O Kairos Ton Dolofonon - Henry Miller
January 13, 2017 | Author: ekiri | Category: N/A
Short Description
Download O Kairos Ton Dolofonon - Henry Miller...
Description
0ί~ίΗ&) ΣΕΙΡΑ: ΤΡΑΜ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, 37 Διευθύνεται άπό τον Γιώργο
Κάτο
'Εκδότης, ΕΓΝΑΤΙΑ Γραφική 'Επιμέλεια, Γιώργος Κάτος Διόρθοιση, Μπέττυ Τζοομαλή Φωτοστοιχειοθεσία/Έκτύπο>ση, ΕΚάΟΣΕΙΣ ΕΓΝΑΤΙΑ
ΧΕΝΡΥ ΜΙΛΛΕΡ
Κεντρική Διάθεση: ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ, 'Εγνατία 73, τηλ. 231.230 Γιά τήν 'Αθήνα: ΑΜΦΟΡΕΑΣ Ε.Π.Ε. Βαλτετσίου 50, τηλ. 36.38.693
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ Μετάφραση: ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ θ. ΝΙΑΡΧΟΣ
ΔΗΜΟΤΙΚΗ! Μέ Ενα σχέδιο-τοΰ Μ.Ο.ΕίςΙιβΓΧσελ. 6)
ΆίΧ „»i
%tmm ΒΙ8Μ98ΗΗΙ Μ Ι Αύξων άριδ. είσαγ. βιβλ1«
^38ΒΒ=™«
'Εγνατία Θεσσαλονίκη
^
3S
a#
«Καιρός των δολοφόνων» είναι Ίσως ένα άλλο όνομα της « 'Εποχής στην Κόλαση». Αυτός ό Καιρός, αύτη ή 'Εποχή, είναι βέβαια ολό κληρη ή ανθρώπινη ιστορία - κι ακόμα ενα μεγάλο κομμάτι μέλλοντος, δσο μπορούμε νά τό συλλάβουμε καί νά τό προβιώσουμε άπό τώρα. Στην πραγματικότητα δέν υπάρχει θύτης καί θύμα, ό δολοφόνος είναι ή πίσω δψη του θύματος, καθώς αυτός πού αιμορραγεί ώς τό θάνατο είναι ό άνθρωπος στην ολότητα του, καί ή προδοσία έχει συντελεστεί έκ των έσω. Ό ποιητής, ό καλλιτέχνης -πού έδώ παίρνει την αντιπροσωπευτική μορφή τοΰ Ρεμπώ- είναι ό κολασμένος πού, μ' δλη τή γνώση τής τελικής ήττας, σαλπίζει γενικό προσκλητήριο γιά μιά συντονισμένη επίθεση ενάντια στό πνεύμα τοΰ αληθινού κακού. Μοναδικό του αμάρτημα είναι Ακριβώς τό δτι τόλμησε νά συνειδητοποιήσει τήν ΰπαρζη τής Κόλασης. Καταδίκη του είναι νά μείνει έκεΐ, σ' ίνα κόσμο τερατικό, μέ τά οράματα μιας άνύπαρχτης καί ακατόρθωτης ζωής νά τόν τριβελίζουν αλύπητα. Ή ποίηση, άπό τή στιγμή πού θά επιχειρήσει νά τό σκάσει άπό τά κελιά τής φαντασίας καί νά σαρκωθεΐ σε καθημερινή πράξη, περνάει στην παρανομία. Κανένας μηχανισμός δέν τήν ανέχεται, καμιά κοινωνική ομάδα δέν μπαίνει στό πλευρό της. Οί έρημοι τοΰ Χαρράρ, δπου αυτοεξορίστηκε ό Ρεμπώ, εικονογραφούν χαραχτηριστικά τή μόνωση πού περιμένει δποιον θελήσει νά ζ ή σ ε ι τήν ποίηση στην ουσία της, πέρ' άπό λεκτικές ακροβασίες καί διανοητικές κατασκευές. ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ,
ΘΑΝΑΣΗΣ
θ.
ΝΙΑΡΧΟΣ
Printed in Thessaloniki, Greece
Λ ΑΝΑΛΟΠΕΣ, ΠΕΙΕΣ
ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ,
ΣΧΕΣΕΙΣ
ΚΑΙ
ΣΥΝΕ
Πρωτάκουσα νά γίνεται λόγος γιά τό Ρεμπώ, τό 1927, στό υπόγειο ενός βρώμικου σπιτιού στό Μπρούκλιν. Στά τριανταέξι μου χρόνια, βρισκόμουν ακόμα φυλακισμένος στη δικιά μου άτέλεΐίοτη 'Εποχή στην Κόλαση. "Ενα συναρπαστικό βιβλίο γιά τό Ρεμπώ κυ κλοφορούσε στό σπίτι, άλλα δέν είχα καταδεχτεί νά τοΰ ρίξω οϋτε μιά ματιά. Κι αυτό γιατί σιχαινόμουν τη γυναίκα πού ζοΰσε τότε μαζί μας καί πού ήταν δικό της. Στ' αλήθεια (πράγμα πού τό κατάλαβα πολύ αργό τερα), ή εμφάνιση της, ό χαραχτήρας της καί ή συμπε ριφορά της τήν Εκαναν νά μοιάζει μέ τό Ρεμπώ, όσο είναι δυνατό νά φανταστεί κανένας κάτι τέτοιο. "Αν καί ό Ρεμπώ ήταν τό θέμα πού συζητούσαν διαρκώς ή Θέλμα καί ή γυναίκα μου, δέν έκανα —τό ξαναλέω— τήν παραμικρή προσπάθεια νά τόν γνωρίσω. 'Αντίθετα, άγοινιζόμουν μ' όλες μου τίς δυνάμεις νά τόν διώξω άπ' τό μυαλό μου μοΰ φαινόταν τότε νά εν σαρκώνει τό κακό πνεύμα πού είχε προκαλέσει, δίχαις νά τό ξέρει, τά βασανιστήρια καί τήν έξαθλύοσή μου. Παρατηρούσα πώς ή Θέλμα, πού τήν αποστρεφόμουν, είχε ταυτιστεί μαζί του, τόν μιμόταν όσο μπορούσε, όχι μόνο στην καθημερινή ζωή, άλλα καί στά ποιήματα πού έγραφε. "Ολα συνοιμοτοΰσαν γιά νά διαγράψω τ ' όνομα του, τήν επίδραση του, ακόμα καί τήν ΰπαρξή του τήν ίδια. Βρισκόμουν τότε στό πιό χαμηλό σκαλί της σταδιο δρομίας μου καί τό ηθικό μου ήταν καταρακωμένο. Ξαναβλέπο) τόν εαυτό μου μέσα στό υγρό καί παγοιμένο υπόγειο, νά προσπαθεί νά γράψει μ' £να μολύβι στό τρεμουλιαστό φως ενός κεριού: προσπαθούσα νά συνθέσο) Ινα ποίημα πού νά περιγράφει τήν ίδια μου τήν
τραγωδία, χωρίς νά κατορθώνω νά προχωρήσω πέρα άπ' την πρώτη πράξη. Σ' αύτη τήν κατάσταση της α πελπισίας καί της στειρότητας, αμφέβαλλα, βέβαια, έντονα γιά τήν ιδιοφυΐα αύτοϋ τοϋ δεκαεφτάχρονου ποιητή. "Ο,τι άκουγα νά λέγεται γ ι ' αυτόν μοΰ φαινό ταν σάν επινόηση αυτής τής θεότρελης τής Θέλμας. Πίστευα πώς είχε τή δύναμη νά δημιουργεί λεπτεπίλε πτα βασανιστήρια γιά νά μέ κάνει νά ύποφέρο), επειδή μέ μισούσε δσο τή μισούσα κι έγώ. ' Η ζοιή πού περνού σαμε οί τρεις μας, καί πού τήν αφηγούμαι στό «The Rosy Crucifixion», φαίνεται νά βγαίνει άπό κανένα διήγημα τοΰ Ντοστογιέφσκι. Σήμερα, αυτή ή ζωή μοΰ φαίνεται φανταστική κι απίστευτη. Τό γεγονός, δμως, είναι πώς τό όνομα τοϋ Ρεμπώ είχε βρει τό στόχο του. Γιά Εξι ή εφτά χρόνια ακόμη, ως τή μέρα πού συνάντησα τήν Ά ν α ΐ ς Νίν, στή Λουβενσιέν, δέν είχα ρίξει ούτε Ινα βλέμμα στό Εργο του, άλλα μέ στοιχειώνε πάντα. Μιά ενοχλητική παρουσία. «Κάποια μέρα θά χρειαστεί νά λογαριαστείς μαζί μου», μοΰ ψιθύριζε αδιάκοπα σ τ ' αυτί. Τή μέρα πού διάβασα τόν πρώτο στίχο τοΰ Ρεμπώ, αναγνώρισα αμέσως πώς ήταν άπό τό «Μεθυσμένο Καράβι» πού Ικανέ τή Θέλμα νά παραληρεί. ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ! Πόσο εκφραστικός μοΰ φαίνεται, τώρα, αυτός ό τίτλος, στό φως τών μεταγενέ στεροι εμπειριών μου! "Η Θέλμα, στό μεταξύ, είχε πε θάνει σ ' Ενα άσυλο τρελών. Κι άν δέν είχα πάει στό Παρίσι, άν δέν είχα αρχίσει νά δουλεύο) έκεΐ σοβαρά, μοΰ φαίνεται πώς κι ή δικιά μου μοίρα θά ήταν παρό μοια. Σ' αυτό τό υπόγειο τών ακραίων συνοικιών τοΰ Μπρούκλιν, είχε ναυαγήσει τό καράβι μου. "Οταν τέλος ανοίχτηκα στό πέλαγος, είδα πιά πώς ήμουν ελεύθερος, πώς ό θάνατος πού είχα διασχίσει μ' είχε ελευθερώσει. "Αν ή περίοδος τοΰ Μπρούκλιν κατόρθωσε ν ' αντι προσωπεύει τήν 'Εποχή μου στην Κόλαση, ή περίοδος τοΰ Παρισιοΰ, ιδιαίτερα άπό τό 1932 ώς τό 1934, υπήρξε δ 10
προθάλαμος τών 'Εκλάμψεων μου. Τό ν ' ανακάλυπτα» τό Ρεμπώ απότομα αυτή τήν περίοδο, μιά περίοδο πού υπήρξα δσο ποτέ άλλοτε παραγαιγικός, χαρούμενος, παράφορος, άπαιτοΰσε νά τόν αποφεύγω συστηματικά, γιατί τά δικά μου Εργα ήταν πιό σημαντικά γιά μένα. "Ενα απλό βλέμμα στό Εργο του ήξερα τί μοΰ επεφύλασσε. "Αν αυτός ήταν καθαρός δυναμίτης, έγώ είχα ακόμα νά φτιάξω τό πρώτο μου φυσίγγι. ' Αγνοούσα τότε τό καθετί γιά τή ζωή του, έχτός άπό μερικές αόριστες πληροφορίες πού είχα μαζέψει άλλοτε, τότε πού ζοΰσα στή Θέλμα. Δέν είχα διαβάσει ακόμη ούτε μιά γραμμή άπ' τή βιογραφία του. Στά 1943, δταν ζοΰσα μέ τό ζοιγράφο Τζών Ντάντλεϋ, στό Μπέβερλυ Γκλέν, είδα γιά πρώτη φορά Ενα Εργο πάνο) στό Ρεμπώ. Ήταν τό «Μιά 'Εποχή στην Κόλαση» τοΰ ΖάνΜαρί Καρρέ, κι ΰστερα τό βιβλίο τοΰ ' Ενίντ Στάρκι. Τά Εκλεισα αναστατωμένος, κατάπληκτος. Μοΰ φαινόταν πώς δέν είχα διαβάσει ποτέ τήν αφήγηση μιας ζωής πιό αξιοθρήνητης άπό τή ζωή τοϋ Ρεμπώ. Ξέχασα εντελώς τά δικά μου βάσανα, πού ξεπερνούσαν τά δικά του. Ξέ χασα τίς αδικίες καί τους εξευτελισμούς πού είχα υπο στεί, τήν άβυσσο τής αδυναμίας καί τής απελπισίας πού τόσο συχνά είχα βυθιστεί. "Οπως άλλοτε ή Θέλμα, δέν μποροΰσα νά μιλώ γιά τίποτ' άλλο παρά γιά τό Ρεμπώ. "Οποιος ερχόταν σπίτι μου ήταν αναγκασμένος ν ' α κούει τό τραγούδι τοΰ Ρεμπώ. Μονάχα σήμερα, δεκαοχτώ χρόνια άπό τότε πού άκουσα γιά πρώτη φορά τ ' δνομά του, είμαι ικανός νά τόν καταλάβω καθαρά, νά τόν διαβάσο) σάν οξυδερκής ανα γνώστης. Τώρα ξέρω τή σημασία τής προσφοράς του, τήν Ενταση τής απελπισίας του. Τώρα καταλαβαίνω τό νόημα τής ζοιής του καί τοϋ Εργου του —τουλάχιστον δσο μπορεί νά ισχυριστεί κανείς πώς καταλαβαίνει τή ζωή καί τό Εργο τοΰ άλλου. 'Αλλά αυτό πού κατάλαβα ακόμα πιό καθαρά, είναι τό θαΰμα πού μοΰ συνέβη καί πού μ' έκανε νά γλυτώσω άπ' τήν ίδια μέ κείνον τρομερή μοίρα.
11
' Ο Ρεμπώ πέρασε τή μεγάλη του κρίση στά δεκαοχτώ του χρόνια, εποχή πού άγγιξε τά όρια τής τρέλας• άπό δω καί πέρα ή ζωή του πήρε τήν όψη μιας απέραντης έρημου. Ή δική μου κρίση εκδηλώθηκε ανάμεσα στά τριανταέξι καί τά τριανταεφτά μου χρόνια, ηλικία πού σ ' αυτή πέθανε ό Ρεμπώ• γιά μένα, ή ηλικία αυτή υπήρξε ή αρχή τής άνθισης. ' Ο Ρεμπώ εγκατέλειψε τή λογοτε χνία γιά τή ζωή• έγώ Ικανά τό αντίθετο. ' Ο Ρεμπώ απο μακρύνθηκε άπ' τίς χίμαιρες πού είχε προκαλέσει• έγώ τίς καλιοσόρισα. "Οταν επέστρεψα άπ' τόν παραλογι σμό καί τήν άσωτεία πού ήταν ή μοναδική μου βιοτική εμπειρία, έκανα παύση καί διοχέτευσα τή δραστηριό τητα μου στή δημιουργία. Ριχνόμουν στό γράψιμο μέ τό ίδιο πάθος καί τήν ίδια ορμή πού ριχνόμουν στίς περι πέτειες τής ζίοής. 'Αντί νά χάνω τή ζιοή μου, τήν κέρ διζα. "Εγινε μιά διαδοχή θαυμάτων κάθε κακό μετα βαλλόταν σέ καλό. "Ο Ρεμπώ, &ν καί υπήρξε ό κάτοι κος ενός βασιλείου μέ κλίμακα καί τοπία απίστευτα, ενός φανταστικού σύμπαντος τόσο έκπληχτικοϋ καί παράξενου δσο τά ποιήματα του, γινόταν όλο καί πιό πικρός, σιωπηλός, στείρος καί θλιβερός. Ό Ρεμπώ ξανάφερε τή λογοτεχνία μέσα στή ζο)ή• έγώ προσπάθησα νά ξαναβάλω τή ζωή μέσα στή λογοτε χνία. "Εχουμε καί οι δυό μιά έντονη τάση στην εξομολό γηση καί δίνουμε προτεραιότητα στό ηθικό καί πνευματι κό στοιχείο. Ή ίκανότητα στή «γλώσσα», στή μουσική περισσότερο άπ' ό,τι στή λογοτεχνία, είν' Ινα άλλο σημείο επαφής μας. Διαισθάνθηκα σ ' αυτόν μιά φύση ριζωμένη στό πρωτόγονο, ίκανή γιά παράξενες εμφα νίσεις. "Ο Κλωντέλ χαραχτήρισε τό Ρεμπώ «μυστικό σέ άγρια κατάσταση». Κανένας άλλος χαραχτηρισμός δέ θά τού πήγαινε καλύτερα. Δέν έκανε πουθενά. Πίστευα πάντα πώς ίσχυε τό ίδιο καί γιά μένα. Τά κοινά μας ση μεία είναι αναρίθμητα. Θά τά έξετάσο) λεπτομερειακά, γιατί μελετώντας τή βιογραφία καί τά γράμματα του, εμφανίστηκαν τόσο ανάγλυφες οί ομοιότητες μας, πού 12
δέν κατόρθωσα ν ' αντισταθώ στον πειρασμό νά τίς καταγράψω. Δέ νομίζω πώς είμαι ό μόνος- πιστεύω πώς υπάρχουν στον κόσμο αμέτρητοι Ρεμπώ, πού θ' αυξά νονται διαρκώς. Σκέφτομαι πώς ό τύπος τοΰ Ρεμπώ θ' αντικαταστήσει στό μέλλον τόν τύπο τοΰ "Αμλετ καί τόν τύπο τοΰ Φάουστ. "Η ρωγμή γίνεται όλο καί μεγα λύτερη. "Ως τήν πλήρη εξαφάνιση του παλιού κόσμου, τό «ανώμαλο» άτομο θά τείνει όλο καί περισσότερο νά γίνει κοινό. Ό καινούργιος άνθρωπος δέ θ' αναφανεί παρά όταν θά έχει σταματήσει ό πόλεμος ανάμεσα στην ομάδα καί τό άτομο. Τότε θά θαυμάσουμε τόν ανθρώπινο τύπο στην πληρότητα του καί τό μεγαλείο του. Γιά νά συλλάβουμε όλη τή σημασία τής 'Εποχής στην Κόλαση τοΰ Ρεμπώ, πού κράτησε δεκαοχτώ χρόνια, πρέπει νά διαβάσουμε τήν αλληλογραφία του. "Εζησε τόν περισσότερο καιρό στην ακτή τής Σο μαλίας, καί μερικά χρόνια στό "Αντεν. Προσέξτε άπό ενα γράμμα στή μητέρα του, τήν περιγραφή αυτής τής επίγειας κόλασης: «Δέ μπορείτε νά φανταστείτε καθόλου τήν περιοχή. Δέν υπάρχει οΰτε ενα δέντρο, οϋτε κάν ξερό... Τό "Αντεν είναι ένας κρατήρας σβησμένου ηφαιστείου, γεμάτος στό βάθος άπ ' τήν άμμο τής θάλασσας. Δέ βλέπει καί δέν αγγίζει κα νείς απολύτως τίποτ' άλλο άπό λάβα καί άμμο, πού δέν αφήνουν νά αναπτυχθεί ή παραμικρή βλάστηση. Τά περί χωρα είναι μιά έρημος άμμου εντελώς άγονη. 'Αλλά έδώ, οί εσωτερικές επιφάνειες τοΰ κρατήρα εμποδίζουν τόν αέρα νά μπει καί ψηνόμαστε στό βάθος αυτής τής τρύπας καθώς σ' Ενα φούρνο μ' άσβεστη». Πώς αυτός ό ιδιοφυής άνθρωπος, ό προικισμένος μέ τόση ζωντάνια, μέ σημαντικούς πόρους, κατόρθωσε νά τρυπώσει σ ' Ινα τέτοιο καζάνι γιά νά ψηθεί ζο>ντανός; Αυτό τόν άνθρωπο πού δέ θά τοΰ είχαν φτάσει χίλιες ζωές γιά νά εξερευνήσει τά θαύματα τοΰ κόσμου, πού, νέος ακόμα, είχε εγκαταλείψει φίλους καί οικογέ νεια γιά ν ' αναμετρηθεί στά γεμάτα μέ τή ζωή, νά πού τόν ανακαλύπτουμε χαμένο σέ μιά πύρινη τρύπα. Πώς 13
νά τό εξηγήσουμε; Βέβαια, ξέρουμε πώς δέν έπαυε νά σκοπεύει στην απελευθέρωση του, πώς ετοίμαζε πλήθος σχεδίων καί συνδυασμών γιά νά τό σκάσει, δχι μονάχα άπό τό "Αντεν, άλλα άπό έναν ολόκληρο κόσμο μόχθου καί άγώνοιν. Τυχοδιώκτης, βασανιζόταν εξίσου άπ' την ίδέα νά κερδίσει την ελευθερία του, πράγμα πού γι' αυ τόν ήταν ή οΙκονομική εξασφάλιση. Στά είκοσιοχτώ του χρόνια, γράφει στους δικούς του πώς τό πιό σημαντικό, τό πιό επείγον, γιά κεΐνον, είναι νά εξασφα λίσει τήν ελευθερία του, οπουδήποτε. Ξέχασε νά προ σθέσει: μ' οποιοδήποτε τρόπο. ' Ο Ρεμπώ είναι Ινας πα ράξενος συνδυασμός τόλμης καί δειλίας. "Αν έχει τό θάρρος νά διακινδυνεύσει έκεΐ δπου κανένας Λευκός δέν έβαλε ποτέ πόδι, τοΰ λείπει τό θάρρος ν' άντιμετοιπίσει τή ζωή χωρίς κανονικά είσοδήματα. Δέ φοβάται τους κανίβαλους, φοβάται όμο)ς τήν ίδια του τή φυλή. Παρ' δλες του τίς προσπάθειες νά δημιουργήσει μιά στέρεη περιουσία πού νά τοΰ επιτρέψει νά διατρέξει τόν πλανήτη μέ πολυτέλεια καί ηρεμία, ή νά εγκατασταθεί κάπου, παραμένει ό ονειροπόλος ποιητής, ό ασυμβίβα στος, δ άνθρωπος πού πιστεύει στά θαύματα, σ' ανα ζήτηση πάντοτε ενός πολύμορφου παραδείσου. Κρίνει αρχικά πώς θά τοΰ άρκοΰσε νά συγκεντρώσει πενήντα χιλιάδες φράγκα γιά νά εξασφαλίσει τό μέλλον του, άλλα δταν κοντεύει νά τά μαζέψει, σκέφτεται πώς θά ήταν πιό ασφαλής άν συγκέντρωνε δυό φορές περισσότερα. Αυτά τά πενήντα χιλιάδες φράγκα! Τί στενοχώρια, τί ανη συχία, νά πρέπει νά έχει πάντοτε πάνω του αυτό τό κομπόδεμα! Είναι αυτό πού ούτε λίγο ούτε πολύ, θά προκαλέσει τήν καταστροφή του. "Οταν τόν μεταφέ ρουν άπό τό Χαρράρ στην ακτή, πάν(ο σ ' ένα φορείο —ταξίδι πού θυμίζει τήν ανάβαση στό Γολγοθά— ή σκέ ψη του είναι διαρκώς στραμμένη στό χρυσάφι πού κρύ βει στή ζώνη του. 'Ακόμα καί στό νοσοκομείο της Μασσαλίας δπου τοΰ κόβουν τό πόδι, ό θησαυρός του τόν βασανίζει. "Οταν δέν είναι ό πόνος πού τόν αναγκάζει 14
νά περνά λευκές νύχτες, είναι ή σκέψη τοΰ χρήματος πού κρατά πάνο) του, πού πρέπει νά κρύψει γιά τό φόβο τών ληστών. Θά ήθελε νά τό βάλει σέ Τράπεζα, άλλα πώς νά γίνει κάτι τέτοιο άφοΰ δέ μπορεί νά περπατή σει; Γράφει στους δικούς του, παρακαλεί νά έρθουν νά φροντίσουν τόν πολύτιμο θησαυρό του. "Ολα αυτά είναι τόσο τραγικά καί τόσο γελοία, πού δέν ξέρουμε τί νά ποΰμε ή τί νά σκεφτοΰμε. 'Αλλά ποια είναι ή αιτία αυτής τής καταπίεσης γιά εξασφάλιση; "Ο φόβος πού δοκιμάζει κάθε δημιουργός: μήπως είναι ανεπιθύμητος, άχρηστος στή γη. Τόσο συχνά, μέσα στά γράμματα του, ό Ρεμπώ μίλα γιά τήν ανικα νότητα του νά επιστρέψει στή Γαλλία καί νά κάνει τή ζα>ή ενός οποιουδήποτε πολίτη. Δέν έχω σχέσεις, δου λειά, φίλους έκεΐ, λέει. "Οποις δλοι οί ποιητές, πιστεύει πώς ό πολιτισμένος κόσμος είναι μιά ζούγκλα• δέν ξέρει πώς νά προστατευτεί άπ' αυτήν. Μερικές φορές, καθώς μιλάει πάντα σάν γέρος, προσθέτει πώς είναι πολύ αργά γιά ν' αντιμετωπίσει τό ενδεχόμενο τής επιστροφής του, πώς έχει συνηθίσει στην ελεύθερη, άγρια καί πε ριπετειώδη ζωή γιά νά μπορέσει νά ξαναρχίσει τήν παλιά του ζωή. Μισοΰσε ανέκαθεν τόν τίμιο μόχθο, άλλα στην 'Αφρική, στην Κύπρο, στην 'Αραβία, δουλεύει σκληρά σάν νέγρος, στερείται τά πάντα, ακόμα καί τόν καφέ καί τόν καπνό, ντύνεται ολοχρονίς μ' ένα βαμβα κερό πουκαμισάκι, βάζοντας στην άκρη καί τή δεκάρα, μέ τήν ελπίδα ν' αποχτήσει μιά μέρα τήν ελευθερία του. "Αν πετύχαινε, ξέρουμε πώς δέ θά 'νιώθε ποτέ ελεύ θερος, ευτυχισμένος, πώς δέ θά 'σπάζε ποτέ τή θηλειά τής πλήξης. Ά π ό τήν αμέριμνη νιότη είχε περάσει στή φρόνηση τών γερατειών. Ήταν ό αντιπροσωπευτικός τύπος τοΰ παρία, τοΰ καταραμένου, τοΰ κολασμένου, χωρίς ελπίδα σωτηρίας. 'Επιμένω σ ' αυτή τήν άποψη τοΰ χαραχτήρα του, γιατί φωτίζει τά περισσότερα άπό τά ελαττώματα πού 15
ι
•f τοΟ αποδίδουν. Δέν ήταν Ινας φιλάργυρος, Ινας άξεστος, δπως τό αφήνουν νά εννοηθεί ορισμένοι βιογράφοι. Δέν ήταν σκληρός γιά τους άλλους, δσο ήταν γιά τόν εαυτό του. Στ' αλήθεια, ήταν μιά γενναιόδίορη φύση. « Ή φι λανθρωπία του ήταν πλατιά, ταπεινή καί χειροπιαστή», παρατηρεί ό Μπάρντεϋ, τό παλιό του αφεντικό. «Είναι ίσως Ινα άπ' τά λίγα πράγματα πού έκανε χωρίς απο στροφή, χωρίς περιφρονητικό σαρκασμό». "Ενας άλλος εφιάλτης τόν απασχολούσε νύχτα μέρα: ή στρατκοτική θητεία. Ά π " τήν αρχή τοΰ τυχοδιωκτι σμού του &ς τό θάνατο του, διακατέχεται άπ' τήν αγωνία μήν πέσει στά χέρια τής στρατιωτικής εξουσίας. Λίγους μήνες πρίν τό θάνατο του, στό νοσοκομείο τής Μασσα λίας, μέ κομμένο τό πόδι, ένώ οι πόνοι του δυναμώνουν τόν κυριεύει ό φόβος πώς ξαναβρήκαν τά ίχνη του καί πώς θά τόν ρίξουν στή φυλακή. «Φυλακή, μετά άπό τόσα πού τράβηξα; Προτιμότερος θά ήταν ό θάνατος!». Παρα καλεί τήν αδελφή του νά μήν τοΰ γράφει παρά σέ περίπτ(οση απόλυτης ανάγκης, νά ταχυδρομεί τά γράμματα της σέ μιά γειτονική πόλη, μέ μόνη Ινδειξη τό όνομα Ρεμπώ, χωρίς μικρό όνομα. Τά χαραχτηριστικά τής προσωπικότητας του φα νερώθηκαν άπ' αυτά τά σχεδόν γυμνά άπό λογοτεχνι κές ιδιότητες καί θέλγητρο γράμματα. 'Ανακαλύπτουμε σ ' αυτά τήν τρομαχτική του όρεξη γιά γνώση, τήν α κόρεστη περιέργεια του, τίς αναρίθμητες επιθυμίες του, τό θάρρος του καί τήν επιμονή του, τό μαζοχισμό του, τόν ασκητισμό του, τή λιτότητα του, τους φόβους του καί τους εφιάλτες του, τή νοσηρότητα του, τή μοναξιά του, τό αίσθημα πώς είναι Ινας παρίας, καί τή βαθύτατη πλήξη του. Παρατηρούμε ακόμα, δπο>ς στους περισσό τερους δημιουργούς, τήν ανικανότητα του νά διδαχτεί άπ' τήν εμπειρία. 'Αντιμετωπίζει τήν ατέλειωτη Ιφοδο των Ίδιων δοκιμασιών, των ϊδιων πόνων. Μάς αποκαλύ πτεται θύμα τής ψευδαίσθησης πώς ή ελευθερία κερδί-
16
ζεται άπ* Ιξπο. Καθένας θά κρίνει γιά λογαριασμό του ποια ήταν ή πραγματικότητα. "Οσον άφορα έμενα, μοΰ φαίνεται πώς κανένας άλλος δέ θά μποροΰσε νά επιθυμήσει περισσότερο νά προσφέρει τόν εαυτό του άπ' δ,τι ό Ρεμπώ. Μικρό παιδί, δόθηκε στό _©EQ• νέος, δόθηκε στον κόσμο. Καί στίς δυό περιπτώ σεις, κατάλαβε πώς είχε εξαπατηθεί καί προδοθεί. ' Αποτραβήχτηκε, ιδιαίτερα μετά τήν αίματηρή Κομμούνα, καί άπό τότε, τό βαθύ του έγώ έμεινε δθιχτο, δυσμεταχείριστο, απρόσιτο. Σχετικά μ' αυτό, μοΰ θυμίζει πολύ τόν Ντ. Η. Λώρενς πού μίλησε σωστά γιά τήν ανάγκη νά προφυλάξει τήν καρδιά τής ύπαρξης του. v__4iL_jaU| Οί πραγματικές δυσκολίες έαωανίστηκαν. ^στιγμή^πού ό Ρεμπώ προσπάθτ .ίου. "Ολα του τά ταλέντα, τά τόσο πολυάριθμα, φαίνον23
ταν ανώφελα. 'Αλλά νά τον πού επιμένει, παρ' δλες τίς αποτυχίες του. «Μπροστά, πάντα μπροστά!». Ή ενερ γητικότητα του είναι χωρίς δρια, ή θέληση του άχαλίνοπη, ή πείνα του ακόρεστη. «"Ας συντριβεί ό ποιητής, μέσα στην ένταση του γιά τό ανήκουστο καί τό ακατο νόμαστο!». "Οταν συλλογίζομαι αυτή τήν περίοδο, τή σημαδεμένη άπό μιά προσπάθεια σχεδόν φρενιτική γιά νά πραγματοποιήσει τήν είσοδο του στον κόσμο, γιά νά εξασφαλίσει Ινα ελάχιστο στήριγμα, δταν σκέφτομαι τίς εξόδους του πού επαναλαμβάνονται, προς τή μιά ή τήν άλλη κατεύθυνση, δποις εκείνες ενός στρατού περικυ κλωμένου πού προσπαθεί νά σπάσει τό φράγμα πού τόν εμποδίζει νά φύγει, ξαναβλέπω τά νιάτα μου. Στά εφηβικά του χρόνια πηγαίνει τρείς φορές στίς Βρυξέλλες' καί στό Παρίσι• δυό φορές στό Λονδίνο. Ά π ό τή Στουτγκάρδη, άφοΰ £μαθε αρκετά γερμανικά, διανύει μέ τά πόδια τό Βύρτεμπουργκ καί, άπό τήν 'Ελβετία, περνά στην 'Ι ταλία. ' Α π ' τό Μιλάνο, παίρνει δρόμο, πάλι μέ τά πόδια, γιά τίς Κυκλάδες, περνώντας άπ' τό Μπρίντιζι, μέ μόνο κέρδος μιά ηλίαση πού τόν αναγκάζει νά γυρίσει στή Μασσαλία μέσω Λιβόρνου. Διανύει τή Σκανδιναβία καί τή Δανία μέ κάτι πλανόδιους έμπορους. Ξεκινώντας μιά μέρα γιά τήν 'Αγία 'Ελένη μ ' ίνα αγγλικό καράβι πού δέν κάνει τελικά σκάλα έδώ, πηδά στό νερό, άλλα τόν τραβούν έξω πρίν προλάβει νά φτάσει στό νησί. *Απ' τή Βιέννη μέ τή συνοδεία τής αστυνομίας οδηγείται στά βαυαρικά σύνορα, μέ τό αίτιολογικό τής αλητείας. Κι άπό *δώ μέ άλλη συνοδεία φτάνει στή Λωραίνη. Σ' δλα αυτά τά πήγαινε-Ιλα, βρίσκεται πάντοτε άφραγκος• αδιάκοπα οδοιπορώντας, μέ τό στομάχι σχεδόν άδειο. Στην Civita Vecchia τόν ξεφορτώνουν μέ γαστρική φλόγωση. "Εχει περπατήσει πάρα πολύ. Στην Ά β η σ συνία θά πάθει τά Χδια γιατί θά έχει κάνει πολλή Ιππα σία. "Ολα σέ υπερβολή. ' Απάνθροιπος γιά τόν εαυτό του.
24
Ό στόχος είναι πάντα πέρα. Πόσο καταλαβαίνω τήν τρέλα του! "Οταν ξανα σκέφτομαι τή ζωή μου στην 'Αμερική, μοβ φαίνεται πώς κάλυψα χιλιάδες καί χιλιάδες χιλιόμετρα μέ άδειο τό στομάχι. Πάντα αναζητώντας μερικές πεντάρες, ένα κομμάτι ψωμί, μιά δουλειά, μιά γωνιά δπου θά μ ' άφη ναν νά γείρω. Πάντα σ ' αναζήτηση ενός φιλικού προσώπου! Συχνά, παρά τήν πείνα μου, έπαιρνα τό δρόμο, έκανα σήμα σ ' Ινα οποιοδήποτε αυτοκίνητο κι άφηνα τόν οδηγό νά μέ αφήσει δπου ήθελε, γιατί δέν ήθελα παρά ν ' αλλάξω σκηνικό. Ξέρω Ινα πλήθος εστιατορίων στή Νέα 'Υόρκη, δχι γιατί υπήρξα πελάτης τους, άλλα γιατί στεκόμουν μπροστά στην πόρτα καί κοίταζα μέ ζήλεια τους ανθρώπους πού δειπνοΰσαν. Μπορώ ακόμα νά θυμηθώ τίς μυρωδιές στίς γή μιας ισχυρής προσωπικότη-
43
τας, μελετώντας την σέ σχέση μέ τό Εργο της, σημαίνει νά επιχειρήσεις ν' αποκαλύψεις αυτό πού είναι κρυμμένο καί σκοτεινό, μ' δλλα λόγια αυτό πού μένει μισοτελειω μένο. Νά μιλάμε γιά τόν αληθινό Λώρενς ή τόν αληθινό Ρεμπώ, σημαίνει πώς ξεκινάμε άπ' τό δεδομένο πώς υ πάρχει Ενας άγνωστος Λώρενς, ένας άγνωστος Ρεμπώ. Δέ θά συζητούσαμε τόσο πάνω σέ ανάλογες προσωπι κότητες άν μπορούσαμε νά τίς γνωρίσουμε απόλυτα. 'Αξίζει νά σημειώσουμε, μ' αύτη τήν αφορμή, πώς α κριβώς αυτοί πού κάνουν τίς μεγαλύτερες αποκαλύψεις γιά τόν εαυτό τους είναι εκείνοι πού περιβάλλονται μέ τό μεγαλύτερο μυστήριο. Παρόμοιες άτομικότητες φαίνε ται νά Ερχονται στον κόσμο μέ τό σκοπό νά πολεμή σουν γιά νά κάνουν γνωστή τήν πιό κρυφή τους φύση. Είναι δύσκολο ν' αμφιβάλλουμε γιά τήν ϋπαρξη ενός μυστικού πού τους υποσκάπτει. Δέ χρειάζεται νά είναι κανένας μάντης γιά νά καταλάβει αυτό πού διαφοροποιεί τά προβλήματα τους άπό κείνα άλλων μεγάλων ανθρώ πων καί ποια είναι ή στάση τους απέναντι σ' αυτά. Συν δέονται βαθιά μέ τό πνεύμα της εποχής τους, μέ τά θε μελιακά προβλήματα πού τή βασανίζουν καί τής δίνουν τό χαραχτήρα καί τό χρώμα της. 'Εμφανίζονται πάντα μέ διπλή όψη, γιά τήν εύλογη αίτια πώς ενσαρκώνουν, μαζί, τό παλιό καί τό καινούργιο. Αυτός είν' ό λόγος πού μάς χρειάζεται περισσότερος χρόνος, περισσότερη από σταση, άπ* δ,τι γιά τους επιφανείς συγχρόνους τους, γιά νά τους κρίνουμε καί νά τους ζυγίσουμε. Οί ρίζες τους βυθίζονται σ' αυτό τό ίδιο μέλλον, πού είναι κι ό δικός μας εφιάλτης. "Εχουν δυό ανάσες, δυό πρόσοιπα, δυό ερμηνείες. Ό χώρος τους είναι ό χώρος τής εξέλιξης, τής ασταμάτητης κίνησης. Κάτοχοι μιδς καινούργιας σοφίας, μάς φαίνεται πώς μιλούν μιά μυστική, δν όχι πα ράλογη ή αντιφατική, γλώσσα. Σ' ίνα άπ' τά ποιήματα του ό Ρεμπώ υπαινίσσεται 44
αυτό τό κρίσιμο μυστικό πού γι' αυτό μιλώ: Ό εσωτερικός πολύποδας πού-αμίλητος Λεηλατεί καί κατατρώει. Ήταν μιά δυστυχία πού δοκίμαζε ταυτόχρονα τό ζενίθ καί τό ναδίρ τής ΰπαρξής του. Σ' αυτόν, ό ήλιος καί τό φεγγάρι είχαν τήν ίδια δύναμη καί πάθαιναν τίς ίδιες εκλείψεις. («Κάθε φεγγάρι είναι φοβερό καί κάθε ήλιος πικρός»). ' Ο ίδιος ό πυρήνας τής ΰπαρξής του είχε προσβληθεί- καί τό κακό προχωρούσε, όπως ό καρκίνος στό γόνατο .του. Ή ζωή του σάν ποιητή, σεληνιακή φάση τής εξέλιξης του, σημαδεύτηκε άπ' τήν ίδια ικα νότητα Εκλειψης δπως αργότερα ή ζωή του σάν τυχοδιώχτη καί άνθρωπου τής δράσης, πού είναι ή ηλιακή του φάση. Είχε ξεφύγει παρά τρίχα τήν τρέλα όταν ήταν νέος• τήν απέφυγε πάλι μέ τό θάνατο του. ' Η μόνη δυνατή λύση γι' αυτόν, δν είχε ζήσει, θά ήταν ή Εκσταση, ή μυστική οδός. "Εχοι πειστεί πώς πέρασε τά τριανταεφτά του χρόνια μέ τό νά προετοιμάζεται γι' αυτήν. Τί μοΰ δίνει τό δικαίωμα νά μιλώ γι' αυτή τή μισο τελειωμένη ζωή μέ τόση βεβαιότητα; Γιά μιά φορά ακόμα ανακαλύπτω αναλογίες μέ τή δική μου ζωή, μέ τή δική μου εξέλιξη. "Αν είχα πεθάνει στην ηλικία τοΰ Ρεμπώ, τί θά είχε μείνει άπ' τά σχέδια μου, τίς προσπάθειες μου; Τίποτα, ©ά λογαριαζόμουν σά μιά κλασική περίπτωση αποτυχημένου. "Επρεπε νά περιμένω νά φτάσω σαράντα τριώ χρονώ, γιά νά δώ τό πρώτο μου βιβλίο νά εκδίδεται, γεγονός αποφασιστικής σημασίας γιά μένα, πού μπορεί νά συγκριθεί μέ τή δημοσίευση τής «' Εποχής» γιά τό Ρεμπώ. "Ενας μεγάλος κύκλος στερήσεοιν καί αποτυχιών Επαιρνε τέλος μ' αυτό τό βιβλίο, πού μπορώ νά τό χαραχτηρίσω σάν «μαύρο βιβλίο». Είναι ή ακραία Εκφραση τής απελ πισίας, τής εξέγερσης καί τής κατάρας. 'Αλλά είναι επίσης Ενα βιβλίο προφητικό καί σωτήριο, τόσο γιά μένα δσο καί γιά τους αναγνώστες μου. "Εχει αυτό τό σωτή45
• ριο γνώρισμα της τέχνης πού είναι τόσο συχνά τό χαραχτηριστικό τών έργων πού παν νά κόψουν κάθε δε σμό μέ τό παρελθόν. Μοΰ επέτρεψε νά ξεμπερδέψο) μαζί του, καί νά ξανατρυπώσω μέσα του άπ' τήν πίσω πόρτα. Τό μυστικό δέ σταμάτησε νά μέ κατατρώει, άλλα είναι Ενα μυστικό πού ξεγυμνώθηκε, πού σ ' αυτό μπορώ πιά ν ' αντιστέκομαι. Καί ποια είναι ή φύση αύτοΰ τοΰ μυστικού; Μπορώ μονάχα νά πώ πώς άφορα τή μάνα. "Εχω τό αίσθημα πώς ισχύει τό ίδιο γιά τό Λώρενς καί τό Ρεμπώ. "Ολη τούτη ή ανταρσία πού μοιράζομαι μαζί τους πηγάζει άπ' αυτό ακριβώς τό πρόβλημα, πού, δσο μπορώ νά τό προσδιορίσω, πρέπει νά θεοιρηθεΐ σά μιά αναζήτηση τοΰ άληθινοΰ μας δεσμοΰ μέ τόν κόσμο. "Αν ανήκει κανείς σ ' αυτή τήν κατηγορία άνθρώπιον, δέ μπορεί νά τόν βρει οΰτε μέσα στην ατομική του άλλα οϋτε καί μέσα στή συλλογική ζωή. Είναι απροσάρμοστος, ώς τήν τρέλα. Καίγεται νά συναντήσει τόν δμοιό του, άλλα δέν άντικρύζει γύρω παρά απέραντες έρημους. 'Αναζητάει έναν αφέντη, άλλα τοΰ λείπει ή ταπεινότητα, ή ευλυγισία καί ή υπομονή πού χρειάζονται. Δέν αισθάνεται άνετα οΰτε μέ τά ανώτερα πνεύματα- ακόμα καί τά πιό μεγάλα, τοΰ φαίνοναι ανεπαρκή καί ΰποπτα. Κι δμως, μόνο μ' αυτά νιώθει οικειότητα. Πρόκειται γιά ένα δίλημμα πρώτης σειράς, μεγάλης βαρύτητας. Πρέπει νά διαφοροποιή σουμε άπό κοντά τό δικό μας έγώ καί, μ' αυτό τόν τρόπο, ν ' ανακαλύψουμε τήν εσωτερική μας σχέση μέ ολόκληρη τήν άνθριοπότητα, ακόμα καί στην πιό γελοία της μορφή. «Συγκατάθεση» είναι ή λέξη κλειδί σ ' αυτό. 'Αλλά είναι καί ή μεγάλη πέτρα τοΰ σκανδάλου. Γιατί πρόκειται γιά ολοκληρωτική συγκατάθεση κι δχι γιά υποταγή. Τί κάνει τόσο δύσκολη σ ' αυτόν τόν τύπο άνθρωπου τήν αποδοχή τοΰ κόσμου; Τό γεγονός, τό βλέπω τώρα, πώς στή νεότητα του, τό σκοτεινό ρεΰμα της ζωής, τό ρεΰμα φυσικά της ίδιας του τής ύπαρξης, συγκρατήθηκε μέ 46
τόσα κρηπιδώματα καί υποτάχτηκε, ώστε έγινε αγνώρι στος. Τό νά μήν απορρίψουμε αυτή τή σκοτεινή πλευρά τής ύπαρξης θά σήμαινε ( μ' αυτό τόν τρόπο δικαιολο γούμαστε άσύνειδα) τήν απώλεια τής ατομικότητας καί, περισσότερο ακόμα, τής ελευθερίας μας. Ή ελευθερία είναι δεμένη μέ τή διαφοροποίηση. 'Εδώ ή σωτηρία έγκειται μονάχα στό νά προφυλάξουμε τήν ιδιαίτερη ταυτότητα μας μέσα σ ' ένα κόσμο πού τείνει νά κάνει ομοιόμορφους τους πάντες καί τόν καθένα. Αυτό τό πράγμα είναι ή ρίζα τοΰ φόβου. "Ο Ρεμπώ επέμενε στό γεγονός πώς ήθελε τήν ελευθερία μέσα στή σωτηρία. ' Α λ λ ά δέ μποροΰμε νά έχουμε σωτηρία παρά μέ τό νά παραιτηθούμε άπ' αυτή τή χιμαιρική ανεξαρτησία. Ή ελευθερία πού ζητοΰσε δέν ήταν παρά άδεια γιά τό έγώ του νά επαληθευτεί χ(ορίς δρια. Δέν είναι ή ελευθερία. Κάτοι άπ' τήν εξουσία αυτής τής ψευδαίσθησης, μπο ροΰμε, άν ζήσουμε αρκετά, νά προκαλέσουμε τήν αντα νάκλαση τοΰ έγώ μας κι δμως νά νιώθουμε παραπονε μένοι, επαναστατημένοι. Είναι ένα είδος ελευθερίας πού μάς δίνει τό δικαίωμα τής άρνησης, καί, δν είναι απα ραίτητο, τοΰ σχίσματος. Θεωρεί μηδαμινό αυτό πού διακρίνει τους άλλους• δέ μετρά παρά μόνο ό εαυτός μας. Δέ θά μας βοηθήσει ποτέ ν ' ανακαλύψουμε τό δεσμό, τήν έπικοινοινία μέ τήν ανθρωπότητα ολόκληρη. Μέ νουμε γιά πάντα χωρισμένοι, γιά πάντα απομονωμένοι. " Ο λ ' αυτά δέν έχουν γιά μένα παρά μιά σημασία: είμαστε ακόμα αλυσοδεμένοι μέ τή μάνα. Κάθε εξέγερση δέν είναι παρά σκόνη στά μάτια, άπεγνοισμένη προσπά θεια ν ' αποκρύψουμε αυτή τή δουλεία. "Ανθροιποι αυτής τής ιδιοσυγκρασίας είναι πάντα εχθρικοί στό γενέθλιο τόπο τους, δέ μπορεί νά γίνει διαφορετικά. ' Η υποδού λωση είναι τό μεγάλο τους φόβητρο, είτε προέρχεται άπ' τήν πατρίδα, είτε άπ' τήν 'Εκκλησία, είτε άπ' τήν κοινιονία. Περνοΰν τή ζωή τους σπάζοντας αλυσίδες,
47
άλλα ή κρυφή δουλεία τους τρώει την καρδιά καί δέν τους αφήνει στιγμή ήσυχους. Πρέπει πρώτα νά λύσουν τό πρόβλημα τής μάνας, αν θέλουν νά ελευθερωθούν άπ' τό βάσανο τών αλυσίδων. «"Εξοι! Γιά πάντα Ιξω! Κα θισμένος στό κατώφλι τής μήτρας!». Πιστεύω μάλιστα πώς είναι τά Ιδια μου τά λόγια, γραμμένα στή «Μαύρη "Ανοιξη» σέ μιά ευτυχισμένη περίοδο δπου είχα σχε δόν καταλάβει τό μυστικό. Τίποτα τό περίεργο ν* απο μακρύνεται κανείς άπ' τή μάνα- δέν τήν αντιμετωπίζουμε παρά σάν εμπόδιο. 'Ονειρευόμαστε τήν άνεση καί τήν ασφάλεια τής κοιλιάς της, αυτό τό σκοτάδι κι αυτή τή γαλήνη πού είναι γιά τόν κυοφορούμενο τό Ισοδύναμο ενός φωτισμού, ένώ γ ι ' αυτόν πού βγήκε σ τ ' αλήθεια άπ' αυτήν, μιά υποδούλωση. "Η κοινωνία είναι καμο)μένη άπό πόρτες κλειστές, άπό ταμπού, άπό νόμους, άπό καταναγκασμούς κι άπό αναιρέσεις. Δε μπορούμε νά 'χουμε στον έλεγχο μας δ λ ' αυτά τά στοιχεία πού φτιάχνουν τήν κοινωνία καί πού μ ' αυτά πάλι πρέπει νά λογαριαστούμε fiv θέλουμε νά τήν κατασκευάσουμε εξαρχής. ΕΙν' Ινας χορός χωρίς τέλος στό χείλος τοΰ κρατήρα. Μπορεί κάποιος νά θείορεΐται μεγάλος επανα στάτης, άλλα νά μήν Ιχει αγαπηθεί ποτέ. Λοιπόν, ανά μεσα σ ' δλους τους ανθρώπους, ό επαναστάτης είναι κείνος πού διψά περισσότερο γ ι ' αγάπη, ίσο)ς μάλιστα περισσότερο νά δώσει παρά νά δεχτεί, περισσότερο ακόμη νά τήν ενσαρκώσει παρά νά τήν δώσει. "Εγραψα άλλοτε ένα άρθρο μέ τίτλο «Ή γιγαντι αία Μήτρα». Παρουσίαζα σ ' αυτό τόν ίδιο τόν κόσμο, σάν χώρο δημιουργίας. 'Ηταν μιά θαρραλέα καί σοβαρή προσπάθεια προς τή «συγκατάθεση»• τό προανάκρου σμα σέ μιά πιό φυσιολογική συγκατάθεση πού δέ θ' αργούσε ν ' ακολουθήσει, σέ μιά συγκατάθεση δλης μου τής ύπαρξης. ' Α λ λ ' αυτή ή στάση πού στηριζόταν στή θέα τοΰ ίδιου τοΰ κόσμου άπ' τή γωνία τής μήτρας καί
τής δημιουργίας, δέν είχε τήν ευτυχία ν ' αρέσει σ ' άλλους επαναστάτες. Αυτό μ' έκανε ν ' αλλοτριωθώ περισσότερο. "Οταν 'ένας επαναστάτης θυμώνει μ' έναν άλλον, κι αυτό συμβαίνει συχνά, μοιάζει σάν ή γή νά ύποχίορεί κάτω άπ' τά πόδια του. Αυτή τήν αίσθηση ό Ρεμπώ τή δοκίμασε στή διάρκεια τής Κομμούνας. Ό επαγγελματίας επαναστάτης δέ δέχεται νά συνταχτεί μέ μιά ανάλογη στάση. Τή βαφτίζει μ' ένα περιφρονητικό όνομα: προδοσία. ' Α λ λ ' αυτή ακριβώς ή παράνομη φύση είν' εκείνη πού διακρίνει τόν επαναστάτη άπ' τήν αγέλη. Είναι παράνομος καί ιερόσυλος σέ καθετί άν δχι στό γράμμα, τουλάχιστον στό πνεύμα. ' Η βαθιά του προδοσία πηγάζει άπ' τό φόβο τής άνθροιπότητας πού θά μπορούσε νά τόν ενώσει μέ τους ομοίους του• είναι εϊκονοκλάστης γιατί, μέ τό νά τρέφει βαθύ σεβασμό στην εικόνα, φτάνει στό σημείο νά τή φοβάται. Αυτό πού θέλει πρίν άπ' δλα είναι ν ' αποτελεί μέρος τής σημερινής ανθρωπότητας, νά έχει τή δυνατότητα νά λατρεύει καί νά σέβεται. Ή μοναξιά τόν αρρωσταίνει• δέ θέλει νά νιώθει διαρκώς σάν ψάρι εξ(ο άπ' τό νερό. Τοΰ είναι αδύνατο νά ζει μ ' ένα Ιδανικό πού νά μήν τό μοιράζεται, άλλα πώς μπορεί νά κάνει γνωστές τίς ιδέες του καί τό ιδανικό του άν δέ μιλά τήν ίδια γλώσσα μέ τους ομοίους του; Πώς νά φτά σει νά τους νικήσει άν αγνοεί τήν αγάπη; Πώς νά τους πείσει νά οίκοδομήσουν, τή στιγμή πού σέρνει πίσοι του τόσες καταστροφές; Ποΰ στηρίζεται αυτή ή αδιάκοπη ανησυχία; Ό ε σωτερικός πολύποδας δέ στάματα νά μάς κατατρώει ώσπου νά κάνει πριονίδια τήν ίδια τήν καρδιά τής ϋπαρξής μας καί ολόκληρο τό σώμα, τό δικό μας καί τοΰ κόσμου, νά μοιάζει μέ συλημένο ναό. «Τίποτα μά τίποτα δέ μ' εξα πατά!», φώναζε ό Ρεμπώ. "Ομως ολόκληρη ή ΰπαρξή του δέν υπήρξε παρά μιά υψίστη αΰταπάιι πραγματικότητα τής ρΜΐχρξ'Ι'|ς ιυυ δέν τήν £παιςάλυ\|α?' y-4
48
BltfM*
B«He«»«W
Αύξων * ρ * . Λαο*.
****
ποτέ, δέν κατόρθ(οσε ποτέ νά τήν καθηλώσει. Ή πραγ ματικότητα ήταν ή προσωπίδα πού προσπαθούσε νά ξεκολλήσει μέ τά σκληρά του νύχια. Είχε μιά έντονη δίψα, πού τίποτα δέ μπορούσε νά τήν καταπραΰνει. Μύθοι καί σύμβολα Δέ μέ ξεδιψάνε. "Οχι, τίποτα δέν μπορούσε νά σβήσει τή δίψα του. Είχε τόν πυρετό στην καρδιά, πού τήν κατάτρωγε τό μυστικό. Τό πνεύμα του ανέβαινε άπό απύθμενα βάθη καί, σάν μεθυσμένο καράβι, περιπλανιόταν στή θάλασσα τών ποιημάτων του. Σ' όποιο χώρο κι αν έμπαινε, τό φώς τόν τραυμάτιζε. Κάθε μήνυμα πού προερχόταν άπ' τό λαμπρό κόσμο τοΰ πνεύματος, προκαλούσε μιά ρωγμή στην εσωτερική επιφάνεια τοΰ μνημείου. Κατοικούσε σ ' ένα προγονικό άσυλο πού γκρεμιζόταν στό φώς της μέρας. Καθετί τό πρω τόγονο, ήταν ή περιοχή του• ήταν ένα πλάσμα αρχαϊκό, προικισμένο μέ άταβισμό, περισσότερο Γάλλος άπ' όλους τους άλλους, καί όμως ξένος ανάμεσα τους. 'Αρνιόταν καθετί πού ήταν προϊόν μιας κοινής προ σπάθειας. Ή μνήμη του, σύγχρονη τών καθεδρικών ναών καί τών Σταυροφοριών, ήταν ή μνήμη ολόκλη ρης φυλής. Ό ηθικός του κώδικας, ό κινητήρας τών πράξεων του, ή αντίληψη του γιά τόν κόσμο ήταν διαφορετικές. Ήταν ένας πρωτόγονος, πλούσιος άπ' τήν ανωτερότητα ενός αρχαίου γένους. Τ Ηταν ένας άσσος σ ' όλους τους τομείς, πού ήξερε πολύ καλά νά κρύβει τήν άσχημη του όψη. Ή τ α ν αυτό τό εξαιρετικό δν, αυτό τό φαινόμενο, τό γεννημένο μέ σάρκα καί αίμα άνθρωπου, άλλα τό θηλασμένο άπό λύκους. Κανενός ερευνητή ή γλώσσα δέ θά εξηγήσει ποτέ τό τέρας. Γνίορίζουμε τίς αποτυχίες του, άλλα ποιος μπορεί νά πει αυτό πού έπρεπε νά κάνει γιά νά μείνει πιστός στον εαυτό του; Γιά νά λύσουμε αυτό τό αίνιγμα θά έπρεπε ν ' 50
αναθεωρήσουμε τους νόμους τής ευφυΐας. Νά λοιπόν πού αναδύονται άνθρωποι πού μάς υπο χρεώνουν νά μεταβάλλουμε τους αντιληπτικούς μας τρό πους. Τό παλιό κρησφύγετο, όπου ό Ρεμπώ κρυβόταν άπ' τή γή μέ τό μυστικό του, καταρρέει γρήγορα. Δέν υπάρχει κανένας πού νά μήν αναγκάζεται ΰστερ' άπό λίγο νά ζήσει στό φώς• δέν υπάρχουν πιά καταφύγια. Ή παγκό σμια μοίρα σπρώχνει τό ασυνήθιστο δν, πού έχει προσβληθεί άπό μιά μυστηριώδη ασθένεια, νά εγκατα λείπει καί τά τελευταία του χαρακώματα. 'Ολόκληρη ή άνθρα>πότητα, ανασυνταγμένη, εμφανίζεται μπροστά στό δικαστήριο. Τί σημασία έχει άν εκλεκτά πνεύματα, τυραννισμένα, ανόμοια μεταξύ τους, αναδίνουν τήν οσμή τοΰ πόνου τους; Τώρα ή φυλή ολόκληρη ετοιμάζεται νά υποστεί μιά μεγάλη δοκιμασία. Ή επερχόμενη κατα στροφή κάνει περισσότερο άπό ποτέ έπιταχτική καί συγκινητική τήν άνάγνοιση τών Ιερογλυφικών. Σέ λίγο, χα>ρίς προειδοποίηση, θά ξαναβρεθούμε δλοι, νά κο λυμπάμε πλάι πλάι, ό οραματιστής μαζί μέ τόν κοινό άνθροοπο. "Ενας ολοκαίνουργιος κόσμος, τρομερός καί αηδιαστικός, πλησιάζει. Μιά μέρα θ' ανοίξουμε τά μάτια σ ' ένα θέαμα πού θά ξεπερνά κάθε προσδοκία. Οί ποι ητές καί οί Οραματιστές ανάγγειλαν άπό αιώνες αυτό τόν καινούργιο κόσμο, άλλα δέ θελήσαμε νά πειστοΰμε. Πιστεύοντας στά ακίνητα άστρα μας, αρνηθήκαμε τό μήνυμα τών διαττόντων. Δέν ήταν γιά μάς παρά νεκροί πλανήτες, έκτροχιασμένα φαντάσματα, πού γλύτωσαν άπό κατακλυσμούς ξεχασμένους έδώ καί αίώνες. Οί ποιητές μοιάζουν τόσο μέ τους διάττοντες! Μήπαις δέ μοιάζουν μέ πλανήτες, άπ' δπου μπορεί ν ' αφουγκραστεί κανείς τους άλλους κόσμους; Δέ μάς μιλοΰν ακόμα γιά πράγματα τοΰ μέλλοντος, καθώς καί γιά γεγονότα ενός παρελθόντος ήδη μακρινού, θαμμένου στή μνήμη τής ανθρώπινης φυλής; Τί καλύτερη εξήγηση 51
μπορούμε νά δώσουμε γιά τό γρήγορο πέρασμα τους άπ* τή γή παρά βλέποντας τους σάν απεσταλμένους ενός άλλου κόσμου; ' Ενώ εκείνοι ζουν μές στά σημάδια καί τά σύμβολα, ή δικιά μας ύπαρξη περνάει μέσα σέ γεγονότα νεκρά. Οί φλογερές τους επιθυμίες δε συμπίπτουν μέ τίς δικές μας παρά τή στιγμή πού προσεγγίζουμε τό περι ήλιο. 'Αγωνίζονται νά λύσουν τά παλαμάρια μας• μας πιέζουν νά πετάξουμε μαζί τους μέ τά φτερά τοΰ πνεύματος. 'Αναγγέλλουν πάντα τόν ερχομό τών μελλού μενοι, άλλα έμεϊς τους σταυρώνουμε, γιατί ζοΰμε μέσα στον τρόμο τοΰ άγνωστου. Στον ποιητή, οί πηγές της δράσης είναι υπόγειες. Πολύ πιό ολοκληρωμένος άπ' δλο τό υπόλοιπο ανθρώπινο γένος —καί λέγοντας έδώ «ποι ητές», εννοώ δλους αυτούς πού εντάσσονται στον κόσμο τοΰ πνεύματος καί της φαντασίας— Ερχεται στό φώς ΰστερ' άπό εγκυμοσύνη δμοια μέ τους άλλους ανθρώ πους. Μόνο πού είναι ύποχρεοιμένος νά τή συνεχίσει καί μετά τή γέννηση του. ' Ο κόσμος πού θά κατοικήσει δέν είναι ό ίδιος μέ τό δικό μας• τοΰ μοιάζει, δσο έμεΐς μοιά ζουμε στον άνθρωπο τοΰ Κρό-Μανιόν. ' Η αντίληψη του τών πραγμάτ(ον είναι ανάλογη μέ κείνη ενός άνθρωπου πού ήρθε άπό Ενα σύμπαν μέ τέσσερις διαστάσεις γιά νά ζήσει σ ' Εναν κόσμο τρισδιάστατο. Βρίσκεται μέσα στον κόσμο μας, άλλα δέν είναι αύτοΰ τοΰ κόσμου• πειθαρχεί σ ' άλλους νόμους. Ή αποστολή του είναι νά μας διαφθείρει, νά μας κάνει ανυπόφορο αυτό τόν περιορι σμένο κόσμο πού μάς περισφίγγει. ' Ωστόσο, οί μόνοι πού είναι ίκανοί ν ' αποκριθούν στην κλήση του είναι εκείνοι πού απόχτησαν μιά ακραία εμπειρία άπ' τόν κόσμο τών τριών διαστάσε(ον. Τά σημάδια καί τά σύμβολα πού χρησιμοποιεί ό ποιητής είναι άπ' τίς πιό βέβαιες αποδείξεις πώς ή γλώσσα είναι ίνα μέσον γιά νά υλοποιήσει τό ανέκφρα στο μυστήριο. Ά π ' τή στιγμή πού τά σύμβολα γίνονται 52
-
μεταφράσιμα, χάνουν κάθε αξία καί κάθε αποτελεσμα τικότητα. Τό ν ' απαιτείς άπ' τόν ποιητή νά μιλάει τή γλώσσα τοΰ άνθρωπου τοΰ δρόμου, είναι σάν νά περίμενε κανείς άπ' τόν προφήτη νά διατυπώνει καθαρά τίς προ φητείες του. Ή φωνή πού μάς Ερχεται άπ' τά πιό ψηλά καί μακρινά βασίλεια περιβάλλεται άπό εχεμύθεια καί μυστήριο. Αυτό πού μεγεθύνεται καί περιπλέκεται μέ τήν ερμηνεία —γενικά ό αισθητός μας κόσμος— βρίσκε ται ταυτόχρονα συμπιεσμένο καί συντμημένο μέ τή χρήση της στενογραφίας τών συμβόλων. Δέ μποροΰμε ποτέ νά εξηγήσουμε τίποτα παρά μέ αινίγματα. Αυτό πού προκύπτει άπ' τόν κόσμο τοΰ πνεύματος, τοΰ αίώνιου, ματαιώνει κάθε εξήγηση. Ή ποιητική γλώσσα ακολουθεί μιά άσύμπτοπη γραμμή, παράλληλη μέ τήν εσωτερική κλήση, καθώς γειτονεύει μέ τό άπειρο τοΰ πνεύματος. Χάρη σ ' αυτό τό έσοιτερικό κατάστιχο δ άνθρωπος χωρίς γλώσσα —δς τόν ποΰμε Ετσι— έπικοινοινεΐ μέ τόν ποιητή. Δέν πρόκειται έδώ γιά μιά σύνθετη προφορική παιδεία, άλλα γιά μιά πνευματική εξέλιξη. ' Η καθαρότητα τοΰ Ρεμπώ δέ γίνεται πουθενά πιό φανερή άπ' δσο τήν κάνει αυτός ό βαθμός αδιαλλαξίας πού διατή ρησε ολόκληρο τό έργο του. Είναι εξίσου κατανοητός ή ακατανόητος άπό ανθρώπους διαφόρων κατηγοριών. Μποροΰμε νά εντοπίσουμε αμέσως τους μιμητές του. Δέν 'έχει τίποτα κοινό μέ τους συμβολιστές, οΟτε μέ τους υπερ ρεαλιστές, δσο μπορώ νά ξέρω. Είναι δ πατέρας πολλών σχολών, άλλα δέ συγγενεύει μέ καμιά. Ή παράδοξη χρήση πού κάνει στά σύμβολα είναι ή εγγύηση τής ιδιοφυίας του. Αυτός δ συμβολισμός γεννήθηκε μέσα στό αίμα καί τήν αγωνία. Τ Ηταν πρώτα πρώτα μιά διαμαρ τυρία καί Ενα μέσον ν ' αναχαιτίσει τήν ανιαρή πρόοδο της γνώσης πού κινδυνεύει νά ξεράνει τήν πηγή τοΰ Τ πνεύματος. Ηταν ακόμα Ινα μεγάλο ανοιχτό παράθυρο σ ' ίνα κόσμο άπειρα πιό σύνθετων σχέσεων πού Εκανε 53
άχρηστο τον παλιό κώδικα της γλώσσας. " Ως προς αυτό μπορεί νά συγκριθεί περισσότερο μέ τους μαθηματικούς καί τους επιστήμονες παρά μέ τους σημερινούς ποιητές. Ά λ λ α πρέπει νά παρατηρήσουμε πώς, σ ' αντίθεση μέ τους πιό σύγχρονους ποιητές μας, δέ χρησιμοποιεί σύμβολα πού Εχουν χρησιμοποιηθεί άπό ανθρώπους της επιστήμης. Ή γλώσσα του είναι ή γλώσσα τοΰ πνεύ ματος, όχι τών μέτροον καί των σταθμών, των αφηρημέ νοι ν σχέσεων. Καί ρό αναγκαία πράγματα βλέπεις νά 'ναι πέρ' άπό τίς δυνατότητες σου. Γ ι ' αυτό τό λόγο γίνεσαι μελαγχολικός, νιώθεις μεγάλα κενά έκεΐ πού θά μπορούσαν ν ' ανθίζουν φιλίες καί βαθιές σπουδαίες αγάπες, νιώθεις τήν τρομερή αποθάρρυνση νά ροκανίζει (8ς καί τήν ηθική σου ενέργεια, τό μοιραίο φαίνεται νά υψώνει φράγματα στά τρυφερά σου ένστιχτα καί κύματα άναγούλας σηκώνονται μέσα σου. Καί κάποτε λές: "Ως πότε Θεέ μου;» Στή συνέχεια προσπαθεί νά κάνει τήν αντιδιαστολή ανάμεσα σ ' αυτόν, πού μένει άπρακτος άπό τεμπελιά, άπό έλλειψη χαραχτήρα ή άπό φυσική νωχέλεια, καί σ ' εκείνον πού μένει άπρακτος χωρίς καλά καλά νά τό ξέρει, πού αίσθάνεται ώς τά βάθη τοΰ είναι του τήν ανάγκη νά δράσει, πού δέν κάνει τίποτα γιατί δέ μπορεί τίποτα νά κάνει, κ.λπ. Ζωγραφίζει Ενα πουλί μέσα στό χρυσωμένο του κλουβί. Καί προσθέτει αυτά τά παθητικά, σπαρα χτικά καί πένθιμα λόγια: «Κι οί άνθρωποι βρίσκονται συχνά σέ αδυναμία νά κάνουν κάτι, φυλακισμένοι κι έγώ δέν ξέρο) σέ ποιο φοβερό, φοβερό, πολύ φοβερό κλουβί. Ή κακή φήμη (δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη), ή φτώχεια, τό μοιραίο τών περιστάσεων, ή δυστυχία, δ λ ' αυτά σέ φυλακίζουν. Πολλές φορές δέν ξέρεις τί ακρι βώς είν' εκείνο πού σέ σφίγγει, πού σέ απομονώνει, πού σέ θάβει, νιώθεις ωστόσο γύρω σου τους σύρτες, τά σί δερα, τά τείχη. " Ο λ ' αυτά είναι μήπως φανταστικά, άνύπαρχτα; Δέ νομίζο). Κι αναρωτιέται κανένας: Θεέ μου, θά κρατήσει γιά πολύ ακόμα, θά 'ναι μήπως γιά πάντα, γιά δλη τήν αίωνιότητα; Τό μόνο πού μπορεί νά γκρεμί58
σει τή φυλακή είναι ή βαθιά, πραγματική στοργή. Ή φιλία, ή αδελφοσύνη, ή αγάπη, άνοίγουνε τή φυλακή μέ τήν κυρίαρχη δύναμη τους, τήν ακαταμάχητη γοητεία τους. "Οποιος δέν τίς κατέχει, ζει μές στό θάνατο. Ένώ έκεΐ πού ή συμπάθεια ξαναγεννιέται, ξαναγεννιέται ή ζωή». Πόσους παραλληλισμούς δέ μπορούμε νά κάνουμε ανάμεσα στό Ρεμπώ, εξόριστο στους Ιθαγενείς τής Άβησσυνίας, καί στό Βάν Γκόγκ, κλεισμένο μέ τή θέ ληση του ανάμεσα στους τροφίμους ενός άσυλου! Σ' αυτό τό περίεργο κλίμα βρήκανε κι οί δυό τους, κατά κάποιο τρόπο, ηρεμία καί ανακούφιση. «Γιά οχτώ χρόνια, γράφει ό Ε. Στάρκι, τό μόνο φιλικό στήριγμα τοΰ Ρεμπώ φαίνεται νά ήταν ό Τζαμί, ό έφηβος τοΰ Χαρράρ, ηλικίας περίπου δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε χρόνων, πού τοΰ στάθηκε υπηρέτης καί πιστός του σύντροφος... Ό Τζαμί είναι άπό τά ελάχιστα πρόσωπα πού ό Ρεμπώ κράτησε τή θύμηση τους καί πού μνημόνευε μέ στοργή, ό μόνος φίλος πού γ ι ' αυτόν μιλούσε στό κρεβάτι τοΰ θανάτου του, τήν ώρα πού ή σκέψη γυρνάει μέ τή θέληση της στους γνώριμους τής νιότης». Γιά τό Βάν Γκόγκ, ό ταχυδρόμος Ρουλέν είν' εκείνος πού βρίσκεται πλάι του στίς σκοτεινές ώρες. Δέν κατάφερε ποτέ σ ' αυτό τόν κόσμο νά πραγματοποιήσει τό βαθύ του πόθο, νά γνω ρίσει κάποιον πού νά μπορέσει νά ζήσει καί νά δουλέ ψει μαζί του. Ή περιπέτεια του μέ τό Γκωγκέν δέν ήταν μόνο εφιαλτική άλλα καί μοιραία γιά τόν ίδιο. "Οταν, τέλος, συνάντησε στην Ά ν β έ ρ τόν καλό γιατρό Γκασέ, ήταν πιά πολύ αργά, τό ηθικό του είχε καταστραφεί. «Νά υποφέρουμε χωρίς κλάψες, αυτό είναι τό μοναδικό μά θημα πού θά "πρεπε νά πάρουμε άπ' τή ζωή». Νά ποιο είναι τό καταστάλαγμα τής πικρής πείρας τοΰ Βάν Γκόγκ. Καί μέσα σ ' αυτή τήν ολοκληρωτική παραίτηση τέ λειωσε τή ζωή του. ' Ο Βάν Γκόγκ δρασκέλισε τό κατώ-
59
φλι τόν 'Ιούλιο τοΰ 1980. "Ενα χρόνο αργότερα, ό Ρεμπώ θά γράψει στους δικούς του: «'Αντίο γάμε, αντίο οικο γένεια, αντίο μέλλον! Ή ζωή μου πέρασε, δεν είμαι πιά παρά εν' ακίνητο κούτσουρο». Κανένας δέν πόθησε περισσότερο άπ' δσο αυτά τά δυό δέσμια πνεύματα τήν ελευθερία καί τήν ανεξαρτησία. Καί οί δυό μοιάζει νά διάλεξαν γιά τόν εαυτό τους επί τηδες τόν πιό δύσκολο δρόμο. Καί γιά τους δυό τό πικρό ποτήρι ήταν ξέχειλο. Καί οί δυό είχαν μιά πληγή πού δέν επρόκειτο ποτέ νά κλείσει. Κάπου οχτώ χρόνια πρίν τό θάνατο του, ό Βάν Γκόγκ αποκάλυψε, σ ' εν' άπό τά γράμματα του, τόν πόνο πού τοΰ είχε προκαλέσει ή δεύτερη έροπική του απογοήτευση. «Καί μιά μόνο λέξη άρκεΐ γιά νά μοϋ δείξει πώς τίποτα δέν έχει αλλάξει μέσα μου, πώς ή πληγή παραμένει, πώς τήν κουβαλάω μαζί μου. Είναι βαθιά, καί δέ θά επουλωθεί ποτέ. Κι δστερα άπό μερικά χρόνια, θά είναι πάλι δπως ήταν τήν πρώτη μέρα». Τό Χδιο πάνω κάτω συνέβη καί μέ τό Ρεμπώ. Δέν ξέρουμε σχεδόν τίποτα γ ι ' αυτή τή θλιβερή υπόθεση, άλλα είναι δύσκολο νά φανταστούμε πώς οί συνέπειες δέ θά ήταν καί γιά κεΐνον εξίσου τρομερές. Μιά άλλη κοινή τους ίδιότητα πού αξίζει νά υπο γραμμιστεί είναι ή ακραία λιτότητα της υλικής τους ζωής. "Ενας τέτοιος ασκητισμός δέ συναντιέται παρά στους αγίους. Ή γενική αντίληψη είναι πώς ό Ρεμπώ ζοϋσε φτοιχικά γιατί ήταν τσιγκούνης. Ά π ' τή στιγμή (δστόσο πού συγκέντροισε Ενα υπολογίσιμο ποσό, φαί νεται πώς θά ήταν πρόθυμος νά τό στερηθεί. Τό 1881 έγραφε στή μητέρα του άπ' τό Χαρράρ: «"Αν έχετε α νάγκη, πάρτε ο,τι δικό μου υπάρχει- είναι δικό σας. Έγώ δέν έχω νά φροντίσω κανέναν άλλο έχτός άπό τόν εαυτό μου, πού δέ ζητάει τίποτα». "Αν λάβουμε υπόψη μας πώς αυτοί οί άνθρωποι, πού τό έργο τους υπήρξε ή ακέ νωτη πηγή έμπνευσης γιά τίς επόμενες γενιές, ήταν 60
ύποχρεο)μένοι νά ζουν σάν σκλάβοι, πώς μέ δυσκολία εξασφάλιζαν τήν έπιβίαισή τους ζώντας ελάχιστα πιό καλά άπό κούληδες, πώς νά κρίνουμε τήν κοινα>νία άπ' δπου προέρχονταν; Δέ φαίνεται καθαρά πώς μιά τέτοια κοινοινία ήταν καταδικασμένη νά καταρρεύσει σύντομα; Σ' 'ένα γράμμα άπ' τό Χαρράρ, ό Ρεμπώ αντιπαραβάλ λει τους ακαλλιέργητους Άβησσυνούς μέ τους πο λιτισμένους λευκούς: «Οί άνθρωποι τοΰ Χαρράρ δέν εί ναι ούτε πιό βλάκες ούτε πιό πρόστυχοι άπό τους λευκούς νέγρους των χωρών πού τίς λέμε πολιτισμένες. Δέν ανήκουν στην Ίδια τάξη, αυτό ειν' δλο. Είναι μάλιστα λιγότερο κα κοί καί μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, νά δείξουν ευ γνωμοσύνη καί αφοσίωση. 'Αρκεί νά 'σαι ανθρώπινος μαζί τους». Τό Χδιο δπως καί δ Βάν Γκόγκ, ένιωθε πιό ελεύ θερος μέ τους παρίες καί τους καταπιεσμένους παρά μέ τους δμοιούς του. ' Ο Ρεμπώ πήρε μιά γυναίκα ιθαγενή γιά τίς ανάγκες τής αίσθηματικής του ζωής, ένώ ό Βάν Γκόγκ Εγινε ό άντρας (καί πατέρας παιδιών) μιας δύστυχης πού ήταν άπό κάθε άποψη κατώτερη του καί πού τοΰ Ικανέ τή ζωή αφόρητη. 'Ακόμα κι δσον άφορα τό σαρκικό Eporta, αυτό πού γιά κάθε άνθριοπο είναι φυσιολογικό, γιά κείνους ήταν απαγορευμένο. "Οσο λιγότερα ζητούσανε άπ' τή ζ(οή, τόσο λιγότερα τους δίνονταν. Ζούσανε σάν σκιάχτρα στους εύφορους κάμπους τής πνευματικής μας καλλιέργειας. ' Εντούτοις, δύσκολα μπορεί κανείς νά βρει στην εποχή τους άλλους ανθρώπους πού ν ' ακόνισαν περισσότερο άπ' δσο αυτοί τήν δρεξή τους γιά τό συμπόσιο πού ονειρεύονταν. Στό διάστημα λίγου χρό νου καταβρόχθισαν ώς τό τελευταίο ψίχουλο δλα τ ' αποθέματα τά συγκεντροιμένα άπό χιλιετίες. Κόντεψαν νά σοιριαστοΰν άπό ασιτία μέσα σέ μιά φαινομενική αφθο νία. Είχε φτάσει ή ώρα νά παραδώσουν τό πνεΰμα. Ή Ευρώπη ετοιμαζόταν ήδη δραστήρια νά σπάσει τό κέ λυφος πού τήν Εκλεινε σά φέρετρο. Τά χρόνια πού κύ-
61
λησαν άπό τό θάνατο τους ανήκουν σ ' αυτή τή σκοτεινή πλευρά της ζωής, πού στον ίσκιο της είχαν απελπισμένα προσπαθήσει νά υπάρξουν. "Ο,τι είναι βάρβαρο, ατελές, λαθεμένο, ανεβαίνει στην επιφάνεια μέ έκρηχτική ορμή. ' Αρχίζουμε επιτέλους νά καταλαβαίνουμε σέ ποιο σημείο αυτός ό περίφημος «μοντέρνος» κόσμος είναι τόσο λίγο σύγχρονος. Τά πραγματικά μοντέρνα πνεύματα, κάναμε δ,τι περνούσε άπό τό χέρι μας γιά νά τά συντρίψουμε. Γιά νά πούμε τήν αλήθεια, οί εμπνεύσεις τους μας φαί νονται σήμερα εντελώς ρομαντικές. 'Εκείνοι μιλούσαν τή γλώσσα της καρδιάς. ' Εμείς μιλάμε τώρα μιά γλώσσα πεθαμένη, κι ό καθένας τή δικιά του. Τό κυκλοφοριακό σύστημα νεκρώθηκε. Δέ μένει πιά παρά τό πτώμα. «Ίσως φύγω γιά Ζανζιβάρη τόν άλλο μήνα», γράφει ό Ρεμπώ σ ' Ινα του γράμμα. Σ' εν' άλλο, λογαριάζει νά πάει στην Κίνα ή στίς 'Ινδίες. Ά π ό καιρό σέ καιρό ζη τάει νά μάθει νέα γιά τή διώρυγα τοΰ Παναμά. Θέλει νά πάει (δς τήν άκρη τοΰ κόσμου, άν υπάρχει ελπίδα νά εξασφαλίσει τό ψωμί του. Δέν τοΰ περνάει καθόλου άπ' τό μυαλό νά γυρίσει στην πατρίδα του καί νά ξαναφτιά ξει τή ζωή του. ' Η σκέψη του γυρνάει διαρκώς καί μόνο στά ξένα μέρη. Πόσο αυτό μοΰ είναι οίκεΐο! Πόσες φορές, στά νιάτα μου, δέν ονειρεύτηκα νά πάα> στό Τομπουκτού! Κι δν δέν ήταν δυνατό έκεΐ, τότε στην 'Αλάσκα ή στην Πολυνησία! Στό μουσείο τοΰ Τροκαντερό, πέρασα μιά ολόκληρη μέρα θαυμάζοντας τους ιθαγενείς των νήσοιν Καρολίνων. Καθώς παρατηροΰσα τά (δραία τους πρό σωπα, θυμήθηκα πώς είχα κάτι μακρινά ξαδέρφια πού είχαν εγκατασταθεί έκεΐ. Σκεφτόμουνα λοιπόν πώς, δν ποτέ μπορούσα νά πάω, θά 'νκοθα τουλάχιστο σά στό σπίτι μου. "Οσο γιά τήν 'Ανατολή, είχα πάντα μιά α κόρεστη επιθυμία, άπό τήν παιδική μου ηλικία. "Οχι μόνο γιά τήν Κίνα καί τίς 'Ινδίες, άλλα καί τήν Ίάβα,
62
τό Μπαλί, τή Βιρμανία, τό Νεπάλ, τό Θιβέτ! Δέ μέ πτοούσε ποτέ ή Ιδέα πώς θά μπορούσε νά συναντήσω δυσκολίες σ ' αυτές τίς μακρινές χώρες. Μοΰ φαινόταν πάντα πώς θά μέ δέχονταν μέ ανοιχτές αγκάλες. Έ ν ώ αντίθετα τρόμαξα στή σκέψη νά γυρίσο) στή Νέα ' Υόρκη. Αυτή ή πόλη, πού ξέρω ώς τήν τελευταία γοινιά κάθε της δρόμο κι δπου Ιχ(ο τόσους φίλους, είναι τό τελευ ταίο μέρος τοΰ κόσμου δπου θά 'θελα νά γυρίσω. Θά προτιμοΰσα νά πεθάνο) παρά ν ' αναγκαστώ νά περάσω τήν υπόλοιπη ζωή μου έκεΐ πού γεννήθηκα. Δέ μπορώ νά φανταστώ τόν εαυτό μου νά επιστρέφει στή Νέα ' Υ όρκη παρά σέ κατάσταση έξαθλίοισης, αγωνίας ή ανα πηρίας. Μέ τί περιέργεια διάβασα τά πρώτα γράμματα τοΰ Ρεμπώ! Είναι γραμμένα στην αρχή της τυχοδιωχτικής ζωής του. Διηγείται φύρδην μίγδην δ,τι είδε, τά μέρη, τά τοπία, ασήμαντες λεπτομέρειες πού ή οικογένεια του διαβάζει μ' ευχαρίστηση καί θαυμασμό. Είναι σίγουρος πώς θά μπορέσει νά βρει, ώς τό τέλος τοΰ ταξιδιοΰ του, μιά δουλειά πού νά τοΰ ταιριάζει. Είναι σίγουρος γιά τόν εαυτό του, κι δτι δλα θά πάνε καλά. Είναι νέος, γε μάτος κέφι. Καί υπάρχουν τόσα καί τόσα ν ' ανακαλύ ψει σ ' αυτό τόν απέραντο κόσμο! 'Ωστόσο δέ θά τοΰ χρειαστεί πολύς καιρός γιά ν ' αλλάξει τόνο. Παρ' δλο τόν ενθουσιασμό καί τήν ορμή πού φανερώνει, παρ' δλο του τό ζήλο στή δουλειά, παρ' δλα τά χαρίσματα, τό ταλέντο, τή δεξιοσύνη, τήν ευγένεια του, θά καταλάβει πολύ γρήγορα πώς δέν υπάρχει πουθενά χώρος γιά Ενα τύπο τοΰ είδους του. Οί άνθρο)ποι δέ νιώθουν τήν ανάγκη της πρωτοτυπίας. Προτιμοΰν τά πιστά αντίγραφα: πρό βατα καί πάλι πρόβατα. Ό φυσικός χώρος της ιδιοφυίας είναι τά ερείπια καί τά ιπποδρόμια, τά μικρά ποτάμια, οπουδήποτε τό ταλέντο της δέν κινδυνεύει νά φθαρεί. "Ενας ιδιοφυής πού ψάχνει γιά δουλειά είναι άπό τά 63
θλιβερότερα θεάματα στον κόσμο. Δέν προσαρμόζεται πουθενά καί παντοϋ είναι ανεπιθύμητος. Τόν κατηγο ρούν γιά άστατο καί του χτυποϋν τήν πόρτα κατάμουτρα. "Ωστε λοιπόν δέν υπάρχει άπολύτοις κανένα μέρος νά σταθεί; Μά καί βέβαια υπάρχει. "Ολο καί κάποια γ(ονιά θά βρεθεί γι" αυτόν — στην αποθήκη. Δέν τόν έχετε συναντήσει ποτέ στίς αποβάθρες, νά κουβαλάει σακιά μέ καφέ ή οποιοδήποτε άλλο «αναγκαίο» εμπόρευμα; Δέν τόν έχετε βρει ποτέ νά πλένει καλά καλά τά πιάτα στην κουζίνα κάποιου καπηλειού; Δέν τόν έχετε δει ποτέ νά κουβαλάει βαλίτσες καί δέματα στους σταθμούς των τραίνο) ν; Γεννήθηκα στή Νέα 'Υόρκη, δπου —υποτίθεται— υ πάρχουν δλες οί δυνατότητες γιά νά πετύχει κανένας. Ξα ναβλέπω, μέ μεγάλη ευκολία, τόν εαυτό μου νά κάνει ουρά μπροστά στά γραφεία ανεργίας ή επιδομάτων. "Η μόνη δουλειά πού φαινόταν πώς ήμουν ικανός νά κάνοι εκείνη τήν εποχή ήταν νά πλένοι πιάτα. 'Αλλά οί θέσεις ήταν πάντα πιασμένες, καθώς χιλιάδες υποψήφιοι περίμεναν ανυπόμονα νά τους δοθεί ή ευκαιρία νά πλύνουν πιατικά. Συχνά Εδινα τή σειρά μου σέ κάνα φτωχό φουκαρά πού Εδειχνε νά 'χει χίλιες φορές μεγαλύτερη ανάγκη άπό μένα. "Αλλοτε πάλι δανειζόμουνα λεφτά άπό κάποιον υποψήφιο γιά νά πληρώσο) τό ταξί ή τό φαΐ μου καί ξέχναγα πώς ήμουν σ' αναζήτηση δουλειάς. "Αν έπεφτα πάνοι σέ καμιά αγγελία πού νά μοΰ ταίριαζε περισσό τερο, κι ήταν γιά γειτονική πόλη, έτρεχα αμέσως, έστω κι άν χρειαζόταν νά θυσιάσο) ολόκληρη μέρα γιά τό ταξίδι. Ταξίδεψα πολλές φορές πάνω άπό χίλια χιλιό μετρα ψάχνοντας μιά πιθανή δουλειά, δπως δς ποΰμε μιά θέση υπηρέτη. "Αλλοτε ό δαίμονας της περιπέτειας μ' Εσπροιχνε σέ μακρινές περιπλανήσεις. "Η τύχη μοΰ 'φέρνε νά συναντήσω στό δρόμο κάποιο πρόσωπο πού επρόκειτο ν' αλλάξει τήν κατεύθυνση όλης τής ζο)ής 64
μου. ΤοΟ αφηνόμουνα, μόνο καί μόνο γιατί βρισκόμουνα στά πρόθυρα τής απελπισίας. "Η τουλάχιστον Ετσι πί στευα. Μερικές φορές εύρισκα τή δουλειά πού πήγαινα νά ζητήσω άλλα, επειδή καταλάβαινα πώς δέ θά μπο ρούσα ν' ανταποκριθώ, Εκανα μεταβολή καί γύρναγα σπίτι μου. Μέ τό στομάχι, εννοείται, εντελώς άδειο. Καί πού Εφτανα, καί πού Εφευγα, ή κοιλιά μου ήταν πάντα άδεια. Αυτό είναι τό δεύτερο σημάδι πού επιτρέπει ν' αναγνωρίσεις τόν Ιδιοφυή! Ή πείνα. Τό πρώτο σημάδι: κανένας δέν τόν χρειάζεται. Τό δεύτερο: πεθαίνει τής πείνας. Τό τρίτο: δέν Εχει ποΰ τήν κεφαλήν κλΐναι. Τόν θεωρούν φλεγματικό, ράθυμο, άστατο, δόλιο, ψεύτη, κλέφτη, νομάδα. "Οπου καί νά πατήσει δημιουργεί προ βλήματα. "Ενας τύπος πραγματικά απίθανος. Ποιος μπο ρεί νά τόν κάνει παρέα; Κανένας- οϋτε κάν ό εαυτός του. 'Αλλά γιατί νά επιμένουμε στίς δυσάρεστες καί αρ νητικές πλευρές του; "Η ζοιή μιας Ιδιοφυίας δέν Εχει μονάχα μελανά σημεία καί αθλιότητες. Κάθε άνθροιπος Εχει τίς δυσκολίες του, είτε είναι ιδιοφυής είτε δχι. Ναί, αυτό είναι αλήθεια. Καί κανένας δέν Εχει περισσότερο συνείδηση αυτής τής αλήθειας άπ' δσο ό Ιδιοφυής. 'Από καιρό σέ καιρό εμφανίζεται μιά Ιδιοφυία κουβαλώντας κάποιο σχέδιο σωτηρίας, ή Εστω αναγέννηση, τού κόσμου. Προσπερνάμε γελώντας αυτούς τους ονειρο πόλους, τους αθεράπευτους ουτοπιστές: «Χριστούγεννα στη γη!», παραδείγματος χάρη. Παραισθήσεις ναρκο μανούς! "Ας αποδείξει πρώτα πώς μπορεί νά σώσει τόν εαυτό του — Ετσι δέν είναι; Πώς είναι δυνατό νά σώσει τους άλλους δν δέν κατορθώνει νά σωθεί ό ίδιος; Κλα σική αποστομωτική αντίδραση. 'Αλλά δ Ιδιοφυής είναι πάντα κακός μαθητής. Γεννήθηκε μέ τ' δνειρο τού Πα ράδεισου καί, δσο κι άν φαίνεται τρελό, δέ θά πάψει ν' άγοινίζεται γιά νά τόν φτάσει. Είναι αδιόρθωτος* Ενας εγκληματίας καθ' ύποτροπήν, μ' δλη τή σημασία τού 65
-as
δρου. Καταλαβαίνει τό παρελθόν, μαντεύει τό μέλλον, άλλα τό παρόν δέν έχει κανένα νόημα γι* αυτόν. Ή επιτυχία δέν τόν γοητεύει. Περιφρονεί τά ανταλλάγματα, τίς καλές ευκαιρίες. Ποτέ δέν είν' ευχαριστημένος. 'Ακόμα κι άν έχτιματε τη δουλειά του, δέ μπορεί νά σδς υποφέρει. Είναι απασχολημένος ήδη μέ άλλα πράγματα, έχει βάλει πλώρη γι' άλλου, σχεδιάζει νέες εξορμήσεις. Τί μπορεί νά κάνει κανείς γι' αυτόν; Πώς νά τόν ηρε μήσει; Είναι ανώφελο, ακατόρθωτο, είναι σάν νά κυνηγάς τό ανέφικτο. Αυτή ή πενιχρή εικόνα τής ιδιοφυίας είναι, νομίζω, αρκετά ακριβής. "Αν καί μόνο κατά προσέγγιση, μοϋ φαίνεται πώς δείχνει τή θέση τοΰ «εξαιρετικού» άτομου, ακόμα καί σέ μιά προιτόγονη κοινωνία. Γιατί καί οί πρωτόγονοι έχουν κι εκείνοι τους απροσάρμοστους τους, τους νευρωτικούς καί τους μονομανεϊς τους. Θέλουμε ωστόσο νά πιστεύουμε πώς αυτή ή κατάσταση δέ θά διαρ κέσει, κι δτι μπορεί μιά μέρα αυτό τό ανθρώπινο είδος δχι μόνο νά βρει τή θέση του μέσα στον κόσμο, άλλ' ακόμα καί νά τό δοξάσουν καί νά τό σεβαστούν. 'Αλλά ίσως καί τούτη δω ή σκέψη νά μήν είναι παρά ενα δνειρο ναρκομανούς. "Ισοις ή αρμονία, ή ειρήνη κι ή αληθινή επικοινωνία νά 'ναι ψευδαισθήσεις πού θά μας τυραννάνε ασταμάτητα. "Οποις καί νά "χει τό ζήτημα, καί μόνο τό δτι συλλάβαμε τήν ιδέα τους κι έχουν γιά μας ένα νόημα βαθύ, αυτό δείχνει πώς είναι πραγματοποιήσιμες. Μπορεί βέβαια νά τίς συλλάβαμε χωρίς κανένα λόγο, άλλα ή δικιά μας επιθυμία θά τους δώσει πνοή. Ή ιδιοφυία ζει σά νά μπορούσαν αυτά τά δνειρα νά σαρκίοθοΰνε. Είναι τόσο γεμάτη άπό τή δύναμη τους, ώστε δέν μπορεί νά τά υλο ποιήσει. Σ' αυτό μοιάζει μ' εκείνους πού ή ολοκληρω τική τους άφοσίιοση τους κάνει ν' αρνούνται τή νιρβάνα, τή στιγμή πού δέν είναι δυνατό νά τήν πετύχει μαζί τους ολόκληρη ή ανθρωπότητα. 66
«Τά χρυσά πουλιά πού φτερουγίζουν στό μισοσκό ταδο τών ποιημάτων του!». 'Από πού ήρθαν αυτά τά χρυσά πουλιά τοΰ Ρεμπώ; Καί ποΰ πάνε; Δέν είναι οϋτε περιστέρια οΰτε γύπες. Φοίλιά τους είναι οί κοσμικές σφαίρες. Είναι ιδιωτικοί μαντατοφόροι, κλοισόπουλα τοΰ ερέβους πού πήραν ζ(θή στό φώς τών εκλάμψεων. Δέν έχουν τίποτα τό κοινό μέ τ' άλλα πλάσματα τοΰ αέρα, κι ούτε είναι άγγελοι. Είναι τά σπάνια πουλιά τοΰ πνεύ ματος, πού άποδημοΰν άπό ήλιο σέ ήλιο. Δέ φυλακί ζονται στά ποιήματα. Δραπετεύουν, πετοΰν μέ τά πουλιά τής έκστασης κι εξαφανίζονται μές στίς φλόγες. Γεμάτος έκσταση, ό ποιητής μοιάζει μέ πουλί χωρίς δνομα βυθισμένο στίς στάχτες τής σκέψης. "Αν κατορ θώσει νά λευτερωθεί, αυτό θά γίνει γιά νά θυσιαστεί αρ γότερα στον ήλιο. Τό δνειρό του γιά Ινα κόσμο καινούργιο αντανακλάει τους χτύπους τοΰ πυρετικοΰ του αίματος. Φαντάζεται πώς δλοι θά τόν ακολουθήσουν, σέ λίγο δμως ξαναβρίσκεται ολομόναχος στον ανοιχτό αιθέρα. Μόνος, άλλα περιστοιχισμένος άπό τά πλάσματα του, πού τοΰ συμπαραστέκονται στην ϋψιστη θυσία. Τό αδύνατο συντελέστηκε. Ό διάλογος ανάμεσα στους δημιουργούς σταμάτησε. Καί άπό δώ καί μπρος, μές στους αιώνες, τό τραγούδι ογκώνεται καί ζεσταίνει όλες τίς καρδιές, μπαίνει σ' δλα τά πνεύματα. Ή επιφάνεια τοΰ κόσμου παραδόθηκε στό θάνατο. 'Αλλά ό πυρήνας του είναι άπό πυρωμένο κάρβουνο. Στην απέραντη η λιακή καρδιά τοΰ σύμπαντος, τά χρυσά πουλιά τραγου δάνε δλα μαζί. Έκεΐ ανθίζουνε παντοτινά ή αυγή, ή ειρήνη, ή αρμονία, ή αληθινή επικοινωνία. Ό άνθρω πος δέ στρέφει χωρίς λόγο τά μάτια προς τόν ήλιο- τοΰ ζητάει φώς καί ζεστασιά, δχι γιά τό πτώμα πού θ' αφήσει μιά μέρα, άλλα γιά τή βαθιά του δπαρξη. "Ο πιό ζωηρός του πόθος είναι ν' ανυψωθεί άπό έκσταση, νά ενώσει τή μικρή του φλόγα μέ τήν κεντρική, συμπαντική φωτιά. 67
c "Av δίνει φτερά στους αγγέλους γιά νά μπορέσουν νά τοΰ φέρουν άπό τό έπέκεινα μηνύματα ειρήνης καί αρ μονίας, τό κάνει αποκλειστικά καί μόνο γιά νά συντη ρήσει τά όνειρα της δικιάς του φυγής, γιά νά στηρίξει μέσα του τήν πίστη πώς μιά μέρα θά κατορθώσει, μέ χρυσά φτερά, νά ξεπεράσει τόν εαυτό του. Κάθε πλάσμα δίνει τή θέση του σ ' ένα άλλο. Κατά βάθος, δλα μοιάζουν μεταξύ τους. 'Ανθρώπινη αδελ φοσύνη δέν πάει νά πει νά σκέφτεσαι δπως δλος ό κό σμος, νά ενεργείς δποις δλος ό κόσμος, άλλα νά δου λεύεις γιά τή δόξα τής δημιουργίας. Ό ϋμνος τής δη μιουργίας ξεπηδάει άπό τά ερείπια τής ανθρώπινης προ σπάθειας. ' Ο ορατός άνθρωπος εξαφανίζεται γιά νά δώσει τή θέση του στό χρυσό πουλί πού ανοίγει τά φτερά του προς τή θεότητα.
68
ΠΟΤΕ ΘΑ ΠΑΨΟΥΝΕ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ;
ΝΑ
ΜΟΙΑΖΟΥΝ
Στό «Μιά εποχή στην Κόλαση», τό κομμάτι πού έχει τίτλο «τό Αδύνατο» φαίνεται νά δίνει τό κλειδί αυτής τής σπαραχτικής τραγωδίας πού ζοιγραφίζει τή ζοιή τοΰ Ρεμπώ. "Αν καί υπήρξε ή τελευταία του δουλειά —μόλις στά δεκαοχτώ του χρόνια!— είναι ανυπολόγιστης σημα σίας. 'Από δω καί μπρος ή ζωή του χωρίζεται σέ δυό ίσα μέρη, ή μάλλον, άν τό δοΰμε άπό άλλη σκοπιά, ο λοκληρώνεται. Σάν Ινας άλλος 'Εωσφόρος, ό Ρεμπώ καταδιώκεται άπ' τόν Ουρανό, τόν Ουρανό τής Νιότης. Κείτεται νικημένος, δχι άπό έναν αρχάγγελο, άλλα άπό τήν ίδια του τή μάνα, πού ενσαρκώνει στά μάτια του τήν αυθεντία. ' Α π ' τήν αρχή, προκάλεσε τή μοίρα. Τό εκ θαμβωτικό παιδί, πού έχει δλα τά χαρίσματα καί πού τά περιφρονεί, κόβει ξαφνικά τή ζωή του στά δυό. 'Ενέρ γεια ταυτόχρονα υπέροχη καί τρομερή. "Ο ίδιος ό σα τανάς δέ θά μπορούσε νά εφεύρει πιό σκληρή τιμωρία άπ' αυτή πού ό Ρεμπώ επέβαλε στην ακαταμάχητη περηφάνεια καί φιλαυτία του. "Ετσι στρέφει τίς πλάτες στην εφηβεία του, αρνείται τόν πλοΰτο της (τή δημι ουργική μεγαλοφυία) γιά όφελος αύτοΰ τοΰ «μυστικοΰ καί ίσχυροΰ ένστικτου τοΰ θανάτου πού υπάρχει μέσα στον καθένα μας» καί πού γι" αυτό μας μίλησε τόσο όμορφα ό Ά μ ι έ λ . Ό εσωτερικός πολύποδας έφθειρε τόσο τό πρόσωπο τοΰ έρωτα, ώστε τό μόνο πιά πού φαίνεται άπό δώ καί μπρος είναι ή δυσπιστία καί ή στειρότητα. 'Εγ καταλείποντας κάθε ελπίδα νά ξαναβρεί τό κλειδί τής χαμένης του αθωότητας, ρίχνεται στό σκοτεινό πηγάδι δπου τό ανθρώπινο πνεύμα αγγίζει τό ναδίρ καί δέν τοΰ απομένει πιά παρά νά παρωδεί τό λόγο τοΰ Κρίσνα: 69
«Πάνο) σ ' αυτό τό «έγώ» θεμελιώνω ολόκληρο τό Σύμ παν καί στέκω γιά πάντα στην άκρη». Καί ή συνέχεια τοΰ κομματιού αύτοΰ πού δείχνει τή γνώση του γιά τή λύση καί τήν άναπόφευχτη εκλογή: «"Αν τό πνεύμα είχε αφυπνιστεί γιά πάντα άπ ' αυτή τή στιγμή, θά βρισκόμασταν σε λίγο μέσα στην αλήθεια, πού ίσως μας περιβάλλει με τους αγγέλους της νά κλαίνε!... "Αν είχε αφυ πνιστεί ως αυτή τή στιγμή, δέ θά είχα υποχωρήσει στά δη λητηριώδη ένστικτα, σέ μιαν εποχή πού δέ συγκρατεί ή μνήμη!... "Αν ήταν πάντα άγρυπνο, θά ταξίδευα γεμάτος φρόνηση!...». Αυτό πού σφράγισε τήν όραση του, κι έγινε έτσι ή αιτία τοΰ χαμού του, κανένας δέν τό ξέρει —καί ίσως δέ θά τό μάθει ποτέ. Παρ' δλα όσα ξέρουμε, ή ζωή του παραμένει τόσο μυστηριώδης όσο καί ή μεγαλοφυία του. Τό μόνο σίγουρο είναι πώς ό,τι προεΐπε γιά τόν εαυτό του στό διάστημα των τριών φωτεινών χρόνοιν πού έζησε, πραγματοποιήθηκε αργότερα στά χρόνια τοΰ τυχοδιωκτισμοΰ του, δταν αποξενώθηκε άπ' τόν εαυτό του. Πόσες φορές δέ διαβάζουμε στά έργα του τίς λέξεις: έρημος, πλήξη, παράφορα, πένθιμο καμπανολόι! Στή δεύτερη περίοδο της ζωής του, ό λόγος του παίρνει μιά συγκε κριμένη σημασία πού προκαλεί φρίκη. Γίνεται ό λ ' αυτά πού είχε προβλέψει, ό λ ' αυτά πού τόν τρόμαζαν, ό λ ' αυτά πού τόν έκαναν νά παραφέρεται. Ή ορμή πού ξο δεύει γιά ν ' απαλλαγεί άπ' τίς αλυσίδες πού σφυρηλά τησε ό άνθρωπος, καί νά υψωθεί έτσι πάνω άπό νόμους, κανόνες, συμβάσεις, δεισιδαιμονίες, δέν τόν οδηγεί πουθενά. Γίνεται ό σκλάβος των ιδιοτροπιών του, τών φαντασιώσεων του, μιά μαριονέτα πού δέν της απομένει τίποτα καλύτερο άπ' τό νά προσθέτει μερικά ακόμα μικροαδικήματα στό λογαριασμό της, στό στερνό ημε ρολόγιο τής κόλασης της. Δέ μπορούμε ν ' αρνηθούμε μ' ένα σκεπτικό μορ70
φασμό τό γεγονός πώς στό τέλος θά έπρεπε νά συνθη κολογήσει, όταν τό σώμα του ήταν πιά ένα «νεκρό κού τσουρο», όπο>ς λέει κι ό ίδιος. ' Ο Ρεμπώ ήταν ή ενσάρ κωση τοΰ επαναστάτη. Χρειαζόταν όλες τίς μικρότητες, όλους τους εξευτελισμούς, όλες τίς μορφές τοΰ σπαραγ μού, γιά νά δαμάσει αυτή τήν άκαμπτη θέληση, τή διε στραμμένη άπ' τήν πηγή της. 'Υπήρξε εριστικός, α πείθαρχος, ασυμβίβαστος, (δς τήν τελευταία ώρα. Ήταν ή πιό απελπισμένη ψυχή πού ταξίδεψε ποτέ πάνο) στή γή. Βέβαια νικήθηκε άπ' τήν εξάντληση, όχι όμως χοιρίς νά έχει δοκιμάσει όλους τους απατηλούς δρόμους. Τέλος, μή έχοντας πιά τή δύναμη νά κρατήσει τήν περηφάνεια του, μή έχοντας πιά άλλη ελπίδα παρά τόν εναγκαλισμό μέ τό θάνατο, έχοντας εγκαταλειφτεί άπ' όλους έκτος άπ' τή στοργική του αδελφή, δέν τοΰ απόμενε παρά νά ζη τήσει χάρη. "Η νικημένη του ψυχή δέ μπορούσε παρά νά υποχωρήσει. Είχε γράψει κάποτε: « Έγώ είναι 'ένας άλλος». Τώρα, τό πρόβλημα τοΰ «νά κάνουμε τήν ψυχή τερατική», έχει λυθεί. Αυτό τό άλλο έγώ πού ήταν τό « Έ γ ώ » παραιτείται. Είχε γνωρίσει μιά μακριά καί δύσκολη βασιλεία - είχε υποστηρίξει όλες τίς θέσεις, γιά νά συν θηκολογήσει καί νά διαλυθεί τελικά μέσα στό μηδέν. «Λέω πώς πρέπει νά είμαι οραματιστής, νά γίνω ορα ματιστής», επέμενε στην αρχή τής σταδιοδρομίας του. "Επειτα, ξαφνικά, καμιά σταδιοδρομία, άλλα τό μίσος γιά τή λογοτεχνία, ακόμα καί γιά τή δική του. Μετά, ή ατέλειωτη πορεία, ή έρημος, τό βάρος τών σφαλμάτων, τής πλήξης, τής οργής, τοΰ μόχθου, καί ό εξευτελισμός, ή μοναξιά, δ πόνος, ή αποτυχία, ή ήττα καί ή υποταγή. Καί νά, πάνω σ ' αυτή τήν έρημο τών αντιφατικών συγκινήσεοιν, πάνω σ ' αυτό τό πεδίο μάχης πού είχε φτιάξει μέ τό φθαρτό του σώμα, νά πού βλάστησε, τήν έσχατη ώρα, τό λουλούδι τής πίστης. Ποια θά έπρεπε νά είναι ή χαρά τών άγγέλοον! Δέν είχε υπάρξει ποτέ πιό έπανα-
στάτρια ψυχή από κείνη τοΰ περήφανου Πρίγκιπα 'Αρθούρου! "Ας μήν ξεχνάμε πώς ό ποιητής πού καυ χιόταν δτι είχε κληρονομήσει τήν είδοολολατρία του καί τό ιερόσυλο πάθος του άπ' τους Γαλάτες προγόνους του, στό σχολείο ήταν γνωστός σάν «ό μικρός βροιμοθρήσκος». Ήταν ενα παρατσούκλι πού τό δεχόταν πε ρήφανα. Πάντα «περήφανα». 'Αλήτης ή θρησκομανής, λιποτάχτης ή έμπορος σκλάβων, άγγελος ή δαίμονας, μνημονεύει πάντα τό γεγονός περήφανα. ' Αλλά στό τέλος είναι ό έξομολόγος του πού θά χρεωθεί μ' αυτή τήν περηφάνεια. Λένε πώς είπε στην 'Ισαβέλλα, τήν αδελφή τοΰ Ρεμπώ: « Ό αδελφός σου πιστεύει, παιδί μου... Πιστεύει, καί δέ γνώρισα ποτέ μου τέτοια ανώτερη πίστη». Είναι ή πίστη μιας ψυχής άπ' τίς πιό απελπισμένες πού δίψασαν ποτέ γιά ζωή. Είναι ή πίστη της τελευταίας ώρας, της τελευταίας στιγμής, άλλα είναι ή πίστη. Τότε τί ενδιαφέρει ή διάρκεια της αντίστασης του, των προκλήσεων του καί των βρισιών του; Δέν ήταν απλοϊ κός• είχε σταθερότητα. Πολέμησε όίς τήν εξάντληση τών δυνάμεων του. Γ ι ' αυτό τ* όνομα του, όπως εκείνο τοΟ ' Εωσφόρου, θά μένει πάντα ένδοξο, γ ι ' αυτό καί οί μέν καί οί δέ θά τόν διεκδικούν. 'Ακόμα καί οί εχθροί του! Ξέρου με πώς τό άγαλμα πού ανέγειραν προς τιμήν του οί συμπα τριώτες του στό Σαρλβίλ, αποκεφαλίστηκε καί γκρε μίστηκε στον τελευταίο πόλεμο άπ' τους Γερμανούς. Πώς νά μήν αναθυμηθούμε τά προφητικά λόγια πού πέταξε κατάμουτρα στό φίλο του Ντελαχάιγ δταν αυτός έδώ υπαινισσόταν τήν αναμφισβήτητη ανωτερότητα τών Γερμανών καταχτητών: «Οί ηλίθιοι! Γυρνάνε στην πα τρίδα τους, πίσω άπ' τίς διαπεραστικές τους σάλπιγγες καί τ' ανιαρά τους ταμπούρλα, νά φάνε λουκάνικα καί νομίζουν πώς ξεμπέρδεψαν. 'Αλλά γιά περιμένετε λίγο! Νάτοι τώρα, ντυμένοι στό χακί έπ' αόριστο, κάτω άπό αρχηγούς φου-
72
'
σκωμένους άπό αλαζονεία, πού δέ θά τους αφήσουν νά ησυ χάσουν. Θά καταπιούν δλες τίς ακαθαρσίες της δόξας... Βλέπω νά ξεκινά άπό δω ή εξουσία τοΰ σίδερου καί της τρέλας, πού θά μεταβάλει τη γερμανική κοινωνία, τη γερμανική σκέψη, σέ στρατώνα... Κι δλ' αυτά, γιά νά συν τρίβουν στό τέλος άπό ενα συνασπισμό». Ναί, δικαιολογημένα, μπορούν νά τόν επικαλεστούν καί οί δυό αντίθετες παρατάξεις. Τό επαναλαμβάνω, αυτό είναι πού αποτελεί τή δόξα του. Αυτό σημαίνει πώς συνέλαβε ταυτόχρονα τή σκιά καί τό φώς. Αυτό πού αναζητούσε, ήταν ό κόσμος τοΰ ζωντανού θανάτου, ό τεχνητός κόσμος τής πνευματικής καλλιέργειας καί τοΰ πολιτισμού. 'Απάλλαξε τό πνεύμα του άπ' δλα τά υποκριτικά προσχήματα πού μεταμφιέζουν τό σύγχρονο άνθρωπο. «Πρέπει νά είμαστε απόλυτα σύγχρονοι!». «Από λυτα» είναι ή λέξη-κλειδί. Λίγο παρακάτω προσθέτει: «Ό πνευματικός αγώνας είναι τόσο άγριος δσο ή μάχη τών ανθρώπων άλλα ή θέαση τής δικαιοσύνης είναι αποκλει στικά ή ευχαρίστηση τοΰ θεοϋ». Αυτό σημαίνει πώς απο χτούμε τήν εμπειρία ενός λαθεμένου νεοιτερισμοΰ• δέν παραδινόμαστε σέ αγώνες τραχείς καί άγριους, δέν επι χειρούμε πράξεις ηρωικές δπιος Εκαναν άλλοτε οί άγιοι. Ήταν άνθρωποι δυνατοί, βεβαιώνει' καί οί ερημίτες, καλλιτέχνες πού τέτοιους δέ βρίσκουμε σήμερα, α λίμονο! Μόνο ένας άνθρωπος πού ξέρει τί σημαίνει πειρασμός, πού ξέρει τήν αξία τών κανόναιν πού προ σπαθούν νά υψώσουν τή ζωή στό επίπεδο τής τέχνης, μπορούσε νά μίλα έτσι, μπορούσε νά δοξάζει τους αγίους. Κατά κάποιο τρόπο, δ λ ' ή ζωή τοΰ Ρεμπώ μπορεί νά θεωρηθεί σάν ή αναζήτηση μιας αυστηρής πειθαρχίας πού, ασφαλώς, θά τοΰ προμήθευε τήν ελευθερία. Στην αρχή, ή πορεία του, σά νεωτεριστή, είναι αρκετά σαφής, ακόμα κι δν θά κατέκρινε κανείς τό είδος τής πειθαρ χίας πού επέβαλε στον εαυτό του. Στή δεύτερη περίοδο
73
της ζοιής του, δταν ήρθε σέ σύγκρουση με τήν κοινίονία, τό αντικείμενο αυτής τής σπαρτιάτικης σκληρότητας είναι πολύ λιγότερο καθαρό. Είναι άραγε μονάχα γιά τήν εγκόσμια επιτυχία πού υπόφερε όλες αυτές τίς δοκιμα σίες κι αυτές τίς στερήσεις; " Αμφιβάλλίο. Μέ τήν πρώτη ματιά μπορεί νά δώσει τήν έντύπς ό μυ στηριώδης Ρεμπώ. "Οσο γιά μένα, έχω τήν πεποίθηση πώς προετοίμαζε τόν ίδιο του τόΓολογοθα.'Άν κι ό "ίδιος δέν τό έκανε ενσυνείδητα, ή συμπεριφορά του έμοιαζε πολύ μέ κείνη τοΰ αγίου πού είναι σέ πόλεμο μέ τήν απείθαρχη φύση του. Τυφλά ίσως, έδειχνε νά ετοιμάζεται νά δεχτεί τή θεία χάρη πού είχε, μέ τόλμη κι άπό άγνοια, περι φρονήσει στή νεότητα του. Μπορούμε επίσης νά πούμε πώς έσκαβε τόν "ίδιο του τόν τάφο. ' Αλλά ό τάφος δέν τόν ενδιέφερε ποτέ: φοβόταν πολύ τά σκουλήκια. Γι" αυτόν, ό θάνατος είχε ήδη φανερωθεί μέ μορφή πάρα πολύ άμεση στον τρόπο ζοιής τών Γάλλοιν. Θυμηθείτε αυτά τά τρομερά λόγια: « Ή σκληρή ζωή, ή απλή άποκτήνωση - νά σηκώσουμε, μέ μαραμένη γροθιά, τό σκέπασμα του φέρετρου, νά καθήσουμε, νά πνίγουμε. "Ετσι οΰτε γερατειά, οϋτε κίν δυνοι: ή φρίκη δέν είναι γαλλική». Είναι ό φόβος αύτοΰ τοΰ ζωντανού θανάτου πού τόν έκανε νά διαλέξει μιά σκληρή ζωή προτιμούσε ν ' άντιμετοίπίσει οποιοδήποτε τρόμο παρά νά εγκαταλειφτεί στή συνήθεια. Ποια ήταν λοιπόν ή αίτία, ό σκοπός μιας τόσο ξέφρενης ζωής; Πρώτα πρώτα, βέβαια, νά βυθομετρήσει δλες τίς δυνατές μορφές τής ζωής. "Εβλεπε πώς ό κόσμος ήταν «γεμάτος Από θαυμάσιους τόπους πούμε ζωήχίλιων ανθρώπων δέ θά έ φτανε νά τους επισκεφτεί». Ζητούσε Ινα κόσμο «πού μέσα του ή απέραντη ενεργητικότητα του θά μπορούσε ν ' ασκη
74
θεί ανεμπόδιστα». "Ηθελε νά εξαντλήσει τή δύναμη του γιά νά φτάσει στην πληρότητα του. Τήν τελευταία στιγμή ωστόσο, φιλοδόξησε νά φτάσει, έστω μέ κίνδυνο νά δει τόν εαυτό του ολοκληρωτικά νικημένο καί συντριμμένο, στά σύνορα κάποιου καινούργιου εκθαμβωτικού κόσμου πού δέ θά έμοιαζε σέ τίποτε μέ κεΐνον πού γνώριζε. Ποιος μπορούσε λοιπόν νά είναι αυτός άν όχι ό θαυμαστός κό σμος τοΰ πνεύματος; ' Η ψυχή δέν αποκαλύπτεται πάντοτε νέα; Ά π ' τήν Άβησσυνία, ό Ρεμπώ, έγραφε κάποτε απελ πισμένος στή μητέρα του: «Ζοΰμε καί πεθαίνουμε εντε λώς διαφορετικά άπ ' δ, τι θά θέλαμε, χωρίς ελπίδα οποιασδή ποτε ανταμοιβής... Ευτυχώς πού αυτή ή ζωή είναι ή μόνη, καί πού αυτό είναι σίγουρο». Δέν ήταν δμως πάντα τόσο σίγουρος γιά τό άν δέν υπήρχε παρά μιά μόνο ζιοή. Δέν άναροπιόταν μήπως, στό «Μιά 'Εποχή στην Κόλαση», άν θά μπορούσε νά τοΰ έπιφυλαχτοΰν άλλες ζωές; Τίς προαισθανόταν, καί αυτό μεγάλωνε τό μαρτύριο του. Τολμώ νά πω ότι κανείς δέν ήξερε καλύτερα άπ' τό νέο ποιητή πώς κάθε αποτυχημένη καί σπαταλημένη άσκοπα ζ(οή προϋποθέτει μιαν άλλη καί ακόμα μιαν άλλη, αδιά κοπα, χωρίς ελπίδα — ώς ν ' αναβλύσει τό φώς πού δίπλα του αποφασίζουμε τέλος νά ζήσουμε. Ναί, ό πνευματικός αγώνας είναι εξίσου σκληρός καί απάνθρωπος όσο καί ό άλλος. Οί άγιοι τό ήξεραν, άλλα ό σημερινός άνθρω πος τό κοροϊδεύει. Κόλαση είναι ό,τι σκεφτόμαστε γιά Κόλαση καί υπάρχει όπου τήν τοποθετοΰμε. "Αν πιστεύε τε πώς είστε στην Κόλαση, είστε σ ' αυτήν πραγματικά. Καί ή ζωή γιά τό σύγχρονο άνθρωπο έγινε μιά συνεχής Κό λαση, γιά τόν απλό λόγο πώς έχασε κάθε ελπίδα νά μπει στον Παράδεισο. Οϋτε πιστεύει σέ κανένα Παράδεισο δι κής του κατασκευής. Χάρη στό μηχανισμό τής σκέψης του, καταδικάζεται στην ανεξερεύνητη φροϋδική κόλαση τών ικανοποιημένων επιθυμιών. Σ' αυτή τήν πασίγναιστη «'Επιστολή τοΰ δραμα-
75
τιστή» πού ό Ρεμπώ 6γραψε στά δεκαεφτά του χρόνια, μαρτυρία πού, παρενθετικά αναφέρουμε, επέδρασε περισ σότερο άπ' όλα τά γραφτά τών δασκάλ(ον, σ ' αύτη τήν επιστολή πού περιέχει τίς περίφημες κατευθύνσεις προς τους μελλοντικούς ποιητές, ό Ρεμπώ υπογραμμίζει έντονα πώς τό ν ' ακολουθείς τήν επίσημη αγωγή επισύρει ένα «άφατο μαρτύριο δπου Εχει ανάγκη (ό ποιητής) άπ ' τήν πίστη καί τήν υπεράνθρωπη δύναμη στό σύνολο τους». Στην εκτέ λεση αυτής της αγωγής, προσθέτει, ό ποιητής φτάνει νά παρουσιάζεται σάν «δ μεγάλος άρρωστος, ό μεγάλος εγκλη ματίας, ό μεγάλος καταραμένος - καί ό μέγιστος Σοφός! Γιατί φτάνει στό άγνωστο!». ' Η εγγύηση αυτής τής καταπληχτικής αμοιβής Εγκειται στό απλό γεγονός πώς ό ποιητής «καλλιέργησε τήν, ήδη πλούσια, ψυχή του δσο κανένας άλλος». ' Αλλά τί γίνεται όταν ό ποιητής φτάνει στό άγνωστο; Τελειώνει «μέ τό νά χάνει τήν όξύνοια των δραμάτων του», λέει ό Ρεμπώ (είναι ακριβώς αυτό πού έπαθε). Σάν νά πρόβλεπε τό πεπρωμένο του, συνεχίζει: «Τά άντίκρυσε! Νά καταρρεύσει μέσα στό σκίρτημα του άπ' τ' ανήκουστα καί άκατανόμαστα πράγματα• θά έρθουν άλλοι τρομεροί εργάτες- θ' αρχίσουν άπ' τους ορίζοντες δπου ο'ι άλλοι είχαν καμφθεί!». Αυτή ή κλήση πού τόση έντύποιση έκανε στους μελλοντικούς ποιητές είναι άξιοσημείοηη γιά πολλούς λόγους, άλλα πρώτα - πρώτα γιατί διακηρύσσει τόν α ληθινό ρόλο τοϋ ποιητή καί τή σωστή φύση τής παρά δοσης. Ποια είναι ή χρησιμότητα τοϋ ποιητή άν δέν φτάνει σέ μιά καινούργια δράση τής ζ(ΰής, αν δέν είναι πρόθυμος νά θυσιάσει τήν ϋπαρξή του μαρτυρώντας γιά τήν αλήθεια καί τό μεγαλείο τής όρασης του; ' Η μόδα θέλει νά μιλάμε γ ι ' αυτούς τους δαιμονισμένους, γ ι ' αυτούς τους φοπισμένους, σάν νά πρόκειται γιά ρο μαντικούς- νά στηριζόμαστε στην υποκειμενικότητα τους καί νά τους εξομοιώνουμε μέ σταθμούς, μέ παύσεις, μέ
76
κενά μέσα στό μεγάλο ρεΰμα τής παράδοσης, σάν νά ήταν παράφρονες πού στριφογυρίζουν γύρω άπ' τόν εαυτό τους. Τίποτα δέν είναι πιό λάθος. Αυτοί ακριβώς οί νεωτεριστές αποτελούν τους κρίκους τής μεγάλης αλυ σίδας πού είναι ή Τδια ή δημιουργική λογοτεχνία. Πρέπει σ τ ' αλήθεια ν ' αρχίζουμε άπό κει πού σταματούν —κρατώντας τό κέρδος, όπως τό προτείνει ό Ρεμπώ— κι όχι νά καθόμαστε αναπαυτικά πάνω στά ερείπια καί νά κολλάμε επίμονα τά κομμάτια. Λένε πώς στην ηλικία τών δώδεκα χρόνοιν ή ευσέβεια τοΰ Ρεμπώ ήταν τόσο έντονη πού επιθυμούσε τό μαρτύ ριο. Τρία χρόνια αργότερα, στό «"Ηλιος καί Σάρκα» γρά φει: «Σάρκα, Μάρμαρο, Λουλούδι, 'Αφροδίτη, είναι σέ σένα πού πιστεύω!» Μίλα γιά τήν 'Αφροδίτη πού χύνει στό απέραντο σύμπαν «τόν άπειρο "Ερωτα μέσα στό άπειρο μειδίαμα της!». Κι ό κόσμος, λέει, «θά πάλλει σάν τεράστια λύρα μέσα στό ρίγος ενός τεράστιου φίλιου!». Τόν βλέ πουμε έδώ νά επιστρέφει στην ειδωλολατρική αθωό τητα, τή συμπληροιμένη χρυσή ηλικία πού είχε κάνει μέ τή ζωή του «ενα συμπόσιο δπου δλες οί καρδιές ανοίγον ταν, δλα τά κρασιά κυλούσαν». Είναι ή εποχή τής επικοι νωνίας μέ τόν εαυτό του, τής άφατης δίψας τοΰ δγνίοστου, «τό θάμβος τοϋ Απείρου». Γενικά, ή περίοδος τής επώ ασης, σύντομης άλλα βαθιάς, όπως ή ευδαιμονία τοϋ σαμαντί. Περνοΰν τρία χρόνια• τόν ξανασυναντάμε, στά δε καοχτώ του μονάχα, στό τέλος τής ποιητικής του στα διοδρομίας, νά συντάσσει τίς τελευταίες του επιθυ μίες• δηλαδή τή διαθήκη του. Τήν Κόλαση πού περι γράφει μέ τόση ένταση, τήν είχε ήδη ζήσει στην ψυχή του• ετοιμάζεται τώρα νά τή ζήσει καί μέ τή σάρκα του. Τί σπαραχτικές λέξεις σκαλίζει, στό Προ)ΐνό, αυτό τό παιδί τών δεκαοχτώ χρόνοον! "Ηδη ή νιότη του Ιφυγε καί μαζί μ' αυτή όλη ή νιότη τοΰ κόσμου. Ή χώρα του κείτεται
77
βαρύθυμη καί νικημένη' ή μητέρα του δέ θέλει παρά νά ξεφορτωθεί αυτό τό παράξενο καί ανυπόφορο πρόσωπο. Γνώρισε κιόλας την πείνα, τη φτώχεια, τόν εξευτελισμό, τόν εξοστρακισμό' έκανε φυλακή, έζησε την αιματηρή Κομμούνα (ίσως ακόμα καί νά συμμετείχε σ ' αυτήν), γεύτηκε τήν ακολασία καί τήν αποσύνθεση, έχασε τόν πρώτο του έρωτα, ήρθε σε ρήξη μέ τους φίλους του καλ λιτέχνες, εξέτασε θαυμαστικά τήν τεράστια περιοχή της σύγχρονης τέχνης καί τή βρήκε άδεια- καί είναι έτοιμος τώρα νά τά στείλει όλα στό διάβολο, καί τόν εαυτό του μαζί. "Ετσι, καθώς σκέφτεται τή σπαταλημένη νιότη του, όπίος αργότερα στό κρεβάτι τοΰ θανάτου τήν άσκοπα ξοδεμένη ζωή του, αναρωτιέται μέ βαθιά θλίψη: «Δεν είχα κάποτε μιά νιότη αξιαγάπητη, ηρωική, μυθική, πού άξιζε νά γραφτεί σε φύλλα χρυσού - τί σπάνια τύχη! Γιά ποιο Εγκλημα, ποιο λάθος άξιζα τή σημερινή μου αδυναμία; Σεις πού λέτε πώς τά ζώα βγάζουν θλιμμένα αναφιλητά, πώς οί άρρωστοι απελπίζονται, πώς οί νεκροί Εχουν εφιάλτες, προσπαθεϊστε νά διηγηθείτε τήν πτώση μου καί τόν ύπνο μου. 'Εγώ, δέ μπορώ νά είμαι περισσότερο σαφής άπ' τό ζητιάνο μέ τά διαρκή του «Πάτερ Ημών» καί «Χαίρε Μαρία». "Εχω ξεχάσει νά μιλώ». Ή ιστορία της κόλασης του τέλεκοσε... Είν' έτοιμος νά μδς αποχαιρετήσει. Δέν τοΰ μένει πιά παρά νά προσθέσει μερικά τελευταία λόγια. Καί νά πάλι ή εικόνα της έρημου, μιά άπ' τίς πιό επίμονες. Ή πηγή της έμ πνευσης του στέρεψε• δπ(ος ό ' Είοσφόρος, «εξάντλησε» τό φως πού τοΰ είχε δοθεί. Μένουν μονάχα τό θέλγητρο τοΰ άλλου κόσμου, ή κλήση των βαθών. ' Η απάντηση πού τοΰ δίνουν επιβεβαιώνει καί υλοποιεί μέσα ατή ζωή τή φοβερή εικόνα πού τόν στοιχειώνει: τήν έρημο. 'Οργί ζεται. «Πότε θά πάμε, αναρωτιέται, πέρ' άπ' τίς ακρο γιαλιές καί τά βουνά, νά χαιρετήσουμε τή γέννηση τοΰ νέου μόχθου, της νέας φρόνησης, τή φυγή των τυράννων καί των
ί
δαιμόνων, τό τέλος της δεισιδαιμονίας, νά γιορτάσουμε -πρώ τοι!- τά Χριστούγεννα πάνω στή Γη! (Πώς νά μή θυμη θούμε ένα σύγχρονο του πού δέ γνώρισε ποτέ: τό Νίτσε!). Ποιος επαναστάτης έδειξε λοιπόν τό δρόμο τοΰ καθήκοντος μέ περισσότερη σαφήνεια καί οξύτητα; Ποιος άγιος έδωσε στή λέξη Χριστούγεννα μιά έννοια πιό θεία; Είναι τά λόγια ενός επαναστάτη, βέβαια, άλλα όχι ενός άπιστου. Ναί, είναι ένας ειδωλολάτρης, άλλα της φυλής τοΰ Βιργιλίου. ' Η φωνή του είναι φωνή ενός προφήτη, ενός δάσκαλου, ενός μαθητή κι ενός μυημέ νου ταυτόχρονα. 'Ακόμα κι ό ιερέας, όσο είδοιλολάτρης, προληπτικός καί τυφλός νά είναι, δέ μπορεί παρά νά επιδοκιμάσει αυτά τά Χριστούγεννα! «Σκλάβοι, άς μήν καταριόμαστε τή ζωή!», άναφοινεΐ. "Ας τελειώνουν τά δάκρυα, οί στεναγμοί, οί δοκιμασίες, ή εύπείθεια, ή υποταγή, οί δεισιδαιμονίες καί οί παιδαριώδεις προ σευχές. Πέρα τά είδωλα καί οί δολοπλοκίες της επι στήμης. Κάτω οί διχτάτορες, οί δημαγοιγοί καί οί θορυβοποιοί. "Ας μήν καταριόμαστε τή ζωή, άς τή λατρεύουμε! 'Ολόκληρη ή χριστιανική παρένθεση υπήρξε μιά άρ νηση της ζωής, μιά άρνηση τοΰ Θεοΰ, μιά άρνηση τοΰ Πνεύματος. Ή ελευθερία δέν κατανοήθηκε ακόμα. 'Ε λευθερώστε τό πνεύμα, τήν καρδιά, τή σάρκα! 'Ελευ θερώστε τήν ψυχή γιά νά μπορεί νά βασιλέψει σέ ασφά λεια. Νά ό χειμώνας της ζοιής, «καί φοβάμαι τό χειμώνα γιατί είναι ή εποχή της άνεσης!». Δώστε μας Χριστούγεννα στή γη... δχι τό χριστιανισμό. «Δέν άνηκα ποτέ σ' αυτό τό λαό, δέν υπήρξα ποτέ χριστιανός... Ναί, κρατώ τά μάτια κλειστά στό δικό σας φως. ΕΙμ ' ίνα ζώο, ίνας νέγρος. 'Αλλά μπορώ νά σωθώ. Είστε ψεοτονέγροι, μανιακοί, άγριοι, φι λάργυροι...». Ό αληθινός νέγρος είμ' έγώ κι αυτό είν' ένα βιβλίο μαύρο. Τό έπαναλαμβάνοι, άς γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα στή γη... Τώρα, τώρα, μ' άκοΰτε; Τήν 70
78
τούρτα δέ θά τή βρείτε στους ουρανούς! «"Ω ναί...», φαίνεται ν ' αναστενάζει. «Κάποτε βλέπω στον ουρανό απέραντες ακρογιαλιές σκεπασμένες μέ άσπρα χαρούμενα Εθνη». Γιά μιά στιγμή, τίποτα δεν τόν χ (ορίζει άπ' τή βεβαιότητα τοϋ ονείρου του. Άντικρύζει τό μέλλον σάν τήν αναπόφευκτη πραγματοποίηση των βαθύτερων επιθυμιών τοϋ άνθρωπου. Τίποτα δέ μπορεί νά τό εμποδίσει, ούτε οι ψευτονέγροι πού βιάζουν τόν κόσμο στ' δνομα τοϋ νόμου καί της τάξης. 'Οδηγεί τ ' όνειρο του στό τέρμα. "Ολες οί τρομερές, απερίγραπτες αναμνήσεις διαλύονται. Καί μαζί μ' αυτές, όλες οί στε νοχώριες. "Ομο)ς θά βρει τή δικαίωση του πάνω στους καθυστερημένους, «τους φίλους τοϋ θανάτου». «'Ακόμα κι αν βυθιζόμουν μέσα στην έρημο, ακόμα κι αν ή ζωή μου γινόταν μιά έρημος, ακόμα κι αν έπρεπε νά μήν ξανακουστεί πιά τίποτα γιά μένα άπό δώ καί μπρος, νά είστε σίγουροι πώς τίποτα δέ θάμ' εμποδίσει νά κατέχω τήν αλήθεια μέσα σέ μιά ψοχή καί σ' ενα σώμα. Κάνατε δ,τι ήταν δυνατό γιά νά φτιασιδώσετε τήν αλήθεια• προ σπαθήσατε νά καταστρέψετε τή ψυχή μου- καί γιά νά ξεμπερδεύετε, θά παραδώσετε τό σώμα μου στον τροχό... ' Αλλά θά γνοιρίσω τήν αλήθεια, θά τή χαρώ γιά τόν εαυτό μου, μέσα σ ' αυτό τό σώμα καί μέσα σ ' αυτή τήν ψυχή...» Αυτά είναι τά τραχιά λόγια ενός ερευνητή, ενός «φίλου τοϋ Θεοϋ» ακόμα κι όταν αρνιόταν τ' όνομα του. «Καθώς κάθε λέξη είναι Ιδέα», γράφει ό Ρεμπώ, «ή εποχή μιας παγκόσμιας γλώσσας θά 'ρθεϊί... Αυτή ή γλώσσα θά είναι άπ' τήν ψυχή γιά τήν ψυχή, θά συνοψίζει τά πάντα, αρώματα, ήχους, χρώματα, άπ' τή σκέψη νά κρέμεται ή σκέψη καί νά τραβά μπροστά». Τό κλειδί αυτής της γλώσσας, εννοείται, είναι τό σύμβολο πού μόνο ό δη μιουργός κατέχει. Είναι τό αλφάβητο της ψυχής, προιτότυπο καί άφθαρτο. Χάρη σ ' αυτό, ό ποιητής, κύριος τής φαντασίας καί περιφρονημένος άρχοντας τοϋ κό-
80
σμου, μιλάει, έπικοινοινεΐ μέ τους ομοίους του. Καί γιά νά κατορθώσει αυτή ακριβώς τή σχέση, ό νεαρός Ρεμπώ παραδόθηκε ό ίδιος στην περιπέτεια. Μέ πόση επιτυχία, παρά τήν αίφνίδια καί μυστηριώδη παραίτηση του! Καί πέρα άπ' τόν τάφο, ζητάει τό διάλογο, μέ δλο καί πε ρισσότερη δύναμη δσο τά χρόνια περνοΰν. "Οσο πιό σκοτεινός φαίνεται, τόσο πιό φωτεινή γίνεται ή θεωρία του. Παράδοξο; Καθόλου. " Ο καιρός καί τά γεγονότα δέ φωτίζουν παρά μακροπρόθεσμα δ,τι είναι προφητικό. Μέ τήν ενόραση συλλαμβάνονται καθαρά, στό σύνολο τους, τό παρελθόν καί τό μέλλον ή επικοινωνία γίνεται ή τέχνη τής θεμελίωσης, αδιάφορο πάνο) σέ ποιο τεμαχισμό τοϋ χρόνου, μιά λογική καί αρμονική σχέση ανάμεσα στό παρελθόν καί τό μέλλον. "Ολα είναι (όφέλιμα μέ τόν δρο νά μεταβάλλονται σ ' αιώνια αξία: ή γλώσσα τής ψυχής. Μέσα σ ' αυτό τό βασίλειο, κανένας αναλφάβητος, άλλα οδτε καί γραμματισμένος. 'Αρκεί ν ' ανοίξει κανείς τήν καρδιά του, ν ' αποβάλει κάθε φιλολογική προκατάληψη, μ' άλλα λόγια νά ξεγυμνωθεί. Αυτό Ισοδυναμεί, φυσικά, μέ μιά μεταστροφή. Είναι £να ριζοσπαστικό μέτρο πού προϋποθέτει κατάσταση απελπισίας. 'Αλλά fiv δλες οί άλλες μέθοδοι άποτυχαίνουν, δπως είναι αναπόφευκτο, τότε γιατί δχι αυτή ή τελευταία λύση: ή μεταστροφή; Μόλις στίς πύλες τής κόλασης εμφανίζεται ή σωτηρία. Ό άνθρο)πος απέτυχε μ' δλες τίς Εννοιες. Χίλιες φορές χρειάστηκε νά ξανακάνει τά βήματα του, νά ξαναση κώσει τό βαρύ φορτίο, νά ξαναπιάσει τή δύσκολη κι απότομη ανάβαση προς τήν κορφή. Γιατί νά μή δεχτοϋμε τήν πρόκληση τοϋ Πνεύματος καί νά παραδοθοΰμε; Γιατί νά μήν υποταχτούμε γιά νά ξεκινήσουμε μιά καινούρ για ζωή; Ό Παλιός "Ανθρωπος περιμένει πάντα. "Αλλοι τό ονομάζουν μυσταγωγία, άλλοι 'Υπέρτατη Θυσί α... Αυτό πού οί μιμητές τοϋ Ρεμπώ, δπως καί οί συκο81
φάντες του, δέν κατορθώνουν νά καταλάβουν, είναι πώς εξυμνούσε Εναν άλλο τρόπο ζωής. Δέν προσπαθούσε νά Ιδρύσει μιά καινούργια λογοτεχνική σχολή γιά νά δια σκεδάσει τους μίζερους ακροβάτες των λέξεων υπο γράμμιζε τή συμφωνία τής ζωής καί τής τέχνης, γέμιζε τό χαντάκι καί γιάτρευε τή θανάσιμη πληγή. "Η θεία χάρη, νά ποιο είναι τό κλειδί τής γνώσης, λέει. Στην αρχή ακόμα τοϋ «Μιά εποχή στην κόλαση», έγραψε: «"Ετσι, τώρα τελευταία, πάνω πού ήμουν Ετοιμος νά τά τινάξω, σκέφτηκα ν ' αναζητήσω τό κλειδί τοϋ αρχαίου συμποσίου, μήπως ξαναβρώ τήν δρεξή μου. Τό κλειδί αυτό είναι ή χάρη». Καί προσθέτει: « Ή Εμπνευση αυτή είναι σημάδι πώς ονει ρεύτηκα!». 'Ονειρεύτηκε, βέβαια, τήν κόλαση μέσα σ ' αυτό τό βαθύ ΰπνο, πού γιά τόν ίδιο είναι ανεξερεύνητος. Αυτός πού είχε «οργανώσει δλες τις γιορτές, δλους τους θριάμβους, δλα τά δράματα», είναι υποχρεούμενος, στην Εκλειψη του, νά θάψει τή φαντασία. Αυτός πού είχε βαφτίσει τόν εαυτό του μάγο καί άγγελο, πού είχε απαλλαγεί άπό κάθε δεσμό, κάθε εξάρτηση, βρίσκεται τώρα οδηγημένος πίσω, αναγκασμένος νά δεχτεί, ν ' αρπάξει τή σκληρή πραγματικότητα. "Ενας χωρικός, νά τί θά θέλανε νά γίνει. 'Επαναφέροντας τον στή γή, είναι σάν νά τόν βγάζουν Εξιο άπ' τόν αγώνα. Ποια ψέματα είχε θρέψει λοιπόν μέ τά υπερβολικά του όνειρα; («Τέλος, θά ζητήσω συγγνώμην γιά νά τραφώ μέ ψέματα»). 'Αλλά ποιόν θά παρακαλέσει; "Οχι, βέβαια, τους βασανιστές του, οδτε τήν εποχή πού αποδοκίμασε, ούτε ακόμα αύτη τή γριά κατσίκα μάνα πού ήθελε νά τόν σφάξει. Ποιόν λοιπόν; "Ας τό ποΰμε: τους ομοίους του, αυτούς πού θά τόν διαδεχτούν καί θά συνεχίσουν τόν καλό αγώνα. Δέ ζητάει συχώρεση άπό μας, οϋτε ακόμα άπ' τό Θεό, άλλα άπ' τους ανθρώπους τοϋ μέλλοντος πού θά τόν υποδεχτούν μέ ανοιχτή αγκαλιά καθώς θά μπαίνουμε στίς περίλαμπρες πολιτείες. Πρόκειται γιά τους ανθρώπους 82
μιας «μακρινής φυλής» πού τιμάει καί πού άντιμετοίπίζει σάν τους αληθινούς του προγόνους. Μόνο ό χρόνος τους χωρίζει, όχι τό αίμα ή ή βιοθεωρία. Αυτοί οί άνθρωποι ξέρουν πώς νά τραγουδούν μέσα στίς δοκιμα σίες. Είναι οί άνθρωποι τοϋ πνεύματος, τίποτα μέσα στό παρελθόν δέν τους δένει μ' αυτόν (δέ θά μποροϋσε νά βρει οϋτε Εναν μέσα σ ' ολόκληρη τήν ιστορία τής Γαλλίας) —δν αυτό είναι τό πνεΰμα. Γεννήθηκε στό κενό καί επικοινωνεί μαζί τους διασχίζοντας τό κενό. Έμεϊς, οί άλλοι, άκοϋμε μονάχα τήν ήχώ. Θαυμάζουμε τους τόνους αυτής τής παράξενης φωνής. Δέν ξέρουμε τίποτα γιά τή χαρά καί τή βεβαιότητα πού Εθρεψαν αυτή τήν άπάνθρα>πη συνομιλία. Πόσο διαφορετικά είναι τά πνεύματα πού πότισε, αλλοίωσε, συνάρπασε! Τί ενώσεις δέχτηκαν άνθρω ποι τόσο διαφορετικοί σέ ιδιοσυγκρασία, ϋφος καί σκέ ψη, όπως ό Βαλερύ, ό Κλωντέλ ή ό 'Αντρέ Μπρετόν! Τί τό κοινό υπάρχει ανάμεσα σ ' αυτούς καί κεΐνον; Οϋτε ακόμα ή ιδιοφυΐα του, γιατί στά δεκαεννιά του χρόνια παραιτήθηκε άπ' αυτήν, γιά μυστηριώδεις λόγους. Κάθε πράξη παραίτησης δέν Εχει παρά Ενα σκοπό: τή μετά βαση σ ' Ενα άλλο επίπεδο. (Στην περίπτοιση τοϋ Ρεμπώ πρόκειται μάλλον γιά πτώση). Δέ μπορεί ό τραγουδιστής νά ζήσει τό τραγούδι του παρά δταν σταματήσει νά τραγουδά. Κι άν αυτό είναι μιά πρόκληση; Τότε ακο λουθούν βιαιότητες καί καταστροφές. 'Αλλά οί κατα στροφές, δπως τό είπε ό Ά μ ι έ λ , προκαλούν μιά βίαιη αποκατάσταση ισορροπίας. Καί ό Ρεμπώ, γεννημένος στον αστερισμό τοϋ Ζυγοΰ, διαλέγει τά άκρα μέ τό πά θος ενός ίσορροπιστή. Πρόκειται πάντα γιά κάποιο αόρατο ραβδί, κάποιο θαυματουργό άστρο πού μάς σημαδεύει καί τότε ή παλιά σοφία, ή αρχαία μαγεία καταστρέφονται. Θάνατος καί μεταμόρφωση, νά τό αιώνιο επιμύθιο. 'Ορισμένοι πη83
^ •
γαίνουν Ισα μπρος στό θάνατο πού διάλεξαν (εΧτε είναι αυτός τοΰ δφους, τοΰ σώματος, τής σοφίας ή τής ψυχής)• άλλοι τόν προσεγγίζουν πλάγια. "Αλλοι δυναμώνουν τό δράμα μέ τό νά εξαφανίζονται άπ' τήν επιφάνεια τής γής χωρίς ν ' αφήνουν μήνυμα ή ίχνη- άλλοι φτιάχνουν μέ τή ζο)ή τους ίνα θέαμα ακόμα πιό συναρπαστικό άπ' τή μαρτυρία πού είναι τό ίργο τους. Ό Ρεμπώ παρέτεινε οδυνηρά τό θάνατο του. Παρουσίασε ολόγυρα τά ερεί πια του μέ τέτοιο τρόπο, ώστε κανείς νά μή στερηθεί τή δυνατότητα νά γνοιρίσει τήν τέλεια ιδιορρυθμία τής φυγής του. Δέν έχει σημασία ποΰ, έξω άπ ' τόν κόσμο! Είναι σίγουρα ή κραυγή δσων ή ζωή δέν Ιχει πιά γι' αυτούς νόημα. ' Ο Ρεμπώ ανακάλυψε μικρό παιδί τί πραγματικά ήταν ό κόσμος• Ιφηβος, προσπάθησε νά τόν αφομοιώσει• δταν Ιγινε άντρας, υπέκυψε. Καταδικασμένος νά μή' μπορεί νά μπει στον κόσμο τής αγάπης, δλα του τά χαρίσματα γίνονταν ανώφελα. Μή Ιχοντας φτάσει στην πιό βαθιά κόλαση, σιγοψηνόταν στον προθάλαμο. Αυτή ή εποχή υπήρξε πολύ σύντομη, τό ξέρουμε, γιατί τό υπό λοιπο τής ζωής του Ιγινε Ινα Καθαρτήριο. Τοΰ Ιλειψε τό θάρρος γιά νά κολυμπήσει μέσα στίς αβύσσους; Τό αγνοούμε. Ξέρουμε μονάχα πώς εγκατέλειψε τους θη σαυρούς του σάν νά τόν συνέθλιβαν. 'Αλλά κανείς δέ μπορεί νά ξεφύγει άπ' αυτό τό αίσθημα ένοχης πού τόν βασάνιζε, οΰτε ακόμα εκείνοι πού Ιχουν γεννηθεί μέσα στό φως. Ή αποτυχία του φαίνεται φοβερή άν καί τόν οδήγησε ως τή νίκη. 'Αλλά δέν είναι ό Ρεμπώ πού θρι αμβεύει, είναι τό ανεξάντλητο πνεΰμα πού βρισκόταν μέσα του. "Οπως τό είπε ό Βικτώρ Ουγκώ: « Ό «άγγελος», είναι ή μόνη λέξη τής γλώσσας μας πού δέ μπορεί νά φθαρεί».
*
« Ή Δημιουργία αρχίζει μέ μιά θλιβερή απομά κρυνση άπ' τό Θεό κι άπ' τήν εμφάνιση μιδς ανεξάρ τητης θέλησης ώστε αυτή ή απομάκρυνση νά μπορέσει
νά ξεπεραστεί άπό Ιναν τύπο ενότητας ανώτερο άπό κεϊνον πού ή ενέργεια του (δφελοΰσε στην αρχή». Στά δεκαεννιά του χρόνια, στή μέση ακόμα τής ζωής του, ό Ρεμπώ παρέδωσε τό πνεΰμα. « Ή Μοΰσα του πέθανε στό πλευρό του, ανάμεσα στά σφαγμένα του ό νειρα», γράφει Ινας άπ' τους βιογράφους του. "Ομως, υπήρξε Ινα τέρας, πού, μέσα σέ τρία χρόνια, Ιδωσε τήν εντύπωση πώς εξάντλησε τήν τέχνη ολόκληρων γε νιών. «Σάν νά είχε παριλάβει ολόκληρες σταδιοδρο μίες μέσα του», είπε δ Ζάκ Ριβιέρ. Κι δ Μάθιου Τζόζεφσον προσθέτει: «Στην πραγματικότητα δλη ή λο γοτεχνία μετά τό Ρεμπώ προσπάθησε νά τόν εκφυλίσει». Γιατί; 'Επειδή, αποκρίνεται ό ίδιος συγγραφέας, «Ικανέ τήν ποίηση πολύ επικίνδυνη». Ό ίδιος δ Ρεμπώ, ομο λογεί γιά τόν εαυτό του, στην « Ε π ο χ ή » , πώς Ιγινε «μιά μυθική δπερα». "Οπερα ή δχι, παραμένει τουλάχιστον μυθικός. Αυτό πού εκπλήσσει είναι πώς καί οί δυό περίοδοι τής ζωής του είναι τό ίδιο μυθικές. Είναι ταυτόχρονα οραματιστής καί άνθρο)πος τής δράσης. Σάν νά ϊχουμε τή σύνθεση, σ ' Ινα πρόσωπο, τοΰ Σαίξπηρ καί τοΰ Βοναπάρτη. 'Αλλά νά τί λέει: «Είδα πώς δλα τά πλάσματα έχουν μιά ευτυχισμένη μοίρα: ή δράση δέν είναι ζωή, άλλα ίνας τρόπος νά δαπανήσουμε κάποια δύναμη, μιά αποδυνάμωση». Πεζός, διασχίζει τήν Ευρώπη μέ τεντοψένες τίς αισθήσεις, μπαρκάρει πολλές φορές γιά ξένα λιμάνια, ξαναγυρίζει πάντα στην πατρίδα, άρρωστος ή απένταρος• επιχειρεί Ινα σωρό ανόμοιες δουλειές, μαθαίνει περισσότερες άπό δώδεκα γλώσσες, καί, αντί νά κάνει τόν Ιμπορο των λέξεων, ρίχνεται στό εμπόριο τοΰ καφέ, τών άροιμάτων, τοΰ έλεφαντοστοΰ, των δερμάτων, τοΰ χρυσοΰ, τών δπλων καί τών σκλάβων. Περιπέτεια, εξερεύνηση, μελέτη• συναναστροφή μέ δλα τά είδη τών ανθρώπων, τών φυλών, τών εθνικοτήτων καί αδιάκοπα ή δουλειά, πάντα ή δουλειά πού μισεί. ' Α λ λ ά πάνω άπό 85
84
L
•r
καθετί ή πλήξη! Πάντα ή πλήξη. 'Αλλά τί δραστηριό τητα! Τί θησαυρός εμπειριών! Καί τί κενό! Τά γράμματα του στή μητέρα του συνθέτουν ίνα μακρύ θρήνο, δπου ανακατεύονται μομφές, άντεκκλήσεις, παράπονα, προσευ χές καί ίκεσίες. 'Αξιοθρήνητος καί καταραμένος! Γί νεται τελικά «ό μεγάλος άρρωστος». Τί σημαίνουν αλήθεια αυτή ή φυγή, αυτό τό ατέ λειωτο παράπονο, αυτές οί εκούσιες δοκιμασίες; "Οτι ή δράση δέν είναι ζοιή, πράγμα τόσο αληθινό! 'Αλλά τότε ποϋ βρίσκεται ή ζωή; Καί ποια είναι ή αληθινή πραγ ματικότητα; 'Οπωσδήποτε δχι εκείνη, ή απάνθρωπη, της δουλείας καί τής αλητείας, τής λύσσας γιά κατάκτηση. Στίς «Εκλάμψεις» πού γράφτηκαν σ ' Ενα θλιβερό Λονδίνο, είχε ομολογήσει: «Είμαι πραγματικά πέραν τοϋ τάφου, δχι εντολές». Αυτό πού είχε πει άλλοτε ό ποιητής, τώρα ό άνθρωπος Ερχεται νά τό γνωρίσει άπό κοντά. ' Ο μουσικός πού είχε βρει κατά κάποιο τρόπο τό κλειδί τοϋ Ερωτα, δπως λέει, Εχασε αυτό τό κλειδί. "Εχασε τό κλειδί καί ταυτόχρονα τό ίδιο τό μουσικό όργανο. "Εχοντας κλείσει δλες τίς πόρτες, ακόμα καί κείνη τής φιλίας, Εχοντας κάψει δλα του τά πλοία, δέ θά μπει ποτέ στό βασίλειο τής αγάπης. Δέν απομένουν παρά οί μεγάλες Ερημοι δπου βρίσκεται μέσα στή σκιά τό δέντρο τοϋ Καλοϋ καί τοΰ ΚακοΟ, γιά νά οδηγήσουμε έκεΐ, μάς λέει σέ μιά νοσταλγική φράση τοΰ «Πρωινού Μέθης», τόν πάναγνο Ερωτά μας. "Ηθελε ή σωτηρία νά έχει τό πρόσαιπο τής ελευθερίας, χωρίς νά λογαριάσει πώς δέν προέρχεται παρά άπ' τήν αποδέσμευση καί τήν καρτερία. «Κάθε άνθρωπος, είπε ό δάσκαλος του Μπωντλαίρ, πού δέ δέχεται τους δρους τής ζοιής του, πουλάει τή ψυχή του». Στό Ρεμπώ, ή δημιουργία καί ή εμπειρία ήταν πρακτικά ταυτόχρονες. Δέ χρειαζόταν παρά μιά ελάχιστη εμπειρία γιά ν ' αναβλύσει τό τραγούδι του. Στην εκθαμβωτι κή νιότη του, ήταν πολύ πιό κοντά στό μουσικό ή τό 86
μαθηματικό άπ' δ,τι στον άνθρωπο των γραμμάτοιν. Προικισμένος, άπό γεννησιμιοϋ του, μέ μιά πρωτοφανή μνήμη, κερδίζει τό Εργο του χωρίς τόν ίδρωτα τοΟ προσώπου του- υπάρχει, διάτρητη, περιμένοντας νά παρακινηθεί άπ' τήν πρώτη σύγκρουση μέ τή σκληρή πραγματικότητα. Ό πόνος είν' εκείνο πού πρέπει νά καλλιεργήσει, δχι ή δεξιοτεχνία τοΰ μαέστρου. "Οποις τώρα τό ξέρουμε, δέ χρειάστηκε νά περιμένει πολύ γ ι '
αυτό. Γεννημένος μέ ιδιότητες σπόρου, θά τίς διατηρήσει σ ' δλη του τή ζωή. "Ετσι εξηγείται αυτή ή νύχτα πού τόν περιβάλλει. 'Υπήρχε μέσα του φως, Ενα εκπληκτικό φώς, άλλα πού δέ μποροΰσε ν ' αναβλύσει χωρίς ν ' αφανιστεί ό Ιδιος. Ερχόταν πέρα άπ' τόν τάφο, άπό μιά φολήμακρινή, κομιστής ενός καινούργιου πνεύματος, μιας νέας συνεί δησης. Είχε γράψει: «Είναι λάθος νά λέμε: Σκέφτομαι, θά £πρεπε νά λέμε: Μέ σκέφτονται». Δέν είναι αυτός πού είπε πώς μεγαλοφυία «είναι ή στοργή καί τό μέλλον;». "Ο,τι Εγραψε γιά τό έγώ τής μεγαλοφυίας είναι διαφοπιστικό καί αποκαλυπτικό. Αυτό Ιδιαίτερα μοΰ φαίνεται πολύ χαραχτηριστικό: «Τό σώμα του! Ή ονειρεμένη απελευ θέρωση, ή χάρη πού συντρίβεται διασταυρωμένη μέ μιά καινούργια βία». Μή μέ κατηγορήσετε πώς πηγαίνο) πολύ μακριά στή μελέτη μου. Ό Ρεμπώ ήθελε νά πει αυτό πού Εγραφε «κυριολεχτικά καί μέ δλες τίς έννοιες», δπως τό έξηγοΰσε κάποια μέσα στή μητέρα του ή στην αδελφή του. Βέβαια, αναπολούσε τότε «Μιαν εποχή στην κόλαση». 'Ωστό σο... Συνέβαινε μ' αυτόν δ,τι καί μέ τόν Μπλέικ καί τόν Γιάκομπ Μπαϊμε: καθετί πού εξέφραζαν ήταν αληθινό, κυριολεχτικό, εμπνευσμένο. ' Η Φαντασία ήταν τό σπίτι τους• τά δνειρά τους πραγματικότητες-πραγματικότητες πού Εχουμε ακόμα ν ' άντιμετοιπίσουμε. «"Οταν διαβάζο) τόν εαυτό μου, λέει ό Μπαϊμε, διαβάζω τό βιβλίο τοΰ 87
Θεοΰ, καί σεις, αδέλφια μου, είστε τό αλφαβητάρι πού διαβάζω στον εαυτό μου, γιατί τό πνεϋμα μου καί ή θέ ληση μου σδς αποκαλύπτουν σέ μένα. Ά π ' τά βάθη τής καρδίας μου εϋχομαι νά μέ ανακαλύψετε κι έσεϊς μέ τόν Χδιο τρόπο». Αυτός ό λόγος εκφράζει τή σιοιπηλή προ σευχή πού δέν παύει ν ' ανεβαίνει άπ' τήν έρημο πού ό Ρεμπώ δημιούργησε γιά τόν εαυτό του. "Η «ευεργετική» αλαζονεία τής μεγαλοφυίας έγκειται στή θέληση της, πού πρέπει νά συντριβεί. Τό μυστικό τής απελευθέρωσης κρύβεται στην πρακτική τής φιλανθρωπίας. "Η φιλαν θρωπία είναι τό κλειδί, καί ό Ρεμπώ άρχισε νά ονειροπολεί δταν τό κατάλαβε- άλλα τό όνειρο ήταν μιά πραγματι κότητα πού φανερώθηκε πάλι πάνο) στην επιθανάτια κλίνη, δταν ή φιλανθροιπία πήρε τό πρόσ(οπο τής τρυ φερής αδελφής, πού τοΰ παραστεκόταν προς τήν έξο δο. Στή διάρκεια τής Νύχτας τής Κόλασης, όταν συνει δητοποιεί πώς είναι ό σκλάβος τής βάφτισης του, άναφίονεί: «Γονείς, είστε οί αίτιοι τής δυστυχίας μου, άλλα καί τής δικιάς σας». Μέσα στή μαύρη νύχτα τής ψυχής, δπου αναγορεύεται άρχοντας φαντασμαγορικά καί ισχυρίζεται πώς θά ξεσκεπάσει δλα τά μυστήρια, παραιτείται άπ' δ,τι θά μπορούσε νά τόν ενώσει μέ τήν εποχή ή μέ τή χώρα πού τόν είδαν νά γεννιέται. «Είμαι έτοιμος γιά τήν τελειό τητα», αποφαίνεται. Καί, κατά κάποιο τρόπο, πράγματι, ήταν έτοιμος. ' Η μύηση του είχε ωριμάσει, είχε επιζήσει των τρομερών βασανιστήpiojv έπειτα βυθίστηκε πάλι στή νύχτα τήν πρίν τή γέννηση του. Είχε ανακαλύψει πώς έπρεπε νά υπερπηδήσει τήν τέχνη μ ' ένα βήμα, είχε δρασκελίσει τό κατώφλι• καί τότε, άπό τρόμο, ή επειδή φοβόταν τήν τρέλα, τό 'βαλε στά πόδια. Οί ετοιμασίες του γιά μιά καινούργια ζωή ήταν ανεπαρκείς, ή κακής ποιότητας. Oi περισσότεροι άπ' τους μελετητές του αποκλίνουν σ ' αυτή τήν τελευταία εξήγηση. 'Επέμειναν 88
πολύ πάνω σ ' αυτή τή φράση: «... μακριά, απέραντη και ορθολογική αταξία δλων των αίσθήσεων». "Εσκυψαν επί μονα στην ακόλαστη νεότητα του, στή ζωή τοΰ «μποέμ». Ξεχνούν πώς ήταν μιά ζωή εντελώς ομαλή γιά ένα πρώιμα αναπτυγμένο παιδί, γεμάτο Ιδέες, πού είχε αποδράσει άπ' τό ανυπόφορο κλίμα ενός επαρχιακού περιβάλλοντος. Γιά τήν εξαιρετική φύση πού υπήρξε, θά ήταν αφύσικο νά μήν υποκύψει στά ισχυρά καλέσματα μιδς πολιτείας σάν τό Παρίσι. "Αν στάθηκε υπερβολικός στίς απολαύ σεις του, ήταν μονάχα γιά νά πετύχει ό εμβολιασμός τό θαΰμα. "Αλλωστε δέν έμεινε γιά πολύ στό Παρίσι ή τό Λονδίνο. Πάντοις δχι δσο θά χρειαζόταν γιά νά κατα στραφεί ή υγεία ενός γλεντζέ χωριάτικης καταγωγής. Γιά ένα απόλυτο επαναστάτη ήταν κατά βάθος μιά ευεργε τική εμπειρία. Ό δρόμος τ ' ουρανού περνά άπ' τήν κόλαση, έτσι δέν είναι; Γιά νά κερδίσει τή σωτηρία του, πρέπει νά μολυνθεί άπ' τήν αμαρτία. Πρέπει νά τά δοκιμάσει δλα, τά μεγάλα καί τά μικρά. Πρέπει ν ' αξίζει τό θάνατο του άπ' τίς ίδιες του τίς ορέξεις, νά μήν αρ νηθεί κανένα δηλητήριο, νά μήν απορρίψει καμιά εμπειρία, δσο εξευτελιστική ή βρώμικη κι άν είναι. Πρέπει νά φτάσει στό τέρμα τών δυνάμεων του, νά μάθει τί είδους σκλάβοι είμαστε, γιά δποια περιοχή κι fiv πρόκειται, γιά ν ' απολαύσει έτσι τήν άπελευθέρο)ση. Ή διεστραμμένη κι αρνητική θέληση πού οί γονείς μας μας κληροδότησαν, πρέπει νά υποταχτεί πρίν γίνει θετική καί φυτευτεί μέσα στην καρδιά τοΰ πνεύματος. Ό πατέρας (σ' δλες του τίς μεταμορφώσεις) πρέπει νά εκθρονιστεί γιά νά έρθει ή βασιλεία τοΰ γιου. Ό Πα τέρας είναι Κρόνος σ ' δλες τίς όψεις τής ύπαρξης του. Είναι ό αυστηρός αύθέντης, τό νεκρό γράμμα τοΰ νόμου, τό « Α π α γ ο ρ ε ύ ε τ α ι » . Προκαλοΰμε μιά κρίση, φουσκο)μένοι άπό ψεύτικη δύναμη καί άφρονη αλαζονεία. Μετά υποκύπτουμε, καί τό έγώ πού δέν είναι τό έγώ συνθη-
89
(£.
κολογεΐ. 'Αλλά ό Ρεμπώ δέν υπόκυψε. Δέν εκθρόνισε τόν Πατέρα, άλλα ταυτίστηκε μαζί του. Τό Επραξε τόσο μέ τήν αυταρχική του στάση, τή σχεδόν θεία, δσο καί μέ τίς υπερβολές του, τίς πλάνες του καί τήν απειθαρχία του. Ά λ λ α ξ ε στρατόπεδο, Εγινε ό ίδιος ό εχθρός πού μισούσε. Παραιτήθηκε, μεταμορφώθηκε σ ' Ενα τυχοδιώκτη θεό πού αναζήτα τό αληθινό του βασίλειο. « "Ενας άνθρωπος πού θέλει νά ευνουχιστεί είναι ασφαλώς κολασμένος, ΐτσι δέν είναι;». (Είναι ένα άπ' τά πολλά ερωτήματα πού Εβαζε δσο διαρκούσε ή αγωνία του). Είναι αυτό ακριβώς πού Εκανε. 'Ακρωτηριάστηκε μέ τό νά παραιτηθεί άπ' τό ρόλο πού γι* αυτόν είχε εκλεγεί. Είναι δυνατό νά α τρόφησε ποτέ στό Ρεμπώ τό αίσθημα ένοχης; Τί αγώνα Εκανε γιά τή δύναμη, τόν πλοΰτο καί τήν ασφάλεια στή «δραστήρια» περίοδο τής ζοιής του! Δέν είχε λοιπόν συνείδηση τοΰ θησαυρού πού διέθετε, τής δύναμης πού κατείχε, τής απόρθητης θέσης πού Επιανε μέ τό νά είναι άπλα ποιητής; (Θά μοϋ άρεσε νά μπορώ νά πώ πώς αποκαλύφτηκε τό ίδιο ποιητής τής δράσης, άλλα οί πράξεις πού οριοθετούν τή δεύτερη περίοδο τής ζωής του δέ γνώρισαν ποτέ αυτές τίς προεκτάσεις πού άπ' αυτές (δφελεΐται ό άνθρωπος τής δράσης). "Οχι, είναι φορές πού τυφλώνεται κανένας ανεξήγητα• αυτό συνέβη καί μέ τό Ρεμπώ. Τοΰ Ετυχε μιά κακή μοίρα. "Οχι μονάχα Εχασε τήν αίσθηση τοΰ προσανατολισμοΰ, άλλα καί κείνη τής αφής. "Ολα πηγαίνουν ανάποδα. 'Αλλάζει ταυτότητα τόσο καλά πού δέ θά μπορούσε ν ' άναγνοιρίσει τόν Εαυτό του δν διασταυρώνονταν στό δρόμο. Είναι ϊσίος τό τελευταίο μέσο νά δώσουμε άλλη διέξοδο στην τρέλα παρά νά γίνουμε Ισορροπημένοι σέ σημείο νά μή ξέρουμε πιά ότι είμαστε τρελοί. Ό Ρεμπώ δέν αποσυνδέθηκε ποτέ άπ' τήν πραγματικότητα• αντίθετα, αρπαζόταν άπ' αυτή σάν δαίμονας. Αυτό πού εγκατέλειψε είναι ή αληθινή πραγματικότητα τής ύπαρξης του. Δέν πρέπει νά μας 90
Α
εκπλήσσει τό δτι Επληττε θανάσιμα. Δέ μπορούσε νά ζήσει μέ τόν εαυτό του, γιατί είχε υποθηκεύσει τό έγώ του. 'Αναλογιζόμαστε τά παρακάτο) λόγια τοΰ Λοπρεαμόν: «Συνεχίζοι νά ζώ, δποις ό βασάλτης! Στό μέσον δπως στην αρχή τής ζωής, οί άγγελοι μοιάζουν μεταξύ τους: έδώ καί πόσο καιρό δέ μοιάζω πιά στον εαυτό μου;». 'Υποπτευόμαστε πώς στην Άβησσυνία προσπάθησε επίσης ν ' ακρωτηριάσει τή μνήμη του. 'Αλλά, προς τό τέλος, δταν Εγινε ό «μεγάλος άρρωστος», καθώς κάτω άπ' τους ήχους ενός «κουτιοΰ μουσικής» δενόταν πάλι μέ τά πνιγμένα του όνειρα, οί αλλοτινές αναμνήσεις ανάβλυ σαν. Τί δυστύχημα νά μήν Εχουν καταγραφεί τά παράξενα λόγια πού τοΰ ξέφευγαν στό κρεβάτι τοΰ νοσοκομείου, δταν, μέ τήν κνήμη κομμένη, Ενα τρομερό πρήξιμο α πλωνόταν στό ανάπηρο μέλος καί αύξαιναν μέσα στό σώμα του τά ύπουλα σπέρματα τοΰ καρκίνου δπ(ος κλέφτες στή λεία τους. "Ονειρα καί παραισθήσεις άνταγοινίζονταν μέσα σέ μιαν ατέλειωτη φούγκα, μέ μοναδικό μάρτυρα τήν ευσεβή αδελφή πού προσευχόταν γιά τήν ψυχή τοΰ αδελφού της. Τώρα τά δνειρα πού είχε κάνει καί κείνα πού είχε ζήσει μπερδεύονται• τό πνεΰμα, λυτρα>μένο άπ' τά δεσμά του, ξαναρχίζει τό τραγούδι του. Ή αδελφή του προσπάθησε νά μας δώσει Εναν απόηχο αυτών των χαμένων μελίοδιών. ' Υπογραμμίζει, άν θυμάμαι καλά, τό ουράνιο χρώμα τους. Δέ μποροΰν νά συγκριθοΰν, μδς βεβαιώνει, ούτε μέ τά ποιήματα οϋτε μέ τίς «Εκλάμψεις». Περιείχαν δ,τι καί τά ποιήματα καί οί «' Εκλάμψεις», άλλα μαζί καί κείνο τό στοιχείο πού ό Μπετόβεν μας Εδωσε μέ τά τελευταία του κουαρτέτα. Δέν είχε χάσει τήν αυτοκυριαρχία του• στίς πύλες τοΰ θανάτου ήταν τόσο ιδιοφυής δσο καί στά νιάτα του. Τώρα πιά δέν είναι τραχιές καί παράταιρες, δν καί εμπνευ σμένες, φράσεις πού διασταυρώνονται, άλλα ή Εκφραση ουσιαστικών πραγμάταιν πού είχε συναποκομίσει ένώ 9!
άγοινιζόταν ενάντια στον πιό σκληροτράχηλο άπ' τους δαίμονες: τή Ζωή. Ή εμπειρία καί ή φαντασία ενώ νονται τώρα γιά νά υμνήσουν τή χαρισματική πράξη κι δχι γιά νά εξαπολύσουν κοροϊδίες καί κατάρες. Δέν είναι πιά το τραγούδι του οΰτε ή κυριαρχία του. Με τό νά ϊχει ξεφύγει άπ' τόν προορισμό του τό έγώ, τό τραγούδι καί τό δργανο δέν αποτελούν πιά παρά ένα πράγμα. Είναι ή προσφορά πού καταθέτει στό βωμό της εκθρονισμένης του αλαζονείας. Είναι ή αποκατάσταση. Ή δημιουργία δέν είναι πιά οϊηση, πρόκληση ή ματαιοδοξία, άλλα πράξη δραματική. Μπορεί νά κρατήσει τό ρόλο του, τώρα, στό νεκροκρέβατό του, δπως μπορεί νά προσευχη θεί, γιατί έπαψε νά υποφέρει. "Ισως, αυτές τίς τελευ ταίες στιγμές, κατανοεί τό πραγματικό αντικείμενο τοϋ ανθρώπινου μόχθου, πού δέν είναι παρά δουλεία δταν αφοσιώνεται σέ κρυφούς καί έγοηστικούς σκοπούς, άλλα πού γίνεται χαρά δταν μπαίνει στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Δέν υπάρχει χαρά πού νά συγκρίνεται μέ κείνη τοΰ δημιουργού, γιατί ή δημιουργία δέν έχει άλλο σκοπό παρά νά δημιουργεί. « "Ας ευαισθητοποιήσουμε τά δάχτυλα μας, δηλαδή δλα τά σημεία επαφής μας μέ τόν εξωτερικό κόσμο», είπε κάποτε. Μέ τόν ίδιο τρόπο μπορούμε νά πούμε πώς ό Θεός ευαισθητοποιεί τά δάχτυλα του, δταν επιτρέπει στον δνθροιπο νά προσχωρήσει στό σχέδιο της δημιουργίας. Τό δημιουργικό ρίγος διαπερνά άπ' τή μιά άκρη στην άλλη κάθε δημιουργική ενέργεια. "Ολες οί μορφές, δλα τά είδη ζωντανών πλασμάτοιν, άπ' τους αγγέλους ώς τά σκουλήκια, τείνουν αδιάκοπα στην έπικοινοινία μ' αυτούς πού είναι ψηλότερα ή χαμηλότερα τους. Δέν υπάρχει χαμένη προσπάθεια, οΰτε μουσική πού νά μήν ακούγεται. Μόνο πού κάθε κακομεταχείριση της δύναμης δέν τραυματίζει μονάχα τό Θεό, άλλα φέρνει εμπόδια στην ίδια τή Δημιουργία καί αλλάζει τό νόημα
τών Χριστουγέννοιν πάνοι στή γή. «Κανένας πόθος τήν καρδιά μου δέν ανάβει: "Εχει γιά πάντα τή ζωή μου αναλάβει. Κάθε φορά τή χαιρετώ Π' ακούω τό κοκόρι τό γαλατικό». 'Αλλάζω εκούσια τή σειρά τών στροφών, παρακινη μένος άπ' τό ίδιο πνεύμα πού μέ είχε κάνει νά μεταφράσο) κάποτε, κατά λάθος, τό Αυτός σάν θεός. 'Αδυ νατώ νά πάψω νά πιστεύω πώς ή μοιραία διαφθορά τής ευτυχίας πού γ ι ' αυτή μιλά ό Ρεμπώ σημαίνει τή χαρά νά βρίσκεις τό Θεό. Τότε, «κάθε φορά τή χαιρετώ...». Άναροπιέμαι πού νά οφείλεται ή λατρεία πού τρέφω γιά τό Ρεμπώ, αποκλείοντας δλους τους άλλους συγγρα φείς. Δέν είμαι Ενας παθιασμένος οπαδός τής εφηβείας, οΰτε υποκρίνομαι πώς πιστεύω δτι είναι ένας τόσο με γάλος συγγραφέας δσο κάποιοι άλλοι πού θά μπορούσα νά όνομάσοι. 'Αλλά υπάρχει κάτι σ ' αυτόν πού μ' αγγίζει μέ τρόπο πού δέν τό μπορεί τό έργο κανενός άλλου. Καί τόν πλησιάζο) μέσα άπ' τήν πυκνή ομίχλη μιας γλώσσας πού δέ φανταζόμουν ποτέ δτι θά κατακτήσοι! Ναί, δέν είναι παρά προσπαθώντας νά τόν μεταφράσω, τρελός καθώς ήμουν, πού άρχισα νά συλλαμβάνω τή δύναμη καί τήν ομορφιά τοΰ λόγου του. Άντικρύζω τόν εαυτό μου στό Ρεμπώ, δπως σ ' ένα καθρέφτη. Τίποτα άπ' δ,τι λέει δέ μοΰ είναι ξένο, δσο ακαταλόγιστο, παράλογο ή σκο τεινό κι δν είναι. "Αν θέλουμε νά καταλάβουμε, δέν έχουμε παρά ν ' άφεθοΰμε, καί θυμάμαι πολύ καλά πόσο είχα εγκαταλειφτεί τήν πρώτη φορά πού έσυρα τά μάτια μου στό έργο του. 'Εκείνη τή μέρα (καί νά πού έχουν περάσει άπό τότε περισσότερα άπό δέκα χρόνια), μοΰ έφτασαν μερικές γραμμές γιά ν ' άποθέσο) τρέμοντας σάν φύλλο τό βιβλίο. Είχα τότε, δποις έχο) καί σήμερα, τό αίσθημα πώς είπε τά πάντα γιά τήν εποχή μας. 'Ηταν σάν 93
νά είχε υψώσει μιά σκηνή πάνο) στό κενό. Είναι ό μόνος συγγραφέας πού διάβασα καί ξαναδιάβασα, μέ τήν ίδια χαρά, τήν ϊδια συγκίνηση, πηγαίνοντας πάντα άπό ανακάλυψη σέ ανακάλυψη, πάντα άναστατοιμένος άπ' τήν αγνότητα του. Τό μόνο πού θά κατορθώσοι ποτέ είναι μιά απόπειρα νά τόν προσεγγίσω, νά δώσω δσο μοϋ είναι δυνατό μιαν είκόνα του. Είναι ό μόνος• συγγραφέας πού ζηλεύοι τήν ιδιοφυΐα του• όλοι οί άλλοι, δποια κι αν είναι ή μεγαλοσύνη τους, δέ μέ κάνουν ποτέ νά ζηλεύίο. Είναι πού μπόρεσε νά ολοκληρώσει τό Εργο του στά δεκαεννιά του χρόνια. "Αν τόν είχα διαβάσει στά νιάτα μου, άναροπιέμαι δν θά είχα γράψει ποτέ έστω καί μιά γραμμή. Τι ευτυχία μερικές φορές νά είναι κανείς άμαθης! Πρίν συναντήσω τό Ρεμπώ, δέν ορκιζόμουν παρά σ τ ' δνομα τοΰ Ντοστογιέφσκι. Αυτό ισχύει καί τώρα, κατά κάποιο τρόπο, δπως δλλ(οστε θά συνεχίσω ν ' αγαπώ περισσότερο τό Βούδα άπ' τό Χριστό. ' Ο Ντοστογιέφσκι βυθίστηκε ο*>ς τά Εγκατα, Εμεινε έκεΐ Εναν ατέλειωτο χρόνο καί βγήκε άπό μέσα τους πλήρης δνθραιπος. Γι* αυτό καί τόν προτιμώ. Κι δν δέν πρέπει νά ζήσω παρά μιά μόνη φορά πάνω σ ' αυτή τή γή, τότε προτιμώ νά ξέρω πώς είναι ταυτόχρονα δλα μαζί, ή Κόλαση, τό Καθαρτή ριο καί ό Παράδεισος. ' Ο Ρεμπώ απόχτησε τήν εμπειρία ενός Παραδείσου, άλλα μέ τρόπο πρόωρο. "Ομίος, χάρη σ ' αυτή, κατόρθωσε νά μας δώσει Ενα πιό συναρπαστικό πίνακα της Κόλασης. "Η ζωή του ώς άνθρωπου, δν καί δέν δγγιξε ποτέ τήν (δριμότητα, υπήρξε Ενα Καθαρτήριο. 'Αλλά είναι ή μοίρα τών περισσότεροι καλλιτεχνών. Αυτό πού μέ τραβά τόσο στό Ρεμπώ, είναι τό δραμά του ενός Παραδείσου πού Εχει έπανευρεθεΐ, ενός καταχτη μένου Παραδείσου. ' Αναμφίβολα, αυτό δέν έχει τίποτα τό κοινό μέ τή μαγική λαμπρότητα τοΰ λόγου του πού μοϋ φαίνεται ασύγκριτη. Αυτό πού μέ συγκλονίζει, είναι ή ζωή του, τόσο αντίθετη μέ τό δραμά του. Κάθε φορά πού 94
διαβάζο) τή διήγηση της, διαπιστώνο) πώς έγώ επίσης απέτυχα, πώς άποτυχαίνουμε όλον καί ξαναγυρίζω προς τό λόγο του πού, αυτός, δέν άποτυχαίνει ποτέ. Τότε γιατί τοΰ εκφράζουμε τώρα μιά λατρεία, μεγαλύτερη άπ' δ,τι σέ κάθε άλλο συγγραφέα; Γιατί ή αποτυχία του μας διαπαιδαγοιγεΐ τόσο ουσιαστικά; Μή πως γιατί δέ συμβιβάστηκε ώς τήν τελευταία στιγμή; Τό έξομολογοΰμαι, αγαπώ δλους αυτούς πού χαραχτηρίζουμε επαναστάτες καί αποτυχημένους. Τους αγαπώ γιά τόν ψηλό βαθμό ανθρωπισμού τους. 'Ανθρώπινοι, πολύ ανθρώπινοι. Ξέρουμε πώς ακόμα κι ό Θεός τους άγαπα περισσότερο άπ' δ,τι δλους τους άλλους. Γιατί; Γιατί υφίστανται τή δοκιμασία τοΰ πνεύματος; 'Επειδή θυ σιάζονται; Πόση χαρά στον ουρανό γιά τήν επιστροφή τοΰ άσωτου υίοΰ! Είναι μιά εφεύρεση τοΰ άνθρωπου ή τοΰ Θεοϋ; Πιστεύω πώς σ ' αυτό τό σημείο Θεός καί άνθρωπος βλέπουν τό ίδιο. ' Ο δνθροιπος υψώνει τό κεφάλι, ό Θεός σκύβει• μερικές φορές τά δάχτυλα τους εφάπτονται. "Οταν αναρωτιέμαι ποιους προτιμώ ανάμεσα σ ' αυτούς πού αντιστέκονται καί σέ κείνους πού ενδίδουν, ξέρω πώς δέν είναι παρά τό ίδιο πράγμα. "Ενα πράγμα είναι σίγουρο, πώς ό Θεός δέ θέλει νά παρουσιαστοΰμε μπροστά του μ' δλη μας τήν αγνότητα. Μας χρειάζεται νά γνοιρίσουμε τήν αμαρτία καί τό κακό, νά εγκαταλεί ψουμε τό δρόμο τοΰ καλοΰ, νά χαθοΰμε, γιά νά φτάσουμε μέσα άπ' αυτά στην πρόκληση καί τήν απελπισία- πρέπει ν ' άντισταθοΰμε τόσο δσο Εχουμε τή δύναμη γ ι ' αυτό, (δστε ή παράδοση νά είναι πλήρης. Είναι προνόμιο μας, σάν ελεύθερα πνεύματα, νά διαλέξουμε τό Θεό, μέ τά μεγάλα μάτια ανοιχτά, τήν καρδιά νά ξεχειλίζει, μέ μιά επιθυμία πού κυριαρχεί δλες τίς επιθυμίες. "Ο αγνός! Ό Θεός δέν Εχει τήν ανάγκη του. Είναι κείνος πού «παίζει στον Παράδεισο γιά τήν αιωνιότητα». Νά γίνεται κανείς πιό συνειδητός, πιό βαρύς άπό γνώση, δλο καί πιό
95
καταπονημένος άπό αμαρτίες, αυτό είναι τό προνόμιο τοΰ άνθρωπου. Κανείς δέν εξαιρείται άπ' την ένοχη: σ ' όποιο επίπεδο νά φτάσει κανείς, καινούργιες ευθύνες μας προσβάλλουν, καινούργια σφάλματα μας προκαλούν. Καταστρέφοντας την αγνότητα τοΰ άνθρωπου, ό Θεός τόν μετέβαλε σ ' Ενα ενδεχόμενο σύμμαχο. Χάρη στη λογική καί τή θέληση, τοΰ Εδωσε τη δύναμη νά διαλέξει. Μέσα στή φρόνηση του, είναι πάντα τό Θεό πού διαλέγει ό άνθροιπος. Μίλησα παραπάνω γιά τήν προετοιμασία τοΰ Ρεμπώ γιά μιά καινούργια ζωή. Έννοοΰσα βέβαια τή ζο)ή τοΰ πνεύματος. Θά ήθελα νά προσθέσω ακόμα πώς αυτή ή προετοιμασία δέν υπήρξε μονάχα ανεπαρκής καί κακής ποιότητας, άλλα καί πώς ό Ρεμπώ ήταν τό θύμα μιας πολύ λαθεμένης αντίληψης της ίδιας της φύσης τοΰ ρόλου του. "Αν είχε γνο^ρίσει Ενα διαφορετικό πνευμα τικό κλίμα, ή ζωή του θά μπορούσε νά προσανατολιστεί σέ κάποιο άλλο πεπρωμένο. "Αν είχε συναντήσει Ενα δάσκαλο, μπορεί νά μήν είχε αφιερωθεί στό μαρτύριο. Τ Ηταν Ετοιμος γιά όποια άλλη περιπέτεια άπό κείνη πού τελικά απόχτησε τήν εμπειρία της. Καί, άπό τήν άλλη, δέν ήταν Ετοιμος, γιατί, καθώς λένε, όταν ό μαθητής είναι Ετοιμος ό δάσκαλος υπάρχει πάντα. Τό πρόβλημα είναι πώς δέν ήθελε νά δεχτεί «οΰτε δάσκαλο οΰτε Θεό». Είχε τρομερή ανάγκη βοήθειας, άλλα ή αλαζονεία του ήταν άπροσμέτρητη. 'Αντί νά εξευτελίσει τόν εαυτό του, νά υποχωρήσει, προτίμησε νά τόν περάσει σ τ ' άχρηστα. Τό δτι δέ μπόρεσε νά παραμείνει ακέραιος παρά όταν παραιτήθηκε άπ' τήν κλήση του είναι προς τιμή τής αγνότητας του, άλλα μαρτυρά επίσης ενάντια στην εποχή του. Συλλογίζομαι τόν Μπαϊμε, πού ήταν μπαλωματής, πού στερούνταν γλώσσας, άλλα πού φαντάστηκε τόν Εαυτό του ίκανό καί, όσο κι άν αυτό φαίνεται περίεργο στους μή μυημένους, χρησιμοποίησε αυτό τό στοιχείο
96
τ
γιά ν ' απευθύνει τό μήνυμα του στον κόσμο. Μπορούμε, φυσικά, νά ποΰμε πώς μέ τό νά σωπάσει ξαφνικά ό Ρεμπώ, κατόρθωσε ν ' ακουστεί ευκρινέστερα - άλλα δέν ήταν αυτή ή πρόθεση του. Περιφρονούσε τόν κόσμο πού ήθελε νά τόν επευφημεί καί αρνιόταν πώς τό Εργο του μποροΰσε νά Εχει κάποια αξία. 'Αλλά αυτό σημαίνει μονάχα πώς ήθελε ν* αναγνωρίζεται γιά τήν ονομαστική του αξία! "Αν θέλει κανείς νά εμβαθύνει περισσότερο σ ' αυτή τήν πράξη παραίτησης, μπορεί νά τή συγκρίνει μέ κείνη τοΰ Χριστού καί νά πει πώς διάλεξε τή θυσία γιά νά τοΰ προσπορίσει μιά άφθαρτη σημασία. 'Αλλά ή εκλογή τοΰ Ρεμπώ υπήρξε άσύνειδη. Οί ίδιοι εκείνοι πού είχαν ανάγκη άπ' αυτόν, καί πού περιφρονούσε, Εδιναν μιά Εννοια στό Εργο του καί τή ζωή του. Ό Ρεμπώ, πολύ άπλα, παραιτήθηκε. Δέν ήταν διατεθειμένος ν ' αναλάβει τήν ευθύνη των λόγων του, γιατί ήξερε καλά πώς δέ μποροΰσε νά λογαριάζεται γιά τήν ονομαστική του αξία. Δέν είναι παράξενο πού ό 19ος αίώνας είναι εικο νογραφημένος άπό δαιμονιακές μορφές; Προσέξτε μο νάχα τους Μπλέικ, Νερβάλ, Κίρκεγκαρντ, Λωτρεαμόν, Στρίντμπεργκ, Νίτσε, Ντοστογιέφσκι, όλοι τους πρόσωπα τραγικά' τραγικά μέσα σέ μιά καινούργια Εννοια. "Ολοι βασανίζονται άπ' τό πρόβλημα τής ψυχής, τό μαρασμό τής συνείδησης καί τή δημιουργία καινούργκον ηθικών άξιων. Στό κέντρο αυτής τής ρόδας πού διαχύνει τό φώς της μέσα στό κενό, ό Μπλέικ καί ό Νίτσε βασιλεύουν σάν εκτυφλωτικά δίδυμα άστρα- τό μήνυμα τους είναι ακόμα σήμερα τόσο νέο πού τους πιστεύουμε παράφρονες. Ό Νίτσε ανακατανέμει τίς υπάρχουσες αξίες- ό Μπλέικ συνθέτει μιά καινούργια κοσμογονία. Ό Ρεμπώ τους πλησιάζει άπό πολλές πλευρές. 'Εμφανίζεται σάν Ενα καινούργιο αστέρι, αγγίζει μιά λάμψη τρομαχτική, μετά βυθίζεται μέσα στό χώμα. («Καί έζησα, σπίθα χρυσή τοΰ φυσικού φωτός»). Μέσα στό σκοτάδι τής μήτρας, πού
97
αναζητεί μέ τόση αγριότητα όση τό φως τ ' ούρανοϋ, μεταβάλλεται σέ ράδιο. Γίνεται ένα σώμα πού είναι επικίνδυνο νά τό χειριστείς• Ενα φώς πού εκμηδενίζει δταν δέν ομορφαίνει ή δέ φορτίζει. "Αστρο, πού Εγερνε πολύ κοντά στή γήινη κόγχη καί πού καθώς δέν Εμενε ευχαριστημένο ρίχνοντας τή λάμψη του πέρα άπ' τή γή, γοητεύτηκε αναπόφευκτα άπ' τήν ανταύγεια τήςίδιας του τής εικόνας μέσα στό νεκρό καθρέφτη τής ζωής. "Ηθελε νά μεταμορφώσει τό φώς του σέ μιαν άκτινοβόλα δύναμη• μονάχα μιά πτώση μπορούσε νά τοΰ τό επιτρέψει. Αυτή ή ψευδαίσθηση, πού οί 'Ανατολίτες ονομάζουν περισσό τερο άγνοια παρά λάθος, υπογραμμίζει τή σύγχυση ανάμεσα στίς περιοχές τής ζωής καί τής τέχνης πού είχε καταλάβει τους ανθρώπους τοΰ 19ου αιώνα. "Ολα τά μεγάλα πνεύματα των σύγχρονων καιρών άγίονίστηκαν γιά ν ' άπομαγνητιστοΰν. "Ολα κεραυνοβολήθηκαν άπ' τό Δία. "Εμοιαζαν μέ εφευρέτες πού, άφοΰ ανακάλυψαν τόν ηλεκτρισμό, δέν ήξεραν μέ ποιο τρόπο νά τόν απομονώσουν. Συμπορεύονταν μέ μιά καινούργια δύναμη πού άνοιγε δρόμο, άλλα οί εμπειρίες τους υπήρξαν κα ταστροφικές. "Ολοι αυτοί οί άνθρωποι, πού ένας άπ' αυτούς ήταν καί ό Ρεμπώ, ήταν εφευρέτες, νομοθέτες, πολεμιστές,, προφήτες. Συχνά ήταν ποιητές. ' Η αφθονία των ταλένταιν τους, συνδυασμένη μέ τό γεγονός πώς ή εποχή δέν ήταν ώριμη νά τους δεχτεί, δημιούργησε Ενα κλίμα ήττας καί στέρησης. Κατά βάθος, ήταν σφετεριστές, καί ή μοίρα πού τους έπιφυλάχτηκε μας θυμίζει τά βάσανα των αν θρώπων στίς αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Καταδιώ κονταν καί βασανίζονταν άπ' τίς Μαινάδες (πού έμεΐς σήμερα ονομάζουμε τρέλα). Τέτοιο είναι τό τίμημα πού πληρώνει ό άνθρίοπος πού προσπαθεί νά υψώσει τό μαγικό επίπεδο των θεών του καί νά ζήσει σύμφοινα μέ τόν καινούργιο νόμο πρίν νά Εχουν οί καινούργιοι θεοί
98
εξασφαλίσει τή θέση τους. Αυτές οί θεότητες είναι πάντα, φυσικά, ή προβολή τής εσωτερικής δύναμης τοΰ άνθρω που στην πιό ψηλή του βαθμίδα Εξαρσης. Προσοιποποιοΰν τό μαγικό στοιχείο τής δημιουργίας• θαμπώνουν καί μεθοΰν, γιατί ή γέννηση τους σκίζει τά σκοτάδια. "Ο Μπωντλαίρ τό εξέφρασε Ετσι άπό τό βάθος τής πικρής του εμπειρίας: «Πραγματικά απαγορεύεται στον άνθρωπο, μέ τήν ποινή τής πτώσης καί τοΰ πνευματικοΰ θανάτου, νά μετακινήσει τους προπαρχικούς όρους τής ϋπαρξής του καί νά σπάσει τήν ισορροπία τών δυνάμεων του μέ τά κέντρα δπου είναι προορισμένες νά κινοΰνται, νά διατα ράξει τή μοίρα του γιά νά τήν υποκαταστήσει μ' Ενα καινούργιο είδος». Γενικά, ό οραματιστής θά Επρεπε νά περιορίζεται στην ονειροπόληση, σίγουρος πώς ή «φαντασία δημιουρ γεί ουσία». Τέτοια είναι ή λειτουργία τοΰ ποιητή, ή πιό ψηλή γιατί τόν οδηγεί στό άγνοιστο, ώς τά σύνορα τής δημιουργίας. Οί πρωτεργάτες δέ συγκινοΰνται άπ' τή γοητεία τής δημιουργίας• κινοΰνταν μέσα στό καθαρό καί λευκό φώς τής ύπαρξης. Δέν αντιμετωπίζουν πρόβλημα νά γίνουν συγχοινεύτηκαν μέ τήν καρδιά τής δημιουρ γίας, σάν πλήρεις άνθρωποι, φοιτισμένοι άπ' τή ςχοτιά τής θείας ουσίας. Μεταμορφώθηκαν, σέ σημείο πού νά μήν Εχουν πιά παρά ν ' αφήσουν ν ' άχτινοβολεϊ ή θεό τητα τους. Οί εκλεκτοί, πού είναι μυημένοι, ανήκουν παντού στον εαυτό τους. Γνωρίζουν τή σημασία τής κόλασης, άλλα δέν τήν τοποθετοΰν πουθενά, ούτε ακόμα στή γήινη σφαίρα. Παρίστανται στή συνέλευση τών θεών. 'Απο λαμβάνουν αυτή τή διαφορά ανάμεσα στίς δυό μορφές ύπαρξης. 'Αλλά τά ελεύθερα πνεύματα, πού γεννημένα Εξω άπ' τό χρόνο καί τό ρυθμό δοκιμάζουν βάσανα, δέν μπορούν ν ' αναγνωρίσουν, μέσα στην παροδική τους κατάσταση, παρά τήν ίδια τήν κόλαση. Ό Ρεμπώ ήταν 99
Ινα τέτοιο πνεύμα. Ή φοβερή πλήξη πού άπ' αυτή υπέ φερε, ήταν ή αντανάκλαση τοΰ κενοΰ πού μέσα του ζοΰσε (τό είχε ή δχι δημιουργήσει δέν έχει σημασία). Μ ' αυτή τήν έννοια, Ινα πράγμα φαίνεται σαφές: ή δύναμη του δέν τοΰ χρησίμευε σέ τίποτα. 'Αναμφίβολα, δέν είναι παρά Ινα κομμάτι τής αλήθειας, άλλα είναι αυτή ή μορφή αλήθειας πού ταιριάζει στον καλλιεργημένο άνθρωπο. Είναι ή ίστορική αλήθεια, μπορεί κανείς νά πεΐ. "Ετσι ή Ιστορία τείνει ολοένα περισσότερο νά συγχέεται μέ τό πεπρωμένο τοΰ άνθρωπου,. Ά π ό καιρό σέ καιρό, άπό τό βαθύ καί μυστικό ποτάμι τής ζωής αναδύονται μεγάλα πνεύματα ανθρώπινης εμβέλειας• σάν σηματοδότες μέσα στή νύχτα, αναγγέλ λουν πώς ό κίνδυνος πλησιάζει. 'Αλλά ή κλήση τους είναι μάταιη γ ι ' αυτέςτίς «εγκαταλειμμένεςάλλάφλεγόμενες ατμομηχανές» (τά πλανημένα πνεύματα τής εποχής) «πού παίρνουν κάποτε τίς σιδηρογραμμές... Ή καλλιέργεια των ψυχών τους, λέγει ό Ρεμπώ, ξεκίνησε άπ' τ' ατυχήματα». Είναι αυτή ή ατμόσφαιρα τών ατυχημάτων καί τών κατα στροφών πού διαποτίζει τό ιστορικό σχέδιο τής ερμη νείας. Οί δαιμονιακές μορφές, οί στοιχεκομένες γιατί πλημμυρίζουν άπό Ινα πάθος πού τίς κατακλύζει, είναι οί φρουροί πού αναδύονται άπ' τό μηδέν στίς πιό σκοτεινές πος χάνει κάθε επαφή μέ τό σύμπαν. Είναι ακόμα «ό καιρός τώ.ν Δολοφόνοιν». ' Ο άνθρωπος δέ σκιρτά πιά άπό επιθυμία- στίβεται καί κομποδένεται άπό ζήλεια καί μίσος. Ό άνθρωπος τοϋ Μεσαίωνα αναγνώριζε τόν πρίγκιπα τοΰ Σκότους καί απέδιδε μιά δίκαιη τιμή στίς δυνάμεις τοΰ κακού, δπως φαίνεται μέ σαφήνεια άπό γλυπτά καί χειρόγραφα..'Αλλά ό άνθρωπος τοϋ Μεσαίωνα αναγνώριζε συγχρόνο>ς καί τό Θεό. "Ετσι ή ζωή του γινόταν φλογερή καί πλούσια καί ανάδινε Ινα πλήρη ήχο. 'Αντίθετα, ή ζωή τοΰ σύγχρονου άνθρωπου είναι χλωμή καί άδεια. Οί τρόμοι πού γνωρίζει ξεπερνούν όλους εκείνους πού κυρίευσαν τους ανθρώπους τών προηγούμενων εποχών, γιατί ζει σ ' Ενα κόσμο χιμαιρικό, περιτριγυρισμένος άπό φαντάσματα. Δέ διατηρεί πιά τήν ελπίδα τής χαράς καί τής απελευθέρωσης πού προσφε ρόταν στους δούλους τοϋ παλιοϋ κόσμου. "Εγινε τό θύμα τοϋ Ιδιου τοϋ έσωτερικοΰ του κενοϋ - ή αγωνία του είναι ή αγωνία τής στειρότητας. Ό Ά μ ι έ λ , πού γνώριζε τόσο καλά τήν εποχή του, δντας ό ίδιος «θύμα» της, μάς 108
άφησε Ενα κείμενο πάνω «στή στειρότητα τής ιδιοφυίας». Νά μιά άπ' τίς πιό άνησυχαστικές εκφράσεις πού ό άνθρωπος μπόρεσε νά χρησιμοποιήσει. Σημαίνει πώς τό τέλος πλησιάζει... ' Αφοΰ μιλώ γιά τό τέλος, δέ μπορώ νά μήν αναφέρω τίς λέξεις πού βρίσκει ό Ά μ ι έ λ γιά νά περιγράψει πόσο αποστρέφεται τό ϋφος τοΰ Ταίν. «Δέ μ' αγγίζει καθόλουδέν είναι παρά Ενα μέσο πληροφόρησης. Φαντάζομαι πώς αυτό τό είδος θά γίνει ή αυριανή λογοτεχνία — μιά λογοτεχνία «αμερικανική», στους αντίποδες τής ελλη νικής τέχνης, πού θά μάς δίνει τήν άλγεβρα αντί γιά τή ζωή, τόν τύπο αντί γιά τήν είκόνα, τους ατμούς τής υψικαμίνου στή θέση τοΰ θείου παραληρήματος τοΰ 'Απόλλοινα. Μιά ψυχρή δράση θά διώξει τίς χαρές τής σκέψης καί θά παρασταθοΰμε στό θάνατο τής ποίησης, τραυματισμένης κι ακρωτηριασμένης άπ' τήν επιστήμη». Μπροστά σέ μιά αυτοκτονία, δέν προσπαθοΰμε νά μάθουμε άν ό θάνατος υπήρξε γρήγορος ή αργός, άν ή αγωνία κράτησε λίγο ή πολύ. Μάς ενδιαφέρει μόνο ή πράξη, γιατί υποχρεωνόμαστε ξαφνικά νά σκεφτούμε πώς τό νά υπάρχουμε ή νά μήν υπάρχουμε είναι θέμα πράξεων, πού κάνουν συνώνυμα τή ζιοή καί τό θάνατο. ' Η πράξη τής αύτοχτονίας Εχει πάντα Ενα βάναυσο αποτέ λεσμα πού ταράζει γιά λίγο τή συνείδηση μας. Μας υποχρεώνει ν ' αγγίξουμε μέ τό δάχτυλο τό γεγονός πώς είμαστε τυφλοί καί πεθαμένοι. Δέν είναι χαραχτηριστικό τοΰ πόσο άρρ(οστος είναι ό κόσμος μας, δτι δ νόμος αντιμετωπίζει ανάλογες πράξεις μέ μιά υποκριτική αυ στηρότητα; Δέ μάς αρέσει νά μάς θυμίζουν αυτό πού δέν κάναμε" νιώθουμε εντελώς μηδαμινοί στή σκέψη δτι, άπ' τό βάθος τοΰ τάφου, αυτός πού ελευθερώθηκε Εχει γιά πάντα τό δάχτυλο στραμμένο καταπάνω μας. ' Ο Ρεμπώ ήταν Ενας ζωντανός αύτοχτόνος. Αυτό είναι κάτι πού δέν τό υποφέρουμε! Θά ήταν πιό ταιριαστό νά είχε 109
τελειώσει τή ζωή του στά δεκαεννιά του χρόνια - αντίθετα, παρέτεινε τή διάρκεια της ευχαρίστησης, στό μάκρος μιας ζίοής παραφροσύνης καί σπατάλης, ενός ζοιντανοΰ θανάτου πού σ ' αυτόν τιμοιρούμαστε δλοι μας. Γελοιο ποίησε τό ίδιο του τό μεγαλείο οΐστε νά μπορέσουμε καλύτερα νά υποτιμήσουμε τήν ισχνή μας δημιουργία. Μόχθησε σάν Ινας νέγρος γιά νά ευφρανθούμε μ' αυτή τή ζωή δούλων πού διαλέξαμε. "Ολες οί Ιδιότητες πού φανέρωσε στή διάρκεια δεκαοχτώ χρόνων αγώνα μέ τή ζωή ήταν άπό κείνες πού όδηγοΰν στην «επιτυχία», δποις λέμε σήμερα. Τό δτι ή επιτυχία μεταβλήθηκε σέ μιαν άγρια αποτυχία, νά ποιος υπήρξε ό θρίαμβος του! Αυτό απαιτούσε ενα διαβολικό θάρρος (ακόμα κι δν υπήρξε άσύνειδο) γιά νά δώσει τήν ακριβή του απόδειξη. "Οταν συμπονάμε τόν αύτοχτόνο, είναι στην πραγματικότητα τόν εαυτό μας πού οικτίρουμε, γιά τήν έλλειψη θάρρους μας ν ' ακολουθήσουμε τό παράδειγμα του. Είμαστε ανίκανοι νά υποφέρουμε λιποταξίες στίς γραμμές μας — κάτι τέτοιο θά μας διέλυε κυριολεκτικά. Αυτό πού επι θυμούμε είναι θύματα της ζωής γιά νά μας συντροφεύουν στή δοκιμασία μας. Γνωριζόμαστε τόσο καλά μεταξύ μας. Τόσο καλά μάλιστα πού νά αισθανόμαστε αμοιβαία αηδία. 'Ενδιαφέρει νά μπορεί ό δνθροιπος νά διακρίνει τό θάνατο άπ' τή διάλυση. Ό δνθρωπος πεθαίνει γιά κάτι, δν είναι αλήθεια πώς πεθαίνει. "Η τάξη καί ή αρμονία πού άναφάνηκαν άπ' τό πρωταρχικό χάος, δπως μδς τό διδάσκει ή μυθολογία, εμπνέουν στίς ζωές μας ένα σκοπό πού μδς ξεπερνδ καί πού σ ' αυτόν θυσιαζόμαστε δταν περνούμε στό στάδιο τής συνειδητοποίησης. Αότό τό όλοκαύτ(ομα ολοκληρώνεται στό βωμό τής δημιουρ γίας. Αυτό πού τά χέρια μας καί ή γλώσσα μας δημιουρ γούν δέ μετράει- αυτό πού δημιουργεί ή ΰπαρξή μας ενδιαφέρει. Δέν αρχίζουμε νά ζοϋμε παρά δταν γινόμα στε μέρος τής δημιουργίας. Δέν είναι ό θάνατος πού μδς προκαλεί σέ κάθε βήμα, 110
άλλα ή ζωή. Τιμήσαμε μέχρι αηδίας τους πτωματοφάγους• άλλα αυτούς πού δέχτηκαν τήν πρόκληση τής ζοιής, πώς θά τους εγκωμιάσουμε; Ά π ό τόν 'Εωσφόρο ο5ς τόν 'Αντίχριστο αναπηδάει μιά φλόγα πάθους πού ό άνθρω πος θά δοξάζει δσο θά είναι δνθρωπος• σ ' αυτό τό πάθος πού είναι ή φλόγα τής ζωής, οφείλουμε ν ' αντιπαραθέ σουμε τήν ήρεμη υποταγή των φορτισμένων. Πρέπει νά διασχίσουμε τή φλόγα γιά νά γνοιρίσουμε τό θάνατο καί νά τόν αγκαλιάσουμε. "Η δύναμη τοΰ επαναστάτη πού είναι ό Διάβολος, στηρίζεται στην ίσχυρογνωμοσύνη του, άλλα ή αληθινή δύναμη έγκειται μέσα στην υπο ταγή πού μ' αυτή μπορούμε ν ' αφιερώσουμε τή ζωή μας σέ κάτι πού μας ξεπερνά. Στην πρώτη περίπτς τό καράβι πού ξοικέλει στους αμ μόλοφους ή στά βράχια, πού υπομένει απελπισμένα τά χτυπήματα των άνέμοιν, πρέπει τελικά νά εξαρθρωθεί καί νά γίνει κομμάτια. "Οποιος θέλει νά ταξιδέψει στον ω κεανό τής ζωής πρέπει νά γίνει ναυτικός• πρέπει νά μάθει νά εκτιμάει τους άνεμους καί τά ρεύματα, νά γνωρίζει τους κανονισμούς καί τίς εντολές. "Ενας Κολόμβος δέν αψηφά τους ναυτικούς κανόνες, τους εφαρμόζει. Δέν κάνει ποτέ πανιά προς μιά φανταστική ήπειρο- άν ανακα λύπτει έναν καινούργιο κόσμο, είναι άπό καθαρή τύχη. 'Αλλά ανάλογα συμβάντα είναι οί νόμιμοι καρποί τής τόλμης. Κι αύτη ή τόλμη, πού πολύ απέχει άπ' τή θρα σύτητα, προκύπτει άπό μιά βαθιά βεβαιότητα. Ό κόσμος πού αναζητούσε ό Ρεμπώ στά νιάτα του 119
ήταν αδύνατο νά υπάρξει. Τόν συνελάμβανε γόνιμο, πλούσιο, παθιασμένο, μυστηριώδη, τέτοιον πού αντι στάθμιζε τήν απουσία αυτών τών ιδιοτήτων μέσα στον κόσμο δπου είχε γεννηθεί. "Ο αδύνατος κόσμος είναι κείνος πού ακόμα κι οί θεοί δέν κατοίκησαν ποτέ• είναι ή Χώρα τών Όνείρο)ν πού αναζητεί τό παιδί δταν τοΰ στέρησαν τό μαστό... (Είναι έκεΐ πού, κατά πάσα πιθα νότητα, ονειρεύονται τά βουβάλια καί δλα τ ' άλλα πε ρίεργα ζώα, πού κατακλύζουν τίς δχθες τής Νεκρής Θάλασσας). Είναι σίγουρο πώς δέ μπορούμε νά πλησι άσουμε τό αδύνατο παρά μέ τήν επίθεση, δηλαδή μέ τήν τρέλα. "Ισως, δποις βεβαιώνουν μερικοί, αυτό νά έγινε στά οδοφράγματα, στή διάρκεια τής αίματηρής Κομ μούνας, πού ό Ρεμπώ εγκατέλειψε αυτό τό μοιραίο δρόμο. "Ο,τι ξέρουμε, είναι πώς ξαφνικά, στό χείλος τής αβύσσου, Εκανε Ινα πήδημα πίσση τοΰ πνεύματος. 'Επιπλέον, μέ τό ν ' αρνείται νά ονομάσει, νά προσδιορίσει ή νά περιορίσει τόν α ληθινό Θεό, προσπαθούσε νά δημιουργήσει αυτό πού μπορούμε ν ' αποκαλέσουμε πλήρες κενό, δπου ή φαν τασία θά μπορούσε νά δημιουργήσει τό Θεό. Δέν είχε τή στενομυαλιά ή τήν οίκειότητα τοΰ ίερέα πού γνίορίζει τό Θεό καί Τοΰ μιλά κάθε μέρα. Ό Ρεμπώ ήξερε πώς υ πάρχει, ανάμεσα στά πνεύματα, μιά ανώτερη συναλλαγή. "Ηξερε πώς ή επικοινωνία είναι Ινας άφατος διάλογος πού θεμελιώνεται στην πλήρη σιωπή, τό βαθύ σεβασμό καί τήν απόλυτη ταπείνοιση. Μ ' αυτή τήν Εννοια, συγ γένευε περισσότερο μέ τή λατρεία παρά μέ τή βλασφη μία. Ίδιοποιόταν Ετσι τό φωτισμό έκείνίον πού ζητοΰν ή σωτηρία νά Εχει Ινα νόημα. Τό «λογικό τραγούδι των αγγέλων», δέν είναι μιά ενθάρρυνση γιά μιά άμεση προ σπάθεια; Τό ν ' αναβάλλεις γιά αύριο, είναι τό επιμύθιο τοΰ διαβόλου, πού τό συνοδεύει τό γιατρικό τής μικρό τερης προσπάθειας. «Τί πλήξη! Τί κάνω έδώ;», Εγραφε ό Ρεμπώ σ ' Ινα γράμμα του άπ' τήν Άβησσυνία. «Τί κάνω έδώ;». Αυτή ή κραυγή απελπισίας συνοψίζει τή μοίρα τών άλυσοδεμένων. Μιλώντας γιά τά μακριά χρόνια εξορίας πού ό Ρεμπώ είχε προφητέψει γιά τόν εαυτό του στό «Μιά * Ε ποχή στην Κόλαση», ό Edgell Richword παρατηρεί: «Αυ τό πού άναζητοΰσε δταν βγήκε άπ' τό κέλυφος του, ήταν ό τρόπος νά διατηρηθεί στην κατάσταση τής υψίστης καθαρότητας, τής θείας απογοήτευσης, δπου έκβαλλόταν». ' Α λ λ ά δέ συντρίβουμε ποτέ αυτό τό ανθρώπινο κέλυφος, ακόμα κι άν είμαστε τρελοί. ' Ο Ρεμπώ Εμοιαζε περισσότερο μ ' Ινα ηφαίστειο πού, καθώς εξαντλείται ή δυναμικότητα του, σβήνει. "Αν εκδηλώθηκε κάπως, αυτό Εγινε γιά νά αύτοακρωτηριαστεΐ στην κορφή τής εφη βείας. Κι έδώ παρέμεινε, στό ύψιστο σημείο, σάν Ινας 126
«νεαρός βασιλιάς - ήλιος». Αυτή ή άρνηση τής (δριμότητας, Ιτσι καθώς μάς φανερώνεται, Εχει τήν ποιότητα τοΰ τραγικού μεγαλείου. "Ωριμος ώς προς τί; Τόν φανταζόμαστε νά βάζει στον εαυτό του τό ερώτημα. Στους κόλπους μιας ανθρωπότη τας πού περιέχει τή δουλεία καί τόν ευνουχισμό; "Εδωσε αναρίθμητα μπουμπούκια- άλλα ν' ανθίσει; Ή άνθιση είναι τό σημάδι τής τελικής φθοράς. Προτίμησε νά πεθάνει σά μπουμπούκι. Είναι ή υπέρτατη χειρονομία τής θριαμβευτικής νεότητας. Θά υποφέρει γιατί τά δνειρά του καταστράφηκαν, δχι γιατί βροιμίστηκαν. Είχε διαβλέψει τή λαμπρότητα καί τήν πληρότητα τής ζωής τοΰ κόσμου. «Αυτή ή χαμένη ψυχή ανάμεσα σέ μάς δλοος», νά πώς αϋτοπεριγράφεται πολλές φορές. Μόνος καί χωρίς εφόδια, Εφερε τά νιάτα του στά πιό ακραία δρια. "Οχι μονάχα κυριαρχεί σ ' αυτό τό βασίλειο, δποις κανένας δέν τό είχε κάνει ποτέ πρίν, άλλα καί τό εξαντλεί —
View more...
Comments