπόστασής του - με μορφές πανελλήνιων ηρώων και θεών, όπως ο Αχιλλέας, ο Ηρακλής, οι Διόσκουροι, ο Διόνυσος, ο Δίας, ο Ήλιος, τα αλεξάνδρεια φυλακτά και οι επικλήσεις του ονόματος του αλεξίκακου Αλέξανδρου, οι αλεξάνδρειοι τόποι του Αλέξανδρου –κτίστη, η δημοφιλής ανεκδοτολογία από το βίο του, οι ιστορικές καταγραφές της καθολικής αποδοχής του, όπως αυτή του Δίωνος Κάσσιου το 221 μ.Χ., όλα αυτά αποτελούν τεκμήρια της μεγάλης λαοφιλίας του και αναλύθηκαν στα κεφάλαια 2.1 -2.8., όπου μπορεί κανείς να ανατρέξει και για πρόσθετα στοιχεία. Εδώ απλώς είναι σημαντικό να επισημανθεί η παρουσία της μορφής του στη σφαίρα της οικιακής, λαϊκής λατρείας, όπως τεκμηριώνουν τα αναρίθμητα ειδώλια από την Αλεξάνδρεια, καθώς και η λειτουργία της μορφής του ως φυλακτού ενός στρατιώτη, όπως έχει προταθεί για τα μικρά ειδώλια του Αλέξανδρου –Αιγίοχου από την Ερμούπολη της Αιγύπτου. Επιπρόσθετα, η προσφορά κάποιου Μοσχίωνος 1000 δραχμών το 150 μ.Χ. για την ανακαίνιση του ιερού του Αλέξανδρου ή οι επιγραφές ανέγερσης αγάλματός του από τα Βαργύλια της Καρίας το 2ο -3ο αιώνα μ.Χ. φανερώνουν επίσης

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

588

πως η υπόθεση της λατρείας του ήταν υπόθεση πολλών και όχι μόνο των ελληνιστικών ηγεμόνων ή αργότερα των Ρωμαίων ηγητόρων και αυτοκρατόρων. Συν τοις άλλοις, η λαοφιλία του τεκμηριώνεται διαχρονικά από την κεντρική θέση που είχε ως πρόσωπο –σύμβολο σε γιορτές και αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του: στην αρχαιότητα για παράδειγμα, τρία μεγάλα Κοινά, το Κοινό των Μακεδόνων, το Κοινό των Ιώνων και το Κοινό των Θρακών μαρτυρείται πως διοργάνωναν τα περίφημα Αλεξάνδρεια προς τιμήν του Μακεδόνα βασιλιά. Στο μεσαιωνικό ελληνισμό τη σκυτάλη θα πάρει αντίστοιχα η –πιθανή - παρουσίαση των περιπετειών του στον κατεξοχήν χώρο συγκέντρωσης και έκφρασης του λαού, στον ιππόδρομο, ενώ παράλληλα η μορφή του συσχετίζεται, ως πρότυπο και φυλακτό, με τους αρματηλάτες του ιπποδρόμου. Και είναι ακριβώς στο Βυζάντιο που συνεχίστηκε η λαοφιλία του Αλέξανδρου, ενισχυμένη από το συγκρητισμό και την ταύτισή του όχι μόνο με το βυζαντινό αυτοκράτορα - όπως πιστοποιούν αναρίθμητες καταγραφές, η στήλη του Ηράκλειου –Αλέξανδρου και οι παραστάσεις της ανάληψης σε ανάγλυφα και αγγεία καθημερινής χρήσης -αλλά και με τη μορφή αγίων. Έτσι και στις μέρες μας, ο Αλέξανδρος έφτασε να αποτελεί κυρίαρχη μορφή στους αθλητικούς συλλόγους της Ελλάδας και κυρίως της Μακεδονίας. Αξίζει βέβαια εδώ να επισημάνουμε πως ο λαϊκός αυτός χαρακτήρας της μνήμης του, μαζί με την Imitatio Alexandri, μεταμφυτεύτηκε και στη Ρώμη, μέσα στο πλαίσιο του κοινού ελληνορωμαϊκού πολιτισμού (βλέπε κεφάλαιο 2.8). Πρέπει επίσης να τονιστεί πως το Μυθιστόρημα διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της λαοφιλίας του: η Juanno καταλήγει ότι το Μυθιστόρημα ήδη κατά την ύστερη αρχαιότητα, μέσα σε λίγες δεκαετίες από την πρώτη σύνταξή του, είχε γίνει «αγαθό ολόκληρου του ελληνισμού». Τονίζει, μάλιστα, ότι απλοποιήθηκε για να περάσει στο ευρύ κοινό, πως ο χαρακτήρας του κειμένου ήταν κατεξοχήν δημώδης και πως ήταν γνωστό σε όλους στο Βυζάντιο, όπως αποδεικνύουν και οι αναφορές του Τζέτζη704. Άλλωστε, οι συνεχείς βυζαντινές διασκευές του Μυθιστορήματος (βλέπε κεφάλαιο 3.1) φανερώνουν πως αυτό αποτελούσε ένα ζωντανό στοιχείο της βυζαντινής λογοτεχνίας, που διαρκώς μεταλλασσόταν, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και αλλαγές της κοινωνίας που το παρήγαγε. Αντίστοιχα, ο Demandt σημειώνει για το Μυθιστόρημα πως, πέρα και από τα όρια δράσης των Ελλήνων, στις οικουμενικές του διαστάσεις, όχι μόνο εξαπλώθηκε κατά το Μεσαίωνα από την Ισλανδία ως την Ιάβα, ξεπερνώντας σε διάδοση το έπος του Τρωικού Πολέμου και το μύθο του Αρθούρου, όχι μόνο αποτέλεσε το πλέον διαβασμένο λαϊκό βιβλίο ως την εποχή της τυπογραφίας, αλλά ακόμη έδωσε τροφή και σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας: έπος, μυθιστόρημα, μύθους, παραδόσεις και 704

Juanno 2015 (2002): 728-729.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

589

παραμύθια, τραγούδι και ποίηση, θέατρο και ρητορική, επιγράμματα και φιλοσοφία, όπερα και κουκλοθέατρο (Demandt 2009: 20, βλέπε κεφάλαια 5.1. -5.10). Εντυπωσιακό στοιχείο αποτελεί ο παραλληλισμός του Αλέξανδρου με τον ίδιο το Χριστό, ως προεικόνισή Του. Ο συσχετισμός και συγκρητισμός του Αλέξανδρου με το Χριστό, που ξεκινά, ως καταγραφή, με τη σύγκριση που επιχειρεί ο Χρυσόστομος και συνεχίζεται εικονογραφικά με τα ρωμαϊκά μετάλλια του 5ου αιώνα μ.Χ. (βλέπε κεφάλαια 2.1., 2.8.), εκτός από το Βυζάντιο (βλέπε κεφάλαια 3.5.2., 3.5.3., 3.6.), τεκμηριώνεται και στο αιθιοπικό Μυθιστόρημα και στο λεγόμενο Χριστιανικό Μυθιστόρημα (4ος -5ος αιώνας), με τις ποικίλες χριστιανικού χαρακτήρα αναφορές τους. Ακόμη, στο συριακό Μυθιστόρημα, ο εκχριστιανισμένος Αλέξανδρος παρουσιάζεται ως προπομπός του Χριστού στην υπηρεσία του σχεδίου του Θεού, ενώ και στον ανώνυμο συριακό Μύθο του Αλέξανδρου της ίδια εποχής (7ος αιώνας) αυτός παρουσιάζεται ουσιαστικά ως ο ιδρυτής της ελληνοχριστιανικής βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ως προπομπός και παράλληλη εικόνα του Χριστού αναφέρεται ο Αλέξανδρος καί στην αρμενική παράδοση του Μυθιστορήματος, στο συνοδευτικό πρόλογο, επίλογο, καθώς και στα ποιήματα του Αρμένιου αντιγραφέα του 14ου αιώνα Kesarowesi (βλέπε κεφάλαια 5.1, 5.4, 5.9). Όπως ήδη επισημάνθηκε (κεφ. 4.2., 4.8., 4.9), μια πλειάδα Ελλήνων συγγραφέων και ανθρώπων του πνεύματος του 19ου και 20ου αιώνα, ως τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο εν έτει 2016, προβάλλουν αντίστοιχα τον Αλέξανδρο ως προπομπό του Χριστού, ως τον άνθρωπο που, με το έργο του, προλείανε το δρόμο για τη διάδοση του χριστιανισμού. Ιδιαίτερου συμβολισμού, όπως ήδη διαπιστώσαμε, (βλέπε κεφάλαια 3.5.2 και 3.6) είναι και η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου στο Βυζάντιο, μια παράσταση που διασώζει συμβολικά την αρχαία υπόσταση του Αλέξανδρου ως ηλιακού ήρωα – θεού (Αλέξανδρος -΄Ηλιος, βλέπε κεφάλαιο 2.2. και υποσημείωση 114) και μάλιστα ενισχυμένη με την παρουσία των γρυπών, αρχαίων συμβόλων του ήλιου, αλλά και χριστιανικών συμβόλων του Χριστού (βλέπε κεφάλαιο 3.5.2 και υποσημείωση 402). Είναι φανερό, από τη συνεξέταση των παραστάσεων της ανάληψης στις ρωσικές εκκλησίες του Βλαντίμιρ και του Γιούρεβ Πόλσκι ( βλέπε κεφάλαιο 5.10), οι οποίες θα πρέπει να είχαν ως πρότυπα τις βυζαντινές παραστάσεις, ότι η ανάληψη του Αλέξανδρου στο Βυζάντιο είχε κι ένα ιδιαίτερο θεολογικό χαρακτήρα - ο οποίος συσχετιζόταν άμεσα με την υπόσταση του Χριστού - αυτού του «αρχαίου Διονύσου», της αιώνιας ζωής, της «αμπέλου του Κόσμου». Η βάση του συσχετισμού αυτού ήταν κοινή: το σύμβολο του Ήλιου και του φωτός, οι γρύπες, ο παγανιστικός Απόλλων και ο χριστιανός προφήτης Ηλίας, ο συσχετισμός του Αλέξανδρου με το Δαβίδ, μια μορφή που στη χριστιανική τέχνη αποτελούσε προεικόνιση του Χριστού, αλλά και με τον ίδιο το Χριστό στην εκκλησία του Γιούρεβ Πόλσκι. Αντίστοιχα, τεκμηριώνεται ο συσχετισμός της παράστασης της ανάληψης του Αλέξανδρου με το Χριστολογικό

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

590

Κύκλο των προεικονίσεων του Χριστού και στην εκκλησιαστική τέχνη της Δύσης (βλέπε κεφάλαιο 5.7). Επομένως, με βάση όλα τα δεδομένα, μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε πως οι βυζαντινές παραστάσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου, με την τοποθέτησή τους αρχικά στον εσωτερικό και στη συνέχεια στον εξωτερικό διάκοσμο των εκκλησιών, των οίκων του Κυρίου, λειτουργούσαν - πέρα από σύμβολο της αποθέωσης της κοσμικής εξουσίας - και ως προεικόνιση του Χριστού. Οπωσδήποτε, στο ελληνορθόδοξο Βυζάντιο ο Αλέξανδρος, μετά την αντιπαραβολή του με το Χριστό κατά την ύστερη αρχαιότητα, ξαναβρήκε σημαίνουσα θέση στη χριστιανική κοσμοθεωρία, ως η μόνη θνητή μορφή, εκτός του προφήτη Ηλία, που αναλήφθηκε στους ουρανούς, για να επιστρέψει βέβαια μετά στη γη. Το μεσαιωνικό ελληνικό πνεύμα φαίνεται πως είχε κατανοήσει απόλυτα σε θεολογικό και καλλιτεχνικό επίπεδο αυτό, που παραδέχεται η σύγχρονη ιστορική έρευνα: πως ο Αλέξανδρος με το έργο του έστρωσε το δρόμο στο χριστιανισμό. Ο αγιοποιημένος χαρακτήρας του Αλέξανδρου της ανάληψης ενισχύεται από την ύπαρξη του φωτοστέφανου στην παράσταση του βυζαντινού στέμματος από τη Μεγάλη Πρεσλάβα της Βουλγαρίας και στην παράσταση του γεωργιανού αναγλύφου από το μοναστήρι Χαχούλι - μάλιστα καί οι δύο παραστάσεις χρονολογούνται το 10ο αιώνα –καθώς επίσης και στις μικρογραφίες του αρμένικου χειρόγραφου του 14ου αιώνα. Παράλληλα, υπενθυμίζουμε πως η παράσταση της ανάληψης στο διάκοσμο των βυζαντινών εκκλησιών εξασφάλιζε, συμβολικά, τη σύζευξη του αρχαίου με το μεσαιωνικό ελληνισμό, προσδίδοντας στον ελληνισμό τη διάσταση της ιστορικής συνέχειάς του, μέσα από το νέο, μεσαιωνικό συγκρητισμό του Αλέξανδρου με τη μορφή του βυζαντινού αυτοκράτορα και τη συνέχεια του μοτίβου του Αλέξανδρου -Ήλιου. Έτσι, η μορφή του Αλέξανδρου – Ήλιου αποτελεί άλλο ένα διαχρονικό μοτίβο του αρχαίου βασιλιά στην παράδοση του ελληνισμού, καθότι, ξεκινώντας από τις αντίστοιχες αναπαραστάσεις της αρχαιότητας σε ειδώλια και άλλες μορφές τέχνης, μέσα από το συγκρητισμό με τη λατρεία του Ήλιου και του ρωμαϊκού Sol Invictus περνάει στη βυζαντινή παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου και στην αλεξάνδρεια υπόσταση του βυζαντινού αυτοκράτορα – ήλιου, όπως μαρτυρούν πολλές βυζαντινές πηγές, για να βρει διέξοδο στον Αλέξανδρο –γιο του Ήλιου και διεκδικητή της βασιλείας των ουρανών στις νεοελληνικές παραδόσεις της Ζακύνθου. Επομένως, δε θα ήταν καθόλου υπερβολή να λέγαμε πως η παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου αποτελεί μια από τις πιο εμβληματικές και πλούσιες σε συμβολισμούς παραστάσεις της τέχνης των Ελλήνων διαχρονικά. Τέλος, με την απεικόνιση του βυζαντινού αυτοκράτορα ως Αλέξανδρου, τόσο στις παραστάσεις της ανάληψης όσο και στις απεικονίσεις χειρογράφων, στα βυζαντινά αγγεία και στη στήλη του Ηράκλειου –Αλέξανδρου, η μορφή του Μακεδόνα βασιλιά προβλήθηκε καλλιτεχνικά στο Βυζάντιο και στον ευρύτερο μεσαιωνικό κόσμο (Ρωσία, Γεωργία,

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

591

Δύση) και πάλι, έτσι όπως προβάλλονταν και κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή: ως το πρότυπο του ιδανικού ηγεμόνα. Ως προς τη θέση της παράστασης της ανάληψης του Αλέξανδρου στις ορθόδοξες εκκλησίες, διαπιστώθηκε πως υπάρχουν παραδείγματα τοποθέτησης στην εξωτερική όψη της αψίδας του ιερού, όπως γίνεται στο ναό του Αγίου Δημητρίου στο Μυστρά (και στον αντίστοιχο του Βλαντίμιρ της Ρωσίας, με τη διαφορά ότι εκεί τοποθετήθηκε στη νότια πρόσοψη). Οι δύο αυτοί ναοί –Άγιος Δημήτριος Μυστρά, Άγιος Δημήτριος Βλαντίμιρ – καθώς και ο Άγιος Γεώργιος στο Γιούρι Πόλσκι και το καθολικό των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ στη Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους ενδεχομένως να αποτελούν τεκμήρια μιας ιδιαίτερης προτίμησης στην τοποθέτηση παραστάσεων της ανάληψης σε ναούς στρατιωτικών αγίων, αν και όχι μόνο, όπως ήδη διαπιστώθηκε, καθώς αναπαραστάσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου βρέθηκαν εντοιχισμένες και στους ναούς του Αγίου Ιωάννη Τραχήλας Μάνης, του Αγίου Νικολάου στην Κούργανη της Κορυτσάς και - εκτός της αρχικής του θέσης - στο ναό της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινούπολης. Σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια επιλογή, αν πράγματι ισχύει, δε φαίνεται να έγινε τυχαία, καθότι ο στρατιωτικός και αποτροπαϊκός χαρακτήρας του αρχαίου βασιλιά ταιριάζει πλήρως με τον αντίστοιχο χαρακτήρα των αγίων Γεωργίου, Δημητρίου και Αρχαγγέλων. Ίσως τελικά, μέσω της βυζαντινής τέχνης, ο Αλέξανδρος να χρησιμοποιήθηκε και ως ένα μέσο οικείωσης του απλού λαού με τον αυτοκράτορά του -μια παρατήρηση που την κάνει και ο Ξυγγόπουλος - διότι γενικά δεν ήταν επιτρεπτό για το λαό να απεικονίζει τον ίδιο το βυζαντινό αυτοκράτορα, ωστόσο φαίνεται πως του επιτρεπόταν να απεικονίζει το αρχαίο πρότυπό του, δηλαδή τον Αλέξανδρο, ή αλλιώς το βυζαντινό αυτοκράτορα ως Αλέξανδρο και το αντίστροφο. Στο σημείο αυτό, αξίζει να τονιστεί ακόμα ότι και σε εννοιολογικό επίπεδο ο Αλέξανδρος και οι Μακεδόνες του συντέλεσαν τόσο στη διατήρηση του όρου «Έλληνας» με κάποιο θετικό πρόσημο, κατά τους πρώτους αιώνες της πολεμικής εναντίον αυτού του όρου από τους πατέρες της εκκλησίας, όσο και στην επανασύνδεση των Βυζαντινών -Ρωμιών με την αρχαία ονομασία τους στη συνέχεια. Ας μη λησμονούμε τις αναφορές του ψευδο –Κωδινού, του Καντακουζηνού, του Μανουήλ Παλαιολόγου, του Χρυσολωρά και του Γεωργίου Πλήθωνος κατά το 14ο και 15ο αιώνα στον Αλέξανδρο ως σύμβολο της ταυτότητας και της ιστορικής συνέχειας τόσο των βυζαντινών αυτοκρατόρων, όσο και του λαού (βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 3.6). Στο νεότερο ελληνισμό η λαοφιλία του Αλέξανδρου τεκμηριώνεται - πέρα από τις λαϊκές παραδόσεις και τη διάδοση του Μυθιστορήματος - και από μαρτυρίες για την πρόσληψή του ευρύτερα από τους Έλληνες, όπως πιστοποιούν οι αναφορές του Πατριάρχη Αντιοχείας Αθανασίου (1701), του Κανάρη, του Πολίτη (1889), του Σπ. Λάμπρου, του Γ. Σκορδέλλη, του Άγγλου περιηγητή Abbot (1902), του Γερμανού

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

592

ελληνιστή Dieterich (1904), του Κόντογλου για τους Έλληνες της περιοχής του Αϊβαλιού, του Παλαμά, του Σεφέρη και άλλων. Παράλληλα, τουλάχιστον έξι καταγεγραμμένες νεοελληνικές παραδόσεις φαίνεται πως έχουν βυζαντινές καταβολές (βλέπε κεφάλαια 4.5., 4.9.) κι αυτό αποτελεί άλλο ένα ισχυρό τεκμήριο της βυζαντινής λαϊκότητας του αρχαίου βασιλιά. Κατά την άποψη του γράφοντος, οι περισσότερες από τις νεοελληνικές παραδόσεις του Αλέξανδρου πρέπει να έχουν βυζαντινή καταγωγή, κάτι που ωστόσο, με εξαίρεση τις παραπάνω καταγραφές, είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί. Παράλληλα, είναι ακριβώς στις νεοελληνικές αυτές παραδόσεις που θα επιβιώσει ο αρχαίος πόθος του Μακεδόνα βασιλιά για αθανασία: η αναζήτηση του αθάνατου νερού και η Γοργόνα -αδερφή του, που περιμένει να ακούσει το «ζει και βασιλεύει», αποτελούν δύο μοτίβα του νεοελληνικού αλεξάνδρειου μύθου που τον διατηρούν και αυτά αθάνατο. Σε κάθε περίπτωση, ο Αλέξανδρος υπήρξε ένας καθολικός ήρωας της νεοελληνικής λαϊκής παράδοσης σε όλη τη γεωγραφική εξάπλωση του ελληνισμού (βλέπε χάρτη 3). Οι προφορικές παραδόσεις, τα παραμύθια, τα τραγούδια, τα ξόρκια, οι χοροί, η ονοματοδοσία αρρένων τέκνων, ο συγκρητισμός της μορφής του με άλλους ήρωες παραδόσεων, οι απεικονίσεις του στις τοιχογραφίες εκκλησιών (βλέπε κεφάλαιο 4.3.) και αρχοντόσπιτων, η παραγωγή νέων μύθων, όπως αυτός της Γοργόνας και του αθάνατου νερού και του Αλέξανδρου του θεάτρου σκιών, όλα αυτά φανερώνουν πως ο Αλέξανδρος υπήρξε για αιώνες ένα ζωντανό και διαρκώς ανανεούμενο στοιχείο της νεοελληνικής μυθολογίας, κάτι στο οποίο, βέβαια, συντέλεσε και η νεοελληνική Φυλλάδα (και Ριμάδα) - αυτή η πραγματική κιβωτός της αλεξάνδρειας μνήμης και παράδοσης - με τις συνεχείς επανεκδόσεις της και την ευρεία λαϊκή της απήχηση. Παράλληλα, ο Αλέξανδρος αποτελεί αντικείμενο ποικίλων αναφορών και έρευνας για την ελληνική λογιοσύνη και διανόηση, πριν και μετά τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους (βλέπε αναλυτικά κεφάλαια 4.2, 4.4), ενώ ταυτόχρονα αποτέλεσε και πηγή έμπνευσης για ορισμένους από τους κορυφαίους Έλληνες λογοτέχνες, από τον Καρκαβίτσα και τον Παλαμά, ως τον Καζαντζάκη, το Σεφέρη, το Ρίτσο και τον Ελύτη (κεφάλαιο 4.6.1). Μεγάλοι νεοέλληνες καλλιτέχνες μετουσίωσαν τη μορφή του καλλιτεχνικά, όπως ο Θεόφιλος, ο Κόντογλου, ο Εγγονόπουλος, ο Χαλεπάς, ο Μποστ, ο Βράννος και άλλοι, συνεχίζοντας μια μακραίωνη παράδοση που ξεκίνησε με το Λύσιππο και τον Απελλή, ενώ σύγχρονοι Έλληνες μουσικοί, συνθέτες και ερμηνευτές, δημιούργησαν το «μουσικό» Αλέξανδρο, το λαϊκό Αλέξανδρο του πεντάγραμμου, από συνθέσεις κλασικής ως χέβι μέταλ μουσικής. Επομένως, η λαϊκότητα αυτή, που ανιχνεύεται και σε δημιουργίες της παλαιότερης λαϊκής τέχνης, όπως το σπαθί στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (αρχές 19 ου αιώνα) ή τα σταμπωτά επιτοίχια καλύμματα από τον Τύρναβο (1920-1930) διευρύνεται, θα έλεγε κανείς, μέσα από τις δυνατότητες που προσφέρει ο σύγχρονος

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

593

υλικός πολιτισμός και τα μέσα προβολής του: ο Αλέξανδρος γίνεται ήρωας των κόμικς, πρωταγωνιστής πολλών σύγχρονων λογοτεχνικών και ιστορικών βιβλίων, πρόσωπο αναρίθμητων αναφορών στο διαδίκτυο, διακοσμητικό μοτίβο σε κοσμήματα, μπλουζάκια και μπρελόκ, ενώ ταυτόχρονα διατηρείται ο αρχαίος, λυσίππειος τρόπος απόδοσης της μορφής του, με τους κλασικότροπους ανδριάντες του σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Γενικότερα, ο Αλέξανδρος του μύθου αποτέλεσε δημιούργημα μακραίωνης συλλογικής συνεισφοράς και έφτασε στο σημείο να ξεπεράσει τον πραγματικό Αλέξανδρο ως προς το πρότυπο του χρηστού ηγεμόνα, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του, σε υπερθετικό βαθμό, τις αρετές που διέθετε ο ιστορικός Αλέξανδρος. Ο Αλέξανδρος έγινε ένα απαράμιλλο συλλογικό υποκείμενο κι ως τέτοιο εξακολουθεί να βασιλεύει στη συνείδηση των Ελλήνων και στις μέρες μας, περισσότερο από κάθε άλλη ιστορική μορφή. Πολύ απλά, ο Αλέξανδρος αποτελεί ένα κορυφαίο διαχρονικό σύμβολο του ελληνισμού. Αντίστοιχα, αποτελεί πλέον, ως αντικείμενο έρευνας, μορφή έμπνευσης και δημιουργίας σε πολλές χώρες, ένα συλλογικό υποκείμενο οικουμενικών διαστάσεων, όπως άλλωστε τεκμηριώνεται και από την αποτύπωση της μορφής του στον πολιτισμό και στις παραδόσεις πολλών άλλων λαών, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας (βλέπε κεφάλαια 5.1. -5.11.), αποτύπωση που, εν τέλει, τον καθιστά σύμβολο της οικουμενικότητας του ελληνισμού, αλλά και κάτι που ο ίδιος ήθελε να γίνει: ένας αθάνατος κοσμοκράτορας στη συνείδηση των λαών της οικουμένης. Μάλιστα, ο διαχρονικά τεκμηριωμένος στον ελληνισμό συγκρητισμός του Αλέξανδρου με άλλες μορφές (Αχιλλέας, Δίας, Απόλλων –Ήλιος, Ηρακλής, βυζαντινός αυτοκράτορας, Άγιος Γεώργιος, Διγενής, Άγιος Μάμμας, Χριστός, για να αναφέρουμε ορισμένα μόνο παραδείγματα, βλέπε αναλυτικά κεφάλαια 2.8, 3.6, 4.5., 4.7.) εξαπλώνεται ως βασικό μοτίβο της μορφής του και σε άλλους πολιτισμούς: έτσι στην Ινδία συντελείται ένας συγκρητισμός της μορφής του με τον Βαζραπάνι, τον ακόλουθο του Βούδα, ενώ στη Δύση ταυτίστηκε με την αρχετυπική εικόνα του ενάρετου χριστιανού ιππότη. Διαχρονική είναι και η ιδιότητα του αλεξίκακου που του αποδόθηκε, από τη λατρεία του κατά την αρχαιότητα, τις επωδές προς το πρόσωπό του και τη χρήση της μορφής του ως φυλακτού στην ελληνορωμαϊκή και στη συνέχεια στη βυζαντινή κοινωνία, όπου καθιερώνεται, ειδικά στη δεύτερη, ως σύμβολο του προσήλυτου στο μονοθεϊσμό αυτοκράτορα και προεικόνιση του Θεανθρώπου, ως θεραπευτής και άγιος της νεοελληνικής παράδοσης και φυλακτό της γαλαξιδιώτικης κοινωνίας. Συν τοις άλλοις, τα παραδείγματα από τις μικρογραφικές παραστάσεις της ανάληψης στη μεσαιωνική Ρωσία ή από το βυζαντινό χρυσό δαχτυλίδι της Θεσσαλονίκης ενισχύουν τον αποτροπαϊκό χαρακτήρα της, τη λειτουργία της ως της νέας μορφής αλεξάνδρειου

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

594

φυλακτού, στο πλαίσιο πάντα της αγιοποίησης του Έλληνα βασιλιά. Ο αγιοποιημένος Αλέξανδρος ως ξόρκι, επωδή και φυλακτό μαρτυρείται και στη Ρωσία, που δέχτηκε τις επιδράσεις του ελληνο-χριστιανικού Βυζαντίου, ενώ και στη Ρουμανία καταγράφηκαν παραδόσεις και ευχές σχετικές με τον Αλέξανδρο. Αγιοποιημένος παρουσιάζεται ο Αλέξανδρος και στην ισλαμική παράδοση, τόσο ως ο Δίκερως προφήτης στο Κοράνι, όσο και ως αγιοποιημένος μουσουλμάνος βασιλιάς που έχει κενοτάφειο στη μακρινή Ινδονησία (βλέπε κεφάλαια 5.5, 5.9 -5.11). Παράλληλα, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, επεισόδια από το βίο του δεν έπαψαν να χρησιμοποιούνται ανεκδοτολογικά και ηθικοπαιδαγωγικά από λογίους όλων των εποχών, αρχαίους συγγραφείς, βυζαντινούς, νεοέλληνες, ευρωπαίους και ανατολίτες - ένα πεδίο μελέτης για το οποίο θα μπορούσε να γραφτεί μια πραγματεία. Έτσι, για να μείνουμε στις ελληνικές καταγραφές, τέτοιες αναφορές κάνει για παράδειγμα στην αρχαιότητα ο Θεωνάς τον πρώτο αιώνα μ.Χ. πάνω στο θέμα της χρείας, ο Πλούταρχος (τονίζοντας το μοτίβο του φιλόσοφου Αλέξανδρου), ο Πολύαινος (162 μ.Χ.), ο Δίων ο Χρυσόστομος και ο Λιβάνιος (στα Προγυμνάσματά του, 4ος αιώνας μ.Χ., βλέπε αναλυτικά κεφάλαιο 2.1). Αντίστοιχες αναφορές συναντούμε στο έργο του Μεγάλου Βασιλείου «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικών ὠφελοῖντο λόγων» (4ος αιώνας) και στο έργο του Μάξιμου του Ομολογητή Ἐκλογαί ἐκ διαφόρων βιβλίων τῶν τε καθ’ ὑμᾶς και τῶν θύραθεν (7ος αιώνας, βλέπε κεφάλαιο 3.4). Οπωσδήποτε, ενδιαφέρουσα είναι η συμπερίληψη σοφών λόγων, που υποτίθεται ότι είπε ο Αλέξανδρος, σε βυζαντινές συλλογές αποφθεγμάτων μεταξύ του 9ου και 14ου αιώνα, όπως για παράδειγμα το Gnomologicum Vaticanum (βλέπε κεφάλαιο 3.4). Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε καί στη νεότερη Ελλάδα, όπως μαρτυρά η συλλογή αποφθεγμάτων του Ελληνικού Κολλεγίου Ρώμης (1519), οι αναφορές γνωμικών του Αλέξανδρου στις επιστολές του Φραγκίσκου Σκούφου κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, το κεφάλαιο Γνῶμαι διάφοραι καί ἐκλεκταί του έργου Πίστις του ιερομόναχου Νεκτάριου Τέρπου (1732), η αντίστοιχη συμπερίληψη επεισοδίων ανεκδοτολογικού χαρακτήρα από την ιστορία του Αλέξανδρου στο έργο Περί τῆς φυλακῆς τῶν πέντε Αἰσθήσεων του Νικόδημου του Αγιορείτου (1801) και τέλος οι παρόμοιες αναφορές στο Γεροστάθη του Λέοντος Μελά, έργο με ιδιαίτερη σημασία, αν αναλογιστεί κανείς ότι αποτέλεσε, για δεκαετίες, ένα αναγνωστικό για τους Ελληνόπαιδες της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης κατά το 19ο αιώνα (1858 κ.ε., βλέπε κεφάλαια 4.2., 4.6.1.). Το έργο των παραπάνω συγγραφέων φανερώνει πως οι ιστορίες του Αλέξανδρου με ηθικο -παιδαγωγικό χαρακτήρα αποτέλεσαν διαχρονικά κοινό τόπο της κοσμικής παιδείας των Ελλήνων σε τέτοιο βαθμό, που να χρησιμοποιούνται και από τους πνευματικούς πατέρες της εκκλησίας. Αυτή ακριβώς η διαχρονία της «αλεξάνδρειας» παιδείας αποτελεί άλλο ένα τεκμήριο των πολλαπλών επιδράσεων της μορφής του στην πνευματική ζωή του ελληνισμού και συγκεκριμένα στη σύγχρονη εκπαίδευση: στο 2ο Γυμνάσιο Καβάλας,

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

595

κατά το σχολικό έτος 2015-2016, στο πλαίσιο ερευνητικής εργασίας, μαθητές αποθησαύρισαν σοφές ρήσεις και γνωμικά μεγάλων προσωπικοτήτων από την αρχαιότητα ως σήμερα. Ανάμεσά τους, δίπλα στα σοφά λόγια του Αριστοτέλη, οι μαθητές εξέθεσαν και τα αποφθέγματα του Αλέξανδρου (εικόνα 147). Έτσι, ο Αλέξανδρος γίνεται διαχρονικά προβεβλημένη μορφή της ελληνικής αρετολογίας, αυτής που ουσιαστικά ξεκινά από τις αναφορές του Ομήρου για τις θετικές ιδιότητες ενός ευγενούς ανθρώπου, όπως η ανδρεία, για να θεμελιωθεί στη συνέχεια με το Σωκράτη και τον Πλάτωνα, να διευρυνθεί με τον Αριστοτέλη και τους Στωϊκούς και να εμπλουτιστεί με τους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους και το βυζαντινό χριστιανικό πνεύμα, ώστε να καταλήξει στη σύνθεση του νεοελληνικού ηθικοφιλοσοφικού στοχασμού (Τριαντάρη –Μαρά 2004: 106 -112, 187). Επιβεβαίωση της παραπάνω παρατήρησης, αποτελεί και η ρητή αναφορά του εκδότη της Φυλλάδας του 1750 στις τέσσερις αρχαιοελληνικές αρετές (του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη) σε συνδυασμό με την πρόσληψη του Αλέξανδρου μέσα ακριβώς από την ανάγνωση της Φυλλάδας ως παραδείγματος εμπέδωσης των τεσσάρων αυτών αρετών και γενικότερα ως προτύπου ηθικής συμπεριφοράς για τον αναγνώστη (βλέπε κεφάλαιο 4.1.). Επίσης, ο Αλέξανδρος αποτέλεσε διαχρονικά πρότυπο ηγεμόνος, για Έλληνες και ξένους, από τους άμεσους διαδόχους του και επιγόνους, τον Πύρρο, τον Περσέα και το Μιθριδάτη του Πόντου, τους Ρωμαίους και μετά τους βυζαντινούς ηγέτες και αυτοκράτορες, τους Έλληνες αγωνιστές και ηγεμόνες της Τουρκοκρατίας (π.χ. Μερκούριος Μπούας, Μιχαήλ Γενναίος, ηγεμόνες Μολδοβλαχίας, Αλέξανδρος Υψηλάντης), τους βασιλιάδες της Ελλάδας Όθωνα και Κωνσταντίνο, ως το Λουβοδίκο της Γαλλίας, το Μεγάλο Πέτρο, το Ναπολέοντα - μάλιστα η διαχρονία του αλεξάνδρειου προτύπου έφτασε ως τον…Μπαράκ Ομπάμα και γενικότερα τους σύγχρονους ηγέτες μέσα από τις προτροπές του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Δημητρίου και του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου αντίστοιχα. Και πάλι, ίσως το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα έμμεσου παραλληλισμού ενός ηγεμόνα με τον Αλέξανδρο να μας το δίνει μια παράσταση της ανάληψης από το ναό του Αγίου Δημητρίου στο Βλαντίμιρ της Ρωσίας, κατά τα τέλη του 12ου αιώνα. Εκεί, πιθανό σε σχέση κλιμάκωσης, απεικονίζονται στις ανάγλυφες παραστάσεις των εξωτερικών όψεων του ναού ο βιβλικός Δαβίδ (ιδανικός ηγεμόνας και προεικόνιση του Χριστού), ο Αλέξανδρος στην παράσταση της ανάληψης (ιδανικός ηγεμόνας και επίσης, όπως διαπιστώσαμε, προεικόνιση του Χριστού ως Βασιλέα των Ουρανών, μέσω της ανάληψης) και τέλος, ο Ρώσος ηγεμόνας του πριγκιπάτου του Βλαντίμιρ, Βσέβολοντ. Έτσι, μέσω του Αλέξανδρου, ο Βσέβολοντ προσεγγίζει το Δαβίδ, επομένως παραλληλίζεται με τον ίδιο το Χριστό και καθιερώνεται ως ελέω Θεού ηγεμόνας. Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής η αξιοποίηση της μορφής του Αλέξανδρου ως διαμεσολαβητικής ανάμεσα στο Βσέβολοντ και στο Δαβίδ –Χριστό, εφόσον ευσταθεί η

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

596

προτεινόμενη ερμηνεία. Ο Αλέξανδρος δείχνει έτσι να γεφυρώνει το θνητό με το θείο, τον κόσμο του Βσέβολοντ με τον κόσμο του θείου ηγεμόνα. Η επίκληση του Αλέξανδρου ως διαμεσολαβητή στο θείο στην περίπτωση αυτή επιβεβαιώνει και το χαρακτήρα του ως αγίου, επομένως επιβεβαιώνει τον αγιοποιημένο χαρακτήρα της παράστασης της ανάληψης του Αλέξανδρου, πέρα από το συμβολισμό της κοσμικής εξουσίας. Επιπλέον, η μορφή του Αλέξανδρου εξίσου διαχρονικά καταφέρνει και διεισδύει σε διάφορα λογοτεχνικά είδη και έργα, από το διαχρονικό ψευδο-καλλισθένειο Μυθιστόρημα, τους αρχαίους ρητορικούς λόγους, προγυμνάσματα και επιγράμματα, τη μεσαιωνική αποκαλυπτική φιλολογία, επιστολογραφία, ποίηση και ακριτικό έπος, ως τα εκκλησιαστικά κείμενα της τουρκοκρατίας, τα διάφορα χρονικά και τη σύγχρονη πεζογραφία και ποίηση (βλέπε αναλυτικά κεφάλαια 2.1, 2.7, 3.2, 3.4, 4.2, 4.6.1). Είναι ομολογουμένως εντυπωσιακή αυτή η διείσδυση της μορφής του, που καταγράφεται καί στην ξένη λογοτεχνία, από τα έπη του Φιρντουσί και του Νιζάμι και τις Χίλιες και Μία Νύχτες των Περσών και των Αράβων ως τα επικά άσματα των δυτικών τροβαδούρων του μεσαίωνα και όχι μόνο (βλέπε κεφάλαια 5.5, 5.7) Ένα άλλο διαχρονικό μοτίβο είναι αυτό του Αλέξανδρου με το φίδι /δράκο, το οποίο, ξεκινώντας από τις αναφορές του Πλουτάρχου για την Ολυμπιάδα, το μύθο που κατασκεύασε ο οικογενειακός του περίγυρος, εκφράζεται στη συνέχεια καλλιτεχνικά στον καμέο του Μουσείου της Βιέννης, στα νομίσματα του Κοινού των Μακεδόνων και τα χρυσά αλεξάνδρεια μετάλλια από το Αμπουκίρ (αρχές 3ου αιώνας μ.Χ.), στις παραστάσεις των λατρευτικών αναγλύφων της ρωμαϊκής εποχής και του ψηφιδωτού από το Baalbek του Λιβάνου (αρχές 5ου αιώνα μ.Χ.) και επίσης, ρητορικά, στην αναφορά του Γρηγορίου Ναζιανζηνού. Εν τέλει, το μοτίβο αυτό βρίσκει μια εντυπωσιακή νεοελληνική μεταμόρφωση στις παραδόσεις από την Κρήτη και τη Μακεδονία, καθώς και στο θέατρο σκιών με την εξής διαφορά: ο Αλέξανδρος είναι πλέον δρακοκτόνος, ενώ έτσι απεικονίζεται και καλλιτεχνικά στο θηκάρι του σπαθιού του Εθνικού ιστορικού Μουσείου (αρχές 19ου αιώνα). Άραγε θα μπορούσε ο αρχικός συσχετισμός του Αλέξανδρου με το φίδι –δράκοντα να οφείλεται σε μια ιδιαίτερη σχέση που είχε με τους φιδόμορφους Καβείρους των μυστηρίων της Σαμοθράκης, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Φλάβιος Φιλόστρατος, καθώς αναφέρει αφιερωματική επιγραφή του Αλέξανδρου καί σε αυτούς; (βλέπε κεφάλαιο 2.1). Επίσης, οι αναφορές στην καλλιτεχνική αποτύπωση της μορφής του, αληθινές ή ανεκδοτολογικές, τόσο κατά την αρχαιότητα, όσο και στο Βυζάντιο, με τις παράλληλες απεικονίσεις, π.χ. του κολοσσιαίου Αλέξανδρου στον Άθωνα στη δυτική τέχνη, έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας διαχρονικής αρχαιολογικής φιλολογίας, ίσως της πρώτης στην ιστορία, με σημείο αναφοράς τα έργα του Αλέξανδρου.

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

597

Τέλος, διαχρονική είναι και η αντίληψη για τον Αλέξανδρο που συναρτάται με το ευμετάβλητο της τύχης, τη ματαιότητα της αναζήτησης των μεγαλείων μπροστά στο αναπόφευκτο του θανάτου, μοτίβα που ξεκινούν με την αρνητική κριτική γι’ αυτόν από εκπροσώπους του αρχαίου στωικισμού και την ιστορική καταγραφή του Αρριανού για την υποδοχή του Αλέξανδρου από τους Βραχμάνες, περνά στις παραλλαγές του Μυθιστορήματος και συνεχίζεται στο Βυζάντιο της αυτοκρατορικής ακακίας, για να κορυφωθεί τόσο στις μεταβυζαντινές παραστάσεις του Σισώη μπροστά στο λείψανο του βασιλιά, όσο και στις αναφορές της Φυλλάδας και του πρωτονεοελληνικού ποιήματος της Σεμιράμιδος. Παράλληλα, η διάχυση του μοτίβου των «δύο σπιθαμών γης», που παρατηρείται και σε άλλες λογοτεχνικές δημιουργίες, όπως η «Ομιλία του νεκρού βασιλιά» (β΄ μισό 15ου αιώνα) φανερώνει ακριβώς την όσμωση ιδεών που συντελείται διαχρονικά στο ελληνικό πνεύμα –εδώ μέσα στο πλαίσιο της λογοτεχνίας, θεολογίας και τέχνης – τεκμήριο κι αυτό της συνέχειας του ελληνισμού (βλέπε κυρίως κεφάλαια 4.1, 4.3). Μια ενδιαφέρουσα διαχρονική διάσταση του Αλέξανδρου –δημιουργός της οποίας υπήρξε ο ίδιος -είναι και αυτή του προστάτη και του συμβόλου αγώνων, αντίστασης και νίκης του ελληνισμού έναντι των εξωτερικών εχθρών σε ανατολή και δύση. Όπως διαπιστώσαμε, αυτή η διάσταση, που του αποδόθηκε από την αρχαιότητα με την εκστρατεία του κατά των Περσών, τεκμηριώνεται με τις λατρευτικές τιμές που του απέδωσαν οι πόλεις της Μικράς Ασίας για την απελευθέρωσή τους από τον περσικό ζυγό και συνεχίζεται με την επίκλησή του στους αγώνες κατά των Ρωμαίων (Ακαρνάνας Λυκίσκος, Πύρρος, Μιθριδάτης Ευπάτωρ). Η ίδια επίκληση καταγράφηκε στο Βυζάντιο, στους αγώνες εναντίον των Περσών, Αράβων, Λατίνων, Βουλγάρων, Σελτζούκων και Οθωμανών Τούρκων, διαμορφώνοντας το χαρακτήρα του νικητή σε βυζαντινούς αυτοκράτορες που, σε δύσκολες στιγμές, μιμούμενοι το πρότυπό τους, έσωσαν την ελληνική χριστιανοσύνη. Η αναφορά στον Αλέξανδρο ως συμβόλου του ελληνισμού διατήρησε το κύρος της στα έργα των Ελλήνων λογίων της τουρκοκρατίας (κεφάλαια 4.2., 4.4.), στις παραστάσεις της μεταβυζαντινής ζωγραφικής («βασιλεύς Ελλήνων» στην παράσταση των τεσσάρων βασιλέων του οράματος του Δανιήλ αλλά και στις παραστάσεις του Σισώη, βλέπε κεφάλαιο 4.3.), στη λαϊκή παράδοση και στη Φυλλάδα, με την ευρύτατη διάδοση και επιρροή της. Συνέχισε μετά στον ελληνισμό της επανάστασης του 1821 εναντίον των Τούρκων, όσο και στους αγώνες κατά των Βουλγάρων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Και αργότερα, όμως, συνεχίστηκε να προβάλλεται ο Αλέξανδρος με τον ίδιο τρόπο, όπως επί Γεωργίου Παπανδρέου αλλά και στο έργο πολλών σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών, στιχουργών για την Κύπρο, για να καταλήξει η μορφή του στον «αναστημένο» Αλέξανδρο μέσα από τον κουρνιαχτό που σηκώθηκε από τις ανασκαφές του μνημειώδους ταφικού περιβόλου και τάφου –ηρώου της Αμφίπολης (βλέπε κεφάλαια 2.1, 2.6., 2.7., 3.3, 3.6,

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

598

4.1 - 4.5). Ο Αλέξανδρος αποτελεί αναμφισβήτητα διαχρονικό σύμβολο του μεγαλείου του ελληνισμού και του πατριωτισμού των Ελλήνων. Επιπλέον, αναρίθμητες αναφορές από την ξένη παράδοση χαρακτηρίζουν τον Αλέξανδρο ως «βασιλιά Ελλήνων», συγκεκριμένα από την εβραϊκή παράδοση, τη Συρία, τους Άραβες, την Περσία, τη λατινική γραμματεία, τη δυτική Ευρώπη, ως τις σύγχρονες φυλές των Νοχουριτών στο Τουρκμενιστάν, των Πατάν στο Αφγανιστάν και των Καλάς στο Πακιστάν. Ωστόσο, η αξιοποίηση του Αλέξανδρου για «εθνικούς σκοπούς» δεν περιορίστηκε μόνο στον ελληνισμό: όπως φαίνεται, συμβολικά η μορφή του έγινε αντικείμενο «εθνικής εκμετάλλευσης» και προβολής και για τους Εβραίους, τους Σύρους, τους Πέρσες, τους Ιρακινούς, ως τους σύγχρονους κατοίκους των Σκοπίων, στους οποίους, βέβαια, η διάσταση της ψευδο-εθνικής «αξιοποίησης» οδήγησε στην υφαρπαγή του ελληνικού πολιτισμού και ταυτότητας με το γενικευμένο σφετερισμό της ονομασίας «Μακεδονία» και της αρχαίας και μεσαιωνικής ελληνικής ιστορίας και μάλιστα με αλυτρωτικές βλέψεις για δημιουργία «Μεγάλης Μακεδονίας» με ελληνικά εδάφη της ιστορικής Μακεδονίας705. Είναι επίσης εντυπωσιακοί οι παραλληλισμοί που μπορούν να γίνουν μεταξύ παραδόσεων που απαντώνται στην Ελλάδα με αντίστοιχες σε άλλες χώρες, πολλές φορές πολύ μακριά. Έτσι, ο μαγικός Αλέξανδρος της ευγονίας συναντάται στους Φιλίππους της Μακεδονίας, απαντάται όμως και στους Ισκανταρί του κακοτράχαλου Παμίρ. Το ίδιο ισχύει και με το μοτίβο του Αλέξανδρου –κτίστη και των τοπωνυμίων: εκτός από την Ελλάδα, απαντάται σε ένα ευρύτατο γεωγραφικό φάσμα, από την Ινδονησία, το Παμίρ, το Πακιστάν, το Ιράν, το Ιράκ, τη Ρουμανία ως τις δυτικές αραβικές παραδόσεις της περιοχής του Γιβραλτάρ. Τεκμηριώνεται έτσι ένα βασικό στοιχείο της οικουμενικότητας του ελληνικού πολιτισμού, αυτό της ίδιας της μορφής του Αλέξανδρου: πράγματι, ο αρχαίος Έλλην βασιλιάς αποτέλεσε οικουμενικό πρότυπο ηγεμόνος, όχι μόνο για τους λατίνους αυτοκράτορες της Ρώμης, αλλά -όπως τεκμηριώνεται από τις αναφορές αυτής της μελέτης - και για τους δυτικούς βασιλιάδες και τους Άραβες χαλίφηδες του μεσαίωνα, τους μεταγενέστερους ηγεμόνες της Δύσης και της Ρωσίας, τους ηγεμόνες της Ινδίας. Για το ιστορικό μακεδονικό ζήτημα και τη σύγχρονη εκδοχή του – δηλαδή την προπαγάνδα και τον αλυτρωτισμός των Σκοπίων – βλέπε Μαρία Νυσταζοπούλου –Πελεκίδου, «Το Μακεδονικό Ζήτημα», εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993, Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος, «Το Μακεδονικό Ζήτημα», εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1993, «Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο –διεπιστημονικές προσεγγίσεις», συλλογικό έργο, επιμέλεια Ι. Στεφανίδης, Β. Βλασίδης, Ε. Κωφός, -Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα -εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Μάιος 2008, «Μακεδονισμός –ο Ιμπεριαλισμός των Σκοπίων 1944-2006», συλλογικό έργο, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών /εκδόσεις Έφεσος, Αθήνα, 2007, Νικόλαος Ι. Μέρτζος, «Τα Σκόπια και οι Άλλοι», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 2013. 705

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

599

Μάλιστα, όπως είδαμε, είναι ακριβώς ο βυζαντινός Αλέξανδρος αυτός που αποτέλεσε ένα βασικό στοιχείο της οικουμενικότητας του μεσαιωνικού ελληνισμού, με τη μορφή του να εξαπλώνεται σε δύση και ανατολή ως διακοσμητικό μοτίβο σε πολύτιμα δώρα της βυζαντινής διπλωματίας και με τις παραστάσεις της ανάληψης να κοσμούν τους καθεδρικούς ναούς της Δύσης και τις ορθόδοξες εκκλησίες της Ρωσίας και της Γεωργίας. Ένα άλλο παράδειγμα οικουμενικότητας της μορφής του είναι η εικονογραφική καταγραφή του ως κερασφόρου στην πόρπη από τους τάφους των Κουσάν (1ος π.Χ. -1ος μ.Χ. αιώνας), στο Κοράνι του Ισλάμ, στην τοιχογραφία από το Τερμέζ της Περσίας, στα αραβικά νομίσματα της Ανδαλουσίας και του Μαρόκου (8 ος αιώνας). Επιπλέον, το Μυθιστόρημα αποτέλεσε γονιμοποιό υλικό για πολλές διαπολιτισμικές επαφές μεγάλης ευρύτητας που αποτυπώθηκαν και στη λογοτεχνία. Η Juanno παρατηρεί πως η κυκλοφορία του κατά το μεσαίωνα απέδειξε τη ρευστότητα των γλωσικών και πολιτιστικών συνόρων του μεσαίωνα, αν και η οπτική ήταν διαφορετική μεταξύ ελληνικού κόσμου και Δύσης: στο μεσαιωνικό ελληνισμό ο Αλέξανδρος του Μυθιστορήματος είναι πάνω απ’ όλα ήρως –βασιλεύς, ενώ στη Δύση τονίζεται η διάθεσή του για υπέρβαση των ορίων και η αλαζονική του φύση706. Γεγονός είναι ότι το ψευδο-καλλισθένειο Μυθιστόρημα παρέμεινε το βασικό όχημα της οικουμενικής διάστασης του Αλέξανδρου, με τις αναρίθμητες επιδράσεις του, μεταφράσεις και παραλλαγές του σε ολόκληρο το μεσαιωνικό κόσμο, από τη μακρινή Ανατολή ως τη Δύση. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ο Μητσάκης σημειώνει γι’ αυτό πως αποτελεί ό,τι ο Krumbacher ανέφερε για τα ομηρικά έπη, δηλαδή το «ουδέποτε παραδοθέν σχολικό βιβλίο του ελληνικού έθνους» (Μητσάκης 2007: 59). Αυτή η οικουμενική διάσταση του Αλέξανδρου από την αρχαιότητα ήδη, έδωσε ένα παράγωγο αντίληψης που αποτέλεσε συστατικό στοιχείο και της σύγχρονης δυτικής κοσμοθεωρίας: την προβολή της προσωπικότητας και της αξίας του ενός, τη δυνατότητα εκπλήρωσης των ατομικών επιδιώξεων του καθενός, καθώς και τη συνακόλουθη ελευθερία κινήσεων που αυτή προϋποθέτει: ο αρχαίος πόθος του Μακεδόνα βασιλιά έγινε πρότυπο εκπλήρωσης των προσωπικών πόθων αρχικά των ηγεμόνων, Διαδόχων, Ρωμαίων, Βυζαντινών, Ευρωπαίων, ενώ στις μέρες μας, με την παγκοσμιοποίηση της μορφής του, αποτελεί και πρότυπο εκπλήρωσης των προσωπικών πόθων του καθενός. Η Τροφίμοβα, ανακεφαλαιώνοντας τη σύγχρονη έρευνα για τον Αλέξανδρο, παρατηρεί πως ο 19ος και 20ος αιώνας υπήρξαν η πραγματική εποχή του Αλέξανδρου, η εποχή που το ενδιαφέρον γι’ αυτόν μετατράπηκε σε μια νέα «αλεξανδρολατρία» και ο ίδιος σε παγκόσμιο ήρωα, ή, όπως σημειώσε ο Alfred Heuss, ένα κύπελλο που ο καθένας γεμίζει με το δικό του κρασί (Trofimova 2012 706

Juanno 2015 (2002): 728-729.

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

600

A: 4). Ο γιατρός και ανθρωπιστής Στέφανος Τσβάιχ σημειώνει: «Πάντα το άτομο είναι εκείνο, που εισάγει την ανεξαρτησία στον κόσμο και τον εαυτό του. Γιατί κάθε ελεύθερο πνεύμα είναι και ένας Αλέξανδρος: κατακτάει θυελλωδώς όλες τις χώρες και όλα τα βασίλεια, δεν έχει όμως κληρονόμους» (Ασωνίτης 2008: 20). Ο πίνακας β΄ που ακολουθεί το κύριο σώμα του κειμένου, συνοψίζει τις καταγραφές αυτής της μελέτης ως προς τα διαχρονικά μοτίβα και αναφορές του Αλέξανδρου. Βέβαια ο πίνακας δε συμπεριλαμβάνει όλα τα μοτίβα του Αλέξανδρου, για παράδειγμα απουσιάζει το μοτίβο του Αλέξανδρου –εξερευνητή, του Αλέξανδρου – κυνηγού ή το μοτίβο της τύχης του Αλέξανδρου. Ωστόσο είναι χρήσιμο να διαπιστώσει κανείς πως τελικά είναι αρκετές οι σταθερές του τρόπου πρόσληψης του Αλέξανδρου από εποχή σε εποχή, από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο και από το μεσαίωνα στη Νεότερη Ελλάδα και στη σύγχρονη εποχή, έστω και αν το νόημα κάποιων αλεξάνδρειων μοτίβων μπορεί να διαφέρει (για παράδειγμα αλλιώς προσλαμβάνονταν η απεικόνιση του κερασφόρου Αλέξανδρου στα νομίσματα του Λυσίμαχου κι αλλιώς στο εκατόδραχμο του 1991). Το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα είναι πως τελικά ο ίδιος ο Αλέξανδρος, με τις ενέργειες και τη δράση του, υπήρξε ο δημιουργός όλων σχεδόν των μοτίβων μνήμης του που καταγράφηκαν στη συνέχεια μεταξύ των Ελλήνων και άλλων λαών, μέχρι και σήμερα. Ο μύθος του Αλέξανδρου κτίστηκε πάνω στις πράξεις του, με αποτέλεσμα, καί με αυτό το κριτήριο, ο Αλέξανδρος να παραμένει ζωντανός ως σήμερα, κερδίζοντας την πολυπόθητη αθανασία. Γιατί σήμερα ο Αλέξανδρος; Εν τέλει, ένα ερώτημα που θα προέκυπτε μέσα από την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου είναι το εξής: τι έχει να μας πει σήμερα ο Αλέξανδρος; Πέρα από την τεκμηρίωση της διαχρονικής σημασίας του για τον ελληνισμό και την οικουμενικότητά του, πέρα από τη συμβολή του στην απόδειξη της ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, και την καθοριστική συμβολή του στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, τι θα μας έλεγε η μορφή του, η ιστορία και ο μύθος του σήμερα, στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και των δυσεπίλυτων προβλημάτων; Σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο θα μας έλεγε καταρχάς το πόσο σημαντική είναι η διατήρηση των παραδόσεων και της ιδιοπροσωπίας του ελληνισμού, μια στάση ζωής που επέτρεψε την ως σήμερα επιβίωση των Ελλήνων ως έθνος. Θα μας αποδείκνυε, μέσα από το δικό του παράδειγμα, καθώς και του πατέρα του, το πόσο σημαντικό είναι να είναι οι Έλληνες ενωμένοι και πόσα πολλά έτσι μπορούν να πετύχουν, έστω και «πλην Λακεδαιμονίων». Σε ατομικό επίπεδο, θα μας δίδασκε τι σημαίνει να έχει κάποιος ξεκάθαρη στοχοθεσία και όνειρα και να προσπαθεί να τα εκπληρώσει με πολύ κόπο και δουλειά, όντας καλά προετοιμασμένος για το σκοπό αυτόν. Θα μας μετέφερε

Philosophia Ancilla/ Academica V

Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ελληνισμού

601

πρότυπα επιμονής, θάρρους και αγωνιστικότητας, ακατάβλητης στην περίπτωσή του, για όποιο σκοπό έχει ο καθένας μας. Θα μας διακήρυττε την αξία της αριστείας, που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος μας, μια αριστεία, που για τον ίδιο αποτελούσε υπέρτατο πρότυπο - έχοντας για ίνδαλμα έναν Αχιλλέα - και ταυτόχρονα καθημερινή επιδίωξη. Θα μας μιλούσε για τη σημασία της μεγαλοψυχίας, της ευσέβειας απέναντι στο Θεό, του σεβασμού στους γονείς και δασκάλους. Θα αποτελούσε, ιδιαίτερα η μυθική μορφή του, που ξεπέρασε την ιστορική, πρότυπο διαμόρφωσης ενός σύγχρονου χρηστού ηγέτη (πρωθυπουργού, προέδρου, πολιτικού εν γένει), που με αίσθημα ευθύνης υπηρετεί και καθοδηγεί το λαό, ο οποίος δημοκρατικά τον εξέλεξε. Άλλωστε, ήδη διαπιστώσαμε το πόσο θετικά λειτούργησε το αλεξάνδρειο πρότυπο για τις πράξεις των αυτοκρατόρων του μεσαιωνικού ελληνισμού, πράξεις σωτήριες για την ύπαρξή του. Αλλά, ακόμα κι αν δεν προκύψει –τηρουμένων των σύγχρονων αναλογιών – κάποιος «νέος Αλέξανδρος» στην πολιτική σφαίρα του ελληνισμού, δεν έχουμε τεράστιο όφελος ως κοινωνία από τα διδάγματα που μας δίνει ο λαϊκός και συλλογικά διαμορφωμένος ανά τους αιώνες Αλέξανδρος; Αν ο καθένας από εμάς στον τομέα του προσπαθήσει να πιάσει κάτι, έστω, από το μεγαλείο του αρχαίου βασιλιά μας, στη βάση των αξιών που δημιούργησε και των αρετών του, αν καταφέρουμε μέσα από το εκπαιδευτικό μας σύστημα να βγάλουμε αρκετούς «μικρούς Μεγαλέξανδρους» -για να δανειστώ τα λόγια του ποιητή μας – δε θα έχουμε πετύχει ως σύγχρονος ελληνισμός; Αν η Ελλάδα μπολιαστεί σήμερα με αρκετούς μικρούς Αλέξανδρους και Αλεξάνδρες, θα έχει κάνει το πρώτο και μεγάλο βήμα για πρόοδο και προκοπή. Όμως ο Αλέξανδρος κατακρίθηκε από τους πιστούς του Μακεδόνες και τους υπόλοιπους Έλληνες, διότι φόρεσε την περσική Τιάρα, έβαλε Πέρσες στο στρατό και στη διοίκησή του, ζήτησε να τον προσκυνούν ως ανατολίτη ηγεμόνα. Ακόμη, παντρεύτηκε ο ίδιος ξένες γυναίκες και πάντρεψε και τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του αντίστοιχα. Ξένα, όλα αυτά για τα ελληνικά ήθη και έθιμα της εποχής; Κι όμως! Αυτό που ανέκαθεν χαρακτήριζε τους Έλληνες ήταν η διαρκής αφομοίωση ξένων στοιχείων και η σύνθεσή τους, μαζί με τη δική τους δημιουργική πνοή, στο κράμα που ονομάζουμε ελληνισμό, με βάση πάντα την ελληνική κοσμοθεωρία, την ελληνική γλώσσα και πνεύμα. Αυτό ακριβώς έκανε κι ο Αλέξανδρος: προσπάθησε να παντρέψει την ομηρικού τύπου βασιλεία της Μακεδονίας με την ανατολική δεσποτεία, ανταποκρινόμενος στις νέες, οικουμενικές διαστάσεις που λάμβανε το κράτος του. Έκτισε παντού ελληνίδες πόλεις, διέταξε να μάθουν οι νέοι Πέρσες ελληνικά και ταυτόχρονα τους έδωσε θέσεις στο στρατό του και θυσίασε στους θεούς τους. Κανείς δεν ξέρει πόσο πιο ισχυρός και βαθύς θα γινόταν ο εξελληνισμός της ανατολής, πόσο πιο ευρύς θα ήταν ο ελληνιστικός πολιτισμός, αν ζούσε περισσότερα χρόνια ο Αλέξανδρος. Εκείνο πάντως που γίνεται αντιληπτό, είναι πως και στα σχέδιά του αυτά

Δημήτριος Κ. Κουγιουμτζόγλου

602

για συγκερασμό Δύσης και Ανατολής ο Αλέξανδρος εξέφρασε άριστα, όσο κανείς άλλος, την ιδιότητα του ελληνικού. Συνοψίζοντας, η καθολικότητα της μορφής του Μακεδόνα βασιλιά στο πλαίσιο του ελληνισμού υπήρξε διαχρονική: η καλλιτεχνική απόδοση της μορφής του στην αρχαιότητα έγινε η νέα εκδοχή του κούρου και του ιδανικού ηγέτη, στο Βυζάντιο εξεικόνισε το βυζαντινό αυτοκράτορα και προεικόνισε το Χριστό, στη νεότερη Ελλάδα εξέφρασε τη λεβεντιά, τον πατριωτισμό και τη σύνδεση με το ένδοξο παρελθόν των Ελλήνων. Ο Αλέξανδρος στην αρχαιότητα έγινε ο Νέος Αχιλλέας, ο Νέος Ηρακλής, κεραυνοφόρος και «13ος θεός», τελευταία άμυνα του παγανισμού έναντι του χριστιανισμού. Επιπλέον, διαχρονικά στάθηκε ως προστάτης - ήρωας και φύλακας – άγιος του λαού, βασικό μοτίβο των παραδόσεών του, δρακοντιάδης και δρακοκτόνος, σύμβολο της αθανασίας αλλά και –μέσα από μια αντίθετη, φιλοσοφική και χριστιανική οπτική - της ματαιότητας των μεγαλείων έναντι του αναπόφευκτου θανάτου. Παράλληλα, υπήρξε σημείο αναφοράς στην ελληνική αρετολογία από την αρχαιότητα ως σήμερα και προβλήθηκε ως διαχρονικό πρότυπο των Ελλήνων ηγετών αλλά και γενικότερα ως πρωταγωνιστής του ελληνισμού, αρχαίου, μεσαιωνικού και νεότερου. Η ιστορία του έγινε το πρώτο μυθιστόρημα στην παγκόσμια λογοτεχνία, με διασκευές και μεταφράσεις αντάξιες ενός οικουμενικού βασιλιά. Με τα κριτήρια και την οπτική του 21ου αιώνα, μπορούμε να πούμε πως τέσσερις υπήρξαν οι «παγκόσμιοι» αρχαίοι Έλληνες: ο Όμηρος (και μέσω αυτού οι ομηρικοί ήρωες και θεοί), ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και ο Αλέξανδρος. Από αυτούς, ο πρώτος κωδικοποίησε την αρχαιότατη μυκηναϊκή παράδοση του ηρωικού έπους, δίνοντάς μας το πρώτο ευρωπαϊκό λογοτέχνημα, το έργο που αποτέλεσε διαχρονικό κτήμα ελληνικής παιδείας εντός και εκτός των ορίων του ελληνισμού. Ο δεύτερος και ο τρίτος αντιπροσωπεύουν μια κορυφαία προσφορά του ελληνικού πνεύματος στην ανθρωπότητα, τη φιλοσοφία και η σκέψη τους αποτέλεσε θεμέλιο λίθο για τις περισσότερες πνευματικές κατακτήσεις της ανθρωπότητας. Από τους τέσσερις παγκόσμιους Έλληνες είναι μόνο ο Αλέξανδρος αυτός που έγινε γνωστός και επηρέασε την πορεία της ανθρωπότητας τόσο με τις πράξεις του όσο και με το όραμά του και βέβαια ο άνθρωπος αυτός γαλουχήθηκε με το ομηρικό πνεύμα της Ιλιάδας και τη διδασκαλία του Αριστοτέλη. Δε νομίζω να υπάρχει μεγαλύτερο παράδειγμα για τη δυναμική της ελληνικής παιδείας από τον Αλέξανδρο κι αυτό είναι το τελευταίο και σπουδαιότερο δίδαγμα που οφείλουμε να κρατήσουμε από την ιστορία του.

Philosophia Ancilla/ Academica V

603 ΠΙΝΑΚΕΣ –ΧΑΡΤΕΣ ΠΙΝΑΚΑΣ A΄ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Αλέξανδρος –Ηρακλής με λεοντή

ΤΕΚΜΗΡΙΑ κεφαλές Αθηνών, τέλη 4ου –αρχές 3ου αι. π.Χ., κεφαλή Βοστώνης (;) τέλος 4ου αι. π.Χ., μικρογραφική ελεφαντοστέϊνη κεφαλή από Τατζικιστάν, 3ος αι. π.Χ., αργυρά 4δραχμα Αγαθοκλέους Βακτρίας 185-170 π.Χ., κεφαλή Εφέσου, 1ος μ.Χ., νομίσματα Αλεξάνδρειας Κιλικίας 2ος αι. π.Χ. κ.ε., χάλκινα νομίσματα Αιγών Κιλικίας 217 μ.Χ. κ.ε., νομίσματα 32 πόλεων στην Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου 325 π.Χ. -165 μ.Χ., χάλκινα νομίσματα Απολλωνίας της Πισιδίας αρχών 3ου αιώνα μ.Χ., νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ., «βαρβαρικές» απομιμήσεις Θρακών, Κελτων, Αράβων 3ου -1ου π.Χ., χρυσά μετάλλια Ταρσού αρχών 3ου αι.μ.Χ., περικεχαραγμένο ρωμαϊκό μετάλλιο β΄ μισού 4ου αι. μ.Χ., χάλκινο μετάλλιο από Ρώμη 4ου -5ου αι. μ.Χ.

Αλέξανδρος –Ηρακλής –Άμμων (λεοντή και κέρατα)

σαρκοφάγος του Αλέξανδρου τέλους 4ου αι. π.Χ., χρυσό δαχτυλίδι τέλους 4ου αι. π.Χ. (Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης), χρυσό μετάλλιο Ταρσού αρχών 3ου αι.μ.Χ.

Αλέξανδρος κερασφόρος –Άμμων

χάλκινα νομίσματα Πτολεμαίου Α΄ 315 π.Χ., νομίσματα Λέσβου τέλη 4ου π.Χ. (;), δαχτυλιόλιθος μουσείου Ashmolean τέλη 4ου π.Χ., ασημένιες δραχμές και τετράδραχμα Λυσιμάχου 297 - 281 π.Χ., πήλινο ειδώλιο δορυφόρου από οίκο “Christies” 3ου αι. π.Χ., μακεδονικά ρωμαϊκά αργυρά 4δραχμα 90 -70 π.Χ., χρυσά μετάλλια Αμπουκίρ Αιγύπτου αρχών 3ου αι. μ.Χ., νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ., χρυσό περίαπτο 3ου -4ου αι. μ.Χ. (Βαλτιμόρη), περικεχαραγμένο ρωμαϊκό μετάλλιο β΄ μισού 4ου αι. μ.Χ.

Αλέξανδρος –Άμμων + κυρίαρχος Ινδίας –Ασίας με κέρατα Άμμωνα και χαυλιόδοντες ελέφαντα

χρυσό μετάλλιο Mir Zakah 325-323 π.Χ. (;), ασημένια 4δραχμα Πτολεμαίου Α΄ 320 π.Χ., χρυσοί στατἠρες Πτολεμαίου Α΄ 315 π.Χ., κεφαλή μουσείου Κοπεγχάγης (ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνιστικού πρωτότυπου)

Αλέξανδρος - Διόνυσος

Απουλικός αμφορέας 330 π.Χ., νομίσματα Πτολεμαίου Α΄ 315 π.Χ. (με μίτρα –ταινία Διονύσου + κέρατα Άμμωνα, δορά ελέφαντα), ζωγραφικός πίνακας του Απελλή με πορεία Αλεξάνδρου –Διονύσου στην Καρμανία –παραγγελία Πτολεμαίου, πίνακας Πρωτογένη (με Πάνα), άγαλμα Αλέξανδρου με κισσό σε πομπή γιορτής Πτολεμαίων 275-274 π.Χ.

604

Αλέξανδρος –Ταύρος (Διόνυσος) με μικρά κέρατα

ασημένια νομίσματα Σελεύκου (301 π.Χ.;), κεφαλή Ταρσού Κιλικίας 1ου αι. μ.Χ.

Αλέξανδρος –Ήλιος

πήλινο ανάγλυφο αγγείου από Αμισό Πόντου (3ος -2ος π.Χ.), ελληνιστικά ορειχάλκινα αγαλματίδια Αλεξάνδρειας, περικεχαραγμένο ρωμαϊκό μετάλλιο β΄ μισού 4ου αι. μ.Χ.

Αλέξανδρος κεραυνοφόρος

πίνακας Απελλή σε ναό Αρτέμιδος Εφέσου (Κούρτιος Ρούφος, Πλίνιος), ασημένιο 10δραχμο Βαβυλώνας, 325-323 π.Χ., χρυσοί στατήρες Πτολεμαίου Α΄ 305-298 π.Χ., ως Αιγίοχος σε «πετράδι του Νείσου» 3ου αι. π.Χ., άγαλμα σε ιερό Διός Ολυμπίας (;) Παυσανίας), τοιχογραφία οικίας Vetii Πομπηίας 1ου αι. μ.Χ., νομίσματα Νίκαιας Βιθυνίας 181-184 μ.Χ. και 222-235 μ.Χ, αναφορές Πολύβιου

Αλέξανδρος -Δίας:

→ πίνακας Απελλή σε Έφεσο, άγαλμα σε Κόρινθο από ανώνυμο Έλληνα το 44 π.Χ.

Αλέξανδρος – Παν με μικρά κέρατα

άγαλμα Πέλλας, πρώιμη ελληνιστική εποχή

Αλέξανδρος –Αχιλλέας

Αλέξανδρος «Ροντανίνι» ρωμαϊκό αντίγραφο υστεροκλασικού πρωτοτύπου (;)

Αλέξανδρος με δορά ελέφαντα (κατακτητής της Ασίας)

χάλκινα νομίσματα Πτολεμαίου Α΄ 315 π.Χ. (+ Αιγίδα), χρυσοί στατήρες Αγαθοκλέους Συρακουσών 310 π.Χ., χρυσά και χάλκινα νομίσματα Σελεύκου 302-298 π.Χ., νομίσματα Πτολεμαίου Ε΄ (205-180 π.Χ.), ορειχάλκινο αγαλματίδιο Μητροπολιτικού Μουσείου Νέας Υόρκης → χρυσό άγαλμα Αλεξάνδρου σε άρμα με ελέφαντες σε πομπή γιορτής Πτολεμαίων 275-274 π.Χ. (Καλλίξεινος ο Ρόδιος)

Αλέξανδρος ως κατακτητής της Ασίας:

οφιογενής Αλέξανδρος (με φίδι /δράκοντα)

καμέος ελληνιστικών χρόνων Βιέννης, νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ., ψηφιδωτό Baalbek Λιβάνου τέλους 4ου –αρχές 5ου μ.Χ.

Αλέξανδρος διαδηματοφόρος

ασημένιες δραχμές και τετράδραχμα Λυσιμάχου 297 - 281 π.Χ. (+κέρατα Άμμωνα), άγαλμα Αλεξάνδρειας (ελληνιστική εποχή), άγαλμα Μαγνησίας Μ. Ασίας 3ος αι. π.Χ., καμέο από σαρδώνυχα Αλεξάνδρειας (Ερμιτάζ) 3ου αι. π.Χ., κεφαλή από Ερμούπολη Αιγύπτου (Princepton) 3ου αι. π.Χ., νομίσματα Αλεξάνδρειας Κιλικίας, χάλκινα νομίσματα Αιγών Κιλικίας 1ου -3ου αι. μ.Χ., νομίσματα Νίκαιας Βιθυνίας 181-184 μ.Χ. και 222-235 μ.Χ., χάλκινα νομίσματα Γέρασας Δεκαπόλεως (τέλη

605 2ου –αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.), νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ., χρυσά μετάλλια Ταρσού αρχών 3ου αι. μ.Χ., χρυσά μετάλλια Αμπουκίρ Αιγύπτου αρχών 3ου αι. μ.Χ., κεφαλή από Tivoli ρωμαϊκών χρόνων, περικεχαραγμένο ρωμαϊκό μετάλλιο β΄ μισού 4ου αι. μ.Χ., χάλκινο μετάλλιο από Ρώμη 4ου -5ου αι. μ.Χ.

Αλέξανδρος δορυφόρος

σε τύπο Ρωμαίου στρατηγού:

ορειχάλκινο πρωτότυπο έργο Λυσίππου, άγαλμα Μαγνησίας Μ. Ασίας 3ος αι. π.Χ., μπρούτζινο ελληνιστικό αγαλματίδιο Λούβρου, μπρούτζινο ρωμαϊκό αγαλματίδιο Πάρμας, ανάγλυφο σε Μύρα Λυκίας, αγάλματα Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθήνας, ασημένιο 10δραχμο Βαβυλώνας 325-323 π.Χ. (;), τοιχογραφία οικίας Πομπηίας 1ου αι. μ.Χ., νομίσματα Νίκαιας Βιθυνίας 181-184 μ.Χ. και 222-235 μ.Χ, νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ., λατρευτικά ανάγλυφα Σκοπού και Κάτω Κλεινών Φλώρινας 3ου αι. μ.Χ., κ.α. → ορειχάλκινα αγαλματίδια Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών

Αλέξανδρος Αιγίοχος και δορυφόρος

Πετράδι του Νείσου (ως αιγίοχος), χρυσοί στατήρες Πτολεμαίου Α΄ 305-298 π.Χ. (σε άρμα με ελέφαντες μόνο ως αιγίοχος), τοιχογραφία από Kom Madi Αιγύπτου (;) τέλη 2ου αι. π.Χ., ειδώλιο Βρετανικού Μουσείου και 16 άλλα παραδείγματα (πολλά από Αίγυπτο), υστεροελληνιστικές πήλινες προτομές Θεσσαλονίκης (αιγίοχος), αναφορές Πολύβιου

Αλέξανδρος δορυφόρος και κεραυνοφόρος

ασημένιο 10δραχμο Βαβυλώνας, 325-323 π.Χ. (;), νομίσματα Νίκαιας Βιθυνίας 181-184 μ.Χ. και 222-235 μ.Χ.

έφιππος Αλέξανδρος

ορειχάλκινος έφιππος πολεμιστής σε μάχη Γρανικού από Λύσιππο, ασημένιο 10δραχμο Βαβυλώνας 325-323 π.Χ. (σαρισοφόρος), πίνακας Απελλή σε Αρτεμίσιο Εφέσου, αφιέρωμα Ηλείων σε Ολυμπία (Παυσανίας), έφιππος Αλέξανδρος –κτίστης σε Αλεξάνδρεια (Νικόλαος από τα Μύρα), μπρούτζινος έφιππος Αλέξανδρος Βαβυλώνας (Μαλάλας), ορειχάλκινο μικρογραφικό άγαλμα από Herculaneum 1ου αι. π.Χ., μπρούτζινο ειδώλιο Μουσείου Καμπούλ, νομίσματα Αλεξάνδρειας Τρωάδας 161 – 260 μ.Χ., νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ. (καταβάλλει πεσμένο αντίπαλο), νομίσματα Σαγάλασσου Πισιδίας 268-270 μ.Χ. (επιτίθεται σε αντίπαλο), χρυσά μετάλλια Αμπουκίρ Αιγύπτου αρχών 3ου αι. μ.Χ. (καταβάλλει πεσμένο αντίπαλο), περικεχαραγμένο ρωμαϊκό μετάλλιο β΄ μισού 4ου αι. μ.Χ. (καταβάλλει πεσμένο αντίπαλο), χάλκινο μετάλλιο από Ρώμη

606 4ου -5ου αι. μ.Χ. (καταβάλλει πεσμένο αντίπαλο),

δαμασμός Βουκεφάλα

ελληνιστικό μικρογραφικό σύμπλεγμα Μουσείου Φλωρεντίας, νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ.

Αλέξανδρος –κυνηγός (με λιοντάρι ή αγριόχοιρο)

έφιππος σε τοιχογραφία τάφου Φιλίππου Βεργίνας, β΄ μισό 4ου αι. π.Χ., σύμπλεγμα Λυσίππου –Λεωχάρους σε Δελφούς (αφιέρωμα Κρατερού), έργο γλύπτη Ευθυκράτη ελληνιστικών χρόνων, ειδώλιο σε Museo Nationale di Villa Guilia τέλη 4ου αι. π.Χ., νομίσματα Καισάρειας και Ηλιούπολης αρχών 3ου αι. μ.Χ., νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ., χρυσά μετάλλια Αμπουκίρ Αιγύπτου αρχών 3ου αι. μ.Χ.

Αλέξανδρος αρματηλάτης εν δόξη

πίνακας νεκρικής άμαξας Αλεξάνδρου με Αλέξανδρο σκηπτροφόρο σε άρμα (Διόδωρος Σικελιώτης), χρυσοί στατήρες Πτολεμαίου A΄ 305-298 π.Χ. (σε άρμα με ελέφαντες), μνημείο σε Ύδασπη ποταμό (Φιλόστρατος), Αλέξανδρος με Φίλιππο σε τέθριππο - έργο του Ευφράνορα (Πλίνιος), χρυσά μετάλλια Αμπουκίρ Αιγύπτου αρχών 3ου αι. μ.Χ.

Αλέξανδρος σε μάχη

ορειχάλκινος έφιππος πολεμιστής σε μάχη Γρανικού από Λύσιππο, πίνακας Απελλή με σκηνή μάχης Γρανικού, απουλικά αγγεία Τάραντα με μάχη Ισσού 330 π.Χ., πίνακας του Αριστείδη από Θήβα μάχης με Πέρσες, πίνακας Φιλόξενου (μάχη με Δαρείο), σαρκοφάγος του Αλέξανδρου τέλος 4ου αι. π.Χ. (εναντίον Περσών), ψηφιδωτό Πομπηίας με μάχη της Ισσού τέλους 2ου αι. π.Χ., πίνακας Ελένης με μάχη της Ισσού, ασβεστολιθικό ανάγλυφο Insernia Ιταλίας 1ου αι. π.Χ. με μάχη Ισσού, μεγαρικός σκύφος μάχης Ισσού Κ. Ιταλίας 1ου αι. π.Χ., νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ. (καταβάλλει πεσμένο αντίπαλο), νομίσματα Σαγάλασσου Πισιδίας 268-270 μ.Χ. (επιτίθεται σε αντίπαλο), περικεχαραγμένο ρωμαϊκό μετάλλιο β΄ μισού 4ου αι. μ.Χ. (καταβάλλει πεσμένο αντίπαλο), χάλκινο μετάλλιο από Ρώμη 4ου -5ου αι. μ.Χ. (καταβάλλει πεσμένο αντίπαλο)

Αλέξανδρος – Κοσμοκατακτητής - Κοσμοκράτωρ

Άγαλμα Αλεξάνδρου στεφανωμένου από άγαλμα Γης σε Τυχαίο Αλεξάνδρειας (ψευδο –Λιβάνιος), ασημένιο 10δραχμο Βαβυλώνας 325-323 π.Χ., χρυσά μετάλλια Αμπουκίρ Αιγύπτου αρχών 3ου αι. μ.Χ. (ένθρονος με Νίκη και όπλα / με δόρυ ασπίδα και ζωδιακό κύκλο, με Μακεδόνες πολεμιστές), Αλέξανδρος με σφαίρα οικουμένης (αναφορά σε Ταλμούδ 4ου

607 αι. μ.Χ.)

Αλέξανδρος –νικητής (στεφανωμένος από Νίκη / με Νίκη)

ζωγραφικός πίνακας Απελλή –παραγγελία Πτολεμαίου (φόρουμ Αυγούστου), άγαλμα Αλεξάνδρου στεφανωμένου από άγαλμα Γης σε Τυχαίο Αλεξάνδρειας (ψευδο –Λιβάνιος), χρυσά μετάλλια Αμπουκίρ Αιγύπτου αρχών 3ου αι. μ.Χ. (ποικίλες παραστάσεις)

Αλέξανδρος με αττικό κράνος

χρυσά μετάλλια Αμπουκίρ Αιγύπτου αρχών 3ου αι. μ.Χ., νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ.

Αλέξανδρος με Διογένη

ανάγλυφο της Villa Albani στη Ρώμη

Αλέξανδρος εν πλω

νομίσματα Αβύδου Τρωάδας 180 -211 μ.Χ.

Αλέξανδρος –κτίστης σε ποικίλες παραστάσεις

νομίσματα Αλεξάνδρειας Τρωάδας 161-260 μ.Χ., (θυσιάζει σε Απόλλωνα –δέχεται στεφάνι από αυτόν και υπόδειξη ίδρυσης πόλης με ταυροκεφαλή), χάλκινα νομίσματα Γέρασας Δεκαπόλεως τέλη 2ου –αρχές 3ου αιώνα μ.Χ. (διαδηματοφόρος κεφαλή με επιγραφή «κτίστης»), νομίσματα Καπιτωλιάδος Δεκάπολης τέλη 2ου –αρχές 3ου μ.Χ. (προτομή με επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΓΕΝΑΡΧΗΣ) κοινό νόμισμα Καπιτωλιάδος – Αβύλων 197-209 μ.Χ. (χειραψία ιδρυτών Αλεξάνδρου –Σελεύκου), νομίσματα Σμύρνης 244-249 μ.Χ. (Αλέξανδρος κοιμώμενος και σημάδι ταυροκεφαλής)

Αλέξανδρος ως Αιγύπτιος Φαραώ –ευνοούμενος Άμμωνος -Ρα

Αιγυπτιακά ανάγλυφα ναού Άμμωνα σε Λούξορ (Αλέξανδρος με στέμμα Φαραώ και κέρατα Άμμωνα, ηλιακό δίσκο και άλλα σύμβολα)

Γάμος Αλέξανδρου –Ρωξάνης

Πίνακας Αέτιου 324 π.Χ. (Λουκιανός), πίνακας Δίωνα

Γέννηση Αλέξανδρου

ψηφιδωτό Baalbek Λιβάνου τέλους 4ου –αρχές 5ου μ.Χ.

608

ΠΙΝΑΚΑΣ Β΄: ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ ΜΝΗΜΗ →

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΩΣ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (356-323 π.Χ.)

ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ (4ος π.Χ. -4ος μ.Χ.)

ΒΥΖΑΝΤΙΟ (4ος μ.Χ. – 1461)

ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ (1461 -1922)

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ (1922 -2016)

ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΛΑΩΝ

– ΑΛΛΩΝ

συνοδευτική επιγραφή Αλεξάνδρου των αναθημάτων στον Παρθενώνα μετά το Γρανικό, απαντητική επιστολή Αλεξάνδρου σε Δαρείο μετά τη μάχη στην Ισσό (Αρριανός: Β΄.14.4), λόγος Καλλισθένη στον Αλέξανδρο (Αρριανός:Δ΄.11.7), κ.α. (βλέπε αναλυτικά υποσημείωση 10).

Γιορτή Πτολεμαίων σε Αλεξάνδρεια (275 π.Χ.), λόγος Ακαρνάνα Λυκίσκου 211 π.Χ., Μιθριδάτης Ευπάτωρ (επιγραφή Εφέσου, νομίσματα), Πολύβιος, Διόδωρος Σικελιώτης, Κούρτιος Ρούφος, Πλούταρχος, Αρριανός, Ιουστίνος, νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ., διασκευή α΄ Μυθιστορήματος

Ευσέβιος (αρχές 4ου αιώνα), Ιουλιανός, στήλη Ηράκλειου –Αλέξανδρου (7ος αι.), Αποκάλυψη ψευδο-Μεθόδιου (7ος αι.), βυζαντινό Μυθιστόρημα (διασκευή β΄, ε΄, γ΄), βυζαντινό έπος Αλέξανδρος ο Βασιλεύς (13ος αι.), σημειολογικά σε ακριτική παράδοση, αυτοκράτορας Κων/νος Θ΄ Μονομάχος (11ος αι.), Ιωάννης Μαλάλας (α΄ μισό 12ου αι.), Νικήτας Χωνιάτης (12ος – 13ος αι.), αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (13ος αι.), Θεόδωρος Μετοχίτης, Δημήτριος Κυδώνης, αυτοκράτορας Μανουήλ Η΄ Παλαιολόγος (14ος -15ος αι.), Μανουήλ Χρυσολωράς, Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, Βησσαρίων, Θεόδωρος Γαζής (15ος αι.)

Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ιωακείμ (μέσα 16ου αι.), Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (17ος αι.), Γεράσιμος Βλάχος (μέσα 17ου αι.), εγκώμιο στον Άγιο Δημήτριο ανώνυμου κληρικού (1666-1669), λαϊκό τραγούδι – χορός Ελλήνων Κων/πολης και Μακεδονίας 18ου -19ου αι., Αντώνιος Στρατηγός (1750), Ιωάννης Πρίγκος (1768), Ρήγας Βελεστινλής, επίγραμμα Γεωργίου Δοϊου (1809), Δημήτριος Γοβδελάς (1822), Ναουσαίοι επαναστάτες 1822, Αναστάσιος Παπάς, Έλληνες επαναστάτες, Κανάρης, ακρόπρωρο ναυαρχίδας Μιαούλη, «χρησμοί Αλεξάνδρου» ιερομόναχου Αθανασίου Μακεδόνα; (1845), Διονύσιος Πύρρος (1846), Γεώργιος Τερτσέτης (1846), χαλκογραφία εικόνας Αλέξανδρου Ιωάννη Κορωναίου (1849), Κων/νος Ασώπιος (1856), Λέων Μελάς (Γεροστάθης, 1858), Κων/νος

Μιλτιάδης Σπυρομίλιος (1927), Αρσινόη Παπαδοπούλου (1930), Αναστάσιος Στρατηγόπουλος (1933), «Μυθιστόρημα» Γιώργου Σεφέρη (1935), «Μέγας Αλέξανδρος» Καζαντζάκη (1937), ποίημα Κώστα Τριανταφύλλου (19421944), Δημήτριος Πετρακάκος (1944), Φώτιος Αλεβίζος (1950), Βασίλειος Καλαϊτζάκης (1953), Θανάσης Πετσάλης –Διομήδης, Γεώργιος Ρουμάνης (1958), Δηλώσεις Γ. Παπανδρέου (1964), «Μεγαλέξανδρος» Θεόδωρου Αγγελόπουλου (1980), ποίημα Σπύρου Μακρή (1997), Κυριάκος Βελόπουλος (1998), Χρήστος Σαρτζετάκης (2004), Κλαίρη Αγγελίδου (ποίημα, 2004), Κυριάκος Ζαχαρενάκης (2008), Γεωργία Γαλάνη (2010), Σαράντος Καργάκος (2014), Νίκος Κολέσης (2014), Αναστασία Ιωσηφίδου (2016), άρθρα στον τύπο Νίκου

Κοσμογραφία Αιθικού (8ος αι.), Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ (1831), Γερμανός ιστορικός Droysen, Άραβας Ισκεντέρ Αλεξανδρέττας (1888), Γερμανός βυζαντινολόγος Karl Dieterich (1904), Βρετανός ιστορικός W. Tarn (1948), Γερμανός ιστορικός H. Bengston (1991 (1968): 304-305), Βρετανός ιστορικός N.Hammond (2007/ 1989 B: 94-95), ταινία “Alexander the Great” του Robert Rossen (1956) ταινία Alexander του Όλιβερ Στόουν (2004)

609 Φρεαρίτης (1859), ιχνογράφημα Αθ. Ιατρίδη, Κων/νος Παπαρηγόπουλος (1865), Αλέξανδρος Σούτσος, παραμύθι Παρνασσού, Τσάμης Καρατάσος, Πέτρος Ζάνος, αναφορά Εδεσσαίων 1877, Μακεδόνες επαναστάτες 1878, πιάτο –παραγγελία αδερφών Καλοκαιρινού (1878), Γεώργιος Παπαγεωργίου (1880), Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Ιωάννης Σούτσος, Πυκαίος, Γ. Παπαγεωργίου (1880), Γ. Σκορδέλης (1883), Αλέξανδρος Ραγκαβής (1888), Σπυρίδων Λάμπρος (1888), Τρύφων Ευαγγελίδης (1893), Νικόλαος Πολίτης, Κων/νος Καβάφης (ποίημα «Στα 200 π.Χ.), αθηναϊκή εφημερίδα «Μέγας Αλέξανδρος» (αρχές 20ου αι.), Χαράλαμπος Αντρεάδης (1904), Περικλής Γιαννόπουλος, Κωστής Παλαμάς, σωματείο «Μέγας Αλέξανδρος», έμβλημα Μακεδονικού Κομιτάτου, μακεδονομάχος Παπα – Δράκος, έμβλημα θεσσαλονικιώτικης εφημερίδας «Μακεδονία» (3.1.1913 κ.ε.), αναφορά αθηναϊκής εφημερίδας «Σκριπ» 4.2.1913, αναφορά

Κωνσταντάρα, Τάκη Θεοδωρόπουλου, Βιστωνίτη Αναστάση, Θοδωρή Σπανέλη (2014 2015), Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος (2016), καταγεγραμμένη άποψη πολλών σύγχρονων Ελλήνων, νεοελληνικά σχολικά εγχειρίδια, ανδριάντας Ε. Μουστάκα σε Θεσσαλονίκη, πίνακες Νίκου Εγγονόπουλου, πίνακας Ιωάννη Βράνου, τραγούδι «Μεγαλέξανδρος» Ν. Μαυρουδή, τραγούδι «Πού είσαι Μεγαλέξανδρε» Χρύσανθου, Alexander Rock Opera, ελληνικά Heavy Metal συγκροτήματα Arrayan Path, Crystal Tears, Spitfire, Maraunder, Athlos, Sacred Blood, ραπ τραγούδι Αλ Ισκαντάρ ΙΙ Αρτέμη Φανουργιάκη, τραγούδι Αλεξάνδρου Έλευσις Εύας Τσάχρα, τραγούδι Αλέξανδρε ξύπνα Δ. –Κ. Μουστάκα κ.α.

610 καβαλιώτικης εφημερίδας «Νεολόγος της Μακεδονίας» 3.10.1913, πίνακες Θεόφιλου, νεοελληνικά σχολικά εγχειρίδια (Παπαρηγόπουλος 1853, 1880 κ.ε.), κέντημα Χατζάκου (1902), κ.α.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΩΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ / ΗΓΕΜΟΝΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ἡγεμών τῶν Ἑλλήνων Ἀλέξανδρος (Κοινό των Ελλήνων), απαντητική επιστολή Αλεξάνδρου σε Δαρείο (Αρριανός Β -14.4, Κούρτιος Ρούφος.)

Πτολεμαίοι, Διόδωρος Σικελιώτης (17.4), Κούρτιος Ρούφος, Αρριανός, Πλούταρχος, Ιουλιανός, παραλλαγή α΄ Μυθιστορήματος

Ιωάννης ο Χρυσόστομος (4ος αι.), Βυζαντινές διασκευές Μυθιστορήματος, Θεοδώρητος Κύρρου (α΄ μισό 5ου αι.), αποκάλυψη ψευδο-Μεθοδίου (7ος), Γεώργιος Αμαρτωλός (β΄ μισό 9ου αι.), πατριάρχης Φώτιος, Νικήτας Χωνιάτης (12ος -13ος αι.), έπος Αλέξανδρος ο βασιλεύς (αρχές 13ου αι.), Νικηφόρος Βλεμμύδης (α΄ μισό 13ου αι.), Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης Νίκαιας (α΄ μισό 13ου αι.), Δημήτριος Κυδώνης (14ος αι.), Δημήτριος Χρυσολωράς, Μανουήλ Χρυσολωράς, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός (αρχές 15ου αι.)

Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, τοιχογραφίες Μεγίστης Λαύρας / Μονής Δοχειαρίου, τοιχογραφία με Σισώη Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων, Αντώνιος Στρατηγός, Χρονογραφία ψευδο –Δωρόθεου (1570), Ματθαίος Κιγάλας (μέσα 17ου), Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ρήγας Βελεστινλής, Δημήτριος Γοβδελάς (1822), Διονύσιος Πύρρος (1834, 1846), Κων/νος Ασώπιος (1856), Λέων Μελάς (Γεροστάθης, 1858), Κων/νος Φρεαρίτης (1859), Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, Κων/νος Παπαρηγόπουλος (1865), Γ. Λαμπίσης (1882), Περικλής Γιαννόπουλος, κ.α. συγγραφείς, σχολικά εγχειρίδια

Μιλτιάδης Σπυρομίλιος (1927), Αρσινόη Παπαδοπούλου (1930), Νίκος Καζαντζάκης, Δημήτριος Πετρακάκος, Φώτιος Αλεβίζος, Γεώργιος Ρουμάνης, Μεγαλυνάριον από το Μέγα Συναξαριστή της ορθοδόξου εκκλησίας (1958), σχολικά εγχειρίδια, τοιχογραφία με Σισώη Μονής Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου, εικόνα με Σισώη Μονής Αρχαγγέλου Θάσου, Γιώργος Γεραλής, Ελένη Δικαίου, Ρίτα Τσιντίλη, Παύλος Μάτεσις, Κυριάκος Ζαχαρενάκης (2008), Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Νίκος Κολέσης (2014), Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος (2016), Alexander Rock Opera, όπερα «Φίλιππος – Αλέξανδρος» του Σαράντη Κασσάρα κ.α.

Βιβλίο Δανιήλ, Βιβλίο Μακκαβαίων, «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» Ιώσηπου, Ιστορία του Αλ Ταμπαρί (8ος -9ος), Σαχνάμε Φιρντουσί (Περσία), Αρμενικά και γεωργιανά χρονικά, Θωμάς Ακινάτης, δυτικά μεσαιωνικά χρονικά (13ος αι.), Ναπολέων, Γερμανός ιστορικός H. Bengston (1991 (1968): 304305), ταινία “Alexander the Great” του Robert Rossen (1956)

611

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΤΙΣΤΗΣ / ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ

Ίδρυση πόλεων – Αλεξανδρειών – Αλεξάνδρειας Αιγύπτου, φρουρίων, λιμανιών, εμπορικών σταθμών, προσφορά 10.000 ταλάντων για το ξαναχτίσιμο των κατεστραμμένων από τους Πέρσες ναών της Ελλάδας, μηχανικά – αποστραγγιστικά /αντιπλημμυρικά έργα, μελλοντικό πρόγραμμα έργων κ.α. (βλέπε κυρίως Αρριανό, π.χ. Ζ.21, Στράβωνα 56).

Καλλισθένης, Κλείταρχος, Πτολεμαίος, Αριστόβουλος, Πολύβιος, Στράβων, Διόδωρος Σικελιώτης, Ιούλιος Καίσαρας Γερμανικός, Κούρτιος Ρούφος, Πλούταρχος, Αρριανός, Ιουστίνος, Παυσανίας, Αθήναιος, Πλίνιος, Πολύαινος, Αμμιανός Μαρκελλίνος, Μαρκιανός Ηρακλεώτης, Λιβάνιος, Ιουλιανός, νομίσματα Αλεξάνδρειας Τρωάδας, Γέρασας Ιορδανίας, Απολλωνίας Πισιδίας, Καπιτωλιάδας, Σμύρνης, ψευδο-καλλισθένειο Μυθιστόρημα (παραλλαγή α΄)

Βυζαντινές διασκευές Μυθιστορήματος, Αλεξανδρινό Χρονικό (5ος αι.), Πασχάλιο Χρονικό (628 μ.Χ.), Νικόλαος από τα Μύρα, παράδοση Στρατηγείου Κων/πολης, Δοράς Μεσοποταμίας (Μαλάλας, Πασχάλιο Χρονικό), Μιχαήλ Ψελλός, έπος Αλέξανδρος ο Βασιλεύς (13ος αι.), Θεόδωρος Μετοχίτης, Νικηφόρος Γρηγοράς (α΄ μισό 14ου αιώνα), παράδοση «παχνιού Βουκεφάλα» σε Φιλίππους

Πανελλήνιες λαϊκές παραδόσεις – τοπωνύμια (κεφ. 4.5.), Ματθαίος Κιγάλας (μέσα 17ου), Φυλλάδα /Ριμάδα Αλέξανδρου Μακεδόνος, Ρήγας Βελεστινλής στο μονόφυλλο, Νικόδημος Αγιορείτης (1801), Δανιήλ Φιλιππίδης (1816), Μαργαρίτης Δημίτσας (1874), Αλέξανδρος Ραγκαβής (1888), Ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος» Αθήνας κ.α.

Χρήστος Σαρτζετάκης (2004), Γεωργία Γαλάνη (2010), Νίκος Κολέσης (2014), Σαράντος Καργάκος (2014) κ.α. Νεοέλληνες συγγραφείς, σχολικά εγχειρίδια

Δυτικές αραβικές παραδόσεις, Τελ Τζαμέλ στο Ιράκ, κάστρο Ντερμπέντ Νταγκεστάν, τοπωνύμια σε Ιράν, Τατζικιστάν, ΒΔ Ινδίες, Παμίρ, Ιστορία του Αλ Ταμπαρί (8ος -9ος), Εσκεντάρναμε Νιζάμι, Περσία (12ος), Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, Γερμανός ιστορικός Droysen, Βρετανός ιστορικός W. Tarn κ.α. ιστορικοί, τραγούδι Alexandria των Camelot, ταινία Alexander του Όλιβερ Στόουν (2004)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΣΜΟΚΡΑΤΩΡ

Λόγος Αλέξανδρου σε Μακεδόνες (Ύφασης ποταμός, Αρριανός, Ε΄, 26. 12), υποδοχή ξένων πρεσβευτών καθ’ οδόν για Βαβυλώνα («γῆς ἁπάσης καί θαλάσσης κύριος», Αρριανός: Ζ΄.15.4-5)

Ζωγραφική παράσταση Αλεξάνδρου με σκήπτρο σε άρμα και συνοδευτικοί πίνακες από την ταφική άμαξα του Αλέξανδρου 323-321 π.Χ. (Διόδωρος Σικελιώτης), Αισχίνης (Κατά Κτησιφώντος), επίγραμμα Αδδαίου Μακεδόνα (τέλη 4ου π.Χ.;), λοιπές αναφορές Διοδώρου Σικελιώτη, ανάγλυφο «ασπίδας Chigi», Τίτος Λίβιος, Δίων Χρυσόστομος, Πλούταρχος, Αρριανός, Ιουστίνος, Ψευδο-καλλισθένειο Μυθιστόρημα, (προφορική / γραπτή παράδοση, α΄ παραλλαγή), χρυσό μετάλλιο από Αμπουκίρ, Αλέξανδρος με σφαίρα οικουμένης (αναφορά Ταλμούδ, 4ος αι. μ.Χ.), Ιμέριος (προγυμνάσματα) κ.α.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός (4ος αι.), βυζαντινές διασκευές Μυθιστορήματος, αποκάλυψη ψευδοΜεθοδίου (7ος), Κεδρηνός (11ος αι.), Μιχαήλ Ψελλός (11ος αι.), Κων/νος Μανασσής (α΄ μισό 12ου αι.), , Δημώδης Παγκόσμια Ιστορία (12ος αι.), Νικήτας Χωνιάτης (αρχές 13ου αι.), παραστάσεις ανάληψης του Αλέξανδρου, έπος Αλέξανδρος ο βασιλεύς (αρχές 13ου αι.), Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης Νίκαιας (α΄ μισό 13ου αι.), έπος Διγενή Ακρίτη (διασκευή

Τζανέ Κορωναίος (1519), Χειρόγραφο Μυθιστορήματος Βιέννης (16ος αι.), Λαυρεντινός Κώδικας Μυθιστορήματος (16ος αι.), Ιωαννίκιος Καρτάνος (1536), Σταυρινός Βεστιάρης (τέλη 16ου αι.), Ματθαίος Κιγάλας (μέσα 17ου), Μπουνιαλής Μαρίνος Τζάνε (1669-1677), Φυλλάδα-Ριμάδα, λαϊκό τραγούδι – χορός Ελλήνων Κων/πολης και Μακεδονίας 18ου -19ου αι., Δανιήλ Φιλιππίδης (1816), Περικλής

Ωδή «Μέγας Αλέξανδρος» Καζαντζάκη (1937), «Μεγαλέξανδρος» Θεόδωρου Αγγελόπουλου (1980), Κυριάκος Ζαχαρενάκης (2008), Γεωργία Γαλάνη (2010), Νίκος Κολέσης (2014), Σαράντος Καργάκος (2014) κ.α. Νεοέλληνες συγγραφείς, επιστολή στο Σ.Α.Φ.Ε.Μ. του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου (2016), νεοελληνικά σχολικά εγχειρίδια, τοιχογραφία αρχοντικού Σωσσίδη σε Νιμφαίο Φλώρινας (1917-

Βαβυλώνια ακκαδική πινακίδα, Άραβες ιστοριογράφοι 750 -1258, Ιστορία του Αλ Ταμπαρί (8ος -9ος), Σαχνάμε Φιρντουσί (Περσία), Εσκεντάρναμε Νιζάμι (Περσία, 12ος), Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, Γερμανός ιστορικός Droysen, Γερμανός βυζαντινολόγος Karl Dieterich (1904), Γερμανός ιστορικός Beloch (1904), Γερμανός ιστορικός H. Bengston (1991 (1968): 314-315,)

612

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ / ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗΣ ΛΑΩΝ / ΣΥΓΚΕΡΑΣΜΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ

Σπονδές και ευχές Αλεξάνδρου σε Ώπη 324 π.Χ. (για Έλληνες και Πέρσες, Αρριανός: Ζ΄. 11.89), σεβασμός ξένων θρησκειών, θυσίες σε ξένες θεότητες (π.χ. στον Αιγύπτιο Άπη, Αρριανός Γ΄:.1.4, ανοικοδόμηση ναού του Βήλου στη Βαβυλώνα και θυσία, Αρριανός Γ΄.16.45), γάμοι Αλέξανδρου με Ρωξάνη, Βαρσίνη, Παρυσάτη, μαζικοί γάμοι στα Σούσα Μακεδόνων – Περσίδων με βάση τα περσικά έθιμα (Αρριανός: Ζ΄.4.4-8), διαταγή εκμάθησης ελληνικών από 30.000 νεαρούς Πέρσες (Πλούταρχος),

Διόδωρος Σικελιώτης, Ρούφος, Πλούταρχος, Ιουστίνος

Κούρτιος Αρριανός,

Grottaferrata), ποιητής Μανουήλ Φιλής (13ος -14ος αι.), Νικηφόρος Γρηγοράς (14ος αι.), Δημήτριος Χρυσολωράς, Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός Τραπεζούντας σε επιγραφή χειρογράφου Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, κ.α.

Γιαννόπουλος, Κων/νος Ασώπιος (1856), Λέων Μελάς (Γεροστάθης, 1858), Κων/νος Φρεαρίτης (1859), Αλέξανδρος Ραγκαβής (1888), Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1892), Δ. Καλαποθάκης, Κωστής Παλαμάς κ.α. νεοέλληνες συγγραφείς, νεοελληνικά σχολικά εγχειρίδια, τοιχογραφία Θεόφιλου σε Πορταριά Πηλίου, κ.α.

1924), έφιπποι ανδριάντες σε Πέλλα και Αλεξάνδρεια, έργο Ε. Βαρλάμη, άλμπουμ Στ. Σπανουδάκη, συμφωνική «Ωδή στο Μέγα Αλέξανδρο» Γ. Χατζηνάσιου, Alexander Rock Opera, ελληνικά Heavy Metal συγκροτήματα Arrayan Path, Crystal Tears, Spitfire, Maraunder, Athlos, Sacred Blood, Η Ελλάς του Μεγαλέξανδρου στις Πύλες της Ελεἀτης, ύμνος Θάνου Σοφού, Χρήστος Γιανναράς (2014), κ.α.

στίχοι τραγουδιού Alexander the Great των Iron Maiden, ταινία “Alexander the Great” του Robert Rossen (1956) ταινία «Κλεοπάτρα» του Joseph Mankiewicz (1964), ταινία Alexander του Όλιβερ Στόουν (2004) κ.α.

Διασκευή γ΄ Μυθιστορήματος (με Πέρσες), έπος Αλέξανδρος ο βασιλεύς (αρχές 13ου αι, με Πέρσες).

Χρονογραφία ψευδο – Δωρόθεου (1570), Κων/νος Ασώπιος (1856), Λέων Μελάς (Γεροστάθης, 1858), Κων/νος Φρεαρίτης (1859), Μαργαρίτης Δημίτσας (1874), Γεώργιος Παπαγεωργίου (1880), Αλέξανδρος Ραγκαβής (1888), Σπυρίδων Λάμπρος (1888), Αργύρης Εφταλιώτης (1901), Γεώργιος Σωτηριάδης (1902), Κων/νος Καβάφης (ποίημα «Στα 200 π.Χ.) κ.α.

Μιλτιάδης Σπυρομίλιος (1927), Αρσινόη Παπαδοπούλου (1930), Αναστάσιος Στρατηγόπουλος (1933), Σωτήρης Γκοτζαμάνης (1940), Δημήτριος Πετρακάκος (1944), Παντελής Ιωαννίδης (1949), Ευάγγελος Σδράκας (1953), Γιάννης Κορδάτος (1956), Θεόδωρος Σαράντης (1970), Χρήστος Ζαλοκώστας, Γιώργος Κιτσόπουλος (1986), Κυριάκος Βελόπουλος (1998), Αντώνης Σανουδάκης, Χρήστος Σαρτζετάκης (2004), Γεωργία Γαλάνη (2010),

Γερμανός ιστορικός Droysen (1833), Βρετανός ιστορικός W. Tarn (1948), Γερμανός ιστορικός H. Bengston (1991 (1968):317-318 για εξάπλωση /οικουμενικότητα ελληνισμού, διαφωνία για συγχώνευση λαών), Βρετανός ιστορικός N.Hammond (2007/ 1989 B: 94-95, 121 -122), ταινία “Alexander the Great” του Robert Rossen (1956), ταινία Alexander του Όλιβερ Στόουν (2004), Demandt 2009 (467 468, 483), πρόεδρος ελληνορθόδοξου “Levant Party” Ρόντριγκ –

613 Υπομνήματα Αλεξάνδρου για μετακίνηση πληθυσμών από Ασία σε Ευρώπη και το αντίθετο με επιγαμίες και «οικείωση» πληθυσμών (Διόδωρος Σικελιώτης:18.4), επαφές και συζητήσεις Αλεξάνδρου με Αιγύπτιο φιλόσοφο Ψάμμωνα και Ινδούς Γυμνοσοφιστές Δάνδαμι και Κάλανο (Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 27, 64-65, 69) κ.α.

ΕΝΑΡΕΤΟΣ / ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Φυσικά προτερήματα, χαρακτήρας και αρετές (ισχυρή κράση - αντοχή, ευφυΐα, στρατηγικός νους, μεγαλοψυχία, γενναιότητα, πολεμική ανδρεία και αριστεία, μεγαλόνοια, οργανωτικότητα, διορατικότητα, ευσέβεια, γενναιοδωρία, φιλομάθεια κ.α.), διδαχές Φιλίππου και περιβάλλοντός του, διδασκαλία του Αριστοτέλη και επιρροές άλλων Ελλήνων φιλοσόφων, επαφές και συζητήσεις Αλεξάνδρου με Αιγύπτιο φιλόσοφο Ψάμμωνα και Ινδούς

Καλλισθένης, Κλείταρχος, Πτολεμαίος, Αριστόβουλος, Πολύβιος, Στράβων (φιλόσοφος), Διόδωρος Σικελιώτης (17.1, 17.38 κ.α.), Κούρτιος Ρούφος, Θέωνας, Πλούταρχος (+ φιλόσοφος), Αρριανός, Ιουστίνος, Αθήναιος, Δίων Χρυσόστομος (+ φιλόσοφος), Πολύαινος, Λουκιανός, Ιουλιανός, Λιβάνιος, ψευδο-καλλισθένειο Μυθιστόρημα (παραλλαγή α΄) κ.α.

Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Θεμίστιος, Θεοφύλακτος Σιμοκάττης (+φιλόσοφος, αρχές 7ου αι.), Μάξιμος ο Ομολογητής, Ιωάννης Αντιοχεύς (7ος αι.), Γεώργιος Σύγκελλος, Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, Ιωάννης Γεωμέτρης (αρχές 9ου αι.), πατριάρχης Φώτιος, Λεξικό της Σούδας, βυζαντινές διασκευές Μυθιστορήματος, Μιχαήλ Ψελλός (+φιλόσοφος; 11ος αι.), Νικηφόρος Βασιλάκης (12ος αι.), Ευστάθιος

Μἀρκος Μουσούρος (1499, Αλέξανδρος –φιλόσοφος), Ελληνικό Κολλέγιο Ρώμης (1519), Χειρόγραφο Μυθιστορήματος Βιέννης (16ος αι.), Δημήτριος Ζηνός Ριμάδας Μεγαλέξανδρου (1529), Ριμάδα Μεγαλέξανδρου, Λαυρεντινός Κώδικας Μυθιστορήματος (16ος αι.), Φραγκίσκος Σκουφός (17ος αι.), Γεώργιος Κονταρής (1675, Αλέξανδρος φιλόσοφος), Γεώργιος Σουγδουρής, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος, Ματθαίος Κιγάλας (μέσα 17ου), Μιχαήλ Μακεδών (1711, Αλέξανδρος –

Νίκος Κολέσης (2014), Σαράντος Καργάκος (2014), Χρήστος Γιανναράς (2014), Μιλτιάδης Χατζόπουλος (2014), Χρήστος Τσελεπής (2014), Βιστονίτης Αναστάσης (2014), κ.α. συγγραφείς, επιστολή στο Σ.Α.Φ.Ε.Μ. του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου (2016), σχολικά εγχειρίδια, ύμνος Θάνου Σοφού, τραγούδι αλ –Ισκαντάρ ΙΙ Αρτέμη Φανουργιάκη

Δημήτρης (2014) κ.α.

Ελ

Χούρι

Αρσινόη Παπαδοπούλου (1930), Νίκος Καζαντζάκης, Ευάγγελος Σδράκας (1953), Χρήστος Ζαλόκωστας (1971), Γιώργος Κιτσόπουλος (+ φιλόσοφος 1986), ποίημα Σπύρου Μακρή (1997), Κυριάκος Βελόπουλος (1998), Γεωργία Γαλάνη (2010), Σαράντος Καργάκος (2014) και πληθώρα άλλων συγγραφέων, Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος (2016) νεοελληνικά σχολικά εγχειρίδια, ελληνικά Heavy Metal συγκροτήματα Arrayan

Άραβες ιστοριογράφοι 750 -1258, (ιστορικός al Tha ‘alibi (1058): Αλέξανδρος – φιλόσοφος), ραβινικές παραδόσεις, Εσκεντάρναμε Νιζάμι, (Περσία, 12ος), Βιβλίο Σοφίας Αλέξανδρου Τζααμί (Περσία), γαλλικά τραγούδια του Λαμπέρ Λι Τορτ και Αλεξάνδρου Μπερνέ (12ος αι.), δυτικά μεσαιωνικά χρονικά (13ος αι.), ποιήματα και τραγούδια, Ραφαήλ – Η Σχολή των Αθηνών, 15091511 (φιλόσοφος), δυτική εικονογραφία 1500-1750, Μονταίν, Μοντεσκιέ,

614 Γυμνοσοφιστές Δάνδαμι και Κάλανο (Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 27, 64-65, 69)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΟΣ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ

με Αχιλλέα (Πλούταρχος, Αρριανός κ.α.), με αμφίεση Ηρακλή (λεοντή, ρόπαλο), με αμφίεση και κέρατα του Άμμωνα, με αμφίεση Ερμή (πέτασος, κηρυκείο), με αμφίεση Αρτέμιδος κυνηγού (τόξο) σύμφωνα με Αθήναιο (Δειπνοσοφισταί, 12.53).

Κεφαλή Αλέξανδρου –Ηρακλή Σπάρτης, κεφαλή Αλεξάνδρου –Ηρακλή ιερού Ηρακλή Παγκράτη (Ιλισός, τέλος 4ου αι. π.Χ.), Αλέξανδρος –Αθηναίος πολίτης τύπου Ακροπόλεως και Έρμπαχ (ερμηνεία Stewart), άγαλμα Αλεξάνδρου –Πανός Πέλλας (πρώιμη ελληνιστική εποχή), κεφαλή Αλέξανδρου - Ηρακλή Αθηνών (αρχές 3ου π.Χ.), αφιέρωση αγάλματος Αλέξανδρου - Δία σε Ολυμπία από ανώνυμο Κορίνθιο (44 π.Χ.), γιος Κλεοπάτρας Αλέξανδρος –Ήλιος, κεφαλή Αλέξανδρου –Ηρακλή από Έφεσο (1ος μ.Χ. αι.), εισαγωγή λατρείας Ανίκητου Ηρακλή από Ρωμαίους σε συνάρτηση με

Θεσσαλονίκης (τέλη 12ου αι.), Νικήτας Χωνιάτης (+φιλόσοφος), Δημώδης Παγκόσμια Ιστορία (12ος αι.), έπος Αλέξανδρος ο βασιλεύς (αρχές 13ου αι.), Μανούηλ Φιλής, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (+φιλόσοφος), Νικηφόρος Βλεμμύδης, έπος Διγενή Ακρίτη (διασκευή Grottaferrata), βυζαντινές συλλογές γνωμικών, Gnomologicum Vaticanum (14ος αι., + φιλόσοφος), Γρηγόριος ο Παλαμάς, Νικηφόρος Γρηγοράς, Μανουήλ Παλαιολόγος, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (φιλόσοφος) κ.α.

φιλόσοφος), Νεκτάριος Τέρπος (1732), Αντώνιος Στρατηγός (1750), εκδότης Φυλλάδας 1750 (+φιλόσοφος), Ιωάννης Στάνος (1767, Αλέξανδρος φιλόσοφος), Ρήγας Βελεστινλής, Νικόδημος Αγιορείτης (1801), Γρηγόριος Παλιουρίτης (1807), Διονύσιος Πύρρος (1846), Κων/νος Ασώπιος (1856), Λέων Μελάς (Γεροστάθης, 1858), Κων/νος Παπαρηγόπουλος (1865), Μαργαρίτης Δημίτσας (+ φιλόσοφος, 1874), Γεώργιος Παπαγεωργίου (1880), Γεώργιος Σωτηριάδης (1902), νεοελληνικά σχολικά εγχειρίδια κ.α.

Path, Crystal Tears, Spitfire, Maraunder, Athlos, Sacred Blood

Βολταίρος, Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Σατωβριάνδος, Γερμανός φιλόσοφος Χέγκελ (1831), ιταλικά μπαλέτα και θεατρικά 18ου -19ου αιώνα, Γερμανοί ιστορικοί Droysen (1833), Bengston, Άγγλος ιστορικός Tarn κ.α.

Ως προεικόνιση Χριστού και βυζαντινός αυτοκράτορας σε παραστάσεις ανάληψης, βυζαντινός αυτοκράτορας σε διασκευές ε΄ και γ΄ Μυθιστορήματος, στήλη Ηράκλειου –Αλέξανδρου (7ος), με βασιλιά Δαβίδ, με Διγενή, Νέος Αχιλλέας /Νέος Ηρακλής παραλλαγής ε΄ Μυθιστορήματος (αρχές 8ου αιώνα), Αλέξανδρος – δρακοκτόνος – Αγιος Γεώργιος σε κιβώτιο Darmsdadt (10ος αι.), παραλληλισμός με Άγιο Δημήτριο

με Ηρακλή (Λαυρεντινός Κώδικας Μυθιστορήματος 16ος αι.), Άρης – Αλέξανδρος ακρόπρωρου Μιαούλη, με Άγιο Γεώργιο (λαϊκές παραδόσεις + θέατρο Σκιών), με Άγιο Μάμα (Κύπρος), με βασιλιά Μίδα (Κρήτη, Ήπειρος), ως Αλέξανδρος –Πάρις Τροίας (παραμύθι από Σπάρτη), με Κέκροπα (παράδοση Αθήνας), με πατέρα Ιουδήθ (παράδοση Κρήτης), ως «Κριματισμένος» / σύζυγος «μάνας φόνισσας» παραλογών, ως αρχαίος

Αλέξανδρος –Χριστός, Αλέξανδρος –Ήλιος και Αλέξανδρος-Άγιος Γεώργιος στην ταινία «Μεγαλέξανδρος» Θεόδωρου Αγγελόπουλου (1980), Αλέξανδρος –Ήλιος και Αλέξανδρος-Άγιος Γεώργιος στα τραγούδια της ταινίας «Μεγαλέξανδρος» (στίχοι Γιάννη Κακουλίδη), ζωγράφος Θεόφιλος – Αλέξανδρος σε ζωγραφική σύνθεση Τάσου Ζωγράφου, Αλέξανδρος – Ηρακλής σε τελετή

με προφήτη Ηλία / Ιωάννη Βαπτιστή (αιθιοπικό Χριστιανικό Μυθιστόρημα), με Βαζραπάνι (ακόλουθος Βούδα), με Ρώσο τσάρο

615 Αλέξανδρο, Θεμίστιος (Αλέξανδρος – Ηρακλής), Αχιλλέας – Ηρακλής –θεός Ήλιος ως Αλέξανδρος σε τέχνη, Αλέξανδρος –κεραυνοφόρος και πάνοπλος ασημένιου 10δραχμου Βαβυλώνας, Αλέξανδρος – κεραυνοφόρος και ένθρονος Απελλή, Αλέξανδρος κεραυνοφόρος πετραδιού του Νείσου + χρυσών στατήρων Πτολεμαίου, Αλέξανδρος Αιγίοχος = συσχετισμός με Δία και Αθηνά σε πετράδι Νείσου, σε ελληνιστικά αγαλματίδια, σε πτολεμαϊκά νομίσματα, αγαλματίδια + πτολεμαϊκά νομίσματα με Αλέξανδρο + διονυσιακή μίτρα, άγαλμα Αλέξανδρου στεφανωμένο με κισσό (Πτολεμαίοι), πίνακας Αλέξανδρου – Διονύσου του Απελλή, πίνακας Αλέξανδρου –Διονύσου και Πανός του Πρωτογένη (παραγγελία Πτολεμαίου), ασημένια νομίσματα Σελεύκου με Αλέξανδρο –Διόνυσο (κέρατα ταύρου), Αλέξανδρος – Διόνυσος (Κούρτιος Ρούφος, Στράβων), Αλέξανδρος –Ηρακλής σε νομίσματα Αγαθοκλέους (100 π.Χ.), σε ασπίδα “Chigi”, + νομίσματα πόλεων και Κοινού Μακεδόνων και αναφορές Κούρτιου Ρούφου και Στράβωνος, Αλέξανδρος –Αχιλλέας (ασπίδα “Chigi”), χρυσά μετάλλια Ταρσού και Αμπουκίρ (Άμμων, Ηρακλής, Αχιλλέας, αρχές 3ου αι. μ.Χ.), αποδοχή «δαίμονα Αλέξανδρου -Διονύσου» 221 μ.Χ. (Δίων Κάσσιος), ρωμαϊκά χάλκινα μετάλλια με Αλέξανδρο με λεοντή /με ασπίδα παράστασης Αχιλλέα και Πενθεσίλειας (4ος -5ος αι. μ.Χ.),

Έλλην –Γίγαντας (Ζάκυνθος), με Ακρίτες – ήρωες (Κύπρος, Χίος), με Ερρίκο της Φλάνδρας (Κρήτη), με Κων/νο Παλαιολόγο (Καρωτή Έβρου)

έναρξης Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνας 2004 (Δ. Παπαϊωάννου), Αλέξανδρος –Ήλιος και Αλέξανδρος – Αχχιλέας σε βιβλίο Γεωργίας Γαλάνη (2010), Αλέξανδρος – Αχχιλέας και ΑλέξανδροςΆγιος Γεώργιος στο τραγούδι «του Μεγαλέξανδρου» Β. Γιαννάκη, Αλέξανδρος – Ηρακλής και Αλέξανδρος – Αχχιλέας σε Alexander Rock Opera (2012) Αλέξανδρος – Ηρακλής και Αλέξανδρος – Αχχιλέας σε τραγούδι Αλεξάνδρου Έλευσις Εύας Τσάχρα, Αλέξανδρος ως Ηρακλής σε σκίτσο Χ. Γιαννόπουλου (2015), ως κερασφόρος Άμμων σε σκίτσο Χ. Γιαννόπουλου (2011, 2015)

616 Αλέξανδρος -Ηρακλής / ανίκητος Ήλιος ρωμαϊκών contorniati (4ος μ.Χ.), αγαλματίδια Αλέξανδρου ως Ρωμαίου στρατηγού, παραστάσεις Αχιλλέα, Ηρακλή, Διοσκούρων, Θεού Ήλιου, Απόλλωνα, Γιγάντων (Βωμός Περγάμου), θεοτήτων ποταμών, ρωμαϊκός αγαθός δαίμων (Genious), Αλέξανδρος ↔ Χριστός μεταλλίων (αρχών 5ου αι.), Αλέξανδρος – Οδυσσέας (ψευδο –καλλισθένειο Μυθιστόρημα)

ΠΡΟΤΥΠΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΜΙΜΗΣΗ

/

ΣΥΓΚΡΙΣΗ

με Αχιλλέα, Ηρακλή – Περσέα (Αρριανός Γ΄.3.2, Δ΄.28.4 –Άορνος Πέτρα / Ηρακλής - για Αχιλλέα βλ. αναλυτικά υποσημ. 5), με Ηρακλή /Διόνυσο (λόγος Αλέξανδρου σε Μακεδόνες στον Ύφαση, Αρριανός: Ε΄.26.5, Στράβων (3.5.5), Κούρτιος Ρούφος), με Ηρακλή (επιγραφή τέλους Ινδικής εκστρατείας Φλάβιος Φιλόστρατος) με Διόνυσο (Αρριανός:Ε΄.2.1 για Νύσα), με Διόσκουρους (αυλοκόλακες, Αρριανός Δ΄.8.3) με Αίαντα (;) ποίημα Αριστοτέλη, αυλοκόλακες) με Φίλιππο, με Πέρσες ηγεμόνες, με τον Κύρο (έγνοια για τον τάφο του, Αρριανός:ΣΤ΄.29.4-11), με Δαρείο Α΄ (;) Syropoulos 2013)

Περδίκκας, Ευμένης, Πευκέστας, Λυσίμαχος, Κρατερός ως «γιος του Αλέξανδρου» (επίγραμμα Δελφών), Πτολεμαίος Α΄ Σωτήρ και επίγονοι Πτολεμαίοι, Σέλευκος, Δημήτριος Πολιορκητής, Πύρρος Ηπείρου, Αλέξανδρος Μεγαλοπολίτης, Αντίγονος Δώσων, Φίλιππος Ε΄, Αντίοχος Γ΄ Συρίας, Αγαθοκλής Βακτρίας, Περσέας, Αλέξανδρος Βαλάς, Αλέξανδρος Ζαβινός (νομίσματα), Μιθριδάτης Ευπάτωρ Πόντου, Αντίοχος Α΄ της Κομμαγηνής (69-36 π.Χ.), Κλεοπάτρα (γιος της Αλέξανδρος –Ήλιος), (βλέπε κεφ. 2.7.), Σκιπίων ο Αφρικανός, Πομπήιος, Λούκουλλος, Αντώνιος, Ιούλιος Καίσαρας, Οκταβιανός Αύγουστος, Ιούλιος Καίσαρας Γερμανικός, Καλλιγούλας, Νέρωνας, Δομητιανός, Τραϊανός, Πισκίνιος Νίγηρας, Σεπτήμιος Σεβήρος, Καρακάλλας, Ελαγάβαλος, Αλέξανδρος Σεβήρος, Γορδιανός Γ΄, Φίλιππος Άραβας, Ιοταπιάνος, Γαλλιηνός, Αυρηλιανός, Γαλέριος, Μέγας Κων/νος, Ιουλιανός, Γρατιανός (βλέπε κεφ. 2.1., 2.8.)

Χριστός (Ιωάννης Χρυσόστομος), Άγιος Δημήτριος (Νικηφόρος Γρηγοράς, Φιλόθεος Κόκκινος), 43 Βυζαντινοί αυτοκράτορες και Δεσπότες από διάφορους βυζαντινούς λογίους και συγγραφείς ή και από μόνοι τους, όπως οι Μέγας Κωνσταντίνος, Ιουλιανός, Ηράκλειος, Βασίλειος Α΄ Μακεδών, Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος, Αλέξιος Α΄ Κομμνηνός, Ιωάννης Β΄ Κομνηνός, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης Νίκαιας, Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, Ιωάννης Καντακουζηνός, Αλέξιος Γ΄ Κομνηνός Τραπεζούντας, Μανουήλ Παλαιολόγος, Θεόδωρος Παλαιολόγος Μυστρά, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, κ.α. (βλέπε αναλυτικά κεφ. 3.3, 3.5.4, 3.6) βυζαντινοί αξιωματούχοι, ηνίοχοι

Μερκούριος Μπούας, Μιχαήλ Γενναίος, Νικόλαος Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος Υψηλάντης, βασιλιάς Όθων, βασιλιάς Γεώργιος Α΄, βασιλιάς Κωνσταντίνος, ζωγράφος Θεόφιλος

Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος για πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος για σύγχρονους ηγέτες (2016)

Γότθος ηγεμόνας Θευδέριχος (αρχές 6ου μ.Χ.), Βασιλιάς Περσών Χοσρόης (7ος αι.), Αρμένιοι ηγεμόνες 9ου αιώνα, Γεωργιανός ηγεμόνας Δαβίδ ο Κτίστης, Βούλγαρος τσάρος Μιχαήλ (Φώτιος, 10ος αιώνας), πρίγκιπας τουρκμενικού βασιλείου Καραχανίντ (11ος), πρίγκιπας Κάι Κάους Ιμπν Ισκαντάρ (11ος αιώνας), Ρώσος πρίγκιπας Βσέβολοντ Γ΄ (1175-1212), Βούλγαρος ηγεμόνας Ιβάν Αλεξάνδαρ (14ος), Σουλτάνος Νάσαρ Αιγύπτου (14ος), Γεώργιος Καστριώτης «Σκεντέρμπεης» Αλβανίας, Ρώσος πρίγκιπας Μπόρις Αλεξαντρόβιτς του Τβερ (1420-1462), Δούκας Βουργουνδίας Φίλιππος ο

617

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΑΟΦΙΛΗΣ

Φιλαλεξανδρισμός Μακεδόνων κ.α. στρατιωτών Αλέξανδρου, υποδοχή του ως απελευθερωτή από Έλληνες Μ. Ασίας, Αιγυπτίους, Βαβυλώνιους (Διόδωρος Σικελιώτης 17.49,

Τέχνη: προτομές Πύρρου, άγαλμα Πτολεμαίου Α΄ δίπλα σε αυτό του Αλέξανδρου στην πομπή της γιορτής των Πτολεμαίων (274 π.Χ.), κερασφόρο κράνος Φιλίππου Ε΄, προτομές και νομίσματα Μιθριδάτη, χρυσό μετάλλιο Αμπουκίρ με Καρακάλλα –Αλέξανδρο, νομίσματα – μετάλλια Ρωμαίων αυτοκρατόρων

βυζαντινού ιπποδρόμου, στήλη Ηράκλειου – Αλέξανδρου (7ος), επιγραφή χειρογράφου Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας.

Μεταθανάτιος φιλαλεξανδρισμός Μακεδόνων στρατιωτών, αργυράσπιδων, ανθρώπων του βασιλείου της Μακεδονίας, ανδρωνύμια Αλέξανδρου Μεγαλοπολίτη και τέκνων (3ος π.Χ.), επιγραφές μακεδονικού τάφου Δ΄ Πέλλας, ανακαίνιση ιερού

Βυζαντινές διασκευές Μυθιστορήματος, αλεξάνδρεια φυλακτά, αναφορές Αλεξάνδρου σε βυζαντινό ιππόδρομο (άγαλμα, χορός μάχης του Αλέξανδρου (;) επιγράμματα, φυλακτά

Καλός και γιος του Καρλ ο Γενναίος (15ος αι.), Τούρκοι σουλτάνοι Μωάμεθ Β΄, Σελίμ Α΄, Αμπντουλχαμίντ, Ινδός ηγέτης Αλαουντίν Χαλτζί, Φρειδερίκος Β΄ Πρωσίας, Λουδοβίκος ΙΔ΄ Γαλλίας, Ναπολέων, Ιωάννης Ουνυάδης, Ρώσοι Τσάροι Αλέξιος, Μέγας Πέτρος, Μεγάλη Αικατερίνη, βασιλιάς Βικτόριο Εμμανουέλε Ιταλίας (5 τελευταίοι από Έλληνες λογίους), σάχης Περσίας Ναδίρ (18ος αι. από τιτλοφορία + Έλληνα Β. Βατάτζη), βασίλισσα Χριστίνα Σουηδίας, Κάρολος 12ος Σουηδίας (17ος αι.), Πάπας Αλέξανδρος ΣΤ΄, καρδινάλιοι Fabio Chigi, Pietro Ottobani, Μπαράκ Ομπάμα (από Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Δημήτριο), πρότυπο σύγχρονου δυτικού ατομοκεντρισμού

Επανειλημμένες εκδόσεις Φυλλάδας και Ριμάδας Αλέξανδρου, μαρτυρία πρώην Πατριάρχη Αντιοχείας Αθανάσιου (1701), Κανάρης, μαρτυρίες Σπ. Λαμπρου (1882), Γ. Σκορδέλλη

πανελλήνιες λαϊκές παραδόσεις, τραγούδια, χοροί, Θέατρο Σκιών (βλέπε αναλυτικά κεφ. 4.5), σταμπωτά υφάσματα εργαστηρίων Τυρνάβου (1920-1960), νεοελληνικό τραγούδι –μουσική (βλέπε

Δίκερως προφήτης μουσουλμάνων, γεωργιανές, ρουμανικές και ρωσικές παραδόσεις, παραδόσεις καταγωγής από Τζαμπέλ – Αλ Ντρουζούς (Συρία), ΒΔ Ινδίες, Καλάς Ιμαλαϊων,

618 18.64, Κούρτιος Αρριανός Γ.΄16.3)

Ρούφος,

Αλέξανδρου από Μοσχίωνα (μέσα 2ου π.Χ.), Στράβων, ανώνυμος Έλληνας αφιερωτής αγάλματος Αλέξανδρου - Δία σε Κόρινθο (44 π.Χ.), Αλέξανδρος γιος του Άμμωνα στους Μακεδόνες (μαρτυρία Παυσανία 2ος αι. μ.Χ.), «χρησμοί Μακεδόνων για Αλέξανδρο» (Αρριανός, 2ος αι. μ.Χ.), παλλαϊκή αποδοχή «δαίμονα Αλέξανδρου -Διονύσου» 221 μ.Χ. (Δίων Κάσσιος), ύμνοι – τραγούδια Ελληνοπαίδων για Αλέξανδρο (Ευσέβιος, αρχές 4ου αι. μ.Χ.), νομίσματα πολλών πόλεων και του Κοινού των Μακεδόνων, αλεξάνδρεια χάλκινα μετάλλια Ρώμης, αλεξανδρομανία οικογένειας Μαρκιανών (τέλη 3ου αι. μ.Χ.), Ιμέριος (Ένδοξος Αλέξανδρος Ελλήνων σε προγυμνάσματα, 4ος αι. μ.Χ.) κ.α.

αρματηλατών, αναπαραστάσεις επεισοδίων με Κυνοκέφαλους Μυθιστορήματος), αναφορές επισκόπου Νεαπόλεως Λεόντιου (7ος αιώνας), παράδοση «παχνιού Βουκεφάλα» - ευγονίας Αλεξάνδρου σε Φιλίππους, παράδοση Αλέξανδρου με αυτιά Μίδα, λαϊκότροπες παραστάσεις της ανάληψης σε ανάγλυφα και κεραμική, επεισόδια Μυθιστορήματος ως διακόσμηση σε αγγεία καθημερινής χρήσης, αναφορές Νικήτα Χωνιάτη, Νικηφόρου Βλεμμύδη και Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη (α΄ μισό 13ου αιώνα), ψευδοΚωδινός (μέσα 14ου αιώνα), Μανουήλ Παλαιολόγος (1383), ανδρωνύμια

(1883), Πολίτη (1889), Abbot (1902), Dieterich (1904), Παλαμά, Σεφέρη, για ανάγνωση Φυλλάδας από τον ελληνικό λαό και για δημοφιλία του Αλέξανδρου , πανελλήνιες λαϊκές παραδόσεις, τραγούδια, χοροί, Θέατρο Σκιών (βλέπε αναλυτικά κεφ. 4.5), γυμναστικοί – μορφωτικοί σύλλογοι σε Μακεδονία με επωνυμία «Μέγας Αλέξανδρος» από αρχές 20ου αιώνα κ.ε., Αλέξανδρος καρναβαλιού, αλεξάνδρεια φυλακτά Γαλαξιδιού, αλεξάνδρεια περικεφαλαία γυναικείας ενδυμασίας Ρουμλουκίου + αντίστοιχες παραδόσεις Φαρσάλων -Σοφάδων, αναφορές Κόντογλου για Έλληνες περιοχής Αϊβαλιού, αλεξάνδρεια ανθρωπωνύμια, νεοελληνικά σχολικά εγχειρίδια.

Αλέξανδρος θεραπευτής των φίλων και στρατιωτών του (Πλούταρχος)

περίαπτα –φυλακτά με πρόσωπο Αλέξανδρου και λιοντάρι από τη Μακεδονία (αρχές 3ου αι. μ.Χ.), χρυσό περίαπτο Βαλτιμόρης (3ος -4ος μ.Χ.), αλεξάνδρεια φυλακτά γυναικών Ρώμης

Αλεξάνδρεια φυλακτά (Χρυσόστομος), αλεξάνδρεια φυλακτά αρματηλατών ιπποδρόμου, φυλακτό –καμέο από όνυχα με επιγραφή Βρετανικού Μουσείου (4ος -6ος αι.),

πανελλήνια ξόρκια επικλήσεις, θρησκευτικές επωδές, μαρτυρία Άγγλου περιηγητή Abbott (1902), παράδοση «παχνιού Βουκεφάλα» - ευγονίας Αλεξάνδρου σε Φιλίππους,

αναλυτικά κεφ. 4.6.3), νεοελληνικά σχολικά εγχειρίδια, Μεγαλέξανδρος σε απόκριες (μέσα 20ου αιώνα), ονομασίες αθλητικών συλλόγων, πανελλήνια ψηφοφορία ΣΚΑΪ 2009: Αλέξανδρος = ο σημαντικότερος Έλλην διαχρονικά, αρθογραφία, Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος (2016)

Πατάν Αφγανιστάν, Νοχουριτών Τουρκμενιστάν, Χαντάντα - Ουά Σουδάν, λαϊκές παραδόσεις και μνήμες από Ιράκ, Ουζμπεκιστάν, Καζακστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Σουμάτρα Ινδονησίας, ανδρωνύμια «Ισκαντέρ» στις παραπάνω χώρες, “Alexander the Great” του Robert Rossen (1956), ταινία Alexander του Όλιβερ Στόουν (2004), αποδοχή του από Ινδούς στο καβαλιώτικο περίπτερο Τουριστικής Έκθεσης στην Ινδία 2016 (μαρτυρία Α. Ιωσηφίδου)

ΑΛΕΞΙΚΑΚΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Ρωσικά ξόρκια, ρωσικά αλεξάνδρεια φυλακτά, ευγονία Αλέξανδρου σε Παμίρ Τατζικιστάν

619 εικόνα Αλέξανδρου σε ιερό –εκκλησία Αιγύπτου, (Προκόπιος), παράδοση «παχνιού Βουκεφάλα» ευγονίας Αλεξάνδρου σε Φιλίππους

παράδοση νερού –ευχών Νέας Πέλλας, αλεξάνδρεια φυλακτά Γαλαξιδίου

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ –ΗΛΙΟΣ

Αλέξανδρος γιος του Άμμωνος – Ρα, κερασφόρος με κέρατα κριαριού (=σύμβολα Ήλιου), ανοικοδόμηση ναού του Βήλου – Βάαλ Σαμέν, Κύριου του Ουρανού - στη Βαβυλώνα και θυσία, Αρριανός Γ΄.16.45). θυσία Αλεξάνδρου σε Ήλιο μετά τη νίκη κατά του Πώρου στον Ύδασπη ποταμό (Μάϊος 326 π.Χ., Διόδωρος Σικελιώτης, 18.89), προσφορά ελέφαντα σε Ήλιο, επιγραφή τέλους Ινδικής εκστρατείας (Φλάβιος Φιλόστρατος)

Θραύσμα αγγείου από Αμισό Πόντου, μπρούτζινο αγαλματίδιο Αλεξάνδρειας, αναφορά σε Βίο των Βραχμάνων (κυνική διατριβή) κ.α.

Παλλαδίου περί της Ινδίας Εθνών και Βραχμάνων (5ος κ.ε.), Διασκευές ε΄ και γ΄ Μυθιστορήματος,, έπος Αλέξανδρος ο βασιλεύς, (13ος αιώνας), παραστάσεις ανάληψης του Αλέξανδρου

Χειρόγραφο Μυθιστορήματος Βιέννης (16ος αι.), Λαυρεντινός Κώδικας Μυθιστορήματος (16ος αι.), παράδοση Ζακύνθου

Ποίημα Δαμιανού Αμανατίδη «Ουκ έστιν άλλος», τραγούδια της ταινίας «Ο Μεγαλέξανδρος» του Θ. Αγγελόπουλου, (1980, στίχοι Γιάννη Κακουλίδη), τραγούδι «Μεγαλέξανδρος» σε στίχους Α. Δασκαλόπουλου, μυθιστόρημα Γεωργίας Γαλάνη (2010)

ταινία Alexander του Όλιβερ Στόουν (2004)

ΘΕΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ «ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΜΜΩΝΑ -ΔΙΑ» /ΑΠΟΘΕΩΜΕΝΟΣ / ΑΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Ολυμπιάδα (Αρριανός:Δ΄.10.2), χρησμός Μαντείου Άμμωνος, γιος του Άμμωνα, θυσία στον Άμμωνα, παραγγελία θυσίας από τον Άμμωνα (Αρριανός Γ΄.3.2, Ζ’.8.3 ΣΤ΄. 3.2, 19.4), όρκος στον Άμμωνα (Πλούταρχος), πιθανή υιοθέτηση της πατρότητας του Άμμωνα

Πρώιμη αλεξανδρολατρία Ευμένη και Πευκέστα, (Διόδωρος), Επίκουρος (ειρωνικά), καμέος μουσείου τέχνης Βιέννης, επιγραφές μακεδονικού τάφου Δ΄ Πέλλας, ποιητής Θεόκριτος των Πτολεμαίων, αφιέρωση αγάλματος Αλέξανδρου - Δία σε Ολυμπία από ανώνυμο Κορίνθιο (44 π.Χ.), Ιουστίνος, Δίων Χρυσόστομος, λατρευτική επιγραφή και κεφαλή αλεξάνδρειου αγάλματος Θάσου (2ος

Ιωάννης Χρυσόστομος, (4ος αι.), εικόνα Αλέξανδρου σε ιερό -εκκλησία Αιγύπτου 6ος αι. (Προκόπιος), βυζαντινές παραλλαγές Μυθιστορήματος, επιτομή ιστορίας Αλεξάνδρου κώδικα Αγίου Σάββα (10ος αι.), Λέων Διάκονος, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (12ος αι.), έπος Αλέξανδρος

Αναφορά Νεόφυτου Ραδηνού Κύπρου, μεταβυζαντινό χειρόγραφο Μυθιστορήματος Βιέννης («γιος Άμμωνος», 16ος αι.), Λαυρεντινός Κώδικας Μυθιστορήματος («γιος Άμμωνος», 16ος αι.), Ριμάδα του Μεγαλέξανδρου (1529), Καισάριος Δαπόντες (1766),

Γεώργιος Ρουμάνης, τραγούδια της ταινίας «Μεγαλέξανδρος» (στίχοι Γιάννη Κακουλίδη), ποίημα Σπύρου Μακρή (1997), έργο Ε. Βαρλάμη, Γεωργία Γαλάνη (2010), Σαράντος Καργάκος (2014), Μιλτιάδης Χατζόπουλος (2014), «Το τραγούδι του

Επιγραφές και απεικονίσεις σε Ιερό Άμμωνος –Ρα σε Λούξορ Αιγύπτου, «Ιερό του Αλέξανδρου /Δικέρατου» σε αραβική Αλεξάνδρεια, παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου από γεωργιανό μοναστήρι στο Χαχούλι (10ος),

620

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ / ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ

από τον ίδιο τον Αλέξανδρο (Αρριανός: Δ΄.9.9.), Αλέξανδρος με αμφίεση και κέρατα του Άμμωνα (Αθήναιος), Φιλώτας (ειρωνικά, Πλουτάρχου, Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής, λόγος Β΄, 339-Ε), Κλείτος (ειρωνικά, Πλούταρχος, Αλέξανδρος, 50), στασιαστές στην Ώπι, 324 π.Χ. (ειρωνικά), Γόργος, Ανάξαρχος, ποιητής Άγης (Αρριανός:Δ΄.9.9., 10.5.), Καλλισθένης, προφητεία ιερού Διδυμαίου Απόλλωνα (Στράβων), αναφορές Αθηναίων ρητόρων Δημοσθένη, Υπερείδη, Δείναρχου, Δημάδη κ.α., κάτοικοι Εφέσου, επιστολή Αλεξάνδρου προς Έλληνες (Αιλιανός)

μ.Χ.), Μακεδόνες εποχής Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.), Λουκιανός (ειρωνικά), Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (επικριτικά, περ. 200 μ.Χ.), επιγραφή τέλους Ινδικής εκστρατείας (Φλάβιος Φιλόστρατος), παλλαϊκή αποδοχή «δαίμονα Αλέξανδρου -Διονύσου» 221 μ.Χ. (Δίων Κάσσιος), Ιουλιανός, Θεμίστιος, Λιβάνιος, Ιμέριος (4ος αι. μ.Χ.), οικιακή λατρεία σε Αλεξάνδρεια, Πέλλα, Ρώμη, κ.α. Τυχαίον Αλεξάνδρειας, λατρεία σε διάφορες πόλεις –Νίκαια Βιθυνίας, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Ρόδος, Κως, Μυτιλήνη, Κλαζομένες, Έφεσος, Πριήνη, Καισάρεια Λιβάνου κ.α.-, λατρευτικό ανάγλυφο Σκοπού Φλώρινας, λατρευτική επιγραφή Vlahcani Σκοπίων, λατρεία σε όαση της Σίβα (Δωρόθεος, αρχές 4ου αι. μ.Χ.), ρωμαϊκή Σύγκλητος (Χρυσόστομος), επιγραφή Alexander Filius Dei ρωμαϊκών contorniati (4ος μ.Χ.), ψευδο -καλλισθένειο Μυθιστόρημα

ο βασιλεύς (αρχές 13ου αι.), Νικηφόρος Γρηγοράς (14ος αι.), παραστάσεις ανάληψης ( ως άγιος ιδιαίτερα με φωτοστέφανο σε στέμμα Πρεσλάβας και φτερά Αρχαγγέλου σε ανάγλυφο Θήβας), Αλέξανδρος –Άγιος Γεώργιος κιβωτίου σε Darmstadt (10ος αι.).

αρχιμανδρίτης Κυπριανός («γιος του Άμμωνος»), επίγραμμα Γεωργίου Βοϊου («γιος Διός», 1809), θρησκευτικές επωδές

Μεγαλέξαντρου» του Ομήρου Μπεκέ, Alexander Rock Opera, τραγούδι “The Apotheosis of Alexander” των Sacred Blood (2012), τραγούδι «Ω Αλέξανδρε» (Αμφίστομος Φάλαγξ), τραγούδι Αλ Ισκαντάρ ΙΙ του Αρτέμη, ύμνος Θάνου Σοφού.

Γάλλος Σατωμπριάν (Ασώπιος 1856: 4), λατρεία σε Ισκανταρί Παμίρσκι Τατζικιστάν, λατρεία σε Σουμάτρα Ινδονησίας, ταινία “Alexander the Great” του Robert Rossen (1956), ταινία Alexander του Όλιβερ Στόουν (2004)

Προσωπική επιδίωξη Αλεξάνδρου για αθανασία της μνήμης του μέσω κατορθωμάτων, κατακτήσεων, μεγαλείου κοσμοκράτορα, αποθέωσης /θεοποίησης.

Επίγραμμα Μακεδόνα Παρμενίωνα (περ. 30 μ.Χ.)

Βυζαντινές διασκευές Μυθιστορήματος β΄, L, γ΄, έπος Ἀλέξανδρος ο βασιλεύς, Νικήτας Χωνιάτης

Ποικίλες νεοελληνικές παραδόσεις, Φυλλάδα – Ριμάδα του Μεγαλέξανδρου, ο πανελλήνιος θρύλος της Γοργόνας και του αθάνατου νερού, επίγραμμα Γεωργίου Βοϊου (1809), «Γεροστάθης» Λέοντος Μελά(1858), Καρκαβίτσας

Ωδή «Μέγας Αλέξανδρος» Καζαντζάκη (1937), ποίημα Η μόνη λύση Κώστα Βάρναλη (1969), ποίημα «Ζει» Γ. Χρονά (1973), κόμικς «Ατλαντίδος», μουσική Βαγγέλη Παπαθανασίου (2004), τραγούδι «του Μεγαλέξανδρου» Β. Γιαννάκη (2007), Γεωργία Γαλάνη (2010), τραγούδι “The Apotheosis of Alexander” των Sacred Blood (2012),

Συριακό ποίημα του Αλέξανδρου, Ιστορία του Αλ Ταμπαρί (8ος -9ος), Εσκεντάρναμε Νιζάμι, Περσία (12ος), ρουμανκές παραδόσεις, τουρκικό Oghuzname (13ος), ιρανικό πινάκιο 18ου αιώνα, Γερμανός ιστορικός H. Bengston (1991 (1968): 316), ταινία “Alexander the Great” του Robert Rossen (1956) ως ανεκπλήρωτη επιθυμία,

621 Alexander Rock Opera (2012), Σαράντος Καργάκος (2014), Μιλτιάδης Χατζόπουλος (2014), Αναστασία Ιωσηφίδου (2016), όπερα «Φίλιππος –Αλέξανδρος»

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ –ΜΟΡΦΗ «ΥΠΟΜΝΗΣΗΣ ΘΑΝΑΤΟΥ /ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑΣ ΜΕΓΑΛΕΙΩΝ»

Ινδοί Βραχμάνες στην πρώτη τους συνάντηση με Αλέξανδρο (Αρριανός.Ζ:.1.56).

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΟΝΟΘΕΪΣΜΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ / ΕΝΤΟΛΟΔΟΧΟΣ ΘΕΟΥ / ΠΡΟΕΙΚΟΝΙΣΗ ΧΡΙΣΤΟΥ

Λουκιανός (Νεκρικοί Διάλογοι), Μάρκος Αυρήλιος, Στάτιος, ελληνικά «ρητά θανάτου του Αλέξανδρου»(;) Βίος των Βραχμάνων (κυνική διατριβή)

Παλλαδίου περί της Ινδίας Εθνών και Βραχμάνων, (5ος κ.ε.), Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ευτύχιος (9ος-10ος), διασκευές ε΄ και γ΄ Μυθιστορήματος, -ιαμβικό στιχούργημα σε διασκευή γ΄, αποφθέγματα Μάξιμου Ομολογητή (7ος αι.), στίχοι Ιωάννη Γεωμέτρη (αρχές 9ου αι.), Κων/νος Μανασσής (12ος), έπος Αλέξανδρος ο βασιλεύς (αρχές 13ου αι.), Νικηφόρος Γρηγοράς (α΄ μισό 14ου αιώνα), βυζαντινά ανώνυμα στιχουργήματα, στίχοι Μάρκου Ευγενικού Εφεσίου

Λαυρεντινός Κώδικας Μυθιστορήματος (16ος αι.), Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, ποίημα Αλέξανδρου –Σεμίραμιδος, μεταβυζαντινές τοιχογραφίες Σισώη μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου σε Ελλάδα – Κύπρο, Αμαρτωλῶν Σωτηρία αθωνίτη Αγαπίου Λάντου, Νεκτάριος Τέρπος (1732), ανώνυμος στιχουργός συλλογής ποιημάτων Ζήση Δαούτη (1818).

Ωδή «Μέγας Αλέξαντρος» Καζαντζάκη (1937), τραγούδι «Πού είσαι Μεγαλέξανδρε» Χρύσανθου, Alexander Rock Opera

Άραβες ιστοριογράφοι 897 -1038 μ.Χ., αραβικές συλλογές αποφθεγμάτων 10ου αιώνα, Χίλιες και Μία Νύχτες, αιθιοπική Ιστορία του θανάτου του Αλέξανδρου του Μακεδόνος, Χέρμαν ο Παράλυτος (11ος αι.), στιχουργήματα δυτικών κληρικών 12ου αιώνα, μικρογραφία «Βιβλίου Νεκρών» 1480, αραβική παράδοση Μυθιστορήματος, εβραϊκή παράδοση, Άμλετ του Σαίξπηρ (1600 -1602), αιθιοπική Ιστορία του θανάτου του Αλέξανδρου (18ος)

Διασκευές ε΄ και γ΄ Μυθιστορήματος, παραστάσεις ανάληψης – παράσταση αναγλύφου Θήβας (ως πρόδρομος του Χριστού)

Χειρόγραφο Μυθιστορήματος Βιέννης (16ος αι.), Λαυρεντινός Κώδικας Μυθιστορήματος (16ος αι.), «χρησμοί Αλεξάνδρου» ιερομόναχου Αθανασίου Μακεδόνα; (1845), Διονύσιος Πύρρος (1846), Κων/νος Ασώπιος

Αρσινόη Παπαδοπούλου (1930), Αναστάσιος Στρατηγόπουλος (1933), Δημήτριος Πετρακάκος (1944), Φώτιος Αλεβίζος (1950), Κώστας Παπαϊωάννου (1965), Δ. Κανατσούλης (1967), Ζαλόκωστας Χρήστος

Άγιος Ιερώνυμος (347420), Αιθιοπικό (+Χριστιανικό) + συριακό Μυθιστόρημα, Αρμένιος Kesaroweci, Άραβες ιστοριογράφοι 750 -1258 (για μονοθεϊστικό Ισλάμ), Σαχνάμε Φιρντουσί (Περσία, 10ος -11ος αι.),

-

622

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ - ΔΡΑΚΩΝ

Ολυμπιάδα (Πλούταρχος), Φιλώτας (ειρωνικά, Πλούταρχος, Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής, λόγος Β΄, 339-Ε).

Ελληνιστικός καμέος Βιέννης, Δίων Χρυσόστομος, Πλούταρχος, Ιουστίνος, Λουκιανός, νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ., λατρευτικό ανάγλυφο Σκοπού Φλώρινας, λατρευτική επιγραφή Vlahcani Σκοπίων, μετάλλιο Αμπουκίρ (3ος αι. μ.Χ.), ψηφιδωτό γέννησης Αλέξανδρου Ballbek Λιβάνου (τέλη 4ου –αρχές 5ου αι. μ.Χ.)

Γρηγόριος Ναζιανζηνός (4ος αι.), διασκευή ε΄ -γ΄ Μυθιστορήματος, επιτομή ιστορίας Αλεξάνδρου κώδικα Αγίου Σάββα (10ος αι.), Αλέξανδρος – δρακοκτόνος σε κιβώτιο Darmsdadt ( 10ος αι.)

(1856), Κων/νος Φρεαρίτης (1859), Κων/νος Παπαρηγόπουλος, Μακεδονομάχος Παπα Δράκος

(1971), σχολικό εγχειρίδιο Γ΄ δημοτικού Βασιλικής Λυμπεροπούλου, (1969(;) 1974), Κων/νος Άμαντος, Χρήστος Σαρτζετάκης (2004), Σαράντος Καργάκος (2014), Στ. Σπανουδάκης, Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος (2016), τραγούδι Αλ Ισκαντάρ ΙΙ

Ζαν Βοκελέν + τάπητες Φιλίππου του Καλού στη Βουργουνδία (15ος αι.), μαρτυρία μουσουλμάνου Ισκεντέρ Αλεξανδρέττας (19ος), δυτικές και ρωσικές παραστάσεις της ανάληψης, παράσταση της ανάληψης σε γεωργιανό μοναστήρι στο Χαχούλι (10ος), γεωργιανά χρονικά, Γερμανός ιστορικός Droyssen (1833), Βρετανός ιστορικός W. Tarn (1948(2014): 192), Γερμανός ιστορικός H. Bengston (1991 (1968): 319) στίχοι τραγουδιού Alexander the Great των Iron Maiden

Αλέξανδρος - δρακοκτόνος νεοελληνικών παραδόσεων, Θεάτρου Σκιών και ασημένιας θήκης σπαθιού αρχών 19ου, οφιογενής παράδοσης Σιδηροκάστρου, μονόφυλλο Ρήγα (1797), επίτιτλο κόσμημα βιβλίου Κωνστάντιου (1803), έκδοση Αρριανού Νεόφυτου Δούκα (1809), ακρόπρωρο ναυαρχίδας Μιαούλη (1816), κόσμημα σελίδας τίτλου καραμανλίδικης Φυλλάδας (1843), χαλκογραφία εικόνας Αλέξανδρου

Αναφορές Νίκου Πεντζίκη, τραγούδι «Το φίδι και ο Αλέξανδρος» Α. Ανδρικάκη, Θεατρικό Αβδελιώτη, δρακοκτόνος Μεγαλέξανδρος πρωταγωνιστής ταινίας Θ. Αγγελόπουλου, Alexander Rock Opera

Συριακό Μυθιστόρημα (δρακοκτόνος), ευρωπαϊκή σφραγιδογλυφία 17ου 18ου αιώνα, χαλκογραφία Φρανσουά Μίλλερ, ταινία Alexander του Όλιβερ Στόουν (2004)

623 Ιωάννη Κορωναίου (1849), πιάτο –παραγγελία αδερφών Καλοκαιρινού (1878) ΨΕΥΔΟ-ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΕΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ

Επιστολές Αλεξάνδρου, μύθοι για τη γέννησή του (σύμφωνα με Ιουστίνο, Πλούταρχο), θαυμαστά επεισόδια πορείας προς Μαντείο του Άμμωνα και περάσματος Παμφυλίας (Καλλισθένης), συνάντηση με Αμαζόνες (Αρριανός, Διόδωρος Σικελιώτης)

Μεταθανάτιες προφορικές αφηγήσεις – μύθοι (μαρτυρία Στράβωνα), Σπαράγματα παπύρων 3ου αι. π.Χ., «Επιστολή Αλεξάνδρου στους Ρόδιους» (3ος -2ος αι. π.Χ.), «Διαθήκη Αλέξανδρου», «θάνατος του Αλέξανδρου», «Κατάλογος Πόλεων» (που ίδρυσε), Σχολικό όστρακο Αιγύπτου (2ος π.Χ.), πρώτη καταγραφή Μυθιστορήματος σε Αλεξάνδρεια Αιγύπτου (3ος αι. μ.Χ.), νόμισμα Αιγών Κιλικίας 217 μ.Χ., νομίσματα Αλεξάνδρειας Τρωάδας (2ος -3ος αιώνας μ.Χ.), Αλέξανδρος με σφαίρα οικουμένης (αναφορά Ταλμούδ, 4ος αι. μ.Χ.), ψηφιδωτό γέννησης Αλέξανδρου Ballbek Λιβάνου (τέλη 4ου –αρχές 5ου αι. μ.Χ.)

Παραλλαγές β΄, γ΄, δ΄, ε΄, ζ΄, λ΄ βυζαντινού Μυθιστορήματος, έπος Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς (αρχές 13ου αι.), επιδράσεις σε ακριτικό κύκλο Διγενή, σε Πασχάλιο Χρονικό, Γεώργιο Μοναχό, Γεώργιο Σύγκελλο, Ιωάννη Μαλάλα, Γεώργιο Κεδρηνό, «Λόγος για τη θρησκεία της Σασσανιδικής Αυλής» (6ος), Βίος του Μακαρίου Ρωμανού (αρχές 7ου αι.), Λεξικό της Σούδας, αναφορά Μιχαήλ Ψελλού σε καλλιτεχνική απεικόνιση ανάληψης Αλέξανδρου σε επιστολή του, επεισόδιο αλληλογραφίας Αλέξανδρου – Δαρείου σε εγκώμιο Νικηφόρου Βασιλάκη (12ος αι.), επιστολή Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη, επιστολή Νικηφόρου Γρηγορά, βυζαντινά ανώνυμα στιχουργήματα, στίχοι Μάρκου Ευγενικού Εφέσιου, λαϊκότροπες παραστάσεις της ανάληψης σε ανάγλυφα και κεραμική, επεισόδια Μυθιστορήματος ως διακόσμηση σε αγγεία καθημερινής χρήσης,

Μεταβυζατνινά χειρόγραφα Μυθιστορήματος, Φυλλάδα και Ριμάδα Αλέξανδρου, πληθώρα νεοελληνικών παραδόσεων (βλέπε κεφ. 4.5), ο μύθος της Γοργόνας και του αθάνατου νερού, πλάσματα Μυθιστορήματος σε παραστάσεις μεταβυζαντινών ναών Μόνής Φιλανθρωπινών και Αγ. Νικολάου Βίτσας Ζαγορίου, μικρογραφίες χειρογράφου «Κυνηγετικών» ψευδοΟππιανού, Μάρκος Μουσούρος, ΨευδοΔωρόθεος (1570, 1631), Γεώργιος Κλόντζας, Ματθαίος Κιγάλας (μέσα 17ου), Νεκτάριος Τέρπος (1732), Ιωάννης Στάνος (1767), Ευγένιος Βούλγαρης, Νικόδημος ο Αγιορείτης (1801), Δημήτριος Γοβδελάς, Κωνσταντίνος Κανάρης, Το μόνον της ζωής του ταξίδιον Γ. Βιζυηνού, ποίηση Παλαμά, διάλεξη Κλέωνος Νικολαϊδη, πίνακας Ολυμπιάδα και Νεκτεναβώ Γ.Πεντζίκη, απόσπασμα σε βιβλίο Κειμένων

«Το τραγούδι του Μεγαλέξαντρου» του Ομήρου Μπεκέ, Γραμματόσημα, ντοκιμαντέρ σειράς «Η ΕΡΤ στη Β. Ελλάδα» (1978), πολυμεσική – διαδικτυακή παρουσίαση «Ο Μ. Αλεξανδρος στο Θρύλο της Οικουμένης», σκίτσο Χ. Γιαννόπουλου (καταδυτικός κώδων, 2015), Alexander Rock Opera (2013), απόσπασμα από τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου στο θεατρικό «7 Άγγελοι των Φιλίππων» Φίλιπποι 2015.

Μεταφράσεις του Μυθιστορήματος σε 32 γλώσσες: Res Gestae Alexandri Macedonis Ιουλίου Βαλέριου (340 μ.Χ.) κ.α., πόρπη με παράσταση ανάληψης Αλέξανδρου (;) τάφου Κουσάν σε Tillya Tepe, Ραβινικές παραδόσεις και Ταλμούδ, συριακός Μύθος του Αλέξανδρου, συριακή Αποκάλυψη ψευδο-Μεθοδίου, Κοράνι, Χίλιες και Μία Νύχτες, αλεξανδρινή παράδοση κατάδυσης του Άραβα Μασούντι, Κοσμογραφία Αιθικού (8ος αι.), λατινικό ποίημα Β. Γαλλίας (9ος), ποικίλα δυτικά λογοτεχνήματα από 10ο αιώνα κ.ε., Ιστορία του Αλ Ταμπαρί (8ος -9ος), Σαχνάμε Φιρντουσί, Εσκεντάρναμε Νιζάμι (Περσία 12ος), Mappa Mundi, Χάρτης Ebstorf, Καταλόνιος Χάρτης 13ος -14ος), Ιωάννης Πολυκάρπου, Μάρκο Πόλο (13ος αι.), Θεία Κωμωδία Δάντη, Βοκκάκιος, Sir John Mandeville (14ος αι.),

624

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Ποίηση Αδδαίου Μακεδόνα, Βασίλειες Εφημερίδες, ιστορία Αλεξάνδρου από Καλλισθένη, Συμβουλές Θεόπομπου Χίου, Ρητορική προς Αλέξανδρο Αναξιμένη, ποίημα Εις τον Μακεδόνα Αλέξανδρον Πύρρωνος Ηλείου

ιστορίες Αλεξάνδρου διαφόρων εποχών από Πτολεμαίο, Κλείταρχο, Αριστόβουλο, Μαρσύα, Διόδωρου Σικελιώτη, Κούρτιο Ρούφο, Αρριανό κ.α., Πῶς Ἀλέξανδρος ἤχθη Ονησίκριτου, Περί της Αλεξάνδρου και Ηφιστίωνος μεταλλαγής Έφιππου, Τα κατ’ Αλέξανδρον Λέοντος Βυζαντίου, σπαράγματα παπύρων μυθικών καταγραφών Αλεξάνδρου 3ου αι. π.Χ., «Επιστολή Αλεξάνδρου στους Ρόδιους» (3ος -2ος αι. π.Χ.), «Διαθήκη Αλέξανδρου», «θάνατος του Αλέξανδρου», «Κατάλογος Πόλεων» (που ίδρυσε), επιστολές Αλεξάνδρου, → ελληνιστική εποχή, επιστολικό Μυθιστόρημα 2ου αι. π.Χ.; (Juanno), επιγράμματα Παλατινής Ανθολογίας, Θέωνας (Προγυμνάσματα, 1ος μ.Χ.), Βίος των Βραχμάνων, Δίων

κυνοκέφαλοι σε τοιχογραφία Αγίας Σοφίας Κιέβου, σε Ακροναυπλία, σε ανάγλυφα από Τούσλα και Εσχί Σεχίρ Μ. Ασίας, μικρογραφίες χειρογράφου «Κυνηγετικών» ψευδοΟππιανού, ελεφαντοστέινο κιβώτιο S.Trinita La Cava, μικρογραφίες κώδικα Barocci 17, μικρογραφίες χειρογράφου ελληνικού ινστιτούτου Βενετίας.

Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου.

Παλλαδίου περί της Ινδίας Εθνών και Βραχμάνων (5ος κ.ε.), Αλέξανδρος επικού ακριτικού κύκλου, βυζαντινά χρονικά και χρονογραφίες, αποκαλυπτικά κείμενα, ποίηση Διόσκουρου, Ιωάννη Τζέτζη, Μανουήλ Φιλή, συλλογές αποφθεγμάτων, Λεξικό της Σούδας, Αλληλογραφία Αλεξάνδρου και Δινδίμου, Διαθήκη του Αλέξανδρου, Τιμαρίων, Διήγησις Αλεξάνδρου μετά Σεμίραμις βασίλισσας (13ος 15ος) (βλέπε αναλυτικά κεφ. 3.2, 3.4), εγκώμια βυζαντινών αυτοκρατόρων (βλέπε κεφ. 3.3) κ.α.

Γεώργιος Κλόντζας, Αλέξανδρος Σούτσος, Λέων Μελάς, Γεώργιος Τερτσέτης, Κωστής Παλαμάς κ.α.

Jakobo Di Carlo (αρχές 15ου αι.), Τζ. Ρ.Ρ. Τόλκιν (;), ρουμανκές παραδόσεις, ρουμάνικη εικόνα 17ου, τουρκικό Oghuzname (13ος), δυτικές και ρωσικές παραστάσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου (+γεωργιανή από μοναστήρι Χαχούλι), άλλες ρωσικές παραστάσεις, πλάσματα Μυθιστορήματος σε παραστάσεις δυτικών εκκλησιών, ταινία “Alexander the Great” του Robert Rossen (1956), Heavy metal συγκρότημα Nile (2009).

Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Καζαντζάκης, Νίκος Εγγονόπουλος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Γιάννης Ρίτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Όμηρος Μπεκές, Γιώργος Χρονάς, Κυριάκος Ζαχαρενάκης κ.α. (βλέπε αναλυτικά κεφ. 4.6.1).

Συριακά αποκαλυπτικά κείμενα, Res Gestae Alexandri Macedonis Ιουλίου Βαλέριου (340 μ.Χ.), ποικίλα λατινικά λογοτεχνήματα από 4ο αι. μ.Χ., ποικίλα δυτικά λογοτεχνήματα από 9ο αι. κ.ε., (βλέπε κεφ. 5.3, 5.7), δυτική και ανατολική ιστοριογραφία, Χίλιες και Μία Νύχτες, Πέρσες μεσαιωνικοί λογοτέχνες Φιρντουσί, Νιζάμι, Νταλαχούι, Τζααμί, Καζάκος ποιητής Abai Kunanpaiuty, Ρώσοι ποιητές Βαλερί Μπριούσοβ, Μιχαήλ

625 Χρυσόστομος (Περί Βασιλείας, 103 μ.Χ., Περί των Αλεξάνδρου Αρετών), Πλούταρχος (Βίος Αλέξανδρου + Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής), Αμυντιανός (Εἰς Ἀλέξανδρον, 2ος αι. μ.Χ.), Αρριανός ο εποποιός (Αλεξανδριάδα), Λουκιανός (Νεκρικοί Διάλογοι), Εις τον των Μακεδόνων βασιλέα Αλέξανδρον Πραξαγόρα (4ος αι.), Ιουλιανός (Συμπόσιον) κ.α.

Κουζμίν, κ.α.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ

Δημηγορίες Αλεξάνδρου, αναφορές Αθηναίων ρητόρων Δημοσθένη, Υπερείδη, Δείναρχου, Δημάδη κ.α.

Άππιος Κλαύδιος (280 π.Χ.), λόγοι Αιτωλού Χλαινέα και Ακαρνάνα Λυκίσκου 211 π.Χ., Κοϊντιλιανός, Σενέκας, Θέωνας (Προγυμνάσματα, 1ος μ.Χ.), Δίων Χρυσόστομος (Περί Βασιλείας, 103 μ.Χ.), Πλούταρχος (Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής), Αίλιος Αριστείδης (2ος αι. μ.Χ.), Αμυντιανός, Ιουλιανός (πανηγυρικός για Κωνστάντιο Β΄), Λιβάνιος (επιστολογραφία, επικήδειος για Ιουλιανό, λόγοι στους Κωνστάντιο, Κώνσταντα και Θεοδόσιο, προγυμνάσματα, 4ος αι. μ.Χ.), Θεμίστιος (λόγος σε ρωμαϊκή σύγκλητο, 376 μ.Χ.), Ιμέριος (προγυμνάσματα) κ.α.

Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Παλαμάς, Μάξιμος Ομολογητής, Στέφανος Σγουρόπουλος, Μιχαήλ Ψελλος, πατριάρχης Κων/πολεως Φιλόθεος Κόκκινος, Νικήτας Μάγιστρος, Νικηφόρος Βασιλάκης, Νικήτας Χωνιάτης, Μιχαήλ Χωνιάτης, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης, Θεόδωρος Μετοχίτης Δημήτριος Κυδώνης, Γρηγόριος Κύπριος, Μανουήλ Παλαιολόγος, Γεώργιος Σχολάριος, Βησσαρίων, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος κ.α. (βλέπε αναλυτικά κεφ.3.2, 3.4), συγγραφείς - υμνητές βυζαντινών αυτοκρατόρων (βλέπε κεφ. 3.3)

Μάρκος Μουσούρος, Τζανέ Κορωναίος, Ελληνικό Κολλέγιο Ρώμης, Φραγκίσκος Σκούφος, Γεώργιος Κονταρής, Μελέτιος Πηγάς, Κύριλλος Λούκαρης, Ιερώνυμος Κομνηνός, Επιφάνιος Δημητριάδης, Πέτρος Χοϊδάς, Δοσίθεος Νοταράς, Μιχαήλ Μακεδών, Ευγένιος Βούλγαρης κ.α. (βλέπε κεφ. 4.2, 4.4)

Χρήστος Σαρτζετάκης, Δημήτριος Γεωργαντάς, Άδωνις Γεωργιάδης κ.α.

Άγιος Ιερώνυμος (347420), Αυγουστίνος, Τουρκμένος λόγιος Γιουσούφ Κχας Χαζίμπ, πρίγκιπας Κάι Κάους Ιμπν Ισκαντάρ (11ος), Ινδός λόγιος Ζιαντίν Βαρνί (14ος), Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, πρόεδρος ελληνορθόδοξου “Levant Party” Ρόντριγκ – Δημήτρης Ελ Χούρι (2014) κ.α.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΕΧΝΗΣ

Προσωπογράφοι Αλεξάνδρου εν ζωή: γλυπτική: Λύσιππος (σύνταγμα μάχης Γρανικού, 7 συνθέσεις

Κεφαλή Αλέξανδρου –Ηρακλή Σπάρτης, κεφαλή Αλέξανδρου – Ηρακλή ιερού Ηρακλή Παγκράτη (Ιλισός, τέλος 4ου αι. π.Χ.), Κεφαλή Μεγάρων (τέλη 4ου αι.

Ποικίλες παραστάσεις της ανάληψης του Αλέξανδρου (ανάγλυφα, χρυσά δαχτυλίδια, ελεφαντόδοντο, ζωγραφικές παραστάσεις σύμφωνα με τον

Πανελλήνιες μεταβυζαντινές τοιχογραφίες εκκλησιών, εικόνες (16ος – 19ος αιώνας), μικρογραφίες

Γιαννούλης Χαλεπάς (Αλέξανδρος – Αγία Βαρβάρα, Αλέξανδρος ζων και νεκρός), Νίκος Εγγονόπουλος

Ως Φαραώ στα ανάγλυφα του Λούξορ, βουδιστικό ανάγλυφο, ευρήματα τάφων Κουσάν σε Tillya Tepe (αρχές 1ου μ.Χ.),

626 Αλέξανδρου με Φίλιππο, Αλέξανδρος δορυφόρος κ.α.) Λεωχάρης (άγαλμα Αλεξάνδρου Φιλιππείου Ολυμπίας + κεφαλή Μουσείου Ακροπόλεως;) Ζωγραφική: Απελλής: Αλέξανδρος –κεραυνοφόρος και ένθρονος, (Έφεσος), Αλέξανδρος –Νικητής, Αλέξανδρος Διόνυσος, σκηνή μάχης Γρανικού, κ.α., πίνακας γάμων Αλεξάνδρου – Ρωξάνης του Αέτιου (324 π.Χ.), πίνακες νεαρού Αλέξανδρου με Φίλιππο και Αθηνά των Νικία και Αντίφιλου, τοιχογραφία νεαρού Αλέξανδρου κυνηγού Βεργίνας Χαρακτική: Πυργοτέλης, Αλέξανδρος –κεραυνοφόρος και πάνοπλος ασημένιου 10δραχμου Βαβυλώνας Νομισματική: νομίσματα Αλεξάνδρου (βλέπε αναλυτικά κεφ. 2.4.1).

π.Χ.), σαρκοφάγος του Αλέξανδρου (Σιδώνα, τέλη 4ου αι. π.Χ.), μακεδονική ασπίδα με επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, νομισματοκοπία Πτολεμαίου, Σελεύκου, Λυσιμάχου κ.α. ελληνιστικών ηγεμόνων και πόλεων (βλέπε κεφ. 2.4.2. 2.4.3), νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218 -246 μ.Χ., σύμπλεγμα Αλέξανδρου και Κρατερού σε κυνήγι (Δελφοί, Πλούταρχος), κεφαλή Γιαννιτσών, ελεφαντοστέινη κεφαλή Αλεξάνδρου με λεοντή από Τατζικιστάν (3ος π.Χ. αι.), κεφαλές Βολάντζας, Βρετανικού Μουσείου (3ος αι. π.Χ.), άγαλμα Αλεξάνδρου –Πανός Πέλλας, άγαλμα Αλέξανδρου από Αντίοχο Α΄ Κομμαγηνής (69-36 π.Χ.), ανάγλυφο «ασπίδας Chigi», αφιέρωση αγάλματος Αλέξανδρου - Δία σε Ολυμπία από ανώνυμο Κορίνθιο (44 π.Χ.), κεφαλή Αλέξανδρου –Ηρακλή από Έφεσο (1ος μ.Χ. αι.), Ρωμαϊκές αλεξάνδρειες κεφαλές Έρμπαχ, Βερολίνου, Θάσου κ.α., Αλέξανδρος –Ροντανίνι (;), έφιππος Αλέξανδρος –κτίστης Αλεξάνδρειας (Νικόλαος από Μύρα), μαρμάρινο άγαλμα Αλεξάνδρειας, χρυσό άγαλμα Αλεξάνδρου στα Τάξιλα της Ινδίας (Φιλόστρατος), αλεξάνδρεια ερμαϊκή στήλη Λούβρου, Μουσείου Κων/πολης, Αλέξανδρος δορυφόρος τοιχογραφίας Πομπηίας γάμων Αλεξάνδρου -Στάτειρας, μπρούτζινα αγαλματίδια

Ψελλό κ.α.), Καμέος Βρετανικού Μουσείου (4ος -7ος), στήλη Ηράκλειου –Αλέξανδρου (7ος), μικρογραφία χειρογράφου Αγ. Αικατερίνης Σινά (11ος), μικρογραφίες κώδικα Barocci 17, μικρογραφίες χειρογράφου ελληνικού ινστιτούτου Βενετίας, μικρογραφίες χειρογράφου «Κυνηγετικών» ψευδοΟππιανού, ελεφαντοστέϊνο κιβώτιο Darmstadt, ελεφαντοστέϊνο κιβώτιο S.Trinita La Cava, διακοσμητικές παραστάσεις αγγείων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κων/πολη), τοιχογραφίες παλατιών (διασκευή Grottaferrata Διγενή Ακρίτη),

Γεωργίου Κλότζα (τέλη 16ου αιώνα), κωνσταντινουπολίτικα αργυροχοεία 18ος -19ος αι., μονόφυλλο Ρήγα (1797), απεικόνιση προτομής σε μικρογραφία χειρογράφου Μονής Δουσικού (περ. 1800), επίτιτλο κόσμημα βιβλίου Κωνστάντιου (1803), ακρόπρωρο ναυαρχίδας Μιαούλη (1816), χαλκογραφία Ιωάννη Κορωναίου βιβλίου Διονυσίου Πύρρου (1846), χαλκογραφία εικόνας Αλέξανδρου Ιωάννη Κορωναίου (1849), Δημήτρης Δαβαρούχας, ιχνογράφημα Αθανασίου Ιατρίδη, πιάτο – παραγγελία αδερφών Καλοκαιρινού (1878), Σωτήρης Χρηστίδης (γάμος Αλέξανδρου –Ρωξάνης), κέντημα Χατζάκου (1902), πίνακες του Θεόφιλου, τοιχογραφία Παπαγιάννη Νυμφαίου (1917-1924)

(Αλέξανδρος –Παύλος Μελάς, Αλέξανδρος και Βουκεφάλας) Φώτης Κόντογλου (διάφορες συνθέσεις, 1938-39), Παύλος Παντελάκις (Αλέξανδρος ως μαθητής του Αριστοτέλη, 1954), Αλέκος Φασιανός, Μποστ (Αλέξανδρος και Διογένης, Αλέξανδρος και Γοργόνα, Αλέξανδρος και Ρωξάνη), Δημήτριος Αρμακόλας (γλυπτός καβαλάρης Αλέξανδρος), Γ. Προκοπίου – Αλέξανδρος Αλεξανδράκης - Γιάννης Νίκου (συνθέσεις με τις μάχες του Αλέξανδρου), σταμπωτά υφάσματα εργαστηρίων Τυρνάβου (1920-1960), τοιχογραφίες εκκλησιών (Σισώης σε τάφο Αλέξανδρου), ζωγραφική σύνθεση Θεόφιλου -Αλέξανδρου Τάσου Ζωγράφου, Ευθύμιος Βαρλάμης (ποικίλες αλεξάνδρειες προτομές και πίνακες), Πάνος Βαλσαμάκης (έφιππος Αλέξανδρος), Ε. Μουστάκας (έφιππος ανδριάντας, 1974), Κων/νος Παλαιολόγος (έφιππος ανδριάντας), Δ. Καλαμάρας (έφιππος Αλέξανδρος), Ιωάννης Βράνος (ζωγραφικές συνθέσεις), Ν. Δογούλης (Αλέξανδρος ως μαθητής

κοπτικό ύφασμα 7ου μ.Χ., ποικίλες δυτικές παραστάσεις της ανάληψης από 9ο αιώνα κ.ε., σε γαλλικό κουκλοθέατρο (1344), άγαλμα στην «Όμορφη Κρήνη» της Νυρεμβέργης (1370), ρωσικές παραστάσεις ανάληψης, μικρογραφίες περσικών και δυτικών χειρογράφων Μυθιστορήματος, μικρογραφίες, αρμενικού χειρογράφου Αδελφότητας Μεχιταριστών 14ου αι., σερβικού χειρογράφου 15ου αι., Μιχαήλ Άγγελος, Ραφαήλ, κύκλος του Βερόκκιο, Ρούμπενς, Ρέμπραντ, Charles de Brun, Andy Warhol και πολλοί άλλοι δυτικοί ζωγράφοι, χαράκτες και γλύπτες (βλέπε κεφ. 5.7), ποικίλες ρωσικές παραστάσεις (βλέπε κεφ. 5.10), ανδριάντας και προτομή στη σύγχρονη Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ταινία “Alexander the Great” του Robert Rossen (1956), ταινία Alexander του Όλιβερ Στόουν (2004) κ.α.

627 Αλέξανδρου δορυφόρου Λούβρου, Πάρμας κ.α., 17 αντίγραφα Αλέξανδρου –Αιγίοχου, μπρούτζινο αγαλαμτίδιο έφιππου Αλεξάνδρου (Καμπούλ), ελληνιστικό μπρούτζινο σύμπλεγμα Ο Αλέξανδρος δαμάζει το Βουκεφάλα (Φλωρεντία), ρωμαϊκό ανάγλυφο Αλέξανδρος και Διογένης, πίνακας «Η Μάχη του Ισσού» της Ελένης από την Αίγυπτο, πίνακες με Αλέξανδρο και γιατρό Φίλιππο (Κούρτιος Ρούφος), ψηφιδωτό Μάχης Ισσού στην Πομπηία (τέλη 2ου αι. π.Χ.), μορφή Αλεξάνδρου ως πρότυπο απόδοσης νεαρών ανδρών, ηγετών, χρυσά μετάλλια Ταρσού και Αμπουκίρ, Αλέξανδρος με σφαίρα οικουμένης (αναφορά Ταλμούδ, 4ος αι. μ.Χ.), ψηφιδωτό γέννησης Αλέξανδρου Ballbek Λιβάνου (τέλη 4ου –αρχές 5ου αι. μ.Χ.) κ.α.

του Αριστοτέλη, 1969) κ.α. Έλληνες καλλιτέχνες, διάφοροι έφιπποι ανδριάντες και μνημεία, νεοελληνικά κόμικς κ.α.

628

ΚΕΡΑΣΦΟΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Αλέξανδρος με αμφίεση και κέρατα του Άμμωνα (Αθήναιος), χρυσό μετάλλιο Mir Zakah 325323 π.Χ. (;)

ασημένια 4δραχμα, χρυσοί στατήρες, χάλκινα νομίσματα Πτολεμαίου 320 -315 π.Χ., σαρκοφάγος του Αλέξανδρου τέλους 4ου αι. π.Χ., χρυσό δαχτυλίδι τέλους 4ου αι. π.Χ. (Νέας Υόρκης), νομίσματα Λέσβου τέλη 4ου π.Χ. (;), δαχτυλιόλιθος Ashmolean τέλη 4ου π.Χ., νομίσματα Λυσιμάχου 297 - 281 π.Χ., πήλινο ειδώλιο οίκου “Christies” 3ου αι. π.Χ., μακεδονικά ρωμαϊκά αργυρά 4δραχμα 90 -70 π.Χ., νομίσματα Κοινού Μακεδόνων 218-246 μ.Χ., ρωμαϊκή κεφαλή Κοπεγχάγης, χρυσά μετάλλια Ταρσού και Αμπουκίρ (αρχές 3ου αι. μ.Χ.), χρυσό περίαπτο Βαλτιμόρης (3ος -4ος μ.Χ.), ρωμαϊκά contorniati (4ος αι. μ.Χ.)

Καμέος Βρετανικού Μουσείου (4ος -7ος), στήλη Ηράκλειου – Αλέξανδρου (7ος), ελεφαντοστέινο κιβώτιο S.Trinita La Cava (12ος)

Παραδόσεις Μυτιλήνης +Τραπεζούντας, Δημήτριος Γοβδελάς

Χαρτονόμισμα (1941), νόμισμα (1990), μετάλλιο, γραμματόσημο, ανάγλυφη κεφαλή Η. Πράσατζη (1994), έργο Ε. Βαρλάμη, τελετή έναρξης Αθήνα 2004 (Δ. Παπαϊωάννου), έφιππος ανδριάντας Ιωάννη Αλκαίου στα Γιαννιτσα (2009), έμβλημα Δήμου Θες/νικης, έμβλημα οργανισμών /συλλόγων, αθλητικών συλλόγων στη Μακεδονία, σκίτσο Χ. Γιαννόπουλου, ανάγλυφο μνημείο Καβάλας, Λεκάνης Καβάλας, κρήνες, μπρελόκ, μπλουζάκια

ευρήματα τάφων Κουσάν σε Tillya Tepe, Τοιχογραφία Φαγιάζ Τεπά Περσία (1ος -3ος μ.Χ.), προφητεία Δανιήλ, αιθιοπικό + συριακό Μυθιστόρημα, Κοράνι + γραπτή αραβική παράδοση, αραβικό νόμισμα Μαρόκου (8ος), Σαχνάμε Φιρντουσί (Περσία), ευρωπαϊκή σφραγιδογλυφία 17ου 18ου αιώνα, Σουδανοί Χαντάντα –Ουά, Νοχουρίτες Τουρκμενιστάν, στίχοι τραγουδιού Iskander D’hul Karnon των Nile

629

630 Υπομνημα χάρτη 1: τόποι, τεκμήρια και χρονολόγηση 1. Θεσσαλονίκη: επιγραφές σε βάσεις αγαλμάτων, 2ος -3ος μ.Χ. αιώνας 2. Βέροια: επιγραφές, γιορτές – Ολύμπια Αλεξάνδρεια -, νομίσματα και μετάλλια (;) Κοινού Μακεδόνων, απεικονίσεις ναού με λατρευτικό άγαλμα Αλέξανδρου. 3. Πέλλα: Αλέξανδρος –Παν οικειακής λατρείας, πρώιμη ελληνιστική εποχή, επιγραφή, χαράγματα μακεδονικού τάφου Δ΄ ανατολικού νεκροταφείου 3ου αι. μ.Χ. 4. Σκοπός Φλώρινας: ενεπίγραφο ανάγλυφο, 3ος αιώνας μ.Χ. 5. Κάτω Κλεινές Φλώρινας: ενεπίγραφο ανάγλυφο, 3ος αιώνας μ.Χ. 6. Θάσος: επιγραφή → Αλεξάνδρεια, τέλη 4ου π.Χ. αιώνα, λατρευτικό άγαλμα (;) 2ου μ.Χ. αιώνα 7. Vlahcani, επαρχία Βέλες, Σκόπια: επιγραφή 3ου αιώνα μ.Χ. 8. Φιλιππούπολη: αγώνες και λατρεία Κοινού Θρακών, αρχές 3ου αιώνα μ.Χ. 9. Οδησσός (Βουλγαρία): συλλατρεία Αλεξάνδρου –Καρακάλλα, αρχές 3ου αιώνα μ.Χ. 10. Ρόδος: επιγραφές (ιερέας Αλέξανδρου και Πτολεμαίων) 220 π.Χ., αγώνες και γιορτές 11. Κως: επιγραφή μέσων 3ου αιώνα π.Χ. ναός Αλέξανδρου, συλλατρεία με Πτολεμαίους 12. Μυτιλήνη: ψήφισμα 324 -323 (;) π.Χ. για γιορτή στα γενέθλια του Αλέξανδρου, Αλέξανδρος –κερασφόρος σε νομισματοκοπία(;) 13. Κλαυδιούπολη –Βιθύνιον (;): βωμός με επιγραφή Αλεξάνδρου 14. Νίκαια Βιθυνίας: νομίσματα Αλέξανδρου –κεραυνοφόρου, 2ος αιώνας μ.Χ. 15. Ίλιον: φυλή με ονομασία Αλέξανδρου, ρωμαϊκοί χρόνοι 16. Αλεξάνδρεια Τρωάδας: Αλέξανδρος –Κτίστης σε νομίσματα πόλης, αρχές 4ου αιώνα μ.Χ. 17. Μαγνησία Σιπύλου (;): Αλεξάνδρεια 18. Ερυθρές Ιωνίας: θεοποίηση Αλεξάνδρου εν ζωή από Μαντείο Ερυθρών, επιγραφές «ιερέα Αλεξάνδρου» και Αλεξάνδρειων, 3ου αιώνα π.Χ. 19. Κλαζομενές: επιγραφή Αλεξάνδρειων, 3ου αιώνα π.Χ. 20. Σμύρνη: αναφορές Παυσανία σε Αλέξανδρο ως κτίστη, νομίσματα με παραστάσεις Αλέξανδρου –κτίστη, 244249 μ.Χ. 21. Τέως: ιερό άλσος Αλέξανδρου και τέλεση Αλεξάνδρειων αγώνων (Στράβωνας, 1ος αιώνας π.Χ.) 22. Έφεσος: πίνακας Αλέξανδρου –κεραυνοφόρου του Απελλή (τέλη 4ου π.Χ. αιώνα), επιγραφή ιερεά Αλέξανδρου αρχών 2ου αιώνα μ.Χ. 23. Πριήνη: επιγραφή ιερού Αλέξανδρου, 150 μ.Χ. 24. Βαργύλια Καρίας: επιγραφή με αναφορά σε άγαλμα και λατρεία «θεού Αλέξανδρου» 2ου -3ου αιώνα μ.Χ. 25. Βουβών Λυκίας: άγαλμα Αλεξάνδρου σε κτήριο αυτοκρατορικής λατρείας, ρωμαϊκοί χρόνοι 26. Απολλωνία Πισιδίας: νομίσματα με Αλέξανδρο κτίστη, αρχές 3ου αιώνα μ.Χ. 27. Δήλος (;) αφιέρωμα συντάγματος αγαλμάτων «προγόνων» μεταξύ των οποίων και του Αλέξανδρου (;) από τον Αντίγονο Γονατά, γύρω στα μέσα 3ου αιώνα π.Χ. 28. Μεγαλόπολη: ιερό Αλέξανδρου, τέλη 4ου αιώνα π.Χ. 29. Μεσσήνη: ενεπίγραφη βάση αγάλματος Αλεξάνδρου και συλλατρεία Αριστομένη, αναφορές Παυσανία (2ος αιώνας μ.Χ.)

631 30. Αύγιλα Λιβύης: πλήθος ιερέων, θυσίες σε ναούς Αλεξάνδρου και Άμμωνος ως τα χρόνια του Ιουστινιανού (6ος αιώνας μ.Χ., Προκόπιος) 31. Μαντείο Άμμωνος, Σίβα: λστρεία Αλέξανδρου (Δωρόθεος, ά μισό 4ου αιώνα μ.Χ.) 32. Όαση Μπαχαρίγια,Αίγυπτος: λατρεία Αλέξανδρου –Φαραώ σε ναό του 33. Λούξορ Αιγύπτου: παραστάσεις –ιερογλυφική επιγραφή Αλεξάνδρου ως «τέλειου Θεού», γιου του Άμμωνα Ρα στο ιερό Μπαρκ, τελευταίο τέταρτο 4ου αιώνα π.Χ. 34. Ερμουπολη Αιγύπτου: συλλατρεία Αλεξάνδρου –Ερμή –Θωθ, άγαλμα μουσείου Princepton, ειδώλια Αλεξάνδρου –Αιγίοχου 35. Kom Madi, περιοχή Φαγιούμ: τάφος μακεδονικού τύπου με ζωγραφικό διάκοσμο Αλέξανδρου Αιγίοχου, τέλη 2ου αιώνα π.Χ. 36. Ναύκρατις (;): παραστάσεις λατρευτικού αγάλματος σε νομίσματα, τέλη 4ου αιώνα π.Χ. 37: Μέμφις (;): παραστάσεις λατρευτικού αγάλματος σε νομίσματα, τέλη 4ου αιώνα π.Χ. 38 Αλεξάνδρεια: θυσίες Πτολεμαίου Α,΄ νομίσματα με παραστάσεις κερασφόρου Αλεξάνδρου τέλη 4ου αιώνα π.Χ., ., πάπυρος με αναφορά σε ιερέα Αλεξάνδρου 295 π.Χ., επιγραφή –νομοθέτημα για ιερό Αλέξανδρου μέσων 3ου αιώνα π.Χ πάπυροι για δυναστική λατρεία ως το 55 μ.Χ., πάπυρος για ιερό Αλέξανδρου 120 -121 μ.Χ. 39 Θούμις, ανατολικό Δέλτα του Νείλου: οικειακή λατρεία με ειδώλιο Αλέξανδρου και βωμό 196 -180 π.Χ. 40 Καισάρεια Λιβάνου: ναός Αλέξανδρου και γιορτές Αλεξάνδρειων, (Historia Augusta, εποχή Αλεξάνδρου Σεβήρου, 222-235 μ.Χ.). 41 Καπιτωλιάδα –Δίον: σε νομίσματα ως «γενάρχης» τέλη 2ου –αρχές 3ου αιώνα μ.Χ. 42 Γέρασα: σε νομίσματα ως κτίστης, τέλη 2ου –αρχές 3ου αιώνα μ.Χ. 43 Ρώμη: λατρεία από Αλέξανδρο Σεβήρο, αποδοχή Αλεξάνδρου ως 13ου θεού από ρωμαϊκή σύγκλητο, επιγραφή Alexander Filius Dei σε contorniati (β΄ μισό 4ου αιώνα μ.Χ.).

632

633

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΧΑΡΤΗ 2: ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ / ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΕ ΝΑΟΥΣ –ΜΝΗΜΕΙΑ –ΕΙΚΟΝΕΣ. 1. Σταυρόσχημο μαρτύριο σε Καταλύματα Πλακωτού, Ακρωτήρι, Κύπρος, στήλη Ηράκλειου –Αλέξανδρου, μέσα 7ου αιώνα 2. Άγιος Γεώργιος Περαχωρίτης Κακοπετριάς, Κύπρος, Σισώης και Αλέξανδρος, αρχές 16ου αιώνα 3. Αγία Σοφία (;) Κωνσταντινούπολης, ανάγλυφη παράσταση ανάληψης του Αλέξανδρου, 10ος -13ος αι. 4. Τράπεζα Μονής Εικοσιφοίνισσας Παγγαίου, Σισώης και Αλέξανδρος, β΄ μισό 20ου αιώνα. 5. Καθολικό Μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους, Σισώης και Αλέξανδρος, 18ος -19ος αιώνας (σέρβικη παράσταση) 6. Καθολικό Μονής Φιλοθέου Αγίου Όρους, Χάρος με Αλέξανδρο, 1765 7. Τράπεζα Μονής Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους, ένθρονος Αλέξανδρος «Βασιλεύς Ελλήνων», έργο Θεοφάνους του Κρητός, 1535-1541 8. Καθολικό Μονής Διονυσίου Αγίου Όρους, + παρεκκλήσι Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, Σισώης και Αλέξανδρος, 1615 9. Καθολικό Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους, Χάρος με Αλέξανδρο, 18ος αι. 10. Καθολικό Μονής Ξηροποτάμου Αγίου Όρους, Αλέξανδρος σε Τέσσερις Βασιλείς, 1779, +Σισώης και Αλέξανδρος, 1783 11. Καθολικό Αρχαγγέλων Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, ανάληψη του Αλέξανδρου, 10ος -11ος αι. + Αλέξανδρος «Βασιλεύς Ελλήνων» σε Τέσσερις Βασιλείς, 1568 12. Ναός Αγίου Δημητρίου σε Παλατίτσα Ημαθίας, Αλέξανδρος σε Τέσσερις Βασιλείς, 1570-1592 13. Ναός Αγίου Αχιλλείου σε Πεντάλοφο Κοζάνης, Αλέξανδρος σε Τέσσερις Βασιλείς +Σισώης και Αλέξανδρος, 1744 14. Ναός Αγίου Νικολάου Βελβεντού Κοζάνης, Σισώης και Αλέξανδρος, 1588 15. Ναός Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης, Αλέξανδρος σε Τέσσερις Βασιλείς + Σισώης και Αλέξανδρος, 1615 16. Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων, Σισώης και Αλέξανδρος, 1566 17. Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαμπάκας, Σισώης και Αλέξανδρος, 1573 18. Παρεκκλήσι Αγίου Γεωργίου ναού Αγίου Δημητρίου στο Καστρί της Λάρισας, έφιππος Αλέξανδρος στον κερασφόρο Βουκεφάλα 19. Ναός Αγίου Γεωργίου Λεύκης Καρδίτσας, έφιππος Αλέξανδρος σε κερασφόρο Βουκεφάλα, μέσα 18ου αι. 20. Χαλκίδα, ανάγλυφη παράσταση ανάληψης Αλέξανδρου, άγνωστη αρχική θέση, 12ος αι. 21. Θήβα, ανάγλυφη παράσταση ανάληψης Αλέξανδρου, άγνωστη αρχική θέση, 10ος -12ος αι. 22. Νάξος, ναοί Αγίου Ιωάννη και Παναγίας Καστριανής, Σισώης και Αλέξανδρος 23. Μονή Πανταχράντου Μεγάρων, Σισώης και Αλέξανδρος 24. Μονή Παναγίας Αρτοκώστα Κυνουρἰας, Σισώης και Αλέξανδρος 25. Μυστράς, Ναός Αγίου Δημητρίου –Μητρόπολη – ανάληψη του Αλέξανδρου, 10ος -11ος αι. + Περίβλεπτος, ανάληψη του Αλέξανδρου, 14ος αι. 26. Άγιος Ιωάννης Τράχηλας Μάνης, ανάληψη του Αλέξανδρου, 11ος -12ος αι. 27. Ναός Αγίου Ιωάννη Θεολόγου σε Μεγάλα Βραγγιανά Ευρυτανίας, Σισώης και Αλέξανδρος, 1649

634 28. Καθολικό Μονής Ευαγγελισμού Θεοτόκου Βύλιζας Ματσουκίου, Σισώης και Αλέξανδρος, αρχές 18ου αι. 29. Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου στο Κουκούλι Ζαγορίου, Σισώης και Αλέξανδρος, 1788 30. Ναός Αγίου Νικολάου στην Κούργιανη Αλβανίας, ανάληψη του Αλέξανδρου, 12ος – αρχές 13ου αι. 31. Βενετία: α. Ναός Αγίου Μάρκου, βυζαντινή ανάληψη του Αλέξανδρου, 12ος αι. + βυζαντινή σμάλτινη ανάληψη του Αλέξανδρου στο Pala d’ Oro, 11ος αι. β. Κοιμητήριο Ελληνικής Κοινότητας Βενετίας, Σισώης και Αλέξανδρος, 1865. 32. Μονή Παναγίας, Κολυμβάρι Χανίων: Αλέξανδρος σε Τέσσερις Βασιλείς, εικόνα, έργο της Κρητικής Σχολής. 33. Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ, Θάσος: Σισώης και Αλέξανδρος, εικόνα, 1970. 34. Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, πόλη της Ρόδου: Σισώης και Αλέξανδρος, τοιχογραφία, 1951-1961. 35. Μονή Πλατυτέρας Κέρκυρας: Αλέξανδρος σε Τέσσερις Βασιλείς, εικόνα Δευτέρας Παρουσίας Γεωργίου Κλόντζα, 16ος αιώνας. 36. Παρεκκλήσι οικογένειας Πεσματζόγλου ναού Αγίας Ειρήνης Κηφισιάς: Σισώης και Αλέξανδρος, τοιχογραφία του Φώτη Κόντογλου, 1938-39.

635

636 Υπόμνημα χάρτη 3: νεοελληνικές παραδόσεις για τον Αλέξανδρο. 1. Καρωτή Έβρου: δημοτικό τραγούδι + χορός για την άλωση της Πόλης (Αλέξανδρος με Κων/νο Παλαιολόγο) 2. Κορνοφωλιά Έβρου: πέρασμα Μεγάλου Αλεξάνδρου 3. Τυχερό Έβρου: πέρασμα Μεγάλου Αλεξάνδρου 4. Κομοτηνή: επωδή + Αλέξανδρος –κτίστης (Ε. Τσελεμπή, 17ος αιώνας) 5. Ξάνθη: παράδοση γεροντοκτονίας (Μυθιστόρημα) + τα χνάρια του Βουκεφάλα σε βράχο (μοναστήρι Παναγίας Παρθενου) 6. Κιμμέρια Ξάνθης: τα χνάρια του Βουκεφάλα 7. Άβδηρα: κάθοδος στον Κάτω Κόσμο (Μυθιστόρημα) 8. Δράμα: θερινή κατοικία Αλέξανδρου (Ε.Τσελεμπή, 17ος αι.) 9. Μενοίκιο Όρος: το πρόσωπο του Αλέξανδρου (παράδοση Προσοτσάνης Δράμας) 10. Καλλιθέα Δράμας: ίχνη Βουκεφάλα (1964) 11. Κύργια Δράμας: Πηγές Μεγάλου Αλεξάνδρου (σύγχρονο τοπωνύμιο) 12. Κάμπος Φιλίππων: ο λόφος του Αλέξανδρου (πεδίο Μάχης Φιλίππων, 42 π.Χ.) 13. Υδροθεραπευτήριο /πηλοθεραπευτήριο Κρηνίδων: τα λουτρά του Μεγάλου Αλεξάνδρου 14. Ακρόπολη Φιλίππων: η ποτίστρα του αλόγου του Αλέξανδρου 15. Φίλιπποι: το κάστρο και παλάτι του Αλέξανδρου (ερείπια Βασιλικής Β΄) 16. Ορθόπετρα Φιλίππων: το παχνί του Βουκεφάλα +παράδοση Αλέξανδρου τεκνοποιού 17. Παλαιοχώρι Παγγαίου: το χωριό του Αλέξανδρου 18. Βρανόκαστρο Παλαιοχωρίου: το κάστρο του Αλέξανδρου 19. Νικήσιανη Παγγαίου: έθιμο κουδουνοφόρων Αράπηδων (τέχνασμα στη μάχη κατά του Πώρου, Μυθιστόρημα) 20. Καβάλα: πύργος του Αλέξανδρου + Αλέξανδρος –κτίστης (Bellon, Τσελεμπή, Dreux, 16ος -17ος αι.) 21. Ορφάνι Καβάλας: το κάστρο του Αλέξανδρου 22. Λακκοβίκια Παγγαίου: επωδή κατά του ανεμοστρόβιλου 23. Αλιστράτη Σερρών: οι πέτρες του Αλέξανδρου + παράδοση αφήγησης του Δάρη (Μυθιστόρημα) 24. Κορμίστρα Σερρών: πατημασιά του Αλέξανδρου στο βράχο 25. Σφελινό Σερρών: ίχνη Βουκεφάλα 26. Μανδήλιο Σερρών: ίχνη Βουκεφάλα 27. Γουρνικια Ροδολίβους: τόπος ανάπαυσης του Αλέξανδρου 28. Νιγρίτα Σερρών: οι πέτρες του Αλέξανδρου 29. Σιδηρόκαστρο: κάστρο του Φιλίππου + παράδοση συνέρευσης Ολυμπιάδος με Νεκτεναβώ (Μυθιστόρημα) 30. Σοχός Θεσσαλονίκης: έθιμο κουδουνοφόρων απογόνων στρατιωτών Μ. Αλεξάνδρου 31. Λίμνη Βόλβη: λουτρά του Αλέξανδρου + παράδοση γάμου του με την κόρη του Δαρείου 32. Σταυρός Χαλκιδικής: το βουνό του Αλέξανδρου 33. Ολυμπιάδα Χαλκιδικής νησί Καυκανάς: η κρυψώνα του Αλέξανδρου 34. Στρατώνι Χαλκιδικής: το σχολείο του Αλέξανδρου + παράδοση Ολυμπιάδος με Αριστοτέλη 35. Κάστρο –Καστελούδι (;) Μεγάλης Παναγιάς (Σεράϊ του Αγά): το νομισματοκοπείο του Αλέξανδρου 36. Χολομώντας: το βουνό του Αλέξανδρου

637 37. Πετράλωνα Χαλκιδικής: το ύψωμα του Αλέξανδρου 38. Πύργος Αγίου Βασιλείου Λαγκαδά: ο πύργος του Αλέξανδρου (προίκα για την κόρη του) 39. Θεσσαλονίκη: ιστορία ερμηνείας των «Μαγεμένων» (18ος αι.) 40. Άσσηρος Θεσσαλονίκης: Αλέξανδρος –Κτίστης 41. Παλιά Πέλλα: η βρύση του Αλέξανδρου 42. Ρωμαϊκή Πέλλα: τα λουτρά του Αλέξανδρου + Αλέξανδρος –αλεξίκακος (;) 43. Έδεσσα: τα θερινά λουτρά του Αλέξανδρου + παράδοση αθάνατου νερού 44. Άλωρο Αριδαίας: η γέφυρα του Αλέξανδρου 45. Σαρακηνή Πέλλας, θέση Κορυφή: τα ακόντια του στρατού του Αλέξανδρου 46. Λουτράκι: παράδοση θανάτου του Αλέξανδρου από δηλητήριο 47. Πλακενία Ναούσης: το σχολείο του Αλέξανδρου 48. Μίεζα Ναούσης: το σπήλαιο του Αλέξανδρου 49. Πιέρια Όρη: τα βουνά του Αλέξανδρου (ονομασία ως το 1715) 50. Καλλιπεύκη Ολύμπου: η πατημασιά του Αλέξανδρου 51. Κοζάνη: συνεύρεση Ολυμπιάδος με Νεκτεναβώ +γέννηση του Αλέξανδρου (Μυθιστόρημα) 52. Άλωνα Φλώρινας: Ολυμπιάδος με κερασφόρο Νεκτεναβώ +γέννηση του Αλέξανδρου (Μυθιστόρημα) 53. Καστοριά: παράδοση αθάνατου νερού + παράδοση επωδής –επίκλησης του Αλέξανδρου έναντι των νεράϊδων –αδερφών του 54. Καστοριά –βουνό: του βουνό του Αλέξανδρου 55. Δοτσικό Γρεβενών: ίχνη του Βουκεφάλα 56. Μεσολούρι Γρεβενών (θέση Γερικό): πετρωμένος Βουκεφάλας 57. Ελευθεροχώρι Γρεβενών, ποταμός Βενετικός: : βαθούλωμα από πήδημα Βουκεφάλα 58. Δραγοβίτσι (Πολυθέα) Καλαμπάκας: ίχνη του Βουκεφάλα +παράδοση οπτασίας Αλεξάνδρου / Αγίου Γεωργίου 59. Κουρεντοχώρια Ιωαννίνων: παράδοση δυσμορφίας Αλέξανδρου με τα αυτιά του Μίδα 60. Τζούμερκα Ιωαννίνων: Αλέξανδρος σε παράδοση φόνισσας –μάνας 61. Παραμυθιά Θεσπρωτίας: παράδοση Γοργόνας, αδερφής Αλέξανδρου 62. Αργυράδες Κέρκυρας: επωδή –επίκληση του Αλέξανδρου έναντι των νεραϊδων αδερφών του + παράδοση αθάνατου νερού 63. Κεφαλονιά: επωδή –επίκληση του Αλέξανδρου έναντι των νεραϊδων αδερφών του 64. Ζάκυνθος, Βολίμες: παράδοση θανάτωσης του Αλέξανδρου από τις αδερφές του με το «νερό του θανάτου» 65. Ζάκυνθος, Τραγάκι: Αλέξανδρος «γιος του Ήλιου», γίγαντας, «υβριστής», + παράδοση αθάνατου νερού 66. Ζάκυνθος, ακτογραμμή: βράχοι «Αλέξανδρος και Ρωξάνη» 67. Μεσολόγγι: επωδή για δάγκωμα αράχνης 68. Αράχωβα: παραμύθι (Μυθιστόρημα) 69. Παρνασσός: παραμύθι + παράδοση καθόδου στον Κάτω Κόσμο (Μυθιστόρημα) 70. Λιβαδιά: Αλέξανδρος –Κτίστης 71. Γαλαξίδι: Αλέξανδρος σε φυλακτά γυναικών (τέλη 18ου αιώνα) 72. Πορθμός Ευρίπου: Αλέξανδρος –Κτίστης 73. Αθήνα: μνημεία Αλέξανδρου (Ε. Τσελεμπή, 17ος αι.) + παράδοση Αλέξανδρου –Κέκροπα /Εριχθόνιου

638 74. Μέγαρα: Αλέξανδρος –κτίστης 75. Σούνιο Αττικής: το παλάτι του Αλέξανδρου 76. Καλάβρυτα, Φελλόη: παράδοση αδερφών του Αλέξανδρου 77. Γορτυνία Αρκαδίας: παράδοση αθάνατου νερού + νεράϊδες –αδερφές Αλέξανδρου 78. Ανδρίτσαινα Ηλείας: παράδοση κτισίματος της κόρης του Αλέξανδρου στο γεφύρι 79. Πύλος: παράδοση καθόδου στον Κάτω Κόσμο (Μυθιστόρημα) 80. Λακωνία: Σκυλοκέφαλοι (Μυθιστόρημα) 81. Σπάρτη: μαγικό παραμύθι 82. Σαντορίνη: κατάδυση του Αλέξανδρου στη θάλασσα (Μυθιστόρημα) 83. Δυτική Κρήτη: Αλέξανδρος –δρακοκτόνος 84. Λάκκοι Κυδωνίας: κατάδυση του Αλέξανδρου στη θάλασσα προς αναζήτηση του αθάνατου νερού (Μυθιστόρημα) 85. Ρέθυμνο: παράδοση αθάνατου νερού και Γοργόνας – Αρκούδας 86. Αξός Ρεθύμνου: επωδή 87. Βιάννος: Αλέξανδρος –κτίστης –ενώνει Μεσόγειο με Μαύρη Θάλασσα - + παράδοση δυσμορφίας Αλέξανδρου με αυτιά Μίδα 88. Καστέλλι Λασιθίου: παράδοση δυσμορφίας Αλέξανδρου με αυτιά Μίδα 89. Κατσιδώνι Σητείας: παράδοση δυσμορφίας Αλέξανδρου με αυτιά Μίδα 90. Κύπρος: κατάδεσμος –επωδή για διώξιμο αλεπούς, Αλέξανδρος σε παραλλαγή τραγουδιού του Θεοφύλακτου 91. Σάμος: επωδή με επίκληση του Αλέξανδρου για νηνεμία 92. Έφεσος: Αλέξανδρος –κτίστης - ενώνει τη Μεσόγειο με την Ερυθρά Θάλασσα – (μητροπολίτης Εφέσου Δανιήλ, 15ος αι.) 93. Χίος: Αλέξανδρος σε παραλλαγές ακριτικών τραγουδιών του μικρού Βλαχόπουλου, των αντρειωμένων και του Χάρου, + παράδοση Γοργόνας, αδερφής Μεγαλέξανδρου 94. Μυτιλήνη: κερασφόρος δύσμορφος Αλέξανδρος («κέρατα του Μίδα») 95. Πηγές Μυσίας (Biga): ίχνη του Βουκεφάλα σε βράχο 96. Κωνσταντινούπολη: τραγούδι –χορός Αλέξανδρου σε Μάχη του Γρανικού (18ος αι.) 97. Τσορλού Α. Θράκης (Τυρολόη): παράδοση Γοργόνας – φώκιας, αδερφής Μεγαλέξανδρου 98. Βιζύη (Vize): Σκυλοκέφαλοι (Μυθιστόρημα) +παράδοση Γοργόνας – φώκιας, αδερφής Μεγαλέξανδρου 99. Σαράντα Εκκλησιές (Kirklareli): επίκληση Αλέξανδρου σε θεραπευτική επωδή για την ξηροδερμία 100. Αδριανούπολη: παράδοση Γοργόνας – φώκιας, αδερφής Μεγαλέξανδρου 101. Σωζόπολη Βουλγαρίας: κατάδυση του Αλέξανδρου στη θάλασσα (Μυθιστόρημα) 102. Μεσημβρία Βουλγαρίας (Nessebar): Αλέξανδρος σε παραλλαγή ακριτικού τραγουδιού του Διγενή στο γάμο 103. Σαμψούντα Πόντου: μαγικό παραμύθι 104. Τραπεζούντα: κερασφόρος Αλέξανδρος (δυσμορφία του Μίδα) 105. Αργυρούπολη Μικράς Ασίας (Gumushane): παράδοση προειδοποίησης Αλέξανδρου (Μυθιστόρημα) 106. Αλεξάνδρεια Ημαθίας: η περικεφαλαία του Αλέξανδρου στην παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία 107. Σοφάδες Καρδίτσας: η περικεφαλαία του Αλέξανδρου στην παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία 108. Φάρσαλα: η περικεφαλαία του Αλέξανδρου στην παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία 109. Περιοχή Κυδωνίων (Αϊβαλί): λαϊκές αφηγήσεις για τον Αλέξανδρο (μαρτυρία Φ. Κόντογλου)

639

640 Εξήγηση Χάρτη 4. Το να αποπειραθεί κανείς να τοποθετήσει στο χάρτη της υφηλίου τους φανταστικούς τόπους, πλάσματα και λαούς που επισκέφτηκε ο Αλέξανδρος του Μυθιστορήματος, μοιάζει να είναι κάτι το αυθαίρετο και παρακινδυνευμένο. Πρόκειται, άλλωστε, για μια παράδοση μακραίωνη και ιδιαίτερα δημοφιλή στη χαρτογραφία του μεσαίωνα (βλέπε κεφάλαια 5.3, 5.7). Χωρίς να αρνούμαι ένα

βαθμό αυθαιρεσίας, προσπάθησα, βασιζόμενος στην εκδοχή του

βυζαντινού έπους Αλέξανδρος ο Βασιλεύς (αρχές 13ου αιώνα), με κάποιες προσθήκες από τη μεσαιωνική ελληνική διασκευή Γ΄ καθώς και τη Φυλλάδα, να τοποθετήσω τόσο τις πραγματικές, όσο και τις φανταστικές τοποθεσίες του Μυθιστορήματος, τις δεύτερες με βάση τη διήγηση και κατά το εικός και αναγκαίον. Επίσης, έλαβα υπόψη μου τις πληροφορίες του Stoneman 2011 (σελ. 192-193, 250-253) καθώς και της Jοuanno 2015 (σελ. 130, 351-355). Το σημαντικότερο στοιχείο που μας παρέχει μια κατεύθυνση για τις φανταστικές περιπέτειες του Αλέξανδρου στο έπος Αλέξανδρος ο Βασιλεύς είναι η αναφορά του Αλέξανδρου στην επιστολή που στέλνει στην Ολυμπιάδα, πως μετά το θάνατο του Δαρείου και ενώ ήταν ακόμη στην Περσίδα, θέλησε να πορευτεί «κατ’ αὐτὴν τὴν ἅμαξαν τοῦ πόλου» (στ. 4177), δηλαδή στην κατεύθυνση του Αστερισμού της Άρκτου στα βόρεια. Επομένως, κατ’ ανάγκη, οι ιχθυοφάγοι, οι γιγάντιοι κάβουρες και η κατάδυση με τον καταδυτικό κλώβο, θα πρέπει να τοποθετηθούν στην Κασπία θάλασσα, τη μόνη που θα φάνταζε σαν πραγματική θάλασσα για τον Αλέξανδρο και τους στρατιώτες του στην κατεύθυνση των ανεξερεύνητων περιοχών που επέλεξαν, κατά συνέπεια και όλα τα υπόλοιπα φανταστικά πλάσματα και επεισόδια, από τους Οχλητούς ως το αθάνατο νερό, θα πρέπει να τοποθετηθούν γύρω από την Κασπία. Αντίστοιχα, αναφορικά με τους Κυνοκέφαλους, σύμφωνα με το βυζαντινό ποίημα, ο Αλέξανδρος τους συναντά κοντά στην Ερυθρά θάλασσα (στ. 5585-5589). Ωστόσο, απέφυγα να τοποθετήσω στο χάρτη μέρη με γεωγραφικούς προσδιορισμούς τελείως ασαφείς και αταίριαστους με το ευρύτερο γεωγραφικό περιβάλλον, στο οποίο κινείται ο Αλέξανδρος, όπως για παράδειγμα η περίφημη πόλη του Ήλιου με τον Αιθίοπα ιερέα της, που, σύμφωνα με το ποίημα, βρίσκεται πάνω σε ένα νησί σε απόσταση 120 σταδίων μακριά από την ακτή (στ. 5595-5598). Ίσως τελικά η συμβολή της χαρτογράφησης που αποπειρώμαι να είναι περισσότερο προς την κατεύθυνση της εποπτείας αυτού του θαυμαστού παντρέματος της πραγματικής ιστορίας και της αλεξάνδρειας μυθολογίας, που μάγεψε τους ανθρώπους της αρχαιότητας, του μεσαίωνα, της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, παρά προς την «ακριβή γεωγραφική τοποθέτηση» της φαντασίας. Άλλωστε, ο χάρτης του Μυθιστορήματος ανταποκρίνεται σε σημαντικό βαθμό και στα παραδεδομένα μελλοντικά σχέδια του Αλέξανδρου, σχέδια εξερεύνησης και κατακτήσεων που δεν πραγματοποιήθηκαν, γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος (βλέπε υποσημείωση 21), σε περιοχές όπως η Καρχηδόνα, η ιταλική χερσόνησος, τα παράλια του Εύξεινου Πόντου, η Αραβία ή και η Κασπία. Τελειώνω με την εξής προτροπή: κάποια στιγμή, στο προσεχές μέλλον, ένας εμπνευσμένος δημιουργός να αναλάβει την πρωτοβουλία να διασκευάσει αυτή τη θαυμαστή ιστορία σε ένα νέο μυθιστόρημα ηρωικής φαντασίας, σε ιστορία κόμικς, σε επιτραπέζιο παιχνίδι, σε βιντεοπαιχνίδι ή και –γιατί όχι – σε επική ταινία.

641 ΠΑΡΑΠΟΜΕΣ –ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Η παρακάτω λίστα δεν περιλαμβάνει κάποια βιβλία, εκδόσεις, άρθρα και διαδικτυακές πηγές, στα οποία γίνεται απευθείας αναφορά στις υποσημειώσεις στο κύριο σώμα του κειμένου.



Αβραμίδης 2013: Γιάννης Αβραμίδης (επιμέλεια –εισαγωγή –σχόλια) Ιουλιανός, μετάφραση έργων Γιάννης Αβραμίδης –Γιάννης Χριστοδούλου, εκδόσεις Θύραθεν, 10η έκδοση, Θεσσαλονίκη 2013.



Aerts 2011: W.J. Aerts, Gog, Magog, Dogheads and other Monsters in the Byzantine World, στο “Embodiments of Evil: Gog and Magog” – Interdisciplinary Studies of the “Other” in Literature and Internet Texts, Iranian Studies, Leiden

University

Press,

2011,

σελ.

23-36.

(βιβλίο

σε

μορφή

pdf

από

διεύθυνση

http://dare.uva.nl/aup/en/record/420556, ανάκτηση 15.1.2013).



Abbot 1903: G. F. Abbot, Macedonian Folklore, 1903, ελληνική έκδοση Λαϊκός Μακεδονικός Πολιτισμός, εισαγωγή –μετάφραση –σχόλια Παύλος Πάικος Τσούμης, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2009.



Αθανασέλης 2014: Σωτήρης Αθανασέλης, «Ο τάφος του Αλέξανδρου στη Χριστιανική Αγιογραφία», επιστολή στην εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», 6.11.2014, προσβάσιμη στη διεύθυνση http://www.protothema.gr/culture/article/424407/pos-o-tafos-tou-m-alexandrou-sundeetai-meorthodoxo-erimiti-/ (7.11.2014).



Αικατερινίδης 1996: Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης, Ο Μέγας Αλέξανδρος στη λαϊκή παράδοση, ανάτυπο από «Σερραϊκά Χρονικά», τόμος 12, ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Σερρών –Μελενίκου, Αθήνα 1996, σελ. 542.



Αικατερινίδης 2013: Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης, Δημώδεις παραδόσεις από την περιοχή της Δράμας, εισήγηση στα πρακτικά της Ε΄ Επιστημονικής Συνάντησης «Η Δράμα και η περιοχή της», Δράμα, 18-21 Μαϊου 2006, έκδοση Δημοτικής Επιχείρησης Κοινωνικής Πολιτιστικής και Τουριστικής Ανάπτυξης Δήμου Δράμας, Δράμα, 2013, σελ. 1551-1561.



Akhtar 2007: Nasim Akhtar, Visual Illustrations of the Life of Alexander in Persian Manuscripts, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. 76- 88.



Αλαμάνη –Σουρή 2003: Βικτώρια Αλαμάνη –Σουρή, Η αυτοκρατορική λατρεία, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη», έκδοση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (Υπουργείο Πολιτισμού) 2003, σελ. 98-120.



Alexander 1985: Paul Julius Alexander, The Byzantine Apocalyptic Tradition, επιμέλεια έκδοσης Dorothy Def. Abrahamse, University of California Press, 1985.



Αλεξάνδρου 1996: Δημήτρης Ν. Αλεξάνδρου, Καλάς, οι Έλληνες των Ιμαλάϊων, Θεσσαλονίκη 1996.



Αλεξιάς Α΄-Β΄: Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, τόμοι Α΄ –Β΄, μετάφραση Αλόη Σιδέρη, εκδόσεις Άγρα, 1990, 2005/ εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ – ΔΟΛ, 2010



Αλεξίου 1995/2005: Στυλιανός Αλεξίου, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και τα άσματα του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρόνικου», εκδόσεις «Εστία», Αθήνα, 1995/2005.



Alpay 1996: Alpay Pasinli, Istanbul Archaeological Museum, εκδόσεις A Turizm Yayinlari, 1996, Κωνσταντινούπολη.



642 Al – Tabari 1987: Al Tabari, History of Al – tabari, volume 4: The ancient Kingdoms, State University of New York Press, 1987.



Amandry 2014: Michel Amandry, La mythologie d l ‘ Alexandre at les monnaies romaines, διάλεξη στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 8.4.2014, προσβάσιμη στη διεύθυνση http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/14242



Αναγνωστόπουλος 1994: Νίκος Αναγνωστόπουλος, «Είμαστε παιδιά του Αλέξανδρου», άρθρο στον τόμο «Ελληνισμός και Ανατολή –Τουρκμενία, έκδοση Επτά Ημέρες - Καθημερινή, 18.9.1994 σελ. 95-102 (συλλογικού τόμου Αρμενία –Τουρκμενία, Βακτριανή –Ινδία).



Anderson 1930: Andrew Runni Anderson, Bucephalas and his Legend, άρθρο στο “The American Journal of Philology”, Vol. 51, No. 1(1930), σελ. 1-21, The Johns Hopkins University Press, σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση: http://www.jstor.org/stable/290361



Ανδρόνικος 1984: Ανδρόνικος Μανόλης, Βεργίνα –Οι Βασιλικοί Τάφοι, Εκδοτική Αθηνών, 1984 (2004).



Ανδρόνικος 1996: Μανόλης Ανδρόνικος, Βασιλικοί τάφοι στη Βακτριανή, παλιότερο άρθρο ενσωματωμένο στο αφιέρωμα Ελληνισμός και Ανατολή –Βακτριανή, Επτά Ημέρες –Καθημερινή, 11.2.1996, σελ. 104—110.



Αποστολίδης 2011: Λεωνίδας Κ. Αποστολίδης, Η Οδύσσεια της εθνικής μας ονομασίας, Γραφικές Τέχνες «Μέλισσα», Ασπροβάλτα, 2011.



Αρβελέρ 1997 (1975): Ελένη Γλυκαντζή – Αρβελέρ, Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετάφραση Τούλα Δρακοπούλου, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα, 1997 (πρώτη έκοση στα γαλλικά, 1975).



Αρβελέρ 2004: Ελένη Αρβελέρ, Ακριτική Πολυφωνία, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Ευρωπαϊκή Ακριτική Παράδοση: από το Μεγαλέξανδρο στο Διγενή Ακρίτα», πρακτικά επιστημονικών συναντήσεων, επιμέλεια Ελένη Αρβελέρ, έκδοση Ακαδημίας Αθηνών, αρ. 23, 2004, σελ. 196 – 204.



Αρβελέρ 2009: Ελένη Γλυκαντζή – Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2009.



Αποστολίδης 2013: Ήρκος και Στάντης Ρ. Αποστολίδης, Γ.Μ. Βιζυηνός –Άπαντα τα Διηγήματα, Αθήνα 2013.



Αρριανός: Αρριανός Φλάβιος, Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις, εισαγωγή –μετάφραση –σημειώσεις

Βασίλειος Μ.

Παπαδόπουλος, εκδόσεις Μαλλιάρης –Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2003.



Arthur – Montagne 2014 A: J. Arthur – Montagne, The Documentary Letters of the Alexander Romance, διάλεξη στην 145η συνάντηση του Αμερικανικού Φιλολογικού Συνδέσμου, Σικάγο, 5.1.2014, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διέυθυνση: http://www.academia.edu/5423840/The_Documentary_Letters_of_the_Alexander_Romance (ανάκτηση 6.8.2014).



Arthur – Montagne 2014 B: J. Arthur – Montagne, Persuasion, Emotion, and the Letters of the Alexander Romance, άρθρο στο περιοδικό Ancient Narrative 11, Groningen 2014, σελ. 159-190, σε ηλεκτρονική μορφή από: http://www.academia.edu/4939646/Persuasion_Emotion_and_the_Letters_of_the_Alexander_Romance (σελ. 131, ανάκτηση 6.8.2014)



Asan 1998 (2007): Omer Asan, Ο Πολιτισμός του Πόντου, εκδόσεις Αδερφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2007.



Asirvatham 2011: Sulochana Asirvatham, The Alexander Romance Tradition from Egypt to Ethiopia, άρθρο σε ηλεκτρονική μορφή από https://www.academia.edu/9970602/The_Alexander_Romance_Tradition_from_Egypt_to_Ethiopia (6.2.2015).



Ασωνίτης 2001: Ασωνίτης Αλέξανδρος, «Ο Βίος του Αλέξανδρου και οι περιπέτειές του», άρθρο στην έκδοση 7 ΗΜΕΡΕΣ –Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ, της εφημερίδας Καθημερινή, 15.7.2001, σελ. 26-28.



Ασωνίτης 2008: Αλέξανδρος Μ. Ασωνίτης (εισαγωγή –απόδοση), Αλεξάνδρου Βίος, έκδοση εφημερίδας «Το Βήμα», 2008.

643



Ασώπιος 1857: Κωνσταντίνος Ασώπιος, Λόγος Κ. Ασωπίου επί της δευτέρας αυτού πρυτανείας, (25.9.1856), Αθήνα 1857.



Αχειμάστου 1969: Αχειμάστου Μυρτάλη, Εικών της Δευτέρας Παρουσίας εκ της Σύμης, άρθρο στο «Δελτίο Χριστιανικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας» 5, 1969, σελ. 207-228, πίνακες 80-94.



Βακαλόπουλος 1982: Βακαλόπουλος Απόστολος, Καταπίεση και Αντίσταση –Η Μακεδονία κατά τους νεότερους χρόνους, στο «Μακεδονία – 4000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού», συλλογικός τόμος, γενική εποπτεία Μ.Β. Σακελλάριος, Εκδοτική Αθηνών 1982, σελ. 385-393.



Βακαλοπουλος 1990: Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού-Μακεδονία, Εκδοτικός Οίκος των Αδεφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990.



Βακαλόπουλος 2003: Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού –τόμος Θ΄: Πηγές της ιστορίας του Νέου Ελληνισμού (1204-1669), Εκδοτικός Οίκος Σταμούλη, Θεσσαλονίκη, 2003.



Βακαλόπουλος 2008: Βακαλόπουλος Απόστολος Ε., Νέος Ελληνισμός –οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους 1204-μέσα 15ου αιώνα, Εκδοτικός Οίκος Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2008.



Ванеева, Творогов 1987-88: Е.И. Ванеева / О.В.Творогов, Александрия Сербская / Александрия Хронографическая, (Η «Αλεξανδριάδα» των Σέρβων και των χρονογράφων) λήμματα στο Словарь книжников и книжности Древней Руси. Вып. 1 (XI – первая половина XIV в.), Вып. 2 (вторая половина XIV – XVI в.). Ч. 1: А–К / АН СССР. ИРЛИ; Отв. ред. Д. С. Лихачев. – Л.: Наука, 1987, 1988, από Электронные публикации

Института

русской

литературы

(Пушкинского

Дома)

РАН,

http://lib.pushkinskijdom.ru/Default.aspx?tabid=3665-6



Βασιλείου 2012: Σωτηρία Κ. Βασιλείου, Το ονομαστικόν στη Μακεδονία (1750-1900), εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2012.



Βασιλικοπούλου, 1999: Αγνή Βασιλικοπούλου, «Ο Μέγας Αλέξανδρος των Βυζαντινών. Οι βυζαντινοί επίγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου», ἀρθρο στο Αρχαία Μακεδονία. Έκτο Διεθνές Συμπόσιο, Τόμος 2 Ι.Μ.Χ.Α, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 1303-1315.



Βαφειαδάκη 1997: Αγγελική Βαφειαδάκη, Οι σταμπωτές πάντες των τυρναβίτικων εργαστηρίων, ἀρθρο στο βιβλίο «Τα ελληνικά σταμπωτά 18ος -20ος αιώνας», έκδοση του Λαογραφικού –Ιστορικού Μουσείου Λάρισας – εκδόσεις Καπόν, 1997, σελ. 129 -147.



Beaufort 1997: Christian Beaufort – Spontin, Ένας άλλος Αλέξανδρος:ο Αλέξανδρος Φαρνέζε, άρθρο στο συλλογικό τόμο Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ευρωπαϊκή Τέχνη, επιμέλεια Νίκος Χατζηνικολάου, έκδοση Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας «Θεσσαλονίκη 1997» και Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, σελ. 668-672.



Βελένης 1999: Γεώργιος Βελένης, Επιγραφές από την αρχαία αγορά της Θεσσαλονίκης, ἀρθρο στο Αρχαία Μακεδονία. Έκτο Διεθνές Συμπόσιο, Τόμος 2, Ι.Μ.Χ.Α. Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 1317-1327.



Βελένη 2009: Πολυξένη Αδάμ Βελένη, Μακεδονία –Θεσσαλονίκη μέσα από τις εκθέσεις του Αρχαιολογικού Μουσείου, έκδοση Τ.Α.Π.Α., Αθήνα, 2009.



Βελουδής 1989 (1977): Βελουδής Γιώργος, Διήγησις Ἀλέξανδρου τοῦ Μακεδόνος, Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1977/1989.



Bengston 1991 (1968): Hermann Bengston, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, μετάφραση Αντρέα Γαβρίλη, εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα, 1991.



644 Вилкул 2008: Татьяна Вилкул, Александрия Хронографическая в Троицком хронографе, (Η «Αλεξανδριάδα» στο χρονογράφο της Αγίας Τριάδας), άρθρο στο Palaeoslavica XVI/1 (2008), σελ. 103-147, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση:





https://www.academia.edu/Documents/in/Alexander_Romance?page=2 (7.4.2014). Bhandare 2007: Shailenda Bhandare, Not just a pretty face: Interpretations of Alexander’s numismatic imagery in the Hellenic East, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. 208-256. Bianchi 2010: Robert Steven Bianchi, The Princepton Portrait of Alexander the Great, άρθρο στο “Princepton University Art Museum Record”, volume 69/ 2010, σε ηλεκτρονική μορφή στη διέυθυνση: https://www.academia.edu/Documents/in/Portraits_of_Alexander_the_Great



Bieber 1964: Margarete Bieber, Alexander the Great in Greek and Roman Art, Argonaut, Chicago 1964.



Billows 1994: Richard A. Billows, Kings and Colonists – Aspects of Macedonian Imperialism, Columbia Studies in the classical tradition - Brill, Netherlands 1994.



Birt: Theodor Birt, Ο Αλέξανδρος ο Μέγας και ο Παγκόσμιος Ελληνισμός, (μετάφραση Ν.Παπαρρόδου) Εκδόσεις Δαρέμα, Αθήνα.



Βιστωνίτης 2014: Βιστωνίτης Αναστάσης, ζει ο Μέγας Αλέξανδρος; άρθρο στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής», 29.9.2014.



Βιταλιώτης 2008: Ιωάννης Σ. Βιταλιώτης, Το έργο του ανώνυμου «ζωγράφου του Αγίου Στεφάνου» Μετεώρων στα Μεγάλα Βραγγιανά των Αγράφων, άρθρο στον τόμο «Βυζαντινά», 28 (αφιέρωμα στη μνήμη του Γεωργίου Λαββά), έκδοση Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 223-265.



Blanshard 2007: Alastair J.L. Blanshard, Alexander’s Mythic Journey into India, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. 28-39.



Βλαχάκος 2004 Α: Πέτρος Βλαχάκος (εισαγωγή –μετάφραση –σχόλια), «Άγιος Δημήτριος –Εγκωμιαστικοί λόγοι επιφανών βυζαντινών λογίων», εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2004.



Βλαχάκος 2004 Β: Πέτρος Βλαχάκος (εισαγωγή –μετάφραση –σχόλια), Τιμαρίων –Ένα ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2004.



Boardman 1985 (1975): John Boardman, Αθηναϊκά Ερυθρόμορφα Αγγεία –Αρχαϊκή Περίοδος, μετ. Ε. Παπουτσάκη, Γ. Σερμέτη, Εμ. Χατζή, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1985.



Boardman 2015: John Boardman, Alexander the Great’s Flying Machine: an Iconographic Study, άρθρο στο περιοδικό “Ancient West and East” 14, 2015, σελ. 313-322.



Βουζανίδου 2013: Ευαγγελία Βουζανίδου, Η Καβάλα του Αθλητισμού –Ένας Αιώνας 1906-2006, Έκδοση Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Καβάλας «Δημωφέλεια», Καβάλα 2013.



Βολονάκης 1998: Ιωάννης Ηλ. Βολονάκης, Ανάγλυφα και επιγραφές επί λίθου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους Άθωνος, περίληψη εισήγησης από το Δέκτο Όγδοο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα, 8-10 Μαίου 1998.



Βουγιουκλάκης 2013: Σπυρίδων Βουγιουκλάκης, Ο Μέγας Αλέξανδρος ως εφαλτήριο ενός νέου κόσμου στην Ιουδαϊκή Παράδοση, εισήγηση στο συνέδριο «Ο Αλέξανδρος, το ελληνόκοσμο σύστημα και η σύγχρονη παγκόσμια

κοινωνία»,

εισήγηση

σε

ηλεκτρονική

μορφή

http://www.academy.edu.gr/files/prakt_alexandros/praktika_alexandros_A.pdf σελ. 457-476.

από

τη

διεύθυνση:

645



Βουτυράς 1997: Εμμανουήλ Βουτυράς, Οι Απεικονίσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Αρχαία Τέχνη, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Αλέξανδρος και Ανατολή» σε επιμέλεια Δ. Παντερμαλή, έκδοση Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ευρώπης «Θεσσαλονίκη 1997» και Α.Π.Θ., 2001, σελ. 18-21.



Braccesi 2006: Lorenzo Braccesi, A Profile of Alexander, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Images of a legend – Iconography of Alexander the Great in Italy”, Gangemi Editore, Ρώμη, 2006, σελ. 11- 41.



Brekoulaki 2011: Harikleia Brekoulaki, Painting at the Macedonian court, στο “Heracles to Alexander the Great”, Treasures from the Royal Capital of Macedon, a Hellenic Kingdom in the Age of Democracy, κατάλογος έκθεσης στο Ashmolean Museum, University of Oxford 2011, σελ. 209-218.



Brilliant 1979: Richard Brilliant, Cameo with rider in battle, Contorniate of Alexander the Great and the Circus Maximus, λήμματα από τον κατάλογο της έκθεσης “Age of Spirituality – Late Antique ans Early Christian Art, Third to Seventh Century”, επιμέλεια Kurt Weitzmann, έκδοση Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης και Princeton University Press, Νέα Υόρκη, 1979.



Butgel 2013: Burcu Butgel, Alexander Sarcophagus, άρθρο σε ηλεκτρονική μορφή από https://www.academia.edu/7222435/Alexander_Sarcophagus (7.2.2015).



Γαλάνη 2010: Γεωργία Γαλάνη, Ο ήλιος των δύο κόσμων, ένα μυθιστόρημα για τον Μεγαλέξανδρο, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2010.



Caltabiano 1999: Maria Caccamo Caltabiano, The identity of the two horsemen on Philip II’s coinage, άρθρο εισήγηση στο “Ancient Macedonia VI”, τόμος 1, (6ο διεθνές συνέδριο για την αρχαία Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1996), έκδοση του Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 197-207.



Γεροστάθης, A΄, Β΄, Γ΄ 1863, 1884, 1894: Λέων Μελάς, Γεροστάθης, τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄, τυπογραφείο Σ. Κ. Βλαστού, Αθήνα, 1863, 1884, 1894, σε ηλεκτρονική μορφή από http://anemi.lib.uoc.gr Ανέμη, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κρήτης.



Γ.Ε.Σ. 1979: Γενικό Επιτελείο Στρατού, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην Γεγονότα, (συλλογικό έργο) έκδοση Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1979.



Γιανναράς 2014: Χρήστος Γιανναράς, προλογικό σημείωμα στο βιβλίο «Ο Αλέξανδρος πίσω από το Μέγα» (μετάφραση του έργου του W. Tarn, “Alexander the Great”), έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή, Αθήνα 2014, σελ. 13-17.



Γιαννόπουλος 2011: Χρήστος Γιαννόπουλος, Μύθοι και Θρύλοι του Κόσμου, εκδόσεις Καρακωτσόγλου, Αθήνα 2011.



Γιαννόπουλος 2015: Χρήστος Γιαννόπουλος, Μέγας Αλέξανδρος –Θρύλος και Ιστορία, εκδόσεις Καρακωτσόγλου, Αθήνα 2015.



Γιαρένης 2010: Ηλίας Γιαρένης, Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Α΄ Κομνηνός Λάσκαρις, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, εφημερίδα «Τα Νέα», 2010.



Γκιολές 2001: Νικόλαος Γκιολές, Τα Βυζαντινά Αυτοκρατορικά Διάσημα, άρθρο στο συνοδευτικό τόμο «Το Βυζάντιο ως Οικουμένη» της έκθεσης «Ώρες Βυζαντίου», Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, έκδοση του Υπουργείου Πολιτισμού και των Εκδόσεων Καπόν, Αθήνα 2001, σελ. 63-75.



Γκράτζιου 1982: Όλγα Γκράτζιου, Το μονόφυλλο του Ρήγα του 1797, άρθρο στο περιοδικό Μνήμων, τόμος όγδοος, 1980 -1982, σελ. 130-149.



646 Cameron - Herrin 1984: Constantinople in the early eight century: Parastaseis Syntomoi Xronikai, Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί – εισαγωγή –μετάφραση –σχόλια Averil Cameron και Judith Herrin, Columbia Studies in the Classical Tradition, Volume X, εκδόσεις Leiden A.J. Brill, 1984.



Γιαλούρης 1998: Γιαλούρης Νικόλαος, Ο Μέγας Αλέξανδρος και οι κληρονόμοι του, άρθρο στο περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ, τεύχος 69, Δεκέμβρης 1998, σελ. 34-44.



Chidiroglou 2013: Maria Chidiroglou, Gold Ring, λήμμα 156 συνοδευτικού καταλόγου της έκθεσης “Heaven and Earth – Art of Byzantium from Greek Collections”, επιμέλεια Anastasia Drandaki, Demetra Papanikola – Bakirtzi, Anastasia Tourta, έκδοση Ministry of Culture and Sports, Benaki Museum, Αθήνα, 2013, σελ. 274275.



Chizhevskaya 2012: Olga Chizhevskaya, Medal of honour of Queen Christina of Sweden, λήμμα καταλόγου έκθεσης Alexander the Great – 2000 Years of Treasures, Australian Museum (Hermitage), 2012.



Ciancaglini 2001: Claudia A. Ciancaglini, The syriac version of the Alexander Romance, στο Le Museon, Revue D’ Etudes Orientales, Tome 114 – fasc. 1-2, Louvain – la – Neuve, 2001 σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση:







https://www.academia.edu/Documents/in/Alexander_the_Great?page=24 (ανάκτηση 9.2.2014). Гнутова 2007: Гнутова С.В., “Дробница «Воснесение Александра Македонсково», (πλακίδιο της «Ανάληψης το Αλέξανδρου του Μακεδόνα») λήμμα 120 καταλόγου “Шесть Веков Русской Иконы”, («Επτά Αιώνες Ρωσικής Εικόνας»), Индрик, Μόσχα, 2007. Γοβδελάς 1822 (2000): Δημήτριος Π. Γοβδελάς, Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά τους Ανατολίτες Συγγραφείς, πρώτη έκδοση Βαρσοβία 1822, σύγχρονη έκδοση Περιφερειακές Εκδόσεις «΄Ελλα», μετάφραση από τα γαλλικά –Παράρτημα Μαρία Τίλιου, Λάρισα 2000. Γουδέλης 1990: Τάσος Γουδέλης, Ελληνικός κινηματογράφος και ιστορία –μία σκιαγράφηση, άρθρο στο περιοδικό Αρχαιολογία, τεύχος 37, Δεκέμβρης 1990.



Γούναρης 2008: Βασίλης Κ. Γούναρης, Η Μακεδονία των Ελλήνων: από το Διαφωτισμό έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρθρο στο «Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο –διεπιστημονικές προσεγγίσεις», επιμέλεια Ι. Στεφανίδης, Β. Βλασίδης, Ε. Κωφός, -Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα -εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Μάιος 2008, σελ. 185-210.



Codinus Couropalates 1839: Codinus Kouropalates - Του Σοφωτάτου Κουροπαλάτου Περί των Οφφικιαλίων του παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των Οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας, (πρωτότυπο κείμενο στα ελληνικά και μετάφραση στα λατινικά, επιμέλεια Immanuel Bekker) έκδοση Impensis Ed Weberi, Βόννη, 1839, ψηφιακό βιβλίο από: http://books.google.gr/books?id=QtkFAAAAQAAJ&oe=UTF-8&redir_esc=y (ανάκτηση 17.8.2013).



Collobi 1970: Licia Ragghiani Collobi, Βρεταννικό Μουσείο, Λονδίνο, - συλλογές Περσίας, Ινδίας, Θιβέτ, Κίνας, σελ. 69-92,

στη σειρά «Μεγάλα μουσεία του κόσμου» εκδόσεις Mondadori – Φυτράκης –εφημερίδα

«Ελευθεροτυπία», 1969, 1970.



Γρηγοράκου 2013: Ποτίτσα Γρηγοράκου, Η Αλεξάνδρεια ως σύμβολο της οικουμενικότητας του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας. Από την ελληνιστική εποχή στο σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Πρακτικά Συνεδρίου –Ο Αλέξανδρος, το Ελληνικό Κοσμοσύστημα και η Σύγχρονη Παγκόσμια Κοινωνία», Ακαδημία Θεσμών και Πολιτισμών, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 240- 261, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: http://www.academy.edu.gr/files/prakt_alexandros/praktika_alexandros_A.pdf

647 (ανάκτηση 23.5.2014). 

Dagron 2015: Gilbert Dagron, Η γέννηση μιας πρωτεύουσας: Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, μετάφραση Μαρίνας Λουκάκη, έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.) Αθήνα 2015.



Dahmen 2007: karsten Dahmen, The Legend of Alexander the Great on Greek and Roman Coins, Routledge London and New York 2007.



Dahmen 2008: Dahmen Karsten, Alexander in Gold and Silver: Reassessing Third Century AD Medallions from Aboukir and

Tarsos,

AJN

Second

Series

20

(2008),

σελ.

493-546,

από

τη

διεύθυνση:

http://www.academia.edu/357735/Alexander_in_Gold_and_Silver_Reassessing_Third_century_AD_Medallions_from_Ab oukir_and_Tarsos



Dahmen 2008 B: Dahmen Karsten, Alexanderschilde un Alexanders Schild(e), στο “Gottinger Forum fur Altertumswissenschaft” 11 (2008), 125-133, Http://gfa.gbv.de/dr,gfa,011,2008,a,06.pdf



Δαμάσκος 2013: Δημήτρης Δαμάσκος, Κατάλογος γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Καβάλας, Δημοσιεύματα Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Μακεδονικών και Θρακικών Σπουδών αρ. 15, Θεσσαλονίκη 2013.



Δάντης: Δάντης, Θεία Κωμωδία- Κόλαση –Καθαρτήριο –Παράδεισος, μετάφραση Ν. Καζαντζάκης, εκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα 1974.



Darrouzes 1968: Darrouzes Jean, Les Discours de Euthyme Tornike (12001205), άρθρο στο περιοδικό Revue des Etudes Byzantines, τόμος 26, 1968, σελ. 49-121, http://www.persee.fr/doc/rebyz_0766-5598_1968_num_26_1_1400



Даркевич 2015: Владислав Петрович Даркевич, Путями Средневековых Мастеров, (Βλαντισλάβ Πετρόβιτς Νταρκέβιτς, «Οι δρόμοι των αριστοτεχνών του μεσαίωνα», Μόσχα, URSS 2015.





Δεληγιαννάκης 2013: Γεώργιος Δεληγιαννάκης, Η εικόνα του Αλέξανδρου στη σύγχρονη ιστοριογραφία, - Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία 2009, έγγραφο σε ηλεκτρονική μορφή από: https://www.academia.edu/Documents/in/Alexander_the_Great?page=2 Δεληκάρη 2008: Δεληκάρη Αγγελική, Η εικόνα της Μακεδονίας και η έννοια της «μακεδονικότητας» στους σλαβικούς λαούς της βαλκανικής κατά τη βυζαντινή περίοδο άρθρο στο «Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο – διεπιστημονικές προσεγγίσεις», επιμέλεια Ι. Στεφανίδης, Β. Βλασίδης, Ε. Κωφός, -Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα -εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Μάιος 2008, σελ. 134-184.



Delvoye 1991: Charles Delvoye, Η Βυζαντινή Τέχνη, μετάφραση από τα γαλλικά Μαντώ Β. Παπαδάκη, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1988.

 

Demandt 2009: Alexander Demandt, Alexander der Grosse: Leben und Legende , εκδόσεις C. H. Beck, Μόναχο, 2009. Demetriou 2001: Demetriou N. Kyriacos, Historians on Macedonian Imperialism and Alexander the Great, άρθρο στο Journal of Modern Greek Studies, Volume 19, Number 1, Μάιος 2001, σελ. 23-60.



Δημαράς 1989: Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα, 1989 (5η έκδοση).



Δημητρουλόπουλος 1999: Δημητρουλόπουλος Ι. Χρήστος, Διήγησις Αλεξάνδρου μετά Σεμίραμιης βασίλισσας Συρίας: ένα ανέκδοτο πρωτονεοελληνικό ποίημα για το Μέγα Αλέξανδρο, -εισαγωγή, σχόλια –λεξιλόγιο Χ. Δημητρουλόπουλος, Αθήνα 1999.



Δημίτσας 1879: Μαργαρίτης Δημίτσας, Επίτομος Ιστορία της Μακεδονίας από των Αρχαιοτάτων Χρόνων μέχρι της Τουρκοκρατίας, Τυπογραφείο «Ο Παλαμήδης», Αθήνα 1879 (Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καραβία).



648 Διαλεκτόπουλος 2015: Θανάσης Διαλεκτόπουλος, Μεταβυζαντινές Εικόνες της Θάσου –Εικονογραφική ερμηνεία και συμβολισμοί, Θεσσαλονίκη, 2015.



Diehl: Charles Diehl, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμος Β΄, εκδόσεις Ηλιάδη –Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία,



Dinu 2013: Tudor Dinu, Αναφορές στο Μεγαλέξανδρο στα ποιήματα του Σταυρινού και του γενναίου Παλαμήδη για το Ρουμάνο ηγεμόνα Μιχαήλ τον Γενναίο (1593-1601), άρθρο στο συλλογικό έργο «Ο Αλέξανδρος, το Ελληνικό Κοσμοσύστημα και η Σύγχρονη Παγκόσμια Κοινωνία», πρακτικά συνεδρίου της Ακαδημίας Θεσμών και Επιστημών, τόμος Β΄, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 477-483, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: https://www.academia.edu/4340750/Acta_of_Conference_ALEXANDER_THE_GREEK_COSMOS__SYSTEM_AND_CONTEMPORARY_GLOBAL_SOCIETY_VOLUME_B



Dieterich 1904: Karl Dieterich, Alexander der Grosse im Volks-glauben von Griechen, Slaven und Orientalen, “Beilage zur Allgemeinen Zeitung” , n. 184, Μόναχο, 1904.



Διόδωρος Σικελιώτης: Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Τόμος 2, βιβλία XV-XX επιμέλεια Ludwig August

Dindorf,

έκδοση

svmptibvs

C.H.F.

Hartmanni,

1831,

ψηφιοποιημένο

βιβλίο

από

http://books.google.gr/books/about/Bibliotheca_historica.html?id=BQYPAAAAYAAJ&redir_esc=y (ανάκτηση 25.8.2013).



Διόδωρος Σικελιώτης Β: Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Τόμος ΙΕ΄, μετάφραση Α. Παπανδρέου, Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός Γεωργιάδη.



Δίων Χρυσόστομος (1998): Διών Χρυσόστομος, Διάλογος Αλέξανδρου και Διογένη, Ο Κυνηγός, Ολυμπιακός, πρόλογος Γιάννης Αβραμίδης, απόδοση Γ. Αβραμίδης –Στέλλα Μητσάκα, εκδόσεις Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 1998.



Djurslev 2015: Djurslev Christian Thrue, The Metal King: Alexander the Great in heavy metal music, άρθρο στο Metal Music Studies, 1: 1, σελ. 127-141, doi: 10.1386/mms.1.1.127_1, 2015, σε ηλεκτρονική μορφή από https://www.academia.edu/7528002/The_Metal_King_Alexander_the_Great_in_Heavy_Metal_Music (7.2.2015).



Doufikar-Aerts 2011: F.C.W. Doufikar-Aerts, Dogfaces, Snake- tongues and the Wall against Gog and Magog, στο “Embodiments of Evil: Gog and Magog” – Interdisciplinary Studies of the “Other” in Literature and Internet Texts, Iranian Studies, Leiden University Press, 2011, σελ. 37-52. (βιβλίο σε μορφή pdf από διεύθυνση http://dare.uva.nl/aup/en/record/420556, ανάκτηση 15.1.2013).





 

Δραγώνα – Μονάχου 2013: Μυρτώ Δραγώνα – Μονάχου, Ο Αλέξανδρος, ο Στωικός Κοσμοπολιτισμός και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, εισήγηση στο συνέδριο «Ο Αλέξανδρος, το ελληνόκοσμο σύστημα και η σύγχρονη παγκόσμια κοινωνία», εισήγηση σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση:https://www.academia.edu/Documents/in/Alexander_the_Great?page=22 (9.2.2014). Δρακόπουλος / Παπαρηγόπουλος 2010: Βαγγέλης Δρακόπουλος (επιμέλεια), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κ. Παπαρηγόπουλου, (συμπληρωμένη και επικαιροποιημένη), τόμος 6, (362-323 π.Χ.), συλλογικό έργο, εκδόσεις National Geographic Society / τέσσερα Πι Α.Ε., Αθήνα 2010. Dreyer 2009: Boris Dreyer, Heroes, Cults and Divinity, άρθρο στο βιβλίο “Alexander The Great – A New History”, επιμέλεια Waldemar Heckel, Lawrence A. Tritle, εκδόσεις Blackwell, 2009, σελ. 241-257. Δρούγου –Παλιαδέλη 1999: Στέλλα Δρούγου, Χρυσούλα Σαατσόγλου –Παλιαδέλη, Βεργίνα: περιδιαβάζοντας τον αρχαιολογικό χώρο, Τ.Α.Π.Α., Αθήνα 1999.



Droysen / Αποστολίδης 1993: Johann Gustav Droysen, Ρένος, Ήρκος και Στάντης Αποστολίδης, Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έκδοση εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», Αθήνα 1993.

649



Ekserdjian 1997: David Ekserdjian, Η Σάλα Παολίνα στο Καστέλ Σαντ Άντζελο, άρθρο στο συλλογικό τόμο Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ευρωπαϊκή Τέχνη, έκδοση Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας «Θεσσαλονίκη 1997» και Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, επιμέλεια Νίκος Χατζηνικολάου, σελ. 64-71 .



Empereur 2002: Jean – Yves Empereur, Η Αλεξάνδρεια και ο Αλέξανδρος: μια ιστορία 2300 ετών, άρθρο στο βιβλίο της Σιμόνης Ζαφειροπούλου, Στα Βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, 2300 χρόνια μετά, εκδόσεις ΜΙΛΗΤΟΣ, Αθήνα, 2002, επανέκδοση μικρότερων διαστάσεων σε δύο τόμους εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, δημοσιογραφικού οργανισμού Λαμπράκη, τόμος Α΄, σελ. 84-89.



Ενεπεκίδης 1982: Π.Κ. Ενεπεκίδης, Θεσσαλονίκη και Μακεδονία 1798-1912, εκδόσεις βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1982.



Errington 2008: Errington Malcolm R., Ο Μέγας Αλέξανδρος στην ιστοριογραφία, στο «Μέγας Αλέξανδρος: Αναδιφώντας όψεις του περιόπτου», κύκλος σεμιναρίων του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη, έκδοση 2008, σελ. 139-171.



Ермакова 2008: Ермакова С.О., Юнеско – Памятники Всемирного Наследия – ВЛАДИМИР И СУЗДАЛ, (Ουνέσκο Μνημεία παγκόσμιας Κληρονομιάς –Βλαντίμιρ και Σούζνταλ), εκδόσεις ВЕЧЕ, Μόσχα, 2008.



Εφταλιώτης 1901: Αργύρης Εφταλιώτης, Ιστορία της Ρωμιοσύνης, 1ος τόμος, Τυπογραφείο «Εστία», Αθήνα, 1901, σε ηλεκτρονική μορφή από το project Gundenbarg.



Ζαμπάκη 2015: Θεοδώρα Ζαμπάκη, Λόγοι φιλοσόφων και άλλων σοφών για το νεκρό Μέγα Αλέξανδρο σε ανώνυμο αιθιοπικό κείμενο και σε αραβική διήγηση που παραθέτει ο ιστορικός al – Tha’alibi (961 – 1038 μ.Χ.), άρθρο – ανακοίνωση στο Β΄ τόμο των πρακτικών του 5ου Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών (Θεσ/νικη, 2-5 10. 2014), διαδικτυακή έκδοση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, 2015, σελ. 529-545.



Ζαφειροπούλου 2002 Α +Β: Σιμόνη Ζαφειροπούλου, Στα Βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, 2300 χρόνια μετά, εκδόσεις ΜΙΛΗΤΟΣ, Αθήνα, 2002, επανέκδοση μικρότερων διαστάσεων σε δύο τόμους εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, δημοσιογραφικού οργανισμού Λαμπράκη.



Ζουμπουλάκης 2012: Ζουμπουλάκης Κλεάνθης, Οι πολλαπλές μορφές του Αλέξανδρου στο χρόνο, άρθρο στο Ελλήνων Ιστορικά 2: Μέγας Αλέξανδρος –ο στρατηλάτης, ο άνθρωπος, ο θρύλος, έκδοση της εφημερίδας Τύπος της Κυριακής, σελ. 135-157, 2012.



Ζωναράς:

Ιωάννης

Ζωναράς,

Επιτομή

Ιστοριών,

διαδικτυακό

κείμενο

στη

διεύθυνση:

www.aegean.gr/culturealtec/chmlab, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2006.



Fear 2007: Andy Fear, Alexander and the Virtuous Indians, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. 40-53.



Flower 1999: Michael A. Flower, The Panhellenism of Philip and Alexander: A Reassessment, άρθρο –εισήγηση στο Ancient Macedonia VI”, τόμος 1, (6ο διεθνές συνέδριο για την αρχαία Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1996), έκδοση του Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 419-429.



Fulinska 2011: Fulinska Agnieska, The missing link? Iconography and literary legend of Alexander the Great, Studies in ancient art and civilization 15, Krakow 2011.



Fulinska 2011 B: Fulinska Agnieska, The God Alexander and his Emulators, Classica Cracoviensia XIV, 2011, σελ. 125-135.



650 Gani 2013: Penny Gani, Marble Plaque with the Ascension of Alexander the Great, λήμμα 96 συνοδευτικού καταλόγου της έκθεσης “Heaven and Earth – Art of Byzantium from Greek Collections”, επιμέλεια Anastasia Drandaki, Demetra Papanikola – Bakirtzi, Anastasia Tourta, έκδοση Ministry of Culture and Sports, Benaki Museum, Αθήνα, 2013, σελ. 199.



Garstad 2012: Garstad Benjamin (επιμέλεια –μετάφραση), Apokalypse of Pseudo – Methodius. An Alexandrian World Chronicle, Dumbarton Oaks, 2012.



Garton 2007: Stephen Garton, “Wild Follies ans Ostentatious Displays”: Reflections on Alexander the Great in India and the Question of Collective Memory, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. 1-15.



Gavalaris 1989: George Gavalaris, Alexander the Great Comqueror and Captive of Death: His Various Images in Byzantine Art, άρθρο στο περιοδικό RACAR: revue d'art canadienne / Canadian Art Review, Vol. 16, No. 1 (1989), pp. 12-18, 74-77, σε ηλεκτρονικήμορφή από τη διεύθυνση: http://www.jstor.org/



Gary 1956: George Gary, “The Medieval Alexander”, Cambridge University Press, 1956.



Georganteli 2008: Eyridice S. Georganteli, Copy from a cast of a now lost gold medallion of Justinian I, λήμμα από τον κατάλογο της έκθεσης “Byzantium 300-1453”, επιμέλεια Robin Cormack, Maria Vassilaki, έκδοση Royal Academy of Arts, 2008 (αριθμός καταλόγου 29).



Georganteli 2012: Eurydice Georganteli, Transposed Images: Currencies and Legitimacy in the Late Medieval Eastern Mediterranean, άρθρο στο βιβλίο “Byzantines, Latins and Turks in the eastern Mediterranean World after 1150” επιμέλεια Jonathan Harris, Catherine Holmes, Eugenia Russell, Oxford Studies in Byzantium, 2012, σελ. 141-179, σε ηλεκτρονική μορφή από: https://www.academia.edu/Documents/in/Cultural_Legacy_of_Alexander_the_Great (ανάκτηση 9.2.2014).



Georgopoulos 1997: M. Georgopoulos, Sides of a casket with mythological scenes, λήμμα στον κατάλογο της έκθεσης “The Glory of Byzantium. Art and Culture of the Middle Byzantine era A.D. 843-1261” New York, Metropolitan Museum of Art, 11.3.-6.6. 1997, επιμέλεια έκδοσης από H.C. Evans, W.D. Wixom, New York, 1997, σελ. 227-228.



Gero 1990: Stephen Gero, The legend of Alexander the Great in Christian orient, κείμενο διάλεξης που δόθηκε τον Απρίλη του 1990 στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αμερικής, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: https://www.escholar.manchester.ac.uk/api/datastream?publicationPid=uk-ac-manscw:1m2140&datastreamId=POST-PEER-REVIEW-PUBLISHERS-DOCUMENT.PDF

 

 

Gero 1992: Stephen Gero, The Alexander Legend in Byzantium: Some Literary Cleanings, στο Dumbarton Oaks Papers, Vol. 46, Homo Byzantinus: Papers in Honor of Alexander Kazhdan (1992), σελ. 83-87. Gerstel 2001: Sharon E.J. Gerstel, Art and Identity in the Medieval Morea, άρθρο στο βιβλίο “The Crusades from the Perspective of Byzantium and the Muslim World”, επιμέλεια Angeliki E. Laiou και Roy Parviz Mottahedeh, έκδοση Dumbarton Oaks Research Library and Collection, Washington, 2001, σελ. 263-285. Guys: M. Guys, Voyage Litteraire de la Grece ou Lettres sur les Grecs, τόμος πρώτος, Παρίσι. Истрин 1922: Истрин В.М., “Очерк Истории Древноруский Литературы Домосковского Периода, 11-13 ВВ”, έκδοση Наука и Школа, Петроград, 1922, - Ίστριν Β.Μ., Η Ιστορία της Αρχαίας Ρωσικής Λογοτεχνίας μέχρι την Εποχή της Μόσχας 11ος -13ος αιώνας, έκδοση Επιστήμη και Σχολείο, Πετρούπολη, 1922.

651



Haase 2013: Wiebke Haase, Der Flug des Alexanders - ein mittelalterliches Gewebe in Stift Bassum, Berichte zur Denkmalpflege in Niedersachsen, 1, 2013, έγγραφο σε μορφή pdf από την ιστοσελίδα http://www.stiftbassum.de/index.php?cat=15_Ausstellungsraum (ανάκτηση 8/8/2013).



Hammond 2007: N.G.L. Hammond, Φίλιππος ο Μακεδών, μετάφραση Πάνος Θεοδωρίδης, έκδοση Μαλλιάρης Παιδεία, Αθήνα 2007 (αρχική έκδοση Μ. Βρετανία 1995).



Hammond 2007 (1988) A + B: N.G.L. Hammond, Ιστορία της Μακεδονίας, τόμοι 7-8, έκδοση Μαλλιάρης Παιδεία, συλλογική μετάφραση, Θεσσαλονίκη 2007 (αρχική έκδοση Oxford University Press, 1972, 1988).



Hargreaves:

Hargreaves

Ed.,

Representations

of

Alexander

the

http://www.forumancientcoins.com/numiswiki/view.asp?key=Representations%20of%20Alexander%20the%20Great

Great, (ανάκτηση

27.8.2012).



Hirschbichler 1999: Monica Hirschbichler, The Legend of Alexander the Great in the Morea: Two paintings from the Gatehouse of Akronauplia, Greece, περίληψη ανακοίνωσης στο 21ο Byzantine Studies Conference, Byzantine Studies

Association

of

North

America,

κείμενο

σε

ηλεκτρονική

μορφή

από:

http://www.bsana.net/conference/archives/1999/abstracts_1999.html (ανάκτηση 11.2.2014).



Historia Augusta: ηλεκτρονικό βιβλίο από τη διεύθυνση: http://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Roman/Texts/Historia_Augusta/home.html(ανάκτηση 31.12.2013).



Holton 1973: David Holton, Η ελληνική παράδοση του Μυθιστορήματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου: η συνέχεια και η εξέλιξή της, Κείμενα και Μελέται Νεοελληνικής Φιλολογίας, Αθήνα, 1973.



Holton 1974: David Holton, Διήγησις του Ἀλεξάνδρου – Tale of Alexander – the rhymed version, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη 1, Θεσσαλονίκη 1974.



Hunger 1987 (1978): Herbert Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, τόμος Α΄, μετάφραση Λ. Μπενάκης, Ι. Αναστασίου, Γ. Μακρής, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1987 (πρωτότυπη έκδοση Βιέννη, 1978).



Η. –Σ. Αποστολίδης 2015: Ήρκος – Στάντης Αποστολίδης, Μέγας Αλέξανδρος –Τα αποσπάσματα των αρχαίων ιστορικών, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2015.



Θάσος 1989: Οδηγός της Θάσου, επιμέλεια Bernard Holtzmann, Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, Αθήνα, 1989.



Θεόκτιστος Δοχειαρίτης 2006: Μοναχός Θεόκτιστος Δοχειαρίτης, Αρχαίος «Κόσμος» στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Άγιο Όρος και Προχριστιανική Αρχαιότητα», επιμέλεια Σωτήρης Αθανασιάδης και Χρήστος Χειλάς, έκδοση Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 89-100.



Ιατροπούλου –Θεοχαρίδου 2013: Μαριάννα Ιατροπούλου –Θεοχαρίδου, Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Περσική επική ποίηση –το Σαχ Ναμέ του Φερντουσί και το Εσκαντάρ Ναμέ του Νιζάμι, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Πρακτικά Συνεδρίου –Ο Αλέξανδρος, το Ελληνικό Κοσμοσύστημα και η Σύγχρονη Παγκόσμια Κοινωνία», Ακαδημία Θεσμών και Πολιτισμών, τόμος Β΄, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 438-450, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: http://www.academy.edu.gr/files/prakt_alexandros/02_02_pr_al.pdf (ανάκτηση 23.5.2014).



Ι.Ε.Ε. Α΄, Δ΄, Ε΄, Ζ΄, ΣΤ΄, ΙΓ΄: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμοι Α΄, Δ΄, Ε΄, Ζ΄, ΣΤ΄ και ΙΓ΄ πολύτομο συλλογικό έργο, Εκδοτική Αθηνών, 1973- 1978.



Ιουστίνος: Justinus Marcus Junianus, Epitome of the Philippic History of Pompeius Trogus, μετάφραση στην αγγλική και σχόλια Rev. John Selby Watson, Λονδίνο 1853, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: http://www.forumromanum.org/literature/justin/english/trans11.html



652 Ippolitov 2012: Arkady Ippolitov, “Stand less between the sun and me”, άρθρο στο “Alexander the Great – 2000 Years of Treasures”, συνοδευτικός τόμος της ομώνυμης έκθεσης στο Australian Museum, Sidney, (με τη συνεισφορά του The State Hermitage Museum) έκδοση Australian Museum –2012, σελ. 53—66.



Ιωαννίδης 1958: Παντελής Κ. Ιωαννίδης, Αλέξανδρος ο Μέγας, έκδοση του Συλλόγου των εν Θεσσαλονίκη Δυτικομακεδόνων, Θεσσαλονίκη, 1958.



Ιωάννου (1962) 2006: Γιώργος Ιωάννου (επιμέλεια), Το δημοτικό τραγούδι –Παραλογές, εκδόσεις Εστία, Αθηνα 2006.



Ιωάννου 1979/1995: Ιωάννου Γιώργος, Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ, τόμος 2ος, 1979 – Εκδοτική Ερμής / 1995 – Βιβλιοπωλείο της Εστίας.



Juanno 2015 (2002): Corinne Juanno, Το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου –Γέννηση και Μεταμορφώσεις, πρώτη έκδοση στα γαλλικά Παρίσι 2002, μετάφραση στα ελληνικά Μαρίνα Λουκάκη, εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2015.



Juanno 1996: Corinne Juanno, L’ image d’ Alexandre le conquerant chez les chroniqueurs Byzantins (VI-XII siecles), στο Actes du Congres international des etudes byzantines: Byzantium. Identity, Image, Influence, Copenhague, 1996, abstract no 7322.



Julich 2007: Theo Julich, Die mittelalterlichen Elfenbeinarbeiten des Hessishen Landesmuseum Darmstadt, έκδοση Schnell & Steiner, Regensburg 2007.



Δίων Κάσσιος –Ρωμαϊκή Ιστορία: πρωτότυπο κείμενο –μετάφραση στα γαλλικά από την ιστοσελίδα: http://remacle.org/bloodwolf/historiens/Dion/livre79.htm



Καβάφης 1963 Β΄: Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Ποιήματα Β΄ (1919-1933), φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, εκδόσεις Ίκαρος, 1963.



Καζαντζάκης 1930 (2014): Νίκος Καζαντζάκης, Μέγας Αλέξανδρος, εκδόσεις Καζαντζάκη –εκδόσεις Εθνος, Αθήνα 2014.



Καζαντζάκης 1937 (1960): Νίκου Καζαντζάκη, Τερτσίνες, εκδόσεις Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα, 1960.



Κακριδής 1986: Ι.Θ. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία: Οι Θεοί, πεντάτομο συλλογικό έργο, τόμος 2, Εκδοτική Αθηνών, 1986.



Κακριδής 1989: Ι.Θ. Κακριδής, Οι Αρχαίοι Έλληνες στη Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση, εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1989.



Καλλισθένης, 2005: Καλλισθένης, Βίος Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος, αρχαίο κείμενο –μετάφραση, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 2005.



Καμηλάκη 2001: Καμηλάκη Αικατερίνη, «Μύθοι και λαϊκές παραδόσεις», άρθρο στην έκδοση 7 ΗΜΕΡΕΣ –Η ΓΟΡΓΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ, της εφημερίδας Καθημερινή, 15.7.2001, σελ. 8-13.



Καμπούρη 1997: Μαρία Καμπούρη, Ο μύθος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη χριστιανική ανατολή και το Ισλάμ, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Αλέξανδρος και Ανατολή» σε επιμέλεια Δ. Παντερμαλή, έκδοση Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ευρώπης «Θεσσαλονίκη 1997» και Α.Π.Θ., 2001, σελ. 201-219.



Καμπούρη –Βαμβούκου 2001: Μαρία Καμπούρη –Βαμβούκου, Το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου ή ο Ψευδοκαλλισθένης, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Αφιέρωμα στη Μνήμη του Σωτήρη Κίσσα», εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 101-131.



Κανατσούλης 1967: Δημήτριος Κανατσούλης, Ο Αλέξανδρος, ο Αριστοτέλης και ο Χριστιανισμός, άρθρο στο περιοδικό Μακεδονικά 7, 1967, σελ. 1-30, σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση:

653 http://www.ems.gr/ekdoseis/katalogos-ekdoseon/periodiko-makedonika.html (ανάκτηση 9.8.2016).



Καραγιαννακίδης-Λυκουρίνος 2009: Καραγιαννακίδης Νίκος, Κυριάκος Λυκουρίνος, Νεάπολις –Χριστούπολις – Καβάλα, Οδοιπορικό στο χώρο και το χρόνο της παλιάς πόλης, έκδοση του Δήμου Καβάλας, Καβάλα 2009.



Καραθανάσης 1992: Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης, Οι Μακεδόνες βασιλείς Φίλιππος και Αλέξανδρος στη γραμματεία της Εποχής των Παλαιολόγων, στο «Η Μακεδονία την Εποχή των Παλαιολόγων», Β΄ Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 14-20 Δεκεμβρίου 1992, έκδοση Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 99-103.



Karathanassis 2000: Athanasios Karathanassis, Philip and Alexander of Macedon in the literature of the Palaiologan Era, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Byzantine Macedonia. Identity, Image and History” επιμέλεια John Burke και Roger Scott, Byzantina Australiensia 13, Μελβούρνη, 2000, σελ. 111-115.



Καρακατσάνη –Κοψίδης 2006: Καρακατσάνη Αγάπη, Κοψίδης Ράλλης, «Φώτης Κόντογλου», στη σειρά «Οι Μεγάλοι Έλληνες Ζωγράφοι», εκδόσεις «Μέλισσα», Αθήνα, 2006 / εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» εφημερίδα «Τα Νέα».



Καρακατσάνη –Μακρής 2006: Καρακατσάνη Αγάπη, Μακρής Α. Κίτσος, «Θεόφιλος», στη σειρά «Οι Μεγάλοι Έλληνες Ζωγράφοι», εκδόσεις «Μέλισσα», Αθήνα, 2006 / εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» - εφημερίδα «Τα Νέα».



Καραμήτρου –Μεντεσίδη 1993: Γ. Καραμήτρου –Μεντεσίδη, Ανασκαφή Αιανής 1990, Α.Ε.Μ.Θ. 4, (Αρχαιολογικό έργο σε Μακεδονία - Θράκη), σελ. 75-92, Υπουργείο Πολιτισμού / Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης, Α.Π.Θ., 1993



Καραμπελιάς 2004: Γιώργος Καραμπελιάς, Η οδός του Βησσαρίωνα, άρθρο στο περιοδικό Άρδην, τεύχος 51, Δεκέμβρης 2004.



Καράμπελιας 2011: Γιώργος Καράμπελιας, «1204-1922 –Η διαμόρφωση του Νεότερου Ελληνισμού», τόμος Α΄ -Η Γένεση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011.



Καραμπελιάς 2015: Γιώργος Καραμπελιάς, «1204-1922 –Η διαμόρφωση του Νεότερου Ελληνισμού», τόμος Β΄ 1821 – Η Παλιγγενεσία», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2015.



Καραμπερόπουλος 1998: Δημήτρης Καραμπερόπουλος, Η Χάρτα του Ρήγα Βελεστινλή, έκδοση Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου Ρήγα, Αθήνα 1998.



Καραμπερόπουλος 2006: Δημήτρης Καραμπερόπουλος (Επιμέλεια – Σχόλια), Ο Μέγας Αλέξανδρος του Ρήγα Βελεστινλή. Βιέννη 1797, έκδοση Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών – Βελεστίνου Ρήγα, Αθήνα 2006.



Καραπιδάκη 2004: Λουίζα Καραπιδάκη, Έκθεση: Ακρίτες της Ευρώπης, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Ευρωπαϊκή Ακριτική Παράδοση: από το Μεγαλέξανδρο στο Διγενή Ακρίτα», πρακτικά επιστημονικών συναντήσεων, επιμέλεια Ελένη Αρβελέρ, έκδοση Ακαδημίας Αθηνών, αρ. 23, 2004, σελ. 205 – 212.



Καργάκος 2014: Σαράντος Ι. Καργάκος, Μέγας Αλέξανδρος –ο άνθρωπος φαινόμενο, τόμοι Α-Β-Γ, εκδόσεις Realnews, Αθήνα 2014.



Καρκαβίτσας (1980): Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης, εκδόσεις Ρέκος, Θεσσαλονίκη 1980.



Kastritsis 2011: Dimitris Kastritsis, The Trebizond Alexander Romance (Venice Hellenic Institute Codex Gr. 5): The Ottoman Fate of a Fourteenth – Century Illustrated Byzantine Manuscript, άρθρο στο Journal of Turkish Studies 36 (December 2011), - In Memoriam Angeliki E. Laiou - , έκδοση Harvard University 2011.



Κατσικούδης 2009: Νικόλαος Κατσικούδης, Πύρρος βασιλευς ἡγήτωρ, «Αρχαιολογική Εφημερίς» 2009, σελ. 97119.



654 Καψωμάνης 2004: Καψωμάνης Α. Θεοφάνης, Η Εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Νεοελληνική Βιβλιογραφία (19ος – 20ος αιώνας) Α. Ιστορικά Έργα Β. Λογοτεχνικά Κείμενα, Ιστορικά Εγχειρίδια, Βιβλία Γνώσεων, Διδακτορική Διατριβή, Α.Π.Θ., Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας –Αρχαιολογίας, Τομέας Αρχαίας Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 2004, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf από τη διεύθυνση www.didaktorika.gr



Κεφαλάς 1982: Κωνσταντίνος Κεφαλάς, Λαϊκή Τέχνη (Η Μακεδονία κατά τους νεότερους χρόνους) στο «Μακεδονία – 4000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού», συλλογικός τόμος, γενική εποπτεία Μ.Β. Σακελλάριος, Εκδοτική Αθηνών 1982, σελ. 429-437.



Khundadze 2006: Tamar Khundazde, L’ ascension d’ Alexandre le Grand sur le relief de l’ eglise de Xaxuli, ανακοίνωση στο 21ο Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών, Λονδίνο 2006 (αγγλική μετάφραση σε ηλεκτρονική μορφή σε Lees 2010, σελ. 44-61).









Killerich 1993: Bente Killerich, The public image of Alexander the Great, άρθρο στο “Alexander the Great – Reality and Myth”, Analecta Romana Instituti Danici Suppl. XX, 1993, σελ. 85-92, σε ηλεκτρονική μορφή από https://www.academia.edu/Documents/in/Alexander_the_Great?page=3 Kiss 2001: Etele Kiss, Σύνολο πλακιδίων που συνθέτουν το «Στέμμα του Μονομάχου», λήμμα στο συνοδευτικό κατάλογο «Το Βυζάντιο ως Οικουμένη» της έκθεσης «Ώρες Βυζαντίου», Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, έκδοση Υπουργείο Πολιτισμού και εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2001 (αριθμός καταλόγου 141, σελ. 78-83). Kleczar 2007: Aleksandra Kleczar, The Black Gate of Alexander? Tracing Possible Presence of the Gate of Alexander Motif in J.R.R. Tolkien’s The Lord of the Rings, “Studia Litteraria UIC” 2, 2007, σελ. 55-65, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: https://www.academia.edu/Documents/in/Alexander_Romance (ανάκτηση 7.4.2014). Kokareva 2012: Svetlana Kokareva, Intaglio: bust of Alexander the Great, λήμμα καταλόγου (317) έκθεσης “Alexander The Great – 2000 Years of Treasures”, Australian Museum 2012, σελ. 275.



Κολιόπουλος 1990: Ιωάννης Κολιόπουλος, Η Μακεδονία στο επίκεντρο των εθνικών ανταγωνισμών (1870-1897), άρθρο στο συλλογικό έργο «Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία», επιμέλεια Ιωάννη Κολιόπουλος, Ιωάννης Χασιώτης, εκδόσεις Παπαζήση και Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, τόμος Α΄ -Η Μακεδονία κατά την Τουρκοκρατία, σελ. 490 -507.



Kondic 2008: Jelena Kondic, Cameo with warrior horseman, λήμμα αριθμός 4 στον κατάλογο της έκθεσης Byzantium 330-1453, επιμέλεια Robin Cormack και Maria Vassilaki, έκδοση Royal Academy of Arts, Λονδίνο, 2008.



Κονομής 2004: Νικόλαος Κονομής, Τα ακριτικά της Κύπρου, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Ευρωπαϊκή Ακριτική Παράδοση: από το Μεγαλέξανδρο στο Διγενή Ακρίτα», πρακτικά επιστημονικών συναντήσεων, επιμέλεια Ελένη Αρβελέρ, έκδοση Ακαδημίας Αθηνών, αρ. 23, 2004, σελ. 29-46.



Κόντογλου 2009: Φώτης Κόντογλου, Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, συλλογή διηγημάτων, εκδόσεις Άγκυρα, Αθήνα 2009.



Κορδάτος 1956: Γιάννης Κ. Κορδάτος, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, τόμος τρίτος, εκδόσεις 20ος Αιώνας, Αθήνα, 1956.



Косолобова 2000: Косолобова Е.В., “Великий Александр: история одного мифа”, στο Александр Великий в легендах и исследованнях востока и запада, έκδοση АЛЕТЕЙА, Москва, 2000, σελ. 7-18 (Κοσολόμποβα Ε.Β., «Μέγας Αλέξανδρος: ιστορία ενός μύθου, στο Ο Μέγας Αλέξανδρος στους μύθους και στις παραδόσεις ανατολής και δύσης, «Αλετέια», Μόσχα 2000).



Kottaridi 2011: Angeliki Kottaridi, The palace of Philip II in Aegae, appendix, στο “Heracles to Alexander The Great – Treasures from the Royal Capital of Macedon, a Hellenic Kingdom in the Age of Democracy”,

655 κατάλογος της ομώνυμης έκθεσης, έκδοση Ashmolean / University of Oxford, Υπουργείο Πολιτισμού καιΤουρισμού Ελλάδος, 2011, σελ. 233-236.



Κούκιου –Μητροπούλου 2015: Δήμητρα Κούκιου –Μητροπούλου, Μια εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου φιλοτεχνημένη το 1849 στην Αθήνα από τον Ιωάννη Κορωναίο, άρθρο στον τόμο «Τεκμήρια Ιστορίας», Εθνικό Ιστορικό Μουσείο –Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 2015, σελ. 91-106.



Κουκουλές 1949: Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμος Γ΄, έκδοση Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, Αθήνα 1949.



Κουκουλές 1951: Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμος Δ΄, έκδοση Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, Αθήνα 1951.



Κουκουλές 1955: Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμος ΣΤ΄, έκδοση Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, Αθήνα 1955.



Κουλακιώτης 2008: Κουλακιώτης Ηλίας, «Προσεγγίζοντας πολιτισμικές ταυτότητες στον ρωμαϊκό κόσμο: ο Μέγας Αλέξανδρος και οι άλλοι Μακεδόνες βασιλείς στις λογοτεχνικές πηγές» στο βιβλίο Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο –διεπιστημονικές προσεγγίσεις, επιμέλεια Ι. Στεφανίδης, Β. Βλασίδης, Ε. Κωφός, -Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα -εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Μάιος 2008, σελ. 95-113.



Κουλακιώτης 2014: Κουλακιώτης Ηλίας, Ο ελληνορωμαϊκός Αλέξανδρος, διάλεξη στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 8.4.2014, προσβάσιμη στη διεύθυνση: http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/14243



Κουρπαλίδης 2002: Κουρπαλίδης Μ. Γεώργιος, Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Περσική Λογοτεχνία, περιοδικό CORPUS, τεύχος 34, Ιανουάριος 2002, σελ. 52-61.



Κουρσούμης 2009: Σωκράτης Σ. Κουρσούμης, Ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη από την Τραχήλα της Μεσσηνιακής Μάνης, Αρχαιολογική Εφημερίς (ΑΕ) 2009, σελ. 179-181.



Κούρτιος Ρούφος 1993: Κόϊντος Κούρτιος Ρούφος, Η Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εισαγωγή –απόδοση – σημειώσεις Μίκογλου Χάρης, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1993.



Κουστένης 2007:

Αρχιμανδρίτης Κουστένης Ανανίας (μετάφραση) «Χρονογραφία Θεοφάνους», τόμοι 1-3,

εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2007.



Kuhnen 2005: Angela Kuhnen, Die Imitatio Alexandri als politisches Instrument romischer Feldherren und Kaiser in der Zeit von der ausgehenden Republik bis zum Ende des dritten Jahrhunderts n. Chr., διδακτορική διατριβή,, Πανεπιστήμιο Duisburg – Essen, 2005.



Κυριαζόπουλος 2013: Κυριαζόπουλος Χρήστος, Προφητείες και σχόλια των Πατέρων της εκκλησίας για το Μέγα Αλέξανδρο, άρθρο στο Μέγας Αλέξανδρος –Ο Βασιλεύς των Ελλήνων, εκδόσεις Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 92-104.



Κυριακίδης 2013: Κλεάνθης Κυριακίδης, Διαχρονικά διδάγματα και παρακαταθήκες ηγεσίας από τον Αλέξανδρο και η εφαρμογή τους στη σύγχρονη πραγματικότητα –προκλήσεις κυβερνητικής, ηθικά διλήμματα, καινοτομίες και αποτελεσματικότητα, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Πρακτικά Συνεδρίου –Ο Αλέξανδρος, το Ελληνικό Κοσμοσύστημα και η Σύγχρονη Παγκόσμια Κοινωνία», Ακαδημία Θεσμών και Πολιτισμών, τόμος Β΄, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 503-511, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: http://www.academy.edu.gr/files/prakt_alexandros/02_02_pr_al.pdf (ανάκτηση 23.5.2014).



656 Κωνσταντέλος 2001-2002: Δημήτριος Κωνσταντέλος, Μαρτυρίες για την Ταυτότητα των Βυζαντινών και των Ρωμιών σε Ελληνικές (κ.α.) πηγές, άρθρα στο περιοδικό «Πεμπτουσία», τεύχη 7,8,9 Δεκέμβριος 2001 –Νοέμβριος 2002, ηλεκτρονική δημοσίευση στη διεύθυνση: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/constantelos_martiries.html και http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/constantelos_martiries_ch2.html, ανάκτηση 8.9.2013.



Κωνσταντίνου 2006: Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός (αναφορές αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στον Άθωνα), άρθρο στο συλλογικό τόμο «Άγιο Όρος και Προχριστιανική Αρχαιότητα», επιμέλεια Σωτήρης Αθανασιάδης και Χρήστος Χειλάς, έκδοση Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς, Θεσσαλονίκη 2006.



Κωτίδης 1993: Κωτίδης Αντώνης, Μοντερνισμός και «Παράδοση» στην ελληνική τέχνη του μεσοπολέμου, εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1993.



Κωτσιόπουλος 2013: Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος, Ελληνισμός –Χριστιανισμός και ο Μέγας Αλέξανδρος στη Βυζαντινή παράδοση, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Πρακτικά Συνεδρίου –Ο Αλέξανδρος, το Ελληνικό Κοσμοσύστημα και η Σύγχρονη Παγκόσμια Κοινωνία», Ακαδημία Θεσμών και Πολιτισμών, τόμος Β΄, Θεσσαλονίκη 2013, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: http://www.academy.edu.gr/files/prakt_alexandros/02_02_pr_al.pdf (ανάκτηση 23.5.2014).



Κωφός 1982: Κωφός Ευάγγελος, Αγώνες για την απελευθέρωση (1830-1912), στο «Μακεδονία – 4000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού», συλλογικός τόμος, γενική εποπτεία Μ.Β. Σακελλάριος, Εκδοτική Αθηνών, 1982, σελ. 444-484.



Λάμπρος 1908: Σπυρίδων Λάμπρος, Τρεις ανέκδοται μονωδίαι εις την υπό των Τούρκων άλωσιν της Θεσσαλονίκης, άρθρο στο περιοδικό «Νέος Ελληνομνήμων», τόμος 5, 1908, σελ. 372-382.



Λάμπρος, ΠΠ 3: Σπυρίδων Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά 3.



Λαμψίδης 2015: Οδυσσέας Λαμψίδης, «Ο Ελληνισμός του Πόντου», ιστορική εισαγωγή στον τόμο Η Έξοδος, Δ΄, μαρτυρίες από τον ανατολικό παράλιο Πόντο, επιμέλεια Παχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 2015.



Λαούρδας 1960: Βασίλειος Λαούρδας, Βυζαντινά και Μετάβυζαντινά Εγκώμια εις τον Άγιον Δημήτριον, άρθρο στο περιοδικό Μακεδονικά, 4, 1960, σελ. 47-162, σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση http://www.ems.gr/ekdoseis/katalogos-ekdoseon/periodiko-makedonika.html (ανάκτηση 9.8.2016).



Λασκαρίδου -Ζάννα 1996: Ελίκη Λασκαρίδου –Ζάννα, «Στις εσχατιές της Ασίας», άρθρο στο άρθρο στο αφιέρωμα Ελληνισμός και Ανατολή – Ινδία, Επτά Ημέρες –Καθημερινή, 29.12.1996, σελ. 144-148.



Lees 2010: Julianna Lees, “Representations of fantastic adventures of Alexander the Great in Romanesque and pre – Romanesque art”, συλλογή άρθρων, pdf έγγραφο από www.green-man-of-cercles.org/.../alexa.



Lehmann 1954 (1998): Karl Lehmann, Σαμοθράκη, -Οδηγός των ανασκαφών και του Μουσείου, 6η έκδοση, επιμέλεια – μετάφραση Ι.Μ. Ακαμάτη, Ινστιτούτο καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, Θεσσαλονίκη 1998.

  

Leiva 2013: Matias Leiva, The Divinity of Alexander the Great, μεταπτυχιακή εργασία σε ηλεκτρονική μορφή από: https://www.academia.edu/Documents/in/Alexander_the_Great?page=21 Λεντάκης 1993: Ανδρέας Λεντάκης, 500 ποιήματα από την Παλατινή Ανθολογία, δωρικός, ε΄ έκδοση, 1993. Λερούνης 1996: Λερούνης Αθανάσιος, Απόγονοι Ελλήνων, άρθρο στον τόμο «Ελληνισμός και Ανατολή –Ινδία, έκδοση Επτά Ημέρες - Καθημερινή, 29.12.1996 σελ. 158-164.



Lesky (1971)1983: Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδοτικός Οίκος Αφων Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 1983 (αρχικές εκδόσεις στα γερμανικά: Bern und Munchen 1971).

657



Λιάμπη 2008: Λιάμπη Κατερίνη, Νομίσματα και Οικονομία, στο «Μέγας Αλέξανδρος: Αναδιφώντας όψεις του περιόπτου», κύκλος σεμιναρίων του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη, έκδοση 2008, σελ. 75-137.



Λιβιεράτου 1989: Λιβιεράτου Γεωργία, «Γρύπες», λήμμα στο συλλογικό έργο Παγκόσμια Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, 1989.



Λιβιεράτου 2005: Λιβιεράτου Ζέτα, λήμμα για πιάτο με απεικόνιση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε τόμο Έργα Εικαστικά Κοσμικά Εκκλησιαστική Τέχνη –Μικροτεχνία από τη συλλογή Γιώργου και Λένας Γουργιώτη, τόμος Β΄, έκδοση Λαογραφικό –Ιστορικό Μουσείο Λάρισας /εκδόσεις Καπόν, 2005, σελ. 57.



Lindgren 1979: Claire Lindgren, Tapestry Medallion of Alexander Triumphant, λήμμα από τον κατάλογο της έκθεσης “Age of Spirituality – Late Antique ans Early Christian Art, Third to Seventh Century”, επιμέλεια Kurt Weitzmann, έκδοση Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης και Princeton University Press, Νέα Υόρκη, 1979.



Ling 1986/1996: Roger Ling, «Η ελληνιστική και ελληνορωμαϊκή τέχνη» άρθρο στο βιβλίο Η Ελλάδα και ο Ελληνιστικός Κόσμος, επιμέλεια έκδοσης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης J. Boardman, J. Grffin, O. Murray, ελληνική έκδοση: μετάφραση Α. Τσοτσορού Μύστακα, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, σελ. 575-613.



Λοϊζίδη 1998: Νίκη Λοϊζίδη, Μάο, Μέριλιν και Μέγας Αλέξανδρος, άρθρο στην εφημερίδα «Το Βήμα», 18.1.1998, διαδικτυακό αρχείο της εφημερίδας http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=95131&wordsinarticle=%ce%9c%ce%ad%ce%b3%ce%b1%cf%82%3b%ce%9 1%ce%bb%ce%ad%ce%be%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%bf%cf%82 (10.5.2015).



Loomis 1918: R.S. Loomis, Alexander The Great’s Celestrial Journey, άρθρο στο The Burlington Magazine for Connoisseurs, Μάιος 1918 (σε ηλεκτρονική μορφή: Lees 2010, σελ. 3-33).



Lowry 2008: Health W. Lowry, The Shaping of the Ottoman Balkans 1350 - 1550, Bahcesehir University Puplications, Istanbul, 2008.



Λυκουρίνος 1993: Λυκουρίνος Κυριάκος, Ξένοι περιηγητές στην τουρκοκρατούμενη Καβάλα του 15ου -19ου αιώνα μ.Χ., άρθρο στο μηνιαίο περιοδικό ΓΙΑΤΙ, -αφιέρωμα Καβάλα 80 χρόνια ελευθερίας,- τεύχος 215, Μαϊος 1993, Σέρρες.



Luschen 2013: Tim – Eilert Rolf Luschen, Alexander der Grosse – Got und Gottessohn – Die Religiose Rezeption von der Antike bis ins fruhe Mittelalter, διδακτορική διατριβή, 2013,

σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση:

http://joachimgruber.userweb.mwn.de/alexander.pdf (19.2.2015).



Λύρας 1996: Δημήτριος –Νικόλαος Λύρας, Η ομίχλη στους φωτεινούς χοροτόπους του κόσμου –φύση, ζωή, ιστορία και παράδοση, εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα 1996.



Μάζη, Μάστορη 1997: Μάζη Καίτη, Μάστορη Βάνα (ανθολόγηση, μεταφράσεις, επιμέλεια κειμένων), Οι Τάφοι του Αλέξανδρου –από τον Αρριανό και τον Στράβωνα στον Jean Yves Empereur, εκδόσεις Ερμείας, Αθήνα, 1997.



Μακεδονία 1993: «Ελληνικός Πολιτισμός –Μακεδονία –Το Βασίλειο του Μεγάλου Αλεξάνδρου», Οδηγός έκθεσης στο Μοντρεαλ 7-19.9.1993, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα 1993.



Μάλλιος 2004: Μάλλιος Κ. Γεώργιος, Μακεδόνων Άθλα, ολυμπιονίκες και νικητές στους πανελλήνιους αγώνες της αρχαίας Ελλάδας, έκδοση της Παμμακεδονικής Συνομοσπονδίας Αθηνών και της Γενικής Γραμματείας Ολυμπιακών Αγώνων, Αθήνα 2004 (Greek – English).



658 Μαλτέζου 2001: Χρύσα Μαλτέζου, Το Μυθιστόρημα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, λήμμα στο συνοδευτικό κατάλογο «Το Βυζάντιο ως Οικουμένη» της έκθεσης «Ώρες Βυζαντίου», Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, έκδοση Υπουργείο Πολιτισμού και εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2001 (αριθμός καταλόγου 8, σελ. 48-51.



Μανούσακας 1963: Μ.Ι. Μανούσακας, Η ομιλία του νεκρού βασιλιά, ανέκδοτο στιχούργημα του ΙΕ΄ αιώνα, άρθρο στην Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Ε.Ε.Φ.Σ.Π.Θ.) τεύχος 8, 1963, σελ. 295-314.



Μανωλέσσου 2011: Ελένη Γ.Μανωλέσσου, Μεσαιωνική γλυπτική της Θήβας και συμβολή στη μνημειακή τοπογραφία της πόλης, Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2011.



Μαρκάκης 1960: Πέρος Μαρκάκης, «Μέγας Αλέξανδρος», λήμμα στο Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ήλιος», γενική επιμέλεια Ιωάννης Δ. Πάσσας, 2η έκδοση, Αθήνα 1960.



Μάρκογλου 2003: Πρόδρομος Μάρκογλου, Διέφυγε το μοιραίον, επάλληλα διηγήματα, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2003.





Маршак 1996: Б.И. Маршак, Сокровища Приобья, (Ο Θησαυρός του Πρίομπε), κατάλογος ομώνυμης έκθεσης, έκδοση «Формика», 1996, ηλεκρονικό βιβλίο στη διεύθυνση: http://kronk.spb.ru/library/1996-priobie-marshak.htm (28.11.2014). Marshak 1997: B. Marshak, Plate with the Ascension of Alexander the Great, λήμμα στον κατάλογο της έκθεσης “The Glory of Byzantium. Art and Culture of the Middle Byzantine era A.D. 843-1261” New York, Metropolitan Museum of Art, 11.3.-6.6. 1997, επιμέλεια έκδοσης από H.C. Evans, W.D. Wixom, New York, 1997, σελ. 399-401.



Ματθιόπουλος 1997: Δημήτρης Ματθιόπουλος, Ένας Νεοέλληνας Αλέξανδρος, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ευρωπαϊκή Τέχνη», επιμέλεια Νίκος Χατζηνικολάου, έκδοση Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ευρώπης

«Θεσσαλονίκη 1997» και Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών

Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, 1997, σελ. 676-681.



Mayer 2011: James Mayer, Mythological History, Identity Formation, and the Many faces of Alexander the Great, Honors Projects, Paper 11, http://digitalcommons.macalester.edu/classics_honours/11 (12.12.2014).



Μεγαλομμάτης 1989: Κ. Μεγαλομμάτης, Ετάνα (Etana), λήμμα στο συλλογικό έργο «Παγκόσμια Μυθολογία», Εκδοτική Αθηνών, 1989.



Meeus 2009: Alexander Meeus, Alexander’s Image in the Age of the Successors, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Alexander the Great – A New History” , επιμέλεια Waldemar Heckel, Lawrence A. Tritle, εκδόσεις Blackwell, 2009, σελ. 258-273.



Μεντίζης 2006: Μεντίζης Χρ. Αριστείδης, Το Κάστρο του Παλαιοχωρίου, Τυπογραφείο Γεωργίου Λουπέλη, Καβάλα, 2006.



Μεράντζας 2008: Χρήστος Μεράντζας, «Αργυροχοϊα και Χρυσοχοϊα των ορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης», 2008, δικτυότοπος Εγκυκλοπαίδειας Μείζονος Ελληνισμού, http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11045 (ανάκτηση 22.12.2015).



Μέρτζιος 1947: Κωνσταντίνος Δ. Μέρτζιος, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, έκδοση Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, σειρά «Μακεδονική Βιβλιοθήκη», τόμος 7, Θεσσαλονίκη, 1947.



Μέρτζος 2009: Νικόλαος Ι. Μέρτζος, Ζει και βασιλεύει, έκδοση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2009.



Μέρτζος 2015: Νικόλαος Ι. Μέρτζος, Οι Μακεδόνες το ’21, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2015.

659



Μηνάογλου 2012: Χαράλαμπος Αθ. Μηνάογλου, Ο Μεγαλέξανδρος στην Τουρκοκρατία, έκδοση Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών –Εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2012.



Μηνάογλου 2013: Χαράλαμπος Αθ. Μηνάογλου, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και ο Μεγαλέξανδρος, εισήγηση – άρθρο στο διαδικτυακό συνέδριο «Ρήγας Φερραίος –Ιωάννης Καποδίστριας –Φραντσίσκο ντε Μιράντα», Γενάρης 2013, (πρακτικά Μάρτιος 2013), www.academy.edu.gr



Μηνάογλου 2014: Χαράλαμπος Αθ. Μηνάογλου, Ὁ Ἀναστάσιος Μιχαήλ ὁ Μακεδών και ο Λόγος περί Ελληνσμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2014.



Μητσάκης (1968) 2001: Κάρολος Μητσάκης, Το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου –Διήγησις περί Ἀλεξάνδρου καί τῶν Μεγάλων Πολέμων, εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2001, αρχική δημοσίευση στα γερμανικά στο περιοδικό Byzantinish – Neugriechishe Jahrbucher 20, (1968), σελ. 228- 302.



Μητσάκης 2007: Κάρολος Μητσάκης, Αλέξανδρος ο Μέγας, λήμμα στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007.



Μήττα 2008: Μήττα Δἠμητρα, Μακεδονία εν μύθοις φθεγγομένη, διαδικτυακή έκδοση του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη, 2008, www.komvos.edu.gr/mythology.



Migeon 1909: Gaston Migeon, Les Arts du Tissu, Librairie Renouard, Παρίσι, 1909 (σε ηλεκτρονική μορφή: https://archive.org/details/lesartsdutissu00migeuoft).



Migne 1862: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CV, 1862, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf στη διεύθυνση: http://books.google.gr/books/download/Nik%C4%93ta_tou_Pahplagonos_tou_kai_Dabid_Ni.pdf (ανάκτηση 4.2.2013).



Migne 1862 Β: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS LXII, 1862, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf στη διεύθυνση: http://books.google.gr/books?id=E_gbZgKru-QC&redir_esc=y



Migne 1862 C: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS SECUNDUS, 1862, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf στη διεύθυνση: http://books.google.gr/books?id=ZohFFexOpmYC&redir_esc=y



Migne 1862 D: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS XLVIII, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf στη διεύθυνση: http://books.google.gr/books?id=Iy7pSZ3hIMIC&redir_esc=y (ανάκτηση 17.5.2014)



Migne 1862 E: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS LXI, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf στη διεύθυνση: http://books.google.gr/books?id=3dhsDrbZqk8C&redir_esc=y



Migne 1863: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CXI, 1863, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf στη διεύθυνση: http://books.google.gr/books?id=ZSNKAAAAcAAJ&redir_esc=y (ανάκτηση 29.7.2014).



Migne 1863 B: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CVII, 1863, (PG 107) ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf από την ιστοσελίδα της Google.



Migne 1863 Γ: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CVI, 1863, (PG 106) ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf από την ιστοσελίδα της Google.



Migne 1863 Δ: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CIX, 1863, (PG 109) ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf από την ιστοσελίδα της Google.



Migne 1864: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CXVII, 1864, (PG 117) ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf από την ιστοσελίδα της Google.



Migne 1865 : J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS XCI, 1865, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf στη διεύθυνση: http://books.google.gr/books?id=NsPUAAAAMAAJ&redir_esc=y (ανάκτηση 5.11.2013).



660 Migne 1865 B: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS LXXXVII, 1865, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf στη διεύθυνση: http://books.google.gr/books?id=CMHUAAAAMAAJ&redir_esc=y (ανάκτηση 17.5.2014).



Migne 1865 Γ: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CXL, 1865, P.G. 140.



Migne 1865 – PG 142-: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CXLII.



Migne 1866: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CLVI, 1866, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf στη διεύθυνση: http://books.google.gr/books?id=Ax8RAAAAYAAJ&redir_esc=y (ανάκτηση 28.9.2013).



Migne 1866 B: J.P. Migne, PATROLOGIAE GRAECAE, TOMUS CLXI, 1866, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf (όπως παραπάνω).



Migne 1860 (1991): J.P. Migne, Ελληνική Πατρολογία (Patrologia Graeca), τόμος 103, Κέντρο πατερικών Εκδόσεων, Αθήνα 1991.



Mihalopoulos 2009: Catie Mihalopoulos, The construction of a new Ideal - The official portraiture of Alexander the Great, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Alexander the Great – A New History”, επιμέλεια Waldemar Heckel, Lawrence A. Tritle, εκδόσεις Blackwell, 2009, σελ. 298-316.



Μίκογλου 1993: Μίκογλου Χάρης, Κόιντος Κούρτιος Ρούφος, και Ο Θρύλος του Μ. Αλεξάνδρου στη Λογοτεχνία, εισαγωγικά σημειώματα στο Κοϊντου Κούρτιου Ρούφου, «Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου», εισαγωγή – απόδοση –σημειώσεις Χάρης Μίκογλου, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1993, σελ. 38-50.



Miller 1857: E. Miller, Manuelis Philae Carmina, αυτοκρατορικό τυπογραφείο, Παρίσι, 1857, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf στη διεύθυνση: http://books.google.gr/books?id=fmMCAAAAQAAJ&oe=UTF-8&redir_esc=y ( ανάκτηση 28.9.2013).



Millet 1910: Gabriel Millet, Monuments Byzantins de Mistra, Ernest Leroux, Παρίσι, 1910, σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση: http://bibliotheque-numerique.inha.fr/collection/12556-monuments-byzantins-de-mistra/ 16.3.2015



Mitsakis 1970: Mitsakis, The Tradition of the Alexander Romance in Modern Greek Literature, ανακοίνωση στο συμπόσιο «Η Αρχαία Μακεδονία», 26-29 Αυγούστου 1968, Θεσσαλονίκη, έκδοση Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και Ι.Μ.Χ.Α. σε επιμέλεια Βας. Λαούρδα και Χ. Μακαρόνα, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 376-386.



Μίσιου 1992: Διονυσία Μίσιου, Μνημονευτέον υμίν εστίν ότι Ρωμαίοι εσμέν, ότι η Φιλιππου και Αλεξάνδρου υμίν υπάρχει πατρίς –Η ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, στο «Η Μακεδονία την Εποχή των Παλαιολόγων», Β΄ Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 14-20 Δεκεμβρίου 1992, έκδοση Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 105-122.



Μιχαλόπουλος 1996: Δημήτρης Μιχαλόπουλος, Ο Δίκερως και το Ισλάμ, άρθρο στην εφημερίδα «ΤοΒήμα», 15.9.1996, στο ηλεκτρονικό αρχείο της εφημερίδας



http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=82242&wordsinarticle=%ce%9c%ce%ad%ce%b3%ce%b1%cf%82 %3b%ce%91%ce%bb%ce%ad%ce%be%ce%b1%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%bf%cf%82 (10.5.2015). Μοναστήρια 2003: Μοναστήρια και προσκυνήματα της Εκκλησίας της Ελλάδος, (συλλογικό έργο), Έκδοση εκκλησιαστικού οργανισμού « Αλληλεγγύη», Αθήνα, 2003.



Morosini 2011: Roberta Morosini, The Alexander Romance in Italy, άρθρο στο συλλογικό τόμο “A Companion to Alexander Literature in the Middle Ages”, επιμέλεια D. Zuwiyya, Leiden, Brill, σελ. 329-364.



Mosse 2003: Claude Mosse, «Ένας μυθικός ήρωας», άρθρο στο « Ιστορικά - Μέγας Αλέξανδρος», ειδική έκδοση της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», 13 Μαρτίου 2003, σελ. 43-49.



Μουσείο Πούσκιν 2005: Μουσείο Πούσκιν Μόσχα, συλλογικός τόμος από τη σειρά Τα Μεγάλα Μουσεία, ελληνική έκδοση από τα ιταλικά Πήγασος Εκδοτική 2005.

661



Μουτσόπουλος / Κεσόπουλος / Βακαλόπουλος 1999: Νικόλαος Μουτσόπουλος, Αριστείδης Κεσόπουλος, Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, Αλησμόνητες Πατρίδες του Ελληνισμού. Τόμος 6: Άνω Μακεδονία, εκδόσεις Κεσόπουλος, Θεσσαλονίκη 1999.



Μπακιρτζής 1998: Χαράλαμπος Μπακιρτζής, Η Βασιλική του Αγίου Δημητρίου, έκδοση Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1998.



Μπακογιάννης 2013: Χρήστος Μπακογιάννης, Η συνέχεια της αντίληψης του Αλέξανδρου για την Οικουμένη στη βυζαντινή Κοσμόπολη, εισήγηση στο συνέδριο «Ο Αλέξανδρος, το ελληνόκοσμο σύστημα και η σύγχρονη παγκόσμια

κοινωνία»,

εισήγηση

σε

ηλεκτρονική

μορφή

από

τη

διεύθυνση

http://www.academy.edu.gr/files/prakt_alexandros/01_04_pr_al.pdf (22.11.2013).



Μπακούρου 2001: Αιμιλία Μπακούρου, Πλάκα με την ανάληψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε δύο κομμάτια που συνανήκουν, λήμμα στο συνοδευτικό κατάλογο «Το Βυζάντιο ως Οικουμένη» της έκθεσης «Ώρες Βυζαντίου», Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, έκδοση Υπουργείο Πολιτισμού και εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2001 (αριθμός καταλόγου 9, σελ. 52-53.



Μπαμπινιώτης 2009: Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, έκδοση Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε., Αθήνα, 2009.



Μπόλης 2008: Μπόλης Γιάννης, «Γιαννούλης Χαλεπάς», έκδοση της εφημερίδας «Τα Νέα», Αθήνα, 2008.



Μπόνης 1941-48: Κωνσταντίνος Γ. Μπόνης, Ευθυμίου του Μαλάκη, δύο εγκωμιαστικοί λόγοι εις τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνόν, άρθρο στο περιοδικό Θεολογία, τόμος 19, 1941-48, σελ. 513-559.

 

Μποπεαράτσι 1996: Μποπεαράτσι Οσμούντ, «Ελληνικά νομίσματα», στο αφιέρωμα Ελληνισμός και ανατολή – τόμος Ινδία, Επτά Ημέρες -Καθημερινή, 29.12.1996, σελ. 149-152. Μπουραζέλης 2008: Κώστας Μπουραζέλης, Από τη Θεότητα στη Θεοποίηση του Ηγεμόνα, στο «Μέγας Αλέξανδρος: Αναδιφώντας όψεις του περίοπτου», κύκλος σεμιναρίων Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη, έκδοση Αθήνα, 2008, σελ.55-71.



Μπουραζέλης 2008: παράρτημα: Μπουραζέλης Κώστας, συμμετοχή σε συζήτηση με το κοινό σε κύκλο σεμιναρίων με θέμα Από τη Θεότητα στη Θεοποίηση του Ηγεμόνα, στο «Μέγας Αλέξανδρος: Αναδιφώντας όψεις του περίοπτου», έκδοση Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη, Αθήνα, 2008.



Μπούρας 1989: Μπούρας Χαράλαμπος, Νέο Ανάγλυφο της Αναλήψεως του Αλεξάνδρου, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 14 (1987-1988), σελ. 277-282, Αθήνα, 1989 ( άρθρο σε μορφή pdf από www.deltionchae.org).



Μπουσδρούκης 2013: Απόστολος Μπουσδρούκης, Αλεξάνδρειες επ’ εσχάτοις –οι ελληνίδες πόλεις της δυτικής κεντρικής Ασίας στα χρόνια των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Πρακτικά Συνεδρίου –Ο Αλέξανδρος, το Ελληνικό Κοσμοσύστημα και η Σύγχρονη Παγκόσμια Κοινωνία», Ακαδημία Θεσμών και Πολιτισμών, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 113-128, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: http://www.academy.edu.gr/files/prakt_alexandros/praktika_alexandros_A.pdf (ανάκτηση 23.5.2014).



Μπρεκουλάκη 2014: Μπρεκουλάκη Χαρίκλεια, Ο Αλέξανδρος και η εικόνα του στην αρχαία ζωγραφική, διάλεξη στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 1.4.2014 προσβάσιμη στη διεύθυνση: http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/14240



Muller 2007: Andreas Muller, Monchsklage am Alexandergrab - Zur politishen Dimension eines postbyzantinischen Bildmotivs, στο “Archiv fur Kulturgeschichte” 89. Band Heft 2, επιμέλεια Helmut Neuhaus, Bohlau Verlag Koln Weimar Wien, 2007, σελ. 367- 393.



662 Muthesious 1992: Anna Maria Muthensious, Silk, Power and Diplomacy in Byzantium, Textile Society of America Proceedings 1992, σελ. 99- 110.



Μυλωνά 1992: Γερακίνα Ν. Μυλωνά, Παραστάσεις του Αριστοτέλη στη Νεοελληνική Τέχνη, άρθρο στο περιοδικό Μακεδονικά 28, 1991-92, σελ. 355-380, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση http://www.ems.gr/ekdoseis/katalogos-ekdoseon/periodiko-makedonika.html (ανάκτηση 9.8.2016).



Μωραϊτίδης 1892 (2008): Αλεξάνδρου Μωραϊτίδου, Μέ τοῦ Βορηᾶ τά κύματα, εκδοτικός οίκος Π. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008.



Nichols 2008: Andrew Nichols, The complete fragments of Ktesias of Knidus: Translation and commendary with an introduction, διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Florida, 2008.



Nikitin, Balakhanova, Khimin 2012: Dmitry Nikitin, Yulia Balakhanova, Mikhail Khimin, Russian Antiquity: A Romance with Alexander the Great, άρθρο στον τόμο “Alexander the Great – 2000 Years of Treasures”, συνοδευτικός τόμος της ομώνυμης έκθεσης στο Australian Museum, Sidney, έκδοση Australian Museum – The State Hermitage Museum 2012, σελ. 69-77.



Νικόδημος 1801: Νικόδημος Αγιορείτης, Εγχειρίδιον Συμβουλευτικόν περί Φυλακῆς τῶν πέντε Αἰσθήσεων, Μητρόπολη Ιωαννίνων, 1801.



Nikolaeva 2004: L. Nikolaeva, Novgorod the Great, έκδοση Ivan Feodorov, 2004.



Νικολάου 2001: Γιόρκα Νικολάου, Σόλιδος Κωνσταντίνου Δ΄, λήμμα στο συνοδευτικό κατάλογο «Το Βυζάντιο ως Οικουμένη» της έκθεσης «Ώρες Βυζαντίου», Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, έκδοση Υπουργείο Πολιτισμού και εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2001 (αριθμός καταλόγου 20).



Νίνου 1980: Νίνου Καίτη (επιμέλεια), Μέγας Αλέξανδρος: Ιστορία και Θρύλος στην Τέχνη, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης 1980.



Ξυγγόπουλος 1937: Ξυγγόπουλος Ανδρέας, παραστάσεις εκ του Μυθιστορήματος του Μ. Αλεξάνδρου επί βυζαντινών αγγείων, Αρχαιολογική Εφημερίς 1937 Α΄ (τόμος πανηγυρικός) σελ. 192-202.



Ξυγγόπουλος 1938: Ξυγγόπουλος Ανδρέας, Ο Μέγας Αλέξανδρος εν τη βυζαντινή αγγειογραφία, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 14 (1938), σελ. 267-276.



Ξυγγόπουλος 1940: Ξυγγόπουλος Ανδρέας, Ο Μέγας Αλέξανδρος εις την βυζαντινήν τέχνην, στο περιοδικό «Μακεδονικό Ημερολόγιο» 1940, σελ. 37-39.



Ξυγγόπουλος 1957: Ξυγγόπουλος Ανδρέας, Ο Μέγας Αλέξανδρος στους ουρανούς, στο περιοδικό «Μακεδονικό Ημερολόγιο 1957, σελ. 57-64.



Ξυγγόπουλος 1966: Ξυγγόπουλος Ανδρέας, Αι Μικρογραφίαι του Μυθιστορήματος του Μ. Αλεξάνδρου εις τον Κώδικα του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας, Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Αρ. 2, Αθήνα –Βενετία 1966.



Ξυγγόπουλος 1979: Ξυγγόπουλος Ανδρέας, Κυνοκέφαλοι, στο Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 9, Στη μνήμη της Μαρίας Σωτηρίου –Γεωργίου, 1977-1979, σελ. 1-19, άρθρο σε μορφή pdf από www.deltionchae.org





Оэтингоф / Турилов: О. Е. Этингоф, А. А. Турилов, Александр Βеликий / «Μέγας Αλέξανδρος», λήμμα στην «Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδεια», πολύτομη έκδοση του Ρωσικού Πατριαρχείου Μόσχας, σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση http://www.pravenc.ru/text/64334.html (προσπέλαση 1.10.2016). Οικονομίδης 1966: Οικονομίδης Β. Δημήτριος, Ο Μέγας Αλέξανδρος στη Ρουμανική Λαογραφία, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, ανάτυπο από το 32ο τόμο του αρχείου του λαογραφικού και λογοτεχνικού θησαυρού, Αθήνα 1966.

663



Olszewski 2007: Marek T. Olszewski, Essai d’ Indetification d’ un Atelier Itinerant de Mosaique de la Diecese d’ Orient (Baalbeck et Nea Paphos de l’ Atniquite Tardive) στο Archeologia LVIII 2007, Βαρσοβία, ηλεκτρονική μορφή από: https://www.academia.edu/Documents/in/Portraits_of_Alexander_the_Great



Ορλάνδος 1954: Αναστάσιος Κ Ορλάνδος, Νέον Ανάγλυφον της Αναλήψεως του Αλεξάνδρου, Ε.Ε.Φ.Σ.Π.Α., τόμος Ε, 1954-55, σελ. 281-289.



Overtoom 20013: Nicolaus Overtoom, Six Polubian Themes concerning Alexander the Great, άρθρο στο περιοδικό Classical World, τόμος 106, Νο 4, 2013, σελ. 571-593.



Παζαράς 1997: Θεοχάρης Παζαράς, βυζαντινό θωράκιο Μονής Δοχειαρίου (6.6.), λήμμα στον κατάλογο της Έκθεσης «Θησαυροί του Αγίου Όρους», έκδοση Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Θεσσαλονίκης, επιμέλεια Αθανάσιος Καραθανάσης, Θεσσαλονίκη 1997.



Pal 1971: Prapataditia Pal, Μουσείο καλών Τεχνών Βοστώνης, - συλλογές Ινδίας, Καμπότζης, Νεπάλ, Ιράν, Ιράκ, σελ. 63-74, τόμος της σειράς «Τα μεγάλα μουσεία του κόσμου», εκδόσεις Mondadori – Φυτράκης -εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 1969, 1971.



Παλαμάς (1905 /1910) 1989: Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά, εισαγωγή –φιλολογική επιμέλεια Κ. Γ. Κασίνης, έκδοση του Ιδρύματος Κώστας και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1989.



Παλιαδέλη 1994: Χρυσούλα Σαατσόγλου –Παλιαδέλη, Ο Αλέξανδρος στην Ασία, άρθρο στον τόμο «Ελληνισμός και Ανατολή –Τουρκμενία, έκδοση Επτά Ημέρες - Καθημερινή, 18.9.1994, σελ. 91-94.



Παλιαδέλη 1996: Χρυσούλα Σαατσόγλου Παλιαδέλη, Ο Μ. Αλέξανδρος στην Ανατολή, άρθρο στο αφιέρωμα Ελληνισμός και Ανατολή –Βακτριανή, Επτά Ημέρες –Καθημερινή, 11.2.1996, σελ. 119-123.



Παλιαδέλη 1997: Χρυσούλα Παλιαδέλη, Οι μάχες του Αλέξανδρου στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., άρθρο στο συλλογικό τόμο «Αλέξανδρος και Ανατολή» σε επιμέλεια Δ. Παντερμαλή, έκδοση Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ευρώπης «Θεσσαλονίκη 1997» και Α.Π.Θ., 2001, σελ. 24-33.





Παλιαδέλη 2013: Χρυσούλα Σαατσόγλου –Παλιαδέλη, Ο Αλέξανδρος στο κυνήγι και στον πόλεμο: δύο εικαστικές απεικονίσεις του, εισήγηση στο συνέδριο «Ο Αλέξανδρος, το ελληνόκοσμο σύστημα και η σύγχρονη παγκόσμια κοινωνία», εισήγηση σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: https://www.academia.edu/Documents/in/Alexander_the_Great?page=22 (9.2.2014). Πάλλης 1935: Α.Α. Πάλλης, Ιστορία Αλέξανδρου του Μακεδόνος, εκδόσεις Γαλαξίας 1968, πρώτη έκδοση Αθήνα 1935.



Παναγιώτου 2008: Αντώνιος Δ. Παναγιώτου, Περίπλους στη Βυζαντινή Πεζογραφία, (συλλογή πρωτότυπων κειμένων) εκδοτικός οργανισμός Π. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008.



Παντερμαλής 1997: Παντερμαλής Δημήτριος (επιμέλεια) Αλέξανδρος και Ανατολή, συλλογικός τόμος, έκδοση Α.Π.Θ. και Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας «Θεσσαλονίκη 1997».



Παπαδόπουλος – Κεραμεύς 1891: Α. Παπαδόπουλος –Κεραμεύς, Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας Ι, 1891.



Παπαδόπουλος

-Κεραμεύς 1900: Διονυσίου του εκ Φουρνά, Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης, επιμέλεια Α.

Παπαδόπουλου Κεραμέως, τεύχος πρώτο, Πετρούπολη, 1900.



Παπαδόπουλος 1970: Παπαδόπουλος Ι. Στέφανος, Οι επαναστάσεις του 1854 και 1878 στην Μακεδονία, Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη 22, Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1970.



Παπαδόπουλος 1964 (2004)α: Παπαδόπουλος Νίκος, Αλέξανδρος ο Μέγας, τόμος 1ος, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1η έκδοση 1964, Αθήνα 2004.



664 Παπαδόπουλος 1964(2004)β: Παπαδόπουλος Νίκος, Αλέξανδρος ο Μέγας, τόμος 2ος, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1η έκδοση 1964, Αθήνα 2004.



Παπαδοπούλου 2007: Θεοδώρα Παπαδοπούλου, Συλλογική ταυτότητα και αυτογνωσία στο Βυζάντιο κατά το τέλος της Μεσοβυζαντινής Περιόδου, διδακτορική διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2007.



Παπαθανάση –Μουσιοπούλου 1984: Καλ. Παπαθανάση –Μουσιοπόλου, Ο Ηπειρώτης Χρ. Χρηστοβασίλης, Ιστορικά – Λαογραφικά, εκδόσεις Πιτσίλος, Αθήνα 1984.



Παπαθανάση –Μουσιοπούλου 1988: Κ. Παπαθανάση –Μουσιοπούλου, Η ελληνοχριστιανική παράδοση στο πεζογραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου, εκδόσεις Πιτσίλος, Αθήνα 1988.



Παπαθανάση –Μουσιοπούλου 1990: Κ. Παπαθανάση – Μουσιοπούλου, Ιστορικές και Λαογραφικές μνήμες από τον Ηλία Βενέζη, εκδόσεις Πιτσίλος, Αθήνα 1990.



Παπαθανασόπουλος 1991: Παπαθανασόπουλος Γεώργιος, Η Ακρόπολη –Νέος Οδηγός των Μνημείων και του Μουσείου, Εκδόσεις Κρήνη, Αθήνα 1991.



Παπαϊωάννου 2013: Κώστας Παπαϊωάννου, Η Κληρονομιά του Αλέξανδρου, μετάφραση –επιμέλεια –σημειώσεις Χριστίνα Σταματοπούλου, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2013.



Παπαρηγόπουλος 1958: Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, Επίτομος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ευσύνοπτη απόδοση του έργου του Παπαρηγόπουλου με προσθήκες του Αποστόλου Β. Δασκαλάκη, Αθήνα, 1958.



Paribeni 2006: Andrea Paribeni, Portraits of Alexander in Byzantium and in the West during the Middle Ages, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Images of a legend”, Gangemi Editore, Ρώμη, 2006, σελ. 71-98.



Πάσσας 1960: Πάσσας Ιωάννης (επιμέλεια), Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ήλιος», τόμος Β΄, Αθήνα, 1960.



Πατρινέλη –Ζοφιανού 2001: Χ. Γ. Πατρινέλη, Δ. Ζ. Σοφιανού (εισαγωγή), Μανουήλ Χρυσολωρά –Λόγος προς τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, Ακαδημία Αθηνών, 2001.



Παχής 2011: Κωνσταντίνος Σ. Παχής, Αλέξανδρος ο Μέγας: Η Εκπόρθηση της Ιστορίας, έκδοση Άμπελος Πολιτιστικό Κέντρο, Αθήνα, 2011.



Pekarska 2010: Ljudmila Pekarska, Jewellery from Princely Kiev and Byzantine Influence, αρθρο στο συλλογικό τόμο “Intelligible Beauty: Recent Research on Byzantine Jewellery”, επιμέλεια Chris Entwistle, έκδοση του Βρετανικού Μουσείου,Λονδίνο, 2010, σελ. 212-218.



Πετροπούλου 1989: Πετροπούλου Αγγελική, «αιγίδα», λήμμα στο συλλογικό έργο Παγκόσμια Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, 1989, σελ. 26.



Πετροχείλος 1993: πετροχείλος Νικόλαος, Η Προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον Τίτο Λίβιο, εισαγωγικό άρθρο στο Κοϊντου Κούρτιου Ρούφου, «Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου», εισαγωγή –απόδοση –σημειώσεις Χάρης Μίκογλου, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1993, σελ. 9-21.



Pena/Vega 2008: Salvador Pena, Miguel Vega, Who is “The Warrior” on Western Islamic Copper Coins? (A Quranic Key for an Unidentified Icon), άρθο στο περιοδικό Arabica 55, 2008, εκδόσεις Brill, σελ. 113-121, σε ηλεκτρονική μορφή από το διεύθυνση https://www.academia.edu/Documents/in/Alexander_the_Great?page=6 (9.2.2014).





Πεντζίκης 1995 (1967): Νίκος Πεντζίκης, Ψιλή ή περισπωμένη, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1995. Pfrommer 2001: Michael Pfrommer, Alexander Der Grosse - Auf den Spuren eines Mythos, Verlag Philipp von Zabern, Mainz an Rhein 2001.



Piemontese 2006: Angelo Michele Piemontese, The heroic Deeds of Alexander the Great as portrayed in Rome, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Images of a legend”, Gangemi Editore, Ρώμη, 2006, σελ. 43-68.

665



Πίσπας 1994: Ιωάννης Σωτ. Πίσπας Πρωτοπρεσβύτερος, Ο Ιερός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εν Καλαμπάκα, Καλαμπάκα 1994.



Πλούταρχος: Αλέξανδρος: Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος –Καίσαρ, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1993.



Πλούταρχος: Ιούλιος Καίσαρας: Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Ιούλιος Καίσαρας, έκδοση του National Geographic και 4Π Α.Ε., 2012 (κατά την έκδοση του Harvard University Press, 1914,1916).



Πλουτάρχου Β: Πλουτάρχου, Περί τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς, Λόγοι Α και Β, Ηθικά, τόμος 9, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1995.



Πολέμης 2013: Ιωάννης Δ. Πολέμης, (εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση), Θεοδώρου Μετοχίτη, Βυζάντιος –Έπαινος Κωνσταντινουπόλεως, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2013.



Polignac 1999: Francois De Polignac, “The Myth of Alexander, Yesterday and Today” στο Mediterranean Historical Review, Vol. 14, No1, έκδοση Frank Cass, Λονδίνο, Ιούνιος 1999, σελ. 1-17.



Πολίτης 1878: Νικόλαος Γ. Πολίτης, Ο ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΟΡΓΟΝΩΝ ΜΥΘΟΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΕΛΛΗΝΙΚΩ ΛΑΩ, απόσπασμα από το β΄ τόμο του «Παρνασσού», Αθήνα, 1878.





Πολίτης 1889: Νικόλαος Γ. Πολίτης, Ο Μέγας Αλέξανδρος κατά τας δημώδεις παραδόσεις, άρθρο στο περιοδικό Ημερολόγιον Σκόκου, τόμος 4, 1889, σελ. 37-40, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: http://xantho.lis.upatras.gr/test2.php?art=10626 (ανάκτηση 15.5.2014). Πολίτης 1901: Νικόλαος Γ. Πολίτης, Έλληνες ή Ρωμιοί; Ανάτυπο άρθρου δημοσιευμένο στην εφημερίδα Αγώνας, Τυπογραφείο Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1901.



Πολίτης 1904: Νικόλαος Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, τόμος Α΄, Αθήνα 1904, -εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα 1994.



Πολίτης 1977: Λινός Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, -Βιβλίο Έκτο: Ο Παλαμάς και οι σύγχρονοί του, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα, 1977.



Πόλο (2008): Μάρκο Πόλο, Τα Ταξίδια, εισαγωγή –μετάφραση Θάνος Σακκέτας, εκδόσεις Στοχαστής, 6η έκδοση, Αθήνα, 2008.



Πολυκάρπου (2015): Ιωάννης Πολυκάρπου, Ταξίδι στη Χώρα των Τατάρων, έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα», Αθήνα, 2015.



Πούχνερ 2007: Βάλτερ Πούχνερ, Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, λημμα στο Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007.



Piotrovksy 2012: Piotrovsky B. Mikhail, The Two Horns of Alexander the Great, όρθρο στο “Alexander the Great – 2000 Years of Treasures”, συνοδευτικός τόμος της ομώνυμης έκθεσης στο Australian Museum, Sidney, (με τη συνεισφορά του The State Hermitage Museum) έκδοση Australian Museum –2012, σελ. 49-51.



Prahba Ray 2007: Himanshu Prahba Ray, Alexander’s Campaign (327-326 BC): a chronological Marker in the VIII Archaeology of India, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. 105-121.



Price 1986/1996: Simon Price, «Η ιστορία της ελληνιστικής περιόδου», άρθρο στο βιβλίο Η Ελλάδα και ο Ελληνιστικός Κόσμος, επιμέλεια έκδοσης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης J. Boardman, J. Grffin, O. Murray, μετάφραση Α. Τσοτσορού Μύστακα, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1996, σελ. 453-485.



Provatakis 2004: Theocharis Provatakis, Macedonia – Alexander The Great, έκδοση Greek National Line – Ecumenical Hellenism LTD, Αθήνα 2004.



666 Πύρρος 1846: Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Πύρρος, Βίος πράξεις καί κατορθώματα τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνος, Αθήνα, 1846, σε ψηφιακή μορφή από τον ιστότοπο: http://anemi.lib.uoc.gr/ (18.10.2014).



Ραγκαβής 1888: Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας, τόμος Α΄, τυπογραφείο Κωνσταντινίδη, Αθήνα, 1888 (ανατύπωση εκδόσεις επικαιρότητα).



Rambaldi 2006: Rambaldi Simone, «Τα αριστουργήματα των Μουσείων», στο Μουσεία Καπιτολίου –Musei Capitolini, έκδοση RCS Libri S.p.A., Firenze 2006 / ελληνική έκδοση εφημερίδα «Η Καθημερινή», 2007, σελ. 43-122.



Ράνσιμαν 1969 (1933): Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδόσεις Γαλαξία /Ερμείας, μετάφραση Δέσποινας Δετζώρτζη, Αθήνα 1969 (πρώτη έκδοση 1933).



Regel 1892: W. Regel, Fontes Rerum Byzantinarum, τόμος 1, Πετρούπολη, 1892.



Ριζάκης / Τουράτσογλου 1999: Αθανάσιος Ριζάκης, Ιωάννης Τουράτσογλου, Λατρείες στην Άνω Μακεδονία, άρθρο στον τόμο “Ancient Macedonia VI”, τόμος 2, (6ο διεθνές συνέδριο για την αρχαία Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1996), έκδοση του Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 949-966.



Рыбаков 1987: Б.А. Рыбаков, Языуество Древней Руси, (Η ειδωλολατρία της αρχαίας Ρωσίας) АКАДЕМИЯ HАУК СССР ОТДЕЛЕHИЕ ИСТОРИИ ИHСТИТУТ АРХЕОЛОГИИ, Москва, 1987, ηλεκτρονικό βιβλίο στη διεύθυνση: http://druidgor.narod.ru/slavtrad/Ribakov/Ribakov14.html (24.11.2014)



Ross 2005: Marvin Ross (επιμέλεια), Catalog of Byzantine and Early Medieval Antiquities in the Dumbarton Oaks Collection, Volume 2, Dumbarton Oaks Research Library and Collection.



Ρούσσος 1986: Ευάγγελος Ρούσσος, άρθρο για το Δία και την Αθηνά, στο 2ο τόμο της σειράς «Ελληνική Μυθολογία» (Οι Θεοί), Γενική Εποπτεία Ι.Θ. Κακριδής, Εκδοτική Αθηνών, 1986.



Ρούσσος -Λουκάς 1989: Ρούσσος Ευάγγελος, Λουκάς Ιωάννης, «Απόλλων», λήμμα στο συλλογικό έργο Παγκόσμια Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, 1989.



Σαββίδου 2015: Μαρία Σαββίδου, Η βίωση και το βίωμα της Μικρασιατικής Καταστροφής στο «Μυθιστόρημα» του Γιώργου Σεφέρη, άρθρο στο περιοδικό «Μνήμη» του Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας, Σεπτέμβρης 2015, σελ. 14-15.



Σάθας 1867: Σάθας Ν. Κωνσταντίνος, Ελληνικά Ανέκδοτα, Αθήνα, 1867, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, http://anemi.lib.uoc.gr



Σάθας 1872: Σάθας Ν. Κωνσταντίνος, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, -τόμος Α΄, Βενετία 1872, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, http://anemi.lib.uoc.gr (ανάκτηση 5.10.2013).



Σάθας 1874: Σάθας Ν. Κωνσταντίνος, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, -τόμος Δ΄, Βενετία 1872, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, http://anemi.lib.uoc.gr (ανάκτηση 5.10.2013).



Σάθας 1876: Σάθας Ν. Κωνσταντίνος, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, -τόμος Ε΄, Βενετία 1876, ηλεκτρονικό βιβλίο σε μορφή pdf από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, http://anemi.lib.uoc.gr (ανάκτηση 5.10.2013).



Σάθας 1878: Σάθας Ν. Κωνσταντίνος, Ιστορικόν Δοκίμιον περί του Θεάτρου και της Μουσικής των Βυζαντινών, Βενετία, 1878, σε μορφή pdf από την ηλεκτρονική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, http://anemi.lib.uoc.gr (ανάκτηση 2.1.2016).



Salvini 1986: Roberto Salvini, Παλαιά Πινακοθήκη, Μόναχο – συλλογές Γερμανίας, στη σειρά «Τα μεγάλα μουσεία του κόσμου», εκδόσεις Mondadori – Φυτράκης -εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 1969, 1986.

667



Σάμσαρης 1976: Δημήτριος Κ. Σάμσαρης, Ιστορική Γεωγραφία της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την Αρχαιότητα, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1976.



Σαράντης 1970: Σαράντης Κ.Π. Θεόδωρος, Ο Μέγας Αλέξανδρος: από την ιστορία έως το θρύλο, Αθήνα 1970.



Σαράντη 2003: Σαράντη Γ. Ελένη, Προς τη διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης, άρθρο στο αφιέρωμα «Επτά Ημέρες – εφημερίδα Καθημερινή –Βυζαντινοἰ και Αρχαιότητα», 12.1.2003, σελ. 26-28.



Σαριγιαννίδης 1995: Βίκτωρ Σαριγιαννίδης, Βασιλικοί Τάφοι στη Βακτριανή, Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1995.



Σαρικάκης 1999: Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Χίος, άρθρο –εισήγηση στο “Ancient Macedonia VI” – «Αρχαία Μακεδονία –Έκτο Διεθνές Συμπόσιο», τόμος 2, (6ο διεθνές συνέδριο για την αρχαία Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1996), έκδοση του Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 1003-1010.



Σεφέρης 1972: Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, 8η έκδοση, Ίκαρος, 1972.



Schmidt 1989/1995: Victor Michael Schmidt, De luchtvaart van Alexander de Grote in de verbeelding der middeleeuwen, Universiteitsdrukkerij in Groningen, 1988 / A legend and its image: the aerial flight of Alexander the Great

in

Medieval

Art,

έκδοση

Ε

Forsten,

Groningen,

1995,

http://irs.ub.rug.nl/ppn/047709588

(luchtvaart_alexander_de_grote.pdf)



Schwarzenberg 1997: Erkinger Schwarzenberg, Τα πρόσωπα του Αλέξανδρου, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ευρωπαϊκή Τέχνη», επιμέλεια Νίκος Χατζηνικολάου, έκδοση Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ευρώπης

«Θεσσαλονίκη 1997» και Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών

Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, 1997, σελ. 90-97.



Selden 2011: Daniel L. Selden, Guardians of Chaos, άρθρο στο Journal of Coptic Studies 13, (2011), σελ. 117-155, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: http://www.academia.edu/1507939/Guardians_of_Chaos (ανάκτηση 28.4.2014).



Selden 2012: Daniel L. Selden, Mapping the Alexander Romance, άρθρο στο “The Alexander Romance in Persia and East”, επιμέλεια Richard Stoneman, Kyle Erickson, Ian Netton, έκδοση του Πανεπιστημίου του Groningen και του Barkhuis Publishing, 2012, σελ. 19-59, σε ηλεκτρονική μορφή από: https://www.academia.edu/Documents/in/Alexander_the_Great?page=2 (ανάκτηση 9.2.2014).





Selden 2013: Daniel L. Selden, Iskander and the Idea of Iran, άρθρο στο The Romance between Greece and the East, επιμέλεια τόμου Tim Whitmarsh, Stuart Thompson, Cambridge University Press, 2013, σελ. 142-161, σε ηλεκτρονική μορφή από: http://www.academia.edu/5740905/Iskander_and_the_Idea_of_Iran (29.3.2014). Σιγανίδου –Λιλιμπάκη 1996: Σιγανίδου Μαρία, Λιλιμπάκη –Ακαμάτη Μαρία, «Πέλλα – Πρωτεύουσα των Μακεδόνων», έκδοση του Υπουργείου Πολιτισμού –Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 1996.



Σιδερή 2010: Χριστίνα Σιδερή (εισαγωγή –μετάφραση –σχόλια), Βίος Βασιλείου, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2010.



Σκαρλάτος 1851 (1993): Σκαρλάτος Δ. Βυζάντιος, Κωνσταντινούπολις, τόμος 1ος, 1851, τυπογραφείο Κορομηλά, Αθήνα, σύγχρονη έκδοση εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα, 1993.



Σκλαβενίτης 1997: Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, λήμμα ΙΙ.24 - αναφορά για την έκδοση του Διονυσίου Πύρρου, στο συλλογικό τόμο «Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ευρωπαϊκή Τέχνη», επιμέλεια Νίκος Χατζηνικολάου, έκδοση Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ευρώπης «Θεσσαλονίκη 1997» και Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, 1997, σελ. 182-183.



668 Σμιτ –Δούνα 1999: Μπάρμπαρα Σμιτ –Δούνα, Οι δωρεές των Βασιλέων της Μακεδονίας. Αναθήματα όπλων και μνημεία νίκης, άρθρο στον τόμο “Ancient Macedonia VI”, τόμος 2, (6ο διεθνές συνέδριο για την αρχαία Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1996), έκδοση του Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 1047-1056.



Σουβαλτζή 2002: Λιάνα Σουβαλτζή, Ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην όαση της Σίουα, εκδόσεις Γεωργιάδης, Αθήνα 2002.



Soucek 1997: P. Soucek, Bowl with the Ascension of Alexander, λήμμα στον κατάλογο της έκθεσης “The Glory of Byzantium. Art and Culture of the Middle Byzantine era A.D. 843-1261” New York, Metropolitan Museum of Art, 11.3.-6.6. 1997, επιμέλεια έκδοσης από H.C. Evans, W.D. Wixom, New York, 1997, σελ. 422-423.



Σοφιανός 2008: Δημήτριος Σοφιανός, Βυζάντιο –Ρωμαϊκή και Ελληνική Παράδοση –Χριστιανισμός και Ορθοδοξία, έκδοση Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, Άγια Μετέωρα –Καλαμπάκα 2008.



Συκουτρής 1933: Ιωάννης Συκουτρής, Λέοντος του Διακόνου ανέκδοτον εγκώμιον Βασιλείου Β΄, άρθρο στο περιοδικό «Επετηρίδα Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών» (ΕΕΒΣ) 10, (1933) σελ. 425-434.



Syropoulos 2013: Spyros Syropoulos, The European Policy of Unity and Alexander’s policy of Omonoia, ανακοίνωση στο συνέδριο «Ο Αλέξανδρος, το ελληνόκοσμο σύστημα και η σύγχρονη παγκόσμια κοινωνία», εισήγηση σε ηλεκτρονική μορφή

από

τη διεύθυνση

https://www.academia.edu/Documents/in/Alexander_the_Great?page=22

(ανάκτηση 9.2.2014). 



Spencer 2009: Diana Spencer, Roman Alexanders: Epistemology and Identity, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Alexander the Great – A New History”, επιμέλεια Waldemar Heckel, Lawrence A. Tritle, εκδόσεις Blackwell, 2009, σελ. 274-297. Σπυριδάκης 1953: Σπυριδάκης Κ. Γεώργιος, Συμβολή εις την μελέτην των δημωδών παραδόσεων και δοξασιών περί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ανάτυπο από τον τόμο «Γέρας Αντωνίου Κεραμόπουλλου», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Σειρά Φιλολογική και Θεολογική 9, τυπογραφείο Μυρτίδη, Αθήνα, 1953.



Σπυριδάκης 1962: Σπυριδάκης Κ. Γεώργιος, Γεώργιος Α. Μέγας, Δ. Λ. Πετρόπουλος, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια (Εκλογή), Ακαδημία Αθηνών, τόμος 1, Αθήνα 1962.



Spyridakis 1973: Spyridakis Georgios, Die Volksuberlieferung uber Alexander den Grossen in NordGriechenland (Makedonien und Thrakien), Zeitschrift fur Balkanologia, jahrgang IX, heft 1 und 2, Dr. Dr. Rudolf trofenuk, Munchen, 1973.



Stauffer 2010: Annemarie Stauffer, Seidengewebe mit Quadriga, λήμμα στον κατάλογο της έκθεσης “Byzanz – Pracht und Alltag” (Βόννη 2010), Hirmer 2010, σελ. 168-169.



Steppan 2000: Thomas Steppan, The Artukid Bowl: Courtly Art in the Midlle Byzantine Period and its Relation to the Islamic East, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Perceptions of Byzantium and its Neighbors (843 – 1261), επιμέλεια Olenka Z. Pevny, έκδοση The Metropolitan Museum of Art – Yale University Press, 2000.



Steppan 2001: Thomas Steppan, Πινάκιο με παράσταση Ανάληψης Μεγάλου Αλεξάνδρου, λήμμα στο συνοδευτικό κατάλογο «Το Βυζάντιο ως Οικουμένη» της έκθεσης «Ώρες Βυζαντίου», Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, έκδοση Υπουργείο Πολιτισμού και εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2001 (αριθμός καταλόγου 141, σελ. 262-268).



Sternbach 1887 (1963): L. Sternbach, Gnomologicum Vaticanum e codice Vaticano Graeco 743, (κείμενο και σχόλια), έκδοση De Gryuter, Βερολίνο, 1887 (ανατύπωση 1963).



Στεφανίδου 2007: Αιμιλία Στεφανίδου, Η πόλη –λιμάνι της Καβάλας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας – Πολεοδομική και ιστορική διερεύνηση (1391-1912), διδακτορική διατριβή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έκδοση από το Ιστορικό και Λογοτεχνικό Αρχείο Καβαλας, Καβάλα 2007.

669



Stewart 1993: Andrew Stewart, Faces of Power – Alexander’s Image and Hellenistic Politics, University of California Press, 1993.



Stewart 2014: Charles Antony Stewart, The “Alexander – Heraclious Stele”: Byzantine Literature Manifested in Sculpture, άρθρο υπό έκδοση στο περιοδικό RDAC, New Series 1.



Stichel 1971: Rainer Stichel, Studien zum Verhaltnis von Text und Bild Spat – und Nachbyzantinischer Verganglichkeitsdarstellungen, Bohlau, Βιέννη, 1971.



Stirpe 2006: Paola Stirpe, Alexander the Great and previous examples of ruler cults in the Greek World, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Images of a legend– Iconography of Alexander the Great in Italy”, Gangemi Editore, Ρώμη, 2006, σελ. 100-123.



Stirpe 2006 B: Paola Stirpe, συνοδευτικά κείμενα καταλόγου αντικειμένων της έκθεσης “Images of a legend – Iconography of Alexander the Great in Italy”, Gangemi Editore, Ρώμη, 2006.



Στοβαίος Α΄: Στοβαίος, Εκλογαί, Αποφθέγματα, Υποθήκαι, τόμος 16, εισαγωγή –μετάφραση -σχόλια Θεόδωρος Μαυρόπουλος, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1995.



Stoneman 1993 (1991): Richard Stoneman, The Greek Alexander Romance 1991, ελληνική έκδοση Μέγας Αλέξανδρος Θρύλος –Μύθος –Ιστορία, μετάφραση Λίλη Ιωαννίδου, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 1993.



Stoneman 2011: Richard Stoneman, Alexander the Great, A life in Legend, Yale University Press 2008, ελληνική έκδοση Αλέξανδρος ο Μέγας: από την Ιστορία στο θρύλο, μετάφραση Φωτεινή Μοσχή, εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2011.



Stoneman 2011 B: Richard Stoneman, Primary Sources from the Classical and Early Medieval Periods, άρθρο στο A Companion to Alexander Literature in the Middle Ages, επιμέλεια Z. David Zuwiyya, εκδόσεις Brill, 2011, σελ. 1-20. Stoneman 2012 A: Richard Stoneman, The Book of Alexander the Great – A Life of the Conqueror, εκδόσεις I. B. Tauris, 2012. Stoneman 2012 B: Richard Stoneman, (εισαγωγή) The Alexander Romance in Persia and East, Ancient Narrative Spplementum 15, επιμέλεια Richard Stoneman, Κyle Erickson,Ian Netton, Groningen University Library 2012. Stylianou 1985: Andreas Stylianou, Judith A. Stylianou, The painted churches of Cyprus, Λονδίνο, 1985.



Συγκέλλου: Ecloga Chronographica – ΕΚΛΟΓΗ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΥΝΤΑΓΕΙΣΑ ΥΠΟ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΣΥΓΚΕΛΛΟΥ ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ

  

ΤΑΡΑΣΙΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΑΠΟ ΑΔΑΜ ΜΕΧΡΙ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ

– Πανεπιστήμιο Αιγαίου – Εργαστήρι

Διαχείρησης Πολιτισμικής Κληρονομιάς – www.aegean.gr/culturaltec/chmlab



Ταρασουλέας 1997: Αθανάσιος Ταρασουλέας, Χαρτονομίσματα Ελλάδος –Κύπρου, έκδοση της Ιονικής Τράπεζας, Αθήνα 1997.



Ταρζί 2013: Ζεμαριαλάι Ταρζί, Η Ελληνο-Βουδιστική Τέχνη της Γανδάρα –ο αρχαιολογικός χώρος της Χάντα, στο Αφγανιστάν, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Πρακτικά Συνεδρίου –Ο Αλέξανδρος, το Ελληνικό Κοσμοσύστημα και η Σύγχρονη Παγκόσμια Κοινωνία», Ακαδημία Θεσμών και Πολιτισμών, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 193-214, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: http://www.academy.edu.gr/files/prakt_alexandros/praktika_alexandros_A.pdf



Tarn 1939: W.W. Tarn, Alexander, Cynics and Stoics, άρθρο στο American Journal of Philology, τόμος 60, Νο 1, 1939, σελ. 41-70.



Tarn 1948 (2014): W.W. Tarn, Ο Αλέξανδρος πίσω από το Μέγα, μετάφραση Μάρκος Δραγούμης, έκδοση «Η Καθημερινή» 2014 –τίτλος πρώτης έκδοσης Alexander the Great, Cambridge University Press, 1948.



670 Ταχόπουλος 2009: Γιάννης Ταχόπουλος, Όψεις εθνοαποδόμησης στην Ελλάδα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2009.



Topalov – Topaleva 2004: Kyril Topalov, Veska Berova Topalova, Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Αλεξανδρεία) στη Βουλγάρικη Λογοτεχνία και η ιδέα για τον Υπερασπιστή, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Ευρωπαϊκή Ακριτική Παράδοση: από το Μεγαλέξανδρο στο Διγενή Ακρίτα», πρακτικά επιστημονικών συναντήσεων, επιμέλεια Ελένη Αρβελέρ, έκδοση Ακαδημίας Αθηνών, αρ. 23, 2004, σελ. 289-292.



Τουράτσογλου 1995: Ιωάννης Τουράτσογλου, Μακεδονία –Ιστορία –Μνημεία –Μουσεία, Εκδοτική Αθηνών, 1995.



Τουράτσογλου 1999: Ιωάννης Τουράτσογλου, Alexander Numismaticus, ανακοίνωση στο Διεθνές Συνέδριο «Αλέξανδρος ο Μέγας: από τη Μακεδονία στην Οικουμένη», Βέροια 27-31.5.1998, έκδοση Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ημαθίας, Βέροια 1999, σελ. 121-133.



Τούρτα 2012: Τούρτα Αναστασία, «Πρότυπον Βασιλέως: ο Αλέξανδρος στο Βυζάντιο», προφορική διάλεξη στα πλαίσια του διεθνούς συνεδρίου Ανακαλύπτοντας τον Κόσμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αρχαία Μίεζα, Σχολή του Αριστοτέλους, 15-17 Νοεμβρίου 2012.



Τούρτα 2014: Τούρτα Αναστασία, Ο Αλέξανδρος στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία: πρότυπον βασιλέως και σύμβολο αντίστασης, διάλεξη στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, 29.4.2014, προσβάσιμη στη διεύθυνση: http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/14245



Trahoulia 2007: Nicolette S. Trahoulia, Inroduction – Εισαγωγή –Σχόλια (στα αγγλικά) στο «Το Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου –Κώδιξ 5 Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας», εικονογραφημένο λεύκωμα, εκδόσεις «Εξάντας», Αθήνα 2007.



Trahoulia 2010: Nicolette S. Trahoulia, The Venice Alexander Romance: pictorial narrative and the art of telling stories, άρθρο στο “History as Literature in Byzantium”, επιμέλεια Ruth Macrides, Farnham, Surrey, England, 2010, σε ηλεκτρονική μορφή pdf από τη διεύθυνση: https://www.academia.edu/1839806/The_Venice_Alexander_Romance_pictorial_narrative_and_the_art_of_t elling_stories (ανάκτηση 7.4.2014).



Τριαντάρη –Μαρά 2004: Σωτηρία Τριαντάρη – Μαρά (εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια), Αριστοτέλης: Περί Μέθης, Περί Αρετών και κακιών, Περί Κόσμου, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2004 –ειδική έκδοση της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ.



Τριβυζαδάκης 2005: Τριβυζαδάκης Νικόλαος, Απεικονίσεις του Αλέξανδρου στη βυζαντινή τέχνη, Κύρια Μεταπτυχιακή Εργασία, Α.Π.Θ., Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας –Αρχαιολογίας, Τομέας Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη 2005.



Trofimova 2012: Anna Trofimova, With Face turned towards the Heaven, άρθρο στο “Alexander the Great – 2000 Years of Treasures”, συνοδευτικός τόμος της ομώνυμης έκθεσης στο Australian Museum, Sidney, (με τη συνεισφορά του The State Hermitage Museum) έκδοση Australian Museum –2012, σελ. 21-31.



Trofimova 2012 A: Anna Trofimova, Imitatio Alexandri in Hellenistic Art, έκδοση L’ Erma di Bretschneider, Ρώμη, 2012.



Trumpf 1959: J. Trumpf, Alexanders Kappadokisches Testament, άρθρο στο περιοδικό Byzantinische Zeitschrift 52, 1959, σελ. 253-256.



Тресорукова 2010: Тресорукова И. В., “Александр Македонский – персонаж современного греческого театра теней”, στο Греция и Кипр: язык, култура, страны, народы, έκδοση МГИМО, Москва 2010 (Ειρήνη Τρεσορούκοβα, «Ο Μέγας Αλέξανδρος ως χαρακτήρας του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου σκιών» στο Ελλάδα

671 και Κύπρος: γλώσσα, πολιτισμός, χώρες και λαοί, έκδοση του Κρατικού Πανεπιστημίου Διεθνών Σχέσεων, Μόσχα, 2010).



Τσαγκάρη 2009: Δήμητρα Τσαγκάρη (επιμέλεια κειμένων), «Μακεδονίας νόμισμα από τη συλλογή της Alpha Bank», έκδοση

συνοδευτική της έκθεσης αρχαίων νομισμάτων από τη συλλογή της Alpha Bank στο

Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Αθήνα 2009.



Τσελεπής 2013: Χρήστος Τσελεπής, Της Πόλης οι Αντίλαλοι, Καβάλα 2013.



Τσελέκας 2010: Παναγιώτης Τσελέκας, Μέγας Αλέξανδρος, άρθρο στο «Ιστορία του Νομίσματος», έκδοση Υπουργείο Πολιτισμού –Νομισματικό Μουσείο, Τ.Α.Π.Α., Αθήνα 2010, σελ. 28-29.



Τσελίκας 2003: Τσελίκας Αγαμέμνων, Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις – Ο Ελληνικός Κώδικας 369 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας, Εκδόσεις Μίλητος, Αθήνα 2003.



Τσερεβελάκης 2009: Τσερεβελάκης Τ. Γεώργιος, Ο Νικηφόρος Φωκάς και η απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες (961 μ.Χ.), Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη, 2009.



Τσιγαρίδα 1999: Ελισσάβετ –Μπετίνα Τσιγαρίδα, Στοιχεία για τη λατρεία του Ήλιου στην «Ουρανίων Πόλιν», άρθρο στον τόμο “Ancient Macedonia VI”, τόμος 2, (6ο διεθνές συνέδριο για την αρχαία Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1996), έκδοση του Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 1235 – 1246.



Τσιμπίδου –Αυλωνίτη 2005: Μαρία Τσιμπίδου –Αυλωνίτη, Μακεδονικοί Τάφοι στον Φοίνικα και στον Άγιο Αθανάσιο Θεσσαλονίκης, Υπουργείο Πολιτισμού, Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου, αρ. 91, Αθήνα, 2005.



Τσιμπουκίδης 1994: Δημήτρης Ι. Τσιμουκίδης, Ελληνιστικές πόλεις», άρθρο στον τόμο «Ελληνισμός και Ανατολή –Τουρκμενία, έκδοση Επτά Ημέρες - Καθημερινή, 18.9.1994 σελ. 86-90



 

Τσιουρής (2009)2012: Ιωάννης Τσιουρής, Οι τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Γεωργίου Λεύκης Καρδίτσας, πρακτικά επιστημονικής συνάντησης «Το αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας 3», Βόλος 12.3.-15.3. 2009, τόμος Ι – Θεσσαλία, έκδοση Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού και Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βόλος 2012, σελ. 649-662, σε ηλεκτρονική μορφή από academia.edu (ανάκτηση 9.2.2014). Τσιρκινίδης 2006: Χάρης Τσιρκινίδης, Το Κόκκινο Ποτάμι, εκδόσεις Αδερφών Κυρακίδη, Θεσσαλονίκη, 2006. Yule 1871: Henry Yule, The Book of Sir Marco Polo the Venetian, John Murray – Albemarle Street, London 1871, ηλεκτρονικό βιβλίο από:

http://archive.org/stream/bookofsermarcopo01polo#page/n7/mode/2up

(ανάκτηση 24.9.2013).



Vasunia 2007: Phiroze Vasunia, Alexander and Asia: Droysen and Grote, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. 89-102.



Vryonis 1988: Vryonis Speros, The Byzantine Legacy in Folk Life and Tradition in the Balkans,- The figure and legend of Alexander the Great, από το The Byzantine Legacy in Eastern Europe, επιμέλεια Lowell Clucas, East European Monographs,

Boulder,

New

York,

1988,

το

απόσπασμα

του

Βρυώνη

από:

http://www.myriobiblos.gr/texts/english/vryonis_legacy_7.html



Φάσσα 2012: Φάσσα Ελένη, Η ελληνιστική οικουμένη: πολιτισμικές όψεις ενός θαυμαστού καινούργιου κόσμου, στο Ελλήνων Ιστορικά 3: Οι Επίγονοι του Αλέξανδρου, ειδική έκδοση της εφημερίδας «Τύπος της Κυριακής», 2012, σελ. 115-157.



672 Форкони 2008: Даниэле Форкони, Александр Македонский - завоеватель мира, εκδόσεις Ниола Пресс, 2008 (μετάφραση στα ρωσικά από την πρωτότυπη έκδοση: Daniele Forkoni, “Alessandro Magno – Il conquistratore del mondo”, Giunti Editore S.p.A., Firenze-Milano 2002).



Φωτεινάκης 2012: Σ. Φωτεινάκης, Η χρήση και η εικονογράφηση του μεσοβυζαντινού νάρθηκα: ερμηνευτική προσέγγιση με βάση τις γραπτές πηγές, Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 2012.



Weitzmann 1951: Kurt Weitzmann, Greek Mythology in Byzantine Art, Princepton 1951.



Wolohojian 1969: Albert Mugrdich Wolohojian, The Romance of Alexander the Great by Pseudo-Kallisthenes, translated from the armenian version with an introduction, Columbia University Press, New York and London 1969.



Wutke 1853: Heinrich Wuttke, Die Kosmografhie des Istrier Aithikos, Dyk’sche Buchhandlung, Λειψία, 1853.



Χαλκιάς 2013: Γεώργιος Χαλκιάς, Από το Μέγα Αλέξανδρο στον Βούδα –ασύμμετρες επιδράσεις Βουδισμού και Ελληνικού Πολιτισμού στην Κεντρική Ασία, άρθρο στο συλλογικό έργο «Ο Αλέξανδρος, το Ελληνικό Κοσμοσύστημα και η Σύγχρονη Παγκόσμια Κοινωνία», πρακτικά συνεδρίου της Ακαδημίας Θεσμών και Επιστημών, τόμος Β΄, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 215-227, σε ηλεκτρονική μορφή από τη διεύθυνση: http://www.academy.edu.gr/files/prakt_alexandros/praktika_alexandros_A.pdf



Χαριζάνης 2008: Γεώργιος Χαριζάνης, «Ὁ τῶν Ἑλλήνων βασιλεύς Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδών» μέσα από το έργο των βυζαντινών χρονογράφων (έως τα τέλη του 10ου αιώνα), άρθρο στον τόμο «Βυζαντινά», 28 (αφιέρωμα στη μνήμη του Γεωργίου Λαββά), έκδοση Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 81-96.



Χατζηδάκης 1995: Χατζηδάκης Μανόλης, Μυστράς-Η μεσαιωνική πολιτεία και το κάστρο, Εκδοτική Αθηνών, 1995.



Χατζηκυριάκος 1962: Γεώργιος Χατζηκυριάκος, Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (19051906), Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1962.



Χατζηδάκης: Μανόλης Χατζηδάκης, Άγιος Σισώης, λήμμα περιγραφής εικόνας στον τόμο «Εικόνες της Κρητικής Τέχνης», εισαγωγή Μανόλης Χατζηδάκης, επιμέλεια Μανόλης Μπουρμπουλάκης, έκδοση Υπουργείο Πολιτισμού -13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης, σελ. 345-346.



Χατζηνικολάου 1997: Χατζηνικολάου Νίκος (επιμέλεια), Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ευρωπαϊκή Τέχνη, έκδοση Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας «Θεσσαλονίκη 1997» και Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας.



Χατζηνικολάου 1997 Β: Χατζηνικολάου Νίκος, Οι διαμάχες για τον Αλέξανδρο και η εξύμνησή του από τις εικαστικές τέχνες, άρθρο στο Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ευρωπαϊκή Τέχνη, έκδοση Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας «Θεσσαλονίκη 1997» και Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, σελ. 25-42.



Χατζηνικολάου 2007: Καλλιόπη Γ. Χατζηνικολάου, Οι λατρείες των Θεών και των Ηρώων στην Άνω Μακεδονία κατά την Αρχαιότητα, Διδακτορική Διατριβή, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2007.





Χατζόπουλος 2008: Χατζόπουλος Μιλτιάδης, Η αντίληψη του εαυτού και του άλλου: η περίπτωση της Μακεδονίας, στο βιβλίο Μακεδονικές ταυτότητες στο χρόνο –διεπιστημονικές προσεγγίσεις, επιμέλεια Ι. Στεφανίδης, Β. Βλασίδης, Ε. Κωφός, -Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα -εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Μάιος 2008, σελ. 48-65. Χατζόπουλος 2014: Χατζόπουλος Μιλτιάδης, Εισαγωγή στο βιβλίο «Ο Αλέξανδρος πίσω από το Μέγα» (μετάφραση του έργου του W. Tarn, “Alexander the Great”), έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή, Αθήνα 2014, σελ.19 -28.

673

  





Χειλαδάκης 1991: Χειλαδάκης Νίκος (έρευνα –λογοτεχνική απόδοση), Εβλιά Τσελεμπί – Ταξίδι στην Ελλάδα, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 1991. Χρονάς 2008: Γιῶργος Χρονᾶς, Τά ποιήματα 1973-2008, Εκδόσεις Ὁδός Πανός, Αθήνα 2008. Χρυσοστόμου Α. –Π. 2011: Αναστασία Χρυσοστόμου, Παύλος Χρυσοστόμου, Η Ρωμαϊκή Αποικία της Πέλλας, άρθρο στον τόμο «Το αρχαιολογικό Μουσείο της Πέλλας», έκδοση Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση και Τράπεζας Eurobank, Αθήνα 2011, σελ. 283-298. Χρυσοστόμου 2011: Παύλος Χρυσοστόμου, Οι Μακεδονικοί Τάφοι της Πέλλας, άρθρο στον τόμο «Το αρχαιολογικό Μουσείο της Πέλλας», έκδοση Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση και Τράπεζας Eurobank, Αθήνα 2011, σελ. 269-278. Xydopoulos 2007: Ioannis Xydopoulos, Alexander’s Historians and the Alexander Romance: a comparative Study of the Representation of India and Indians, άρθρο στο συλλογικό τόμο “Memory as History: The Legasy of Alexander in Asia”, επιμέλεια Himanshu Prabha Ray, Daniel T. Potts, έκδοση Aryan Boooks International, Νέο Δελχί, 2007, σελ. 19-27.



Ψελλος: Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, ηλεκτρονική έκδοση του Πανεπιστημίου Αιγαίου –Εργαστήριο Διαχείρησης της Πολιτισμικής Κληρονομιάς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab

 

Yalouris/Andronikos/Rhomiopoulou 1982: Yalouris Nicholas, Manolis Andronikos, Katerina Rhomiopoulou, Ariel Hermann, Cornelius Vermeule, The Search for Alexander: an exhibition, New York Graphic Society, Boston 1982. Чумакова 2014: Т. В. Чумакова, Сюжет “Вознесение Александра Македонсково на Небо” в Древнерусской Культуре, (Τσουμακόβα Τ. Β., «Το θέμα της Ανάληψης του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον Ουρανό στον αρχαίο (μεσαιωνικό) ρωσικό πολιτισμό»), вестник санкт-петербургского университета. серия 17: философия. конфликтология. культурология. Религиоведение,2014. Вып.2, σε ηλεκτρονική μορφή στη διεύθυνση www.academia.edu (25.11.2014).



Zalesskaya 2001: Βέρα Ζαλέσκαγια, Κύπελλο με απεικονίσεις μορφών κάτω από τόξα, λήμμα στο συνοδευτικό κατάλογο «Το Βυζάντιο ως Οικουμένη» της έκθεσης «Ώρες Βυζαντίου», Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, έκδοση Υπουργείο Πολιτισμού και εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2001 (αριθμός καταλόγου 7, σελ. 47).



Zalesskaya 2012: Zalesskaya Vera, Byzantium, the Third Ancient World, στο “Alexander the Great – 2000 Years of Treasures”, συνοδευτικός τόμος της ομώνυμης έκθεσης στο Australian Museum, Sidney, έκδοση Australian Museum – The State Hermitage Museum 2012.



Zevi 1997: Fausto Zevi, Η εκστρατεία του Αλέξανδρου στο εικονογραφικό πρόγραμμα της Οικίας του Φαύνου στην Πομπηία, άρθρο στο συλλογικό τόμο «Αλέξανδρος και Ανατολή» σε επιμέλεια Δ. Παντερμαλή, έκδοση Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Ευρώπης «Θεσσαλονίκη 1997» και Α.Π.Θ., 2001, σελ. 40-46.



Zevi 1999: Fausto Zevi, Αλέξανδρος και Ρώμη. Η σημασία ενός εικονογραφικού θέματος, εισήγηση –άρθρο στο “Ancient Macedonia VI”, τόμος 2, (6ο διεθνές συνέδριο για την αρχαία Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1996), έκδοση του Ι.Μ.Χ.Α., Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 1389-1397.

674 ΔΙΚΤΥΟΓΡΑΦΙΑ (ιστότοπων που χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο της μίας φοράς ). 

http://www.academia.edu



http://www.academy.edu.gr Ακαδημία Θεσμών και Πολιτισμών



www.aegean.gr/culturealtec/chmlab Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας



http://anemi.lib.uoc.gr Ανἐμη, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Πανεπιστημίου Κρήτης



http://books.google.gr



http://www.ems.gr/ekdoseis/katalogos-ekdoseon/periodiko-makedonika.html Το περιοδικό Μακεδονικά στο δικτυότοπο της Εταιρείας μακεδονικών Σπουδών.



www.deltionchae.org Δελτίο Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας



www.didaktorika.gr - Διδακτορικές Διατριβές Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης



http://efimeris.nlg.gr/ns/main.html Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και Περιοδικού Τύπου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος



www.greek-language.gr Η Πύλη της Ελληνικής Γλώσσας –Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας / Υπουργείο Παιδείας



http://www.jstor.org ITHAKA



http://www.myriobiblos.gr Διαδικτυακός Πολιτιστικός Τόπος artopos – Εκκλησία της Ελλάδος



http://www.perseus.tufts.edu/hopper/ Πανεπιστήμιο Tufts της Μασσαχουσέττης

 

http://stephanus.tlg.uci.edu/ -Thesaurus Lingue Graecae - Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας https://www.youtube.com

δικτυογραφία εικόνων. 

http://www.britishmuseum.org/ Δικτυότοπος Βρετανικού Μουσείου



https://en.wikipedia.org/wiki/Main_Page Βικιπαιδεία

Γενικά Βοηθήματα. 

Henry G. Lidell, Robert Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσης, μετάφραση Ξενοφώντος Μόσχου, εκδοτικός οίκος Σιδέρη, Αθήνα



M. C. Howatson, Εγχειρίδιο Κλασικων Σπουδών της Οξφόρδης, Οξφόρδη 1989, ελληνική έκδοση Αδερφών Κυριακίδη σε μετάφραση Β. Φόρη, Θεσσαλονίκη 1995.



Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, πολύτομο συλλογικό έργο, Εκδοτική Αθηνών.



Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μετάφραση Αγαπητού Τσοπανάκη, εκδοτικός Οίκος Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1983.



Κρουμβάχερ (Krumbacher), Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, μετάφραση Γεωργίου Σωτηριάδου, τόμοι Α΄, Β΄, Γ΄, Αθήνα, 1897, 1900.



Επίτομο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, συλλογικό έργο, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008.



Δρακόπουλος Βαγγέλης, Ευθυμίου Γεωργία, Επίτομο Λεξικό της Ελληνικής Ιστορίας.



Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, συλλογικό έργο, εκδόσεις Δομή.

675

ΕΙΚΟΝΕΣ.

Εικόνα 1: η εκστρατεία και οι κατακτήσεις του Αλέξανδρου στην ανατολή (http://en.wikipedia.org/wiki/File:MacedonEmpire.jpg)

Εικόνα 2: προτομή Αλεξάνδρου, γλύπτη Λεωχάρους, Αθήνα, Μουσείο Ακροπόλεως, γύρω στο 330 π.Χ. (αντίγραφο πρωτότυπου)

676

Εικόνα 3: προτομή Αλεξάνδρου, μουσείο Πέλλας, ελληνιστική εποχή (αντίγραφο πρωτότυπου)

Εικόνα 4: αγαλμάτιο του Αλέξανδρου –Πάνα, πρώιμη ελληνιστική εποχή, μουσείο Πέλλας (αντίγραφο πρωτότυπου)

677

Εικόνα 5: κεφαλή Μεγάλου Αλεξάνδρου, 2ος αιώνας μ.Χ., αρχαιολογικό μουσείο Θάσου, φωτογραφία του συγγραφέα, «Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού –Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων –Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας -Θάσου»

Εικόνα 6: μαρμάρινο άγαλμα του Αλέξανδρου από την Αλεξάνδρεια (Μέρτζος 2009: 12).

678

Εικόνα 7: προτομή Αλεξάνδρου «Αζάρα» ρωμαϊκών χρόνων, Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/b/b0/AlexandreLouvre.jpg

Εικόνα 8: ολόσωμο μαρμάρινο άγαλμα Αλεξάνδρου, 3ος αι. π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινουπόλεως. https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Alexander1256.jpg

679

Εικόνα 9: Κολοσσιαία κεφαλή Αλεξάνδρου από την Ταρσό της Κιλικίας, β΄ μισό 1ου αιώνα μ.Χ. Ny Carlsberg Glyptotek, Copenhagen (φωτογραφία: Ole Haupt).

Εικόνα 10: σχέδιο χάλκινου αγαλματιδίου ύψους 50 εκ. από το Herculaneum με παράσταση τον έφιππο Αλέξανδρο, 1ος αιώνας π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης (Ραγκαβής 1888: 58).

680

Εικόνα 11: χάλκινο αγαλματίδιο του Αλέξανδρου Αιγίοχου με δόρυ, © The Trustees of the British Museum

Εικόνα 12: Ο Αλέξανδρος με δορά ελέφαντα ως στέμμα, κύριος της Ασίας, μπρούτζινο αγαλματίδιο ελληνιστικών χρόνων, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης http://www.metmuseum.org/collection/the-collection-online/search/254825

681

Εικόνα 13: χάλκινο ειδώλιο έφιππου άνδρα, του Αλέξανδρου –πολεμιστή, από την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου, (Begram), Εθνικό Μουσείο Αφγανιστάν, Καμπούλ (Ζουμπουλάκης 2012: 156).

Εικόνα 14: Ο γάμος του Αλέξανδρου –Άρη με τη Στατείρα –Αφροδίτη, τοιχογραφία από την Πομπηία https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Mosaica.jpg

682

Εικόνα 15: Το ψηφιδωτό της Πομπηίας με παράσταση της μάχης της Ισσού, τέλη 2ου αιώνα π.Χ. (πηγή: διαδίκτυο).

Εικόνα 16: η μορφή του Αλέξανδρου από το ψηφιδωτό της Πομπηίας. Η απεικόνιση προσώπου με οφιοειδή κόμμωση στο θώρακα αποδίδει γοργόνειο (Σαράντης 1970: σελ. 314).

683

Εικόνα 17: Η «σαρκοφάγος του Μεγάλου Αλεξάνδρου», νεκρόπολη της Σιδώνας, 4ος αιώνας π.Χ., μουσείο Κωνσταντινούπολης, https://en.wikipedia.org/wiki/Alexander_Sarcophagus#/media/File:Alexander_Sarcophagus_Battle_of_Ussus.jpg

Εικόνα 18: χρυσό περίαπτο (φυλακτό) με την εικόνα του κερασφόρου Αλέξανδρου, 4ος αιώνας, Μουσείο Walters, Βαλτιμόρη.

684

Εικόνα 19: επιδαπέδιο ψηφιδωτό από το Ballbek του Λιβάνου με παράσταση τη γέννηση του Αλέξανδρου, Βηρυττός, Εθνικό Μουσείο (Μέρτζος 2009: 11).

Εικόνα 20: αργυρό τετράδραχμο Αλεξάνδρου με την επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και παράσταση αετού με κεραυνό, αριστερά κλαδί ελιάς και δεξιά σατραπική τιάρα, 336-332 π.Χ., Νομισματική Συλλογή / Numismatic Collection Alpha Bank, (Τσαγκάρη 2009: 47)

685

Εικόνα 21: Ασημένια δραχμή Μεγάλου Αλεξάνδρου με απεικόνιση νεαρού Ηρακλή με λεοντή στον εμπροσθότυπο και ένθρονου Διός στον οπισθότυπο με επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, Βρετανικό Μουσείο, https://en.wikipedia.org/wiki/Alexander_the_Great#/media/File:AlexanderCoin.jpg

Εικόνα 22: ασημένιο δεκάδραχμο Βαβυλώνας, αναμνηστικό για τη νίκη του Αλέξανδρου κατά του Πώρου (326 π.Χ.). Α΄ όψη: ο Αλέξανδρος έφιππος και σαρισοφόρος τρέπει σε φυγή πολεμικό ελέφαντα. Β΄ όψη: ο Αλέξανδρος ως κοσμοκράτορας με τους κεραυνούς του Δία στα χέρια του, Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο © The Trustees of the British Museum

Εικόνα 23: ο Μέγας Αλέξανδρος ως Δίας, σφραγιδόλιθος από σαρδώνυχα του καλλιτέχνη Νείσου, ίσως αναπαράσταση χαμένου έργου του Πυργοτέλη, 3ος αιωνας π.Χ., μουσείο Ερμιτάζ http://erenow.com/biographies/alexander-the-great-a-new-history/18.html

686

Εικόνα 24: ασημένιο νόμισμα Πτολεμαίου Α΄ με προτομή Αλεξάνδρου καλυμμένη με δορά ελέφαντα στον εμπροσθότυπο και την Αθηνά Αλκίδημο στον οπισθότυπο και επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ , τέλη 4ου π.Χ. αιώνα, Βρετανικό Μουσείο © The Trustees of the British Museum

Εικόνα 25: αργυρό τετράδραχμο Λυσιμάχου από τη Λάμψακο με την κερασφόρο και διαδηματοφόρο κεφαλή του Αλέξανδρου στον εμπροσθότυπο και με παράσταση νικηφόρου Αθηνάς στον οπισθότυπο, 305-281 π.Χ. © The Trustees of the British Museum

687

Εικόνα 26: νόμισμα της Σμύρνης που έκοψε ο αυτοκράτορας Φίλιππος ο Άραβας, γύρω στο 244-49 μ.Χ. Ο Αλέξανδρος κοιμώμενος κάτω από έναν πλάτανο με τη δίδυμη υπόσταση της Νέμεσης από πάνω του (Bieber 1964: εικόνα 109).

Εικόνα 27: αργυρό τετράδραχμο από τη ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας με την κερασφόρο κεφαλή του Αλέξανδρου και την επιγραφή ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ, 93-92 π.Χ. Νομισματική Συλλογή / Numismatic Collection Alpha Bank (Τσαγκάρη 2009: 67).

Εικόνα 28: μπρούτζινο νόμισμα του Κοινού των Μακεδόνων της Βέροιας, 238-244 μ.Χ., α΄ όψη: κεφαλή Αλεξάνδρου με επιγραφή, β΄ όψη: ο Αλέξανδρος δαμάζει το Βουκεφάλα και επιγραφή ΚΟΙΝΟ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ, Νομισματικό Μουσείο Βερολίνου (Munzkabinett), http://www.smb.museum/ikmk/object.php?id=18202674

688

Εικόνα 29: χρυσό μετάλλιο με παράσταση διαδηματοφόρου και κερασφόρου Αλέξανδρου και Νίκης σε τέθριππο με επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ από το Αμπουκίρ της Αιγύπτου, 212-246 μ.Χ., Νομισματικό Μουσείο Βερολίνου, © Foto: Münzkabinett der Staatlichen Museen zu Berlin - Preußischer Kulturbesitz

Εικόνα 30: Χρυσό μετάλλιο με παράσταση του Αλέξανδρου –Κοσμοκράτορα και με Νίκη να στήνει τρόπαιο, με επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ από το Αμπουκίρ της Αιγύπτου, 212-246 μ.Χ., Νομισματικό Μουσείο Βερολίνου © Foto: Münzkabinett der Staatlichen Museen zu Berlin - Preußischer Kulturbesitz

689

Εικόνα 31: Βαρύσταθμο ρωμαϊκό νομισματόμορφο μετἀλλιο (Contorniate) με παράσταση Ολυμπιάδος και καθιστού Αλέξανδρου με όπλα και ασπίδα με παράσταση του φόνου της Πενθεσίλειας από τον Αχιλλέα και επιγραφή ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ, Ρώμη, 4ος -5ος αιώνας , Βρετανικό Μουσείο © The Trustees of the British Museum

Εικόνα 32: Ο Άγιος Δημήτριος με στρατιωτική περιβολή και επιστήθιο σύμβολο –κόσμημα πιθανόν το οκτάκτινο μακεδονικό αστέρι –μικρογραφία ασπίδας, ψηφιδωτή παράσταση, βασιλική αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη, 8ος αιώνας μ.Χ. (φωτογραφία του συγγραφέα).

690

Εικόνα 33: καμέο από όνυχα με παράσταση κερασφόρου Αλέξανδρου και επιγραφή: ΤΗC ΚΑΛΗC ΤΥΧΗC ΜΝΗΜΟΝΕVΕ ΜΝΗΙΘΗΕΥΤΙ, 4ος – 7ος αιώνας, Βρετανικό Μουσείο © The Trustees of the British Museum

Εικόνα 34: μοναδική ανάγλυφη στήλη με απεικόνιση του αυτοκράτορα Ηρακλείου ως δεύτερου Αλέξανδρου από το εκκλησιαστικό συγκρότημα στα Καταλύματα Πλακωτών της Κύπρου. Ο Αλέξανδρος συγκεντρώνει όλα τα τυπικά εικονογραφικά του χαρακτηριστικά, την αναστολή στην κόμμωση, τα κέρατα του Άμμωνα, το διάδημα και το φρυγικό σκούφο (ευγενική παραχώρηση της Δρ. Ελένης Προκοπίου).

691

Εικόνα 35: ο Sol Invictus –ανίκητος Ήλιος σε άρμα στον ουρανό με το ζωδιακό κύκλο, Ψηφιδωτή σύνθεση από δάπεδο ρωμαϊκής έπαυλης στην περιοχή της Ρηνανίας, μέσα 3ου αιώνα μ.Χ. (http://irs.ub.rug.nl/ppn/321539664)

Εικόνα 36: βυζαντινό αλεξανδρινό υφαντό με παράσταση αποθέωσης αρματηλάτη, 7ος αιώνας (Migeon 1909: 17).

692

Εικόνα 37: μαρμάρινη πλάκα με βυζαντινή παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου, 12ος αιώνας, Αρχαιολογικό Μουσείο Θήβας -Εφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας (Μανωλέσσου 2011: τ.2, 267).

Εικόνα 38: βυζαντινό ανάγλυφο ανάληψης Αλέξανδρου, αρχαιολογικό μουσείο Κωνσταντινούπολης, 12ος -13ος αιώνας φωτογραφία από petrus.agricola στο www.flickr.com

693

Εικόνα 39: η ανάληψη του Αλέξανδρου, βυζαντινό ανάγλυφο, λάφυρο της σταυροφορίας του 1204 από την Κωνσταντινούπολη, προσαρμοσμένο στη βόρεια εξωτερική πρόσοψη του ναού του Αγίου Μάρκου Βενετίας, 12ος αιώνας, φωτογραφία από petrus.agricola στο www.flickr.com

Εικόνα 40: σχηματοποιημένη παράσταση της ανάληψης από το ναό του Αγίου Ιωάννη της Τραχήλας στη μεσσηνιακή Μάνη, 11ος -12ος αιώνας, (σχέδιο Γιάννης Νάκας, Κουρσούμης 2009:179).

Εικόνα 41: παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου από εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα στην ανατολική όψη του ναού του Αγίου Δημητρίου (μητρόπολη) Μυστρά, 14ος αιώνας (Millet 1910: πινακ. 47.7).

694

Εικόνα 42: βυζαντινό ανάγλυφο της ανάληψης του Αλέξανδρου από το ναό της Περίβλεπτου στο Μυστρά, 14ος αιώνας, Μουσείο Μυστρά (http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Museum_of_Mystras,_relief_of_ascension_of_alexander_the_great,_2nd_h alf_of_14th_century.JPG)

Εικόνα 43: βυζαντινό ανάγλυφο της ανάληψης του Αλέξανδρου από το νάρθηκα του καθολικού της Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, 14ος αιώνας (φωτογραφία: Αμπατζόγλου Ιωάννης).

695

Εικόνα 44: βυζαντινό μαρμάρινο ανάγλυφο ανάληψης Μεγάλου Αλεξάνδρου, Φρούριο του Καράμπαμπα, Χαλκίδα, 12ος αιώνας. Πηγή: http://mrs-mcwinkie.livejournal.com/314210.html

Εικόνα 45: παράσταση ανάληψης του Αλέξανδρου από βυζαντινό ελεφαντοστέινο κιβώτιο, 10ος αιώνας, Hessisches Landesmuseum, Darmstadt

Εικόνα 46: Ο Αλέξανδρος ως έφιππος βυζαντινός αυτοκράτορας μπροστά στο προφητικό δέντρο της Σελήνης, από βυζαντινό ελεφαντοστέινο κιβώτιο, 10ος αιώνας, Hessisches Landesmuseum, Darmstadt

696

Εικόνα 47: από βυζαντινό ελεφαντοστέινο κιβώτιο, 10ος αιώνας, Μέγας Αλέξανδρος ως Άγιος Γεώργιος (;), Hessisches Landesmuseum, Darmstadt

Εικόνα 48: αργυρός επιχρυσωμένος δίσκος με παράσταση την ανάληψη του Αλέξανδρου και επιγραφή: ΑΛΕΞΑΝΔ ΒΑCIΛΕΟC, Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη http://mrs-mcwinkie.livejournal.com/314210.html

697

Εικόνα 49: πινάκιο με παράσταση της Ανάληψης του Αλέξανδρου, περίκλειστο σμάλτο, Βυζάντιο, 12ος αιώνας, δώρο στον Τουρκομάνο ηγεμόνα Rukn ad Daula Da ‘ud, Tiroler Landesmuseum Ferdinandeum, Ίνσμπουργκ

Εικόνα 50: ασημένιο κύπελλο με παράσταση την ανάληψη του Αλέξανδρου στον ουρανό πάνω σ’ ένα μεγάλο πουλί, 12ος αιώνας, Μουσείο Ερμιτάζ http://depts.washington.edu/silkroad/museums/shm/shmbyz.html

698

Εικόνα 51: βυζαντινό διάδημα με κεντρική διακόσμηση την ανάληψη του Αλέξανδρου, Εθνικό Μουσείο Ιστορίας Ουκρανίας http://www.engramma.it/eOS/index.php?id_articolo=418.

Εικόνα 52: αναπαράσταση του στέμματος από το Εθνικό Μουσείο Ιστορίας της Ουκρανίας (πηγή: http://nickfilin.livejournal.com/72941.html).

699

Εικόνα 53: ανάληψη Μεγάλου Αλεξάνδρου, παράσταση από κεντρική πλάκα βυζαντινού σμάλτινου διαδήματος, πριγκιπικό παλάτι Κιέβου, 12ος -13ος (πηγή: http://www.museum.ru/N32348).

Εικόνα 54: σμάλτινο πλακίδιο του διαδήματος από τη Μεγάλη Πρεσλάβα (Βουλγαρία) με παράσταση της ανάληψης του Αλέξανδρου με γρύπες, 10ος αιώνας (πηγή: petrus.agricola στο www.flickr.com).

700

Εικόνα 55: ανάληψη του Αλέξανδρου, λεπτομέρεια από το υφαντό του αββαείου στο Bassum, Βρέμη Γερμανίας, πιθανόν βυζαντινής προέλευσης, 10ος -12ος αιώνας (http://www.stift-bassum.de/index.php?cat=15_Ausstellungsraum, ανάκτηση 8/8/2013).

Εικόνα 56: βυζαντινό ελεφαντοστέϊνο κιβώτιο με παραστάσεις από τη Διήγηση (Μυθιστόρημα) του Αλέξανδρου, Αριστερά το ξαναμόνιασμα του Φιλίππου με την Ολυμπιάδα, δεξιά η λεκανομαντεία του Νεκτεναβώ, στο κέντρο ο Αλέξανδρος και ο Νεκτεναβώ(;) με τα κέρατα του Άμμωνα, σήμερα στο Αββαείο της Badia della S. Trinita La Cava, Ιταλία (Weitzmann 1951: εικόνα 250). .

701

Εικόνα 57: μάχη Αλέξανδρου –Δαρείου, μικρογραφία από το βυζαντινό χειρόγραφο του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, 14ος αιώνας, επικεφαλίδα με κόκκινη μελάνη: «ἒνθα ὁ ἀλἐξανδρος πόλεμον συνάψας πρός δαρεῑον, τοῡτον κατά κράτος ἐτροπώσατο». Στη κάτω τμήμα της σελίδας με μαύρα γράμματα η μεταγενέστερη αραβική μετάφραση της ελληνικής επικεφαλίδας.

702

Εικόνα 58: ο Βουκεφάλας σε κλουβί και ο Αλέξανδρος να καταδιώκει το Δαρείο, μικρογραφία από το χειρόγραφο των κυνηγετικών του Ψευδο-Οππιανού, 11ος αιώνας, (Weitzmann 1951: εικόνα 109, πίνακας XXXI).

Εικόνα 59: ο Μέγας Αλέξανδρος δολοφονεί το Νεκτεναβώ, συνοδευτική επιγραφή [Αλέξανδ]ρος βα[σιλευς] Μακεδόν[ων]… , θραύσμα αγγείου από την Αθήνα, 11ος αιώνας, Βυζαντινό Μουσείο Αθήνας (Ξυγγόπουλος 1937).

703

Εικόνα 60: ο Πώρος από τη μονομαχία με τον Αλέξανδρο σε θραύσμα αγγείου Θεσσαλονίκης, επιφάνεια αγγείου εφυαλωμένη, η παράσταση ελαφρώς εγχάρακτη. Χαρακτηριστικά ο Βουκεφάλας απεικονίζεται με στίγματα στο σώμα και κέρας στο κεφάλι, σε συμφωνία με τη διήγηση του ψευδο-Καλλισθένη (Ξυγγόπουλος 1938:268-269).

Εικόνα 61: Ο Μέγας Αλέξανδρος ως βυζαντινός αυτοκράτορας σε παράσταση ανάληψης, θραύσμα αγγείου, β΄ μισό 11ου αιώνα (Ξυγγόπουλος 1938:271).

Εικόνα 62: αμφίγλυφη πλάκα με παράσταση Κυνοκέφαλου από το Εσκί Σεχίρ της Μικράς Ασίας, Μουσείο Κωνσταντινούπολης (Ξυγγόπουλος 1979: 6).

704

Εικόνα 63: εξώφυλλο της Διηγήσεως Αλεξάνδρου του Μακεδόνος, έκδοση Βενετίας 1750 (Βελουδής 1989 (1977): 128).

Εικόνα 64: απεικόνιση του Αλέξανδρου με ανάφλυφο δράκοντα στην περικεφαλαία και γοργόνειο στο θώρακα από τη σελίδα τίτλου της καραμανλίδικης Φυλλάδας, Κωνσταντινούπολη, 1843 (Γκράτζιου 1982: εικόνα 14).

705

Εικόνα 65: μικρογραφία του Γεωργίου Κλότζα με θέμα τον Αλέξανδρο από κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, τέλη 16ου αιώνα (Βελουδής 1989 (1977): 124).

706

Εικόνα 66: ο Αλέξανδρος ως ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΕΛΛΗΝΩΝ δίπλα στον Αύγουστο ΒΑΣΙΛΙΑ ΡΩΜΑΙΩΝ, τοιχογραφία από το καθολικό της Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους, 1568 (πηγή: Θεόκτιστος Δοχειαρίτης 2006).

Εικόνα 67: ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, τοιχογραφία του Θεοφάνη του Κρητός, τράπεζα της Μονής Μεγίστης Λαύρας, Άγιο Όρος, 1535-1541 (Κωνσταντίνου 2006: φωτογραφία 1-27).

707

Εικόνα 68: οι Τέσσερις Βασιλείς Κύρος, Πώρος, Δαρείος και ο αγένειος με σκήπτρο Αλέξανδρος, τοιχογραφία σε ναό Αγίου Αχιλλείου Πεντάλοφου Κοζάνης, 1744. http://iaonas.blogspot.gr/2012/06/alexander-great-greek-hero.html

Εικόνα 69: Ο Αλέξανδρος με υψωμένο το σπαθί ανάμεσα στους άλλους βασιλείς Δαρείο, Αύγουστο και Κωνσταντίνο, σκίτσο του μαθητή Βασίλη Πούλου, λεπτομέρεια από τον πίνακα «ΕΠΙ ΣΥ ΧΑΙΡΕΙ», του Θεόδωρου Πουλάκη, β΄ μισό του 17ου αιώνα, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα.

708

Εικόνα 70: ο Άγιος Σισώης μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου, Μονή Βαρλάαμ, Μετέωρα, 1566 (Stichel 1971: πίνακας 3).

Εικόνα 71: ο άγιος Σισώης μπροστά στον ταφο του Αλέξανδρου, Ναός Αγίου Νικολάου Τσαριτσάνης (1615) φωτογραφία Καλλιόπη Φλώρου

709

Εικόνα 72: Ο Άγιος Σισώης μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου, ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου στο χωριό Κουκούλι Ζαγορίου (1788).

Εικόνα 73: Ο Άγιος Σισώης μπροστά στον τάφο του Αλέξανδρου, τράπεζα Μονής Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου, 1975-76.

710

Εικόνα 74: ο δρεπανηφόρος Χάρος πατά πάνω στο νεκρό Αλέξανδρο, τοιχογραφία από το καθολικό της Μονής Φιλοθέου, Άγιο Όρος, β΄ μισό 18ου αιώνα, από τον Κρητικό ζωγράφο Τζώρτζη http://www.agioritikovima.gr/2011-07-14-22-28-56/3101

Εικόνα 75: ο έφιππος Αλέξανδρος από το νάρθηκα του ναού του Αγίου Γεωργίου Λεύκης Καρδίτσας, μέσα 18ου αιώνα, (Τσιουρής (2009)2012: 662).

711

Εικόνα 76: το μονόφυλλο του Ρήγα Φεραίου με θέμα το Μέγα Αλέξανδρο, έκδοση 1797 (Καραμπερόπουλος 2006).

712

Εικόνα 77: η μορφή του Αλέξανδρου / Άρη ως ακρόπρωρο της ναυαρχίδας «Άρης» του Ανδρέα Μιαούλη κατά τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων (1821-1832), Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα. Στο θώρακά του φέρει γοργόνειο, όπως ακριβώς και στο ψηφιδωτό της Πομπηίας (φωτογραφία του συγγραφέα).

Εικόνα 78: ιχνογράφημα του ζωγράφου Αθανασίου Ιατρίδη (1798-1866) με θέμα την ελληνική αυτοκρατορία και τους ήρωές της, με προεξάρχοντα τον Αλέξανδρο http://iaonas.blogspot.gr/2012/06/alexander-great-greek-hero.html

713

Εικόνα 79: η εφημερίδα «Μέγας Αλέξανδρος» του Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου στην Αθήνα, φύλλο 15.3.1907 ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Εικόνα 80: η σφραγίδα του Μακεδονικού Κομιτάτου –ίδρυση στην Αθήνα το 1904 –με τις μορφές του Αλέξανδρου και του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασιλείου Β΄ (ευγενική παραχώρηση εικόνας από Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών)

714

Εικόνα 81: το λογότυπο της εφημερίδας «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης με τις προτομές του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, 3.1.1913.

Εικόνα 82: η σφραγίδα του γυμναστικού συλλόγου Καβάλας «Οι Φίλιπποι» του 1906 με την προτομή του γενειοφόρου Αλέξανδρου (Βουζανίδου 2013:48).

Εικόνα 83: το ύψους τεσσάρων μέτρων ρωμαϊκό επιτύμβιο μνημείο του G. Vibius Quartus στους Φιλίππους, το «Παχνί του Βουκεφάλα» και πηγή αλεξάνδρειας ευγονίας (φωτογραφία του συγγραφέα)

715

Εικόνα 84: το βυζαντινό Βρανόκαστρο, το «κάστρο του Αλέξανδρου» στο όρος Παγγαίο της Ανατολικής Μακεδονίας (φωτογραφία του συγγραφέα)

Εικόνα 85: Το «παλάτι του Αλέξανδρου», η λεγόμενη Βασιλική Β΄ των Φιλίππων, όπως επιγράφεται σε γαλλικά και αγγλικά σε φωτογραφία (καρτ ποστάλ) των αρχών του 20ου αιώνα (συλλογή Παπαδημητρίου).

Εικόνα 86: «Αλέξανδρος και Ρωξάνη», ακτογραμμή Ζακύνθου (φωτογραφία: Βικτώρια Λάντνεβα).

716

Εικόνα 87: Ολυμπιάδα και Νεκτεναβώς, πίνακας του Νίκου Πεντζίκη, 1967. http://anemourion.blogspot.gr/2015/03/blog-post_817.html

Εικόνα 88: Οι φιγούρες του Αλέξανδρου, του Καραγκιόζη και του δράκοντα στην παράσταση «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι» του θεάτρου σκιών του Ευγένιου Σπαθάρη http://safem.gr/ΟΠΤΙΚΟΥΛΙΚΟ/ΕΡΓΑΕΛΛΗΝΩΝΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ/tabid/74/Default.aspx

717

Εικόνα 89: φιγούρα του Μεγαλέξανδρου, του Κύπριου καραγκιοζοπαίχτη Χριστόδουλου Παφίου (Μ. Δημητρίου –Πρωτοπαππά, Ο Καραγκιόζης –Το θέατρο Σκιών στην Κύπρο, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Λευκωσία, 2004, σελ. 38).

718

Εικόνα 90: η παραδοσιακή γυναικεία αμφίεση της Αλεξάνδρειας Ημαθίας –κοπέλα του Λυκείου Ελληνίδων Καβάλας (η εικονιζόμενη: Μαρία Σαββίδου, μητέρα του συγγραφέα, δεκαετία του 1960)

Εικόνα 91: ξυλόγλυπτη Γοργόνα που κρατά στο χέρι της πλοίο από το τέμπλο του ναού των Ταξιαρχών Τσαγκαράδας Πηλίου (Η Γοργόνα και ο μύθος της, Επτά Ημέρες της εφημερίδας «Καθημερινή», 2001, σελ. 16).

719

Εικόνα 92: Αλέξανδρος δρακοκτόνος, παράσταση σε ασημένια θήκη σπαθιού, αρχές 19ου αιώνα, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, http://safem.gr/ΟΠΤΙΚΟΥΛΙΚΟ/ΕΡΓΑΕΛΛΗΝΩΝΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ/tabid/74/Default.aspx

Εικόνα 93: απεικόνιση προτομής Μεγάλου Αλεξάνδρου σε πιάτο φαγεντιανής, παραγγελία αδερφών Καλοκαιρινού από Σύρο, αγγλικό εργαστήριο, 1878, Λαογραφικό –Ιστορικό Μουσείο Λάρισας.

720

Εικόνα 94: ο Μέγας Αλέξανδρος, αποτοιχισμένη τοιχογραφία του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ (Μέρτζος 2009: 63).

Εικόνα 95: ο Θεόφιλος ως Μέγας Αλέξανδρος στη ζωγραφική σύνθεση του Τάσου Ζωγράφου (πηγή: διαδίκτυο).

721

Εικόνα 96: ο Μέγας Αλέξανδρος σε τοιχογραφία του Φώτη Κόντογλου από το δημαρχείο Αθηνών, 1939 http://safem.gr/ΟΠΤΙΚΟΥΛΙΚΟ/ΕΡΓΑΕΛΛΗΝΩΝΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ/tabid/74/Default.aspx

Εικόνα 97: Αλέξανδρος και Παύλος Μελάς, ζωγραφικός πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου, συλλογή Εγγονόπουλου http://safem.gr/ΟΠΤΙΚΟΥΛΙΚΟ/ΕΡΓΑΕΛΛΗΝΩΝΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ/tabid/74/Default.aspx

722

Εικόνα 98: ο Μέγας Αλέξανδρος και η αδερφή του η Γοργόνα και ο Μέγας Αλέξανδρος και Διογένης, πίνακες του Μποστ http://safem.gr/ΟΠΤΙΚΟΥΛΙΚΟ/ΕΡΓΑΕΛΛΗΝΩΝΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ/tabid/74/Default.aspx

Εικόνα 99: σύνθεση ελληνικότητας με κυρίαρχες μορφές τον Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη και θέματα την εκστρατεία του Αλέξανδρου στην Ανατολή, αλλά και τους προ-χριστιανικούς και χριστιανούς Έλληνες φιλοσόφους, έργο του Ιωάννη Βράνου, συλλογή Τάσου Κυριακίδη.

723

Εικόνα 100: Η προσωποποιημένη Ελλάδα δαφνοστεφανώνει τα τέκνα της, τον Αλέξανδρο και το Ναπολέοντα. Κέντημα γύρω στο 1902, οικογενειακό κειμήλιο της Βάντας Χατζάκου (Αικατερινίδης 1996: 30).

Εικόνα 101: αμφίπλευρο γλυπτό του Χαλεπά με τον Αλέξανδρο και την Αγία Βαρβάρα, Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη, http://safem.gr/ΟΠΤΙΚΟΥΛΙΚΟ/ΕΡΓΑΕΛΛΗΝΩΝΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ/tabid/74/Default.aspx

724

Εικόνα: 102 ο έφιππος Μέγας Αλέξανδρος, παράσταση σε σταμπωτό ύφασμα από το παραδοσιακό εργαστήριο του Θεμιστοκλή Ιωαννίδη, 1920-1930, Τύρναβος Θεσσαλίας, Λαογραφικό και Ιστορικό Μουσείο Λάρισας.

725

Εικόνα 103: έφιππος ανδριάντας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, παραλία Θεσσαλονίκης (φωτογραφία του συγγραφέα).

Εικόνα 104: μνημείο Μεγάλου Αλεξάνδρου, πλατεία Ελευθερίας, Καβάλα, εμπρόσθια και πλάγια όψη, έργο του Θάσιου γλύπτη Αόβουλου Κωνσταντίνου (2002), φωτογραφία του συγγραφέα.

726

Εικόνα 105: η αφίσα της μουσικο –χορευτικής παράστασης και εξώφυλλο του δίσκου ALEXANDER ROCK OPERA, μουσική Κώστας Αθυρίδης, σενάριο Penny Turner, Θεσσαλονίκη, Νοέμβρης 2012.

Εικόνα 106: Ο Καραγκιόζης και ο Μέγας Αλέξανδρος από τη μουσικοθεατρική παράσταση «Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο καταραμένος δράκος» του Δήμου Αβδελιώδη (πηγή: διαδίκτυο).

727

Εικόνα 107: ο κερασφόρος Αλέξανδρος ως έμβλημα του ποδοσφαιρικού συλλόγου Τρικάλων Ημαθίας.

Εικόνα 108: τραπεζογραμμάτιο δύο δραχμών με κεφαλή Αλεξάνδρου και Αθηνάς στην πρόσθια όψη, έκδοση 1885 (Ταρασουλέας 1997:52).

Εικόνα 109: τραπεζογραμμάτιο 50 δραχμών με παράσταση του Αλέξανδρου από το ανάγλυφο της σαρκοφάγου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έκδοση 1921 (Ταρασουλέας 1997: 63).

728

Εικόνα 110: τραπεζογραμμάτιο 1000 δραχμών με κεφαλή Μ. Αλεξάνδρου έκδοση 1941 (Ταρασουλέας 1997: 90).

Εικόνα 111: τραπεζογραμμάτιο 1000 δραχμών με κεφαλή Μ. Αλεξάνδρου από το μετάλλιο της Ταρσού και τη σκηνή του κυνηγιού από τη σαρκοφάγο του Μ. Αλεξάνδρου στη μικρογραφία, έκδοση 1956 (Ταρασουλέας 1997: 114).

Εικόνα 112: χάλκινο μετάλλιο αθλητικών αγώνων ανωτάτων σχολών ενόπλων δυνάμεων Ελλάδας «Ε΄ Αλεξάνδρεια» με προτομή διαδηματοφόρου Αλέξανδρου στον τύπο του Άμμωνα, 1972 (φωτογραφία του συγγραφέα).

729

Εικόνα 113: όψη νομίσματος 100 δραχμών με κεφαλή διαδηματοφόρου και κερασφόρου Μεγάλου Αλεξάνδρου και επιγραφή Μέγας Αλέξανδρος –βασιλεύς Μακεδόνων, 1990 (φωτογραφία του συγγραφέα).

Εικόνα 114: ελληνικό γραμματόσημο με τη μορφή του κερασφόρου Αλεξάνδρου (φωτογραφία του συγγραφέα).

Εικόνες 115-116: ο κερασφόρος Αλέξανδρος ως έμβλημα στην είσοδο του κτηρίου του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας και ως διακοσμητικό μοτίβο μαζί με τον «Ήλιο της Βεργίνας» στην κρήνη του ναού Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λεκάνη Καβάλας (φωτογραφίες του συγγραφέα).

730

Εικόνα 117: ο κερασφόρος Αλέξανδρος σε μπρελόκ (φωτογραφία του συγγραφέα).

Εικόνα 118: ο Μέγας Αλέξανδρος ως επωνυμία μπίρας.

731

Εικόνα 119: ανάγλυφη προτομή του Αλέξανδρου ως εναέτιο γλυπτό σε νεοκλασικό σπίτι της Σύμης (φωτογραφία του συγγραφέα).

732

Εικόνα 120: Αλέξανδρος και Πώρος μετά τη μάχη του Ύδασπη ποταμού, από το κόμικ «Μέγας Αλέξανδρος» της σειράς «Κλασσικά Εικονογραφημένα», εκδόσεις Ατλαντίς –Πεχλιβανίδης.

733

Εικόνα 121: κοπτικό ύφασμα με παράσταση του Αλέξανδρου και την επιγραφή ΜΑΚΕΤΟΝ ΑΛΕΚCAΝΤΕΡΟC, 6ος -7ος αιώνας, Μουσείο Υφασμάτων, Ουάσινγκτον The Textile Museum, Washington, D.C., 11.18, Acquired by George Hewitt Myers in 1948

Εικόνα 122: Ο Αλέξανδρος και τα προφητικά δέντρα του Ήλιου και της Σελήνης, μικρογραφία από το Σαχναμέ του Φιρντουσί, 1320-1340, Smithsonian Ινστιτούτο https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Iskandar_(Alexander_the_Great)_at_the_Talking_Tree.jpg

734

Εικόνα 123: υφαντό με θέμα την ανάληψη του Αλέξανδρου, τέλη 10ου αιώνα, Καθεδρικό Μουσείο –Mainfrankishes Muzeum, Wurzburg, φωτογραφία από: petrus.agricola στο www.flickr.com

Εικόνα 124: ψηφιδωτή σύνθεση από το δάπεδο του καθεδρικού του καθεδρικού του Οτράντο με θέμα την ανάληψη του Αλέξανδρου http://mrs-mcwinkie.livejournal.com/314210.html.

735

Εικόνα 125: η ανάληψη του Αλέξανδρου, του Hans Schaulflein, 1516, Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, Print room © The Trustees of the British Museum

Εικόνα 126: Ο Αλέξανδρος διατάζει να φυλαχθούν τα έργα του Ομήρου, γαλλικό χαρακτικό, 16ος αιώνας © The Trustees of the British Museum

736

Εικόνα 127: νωπογραφία με θέμα το γάμο του Αλέξανδρου με τη Ρωξάνη, Vila Farnezina της Ρώμης, έργο του Giovanni Bazzi, 1519 https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/4/48/Il_Sodoma._Villa_Farnesina_fresco1.jpg

Εικόνα 128: ο Αλέξανδρος και ο ηττημένος Πώρος, πίνακας του Charles Le Brun, 1673 https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/1/10/Le_Brun%2C_Alexander_and_Porus.jpg

737

Εικόνα 129: Το μακεδονικό όρος Άθως ως κολοσσιαία μορφή του Αλέξανδρου, όπως το πρότεινε ο Δεινοκράτης, χαρακτικό του Johann Bernard Fischer von Erlach, 1721, Βιέννη, Kunsthistorisces Museum, Bibliothek (Χατζηνικολάου 1997: 648-49).

Εικόνα 130: Η μάχη των Γαυγαμήλων, ισπανικό ανάγλυφο σε ελεφαντόδοντο, 18ος αιώνας, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Ισπανίας, φωτογραφία Luis Garcia, https://commons.wikimedia.org/wiki/Alexander_the_Great#/media/File:Batalla_de_Gaugamela_(M.A.N._Inv.198060-1)_03.jpg

Εικόνα 131: Ο Ναπολέων διαβάζει στη βιβλιοθήκη του, πάνω στο τζάκι διακρίνεται η προτομή του Αλέξανδρου Αζάρα, χαρακτικό του Sixdeniers (Χατζηνικολάου 1997: 93).

738

Εικόνα 132: John Steell, Alexander and Bucephalus, ορειχάλκινο σύμπλεγμα, πλατεία δημαρχείου Εδιμβούργου, 1884 (φωτογραφία: Μαρίνα Τσελεπή).

Εικόνα 133: Andy Warhol, Μέγας Αλέξανδρος, 1982 http://novaeon.tumblr.com/post/141366215169/andy-warhol-alexander-the-great-1982.

739

Εικόνα 134: ανάγλυφο της ανάληψης του Αλέξανδρου από το καθολικό του γεωργιανού μοναστηριού στο Χαχούλι, 10ος αιώνας, Τουρκία (πηγή: Lees 2010 ).

Εικόνες 135-136: η ανάληψη του Αλέξανδρου, ανάγλυφη παράσταση στη νότια όψη του ναού του Αγίου Δημητρίου στο Βλαντίμιρ της Ρωσίας, 12ος αιώνας (φωτογραφία του συγγραφέα και λεπτομέρεια από Lees 2010).

740

Εικόνα 137: ανάγλυφη πλάκα με τον έφιππο Αλέξανδρο από τη σόμπα του αναγνωστηρίου της Οικίας Ρομανόφ στη Μόσχα, πιθανόν 17ος αιώνας (αντίγραφο της πρωτότυπης σύνθεσης, φωτογραφία του συγγραφέα).

Εικόνα 138: νόμισμα του Μεγάλου Πρίγκιπα του Τβερ Μπόρις Αλεξαντρόβιτς με παράσταση ανάληψης Αλεξάνδρου και επιγραφή στα ρωσικά με το όνομα του πρίγκιπα (1425-1461, πηγή: διαδίκτυο)

741

Εικόνα 139: μετάλλιο από τη μεσαιωνική ρωσική πόλη Στάριι Ριαζάν με παράσταση της ανάληψης στο μοτίβο του «Πότνιου Θηρών», 12ος -13ος αιώνας, πηγή: petrus.agricola στο www.flickr.com)

Εικόνα 140: μεταλλικό πλακίδιο με σχηματοποιημένη παράσταση ανάληψης Μεγάλου Αλεξάνδρου από μεσαιωνικό οικισμό στην Ουκρανία (11ος αιώνας, πηγή: διαδίκτυο)

742

Εικόνα 141: μεταλλικό πλακίδιο με σχηματοποιημένη παράσταση ανάληψης Μεγάλου Αλεξάνδρου από την Κριμαία (11ος αιώνας, πηγή: διαδίκτυο)

Εικόνα 142: οι τοξοβόλοι αλογάνθρωποι σε διακόσμηση της πύλης της Αγίας Σοφίας του Βελίκι Νόβγκοροντ, Ρωσία (φωτογραφία του συγγραφέα).

743

Εικόνα 143: ο Αλέξανδρος ανακαλύπτει τους αγριάνθρωπους, ρωσική χαλκογραφία, αρχές 19ου αιώνα, © The Trustees of the British Museum

Εικόνα144: Η εμπιστοσύνη του Αλέξανδρου στο γιατρό του Φίλιππο, πίνακας του Верешагин Митрофан Петрович (Βερεσσάγκιν Μητροφάν Πετρόβιτς), ελαιογραφία, 1870 ( Греческий мир в русском искусстве, Государственный Русский Музей, Санкт Петербург, 2001, σελ. 19).

744

Εικόνα 145: Κολοσσικό άγαλμα του Βούδα με αρχαιοελληνική αμφίεση –στα δεξιά του παριστάνεται ο Αλέξανδρος, 8ος αιώνας μ.Χ., βουδιστική λατρευτική κόγχη σε μοναστήρι της Ταπέ Σοτόρ, Χάντα, Αφγανιστάν. (Γιαλούρης 1998: 38).

Εικόνα 146: Ο Αλέξανδρος με τα κέρατα του Άμμωνα σε άρμα με γρύπες πετά στον ουρανό. Κόσμημα από χρυσό και λάπις λάζουλι, τέλη 1ου π.Χ. με αρχές 1ου μ.Χ., τάφος 4 από Tillya Tepe, βόρειο Αφγανιστάν, Μουσείο Καμπούλ (Pfrommer 2001: 16).

745

Εικόνα 147: αποφθέγματα του Αλέξανδρου στο πλαίσιο μαθητικής εργασίας, 2ο Γυμνάσιο Καβάλας, σχολικό έτος 2015-2016 (φωτογραφία του συγγραφέα).

746

Ὁ σύλλογος «σὺν Ἀθηνᾷ» ἱδρύθηκε στὴν Καβάλα τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 2012 μὲ σημεῖο ἀναφορᾶς του τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ κύριους στόχους του: 1) τὴν προώθηση τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἐπιστήμης καὶ 2) τὴν καλλιέργεια τῆς πολιτικῆς ἠθικῆς. Σὲ σχέση μὲ τὴ Δημόσια Ἐκπαίδευση τῆς χώρας μας, ἰδίως τὴν Τριτοβάθμια, ἀποβλέπει στὴν ἐκλαΐκευση τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης καὶ τὴ διαθεσιμότητά της στὴν κοινωνία. Μέλη του εἶναι κυρίως ἐπιστήμονες, ὄχι μόνον τῶν λεγόμενων ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν. Στὶς προγραμματικές του δραστηριότητες ἐντάσσονται: 1) τὰ σὲ ἑβδομαδιαία βάση μαθήματα ἀρχαίων ἑλληνικῶν καὶ ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ποὺ παρέχονται στὸ κτίριο «Πυθαγόρας» τοῦ Δήμου Καβάλας, 2) τὶς σὲ μηνιαία βάση Διαλέξεις πρὸς τὸ εὐρὺ κοινό, ποὺ δίνονται κατὰ κύριο λόγο στὴν αἴθουσα «Βασίλης Βασιλικὸς» τῆς Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης Καβάλας καὶ 3) τὰ σὲ ἐτήσια βάση πανελλήνια Συνέδριά του, τὸ πρῶτο τῆς Πολιτικῆς Φιλοσοφίας (25-27/04/2014) καὶ τὸ δεύτερο τῆς Ἐπιστημολογίας (22-24/05/2015), ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Δήμου Καβάλας. Ιστοχώρος: https://synathena.wordpress.com

747

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις ΕκδότηΣυγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας. Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!

748

Εικόνα εμπροσθόφυλλου: Η ανάληψη του Αλέξανδρου στους ουρανούς Σχέδιο βυζαντινού αναγλύφου, 12ος αιώνας, ναός Αγίου Μάρκου Βενετίας (Max Van Berhem, Amida, Heidelberg 1910, σελ.350).

Εικόνα οπισθόφυλλου: Έφιππος ανδριάντας Μεγάλου Αλεξάνδρου. Παραλία Θεσσαλονίκης (φωτογραφία: Μαρίνα Τσελεπή).

749

750 Στο παρόν σύγγραμμα επιχειρείται για πρώτη φορά μια συστηματική καταγραφή και αποτύπωση της αλεξάνδρειας μνήμης του ελληνισμού διαχρονικά, από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα, μέσα από τις γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά ευρήματα, την τέχνη, τη λογοτεχνία, τις παραδόσεις και τις ποικίλες ακόμη αναφορές των Ελλήνων. Διερευνώνται και καταγράφονται οι κοινοί τόποι πρόσληψης της μορφής του ανεξαρτήτως εποχής και αποτυπώνονται σε πίνακες και χάρτες κάποιες από αυτές τις καταγραφές. Παράλληλα, καταγράφεται πιο συνοπτικά η πρόσληψη του Αλέξανδρου και από ορισμένους άλλους λαούς και εντοπίζονται κοινά μοτίβα, στο πλαίσιο της οικουμενικότητας του ελληνισμού και του διαλόγου των πολιτισμών.

ISBN: 978-618-5147-88-4

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF