O Gatos - Georges Simenon

January 13, 2017 | Author: ekiri | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download O Gatos - Georges Simenon...

Description

GEORGES

ΑΤΟΣ r l j ~'-Mii

Λ

' / > ' ΟΙ Λ\\ ΑΓΡΑ : ΣΕΙΡΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Α. CONAN DOYLE: Σέρλοκ Χόλμς - Το Σήμα των Τεσσάρων MAURICE LEBLANC: Αρσέν Λουπέν εναντίον Χέρλοκ Σόλμς / Ή Κούφια Βελόνα RAYMOND CHANDLER: 'Αντίο, γλυκιά μου / Τό ψηλό παράθυρο G. Κ. CHESTEHTON, Α. CHRISTIE, D. SAYERS κ.ά.: Ό πλωτός ναύαρχος ERIC AMBLER: Ή μάσκα τοϋ Δημήτριου / Βρόμικη ιστορία ROBERT VAN GULIK: Δολοφόνοι και ποιητές - Δικαστής ΤΙ OLIVER BANKS: Ή μανία με τον Καραβάτζο / Ό χαμένος πίνακας του Ρέμπραντ MARTIN PAGE : Ό άνθρωπος πού έκλεψε τήν Τζοκόντα SEISHI ΥοκΙΜΙΖΟ: Τό τσεκούρι, τό κότο και τό χρυσάνθεμο SEICHO MATSUMOTO : Τόκιο Εξπρές Α ν θ ο λ ο γ ί α Αγγλικού Α ς τ τ ν ο μ ι κ ο ϊ Δ ι η γ ή μ α τ ο ς ( 2 τόμοι) W.R. BURNETT: Τό τέλος της διαδρομής / Αντίο, Σικάγο JEROME CHARYN : Ή άγρια Μαίριλυν / Ό Γαλανομάτης / Ή αγωγή τοϋ Πάτρικ Σίλβερ / Ό μυστικός 'Ισαάκ ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ: Τό χαμένο παιχνίδι / Τό φάντασμα του Μετρό / Αστυνομικές ιστορίες για πέντε δεκαετίες / Τα εγκλήματα στην Πανσιόν α Απόλλων » / Αοβοτομή / Τα πολλά πρόσωπα τοΰ αστυνομικού μυθιστορήματος / Είσαι ό Παπαδόπουλος! PACOIGNACIO Ταιβο II: Ή σκιά της σκιάς / Ή ζωή ή ίδια / Τό ποδήλατο τοΰ Λεονάρντο / Χωρίς αίσιο τέλος / Και σαν σκιές επιστρέφουμε / Με τέσσερα χέρια / Στην ίδια πό­ λη υπό βροχή / Μερικά σύννεφα /Ερωτευμένα φαντάσματα / "Ονειρα συνόρων

GEORGES SlMENON

Ο ΓΑΤΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΚΑΡΩΦ

Υ π ο δ ι ο ι κ η τ ή ς Μ ά ρ κ ο ς - PACO IGNACIO Ταιβο Π : Α ν ή σ υ χ ο ι νεκροί

JAMES ELLROY : Ή Μαύρη Ντάλια / Τό μεγάλο πουθενά / Λευκή Τζαζ / Λ. Α. Εμπιστευτικό / Εγκλήματα κατά συρροήν / Αμερικανικό Ταμπλόιντ /Αμερικανικό ταξίδι θανάτου / Ό Νυχτερινός Ταξιδιώτης - Because the Night JEAN-PATRICK MANCHETTE : Ή πρηνής θέση του σκοπευτή / Τό μελαγχολικό κομμάτι της Δυτικής Ακτής / Ή πριγκίπισσα τοϋ αίματος / Μοιραία P. HlGHSMITH: Τό εγχειρίδιο τοΰ κτηνώδους φόνου γιά ζωόφιλους /Ό Ρίπλεϋ σε βαθιά νερά / Τό γυάλινο κελί / Τά δύο πρόσωπα τοϋ Ιανουαρίου / Γάτες / Ό Ρίπλεϋ κάτω απ' τό χώμα / Τό αγόρι πού άκολουθοϋσε τον Ρίπλεϋ / Τό παιχνίδι τοΰ Ρίπλεϋ / Ό ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ TONINO BENAQU1STA: Ή κωμωδία των αποτυχημένων / Τά δόντια τής αυγής CHESTER HlMES: Χαμός στο Χάρλεμ / Μπαμπάκι στο Χάρλεμ GEORGES SlMENON: Ό Μαιγκρέ στή Νέα Υόρκη / 45° ύπό σκιάν / Τό μπλε δωμάτιο / Ό κί­ τρινος σκύλος / Ό άνθρωπος πού έβλεπε τά τρένα νά περνοΰν / Ό τρελός τοΰ Μπερζεράκ / Κόκκινα φώτα / Ό Μαιγκρέ και τό ακέφαλο πτώμα / Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν / Οί αρραβώνες τοΰ κυρίουΤρ / Ό ανθρωπάκος από τό Αρχάγγελσκ Π ΑΝ. ΑΓΑΠΗΤΟΣ: Τό έβένινο λαούτο / Ό χάλκινος οφθαλμός/Μέδουσα από σμάλτο DANIELA COMASTRIMONTANARI: Φόνοι στην Πομπηία / Σατουρνάλια / Προσοχή σκύλος! RAVI SIIANKAR ETTETH : Τ ό χ ρ ώ μ α τοϋ πένθους

DONALD WESTLAKE: Αντιός, Σεχραζάντ ELMORE LEONARD : Τ ι σ ο μ ί ν γ κ ο μ π λ ο υ ζ

γβΜ

BIKE h A I A »T!KH ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Αρίβμός• βίβλιαμ εισαγωγής •••••^••••-'i-z^.^;;ji^.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

Έργα του Ζώρζ Σιμενόν στις Εκδόσεις "Αγρα :

Ο ΜΑΙΓΚΡΕ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, Δεκέμβριος 2002 45° Ϊ Π Ο ΣΚΙΑΝ, Ιούνιος 2003 ΤΟ ΜΠΛΕ ΔΩΜΑΤΙΟ, Δεκέμβριος 2003 Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΣΚΐΛΟΣ, 'Ιούνιος 2004 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΤ ΕΒΛΕΠΕ ΤΑ ΤΡΕΝΑ ΝΑ ΠΕΡΝΟΥΝ, Δεκέμβριος 2004 Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΡΖΕΡΑΚ, Ιούνιος 2005 ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΩΤΑ, Φεβρουάριος 2006 Ο ΜΑΙΓΚΡΕ ΚΑΙ ΤΟ ΑΚΕΦΑΛΟ ΠΤΩΜΑ, Νοέμβριος 2006 ΤΡΙΑ ΔΩΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΜΑΝΧΑΤΤΑΝ, Νοέμβριος 2007 ΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ IP, 'Ιούλιος 2008 Ο ΑΝΘΡΩΠΑΚΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΑΓΓΕΛΣΚ, Μάιος 2009 "Ολα

σε μετάφραση

Άργνρως

Μακάρωφ

ISBN 978-960-325-900-8 Τ ί τ λ ο ς π ρ ω τ ο τ ύ π ο υ : LE CHAT © 1967, Georges Simenon Limited, a Chorion company All rights reserved και για την ελληνική

έκδοση

© 2010, Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Α Γ Ρ Α Α.Ε. Ζωοδόχου Π η γ ή ς 99, 114 73 'Αθήνα Τ η λ . 210.7011.461 -FAX 210.7018.649 http ://www.agra.gr, e-mail: [email protected]

1.

Α

ΦΗΣΕ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ πού ξεδιπλώθηκε πρώτα στά . γόνατα του καί μετά γλιστρώντας αργά προσγειώθη­

κε στο γυαλισμένο παρκέ. Θά νόμιζε κάνεις δτι εΐχε απο­ κοιμηθεί αν δεν σχηματιζόταν, πότε πότε, μια αδιόρατη σχι­ σμή ανάμεσα στά βλέφαρα του. Ή γυναίκα του άραγε το νόμιζε; Έ π λ ε κ ε , καθισμένη στή χαμηλή της πολυθρόνα, στην άλλη μεριά ά π ' τ ό τζάκι. Ποτέ δεν έδειχνε δτι τον παρατηρεί, δμως εκείνος γνώριζε, εδώ και πολύ καιρό, δτι δεν της ξέφευγε τίποτε απολύτως, ούτε κάν ή πιο ανεπαίσθητη κίνηση ή σύσπαση. 'Απέναντι, ό ατσαλένιος κάδος κατέβηκε με φόρα ψηλά από το γερανό και έπεσε κατακόρυφα στο έδαφος, δίπλα στην μπετονιέρα, με τον εκκωφαντικό θόρυβο τών σιδερι­ κών. Σε κάθε γδούπο, το σπίτι ταρακουνιόταν και κάθε φορά ή γυναίκα αναπηδούσε, φέρνοντας το χέρι στο στήθος, σάμ­ πως καί ό θόρυβος, πού ήταν πλέον καθημερινός, νά έφτα­ νε βαθιά στά σπλάχνα της. Παρατηρούσαν ό Ινας τον άλλον. Δεν ήταν απαραίτητο νά κοιτάζονται κατάματα. Έ δ ώ και χρόνια παρατηρούσαν ό ένας τον άλλον μ ' αυτόν τον τρόπο, ύπουλα, καραδοκώντας Ή αφίσα της ταινίας του Pierre Granier-Deferre με τον Jean Gabin καΐ την Simone Signoret, 1971.

καί εκλεπτύνοντας συνεχώς τίς μεθόδους τοΰ παιχνιδιού. Ε κ ε ί ν ο ς χαμογέλασε. Το ρολόι, από μαύρο μάρμαρο με [ 9

μπρούντζινες διακοσμήσεις, έδειχνε πέντε παρά πέντε και θα

και ό κάδος με το τελευταίο φορτίο μπετόν ανυψωνόταν

έλεγες δτι μετρούσε τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα. Στην πραγ­

προς τά καλούπια τοϋ πρώτου ορόφου.

ματικότητα τα μετρούσε κι εκείνος μηχανικά, περιμένον­

Παρά ένα. Πέντε. Ό δείκτης τρεμόπαιξε διστακτικά στο

τας ώσπου ό μεγάλος δείκτης να έρθει κάθετα. Τότε, ή φα­

ωχρό καντράν και ακούστηκαν ο'ι πέντε χτύποι με μεγάλες

σαρία της μπετονιέρας και του γερανού σταματούσαν από­

παύσεις ανάμεσα τους, σάμπως μέσα στο σπίτι όλα έπρεπε

τομα. Οι άντρες, με μουσαμαδιές και με πρόσωπα και χέ­

νά κινούνται αργά.

ρια μουσκεμένα α π ' τ η βροχή, ακινητοποιούνταν για μια

Ή Μαργκερίτ αναστέναξε και αφουγκράστηκε γιά ώρα

σ τ ι γ μ ή , πριν κατευθυνθούν προς την ξύλινη παράγκα πού

τήν ξαφνική σιωπή πού επικράτησε εξω και θά διαρκούσε

είχαν στήσει σε μια γωνιά του εργοταξίου.

μέχρι το επόμενο πρωί.

Ή τ α ν Νοέμβριος. "Ηδη από τις τέσσερις το απόγευμα, εργάζονταν με το φώς προβολέων πού κι αυτοί δεν θ'αρ­

Ό Έ μ ί λ Μπουέν σκεφτόταν. Με αδιόρατο χαμόγελο κοι­ τούσε τίς φλόγες άπό τή σχισμή τών βλεφάρων του.

γούσαν να σβήσουν, το σκοτάδι και ή σιωπή θά έπεφταν

Έ ν α κούτσουρο, το πάνω, δεν ήταν παρά ένας μαυρι­

ακαριαία, και ή αδιέξοδη πάροδος δεν θά φωτιζόταν παρά

δερός σκελετός άπ'δπου ανέβαιναν λωρίδες καπνού. Τά δυο

μόνο άπό τον μοναδικό φανοστάτη.

άλλα ήταν ακόμη κόκκινα άλλα τά τριξίματα τους προα-

Τά πόδια τοΰ Έ μ ί λ Μπουέν είχαν βαρύνει άπό τή ζέ­

νήγγελλαν ότι κι αυτά δεν θ'αργούσαν νά σβήσουν.

στη. Ό τ α ν μισάνοιγε τά μάτια έβλεπε τις φλόγες, άλλες

Ή Μαργκερίτ αναρωτήθηκε αν θά σηκωνόταν εκείνος νά

κίτρινες, άλλες γαλαζωπές στην απαρχή τους, νά ξεπηδούν

πάρει κούτσουρα άπό το καλάθι γιά νά τά αντικαταστήσει.

άπό τά κούτσουρα της φωτιάς. Το τζάκι ήταν άπό μαύ­

Τ

Ηταν κι οί δυό τους συνηθισμένοι στή θαλπωρή τοΰ τζα­

ρο μάρμαρο, όπως και το ρολόι και τά κηροπήγια με τους

κιού καί τήν απολάμβαναν σε σημείο πού το δέρμα τοΰ προ­

τέσσερις βραχίονες πού βρίσκονταν αριστερά και δεξιά

σώπου τους ετσουζε, καί αναγκάζονταν νά τραβήξουν τίς

του.

πολυθρόνες τους πίσω.

Μες στο σπίτι, έκτος άπό την κίνηση των χεριών της

Το χαμόγελο του έγινε πιο πλατύ. Δεν προοριζόταν γιά

Μαργκερίτ και τοϋ ανεπαίσθητου μεταλλικού ήχου άπό τις

εκείνη. Ούτε γιά τή φωτιά. 'Απλώς γιά μια ίδέα πού τοΰ πέ­

βελόνες τοΰ πλεξίματος, ολα ήταν σιωπηλά, ακίνητα, Οπως

ρασε άπό το μυαλό.

σε μια φωτογραφία ή σ'έναν πίνακα ζωγραφικής.

Δεν βιαζόταν νά τήν κάνει πράξη. Εΐχαν χρόνο καί ό ένας

Πέντε παρά τρία. Παρά δύο. 'Αργά και κουρασμένα, κά­

καί ό άλλος, όλον το χρόνο μέχρι τήν ήμερα πού ό Ινας

ποιοι εργάτες άρχισαν νά κατευθύνονται προς τήν παράγ­

άπ'τούς δύο θά πέθαινε. Πώς νά ξέρουν ποιος θά έφευγε

κα γιά ν'αλλάξουν, δμως ό γερανός λειτουργούσε ακόμη

πρώτος; Σίγουρα το σκεφτόταν καί ή Μαργκερίτ. Το σκε-

[ ίο ]

[ ιι 1

φτόντουσαν καί οι δύο εδώ και πολλά χρόνια, πολλές φορές

γάτη πού κατευθυνόταν άπό τήν πάροδο προς τον κεντρικό

τήν ήμερα. Είχε γίνει ή ουσιαστική τους έγνοια.

δρόμο.

Κατέληξε να αναστενάξει μέ τή σειρά του, τό δεξί του

Κατέληξε νά γράψει, μέ χοντροκομμένα γράμματα:

χέρι άφησε τδ μπράτσο της δερμάτινης πολυθρόνας και ψη­

Ο ΓΑΤΟΣ

λαφώντας βρήκε τήν τσέπη τής ρόμπας του. "Εβγαλε ένα μικρό σημειωματάριο πού έπαιζε σημαντικό ρόλο στή ζωή

Μετά παρέμεινε ξανά γιά ένα διάστημα ακίνητος καί

του σπιτιού. Τα μακρόστενα φύλλα ήταν διάτρητα, πράγ­

άφοΰ εσχισε πρώτα μιά λωρίδα άπό τό φύλλο έβαλε πάλι

μα πού τοΰ επέτρεπε να κόβει λωρίδες χαρτιού τριών πόν­

στην τσέπη του τό σημειωματάριο.

των. Εΐχε κόκκινο κάλυμμα. "Ενα λεπτό μολυβάκι ήταν πε­ ρασμένο από ένα δερμάτινο θηλύκι. "Αραγε ή Μαργκερίτ ανατρίχιασε; Μήπως αναρωτήθη­ κε ποιο θα ήταν αυτή τή φορά τό μήνυμα;

Τέλος, τή δίπλωσε πολλές φορές, όπως κάνουν τά παι­ διά Οταν θέλουν νά πετάξουν κάποιο χαρτί μέ τή βοήθεια ενός λάστιχου. Εκείνος δέν εΐχε ανάγκη άπό λαστιχάκι. Εΐ­ χε αποκτήσει στο παιχνίδι αυτό μιά εκπληκτική, σχεδόν μακιαβελλική, δεξιοτεχνία.

Βεβαίως τό εΐχε πια συνηθίσει, δμως ποτέ δέν ήξερε τί

Τό διπλωμένο χαρτάκι έμπαινε μεταξύ αντίχειρα καί μέ­

λέξεις θα τής έγραφε, καί εκείνος επίτηδες παρέμενε γιά

σου. Ό αντίχειρας δίπλωνε σάν έπικρουστήρας όπλου καί

αρκετή ώρα ακίνητος, μέ τό μολύβι στο χέρι, σάν νά συλ­

μέ ενα ξαφνικό τίναγμα έστελνε τό σημείωμα στην ποδιά

λογιζόταν.

τής Μαργκερίτ.

Δέν εΐχε τίποτα τό ιδιαίτερο νά τής ανακοινώσει. "Ηθε­ λε απλώς νά τήν αναστατώσει, νά τής κόψει τήν ανάσα, ακρι­ βώς τ ή σ τ ι γ μ ή πού σταματώντας ή φασαρία του εργοταξί­ ου εκείνη ένιωθε μιά κάποια ανακούφιση. Πέρασαν πολλές ιδέες από τό μυαλό τοΰ άντρα, πού τις

Δέν άστοχοΰσε σχεδόν ποτέ, καί κάθε φορά τό πανηγύ­ ριζε μέσα του. "Ηξερε οτι ή Μαργκερίτ θά έκανε πώς τάχα δέν είδε τί­ ποτε, θα συνέχιζε τό πλέξιμο, κουνώντας τά χείλη σάν νά προσευχόταν, ενώ μετρούσε σιωπηλά τις θηλιές.

απέρριψε τή μία μετά τήν άλλη. Ό ρυθμός από τις βελόνες

'Ορισμένες φορές περίμενε νά βγει εκείνος άπό τό δω­

τοΰ πλεξίματος δέν ήταν πλέον ό ίδιος. Εΐχε καταφέρει νά

μάτιο, ή νά τής γυρίσει τήν πλάτη γιά νά βάλει κούτσουρα

τήν ανησυχήσει, νά τής κεντρίσει εν πάση περιπτώσει τήν

στή φωτιά.

περιέργεια. Τό απολάμβανε και άφησε τήν απόλαυση του νά κρατή­ σει άλλα πέντε λεπτά" ακούστηκαν τά βήματα κάποιου ερ­

"Αλλες φορές πάλι, υστέρα άπό λίγα λεπτά φαινομενικής αδιαφορίας, άφηνε τό δεξί της χέρι νά γλιστρήσει στην πο­ διά καί άρπαζε τό σημείωμα. [ 13 ]

Οι πράξεις τους ήταν πάντα λίγο πολύ οι ίδιες, υπήρχαν

Δεν αντέδρασε, παρέμεινε ανέκφραστη. Υπήρξαν ση­

δμως κάποιες παραλλαγές. Σήμερα, για παράδειγμα, εκεί­

μειώματα μακροσκελέστερα, πιο αναπάντεχα, πιο δραμα­

νη περίμενε να σταματήσουν δλοι οί θόρυβοι του εργοταξί­

τικά, κάποια πού αποτελούσαν στ'αλήθεια αίνιγμα.

ου, και να κυριαρχήσει απόλυτη σιωπή στο βάθος της πα­

Αυτό το σημείωμα ήταν άπό τά πλέον κοινότοπα, αυτό πού επαναλαμβανόταν συχνότερα, δταν ό Έ μ ί λ Μπουέν δέν

ρόδου δπου έμεναν. Κάνοντας πώς είχε τελειώσει, ακούμπησε το πλεκτό σ ενα σκαμνάκι, μισόκλεισε τα μάτια, και φαινόταν έτοιμη ν α­ ποκοιμηθεί ά π ' τ ή ζέστη του τζακιού. Πολύ αργότερα, έ'κανε πώς είδε το διπλωμένο χαρτί πά­ νω στην ποδιά και το πήρε ανάμεσα στα ρυτιδιασμένα της

έβρισκε άλλη κακία νά γράψει. Πέταξε το χαρτί στο τζάκι άπ'δπου ξεπήδησε μιά λε­ πτή φλογίτσα πού έ'σβησε αμέσως. Με τά χέρια σταυρωμέ­ να στην κοιλιά, παρέμεινε ακίνητη, έτσι ώστε δέν υπήρχε άλλη πνοή ζωής στο σαλόνι έκτος άπό εκείνη τής φωτιάς. Ό λεπτοδείκτης τρεμόπαιξε, ακούστηκε ένας μοναδικός

δάχτυλα. Θα έλεγες μάλιστα δτι ετοιμάστηκε να το πετάξει στή φωτιά και δτι δίστασε, δμως εκείνος ήξερε δτι κι αυτό απο­ τελούσε τμήμα τής καθημερινής κωμωδίας. Δεν τον ξεγε­

κτύπος. Σάν νά ήταν το σύνθημα, ή Μαργκερίτ, μικροκα­ μωμένη και λεπτοκαμωμένη, σηκώθηκε. Το μάλλινο φόρεμα της ήταν απαλό ρόζ, σάν τά ρόδινα μάγουλα της, και ή καρώ ποδιά, μπλε παστέλ. 'Ανάμεσα στά

λούσε πλέον. Κάποια παιδιά, γιά μια περίοδο πού διαρκεί άλλοτε λι­ γότερο και άλλοτε περισσότερο, επαναλαμβάνουν κάθε μέ­ ρα, τήν ϊδια ώρα, το ϊδιο παιχνίδι, χωρίς νά χάνουν την πει­ στικότητα τους. Κάνουν σαν νά μήν έχει συμβεί τίποτα. Ή διαφορά ήταν δτι ό Έ μ ί λ Μπουέν ήταν έβδομηντα-

λευκά μαλλιά της διακρίνονταν ακόμη κάποιες ξανθές αν­ ταύγειες. Τά χαρακτηριστικά της, με τά χρόνια, είχαν γίνει αιχ­ μηρά. Γιά τους τρίτους, πού δέν τή γνώριζαν, εξέφραζαν πραότητα, μελαγχολία, καρτερικότητα.

τριών χρόνων και ή Μαργκερίτ έβδομηνταενός. Μια άλλη

— Μιά τόσο αξιέπαινη γ υ ν α ί κ α ! . . .

επίσης ήταν δτι το παιχνίδι τους διαρκούσε τέσσερα χρόνια

Ο Έ μ ί λ Μπουέν είχε πάψει νά καγχάζει σαρκαστικά.

και δτι δεν φαίνονταν νά το βαριούνται.

Δέν βρισκόντουσαν πλέον στο σημείο, ούτε ό ένας ούτε ό

Μες στην αποπνικτική ατμόσφαιρα και στην ησυχία τοΰ

άλλος, νά εκδηλώνουν τόσο θεαματικά τήν ψυχική τους κα­

σαλονιού, ή γυναίκα ξεδίπλωσε τελικά το χαρτί, διάβασε

τάσταση. Έ ν α τρεμούλιασμα, ενα σφίξιμο στις άκρες των

χωρίς νά βάλει τά γυαλιά της τις δυο λέξεις πού είχε γρά­

χειλιών, μιά φευγαλέα λάμψη τής κόρης τοΰ ματιού τους αρ­

ψει ό σύζυγος τ η ς :

κούσε. Ο ΓΑΤΟΣ 14

Κοίταξε γύρω της, σάν νά δίσταζε γιά το τί θά έκανε. 15

'Εκείνος τό μάντεψε, όπως στο παιχνίδι της ντάμας προ­ βλέπει κάνεις το πιόνι πού θα μετακινήσει ό αντίπαλος. Δεν γελάστηκε. 'Εκείνη κατευθύνθηκε προς το κλουβί, ενα μεγάλο κλουβί στηριγμένο σε πόδι λευκό και μπλε, με επιχρυσωμένο συρμάτινο πλέγμα. "Ενας παπαγάλος με πολύχρωμα φτερά στεκόταν ακί­ νητος, με τα μάτια στυλωμένα στο κενό, και έπαιρνε αρκετή ώρα για να ανακαλύψει κανείς δτι τα μάτια ήταν γυάλι­ να και δτι τό πουλί, πάνω στην κούρνια, ήταν βαλσαμω­ μένο. Παρ' όλα αυτά εκείνη τό κοίταξε με τρυφερότητα σαν να ήταν ζωντανό και απλώνοντας τό χέρι γλίστρησε ένα δά­ χτυλο ανάμεσα στο πλέγμα. Τα χείλη της κινήθηκαν, όπως προηγουμένως πού με­ τρούσαν τις θηλιές του πλεκτού. Μιλούσε στο πουλί. Θα πε­ ρίμενε κάνεις ότι σχεδόν θα τό τάιζε. Είχε γράψει: Ο ΓΑΤΟΣ Τοΰ απαντούσε βουβά: Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ Ή κλασική απάντηση. Κατηγορούσε τή γυναίκα του Οτι είχε δηλητηριάσει τό γάτο του, τον δικό του γάτο, πού τον είχε αγαπήσει προτού ακόμη τή γνωρίσει. Κάθε φορά πού ήταν καθισμένος μπροστά στή φωτιά, χαυνωμένος άπό τά κύματα της ζέστης πού τοΰ έστελναν τά κούτσουρα, τοΰ ερχόταν νά απλώσει λίγο τό χέρι γιά νά χαϊι6

δέψει τό απαλό τρίχωμα τοΰ ζώου με τις μαύρες ραβδώσεις, πού παλιά, μόλις τον έβλεπε νά κάθεται, ερχόταν και κουλουριαζόταν στά γόνατα του. —Ένας κοινός κεραμιδόγατος, ισχυριζόταν εκείνη, τον καιρό πού ακόμη μιλιόντουσαν, και πάντα σχεδόν ήταν ό λό­ γος γιά νά αρχίσει έναν καβγά. Μπορεί ό γάτος νά μήν ήταν ράτσας, όμως δεν ήταν ούτε κεραμιδόγατος. Τό σώμα του, πιο μακρύ και πιο ευλύγιστο, ελισσόταν ανάμεσα σε τοίχους και έπιπλα σάν τίγρη. Τό κεφάλι του ήταν μικρότερο, πιο τριγωνικό άπό τις κατοικίδιες γάτες και είχε βλέμμα διαπεραστικό και μυ­ στηριώδες. Ό Έμιλ Μπουέν ισχυριζόταν ότι ήταν ένας αγριόγατος πού είχε χαθεί μέσα στο Παρίσι. Τον εΐχε βρει, πολύ μικρό, στο βάθος ενός εργοταξίου, τήν εποχή πού δούλευε ακόμη γιά τήν 'Οδοποιία τών Παρισίων. Ήταν χήρος, ζούσε μό­ νος. Ό γάτος έγινε ό σύντροφος του. Τότε υπήρχαν ακόμη σπίτια στην απέναντι πλευρά της παρόδου, έκεΐ πού τώρα χτιζόταν ή τεράστια πολυκατοικία. Όταν είχε διασχίσει τό δρόμο γιά νά παντρευτεί τή Μαργκερίτ, ό γάτος τον είχε ακολουθήσει. Ο ΓΑΤΟΣ Ό γάτος τον όποιο βρήκε ένα πρωί στην πιο σκοτεινή γωνιά τοΰ υπογείου. Ό γάτος πού δηλητηριάστηκε τρώγοντας τό πατέ πού τοΰ είχε ετοιμάσει ή Μαργκερίτ. Τό ζώο πού ουδέποτε συνήθισε τή Μαργκερίτ. 'Επί τέσ17 ]

σέρα χρόνια, δταν ζοΰσαν στο απέναντι σ π ί τ ι , δεν είχε δε­ χ τ ε ί τροφή παρά μόνο από τα χέρια του Μπουέν.

Ό γάτος και ό παπαγάλος, εξίσου καχύποπτοι ό ένας προς τον άλλον, παρατηρούνταν μόνο άπό μακριά, πάντα με

Δυό-τρεΐς φορές τή μέρα, έπειτα από Ινα απλό πλατά-

κάποιον σεβασμό. "Οταν ό γάτος, στά γόνατα τοΰ κυρίου

γ ι σ μ α της γλώσσας πού χρησίμευε για σινιάλο, ακολου­

του, άρχιζε νά γουργουρίζει, ό παπαγάλος παρέμενε ακίνη­

θούσε τον κύριο του, σαν εκπαιδευμένος σκύλος, κατά μήκος

τος παρατηρώντας τον με τά μεγάλα ολοστρόγγυλα μάτια

τ ω ν πεζοδρομίων τής παρόδου.

του, σάμπως αυτός ό ρυθμικός και μονότονος ήχος νά τοΰ

Αυτόν το γάτο ό Έ μ ι λ ήταν ό μόνος άνθρωπος πού τον

προκαλούσε σύγχυση.

εΐχε χαϊδέψει, μέχρι τήν ημέρα πού είχαν μ π ε ι και οί δυό

"Αραγε ό γάτος είχε αντιληφθεί αυτή τήν υπεροχή πού

τους σ ένα καινούργιο σπίτι δπου βασίλευαν άγνωστες

εΐχε απέναντι στο πουλί; Δεν τό παρακολουθούσε με μιά

οσμές.

γλυκιά ικανοποίηση μέ τά μισόκλειστα μάτια του;

— Είναι λίγο άγριος, όμως θά σε συνηθίσει... Ουδέποτε τή συνήθισε. Καχύποπτος, δεν πλησίαζε ποτέ

Ε κ ε ί ν ο ς δεν βρισκόταν σε κλουβί. Μοιραζόταν τή γλυ­ κιά θαλπωρή μέ τον κύριο του πού τον προστάτευε.

τ η Μαργκερίτ, ούτε το κλουβί του παπαγάλου, ένα μεγάλο

"Εφτανε κάποια σ τ ι γ μ ή δπου ό παπαγάλος, απαυδισμέ­

πουλί με φανταχτερά χρώματα πού δεν μιλούσε, αλλά δταν

νος άπό τό νά μελετάει ενα άλυτο πρόβλημα, νευρίαζε, θύ­

θύμωνε το κρώξιμό του ήταν φριχτό.

μωνε. Φούντωνε τά φτερά του, τέντωνε τό λαιμό του, σάν

Ό γάτος σου...

νά μην είχε γύρω του συρματόπλεγμα και νά ήταν έτοιμος

Ό παπαγάλος σ ο υ . . .

νά επιτεθεί στον εχθρό, και στο σπίτι αντηχούσαν τά δια­

Ή Μαργκερίτ ήταν συμπαθητική, σχεδόν ευχάριστη.

περαστικά του κρωξίματα.

Μπορούσες νά τή φανταστείς νεαρή και σβέλτη, άπό τότε

Τότε επενέβαινε ή Μαργκερίτ:

ήδη ντυμένη με απαλά χρώματα, φορώντας ψάθινο καπέλο,

— " Ι σ ω ς θά ήταν καλύτερα νά μας αφήσεις γιά λ ί γ ο . . .

να κάνει ποιητικούς περιπάτους, μ ' ε ν α παρασόλι στο χέρι,

U της συζύγου, τοϋ Φρεντερίκ Σαρμουά. 'Από τή φωτο­

πόδι ή στό γόνατο, άλλοτε στό στήθος ή στον αυχένα.

γραφία έδειχνε δτι ήταν Ινας άντρας λεπτός, αριστοκρατί­

Ήταν έβδομηντατριών χρόνων, όμως εκτός από το δτι

α ς , μέ ύφος ποιητή, με μουστάκι και μυτερό γενάκι. Ήταν

είχε αδυνατίσει, αρνιόταν νά θεωρήσει τον εαυτό του γέρο.

Β ΐ Ο βιολί στην Ό π ε ρ α και κατά τή διάρκεια της ημέρας

Ή Μαργκερίτ θεωρούσε άραγε τον εαυτό της γερασμέ­

live μαθήματα σε κάποιους μαθητές.

νο ; Όταν ό Μπουέν ξεντυνόταν, του έριχνε περιφρονητικές

Σέ λιγότερο από μία εβδομάδα ό Μπουέν είχε άπαντή-

ματιές, χωρίς ν'αντιλαμβάνεται οτι ήταν σε χειρότερη κα­

Ttt α'αύτη τήν πρόκληση τοποθετώντας τή φωτογραφία της

τάσταση απ'εκείνον.

Τϊρώτης του γυναίκας στό πάνω μέρος τοϋ κρεβατιού του.

Αυτό ήταν άλλο Ινα από τά παιχνίδια τους! Θά το έπαι­

"ΙΊτσι ό καθένας τους περιφρονούσε τον άλλον, δπως άλ-

ζαν πολύ αργότερα, γύρω στις δέκα, όταν θά ανέβαιναν νά

ληλοπεριφρονοΰνταν δταν ξεντύνονταν. Θά μπορούσαν νά

κοιμηθούν. Υπήρχαν τρία δωμάτια στον πάνω όροφο. Τή

αποτραβηχτούν σε κάποιο άλλο δωμάτιο, δμως δεν ήθελαν

νύχτα του γάμου τους πολύ φυσικά είχαν κοιμηθεί στό ϊδιο

νά αλλάξουν τίποτε από τις συνήθειες τών πρώτων χρόνων.

δωμάτιο, αυτό πού ήταν ή κρεβατοκάμαρη τών γονιών της

'() Μπουέν ξεντυνόταν πάντα σχεδόν πρώτος, πολύ συν-

και ή δική της με τον πρώτο της σύζυγο.

ϊσταλμένα. Ό μ ω ς έφτανε κάποια σ τ ι γ μ ή πού έδειχνε τό γυ­

Είχε κρατήσει το παλιό κρεβάτι τους από καρυδιά, το

μνό του στέρνο, δπου τά πλευρά του διακρίνονταν πιά Ινα

πουπουλένιο στρώμα και το τεράστιο πάπλωμα. Ό Μπουέν

Ινα, και τις τριχωτές γάμπες και τους μηρούς του, πού οι

εΐχε προσπαθήσει νά τό συνηθίσει. "Υστερα από λίγες μέρες

μύίς τους εϊχαν χαλαρώσει.

εγκατέλειψε τήν προσπάθεια, και επιπλέον ή γυναίκα του αρνιόταν νά κοιμούνται με ανοιχτό παράθυρο.

"Ι Ιξερε δτι τον κατασκόπευε, ευχαριστημένη πού τον ε1

βλίπε νά χαλάει σιγά σιγά, δμως λίγο αργότερα έφτανε ή

Δεν έφτασε στό σημείο νά αλλάξει δωμάτιο, άλλα έφερε

5*

θά χανόταν... » Πάρτε άλλο ενα γ λ υ κ ό . . . Ό σ ο εκείνη μιλούσε με ενα είδος πυρετού, ή κυρία Μαρ­ τέν έριχνε φευγαλέες ματιές, άλλοτε στον Έ μ ί λ Μπουέν άλλοτε στον παπαγάλο. Έ ν ι ω θ ε έντονα ότι υπήρχε κάτι αφύσικο στην ατμό­ σφαιρα αυτού τοΰ σπιτιού. [ 153

Πότε πότε κοίταζε και τ η Μαργκερίτ, έτσι δπως μόνο οι γυναίκες ξέρουν να κοιτάζονται μεταξύ τους. Και τότε άραγε δεν θα αναρωτιόταν ποιος άπ'τούς δύο, εκείνος ή εκείνη, εΐχε το μυαλό πειραγμένο; Ή μήπως και

οι δύο;

Κ

ΡΑΤΗΣΕ ΓΕΡΑ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΕΡΕΣ, τέσσερις μέρες χαο­ τικές, με την αίσθηση δτι προσπαθούσαν νά λυγίσουν

τΙς αντιστάσεις του. Ήταν μια συνωμοσία για νά τον φέ­ ρουν στά άκρα. Ποτέ δλα αυτά τά χρόνια πού ζούσαν μαζί ή Μαργκερίτ δέν θά εΐχε βάλει μες στο σπίτι μιά γυναίκα τόσο χυδαία δσο ή κυρία Μαρτέν. Τώρα την έβλεπε σάν την αληθινή μά­ γισσα της γειτονιάς, μέ βλέμμα σκοτεινό, χείλη και μάγου­ λα κατακόκκινα άπό το υπερβολικό μακιγιάζ, μες στο ασου­ λούπωτο σκούρο φόρεμα κάτω α π ' τ ο όποιο διαγραφόταν ό κορσές. Κάθε φορά έφτανε μέ το πού έδειχνε το ρολόι τέσσερις, δπως τήν πρώτη μέρα. Πρώτα άκουγόντουσαν τά βήματα της στο πεζοδρόμιο. Κατόπιν περνούσε μπροστά α π ' τ ο πρώ­ το παράθυρο, γιά λίγο χανόταν και μετά εμφανιζόταν πάλι στό δεύτερο. Τήν επόμενη σ τ ι γ μ ή αντηχούσε το χτύπημα τοΰ κου­ δουνιού. Ό Έ μ ί λ δεν κουνιόταν ά π ' τ ή θέση του. 'Αρνιόταν νά τους παραχωρήσει το πεδίο, αντιλαμβανόμενος δτι αν υποχωρούσε έστω και μιά σπιθαμή θά έ'χανε σιγά σιγά τον ζωτικό του χώρο. Ή επινόηση της Μαργκερίτ ήταν διαβολική, δεν εΐχε [ 155 ]

παρά νά την κοιτάξει γιά να βεβαιωθεί δτι ήταν απόλυτα ικανοποιημένη.

Τίς μισούσε και τις δύο. Γιατί τόλμησε επιτέλους νά πα­ ραδεχτεί δτι μισούσε τή γυναίκα του. Εΐχε φέρει βοήθεια

'Εκείνη πήγαινε ν'ανοίξει.

άπό έξω. Ή μάχη ήταν πλέον άνιση. Ποιος ξέρει αν δεν θά

— Πολύ ευγενικό πού ήρθατε...

μάζευε α π ' τ ο δρόμο κι άλλες κυρίες Μαρτέν ώστε νά περι­

— Μου εΐναι τόσο πολύ ευχάριστο νά συζητώ μαζί σας ! . . . Δεν συναντά κανείς συχνά ανθρώπους της δικής σας ποιότητας... Τί ζέστη και σ ή μ ε ρ α ! . . . Στο σπίτι σας έχετε δροσιά... Στο διαμέρισμα μου σκας, και δλη τή μέρα πρέ­ πει νά υφίσταμαι και το ραδιόφωνο των γειτόνων... » Και νά είχαν τουλάχιστον εκλεπτυσμένο γούστο... Ά λ ­ λα π ο ύ ! . . . Δεν ακούν παρά ανόητα τραγουδάκια... — Περάστε, αγαπητή μου... Ετοίμασα τ σ ά ι . . . Μιά ματιά στον Μπουέν, πού καθόταν πάντα στην πο­ λυθρόνα του με πουκάμισο. Πεισματικά. Εΐχε κάθε δικαί­ ωμα νά βρίσκεται εκεί, ντυμένος δπως του άρεσε. Δεν επι­ σκέπτονταν εκείνον. Τον αγνοούσαν. Ή μάλλον τον μετα­ χειρίζονταν λίγο-πολύ σάν κατοικίδιο, σάν τον βαλσαμω­ μένο παπαγάλο μες στο κλουβί. — Ε λ π ί ζ ω νά περάσατε ήσυχη ν ύ χ τ α ; . . . — Ξέρετε, στην ηλικία μου, δεν κοιμάται κανείς π ο λ ύ . . . Μέ το πού πέφτεις στο κρεβάτι σου έρχονται στο μυαλό δλες οί σκοτούρες...

στοιχίζεται άπό ενα κοπάδι μέγαιρες ; Ό Έ μ ί λ έπινε πάρα πολύ. Και δχι πιά γιά τίς λίγες στιγ­ μές τής απολαυστικής υπνηλίας. Εΐχε ανάγκη δλες τίς ώ­ ρες άπό ενα ή δύο ποτήρια κρασί γιά νά οπλίζεται μέ θάρ­ ρος. Ή γυναίκα του τον εΐχε υπό επιτήρηση. Δεν πάει νά κλείδωνε το κρασί στο ντουλάπι και νά έβαζε το κλειδί στην τσέπη, εκείνη ήξερε πολύ καλά πόσα μπουκάλια έφερνε το πρωί δπως και δεν αγνοούσε το λόγο τών δλο και συχνότε­ ρων επισκέψεων του στην κουζίνα. Ποιος ξέρει κι αν δεν τον περιέγραφε ήδη σάν μέθυσο, σέ δποιον ήθελε νά τήν ακούσει; Ή κυρία Μαρτέν θά τής χρησίμευε γιά μάρτυρας. Λ ε ς ή Μαργκερίτ, μή έχοντας κα­ ταφέρει νά τον σκοτώσει μέ δηλητήριο και μή τολμώντας νά το κάνει μέ πιο άμεσο τρόπο, νά εΐχε βάλει κατά νοΰ τον εγκλεισμό του σέ ίδρυμα; Φοβόταν. 'Ακόμη κι δταν δεν μιλούσαν γιά εκείνον, πα­ ρέμενε στο δεύτερο πλάνο τών συζητήσεων τους πού συνο­

Ψ έ μ α ! Σπάνια ξυπνούσε πρίν ξημερώσει. Μιά ματιά τής μάγισσας προς τον Έ μ ί λ .

δεύονταν άπό αναστεναγμούς και εύγλωττες ματιές.

— Δεν είχατε τίποτα καινούργια προβλήματα;

κυρία μου, δτι ή ζωή σας υπήρξε εύκολη...

— Πάντα ή ϊδια κατάσταση... Το εχω συνηθίσει... Ά ν δεν είχα γερά νεύρα, θά ήμουν πεθαμένη εδώ και καιρό ή θά βρισκόμουν σε κάποιο ψυχιατρείο... [ 156 ]

— Δεν θά μπορούσε κανείς νά πει, καημένη και τόσο άξια — Ποτέ μου δέν παραπονέθηκα.. /Αν ήταν θέλημα Θεού... — Ευτυχώς πού έχετε π ί σ τ η . . . Πάντα λέω δτι άπό τή σ τ ι γ μ ή πού έχει κανείς τή θρησκεία... [ 157

— Λυπάμαι τους ανθρώπους πού δεν πιστεύουν σε τί­

πάγκο. Δέν ήταν γνωστός ακόμη και τόν παρατηρούσαν. — Δέν είστε της γειτονίας, ε ; . . .

ποτα. .. Τα μάτια τας καρφώθηκαν πάνω στον Έ μ ί λ Μπουέν. — Δεν υποβιβάζουν οι ίδιοι τόν εαυτό τους στο επίπεδο

— Πώς... — Καλά μοΰ φάνηκε δτι κάπου είχα ξαναδεί τή φάτσα σας...

των ζ ώ ω ν ; . . . — Και να ήταν μόνο αυτό! Τα ζώα δεν έχουν τήν ευθύ­

— Μένω στην πλατεία Σεμπαστιέν Ντουάζ... 'Ένιωσε τήν ανάγκη να δικαιολογήσει τήν παρουσία του,

νη των πράξεων τους... Το τσάι. Ό ασημένιος δίσκος. Τα γλυκά. Μια φορά πήγε

λές και περνούσε εισαγωγικές εξετάσεις. 'Αντίθετα άπό τό

και πήρε από τήν κουζίνα το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί

μαγαζί τής Νέλλης, εδώ οί πελάτες μπαινόβγαιναν συνέ­

και Ινα ποτήρι και βάλθηκε να πίνει μπροστά τους.

χεια, άνθρωποι παράξενοι, οί όποιοι πολλές φορές μιλούσαν

Ήταν λάθος κίνηση. Δεν έπρεπε να τήν επαναλάβει. Το ένστικτο του τόν προειδοποίησε δτι αυτή ή κίνηση δεν θα

χαμηλόφωνα στή γωνία, φώναζαν τό αφεντικό και τοΰ ψι­ θύριζαν σ τ ' αυτί. — Δέν είστε ό σύζυγος τής μουρλής γριάς;

τοϋ έβγαινε σε καλό. Ε ί χ ε αποκτήσει το συνήθειο, πολλές φορές τήν ημέρα, να βγαίνει εξω και να πίνει σέ μια μικρή ταβέρνα, απέναντι

"Εγνεψε καταφατικά, σάν νά μήν μπορούσε ό χαρακτη­ ρισμός ν'άφορα άλλην έκτος ά π ' τ ή Μαργκερίτ.

άπό τις φυλακές, δπου μαγείρευαν και έστελναν φαγητό

— Γιατί δέν πούλησε;

στους κρατούμενους πού είχαν λεφτά.

— Νά πουλήσει τ ί ;

"Ακουγες το αφεντικό να δίνει παραγγελίες όπως: — Δυο χοιρινές μπριζόλες για τόν Σ τ ρ ι μ μ έ ν ο . . . Μέ μπόλικες πατάτες και σαλάτα...

— Τά σπίτια της, τί άλλο... Είχε ακουστεί δτι θα κα­ τεδάφιζαν δλες τις μονοκατοικίες στην πάροδο και θά έφτια­ χναν ενα τεράστιο μέγαρο... Τής πρόσφεραν ολόκληρη πε­

— Έ ν α ν κόκορα κρασάτο για τόν Συμβολαιογράφο...

ριουσία γιά τά παλιόσπιτά της και εξαιτίας τής ξεροκεφα-

Ό λ ο ι σχεδόν οι κρατούμενοι είχαν ενα παρατσούκλι. Σέ

λιάς της χρειάστηκε ν'αλλάξουν τά σχέδια...

κανέναν δέν προκαλούσε έκπληξη τό γεγονός δτι ζούσαν πί­ σω α π ' τ α σίδερα, ανάμεσα σέ τέσσερις τοίχους. — Τόν Ματάκια τόν κράτησαν στο αναρρωτήριο;... — Βγήκε χ θ ε ς . . . Ό γιατρός ανακάλυψε δτι ήταν τόσο

Ξαναπήγε στή Νέλλη, δέν τής πρότεινε νά περάσουν στην κουζίνα. 'Εκείνη κατάλαβε αμέσως δτι ό Έ μ ί λ έ'νιωθε κατά­ θλιψη. — Δέν είσαι καλά; — Κάνουν δ,τι μπορούν γιά νά μοΰ τή φέρουν... Α υ τ ή ή

άρρωστος δσο κι ε γ ώ . . . Ό Έ μ ί λ έπινε τό ποτήρι του ακουμπισμένος στον [ 158 ]

κυρία Μαρτέν είναι μ ι ά . . . μ ι ά . . . 159

— Μια μελαχρινή αρκετά γεμάτη, πού βάφει τα μάτια της μέ κάρβουνο; — Ναί... — ' Ε κ ε ί ν η πού ήταν τις προάλλες μέ τή γυναίκα σ ο υ ; . . . Μέχρι πριν από δυο χρόνια έκανε τή χαρτορίχτρα... Δέν ξέρω τί συνέβη, άλλα απασχόλησε τήν αστυνομία... Τώρα δέν κάνει τ ί π ο τ α . . . Φαίνεται πώς έχει βάλει λεφτά στην μπάντα... — Δέν μπορώ νά τις υποφέρω άλλο... — Γιατί κάθεσαι μαζί τους; — Γιατί αν έβγαινα ά π ' τ ό δωμάτιο θά το θεωρούσαν θρίαμβο... — " Ε χ ε ι ς πλάκα... 'Ορισμένες φορές θά έπαιρνε δρκο κά­ νεις δτι το διασκεδάζεις... Είσαι σίγουρος δτι δέν σου λεί­ πει ή γυναίκα σ ο υ ; . . .

συναντούσε δήθεν τυχαία και στο ιταλικό παντοπωλείο ή στο κρεοπωλείο δπου περίμεναν μαζί στην ουρά. Το πρωί τής πέμπτης ημέρας δέν άντεχε πιά, και δταν μπήκε στης Νέλλης, εκείνη κατάλαβε δτι δέν είχε πάει γιά νά πιει μόνο ενα-δυό ποτήρια κρασί ή νά περάσει λ ί γ η ώρα στην κουζίνα. — Θά έλεγε κανείς, φιλαράκο μου, δτι ή κατάσταση δέν πάει καλά... Τί σου έκαναν αυτή τή φ ο ρ ά ; . . . — Πρέπει νά σου μ ι λ ή σ ω . . . 'Αμήχανος, δέν τολμούσε νά μπει στο θέμα. , —Καταλαβαίνεις, ένας άντρας έχει παρ'δλα αυτά τήν αξιοπρέπεια τ ο υ . . . 'Εκείνη γέλασε άπό μέσα της. "Ηξερε καλύτερα τους άν­ τρες απ' εκείνον και γνώριζε εκ πείρας δτι δταν μιλούν γιά τήν αξιοπρέπεια τους σημαίνει δτι τά πράγματα πάνε στραβά. — Βάλε μου νά π ι ώ . . .

— Τή μ ι σ ώ . . . —"Αντε, πιες το κρασί σου και προσπάθησε νά σκεφτείς άλλα πράγματα, τή φύση, τά πουλάκια... — Μιλάω σοβαρά... — Κι ε γ ώ . . . 'Επιπλέον υπήρχε και το θέμα της μυρωδιάς: ή κυρία Μαρτέν έβαζε σε ποσότητα ένα φτηνό άρωμα και είχε μυ­ ρίσει και το σαλόνι. Ή Μαργκερίτ, πού δέν υπέφερε τά αρώ­ ματα, δέν έλεγε τίποτα, πράγμα πού φανέρωνε δτι μεταξύ τους υπήρχε κάποια συνεννόηση. Τύχαινε ακόμη τώρα νά παρακολουθεί τή γυναίκα του

— Εΐναι το τέταρτο π ο τ ή ρ ι ; . . . — Κι εσύ τά ϊ δ ι α ; . . . — Γιατί το λες αυτό; — Γιατί ή γυναίκα μου κρατάει λογαριασμό πόσα πί­ νω. .. Μέ παρακολουθεί ά π ' τ ό πρωί ως το βράδυ... Είναι χειρότερα άπ' δ,τι αν ήμουν μωρό πού μπουσουλάει... "Οταν γυρίζω σπίτι, το κανονίζει έτσι ώστε νά περάσει δίπλα μου γιά νά μέ οσφριστεϊ... Το μπάνιο είναι ό μόνος χώρος πού μπορώ νά κ λ ε ι σ τ ώ . . . — Κακομοίρη μου Έ μ ί λ ! . . .

πλέον νά βλέπει τήν κυρία Μαρτέν τά απογεύματα, άλλα τή

Δέν έπαιρνε τίποτα τραγικά. Γιά κείνην δλες οί συζυ­ γικές 'ιστορίες έμοιαζαν μεταξύ τους.

[ ι6ο Ι

ι6ι

δταν πήγαινε γιά ψώνια. Τής Μαργκερίτ δέν τής αρκούσε

— Λ ο ι π ό ν . . . έλεγες για την αξιοπρέπεια σου...

— Γιά πόσο καιρό;

— Πόσα δωμάτια έ'χει επάνω;

— Δεν ξ έ ρ ω . . . "Ισως γιά πάντα...

Έ σ μ ι ξ ε τα φρύδια της, γιατί δεν περίμενε αύτη την ερώ­ τηση. — Δύο. Γ ι α τ ί ; . . . Συνέχισε, ντροπιασμένος, χαμηλόφωνα:

— Σε ταλαιπωρεί τόσο πολύ ή γριά σ ο υ ; . . . 'Εκείνη σκεφτόταν. — Πόσα θά ήσουν διατεθειμένος νά πληρώνεις; — Λ ί γ ο μ'ένδιαφέρει στο σημείο πού βρίσκομαι.. . Έ χ ω

— Είμαι γέρος άνθρωπος, το ξ έ ρ ω . . . Δεν σοΰ προτείνω να ζήσω μαζί σου σαν...

μιά καλή σύνταξη ά π ' τ ό δήμο... Έ χ ω οικονομίες...

— Σαν δυο εραστές, ώ ρ α ϊ α ! . . . Και πρωτίστως μάθε, αγόρι μου, δτι ποτέ μου δεν μπόρεσα να κοιμηθώ μέ άν­ τρα. .. Είναι θέμα επιδερμίδας, μυρωδιάς... Να κάνω έρω­ τα στο άψε σβήσε, σύμφωνοι... Ά λ λ α να ιδρώνουμε πλάι πλάι, νά χτυπάω πάνω σ ' ενα χέρι ή σ ' ενα πόδι έκεϊ πού δεν το περιμένω, δ χ ι ! . . . Είχα προσπαθήσει στην αρχή μέ τον Τ ε ό . . . Ήταν ό σύζυγος μου... 'Εξαιτίας του μαγαζιού πή­ γαμε στο δημαρχείο και παντρευτήκαμε...

πελάτες δεν πολυαρέσει αυτό, καταλαβαίνεις...

» Έ λοιπόν! "Υστερα από λίγες μέρες τον παρακάλεσα ν αγοράσει ενα δεύτερο κρεβάτι... Κοιμόταν στο πίσω δω­ μάτιο. .. Παρόλο πού αγαπιόμασταν... —"Ηξερε δτι τον απατούσες; — Τί θέλεις νά πεις;

— Δεν θά σέρνεσαι δλη τή μέρα μες στο μ α γ α ζ ί ; . . . Στους — Καταλαβαίνω... Θά κάνω δ,τι θέλεις... — Και αν έρχονται φ ί λ ο ι ; . . . 'Εκείνος κοίταξε προς τήν πόρτα τής κουζίνας. — Δικό σου θέμα... — Δεν θά ζ η λ ε ύ ε ι ς ; . . . — Γιατί νά ζηλεύω; — Δεν είναι τόσο ευγενικό αυτό που λ ε ς . . . — Α λ ή θ ε ι α είναι... — Δ ώ σ ε μου λίγο χρόνο νά το σ κ ε φ τ ώ . . . — Πόσο χ ρ ό ν ο ; . . . — Α ς πούμε ως αύριο το πρωί πού θά περάσεις... — Δεν μπορεΐ νά γίνει σ ή μ ε ρ α ; . . .

— Τ ί π ο τ α . . . Σου ζητώ σ υ γ γ ν ώ μ η . . . Αυτό πού θα ήθε­ λα ήταν νά ήμουν ενα είδος οίκότροφου... Θά π λ η ρ ώ ν ω . . . Έ σ ύ θά καθορίσεις το ποσό... Δεν θά σ ' ε ν ο χ λ ώ . . . Δεν είμαι φορτικός... — Θά πρέπει νά σου μαγειρεύω; — " Ι σ ω ς . . . Θά το προτιμούσα... 'Αλλά αν πρέπει θά τρώω εξω... 102

— Μέχρις αυτού του σημείου; Δεν απάντησε, δμως φαινόταν δτι είχε φτάσει στα όρια των δυνάμεων του και το βλέμμα του ήταν ικετευτικό. — Καλώς ! Πέρνα σ'ένα μισάωρο... — Τί σοΰ χ ρ ω σ τ ά ω ; . . . — Ά ς αρχίσουμε τώρα αμέσως νά γράφουμε στο τε­ φτέρι. .. 163

Ό π ω ς για τους πελάτες πού έγραφε τί της χρωστούσαν σ ' Ι ν α τετράδιο.

ρολόι του, τέλος ξαναμπήκε στο σκοτεινό και δροσερό κα­ φενείο.

— Τί ώρα σηκώνεσαι;

Έ ν α ς πελάτης στεκόταν στον πάγκο, ένας εργάτης μέ

— Στις έ ξ ι . . . Μπορώ να σηκωθώ οποιαδήποτε ώ ρ α . . .

φόρμα πιτσιλισμένη μέ γύψους. Τό πρόσωπο του ήταν επί­

Θα φέρνω μέσα τους σκουπιδοντενεκέδες, θ' ανοίγω τα παν­

σης γεμάτο γύψους, και ιδιαίτερα τά φρύδια καί οί βλεφα­

τζούρια, θα σκουπίζω τό μαγαζί... Έ χ ω συνηθίσει...

ρίδες, πράγμα πού τον έκανε νά μοιάζει πιερρότος.

— Πήγαινε να κάνεις έναν περίπατο λ ί γ η ώρα... Υπάκουσε, αγχωμένος τόσο δσο ποτέ άλλοτε. Στα μά­

Φοβήθηκε μήν τους ενοχλήσει. Δεν ήταν ή ώρα νά δυσ­ αρεστεί τή Νέλλη. Κοντοστάθηκε, ήταν έτοιμος νά ξαναφύ­

τια του ήταν ή μοναδική σανίδα σωτηρίας. Στης Νέλλης, δεν

γει, άλλα εκείνη του έδωσε νά καταλάβει ότι δεν ήταν πε­

θα σκεφτόταν άλλο τ η Μαργκερίτ, οΰτε τήν κυρία Μαρτέν

λάτης γιά τήν κουζίνα.

οΰτε τις απειλές εναντίον του. Ή Νέλλη του έδειχνε κατανόηση. Έ δ ε ι χ ν ε κατανόηση με δλον τον κόσμο. Ήταν χωρίς προκαταλήψεις και έβλεπε μό­ νο τήν καλή πλευρά τών ανθρώπων και τών γεγονότων.

— Τί θά π ι ε ι ς ; . . . — Έ ν α μικρό ποτήρι λευκό, ως συνήθως... — Μικρό ή μ ε γ ά λ ο ; . . . — Μεγάλο...

Τά δωμάτια βρισκόντουσαν στον ημιώροφο, και τά πα­

Έ ν α ψέμα, μ'άλλα λόγια. Ήταν έβδομηνταενός χρόνων

ράθυρα τους φαίνονταν ημικυκλικά άπό τό απέναντι πεζο­

και δεν εΐχε νά δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Γιατί ζήτη­

δρόμιο. Ήταν χαμηλοτάβανα και σίγουρα άπό έκεΐ θα

σε μικρό εφόσον ήξερε δτι θά του σέρβιρε μεγάλο;

άκουγόντουσαν όλοι οι θόρυβοι του μαγαζιού και της κου­ ζίνας.

— Έ χ ο υ μ ε άλλη μιά εβδομάδα δουλειά εδώ στή γειτο­ νιά. .. συνέχισε νά λέει ό άντρας πού έμοιαζε μέ πιερρότο.

Αυτό δεν ήταν τό ιδανικό καταφύγιο; Ήταν περίπου

Δεν είναι άσχημα... Είμαστε τρεις καί συνεννοούμαστε μιά

δπως μέ τήν Άνζέλ. Κανείς δεν θα τον κατασκόπευε. Θά

χαρά... Μπορώ νά αγοράσω ένα μπουκάλι νά τό πάω στους

έβγαινε δποτε ήθελε, χωρίς να γυρίζει να βλέπει αν τον πα­

άλλους;...

ρακολουθούν.

— Ά π ' τ ό ίδιο;

Οί δυο μέγαιρες δεν θά μπορούσαν πια νά τον κακολο­ γούν παρουσία του, νά καταγράφουν τις αντιδράσεις του για νά τό χρησιμοποιήσουν μιά μέρα εναντίον του. Έ κ α ν ε τό γύρο του τετραγώνου, πρώτα προς τή μία κα­ τεύθυνση, μετά προς τήν αντίθετη, κοιτάζοντας συχνά τό ι(>4

Ή Νέλλη κατέβηκε στο υπόγειο ανοίγοντας τήν κατα­ πακτή γιά νά πάρει κρασί. Ό Τεό πέρασε όμορφη ζωή, έστω κι αν τέλειωσε άσχη­ μα, γιατί πέθανε νέος, έξηνταδύο ή έξηντατριών χρόνων. — Ευχαριστώ, κυρία μ ο υ . . . 165

Ό γυψάς δεν μπόρεσε να μην αφήσει το βλέμμα του να σταθεί για λίγο πάνω στο πλουσιοπάροχο στήθος. *Αν έμε­

— Δεν έχει άλλους συγγενείς... Δεν παίρνει ποτέ γράμ­ ματα, παρά μόνο διαφημιστικά φυλλάδια...

νε άλλη μία εβδομάδα στή γειτονιά, σίγουρα θα εκμεταλ­

— Πώς ήταν το ύφος τ ο υ ; . . .

λευόταν την κατάσταση. Ήταν κατάξανθος, το πολύ τριαν­

— Σάν νά με αγνοούσε...

τάρης, με γελαστά μάτια.

— Εΐμαι σίγουρη δτι θά επιστρέψει... — Νομίζετε;...

— Λοιπόν;... —*Ας δοκιμάσουμε...

— Δεν τον ακολουθήσατε;...

— Πότε θα μπορούσα να έ ρ θ ω ; . . .

'Εκείνη τή στιγμή, θά πρέπει νά κοκκίνισε, γιατί πράγ­

— Ό π ο τ ε θέλεις... Δεν εχω παρά νά ετοιμάσω το κρε­ βάτι. .. Λ π ό τότε πού πέθανε ό Τεό, κάνεις δεν έχει κοιμη­

ματι τον είχε ακολουθήσει. Τής τήν έ'φερε γιά τά καλά, απο­ δεικνύοντας έτσι δτι εΐχε ξαναβρεί τήν ισορροπία του. • Ή βαλίτσα ήταν βαριά. Τήν εΐχε σύρει μέχρι τήν πλα­

θεί ε κ ε ί . . . Δεν ζήτησε νά μάθει πόσο θά τον χρέωνε. — Θά φέρω τη βαλίτσα μου αμέσως μετά το μεσημε­

τεία Σαίν Ζάκ, δπου υπήρχε πιάτσα ταξί. Ή Μαργκερίτ δεν κρυβόταν, περπατούσε δέκα μέτρα πί­ σω του, κι δταν εκείνος στρεφόταν μπορούσε νά διαβάσει

ριανό. .. — ' Ε λ π ί ζ ω δτι δεν θά κάνεις ολόκληρη μετακόμιση ; . . .

τήν απόγνωση στο πρόσωπο της.

Έ ν ι ω θ ε τόσο ανακουφισμένος πού περπατώντας στο

— Θά δεις εσύ γριούλα μ ο υ . . .

δρόμο τοϋ ερχόταν νά σφυρίξει. Ήταν σάν λύτρωση και ανα­ ρωτιόταν πώς δεν είχε σκεφτεί πιο νωρίς τ η Νέλλη. Μπαίνοντας στο σπίτι, τά μάτια του γυάλιζαν πονηρά.

Μες στή βιασύνη της δεν προέβλεψε νά πάρει μαζί της τσάντα. Δεν είχε λοιπόν χρήματα πάνω της. 'Εκείνος ανέ­ βηκε στο πρώτο ταξί και φώναξε στον οδηγό:

Ή ΜαργκερΙτ θά δοκίμαζε την έκπληξη της ζωής της. Το

— Γκάρ ντε λ' " Ε σ τ . . .

θύμα της τής ξέφευγε. Θά ξαναβρισκόταν ολομόναχη, χωρίς

Ό σταθμός απ'δπου το 1914 είχε φύγει γιά το μέτωπο.

κανέναν για νά τον κατασκοπεύει, και ό Έ μ ι λ προσπάθησε

Παρέμεινε έκεϊ, στην άκρη τοΰ πεζοδρομίου, ντυμένη

νά μαντέψει τη συζήτηση πού θά είχαν οί δυο γυναίκες το

στά μώβ, χωρίς νά πιστεύει στά μάτια της. "Οταν το ταξί

απόγευμα πίνοντας το τσάι τους.

έφτασε στο Λιοντάρι τοΰ Μπελφόρ, ό Έ μ ι λ έσκυψε στον

— Τά πήρε δλα; θά ρωτούσε αυτή ή οχιά ή κυρία Μαρτέν. — Ό χ ι . Μόνο μιά μεγάλη βαλίτσα... — Μπορεί νά πήγε τ α ξ ί δ ι ; . . . Κάποιος συγγενής ν' αρρώ­ στησε ή νά πέθανε στην επαρχία... 166

οδηγό. — Συνεχίστε γιά λίγο, οπουδήποτε... Θά σας π ώ μετά πού νά π ά τ ε . . . — Και στή Γκάρ ντε λ ' " Ε σ τ ; [ ι67 ]

—"Αλλαξα γ ν ώ μ η . . .

πρακτική και προσγειωμένη γυναίκα. "Ηξερε τους άντρες.

— Ό , τ ι πείτε, έσεΐς πληρώνετε...

Α ν τα έβρισκε μαζί τους είναι γιατί δεν τους ζητούσε πε­

Τελικά, μουρμούρισε, υπολογίζοντας δτι ή Μαργκερίτ

ρισσότερα απ'αυτά πού μπορούν νά δώσουν.

θα είχε επιστρέψει σπίτι της έν τ ω μεταξύ: — Σ τ η γωνία της όδοϋ Ντε Φεγιαντίν... — Ποια γωνία;

— Καλή δρεξη... — Κ α ι συ... Τής χαμογέλασε μέ ευγνωμοσύνη και απομακρύνθηκε

—'Οποιαδήποτε...

ξανανιωμένος.

Ό ήλιος έπεφτε κατακόρυφα, ζεστός, λαμπερός. Το Πα­ ρίσι μοσχοβολούσε. 'Εδώ και χρόνια είχε να αναπνεύσει ό­ πως σήμερα τις μυρωδιές τής πόλης. Ωραία φάρσα δεν τής σκάρωσε; Θα καταλάβαινε επιτέ­ λους δτι δεν ήταν ενα κατοικίδιο ζώο πού το αγοράζεις για να το εκπαιδεύσεις δπως σ'αρέσει. Τώρα έτρωγε μοναχή στο τραπέζι, μοναχή στην κουζί­ να, μόνη μες στο σπίτι, με υφός ανθρώπου πού δεν πεινάει, πού δεν έχει ποτέ δρεξη.

Καθ' δλη τή διάρκεια τής ζωής του, συχνά χωρίς νά το αν­ τιλαμβάνεται, είχε δημιουργήσει διαδοχικές συνήθειες, ενα λίγο-πολύ αυστηρό ημερήσιο πρόγραμμα. Αυτό διαρκούσε εβδομάδες, μήνες ή χρόνια, και κάποια στιγμή, χωρίς φαινομενική αιτία, το αντικαθιστούσε μέ έναν διαφορετικό ρυθμό, άλλους κανόνες, άλλα ωράρια ή καινούρ­ γιες μανίες. Υ π ή ρ ξ ε ή εποχή πού ζούσε μέ τους γονείς του, αρχικά ανύπαντρος, μετά νιόπαντρος μέ τήν Ανζέλ. Ή ζωή δταν

Μια αγνή ψυχή, υπεράνω ταπεινών ενστίκτων!

ήταν τέσσερις δέν ήταν πάντα εύκολη, γιατί ή μητέρα του

— Ή ρ θ ε ς κ ι ό λ α ς ; . . . Είχες π ε ι . . .

δύσκολα υπέφερε τήν παρουσία τής νύφης. Ό σ ο γιά τον πα­

Ή Νέλλη έτρωγε, μοναχή επίσης, δμως με μεγάλη δρε-

τέρα του, από υποταγή ή φρόνηση απέφευγε νά επεμβαίνει. Ή μητέρα του, ιδίως, ήταν πολύ αυστηρή μέ τήν ώρα

ξη• — Α φ ή ν ω τή βαλίτσα μου και φ ε ύ γ ω . . . Δεν είχα τήν υπομονή να περιμένω και να φάω για άλλη μια φορά απέ­ ναντι τ η ς . . . Θα πάω στο εστιατόριο... Δίστασε να τοϋ προτείνει να μοιραστεί το γεύμα της πού φαινόταν νοστιμότατο, λουκάνικα Τουλούζης με κόκκινο λάχανο, φουσκωμένα, ζουμερά, πού άνέδιδαν μια ελαφριά μυρωδιά σκόρδου. Προτίμησε νά μή δημιουργήσει προηγούμενο. Ή τ α ν Ι ιί>« |

τοϋ φαγητού και δταν μαγείρευε δέν ήθελε νά έχει κανέναν γύρω της. — Πήγαινε νά κάνεις μιά βόλτα... Στην ηλικία σου τώ­ ρα. .. Το προτιμώ ά π ' τ ό νά σ ' έ χ ω μες στα πόδια μ ο υ . . . Ώ ς έκ τούτου, μέ τήν Ανζέλ περνούσαν πολλές ώρες εξω. Περπατούσαν. Οι όχθες από το Σαρεντόν μέχρι το Πόν Νέφ τους ήταν πολύ οικείες, και τύχαινε νά τριγυρνούν έκεΐ μέ­ χρι αργά το βράδυ. [ ι&9 1

"Οταν νοίκιασαν δικό τους διαμέρισμα, πάνω άπό Ινα καφενείο, έτρωγαν συχνά πυκνά στο εστιατόριο, εϊτε επειδή ή Ά ν ζ έ λ είχε κοιμηθεί πολύ εϊτε επειδή είχαν όρεξη νά φάνε κάτι ιδιαίτερο. Τους άρεσε ν'ανακαλύπτουν συμπαθητικά φθηνά ταβερνάκια δπου οί καθημερινοί πελάτες είχαν ό κα­ θένας την πετσέτα του.

Ή Μαργκερίτ... Τώρα γιά μιά ακόμη φορά ήταν Ινας καινούργιος κόσμος μές στον όποιο ζητούσε νά ενσωματωθεί, προσέχοντας τή συμπεριφορά και τις κινήσεις του. Τό δωμάτιο τής Νέλλης έβλεπε στο δρόμο, τό δικό του δχι. Ά π ό τό παράθυρο του δέν φαινόταν παρά μόνο ενα άλλο

Υ π ή ρ ξ ε ή περίοδος τής Μελανί, Ινα εστιατόριο στην 'Αγορά τών Κρασιών, ή περίοδος του ΙΤερ Σάρλ, στην οδό Σαίν Λουί-έν-'Ίλ, κι άλλων ακόμη, πού ή καθεμά τους είχε διαφορετικές μυρωδιές κι αλλιώτικα χρώματα.

παράθυρο μέ τζάμια τόσο λερωμένα πού δέν μπορούσες κάν

Το ϊδιο συνέβαινε τις Κυριακές. Κάποια άνοιξη είχε αγο­ ράσει μιά μοτοσυκλέτα και πήγαιναν στο δάσος του Φονταινμπλώ, άλλα δταν παρατρίχα γλίτωσαν άπό ενα τροχαίο ή Ά ν ζ έ λ φοβήθηκε και ό Έ μ ι λ πούλησε τή μηχανή.

χτυπήματα, και νά περιμένει τό διάλειμμα μέ ανακούφιση.

Έ π ί δύο χρόνια έπαιρναν τακτικά τό τρένο γιά το Λανύ και είχαν μάθει δλες τις πιθανές γωνιές τής περιοχής.

νά μαντέψεις τί υπήρχε πίσω. Κάπου, άπό Ινα αθέατο εργα­ στήριο, ακουγόταν Ινα σφυρί πού χτυπούσε πάνω σέ μέταλ­ λο μέ έναν αργό, τακτικό ρυθμό. Τοΰ τύχαινε νά μετράει τά Δέν παραπονιόταν. Ήταν ευτυχισμένος πού κατάφερε καί ξέφυγε άπό τήν ατμόσφαιρα τής παρόδου. — Πώς περνάς τις ημέρες σ ο υ ; . . . — Κάνω περιπάτους, διαβάζω... — Ά ν δέν βλέπεις πολλά πράγματα ά π ' τ ό παράθυρο

Χόρεψαν πολλές φορές στά υπαίθρια καφενεία του. Ψάρευε μέ πετονιά και ή γυναίκα του προσπαθούσε νά τον μιμηθεί.

σου, μπορείς νά εγκατασταθείς στο δωμάτιο μου, δίπλα στο

Μετά ήταν ή περίοδος του νοσοκομείου, δπου έφτανε πιο νωρίς γιά τό επισκεπτήριο, καθόταν πάντα στο ίδιο παγκά­ κι, έριχνε μιά ματιά στην απογευματινή εφημερίδα, και δυσ­ ανασχετούσε αν άκουγε τό κουδούνι τοΰ επισκεπτηρίου πριν ακόμα προλάβει νά διαβάσει τους τίτλους.

ποΰρα σου...

Ή χηρεία του, ή μοναχική ζωή του στην πάροδο, τά μυ­ θιστορήματα πού κυριολεκτικά καταβρόχθιζε καθισμένος δίπλα στο παράθυρο, τά κλάματα του μωρού άπό τον κάτω δροφο, οί παρτίδες τής μπιλότας τά απογεύματα, στο κα­ φενείο του Ντανφέρ-Ροσερώ... Ι 17° Ι

παράθυρο, υπό τον δρο δτι εκεί δέν θά καπνίζεις τά βρομοΜέ κείνη δέν θύμωσε δπως είχε θυμώσει μέ τή Μαρ­ γκερίτ. — Τό μόνο πού θέλω είναι νά σέ βοηθάω... — Θά δούμε... Ά π ό τήν έκφραση της μάντευε κανείς δτι δέν χαιρόταν καί τόσο πολύ πού είχε αποδεχτεί τήν παρουσία του. — Τελικά... είσαι περίεργος άνθρωπος... Είχε αγοράσει πέντε-Ιξι μεταχειρισμένα βιβλία, ολόκλη­ ρο απόθεμα. [ 171 1

Για πρώτη φορά ξαναπήγε στο καφενείο τής πλατείας Ντανφέρ-Ροσερώ. Ό ιδιοκτήτης τον αναγνώρισε.

ένα α τ ύ χ η μ α ; . . . Βλέπετε πού θυμάμαι τους πελάτες μ ο υ . . . Τό ονομά τους μοΰ ξεφεύγει καμιά φορά, άλλα θυμάμαι πρό­

— Γιά φαντάσου!... Έ σ ε ϊ ς ! . . . "Ησαστε άρρωστος;

σωπα και φυσιογνωμίες... Μένετε πάντα έδώ στή γειτο­

Τον κοίταξε με συμπόνια, σάν ό Μπουέν νά είχε κακή

νιά;...

οψη. Είναι αλήθεια δτι τον τελευταίο καιρό είχε αδυνατίσει

— Κοντά στην πλατεία Σαίν Ζ ά κ . . . — Δεν είστε εσείς πού... Τώρα θυμήθηκα!... Παντρευ­

πολύ. Αυτό φαινόταν κυρίως στο λαιμό. Ό γιακάς των που­ καμίσων του έχασκε, τονίζοντας το μήλο του Α δ ά μ πού προεξείχε, και τά προγούλια πού κρέμονταν ά π ' τ ί ς δυο με­

τήκατε τήν ιδιοκτήτρια μιας ολόκληρης πλατείας... — Μόνο τής μιας σειράς των σ π ι τ ι ώ ν . . . τον διόρθωσε. — Παρ' δλα αυτά δεν είναι και τόσο ευκαταφρόνητη πε­ ριουσία. .. Χτίζουν μιά καινούργια οικοδομή απέναντι σας,

ριές. Κοίταξε προς τό τραπέζι δίπλα στο παράθυρο οπού οί φίλοι του συνήθιζαν νά παίζουν χαρτιά. — Ψ ά χ ν ε τ ε τους π α λ ι ο ύ ς ; . . . Ό ψηλός ό Ντεζιρέ πέθα­

έτσι δεν είναι; — Ό χ ι ακόμη... Δεν άρχισαν οί εργασίες... Κάποιοι ενοικιαστές δεν θά μετακομίσουν παρά τον επόμενο μήνα...

νε εδώ κι έναν χρόνο, ό Συνταγματάρχης, δπως τον φωνά­

— Ψ ά χ ν ε τ ε παρέα γιά καμιά π α ρ τ ί δ α ; . . .

ζαμε, παρόλο πού δεν ήταν παρά μόνο άρχιλοχίας...

— Δεν μου κάνει πολύ κ έ φ ι . . . Δεν γνώριζε τους χαρτοπαΐχτες πού είχαν πάρει τή θέ­

— Τί έπαθε; — Μιά αδιαθεσία, στή μέση του δρόμου... Ό κοντόχον­

ση των παλιών. Ήταν πολύ νεότεροι.

τρος. .. Σταθείτε νά δείτε... Έ χ ω τ'ονομά του στην άκρη

— Παίζουν μ π ρ ι τ ζ . . . Θά είναι έδώ ώς τις οκτώ τό βρά­

τής γ λ ώ σ σ α ς . . . Λ ο υ α ρ ώ ; . . . Βουαρόν;... 'Εκείνος πού είχε

δυ. .. Οί παίχτες τής μπιλότας θά καταφθάσουν γύρω στις

τό χαρτοπωλείο στην Πόρτ ντ' Όρλεάν... Δεν έχει σημα­

τέσσερις...

σία. .. 'Επέστρεψε στο χωριό του, στην Ντορντόν, δπου έχει

'Επέστρεψε στην οδό Ντε Φεγιαντίν κάνοντας μιά μεγά­

συγγενείς... Οί άλλοι δεν ξέρω τί απέγιναν... Πάνε έρχον­

λη παράκαμψη γιά νά διασχίσει τό πάρκο Μονσουρί. Παρολίγο νά περάσει από τήν οδό Ντε λά Σαντέ, γιά νά άντι-

ται. .. Τί θά π ι ε ί τ ε ; . . . — Έ ν α κόκκινο Μπορντώ...

κρύσει άπό μακριά τό σπίτι στο βάθος τής παρόδου, δμως

— Ζ ο ζ έ φ ! . . . Έ ν α κόκκινο Μπορντώ... Κι ε σ ε ί ς ; . . .

ήταν γελοία ιδέα και τήν εγκατέλειψε.

Ευχαριστημένος;... Τά πράγματα πάνε δπως τά θ έ λ ε τ ε ; . . . — Δεν εχω παράπονο... — Ή γυναίκα σας πέθανε, έ'τσι δεν ε ί ν α ι ; . . . "Υστερα από [ 172

Μπήκε άπό τό διάδρομο τών υπόλοιπων ενοίκων, μισά­ νοιξε τήν πόρτα τής κουζίνας και φώναξε: —Ανεβαίνω... 173

τ

Ηταν διακριτικός. Μόλις εΐχε φτάσει και φοβόταν μή

γίνει κουραστικός με τήν παρουσία του, έδειχνε Οτι ζούσε στις μύτες τών ποδιών. Διάβασε, βγήκε κάποια σ τ ι γ μ ή για να καπνίσει ενα πουράκι, ξανανέβηκε και χάζευε τους πε­ ραστικούς στο δρόμο. Του άρεσε ή μυρωδιά του δωματίου τής Νέλλης, μιά μυ­ ρωδιά αρκετά έντονη, πού τοϋ θύμιζε τις σύντομες στιγμές πού εΐχε περάσει μαζί της στην κουζίνα. Γύρω στις επτά ξανακατέβηκε γιά νά φάει. Ε κ ε ί ν η στε­ κόταν πίσω απ'τον πάγκο, απέναντι σε πέντε-έξι πελάτες. "Εφαγε διαβάζοντας τήν εφημερίδα του, φαντάστηκε τή Μαργκερίτ μες στην κουζίνα της ολομόναχη, έκτος κι αν είχε καλέσει τήν κυρία Μαρτέν. Θά το διασκέδαζε πολύ νά μπορούσε νά εΐχε κρυφτεί σε μιά γωνιά το απόγευμα, ακριβώς στις τέσσερις, δταν θά είχε καταφθάσει ή κυρία Μαρτέν. — Καλά ξεκουμπίδια!... θά είχε αναστενάξει ή Μαρ­ γκερίτ. — Έ γ ώ βρίσκω τον τρόπο πού συμπεριφέρθηκε αισχρό, ύστερα απ' όλα δσα κάνατε γιά κεΐνον... Όταν σκέφτομαι δτι τον περιμαζέψατε δπως περιμαζεύει κάνεις μιά γάτα άπ τό δρόμο... Α ν είχε πει ή κυρία Μαρτέν κάτι τέτοιο, θά έκανε με­ γάλο σφάλμα, γιατί ήταν προτιμότερο νά μή μιλά γιά γά­ τες μες στο σπίτι. Μπορεί νά είχε μιλήσει γιά σκύλο; — Δεν φοβάστε, μήπως στην κατάσταση πού βρίσκε­ ται. .. — Νά φοβηθώ μήπως τ ί ; 174

— ϋ ε ρ ω έ γ ώ . . . Έ ν α ς άντρας πού δεν είναι στά καλά του... "Αραγε ή γυναίκα του τον άκουσε δταν ζήτησε από τόν οδηγό νά τόν πάει στην Γκάρ ντε λ' " Ε σ τ ; *Αν ναί, θά ανα­ ρωτιόταν πού θα μπορούσε νά έχει πάει. Δεν ήξερε κανέναν προς ανατολάς, ούτε σε κοντινές επαρχίες ούτε σε πιο απο­ μακρυσμένες πόλεις. Όταν ξέσπασε ό Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος πήρε τό τρένο από αυτόν τό σταθμό γιά νά πάει στο μέτωπο. Αργότερα, με τήν Ανζέλ δεν πήγαν ποτέ πιο μακριά άπό τό Λανύ. Όταν επέστρεψε, ή Νέλλη έτρωγε σε μιαν άκρη τοϋ τρα­ πεζιού. — Έ φ α γ ε ς καλά; — Μια μπριζόλα μέ πατάτες τηγανητές... — Τρελαίνομαι γιά τηγανητές πατάτες αλλά δέν κάνω ποτέ γιατί μυρίζει τηγανίλα και δέν αρέσει αυτό στους πε­ λάτες. .. Τυχαίνει νά πάω νά φάω καμιά Κυριακή, δταν αποφασίζω νά βγώ ά π ' τ ό σ π ί τ ι . . . — Τις άλλες φορές τί κ ά ν ε ι ς ; . . . — Κοιμάμαι... Α κ ο ύ ω ραδιόφωνο... Δέν διαβάζω πο­ λύ, γιατί τά βιβλία δέν μέ ξετρελαίνουν... Πάντα ή ϊδια 'ιστορία και δέν υπάρχει τίποτα τό αληθινό σ ' α ύ τ ά . . . — Τί ώρα κλείνεις; —"Οταν θέλω νά κοιμηθώ... Τά βράδια δέν έρχεται σχεδόν κανείς... Έ ν α ς πελάτης αραιά και π ο ύ . . . Γιά ενα ποτηράκι στο φτερό... Κι αυτό καλό είναι, ά π ' τ ή σ τ ι γ μ ή πού δέν έ χ ω και τίποτα νά κάνω... αφήνω... [ 175 ]

— Γιατί; — Φοβάμαι μήν σ ' ε ν ο χ λ ώ . . . Σοϋ το υποσχέθηκα... — Κ α τ ά βάθος είσαι ντροπαλός... Ποτέ δεν θα τό

'Ανέβηκαν γύρω στις δέκα. Τά παντζούρια τά είχε κλεί­ σει εκείνος. λε-

γ α . . . Δεν τριγύρισες κατά τη μεριά της όδοΰ Ντε λά Σαντέ, κατά τ ύ χ η ;

— Κ α ι εσύ κοιμόσουν νωρίς; — Ν α ί . . . 'Εκτός αν εΐχε κάποιο ενδιαφέρον πρόγραμμα στην τηλεόραση...

— Ποτέ των ποτών! Γιατί νά πήγαινα προς τά κει;

— Έ γ ώ δεν εχω τηλεόραση... Είναι πολύ ακριβές...

— Ξέρω γ ώ ; . . . "Ισως γιά νά διακρίνεις τ η γυναίκα σου

Αποφάσισε νά της αγοράσει μία τήν επομένη. Θά ήταν

από μακριά, γιά νά δεις πώς τό πήρε... Θέλεις νά σοϋ πώ κά­

ευχάριστο τά βράδια νά κοιτάζει τις εκπομπές στο πλάι της.

τ ι ; . . . "Εχετε τόσο ανάγκη ό ένας απ' τον άλλον δσο και δυο

Χωρίς νά τό αντιλαμβάνεται, ξαναδημιουργούσε ήδη έναν

νιόπαντροι... Μη διαμαρτύρεσαι... Θά δεις... Δεν σοϋ δίνω

μικρό κόσμο αρκετά παρόμοιο μ'εκείνον πού μόλις είχε εγ­

πάνω άπό δεκαπέντε μέρες και θά βρίσκεσαι σπίτι της...

καταλείψει.

— Θά προτιμούσα... Δεν ξ έ ρ ω . . . 'Οτιδήποτε... — Ά ς ποΰμε ότι κάνω λάθος... Λοιπόν! Ό σ ο πλένω τά πιάτα μου μπορείς νά βγάλεις τους σκουπιδοντενεκέδες στο

— Δέν ε χ ω μπανιέρα, μόνο ντους... 'Εδώ είναι ή πόρ­ τα. .. Τό καλοκαίρι δέν έχει ζεστό νερό... Είναι γεγονός ότι κανείς δέν έχει ανάγκη άπό ζεστό νερό...

πεζοδρόμιο. Θά τους βρεις στην αυλή, στο βάθος του δια­

"Εβγαλε τό φόρεμα της περνώντας το άπό τό κεφάλι. Ή

δρόμου. Αυτούς πού έχουν έναν κόκκινο κύκλο. Κάθε ένοικος

ενδιάμεση πόρτα ήταν ανοιχτή. 'Εκείνος έβγαλε τό σακάκι,

-

έχει τό χρώμα του, ή τά αρχικά του αν δεν ήταν έτσι θά χα­ νόμασταν και θά φορτωνόμασταν τά σκουπίδια τών άλλων...

τή γραβάτα, περίμενε, δίσταζε πριν ξεντυθεΐ εντελώς. — Τί έκανες τό απόγευμα;

Ε κ ε ί ν η διάβαζε εφημερίδα και δύο φορές τή διέκοψαν

— " Η π ι α Ινα ποτήρι στην πλατεία Ντανφέρ-Ροσερώ...

δυο διαφορετικοί πελάτες• και τις δύο φορές εκείνος απο­

Σ ' ενα καφενείο, όπου γιά μεγάλο διάστημα έπαιζα κάθε μέ­

μακρύνθηκε, στην περίπτωση πού εκείνη θά χρειαζόταν τήν

ρα χαρτιά... Ή παρέα έχει σκορπίσει... Τους καινούργιους

κουζίνα.

δέν τους ξ έ ρ ω . . .

— Δεν μου λές, τέλειωσες μέ τό μπές-βγές σάν ανθρω­ πάκι σέ ελβετικό βαρόμετρο;... Τί φαντάζεσαι;... Ό τ ι προσφέρω τον κώλο μου δώρο σ όλους τους π ε λ ά τ ε ς ; . . .

— Και μετά; — Πήγα στο πάρκο Μονσουρί και κάθισα σ ' έ ν α παγκά­ κι.. .

'Εντάξει! Δεν είσαι ό μοναδικός, και θά υπάρξουν και άλ­

—Κοιτάζοντας τά παιδιά νά παίζουν;

λοι. .. Ό μ ω ς , καθώς τό κάνω γιά τή δική μου ευχαρίστη­

Αστειεύτηκε εκείνη.

ση, έχω τό δικαίωμα νά διαλέγω...

— . . . 'Ή πετώντας ψωμί στά πουλάκια;

(

i7f' Ι

[ 177 ]

— Γιατί γελάς; — Τ ί π ο τ α . . . Ή ζωή είναι κ ω μ ι κ ή . . . Έ σ ύ δεν τ η βρί­ σκεις κ ω μ ι κ ή ; . . . Ν ά ! Αύτη τ η σ τ ι γ μ ή προσπαθείς να γ ί ­ νεις δσο πιό διακριτικός γίνεται για νά μήν κλείσω τήν πόρ­ τα πριν γδυθώ εντελώς... Γνωρίζεις τα οπίσθια μου, δμως δεν μ ' έ χ ε ι ς δει ποτέ τσίτσιδη... Παραδέξου το ! — Ν α ί . . . Το είχα σκεφτεί πολλές φορές τά βράδια... — Προσπαθώντας ν'αποκοιμηθείς μές στο δωμάτιο της γριάς γυναίκας σ ο υ ! . . . Καλώς, αν κάνεις κέφι, εγκαινιά­ ζουμε τή διαμονή σου εδώ κάνοντας έ ρ ω τ α . . . Ό χ ι στο κρε­ βάτι μου, ούτε στο δωμάτιο μου... Στο δικό σου... "Οταν έμεινε γυμνή, δσην ώρα τακτοποιούσε τά ρούχα της, πηγαινοερχόταν χωρίς αμηχανία. — Λοιπόν; — Ναί... μουρμούρισε εκείνος. — Θα μείνεις έτσι; Φορούσε ακόμη το παντελόνι και το πουκάμισο. — Προτιμώ... Δεν τολμούσε νά γδυθεί περισσότερο. Τ ο πρόσωπο του, ενδεχομένως, θά μπορούσε νά τήν ξεγελάσει, δμως το αδυ­ νατισμένο σώμα του ήταν δπως ενός γέρου και φοβόταν ένα βλέμμα γεμάτο οΐκτο, ένα βλέμμα περιπαιχτικό. — Πώς θέλεις νά σταθώ ; Παρότι υπήρχε κρεβάτι, κατέληξαν νά τό κάνουν δπως ακριβώς και στην κουζίνα, πίσω άπό τήν πόρτα.

βήχτηκε στο δωμάτιο της δπου τήν άκουσε πού πλάγιασε στο κρεβάτι. Ή επόμενη μέρα κύλησε περίπου ίδια, μέ τή διαφορά δτι τό βράδυ ή τηλεόραση ήταν ήδη εγκατεστημένη στην κου­ ζίνα. 'Αντί γιά ευχαριστίες, δταν έφεραν τή συσκευή ή Νέλλη τοΰ πέταξε: — Έ σ ύ , δεν είσαι καθόλου κουτός... — Γιατί; — Τ ί π ο τ α . . . Θά βοηθήσει νά περνούν τά βράδια... Βλέ­ πατε τηλεόραση, ή γριά σου κι έσύ; — Ναί... — Και μέ τήν άλλη; — Τότε ακόμη δέν είχαμε... Τήν Κυριακή έμεινε στο κρεβάτι μέχρι τις έντεκα τό πρωί και δταν άνοιξε τήν πόρτα της φαινόταν ακόμη αγου­ ροξυπνημένη. — Δέν βγήκες; — Περίμενα νά σηκωθείς γιά νά σέ καλέσω γιά φαγη­ τό σ ' έ ν α καλό εστιατόριο, δπου θέλεις, στο Παρίσι ή και

έκτος... — Είσαι τόσο πλούσιος; — Θά μ'ευχαριστούσε ιδιαίτερα... Θά μπορέσεις νά φας τηγανητές πατάτες...

— Ώ ρ α ϊ α ! Τώρα κλείνω τήν πόρτα μου και κοιμάμαι. Καληνύχτα...

— Τ ί θά 'λεγες στο Σαίν Κλου; Παλιά υπήρχε ένα είδος υπαίθριας ταβέρνας στις δχθες τοΰ ποταμού, μέ αληθινές πέργολες. Είχα πάει μέ τον Τ ε ό . . . Αναρωτιέμαι αν υπάρ­ χει ακόμη...

Γελώντας, τοΰ έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και άποτρα-

Πήραν τό μετρό. Τήν έβλεπε γιά πρώτη φορά έξω, μ ' ένα

178

[ 179 ]

βαμβακερό φόρεμα και άσπρα παπούτσια. Έψαξαν για τήν

ράς και εκείνος τής διηγήθηκε τήν ιστορία. 'Ανέβηκαν μόνο

ταβέρνα κατά μήκος τοϋ Σηκουάνα, τελικά τ ή βρήκαν και

δταν πήγε έντεκα και χωρίστηκαν αμέσως.

χρειάστηκε νά περιμένουν μία ώρα γιά ν αδειάσει τραπέζι.

— Βιάζομαι νά χωθώ στο κρεβάτι μ ο υ . . . Στοιχηματί­

— Ξέρεις πόσο χρονών ήμουν τήν πρώτη φορά πού ήρθα;

ζω δτι έπαθα ηλίαση... Πολύ σπάνια μοϋ τυχαίνει νά

— Είκοσι;

βγώ...

— Δ ε κ α ο χ τ ώ . . . "Ημουν πουτάνα, στο μπουλβάρ Σε-

Τή Δευτέρα το πρωί τής έκανε τήν έκπληξη νά σκου­

μπαστοπόλ... Ό Τεό με είχε ψαρέψει δπως θά είχε ψαρέ­

πίσει το μαγαζί, νά τακτοποιήσει τήν κουζίνα και νά ετοι­

ψει οποιαδήποτε άλλη... "Ημαστε τρεις φίλες στην ίδια γ ω ­

μάσει καφέ πριν κατέβει εκείνη. Συμπεριφερόταν λίγο

νία και μές στο σκοτάδι είχε διαλέξει τυχαία...

σάν σκυλί πού βρήκε ενα νέο αφεντικό και προσπαθεί νά τοϋ

» Μετά, δεν έφυγε αμέσως... "Αρχισε νά μου κάνει ερω­ τήσεις. .. Δεν μ'άρεσε καθόλου αυτό... )) Ό κόσμος είναι γεμάτος από τύπους πού πληρώνουν ενα κορίτσι μόνο γιά νά τους διηγηθεί τή ζωή του και άλλους πού δεν σταματάνε νά μυξοκλαΐνε γιά τις ατυχίες τους... )> Ξαναήρθε, μου πρότεινε νά φάμε οί δυό μας και μ ' έ φ ε ­ ρε εδώ, με ταξί παρακαλώ!... » Ούτε πού το υποψιαζόμουν δτι τρεις μήνες αργότερα

αρέσει. Φοβόταν μήπως τον πετάξουν στο δρόμο και υποψιαζό­ ταν δτι οί ενθουσιασμοί τής Νέλλης δεν διαρκούσαν πολύ. Τον ανεχόταν, έ'βρισκε τήν κατάσταση διασκεδαστική. Γιά πόσο καιρό; Γινόταν πολύ διακριτικός, τής έκανε μικροεξυπηρετήσεις, βιαζόταν νά εξαφανιστεί δταν δεν τον χρειαζόταν. Ξαναπήγε στο πάρκο Μονσουρί δπου όντως χάζεψε τά

θά ήμουν παντρεμένη μαζί του... Δεν είναι αστείο ; Σήμε­

παιδάκια πού έπαιζαν. Ό ίδιος δεν είχε δικά του. Τους φί­

ρα ξαναβρίσκομαι στο ίδιο μέρος μαζί σου π ο ύ . . .

λους του, ή μάλλον τους γνωστούς του τους συναντούσε στο

Δεν συνέχισε. Θά ήθελε νά μάθει τί ετοιμαζόταν νά τοϋ πει, δμως δεν τόλμησε νά τή ρωτήσει. Όταν επέστρεψαν, άφοΰ πριν είχαν περπατήσει κατά μή­

καφενείο, σπάνια σπίτι τους, και τότε ήταν συνήθως βράδυ πού τά παιδιά τους κοιμόντουσαν. Τά κοίταζε με έκπληξη, σάμπως με το πού πέρασε τά

κος τοϋ Σηκουάνα και είχαν χαζέψει τις μαοΰνες, τοϋ είχε πει:

εβδομήντα νά ανακάλυψε τή νιότη. Αυτό πού τον εξέπληξε

— ' Ε ν τ ά ξ ε ι ! Γιά μιά φορά μπορείς νά φας εδώ μαζί

περισσότερο ήταν τά βρομόλογα πού πετούσαν το ενα στο

μ ο υ . . . Τήν Κυριακή το βράδυ αρκούμαι σε ζαμπόν και τυ-

άλλο μπροστά στις αδιάφορες μανάδες τους.

?
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF