Ν.Γκατζογιάννης - Ελένη

May 9, 2017 | Author: Ιστορική Αλήθεια | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Η Παγκόσμια Εκδοτική &...

Description

Ν Ν ίί κκ οο υυ ΓΓ κκ αα ττ ζζ οο γγ ιι άά νν νν ηη

ΕΕ ΛΛ ΕΕ Ν ΝΗ Η

Μετάφραση: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ

Digitized by 10uk1s

Εις μνήμην ΕΛΕΝΗΣ ΓΚΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΓΚΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗ, ΒΑΣΙΛΗ ΝΙΚΟΥ, ΣΠΥΡΟΥ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΥ

Σύντομα ωστόσο θα πεθάνουμε και κάθε ανάμνηση εκείνων των πέντε θα χαθεί από τη γη, και μας τους ίδιους θα μας αγαπούν για ένα διάστημα και θα μας λησμονήσουν. Η αγάπη ωστόσο αρκεί· όλες εκείνες οι παρορμήσεις της αγάπης επιστρέφουν στην αγάπη που τις γέννησε. Μήτε η μνήμη δεν είναι για την αγάπη αναγκαία. Υπάρχει χώρα των ζωντανών και χώρα των νεκρών και γιοφύρι τους είναι η αγάπη, η μοναδική επιβίωση, το μοναδικό νόημα.

ΘΟΡΝΤΟΝ ΟΥΑΪΛΝΊΈΡ «Το γεφύρι του Σαν Λουί Ρέυ»

Όλα τα ονόματα, oι τόποι και οι ημερομηνίες στο βιβλίο αυτό είναι πραγματικά.

Digitized by 10uk1s

Μ ώττοο πρρώ Μέέρροοςς π Α Η ΣΗ ΗΣ ΗΤΤΗ ΖΗ ΑΖ ΝΑ ΑΝ

Στο δρόμο της εκδίκησης... ανακαλύπτεις τη ζωή ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΩ «Η Ανθρώπινη Μοίρα»

Digitized by 10uk1s

O δ ρ ό μ ο ς γ ι α τ η ρ εμ α τ ιά Στις 28 Αυγούστου 1948, μια ζεστή αποπνιχτική μέρα, γύρω στις δωδεκάμισι, μερικές χωριάτισσες ζαλωμένες ξύλα κατέβαιναν ένα απόκρημνο μονοπάτι πάνω από το χωριό Λια, έναν οικισμό με σταχτιά λιθόχτιστα σπίτια σε μια βουνοπλαγιά κάτω ακριβώς από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Όπως οι γυναίκες αντίκρισαν το χωριό στα πόδια τους, απάντησαν μια φριχτή συνοδεία. Μπροστά και πίσω, κρατώντας τουφέκια, ήσαν κάμποσοι από τους κομμουνιστές αντάρτες, που κατείχαν το χωριό τους τελευταίους εννιά μήνες —ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα συνεχιζόταν. Φρουρούσαν δεκατρείς δεσμώτες, που βάδιζαν για εκτέλεση ξυπόλυτοι, τα πόδια τους μαύρα και πρησμένα από το φάλαγγα. Κάποιος, ανήμπορος από το ξύλο να βαδίσει ή έστω ν' ανακαθίσει, ήταν δεμένος πάνω σ' ένα μουλάρι. Ανάμεσα στους κατάδικους ήσαν και πέντε χωριανοί του Λια: τρεις άντρες και δύο γυναίκες. Η πιο ηλικιωμένη σκουντούφλαγε με το χαμένο βλέμμα της τρέλας. Ήταν η θεια μου Αλέξω Γκατζογιάννη, πενήντα έξι χρονών. Η νεότερη, με καστανωπά μαλλιά, γαλανά μάτια και ξεσκισμένο λουλακί φουστάνι, έπιασε το βλέμμα από τις συγχωριανές της και κούνησε το κεφάλι της. Ήταν η μάνα μου, Ελένη Γκατζογιάννη, σαράντα ενός χρονών. Μια από τις χωριανές άρχισε να κλαίει, βλέποντας τον αδερφό της ανάμεσα στους κατάδικους. Ένα δεκατριάχρονο αγόρι, που 'χε σταματήσει για να πιει σε μια βρύση, παρακολούθησε τους δεσμώτες να σκαρφαλώνουν το βουνό· γρήγορα χαθήκανε πίσω από τον ορίζοντα. Σε μερικά λεπτά ακούστηκε μια ομοβροντία από τουφεκιές, κατόπιν σκόρπιες πιστολιές καθώς αποτέλειωναν κάθε θύμα με μια σφαίρα στο κεφάλι. Όταν οι αντάρτες ξαναπέρασαν από τον ίδιο δρόμο κατηφορίζοντας, ήσαν μόνοι. Είχαν παρατήσει τους εκτελεσμένους στη ρεματιά όπου έπεσαν, τα κουφάρια σκεπασμένα με κοτρόνια. Δεκάξι μέρες αργότερα, όταν φάνηκε πως οι αντάρτες χάνουν τον πόλεμο εναντίον του Ελληνικού Εθνικού Στρατού, συγκέντρωσαν όσους κατοίκους είχαν απομείνει στο χωριό και δια της βίας τους οδήγησαν σαν κοπάδι πέρα από τα σύνορα στην Αλβανία. Το Λια κατάντησε στοιχειωμένος τόπος, τα κοράκια ρίχνονταν πάνω στα κουφάρια που είχαν απομείνει εκεί. Ένα χωριό που κατοικήθηκε πάνω από εικοσιπέντε αιώνες είχε πάψει να υπάρχει. Έμαθα την εκτέλεση της μάνας μου είκοσι τρεις μέρες αργότερα σ' ένα καταυλισμό προσφύγων στα παράλια του Ιονίου, όπου τρεις από τις αδερφές μου κι εγώ είχαμε καταφύγει αφού καταφέραμε να το σκάσουμε από το χωριό μας. Μολονότι η μάνα μας μας είχε καταστρώσει το φευγιό μας, αναγκάστηκε την τελευταία στιγμή να μείνει εκεί μαζί με την τέταρτη αδερφή μου. Έξι μήνες αφότου μάθαμε την είδηση, πήραμε το καράβι για την Αμερική να συναντήσουμε τον πατέρα μου, που ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η επακόλουθη επανάσταση τον είχε αποκόψει από την Ελλάδα. Ήμουν εννιά χρονών όταν τον πρωτοαντίκρισα.

Η μάνα μου ήταν μία από τους 600.000 Έλληνες που σκοτώθηκαν στα χρόνια του πολέμου που αφάνισε τη χώρα από τα 1940 ως τα 1949. Όπως πολλά από τα θύματα, έτσι και κείνη πέθανε επειδή ο τόπος της βρέθηκε στο διάβα των εχθρικών στρατών, όμως θα 'χε γλιτώσει αν δεν είχε αψηφήσει εκείνους που καταλάβανε το χωριό της για να σώσει τα παιδιά της. Εγώ ήμουν το χαϊδεμένο της παιδί, το φως της ζωής της, και μ' αγαπούσε μ' όλη την παραφορά που μια Ελληνίδα χωριάτισσα κρατάει για το μοναχογιό της. Γνώριζα πως εξαιτίας μου κυρίως διάλεξε εκείνο που διάλεξε. Κανένας δεν είχε αμφιβολία πως πέθανε για να ζήσω εγώ. Digitized by 10uk1s

Παιδί, μεγαλώνοντας στην πόλη Γούρστερ της Μασαχουσέτης, ζώντας με τις αδερφές μου και με τον άγνωστο, που ήταν ο πατέρας μου, δεν μπορούσα να μιλήσω για τη μάνα μου και για το θάνατό της όπως μιλούσε η υπόλοιπη οικογένεια, κι ας με παρακολουθούσε στον ύπνο και στον ξύπνο μου. Κάθε Κυριακή, στην εκκλησία γεμάτη Έλληνες μετανάστες, άκουγα τον παπά να ψέλνει ένα τρισάγιο στη μνήμη της. Οι πιο μεγάλες μου αδερφές μιλούσανε για κείνη συνεχώς, συχνά διηγούνταν όνειρα όπου η μάνα μας τους παρουσιαζόταν με κάποιο μήνυμα ή παραγγελία από τη χώρα των νεκρών. Στα δικά μου τα όνειρα, ήταν πάντα ζωντανή, καταπιανόταν με γνώριμες σκηνές από τα περασμένα, φούρνιζε το ψωμί, έκοβε τα μούρα από τη μουριά μας, γελούσε με τις σκανταλιές μου. Οι αδερφές μου είχανε παραδεχτεί το θάνατό της, εγώ όμως κάθε φορά που ξυπνούσε τον αντίκριζα σα νέο συγκλονισμό. Ήμουν ένα εννιάχρονο αγόρι που παλεύει με τα εγγλέζικα, ένιωθα ανήμπορος μπροστά στο γεγονός του θανάτου της μάνας μου. Δεν ήταν κάτι που μπορούσα να μιλήσω γι' αυτό στον καθένα. Μου φαινόταν πως δε θα κατάφερνα να κάνω τίποτα για να ξεπληρώσω τη θυσία της πέρα από το να ελπίζω πως οι αδερφές μου είχαν δίκιο, ότι ο Θεός τελικά θα τιμωρούσε εκείνους που την πρόδωσαν, τη βασάνισαν και τη δολοφόνησαν. Ύστερα, στην έβδομη τάξη, κάποιος δάσκαλος μου ανέθεσε να γράψω για τη ζωή μου στην Ελλάδα. Ήταν μια από τις πρώτες μέρες της άνοιξης. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο του σχολείου, αναθυμόμουν τη βουνοπλαγιά μας να φλέγεται από τις πορφυρές κουτσουπιές, το πασχαλινό κατσίκι να ψήνεται στη σούβλα έξω από το κάθε σπίτι, τη μάνα μου να βράζει τ' αυγά σ' ένα τέντζερη με κόκκινη σαν αίμα μπογιά. Έγραψα πως, την άνοιξη που ήμουν οχτώ χρονών, κρυφάκουσα δυο αντάρτες να λένε ότι σκοπεύουν να πάρουν τα παιδιά του χωριού από τους γονιούς τους και να τα στείλουν πίσω από το Παραπέτασμα. Έτρεξα και είπα στη μάνα μου τι είχα ακούσει και κείνη άρχισε να καταστρώνει το φευγιό μας θέτοντας εις κίνηση τα συμβάντα, που τέσσερις μήνες αργότερα θα καταλήγανε στην εκτέλεσή της. Η εργασία αυτή μου χάρισε το απολυτήριο, και τότε κατάλαβα πως δεν ήμουν τόσο ανήμπορος όσο νόμιζα. Θα μάθαινα να γράφω και τελικά θα περιέγραφα τι είχε διαπραχθεί και από ποιους, σε κείνη τη ρεματιά στα 1948. Δε μίλησα για τις φιλοδοξίες μου αυτές στον πατέρα και στις αδερφές μου, που δούλευαν σε εργοστάσια και σε φτηνά εστιατόρια για να μας συντηρήσουν. Τελειώνοντας το Πανεπιστήμιο είχα βάλει στην πάντα αρκετά λεφτά από τη μερική απασχόλησή μου σε τοπικές εφημερίδες, ώστε να επιχειρήσω το ταξίδι της επιστροφής στο χωριό, που είχα εγκαταλείψει πρόσφυγας πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Σκόπευα ν' αρχίσω την έρευνά μου για τα καθέκαστα του χαμού της μάνας μου. Όταν έφυγα παιδί από το χωριό εκείνο, ήξερα το κάθε δέντρο και τον κάθε βράχο, του περιορισμένου κόσμου μου, άλλα ακολουθώντας στα 1963 το νέο χωματόδρομο για την επιστροφή ψηλά στα βουνά μας, θαρρώντας από μακριά λάθεψα πως δύο χωριά ήταν το δικό μου προτού φτάσω στο Λια. Φανερό, η μνήμη μου δεν ήταν τόσο αξιόπιστη όσο νόμιζα. Όταν έφτασα τέλος, το χωριό δεν ήταν πια έρημο· πολλοί από τους κατοίκους που, υποχωρώντας οι κομμουνιστές τους είχαν οδηγήσει στην Αλβανία και κατόπιν τους είχαν σκορπίσει σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, είχαν σιγά σιγά επιστρέψει από τα 1954. Πάντως, η ελληνική κυβέρνηση δεν επέτρεπε ακόμη να γυρίσουν οι αντάρτες και οι συνεργάτες τους. Με προϋπάντησε ο παππούς μου, ογδόντα τριών χρονών, ο μοναδικός άντρας από τους συγγενείς που είχα γνωρίσει παιδί. Τον θυμόμουν σαν ένα απομόναχο, απειλητικό τύραννο. Εκείνος είχε επιστρέψει στο έρημο χωριό για να ξεθάψει τη μάνα μου και τη θεια μου και κατόπιν έφερε σε μας Digitized by 10uk1s

τα παιδιά την είδηση για το θάνατό τους. Όταν με αντίκρισε, τώρα στα είκοσι τρία μου, ο παππούς μου ήταν ο πρώτος από τους τόσους και τόσους χωριανούς που ξαφνιάστηκαν με το πόσο έμοιαζα της μάνας μου. Το πρόσωπό μου θαρρείς και παρακινούσε τους γείτονες να ξεχύνουν σωρό τις λεπτομέρειες για τα βασανιστήρια και το μαρτύριό της. Μόλις άρχισαν, διαπίστωσα πως δεν το άντεχα ν' ακούσω. Όταν κάποιος θέλησε να μου πει πόσο τερατωδώς είχανε πρηστεί τα πόδια και τα καλάμια της από τα χτυπήματα, σηκώθηκα και βγήκα από το δωμάτιο. Εκείνο το πρώτο απομεσήμερο, ενώ ο παππούς και η γιαγιά μου είχανε πλαγιάσει, έφυγα από το σπίτι τους και ανηφόρισα από το μονοπάτι, ως το παλιό μας σπίτι, τώρα έρημο καθώς οι χωριανοί το αποφεύγανε, γιατί οι αντάρτες το είχανε χρησιμοποιήσει για σταθμό της πολιτοφυλακής, για κρατητήριο, τόπο εκτελέσεων και νεκροταφείο. Ήξερα πως η μάνα μου εδώ είχε περάσει τις τελευταίες μέρες της ζωής της με βασανιστήρια, φυλακισμένη στο βρωμερό κατώι όπου κάποτε κλείναμε τα γιδοπρόβατά μας. Πίεσα τον εαυτό μου να διαβεί την εξώθυρα και κοίταξα μέσα στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσαμε για κουζίνα, εδώ η μάνα μου, οι αδερφές μου κι εγώ κοιμόμαστε κατάχαμα γύρω από το τζάκι. Το δωμάτιο έμοιαζε να 'χει στενέψει με τα χρόνια. Μέσα δεν υπήρχε τίποτα, κανένα σημάδι πως εγώ ανήκα εδώ. Πάσχισα ν' αναλογιστώ ευτυχισμένες μέρες, γιορτάδες, αλλά το μόνο που κατάφερα να σκεφτώ ήταν οι καταδικασμένοι κρατούμενοι στο κατώι, ανάμεσά τους κι η μάνα μου. Δε ζύγωσα την πόρτα του κατωγιού, έφυγα από το σπίτι, γνωρίζοντας πως δε θα ξαναγυρίσω. Εκείνο το φθινόπωρο, όταν επέστρεψα στην Αμερική για ν' αρχίσω μεταπτυχιακές σπουδές, έκανα μια απόπειρα να καταπιαστώ με το βιβλίο, αλλά μόλις που κατάφερα να προχωρήσω στις πρώτες λίγες σελίδες. Ξεκίνησα προσπαθώντας να περιγράψω εκείνο το καταθλιπτικά ζεστό απόγεμα που ήρθε ο παππούς μου για να μας πει πως είχανε σκοτώσει τη μάνα μας. Και μόνο η ανάμνηση από τα ξεφωνητά των αδερφάδων μου με σταμάτησε κι έκαμα πέρα τα χαρτιά. Στα επόμενα λίγα χρόνια διοχέτευσα την ενεργητικότητά μου για να ολοκληρώσω τις μεταπτυχιακές σπουδές και να βρω δουλειά ως δημοσιογράφος. Παιδί, νόμιζα αφελώς ότι θα μπορούσα να γράψω από τις αναμνήσεις μου την ιστορία του χαμού της μάνας μου. Ήξερα τώρα πως οι αναμνήσεις εκείνες ήταν αλλοιωμένες και ατελείς. Ήξερα ακόμη, ότι δεν είχα το σθένος ν' αντιμετωπίσω τα καθέκαστα του μαρτυρίου της. Οι αδερφές μου δεν είχαν την όρεξη αλλά μήτε και τα χρήματα να επιστρέψουν στην Ελλάδα ως τα 1969, οπότε δύο από τις τέσσερις πήραν την απόφαση να γυρίσουν στο χωριό και να κάνουν μνημόσυνο της μάνας μας. Αποφάσισα να πάω μαζί τους, αν και ήξερα πως το ταξίδι θα ήταν οδυνηρό. Όταν φτάσαμε στο Λια, τις ακολούθησα στο ανηφορικό μονοπάτι ως το περιβόλι μας, αλλά όταν οι αδερφές μου μπήκανε στο σπίτι, αρνήθηκα να πάω μαζί τους και τις περίμενα απ' έξω ωσότου ξαναβγήκανε κλαίγοντας. Την άλλη μέρα όλο το χωριό συνάχτηκε στον Άη Δημήτρη, την εκκλησία του μαχαλά μου, για το μνημόσυνο. Η εκκλησία λειτουργιόταν μόνο ορισμένες γιορτάδες, αλλά ο παπάς του χωριού δέχτηκε να την ανοίξει και να λειτουργήσει. Στο μικρό οστεοφυλάκιο, που ένας τοίχος το χωρίζει από το ιερό, βρίσκονται τα κόκαλα της μάνας μου και της θειας μου μέσα σ' ένα ξύλινο κασελάκι, ανάκατα όπως τα βρήκε ο παππούς μου όταν τις ξέθαψε από τον ομαδικό τάφο. Ο ήλιος έπεφτε λοξά μέσα από τα σκονισμένα παράθυρα της κατάμεστης εκκλησίας όταν ο παπάς άρχισε να ψέλνει και τα παπαδάκια να σείουν τα θυμιατά, η βαριά μοσκοβολιά ανακατώθηκε με τη μυρωδιά της φθοράς. Απροσδόκητα, ο δάσκαλος σηκώθηκε να μιλήσει. Ήταν ο μοναδικός γραμματισμένος στο χωριό και ήθελε να εκφωνήσει επιμνημόσυνο λόγο. Μόλις είπε τ' όνομα της μάνας μου, οι αδερφές μου αρχίσανε να σκούζουν: διαπεραστικές, γοερές κραυγές, η ελληνική έκφραση του πόνου για τον πεθαμένο.

Digitized by 10uk1s

«Ο θάνατος αυτής της γυναίκας δεν ήταν συνηθισμένος», συνέχισε ο δάσκαλος παρά την αναστάτωση. «Εκτελέστηκε ολομόναχη, ο άντρας της μακριά στα ξένα, επειδή προσπάθησε να σώσει τα παιδιά της. Έπεσε θύμα των Ελλήνων αδελφών της. Τούτη δεν είναι συνηθισμένη επιμνημόσυνη δέηση· η γυναίκα αυτή δολοφονήθηκε!» Όπως στεκόμουν εκεί, λαχταρώντας να ήμουν οπουδήποτε αλλού, η ατμόσφαιρα με καταπλάκωνε και γνώριζα πως τα κόκαλα της μάνας μου βρίσκονται λίγα μέτρα πιο πέρα. Σχεδόν καθημερινά στα παιδικά μου χρόνια την είχα παρακολουθήσει ν' ανάβει κερί μπροστά σε τούτο το εικονοστάσι. Οι τσιριξιές των αδερφάδων μου έγδαραν την κρούστα της αυτοκυριαρχίας που είχα φτιάξει με αλλεπάλληλα στρώματα. Ακόμη κι όταν ήμουν παιδί, τη μέρα που με αποχαιρέτησε η μάνα μου, και πάλι, σαν έμαθα πως είχε πεθάνει, είχα κρατήσει μέσα μου τη θλίψη. Τώρα ξεχύθηκε. Λυγμοί αναδύθηκαν από εκεί όπου τόσα χρόνια ήτανε κρυμμένοι και συγκλόνισαν το κορμί μου σαν σπασμοί. Ο χείμαρρος της συγκίνησης θόλωσε τα μάτια μου και τα γόνατά μου λυγίσανε. Δυο χωριανοί πλάι μου με πιάσανε από τα μπράτσα και κρατώντας με με βγάλανε από την εκκλησία, με κάθισαν καταγής, στηρίζοντας την πλάτη μου στον κορμό ενός από τα θεόρατα κυπαρίσσια που περιβάλλουν το νεκροταφείο. Τούτο το ξέσπασμα ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που έχασα την αυτοκυριαρχία μου και αφέθηκα στον πόνο μου, όταν όμως πέρασε, ανακάλυψα μέσα μου νέα δύναμη. Επιτέλους ήμουν έτοιμος να μάθω όσα είχαν να μου πουν οι χωριανοί και ν' αντικρίσω στα ίσια τα καθέκαστα του χαμού της μάνας μου. Όταν άρχισα να υποβάλω ερωτήσεις, διαπίστωσα ότι πολλά σημεία της ιστορίας ήταν ακόμη για μένα απρόσιτα. Οι χωριανοί που την είχαν προδώσει, που είχανε καταθέσει εις βάρος της για να γίνουν αρεστοί στους αντάρτες, βρίσκονταν ακόμη εξόριστοι πίσω από το Παραπέτασμα. Και οι μάρτυρες των τελευταίων της ημερών που ζούσαν στο Λια μου έδιναν αντιφατικές πληροφορίες για πολλά περιστατικά, προφανώς αποκρύπτοντας λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να εκθέσουν τους ίδιους ή συγγενείς τους. Όσοι ήταν πρόθυμοι να μιλήσουν ανοιχτά για τα χρόνια του πολέμου θυμόντουσαν τους αντάρτες μόνο με τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσαν για ν' αποκρύπτουν την ταυτότητά τους. Πέρασα ολόκληρο το καλοκαίρι του 1969 στο Λια, όμως όταν το φθινόπωρο έφυγα για να γυρίσω στην Αμερική, ήταν φανερό πως παρά την ψυχική μου ετοιμότητα ν' ακούσω την ιστορία της μάνας μου, δεν είχα πρόσβαση σε ανθρώπους με καίρια ανάμιξη ή την ικανότητα να τους αποσπάσω την αλήθεια. Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη βυθίστηκα στη βιοπάλη. Παντρεύτηκα μια κοπέλα που γνώριζα από τα χρόνια των μεταπτυχιακών μου σπουδών και γοργά το ένα μετά το άλλο αποχτήσαμε τρία παιδιά, πρώτα ένα γιο που τον βγάλαμε Χρήστο, όπως ο πατέρας μου, και κατόπιν δύο κόρες, που τη μεγαλύτερη τη βαφτίσαμε Ελένη, όπως η μάνα μου. Έπιασα δουλειά στους Τάιμς της Νέας Υόρκης, ρεπόρτερ ερευνητής, μια ειδικότητα στον Τύπο, η οποία συνδυάζει τον αστυνομικό με το δημοσιογράφο. Έμαθα πως να ξετρυπώνω γεγονότα που όλοι τα θέλουν κρυμμένα, πως ν' αναγκάζω τους μάρτυρες να πέφτουν σε αντιφάσεις, παγιδεύοντάς τους με τα ίδια τους τα λόγια. Παρακολούθησα συστηματικά θέματα και ερεύνησα ανώνυμες καταγγελίες και αγωνίστηκα να διασταυρώσω και να επαληθεύσω ξανά και ξανά κάθε ίχνος πληροφορίας, περνώντας βδομάδες βουτηγμένος μέσα σε σκονισμένους φακέλους και κρατικά έγγραφα. Έγραψα για διεφθαρμένους πολιτικούς, για αργυρώνητους δικαστές, για εμπόρους ναρκωτικών και αρχιμαφιόζους. Κατά καιρούς κλήθηκα να καταθέσω ενόρκως, μια φορά και από τον αντιπρόεδρο Σπύρο Άγκνιου, αλλά οι μαρτυρίες μου υπήρξαν πάντοτε πολύ καλά τεκμηριωμένες, ώστε κανείς δεν τόλμησε να με εγκαλέσει. Τα εφτά χρόνια μετά το μνημόσυνο της μάνας μου στάθηκαν πυρετώδη και τυραννικά. Αργότερα μόνο κατάλαβα πως ασυνείδητα ακόνιζα τις ικανότητές μου και εξασκιόμουνα για το έργο που από παιδί είχα επωμισθεί: να ανακαλύψω τι Digitized by 10uk1s

είχε συμβεί στη μάνα μου και ποιος ήταν υπεύθυνος για το θάνατό της. Παρά τις λοξοδρομήσεις τα βήματά μου με οδηγούσαν αδυσώπητα πίσω στη ρεματιά όπου είχε εκτελεστεί. Τον Ιούλιο του 1974 η κατάρρευση της δεξιάς στρατιωτικής δικτατορίας που κυβερνούσε την Ελλάδα άνοιξε τις πύλες για να επιστρέψουν στη χώρα οι εξόριστοι κομμουνιστές αντάρτες. Θα μπορούσα τώρα να πλησιάσω πολλούς από εκείνους που ήθελα να ρωτήσω για τη δίκη και την εκτέλεση της μάνας μου. Στα 1977 έπεισα τους προϊσταμένους μου να με στείλουν στην Αθήνα ως ανταποκριτή των Τάιμς της Νέας Υόρκης στην ανατολική Μεσόγειο. Συγκλίνανε πια οι αναγκαίες προϋποθέσεις, ώστε ν' αρχίσω την έρευνα για την ιστορία της μάνας μου. Η άφιξη στην Ελλάδα στα 1977 στάθηκε δυσάρεστο ξάφνιασμα σε κάποιον που θυμόταν τα χρόνια του εμφύλιου πολέμου. Διαπίστωσα πως η πτώση της χούντας και η εγκαθίδρυση νέας πολιτικής κυβέρνησης, που νομιμοποίησε το Κομμουνιστικό Κόμμα, στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει την εισδοχή της Ελλάδας στην Κοινή Αγορά, είχε φέρει την αναγέννηση της κομμουνιστικής δύναμης στη χώρα. Αφίσες, κινηματογραφικές ταινίες, βιβλία, λαϊκά τραγούδια και οργανώσεις της νεολαίας στα πανεπιστήμια εν χορώ εξυμνούσαν τους αντάρτες του εμφύλιου πολέμου σαν ήρωες. Θαρρείς και οι πιο προικισμένοι άνθρωποι της Ελλάδας είχανε καταπιαστεί να ξαναγράψουν την ιστορία του πολέμου, ενώ παντού, στελέχη των κομμουνιστών αρνούνταν ότι είχαν ποτέ διαπραχθεί τέτοια πράγματα, όπως εκτελέσεις πολιτών ή απαγωγές μεγάλων ομάδων παιδιών από τα ορεινά χωριά. Μόλις εγκαταστάθηκα με την οικογένειά μου στην Αθήνα έλπιζα πως θα διαθέσω κάθε ελεύθερη στιγμή για να εντοπίσω και εξονυχιστικά να εξετάσω εκείνους που υπήρξαν ανακριτές της μάνας μου, δεσμοφύλακες, βασανιστές και δικαστές στη δίκη της, καθώς και τους συγγενείς και γείτονες που ήσαν αυτόπτες κατά τις τελευταίες μέρες της. Όμως το άστατο πολιτικό κλίμα της περιοχής δεν μου άφηνε χρόνο σχεδόν για τίποτε άλλο πέρα από τη δουλειά μου. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος από τα πρώτα μου χρόνια στην Ελλάδα ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, καλύπτοντας την τρομοκρατία στην Τουρκία, μάχες στη Μέση Ανατολή, την επανάσταση στο Ιράν, και τον εμφύλιο πόλεμο στο Αφγανιστάν. Στα 1980 είχα πια καταλάβει πως ή έπρεπε ν' αφοσιωθώ αμέσως και αποκλειστικά στη διερεύνηση της ιστορίας της μάνας μου ή να την εγκαταλείψω για πάντα. Έμαθα πως μερικοί από τα στελέχη των ανταρτών που ήσαν υπεύθυνοι για τη δίκη και την εκτέλεσή της είχαν πεθάνει στην εξορία. Άλλοι πιθανώς θα πέθαιναν από τα γερατειά προτού καταφέρω να τους εντοπίσω. Επιπλέον, στην Ελλάδα ισχύει η τριακονταετής παραγραφή όλων των εγκλημάτων —ακόμα και του φόνου. Όποιος είχε διαπράξει οποιαδήποτε θηριωδία στα χρόνια του πολέμου μπορούσε τώρα να επιστρέψει στη χώρα δίχως το φόβο της τιμωρίας, και τα παλιά στελέχη των ανταρτών επανέρχονταν αθρόα. Στα 1980 ήμουν σαράντα ενός ετών, στην ίδια ηλικία που είχε η μάνα μου όταν τη σκοτώσανε. Ο γιος μου ήταν εννιά όσο ήμουν κι εγώ τη μέρα που έμαθα το θάνατό της. Η μεγαλύτερη κόρη μου, που ξεπεταγόταν από τα νηπιακά χρόνια, έμοιαζε κάθε μέρα και περισσότερο με τη μάνα μου. Παρακολουθώντας τα παιδιά μου να μεγαλώνουν είχα διδαχτεί ένα μάθημα που μου επέτρεπε ν' αντιμετωπίσω πιο εύκολα την ιστορία της μάνας μου. Όσο ήμουν νέος ήμουν σίγουρος πως η ζωή της στάθηκε μια σκέτη δυστυχία, γιατί στα τελευταία της δέκα χρόνια πάλευε καθημερινά να μας κρατήσει εμάς τα πέντε παιδιά της ζωντανά, μέσα στον πόλεμο και στην πείνα, δίχως καμιά βοήθεια από κανένα. Αλλά παρακολουθώντας τα δικά μου παιδιά κατάλαβα πως όσο εκείνη ζούσε είχε και την ανταμοιβή της σε γέλιο και χαρά. Η γνώση τούτη μου επέτρεπε ν' αντιμετωπίσω πιο εύκολα όσα θα μάθαινα. Τελικά, κάποια ίχνη σχετικά με την ταυτότητα κάποιων από τους φονιάδες της άρχισαν να μου αποσαφηνίζονται στην Αθήνα και κατάλαβα πως δεν έπρεπε να διστάσω άλλο. Αποφάσισα να Digitized by 10uk1s

εγκαταλείψω τη δουλειά μου στην εφημερίδα για ν' αφιερώσω όλη μου την ενεργητικότητα στη διερεύνηση της ιστορίας της μάνας μου. Το πρώτο στοιχείο ήρθε από έναν παιδικό μου φίλο, που μου είπε για την επίσκεψή του στο Λια κάποιο καλοκαιριάτικο πανηγύρι, οπότε είχε πιάσει κουβέντα μ' έναν άλλο χωριανό, τον Αντώνη Μάκο. Ο Μάκος είπε πως ήταν το δεκατριάχρονο αγόρι που έπινε στη βρύση νερό τη μέρα που πέρασε από κει η μάνα μου πηγαίνοντας για εκτέλεση. Είπε για μια παράξενη σύμπτωση: είκοσι χρόνια αργότερα, στα 1968, έτυχε να μπει σ' ένα μπαρ στα Γιάννινα και αναγνώρισε τον ιδιοκτήτη του κέντρου —ήταν ένας από τους ένοπλους αντάρτες που είχαν οδηγήσει τους κατάδικους στο θάνατο. Βρήκα το Μάκο σ' ένα προάστιο της Αθήνας, στο μαγαζί όπου φουρνίζει τάρτες για καφετέριες. Φορώντας μια αλευρωμένη ποδιά πάνω από το μπόλικο στομάχι του, με οδήγησε στο πίσω δωμάτιο και δέχτηκε να μιλήσει. Ήμασταν νευρικοί και οι δύο: εγώ φοβόμουν εκείνο που θ' άκουγα κι εκείνος ήταν απρόθυμος ν' ανοίξει παλιές πληγές. Τα χρόνια είχαν σχηματίσει μια ουλή πάνω από το γεγονός του θανάτου της μάνας μου, όμως υπήρχαν ερωτήσεις που με κατάτρωγαν και που ανέκαθεν φοβόμουν να τις υποβάλω. Είχα ακούσει να ψιθυρίζεται πως την είχανε βασανίσει τόσο φριχτά πριν από την εκτέλεση, ώστε χρειάστηκε να την κουβαλήσουν με άλογο στο βουνό. Πήρα βαθιά ανάσα και ρώτησα το Μάκο. Όταν μου είπε ότι πέρασε μπροστά του βαδίζοντας -ξυπόλυτη, ναι, με πόδια τουμπανιασμένα από τα βασανιστήρια, αλλά -βαδίζοντας και στα λογικά της καθώς φαίνεται- ένιωσα ένα μεγάλο βάρος να φεύγει από πάνω μου. Μια από τις εφιαλτικές σκηνές που με κυνηγούσαν, διαλύθηκε. Βλέποντας πως δε με κυριεύει η συγκίνηση, ο Μάκος ξαλάφρωσε και μου είπε με καμάρι για τη μάνα που αναγνώριζε τον αντάρτη σ' ένα μπαρ όπου σύχναζαν στρατιώτες, στα Γιάννινα. Είχανε πιάσει την κουβέντα κι έμαθε πως ο συνομιλητής του είχε σταθμεύσει στο Λια. Τ' όνομά του, είπε ο Μάκος, ήταν Τάκη Κωτής. Αν πήγαινα στα Γιάννινα, είπε, στο μπαρ ακριβώς απέναντι από την πίσω μεριά του στρατιωτικού ταχυδρομείου, πιθανώς θα τον εύρισκα να κάθεται ακόμα στο ίδιο τραπέζι. Μόνο σαράντα πέντε λεπτά παίρνει η πτήση από την Αθήνα στα Γιάννινα, επαρχιακή πρωτεύουσα με μισογκρεμισμένους μιναρέδες και με χωριάτισσες που φοράνε τα τοπικά ρούχα. Έφτασα μια βροχερή χειμωνιάτικη μέρα. Μαζί μ' ένα μακρινό ξάδερφο, ταγματάρχη που υπηρετούσε εκεί, άρχισα να χτενίζω τα μπαρ όπου συχνάζουν στρατιώτες. Σαν φτάσαμε στο μπαρ του Τάκη, διαπιστώσαμε πως είχε κλείσει. Αποθαρρημένοι, μπήκαμε σ' ένα άλλο γειτονικό μπαρ όπου ο ξάδερφός μου γνώριζε τον καταστηματάρχη, ένα ομιλητικό τύπο που είπε πως γνώριζε τον Τάκη Κωτή, έκανε και το σωματέμπορα στα κορίτσια που δουλεύανε στο μπαρ του ωσότου έκλεισε. Αν και ο καταστηματάρχης δεν ήξερε την τωρινή του διεύθυνση, μας αποκάλυψε πως ο Τάκης ήταν τακτικός επισκέπτης στο πολιτικό γραφείο ενός βουλευτή της περιοχής, γιατί προσπαθούσε ν' αποσπάσει την άδεια ώστε να μπορέσει να γυρίσει στην Ελλάδα κάποια αδερφή του εξόριστη ακόμα στη Ρωσία. Η πολιτική προστασία και oι αμοιβαίες εξυπηρετήσεις είναι το λάδι που γυρνάει κάθε τροχό στην Ελλάδα. Έτυχε να γνωρίζω εκείνο τον πολιτικό από τότε που ήμουν ανταποκριτής και τον έπεισα να κοιτάξει για χάρη μου το φάκελο του παλιού αντάρτη. Ευτυχώς, ο Τάκης ήταν ένας από τους λιγοστούς αντάρτες που δεν είχε κρυφτεί πίσω από ψευδώνυμο στα χρόνια του πολέμου. Ο βουλευτής κάλεσε τον Τάκη στο γραφείο του και με σύστησε σαν φίλο του από την Αμερική, συγγραφέα που «θέλει μερικές πληροφορίες, εσύ τις ξέρεις. Σε παρακαλώ, βοήθησέ τον όσο μπορείς».

Digitized by 10uk1s

Το στομάχι μου είχε γίνει κόμπος από το σφίξιμο καθώς κοιτούσα καταπρόσωπο τον άνθρωπο που, όταν ήταν είκοσι χρονών, είχε παρακολουθήσει τη μάνα μου να πεθαίνει, μπορεί να 'χε ρίξει και μια από τις τουφεκιές. Ο Τάκης δεν έμοιαζε καθόλου με την εικόνα που είχα σχηματίσει γι' αυτόν. Ήταν μικρόσωμος, ασθενικός, ίδιος καρκατσέλι· ανάκατες γκρίζες τούφες ξεπετούσαν ολόγυρα στη φαλακρή του γκλάβα, το κάτω μέρος στο μούτρο του σκαμμένο από το προγναθικό πηγούνι. Είχε την μπαμπέσικη, ζαρωμένη φάτσα μιας μουτσούνας καμωμένης από μαραγκιασμένο μήλο. Το μόνο νεανικό απάνω του ήτανε τα μάτια του, είχαν ένα εκπληκτικό χρυσαφένιο χρώμα και χοροπηδούσανε σκιαγμένα. Ο Τάκης άκουσε με δουλοπρέπεια τι του είπε ο βουλευτής και κατένεψε. Υποσχέθηκε να κάνει το κατά δύναμιν. Οδήγησα τον παλιό αντάρτη στο νοικιασμένο αυτοκίνητό μου, και μόλις μπήκε μέσα, άρχισα να τριγυρνάω άσκοπα, άφησα πίσω μας την πόλη, και στο μεταξύ τον ρωτούσα που βρισκόταν στον πόλεμο. Τον είχανε τοποθετήσει στο Λια, κάποιο χωριό της Μουργκάνας, είπε ο Τάκης. Από κείνο το χωριό δεν είχαν εκτελεστεί πέντε κάτοικοι; Τον ρώτησα. Ο Τάκης συνοφρυώθηκε. Ναι, ήταν κι ο ίδιος στην εκτέλεση, είπε, στη φρουρά. Όχι, όχι στο απόσπασμα· σ' αυτό ήταν αντάρτες που είχανε στρατοπεδεύσει πιο ψηλά στο βουνό και κατέβηκαν στον τόπο της εκτέλεσης. Πολύ άσχημο πράμα εκείνες οι εκτελέσεις, αποφάνθηκε κουνώντας το κεφάλι του. Ένας από τους εκτελεσμένους ήταν δεκαοχτώ χρονών παλικάρι, αντάρτης, από τους δικούς τους, τον κατηγόρησαν για προδοσία. Μετά την εκτέλεση, είπε ο Τάκης, αυτός προσωπικά είχε διαμαρτυρηθεί στο διοικητή του για το σκοτωμό του παλικαριού. Μήπως θυμόταν δυο γυναίκες; τον ρώτησα. Το συλλογίστηκε μια στιγμή. Η μια είχε ανοιχτά καστανά μαλλιά, είχε ένα σπίτι κοντά στην εκκλησία στη δυτική άκρια του χωριού, αναθυμήθηκε, έξω από το σπίτι είχε μια μουριά. Εκείνο το σπίτι το 'χαν για κρατητήριο κι αυτός υπηρετούσε εκεί στη φρουρά. Εμφανώς ανησυχία είχε κυριέψει τον Τάκη καθώς έβλεπε να τρέχουμε στο ερημικό τοπίο. «Συγγενής σου ήταν εκείνη η γυναίκα;» ρώτησε. Του είπα τι μου ήταν. Ο Τάκης ταράχτηκε πιο πολύ και πρότεινε να σταματήσουμε κάπου για καφέ. Ήξερε πως μέσα στο αμάξι μου, σε κείνους τους μοναχικούς δρόμους, βρισκόταν σε θέση επισφαλή. Αλλά μόλις σταματήσαμε και βρέθηκε στην ασφάλεια ενός κατάφωτου καφενείου πάνω στο δρόμο, λασκάρισε κομμάτι και μου περιέγραψε όσα θυμόταν από τις εκτελέσεις. Πάσχιζε ακόμη να φανεί εξυπηρετικός. Ολοφάνερο, λογάριαζε πως θα μπορούσα να επηρεάσω το βουλευτή για να φέρει την εξόριστη αδερφή του από την Τασκένδη. Ακόμη και να ταξιδέψει μαζί μου στο Λια, μου υποσχέθηκε, ως τον τόπο της εκτέλεσης, κι εκεί θα προσπαθούσε να θυμηθεί περισσότερες λεπτομέρειες. Υπόσχεση που θα την επαναλάμβανε αρκετές φορές αλλά ποτέ δεν την τήρησε. Κάθε φορά που προσπάθησα να κανονίσουμε τη μέρα που θα πάμε στο χωριό εύρισκε κάποιο πρόσχημα να το ματαιώσει την τελευταία στιγμή, αναμφίβολα φοβόταν μήπως του λάχει τίποτα αν βρισκόμαστε ολομόναχοι στην απόμερη ρεματιά όπου πέθανε η μάνα μου. Συνάντησα κάμποσες ακόμη φορές τον Τάκη στα Γιάννινα, και δοκίμασα να του ψαρέψω τα ονόματα των ανωτέρων του στο αντάρτικο και κείνων που είχαν χρησιμοποιηθεί ως δικαστές στη δίκη της μάνας μου. Η μνήμη του είχε θολώσει και μου 'λεγε μόνο το ψευδώνυμο ενός από τους δικαστές —ΓΓιώργος Οικονόμου— αλλά, πρόσθετε, πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν κάποιος άλλος. Ο Τάκης ήταν ένα αποκρουστικό ανθρωπάκι που συνδύαζε την κουτοπονηριά με την ψευτογαλιφιά, ωστόσο πίστεψα την εξιστόρησή του για την εκτέλεση, όσο τη θυμόταν είχα πεισθεί πως τον θύμωσαν οι φόνοι γιατί έβλαψαν τον κομμουνιστικό αγώνα στο χωριό και στοίχισαν τη ζωή ενός συντρόφου του αντάρτη. Στην τελευταία μας συνάντηση, που έγινε στο σχεδόν άδειο μπαρ στην Digitized by 10uk1s

αίθουσα υποδοχής του μεγαλύτερου ξενοδοχείου στα Γιάννινα, πίεσα τον Τάκη να θυμηθεί λεπτομέρειες για τα βασανιστήρια στα οποία είχαν υποβληθεί οι κρατούμενοι τις είκοσι μέρες που αυτός στεκότανε σκοπός έξω από το κρατητήριο στο Λια. Παραδέχτηκε πως είχε δει ν' ανακρίνουν στο περιβόλι μια από τις κρατούμενες. Ήταν εκείνη με τα καστανωπά μαλλιά, δικό της ήτανε το σπίτι όπου ήταν το κρατητήριο, είπε. Ενώ άλλοι αντάρτες τη χτυπούσαν, ένας τους της κρατούσε τους ώμους και πίεζε το γόνατο του πάνω στη ράχη της. Τον κοιτούσα δίχως να καταλαβαίνω και του γύρεψα να το επαναλάβει. Το ξανάπε κάμποσες φορές, όμως εγώ εξακολουθούσα να τα 'χω χαμένα. Δεν καταλάβαινα πως μπορούσε ο αντάρτης να της κρατάει τους ώμους και συνάμα να 'χει το γόνατό του στη ράχη της. Ο Τάκης κι εγώ καθόμασταν πλάι πλάι σ' ένα καναπέ και είχαμε μπροστά μας ένα μαρμαρένιο τραπεζάκι. Τέλος σηκώθηκε απαυδισμένος και μου 'γνεψε να σηκωθώ κι εγώ. Αφού έριξε ολόγυρα μια ματιά να βεβαιωθεί πως δε μας βλέπει κανείς, μ' ένα απολογητικό χαμόγελο πέρασε πίσω μου και μου άδραξε τους ώμους. Ο Τάκης ήταν αρκετά πιο κοντός από μένα, ένας ασθενικός άντρας πενήντα χρονών που εύκολα θα τον έκανα καλά σ' ένα καυγά. Μου άδραξε από πίσω τα μπράτσα ακριβώς κάτω από τους ώμους, ύστερα σήκωσε το γόνατο και το 'βαλε στη μέση μου. Ύστερα μου στρίψε τα χέρια καταπίσω τόσο πολύ που παραλίγο να τα εξαρθρώσει και πίεσε το γόνατό του πάνω στην καμπύλη της ραχοκοκαλιάς μου. Δεν έβαλε μεγάλη δύναμη· ήταν απλώς μια φιλική επίδειξη. Ένιωσα πως βρίσκομαι σε θέση απόλυτης αδυναμίας. Το πιο εκπληκτικό ήταν η ανημπόρια να σαλέψω μαζί με την πίεση στους εύθραυστους σπονδύλους της ραχοκοκαλιάς. Φαντάστηκα τη ραχοκοκαλιά μου να τσακίζεται όπως ενός ψαριού μέσα στο πιάτο. Ένας πόνος τρομαχτικός, αν λογαριάσουμε πως δεν έβαζε διόλου δύναμη, με διαπέρασε από τους ώμους ως τη βάση του κρανίου. Μ' ένα νευρικό γελάκι ο Τάκης με παράτησε και ξανακάθισε. Συνέχισε να μιλά, όμως εγώ δεν άκουγα τίποτε απ' όσα έλεγε. Ήμουν καταϊδρωμένος και μες στο κεφάλι μου ένιωθα ένα βουητό. Εκείνος ο στιγμιαίος πόνος με είχε εξουθενώσει σαν παιδί, όχι αυτός καθαυτός ο πόνος, αλλά επειδή ξαφνικά τον φαντάστηκα πολλές πολλές φορές δυνατότερο, συνδυασμένο με το φόβο, να τυραννάει τη μάνα μου. Για μια στιγμή είχα νιώσει ένα απειροελάχιστο από τα μαρτύρια που τράβηξε εκείνη, μέρα με τη μέρα, ολοένα πιο σαδιστικά ως το χαμό της. Η πραγματικότητα του πόνου έσβησε από το μυαλό μου κάθε αυταπάτη. Σ' εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου, στο μπαρ του ξενοδοχείου στα Γιάννινα, κατάλαβα ό,τι δεν είχα ακόμη παραδεχτεί: δε μου αρκούσε να εξακριβώσω τα καθέκαστα του μαρτυρίου της. Ο μοναδικός τρόπος για να μπορέσω να ζήσω με τούτη τη γνώση και να βρω μια κάποια ανακούφιση ήταν να τους κάνω να πληρώσουν με το ίδιο νόμισμα όλη την αγωνία που είχε περάσει. Εκείνη τη μέρα για πρώτη φορά κατάλαβα πως η αναζήτηση των φονιάδων της μάνας μου δε θα τέλειωνε όταν θα 'γραφα την ιστορία της. Έπρεπε να προχωρήσω ένα βήμα πιο πέρα και να τους κάνω να υποφέρουν με τον ίδιο τρόπο που την είχανε τυραννήσει. Αντικρίζοντας για πρώτη φορά την ανάγκη της εκδίκησης που με κατείχε, είδα φευγαλέα την εικόνα πως κάνω λιώμα το χαμογελαστό μούτρο του Τάκη πάνω στο μαρμαρένιο τραπέζι μπροστά μου, ωστόσο απόμεινα εκειδά, πιέζοντας τον εαυτό μου να μη σαλέψει όσο εκείνος μιλούσε. Ο Τάκης δεν ήταν το κατάλληλο αντικείμενο για τη λύσσα μου· ήταν ένα μηδενικό, ένας κομπάρσος στο φόνο της μάνας μου. Άλλωστε, μια γροθοπατινάδα στην αίθουσα υποδοχής του ξενοδοχείου θα εξαφάνιζε κάθε ελπίδα μου να πετύχω το σωστό στόχο, το πρόσωπο που τα χέρια του ήτανε βαμμένα στο αίμα της. Δεν ξανασυνάντησα τον Τάκη από τότε. Το αντίκρισμά του μου ανακάτωνε το στομάχι και μου 'χε πει όσα γνώριζε για τους δικαστές. Τα υπόλοιπα έπρεπε να τ' ανακαλύψω με αλλά μέσα. Έτσι, Digitized by 10uk1s

προτού φύγω από τα Γιάννινα πέρασα από το μικρό διαμέρισμα της Ντίνας Βενέτη. Είναι από τους ελάχιστους κρατουμένους που έμειναν φυλακισμένοι στο κατώι του Λια και γλίτωσαν για ν' αφηγηθούν όσα συνέβαιναν κει μέσα. Η Ντίνα δικάστηκε μαζί με τη μάνα μου αλλά αθωώθηκε και απολύθηκε. Ήθελα να μάθω τι θυμότανε για τους δικαστές. Η Ντίνα είναι σήμερα μια κοινή νοικοκυρά με κοντά ψαρά μαλλιά κι ένα καλοκάγαθο χαμόγελο που αποκαλύπτει τρία χρυσά δόντια, κάποτε όμως υπήρξε καλλονή. Φωτογραφίες βγαλμένες πριν από τον πόλεμο δείχνουν μια μελαχρινή, φλογερή κοπέλα με μαύρο μαντίλι, γεμάτα χείλια, πεταχτά ζυγωματικά και γραμμένα φρύδια πάνω από μάτια που κοιτούν σοβαρά το φακό. Όταν οι αντάρτες τη συλλάβανε, αφήνοντας τα τρία παιδάκια της έρημα στο σπίτι, ο άντρας της βρισκόταν κάπου στο νότο, πολεμώντας με τον κυβερνητικό στρατό. Η Ντίνα με δέχτηκε φιλόξενα στο διαμέρισμά της που μύριζε κλεισούρα, ασφυχτικά γεμάτο με ενθύμια των παιδιών της, μαζί και του μικρού γιου που της είχαν πάρει οι αντάρτες και τον έστειλαν εφτά χρόνια σε στρατόπεδο στη Ρωσία. Κούνησε το κεφάλι της όταν τη ρώτησα για το δικαστή που λεγόταν Γιώργος Οικονόμου· ο μόνος δικαστής που της είχε κάνει εντύπωση στη δίκη ήτανε ο πρόεδρος, ένας άντρας με φωνή τόσο βαθιά και τρομαχτική, ώστε «σαν μιλούσε θαρρούσες πως ακούς τον ίδιο το Χάρο». Ήταν εκείνος που οι χωριανοί τον ήξεραν σαν Κατή. Τ' όνομα «Κατής» με χτύπησε σαν γροθιά, αν και το 'χα ακούσει πολλές φορές πρωτύτερα. Κατής είναι αρβανίτικη λέξη και σημαίνει «δικαστής», αλλά ήταν το ψευδώνυμο κάποιου που πολλοί χωριανοί μού τον είχαν περιγράψει. Δούλευε στο δικαστικό του αντάρτικου και συγκέντρωνε στοιχεία για τους υπόδικους. Διεύθυνε τις ανακρίσεις και συντόνιζε τα βασανιστήρια. Όλοι τον θυμόντουσαν ως πρώτο δικαστή στη δίκη της μάνας μου. Συχνά είχα ακούσει τ' όνομα «Κατής» από την αδερφή μου Γλυκερία, τη μόνη που αφήσαμε πίσω όταν οι υπόλοιποι το σκάσαμε από το χωριό. Την τελευταία μέρα της ζωής της μάνας μου επιτρέψανε στη δεκατετράχρονη αδερφή μου να τη δει, ενώ ο Κατής στεκόταν εκεί και παρακολουθούσε. Η Γλυκερία έλεγε πως η μάνα μου τον τράβηξε παράμερα και τον παρακαλούσε να λυπηθούνε το κορίτσι. Αν ήταν να βρω τους φονιάδες της μάνας μου, έπρεπε να βρω τον Κατή, αλλά πρώτα έπρεπε να μάθω το αληθινό του όνομα. Η Ντίνα ήταν ασαφής σχετικά με τις λεπτομέρειες της δίκης, λέγοντας πως από τη μεγάλη της τρομάρα δε θυμότανε, όμως ζωηρά συγκρατούσε στη μνήμη της τη φυλάκισή της στο κατώι και ήταν όλο πρόθυμη να μου την περιγράψει, χαμογελώντας πότε πότε και κουνώντας το κεφάλι της για κάποιο περιστατικό, σα να μην ένιωθε τα δάκρυα που ολοένα σφούγγιζε. Οι κρατούμενοι, ψειριασμένοι, με τα χέρια δεμένα μπροστά, ήταν τόσο στριμωγμένοι μέσα στο κατώι μας, ώστε κοιμόντουσαν καθιστοί, είπε. Άγνωστο γιατί, δεν είχαν δέσει τη θεια μου την Αλέξω, ίσως λόγω της ηλικίας της, και πήγαινε από τον ένα στον άλλο, τρίβοντας τα χέρια τους και κουνώντας μπρος πίσω τα κορμιά τους να ξεμουδιάσουν. Αναστατώθηκα όταν η Ντίνα είπε πως όσον καιρό βρισκόταν εκεί, η μάνα μας δεν ήταν φυλακισμένη μαζί με τους άλλους στο υπόγειο. «Είχε κι άλλα δωμάτια στο σπίτι σας όπου μπορούσαν να την κλείσουν», μου εξήγησε. Αναρωτιόμουν για ποιο λόγο είχαν επιφυλάξει στη μάνα μου ειδική μεταχείριση, και την κρατούσαν απομονωμένη από τους υπόλοιπους. Η Ντίνα μου είπε πολλές λεπτομέρειες για τη φυλάκιση, οδυνηρές να τις ακούς, αλλά εκείνο που μ' εντυπωσίασε βαθιά ήταν για μια ψηλή γυναίκα με μαύρα σγουρά μαλλιά από το χωριό Μαυρονόρος, τ' όνομά της Δέσπω —το μόνο που ήξερε γι' αυτήν— μια νευρική κοπέλα που όλην ώρα έκλαιγε για τα δυο παιδιά της. «Η Δέσπω δεν άντεχε στο ξύλο», είπε η Ντίνα. «Κάποια νύχτα βρήκε ένα μεγάλο καρφί σ' ένα από τα μαδέρια, το 'βγαλε και το 'μπηξε στο στομάχι της προσπαθώντας να σκοτωθεί. Το 'χωσε βαθιά, η κακομοίρα, αλλά δεν πέθαινε. Κατόπιν Digitized by 10uk1s

παρακαλούσε αδιάκοπα να της δώσουν κατιτί ν' αλαφρώσει ο πόνος της, δεν της έδιναν όμως τίποτα». Μου είπε πως μια νύχτα ανέβασαν τη Δέσπω απάνω, σημάδι πως θα την εκτελέσουν. «Θα με σκοτώσετε! Το ξέρω!» την άκουσαν να ξεφωνίζει οι άλλοι κρατούμενοι. Μετά ακούσανε τον Κατή να της αποκρίνεται με την ηχηρή φωνή του: «Τι 'ναι αυτά που λες; Εμείς να σκοτώσουμε την καλή μας τη Δέσπω, τη χαϊδεμένη μας;» Ύστερα από αυτό οι κρατούμενοι δεν ξανάδανε τη Δέσπω. Έφυγα από τα Γιάννινα αποθαρρημένος, γνωρίζοντας ελάχιστα παραπάνω απ' όσα ήξερα όταν είχα φτάσει. Το μόνο που είχα ήταν τα ψευδώνυμα δύο δικαστών —Οικονόμου και Κατής. Αλλά στην Αθήνα, αναδιφώντας πεισματικά πηγές στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, κατάφερα ν' ανακαλύψω ένα στέρεο μίτο: το αληθινό όνομα του Γιώργου Οικονόμου ήταν Γιώργος Αναγνωστάκης, δικηγόρος, που είχε επιστρέψει από την εξορία στην Τασκένδη στα 1975 και τώρα έμενε όχι μακριά από το σπίτι μου στην Αθήνα. Όσο για τον Κατή, δεν υπήρχε τίποτα στους φακέλους. «Θα πρέπει να μάθετε το πραγματικό του όνομα», μου είπαν. Προτού τελειώσει η έρευνά μου έμελλε ν' απαντήσω κάποιες συμπτώσεις τόσο απίθανες, ώστε φαίνονται φτιαχτές. Η πρώτη συνέβη το απόγεμα εκείνο του Φλεβάρη, όταν έφτασα έξω από τη μοντέρνα πολυκατοικία όπου έμενε ο πρώην δικαστής Αναγνωστάκης και είδα σταματημένη εμπρός στην εξώπορτα μια μαύρη υαλόφρακτη νεκροφόρα, «Κάντιλακ» της δεκαετίας του '50. Ρώτησα κάποιο γέρο στην είσοδο, ίσως το θυρωρό, αν ο δικηγόρος Γιώργος Αναγνωστάκης έμενε εκεί. Σήκωσε τα φρύδια του και πρόβαλε το κατωχείλι, όπως κάνουν οι Έλληνες σαν θέλουν να δείξουν μ' ένα γνέψιμο την άστατη μοίρα. «Το λείψανό του εδώ είναι, ναι», αποκρίθηκε, «αλλά η ψυχή του πέταξε». Τη μέρα που πήγα να τον βρω, ο δικαστής Αναγνωστάκης είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή. Έφυγα από την πολυκατοικία σε απόγνωση. Μοίρα κακόβουλη μου είχε αρπάξει μέσ' από τα χέρια έναν από τους δικαστές της μάνας μου και τώρα βρισκόμουν σε αδιέξοδο, μοναδικό μου στοιχείο το άχρηστο ψευδώνυμο Κατής. Τελικά εντόπισα κάμποσους παλιούς αντάρτες που ισχυρίζονταν πως είχαν ακουστά τον Κατή, το δικαστή, οι πιο πολλοί, ωστόσο, μου είπανε πως κατά τη γνώμη τους ο Κατής είχε πεθάνει στην εξορία. Ό,τι πλησίαζε περισσότερο σε κάποιο μίτο ήταν η πληροφορία ενός παλιού αντάρτη, πως κάποιος συνταξιούχος δικηγόρος που ζούσε στη βόρειο Ελλάδα μπορεί να 'χε γνωρίσει τον Κατή στον πόλεμο, γιατί και κείνος είχε το ίδιο πόστο, δικαστής στο Αρχηγείο του αντάρτικου στο Γράμμο. Τ' όνομα του δικηγόρου ήταν Δημήτρης Γκαστής και προς το παρόν βρισκόταν στην ανάρρωση ύστερα από μια καρδιακή προσβολή, στο χωριό του Δίλοφο, βορείως των Ιωαννίνων. Όχι με πολλή αισιοδοξία ξαναπήρα το αεροπλάνο για τα Γιάννινα κι έφτασα με αυτοκίνητο στο Δίλοφο, κρυμμένο στους πρόποδες των βουνών του Ζαγορίου. Η περίεργη κυρά που καθόταν στο κατώφλι της στο έμπα του χωριού μετά χαράς με οδήγησε στο επιβλητικό λιθόκτιστο αρχοντικό του δικηγόρου Γκαστή και ξεσήκωσε από την κουζίνα τη βάβω, που τον ξύπνησε από το μεσημεριάτικο ύπνο του. Γνώριζα πως ο Δημήτρης Γκαστής, ως δικαστής της Ενδέκατης Μεραρχίας του αντάρτικου στρατού στα βουνά του Γράμμου, είχε στείλει πολλούς στο εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά αν περίμενα να μοιάζει με φονιάς, βρήκα απεναντίας μια καλόβολη φυσιογνωμία ενός χαριτωμένου αβρού παρήλικος με περιποιημένο μουστάκι, τετράγωνα κοκάλινα γυαλιά και κυματιστά γκριζωπά μαλλιά. Φορούσε σανδάλια, ιταλική φανέλα του συρμού και φαρδιά πανταλόνια· με οδήγησε στα δροσερά άδυτα του σπιτιού του, όπου μιντέρια με μαξιλάρια τριγύριζαν τους στολισμένους με χειροτεχνήματα τοίχους. Καφές και σοκολατάκια κατέφτασαν για να τιμηθεί ο επισκέπτης. Digitized by 10uk1s

Ενώ του εξηγούσα πως ήμουν Ελληνοαμερικάνος δημοσιογράφος και συγκέντρωνα το υλικό ενός βιβλίου για τον εμφύλιο πόλεμο, ο πρώην δικαστής με άκουγε προσεχτικά, ύστερα χαμογέλασε κι έγινε διαχυτικός. Περηφανευόταν για την ευρυμάθειά του και μου υπέδειξε ένα μακρύ κατάλογο βιβλίων που έπρεπε να συμβουλευτώ, αλλά τον διαβεβαίωσα πως τα είχα διαβάσει όλα. Αφού πείσθηκε πως είχα την απαιτούμενη προπαίδεια, άρχισε να μου περιγράφει τη διεξαγωγή των δικών στα ανταρτοδικεία όπου είχε προεδρεύσει. «Αφήναμε τον κατηγορούμενο να μιλήσει για ν' απολογηθεί όσο ήθελε», είπε, «και επιτρέπαμε σε όποιον επιθυμούσε να σηκωθεί και να τον υπερασπιστεί, κάτι που μήτε στα πολιτικά δικαστήρια δε γίνεται σήμερα». Απαντώντας σ' ερωτήσεις μου ο Γκαστής ανέφερε ήρεμα πως είχε καταδικάσει μόνο δύο εις θάνατον· κατόπιν, αργότερα, αντιφάσκοντας αναφέρθηκε και σε κάποιον τρίτο —έναν αντάρτη που εκτελέστηκε επειδή είχε βιάσει μια κοπέλα— το πτώμα του το είχαν περιφέρει πάνω σε άλογο σ' όλα τ' ανταρτοκρατούμενα χωριά για να τονίσουν πως οι κομμουνιστές δεν ανέχονταν να κακοποιούνται γυναίκες. Δεν μπήκα στον κόπο ν' αμφισβητήσω το λογαριασμό των πτωμάτων του Γκαστή, γιατί αδημονούσα να τον φέρω στις δίκες που γίνονταν στη δική μου περιοχή, στα βουνά της Μουργκάνας. Μήπως θυμόταν τον πρώτο δικαστή του Αρχηγείου Ηπείρου; τον ρώτησα. Ναι, κάποιος Αναγνωστάκης, μου αποκρίθηκε, ατυχώς μόλις πέθανε. Ήταν και κάποιος άλλος δικαστής που ο κόσμος τον λέει ο Κατής, του υπέβαλα, αλλά φαίνεται ότι πέθανε στην εξορία. «Α, όχι, δεν έχει πεθάνει», είπε αδιάφορα ο Γκαστής. Ο Κατής έμενε κάπου στην Αθήνα, λογάριασε. Φυσικά, Κατής δεν είναι το πραγματικό του όνομα, συνέχισε, είναι παραφθορά της λέξης «δικαστής». Έλπιζα πως δεν είχε προδοθεί η συγκίνηση μου καθώς ο Γκαστής καθόταν χαμογελαστός, κουνώντας πέρα δώθε το σανδαλοφορεμένο πόδι του, ικανοποιημένος με το εύρος των γνώσεών του. Όταν κυριάρχησα στη φωνή μου, τον ρώτησα μήπως τυχόν θυμόταν το πραγματικό όνομα του Κατή. «Λύκας», μου απάντησε αμέσως. «Α Αχιλλέας Λύκας». Ο άνθρωπος που είχε παραπέμψει και καταδικάσει τη μάνα μου εις θάνατον και είχε επιστατήσει στο βασανισμό της άξαφνα είχε αναστηθεί και μπορούσε να πέσει στα χέρια μου. Ενώ αναλογιζόμουν τούτη την αναπάντεχη καλοτυχιά, ο Γκαστής συνέχισε να μιλάει, έλεγε πως στ' αλήθεια έπρεπε να συζητήσω με το Λύκα στο πλαίσιο της έρευνάς μου· είχε προεδρεύσει σε μια σημαντική δίκη στον Τσαμαντά 1 όταν μερικοί αιχμάλωτοι αξιωματικοί του Εθνικού Στρατού είχαν καταδικαστεί εις θάνατον. Τη στιγμή που η βροντή ενός κεραυνού κύλησε πάνω από το σπίτι, προμήνυμα καταιγίδας, σηκώθηκα κι ευχαρίστησα τον Γκαστή για το χρόνο που μου διέθεσε. Ήταν ευτυχής που κατά τι με βοήθησε, είπε, απλώνοντας το χέρι του. Και είχε μια τελευταία υπόδειξη να μου κάνει: αν ήθελα να μάθω λεπτομέρειες για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Μουργκάνα στα χρόνια του πολέμου, έπρεπε να σταματήσω επιστρέφοντας στα Γιάννινα και να συζητήσω με τον τότε επιτελάρχη του Αρχηγείου Ηπείρου, τον υποστράτηγο Γιώργο Καλιανέση. Δε θα δυσκολευόμουν να τον βρω, είπε ο Γκαστής, γιατί ο πρώην στρατηγός του αντάρτικου εργαζόταν τώρα νυκτερινός υπάλληλος σ' ένα μικρό τουριστικό ξενοδοχείο, το Αλέξιος. Έκανε βάρδια εκεί κάθε νύχτα. Σημείωσα τη διεύθυνση κι έτρεξα μέσα στη ραγδαία βροχή, παραζαλισμένος ακόμη από την είδηση πως ο δικαστής που είχε καταδικάσει τη μάνα μου ήταν ζωντανός. Μόλις χάθηκε πίσω μου το χωριό Digitized by 10uk1s

βγήκα από το δρόμο. Τα χέρια μου έτρεμαν και δεν έβλεπα που πάω. Έσβησα τη μηχανή και κάθισα εκεί ώρα πολλή, αναρωτιόμουν αν θα συναντούσα τελικά τον άνθρωπο που λεγότανε Κατής, κι αν τον συναντούσα, τι θα του έκανα. Όταν έφτασα στα Γιάννινα ακολούθησα τη συμβουλή του Γκαστή και πήγα πεζή ως το ξενοδοχείο Αλέξιος. Κάποτε, παιδί, είχα δει φευγαλέα τον Καλιανέση, το στρατιωτικό διοικητή του αντάρτικου στρατού της Ηπείρου, μέσα σε μια κρίσιμη μάχη στα 1948, και η εντύπωση που μου 'χε κάνει ήταν ακόμη έντονη. Οι κυβερνητικοί φαντάροι πλησίαζαν, απειλώντας να πάρουν από τους κομμουνιστές το χωριό μας, και οι αντάρτες ηγήτορες αποφάσισαν να μετακινήσουν το αρχηγείο τους πιο ψηλά στο βουνό γι' ασφάλεια, πάνω από το σπίτι όπου έμενα. Ο Καλιανέσης πέρασε έξω ακριβώς από την αυλόπορτά μας. Καθώς στεκόμουν εκεί με τη μάνα μου, γυρεύοντας στο πρόσωπο του επιτελάρχη κάποιο σημάδι για την έκβαση της μάχης πέρα στα χαμηλά, θαμπώθηκα από την επιβλητική, σαν μπουλντόγκ, κορμοστασιά του Καλιανέση, από το έξοχο άλογό του, από τα γυαλιστερά πιστόλια και την εξάρτυσή του κι από το σεβασμό της αντάρτικης ακολουθίας τριγύρω του. Στα οχτώ μου χρόνια μου φάνηκε το άκρον άωτον της δύναμης και της επιτυχίας Όταν μπήκα στη μουντή αίθουσα υποδοχής του ξενοδοχείου και βρήκα τον Καλιανέση στημένο πίσω από τον μπάγκο, εξακολουθούσε να είναι ρωμαλέος παρά τη φαλάκρα τη στεφανωμένη με ψαρά μαλλιά, τ' ανασκουμπωμένο πουκάμισο και το ζαρωμένο παντελόνι του. Τα καστανά ματάκια του ήτανε χωμένα σ' ένα χοντρομάγουλο πρόσωπο πάνω από 'να χοντρόλαιμο, που χανόταν στο στέρεο πελώριο πανωκόρμι του. Στο γυρτό κούτελό του είχε βαθουλώματα σα να το 'χαν πατικώσει με τον αντίχειρα—οι ουλές από θραύσματα. Μου θύμισε ηλικιωμένο μπράβο συμμορίας, ικανό ακόμη να τσακίσει στα δύο έναν άντρα με τα χέρια του. Αλλά ο Καλιανέσης δεν έδειξε καθόλου την καχύποπτη επιφυλακτικότητα που συνάντησα συνομιλώντας με άλλους αντάρτες. Μόλις του ανέφερα πως με είχε στείλει ο Γκαστής, τα μάτια του φωτίστηκαν. Με λαχτάρα καταπιάστηκε να μου ανιστορεί τους στρατιωτικούς θριάμβους του στη Μουργκάνα. Ο πρώην υποστράτηγος τώρα δε διοικούσε τίποτα πέρα από τις σειρές των κλειδιών που κρέμονταν πίσω του και με αγαλλίαση ξαναζούσε τις περασμένες δόξες του προς χάριν κάποιου ξένου που ενδιαφερόταν. Ο Καλιανέσης ήταν ένα ζωντανό αρχείο των στρατιωτικών επιχειρήσεων του αντάρτικου στρατού στην επαρχία μου στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου, Εκείνη τη νύχτα, και στις επακόλουθες συζητήσεις, μου έδωσε ανεκτίμητες πληροφορίες για το πως έγιναν διάφορες μάχες και για τις φιλονικίες και φιλοδοξίες των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος που κατεύθυναν τον πόλεμο. Ο Καλιανέσης το 'φερε βαρέως που, αν και από τους λίγους κομμουνιστές στρατηγούς με πραγματική στρατιωτική εκπαίδευση, είχε καταντήσει ν' ακούει όλη τη νύχτα τα παράπονα ρυπαρών τουριστών σ' ένα ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας, ενώ όσοι συμμαθητές του της Σχολής Ευελπίδων είχαν γίνει στρατηγοί της άλλης πλευράς τώρα απολάμβαναν παχυλές συντάξεις. Απογοητεύθηκα μαθαίνοντας πως ο Καλιανέσης είχε μετατεθεί από την περιοχή μας δύο μήνες πριν από την εκτέλεση της μάνας μου, κι έτσι δεν μπορούσε να μου δώσει καμιά από πρώτο χέρι λεπτομέρεια της δίκης της. Μου διευκρίνισε ότι παρόμοιες δίκες πολιτών δεν εμπίπτανε στη δικαιοδοσία του· αυτός διοικούσε τη στρατιωτική πλευρά, ενώ η απονομή της αντάρτικης δικαιοσύνης ήταν υπευθυνότητα του πολιτικού επιτρόπου της Ηπείρου, του Κώστα Κολιγιάννη, που είχε πεθάνει στην εξορία το 1979. Ζούσε όμως ακόμη ένας δικαστής, που είχε προεδρεύσει σε πολλές τέτοιες δίκες, είπε, «κάποιος ονόματι Λύκας, αν και όλοι τον έλεγαν Κατή». Προσπάθησα να διατηρήσω την έκφραση του επιστημονικού ενδιαφέροντος καθώς του έλεγα ότι πολύ θα το ήθελα να κουβεντιάσω μ' αυτόν το Λύκα, φτάνει να ήξερα που να τον βρω. Είχα ακούσει ότι έμενε στην Αθήνα. Τα μάγουλα του Καλιανέση τακτοποιήθηκαν σ' ένα πλατύ χαμόγελο· χαρά Digitized by 10uk1s

του να μ' εξυπηρετήσει. «Δεν είναι στην Αθήνα, μένει εδώ στα Γιάννινα», είπε. «Πότε πότε τον βλέπω που κάνει βόλτες. Ο Λύκας μένει μερικά τετράγωνα παρακάτω. Δεν ξέρω ακριβώς τη διεύθυνση, έχει όμως διαμέρισμα στην οδό Ναπολέοντος Ζέρβα». Μου ήταν δύσκολο ν' απορροφήσω αυτή τη νέα αποκάλυψη. Το κυνήγι που βρισκόταν σε αδιέξοδο μόλις πριν από δύο μέρες είχε αποκορυφωθεί τόσο αιφνιδιαστικά, ώστε δεν ήμουν προπαρασκευασμένος. Ευχαρίστησα τον Καλιανέση κι έσπευσα να βγω στη μοσχομυρωδάτη καλοκαιριάτικη νύχτα. Βαδίζοντας προς την πολύβουη λεωφόρο που είχε αναφέρει ο Καλιανέσης, αναλογιζόμουν την ειρωνεία της διεύθυνσης του Κατή: έμενε σ' ένα δρόμο που είχε τ' όνομα του μεγαλύτερου εχθρού των ανταρτών στα χρόνια της κατοχής: του Ναπολέοντος Ζέρβα. Άρχισα να πηγαίνω από πόρτα σε πόρτα, διαβάζοντας τα ονόματα στα κουδούνια της κάθε πολυκατοικίας, ψάχνοντας για κείνο που αναζητούσα. Τελικά το βρήκα σ' ένα μοντέρνο εξαόροφο κτίριο. Ο Λύκας έμενε στον τέταρτο όροφο της οδού Ναπολέοντος Ζέρβα 46. Τραβήχτηκα ως την άκρη του πεζοδρομίου και κοίταξα ψηλά το διαμέρισμα, όπου μια λάμπα άναβε πίσω από τις κουρτίνες στα παράθυρα. Φαντάστηκα τον Κατή να κάθεται εκεί στην ασφάλεια του καθιστικού του, μελιστάλακτος και αυτάρεσκος όπως ο άλλος δικαστής που μόλις είχα συναντήσει, σίγουρος πως τα εγκλήματα που είχε διαπράξει στον πόλεμο ήταν θαμμένα στο παρελθόν. Ήθελα να χτυπήσω την πόρτα του, να μπω με το ζόρι μέσα και να του δείξω πως κάποιος θυμόταν ακόμα τι είχε κάνει στο Λια. Η λογική μου πλευρά μου θύμισε ότι δεν είχα ιδέα ποιος έμενε κει πάνω μαζί του. Δεν μπορούσα να μπω δια της βίας, δίχως καν ένα όπλο, και να του ριχτώ. Όλα όσα είχα μάθει ως τότε έδειχναν πως ο Κατής ήταν, απ' όσους ακόμα ζούσαν, ο κυριότερος ένοχος για το φόνο της μάνας μου, αλλά ως ρεπόρτερ ερευνητής όφειλα να μάθω επακριβώς το βαθμό της ενοχής του. Αυτός είχε αποφασίσει το βασανισμό και την εκτέλεσή της ή ήταν ακούσιο όργανο άλλων; Έπρεπε ν' αποφασίσω ποια ποινή αναλογούσε στα εγκλήματά του και αρκούσε συνάμα να κατασιγάσει την ανάγκη μου για εκδίκηση. Χρειαζόμουν να συγκεντρώσω περισσότερα στοιχεία και να καταστρώσω ένα σχέδιο επίθεσης. Γι' αυτό στάθηκα στο πεζοδρόμιο και παρακολουθούσα το παράθυρο ωσότου έσβησε το φως· υστέρα έφυγα και διέσχισα περπατώντας τα Γιάννινα για να βρω δωμάτιο σε ξενοδοχείο, όπου έμεινα ξάγρυπνος σχεδόν όλη τη νύχτα, προσπαθώντας ν' αποφασίσω τι θα κάνω. Το πρωί ένα μόνο πράγμα είχα ξεκαθαρίσει: θα πήγαινα στο χωριό μας. Έπρεπε να επιστρέψω στα μέρη όπου η μάνα μου έζησε και πέθανε, να σκεφτώ εξαντλητικά τα πράγματα. Βγαίνοντας από τα Γιάννινα, έφτασα στη δημοσιά σ' ένα σταυροδρόμι και παρορμητικά έστριψα κατά το βορρά. Ο δρόμος αριστερά πήγαινε στο χωριό μου, όμως θυμήθηκα πως ο δρόμος δεξιά πήγαινε στο Μαυρονόρος, το χωριό εκείνης της νέας, της Δέσπως, που είχε προσπαθήσει να σκοτωθεί στο κατώι-φυλακή μπήγοντας το καρφί στην κοιλιά της. Ένιωθα την ανάγκη να μάθω αν κανείς θυμόταν τη Δέσπω και μπορούσε να μου πει τουλάχιστον ολόκληρο τ' όνομά της. Περνώντας μέσα από όλο και πιο μικρά χωριά, όπου πελαργοί είχανε φωλιάσει πάνω σε καμινάδες και τηλεγραφόξυλα, προχώρησα προς βορράν από 'να χωματόδρομο, ωσότου έφτασα σ' ένα ανακάτωμα από σπίτια και μια μεγάλη εκκλησιά. Ρώτησα μια συντροφιά από γυναίκες στον αυλόγυρο της εκκλησιάς αν ήξεραν το παράνομα κάποιας Δέσπως που είχε εξαφανιστεί από το χωριό στον πόλεμο. Κακάρισαν και στενάξανε σα να 'γινε αυτό εχτές. Τ' όνομά της ήταν Δέσποινα Τάση, είπανε. Είχε αφήσει δυο ορφανά αγοράκια — τώρα είχανε μεγαλώσει και ζούσαν στην Αθήνα— όμως ο άντρας της Δέσπως βρισκόταν ακόμα εδώ. Μπορούσα να τον βρω στο καφενείο, έπαιζε χαρτιά με τους άλλους άντρες. Όταν μίλησα σε κάποιους από τους άντρες που ήταν μαζεμένοι γύρω στα τραπεζάκια Digitized by 10uk1s

χαρτοπαίζοντας, ο ψηλός, αγέλαστος Στέφανος Τάσης σηκώθηκε και με ακολούθησε παράμερα ώστε να μη μας ακούν οι άλλοι. Του είπα πως ενδιαφερόμουν για τον πόλεμο και για την τύχη της μάνας μου, και του είπα πως τελευταία είχα μιλήσει με κάποια που ήτανε κρατούμενη μαζί με τη γυναίκα του. Ελάχιστο ενδιαφέρον έδειξε για τα λεγόμενά μου, αν και καθώς μου είπε αυτή ήταν η πρώτη συγκεκριμένη είδηση για τη γυναίκα του αφότου εξαφανίστηκε πριν από τριάντα δύο χρόνια. Μου είπε πως οι δυο γιοι τους ήταν τεσσάρων και δύο χρονών όταν όλοι εγκαταλείψανε το Μαυρονόρος σαν έγινε η εισβολή των ανταρτών. Όμως ύστερα από λίγο η φαμελιά που έμενε στην προσφυγιά στα Γιάννινα, πέθαινε της πείνας. Η Δέσπω γύρισε κρυφά στο χωριό τους να πάρει λίγο καλαμπόκι που είχε κρύψει στο σπίτι τους, κι από τότε δεν την ξανάδανε. Εφτά χρόνια μετά την εξαφάνιση της Δέσπως, ο Στέφανος Τάσης κατάφερε πολύ δύσκολα να βρει κάποιο παπά που δέχτηκε να τον παντρέψει με άλλη χωριανή, γιατί δεν υπήρχε απόδειξη πως η πρώτη του γυναίκα είχε πεθάνει. Δεν ήταν εύκολο ν' αποσπώ απαντήσεις από τούτο το λιγομίλητο άντρα αντίκρυ μου. Ολοφάνερο, δεν ενδιαφερόταν να μάθει για τις τελευταίες μέρες της Δέσπως, γι' αυτό και δεν επέμενα. Έβλεπα πως δεν ήθελε να τρυπώσει το φάντασμα της πρώτης γυναίκας του στη ζωή που 'χε ξαναφτιάξει μετά τον πόλεμο. Το βλέμμα του ξεστράτιζε κατά το χαρτοπαίγνιο. Αν ποτέ αυτός ή οι γιοι του ήθελαν να μάθουν περισσότερα, του είπα, μπορούσα να τους φέρω σ' επαφή με τη γυναίκα που ήταν συγκρατούμενη της Δέσπως. Έγραψα σ' ένα κομμάτι χαρτί τη διεύθυνση και το τηλέφωνό μου. Ο Στέφανος Τάσης μόλις που του ρίξε μια ματιά προτού το χώσει στην τσέπη του και ωμά μου ευχήθηκε καλό κατευόδιο. Θύμωσα, σχεδόν ένιωθα σαν προσωπική προσβολή την αδιαφορία του άντρα της Δέσπως. Πάνω στην αβεβαιότητά μου για το τι να κάνω με το σκοτωμό της μάνας μου, είχα αναζητήσει κάποιον παρομοίως χαροκαμένο, μόνο και μόνο για να μάθω, πως όχι μόνο δε σκόπευε να κάνει το παραμικρό για το φόνο της γυναίκας του, αλλά δεν ήθελε κιόλας να του τον θυμίζουν. Αργότερα θα συναντούσα κι αλλά πολλά θύματα των ανταρτών, όπως αυτόν. Αναζητώντας την ταυτότητα των φονιάδων της μάνας μου, ανακάλυψα τα ονόματα και τις διευθύνσεις ανταρτών, που είχαν σκοτώσει άλλους πολίτες και ανέφερα σε πολλούς από τους συγγενείς των νεκρών πληροφορίες σχετικές με τους φονιάδες. Σε κάθε περίπτωση συνάντησα απάθεια και δικαιολογίες. «Μη μου πεις που βρίσκεται, γιατί μπορεί ν' αναγκαστώ να του σκαρώσω τίποτα», μου είπε ένας ταχυδρόμος, που τον πατέρα του τον είχε σκοτώσει στον τόπο κάποιος αντάρτης αξιωματικός του άλφα δύο επειδή στεκόταν στο χωράφι του και αρνιόταν να καταδώσει χωριανούς του. «Ας τιμωρήσει ο Θεός τους ενόχους», είπε κάποιος που, παιδί οχτώ χρονών, είχε δει να καταδικάζεται η μάνα του εις θάνατον, επειδή αρνήθηκε να παραδώσει τα παιδιά της για να τα στείλουν σε χώρες του Παραπετάσματος.«Η κυβέρνηση πρέπει να τους καθίσει στο σκαμνί», μουρμούρισε ένας τρίτος, που είδε να εκτελούνται οι γονείς του στον αυλόγυρο της εκκλησιάς του χωριού, ενώ οι αντάρτες τον προειδοποιούσαν πως θα πεθάνει κι ο ίδιος αν βγάλει κιχ. Οι δικαιολογίες αυτές μου προκαλούσαν ακατάσχετη αηδία, οργή και απόγνωση. Χιλιάδες αθώοι άνθρωποι, όπως η μάνα μου, είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο και τώρα οι φονιάδες τους ζούσαν στην Ελλάδα, ο ύπνος τους ήτανε ατάραχος από το φόβο αντιποίνων. Έστω και μια πράξη αντεκδίκησης εναντίον εκείνων που τώρα καυχιόνταν για τα πολεμικά τους κατορθώματα θα τους έκανε όλους να νιώσουν μια σταλιά από την αγωνία όπου είχαν ρίξει τα θύματά τους. Αλλά μήτε ένας πατέρας, ένας σύζυγος ή γιος δεν είχε βρει τη θέληση να το κάνει. Η μαύρη διάθεση που μου προκάλεσε η απάθεια του άντρα της Δέσπως αλάφρωσε κάπως όσο τραβούσα για το χωριό μου. Κάθε φορά που περνούσα το στενό γιοφύρι του Καλαμά, του ποταμού Digitized by 10uk1s

που απομονώνει τα βουνά της Μουργκάνας, ένιωθα την ανακουφιστική αίσθηση της επιστροφής στα παιδικά μου χρόνια, του γυρισμού στο σπίτι. Πέρα από το ποτάμι ο δρόμος ανηφορίζει, περνάει από καταρράκτες, ερειπωμένους μύλους και άσπρα ξωκλήσια κουρνιασμένα πάνω από γκρεμούς όλο κλειστές στροφές, διασχίζει χωριουδάκια σκόρπια σαν βότσαλα, ωσότου η άσφαλτος καταλήγει σ' ένα χωματόδρομο που σε ξεκατινιάζει και που σε οδηγεί ακόμη πιο ψηλά, μέσα από τα κρησφύγετα των κατσικιών και των αγριόχοιρων, κι απάνω που 'ναι ν' αρχίσει πια το γυμνό βουνό, το γκόλιο, ξανοίγουν οι στέγες του Λια από σχιστόλιθο φωλιασμένες ανάμεσα στα πουρνάρια και τους πρίνους του χωριού μου. Γυμνά λαμπιόνια κρέμονται τώρα μέσα στα λιθόκτιστα σπιτάκια, μαρτυρία πως τα ηλεκτροφόρα καλώδια έφτασαν στο Λια στα 1965, αλλά από το δρόμο —άλλη πρόσφατη εισβολή του πολιτισμού— το χωριό εξακολουθεί να φαίνεται το ίδιο πρωτόγονο όσο και τη μέρα που το εγκατέλειψα πριν από τριάντα τρία χρόνια. Καθώς πέρασα από την Αγία Παρασκευή, την εκκλησία στην ανατολική άκρη του χωριού, οι ψαρομάλληδες βοσκοί τριγυρισμένοι από τα γίδια τους και οι μαυροφορεμένες γιαγιάδες διπλωμένες από ζαλίκια φρύγανα με χαιρέτησαν φωναχτά. Η αγαλλίαση από αυτές τις γνώριμες εικόνες σκόρπισε όταν αντίκρισα το σκυφτό, ασπρομάλλικο σουλούπι του Χρήστου Σκεύη που δούλευε στην αυλή του. Στα 1948, όταν σκοτώσανε τη μάνα μου και τους άλλους, ο Σκεύης ήταν ένας από τους χωριανούς που μεθοδικά τριγυρνούσαν στα σπίτια των θυμάτων κι έκλεβαν ως το τελευταίο ψίχουλο τα φαγώσιμα από τους συγγενείς — ακόμα κι από τη δεκατετράχρονη αδερφή μου. Σ' εκείνες τις κρίσιμες ημέρες του πολέμου, στενοί συγγενείς και γείτονες στράφηκαν εναντίον μας. Οι μετρημένοι χωριανοί που είχαν το θάρρος να υπερασπιστούν τη μάνα μου στη δίκη της και προσπάθησαν μετά την εκτέλεσή της να παρηγορήσουν την αδερφή μου δεν ήταν από κείνους που τους λογαριάζαμε ανέκαθεν φίλους μας. Κάποιοι από τους υπερασπιστές της ήταν γνωστοί κομμουνιστές, αλλά ξεπεράσανε τα πολιτικά τους φρονήματα και το φόβο για τη δική τους ασφάλεια επειδή αρνήθηκαν να κατηγορήσουν αθώους. Κατά το πλείστον όμως οι γείτονές μας αποφεύγανε ή πρόδωσαν τη μάνα μου με την ελπίδα πως μεγαλώνουν έτσι οι πιθανότητες να γλιτώσουν εκείνοι. Πλησιάζοντας στην κεντρική πλατεία, άκουγα ολοένα πάνω από το θόρυβο της μηχανής μια φράση που η αδερφή μου κι ο πατέρας μου είχαν επαναλάβει εκατό φορές. «Τη φάγανε οι χωριανοί». Για τους δικούς μου, οι κομμουνιστές αντάρτες όπως ο Κατής ήταν μια απρόσωπη θεομηνία, που την έριξε πάνω στο χωριό μας ο πόλεμος, σαν πανούκλα. Τους γείτονες θεωρούσανε υπεύθυνους για το χαμό της μάνας μου· τους χωριανούς που ψιθυρίζανε κρυφά στην πολιτοφυλακή και καταθέσανε εναντίον της στη δίκη. Τούτο έπρεπε να το ξεκαθαρίσω: μπορεί οι χωριανοί να έφταιγαν στ' αλήθεια περισσότερο για το θάνατό της από κείνους που έβγαλαν την καταδικαστική απόφαση κι έριξαν τις σφαίρες. Αναρωτιόμουνα μήπως κάτι τι που αφορούσε τη μάνα μου παρακίνησε τους κατοίκους του Λια να την προσφέρουν ως αμνόν επί σφαγήν. Ή μήπως οι χωριανοί είχαν απλούστατα γίνει ενεργούμενα των ανταρτών που εκμεταλλεύτηκαν τις ηθικές αδυναμίες τους, τις μικροζήλιες και τους φόβους τους, επειδή οι αντάρτες για κάποιο πολιτικό σκοπό ήθελαν να σκοτώσουν τη μάνα μου. Ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που την εκτελέσανε; Η ομορφιά του χωριού τριγύρω μου, η γνώριμη μυρουδιά του καπνού από τα ξύλα και η μουσική από τα κυπριά των κατσικιών στην ατμόσφαιρα, έμοιαζε ν' αντικρούουν τις υποψίες μου. Πέρασα Digitized by 10uk1s

από την πλατεία και σταμάτησα κοντά στην αριστερή άκρη του Λια. Άφησα το αυτοκίνητο στην αρχή του μονοπατιού που σκαρφάλωνε στην πλαγιά κατά τον παλιό μου μαχαλά και τον Άη-Δημήτρη. Ήταν 6 Αυγούστου, του Σωτήρος, μια από τις τρεις γιορτάδες του χρόνου που η εκκλησιά λειτουργιόταν. Καθώς ανηφόριζα είδα τους παρήλικες πιστούς να φτάνουν απ' όλες τις μεριές. Ο ήλιος ήταν ψηλά, όμως στο εσωτερικό η εκκλησία ήταν σκοτεινή γεμάτη μουντές φυσιογνωμίες με σκούρα ρούχα. Τ' αργασμένα πρόσωπα και το χρυσάφι στο παμπάλαιο ξυλόγλυπτο τέμπλο γυαλοκοπούσαν στο φως των κεριών. Στάθηκα για λίγο έξω από την πόρτα της εκκλησιάς κάτω από τα κυπαρίσσια, ακούγοντας την ψαλμωδία του παπά και την ακαθόριστη φωνή μιας γερόντισσας που ήταν καθισμένη σταυροπόδι πλάι σ' ένα νιόσκαφτο τάφο και κουβέντιαζε με τον πεθαμένο. Η πόρτα του οστεοφυλακίου ήταν ανοιχτή, αλλά δεν μπήκα. Ήξερα πως καμιά από τις απαντήσεις που γύρευα δε βρισκόταν μέσα στο ξύλινο κασελάκι που φύλαγε τα κόκαλα της μάνας μου. Είχε αποκρυσταλλωθεί στη μνήμη μου όπως την ήξερα από την οπτική γωνία ενός παιδιού: πηγή αστέρευτης δύναμης, ασφάλειας κι αγάπης. Ωστόσο, ανασκαλεύοντας τα συμβάντα των τελευταίων χρόνων της, είχα αρχίσει να ξανοίγω ένα πρόσωπο πιο περίπλοκο και ακαθόριστο, μια ανήσυχη χωριάτισσα που πάσχιζε να ζήσει σύμφωνα με τους κανόνες του πρωτόγονου ορεινού πολιτισμού, που απαρτίζανε τον κόσμο της, και όταν την απογοήτευσαν εκείνη τους αψήφησε. Η μάνα μου καλά καλά δεν είχε πάει σχολείο· φόρεσε το μαντίλι στα έντεκα χρόνια της, όπως όλα τα κορίτσια του χωριού, και από κείνη τη στιγμή δεν τόλμησε να μιλήσει σε άντρα ως τη μέρα που την παραδώσανε νύφη σ' ένα σύζυγο που δεν τον γνώριζε. Η πολιτική, που αφάνισε τον κόσμο της στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της, για κείνη δεν είχε κανένα νόημα. Δεν ταξίδεψε ποτέ πιο πέρα από την πρωτεύουσα της επαρχίας. Ο άντρας της ζούσε στην άλλη άκρη του κόσμου, σε μια χώρα που εκείνη λαχταρούσε να τη δει, όμως δεν ήξερε γι' αυτή τίποτα, κι ας της είχανε κολλήσει, λόγω του γάμου της, το παρανόμι «η Αμερικάνα» μαζί με όλες τις προκαταλήψεις που το συνοδεύουν. Τον κόσμο της μάνας μου τον κυβερνούσαν η μαγεία, οι προλήψεις, φαντάσματα και δαίμονες που μπορούσες να τους επικαλεστείς ή να τους εξευμενίσεις με άγιο λάδι και ξόρκια, ωστόσο αυτά δεν άρκεσαν για να σώσουν την ίδια και τα παιδιά της από τον πόλεμο που σάρωσε τα βουνά τους. Σαν είδε πως το να ζήσει σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες του χωριού δεν έφτανε, σαν αναγκάστηκε να διαλέξει αν θα χάσει τα παιδιά της η τη ζωή της, ανακάλυψε μια δύναμη που τώρα γνωρίζω πως σε λίγους έχει δοθεί. Προτού τελειώσω την έρευνά μου έπρεπε να βρω τη μάνα μου, να τη δω με τα μάτια του μεγάλου και ν' αποκαλύψω τα κρύφια αισθήματά της για τον κόσμο όπου είχε εγκλωβιστεί. Έπρεπε να το κάνω αυτό για να μάθω πως εκείνη ήθελε ν' αντιμετωπίσω τους φονιάδες της. Έπρεπε να επικοινωνήσω μαζί της πάνω από την άβυσσο του θανάτου για ν' ανακαλύψω αν, ανηφορίζοντας κατά τη ρεματιά εκείνη για την εκτέλεσή της, ήταν η Αντιγόνη, που αντικρίζει το θάνατο αδιαμαρτύρητα γιατί σκόπιμα αψήφησε μια ανθρώπινη εντολή προκειμένου να τιμήσει έναν υψηλότερο νόμο της καρδιάς ή ήταν η Εκάβη, που κραυγάζει ζητώντας εκδίκηση. Τι μου γύρευε να κάνω; Πάνω από τη μονότονη ψαλμωδία του παπά και τ' αντίφωνα του ψάλτη, υψωνόταν διακόπτοντας τους λογισμούς μου ένας μηχανικός θόρυβος, που, παιδί, δεν τον είχα ακούσει ποτέ. Ερχόταν από ψηλά, από τη μεριά του σπιτιού μου. Πήρα το μονοπάτι που αρχινούσε από τον αυλόγυρο της εκκλησίας. Βρήκα το σπίτι ερείπιο, πνιγμένο στον κισσό, μοναχά οι γουστερίτσες το κατοικούσαν πια· η στέγη και το πάτωμα είχαν σωριαστεί μέσα στο κατώι. Ανακάλυψα την πηγή του θορύβου: ήταν μια Digitized by 10uk1s

μπουλντόζα που δούλευε, φάρδαινε ένα οριζόντιο μονοπάτι να γίνει δρόμος, να περάσει από το κάτω σύνορο εκείνου που ήταν κάποτε το περιβόλι μας. Ο χαμηλός μαντρότοιχος ολόγυρα στο κτήμα μας είχε εξαφανιστεί κι οι υπόλοιποι τοίχοι του σπιτιού θωρούσαν με άδειες κόγχες το τέρας που σάρωνε πέρα άλλο ένα μεγάλο σωρό κοκκινόχωμα, επικινδύνως κοντά στη μοναχική μουριά που ήταν άλλοτε το ορόσημό μας. Αν και το σπίτι ήταν ένα φριχτό μνημείο των φόνων που είχαν διαπραχθεί εκεί, κατάλαβα πως ήθελα να σωθεί η μουριά. Έγνεψα στο χειριστή της μπουλντόζας να σταματήσει και μετά τον ζύγωσα και του γύρεψα να σκάψει γύρω από το δέντρο, το κομμάτι αυτό των παιδικών μου χρόνων. Όπως ξαναμπήκε μπρος η μηχανή, περπάτησα ως το σπίτι κοιτάζοντας για πρώτη φορά το ξέσκεπο κατώι, όπου η μάνα μου και τόσοι άλλοι είχανε περάσει τις στερνές τους ώρες. Η μουριά κι όλες οι ευχάριστες αναμνήσεις που κρέμονταν από τα κλαδιά της μ' έκαναν να νιώσω πως η έρευνά μου θα μου χάριζε άλλη τόση χαρά όση και λύπη. Αυτό ήταν το σπίτι, όπου η Ελένη Γκατζογιάννη μαρτύρησε και πέθανε, ήταν όμως και το σπίτι όπου τη φέρανε δεκαεννιάχρονη νύφη, όπου οι αδερφές μου κι εγώ γεννηθήκαμε, όπου παίξαμε και μαλώσαμε. Υπήρχε ακόμα η βεράντα, όπου η μάνα μου έβγαζε τα ζεστά βράδια τη χειροκίνητη ραπτομηχανή της για να επωφεληθεί από το αεράκι και για να σηκώνει πότε πότε τα μάτια από τη δουλειά της να βλέπει την κοιλάδα που απλωνόταν στα πόδια της. Πεινάσαμε εκεί αλλά ήμασταν κι ευτυχισμένοι, κι οι αναμνήσεις μου θα ζούσαν πιο πολύ από το σπίτι. «Φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι», λένε οι Έλληνες, εννοώντας πως μοιραστήκαμε τα λιγοστά φαγώσιμα, υποφέραμε τις ίδιες κακουχίες, γνωρίσαμε τις ίδιες χαρές, και πως τίποτα δεν μπορεί ποτέ να σπάσει αυτό το δεσμό που μας ενώνει, μήτε ο θάνατος. Θα 'πρεπε να ξαναχτίσω πέτρα πέτρα αυτό το σπίτι, στη φαντασία μου, προτού μπορέσω ν' αντικρίσω τον Κατή και τους άλλους. Θα 'πρεπε να ξαναπλάσω το χαμένο χωριό της —ένα μυστηριώδη κόσμο τώρα πια τόσο αχνό όσο και μια ταπισερί του Μεσαίωνα, όπου ξεχωρίζεις μοναχά ένα πρόσωπο, εδώ, ένα χέρι εκεί. Όταν θα τον ξανάφτιαχνα υφαίνοντάς τον από τις αναμνήσεις εκατοντάδων διαφορετικών μαρτύρων, τότε μόνο θα 'χα φτάσει στο τέρμα της έρευνας για τη μάνα μου. Θα καταλάβαινα τι ήθελε να ξέρω σαν βγήκε τελευταία φορά από την αυλόπορτά μας για ν' ανηφορίσει κατά τη ρεματιά. Οι μάρτυρες της μοίρας της μάνας μου ήταν μια γενεά από φύλλα που η ανεμοζάλη του πολέμου τη σκόρπισε σ' όλη την υφήλιο —Καναδά, Ηνωμένες Πολιτείες, Αγγλία, Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία και σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Έπρεπε να τους ανακαλύψω και να χρησιμοποιήσω όλη την επαγγελματική δεξιοτεχνία μου για να τους αποσπάσω την αλήθεια. Πάνω στο ταξίδι αυτό θα ανακάλυπτα όχι μόνο τη μάνα μου αλλά και τον εαυτό μου. Ξαναπλάθοντας τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής της, θα μάθαινα κατά πόσο έχω διαμορφωθεί κι εγώ από κείνο τον πεθαμένο σήμερα κόσμο. Οτιδήποτε και αν αποφάσιζα πως πρέπει να κάνω στους φονιάδες της μάνας μου, θα ήμουν ικανός να το κάνω; Άλλοι στη θέση μου ήταν ανίσχυροι να βρούνε τη θέληση και να εκδικηθούν. Την είχα εγώ αυτή τη θέληση; Όταν θα 'βρισκα την απάντηση, που ήτανε θαμμένη κάπου στα ερείπια του σπιτιού μου και των παιδικών μου χρόνων, τότε θα 'μουν έτοιμος ν' αντιμετωπίσω τον Κατή και τους αποδέλοιπους. Ωστόσο, η έρευνά μου έπρεπε ν' αρχίσει με την ανακάλυψη μιας νεκρής και του παιδιού που εγκατέλειψε τούτα τα βουνά πριν από τριάντα και πάνω χρόνια. Έπρεπε να βρω την ιστορία όχι μόνο του χαμού της μάνας μου, μα και της ζωής της. Και για να τα κάνω αυτά έπρεπε να γυρίσω στο φθινόπωρο του 1940.

Digitized by 10uk1s

Μ Μέέρροοςς δδεεύύττεερροο Π Σ ΟΣ ΜΟ ΛΕΕΜ ΟΛ ΠΟ

Όταν στο βάλτο χτυπιούνται τα βουβάλια την πληρώνουν τα βατράχια. Ελληνική Παροιμία

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 1 Στα ορεινά της βορείου Ελλάδος, η ζωή κινείται με τον αργό ρυθμό των εποχών, που σημαδεύονται πότε πότε από τις γιορτάδες των αγίων. Ο Οκτώβρης καταλήγει στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, που ορίζει το τέλος του καλοκαιριού, όταν κατεβάζουν τα θρεμμένα γιδοπρόβατα στο χωριό από τα ορεινά βοσκοτόπια και τα κλείνουν για το χειμώνα στα κατώγια των λιθόκτιστων σπιτιών. Καμιά φορά ωστόσο ο άγιος φτάνει ντυμένος με τη σύντομη επάνοδο της καλοκαιρίας «το μικρό καλοκαιράκι του Άη Δημήτρη»: μια τελευταία χρυσαφιά αναλαμπή προτού ο χειμώνας κλειδαμπαρώσει τους χωριάτες μέσα στα σπίτια τους. Μια τέτοια ανάπαυλα έφερε ο Οκτώβρης του 1940 στα χωριουδάκια της οροσειράς της Μουργκάνας, κατά μήκος των βορειοδυτικών συνόρων της Ελλάδας, και οι χωριάτες επωφελήθηκαν για να συνάξουν τη φθινοπωρινή σοδειά: τα παιδιά μάζευαν καρύδια, οι άντρες ξεδιάλεγαν σταφύλια —κεχριμπάρι και αμέθυστον— για να φτιάξουν το κρασί, οι γυναίκες έδεναν πλεξάνες από ξερά κουκιά, πιπεριές, κρεμμύδια και σκόρδα για να τις κρεμάσουν στα πάτερα. Η λιακάδα πιτσίλισε τη βουνοπλαγιά με κίτρινους φθινοπωρινούς κρόκους, οι χρυσαφένιες οξιές θρόιζαν γεμάτες ξωτικά, και παντού τα ρόδια, οι κολοκύθες κι οι γλυκοκολοκύθες έλαμπαν σαν μικροσκοπικοί ήλιοι. Στην Αθήνα η κοσμική σαιζόν βρισκόταν στο φόρτε της και ο Ιταλός πρέσβης, κόμης Εμίλιο Γκράτσι, ετοίμαζε μια λαμπρή μεσονύκτια δεξίωση στο μέγαρο της πρεσβείας ύστερα από την ειδική παράσταση της Μαντάμ Μπατερφλάυ προς τιμήν του περαστικού γιου τού Τζάκομο Πουτσίνι. Αναμενόταν πως θα παραστούν στην όπερα η ελληνική βασιλική οικογένεια και ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς. Στη Ρώμη, ο Μπενίτο Μουσσολίνι έπνεε μένεα. Ο δικτάτορας παραπονιόταν στο γαμπρό του, που ήταν και υπουργός των εξωτερικών, ότι ο Χίτλερ τον ταπείνωσε με τις κατακτήσεις που πραγματοποιούσε στην Ευρώπη χωρίς έστω να τον συμβουλευτεί. Μόνο τρεις μέρες μετά την κατάληψη της Ρουμανίας ο Χίτλερ καταδέχτηκε να γράψει περί τούτου στο σύμμαχό του. «Ο Χίτλερ με θέτει συνεχώς μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα», βροντοφώναζε στο γαμπρό του ο Μουσσολίνι. «Τώρα θα του το ξεπληρώσω με το ίδιο νόμισμα· θα μάθει από τις εφημερίδες πως κατέλαβα την Ελλάδα!» Καθώς η κοσμική αφρόκρεμα της Αθήνας τριγυρνούσε ανάμεσα σε τραπεζάκια στολισμένα με σταυρωτές ελληνικές και Ιταλικές σημαίες και με λάβαρα που έγραφαν: «Ζήτω η Ελλάς», ένα κρυπτογραφικό τηλεγράφημα από τη Ρώμη άρχισε να φτάνει στην πρεσβεία. Οι Ιταλοί διπλωματικοί που το αποκρυπτογραφούσαν, κάθε τόσο σταματούσαν κατάχλομοι, για ν' αναμιχθούν με τους Έλληνες προσκεκλημένους ώστε τίποτα να μη φανεί ασυνήθιστο. Το μήνυμα ήταν τελεσίγραφο, που ο έντρομος Γκράτσι έπρεπε να επιδώσει στο Μεταξά, αξιώνοντας να επιτραπεί στα Ιταλικά στρατεύματα να καταλάβουν την Ελλάδα. Στις τρεις το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ο Γκράτσι ξύπνησε το Μεταξά, που τον δέχτηκε με τη ρόμπα και τις παντόφλες, και του έδωσε το τελεσίγραφο. Ο Μουσσολίνι άφηνε στον Έλληνα πρωθυπουργό τρεις ώρες διορία για ν' απαντήσει. Οι δύο άντρες μιλούσαν γαλλικά. Τα χέρια του Μεταξά έτρεμαν καθώς ανασήκωσε το βλέμμα από το χαρτί και απέρριψε το τελεσίγραφο λέγοντας: «Alors, c' est la guerre!» Ο λαϊκός θρύλος έχει συμπυκνώσει την άρνηση του Μεταξά σε μια σκέτη λέξη: «Όχι!», που έγινε πολεμική κραυγή των Ελλήνων και κάθε 28η Οκτωβρίου ξεφυτρώνει χτυπητά στους τοίχους όλης της Ελλάδας. Κοσμεί σαν οικόσημο μονίμως με γράμματα τρία μέτρα ύψος από άσπρες πέτρες μια κορυφή της Μουργκάνας πάνω από 'να χωριουδάκι, το Λια, στη βορειοδυτική γωνιά της Ελλάδας, κάτω ακριβώς από τα αλβανικά σύνορα. Digitized by 10uk1s

Ο Μουσσολίνι, ωστόσο, δεν περίμενε την απάντηση του Μεταξά. Προτού εκπνεύσει το τελεσίγραφο, πέντε πάνοπλες μεραρχίες του Ιταλικού στρατού άρχισαν να κινούνται από την Αλβανία και να περνούν τα ελληνικά σύνορα.

Digitized by 10uk1s

«H Αμερικάνα» Όσο κρατούσε στο Λια το μικρό καλοκαιράκι του Άη Δημήτρη στα 1940, η Ελένη Γκατζογιάννη φρόντισε για την ανακομιδή των οστών της πεθεράς της Φωτεινής Γκατζογιάννη. Η Ελένη είχε ζήσει με τη Φωτεινή κοντά δέκα χρόνια, από τη μέρα που ο πέμπτος γιος της Φωτεινής, ο Χρήστος, την έφερε στο σπίτι δεκαεννιάχρονη νύφη. Κρατούσε το χέρι της πεθεράς της όταν εκείνη πέθανε, τσακισμένη από τα ογδόντα τέσσερα χρόνια της και από τις γέννες εννιά παιδιών. Είχαν περάσει πέντε χρόνια από το θάνατο της Φωτεινής και δεν ήταν εύκολο να παρακολουθήσεις να βγάζουνε τα κόκαλα από τη γη, να τα πλένουν και να τ' αποθέτουν στο οστεοφυλάκιο της εκκλησίας, όμως στην Ελλάδα, ακόμη και σ' ένα ορεινό χωριό με 787 ψυχές, οι τάφοι ήταν λιγοστοί και η κατοχή τους ήταν μόνο προσωρινή. Όταν η Ελένη έφερε τα παιδιά της στο νεκροταφείο πίσω από τον Άη Δημήτρη, στη σκιά των γιγάντιων κυπαρισσιών, οι μοιρολογίστρες βρίσκονταν κιόλας εκεί, κακαρίζοντας φιλομειδώς σαν ένα σμάρι κοράκια. Σε λίγο θα μαδούσανε τα στήθια τους, θα ρίχνανε χώμα στα κεφάλια τους και θα πλέκανε περιστατικά από τη ζωή της Φωτεινής σε μοιρολόγια ικανά ν'' ανασηκώσουν τις τρίχες στην κεφαλή κι ενός άπιστου. Ο πάπα - Ζήσης, με το μαύρο ράσο του και το καλυμμαύχι, πλησίασε τις μοιρολογίστρες κάνοντας το σημείο του σταυρού. Η Ελένη σήκωσε ένα φτυάρι, γιατί οι πιο στενοί συγγενείς είχανε το χρέος να ξεθάψουν το νεκρό. Το ίδιο έκανε και ο κουνιάδος της ο Φώτος Γκατζογιάννης. Ήταν ο μόνος από τα παιδιά της Φωτεινής που δεν είχε πεθάνει ή που δεν έλειπε μακριά στα ξένα. Η Ελένη έδωσε το μωρό της, το Νικόλα, στη μεγαλύτερη θυγατέρα της, την Όλγα, δώδεκα χρονών, που τον στήριξε στο γοφό, ολοφάνερα βαριεστημένη με την τελετή. Η Αλεξάνδρα, οχτώ χρονών, που στο χωριό τη φωνάζανε χαϊδευτικά «Κάντα», είχε αρνηθεί να έρθει. Η Κάντα ήταν νευρικό, προληπτικό παιδί, που μόλις ηχούσαν πένθιμα οι καμπάνες της εκκλησίας κρυβόταν στον απόπατο και πατίκωνε τ' αυτιά της με τα χέρια. Αν αντίκριζε πεθαμένο για εβδομάδες ύστερα ξεφώνιζε στον ύπνο της. Η στρουμπουλή κατάξανθη Γλυκερία, έξι χρονών, ήταν το άκρο αντίθετο, και χώθηκε μπροστά ανυπομονώντας ν' αντικρίσει πρώτη εκείνη το σκελετό της γιαγιάς της. Είτε σε γάμο είτε σε κηδεία, σε παράσταση πλανόδιου καραγκιοζοπαίχτη ή στο ζευγάρωμα του κριαριού τους με την προβατίνα του γείτονα, η Γλυκερία με τα τσαχπίνικα μάτια της και με τ' αγγελικά μαλλιά της, βρισκόταν πάντοτε στην πρώτη σειρά. Μέσα στην έξαψή της, η Γλυκερία είχε παρατήσει τη μικρή αδερφή της, τη Φωτεινή, δύο χρονών, που καθόταν τώρα έρημη πάνω σ' ένα τάφο πάρα δίπλα κι έσφιγγε το μούτρο της έτοιμη να ξεσπάσει σε ολοφυρμό. Οι συγγενείς άρχισαν να σκάβουν κι οι μοιρολογίστρες σήκωσαν τις διαπεραστικές φωνές τους, εμπνέοντας η μια στην άλλη όλο και πιο δραματικές εκφάνσεις ποίησης και πόνου: Καλή σου μέρα, Φωτεινή, κι ας είσ' όπως κι αν είσαι, σε μελετάει τ' αχείλι μου, μέσα η καρδιά μου λιώνει, άφησες γιους και νύφες σου να χύνουν μαύρο δάκρυ, πως δε ραγίζουν τα βουνά, δεν πέφτει τ' άστρι κάτου; Η Ελένη έπιασε με τη σειρά της το φτυάρι και σε λίγο φάνηκε το μαύρο σάβανο τυλιγμένο γύρω στο λείψανο της Φωτεινής. Καθάρισαν τα τελευταία χώματα με τα χέρια τους. Οι μοιρολογίστρες κράτησαν την ανάσα τους. Καμιά φορά το κουφάρι δεν είχε λιώσει ολότελα, Digitized by 10uk1s

πράγμα που σήμαινε πως η ψυχή δεν είχε αναπαυτεί, αλλά είχε γίνει μάλλον βρικόλακας και τριγύριζε. Τούτο επέβαλε να διαβάσει ο παπάς ένας ξόρκι την ώρα που θα περιφέρανε τα λείψανα τρεις φορές γύρω από την εκκλησιά προτού τα ξαναθάψουν για μερικά χρόνια ακόμα. Όλα όμως πήγανε καλά με τη Φωτεινή. Μια έντονη, σαν από μούχλα μυρωδιά αποσύνθεσης ξεχύθηκε καθώς τραβήξανε το σάβανο. Όπως συχνά συμβαίνει, τα ζαρωμένα σουσούμια έμειναν στον αέρα ολόιδια σαν ζωντανά, για μια στερνή στιγμή προτού σκορπίσουν και γίνουν σκόνη. Η φωνή του παπά υψώθηκε στο τρισάγιο — «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». O σκελετός κείτονταν ανάσκελα, τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο εικόνισμα, ο χρυσός σταυρός ακουμπισμένος στο στέρνο, τα νομίσματα για το ταξίδι στον Άδη από καιρό πεσμένα μέσα στις κόγχες των ματιών. Ύστερα οι γυναίκες έβαλαν τα κόκαλα μέσα σε μια μπακιρένια λεκάνη, όπου τα 'πλυναν και τα ράντισαν με κόκκινο κρασί, ετοιμάζοντάς τα για να τα κλείσουν σ' ένα ξύλινο κασελάκι, μήτε πενήντα πόντους, που στο πλάι του ήταν άτεχνα γραμμένο: «Φωτεινή Νικ. Γκατζογιάννη, 1851-1935». Αφού πάστρεψαν τα κόκαλα από τα χώματα και από κάποια ξεσκλήδια σάρκας, τα τοποθέτησαν μέσα στο κασελάκι και μετά γυρνώντας το κρανίο ανάποδα σαν κύπελλο έχυσαν μέσα στο καύκαλο κόκκινο κρασί. Τούτη η κούπα πέρασε από χέρι σε χέρι έτσι που όποιος το επιθυμούσε μπορούσε να πιει από αυτήν και να σβήσει όποια κατάρα είχε ενδεχομένως ξεστομίσει εναντίον του η Φωτεινή όσο ζούσε. Ο Φώτος, με το άγριο μουστάκι του και άφοβος όπως πάντα, κράτησε για μια στιγμή το καύκαλο της μάνας του, ύστερα ρούφηξε γερά. Αυτός ο γιος ήτανε ο καημός της, τον είχαν κλείσει στη φυλακή για φόνο, δε γυρνούσε να κοιτάξει τα δέκα παιδιά του, ονομαστός κατεργάρης και καυχησιάρης, είχε βάσιμους λόγους να πιει γιατί φοβόταν πως η μάνα του είχε πεθάνει δίχως να πάρει πίσω όλες τις κατάρες που του 'χε δώσει. Η Αλέξω, η ψηλή, ντόμπρα δεύτερη γυναίκα του, ήπιε υπάκουα μια γουλιά το κατόπι του. Το καύκαλο πήγε παρακάτω στην ομήγυρη κι ο ολοφυρμός από τις μοιρολογίστρες έγινε πιο διαπεραστικός. Η Ελένη μήτε τις άκουγε. Αναλογιζόταν το στρογγυλό χαμογελαστό γεμάτο ζάρες πρόσωπο της πεθεράς της, μιας αγράμματης, φαρδοκάπουλης χωριάτισσας, που ποτέ δεν παραπονιόταν παρ' όλα τα φαρμάκια που την είχε ποτίσει η ζωή: τέσσερα από τα εννιά παιδιά της είχανε πεθάνει προτού ξεπεταχτούν, οι Τούρκοι τους είχανε πλιατσικολογήσει και κάψει, πείνα τρομαχτική και θάνατοι που έφταναν γοργά σαν καλοκαιριάτικη μπόρα. Το κακό μάτι είχε αρπάξει την όμορφη θυγατέρα της τη Βασιλική σαν ήτανε δεκάξι χρονών. Ο τέταρτος γιος της, ο Κωνσταντίνος, ήτανε κωφάλαλος. Ο άντρας της ο γανωτζής, ο Νικόλας, είχε υποκύψει στην πνευμονία και την άφησε χήρα, γκαστρωμένη μ' ένα κοριτσάκι που πέθανε προτού προλάβουν να το βαφτίσουν. Αλλά η Φωτεινή τα 'χε καταφέρει ν' αναστήσει πέντε γιους που βοηθούσαν τη φαμελιά μετά το θάνατο του άντρα της. Ο αγαπημένος της, ο Χρήστος, έφυγε από το χωριό στα δεκαεφτά του, φορώντας το φέσι του Τούρκου καταχτητή, για να βρει την ονειρεμένη χώρα, την Αμερική. Γύρισε ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια, φαλακρός, πλούσιος μετανάστης, με ψαθάκι και με ριγέ κουστούμι, τόσο αλλαγμένος, ώστε η Φωτεινή δεν τον αναγνώρισε παρά μόνον όταν του τράβηξε το κεφάλι κάτω και είδε την ουλή από τότε που είχε πέσει από την καρυδιά. Ο ερχομός ενός τέτοιου μπεκιάρη — τριάντα ενός χρονών, ντυμένου στην τρίχα, μ' επιχείρηση ανθηρή στην Αμερική— κούρντισε τις παντρολογήστρες του χωριού. Η φαμελιά του Χρήστου τον πίεζε να διαλέξει γυναίκα από τις χωριανές κοπέλες προτού γυρίσει στην Αμερική. Εκείνη που περισσότερο του παίνεσαν οι δικοί του ήταν η Ελένη Χαϊδή, δεκαεφτά χρονών, δευτερότοκη θυγατέρα του πιο καλοστεκάμενου μυλωνά του Λια. Του περιγράφανε το χαρακτήρα της αψεγάδιαστο, είχε την εξυπνάδα του παμπόνηρου πατέρα της αλλά τη γλύκα της μάνας της. Και Digitized by 10uk1s

ήταν τόσο όμορφη, έλεγε στο Χρήστο ο μεγαλύτερος αδερφός του ο Φώτος, που σαν κατέβαινε στο μύλο του πατέρα της, οι χωριανοί τη θωρούσαν και μουρμούριζαν: «Θεέ μου, δώσε μου αλλά δυο μάτια!» Ο Χρήστος πήρε για την εκκλησία το μονοπάτι που περνούσε έξω από το σπίτι του μυλωνά, κι εκεί είδε την Ελένη να δουλεύει στο περιβόλι. Θυμάται πως έμοιαζε σα να έλαμπε ο ήλιος από τα καστανόξανθα μαλλιά και τα ροδοκόκκινα μάγουλά της, ωστόσο επιμένει πως εκείνο που τον τράβηξε ήτανε η ντροπαλοσύνη της και τα χαμηλόθωρα μάτια της. Ο Κίτσος Χαϊδής δεν ήταν από κείνους που τα κουβεντιάζουν με τη θυγατέρα τους, αλλά σαν τους κατέφτασε επίσκεψη ο Φώτος Γκατζογιάννης, η κοπέλα υποψιάστηκε τι μαγειρεύεται. Είχε δει το Χρήστο Γκατζογιάννη να πηγαίνει στην εκκλησία με τ' όμορφο ξενικό κουστούμι του. Δεν ήτανε ωραίος και ήταν δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερός της, όμως, αντίθετα από τον τυραννικό πατέρα της, που από το σπίτι του θα 'βγαινε μόνο νύφη, λέγανε πως αυτός ο άνθρωπος με τα μαλακά άσπρα χέρια και τους καλούς τρόπους ήτανε καλοσυνάτος και ανοιχτοχέρης. Φυσικά, ο πατέρας της δεν τη ρώτησε τι προσόντα θα της άρεσε να 'χει ο άντρας της, μήτε η Ελένη άλλαξε λέξη με το Χρήστο, ωστόσο δεν ήταν δυστυχισμένη όταν κάποιο βράδυ εκείνος πήγε στο σπίτι κι ο πατέρας της την πρόσταξε να προσφέρει τον καθιερωμένο· καφέ. Δεν έριξε βλέμμα στο πρόσωπο του ξένου, καθώς εκείνος πήρε το φλιτζάνι και στη θέση του πάνω στο δίσκο άφησε ένα αμερικάνικο εικοσαδόλαρο, λέγοντας: «Αυτό είναι για σένα». Η Ελένη ήξερε πως το μέλλον της είχε αποφασιστεί. Αφού ο αρραβώνας σφραγίστηκε με φαγητό, πιοτό και μια μπαταριά που ρίχτηκε κατά τον ουρανό για να το μάθουνε οι γείτονες, επιτρέψανε στην Ελένη να κουβεντιάζει με το μνηστήρα της κάθε φορά που θα πήγαινε στην εκκλησία με τους γονιούς της. Στο πλευρό της καμάρωνε ο Χρήστος με το ψαθάκι του, το κολλαριστό πλαστρόν του γυάλιζε στον ήλιο, και της έλεγε πως σαν θα γυρνούσε στο Λια πάνω κάτω σε κάνα χρόνο, θα πλήρωνε για να γίνει ο καλύτερος γάμος που είχε δει ποτέ το χωριό. Θα 'φερνε από την Αμερική υφάσματα και θα έβρισκε την καλύτερη ράφτρα σ' όλη την επαρχία για να της φτιάξει το νυφικό. Η Ελένη μιλούσε λίγο· δεν ήξερε τι να πει σ' ένα τόσο σπουδαγμένο, όμως της άρεσε ν' ακούει τις ιστορίες του για τα θαύματα του κόσμου πέρα από τα βουνά. Φαινόταν τόσο διαφορετικός από τ' άξεστα, ηλιοψημένα παλικάρια του χωριού. Όταν ο Χρήστος έφυγε από το χωριό, η Ελένη, καθώς αποτέλειωνε τα προικιά της, αναλογιζόταν πως στάθηκε τυχερή αφάνταστα που ο πατέρας της της διάλεξε τέτοιον άντρα. Πιστός στο λόγο του ο Χρήστος γύρισε το Νοέμβριο του 1926 και την τελευταία μέρα πριν από τη σαρακοστή των Χριστουγέννων, αλλάξανε τα στέφανα στον Άη Δημήτρη. Με δάκρυα η Ελένη είπε πριν από το γάμο στο Χρήστο πως δε θα μπορούσε να πάει μαζί του στην Αμερική. Η μάνα της, την οποία πάντα προσπαθούσε να προφυλάξει από τον οξύθυμο πατέρα της, έλεγε και ξανάλεγε πως θα σκοτωνόταν τη μέρα που η Ελένη θα 'φευγε από το χωριό. Ο Χρήστος απογοητεύθηκε, αλλά δε θύμωσε μήτε ξαφνιάστηκε. Ήξερε πως οι δεσμοί του αίματος στην κοινωνία του χωριού παραμέριζαν όλους τους άλλους. Μια γυναίκα κρινόταν από την αντίληψη του καθήκοντος απέναντι στους γέροντες γονιούς της όσο σχεδόν και από την αφοσίωση στα παιδιά της. Οι γονείς της Ελένης δεν είχαν αρσενικά παιδιά, και η μεγαλύτερη αδερφή της, η Νίτσα, όχι μόνο είχε παντρευτεί φτωχό, αλλά φαίνεται πως δεν μπορούσε να τους χαρίσει εγγόνια. Ύστερα από το λαμπρό γάμο της Ελένης, η προστασία των γονιών της θα ήτανε πια δικιά της ευθύνη. Ο Χρήστος αποφάσισε να μείνει τουλάχιστο ένα χρόνο στο χωριό, και να εγκαταστήσει τη νύφη στο σπιτικό της μάνας του προτού γυρίσει στην Αμερική. Δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο στα ορεινά χωριά ένα αντρόγυνο να περνάει χωριστά μεγάλο μέρος της ζωής τους. Οι πιο πολλοί άντρες του Digitized by 10uk1s

Λια ήταν πλανόδιοι γανωτζήδες και βαγενάδες, που ταξίδευαν μακριά από τα σπίτια τους τούς περισσότερους μήνες του χρόνου, αφήνοντας τις γυναίκες τους να καλλιεργήσουν τα χωράφια, ν' αναστήσουν τα παιδιά, να φροντίσουν τους γονιούς τους και να κουμαντάρουν τα πράγματα ωσότου επιστρέψουνε οι άντρες τους για μια δόση καθισιού που τους άξιζε και που την περνούσαν στα καφενεία, ανιστορώντας ο καθένας τα δικά του. Οι Έλληνες μετανάστες που είχαν εγκατασταθεί στα ξένα και συντηρούσαν τις φαμελιές τους με ταχτικά ταχυδρομικά εμβάσματα, απλώς είχαν επιμηκύνει τις παραδοσιακές περιόδους της απουσίας. Ο Χρήστος ήταν ικανοποιημένος που η Ελένη θα 'μενε εκεί να φροντίζει μαζί με τους γονιούς της και τη μάνα του. Εγκατέστησε τη νύφη στα δύο δωμάτια του σπιτιού της Φωτεινής κι έφερε μαστόρους από την Κόνιτσα, μια μέρα ποδαρόδρομο στα βορειοανατολικά, για να προσθέσουν δύο ακόμα δωμάτια, φτιάχνοντας έτσι το πιο μεγάλο σπίτι του Λια. Προτού φύγει ο Χρήστος για την Αμερική στα 1928, η Ελένη είχε γεννήσει ένα κορίτσι. Δύο μακρόσυρτες επισκέψεις στην πατρίδα στα δέκα επόμενα χρόνια έφεραν αλλά τέσσερα παιδιά. Τώρα, που 'χε πια πεθάνει η πεθερά της, η Ελένη έμενε μόνη με τα παιδιά της, και ζούσε από τα εμβάσματα που κάθε μήνα της έστελνε ο άντρας της. Ήξερε πως αν αυτός ο ζωτικός αγωγός κοβόταν κι ο άντρας της εξαφανιζόταν στην ονειρεμένη χώρα, λησμονώντας την ελληνική οικογένειά του, όπως καμιά φορά συνέβαινε, τα τέσσερα κορίτσια της θα καταντούσαν διακονιάρες, εξάπαντος άπροικες, κι ο γιος της ο Νικόλας δε θα βλέπε ποτέ το πρόσωπο του πατέρα του. Στη σκέψη του Νικόλα, τα μάτια της Ελένης δάκρυσαν. Πόσες φορές αυτή κι η Φωτεινή είχαν παρακαλέσει το Θεό για ένα αγόρι. Άναβαν κεριά κάθε μέρα. Έκρυβαν σκόρδο κάτω από το μαξιλάρι, όσο βαστούσαν οι επισκέψεις του Χρήστου από την Αμερική, αγόραζαν αρσενικοβότανο από τις μάγισσες και το 'βραζαν μέσα σε τσάι χωρίς ζάχαρη. Ωστόσο, η κάθε επίσκεψη έφερνε ακόμη ένα κορίτσι. Παρ' όλο που οι χωριανοί αρχίσανε να κοροϊδεύουν την Ελένη, η πεθερά της ποτέ δεν την κατηγόρησε. Έπαιρνε το κάθε τοσοδούλη κοριτσάκι στην αγκαλιά της και το νανούριζε με τραγούδια για νυφιάτικα μαντίλια, και σεντούκια, και για χρυσά δαχτυλίδια. Οι χωριανοί ψιθύριζαν πως η Ελένη μοναχά κορίτσια μπορούσε να κάνει, αλλά η Φωτεινή την παρηγορούσε πως ήτανε δώρο του Θεού για τα δικά της τρία κορίτσια που είχανε πεθάνει. Αυτές οι εγγονές, η Όλγα, η Κάντα και η Γλυκερία, θα 'τανε η παρηγοριά της, έλεγε η Φωτεινή. Ξαγρύπνησε μαζί με την Ελένη όταν τα χτύπησε η διφθερίτις κι ο κοκίτης, τους έτριψε τα ούλα με τσίπουρο σπιτικό όταν τ' αναστάτωσαν οι πόνοι που βγάζανε δοντάκια. Οι κοινοί τους μόχθοι, είχανε δέσει τη γερόντισσα και τη νέα νύφη της, κι η Ελένη λυπήθηκε που δεν έζησε η Φωτεινή να δει το τέταρτο κορίτσι, εκείνο που 'χε τ' όνομά της ή το αγόρι, όταν τέλος εισακούσθηκαν οι προσευχές τους. Το καύκαλο έφτασε στα χέρια της Ελένης με τα κατακάθια του κρασιού. Απόψε θα τ' άφηναν στο αριστερό της άγιας τράπεζας του Άη Δημήτρη, και αύριο θα το 'βαζαν στο οστεοφυλάκιο, κάτω από την εκκλησία, όπου τα κόκαλα χωριανών εδώ και δύο αιώνες σκέπαζαν τους τοίχους. Η Ελένη περνούσε κάθε μέρα από τον Άη Δημήτρη και συνήθως σταματούσε ν' ανάψει κερί. Πολλές φορές είχε δει την υπόγεια κρύπτη, όπου ο τοίχος από κόκαλα, τα πιο παλιά στοιβαγμένα σα φρύγανα, φωσφόριζε αχνοκίτρινος στο σκοτάδι. Δεν την τρόμαζαν ήταν η φυσική κατάληξη. Ένιωθε άνετα τριγυρισμένη από εκατοντάδες κρανία, άδεια τώρα από κάθε αγάπη, πόνο, κουταμάρα ή σοφία, να καρτερούν ανώνυμα τη Δευτέρα Παρουσία. Η Ελένη κράτησε για μια στιγμή το καύκαλο στα χέρια της, ψαχούλεψε πόσο στέρεο ήταν, πόσο ανάλαφρο, κι αποφάσισε να μην πιει. Δεν φοβόταν μήπως την είχε καταραστεί η Φωτεινή. Μοναχά Digitized by 10uk1s

ευχές της είχε αφήσει η γερόντισσα και πάνω απ' όλα το παράδειγμα της δικιάς της ζωής.

Τρεις μέρες μετά την τελετή, το ψευτοκαλόκαιρο του Άη Δημήτρη είχε χαθεί και μολυβένια βροχή χτυπούσε την πλακόστρωτη στέγη του σπιτιού της Ελένης στο πιο ψηλό σημείο του Λια, στο Περιβόλι. Το Περιβόλι βρισκόταν κοντά στην κορυφή ενός τριγώνου καταπράσινης βλάστησης, που ξεχυνόταν από μια ρωγμή ανάμεσα στις δυο γυμνές γρανιτένιες κορυφές της Μουργκάνας, που τις χώριζε μια βαθιά ρεματιά. Τα 150 χοντροφτιαγμένα πέτρινα σπιτάκια του Λια κρέμονταν επισφαλώς από τη μια κι από την άλλη πλαγιά της ρεματιάς. Ο μαχαλάς Περιβόλι απλωνόταν στη δυτική πλαγιά, και τα σπίτια ανατολικότερα, ολόγυρα στην πλατεία του χωριού με το θεόρατο πλατάνι, την εκκλησία της Αγίας Τριάδας και το σχολείο, αποτελούσαν το Μεσοχώρι. Εκεί όπου η γης έγερνε απαλά προς τα χαμηλώματα, σκόρπια σπίτια περιστοίχιζαν την παμπάλαια εκκλησία της Παναγίας για να σχηματίσουν την Κατωχώρα. Παρά κάτω, θρασομανούσε ένα τρίγωνο από πρίνους, πουρνάρια και χαμόκλαδα φτάνοντας με απαλές πτυχώσεις ως τα χαμηλώματα, για να υψωθεί κατόπιν, καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα πιο πέρα, και να πιτσιλίσει την αντικρινή στεφάνη της λάκκας των βουνών που περιβάλλανε το σύμπαν του χωριού· πελώριες και τέλειες, απόκρημνες βουνοκορφές τρυπούσαν τ' αφράτα πάλλευκα κάστρα από τους σωρείτες στο νότο, καταχνιές ανέβαιναν σαν καπνός από τον πάτο της κοιλάδας πέρα κάτω. Ξεμοναχιασμένος και μεγαλόπρεπος ήτανε ο κόσμος που αντίκριζε κάθε χωριανός από το παράθυρό του· συνεχής υπόμνηση της συντριπτικής δύναμης της φύσης και της ασημαντότητας του ανθρώπου. Πίσω του, ψηλά πάνωθέ του, ορθωνόταν η οροσειρά της Μουργκάνας, η κορυφογραμμή της σχημάτιζε τα σύνορα με την Αλβανία κι έκλεινε τη βόρεια παρυφή του ορίζοντά του. Το Λια βρισκόταν στο κέντρο της οροσειράς, κουρνιασμένο κάτω από δύο υψώματα σαν σκοπούς: τον Προφήτη Ηλία, με το μικρό λιθόκτιστο ξωκλήσι στη μύτη του, και μια κολοβή κορφή που ονομαζόταν Κάστρο, γιατί είχε μια ερειπωμένη ακρόπολη, φρούριο της ελληνιστικής κοινότητας που είχε ζήσει εκεί τριακόσια χρόνια προ Χριστού. Στ ' ανατολικά και στα δυτικά, χωμένα μέσα στις πτυχές του βουνού και αθέατα από το Λια, υπήρχαν δέκα ακόμα χωριά, όλα πάνω στη γραμμή της βλάστησης, δίχως καν ένα δρόμο να τα συνδέει με τον υπόλοιπο κόσμο. Στο νότο, πέρα από τη λάκκα που σχημάτιζαν τα χαμηλώματα, υψωνόταν στην απόσταση ο σταχτής όγκος των βουνών, σαν παραφουσκωμένες φάλαινες: η διπλή κορυφή της Βελούνας στ' ανατολικά, που ονομάστηκε έτσι επειδή έμοιαζε με τόξο, κατρακυλούσε στη σκούρα ραχοκοκαλιά της Μεγάλης Ράχης, που κατέληγε στην ομαλή, θαμνοσκέπαστη καμπούρα της Πλόκιστας και στην τοξωτή πλάτη της Ταβέρας. Στα δυτικά έκλειναν τη στεφάνη μικρότερα βουνά, όπου ο ήλιος χανόταν στ' απόμακρα βάθη της Αλβανίας. Ο τόπος όπου οι χωριάτες του Λια έκλωθαν τη ζωή τους σαν αράχνες κρεμασμένες στον τοίχο, τους επηρέαζε κατά τρόπους που δεν μπορούν να τους συλλάβουν ποτέ όσοι βαδίζουν στον ίσιο κάμπο. Η ανθρωπότητα τους φαινόταν σαν στερνή σκέψη των θεών που είχαν πλάσει τέτοια βουνά. Ο αδυσώπητος κύκλος των εποχών, βροχή και χιόνι, λιακάδα και σκοτάδι κυβερνούσε την καθημερινή ζωή των χωρικών που δούλευαν με ένα αποκλειστικά σκοπό: ν' αποσπάσουν τροφή από τις γεμάτες πέτρα βουνοπλαγιές, φτιάχνοντας με ξερολίθι πεζούλες για να σπείρουν τη σοδειά τους. Ξεκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο και συσπειρωμένοι από την ανάγκη της επιβίωσης, οι χωριάτες της Μουργκάνας δεν είχανε ιδιωτική ζωή. Το κάθε σπίτι έβλεπε μέσα στο παρακάτω. Οι φωνές τους ταξίδευαν χιλιόμετρα στην αραιή ατμόσφαιρα, κι όποτε βαδίζανε στα ορεινά μονοπάτια, ένιωθαν βλέμματα να τους παρατηρούν από ψηλά, από χαμηλά, από το γειτονικό γκρεμό. Παρά την απεραντοσύνη του κόσμου κάτω από τον ουρανό τους, οι χωριάτες ήξεραν πως Digitized by 10uk1s

ό,τι έκαναν κάποιοι άλλοι το παρατηρούσαν και το αφουγκράζονταν. Τούτα τα βουνά ανέκαθεν γεννούσαν αυστηρούς, ασκητικούς ανθρώπους, ξεκομμένους, από τα πλούτη της θάλασσας και των ήπιων κλιμάτων του κάμπου, τόσο απομονωμένους ώστε επί αιώνες κανένας ξένος δεν είχε αραιώσει το δωρικό τους αίμα ή νοθεύσει την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα τους και τα κλασικά τους χαρακτηριστικά. Η απομόνωση και η αγριάδα του τόπου, προπαντός το χειμώνα, έκαναν τους χωριάτες ευέξαπτους και κάποτε τους παλάβωναν, όμως όσοι τα κατάφερναν να ξεφύγουν από τα βουνά αυτά πουθενά δε βρήκαν άλλο τόπο τόσο όμορφο. Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η ασταμάτητη βροχή είχε κλείσει τους πιο πολλούς κατοίκους του Λια μέσα στα σπίτια τους. Στην κουζίνα του Γκατζογιάννη, κοντά στη φωτιά, η οκτάχρονη Κάντα χτένιζε ξεψειρίζοντας τα ξανθά σαν στάχυα μαλλιά της Γλυκερίας και τα 'πλεκε σε δύο μακριές κοτσίδες. Η Όλγα ήταν σκυμμένη πάνω από 'να πουκάμισο που κεντούσε για την προίκα της και η δίχρονη Φωτεινή κλαψούριζε επίμονα, ενώ η Ελένη προσπαθούσε να την καλοπιάσει με μια κούκλα που της έπλεκε με φύλλα κουτσουπιάς. Ο Νικόλας κοιμόταν στη σαρμανίτσα του, τη σκαλιστή ξύλινη κούνια. Πάνω από το θόρυβο της βροχής κύλησαν φοβερά μπουμπουνητά, που σταμάτησαν την γκρίνια της Γλυκερίας στα μισά μιας φράσης και τους έκαναν όλους ν' ανασηκώσουν τα μάτια. Η Ελένη βγήκε στην πλακόστρωτη βεράντα, απ' όπου ξάνοιγες ως πέρα κάτω τα βουνά. Στο νότο, κατά την Πόβλα, έξι χιλιόμετρα πέρα, είδε στον ορίζοντα κόκκινες αστραπές. Άξαφνα μια τσιριξιά ακούστηκε από το σπίτι της Λαμπρινής Φαφούτη παρακάτω. Η θυγατέρα της μόλις είχε παντρευτεί, κι ο γαμπρός στρατεύθηκε αμέσως ενώ μιλούσαν όλοι για πόλεμο με την Ιταλία. Τώρα η Λαμπρινή έτρεχε μέσα στη βροχή, ο μαύρος της μποξάς ανέμιζε, το μαντίλι της στραβό, και σκλήριζε: «Ο λεβέντης ο Τσάβος μου! Τα κανόνια του είναι! Βαράει τους Ιταλιάνους! Πόλεμος!» Η Ελένη γύρισε κατά το κατώφλι και κοίταξε τ' αμίλητα παιδιά της: «Έχει δίκιο!» τους είπε. «Δεν είναι μπουμπουνητά. Τα κανόνια είναι! Άρχισε ο πόλεμος!» Η Ελένη δεν είχε ξαναδεί πόλεμο, αλλά από τα μικράτα της της είχανε πει για τ' ανδραγαθήματα στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας που έγινε με τους Τούρκους στα 1821: Παλικάρια με άσπρες φουστανέλες και τεράστια μουστάκια ρίχνονταν στον κίνδυνο με λεβέντικα τραγούδια και μάτια αστραποβόλα, υψώνοντας το λάβαρο «Ελευθερία ή Θάνατος». Μόλις ογδόντα χιλιόμετρα νοτιότερα, οι Σουλιώτισσες είχαν πετάξει τα παιδιά τους στο φαράγγι του Ζαλόγγου και μετά, πιασμένες χέρι χέρι όπως σε γλέντι του γάμου, χορεύοντας πηδήσανε κι οι ίδιες στον γκρεμό, προτιμώντας να τσακιστούν πάνω στα βράχια παρά ν' ατιμαστούν στα χέρια των Τούρκων. Τώρα ο πόλεμος είχε φτάσει στο κατώφλι της Ελένης, τον διαλαλούσαν οι τσιρίδες της Λαμπρινής Φαφούτη. Η Κάντα δεν ήταν σίγουρη τι σημαίνει «κανόνια», αλλά ο τρόπος που το 'πε η μάνα της την ανάγκασε να καθίσει άξαφνα, παρατώντας την κοτσίδα που έπλεκε. Η Γλυκερία αναπήδησε μ' έξαψη. Η Ελένη είδε το φόβο στο πρόσωπο της πιο μεγάλης θυγατέρας της, της Όλγας, και κατάλαβε τι συλλογιόταν. Μπορεί να 'χαν περάσει πάνω από εκατό χρόνια αφότου σκοτώθηκαν oι Σουλιώτισσες, ωστόσο σ' ένα ελληνικό χωριό στα 1940, επιβαλλόταν ακόμη μια γυναίκα να προτιμήσει το θάνατο παρά την ατίμωση. Το μουγκρητό των κανονιών δυνάμωσε, κι η Ελένη γύρισε να κοιτάξει τη φωτογραφία του Χρήστου, μέσα στη σκαλιστή μπρούντζινη κορνίζα της πάνω στο τζάκι, κι αναρωτιόταν τι θα της έλεγε εκείνος να κάνει: να μείνει και να διαφεντέψει το σπίτι ή να πάρει τα παιδιά και να φύγει. Όμως εκείνος μόνο την κοιτούσε πίσω από τα γυαλιά του με το χρυσό σκελετό, μ' ένα χαμόγελο αυτάρεσκο, το παπιγιονάκι του μέγγλα κάτω από το διπλό πηγούνι· η εικόνα ενός ευκατάστατου ανθρώπου που ζει Digitized by 10uk1s

σ' ένα κόσμο υγιή και λογικό. Δεν υπήρχε τρόπος να την ορμηνέψει. Αν και η Ελένη δεν μπορούσε να ξέρει πόσο σωστά ήταν τα προαισθήματά της, ένιωθε πως αυτός ο πόλεμος τώρα δα είχε κόψει τον τελευταίο δεσμό της με τον άντρα της. Η Ελένη πάσχιζε να καθησυχάσει τα κορίτσια όταν η αδερφή της, η Νίτσα, ξεφυσώντας διάβηκε την αυλόπορτα σαν πλακουτσωτό μαύρο ρυμουλκό, σέρνοντας ξοπίσω τις δύο γίδες της και τον αχαμνό, γνοιασμένο άντρα της. Το χειροκίνητο κουδούνι στην αυλόπορτα χτύπησε ξανά κι η Ελένη ανοίγοντας αντίκρισε το γερακίσιο μούτρο της λιπόσαρκης μάνας της, που από σεβασμό την έλεγαν Μεγάλη, το μαύρο μαντίλι της το σκέπαζε μια μουσαμαδιά με κουκούλα. Πίσω της ερχόταν ο πατέρας της Ελένης, ο ασπρομάλλης μυλωνάς Κίτσος Χαϊδής, κρατώντας τα στρωσίδια τους. Όλοι φωνάζανε και υποστηρίζανε τι πρέπει να κάνουν, σταματώντας κάθε τόσο ν' αφουγκραστούν το αχολόημα της απόμακρης μάχης. Τελικά, και οι δέκα βολεύτηκαν και πλαγιάσανε στο πάτωμα γύρω από το τζάκι της κουζίνας. Η Νίτσα κι η Μεγάλη πιο κοντά στη ζεστασιά, ενώ τα κανόνια έβηχαν σπασμωδικά όλη τη νύχτα.

Τρεις μέρες αναποφασιστικότητας έληξαν όταν έφτασε στο σπίτι της Ελένης κάποιο βοσκόπουλο με την είδηση πως οι Ιταλοί προελαύνουν. Οι χωριανοί έπρεπε να φύγουν. Ενώ η Μεγάλη και η Νίτσα φόρτωναν στο γάιδαρο ψωμοτύρι, η Ελένη διάβηκε από τα τέσσερα δωμάτια του σπιτιού της, χαϊδεύοντας τα λούσα που με τα χρόνια της είχε κουβαλήσει ο Χρήστος, τα θαύματα του χωριού. Η ραπτομηχανή Σίγγερ και το γραμμόφωνο με το χωνί παραήτανε μεγάλα για να τα κρύψει. Θα ήτανε τα πρώτα πράγματα που θα 'παιρναν οι Ιταλοί. Όμως τα πιο μικρά μπορούσε να τα τρυπώσει στην κούφια βελανιδιά στο πίσω της αυλής. Μάζεψε το χρυσό μαστραπά από την Πόλη, με τους σκαλιστούς μιναρέδες και κήπους, και το τούρκικο μαξιλαράκι που λαμπύριζε. Από το ξύλινο νυφικό σεντούκι της η Ελένη πήρε τ' ασημένια της κοσμήματα· το τεράστιο θηλυκωτήρι της ζώνης και τα κιουστέκια του στήθους. Τελευταία μάζεψε την μπρούντζινη κορνίζα με τη φωτογραφία του Χρήστου και το κουτί από σανταλόξυλο, όπου φύλαγε τα γράμματά του. Έξω από την αυλόπορτά της το στενό ορεινό μονοπάτι, που πήγαινε στις από πάνω σπηλιές, είχε κιόλας γεμίσει φαμελιές που σπρώχνονταν και ξεφώνιζαν, είχαν μαζί τους γιδοπρόβατα και γαϊδούρια φορτωμένα μεγάλα χαλκώματα με φαγώσιμα και ζωηρόχρωμες αφράτες βελέντζες για στρωσίδια. Τα ηλιοψημένα παιδιά γελούσαν, διασκεδάζοντας με την έξοδο, ενώ οι μεγάλοι βλαστημούσαν την άργητα των άλλων και τσιγκλίζανε τα γαϊδούρια και τους γέροντες να βιαστούν. Σ' όλη τη βουνοπλαγιά αντιλαλούσε το πυροβολικό. Ο άντρας της Νίτσας, ο Αντρέας, πήρε τη μικρή Φωτεινή στη ράχη του σαν μαϊμουδάκι. Η Νίτσα έδεσε το μωρό το Νικόλα μέσα στην ξύλινη κούνια με το στρογγυλεμένο πάτο και την κρέμασε στη ράχη της Ελένης, περνώντας μια τριχιά γύρω από το λαιμό της, μετά γύρω από την κούνια και μετά δένοντας την τριχιά στην πρώτη θηλιά στο στήθος της. Η Ελένη δεν κοίταξε πίσω το σπίτι της καθώς ρίχτηκε μες στον κόσμο ανηφορίζοντας κατά το βουνό. Στη βρύση πάνω από το σπίτι, εκεί όπου πήγαινε καθημερινά για να γεμίσει τις βαρέλες νερό, άλλο ένα ρεύμα πρόσφυγες, από το κέντρο του χωριού, έπεφτε μες στο χείμαρρο. Ήτανε δύσκολο να μη σε σκουντήξουν έξω από το μονοπάτι να τσακιστείς στο γκρεμό, έτσι που σπρώχνονταν σκαρφαλώνοντας πάνω από το μύλο του Τάση Μήτρου. Η ανθρωπινή φουσκονεριά ξεχυνόταν κατά τις αραδιασμένες μικρές σπηλιές που ήτανε κρυμμένες Digitized by 10uk1s

στα βράχια πάνω από το Περιβόλι, κοντά στην κορυφή της ρεματιάς: οι γυναίκες σαλεύανε σαν γιγάντια μαύρα σαλιγκάρια, οι ράχες τους διπλωμένες από κούνιες, από αρμαθιές χαλκώματα και από στρωσίδια. Οι ορεσίβιοι καταφεύγανε σε τούτες τις σπηλιές μπρος σε κάθε επιδρομέα από την αυγή των χρόνων: Δωριείς, Ιλλυριοί, Ρωμαίοι, Γότθοι, Φράγκοι, Βούλγαροι, Σλάβοι, Τούρκοι, όλοι είχανε σαρώσει τη ραχοκοκαλιά της Μουργκάνας, διαγουμίζοντας και σφάζοντας. Με μια αταβιστική αίσθηση αυτοσυντήρησης, τα παιδιά εκείνων που είχανε γλιτώσει γυρνούσαν τώρα στο ίδιο μέρος. Κουρασμένη από το βάρος της κούνιας, η Ελένη έφερε τα κουτσούβελά της σε μια από τις κατάμεστες σπηλιές, όπου ξεχείλιζε η μπόχα των κορμιών: τόσο πατικωμένοι ήταν οι πρόσφυγες, ώστε δεν μπορούσαν να πλαγιάσουν, ακουμπούσανε τις πλάτες στα υγρά πέτρινα τοιχώματα. Το φως της ημέρας έσβησε σιγά σιγά και oι ανάσες των προσφύγων μέσα στη σπηλιά σου φέρνανε πλάκωση. Η Ελένη κοιτούσε τα μουντά πρόσωπα των γυναικών τριγύρω της, παράλογα φευγάτων από τα παστρικά λιθόκτιστα σπίτια τους, τα πεντακάθαρα δάπεδά τους από πατικωμένο χώμα, τη γλίνα, και τους ασβεστωμένους τοίχους τους· πανικόβλητες που είχανε ξεριζωθεί από τη ρεγουλαρισμένη ζωή τους και ρίχτηκαν εδώ καθώς τα φύλλα μες στην ανεμοζάλη. Από τη στιγμή που γεννιόταν στο χωριό θηλυκό, η ζωή του ήτανε καθορισμένη και τακτοποιημένη από έθιμα προαιώνια, τόσο βαθιά ριζωμένα, ώστε κανείς δεν τ' αμφισβητούσε, γιατί μια γυναίκα στερούνταν τόσο το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης όσο και η μέλισσα μιας κυψέλης. Αν ζούσε ως τις πρώτες σαράντα μέρες της ζωής του, έφερναν το κορίτσι στην εκκλησία να πάρει την ευχή. Αλλά ο παπάς δεν το πήγαινε πιο μέσα από το νάρθηκα, ενώ το αγόρι το παρουσίαζε στο Θεό μπροστά στην Ωραία Πύλη που οδηγεί στην αγία τράπεζα. «Αρσενικά παιδιά και θηλυκά κατσίκια», εύχονταν πάντα συναμεταξύ τους οι χωριάτες σηκώνοντας τα ποτήρια με το τσίπουρο. Ένα θηλυκό ήτανε βάρος, ανάγκαζε τους γονιούς της να περιφρουρούν την αρετή της και να της μαζέψουνε προίκα ώσπου να φύγει νύφη για να περάσει όλη τη ζωή της δουλεύοντας για τη φαμελιά του αντρός της. Το κορίτσι στα έντεκα έπρεπε να φορέσει το μαντίλι μήπως καμιά ατίθαση μπούκλα ξυπνήσει τους πόθους κανενός ξένου, μήτε μπορούσε να ξεστομίσει έστω «καλημέρα» σε άντρα έξω από τη φαμελιά. Μοναχά δυο φορές το χρόνο εμφανιζόταν η ανύπαντρη κοπέλα δημόσια στη λειτουργία των Χριστουγέννων και του Πάσχα, στο γυναικωνίτη. Τον υπόλοιπο χρόνο, την τριγύριζαν οι πέτρινοι τοίχοι και η επαγρύπνηση του πατέρα και του αδερφού, ενώ μάθαινε τις γυναικείες δουλειές: να φροντίζει τα ζωντανά, να κόβει ξύλα για τη φωτιά, να μαγειρεύει και να καθαρίζει, να ράβει, να γνέθει και να κεντάει τα προικιά της. Η αρετή και η ομορφιά λίγο λογαριάζονταν αν η προίκα ήτανε μικρή. Αν το προξενιό έκλεινε τελικά χάρη στους μεσάζοντες, ύστερα από πολλές κρυφές μεσονύκτιες συναντήσεις, η νύφη κουβαλιόταν στο σπιτικό ενός άντρα, που ποτέ δεν του 'χε μιλήσει, που το πρόσωπό του ίσως ποτέ δεν το 'χε αντικρίσει, για να κοιμηθεί την πρώτη νύχτα του γάμου όχι στο πλευρό του γαμπρού, αλλά με τη μάνα του, έτσι συμβολίζοντας την υποταγή της. Η ερωτική της μύηση ήταν κάτι τρομακτικό, που κάποτε ολοκληρωνόταν δια της βίας κάτω από τα βλέμματα των ζωντανών στο κατώι —με τέσσερις γενεές μέσα σ' ένα σπίτι δύο δωματίων δεν υπήρχε δυνατότητα απομόνωσης. Κάποιες άτυχες νύφες ξαποστέλλονταν στο σπίτι τους προτού αναχωρήσουνε οι προσκαλεσμένοι του γάμου, γιατί η παρθενιά τους δεν είχε πειστικά αποδειχθεί. Και για μια στιγματισμένη χωριατοπούλα δεν υπήρχε άλλη λύση παρά να ζήσει γεροντοκόρη και να τριγυρνάει από πόρτα σε πόρτα βοηθώντας στις δουλειές του σπιτιού για να βγάλει μια μπουκιά ψωμί.

Digitized by 10uk1s

Ακόμη και μια αψεγάδιαστη νύφη μπορούσε να βρεθεί εγκαταλειμμένη. Οι πειρασμοί ήταν πολλοί για τους γανωτζήδες και τους βαγενάδες, που κάθε χρόνο ξενιτεύονταν ένα εξάμηνο. Τα παραδοσιακά ταξίδια γίνονταν όλο και πιο μακρινά, μερικοί πήγαιναν στην Αίγυπτο και στη Νότιο Αφρική· άλλοι, όπως ο Χρήστος, ακόμα κι ως την Αμερική, γυρνώντας στη χάση και στη φέξη για να σπείρουν ένα παιδί. Μερικοί δε γυρνούσαν ποτέ. Η Αναστασία Γιάκου, η γειτόνισσα της Ελένης στο Περιβόλι, είχε χάσει τον άντρα της μέσα στα λούσα της Καλαμπάκας όταν τα δυο κορίτσια της ήτανε μωρά. Η Ελένη έπαιρνε συχνά την Αναστασία να τη βοηθήσει στις δουλειές του νοικοκυριού και στο φύτεμα, και το θέαμα των ρακένδυτων κοριτσιών του Γιάκου συνεχώς της θύμιζε τι θα της συμβεί αν τους λησμονούσε ο Χρήστος. Ασχέτως πόσο μακριά έφευγαν οι άντρες και για πόσον καιρό, την ευθύνη να διαφεντέψουν τ' όνομα της φαμελιάς και τις παραδόσεις του χωριού την είχαν οι γυναίκες, που ήταν ριζωμένες βαθιά στη γη. Η Αναστασία Λώλη είχε παντρευτεί στα 1911 κι έζησε με τον άντρα της μόνο ένα χρόνο, προτού εκείνος σαλπάρει για την Αμερική, όπου, καθώς έλεγαν όσοι γύριζαν, είχε αποχτήσει γυναίκα και παιδιά στο Σικάγο. Η Αναστασία όμως καρτερούσε το γυρισμό του ακόμα, και θα συνέχιζε να τον καρτερεί εβδομήντα και πάνω χρόνια. Οι γυναίκες κοιλοπονούσαν και γεννούσαν μονάχες ή προσπαθούσαν να ρίξουν το παιδί με βοτάνια, στειλιάρια και ασήκωτα λιθάρια, αν η εγκυμοσύνη παρουσιαζόταν κατά τη μακρόχρονη απουσία του άντρα τους. Ακόμη κι αν ο ξεμαυλιστής ήτανε ο πεθερός, ο αρχηγός του σπιτιού, η νύφη δεν εύρισκε έλεος. Πολλές γυναίκες πέθαιναν πάνω στη γέννα παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της μαμής του χωριού. Η Ευδοξία Κολοκύθα κοιλοπονούσε πέντε μέρες, έβγαλε εκτός μάχης δεκαοχτώ γειτόνισσες, που με βάρδιες την κρατούσανε όρθια στην αγκαλιά τους ενώ η μαμή της έτριβε την κοιλιά, στο τέλος όμως της τραβήξανε το μωρό κομμάτια σαν να 'τανε δυσκολόγεννη αγελάδα. Η συννυφάδα της Ελένης η Χρύσω, η πρώτη γυναίκα του Φώτου Γκατζογιάννη, φάνταξε με την ομορφιά της σ' ένα Τούρκο πραματευτή στα 1909. Όταν ο Φώτος άκουσε πως ο Τούρκος είχε προσφέρει μια χρυσή λίρα για να κοιμηθεί μια νύχτα με τη γυναίκα του, σκότωσε τον πραματευτή. Αλλά ο Φώτος έχασε γρήγορα τη νεαρή γυναίκα του, πέθανε πάνω στη γέννα, και τα δίδυμά της τα θάψανε κι αυτά στο ίδιο σάβανο με τη μάνα τους. Άτυχη στο θάνατο η Χρύσω όπως και στη ζωή, όταν την ξεθάψανε τη βρήκανε μπρούμυτα, κι οι χωριανοί ήταν βέβαιοι πως είχε ξυπνήσει μέσα στον τάφο της. Ο Φώτος πάντως δεν ήταν άνθρωπος για να στενοχωρεθεί. Είχε κιόλας παντρευτεί την Αλέξω, που του χάρισε άλλα εννιά παιδιά. Ο θάνατος της Χρύσως, η εγκατάλειψη της Αναστασίας, η ατίμωση κάποιας χωριανής, ήταν όλα υφάδια στο κιλίμι της ζωής του χωριού, ωστόσο για την Ελένη τις κλωστές τις είχε υφάνει η Φωτεινή, η πεθερά της, πάνω σε τέτοιο αχνάρι, ώστε αντιλαμβανόταν ποια είναι η ορθή συμπεριφορά μιας γυναίκας που ήταν ταξιδεμένη — ιδιοκτησία ενός άντρα ξενιτεμένου. Σε μια παντρεμένη χωριάτισσα συνεχώς το θυμίζανε πως ήταν ιδιοκτησία του άντρα της. Από τη μέρα του γάμου της οι χωριανοί τη φωνάζανε με το θηλυκό του ονόματος του άντρα: «Νικόλαινα», «Τάσαινα», «Παπαδιά», έτσι που όλοι σχεδόν ξεχνούσαν το πραγματικό της όνομα. Οι φίλες της Ελένης καμιά φορά τη λέγανε «Κίτσαινα», αλλά το χωριό της είχε δώσει ένα άλλο όνομα, που θα την ακολουθούσε ως το θάνατό της: «η Αμερικάνα». Επειδή η Ελένη ήταν ταξιδεμένη, η Φωτεινή της έδωσε να καταλάβει πως έπρεπε να φοράει σκούρα ρούχα και να είναι πιο τυπική απ' ό,τι οι άλλες χωριανές στις δοσοληψίες της με τους άντρες. Η Ελένη ήταν έξυπνη μαθήτρια, και κατάλαβε τους κινδύνους που συνεπάγεται η περιφρόνηση του κώδικα του χωριού. Διάλεξε να είναι οι φιλενάδες της πολύ πιο μεγάλες από κείνη, έντυνε τις θυγατέρες της με τον πιο συντηρητικό τρόπο, παρακολουθούσε πάντοτε άγρυπνη τη διαγωγή τους Digitized by 10uk1s

και πήρε την Όλγα από το σχολείο προτού κλείσει, όπως το 'θελε η παράδοση, τα έντεκα. Σ' ένα κόσμο τόσο κλειστό όπως το Λια, η παράδοση ήτανε η σκαλωσιά που στήριζε το χωριό. Μια καταπάτηση του ηθικού κώδικα κι ολόκληρο το οικοδόμημα θα σωριαζόταν πάνω στα κεφάλια ολωνών. Χάρη στο παράδειγμα της πεθεράς της, η Ελένη είχε γίνει μια από τις πιο θαυμάσιες γυναίκες του Λια, παρά τους κινδύνους που της δημιουργούσαν ο ξενιτεμένος σύζυγος και η λεπτοκόκαλη ομορφιά της. Αλλά ύστερα από το θάνατο της Φωτεινής, το χωριό είχε αρχίσει να κλείνει ολόγυρά της σαν φυλακή. Δεν υπήρχε άντρας να την ορμηνέψει ή να μοιραστεί μαζί της τα βάρη, δεν υπήρχε πια πεθερά να την προστατέψει από τον αδιάλειπτο έλεγχο των χωριανών, που τρώγονταν να βρούνε ψεγάδι στη διαγωγή της πλούσιας «Αμερικάνας».

Ύστερα από ώρες μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, η βροχή δυνάμωσε, κι η υγρασία διαπέρασε τους πρόσφυγες ως τα μεδούλια. Μετά τα μεσάνυχτα ο Νικόλας άρχισε να κλαίει κι η Ελένη τον έβαλε στο στήθος της, όμως εκείνος αρνιόταν να θηλάσει, γυρνούσε το κεφάλι του πέρα, ουρλιάζοντας πιο δυνατά. Καμιά δεκαριά φωνές του ‘λεγαν να σωπάσει και φοβερίζανε τη μάνα του πως θα τους πετάξουν έξω από τη σπηλιά. Η Ελένη έβγαλε ένα κουτί σπίρτα από την ποδιά της. Άναψε ένα για να δει το πρόσωπο του μωρού. Παρευθύς εκείνο σταμάτησε να κλαίει, η φλόγα καθρεφτίστηκε στα καστανά του μάτια, αλλά μόλις το σπίρτο έσβησε, ξανάπιασε το κλάμα. «Θέλει φως!» αναφώνησε η Ελένη, και γύρεψε από τις αόρατες γυναίκες γύρω της, μήπως είχαν κεριά, να τη βοηθήσουν. Κάποτε ζύγωσαν πασπατευτά, κρατώντας σπερματσέτα, και το παιδί άρχισε να θηλάζει καθώς αλλόκοτες σκιές τρεμόπαιζαν πάνω στα τοιχώματα της σπηλιάς. Η Ελένη κοιτούσε ολόγυρα τα γνώριμα πρόσωπα, παραμορφωμένα από το θυμό για την κλάψα του μωρού, να μοιάζουνε τερατικά μέσα στο παράξενο φως. Ένιωσε την απομόνωσή της σαν πόνο. Από γεννησιμιού της ήταν μια απ' αυτές, τώρα όμως, περισσότερο από ποτέ, αισθανόταν την αποξένωση που σήμαινε το όνομα «Αμερικάνα». Αφότου πέθανε η Φωτεινή λογάριαζε να ξεφύγει. Η λαχτάρα γεννήθηκε ταυτόχρονα με την αρρώστια της. Είχε προσπαθήσει να το εξηγήσει αυτό στο Χρήστο, εκείνος όμως δεν το κατάλαβε.

Η καούρα την έπιανε χαμηλά στην κοιλιά, φουντώνοντας όποτε έτρωγε ωσότου της έφερνε εμετό, έτσι έφτασε να μη μπορεί πια να δει φαγητό. «Λύθηκε ο αφαλός μου», επαναλάβανε την έκφραση του χωριού, ενώ οι γυναίκες την τρίβανε. Τελικά η αδερφή της Ελένης κάλεσε το Χρήστο από την Αμερική το χειμώνα του 1937. Η Νίτσα έβαλε κρυφά την εννιάχρονη Όλγα να γράψει το γράμμα γιατί, όπως οι πιο πολλές χωριανές, η ίδια ήταν αναλφάβητη. Είχανε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι τους, του έλεγε η Νίτσα: την έψαλε ο παπάς για να δεθεί ο αφαλός της, την ξόρκισαν, της βάλανε βδέλλες, βεντούζες στην κοιλιά για να τραβήξουν τα κακά υγρά. Ακόμα είχανε φωνάξει το γιατρό από την Πόβλα και τη Λίστα. Τίποτε δε φελούσε. Η Ελένη κάθε μέρα αδυνάτιζε περισσότερο και δεν μπορούσε πια να φάει μήτε να σταθεί. «Την Αμερική την ξαναβρίσκεις όποτε θες», υπαγόρεψε η Νίτσα στο κοριτσάκι. «Άμα χάσεις όμως τη γυναίκα σου, δε θα την ξαναβρείς. Και τι θ' αποκάμεις τότε με τα κορίτσια σου;» Τα κορίτσια —αυτό το βάρος κανένας δεν το 'θελε αν πέθαινε η Ελένη. Οι χωριανοί ήξεραν πολύ καλά τι έφταιγε με την Αμερικάνα. Έφταιγε το κακό μάτι, που το χε τραβήξει ο φθόνος. Καμιά γυναίκα στο χωριό δεν τη ζήλευαν πιο πολύ από την Ελένη Γκατζογιάννη. Digitized by 10uk1s

Η ίδια η Ελένη ήξερε τους κινδύνους του φθόνου, και πάντοτε προσπαθούσε να είναι πιο γενναιόδωρη και πιο διακριτική απ' όλες τις γυναίκες του Λια. Τη ζηλεύανε ακόμα και τότε που ήτανε μοναχά η δεύτερη θυγατέρα του Κίτσου Χαϊδή, που έφτιαχνε μύλους. «Τέτοια κόκκινα μάγουλα, τέτοια μάτια γαλανά!» λέγανε οι γεροντοκόρες καθώς περνούσε μπρος τους κι έφτυναν να μη τη βασκάνουν. Αφότου η Ελένη έγινε γυναίκα του Χρήστου και μετακόμισε στο σπίτι με τα τέσσερα δωμάτια, που το συμπλήρωσε μια τοξωτή αυλόθυρα στολισμένη με μπρούντζινα χερούλια, χωριστή μπασιά για τα ζωντανά, μηχανή του κιμά, κι ένα ντους στην αυλή φτιαγμένο από βαρέλια, ο πειρασμός για το κακό μάτι ήτανε πια μεγάλος. Δεν ήταν ν' απορείς που η κάθε επίσκεψη του Χρήστου έφερνε μοναχά κορίτσια, ψιθυρίζανε οι χωριανοί, κι ούτε ήταν ν' απορείς που η όμορφη Αμερικάνα τώρα πέθαινε, τα μάγουλά της είχανε χλομιάσει όπως το κερί της Μεγάλης Παρασκευής. Όταν ο Χρήστος έλαβε το γράμμα της Νίτσας, μόλις είχε πάρει καινούργιο συνεταίρο στο κινητό μανάβικό του, κάποιο κοντοχωριανό, και τον στεναχωρούσε ν' αφήσει το φορτηγό του στα χέρια του άσωτου Νάσου Οικονόμου, που κυνηγούσε τις μικρούλες με το πάθος που ο Χρήστος φύλαγε μόνο για τα όμορφα ρούχα. Αλλά μόλις πληροφορήθηκε την αρρώστια της Ελένης ο Χρήστος ξεκίνησε αμέσως για την Ελλάδα. Ήταν υπεύθυνος άνθρωπος, αφοσιωμένος στη νεαρή γυναίκα του, και δε θα την άφηνε να πεθάνει. Προετοιμάστηκε για την αποστολή του με χαρακτηριστική μεθοδικότητα και εντέλεια. Τη σκότωναν με τις προλήψεις του χωριού κι αυτός θα την έσωζε με τις αμερικάνικες γνώσεις του. Ο Χρήστος το καυχιόταν πως ήτανε πραγματικά Αμερικάνος. Από το κατάστρωμα της τρίτης θέσης του υπερωκεάνιου Θεμιστοκλής που σαλπάριζε από την Κέρκυρα στα 1910, είχε πετάξει στη θάλασσα το κόκκινο φέσι του και τις φαρδιές βράκες κι άρχισε να μελετάει το εγγλέζικο λεξικό που είχε στην τσέπη του. Γρήγορα αφομοίωσε τις αμερικάνικες αρετές της καθαριότητας, της τιμιότητας και της εργατικότητας. Εργαζόταν σε δύο δουλειές, σ' ένα εργοστάσιο τη μέρα και σ' ένα κέντρο μπόουλινγκ τη νύχτα, κερδίζοντας εννιά ή δέκα δολάρια τη βδομάδα, ωσότου έβγαλε αρκετά λεφτά για ν' αγοράσει το μισό μερδικό σ' ένα αυτοκίνητο μανάβικο. Ο Χρήστος προτιμούσε να πεινάσει προκειμένου ν' αγοράσει τα πιο όμορφα κουστούμια στο Γούρστερ της Μασαχουσέτης. Τότε που τριγυρνούσε την Ελλάδα παραγιός γανωτζή, το συναπάντημα δύο κομψοντυμένων Ελληνοαμερικάνων του πρωτόβαλε στο μυαλό την Αμερική. Μολονότι κοντόχοντρος, ο Χρήστος ντυνόταν πάντα τόσο καλά, ώστε ο κόσμος τον έπαιρνε για ελεύθερο επαγγελματία και όχι για πλανόδιο μανάβη. Κάποια από τις πρώτες ζεστές ημέρες του Ιουνίου 1937 οι χωριανοί του Λια βγήκανε από τα σπίτια τους ακούγοντας ν' αχολογούνε κουδούνια: δεν ήταν η βαθιά κωδωνοκρουσία από την καμπάνα της εκκλησίας, μήτε το ντιντίνισμα από μπροστάρηδες, ήταν ο ξέχωρος αχός από το καραβάνι των μουλαριών του Τούρκου Μούρτου Γαζέλη, που κουβαλούσε ταξιδιώτες από τον έξω κόσμο όταν πια έφερνε η δημοσιά ως τους Φιλιάτες. Οι λιγοστοί Έλληνες της Μουργκάνας, που είχαν καζαντίσει στα ξένα κι επιστρέφανε για μια επίσκεψη, είχανε ονοματίσει τα πέντε μουλάρια τους «αμέρικαν εξπρές». Σε όλο το βόρειο μέρος της Ηπείρου υπήρχαν ακόμα τότε πολυάριθμες κοινότητες Μουσουλμάνων, όπως ο Μούρτος, λείψανα των Τούρκων, που διοικούσαν εκεί ως τα 1913 και των Ελλήνων που είχαν αλλαξοπιστήσει και που ονομάζονταν Τσάμηδες, από την περιοχή της προέλευσής τους, την Τσαμουριά. Αν και από τη μια μέρα στην άλλη είχαν μεταβληθεί από πλούσιοι γαιοκτήμονες άρχοντες σε μειονότητα ανεκτή, οι Μουσουλμάνοι έκρυβαν κατά κανόνα τη μνησικακία τους πίσω από 'να χαμόγελο. Ο Χρήστος πάντοτε έδινε γερό μπαξίσι στο Μούρτο κι από πάνω πρόσθετε καμιά μεταξωτή γραβάτα ή κάνα ζευγάρι αμερικάνικες κάλτσες. Ήταν σίγουρος πως ο Μούρτος, Digitized by 10uk1s

αβάφτιστος ξαβάφτιστος, ήτανε φίλος του. Ο Χρήστος έφτασε στο Λια καθισμένος στο πρώτο μουλάρι, στον ήλιο αντιλάριζαν το άσπρο κοντομάνικο πουκάμισό του, τα γυαλιά του κι η φαλάκρα του, γιατί είχε βγάλει το ψαθάκι και το ριγέ βαμβακερό σακάκι του. Έγνεφε στον ξαναμμένο κόσμο, ωστόσο στιγμή δεν έχασε την πασαλίδικη αρχοντιά του. Η Κάντα, τεσσάρων τότε χρονών, και η Γλυκερία, τριών, δεν αναγνώρισαν τον ξένο που εμφανίστηκε στην αυλόθυρά τους. Η Γλυκερία, αναμετρώντας το καλοθρεμμένο παρουσιαστικό του και τα μαλακά αρχοντικά χέρια του, επέμενε πως ήταν κάποιος άλλος γιατρός για τη μάνα τους, κι ας λέγανε οι γείτονες πως ήταν ο πατέρας της. Ο Χρήστος μπήκε επιβλητικός στην καλή κάμαρη κι έβγαλε έξω τις γυναίκες που στριμώχνονταν γύρω από την άρρωστη. Η Ελένη προσπάθησε να κρύψει με τα χέρια τα κέρινα μάγουλά της και είπε πως έπρεπε να την είχε ειδοποιήσει εγκαίρως για να ετοιμαστεί σωστά να τον καλωσορίσει. Εκείνος σίμωσε και κάθισε πλάι της. «Δεν τους είπα εγώ να σου γράψουν», του εξήγησε απολογητικά. «Το ξέρω». Της έπιασε το χέρι. «Θα σε κάνω καλά». Τα δάκρυά της ξεχείλισαν. «Πονάω τόσο πολύ», είπε η Ελένη και γύρισε πέρα το πρόσωπό της. Ενώ πλήθος οι χωριανοί έχασκαν στην αυλή, ο Χρήστος καταπιάστηκε με αμερικάνικη ενεργητικότητα να εφαρμόσει το σχέδιό του που θα έγειανε τη γυναίκα του. Είχε φέρει μαζί του όλα τα χρειαζούμενα. Πρώτα ξετύλιξε ένα μεγάλο ρολό και κάρφωσε σίτες σε όλα τ' ανοιχτά παράθυρα. Κατόπιν ανέσυρε μια τρόμπα του φλιτ κι εξόντωσε τα σύννεφα τις μύγες μέσα στο σπίτι. Τέλος ξεδίπλωσε ένα εκλεκτό βοδινό που το 'χε αγοράσει στους Φιλιάτες κι άρχισε να το μαγειρεύει με τα ίδια τα χέρια του. Οι θεατές κρυφοψιθυρίζανε. Ώστε οι Αμερικάνοι μαγειρεύουν εκείνοι για τις γυναίκες τους; απορούσανε. Ακούγοντάς τους η Ελένη στεναχωρέθηκε, όμως ορκίστηκε να φάει ό,τι θα της έδινε, και το κατάφερε ήδη καταπραϋμένη από την παρουσία του. Ο Χρήστος είχε κανονίσει με τον αγωγιάτη να τους πάει την άλλη μέρα στο παλιό λιμάνι της Σαγιάδας, οχτώ ώρες δρόμο, όπου θα μπορούσαν να βρούνε καΐκι να τους μεταφέρει στην Κέρκυρα. Εκεί, γιατροί σπουδαγμένοι στην Ευρώπη, θα εξέταζαν την Ελένη. Ήτανε σίγουρη πως το μακρινό ταξίδι θα τη σκότωνε, ωστόσο δεν παράκουσε τον άντρα της. Άλλωστε, η σκέψη της Κέρκυρας συνάρπασε τη φαντασία της. Αν και όλοι τη φωνάζανε «Αμερικάνα», η Ελένη, φεύγοντας από το χωριό, δεν είχε πάει ποτέ πιο πέρα από την πρωτεύουσα της επαρχίας τα Γιάννινα, εξήντα πέντε χιλιόμετρα στα νοτιοανατολικά του Λια. Το άλλο πρωί η Ελένη έβαλε την πιο καλή της φορεσιά, με χρυσοκέντητο γελέκι, γιορντάνια από τούρκικα πιάστρα, φαρδύ ασημένιο θηλυκωτήρι στη ζώνη και το βυσσινί λουλουδάτο μαντίλι που 'χε φορέσει τη μέρα του γάμου της. Είχε αδυνατίσει τόσο, που η φούστα της κρεμόταν. Η απεραντοσύνη της θάλασσας ήταν τρομαχτική για τις δυο ορεσίβιες και το μικρό καΐκι έδειχνε πως καταποντίζεται έρμαιο στην άβυσσο. Όταν το πλεούμενο πέρασε σώο ανάμεσα στα δύο κάστρα που φρουρούν την είσοδο στο λιμάνι της Κέρκυρας, η Ελένη έχασε τις δυνάμεις της και σωριάστηκε. Ο Χρήστος τη στύλωσε και την κουβάλησε από το καραβάκι ως λίγο παρακάτω στο ξενοδοχείο Νέα Υόρκη, που το 'χε κάποιος κοντοχωριανός· τους καλωσόρισε σαν συγγενείς και τους έδωσε δωμάτιο Digitized by 10uk1s

με θέα στο λιμάνι. Η Ελένη ήταν σχεδόν αναίσθητη όταν ο Χρήστος την πλάγιασε σ' ένα από τα κρεβάτια με το κατακόκκινο κάλυμμα στο δωμάτιό τους στο ξενοδοχείο. Όταν συνήλθε είδε το Χρήστο να ορμάει από την πόρτα κουβαλώντας της ένα ζευγάρι ευρωπαϊκά δερμάτινα παπούτσια και μια μπουκάλα κουμκουάτ, το ντόπιο λικέρ, που την υποχρέωσε να το δοκιμάσει. Το άλλο πρωί ο Χρήστος έφερε στο δωμάτιο δύο γιατρούς. Εξετάσανε την Ελένη, ύστερα συζητήσανε μεταξύ τους, με τον τραγουδιστό τόνο που αποχτήσανε οι Κερκυραίοι στα χρόνια της Ενετοκρατίας. Ζητήσανε τις συνταγές των επαρχιακών γιατρών, κουνήσανε τα κεφάλια τους, και τελικά δηλώσανε πως η Ελένη είχε ένα πράμα που το λέγανε εντεροκολίτις. Τώρα που ήξερε το όνομά του η Ελένη ένιωσε καλύτερα. «Δεν έχει τίποτα σοβαρό», είπε ο πιο ψηλός από τους δύο γιατρούς. «Δίαιτα υψηλής περιεκτικότητος εις λευκώματα. Να τρώει και να πίνει ό,τι επιθυμεί. Δώσε της γι' αρχή λίγο κοτόπουλο». Έγραψε κάτι συνταγές, τσέπωσε μερικά από τα τράβελερ'ς τσεκς του Χρήστου και κατέληξε: «Θα γίνει καλά». Ξαναμμένος από το θρίαμβο ο Χρήστος έφυγε τρεχάλα και γύρισε μ' ένα γκαρσόνι που κουβαλούσε τρία ολόκληρα ψητά κοτόπουλα. Η Ελένη έβαλε τα δυνατά της να φάει, και προτού νυχτώσει, κατάφερε να περπατήσει από το κρεβάτι σε μια καρέκλα στο μπαλκόνι, απ' όπου αγνάντευε καθώς όλη η Κέρκυρα έμοιαζε να περνάει από κάτω. Ανύπαντροι νέοι και κοπέλες αλλάζανε ματιές, κροτοβολούσαν καρότσες που τις έσερναν αλόγατα με ανθοστόλιστα ψάθινα καπέλα. Γύφτοι διασκέδαζαν τον κόσμο με μαϊμούδες και αρκούδες που χόρευαν. Γυρολόγοι διαλαλούσανε φιστίκια, λουκούμια, πολύχρωμα ροσόλια. Στην ακροθαλασσιά, σαν αναλιωμένος χαλκός ο ήλιος βασίλευε, ψαράδες ράβανε τα δίχτυα τους. Η Κέρκυρα άρχισε ν' ακτινοβολεί στα μάτια της Ελένης με κείνη την υπερφυσική λαμπρότητα που διακρίνει όποιος συνέρχεται από μακρόχρονη αρρώστια. Ο Χρήστος κι η Ελένη κάθονταν κάθε μέρα στη μεγάλη Σπιανάδα, δυο βήματα από το ξενοδοχείο τους, τρώγανε χρωματιστά παγωτά και ακούγανε τους μουσικούς με τις κολλαριστές στολές να τραγουδάνε ιταλιάνικες καντάδες στην εξέδρα. Όταν εκείνη δυνάμωσε αρκετά, ο Χρήστος την πήγε μέσα από το λαβύρινθο των καντουνιών στον Άγιο Σπυρίδωνα, τόσο μεγάλη εκκλησιά, που αντιβούιζε, και κει στάθηκε μπροστά στην αδαμαντοκόλλητη ασημένια λάρνακα με το άλιωτο λείψανο του αγίου. Κάθε χρόνο το λείψανο του Άη Σπυρίδωνα λέγανε πως λιώνει ένα ζευγάρι παντόφλες κάνοντας θαύματα. Τα μισά αγόρια της Κέρκυρας είχανε τ' όνομά του. Η Ελένη του άναψε κερί και τον παρακάλεσε να της χαρίσει αγόρι. Ο Χρήστος της αγόρασε το πρώτο της φράγκικο φουστάνι, και όταν το αίμα ξανάρθε στα μάγουλά της, νοίκιασαν ένα μόνιππο και ξεκινήσανε να δούνε την ακροθαλασσιά. Μόλις βγήκανε από την πόλη, τσουλώντας ανάμεσα στη ζαφειρένια θάλασσα, και τον ασημοπράσινο ελαιώνα, η Ελένη ανασαίνοντας στυλώθηκε, η ατμόσφαιρα μοσκοβολούσε ρείκια, σπάρτα, λεβάντα και θυμάρι. Όπου και να κοιτούσες έβλεπες πορτοκαλιές και λεμονιές, μυροσκέλλες, γλάρους και κοπάδια από τρυγόνια. Τα σοβαντισμένα σπίτια των χωριών ήταν βαμμένα με ζωηρά υδροχρώματα: ρόδινα, πορτοκαλιά, μαβιά, ζαφειρένια, κίτρινα. Επισκεφθήκανε την ξακουστή παραλία της Παλαιοκαστρίτσας και το μοναστήρι του δέκατου τρίτου αιώνα στους απόκρημνους βράχους πάνω της, φάγανε καλαμαράκια και αστακό πλάι στη θάλασσα. Στο δρόμο του γυρισμού, ο ζεστός ήλιος και το κρασί που είχαν πιει ζάλισαν την Ελένη. Ο αμαξάς σταμάτησε σε κάποιο από τα χωριουδάκια μπροστά σ' ένα σπιτάκι βαμμένο φωτεινό γαλαζοπράσινο και πνιγμένο στις άλικες μπουκαμβίλιες. Μια νέα με άσπρο μαντίλι βγήκε και πρόσφερε στους ξένους ποτήρια δροσερό νερό και βερίκοκα ζεστά από τη βερικοκιά. Digitized by 10uk1s

Εκείνες τις ηλιόλουστες μυρωμένες μέρες στην Κέρκυρα η Ελένη κατάλαβε τι την είχε αρρωστήσει. Δεν ήταν το κακό μάτι. Της χρειαζότανε να λευτερωθεί από το Λια, όπου τα πάντα —οι άνθρωποι, η λάσπη, τα βουνά— ήτανε σχεδιασμένα με γκρίζα μαύρα και καφετιά χρώματα. Η Κέρκυρα της έδειξε το ουράνιο τόξο που βρισκόταν πέρα από τα βουνά της. Λυπόταν που είχε υποκύψει στην αξίωση της μάνας της να μείνει εκεί, και λαχταρούσε να δει τα χρώματα της Αμερικής. Λευτερωμένη από τη φυλακή του χωριού, με τον άντρα της στο πλάι της, δεν θα ξαναρρώσταινε ποτέ. Ο Χρήστος ήταν ικανοποιημένος που κατάφερε να γειάνει τη γυναίκα του. Ένιωθε σαν νιόπαντρος βαδίζοντας πλάι της, και φτάνει να κοντοστεκόταν εκείνη για να θαυμάσει κατιτί σε μια βιτρίνα, παρευθύς της τ' αγόραζε. Ο Χρήστος κουβαλούσε τ' αμερικάνικα λεφτά του ένα μάτσο χοντρό στη μέσα τσέπη του, δεμένο μ' ένα λάστιχο και του άρεσε να βλέπει τους μαγαζάτορες να γουρλώνουν τα μάτια τους σαν άρχιζε να τραβάει τα χαρτονομίσματα. Ο καθένας μπορούσε να υποθέσει από το ντύσιμό του κι από τους τρόπους του πως δεν ήταν Έλληνας αλλά Αμερικάνος — και μάλιστα τρανός. Κοντέψανε να τσακωθούνε όταν ο Χρήστος αποφάσισε ν' αγοράσει της Ελένης ένα γυαλιστερό μπρούντζινο κρεβάτι. Η Ελένη πάτησε πόδι. Κανένας στο χωριό δεν κοιμόταν σε κρεβάτι και ήτανε πια μεγάλη για να συνηθίσει αλλιώς αφού τριάντα χρόνια κοιμότανε στο πάτωμα. Ο Χρήστος της εξηγούσε όπως σ' ένα παιδί. Το να πλαγιάζεις κατάχαμα ήτανε μια βρωμερή χωριάτικη συνήθεια. Όλοι οι «μεγαλουσιάνοι" κοιμόντουσαν σε κρεβάτι. Βλέποντας πόση σημασία είχε για ‘κείνον, η Ελένη υποχώρησε, και το απαστράπτον τέρας, προς αγαλλίαση του Αρμένη μαγαζάτορα, πληρώθηκε τοις μετρητοίς και λύθηκε για να φορτωθεί στο καΐκι. Οι δυο μεγάλες θυγατέρες της Ελένης θυμούνται ακόμη πόσο ταράχτηκαν όταν, ειδοποιημένες από τα κουδούνια των μουλαριών του Μούρτου, πετάχτηκαν έξω από το σπίτι κι αντίκρισαν τη μάνα τους, που είχε φύγει άρρωστη, ν' ανηφορίζει το μονοπάτι καβάλα, πλάι στον πατέρα τους και να τραγουδάνε οι δυο τους μ' όλη τους τη δύναμη, σαν μεθυσμένοι γύφτοι σε γάμο. Δεν είχαν ξανακούσει πρωτύτερα τη μάνα τους να τραγουδάει. Τα μάγουλα της Ελένης στρογγυλέψανε πάλι καθώς μάζευε ξύλα, φούρνιζε ψωμί, φύτευε το περιβόλι και κουβαλούσε νερό από τη βρύση όλο το καλοκαίρι του 1937.Ο Χρήστος περνούσε τον καιρό του στο κυνήγι ή στο καφενείο. Μερικές βδομάδες μετά την επιστροφή του η Ελένη κατάλαβε πως ήταν έγκυος, αλλά για ένα διάστημα κράτησε το μυστικό της, σίγουρη πως το παιδί που είχε πιάσει στην Κέρκυρα θα ήτανε αγόρι. Στις 17 Μαρτίου 1938, η Ελένη έστειλε να φωνάξουν τη μαμή. Ο Χρήστος καθόταν στην καλή κάμαρη πλάι στην κουζίνα, ξεκουκίζοντας νευρικά το κομπολόι του κι αφήνοντας τα κορίτσια να του αναποδογυρίζουν τις τσέπες για να πάρουν τις καραμέλες που ήξεραν πως βρίσκονταν εκεί. Όταν η μαμή έπιασε το μωρό μέσα στην ποδιά της, η Μεγάλη που καθότανε κουκουβιασμένη στη γωνιά της κάμαρης άφησε μια κραυγή αγωνίας. Κι άλλο κορίτσι! Η Ελένη άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Ένας γιος θα γέμιζε με τόση ευγνωμοσύνη τον άντρα της, ώστε δε θ' αρνιόταν να τους πάρει όλους στην Αμερική. Ο Χρήστος ηρέμησε, πήρε το παιδί από τη μαμή και δήλωσε πως το μωρό ήταν όμορφο και πως θα την έβγαζε Φωτεινή, τ' όνομα της πεθαμένης μάνας του. Η γέννηση της Φωτεινής ήταν το πρώτο κυματάκι στην ευτυχία εκείνης της χρονιάς. Χειρότερη φουρτούνα ήταν η άφιξη, δύο μήνες αργότερα, του Νάσου Οικονόμου, του συνεταίρου που του 'χε αφήσει ο Χρήστος την ευθύνη της δουλείας στο Γούρστερ της Μασαχουσέτης. Κάποιο πρωί στο καφενείο του Λια έφτασε ένα ξέπνοο παιδόπουλο και είπε στο Χρήστο πως ο Digitized by 10uk1s

Νάσος Οικονόμου ήταν στο Μπαμπούρι και τον περίμενε. Ο Χρήστος αποσβολώθηκε. Βρήκε το Νάσο στο Μπαμπούρι, ντυμένο σαν τον Αλ Καπόνε, να χαίρεται τα κανάκια της γυναίκας του και του γιου του. Ο Χρήστος τον ρωτούσε ουρλιάζοντας, έτρωγε τις λέξεις μέσα στην αγωνία του. Τι είχε κάνει ο Νάσος το πεντάμορφο καμιόνι τους, το γαλάζιο Ρέο, το θεμέλιο της δουλειάς τους; Ο Νάσος του αποκρινόταν σα να μη βάραινε τη συνείδησή του τίποτα. Είχε βαρεθεί να σηκώνεται στις πέντε τα χαράματα για να τρέχει στην αγορά, είπε. Είχε ακούσει πως ο Αρμένης ιδιοκτήτης εκείνου του μαγέρικου κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, του «Τέρμιναλ Λάντε», είχε καταστραφεί στο πόκερ. Έτσι ο Νάσος πούλησε το μανάβικο καμιόνι σ' ένα Σύρο για 1.200 δολάρια κι αγόρασε τοις μετρητοίς το μαγαζί για 200. «Να 'χεις ρεστωράν, αυτή είναι δουλειά για άντρα», είπε ο Νάσος κι έδωσε στο Χρήστο 600 δολάρια —το μερδικό του από την επιχείρηση που του 'χε πάρει είκοσι χρόνια να τη στήσει. «Μόλις έρθει ο πόλεμος —κι έρχεται στα σίγουρα— στο σταθμό θα γίνεται κοσμοχαλασιά και τότε το μαγαζί θα δώσει παράδες! Θα σου πληρώνω τώρα 50 δολάρια τη βδομάδα να μου μαγειρεύεις, κι όταν αρχίσει να τρέχει το χρήμα, θα σε πάρω συνεταίρο. Στο μεταξύ, σκέφτηκα να 'ρθω κι εγώ να ξεκουραστώ παρέα». Ο Χρήστος αντίκριζε τ' αποκαΐδια της δουλειάς μιας ζωής και το κεφάλι του στριφογύριζε. Σκέφτηκε να σκοτώσει τον ψευτογελαστό πρώην συνεταίρο του μπροστά στα μάτια της γυναίκας του, όμως το 'ξερε στα κατάβαθά του πως αυτός δεν μπορούσε να σφάξει γίδα, όχι άνθρωπο. Ύστερα από μερικά ποτήρια από το ουίσκι του Νάσου, επικράτησε η ακατάβλητη αισιοδοξία του Χρήστου. Ίσως ο Νάσος είχε δίκιο, και η εποχή του πλανόδιου μανάβη να 'χε ξοφλήσει. Δεν θα 'ταν άσκημο να 'σαι συνεταίρος σ' εστιατόριο. Οπωσδήποτε, με το Νάσο εδώ, θα ζωήρευε το κέφι στο χωριό. Όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι ο Χρήστος και ο Νάσος βασιλέψανε στα καφενεία του Λια και του Μπαμπουριού σαν δυο σουλτάνοι. Οι αργασμένοι από τους αγέρηδες βοσκοί που βρωμοκοπούσαν κοπριά, δε χόρταιναν τις παραφουσκωμένες ιστορίες του Νάσου για τις Αμερικάνες ή τα πιοτά και τους μεζέδες που οι δυο «Αμερικάνοι» συναγωνίζονταν ποιος θα πρωτοκεράσει. Οι χωριανοί είχανε κιόλας μάθει απ' έξω την ιστορία του Χρήστου, πως είχε φτάσει στην Αμερική με 27 δολάρια στην τσέπη και πως δουλεύοντας σκληρά και ζώντας σπαρτιάτικα είχε φτάσει να στήσει δικιά του επιχείρηση, μανάβικο, «που σου δίνει - σαν πόσα λες;» Όλοι περίμεναν με αγωνία. «Ενενήντα, ενενήντα πέντε δολάρια τη βδομάδα!» φώναξε θριαμβευτικά. «Ευλογημένη Αμερική!»

«Ευλογημένη Αμερική!» ήταν η επωδός που έκλεινε κάθε ιστορία που μου 'χει διηγηθεί ο πατέρας μου για τη ζωή του. Μόνον όταν μεγάλωσα κατάλαβα τα περίπλοκα αισθήματά του απέναντι στη θετή πατρίδα του και για ποιους λόγους δε μας πήρε και μας εκεί κοντά του. Σαν ήμουν παιδί μου φαινόταν φυσικό που ο πατέρας μου ζούσε στην Αμερική κι εμείς ζούσαμε στο Λια. Όταν, εννιά χρονών, τελικά τον συνάντησα για πρώτη φορά, είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως μας είχε εγκαταλείψει. Μόνον αργότερα κατάλαβα πως αν ληφθούν υπόψη οι καιροί και το φυσικό του, ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει. Για τον κάθε μετανάστη η Αμερική ήταν η γη της επαγγελίας, όπου η σκληρή δουλειά ανταμειβόταν με χρυσάφι. Καθώς όμως ο πατέρας μου δούλευε δεκάξι ώρες την ημέρα σε δυο δουλειές, γρήγορα έμαθε πως η Αμερική ήταν επίσης γεμάτη παγίδες για τους αφελείς και τους απερίσκεπτους. Είδε Έλληνες μετανάστες, απελευθερωμένους από τα δεσμά της ηθικής και της φτώχειας του χωριού, να Digitized by 10uk1s

καταστρέφονται από τις γυναίκες, το οινόπνευμα και το χαρτοπαίγνιο, ανάμεσα σ' αυτούς και τα δυο μικρότερα αδέρφια του που τα 'χε φέρει ευθύς μόλις κατάφερε να εξοικονομήσει τα ναύλα τους. Πουριτανός εκ φύσεως ο πατέρας μου γρήγορα ξαπόστειλε τ' αδέρφια του στην Ελλάδα για να τα σώσει. Όταν παντρεύτηκε κι απόχτησε παιδιά, έκρινε πως η Αμερική παραήταν τόπος ύπουλος για να αναστήσει οικογένεια, προπαντός τέσσερα κορίτσια. Έτσι που εργαζότανε ώρες ατέλειωτες δε θα μπορούσε να τις επιτηρεί σωστά κι η γυναίκα του θα ξέκοβε από τα στηρίγματα των συγγενών και των γειτόνων που είχε στο Λια. Στο χωριό, οι γυναίκες και οι θυγατέρες ήξεραν ακριβώς πως να συμπεριφέρονται· τα αυστηρά ήθη δεν επιτρέπανε ολισθήματα, ενώ η Αμερική ήτανε γεμάτη αμαρτωλές γυναίκες. Επιπλέον, τα μέτρια οικονομικά του τού επιτρέπανε να κάνει τη φαμελιά του την πιο πλούσια στο Λια, στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας, αν όμως πηγαίναμε στη Μασαχουσέτη, θα ήμασταν τα παιδιά ενός βιοπαλαιστή πλανόδιου μανάβη. Και το χειρότερο, θα βλέπαμε να τον μεταχειρίζονται με την περιφρόνηση που οι πλούσιοι Γιάνκηδες είχαν για τους μετανάστες που τους υπηρετούσαν. Απεναντίας, όποτε ο πατέρας μου γυρνούσε στο Λια για τις περιοδικές διακοπές του, η γυναίκα του και τα παιδιά του τον έβλεπαν σαν σπουδαγμένο και πετυχημένο Αμερικάνο κροίσο. Του άρεσε να περνάει ατέλειωτες μέρες στο ευχάριστο χουζούρι των καφενείων, να χουχουλιάζεται με τα χάδια της φαμελιάς του και των φίλων, είχε όμως συνηθίσει και στη ζωή της Αμερικής: στο όμορφο ντύσιμο, στο λουτρό κάθε βδομάδα — και στο να μη δίνει λογαριασμό σε συγγενή. Αυτή ήταν η άλλη όψη του νομίσματος: ο πατέρας μου είχε καλομάθει στις αμερικάνικες ανέσεις και στην εργένικη ζωή που είχε φτιάξει κοντά στους άλλους αρσενικούς μετανάστες του Γούρστερ. Αν και δεν έγινε ποτέ πέρα για πέρα Αμερικάνος, ο πατέρας μου αφομοίωσε την αισιοδοξία και την αφέλεια της χώρας. Οι Έλληνες χωριάτες στην πατρίδα ήταν το άκρο αντίθετο, βαθιά καχύποπτοι για τους γείτονές τους, περήφανοι για την πονηριά τους. Έχουν ένα περιφρονητικό όνομα γι' ανθρώπους, όπως ο πατέρας μου: Αμερικανάκι —εξυπονοεί το μικροθαύμαστο αφελή που πάει γυρεύοντας να τον πιάσουνε κορόιδο. Ο πατέρας μου είχε έρθει στην Αμερική δεκαεφτά χρονών κι έμεινε πολύ καιρό μακριά από το χωριό. Με το χρόνο και την απόσταση, η Ελλάδα άρχισε να παίρνει στο μυαλό του μια νοσταλγική αίγλη σιγουριάς και ασφάλειας. Έβλεπε τη φαμελιά του να κινδυνεύει ανάμεσα στις βιομηχανικές καμινάδες και μέσα στους πολυθόρυβους δρόμους του Γούρστερ, αλλά δεν μπορούσε να διανοηθεί πως η γυναίκα του και τα παιδιά του αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο στο απλό ορεινό χωριό όπου είχε γεννηθεί.

Σαν πέρασε η εποχή του τρύγου κι άρχισαν οι χειμωνιάτικες βροχές, το μάτσο τα χαρτονομίσματα το δεμένο με το λάστιχο, λιάνεψε ανησυχητικά. Ο Χρήστος και ο Νάσος ήξεραν πως έφτασε η ώρα ν' αφήσουν το ευχάριστο χουζούρι και να γυρίσουν στην Αμερική. Ένα πρωί στα τέλη Οκτωβρίου, ο Χρήστος κατέβασε τις βαλίτσες του κι άρχισε να τα μαζεύει. Θηλάζοντας τη Φωτεινή, η Ελένη τον παρακολουθούσε και κατάλαβε πως έπρεπε να του 'χε μιλήσει πρωτύτερα. Καρτερούσε την κατάλληλη στιγμή και τώρα ήταν έτοιμος να τους παρατήσει ξανά εδώ! Προσπάθησε να προετοιμάσει τα λόγια της, να τον πείσει για τη λογική των επιχειρημάτων της, και κατόπιν, τραυλίζοντας μέσα στην ταραχή της, τα έβγαλε όλα στη φόρα. Έπρεπε να τους πάρει μαζί του. Ήταν πολύ δύσκολο ν' ανασταίνει τα κορίτσια μοναχή της! Χρειάζονταν τον πατέρα τους. Αυτός δεν έλεγε πάντα πως η Αμερική ήταν η καλύτερη χώρα του κόσμου; «Δε θέλω να μεγαλώσουν εδώ! θέλω να 'χουν κάτι καλύτερο!» κατέληξε, η φωνή της αντηχούσε στ' αυτιά της στριγκιά. Ο Χρήστος την κοίταξε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. «Τι έχει η ζωή σου;» τη ρώτησε Digitized by 10uk1s

επιτακτικά. «Δε ζεις πιο καλά απ' όλες του χωριού;» Η Ελένη ανοιγόκλεισε το στόμα της αποφασισμένη να υπερασπιστεί την υπόθεσή της. «Δε θέλω να ζούμε πια χώρια!» είπε. «Κουράστηκα να μεγαλώνω τα κορίτσια μονάχη, να μην ξέρω αν ζεις η πέθανες, θα ξαναρρωστήσω!» Τα λόγια της τον θίξανε κατάκαρδα και τον έκαναν να της απαντήσει οργισμένα γιατί τώρα, χωρίς το μανάβικο καμιόνι του και χωρίς λεφτά, ήξερε πως δεν υπήρχε τρόπος να της προσφέρει όσα του γύρευε. «Δεν το ξέρεις πως στην Αμερική υπάρχει κρίση!» της φώναξε. «Ο κόσμος πεινάει! Στην Αμερική πληρώνεις το ηλεκτρικό, το φαγητό, τα ρούχα! Εδώ σε τρέφει η γη. Τώρα δα δε σου αγόρασα άλλο ένα χωράφι να το σπέρνεις; Πρέπει να 'χεις λεφτά στην τράπεζα για να σου επιτρέψουν να φέρεις οικογένεια στην Αμερική! Και δεν είναι τόπος κατάλληλος για παιδιά, προπαντός αν τα παιδιά είναι κορίτσια!» Καλύτερα να την είχε χτυπήσει παρά που της θύμισε την αποτυχία της. Τα σκληρά του λόγια της φώτισαν ξαφνικά το Χρήστο πεντακάθαρα. Για πρώτη φορά η Ελένη κατάλαβε πως του άρεσε να 'χει μακριά στην Ελλάδα τη φαμελιά του. Δεν ήθελε να φορτωθεί την ευθύνη της παρουσίας τους. Προτιμούσε να επιστρέφει πότε πότε, με τα χέρια γεμάτα δώρα, για να τον θαυμάζουνε οι πάντες. Σαν να ένιωσε την απογοήτευσή της, ο Χρήστος άρχισε να δικαιολογείται. «Εγώ ήρθα επειδή ήσουν άρρωστη! Τα ξόδεψα όλα στο ταξίδι. Δες τι μου απόμεινε!» Τράβηξε το πολυπασπατεμένο μάτσο με τα χαρτονομίσματα, τώρα χαλαρό και αξιοθρήνητα λιανό. Η Ελένη τον κοιτούσε κατάπληκτη. «Αφού έχεις μόνον αυτά, τότε γιατί τα πετούσες σαν πασάς, ταΐζοντας και ποτίζοντας όλους τους χαραμοφάηδες στα δυο χωριά;» Σαστισμένος της αποκρίθηκε: «Το περιμένουν από μένα! Είμαι Αμερικάνος!» Η Ελένη δεν ανάφερε ξανά την Αμερική. Το βάρος ξανάπεσε στους ώμους της. Ωστόσο δεν μπορούσε να λησμονήσει όσα, σε μιαν αστραπή φώτισης, κατάλαβε: τη ματαιοδοξία του Χρήστου και την απροθυμία του να φορτωθεί ευθύνες. Σαν όλες τις χωριατοπούλες είχε παντρευτεί κάποιον άγνωστο. Σαν όλες τις γυναίκες, στο τέλος είχε καταλάβει τον άντρα της ως τα κατάβαθά του.

Ενώ κιτρινίζανε τα φύλλα της οξυάς, ο Χρήστος και ο Νάσος σχεδίαζαν την αναχώρησή τους. Θα συναντούσαν το Μούρτο, τον αγωγιάτη, στο μοναστήρι του Άη Θανάση, που βρισκόταν χαμηλά στη βουνοπλαγιά, στα μισά του δρόμου ανάμεσα στο Λια και στο Μπαμπούρι. Μετά τα μεσάνυχτα, στις 17 Νοεμβρίου 1938, ο Χρήστος, η Ελένη και η Όλγα ξεκίνησαν ποδαρόδρομο για το μοναστήρι, πηδώντας αθόρυβα πάνω από το φράχτη του περιβολιού για να μην τους ακούσει κανένας πως φεύγουν. Η Νίτσα είχε ειδοποιήσει το Χρήστο πως αν τον έβλεπαν φθονεροί χωριανοί μπορεί να του 'ριχναν μάγια στο μονοπάτι και δε θα γυρνούσε πια ποτέ. Σαν έφτασε ο Μούρτος με τα μουλάρια του, ο Χρήστος του αγκάλιασε τους ώμους και κάτι του ψιθύρισε στ' αυτί. Η Ελένη άκουσε τα λόγια: «Μοναχά για το βαπόρι ως την Ιταλία». Πρόσεξε τη φευγαλέα περιφρόνηση στο πρόσωπο του Τούρκου και την υπερβολικά φιλική διάθεση στα φερσίματα του άντρα της. Ο Χρήστος τη φίλησε και στα δύο μάγουλα και της είπε πως πρέπει να 'χει κουράγιο· σύντομα είτε θα την καλούσε είτε θα γυρνούσε αυτός για να μείνει. Του απάντησε με μια κάποια Digitized by 10uk1s

προκλητικότητα: «Όταν ξανανταμώσουμε, θέλω να 'ναι σε αμερικάνικο χώμα». Ο Χρήστος αγνόησε τη σπόντα της, και αρκέστηκε να τις δώσει μερικές τελευταίες ορμήνιες. Αυτή είχε την ευθύνη για την υπόληψη των κοριτσιών, της θύμισε. Το σπίτι κι όλα τα χωράφια τους ήτανε στα χέρια της. Ανάφερε άλλη μια φορά το αγαπημένο του γνωμικό: «Η τιμή τιμή δεν έχει, και χαρά στην που την έχει». Η Ελένη άκουγε σιωπηλή τις ορμήνιες του, οι φόβοι της μεγάλωναν με τη σκέψη πως θα ξανάμενε μόνη έχοντας όλη την ευθύνη για τα παιδιά σ' ένα κόσμο που τον έσκιαζε η φοβέρα του πολέμου. Ύστερα τη φίλησε πάλι κι έφυγε πηδώντας στο πρώτο μουλάρι με μια σβελτάδα εκπληκτική για τον όγκο του. Η Ελένη ένιωθε μοναξιά κι ένα φόβο παράλογο, σαν το παιδί που ψυχανεμίζεται κάτι το φοβερό να το παραφυλάει στο σκοτάδι. Δεν έκλαψε. Κούνησε μοναχά το χέρι κατά το σουλούπι του άντρα της που ξεμάκραινε. Καθώς το μουλάρι ζύγωνε την πρώτη στροφή του δρόμου, ο Χρήστος γύρισε πάνω στο σαμάρι να κοιτάξει πίσω. Το μόνο που μπόρεσε να δει από την Ελένη ήταν δυο ασπράδες —η ποδιά και το πρόσωπό της. Ήταν η στερνή φορά που την έβλεπε.

Η έξοδος στις σπηλιές έγινε κοντά δυο χρόνια μετά την ημέρα που ο Χρήστος άφησε την Ελένη, δίχως να υποψιάζεται κανείς τους πως στην κοιλιά της Ελένης μεγάλωνε μια νέα ζωή. Στο μεταξύ ο επικείμενος πόλεμος που λογάριαζε ο Νάσος πως θ' ανοίξει τις δουλειές είχε εξελιχτεί σε παλιρροϊκό κύμα που είχε κιόλας κατακλύσει την Πολωνία, τη Δανία, τη Νορβηγία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και τη Γαλλία. Τώρα είχε ξεχυθεί πάνω από τις κορυφές της Μουργκάνας και στην Ελλάδα. Αφού έμειναν δυο μερόνυχτα πατικωμένοι μέσα στις σπηλιές, οι χωριανοί έχασαν την υπομονή τους και τα τρόφιμά τους τελειώσανε. Μερικές γυναίκες αποκότησαν να κατηφορίσουν ως τα σπίτια τους για να φτιάξουν φρέσκο ψωμί, κατόπι γύρισαν με τα νέα πως οι Ιταλοί είχανε προχωρήσει μοναχά ως τις απόμακρες κορυφογραμμές της Πλόκιστας και ως το χωριό Πόβλα, δε νοιάζονταν καθώς φαίνεται να διασχίσουν τα χαμηλώματα για να σκαρφαλώσουν στα βουνά. Περίφοβοι οι χωριανοί γυρίσανε στα σπίτια τους. Η ζωή ξαναπήρε αν και με αγωνία τον κανονικό της ρυθμό, μολονότι η Ελένη άφησε τους θησαυρούς της κρυμμένους στη βελανιδιά, κι οι άντρες του χωριού, όσοι έλειπαν στις ετήσιες περιοδείες για δουλειά ή δεν πολεμούσαν στο στρατό, καθάριζαν τα κυνηγετικά τους τουφέκια. Σε λίγες μέρες μια μικρή περίπολος Ιταλών έφτασε στο Λια, έχοντας για οδηγούς ντόπιους Τσάμηδες, ανάμεσά τους και το Μούρτο τον αγωγιάτη. Οι Ιταλοί φέρθηκαν ευγενικά στους έντρομους χωριανούς καθώς ερευνούσαν τα σπίτια τους για όπλα. Τη στιγμή που η περίπολος έβγαινε από την αυλόπορτα του Γκατζογιάννη, η Ελένη τράβηξε το Μούρτο παράμερα και τον ρώτησε τι νέα από τον πόλεμο. Ο νεαρός Τούρκος, που ο Χρήστος τον αποκαλούσε φίλο του, την κοίταξε θριαμβευτικά με μίσος. «Οι Ιταλοί υποσχέθηκαν να φτιάξουν όλη την Ήπειρο, ως την Πρέβεζα, επαρχία της Αλβανίας, κατά το θέλημα του Αλλάχ», είπε. «Εδώ θα ορίζουνε οι Μουσουλμάνοι όπως παλιά. Απόψε οι Ιταλοί μπαίνουν στην Πρέβεζα, κι ως το τέλος του μηνός στην Αθήνα!». Τόσο ο Μούρτος όσο και ο Μουσσολίνι απογοητεύθηκαν περιμένοντας εύκολη τη νίκη. Είκοσι δύο χιλιόμετρα μέσα από τα ελληνικά σύνορα, oι Ιταλοί αναχαιτίσθηκαν μέρες ολόκληρες από 'να ρακένδυτο στρατό που φορούσε παράταιρες στολές και ποιμενικές κάπες. Αριθμητικά οι μισοί, οι Digitized by 10uk1s

Έλληνες αιφνιδίασαν τους Ιταλούς στρατηγούς με το θάρρος τους και με την ευστοχία του πυροβολικού τους, μολονότι είχαν μόνον έξι όλμους σε κάθε μεραρχία, ενώ ο εισβολέας είχε εξήντα. Ο πρώιμος και δριμύς χειμώνας πολέμησε στο πλευρό των Ελλήνων. Παγερές βροχές πλημμύρισαν τον ποταμό Καλαμά, που αποκόβει τη βορειοδυτική γωνία της Ελλάδας, μετατρέποντάς τον σε αδιάβατο κίτρινο χείμαρρο, παραφουσκωμένο από τα πνιγμένα ζώα κι από τα συντρίμμια των ανατιναγμένων γεφυριών. Κοντά στη διάβαση του Μετσόβου, οι αλπινιστές της μεραρχίας Τζούλια, το καμάρι της Ιταλίας, πέσανε θύματα του λευκού θανάτου, που μελάνιασε και τουμπάνιασε τα καλάμια και τα πόδια τους σαν πατάτες. Έτριψαν με λάσπη τα γυαλιστερά κράνη τους με τα μαύρα φτερά, που θαρρείς και τραβούσαν τους ελληνικούς όλμους. Κοιμόντουσαν μέσα στην κίτρινη λάσπη, οι κάποτε άσπρες γκέτες τους μουσκεμένες και ασήκωτες. Κατουρούσαν τα ξυλιασμένα τους δάχτυλα κι έμαθαν ν' ανοίγουν τα καύκαλα των μουλαριών που ψοφούσαν από την εξάντληση και να ζεσταίνονται στ' αχνιστά μυαλά τους. Στο τέλος, 12.368 Ιταλοί γύρισαν στην πατρίδα τους ακρωτηριασμένοι από κρυοπαγήματα, 13.755 τάφηκαν στη λάσπη της Ελλάδας και άλλοι 25.067 κηρύχθηκαν αγνοούμενοι. Μέσα σ' ένα μήνα από την εισβολή, οι Έλληνες έδιωξαν τους Ιταλούς πίσω στην Αλβανία και συνέχισαν να προελαύνουν. Το πρωί της 21ης Νοεμβρίου οι χωριανοί του Λια είδαν την έκβαση της Ιταλικής εκστρατείας στους λόφους μπροστά στα πόδια τους. Ελληνικά στρατεύματα επιτέθηκαν και ανατρέψανε τους Ιταλούς στην Πλόκιστα στο νότο. Οι Λιώτες, αγναντεύοντας από το παρατηρητήριό τους κοντά στην κορυφή του φυσικού αμφιθεάτρου, παρακολούθησαν τους Ιταλούς φαντάρους να παρατάνε φεύγοντας ζώα, εφόδια και όπλα, και να το βάζουνε στα πόδια, σκαρφαλώνοντας με τα τέσσερα την πλαγιά της λάκκας που σχηματίζει η Μουργκάνα, σαν διασκορπισμένη στρατιά μυρμηγκιών, υποχωρώντας με τα ματωμένα, κρυοπαγημένα πόδια τους μέσα από το χωριό τους προς την Αλβανία, αφήνοντας πλήθος νεκρούς και τραυματίες: γκριζοπράσινα σουλούπια που κοκάλωσαν μέσα στη λάσπη. Όταν και οι τελευταίοι Ιταλοί έφυγαν, έχοντας καταπόδι τους τους Έλληνες φαντάρους, μερικοί χωριανοί άρχισαν να κατηφορίζουν κατά το πεδίο της μάχης για να γδύσουν τα πτώματα από οτιδήποτε χρήσιμο. Ανάμεσα στους νεκροφάγους ήταν κι ο Φώτος Γκατζογιάννης, που γύρισε στο σπίτι του κουβαλώντας θριαμβευτικά ένα ζευγάρι μπότες από φίνο δέρμα και δυο ακρωτηριασμένα δάχτυλα, κομμένα από το πτώμα ενός Ιταλού; που είχανε ακόμα τα χρυσά δαχτυλίδια του. Η γυναίκα του η Αλέξω, γεμάτη φρίκη, τον ικέτευε να πάει πίσω τα λάφυρα. Πράγματα κλεμμένα από νεκρό γίνονταν χαράμι στο διαγουμιστή, και κείνη φοβόταν πως ο Θεός θα ξεπλήρωνε την ιεροσυλία του πάνω στα παιδιά τους. Ο Φώτος δε σκοτίστηκε. «Τα βρίσκω εγώ με το Θεό», της βροντοφώναξε. «Γυάλισε εσύ τις μπότες». Οι χωριανοί είχαν ξεμπερδέψει με τα κουφάρια των Ιταλών όταν άρχισαν να κόβουν βόλτες τα όρνια. Οι Έλληνες χωριάτες απογοητεύθηκαν όταν διαπίστωσαν πως, αντίθετα με τα κοινώς λεγόμενα, μήτε ένας από τους Ιταλούς δε φορούσε μεταξωτά σώβρακα.

Οι ελληνικές δυνάμεις καταδίωξαν τους Ιταλούς που έφευγαν βαθιά μέσα στην Αλβανία και ως το Δεκέμβριο του 1940 είχαν καταλάβει και το λιμάνι των Αγίων Σαράντα, που οι Ιταλοί το είχαν μετονομάσει σε Έντα, προς τιμήν της κόρης του Μουσσολίνι. Σ' ολόκληρο το Δυτικό κόσμο αναπτερώθηκαν οι ελπίδες με την απίστευτη ελληνική νίκη, πρώτη ήττα των δυνάμεων του Άξονος. Οι Έλληνες παλαβώσανε από περηφάνια και πατριωτισμό· οι καμπάνες βροντούσαν στις εκκλησίες, Digitized by 10uk1s

παντού κυματίζανε σημαίες και οι διαβάτες φωνάζανε: «Στη Ρώμη!» Στο καφενείο του Νασέλη στο Λια τα ποτά ήταν δωρεάν και στους τοίχους φτερούγιζαν τα καρφιτσωμένα αποκόμματα εφημερίδων με το θρίαμβο. Όμως η αγαλλίαση στάθηκε βραχύβια. Ο Χίτλερ υποχρεώθηκε να επέμβει στη σύρραξη, όχι για να σώσει το γόητρο του Μουσσολίνι, αλλά για να εξασφαλίσει το νότιο πλευρό του πριν την εισβολή στη Ρωσία. Έριξε καταπάνω στους Έλληνες τέσσερις θωρακισμένες μεραρχίες, έντεκα μηχανοκίνητες, τη Λουφτβάφε, και το επίλεκτο σώμα των αλεξιπτωτιστών του. Στις 6 Απριλίου 1941 η γερμανική πολεμική μηχανή κινήθηκε από τα βουλγαρικά σύνορα κατά της Ελλάδας. Δεν υπήρχε ελπίδα αντιστάσεως. Μέσα σε λίγες μέρες είχαν καταστραφεί όλα τα ελληνικά αεροπλάνα. Τη στιγμή που ο αδερφός του βασιλιά χτυπούσε την πόρτα στο μέγαρο του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, που είχε αναλάβει όταν ο Μεταξάς πέθανε από καρκίνο, άκουσε από μέσα μια πιστολιά. Ο πρωθυπουργός μόλις είχε τινάξει τα μυαλά του στον αέρα. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Β' και η κυβέρνησή του κατέφυγαν στην Κρήτη. και εν συνεχεία στο Κάιρο, όπου ο βασιλιάς έμεινε εξόριστος στη διάρκεια του πολέμου. Στις 26 Απριλίου, καθώς το τελευταίο βρετανικό άρμα μάχης κυλούσε μπροστά από τα παλαιά ανθοπωλεία της Ομόνοιας, αφήνοντας την Αθήνα στους επερχόμενους Γερμανούς, οι εγκαταλειμμένοι μαγαζάτορες έριχναν στο διάβα του λουλούδια, ύστερα σφαλίσανε τους πάγκους τους και πήγανε στα σπίτια τους να περιμένουν. Στις 27 Απριλίου 1941 οι δρόμοι ήταν έρημοι και όλα τα παντζούρια κλειστά όταν οι Γερμανοί μπήκανε στην Αθήνα και ύψωσαν τη σβάστικα στο κοντάρι της σημαίας πάνω στην Ακρόπολη.

Η έλευση των Γερμανών απομόνωσε την Ελλάδα από τον υπόλοιπο κόσμο, κόβοντας ζωτικές εισαγωγές σε μια χώρα που παρήγαγε μόνο το 40% απ' όσα τρόφιμα χρειαζότανε. Καθώς οι Έλληνες ανασκουμπώνονταν για την κατοχή, η Ελένη Γκατζογιάννη είδε να γίνονται πραγματικότητα οι χειρότεροι φόβοι της. Ο ζωτικός αγωγός με το Χρήστο είχε σπάσει. Δε θα χε πια χρήματα. Δεν είχε καν τον τρόπο να τον ρωτήσει πώς θα σωθούν η ίδια και τα παιδιά. Πάντοτε είχε βασιστεί στην παράδοση ή σε κάποιον άντρα για να της πει τι να κάνει. Ο πόλεμος όμως είχε σαρώσει κάθε νόμο εκτός από τον πρωταρχικό — το νόμο της αυτοσυντήρησης. Της έλειπε όσο ποτέ η πεθερά της. Η Φωτεινή υπήρξε η πιο στενή της φίλη και συμβουλάτοράς της. Αλλά ακόμα και τότε που πέθανε ο άντρας της, αφήνοντάς τη θεόφτωχη, η Φωτεινή είχε αδέρφια και μεγάλους γιους να τη βοηθήσουνε να κρατήσει πέρα την πείνα. Η Ελένη ήταν τώρα πιο μονάχη απ' όσο στάθηκε ποτέ η πεθερά της, γιατί είχε μόνο πέντε μικρά παιδιά, όλα κρεμασμένα για να ζήσουν πάνω της. Για πρώτη φορά κατάλαβε πως δε θα 'χε άλλο άνθρωπο να μοιραστεί το βάρος της, μήτε και το παράδειγμα της πεθεράς της μπορούσε να τη βοηθήσει στη δοκιμασία που την περίμενε.

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 2 Τον πρώτο χειμώνα της κατοχής, 1941-42, οι αποκλεισμένες πόλεις και τα ορεινά χωριά, ξεκομμένα από τους κάμπους που τα εφοδίαζαν με σιτάρι, αλάτι και λάδι, υποφέρανε το πιο πολύ. Η Αθήνα έγινε τόπος εφιαλτικός αποσκελετωμένων ανθρώπων με πρησμένες κοιλιές, που σούρνονταν απεγνωσμένα ψάχνοντας για φαΐ, σωριάζονταν νεκροί και απόμεναν άταφοι στους δρόμους. Πρώτοι πέθαναν τα παιδιά και οι γέροι. Τους δύο πρώτους μήνες του χειμώνα, 300.000 άνθρωποι πέθαναν από την πείνα στην πρωτεύουσα. Για να κρατήσουν τα δελτία των πεθαμένων, οι δικοί τους δε δήλωναν το θάνατό τους παρά πετούσανε τα πτώματα κρυφά πάνω από τις μάντρες των νεκροταφείων. Κάθε πρωί καμιόνια τριγυρνούσαν τους δρόμους και μάζευαν τα πτώματα όσων είχαν πεθάνει τη νύχτα. Παντού κυκλοφορούσαν αρουραίοι και βρωμοκοπούσε υπόνομος. Τα δελτία ήταν σχεδόν άχρηστα, αφού ψωμί δεν υπήρχε, τα μαγαζιά τροφίμων ήτανε κλειστά με κατεβασμένα τα ρολά. Για ν' αγοράσεις το παραμικρό χρειαζόσουν τσουβάλια με χαρτονομίσματα και οι τυμβωρύχοι ρήμαζαν τα νεκροταφεία ψάχνοντας για δόντια χρυσά και δακτυλίδια. Αν κάποιος φούρναρης τύχαινε να βρει αλεύρι για να φουρνίσει και να πουλήσει κάνα καρβέλι ψωμί, όριζε την τιμή του σ' εγγλέζικες χρυσές λίρες. Όποιος είχε δυνάμεις να περπατήσει περνούσε όλη τη μέρα ως την ώρα που η κυκλοφορία απαγορευόταν αναζητώντας τρόφιμα. Χιλιόμετρα γύρω από την Αθήνα οι φτωχοί αφανίσανε το πράσινο. Τα δέντρα στις λεωφόρους και στα πάρκα κόπηκαν για καυσόξυλα. Οι πλούσιοι ξαπόστελναν τις υπηρέτριές τους με τους οικογενειακούς θησαυρούς σε μακρινά χωριά και νησιά για να βρουν κάνα καρβέλι ψωμί ή κοτόπουλο. Μωρά γεννιόντουσαν δίχως νύχια, και τα εννιά στα δέκα μέσα σ' ένα μήνα είχανε πεθάνει. Έπεσαν επιδημίες χολέρας, διφθερίτιδας, κοκίτη, σκορβούτου, τυφοειδούς πυρετού και παντού οι ψείρες έφερναν τον τύφο. Μαγειρεμένες γάτες σερβίρονταν για κουνέλια, το κριθάρι αναπλήρωνε τον καφέ. Το μοναδικό δείπνο στην Αθήνα με αληθινό κρέας και κρασί το πρόσφερε ο πιο πετυχημένος εργολάβος κηδειών της Ελλάδας σε οχτώ καλοφαγάδες φίλους του, που τους γύρισε στα σπίτια τους μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας περνώντας τους, μέσα από γερμανικές περιπόλους, κρυμμένους στο πίσω μέρος μιας νεκροφόρας. Τη νύχτα γίνονταν ομαδικές εκτελέσεις Ελλήνων κρατουμένων που κατηγορούνταν για σαμποτάζ. Τη μέρα οι δρόμοι γύρω από την έδρα του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού μαύριζαν από λιπόσαρκες γυναίκες και παιδιά που γύρευαν πληροφορίες για τους φυλακισμένους δικούς τους. Ο θεόρατος αρχιεπίσκοπος με την πάλλευκη γενειάδα μεσολαβούσε στους Γερμανούς εκλιπαρώντας τρόφιμα για τους πεινασμένους και πληροφορίες για τους κρατουμένους. Λίγο μετά τα Χριστούγεννα αψήφησε τις γερμανικές διαταγές ανοίγοντας τούς τάφους δεκατεσσάρων που είχαν πρόσφατα εκτελεστεί, ώστε να τους αναγνωρίσουν και να τους κηδέψουν. Όταν διακόσιοι κρατούμενοι τουφεκίστηκαν κρυφά σε μια ομαδική εκτέλεση, ο Δαμασκηνός συγκέντρωσε τα ρούχα που είχαν βγάλει από τους νεκρούς και τα κρέμασε σε σχοινιά στη μεγάλη αίθουσα της αρχιεπισκοπής. Ύστερα άνοιξε τις πόρτες στις γυναίκες, που με τα παιδιά τους τριγύριζαν ανάμεσα στα ματοβαμμένα ρούχα — κουστούμια κομψά και λασπωμένα χωριάτικα κουρέλια — αναζητώντας έντρομες τη φορεσιά του άντρα τους ή του γιου τους. Μια νιόνυφη ενός μηνός βρήκε τα ρούχα που φορούσε ο άντρας της στο γάμο τους. Κάποια μάνα αναγνώρισε τα Digitized by 10uk1s

ρούχα και των δύο γιων της. Οι υπάλληλοι του αρχιεπισκόπου παρακολουθούσαν με φρίκη καθώς η μια γυναίκα μετά την άλλη σωριαζόταν χάμω σκληρίζοντας, σφίγγοντας μια ματοβαμμένη ζακέτα, ενώ άλλες, μουδιασμένες από τον τρόμο ξέσκιζαν τις τσέπες σ' ένα σακάκι που τους φάνηκε γνώριμο γυρεύοντας κάποια σημάδια σε κομματάκια χαρτί, σε αποτσίγαρα και τσατσάρες. Το χειμώνα του 1941 στην Αθήνα, κοπάδια αδέσποτα σκυλιά ούρλιαζαν στους λόφους γύρω από την Ακρόπολη, ομαδικοί τάφοι ανοίχτηκαν στους κήπους των ανακτόρων κι ο θάνατος σε κάθε γωνία παραμόνευε.

Digitized by 10uk1s

Μπομπότα και σιλίρα Το πρώτο είδος που εξαφανίστηκε από το Λια την άνοιξη της γερμανικής κατοχής ήταν ο καφές, το πάθος της Ελένης Γκατζογιάννη. Τον αντικατάστησε ένα άγευστο αφέψημα από καβουρντισμένο κι αλεσμένο κριθάρι ή ρεβίθι. Γρήγορα χάθηκε και το ρύζι και, όπως οι άλλες Λιώτισσες, η Ελένη χρησιμοποίησε το λιγοστό σιτάρι που της απόμενε αλέθοντάς το ανάμεσα σε δύο πέτρες, για να φτιάξει ένα χοντροκομμένο υποκατάστατο ρυζιού, το κοφτό. Επειδή το σιτάρι ήταν πολύτιμο για να το χρησιμοποιείς γι' αλεύρι, το άσπρο ψωμί το αντικατάστησε ένα σκληρό καλαμποκίσιο ψωμί, η μπομπότα, που θα γινόταν σ' όλη την κατοχή είδος πρώτης ανάγκης στο χωριό. Το καλοκαίρι του 1941 οι χωριανοί φύτεψαν με αγωνία κάθε κομματάκι γης που είχαν. Τη μοναδική καλλιεργήσιμη γη στο Λια έπρεπε να την αποσπάσουν σκάβοντας τη βουνοπλαγιά, φτιάχνοντάς τη πεζούλες και στηρίζοντάς τη με ξερολίθι. Οι φαμελιές που δεν είχαν μήτε ένα σκαφίδι γης αντίκριζαν το χειμώνα με όλο και πιο μεγάλο τρόμο. Είχε να φτάσει γράμμα από το Χρήστο πριν από την Ιταλική επίθεση και τα λεφτά της Ελένης είχανε σωθεί. Κατάφερε να κλείσει τον Τάση Μήτρο για να της οργώσει με τα βόδια του τα οικογενειακά χωράφια, και να τον πληρώσει με καλαμπόκι, όμως δεν μπορούσε να πληρώνει πια την Αναστασία Γιάκου και τις δυο θυγατέρες της για να σπείρουνε, ούτε είχε τα μέσα για να στέλνει τη χαζή βοσκοπούλα, τη Βασίλω Μπάρκα, με τα ζωντανά τους στα βοσκοτόπια. Έτσι η Ελένη αποφάσισε να σπείρει η ίδια το στάρι και το καλαμπόκι στα ψηλά χωράφια και να πάρει μαζί της για βοήθεια μια από τις θυγατέρες της. Το πρόβλημα όμως ήτανε ποιο από τα κορίτσια θα 'στέλνε να προσέχει τα γιδοπρόβατα. Σε κείνες τις χαράδρες και τις ρεματιές κρύβονταν άντρες: τσοπάνηδες και ληστές, που ο αριθμός τους μεγάλωνε όσο η πείνα έσπρωχνε τη φτωχολογιά στην κλεψιά. Στα δεκατρία της, η Όλγα μέστωνε γρήγορα. Και μόνο να τη βλέπανε ν' ανηφορίζει με το κοπάδι θα έχανε την υπόληψή της. Η Ελένη ήξερε πως η Όλγα ήταν αλαφρόμυαλη και αφελής· δεν πρόσεχε όσο επιβάλλεται για το δικό της καλό. Τελικά, κατέληξε πως έπρεπε να βγάζει το κοπάδι η Κάντα. Οχτώ χρονών η Κάντα, ήτανε αχαμνή, όλο νεύρο, απίθανο να ξυπνήσει πόθους. Ήταν επιπλέον πιο πονηρή από την Όλγα, μια από τις καλύτερες μαθήτριες στο σχολείο του χωριού. Η Κάντα έμοιαζε της μάνας της, όχι μόνο στα λεπτά σμιλεμένα χαρακτηριστικά, μα και στην αγάπη της για τα γράμματα. Η Ελένη ήταν από τις ελάχιστες χωριανές της γενιάς της που ήταν γραμματισμένη. Είχε παρακολουθήσει μόνο δυο τάξεις στο σχολείο, αλλά αφού της αναθέσανε να προσέχει το κοπάδι των γονιών της διασκέδαζε χαράζοντας γράμματα σε λιθάρια μ' ένα ξυλοκάρβουνο. Κι ακόμα, καλόπιανε με δώρα ένα ξάδερφό της που έμενε πλάι τους για να της δείχνει όσα μάθαινε στο σχολείο κάθε μέρα. Η Ελένη αποφάσισε πως η Γλυκερία, που ήταν τώρα εφτά χρονών, θα συνόδευε την Κάντα στα βοσκοτόπια, παρ' όλο που τα στρουμπουλά της πόδια θα κουράζονταν γρήγορα πασχίζοντας να φτάσουν τις ανοιχτές δρασκελιές της Κάντας. Η Γλυκερία θα μπορούσε να φυλάει το κοπάδι από πίσω, ενώ η Κάντα θα βάδιζε μπροστά, έχοντας το νου της για λύκους, φίδια, ληστές κι αδέσποτα ζωντανά. Στο μεταξύ η Ελένη θα 'παιρνε μαζί της την Όλγα να σπείρουνε τα χωράφια, κι οι δυο τους θα προσέχανε τη Φωτεινή, τριών χρονών, και το Νικόλα, που ζύγωνε πια τα δύο. Η Κάντα τσίνιασε σαν άκουσε τις καινούριες της ευθύνες. Σιχαινόταν τα βρωμερά ζωντανά, θρηνούσε, όμως η Ελένη στάθηκε ανυποχώρητη. Είπε πως η Κάντα θα πήγαινε μερικές ήμερες με την τρελο-Βασίλω για να μάθει πως να προσέχει το κοπάδι. Κάποιο ζεστό ανοιξιάτικο πρωινό του Ιουνίου, η Ελένη και η Κάντα κατηφορίσανε τη βουνοπλαγιά κατά την κεντρική πλατεία, απ' όπου θα παίρνανε το μονοπάτι για το σπίτι της Βασίλως. Στο δρόμο Digitized by 10uk1s

προσπεράσανε μερικούς από τους γανωτζήδες του χωριού που τραβούσανε για τα καφενεία. Αφότου άρχισε η κατοχή, οι σκορπισμένοι στα πέρατα τσαγκαράδες, βαγενάδες και γανωτζήδες του Λια είχαν αρχίσει ένας ένας να γυρνούν στον τόπο τους. Κανένας δεν είχε πια χρήματα για ν' αγοράσει καινούρια παπούτσια, βαρέλια ή χαλκώματα, κι οι άντρες, κατ' ανάγκην αργόσχολοι, περνούσαν τώρα τον καιρό τους καλλιεργώντας τα χωράφια τους ή απλώς καθισμένοι αδιάφοροι στα καφενεία της πλατείας μπρος σε άδεια τραπέζια. Οι περισσότεροι άντρες του Λια ήταν γανωτζήδες, το παραδοσιακό επάγγελμα των ελληνικών χωριών της Ηπείρου βορείως του Καλαμά. Τους λέγανε και καλαντζήδες, από το καλά, τον κασσίτερο, που αποτελούσε το βασικό υλικό της δουλειάς τους. Ο Χρήστος Γκατζογιάννης είχε μάθει την τέχνη του γανωτζή από τον πατέρα του και από οχτώ χρονών ταξίδευε παραγιός, κερδίζοντας μια εγγλέζικη λίρα το μήνα, καθαρίζοντας χαλκώματα με υδροχλωρικό οξύ και άμμο, πότε πότε τρίβοντας τους ρηχούς τεντζερέδες με πέτσινα κουρέλια που τα στριφογυρνούσε επιδέξια με το ξυπόλυτο πόδι του. Οι καλαντζήδες έφευγαν συνήθως από το χωριό στα μέσα Φεβρουαρίου, προτού να μπει η Μεγάλη Σαρακοστή, και ξανοίγονταν ως τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, τη Ρούμελη, την Εύβοια, την Αττική, ακόμα και βορειότερα στην Αλβανία. Όσοι έφταναν ως την Κρήτη και τη Ρόδο δεν ξανάβλεπαν τις φαμελιές τους πριν από δύο ή τρία χρόνια. Ταξίδευαν έχοντας τα σύνεργα και τα χαλκώματα στη ράχη τους ή φορτωμένα σ' ένα γαϊδούρι. Πριν από την κατοχή, μια νοικοκυρά ήταν ευτυχής να πληρώσει μερικές δραχμές για να της καθαρίσουν ένα χάλκωμα, να το επισκευάσουν, να το γανώσουν και να το γυαλίσουν με κάποια καινούρια χρυσαλοιφή της πεντάρας, ενώ ο γανωτζής την κατατόπιζε για τις γέννες, τους θανάτους και τις απαγωγές στα χωριά απ' όπου είχε περάσει. Οι γανωτζήδες της Μουργκάνας είχανε φτιάξει μια δικιά τους γλώσσα, τ' αλιφιάτικα, ώστε να κουβεντιάζουν συναμεταξύ τους χωρίς να τους καταλαβαίνει ο πελάτης. Οι γανωτζήδες θεωρούνταν γενικώς κατεργαραίοι και κλέφτες, που ανακάτωναν στο καλάι μολύβι και που έδερναν κι άφηναν νηστικούς τους μικρούς παραγιούς τους, ωστόσο πολλοί γανωτζήδες του Λια καμάρωναν για την τέχνη τους και την τιμιότητά τους. Καμιά φορά οι άντρες γυρνούσαν στο χωριό βήχοντας από το χτικιό, που το 'χανε αρπάξει έτσι όπως συνήθιζαν να κοιμούνται καταγής σ' εγκαταλειμμένα καλύβια ανάμεσα στη δυνατή φωτιά του καμινιού και στην υγρασία της νύχτας. Αν όμως γλίτωνε από το χαρτοπαίγνιο, τις παστρικές και τους ληστές, ένας καλαντζής πριν από το πόλεμο μπορούσε να επιστρέψει φέρνοντας κάπου 20.000 το χρόνο. Τώρα όλες οι πηγές για το καλάι και το χαλκό, εισαγόμενα και τα δύο, είχανε στερέψει. Μερικοί γανωτζήδες προσπαθούσαν να ξεκλέψουν μια στάλα κασσίτερο καίγοντας τα κουτιά από τις κονσέρβες που πετούσαν στις όχθες του Καλαμά οι Ιταλοί φαντάροι, και κοσκινίζοντας κατόπιν τις στάχτες. Αλλά οι πιο πολλοί απλώς τα παράτησαν. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο τσαγκάρης Αντρέας Κύρκος, ο άντρας της αδελφής της Ελένης, ένας ήσυχος, βασανισμένος άνθρωπος με σκυλίσια μάτια και με τα μαύρα του μαλλιά χτενισμένα σαν περισπωμένη πάνω από τη φαλάκρα του. Ο Αντρέας ρουφούσε το τελευταίο του μπουκάλι τσίπουρο κι αναλογιζόταν μεγαλόφωνα. «Το χειμώνα θα φάμε μετζοσόλες». Τα καφενεία του Λια δεν ήταν πραγματικά καφενεία, όπως στις πολιτείες, αλλά παντοπωλεία — χτισμένα με την ίδια γκρίζα πέτρα όπως και τα σπίτια, γεμάτα εξωτικές μυρωδιές και με όσα ετερόκλητα πράγματα οι χωριανοί δεν μπορούσαν να παράγουν μόνοι τους. Πριν από τον πόλεμο έβλεπες εκεί ανοιχτά τσουβάλια με αρωματικό άκοπο καφέ, ρύζι, ζάχαρη κι αλάτι, κουτιά με νόστιμες καπνιστές ρέγκες και φύλλα παστού μπακαλιάρου, βαρέλια με πικάντικη φέτα και ελιές στην άλμη, νταμιτζάνες με κρασί και με το ντόπιο ποτό, το τσίπουρο, αποσταγμένο από πατημένα Digitized by 10uk1s

σταφύλια, τεράστιες πλάκες σαπούνι και σοκολάτα, που κόβονταν κατά παραγγελία, σχολικά τετράδια, τσάπες, αξίνες και τσεκούρια, βελόνες, κορδέλες, μαντίλια, κουτιά με λουκούμια πασπαλισμένα με άχνη, και μπουκάλες με ροσόλια χρωματιστά σαν πετράδια για δροσιστικά καλοκαιρινά ποτά. Μέσα σ' αυτές τις κατάμεστες αποθήκες, τριγυρισμένες από τα στοιβαγμένα αγαθά, οι χωριανές μετρούσανε τις λιανοδεκάρες τους και κουτσομπολεύανε με τους μαγαζάτορες, ενώ τα παιδιά τους κιαλάρανε τα βάζα με τις χοντρές καραμέλες, ελπίζοντας πως θα τα φιλέψουν, Απ' έξω ήταν το βασίλειο των αντρών, όπου ρυθμίζονταν οι κρατικές υποθέσεις, ενώ ο μαγαζάτορας και οι δικοί του πηγαινόρχονταν, κουβαλώντας ποτά, καφέ, το τάβλι, την τράπουλα και μεζεδάκι από τυρί κι ελιές. Τώρα δεν είχε απομείνει τίποτα για να παραγγείλεις μήτε και λεφτά για να το πληρώσεις, ωστόσο οι άντρες εξακολουθούσαν να κάθονται σαν σπασμένα ρολόγια γύρω από πέντ' έξι πτυσσόμενα τσίγκινα τραπεζάκια έξω από κάθε καφενείο, παίζοντας τάβλι και ξερή και παρακολουθώντας το σούρτα φέρτα, με την ελπίδα πως κάποιος ταξιδευτής θα τους φέρει νέα για τον πόλεμο πέρα από τον Καλαμά. Οι γανωτζήδες που γυρνούσαν είπανε πως οι Γερμανοί είχανε κυριέψει τις πολιτείες, τα λιμάνια και τα μεγαλύτερα νησιά, είχαν επιτρέψει στους Βουλγάρους να καταλάβουν τις ανατολικότερες επαρχίες και είχαν αφήσει τις λιγότερο περιζήτητες περιοχές του εσωτερικού, μαζί μ' αυτές και τα χωριά της Μουργκάνας, στη διοίκηση των Ιταλών. Επειδή οι Ιταλοί δεν είχαν όρεξη να ζουν στις βουνοκορφές» είχαν εγκατασταθεί στις μεγάλες κωμοπόλεις — οι Φιλιάτες ήταν η πιο κοντινή στο Λια, σαράντα πέντε χιλιόμετρα μακριά. Έστειλαν καμιά δεκαριά καραμπινιέρους στην Κεραμίτσα, δέκα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά για να επιτηρούν την περιοχή. Το ταξίδι από τη μια κωμόπολη στην άλλη ήτανε δύσκολο, είπανε οι γανωτζήδες, γιατί σε κάθε μέρος χρειαζότανε να πάρεις άδεια από τις τοπικές ιταλικές και γερμανικές αρχές. Οι Ιταλοί ελάχιστο ενδιαφέρον έδειξαν για το Λια πέρα από το να στέλνουν πότε πότε καμιά περίπολο καραμπινιέρων και Τσάμηδων που έψαχναν για κρυμμένα όπλα, και από το να τοποθετήσουν τέσσερις Έλληνες χωροφύλακες στο σταθμό του χωριού, που είχε μείνει έρημος αφότου οι προηγούμενοι χωροφύλακες έφυγαν για τον πόλεμο. Οι νέοι χωροφύλακες, που τους είχε ανακαλέσει στην υπηρεσία η κυβέρνηση των δοσιλόγων, εγκαταστάθηκαν φοβισμένοι. Καθώς η Ελένη και η Κάντα διασχίζανε την κεντρική πλατεία, περνώντας από το καφενείο του Κώστα Πούλου, ξάνοιξαν μέσα στο σκουροντυμένο πλήθος ένα ανοιχτόχρωμο λεκέ. Σαν παγόνια σε κοπάδι από κοράκια, τρεις νέοι κάθονταν σ' ένα τραπεζάκι, φορούσαν άσπρα πουκάμισα με ψηλό κολάρο και φράγκικα κουστούμια, και νωχελικά ξεκουκίζανε κομπολόγια από όνυχα στα καθαρά τους χέρια, που τα στόλιζε ένα μυτερό μακρύ νύχι από δαχτυλάκι - διακριτικό του σπουδασμένου Έλληνα άρχοντα που δεν κάνει χειρωνακτική δουλειά. Οι νέοι, δάσκαλοι κι οι τρεις, συζητούσανε. Το αξίωμα του δασκάλου αποτελούσε το αποκορύφωμα της κοινωνικής ανόδου στο Λια, εμπνέοντας σχεδόν θρησκευτικό δέος στις ψυχές των χωριανών. Σε όλη την ιστορία του Λια, μοναχά μια δράκα παιδιών του χωριού είχαν προχωρήσει παραπάνω από το γυμνάσιο, και στους Λιώτες φαινόταν περίπου θαύμα που ετούτοι οι τρεις είχανε γίνει δάσκαλοι. Κανένας δεν ξαφνιάστηκε που ο Μηνάς Στρατής, τριάντα δύο χρόνων, είχε φτάσει σε τέτοια περιωπή, γιατί ήταν γόνος πλούσιας φάρας του χωριού. Η οικογένεια Στρατή είχε ένα ακμαίο μαγαζί στην Αλβανία, όπου έφτιαχναν και πουλούσανε χαλκώματα και μπορούσε πολύ καλά να σπουδάσει ένα από τα παιδιά της. Αλλά οι δύο αδερφοί Σκεύη, ο Προκόπης και ο Σπύρος, ήτανε παιδιά φτωχού αγρότη που μόλις εξοικονομούσε τα προς το ζην από μερικά χωραφάκια κάτω από το χωριό. Αν και τα νύχια του ήτανε πάντα μαύρα από το χώμα, ο Σόλης Σκεύης φλεγόταν από τη φιλοδοξία να σπουδάσει κατά κάποιο τρόπο τ' αγόρια του. Digitized by 10uk1s

Είχε πουλήσει ένα από τα πολύτιμα χωράφια του για να τα στείλει στο σχολείο στους Φιλιάτες και κατόπιν, αποφασισμένος να τους εξασφαλίσει θέση στη σχολή Βελλάς -συνδυασμό γυμνασίου, διδασκαλείου και ιεροσπουδαστηρίου, καμιά τριανταριά χιλιόμετρα στ' ανατολικά του Λια — ο Σόλης πήρε το μαυρομάτη, σοβαρό Προκόπη να παρακαλέσουνε μαζί το μητροπολίτη Σπυρίδωνα των Ιωαννίνων. Ο Σόλης και ο γιος του εγκαταστάθηκαν έξω από το μητροπολιτικό μέγαρο, και κάθε μέρα πλησιάζανε το μητροπολίτη όπως περνούσε, τον παίρνανε καταπόδι, ωσότου κάμφθηκε και δέχτηκε να εξασφαλίσει θέση στη Βελλά για τον Προκόπη, παρ' όλο που η σχολή είχε δημιουργηθεί για φτωχά Ελληνόπουλα από τη Βόρειο Ήπειρο. Ο Σόλης ένιωσε πως θριάμβεψε, ωστόσο ο Προκόπης δεν λησμόνησε ποτέ πως ο πατέρας του κι ο ίδιος είχαν αναγκαστεί να εκλιπαρούν για μια θέση που έπρεπε να την πάρει γιατί του άξιζε. Δύο χρόνια αργότερα ο Σόλης προσπάθησε να βάλει στη Βελλά και το μικρότερο γιο του, αλλά δυο μήνες παρακάλια του δεσπότη στα Γιάννινα δεν έβγαλαν τίποτα και τελικά άρπαξε το παιδί και πήγαν στην Κέρκυρα, όπου απειλούσε πως θα βάλει το Σπύρο σε καθολικό ιεροσπουδαστήριο να υπηρετήσει τον Πάπα. Εκεί που τα παρακάλια είχαν αποτύχει, πέτυχε η μπλόφα. Τελικά ο μητροπολίτης Σπυρίδων κάμφθηκε και δέχτηκε να πάει και ο Σπύρος στη Βελλά. Ο Σόλης ένιωθε πως τα 'χε καταφέρει. Κανενός αγρότη τ' αγόρια στο Λια δε θα 'χαν τέτοια ευκαιρία. Όμως ήταν άνθρωπος απλός και δεν υποψιάστηκε πως τ' αγόρια του θα γυρνούσαν στον τόπο τους με κάτι παραπάνω από τη γνώση της ιστορίας και της αριθμητικής. Είχαν μάθει να περιφρονούν τον πατέρα τους για τα γλειψίματα που έκανε προς χάριν τους και να μισούν το σύστημα που τους ανάγκαζε να εξευτελίζονται. Ήταν γόνιμο έδαφος για την ιδεολογία που είχε εισχωρήσει στη σχολή Βελλάς. Έτυχε κι εκεί κοντά, στο Καλπάκι, ο ελληνικός στρατός είχε εγκαταστήσει ένα στρατόπεδο όπου έστελναν τους ύποπτους κομμουνιστές στρατιώτες να συμπληρώσουν τη θητεία τους σ' ένα πειθαρχικό λόχο κάτω από σκληρές συνθήκες. Ανάμεσα στους τιμωρημένους στρατιώτες υπήρχαν στο Καλπάκι πολλοί που θα αναδείχνονταν στον πόλεμο ανώτατα κομμουνιστικά στελέχη. Πέτυχαν να διαδώσουν τις κομμουνιστικές ιδέες στη σχολή της Βελλάς, εμπνέοντας σε ευεπίφορα παιδιά, όπως οι Σκευαίοι, την απόφαση να οικοδομήσουν μια μελλοντική Ελλάδα απαλλαγμένη από τα προνόμια και τα ρουσφέτια. Οι σπόροι που είχαν φυτευτεί στη Βελλά θα έβγαζαν γρήγορα θανάσιμους καρπούς, όμως το καλοκαίρι του 1941 οι τρεις άεργοι δάσκαλοι κάθονταν στην πλατεία του Λια κουβεντιάζοντας για τον πόλεμο, και κανένας δε φανταζόταν πως οι Σκευαίοι ήταν κομμουνιστές, μήτε ο Μηνάς Στρατής υποψιαζόταν πως χάσμα τον χώριζε κιόλας από τους δύο συναδέλφους του. Ο Μηνάς, καθώς άρμοζε στον πιο διακεκριμένο από τους τρεις, φορούσε πάντα ένα φουλάρι επιμελώς τυλιγμένο στο λαιμό του, και μια βαριά καδένα κρεμόταν στο αδύνατο στήθος του δεμένη σ' ένα χρυσό ρολόι, που το συμβουλευόταν τόσο συχνά, ώστε θα νόμιζε κανείς πως η ζωή του ήταν γεμάτη σημαντικές συναντήσεις. Οι δυο Σκευαίοι περνούσαν τις μέρες τους συντροφιά μαζί του, μολονότι τους ενοχλούσε η ανώτερη θέση του Μήνα στο χωριό και το γεγονός ότι πριν από τον πόλεμο είχε κερδίσει αυτός το τεφαρίκι που και οι τρεις τους λαχταρούσαν: το διορισμό στο σχολείο του Λια, όπου μπορούσε να ζήσει με τη γυναίκα του στα Στραταίικα, τα σπίτια της φάρας. Ο Προκόπης Σκεύης είχε εξοριστεί στο απόμακρο Digitized by 10uk1s

σχολείο ενός φτωχού μουσουλμανικού χωριού έξω από τους Φιλιάτες. Ο Σπύρος, αφού περίμενε καιρό το διορισμό του αντικαθιστώντας πότε πότε το Μηνά, είχε τελικά διοριστεί στη Ρηνιάσσα, ένα χωριό κοντά στη νότια άκρη της Ηπείρου. Κι οι δύο Σκευαίοι φλέγονταν από τον ίδιο επαναστατικό πυρετό, ωστόσο και το παρουσιαστικό τους και η ιδιοσυγκρασία τους διαφέρανε. Ο Προκόπης, είκοσι εννιά χρονών, ήταν κοντός και μαυριδερός αρκετά ώστε να τον περάσεις για γύφτο. Ήταν άνθρωπος που σκεπτόταν προτού ενεργήσει, και η ευγλωττία του ενέπνεε εμπιστοσύνη και πίστη. Ο Σπύρος, που ήτανε δυο χρόνια μικρότερος, ήταν πιο ψηλός και πιο ανοιχτόχρωμος από τον αδερφό του και τόσο ισχνός που αν ακουμπούσε μύγα το καλαμοπόδαρό του, χωράτευαν οι φίλοι του, θα το τσάκιζε το βάρος της. Η ένταση της ψυχής του Σπύρου φαινόταν να κατατρώγει της σάρκες του· ο θυμός του φούντωνε μέχρι μανίας και τελικά μπορούσε να τον οδηγήσει στο φόνο. Αλλά καθώς η Ελένη και η Κάντα τούς σίμωναν, οι τρεις νέοι δάσκαλοι κουβέντιαζαν φιλικά, προσπαθώντας να γεμίσουνε με τα λόγια το άδειο τους απόγεμα. Η Ελένη τους χαιρέτησε, μιλώντας πρώτα στο Μηνά Στράτη, που ήταν δεύτερος ξάδερφός της, αλλά και δάσκαλος της Κάντας. Με την τυπική ευγένεια και το επιτηδευμένο λεξιλόγιο που τον χαρακτήριζαν, ο Μηνάς της ανταπέδωσε το χαιρετισμό και τη ρώτησε για που το 'βαλαν. Όταν η Ελένη του εξήγησε πως πήγαινε την Κάντα στη βοσκοπούλα για να τη δασκαλέψει, ο Σπύρος Σκεύης ξέσπασε οργισμένος: «Είναι κρίμα!» πέταξε. «Τα κορίτσια του χωριού αποκουτιαίνουν εκεί πάνω με τα κοπάδια κι η Κάντα είναι η εξυπνότερη απ' όλες!». Η Ελένη του αποκρίθηκε ψυχρά πως θα προσπαθούσε να μην παραμελήσει η Κάντα τα γράμματα, όμως σε τέτοιους καιρούς όλοι έπρεπε να κάνουν θυσίες. Μάνα και κόρη συνέχισαν το δρόμο τους, αφήνοντας τους δασκάλους στην πλήξη του ζεστού απογέματος. Κι οι τρεις τους ένιωθαν πάνω τους τ' ανήσυχα βλέμματα των χωριανών, που καρτερούσαν ένα λόγο ή ένα σημάδι. Στην ελληνική ιστορία, ο σηκωμός παίρνει πάντα φωτιά από τους γραμματισμένους. Οι Λιώτες, γεμάτοι θαυμασμό για τους δασκάλους τους, είχαν απ' αυτούς την αξίωση να κάνουν κάτι για τα δεινά τους. Αναπόφευκτα οι τρεις τους συζητούσαν για την οργάνωση ενός αντιστασιακού κινήματος, που θα ρίζωνε στα κρησφύγετα των βουνών, όπως και οι αγωνιστές της λευτεριάς στα χρόνια του Σηκωμού. Μιλούσανε πάντοτε θεωρητικά. «Πες μου τι σκέφτεσαι, Μηνά — ποιον θα 'θελες σε μια αντιστασιακή ομάδα αν τύχαινε να τη φτιάξεις;» ρώτησε ευγενικά ο Προκόπης. Ο Μηνάς σταμάτησε για να σκεφτεί το ζήτημα απ' όλες του τις πλευρές, όπως έκανε πάντοτε, προτού μιλήσει. «Φαντάζομαι ανθρώπους σαν το Φώτο Γκατζογιάννη, το Γιώργη Μήτρο το μυλωνά, το Νασέλη», αποκρίθηκε τέλος. «Ανθρώπους που ξέρουν τα βουνά και ξέρουν καλό σημάδι». Ο Προκόπης τον άκουσε με ύφος σεβαστικό και πρότεινε να φτιάξει ο Μηνάς ένα κατάλογο με πιθανούς υποψηφίους. Αλλά μόλις έφυγε από το τραπέζι ο Μηνάς, τα δύο αδέλφια βάλανε τα γέλια με την αφέλεια του άλλου δάσκαλου. Ήξεραν πως άνθρωποι με κοπάδια και φαμελιές ήταν απίθανο να τα εγκαταλείψουν για να πάρουνε τα βουνά. Οι νέοι, οι πεινασμένοι και οι φτωχοί ήταν εκείνοι που θα πέθαιναν για μια ιδέα. Αυτούς τους ανθρώπους γύρευαν κι αυτούς αρχίσανε να οργανώνουν μυστικά οι Σκευαίοι το καλοκαίρι του 1941. Δεν είπαν στο Μηνά τι έφτιαχναν.

Τα χελιδόνια εγκαταλείψανε τις λασποφωλιές τους κι οι φθινοπωρινές βροχές έριχναν τα καρύδια που κροτούσαν πάνω στις στέγες σαν νευρικά κοκαλιάρικα δάχτυλα, ενώ οι Λιώτες μάζευαν τα Digitized by 10uk1s

γεννήματά τους και σόδιαζαν ως το τελευταίο κουκί και αστάκυ του καλαμποκιού. Το Νοέμβριο, όταν βάρυνε στον ουρανό η φοβέρα του χιονιού, η κυβέρνηση των δοσιλόγων διέταξε να ξανανοίξουν τα σχολεία, κι οι τρεις δάσκαλοι επιστρέψανε στις θέσεις τους. Όμως οι χωριανοί αναρωτιούνταν πώς μπορούσε να στείλουν τα παιδιά στο σχολείο αφού δεν είχανε λεφτά για ψωμί, άσε πια για παπούτσια. Ο Σπύρος Σκεύης γύρισε στη Ρηνιάσσα, κοντά στην Πρέβεζα, και χρησιμοποίησε τη θέση του για προκάλυμμα, ενώ δούλευε για να οργανώσει κάτω από τη μύτη των Γερμανών μια αντιστασιακή ομάδα. Ο Προκόπης Σκεύης γύρισε στο σχολείο του μουσουλμανικού χωριού Σολοπία, κοντά στους Φιλιάτες. Κάθε τόσο τον έβλεπαν να πηγαίνει από χωριό σε χωριό μαζί με πλανόδιους πραματευτάδες, να σταματάει για να μιλήσει σε χωριάτες που είχαν πολεμήσει τους Ιταλούς. Ο Μηνάς Στρατής είχε από καιρό προπαρασκευάσει τα μαθήματά του και χάρηκε όταν η κυβέρνηση αποφάσισε τέλος να ξανανοίξει τα σχολεία. Οι μαθητές του τον θεωρούσαν ψυχρό και φαντασμένο, αλλά ο Μηνάς πίστευε ακράδαντα πως μπορούσε να βελτιώσει το μέλλον των παιδιών του Λια, μαθαίνοντάς τα να διαβάζουν και να γράφουν και ν' αναρωτιούνται για τον κόσμο τον πέρα από τα βουνά Οι αρχές ειδοποίησαν το Μηνά ν' αφήσει έξω από τα μαθήματά του την ιστορία, την πολιτική και τα «φρονήματα». Όταν άνοιξε το σχολείο μια παγερή μέρα στα τέλη Νοεμβρίου, επιθεώρησε τα εξήντα ρακένδυτα παιδιά, που βρωμοκοπούσαν και που μπήκανε στην τάξη σέρνοντας τα πόδια τους ξυπόλυτα ή τυλιγμένα με κουρέλια, κι αναρωτήθηκε πως ήταν δυνατόν να φανταστούν πως θα σπείρει την ανταρσία σε τέτοιο άγονο έδαφος. Όταν άνοιξε το σχολείο, οι Γκατζογιανναίοι, όπως και όλοι οι άλλοι Λιώτες, ζούσαν τρώγοντας μαζί με την μπομπότα σχεδόν αποκλειστικά σιλίρα — ένα χυλό που τον έφτιαχναν ανακατώνοντας κατσικίσιο γάλα με λίγο γιαούρτι και προζύμι κι αφήνοντάς το να κατακαθίσει μια μέρα. Αρκούσε για να τους κρατάει στη ζωή, όμως η Ελένη, όπως όλες οι χωριανές, προσπαθούσε να επινοήσει τρόπους για να το συμπληρώνει. Η Κάντα και η Όλγα χτένιζαν τα δάση και τα χωράφια αναζητώντας αγριοκρέμμυδα και φύλλα πικραλίδας, που η Ελένη τα 'βραζε και τα 'φτιαχνε χυλό με μπομποτάλευρο. Τα βροχερά πρωινά τα παιδιά ξεχύνονταν στο βουνό και μάζευαν χοντρά σαλιγκάρια, που μαγειρεύονταν με σκόρδο και ντομάτα. Η Αναστασία Γιάκου, δυο σπίτια παρακάτω από της Ελένης, δεν εύρισκε πια για κείνη και για τις θυγατέρες της δουλειά που θα τους έδινε ένα ξεροκόμματο. Κάποια μέρα η Κάντα είδε τη μεγαλύτερη από τις θυγατέρες της Γιάκου, τη Σταυρούλα, να κουβαλάει στο σπίτι μια μεγάλη χελώνα. Παρακολούθησε με φρίκη καθώς η Σταυρούλα στάθηκε έτοιμη πάνω από το διάστικτο γκριζοπράσινο καύκαλο, κρατώντας επί σκοπόν δύο πιρούνια, ωσότου το κεφάλι πρόβαλε αρκετά και το σούβλισε. Πιο πολύ γκρίνιαζαν η Όλγα και η Κάντα για την αναπόφευκτη μπομπότα και σιλίρα ενώ η Γλυκερία αποτέλειωνε τα πιάτα τους που τα παρατούσανε. Η Όλγα ήταν σίγουρη πως η ομορφιά της μαραινόταν, ενώ η Κάντα, που ψιψίριζε πάντα το φαΐ της, αδυνάτιζε ολοένα κι έκλαιγε όσο αναθυμόταν πλούσιες σπανακοτυρόπιτες κι εντράδες με κατσίκι και με σάλτσα από κρεμμυδάκια και πατάτες. Αφότου άρχισαν τα χιόνια οι μαθητές στην τάξη του Μηνά καθημερινά λιγόστευαν, κι όσοι παρουσιάζονταν δε μάθαιναν τίποτα, απλώς στριμώχνονταν ολόγυρα στη σόμπα με τα καυσόξυλα και αποκοιμούνταν. Ο Μηνάς φώναζε και τους κοπανούσε στα κεφάλια το χάρακα, όμως ήξερε πως Digitized by 10uk1s

κανένας δεν μπορούσε να συναρπάσει τα παιδιά, ώστε να μάθουν το αλφάβητο τη στιγμή που πέθαιναν της πείνας. Το ασυνήθιστο κρύο αβγάτεψε τα δεινά του πρώτου χειμώνα της κατοχής. Από το Νοέμβρη και πέρα χιόνιζε κάθε μέρα. Όσο οι χιονοθύελλες αγρίευαν, τόσο ο αριθμός των μαθητών περιοριζόταν σε κείνους που έμεναν δυο δρασκελιές από το σχολείο. Συχνά τα παιδιά λιποθυμούσαν στην τάξη. Ο Μηνάς πεισματικά συνέχιζε να τα κανοναρχάει με τα μαθήματά του, αποφασισμένος να εξακολουθήσει ώσπου να μην απομείνουν μαθητές να τον ακούνε. Ωστόσο, όταν ο παπα-Ζήσης άρχισε ν' απλώνει τα μεταξωτά άσπρα χριστουγεννιάτικα λάβαρα στην άγια τράπεζα της γειτονικής Αγίας Τριάδας, μόνον έξι παιδιά πήγαιναν πια στο σχολείο. Ανάμεσα σε κείνα που είχαν εξαφανιστεί ήταν η Κάντα και η Γλυκερία Γκατζογιάννη. Στην κουζίνα του Γκατζογιάννη τα κορίτσια κοιτούσαν σκεπτικά στα πιάτα τους την άσπρη, πηχτή σιλίρα, η Κάντα γκρίνιαζε πως και μόνο που τη βλέπει αναγουλιάζει. Η Ελένη τους είπε κοφτά να τη φάνε· δε θα τη ξανάβλεπαν τις δύο επόμενες βδομάδες. Τα πρόσωπά τους, που άξαφνα τα φώτισε η ελπίδα, κατσούφιασαν μόλις τους θύμισε πως άρχιζε η σαρακοστή των Χριστουγέννων. Από δω και πέρα, γάλα, αυγά, τυρί —οτιδήποτε προερχόταν από ζωντανό με αίμα — ήταν απαγορευμένο ως τη μέρα της γιορτής. Σφίγγοντας την κοιλιά της θεατρινίστικα, η Γλυκερία έσκουζε πως δεν μπορεί ο Θεός να 'ναι τόσο κακός και να θέλει να νηστέψουν τη στιγμή που πέθαιναν κιόλας της πείνας. Στη βαριά σιωπή που ακολούθησε, άρχισε να παρηγορεί τον εαυτό της αψανά με φαντασίες για το ψητό κατσίκι που θα είχαν τα Χριστούγεννα, γαρνιρισμένο με πατάτες, όλο νοστιμιά με τη ρίγανη και με το σκορδάκι του, να στάζουν τα ζουμιά. Η Ελένη δεν άντεχε να τους πει πως δε θα 'χαν κρέας τα Χριστούγεννα· δεν μπορούσανε να σφάξουν τη μία από τις έξι γίδες που τους είχαν απομείνει για ένα σκέτο φαγητό, αφού μπορούσαν να την ανταλλάξουν με μπομποτάλευρο για δυο βδομάδες. Τα παιδιά της παραήτανε μικρά και καλομαθημένα για να φανταστούν πως είναι δυνατόν να περάσει η μια από τις δύο μεγάλες γιορτάδες της χρονιάς δίχως μια μπουκιά κρέας. Με αυστηρή φωνή, η Ελένη ορμήνεψε τα κορίτσια πως θα περνούσαν τις μέρες της νηστείας τρώγοντας πατάτες, χόρτα βραστά και μπομπότα· να λέγανε και φχαριστώ που υπήρχανε και τούτα. Η Όλγα είχε μουτρώσει. Στο μυαλό της τριγυρνούσε όχι το φαγητό, αλλά το άλλο προνόμιο που συνόδευε τα Χριστούγεννα. Η χαρούμενη λειτουργία ανήμερα τα Χριστούγεννα ήταν η μία από τις δύο φορές του χρόνου, που τ' ανύπαντρα παλικάρια του χωριού είχαν την ευκαιρία να εκτιμήσουν τα κάλλη των υποψήφιων νυφάδων. «Γιατί να νηστέψω αφού δεν θα μπορέσω να μεταλάβω;» ξέσπασε η Όλγα. «Δεν πρόκειται να παρουσιαστώ βέβαια στο χωριό σ' αυτό το χάλι». Φορούσε το μοναδικό της φουστάνι, μαύρο μάλλινο, που έκανε γυαλάδες απ' τα χρόνια κι ήταν στους αγκώνες μπαλωμένο. Η Ελένη αναστέναζε και δεν αποκρίθηκε. Η Όλγα, κοντά δεκατεσσάρων χρονών, ήταν ξεροκέφαλη κοπέλα, και πίστευε πως δεν αξίζει να ζεις αν δεν έχεις γυαλιστερό βελουδένιο φόρεμα, στολισμένο με τριπλό μαύρο γαϊτάνι στον μπούστο και στη φούστα για να δείχνει την ανώτερη θέση της φαμελιάς σου. Μερικές νύχτες αργότερα, ύστερα από 'να μελαγχολικό δείπνο με μπομπότα και χορταρικά βρασμένα με κρεμμύδια, η Ελένη επιθεώρησε, τα τρόφιμά τους στο δωματιάκι πίσω από την καλή κάμαρη. Οι ξύλινες κασέλες που ο Χρήστος στην τελευταία του επίσκεψη τις είχε γεμίσει με παστό μπακαλιάρο και με κονσέρβες είχαν από καιρό αδειάσει, και τώρα, ακόμα και τα ξερά σύκα και το λάδι κόντευαν να σωθούν. Οι πλεξάνες τα κρεμμύδια, τα σκόρδα και το τσάι του βουνού θρόισαν καθώς πέρασε. Μια φέτα φεγγάρι κρεμόταν έξω από το παράθυρο, τριγυρισμένη από την αχλή που προμηνάει χιόνα.

Digitized by 10uk1s

Γυρνώντας στην κουζίνα, η Ελένη κάθισε κατάχαμα πλάι στην ξύλινη κούνια. Ο Νικόλας μασούσε τη γροθιά στον ύπνο του, τα μάτια του βαθουλωτά, το αδύνατο πρόσωπό του έμοιαζε με βασανισμένου γέρου. Τα χαρακτηριστικά του —μικρό, γραμμένο στόμα, πλατύ κούτελο, πεταχτά ζυγωματικά και μάτια βαθιά χυμένα— ήταν δικά της αντίτυπα, αλλά τα ξανθά του μαλλιά ήταν πιο ανοιχτά από τις καστανωπές κοτσίδες της. Η Ελένη πάντοτε θωρούσε το γιο της με θαυμασμό. Επειδή φοβόταν πως η δυνατή αγάπη της γι' αυτόν θα τραβούσε το κακό μάτι, έχωνε στα ρούχα του για να τον προστατεύουν χάρτινες εικονίτσες αγίων. Ήταν το καμάρι και η μονομανία της, και την πιο μεγάλη ευτυχία της ζωής της τη γνώρισε τη μέρα που γεννήθηκε, στις 23 Ιουλίου 1939.

Αυτό είχε συμβεί την τρίτη μέρα του ετήσιου πανηγυριού του προστάτη αγίου του χωριού, του Προφήτη Ηλία. Ο ειδωλολάτρης προκάτοχος του αγίου ήταν ο Ήλιος, και κάθε 20 Ιουλίου, με μια τελετουργία ηλικίας χιλιάδων ετών, οι κάτοικοι του βουνού σκαρφάλωναν καθώς έσκαγε η αυγή στην ψηλότερη κορφή, άναβαν φωτιές, θυσίαζαν ένα πετεινό και προσεύχονταν για μια χρονιά με καλό καιρό. Ύστερα από τις αυγινές προσευχές, οι Λιώτες κατέβαιναν στη Βρύση, στο τριγωνικό ίσιωμα κάτω ακριβώς από την κορφή όπου οι πλανόδιοι, μελαψοί μουσικοί, οι γύφτοι, περίμεναν έτοιμοι με το κλαρίνο, το βιολί και το ντέφι, ν' αρχίσουν το χορό και το γλέντι. Η Ελένη είχε απομείνει στο Περιβόλι, ξέροντας πως η ώρα της πλησίαζε. Την τρίτη μέρα έστειλε την Όλγα στο χοροστάσι να φέρει τη μαμή, τη Βασίλαινα Κύρκου, και τη συννυφάδα της Ελένης την Αλέξω Γκατζογιάννη, που είχε υποσχεθεί να τη βοηθήσει στη γέννα. Οι δυο τους έφτασαν λίγο μετά το μεσημέρι, ζαλισμένες από το χορό και το κρασί, και βρήκαν την Ελένη να κάθεται κουλουριασμένη, το κορμί της είχε συσπειρωθεί γύρω από τους πόνους. Η μαμή φόρεσε την άσπρη της ποδιά κι άρχισε να βράζει ένα ναρκωτικό αφέψημα από τ' άνθη της μοναδικής γλυκολεμονιάς του χωριού, ενώ η Αλέξω έτριβε την κοιλιά της Ελένης. Τα κορίτσια είχαν στριμωχτεί πίσω από την κλειστή πόρτα της κουζίνας, τρομαγμένα με τα βογκητά της μάνας τους. Καθώς περνούσαν oι ώρες, η μάνα της Ελένης γλίστρησε μέσα στην κουζίνα και κούρνιασε στη γωνιά, περιμένοντας εκεί σαν αχαμνό μαυροπούλι με μυτερό ράμφος. Η καλόκαρδη μαμή ψιθύρισε στην Ελένη πως ο πατέρας της, ο Κίτσος, έκοβε βόλτες απ' έξω, στο περιβόλι, φροντίζοντας να βρίσκεται σε απόσταση ώστε ν' ακούει ενώ καμωνόταν πως δεν τον μέλλει τι γίνεται. Αν και δε θα εκδήλωνε ποτέ τα αισθήματά του, ο μυλωνάς αναμφίβολα συλλογιόταν πως είχε γεννήσει έξι θυγατέρες, τέσσερις από αυτές πεθαμένες, η μία στέρφα και η στερνή μάνα τεσσάρων κοριτσιών. Αν ήτανε να δει ποτέ αρσενικό συνεχιστή της γενιάς του ετούτη εδώ ήταν η τελευταία ευκαιρία. Βασίλευε ο ήλιος, κι οι σκιές των κυπαρισσιών γύρω από τον Άη Δημήτρη ανέβαιναν ψηλά στη βουνοπλαγιά, όταν η μαμή ανήγγειλε πως το μωρό ερχόταν. Η Αλέξω βοήθησε την Ελένη να σταθεί. Η Βασίλαινα έριξε ένα ζωνάρι πάνω από 'να πάτερο του ταβανιού κι ενώ η Αλέξω την έσφιγγε στην αγκαλιά της ανασηκώνοντάς την, η Ελένη τραβούσε το ζωνάρι με όση δύναμη της είχε απομείνει. Οι ρυθμικές συσπάσεις, τώρα πιο γοργές, χωρίς ανάπαυλα, παράσυραν την Ελένη σε μια πλημμυρίδα πόνου, μοναδική της άγκυρα το γερό αγκάλιασμα της συννυφάδας της. Σε κάθε κύμα βογκούσε, τραβώντας το ζωνάρι, οι μύες της κοιλίας της σαν σιδερένια τσέρκια. Ήρθε ένας πόνος φοβερότερος απ' όλους τους άλλους, ξεμπουκάρισε το αίμα, και το μωρό γλίστρησε μέσα στ' ανοιχτά χέρια της μαμής, ενώ η Ελένη λιποθύμησε κι η Αλέξω την ακούμπησε απαλά στο Digitized by 10uk1s

πάτωμα. Η Βασίλαινα τύλιξε αμέσως το παιδί, ρίχνοντας μια πονηρή ματιά κατά τη Μεγάλη και στενάζοντας: «Ω, Θεέ μου, κι άλλο κορίτσι!». Η γριά έριξε την ποδιά της πάνω στο κεφάλι της κι άρχισε να μοιρολογάει, όμως εκείνο που ξεστόμισε παρευθύς η μαμή την έκανε να σωπάσει. Φωνάζοντας την Όλγα από το διάδρομο, η Βασίλαινα είπε: «Σύρε στο περιβόλι, κόρη μου, και φέρε μου το καλπάκι του παππού σου!» Με τη λέξη «καλπάκι» όλες αρχίσανε να ξεφωνίζουν. Η Όλγα, η Αλέξω, η Μεγάλη, η Κάντα και η Γλυκερία όρμησαν να δούνε τι κρατούσε η μαμή. Όλες ήξεραν για τι ήθελε το καλπάκι του Κίτσου: εκείνος που φέρνει τα σπουδαία νέα, τα συχαρίκια, πρέπει ν' αρπάξει το καλπάκι από το κεφάλι του καλότυχου αποδέκτη, που θα το πάρει πίσω πληρώνοντας χρήμα. Η Βασίλαινα είχε για τον Κίτσο Χαϊδή νέα που άξιζαν το λιγότερο μια λίρα χρυσή. Όμως δεν κατάφερε να του πάρει το καλπάκι. Μόλις του το γύρεψε η Όλγα, ο ασπρομάλλης μυλωνάς άρπαξε με μια κραυγή το κορίτσι και το στριφογύρισε — πρώτη φορά που τον είδανε ν' αγκαλιάζει κάποια από τις εγγόνες του. Γύρω από τα στρωσίδια της Ελένης ηχολογούσανε οι θηλυκές φωνές και κατόπιν, μια βαθιά φωνή του πατέρα της, που έκραζε: "Αν με κοροϊδεύεις με τα χωρατά σου, μωρή μαμή, θα σε σκοτώσω! Για να δω τ' αγόρι!». Η λέξη «αγόρι» σαν ν' αντήχησε ξανά και ξανά. Η Ελένη άνοιξε τα μάτια της κι αντίκρισε τη μαμή χαμογελαστή να κρατάει στην άσπρη της ποδιά ένα κόκκινο πράμα, σίγουρα πολύ μικροσκοπικό για να 'ναι άνθρωπος, που λυγιόταν και τεντωνόταν νιαουρίζοντας θυμωμένα. Η Ελένη άπλωσε τα χέρια να το πάρει. Το κορμί της ένιωθε τον πρώτο άγριο πόνο του αποχωρισμού και της απροσμέτρητης αγάπης. Ανάγειρε στο μαξιλάρι. Επιτέλους ο προορισμός της ως γυναίκας είχε εκπληρωθεί. Στους είκοσι εννιά μήνες που πέρασαν, από τότε, το μικροσκοπικό πλασματάκι μεγάλωσε και γέμισε τα κενά στη ζωή της: την απουσία του άντρα της, το χάσμα που άφησε ο θάνατος της πεθεράς της. Αλλά τον Δεκέμβριο του 1941 κάθε φορά που η Ελένη κοιτούσε το αγόρι της, έβλεπε πόσο λιανά είχανε καταντήσει τα μπρατσάκια του, και την κυρίευε ο μεγαλύτερος από τους φόβους που είχε δοκιμάσει ποτέ: ο Νικόλας της πέθαινε της πείνας. Ο μόνος όπου μπορούσε να στραφεί για βοήθεια ήταν ο πατέρας της. Ο Κίτσος ανέκαθεν ήτανε ψυχρός και αμίλητος στα παιδιά του, και η Ελένη λαχταρούσε να παντρευτεί για να γλιτώσει από την τυραννία του. Ωστόσο, κάτω από τα σκληρά λόγια και τη σιωπή, που χαρακτηρίζανε τις σχέσεις πατέρα και θυγατέρας, η Ελένη ήξερε πως υπήρχε αγάπη μα και οργή. Ο πατέρας της σίγουρα δεν θ' αρνιόταν να σώσει το μοναδικό εγγονό του. Έτσι η Ελένη τυλίχτηκε με την κάπα της, σφάλισε την πόρτα πίσω από τα παιδιά που κοιμούνταν και κατηφόρισε για το σπίτι του πατέρα της.

Παιδί θεωρούσα τον παππού μου μορφή τρομαχτική, γοητευτική μυστηριώδη, το μοναδικό υπόδειγμα που είχα για να με μάθει τι σημαίνει να 'σαι άντρας, θυμάμαι ότι μπροστά του πάντα φοβόμουν την παγεράδα του που σε κράταγε σε απόσταση και τι αιφνίδιες εκρήξεις του βίαιου χαρακτήρα του. Ο Κίτσος Χαϊδής ήταν θρυλικός στο χωριό για τη πανουργία του και για τη φήμη του γυναικά. Στα νιάτα του ήταν όμορφος σαν τους λαγγεμένους καπεταναίους των βουνών σε μια χαλκογραφία του 19ου αιώνα, με πεταχτά μήλα, πλούσια μαύρα μαλλιά και πυκνά φρύδια πάνω από καταπληκτικά Digitized by 10uk1s

γαλανά μάτια. Με τα χρόνια τα χαρακτηριστικά του δεν μαλάκωσαν, ενώ τα μαλλιά και το μουστάκι του έγιναν κάτασπρα. Η εξυπνάδα του τον έκανε σεβαστό σε όλο το Λια και δύο φορές είχε εκλεγεί πρόεδρος της κοινότητας. Αυτός κι οι φαμελιές των δύο αδερφών του δούλευαν εκ περιτροπής το νοτιότερο μύλο, κάθε φορά από δυο χρόνια, κι όταν ήταν η σειρά του παππού μου οι δουλειές μεγάλωναν αισθητά. Όποτε δε δούλευε τον οικογενειακό μύλο, ήταν περιζήτητος σε αλλά χωριά για να χτίζει και να επισκευάζει μύλους και για να τους κουμαντάρει με ποσοστό στα κέρδη ωσότου καζαντίσουν. Η φήμη του παππού μου σαν Δον Ζουάν πρόσθετε απλώς στ' όνομά του αίγλη. Σε μια κοινωνία τόσο άκαμπτη και τόσο στερημένη από ιδιωτική ζωή όσο των ορεινών χωριών, η μοιχεία ήταν σχεδόν αδύνατη και μπορούσε να σημάνει και για τους δύο θάνατο, ωστόσο όλοι ψιθύριζαν πως ο Κίτσος Χαϊδής πρόσφερε κάτι παραπάνω από το ν' αλέθει στις πελάτισσές του αλεύρι, και ήταν αρκετά έξυπνος για να μην τον πιάνουν στα πράσα. Ενώ ήταν ο πιο ανοιχτοχέρης νοικοκύρης του Λια στην ονομαστική του γιορτή ή στη γιορτή του σπιτιού του, στη φαμελιά του ήτανε τσιγκούνης και τύραννος. Η μάνα μου μας έλεγε συχνά πως η γιαγιά μας έστηνε τις θυγατέρες της τσίλιες όποτε πρόσφερε στον εαυτό της την απαγορευμένη πολυτέλεια ενός φλιτζανιού καφέ. Αν ξαφνικά εμφανιζόταν στην αυλόθυρα ο Κίτσος, η Μεγάλη έχυνε τον καφέ στην φωτιά κι έπλενε το φλιτζάνι προτού εκείνος φτάσει στην εξώπορτα. Ο Κίτσος την είχε παντρευτεί όταν εκείνη ήταν δεκατεσσάρων χρονών, και στα επόμενα εβδομήντα ένα χρόνια υπέμενε τις απιστίες του και το σκληρό χαρακτήρα του με την καρτερικότητα αγίας. Αν και ποτέ δε μ' έδειρε, εμένα το μοναδικό εγγονό του, παιδί τον φοβόμουν και τον απόφευγα. Με μεγάλη συγκίνηση γύρισα στο χωριό στα 1963 στο σπίτι του ογδοντατριάρη παππού, που είχα να δω δεκατέσσερα χρόνια. Ήταν ακριβώς όπως τον θυμόμουν, με την ίδια ζωτικότητα και την ίδια προσωπικότητα που σε μαγνήτιζε, αλλά φάνηκε να ξαφνιάστηκε που με είδε μεγάλο, με χαρακτηριστικά να καθρεφτίζουν τα δικά του. Δεν ήταν ποτέ άνθρωπος που φανερώνει τα αισθήματά του, όμως προσπάθησε με το δικό του τρόπο να δημιουργήσει ένα δεσμό ανάμεσά μου, να κερδίσει το θαυμασμό μου. Θυμάμαι ένα απόγεμα που καθόμασταν στο καφενείο του χωριού και κάποιοι άρχισαν να διαφωνούν για το ποιο είναι το σπουδαιότερο προσόν ώστε να 'χεις επιτυχία στις γυναίκες. «Ομορφιά», είπε ένας. «Λεφτά», υποστήριξε άλλος. «Να 'χεις τον τρόπο να μιλάς», πρότεινε ο τρίτος. Οπότε ο παππούς μου έγειρε μπροστά μ' ένα ύφος που όλο το καφενείο σώπασε. «Το μοναδικό μυστικό για να 'χεις επιτυχία στις γυναίκες», είπε, ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος μου, «είναι να 'χεις την ικανότητα να ξεχωρίζεις εκείνες που το θέλουν». Ολοφάνερο, δεν κέρδισε αδίκως τη φήμη του. Την τελευταία νύχτα της επίσκεψής μου, καθώς ο παππούς μου κι εγώ καθόμασταν στο σκοτάδι κοντά στο τζάκι, το πρόσωπό του στη σκιά άρχισε να μου μιλάει, κι εγώ ένιωσα πως ήθελε κάτι να μου πει που του ήταν δύσκολο. Μου είπε πως το καλοκαίρι του 1916 όταν είχε νοικιάσει και δούλευε ένα μύλο έξω από το χωριό Γιρομέρι, σκότωσε άνθρωπο. Ήταν κάποιος Τούρκος ληστής που είχε πάει και τον φοβέριζε πως θα του κάψει το μύλο ή και χειρότερα ακόμη αν δεν του πλήρωνε κάθε μήνα λεφτά για να 'χει προστασία, συνηθισμένη μορφή εκμετάλλευσης εκείνον τον καιρό. Ο παππούς μου το δέχτηκε, πότισε τον Τούρκο με τσίπουρο, και μετά, όπως εκείνος έπαψε να φυλάγεται, τον σκότωσε μ' ένα τσεκούρι. Δουλεύοντας γοργά, γύρισε το νερό από τ' αυλάκι και το 'ριξε σ' ένα ημικυκλικό λάκκο που τον είχαν εκεί για τις περιπτώσεις που χρειαζόταν επισκευή ο μηχανισμός, έβγαλε τις πέτρες από τ' αυλάκι κι έθαψε το πτώμα του Τούρκου στο κοκκινόχωμα, εκεί πιθανόν θα βρίσκεται ακόμη, βαθιά κάτω από το παγωμένο νερό που γυρνάει τις μυλόπετρες. Ο παππούς μου ποτέ δε μίλησε σε κανένα για το φονικό, αντίθετα από τον μπάρμπα μου το Φώτο, που συχνά καυχιόταν για το σκοτωμό του Τούρκου που πρόσβαλε τη γυναίκα του. Κατάλαβα πως μου 'λεγε την ιστορία σαν να μου πρόσφερε κλάδο ειρήνης. Ένα μόνο πρόσωπο ακόμη ήξερε το Digitized by 10uk1s

μυστικό του, μου είπε. Η μάνα μου, κοριτσάκι τότε εννιά χρονών, είχε πάει να τον βρει στο νοικιασμένο μύλο, κοιμόταν στη σοφίτα, και είδε το φονικό. «Δεν το 'πε πότε σε κανένα», πρόσθεσε ήσυχα ο παππούς μου στο σκοτάδι, «αλλά το 'βλεπα πάντα στα μάτια της». Καθόμασταν σιωπηλοί όσο αναλογιζόμουν την αποκάλυψή του. Ήξερα πόσο του ήταν δύσκολο να ξανοιχτεί σε μένα έστω και τόσο. Προτού πεθάνει τέσσερα χρόνια αργότερα, στα ογδόντα εφτά του, δεν είπε ποτέ πως μετάνιωσε για τη μεταχείριση της μάνας μου και των εγγονιών του, δεν φανέρωσε ποτέ τα αισθήματά του για την εκτέλεσή της. Μολονότι δε θα το παραδεχόταν ποτέ ήξερα πως ακόμα κι ένας αγύριστος κυνικός όπως ο παππούς μου, συμμεριζόταν τη δοξασία που καθολικά επικρατούσε στο χωριό: αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα. Με την ομολογία του αυτή μου είχε προσφέρει επίσης το κλειδί για να εξηγήσω τις ακανθώδεις σχέσεις που είχε με τη μάνα μου σ' όλη τους τη ζωή. Κάθε φορά που κοιτούσε τα μάτια της θυγατέρας του διάβαζε εκεί μέσα όχι μόνο το φόβο αλλά και μια σιωπηρή επίκριση. Τον καταλάβαινε καλύτερα από κάθε άλλον άνθρωπο επί της γης, και τούτο ο παππούς μου δεν μπορούσε να το λησμονήσει. Η γνώση του και η σιωπή της θα πρέπει να ήτανε για κείνον μια αδιάκριτη επιτίμηση.

Όταν η Ελένη διάβηκε την εξώθυρα του πατέρα της εκείνο το χιονισμένο βράδυ του 1941 και τον είδε να περιμένει εχθρικά να μάθει τι την είχε κουβαλήσει, εκεί, προσπάθησε ν' ακούγεται ήρεμη και πρακτική. «Έχουμε το γάλα από τις γίδες», του είπε, «αλλά το καλαμπόκι θα κρατήσει μοναχά ένα μήνα ακόμα. Οι έξι γίδες είναι ό,τι μας απόμεινε. Ξέρω πως το μύλο τον έχει τώρα ο θείος Γιώργης, αν όμως του μιλούσες εσύ, μπορεί να μας δανείσει λίγο αλεύρι, όσο για να κρατηθούμε στη ζωή ωσότου ανοίξουνε τα ταχυδρομεία και μπορέσει να τον ξοφλήσει ο Χρήστος». Ο Κίτσος άκουγε αμίλητος, κατσούφης. Το 'βλεπε πως την πονούσε να παρακαλάει, και η συμπόνια, μαζί με τη γνώση πως δεν μπορούσε να της κάνει τίποτα, του φούντωσε το θυμό. «Ο Γιώργης έχει να ταΐσει πέντε παιδιά συν τα ορφανά του Μήτρου!» της φώναξε. «Δεκατέσσερα στόματα Χαϊδαίων να φάνε από το μύλο, κι η δουλειά πεσμένη στο μηδέν! Αφότου παντρεύτηκες και μπήκες στους Γκατζογιανναίους έχουν εκείνοι την ευθύνη να σε ζήσουνε, δεν την έχω εγώ! Αν δεν μπορεί να σε βοηθήσει ο άντρας σου, ας σε ταΐσει ο αδερφός του». Η Ελένη έσκυψε το κεφάλι, ξέροντας πως είχε νικηθεί. Ο πατέρας της είχε δίκιο και δεν υπήρχε ελπίδα να τη βοηθήσει ο Φώτος. Μόλις πριν από μια βδομάδα ο κουνιάδος της είχε περάσει έξω από την αυλόπορτά τους φορτωμένος ένα σακί ορτύκια· όταν του γύρεψε ένα για να φτιάξει σούπα στο μωρό εκείνος αρνήθηκε. Ο άντρας της έστελνε πάντα χρήματα για να βοηθάει το Φώτο και την πολυμελή φαμελιά του από τα 1910, τότε που ο Φώτος ήταν στη φυλακή για το σκοτωμό του Τούρκου, και τώρα εκείνος της είχε αρνηθεί ένα πουλάκι όχι πιο μεγάλο από σπουργίτι. Η Ελένη δε θα άφηνε τον πατέρα της να καταλάβει την απόγνωσή της. Απόμεινε για μια στιγμή σιωπηλή, συλλογισμένη. Μια διέξοδος της έμενε, φτάνει να μην την εγκαταλείπανε οι δυνάμεις της. «Θα πάρω τα πράματα που μου 'χει χαρίσει ο Χρήστος και θα τα πουλήσω στην Αλβανία!» είπε προκλητικά. Ενώ η Ελλάδα λιμοκτονούσε, η Αλβανία είχε ακόμη άφθονα αγαθά, γιατί ο Μουσσολίνι την είχε κηρύξει Ιταλικό προτεκτοράτο. Στην άλλη πλευρά των βουνών, οι Αλβανοί είχαν μπόλικο καλαμπόκι, που ήταν πρόθυμοι να το δώσουν στους Έλληνες παίρνοντας σε αντάλλαγμα αντικείμενα αξίας. Οι πιο φτωχές γυναίκες του Λια φέρνανε βόλτα την πείνα τους βαδίζοντας δυο μέρες ως τη θάλασσα στην Ηγουμενίτσα για να μαζέψουν αλάτι, μετά έφερναν πίσω όσο μπορούσαν να κουβαλήσουνε Digitized by 10uk1s

στην πλάτη τους, και σκαρφάλωναν πάνω από τα χιονοσκέπαστα βουνά ως τους μεσόγειους Αλβανούς, που ανταλλάζανε το καλαμπόκι τους με ίσο βάρος αλάτι. Ωστόσο, μόνον οι πιο απελπισμένες και ρωμαλέες γυναίκες καταφεύγανε σ' αυτό το μέσο, γιατί τα βουνά ήταν παγίδες θανάτου από τους ληστές, τους λύκους και τις χιονοθύελλες, που από το Νοέμβρη ολοένα χειροτέρευαν. Μόλις πριν από μια βδομάδα, η Ελένη είχε δει το ξυλιασμένο κουφάρι μιας γειτόνισσάς της, της Σωτήραινας Παπαχρήστου, να το σέρνουν έξω από την αυλόθυρά της, το κεφάλι να βροντάει στα λιθάρια, το στόμα της κοκαλωμένο ορθάνοιχτο, τα μάτια της να θωρούν άψυχα τον ουρανό. Η Σωτήραινα κι ο γιος της ο Γιώργος, είκοσι δύο χρονών, είχαν ξεκινήσει για την Αλβανία κουβαλώντας είκοσι οκάδες αλάτι ο καθένας, και στο δρόμο του γυρισμού, φορτωμένοι με καλαμπόκι, είχανε χαθεί σε μια χιονοθύελλα και ζάρωσαν κοντά κοντά όλη τη νύχτα μέσα σ' ένα πεύκο. Το πρωί το παλικάρι ξύπνησε και βρήκε τη μάνα του ξυλιασμένη και μπλάβα. Οι κραυγές του ξεσήκωσαν τους χωριανούς, που έτρεξαν στο βουνό, την τύλιξαν σε μια μπατανία και την έσυραν από το μονοπάτι ως το σπίτι της. Η Ελένη ακολούθησε τη συνοδεία ως τη καλή κάμαρη της γειτόνισσας, γυμνή πέρα από 'να χοντροφτιαγμένο ξύλινο τραπέζι, όπου την απίθωσαν ενώ τα τρία μικρότερα παιδιά της αποφεύγανε να κοιτάξουνε τη μάνα τους. Όταν οι γυναίκες γυρίσανε τη Σωτήραινα για να της κλείσουνε τα μάτια, ένας βόγκος βγήκε γουργουριστός από το λαιμό της, κι ο γιος της λιποθύμησε. Οι γυναίκες πιάσανε να της τρίψουνε τα χέρια και τα πόδια, αλλά μόλις την αγγίξανε κατάλαβαν πως τώρα ήταν σίγουρα νεκρή. Ο βόγκος ήταν η ψυχή της που έφευγε από το κορμί της, καταλήξανε. Τρεις μέρες αργότερα οι χωριανοί είδανε κοράκια να κόβουν βόλτες πάνω από το μέρος όπου η Σωτήραινα είχε πετάξει τα τσουβάλια της με το καλαμπόκι. Το μαζέψανε σπυρί σπυρί και το στεγνώσανε στο φούρνο, ώστε τα παιδιά της να 'χουν το φαΐ, που για να τους το φέρει εκείνη πέθανε. Η Ελένη αναλογίστηκε το πεθαμένο πρόσωπο της Σωτήραινας κι ανατρίχιασε, όμως η οργισμένη άρνηση του πατέρα της να τη βοηθήσει της έδινε το κουράγιο ν' ακολουθήσει το δρόμο της νεκρής και να περάσει τ' αλβανικά σύνορα. Ο Κίτσος ακούγοντας τα λόγια της την κοίταξε κατάπληκτος, ύστερα άρχισε ν' αποπαίρνει τη θυγατέρα του. Πριν από τρία χρόνια ήτανε τόσο άρρωστη που δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της, και τώρα λογάριαζε να σκαρφαλώσει μέσα στα χιόνια ως την Αλβανία. Δεν θα ήτανε καλύτερο να πηδήσει στη ρεματιά και να ξεμπερδεύει; Κανένας δεν της είχε πει να φτιάξει πέντε παιδιά! Όσο πιο πολύ την ειρωνευόταν, τόσο πιο αποφασιστική γινότανε η Ελένη. Αν αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να θρέψει τα παιδιά της, τότε κάπως θα 'βρισκε την αντοχή να σκαρφαλώσει στο βουνό μόλις περνούσαν οι γιορτές των Χριστουγέννων. Σηκώθηκε και φόρεσε την κάπα της, ύστερα όρμησε έξω από την πόρτα, τα μάτια της σκληρά όσο και του πατέρα της. «Ναι, τράβα να σκοτωθείς!» της φώναξε από πίσω ο Κίτσος. «Ν' αφήσεις πέντε ορφανά. Τότε ποιος θα νοιαστεί να τα ταΐσει;»

Στην καλή κάμαρη του σπιτιού, το δωμάτιο που προοριζόταν για ειδικές περιπτώσεις και όπου οι φαμελιές εκθέτανε τα πλούτη τους, η Ελένη ξεχώρισε ποια από τα υπάρχοντά της θα μπορούσε ν' ανταλλάξει με καλαμπόκι. Η καλή κάμαρη του Γκατζογιάννη ήταν λαμπρότερη από κάθε άλλη στο Λια, δέσποζε εκεί το διπλό μπρούντζινο κρεβάτι, που το χρησιμοποιούσαν μόνο όταν ο Χρήστος έμενε στο σπίτι. Στην ανατολική γωνιά, στο υαλόφρακτο ξύλινο εικονοστάσι του σπιτιού, ένα ροδί καντήλι έκαιγε Digitized by 10uk1s

μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, που, παγωμένη από το προαίσθημα του πόνου, κρατούσε το Βρέφος της με μελαψά, μακρόστενα χέρια, τα ψευτορουμπίνια και τ' ασημένιο ντύμα της σκορπίζανε φωτεινά αστέρια στους ασβεστωμένους τοίχους. Η Ελένη πήρε το σκαλιστό χρυσό μαστραπά από την Πόλη. Σ' ένα ξύλινο τραπέζι κοντά της βρισκόταν η ραπτομηχανή και το αγαπημένο της γραμμόφωνο, που το καθένα θα της έδινε ογδόντα οκάδες καλαμπόκι αν μπορούσε να τις σηκώσει. Από το νυφικό σεντούκι της η Ελένη έβγαλε το αλυσιδωτό ασημένιο θηλυκωτήρι της ζώνης και τα γιορντάνια με τα νομίσματα από το νυφικό της. Τα 'χε διπλωμένα ανάμεσα σε λινά σεντόνια και χοντρές αμερικάνικες κουβέρτες, τις μοναδικές στο χωριό. Τράβηξε μια ζεστή θαλασσιά κουβέρτα και την κοιτούσε συλλογισμένη, μια ιδέα της είχε κατέβει. Ύστερα πήρε το ψαλίδι της. Δύο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, η Ελένη είπε στα παιδιά πως δε θα 'χανε στη γιορτή ψητό κατσίκι. Ο Γιώργη Μήτσος, που είχε το μύλο πάνω από το σπίτι τους, είχε συμφωνήσει ν' αγοράσει τα δίδυμα κατσικάκια δίνοντας καλαμποκάλευρο σε αντάλλαγμα. Η είδηση έγινε δεκτή με γενικό ξέσπασμα απελπισίας. Πιο δυνατά απ' όλους σκλήριζε η Φωτεινή, γιατί τα κατσικάκια ήτανε δικά τους, όμως η Ελένη αλόγιστα έδεσε μια τριχιά στο λαιμό τους, κι αγνοώντας το χαλασμό, τα τράβηξε στο βουνό. Όταν γύρισε από το μύλο κουβαλώντας δυο βαριά τσουβάλια καλαμποκάλευρο κανένας δεν της μιλούσε. Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν γεμάτη αναμνήσεις. Παλιά, την παραμονή, η Ελένη έστρωνε το τραπέζι γι' ανήμερα τα Χριστούγεννα, που ήταν και η ονομαστική γιορτή του άντρα της, οπότε το μισό χωριό ερχόταν να φάει και να ευχηθεί. Το γλυκό χριστόψωμο, χρειαζότανε κοντά μια μέρα ολόκληρη για να φτιαχτεί και να στολιστεί, οι τέσσερις άκρες του σταυρού καταλήγανε σ' ένα φύλλο δάφνης. Το ψωμί το τοποθετούσαν τιμητικά στη μέση, και τριγύρω μέλι, φρούτα, καρύδια, κρασί και τουλάχιστον εννιά μαγειρεμένα φαγητά για γούρι. Όμως αυτή την παραμονή, κανένας δεν ανάφερε το χριστόψωμο ή την αυριανή γιορτή. Μόνο τρία κουρελιάρικα αλάνια είχαν έρθει να πούνε στο κατώφλι τα κάλαντα, χτυπώντας τα σιδερένια τους τρίγωνα: «οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη», τραγουδούσαν οι διαπεραστικές φωνές τους στο χιόνι που έπεφτε απαλά, και επειδή δεν είχε τίποτε άλλο να τους δώσει, η Ελένη τους έβαλε στο χέρι τα τελευταία της καρύδια. Τα παιδιά της αποκοιμήθηκαν νωρίς, κουλουριασμένα κοντά κοντά κάτω από τις βελέντζες, φορώντας, όπως πάντα, τα ίδια ρούχα που φορούσαν και όλη τη μέρα. Το πρωί ανήμερα, η Όλγα ξύπνησε και βρήκε ένα θαυμάσιο θαλασσί φουστάνι να κρέμεται στο κρεμαστάρι της στον τοίχο, φτιαγμένο από την αμερικάνικη κουβέρτα, με τρία μαύρα γαϊτάνια ταιριασμένα από μια παλιά ποδιά της Ελένης. Η Ελένη είχε ακόμα φτιάξει καινούρια μαντίλια για την Όλγα και την Κάντα, κομμένα από τα λινά σεντόνια, τους είχε ράψει κρόσια και τα 'βαψε βυσσινιά με ρίζα από ριζάρι. Η Όλγα πέταξε το μαύρο της φουστάνι και κούμπωσε το καινούριο πάνω από το πουκάμισό της. Δεν ήταν βελουδένιο, όμως ερχόταν εφαρμοστό πάνω από το φουσκωτό στήθος της και άνοιγε στη φούστα, κάνοντας τη μέση της να δείχνει ακόμα πιο λεπτή. Έδεσε το βαθύ άλικο μαντίλι πάνω από τις μακριές πλεξούδες της και το 'σφιξε κόμπο στον τράχηλο, αφήνοντας δυο πόντους ανυπόταχτα πυρόξανθα μαλλιά να πετάγονται στους κροτάφους. Τ' αλλά κορίτσια θαυμάζανε καθώς η Όλγα λύγιζε μια εδώ μια εκεί, προσπαθώντας να δει το συνολικό αποτέλεσμα σ' ένα καθρεφτάκι του χεριού.

Digitized by 10uk1s

«Είμαι όμορφη», δήλωσε, στριφογυρνώντας πάνω στις μύτες στη μέση της κάμαρης. «Όλοι στην εκκλησία έμενα θα βλέπουνε!». «Μπορεί και τα πόδια σου», την αντίκοψε η Κάντα. Η Όλγα κοίταξε κάτω. Τα δάχτυλά της φαίνονταν μέσα από τις τρύπες στα ίσια δερμάτινα παπούτσια της — το τελευταίο ζευγάρι η Ελένη της το 'χε αγοράσει πριν από τον πόλεμο. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δε λογικεύεσαι να φορέσεις τα καινούρια πατίκια, που σου 'φτιαξε ο θείος σου!», την αποπήρε η Ελένη. Στην παρατήρηση της μάνας της η Όλγα αγρίεψε και πλατάγιασε τη γλώσσα της: «όχι». «Δεν πάω στην εκκλησία χριστουγεννιάτικα φορώντας πέδιλα από λάστιχο!» είπε. «Ετούτα τα παπούτσια μπορεί να 'ναι όλο τρύπες, όμως είναι τουλάχιστον αληθινά παπούτσια!». Η Ελένη αναστέναξε και δεν είπε τίποτα. Η Όλγα παραγινόταν τσεκουράτη για καλοαναθρεμμένη κοπέλα. Οι καμπάνες της Αγιά Τριάδας καλούσαν τους πιστούς να βγούνε στην άγρια χιονοθύελλα. Η Ελένη σήκωσε το Νικόλα τυλιγμένο στο μποξά της, και καταπόδι ακολούθησαν τα κορίτσια. Παρά τον καυγά με τον πατέρα της, σταμάτησε να τον ευχηθεί για τη γιορτή του, γιατί κι εκείνος γιόρταζε όπως ο Χρήστος, αλλά μπαίνοντας στο σπίτι των γονιών της, η Μεγάλη της είπε πως ο Κίτσος είχε φύγει για μια μυστηριώδη δουλειά πριν από δυο μέρες, την πληροφόρησε μόνο πως θα πήγαινε στη Λίστα, ένα χωριό πέντε χιλιόμετρα στα νοτιοανατολικά. Το μονοπάτι για την εκκλησία ήταν επικίνδυνο, σε διάφορες μεριές πλημμυρισμένο από τα φουσκωμένα ρέματα, αλλά καθώς ζύγωναν την πλατεία, τα παράθυρα της Αγίας Τριάδας έλαμπαν μέσα στο στρωμένο χιόνι σα να σε προσκαλούσαν. Μέσα στην εκκλησία η ατμόσφαιρα ήτανε βαριά από το θυμίαμα και από τη ζεστασιά τόσων πολλών κορμιών. Οι άντρες και τα παλικάρια στέκονταν μπροστά, οι γέροι και οι ανάπηροι ακουμπούσαν τους αγκώνες τους πάνω στα δίχως κάθισμα στασίδια, που ήταν αραδιασμένα δεξιά και αριστερά. Οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά στέκονταν πίσω, παρατηρώντας τον καθένα που έμπαινε ν' ανάβει κερί και ν' ασπάζεται την εικόνα της Γέννησης. Ο παπα-Ζήσης έψελνε τους αρχαίους στίχους του Αγίου Βασιλείου, λίγοι όμως πιστοί από το εκκλησίασμα παρακολουθούσαν με προσήλωση. Ψιθυρίζανε συναμεταξύ τους, αντάμωναν γείτονες που είχαν να τους δουν από τα πρώτα χιόνια, και ματιάζανε τα λούσα που οι άλλοι είχανε καταφέρει να οικονομήσουν σε τούτα τα πιο πικρά Χριστούγεννα. Η Όλγα είχε δίκιο· έγινε το κέντρο της προσοχής. Οι άντρες από μπροστά γυρνούσαν να κοιτάξουν τα φλογισμένα μάγουλα και τα χαμηλόθωρα μάτια κάτω από το βυσσινί μαντίλι, το άσπρο της δέρμα το τόνιζε ένα φουστάνι θαλασσί όπως της Παναγιάς τα φορέματα. Ο παπα-Ζήσης συνοφρυώθηκε με τον περισπασμό κι άρχισε να ψέλνει πιο δυνατά, ακολουθώντας τον τα παπαδάκια κουνούσανε τα θυμιατά πιο γρήγορα. Η Όλγα συχνοσταυροκοπιόταν όπως οι πιο ευλαβικές γυναίκες στην εκκλησία, μόνο αραιά και που ξέκλεβε καμιά ματιά για να καρατάρει την εντύπωση που έκανε στο εκκλησίασμα. Ωστόσο, η ώρα της δόξας της γρήγορα έσβησε, μόλις έφτασε κάποια φαμελιά άγνωστη στους περισσότερους. Καθώς μπήκανε στο νάρθηκα, ακόμη κι ο παπάς γύρισε να κοιτάξει. Ένα σούσουρο υψώθηκε όπως το βουητό από χιλιάδες μέλισσες. Digitized by 10uk1s

Μπροστά μπροστά, πήγαινε μια μαυροφορεμένη μεσόκοπη, που ακουμπούσε στο μπράτσο ενός λιπόσαρκου νέου με σταχτόμαυρο πρόσωπο. Ωστόσο, εκείνες που έκαναν το εκκλησίασμα να θωρεί ήτανε οι δυο κοπέλες πίσω τους. Φορούσαν εφαρμοστά εμπριμέ φουστάνια, που διακρίνονταν κάτω από τα ελαφρά πανωφόρια τους. Τα μαλλιά τους τράβηξαν όλα τα βλέμματα. Έξω από τις μεγάλες πολιτείες κανένας στο χωριό δεν είχε δει ποτέ γυναίκες με τα μαλλιά τους ξέσκεπα και κοντά, οι μπούκλες όμως ετούτων εδώ κουνιούνταν ξετσίπωτα πάνω από τους ώμους τους, θεόγυμνες κάτω από τα μάτια του Χριστού Παντοκράτορος, που αγριοκοίταζε από τον κουμπέ του μεσιανού τρούλου. Η μικρότερη από τις δύο νεαρές ήταν νόστιμη και ξανθιά, και ανταπέδωσε προκλητικά τις ματιές αποδοκιμασίας από το εκκλησίασμα. Οι Γκατζογιαννάτισσες κράτησαν την ανάσα τους και κοιτούσαν την κοπέλα με θαυμασμό και φρίκη ανάκατα. Η Ελένη είδε πως οι καινούριοι δε φορούσανε παπούτσια, μόνο μουσκεμένες πλεχτές κάλτσες ως τα γόνατα. Η Όλγα πρόσεξε μόνο πως κανένας άντρας δεν την κοιτούσε πια. Προτού τελειώσει η λειτουργία, όλοι ήξεραν πως οι ξένοι ήταν η χήρα Αλεξάντρα Μπότσαρη και τα τρία από τα πέντε παιδιά της. Ο άντρας της, ο γανωτζής Βασίλη Μπότσαρης, είχε πάρει τη φαμελιά του από το Λια στην Αθήνα πριν από οχτώ χρόνια, αλλά σχεδόν αμέσως πέθανε. Το παλικάρι, ο Γιώργος, τώρα είκοσι δύο χρονών, είχε πάθει φθίση πολεμώντας τους Ιταλούς και όταν τελειώσανε τα τρόφιμα τον πέταξαν έξω από το σανατόριο. Η χήρα του Μπότσαρη είχε φέρει τα παιδιά της πίσω για να γλιτώσουνε την πείνα της Αθήνας αλλά στο χωριό δεν τους είχε απομείνει τίποτα· ακόμα και το εγκαταλειμμένο σπίτι τους είχε γίνει αχούρι. Μετά την εκκλησία η Ελένη σίμωσε με τους δικούς της για να μιλήσει στην παλιά φιλενάδα της. Ο Γιώργος έβηχε άσχημα, και τα δύο κορίτσια, η Δημητρούλα, είκοσι χρονών, και η Αγγελική, δεκαοχτώ, τρεμούλιαζαν μέσα στα λεπτά τους ρούχα της πολιτείας. Οι δυο φαμελιές φύγανε από την εκκλησία μαζί. Στο δρόμο η Ελένη και τα παιδιά σταμάτησαν στο σπίτι των Μποτσαραίων. Είδανε με φρίκη πως μήτε ένα τζάμι δεν ήτανε γερό· στις γωνιές της σπιτακούλας ήταν στοιβαγμένα βρώμικα σανά. Από τις τρύπες στους τοίχους έμπαινε χιόνι. Η μοναδική επίπλωση ήταν οι βελέντζες τους. Η Αλεξάντρα είπε στην Ελένη πως τα 'χανε παρατήσει όλα —ρούχα, χαλκώματα, κάτι επιπλάκια— στα Γιάννινα, όταν δεν μπόρεσαν πια να βρούνε μεταφορικό μέσο δωρεάν κι αναγκάστηκαν να κινήσουν με τα πόδια, δυο μέρες δρόμος από την επαρχιακή πρωτεύουσα, κοιμήθηκαν σε αχυρώνες, τα πόδια τους ήταν τόσο πρησμένα που δεν μπορούσαν να βάλουνε παπούτσια. Περιέγραψε τη φρίκη της πείνας στην Αθήνα, τ' ανώνυμα παιδιά που βρήκαν πεθαμένα στο κατώφλι τους, τις θυγατέρες της που πήγαιναν με τα πόδια πάνω από δεκαπέντε χιλιόμετρα ως έξω από την πόλη για να κλέψουνε τη νύχτα χορταρικά από τα ξένα μποστάνια. Χιλιόμετρα γύρω από την πόλη δεν είχε απομείνει ελιά, δεν είχε απομείνει σταφύλι στ' αμπέλια, είπε. Όταν κάποιος πονετικός φούρναρης στα Γιάννινα έδωσε στα παιδιά ένα καρβέλι ψωμί, τα στομάχια τους είχαν τόσο ξεσυνηθίσει, που κυλιόντουσαν στο πάτωμα από τους στομαχικούς σπασμούς. «Μα εδώ δεν έχεις τίποτε, Αλεξάντρα!» αναφώνησε η Ελένη. «Το σπίτι είναι ερείπιο, δεν έχεις γεννήματα, δεν έχεις ξύλα, δεν έχεις φαΐ - πως θα ζήσεις». «Καλύτερα να πεθάνουν τα παιδιά μου στο Λια παρά στην Αθήνα», απάντησε η χήρα. «Άκουσα πως οι χωριανές εδώ πουλάνε στους Αλβανούς αλάτι και παίρνουν καλαμπόκι. Μόλις δυναμώσω λίγο θα πάω στη θάλασσα». Η Ελένη είδε την ελπίδα στο ρουφηγμένο πρόσωπο. Έπιασε το χέρι της φιλενάδας της. «Ύστερα θα Digitized by 10uk1s

σκαρφαλώσουμε μαζί το βουνό», της είπε. Μόλις διάβηκαν το κατώφλι τους, μια βασανιστική μυρωδιά από την κουζίνα χαιρέτησε τους Γκατζογιανναίους. Η Ελένη θυμήθηκε την έκπληξη και πήγε στο τζάκι, όπου παραμέρισε τ' αναμμένα κάρβουνα που κουκουλώνανε τη γάστρα, ένα τέντζερη πλακουτσωτό με καπάκι. Σήκωσε το καπάκι, κι η μοσκοβολιά από το κρέας ξεχύθηκε σαν θυμίαμα. Η Γλυκερία άρχισε να σκούζει από τη χαρά της κι οι άλλες έτρεξαν να δουν. Ο τέντζερης ήτανε γεμάτος αχνιστό μπριάμι -ένα μείγμα από βραστό κοφτό σαν ρύζι και χόρτα του βουνού, ανάκατα με μεγάλα κομμάτια συκώτι. «Χριστός και Παναγιά!» αναγάλλιασε η Γλυκερία. «Κρέας! Που το βρήκες;». Η Ελένη χαμογέλασε. «Είπα στο Γιώργη Μήτρο, όταν έσφαξε τα κατσικάκια, να μου φυλάξει το συκώτι και να μου δώσει λιγότερο καλαμπόκι». Τα παιδιά έτρωγαν με τα χέρια τους, καθισμένα σταυροπόδι γύρω από το σοφρά, χώνοντας μέσα στο στόμα τους κομμάτια νόστιμο κρέας. Όταν τέλειωσαν, το πιάτο της Ελένης ήταν σχεδόν ανέγγιχτο. «Θα το φάω κι αυτό αν δεν το θέλεις!» είπαν ταυτόχρονα η Γλυκερία και η Κάντα. Η Ελένη κούνησε το κεφάλι της. «Σήμερα όλα τα σπίτια φυλάνε κι ένα πιάτο για τον ξένο, που είναι ο Χριστούλης μεταμορφωμένος», είπε. «Αυτό είναι το μερδικό Του, και θα το στείλω στους Μποτσαραίους». Εν χορώ οι διαμαρτυρίες έπνιξαν τη φωνή της. Το πρώτο κρέας που είχαν δει όλο το χρόνο! Και να το δώσει στους ξένους! Με μια ματιά η Ελένη τους έκανε να σωπάσουν. «Θα τους το πάει τώρα η Όλγα», δήλωσε, σ' ένα τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. Παρακολούθησε την Όλγα να κοκκινίζει από το θυμό, και κατόπιν πρόσθεσε: «Μόλις φορέσεις τα καινούρια πατίκια σου».

Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς πέρασε δίχως τα καθιερωμένα μαντέματα, γιατί κανείς δεν είχε το κουράγιο να ρωτήσει για το μέλλον. Λίγο αργότερα, στις 6 Ιανουαρίου, ήρθε η γιορτή των Θεοφανείων, ο αγιασμός των υδάτων. Ο παπα-Ζήσης έκανε τη γύρα του στο χωριό, και άγιασε όλα τα σπίτια ραντίζοντας τις γωνιές μ' ένα κλωνί βασιλικό βουτηγμένο σε αγιασμό. Μετά την ευλογία του παπά, η Ελένη ξεκίνησε για τις επισκέψεις, γιατί των Θεοφανείων —των Φώτων— έχουν την ονομαστική τους γιορτή όλοι οι Φώτηδες και οι Φωτεινές, κι η Ελένη σκόπευε να επισκεφθεί το Φώτο Γκατζογιάννη και το νεαρό δεύτερο ξάδερφό της, το Φώτη Χαϊδή, που έμενε στο άλλο μισό του μοιρασμένου πατρικού της σπιτιού. Η Μεγάλη βρισκόταν κιόλας εκεί κι έδειχνε ανήσυχη. Ο Κίτσος είχε στείλει μήνυμα, είπε, και γύρευε να πάει η Ελένη παρευθύς να τον ανταμώσει στη Λίστα. Αφήνοντας τα παιδιά με τη γιαγιά τους, η Ελένη ξεκίνησε αμέσως δυο ώρες ποδαρόδρομο από τα ορεινά μονοπάτια. Βρήκε τον πατέρα της καθισμένο στο μεγάλο καφενείο της Λίστας μ' ένα ψαρομάλλη γέρο ήτανε, της είπε, ο μυλωνάς Γιώρη Στόλης. Ξαναμμένος κάπως από το ρακί ο Κίτσος πληροφόρησε την Ελένη πως μπορούσε να παρατήσει το σχέδιό της να πάει με τα πόδια στην Αλβανία. Ο Στόλης είχε συμφωνήσει να νοικιάσει στον Κίτσο το μύλο του, κάτω στο ποτάμι το Κεφαλόβρυσο, με πενήντα οκάδες αλεύρι το μήνα. Digitized by 10uk1s

Σαστισμένη από την ανακούφιση, η Ελένη κάθισε σε μια καρέκλα σε κείνο το αποκλειστικά αντρικό προπύργιο κι άρχισε να ευχαριστεί το γέρο για την καλοσύνη του, όμως εκείνος αγνόησε την ευγνωμοσύνη της. «Όχι, ο πατέρας σου μου κάνει τη χάρη!» είπε. «Ο μύλος καθότανε αφότου ήρθανε οι Γερμανοί. Όλη η περιοχή είναι γεμάτη ληστές! Εγώ φοβόμουν μήπως με σκοτώσουν». Η Ελένη γύρισε να κοιτάξει τον Κίτσο, που σηκώθηκε απότομα και την πρόσταξε να τον ακολουθήσει. Θα την έπαιρνε μαζί του στο Κεφαλόβρυσο και θα της έδινε ένα τσουβάλι καλαμποκάλευρο για το σπίτι, είπε. Κάθε μήνα θα πήγαινε με το γουμάρι να παίρνει κι άλλο. Στο δρόμο, πασχίζοντας να προφταίνει τις δρασκελιές του πατέρα της, η Ελένη ανησυχούσε αψανά πως έβαζε τη ζωή του σε κίνδυνο. « Θα σε ληστέψουνε και θα σε βρούμε κάνα πρωί σκοτωμένο!» του είπε. Ο Κίτσος ανασήκωσε τους ώμους. «Το ξέρεις καλά πως μπορώ να διαφεντέψω τον εαυτό μου από τους μαχαιροβγάλτες!». Δεν είχε φτάσει ποτέ πιο κοντά στο να παραδεχτεί το κοινό μυστικό τους. Η Ελένη ποτέ δεν του 'χε μιλήσει για το φόνο του Τούρκου ληστή, και τώρα που εκείνος πλάγια αναφέρθηκε σ' αυτόν, εκείνη σώπασε. Καθώς ζύγωναν τη στροφή για το Κεφαλόβρυσο, άρχισε αδέξια να τον ευχαριστεί που είχε βρει τον τρόπο να θρέψει τα παιδιά της. «Μήτε κάνω μήτε παίρνω ψυχικά», της απάντησε κοφτά ο Κίτσος. «θα ζήσω τη φαμελιά σου, ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος, και σε αντάλλαγμα, ο άντρας σου θα τρέφει εμένα και τη μάνα σου στα γερατειά μας». Η Ελένη του δήλωσε πως αυτό εκείνη θα το 'κανε έτσι ή αλλιώς, όμως ο πατέρας της την έκοψε. «Δεν θέλω χατίρια. Αλισιβερίσι κάνουμε!». Καθώς οι δυο τους σίμωναν στο μύλο, βαδίζοντας στον πολυπερπατημένο δρόμο που πήγαινε στον Καλαμά και κατόπιν στα Γιάννινα, ανταμώσανε ένα μεγαλόσωμο ψαρί μουλάρι να βαριοπατάει με το κεφάλι κάτω προς την αντίθετη μεριά, ζαλωμένο δυο πελώρια κοφίνια γεμάτα πορτοκάλια. Η Ελένη άπλωσε το χέρι να του πιάσει τα γκέμια, αλλά ο πατέρας της την τράβηξε. «Καποιανού θα του ξέφυγε», είπε κείνη. «Μην το αγγίζεις!» πέταξε ο πατέρας της. Είδε το ερωτηματικό της βλέμμα και συνέχισε απρόθυμα. «Είναι ο Γρίβας, το μουλάρι του Νικόλα Κούκα, του γανωτζή. Ξέρει το δρόμο για το Λια». Η Ελένη φοβήθηκε πως κάτι είχε συμβεί στον Κούκα. Ίσως του είχαν ριχτεί ληστές. Ο πατέρας της ήξερε καλύτερα. Είχε παρακολουθήσει το σούρτα φέρτα σε τούτο το δρόμο τις μέρες που δούλευε στον καινούριο μύλο. «Μην ανακατώνεσαι. Σε τούτα τα κοφίνια εκτός από τα πορτοκάλια υπάρχουν κι άλλα», την ορμήνεψε. «Γι' αυτό ο Κούκας αφήνει το μουλάρι του να πηγαίνει μπροστά και να περνάει από το πόστο μπλόκο των Ιταλών. Αν ψάξουν τα κοφίνια και βρούνε πράματα που δεν πρέπει δε θα τα συνδέσουνε μαζί του». «Τι πράματα;» ρώτησε η Ελένη παραζαλισμένη. «Όπλα. Μηνύματα. Ποιος ξέρει;». Η Ελένη επέμενε να της πει τι εννοούσε. Digitized by 10uk1s

«Καλύτερα να μην το ξέρεις», φρούμαξε, αλλά τελικά υποχώρησε. «Ο Προκόπης Σκεύης τριγυρνάει στη ζούλα εδώ κι εκεί, κουβεντιάζει με χαζούς σαν τον Κούκα, τους παραφουσκώνει με ιδέες για ένοπλη αντίσταση, να κηρύξουνε την επανάσταση», είπε. «Είναι λοιμική! Ο Κώστας, ο γιος του αδερφού μου, είναι από δαύτους. Κάνουν συγκεντρώσεις στο μύλο μου! Κουτεντέδες απ' όλη τη Μουργκάνα. Τους καλεί ο Προκόπης και κείνοι έρχονται». Τότε τα πρωτάκουσε αυτά η Ελένη και η αντίδρασή της ήτανε μήπως και σκοτωθούν τα παλικάρια, αφήνοντας γυναίκες και μανάδες να πιούνε το πικρό ποτήρι. Έτσι που προχώρησαν παρακάτω, ξάνοιξε δυο μικροσκοπικά σουλούπια ν' ανηφορίζουν την κορδέλα του δρόμου που έστριβε στα πόδια τους. Ήταν ο Νικόλας Κούκας και ο Προκόπης Σκεύης που ακολουθούσαν από μακριά το μουλάρι. «Τι σου 'λεγα;» ξέσπασε ο Κίτσος. Είπε στην Ελένη ν' αφήσουνε καλύτερα το δρόμο και να κόψουν από 'να μονοπάτι για το μύλο ώστε να μη τους ανταμώσουν. Προτού στρίψουνε, τους τράβηξε μια μούντζα. «Να πάνε στο διάβολο!» μουρμούρισε. «Θα μας κουβαλήσουνε τους Γερμανούς στα κεφάλια μας σαν τις δέκα πληγές του Φαραώ. Ο κάθε παλαβός μπορεί να ρίξει πέτρα στη θάλασσα, μα σαν τη ρίξει εκατό γνωστικοί δεν μπορούν να τη βγάλουνε».

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 3 Κάποιο πρωινό του Ιουνίου 1942, οι κάτοικοι της Δομνίτσας, ενός μικρού χωριού 295 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αθήνας, ξαφνιάστηκαν βλέποντας μια ομάδα από δεκαπέντε πάνοπλους άντρες να βαδίζουν στην κεντρική πλατεία έχοντας μπροστά την ελληνική σημαία και σάλπιγγα, ο ήλιος άστραφτε πάνω στα σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος τους και στα δαμασκιά μαχαίρια στους ζωστήρες τους. Ο αρχηγός τους, ένας κοντός, γεροδεμένος άντρας με άγρια μαύρη γενειάδα και με βλέμμα κυνηγού, βγήκε μπροστά και μίλησε στους κατάπληκτους χωριάτες: «Πατριώτες! Είμαι ο ταγματάρχης του Πυροβολικού Άρης Βελουχιώτης. Από σήμερα κηρύσσω την επανάσταση κατά των κατακτητών της Ελλάδας. Είμαστε το πρώτον τμήμα του επαναστατικού στρατού, ο οποίος λέγεται ΕΛΑΣ». Δεν έλεγε την αλήθεια σχετικά με τ' όνομά του και το στρατιωτικό του βαθμό αλλά η πρόρρησή του για κείνο το πρώτο τμήμα ήτανε σωστή. Θ' αναπτυσσόταν στην τεράστια αντιστασιακή ένοπλη δύναμη, τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, τον γνωστό από τ' αρχικά του ΕΛΑΣ. Και ο καπετάν Άρης, ο τριαντατετράχρονος αρχηγός του, θα γινόταν θρύλος απ' άκρη σ' άκρη της Ελλάδας, ηλεκτρίζοντας τους χωριάτες με την παλικαριά του, κι ενοχλώντας τ' αφεντικά του στο Κομμουνιστικό Κόμμα με την τάση του να παίρνει ανεξάρτητες αποφάσεις. Ο Άρης ήτανε στην πραγματικότητα ο Θανάσης Κλάρας, γιος δικηγόρου και σπουδαστής της Γεωπονικής. Δρων κομμουνιστής από την εποχή που στρατεύτηκε, είχε καταλήξει στα 1925 στον πειθαρχικό λόχο Καλπακίου, στην Ήπειρο. Εκεί κοντά βρισκόταν η σχολή Βελλάς, όπου οι δυο Σκευαίοι από το Λια είχαν καταφέρει να γίνουν δεκτοί χάρη στην πονηριά του πατέρα τους, και όπου τους προσηλύτισαν κομμουνιστές φαντάροι του στρατοπέδου. Ο Άρης πέρασε τα περισσότερα από τα δεκατέσσερα επόμενα χρόνια σε φυλακές ή σε ξερονήσια, ωστόσο είχε απολυθεί στα 1939 αφού υπέγραψε «δήλωση μετανοίας», που οι σκληροί γραμμιτζήδες κομμουνιστές δεν θα του τη συχωρούσαν ποτέ ολότελα. Όπως ο Άρης επρόκειτο να γίνει ο ήρωας της αριστεράς, ο ομόλογός του, ο αντιστασιακός ήρωας της δεξιάς, ήταν ένας σωματώδης απόστρατος του Πεζικού, πενήντα ενός χρονών, ο Ναπολέων Ζέρβας, που είχε αδυναμία στα χαρτιά, στο πιοτό και στο καλό φαγητό, ασυμβίβαστη μάλλον με το σπαρτιατικό ιδανικό ενός ηγέτη του αντάρτικου. Στις 23 Ιουλίου 1942, ένα μήνα μετά την πρώτη εμφάνιση του Άρη στη Δομνίτσα, ο Ζέρβας έφυγε από την Αθήνα για να συγκροτήσει το δικό του αντιστασιακό στρατό στα βουνά της Ηπείρου, της γενέτειράς του. Γρήγορα η γενειάδα του θέριεψε όσο και του Άρη και ο μικρός αλλά δυναμικός στρατός που σχημάτισε άντεξε όλη την κατοχή, ενώ άλλες μη κομμουνιστικές αντιστασιακές ομάδες συντρίφτηκαν από τον αριστερό ΕΛΑΣ του Άρη. Ο Ζέρβας ονόμασε το δεξιό στρατό του ΕΔΕΣ, τ' αρχικά του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Στρατού. Οι Σύμμαχοι ελάχιστο ενδιαφέρον έδειξαν τόσο για τον ΕΑΑΣ όσο και για τον ΕΔΕΣ, ώσπου το φθινόπωρο του 1942 κατάλαβαν ότι χρειάζονταν ελληνική βοήθεια για ν' ανατινάξουν τη σιδηροδρομική συγκοινωνία της Γερμανίας με τον Πειραιά, ζωτικό αγωγό για τις δυνάμεις του στρατηγού Ρόμμελ στη Βόρειο Αφρική. Το πιο τρωτό σημείο ήταν η γέφυρα του Γοργοποτάμου, στους πρόποδες του Παρνασσού. Την 1η Οκτωβρίου, μια μικρή ομάδα Βρετανών κομάντος ρίχτηκε στην Ελλάδα με αλεξίπτωτα. Ζήτησαν από τις ομάδες του ΕΛΑΣ στην περιοχή να επιτεθούν κατά του πολυάριθμου ιταλικού αποσπάσματος που φρουρούσε τη γέφυρα, ενώ εκείνοι θα τοποθετούσαν τα εκρηκτικά για να την ανατινάξουν. Ο Άρης όμως ύστερα από εντολή του Κομμουνιστικού Κόμματος, απέφυγε να συναντήσει καν τους Βρετανούς κι έτσι ο υπαρχηγός της βρετανικής αποστολής βάδισε 160 χιλιόμετρα πάνω από ορεινές διαβάσεις για να βρει το Ζέρβα, που δέχθηκε να βοηθήσει και έσπευσε στο Γοργοπόταμο με εξήντα άντρες. Ο Άρης που υποψιάστηκε πως ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα θ' αποσπάσει όλη τη δόξα αυτής της σπουδαίας αποστολής, αποφάσισε να αγνοήσει τις εντολές των κομμουνιστών προϊσταμένων του και παρουσιάστηκε μ' εκατό και πλέον μαχητές. Τη νύχτα της 25ης Digitized by 10uk1s

Νοεμβρίου, ενώ οι αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ πολεμούσαν με τους ογδόντα Ιταλούς που φρουρούσαν και τις δύο πλευρές της γέφυρας, δώδεκα Βρετανοί σαμποτέρ ανατίναζαν ένα τόξο είκοσι ένα μέτρων μέσα στο βαθύ φαράγγι, κόβοντας για τρεις κρίσιμους μήνες την κύρια γραμμή ανεφοδιασμού των Γερμανών στη Βόρειο Αφρική. Ο θρίαμβος αυτός στάθηκε η πρώτη και τελευταία φορά που οι δύο αντιστασιακές ομάδες πολέμησαν μαζί τον εχθρό. Στα επόμενα τρία χρόνια συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην αλληλοεξόντωση, αποφασισμένη η κάθε ομάδα να εξασφαλίσει τον έλεγχο της Ελλάδας όταν θα τέλειωνε ο πόλεμος.

Digitized by 10uk1s

Σηκωμός στ' Αλώνια Ενώ στα ορεινά χωριά της Ελλάδας οργανώνονταν αντιστασιακές ομάδες ανταρτών, η Ελένη Γκατζογιάννη και τα παιδιά της σώθηκαν από την πείνα χάρη στα σακιά το αλεύρι που τους έστελνε τακτικά ο πατέρας της από το Κεφαλόβρυσο. Άλλοι στο Λια δεν ήταν τόσο τυχεροί και οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες της Αγιά Τριάδας έγιναν κάτι το συνηθισμένο. Η χήρα του Μπότσαρη και τα παιδιά της τα κατάφεραν να γλιτώσουν τον πρώτο χειμώνα ζητώντας τρόφιμα χάρισμα ή δανεικά και ανταλλάσσοντας χαλκώματα με καλαμπόκι στην Αλβανία. Το φθινόπωρο του 1942, οι δυο Μποτσαρίνες είχανε βρει δουλειά, λιομαζώχτρες, κοντά στο αλβανικό λιμάνι της Χειμάρρας. Ο αδερφός τους ο Γιώργος, άρρωστος ακόμη φθισικός, πέρασε με τα πόδια τα βουνά για να τις επισκεφθεί και πέθανε στην αγκαλιά της Αγγελικής στις 26 Σεπτεμβρίου 1942. Η Ελένη έκλαψε μαζί με τη χήρα του Μπότσαρη για το χαμό του γιου της. Ο Νικόλας, τριάμισι τώρα χρονών, ήταν αρκετά γερός για να χοροπηδάει με την άσπρη του ποδίτσα, ωστόσο η Ελένη ήξερε πως δίχως τη βοήθεια του πατέρα της θα μπορούσε να 'χε πεθάνει. Της Υπαπαντής, 2 Φεβρουαρίου 1943, στη «γιορτή των μυλωνάδων», αποφάσισε να ευχαριστήσει το Θεό για τη σωτηρία των δικών της, στέλνοντας την Όλγα μ' ένα μπιτόνι γεμάτο λάδι ν' ανάψει τα καντήλια στην Παναγία. Το λάδι ήταν σχεδόν ανύπαρκτο στο χωριό, κι η Όλγα έσφιξε το μπιτόνι προσεχτικά στο στήθος της όπως κίνησε να κατηφορίσει την πλαγιά, νιώθοντας τον ήλιο στα μαλλιά της και τη ζωή να φουσκώνει μέσα της σαν τους χυμούς στα δέντρα. Ήταν κλεισμένη στο σπίτι από τη λειτουργία των Χριστουγέννων και στα δεκαπεντάχρονα μάτια της όλα φαίνονταν καινούρια. Η παμπάλαια εκκλησία της Παναγίας βρισκόταν κάτω από το χωριό στην άκρη ενός μακριού μονοπατιού, που ξετυλιγόταν πέρα από το σπίτι του παππού της και μέσα από μια βαθιά ρεματιά, όπου πάφλαζε μια βρύση κάτω από το γέρικο πλατάνι, το φύλακα του χωριού. Λέγανε πως ο δικός τους άγιος, ο Κοσμάς, είχε ξεκουραστεί στη σκιά αυτουνού του δέντρου προτού συνεχίσει το δρόμο του για την Αλβανία και το μαρτύριο στα 1778. Η Όλγα μόλις είχε ξεκινήσει όταν την ανάγκασαν να σταματήσει δυο άντρες που βγήκανε από την αυλόθυρα των Μπολαίων. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Μήτση Μπόλης, ένας αχαμνός, κιτρινιάρης γανωτζής που το ανοιχτό πουκάμισό του αποκάλυπτε μια γκρίζα τούφα ριζωμένη στο άσαρκο δέρμα το». Απ' όλους τους χωριανούς, ο Μήτσης ήτανε ο τελευταίος που θα 'θελε ν' ανταμώσει η Όλγα, αν και ήταν παντρεμένος με ξαδέρφη της μάνας της. Ήταν καυχησιάρης, μικροσαδιστής και κακόβουλος χωρατατζής. Μόλις πριν από δυο βδομάδες οι Γκατζογιανναίοι είχανε ξυπνήσει από φοβερά κακαρίσματα στο κοτέτσι τους. Όταν αποκότησαν να βγουν έξω στη νύχτα, διαπίστωσαν πως κάποιος είχε βγάλει τις πέτρες κάτω από την πόρτα, κι έμπασε μιαν αλεπού, που είχε κιόλας πνίξει τρεις κότες. Έτσι που συγυρίζανε το ανάστατο κοτέτσι, η Όλγα είδε στο φεγγάρι ένα σουλούπι να σαλεύει στο περιβόλι κάτω από το δικό τους. Ήταν ο Μήτση Μπόλης. Τώρα, καθώς προσπάθησε να προσπεράσει το γανωτζή χωρίς να τον χαιρετήσει, η Όλγα αναγνώρισε πλάι του τον ξανθομάλλη νέο, το Βαγγέλη Πούλο, το γιο του καφετζή. Είχε πάει στην Αθήνα να κάνει το γυρολόγο πουλώντας φτηνά κοσμήματα, σουγιάδες, υφάσματα, καρφίτσες και βελόνες, αλλά γύρισε στο Λια, νικημένος από τη δειλία του, για να βοηθάει τον πατέρα του στο μαγαζί. Τα μάτια του την κοιτάζανε πάνω από το στριμμένο ρούσο μουστάκι του με μια πρωτόγνωρη επιθετικότητα. Η Όλγα έσκυψε το κεφάλι της κι έβιασε το βήμα, αλλά ο Μήτση Μπόλης δεν την άφησε να περάσει. «Που πας κορίτσι μου, με ολόκληρο μπιτόνι λάδι;» τη ρώτησε επιτακτικά. Digitized by 10uk1s

Ανασήκωσε όλο της το μπόι, ένα και σαράντα πέντε, και προστέθηκε να φανεί ακατάδεχτη. «Ν' ανάψω τα καντήλια στην Παναγία». Ο Μήτσης έγνεψε στο σύντροφό του. «Δεν υπάρχει Παναγία», είπε. «Μήτε Άη Θανάσης υπάρχει, μήτε Άη Δημήτρης! Εν τέλει, δεν υπάρχει Θεός, μόνο πεινασμένοι υπάρχουνε... Λοιπόν, δώσε μου το λάδι να ταΐσω τα παιδιά μου!». Άπλωσε το χέρι κι η Όλγα αποτραβήχτηκε, ενώ ασυναίσθητα σταυροκοπιότανε για τη βλασφημία. Ύστερα ξανάβρε τη φωνή της: «Η μάνα μου μου είπε ν' ανάψω τα καντήλια στην Παναγία και θα τ' ανάψω! Το λάδι αυτό δεν είναι δικό σου !». Κοίταξε κατά το νεαρό Πούλο για συμπαράσταση, αλλά ο Μήτσης περιπαιχτικά στάθηκε μπροστά της και είπε: «Ανήκει σ' όλους!». Βαριεστημένος με το χωρατό, ο Πούλος είπε: «Παράτα την κοπέλα, Μήτση! Πώς έχεις την αξίωση να καταλάβει; Αυτά κι αυτά ξέρει μόνο. Κι έχουμε αργήσει. Μας περιμένουν». Η Όλγα το 'βαλε στα πόδια, τρέμοντας και νιώθοντας κάπως ταπεινωμένη. Και μάλιστα από μια κακαράντζα σαν το Μήτση Μπόλη! Όταν γύρισε από το προσκύνημα παραπονέθηκε στη μάνα της. «Να πας να βάλεις τις φωνές στην Ευγενία για το Μήτση! Πήγε να μου κλέψει το λάδι μας! Και συνάμα να φτύνει το Θεό κατάμουτρα!». Η Ελένη αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της. «Δεν καταλαβαίνεις πως άνθρωποι σαν το Μήτση έχουνε αλλάξει από πέρσι, γιατί δεν βγήκες από το σπίτι», είπε στη θυγατέρα της. «Οι δυο Σκευαίοι τους δίνουν όπλα και λόγια παχιά που τους φουσκώνουν σαν βατράχους. Άλλη φορά, κάνε πέρα από το δρόμο του Μήτση προτού σε δει, όπως θα ‘κανες και μ' ένα λυσσασμένο σκυλί». Η Όλγα θυμήθηκε τον ξανθό γυρολόγο και πως την είχανε αναστατώσει τα μάτια του. «Ο Βαγγέλης Πούλος ήτανε μαζί του». «Κάποτε ήτανε παιδί συσταλούμενο», είπε η Ελένη. «Κοκκίνιζε όποτε του μιλούσες. Τώρα είναι σαν αγριάνθρωπος!» Όταν η Όλγα αντάμωσε το Μήτση Μπόλη και τον Πούλο, πήγαιναν στην πλατεία του χωριού, όπου μια φάρσα κωμικοτραγική παιζότανε στο καφενείο του πατέρα του νέου. Πρωταγωνιστής στο δράμα ήταν ο Βαγγέλης Κοντώρης, ένας κοκκινομούρης, καταλασπωμένος αγροφύλακας από το γειτονικό χωριό Ραβενή, που είχε φυλακιστεί επειδή είχε βοηθήσει τους Ιταλούς και κατόπιν οι Γερμανοί τον απελευθέρωσαν. Ο Κοντώρης είχε φτάσει από τους Φιλιάτες στο Λια πριν από τρεις μέρες, στρώθηκε σ' ένα τραπέζι στο καφενείο του Πούλου κι άπλωσε στο τραπέζι εμπρός του τρία πράματα: ένα φύλλο χαρτί, ένα μολύβι και μια χειροβομβίδα, βαμμένη κόκκινη. Κατόπιν άρχισε να πίνει ρακί από δαμάσκηνο. Καθώς το χρώμα της μούρης του κοκκίνιζε πιο πολύ από το σπίρτο, ο Κοντώρης άρχισε να φαφλατίζει στους χωριανούς που κάθονταν τριγύρω του. Το Λια είχε όμορφους φράχτες από συρματόπλεγμα, έλεγε. Οι ιταλοί χρειάζονταν συρματόπλεγμα. Λοιπόν θα 'γραφε τα ονόματα εκεινών που είχανε φράχτες από συρματόπλεγμα για την πολεμική προσπάθεια. Και αν κανένας δοκίμαζε να τον σταματήσει, θα τους τίναζε στον αέρα να τους πάρει ο διάβολος. Ύστερα έπιασε την αλλόκοτη χειροβομβίδα και την κράδαινε ωσότου όλοι σχεδόν καταφύγανε στο αντικρινό καφενείο, εκτός από εκείνους που μυστικά ανήκαν στην αντάρτικη ομάδα των Σκευαίων. Κάθισαν και παρατηρούσαν τον Κοντώρη και περίμεναν. Με μάτια υπομονετικά σαν της γουστερίτσας, ο Προκόπης Σκεύης καθόταν σ' ένα γειτονικό τραπέζι Digitized by 10uk1s

μαζί με το γανωτζή Νικόλα Κούκα, τον ιδιοκτήτη του μουλαριού του ζαλωμένου πορτοκάλια, που η Ελένη είχε απαντήσει στο δρόμο κοντά στον Καλαμά. Σαν έφτασαν στο καφενείο ο Μήτση Μπόλης και ο νεαρός Πούλος κάθισαν σ' ένα τραπέζι κοντά στο βραχνό πια αγροφύλακα. Ο Κοντώρης τραγουδούσε στους πελάτες ένα πρόστυχο θαλασσινό τραγούδι όταν ο Προκόπης μ' ένα γνέψιμο των φρυδιών κάλεσε σιμά του τον Πούλο. Ο ήλιος βασίλευε όταν ο Κοντώρης έφυγε από το Λια, κι όταν στο δρόμο έξω από το χωριό βρέθηκε το πτώμα του κανένας Λιώτης δε λυπήθηκε, λιγότερο απ' όλους όσοι είχαν φράχτες με συρματόπλεγμα. Την άλλη μέρα η άφιξη ενός ξένου στο τραπέζι του Προκόπη Σκεύη στο καφενείο έριξε τους Λιώτες σε συλλογή πως κάτι άλλο θα γινότανε. Ο επισκέπτης ήταν κάποιος βλογιοκομμένος νέος δάσκαλος από το χωριό Κοκκινιά, ονόματι Ευάγγελος Δούπης. Ήτανε προστατευόμενος του Προκόπη Σκεύη και οργάνωνε μυστικά αντιστασιακές ομάδες στα χωριά της κάτω Μουργκάνας. Τώρα όμως ο Προκόπης τον είχε καλέσει εδώ. Μιαν αφέγγαρη νύχτα στις αρχές Μαρτίου, ενώ το χωριό κοιμόταν, είκοσι άντρες τριγύριζαν μέσα στα σκοτεινά σπίτια τους, φορούσανε κομμάτια από παράταιρες στολές και γέμιζαν παλιά τουφέκια και γκράδες. Σαν τα φαντάσματα γλίστρησαν στη ρεματιά κατά το παλιό πλατάνι. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι σκαρφάλωσαν αθόρυβα την αντικρινή πλαγιά και βγήκανε λίγο παρέκει από την πλατεία του χωριού στο σταθμό χωροφυλακής, ένα σπίτι με δύο δωμάτια. Καθώς οι άντρες του περικύκλωναν το κτίριο, ο Προκόπης έκραξε. Μέσα τρεμόφεγγαν οι λάμπες και σε μερικές στιγμές οι τέσσερις χωροφύλακες βγήκαν έξω, ο ένας με τα χέρια ψηλά, ένας άλλος κουμπώνοντας ακόμη το παντελόνι του. Ο νωματάρχης φορούσε στολή και το πρόσωπό του ήταν ασυγκίνητο. Ενώ οι τρεις χωροφύλακες τουρτούριζαν στο κρύο, ο Προκόπης τράβηξε το νωματάρχη παράμερα. Ύστερα από κάμποση συζήτηση, φάνηκε πως οι δυο τους καταλήξανε σε συμφωνία. Ο νωματάρχης μπήκε αργά στο σταθμό, ύστερα εμφανίστηκε κρατώντας τέσσερα τουφέκια που τα παρέδωσε στον Προκόπη. Το άλλο πρωί εκεί που η Όλγα άρμεγε τη γίδα, η Κάντα έριχνε ψίχουλα στα κοτόπουλα κι η Ελένη ανακάτωνε σε μια κατσαρόλα χυλό καλαμποκιού για το πρωινό, αντήχησαν να σημαίνουν δυνατά οι καμπάνες της Αγιά Τριάδας. Όλοι κοκάλωσαν κι αφουγκράζονταν, αναρωτιόνταν μήπως είχαν φτάσει εντέλει οι Γερμανοί. Ο άνεμος τους έφερε μια φωνή: «Λαέ του Λια! Όλοι στ' Αλώνια αμέσως!». Τ' Αλώνια, ήταν εκείνο που οι Λιώτες ονόμαζαν πλατεία του χωριού, και κάποτε χρησίμευαν γι' αυτό που σημαίνει τ' όνομά τους, αλλά επειδή ήταν το μοναδικό ίσιωμα μέσα στο Λια, σκιασμένο στη μια πλευρά από 'να γιγάντιο πλατάνι, είχε γίνει το κέντρο της ζωής του χωριού, εκεί στηνόταν ο χορός, γινόταν κάθε σπουδαία σύναξη, κυκλοφορούσε το κουτσομπολιό. Η Ελένη μάζεψε τα παιδιά μέσα στο σπίτι και είπε στην Όλγα να μην ανοίξει σε κανένα την αυλόθυρα. Μ' ένα μποξά πάνω από το κεφάλι και τους ώμους της, έσμιξε με το τρομαγμένο πλήθος που έσπευδε κατά την πλατεία. Εκείνο που είδαν η Ελένη και οι άλλοι χωριανοί όπως συγκεντρώνονταν στο αλώνι μπροστά στην Αγία Τριάδα, δεν ήταν Γερμανοί ή Ιταλοί μήτε Τσάμηδες αλλά, προς μεγάλη τους ανακούφιση, μιαν αράδα από είκοσι γνώριμα πρόσωπα — ντόπια παλικάρια της ομάδας του Σκεύη, όλα στολισμένα με μια σαλάτα από στρατιωτικές στολές. Ο Προκόπης Σκεύης και ο Νικόλας Κούκος φορούσανε τις ξεθωριασμένες χακί στολές που είχαν στο Αλβανικό, αλλά ο Βαγγέλης Πούλος φορούσε ένα φαρδύ πράσινο χιτώνιο αγγαρείας που ολοφάνερα προερχόταν από σκοτωμένο Ιταλό, και ο Μήτση Digitized by 10uk1s

Μπόλης είχε ένα μαύρο ιταλικό μπερέ στραβοβαλμένο μόρτικα. Η Ελένη πρόσεξε πως μοναχά ο ξάδερφός της ο Κώστα Χαϊδής δεν είχε στολή. Οι μισοί άντρες κρατούσαν όπλα, μερικοί κάτι σακαράκες, αλλά ολωνών τα μάτια έπεφταν στη σημαία που κρατούσε με καμάρι ο Βαγγέλης Πούλος. Ήτανε η γνώριμη γαλανόλευκη, αλλά κάποιος είχε ράψει στη μέση της τα μυστηριώδη γράμματα ΕΛΑΣ. Πολλοί Λιώτες, ανακουφισμένοι που είδαν πως δεν είχε φτάσει ο εχθρός, χαμογελούσαν με το θέαμα της βλοσυρής ομάδας, κανένας όμως δεν περιγέλασε φανερά, γιατί όλο το χωριό ήξερε τι είχαν κάνει στο συνεργάτη του εχθρού τον Κοντώρη. Άλλωστε, ανάμεσα στη ρακένδυτη ομάδα των ρέμπελων στέκονταν και οι τέσσερις χωροφύλακες του χωριού. Μόλις ο Προκόπης βεβαιώθηκε πως οι πιο πολλοί χωριανοί ήτανε παρόντες, ανέβηκε σε μια καρέκλα και επισκόπησε τ' ανεμόδαρτα πρόσωπα αντίκρυ τους. «Λαέ του Λια!» έκραξε. «Σήμερα τα παλικάρια του χωριού μας σήκωσαν τα όπλα ενάντια στους καταχτητές. Δε θα καταθέσουμε τα όπλα μας πριν τους διώξουμε από τη χώρα μας και λευτερωθούμε!». Στην αρχή το πλήθος τον θωρούσε με δυσπιστία. Η σάρα και η μάρα που 'βλεπαν μπροστά τους δεν έπειθε πως θα 'ταν ικανή να τα βάλει με τους Γερμανούς. Ωστόσο συγγενείς των είκοσι άρχισαν να επευφημούν τις ρητορείες του Προκόπη με κραυγές: «Ζήτω η Ελλάς!» και να βαράνε τις ροζιασμένες παλάμες τους. Ο Προκόπης περιέγραψε τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και μίλησε για μια δημοκρατική νέα τάξη, που θα βασιζόταν στη δικαιοσύνη και στην ισότητα όλων των εργαζομένων. Εξήγησε πως το Λια το διοικούσε τώρα ο ΕΛΑΣ, πως όλοι οι ικανοί άντρες του χωριού θ' ανήκαν στις εφεδρικές δυνάμεις του, πως ακόμη και οι χωροφύλακες που είχανε τοποθετηθεί από την προδοτική κυβέρνηση των συνεργατών του εχθρού είχαν περάσει στις γραμμές του να πολεμήσουνε για τη λευτεριά. Ο Προκόπης κοίταξε εξεταστικά το πλήθος και είδε ακόμα την αμφιβολία να μην ξεκολλάει από πολλά πρόσωπα. «Όπως το ξέρετε, είμαι δάσκαλος», φώναξε, προκαλώντας τους. «Όταν τελειώσει ο πόλεμος, θα 'μαι δημόσιος υπάλληλος με σίγουρο μισθό, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει και με σύνταξη στα γεράματά μου. Δεν είμαι γανωτζής σαν κι εσάς, να τριγυρνάω από χωριό σε χωριό για μια μπουκιά ψωμί, να τρίβω χαλκώματα ώσπου να ματώσουν τα χέρια μου, να κοιμάμαι σε καλύβια και στους δρόμους. Όχι για μένα, μα για σας ριχνόμαστε όλοι σε τούτο τον αγώνα! Για να βάλετε παπούτσι στα πόδια σας, φαΐ στο στόμα των παιδιών σας! Πολεμάμε για ν' αλλάξουμε τη ζωή σας, να σας βγάλουμε από τη φτώχεια και την ταπείνωση, να σας κάνουμε ανθρώπους!». Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής, ύστερα χαλασμός από χειροκροτήματα. Ο Προκόπης μελέτησε τα πρόσωπα που τα γνώριζε τόσο καλά. Μερικά μάτια ήτανε υγρά. Έβλεπε πως τώρα όλοι ήτανε με το μέρος του. Είχε καταχτήσει με τα λόγια του το ίδιο του το χωριό, θ' ακολουθούσε κι η υπόλοιπη Ελλάδα. Σήκωσε τα χέρια να γίνει σιωπή. «Σας ειδοποιώ!» τους αγριοκοίταξε με το βλέμμα που είχε για τους άτακτους μαθητές. «Δε θ' ανεχθούμε την αντίδραση! Το κίνημα είναι έτοιμο να λάβει μέτρα σκληρά ενάντια σε εκείνους που θα το προδώσουν! Θ' ακούσετε και γι' άλλους που λένε πως είναι μαχητές της αντίστασης, είναι όμως συνεργάτες του εχθρού και προδότες!». Πίσω του, οι άντρες άρχισαν να βροντάνε τα πόδια και να κραυγάζουν: «Κάτω οι προδότες!». Αν και δεν ήξεραν πως αναφερόταν στον αντάρτικο στρατό του Ζέρβα, οι χωριανοί πιάσανε το σύνθημα, ζεσταμένοι από την κοινή λαχτάρα τους για τη λευτεριά κι από την απέχθειά τους για όσους τους Digitized by 10uk1s

είχαν αρπάξει κάθε πόρο ζωής, το φαΐ τους, τον αυτοσεβασμό τους. Ο Προκόπης τους άφησε να κραυγάσουν και να ποδοκροτήσουν, ωσότου ήταν πρόθυμοι να σκοτώσουν όποιον θα κατονόμαζε αυτός σαν προδότη. Ύστερα έγνεψε πάλι να σωπάσουν. Τώρα που ο ΕΛΑΣ λευτέρωσε το Λαό, θα σας διοικεί μια επιτροπή από χωριανούς, και νομίζω ότι η τιμή να προεδρεύει σ' αυτήν αρμόζει να δοθεί στο συνάδελφό μου και δάσκαλό σας, το Μηνά Στράτη». Κατέβηκε από την καρέκλα και σπρώχνοντας μέσα από το πλήθος αγκάλιασε το Μηνά, που κουνούσε το κεφάλι του σαστισμένος καθώς βρέθηκε στα ξαφνικά στο κέντρο της γενικής προσοχής. Ο Μηνάς είχε σπεύσει στην πρόσκληση της κωδωνοκρουσίας με τέτοια βιάση, ώστε είχε ξεχάσει τη γραβάτα και την καδένα του, και τα μαλλιά του ξεπετάγονταν τούφες τούφες. Ψιθύρισε γοργά στον Προκόπη πως ήθελε να πάρει τα όπλα και να πολεμήσει, όχι να μείνει στο χωριό και να προεδρεύει σε μια επιτροπή, αλλά ο Προκόπης αγνόησε τις διαμαρτυρίες του. «Εδώ χρειάζεσαι», είπε τελεσίδικα. Αργότερα κατάλαβε ο Μηνάς πως ο Προκόπης το ήξερε ότι αναπόφευκτα ο πρόεδρος μιας επιτροπής που εκδικάζει όλες τις διενέξεις θα γινόταν ένα από τα πιο μισητά πρόσωπα του χωριού. Η εμφάνιση των ανταρτών του ΕΛΑΣ και η κατάληψη του χωριού έδωσαν στους Λιώτες ένα νέο σκοπό και μια ελπίδα μέσα στις σκοτεινές ώρες της κατοχής. Χωριανοί που δεν μπορούσαν να διαβάσουν ή να γράψουν βρέθηκαν επιφορτισμένοι με σπουδαίες δουλειές: να μαζεύουν τυρί για να πουληθεί, ώστε με τα χρήματα ν' αγοραστούνε όπλα στη μαύρη αγορά, να επιτάσσουν μουλάρια για τους αντάρτες, να ορίζουν φόρους στη σοδειά του κάθε αγρότη. Υπήρχαν επιτροπές για τη διοίκηση, για την ασφάλεια, για τη δικαιοσύνη, για τον εφοδιασμό και τη στρατολογία, και πολλοί που ποτέ δεν είχαν διανοηθεί να προσχωρήσουν στην αντίσταση κολακεύτηκαν όταν ορίστηκαν σ' αυτές υπεύθυνοι. Οι νεαροί οργανώθηκαν σε μια οργάνωση νέων για να βοηθάνε τους αντάρτες, ακόμη και τα παιδιά στρατολογήθηκαν στ' «Αετόπουλα» και μεταφέρανε μηνύματα από το να χωριό στο άλλο. Έτσι όπως το είχε τάξει ο Προκόπης, οι συνεργάτες του εχθρού και οι προδότες ξεκαθαρίστηκαν γοργά και αδυσώπητα. Ο Κοντώρης ήτανε ο πρώτος, γρήγορα όμως βρέθηκαν κι αλλά πτώματα κόσκινο από τις σφαίρες σε χαράδρες σ' όλα τα βουνά. Για πρώτη φορά ύστερα από αιώνες σταμάτησαν να λυμαίνονται ληστές τα ορεινά χωριά της Μουργκάνας κι οι χωριάτες μπορούσαν να ταξιδεύουν από το ένα στ' άλλο δίχως φόβο, έχοντας χαρτιά που έβγαζε στο κάθε χωριό η επιτροπή του ΕΛΑΣ. Αν και οι αντάρτες της ομάδας του Σκεύη δε χτύπησαν άμεσα ιταλικά φυλάκια, βοήθησαν μιαν άλλη ομάδα του ΕΛΑΣ στην αντίπερα όχθη του Καλαμά ν' αποκρούσουν ένα λόχο Ιταλών και Τσάμηδων. Η νίκη αυτή σε συνδυασμό με τις εκτελέσεις των συνεργατών και των ληστών, φόβισε τόσο τους Ιταλούς, ώστε αποτραβήχτηκαν από τις θέσεις τους στην Κεραμίτσα και τους Άγιους Πάντες, στο στρατηγείο της περιοχής στους Φιλιάτες. Οι χωριάτες της Μουργκάνας, αν όχι ακόμα ελεύθεροι, βρέθηκαν έξω από τη σκιά των κατακτητών, και τούτο αναγνώριζαν πως το χρωστούσαν στον ΕΛΑΣ. Την άνοιξη του 1943, ό,τι άρχιζε το χωριό να σφύζει από τις νέες ελπίδες και τις επιδιώξεις κι ό,τι ανθίζανε οι πρώτες μυγδαλιές και κουτσουπιές, οι γείτονες στο Περιβόλι λυπήθηκαν με το γυρισμό της Αγγελικής και της Κωνσταντίνας Μπότσαρη, που κουβαλούσαν σ' ένα ξύλινο φορείο την αποσκελετωμένη αδερφή τους. Η Δημητρούλα είχε αρρωστήσει δουλεύοντας στα λιοστάσια της Αλβανίας, και τα κορίτσια την είχαν κουβαλήσει στο χωριό με τα πόδια. Έτσι που η Δημητρούλα κείτονταν στο ερειπωμένο σπίτι τους, δεν αναγνώριζε κανένα και άδραχνε τον κάθε επισκέπτη μ' Digitized by 10uk1s

ένα χέρι ισχνό και διάφανο, ζητώντας του νερό. Είκοσι τέσσερις ώρες μετά τον ερχομό της στο χωριό, οι καμπάνες του Άη Δημήτρη σήμαναν το χαμό της. Η ατμόσφαιρα στων Μποτσαραίων μετά την κηδεία ήταν τόσο πικρή, όσο κι ο κριθαρένιος καφές που είχαν πιει οι επισκέπτες για να ευχηθούν ν' αναπαύσει ο Θεός την ψυχή της Δημητρούλας. Το αδάμαστο πνεύμα της Αγγελικής φαινόταν να 'χει χαθεί, όπως και τα κοντά χρυσά μαλλιά της κάτω από το μαύρο μαντίλι, κι η μάνα της μήτε αποκρινόταν στις παρηγοριές που της λέγανε. Όλοι φύγανε όσο πιο γρήγορα το επέτρεπε η τάξη. Η Ελένη Γκατζογιάννη κίνησε για το βουνό συντροφιά με τη θεόφτωχη γειτόνισσα την Αναστασία Γιάκου και με την εικοσάχρονη θυγατέρα της, τη Σταυρούλα. Αν και η Σταυρούλα μεστώνοντας είχε γίνει μια από τις ψηλότερες και τις ομορφότερες κοπέλες του χωριού, το φευγιό του πατέρα της, που έμενε ακόμη στα μπορντέλα της Καλαμπάκας, κι η φτώχεια της φαμελιάς της λιγοστές ελπίδες της άφηναν πως θα 'βρισκε γαμπρό. Ο Μήτση Μπόλης και η γυναίκα του πρόφτασαν τις τρεις γυναίκες, κι όλοι τραβούσαν κατά την ίδιο μεριά. Ο Μήτσης παρατήρησε μ' ένα στεναγμό πως ήτανε κρίμα που η Δημητρούλα δεν έζησε όσο να δρέψει τους καρπούς της επανάστασης. «Οι φτωχοί, σαν τους Μποτσαραίους, θα κερδίσουν πιο πολύ από τον αγώνα μας», γνωμάτισε. «Σαν τι θα κερδίσουν;» σάρκασε η Αναστασία Γιάκου, που συμμεριζόταν τη γνώμη της Ελένης για το Μήτση. «Εγώ πεινάω όπως πάντα! Τώρα μάλιστα πεινάω πιο πολύ! Μου πήρατε δυο ημερών γάλα της γίδας μας να φτιάξετε τυρί για τους αντάρτες, αλλά σε μένα και στα κορίτσια μου δεν έχετε δώσει μισό κουκί». «Όλοι πρέπει να κάνουμε θυσίες για να οικοδομήσουμε τη νέα τάξη!» αναφώνησε ο Μήτσης. «Σκέψου και κάτι πέρα από το στομάχι σου! Κοίτα πόσα καταφέραμε!». Απάγγειλε το κατεβατό των ληστών και των συνεργατών που είχαν εξοντώσει οι Ελασίτες και πρόσθεσε πως ο ΕΛΑΣ λευτέρωσε τους νέους της Μουργκάνας από τα κουσούρια τους — τη μέθη, τη χαρτοπαιξία, την πορνείο. Ο ΕΛΑΣ είχε κιόλας ντουφεκίσει μερικούς από τους δικούς του αντάρτες, επειδή ατιμάσανε γυναίκες. Συνεχώς ορμήνευαν τους αντάρτες πως για να οικοδομηθεί η νέα τάξη έπρεπε να μένουν αγνοί. Συνεπαρμένος από το θέμα, ο Μήτσης είπε. «Θυμάστε εκείνον το συνεργάτη, το Δημήτρη Κουλιούτα, που εκτελέστηκε στο Γιρομέρι. Για την ακρίβεια δεν ήτανε προδότης. Τον δικάσανε και τον καθαρίσανε επειδή απαύτωνε την ίδια την αδερφή του». Τα πρόσωπα των γυναικών εκφράσανε τον αποτροπιασμό τους. Μόνον η Ελένη φαινόταν δύσπιστη. «Την ίδια την αδερφή του;» ρώτησε. «Πώς είναι δυνατόν άνθρωπος από τούτα τα βουνά να κάνει τέτοιο πράμα; Στη δίκη μαρτύρησε η αδελφή του;». «Όχι, βέβαια!» είπε ο Μπόλης ανασηκώνοντας τους ώμους. «Αδερφός της ήταν στο κάτω κάτω, ασχέτως τι έκανε». «Ομολόγησε εκείνος;» επέμενε η Ελένη. «Κάτι πράματα που ρωτάς, μωρή!» γέλασε ο Μπόλης. «Ποιος θα ομολογούσε ποτέ τέτοιο έγκλημα; Όλοι όμως στο χωριό το ξέρανε. "Απαλλάξτε μας από αυτή τη βρωμιά", μας παρακαλούσανε. Τον δικάσανε ένας παπάς, ένας αξιωματικός κι ο δάσκαλος ο Δούπης. Θαρρείς πως τέτοιοι άνθρωποι μπορεί να λαθέψουνε;». Η Σταυρούλα Γιάκου κατένεψε. «Αλήθεια θα 'ναι», είπε. «Αλλιώτικα οι αντάρτες δε θα τον Digitized by 10uk1s

σκότωναν». Η μάνα της εντυπωσιάστηκε λιγότερο. «Να εύχεσαι να μη φτάσει και στο Λια τέτοιο δικαστήριο, Μήτση» γέλασε. «Αν η μοίρα σου κρεμότανε απ' όσα λένε για σένα όλοι στο χωριό, θα 'σουνα από πολύ καιρό κρεμασμένος!». Πειράχτηκε ο Μήτσης κι έβιασε το βήμα του αφήνοντας τις γυναίκες πίσω, ενώ η γυναίκα του έτρεχε για να τον προφτάσει. Αφού οι Μπολαίοι είχαν στρίψει για την αυλόπορτά τους, η Ελένη είπε συλλογισμένη στην Αναστασία Γιάκου: «Σωστό είναι, καθαρίσανε τα βουνά από τους ληστές, κι οι Ιταλοί τραβηχτήκανε από τη Μουργκάνα, μα και τόσοι σκοτωμοί τόσο γρήγορα! Με την κάθε εκτέλεση γίνεται πιο εύκολο». Η Αναστασία συμφώνησε, όμως η θυγατέρα της δεν είπε τίποτα και φύλαξε μέσα στο μυαλό της την παρατήρηση της Ελένης, όπως ο σκίουρος συνάζει ένα φουντούκι για το χειμώνα που έρχεται.

Το Μεγάλο Σάββατο λίγες φαμελιές ήτανε σε θέση να σφάξουνε κατσίκι για το Πάσχα και να κρεμάσουνε το γδαρμένο σφαχτάρι από το πάτερο, η Ελένη όμως πλήρωσε το γείτονά της Τάσο Μπαρτζώκη με καλαμποκάλευρο για να της δώσει ένα μερδικό από τη γίδα που θα σούβλιζαν αυτός και η γυναίκα του. Όλη η φαμελιά συνάχτηκε να παρακολουθήσει τον Τάσο που ετοίμαζε τη σούβλα, ενώ οι γυναίκες καθάριζαν τα εντόσθια για το κοκορέτσι. Ενώ δούλευαν, ακούστηκε σάλαγος στο δρόμο από κάτω. Όλοι τρέξανε κατά κει και είδαν είκοσι εφτά στρατιώτες να μπαίνουν στο χωριό με κανονικό βηματισμό από τη μεριά του Μπαμπουριού. Ύστερα από το πρώτο ξάφνιασμα τους αναγνώρισαν, ήταν οι δικοί τους άντρες με τον Προκόπη Σκεύη επικεφαλής, αλλά μεταμορφωμένοι περίλαμπρα από τότε που είχαν κυριέψει το σταθμό χωροφυλακής. Τώρα, αντί για τη σαλάτα των ρούχων, φορούσανε όλοι καινούριες χακί στολές με γυαλιστερά φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος. Στα κεφάλια τους, στραβά προς τα δεξιά, είχαν μαλακά δίκοχα, στολισμένα με μικρό μπρούντζινο εθνόσημο που έγραφε ΕΛΑΣ. Κάθε αντάρτης κρατούσε καινούργιο τουφέκι μάλιχερ ή μάουερ, εκτός από το Βαγγέλη Πούλο, ροδοκόκκινο από το καμάρι, που 'χε κρεμασμένο στην πλάτη του ένα πολυβόλο χότσκις. Η μαρίδα του χωριού έτρεχε πίσω από τους θαυμαστούς αντάρτες. Ήταν η πιο όμορφη παρέλαση που είχανε δει ποτέ. Εκείνη τη νύχτα όλοι οι χωριανοί, ακόμα κι οι ανύπαντρες κοπέλες όπως η Όλγα Γκατζογιάννη, στριμώχτηκαν στην Αγία Τριάδα, άλαλοι από την προσδοκία. Η στεντόρεια Φωνή του παπα-Ζήση, κι από κοντά η καθαρή φωνή τενόρου του Μηνά Στράτη που έψελνε τ' αντίφωνα ξεχύθηκαν από τ' ανοιχτά παράθυρα στα κεφάλια των αργοπορημένων που αναγκάστηκαν να σταθούν στον αυλόγυρο. Το κουβούκλιο του Χριστού ήταν κατασκέπαστο με λουλούδια, και τα πιτσιρίκια του χωριού περνούσαν από κάτω για γούρι, ενώ όλοι κρατούσανε σβηστά κεριά, καρτερώντας να δεχτούν το άγιο φως από τον παπά τη στιγμή της Αναστάσεως. Ήταν αρχαίο το δράμα, ωστόσο κάθε Πάσχα ξυπνούσε βαθιά συγκίνηση. Τάφου σιγή επικρατούσε στη σκοτεινή εκκλησία όταν ο παπάς, μεσάνυχτα ακριβώς, θα εμφανιζόταν στην Ωραία Πύλη, περίλαμπρος στα λευκά άμφιά του, με το λιβάνι ν' αναθρώσκει τριγύρω του, και μ' ένα αναμμένο κερί στο χέρι. «Δεύτε, λάβετε φως!» θα καλούσε το εκκλησίασμα ενώ οι καμπάνες θα σήμαιναν το μήνυμα πως ο Χριστός είχε αναστηθεί. Τα παιδιά του χωριού ήταν έτοιμα ν' ανάψουν πυροτεχνήματα στον αυλόγυρο καθώς η φλόγα ταξίδευε από κερί σε κερί, και κάθε πιστός θα 'παιρνε το δρόμο για το σπίτι του, προφυλάγοντας τη φλόγα από τον άνεμο, ώστε με τον καπνό του κεριού να χαράξει ένα νέο σταυρό στο ταβάνι του σπιτιού του για να σημειώσει μια ακόμη θριαμβευτική επιστροφή εκ νεκρών. Digitized by 10uk1s

Ωστόσο λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, ενώ ο κόσμος κουρντισμένος περίμενε εκείνο το Μεγάλο Σάββατο του 1943, ακούστηκε στον αυλόγυρο χλαλοή που απλώθηκε γρήγορα ως μέσα στην εκκλησία και το εκκλησίασμα παραμέρισε για να περάσει η αντάρτικη ομάδα. Ένας από τους αντάρτες βγήκε μπροστά. Είχε στον ώμο του ένα γυαλιστερό τουφέκι μπερέτα και το λεπτό του στόμα το στόλιζε καστανό μουστάκι. Κόπηκε η ανάσα των χωριανών όταν ο αντάρτης ανέβηκε τα δυο σκαλιά του δεσποτικού, που ήταν άβατο για τους κοινούς θνητούς, ακόμα και για τον παπα-Ζήση. Το ξεσκονίζανε και το λουστράρανε ανελλιπώς με την ελπίδα πως κάποια μέρα ο ισχυρός δεσπότης, ο Ιωαννίνων Σπυρίδων, ίσως επισκεπτόταν το ποίμνιό του στο Λια. Με μια κίνηση, όλοι κοιτάζανε τον παπα-Ζήση για να δουν την αντίδρασή του στη βεβήλωση του δεσποτικού εκείνη την πιο άγια απ' όλες τις νύχτες, όμως ο παπάς παρακολουθούσε αδιαμαρτύρητα καθώς ο αντάρτης ξερόβηξε κι άρχισε να μιλάει στο εκκλησίασμα. Μίλησε μονάχα για μια στιγμή, με ηχηρή καθηγητική φωνή. Ετούτη την αγιότατη ημέρα, είπε, επιθυμούσε να επικαλεσθεί την αφοσίωση του λαού του Λια στην πιο ιερή υπόθεσή τους - την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τύραννο. «Αν είστε ολόκαρδα μαζί μας, έτοιμοι να χύσετε το αίμα σας για την ιερή λευτεριά μας, τότε κανείς δεν μπορεί να μας νικήσει!» κατέληξε. Το εκκλησίασμα ανάδεψε, και πάλι κοιτούσαν τον παπά τους, αβέβαιοι αν ήτανε πρέπον να χειροκροτήσουν μέσα στην εκκλησία. Όπως πολλές άλλες χωριανές η Ελένη σταυροκοπήθηκε και ψιθύρισε μια ευχή. Την άλλη μέρα, Κυριακή του Πάσχα, το χωριό συνάχτηκε σ' ένα ξέσπασμα πανηγυρισμού που είχανε γλιτώσει γι' άλλο ένα χρόνο πολέμου και πείνας. Ακόμα και οι πιο φτωχοί κατάφεραν να οικονομήσουν μερικά αυγά και να τα βάψουν κόκκινα. Τ' απόγεμα οι Λιώτες πλημμυρίσανε ξανά την εκκλησία για τη δεύτερη ανάσταση, γιορτάζοντας την αναγέννηση που ο κάθε Χριστιανός, χάρη στη θυσία του Χριστού, θα γνωρίσει. Ήταν μια παμπάλαια ακολουθία αγάπης και τελείωνε με τον καθένα ν' αγκαλιάζει τον πλαϊνό του και ν' ανταλλάζουν το χαρμόσυνο μήνυμα: «Χριστός ανέστη!» «Αληθώς ανέστη!». Καθώς οι ευχές έσβηναν πια, η στιγμή της αδερφοσύνης σκόρπισε από μια λαρυγγώδη κραυγή, ένα αντρίκιο ουρλιαχτό πόνου που ερχότανε από το πλαϊνό σχολείο. Η Ελένη άπλωσε τα χέρια να τραβήξει κοντά της τα παιδιά, όμως η Γλυκερία έτρεχε κιόλας πρώτη μπροστά από τον κόσμο στην άλλη άκρη του αυλόγυρου κατά τις φωνές. Δυο οπλισμένοι αντάρτες έφραζαν την πόρτα του σχολείου. Από μέσα οι βραχνές κραυγές σχημάτιζαν λέξεις. «Μα, όχι άλλο! Δεν έκανα τίποτα! Δεν έχω ντουφέκι! Βοήθεια, Θεούλη μου!». Απαντώντας στις ερωτήσεις που φώναζε ο κόσμος, ένας από τους φρουρούς είπε πως «συνετίζουν» κάποιο νεαρό, τον Αντώνη Κολλιό γιατί είχε όπλο και δεν το δήλωσε στο λαϊκό στρατό. Παρευθύς, όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί κι όλοι μαζί έπιασαν να εξηγούν στους φρουρούς πως ήτανε λάθος τρομερό. Ο Αντώνης Κολλιός, ένα παλικάρι δεκαοχτώ χρονών, αγαπούσε τα χωρατά αλλά δεν ήταν ταραξίας. Η φαμελιά του είχε χωράφια πλάι στου Σταύρου Νταφλάκη, ενός γέρου αγρότη που έχανε τα μάτια του από το γλαύκωμα. Οι δύο φαμελιές συνεχώς τσακώνονταν για το που πέφτανε ακριβώς τα σύνορα ανάμεσα στα χωράφια τους. Σ' ένα κόσμο όπου η κοινωνική θέση και η επιβίωση εξαρτιούνται από την ιδιοκτησία της γης, οι φιλονικίες για τα σύνορα είναι συνηθισμένες. Ο Νταφλάκης συχνά ορμούσε μέσα στα χωράφια του Κολλιού και γκρίνιαζε πως τα λάχανά τους πατούσαν το περιβόλι του, κι ο Αντώνης έκανε χάζι να του κόβει τη χολή κραδαίνοντας ένα ραβδί που 'μοιαζε με τουφέκι. Ο γέρος παραήτανε στραβός για Digitized by 10uk1s

να δει τη διαφορά. Το δίχως άλλο είχε παραπονεθεί στους αντάρτες, που χτυπούσαν τώρα το παλικάρι γιατί ήθελαν το «όπλο» του. Καθώς οι κραυγές του Αντώνη εξασθένιζαν, οι διαμαρτυρίες των χωριανών έγιναν πιο άγριες. Οι δυο αντάρτες σήκωσαν τα τουφέκια τους. Ξαφνικά τα ουρλιαχτά σταμάτησαν. Ο κόσμος πισωπάτησε όταν άνοιξε η πόρτα και παρουσιάστηκαν πέντ' έξι αντάρτες, ανάμεσά τους κι ο Μήτση Μπόλης, ξαφνιασμένοι, που αντίκριζαν τόσους ανθρώπους. Οι χωριανοί παραμέρισαν για να περάσουνε οι στρατιωτικοί, κατόπιν χύθηκαν μέσα στο σχολείο, όπου βρήκανε τον Αντώνη Κολλιό αναίσθητο στο πάτωμα της τάξης του Μηνά Στράτη, τα ρούχα του χαρακωμένα από το αίμα εκεί όπου οι λυγερές βέργες της κρανιάς του είχαν κόψει το δέρμα. Οι χωριανοί τον σήκωσαν και τον κουβάλησαν έξω, αναρωτιούνταν πως τα συναρπαστικά λόγια του Προκόπη Σκεύη και των οπαδών του συμβιβάζονταν με τούτο τον παράλογο ξυλοδαρμό. Προτού φτάσει η συνοδεία στο σπίτι του Αντώνη, η αντάρτικη ομάδα του Σκεύη είχε αναχωρήσει από το Λια τραβώντας για το Μπαμπούρι. Στο δρόμο ο Προκόπης Σκεύης εμπιστεύθηκε στον προστατευόμενό του, το βλογιοκομμένο δάσκαλο Δούπη, πως τον ανησυχούσε τι επίδραση θα χε το περιστατικό στη γνώμη των χωριανών για τους αντάρτες. «Χτες στην εκκλησία ήτανε σύσσωμο το χωριό μαζί μας», είπε στο Δούπη. «Τώρα θα λένε πως δείραμε ένα αθώο παιδί!». Αργότερα εκείνο το απόγεμα δυο αντάρτες γυρίσανε στο Λια και προστάξανε τον παπα-Ζήση να καλέσει το λαό σημαίνοντας τις καμπάνες της εκκλησίας. Όταν συγκεντρώθηκαν, ένας από τους αντάρτες έβγαλε από την τσέπη του ένα πορτοφολάκι και το άδειασε στη χούφτα του. «Αυτά τα λεφτά ήτανε για ν' αγοράσουμε το αυριανό φαΐ μας», είπε στους χωριανούς, «αλλά μάθαμε πως ο γιος του Κολλιού ήτανε αθώος. Ο ΕΛΑΣ δε χύνει αθώο αίμα. Γι' αυτό συμφωνήσαμε, αύριο όλη μέρα να μη φάμε και να δώσουμε τα λεφτά στον Αντώνη Κολλιό για να επανορθώσουμε το λάθος μας». Ξαναβάζοντας τα χαρτονομίσματα στο πορτοφόλι το 'δωσε στον παπά. «Πήγαινέ του το εσύ». Κάμποσοι χωριανοί παρατήρησαν πως στο κάτω κάτω οι αντάρτες είχαν αποδείξει πως ήτανε δίκαιοι, αλλά όταν ο παπα-Ζήσης πήγε να δει το νεαρό ο Αντώνης του άρπαξε το ανοιχτό πορτοφόλι και το πέταξε στο πάτωμα. Η μάνα του μάζεψε παρευθύς τα χαρτονομίσματα και παρακάλεσε τον παπά να μην πει στους αντάρτες την απερισκεψία του γιου της. Πέρα από το θλιβερό περιστατικό με το γιο του Κολλιού, οι χωριανοί καλοδέχτηκαν την παρουσία των ανταρτών, όχι μόνο επειδή έδωσαν στη ζωή τους νέο σκοπό και σπουδαιότητα, αλλά και γιατί πρόσθεσαν κάποια ψυχαγωγία στο πληχτικό καθημερινό μαγκανοπήγαδο. Πολλά απογέματα, γύρω στις πέντε, οι καμπάνες της εκκλησίας σήμαιναν συγκέντρωση — υποχρεωτική σύναξη — στ' Αλώνια, κι οι χωριανοί έσπευδαν στην πλατεία για να διασκεδάσουν. Ακόμα και τα μικρά παιδιά πήγαιναν. Η Όλγα και η Κάντα μάταια παρακαλούσαν να τις αφήσει η μάνα τους να κρυφοκοιτάζουν αθέατες τις γιορτές, όπως έκαναν κάποιες άλλες κοπέλες που είχαν λιγότερο αυστηρή επιτήρηση. Καμιά φορά η συγκέντρωση ήταν ομιλία του Προκόπη Σκεύη στους χωριανούς για τους σκοπούς του αγώνα. Άλλα απογέματα οι αντάρτες διαφωτίζανε τους χωριανούς για τους στόχους του κινήματος με χορούς, τραγούδια και σκετς.

Αυτές οι συγκεντρώσεις του ΕΛΑΣ γεμίζουνε τις πρώτες αναμνήσεις μου από τη ζωή στο χωριό. Σ' ένα αγοράκι φαίνονταν θαυμαστά συναρπαστικές και διασκεδαστικές. Αν και δε θυμάμαι λέξη από τους λόγους, θυμάμαι τη φιδωτή γραμμή των ανταρτών, με τον Προκόπη πρώτο, να χορεύουνε τ' αργά βήματα του τσάμικου ή να κάνουνε τσαλίμια και τούμπες στον αέρα σαν ακροβάτες καθώς χόρευαν στο ζωηρό του ρυθμό τον Αϊτό. Όταν οι αντάρτες ύψωναν τις φωνές τους τραγουδώντας τα Digitized by 10uk1s

τραγούδια του ΕΛΑΣ, ακόμα και τα πιο μικρά παιδιά, όπως εγώ, πιάναμε το σκοπό. Κι άκουγα τις γλυκές διαπεραστικές φωνές αθέατων κοριτσιών, που κρυφοκοιτούσαν πίσω από παντζούρια, να τραγουδάνε τους συγκλονιστικούς στίχους: Κι αv σε ρωτήσει η μάνα μου, η δόλια η αδερφή μου, μην πείτε πως σκοτώθηκα, πως είμαι λαβωμένος, να πείτε πως παντρεύτηκα, πως είμαι παντρεμένος, πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα, κι αυτά τα λιανολίθαρα, αδέρφια και ξαδέρφια. Ακόμα πιο πολύ από το τραγούδι και το χορό, εμείς τα παιδιά αγαπούσαμε τα σκετς. Χειροκροτούσα κι εγώ δυνατά τους ήρωες και σφύριζα τους κακούς την ώρα που ο Μήτση Μπόλης, μ' ένα μαξιλάρι κάτω από το ζωστήρα του και μια πελώρια ψεύτικη γενειάδα, έπαιζε τον κορδωμένο αρχηγό του ΕΔΕΣ, το Ζέρβα. Κάνοντας κωλοτούμπες, έτρεχε να πάρει χρυσές λίρες από τον Τσόρτσιλ, φιλούσε τις μπότες του Γκλύξμπουργκ, του βασιλιά-ανδρείκελου, και κατόπιν, μ' ένα ναζιστικό χαιρετισμό, έτρεχε στο Χίτλερ και του ψιθύριζε στ' αυτί στρατιωτικά μυστικά. Όταν οι πολεμιστές του ΕΛΑΣ έδεναν το «Ζέρβα» και του άδειαζαν στο κεφάλι ένα τσουβάλι κακαράντζες, εγώ ξεκαρδιζόμουν ώσπου πονούσανε τα παΐδια μου. Ήταν ακόμη πιο θαυμαστό κι από τις σπάνιες παραστάσεις του πλανόδιου Καραγκιόζη, και συσπείρωνε τους χωριανούς μ' ένα ζεστό αίσθημα κοινής συγκίνησης και αφοσίωσης στον αγώνα των ντόπιων παλικαριών μας της αντίστασης. Αν μερικοί μεγάλοι, όπως η μάνα μου, δε γελούσαν ή δε χειροκροτούσαν τόσο δυνατά, αν σιωπηλά διαβλέπανε κάποιο κίνδυνο στις προπαγανδιστικές εκδηλώσεις, εγώ ήμουν πολύ μικρός για να το καταλάβω.

Κάποια μέρα στα τέλη Μαΐου τα τραγούδια, οι χοροί και οι λόγοι παραμέρισαν μπροστά σ' ένα δράμα με αληθινές σφαίρες και αίμα. Η Ελένη είχε φύγει από το σπίτι νωρίς το πρωί παίρνοντας την Όλγα και την Κάντα στα ψηλά χωράφια, κοντά στον Άη Νικόλα, ένα ξωκλήσι του 18ου αιώνα, για ν' αρχίσουν την ανοιξιάτικη σπορά κι αφήνοντας τη Γλυκερία να προσέχει το Νικόλα και τη Φωτεινή· έτσι δεν άκουσε όταν σήμαναν οι καμπάνες της εκκλησίας καλώντας τον κόσμο στην πλατεία. Ήταν νωρίς ακόμα για συγκέντρωση, αλλά οι Λιώτες έτρεξαν στ' Αλώνια, περιμένοντας διασκέδαση. Όμως ευθύς μόλις έφτασαν κατάλαβαν πως κάτι πήγαινε στραβά. Ο Βαγγέλης Πούλος βημάτιζε πάνω κάτω, το πρόσωπό του ξαναμμένο από το ρακί. Ο Προκόπης Σκεύης στεκόταν σκυθρωπός σαν το μαύρο σύννεφο, ενώ οι αντάρτες ψιθύριζαν συναμεταξύ τους. Όταν γέμισε η πλατεία, ο Προκόπης έπιασε το χωνί και φώναξε στους συγκεντρωμένους χωριανούς πως είχε φτάσει η ώρα της δράσης, η ώρα να ρίχτουν στον αγώνα. Ο φασιστικός ΕΔΕΣ του Ζέρβα είχε περάσει τον Καλαμά. Απείχε δεκαπέντε μόνο χιλιόμετρα. Σήμερα οι αντάρτες θ' αδράχνανε τα δρεπάνια τους και θα θερίζανε τους προδότες που τους φράζανε το δρόμο για το δοξασμένο αύριο που αυτοί οικοδομούσαν. Ξέσπασε μια βαβυλωνία από κραυγές, αλλά ο Προκόπης τους πρόσταξε να σωπάσουνε. Ήταν η ώρα για έργα, όχι για λόγια, τους είπε. Όλοι οι άντρες του χωριού έπρεπε να ετοιμαστούν για τη μάχη. Θα διάλεγε δώδεκα εφέδρους για να πάρουν τα δώδεκα περισσευούμενα ντουφέκια και θα φεύγανε μαζί με την αντάρτικη ομάδα για το μέτωπο, αλλά μόλις κυριεύανε κι άλλα όπλα, θα καλούσε και τούς υπόλοιπους άντρες. Από τη μέρα που είχαν καταλάβει το σταθμό χωροφυλακής, η μικρή ομάδα του Προκόπη είχε μεγαλώσει, ήταν τώρα πάνω από εκατό άντρες, από διάφορα χωριά της Μουργκάνας. Δεν ασπάζονταν όλοι το όραμα των δύο Σκευαίων για το κομμουνιστικό μέλλον της χώρας, αλλά πολλοί είχανε προσχωρήσει γιατί πίστευαν πως το κίνημα της αντίστασης ήταν η μεγαλύτερη ελπίδα να γλιτώσει η Ελλάδα από τους Γερμανούς. Ανάμεσα στους μη κομμουνιστές που φορούσαν τη στολή Digitized by 10uk1s

του ΕΛΑΣ εκείνη τη μέρα υπήρχαν μόνιμοι αξιωματικοί του στρατού, οι χωροφύλακες του σταθμού του Λια, δάσκαλοι, δικηγόροι, ακόμα και δύο παπάδες. Στο Λια, όλοι σχεδόν οι ικανοί άντρες, ασχέτως πολιτικών πεποιθήσεων, είχαν υπογράψει για εφεδρικοί -συνολικά 150. Με την απαίσια αναγγελία του Προκόπη οι χωριανές βάλανε τα κλάματα, και καθώς διάλεγε τους δώδεκα εφεδρικούς που θα φεύγανε μαζί του, οι μανάδες κι οι γυναίκες τους τους αγκαλιάζανε και παρακαλούσαν το Θεό να τους φέρει ζωντανούς από τη μάχη. Οι στρατιώτες παρατάχθηκαν, πασχίζοντας να φαίνονται ατρόμητοι, έκαναν επ' ώμου και κίνησαν κατηφορίζοντας την πλαγιά προς τα νοτιοανατολικά. Η Γλυκερία είχε αυστηρές εντολές από τη μάνα της να μην αφήσει τη Φωτεινή και το Νικόλα να βγουν από την αυλή, έτσι αγνόησε τα χτυπήματα της καμπάνας και, πειραγμένη που 'χε χάσει τη συγκέντρωση, έβαλε να φτιάξει το μεσημεριανό φαγητό για τα δυο μικρότερα παιδιά. Ήταν ένα ζεστό, υγρό απομεσήμερο, και μετά το φαΐ ο Νικόλας σκαρφάλωσε στο πέτρινο πρέκι πάνω από την αυλόθυρα, το μέρος που του άρεσε για να μένει μονάχος. Ήταν μόλις τεσσάρων χρονών κι επειδή το στομάχι του ήτανε γεμάτο, γρήγορα αποκοιμήθηκε. Η Γλυκερία, νιώθοντας πολύ σπουδαία με τα καθήκοντά της, κάθισε στο μπροστινό σκαλί, απ' όπου μπορούσε να παρακολουθεί το Νικόλα, και φώναξε τη Φωτεινή, που ήταν πέντε χρονών και της άρεσε να παίζει τη μεγάλη. Η Γλυκερία είπε στη Φωτεινή να της χτενίσει και να της ξεψειριάσει τα μεταξένια, ξανθά μαλλιά γιατί της άρεσε αυτό το ευχάριστο συναίσθημα. Ενώ η Φωτεινή τραβολογούσε τα μαλλιά της Γλυκερίας, ο Νικόλας γύρισε πάνω στην τσιμεντένια πλάκα κι άξαφνα γκρεμίστηκε από την κορφή της αυλόθυρας, δυόμισι μέτρα ύψος κάτω στο πλακόστρωτο, χτυπώντας πίσω το κεφάλι του. Για μια στιγμή απόμεινε εμβρόντητος, ύστερα πάτησε μια τρομαχτική τσιριξιά. Η Γλυκερία έτρεξε και είδε πως από μια κοψιά πίσω στο καύκαλό του το αίμα έτρεχε στο σβέρκο του. Ο Νικόλας έκλαιγε πιο δυνατά, όμως η γειτονιά ήταν έρημη και δεν υπήρχε για να βοηθήσει κανένας μεγάλος. Η Γλυκερία ανάστατη ένιωθε πως ήταν μόνο δέκα χρονών και δεν ήξερε τι να κάνει. «Δεν έχεις τίποτα. Θα σου δώσω εγώ ένα σύκο άμα δεν κλαις!» τον καλόπιανε και τον πήγε μέσα στο σπίτι, όπου έβγαλε μιαν άσπρη μαξιλαροθήκη από το νυφικό σεντούκι της μάνας της και την έδεσε γύρω στην πληγή όσο μπορούσε καλύτερα. Γλείφοντας το ξερό σύκο, ο Νικόλας τέλος έπαψε τα κλάματα, και μόλις κόπασαν τ' αναφιλητά του, η Γλυκερία ξανάβρε την αταραξία της· όπως θα 'κανε κι η μάνα της, του είπε να πλαγιάσει και να ξανακοιμηθεί. Εξαντλημένος από τη δοκιμασία, κουτούλαγε κιόλας, κι η Γλυκερία τον άφησε στα στρωσίδια, ξαναβγήκε στην αυλή και είπε στη Φωτεινή να ξαναπιάσει το χτένισμα.

Λίγο μετά το μεσημέρι άρχισε η μάχη της Κεραμίτσας. Η ομάδα του Προκόπη πολέμησε γενναία, αλλά οι αντάρτες του Ζέρβα ήταν σημαντικά πιο πολυάριθμοι και καλύτερα οπλισμένοι, έτσι οι Ελασίτες απωθούνταν αδιάκοπα. Όταν τελικά ο Προκόπης έδωσε τη διαταγή για την υποχώρηση, όλοι κινήθηκαν γοργά, εκτός από το Βαγγέλη Πούλο, που χειριζόταν το μοναδικό τους πολυβόλο με τη βοήθεια ενός άλλου παλικαριού από το χωριό. Ο Βαγγέλης είχε μεθύσει από ρακί και θάρρος. Αρνήθηκε να υποχωρήσει. Το άλλο παλικάρι δε συμμεριζόταν τη δίψα του Πούλου για το μαρτύριο. Οι συναγωνιστές τους τους είδανε να τσακώνονται άγρια, καθώς ο Βασίλης ψιλόριχνε τα τελευταία του πυρομαχικά καταπάνω στους Εδεσίτες που ζύγωναν. Το σούρουπο, ο νεαρός Βαγγέλης Πούλος έγινε ο πρώτος Ελασίτης Digitized by 10uk1s

μάρτυρας του Λια, κι ο πρώτος χωριανός που σκοτώθηκε σε μάχη. Το άλλο παλικάρι έζησε μερικά ακόμα λεπτά. Στα χωράφια του Άη Νικόλα, ψηλά πάνω από το χωριό, η Ελένη, η Όλγα και η Κάντα κόντευαν πια να τελειώσουνε μια εξαντλητική μέρα προετοιμάζοντας τη φρεσκοοργωμένη γη για την ανοιξιάτικη σπορά. Η Ελένη ξαφνιάστηκε με το ντουφεκίδι, τους όλμους και τα πολυβόλα, που είχανε ξεσπάσει στα νοτιοανατολικά. Έβλεπε τους καπνούς αλλά τίποτα παραπάνω. Ήτανε η πρώτη φορά που είχε αφήσει τη Γλυκερία με τα μικρά και το μυαλό της άξαφνα γέμισε με σκηνές σφαγής και θανάτου, τα παιδιά της καταμεσής σε κείνο το μακελειό. Τρομοκρατημένη, ξεσήκωσε άρον - άρον τις δυο μεγάλες και κατηφορίσανε. Έφτασε με κομμένη την ανάσα έξω από την αυλόθυρα, όπου βρήκε τη Γλυκερία και τη Φωτεινή να τρώνε μακαρίως κάτι βερίκοκα που είχαν κλέψει από τη βερικοκιά του Τάσου Μπαρτζώκη αντίκρυ στο μονοπάτι. «Δόξα σοι ο Θεός!» στέναξε ξέπνοη η Ελένη. «Άκουσα ντουφεκίδι! Η γειτονιά είναι έρημη. Που είναι ο Νικόλας;». Η Γλυκερία σταμάτησε να τρώει και κατσούφιασε. «Μέσα είναι, έχει πλαγιάσει», είπε. «Βάρεσε λίγο το κεφάλι του, αλλά τώρα είναι καλά». Η στιγμιαία ανακούφιση της Ελένης χάθηκε, της ξανάρθαν όλα τα προαισθήματα της καταστροφής. Έτρεξε στην κουζίνα και βρήκε το Νικόλα πλαγιασμένο με μια καταματωμένη μαξιλαροθήκη στο κεφάλι του σαν σαρίκι. Μόλις τον αντίκρισε οι φόβοι της ξεχύθηκαν σε μια τρομερή κραυγή. Όταν το νήπιο άνοιξε τα μάτια του, η Ελένη είδε πως ήταν ακόμα ζωντανό, και κατάφερε να κουμαντάρει τα τρεμάμενα χέρια της ώστε να βρει ψαλίδι, να του κόψει τα μαλλιά γύρω από την πληγή και να την καθαρίσει με τσίπουρο, σιγοτραγουδώντας στο αναμεταξύ στο Νικόλα. Καταριότανε τον εαυτό της που 'χε παρατήσει μονάχο και απροστάτευτο το γιο της, το στήριγμα της ζωής της. Μόλις επιδέθηκε η πληγή και ξανάβρε η Ελένη την ανάσα της, έτρεξε έξω στη Γλυκερία, που τριγύριζε στην άκρη της αυλής. «Εσύ ... εσύ μαύρη διαβόλισσα, έτσι προσέχεις τον αδερφό σου;» σκλήρισε η Ελένη, κι έσκυψε να πιάσει πέτρες να της πετάξει. Η Γλυκερία έτρεχε κιόλας όσο πιο γρήγορα την πήγαιναν τα στρουμπουλά της πόδια, και στ' αναμεταξύ δραματικά ξεφώνιζε: «Εμπρός! Σκότωσέ με! Δε με νοιάζει! Ας πεθάνω! Κατέβα, Άη Δημήτρη μου, και πάρε με! Η μάνα μου με σφάζει!». Καμιά από τις πέτρες δε βρήκε το στόχο της κι η Ελένη είχε πεδουκλωθεί στο κυνήγημα από τα χεράκια της Φωτεινής, που της τραβούσανε τη φούστα. «Δεν το 'κάνε η Γλυκερία!» την παρακαλούσε η Φωτεινή. «Μόνος του έπεσε ο Νικόλας! Εγώ χτένιζα τα μαλλιά της Γλυκερίας, σαν μεγάλη!». «Κι εσύ, ε;» ξεφώνισε η Ελένη, κοιτάζοντας το σοβαρό προσωπάκι με τα τρεμάμενα χείλια. «Ο Νικόλας είναι πιο μικρός από σένα κι έπρεπε να τον προσέχεις!». Αλλά κάθισε καταγής, η μανία έφευγε από μέσα της. Αφότου είχε γεννηθεί ο Νικόλας, η Φωτεινή ήταν μια κλαψιάρα, που ένιωθε πως της έκλεβαν τα χάδια που λαχταρούσε. Γι' αυτό κι η Ελένη δεν έφτανε ποτέ να τη δείρει, αν και η κλάψα της μικρής συχνά την εκνεύριζε. Ούτε μπορούσε να τις βρέξει στη Γλυκερία όπως της άξιζε, γιατί η αδιάντροπη, που χανόταν τώρα κάτω στο μονοπάτι κατά του Μπαρτζώκη, ξεφώνιζε ακόμα καλώντας όλους τους αγίους τ' ουρανού να κατεβούν να την πάρουν. Ο πονεμένος τόνος της φωνής της έκανε την Ελένη να γελάσει αθέλητα. Μπήκε ξανά στο σπίτι για να πάρει το γιο της στην ποδιά και να τον νανουρίσει στη σιγουριά της αγκαλιάς της. Η Γλυκερία ήταν άφαντη ακόμα όταν ανηφόρισε το μονοπάτι η Όλγα Βενέτη φέρνοντας τα νέα πως η ομάδα του Προκόπη είχε νικηθεί στην Κεραμίτσα και υποχωρούσε κατά την Καστάνιανη Digitized by 10uk1s

βορειότερα περνώντας μέσα από το χωριό. Είπε στην Ελένη για το σκοτωμό των δύο παλικαριών, που τον είχαν κιόλας μάθει οι φαμελιές τους. Η Ελένη κοίταξε το Νικόλα, κοιμισμένο στην ποδιά της, ο επίδεσμός του σαν στραβοφορεμένος σκούφος. Οι φόβοι που της έφερναν στο στήθος οι ενέργειες των ανταρτών ήταν δικαιολογημένοι. Γειτονόπουλα είχαν θυσιαστεί κάτω από τη σημαία της επανάστασης. Αυτή δε θα 'δινε ποτέ το γιο της σε κανένα αγώνα. Γύρισε στη γειτόνισσα. «Ευτυχώς που δε ζει η μάνα του Βαγγέλη να το φαρμακωθεί!» είπε τραχιά. «Να δώσει ο Θεός να πεθάνω καλύτερα παρά να δω να μου παίρνουν ένα από τα παιδιά μου».

Όταν έφτασαν στο Λια τα νέα, πως οι Εδεσίτες του Ζέρβα κυνηγούσαν κατά δω τον ΕΛΑΣ, όλοι, μαζί και οι Γκατζογιανναίοι, ετοιμάστηκαν να καταφύγουν στις σπηλιές, τρέμοντας μήπως πέσουν στα χέρια των φοβερών ανταρτών του δεξιού ΕΔΕΣ. Οι αντάρτες όμως του Ζέρβα δεν προχώρησαν πέρα από την Κεραμίτσα, καταπτοημένοι από την αγριάδα των πολεμιστών του Προκόπη και απρόθυμοι να τους ακολουθήσουν στα δικά τους βουνά. Όταν ξεκαθαρίστηκε πως ο ΕΔΕΣ δε θα κυρίευε το Λια, οι άντρες του Προκόπη γυρίσανε στο χωριό. Κι άρχισε μια ταραγμένη περίοδος αναμονής. Αν και είχαν νικηθεί στην Κεραμίτσα, ο Προκόπης ήταν περήφανος για τον τρόπο που είχανε σταθεί οι άντρες του στη μάχη όταν αντιμετώπισαν υπέρτερες δυνάμεις του ΕΔΕΣ. Είχε μετατρέψει τους γανωτζήδες και τους βοσκούς του στρατού του σε πειθαρχημένη αξιόμαχη μονάδα. Ωστόσο, τα επαρχιακά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, που είχε υπό τον έλεγχό του τον ΕΛΑΣ, δεν συχωρέσανε την ήττα. Ήταν σίγουροι πως η ελασίτικη ομάδα του Προκόπη είχε μια μοιραία αδυναμία: άφησε ο Προκόπης να διοικείται η μονάδα της Μουργκάνας από μια τοπική επιτροπή και όχι από στελέχη που θα τα 'χε διαλέξει η κομματική ηγεσία στα Γιάννινα. Ένιωθαν πως καλλιεργούσε στην ομάδα του μια αυτονομία που υπονόμευε την κομματική πειθαρχία κι εξασθένιζε τη στρατιωτική της δύναμη. Το κόμμα αποφάσισε να σφίξει τα λουριά στους αντάρτες της Μουργκάνας. Ο άνθρωπος που στείλανε για να πειθαρχήσει την ομάδα ήταν ένας ισχνός, μελαψός, φαλακρός Σλαβομακεδόνας, που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Ινόης». Οι χωριανοί ξαφνιάστηκαν βλέποντας τον τοπικό τους ήρωα να ζαρώνει μπροστά σε τούτο τον ξένο. Ο Ινόης κατηγόρησε τον Προκόπη για αδυναμία, επειδή είχε επιτρέψει να μπουν στην οργάνωση και άντρες που δεν ήσαν αληθινά πιστοί. Ο Προκόπης έγινε θηρίο με την κριτική. Το χωριό ήταν σύσσωμο μαζί του, υποστήριξε. «Αν καταργήσουμε την τοπική επιτροπή και τ' αναλάβει όλα στα χέρια του το κόμμα, θα χάσουμε μερικούς από τους καλύτερους άντρες μας, που δεν είναι κομμουνιστές!». Ο Ινόης δε μεταπείσθηκε. Πήρανε την ομάδα της Μουργκάνας από τα χέρια του Προκόπη και την εντάξανε στο 15ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, που ήταν κάτω από αυστηρό κομματικό έλεγχο. Μέσα σε μια βδομάδα, όπως το φοβόταν ο Προκόπης, πάνω από δέκα μαχητές, από τους πιο έμπειρους της μονάδας, κι ανάμεσα τους πρώην αξιωματικοί καθώς κι ο νωματάρχης, ο Καλογερόπουλος, το 'σκασαν από το Λια, παρουσιάστηκαν στην Κεραμίτσα, όπου προσχώρησαν στον αντίπαλο στρατό του Ζέρβα. Οι ταπεινώσεις του Προκόπη δεν τέλειωσαν. Με πρόσχημα τις αποσκιρτήσεις, το κόμμα τον απομάκρυνε από την ομάδα που αυτός είχε δημιουργήσει και διαπλάσει επί δύο χρόνια, και τον εξόρισε σ' ένα πόστο σε κάποιο χωριουδάκι της κοιλάδας των Ιωαννίνων. Εκείνος που ωφελήθηκε στο Λια περισσότερο από αυτή την εκκαθάριση ήταν ο Κώστα Χαϊδής, ο ξάδερφος της Ελένης Γκατζογιάννη, που ως τοπικός υπεύθυνος του Κομμουνιστικού Κόμματος έγινε ο ισχυρότερος άνθρωπος της περιοχής. Ο Σπύρος Σκεύης γύρισε από την Πρέβεζα, όπου ως υπολοχαγός του ΕΛΑΣ είχε πολεμήσει με μεγαλύτερη επιτυχία από τον αδερφό του. Επειδή Digitized by 10uk1s

υποστήριξε τις αποφάσεις του κόμματος, του αναθέσανε τη διοίκηση ενός λόχου του 15ου Συντάγματος, που τον απαρτίζανε κυρίως άντρες από το Λια, Ξαφνιασμένοι από τις μεταβολές στην τοπική ομάδα του ΕΛΑΣ, οι χωριάτες της Μουργκάνας άρχισαν να καταλαβαίνουν πως το κίνημα που είχαν ξεκινήσει στον τόπο τους οι δύο Σκευαίοι το κουμαντάρανε μυστηριώδεις δυνάμεις και πως απλωνόταν πολύ πιο πέρα από τον ορίζοντα του τόπου τους. Κάθε μέρα νέοι αντάρτες περνούσαν από το χωριό, πότε πότε διανυχτέρευαν στο σχολείο ή γυρεύανε κατάλυμα σε σπίτια του χωριού. Πολλοί φορούσαν άγνωστες στολές και μιλούσανε πρωτάκουστες ντοπιολαλιές. Κατά το τέλος του καλοκαιριού του 1943, ο Προκόπης Σκεύης ξαναπαρουσιάστηκε στο Λια, δαμασμένος ολότελα ύστερα από την εξορία του στην κοιλάδα των Ιωαννίνων. Η Ελένη πρόσεξε πως φαινόταν να 'χει σκληρύνει, ήταν πιο ξεκομμένος από τους ντόπιους και τώρα πια σπάνια μιλούσε για τον κοινό αγώνα των Συμμάχων και των ανταρτών κατά των Γερμανών. Απεναντίας, στους λόγους του επέμενε να καταγγέλλει τους «μοναρχοφασίστες», δηλαδή το Ζέρβα· τους ιμπεριαλιστές, δηλαδή τους βασιλόφρονες, όπως ο πατέρας της· τους αιμοπότες εκμεταλλευτές του λαού. Για ν' ανταμείψουν τη νέα ιδεολογική ορθοδοξία του, διορίσανε τον Προκόπη γραμματέα της επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος σε ολόκληρο το νομό Θεσπρωτίας. Οι περισσότεροι Λιώτες ήταν ευχαριστημένοι που γύρισε ο δημιουργός της τοπικής αντίστασης και καμάρωναν για την προαγωγή του συντοπίτη τους στις τάξεις τους ΕΛΑΣ.

Ο ασταμάτητος πόλεμος ανάμεσα στους αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ είχε τόσο παραλύσει όλη την αντιστασιακή προσπάθεια, ώστε τον Ιούλιο, με την παρακίνηση της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, οι δύο αντάρτικες οργανώσεις ύστερα από διαπραγματεύσεις συμφώνησαν να σταματήσουν τις μεταξύ τους εχθροπραξίες και να τεθούν υπό τις διαταγές ενός κοινού Γενικού Στρατηγείου, που θα είχε την έδρα του στο Περτούλι της Θεσσαλίας και θα το συγκροτούσαν εκπρόσωποι όλων των αντιστασιακών οργανώσεων και των Βρετανών κομάντος. Στην περιοχή της Μουργκάνας ο ΕΔΕΣ ήταν γερά οχυρωμένος στην Κεραμίτσα, και ο ΕΛΑΣ κρατούσε σταθερά τα πάνω χωριά: το Λια, το Μπαμπούρι, τον Τσαμαντά. Ελπίζοντας να συγκρατήσει τις δύο πλευρές να μην ξαναρχίσουν την αλληλοσφαγή και να τις κατευθύνει εναντίον του πραγματικού εχθρού — των Γερμανών — η εν Ελλάδι Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή αποφάσισε να στείλει συνδέσμους στα βουνά της Μουργκάνας, που αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη στρατηγική σημασία. Σε περίπτωση συμμαχικής εισβολής στα ελληνικά δυτικά παράλια, απέναντι από την Κέρκυρα, ένας ισχυρός αντιστασιακός στρατός στη Μουργκάνα μπορούσε να εμποδίσει τους Γερμανούς να στείλουν στα σημεία αποβάσεως ενισχύσεις τόσο από την Αλβανία στο βορρά όσο και από τα Γιάννινα στ' ανατολικά. Από την περιοχή διερχόταν επίσης η μία από τις δύο οδούς υποχωρήσεως που θα μπορούσαν ν' ακολουθήσουν οι Γερμανοί φεύγοντας από την Ελλάδα – μέσω Αλβανίας προς την Αδριατική Θάλασσα. Οι Γερμανοί προτιμούσαν αυτή την οδό, γιατί έτσι αποφεύγανε να περάσουν μέσα από τον ισχυρό παρτιζάνικο στρατό του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία, και οι Σύμμαχοι την ήθελαν κλειστή. Η Βρετανική Αυτοκρατορία έφτασε στο Λια στο απίθανο πρόσωπο ενός ψηλού, νευρικού ξανθομάλλη Σκωτσέζου, καμιά τριανταπενταριά χρονών, του υπολοχαγού Τζων Άντερσον. Οι χωριανοί γρήγορα μάθανε να τον φωνάζουν «Κάπταιν Ίαν». Τον συνόδευε άλλος ένας υπήκοος της Αυτού Μεγαλειότητος, ο δεκανέας Κέννεθ Σμιθ, ένας μεγαλόσωμος στιβαρός, μαυρομάλλης ανθρακωρύχος από τη βόρειο Αγγλία μ' ένα ασύρματο στην πλάτη. Ο πιο αλλόκοτος ήτανε ο διερμηνέας τους, ένας ντροπαλός σοκολατής άντρας, ο Πήτερ Σαραμάντης, που είχε πατέρα Έλληνα Digitized by 10uk1s

ναυτικό και μάνα Νοτιοαφρικανή μαύρη. Είπε στους χωριανούς πως οι Βρετανοί είχαν εγκαταστήσει Συμμαχική Αποστολή στο Λια και είχανε νοικιάσει για το σκοπό αυτό το σπίτι του Φαφούτη — δύο δωματίων — πίσω από το σταθμό Χωροφυλακής. Όλοι σχεδόν στο χωριό ένιωσαν περήφανοι και κάπως πιο ασφαλείς με την άφιξη στον τόπο τους των Βρετανών κομάντος. Δεν υπήρχε τρόπος να προβλέψουν πως η βρετανική παρουσία θα μεγάλωνε την ένταση ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ και θα 'φερνε τον εμφύλιο πόλεμο μέσα στα σπίτια τους.

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 4

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1943, η Ιταλία παραδόθηκε στους Συμμάχους. Η συνθηκολόγησή της κατέστρεψε τη λεπτή ισορροπία που τόσο σκληρά είχαν προσπαθήσει να κρατήσουν οι Βρετανοί ανάμεσα στις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις. Οι 100.000 Ιταλοί στρατιώτες στην Ελλάδα αντιμετώπισαν ξαφνικά το δίλημμα να παραδοθούν στους Γερμανούς ή στους αντάρτες. Με σπασμένο το ηθικό τους, οι πιο πολλοί παραδόθηκαν σε όποια πλευρά έφτασε πρώτη. Στη Ρόδο, 40.000 Ιταλοί παραδόθηκαν μόνο σε 5.000 Γερμανούς. Όταν οι Ναζί σε άλλα μέρη της Ελλάδας συνάντησαν αντίσταση από τους πρώην συμμάχους τους, στάθηκαν αμείλικτοι. Στην Κεφαλονιά μερικοί Ιταλοί στρατιώτες δοκίμασαν ν' αμυνθούν και ο Γερμανός διοικητής είπε στους άντρες του: «Κυνηγοί! Ένα εικοσιτετράωρο είναι δικό σας!» Μέσα σε μια νύχτα 4.000 Ιταλοί είχαν τουφεκιστεί. Οι Γερμανοί και οι αντάρτικες αντιστασιακές ομάδες σε όλη την Ελλάδα ρίχτηκαν σε αγώνα δρόμου για να κυριέψουν τα πολύτιμα Ιταλικά όπλα. Το λαχείο ήταν η Ιταλική Μεραρχία Πινερόλο, στην κεντρική Θεσσαλία, υπό τη διοίκηση, του στρατηγού Αλμπέρτο Ινφάντε, κάπου 12.000 άνδρες και όλος ο οπλισμός τους. Στην περιοχή αυτή κυρίαρχη αντάρτικη οργάνωση ήταν ο ΕΛΑΣ. Γνωρίζοντας ότι οι αντάρτες ήταν σχεδόν το ίδιο επικίνδυνοι όσο και οι Γερμανοί, ο Ινφάντε ήρθε σε επαφή με τους Βρετανούς και τους ζήτησε να εποπτεύσουν την παράδοσή του στους αντάρτες καπεταναίους. Την ίδια ώρα οι Γερμανοί είχαν ξαποστείλει προς τα 'κει μια φάλαγγα θωρακισμένων κι ένα Σύνταγμα των Ες-Ες για να προλάβουν να μην πέσουν στα χέρια του ΕΛΑΣ τέτοια λάφυρα. Ο αρχηγός της Βρετανικής Αποστολής γνώριζε πως οι χιλιάδες τα όπλα του Ινφάντε θα έδιναν στον ΕΛΑΣ τόση υπεροχή ώστε θα κινδύνευε η επισφαλής ανακωχή με τις άλλες αντιστασιακές οργανώσεις, ωστόσο δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Μονόγραφε κακόθυμος τη συνθήκη που είχαν υπογράψει ο Ινφάντε και ο καπετάν Άρης του ΕΛΑΣ. Μόλις παραδόθηκαν, οι Ιταλοί ενώθηκαν με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ για ν' αποκρούσουν τη γερμανική επίθεση. Για να καταστήσει τους Ιταλούς ακίνδυνους, ο ΕΛΑΣ τους χώρισε σε μικρά αποσπάσματα, τους έστειλε σε διάφορους τόπους, ύστερα τους αφόπλισε και τους ξαπόστειλε να δουλέψουν σε στρατόπεδα πάνω στα βουνά, όπου περίπου 1.000 πέθαναν εκείνο το χειμώνα. Το απροσδόκητο κελεπούρι των ιταλικών όπλων — 10.000 τουφέκια, 20 πυροβόλα, δύο θωρακισμένα αυτοκίνητα, 100 καμιόνια και πάνω από 50 μικρότερα οχήματα — έδωσαν στον ΕΛΑΣ τόση υπεροχή πυρός απέναντι στον ΕΔΕΣ, ώστε άρχισε πια να φαίνεται αναπόφευκτη η επίθεση κατά του ΕΔΕΣ και η έκρηξη εμφυλίου πολέμου. Ο στρατηγός Ινφάντε και το επιτελείο του οδηγήθηκαν για την προστασία τους στο στρατηγείο των Βρετανών κομάντος, που είχε εγκατασταθεί στο Περτούλι της Θεσσαλίας, και όπου οι Βρετανοί αξιωματικοί άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για να τους διώξουν από την Ελλάδα. Ο Ινφάντε θα έφτανε πάνω από τα βουνά στα παράλια της Αλβανίας και από εκεί ένα υποβρύχιο θα τον μετέφερε στην Ιταλία. Η αναχώρηση του Ινφάντε ανατέθηκε σ' ένα νέο σταθμό Συμμάχων κομάντος, που μόλις είχαν εγκαταστήσει οι Βρετανοί κοντά στα αλβανικά σύνορα στο χωριό Λια.

Digitized by 10uk1s

Digitized by 10uk1s

Η α πο σ το λ ή Μ πό βιγ κ το ν Όπως ακριβώς τα σκετς του ΕΛΑΣ είχαν αναζωογονήσει την πληχτική ζωή του Λια, έτσι και η εγκατάσταση ενός σταθμού Βρετανών κομάντος πρόσφερε στους χωριανούς μια συναρπαστική διασκέδαση. Ξένος δεν είχε ζήσει ποτέ ανάμεσά τους, και οι χωριανοί παρατηρούσαν αυτούς τους τρεις Εγγλέζους σαν να ήταν σπάνια και γοητευτικά ζωολογικά δείγματα. Ήταν δύσκολο να πιστέψει πως η κραταιά Βρετανική Αυτοκρατορία, που από παλιά οι Έλληνες την αντιμετώπιζαν με δέος, θα ενσαρκωνόταν στον ψηλό, νευρικό Σκωτσέζο λοχαγό, στο σοβαρό, φωνακλά, ασυρματιστή και στο μιγάδα διερμηνέα. Είχαν πολλά κουσούρια. Πρώτα πρώτα, φορούσαν κοντά παντελόνια σαν παιδιά. Έπειτα, πιλαλούσαν πάνω κάτω στα μονοπάτια της βουνοπλαγιάς για εξάσκηση. Την πρώτη φορά που έγινε αυτό, όλοι οι χωριανοί που τους είδαν, το βάλανε στα πόδια, τρέχανε ξοπίσω τους κατά την ίδια μεριά, σίγουροι πως οι Γερμανοί τους κυνηγούσαν. Έμειναν κατάπληκτοι όταν έμαθαν πως οι Εγγλέζοι έτρεχαν για το κέφι τους. Οι χωριανοί σχετίζανε τις βουνοπλαγιές με το μόχθο και την κούραση, και ποτέ δε θα περπατούσαν ή δε θα τρέχανε πέρα δώθε για διασκέδαση, όπως οι ψαράδες δεν ξεκουράζονται κολυμπώντας στη θάλασσα. Οπωσδήποτε, όσο παράξενα και αν ήτανε τα χούγια των Εγγλέζων, οι Λιώτες το θεωρούσανε τιμή να τους έχουν εκεί και φωνάζανε «Ζήτω η Αγγλία!» όποτε περνούσαν οι αξιωματικοί και τους φιλεύανε φρούτα και λαχανικά χώνοντάς τα στα χέρια τους. Ο Δημήτρης Στρατής, δεύτερος ξάδερφος της Ελένης Γκατζογιάννη, της είπε πως οι Εγγλέζοι, όντας πελάτες του, είχανε σώσει το καφενείο του κοντά στο σταθμό τους. Ήταν έτοιμος να το κλείσει γιατί δεν είχε πραμάτεια να πουλήσει, οπότε ο Σκωτσέζος του πρότεινε να τον πληρώσει με χρυσές λίρες αν του έφερνε ιταλική μπύρα από τη μαύρη αγορά στην Αλβανία, μαζί και αλλά είδη πολυτελείας, όπως μαρμελάδα και σπερματσέτα. Ο Κάπταιν Ίαν, της είπε εμπιστευτικά ο Δημήτρης ρουφούσε τεράστιες ποσότητες μπύρας. Από 'να άλλο μακρινό ξάδερφο — το Νικόλα Παρούση στο Μπαμπούρι — νεαρό αντάρτη που έτυχε να είναι υπηρεσία στο πρόχειρο πεδίο ρίψεων τη νύχτα 17 Σεπτεμβρίου, έμαθε η Ελένη πως το τελευταίο μέλος της Αποστολής, ένας ζωηρός νέος λοχαγός ονόματι Φίλιπ Νιντ, ρίχτηκε με το αλεξίπτωτο από 'να αεροπλάνο κοντά στο μοναστήρι του Άη Θανάση, και μαζί του πέσανε είκοσι τέσσερα ακόμη αλεξίπτωτα απ' όπου κρέμονταν κιβώτια μ' εφόδια. Ο Παρούσης είχε ξετρυπώσει τέσσερα κιβώτια που είχανε χαθεί μέσα στους θάμνους και τα κουβάλησε στο Βρετανικό σταθμό, ελπίζοντας πως θα τον ανταμείψουν τουλάχιστο μ' ένα ζευγάρι καινούριες αρβύλες. «Αλλά, όπως βλέπεις, φοράω ακόμα πατίκια», είπε θλιβερά στην Ελένη. Η μόνη του ανταμοιβή ήτανε κάτι περίεργα εγγλέζικα λόγια: «Θενκ γιου». Οι χωριανοί παρακολουθούσαν μ' ενδιαφέρον τους Βρετανούς που έστηναν το νοικοκυριό τους. Οι αξιωματικοί προσλάβανε ένα μάγειρα από το χωριό Φανερωμένη, του κολλήσανε το παρατσούκλι «Χένρυ» και τον εγκαταστήσανε σ' ένα χωριστό καλύβι που χρησίμευε για μαγερειό. Χρησιμοποιούσαν το ένα δωμάτιο στο σπίτι του Φαφούτη για κρεβατοκάμαρα και το άλλο για τον ασύρματο. Αγόρασαν ένα μουλάρι και το βαφτίσανε «Έντα», όπως την κόρη του Μουσσολίνι. Μέχρι που λεγότανε πως στους τοίχους της κρεβατοκάμαρας είχανε καρφιτσώσει φωτογραφίες με γυναίκες τσίτσιδες. Ο παπα-Ζήσης φλεγόταν όσο και όλοι οι άλλοι να καλωσορίσει τους Εγγλέζους και να τους προσφέρει τις υπηρεσίες του, ωστόσο έμεινε άναυδος από την εκδούλευση που του γυρέψανε: να τους βρει δυο χωριανές για παραδουλεύτρες. Καμιά καθωσπρέπει χωριανή δε θα δούλευε στη Βρετανική Αποστολή, αυτό ο παπάς το ήξερε. Οι γυναίκες δεν έμπαιναν στα σπίτια ανδρών που δεν ήταν συγγενείς τους δίχως να κηλιδωθεί ανεπανόρθωτα η υπόληψή τους, όμως στάθηκε αδύνατο Digitized by 10uk1s

να το καταλάβουν αυτό οι Βρετανοί. Στο κάτω κάτω, προσφέρονται να πληρώνουν στην κάθε παραδουλεύτρα μια εγγλέζικη χρυσή λίρα το μήνα, συν το φαγητό τους τις εργάσιμες ώρες. Τελικά ο παπα-Ζήσης σκέφτηκε τις δυο θυγατέρες της χήρας του Μπότσαρη που δεν είχανε πεθάνει ακόμη, αυτές είχανε τα μαλλιά τους κοντά και αθηναϊκά φερσίματα. Ξεδιάντροπα χαιρετούσανε τους χωριανούς που αντάμωναν στο δρόμο. Χρειάζονταν απεγνωσμένα λεφτά για να φάνε, κι η μάνα τους παραήταν σαστισμένη από τον πόνο για τα πεθαμένα παιδιά της και δε θα πατούσε πόδι. Έτσι η Αγγελική Μπότσαρη και η αδερφή της Κωνσταντίνα έγιναν παραδουλεύτρες της εγγλέζικης αποστολής στο Λια, που το Συμμαχικό Στρατηγείο του Καΐρου είχε μεγαλοπρεπώς ονομάσει Αποστολή Μπόβιγκτον. Επειδή η Αγγελική ήτανε γειτόνισσα των Γκατζογιανναίων, πεταγότανε συχνά στης Ελένης για μια επίσκεψη και διηγιόταν τα μυστήρια καμώματα που γίνονταν εκεί μέσα. Περιέγραφε τις παράξενες συνήθειες που είχανε στο φαΐ τους οι Εγγλέζοι αξιωματικοί. Αντί για φρέσκα φαγώσιμα προτιμούσαν αυγά σκόνη, κρέας κονσέρβας και κατιτί που το λέγανε κακάο, στη σαλάτα τους δε θέλανε λάδι, λέγοντας πως ήτανε καλό μόνο για ν' ανάβεις τις λάμπες. Όμως ήτανε σχεδόν σχολαστικά καθαροί κι ενοχλητικά ευγενικοί στις παραδουλεύτρες τους παρά τη δυσκολία της γλώσσας. Η Αγγελική ανιστορούσε με δέος πως κροτάλιζε μέρα νύχτα ο ασύρματος φέρνοντας μηνύματα από τόπους μακρινούς, που ο Κεν, ο ασυρματιστής, τα έγραφε. Τους έλεγε ψιθυριστά πως συχνά είχε δει τους δυο αξιωματικούς, τον Ίαν και το Φίλιπ, να τσακώνονται γι' αυτά τα μηνύματα. Ο μπάσταρδος διερμηνέας τής είχε εξηγήσει πως αυτοί οι δυο προέρχονταν από διαφορετικές τάξεις της εγγλέζικης κοινωνίας. Ο Φίλιπ ήταν σπουδασμένος και πλούσιος. Αν και ήταν δώδεκα χρόνια νεότερος από τον Ίαν, ο Φίλιπ είχε γίνει πρώτος λοχαγός. Ύστερα προβιβάστηκε ο Ίαν γι' αυτή την αποστολή. Ο Ίαν ήταν παγερός, καχύποπτος άνθρωπος και ζήλευε το συνάδελφό του, είπε η Αγγελική, που εύρισκε τον ασυρματιστή καλόκαρδο, ανέμελο και αστείο, κι ας μη καταλάβαινε λέξη από τα λεγόμενά του. Οι Γκατζογιανναίοι άκουγαν μαγεμένοι το κουτσομπολιό της και φαντάζονταν πως μαθαίνουν σπουδαία μυστικά της πολεμικής προσπάθειας των Συμμάχων κι όχι τι έβλεπε μια παραδουλεύτρα σ' ένα απομονωμένο φυλάκιο με μοναχικούς άντρες.

Θυμάμαι σαν πρωτοείδα από κοντά τους Εγγλέζους κάποιο απόγεμα που πήγα με τη μάνα μου και τις αδερφές μου στην πλατεία του χωριού, όπου κάθονταν οι ξένοι, αλλόκοτοι και κωμικοί με τα κοντά παντελόνια τους, και δέχονταν τα σεβάσματα των χωριανών. Φαίνονταν ασυνήθιστα ψηλοί, πιο καθαροί και πιο ξανθοί από τους άντρες του χωριού μας, κι όπως κάθονταν με το διερμηνέα τους σ' ένα τραπεζάκι πίνοντας μπύρα, οι Λιώτες τους προσκυνούσαν σαν να 'ταν βασιλιάδες. Όπως όλα τα παιδιά, έτσι κι εγώ φοβόμουν λίγο το μαυριδερό διερμηνέα, αλλά τον άκουγα που μετέφραζε τα ευγενικά χαιρετίσματά τους. Ήταν φανερό πως αυτοί ήταν πολύ δυνατοί άνθρωποι, και στο μυαλό μου τους συνέδεσα με τον πατέρα μου, που ζούσε και κείνος σε τόπο μακρινό, φορούσε ασυνήθιστα ρούχα και μπανιαριζόταν συχνά. Ήθελα να ρωτήσω τους ξένους αν ήξεραν τον πατέρα μου, όμως η μάνα μου δε μ' άφησε να τους ενοχλήσω με τις ερωτήσεις μου. Αναπολώντας θυμάμαι τώρα πως αναρωτιόμουν τι γνώμη είχαν για το απομονωμένο μου χωριό και τι ρόλο έπαιζαν εκεί. Τριάντα οχτώ χρόνια αργότερα έμαθα τις εντυπώσεις τους όταν εντόπισα τον ένα από τους δύο λοχαγούς, τον Φίλιπ Νιντ, διευθυντή τώρα ενός ιδρύματος και τιμημένο με το παράσημο της Digitized by 10uk1s

Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Μου έδωσε να διαβάσω το ημερολόγιο που κρατούσε στην πρώτη του αποστολή με τους κομάντος. Ο Νιντ, ήταν είκοσι πέντε χρονών όταν προσγειώθηκε στο Λια και ήταν γιος Βρετανού δημοσίου υπαλλήλου τοποθετημένου στην Ινδία, μιλούσε με ευχέρεια τα γαλλικά και είχε αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου είχε διακριθεί στον αθλητισμό και είχε ενθουσιαστεί με την πολιτική φιλοσοφία του Καρόλου Μαρξ. Ειδικός στις εκρηκτικές ύλες, εκπαίδευε σαμποτέρ έξω από το Λονδίνο πριν τον δεχθούν στους κομάντος και τον στείλουν στην Αίγυπτο. Όταν μεταφέρθηκε αεροπορικώς από το Συμμαχικό Στρατηγείο του Καΐρου στα βουνά της Μουργκάνας, ο Νιντ, όπως πολλοί Άγγλοι της γενιάς του από καλές οικογένειες, έβλεπε την Ελλάδα μέσα σε μια ρομαντική αχλή αποσταγμένη από την ποίηση του Βύρωνα και του Κητς, τις τραγωδίες του Αισχύλου και του Σοφοκλέους. Γρήγορα απογοητεύθηκε. «Η περιοχή είναι πολύ φτωχή», έγραψε ο Νιντ στο ημερολόγιό του. «Τα βουνά είναι ιδιαιτέρως άγονα και τα χωριά άθλια και βρωμερά. Αλλά εκείνη την εποχή στρατηγικά ήταν σημαντική και μπορούσε ν' αποτελέσει τη βάση για δραστικές επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών... Άμεσο καθήκον μας συνεπώς ήταν να συγκολλήσουμε τις δύο οργανώσεις, ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ σε μια κάποια αξιόμαχη δύναμη». Τώρα που οι δύο πλευρές είχαν υπογράψει ανακωχή, τούτο φαινόταν αρκετά απλό έργο σ' έναν Άγγλο αξιωματικό με τη μόρφωση και την κατάρτιση του Φίλιπ Νιντ, ωστόσο τα νεανικά του ιδανικά γρήγορα επρόκειτο να υποστούν δοκιμασία δεινή, και όπως μου είπε θλιμμένα ενώ καθόταν στη λέσχη του στο Λονδίνο στα 1981, σύντομα επακολούθησαν μεγαλύτερες απογοητεύσεις.

Καθώς παρατηρούσε τους Εγγλέζους αξιωματικούς στην πλατεία του χωριού η Ελένη τους αντίκριζε με θαυμασμό κι ελπίδα. Ήταν αξιωματικοί μιας από τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου και βρίσκονταν εκεί για να προστατέψουν τους χωριανούς από τους Γερμανούς. Έλπιζε πως θα τα κατάφερναν επίσης να εμποδίσουν καμιά νέα περιττή αιματοχυσία ανάμεσα στις αντίπαλες αντάρτικες οργανώσεις, όπως ήταν ο χαμός των δύο παλικαριών του χωριού στη μάχη εναντίον του στρατού του Ζέρβα στην Κεραμίτσα. Όπως και στο γιο του, της θύμισαν τον άντρα της, με την αφέλειά του και την αισιοδοξία του. Οι Βρετανοί δέχονταν τις φιλοφρονήσεις των χωριανών, προφανώς αγνοώντας ότι ο Προκόπης και ο Σπύρος Σκεύης κάθονταν παραδίπλα, τα πρόσωπά τους μαύρα από το θυμό. Όταν οι ξένοι τέλειωσαν τη μπύρα τους κι έφυγαν από την πλατεία, ο Προκόπης Σκεύης σηκώθηκε και μίλησε στο πλήθος των χωριανών. Τους προειδοποίησε να μην πιστεύουν όλα όσα έλεγαν οι Εγγλέζοι. «Να θυμάστε πως μ' εγγλέζικες λίρες πληρώνονται οι μισθοφόροι του ΕΔΕΣ κι ο προδότης Ζέρβας», είπε ξαναμμένος. «Να 'στε ευγενικοί στους Εγγλέζους, έχουνε τα χρήματα, τα όπλα και τα εφόδια που χρειαζόμαστε. Αλλά ο σύμμαχος που θα κερδίσει τον πόλεμο για μας είναι η Ρωσία, όχι η Αγγλία». Μουδιασμένοι οι χωριανοί κατένεψαν και αποφάσισαν να συμμαζέψουν στο μέλλον τον ενθουσιασμό τους για τους Βρετανούς. Οι ντόπιοι αντάρτες του ΕΛΑΣ που σουλατσάρανε στην πλατεία του χωριού είχαν κάτι παραπάνω από ιδεολογικούς λόγους να δυσανασχετούν με τους Εγγλέζους, καθώς έβλεπαν τις δυο Μποτσαρίνες να φτάνουν κάθε πρωί στη Βρετανική Αποστολή ντυμένες με τα εφαρμοστά ανοιχτόχρωμα αθηναϊκά φουστάνια τους, τυλιγμένες με τα ελαφρά πανωφόρια τους. Προσπερνώντας τους αντάρτες που είχαν οριστεί να κατασκοπεύουν την κίνηση, στο Βρετανικό σταθμό, η Αγγελική πάντοτε τους χαιρετούσε μ' ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα τίναγμα των μελένιων μαλλιών της. Τη θωρούσαν από πίσω με τα μάτια ενός κοπαδιού από πεινασμένα σκυλιά, που τριγυρίζουν ένα σφαχτάρι κρεμασμένο στο τσιγκέλι του χασάπη. Οι πιο πολλοί Ελασίτες ήταν χωριατόπουλα που δεν είχανε ποτέ γυναίκα. Σ' ένα τόπο σαν το Λια δεν υπήρχαν ευκαιρίες για Digitized by 10uk1s

ερωτικές περιπέτειες. Οι μόνες δυνατές σχέσεις ήταν στο συζυγικό κρεβάτι με μια γυναίκα που την είχανε διαλέξει οι γονείς λογαριάζοντας προπάντων την προίκα και σχεδόν καθόλου το αν ταιριάζουνε. Οι παντρεμένοι Ελασίτες κιάλαραν πως το λεπτό ύφασμα των πολύχρωμων φουστανιών της Αγγελικής κόλλαγε πάνω στα πλούσια γοφιά της καθώς περπατούσε. Η επιδερμίδα της ήτανε απαλή και τρυφερή σαν ώριμο βερίκοκο, και μοσχοβολούσε άνθη λεμονιάς. Ήταν αδύνατο να μη τη συγκρίνουν με τις σκληρόπετσες, γεροδεμένες γυναίκες τους που φορούσαν χοντροϋφάσματα και βρωμοκοπούσανε αχούρι ακόμα και στο κρεβάτι. Παρά την αθεΐα του πολιτικού τους κινήματος, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ υποβάλλονταν σε ερωτική καταπίεση τόσο αυστηρή όσο και η μοναστική. «Η μαλαπέρδα σας είναι μόνο για να κατουράτε!» ορμήνευε συχνά τα στρατεύματά του ο Καπετάν Άρης. Ν' απλώσεις χέρι σε γυναίκα σήμαινε πως κινδύνευες να εκτελεστείς παρευθύς στο απόσπασμα. Οι αντάρτες του Σκεύη, που είχαν εγκατασταθεί έξω από το Βρετανικό σταθμό, παρακολουθούσαν με μάτια πυρετικά την Αγγελική και την αδερφή της Κωνσταντίνα να χαμογελούν γλυκά και να μπαινοβγαίνουν στις κάμαρες των κομάντος. Οργίαζε η φαντασία τους για τα όσα γίνονταν ανάμεσα στις ξετσίπωτες Μποτσαρίνες και τους Εγγλέζους αξιωματικούς πίσω από κείνους τους τοίχους, κι οι σκέψεις αυτές τους γέμιζαν ζήλια και μίσος.

Μια βδομάδα μετά τον ερχομό του Φίλιπ Νιντ, οι Βρετανοί κομάντος ηλεκτρίστηκαν καθώς έφτασε από το Στρατηγείο το μήνυμα που προσδοκούσαν. Ο Κεν σηκώθηκε από το τραπέζι, όπου αποκρυπτογραφούσε τις τελευταίες διαταγές και άπλωσε ένα χαρτί με χέρια τρεμάμενα. Οι Σύμμαχοι σ' εφτά περίπου μέρες θ' αποβιβάζονταν στην Κέρκυρα, έλεγε, και αποστολή του Φίλιπ και του Ίαν ήταν να συγκεντρώσουν τους αντάρτες της περιοχής και ν' ανατινάξουν το δρόμο Γιάννινα - Ηγουμενίτσα, ώστε να μη μπορέσουν να φτάσουν στο νησί γερμανικές ενισχύσεις από το εσωτερικό.. Ενώ ο Ίαν προετοίμασε τις εκρηκτικές γομώσεις ο Φίλιπ παρακάλεσε πρώτα τους Ελασίτες του Σκεύη και κατόπιν το πιο κοντινό αρχηγείο του ΕΔΕΣ να του διαθέσουν άντρες για να τον συνοδεύσουν στο σημείο της ανατίναξης, που βρισκόταν σε περιοχή κατεχόμενη από Μουσουλμάνους συνεργάτες των Γερμανών. Και οι δύο οργανώσεις αρνήθηκαν να του δώσουν παραπάνω από έναν άντρα η καθεμιά για να του χρησιμεύσουν ως οδηγοί, κι αυτοί οι δυο αντάρτες το 'σκασαν μόλις πλησίασαν στην περιοχή των Τσάμηδων. Μόλις σαράντα οχτώ ώρες πριν από την αναμενόμενη απόβαση, έξαλλοι οι Βρετανοί αξιωματικοί βρέθηκαν δίχως έναν αντάρτη να τους βοηθήσει ν' ανατινάξουν το δρόμο. Τους έσωσε την τελευταία στιγμή ένα σήμα από το Κάιρο που ματαίωνε την όλη επιχείρηση. Πολύ αργότερα έμαθαν πως η «συμμαχική απόβαση» ήτανε τέχνασμα, προπέτασμα καπνού για να εξαπατηθεί ο Χίτλερ και να παραμείνουν οι Γερμανοί μακριά από αλλά μέτωπα. Ο Ίαν και ο Φίλιπ είχαν διδαχθεί ένα μάθημα: δεν μπορούσε να βασιστεί κανείς στους αντάρτες της περιοχής πάνω σε μια κρίση. Αποφάσισαν να ζητήσουν και από τις δύο οργανώσεις αντάρτες, ώστε να τους εκπαιδεύσουν αυτοπροσώπως για μελλοντικές αποστολές. Ενώ οι Σκευαίοι αρνήθηκαν κατηγορηματικά, οι Εδεσίτες που ήταν εγκαταστημένοι στην Κεραμίτσα δέχθηκαν να τους δώσουν δεκαπέντε αντάρτες. Μια έκρηξη σαν μπουμπουνητό που έτριξαν τα τζάμια, έκανε την Ελένη να πετάξει από τα χέρια της το πιάτο με τα κουκιά. Έμοιαζε να 'ρχεται από την ανατολική άκρια του χωριού κι η πρώτη της σκέψη ήταν ο Νικόλας, που έπαιζε έξω. Τον βρήκε στη γειτονική αυλή του Φώτο Μπόλη, με το Σωτήρη το μικρό γιο του Φώτου. Όπως κι ο ξάδερφός του ο Μήτσης, ο Φώτο Μπόλης ήταν φανατικός κομμουνιστής. Βγήκε και χαμογέλασε με την ανήσυχη έκφραση της Ελένης, που έσφιγγε Digitized by 10uk1s

στην αγκαλιά της τον τετράχρονο γιο της. Με τις απανωτές μακρινές εκρήξεις του δυναμίτη όλα τα σκυλιά του χωριού τώρα αλυχτούσαν. «Οι Εγγλέζοι είναι, μαθαίνουν κάτι Εδεσίτες ν' ανοίγουν τρύπες στο βουνό», είπε ο Μπόλης. «Θαρρούν πως μπορούν να κάνουν τους φασίστες τσανακογλείφτες κομάντος». Η Ελένη άκουγε ξαφνιασμένη. «Έχει Εδεσίτες στο χωριό;» ανέκραξε. «Και τι λέει ο Σπύρο Σκεύης γι' αυτό;». Ο Φώτο Μπόλης ανασήκωσε τους ώμους και είπε σαρκαστικά: «Και τι τον μέλλει το Σπύρο; Δεν τ' άκουσες ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, είμαστε τώρα φίλοι, μας κουκούλωσαν οι Εγγλέζοι με τη φτερούγα τους». Τρομαγμένη από τις εκρήξεις η Ελένη έδιωξε το Νικόλα μέσα στο σπίτι κι αναρωτιόταν τι έκρυβε ο περιπαιχτικός τόνος στην κουβέντα του Φώτου. Αποφάσισε να επισκεφθεί εκείνο το βράδυ τη φιλενάδα της, την Αλεξάντρα Μπότσαρη, μήπως μάθει τίποτα παραπάνω από τη θυγατέρα της. Εκεί που η Ελένη έπινε τσάι του βουνού μαζί με τη χήρα, ξαφνιάστηκε βλέποντας το στιβαρό Εγγλέζο ασυρματιστή να συνοδεύει την Αγγελική και την Κωνσταντίνα ως το κατώφλι τους. Κρατούσε από τις αλυσίδες δυο άγρια σκυλιά και στον ώμο του είχε το τουφέκι. Ο Εγγλέζος δε στάθηκε στην πόρτα, αλλά μόλις μπήκαν οι κοπέλες εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Η Ελένη τις κοίταξε περίεργη. Πρώτα οι εκρήξεις, ύστερα η είδηση πως οι Εγγλέζοι εκπαιδεύανε τους Εδεσίτες, σκέφτηκε, και τώρα οι Μποτσαρίνες γυρίζουνε στο σπίτι με σωματοφύλακα. Ρώτησε την Αγγελική τι συμβαίνει. Η κοπέλα κάθισε ξεφυσώντας και είπε: «Αν με ρωτάς, οι Εγγλέζοι κάνανε λάθος που φέρανε Εδεσίτες εδώ, αλλά έχουν αποφασίσει να εκπαιδεύσουνε μια ομάδα στα εκρηκτικά κι ο Σκεύης δεν τους έδωσε κανένα από τους δικούς του. Οι Εγγλέζοι είναι πολύ εύπιστοι. Δεν έπρεπε να πάρουν στα σοβαρά το λόγο του Σκεύη πως δε θα τους πειράξει». Η Αγγελική είπε στην Ελένη πως από την αρχή ο Σκεύης είχε βάλει κατασκόπους έξω από τη Βρετανική Αποστολή όλο το εικοσιτετράωρο, και κάθε νύχτα οι Ελασίτες τις σταματούσαν εκείνη και την αδερφή της ενώ γυρνούσαν στο σπίτι και τις ρωτούσαν τι είδαν και τι άκουσαν εκεί μέσο. «Εγώ τους χαμογελούσα και τους έλεγα πως δεν καταλαβαίνω λέξη απ' όσα λένε», είπε η Αγγελική, «που είναι και η αλήθεια. Πάντως τον πιο πολύ καιρό εμείς μένουμε στο μαγερειό. Τότε άρχισαν να μας ψάχνουν για να δούνε μήπως κουβαλάμε μηνύματα και λεφτά από τους Εγγλέζους στον ΕΔΕΣ. Έτσι παραπονέθηκα στον Κάπταιν Φίλιπ και κείνος πρόσταξε τον Κεν να μας πηγαινοφέρνει στη δουλειά κάθε μέρα». Η Αγγελική τίναξε τα ξανθά της μαλλιά, και τα μάγουλά της ελαφρά κοκκίνισαν. «Ξέρω τι σκέφτονται για μας — νομίζουν πως είμαστε οι πουτάνες των Εγγλέζων», είπε. «Ακούω τι ψιθυρίζουνε όποτε περνάμε από μπροστά τους. Κι οι υπόλοιποι στο χωριό δεν είναι καλύτεροι — όλοι μάς λένε "κορίτσια του γλυκού νερού" γιατί μπαίνουμε στη Βρετανική Αποστολή. Ας μας λένε ό,τι θέλουν. Το μόνο που ξέρω εγώ είναι πως οι Εγγλέζοι μας σώσανε τη ζωή, και τη ζωή της μάνας μου. Δίχως τα λεφτά που μας δίνουν δε θα βγάζαμε τη χρονιά. Αν είχαν έρθει πιο νωρίς, μπορεί να ζούσαν ακόμα η αδερφή μου και ο αδερφός μου. Φοβάμαι όμως για τους Εγγλέζους· δεν το καταλαβαίνουν πως ο Σκεύης ετοιμάζει φασαρίες». Το προαίσθημα της Αγγελικής αποδείχτηκε σωστό. Στις 12 Οκτωβρίου το βράδυ, μόλις εφτά ημέρες αφότου οι Βρετανοί αξιωματικοί άρχισαν να εκπαιδεύουν τη μονάδα των κομάντος, οι αποσπασμένοι Εδεσίτες και ο μιγάδας διερμηνέας μέθυσαν και χαλάγανε τον κόσμο, γιορτάζοντας την άφιξη από την Πόβλα νέας κουμπάνιας τσίπουρου από δαμάσκηνα στο καφενείο του Δημήτρη Στράτη, όπου έτρωγαν μ' έξοδα των Εγγλέζων. Κατά τις εντεκάμιση τράβηξαν για το σχολείο, όπου είχαν καταυλιστεί, τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια. Digitized by 10uk1s

Στο σταθμό οι Βρετανοί αξιωματικοί ξαφνιάστηκαν από ριπές πολυβόλου κι έτρεξαν έξω, όπου είδαν τους Ελασίτες του Σπύρου Σκεύη να σπρώχνουν στο δρόμο το διερμηνέα και τους κομάντος με τα χέρια ψηλά, και να τους σκουντάνε με τα όπλα τους. Ο λοχαγός Φίλιπ τράβηξε το διερμηνέα από τη γραμμή και με τη βοήθειά του άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα: δεν είχε συμφωνήσει ο Σκεύης να μην πειράξει τους κομάντος; Ο Σκεύης επέμενε παγερά πως οι Εδεσίτες ήταν αιχμάλωτοί του, πάντως θ' άφηνε το διερμηνέα ελεύθερο. «Υπακούω σε διαταγές του Αρχηγείου», είπε ατάραχος. «Όλοι οι Εδεσίτες θα συλληφθούν». Ο λοχαγός Φίλιπ, με το διερμηνέα καταπόδι, περπάτησε τα πέντε χιλιόμετρα ως το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ στο Κουρεμάδι για ν' απαιτήσει εξηγήσεις, αλλά μόλις πλησίασε το χωριό άκουσε τουφεκιές και κατάλαβε πως οι ενέργειες του Σκεύη δεν ήταν μεμονωμένο επεισόδιο. Ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ πατώντας την ανακωχή, που είχαν υπογράψει με την παρότρυνση των Βρετανών, είχαν εμπλακεί σ' εξοντωτικό εμφύλιο πόλεμο. Ο Φίλιπ έμαθε από το διοικητή στο Κουρεμάδι πως ο αρχηγός του ΕΛΑΣ, ο Άρης, προχωρούσε για να επιτεθεί στις δυνάμεις του Ζέρβα κοντά στην Άρτα. Όσο για τους Βρετανούς κομάντος, του είπαν, ο ΕΛΑΣ δεν αναγνώριζε πια την εξουσία τους. Ο Φίλιπ Νιντ γύρισε στο Λια σε απόγνωση. Για να προλάβει ακριβώς αυτό, τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις δύο αντιστασιακές οργανώσεις, τον είχαν στείλει στη Μουργκάνα μαζί με τους άλλους Βρετανούς κομάντος. Έστειλε σήμα στο Κάιρο περιγράφοντας λεπτομερειακά τα συμβάντα εκείνης της νύχτας και μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες έλαβε απάντηση: όλοι οι Βρετανοί σύνδεσμοι στην Ελλάδα διατάσσονταν: «να παραμείνουν αμέτοχοι, να χαμογελούν ευφρόσυνα, και να καταπίνουν προσβολές», προς το παρόν. Το πρωί οι Βρετανοί έστειλαν το μάγειρά τους και τις Μποτσαρίνες να συγκεντρώσουν τρόφιμα και αποτραβήχτηκαν στο σπιτάκι τους περιμένοντας την έκβαση των μαχών στα χαμηλότερα βουνά. Οι Βρετανοί αξιωματικοί έμαθαν ότι ο ΕΛΑΣ είχε παραβιάσει την ανακωχή, επειδή μια αιφνιδιαστική κίνηση των Γερμανών προς βορράν έκανε τους αριστερούς αντάρτες να πιστέψουν εσφαλμένα πως οι Ναζί ετοιμάζονταν να εκκενώσουν τη χώρα και πως είχε σημάνει η ώρα να εκμηδενίσουν τις δεξιές ανταρτικές δυνάμεις, ώστε να παραμείνει η Ελλάδα μετά την αποχώρηση των Γερμανών υπό τον πλήρη έλεγχο του ΕΛΑΣ. Οι επιτιθέμενοι Ελασίτες νίκησαν κατά κράτος σε όλη τη Βόρειο Ελλάδα, ώστε ο αρχηγός του ΕΔΕΣ Ναπολέων Ζέρβας διέταξε τους άντρες του να τραπούν εις φυγήν για να σωθούν όπως μπορούν, να εξαφανιστούν μέσα στους γκρεμούς και στα φαράγγια των βουνών και να επιστρέψουν στα χωριά τους για να ανασυνταχθούν σε έξι βδομάδες. Το μόνο σημείο όπου τα στρατεύματα του Ζέρβα νίκησαν ήταν ένας μικρός θύλακος στην Κεραμίτσα, δέκα χιλιόμετρα στα νοτιοανατολικά του Λια. Οι Εδεσίτες εκεί ήταν τόσο αποκομμένοι, ώστε δεν έλαβαν ποτέ τη διαταγή να υποχωρήσουν και να διαλυθούν. Απεναντίας, αποκρούσανε τις επιθέσεις των Ελασιτών, μολονότι όλοι σχεδόν οι αξιωματικοί τους σκοτώθηκαν ή τραυματίσθηκαν σ' αυτό τον αγώνα. Η αλλόκοτη νίκη του ΕΔΕΣ τόσο κοντά στο Λια ανάγκασε το Σπύρο Σκεύη ν' αποσύρει τους αντάρτες του από το χωριό για ένα διάστημα για την περίπτωση που οι δεξιοί Εδεσίτες θα κινούνταν από την Κεραμίτσα στα βουνά της Μουργκάνας. Καθώς οι ντόπιοι αντάρτες αποτραβήχτηκαν, οι χωριανοί αμπαρώθηκαν μέσα στα σπίτια τους. Είχαν ακούσει αρκετά από τους προπαγανδιστικούς λόγους του Προκόπη Σκεύη, ώστε είχαν πεισθεί πως οι Εδεσίτες του Ζέρβα ήταν αμείλικτοι, αιμοβόροι, κανίβαλοι. Η Ελένη Γκατζογιάννη ήταν τόσο τρομοκρατημένη όσο και οι άλλοι, κι ας χλεύαζε ο πατέρας της τους φιλιππικούς του Προκόπη. Τη μέρα που οι Εδεσίτες ανέβηκαν στο βουνό και φτάσανε στο Λια, ο μόνος χωριανός που δεν ήταν κλειδωμένος στο σπίτι του ήταν ο δάσκαλος ο Μηνάς Στρατής, που, παρά τις έντρομες προειδοποιήσεις των δικών του, υποδέχτηκε δημόσια στο χωριό το διοικητή τους, τον ταγματάρχη Θεόδωρο Σαράντη. Ο Σαράντης έστησε την έδρα του στο σχολείο του Λια, κράτησε την προσωπική Digitized by 10uk1s

φρουρά του κι έστειλε τους υπόλοιπους άντρες του να καταυλιστούν στο Μπαμπούρι. Μόλις οι χωριανοί του Λια ανακάλυψαν πως οι Εδεσίτες, παρά τις προβλέψεις των Σκευαίων, δεν έκαιγαν, δε βίαζαν και δε λεηλατούσαν, βγήκανε από τα σπίτια τους. Οι περισσότεροι Λιώτες κρατήθηκαν σε απόσταση από τους Εδεσίτες για να δείξουνε τη συμπάθειά τους για τον ΕΛΑΣ, όμως μερικοί άρχισαν να χαίρονται την παρουσία τους. Στους αριστερούς αντάρτες των Σκευαίων δεν επιτρεπόταν να πίνουν ή να χαρτοπαίζουν, απαγορεύσεις που δεν ίσχυαν στους δεξιούς του Ζέρβα· και οι Εγγλέζοι αξιωματικοί, όπως και ο δάσκαλος Μηνάς Στρατής, χαίρονταν τα βραδινά τσιμπούσια με τον ευγενικό, γλωσσομαθή ταγματάρχη Σαράντη. Ο Κίτσος Χαϊδής, που είχε γυρίσει από το νοικιασμένο μύλο στο Κεφαλόβρυσο, για να δουλέψει με τη σειρά του στον οικογενειακό μύλο στο Λια, φχαριστιόταν να συναναστρέφεται το Σαράντη, που ήταν ομοϊδεάτης του βασιλόφρων. Όταν στις 7 Νοεμβρίου οι Εδεσίτες αξιωματικοί έκαναν μνημόσυνο στη μεγάλη εκκλησία στο Μπαμπούρι για να τιμήσουν τους συντρόφους τους που είχαν πέσει στην πρόσφατη μάχη, ο Κίτσος και ο Μηνάς Στρατής πήραν το δρόμο, είκοσι λεπτά με τα πόδια, ως το γειτονικό χωριό για να παρευρεθούν. Επιστρέφοντας από την εκκλησία στο σπίτι εκείνο το πρωί, η Ελένη Γκατζογιάννη αντάμωσε την ξαδέρφη της την Ευγενία, τη γυναίκα του Ελασίτη αντάρτη Μήτση Μπόλη, που είχε μπάσει την αλεπού στο κοτέτσι των Γκατζογιανναίων. Η Ευγενία είπε αγριωπή στην Ελένη πως ο πατέρας της πηγαίνοντας στο μνημόσυνο του ΕΔΕΣ θα 'βρισκε το μπελά του και θα 'βάζε σε μπελάδες όλους τους Γκατζογιανναίους. Η Ελένη χαμογέλασε κι ανασήκωσε τους ώμους. «Όλοι το ξέρουνε πως του πατέρα μου τ' αρέσει να κάνει το αντίθετο από τους πιο πολλούς», είπε. «Μπορεί να 'ναι γεροντικά ξεμωράματα», αποκρίθηκε η Ευγενία, «αλλά μερικοί δεν το βλέπουν τόσο αθώο». Οι αντάρτες του Σπύρου Σκεύη συγκεντρώνονταν στο Πωγώνι, είκοσι πέντε χιλιόμετρα στα βορειοανατολικά και κει, ενισχυμένοι από άλλους Ελασίτες, σχεδίαζαν να επιτεθούν για ν' ανακαταλάβουν τη Μουργκάνα. Επιστρατεύσανε γυναίκες από το Πωγώνι να κουβαλήσουν βαριά όπλα από ορεινά, χιονοσκέπαστα μονοπάτια, πολύ απόκρημνα ακόμα και για τα μουλάρια, και μια από τις χωριάτισσες σωριάστηκε νεκρή κάτω από το βάρος του όλμου που κουβαλούσε. Στις 14 Νοεμβρίου τα μεσάνυχτα, ένας αγγελιαφόρος ξύπνησε στο σχολείο του Λια τον ταγματάρχη Σαράντη, το διοικητή του ΕΔΕΣ, με το μήνυμα πως ο ΕΛΑΣ ετοιμαζόταν να επιτεθεί. Ο ταγματάρχης έτρεξε να ειδοποιήσει το Μηνά Στράτη και τους Εγγλέζους αξιωματικούς. Ύστερα από μια ζωηρή συζήτηση, οι Βρετανοί κομάντος αποφάσισαν να μη φύγουν με το Σαράντη, γιατί αυτό θα ανέτρεπε τον ισχυρισμό τους ότι παραμένουν ουδέτεροι στον πόλεμο μεταξύ των ανταρτών. Καθώς τα πολυβόλα του ΕΛΑΣ άρχισαν να γαζώνουν το χωριό, ο ταγματάρχης Σαράντης και οι άντρες του εξαφανίστηκαν προς τη μεριά της Κεραμίτσας. Ο Μηνάς πήγε μαζί τους, αλλά μέσα στη βροχερή νύχτα ξέκοψε από τον Εδεσίτη αξιωματικό κι έχασε το δρόμο του. Το άλλο πρωί οι Γκατζογιανναίοι και οι υπόλοιποι Λιώτες ξυπνώντας διαπίστωσαν πως ο ΕΛΑΣ είχε ανακαταλάβει το χωριό, ο λόχος του Σκεύη είχε ενισχυθεί με κάμποσες εκατοντάδες Ελασίτες που δεν τους είχανε ξαναδεί ποτέ. Ξέσπασε η χαρά που οι ντόπιοι αντάρτες είχαν επιστρέψει, αλλά γρήγορα γύρισε σε φόβο, μόλις μαθεύτηκε πως οι αντάρτες συλλαμβάνανε όσους υποψιάζονταν για οπαδούς του ΕΔΕΣ. Ο πρώτος που πιάστηκε ήταν ο δεκαοχτάχρονος Βασίλης Στράτης, ο μικρότερος αδερφός του Μηνά, του δάσκαλου. Η μάνα του θρηνούσε καθώς παίρνανε από το σπίτι της το δεύτερο γιο που έχανε μέσα σ' ένα εικοσιτετράωρο. Digitized by 10uk1s

Ο Κίτσος Χαϊδής κινούσε για το μύλο του όταν έφτασαν στο κατώφλι του δυο άγνωστοι Ελασίτες. Μόλις τον πιάσανε άρχισε να φωνάζει πως κάνανε λάθος: κάποιον άλλο θα γυρεύανε. «Δεν έκανα τίποτα και ανιψιός μου είναι ο Κώστας Χαϊδής, ο υπεύθυνος εδώ!» φώναζε. Αλλά όταν τον πήρανε μπροστά στα έντρομα μάτια της Μεγάλης, ο Κίτσος βλαστήμησε μέσα του που είχε πάει στο μνημόσυνο του ΕΔΕΣ στο Μπαμπούρι. Η πλατεία του χωριού ήταν πλημμυρισμένη αντάρτες, κάποιοι με άγνωστες στολές, όλοι με δίκοχα και οπλισμένοι. Ο Κίτσος μάταια έψαχνε για κάποια γνώριμη φάτσα όπως τον τραβούσαν κατά το σχολείο. Το σχολείο είχε δύο τάξεις και δύο μικρότερα γραφεία με βρώμικο σταχτοπράσινο χρώμα. Έριξαν τον Κίτσο σ' ένα από τα μικρά δωμάτια, που ήταν γεμάτο με καμιά εικοσπενταριά κρατουμένους. Ήταν εκεί άλλοι τρεις από το Λια: ο Βασίλης Στράτης, ο βαγενάς Βασίλης Νίκου και ο Γιώργος Μπουκουβάλας, ένας γέρος σαν κουκουβάγια που περπατούσε με δυο μπαστούνια, γιατί είχε γεννηθεί με παραμορφωμένα πόδια. Όπως τον Κίτσο, τους θεωρούσαν όλους βασιλικούς. Αναγνώρισε εκεί τουλάχιστον καμιά δεκαριά από το Μπαμπούρι, που ήταν στο μνημόσυνο, και καθώς προχωρούσε το απόγεμα έριξαν στο δωμάτιο κι άλλους κρατουμένους από τον Τσαμαντά, πέντε χιλιόμετρα στα δυτικά, γεμίζοντάς το τόσο ασφυχτικά, που δεν εύρισκες τόπο να σταθείς, άσε πια να καθίσεις. Μόλις πιάσανε τον Κίτσο, η Μεγάλη ανηφόρισε τη βουνοπλαγιά να το πει της Ελένης. Το θέαμα της ανάστατης θωριάς της μάνας της ανάγκασε την Ελένη να κρατηθεί ήρεμη. Ήξερε πως εκτός από την ίδια δεν υπήρχε άλλος στην οικογένεια με αρκετή ετοιμότητα για να βοηθήσει τον πατέρα της. Ενώ καθησύχαζε τη μάνα της πως θα είναι λάθος, πάσχιζε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Μοναδική της ελπίδα ήταν ο ξάδερφός της ο Κώστας Χαϊδής. Ασχέτως τι σκεφτόταν γι' αυτόν η Ελένη, ο πολιτικός υπεύθυνος δε θ' άφηνε τον ΕΛΑΣ να φυλακίσει τον μπάρμπα του ή και τίποτα χειρότερο. Λέγοντας στη Μεγάλη να πάει στο σπίτι και να περιμένει, η Ελένη έτρεξε στην πλατεία του χωριού, όπου ο Κώστας είχε επιτάξει ένα από τα σπίτια για γραφείο του. Ήταν έτοιμη να ταπεινωθεί και να παρακαλέσει, αλλά όταν μήνυσε μ' ένα φρουρό έξω από την πόρτα πως ήθελε να μιλήσει του ξαδέρφου της, εκείνος γύρισε και της είπε πως ο συναγωνιστής Χαϊδής ήτανε πολύ απασχολημένος, δεν μπορούσε να δει την κυρά Λένη. Ένιωσε το αίμα ν' ανεβαίνει οργισμένο στο κεφάλι της, αλλά δεν είπε τίποτα. Πήγε ως το σχολείο στη νότια άκρη της πλατείας, όπου πλήθος γυναίκες και παιδιά είχαν συναχτεί εκεί και θρηνούσαν, παρακαλούσαν, να μάθουν νέα για τους κρατούμενους. Οι θρήνοι τους αναστάτωσαν την Ελένη πιο πολύ απ' όσο ήθελε να παραδεχτεί. Προσπάθησε να λογικευτεί: οι αντάρτες ήταν ντόπιοι, στο κάτω κάτω, δεν ήταν Γερμανοί. Προσπαθούσαν απλώς να τρομάξουν το χωριό, πιάνοντας παραδειγματικά εκείνους που είχαν δείξει συμπάθεια στο ΕΔΕΣ. Για να ξεφύγει από το ξέφρενο πλήθος, η Ελένη άρχισε να περπατάει γύρω γύρω το σχολείο, γυρεύοντας κάποια σημάδια για το τι γινόταν εκεί μέσα. Στον ανατολικό τοίχο, όπου η πλαγιά έπεφτε απότομα, σταμάτησε κάτω από 'να ψηλό παράθυρο όπου είδε μια σκιά. Ύστερα ξάνοιξε μια γνώριμη τούφα άσπρα μαλλιά. «Πατέρα!» είπε σιγανά. Στο παράθυρο παρουσιάστηκε το πρόσωπό του. Εκείνη κατάλαβε αμέσως πως ήτανε τρομοκρατημένος. Ο πατέρας της ήταν ανέκαθεν για την Ελένη τόσο φοβερός, ώστε ποτέ δεν το φανταζόταν πως θα 'δειχνε ποτέ τόσο γέρος και τόσο ανίσχυρος. Έβαλε τα χέρια της στο στόμα χωνί και ψιθύρισε: «Μη φοβάσαι! Θα σε βγάλουμε». Ο Κίτσος την κοίταξε σιωπηλός. Ίσως κι αυτός το καταλάβαινε πως για πρώτη φορά ήτανε ανήμπορος και πως εξαρτιόταν από τη θυγατέρα του για να γλιτώσει. Ξαφνικά ο γέρος εξαφανίστηκε από το παράθυρο, ύστερα κάτι άσπρο έπεσε στα πόδια της Ελένης. Έσκυψε και το Digitized by 10uk1s

μάζεψε. Ήταν ένα μαντίλι μ' ένα κόμπο δεμένο στην άκρη. Τον έλυσε και βρήκε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, χρυσούς χαλκάδες. Κοίταξε τον πατέρα της σαστισμένη. «Θα τα 'δινα της Όλγας όταν θα παντρευόταν», είπε ο Κίτσος μ' ένα βραχνό ψίθυρο. «Φρόντισε να τα πάρει». Ύστερα χάθηκε. Η Ελένη στεκόταν κρατώντας τούς δυο χρυσούς κρίκους στο χέρι και κατάλαβε πως τα μάγουλά της ήτανε υγρά. Έσφιξε στα δάχτυλά της τα σκουλαρίκια κι έφυγε.

Οι κρατούμενοι στο δωματιάκι κάθονταν σιωπηλοί καθώς οι φρουροί τούς καλούσαν να βγούνε, ένας κάθε φορά. Άκουγαν από κει που βρίσκονταν τα ουρλιαχτά, ένας θρήνος που ανεβοκατέβαινε σαν μοιρολόγι, σημαδεμένος από τον πνιχτό γδούπο του ξύλου που χτυπάει τη σάρκα. Κάθε φορά που έπαιρναν ένα κρατούμενο από το δωμάτιο, οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι κλείνονταν πιο πολύ στον εαυτό τους, αποφεύγοντας τα μάτια των άλλων. Η Ελένη έτρεξε κατευθείαν από τη ρεματιά κάτω στο σπίτι του θειου της του Γιώργου Χαϊδή, πατέρα του Κώστα, του υπεύθυνου. Τον βρήκε να ταΐζει τις κότες του. Όταν του 'πε πως οι Ελασίτες είχανε πιάσει τον πατέρα της, ο γέρος έφτυσε στη λάσπη. «Παλιό Κώστα!» ανέκραξε. «Μιλάει για καινούργια Ελλάδα, μα εγώ του το 'λεγα πως θα καταλήξει εκεί. "Σκάβεις με την αξίνα για νερό", του είπα, "και θ' αναβρύσει αίμα!"». Η Ελένη κι ο μπάρμπας της ανηφορίσανε βιαστικοί την πλαγιά κατά την πλατεία του χωριού.

Ο ήλιος έγερνε μέσα από τα μυγοχεσμένα παράθυρα του σχολικού γραφείου, όταν μπήκανε οι φύλακες και γνέψανε στο Βασίλη Στράτη. Όλοι οι άλλοι στο δωμάτιο αφήσανε αθέλητα ένα στεναγμό ανακούφισης. Ο Βασίλης διαπίστωσε πως τα πόδια του δεν τον βαστούσανε. Τον έσυραν από 'να σκοτεινό διάδρομο στο γραφειάκι της δυτικής πλευράς. Οι φρουροί έσπρωξαν την πόρτα. Το πρώτο πράμα που είδε το παλικάρι ήταν ο σακάτης ο Μπουκουβάλας διπλωμένος σαν έμβρυο στο πάτωμα. Τα στραβοπόδαρά του ήτανε ξυπόλυτα, αλλά ο Βασίλης είδε πως ήτανε απείραχτα· τα κανιά του παραήτανε στραβά για να τα πιάσει ο φάλαγγας, και απογοητευμένοι οι αντάρτες είχανε δείρει το γέρο σε όλο του το κορμί πόντο πόντο. Τώρα ήτανε κουλουριασμένος στο πλάι και μούγκριζε άναρθρα. Η μπόχα από αίμα και σκατά χτύπησε τη μύτη του Βασίλη. Αυτό ήταν το γραφείο του αδερφού του, όπου ο Μηνάς εκτελούσε και τα καθήκοντα του γραμματέα του χωριού και βοηθούσε τους αγράμματους Λιώτες να συμπληρώσουν τα επίσημα χαρτιά. Το σημαδεμένο με μολυβιές τραπέζι και οι φοριαμοί του ήταν γνώριμοι, όχι όμως και οι δύο αντάρτες αξιωματικοί που διαγράφονταν όρθιοι μπροστά στα βρώμικα παράθυρα. Σε μια γωνιά ήταν ένας σωρός ραβδιά και βέργες. Ο Βασίλης μισόκλεισε τα μάτια στο φως και τα χαρακτηριστικά των δύο αξιωματικών του ΕΛΑΣ ξεκαθάρισαν. Ο κοντός ήταν κοιλαράς με παμπόνηρη μούρη αλεπούς. Ο Βασίλης τον αναγνώρισε, ήταν κάποιος δάσκαλος από τη Ζίτσα, ο Πολυχρόνης Βάης, που ήταν μαζί με το Μηνά Στράτη στην παιδαγωγική ακαδημία και αργότερα έγινε διαβόητος πολεμώντας στον ΕΛΑΣ με το ψευδώνυμο Καπετάν Πετρίτης. Ένα λούστρο πολιτισμένης ευρυμάθειας κάλυπτε την κτηνώδη φύση του. Αργότερα οι Γκατζογιανναίοι θα γνώριζαν καλά τον Πετρίτη. Ο Βασίλης Στράτης πρόσεχε να μη δείξει πως είχε αναγνωρίσει τον αξιωματικό, γιατί ήξερε πως αυτό μπορούσε να του στοιχίσει τη ζωή. Ο Πετρίτης άρχισε υποβάλλοντάς του ερωτήσεις σε τόνο κουβεντιαστό, το χαμόγελό του αποκάλυπτε ένα δόντι χρυσό. Ζητούσε τα ονόματα των οπαδών του ΕΔΕΣ και ιδιαιτέρως τα κατατόπια του αδερφού του Βασίλη, του Μηνά, δίχως στιγμή να αναφερθεί Digitized by 10uk1s

και αγνοώντας παντελώς τον κουβαριασμένο Μπουκουβάλα που βογκούσε στο πάτωμα. Όταν ο Βασίλης μουρμούρισε πως δεν είχε ιδέα που κρυβόταν ο Μηνάς, ο Πετρίτης έγνεψε στον άλλο αντάρτη, που βγήκε μπροστά. Τον αρπάξανε από τα μαλλιά και τον λύγισαν ως κάτω, χτυπώντας τον στη ράχη και στα παΐδια μ' ένα στειλιάρι χοντρό σαν τον καρπό του. Από ένστικτο ο Βασίλης έβαλε τα χέρια του πίσω, και το στειλιάρι του άνοιξε μια πληγή εφτά - οχτώ πόντους, που άρχισε να στάζει αίμα στο πάτωμα. Τα χτυπήματα έπεφταν με ρυθμό ασίγαστο, ενώ ο Βασίλης ένιωθε τα κόκαλά του να τσακίζονται. Μετά το στειλιάρι ήρθε η ώρα του φάλαγγα. Μπήκανε δυο οπλισμένοι φρουροί για να κρατήσουνε τα πόδια του λυγισμένα ανάμεσα στον αορτήρα και στην κάννη ενός τουφεκιού, ενώ οι αξιωματικοί κοπανούσανε τα ρόπαλά τους πάνω στις πατούσες του. Όταν ο Βασίλης κουλουριάστηκε στο πάτωμα, ο Πετρίτης τον κλώτσησε κατάμουτρα, γεμίζοντας το στόμα του με χώμα, δόντια κι αίμα. Το παλικάρι δεν είχε ακόμη χάσει τις αισθήσεις του όταν οι αξιωματικοί του είπαν πως θα του 'διναν άλλη μια ευκαιρία να θυμηθεί που κρυβότανε ο αδερφός του και τον πέταξαν με κλωτσιές σε μια γωνιά πλάι στον Μπουκουβάλα. Είδε την πόρτα ανοιχτή, και τον Κίτσο Χαϊδή, όρθιο εκεί να τον κρατάνε γερά δυο φρουροί. Ο Πετρίτης άφησε τον Κίτσο να δει καλά, μετά έγνεψε στους φρουρούς να σύρουν έξω τα δυο ψόφια κορμιά. Τους πέταξαν σε μια από τις μεγάλες τάξεις και όπως έπεφταν ανάμεσα σε άλλους δαρμένους, ο Βασίλης είδε πλάι του κάποιο νεαρό, το Δημήτρη Κυράτση, που ο πατέρας του είχε παντοπωλείο στον Τσαμαντά. Το πρόσωπό του ήτανε σταχτί κι από τα ρουθούνια του κυλούσε αίμα. Πάνω από τ' αριστερό του φρύδι ο Βασίλης είδε την τρύπα μιας πληγής, σαν από καρφί. Εκείνη τη νύχτα ο νεαρός Κυράτσης εξαφανίστηκε από το σχολείο και οι δικοί του δεν έμαθαν ποτέ τι απόγινε.

Η Ελένη και ο Γιώργος Χαϊδής σπρώχνοντας διάβηκαν μέσα από τον κόσμο έξω από το γραφείο του Κώστα Χαϊδή. Ο Γιώργος επέμενε τόσο φωναχτά να δει το γιο του, ώστε οι φρουροί τελικά τον άφησαν να περάσει, κράτησαν όμως την Ελένη να περιμένει απ' έξω. Όταν ξαναβγήκε ο γέρος έγερνε βαριά στη μαγκούρα του, το κεφάλι του ήτανε σκυφτό. «Μίλησα στον Κώστα», είπε απότομα. «Του είπα πως αν πάθει τίποτα ο αδερφός μου, θα τον ξεγράψω από γιο μου. Δε με κοιτούσε στα μάτια. Είπε πως θα κάνει ό,τι μπορεί, αλλά το ζήτημα δεν είναι στο χέρι του». Βλέποντας το πρόσωπο της Ελένης, πέρασε γύρω της το μπράτσο του και της είπε πως έπρεπε τουλάχιστο να δείχνει κουράγιο για να μη χάσουν την ελπίδα η μάνα της και τα παιδιά.

Στο ανακριτικό γραφείο ο Κίτσος Χαϊδής στεκόταν μπροστά στους δύο αξιωματικούς. Απόδιωξε την μπόχα και το θέαμα του Μπουκουβάλα και του Βασίλη Στράτη, προσπαθώντας να σκεφτεί καθαρά. Η εξυπνάδα του πάντα τον είχε σώσει ως τώρα. Κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο και είδε ψηλά τα καπνισμένα σημάδια πάνω από τις κρεμαστές λάμπες πετρελαίου. Ύστερα ο Κίτσος προχώρησε πέρα από τους αξιωματικούς και αδιάφορα τράβηξε τη μοναδική καρέκλα και κάθισε, σταυρώνοντας άνετα τα πόδια του και παρατηρώντας συλλογισμένος μια μύγα, που περπατούσε στο ταβάνι. Ο Πετρίτης και ο άλλος τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι. Ο Πετρίτης έριξε μια ματιά σ' ένα φύλλο χαρτί και μίλησε αυστηρά: «Είσαι ο μυλωνάς Κίτσος Χαϊδής», είπε. «Τα φασιστικά σου φρονήματα είναι πασίγνωστα. Κατ' επανάληψιν σε είδαν συναδελφωμένο με τους μισθοφόρους του ΕΔΕΣ και με τον προδότη Σαράντη. Ο μόνος τρόπος για να γλιτώσεις είναι να μας πεις που κρύβεται». Digitized by 10uk1s

Ο Κίτσος άρχισε να χασκαρίζει, και οι αξιωματικοί αλληλοκοιτάχτηκαν ανήσυχοι. Ο μυλωνάς τους έδειξε το ταβάνι. «Πάνω εκεί είναι», χαχάνισε, «παρακολουθεί ό,τι φτιάχνετε!». Ακολούθησε μια στιγμή ταραγμένης σιωπής, ύστερα ο Πετρίτης έκανε να πιάσει ένα στειλιάρι. «Μπορεί μ' ένα τσάταλο να σου γυρίσει το μυαλό στη θέση του», είπε. Τους σταμάτησε ένα χτύπημα στην πόρτα. Κάποιος με πολιτικά έδωσε στον Πετρίτη ένα διπλωμένο σημείωμα.

Το άλλο πρωί πυκνή καταχνιά ήταν κατακαθισμένη στη βουνοπλαγιά, όταν η γυναίκα του Μηνά Στράτη άνοιξε την πόρτα της και αντίκρισε τον άντρα της να στέκεται εκεί. «Τι κάνεις;» έπνιξε μια κραυγή τραβώντας τον μέσα. «Πιάσανε το Βασίλη! Θες να κλείσει το σπίτι μας από το πένθος;» Καλυπτόμενος από την καταχνιά ο Μηνάς είχε γυρίσει στο σπίτι του, γιατί δεν είχε που αλλού να πάει. Στη Μεγάλη Ράχη τον είχε σταματήσει η μάχη, ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ, και πέρασε δυο νύχτες μέσα σε μια θημωνιά. Αν και την έλιωνε η αγωνία για το μικρότερο γιο της, η μάνα του Μηνά κατάφερε να πείσει έναν έμπιστο γείτονα να κρύψει το δάσκαλο στο κελάρι κάτω από το πάτωμα της κουζίνας του. «Η ζωή του γιου μου στα χέρια σου και στα χέρια του Θεού», του είπε. Ο Μηνάς ζάρωσε σ' εκείνο τον ελάχιστο χώρο τις επόμενες σαράντα μέρες και συχνά άκουγε τη φασαρία καθώς τα δυο παιδιά του έπαιζαν από πάνω, δίχως να υποψιάζονται που βρίσκεται ο πατέρας τους.

Καθώς ο ήλιος αφάνιζε την ομίχλη, πλήθος οι χωριανοί άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από το σχολείο. Ως το μεσημέρι όλοι σχεδόν οι Λιώτες είχανε συναχθεί. Ο αριθμός και η σιωπή τους τρομάξανε τους αντάρτες που στέκονταν μπροστά στην πόρτα. Οι χωριανοί και οι αντάρτες ανταλλάξανε ματιές, οι ανάσες τους ανέβαιναν σαν καπνός στην παγωμένη ατμόσφαιρα, ωσότου άξαφνα τρομαχτικές ομαδικές κραυγές πόνου ξεσπάσανε από τη δυτική τάξη του σχολείου, όπου οι αξιωματικοί είχαν ορμήσει μέσα στο σωρό των κρατουμένων και τους χτυπούσαν με τα στειλιάρια κοπανώντας σαν θεριστές που αλωνίζουνε το στάρι, τη μάζα των κεφαλιών, των χεριών και των ποδιών που σφάδαζαν. Μια ανατριχίλα διαπέρασε τον κόσμο απ' έξω. Καθώς οι δυνατές κραυγές υψώνονταν από το σχολείο, οι οπλισμένοι αντάρτες απ' έξω, μ' ένα πρόσταγμα του επικεφαλής, αρχίσανε να τραγουδάνε. Στην αρχή οι φωνές τους ήταν φάλτσες και δισταχτικές, όμως με τ' αγέρωχα λόγια η αυτοπεποίθησή τους μεγάλωσε, ώσπου στεντόρεια ανακράζανε τους στίχους και βροντούσανε τα πόδια στο ρυθμό. Με το ντουφέκι μου στον ώμο, σε πόλεις, ράχες και βουνά της λευτεριάς ανοίγω δρόμο τον στρώνω βάγια και περνά. Εμπρός ΕΛΑΣ, για την Ελλάδα! Το Δίκιο και τη Λευτεριά!

Οι χωριανοί παρακολουθούσαν έτσι, που ένας αντάρτης άρχισε να χορεύει, αργά, εκφραστικά βήματα, τα χέρια του απλωμένα, κάθε τόσο χτυπώντας την παλάμη στη φτέρνα της αρβύλας του. Οι φωνές αντήχησαν δυνατότερες όταν το τραγούδι ξανάρχισε, λόγια παλικαρίσια, που οι χωριανοί τα 'χανε ξανακούσει πολλές φορές στις προπαγανδιστικές συγκεντρώσεις. Ως εκείνη τη μέρα, έσμιγαν και τις δικές τους φωνές, ενωμένοι με τους αντάρτες στη λαχτάρα τους για τη λευτεριά και στο Digitized by 10uk1s

μίσος τους για τον εχθρό. Τώρα στα λόγια ακουγόταν κάποιο καινούριο μήνυμα. Οι οιμωγές των κρατουμένων δημιουργούσαν μια τρομερή κακοφωνία. Οι σιωπηλοί χωριάτες θωρούσανε τους αντάρτες δύσπιστα, αναρωτιούνταν πώς τα όμορφα λόγια του Προκόπη Σκεύη είχανε γεννήσει ετούτη τη φριχτή χορωδία. Ανάμεσα στα έντρομα πρόσωπα τα στραμμένα προς τους αντάρτες, που χαμογελούσανε τώρα στανικά όπως ξεφωνίζανε τα λόγια, ήταν και η Ελένη Γκατζογιάννη. Ένιωθε στο πετσί της ν' ανασηκώνονται οι τρίχες καθώς άκουγε τους ολολυγμούς, διαβολικό αντίφωνο στο εμβατήριο. Οι κραυγές μέσα στο σχολείο σταμάτησαν απότομα και λίγο λίγο έσβησε το αντάρτικο τραγούδι. Όλοι κρατήσανε την ανάσα τους. Η πόρτα άνοιξε αργά και οι φρουροί παραμέρισαν. Στο κατώφλι στέκονταν οι τέσσερις κρατούμενοι από το Λια, μισοκλείνοντας τα μάτια τους. Ακούστηκε ένας βόγκος καθώς οι χωριανοί αντίκρισαν τι τους είχανε κάνει. Πρώτος ήταν ο Βασίλης Στράτης, κρατώντας στα χέρια τα παπούτσια του, γιατί τα πόδια του ήτανε τουμπανιασμένα διπλάσια από το κανονικό. Παραπάτησε, ύστερα κουτρουβάλησε τα τέσσερα σκαλοπάτια ως το έδαφος. Κανένας δε σάλεψε να τον πιάσει. Το μόνο που ακούστηκε ήτανε ο γδούπος του κορμιού του, όπως χτυπούσε στο κάθε σκαλί. Έτσι που κείτονταν εκεί, ο κόσμος αποτραβήχτηκε με φρίκη. Κατόπιν δυο παλικάρια, παλιοί συμμαθητές του Βασίλη, βγήκανε μπροστά και τον κουβαλήσανε στο σπίτι του. Αντικρίζοντας τα χάλια του, η μάνα του έσφαξε μια γίδα και τύλιξε το γιο της μέσα από το τομάρι για να τραβήξει το σκοτωμένο αίμα από τις πληγές. Το έβλεπε πως ο Βασίλης δε θα ξαναπερπατούσε πια ποτέ ορθός. Δεν του είπε που κρυβότανε ο Μηνάς, ούτε στο Μηνά είπε τι είχανε κάνει οι αντάρτες στο μικρότερο αδερφό του. Επόμενος βγήκε από την πόρτα ο Κίτσος Χαϊδής, βαδίζοντας αβοήθητος, κατά τα φαινόμενα απείραχτος. Η Ελένη έκλεισε με τη χούφτα το στόμα της, σαν για να πνίξει μια κραυγή, κατόπιν έσπρωξε και βγήκε μπροστά, αγκάλιασε τον πατέρα της, όμως εκείνος αποτραβήχτηκε, αρνήθηκε κάθε βοήθεια. Τον τράβηξε μακριά από τον κόσμο, ενώ τα παιδιά της σέρνονταν ξοπίσω, κοιτάζοντας τον παππού τους περίεργα. «Σε δείρανε;» του ψιθύρισε. Ο Κίτσος της έγνεψε και με το δείχτη του χτύπησε το μελίγγι του. «Δε μ' αγγίξανε», είπε, «τους ξεγέλασα. Τους έπεισα πως ήμουν παλαβός!». Η Ελένη δεν είπε τίποτα, ωστόσο αναρωτήθηκε αν ο Κώστας Χαϊδής είχε μεσολαβήσει για τον μπάρμπα του. Αργότερα ρώτησε στα ίσια τον ξάδερφό της, εκείνος όμως άλλαξε κουβέντα και αρνήθηκε να της απαντήσει. Όποτε ο πατέρας της ξανάλεγε και γαρνίριζε την ιστορία για το πως είχε κοροϊδέψει τους αντάρτες, η Ελένη ποτέ δεν του 'φερε αντίρρηση. Μόνον οι τέσσερις κρατούμενοι από το Λια απολύθηκαν. Άλλους είκοσι ένα άντρες από γειτονικά χωριά τους κράτησαν στο σχολείο μια βδομάδα ακόμη, κατόπιν τους κουβαλήσανε οχτώ ημέρες ποδαρόδρομο σ' ένα χωριό της δυτικής Μακεδονίας, όπου τους έκλεισαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Δύο από αυτούς, έναν αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού που πολεμούσε στον ΕΔΕΣ, κι ένα δάσκαλο από το Γιρομέρι, τους ξεχωρίσανε και τους τουφεκίσανε έξω από το Λια.

Το όνειρο της επανάστασης και της λευτεριάς που ζωγράφιζαν οι Σκευαίοι είχε μεταβληθεί σε εφιάλτη, και ο φόβος πλάκωσε το χωριό. Οι Βρετανοί κομάντος τον ένιωθαν όσο και οι Έλληνες. Η Ελένη έμαθε από την Αγγελική πως οι αξιωματικοί, κλειδαμπαρωμένοι μέσα στο σπίτι τους και μαθαίνοντας από το υπηρετικό προσωπικό για τους ξυλοδαρμούς και τις εκτελέσεις, άρχισαν να Digitized by 10uk1s

καταρρέουν με τον ψυχολογικό πόλεμο που τους έκανε ο Σπύρος Σκεύης. Ο Σκεύης ήταν σίγουρος πως οι Βρετανοί εφοδίαζαν τους Εδεσίτες του Ζέρβα με τρόφιμα, λίρες και όπλα. Πήγαινε στην αποστολή σχεδόν κάθε μέρα και απαιτούσε τις ίδιες παροχές για τους άντρες του. Κάθε φορά, οι αξιωματικοί του έλεγαν πως καμιά αντάρτικη οργάνωση δε θα έπαιρνε βρετανική βοήθεια αν δε σταματούσε η αλληλοσφαγή τους. Η Αγγελική περιέγραψε την ατμόσφαιρα της κλειστοφοβίας που επικρατούσε στο σταθμό. Οι άνθρωποι του Σκεύη τριγυρνούσαν έξω από το σπίτι μέρα νύχτα, και θορυβούσαν για να τρομοκρατούν τους έγκλειστους. Ο παγερός καιρός του Δεκέμβρη και οι άγριες βροχές μεγάλωναν το φόβο. Ο Κάπταιν Ίαν άρπαξε γρίπη με υψηλό πυρετό και στείλανε την Αγγελική να φέρει Έλληνα γιατρό, που του πήρε αίμα με βδέλλες. Οι αντάρτες του Σκεύη άρχισαν να παρενοχλούν χειρότερα την αποστολή, δεν άφηναν πια την Αγγελική και την αδερφή της να πάνε ως τη Βρύση για να πάρουν νερό. Κανένας δεν τολμούσε να βγει ως τον απόπατο. Ο διερμηνέας της είπε πως κάποια νύχτα ο Κάπταιν Φίλιπ βρήκε ένα ανοιχτό παράθυρο για ν' ανακουφιστεί και δέχτηκε ένα κομπολόι ρωμαίικες βλαστήμιες, είδε και το Μήτση Μπόλη μούσκεμα να χώνεται στους θάμνους. Του Κάπταιν Ίαν «του σάλεψε κομμάτι», ψιθύρισε η Αγγελική στην Ελένη. Φανταζότανε παντού εχθρούς, έφτασε να κατηγορεί την ίδια και τους άλλους πως γυρεύουνε να τον φαρμακώσουν βάζοντας λάδι στη σαλάτα του. Η Ελένη κούνησε το κεφάλι της, αναρωτιόταν τι λογής προστασία θα 'χανε οι χωρικοί, αφού οι Εγγλέζοι κομάντος είχανε τρομοκρατηθεί από τους ντόπιους αντάρτες του Σκεύη.

Ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1943, οι Λιώτες αναστατώθηκαν βλέποντας τους Ελασίτες να συγκεντρώνονται στην πλατεία σε τάξη μάχης. Γρήγορα έμαθαν πως οι Εδεσίτες του Ζέρβα είχαν περάσει το εμπόδιο του Καλαμά και βάδιζαν κατά το Πωγώνι, όπου ο ΕΛΑΣ θα επιχειρούσε να τους σταματήσει. Ο Σκεύης πρόσταξε να ετοιμαστούν για τη μάχη όλοι οι εφεδρικοί. Προτού πέσει η νύχτα, αντάρτες κι εφεδρικοί ξεκίνησαν, αφήνοντας το Λια σχεδόν έρημο από άντρες. Μέσα σ' ένα εικοσιτετράωρο έφτασε στο χωριό ένα μικρό απόσπασμα του ΕΔΕΣ και προς γενική κατάπληξη, ο Μηνάς Στράτης αναδύθηκε κάτω από το πάτωμα της κουζίνας του γείτονα, σχεδόν αγνώριστος από τα γένια σαράντα ημερών. Λίγες μέρες αργότερα το Λια δέχτηκε τον πιο επιφανή επισκέπτη που είχε δει ποτέ: το λυγερό μικρόσωμο Ιταλό στρατηγό Αλμπέρτο Ινφάντε, διοικητή της κακορίζικης Μεραρχίας Πινερόλο, που είχε αφοπλίσει ο ΕΛΑΣ πριν από δύο μήνες. Τον έφεραν στην Αποστολή Μπόβιγκτον μαζί με κάμποσους Ιταλούς αξιωματικούς, για να τους προωθήσουν οι Βρετανοί προς βορράν, πάνω από τα βουνά, στην Αλβανία, απ' όπου θα διαφεύγανε στην Ιταλία δια θαλάσσης. Στις 2 Ιανουαρίου 1944 ο λοχαγός Φίλιπ ξεκίνησε για να οδηγήσει τους Ιταλούς στη σωτηρία τους. Στις εννιά μέρες που έλειψε, η τραμπάλα της εξουσίας στο χωριό έγειρε άλλη μια φορά. Ο Ζέρβας απωθήθηκε προς νότον, και οι Εδεσίτες τραβήχτηκαν από το Λια, παίρνοντας μαζί τους το Μηνά Στράτη. Μια αποφασιστική νίκη του ΕΛΑΣ τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου άφησε το μεγαλύτερο μέρος της οροσειράς της Μουργκάνας, μαζί και το Λια, στα χέρια του ΕΛΑΣ, όπου θα παρέμενε ως το τέλος του πολέμου. Όσο έλειπε ο στρατηγός Φίλιπ, ο Ίαν είχε μόνος την ευθύνη του βρετανικού σταθμού κι επιστρέφοντας ο Σπύρος Σκεύης με τους αντάρτες του άρχισε πάλι να τον παρενοχλεί. Η δύσκολη θέση του Ίαν επιδεινώθηκε με την προσθήκη νέας ευθύνης —τα πληρώματα δύο αεροπλάνων που είχαν καταρριφθεί, ενός βρετανικού κι ενός αμερικανικού, έφτασαν στο Λια για να διαφύγουν στο Digitized by 10uk1s

εξωτερικό. Από τους δεκαεφτά αεροπόρους, οι μισοί και παραπάνω έπασχαν από ελονοσία. Μολονότι η Αγγελική και η αδερφή της δούλευαν ως αργά τη νύχτα μαγειρεύοντας για τους καινούριους, δεν υπήρχαν αρκετό φαγητό, φάρμακα ή στρώματα για να βολευτούν. Ακόμα και ο απόπατος δεν επαρκούσε για τόσο κόσμο, και χρειάστηκε να σκάψουνε λάκκους στην πλαγιά πάνω από το σταθμό, που με την πρώτη γερή βροχή ξεχείλισαν. Το νέο πως Αμερικάνοι πιλότοι βρίσκονταν στο χωριό γέμισε την Ελένη με την ελπίδα ότι κάποιος μπορεί να ήταν από τη Μασαχουσέτη και να 'χε καμιά είδηση από τον άντρα της. Τριάμισι χρόνια δεν είχε λάβει γράμμα από το Χρήστο, αφότου η ιταλική επίθεση τούς έκοψε την επικοινωνία. Έτρεξε στην πλατεία του χωριού, όπου όσοι αεροπόροι δεν ήταν άρρωστοι περνούσανε την ώρα τους παίζοντας χιονοπόλεμο με τα παιδιά του χωριού. Η Ελένη σίμωσε αποφασιστικά το διερμηνέα και του 'δωσε ένα κομμάτι χαρτί όπου ήτανε γραμμένη η σύσταση του Χρήστου στο Γούρστερ. Ήξερε ότι δεν ήταν λογικό να περιμένει πως κάποιος από τους νεαρούς στρατιώτες μπορούσε να 'χε ακουστά τον άντρα της, ωστόσο ήταν αποφασισμένη να το εξακριβώσει. Παρακολουθούσε χάνοντας ολοένα το κουράγιο της καθώς το χαρτί περνούσε από χέρι σε χέρι κι οι ξένοι φώναζαν ο ένας τ' αλλουνού τα λόγια: "Worcester, Massachusetts" και κουνούσαν τα κεφάλια τους. Τέλος ο διερμηνέας της γύρισε το χαρτί και της εξήγησε καλόγνωμα πως ακόμα και αν κάποιος ήταν απ' το Γούρστερ, οι αμερικανικές πόλεις ήτανε πολύ πιο μεγάλες απ' όσο έβαζε ο νους της, πιο μεγάλες κι από τα Γιάννινα, και οι πιθανότητες να ξέρει τον άντρα της κάποιος Αμερικάνος στρατιώτης ήταν απειροελάχιστες. Προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευσή της από τους ξένους, η Ελένη αποφάσισε να επισκεφθεί τη Νίτσα, που έμενε ακριβώς πάνω από τον εγγλέζικο σταθμό, εκεί κοντά. Βρήκε τη Νίτσα και τον Αντρέα να περιποιούνται τον «Χένρυ», το μάγειρα της Αποστολής, κάποιο χοντρουλό πολυλογά, τον Αντρέα Τσιφούτη. Του άρεσε το κουτσομπολιό, και με πολλά κουνήματα της κεφαλής κι εκφραστικές χειρονομίες, περιέγραψε πως ο Κάπταιν Ίαν είχε ξεκουρντιστεί τόσο πολύ, που ακόμα και οι Έλληνες του προσωπικού το έβλεπαν πως είχε πάθει νευρικό κλονισμό. Ο μάγειρας έλπιζε ότι ο άλλος λοχαγός θα γυρνούσε προτού συμβεί καμιά τραγωδία. Είπε πως έφτασε μια νύχτα ο Σπύρος Σκεύης, και απαιτούσε φωνάζοντας χρήματα και όπλα, και ο Ίαν μάνιασε τόσο, που τράβηξε μια χειροβομβίδα και φοβέριζε να τινάξει στον αέρα όλο το σπίτι αν δεν έφευγε ο Σκεύης. Την άλλη μέρα ο Ίαν κάλεσε το προσωπικό και τους είπε ότι είχε συνδέσει και παγιδεύσει με εκρηκτικά τις πόρτες και τα παράθυρα του σταθμού, γιατί φοβόταν πως θα επιτεθούν οι αντάρτες του Σκεύη. «Το πρωί, αν δεν βλέπετε την πόρτα ανοιχτή», πρόσταξε ο Ίαν μέσω του διερμηνέα τις Μποτσαρίνες, «μη μπαίνετε. Μην αγγίζετε τίποτα, γιατί αν αγγίζετε, θα τιναχτείτε στον αέρα και μαζί με σας θ' ανατινάξετε και μας». Η Νίτσα κουνιόταν μπρος πίσω, τα χέρια της στ' αυτιά, και ξεφώνιζε πως αν τιναζόταν στον αέρα το σπίτι του Φαφούτη θα γκρέμιζε και το δικό της το σπίτι. Για να την κάνει να ξεδώσει, ο μάγειρας έπιασε να τους διηγιέται γουστόζικα τα καμώματα του Ίαν σαν ήταν μεθυσμένος, που τώρα ήταν τις πιο πολλές ώρες. Κάθε νύχτα ο Ίαν κοιμόταν με μια καρδάρα αρβανίτικη μπίρα πλάι του και μ' ένα άδειο κουβά να τον έχει για καθίκι, και πότε πότε τη νύχτα ήταν τόσο σουρωμένος που τα μπέρδευε. Η έχθρα ανάμεσα στους Βρετανούς και τους Ελασίτες αποκορυφώθηκε λίγο μετά την επιστροφή του λοχαγού Φίλιπ, όταν ο Σπύρος και ο Προκόπης Σκεύης οργάνωσαν μαζικό συλλαλητήριο στο χωριό για να πιέσουν τους Εγγλέζους να τους δώσουν εφόδια και χρήματα. Οι οπαδοί του ΕΛΑΣ συρρεύσανε απ' όλα τα χωριά της Μουργκάνας και πιο πέρα ακόμα. Η κεντρική πλατεία δεν ήταν αρκετά μεγάλη για να χωρέσει τις χιλιάδες τους διαδηλωτές, που έφταναν κραυγάζοντας: «Θέλουμε τρόφιμα! Θέλουμε όπλα! Θέλουμε φάρμακα! Πολεμάμε για σάς και σεις μας ξεχάσατε!» Ήταν η πιο μεγάλη συνάθροιση στην ιστορία του χωριού, και οι Λιώτες θαυμάσανε τον αριθμό και τη δύναμη των οπαδών που συγκέντρωσαν οι Σκευαίοι. Digitized by 10uk1s

Η Ελένη έβλεπε πως η διάθεση των διαδηλωτών ήτανε κακή κι απαγόρευσε στα παιδιά της να ξεμυτίσουν από το σπίτι, ανησυχώντας μήπως κάτι συμβεί σε κάποιο. Ακολούθησε τους γείτονες στην πλατεία και παρακολουθούσε με φόβο καθώς οι δυο Εγγλέζοι αξιωματικοί κι ο διερμηνέας, βλοσυροί και χλομοί, βγήκαν από το σταθμό τους κι ήρθανε στην πλατεία περνώντας ανάμεσα από τις συμπληγάδες των Ελλήνων που κραύγαζαν. Ολοφάνερο, ήταν τρομαγμένοι, κι η Ελένη αναρωτήθηκε αν η επισφαλής διανοητική ισορροπία του Ίαν θ' άντεχε στο συλλαλητήριο. Σαράντα χρόνια αργότερα ο Φίλιπ Νιντ θυμότανε τους φόβους του. «Πιο πολύ φοβόμουν το Σπύρο Σκεύη παρά τους Γερμανούς», είπε, και στο ημερολόγιο που κρατούσε τότε έχει περιγράψει τους αδερφούς Σκεύη: «Ο μεγαλύτερος (ο Προκόπης) ήταν ένας πολιτικάντης... παραγεμισμένος με μαρξισμό από αναγνώσματα, που συνήθιζε να τον διαχέει από το στόμα του με μάλλον διασκεδαστικά συμφραζόμενα και κλισέ. Ο νεότερος (ο Σταύρος) ήταν ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος που συνάντησα στην Ελλάδα. Διοικούσε ένα τάγμα και το διοικούσε καλά. Ενεργητικός και πανούργος, ο φανατισμός είχε στρεβλώσει το μυαλό του κατά τον πιο δυσάρεστο τρόπο. Ήταν σαδιστής και του απέδιδαν πολλούς, απ' όσο γνωρίζω, φόνους εν ψυχρώ· και σ' αυτόν επιρρίπτονταν όλες οι καταγγελίες περί βασανισμών από τον ΕΛΑΣ σε κείνη την περιοχή». Οι Βρετανοί αξιωματικοί προσπάθησαν να κρατήσουν την ψυχραιμία τους μέσα στο πλήθος που αλάλαζε, ωσότου ο Προκόπης Σκεύης με μια χειρονομία επέβαλε σιωπή στο λαό και σκαρφάλωσε σ' ένα τραπέζι για ν' αγορεύσει. Μίλησε συγκινητικά, αξιώνοντας ν' ανταποκριθούν οι Εγγλέζοι στα αιτήματα του ΕΛΑΣ για χρήματα και βοήθεια, ώστε να μπορέσουν να νικήσουν τον προδότη Ζέρβα. Το πλήθος σε κάθε λέξη επευφημούσε. Όταν οι ζητωκραυγές καταλάγιασαν, η Ελένη είδε τον Κάπταιν Ίαν ν' ανεβαίνει παραπατώντας στο τραπέζι με το διερμηνέα στο πλάι του. Ξαφνιάστηκε που τον άκουσε να μιλάει απλά και αποτελεσματικά. «Είμαστε στρατιώτες και λαμβάνομε διαταγές, κάνουμε ό,τι μας διατάζουν, όπως κάνετε κι εσείς!» κραύγασε. «Ζητάτε όπλα. Παραπονιέστε πως η ρίψη εφοδίων σταμάτησε. Θα ξαναρχίσει όταν τελειώσετε τον εμφύλιο πόλεμό σας και πιάσετε πάλι να πολεμάτε τον εχθρό!». Μισόκλεισε τα μάτια καθώς μια οργισμένη φωνή από το πλήθος τον έκοψε. «Μια ερώτηση, κύριε λοχαγέ!» φώναξε κάποιος. «Όταν πολεμάς τους προδότες, αυτό είναι εμφύλιος πόλεμος;» Όταν του μεταφράσανε την ερώτηση, ο Ίαν σταμάτησε, συλλογιζόταν πυρετικά. Κατόπιν απάντησε με μια αναλογία που φανερό ήταν εύστοχη για τους Έλληνες χωριάτες που έχουν περί πολλού την οικογένεια. «Ο πατέρας μου έχει τέσσερις γιους», είπε. «Όταν τσακωνόμαστε μεταξύ μας, εκείνος ποτέ δεν έπαιρνε το μέρος του ενός ή του άλλου, ασχέτως για ποιο λόγο τσακωνόμαστε. Εκείνος προσπαθούσε να ξαναφέρει την ειρήνη στην οικογένεια που θα ήταν για το καλό όλων μας. Χρειαζόμασταν τη δύναμη που φέρνει η ενότητα». Ο Σπύρος Σκεύης ήταν πολύ εξαγριωμένος, δεν τον άφησε να συνεχίσει. «Απάντησε στην ερώτηση, Εγγλέζε!» κραύγασε. «Ο Ζέρβας είναι προδότης! Κάτω ο Ζέρβας! θάνατος στο Ζέρβα!». Το πλήθος για μια στιγμή είχε ταλαντευτεί, τώρα όμως ήταν ομόθυμο. «Κάτω ο Ζέρβας!» φώναζαν, «Θάνατος!». Η Ελένη θυμήθηκε τους αντάρτες που τραγουδούσαν έξω από το σχολείο, ενώ μέσα έδερναν τους κρατούμενους. Τα πρόσωπα ολόγυρά της είχανε μεταμορφωθεί από το μίσος έτσι, που άρχισαν να βροντάνε τα πόδια και να κραυγάζουν απαιτώντας αίμα. Η παραβολή του Ίαν της είχε φανεί λογική και σωστή. Της θύμισε πως, όποτε έλεγε στη Γλυκερία και την Κάντα να σκουπίσουν από τη μισή μπροστινή σκάλα και τη βεράντα, εκείνες καυγαδίζανε ποιανής είχε πέσει το πιο βρώμικο, το πιο κοπιαστικό μέρος, και λογομαχούσαν ώσπου τίποτα δε γινόταν, και μπαφιασμένη η Ελένη κατέληγε να καθαρίσει η ίδια τα σκαλοπάτια. Κατά τον ίδιο τρόπο ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ εξαρτιόνταν από τους Συμμάχους για να σαρώσουν τους Γερμανούς, ώσπου να καθαριστεί Digitized by 10uk1s

όχι μόνον η σκάλα παρά ολάκερο το σπίτι. Κι αυτοί σχεδίαζαν να πολεμήσουν ποιος θα πάρει το σπίτι, κι αν συνέχιζαν να τσακώνονται σαν παιδιά, θα καταλήγανε να το καταστρέψουν και να γκρεμίσουν τη στέγη πάνω στα κεφάλια τους. Το πλήθος δεν είχε διάθεση ν' ακούσει παραβολές ή εξηγήσεις και η Ελένη παρακολούθησε τους Εγγλέζους αξιωματικούς ν' ανοίγουν βιαστικά διάβα και να επιστρέφουν στην ασφάλεια του σταθμού τους προτού οι διαδηλωτές αποφασίσουν να στρέψουν την οργή τους εναντίον τους. Στις αρχές Φεβρουαρίου, η Ελένη κατηφόρισε το μονοπάτι ως το σπίτι του Μπότσαρη και βρήκε την Αγγελική κλαμένη. Η κοπέλα της είπε πως οι Εγγλέζοι ετοιμάζονταν να φύγουν. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η απόπειρα των ανταρτών του Σκεύη να παρασύρουν τους Εγγλέζους και τα πληρώματα των αεροπλάνων που είχαν καταρριφθεί πάνω σε γερμανική ενέδρα. Ο Κάπταιν Φίλιπ σκόπευε να οδηγήσει τους Αμερικάνους και τους Εγγλέζους αεροπόρους στην Αλβανία, της εξήγησε, όπως είχε φευγατίσει μ' επιτυχία και το στρατηγό Ινφάντε. Όπως πάντα, γνωστοποίησε το δρομολόγιό του στους αντάρτες διοικητές των περιοχών απ' όπου θα περνούσε. Ο ΕΛΑΣ του έδωσε το καλώς έχει, αλλά μόλις έφυγαν οι Βρετανοί από το Λια και περάσανε τα βουνά, πέσανε κατευθείαν πάνω σε μια γερμανική παγάνα που προχωρούσε εδώ και τέσσερις μέρες. Προφανώς οι διοικητές του ΕΛΑΣ γνώριζαν τις θέσεις των Γερμανών όταν εγκρίναν το δρομολόγιο. Οι Βρετανοί και οι αεροπόροι κατάφεραν να σωθούν λουφάζοντας κάμποσες μέρες μερικοί από αυτούς στριμωγμένοι μέσα σ' ένα υπόγειο φούρνο. Εξαγριωμένοι και αποθαρρημένοι, πήρανε το δρόμο πίσω για το Λια. Χρόνια αργότερα ο Φίλιπ Νιντ είπε: «Φανερό, ο ΕΛΑΣ έλπιζε ότι οι Γερμανοί θα μας σκότωναν, γιατί τους δυσκολεύαμε τις προσπάθειες να πείσουν τους χωριάτες πως οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί σύμμαχοι δεν πολεμούσαν αληθινά τους Γερμανούς σε σύγκριση με τους Ρώσους». Η απόπειρα του σαμποτάζ από τον ΕΛΑΣ έκανε τον Κάπταιν Ίαν να παραλοΐσει, της είπε η Αγγελική. Περιέγραψε πως συγκέντρωσε το προσωπικό της Αποστολής, και τους ούρλιαζε στην ξένη γλώσσα του ώσπου η φωνή του έσπασε κι ύστερα ξέσπασε σε κλάματα. Ξαφνικά λιποθύμησε, πέφτοντας «σαν κέδρος», είπε η Αγγελική. Από τη στιγμή εκείνη ήτανε πια ασυγκράτητος, έκλαιγε και ούρλιαζε και πετούσε πράματα στους άλλους αξιωματικούς. Η είδηση πως φεύγουν οι Εγγλέζοι είχε φέρει την Αγγελική σε απόγνωση. Όχι μόνο θα 'χανε το μεροκάματο που της είχε σώσει τη ζωή, είπε. Θα 'μενε κι απροστάτευτη στους αντάρτες του Σκεύη, που τη θεωρούσανε προδότισσα και κατιτί χειρότερο. Δεν ήξερε πως θα τα 'βγαζαν πέρα οι δικοί της χωρίς τους κομάντος, και παρά τις εκκεντρικότητές τους, αυτή τους είχε αληθινά συμπαθήσει. Την τελευταία βδομάδα του Φλεβάρη τα πληρώματα των δύο αεροπλάνων που είχαν καταρριφθεί ξεκίνησαν για τα παράλια του Ιονίου στα νοτιοδυτικά, απ' όπου θα τους έπαιρναν. Ο Κάπταιν Ίαν πήγε μαζί τους, αφού αποχαιρέτησε με δάκρυα τους συντρόφους του κομάντος. Ο Φίλιπ Νιντ ποτέ δεν τον ξανάδε, αργότερα όμως έμαθε πως ο Ίαν είχε μεταφερθεί στο Κάιρο, είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική και μετά την ανάρρωσή του σκοτώθηκε πολεμώντας στην Ιταλία. Το κρύο καταχνιασμένο πρωινό, στις 26 Φεβρουαρίου 1944, μεγάλο πλήθος χωριανών συνάχτηκαν να ευχηθούν καλό κατευόδιο στον Κάπταιν Φίλιπ και στον ασυρματιστή τον Κεν. Ανάμεσά τους ήταν και η Ελένη. Λυπόταν σχεδόν όσο και η Αγγελική που τους έβλεπε να φεύγουν. Είχε ελπίσει πως οι Εγγλέζοι θα συγκρατούσαν ίσως την αγριάδα και την αλληλοσφαγή των ανταρτών, και τώρα φοβόταν πως η αναχώρησή τους σήμαινε πως περισσότεροι Έλληνες θα πέθαιναν από τα χέρια Ελλήνων.

Digitized by 10uk1s

Οι Βρετανοί κομάντος ήταν το ίδιο άθυμοι όσο και οι χωριανοί. Δεκάδες χρόνια αργότερα ο Φίλιπ Νιντ παρατήρησε πως οι λίγοι μήνες που έζησε στο Λια τον άλλαξαν ριζικά. «Είχα φτάσει με πολύ σαφείς ιδέες για το καλό και το κακό», είπε. «Τα Ελληνικά βουνά ήταν τελείως διαφορετικά από οτιδήποτε είχα γνωρίσει ως τότε και γρήγορα κατάλαβα πως η πολιτική εκεί δεν είχε καμιά σχέση με τη φοιτητική πολιτική που είχα γνωρίσει στην Οξφόρδη, την πολιτική των τζέντλεμεν. Στο Λια ήταν πολιτική με νύχια και με δόντια, και το αίμα έρεε κυριολεκτικά. Ήταν η πρώτη φορά που είδα πτώματα —όχι σκοτωμένους Γερμανούς ή σκοτωμένους Βρετανούς, όπως περίμενα— αλλά Έλληνες σκοτωμένους από Έλληνες, και το χειρότερο, μερικά από τα πτώματα ήταν προφανώς ακρωτηριασμένα. Όλο το διάστημα που ήμουν στο Λια, δε μου διαθέσανε ποτέ τους άντρες για να οργανώσω έστω μια επιχείρηση εναντίον των Γερμανών, και οι Ελασίτες συνεχώς προσπαθούσαν να στρέψουν τους χωρικούς εναντίον μας. Ήμουν σχεδόν μαρξιστής ο ίδιος, ωσότου είδα τον κομμουνισμό να εφαρμόζεται από τους αντάρτες στην Ελλάδα. Έφυγα από το Λια ένας πολύ απογοητευμένος νέος». Οι χωριάτες που άφησε πίσω του ο Νιντ ήταν κάτι παραπάνω από απογοητευμένοι. Καλά καλά δεν είχαν χαθεί οι κομάντος και σάρωσε το Λια η διάδοση πως οι Εγγλέζοι τους είχαν εγκαταλείψει στη μοίρα τους, γιατί πλησίαζαν οι Γερμανοί.

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 5 Όποτε οι Γερμανοί υποπτεύονταν πως κάποιο χωριό έκρυβε αντάρτες, η τιμωρία ήταν ακαριαία και ολοκληρωτική. Σε όλη την Ελλάδα πάνω από 150 χωριά πυρπολήθηκαν. Στα Καλάβρυτα οι Γερμανοί μπήκανε στις αρχές Δεκεμβρίου και είπαν στους 2.500 κατοίκους πως δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Αλλά στις έξι το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου 1943, οι καμπάνες της εκκλησίας κάλεσαν τον κόσμο στην πλατεία. Τους χώρισαν σε δύο ομάδες: γυναίκες και παιδιά κάτω των δώδεκα ετών, άντρες και αγόρια πάνω από τα δώδεκα. Ακολούθησε χάος καθώς οι μανάδες προσπαθούσαν να πείσουν τους Γερμανούς πως τ' αγόρια τους ήταν πολύ μικρά για να πάνε με τους άντρες. Τα γυναικόπαιδα τα κλείδωσαν στο σχολείο και τους 800 άντρες και αγόρια τους οδήγησαν σ' ένα σταροχώραφο στο λόφο πίσω από το νεκροταφείο, όπου, αφού τους άφησαν να παρακολουθήσουν να καίγεται ο τόπος τους, τους θέρισαν με τα πολυβόλα. Μόλις το σχολείο έπιασε φωτιά, οι γυναίκες άρχισαν να πετάνε τα παιδιά τους από τα παράθυρα. Κάποιος Γερμανός στρατιώτης τις λυπήθηκε και άνοιξε μια πόρτα, ελευθερώνοντάς τες μερικές στιγμές προτού καταρρεύσει η φλεγόμενη στέγη. Όταν βρήκανε τα πτώματα των αντρών τους, οι άστεγες γυναίκες δεν είχαν φτυάρια και τους έθαψαν με τα χέρια τους. Κάθε νύχτα τ' αγρίμια έσκαβαν τους άβαθους τάφους. Από τους πρώτους μήνες του 1944 οι Γερμανοί ήξεραν ότι χάνουν τον πόλεμο και τ' αντίποινά τους έγιναν σκληρότερα. Όλοι οι 288 κάτοικοι του Διστόμου, κοντά στους Δελφούς, δολοφονήθηκαν και ακρωτηριάστηκαν, ανάμεσά τους και είκοσι παιδιά κάτω των πέντε ετών. Τις νέες τις ακρωτηρίασαν και τις κατακρεούργησαν από τα γεννητικά όργανα ως τα στήθη, και τα παιδιά τα ξεκοίλιασαν και τους τύλιξαν τα έντερα στο λαιμό τους. Πριν από το Πάσχα του 1944, ο Γερμανός διοικητής της Ηπείρου, υποστράτηγος Χούμπερτ Λαντς, άρχισε να σχεδιάζει την επίθεση στα χωριά της Μουργκάνας κατά μήκος των αλβανικών συνόρων για να εκκαθαρίσει τους αντάρτες που κρύβονταν στα βουνά και ν' ανοίξει δρόμο για ενδεχόμενη εκκένωση. Προηγουμένως όμως ήταν ανάγκη να καταπιαστεί με τους Εβραίους των Ιωαννίνων. Από τον 9ο αιώνα υπήρχαν εβραϊκές κοινότητες στις μεγάλες ελληνικές πόλεις, και το Μάρτιο του 1943, στη Θεσσαλονίκη μάζεψαν τους 46.000 Εβραίους της και τους έστειλαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως στη Γερμανία. Αλλά οι 1.950 Εβραίοι που ζούσαν στην πρωτεύουσα της Ηπείρου, κι ανάμεσά τους εβδομήντα πλούσιες οικογένειες εμπόρων, δεν το έσκασαν. Γνώριζαν πως τα γερμανικά στρατεύματα που στάθμευαν στην πόλη τους εξαρτιόνταν από την εβραϊκή κοινότητα για τα τρόφιμα και τα εφόδιά τους, και καθησύχασαν όταν ο στρατηγός Λαντς τους διαβεβαίωσε ότι ήταν ασφαλείς. Ο στρατηγός επιτίμησε αυστηρά το δήμαρχο των Ιωαννίνων, γιατί είχε διατάξει όλοι οι Εβραίοι της πόλης να υπογράφουν στο δημαρχείο κάθε πρωί. Ο ΕΛΑΣ μοίρασε προκηρύξεις στους Εβραίους των Ιωαννίνων και τους παρακινούσε να φύγουν και να πάνε στους αντάρτες, εκείνοι όμως υποψιάστηκαν όταν διάβασαν τις προκηρύξεις που έγραφαν: «Πάρτε τα χρήματά σας κι ελάτε στα βουνά του ΕΛΑΣ να σωθείτε». Μόνο σαράντα δύο Εβραίοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση. Οι υπόλοιποι έμειναν στα σπίτια τους ελπίζοντας πως ο Γερμανός διοικητής ήταν άνθρωπος που τηρούσε το λόγο του.

Digitized by 10uk1s

Περιμένοντας τους Βαρβάρους Ο Μάρτης έφερε πίσω τα χελιδόνια και το απόκομμα των αρνιών. Όταν οι Γερμανοί δεν εμφανίστηκαν στο Λια κυνηγώντας τους Εγγλέζους που έφυγαν, οι χωριανοί ξανάσαναν και άρχισαν να ετοιμάζονται για το Πάσχα. Στις 26 Μαρτίου, την επομένη του Ευαγγελισμού, η Ελένη Γκατζογιάννη κι η αδερφή της κάθονταν στα σκαλοπάτια στο σπίτι της μάνας τους, και χουζούρευαν στο ζεστό ήλιο, ενώ εκεί τριγύρω έπαιζε ο τετράχρονος Νικόλας. Η Νίτσα φώναξε το μικρό κοντά της κι άρχισε να του λύνει ένα βραχιόλι από στριφτή άσπρη και κόκκινη κλωστή που ήτανε δεμένο στον καρπό του. «Τώρα που πέρασε του Ευαγγελισμού, ας σου βγάλουμε το μάρτη να τον κρεμάσουμε στο δέντρο για τα χελιδόνια», είπε. «Κι όλο το καλοκαίρι δε θα νοιάζεσαι μη σε πιάσει ο ήλιος και σε φάνε τα κουνούπια!». Σοβαρός ο Νικόλας παρακολούθησε τη θεια του να κρεμάει τις βρώμικες κλωστές στην καρυδιά κοντά στην πόρτα. Η Ελένη κοιτούσε κάνοντας γούστο, αλλά και συνάμα ενοχλημένη. «Γιατί παραγεμίζεις το κεφάλι του παιδιού μ' αυτές τις κουταμάρες;» ρώτησε. «Η κόκκινη κλωστή θα τον φυλάξει από τον ήλιο όσο θα φυλάξουνε και σένα από τους λύκους το καρφί και το σκόρδο που κουβαλάς στην τσέπη σου!» «Μπορεί εσύ να ξέρεις να διαβάζεις, ενώ εγώ δεν ξέρω», αποκρίθηκε η Νίτσα, «άλλο όμως το να μαθαίνεις κι άλλο το να 'σαι γνωστικός. Σ' αρέσει να κοροϊδεύεις τα φυλαχτά μου, μα σαν δεν ήμουν εγώ, δε θα 'χες σήμερα γιο, θα 'χες άλλη μια κόρη!». Η Ελένη γύρισε πάνω της με κατάπληξη κι η Μεγάλη έριξε μια ματιά για να σταματήσει τη μεγάλη κόρη της, όμως η Νίτσα είχε κιόλας παρασυρθεί από το δράμα της θυσίας της. «Αχ, τι πέρασα εγώ για να κάνεις εσύ το γιο!» αναφώνησε, υψώνοντας τα χέρια και κοιτάζοντας τον ουρανό για να βρει εκεί κατανόηση. «Αν δεν σου έδινα εγώ να φας εκείνο το άντερο του αφαλού θα ντάντευες τώρα άλλη μια θυγατέρα!». Η Ελένη είχε γουρλώσει τα μάτια: «Τι έφαγα, λέει;» Η Νίτσα κατένεψε όλο ξιπασιά. «Περπάτησα ως την Κωστάνα για ν' αγοράσω ένα κομμάτι άντερο του αφαλού από τη μαμή. Βεβαίως, έπρεπε να 'ναι από γιο πρωτότοκο, γεννημένο στις σαράντα μέρες μετά τη γέννα της Φωτεινής. Θυμάσαι εκείνη την έξοχη τυρόπιτα που σου 'φτιαξα, όλο φρέσκα αυγά και βούτυρο; Έλεγες πως ήτανε η καλύτερή μου!». Η Ελένη δεν ήξερε αν ήθελε να γελάσει ή να ξεράσει, ωστόσο η Νίτσα μόλις τώρα αρχινούσε το έπος για τα μάγια της. Είχε φυλάξει ένα κομμάτι από το άντερο του αφαλού της Φωτεινής μόλις της έπεσε και την Πρωτοχρονιά το φούρνισε μέσα σ' ένα καρβέλι ψωμί και τάισε τον κόκορα, είπε. «Έτσι γύρισα το ριζικό σου κι ο Νικολάκης βγήκε αγόρι! Άσε πια εγώ, που δεν μπορώ να γεννήσω μήτε αγόρι μήτε κορίτσι», κατέληξε μελαγχολικά. «Για σένα όμως έκανα τα πάντα, και τα κατάφερα!». Η Μεγάλη περίμενε πως η Ελένη θα ξεσπούσε έτσι αράθυμη που ήταν όπως ο πατέρας της, όμως εκείνη απεναντίας έριξε πίσω το κεφάλι της και γελούσε ώσπου δάκρυα τής αναβλύσανε κι ο Νικόλας τόσο σκιάχτηκε, που έτρεξε και κόλλησε στη φούστα της. Το καμάρι της Νίτσας γύρισε σε σάστισμα, ώσπου η Ελένη την αγκάλιασε και με κομμένη ανάσα είπε: «Ύστερα απ' όσα έκανες για μένα, αδερφή, μπορεί να μαλακώσει ο Θεός και να σου δώσει παιδί!». Η Νίτσα σοβαρή σοβαρή σταυροκοπήθηκε.

Digitized by 10uk1s

Η νυσταλέα ησυχία του πρωινού κόπηκε ξάφνου από φωνές που έρχονταν από το σπίτι του Πέτση. Η Νίτσα οσμίστηκε τον αέρα σαν λαγωνικό κι όλες σηκώθηκαν να δουν γιατί η θυγατέρα του Λάμπρου Πέτση ήτανε τόσο συγκινημένη. Ο Πέτσης είχε ένα μικρό γανωτζίδικο κι ένα σπίτι στα Γιάννινα, και μοίραζε τον καιρό του ανάμεσα στην πρωτεύουσα της επαρχίας και στο χωριό. Είχε ένα γιο λίγο πιο μεγάλο από το Νικόλα, αλλά η αγαπημένη του ήτανε η μελαχρινή αμυγδαλομάτα θυγατέρα του, η Μηλιά, που μόλις είχε πατήσει τα δεκαοχτώ. Ο Πέτσης φάνηκε κείνη τη στιγμή στην τελευταία στροφή του δρόμου με τρία βαρυφορτωμένα μουλάρια. Όσο πλησίαζε, οι θεατές που ολοένα πλήθαιναν, μπόρεσαν να ξεχωρίσουν τι κουβαλούσε: τόπια βελούδο, σατέν και μάλλινο· γυαλιστερά δερμάτινα παπούτσια που κρέμονταν από τα σαμάρια· φίνα λινά σεντόνια· καλύμματα του κρεβατιού υφασμένα με δαντέλα· ανδρικά κουστούμια. Ύστερα από τέσσερα χρόνια που γύριζαν λιωμένα στριφώματα κι έραβαν μπαλώματα, θωρούσαν θαμπωμένοι τον Λάμπρο Πέτση να κουβαλάει τόσα λούσα που και βασιλιάς θα τα λιμπιζότανε. Σαν έφτασε στην αυλόθυρά του, ο Πέτσης πήδησε από το μουλάρι του κι αγκάλιασε την κόρη του, που στριφογυρνούσε ξαναμμένη. «Που τα βρήκες όλα τούτα, πατέρα;» έσκουζε. «Πώς τ' αγόρασες;». «Τζάμπα όλα, σουλτάνα μου», χασκογελούσε. «Έχω εδώ αρκετά για δυο προίκες και να περσέψουν ένα σωρό για τους γείτονες!». Όλοι αρχίσανε να ρωτάνε ξεφωνίζοντας. «Είναι από τους Εβραίους», εξηγούσε ο Πέτσης. «Χτες τα χαράματα, οι Γερμανοί τους μαζέψανε όλους και τους κουβαλήσανε κάτω στη λίμνη, εκεί τους κλείσανε μέσα σε καμιόνια και τους πήρανε. Φασαρία που κάνανε! Γυναίκες γύρευαν τα παιδιά τους, αντρόγυνα τα χωρίσανε. Να δακρύσουνε και τα εικονίσματα! Πήρανε και τη φαμελιά που έμενε πάνω από το μαγαζί μου». Ξερόβηξε: «Μα ξέρετε που λένε: κακός αέρας σε βάρεσε. Αφήσανε τα εβραϊκά σπίτια και τα μαγαζιά με τις πόρτες ορθάνοιχτες. Καλύτερα εμείς παρά οι Γερμανοί, είπανε όλοι. Οι Εβραίοι δε θα γυρίσουνε! Έτσι πήραμε ό,τι μπορούσαμε να σηκώσουμε. Καλά που πρόλαβα κι έτρεξα. Ως το βράδυ οι Γερμανοί είχανε κλειδώσει τα πάντα, κρεμάσανε και δυο παλικάρια γιατί πλιατσικολογούσαν». Ο ανοιχτοχέρης Πέτσης άρχισε να μοιράζει δώρα στις γυναίκες που στριμώχνονταν γύρω του: μια ποδιά, μια μαξιλαροθήκη με μονόγραμμα, ένα παιδικό φορεματάκι κεντητό με ροζ τριανταφυλλάκια. Όταν τα μάτια του συνάντησαν της Ελένης, κοντοστάθηκαν. Ύστερα είπε: «Έχω εδώ ένα σπουδαίο κομμάτι πράσινο βελούδο, και σαν το 'δα, είπα: "Τούτο δω θα γίνει όμορφο φουστάνι για τη μεγάλη θυγατέρα της κυρά-Λένης, την Όλγα"». «Σ' ευχαριστώ, Λάμπρο», απάντησε η Ελένη, «μα δεν μπορώ να το πάρω». «Τότε ένα σκούφο για τον κανακάρη σου», της είπε γοργά, απλώνοντάς της έναν γκρίζο μάλλινο. «Δεν τον έχω δει ποτέ με σκούφο στο κεφάλι». «Όχι, σ' ευχαριστώ», είπε η Ελένη. «Κάνανε τόσα χρόνια δίχως σκούφο, δίχως καινούριο φουστάνι, μπορούν να περιμένουν όσο να τελειώσει ο πόλεμος και ν' ανοίξει η Αμερική». Κατάλαβε πως τον είχε προσβάλει. «Δεν μπορώ να πάρω φορέματα ανθρώπων που τώρα πάνε να τους σκοτώσουνε», του εξήγησε.

Digitized by 10uk1s

Νιώθοντας πως του 'χε χαλάσει τη χαρά για την καλοτυχιά του, η Ελένη έπιασε το γιο της απ' το χέρι κι έφυγε. Όπως ανηφόριζε το μονοπάτι, άκουσε μερικές γυναίκες που επιμένανε να πάρει ο Λάμπρος πίσω τα δώρα του. Ο Θεός τιμωρεί όσους κλέβουνε τους αποθαμένους, έλεγαν. Τις απόπαιρναν άλλες χωριανές πως λένε κουταμάρες. Δεν ήτανε το ίδιο, ο Λάμπρος δεν είχε κάνει στους Εβραίους τίποτα! Ως το βράδυ της άλλης μέρας δυο ραφτάδες και μια ράφτρα από γειτονικά χωριά είχαν εγκατασταθεί στην καλή κάμαρη στο σπίτι του Πέτση και καταπιάστηκαν με τα προικιά της Μηλιάς, έφτιαξαν μακριά σιγκούνια, κοντά βελουδένια γελέκια, ποδιές από σατέν και είκοσι φουστάνια σ' όλα τα χρώματα της ίριδας. Η ράφτρα κεντούσε τα πάντα με κλωστές από ατόφιο χρυσάφι και ασήμι. Τα προικιά κόντευαν να τελειώσουνε, όταν ένα πρωινό η Μηλιά έπεσε στο πάτωμα ξερή. Συνήλθε με το πρόσωπο παραμορφωμένο από μια γκριμάτσα, που της έμεινε σ' όλη της τη ζωή. Όλοι λέγανε στον τσακισμένο πατέρα πως δεν πρέπει να μέμφεται τον εαυτό του. Η Μηλιά δεν μπορούσε να πει λέξη· κείτονταν στα στρωσίδια κι έγνεφε στους γονιούς της πως θέλει να πεθάνει. Ύστερα από κάμποσους μήνες έμαθε να προφέρει παραφθαρμένες λέξεις που μοναχά οι δικοί της καταλάβαιναν. Αλλά στο μεταξύ οι ραφτάδες είχανε γυρίσει στα χωριά τους και ο υποψήφιος γαμπρός είχε φύγει για την Αθήνα. Η τραγωδία της Μηλιάς συνέβη λίγο πριν από το Πάσχα, που στα 1944 έπεφτε στις 16 Απριλίου. Πόλεμος ξεπόλεμος, οι Λιώτες ήταν αποφασισμένοι να γιορτάσουνε την ανάσταση του Χριστού και το δικό τους σωσμό γι' άλλον ένα χρόνο. Τα μεσάνυχτα του Σαββάτου οι καμπάνες της Αγιά Τριάδας σήμαναν τη χαρμόσυνη είδηση: «Χριστός ανέστη!». Από βουνό σε βουνό άλλες καμπάνες αποκρίνονταν: «Αληθώς ανέστη!». Η Κυριακή του Πάσχα ξημέρωσε καθαρή και λαμπρή, αν και υπήρχαν ακόμα χιόνια στις κορφές, στα ισκιερά τους. Η Ελένη ξύπνησε νωρίς για να βοηθήσει το γείτονά της τον Τάσο Μπαρτζώκη να 'τοιμάσει το πασχαλινό κατσίκι, που θα μοιράζονταν οι φαμελιές τους. Η γυναίκα του Τάσου ήτανε γκαστρωμένη οχτώ μηνών και δεν ένιωθε καλά για ν' αναλάβει το κουραστικό μαγείρεμα, έτσι η Ελένη έφτιαξε στο μεγάλο τέντζερη τη ζεστή, λεμονάτη μοσκοβολιστή από τον άνιθο μαγειρίτσα με τα εντόσθια της γίδας για να καταλύσουν τη μεγάλη σαρακοστή. Η Φωτεινή και η Γλυκερία ήταν απασχολημένες από την Πέμπτη γυαλίζοντας με λάδι τα κόκκινα αυγά. Το άλλο πρωί ο τέντζερης με τη μαγειρίτσα ήτανε ακόμα ζεστός στο τζάκι, όταν ένας Ελασίτης όρμησε στην πλατεία του χωριού κι οι καμπάνες άρχισαν να σημαίνουν την είδηση που οι πάντες τόσον καιρό φοβόντουσαν: ένα γερμανικό τάγμα βάδιζε προς τη Μουργκάνα από τη μεριά της Μεγάλης Ράχης. Τ' αποφάγια από το πασχαλινό γλέντι απόμειναν στα τραπέζια, καθώς οι πάντες φόρτωσαν βελέντζες, χαλκώματα, τρόφιμα και κούνιες στα μουλάρια και κίνησαν για το βουνό. Η απειλή ιταλικής επιδρομής τα τρία προηγούμενα χρόνια είχε στείλει τους χωριανούς μοναχά ως τις σπηλιές, αλλά ο φόβος τους για τους Γερμανούς ήταν τόσο πιο μεγάλος, ώστε τώρα πήραν δρόμο πέρα από τα βουνά τους ως το πιο ψηλό πλάτωμα πριν από τ' αλβανικά σύνορα. Οι Λιώτες έσπευδαν προς το κατάφυτο κέρας ανάμεσα στις κορφές Κάστρο και Προφήτης Ηλίας, τραβώντας για τα ψηλώματα πάνω τους, όπου ήταν χωμένο και προφυλαγμένο ένα τριγωνικό μικρό ίσιωμα, που οι χωριανοί το λένε ακόμα η Αγορά, όπως και στην αρχαιότητα, μολονότι έχει παραμείνει άδειο επί είκοσι τρεις αιώνες. Σ' αυτή την κρυφή μεριά ελπίζανε να κατασκηνώσουνε οι Λιώτες και να σωθούν από το Γερμανό επιδρομέα. Digitized by 10uk1s

Τους γέρους και τους σακάτηδες τους κουβαλούσαν σε φορεία ή τους είχανε δεμένους πάνω σε μουλάρια. Η Τάσαινα Μπαρτζώκη, δυσκίνητη από το βάρος του αγέννητου μωρού, αγκομαχούσε πίσω από το γάιδαρό της, τόσο βαρυφορτωμένο με τον κατάκοιτο πατέρα της και με χαλκώματα γεμάτα τρόφιμα, που παραπάτησε και παραλίγο να κατρακυλήσει στον γκρεμό. Η Ελένη τραβούσε το Νικόλα από το χέρι ανηφορίζοντας το απόκρημνο μονοπάτι και πρόφτασε τη Μεγάλη, που οδηγούσε τις γίδες της και αψανά ανησυχούσε για την πεισματάρα συννυφάδα της, την Αναστασία Χαϊδή. Η Αναστασία ήτανε η μια από τις δυο γριές που είχαν αρνηθεί να φύγουν από το χωριό. Αν οι Γερμανοί θέλανε τα γέρικα κόκαλά της, επέμενε παρά τις πιέσεις των δικών της, καλωσόριστοι να τα πάρουνε. «Έφαγα τα ψωμιά μου, έκαψα το λαδάκι μου». Εκεί που η Αναστασία παρακολουθούσε την ανθρώπινη φουσκονεριά να χιμάει κατά τη βουνοπλαγιά, παρατώντας την πίσω, είδε κάτι να σαλεύει στο λόφο πάνω της και κατάλαβε πως δεν ήταν ολομόναχη. Η τυφλή, η Σοφία Καραπάνου, τριγυρνούσε στο περιβόλι της. Κανένας δεν βρέθηκε να την πάρει στην Αγορά, κι όσο μπορούσε να φύγει από το χωριό το θεόρατο πλατάνι άλλο τόσο το μπορούσε και η βάβω. Η Αναστασία αποφάσισε να πάει ένα πιάτο από το ραγού που μαγείρευε στη μαυρο-Σοφία. Τα ποταμάκια των χωριανών που έφευγαν από τους διάφορους μαχαλάδες του Λια έσμιγαν στο στενό διάσελο ανάμεσα στις δυο κορφές, το Κάστρο και τον Προφήτη Ηλία. Καθώς γοργοδιαβαίναν, σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλο, από το στενό που οδηγούσε στο καταφύγιο της Αγοράς, οι Γκατζογιανναίοι κοίταζαν κατά πάνω στα δεξιά τους και είδαν Ελασίτες να σκαρφαλώνουν εφ' ενός ζυγού στην κορυφή του Προφήτη Ηλία, τα τουφέκια τους διαγράφονταν στον ήλιο. Τελευταίος στη γραμμή ήταν ο Μήτση Μπόλης. Τώρα που δεν ξεθύμαινε πια την κακία του σε χωρατά, όπως τότε που έμπασε την αλεπού στο κοτέτσι των Γκατζογιανναίων, ο Μήτσης είχε γίνει ονομαστός ως ένας από τους πιο ένθερμους και σαδιστές «ανακριτές» του ΕΛΑΣ. Τον είχε μάλιστα αποθανατίσει κι ένα λαϊκό δίστιχο: «Κάλλια να σε φάει το βόλι παρά ο βούρδουλας του Μήτση Μπόλη». Ενώ το πιθηκίσιο σουλούπι του Μπόλη ακολουθούσε το ζυγό των ανταρτών που ανηφόριζαν τη βουνοπλαγιά, οι χωριανοί διάβαιναν γοργά από τη ρωγμή των βράχων κοιτάζοντας ψηλά περίφοβοι τους αρματωμένους. Αλλά ο τσαγκάρης Αντρέας Κύρκας, με όλο το θάρρος επειδή ο Μπόλης ήτανε συγγενής, του φώναξε: «Συναγωνιστή Μήτση! Μη μου πεις πως λογαριάζεις να χτυπήσεις τους Γερμανούς με μια χούφτα αντάρτες;». «Θα τους χέσουμε τον πατέρα!» καυχήθηκε ο Μπόλης, κραδαίνοντας το ντουφέκι του. «Και θα τα κάμουνε σαλάτα στο χωριό», απάντησε ο Αντρέας ξερά. «Κάλλιο να λουφάζεις με τον ήλιο και να χτυπάς με το φεγγάρι». Ο Μπόλης τον στραβοκοίταξε: «Θα πω τη συμβουλή σου στον καπετάνιο», είπε κι έπιασε πάλι τον ανήφορο. «Ωραία τα κατάφερες, άντρα μου!» γόγγυξε η Νίτσα μόλις ξεμάκρυνε ο Μπόλης και δεν τους άκουγε. «Μας συγύρισες όλους! Τώρα θα γράψει τ' όνομά σου στο τεφτέρι τους, να 'σαι σίγουρος». «Αν είναι τόσο παλαβοί να χτυπήσουν τους Γερμανούς, κανείς μας δε θα ζήσει για να φοβηθεί το στειλιάρι του Μήτση Μπόλη», μουρμούρισε ο Κίτσος Χαϊδής, που ερχόταν πίσω της. «Στο Κεφαλόβρυσο οι Γερμανοί κάψανε είκοσι ένα ανθρώπους, μαζί κι ένα παπά, επειδή οι αντάρτες ρίξανε σε μια περίπολό τους».

Digitized by 10uk1s

Κουβαλώντας το Νικόλα καβάλα στην πλάτη της και κρατώντας τη Φωτεινή από το χέρι, η Ελένη έφερε τη φαμελιά της στην Αγορά, όπου διαπίστωσε πως όλες τις προφυλαγμένες μεριές τις είχαν κιόλας πιάσει γίδες, κούνιες, χαλκώματα και γερόντισσες. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, έπρεπε να σβήσουν όλες οι φωτιές μήπως προδώσουν τον κρυψώνα τους. Η Τρίτη πέρασε με κρύο φαγητό και κακά προαισθήματα. Πότε πότε κάποιος ανέβαινε ως τον Προφήτη Ηλία κι έφερνε την είδηση ότι στο χωριό δεν υπήρχε ίχνος ζωής, στην κορφή ωστόσο οι Αντάρτες είχανε οχυρωθεί σκάβοντας ένα χαράκωμα για το πολυβόλο τους. Η Ελένη και τα παιδιά της κοιμόντουσαν κιόλας την Τρίτη τη νύχτα κολλημένοι ο ένας απάνω στον άλλο για ζεστασιά, όταν μια σκιά όρμησε στο ξέφωτο και φώναξε πως το μοναστήρι του Άη Θανάση καιγότανε. Επτακόσια χρόνια, το μοναστήρι ήταν ένα λευκό μνημείο στα κατάφυτα χαμηλώματα, τρία χιλιόμετρα στα νοτιοδυτικά του χωριού. Εκεί τα εγγλέζικα αεροπλάνα είχαν ρίξει τα εφόδια κι ο Χρήστος Γκατζογιάννης είχε αποχαιρετήσει τη γυναίκα του για τελευταία φορά. Η είδηση της φωτιάς άναψε άγριες διαφωνίες ανάμεσα στους πρόσφυγες. Αν οι Γερμανοί ήτανε στον Άη Θανάση επιμένανε οι περσότεροι, τότε θα τραβούσαν δυτικά για τον Τσαμαντά. Τούτο σήμαινε πως από το διάσελο πάνω από τον Τσαμαντά θα έμπαιναν στην Αλβανία, θα προχωρούσαν γύρω γύρω ως την πίσω μεριά της Μουργκάνας και χτενίζοντας από ψηλά το βουνό θα κατέβαιναν στο Λια, καθαρίζοντας τους αντάρτες στο διάβα τους και περνώντας ακριβώς πάνω από το μέρος όπου κρύβονταν όλοι τώρα. Κανένας δεν το περίμενε πως οι Γερμανοί θα 'ρχονταν από το βορρά. Ο τσαγκάρης, ο Αντρέας, ένιωσε να χάνει το κουράγιο του. Δεν ήτανε δειλός, όμως στη Μικρασιατική εκστρατεία στα 1921, κάπου έξω από την Άγκυρα, είχε λαβωθεί και θαρρώντας τον οι άλλοι σκοτωμένο τον παρατήσανε τέσσερις μέρες μέσα σ' ένα χαντάκι γεμάτο λάσπες. Εφιάλτες από εκείνο το χαντάκι άρχισαν να τον κυνηγούν, όταν είδε τους δαρμένους χωριανούς να βγαίνουν παραπατώντας από το σχολείο, καταματωμένοι από τα χτυπήματα των ανακριτών του ΕΛΑΣ. Τώρα ο ερχομός των Γερμανών του 'χε διαλύσει τα νεύρα ολότελα. «Πρέπει να ξεφύγουμε από δω», παρακαλούσε, «θα μας πιάσουνε σαν τα σπουργίτια στο κόσκινο!». Ο Κίτσος Χαϊδής άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε. «Αν όμως στην Καμίτσανη στρίψουνε ανατολικά κι εμείς ροβολήσουμε θα πέσουμε ίσια πάνω τους», ανησυχούσε. Η Ελένη κοίταζε μια τον πατέρα της μια το γαμπρό της και παρακαλούσε να πάψουν να τσακώνονται και να πάρουν τη σωστή απόφαση προτού φτάσουνε οι Γερμανοί. Ο τσακωμός φούντωσε όλη τη νύχτα. Να μείνουν ή να φύγουν, και να πάνε που; Ο Τάσος Μπαρτζώκης παρακολουθούσε τη γυναίκα του που κοιμόταν, μια φλέβα χτυπούσε στο λαιμό της, η κοιλιά της φουσκωμένη σαν ώριμο ρόδι. Τα χείλια της ήτανε μπλάβα. Ήταν σίγουρος πως το κρύο θα σκότωνε το μωρό. Σκεφτόταν το σπίτι των πεθαμένων γονιών του κοντά στο χωριό Κωστάνα στα χαμηλώματα όπου έμενε τώρα η νύφη του. Το άλλο μισό σπίτι ήταν άδειο. Μπορούσαν να κρυφτούνε εκεί, να γλιτώσουνε από το κρύο. Γύρισε στην Ελένη και τη ρώτησε αν ήθελε να πάρει τη φαμελιά της και να κρυφτούν μαζί τους στην Κωστάνα. Μπορεί να ερχόταν η γέννα πρόωρα κι η γυναίκα του θα 'νιωθε πιο σίγουρη αν είχε κοντά της την πιο στενή φιλενάδα της και γειτόνισσα. Η Ελένη μπήκε στον πειρασμό. Τα παιδιά της υπόφεραν εκτεθειμένα στην παγερή βουνοπλαγιά. Μέσα σ' ένα σπίτι θα μπορούσε να τους ζεστάνει λίγο φαγητό. Κοίταξε τον πατέρα της, που κούνησε το κεφάλι του και είπε «Είναι πολύ επικίνδυνο!» Κατόπιν, για πρώτη φορά, η Ελένη αποφάσισε να πάρει στα χέρια της την απόφαση για την τύχη της φαμελιάς της. «Εσύ μείνε εδώ», είπε στον Κίτσο, «εγώ παίρνω τα παιδιά και πάω στην Κωστάνα». Ως το πρωί η εκλογή της Ελένης είχε επικρατήσει· ο Κίτσος κι η Μεγάλη, αλλά και η Νίτσα κι ο Αντρέας, όλοι προτίμησαν να πάνε μαζί της. Μόλις ξημέρωσε βάλανε την Τάσαινα στο μουλάρι και ξεκίνησαν ενώ οι υπόλοιποι χωριανοί στο πλάτωμα τους προειδοποιούσαν πως τραβάνε κατευθείαν στο χαμό τους. Digitized by 10uk1s

Την ίδια ώρα οι κάτοικοι του Μπαμπουριού αναρωτιόνταν και κείνοι πως να σωθούν. Οι καπνοί από το μοναστήρι σήμαιναν πως σύντομα οι Γερμανοί θα 'φταναν στο χωριό τους. Όλοι οι νέοι άντρες είχανε φύγει την προηγούμενη μέρα, αλλά προτού φύγουν, ο Φώτης Οικονόμου, ένας από τους οπαδούς του ΕΔΕΣ που είχανε ξυλοκοπηθεί στο σχολείο του Λια, έκλεισε συμφωνία μ' ένα από τους καπεταναίους του ΕΛΑΣ, παραμέρισαν κι οι δυο τους το αμοιβαίο μίσος για να σώσουν το χωριό. Ο Φώτης συμβούλεψε τις γυναίκες και τους γέροντες να μείνουν και να καλωσορίσουν τους Γερμανούς, να τους φιλέψουν αναψυκτικά, κι ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ πρόσταξε τους αντάρτες του, που λούφαζαν κάτω στα χαμηλώματα, να μη χτυπήσουν τον εχθρό προς χάριν του χωριού. «Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται», έλεγαν συχνά οι χωριάτες και στον τρόμο τους οι Μπαμπουριώτες πιάστηκαν από τη μοναδική ελπίδα που διαθέτουνε, την Κατίνα Τάτση. Το παρουσιαστικό της δεν ήταν διαφορετικό από οποιασδήποτε άλλης μαυροφορεμένης μεσόκοπης χωριάτισσας, όμως στα νιάτα της ήτανε δασκάλα στην Καβάλα και μιλούσε έξι γλώσσες, μέσα σ' αυτές και τα γερμανικά. Οι χωριανοί τής γυρέψανε να τους κάνει το διερμηνέα. Καθώς όλοι ετοιμάζονταν για τον ερχομό του εχθρού, η Κατίνα ήταν το μοναδικό πρόσωπο στα βουνά της Μουργκάνας που συλλογιόταν το ποίημα του Καβάφη: «Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·/κι αυτοί βαρυούντ' ευφράδειες και δημηγορίες». Τώρα η τύχη του χωριού της κρεμόταν από την ευφράδεια της Κατίνας σε μια γλώσσα που μόλις τη θυμόταν.

Κρεμόμουν στο χέρι της μάνας μου τρεις ώρες δρόμο ως έξω από την Κωστάνα, προσπαθώντας να μην ακούω τους φοβισμένους ψιθύρους του μπάρμπα μου και τις βλαστήμιες του παππού μου. Κατεβαίνοντας το βουνό στην παγερή πρωινή ατμόσφαιρα, δεν είδαμε πουθενά ίχνος Γερμανών, αλλά όταν φτάσαμε στο σπίτι του Μπαρτζώκη και βρήκαμε το κλειδί για το άδειο μισό, η Τάσαινα ήταν τόσο εξασθενημένη, που χρειάστηκε να τη σηκώσουν από το μουλάρι. Ενώ την κουβαλούσαν στο σπίτι της νύφης της, η Φωτεινή κι εγώ εξερευνήσαμε το άλλο μισό. Είχε ένα τζάκι, μεγάλες παραγεμισμένες μαξιλάρες, ένα σοφρά κι ένα σκαφίδι για το ζύμωμα. Ο θειος μου ο Αντρέας μας ακολούθησε και στήθηκε στο βορινό παράθυρο, όπου μουρμούριζε: «Ζυγώνουν, το νιώθω». Για να γλιτώσω από τα μαύρα του προαισθήματα, περιπλανήθηκα στο άλλο μισό του σπιτιού, όπου η Τάσαινα ξεκουραζόταν. Τρόμαξα που τη βρήκα να κλαίει. Ο άντρας της τους εξηγούσε πως θα φεύγε να κατασκηνώσει στην κορφή του λόφου που λέγεται του Λύκου, εφτά χιλιόμετρα ανατολικότερα, όπου μπορούσε να δει τους Γερμανούς από μακριά, είτε έρχονταν από το βορρά είτε από το νότο. Αν κατέβαιναν από τα βουνά, μας είπε, θα 'τρεχε εδώ και θα μας ειδοποιούσε. Αν έρχονταν από το νότο — χμ, είπε, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, είναι απίθανο να πειράξουν ένα σπίτι γεμάτο παιδιά και μια γυναίκα έγκυο. Η Τάσαινα δεν αποκρίθηκε, μόνο συνέχισε να κλαίει και γύρισε το πρόσωπό της στον τοίχο. Όπου και να γυρνούσα αντίκριζα τους μεγάλους της συντροφιάς μου, ανάμεσά τους και τους άντρες που φαίνονταν πάντα τόσο αποφασιστικοί, να διαλύονται μπροστά στον κίνδυνο του ερχομού των Γερμανών. Προσπαθούσα να φανταστώ τους Γερμανούς και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ένας φρενιασμένος άνεμος, που λυσσομανούσε αδυσώπητα καταπάνω μας, ξεριζώνοντας πελώρια δέντρα στο διάβα του και σφεντονίζοντάς τα πέρα. Η γενική υστερία άρχιζε να μ' επηρεάζει και γύρισα στο άλλο μισό σπίτι. Βρήκα τη μάνα μου και τη γιαγιά μου να φτιάχνουν μπομπότα, ζωσμένες τις ποδιές στη μέση τους, ζυμώνοντας το κίτρινο Digitized by 10uk1s

ζυμάρι μέσα στο σκαφίδι, ενώ γλυκιές μυρωδιές απ' το προζύμι γέμιζαν το δωμάτιο. Η νοικοκυρεμένη μορφή της μάνας μου, απασχολημένη με τις γνώριμες δουλειές του σπιτιού, με καθησύχασε και μ' έκανε να νιώθω λιγότερο τρωτός από τους απρόσωπους εξωτερικούς κινδύνους. «Ύστερα από τρεις μέρες στα βουνά τα παιδιά χρειάζονται λίγο ζεστό φαΐ στο στομάχι τους και να κοιμηθούν μια νύχτα κάτω από στέγη», είπε η μάνα μου, καθώς ανορθώθηκε από τη δουλειά της κι έτριψε το αλευρωμένο χέρι της στο κούτελο. «Θα δούνε τον καπνό από την καμινάδα», διαμαρτυρήθηκε ο Αντρέας, η φωνή του υψώθηκε. «Μεγαλύτερες ελπίδες έχουμε 'κει έξω που μπορούμε να τρέξουμε να κρυφτούμε». Η μάνα μου είπε με ήρεμη φωνή που έκρυβε μια πρωτόγνωρη σταθερότητα: «Θα πάμε αύριο. Απόψε θα κοιμηθούμε εδώ». Ο μπάρμπας μου ανασήκωσε τους ώμους και συνθηκολόγησε, ξαναπιάνοντας τη σκοπιά του στο παράθυρο ενώ μουρμούριζε όχι ιδιαιτέρως σε κάποιον: «Κι αν αύριο είναι πολύ αργά;». Παρά τις αμφιβολίες του, η ήρεμη αποφασιστικότητα στο πρόσωπο της μάνας μου, τα ξαναμμένα από τη φωτιά της κουζίνας μάγουλά της, με στυλώσανε και κουλουριάστηκα κοντά στο τζάκι περιμένοντας να γίνει το ψωμί.

Το άλλο πρωί πριν από τα χαράματα, οι Γκατζογιανναίοι, με την παρακίνηση του Κίτσου και του Αντρέα, άφησαν την Τάσαινα στη φροντίδα της νύφης της και βάζοντας μπροστά τους τις γίδες, γλίστρησαν μέσ' από το κλειδαμπαρωμένο χωριό τραβώντας για τη ράχη που τη στεφάνωνε το ξωκλήσι της Αγιά Μαρίνας. Κατασκήνωσαν στην πέρα μεριά, σ' ένα ξεροπόταμο που περνούσε μέσ' από 'να χωράφι. Η ίδια αυγή βρήκε τις γυναίκες και τους γέρους στο Μπαμπούρι να συνάζονται στον αυλόγυρο της εκκλησίας στη δυτική άκρια του χωριού τους με την Κατίνα Τάτση επικεφαλής. Οι νέες και τα παιδιά είχανε κρυφτεί πίσω από τα σφαλιστά παντζούρια. Λίγο μετά το μεσημέρι οι γέροντες παρακολουθούσαν με θαυμασμό και τρόμο, ενώ ένα τάγμα από διακόσιους Γερμανούς και καμιά εξηνταριά μαυροχίτωνες Τσάμηδες έχοντας μπροστά τέσσερις έφιππους αξιωματικούς πλησίαζαν από τη μεριά του μοναστηριού του Άη Θανάση. Σείστηκε το κοκκινόχωμα κάτω από τις μπότες τους έτσι, που βαριοπατώντας ήρθαν και σταμάτησαν μπροστά στους χωριανούς και οι αξιωματικοί τους αφίππευσαν. Μ' ένα γνέψιμο της Κατίνας Τάτση, καμιά δεκαριά γιαγιάδες με τα πιο καλά τους μαύρα κυριακάτικα φουστάνια βγήκανε μπροστά κρατώντας μεγάλους δίσκους με καρύδια, λουκούμια, άσπρο κατσικίσιο τυρί και ποτηράκια σαν δακτυλήθρες με καυτερό σπιτικό τσίπουρο. Η Κατίνα άρχισε το λόγο που πρόβαρε όλη τη νύχτα: «Καλωσορίσατε στο Μπαμπούρι εσείς και οι άνδρες σας, Herr Kommandant», είπε. «Το χωριουδάκι μου στη διάθεσή σας. Παρακαλώ πάρτε κάτι να δροσιστείτε». Ο αξιωματικός με το διακριτικό τού αετού πάνω από το αριστερό τσεπάκι του στήθους χαμογέλασε και τη ρώτησε πως ήξερε γερμανικά. Η Κατίνα του είπε πως ήτανε δασκάλα, είχε μελετήσει τον Γκαίτε και τον Σίλλερ, και εκφώνησε το δεύτερο μέρος του προετοιμασμένου λόγου της: «Δεν υπάρχουν αντάρτες στο Μπαμπούρι. Σας παρακαλούμε μη κρίνετε το χωριό μας από κείνα που κάνουν άλλοι Έλληνες!».

Digitized by 10uk1s

Αν δεν υπήρχαν αντάρτες, τότε που ήτανε οι νέοι; τη ρώτησε. Η Κατίνα αποκρίθηκε πως όλοι ήταν γυρολόγοι ή βοσκοί στα ψηλά βοσκοτόπια με τα ζωντανά. Οι Γερμανοί στρατιώτες περάσανε δυο ευχάριστες ώρες κάτω από το πλατάνι στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Πλατάγιζαν τα χείλια τους με το τσίπουρο και ήπιανε στη φιλοξενία των Μπαμπουριωτών. «Εις υγείαν!» φώναζαν στο συγκεντρωμένο κόσμο. «Χάιλ Χίτλερ!». «Χάιλ Χίτλερ!» απαντούσανε οι χωριανοί και η Κατίνα ένιωθε τον ιδρώτα να κυλάει ανάμεσα στα στήθια της. Ο διοικητής ήταν ένας μεγαλόσωμος, ροδοκόκκινος άντρας, που έδειξε στην Κατίνα φωτογραφίες των παιδιών του και της παίνεσε το ντόπιο τυρί. Αργά το απόγεμα πια οι Γερμανοί ετοιμάστηκαν να φύγουν. Ο διοικητής ευχαρίστησε την Κατίνα για τη φιλοξενία του χωριού και πρόσθεσε: «Το βλέπεις, αν δε μας προκαλείτε, δεν υπάρχει λόγος να μας φοβάστε». Κατόπιν το τάγμα διέσχισε το χωριό και βάδισε προς το Λια, ενώ κρυμμένα μάτια τους παρακολουθούσαν πίσω από κάθε σφαλιστό παράθυρο. Όταν έφυγαν, οι χωριανοί μαζεύτηκαν γύρω από την εξαντλημένη Κατίνα για να τη συγχαρούν. Είχανε γλιτώσει τον Αρμαγεδόνα χάρη σε λίγο τσίπουρο και σε μια μεσόκοπη δασκάλα που ήξερε κάτι γερμανικούλια. Μισή ώρα αργότερα η ευφορία διαλύθηκε με την είδηση πως οι Γερμανοί δεν είχανε φύγει ολότελα. Είχαν στρατοπεδεύσει για τη νύχτα στα μισά του δρόμου Μπαμπούρι-Λια, μόνο δέκα λεπτά από το χωριό.

Εκείνη τη νύχτα μια ψιλή βροχή έπεφτε στους Γερμανούς μέσα στ' αντίσκηνά τους έξω από το Λια και στους Γκατζογιανναίους που ήταν ζαρωμένοι στο χωράφι κοντά στην Αγιά Μαρίνα. Η Ελένη κρατούσε το Νικόλα και τη Φωτεινή στην ποδιά της μ' ένα μουσαμά ριγμένο πάνω και από τους τρεις. Το νερό της βροχής έτρεχε στα μπράτσα της και στα ξυπόλυτα πόδια των παιδιών. Ο ήλιος ψήλωσε πάνω από βουνά ξεπλυμένα πεντακάθαρα, όπως και την πρώτη μέρα της δημιουργίας. Οι Γερμανοί ξύπνησαν μουλιασμένοι και οργίλοι, κοιτάζοντας κάτω τα χαμηλώματα κρυμμένα ακόμα στην πρωινή καταχνιά. Ο διοικητής διέταξε άμεση αναχώρηση. Γνώριζε από τις εκθέσεις πληροφοριών, πως ακριβώς μπροστά τους βρισκόταν το σπίτι των αδερφών Σκεύη σ' ένα χωριό τόσο φανατικά ελασίτικο που το αποκαλούσαν «Μικρή Μόσχα». Περίμενε επεισόδια. Καθώς το τάγμα έπαιρνε την τελευταία στροφή στο μονοπάτι για το Λια, είδαν ν' απλώνονται μπροστά οι στέγες του χωριού από σταχτί σχιστόλιθα, τ' ακροδάχτυλα του ήλιου μόλις τις αγγίζανε. Η καταπράσινη γεμάτη ρείκια βουνοπλαγιά ήταν διάστικτη από τούφες τούφες χρυσαφένιες αφάνες και από μαβιές κουτσουπιές. Πάνω απ' όλα αγρίευε ένας ουρανός βαρυφορτωμένος με σύννεφα βροχής. Ήταν το ίδιο υπερφυσικό φως που ζωγράφιζε κάποτε κάποιος Κρητικός ονόματι El Greco, αλλά οι Γερμανοί δε θαύμαζαν τη θέα. Κοντά στη δυτική άκρια του χωριού η Αναστασία Χαϊδή είχε σηκωθεί νωρίς κι έφυγε από το σπίτι της για να πάει ένα σκεπαστό μπακιρένιο τέντζερη με ραγού στην τυφλή, τη Σοφία Καραπάνου, πιο ψηλά στη βουνοπλαγιά. Το γερμανικό τάγμα μπήκε στο χωριό, προσπέρασε το έρημο σπίτι του Πέτση, και βρισκόταν Digitized by 10uk1s

ακριβώς μπροστά στα κολλητά σπίτια των Χαϊδαίων, τα Χαϊδάτικα, όταν την πρωινή σιγαλιά τη γάζωσαν ριπές πολυβόλου, που ξεπηδούσαν από το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, μεγάλη απόσταση για να κάνεις οποιαδήποτε ζημιά, στέλνοντας τούφες καπνού ν' αρμενίζουν στον ουρανό. Ο Γερμανός διοικητής κραύγασε τις διαταγές με παρακουρντισμένη φωνή. Ενδεχομένως οι αντάρτες επιχειρούσαν να τον παρασύρουν μέσα στις χαράδρες και στις γούβες για να βρεθούν σε θέση πλεονεκτική, όμως σύντομα θα μάθαιναν πόσο στοιχίζει η αποκοτιά τους. Μέσα σε λίγες στιγμές, οι Γερμανοί στήσανε έξι πολυβόλα κι άλλους τόσους όλμους, όλα στραμμένα κατά τον Προφήτη Ηλία. Άξαφνα όλη η βουνοπλαγιά από το ξωκλήσι και κάτω άρχισε να σκάει καθώς οι Γερμανοί τη σφυροκοπούσαν από τους πρόποδες ως την κορυφή. Γρήγορα η πλαγιά μαύρισε και κάπνιζε. Ο διοικητής διέταξε να σταματήσει το πυρ. Όλοι οι αντάρτες στη βουνοπλαγιά θα πρέπει να είχαν χτυπηθεί ή να έφυγαν. Τώρα είχε φτάσει η στιγμή να τιμωρηθούν εκείνοι που τους παρείχαν άσυλο. «Κάψτε το χωριό» πρόσταξε.

Μόλις σταμάτησαν οι γερμανικές ομοβροντίες, η Αναστασία Χαϊδή βγήκε τρέχοντας από το σπίτι της τυφλής. Κοίταξε κάτω και είδε μια λεπτή γραμμή καπνού να υψώνεται πίσω από το φράχτη των κυπαρισσιών. «Καίνε το σπίτι μου!» της κόπηκε η πνοή. «Θεούλη μου, οι γίδες είναι στο κατώι!». Η Σοφία βγήκε ψαχουλευτά για να τη συγκρατήσει, όμως η Αναστασία ροβολούσε κιόλας το μονοπάτι, κουνώντας τα χέρια της στον αθέατο εχθρό. Μερικοί Γερμανοί στρατιώτες την παρακολουθούσαν που κατηφόριζε καταπάνω τους σαν κοράκι στριγκλίζοντας: «Λυπηθείτε το σπίτι μου, μη χαλάτε τις γίδες μου!» σκλήριζε, κάνοντας τους Τσάμηδες να χαμογελούν. Ρίχτηκε πάνω στην πόρτα του κατωγιού, απ' όπου ακούγονταν οι τρεις γίδες που βελάζανε. Ένας από τους Τσάμηδες ζύγωσε για να την τραβήξει. «Σύρε, γριά, γιατί θα σ' αφήσουμε να ψηθείς μαζί με τις γίδες σου!» της είπε. Όπως παρακολουθούσε τις φλόγες να καταβροχθίζουνε το σπίτι, όπου είχε ζήσει από νύφη δεκατεσσάρων χρόνων, η Αναστασία ζάρωσε και την παρατήσανε να πέσει. Ύστερα, ξάφνου, πετάχτηκε όρθια και ρίχτηκε άλλη μια φορά πάνω στην πόρτα. Έτσι που την ξανατράβηξαν πίσω, οι τσιριξιές της Αναστασίας υψώθηκαν τόσο πάνω από το ρόχθο της φωτιάς, ώστε τις άκουσε η Τάσαινα Μπαρτζώκη κάτω στην Κωστάνα. Ο άνεμος πήρε τις κραυγές σαν άυλα πνεύματα: «Παιδιά, που είστε; Σώστε με!». Πάνω στο Περιβόλι, η Σοφία καθόταν καρτερώντας στο σπίτι της κι αφουγκραζότανε με την υπερφυσική ακοή των τυφλών κάθε βόγκο που ξεστόμιζε η Αναστασία. Ο σαματάς τράβηξε την προσοχή του διοικητή, που πλησίασε. Μόλις είχε συμπληρώσει μια γύρα στο χωριό και ήταν ευχαριστημένος με την εξέλιξη. Το σχολείο και τα περισσότερα σπίτια ήταν μες στις φλόγες. Κοίταξε με ικανοποίηση την Κατωχώρα και το κυριότερο κτίριό της, την Παναγία. Αν το καφενείο είναι η καρδιά του ελληνικού χωριού, η πιο μεγάλη εκκλησία είναι η ψυχή του. Επτά αιώνες τώρα η Παναγία έτρεφε τις ψυχές των Λιωτών. Το εσωτερικό της ήτανε το καμάρι και οι Γραφές τους. Δε χρειαζόταν να 'σαι γραμματισμένος για να γνωρίζεις την Αγία Γραφή, γιατί ήτανε ολόκληρη ιστορημένη εκεί στις τοιχογραφίες που είχαν ζωγραφίσει τα χέρια καλογέρων από καιρούς χαμένων στην ανωνυμία. Στον πανύψηλο τρούλο, ο Χριστός Παντοκράτωρ, τριάντα φορές πιο μεγάλος από το μπόι θνητού ανθρώπου, εξέταζε προσεχτικά το εκκλησίασμα από κάτω, σφίγγοντας στο χέρι το Ευαγγέλιό Του. Στους τοίχους, ανάμεσα στα παράθυρα, οι προφήτες και οι απόστολοι, ζωγραφισμένοι ολόσωμοι με γενειάδες άγριες και θλιμμένα μάτια, σχημάτιζαν την αιώνια πομπή τους προς την αγία τράπεζα. Digitized by 10uk1s

Οι χωριανοί του Λια δε χόρταιναν ποτέ να κοιτάζουν τα θαύματα της Παναγίας: οι τοίχοι έλαμπαν με όλους τους αγίους και τους μάρτυρες, τις δώδεκα μεγάλες γιορτάδες, το Μυστικό Δείπνο, τη ζωή της Θεοτόκου, και σαν τελευταία υπόμνηση, στον τοίχο κοντά στην εξώθυρα, τη Δευτέρα Παρουσία, όπου αλλόκοτοι δράκοντες και διάβολοι τιμωρούσαν όλων των λογιών τα κρίματα με τους παπάδες στην πρώτη σειρά των αμαρτωλών. Το κόσμημα της εκκλησίας ήταν το μεγαλόπρεπο χρυσό, σκαλιστό εικονοστάσι που απαστράπτον έκρυβε τα μυστήρια του ιερού, ωσότου ο παπάς εμφανιζόταν στην Ωραία Πύλη κρατώντας το αίμα και το σώμα του Χριστού. Το εικονοστάσι είχε τέσσερις σειρές εικόνες, περίλαμπρες με φύλλα χρυσού και πετράδια, κι ανάμεσα στ' άγια εικονίσματα ντόπιοι ξυλογλύπτες είχαν αφήσει τη φαντασία τους να δημιουργήσει μια φαντασμαγορία από περιελισσόμενα κλήματα και μυθικά πουλιά και θηρία κουρνιασμένα στο δαντελωτό διάτρητο σκάλισμα. Το πιο ιερό αντικείμενο στην εκκλησία ήταν το μεταξωτό αντιμήνσιο στην αγία τράπεζα, με κεντημένο πάνω του το Χριστό νεκρό και με το οστό ενός αγίου ραμμένο στη φόδρα του. Αυτό το ύφασμα άναψαν οι Τσάμηδες. Χάρη στο πετρέλαιο που έχυσαν, οι φλόγες σκαρφάλωσαν γρήγορα ως την ψηλότερη σειρά του εικονοστασίου, κάνοντας να ζωντανέψουν τα ελικοειδή κλήματα και τα ζώα. Το τρεμουλιαστό φως αντανακλούσε στα μάτια των αγίων και στο πρόσωπο του Παντοκράτορα, αλλά ο μόνος ζωντανός μάρτυρας σε τούτο το μεγαλόπρεπο έσχατο θέαμα ήταν ο Γερμανός διοικητής. Σίγουρος πως η εκκλησία θα καιγότανε σωστά, προχώρησε προς την αφετηρία της περιοδείας του, και κει βρήκε μερικούς από τους άντρες του μαζεμένους γύρω από μια γριά μαυροφόρα, που πάλευε να ξεφύγει από τα χέρια δύο Τσάμηδων. Ο διοικητής είχε αποφασίσει να μη στείλει τους άντρες του στο πάνω χωριό, γιατί φοβόταν πως εκεί κρύβονταν ακόμα παρτιζάνοι και του αρκούσε πως όλο το Μεσοχώρι κι η Κατωχώρα καίγονταν. Ήταν όμως απογοητευμένος που κανένας από τούτη τη σφηκοφωλιά της ανταρσίας δεν είχε πιαστεί αιχμάλωτος, για να τον τιμωρήσει προς παραδειγματισμό. Οι δυο Τσάμηδες είχαν πια βαργεστήσει να κρατάνε την Αναστασία που χτυπιόταν και σκλήριζε. Η πλάκα είχε χάσει το ενδιαφέρον της για τους θεατές. Οι Τσάμηδες έριξαν μια ματιά στο διοικητή και κείνος μόλις που έγνεψε. Σήκωσαν τότε τη γριά σαν κούκλα και την πέταξαν μέσα από 'να παράθυρο που τώρα πια ήτανε κενό. Το πάτωμα είχε εξαφανιστεί κι έπεσε κατευθείαν μέσα στις φλόγες στο κατώι βγάζοντας μια μακρόσυρτη άναρθρη κραυγή από το στόμα της, που ανόρθωσε τις τρίχες στα μπράτσα όσων την άκουσαν στην Κωστάνα. Η Τάσαινα την άκουσε και σαν απόκριση ένιωσε να ξεκινάει από τα πλευρά της ένας πόνος και να κατεβαίνει ως το κέντρο της κοιλιάς της. Κατάλαβε πως είχε φτάσει πρώιμα η ώρα της κι ένιωσε ένα ζεστό υγρό να κυλάει στα πόδια της. Ο διοικητής διέταξε να συγκεντρωθούν οι άντρες του. Δεν είχαν να κάνουν άλλο τίποτα εδώ. Διασχίσανε το χωριό και φύγανε, τραβώντας νοτιοανατολικά προς το ύψωμα της Αγιά Μαρίνας, όπου κρύβονταν οι Γκατζογιανναίοι.

Στην πέρα μεριά της ράχης, της αφιερωμένης στη Μαρίνα, τη μάρτυρα αγία του τρυγητού, οι Γκατζογιανναίοι παρακολουθούσαν τα γιδοπρόβατά τους που έβοσκαν, ενώ η Φωτεινή και ο Νικόλας έπαιζαν στον ξεροπόταμο. Βρίσκονταν πολύ μακριά για ν' ακούσουν τα ξεφωνητά της Αναστασίας Χαϊδή, όμως τα καταιγιστικά πυρά των Γερμανών τους τάραξαν τόσο, ώστε σώπασαν περίφοβοι. Κάθονταν και περίμεναν, μήτε που κοτούσαν να σαλέψουν.

Digitized by 10uk1s

Ύστερα από μερικά λεπτά η Νίτσα αναφώνησε και όλοι κοιτάζανε στον ουρανό όπου υψωνόταν ένα λιανό δάχτυλο καπνού. «Καίνε το χωριό!» ξέφυγε της Μεγάλης. Άρχισε να κλαίει κι η Ελένη την αγκάλιασε. «Πάω στην κορφή της Αγιά Μαρίνας να δω τι συμβαίνει», είπε ο Κίτσος Χαϊδής. «Έρχομαι μαζί σου, πατέρα», είπε γοργά η Ελένη. Παρευθύς η Γλυκερία και η Κάντα γυρεύανε να πάνε και κείνες. Απρόθυμη η Ελένη είπε πως η Κάντα μπορούσε να 'ρθει αν έμενε ξοπίσω της, έτοιμη να τρέξει. Στη δεκάχρονη Γλυκερία είπε: «Το ξέρεις, είσαι αργοκίνητη σαν χελώνα! Θα μας πιάσουν όλους για το χατίρι σου». Ο Αντρέας φοβόταν να μείνει, φοβόταν να πάει, τελικά αποφάσισε πως χρειάζονταν τη στρατιωτική πείρα του για να εκτιμήσουν σωστά την κατάσταση. Αφού ορμήνεψαν τη Μεγάλη, τη Νίτσα και την Όλγα να μείνουν κοντά στα μικρά και να κρατάνε τα ζωντανά ήσυχα, η Ελένη, ο Κίτσος, ο Αντρέας και η Κάντα σκαρφάλωσαν από τον αμμουδερό ξεροπόταμο κατά το ύψωμα της Αγιά Μαρίνας. Στην άλλη πλευρά της ράχης το γερμανικό τάγμα πλησίαζε από τη μεριά του Λια. Προπορεύονταν ανιχνευτές, που έψαχναν κάθε ρεματιά για ίχνη παρτιζάνων. Καθώς το κύριο σώμα κατηφόριζε από τα βουνά κοντά σε μια τοποθεσία που λέγεται Βρυσούλες, μια προωθημένη περίπολος αιφνιδίασε δυο παλικάρια από το Λια. Ανήκαν σε μια ομάδα που κρυβόταν στα χαμηλώματα, αλλά εκείνους τους δυο, το Γρηγόρη Λώλη και το Βασίλη Σδούγκα, τους πιάσανε ενώ οδηγούσαν καμιά σαρανταριά γιδοπρόβατα να τα βοσκήσουν σ' ένα λόφο. Η περίπολος τους έφερε με τα χέρια ψηλά στο διοικητή. Σχεδόν την ίδια στιγμή έφτασε μια άλλη περίπολος σέρνοντας ένα μεσόκοιτο γανωτζή, το Γιώργη Μπίλη, που είχε πέσει κατευθείαν πάνω τους. Έσειε θυμωμένος μια άδεια σφραγισμένη από τις γερμανικές αρχές στα Γιάννινα. Οι Τσάμηδες μεταφράσανε τις διαμαρτυρίες του, αλλά ο Γερμανός αξιωματικός άκουγε αδιάφορος. Οι τρεις αιχμάλωτοι δεν μπορούσαν να τραβήξουνε τα μάτια τους από το θέαμα εκεί ψηλά, του χωριού τους μέσα στις φλόγες. Ο διοικητής τους είπε μέσω ενός διερμηνέα πως θα τους έκανε μια ερώτηση· η ζωή τους κρεμόταν από την απάντηση που θα του έδιναν. Μήπως κρύβονταν παρτιζάνοι εδώ τριγύρω στα χαμηλώματα; Οι αιχμάλωτοι κοιτάχτηκαν, κατόπιν όλοι μαζί άρχισαν έντονα να χειρονομούν αρνητικά. «Όλοι οι αντάρτες είναι πάνω στα βουνά», είπε ο Γρηγόρης Λώλης. Οι Γερμανοί άφησαν να φύγει εκείνος με την άδεια, αλλά ο διοικητής αποφάσισε να πάρει το Λώλη και το Σδούγκα ως το παρακάτω χωριό, την Κωστάνα, για να ελέγξει τις ταυτότητές τους. Τους έδεσαν τα χέρια πιστάγκωνα και τους έσπρωξαν στο δρόμο μπροστά από το τάγμα, τα κοπάδια τους ξέμειναν πίσω. Ο Γιώργη Μπίλης, ο γανωτζής με την άδεια από τα Γιάννινα, φαινόταν ακόμη που ξεμάκραινε βιαστικά, όταν ένας κρότος από τα χαμηλώματα κοκάλωσε ολωνών το βήμα —το μπαμ από δύο απόμακρες τουφεκιές. Οι Γερμανοί καλύφθηκαν στα κράσπεδα του δρόμου. Ο διοικητής γάβγισε μια διαταγή και κάμποσοι Τσάμηδες τρέξανε κατά το Γιώργη Μπίλη, που σαστισμένος στεκόταν κοιτάζοντας μια τους Γερμανούς πίσω του και μια το σημείο όπου είχε δει τούφες καπνού. Όταν άρχισε να τρέχει τον είχαν κιόλας φτάσει. Δυο Ελασίτες της ομάδας του Σκεύη είχαν αψήφιστα ρίξει τις τουφεκιές που θα στοίχιζαν τη ζωή τριών συχωριανών τους. Με την πρώτη τουφεκιά κάποιος βοσκός που κρυβότανε πιο κάτω και μπορούσε να δει όσα εκείνοι δεν έβλεπαν φώναξε: «Μη χτυπάτε, παιδιά! Έχουνε ομήρους!» Αλλά ήτανε πια αργά. Digitized by 10uk1s

Έσυραν το γανωτζή Γιώργη Μπίλη, εκεί που στέκονταν κι οι άλλοι δυο αιχμάλωτοι. Ξεφώνιζε πως ήτανε αθώος, αυτός έλειπε έξι μήνες· πως μπορούσε να ξέρει πως είχε αντάρτες στα χαμηλώματα; Δεν έπαψε να σκούζει, ωσότου ο Γερμανός διοικητής τον χαστούκισε. Πέρα από το βεληνεκές των κρυμμένων παρτιζάνων, οι Γερμανοί συνέχισαν το δρόμο τους, σβαρνώντας μπροστά τους αιχμαλώτους. Ο διοικητής είχε τρεις ακόμα Λιώτες να τους τιμωρήσει προς παραδειγματισμό, και σκόπευε να τους εκτελέσει στον αυλόγυρο της Εκκλησίας στην Κωστάνα, μπροστά σε όλους τους κατοίκους του χωριού. Η Ελένη, ο Κίτσος, ο Αντρέας και η Κάντα, που βρίσκονταν στα μισά της ανηφοριάς από την άλλη πλευρά της ράχης, σταμάτησαν και κοιτάχτηκαν μόλις άκουσαν τις δύο τουφεκιές των ανταρτών. «Γιατί πυροβολούν,» ρώτησε ο Κίτσος. «Ακούγονται πολύ μακριά». Ο Αντρέας απροκάλυπτα έτρεμε, «Κακό σημάδι», είπε. «Από τούτη τη μεριά φεύγουνε. Πρέπει να πάμε πίσω!». «Ας ανεβούμε ώσπου να δούμε τι καίγεται στο χωριό», είπε η Ελένη. Τα πόδια του Αντρέα δε σάλευαν και το πουκάμισό του ήταν μουσκεμένο από τον ιδρώτα. Ένιωθε ακριβώς όπως και στα 1921 στην Τουρκία, όταν οι Έλληνες φαντάροι πετάξανε τα όπλα τους και χωθήκανε στους βάλτους. «Κάντε ό,τι θέλετε», φώναξε στους άλλους. «Εγώ πάω πίσω!». Γύρισε και δρασκελούσε την κατηφοριά προς την κατασκήνωση, προσπαθώντας να μην τρέξει. Η Ελένη έπιασε την Κάντα από το χέρι και συνέχισε αργά ν' ανεβαίνει τη ράχη, ωσότου φάνηκε σιγά σιγά η βουνοπλαγιά με το Λια χωμένο στη φαρδιά σχισμάδα. Σταμάτησε έντρομη. Όλο το κάτω μισό του χωριού είχε σκοτεινιάσει από τους καπνούς, και η Παναγία καιγότανε λαμπάδα. Ο πατέρας της έφτασε πλάι της, κοιτάζοντας με μισόκλειστα μάτια πέρα ύστερα το βλέμμα του έπεσε στην άδεια τρύπα που ήταν άλλοτε το σπίτι του, και με μια κραυγή ρίχτηκε στα γόνατα. Δυνατά αναφιλητά πόνου ξεχύθηκαν από μέσα του και σαν αγρίμι έσκαβε το χώμα με τα χέρια του. Η Κάντα πιο πολύ είχε τρομάξει από τα καμώματα του παππού της παρά από το θέαμα του χωριού που καιγότανε. Τρομοκρατήθηκε που τον είδε να χάνει την αυτοκυριαρχία του, κι έτρεξε καταπάνω να μην ακούει άλλο τον πόνο του. Σαν έφτασε στην κορφή της ράχης, η κοπέλα κοίταξε κάτω κι άξαφνα κόλλησε τα χέρια στο στόμα της. Η Ελένη έτρεξε κοντά της. Στα πόδια τους βρίσκονταν περισσότεροι Γερμανοί απ' όσους φανταζότανε η Κάντα πως υπάρχουνε στον κόσμο· τα κράνη τους και οι κάννες των όπλων τους γυαλίζανε στον ήλιο τόσο, που τα μάτια τους δάκρυσαν, ένα ποτάμι στρατιώτες κυλούσε κατευθείαν πάνω τους. Θωρούσε, παράλυτη, ωσότου η μάνα της την άδραξε από τον ώμο και την τράβηξε να κολλήσει πάνω στο χώμα. Αντικρίζοντας το γερμανικό στρατό ο Κίτσος γύρισε κι έγνεψε φρενιασμένα του Αντρέα, που στεκόταν και τους παρατηρούσε από τα ριζά της ράχης. Ο γέρος άρχισε να ροβολάει τόσο γρήγορα, που τα πόδια του γλιστρήσανε και κατρακύλησε ως το ριζοβούνι. Μόνο μια ματιά χρειάστηκε ο Αντρέας από την ξέφρενη φυγή του Κίτσου για να καταλάβει πως οι χειρότεροι φόβοι του είχανε βγει αληθινοί — οι Γερμανοί έρχονταν καταπάνω τους. Σκίρτησε σαν το κατσίκι, κραυγάζοντας καθώς έπεσε πάνω στους άλλους στον ξεροπόταμο: «Οι Γερμανοί έρχονται ξοπίσω μου!». Δίχως σχεδόν να σιγανέψει το βήμα, άρπαξε το Νικόλα από τα κάστρα που 'φτιαχνε στην άμμο και συνέχισε να τρέχει. Digitized by 10uk1s

Η Όλγα πέταξε το χουλιάρι, που κρατούσε κι ανακάτευε το ρυζόγαλο και τράβηξε τη Φωτεινή κατά την ίδια μεριά. Πίσω από τον Αντρέα έτρεχε και η Γλυκερία. Η Μεγάλη και η Νίτσα είχανε τόσο αλαλιάσει, που τριγυρίζανε μαζεύοντας βελέντζες και μετά παρατώντας τες. Όλοι ακολούθησαν τον Αντρέα σ' ένα σύδεντρο δίχως να το καταλάβουν πως τραβούσαν έτσι πιο κοντά στην Κωστάνα. Τέλος ο Αντρέας στάθηκε ανάμεσα στα δέντρα πλάι σ' ένα μεγάλο βράχο και τα κορίτσια σωριαστήκανε σιμά του. Καθώς η Μεγάλη ξεφυσούσε, κρατώντας τις βελέντζες, η Όλγα ξανάβρε τη φωνή της: «Τι είδες, θείε; Που είναι οι άλλοι;». «Οι Γερμανοί ήτανε τόσο κοντά, που θα μας δάγκωναν!» είπε λαχανιασμένος. «Ό,τι και να πάθουνε η μάνα σου και ο παππούς σου τους αξίζει, αφού ανεβήκανε στη ράχη». Τα κορίτσια κι ο Νικόλας άρχισαν να κλαίνε, και ο θόρυβος έφερε κοντά τους τους χαμένους της φαμελιάς, που τους γύρευαν. Τα φαγώσιμα και τα ζωντανά είχαν απομείνει στην ξεροποταμιά, ωστόσο όλοι μαζί ζαρώσανε κάτω από το βράχο, όπως οι κότες που κρύβονται από τη σκιά του γερακιού. Η Κάντα περιέγραφε ξανά και ξανά την τεράστια στρατιά των Γερμανών, σαν να μην το πίστευε ακόμη ολότελα. Όταν έπαψε, η Ελένη είπε ήσυχα στον πατέρα της: «Είδες πως είχανε πιάσει τρεις; Αναγνώρισα το Γρηγόρη Λώλη και το γιο του Σδούγκα». Ο Κίτσος δάγκωσε το κατωχείλι του και κούνησε το κεφάλι γνέφοντας πως αυτοί ήταν ξεγραμμένοι. Η Ελένη συλλογίστηκε την γκαστρωμένη γυναίκα του Γρηγόρη κι αναρωτήθηκε αν το 'ξερε πως οι Γερμανοί είχανε πιάσει τον άντρα της. Κανένας δε μιλούσε για το καμένο χωριό, όμως η Μεγάλη όλη τη νύχτα έκλαιγε, ένα ένρινο κλαψούρισμα. Ο Κίτσος μήτε που σκοτίστηκε να της πει να πάψει. Φαινότανε χαμένος στους λογισμούς του. Και τα παιδιά κλαίγανε γιατί κρύωναν και πεινούσαν, έμειναν όμως ζαρωμένα κοντά κοντά και τέλος αποκοιμήθηκαν.

Κάποια στιγμή, μέσα στη νύχτα ξύπνησα, νιώθοντας στο μάγουλό μου τη ζεστασιά από το πλευρό της μάνας μου. Με είχε ξυπνήσει το αρχίνισμα ενός σεισμού, ένα ρυθμικό τρέμουλο της γης. Ξεκαθάρισε πως ήτανε ποδάρια που βαδίζουν. Οι Γερμανοί περνούσαν τόσο κοντά μας, ώστε αν άνοιγα μια χαραμάδα τα βλέφαρά μου θα 'βλεπα το σχήμα από τις μπότες τους. Άκουγα λαρυγγώδεις φωνές σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Αν και τότε δεν το 'ξερα, έρχονταν από την Κωστάνα, τραβώντας νοτιοανατολικά για την Ηγουμενίτσα, αφού είχαν ξεμπερδέψει με τους ομήρους εκτελώντας τους. Ένιωθα το χέρι της μάνας μου να μου σφίγγει το στόμα, αλλά δε χρειαζότανε· δεν είχα τη δύναμη να σαλέψω, μήτε να βγάλω άχνα. Ένιωθα την ανατριχίλα του κορμιού της και το χτύπο της καρδιάς της, τόσο γοργό όσο και της δικιάς μου. Αυτόματα, για να διώξω το φόβο και για να νιώθω προστατευμένος, άρχισα να λέω και να ξαναλέω μέσα μου τη βραδινή προσευχή που εκείνη μου 'χε μάθει, το τετράστιχο που κάθε Ελληνόπουλο λέει προτού κοιμηθεί: «Σκύβω κάνω το σταυρό μου, όπλο έχω στο πλευρό μου, δούλος του Θεού λογιούμαι και κανένα δε φοβούμαι». Δεν έπιασε. Ήμουν τόσο φοβισμένος, που το 'νιωθα στη γεύση μου· μια μολυβένια πίκρα στη γλώσσα μου. Εκείνο που με τρόμαζε πιο πολύ δεν ήταν οι Γερμανοί που περνούσαν μερικά μέτρα από τον κρυψώνα μας, αλλά το σπασμωδικό τρέμουλο της μάνας μου. Στο σπίτι στην Κωστάνα, είχε καταλαγιάσει τους φόβους μου με την ήρεμη απόφασή της να συνεχίσει τις καθημερινές δουλειές Digitized by 10uk1s

σαν να ήταν τα πράγματα τώντις ομαλά. Όμως εκείνη τη νύχτα όταν πέρασε πλάι μας ο γερμανικός στρατός, ανακάλυψα πως υπήρχαν πράγματα τόσο δυνατά και τόσο κακά, που ακόμα και η μάνα μου δεν μπορούσε να τα διώξει. Ήταν τρομοκρατημένη όσο κι εγώ και πουθενά δεν μπορούσα να στραφώ για προστασία: Εκείνη η νύχτα παραμένει η πιο ζωηρή ανάμνηση των πρώτων παιδικών χρόνων μου.

Το άλλο πρωί, ενώ όλοι ακόμη απορούσαν πως παρά τρίχα γλίτωσαν από τους Γερμανούς, ο Κίτσος Χαϊδής δε σκεφτόταν άλλο τίποτα παρά να επιστρέψει στο Λια. Τον κυνηγούσε η εικόνα σαν αντίκρισε το σπίτι του ερείπια. Η Ελένη, ο Αντρέας και η Κάντα, οι πιο δεινοί οδοιπόροι της φαμελιάς, αποφάσισαν να προπορευτούν μαζί του, αφήνοντας τους άλλους να μαζέψουνε τα ζωντανά και να τ' ανεβάσουν στο βουνό. Ώσπου να φτάσουν οι τέσσερίς τους στα πρώτα σπίτια του Λια, είχε κιόλας γίνει απόγεμα. Ήταν από τους πρώτους που επιστρέψανε στο καμένο χωριό. Όσο περπατούσαν όλο και πιο έντονα ένιωθαν πως ήτανε παραίσθηση εκείνο που αντίκριζαν: το τόσο γνώριμο να 'ναι αλλαγμένο ολότελα. Μερικές γριές σκάλιζαν μέσα σε στάχτες που κάπνιζαν και που κάποτε ήτανε το σπίτι τους, ξετρυπώνοντας πότε πότε κάποιο αντικείμενο χρήσιμο ακόμα και βάζοντάς το παράμερα. Τα Χαϊδάτικα ήταν σχεδόν τα τελευταία σπίτια στη δυτική άκρια του Λια, και τα ζύγωσαν με τρόμο. Επειδή το μονοπάτι ξετυλιγότανε στη βουνοπλαγιά κάμποσα μέτρα πάνω από το ύψος της στέγης του Κίτσου, από πέρα βλέπανε πως στεκότανε ακόμα ορθός μοναχά ο μεσότοιχος που χώριζε το δικό του σπίτι από το σπίτι της Αναστασίας Χαϊδή. Η Ελένη έβαλε τα κλάματα μόλις αντίκρισε τ' αποκαΐδια, αλλά ο Κίτσος, ντροπιασμένος για την πρωτινή αδυναμία του, ατσαλώθηκε και το κοίταξε ασυγκίνητος. Τη μέρα που τέλειωσε το σπίτι στα 1895 και μπήκε η κορνίζα με τη χρονολογία ο Κίτσος ήταν δεκαπέντε χρονών. Ο πατέρας του το 'χε χτίσει σαν μνημείο των Χαϊδαίων, όπως ακριβώς μια εκκλησία είναι το πέτρινο ανάθημα στον άγιο που τιμά. Ο Κίτσος και τα δυο αδέρφια του είχανε φορτώσει ψηλά στο βουνό πάνω σε μουλάρια τους σταχτορόδινους γρανίτες για τους τοίχους και είχανε κουβαλήσει στις πλάτες τους από τις όχθες του ποταμού στα χαμηλώματα τις σταχτιές σκούρες πλάκες του σχιστόλιθου για τη στέγη. Οι γυναίκες της φαμελιάς ασβεστώσανε τους μέσα τοίχους κι ο πιο μάστορας πελεκητής ανέλαβε να σκαλίσει τους δικέφαλους αετούς, τα κυπαρίσσια και τους ρόδακες στις τέσσερις πλάκες των τζακιών. Τους υάκινθους στην ξύλινη ροζέτα στο κέντρο του ταβανιού και τα φύλλα της ακάνθης γύρω γύρω τους σκαλίσανε ξυλογλύπτες από το Μέτσοβο. Μια βεράντα σκεπασμένη από τις κληματαριές τριγύριζε τις τρεις πλευρές του σπιτιού και στον ίσκιο της ο Κίτσος είχε αγναντέψει όλα σχεδόν τα ηλιοβασιλέματα της ζωής του. Σαν έγινε ο αφέντης μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Κίτσος πάντοτε γιόρταζε τη γιορτή του σπιτιού —του Αγίου Αθανασίου— με ακόμα πιο μεγάλη λαμπρότητα από την ονομαστική του γιορτή. Έφερε τη νύφη στο κατώφλι του, και στην καλή του κάμαρη έβαλε τέσσερις θυγατέρες νήπια μέσα στην κάσα τους. Ο Κίτσος καμάρωνε πιο πολύ αυτό το σπίτι παρά οποιοδήποτε μύλο που έχτισε ποτέ, και τώρα είχε χαθεί. Η κάθε του κάμαρη μοσκοβολούσε αναμνήσεις, όπως ευωδίασε κάθε γωνιά του με τον αγιασμό και το βασιλικό, που το ράντισε ο παπάς τη μέρα που το εγκαινίασε. Ο Κίτσος το ήξερε, ενώ κοιτούσε τις στάχτες από τ' όνειρο του πατέρα του, πως τελικά θα έχτιζε άλλο σπίτι, όμως έταξε μέσα του να μη χτίσει ποτέ σπίτι που θ' άφηνε στην καρδιά του τέτοια λαβωματιά. Η Ελένη σφούγγισε τα δάκρυα με την ποδιά της κι έδεσε το γαϊδούρι στην αυλόπορτα. Είπε στην Κάντα να καθίσει στο κατώφλι και να μη σιμώσει, όσο οι άλλοι ψάχνανε στα ερείπια. Digitized by 10uk1s

Η Κάντα ήταν κουρασμένη από το πολύωρο περπάτημα, αλλά λιγότερο ανάστατη από τους μεγάλους, επειδή ο παππούς της είχε χάσει το σπίτι του και τα υπάρχοντά του. Στο κάτω κάτω, το δικό τους το σπίτι ήτανε απείραχτο —το είχανε δει από τη ράχη της Αγιά Μαρίνας. Έτσι που καθόταν και κοιτούσε, οι σκιές μάκραιναν. Η Κάντα νόμισε πως άκουσε τη φωνή της Αναστασίας Χαϊδή, υψωμένη στο διαπεραστικό τσίριγμα του χωριού, να φωνάζει τ' όνομα του μικρού εγγονού της από κάπου χαμηλά στη βουνοπλαγιά: «Ωωω, Φωτούουου!» Ύστερα από λίγο η Ελένη γύρισε εκεί που καθότανε η Κάντα και είπε πως κανένας δεν εύρισκε την Αναστασία, μοναχά το ψοφίμι μιας γίδας της κόσκινο από τις σφαίρες, στα μισά της ρεματιάς, μοναδικό θύμα των απερίσκεπτων πυροβολισμών που έριξε ο ΕΛΑΣ στους Γερμανούς. «Κάπου εκεί κάτω είναι», είπε η Κάντα δείχνοντας. «Την άκουσα που φώναζε το Φώτη». Ο Αντρέας κατηφόρισε τη ρεματιά να ψάξει για τη γριά. Η Ελένη κοίταζε μήπως ήτανε στο σπίτι του Πέτση δίπλα, αλλά το βρήκε στάχτες κι αυτό. Η Κάντα έμεινε εκεί που καθότανε νιώθοντας ανήσυχη όσο χανότανε το φως. Άκουσε το χτύπο από ραβδί και αργά σερνάμενα βήματα να κατεβαίνουν την πλαγιά καταπάνω της. Γρήγορα φάνηκε το διπλωμένο σουλούπι της τυφλής, της Σοφίας Καραπάνου. «Εδώ, γιαγιά!» φώναξε η Κάντα και η βάβω γύρισε πάνω της τα ξέθωρα γαλανά μάτια της, θαμπά από τον καταρράχτη. Τρέκλισε ως εκεί κι έβαλε το χέρι της στο κεφάλι της Κάντας, ύστερα κάθισε προσεχτικά στην πέτρα δίπλα της. «Όλοι γυρεύουνε τη γιαγιά Αναστασία», είπε η Κάντα. «Την άκουσα που φώναζε κάτω από τη ρεματιά». «Δεν είναι στη ρεματιά, είναι στο σπίτι», αποκρίθηκε η γερόντισσα. «Μα το σπίτι πάει», εξήγησε υπομονετικά η Κάντα στην τυφλή. «Το κάψανε οι Γερμανοί, μαζί και το μισό χωριό, και το σχολείο και την Παναγία!» «Το ξέρω», απάντησε η Σοφία. «Κάψανε και την Αναστασία. Την πετάξανε μέσα στο σπίτι. Θεέ μου, πως σκλήριζε!» Η Κάντα ένιωσε αναγούλα. «Μα τώρα δα την άκουσα! Άκουσα τη φωνή της». «Μπορεί να την άκουσες, ήτανε όμως η ψυχή της που φώναζε», συνέχισε η γερόντισσα. «Έτσι όπως πέθανε δεν έχει αναπαυτεί. Βρικολάκιασε και τριγυρνάει. Πρέπει να της φέρετε παπά». Η Κάντα δε μεταπείσθηκε, αλλά όταν γυρίσανε η μάνα της και ο παππούς της, τους είπε όσα της είχε πει η τυφλή. Γύρισαν κατά τα ερείπια του σπιτιού, όμως κάπνιζαν ακόμα κι έπεφτε το σκοτάδι. Το σούρουπο έφτασαν κι οι αποδέλοιποι της φαμελιάς με τα ζωντανά. Η Μεγάλη παραλίγο να πέσει από το γάιδαρο μόλις αντίκρισε τι είχε απομείνει από το σπίτι. Χρειάστηκε να την κουβαλήσουνε ως απάνω στο σπίτι της Ελένης, ενώ θρηνούσε κι επικαλούνταν τους αγίους. Φαινόταν απίστευτο που βρήκανε το δικό τους σπίτι απείραχτο ύστερα απ' όσα είχανε συμβεί. Η Ελένη πήγε αμέσως στην κούφια βελανιδιά στην πίσω αυλή και βρήκε τους θησαυρούς της ακόμα εκεί. Οι γίδες βελάζανε χαρούμενες, που ξανάδαν τα κατατόπια τους. Απιθώσανε τη Μεγάλη απαλά πάνω σ' ένα σωρό βελέντζες κοντά στο τζάκι και τελικά αποκοιμήθηκε, αλλά ο Κίτσος αρνήθηκε να μπει. Κανένας δεν ξέρει που πέρασε τη νύχτα.

Digitized by 10uk1s

Το άλλο πρωί ο μικρός Φώτης Χαϊδής γύρισε από την Αγορά με τη μάνα του κι άρχισε να ψάχνει κι αυτός για τη γιαγιά του. Ο Φώτης ξάνοιξε ένα χρυσό δαχτυλίδι-βούλα να γυαλίζει κάτω από 'να σωρό γκρεμισμένες πέτρες στο κατώι που κάπνιζε ακόμα. Μέσα στο δαχτυλίδι ήταν ένα κόκαλο. Σήκωσαν τις πέτρες, φουσκαλιάζοντας τα χέρια τους, και βρήκαν κι αλλά κόκαλα και τον ασημένιο σταυρό που φορούσε πάντα η γερόντισσα. Κάμποσα μαλλιά ήταν ακόμα κολλημένα πίσω στο κρανίο της. Κάποιος βρήκε ένα κομμάτι πανί και κει μέσα μαζέψανε τα κοκαλάκια και τα δόντια της. Καθώς έψαχναν, οι γυναίκες πιάσανε τα μοιρολόγια, κι ο διαπεραστικός αχός έφερε γειτόνισσες, που μοιρολογούσαν και κείνες, ξεχύνοντας τον πόνο τους για τα καμένα σπίτια τους μαζί με τη λύπη για τη γριά Αναστασία, που δεν αξιώθηκε να πεθάνει όπως έπρεπε στα χρόνια της. Η νεκρική πομπή άρχισε ν' ανηφορίζει το μονοπάτι για τον Άη Δημήτρη. Άφησαν πίσω τους τη Σοφία, που στεκόταν στην αυλόθυρά της μ' ένα ύφος ικανοποίησης στο τυφλό πρόσωπό της και σταυροκοπιόταν ενώ περνούσαν. Σε λίγο η φιλενάδα της θ' αναπαυόταν. Έξω από τον Άη Δημήτρη συνάντησε μερικούς αντάρτες, ανάμεσά τους το Σπύρο Σκεύη και το Μήτση Μπόλη, που κατέβαιναν από τις βουνοκορφές. Οι αντάρτες στάθηκαν αντικρίζοντας την κηδεία, αλλά και η κηδεία σταμάτησε κατάντικρύ τους. Κανένας από τους χωριανούς δε μιλούσε, ωστόσο τα μάτια τους εύγλωττα τους κατηγορούσαν για το χαμό τεσσάρων αθώων. «Ου, τους πήραμε φαλάγγι, ε;» πέταξε ο Μήτση Μπόλης στη φορτισμένη σιωπή. Κανένας δεν αποκρίθηκε.

Οχτώ μέρες αργότερα η Τάσαινα γύρισε στο Λια πάνω σ' ένα μουλάρι, κρατώντας το νεογέννητο γιο της που θα τον βαφτίζανε Χαράλαμπο. Η γέννα του είχε αρχίσει με την επιθανάτια κραυγή της Αναστασίας. Η Ελένη έμαθε πως γεννήθηκε σ' ένα καμαράκι κοντά στην Κωστάνα, δίχως έστω μισό καθαρό πανί για να τον φασκιώσουν, όμως το παιδί ήτανε γερό και θα ζούσε. Η Ελένη πίστευε πως η γέννα του τη μέρα που καιγόταν το χωριό ήτανε σημάδι από το Θεό πως μια νέα αρχή θα 'βγαινε από τις στάχτες. Οι Γερμανοί είχαν έρθει, και παρά τις τραγωδίες, οι δικοί της είχανε γλιτώσει. Κάθε ξέφτι από είδηση που τους έφτανε από τον έξω κόσμο έδειχνε πως ο στρατός του Χίτλερ νικιόταν. Οι φήμες λέγανε πως γρήγορα θα φεύγανε οι μεραρχίες του από την Ελλάδα. Η Ελένη λαχταρούσε να τελειώσει ο πόλεμος για ν' αρχίσουν να ξαναφτιάχνουν τη ζωή τους. Ωστόσο κι οι αντάρτες, που τώρα ήταν πανταχού παρόντες στο χωριό σαν τα χελιδόνια, μιλούσαν για μια νέα αρχή. Ο τρόπος που ψιθυρίζανε για ένα «δεύτερο γύρο» την έκανε να φοβάται πως ετοιμάζονταν όχι για ειρήνη αλλά ξανά για πόλεμο.

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 6 Το φθινόπωρο του 1944, το τέλος ήταν πια ολοφάνερο. Οι Γερμανοί είχαν χάσει την Ιταλία και τη Ρουμανία από συμμάχους τους, και όταν ακόμα και η Τουρκία διέκοψε τις σχέσεις με το Γ' Ράιχ, οι δυνάμεις του Χίτλερ άρχισαν ν' αποσύρονται από την Ελλάδα. Οι τελευταίοι αποκαρδιωμένοι Γερμανοί έφυγαν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου. Την ίδια μέρα βρετανικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στον Πειραιά, περιμένοντας να βρούνε την Αθήνα αποκαΐδια. Απεναντίας, βρήκαν την πόλη άθικτη, τον πληθυσμό πετσί και κόκαλο, αλλά έξαλλο από χαρά. «Τρία μερόνυχτα», είπε κάποιος παρατηρητής, «πεινασμένοι, άρρωστοι άνθρωποι που φτύνανε αίμα διαδήλωναν άυπνοι, συνεπαρμένοι από 'να ομαδικό παραλήρημα, από τη χαρά της νεοαποχτημένης λευτεριάς». Η αποχώρηση των Γερμανών άφησε τον ελεγχόμενο από τους κομμουνιστές ΕΛΑΣ ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στη χώρα. Στα τέλη Σεπτεμβρίου ο πρώτος καπετάνιος του, ο μαυρογένης Άρης Βελουχιώτης, είχε φτάσει στην Πελοπόννησο, για να την καταλάβει εξολοθρεύοντας τα τελευταία λείψανα των Ταγμάτων Ασφαλείας, που είχε συγκροτήσει η κυβέρνηση των δοσιλόγων. Με την επίλεκτη προσωπική φρουρά του (τους «Μαυροσκούφηδες» με τα μαύρα καλπάκια από προβιά) ο Άρης εξαπέλυσε πρωτοφανείς σφαγές σε όλη την Πελοπόννησο ώστε να τρομοκρατηθεί ο πληθυσμός και να υποταχθεί ολοκληρωτικά στον ΕΛΑΣ. Στις 12 Σεπτεμβρίου εκτελέσανε στο Μελιγαλά 1450 άντρες, γυναίκες και παιδιά, και τους πέταξαν όλους σε μια πηγάδα. Φτάνοντας οι Βρετανοί βρήκαν τον ΕΛΑΣ να ελέγχει ολόκληρη την Ελλάδα εκτός από μιαν άκρη της Ηπείρου, που την κρατούσε ο ΕΔΕΣ του Ναπολέοντος Ζέρβα. Έχοντας όλη σχεδόν τη χώρα στα χέρια τους, οι Ελασίτες ήταν έξαλλοι γιατί την περασμένη άνοιξη η ηγεσία τους είχε υπογράψει στο Λίβανο μια συμφωνία με τους υπουργούς του εξόριστου βασιλιά Γεωργίου Β', που έδινε στον ΕΛΑΣ μόνον τέσσερα υπουργεία στην Κυβέρνηση που θα κυβερνούσε τώρα την Ελλάδα. Σίγουροι πως τους είχανε αρπάξει τη νίκη που ήτανε δική τους οι Ελασίτες αποφάσισαν να κάνουν πραξικόπημα. Τη νύχτα της 3ης Δεκεμβρίου 1944, επιτέθηκαν στα βρετανικά και ελληνικά στρατεύματα στην Αθήνα, ύστερα από 'να συλλαλητήριο όπου η αστυνομία είχε πυροβολήσει οπαδούς του ΕΛΑΣ, σκοτώνοντας σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις, από εφτά ως είκοσι οχτώ διαδηλωτές. Στο αποκορύφωμα της μάχης ο ΕΛΑΣ είχε καθηλώσει τους εχθρούς του μέσα σε μερικούς θυλάκους στο κέντρο της πρωτεύουσας. Η μυστική αστυνομία του Κομμουνιστικού Κόμματος, η ΟΠΛΑ, απλώθηκε σε όλη την Αθήνα, χτυπώντας πόρτες, εκτελώντας χιλιάδες πραγματικούς και φανταστικούς εχθρούς του κόμματος. Ως τα Χριστούγεννα, η ΟΠΛΑ είχε εκτελέσει 13.500 Έλληνες, εξοντώνοντας μέσα σε τρεις βδομάδες διπλάσιους συμπατριώτες απ' όσους Γερμανούς είχαν σκοτωθεί στην Ελλάδα στα τρία χρόνια της κατοχής. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ διέπραξε μια ακόμα σοβαρότερη γκάφα από τη συμφωνία του Λιβάνου, όταν αποφάσισε να στείλει τις καλύτερες μεραρχίες της όχι στη μάχη της Αθήνας, αλλά για να επιτεθούν ταυτόχρονα εναντίον του στρατού του Ναπολέοντος Ζέρβα στην Ήπειρο. Ενώ πέτυχαν να διώξουν το Ζέρβα από την ηπειρωτική Ελλάδα στην Κέρκυρα, οι Βρετανοί, που μεταφέρθηκαν στην Αθήνα για να εμποδίσουν την κατάληψη της χώρας από τους κομμουνιστές, εμπνευσμένοι από μια αιφνιδιαστική χριστουγεννιάτικη επίσκεψη του Ουίνστον Τσόρτσιλ, νίκησαν τον ΕΛΑΣ και έθεσαν την πόλη υπό τον έλεγχό τους. Ταπεινωμένο το ηττημένο Κομμουνιστικό Κόμμα, υπέγραψε μια συμφωνία στη Βάρκιζα, στις 12 Φεβρουαρίου 1945, με την οποία ο ΕΛΑΣ αφοπλιζόταν και σε αντάλλαγμα του επιτρεπόταν να παραμείνει νόμιμο πολιτικό κόμμα στην Ελλάδα. Στους τέσσερις μήνες του αιματηρού εμφύλιου πολέμου, χαθήκανε 25.000 Έλληνες, και προστέθηκαν στο μισό εκατομμύριο που είχαν πεθάνει στη διάρκεια της κατοχής. Αλλά οι θάνατοι Digitized by 10uk1s

καθόλου δε λογαριάζονταν. Πριν από τέσσερις μήνες, σε μια συνάντησή τους στη Μόσχα στις 9 Οκτωβρίου 1944, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Ιωσήφ Στάλιν, είχαν ήδη μοιράσει τα Βαλκάνια. «Τι θα λέγατε να έχετε εσείς υπεροχή κατά 90% στη Ρουμανία, εμείς να έχουμε το λόγο κατά 90% στην Ελλάδα και να έχουμε Ισοτιμία 50% στη Γιουγκοσλαβία»; ρώτησε ο Τσόρτσιλ το Στάλιν, σπρώχνοντας το χαρτί που πάνω του είχε γράψει τους αριθμούς εμπρός στο σοβιετικό ηγέτη. Ο Στάλιν «πήρε το μπλε μολύβι του κι έκανε στο χαρτί ένα χοντρό σημάδι», έγραψε αργότερα ο Τσόρτσιλ «και η μεταπολεμική τύχη εκατομμυρίων ανθρώπων είχε σφραγιστεί».

Digitized by 10uk1s

Φαντάσματα και Όνειρα Στις αρχές του 1945, όταν οι ελεγχόμενοι από τους κομμουνιστές Ελασίτες έριξαν στη θάλασσα τον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντος Ζέρβα, ο ανατέλλων ήλιος του ΕΛΑΣ φάνηκε πως είχε φωτίσει το νέο αύριο που τόσο συχνά ευαγγελιζόταν ο Προκόπης Σκεύης. Όμως η συμφωνία της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου έσκασε αυτό τον ήλιο σαν μπαλόνι κι έστειλε τους Ελασίτες τσακισμένους στα χωριά τους, δίχως τα όπλα τους, που αναγκάστηκαν να τα παραδώσουν. Αν η συμφωνία της Βάρκιζας σήμαινε για τους Ελασίτες ήττα και προδοσία, για τους χωριάτες, όπως η Ελένη Γκατζογιάννη και η φαμελιά της, σήμαινε το τέλος του πολέμου και την αρχή μιας νέας εποχής ελπίδας. Για πρώτη φορά ύστερα από τέσσερα χρόνια μπορούσαν να συμμαζέψουν τη διαλυμένη ζωή τους, να σπείρουν τα χωράφια τους και να περιμένουν γράμματα από τον έξω κόσμο. Τώρα που η Αθήνα δεν σπαρασσόταν από τον εμφύλιο πόλεμο, η Ελένη ήξερε πως τα ταχυδρομεία θ' αρχίζανε σύντομα να λειτουργούν, να φέρνουν από την Αμερική φακέλους με νέα του Χρήστου, με χρήματα για ν' αγοραστούν πρώτης ανάγκης σπόροι, για την ανοιξιάτικη σπορά, και ίσως σε λίγο, πολύτιμα χαρτιά που θα τους επιτρέπανε να μεταναστεύσουν στην Αμερική. Παρ' όλο που τα στομάχια τους ήταν ακόμη άδεια, μπορούσαν να τρέφονται με όνειρα. «Όλοι στην Αμερική είναι χοντροί», έλεγε η Ελένη με τη φωνή της παραμυθούς. «Όλοι έχουνε παπούτσια. Όποτε αγοράζεις κάτι, σου δίνουν τσάμπα και μια χαρτοσακούλα να το βάζεις μέσα για να το πας στο σπίτι. Έχουνε μηχανές που τα κάνουν όλα, ως και μηχανές που καταπίνουν τη σκόνη στο σπίτι. Ζεστό και κρύο νερό τρέχει από 'να σωλήνα αντί να το κουβαλάς από τη βρύση. Οι απόπατοι είναι μέσα στο σπίτι, πλένονται πεντακάθαροι με τρεχούμενο νερό σαν καταρράχτης. Μπορείς να κάνεις μπάνιο κάθε μέρα άμα θέλεις». Τα παιδιά κρέμονταν από το στόμα της, την έβαζαν να λέει και να ξαναλέει την κάθε λεπτομέρεια. Η Όλγα ήταν τώρα δεκαεφτά χρονών κι η Ελένη πρόσεξε πως οι χωριανές είχαν αρχίσει να της κάνουν βίζιτες στο σπίτι, αναμετρώντας με μάτι που ακριβοζυγιάζει το κορίτσι σαν ενδεχόμενη νύφη. Ευθύς μόλις άνοιξε το ταχυδρομείο θα υπήρχανε χρήματα για ν' αγοράσει η Όλγα τόσα προικιά σπουδαία, όσα και τα ονειροπολήματα που πάντα της έπλεκε. Κάθε μέρα η Ελένη εύρισκε ένα πρόσχημα να πάει ως τ' Αλώνια και να ρωτήσει τον καφετζή Σπύρο Μιχόπουλο μήπως κατά τύχη ο ταχυδρόμος είχε αφήσει για κείνη κάνα γράμμα από την Αμερική. Όλο το χωριό έσφυζε από ενεργητικότητα καθώς ετοιμάζονταν ύστερα από τέσσερα χρόνια για την πρώτη σπορά που θα μπορούσαν να τη σοδιάσουν δίχως να φοβούνται μήπως οι Γερμανοί τους πάρουν τα γεννήματα και τους κάψουνε τα σπίτια. Μοναχά στα σπίτια πέντ'-έξι αδιάλλακτων του ΕΛΑΣ η προοπτική της άνοιξης ήτανε πικρή. Ο Προκόπης Σκεύης ήταν απαρηγόρητος. «Αν είχαμε συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις μας στην Αθήνα αντί να σπαταλήσουμε τρεις μεραρχίες για το Ζέρβα, οι Εγγλέζοι δε θα κρατούσαν και σήμερα θα κυβερνούσαμε τον τόπο εμείς κι όχι τα ανδρείκελα, που πέρασαν τον πόλεμο κάνοντας ηλιοθεραπεία στο Κάιρο!» θρηνούσε. Πάντως και οι δύο Σκευαίοι συμφωνούσαν πως το σημαντικό ήταν να διασωθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα παρά τα λάθη του, έστω και αν αυτό σήμαινε την καταστροφή του ΕΛΑΣ. Αν και αφοπλισμένοι, είχαν ακόμη να παίξουν σημαντικό ρόλο στον αγώνα. Όταν τα συντάγματα του ΕΛΑΣ διαλύθηκαν, οι αξιωματικοί τους πρόσταξαν τούς άντρες να γυρίσουν στα χωριά τους και να μην αφήσουν να τους ξεφύγει η αφοσίωση των κατοίκων. Μ' αυτό το σκοπό, ο Σπύρος Σκεύης οργάνωσε όλα τα πιο μεγάλα αγόρια και τους νέους του Λια σ' ένα θίασο. Έπαιζαν ένα διδακτικό σκετς με τον τίτλο «Ερειπωμένα σπίτια», ένα μελόδραμα για Digitized by 10uk1s

κάποιο γενναίο Ελασίτη που επιστρέφει μετά τον πόλεμο και βρίσκει το σπίτι του καμένο και την πεινασμένη αδερφή του να την τριγυρνάει ένας δόλιος μαυραγορίτης. Τα περισσότερα τρόφιμα και εφόδια που υπήρχαν στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο είχαν διοχετευτεί στη θαλερή μαύρη αγορά, για να πουληθούν σ' εξωφρενικές τιμές, και ο σαρκαστικός κεφαλαιοκράτης μαυραγορίτης, που τον έπαιζε ο Χρήστος Μπαρτζώκης μ' ένα ζωγραφιστό μουστάκι, ήταν φτυστός παλιάνθρωπος. Το άτυχο κορίτσι το 'παιζε ο Γιάννης Κέπας, ιδανικός για το ρόλο, σκεφτόταν ο Σπύρος. Φυσικά, καμιά καλή κοπέλα δε θα την άφηναν να παίξει σε σκετς ή ακόμα και να παρακολουθήσει την παράσταση, έτσι ο Γιάννης, που ήταν όμορφος ξανθός νεαρός, αλεύρωσε για την παράσταση τα μούτρα του, ώστε να κρύψει τα γένια του, έδεσε ένα μαντίλι στο κεφάλι του και φόρεσε ένα φουστάνι και μια κεντητή ποδιά. Συνολικά, έπαιζαν δεκαεφτά παλικάρια και νεαροί στο θίασο. Έκαναν πρόβες ένα μήνα, έστησαν μια μικρή σκηνή στην πλατεία του χωριού, και φέρανε πάγκους από το μισοκαμένο σχολείο για να φτιάξουν ένα πέταλο με καθίσματα για τους θεατές. Το δράμα παίχτηκε ένα κυριακάτικο απόγεμα μπροστά σ' ένα κοινό που ξεχείλισε την πλατεία, κράτησε δυο ώρες και αποκορυφώθηκε όταν η ατιμασμένη παρθένα σκοτώνει το μαυραγορίτη. Οι θεατές παρακολουθούσαν μαγεμένοι ως το σημείο που ο παλιάνθρωπος έχωνε τα χέρια του στα στήθια της οδυρόμενης κοπέλας και απαιτούσε να του ξοφλήσει τα τρόφιμα με νόμισμα πιο πολύτιμο κι από το χρυσάφι. Στην απόλυτη σιωπή, ακούστηκε πίσω πίσω μια φωνή να μονολογεί: «Ο Κέπας με το φουστάνι δείχνει τόσο μπάνικος, που καλά θα κάνει να προσέχει μήπως τον στείλουνε στον Άρη!». Οι θεατές πάγωσαν και «η πρωταγωνίστρια» με τούτη τη βρισιά ξέχασε τα λόγια του ρόλου. Οι Εδεσίτες είχαν διαδώσει πλατιά πως ο Άρης, ο τιμημένος ήρωας του ΕΛΑΣ, ήταν παιδεραστής. Όλα τα μάτια, μαζί και των ηθοποιών, στράφηκαν στους Σκευαίους, στην πρώτη σειρά. Ο Σπύρος, ο συγγραφέας του έργου, γύρισε να επισκοπήσει τους πίσω, που του ανταποδώσανε το βλέμμα του αθώα. Όταν η σιωπή έγινε καταθλιπτική, ο Σπύρος γύρισε ξανά κατά τη σκηνή κι έγνεψε στους ηθοποιούς. Ο Κέπας κατάφερε να θυμηθεί το παρακάτω και το τέλος του έργου χαιρετίστηκε με θυελλώδη χειροκροτήματα. Όταν καταλάγιασαν, ο Σπύρος σηκώθηκε κι εξήγησε το ηθικό δίδαγμα: «Κάτω από τη γενναία ηγεσία μας, που συμπεριλαμβάνει και τον καπετάν Άρη», άρχισε καυστικά, με έμφαση, «διώξαμε τους Γερμανούς επιδρομείς από την αγαπημένη μας πατρίδα. Τώρα μερικοί ψευτοφίλοι προσπαθούν να φέρουν πίσω τους καπιταλιστές αιμοπότες και το δειλό βασιλιά Γκλύξμπουργκ. Όπως μας δείχνει τούτο το έργο, οι δυνάμεις αυτές θα μας εκμεταλλευτούν, θα μας βασανίσουν και θα μας ταπεινώσουν όλους και» — σταμάτησε κι επιθεώρησε το πλήθος— «έχουν λακέδες ακόμα και σε τούτο το χωριό! Αλλά αν μείνουμε ενωμένοι πίσω από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, το κόμμα των φτωχών και των καταπιεσμένων, θα θριαμβέψουμε!». Κάποιος από τους θεατές τον έκοψε. Ακουγόταν πιο σεβαστικός από τον ταραξία που είχε αναφέρει τον Άρη. «Όλοι έχουμε ακουστά για το θάρρος που δείξανε οι άντρες σας, συναγωνιστή Σπύρο», είπε ο Κίτσος Χαϊδής. «Όταν οι Γερμανοί ήρθαν εδώ, αψήφησες ολόκληρο τάγμα με έξι μόνον άντρες κι ένα πολυβόλο στην κορφή του Προφήτη Ηλία. Μόνο που έχω μια απορία: «Αφού αψηφήσατε τόσο πολύ τους Γερμανούς ώστε μας έκαψαν το μισό χωριό, δεν μπορούσατε τουλάχιστον να χτυπήσετε ένα Γερμανό γάιδαρο αντί για τη γίδα της καψο-Αναστασίας;» Ξεφύγανε κάμποσα αθέλητα γέλια κι ο κόσμος γύρισε ξανά στο Σπύρο, που το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν το πουκάμισό του. Προτού προλάβει ν' αντιδράσει, ο αδερφός του ο Προκόπης σηκώθηκε από την πρώτη σειρά. «Ήσουνα τυχερός μια φορά, γέρο!», πέταξε ο Προκόπης. «Μη θαρρείς πως θα 'σαι τυχερός και την άλλη φορά!» Γυρνώντας στα σπίτια τους οι χωριανοί ψιθύριζαν συναμεταξύ τους τα σπουδαία συμβάντα του Digitized by 10uk1s

απογέματος. Δυο δεξιοί φάνηκαν αρκετά απόκοτοι να περιγελάσουν την προπαγάνδα του ΕΛΑΣ (φυσικά, κάτι τέτοιο το περίμενες από τον Κίτσο Χαϊδή!) μα το πιο εκπληκτικό, κανένας από τους αντάρτες δεν είχε σηκώσει χέρι πάνω στους ταραξίες. Σίγουρα οι Εγγλέζοι τους είχαν κόψει τ' αρχίδια.

Οι Ελασίτες είχαν επιστρέψει από το πεδίο της μάχης στα σπίτια τους με την προειδοποίηση πως οι κυβερνητικές «δυνάμεις της τάξεως» μπορεί να τους άρχιζαν άγριο κυνηγητό. Μολονότι η συμφωνία της Βάρκιζας χορηγούσε αμνηστία σε όλα τα πολιτικά αδικήματα και, στην Αθήνα, χρειαζόταν ένταλμα για μια σύλληψη, δεν αμνήστευε σοβαρά εγκλήματα, όπως ο φόνος. Πρώην ελασίτες αντάρτες γρήγορα διαπίστωσαν πως στην ύπαιθρο πολλές τοπικές δυνάμεις της τάξεως ελεγχόμενες από τους δεξιούς χρησιμοποιούσαν αυτό το πρόσχημα για να ξοφλήσουν παλιούς λογαριασμούς συλλαμβάνοντας αριστερούς για φόνους, που υποτίθεται πως είχαν διαπράξει ενώ αγωνίζονταν στην αντίσταση. Έτσι που εφορμούσαν συχνά απροειδοποίητα, οι φυλακές γρήγορα γέμισαν ως το αδιαχώρητο. Δεν είχε κλείσει μήνας από το προπαγανδιστικό σκετς, κι ένας λόχος του Ελληνικού Στρατού πέρασε από το χωριό. Με την είδηση του ερχομού του οι ντόπιοι ελασίτες πήρανε δρόμο για να κρυφτούν στα βουνά, όπου καταφύγανε σε σπηλιές και χαράδρες αλλάζοντας τόπο κάθε μέρα.

Ενώ οι αντάρτες ήταν ανάστατοι με τις δυνάμεις της τάξεως, η Ελένη είχε πέσει σε μαύρες σκέψεις με τη σιωπή του άντρα της. Η αλληλογραφία του εξωτερικού είχε ξαναρχίσει και πολλοί χωριανοί στο Λια είχαν κιόλας επικοινωνήσει με τους συγγενείς τους στην Αμερική, όμως από το Χρήστο λέξη. Μοναδική εξήγηση που μπορούσε η Ελένη να σκεφτεί ήταν πως κάτι του χε συμβεί στα τέσσερα χρόνια που η επαφή τους είχε διακοπεί. Ο φόβος της πως ήταν πεθαμένος και κείνος ο παλιός πόνος ξανάρχισε να κατατρώει τα σωθικά της έτσι, που πάσχιζε να τους χορτάσει με τα όσα λιγοστά φαγώσιμα τους είχαν απομείνει. Ήτανε δυσβάσταχτο να βλέπει τα παιδιά να 'χουνε καταντήσει κουρελήδες, πετσί και κόκαλο όσο βαστούσε ο πόλεμος, τώρα όμως ήταν ανυπόφορο. Κάποια μέρα, προχωρημένη η άνοιξη, εκεί που η Ελένη μάζευε μαρούλια στη μικρή σποριά της κι αναλογιζόταν θλιβερά πως δεν είχαν άλλο τίποτα για το βραδινό φαγητό, ξέσπασε σε ασυγκράτητα αναφιλητά. Από μέσα, η Κάντα άκουσε τη μάνα της να κλαίει. Κοίταξε από το παράθυρο και είδε την Ελένη να τραβάει μαρουλόφυλλα από το χώμα, να τα κομματιάζει σαν τρελή, σκληρίζοντας: «Πέθανε! Πέθανε! Άιιιι! Πέθανε και μας παράτησε εδώ!».

Τους πρώτους μήνες της ειρήνης, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να περιφέρονται στον τόπο τους, όπως οι επιζώντες από 'να ολοκαύτωμα: κουρελιασμένοι, ξυπόλυτοι, στα πρόθυρα του λιμού. Η χώρα ήταν ερειπωμένη από τα χρόνια της κατοχής και από τους μήνες του εμφύλιου πολέμου· πάνω από 100.000 σπίτια είχαν καταστραφεί, 500.000 Έλληνες είχαν πεθάνει από την πείνα ή σκοτωθεί και η οικονομία είχε χρεοκοπήσει. Πρώτη υπόσχεση βοήθειας φάνηκε όταν η Διοίκηση Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών, η ΟΥΝΡΡΑ, άρχισε τη δωρεάν αποστολή τροφίμων και ιματισμού. Για τη διανομή της βοήθειας, η ΟΥΝΡΡΑ βασιζόταν στα περιφερειακά κρατικά όργανα, που με τη σειρά τους διόριζαν στα χωριά επιτροπές από γνωστούς αντικομουνιστές. Στο Λια ελάχιστοι δεξιοί υπήρχαν ώστε να διαλέξουν, πάντως βρέθηκαν πέντε, κι ανάμεσά τους τρεις που είχανε φυλακιστεί από τον ΕΛΑΣ στο σχολείο: ο βαγενάς Βασίλης Νίκου, ο ανάπηρος Μπουκουβάλας και ο Κίτσος Digitized by 10uk1s

Χαϊδής. Κάθε μήνα ένα φορτίο εφοδίων της περίθαλψης έφτανε με το καράβι στην Ηγουμενίτσα, κατόπιν μεταφερόταν οδικώς στους Φιλιάτες. Τα μέλη της επιτροπής του Λια πήγαιναν εκεί για να ξεχωρίσουν το μερδικό του χωριού και μετά να το μοιράσουν σύμφωνα με τον κατάλογο κατά οικογένειες. Χρειαζόταν οχτώ ώρες γερός ποδαρόδρομος από το Λια για να πάρουν την ελεημοσύνη, όμως οι χωριανοί θα πήγαιναν με τα πόδια και στην άκρη του κόσμου προκειμένου να εξασφαλίσουν τη σωτήρια μηνιαία διανομή — τρεις οκάδες αλεύρι το άτομο, 75 δράμια ζάχαρη, 60 δράμια ρύζι, 60 δράμια φακές, δυο κουτιά γάλα εβαπορέ για κάθε παιδί, γάλα και αυγά σκόνη, και αν ήταν τυχεροί καμιά κονσέρβα. Σε σπάνιες, αλλά αλησμόνητες περιπτώσεις, έδιναν ως και σοκολάτες, μπισκότα, τσάι και τσιγάρα «Κάμελ». Στην αρχή φαινόταν τιμητικό να σε διαλέξουν μέλος της επιτροπής της ΟΥΝΡΡΑ για να μοιράζεις τα δώρα, και ο Κίτσος σίγουρα σκεφτόταν πως θα τα κατάφερνε να βάλει στην άκρη κάνα δυο παραπανίσιες κονσέρβες για λόγου του, όμως γρήγορα διαπίστωσε πως οι σκοτούρες του νέου αξιώματός του κατά πολύ ξεπερνούσαν την τιμή. Μέσα σε λίγες βδομάδες αφότου διορίστηκαν, τα μέλη της επιτροπής έγιναν τα πιο μισητά πρόσωπα του χωριού. Όποιος ερχόταν να πάρει την οικογενειακή του αναλογία κλαιγότανε στον Κίτσο για τ' άρρωστα παιδιά του και τους σακάτηδες γονιούς του, και τον κατηγορούσε πως σ' άλλους χωριανούς είχε δώσει περισσότερα. Πάντοτε τους αποκρινόταν τίμια: «Όλοι τα ίδια παίρνουν!». Κανένας δεν τον πίστευε, και το μίσος φούντωνε σαν την αγράμπελη. Κι όπως το μίσος μεγάλωνε, όλο το χωριό έφτασε να πιστεύει πως στο κατώι του Κίτσου ήτανε καταχωνιασμένοι θησαυροί από τα κλεμμένα εφόδια της ΟΥΝΡΡΑ, που τα 'χε ξεχωρίσει για ελόγου του και για τις θυγατέρες του και για τα εγγόνια του. Οι υποψίες αυτές περιτυλίχτηκαν γύρω από τις φαμελιές και των πέντε μελών της επιτροπής της ΟΥΝΡΡΑ και τελικά ανθίσανε σ' ένα λουλούδι θανατερό. Όταν έγινε η πρώτη διανομή της ΟΥΝΡΡΑ, το Μάιο του 1945, ο Κίτσος προειδοποίησε την Ελένη να μην πάει μαζί του στους Φιλιάτες, μήτε να φτάσει πολύ νωρίς, γιατί φοβήθηκε πως θα τον κατηγορήσουν ότι της δείχνει προτίμηση. Η Ελένη αποφάσισε να κάνει τη μεγάλη οδοιπορία συντροφιά με την κουνιάδα της την Αλέξω, τη γυναίκα του Φώτου Γκατζογιάννη, και υποχώρησε στα παρακάλια της Κάντας να πάει και κείνη μαζί τους. Μ' έξι παιδιά ακόμη στο σπίτι και μ' έναν άντρα που συμπτωματικά στην καλύτερη περίπτωση τους φρόντιζε, η Αλέξω χρειαζόταν τα τρόφιμα της ΟΥΝΡΡΑ πιο απελπιστικά και από την Ελένη. Η ανεξάντλητη καλή της διάθεση είχε κάνει την Αλέξω αγαπητή στην Ελένη πολύ προτού τη βοηθήσει στη γέννα του Νικόλα. Κλαίγανε και γελούσανε αγκαλιασμένες όταν είδαν πως ήτανε αγόρι, και τώρα πια η Αλέξω ήταν πιο πολύ σαν αδερφή της Ελένης παρά συννυφάδα. Οι δυο τους κατηφορίσανε το βουνό, τραβώντας νοτιοανατολικά μέσα από τις ρεματιές και γρήγορα φτάσανε στ' ανώμαλα χαμηλώματα, όπου ξεχειλίζανε οι μοσχοβολιές της άνοιξης. Κρατούσε η μια από 'να κλαδί για ραβδί και βάδιζαν με μεγάλες σταθερές βουνίσιες δρασκελιές. Η δεκατριάχρονη Κάντα στριφογυρνούσε σαν τη σβούρα πίσω τους, μαζεύοντας κλέφτες από τις πικραλίδες και φυσώντας τους στον άνεμο. Ένας κούκος λαλούσε κι αφουγκραζόταν την ηχώ του και η ευωδιά από τις ανθισμένες κυδωνιές γέμιζε τον αέρα. Η διάθεση της Ελένης ήταν το ακριβώς αντίθετο από τη διάθεση εκείνης της μέρας. Έτρεμε που θα φτάνανε στους Φιλιάτες κι εκεί θα 'πρεπε να σταθεί στην ουρά για να πάρει ελεημοσύνη από ξένους. Κάποτε έδινε η ίδια ελεημοσύνες στις φτωχές φαμελιές της γειτονιάς της.

Digitized by 10uk1s

Γυρνούσε πίσω να δει την Κάντα, που περπατούσε ξυπόλυτη με ποδάρια σκληρά σαν μετζοσόλες, φορώντας ένα καφετί φουστάνι, τριμμένο μάλλινο, που της το 'χε κόψει από παλιό δικό της. Τα μπαλώματα στους αγκώνες είχανε τρυπήσει και το τραχύ ύφασμα ήταν γεμάτο χνούδι από τις πικραλίδες. Ο Χρήστος, πάντα στο καντίνι, θα ντρεπότανε να περπατήσει πλάι της, αναλογιζόταν η Ελένη, όμως ο Χρήστος πιθανόν ήταν πεθαμένος και δε θα μάθαινε ποτέ πόσο χαμηλά είχε ξεπέσει στο χωριό η φαμελιά του. Η Ελένη ένιωθε τη λιακάδα σαν πραγματικό βάρος στους ώμους της καθώς πεζοπορούσαν κι έφτασαν στους Φιλιάτες νωρίς το απόγεμα, όπου βρήκαν το κέντρο διανομής, ένα παλιό τούρκικο χάνι. Έτσι που οι δυο γυναίκες μπήκανε στην ουρά έξω από το σπίτι, η Κάντα τριγυρνούσε εδώ κι εκεί, θωρώντας τα θαύματα — το τουρκικό τζαμί στην κεντρική πλατεία και το μεγάλο υπαίθριο παζάρι. Κόλλησε στον κόσμο που είχε περικυκλώσει ένα ζευγάρι με τις χακί στολές της ΟΥΝΡΡΑ και τα μπλε διακριτικά των Ηνωμένων Εθνών στις επωμίδες. Η γυναίκα ήτανε λεπτή και ξανθιά με άσπρα ματόκλαδα και θύμισε στην Κάντα εικόνες στ' αμερικάνικα περιοδικά, που κάποτε τις κοιτούσε ονειροπολώντας. Το ζευγάρι μοίραζε από κάμποσα γεμάτα χαρτοκιβώτια μεταχειρισμένα ρούχα στο κραυγαλέο πλήθος. Η Κάντα μαγεμένη τρύπωσε πιο κοντά. Τα μάτια της κυρίας πέσανε πάνω της κι έγνεψε της Κάντας να σιμώσει. Ύστερα έσκυψε σ' ένα χαρτοκιβώτιο με καπιτοναρισμένα ρούχα κι έψαξε, ώσπου ανάσυρε ένα γαλάζιο φουστανάκι με φουσκωτά κόκκινα κοντά μανίκια. Η κυρία δίπλωσε το φόρεμα και της το 'χώσε στα χέρια μ' ένα μικρό χάδι για να της δείξει πως ήτανε στ' αλήθεια δικό της. Από το φόβο μήπως της το γυρέψουν πίσω, η μικρή το 'σκασε τρεχάλα, ώσπου βρήκε ένα στενό υπόστεγο μισογεμάτο σανά. Εκεί πέταξε το τραχύ καφετί φουστάνι της και φόρεσε το γαλαζοκόκκινο. Πέρασε τα χέρια της πάνω από το ίσιο στήθος της, χαϊδεύοντας το ύφασμα, ύστερα παράτησε το παλιό φουστάνι στα σανά κι έτρεξε στην πλατεία να βρει τη μάνα της. Η Ελένη απόμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο μόλις αντίκρισε το απόκτημα. Η Κάντα στεκότανε στητή, μετά γυρνούσε δεξιά κι αριστερά. «Σ' αρέσει;» ανάκραζε. «Μια όμορφη κυρία της ΟΥΝΡΡΑ μου το 'δωσε. Τσάμπα! Δικό μου!». Η Ελένη κοίταξε την κόρη της, να φοράει ένα φουστάνι από ελεημοσύνη, που κάποιο άλλο κοριτσάκι το 'χε φορέσει, πιθανόν στην Αμερική, και μετά το πέταξε. Κοκκίνισε. «Που είναι το δικό σου φουστάνι;» φώναξε απότομα. «Δεν μπορείς να γυρίσεις στο χωριό έτσι! Τι θα πει ο κόσμος, κοτζάμου κοπέλα δεκατριών χρονών να τριγυρνάς ξεμπράτσωτη και να σε βλέπουνε;» Όλο το πρωί και ως το απόγεμα, οι πόρτες του γραφείου διανομής δεν είχανε ανοίξει, και η ουρά δεν προχωρούσε, ενώ η Ελένη, η Αλέξω και η Κάντα κάθονταν στον καυτό ήλιο. Η Κάντα είχε ξαναφορέσει το καφετί φουστάνι της, αλλά κάτω από τα ρούχα της είχε κρύψει σφιχτοδιπλωμένο το γαλαζοκόκκινο. Η Ελένη ανάγερνε κάνω στον ώμο της συννυφάδας της, όταν άκουσε κάποια αντρική φωνή να κράζει τ' όνομά της. Ανασήκωσε το κεφάλι και είδε τον ξάδερφό της, τον Κώστα Χαϊδή, εκείνον που είχε αρνηθεί να τη δεχτεί, τότε που προσπαθούσε να βγάλει τον πατέρα της από το σχολείο-φυλακή. Το αδύνατο πρόσωπο του Κώστα ήταν κόκκινο από την τρεχάλα, και κάτω από τις μασχάλες στο ζαρωμένο σακάκι του ο ιδρώτας έφτιαχνε μεγάλους λεκέδες. Στάθηκε μπροστά της λαχανιασμένος. Ο αλαζονικός κομματικός υπεύθυνος είχε εξαφανιστεί και στη θέση του βρισκόταν ένας άνθρωπος με μάτια δραπέτη και ψεύτικο χαμόγελο. Digitized by 10uk1s

Γεια σου, Κώστα! Νόμιζα πως είχες πάρει τα βουνά και κρυβόσουν μαζί με τους ανθρώπους του Σκεύη», είπε η Ελένη. «Κανένας δεν τους έδωσε εντολή να κρυφτούν!» της πέταξε. «Η πολιτική του κόμματος είναι να πάνε και ν' αντιμετωπίσουν την αστυνομία, να τους αντιμετωπίσουν για να σπάσει η τρομοκρατία τους. Αυτό έκανα εγώ. Δεν μπορούν να μας βάλουν όλους στη φυλακή». «Και σ' αφήσανε λεύτερο;». «Οι μπάσταρδοι μου ρίξανε μερικά χαστούκια, με περάσανε ανακρίσεις, αλλά τελικά με απολύσανε. Εδώ η αστυνομία κάνει ό,τι θέλει, στην Αθήνα όμως πρέπει να 'ναι προσεχτικοί, γιατί τους παρακολουθούν οι άλλες χώρες. Γι' αυτό πάω εκεί». Κρέμασε πάλι το χαμόγελό του. «Βέβαια, λογάριαζα να σ' επισκεφτώ στο χωριό προτού φύγω. Έλεγα μήπως έχεις κάνα παλιό κουστούμι που ο Χρήστος δεν το χρειάζεται». Ακούγοντας τ' όνομα του άντρα της ξαναθυμήθηκε η Ελένη τους φόβους της. «Τον έχασα, Κώστα!» ξεφώνησε. «Μήτε λέξη αφότου άνοιξε το ταχυδρομείο. Είμαι σίγουρη πως πέθανε και κανένας δε θα μου το πει!». Ο Κώστας ακτινοβολώντας ψαχούλεψε από μέσα το σακάκι του. «Μα γι' αυτό σε γύρευα, ξαδέρφη! Έχω τέτοια νέα, που και τα εγγόνια σου θα μου φέρνουνε στον τάφο λουλούδια!». Της άπλωσε ένα πάκο γράμματα και κάρτες, τουλάχιστον καμιά δεκαριά, με τον προσεχτικό, παλαιικό γραφικό χαρακτήρα που η Ελένη γνώριζε τόσο καλά. Εκείνη κοιτούσε μια το απλωμένο χέρι και μια το πρόσωπο του ξαδέρφου της, Αναζητώντας κάποια εξήγηση, ύστερα ψιθύρισε: «Μα γιατί τα έχεις εσύ;» Της χαμογέλασε πλατιά. «Όταν ήρθα εδώ, είπα στον ταχυδρόμο να κρατήσει όλα τα γράμματα που ήτανε για σένα, ώστε να σοy τα φέρω ο ίδιος, για να ιδώ τη χαρά σου. Να όμως που τώρα ήρθες εσύ εδώ». Της πήρε μια στιγμή όσο ν' αντιληφθεί τα λόγια του, μετά την έπνιξε ο θυμός και πετάχτηκε όρθια, αρπάζοντας το πάκο από τα χέρια του. Έφτυσε τα μυτερά τσαρούχια του. «Σκέφτηκες πως θα σου δώσω τα συχαρίκια!» ξεφώνισε. «Ξέρεις πόσα χρόνια μου 'κοψες από τη ζωή;» Ύστερα σωριάστηκε κι ο Κώστας, σαστισμένος, έστριψε ενώ από γύρω τον παρακολουθούσαν ξεδοντιάρες χωριάτισσες. Στο πάκο είχε δεκαπέντε γράμματα, όλα με άγνωστη σύσταση του αποστολέα. Ο Χρήστος έγραφε: Πολυαγαπημένη μου Ελένη, Σου στέλνω χαιρετίσματα και παρακαλάω το Θεό να είστε καλά εσύ και τα παιδάκια μας και να μην πάθετε τίποτα απ' όσα τρομερά διαβάζουμε — πείνα και σκοτωμοί. Είμαι σίγουρος πως ο αδερφός μου θα σου στάθηκε όπως κι εγώ πάντα του στεκόμουν. Ο Χρήστος έμενε τώρα σ' ένα νησί που το έλεγαν Στάτεν, της έγραφε, πολύ κοντά στη Νέα Υόρκη, και μαγείρευε σ' ένα φτηνό εστιατόριο που το 'χε ο γαμπρός ενός Έλληνα παπά από την Πόβλα. Είναι άνθρωποι καλοί και μου φέρονται καλά, όχι όπως εκείνο το φίδι ο Νάσος, που όλο μου έταζε πως θα με κάνει συνεταίρο στο μαγαζί, το «Τέρμιναλ Λαντς», μα δε μ' έκανε, μήτε τότε που άρχισε να πιάνει παράδες απ' όλους τους στρατιώτες. Το λοιπόν, άκουσα για τούτη τη δουλειά και τον παράτησα. Βγάζω 90 δολάρια τη βδομάδα και μένω σ' ένα δωμάτιο κοντά στο εστιατόριο. Σου Digitized by 10uk1s

εσωκλείω ένα φάκελο, όπου έχω γράψει τη σύστασή μου. Μόλις λάβω νέα σου θα σου στείλω λεφτά μέσω της τραπέζης στα Γιάννινα. Πώς είναι ο γιόκας μου; Γυρεύει τον μπαμπά του; Σας φιλώ τα μάτια εσένα και τ' αγγελούδια μου. Εγώ, ο πολυαγαπημένος σου σύζυγος, έγραψα ταύτα. Της είχε στείλει επίσης μια κάρτα, μια εντυπωσιακή ασπρόμαυρη πρόσοψη του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντιγκ, που ορθωνόταν όπως η ψηλότερη λαμπάδα στο μανουάλι της εκκλησίας. Ο Χρήστος είχε σημειώσει ένα βέλος που έδειχνε την ταράτσα-παρατηρητήριο του ουρανοξύστη και στο πίσω μέρος της κάρτας είχε γράψει: Σου γράφω το παρόν από την κορυφή του πιο αψηλού κτιρίου εις τον κόσμον. Έχει 102 πατώματα. Από τη μια μεριά θωρώ τον Ατλαντικό Ωκεανό και το άγαλμα της γυναικός που ονομάζεται Αγία Ελευθερία και είναι τόσο μεγάλο, που ανεβαίνεις απάνω και στέκεις στο ένα του δάχτυλο. Να τι είναι η Αμερική. Όσο άνοιγε τα γράμματά του, η Ελένη τόσο ξεφούντωνε ώστε δεν καταλάβαινε πια τις λέξεις που χόρευαν στα μάτια της κι έτσι είπε στην Κάντα να της τα διαβάσει. Αφού τ' άκουσε ως την τελευταία αράδα, πήγε σ' ένα κοντινό περίπτερο και αγόρασε ένα επιστολόχαρτο κι ένα μολύβι. «Αγαπητέ μου σύζυγε», άρχισε, καθισμένη στο πεζοδρόμιο, ζαρώνοντας τα φρύδια της, για να συγκεντρωθεί. Δόξα τω Θεώ που είσαι καλά! Η καρδιά μου σπάραζε θαρρώντας πως απόθανες. Να χαμήλωναν τα βουνά, κλωνιά να ρίχνανε τα δέντρα να διαβώ για ν' ακούσεις από το στόμα μου τι δυστυχώς περάσαμε πέντε χρόνους τώρα! Ο Φώτος δε γύρισε να μας δει, πλην ο πατέρας μου μας οικονομούσε καλαμποκάλευρο και κρατηθήκαμε στη ζωή. Οι Γερμανοί κόψανε την κατωχώρα, μαζί και το πατρικό μου σπίτι. Τα παιδιά μας φοράνε κουρέλια σαν της τελευταίας φαμελιάς του χωριού, μα συν Θεώ είμαστε όλοι ζωντανοί και τώρα που ξέρω πως είσαι καλά, θ' ανάψω πασχαλιάτικη λαμπάδα στον Άη Δημήτρη, Του είπε πόσο μεγάλη ανάγκη είχαν απ' ό,τι λεφτά και ρούχα μπορούσε να τους στείλει και κατόπιν, γράφοντας με χέρι πιο σταθερό, του είπε ν' αρχίσει αμέσως να τους ετοιμάζει τα χαρτιά για να μεταναστέψουν. Το γιο σου δεν τον έχεις δει. Ο πόλεμος μ' έμαθε πόσο κακό είναι να ζούμε χώρια. Στην Αμερική, δεν καίνε τα σπίτια κι ο κόσμος δεν πεθαίνει της πείνας. Σε θερμοπαρακαλώ, κανόνισε να 'ρθούμε κι εμείς αμέσως. Σου το γυρεύω από τα βάθη της καρδιάς. Ελένη

Όταν η Ελένη και η Κάντα γύρισαν στο Λια, τα παιδιά τσακωθήκανε ποιο θα πρωτοπάρει τη φωτογραφία με τον τεράστιο πύργο. Ο πατέρας τους ήταν ζωντανός και, λογάριαζαν, έμενε σε τούτο το μεγάλο καμπαναριό. Ο Νικόλας, κοντά έξι χρονών, μελέτησε τη φωτογραφία σκυθρωπιάζοντας και μισοκλείνοντας τα μάτια, πάσχιζε να ξεχωρίσει το πρόσωπο του πατέρα που δεν είχε δει ποτέ του στα μικροσκοπικά σαν κουκίδες παραθυράκια πλάι στο βέλος. Η Όλγα ανησυχούσε μήπως ο πατέρας γκρεμοτσακιστεί στο μαύρο φαράγγι του δρόμου. Η Κάντα, πιο λογική, ρωτούσε πως ο κόσμος μάζευε τόσα ξύλα στη Νέα Υόρκη για να ζεσταίνονται όλοι οι ουρανοξύστες, τη στιγμή που μήτε ένα δέντρο δε φαινότανε στη φωτογραφία. «Όλα είναι πιο εύκολα στην Αμερική», εξηγούσε η Ελένη. « Καμιόνια κουβαλάνε μαύρες πέτρες — κάρβουνο — και τις αδειάζουνε σ' ένα μεγάλο φούρνο, όπως εκείνος που φουρνίζουμε το ψωμί, στο Digitized by 10uk1s

κατώι των πύργων, και με σωλήνες ο ατμός από τη φωτιά ανεβαίνει στην κάθε κάμαρη και τη ζεσταίνει». «Καίνε τις πέτρες!» θαύμασε η Γλυκερία. «Δε θα 'χω να μαζεύω ξύλα! Τι εύκολη ζωή!». Ο Νικόλας έκρινε πως οι ιστορίες της Αμερικής ήταν πιο καλές από τα παραμύθια με τους νιούτσικους και τις βασιλοπούλες και τους λύκους. Εκείνη που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η ιστορία για τις κάμαρες-χαβούζες όπου κολυμπάς. «Όποτε κάνει πολλή ζέστη ή νιώθεις βρώμικος και θες να κολυμπήσεις», είπε η Ελένη, «πηδάς μέσα σε μια χαβούζα μεγάλη σαν όλη την κάμαρα. Πώς είναι η ποτίστρα πάνω στη βρύση μα τριάντα φορές πιο μεγάλη». «Με τα ρούχα, μάνα;» ρώτησε η Φωτεινή. «Φοράνε ειδικά ρούχα για το κολύμπι, σαν τα σώβρακα», της απάντησε, κάπως μπερδεμένη. «Άντρες και γυναίκες πάνε στην ίδια χαβούζα. Φυσικά, οι καλές γυναίκες δεν πάνε». Ο Νικόλας αποκοιμήθηκε ενώ αναλογιζόταν τις κάμαρες-χαβούζες, και όταν ξύπνησε με κείνη την πολύ πρωινή ζέστα που προμηνύει καταιγίδα, στριφογυρνούσε πίσω από τη μάνα του ρωτώντας: «Μάνα, αφού έχουνε κάμαρες γεμάτες νερό, πως δεν χύνεται το νερό σαν ανοίγουνε την πόρτα;». «Γιατί έχει μια τρύπα στο πάτωμα», του αποκρίθηκε αφηρημένη. «Πήγαινε τώρα έξω και μη μπερδεύεσαι μες στα πόδια μου!». Ο Νικόλας πήγε έξω και σκαρφάλωσε στο φαρδύ πρέκι πάνω από την τοξωτή αυλόθυρα και ξάπλωσε. Ήταν το ίδιο μέρος απ' όπου είχε πέσει όταν ήταν τριών χρονών, ωστόσο απάνω εκεί συλλογιόταν πάντοτε καλύτερα.

Νωρίς το πρωί η Γλυκερία και η Κάντα κινήσανε ν' ανεβάσουν τα γιδοπρόβατα στο οικογενειακό βοσκοτόπι στην Αγορά, πίσω από το ξωκλήσι του Άη Νικόλα. Μόλις είχανε θερίσει το στάρι και τώρα ανάμεσα στις καλαμιές ξεφύτρωναν ανοιχτοπράσινα βλαστάρια, χορτάρια και ζιζάνια. Ώσπου να οργώσουν και να ξανασπείρουν το χωράφι, ήταν η μόνη εποχή της χρονιάς που τα κορίτσια άφηναν τα ζωντανά να βοσκήσουν σε ίσιωμα, ενώ αυτές κάθονταν κάτω από 'να δέντρο και τα παρακολουθούσαν από πέρα, δίχως τη λαχτάρα μήπως κάνα κατσικάκι ξεστρατίσει και γκρεμιστεί στη ρεματιά, ή το αρπάξει ο λύκος ή ρημάξει τα γεννήματα κανενός χωριανού. Η Γλυκερία είχε πλαγιάσει κάτω από 'να πρίνο, για να συνέλθει από το μακρόσυρτο σκαρφάλωμα και μάτιαζε τις φουσκωμένες τσέπες στην ποδιά της Κάντας. «Τόσο περπάτημα μου 'φερε λιγούρα!» γκρίνιαξε. «Σου το 'πα να μη φας το ψωμί και τα κρεμμύδια σου προτού φτάσουμε!» την αποπήρε η Κάντα. «Δεν μπορείς να πάρεις τα δικά μου, μη γυρεύεις λοιπόν». Πέρα κάτω πρόσεξαν τη Βασίλω Μπάρκα, τη χαζή βοσκοπούλα, ν' ανηφορίζει κατά τα ίδια βοσκοτόπια μ' ένα μεγάλο κοπάδι που το πρόσεχε επί πληρωμή. Σταμάτησε για να ποτίσει τα ζωντανά σε μια βρύση, οπότε η Γλυκερία και η Κάντα είδαν ένα νεαρό, το Γιάννη, να περνάει από κει και να της πιάνει την κουβέντα. Η Βασίλω άρχισε να του πετάει πέτρες για να τον διώξει, και κείνος με γέλια χάθηκε τρέχοντας. Η Βασίλω και το κοπάδι της σκαρφάλωσαν ψηλότερα και σε λίγο τα κορίτσια την άκουσαν να μιλάει Digitized by 10uk1s

θυμωμένη στις γίδες της σαν να ήταν φιλενάδες της. Όταν έφτασε στο βοσκοτόπι, η Γλυκερία της φώναξε πειραχτικά: «Βασίλω, μιλούσες του Γιάννη! Τι ήθελε;» Η Βασίλω τους ρίχτηκε με την γκλίτσα της, και τα κορίτσια σκαρφάλωσαν, ξεκαρδισμένα, κατά το ξωκλήσι του Άη Νικόλα στη δυτική άκρια του βοσκότοπου. Ζάρωσαν στη σκιά πίσω από την κόγχη, τη στρογγυλή προεξοχή του ιερού. Μαζευτήκανε εκεί όσο περισσότερο μπορούσαν, τα κορμιά τους πατικώθηκαν πάνω στο δροσερό ντουβάρι, ακούγανε τις καρδιές τους που χτυπούσαν. Γρήγορα ωστόσο ακούσανε και κάποιο άλλο θόρυβο, πνιχτό αλλά σίγουρο. Μέσα από το ιερό, εκεί όπου μόνον ο παπάς επιτρέπεται να μπαίνει, ερχόταν κούφιος ο ρυθμός από αργά, σερνάμενα βήματα. Πέρα δώθε βημάτιζε ο περιπατητής. Ο αχός τις ζύγωσε. Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν παρά τη ζέστη τα χέρια τους είχανε ανατριχιάσει. Η Κάντα ένιωσε ν' αναπηδάει μέσα της μια τσιριξιά και μόρφασε όταν η Γλυκερία της άδραξε το μπράτσο και ψιθύρισε βραχνά: «Είναι το φάντασμα της Σωτήραινας. Εδώ ξεπάγιασε!» Με τούτο, πετάχτηκαν από τη σκιά, σαν να 'νιωθαν κιόλας τα κρουσταλλιασμένα δάχτυλα της Σωτήραινας να τους σφίγγουν το λαιμό. Παραλίγο να ποδοπατήσουν τη Βασίλω, που ξεφυσώντας τις ζύγωσε. «Τρέχα, Βασίλω!» σκλήρισε η Κάντα. «Στην εκκλησιά έχει φάντασμα!». Η Βασίλω έμεινε ασυγκίνητη. «Εσείς, κορίτσια, είστε πιο χαζές κι από μένα! Εγώ πάντα βλέπω φαντάσματα εδώ πάνω, και όμορφα όμορφα τους λέω: "Καλημέρα"». Παρά την αταραξία της Βασίλως, η Κάντα και η Γλυκερία ζάρωσαν όλο το υπόλοιπο απόγεμα στην άλλη άκρη της Αγοράς, όσο γινότανε πιο πέρα από το ξωκλήσι.

Ενώ η Ελένη ήταν απασχολημένη στο σπίτι, ο Νικόλας τελειοποιούσε το σχέδιό του. Μετά το φαΐ, όταν όλοι πλάγιασαν, το έβαλε μπροστά. Το χώμα στο περιβόλι κάτω ακριβώς από το σπίτι είχε μαλακώσει με τις τελευταίες βροχές, ωστόσο και πάλι δεν ήταν εύκολο να το σπάσει με την τσάπα ένα εξάχρονο παιδί. Κατόπιν πήρε μιαν αξίνα κι άρχισε να σκάβει. Σε καμιά ώρα σταμάτησε, και περήφανος εξέτασε τα αποτελέσματα. Είχε ανοίξει μια ορθογώνια τρύπα, στο μάκρος όση το μπόι του, σχεδόν άλλη τόση στο φάρδος, και τριάντα πόντους βαθιά - η πιο μεγάλη τρύπα που 'χε φτιάξει ποτέ. Ανυπομονώντας να τελειώσει προτού ξυπνήσει η μάνα του, ο Νικόλας βρήκε ένα κουβά και ανηφόρισε από το μονοπάτι καμιά δεκαριά μέτρα ως εκεί που το αυλάκι του μύλου φάρδαινε φτιάχνοντας ένα ρηχό νερόλακκο. Ήτανε δύσκολο να σύρει το γεμάτο κούρα ως κάτω στην τρύπα, όμως παλικαρίσια πάλεψε και τέλος τον άδειασε μέσα, μόνο και μόνο για να δει το νερό να χάνεται στο χώμα. Στις πέντε, αφού δυο ώρες έσερνε κουβάδες, είχε καταφέρει να 'χει μαζέψει στον πάτο πέντε πόντους ανάρια λάσπη. Δεν έμοιαζε με τις κολυμβητικές χαβούζες της φαντασίας του, όμως ήταν ξαναμμένος και κουρασμένος, κι οι παλάμες του είχαν φουσκαλιάσει. Ήτανε καιρός ν' απολαύσει πια τον πολύωρο μόχθο του. Κατέβασε τις τιράντες στο ριγωτό κοντό παντελόνι, που του 'χε ράψει η μάνα του, και ξεκούμπωσε το μπροστινό κουμπί. Το μοναδικό άλλο ρούχο του ήταν η κοντομάνικη πλεχτή άσπρη μπλούζα του, που του χρησίμευε και για νυχτικιά. Τώρα θα γινόταν και μπανιερό. Με μια κραυγή σαν πολεμιστής που ορμάει, ρίχτηκε μπρούμυτα μέσα στη χαβούζα. Η βάβω η Τσάβαινα, η μάνα της Μαρίνας Κολλιού, που έμενε στο σπίτι πάνω από τους Γκατζογιανναίους, ξύπνησε με την πιεστική ανάγκη να πάει στον απόπατο. Από τη βεραντούλα άκουσε ένα παράξενο θόρυβο και κοίταξε κάτω στο περιβόλι των Γκατζογιανναίων. Μέσα από τη Digitized by 10uk1s

λάσπη έβγαινε το πανωκόρμι από 'να σουλούπι σοκολατένιο. Αμέσως σκέφτηκε το ξωτικό το νταούλι, μισό κατσίκι μισό παιδί, που τρόμαζε μέχρι θανάτου τα γιδοπρόβατα το Σαραντάμερο. «Ωωωω, Ελένη!» σκλήρισε η Τσάβαινα με μια φωνή που πέταξε από τον ύπνο όλη τη γειτονιά. «Τρέχα, Ελένη!» Ενώ η γειτονιά μαζευόταν γύρω από τη χαβούζα του, ο Νικόλας έβαζε τα δυνατά του σε κείνο που νόμιζε κολύμπι ανάσκελα. Κοίταζε τα πρόσωπα που ένας κύκλος πάνω του τον θωρούσανε. Όλα τα στόματα ήτανε ορθάνοιχτα από τα γέλια. Πιο δυνατά απ' όλους γελούσε η μάνα του. Ο Νικόλας ένιωσε πως οι προσπάθειές του δεν είχαν εκτιμηθεί δεόντως. «Ήθελα να έχουμε κι εμείς μια χαβούζα να κολυμπάμε όπως στην Αμερική», είπε επιτιμητικά, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια για να διώξει τα δάκρυα. Το επεισόδιο της κολυμβητικής χαβούζας έληξε με την έξαλλη επιστροφή της Γλυκερίας και της Κάντας, την ώρα που η Ελένη και η Όλγα ξύνανε ακόμα τις λάσπες από τον μικρό μέσα στο καζάνι όπου βράζανε τα ρούχα. Η Ελένη δεν έδωσε πιο πολλή σημασία στο συναπάντημα των κοριτσιών με το φάντασμα απ' όση είχε δώσει στα σχέδια του Νικόλα για τη βελτίωση της χαβούζας του. Ωστόσο, μια βδομάδα πιο ύστερα, καθώς ανηφόριζε για να επιβλέψει τον Τάση Μήτρο που όργωνε τα χωράφια του για τη δεύτερη σπορά, η Ελένη αντάμωσε η ίδια το φάντασμα. Σταμάτησε στο ξωκλήσι ν' ανάψει ένα κερί στον άγιο που τ' όνομά του είχε και ο γιος της, κι έτσι όπως στεκόταν μπροστά στο άγιο βήμα είδε πίσω από το εικονοστάσι κάποια κίνηση. Κοίταξε μέσα στο ιερό και βρήκε το Γιώργη Μήτρο, τον ασπρομάλλη μυλωνά κουρνιασμένο στη γωνία. «Τι κάνεις εδώ, αφέντη;» τον ρώτησε με απορία. «Κρύβομαι από το χαλασμό που έρχεται, Ελένη!» της απάντησε. «Είδες κανέναν να με γυρεύει;» «Δύο με στολή περάσανε και σε γυρεύανε», του αποκρίθηκε αθώα. «Μα γιατί φοβάσαι; Δεν έκανες τίποτα». Τα ροδοκόκκινα μάγουλα του Γιώργη Μήτρου χλόμιασαν και τύφλωσε τα μούτρα του, βρίζοντας τον εαυτό του. «Να πάρει ο διάβολος τη μέρα που σηκώθηκα και μίλησα υπέρ του ΕΛΑΣ!» βόγκηξε. «Τώρα σαν το λαγό με κυνηγάνε. Για το τίποτα! Πάω κατευθείαν στην Αλβανία, Ελένη. Και για το Θεό, μην πεις σε κανένα πως με είδες». Η Ελένη γύρισε στο χωριό, αναλογιζότανε θλιμμένη τη συφορά του γέρου. Βρήκε το γαμπρό της τον Αντρέα στο σπίτι της. «Μήπως πήρε το μάτι σου πάνω στα χωράφια το Γιώργη Μήτρο ε;» τη ρώτησε. «Γιατί; Τι έκανε;» «Τίποτα», απάντησε ο Αντρέας, εξηγώντας πως ο Μηνάς Στράτης, που τώρα εργαζόταν στο άλφα δύο του στρατού στα Γιάννινα, είχε συστήσει το Μήτρο το μυλωνά για πρόεδρο του Λια. «Βδομάδες τώρα κανένας δεν τον βρίσκει». Και να πως ο Γιώργη Μήτρος καταδίκασε τον εαυτό του σε δεκαπέντε χρόνια ανέστια περιπλάνηση στην Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία, ενώ η θέση του προέδρου δόθηκε στον ανάπηρο Μπουκουβάλα, που είχε συνέλθει αρκετά από τον ξυλοδαρμό στο σχολείο για ν' αναλάβει το πηδάλιο του Δια.

Digitized by 10uk1s

Για όποιον είχε ευθυγραμμιστεί με τον ΕΛΑΣ τώρα ήταν εποχή φόβου και φευγιού. Ακούγονταν φήμες για νυχτερινές επιδρομές και κτηνώδεις αντεκδικήσεις στις πιο μεγάλες κωμοπόλεις του νότου. Κάποια βραδιά, την ώρα του δειλινού, η Ελένη άκουσε ένα σιγανό χτύπο στην πίσω πόρτα και ανοίγοντας είδε την ξαδέρφη της Αντώνοβα Παρούση, από το Μπαμπούρι, να στέκεται στη σκιά, στο πρόσωπό της είχε σφιχτοδεμένο το μαντίλι της. Η Αντώνοβα παρακάλεσε την Ελένη να κρύψει τον ξάδερφό της το Νικόλα Παρούση (το νεαρό Ελασίτη που είχε υποδεχτεί τον Φίλιπ Νιντ) και το σύντροφό του Κώστα Τζούρα. Η μάνα του Νικόλα ήταν τρομοκρατημένη πως θα τους πιάνανε και ίσως τους σκότωναν για τη δράση τους στον πόλεμο. «Κανένα από τα σπίτια του ΕΛΑΣ δεν είναι σίγουρο», είπε η Αντώνοβα στην Ελένη, «αλλά δε θα σκεφτούν ποτέ να ψάξουν εδώ, γιατί ο άντρας σου είναι στην Αμερική κι ο πατέρας σου είναι δεξιός. Σε παρακαλώ, Ελένη, μόνο για μερικές ημέρες; όσο να δούμε αν είναι ακίνδυνο να παραδοθούν ή πρέπει να φύγουν από την Ελλάδα! Κάν' το αυτό για τη μάνα του και για μένα και κάποια μέρα το καλό θα το 'βρει ο γιος σου». Στην αρχή η Ελένη δίστασε. Δεν μπορούσε να εκθέσει την υπόληψη της Όλγας κρύβοντας ανύπαντρους άντρες μέσα στο ίδιο σπίτι, αλλά στο κάτω κάτω, ο Νικόλας Παρούσης ήτανε συγγενής του άντρα της, κι ο άλλος ήταν αδερφός του πιο γκαρδιακού φίλου του Χρήστου στην Αμερική. Ο άντρας της θα 'χε απ' αυτή την αξίωση να τους βοηθήσει. «Θα στείλω την Όλγα στο σπίτι της αδερφής μου», και θα κρατήσω τον Κώστα και το Νικόλα εδώ», δέχτηκε τελικά η Ελένη. «Ήτανε πάντοτε καλά παιδιά, θεοφοβούμενα». Έβαλε τους δυο αντάρτες στην αποθηκούλα με το δάπεδο από γλίνα, το πατικωμένο χώμα, πίσω από την κουζίνα. Αν και περνούσανε όλη τη μέρα χωμένοι στο κελάρι κάτω από το πάτωμα, τα βράδια τα δυο παλικάρια διηγιόντουσαν στα παιδιά ιστορίες και μάθαιναν το Νικόλα και τη Φωτεινή να παίζουν πεντόβολα. Δυο βδομάδες αργότερα τέλειωσε το κρύψιμο με την είδηση που προκάλεσε φρίκη σε κάθε Ελασίτη. Ο ανυπόταχτος Άρης Βελουχιώτης, ο ήρωας του ΕΛΑΣ, που αρνιόταν να δεχτεί τη συμφωνία της Βάρκιζας κι εξακολουθούσε να περιφέρεται στα μυστικά περάσματα του βουνού με την ομάδα των άγριων «Μαυροσκούφηδων», είχε αποκηρυχθεί στις 12 Ιουνίου 1945 από τον ίδιο τον αρχηγό του Κομμουνιστικού Κόμματος, ως «τυχοδιωκτικό και ύποπτο στοιχείο». Ο Άρης έμαθε τον αφορισμό του ύστερα από έξι μέρες όταν, επιχειρώντας να ξεφύγει από μια ενέδρα κοντά σ' ένα χωριό της Πίνδου, αντάμωσε δυο βοσκούς κι ο ένας του 'δωσε μια εφημερίδα έξι ημερών. Ο Άρης κάθισε σ' ένα βράχο με την εφημερίδα, είπε στον υπαρχηγό του να μείνει μαζί του κι έστειλε τους υπόλοιπους άντρες του μπροστά. Λίγα λεπτά πιο ύστερα έσκασε μια χειροβομβίδα. Κανένας δε θα μάθει ποτέ αν ο Άρης κι ο υπασπιστής του αυτοκτόνησαν ή φονεύθηκαν. Οι κυβερνητικοί στρατιώτες τους έκοψαν τα κεφάλια και περνώντας τους σκοινιά από τ' αυτιά τα κρέμασαν σ' ένα φανοστάτη στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων. Η αποκήρυξη του Άρη από το Κομμουνιστικό Κόμμα και ο φρικτός θάνατός του δεν άφησαν αμφιβολίες σε όσους Ελασίτες ήταν ακόμη ελεύθεροι. Ασχέτως τι έλεγε το κόμμα για την αντιμετώπιση των αρχών, ακάθεκτοι έφευγαν διαβαίνοντας για να σωθούν τα σύνορα της Αλβανίας και της Γιουγκοσλαβίας. Οι δυο κυνηγημένοι που κρύβονταν στο σπίτι της Ελένης ακολούθησαν την έξοδο περνώντας στην Αλβανία μαζί με το Μήτση Μπόλη και τους Σκευαίους. Έμειναν σ' ένα χωριό λίγο πιο μέσα από τα σύνορα και πότε πότε γλιστρούσαν πίσω στη ζούλα αφού νύχτωνε· σκιές που κάθε τόσο τις έβλεπαν τα παιδιά και τις θαρρούσαν για φαντάσματα. Το φθινόπωρο έφυγαν από την Αλβανία για τη βάση των Ελλήνων Κομμουνιστών στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας.

Digitized by 10uk1s

Το πρώτο γράμμα που είχε γράψει η Ελένη στο Χρήστο έφερε γοργά την απόκριση, ξέχειλη από ανακούφιση πως όλοι είχανε γλιτώσει. Έλεγε ότι τέσσερα μεγάλα μπαούλα γεμάτα ρούχα και δώρα ταξίδευαν κιόλας. Δυστυχώς, μια επείγουσα εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας και τα έξοδα για όλα τα πράγματα που τους έστελνε είχανε στραγγίξει το λογαριασμό του στην τράπεζα, όμως ευθύς μόλις θα 'χε πάλι αρκετά, ώστε να καλύπτει τις νόμιμες προϋποθέσεις για να φέρει στην Αμερική τη φαμελιά του, έλεγε, θα έστελνε στην Ελένη τα χαρτιά για τη μετανάστευση. Πρώτη έγνοια του Χρήστου ήταν η αρετή των θυγατέρων του από τη στιγμή που θα βρίσκονταν εκτεθειμένες στον ηδονισμό της θετής πατρίδας του. «Δεν έχεις ιδέα πόσο ξετσίπωτα είναι 'δω πέρα τα κορίτσια, τραβιούνται με τον ένα και με τον άλλο από μικρές μικρές, και να μην υπάρχει ένας αδερφός να τις διαφεντέψει», έγραψε. «Το καλύτερο είναι να κάνεις προξενιό της Όλγας, να βρεις κάποιον που έχει στο χωριό υπόληψη και να την παντρέψεις. Έτσι σιγουρεύεται και σαν έρθετε στην Αμερική εσείς έρχεται κατόπι και κείνη με τον άντρα της». Άλλη μια ευθύνη, συλλογιόταν η Ελένη. Ο Χρήστος δεν καταλάβαινε πόσο δύσκολο ήταν να βρούνε κάποιον από φαμελιά με καλό όνομα και με υπόληψη, που να ικανοποιεί παραλλήλως και την Όλγα. Αναγκάστηκε πάντως να παραδεχθεί πως το σχέδιό του είχε κάποια λογική. Όλη η οικογένεια περίμενε με ανυπομονησία να φτάσουν τα μπαούλα και στο μεταξύ αλωνίζανε το καλοκαιριάτικο στάρι, έσκαβαν τις πατάτες και γιόρτασαν το τριήμερο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία. Τελικά ήρθε από τα Γιάννινα η ειδοποίηση πως τα μπαούλα είχανε φτάσει. Η Ελένη κι ο Αντρέας πήγανε για να τα κουβαλήσουν με μουλάρια. Την ώρα που διάβαιναν την αυλόθυρα των Γκατζογιανναίων η αυλή ήταν γεμάτη γείτονες. Όλοι στέκονταν γύρω από τα μπαούλα αναφωνώντας. Ακόμη και το σκοινί που ήτανε δεμένα ήταν ένα θαύμα! Αμερικάνικο σκοινί γερό και χοντρό σαν φίδι, και το λύσανε προσεχτικά, ώστε να κάνουν δώρα τα κομμάτια του—όχι μόνο χρήσιμα αλλά και γεμάτα από την αίγλη της ονειρεμένης χώρας. Είχε ρούχα για όλους, ως και για τον Κίτσο και τη Μεγάλη αν και η φαμελιά του Φώτου Γκατζογιάννη δεν ευνοήθηκε όσο προπολεμικά. Είχε έξοχα φορέματα και κομμάτια ύφασμα· εξωτικά παπούτσια, φουλάρια και μεταξωτές κάλτσες. Όλα τα πλούτη της Αμερικής ξεχύθηκαν από κείνα τα μπαούλα, μαζί και κάποια από τα μυστήριά της. Είχε ένα γυαλιστερό στρογγυλό ροζ κουτί μ' ένα πομπό πάνω πάνω και μέσα πούντρα, που μύριζε όμορφα και σ' έκανε να φτερνίζεσαι. Είχε ένα μεγάλο γυάλινο μπουκάλι γεμάτο φανταχτερά χοντρά στρογγυλά χάπια. «Γλυκά», είπε κάποιος. «Φάρμακο», είπε άλλος. «Σταθείτε να το δοκιμάσω εγώ», είπε ο Κίτσος Χαϊδής, «προτού φαρμακωθούν τα παιδιά!». Όλοι τον παρακολουθούσαν με αγωνία, που δάγκωσε ένα. Κάτω από τη φανταχτερή του φλύδα είχε σοκολάτα κι ένα φιστίκι. «Καλύτερα να δοκιμάσω άλλο ένα για να 'μαστε σίγουροι», είπε. Συνέχισε να δοκιμάζει, ώσπου το μπουκάλι άδειασε. Αν ο Κίτσος πήρε το γλυκό, τα κορίτσια πήραν τις ακριβές γραβάτες που ο Χρήστος προόριζε για κείνον. Νόμιζαν πως εκείνα τα παρδαλά μεταξωτά πανιά ήταν καινούριες ζώνες της μόδας, και τις έδεσαν στη μέση τους, ενώ οι φιλενάδες τους κατάπιναν τη γλώσσα από τη ζήλια. Για τις τρεις πιο μεγάλες κοπέλες είχε όμορφα παπούτσια από κροκόδειλο με αστεία ψηλά τακούνια. Ήτανε τόσο δυσκολοφόρετα σαν ξυλοπόδαρα και η Όλγα έσπασε τα δικά της μόλις τα πρωτόβαλε κι ανηφόρισε τη βουνοπλαγιά ως τη νεροτρουβιά όπου χτυπούσανε οι γυναίκες τα σκουτιά τους. Το πιο σκοτεινό μυστήριο απ' όλα ήταν μια μεγάλη παρδαλή τούφα από φτερά στην άκρια ενός ραβδιού. Κανένας δεν ήξερε τι είναι, αλλά γυάλιζε όλο απαλές αποχρώσεις πορτοκαλιές και κόκκινες. Η Ελένη βρήκε ένα γυάλινο ανθοδοχείο κι έστησε εκείνο το πράμα στη μέση του τραπεζιού Digitized by 10uk1s

στην καλή κάμαρη. Άρχισε να καταφτάνει κόσμος ακόμη κι από το Μπαμπούρι. Τους έμπαζαν στην κάμαρη όπου βασίλευε το φτερό του ξεσκονίσματος, βαλμένο ανάποδα μέσα στο ανθοδοχείο. Σαν μπουκέτο λουλούδια, αλλά δε μαραίνεται, έλεγαν. Όλα τα σκέφτονται στην Αμερική. Η Ελένη κάτι εύρισκε για να γεμίσει τα χέρια του κάθε επισκέπτη — ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα μαντίλι, ένα κομμάτι ύφασμα ή μερικές πολύτιμες ασπιρίνες. Μέρες ερχότανε ο κόσμος και θαύμαζε. «Τι σπουδαία πράματα, κυρά-Λένη!» όλοι έμεναν κατάπληκτοι. «Είστε η πιο τυχερή φαμελιά του χωριού!». Κι έφευγαν κρατώντας σφιχτά κατιτί από τα πλούτη. Μερικές βδομάδες αργότερα, κάποια μέρα τόσο ζεστή που η σκόνη δε σάλευε και τα τζιτζίκια είχανε αλαλιάσει, η Ελένη ανέβασε το Νικόλα στο γάιδαρο, το Μέρτζο, και τράβηξαν για το κέντρο του χωριού να ψωνίσουν χρειαζούμενα με τα λεφτά που τους είχε στείλει ο Χρήστος. Σαν έφτασε εκεί, ο Σπύρος Μιχόπουλος τη φώναξε από το καφενείο του. Ο ταχυδρόμος είχε αφήσει για κείνη γράμμα από την Αμερική. Όλη η εντύπωση της Ελένης για την καλοτυχία της εξανεμίστηκε μόλις διάβασε το γράμμα του Χρήστου, πικρό όλο θυμό και κατηγόριες. Ο πατέρας της, ο Κίτσος, του είχε γράψει και του γύρευε πεντακόσιες χρυσές λίρες εγγλέζικες ξεπλερωμή, διότι έθρεψε αυτός τη φαμελιά τους σ' όλη τη κατοχή, της έλεγε. «Λογάριαζα να κοιτάξω τους γονιούς σου όσο ζουν», έγραφε ο Χρήστος, «έτσι όπως μου πες πως το συμφωνήσατε με τον πατέρα σου. Τους έστειλα για να τους ευχαριστήσω όλα εκείνα τα ρούχα και τα δώρα και τώρα μου γυρεύει ο πατέρας σου μια περιουσία σε χρυσάφι! Τι καμώματα είναι τούτα; Γιατί μ' έμπλεξες σε τέτοια ιστορία; Αν τον πληρώσω, θα χρεοκοπήσω και πως θα σε φέρω εδώ με τα παιδιά;» Το μυαλό της Ελένης σβούριζε. Πώς μπόρεσε ο πατέρας της να γράψει τέτοιο γράμμα δίχως να της το πει; Τα ψώνια ξεχάστηκαν κι οδήγησε το γάιδαρο με το Νικόλα καβάλα κατά το μόλο του πατέρα της, όπου έμενε όσο να ξαναχτίσει το σπίτι του. Ο Κίτσος δε συγκινήθηκε με την οργή της. Ναι, είχε γράψει το γράμμα είπε κι ανασήκωσε τους ώμους. Ό,τι είχε του το 'τρωγε το χτίσιμο του σπιτιού. Ήτανε γέρος — πολύ γέρος για να εργάζεται ακόμα στο μύλο. Ήθελε ν' ανοίξει δικιά του δουλειά, ένα μαγαζί στ' Αλώνια και γι' αυτό του χρειάζονταν οι λίρες. «Ο άντρας σου μου χρωστάει όσα έκανα για σένα», κατέληξε. Η Ελένη τον κατηγόρησε πως εκμεταλλευόταν την ίδια του την κόρη και τα εγγόνια του για να πλουτίσει. «Εγώ σ' έζησα!» της απάντησε κοφτά. «Το αρνιέσαι αυτό;». Λαχταρούσε να τον χαστουκίσει, όπως τόσο συχνά τη χαστούκιζε άλλοτε εκείνος. Καταπίνοντας τα δάκρυά της, τον κατηγόρησε πως ήταν ένας άπληστος γερο-εγωιστής, που μόνο για τον εαυτό του νοιαζότανε. Ο Νικόλας είδε πως ξεχύθηκε η μάνα του από το σπίτι του παππού και βάρεσε το Μέρτζο γερά με τη βίτσα, στο πρόσωπό της ένα σκληρό απόκοσμο βλέμμα. Το ζωντανό άρχισε να σκαμπανεβάζει αργά βαδίζοντας. Το μεγάλο άσπρο γαϊδούρι, γιγαντόσωμο σαν άλογο, ήταν σχεδόν τυφλό από τα γερατειά· τα πόδια του ήτανε δύσκαμπτα και ψωροφαγωμένα και πάντα δίσταζε όποτε το μονοπάτι ήτανε ανηφορικό. Η Ελένη δε μίλησε όταν πέρασαν από τα ερειπωμένα Χαϊδάτικα και συνέχισαν ν' ανεβαίνουν. Digitized by 10uk1s

Ένιωθε σαν το λαγό στο δόκανο, μαγκωμένη ανάμεσα στον πατέρα και στο άντρα της, και τα κερένια δόντια της τρυπούσανε το κρέας, τη δάγκωναν ως το κόκαλο. Το μόνο που είχε επιθυμήσει ήταν να κρατήσει τα παιδιά της ζωντανά, με όποιο τρόπο μπορούσε και τώρα οι δυο άντρες που όφειλαν να τη διαφεντεύουν ήταν και οι δυο θυμωμένοι μαζί της. Κάτω ακριβώς από τον Άη Δημήτρη, όπου το στενό μονοπάτι περνούσε ανάμεσα από δύο βράχους, ο Μέρτζος σταμάτησε. Η Ελένη τον χτύπησε στα καπούλια, αλλά εκείνος φαινόταν να 'χει πέσει σε λήθαργο, στεκόταν όπως οι δυο βράχοι δεξιά κι αριστερά του, σάλια τρέχανε από τα χείλια του, τα τσιμπλιασμένα του μάτια γυαλωμένα. Η Ελένη φώναξε άγρια του Νικόλα να πηδήσει χάμω, ύστερα άρχισε να κατεβάζει τη βίτσα στα καπούλια του γαϊδάρου με όλη της τη δύναμη, σκληρίζοντάς του βρισιές λες και μπορούσε να την καταλάβει. Η βίτσα έσπασε, όμως η μοναδική κίνηση του Μέρτζου ήτανε να κατεβάσει πίσω τ' αυτιά του με μια έκφραση κακόβουλης βλακείας. Κάτι πέρασε από το μυαλό της Ελένης κι άξαφνα την πνίξανε τ' αναφιλητά και πέταξε πέτρες καταπάνω στ' ασάλευτα άσπρα καπούλια, ωσότου ένα ρυάκι αίμα ανάβρυσε. Σκάλισε ν' αρπάξει κι άλλες πέτρες και στα τυφλά τις πέταξε.

Έκανα πίσω, τρομοκρατημένος από το θέαμα της μάνας μου που άξαφνα είχε τρελαθεί, σκλήριζε και πετούσε πέτρες στο γέρικο γαϊδούρι, ασάλευτο εκεί δα σαν το βουνό. Το να αντικρίζω αυτό το λυσσασμένο θυμό στο μοναδικό πρόσωπο που μου χάριζε πάντοτε σιγουριά και αγάπη ήταν πιο τρομαχτικό παρά ένα ανεπάντεχο ξέσπασμα στον κάθε άλλο. Ήμουν σίγουρος πως το γαϊδούρι είχε κάνει κάτι το φοβερό την ώρα που δεν κοιτούσα ώστε να ξεσπάσει εκείνη έτσι και φοβόμουν ακόμα περισσότερο πως αθέλητα θα την εξόργιζα κι εγώ και τούτος ο φονικός θυμός θα γυρνούσε καταπάνω μου. Τόσο τρομαγμένος ήμουν, που δεν μπορούσα να κλάψω, έτρεξα πάνω της και την αγκάλιασα παρακαλώντας την: «Έλα, μάνα, φτάνει! Ο Μέρτζος δεν το 'κανε ξεπίτηδες!» Με κοίταξε ξαφνιασμένη, σαν να 'χε ξεχάσει την ύπαρξή μου. Όταν είδε πόσο τρομαγμένος ήμουν, ο θυμός της φάνηκε να φεύγει από μέσα της. Σωριάστηκε καταγής, χώνοντας το πρόσωπό της στα μπράτσα και ξεσπώντας σε αναφιλητά. Έβλεπα πως η λύσσα της είχε χαθεί και την αγκάλιασα, προσπαθώντας να την παρηγορήσω, όμως έκλαιγε ασυγκράτητη. Άρχισα να καταλαβαίνω πως δεν ήτανε ο γάιδαρος που την είχε ρίξει σ' αυτή την παραφορά, αλλά κάτι σχετικό με τον παππού μου. Μήτε εγώ μήτε η μάνα μου είπαμε ποτέ στις αδερφές μου για τη στιγμή που έχασε την αυτοκυριαρχία της και χτυπούσε το γάιδαρο. Αργότερα, μετανιωμένη για το ξέσπασμά της κατηγορούσε τον εαυτό της παράλογα για την τύχη του Μέρτζου. Όταν μεγάλωσα αρκετά ώστε να καταλάβω τις πιέσεις που βασάνιζαν τη μάνα μου εκείνη τη στιγμή, ξαφνιάστηκα πως οι απογοητεύσεις της δεν της προκαλούσαν συχνότερες εκρήξεις. Αναπολώντας τα περασμένα, ήμουν ευχαριστημένος που έστω μια φορά, στη σύντομη ανάπαυλα ανάμεσα στους πολέμους, έκανε στον εαυτό της τη χάρη και του επέτρεψε να καταρρεύσει. Είχε μεγαλώσει μαθημένη να εξαρτάται από άλλους και ήταν τόσο ευαίσθητη, ώστε από τη δυστυχία της αρρώστησε στα 1937. Αλλά όταν κηρύχτηκε ο παγκόσμιος πόλεμος και τα προσωπικά της προβλήματα τα επισκίασε η ανάγκη να μας κρατήσει ζωντανούς, η μάνα μου δεν άφησε τον εαυτό της να σπάσει ποτέ. Και όταν, ύστερα από εκείνη τη σύντομη δίχρονη περίοδο γαλήνης, ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, φέρνοντας δεινά που οδήγησαν άλλους στην απόγνωση ή την τρέλα, εκείνη δεν ξαναεπέτρεψε στον εαυτό της να καταφύγει στην αδυναμία.

Digitized by 10uk1s

Κάπου μια βδομάδα αργότερα οι Γκατζογιανναίοι βρήκανε το Μέρτζο στο στάβλο γονατιστό, ανήμπορο να σηκωθεί κάτω από το βάρος των είκοσι δύο χρόνων του. Τα μάτια του ήτανε θαμπά και δεν έβγαζε άχνα. Κάψανε άχυρο κάτω από τα ρουθούνια του μα δε σάλεψε. Του ανοίξανε τα μεγάλα άψυχα χείλια και του χύσανε μέσα χαμομήλι, μα δεν κατάπινε. Όσο ο ήλιος αψήλωνε, τόσο το κεφάλι του έγερνε στη γης. Στο τέλος τον έπιασαν φοβερές κρυάδες ωσότου, σαν βελανιδιά που πέφτει, σωριάστηκε ψόφιος. Η Ελένη άρχισε να κλαίει, ο Νικόλας και η Φωτεινή βλέποντας τα δάκρυά της, άρχισαν να ολοφύρονται. Η Όλγα παρακολουθούσε με κέφι: «Γουμάρι είναι, καλέ γέρικο γουμάρι!» φώναξε. «Τι χαλάτε τον κόσμο;» Ήτανε σαν άνθρωπος του σπιτιού!» είπε η Ελένη προσπαθώντας να εξηγήσει τον πόνο της. «Όταν ήσαστε μωρά, σας κουβαλούσε. Μαζί μας πέρασε τον πόλεμο». Η Όλγα παρατήρησε πως το ψοφίμι γρήγορα θα ξύλιαζε και τότε δε θα κατάφερναν να το βγάλουν από την πόρτα του στάβλου. Η Ελένη έστειλε τη Φωτεινή να φωνάξει τον Αντρέα κι άρχισε να δένει την τριχιά κάτω από τα μπροστινά ποδάρια του Μέρτζου. Όταν ήρθε ο γαμπρός της, κατάφεραν να τραβήξουν το ψοφίμι έξω από την πόρτα, τα ποδάρια του χτυπούσαν ενοχλητικά πάνω στον παραστάτη, αλλά σαν έφτασαν στις πέτρες του μονοπατιού δεν μπορούσαν να το κουνήσουν παραπέρα. Τρέμοντας ακόμα από τ' αναφιλητά, η Ελένη έδεσε άλλη μια τριχιά γύρω στα πισινά ποδάρια του Μέρτζου και είπε στην Όλγα και στην Κάντα, που τις βρήκε κρυμμένες στον απόπατο, ν' αρχίσουν να τραβάνε. Το ψοφίμι είχε γίνει σαν στραβοσουγιάς και με πολλά τραβήγματα και οργισμένες κραυγές κατάφεραν να το περάσουν από την αυλόπορτα. Στ' αναμεταξύ όλοι σχεδόν οι γείτονες είχανε βγει για να δούνε την αιτία του σαματά κι άρχισαν να φωνάζουν για να τους δώσουν κουράγιο. Ήταν μόνο καμιά τρακοσαριά μέτρα ως το μεγάλο γκρεμό στη δυτική άκρια του χωριού, αλλά τους πήρε μια ώρα ώσπου να σύρουν βήμα βήμα το μεγάλο άσπρο ψοφίμι ως εκεί. Η Όλγα κι ο Αντρέας γελούσαν ενώ οι άλλοι κλαίγανε. Οι γείτονες ακολουθούσαν από πίσω, όπως σε αληθινή κηδεία. Καθώς έσυραν το γουμάρι στην άκρια του γκρεμού, η φιλενάδα της Φωτεινής, η εφτάχρονη Αλεξάνδρα Μπόλη, κατηφόρισε από το μονοπάτι κι ανακατώθηκε στην πένθιμη σύναξη. Η μάνα της της είχε μάθει τι να λέει σε τέτοιες περιπτώσεις. Ζύγωσε τους Γκατζογιανναίους, που έσταζαν από τον ιδρώτα και βαριανασαίνανε. «Ζωή σ' ελόγου σας, ο Θεός ν' αναπαύσει την ψυχή του», τιτίβισε επίσημα, απλώνοντας το χέρι στην Ελένη. Οι θεατές ξέσπασαν σε γέλια κι η Ελένη ανάγειρε πίσω το κεφάλι ξεκαρδισμένη κι αυτή, ενώ τα δάκρυα τρέχανε ακόμη στα μάγουλά της. Όλοι ανακλαδίστηκαν στο χείλος της ρεματιάς, έβαλαν τα χέρια στη ράχη του Μέρτζου και μ' ένα τελευταίο «Ε-ωπ!» τον έσπρωξαν. Στην αρχή φάνηκε ότι δε θα πέσει, ύστερα σιγά σιγά αφού προηγήθηκε μια σάρα κοτρόνια στο μεγάλο κενό, το γομάρι κύλησε μεγαλόπρεπα στο γκρεμό και στριφογύρισε στον αέρα με τα πόδια τεντωμένα σαν κλαδιά. Ξανά και ξανά τουμπάρισε, μίκραινε το σουλούπι του, ωσότου με τον κούφιο γδούπο ενός ασκιού, σταμάτησε στα χαμόκλαδα κάτω στο βάθος κι ένα σύννεφο από σκόνη κι από τρομαγμένα πουλιά πετάχτηκε στο διάβα του. Εκεί απόμεινε ώσπου τα όρνια και τα κοράκια πάστρεψαν τα κόκαλά του.

Τον Ιούλιο η Ελένη ξέδωσε από την κατάθλιψη που της είχε φέρει ο χαμός του Μέρτζου και ο τσακωμός με τον πατέρα της, όταν μαθεύτηκε ο αρραβώνας της Σταυρούλας Γιάκου. Digitized by 10uk1s

Η Σταυρούλα ήταν η πιο ψηλή και η πιο όμορφη κοπέλα του χωριού, αλλά κανένας δεν περίμενε πως θα παντρευτεί, γιατί η φαμελιά της βρισκόταν στο κάτω κάτω σκαλί της κοινωνικής κλίμακας, και δεν είχε καμιά ελπίδα πως θα πάρει καλή προίκα. Όταν η Σταυρούλα ήταν εφτά χρονών, ο πατέρας της, ο Παναγιώτης ο γανωτζής, είχε φτάσει γυρολογώντας ως την Καλαμπάκα, κάτω από τους θεόρατους κρεμαστούς βράχους των Μετεώρων και ανακάλυψε πως εκεί υπήρχανε γυναίκες με παρφουμαρισμένα μαλλιά και λαδωμένα κορμιά, που σου πρόσφεραν άμα της πλήρωνες έρωτα. Έτσι, ο Παναγιώτης αποφάσισε να μη γυρίσει πια στο Λια και στη σκληρόπετση γυναίκα του την Αναστασία. Πολύ δύσκολα τα κατάφερε η Αναστασία να ζήσουνε αυτή και τα δυο κοριτσάκια της ξενοδουλεύοντας στα σπίτια και στα χωράφια. Βλέποντάς τη να χτυπάει τις πόρτες και να παρακαλάει για δουλειά, η Ελένη πάντα γέμιζε συμπόνια και φόβο, καθώς φανταζόταν τον εαυτό της στην ίδια θέση. Προτού ο πόλεμος της κόψει τα λεφτά, έπαιρνε τακτικά την Αναστασία να τη βοηθάει στο νοικοκυριό και δεν περνούσε ποτέ από το σπίτι της χωρίς να της αφήσει φίλεμα λάδι ή ζάχαρη. Λόγω της φτώχειας και της κακής διαγωγής του πατέρα της, η Σταυρούλα φαινόταν καταδικασμένη να μείνει στο ράφι. Ωστόσο εκτός που ήταν καλλονή, η Σταυρούλα ήταν έξυπνη και ψυχωμένη γυναίκα, κι αν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει από την κατάντια της ήταν αποφασισμένη να τον ανακαλύψει. Η σωτηρία παρουσιάστηκε στο πρόσωπο του Δημήτρη Ντάνγκα, που είχε μεγαλώσει πεντακόσια μέτρα από της Σταυρούλας το σπίτι, αλλά τώρα δούλευε σε φουρνάρικο στη Χαλκίδα. Ο Δημήτρης, ένα ψηλό ευγενικό ευπαρουσίαστο παλικάρι, ήταν πιο μικρός από τη Σταυρούλα κι ένας από τους λίγους χωριανούς που ήταν πιο ψηλοί από κείνη. Είχε μαύρα σγουρά μαλλιά και πεταχτά μήλα κι ο πατέρας του, που είχε στη Χαλκίδα γανωτζίδικο, κατάφερε να του βρει μια καλή δουλειά σε φουρνάρικο, εξασφαλισμένη η σιγουριά — γιατί ποιος άκουσε ποτέ να πεινάσει φούρναρης; Ο Δημήτρης είχε έρθει στο χωριό για το ετήσιο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία κι έτυχε να περάσει από τη νεροτρουβιά κοντά στο μύλο, όπου τα πρωινά του Σαββάτου μαζεύονταν οι γυναίκες από το Περιβόλι να βράσουν, να χτυπήσουν και να ξεπλύνουν τα ρούχα τους, ενώ κατατοπίζονταν στα τελευταία κουτσομπολιά. Τα μάτια του κολλήσανε στην κορμοστασιά της Σταυρούλας, που χτυπούσε κάτι υφαντά φουστάνια πάνω στις φτέρες της όχθης. Ήταν ανασκουμπωμένη και ο ήλιος, περνώντας μέσα από τα πλατάνια πάνωθε, χάιδευε το χρυσαφένιο χνούδι στα γεμάτα μπράτσα της καθώς ανεβοκατέβαζε το φαρδύ κόπανο. Το μαντίλι της είχε πέσει πίσω και τούφες από τα μαλλιά της είχανε κολλήσει υγρές στα μάγουλά της. Χρυσαφένιο κι άσπρο, αναλογίστηκε ο Δημήτρης, όπως τα χρυσαφιά ξεροψημένα καρβέλια που έφτιαχνε από την πιο φίνα φαρίνα. Πάτησε ένα ξερό κλαρί κι η Σταυρούλα γύρισε, ρίχνοντας πάνω του με όλη τους τη δύναμη τα γαλανά της μάτια. Τόσο απελπιστικά ξελογιάστηκε, σα να τον είχε ποτίσει κάνα φίλτρο καμωμένο από το ανάμιχτο γάλα μάνας και θυγατέρας που θηλάζανε ταυτόχρονα. Ο Δημήτρης καρτερούσε έξω από την αυλόθυρά της όσο να περάσει η Σταυρούλα με τα φρεσκοπλυμένα ρούχα. Παρά τις νουθεσίες της μάνας της, δεν καταφρόνεσε το χαιρετισμό του, γιατί μυρίστηκε την ευκαιρία. Γρήγορα η Σταυρούλα βρισκότανε συχνά στην ανάγκη να επισκέπτεται τις φιλενάδες της ή να πηγαίνει τη νύχτα στον απόπατο και στις λίγες στιγμές που ξέκλεβε με τούτες τις εξόδους αντάμωνε το Δημήτρη. Επειδή το ήξερε πως οι γονείς του θα εναντιώνονταν στο προξενιό, η Σταυρούλα ορμήνεψε το Δημήτρη να πάει ο ίδιος να τη γυρέψει από τη μάνα της αντί να στείλει προξενήτρα. Digitized by 10uk1s

Εκείνος πήγε και παρ' όλο που ήτανε ανάποδο να τα λέει μόνος του ο γαμπρός, η καψο-Αναστασία με χαρά της έδωσε τη θυγατέρα της — είκοσι δύο πια χρονών — σε τούτο τον όμορφο λεβέντη που λόγο δεν έκαμε για προίκα. Μπρος στο τετελεσμένο γεγονός του αρραβώνα του γιου της, η μάνα του Δημήτρη, η Αλεξάνδρα Ντάνγκα, έκλαψε, παρακάλεσε, φοβέρισε. Έγραψε στη Χαλκίδα στον πατέρα του, που τους έγραψε: «Απ' όλες τις νοικοκυρεμένες πόρτες του Λια, δεν μπόρεσες να βρεις μια να χτυπήσεις;» Αλλά ο Δημήτρης δεν έβλεπε πιο πέρα από τις γαλανές κόρες των ματιών της Σταυρούλας. Απειλούσε πως αν οι γονιοί του δε στέργανε στο γάμο, θα πάρει μαζί του την αγάπη του και θα φύγει για πάντα. Η μάνα του γρήγορα υπέκυψε σε τούτη τη φοβέρα. Να μην ξαναδεί το Δημήτρη της θα ήταν ο χαμός της! Πίεσε τον εαυτό της να δει τα πράγματα από την καλή τους πλευρά: η Σταυρούλα ήτανε μεγαλοκαμωμένη, γερή κοπέλα. Θα 'φτιαχνε όμορφα εγγόνια και θα ήταν στο σπίτι χρήσιμη. Καιρός πια να δρέψει κι αυτή τις απολαβές της πεθεράς, ύστερα από τόσες δεκαετίες σκλαβιά. Η πεθερά ήταν ο σταυρός που κάθε νύφη ελληνικού χωριού έπρεπε να σηκώσει με την παρηγοριά πως, Θεού θέλοντος, κάποια μέρα θα γινόταν και κείνη πεθερά. Ήταν συνήθεια στο Λια η νύφη να κοιμάται την πρώτη νύχτα του γάμου όχι με το νέο άντρα της, αλλά με τη μάνα του, για να δειχθεί τίνος ήταν κτήμα. «Μ' έπιασε στο στόμα η πεθερά μου», λέει η Ελληνίδα νοικοκυρά όταν κόβει κρεμμύδια και τα δάκρυα τρέχουνε στα μάγουλά της. Οι πεθερές ήταν διαβόητες για τη σκληρότητά τους στις νύφες που έφερναν οι γιοι τους στο σπίτι. Μια από τις ξαδέρφες της Ελένης Γκατζογιάννη, η Τασία, ήταν νύφη της πιο ελεεινής πεθεράς του χωριού, της Κώσταινας Μάκου, που οι γιοι της είχαν φέρει στο σπίτι της τρεις νυφάδες, κι όλες κυκλοφορούσαν στο χωριό συνεχώς σημαδεμένες με καρούλες από τη μασιά της πεθεράς τους.

Ο πρώτος άνθρωπος που η Αναστασία Γιάκου είπε για το θαυμαστό αρραβώνα της θυγατέρας της ήταν η Ελένη Γκατζογιάννη. Οι δυο παλιές φιλενάδες αγκαλιάστηκαν και η χαρά της Αναστασίας ξεχείλισε σ' ένα δυο δάκρυα. «Κι οι δυο μας ξέρουμε τι θα πει ν' αναστήσεις κορίτσια δίχως άντρα να τα ορμηνεύει και να τα διαφεντεύει», είπε η Αναστασία. «Πάντα μας βοήθησες, Ελένη. Η Σταυρούλα θέλει να είναι ο Νικόλας το αγόρι που θα καθίσει στο νυφικό σεντούκι και η Όλγα το "τυχερό κορίτσι" που θα στολίσει τις μπογάτσες του γάμου». Η Ελένη είχε συγκινηθεί που προτίμησαν τα παιδιά της γι' αυτούς τους σπουδαίους ρόλους και προσφέρθηκε να φτιάξει εκείνη το νυφικό από 'να κομμάτι φίνο μάλλινο, που τους είχε στείλει ο Χρήστος. Το μαγείρεμα άρχισε μια βδομάδα πριν από το γάμο, και την Τετάρτη οι γειτόνισσες ετοιμάσανε το ζυμάρι για έξι τεράστια ψωμιά, τις «μπογάτσες του γάμου». Την Πέμπτη φέρανε τα ψωμιά στου Γκατζογιάννη, φουσκωτά και στρογγυλά σαν μυλόπετρες, και η Όλγα, χρησιμοποιώντας δυο κουτάλια «κέντησε» στην πάνω μεριά του καθενός σταυρούς κι αμποδέματα της αγάπης, αγριοτριαντάφυλλα και περιστέρια, καρφώνοντας στα σχέδια χοντρά αμύγδαλα που ωφελούν τα γεννοβόλια. Το Σάββατο οι παντρεμένες συνάχτηκαν στο σπίτι του γαμπρού για να τραγουδήσουν και να πούνε χοντρά αστεία, ενώ ετοιμάζανε το νυφικό κρεβάτι, γυρνώντας το κάθε στρωσίδι στις τέσσερις μεριές Digitized by 10uk1s

του σταυρού προτού το απλώσουνε στη θέση του. Τέλος ραντίσανε το κρεβάτι με ρύζι κι ευωδιαστά λουλούδια, και ο Νικόλας τοποθετήθηκε καταμεσής — τρομαγμένος που ήταν το κέντρο τόσης ιλαρότητας — ενώ οι γυναίκες έριχναν στο στρώμα ασημένια νομίσματα, ή χάλκινα, αν ως εκεί τους επιτρέπανε τα μέσα τους. Η Νίτσα έχωσε μερικές σκελίδες σκόρδο ανάμεσα στις κουβέρτες και ψιθύρισε στο Νικόλα πως αν η Σταυρούλα έφτιαχνε το πρώτο παιδί αγόρι, θα το χρωστούσε στα μάγια που της έκανε. Η μέρα του γάμου ξημέρωσε φωτεινή και γλυκιά καθώς η φαμελιά της νύφης κι οι φιλενάδες της άρχισαν να ντύνουν τη Σταυρούλα με μακρύ φουστάνι που είχε λαμπερό χρώμα μούρου. Η Ελένη είχε φτιάξει και μια κρυφή μέσα τσέπη για να βάλει τα τρία μαγικά αντικείμενα: το ψαλίδι, το λουκέτο και το χτένι, που θα προφυλάγανε τη νύφη από το κακό μάτι. Το μεγάλο αλυσιδωτό θηλυκωτήρι από ασημένιο σύρμα που είχε φορέσει και η μάνα της έσφιξε τη λεπτή μέση της Σταυρούλας, και πάνω από το φουστάνι μπήκε η μαύρη μεταξωτή ποδιά, χρυσοκέντητη. Μια γριά που γεννοβολούσε χρόνια και χρόνια της έπλεξε κοτσίδες ως την πλάτη τ' αχυρένια μαλλιά της· το βυσσινί λουλουδάτο νυφικό μαντίλι, με μερικά τούρκικα φλουριά ραμμένα στις τέσσερις άκριες του, δέθηκε πάνω από το κεφάλι της και πίσω από τ' αυτιά της έτσι που τα ξανθά μαλλιά έφτιαξαν έναν φωτοστέφανο γύρω στο πρόσωπό της. Τελευταία της φόρεσαν το μακρύ μαύρο σεγκούνι που έφτανε ως τον ποδόγυρο του φουστανιού και είχε κόκκινο γαϊτάνι. Όλες ξαφνιάστηκαν με την αταραξία της Σταυρούλας και παρατήρησαν πως ήτανε η πρώτη νύφη που έβλεπαν και δεν έκλαιγε την πιο σπουδαία και την πιο τρομαχτική μέρα της ζωής της. Οι φίλοι του γαμπρού άναβαν το κέφι τους με σπιτικό τσίπουρο καθώς ετοιμάζονταν για την τελετουργική απαγωγή της νύφης. Τέλος ο κουμπάρος, ικανοποιημένος από το παρουσιαστικό του Δημήτρη, ξεσκόνισε το κουστούμι του, κόλλησε ένα κλωνί βασιλικό πίσω από τ' αυτί του, και ανάγγειλε: «Πετάει ο αετός να πάρει την πέρδικα!». Μ' ένα αλαλαγμό οι φίλοι του γαμπρού ξεκινήσανε για την πολιορκία· μπροστά πήγαινε το μπαϊράκι — μια ελληνική σημαία με το σταυρό στο κοντάρι απ' όπου κρέμονταν τρία πορτοκάλια για την ευγονία κι ένα κλαδί ελιάς δεμένο με άσπρο μαντίλι για την αρμονική συμβίωση. Ο κόσμος έλεγε στροφές από τα λυπητερά κλέφτικα τραγούδια του γάμου με αργές, μακρόσυρτες φωνές, καταλήγοντας σε μια πένθιμη οιμωγή, που ηχούσε μάλλον σαν μοιρολόι παρά σαν επιθηλάμιος. Ακούγοντας το αλαλητό των φίλων του γαμπρού που πλησίαζαν, οι γυναίκες στο σπίτι της νύφης αρπάζουνε το Νικόλα, ντυμένο με το καινούργιο κουστούμι του και με τα στενάχωρα αμερικάνικα παπούτσια του, και τον καθίσανε πάνω στο ξύλινο σεντούκι να προστατέψει τα προικιά της νύφης από το διαγουμιστή γαμπρό ωσότου δοθούν τα πρέποντα λύτρα. Ο μικρός ήταν σκυθρωπός εμπρός στο μέγεθος της ευθύνης του, ενώ όλοι οι άλλοι γελούσαν ξεκαρδισμένοι — ακόμα και η νύφη. Μέσα σε λίγα λεπτά τα παλικάρια του γαμπρού ήταν στην αυλή της Γιάκου και ουρλιάζανε: Νύφη θε να πάρουμε κι αν δεν μας τη δώσετε πόλεμο θα στήσουμε

Μέσα, η Αναστασία άρπαξε το χέρι της Ελένης, τα νεύρα της πήγαιναν να σπάσουν, καθώς οι φιλενάδες της νύφης διασαλπίζανε: Με παντρεύει η μάνα μου με στανιό δεν έρχομαι

Η Αναστασία συγκράτησε το τρέμουλό της και επίσημα προσκάλεσε το γαμπρό να κοπιάσει και να πάρει τη νύφη του Digitized by 10uk1s

Η Σταυρούλα τον περίμενε για να τον καλωσορίσει, έλαμπε σαν εικόνισμα. Οι μεσόκοπες σταυροκοπήθηκαν που την είδαν να χαμογελά στον αρραβωνιαστικό της. Η Σταυρούλα άφηνε για πάντα το σπίτι της μάνας της και τα παιδικά της χρόνια, ήταν ώρα για κλάματα, όχι για χαμόγελα. Ο Νικόλας καθότανε αγριωπός με σταυρωτά τα χέρια πάνω στο σεντούκι όταν ο γαμπρός πλησίασε. Ο Δημήτρης, χάρμα με το μαύρο κουστούμι του, έδωσε επίσημα στο μικρό τρία νομίσματα, και ο Νικόλας άφησε να τον σηκώσουν και να τον κατεβάσουν, ενώ οι φίλοι του γαμπρού έπαιρναν το νυφικό σεντούκι και τ' ασπρόρουχα να τα φορτώσουν στο ανθοστόλιστο μουλάρι που περίμενε απ' έξω. Οι φιλενάδες της νύφης ακολούθησαν τους φίλους του γαμπρού στην εκκλησία, μοιρολογώντας αλλεπάλληλες στροφές από λυπητερά γαμήλια τραγούδια. Στο σταυροδρόμι, ανάμεσα στο πατρικό της σπίτι και στο σπίτι του γαμπρού, η Σταυρούλα σταμάτησε και γύρισε ρίχνοντας την πρώτη μπογάτσα του γάμου καταπάνω στην Όλγα, που την άρπαξε ενώ ακούγονταν πολλά πειράγματα και συχαρίκια. Στην εκκλησία η Σταυρούλα γονάτισε, με σκυφτό το κεφάλι, την ώρα που ο κουμπάρος έβαλε στα κεφάλια του ζευγαριού τα στέφανα, από άνθη πορτοκαλιάς κι ενωμένα με κορδέλα. Ακόμα και η πεθερά της αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως τόσο όμορφη νύφη δεν είχε δει ποτέ. Αλλά όταν έφτασε η στιγμή να σύρει ο παπάς το ζευγάρι στο χορό του Ησαΐα και να πατήσει ο γαμπρός το πόδι της νύφης για να δείξει πως αυτός είναι ο αφέντης, η Σταυρούλα ύπουλα τράβηξε πίσω το πόδι της. Το παπούτσι του Δημήτρη βρόντηξε στο δάπεδο προκαλώντας κατάπληξη στον κόσμο, που ενοχλήθηκε. Στο γλέντι στην αυλή του γαμπρού έγινε χαλασμός, όλο το χωριό πανηγύριζε όχι τόσο το γάμο της καψο-Σταυρούλας, όσο το τέλος της πείνας, των στερήσεων και του πολέμου. Τα ποτήρια τσουγκρίζανε χαρούμενα και ως εκ θαύματος ξαναγέμιζαν μόλις άδειαζαν. Άκουγες να τραγανίζουν τα σπασμένα κόκαλα, όπως ξεκοκαλίζανε τα ψητά κατσικάκια, τα μάτια τους τα φυλάγανε για το γαμπρό γιατί θα του δίνανε δύναμη. Η Ελένη παρακολουθούσε τα ακροβατικά τσαλίμια των νέων όταν έπιαναν το μαντίλι να σύρουν το χορό. Ήταν φανερό ότι προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν την Όλγα που καθόταν συσταλούμενη πλάι στη μάνα της. Αργότερα, πολλοί που ήτανε στο γάμο της Σταυρούλας έλεγαν πως είχανε νιώσει τότε κάτι σαν κακό προαίσθημα γιατί τέτοιο ξέσπασμα χαράς μοναχά την επερχόμενη τραγωδία προμηνύει. Εντούτοις εκφράζανε απλώς την εθνική αίσθηση της μοίρας που όλοι οι Έλληνες τη νιώθουν στις πιο ευτυχισμένες τους ώρες: γι' αυτό το λόγο φτύνουν όταν τους χαμογελάσει η τύχη και σκεπάζουν τους καθρέφτες και σφραγίζουν τις πόρτες όταν ο Θεός τους δώσει γιο. Ξέρουν πως οι μοίρες τους επιφυλάσσουν κάποια δεινά για ν αντισταθμίσουν την ευτυχία. Τούτος ο κυνισμός είναι τόσο καθολικά ελληνικός, ώστε έχει και όνομα: βασκανία. Ενώ οι χαροκόποι τραγουδούσαν τ' άγρια και λυπητερά τραγούδια του γάμου, με τα κεφάλια τους γερμένα καταπίσω, τα μάτια μισόκλειστα, τις φλέβες να χτυπούν στα μελίγγια και στο λαιμό, η νύφη κι ο γαμπρός πήρανε τη θέση τους στην κεφαλή του χορού και ακολούθησαν με τη σειρά τους ο κουμπάρος και οι γονιοί τους. Αφού έφερε τη βόλτα της και η Αναστασία Γιάκου, πήγε και τράβηξε την Ελένη να σύρει ένα αργό, χαριτωμένο συρτό. Όταν ξανακάθισε η ξαδέρφη της, η Ευγενία Μπόλη, η γυναίκα του Μήτση, παρατήρησε καυστικά: «Χαρείτε τώρα, Ελένη. Σαν έρθει ο τρίτος γύρος, άλλοι θα σέρνουν το χορό». Η Ελένη δεν πειράχτηκε, αλλά κοίταξε την ξαδέρφη της ανέκφραστα. «Ποιος τρίτος γύρος;» ρώτησε. Η Ευγενία όμως δεν αποκρίθηκε.

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 7 Οι χιλιάδες Ελασίτες που έφυγαν από την Ελλάδα ύστερα από τη συμφωνία της Βάρκιζας, ζητώντας άσυλο στις κομμουνιστικές χώρες του βορρά, συγκεντρώνονταν πια το φθινόπωρο του 1945 στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας βορείως του Βελιγραδίου. Εκεί, οι εκπαιδευμένοι στη Μόσχα Έλληνες έστησαν μια κοινότητα υποδειγματική στην πιο καθαρή σταλινική ορθοδοξία. Οι εξόριστοι στο Μπούλκες οργανώθηκαν σε πενταμελείς πυρήνες καφκικής παράνοιας με το σκοπό να αλληλοκαταδίδονται. Οι στρατιωτικοί ήρωες του ΕΛΑΣ, που είχαν κερδίσει δόξα και λαϊκή υποστήριξη στα χρόνια της κατοχής, αντιμετώπισαν ιδιαίτερα στυγνή μεταχείριση από τους σκληρούς, που διοικούσαν το στρατόπεδο και φοβόντουσαν πως η δημοτικότητα θα τους έκανε να νομίσουν ότι μπορούσαν ν' αψηφήσουν την ηγεσία του κόμματος. Η παραμικρή αμφισβήτηση της πειθαρχίας του στρατοπέδου ονομαζόταν προδοσία, και ήταν συχνές οι εκκαθαρίσεις εκείνων που αμφιταλαντεύονταν και που χαρακτηρίζονταν «σκουλήκια». Είκοσι τέτοιοι ύποπτοι υποχρεώθηκαν να βαδίσουν μέσα από δύο στίχους συντρόφων που τους έφτυναν προτού ξαποσταλούν στην Ελλάδα και στη βέβαιη σύλληψη. Οι ανέμπιστοι δεν μπορούσαν καν να πάνε στ' αποχωρητήρια του Μπούλκες δίχως να τους συνοδεύει ολόκληρος ο πενταμελής πυρήνας, τα δύο πιο «σίγουρα» μέλη βάδιζαν έξω έξω και ο πιο ύποπτος στη μέση. Όταν στις αρχές του 1946 ξέσπασε πάλι ο εμφύλιος πόλεμος, οι εξόριστοι, αντίθετα από τους κομμουνιστές που είχαν μείνει στις ελληνικές πόλεις, άδραξαν την ευκαιρία να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να επιδείξουν το ζήλο τους πολεμώντας στα βουνά. Η επανάληψη του εμφύλιου πολέμου άρχισε με την αλλαγή της πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Αν και νόμιμο μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, το κόμμα δυσκολευόταν ν' αποχτήσει δύναμη με την πολιτική δράση υπό τις δεξιές κυβερνήσεις της Αθήνας. Στις 21 Ιανουαρίου 1946 στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, η Ρωσία καταδίκασε τους διωγμούς των αριστερών στην Ελλάδα — 1.219 είχαν σκοτωθεί και 18.767 είχαν συλληφθεί μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας — και οι Έλληνες κομμουνιστές το νόμισαν αυτό απόδειξη ότι η Ρωσία θα υποστήριζε μια νέα ένοπλη εξέγερση στη χώρα. Αρχηγός των Ελλήνων κομμουνιστών ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης, ένας δογματικός κομμουνιστής, που είχε γεννηθεί στη Μικρασία στα 1902. Εκπαιδευμένος στα νιάτα του στη Μόσχα, έγινε αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας στα 1934, γλίτωσε από τον εγκλεισμό του στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Νταχάου κι επέστρεψε στην Ελλάδα στα 1945 ν' αναλάβει και πάλι την αρχηγία του κόμματος. Παρά τις αντίθετες απόψεις άλλων Ευρωπαίων κομμουνιστών, ο Ζαχαριάδης, άνθρωπος με ισχυρή βούληση, με πυκνά φουντωτά μαύρα σγουρά μαλλιά και θεληματικό πηγούνι, αποφάσισε να προχωρήσει στην επανάσταση όταν το Δεκέμβριο του 1945 ανώτερα στελέχη του κόμματος συναντήθηκαν με Γιουγκοσλάβους και Βούλγαρους εκπροσώπους, που υποσχέθηκαν υλική βοήθεια για την ένοπλη εξέγερση στην Ελλάδα. Ο Ζαχαριάδης κήρυξε αποχή από τις πρώτες μεταπολεμικές ελληνικές εκλογές, που είχαν προκηρυχτεί για τις 31 Μαρτίου 1946 και έστειλε μήνυμα στην κομματική οργάνωση της Μακεδονίας να καταστρώσουν μια ένοπλη επίθεση την παραμονή των εκλογών σε στόχο δίκης τους επιλογής. Ο Μάρκος Βαφειάδης, στέλεχος της Επιτροπής Μακεδονίας και αργότερα αρχηγός του αντάρτικου στρατού, διάλεξε για στόχο του το Λιτόχωρο, όπου είχαν ξεκοιλιάσει τρεις Ελασίτες. Μια ομάδα από τριάντα ένα ενόπλους, όλοι εκτός από τέσσερις ντόπιοι, μπήκανε στο Λιτόχωρο στις 30 Μαρτίου και άνοιξαν πυρ κατά των υπερασπιστών του — μια διμοιρία στρατού που γρήγορα Digitized by 10uk1s

παραδόθηκε κι ένα απόσπασμα χωροφυλακής, που κράτησε ωσότου ο σταθμός τους πυρπολήθηκε και δώδεκα άντρες σκοτώθηκαν. Οι αντάρτες, μόλις πλησίασε βρετανικό τμήμα, αποχώρησαν δίχως γρατσουνιά. Η επίθεση στο Λιτόχωρο ήταν ο σπινθήρας που άναψε τον τρίτο και αιματηρότερο γύρο του ελληνικού εμφύλιου πολέμου και καθώς η είδηση της επίθεσης απλωνόταν, οι Ελασίτες αντάρτες σε όλη την Ελλάδα ξέθαβαν τα όπλα τους κι άρχισαν να τραβάνε για τα βουνά.

Digitized by 10uk1s

Οι πόρτες κλείνουν Στο Λια, τα νέα για την έναρξη του τρίτου γύρου και για τις επιθέσεις του ανασυγκροτημένου αντάρτικου στρατού εναντίον των μακεδονικών χωριών συζητιούνταν όπως οι ειδήσεις για τις νίκες μιας τοπικής ομάδας σε χώρα μακρινή. Αν και οι χωριανοί επιδοκίμαζαν τους αντάρτες, η Μακεδονία ήταν πολύ μακριά και είχανε κουραστεί από τον πόλεμο. Πιο συναρπαστικά, την άνοιξη του 1946, ήταν τα καθημερινά νέα για τις γέννες, τους θανάτους, τους γάμους, τις κτηματικές διαφορές και τους καυγάδες της Σταυρούλας Γιάκου με την πεθερά της. Όσοι στο γάμο της Σταυρούλας προφητεύανε τη συφορά, τώρα κατένευαν με επίγνωση. Δεν πρόλαβε να περάσει η νύφη το κατώφλι της πεθεράς της, πατώντας προσεχτικά με το δεξί πόδι στο νόμισμα που είχανε βάλει εκεί για γούρι, και οι φασαρίες άρχισαν. Από την αρχή η Αλεξάντρα Ντάνγκα το 'δε πως η Σταυρούλα δεν ήτανε από τις νυφάδες που θα ανεχόταν οποιαδήποτε πεθερά. Μουρμούριζε και βροντούσε τα πόδια της όταν σηκωνόταν το πρωί για ν' ανάψει τη φωτιά, έβαζε το λάδι απλόχερα παρά τις συνεχείς υποδείξεις να 'ναι οικονόμα, κι επωφελήθηκε από το γεγονός πως έμεινε γρήγορα έγκυος για ν' αποφεύγει τη βαριά δουλειά στο περιβόλι και στην πλύση. Ο Δημήτρης πότε έγερνε κατά τη γυναίκα του και πότε κατά τη μάνα του, σαν το καλάμι που το φυσάει η ανεμοζάλη, και τελικά αποτραβήχτηκε ολότελα από το πεδίο της μάχης, επιστρέφοντας στη Χαλκίδα στο φουρνάρικο. Τότε οι αψιμαχίες αγρίεψαν φτάνοντας σε συχνές θυελλώδεις σκηνές, που αποκορυφώνονταν όταν η Σταυρούλα έτρεχε στο σπίτι της να βγάλει τον καημό της στη μάνα της, που φοβισμένη την έστελνε κατευθείαν πίσω. Ενώ οι φιλενάδες της Σταυρούλας έπαιρναν το μέρος της —στο κάτω κάτω, ήτανε βαρεμένη η δόλια!— οι πιο πολλές παντρεμένες κακαρίζανε και συμφωνούσαν πως εκεί καταλήγει το πράγμα όταν οι νέοι διαλέγουν μόνοι τα ταίρια τους. Η Ελένη πρόσεξε πως η Όλγα συνεχώς υποστήριζε τη Σταυρούλα κι έκρινε ότι έφτασε ο καιρός να την ορμηνέψει για την πρεπούμενη διαγωγή της νύφης, γιατί η μεγαλύτερη θυγατέρα της παρουσίαζε ήδη δυσάρεστα συμπτώματα ξεροκεφαλιάς. Όταν θα παντρευτείς», της είπε η Ελένη, «θέλω τα πεθερικά σου να με συγχαρούνε που ανάστησα τέτοια νύφη. Ό,τι και να σου πει να κάνεις ο άντρας σου ή η πεθερά σου είναι νόμος. Όχι γκρίνιες. Ποτέ να μη λες τα μυστικά που άκουσες στο σπίτι της πεθεράς σου, μήτε σε μένα την ίδια. Δε θέλω τη ντροπή που σωριάζει η Σταυρούλα πάνω στην καψο-Αναστασία». Η Όλγα άκουγε πειθήνια και υποσχέθηκε να δώσει με τη διαγωγή της πιο μεγάλη αίγλη στ' όνομα των Γκατζογιανναίων, όμως η Ελένη το 'ξερε πως το πρώτο της παιδί ήτανε κομματάκι παραχαϊδεμένο και πάσχιζε να την προειδοποιήσει για τις παγίδες που την καρτερούσαν. «Η πεθερά σου θα δοκιμάσει αν είσαι τίμια πετώντας ένα νόμισμα στο πάτωμα για να δει τι θα κάνεις όταν θα σκουπίσεις και θα το βρεις, φρόντισε λοιπόν να της το δώσεις αμέσως και μη το βάλεις στην τσέπη σου», την εξόρκιζε. Ο Χρήστος είχε ένα μεγάλο κομμάτι δάσος κάτω από το χωριό, που θα το μοιράζονταν τα κορίτσια παίρνοντας την προίκα τους, και η Ελένη, όποτε πήγαιναν εκεί να μαζέψουν ξύλα, πάντοτε τις ορμήνευε: «Τραβάτε βαθιά και κόψτε ξύλα από τα δύσκολα μέρη, έτσι σαν θα παντρευτείτε και γκαστρωθείτε όπως η Σταυρούλα και σας στέλνει η πεθερά σας για ξύλα, να κόβετε από τα εύκολα». Στο χωριό πίστευαν πως όσο λιγότερα ήξερε μια αθώα κοπέλα για τις ερωτικές σχέσεις τόσο το Digitized by 10uk1s

καλύτερο, όμως η Ελένη τόλμησε να θίξει το ζήτημα στην Όλγα, γιατί ήξερε πόση ζημιά μπορούσε να κάνει μια σκληρή ερωτική μύηση. Ήταν μια κοπέλα από το γειτονικό χωριό την Κωστάνα, που σε μια τέτοια περίπτωση είχε γίνει θέμα σ' ένα πρόστυχο λαϊκό τραγούδι. Την κοπέλα λέγανε Μηλιά, και η μάνα της την πήρε μαζί της στο χωριό Λίστα, όπου τελείως απροειδοποίητα την πάντρεψε μ' ένα μεσόκοπο χήρο ονόματι Στέφο. Την πρώτη νύχτα του γάμου η μάνα της νύφης κοιμήθηκε στο πρώτο πάτωμα κάτω από την κάμαρη των νεόνυμφων προτού γυρίσει στην Κωστάνα. Αφού όλοι πια είχανε πλαγιάσει, σε λίγο ακουστήκανε φοβερές κραυγές από το νυφικό θάλαμο: «Μάνα, μάνα, τρέχα να με σώσεις!» ξεφώνιζε η Μηλιά σπαραχτικά. «Ετούτος εδώ είναι διάβολος! Έχει ένα κόκκινο συκώτι ανάμεσα στα σκέλια του και πάει να με καρφώσει με δαύτο!» Ολοένα και πιο δυνατά παρακαλούσε τη μάνα της να τη βοηθήσει και σε κάθε κραυγή ανάστατη η γυναίκα από κάτω βροντοφώναζε! «Βάρα τη στο στόμα, Στέφο!» Ο σαματάς τόσο διασκέδασε τους γείτονες, που σκαρώσανε ένα τραγουδάκι, «Το κόκκινο συκώτι, με μια κεφάτη επωδό: «Βάρα τη στο στόμα, Στέφο!» και η ιστορία της άτυχης πρώτης νύχτας του γάμου γρήγορα κυκλοφόρησε σ' όλα τα χωριά της Μουργκάνας. Η Ελένη είχε φτάσει στη δική της γαμήλια νύχτα σχεδόν τόσο αθώα, όσο και η δυστυχισμένη Μηλιά, και το άλλο πρωί σηκώθηκε από τη νυφική παστάδα, και δίχως να πει σε κανένα λέξη, κίνησε να γυρίσει στο σπίτι των γονιών της. Ήταν σίγουρη πως τέτοια δοκιμασία δε θα την άντεχε δεύτερη φορά. Αλλά ενώ η Ελένη βάδιζε κατσούφα από τον καινούριο μαχαλά του άντρα της κατά το σπίτι του Χαϊδή, έπεσε πάνω στην ξαδέρφη της την Τασία Μάκου, μια από τις τρεις κακορίζικες νυφάδες της διαβόητης Κώσταινας Μάκου. Όταν η Τασία τη ρώτησε που πάει, και η Ελένη της είπε πως παρατάει τον καλά καλά μήτε χτεσινό άντρα της, η μεγαλύτερη κοπέλα χαμογέλασε πικρά, το πρόσωπό της όλο σημάδια από τα χτυπήματα της πεθεράς. «Γύρνα και τράβα πίσω, Ελένη», είπε. «Όλοι θα γελάσουνε μαζί σου, αν πας στο σπίτι σου τώρα, κι ο πατέρας σου θα σε γδάρει ζωντανή!» Αργότερα, όταν η Ελένη είχε πια γεννήσει πέντε παιδιά και είπε την ιστορία της στιγμιαίας ανταρσίας της στη γειτόνισσά της την Όλγα Βενέτη, η φιλενάδα της κακάνισε, όπως κάνουν πάντα οι παντρεμένες χωριάτισσες με τις τέτοιες εξομολογήσεις, και είπε πως ο δικός της άντρας χρειάστηκε οχτώ μέρες πολιορκία για να καταφέρει να καταχτήσει την απρόθυμη παρθενιά της. Η Ελένη αναλογιζόταν όλες τις κακότυχες ερωτικές μυήσεις και κάθισε κάτω την Όλγα ένα απόγεμα που τ' αλλά παιδιά λείπανε από το σπίτι. Παίρνοντας βαθιά ανάσα και ψάχνοντας για τις κατάλληλες λέξεις, την ειδοποίησε πως αφού θα παντρευόταν, ο άντρας της θα 'χε την αξίωση να κάνει μαζί του στο κρεβάτι κάτι πράματα που ίσως την τρομάζανε. Είπε στην Όλγα για τη δικιά της αναγούλα το πρωί μετά το γάμο της και πρόσθεσε παρηγορητικά: «Με τον καιρό θα το συνηθίσεις, μπορεί ακόμα και να σ' αρέσει». Οπωσδήποτε, η Όλγα δεν έχανε τον καιρό της αγωνιώντας για τα μυστήρια της νυφικής παστάδας. Κατά την αντίληψή της, το να παντρευτείς σήμαινε ν' αγοράσεις όμορφα πράματα για την προίκα σου, να βάλεις το στεφάνι φορώντας κόκκινο νυφικό φουστάνι που τόσο σου πήγαινε, να σύρεις μ' όλο το χωριό τους χορούς στο γάμο και ν' αποκατασταθείς μ' έναν άντρα τόσο πλούσιο κι ευυπόληπτο, που όλες οι φιλενάδες σου από το νεροτρουβιό να σκάσουνε από τη ζήλια τους. Η Όλγα είχε αποφασίσει πως δε θα καταδεχόταν να πάρει γι' άντρα της παρακάτω από δάσκαλο, γιατρό η δικηγόρο

Digitized by 10uk1s

Δεν κλονίστηκε στην απόφασή της, παρά τις συνεχείς υπομνήσεις της Ελένης πως ο μόνος δάσκαλος που έμενε στο Λια ήταν κιόλας παντρεμένος και χιλιόμετρα από το χωριό δεν υπήρχε γιατρός ή δικηγόρος. Η μάνα της βαλάντωσε να την παρακαλάει να σκεφθεί κάποια από τις καλύτερες φαμελιές γανωτζήδων, πραματευτάδων ή μυλωνάδων του Λια, όμως η Όλγα όλο τουπέ πλατάγιζε τη γλωσσά κι έλεγε πως αυτή δε θα τους καταδεχόταν ποτέ. πολλοί θαυμαστές τριγυρνούσανε την Όλγα, όμως εκείνη τους σχόλναγε γρήγορα. Ο μαυροΣωτήρης Μπότσαρης, ένα όμορφο παλικάρι, αλλά σκέτος γανωτζής, σουλατσάριζε έξω από την αυλόπορτα των Γκατζογιανναίων, έκρυβε ραβασάκια κάτω από πέτρες όπου ο καθένας μπορούσε να τα βρει («Σ αγαπώ, πότε θ' ανταμώσουμε;») ώσπου η Ελένη θύμωσε τόσο, ώστε του 'στησε καρτέρι στο μονοπάτι και τον φοβέρισε πως θα του αδειάσει στο κεφάλι ένα κουβά κακαράντζες αν τολμήσει να ξαναφήσει πρόστυχα χαρτάκια στο κατώφλι της θυγατέρας της. Τόσες πολλές ανυπόμονες παντρολογήστρες έφταναν στην πόρτα της Ελένης, εξυμνώντας τις χάρες ετούτου ή εκείνου του υποψήφιου γαμπρού, που σιχάθηκε ολόψυχα το ζήτημα του αρραβώνα της Όλγας. Σε κάθε όνομα που της πρότειναν, η Όλγα αψήλωνε τη μύτη της, ενώ η δεκατριάχρονη Κάντα με αδημονία τσαμπούναγε: «Τότε τον παίρνω εγώ!» Η Ελένη άνοιγε δραματικά την πόρτα κι έλεγε της Όλγας να πάει στο μοναστήρι στο Γιρομέρι. «Μαύρη μου!» άφριζε. «Αν δεν παντρευτείς, θα παντρέψω την Κάντα και θα σε παρατήσω να μείνεις στο ράφι!»

Ενώ η Ελένη πάλευε με το πείσμα της Όλγας, οι χωριάτες του Λια κι όλης της Ελλάδας αντιμετώπισαν το δημοψήφισμα για τη μοναρχία την 1 Σεπτεμβρίου. Εν μέρει και με τις πιέσεις των δυνάμεων της τάξεως, 68,7 τοις εκατό των ψηφοφόρων ψήφισαν υπέρ του βασιλέως Γεωργίου. Η επιστροφή του μονάρχη στις 27 Σεπτεμβρίου αύξησε τον αριθμό και την αγριότητα των επιθέσεων των ανταρτών στα χωριά της Μακεδονίας. Σε κάθε περίπτωση οι χωροφύλακες του τοπικού σταθμού δέχονταν επίθεση και σκοτώνονταν, ο διοικητής τους ακρωτηριαζόταν, και οι δεξιοί εκτελούνταν. Το φθινόπωρο του 1946 ο αριθμός των ανταρτών που πολεμούσαν υπό τον στρατηγό Μάρκο Βαφειάδη έφτασε τις 13.000, εν μέρει και λόγω της αναγκαστικής στρατολογίας χωρικών, και ως το Δεκέμβριο ο στρατηγός είχε οργανώσει το στρατό του σε περιφερειακά αρχηγεία ορίζοντας και ένα για την Ήπειρο. Οι δυνάμεις αυτές μεταβαπτίσθηκαν Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας ή με τ' αρχικά του Δ.Σ.Ε. Οι Λιώτες έμαθαν πως ανάμεσα στους μαχητές ήταν και ο Σπύρος Σκεύης με τους άντρες του, αλλά οι παλιοί συμπαθούντες τον ΕΛAΣ, που είχαν μείνει στο χωριό, κατά το πλείστον είχαν τώρα καταπιαστεί με τα ειρηνικά τους έργα και δεν ήταν πρόθυμοι να ξανανέβουν στα βουνά για να πολεμήσουν μαζί του. Όπως το 'πε κάποιος παλιός αντάρτης του Σκεύη: «Τ' όπλο είναι βαρύ». Το Μάρτιο του 1947 ο πρόεδρος Τρούμαν ανάγγειλε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρουν στην Ελλάδα 300 εκατομμύρια δολάρια βοήθεια για να καταπολεμήσει την κομμουνιστική επανάσταση που υποστήριζαν οι γειτονικές κομμουνιστικές χώρες. Το Δόγμα Τρούμαν ξεσήκωσε στο Λια αντιαμερικανικά αισθήματα, που ξέσπαγαν πάνω στη δικιά τους «Αμερικάνα». Οπωσδήποτε, η εχθρότητα κατά των Αμερικάνων που προκάλεσε το Δόγμα Τρούμαν δεν περιόρισε το ρεύμα των μνηστήρων που γυρεύανε το χέρι της Όλγας· και η άρνηση της Όλγας να σκεφθεί οποιονδήποτε από αυτούς έφερνε στην Ελένη τρέλα. Μόνο ένα ναι αν έλεγε, όλα θα έμπαιναν μπροστά: θ' αγοράζονταν τα προικιά, θα κανονιζότανε ο γάμος, η Όλγα θ' αποκατασταινόταν σ' ένα σπίτι στην Αθήνα ή στο Λια. Τότε κι οι υπόλοιποι θα 'ταν ελεύθεροι να μεταναστεύσουν. Η Όλγα, το Digitized by 10uk1s

δίχως άλλο, σε κάνα δυο χρόνια θα ερχότανε στην Αμερική, φέρνοντας μαζί με τον άντρα της και μπορεί κάνα τοσοδούλι εγγονάκι. Η Ελένη τα 'βαλε με τον εαυτό της που άφηνε την Όλγα να έχει λόγο στην εκλογή του γαμπρού, αλλά είχε πολύ μαλακιά καρδιά για ν' αναγκάσει το πρώτο της παιδί να παντρευτεί κάποιον που δεν ήθελε, κι ο Χρήστος δε βρισκόταν εδώ για να υποχρεώσει το κορίτσι του να λογικευτεί. Μη αντέχοντας στην αβεβαιότητα, η Ελένη αποφάσισε να κάνει κάτι που όλες σχεδόν οι Λιώτισσες σε κάποια στιγμή της ζωής τους το 'χαν κάνει — συνήθως σαν τις έτρωγε η αγωνία για ζητήματα αγάπης ή γάμου. Η Ελένη αποφάσισε να επισκεφθεί την Κωνσταντίνα Μπάλλου, που έμενε σ' ένα καλύβι κάπου δυο ώρες δρόμο. Η παχιά, σκυφτή γριά μάγισσα ήτανε πασίγνωστη στα χωριά της Μουργκάνας με τ' όνομα η «Φλιτζανού», επειδή είχε τη μυστηριώδη ικανότητα να διαβάζει την τύχη σου στο κατακάθι του καφέ, στο φλιτζάνι. Κάθε ελληνικό χωριό ήτανε γεμάτο γριές που ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να διαβάσουν το μέλλον στο κατακάθι του καφέ, όμως καμιά δεν έφτανε τη μαντική ικανότητα της φλιτζανούς. Όποτε πήγαιναν να τη συμβουλευτούν, οι χωριανές πάντα καμώνονταν πως περνούσαν τυχαία από κει να κόψουνε χαμόκλαδα για τα ζωντανά. Και η Ελένη δε φανέρωσε σε κανένα έξω από το σπίτι το σκοπό της, όμως δέχτηκε να τη συνοδέψει η Κάντα, ενώ η Όλγα θα 'μενε στο σπίτι με τα μικρότερα παιδιά. Το πρωινό που ξεκινήσαμε, η Ελένη τύλιξε σ' ένα κομμάτι χαρτί όσο ψιλοκομμένο καφέ χρειαζότανε για να ψήσει δυο φλιτζάνια ένα για τη Φλιτζανού κι ένα για την ίδια, και το 'βαλε στην τσέπη της ποδιάς της. Μεσημέρι πια καθότανε στην άθλια καλύβα, όλη κι όλη μια κάμαρη, γεμάτη δοσίματα, καρύδια, καλαμπόκι και τομάτες, που τ' άφηναν οι πελάτισσες σαν δεν είχανε λεφτά να πληρώσουνε. Στα σβέλτα η γριά γέμισε με καφέ, ζάχαρη και νερό το μπακιρένιο μπρίκι με το μακρουλό χερούλι και μετά το κράτησε πάνω από τη φωτιά ώσπου ο καφές φούσκωσε αφρίζοντας και γέμισε την κάμαρη με έντονο άρωμα. Τον έβαλε σε δυο φλιτζάνια, για την Ελένη και για κείνη, κι ενώ οι δυο γυναίκες τον ρουφούσανε, κουβεντιάζανε άσχετα πράματα, η Ελένη πρόσεχε να μη της λέει προσωπικά της καθέκαστα. Όταν η Ελένη ήπιε τον καφέ της ως το πηχτό λασπερό κατακάθι, η Φλιτζανού το πήρε και γύρισε κομμάτι τον ντελβέ για να 'ναι σίγουρη πως απλώθηκε ομοιόμορφα. Ύστερα έγνεψε στην πελάτισσα, που αναποδογύρισε το φλιτζάνι πάνω στο πιατάκι, αφήνοντας το υγρό να κυλήσει στο εσωτερικό του. Αμέσως η Φλιτζανού σταύρωσε τρεις φορές με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της τον πάτο του αναποδογυρισμένου φλιτζανιού. Κουβεντιάσανε κάμποσα λεφτά ακόμα, ώσπου να ξεραθούν τα κατακάθια φτιάχνοντας μέσα στο φλιτζάνι αραβουργήματα και αλλά σχέδια, όπως εκείνα που χαράζει η παγωνιά πάνω σε χειμωνιάτικο παράθυρο. Η Ελένη ένιωθε πάντα μια σουβλιά αγωνίας όποτε κάποια ανασήκωνε το φλιτζάνι της στο φως για να το διαβάσει, παρ' όλο που, καθώς έλεγε μέσα της, δεν πίστευε κατά βάθος στις μαντείες. Η γριά σκυθρώπιασε όπως γυρνούσε το φλιτζάνι στα ροζιασμένα, βρώμικα χέρια της. Πατίκωσε τα χείλια της και μουρμούρισε σιγανά: «Πω! πω! πω!». Ύστερα ακούμπησε το φλιτζάνι και κοίταξε την Ελένη. «Δεν είναι καλό φλιτζάνι, κυρά μου, λυπάμαι που σ' το λέω». «Τι βλέπεις εκεί, γιαγιά;» πέταξε η Ελένη. «Για τη θυγατέρα μου θέλω να μάθω». Η γριά ξανασήκωσε το φλιτζάνι και το βάστηξε κοντά στα μάτια της. «Βλέπω έχεις τέσσερις θυγατέρες», είπε. «Να η πιο μεγάλη». Της έδειξε, όμως η Ελένη δεν είδε τίποτα, μόνο κατακάθια Digitized by 10uk1s

του καφέ. «Θες να μάθεις ποιον θα παντρευτεί. Μα το φλιτζάνι λέει πως είναι κάποιος που δεν το ξέρει τώρα μήτε κείνος την ξέρει. Θα χιμήξει από ψηλά και θα την πάρει όπως ο αϊτός αρπάζει την όρνιθα». «Γιατί είναι κακό φλιτζάνι;» ρώτησε η Ελένη. Η αναμαλλιασμένη σαν Μέδουσα γριά κούνησε το κεφάλι της και το ξανακοίταξε «Είναι κρίμα, καλή μου, αλλά βλέπω το σπίτι σου άδειο κι όλοι να 'ναι φευγάτοι σ' ένα χρόνο». Η καρδιά της Ελένης χοροπήδησε. «Μα τούτο σημαίνει πως ο άντρας μου θα μας πάρει στην Αμερική!» αναφώνησε. Η γριά κούνησε ξανά το κεφάλι της. «Όχι, εδώ βλέπω άσκημα πράματα. Η κεφαλή του σπιτιού έχει χαθεί. Το σπίτι είναι άδειο. Βλέπω θάνατο... μέσα σ' ένα χρόνο». Η Ελένη ένιωσε να μυρμηγκιάζει το δέρμα της και σκέφτηκε: ο Χρήστος θα πεθάνει και θ' απομείνουμε στη φτώχεια! Την άλλη στιγμή είχε μανιάσει με τον εαυτό της που καθόταν κι άκουγε τις κουταμάρες της γριάς μάγισσας. «Σε ρωτώ ποιο θα παντρευτεί η κόρη μου, κι εσύ μου λες αινίγματα και ψέματα!» φώναξε. «Είναι κρίμα, καλή μου», διαμαρτυρήθηκε η Φλιτζανού. «Ποτέ δε βλέπω άσκημο φλιτζάνι, μα εγώ δε σου λέω όσα θες ν' ακούσεις, όπως κάνουν άλλες. Μπορεί αν ξαναδοκιμάσουμε σε τρεις μήνες, να δούμε καλύτερο φλιτζάνι». Της άπλωσε το χέρι. Θυμωμένη η Ελένη της έβαλε μερικά νομίσματα κι έσπευσε να βγει από την αυλόπορτα όπου την περίμενε η Κάντα, πετώντας χαλίκια στο μεγάλο γκρεμό από κάτω. Η μικρή τη ρώτησε τι της είχε πει η Φλιτζανού, και η Ελένη της είπε, προσθέτοντας πως ήτανε αγύρτισσα. Ωστόσο η Κάντα έβλεπε πως η μάνα της είχε αναστατωθεί, γιατί σ' όλο το δρόμο του γυρισμού πότε αγωνιούσε αψανά πως ο Χρήστος θα πεθάνει και πότε αναρωτιόταν ποιος να 'ναι ο άγνωστος αϊτός που θα 'παιρνε την Όλγα.

Λίγο μετά την επίσκεψη στη Φλιτζανού, ο ταχυδρόμος, ο Σωτήρης Βενέτης, έφερε για την Ελένη ένα καφετί φάκελο που δεν τον άφησε στο καφενείο του Μιχόπουλου, παρά τον ανέβασε όλο το απόκρημνο μονοπάτι ως την πόρτα της. Χρειαζότανε να του υπογράψει προτού της τον δώσει, και είχε πάνω την ανάγλυφη σφραγίδα με τον αετό της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα. Η Ελένη άνοιξε το χοντρό φάκελο και κοίταξε τα χαρτιά, τυπωμένα με ελληνικά και με ξένα γράμματα που φτιάχνανε ουρίτσες σαν τα φίδια. Φαντάστηκε πως ένιωσε ένα ρεύμα να περνάει από τα χαρτιά στα δάχτυλά της, γιατί αυτά κρύβανε τη δύναμη να μεταφέρουν τους δικούς της από το Λια στην ονειρεμένη χώρα. Το συνημμένο γράμμα την πληροφορούσε πως είχε υποβληθεί αίτηση για να μεταναστεύσουν εκείνη και τα παιδιά της και πως έπρεπε να συμπληρώσει τα εσώκλειστα έντυπα, να τα επικυρώσει συμβολαιογραφικώς και να τα υποβάλει στην πρεσβεία μαζί με έγγραφα που ν' αποδεικνύουν τη γέννηση και το βαθμό συγγενείας του κάθε ατόμου προς τον αμερικανό πολίτη. Η Ελένη τρεμούλιασε σαν αναλογίστηκε πως όλα τα επίσημα χαρτιά του χωριού είχανε καεί όταν οι Digitized by 10uk1s

Γερμανοί βάλανε φωτιά στο σχολείο. Αλλά όταν πήγε να δει τον καινούριο πρόεδρο του Λια, τον ανάπηρο Γιώργο Μπουκουβάλα, εκείνος την καθησύχασε πως μπορούσε να της βγάλει αντίγραφα. Μόλις ετοιμάστηκαν, κίνησε για το μακρύ ταξίδι στους Φιλιάτες για να της συμπληρώσει και να της σφραγίσει τα χαρτιά ο συμβολαιογράφος της κωμόπολης. Φορώντας το φράγκικο φουστάνι, που της είχε αγοράσει ο Χρήστος στην Κέρκυρα πριν από δέκα χρόνια, η Ελένη μπήκε στο γραφείο του συμβολαιογράφου στους Φιλιάτες, που τ' όνομά του, με γράμματα χρυσά στην πόρτα, ήταν Χρήστος Κωνσταντόπουλος. Ήταν ένας φαλακρός, μεσόκοπος με τριμμένα ρούχα, φορούσε γυαλιά με χρυσό σκελετό και είχε μικρό κρεμαστό μουστάκι. Στο κάθε του δακτυλάκι είχε το γαμψό νύχι του άρχοντα· τα ράφια των δερματόδετων νομικών βιβλίων πίσω από το γραφείο του τρόμαζαν τον επισκέπτη μόνο με το βάρος τους. Πήρε τον πάκο με τα χαρτιά της Ελένης και τα παράτησε ξανά σα να βρωμούσα» «Βλέπω δεν έχεις κανονικά πιστοποιητικά γεννήσεως». είπε. «Τα κάψανε οι Γερμανοί», αποκρίθηκε η Ελένη. «Ο πρόεδρος του χωριού μας έβγαλε χαρτιά και το εξηγεί». «Μάλιστα», είπε βαριεστημένος. «Πόσον καιρό ζει στην Αμερική ο άντρας σου;». Η Ελένη τρόμαξε με τις κατηγορηματικές ερωτήσεις. Αν απαντούσε λάθος, θα 'χαναν την ευκαιρία να μεταναστεύσουν; «Πρωτοπήγε στα 1910», απάντησε αβέβαιη. «Μάλιστα», είπε ξανά εκείνος. Ύστερα από μια παύση, κι αφού ζύγιασε τα χαρτιά σα να 'θελε να μαντέψει το βάρος τους, ξερόβηξε και ανάγγειλε με τον τρόπο δικαστή: «θα στοιχίσει δυόμισι χιλιάδες δραχμές». Η Ελένη δεν μπόρεσε να κρατήσει ένα επιφώνημα από την κατάπληξη. Λογάριασε γοργά. Πέρσι είχε κοπεί νέο χαρτονόμισμα για να καταπολεμηθεί ο ιλιγγιώδης πληθωρισμός, και η τιμή του σε συνάλλαγμα είχε οριστεί τεχνητά πολύ χαμηλή, 12 δραχμές το δολάριο, δηλαδή η αμοιβή του συμβολαιογράφου θα 'τανε πάνω από 200 δολάρια. Είχε όλα κι όλα τα 300 δολάρια που της είχε στείλει ο Χρήστος για ν' αγοράσει την προίκα της Όλγας. «Δεν έχω τόσα πολλά», είπε τρεμουλιαστά. «Είναι πολύ ακριβά». «Αυτή 'ναι η τιμή», της είπε και γύρισε πέρα λες και δεν καταδεχόταν ν' αφιερώσει στο ζήτημα περισσότερη από την προσοχή του. «Εσύ θα κρίνεις αν θες η δε θες να πας στην Αμερική». Η Ελένη ένιωσε το πρόσωπό της να φλογίζεται από την οργή, όμως κράτησε το στόμα κλειστό και σκεφτόταν τι άλλες λύσεις της έμεναν. Το πρώτο και κύριο ήταν να παντρευτεί η Όλγα. Κάπως θα τα κατάφερνε ο Χρήστος να στείλει τα λεφτά για να συμπληρώσουν τα χαρτιά αργότερα. Με όση αξιοπρέπεια μπορούσε να επιστρατεύσει, η Ελένη σηκώθηκε και πήρε τον πολύτιμο φάκελο από το γραφείο. «Θα ξανάρθω το φθινόπωρο, όταν θα 'χω τα λεφτά», του είπε σαστισμένη από την αντίθεση ανάμεσα στη χωριάτικη προφορά της και το επίκτητο αθηναϊκό τσέβδισμά του. «Όπως επιθυμείς», της απάντησε αφηρημένος και γύρισε τελείως στην περιστροφική καρέκλα του, δείχνοντάς της την πλάτη. Έξω, καθώς παραπατούσε στα στραβά πάνω στο καλντερίμι κατά την κεντρική πλατεία, η Ελένη Digitized by 10uk1s

άκουσε κάποιον να φωνάζει τ' όνομά της και γυρνώντας είδε το Μηνά Στράτη μεγαλόπρεπο με το καινούριο τουίντ κουστούμι του, και με τη γνώριμη χρυσή καδένα του ρολογιού κρεμασμένη στο στήθος του. «Ποια καλή ώρα σε φέρνει στο Φιλιάτι;» είπε η Ελένη, αληθινά ευχαριστημένη που έβλεπε ένα φιλικό πρόσωπο ύστερα από την πανωλεθρία στο συμβολαιογραφείο. «Μοιάζεις σα να βγήκες βουλευτής!». «Όχι ακριβώς», της απάντησε, καμαρώνοντας κομμάτι. «Δουλεύω για το στρατό σε θέματα πληροφοριών, όπως θα το 'χεις μάθει, εκτός που διδάσκω στα Γιάννινα, και μ' έστειλαν εδώ για κάποια ανάκριση. Εσένα τι σ' έφερε εδώ;» Του άνοιξε την καρδιά της και του 'πε τι είχαν πάθει τα όνειρά της να μεταναστεύσει στην Αμερική· ο Μηνάς επέμενε να την κεράσει ένα καφέ σ' ένα καφενείο παραδίπλα. Όταν φάνηκε πως ηρέμησε κάπως, ο Μηνάς έσκυψε κοντά και της μίλησε σιγανά, έτσι που να μην τους ακούνε οι γύρω. «Αν δε μεταναστεύσεις, Ελένη, ακολούθα τη συμβουλή μου και φύγετε εσύ και τα παιδιά από το Λια. Οι αντάρτες πλησιάζουν τη Μουργκάνα. Είναι μόνο ζήτημα χρόνου. Κι αν βρεθείς εκεί όταν θα 'ρθουν, δε θα σου βγει σε καλό. Σκοτώνουν χωροφύλακες και δεξιούς σε όλη τη βόρειο Ελλάδα». «Είμαστε ένα σπίτι γυναίκες και παιδιά», ανακάθισε. «Γιατί να μας πειράξουν; Δεν τους κάναμε τίποτα!» Δεν ανέφερε πως είχε μάλιστα κρύψει δύο Ελασίτες στο σπίτι της. Ο Μηνάς έφερε στα χείλη του το δάχτυλο με νόημα. «Πούλα το μερδικό σου στο μαγαζί που έχουνε μαζί στα Γιάννινα ο Χρήστος κι ο πατέρας μου. Μ' αυτά τα λεφτά ελάτε όλοι στα Γιάννινα, ώσπου να φτάσουνε τα χαρτιά από την Αμερική. Ο πατέρας μου λέει να το πουλήσει οπωσδήποτε, κι έτσι, το ξέρω, δε θα 'χει αντίρρηση». Η Ελένη κούνησε το κεφάλι της. «Αν πάω στα Γιάννινα, μια γυναίκα δίχως άντρα και με τέσσερις ανύπαντρες κόρες, όλοι θα μας πούνε πουτάνες! Θα φτιάξουμε τα χαρτιά μας το φθινόπωρο, και στο μεταξύ θ' αρραβωνιάσω την Όλγα μ' ένα παιδί από καλό σπίτι του χωριού.» Ωστόσο, τα λόγια του Μηνά την είχαν αναστατώσει, κι όταν γύρισε στο σπίτι, η Ελένη έγραψε ένα αγωνιώδες γράμμα του Χρήστου, λέγοντάς του να στείλει μόλις μπορέσει κι άλλα λεφτά για το συμβολαιογράφο, και πρόσθεσε: «Απάντησα το Μηνά Στράτη στο Φιλιάτι και μου λέει, μπορεί στο Λια να γυρίσουνε οι κομμουνιστές. Μου είπε να φύγουμε προτού γυρίσουνε, να πάω με τη φαμελιά στα Γιάννινα, μα εγώ το σκέφτομαι τι θα πει ο κόσμος. Εσύ τι θες να κάνω;» Ένα μήνα αργότερα, τον Ιούνιο του 1947, έλαβε την απάντηση του Χρήστου, ένα γράμμα που μνημονεύτηκε πλατιά στη γειτονιά τους στο Περιβόλι. «Δεν έχεις καμιά δουλειά να πας πουθενά», της έγραφε. «Και στη βρύση πάνω από το σπίτι μας να πολεμάνε, εσύ θα μείνεις στο σπίτι σου με τα παιδιά σου. Στο κάτω κάτω, ποιοι είναι αυτοί οι αντάρτες; Έλληνες είναι, μερικοί συχωριανοί μας, και πολεμάνε για το δίκιο τους. Όλη μου τη ζωή δουλεύω για να ζήσω και ποτέ δεν πείραξα κανένα. Γιατί να μου πειράξουν τη φαμελιά;»

Στα τέλη Ιουνίου 1947 η μάνα μου μου είπε πως θα πηγαίναμε στο Μπαμπούρι ν' αποχαιρετήσουμε τη νονά μου, την Ευγενία Οικονόμου, που τελικά είχε πάρει την άδεια να μεταναστεύσουν, εκείνη και ο γιος της ο Σταύρος, θα πήγαιναν στον άντρα της το Νάσο, στο Γούρστερ της Μασαχουσέτης. Κατάλαβα από το σφίξιμο στο πηγούνι της μάνας μου, όπως περπατούσαμε για το Μπαμπούρι, πως η επίσκεψη θα της ήταν δύσκολη. Μήτε κι εγώ χαιρόμουν. Digitized by 10uk1s

Κόντευα οχτώ χρονών και γινόμουν ολοένα πιο ευαίσθητος στο γεγονός πως ήμουνα γιος Αμερικάνου. Αφότου ψηφίστηκε πριν από κάμποσους μήνες το Δόγμα Τρούμαν, τα μεγαλύτερα παιδιά του Λια άρχισαν να με βρίζουν γιατί ήμουν γιος ενός από τους ξένους καπιταλιστές που με τα λεφτά τους πληρώνονταν τα όπλα που στρέφονταν ενάντια στους γενναίους Ελασίτες. Μέσα μου συνεριζόμουν τον πατέρα μου κι ευχόμουν είτε να μας πάρει στην Αμερική, όπως ο πατέρας του Σταύρου, είτε να 'ρθει και να μείνει στην Ελλάδα, ώστε εγώ να μη λούζομαι την περιφρόνηση των άλλων παιδιών. Πάντα φοβόμουν κάπως το Σταύρο Οικονόμου, ένα δυνατό, καλοφτιαγμένο αγόρι τέσσερα χρόνια πιο μεγάλο από μένα. Επειδή ήταν ο μόνος γιος του Νάσου Οικονόμου που δεν πέθανε σε βρεφική ηλικία, η ξετρελαμένη μάνα του τον ανάστησε έτσι, που ο Σταύρος νόμιζε πως είναι το βασιλόπουλο στο Μπαμπούρι». Κανένα παιδί στο χωριό του δεν τολμούσε να τον πειράξει για τον Αμερικάνο πατέρα του. Επιπλέον, τ' άλλα παιδιά καλόπιαναν το Σταύρο γιατί είχε τα μοναδικά παιχνίδια που είχαμε δει ποτέ — θαυμαστά αμερικάνικα παιχνίδια: ένα φορτηγό κι ένα αεροπλάνο που σαν τα κούρντιζες τρέχανε πάνω στο πάτωμα και μια σβούρα μ' όλα τα χρώματα της ίριδας. Ο πατέρας μου ποτέ δεν έστελνε κάτι τόσο άχρηστο όσο τα παιχνίδια, μόνο πράγματα πρακτικά, ρούχα και παπούτσια. Κι αυτό του το λογάριαζα. Όταν φτάσαμε στο Μπαμπούρι, η νονά μου μας δέχτηκε φορώντας ένα άσπρο μάλλινο φουστάνι φράγκικο, που ήτανε το θέμα του χωριού με το τολμηρό του χρώμα και κόψιμο. Ζάρωνε τα μούτρα της και κορδωνόταν καθώς μας φίλεψε γλυκά και φλυαρούσε για το σπίτι και τα έπιπλα που τους περίμεναν στην Αμερική. Οι ευγενικές ευχές της μάνας μου μου φάνηκαν ζορισμένες. Ήξερα πως την έτρωγε η αγωνία που η Ευγενία ξεκινούσε για το ταξίδι στην Αμερική, ενώ εμείς μέναμε πίσω στην όλο και πιο εχθρική ατμόσφαιρα του Λια. Βρήκα το Σταύρο να 'χει πανηγύρι έξω από το σπίτι του. Με πριγκιπική noblesse oblige είχε κληροδοτήσει τα τρία ξακουστά παιχνίδια του στην κόρη του ταχυδρόμου. Ήτανε παλιά και βαρετά, έλεγε, εντάξει για τα μωρά, πλην αυτός είχε σωρούς από καλύτερα παιχνίδια που τον καρτερούσαν στην Αμερική, μέσα στ' αλλά κι ένα ηλεκτρικό τρένο. Φορούσε καινούργιο μακρύ παντελόνι αμερικάνικο, σαν άντρας, κι όχι κοντό παντελονάκι όπως εγώ. Αποτραβήχτηκα μόλις είδα τα παιδιά του χωριού να τον έχουν όπα όπα. Σαν ήρθε η ώρα να φύγουμε, η μάνα μου με φώναξε μέσα για να φιλήσω και ν' αποχαιρετήσω τη νονά μου. Η Ευγενία μου έβαλε στο χέρι ένα άσπρο δαντελένιο μαντίλι — το είχε φτιάξει ειδικά για τελευταίο δώρο στο βαφτισιμιό της, είπε. Το πήρα κατσούφης, απορώντας γιατί να 'χει φανταστεί πως ήθελα μαντίλι. Ύστερα αγκάλιασε τη μάνα μου κι οι δυο τους άρχισαν να κλαίνε, καταλαβαίνοντας πως ίσως δε θα ξανανταμώσουν πια ποτέ. Η μάνα μου έπιασε και τα δυο χέρια της Ευγενίας και της είπε με τρεμάμενη φωνή: «Όταν δεις το Χρήστο στην Αμερική, πες του να βιαστεί. Πες του πως το μόνο που θέλουμε στον κόσμο είναι να πάμε να τον βρούμε». Μου άρπαξε απότομα το χέρι και με τράβηξε, μη θέλοντας να δει η Ευγενία πόσο η καλοτυχιά της την κέντριζε. Φτάνοντας στην πρώτη στροφή του δρόμου, γυρίσαμε και κουνήσαμε το χέρι στη νονά μου και στο Σταύρο. Ύστερα, όταν πια δε μας βλέπανε, η μάνα αφέθηκε κι άρχισε να κλαίει φανερά. Ένιωθα κι εγώ έτοιμος να κλάψω. Ήθελα να μου 'δινε ο Σταύρος τουλάχιστον εκείνο το αεροπλάνο.

Στις ζέστες του Ιουλίου το παράπονο της Ελένης αβγάτεψε μαζί με τα καλαμπόκια, και στα τέλη του μηνός έφερε νέο και πιο σοβαρό καυγά με τον πατέρα της. Digitized by 10uk1s

Κάποια μέρα μια από τις θυγατέρες του Φώτου Γκατζογιάννη πέρασε να δει την Ελένη. Ήταν παντρεμένη με το Δημήτρη Στράτη, ιδιοκτήτη ενός από τα καφενεία, και αδερφό του Μηνά και του Βασίλη Στράτη. Είπε στην Ελένη πως ο πεθερός της, που είχε μισό μισό με το Χρήστο το μαγαζί σ' ένα κεντρικό εμπορικό δρόμο στα Γιάννινα, είχε πουλήσει το μερδικό του στο νοικάρη, που πλήρωνε μοναχά ένα ασήμαντο νοίκι λόγω του αυστηρού ενοικιοστασίου μετά τον πόλεμο. Η Ελένη κατάλαβε πως η πώληση εκμηδένιζε σχεδόν την αξία στο μερίδιο του Χρήστου, γιατί τώρα με το νοικάρη συνιδιοκτήτη του μαγαζιού ήταν αδύνατο ν' αυξηθεί το νοίκι, κι ούτε κανένας άλλος θα ενδιαφερόταν να το αγοράσει. Η Ελένη ξαφνικά θυμήθηκε πως ο Χρήστος είχε αφήσει στον πατέρα της πληρεξούσιο για να του φροντίσει τα συμφέροντα. Ποτέ δε της είχε περάσει από το μυαλό πως ο Κίτσος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα χαρτιά εις βάρος τους. Έτρεξε στο σπίτι που ο πατέρας της είχε ξαναχτίσει πάνω στα θεμέλια του καμένου. Τον βρήκε να σπάζει σχιστόλιθους με μια βαριά για να επισκευάσει τη στέγη που έσταζε, ο ίδρωτας είχε μουσκέψει το πουκάμισό του. Η Ελένη του πέταξε εκείνο που μόλις είχε ακούσει, πως ο Στράτης είχε πουλήσει στο νοικάρη το μερδικό του στο μαγαζί του Χρήστου. Ο Κίτσος συνέχισε να κατεβάζει άγρια τη βαριά με ακρίβεια. «Και τι θες να κάνω εγώ;» ρώτησε. «Θα φάω όλη μου τη ζωή για να κοιτάζω τις δουλειές σας;». Όλη ετούτη η αδικία έφερε στην Ελένη αναγούλα. Ο Χρήστος τον είχε αφήσει πληρεξούσιο, ξεφώνισε. Είχε υποχρέωση να κοιτάζει τα συμφέροντά τους. Τώρα το μαγαζί δεν είχε πια αξία. Ο Κίτσος σταμάτησε και σφούγγισε το μούτρο του. «Κοίταξα τη γυναίκα του και τα παιδιά του όλο τον πόλεμο, και τι κέρδισα;» ρώτησε. «Τίποτα. Δεν του χρωστάω πεντάρα! Είπα στο Στράτη να προχωρήσει και να κάνει ό,τι θέλει». Ξανάπιασε να σκίζει τις πέτρες κι η Ελένη θυμήθηκε πως είχε καρφώσει το τσεκούρι του στο καύκαλο του Τούρκου ληστή όταν εκείνη ήτανε μικρή. «Έμεινα εδώ όταν παντρεύτηκα για σένα και για τη μάνα.» σχεδόν σκλήρισε, τα λόγια της ξεχύνονταν ασυγκράτητα: «Μεγάλωσα εδώ τα παιδιά μου για να μην είστε μονάχοι. Τώρα όμως θα τα πάρω στην Αμερική, εκεί που πρέπει να βρίσκονται, μαζί με τον πατέρα τους. Θα κοιτάξω να πάρεις και την τελευταία λίρα απ' όσες λες πως σου χρωστάμε. Μα κάποια μέρα θα παρακαλάς να έβλεπες και μιαν άκρη από το ρούχο μου, και θα πεθάνεις ολομόναχος με το χρυσάφι σου!». Ο Κίτσος σκυθρωπός συνέχισε να σπάζει άγρια τους σχιστόλιθους, μήτε που σήκωσε το βλέμμα όπως εκείνη γύρισε κι έφυγε τρεχάλα. Αυτός ο τελευταίος και χειρότερος καυγάς με τον πατέρα της κλόνισε συθέμελα την ισορροπία της Ελένης. Απαγόρευσε στα παιδιά να ξαναπάνε στου παππού τους, αν και η μεγάλη πεταγότανε από το σπίτι σχεδόν κάθε μέρα. Συχνά τις νύχτες τα κορίτσια και ο Νικόλας ακούγανε τη μάνα τους να κλαίει.

Στο τέλος του καλοκαιριού το σεντούκι της Όλγας στην καλή κάμαρη του σπιτιού είχε ξεχειλίσει από φουστάνια, κεντητά πουκάμισα και κάλτσες, που τα είχε ξεπετάξει η ραπτομηχανή μαζί με τ' ακάματα βελόνια της ίδιας και της μάνας της. Όταν στις αρχές Αυγούστου έφτασε επιτέλους η μέρα να ταξιδέψουν στα Γιάννινα και ν' αγοράσουν τα υπόλοιπα προικιά, η Ελένη μια και δε μιλούσε πια στον πατέρα της, γύρεψε από το γαμπρό της τον Αντρέα να πάει μαζί τους για να 'χουν κάποιο προστάτη και γιατί έτσι ήτανε το πρέπον. Η Όλγα, μεθυσμένη από τη συγκίνηση, δεν είχε πάει ποτέ σε μεγάλη πόλη. Ντύθηκε με περισσή φροντίδα για την εκδρομή φορώντας ένα θαλασσί φουστάνι Digitized by 10uk1s

με δύο μαύρα γαϊτάνια στον ποδόγυρο, κι από πάνω το παραδοσιακό μακρύ μαύρο σιγκούνι. Στο κεφάλι της είχε ένα μαύρο μαντίλι με κόκκινα και ρόδινα τριαντάφυλλα και κρατούσε στο χέρι τα καλά της παπούτσια. Πήγανε με το γάιδαρο ως τη Βροσίνα, όπου άρχιζε ο δρόμος, και βρήκαν ένα φορτηγατζή για να τους πάει την υπόλοιπη διαδρομή ως τα Γιάννινα. Η Όλγα δεν είχε ξανανέβει ποτέ σε αυτοκίνητο και ο όλο το ταξίδι ως τα Γιάννινα κρατούσε τα μάτια σφιχτά κλεισμένα. Καθώς πλησιάζανε την πόλη, η Ελένη της είπε να κοιτάξει. Πέρα από τα βελουδένια πράσινα χωράφια, διάστικτα με τροφαντά πρόβατα, υψώνονταν τα σπίτια και οι μιναρέδες των Ιωαννίνων και καταμεσής η λίμνη, λεία σαν καθρέφτης. Τραντάχτηκαν πάνω στα καλντερίμια, και η Όλγα θωρούσε με ορθάνοιχτο στόμα τα λελέκια μέσα στις φωλιές τους στις καμινάδες, τους γύφτους με τις αρκούδες και τις μαϊμούδες τους που χόρευαν, τις γριές που πουλούσανε λαχεία τ' αγοράκια που διαλαλούσαν τσίκλες. Η Ελένη άρπαξε γερά την Όλγα από το χέρι και την πέρασε από την οδό Αβέρωφ, μέσα από 'να κυκεώνα άλογα, μουλάρια, αμάξια και καροτσάκια, και μετά ανηφορίσανε την οδό Βενιζέλου, για το Χάνι του Βρόσγου, όπου συνήθως έμεναν οι Λιώτες στις εξορμήσεις τους στην πόλη. Όπως όλα τα κτίρια, ήταν σε τούρκικο ρυθμό με αυλή στο πίσω μέρος, ενώ στο δρόμο η πρόσοψη ήτανε τυφλή εκτός από τα καφασωτά παράθυρα του χαρεμιού, που προεξέχουνε στο δεύτερο πάτωμα και απ' όπου οι γυναίκες μπορούσαν δίχως να φαίνονται ν' αγναντεύουν την κίνηση κάτω. Ενώ ο Αντρέας κουβαλούσε τα πράματά τους στα δωμάτια, η Ελένη και η Όλγα καθίσανε στην τριγωνική αυλή του Γυαλί Καφενέ αντίκρυ. Ήταν κάμποσο πιο ψηλά από το πεζοδρόμιο, και πρόσφερε θαυμάσια θέα ν' αγναντεύεις τα πλήθη να περνοδιαβαίνουν και τα έξοχα νεοκλασικά κτίρια δεξιά κι αριστερά, με παραμυθένια σφυρήλατα μπαλκόνια, διακοσμητικές σπείρες και υδρορρόες. Καθώς παράγγελναν το φαγητό η Ελένη νοερά ανασκουμπωνόταν για την επικείμενη εκστρατεία των ψώνιων. Τα 300 δολάρια, δεμένα κόμπο σ' ένα μαντήλι, βάραιναν το στήθος της. Είχαν έρθει στα Γιάννινα για ν' αγοράσουνε το «γοίκο» —βελέντζες, κιλίμια, μαξιλάρια, στρώμα και καλύμματα— τα προικιά που θα στοιβάζονταν πάνω στο νυφικό σεντούκι, γιατί εκείνα που έμπαιναν μέσα στο σεντούκι —ρούχα για ένα χρόνο— είχανε κιόλας μαζευτεί. Άλλες χωριανές είχαν δώσει στην Ελένη τα ονόματα από βλάχες που ύφαιναν στα σπίτια τους τις τριχωτές, ζωηρόχρωμες βελέντζες. Ξεκινήσανε για τη γειτονιά των Βλάχων, μια μυστηριώδη, λιγόλογη νομαδική φυλή βοσκών, που μιλούσαν ακόμα λατινικά εκτός από τα ελληνικά. Οι Βλάχοι ήταν παροιμιώδεις κατεργαραίοι, αλλά ύφαιναν και τις καλύτερες βελέντζες. Η Όλγα είχε θαμπωθεί καθώς μέσα στο σπρωξίδι περνούσαν από τα μικροσκοπικά σαν τρύπες μαγαζιά με τους μαγαζάτορες να τις προσκαλούν να ψωνίσουν καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες έξω από την κάθε πόρτα. Όταν φτάσανε στη γειτονιά με τις υφάντρες, μαυροφορεμένες γερόντισσες και αγοράκια, τις καλούσαν από τα κατώφλια τους: «Περάστε, μόνο να κοιτάξετε! Οι πιο καλές βελέντζες στην Ήπειρο!». Σε κάθε σπίτι, στο δωμάτιο που το γέμιζε σχεδόν ο μεγάλος αργαλειός και οι πανύψηλες στοίβες από ποικιλόχρωμες βελέντζες, η Ελένη με γνώση έκρινε το βάρος τους, χάιδευε τη στοίβα, εξέταζε την ανάποδη για να βρει ελαττώματα και ρωτούσε για τις βαφές. Κάθε γυναίκα έλεγε μια τιμή — τόσες δραχμές η οκά— κι όταν η Ελένη και η Όλγα φεύγανε από το σπίτι, έτρεχε ξοπίσω τους, πρόθυμα να ρίξει την τιμή μερικές δραχμές την οκά. Ήταν όμως η πρώτη μέρα. Πολύ νωρίς για ν' αγοράσεις. Το δεύτερο πρωινό, μάνα και κόρη ξαναπήγανε στο σπίτι μιανής που οι βελέντζες της, είχε Digitized by 10uk1s

καταλήξει η Ελένη, ήτανε οι πιο μαστορικά υφασμένες. Αστραπιαία φτάσανε φλιτζάνια με καφέ. «Πιάσε τη στοίβα, κυρά», κελαηδούσε η Βλάχα. «Μοναχά ο ανθός του μαλλιού. Μήτε τρίχα από την κοιλιά ή από τα ποδάρια. Τα χρώματα θα λάμπουνε κι όταν ετούτη η ομορφούλα θα 'χει εγγόνια». Το τεφαρίκι της συλλογής ήταν μια νυφική βελέντζα —το κάλυμμα που σκεπάζει το σαμάρι του μουλαριού όταν κουβαλάει τα προικιά— υφασμένη με πολύχρωμα, περίτεχνα γεωμετρικά σχέδια «με ασημένια κλωστή». Η Όλγα ξετρελάθηκε, όμως η Ελένη κατάφερε να φανεί αδιάφορη. Αφού σηκώθηκαν δυο φορές να φύγουν και δυο φορές κυριολεκτικά τις σύρανε ξανά μέσα στο σπίτι, η Ελένη και η Βλάχα καταλήξανε σε μια συμβιβαστική τιμή που ήταν αρκετά καλή, ώστε να πεισθεί η καθεμιά πως είχε ξεγελάσει την άλλη. Έπρεπε ν' αγοραστούν κι αλλά πράματα: ένα φαρδύ ριγωτό στρώμα, ένα αστραφτερό λουλουδάτο πάπλωμα για τις χειμωνιάτικες νύχτες, Ένα ζευγάρι μαξιλάρια, και μερικά καλύμματα του κρεβατιού με γεωμετρικά σχέδια. Τη δεύτερη νύχτα τους στα Γιάννινα, η Όλγα και η Ελένη κοιμήθηκαν τον ύπνο του τροπαιούχου πολεμιστή. Προτού κανονίσουν με το φορτηγό να τους μεταφέρει τους θησαυρούς τους στη Βροσίνα, η Ελένη, η Όλγα και ο Αντρέας κάθισαν να φάνε για τελευταία φορά στο Γυαλί Καφενέ. Δεν είχανε τελειώσει ακόμα τις πέστροφες και τις καραβίδες, φρέσκες φρέσκες από τη λίμνη, όταν ακούστηκε χλαλοή. Από το τραπέζι τους είδαν πλήθος ανθρώπους ντυμένους χωριάτικα που κάτι περίμεναν μ' έξαψη. Μόλις δυο στρατιωτικά καμιόνια χωρίς κουκούλες κατηφόρισαν την οδό Βενιζέλου και σταμάτησαν, ο κόσμος ξέσπασε σε θρήνους και τσιριξιές. Στα καμιόνια ήταν παστωμένες κοπέλες, όχι μεγαλύτερες από την Όλγα, που έκλαιγαν και κείνες, τα πρόσωπά τους γδαρμένα, τα μαλλιά τους αχτένιστα κι ανάκατα και δίχως μαντίλια ακάλυπτα. Η Ελένη σηκώθηκε να δει τι συμβαίνει, αλλά η Όλγα νοιαζότανε πιο πολύ για το ψάρι, που τότε πρωτοδοκίμαζε στη ζωή της, κι έμεινε εκεί μαζί με τον Αντρέα. Ύστερα από λίγο η Ελένη γύρισε στο τραπέζι τους, το πρόσωπό της σκυθρωπό. «Είναι κορίτσια από τα χωριά του Πωγωνίου», είπε. «Πριν από δύο μήνες τις πήρανε δια της βίας οι αντάρτες και τις ντύσανε στρατιώτες για να πολεμήσουμε. Ετούτες έξω είναι κείνες που κατάφεραν να το σκάσουνε και να παραδοθούν στο στρατό». Κοίταξε την Όλγα. Όπως και η θυγατέρα της, οι ανταρτίνες ήτανε παιδιά, αλλά είχανε μάτια σαν γριές «Έπρεπε να δείτε πώς κλαίγανε οι γονιοί τους μόλις τις είδανε», είπε. «Χειρότερα ήτανε οι γονείς που οι θυγατέρες τους δε γύρισαν». Η Όλγα ελάχιστα νοιάστηκε για την τύχη που είχαν οι απρόθυμες στρατιωτίνες, παρατήρησε μόνο έκθαμβη πως μερικές τους φορούσανε χακί παντελόνια και τούτο τη σκανδάλιζε πιο πολύ από το γεγονός πως τις είχανε αρπάξει από τα χωριά τους. Η Όλγα τα 'χε χαμένα εν όψει της θριαμβευτικής επιστροφής της στο Λια με τα νέα προικιά, όμως η Ελένη δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τα πρόσωπα των κοριτσιών. Η θλιβερή αντάμωση με τους γονιούς τους ήταν απόδειξη πως ο Μηνάς Στράτης είχε δίκιο στις προβλέψεις του. Και μάλιστα δεν της είχε πει καν πως οι αντάρτες επιστρατεύανε κορίτσια. Κι αν επιχειρούσαν να πάρουν τις δικές της κόρες; Ο Χρήστος όμως είχε δώσει αυστηρές εντολές να μην εγκαταλείψουν το σπίτι. Στην καρότσα του φορτηγού σ' όλο το δρόμο ως τη Βροσίνα, όπου είχανε αφήσει το γάιδαρο, η Ελένη έφερνε βόλτα στο μυαλό της ετούτη την καινούρια απειλή. Για την Όλγα, τα επακόλουθα του ταξιδιού στα Γιάννινα ήταν σαν μια ατελεύτητη ονομαστική γιορτή. Κάθε Λιώτισσα πεταγότανε να εξετάσει τα καινούρια προικιά στοιβαγμένα πάνω στο σεντούκι, να ψηλαφίσει το γοίκο με τις βελέντζες, ν' ανακράξει μπρος στην ψιλοδουλειά τους, να ρουφήξει ρακοπότηρα με ούζο ή καφέ και να δώσει τις πιο θερμές ευχές για τα μελλοντικά αρραβωνιάσματα.

Digitized by 10uk1s

Ήρθε και η Σταυρούλα Γιάκου και οι Γκατζογιαννάτισσες την περιποιήθηκαν ιδιαιτέρως, γιατί πριν από λίγους μήνες είχε γεννηθεί πεθαμένο το αγοράκι της. Η Σταυρούλα δεν περπατούσε πια με την ίδια ανέμελη χάρη, και κάτω από τα μάτια της είχε μαύρους κύκλους. Όπως όλες οι άλλες, ανέκραξε μπρος στα υπέροχα προικιά και είπε τη συνηθισμένη ευχή: «Καλοστέριωτος ο γάμος», αλλά ενώ μιλούσε, η Όλγα αθέλητα ανατρίχιασε. Η Σταυρούλα την κοιτούσε όπως βλέπει το καναρίνι από το κλουβί του ένα χελιδόνι που πετάει. Στα κατοπινά χρόνια, κάθε φορά που η Όλγα αναλογιζόταν τα προικιά της, αναστέναζε κι έλεγε: «Μοναχά τρεις μήνες τα χάρηκα». Γιατί στα τέλη Νοεμβρίου η φουσκονεριά του πολέμου ξανάφερε τους αντάρτες στο Λια, και οι πανηγυρισμοί των συνηθισμένων συμβάντων της ζωής τέλειωσαν για πάντα. Ενώ η Όλγα αγόραζε τα προικιά της στα Γιάννινα, ο Δ.Σ.Ε. του Μάρκου Βαφειάδη συγκέντρωνε τις δυνάμεις του στα Ζαγοροχώρια βορείως των Ιωαννίνων. Ύστερα από μιαν αποτυχημένη επίθεση στα τέλη Οκτωβρίου στο Μέτσοβο, που ήταν και η πύλη για το μοναδικό δρόμο πάνω από τα βουνά της Πίνδου, οι αντάρτες αποσύρθηκαν στα καταφύγιά τους στον ορεινό όγκο της Πίνδου. Φαινόταν το πιθανότερο πως οι μαχητές του Αρχηγείου Ηπείρου του Δ.Σ.Ε. θα ξεχειμώνιαζαν στην Πίνδο, διενεργώντας περιστασιακές επιδρομές στο νότο και στ' ανατολικά. Ωστόσο, στα τέλη Νοεμβρίου, έξι τάγματα, καλυπτόμενα από την πυκνή ομίχλη, εγκαταλείψανε απροσδόκητα την οροσειρά της Πίνδου και κινήθηκαν προς τα δυτικά με αντικειμενικό σκοπό να διχοτομήσουν την Ήπειρο κατά τον άξονα ανατολής — δύσεως. Αυτό το σώμα των 1.500 ανταρτών σκόπευε να εγκατασταθεί στην απόκρημνη οροσειρά της Μουργκάνας κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων, όπου βρισκόταν και το Λια. Θα μπορούσαν να κρατήσουν εύκολα με μικρές δυνάμεις αυτό το φυσικό κάστρο και θα είχαν πρόσβαση στην Αλβανία, για ν' ανεφοδιάζονται και να διακομίζουν εκεί τους τραυματίες τους. Από τη Μουργκάνα οι αντάρτες ελπίζανε να εξαπλωθούν προς νότον στην Ήπειρο, να καταλάβουν κάποια σημαντική κωμόπολη και να εγκαταστήσουν προσωρινή κυβέρνηση ως πρώτο βήμα για ν' ανακτήσουν τον έλεγχο της Ελλάδας. Στις 27 Νοεμβρίου 1947, οι έξι χωροφύλακες που στάθμευαν στο Λια ειδοποιήθηκαν από τη διοίκησή τους στους Φιλιάτες, ότι οι αντάρτικες δυνάμεις πλησίαζαν. Διατάχθηκαν να πάρουν όσα από τα όπλα και τα σημαντικά έγγραφα μπορούσαν να μεταφέρουν, να κρύψουν τα υπόλοιπα και ν' αποσυρθούν αμέσως στους Φιλιάτες. Οι χωροφύλακες κινήθηκαν γοργά — είχαν ακούσει για τ' ακρωτηριασμένα πτώματα συναδέλφων τους σε αλλά χωριά που είχαν καταληφθεί. Ενώ δύο απ' αυτούς έσκαβαν ένα λάκκο σε μιαν άκρη στο χωράφι πίσω από τον αστυνομικό σταθμό, καλυμμένοι από 'να φράχτη κι ένα υπόστεγο, οι υπόλοιποι έτρεξαν και ειδοποίησαν τους λίγους Μάυδες του χωριού — Μ.Α.Υ. ήταν οι Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου και τις απαρτίζανε χωριάτες που συμπαραστέκονταν στις δυνάμεις της τάξεως. Στο Λια δεν υπήρχαν πολλοί δεξιοί πρόθυμοι να συνεργαστούν με τη χωροφυλακή για να χτυπήσουν τους αντάρτες· ένας από αυτούς ήταν ο Αντρέας Κύρκος. Εκείνη την Πέμπτη, οι χωροφύλακες τον ξύπνησαν από το μεσημεριάτικο ύπνο, λέγοντάς του να πάει να τους βοηθήσει ν' αμπαλάρουν το αρχείο της αστυνομίας και κατόπιν να φύγει στους Φιλιάτες προτού τον πιάσουνε και τον εκτελέσουνε. Καθώς οι δύο χωροφύλακες έθαβαν βιαστικά ένα κιβώτιο με όπλα πίσω από τον αστυνομικό σταθμό ανασήκωσαν το βλέμμα και είδαν το ισχνό, λιοκαμένο σαρδόνιο μούτρο του δεκαεφτάχρονου Αντρέα Μιχόπουλου, να σκύβει πάνω τους από το μαντρότοιχο που χώριζε τον αστυνομικό σταθμό από το σπίτι όπου είχαν εγκατασταθεί οι Εγγλέζοι κομάντος. Ο Αντρέας Μιχόπουλος ήτανε ο πιο σκάρτος από τα παλικάρια του Λια, αυτόν πάντα υποπτεύονταν όποτε κάποια βερικοκιά βρισκόταν μαδημένη ή κάνα κοπάδι το 'βαζε στα πόδια πανικόβλητο από καλοζυγιασμένη πετριά. «Είναι διάβολος!» έλεγε συχνά η μάνα του Αντρέα και σταυροκοπιόταν. Digitized by 10uk1s

«Μπορεί να σπάσεις το σκουπόξυλο βαρώντας τον μια μέρα ολόκληρη και την άλλη σου σκαρώνει χειρότερα». Οι χωροφύλακες δε χαρήκανε όταν διαπίστωσαν πως ο Αντρέας τους παρακολουθούσε να θάβουνε τα όπλα. Ο νεαρός ταραξίας ήταν ικανός από σκέτη κακία ν' αποκαλύψει τον κρυψώνα στους αντάρτες. «Καλύτερα να 'ρθεις μαζί μου στο Φιλιάτι, Αντρέα!» φώναξε ο νωματάρχης, γνέφοντας στο νεαρό να κατεβεί από τη μάντρα. «Έ-χεις την ηλικία ίσα ίσα για να σε στρατολογήσουν οι αντάρτες μόλις πέσει το μάτι τους πάνω σου». «Θα το ριψοκινδυνέψω», απάντησε ο Αντρέας αδιάφορα. «Καλύτερα έλα μαζί μας», επανέλαβε πιο επιτακτικά ο χωροφύλακας. «Αλλιώτικα θ' αναφέρουμε στο Φιλιάτι πως ήθελες να μείνεις εδώ για να βοηθήσεις τους αντάρτες». Ο Αντρέας δεν είχε καμιά όρεξη να πάει στη φυλακή, έτσι ανασήκωσε τους ώμους, και με ολοφάνερη απροθυμία, ξεκίνησε μαζί με τους χωροφύλακες για τα δυτικά. Οι κινήσεις στον αστυνομικό σταθμό είχανε διαδοθεί σ' όλο το χωριό, που ήταν ηλεκτρισμένο με την είδηση πως οι αντάρτες ουσιαστικά είχανε φτάσει. Μερικοί Λιώτες ήταν κατευχαριστημένοι που ξανάρχονταν, αλλά πολλοί παλιοί Ελασίτες είχαν ξεσηκωθεί να φύγουν μαζί με τους τρομοκρατημένους δεξιούς, γιατί δεν ήθελαν να τους στρατολογήσουν. Στην πλατεία του χωριού, ο Σπύρος Μιχόπουλος, ο αχαμνός, χλομός μπεκιάρης που είχε το καφενείο, ξαφνιάστηκε βλέποντας τον ανυπόταχτο ανιψιό του Αντρέα, που συμμεριζόταν το δικό του θαυμασμό για τους αντάρτες, να φεύγει από το χωριό μαζί με τους χωροφύλακες. Ο Σπύρος έτρεξε να ρωτήσει και κατάλαβε πως ο Αντρέας δεν έφευγε ολότελα με τη θέλησή του. «Πρέπει να 'ρθεις και συ, Σπύρο», είπε ο νωματάρχης στον καφετζή. «Οι αντάρτες στρατολογούν ότι να 'ναι, φτάνει να σαλεύει». Ο Σπύρος χαμογέλασε πλατιά. «Δεν είναι δα τόσο σκληρόκαρδοι να με πάρουνε», είπε χωρατεύοντας για την παραλίγο θανάσιμη πάλη του με τη φυματίωση, που τον είχε αφήσει σχεδόν ανάπηρο. «Κι έπειτα, δεν τολμώ ν' αφήσω το μαγαζί. Είναι γεμάτο πράμα, και θα το ξεπαστρέψουν αν δεν είμαι εδώ να παρακολουθώ τι γίνεται. Σε λίγες μέρες εξάπαντος θα φύγουνε».

Όταν η Τάσαινα Μπαρτζώκη μπήκε στο σπίτι τρέχοντας με τα νέα πως ζυγώνουν οι αντάρτες, η Ελένη σκέφτηκε αμέσως τις κλαμένες ανταρτίνες που είχε δει στα Γιάννινα. Η ίδια δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς· ο άντρας της την είχε προστάξει να μην εγκαταλείψει το σπίτι ό,τι και να συμβεί, ωστόσο πυρετικά αναρωτιόταν αν υπήρχε κάποιος τρόπος να σώσει τα παιδιά. Ήξερε πως θα μπορούσαν να πάρουνε δια της βίας την Όλγα, που ήταν δεκαεννιά χρονών και την Κάντα, που ήταν δεκαπέντε. Από ένστικτο κατηφόρισε τη βουνοπλαγιά για το σπίτι του πατέρα της. Ήτανε τόσο συνηθισμένη να στρέφεται σε κάποιον άντρα για να την ορμηνέψει πάνω σε μια κρίση, που τώρα, μέσα στο φόβο της, είχε λησμονήσει τα τελευταία πικρά λόγια που είχανε αλλάξει. Όταν η Ελένη έφτασε στο πατρικό της σπίτι, βρήκε τη Μεγάλη ολομόναχη, κουκουβισμένη σε μια γωνιά, ν' ανασκιρτάει στον παραμικρό θόρυβο. «Έφυγε, Ελένη», κλαψούρισε. «Έφυγε με το Φώτο Γκατζογιάννη και μ' άλλους πολλούς για το Φιλιάτι. Μου 'πε να μείνω εδώ, πως οι αντάρτες δεν πειράζουνε γυναίκες, μα εγώ φοβάμαι!» Digitized by 10uk1s

Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως ο πατέρας της είχε φύγει χωρίς να την αποχαιρετήσει, παρ' όλο που ο Χρήστος του 'χε αναθέσει να διαφεντεύει αυτός τη φαμελιά της. Ο Κίτσος της είχε γυρίσει επιδειχτικά την πλάτη, όπως τον είχε φοβερίσει πως θα του κάνει εκείνη. Την είχε παρατήσει αβοήθητη και τα παιδιά της στον κίνδυνο. Η Ελένη ένιωσε πως βρισκόταν σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο· ένα δωμάτιο με πολλές πόρτες, και πίσω από την κάθε πόρτα ήταν μια χαραμάδα φως. Ο πατέρας της της είχε κλείσει μια πόρτα κατάμουτρα, αλλά, σκέφτηκε γοργά, υπήρχε ακόμα ο γαμπρός της ο Αντρέας. Έτρεξε κατά το σπίτι του και τον βρήκε έξω από τον αστυνομικό σταθμό να φορτώνει ένα μουλάρι με κιβώτια γεμάτα έγγραφα. «Πάρε μαζί σου φεύγοντας την Όλγα και την Κάντα», τον παρακάλεσε. «Φοβάμαι τι θα τις κάνουν οι αντάρτες!» Σταμάτησε. «Θέλω να πάρεις και το Νικόλα», πρόσθεσε. «Δε θα 'ναι ασφαλισμένος εδώ αν αρχίσουν να πολεμάνε. Θα κρατήσω τη Γλυκερία και τη Φωτεινή κι έτσι δε θα πούνε πως έδιωξα τα παιδιά μου.» Ο Αντρέας την κοίταξε φοβισμένος, ύστερα ξανάπιασε να δένει τσουβάλια γεμάτα μ' έγγραφα της αστυνομίας στη ράχη του μουλαριού. «Ή όλους θα σας πάρω ή κανένα!» είπε. «Δεν είναι καλό να 'χεις τη μισή φαμελιά κάτω εκεί στο Φιλιάτι, ν' ανησυχεί για σένα και για τους υπόλοιπους 'δω πάνω.» «Μα ο Χρήστος μου 'πε να μην εγκαταλείψω το σπίτι!» φώναξε η Ελένη. «Αν φύγουμε όλοι, θα το κάψουν, ενώ δε θα πειράξουν μια γυναίκα και δυο κοριτσάκια!» Ο Αντρέας κατένεψε ανακουφισμένος που 'βρισκε μια δικαιολογία να μη φορτωθεί τα παιδιά. «Έχεις δίκιο. Κράτα όλα τα παιδιά κλεισμένα μέσα όσο θα 'ναι εδώ και δε θα σ' ενοχλήσουν. Μ' αν δε φύγω τώρα, πάω χαμένος». Βάρεσε το μουλάρι στα καπούλια, κι έτσι που η Ελένη παρακολουθούσε τον κουνιάδο της να χάνεται από την πλατεία, έκλεισε κι η δεύτερη πόρτα. Έκοψε δρόμο από τη βουνοπλαγιά κατά το Περιβόλι. Ανηφορίζοντας έπεσε πάνω στον Τάσο Μπαρτζώκη, που μόλις γυρνούσε από ταξίδι στα Γιάννινα. Μαθαίνοντας πως οι αντάρτες ήταν σχεδόν από πάνω τους, έτρεχε στο σπίτι του να πάρει δυο αλλαξιές ρούχα και ν' ακολουθήσει την έξοδο των χωριανών για τους Φιλιάτες. Ο Τάσος, όπως και η Ελένη, ήξερε ότι είχανε στρατολογηθεί δια της βίας κοπέλες σε αλλά χωριά. Φοβόταν πως η κουνιάδα του η Ράνω ήταν υποψήφιο θύμα, όπως κι οι φιλενάδες της, οι δυο μεγαλύτερες θυγατέρες της Ελένης Γκατζογιάννη. «Ετοίμασε την Όλγα και την Κάντα», είπε ο Τάσος μόλις την είδε στο μονοπάτι. «Φεύγω τώρα αμέσως και θα πάρω τη Ράνω και τα δυο κορίτσια σου». Μια πόρτα άνοιξε αναπάντεχα και πλημμύρισε με φως την Ελένη. Όταν είχαν έρθει οι Γερμανοί, ο Τάσος και η φαμελιά του τη φρόντιζαν. Τους είχε φέρει γλυκά από την Αλβανία μέσα στη χειρότερη πείνα, και τώρα γι' άλλη μια φορά της πρόσφερε τη σωτηρία. « Αυτό δε μου το 'πε μήτε ο ίδιος ο πατέρας μου», του πέταξε συγκινημένη. «Πήγαινε στο σπίτι και πάρ' τες», είπε ο Τάσος βιαστικός. «Πάω στο σπίτι να πάρω τη Ράνω, και θα σ' ανταμώσω εδώ». Η Ελένη έτρεξε, αλλά όσο σίμωνε στο σπίτι, τόσο θυμόταν τι είχε γράψει ο Χρήστος: «Δεν έχεις καμιά δουλειά να πας πουθενά... εσύ θα μείνεις στο σπίτι σου με τα παιδιά σου». Σιγάνεψε το βήμα και τώρα βάδιζε. Τι θα 'λεγε ο Χρήστος, για να μην πούμε όλοι οι χωριανοί, τι θα 'λεγαν όταν μάθαιναν πως είχε διώξει τις μεγάλες με κάποιον που δεν ήταν συγγενής; Η Όλγα και η Κάντα δεν έπρεπε μήτε να μιλάνε στον Τάσο, όχι να ταξιδέψουνε όλη τη νύχτα μόνες μαζί του. Φτάνοντας στο σπίτι, η Ελένη ήξερε πως δεν μπορούσε να τις στείλει, ασχέτως πόσο καλός φίλος Digitized by 10uk1s

ήτανε ο Τάσος. Τράβηξε για το σπίτι του Μπαρτζώκη, όπου βρήκε τον Τάσο να ρίχνει σ' ένα τσουβάλι πράγματα. «Θα σου το χρωστάω πάντα που προσφέρθηκες να πάρεις τα κορίτσια, Τάσο», είπε, «όμως αποφάσισα να μην τα διώξω. Θα τα κρύψω κάπου εδώ γύρω ώσπου να φύγουν οι αντάρτες». Ακούγοντάς το αυτό και η Ράνω αποφάσισε να μείνει. Η Όλγα Γκατζογιάννη ήταν η πιο καλή φιλενάδα της· μπορούσαν να κρυφτούνε μαζί, είπε. Εξάλλου, δεν ήθελε ν' αφήσει την αδερφή της μόνη, γιατί ήτανε ξανά γκαστρωμένη. Ο Τάσος δεν έχασε καιρό αντιλέγοντας στην απόφασή τους. Κίνησε παρευθύς, σχεδόν τρέχοντας για να προφτάσει τους χωριανούς που είχανε φύγει πρωτύτερα. Η Ελένη είχε κλείσει την τρίτη πόρτα η ίδια από φόβο για το τι θα 'λεγε ο κόσμος.

Είχανε περάσει κοντά δυο ώρες αφότου ακούστηκε πως έρχονται οι αντάρτες, και στο διάστημα αυτό όλοι, εξόν από μια χούφτα χωριανούς, πολύ γέροι οι περισσότεροι για να τους στρατολογήσουν, είχαν εγκαταλείψει το χωριό. Η Ελένη γύρισε στο σπίτι της και κάθισε στη βεραντούλα στο πάνω πάνω σκαλί. Στην αυλή, ο Νικόλας και η Φωτεινή έπαιζαν με τα χαλίκια, ενώ η Κάντα και η Γλυκερία καυγαδίζανε για τις δουλειές του σπιτιού. Η Όλγα καθόταν στη σκιά, παστρεύοντας αμπελοφάσουλα και σιγομουρμουρίζοντας ένα τραγουδάκι όπως δούλευε. Κανένα από τα παιδιά δε φαινόταν ν' ανησυχεί που πλησίαζαν οι αντάρτες, όμως η Ελένη δεν μπορούσε ν' αποδιώξει μια πλάκωση τρόμου. Το μυαλό της αναζητούσε τρόπο να διώξει τα παιδιά προτού είναι πολύ αργά. Ξάφνου σκέφτηκε μια τελευταία δυνατότητα: ο γανωτζής Αντώνης Παρούσης, που έμενε στο Μπαμπούρι, ήτανε πρώτος ξάδερφος του Χρήστου. Η γυναίκα του η Αντώνοβα είχε παρακαλέσει την Ελένη να δεχτεί στο σπίτι και να κρύψει τους δύο Ελασίτες. Τώρα της χρωστούσανε μια χάρη, και ήταν συγγενείς. Η Ελένη ήξερε πως και οι δύο, το αντρόγυνο, ήταν με τον ΕΛΑΣ, αλλά ο Αντώνης, φιλάσθενος, φοβισμένος άνθρωπος, δεν είχε καμιά όρεξη να τον στρατολογήσουν οι αντάρτες. Πιθανώς θα 'φευγε κι αυτός όπως οι χωριανοί του Λια. «Γρήγορα παράτα τ' αμπελοφάσουλα και ρίξε μερικά ρούχα σ' ένα σακί!» φώναξε η Ελένη στην Όλγα. «Θα πας με την Κάντα και με το Νικόλα στο Μπαμπούρι στο θειο σου τον Αντώνη Παρούση. Πες του πως θέλω να πάτε μαζί του στο Φιλιάτι, ώσπου να φύγουν οι αντάρτες. Γρήγορα μωρή! Μη χαζολογάς, και χαθήκαμε!» Η Ελένη είχε τέτοια φούρια να ξεκινήσουνε για το Μπαμπούρι, ώστε μόνον όταν έφτασαν πέρα χαμηλά στο δρόμο, και τα σουλούπια τους μίκραιναν ωσότου έγιναν σημαδάκια ανάμεσα στα λιόπρινα και τα πουρνάρια, ένιωσε τον τρομερό πανικό του χαμού. Ο Νικόλας έφευγε κρατώντας στο να χέρι τα παπούτσια του, με τ άλλο έσφιγγε το χέρι της Όλγας, και κάθε τόσο γυρνούσε πίσω να κοιτάξει τη μάνα του. Δεν πρόλαβε καλά καλά η Ελένη να γυρίσει στα δυο μικρότερα κορίτσια, όταν άκουσε να της βροντάει την αυλόθυρα η Τάσαινα Μπαρτζώκη, φωνάζοντας πως οι αντάρτες είχανε φτάσει κιόλας στο Περιβόλι. Είχανε ροβολήσει το βουνό από το βορρά. Είπε πως τρεις αντάρτες, η εμπροσθοφυλακή, βρίσκονταν στο μύλο του Γιώργη Μήτρου, και πως οι γειτόνισσες πήγαιναν να τους προϋπαντήσουν. «Πρέπει να τους καλοδεχτούμε, για να τους καλοπιάσουμε», ξεφύσηξε λαχανιασμένη η Τάσαινα, με το 'να χέρι στη φουσκωμένη κοιλιά της. «Έπιασε το κόλπο στο Μπαμπούρι όταν ήρθανε οι Γερμανοί. Μπορεί κι εμάς να μας σώσει.» Η Ελένη πήρε μια πλόσκα τσίπουρο από την αποθηκούλα κι ένα σακούλι με ακαθάριστα καρύδια. Digitized by 10uk1s

Είπε στη Γλυκερία να 'χει τα μάτια της τέσσερα στη Φωτεινή και να μην ανοίξει την πόρτα ο κόσμος να χαλάσει. Μαζί με την Τάσαινα ανηφόρισαν μερικές κατοσταριές μέτρα ως πέρα από το νεροτρουβιό, εκεί όπου οι τρεις γενειοφόροι ξένοι με τις τριμμένες στολές κάθονταν ακουμπώντας τις πλάτες στον τοίχο του μύλου, και κάπνιζαν τσιγάρα ενώ πλήθος οι γειτόνισσες τους παρακολουθούσαν. Η Ελένη τους πρόσφερε τα καρύδια και το τσίπουρο, όμως ο ένας απ' αυτούς αρνήθηκε, λέγοντας: «Τώρα που είμαστε εδώ, θα 'χουμε όλο τον καιρό να φάμε, να πιούμε και να μάθουμε για όλες σας. Πρώτα όμως θέλω μερικές απαντήσεις.» Έβγαλε ένα μολύβι κι ένα σημειωματάριο. «Υπάρχουν στο χωριό χωροφύλακες;» «Όχι, ακούσαμε πως φύγανε», είπε κάποια. «Πόσοι άντρες είναι στο χωριό»; ρώτησε ο αντάρτης. «Λίγοι, δεν ξέρουμε ακριβώς», είπε η Τάσαινα. «Το ξέρετε πως οι Λιώτες τριγυρνάνε οληνώρα στους δρόμους για να δουλέψουνε, ποτέ δε βρίσκονται πολλοί εδώ». Ο αντάρτης έγραψε για λίγο στο μπλοκάκι του, ύστερα ανασήκωσε το βλέμμα. «Θέλω μια από σας να πάει αυτό το γράμμα στο συναγωνιστή Σκεύη, που χει στρατοπεδεύσει στο χωράφι πίσω από το ξωκλήσι.» Όλες οι γυναίκες κοιτάξανε την Ελένη, αλλά καμιά δεν είπε τίποτα. Ο αντάρτης ακολούθησε τα μάτια τους. «Πάρτο εσύ», είπε, απλώνοντάς της το γράμμα. «Άφησα στο σπίτι μικρά παιδιά μόνα!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Η Όλγα είναι κει και τα προσέχει, ε;» είπε η Αναστασία Γιάκου. Η Ελένη δίστασε. Δεν μπορούσε ν' αποκαλύψει πως είχε διώξει την Όλγα και την Κάντα. Κοίταξε τριγύρω τα πρόσωπά τους, όλα γνώριμα όσο και το δικό της. Στα μάτια τους ήτανε μια παγωνιά, που ποτέ δεν την είχε προσέξει πρωτύτερα: καμιά δεν ήθελε να κάνει το επικίνδυνο ταξίδι για να βρει τους αντάρτες, κι όλες από συμφώνου είχανε στραφεί σε κείνη. «Φοβάμαι να πάω μοναχή!» φώναξε η Ελένη. «Ας έρθει τουλάχιστον μαζί μου κάποια». Κοιτούσε το ένα μετά το άλλο τα σκληρά πρόσωπα, ύστερα γύρισε στο μόνο απ' όλα που φάνηκε να δείχνει κάποιο ίχνος συμπάθειας —στη μακρινή της συγγένισσα την Τσάβαινα Μάκου. «Έλα μαζί μου, ζόνια», παρακάλεσε η Ελένη, χρησιμοποιώντας μια λέξη του χωριού που σημαίνει «συγγένισσα». Η Τσάβαινα κατένεψε και στάθηκε δίπλα της. Ο αντάρτης τους είπε πως το τάγμα του, που το διοικούσε ο Σπύρος Σκεύης, είχε στρατοπεδεύσει ψηλά στο βουνό στα βόρεια «πίσω από το εκκλησάκι στην άλλη πλευρά». Η Ελένη φαντάστηκε πως εννοούσε πίσω από το ξωκλήσι του Άη Νικόλα, αλλά όταν σκαρφάλωσαν ως εκεί με την Τσάβαινα, δε βρήκαν ίχνος στρατού. Θα εννοούσε ίσως άλλο ξωκλήσι. Βαδίζανε στ' ανατολικά πάνω στην κορυφογραμμή της οροσειράς, αναζητώντας απεγνωσμένα τους αντάρτες, τα μούσκουλα στα πόδια τους είχανε πιαστεί κι η ανάσα τους έβγαινε γοργή στην ανάρια ατμόσφαιρα. Είχανε περάσει δυο ώρες αφότου ξεκίνησαν, όταν η Ελένη και η Τσάβαινα είδανε καπνό από τις φωτιές ενός μεγάλου καταυλισμού στα ριζά ενός λόφου που λεγόταν Τσεροβέτσι.

Digitized by 10uk1s

Όταν φτάσανε στο στρατόπεδο, όπου αρμαθιές από σουλούπια σαν φαντάσματα κάθονταν ανακλαδισμένα γύρω από τις φωτιές, η Ελένη θωρούσε με κατάπληξη αυτούς τους εκατοντάδες άντρες να 'χουνε ζαρώσει πλάι πλάι κάτω από κουρελιασμένες κουβέρτες τουρτουρίζοντας στην παγωνιά του Νοέμβρη. Την τελευταία φορά που είχε δει Ελασίτες στο Λια φορούσαν καθαρές γκρίζες στολές και κρατούσαν καινούρια όπλα που τα 'χανε πάρει από τους Ιταλούς. Τώρα όλοι ήτανε κουρελιάρηδες, τα γένια τους ανάκατα, μερικοί ξυπόλυτοι, και άλλοι φορούσανε ποδήματα δεμένα με σπάγκους. Κάθονταν σαν τα λιθάρια, παρακολουθώντας τις γυναίκες με μάτια τρομερά. Κανένας δε σηκώθηκε να τις προϋπαντήσει. Κάποιοι αναδέψανε κι η Ελένη άκουσε να παίζουν παλαμάκια, όπως όταν καλείς το γκαρσόνι στο εστιατόριο. Γύρισε κατά κει και είδε ένα κοκαλιάρη, γενειοφόρο, ξανθομάλλη με βαριά χλαίνη. Από τα μάτια του αναγνώρισε το Σπύρο Σκεύη, ολότελα μεταμορφωμένο από την εποχή που έκανε παρέα με τους άλλους δασκάλους στην πλατεία. Τώρα ήτανε, αν γίνεται, ακόμα πιο αχαμνός, και η παγερή φλόγα στα μάτια του ήταν το μόνο που ζωντάνευε το πρόσωπό του. Οι άντρες ολόγυρά της έμοιαζαν σαν δαιμονισμένοι, είπε αργότερα η Ελένη, όπως οι χοίροι, που μέσα τους έβαλε ο Χριστός τα δαιμόνια. Ο Σπύρος της έγνεψε να τον πλησιάσει, και του 'δωσε το σημείωμα. «Καλωσόρισες στη Μουργκάνα, συναγωνιστή Σπύρο», του είπε ζορίζοντας τη φωνή της να μην τρέμει. «Όλοι στο Λια σε περιμένουν». Εκείνος δεν είπε τίποτα, αλλά ξεδίπλωσε το χαρτί που του χε δώσει. Σιγά σιγά ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του δίχως να φτάσει στα μάτια του. Σηκώθηκε και φώναξε στους άντρες που τουρτουρίζανε γύρω του: «Εμπρός, παιδιά, μαζέψτε τα! σαμαρώστε τα ζώα! Προχωρούμε!». Σταμάτησε κι έβαλε χωνί τα χέρια στο στόμα του, ύστερα φώναξε ακόμα πιο δυνατά: «Απόψε θα 'μαστε στο χωριό μου, και θα το ξεζουμίσουμε!». Με βλαστήμιες, γέλια και βογκητά, οι αντάρτες σηκώθηκαν από το παγωμένο έδαφος κι άρχισαν να σαμαρώνουν τα λιγοστά κοκαλιάρικα μουλάρια και άλογα. Η Ελένη παρακολουθούσε, δίχως να τολμάει να ρωτήσει την Τσάβαινα τι εννοούσε ο Σπύρος. Ο αντάρτικος στρατός ακολούθησε τις γυναίκες ως το Λια, κι όταν φτάσανε στην κορυφή του Προφήτη Ηλία, ο Σπύρος οδήγησε τους άντρες κατά το κέντρο του χωριού, ενώ η Ελένη και η Τσάβαινα συνέχισαν για τα σπίτια τους στο Περιβόλι. Η Ελένη μπήκε στην αυλόθυρά της κουτσαίνοντας από την εξάντληση. Φώναξε έξω από την πόρτα και όταν της άνοιξαν απόμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο αντικρίζοντας την Όλγα. Πίσω από την Όλγα, ο Νικόλας και η Κάντα έπαιζαν αμέριμνα με τα δυο άλλα κορίτσια. Σ' όλο το δρόμο του γυρισμού, η Ελένη παρηγοριόταν πως αυτά τουλάχιστον θα γλιτώνανε τη μοίρα που είχε δει φευγαλέα στα μάτια του Σπύρου Σκεύη, και να τα τώρα βρίσκονταν εδώ, πιασμένα στο δόκανο μαζί της. «Γιατί γυρίσατε;» φώναξε της Όλγας. «Δε βρήκατε τον Αντώνη;» Η Όλγα ήτανε κουρασμένη και τσαντισμένη ύστερα από τόσο άκαρπο περπάτημα. «Πήγαμε στο σπίτι του Παρούση, και είχε φύγει κιόλας», είπε. «Η Αντώνοβα είπε πως αν τρέχαμε μπορεί να τον προφταίναμε, αλλά σκοτείνιαζε πια και φοβήθηκα πως δε θα τον εύρισκα. Η Αντώνοβα είπε πως οι αντάρτες δε θα μας πειράξουνε. Είναι στο πλευρό μας, είπε. Κι έτσι γύρισα». Η Ελένη ήτανε αφανισμένη από την απελπισία και την κούραση. «Έπρεπε να προχωρήσεις μονάχη», μουρμούρισε. Είχε όμως πάρει στην αγκαλιά της το Νικόλα και δεν τον άφηνε να ξεκολλήσει.

Digitized by 10uk1s

Έτσι που καθότανε, παρακολουθώντας τη φωτιά να σβήνει, με το μάγουλο ακουμπισμένο στα μαλλιά του παιδιού, η Ελένη ένιωσε αναγούλα από το θυμό. Ο πατέρας της τους είχε παρατήσει όλους δίχως λέξη, έσωσε τον εαυτό του και παράτησε γυναίκα, θυγατέρα κι εγγόνια απροστάτευτα. Ο Αντρέας, ο γαμπρός της, δεν ήθελε την ευθύνη να φροντίζει τα παιδιά. Η ίδια είχε βλακωδώς απορρίψει την προσφορά του Τάσου Μπαρζώκη να τη βοηθήσει, επειδή ασυνείδητα λογάριασε πως θα κρατήσει την υπόληψή της. Οι θυγατέρες της θα είχαν εκτεθεί αν φεύγανε από το χωριό με τον Τάσο, όμως εδώ μπορούσε να τους λάχουν πολύ χειρότερα πράματα. Κι ασυνείδητα αυτή η ίδια είχε αποκλείσει κάθε σκέψη να πάρει όλη τη φαμελιά της και να φύγει επειδή ο Χρήστος την είχε προστάξει να μείνει και να διαφεντέψει το σπίτι. Της είχε γράψει πως οι αντάρτες «Έλληνες είναι, μερικοί συχωριανοί... πολεμάνε για το δίκιο τους... γιατί να μου πειράξουν τη φαμελιά;». Εκείνος όμως δεν είχε δει ποτέ τα μάτια τους όπως τα είδε σήμερα η Ελένη. Έλειπε δέκα χρόνια και ζούσε οχτώ χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, κι ωστόσο, σαν αρχιεπίσκοπος της έστελνε πανταχούσες για κείνα που έπρεπε να κάνει αυτή. Πάντοτε του 'χε δείξει την υπακοή που οφείλει μια σύζυγος, όμως αναρωτιόταν, αφού το ζήτημα ήταν η σωτηρία των παιδιών της, μήπως θα 'πρεπε να 'χει αψηφήσει και ‘κείνον και τις πανταχούσες για την υπόληψη στο χωριό, που ανέκαθεν κουμάνταραν τη ζωή της.

Όταν σκοτείνιασε ολότελα ήρθανε η Τάσαινα και η Ράνω. Ακούστηκε άλλο ένα σιγανό χτύπημα στην αυλόπορτα· ο Γρηγόρης Τσάβος, ο εξηνταπεντάρης αγροφύλακας που έμενε στο αμέσως πιο πάνω σπίτι. Ήθελε ν' ακούσει κι αυτός τι είχε μάθει η Ελένη όταν αντάμωσε τους αντάρτες. «Μόλις γύρισα από τ' Αλώνια», είπε στη γυναικοπαρέα ο Τσάβος, κουνώντας το γκρίζο κεφάλι του, «και είδα παντού κακά σημάδια. Έτσι που κατηφορίζανε τη βουνοπλαγιά οι αντάρτες, γύρισε ο Αντρέας Μιχόπουλος, λέγοντας πως την είχε κοπανήσει από τους χωροφύλακες έξω από την Πόβλα. «Δώστε μου στολή και όπλα και θα σας δείξω που είναι όλα κρυμμένα», φώναζε. Κι έλεγε πως θα τους πει όλα τα σημεία για να βάλουνε σκοπιές, ώστε να μη μπαινοβγαίνει στη ζούλα κανένας στο χωριό». «Πάμε να φύγουμε τώρα προτού βάλουν τις σκοπιές!» αναφώνησε η Τάσαινα. «Πώς θα περπατήσεις στην κατάστασή σου εφτά ώρες ως το Φιλιάτι μες στη νύκτα;» την έκοψε η αδελφή της η Ράνω. Η Ελένη θωρούσε τη χόβολη. «Είναι πολύ αργά», είπε μελαγχολικά. «Ο Σπύρος Σκεύης ξέρει κάθε γωνιά του χωριού. Είμαστε κιόλας στο στόμα το θηρίου.» Είχε δει και την τελευταία πόρτα να κλείνει, τώρα πια δεν υπήρχαν άλλες ελπίδες. Βρίσκονταν στο σκοτάδι ολομόναχοι.

Digitized by 10uk1s

Μ Μέέρροοςς ττρρίίττοο ΕΕΠ Η ΣΗ ΑΣ ΣΤΤΑ ΑΣ ΝΑ ΑΝ ΠΑ

καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος σαβαὼθ ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ ἐπέβαλε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐπάταξεν αὐτούς, καὶ παρωξύνθη τὰ ὄρη, καὶ ἐγενήθη τὰ θνησιμαῖα αὐτῶν ὡς κοπρία ἐν μέσῳ ὁδοῦ. ΗΣΑΪΑΣ 5,25

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 8 Όταν οι αντάρτες του Σπύρου Σκεύη μπήκανε στο Λια το βράδυ, 27 Νοεμβρίου 1947, ήταν το ένα από τα έξι τάγματα που είχανε εισβάλει στα βουνά της Μουργκάνας, τμήμα του αντάρτικου στρατού που με τους 25.000 μαχητές του απλωνόταν σ' όλα τα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου κατά μήκος των γιουγκοσλαβικών και αλβανικών συνόρων. Μολονότι ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας περιλάμβανε πολλούς παλιούς Ελασίτες, βρισκόταν τώρα κάτω από τον αποκλειστικό έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, και αντίθετα από τον ΕΛΑΣ, δεν ανεχόταν στις τάξεις του απόκλιση από τη σκληρή κομματική γραμμή. Η εμφάνιση των επαναστατών στα βουνά της Μουργκάνας ήταν μέρος μιας ριζικά νέας στρατηγικής. Στην τρίτη ολομέλεια του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας στα μέσα Σεπτεμβρίου, ο δογματικός γενικός γραμματέας του Νίκος Ζαχαριάδης, επέμενε να μετατραπεί ο Δ.Σ.Ε. από αντάρτικη δύναμη, που εξαπέλυε αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις φθοράς, σε παραδοσιακό τακτικό στρατό ικανό να διεξάγει πόλεμο θέσεων, κρατώντας τα βουνά, που προηγουμένως τα χρησιμοποιούσε ως προκεχωρημένη βάση επιχειρήσεων και αναπτυσσόμενος για να καταλάβει χαμηλότερα μεγάλες κωμοπόλεις. Σκοπός της νέας πολιτικής ήταν ν' «απελευθερωθεί» μια εκτεταμένη περιοχή στη βόρειο Ελλάδα όπου θα μπορούσε να εγκατασταθεί προσωρινή κυβέρνηση. Αυτό, κατά το Ζαχαριάδη, θα έπειθε το σοβιετικό ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν πως οι επαναστάτες μπορούσαν να νικήσουν και συνεπώς άξιζαν την πλήρη υποστήριξη του κομμουνιστικού συνασπισμού. Εκείνος που τόλμησε ν' αντιταχθεί στο Ζαχαριάδη, επιμένοντας πως η προτεινόμενη στρατηγική σήμαινε καταστροφή, ήταν ο Μάρκος Βαφειάδης, ο αρχιστράτηγος του Δ.Σ.Ε., ένας λιπόσαρκος, ξανθός άντρας με φυσιογνωμία γερακιού, που γρήγορα έγινε, όπως ο Άρης, λαϊκός ήρωας, περνώντας σε ανεπώνυμα τραγούδια και αφηγήσεις. Όπως ο Ζαχαριάδης, ο «στρατηγός Μάρκος» ήταν πρόσφυγας, που τον άρπαξε από τη Μικρασία η καταστροφή, μετά την ήττα του Ελληνικού Στρατού από τους Τούρκους στα 1923, όταν ήταν μόλις δεκαεφτά χρονών, και τον ξέβρασε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε σε καπνεργοστάσια και στα 1928 προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Ύστερα άρχισε η αναπόφευκτη τραμπάλα ανάμεσα στην επαναστατική δράση και τη φυλακή. Δραπετεύοντας από τη φυλακή της Γαύδου με την έκρηξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, κατάφερε να επιστρέψει στα μακεδονικά βουνά όπου έγινε καπετάνιος στον ΕΛΑΣ. Γλυκομίλητος, πατρικός κι ωστόσο σκληρός ηγέτης, που παρότρυνε τις δυνάμεις του να νικήσουν «με φωτιά και τσεκούρι», ο στρατηγός Μάρκος διάλεξε προσεκτικά τα λόγια του. Αντέταξε στο Ζαχαριάδη πως η σταθεροποίηση του στρατού για πόλεμο θέσεων θα τον καθιστούσε τρωτό απέναντι στις κυβερνητικές δυνάμεις που ήταν εξοπλισμένες από τους Αμερικάνους και αριθμούσαν τώρα 170.000 άντρες — εξαπλάσιους από του Δ.Σ.Ε. «Αυτό είναι ηττοπάθεια! Προδοσία!» κραύγασε ο Ζαχαριάδης. Ο Μάρκος κατάλαβε πως αν δεν ήθελε να καταλήξει με το κεφάλι του κρεμασμένο από κάνα φανοστάτη, όπως ο Άρης, φρόνιμο ήταν να υποχωρήσει. Η νέα πολιτική άρχισε να εφαρμόζεται. Το κόμμα μετέφερε το στρατηγείο του από την Αθήνα στα βουνά, συγκρότησε κάποιο υπουργικό συμβούλιο που σκόπευε να το εξαγγείλει ως προσωρινή κυβέρνηση την παραμονή των Χριστουγέννων, και άρχισε να καταστρώνει για την ημέρα των Χριστουγέννων επίθεση εναντίον της κωμοπόλεως που είχε επιλέξει ως έδρα της νέας κυβέρνησης. Στόχος ήταν η Κόνιτσα, ογδόντα χιλιόμετρα από το Λια, και πάνω σένα πέρασμα μόλις είκοσι χιλιόμετρα από τα αλβανικά σύνορα, ανάμεσα στο Γράμμο, βάση για τον όγκο του Δ.Σ.Ε, και στη Digitized by 10uk1s

Μουργκάνα, που μόλις είχαν καταλάβει τα έξι αντάρτικα τάγματα. Όταν οι αντάρτες καταλάβανε τα χωριά της Μουργκάνας, τα γυναικόπαιδα που είχαν απομείνει μετά τη φυγή των πατεράδων και των συζύγων ελπίζανε πως γρήγορα οι επαναστάτες θα φεύγανε, όπως είχε συμβεί σε αλλά χωριά της βορείου Ελλάδος. Οι χωριάτες δεν είχαν καταλάβει ακόμα πως ο Δ.Σ.Ε. ενεργούσε τώρα σύμφωνα με νέα στρατηγική, και πως οι αντάρτες είχαν έρθει για να μείνουν.

Digitized by 10uk1s

Εμπρός στον αγώνα Τη νύχτα που έφτασαν οι αντάρτες στο Λια, άρχισαν να τριγυρνάνε ομάδες ομάδες, να βροντάνε τις πόρτες στα σπίτια, ν' απαιτούν ξύλα, ψωμί και στέγη από τους έντρομους χωριάτες. Ενώ οι απρόσκλητοι επισκέπτες στέκονταν στην καλή κάμαρη στο σπίτι του Γκατζογιάννη, και ζεσταίνονταν στο τζάκι όσο να τους φέρει η Ελένη το φαγητό που 'χανε γυρέψει, η Φωτεινή κι ο Νικόλας τους κρυφοκοιτάζανε από το διάδρομο, θωρώντας τις κουρελιασμένες στολές τους, τ' αχτένιστα γένια τους και τ' άγρια μάτια τους, να γυαλίζουν στην αναλαμπή της φωτιάς. Το άλλο πρωί ήρθανε κι άλλοι αντάρτες, κουβαλώντας αλεύρι σε κάθε σπίτι στο Περιβόλι με τη διαταγή να ψήσουνε ψωμί για το στρατό. «Μη σου περάσει η ιδέα να κρατήσεις για σένα αλεύρι», προειδοποίησαν την Ελένη, «θα ζυγίσουμε τα καρβέλια όταν τελειώσεις». Λίγες ώρες αργότερα, ενώ η Ελένη κι η Όλγα ζύμωναν στο ξύλινο σκαφίδι, ήρθανε δυο άλλοι αντάρτες και τις πρόσταξαν, όταν θα ψηνόταν το ψωμί να το κόψουν και να το φτιάξουν παξιμάδια, που οι αντάρτες μπορούσαν να πάρουνε μαζί τους χωρίς το φόβο ότι θα μουχλιάσουν. «Κάντε γρήγορα», τις πρόσταξε ο ένας από τους δυο, κάποιος αδύνατος, ξανθός με ανάκατα γένια λερωμένα από τη νικοτίνη. «Ένα σωρό άντρες κινούνται για το μέτωπο». Προσπάθησε ν' αποφύγει τα μάτια της Ελένης καθώς τον παρατηρούσε. «Μωρέ Νικόλα!» αναφώνησε. «Εσύ 'σαι με τούτα τα γένια;». Είχε αναγνωρίσει το Νικόλα Παρούση, το γλυκομίλητο νεαρό συγγενή που είχε κρύψει στην αποθηκούλα της, εκείνο το ίδιο ευγενικό παλικάρι που 'χε μάθει το Νικόλα και τη Φωτεινή να παίζουνε πεντόβολα πριν από δυο χρόνια. Τώρα όμως φαινόταν γερασμένος δέκα χρόνια, το πρόσωπό του σκελετωμένο, φαγωμένο από τους ήλιους. «Ναι, εγώ είμαι», της είπε ανασηκώνοντας τους ώμους. «Βρε παιδί μου, Νικόλα, δε θα σ' αναγνώριζα ποτέ!» είπε η Ελένη. «Δείχνεις τόσο πιο μεγάλος από το παλικάρι που έμεινε εδώ δυο βδομάδες, τρώγοντας μαζί μας, παίζοντας με τα παιδιά». Ο Νικόλας ένιωθε δυσάρεστα να του θυμίζουνε τη χάρη που της χρωστούσε. «Τώρα είναι άλλος καιρός Αμερικάνα», είπε. «Πήραμε φαλάγγι τους φασίστες, και χρειαζόμαστε ψωμί για τα παλικάρια μας — στα σβέλτα!». Και με τούτο έφυγε, αφήνοντας την Ελένη ν' απορεί με την αλλαγή του. Λίγες μέρες μετά τον ερχομό τους, ο Σπύρος Σκεύης έβγαλε να σημάνουν οι καμπάνες της Αγιά Τριάδας αναγγέλλοντας υποχρεωτικά συγκέντρωση στην πλατεία του χωριού. Ήτανε σύντομος, δίχως τη μεγαλόστομη ρητορεία του αδελφού του. Ο Δημοκρατικός Στρατός έδινε τη μάχη για την ανεξαρτησία της πατρίδας και για τα δικαιώματα του λαού, είπε στους συναθροισμένους χωριανούς. «Όλοι σας θα έχετε το προνόμιο να πάρετε μέρος σ' αυτό το μεγάλο αγώνα». Κοίταξε τ' ανήσυχα πρόσωπα — σχεδόν παντού γυναίκες και παιδιά. «Οι φίλοι μας που συνδέουν την τύχη τους μαζί μας δεν έχουν να φοβηθούνε τίποτα», συνέχισε. «Οι εχθροί μας όμως, που έφυγαν για να συνεργαστούν με τους μοναρχοφασίστες, δε θα γλιτώσουν την τιμωρία, όσο μακριά και να πάνε». Αν οι χωριανοί απορήσανε με ποιο τρόπο θα έπαιρναν μέρος στο μεγάλο αγώνα, δεν άργησαν να το μάθουν. Στον καθένα ανατέθηκε μια δουλειά. Πρώτη ενέργεια του Σπύρου ήταν ν' ανταμείψει τους λιγοστούς άντρες που είχαν μείνει, τοποθετώντας μερικούς στο τοπικό συμβούλιο που θα διοικούσε το χωριό. Επικεφαλής της επιτροπής έβαλε το Σπύρο Μιχόπουλο. Ο Μιχόπουλος ήταν ένας από τους ελάχιστους Λιώτες που είχαν κολλήσει την πιο τρομερή Digitized by 10uk1s

αρρώστια των ορεινών χωριών — τη φυματίωση — και γλίτωσαν. Την είχε κολλήσει στα είκοσι τόσα χρόνια του, όταν αυτός κι ο αδερφός του ταξίδευαν πλανόδιοι βαγενάδες. Η θεραπεία για τη φυματίωση ήταν δραστική. Κλείδωναν το φθισικό μέσα σένα δωμάτιο, τον ξέκοβαν από κάθε επαφή και του σπρώχνανε το φαΐ του από 'να παράθυρο ώσπου να πεθάνει, οπότε καίγανε τα ρούχα του, τα στρωσίδια του και όλα του τα υπάρχοντα και απολυμαίνανε το σπίτι του ανάβοντας φωτιές που κάπνιζαν πολύ. Ή τον έστελναν στα πιο ψηλά βοσκοτόπια να μείνει με τα ζωντανά, να κοιμάται καταγής, να πίνει γάλα κατευθείαν από την προβατίνα, να τρώει φρέσκο κρέας, ωσότου η έκθεσή του στα στοιχεία της φύσεως τον σκότωνε ή τον έγειανε. Ο Σπύρος είχε γλιτώσει με τη δεύτερη μέθοδο, βγαίνοντας απ' αυτή με προώρως γκρίζα μαλλιά και μια χρόνια αδυναμία που δεν του επέτρεπε να συνεχίσει τη δουλειά του βαγενά. Ο αδελφός του τον βοήθησε ν' ανοίξει ένα μικρό παντοπωλείο και καφενείο στην πλατεία του χωριού, και όταν ο Σπύρος σταμάτησε να βήχει, οι Λιώτες αποχτήσανε αρκετή εμπιστοσύνη στη θεραπεία του, ώστε υποστήριξαν το καφενείο του. Στα πέντε χρόνια που τον είχαν μεταχειριστεί σαν λεπρό, ο Σπύρος απόχτησε το σεβαστικό τρόπο εκεινού που δεν είναι σίγουρος πως η παρουσία του είναι καλόδεχτη. Χωρίς να γίνεται ενοχλητικός, προσπαθούσε πάντα να είναι εξυπηρετικός σε μικροζητήματα, ώστε να μην τον αποφεύγουν. Το να τοποθετηθεί κεφαλή ολόκληρου του χωριού ήτανε για το Σπύρο Μιχόπουλο τιμή που δεν τολμούσε να την ονειρευτεί. Όπως είχε υποσχεθεί ο Σπύρος Σκεύης, σε όλους τους χωριανούς ανατέθηκαν ευθύνες: όλα τα σπίτια στέγαζαν αντάρτες, όλες οι γυναίκες μαγείρευαν για τα στρατεύματα και όλα τα παιδιά τους μάζευαν ξύλα. Όποτε χρειαζόταν αγγαρεία ο κουλουλός γανωτζής Πέτρος Παπανικόλας, που ήταν άλλοτε ψάλτης και τώρα ο τελάλης του χωριού, σκαρφάλωνε στη βουνοπλαγιά πάνω από τη ρεματιά και φώναζε με τη διαπεραστική φωνή του ένα ποιηματάκι, που καμάρωνε πως το χε σκαρώσει ο ίδιος: Προσοχή! Προσοχή! Πάρτε όλοι μια τριχιά κι ένα σβώλο 2 στην ποδιά κι όλοι στου Γιώρη Αντριά.

Το σπίτι του Γιώρη Αντριά, ήτανε το σπίτι της φιλενάδας της Ελένης, της Όλγας Βενέτη, ακριβώς κάτω από το μονοπάτι του δικού της, και το είχαν επιτάξει για την επιμελητεία, ενώ το πλαϊνό το είχαν κάνει σφαγείο, διώχνοντας από μέσα τους ιδιοκτήτες με τις φαμελιές τους. Μια από τις πρώτες διαταγές των ανταρτών ήταν πως κάθε οικογένεια έπρεπε να εισφέρει στο στρατό είκοσι οκάδες καλαμπόκι. Καθώς οι γυναίκες κουβαλούσαν το μερδικό τους στη νέα επιμελητεία, σκανδαλίστηκαν βλέποντας πως τα βόδια που είχανε κατασχέσει οι αντάρτες τα 'χανε σταβλίσει μέσα στον Άη Δημήτρη, όπου σχεδόν κάθε μέρα πήγαιναν οι γυναίκες ν' ανάψουνε κερί και να προσευχηθούν. Τώρα μουγκανίζανε αγελάδες στριφογυρίζοντας ανάμεσα στις τοιχογραφίες των αγίων και τα εικονίσματα, τα μπρούντζινα μανουάλια και το επίχρυσο ξύλινο τέμπλο. Η Ελένη ένιωθε τυχερή συγκριτικά με τις περσότερες γειτόνισσες, γιατί της βάλανε στο σπίτι οικότροφους, τη φαμελιά του Ηλία Γκάγκα, ενός δάσκαλου από τη Βήσανη. Όταν έφτασε ο Γκάγκας με πολιτικά ρούχα, μαζί με τη γυναίκα του, τις δύο κόρες του κι ένα μικρότερο γιο, η Ελένη μετακίνησε τα οικογενειακά της υπάρχοντα στα δύο δωμάτια που αποτελούσαν το παλιό κομμάτι του σπιτιού — στην κουζίνα και στην αποθηκούλα με το δάπεδο από γλίνα πίσω της. Έτσι έμεινε στους ξένους η καλή κάμαρη και το πλαϊνό δωμάτιο, που το χρησιμοποιούσαν άλλοτε για βοηθητική αποθήκη και καμιά φορά για κρεβατοκάμαρη. Οι ξένοι φαίνονταν ευγενικοί, γλυκομίλητοι άνθρωποι. Οι δυο κόρες, πάνω κάτω στα χρόνια της Digitized by 10uk1s

Όλγας και της Κάντας, ήταν καλοντυμένες και γραμματιζούμενες. Το αγοράκι, ο Δημήτρης, που ήταν μόνον ένα χρόνο μεγαλύτερο από το Νικόλα, συχνά νοσταλγούσε το σπίτι του. Η Ελένη για να το περιποιηθεί του έβραζε αυγά και τραβώντας το στην ποδιά της, του 'λεγε παραμύθια ώσπου τα δάκρυά του στέγνωναν. Όταν κάθε νύχτα τα τρία παιδιά του Γκάγκα μπαίνανε στη γραμμή για να πλύνουν τα δόντια τους, η Φωτεινή και ο Νικόλας παρακολουθούσαν μαγεμένοι αυτή την παράξενη τελετή. Ο Ηλίας Γκάγκας συγκέντρωσε τα παιδιά του χωριού, τα κάτω από δέκα χρονών, σ' ένα μονοτάξιο σχολείο, που το εγκατέστησε σένα σπίτι της πλατείας, αφού το σχολείο ήταν ακόμη αποκαΐδια. Δεν υπήρχανε θρανία, βιβλία ή μαυροπίνακες, ωστόσο ο Γκάγκας μοναχά με μολύβια και με κομματάκια χαρτί έκανε το μάθημα ενδιαφέρον. Του Νικόλα του άρεσε να μαθαίνει τα κομμουνιστικά τραγούδια και ν' ακούει ιστορίες για τους Ρώσους αδερφούς του. Στεκόταν καμαρωτός κάθε πρωί μπροστά στις καδραρισμένες φωτογραφίες του Στάλιν, του Μαρξ, του Ζαχαριάδη και του Μάρκου, και τραγουδούσε: Στ' άρματα, στ' άρματα! εμπρός στον αγώνα για τη χιλιάκριβη τη Λευτεριά!

Ενώ τα παιδιά εκπαιδεύονταν κομμουνιστικά, οι μανάδες τους σχεδόν κάθε μέρα καλούνταν στην επιμελητεία, που υπεύθυνός της ήταν κάποιος παλιός χασάπης, ο Δημήτρης Μπολόφης, ο επιλεγόμενος «Χαντζάρας», λόγω της πελώριας χαντζάρας που κρατούσε. Κάποια μέρα, λίγο μετά τον ερχομό των ανταρτών, ο Πέτρος Παπανικόλας κάλεσε τις Λιώτισσες, μια από το κάθε σπίτι, να πάνε στο Κεράσοβο, ένα πλούσιο κεφαλοχώρι είκοσι χιλιόμετρα στα βορειοανατολικά, και να φορτώσουνε σε γαϊδάρους για τους αντάρτες όσα τρόφιμα, ρούχα και εφόδια βρούνε στο εγκαταλειμμένο χωριό, θα τους επιτρέπανε να κρατήσουνε για τον εαυτό τους όσα επιπλέον πράματα κουβαλούσανε στη ράχη τους. Όταν έφτασαν στο Κεράσοβο, η Ελένη και η φιλενάδα της η Όλγα Βενέτη ξαφνιάστηκαν βλέποντας μια πόλη φάντασμα με επιβλητικά διώροφα σπίτια, που είχαν σιδερένια μπαλκόνια και παστρικούς αχερώνες και στάβλους. «Τι βλάκες που ήμασταν», αναφώνησε η Όλγα Βενέτη, «μείναμε στο Λια να φυλάξουμε τα παλιά καλύβια μας τη στιγμή που άνθρωποι με τέτοια σπίτια τα παράτησαν όλα για να σωθούν!». Οι Λιώτισσες φόρτωναν τα γομάρια και τις πλάτες τους ως αργά μετά τα μεσάνυχτα, και κατόπιν, δίχως να σταματήσουν για να φάνε ή να ξεκουραστούν, κινήσανε πίσω για το χωριό. Παραπατώντας από το βάρος, έφτασαν στην επιμελητεία καθώς έσκαγε η αυγή, τα μούσκουλά τους πιασμένα από την κούραση. Ο Χαντζάρας βρισκόταν εκεί να τις προϋπαντήσει. Φαινόταν ικανοποιημένος. «Αφήστε τα όλα εδώ», τους είπε. «Μ' αφού μας είπανε πως θα κρατήσουμε όσα φορτωθούμε στη ράχη μας», είπε η Ράνω, η φωνή της δυνατή στην πρωινή σιγαλιά. «Τα κουβαλούσαμε όλη τη νύχτα πάνω από τα βουνά». Το χαμόγελο του Χαντζάρα δεν έπαιξε. «Η ανακοίνωση αυτή ακυρώθηκε», είπε. «Τα χρειαζόμαστε όλα για κείνους που πολεμούν». Από τη μέρα εκείνη οι Λιώτισσες δεν εμπιστεύονταν το Χαντζάρα, αλλά επειδή αυτός εφοδίαζε το στρατό με τρόφιμα, ήταν ένα από τα ισχυρότερα πρόσωπα στο χωριό. Γρήγορα μάθανε να επωφελούνται από την αδυναμία που είχε ο Χαντζάρας στην καρδιά του για τα παιδιά. Digitized by 10uk1s

Όλες οι πραμάτειες που κατάσχονταν στα μαγαζιά των κωμοπόλεων και των χωριών μόλις έμπαιναν οι αντάρτες στέλνονταν στον Χαντζάρα. Μέσα στ' άλλα ήταν και ψιλοπράματα, όπως τσίκλες, καραμέλες, τσιμπιδάκια και φυλακτά, κορδέλες για τα μαλλιά και πλαστικά παιχνιδάκια, που ευχαριστιόταν να τα χαρίζει στα παιδιά του Λια. Ο Νικόλας και η Φωτεινή ήταν ανάμεσα στα μικρά που τριγυρνούσαν την επιμελητεία με την ελπίδα να τους δώσει ο στιβαρός χασάπης κάνα καλούδι. Η Φωτεινή μάζευε προσεχτικά τους μικρούς θησαυρούς που της χάριζε, τους έδενε σένα μαντίλι και το φύλαγε σ' ένα κρυψώνα. Όποτε οι αντάρτες σφάζανε ζωντανά, πετούσανε τα πλεμόνια, το στομάχι και τα έντερα, που οι χωριανές τα ματιάζανε με λαχτάρα, γιατί θα 'φτιαχναν μ' αυτά σούπα χορταστική ή λουκάνικα. Ο Χαντζάρας όμως δεν τις άφηνε να πάρουν τους κατιμάδες. «Ο Δημοκρατικός Στρατός δεν ταΐζει το λαό του με σκουπίδια!» βροντοφώναζε, και τα πετούσε όλα στα σκυλιά. Ύστερα οι γυναίκες μάθανε πως αν έστελναν τα παιδιά τους να γυρέψουν, συχνά γυρνούσαν θριαμβευτικά με κάνα ματωμένο πλεμόνι ή κεφαλάκι αρνιού για το τσουκάλι τους. Το στάρι που είχανε μαζέψει οι γυναίκες στο Κεράσοβο αλέστηκε και το αλεύρι μοιράστηκε σε όλα τα σπίτια του χωριού για να ψηθούν καρβέλια ψωμί. Η Ελένη είχε την Όλγα να της δώσει ένα χέρι, όμως ήξερε πως η μάνα της θα ζοριζόταν να βγάλει τόσο φούρνισμα, κι έτσι έστειλε την Κάντα στο σπίτι του Χαϊδή να βοηθήσει τη Μεγάλη. Η Κάντα προτού ξεκινήσει έδεσε προσεχτικά το μαύρο μαντίλι της πάνω από το κεφάλι και το σαγόνι της. Αφότου είχαν φτάσει οι αντάρτες, η Ελένη επέμενε να τυλίγουν η Όλγα και η Κάντα τα μαντίλια τους γύρω στο κάτω μέρος του προσώπου, προτού τα δέσουν πίσω. Έτσι που μοναχά η μύτη και τα μάτια φαίνονταν. Αυτός ήταν ο τρόπος που ανέκαθεν οι Ελληνίδες έκρυβαν την ομορφιά τους από τους κατακτητές, ιδίως από τους Τούρκους, που συχνά έπεφταν πάνω στα χωριά, μαζεύοντας όμορφες κοπέλες για τα χαρέμια, και νεαρούς για τη φρουρά του σουλτάνου, τους Γενίτσαρους. Η Κάντα ήταν από φυσικού της χλομή, αλλά η Όλγα είχε ροδοκόκκινα μάγουλα, έτσι η Ελένη την έμαθε πως να τρίβει στάχτη στο πρόσωπό της για να θαμπώνει το χρώμα της. Με το μαύρο μαντίλι και τα βαριά υφαντά ρούχα, η Όλγα θα μπορούσε να είναι μια κοντόχοντρη γιαγιά κι όχι μια κοπέλα της παντρειάς δεκαεννιά χρονών. «Αν σε ρωτήσει κανείς γιατί φοράς έτσι το μαντίλι σου», την ορμήνευε η Ελένη, «πες του πως για να κρύψεις το πρήξιμο στο λαιμό σου». Το πρήξιμο δεν ήταν επινόημα. Η Όλγα, όπως πολλοί στο Λια, έπασχε από βρογχοκήλη που οφειλόταν στην έλλειψη ιωδίου στο νερό κι όποτε ήταν κουρασμένη στο πλάι κάτω από το πηγούνι της πεταγόταν ένα ευδιάκριτο εξόγκωμα. Η Κάντα έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς της με το μαντίλι τυλιγμένο στο πρόσωπό της σαν καλόγρια. Γρήγορα μαζί με τη Μεγάλη ξεμπερδέψανε το ζύγωμα για τους αντάρτες και βάλανε τα καρβέλια να φουσκώσουν κάτω από 'να καθαρό πανί. Ακούστηκε βροντοκόπημα στην πόρτα. Όταν άνοιξε η Μεγάλη την έσπρωξαν πέρα δυο αντάρτες. Οι φήμες για τα εφόδια της ΟΥΝΡΡΑ, που όλοι έλεγαν πως είχε καταχωνιάσει ο Κίτσος, είχανε φτάσει στ' αυτιά των αξιωματικών που είχανε στείλει τους δυο αντάρτες να τα βρουν και να τα κατασχέσουν. Άρχισαν τραβώντας όλα τα τρόφιμα έξω από το δωματιάκι που ήταν η αποθήκη. Πήρανε όλα τα φαγώσιμα, ενώ η Μεγάλη και η Κάντα τους παρακολουθούσαν. Κατόπιν πήγαν στο κατώι και αδειάσανε τα χειροποίητα βαρέλια και τις ξύλινες κασέλες απ' ό,τι είχε σοδιάσει ο Κίτσος για το χειμώνα. Άρχισαν να σκάβουν το χώμα στο δάπεδο του κατωγιού, για να βρούνε τη μυστική κρυψώνα. Όταν δε βρήκαν τίποτα, οι αντάρτες ξανανέβηκαν κι άρχισαν να ξεσκίζουν τα στρωσίδια και να Digitized by 10uk1s

ξηλώνουν τις φόδρες από τα ρούχα, αρπάξανε ως και το πετρέλαιο που ήταν για προσάναμμα. Η Μεγάλη είχε κουκουβίσει σε μια γωνιά, αλλά όταν ο ένας τους έχωσε στην τσέπη ένα μισοφαγωμένο κομμάτι ψωμί σκλήρισε: «Δε θα μ' αφήσετε μήτε μια κόρα;» Ο πιο ψηλός τη χαστούκισε τόσο δυνατά που έπεσε στο πλάι, το κεφάλι της βρόντηξε στον τοίχο. Στο μάγουλο της Μεγάλης αποτυπώθηκαν τα δάχτυλα του αντάρτη και αίμα κύλησε από το στόμα της εκεί όπου τα δόντια της είχαν ξεσκίσει τ' αχείλι από μέσα. Η Κάντα σηκώθηκε κι άφησε το μαντίλι να πέσει από το πρόσωπό της. «Δεν ντρέπεσαι, να χτυπάς γρια γυναίκα;» φώναξε. Ο αντάρτης γύρισε καταπάνω στην Κάντα απειλητικός: «Τσακίσου από δω και σκάσε, γιατί θα τις αρπάξεις κι εσύ!». Η Κάντα τράβηξε τη γιαγιά της που έκλαιγε έξω από την πόρτα και την ανέβασε στου Γκατζογιάννη. Όταν η Ελένη είδε το πρόσωπο της μάνας της άρχισε να κλαίει. Αποφασίσανε πως η Μεγάλη θα μετακόμιζε στο σπιτικό της Ελένης. Η Κάντα και η Γλυκερία κατηφορίσανε να φέρουν τ' αφούρνιστα καρβέλια. Όταν γύρισαν τα κορίτσια, η Ελένη βγήκε να τα προϋπαντήσει και τρόμαξε βλέποντας μια στήλη καπνού ν' ανεβαίνει από 'να σπίτι χαμηλά στο περιβόλι· ήτανε του παπα-Θόδωρου Καραπάνου, που είχε διαδεχθεί τον παπα-Ζήση, όταν αυτός πέθανε στην κατοχή σε μια φυλακή του ΕΛΑΣ. Ο νέος παπάς ήτανε γιος της τυφλής, της Σοφίας Καραπάνου. Όταν ο παπα-Θόδωρος και οι άλλοι Λιώτες έφυγαν από το χωριό, γι' άλλη μια φορά η γριά Σοφία ξέμεινε. Η νύφη της η Ελευθερία έμεινε για να τη φροντίσει, σίγουρη πως δε θα τις πειράξουν, γιατί ο αδελφός της ήταν ένας από τους αντάρτες που έρχονταν. Αλλά ο Σπύρος Σκεύης είχε αρχίσει να εφαρμόζει το δεύτερο μέρος της προφητείας του — πως οι εχθροί του Δημοκρατικού Στρατού θα τιμωρηθούν όσο μακριά και να πάνε. Σε κάθε χωριό που έμπαιναν οι αντάρτες, πρώτα πρώτα εκδικούνταν τους πιο σημαντικούς που είχαν προτιμήσει να φύγουν αντί να μείνουν εκεί για να τους καλωσορίσουν. Σε χωριουδάκια όπως το Λια, προύχοντες ήταν πάντα ο παπάς, ο πρόεδρος της κοινότητας και ο δάσκαλος. Το σπίτι του παπα-Θόδωρου ήταν το πρώτο που πυρπολήσανε, όμως δώσανε στην Ελευθερία μερικά λεπτά διορία, επειδή ο αδελφός της ήταν αντάρτης. Η νέα άρχισε να τρέχει εδώ κι εκεί, αρπάζοντας μια φωτογραφία, μια βελέντζα, τραβώντας ρούχα από το κρεμαστάρι και χώνοντάς τα σε μια ξύλινη κασέλα γεμάτη καλαμπόκι, που δεν μπορούσε να την κουνήσει. Σαν άκουσε τη φασαρία, η τυφλή άπλωσε τα χέρια της πασχίζοντας να συγκρατήσει την υστερική νύφη της. «Ποιος είναι, κόρη μου;» είπε τρεμουλιαστά η Σοφία. «Ποιος είναι εκεί;». «Πρέπει να φύγουμε μάνα!» αποκρίθηκε η Ελευθερία. «Θα μας κάψουνε το σπίτι». «Ωχ, Θεέ μου, ξανάρθανε οι Γερμανοί!» φώναξε η Σοφία. «Όχι, δεν είναι οι Γερμανοί!». Η Σοφία κουκούβισε πλάι στο τζάκι κι έριξε την ποδιά πάνω στο κεφάλι της, σαλεύοντας μπρος πίσω όπως εκείνοι που κατέχονται από μεγάλη συγκίνηση. Τέλος κάποιος στάθηκε και σήκωσε τη Σοφία σαν παιδί, κουβαλώντας την έξω από την πόρτα καθώς οι αντάρτες αρχίσανε να χύνουν παντού πετρέλαιο. Σωτήρας της ήταν η Αγγελική Μπότσαρη, η κοπέλα που είχε δουλέψει στους Εγγλέζους κομάντος. Λεγότανε τώρα Αγγελική Ντάικου, είχε παντρευτεί ένα γυρολόγο δυο χρόνια μικρότερό της. Αν και ήταν τριών μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί της, η Αγγελική κουβάλησε την τυφλή στην αγκαλιά της ως το δικό της σπίτι και προσπάθησε να την παρηγορήσει. Digitized by 10uk1s

Βλέποντας το σπίτι του παπά στις φλόγες, η Ελένη ανατρίχιασε, αναρωτιόταν ποιος θα ήταν ο επόμενος χωριανός που θα εκδικιούνταν οι αντάρτες. Δε χρειάστηκε ν' αναρωτηθεί για πολύ. Σύντομα ένα δεύτερο δάχτυλο καπνού υψώθηκε στον ουρανό. Ήταν το σπίτι του δάσκαλου, του Δήμου Μπέσια. Ο Σπύρος Σκεύης επιστάτησε αυτοπροσώπως όταν έριξαν το δαυλί στο σπίτι του Μηνά Στράτη. Ο Μηνάς είχε πάρει τη γυναίκα του και τα παιδιά του από το χωριό πολύ προτού πλησιάσουν οι αντάρτες, γνωρίζοντας πως ο Σκεύης θα έφτανε στα άκρα για να τον εκδικηθεί επειδή τους είχε ξεφύγει την τελευταία φορά. Αλλά η μάνα του Μηνά, η Χριστίνα, επέμενε να μείνει, ελπίζοντας πως θα διαφεντέψει την οικογενειακή περιουσία. Προτού πυρπολήσουν το σπίτι του Στράτη, ο Σπύρος Σκεύης το τριγύρισε κοιτώντας με χαμόγελο ικανοποίησης τα υπάρχοντα του ανθρώπου που ήταν αντίπαλός του ανέκαθεν. Ο Μηνάς είχε συγκεντρώσει τη μοναδική βιβλιοθήκη που είχε δει ποτέ το χωριό· ένα τοίχο γεμάτο βιβλία. «Τόσα πολλά βιβλία· πάρα πολλά για δάσκαλο» ψιθύρισαν καχύποπτοι οι χωριανοί. «Πάρα πολλά ακόμα και για καθηγητή! Ποιος ξέρει τι φτιάχνει μ' όλα τούτα τα βιβλία;». Ο Σπύρος λαχταρούσε να δει την όμορφη βιβλιοθήκη του Μηνά στις φλόγες, πρώτα όμως κάτι άλλο γύρευε. Ήξερε πως χρόνια ο Μηνάς έτρεφε κουνέλια. Με σχολαστική επιμέλεια κατέγραψε τα στίγματά τους, το τρίχωμά τους και την τεκνογονία τους. Στο κατώι ο Σκεύης βρήκε το βραβευμένο ζευγάρι, τα κουνέλια Αγκύρας που είχε αγοράσει ο Μηνάς στα Γιάννινα για να τα διασταυρώσει με τη ράτσα του χωριού. Ο Σπύρος σήκωσε τις τρεμάμενες γούνινες μπάλες, που τα ρόδινα μάτια τους είχαν αναποδογυρίσει στα κεφάλια τους, και τις έβγαλε έξω. Πήρε ένα κομμάτι δερμάτινο λουρί και τα έδεσε από τα πόδια, μετά τα κρέμασε, έτσι όπως τινάζονταν και σκλήριζαν στριγκά πάνω στη σέλα του άλογου που κρατούσε απ' έξω ο ιπποκόμος του. Αυτά τα κουνέλια θα 'τανε τα φλάμπουρο της ήττας του Μηνά. Ο Σπύρος καβάλησε το άλογό του, τα κουνέλια κρέμονταν μπροστά του, κι έγνεψε στους αντάρτες που περίμεναν τις εντολές του, με τα δαυλιά στο χέρι: «Κάψτε το!» φώναξε, και γύρισε το άλογο για τη θριαμβευτική παρέλασή του μέσα από το χωριό. Καθώς η Ελένη και τα παιδιά παρακολουθούσαν τους καπνούς από τα σπίτια που καίγονταν, έφτασε η Νίτσα, ξεφυσώντας δίχως ανάσα στην ανηφοριά. «Καίγεται το σπίτι του Μπουκουβάλα!» φώναξε. «Το σπίτι του Μηνά γκρεμίστηκε ως το κατώι. Η Χριστίνα στέκεται κει δα και το βλέπει να καίγεται!». «Μαυρο-Χριστίνα! Που θα μείνει τώρα;» είπε η Ελένη, όλο συμπόνια για την ξαδέλφη της που είχε πάντα υποφέρει τόσα πολλά. «Μπορεί να μείνει στο μαγερειό, δεν το κάψανε αυτό», την έκοψε η Νίτσα. «Μη νοιάζεσαι για τη Χριστίνα, θα τα βγάλει πέρα. Που να σου πω τι μου 'κανε εμένα ο Σκεύης». Αφού βάλανε φωτιά στα σπίτια των τεσσάρων κοινοτικών συμβούλων του χωριού, οι αντάρτες άρχισαν να γυρεύουνε τους Μάυδες, τους χωριανούς των δυνάμεων της τάξεως που σ' αυτές ανήκε και ο άντρας της Νίτσας. Ο Σπύρος Σκεύης έφτασε στο σπίτι της Νίτσας και τη βρήκε καθισμένη στο κεφαλόσκαλο. Της είπε σα να κουβεντιάζανε φιλικά, πως παρά λίγο να σκοτώσει τον άντρα της κάποια μέρα, όταν ο Αντρέας μ' ένα απόσπασμα από Μάυδες κυνηγούσε στα βουνά καταδιωκόμενους Ελασίτες και στάθηκε ακριβώς μπροστά στο βράχο όπου ήτανε κρυμμένος ο Σπύρος. «Αν ο Αντρέας είχε γυρίσει και μ' έβλεπε, τώρα θα' σουνα χήρα», είπε κεφάτα ο Σπύρος. Η Digitized by 10uk1s

Νίτσα έτρεμε ώσπου εκείνος σηκώθηκε να φύγει, σίγουρη πως τα λόγια του ήταν απειλή. Μόλις χάθηκε από τα μάτια της, μάζεψε τα πράματά της και κίνησε για το Περιβόλι να μείνει στης Ελένης. Τώρα ήταν ένα σπιτικό από τρεις γυναίκες και πέντε παιδιά στριμωγμένοι σε δυο δωμάτια: στην κουζίνα και την αποθηκούλα πίσω της. Η κουζίνα ήταν όλη κι όλη τρία επί τρία. Έπρεπε να κοιμούνται στοιβαγμένοι σαν δεμάτια ξύλα. Από τη μια πλευρά του τζακιού, κάτω από μια βελέντζα, κοιμόντουσαν η Μεγάλη και η Ελένη με το Νικόλα ανάμεσά τους. Από την άλλη πλευρά, κοιμόταν η Νίτσα, που 'χε καταλάβει τη θέση πλάι στη φωτιά, και μετά η Φωτεινή, η Όλγα, η Γλυκερία και η Κάντα.

Μέσα σε λίγες βδομάδες από τον ερχομό των ανταρτών, η ζωή στο Λια πήρε μια πυρετώδη δραστηριότητα. Για να εξασφαλίσουν το αριστερό τους πλευρό πριν από τη σχεδιασμένη επίθεση στην Κόνιτσα ανήμερα τα Χριστούγεννα, οι αντάρτες διατάξανε «πλήρη και γοργή προπαρασκευή». Σύμφωνα με την αφήγηση ενός αντάρτη, του Δημήτρη Χατζή, που αργότερα έγινε πασίγνωστος πεζογράφος στην Ελλάδα, «Εδώ για τη Μουργκάνα θα πει καλώδια για τα τηλέφωνα, περασμένα πάνω από βαθιές χαράδρες και δρόμοι βατοί που ανοιχτήκανε σ' απάτητα στεφάνια του βουνού. Θα πει χαρακώματα σκαμμένα μέσα στο βράχο, πολυβολεία με ξύλα κουβαλημένα από πολλές ώρες μακριά, χωρίς τη βοήθεια της μηχανής, χωρίς καν εργαλεία — όλα με τα χέρια». Οι γυναίκες του χωριού δούλευαν μαζί με τους αντάρτες, χτίζοντας πολυβολεία σε στρατηγικά σημεία από τη μια ως την άλλη άκρη του χωριού με τις πέτρες που εκείνες κουβαλούσαν. Αν και όλοι υποφέρανε από την κατοχή των ανταρτών, τη δεύτερη βδομάδα του Δεκεμβρίου η Ελένη άρχισε να υποψιάζεται πως την είχαν ξεχωρίσει για ειδική μεταχείριση. Έπεφτε μια παγερή βροχή όταν χτύπησε την πόρτα της κάποιος νεαρός αντάρτης και τη ρώτησε αν μπορούσε να μπει για να στεγνώσει στη φωτιά. Τον έμπασε στην κουζίνα και τον φίλεψε ένα βραστό αυγό. Έτσι που στεκόταν κοντά στο τζάκι, η ματιά του έπεσε στη φωτογραφία του Χρήστου μέσα στη γυαλιστερή μπρούντζινη κορνίζα της. Τη ρώτησε που ήτανε ο άντρας της και του εξήγησε πως έμενε στην Αμερική. «Κοίτα το χρυσό σκελετό στα γυαλιά του!» είπε ο νεαρός αντάρτης και σήκωσε τη φωτογραφία. «Ξέρεις πόσον καιρό θα χρειαζόταν ένας εργάτης ώσπου να κερδίσει τα λεφτά για τέτοιο σκελετό; Θα 'ναι καπιταλιστής κι αγόρασε τα γυαλιά με το αίμα των εργατών». Τα νεύρα της Ελένης τεντώθηκαν. «Δεν έχεις δίκιο, παιδί μου», του είπε παρευθύς. «Ο Χρήστος μου είναι μάγειρας σε εστιατόριο αλλουνού». «Θαρρώ πως είναι βδέλλα», της απάντησε κοφτά. Ύστερα γύρισε από πίσω τη φτηνή κορνίζα και τράβηξε τη φωτογραφία. Πίσω από την ασπρόμαυρη φωτογραφία του Χρήστου υπήρχε μια άλλη εικόνα. Η Ελένη είδε με τρόμο πως ήταν η βασίλισσα Φρειδερίκη, η σύζυγος του νέου βασιλιά Παύλου, που είχε ανεβεί στο θρόνο όταν πέθανε ο αδελφός του Γεώργιος την 1η Απριλίου 1947. Η νεαρή βασίλισσα ατένιζε από την κορνίζα μεγαλόπρεπα, σειρές τα μαργαριτάρια κρέμονταν στον άσπρο της λαιμό. Ο αντάρτης γύρισε στην Ελένη μ' ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. «Κοίτα ποια είναι εδώ, Αμερικάνα! Ποιος έκρυψε τη Γερμανιά σκύλα για να τη φυλάξει; Ο πατέρας σου;». Πώς ήξερε αυτό το παιδί τα φιλοβασιλικά αισθήματα του πατέρα της; απόρησε η Ελένη. «Δεν είχα ιδέα πως βρίσκεται κει!» του είπε. «Όταν ο Χρήστος έστειλε τη φωτογραφία την έδωσα σε κάποιον που πήγαινε στο Φιλιάτι, να μου την κορνιζάρει. Το ξέρεις ότι πουλάνε κορνίζες με βασιλιάδες, Digitized by 10uk1s

βασίλισσες, ήρωες· εκεί θα 'τανε όλο τον καιρό δίχως να το ξέρω». Ξέχασε το περιστατικό θεωρώντας το τυχαίο, οπότε σε λίγες μέρες της βροντήξανε την πόρτα. Άνοιξε κι αντίκρισε κάποιο νέο ψηλό, καστανομάλλη, μάλλον νόστιμο με στολή υπολοχαγού, που την κοιτούσε σα να ήταν ενδιαφέρον δείγμα εντόμου. Ήταν παλιός δάσκαλος, τριανταενός χρονών, ο Σωτήρης Αλεξίου, που είχε το ψευδώνυμο «Σωτήρης Δραπέτης». Οι χωριανοί γρήγορα θα μάθαιναν το Σωτήρη, το σαδιστή αξιωματικό του άλφα δύο στο Λια. Δίχως να πει λέξη, ο Σωτήρης έσπρωξε την Ελένη πέρα και εφόρμησε στα δωμάτια, ανοίγοντας όλα τα κουτιά και τα συρτάρια, αδειάζοντας το περιεχόμενό τους στο πάτωμα, αναποδογυρίζοντας τα στρωσίδια. Η Ελένη κατάλαβε πως κάποιος θα την είχε για κάτι καταγγείλει. Έτρεξε πριν από το Σωτήρη μέσα στην αποθηκούλα πίσω από την κουζίνα, όπου η Όλγα καθόταν στη συνηθισμένη της θέση πάνω στο σεντούκι με τα προικιά της, που το 'χαν πάρει από την καλή κάμαρη όταν έφτασε η οικογένεια του Γκάγκα. «Γρήγορα, φύγε από δω!» της σφύριξε η Ελένη. «Έρχεται μέσα και τ' ανοίγει όλα». Η Όλγα έριξε έντρομη μια ματιά στις γιαννιώτικες βελέντζες και κουβέρτες, που τις είχε σφιχτοδέσει σε ρολά, και μετά γλίστρησε στην κουζίνα όπου κρυβότανε η Γλυκερία. Ο Σωτήρης έφτασε πίσω ακριβώς από τη μάνα της. Τράβηξε ένα μαχαίρι κι έκοψε τα σκοινιά που κρατούσαν τις βελέντζες, τις πέταξε μια μια καταγής αφού της ψαχούλευε. Ρίχνοντας και την τελευταία κουβέρτα χάμω, ο Σωτήρης γύρισε στην Ελένη και πρόσταξε: «Άνοιξε αυτό το σεντούκι!» Σαν παλαβή έψαξε για τα κλειδιά του λουκέτου — στις τσέπες της· στις σκαλοφρύδες, τις κόγχες των τοίχων, όπου φύλαγε τα σπίρτα· στο κουτί με τα γράμματα του Χρήστου, πάνω από το περβάζι της πόρτας· παντού όπου έκρυβε κλειδιά - αλλά έτρεμε τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να σκεφτεί. «Κάνε γρήγορα, μωρή!» φώναξε ο Σωτήρης καθώς εκείνη έτρεχε εδώ και κει. Ενοχλημένος με την άργητα, μπήκε στην καλή κάμαρη και πήρε τη μασιά από το τζάκι. Γύρισε κραδαίνοντάς την. Καθώς η Ελένη πισωπάτησε, άρχισε να χτυπάει το λουκέτο με τη μασιά ωσότου το 'σπασε. Φρενιασμένος τώρα, ο Σωτήρης πέταξε τα πάντα από το σεντούκι: φουστάνια, μεσοφόρια, κάλτσες, μαξιλαροθήκες, ένα τραπεζομάντιλο κροσέ. Τα πετούσε πάνω στη γλίνα του δαπέδου και τραβούσε άλλα, κι άλλα ώσπου το σεντούκι άδειασε. Ανασαίνοντας βαριά, γύρισε στην Ελένη, που ήταν ζαρωμένη στο κατώφλι ανάμεσα στην κουζίνα και στο δωματιάκι. «Θα ψάξω την αυλή σου τώρα, Αμερικάνα», είπε, «κι αν βρω όπλο πουθενά, θα σε σκοτώσω». Οι λέξεις «όπλο» και «Αμερικάνα» διαπεράσανε την Ελένη σαν παγοκρύσταλλοι. Κάποιος θα πρέπει να είπε στην πολιτοφυλακή: «Η Αμερικάνα έχει κρυμμένο όπλο στο σπίτι της», κι ένιωσε ξανά την απόσταση που εξυπακούεται στη λέξη «Αμερικάνα». Αν και δεν είχε φύγει ποτέ από το χωριό, ήτανε η ξένη, εκείνη που ο πλούσιος άντρας της ζούσε σε μια μακρινή χώρα, όπου δεν μπορούσαν να του πάρουν τα λεφτά του. Αναρωτιόταν ποιος να την κατάγγειλε, και ως που έφτανε το μίσος. «Βρήκες κάνα όπλο στο σπίτι μας, αφέντη;» τον ρώτησε: «Δεν έχουμε άντρες, μήτε στρατιώτες έχουμε εδώ, μήτε και όπλα. Μπορώ να σου εγγυηθώ πως δε θα 'βρεις τίποτα στο σπίτι, μα δεν μπορώ να σε βεβαιώσω για την αυλή. Κι αν κάποιος έθαψε εκεί κάνα όπλο για να με βάλει σε μπελάδες;». Digitized by 10uk1s

Ο Σωτήρης ανασήκωσε τους ώμους του. «Να εύχεσαι να μη βρω τίποτα. Φέρε μου ένα φτυάρι». Μόλις εκείνος βγήκε από την πόρτα, η Ελένη άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε. «Θα μας σκοτώσουν», είπε αψανά κάμποσες φορές. Ύστερα φώναξε τη Γλυκερία από την κουζίνα κι έφτυσε στο πάτωμα. «Προτού στεγνώσει το σάλιο μου θέλω να 'σαι δω με το Σόλη Σκεύη! Πες του πως απ' αυτόν εξαρτιέται η ζωή μας. Δόξα σοι ο Θεός έχω λίγο κρέας στη γάστρα! Που είναι τα χορταρικά που μάζεψες σήμερα το πρωί;» Όταν γύρισε η Γλυκερία ξέπνοη, σέρνοντας σχεδόν τον πετσιασμένο γερο-πατέρα του Σπύρου και του Προκόπη Σκεύη, το σπίτι μοσχοβολούσε από τη μυρουδιά της ψητής γίδας, πασπαλισμένης με ρίγανη και δυόσμο. Κάτω στην αυλή ο Σωτήρης έσκαβε λάκκους, τον βοηθούσανε άλλοι δύο αντάρτες. Μόλις η Ελένη είδε το Σόλη έβαλε τα κλάματα. «Αμάν, αφέντη μου, κοίτα τους αυτούς έξω! Ψάχνουνε για όπλα. Δε βρήκανε στο σπίτι τίποτα, μα φοβάμαι πως μπορεί κάποιος να 'κρυψε κανένα στην αυλή». Ο Σόλης Σκεύης ήταν θεοφοβούμενος άνθρωπος, παρά τη ματσαράγκα που 'χε παίξει στο μητροπολίτη για να βάλει το Σπύρο στη σχολή Βελλάς, είχε και σε υπόληψη την Αμερικάνα. Τη χτύπησε στον ώμο. «Μη φοβάσαι» της είπε. «Εγώ είμαι δω, ό,τι και να βρει, κανένας δε θα σε αγγίξει». Στρώθηκε σε μια βολική γωνιά. «Τι μυρίζει;» ρώτησε. Την ώρα που ο Σωτήρης πέταξε μπαϊλντισμένος το φτυάρι, ο Σόλης είχε ξεκοκαλίσει το πιο πολύ κατσίκι και, με το ζωνάρι λυτό, ροχάλιζε μακάρια πλάι στη φωτιά. Ο Σωτήρης είχε χάσει όλο τ' απόγεμα και δε βρήκε τίποτα, ωστόσο η Ελένη είχε μάθει πως κάποιος στο χωριό γύρευε το κακό της. Τα γνώριμα πρόσωπα της γειτονιάς της δε θα της ξαναφαίνονταν ποτέ τα ίδια.

Μπορεί ο Σόλης Σκεύης να είπε στο γιο του το Σπύρο για τα βάσανα της Αμερικάνας ή μπορεί κι ο Σπύρος να λογάριαζε να ενισχύσει τους δεσμούς του με μια φαμελιά που είχε τόση επιρροή στο χωριό. Ο διοικητής του τάγματος εμφανίστηκε στην αυλόθυρα του Γκατζογιάννη λίγες μέρες μετά το επεισόδιο του Σωτήρη. Είχε ανεβεί καβάλα το απόκρημνο μονοπάτι ως το Περιβόλι, προπορευόταν το τσανάκι του που τώρα στεκότανε κλαρίνο κρατώντας τα γκέμια, ενώ ο Σπύρος αφίππευε. Το πρόσωπό του ήταν τώρα ξυρισμένο, η στολή του σιδερωμένη, οι τρόποι του ολότελα διαφορετικοί από εκείνη την απαίσια έξαψη τη μέρα που τον άκουσε η Ελένη να λέει στους άντρες του πως θα ξεζούμιζαν το χωριό που γεννήθηκε. Η Κάντα, που δούλευε στον μπαξέ, κοίταξε με κατάπληξη τη μεγαλόπρεπη κορμοστασιά που διάβηκε την πόρτα τους. Τον αναγνώρισε αμέσως, γιατί τον είχε δάσκαλο, τους έκανε μάθημα στη δευτέρα, όποτε ο Μηνάς Στράτης έπρεπε ν' απουσιάσει. Κι ο Σπύρος τη θυμήθηκε, αν και τώρα ήτανε πια κοτζάμου κοπέλα δεκαπέντε χρονών. Έτσι που μουρμούρισε «Καλημέρα» κι έσκυψε το κεφάλι της, χωρίς να τον κοιτάξει στα ίσια, της είπε: «Εσύ δεν είσαι η Αλεξάνδρα, ε; Ήσουν από τις πρώτες στην τάξη». Εκείνη χαμήλωσε ξανά το βλέμμα της. «Χρειαζόμαστε έξυπνες κοπέλες στο κίνημα», συνέχισε κείνος μ' ένα περιπαιχτικό χαμόγελο. «Θα σου βρω ένα καπετάνιο να σε παντρέψω. Πώς σου φαίνεται;». «Είμαι πολύ μικρή για να παντρευτώ αφέντη», είπε κείνη κοιτώντας τις μπότες του. «Τότε σε κάνα δυο χρόνιο», της απάντησε. «Δε θα σ' άρεσε ένας όμορφος νέος καπετάνιος;». Digitized by 10uk1s

Η αίσθηση της ειρωνείας που είχε η Κάντα υπερίσχυσε. « Α, θα 'ναι θαύμα αν νικήσετε στον πόλεμο!» του είπε. «Αν όμως χάσετε, ο καπετάνιος θα καταλήξει μάλλον να βόσκει πρόβατα». «Μην ανησυχείς, θα νικήσουμε», της είπε χαρωπός. «Δες εκεί». Με μια κίνηση του χεριού της έδειξε τα βουνά που στεφάνωναν τη λάκκα στα χαμηλώματα. «Βλέπεις τη Βελούνα, την Πλόκιστα και την Ταβέρα;» είπε, σαρώνοντας τον ορίζοντα από την ανατολή ως τη Δύση. «Οι άντρες μας τα καταλάβανε όλα. Οι φασίστες λιώνουν μπροστά μας όπως το ανοιξιάτικο χιόνι. Σε λίγο θα 'χουμε δική μας όλη τη χώρα. Ο νεαρός καπετάνιος σου μπορεί να καταλήξει υπουργός στην κυβέρνηση και όχι βοσκός». Την κοίταξε έντονα. «Θαρρώ έχεις μιαν αδερφή μεγαλύτερη, ε;» Η Κάντα δεν αποκρίθηκε. Ήξερε πως η Όλγα κρυβόταν στην αποθηκούλα με το πρόσωπο κουκουλωμένο με το μαντίλι. «Να πεις στην αδερφή σου να παντρευτεί», είπε ο Σπύρος, δίχως να χαμογελάει πια. «Με τον πατέρα σου στην Αμερική, χρειάζεται κάποιον να την προστατεύει». Η Ελένη είχε βγει από το σπίτι να προϋπαντήσει τον επιφανή επισκέπτη τους και άκουσε την παρατήρησή του. Έτρεξε, προσκαλώντας τον Σπύρο να κοπιάσει στο σπίτι και φωνάζοντας την Όλγα από την αποθηκούλα να 'τοιμάσει καφέ, ένα ποτήρι νερό και γλυκό για τον ταγματάρχη. Όταν η Όλγα έφερε το δίσκο στη μεγάλη κάμαρη, είδε πως η Ελένη είχε δώσει στο Σπύρο το τελευταίο γράμμα που της έστειλε ο Χρήστος, εκείνο που της έλεγε να μη φύγει σε καμιά περίπτωση από το σπίτι, και πως οι άντρες είναι «συγχωριανοί μας, και πολεμάνε για το δίκιο τους». Η Όλγα είδε το Σπύρο να κρυφογελάει. Μουρμούρισε: «Α, ρε Χρήστο, μπαγάσα!» και μετά κοίταξε την Ελένη και είπε: «Δεν το 'χα καταλάβει πως ήτανε δικός μας». Η Ελένη χαμογέλασε και δεν είπε τίποτε, αλλά έγνεψε της Όλγας να φέρει τον καφέ. Μόλις τον πρόσφερε η κοπέλα έφυγε από το δωμάτιο. Κανένας δεν άκουσε τι κουβέντιασαν η Ελένη και ο Σπύρος ύστερα από αυτό, αλλά η Κάντα πρόσθεσε πως όταν ο Σκεύης έφευγε από το σπίτι και καβαλίκευε το άλογό του, σφύριζε.

Κάμποσες μέρες μετά την επίσκεψη του Σκεύη, το χωριό ηλεκτρίστηκε αντικρίζοντας μια μακριά φάλαγγα κατά δυάδες από κουρελιάρες ανταρτίνες, ίσως καμιά κατοστή, που κατηφόρισαν από την κορφή του Προφήτη Ηλία και διάβηκαν από το Περιβόλι· μπροστά και πίσω πήγαιναν αντάρτες, και δύο φρουρούσαν τα πλευρά τους. Οι ανταρτίνες περάσανε ακριβώς μπροστά από την αυλόθυρα του Γκατζογιάννη, με βηματισμό και με τα όπλα τους στην πλάτη, χωρίς να προσέχουν τη βαβούρα των χωριανών που συρρεύσανε για να τις χαζέψουν. Όλα τα παιδιά του Γκατζογιάννη τρέξανε να τις δουν, ακόμα και η Όλγα που δεν είχε βγει από το σπίτι αφότου έφτασαν οι αντάρτες. Οι ανταρτίνες ήταν χωριατοπούλες γύρω στα είκοσι, με μακριές χοντρές κοτσίδες ως την πλάτη τους, αλλά κάτω από τις κοτσίδες φορούσαν κανονικές χακί στολές με - οι χωριανοί δεν πιστεύανε τα μάτια τους - αντρικά παντελόνια! Αν βαδίζανε τσίτσιδες, δε θα προκαλούσαν μεγαλύτερη αίσθηση. Ο Νικόλας είχε μείνει έκθαμβος, νομίζοντας πως οι στρατιώτες ήταν το μισό άντρας και το μισό γυναίκα. Κανένα από τα παιδιά του Γκατζογιάννη δεν ξέχασε ποτέ τη φορά που πρωτοείδανε γυναίκες με παντελόνια. Αλλά η Ελένη καλά καλά μήτε πρόσεξε τι φορούσαν τα κορίτσια. Κοιτούσε τα μούτρα τους κι αναλογιζόταν τους χωριάτες που είχε δει να κλαίνε στα Γιάννινα. Κάτω ακριβώς από το σπίτι του Γκατζογιάννη οι αξιωματικοί προστάξανε τις γυναίκες να σταθούν Digitized by 10uk1s

και να λύσουν τους ζυγούς για να ξεκουραστούν στις αυλές μερικών σπιτιών, ανάμεσα σ' αυτούς και στης Τάσαινας Μπαρτζώκη. Η Ελένη χούγιαζε τα παιδιά της να μπούνε μέσα κι έτρεξε στην κατηφοριά εκεί όπου οι γειτόνισσες τραβούσαν νερό για να πιουν οι ανταρτίνες. Ήταν ξαπλωμένες καταγής σε μια νάρκη που φανέρωνε μεγάλη εξάντληση. Η Ελένη κάθισε στο χορτάρι κοντά σε μερικές που δε φαίνονταν μεγαλύτερες από την Όλγα. Ήρθε πιο κοντά σε μια κοπέλα με στρογγυλό παιδιάστικο πρόσωπο και τη ρώτησε τ' όνομά της. Η κοπέλα απάντησε αδιάφορα, προσθέτοντας πως ήτανε από το χωριό Βατσουνιά. «Δείχνεις τόσο μικρή», επέμενε η Ελένη. «Δε φοβάσαι; Έχω δυο κορίτσια στην ηλικία σου. Αν θελήσουν να πάνε στο στρατό, εγώ δε θα τις αφήσω. Η μάνα σου θα 'χει στεναχωρεθεί πολύ!». Το κορίτσι για πρώτη φορά γύρισε πάνω της τα μάτια, είχανε μαύρους κύκλους. «Θαρρείς πως η μάνα μου μπορούσε να κάνει αλλιώς;» της είπε. «Σε πήρανε δια της βίας;» ρώτησε η Ελένη. «Όλες ετούτες;». «Όλα τα κορίτσια πάνω από τα δεκαπέντε, τ' ανύπαντρα», ψιθύρισε η κοπέλα. «Τώρα φύγε! Αν μας δούνε να κουβεντιάζουμε θα σκοτώσουνε και σένα και μένα». Μόλις προστάξανε τις στρατιωτίνες να φύγουν, η Ελένη έτρεξε πίσω στο σπίτι της. Τώρα καταλάβαινε τι εννοούσε ο Σπύρος Σκεύης λέγοντας πως η Όλγα έπρεπε να παντρευτεί για να 'χει κάποιον να την προστατεύει. Η Ελένη φώναξε την Όλγα και την Κάντα στην κουζίνα κι όταν τις κοίταξε καταπρόσωπο, άρχισε να κλαίει. «Θα σας πάρουνε! Το ήξερα!» θρηνούσε. «Γιατί δε φύγατε όταν σας έστειλα στο Μπαμπούρι ! Τι θ' απογίνετε τώρα;». Τα κορίτσια την κοιτούσαν σαστισμένα. Σε λίγο όρμησε η Τάσαινα Μπαρτζώκη και κείνη κλαμένη. Μόλις είδε την Όλγα φώναξε: «Καλύτερα να σας δω εσένα και τη Ράνω να πνιγείτε στη στέρνα, παρά να σας πάρουνε όπως εκείνες τις δόλιες!». Η Ελένη και οι θυγατέρες της ξαγρύπνησαν όλη τη νύχτα προσπαθώντας να καταστρώσουν ένα σχέδιο για να σωθούν από τη στράτευση. Η Ελένη δεν μπορούσε να ξεχάσει τις ανταρτίνες, τα πρόσωπά τους, και φανταζόταν συνεχώς τα δυο κορίτσια της που δεν είχανε μιλήσει ποτέ σε ξένο άντρα, να υποχρεωθούν να φορέσουν παντελόνια, να κοιμούνται πλάι πλάι με αντάρτες και να πολεμάνε για να σκοτωθούν στη μάχη. Την αυγή ήταν χλομή αλλά ήρεμη. «Πηγαίνετε να φέρετε τη Ράνω», τους είπε. «Θα σας κρύψουμε εκεί που δεν θα σας βρουν ποτέ. Σε λίγο θα φύγουνε και θα γλιτώσετε». Το μέρος που είχε αποφασίσει ήτανε το Κάστρο· στεφάνωνε τη μία από τις δυο κορφές πάνω από το χωριό, εκεί όπου τρακόσα χρόνια προ Χριστού βρισκόταν μια αρχαία ακρόπολη. Την είχε χτίσει για φρούριο μια φυλή από ξανθούς γαλανομάτηδες. Δωριείς με κούτελα πλατιά, καταφύγιο για να αποσύρονται οι κάτοικοι των οικισμών από τα χαμηλώματα όποτε τους απειλούσε εχθρική επίθεση. Εδώ θυσίαζαν ταύρους και προσεύχονταν στο Δία για να τους προστατεύει κι εδώ κάποιοι αρχαιολόγοι, πριν από εκατό χρόνια, νόμισαν πως είχανε ανακαλύψει τα ερείπια του Μαντείου της Δωδώνης, προτού καταλήξουν σε μια άλλη τοποθεσία, εκατόν πέντε χιλιόμετρα νοτιότερα. Χρειαζόσουν λίγο παραπάνω από ώρα, αν σκαρφάλωνες κατευθείαν κι έβγαινες στο γυμνό βουνό, για να φτάσεις στο Κάστρο. Ένα τείχος ψηλό τριγύριζε αρχικά την ακρόπολη και στην πέρα μεριά ο γκρεμός έπεφτε απόκρημνος, αδύνατο να τον ανεβεί κανείς. Όμως, αν κάποιος ορειβάτης κατέβαινε Digitized by 10uk1s

σπιθαμή προς σπιθαμή γαντζωμένος στους βράχους και στα χαμόκλαδα καμιά δεκαπενταριά μέτρα, εύρισκε ένα φυσικό εξώστη που οι αρχαίοι τον είχαν ενισχύσει μ' ένα μικρό τείχος, κι από κει οι σκοπιές έβλεπαν χιλιόμετρα μακριά, έτσι που κάθε αιφνιδιαστική επίθεση από το βορρά ήτανε αδύνατη. Αυτό το μικροσκοπικό επάνθημα στην απόκρημνη βόρεια πλευρά του γκρεμού είχε τόσο καλυφθεί με πουρνάρια, που κανένας δε γνώριζε την ύπαρξή του. Η Όλγα, η Κάντα και η Ράνω γλίστρησαν από την κορφή και κατέβηκαν ως εκεί, παγωμένες από το φόβο, δίχως να κοιτάνε κάτω, γνωρίζοντας πως ένα στραβοπάτημα θα τις έστελνε κουτρουβάλα στην άβυσσο. Σφηνωμένες στο μικρό εξώστη, που ίσα ίσα τις χωρούσε, ήτανε αθέατες. Η Ράνω διατεινόταν πως αν έρχονταν οι αντάρτες να τις πιάσουν, εκείνη θα ριχνόταν στο γκρεμό όπως είχαν κάνει οι Σουλιώτισσες για να ξεφύγουν απ' τους Τούρκους. Η Όλγα έλεγε πως η Ράνω ήταν παλαβή. Η Κάντα έλεγε πως αυτή πεινούσε και κρύωνε. Τη νύχτα ο άνεμος ούρλιαζε γύρω από την κούρνια τους. Ο αέρας ήτανε σαν παγωμένο νερό και τα θροΐσματα και τα μουγκρητά από τα τείχη του αρχαίου κάστρου πάνω από τα κεφάλια τους θυμίσανέ στην Κάντα τα φαντάσματα που είχε ακουστά πως κατοικούσαν στα ερείπια. Στα βάθη κάτω από τα πόδια τους, γεράκια και κοράκια έκοβαν βόλτες παρατηρώντας το χάος, όπως ένα ποταμάκι γυαλοκοπούσε σαν χαρακιά από ασημένια φουρκέτα πάνω στο πράσινο. Ζάρωσαν εκεί για τρεις μέρες, κοιμόντουσαν καθιστές με την πλάτη πάνω στο βράχο του γκρεμού και τα πόδια τους να τα γδέρνουν τα χαμόκλαδα. Δεν μπορούσαν να πάνε μήτε προς νερού τους, γιατί ο βράχινος εξώστης ήταν όλος ο κόσμος τους. Κάθε μέρα η Γλυκερία ή η Αγγελική σκαρφάλωναν στο ύψωμα του Κάστρου κι αφού έβαζαν μια φωνή για να βεβαιωθούν πως οι φυγόστρατες βρίσκονταν ακόμα εκεί, τους έριχναν ψωμοτύρι τυλιγμένο σ' ένα πανί. Τα τρία κορίτσια είχανε κουβέρτες για να ζεσταίνονται, ωστόσο τα χείλια τους ήτανε μπλάβα και οι χιονονιφάδες τους χτυπούσαν τα ματόκλαδα και πάγωναν πάνω τους. Έκλαιγαν και κουβεντιάζανε σαν τι μπορεί να έτρωγαν οι δικοί τους στα σπίτια τους και πόσο ζεστά θα ήτανε κοντά στη φωτιά. Τέλος, η Κάντα επαναστάτησε. «Ας με πάρουνε!» ανέκραξε, η φωνή της αρμένισε στη μεγάλη σιγαλιά κάτωθέ τους. «Καλύτερα, παρά να ψοφήσω από το κρύο!». Και δίχως άλλη κουβέντα άρχισε να σκαρφαλώνει σπιθαμή προς σπιθαμή, γαντζώνοντας τους βράχους που προεξέχανε και τα χαμόκλαδα. Αν και ήτανε η πιο μικρή, η αποστασία της Κάντας εξανέμισε το κουράγιο της Όλγας και της Ράνως, που άρχισαν να σκαρφαλώνουν το κατόπι της. Όταν νύχτωσε, η Κάντα γλίστρησε ως το σπίτι της μάνας της και χτύπησε σιγανά την πίσω πόρτα. Μόλις την είδε η Ελένη, την τράβηξε μέσα. «Ήρθανε και σας γυρέψανε και τις δύο», της είπε. «Έχουν ένα κατάλογο με ονόματα. Τους είπα πως λείπετε στα χωράφια με το κοπάδι. Δεν μπορείτε να 'ρθείτε στο σπίτι τώρα!» Βημάτιζε πάνω κάτω στο στενό διάδρομο, ύστερα θυμήθηκε κάποιον άλλο κρυψώνα: το λάκκο στην αυλή πίσω από το σπίτι της Ράνως. Ήταν ένα μεγάλο χαντάκι που το 'χανε σκάψει στην κατοχή και κρύψανε σεντούκια με τα πιο πολύτιμα υπάρχοντά τους για την περίπτωση που οι Γερμανοί θα πατούσαν το χωριό. Μετά τον πόλεμο είχανε ξεθάψει τα σεντούκια, αλλά ο λάκκος έμεινε και τώρα ήταν τόσο χορταριασμένος, που σχεδόν ήτανε αθέατος. Τα τρία κορίτσια χωθήκανε στο χαντάκι, καμία κατοστή μέτρα από την πόρτα του Γκατζογιάννη. Η Ελένη τις θωράκισε με πιο πολλές κουβέρτες και μ' ένα τσουκάλι νόστιμες βραστές φακές. Στην αρχή φαινόταν πολύ καλύτερα: ήταν προφυλαγμένες από τον άνεμο, και η θερμότητα από τα κορμιά τους έδινε τη ζεστασιά που χρειάζονταν.

Digitized by 10uk1s

Τσακωθήκανε ποια θα κάθεται στη μέση και συμφωνήσανε ν' αλλάζουνε θέσεις κάθε λίγες ώρες. Έμειναν ξάγρυπνες λέγοντας ιστορίες με φαντάσματα και κουτσομπολεύοντας τις άλλες κοπέλες του χωριού, αλλά τελικά αποκοιμήθηκαν, και άρχισε να βρέχει. Αν και η δεκεμβριανή ψιχάλα δε γινόταν χιόνι σ' αυτό το υψόμετρο, το κρύο σαν να 'τανε χειρότερο παρά την κορφή του Κάστρου. Ο λάκκος μύριζε σαν τάφος και τη νύχτα γλιτσερά ζούδια σέρνονταν πάνω στα ποδάρια τους, αφήνοντας ένα χνάρι που φωσφόριζε στο φως της αυγής. Ένιωσαν να χάνεται η αποφασιστικότητά τους. Ήτανε παιδιά, και το μόνο που γύρευαν ήτανε το σπίτι τους. Είχανε περάσει δυο μέρες μέσα στο λάκκο, αλλά τη δεύτερη νύχτα, όταν ήρθε η Γλυκερία να τους φέρει το βραδινό φαγητό, την παρακαλέσανε να πει της Ελένης να τους βρει καλύτερο κρυψώνα. Η Κάντα παραπονιόταν πως τα πόδια της είχανε ξυλιάσει. Δε θα μπορούσε να σταθεί όρθια αν δοκίμαζε. Είχανε βαρεθεί να 'ναι θαμμένες ζωντανές. Σε λίγο παρουσιάστηκε η Ελένη να στέκεται πάνω από το χαντάκι, κρατώντας ένα τσουκάλι που υποσχόταν κρέας. Είπε στις κοπέλες πως τους είχε βρει ένα ζεστό κρυψώνα και τις πήγε στο κατώι– στάβλο του Βαγγέλη Μπότσαρη, δυο σπίτια πάνω από το δικό της, όπου στεγάζονταν τρεις γίδες μ' ευγενικά μάτια, που τις θωρούσαν ειρωνικά όταν τρύπωσαν τα πόδια τους μέσα στο σωρό της κοπριάς που ανάδινε ζέστα. Δεν πρόσεξαν καν τη μυρωδιά -τόσον καιρό ζούσαν με την μπόχα των άπλυτων κορμιών τους. Ήταν πολύ καλύτερα από το Κάστρο και από το λάκκο, ωστόσο τα κορίτσια έμειναν εκεί μοναχά ένα μερόνυχτο -τον ύπνο τους τον σημάδευε ο βήχας από τις γίδες- ωσότου έφτασε η Ελένη τρέχοντας, τα μαλλιά της ανέμιζαν φευγάτα από το μαντίλι της και φώναζε πως έπρεπε τα κορίτσια να παρουσιαστούν αμέσως, αλλιώτικα θα τους τουφεκίζανε όλους. «Είπανε πως πρέπει να σας πάω, αλλιώς θα με σκοτώσουν.» Η Όλγα και η Κάντα τρέξανε στο σπίτι και ξύσανε τις κοπριές όσο πιο καλά μπορούσαν. Η Ελένη έλουσε, χτένισε κι έπλεξε κοτσίδες τα μαλλιά της Όλγας όπως τα 'χε όταν ήταν κοριτσάκι. Επειδή η Όλγα ήταν η πρωτότοκη, η Ελένη ανησυχούσε πιο πολύ γι' αυτή παρά για τις άλλες. Όταν η Όλγα ήτανε μωρό, η Ελένη συνήθιζε να σηκώνεται και ν' ανάβει τη λάμπα και να την κοιτάζει πλαγιασμένη στην ξύλινη κούνια, τα λεπτά χεράκια της κλειστά, τα χείλια της να πιπιλάνε καθώς ονειρευόταν το βυζί. Η Ελένη έτρεμε μήπως πλακώσει το μωρό στον ύπνο της και γι' αυτό τη θήλαζε μόνο καθιστή. Όπως είχε ακουστά να κρυφολέγεται, η δικιά της δεύτερη αδερφή, που τ' όνομά της είχε πάρει η Όλγα, πέθανε όταν η Μεγάλη μέσα στον ύπνο της γύρισε πέφτοντας πάνω στο μωρό. Της Όλγας της έκανε όλα τα χατίρια και την παραχάιδευε, και τώρα θα της την έπαιρναν στρατιώτη. Είχε μπει στην ήβη στα δεκατέσσερα και το κορμί της είχε τις στρογγυλάδες της γυναίκας, ενώ η Κάντα, δεκαπέντε πια, δεν είχε ακόμα μεστώσει και ήτανε μικρόσωμη για τα χρόνια της. Η Όλγα κοιμότανε σαν ψόφια — ποιος ξέρει τι θα της κάνανε οι αντάρτες μέσα στον ύπνο της; Αντίθετα η Κάντα αλαφροκοιμόταν και είχε από φυσικού της μια πανουργία που έλειπε ολότελα από την Όλγα. Το μυαλό της Ελένης έτρεχε σαν τον ποντικό στη φάκα. Ενώ η Μεγάλη και η Νίτσα κλαίγανε τα δυο κορίτσια σαν να 'ταν κιόλας πεθαμένα, η Ελένη πάσχιζε να μη χάσει την αυτοκυριαρχία της. Σκεφτόταν τι θ' απογίνει η Όλγα αν την έπαιρναν στα βουνά, να κοιμάται πλάι πλάι με τους αντάρτες και να πολεμάει μ' ένα ντουφέκι. Τελικά έφτασε στη σπαραχτική απόφαση. Καλύτερα να 'χε τη θυγατέρα της σακάτισσα και ζωντανή παρά σκοτωμένη, κατέληξε. Από τη στιγμή που το αποφάσισε, η Ελένη σύναξε τη φαμελιά — μαζί και το Νικόλα και τη Φωτεινή, που ακούγανε τι τους έλεγε χωρίς να καταλαβαίνουν ακόμα. Αν η Όλγα δεν μπορούσε να περπατήσει, οι αντάρτες δε θα την έπαιρναν, είπε η Ελένη. Η Όλγα κατένευε, τρομαγμένη αλλά και περήφανη που συγκέντρωνε πάνω της όλα τα βλέμματα, θα της Digitized by 10uk1s

έχυναν ζεματιστό νερό στο πόδι, συνέχισε αλύγιστη η Ελένη, και θα 'λεγαν στους αντάρτες πως ήτανε ατύχημα. Όταν έβαλαν μια χύτρα στη φωτιά, η Όλγα προσπάθησε να ετοιμαστεί. Το μόνο επώδυνο που της είχε ποτέ συμβεί ήταν σαν έπεσε από την καρυδιά κι έσπασε δυο δάχτυλα, ωστόσο, αν και προσπαθούσε να θυμηθεί πως ένιωθε τότε, δεν το κατάφερε. Όταν έβρασε το νερό, η Ελένη έδωσε στην Όλγα ένα πανί και της είπε να το χώσει στο στόμα της για να μην τσιρίξει και ξεσηκώσει τη γειτονιά. Στηρίξανε ξυπόλυτο το δεξί της πόδι σ' ένα σκαμνί και βάλανε από κάτω μια μεγάλη λεκάνη να πέσει μέσα το νερό. Η Όλγα πάντοτε καμάρωνε για τα μικρά χέρια και πόδια της, λεπτεπίλεπτα σαν παιδιού. Η Ελένη σήκωσε τη χύτρα κι έκλεισε τα μάτια της. Όλοι παρακολουθούσανε.

Τα σφιγμένα πρόσωπα της μάνας μου, των αδερφάδων μου και της γιαγιάς μου μου φάνηκαν άγνωστα στην κόκκινη αναλαμπή της φωτιάς. Ασυναίσθητα είχα χώσει τη γροθιά μου μέσα στο στόμα μου, για να μιμηθώ την Όλγα με το πανί μέσα στο δικό της. Η μάνα μου πήρε βαθιά ανάσα κι έχυσε το νερό πάνω στο τεντωμένο πόδι ενώ η θεια μου της κρατούσε το καλάμι, ώστε να μην το τραβήξει η Όλγα. Για μια στιγμή επικράτησε σιγή κι ύστερα, παρά το πανί, η Όλγα άρχισε να βγάζει κάτι διαπεραστικές τσιριξιές που μου θύμισαν κατσίκι που το σφάζουν. Όλοι στεκόμασταν και κοιτούσαμε το πόδι, ενώ η Όλγα βουβή σφούγγιζε τα δάκρυά της στο πανί. Το δέρμα από πάνω κοκκίνισε αμέσως και γέμισε φουσκάλες. Ύστερα από λίγο η μάνα μου κι η θεια μου κοιταχτήκανε καθώς κατάλαβαν πως το σχέδιο είχε αποτύχει. Το πόδι της Όλγας ήταν τόσο σκληρόπετσο από την ξυπολυσιά, που δε φαινόταν να 'παθε κάτι σοβαρό. Οι αντάρτες θα την έπαιρναν οπωσδήποτε. Η μάνα μου κάθισε βαριά, έδειχνε αναγουλιασμένη. Είδα τη ματιά της να πλανιέται στο τζάκι όπου μια μασιά ακουμπούσε στον τοίχο. Ζύγωσε, την έπιασε και την κράτησε μες στις φλόγες. Οι άλλοι καταλάβανε πριν από μένα τι έκανε και τους κόπηκε η ανάσα. Η Όλγα άρχισε να κλαίει σιγανά. Όταν η άκρια της μασιάς πύρωσε, είδα τη μάνα μου να σιμώνει την Όλγα και λίγο λίγο πισωπάτησα. Η Όλγα γύρισε καταπάνω το πρόσωπό της σαν παιδί που περιμένει να το χτυπήσεις, είχε κλείσει τα μάτια της σφιχτά. Η μάνα μου έσκυψε πάνω από το πόδι. Ακριβώς κάτω από τον αστράγαλο έπαλλε ο σφυγμός. Το πρόσωπό της φάνηκε να γερνάει, και γύρισε πέρα, πετώντας τη μασιά. «Δεν μπορώ να το κάνω», ψιθύρισε. Κατάλαβα πως κρατούσα την ανάσα μου και την έβγαλα με πάταγο. Στη σιωπή μίλησε η γιαγιά μου: «Εγώ μπορώ», είπε «αν αυτό σώσει την εγγόνα μου». Γυρίσαμε όλοι κατάπληκτοι να δούμε την όμοια με πουλί ασθενική γερόντισσα, που φαινόταν πάντα τόσο ανήμπορη. Έπιασε τη μασιά και την ξαναπύρωσε στη φωτιά. Ύστερα είδα τη γιαγιά μου να τη βουτάει μέσα στο μπιτόνι με το σπίρτο του άλατος, που το είχαν για να καθαρίζουν από μέσα τα μαυρισμένα χαλκώματα. Η μασιά έτρεμε δυνατά καθώς η γριά γύρισε στην Όλγα, που, λησμονώντας το πανί, άρχισε να γλιστράει από την καρέκλα στο πάτωμα. Η θεια μου την κάρφωσε χάμω με τα δυο χέρια στους ώμους της. Η μάνα μου άδραξε τον αστράγαλο του φουσκαλιασμένου ποδιού και γύρισε πέρα το πρόσωπό της. Ένιωθα πως βρίσκομαι σ' ένα άσχημο όνειρο· δεν μπορούσαν να το κάνουν αυτό! Έκλεισα τα μάτια μου για ν' αποδιώξω τη σκηνή. Το τσιτσίρισμα της μασιάς πάνω στη σάρκα γέμισε το δωμάτιο. Ύστερα η Όλγα σκλήρισε, ώσπου τη σταμάτησε το πανί που της κόλλησε στο στόμα η θεια μου. Άκουσα να της αποκρίνεται ένα βογκητό της μάνας μου. Κοίταξα και είδα τη γιαγιά μου να τραβάει από το πόδι της Όλγας τη μασιά μ' ένα κοψίδι δέρμα κρεμασμένο πάνω της, αφήνοντας γυμνό το κρέας από κάτω, κάτασπρους τένοντες Digitized by 10uk1s

στη ρόδινη σάρκα. Στο δωμάτιο είχε μια έντονη μυρωδιά, που με κυνηγάει ακόμη. Χύθηκα έξω από την πόρτα στην αυλή.

Αντικρίζοντας το πόδι της η Όλγα σκλήρισε πάλι, όμως η Ελένη τρυφερά γύρισε το πρόσωπο της κοπέλας πέρα κι έβαλε ένα βρεγμένο πανί στα μάγουλά της, και το δικό της πρόσωπο ήταν υγρό από τα δάκρυα. Η Μεγάλη έφυγε γοργά και γύρισε μ' ένα λάχανο. Τύλιξε λαχανόφυλλα πάνω στην ανοιχτή πληγή για να την κάνει να πρηστεί, τα τραχιά φύλλα ήταν σαν οινόπνευμα πάνω στη σάρκα. Η Όλγα σπάραζε και βογκούσε ενώ η Ελένη και η Νίτσα πάσχιζαν να την κρατήσουνε ακίνητη. Όταν τέλειωσε τη δουλειά της, η Μεγάλη τύλιξε το πόδι μ' ένα άσπρο πανί. Το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας η Όλγα το πέρασε κλαίγοντας με αναφιλητά στην ποδιά της μάνας της. Ούτε η Κάντα μπόρεσε να κοιμηθεί. Δεν μπορούσε να διώξει από το μυαλό της τον αχό της μασιάς και τη μυρωδιά της καμένης σάρκας, κι όταν λαγοκοιμήθηκε πριν από τα χαράματα, ταράχτηκε μ' έναν εφιάλτη πως την κυνηγούσαν κάτι θεόρατοι στρατιώτες με γένια. Ήξερε πως η μάνα της είχε προτιμήσει να σώσει την Όλγα και είχε αποφασίσει να παρουσιαστεί εκείνη επειδή ήταν μικρότερη και είχε πιο λίγες πιθανότητες να την κακοποιήσουν. Ένιωθε φριχτή μοναξιά. Το άλλο πρωί η Όλγα σκλήριζε πάλι όταν τις βγάλανε τους επιδέσμους και τα λαχανόφυλλα. Ήταν τόσο πρησμένο, ώστε δεν έμοιαζε καν με πόδι. Ο αστράγαλος είχε εξαφανιστεί. Η πληγή έτρεχε πύο και θυμωμένες κόκκινες οι φλέβες ανέβαιναν ως το γόνατο. Η Όλγα δεν μπορούσε μήτε να καθίσει, άσε πια να σταθεί ορθή. Ξανατύλιξαν απαλά το πόδι και την άφησαν πλαγιασμένη στα στρωσίδια. Αργότερα εκείνη τη μέρα η Ελένη πήγε στο σπίτι της Τάσαινας, που οι αντάρτες το χρησιμοποιούσαν γι' αναρρωτήριο. Παρακάλεσε τον αντάρτη γιατρό αν είχε την καλοσύνη να δει το πόδι της κόρης της. Στην κουζίνα είχε γίνει ένα ατύχημα, του εξήγησε, πετάχτηκε από το τζάκι ένα κάρβουνο και της έκαψε το πόδι από πάνω. «Της βάλαμε αμέσως ποντικόλαδο», είπε η Ελένη, αναφέροντας το καθιερωμένο γιατροσόφι του χωριού για τα εγκαύματα, λάδι όπου μέσα κρεμούσαν ένα ψόφιο ποντίκι, «μα φαίνεται πως κάτι δεν πάει καλά — το πόδι πρήστηκε ολόκληρο». Ο γιατρός δέχτηκε να το δει, και όταν ξετύλιξε τους επιδέσμους στο πρόσωπό του φάνηκε η ταραχή. «Έχει μολυνθεί, μπορεί να χάσει το πόδι της!» αναφώνησε. «Θα σου δώσω μιαν αλοιφή — άσε αυτές τις χωριάτικες βλακείες!— και να κρατάτε την πληγή καθαρή, να της αλλάζετε κάθε μέρα επίδεσμο. Τουλάχιστο μερικές βδομάδες δε θα το πατήσει. Θα ξανάρθω σε λίγες μέρες να τη δω». Όλοι έδιναν ο ένας τ' αλλουνού συχαρίκια. Η Ελένη είχε παίξει τόσο καλά το ρόλο της, που ο γιατρός δε φάνηκε να υποψιάστηκε τίποτα. Την άλλη μέρα όμως πέρασαν δυο αντάρτες κρατώντας ένα κατάλογο με τα ονόματα όλων των ανύπαντρων κοριτσιών του Λια πάνω από δεκαπέντε χρονών. Είχαν ακούσει από το γιατρό για το «ατύχημα» της Όλγας και απαντήσανε να βγουν οι επίδεσμοι. Όταν η Ελένη τους είδε να μορφάζουν εμπρός στο θέαμα, κατάλαβε πως είχε σώσει την κόρη της. Ωστόσο οι αντάρτες φαίνονταν οργισμένοι, και προτού να φύγουν πρόσταξαν. «Η δεύτερη θυγατέρα σου, η Αλεξάνδρα, να ετοιμαστεί να παρουσιαστεί αύριο το πρωί στο Λαϊκό Δημοκρατικό Στρατό».

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 9 Στα τέλη Δεκεμβρίου 1947 το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας ήταν έτοιμο να εφαρμόσει τη νέα στρατηγική του και ν' αποδείξει στον κόσμο πως είχε τη δύναμη να καταλάβει την εξουσία. Τώρα που είχαν εξασφαλιστεί τα κύρια ορεινά ερείσματα, ο Δ.Σ.Ε. θα προχωρούσε στο σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης και γρήγορα θα κυρίευε ένα σημαντικό αστικό κέντρο για να το χρησιμοποιήσει ως πρωτεύουσά του. Οι κομμουνιστές αντάρτες ελέγχανε πλήρως τον ορεινό όγκο της Μουργκάνας, που εκτείνεται τριάντα δύο χιλιόμετρα κατά μήκος των συνόρων Ελλάδας και Αλβανίας, καθώς και τα βουνά του Γράμμου στη βόρεια εσχατιά της οροσειράς της Πίνδου, όπου συναντιούνται οι περιοχές της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Από αυτές τις βάσεις μπορούσαν ν' απειλήσουν ολόκληρη τη βορειοδυτική Ελλάδα, μαζί και την πρωτεύουσα της Ηπείρου — τα Γιάννινα. Την παραμονή των Χριστουγέννων ο ραδιοφωνικός σταθμός του Δημοκρατικού Στρατού, εγκατεστημένος στην Αλβανία, ανάγγειλε το σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης Λεύτερης Ελλάδας με πρωθυπουργό το Μάρκο Βαφειάδη. Η χώρα κράτησε την ανάσα της, περιμένοντας ν' ακολουθήσει το αναπόδραστο επόμενο βήμα — η αναμενόμενη επίθεση σε κάποια πόλη που θα χρησίμευε για πρωτεύουσα της νέας κυβέρνησης. Τα Γιάννινα φαίνονταν ο πιθανότερος στόχος. Μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, πριν από τα χαράματα ανήμερα τα Χριστούγεννα, οι κομμουνιστές αντάρτες είχαν εξαπολύσει την επίθεση τους όχι στα Γιάννινα αλλά στην Κόνιτσα, εξήντα πέντε χιλιόμετρα βορειότερα. Η Κόνιτσα είχε το πλεονέκτημα ότι βρισκόταν ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κάστρα τους, στη Μουργκάνα και στο Γράμμο, καθώς και ότι απείχε μόλις είκοσι χιλιόμετρα από τα αλβανικά σύνορα. Λίγες ώρες μετά την επιστροφή των πιστών από τη μεσονύχτια λειτουργία, ο Μάρκος έριξε 10.000 αντάρτες εναντίον μιας πόλης 5.000 κατοίκων. Σήμανε ο συναγερμός και οι υπερασπιστές οχυρώθηκαν μέσα σε κάθε σπίτι. Ήτανε ζωτικό για τους κομμουνιστές αντάρτες να κερδίσουνε τη μάχη. Εγκαθιστώντας την πρωτεύουσά τους στην Κόνιτσα ελπίζανε πως οι σοσιαλιστικές χώρες θ' αναγνώριζαν την προσωρινή κυβέρνηση και ένας σύμμαχος ουσιώδης για τη νίκη τους -η Σοβιετική Ένωση- θα τους παρείχε πλήρη υλική υποστήριξη. Δύσπιστη η Ρωσία τούς είχε, ως τότε, προσφέρει περιορισμένη βοήθεια μέσω των κομμουνιστικών χωρών που συνόρευαν με την Ελλάδα— της Αλβανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας. Ο Μάρκος συγκέντρωσε στη χριστουγεννιάτικη επίθεση όλο το έμψυχο υλικό και το βαρύ πυροβολικό που διέθετε. Μια από τις πρώτες σημαντικές θέσεις που καταλήφθηκαν ήταν η γέφυρα Μπουραζάνι στον ποταμό Αώο, απ' όπου έπρεπε να περάσουν οι ενισχύσεις από τα Γιάννινα. Φαινόταν αδύνατον ότι θα κρατήσει η Κόνιτσα εμπρός στις αφάνταστες υπέρτερες δυνάμεις που διενεργούσαν την επίθεση, αλλά οι αντάρτες δεν είχαν υπολογίσει την απόγνωση των κατοίκων, περικυκλωμένων και αποκομμένων από κάθε οδό διαφυγής· πολεμήσανε στο πλευρό των κυβερνητικών τμημάτων, μετατρέποντας κάθε σπίτι σε μικρό κάστρο. Ενώ ολόκληρη η υφήλιος παρακολουθούσε, η μάχη της Κόνιτσας παρατάθηκε από ανήμερα τα Χριστούγεννα ως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Για να υποστηρίξει την επίθεση, ο Μάρκος τράβηξε από τη Μουργκάνα όσο το δυνατόν περισσότερους αντάρτες. Τα κυβερνητικά τμήματα, αριθμητικά υπέρτερα, επιχείρησαν να Digitized by 10uk1s

παρεμποδίσουν τη μετακίνηση εξαπολύοντας επίθεση κατά των θέσεων των ανταρτών στη Μουργκάνα. Ξαφνικά τα κατεχόμενα χωριά, όπως το Λια, βρέθηκαν να καταποντίζονται στη δίνη του πολέμου.

Digitized by 10uk1s

Ξεχωρίζει η ήρα από το σιτάρι Ήταν έντεκα μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, νύχτα 14 Δεκεμβρίου 1947, όταν οι αντάρτες πήγαν στου Γκατζογιάννη και διατάξανε την Ελένη να ετοιμάσει τη δεύτερη θυγατέρα της για το Δημοκρατικό Στρατό. Αν και είχε καταφέρει να σώσει την Όλγα, το ήξερε πως η Κάντα ήτανε χαμένη. Η Ελένη πέρασε όλες τις ώρες ως την αυγή θρηνώντας το χαμό της θυγατέρας που της έμοιαζε φτυστά. Η Όλγα και η Γλυκερία είχανε πάρει τις στρουμπουλές γραμμές και τα απαλά χαρακτηριστικά του πατέρα τους, η Κάντα όμως ήτανε κοκαλιάρα και ισχνή, με τα ίδια πεταχτά ζυγωματικά, το έντονα γραμμένο στόμα και τα βαθουλωτά, ζωηρά μάτια της μάνας της. Είχε κλείσει τα δεκαπέντε δύο μέρες προτού καταλάβουνε το χωριό οι αντάρτες, αλλά ακόμη έμοιαζε παιδί - λεπτή, το στήθος της πλάκα, σαν αγόρι. Μάνα και κόρη κάθισαν μαζί, ανήμπορες να κοιμηθούν, και η Ελένη χάιδευε τα μαλλιά της Κάντας. «Αν λιγοθυμάς και κάνεις σαν να 'σαι άρρωστη και παρασταίνεις τη χαζή που δε νογάει, μπορεί να σε βαρεθούν και να σ' αφήσουν να φύγεις», την ορμήνευε. «Πες τους πως φοβάσαι τα όπλα. Πώς γίνεται να στείλουν ένα μωρό σαν και σένα στον πόλεμο;» σταμάτησε να διαλέξει τα λόγια της, έπειτα πρόσθεσε: «Τη νύχτα να τραβιέσαι όσο πιο μακριά μπορείς από τους αντάρτες. Αν ξεχαστείς και αποκοιμηθείς την ώρα που δεν πρέπει, μπορεί να καταστραφείς για πάντα». Η Ελένη απόδιωχνε εικόνες, όπου η Κάντα ατιμαζόταν ή σκοτωνότανε και παρηγορήθηκε με τη σκέψη πως αν και η πιο ασθενική από τα κορίτσια, ήταν η πιο έξυπνη. Ωσότου φόρεσε το μαντίλι, η Κάντα ήτανε πρώτη στο σχολείο. Όπως και η Ελένη, φλεγόταν από τη φιλοδοξία να ξεφύγει από το χωριό και ν' ανακαλύψει τον έξω κόσμο. Το κορίτσι ήταν δύσκολο όπως και η μάνα της. Παραπονιόταν πως οι αδερφές της μυρίζανε άσκημα και αρνιόταν να φάει φαγητό που το 'χε μαγειρέψει η Νίτσα, σχολιάζοντας σαρκαστικά το τσαπατσούλικο ντύσιμο της θειας της, τα λιγδωμένα της μαλλιά, τα βρώμικα νύχια της. Αν και ήταν λιγνή σαν την γκλίτσα, η αδυναμία της Κάντα ήταν το φαγητό, όπως της Όλγας ήτανε τα όμορφα ρούχα. Ο μόνος τρόπος για να τη δελεάσει η Ελένη, ώστε να μείνει μια μέρα με το κοπάδι στα ψηλά βοσκοτόπια, ήταν να της τάξει κάποιο ξεχωριστό φαγητό για το βράδυ. Κάποτε, που έχασε την απέραντη υπομονή της, η Ελένη μισοαστεία καταράστηκε τις δυο μεγάλες θυγατέρες της. «Εσύ!» είπε στην Όλγα. «Να μεγαλώσεις και να 'χεις σεντούκια με φουστάνια και να μη βρίσκεις τίποτα του γούστου σου να βάλεις! Και συ, η μαύρη», πρόσθεσε γυρνώντας στην Κάντα, «να 'χεις μια αποθήκη φίσκα με φαγώσιμα και να μην είσαι ποτέ ικανοποιημένη μ' αυτά που τρως». Η Ελένη έκανε συχνά τα χατίρια της Κάντας, γιατί ήξερε πως το κορίτσι ήταν πιο νευρικό από τ' άλλο, πολύ ευαίσθητο για να πάει σε μια κηδεία, έπαιρνε δρόμο αν έβλεπε πως θα ξεσπάσουν δάκρυα ή θυμός. Αφότου ήταν μωρό, η Κάντα είχε περάσει φάσεις με εφιάλτες, υπνοβασίες, νευρικούς στομαχόπονους και λιγοθυμιές. Έτσι που τα θυμόταν όλα τούτα η Ελένη αναρωτιόταν πως θα τα 'βγαζε πέρα ως ανταρτίνα. Ευχόταν μόνο να τη σώσουν η εξυπνάδα της και το πείσμα που φώλιαζε κατάβαθα σε τούτο το κορμάκι. Όταν τέλος η Κάντα αποκοιμήθηκε, η Ελένη τη σκέπασε τρυφερά, ύστερα έφερε γύρο στο δωμάτιο μαζεύοντας πράματα. Πήρε δύο ζεστές ζακέτες που η ίδια της είχε πλέξει κι ένα ζευγάρι χοντρές πλεχτές κάλτσες. Όταν ο ουρανός στην ανατολή γύρισε μαβής και η Κάντα ξύπνησε μ' έναν εφιάλτη ακόμη στα μάτια της, η Ελένη την έντυσε σιγοτραγουδώντας της σαν να 'τανε μωρό. Τύλιξε περισσεύματα μιας χορτόπιτας σε μια πάνινη σακούλα κι έβαλε επιπλέον κομμάτια τυρί και μερικά ξερά σύκα. Ύστερα πήρε ένα χαϊμαλί με χάντρες, όσο ένα γραμματόσημο στο σχήμα ρόμβου, Digitized by 10uk1s

που είχε μέσα μια χάρτινη εικονίτσα του Άη Νικόλα και το κάρφωσε κάτω από το φουστάνι της μικρής στο πουκάμισό της. Έτσι που η Κάντα καθότανε κρατώντας ένα ανέγγιχτο φλιτζάνι με τσάι του βουνού, μια τσιρίδα έσκισε το κρουσταλλιασμένο βουνίσιο αέρα· ερχόταν από 'να σπίτι πιο ψηλά από το δικό της. Οι αντάρτες είχανε αρχίσει να μαζεύουν τα κορίτσια από το Περιβόλι. Η Ελένη έτρεξε έξω και τους είδε να κατεβάζουν κάμποσες κοπέλες από το μονοπάτι χτυπώντας τες με τα κοντάκια των τουφεκιών, ενώ ξοπίσω τους έτρεχαν οι μανάδες των κοριτσιών, θρηνώντας σαν να ‘τανε ξόδι. Όρμησε μέσα στο σπίτι όπου η Κάντα καθότανε χλομή και ασάλευτη με το δέμα της στην ποδιά. «Από τη μέρα που γεννήθηκες, λαχταρούσα να σε δω να φεύγεις από τούτο το σπίτι νύφη, όχι για να μάθεις τον πόλεμο», οδυρόταν η Ελένη. Τα ξεφωνητά ζύγωναν. Οι αντάρτες ήταν δίπλα, για να πάρουνε τη Ράνω. Την τράβηξαν έξω, καταπόδι της βγήκε η αδερφή της, η Τάσαινα Μπαρτζώκη, τώρα οχτώ μηνών έγκυος. Οι αντάρτες γυρίσανε τα όπλα τους καταπάνω στην Τάσαινα και την πρόσταξαν να ξαναμπεί στο σπίτι, ύστερα όρμησαν στην αυλή του Γκατζογιάννη, δύο άντρες σταθήκανε δεξιά κι αριστερά στην αυλόπορτα, δύο άλλοι σπρώχνοντας μπήκανε στο σπίτι. Η Όλγα κείτονταν στα στρωσίδια με το δεμένο πόδι της πάνω σ' ένα σκαμνί, και ο Νικόλας με τη Φωτεινή ζάρωσαν στις γωνιές. Οι υπόλοιποι έκαμαν ν' αγκαλιάσουνε την Κάντα, όμως η μικρή σηκώθηκε και είπε ήσυχα στον επικεφαλής αντάρτη: «Είμαι έτοιμη. Δε χρειάζεται να με βαρέσεις». Αν και το κατωχείλι της έτρεμε, η Κάντα ξέφυγε από τα χέρια των δικών της και πήρε το δέμα της. Ανάμεσα στους δυο αντάρτες, ένα κεφάλι πιο ψηλούς από κείνη, βγήκε έξω με τις κοτσίδες της ξέσκεπες. Είχε παρατήσει εκεί το μαντίλι της. Οι δικοί της την ακολούθησαν, όμως στην αυλόπορτα, ο ένας από τους δυο αντάρτες τους έφραξε το δρόμο με την κάννη του τουφεκιού του. Η Κάντα κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Πάψε να κλαις, μάνα», είπε. «Καλά θα είμαι». Η Ελένη προσπάθησε να παραμερίσει την κάννη του όπλου που της έκλεινε το διάβα, ενώ ο Νικόλας γλίστρησε από κάτω και γύρισε να δει τους δύο φρουρούς. Πρόσεξε πως εκείνος στ' αριστερά, ένα παλικαρόπουλο, στεκόταν αλύγιστος με το όπλο παρά πόδα και το πρόσωπό του σαν μάσκα ανέκφραστο, και μολοντούτο έκλαιγε. Κατά ομάδες, με κοπετούς και με κοντακιές από τους αντάρτες, καμιά σαρανταριά ανύπαντρες συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του χωριού. Τις έσπρωξαν μέσα σ' ένα πρώην καφενείο και παντοπωλείο, που το είχε επιτάξει ο στρατός, και κει κάθισαν όλο το πρωί, ενώ στην πλαϊνή κάμαρη πατίκωναν άλλες κοπέλες, άγνωστες από μακρινά χωριά. Κρατώντας ακόμη το δέμα της, η Κάντα καθόταν πλάι στην καλύτερη φιλενάδα της αδερφής της, τη Ράνω Αθανασίου, μια καλοκαμωμένη γυναίκα είκοσι πέντε χρονών με μαύρα μαλλιά κι έξυπνη φυσιογνωμία. Επειδή η μάνα της είχε πεθάνει όταν εκείνη ήτανε μωρό κι ο πατέρας της ήτανε ανάπηρος, η ζωή είχε κάνει τη Ράνω δυνατή και από ένστικτο η Κάντα την τριγυρνούσε για να 'χει την προστασία της. Ως το μεσημέρι οι μεγάλες κάμαρες είχανε γεμίσει από καμιά ογδονταριά νεοσύλλεκτες, που κάθονταν καταγής, μερικοί αντάρτες τις φρουρούσανε. Κάποιος με πυρόξανθα μαλλιά, μουστάκι και ειρωνικά καστανά μάτια, στάθηκε πίσω από 'να ξύλινο τραπέζι και φώναξε να γίνει ησυχία. Σύντομα οι γυναίκες θα τον μάθαιναν σαν Αλέκο, έναν από τους τρεις καθοδηγητές τους. Digitized by 10uk1s

«Σιωπή!» πρόσταξε. «Πάψτε να βογκάτε κι ακούστε με! Από σήμερα είστε στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού. Θα έχετε την τιμή να πάρετε μέρος στον αγώνα που θα φέρει τη λευτεριά στην Ελλάδα!». Μίλησε κάμποσα λεπτά για τον αγώνα και το κόμμα, για προδότες και μοναρχοφασίστες και για το καθήκον, αλλά η Κάντα δεν κατάλαβε τίποτα. Ξαφνιάστηκε που είδε τη Ράνω, όταν εκείνος τέλειωσε, να σηκώνει το χέρι της. Ο αξιωματικός έγνεψε και η Ράνω σηκώθηκε, ενώ η Κάντα τραβήχτηκε με τρόπο παρέκει. «Μπορώ να πω λίγα λόγια εξ ονόματος ολωνών μας, συναγωνιστή;» ρώτησε η Ράνω, καθώς η Κάντα θαύμαζε την αποκοτιά της. «Μίλα», απάντησε κείνος μ' ένα στανικό χαμόγελο. «Θέλουμε να βοηθήσουμε στον αγώνα για την πατρίδα μας», είπε η Ράνω. «Να σας είμαστε μ' εκατό τρόπους χρήσιμες. Θα ράβουμε και θα μαγειρεύουμε και θα πλένουμε τα ρούχα σας και θα τα μπαλώνουμε. Θα 'μαστε νοσοκόμες και θα περιποιούμαστε τους λαβωμένους. Μόνο μη μας δίνετε όπλα! Τι ξέρουν οι γυναίκες από όπλα;» Το πρόσωπο του αξιωματικού ξεφούντωσε και ύψωσε σφιγμένη τη γροθιά του. «Δε θέλουμε τις Ελληνίδες πίσω μας, να μαντάρουνε κάλτσες!» μπουμπούνισε. «Σας θέλουμε να πολεμάτε στο πλευρό μας!» Κοπάνησε το τραπέζι και τίναξε το χέρι του καταπίσω με μια βλαστήμια, κοιτώντας το αίμα που έτρεχε ως μέσα στο χακί μανίκι του. Είχε τρυπηθεί σ' ένα καρφί που εξείχε στο ακατέργαστο ξύλινο τραπέζι. Στην αίθουσα έγινε ησυχία, και πάνω στο πλευρό της η Κάντα ένιωσε τη Ράνω που άρχισε να τρέμει. Η σιωπή έγινε πιο βαριά, κατόπιν ο πυρόξανθος αντάρτης τράβηξε από την τσέπη του ένα μαντίλι και το τύλιξε γύρω στην πληγή. Έκανε μια κοφτή χειρονομία και οι φρουροί άρχισαν να σπρώχνουν τις γυναίκες έξω από το κτίριο στην αντικρινή μεριά της πλατείας, σ' ένα άλλο πρώην καφενείο, που θα ήταν ο στρατώνας τους. Εκείνη τη νύχτα, ενώ αντάρτες φρουρούσαν την κάθε κάμαρη. οι ογδόντα κοπέλες κοιμηθήκανε στο πάτωμα, κάμποσα κορμιά ζαρωμένα κάτω από κάθε κουβέρτα. Η Κάντα φορούσε και τις δύο ζακέτες της πάνω από το μάλλινο φουστάνι μέσα σε κείνη τη φοβερή παγωνιά του Δεκέμβρη, πλαγιασμένη δίπλα στη Ράνω, μια από τις λίγες που δεν έκλαψαν όσο ν' αποκοιμηθούν. Το βέλασμα μιας σάλπιγγας τις πέταξε από τον ύπνο το άλλο πρωί πριν από τα χαράματα και τις οδήγησαν εφ' ενός ζυγού κάτω στη βουνοπλαγιά, όπου έκαναν γυμναστική δυο ώρες. Ύστερα τους δώσανε για πρωινό τσάι του βουνού σε τσίγκινα κύπελλα και, με μια χουλιάρα, κουρκούτι από καλαμποκάλευρο σε τσίγκινη καραβάνα. Όταν τέλειωσε το σύντομο συσσίτιο, τα κορίτσια άρχισαν να μαζεύουνε τις καραβάνες για να τις πλύνουν, όμως ένας λοχίας, που γρήγορα θα τον έλεγαν ο Φρίξος, τις σταμάτησε. «Θα καθαρίσετε την καραβάνα σας βγάζοντας το τσουράπι σας και σφουγγίζοντάς τη μ' αυτό», ανάγγειλε. «Στο Δημοκρατικό Στρατό δεν πλένουμε πιάτα». Μπρος στις ομαδικές διαμαρτυρίες σήκωσε το χέρι. «Στη μάχη μπορεί να χρειαστεί να φάτε καταγής —φαΐ με χώμα μέσα, ακόμα και με αίμα», είπε. «Δικιά σας είναι η καραβάνα, δικό σας το χουλιάρι, δικό σας το τσουράπι, δικό σας το στόμα. Θα το συνηθίσετε!». Η Κάντα κοίταξε με αηδία τα παγωμένα αποφάγια του χυλού στην καραβάνα της. Καθώς έβγαζε Digitized by 10uk1s

σιγά σιγά μια από τις πλεχτές κάλτσες της, ένιωσε αναγούλα. Το ανακάτωμά της μεγάλωσε πέντε ώρες αργότερα όταν μοιράσανε το μεσημεριανό συσσίτιο —ένα τεράστιο καζάνι σούπα με αμφίβολα κομμάτια κρέας να επιπλέουν σε μια θάλασσα από λαμπερή λίγδα. Η Κάντα κρύφτηκε σε μια γωνία μασουλώντας τα ψιχία που της είχε δώσει η μάνα της. Οι πρώτες μέρες της στρατιωτικής εκπαίδευσης ανακατώθηκαν μεταξύ τους αξεδιάλυτα με πόνους στα μούσκουλα, με παροξυσμούς αναγούλας από την πείνα, και με κούραση που άφηνε την Κάντα ξερή και τρεμάμενη. Μόνον έξι ώρες ύπνο επιτρέπανε στις νεοσύλλεκτες, από τα μεσάνυχτα ως το εγερτήριο, κι ευθύς τις ξαποστέλλανε στις πρωινές ασκήσεις. Μετά το πρωινό συσσίτιο καταπιάνονταν να καθαρίζουν και να αρμολογούν τα άδεια τουφέκια και πολυβόλα τους, ώσπου να μάθουν να το καταφέρνουν με δεμένα τα μάτια. Η Κάντα πάλευε με τα κακότροπα μετάλλινα εξαρτήματα και δεν τέλειωνε ποτέ εγκαίρως. Τις έμαθαν πως να εφορμούν σ' ένα ύψωμα ενώ οι αντάρτες έριχναν χαλάζι τις σφαίρες πάνω από τα κεφάλια τους για να τις αναγκάζουν να έρπουν. Και κάθε πρωί έκαναν σκοποβολή. Την πρώτη φορά, η εκπυρσοκρότηση του τουφεκιού και το φοβερό κλώτσημα έκαναν την Κάντα να πετάξει το όπλο και να βάλει τα κλάματα. «Έλα, κούτσικο!» την περιγέλασε ο Φρίξος, χρησιμοποιώντας το παρατσούκλι που της είχανε κολλήσει οι αντάρτες επειδή ήταν η πιο μικροκαμωμένη. «Πώς θα γίνεις ανταρτίνα άμα σκιάζεσαι το όπλο σου;». Έμαθαν να αρμολογούν τον όλμο και να κάνουν βολή, να ρίχνουν χειροβομβίδες, να τρέχουν ανάμεσα από εμπόδια και ν' ανοίγουν ταχύσκαπτα. Προς κατάπληξη της Κάντας, η Μηλιά Ντρουμπογιάννη, η φρόνιμη στρουμπουλή δεκαοχτάχρονη θυγατέρα του γανωτζή Νάσου Ντρουμπογιάννη, έγινε άσσος. Πάντα ήτανε μαζεμένη και κατσούφα, όχι πολύ έξυπνη στο σχολείο, και κρατούσε το στρογγυλό κεφάλι της γερμένο στη μια πάντα του κοντόλαιμού της, σα να 'χε με την ακοή της προβλήματα. Και τώρα, στα ξαφνικά, μεταμορφώθηκε σε άγρια μικρή ανταρτίνα — βροντοφώναζε καθώς ορμούσε πάνω στο λόφο με εφ' όπλου λόγχη, ασυγκράτητη να ξεκοιλιάσει τον εχθρό, κέρδιζε όλους τους αγώνες σκοποβολής κι εκσφενδόνιζε τρεις χειροβομβίδες τη μια μετά την άλλη κατευθείαν πάνω στο στόχο. Η Μηλιά ήτανε η πρώτη που άκουσε τη σύσταση του καθοδηγητή τους κι έκοψε με το ψαλίδι τις μακριές πλεξούδες της, ενώ τ' αλλά κορίτσια ανατρίχιαζαν. Δεν επιτρέπον στις γυναίκες να καθίσουν στιγμή από τις έξι το πρωί ως τα μεσάνυχτα, εκτός από το ημίωρο που τις άφηναν για το συσσίτιο και από τις δύο συγκεντρώσεις για τη διαφώτιση, πρωί και απόγεμα, όπου τις δίδασκαν τους σκοπούς και την ιδεολογία του Δ.Σ.Ε. και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Τα μαθήματα τα έκαναν ο Αλέκος και κάποιος αντάρτης όλο στόμφο, ο «Καπετάνιος», δικηγόρος στην πολιτική του ζωή, και οι δυο τους είχαν μια αδυναμία στις μεταφορές. Προτού φυτρώσει το χορτάρι, τόνιζαν οι καθοδηγητές, έπρεπε να ξεριζωθεί η τσουκνίδα, πράμα που, όπως γρήγορα έμαθε η Κάντα, σήμαινε: να εξοντωθούν ο Ελληνικός Εθνικός Στρατός, οι βδέλλες, οι καπιταλιστές, η εκφυλισμένη βασιλική οικογένεια των Γκλύξμπουργκ και οποιοσδήποτε άλλος αντιτασσόταν στις επιδιώξεις των μαχητών της επανάστασης.

Τι πρώτες μέρες της εκπαίδευσης της Κάντας, η Ελένη στριφογύριζε στο χωριό προσπαθώντας να μάθει τι συμβαίνει στη θυγατέρα της. Έλπιζε πως οι αντάρτες θα στέλνανε το κορίτσι στο σπίτι ευθύς μόλις βλέπανε πόσο πιο μικρή ήτανε από τις άλλες, ωστόσο μάταια περίμενε. Το άλλο πρωί, όταν άκουσε πέρα από την πλατεία του χωριού το απόμακρο «εν - δυο, εν - δυο» των εκπαιδευτικών στις ασκήσεις πυκνής τάξεως, κατηφόρισε τρεχάλα κατά το πεδίο ασκήσεων αλλά τη σταμάτησαν οπλισμένοι αντάρτες. «Κανένας δε θα ζυγώσει τις νεοσύλλεκτες», την πληροφόρησαν. Τις επόμενες ημέρες κάθε φορά που άκουγε καμιά μακρινή ομοβροντία ή χειροβομβίδα να σκάει, η Digitized by 10uk1s

Ελένη έβλεπε ολοζώντανη την εικόνα της Κάντας να κομματιάζεται σε δυστύχημα πάνω στα γυμνάσια. Λίγες μέρες μετά που πήρανε την Κάντα, οι Γκατζογιανναίοι ξαφνιάστηκαν με την αιφνίδια αναχώρηση του δάσκαλου Ηλία Γκάγκα και της φαμελιάς του, και με την είδηση πως το σπίτι τους το είχανε διαλέξει για διοικητήριο των ανταρτών του Λια. Θα γινόταν γραφείο και κατάλυμα του αντισυνταγματάρχη Χρόνη Πετρίτη, που ιεραρχικά ερχόταν αμέσως μετά τους ηγήτορες του Αρχηγείου Ηπείρου, που ήταν εγκαταστημένο στο Μπαμπούρι. Ο Νικόλας και η Φωτεινή στέκονταν στην αυλόπορτα το άλλο πρωί όταν έφτασαν ο Πετρίτης, ο υπασπιστής του και το τσανάκι του, και πίσω τους πέντ' έξι αντάρτες που κουβαλούσανε διάφορα πράγματα, μέσα σ' αυτά και τον πίνακα για το τηλέφωνό τους.

Ο Πετρίτης ήταν ένας κοντόχοντρος, μελιστάλαχτος ανθρωπάκος με σγουρά μαλλιά και την επηρμένη έκφραση ενός καλοταϊσμένου λουλού, εμένα ωστόσο μου φάνηκε μεγαλόπρεπος καθώς τον ακολούθησα όπως η σκιά του μέσα στην καλή κάμαρη, όπου το μπρούντζινο κρεβάτι γυαλοκοπούσε και η φωτιά κόρωνε. Το πρώτο που έκανε ο Πετρίτης μπαίνοντας με γέμισε θαυμασμό. Πήρε ένα κομμάτι χαρτόνι και φτιάχνοντάς το χωνί το στέριωσε γύρω στη λάμπα του πετρελαίου που έσταζε στο γυμνό ξύλινο τραπέζι. Άξαφνα το φως της λάμπας έγινε δυο φορές λαμπρότερο, συγκεντρωμένο στη μεριά όπου ακούμπησε μερικούς φακέλους. Δεν είχα δει ποτέ ως τότε αμπαζούρ και δεν κρατιόμουν, ήθελα να καυχηθώ στους φίλους μου για την εξυπνάδα του αξιωματικού που είχε έρθει να μείνει στο σπίτι μας. Στο κομμουνιστικό σχολείο μας μάθαιναν ότι οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού ήταν ανώτεροι σε όλα από τον εχθρό, κι ένιωθα περήφανος και άτρωτος να 'χω τον Πετρίτη στο σπίτι. Μου φαινόταν πως ένας στρατός με αξιωματικούς τόσο έξυπνους, όσο ετούτος, δε γινόταν να μην κερδίσει τον πόλεμο, γρήγορα όμως θα φυλλορροούσαν και ο θαυμασμός μου για τον Πετρίτη και η πίστη μου στο στρατό του.

Η Ελένη μήτε πρόσεξε το αμπαζούρ καθώς τσακίστηκε να φέρει στο συνταγματάρχη ξύλα για τη φωτιά, κουβέρτες, καρύδια με μέλι και λίγο από τον καταχωνιασμένο πολύτιμο καφέ τους. Τη στιγμή που ο Πετρίτης πάτησε την πόρτα μας, μια σπίθα ελπίδας άναψε στο στήθος της Ελένης. Ο άνθρωπος αυτός είχε την εξουσία ν' απολύσει την Κάντα από το στρατό και ήταν αποφασισμένη να τον καταφέρει. Ο ερχομός του Πετρίτη σίγουρα φαινόταν εύνοια της τύχης. Η Ελένη δεν υποψιάστηκε ποτέ πως ήταν ο διοικητής του ΕΛΑΣ που είχε οργανώσει τον ξυλοδαρμό των οπαδών του ΕΔΕΣ στην κατοχή. Όταν ο πατέρας της ο Κίτσος είχε συλληφθεί, ο Βασίλης Στράτης είχε ξυλοκοπηθεί σχεδόν μέχρι θανάτου, και κάποιος νέος από τον Τσαμαντά είχε δολοφονηθεί, αφού του τρυπήσανε το μυαλό μ' ένα καρφί στην άκρη του ρόπαλου. Ο Πετρίτης δεν έμοιαζε με φονιάς. Το καλοθρεμμένο του παρουσιαστικό και τα δυο γυαλιστερά χρυσά δόντια του μαρτυρούσαν πως ήταν άνθρωπος ευγενικός, γραμματιζούμενος και οι Γκατζογιανναίοι δεν ξαφνιάστηκαν όταν μάθανε από το κουτσομπολιό του χωριού πως κάποτε ήταν δάσκαλος. Ο υπασπιστής του ο Αντώνης μιλούσε με προφορά τουρκομερίτικη και ήταν επίσης γραμματιζούμενος. Τα μάτια του όποτε κοιτούσαν το Νικόλα είχανε μια θλίψη. Λίγο λίγο, η Ελένη έμαθε πως ο Αντώνης ήταν δάσκαλος από την Πόλη, είχε γυρίσει να δει τους γονιούς του στη γειτονική Βήσανη και ο Δ.Σ.Ε. τον στρατολόγησε παρά τη θέλησή του. Στην Πόλη είχαν απομείνει μια γυναίκα κι ένας γιος ακριβώς στα χρόνια του Νικόλα και δεν τους είχε δει κοντά ένα χρόνο. Η Ελένη Digitized by 10uk1s

γρήγορα παρατήρησε πως ο Αντώνης είχε απέναντι στο Νικόλα μια στάση προστατευτική, τον μάλωνε όταν σκαρφάλωνε πολύ ψηλά στην καρυδιά ή σαν έβγαινε στη βροχή ξυπόλυτος, και κατάλαβε πως λαχταρούσε το δικό του παιδί. Ένιωσε πως αυτός ήταν ο πιο ευαίσθητος από τους αντάρτες κι έλπιζε να τον έχει με το μέρος της στις προσπάθειές της να κερδίσει τη βοήθεια του Πετρίτη. Μέσα στην εκστρατεία της για να κερδίσει τη βοήθεια του Πετρίτη, η Ελένη κατέκλυζε τον αξιωματικό με μικροφιλέματα. Στην πρώτη ευκαιρία του έδειξε το τελευταίο γράμμα του άντρα της, όπως το 'χε δείξει και στο Σπύρο Σκεύη. Ο Πετρίτης το διάβασε και της το ' δωσε πίσω γνέφοντας καταφατικά. Κάποια μέρα που ο Πετρίτης τη βρήκε να κλαίει πάνω από το σκαφίδι του ζυμώματος, η Ελένη μάζεψε το κουράγιο της και του 'πε για την Κάντα, πως την είχαν πάρει ανταρτίνα. «Είναι πιστή στον αγώνα, μα είναι τόσο μικρή -μόλις δεκαπέντε- και τόσο αδύνατη και φιλάσθενη!» έκλαιγε η Ελένη. «Μην ανησυχείς, θα τα καταφέρει», είπε ο Πετρίτης, και η Ελένη φαντάστηκε πως η φωνή του είχε κάποιο τόνο συμπόνιας.

Η Κάντα δεν τα κατάφερνε· ψοφούσε της πείνας γιατί δεν μπορούσε να πιέσει τον εαυτό της και να φάει από το συσσίτιο. Η Ράνω ήξερε πόσο υπέφερε και πότε πότε της πάσαρε κάνα φαγώσιμο που είχε καταφέρει ν' αποσπάσει από κάνα αντάρτη - ένα κρεμμύδι, ένα αγγούρι, ένα αυγό. Τις ώρες της διαφώτισης η Κάντα σωριαζόταν με ανακούφιση κατάχαμα κι έτριβε στα πόδια της τα μούσκουλα που τη σουβλίζανε. «Μετά την επανάσταση, γυναίκες και άντρες θα δουλεύουνε πλάι πλάι», έλεγε ο καπετάνιος. «Οι γυναίκες μπορούνε να μάθουν να κυβερνούν αεροπλάνα, να οδηγούν αυτοκίνητο, ως και δικηγόροι να είναι. Θα πληρώνονται για τη δουλειά που θα κάνουν όπως οι άντρες. Οι γυναίκες θα 'χουνε δικά τους λεφτά!» Ετούτη η καινούρια ιδέα άρεσε της Κάντας και, παρά τους πόνους της, άρχισε να φαντάζεται τι θ' αγόραζε. Έκλεισε τα μάτια της και με τη φαντασία της χάθηκε ανάμεσα σε κοντά, μεταξωτά αμερικάνικα φουστάνια, σε τραπέζια που βούλιαζαν από τις παραφουσκωμένες πίτες, τις εντράδες με λαγό ψητό και κρεμμύδια σαν τα μαργαριτάρια και σάλτσα πηχτή που κολλούσε στο χουλιάρι. Πόσον καιρό είχε να βάλει κρέας στο στόμα της; Τη φαντασία της την έκοψε η τροπή του μαθήματος. Την έκανε να μην τη χωράει ο τόπος. «Γιατί η φαμελιά του Μηνά Στράτη να τρώει κρέας, όταν το μόνο που έχετε εσείς είναι κουρκούτι από καλαμποκάλευρο»; βροντοφώναξε ο Αλέκος. «Γιατί η Αμερικάνα έχει βίλα με τέσσερις κάμαρες, ενώ η φαμελιά του Γιάκου μένει σ' ένα καλύβι με μια κάμαρη; Μετά την επανάσταση, όλοι θα τρώμε το ίδιο φαγητό, και αν μια φαμελιά έχει τρεις κάμαρες, τη μια θα τη δίνουμε στους φτωχούς». Η Κάντα ένιωθε τριγύρω της τα μάτια των κοριτσιών γεμάτα επίκριση. Υποψιαζόταν πως άρχιζαν να βάζουν το σπιτικό της μαζί με τις τσουκνίδες, που έπρεπε να ξεριζωθούν για να φυτρώσει το χορτάρι. Προφύλαγε τον εαυτό της μη ακούγοντας. Μόλις ο Αλέκος αρχινούσε το σφυροκόπημα με τ' αγαπημένα του κλισέ, εκείνη τυλιγόταν στην ονειροπόλησή της. Σφαλούσε τα μάτια της και Digitized by 10uk1s

φανταζόταν πως βρίσκεται στην κουζίνα της μάνας της, όπου μοσχοβολούσε το προζύμι, πως χτυπάει την μπουτίνα και παρακολουθεί ν' ανεβαίνουν πάνω πάνω στο γάλα η χρυσαφένια κρούστα από το καϊμάκι και τα κιτρινωπά μπαλάκια το βούτυρο. Η Κάντα δεν κατάλαβε πως είχε αποκοιμηθεί καθιστή, ώσπου ένα σβουριχτό χαστούκι του Αλέκου την πέταξε πέρα. «Μας βαριέσαι, ε; Γι' αυτό κοιμάσαι την ώρα του μαθήματος;» τη ρώτησε αυστηρά. «Αν βρίσκεις τους σκοπούς του Δημοκρατικού Στρατού τόσο πληκτικούς, μήπως θέλεις να περάσεις την ώρα σου τρέχοντας ως την κορφή του Προφήτη Ηλία και πίσω πάλι;» Έδειξε το μικρούτσικο ξωκλήσι που στεφάνωνε τη βουνοκορφή πάνω τους και κούνησε το όπλο του. «Εμπρός»! της πέταξε. «Τρέχα, και μη σταματάς καθόλου! θα σε παρακολουθούμε από δω». Η Κάντα είδε τα γεμάτα προσδοκία μάτια των κοριτσιών, μερικά πειραχτικά, μερικά συμπονετικά. Κανένας δεν το πίστευε πως θα μπορούσε να πάει τόσο μακριά και να ξανάρθει. Σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει, ξυπόλυτη όπως ήταν. Γρήγορα σερνόταν με χέρια και με πόδια πάνω στην απόκρημνη βουνοπλαγιά, γαντζώνοντας τα χαμόκλαδα, το κορμί της αναριγούσε από τη δίψα του οξυγόνου, στην παρυφή του μυαλού της ένιωθε τις οδυνηρές κοψιές στα γόνατα και στις πατούσες της. Ήξερε πως αν πέσει δε θα σηκωνότανε ξανά και δάγκωνε τα χείλη της ώσπου μάτωσε για να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της και να συνεχίσει να προχωρεί. Έπρεπε να τους δείξει πως δεν μπορούσαν να την σπάσουν. Όταν τελικά η Κάντα σύρθηκε πίσω στον αυλόγυρο της εκκλησιάς, κάποιες από τις κοπέλες πρόσεξαν ένα μικρό θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπό της προτού σωριαστεί.

Αν η Ελένη ήταν έξω στην αυλή της εκείνη τη μέρα και κοιτούσε κατά την κορφή του Προφήτη Ηλία, θα είχε παρακολουθήσει την τιμωρία της θυγατέρας της, όμως ήταν στην κουζίνα βυθισμένη σε σκέψεις. Γρήγορα είχε γίνει φανερό πως η παρουσία του Πετρίτη θα έκανε δύσκολη τη ζωή στους Γκατζογιανναίους. Είχανε περιοριστεί στα δύο μικρά δωμάτια —την κουζίνα και την αποθηκούλα— που αποτελούσαν το αρχικό σπίτι. Κάθε νύχτα τους έκοβαν τον ύπνο η φωνή του Πετρίτη που βροντολαλούσε στο τηλέφωνο και τα βαριά πατήματα των αγγελιοφόρων. Όποτε τα νέα του πολέμου ήταν άσκημα, ο Πετρίτης έκανε να πληρώνουν οι πάντες γύρω του. Ολοένα ειδοποιούσε την Ελένη να καθίσουν φρόνιμα τα παιδιά γιατί θα τα τιμωρήσει. Το χειρότερο απ' όλα ήταν το θέαμα και η ευωδιά του φαγητού που έφτιαχνε το τσανάκι του Πετρίτη, κάποιος νεαρός ονόματι Χρήστος. Οι Γκατζογιανναίοι τρώγανε καλαμποκάλευρο, κουκιά και γάλα, γιατί οι αντάρτες τους είχανε πάρει την περισσότερη κουμπάνια τους για το χειμώνα. Κάποια νύχτα το τσανάκι έφτιαξε ένα τεράστιο τέντζερη μακαρονάδα για τους αξιωματικούς, ενώ η Φωτεινή και ο Νικόλας στριφογυρνούσαν πεινασμένοι στην πόρτα της κουζίνας παρακολουθώντας κάθε κίνηση. Πρώτα έβρασε τα μακαρόνια ύστερα τα περιέχυσε μ' ένα τηγάνι τσιτσιριστό βούτυρο και τα πασπάλισε με χαλάζι από τυρί. Η Ελένη κοίταξε από την αποθηκούλα και είδε την έκφραση στα πρόσωπα των παιδιών. «Βρε συναγωνιστή Χρήστο», ρώτησε, «δε δίνεις μια μπουκιά στα μικρά; Έχουν να δούνε μακαρονάδα πριν από τον πόλεμο». «Σώπα, καλέ, μη σ' ακούσει ο συνταγματάρχης»! της σφύριξε ο νεαρός αντάρτης, κοιτώντας πάνω από τον ώμο του. «Εγώ δεν μπορώ να πάρω ένα σκέτο μακαρόνι, και να δώσω στα παιδιά σου! Άντε, πάρ' τα από δω προτού βρούμε όλοι τον μπελά μας!». Ο Νικόλας είδε το θυμό και την ανημπόρια στο πρόσωπο της μάνας του έτσι, που με μια άγρια χειρονομία πρόσταξε τα παιδιά να πάνε στην αποθηκούλα. Ψιθυριστά τα προειδοποίησε να μην Digitized by 10uk1s

ξαναπατήσουνε στην κουζίνα, όποτε βρισκόταν εκεί το τσανάκι. Ο Νικόλας ένιωθε τον πόνο της και λαχταρούσε να ήταν άντρας για να διαφεντέψει τη μάνα του από τις αγριάδες του τύραννου, του κοντοστούπη συνταγματάρχη που είχε αρπάξει το μπρούντζινο κρεβάτι του πατέρα του και πρόσταζε τη μάνα του σαν να 'τανε δούλα. Μια δυο μέρες αργότερα η Ελένη άκουσε τον Πετρίτη να βάζει τις φωνές και είδε όλους τους άντρες της φρουράς να μπαίνουν στο γραφείο του προτού αναχωρήσει εκείνος ορμητικά. Σε λίγο ο Αντώνης κάλεσε την Ελένη στην καλή κάμαρη. Είχανε χαθεί μερικά από τα προσωπικά είδη του συνταγματάρχη Πετρίτη, της είπε ο υπασπιστής· μικροπράματα, αλλά ενδεχομένως επικίνδυνα στα χέρια ενός εχθρού: σφαίρες, ένα ξυράφι, μάλιστα και λίγος καπνός. Ο συνταγματάρχης υποψιαζόταν πως υπήρχε κάποιος προδότης ανάμεσα στους άντρες του, που δεν ήσαν όλοι εθελοντές. Θα διενεργούσε εξονυχιστική ανάκριση. Ο Αντώνης περίμενε μια στιγμή, κατόπιν πρόσθεσε πως του φαινόταν παράξενο να πήρε ο κλέφτης το ξυράφι και τον καπνό του συνταγματάρχη. Μήπως ήταν καμιά παιδιάστικη σκανταλιά; Η Ελένη ξύλιασε. «Τα παιδιά μου δε θ' αγγίζανε τα πράγματά του», είπε παγερά. «Ο συνταγματάρχης Πετρίτης είναι ξένος στο σπίτι μου». «Ρώτησέ τα, πάντως», επέμενε ο Αντώνης. «Θα 'ναι τραγικό να τιμωρηθούν αθώοι εξαιτίας ενός παιδιάστικου αστείου». Η Ελένη το έβλεπε πως ήταν τρομαγμένος όσο και η ίδια. Πήγε στο παράθυρο και φώναξε τα παιδιά να έρθουνε μέσα. Ο τόνος του πανικού στη φωνή της τα 'φερε όλα τρεχάλα. Μαζεύοντάς τα στην κουζίνα, η Ελένη τους εξήγησε τι είχε συμβεί. Πρόσεξε πως ο Νικόλας, αντίθετα από τα κορίτσια, απόφευγε το βλέμμα της και ολοένα σκάλιζε τη μασιά στο τζάκι. «Το ξέρεις πως ο συνταγματάρχης Πετρίτης είναι πολύ δυνατός, ε;» τον ρώτησε. Εκείνος κατένεψε, δίχως να την κοιτάει στα μάτια. «Θέλεις να κάνει κακό στην Κάντα; Όχι, βέβαια!». Ο Νικόλας ανάβλεψε με μια σπίθα πανουργίας στη ματιά του. «Αν ξαναπάρει τα πράματα του», ρώτησε, «θ' αφήσει την Κάντα να γυρίσει στο σπίτι;» Η Ελένη έκρυψε τον πανικό της και διατήρησε τη φωνή της ήρεμη καθώς τον παρακαλούσε και τον καλόπιανε. Αν και χρειάστηκε κάπου ένα τέταρτο, στο τέλος εκείνος ομολόγησε. Την ώρα που γυρνούσανε οι γείτονες στα σπίτια τους για το μεσημεριανό φαγητό είδανε μια παράξενη πομπή, μπροστά ο Νικόλας κι από πίσω η μάνα του, ο Αντώνης και ο Πετρίτης, και πέντ' έξι αντάρτες με φτυάρια, όλοι πολύ σοβαροί. Τους πήρε μοναχά μερικά λεπτά να ξεθάψουν τα λάφυρα στην κάτω μεριά του περιβολιού με τις υποδείξεις του καταντροπιασμένου Νικόλα. Ένας από τους αντάρτες έχωσε το χέρι στην τρύπα και τράβηξε μια καφετιά κάλτσα μούσκεμα, παραφουσκωμένη όλο σβώλους. Ο Αντώνης την τίναξε πάνω στο χώμα και όλοι γυρίσανε να κοιτάξουν το μικρό. Ξάφνου η Ελένη άρπαξε το γιο της από τ' αυτί, του το στρίψε κι άρχισε να φωνάζει: «Αχ, τέρας! Μαύρε δαίμονα! Γιατί άγγιξες τα πράματα του συνταγματάρχη; Είναι ξένος στο σπίτι μας κι εσύ φέρεσαι έτσι!» Τράβηξε το χέρι της και του άστραψε ένα χαστούκι, τα δάχτυλά της αφήσανε κόκκινα σημάδια.

Digitized by 10uk1s

Ήταν η μοναδική φορά που μ' έδειρε. Ο πόνος εξαφανίστηκε εμπρός στο ξάφνιασμα — το απολύτως απίστευτο— σαν κατάλαβα πως μπορούσε ν' απλώσει χέρι πάνω μου. Δε θα της έδινα την ικανοποίηση να δει τα δάκρυά μου. Δεν είχε καταλάβει πως όλα τα 'χα κάνει για κείνη· είχα εκδικηθεί τον άνθρωπο που τη βασάνιζε και την τρομοκρατούσε. Στάθηκε στην αφοσίωσή μου τυφλή. Έφτασε να με χαστουκίσει και να με ξευτελίσει μπροστά στον εχθρό. Έφυγα και κρύφτηκα στον κρυψώνα μου για να γειάνω τις πληγές μου, και μοναχά χρόνια αργότερα κατάλαβα πως μου είχε χιμήξει πρώτη ελπίζοντας να προλάβει την τιμωρία που μου ετοίμαζε ο Πετρίτης.

Το κόλπο έπιασε. Ο Πετρίτης περιορίστηκε σε μια σύσταση. «Από δω και πέρα, η φαμελιά σου θα μένει στο δικό σου μέρος του σπιτιού και να μαζέψεις τα παιδιά σου, κυρά, γιατί θα έχουμε πολύ δυσάρεστα επακόλουθα». Η Ελένη το 'βλέπε καθαρά πως η σκανταλιά του Νικόλα είχε εξαφανίσει κάθε πιθανότητα να πείσει το συνταγματάρχη ν' απολύσει την Κάντα. Τράβηξε κουρασμένη για το σπίτι, ο τόπος τριγύρω ήταν μελαγχολικός, δεκεμβριάτικος, τα χρώματά του όπως σ' ένα σχέδιο με κάρβουνο καθρεφτίζανε την απόγνωση της. Την ώρα που η Ελένη έφτανε στην πόρτα, της ήρθε μια αμυδρή τελευταία ελπίδα. Ο γενάτος νεαρός αντάρτης, ο Νικόλας Παρούσης, είχε φύγει τρεχάλα από την πόρτα όταν του θύμισε πως τον είχε κρύψει μετά την κατοχή. Τούτο όμως δεν άλλαζε το γεγονός πως της χρωστούσε μια χάρη.

Κάπου μια εβδομάδα αφότου τις πήραν από τα σπίτια τους, οι νεοσύλλεκτες κατάπιανε μια ακόμη αδιαντροπιά: εκείνη που εξαρχής φοβόντουσαν. Στην καθεμιά δώσανε από μια χακί στολή, πολλές ματωμένες και τριμμένες, φανερό πως τις είχαν βγάλει από σκοτωμένους. Από δω και πέρα, τους είπανε, θα παρατούσαν τα φουστάνια και θα ντύνονταν όπως οι στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού — με παντελόνια. Μερικές χαχάνιζαν, όμως οι πιο πολλές κοκκίνισαν με αμηχανία καθώς φορούσαν τα φαρδιά παντελόνια. Οι πιο μικρές κοπέλες, όπως η Κάντα, χρειάστηκε να διπλώσουν τα παντζάκια κάμποσες φορές προτού τα χώσουν στα βαριά γουρουνοτσάρουχα. Η Κάντα καλύτερα θα το 'χε να διασχίσει την πλατεία του χωριού με το πουκάμισό της παρά με παντελόνια, ωστόσο μ' έκπληξη είδε πως μερικές κοπέλες φαίνονταν ευχαριστημένες με τα νέα τους αποχτήματα, μιμούνταν το περπάτημα των αντρών αδράχνοντας τα όπλα τους με μιαν αγριάδα που ξεπιτούτου την είχανε ξεπατικώσει. Κοπέλες όπως η Ράνω και η Μηλιά Ντρουμπογιάννη θαρρείς και παραμερίσανε τα παρθενικά φερσίματα μαζί με τα μακριά μάλλινα φουστάνια που είχανε φορέσει σ' όλη τους τη ζωή. Οι καθοδηγητές τους τις πληροφόρησαν πως αντί για το απογεματινό μάθημα διαφώτισης θα κάνανε μια επίδειξη χορού στην πλατεία του χωριού. Οι ανταρτίνες θα χόρευαν με τις καινούριες στολές τους και με τα τουφέκια τους στον ώμο. Τις διατάξανε να χαμογελούν, να δείχνουν πόσο ευτυχισμένες ήταν που είχαν γίνει μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Ενώ οι καμπάνες της εκκλησίας καλούσαν όλο τον κόσμο στην πλατεία, οι ανταρτίνες ζάρωναν η μια κοντά στην άλλη για να κρυφτούνε. Σαν αρχίσανε να φτάνουν οι χωριανοί, αντίκρισαν το θέαμα των κοριτσιών τους με το ξετσίπωτο ντύσιμο. Η Ελένη έφτασε με την πλαϊνή της γειτόνισσα, κι έψαχνε με αγωνία ωσότου ξεχώρισε την Κάντα, που προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από τη Ράνω. Το πιο κοντά που είχε σιμώσει τη θυγατέρα της αφότου την πήρανε. Ο Φρίξος τακτοποίησε τις φοβισμένες κοπέλες στη γραμμή, βάζοντας την Κάντα, την πιο μικρή, στο τέλος. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, οι αντάρτες άρχισαν να τραγουδούν, χτυπώντας τα χέρια στον Digitized by 10uk1s

πολεμικό ρυθμό των επαναστατικών τραγουδιών. «Σημε-σημε- σήμερα», κραύγαζαν, «τα παλικάρια στέκονται σαν τα λιοντάρια! Σημε-σημε-σήμερα, τα κορίτσια στέκονται σαν κυπαρίσσια...». Μ' ένα νεύμα του Αλέκου, η πρώτη κοπέλα, κρατώντας ένα άσπρο μαντίλι, άρχισε τα γοργά βήματα του καλαματιανού· τρία δεξιά, δύο αριστερά και μετά ένα λοξό βήμα πίσω, προτού ο χορός κουνηθεί ξανά σαν φίδι μπροστά. Με το δεξί της χέρι στο ώμο της μπροστινής, η Κάντα έχασε την ισορροπία της από το βάρος του όπλου στην πλάτη της. Οι παλάμες της ήταν ιδρωμένες και δεν μπορούσε να κρατηθεί. Με πρόσωπο κατακόκκινο, έφυγε από τη γραμμή και σίμωσε το Φρίξο. «Συναγωνιστή λοχία, να χορέψω δίχως το τουφέκι;» ρώτησε. Αγριεμένος την έστειλε πίσω στη γραμμή. «Το τουφέκι είναι κομμάτι από το κορμί σου», την πρόσταξε. «Γύρνα εκεί αμέσως και μην ξεχνάς να χαμογελάς». Η Κάντα έβαλε τα δυνατά της, στο πρόσωπό της είχε παγώσει μια γκριμάτσα, ωστόσο έχανε οληνώρα τα βήματα και πιλαλούσε να προφτάσει. Είδε τη μάνα της μπροστά μπροστά στον κόσμο, το πρόσωπό της γεμάτο πόνο. Ο χορός κουλουριάστηκε σε μια σπείρα και τραβούσανε την Κάντα μπρος από τα ξαφνιασμένα μούτρα των χωριανών. Όταν ζύγωσε τη μάνα της, η Ελένη άπλωσε τα χέρια, θαρρείς για να τη βοηθήσει. Η έκφραση στο πρόσωπο τής μάνας της είπε στην Κάντα σαν πως θα έδειχνε με κείνα τα πρόστυχα παντελόνια. Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι της και η Ελένη είδε τα δάκρυα της θυγατέρας της να πέφτουνε στο χώμα.

Μερικές ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, φρένιασε η κίνηση γύρω από τον Πετρίτη· βλοσυροί, λασπωμένοι από τη μάχη αντάρτες έφταναν μέσα στη νύχτα, πνιχτές λογομαχίες, πολλές φωνάρες. Η Ελένη ένιωθε σαν να 'ρχεται καταιγίδα. Κάποια νύχτα άκουσε τον Πετρίτη να ωρύεται στο τηλέφωνο εκστρατείας: «Θα στείλουμε όσους μπορούμε, αλλά πρέπει να κρατήσουμε αρκετούς για να υπερασπίσουμε τις θέσεις μας». Λίγες μέρες αργότερα μερικές αντάρτικες μονάδες συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του χωριού, τα όπλα τους στις πλάτες ή σ' επιταγμένα γαϊδούρια. Κάτω από τ' ανήσυχα βλέμματα των χωριανών, κίνησαν εν παρατάξει σκαρφαλώνοντας προς τα βορειοανατολικά και χάθηκαν πίσω από την κορφή του Προφήτη Ηλία. Ήταν φανερό ότι κάποια μεγάλη μάχη ετοιμαζόταν, αλλά που; Ανήμερα τα Χριστούγεννα οι ανταρτίνες έκαναν τις ασκήσεις όπως πάντα, όμως οι καθοδηγητές τους φαίνονταν αφηρημένοι. Οι κοπέλες άκουσαν αρκετά ώστε να μυριστούν πως κάτι σημαντικό γινόταν. Κανένας δεν τους είπε ότι οι αντάρτες, παρουσία του στρατηγού Μάρκου, είχαν εξαπολύσει εκείνο το πρωί στην Κόνιτσα την πρώτη μεγάλη μάχη του εμφύλιου. Όλη τη μέρα αγγελιαφόροι από τον Πετρίτη έφταναν στο πεδίο ασκήσεων, ψιθυρίζανε στο αυτί του Αλέκου και του Φρίξου, που φαίνονταν ευχαριστημένοι με όσα άκουγαν. Οι κοπέλες πέσανε να κοιμηθούν εκείνη τη νύχτα ψιθυρίζοντας διαδόσεις και υποθέσεις διάφορες. Το άλλο πρωί ξύπνησαν πριν από τα χαράματα και άκουσαν τον ορυμαγδό της μάχης στα χαμηλώματα κάτω από το Λια και στα τρία υψώματα που σχημάτιζαν το αντικρινό στεφάνι της λάκκας, εκεί όπου οι αντάρτες είχαν τις πιο προωθημένες θέσεις τους. Μόλις οι κοπέλες χύθηκαν έξω, είδαν τον καπνό και τη φωτιά της μάχης μακριά στο νότο. Σαν θεατές στην κορυφή ενός αμφιθεάτρου, παρακολουθούσαν την κόκκινη αναλαμπή των όλμων, την αγριεμένη ακανόνιστη αστραπή των πολυβόλων, και πότε πότε την περίκομψη καμπύλη κάποιας γαλάζιας φωτοβολίδας. Για να εμποδίσουν τους αντάρτες της Μουργκάνας να στείλουν ενισχύσεις στην Κόνιτσα, τα Digitized by 10uk1s

κυβερνητικά τμήματα είχαν εμπλακεί με τους κομμουνιστές σε αψιμαχίες στα χαμηλώματα. Εκείνη τη νύχτα διατάξανε τις ανταρτίνες να τα μαζεύουν· θα τις μετακινούσαν. Η μάχη ολοένα πλησίαζε και θα τις πήγαιναν στο χωριό Βατσουνιά, οχτώ χιλιόμετρα βορειοανατολικότερα, πίσω από τις κορφές των δικών τους βουνών. Τα πολυβόλα έπρεπε να μεταφερθούν· η καθεμιά θα φορτωνόταν με τη σειρά της. Η Κάντα ήταν στην πρώτη ομάδα και τη ζαλώσανε στην πλάτη ένα από κείνα τα βαριά όπλα. Η έλλειψη ύπνου, ο πάταγος της μάχης και η υποψία πως τις πήγαιναν για να πολεμήσουν, τους παραλύσανε τις δυνάμεις. Έτσι που η Κάντα πάλευε να σκαρφαλώσει στην κορφή του Προφήτη Ηλία, έγερνε κάτω από το βάρος του πολυβόλου, στο στόμα της η ξινή γεύση του φόνου. Αγωνιζόταν να προφταίνει τις άλλες μέσα στο σκοτάδι, έτρεμε μήπως παραπατήσει και την πλακώσει το όπλο. Η Αφροδίτη Φαφούτη, μια λιανή δεκαεφτάρα ακριβώς μπροστά της σωριάστηκε λιπόθυμη προτού φτάσουν στο αλώνι στο πλάτωμα κάτω από το ξωκλήσι του Προφήτη. Η κοπέλα κείτονταν ασάλευτη καθώς οι αξιωματικοί αρχίσανε να βλαστημούν και να τη σκουντάνε με τις μπότες τους. Ρίξανε μια τουφεκιά πλάι στο αυτί της για να δουν μήπως το 'κανε ξεπίτηδες, όταν όμως μήτε τόσο δα σάλεψε, οργισμένοι της τραβήξανε το τουφέκι από την πλάτη και διατάξανε τις υπόλοιπες να προχωρήσουν, παρατώντας την Αφροδίτη εκεί που 'χε πέσει. Η Κάντα κοίταξε πίσω της κανά δυο φορές ωσότου το χλομό πρόσωπο χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Πιστεύοντας ακράδαντα στα φαντάσματα, ένιωθε πως η νύχτα ήτανε γεμάτη άσαρκα όντα του θανάτου, που μόρφαζαν έτοιμα να την αρπάξουν μόλις παραπατούσε έξω από το μονοπάτι. Όταν σταμάτησαν για πέντε λεπτά ανάπαυση ν' αλλάξουν τα φορτία, η Κάντα άκουσε πατήματα από άλογο που σίμωνε. Κάποιος άναψε μια λάμπα πετρελαίου και μέσα από το σκοτάδι πρόβαλε ένας καβαλάρης. Ήταν ο Νικόλας Παρούσης, ο λιπόσαρκος ξανθογένης νεαρός αντάρτης, που η μάνα της είχε κρύψει στην αποθηκούλα πριν από δυο χρόνια. Ξεκαβαλίκεψε και κάτι είπε στους αξιωματικούς, ύστερα κατηφόρισε μπροστά από τη γραμμή των κοριτσιών. Φτάνοντας στην Κάντα της χαμογέλασε πως την αναγνώρισε και είπε: «Πώς πάει, κούτσικο; Σε φτιάξανε ανταρτίνα;» Η καλοσυνάτη φωνή του την έκανε να προδώσει τους φόβους της. «Αχ, Νικόλα, θα πεθάνω! Δεν μπορώ να κουβαλήσω το όπλο, δεν μπορώ να φάω από το συσσίτιο. Ψοφάω της πείνας και θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου!» Της έγνεψε συνωμοτικά κι έκανε μια χειρονομία: «Κουράγιο». Ύστερα χάθηκε στο σκοτάδι, αφήνοντας την Κάντα να θωρεί ξοπίσω του.

Όταν οι χωριανοί του Λια ξυπνήσανε το πρωί 27 Δεκεμβρίου, καταλάβανε πως η μάχη στο νότο πλησίαζε, είχε κατεβεί από τ' αντικρινά υψώματα στη λάκκα στα πόδια τους. Στα μισά του πρωινού η Ελένη έκανε μιαν άλλη ανακάλυψη που της έκοψε τα ήπατα. Μπήκε τρεχάτη η Γλυκερία στο σπίτι φωνάζοντας: «Μάνα! Οι ανταρτίνες δεν είναι πουθενά στο χωριό! Πήρανε την Κάντα τη νύχτα!» Οι μανάδες στο Περιβόλι μαζευτήκανε συντροφιές συντροφιές ανήσυχες και ψιθυρίζανε, φοβόντουσαν πως είχανε στείλει τις θυγατέρες τους στις μάχες που τις άκουγαν να μαίνονται κει κάτω. Όμως κατά το μεσημέρι άκουσαν λόγο καθησυχαστικό: είχανε δει τα κορίτσια του χωριού να βαδίζουν κατά την αντίθετη μεριά, βορειοανατολικά.

Digitized by 10uk1s

Τους πήρε όλη τη νύχτα για να φτάσουνε οι ανταρτίνες στη Βατσουνιά, όπου στρατωνίστηκαν στο σχολείο, χτισμένο σε μια φαρδιά πλατεία κατάντικρυ στα λιθόκτιστα σπιτάκια. Ξεπαγιασμένες κι εξαντλημένες, έπεσαν χάμω να κοιμηθούν τις λίγες ώρες που απόμεναν προτού σημάνει την αυγή το εγερτήριο. Αφότου μετακινηθήκανε στη Βατσουνιά, μακριά από τα σπίτια τους, σημειώθηκε κάποια δυσδιάκριτη μεταμόρφωση. Η Κάντα ένιωθε δυστυχισμένη και μονάχη όσο ποτέ, ξέροντας πως η μάνα της δεν είχε ιδέα που βρισκόταν, ωστόσο πρόσεξε πως οι άλλες κοπέλες μεταβάλλονταν κατά τρόπους που σε σάστιζαν. Μερικές προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τις άλλες για να εντυπωσιάσουν τους καθοδηγητές με τη σκοποβολή τους. Αντί να κουτσομπολεύουν και να κλαίνε μαζί τη μοίρα τους, χωριστήκανε σε κλίκες, παπαγαλίζοντας τα προπαγανδιστικά συνθήματα των μαθημάτων της διαφώτισης και ψιθυρίζοντας για το ποιες υποψιάζονταν πως δεν ήτανε πιστές στον αγώνα. Ακόμη και η Ράνω φαινότανε αλλιώτικη· πιο σκληρή, κατά κάποιο τρόπο, και πιο ελεύθερη στις κουβέντες της με τους αντάρτες. Μερικές κοπέλες του χωριού, όπως η Μηλιά Ντρουμπογιάννη, που άλλοτε θα κοκκίνιζαν αν κάποιος περαστικός βοσκός τους έλεγε «Καλημέρα», τώρα απροκάλυπτα χαριεντίζονταν με τους αντάρτες. Η Κάντα δεν είχε ξεχάσει ποτέ τις ορμήνιες της μάνας της να μένει όσο το δυνατόν πιο μακριά από τους φρουρούς τη νύχτα, και συχνά καθόταν σε μια γωνιά, κρατώντας με το ζόρι τα μάτια ανοιχτά, ώσπου να βεβαιωθεί πως οι αντάρτες στην ίδια κάμαρη είχανε κοιμηθεί. Κάποια νύχτα είδε μια όμορφη, ξανθιά κοπέλα, καμιά εικοσαριά χρονών να τεντώνεται ως το πλαϊνό της αντάρτη, που ήτανε πλαγιασμένος τόσο κοντά ώστε σχεδόν την άγγιζε. Η Κάντα είδε το αντρίκιο πρόσωπο να σφίγγεται· και της γύρισε την πλάτη του, τάχα πως κοιμάται. Οι πιο μεγάλες στην ομάδα ψιθύριζαν συχνά πως έδιναν στους άντρες ένα ρόφημα που κατασίγαζε την ερωτική ορμή, ωστόσο η Κάντα υποψιαζόταν πως η εγκράτειά τους οφειλόταν μάλλον στο γεγονός ότι όποιον αντάρτη κατηγορούσαν πως είχε δοσοληψίες με κάποια από τις κοπέλες αντιμετώπιζε τον κίνδυνο να δικαστεί, να καταδικαστεί και να εκτελεστεί από το απόσπασμα επί τόπου. Είχε δει το πτώμα ενός αντάρτη, που τον είχαν κατηγορήσει για βιασμό, να τον περιφέρουν πάνω σε άλογο από χωριό σε χωριό για να δείξουν την τύχη που περίμενε όσους καταφρονούσαν τον κανόνα της εγκράτειας του Δ.Σ.Ε. Η Κάντα έμεινε πολλές ώρες καθιστή εκείνη τη νύχτα παρακολουθώντας τη χωριανή της και το νεαρό αντάρτη να κοιμούνταν πλάι πλάι, και συλλογιόταν τα εκπληκτικά πράματα που είχε δει και που είχε μάθει στις δυο βδομάδες αφότου την πήρανε από το σπίτι της. Ενώ οι ανύπαντρες κοπέλες του Λια μεταμορφώνονταν σε ανταρτίνες, οι παντρεμένες που έμειναν εκεί φορτώνονταν όλο και πιο πολλά καθήκοντα όσο ο πόλεμος πλησίαζε το χωριό. Επειδή στου Γκατζογιάννη υπήρχανε τέσσερις μεγάλες γυναίκες –η Ελένη, η μάνα της η Μεγάλη, η αδελφή της η Νίτσα και η Όλγα- οι απεσταλμένοι των ανταρτών έρχονταν σχεδόν καθημερινά να γυρέψουνε κάποια απ' αυτές γι' αγγαρεία. Όμως η Όλγα ήτανε ακόμη ανήμπορη από το έγκαυμα στο πόδι της, η Μεγάλη έκλαιγε κι επέμενε πως ήταν πολύ γριά για να πάει, και ύστερα, μια μέρα στα τέλη του Δεκέμβρη, η Νίτσα δήλωσε πως μήτε αυτή θα μπορούσε πια ν' ανακατωθεί σε βαριές δουλειές: ήταν έγκυος. Η δήλωση, που έγινε με ικανοποίηση για την κατάπληξη που προκάλεσε, έπεσε σαν βόμβα στην οικογένεια. Όλοι χαμογελάσανε με αμηχανία, σίγουροι πως η Νίτσα χωράτευε. Όμως το θέμα της εγκυμοσύνης δεν ήταν χωρατό για τη Νίτσα. Παρακαλούσε το Θεό να πιάσει παιδί κάθε μέρα εδώ και είκοσι πέντε χρονιά. Είχε καταπιεί φιτίλια από αγιοκέρια και κομματάκια από άντερο του αφαλού, είχε γεμίσει τα στρωσίδια της με χοντρά κεφάλια σκόρδο, είχε αγοράσει αναρίθμητα Digitized by 10uk1s

κλωνιά αρσενικοβότανα και μπουκαλάκια με μαγικό νερό από τις μάγισσες της περιοχής. Τον περασμένο Οκτώβρη, ένα μήνα προτού να φύγει από το χωριό, ο άντρας της μαζί με τους άλλους είχε βάλει σ' ενέργεια την πιο φιλόδοξη γητειά της. Είχε φτιάξει ένα ευλύγιστο «κερί» εκατό μέτρα μάκρος κερώνοντας ένα μακρύ κανναβένιο σπάγκο, και ύστερα το τύλιξε ολόγυρα στην καμένη εκκλησία της Παναγίας. Αφού άναψε τη μια άκρη, κάθισε ευλαβικά σταυροπόδι μέσα στα χαλάσματα ένα ολόκληρο μερόνυχτο ωσότου η φλόγα έτρεξε γύρω γύρω την εκκλησία. Αυτή η γητειά, είπε η Νίτσα στη μάνα και την αδερφή της — αποσβολωμένες και οι δύο— είχε τελικά πιάσει. «Η Παναγιά θαυματούργησε, μου 'σπειρε στην κοιλιά παιδί και δε θα χάσω εγώ τη μοναδική ελπίδα της χαράς μου, για να σηκώνω βάρη, να σκύβω ή να κάνω κάτι ανάποδο και ν' αποβάλω», ανάγγειλε με μεγάλη ξιπασιά. «Ο Θεός να δώσει να 'ναι έτσι, αδερφή», είπε η Ελένη, «μα είσαι σαράντα τεσσάρων χρονών! Πώς το ξέρεις πως δε σου σταμάτησαν τα ρούχα;» «Σαχλαμάρες!» απάντησε η Νίτσα ατάραχη. «Έχω όλα τα σημάδια από το γκάστρι: σταμάτησαν τα ρούχα μου, τα στήθια μου έχουνε φουσκώσει από το γάλα, η κοιλιά μου μεγάλωσε κιόλας που δεν μπορώ να δέσω τις φούστες μου κι άμα κρατήσεις αλφάδι πάνω από την κοιλιά μου, κουνιέται πέρα δώθε. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Γι' αυτό δεν μπορώ να το ρισκάρω κάνοντας χοντροδουλειές». Το γκάστρι της Νίτσας έγινε το θέμα στο Περιβόλι. Όλες οι γειτόνισσες συμφωνούσαν πως έτσι έδειχνε τώντις, μάλιστα η κοιλιά της φούσκωνε τόσο γρήγορα, που άρχισαν να μιλάνε για δίδυμα. Πήρε το κουνιστό περπάτημα που ξεσηκώνουν καμαρωτές όλες οι γκαστρωμένες Ελληνίδες —η πλάτη καταπίσω, η κοιλιά πεταγμένη μπρος— βαδίζοντας στις φτέρνες με την αργή σεινάμενη κουνάμενη μεγαλοπρέπεια ελέφαντα κάποιου μαχαραγιά. Το εκ θαύματος παιδί θα γεννιότανε τον Αύγουστο, έλεγε. Έτσι η Ελένη απόμεινε η μόνη γυναίκα του σπιτιού ικανή ακόμη να καλύπτει τις υποχρεώσεις της φαμελιάς σε αγγαρείες. Δεν περνούσε μέρα να μην είναι απασχολημένη από το πρωί ως τη νύχτα δουλεύοντας για τους αντάρτες, μαγειρεύοντας, μαζεύοντας ξύλα, κουβαλώντας εφόδια και μηνύματα, μαντάροντας στολές και χτίζοντας οχυρώματα. Κι αφότου άρχισε η μάχη στα χαμηλώματα, ανήμερα τα Χριστούγεννα, οι Λιώτισσες φορτώθηκαν ένα νέο καθήκον που η Ελένη το 'βρισκε πιο ενοχλητικό απ' όλα: να κουβαλάνε τραυματίες. Σχεδόν καθημερινά φτάνανε από τα χαμηλώματα αντάρτες κουβαλώντας συναγωνιστές καταματωμένους με λαβωματιές από σφαίρες ή από θραύσματα. Οι γυναίκες έπρεπε με βάρδιες να μεταφέρουν τους τραυματίες ως το Μπαμπούρι, όπου μια άλλη ομάδα θα τους πήγαινε ως τον Τσαμαντά, και ξανά μια άλλη γυναικεία ομάδα θα τους κουβαλούσε στην Αλβανία για ιατρική περίθαλψη: Όταν οι κυβερνητικές δυνάμεις πλησίασαν περισσότερο και μπήκαν στον Τσαμαντά στις 30 Δεκεμβρίου, το δυτικό δρομολόγιο προς Αλβανία κόπηκε και οι τραυματίες έπρεπε να μεταφέρονται προς άλλη κατεύθυνση: βορειοανατολικά, στη Βατσουνιά. Τα φορεία ήταν φτιαγμένα από καραβόπανο αναρτημένο σε δύο μακριά κοντάρια, και το καθένα απαιτούσε τέσσερις γυναίκες. Όσο προσεχτικές και να 'ταν οι τραυματιοφορείς, ο πληγωμένος βογκούσε σε κάθε τράνταγμα. Οι φούχτες των γυναικών φουσκάλιαζαν· τα μούσκουλά τους πιάνονταν ψηλά ως τους ώμους κι από κει η κράμπα κατέβαινε ως τα πόδια τους. Στην ανηφοριά παλεύανε να σηκώσουνε το βάρος και κάθε τόσο σταματούσαν, ταλαντεύονταν στις πατούσες τους κάμποσες στιγμές προτού καταφέρουν να ξανακουνήσουν τα πόδια τους. Στις κατηφοριές τα μούσκουλά στα μπούτια τους πιάνονταν από την προσπάθεια να μην τρέξουν, να κρατάνε το φορείο οριζόντια και να βαδίζουνε αργά. Αν ο λαβωμένος ήτανε βαρύς, το πιο πολύ που κατάφερναν να προχωρήσουν οι γυναίκες ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα, κι έπρεπε να σταματήσουν για να ξεκουραστούν, ανασαίνοντας με κομμένη πνοή. Πήγαιναν μελαγχολικά κούτσα Digitized by 10uk1s

κούτσα, πνιγμένες στην μπόχα του αίματος και των άλλων υγρών που έσταζαν από το λαβωμένο κορμί. Αν ο τραυματίας είχε τις αισθήσεις του, συχνά τις χτυπούσε και τις έβριζε, θαρρώντας πως είναι φασίστες φαντάροι. Και κάθε λαβωμένος, άντρας ή γυναίκα, επαναλάβανε την ίδια σπαραχτική επωδό. «Για το Θεό, νερό! Νερό!» Η κραυγή συμβάδιζε με τα βήματά τους έτσι καθώς σέρνονταν, ασταμάτητο μαρτύριο γιατί καμιά ποσότητα νερού δεν μπορούσε να σβήσει τέτοια δίψα. Ο πόνος του κορμιού που κουβαλούσαν οι γυναίκες θαρρείς και περνούσε από τις λαβές του φορείου κι ανέβαινε στα μπράτσα τους. Συχνά οι βλαστήμιες και οι θρήνοι και οι κραυγές «Νερό!» κόβονταν απότομα και τότε ήξεραν πως η ψυχή του αντάρτη είχε πετάξει από το κορμί του. Μολοντούτο, δε σταματούσαν αλλά παραπατούσαν για τον προορισμό τους, και σταυροκοπιούνταν με το ελεύθερο χέρι τους λέγοντας σιωπηρά μια ευχή για την ψυχή του. Η Ελένη είχε κάνει ένα σωρό προσευχές αφότου η Κάντα εξαφανίστηκε από το Λια την επομένη των Χριστουγέννων. Σταματούσε συχνά στην Αγιά Τριάδα στην πλατεία ν' ανάψει ένα κερί και παρακαλούσε τους αγίους να φυλάνε τη θυγατέρα της και να της στείλουν είδηση που την είχαν πάει. Κάποια μέρα ανάθεσαν στην Ελένη και σε τρεις άλλες γυναίκες να μεταφέρουν ένα λαβωμένο αντάρτη όλο το δρόμο ως τη Βατσουνιά. Εκεί που υπήρχε το αριστερό του μάτι ήταν τώρα μια άδεια τρύπα και το αίμα είχε κολλήσει σε μια μάζα τα μαύρα σγουρά μαλλιά του. Η Ελένη στέναξε καθώς σήκωσε την πίσω δεξιά λαβή —ύστερα από δέκα λεπτά θ' αλλάζανε μεριά. Ήξερε πως το πήγαινε έλα στη Βατσουνιά θα τους έτρωγε σχεδόν όλη την ημέρα, έτσι είχε χώσει στην τσέπη της μια κόρα ψωμί και δυο βραστά αυγά σφιχτά μ' ένα κομμάτι τυρί για το ταξίδι του γυρισμού. Ο αντάρτης ήτανε ακόμα ζωντανός όταν μπήκανε στη Βατσουνιά, κατεβαίνοντας τη βουνοπλαγιά από το βορρά. Κάτω, πιο πέρα από την πλατεία, η Ελένη είδε στην αυλή του σχολείου δυο ζυγούς αντάρτες που βαδίζανε σε φάλαγγα. Άκουσε ένα φωναχτό «Εν -δυο! Εν - δυο!» και παραλίγο να παρατήσει τη λαβή του φορείου. Μόλις οι γυναίκες παραδώσανε το φορτίο τους στον αντάρτη γιατρό, η Ελένη έτρεξε κατά την πλατεία. Πρώτα αναγνώρισε την ψηλή κορμοστασιά της Ράνως, ύστερα την πιο μικροσκοπική της Κάντας μπροστά στη γραμμή. Κόπηκε η ανάσα της βλέποντας πόσο είχε αδυνατίσει η θυγατέρα της κι έψαξε στην τσέπη της για το προσφάι που είχε μαζί της — τουλάχιστον να της το 'δινε. Οι ανταρτίνες βρίσκονταν στα μισά των ασκήσεων πυκνής τάξεως όταν η Κάντα άκουσε να φωνάζουν τ' όνομά της και κοιτάζοντας τη μάνα της να στέκεται στη βουνοπλαγιά καμιά τρακοσαριά μέτρα πέρα. Αντικρίζοντας την η Κάντα πετάχτηκε από την παράταξη των άλλων κοριτσιών κι έτρεξε κατά τη μορφή με το καφετί φουστάνι και το μαύρο μαντίλι. Ένας από τους αντάρτες βγήκε μπροστά της και την άρπαξε από τον ώμο, σπρώχνοντάς τη πίσω ωσότου την κόλλησε πάνω στο ντουβάρι του σχολείου, βαρώντας το κεφάλι της μ' ένα δυνατό γδούπο. «Ποια θαρρείς πως είσαι, κούτσικο; Κάτι το ξεχωριστό;» της φώναξε. «Γύρνα στις ασκήσεις!» Η Ελένη έτρεξε κατά τη θυγατέρα της, όμως ένας άλλος αντάρτης της σταμάτησε το κατέβασμα. «Τι γυρεύεις;» τη ρώτησε άγρια. «Να δώσω μια μπουκιά προσφάι στην κόρη μου». «Δεν επιτρέπεται να μιλήσει κανείς στις νεοσύλλεκτες», την έκοψε. «Καλά τις ταΐζουμε. Τράβα από κει που ήρθες». Η Ελένη έβλεπε να σπρώχνουν την Κάντα πάνω στο ντουβάρι του σχολείου, το κεφάλι της να βροντάει στ' αγκωνάρια. Από μακριά, τα μάτια τους αγκαλιαστήκανε πάνω από τους ώμους των ανταρτών που τις χώριζαν. Η Ελένη ήθελε να παλέψει με τα χέρια που την κρατούσαν, αλλά τούτο Digitized by 10uk1s

θα σήμαινε μοναχά μπελάδες για την Κάντα. Έμεινε εκεί όπου βρισκόταν, ωσότου το κορίτσι ξαναμπήκε στη φάλαγγα που βάδιζε. Όταν η Ελένη δεν το άντεχε πια να στέκει και να βλέπει άλλο, γύρισε κι έφυγε. Με το κουρασμένο βήμα δαρμένης γυναίκας ξαναπήρε το δρόμο στη ράχη του βουνού. Σαν έφτασε στο ξωκλήσι του Άη Νικόλα, ψηλά πάνω από το Λια, η Ελένη μπήκε. Κάτω από τ' αχνά μάτια των αγίων στις παμπάλαιες τοιχογραφίες, γονάτισε μπροστά στο άγιο βήμα και μίλησε αψανά του Άη Νικόλα, γυρεύοντάς του να φέρει γερή τη θυγατέρα της στο σπίτι, όπως έφερνε τους ναυτικούς στο λιμάνι μέσα από τις φουρτούνες. Του έταξε, αντάλλαγμα για το γυρισμό της θυγατέρας της, ένα μπιτόνι λάδι για τα καντήλια της εκκλησίτσας. Ήταν όρκος ιερός και τον πήρε μαζί της στον τάφο, γιατί δεν πρόλαβε να τον τηρήσει. Ακόμα και μετά το θάνατό της γυρνούσε στα όνειρα εκείνων που γλίτωσαν, τους θύμιζε το ανεξόφλητο χρέος, αλλά στο μεταξύ το ξωκλήσι είχε ερειπωθεί, και δεν υπήρχε πια τρόπος τα παιδιά της ν' αναπαύσουν την ψυχή της εκπληρώνοντας το τάμα της.

Όταν η Κάντα είδε να διώχνουν τη μάνα της, δίχως ν' αλλάξουν λέξη ή χάδι, ένιωσε να χάνεται και το τελευταίο ανεπαίσθητο ίχνος ελπίδας. Η μοναξιά και η εξάντληση χειροτέρεψαν, και το στομάχι της πρήστηκε από τον υποσιτισμό. Η Κάντα εγκαταλείφθηκε σίγουρη πια πως πεθαίνει. Τις επόμενες λίγες μέρες η θερμοκρασία έπεσε κοντά στο μηδέν και η Κάντα πονούσε από το κρύο· οι αντάρτες της είχαν πάρει τη μία από τις δύο ζακέτες, γιατί δεν ήταν δίκαιο η κόρη της Αμερικάνας να έχει δύο τη στιγμή που άλλες δεν είχανε καμία. Κάποια νύχτα, εκεί που καθόταν έξω από το σχολείο με δυο άλλες κοπέλες, ζαρωμένες γύρω από μια φωτιά, πασχίζοντας να ζεσταθούν από 'να αναμμένο κούτσουρο, η Κάντα κοίταξε αντίκρυ στην πλατεία του χωριού και είδε ν' ανεβαίνει καπνός από την καμινάδα ενός μικρού λιθόκτιστου σπιτιού. Εκεί είχε ζεστασιά, μπορεί και φαγητό. Η θέληση τής ζωής πεθαίνει δύσκολα στα δεκαπέντε σου, και η Κάντα κατάλαβε πως ήθελε να ζήσει και πως ο μόνος που μπορούσε να τη σώσει ήταν ο εαυτός της. Έπιασε το άδειο τουφέκι της και το κρέμασε στον ώμο. «Πάρτε τα όπλα σας κι ελάτε μαζί μου», είπε στ' αλλά δύο κορίτσια. «Και μην πείτε τίποτα. Αφήστε να μιλήσω εγώ». Οι δυο κοπέλες, που ήταν κάμποσα χρόνια μεγαλύτερες από την Κάντα, την κοίταξαν έκπληκτες, ύστερα συμμορφώθηκαν. Αθόρυβα, με τ' άδεια τουφέκια στους ώμους τους, διασχίσανε την πλατεία. Η Κάντα βρόντηξε την πόρτα του μικρού σπιτιού με το κοντάκι του όπλου της. Μια τρεμουλιαστή φωνή από μέσα είπε: «Ποιος είναι;» «Άνοιξε την πόρτα», πρόσταξε η Κάντα. «Δεν μπορώ», αποκρίθηκε η φωνή. Η Κάντα βρόντηξε πιο δυνατά. «Άνοιξε την πόρτα, εδώ Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας!» είπε επιτακτικά. Η πόρτα άνοιξε λίγους πόντους και δυο μάτια κοίταξαν ξαφνιασμένα στο αντίκρισμα της άγριας κοπελίτσας. Η Κάντα έχωσε το πόδι της στην πόρτα κι έσπρωξε, κρατώντας το τουφέκι με τα δυο της χέρια. Μέσα, προς μεγάλη της ικανοποίηση, είδε μια γερή φωτιά και δυο σχεδόν πανομοιότυπες γριές, τ' Digitized by 10uk1s

άσπρα τους μαλλιά σκεπασμένα με μαύρα μαντίλια. «Γιαγιά, έχεις κάνα ξύλο;» πέταξε η Κάντα, μπαίνοντας. «Χρειαζόμαστε ξύλα!» «Ναι, παιδάκια μου, πάρτε κάνα ξύλο», είπε κείνη που είχε ανοίξει την πόρτα. Η αδερφή της έσπευσε να τα μαζέψει από τον καλοβαλμένο σωρό πλάι στο τζάκι. Η Κάντα ένιωσε ζαλάδα καθώς την έσφιξε η πείνα. «Έχετε ψωμί; Φέρτε μας ψωμί!» πρόσταξε. Η πρώτη γριά εξαφανίστηκε και γύρισε μ' ένα στρογγυλό καλοψημένο καρβέλι. Εγκαρδιωμένη από την επιτυχία της, η Κάντα συνέχισε ασυγκράτητη. «Έχετε γάλα; Έχετε πατάτες; Φέρτε το γάλα και ρίξτε τις πατάτες στη φωτιά». «Ναι, κόρες μου», τρεμούλιασε η βάβω. «Ό,τι έχουμε είναι δικό σας». Έγνεψε στην άλλη, που σούρθηκε έξω, και γύρισε με τρεις πατάτες, τις έβαλε πάνω στη θράκα. Ενώ οι νεαρές ανταρτίνες περίμεναν όσο να ψηθούνε οι πατάτες, στράγγιζαν τη γαβάθα με το γάλα Όταν δεν μπορούσε πια να περιμένει άλλο, η Κάντα έγνεψε να της φέρουν τις πατάτες και τις έβαλε μέσα στο μαντίλι της. Ύστερα, γνέφοντας στις δύο συναγωνίστριες, τράβηξαν για την πόρτα. Μόλις οι ανταρτίνες βρέθηκαν έξω, άκουσαν που βάζανε το σύρτη. Όταν διασχίσανε την πλατεία, η Κάντα ξεκαρδίστηκε στα γέλια, ενώ οι δυο άλλες την κοιτούσαν με ορθάνοιχτο στόμα. «Αν το ανακαλύψουν οι αντάρτες, θα μας στήσουνε στον τοίχο», είπε η μία. «Δε θα το ανακαλύψουν!» την έκοψε η Κάντα, με πιο μεγάλη σιγουριά απ' όση ένιωθε. Κάθισαν γύρω στη φωτιά τους, και η Κάντα ξεδίπλωσε το μαντίλι της κι έχωσε τη μία καυτή πατάτα στο στόμα της. Η πιο μεγάλη έντρομη κοπέλα, που ήταν η αδερφή της Σταυρούλας Γιάκου, την κοίταξε έντρομη. «Σίγουρα τρελάθηκες!» ψιθύρισε. «Ξέρεις τι έκανές τώρα δα; Το ίδιο που κάνανε οι αντάρτες στους δικούς μας!» Όμως η Κάντα δεν άκουγε, όλο της το είναι ήτανε δοσμένο στην απόλαυση της χοντρής καρβουνιασμένης, μισοψημένης πατάτας που κρατούσε.

Την όγδοη μέρα της εκπαίδευσης στη Βατσουνιά, την ώρα της απογεματινής διαφώτισης, και οι τρεις καθοδηγητές στάθηκαν μπροστά στις νεοσύλλεκτες και η Κάντα μ' έκπληξή της αντιλήφθηκε πως μαζί τους ήταν και ο Νικόλας Παρούσης. Δεν τον είχε ξαναδεί από τη νύχτα που βάδιζαν για τη Βατσουνιά. Ο υπολοχαγός Αλέκος άρχισε να μιλάει στις κοπέλες για την επίθεση των ανταρτών, την οποία αφότου είχαν φτάσει στη Βατσουνιά τους παρουσίαζε κατά τρόπο εντυπωσιακό. «Γνωρίζετε για τη δοξασμένη μάχη που έχουμε εξαπολύσει σε δύο μέτωπα» είπε. «Αν και ο στρατηγός Μάρκος δεν πήρε την Κόνιτσα, σμπαράλιασε τον εχθρό εκεί, έτσι που μετράει τους νεκρούς του με τις κατοσταριές. Ταυτόχρονα, η επίθεση των μοναρχοφασιστών ενάντια στις μεραρχίες μας στη λάκκα κάτω από τη Μουργκάνα αποκρούστηκε πέρα για πέρα και το βάλανε στα πόδια ως πίσω από τη Μεγάλη Ράχη με την ουρά στα σκέλια». Σταμάτησε βαρύγδουπα. «Η εκπαίδευσή σας σχεδόν τελειώνει», συνέχισε με καμάρι, «και σε λίγες μέρες θα τοποθετηθείτε σε λόχους και στα δύο μέτωπα. Έφτασε η ώρα να ξεχωρίσουμε την ήρα από το σιτάρι, να απομακρύνουμε όσες από σας δεν έχουν τη δύναμη και τη θέληση να πολεμήσουν πλάι στους γενναίους μαχητές μας. Οι παρακάτω να βγουν ένα βήμα μπρος». Κοίταξε ένα κατάλογο που κρατούσε και άρχισε να διαβάζει: «Αθανασίου Ράνω. Σπυροπούλου Digitized by 10uk1s

Μαριάνθη, Γκατζογιάννη Χρυσούλα». Η Κάντα ανασκίρτησε, αλλά καλούσαν την ξαδέρφη της. Οχτώ ακόμη ονόματα. Η Κάντα περίμενε, το στόμα της ξερό. Τα μάτια του Αλέκου διατρέξανε τις βουβές κοπέλες και σταμάτησαν πάνω της. «Γκατζογιάννη Αλεξάνδρα». Αργά η Κάντα σηκώθηκε και μπήκε στη γραμμή των τρομοκρατημένων κοριτσιών. Ο Αλέκος τις κοίταξε για μια στιγμή με αποστροφή. «Πάρτε τα πράματά σας και πηγαίνετε», πρόσταξε. Βλέποντας τα πρόσωπά τους, πρόσθεσε. «Φύγετε. Πηγαίνετε σπίτια σας!» Η Κάντα κατάλαβε πως το στόμα της ήταν ανοιχτό και απότομα το 'κλείσε. Προσπάθησε να σκεφτεί τι να κάνει. Τούτο δω θα πρέπει να ήτανε ένα καινούριο είδος εξετάσεων και η αποτυχία μπορεί να ήτανε μοιραία. «Δε θέλουμε να φύγουμε!» είπε γοργά. «Θέλουμε να πολεμήσουμε! Θέλουμε να βοηθήσουμε να λευτερωθεί η πατρίδα μας». Και τ' αλλά κορίτσια τη μιμήθηκαν εκδηλώνοντας εν χορώ την αφοσίωσή τους στον αγώνα. Ο Αλέκος κοίταξε την Κάντα επιτιμητικά. «Είσαι πολύ μικρή, πολύ αδύνατη! Δεν μπορείς να χειριστείς σωστά το όπλο. Σε μια μάχη όπως στην Κόνιτσα η ανωριμότητά σου μπορεί να στοιχίσει τη ζωή ενός συναγωνιστή». «Θα τα καταφέρω!» παρακαλούσε η Κάντα. Τότε είδε το Νικόλα Παρούση πίσω ακριβώς από τον Αλέκο. Την κοίταξε κατάματα και πατικώνοντας τα χείλια του κούνησε στο πλάι το κεφάλι του. Της έλεγε να μη διαμαρτύρεται, να πάψει και να φύγει όσο είχε την ευκαιρία. Η Κάντα άρχισε να τρέμει. Ήταν δυνατό να την απελευθερώνουν έτσι απλά; Ύστερα κατάλαβε πως ο Αλέκος της μιλούσε ακόμη «Ίσως του χρόνου, όταν θα 'σαι μεγαλύτερη», της έλεγε πιο καλοσυνάτα. «Από σήμερα θ' ανήκετε στην εφεδρεία και αν ο στρατός σας χρειαστεί, θα κληθείτε πάλι. Προς το παρόν, είστε πολύ μικρές για να πολεμήσετε». «Δε θέλω να φύγω!» φώναξε ξαφνικά η Χρυσούλα Γκατζογιάννη. «Θέλω να πολεμήσω με τις συναγωνίστριές μου». Η Κάντα γύρισε να κοιτάξει την ξαδέρφη της. Ήξερε πως η Χρυσούλα, μόλις δεκαεφτά χρονών, πετσί και κόκαλο, ήταν όσο και η ίδια δυστυχισμένη. Προσπάθησε να πιάσει το βλέμμα της, να της πει πως δεν ήτανε παγίδα πως έπρεπε να φύγει αμέσως. Η Χρυσούλα όμως κοιτούσε ικετευτικά τον Αλέκο. «Δεν πάω στο σπίτι μου!» επέμενε «Αφήστε με άλλη μια φορά να προσπαθήσω». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Όπως θέλεις». Η Χρυσούλα γύρισε ανάμεσα στις καθισμένες κοπέλες. «Εγώ δεν είμαι πολύ μικρή», είπε η Ράνω με μια αψηφισιά στη φωνή. «Γιατί με στέλνεις στο σπίτι;» Ο Αλέκος την αγριοκοίταξε. «Ξέρουμε ποιους υποστηρίζουν οι δικοί σου!» κραύγασε. «Προσποιείσαι πως είσαι μαζί μας, μέσα σου όμως είσαι μαύρη. Δε θέλουμε πεμπτοφαλαγγίτες στο Δημοκρατικό Στρατό. Είσαι πιο επικίνδυνη από κείνες που είναι φιλάσθενες και άπειρες». Η Ράνω δάγκωσε τ' αχείλι της και δεν είπε τίποτα. Τρομοκρατημένες από το θυμό του, ακόμα με το φόβο πως ήτανε παγίδα, οι κοπέλες που είχαν αποκλειστεί παραδώσανε τα τουφέκια τους στο Φρίξο και τράβηξαν για το σχολείο να βάλουνε τα φουστάνια που φορούσαν όταν στρατολογήθηκαν. Προτού κινήσουν για το Λια, η Κάντα πήρε παράμερα την ξαδέρφη της τη Χρυσούλα. «Μα γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας;» της ψιθύρισε. «Είναι ευκαιρία να γλιτώσεις!» Η Χρυσούλα κοιτούσε πέρα. «Αν γυρνούσα στο σπίτι, θα 'μουν ακόμα ένα στόμα για να ταΐζει η Digitized by 10uk1s

μάνα μου», αποκρίθηκε. «Αν όμως μείνω εδώ και τους πείσω πως είμαι πιστή, τότε οι αντάρτες στο χωριό μπορεί να φέρνονται καλύτερα στους δικούς μου». Η Κάντα τη θωρούσε καταλαβαίνοντας πως έχει δίκιο, και η χαρά της γύρισε σ' ενοχή. Ίσως ήταν και δικό της καθήκον να μείνει ανταρτίνα, για να καλυτερέψει την άσχημη θέση των δικών της απέναντι στους κομμουνιστές. Ύστερα όμως θυμήθηκε το κουρκούτι από καλαμποκάλευρο και την άπλυτη καραβάνα, το φόνο, την εξάντληση και τον εξευτελισμό, και ήξερε πως δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Ήθελε τόσο πολύ τη μάνα της. Έδωσε στην ξαδέρφη της ένα γοργό φιλί και ξεμάκρυνε. Η Χρυσούλα Γκατζογιάννη σκοτώθηκε πολεμώντας έξι μήνες αργότερα. Η Ελένη ήταν γονατιστή στην όχθη της νεροτρουβιάς, χτυπώντας κάτι βρεμένα ρούχα, όταν άκουσε μια φωνή από κάτω και είδε τη γειτόνισσά της τη Μαρίνα Κολλιού να τρέχει καταπάνω της, κουνώντας τα χέρια. «Γρήγορα, Ελένη!» φώναζε. «Κάτι ανταρτίνες έρχονται από το βουνό!» Η Ελένη παράτησε εκεί την πλύση κι ανηφόρισε τρεχάλα τη ρεματιά, ωσότου αντίκρισε το μονοπάτι να κατεβαίνει φιδωτό ανάμεσα στις κορφές του Προφήτη Ηλία και του Κάστρου. Είδε καμιά δεκαριά σουλούπια, πολύ μακριά για να ξεχωρίσει. Ανοίγοντας με δυσκολία διάβα από τα χαμόκλαδα, ανηφόρισε κατά το πλάτωμα όπου χόρευε το χωριό στο πανηγύρι του Προφήτη. Τη στιγμή που έμπαινε στο ίσιωμα από τη μια μεριά, τα κορίτσια έφταναν στο ξέφωτο από την άλλη. Τσαλαβουτώντας μέσα από το παγωμένο ρυάκι που τις χώριζε, η Ελένη έτρεξε, το μαντίλι της ανέμιζε πίσω από τα μαλλιά της, τα χέρια της ήταν απλωμένα ωσότου σφίξανε τη θυγατέρα της. Όλο το δρόμο ως κάτω στο σπίτι, η Ελένη χάιδευε το πρόσωπο της Κάντας και δεν το πίστευε, σφουγγίζοντας τα δάκρυα της μικρής, ενώ τα δικά της ξεχείλιζαν δίχως να το καταλαβαίνει. Η Κάντα βγήκε από την αντάρτικη εκπαίδευση ακόμη πιο σφιγμένη από πριν. Παρά τις ερωτήσεις των αδερφάδων της, αρνήθηκε να τους πει τι της είχε συμβεί εκείνες τις βδομάδες. Όμως η Όλγα πρόσεξε πως μερικές από τις άλλες ανταρτίνες που επιστρέψανε είχανε αλλάξει κατά τρόπο διαφορετικό, ακόμα και η καλύτερη φιλενάδα της, η Ράνω. Ενώ η Όλγα κρυβότανε ακόμα στο σπίτι, βγαίνοντας μόνο με το μαντίλι τυλιγμένο στο πρόσωπο, η Ράνω φορούσε το δικό της απόκοτα πίσω στα μαλλιά και τριγυρνούσε στη γειτονιά με μια πρωτοφανέρωτη σιγουριά, ανταλλάζοντας ακόμη και χαιρετισμούς με κάποιους από τους αντάρτες που αντάμωνε στο δρόμο. Αν η Όλγα δεν την ήξερε τόσο καλά, θα υποψιαζόταν πως η Ράνω χαριεντιζόταν. Κάποια μέρα είδε τη Ράνω να βγαίνει από την αυλόθυρά της, τα κόκκινα μάγουλά της ξαναμμένα, τα μαλλιά της με φροντίδα χτενισμένα, φορούσε το καλύτερο φουστάνι της. Πήγαινε στην επιμελητεία τού αντάρτη, είπε, με μια γαβάθα αυγά που της τα 'χε δώσει η αδερφή της η Τάσαινα, να δει μήπως καταφέρει να καλοπιάσει τους αντάρτες να τ' ανταλλάξουν με σαπούνι για να πλύνουν τα μωρά. Λίγο αργότερα η Όλγα καθόταν στην κουζίνα τους με τη μάνα της, τη Μεγάλη, τη Νίτσα, και τις πιο κοντινές γειτόνισσες —την Αναστασία Γιάκου και τη Μαρίνα Κολλιού— πίνοντας τσάι του βουνού και κουτσομπολεύοντας, όταν όρμησε η Ράνω, ολοφάνερα ανάστατη. «Θεια Ελένη», ψιθύρισε, «να σου πω ένα λόγο;» Έτσι που οι άλλες γυναίκες αλλάζανε ματιές, η Ελένη την ακολούθησε στο περιβόλι. Όταν τραβήχτηκαν παράμερα, η Ράνω είπε στην Ελένη τι είχε ακούσει τυχαία απάνω που ετοιμαζόταν να χτυπήσει την πόρτα της επιμελητείας: η φωνή του Χαντζάρα, του σιτιστή, κραύγαζε στο τηλέφωνο: «Μάλιστα, θα φροντίσω αμέσως», τον άκουσε να λέει. «Κι απόψε, αν θέλετε. Θα φέρουμε τ' απάνω κάτω στο σπίτι της Αμερικάνας». «Μόλις τ' άκουσα, άρχισα να τρέχω», είπε η Ράνω, κρατώντας ακόμα τη γαβάθα με τ' αυγά. Digitized by 10uk1s

«Προτού έρθουν, κρύψε ό,τι θέλεις στο σπίτι μας. Μόλις βρεις ευκαιρία, τύλιξέ τα και ρίξ 'τα πάνω από το φράχτη στο περιβόλι μας. Θα τα βάλω κάτω από το στρώμα του πατέρα μου, εκεί δε θα σκεφτούν ποτέ να ψάξουν, όχι, με τον ίδιο πλαγιασμένο από πάνω». Αμέσως η Ελένη σκέφτηκε τα προικιά της Όλγας, το πιο πολύτιμο που είχανε στο σπίτι. Αν οι αντάρτες έπαιρναν τις βελέντζες, τις κουβέρτες και τ' ασπρόρουχα που είχε αγοράσει με τα τελευταία λεφτά που της είχε στείλει ο Χρήστος, η Όλγα δε θα 'βρισκε ποτέ γαμπρό. Υπήρχανε ακόμα μερικά έξοχα αμερικάνικα κουστούμια και πουκάμισα που είχε αφήσει ο Χρήστος. Η Ελένη αγκάλιασε τη Ράνω και κανόνισαν να της δώσει τα πράματα μόλις έφευγαν οι επισκέψεις της. Όταν γύρισε στην κουζίνα, η μάνα της τη ρώτησε κοφτά: «Τι σου είπε η Ράνω και πάνιασες έτσι;» Η Ελένη επανέλαβε όσα της είχε πει η Ράνω, και η Μαρίνα Κολλιού σηκώθηκε φοβισμένη. «Αν ψάξουνε το σπίτι σου», είπε, «μπορεί να ψάξουνε και τα δικά μας. Θα ειδοποιήσω τη μάνα μου και θα κρύψω μερικά πράματα». Η Αναστασία Γιάκου δέχτηκε την είδηση πιο ήρεμη· οπωσδήποτε, δεν είχε τίποτα πολύτιμο για να βάλει τους αντάρτες σε πειρασμό. Αλλά έφυγε για να κατεβεί στο σπίτι της όπου βρήκε τη θυγατέρα της εκεί, είχε πάει να παραπονεθεί, ως συνήθως, για την τυραννία της πεθεράς της. Η Αναστασία όρκισε τη Σταυρούλα να μην το φανερώσει, και μετά της είπε τι είχε συμβεί στου Γκατζογιάννη την κουζίνα. Η Σταυρούλα ανασήκωσε τους ώμους. «Αν με ρωτάς», είπε, «η Αμερικάνα είναι η πιο τυχερή γυναίκα του χωριού. Ο άντρας της δεν πολεμάει, όπως ο δικός μου. Κατάφερε με κόλπο να μην πάει η Όλγα ανταρτίνα, και η Κάντα απολύθηκε ενώ η αδερφή μου βρίσκεται ακόμα εκεί —και τώρα έχει γειτόνισσες να κρύψει τα προικιά της Όλγας!» «Δάγκωσε τη γλώσσα σου», την αποπήρε η Αναστασία. «Αυτό είναι φθόνος! Η Ελένη δε μας στάθηκε πάντα η πιο καλή απ' όλες τις γειτόνισσες; Η Όλγα δε σου στόλισε τις μπογάτσες του γάμου κι ο Νικόλας δεν κάθισε πάνω στο νυφικό σεντούκι σου; Γιατί τους ζηλεύεις που είχαν λίγη τύχη;» Η Σταυρούλα δεν αποκρίθηκε. Αφότου την είχε απογοητεύσει ο γάμος της και το αγοράκι της πέθανε, τα προνόμια της Αμερικάνας, που τα στερούνταν οι φτωχές φαμελιές σαν τη δικιά της, είχαν αρχίσει να κακοφορμίζουν στην καρδιά της. Έτσι που οι κομμουνιστές υπόσχονταν μια νέα τάξη που θα καταργούσε τα προνόμια, η Σταυρούλα σκόπευε ν' αναπληρώσει την κακοτυχιά του παρελθόντος. Αν και ο άντρας της πολεμούσε με τον Εθνικό Στρατό, η Σταυρούλα πίστευε την προπαγάνδα των ανταρτών. Η παλιά τάξη θ' ανατρεπόταν, και ήταν αποφασισμένη να βρεθεί στην πλευρά των νικητών. Υπήρξε η πιο φτωχή κοπέλα του χωριού, όμως είχε ομορφιά κι εξυπνάδα και σκόπευε να τις χρησιμοποιήσει για να γίνει το πιο σημαίνον πρόσωπο. Η Σταυρούλα κοίταξε το αμήχανο πρόσωπο της μάνας της και δεν της είπε τίποτα για τα σχέδιά της. Το μόνο που της είπε ήταν: «Κάποια απ' αυτές τις μέρες η καλοτυχιά της Αμερικάνας θα τελειώσει και τότε θα μάθει πως η εξυπνάδα της δεν της βγήκε σε καλό. Είναι κείνο που λένε: "Η έξυπνη αλεπού πιάνεται απ' τα τέσσερα"».

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 10 Η αποτυχία του Δημοκρατικού Στρατού να καταλάβει την Κόνιτσα αποδείχθηκε πλήγμα συντριπτικό για τους αντάρτες. Αναπτέρωσε το ηθικό των εχθρών τους, απέτρεψε να βγούνε στο βουνό οι οπαδοί τους των πόλεων και γέννησε τόσες αμφιβολίες για το μέλλον της ανταρσίας τους, ώστε μήτε μία χώρα, ακόμα και του κομμουνιστικού συνασπισμού, δεν αναγνώρισε την προσωρινή κυβέρνηση, που απέμεινε δίχως έδρα στα βουνά. Στις 10 Φεβρουαρίου 1948, όταν μία ομάδα Γιουγκοσλάβων και Βουλγάρων ηγετών επισκέφθηκαν τη Μόσχα, βρήκαν τον Ιωσήφ Στάλιν έτοιμο να εγκαταλείψει τελείως την ελληνική εξέγερση. Όπως θυμόταν αργότερα ένας από αυτούς, ο Μίλοβαν Τζίλας, ο Στάλιν στράφηκε στον Έντβαρντ Καρντέλι, αντιπρόεδρο της Γιουγκοσλαβίας, της χώρας που ήταν ο ισχυρότερος υποστηριχτής των Ελλήνων ανταρτών, και ρώτησε: «Πιστεύετε ότι η επανάσταση στην Ελλάδα μπορεί να πετύχει;» «Αν δεν αυξηθεί η ξένη ανάμειξη και αν δε γίνουν σοβαρά πολιτικά λάθη», απάντησε ο Καρντέλι. «Αν, αν!» τον έκοψε ο Στάλιν. «Όχι, δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Τι φαντάζεστε, η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες —οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ισχυρότερη χώρα του κόσμου— θα σας επιτρέψουν να διακόψετε τις συγκοινωνίες τους στη Μεσόγειο; Ανοησίες. Και δεν έχουμε στόλο. Η επανάσταση στην Ελλάδα πρέπει να σταματήσει, και όσο το δυνατόν πιο γρήγορα». Αλλά το άνωθεν μήνυμα δεν το έπιασε ο ισχυρογνώμων αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, ο Νίκος Ζαχαριάδης. Εξακολούθησε να 'ναι σίγουρος ότι μια σειρά από νίκες των ανταρτών θα έπειθαν το Στάλιν να υποστηρίξει ολόπλευρα την επανάσταση. Για ν' αντισταθμίσουν τον συρρικνούμενο αριθμό νεοσύλλεκτων που προσέρχονταν στο Δ.Σ.Ε., οι ηγέτες του έστειλαν δύο ταξιαρχίες ως την άλλη άκρη της Μακεδονίας για να μαζέψουν όσους νέους και νέες μπορούσαν. Και οι δυο ταξιαρχίες συνάντησαν σκληρή αντίσταση των κυβερνητικών δυνάμεων, κι όχι μόνο απέτυχαν να φέρουν πολλούς νεοσύλλεκτους, αλλά έχασαν και τους μισούς από τους 3.000 εμπειροπόλεμους μαχητές τους σε αψιμαχίες κατά τη διαδρομή. Οι ηγέτες του κόμματος αποφάσισαν τότε να στείλουν ένα άλλο σώμα ανταρτών στο νότο προς την Αθήνα για ν' ανοίξουν δρόμο ως την πρωτεύουσα, Απ' όπου οι κομμουνιστές των πόλεων θα μπορούσαν να περάσουν και να βγουν στο βουνό. Μια επίλεκτη ομάδα από 200 άντρες ανέλαβε τούτη την απίθανη αποστολή, και κανένας τους δε γύρισε πίσω. Όπως έσβηναν οι ελπίδες του Δ.Σ.Ε. να βρει νεοσύλλεκτους, άλλο τόσο έσβηναν και οι προσδοκίες του να καταλάβει μεγάλες κωμοπόλεις και πόλεις. Ο Ζαχαριάδης αναγκάστηκε να τροποποιήσει τη στρατηγική του, αρνήθηκε όμως να επανέλθει στην αντάρτικη τακτική του κλεφτοπολέμου που υποστήριζε ο στρατηγός Μάρκος. Οι επαναστάτες δε θα εξαπέλυαν άλλες μαζικές επιθέσεις σε αστικά κέντρα, ωστόσο, θα κρατούσαν πάση θυσία τα ορεινά κάστρα που ελέγχανε, επέμενε ο Ζαχαριάδης, ωσότου ο Ελληνικός Εθνικός Στρατός αντιληφθεί πως δε θα τους νικούσε ποτέ· θα έχανε τότε τελείως το ηθικό του και θα κατέρρεε. Για να εξασφαλιστεί πως οι πάντες —αντάρτες και πληθυσμός στις «Απελευθερωμένες» περιοχές— θα παραμείνουν πιστοί ώσπου να συμβεί αυτό, οι πολιτικοί επίτροποι του Δ.Σ.Ε. αναδιοργανώθηκαν και εξουσιοδοτήθηκαν να επιβάλλουν την πειθαρχία σε όλες τις στρατιωτικές μονάδες καθώς και τη συνεργασία όλων των κατοίκων στ' ανταρτοκρατούμενα χωριά.

Digitized by 10uk1s

Στο μεταξύ, ο Εθνικός Στρατός, με τη βοήθεια Αμερικανών συμβούλων υπό το στρατηγό Τζέιμς Βαν Φλητ, άρχισε να προετοιμάζει μεγάλης κλίμακας επιχείρηση για το καλοκαίρι του 1948, ώστε να καταστρέψει τον αντάρτικο στρατό καταλαμβάνοντας την κύρια βάση του στην οροσειρά του Γράμμου. Μια τέτοια όμως επιχείρηση θ' άφηνε εκτεθειμένο το δυτικό πλευρό των δυνάμεων που θα διενεργούσαν την επίθεση, σε εφόδους των ανταρτών από την οροσειρά της Μουργκάνας. Προτού καταληφθεί ο Γράμμος, ήταν αναγκαίο να εκκαθαριστούν οι αντάρτες από τα βουνά της Μουργκάνας, που το κέντρο τους βρισκόταν στο χωριό Λια.

Digitized by 10uk1s

Επιχείρηση Πέργαμος Όλο το Γενάρη και το Φλεβάρη του 1948, ο πνιχτός γδούπος του απόμακρου πυροβολικού έγινε συστατικό της ζωής στο Λια, όσο και το ντιντίνισμα από τα κυπριά των κατσικιών ή το εωθινό των πετεινών. Η ασταμάτητη βροντή, όπως τα υποχθόνια βουητά πριν από 'να σεισμό, κάθε νύχτα δυνάμωνε καθώς ταχυκίνητες περίπολοι, των ανταρτών από τη Μουργκάνα διασχίζανε απαρατήρητες τη λάκκα και σκαρφάλωναν στους αντίπερα λόφους της νεκράς ζώνης για να παρενοχλήσουν τα κυβερνητικά τμήματα. Ύστερα από την ήττα τους στην Κόνιτσα, οι αντάρτες της Μουργκάνας ήξεραν πως η αντεπίθεση του εχθρού ήταν αναπόφευκτη, έτσι τους πρώτους μήνες του 1948 έχτιζαν πυρετικά οχυρώματα για να ισχυροποιήσουν τις θέσεις τους στο «ανταρτόκαστρο», όπως αποκαλούσαν τη Μουργκάνα στα τραγούδια τους. Στα πιο ψηλά βουνά και στο ίδιο το Λια έχτιζαν παντού αμυντικά έργα, χρησιμοποιώντας αγγαρείες από χωριάτισσες για να κουβαλάνε πέτρες και δοκάρια, να φτιάχνουν το χαρμάνι του μπετόν και να σκάβουν χαρακώματα που θα χρησίμευαν για φωλιές όλμων και πολυβόλων. Απειλητικά πολυβολεία μ' ένα στενό άνοιγμα κατά το νότο ξεφύτρωσαν σαν σκιάχτρα απ' άκρη σ' άκρη στο χωριό, σε κάθε σημείο απ' όπου αντίκριζες τα χαμηλώματα. Πέντ' - έξι υπήρχαν μόνο στο Περιβόλι, όπου είχε συγκροτηθεί η βάση επιχειρήσεων, και πάνω από 2.000 οχυρωματικά έργα σε ολόκληρη την οροσειρά της Μουργκάνας. Οι Λιώτες το έβλεπαν πως οι αντάρτες περίμεναν την πολιορκία του κάστρου τους. Ένας άλλος προάγγελος του πολέμου μπήκε στο ρυθμό της ζωής του χωριού. Κάθε μέρα γύρω στο μεσημέρι, ένας σχηματισμός από τέσσερα αστραφτερά Σπιτφάιρ εμφανιζόταν στον ορίζοντα από την Ανατολή και χωριζόταν, τα δύο τραβούσαν κατά τις κορυφές της Μουργκάνας βορείως του Λια, βομβαρδίζοντας τις θέσεις του αντάρτικου πυροβολικού μέσα στα κατσάβραχα, και τ' άλλα δύο σφυροκοπούσαν τη γραμμή των ανταρτών στα χαμηλώματα προς νότον, ακολουθώντας τη βουνοκορφή της Μεγάλης Ράχης, που ορθωνόταν στον ορίζοντα του νότου. Μπροστάρης των βομβαρδιστικών ήταν ένα μονοκινητήριο αναγνωριστικό Χάρβαρντ, που κάθε αυγή περνούσε κατευθείαν πάνω από το χωριό· τ' οδηγούσε κάποιος παράτολμος αεροπόρος, που γρήγορα με τη δεξιοτεχνία του έγινε θρύλος στ' αγόρια του χωριού. Οι αντάρτες τον είχανε βαφτίσει ο «Γαλατάς», επειδή οι πρωινές βόλτες του ήταν τόσο ταχτικές, οι χωριανοί όμως μη γνωρίζοντας τίποτα για τους γαλατάδες και τα χούγια τους, φαντάστηκαν πως το πραγματικό όνομα του αεροπόρου ήταν Γαλατάς. Δουλειά του Γαλατά ήταν να κατοπτεύει το ορεινό έδαφος και να επισημαίνει οχυρώσεις και συγκεντρώσεις των ανταρτών που τα βομβαρδιστικά τις χτυπούσαν αργότερα την ίδια μέρα. Προπορευόταν το μουγκανητό της μηχανής και σύγκαιρα ο Γαλατάς ορμούσε από τη χαράδρα ανάμεσα στις κορυφές του Προφήτη Ηλία και του Κάστρου, πετώντας μόλις 60 -70 μέτρα πάνω από το έδαφος, το καμουφλαρισμένο μονοκινητήριο αεροσκάφος περνούσε ξυστά πάνω από τις στέγες, ξεφεύγοντας τ' αντιαεροπορικά πυρά από τις κορφές, ταλαντεύοντας τα φτερά του για να κοροϊδέψει ή να χαιρετήσει, τόσο κοντά που τα παιδιά έβλεπαν το πρόσωπό του μέσα στη γυάλινη κουκούλα. Κουνούσαν τα χέρια και φώναζαν «Γαλατάς!», παρακολουθώντας τον μάλλον με θαυμασμό παρά με φόβο, ωσότου χανόταν από τα μάτια τους, χιμώντας σαν αετός στα επουράνια. Μόλις ο Γαλατάς άρχισε τις αυγινές πτήσεις του, ο συνταγματάρχης Πετρίτης κάλεσε την Ελένη στο γραφείο του και έβγαλε διαταγή. Κάθε πρωί, μόλις ακουγόταν η μηχανή του αναγνωριστικού αεροπλάνου, οι σκοποί έξω από την αυλόπορτα του Γκατζογιάννη θ' αποτραβιόνταν κι εκείνη έπρεπε να στέλνει τα τρία μικρότερα παιδιά —το Νικόλα, τη Φωτεινή και τη Γλυκερία— έξω στην Digitized by 10uk1s

αυλή να παίζουν. Δεν υπήρχε φόβος, τη διαβεβαίωσε ο Πετρίτης· ο Γαλατάς δεν κουβαλούσε βόμβες, μόνο φωτογραφικές μηχανές, και αν έβλεπε εκεί γύρω γυναίκες και παιδιά στην αυλή να παίζουν, οι φασίστες δε θα βομβάρδιζαν το σπίτι. Όμως αν υποπτεύονταν πως ήτανε αντάρτικο αρχηγείο, μπορεί να γινόταν στόχος. Τα παιδιά βρήκαν το παιχνίδι ωραίο. Κουνούσανε τα χέρια τους μ' ενθουσιασμό στο Γαλατά μόλις το αεροπλάνο του χιμούσε ανάμεσα από τις βουνοκορφές, τυλιγμένες ακόμη στην καταχνιά. Η Ελένη όμως στεκόταν στο κατώφλι και παρακολουθούσε το μεγάλο πουλί να περνάει πάνω τους, κι έκανε σκέψεις ζοφερές φωτιάς που πέφτει και θανάτου. Έτσι που τα μαύρα προμηνύματα της επικείμενης μάχης αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα, τα παιδιά του Λια λυσσάξανε να παίζουνε τον πόλεμο, μιμούνταν μακάρια τους σκοτωμούς τριγύρω τους. Στο μαχαλά του Περιβολιού οργανωτής των μαχών ήταν ο γιος του μυλωνά Τάση Μήτρου —ένα μελαψό, γεροδεμένο δωδεκάχρονο αγόρι, ο Νίκος, που είχε σωματική παλικαριά και το ταλέντο να βλαστημάει τόσο ευφάνταστα, ώστε τα μικρότερα παιδιά τον λάτρευαν. Αναπόφευκτα εκείνος κανόνιζε την ψευτομάχη και χώριζε τα υπόλοιπα αγόρια του μαχαλά σε δύο ομάδες: οι αντάρτες και οι φασίστες· φυσικά, αυτός ήταν πάντα ο αρχηγός των ανταρτών. Ο Νικόλας Γκατζογιάννης είχε ένα δέος για το μεγαλύτερο αγόρι και έλπιζε πάντα πως ο Νίκο Μήτρος θα τον διάλεγε για το στρατό των ανταρτών. Αλλά όπως ο φίλος του ο Λάκη Μπαρτζώκης, γιος της Τάσαινας, που ήτανε κι αυτός οχτώ χρονών και μικροκαμωμένος, βρισκόταν πάντα στο φασιστικό στρατό. Ο Νικόλας δεν ήταν σίγουρος αν τούτο γινόταν επειδή αυτός και ο Λάκης ήταν μικρότεροι και πιο αδύναμοι από τ' άλλα παιδιά ή επειδή λεγότανε πως οι φαμελιές τους είναι με τους εθνικόφρονες, πάντως υποψιαζόταν πως ήτανε λιγάκι και για τα δύο. Αφότου μια χιονοθύελλα είχε στρώσει άφθονο χιόνι για πυρομαχικά, οι μάχες πήραν κάποιο τελετουργικό χαρακτήρα. Οι δύο στρατοί οχυρώνονταν στις δύο πλευρές ενός χαμηλού μαντρότοιχου και εφοδιάζονταν με σωρούς από παγωμένα βλήματα. Οι «φασίστες», όπως και στην πραγματικότητα, τοποθετούνταν πάντα στις ευπρόσβλητες χαμηλότερες θέσεις. Πρώτα έρχονταν οι βρισιές, όπως ακριβώς το βλαστημίδι, που διαλαλούσαν κάθε νύχτα τα χωνιά στα χαμηλώματα. «Κερατάδες! Γλειφομούνηδες!» ουρλιάζανε ο Νίκο Μήτρος και η συντροφιά του μέσα από τυλιγμένα ρολό τετράδια, και οι «φασίστες» τους απαντούσαν ξεφωνίζοντας: «Κουρκουτοφάηδες! Μαλακισμένοι! Κατσαπλιάδες!» Τελικά, κάποιος ελεύθερος σκοπευτής ξεμύτιζε πάνω από τον τοίχο και τον υποδεχόταν καταιγισμός από χιονιές. Αν τον χτυπούσανε ήτανε νεκρός. Όταν πια ο ένας στρατός έκρινε πως είχε αρκετά αποδεκατίσει τον εχθρό, άρχιζε την πολιορκία εφορμώντας πάνω από τη μάντρα μ' ένα χαλάζι από χιονιές για να εκμηδενίσει όσους ζούσανε ακόμα. Ο Νίκο Μήτρος κατά κανόνα ορμούσε πρώτος στην έφοδο ενάντια στους άτυχους «φασίστες», ενώ ο Νικόλας και ο Λάκης λησμονούσαν τα πάντα περί αμυντικών πυρών και κουλουριάζονταν σα δυο μπάλες, χώνοντας τα μούτρα μες στα μπράτσα τους. Το παιχνίδι τέλειωνε με τους «φασίστες» μωλωπισμένους, γδαρμένους, μπλάβους στα μάτια, και με το Λάκη να τρέχει κλαίγοντας στο σπίτι στη μάνα του. Ο Νικόλας, χλομός και αμίλητος, αρνιόταν να συμπονέσει το συναγωνιστή εν όπλοις ή να παραδεχτεί πως ο Νίκο Μήτρος τους ξεχώριζε για να τους τιμωρήσει. «Ο Λάκης πάει γυρεύοντας», εξηγούσε ο Νικόλας, «γιατί είναι κλαψιάρης». Λαχταρούσε να βρεθεί στην άλλη παράταξη, στο στρατό που νικούσε, και να δει το θαυμασμό αντί για την καταφρόνια στα μάτια του Νίκο Μήτρου. Όντας ο μοναδικός αρσενικός σ' ένα σπιτικό όλο γυναίκες, και μη έχοντας άλλον μεγάλο για πρότυπο εκτός από τον τυραννικό παππού του, ο Νικόλας είχε μάθει να κρύβει τα αισθήματά του πίσω από 'να προστατευτικό κέλυφος σιωπής, και να κρατάει για τον εαυτό του τα προβλήματα και Digitized by 10uk1s

τους φόβους του. Είχε αφομοιώσει την αντίληψη του χωριού πως ο άντρας πρέπει να είναι δυνατός, αποφασιστικός και λιγομίλητος, ενώ οι γυναίκες ήταν ευκολοτσάκιστα καλάμια, που λυγίζανε στο πρώτο αεράκι, θύματα των αισθημάτων τους. Ο Νικόλας από πολύ νωρίς κατάλαβε επίσης πως έπρεπε ν' αναπληρώσει την έλλειψη μυϊκής δύναμης με την πονηριά, και ορκίστηκε να γίνει πανούργος όσο και ο παππούς του. Τώρα λοιπόν καταπιάστηκε με το πρόβλημα πως να καταχτήσει το θαυμασμό του Νίκο Μήτρου. Ο Νικόλας ήξερε πως είχε δύο μειονεκτήματα: το μπόι του και το γεγονός πως ο πατέρας του ζούσε στην Αμερική. Κρυφά ο Νικόλας θαύμαζε τον πατέρα που δεν είχε δει ποτέ, που η φωτογραφία του βρισκόταν μεγαλόπρεπα πάνω στο τζάκι, και συχνά μελετούσε τα δικά του λεπτά χαρακτηριστικά σ' ένα καθρεφτάκι για να δει μήπως έμοιαζαν διόλου με το στρουμπουλό μεγαλείο του πατέρα του. Τελευταία, πάντως, είχε αρχίσει να κοιτάζει τη φωτογραφία του Χρήστου με ντροπή. Αν ο πατέρας του είχε πάει στη Ρωσία και όχι στην Αμερική, συλλογιότανε, τότε μπορεί ο Νίκο Μήτρος να τον άφηνε να πολεμήσει από τη μεριά των ανταρτών. Μα δεν μπορούσε ν' απαρνηθεί τον πατέρα του ή να μεταβάλει το γεγονός ότι ο παππούς του ήτανε «φασίστας». Έπρεπε, παρά τα μειονεκτήματα αυτά, να καταχτήσει το Νίκο Μήτρο. Η συμμετοχή του Νικόλα στα παιχνίδια του πολέμου έληξε απότομα κάποια μέρα, όταν μια βόμβα έπεσε πάνω από το Περιβόλι, σχεδόν στο χωράφι όπου οι ψευτοαντάρτες και οι ψευτοφασίστες έστηναν τη μάχη. Αδυσώπητη η Ελένη πρόσταξε το Νικόλα να μην παίζει έξω από την αυλή του σπιτιού, όπου μπορούσε να τον παρακολουθεί. Τούτο ήταν η απαρχή ατέλειωτων, μοναχικών ωρών που ο Νικόλας τις πέρασε βηματίζοντας πέρα δώθε τα σύνορα της φυλακής του, ενώ τα χιόνια έλιωναν κι ενώ ονειροπολούσε απίθανα ανδραγαθήματα που θα τον έκαναν ξακουστό ατρόμητο πολεμιστή. Κάποια μέρα που ένιωθε σχεδόν κάτω από τα πόδια του τη γη να φουσκώνει με τον ερχομό της άνοιξης, βρήκε μια σταχτιά μικρή τσίχλα με μια σπασμένη φτερούγα. Την έπιασε, νιώθοντας την καρδούλα να χτυπάει μέσα στην παλάμη του σαν σφυγμός, και γέλασε έτσι που το πουλί άνοιγε μια τοσοδούλα μύτη για να τον τσιμπήσει, όλο του το κορμάκι έτρεμε από την προσπάθεια. Έφτιαξε ένα κλουβί από 'να παραπεταμένο κιβώτιο πυρομαχικών και το τάιζε με ψίχουλα πάνω στο δάχτυλό του. Το πουλί έμαθε να τον εμπιστεύεται, κι ακόμα όταν η φτερούγα του έγειανε και τ' άφησε ελεύθερο, πετούσε κοντά του, και τον κοιτούσε μια με το 'να γοργοκίνητο μάτι του μια με τ' άλλο, περιμένοντας να το ταΐσει: Όπως ήταν ανέκαθεν το μωρό του σπιτιού, ο Νικόλας το διασκέδαζε τώρα να περιποιείται κάτι πιο αδύναμο από κείνον, όμως δεν είπε λέξη για το πουλί στ' άλλα παιδιά. Τα περασμένα χρόνια, τον ερχομό της άνοιξης τον αναγγέλνανε φτάνοντας οι καλόγεροι, άνθρωποι τρομαχτικοί σαν σκιάχτρα— στην πραγματικότητα ήταν οι μπεκιάρηδες του χωριού, που μασκαρεύονταν παρδαλά με γιδοτόμαρα, με μυτερές κουκούλες στα κεφάλια που είχαν στη θέση των ματιών τρύπες όπως τα καύκαλα, και με αρμαθιές από κυπριά πάνω στα στήθια τους. Οι καλόγεροι χοροπηδούσαν σ' όλο το χωριό τρομάζοντας τα παιδιά, έκαναν πρόστυχες κινήσεις και παράσταιναν μια αρχαία φάρσα που περιείχε ένα φόνο και το θαύμα της ανάστασης. Το έθιμο ήταν ριζωμένο στη μαγική διονυσιακή λατρεία των αρχαίων, και επιδίωκε να βοηθήσει τις δυνάμεις της φύσης να γονιμοποιήσουν τη γη, αλλά με τον ερχομό των ανταρτών, οι δεισιδαιμονίες αυτές είχαν απαγορευτεί όπως και οι ιερουργίες στην εκκλησία. Στη φαντασία των παιδιών τη θέση των καλόγερων την είχαν πάρει οι ίδιοι οι αντάρτες: άγριες μορφές που προκαλούσαν φόβο αλλά και γοητεία. Κάποια μέρα στα τέλη Φεβρουαρίου, ο Νικόλας συνόδεψε τη μάνα του σε μια επίσκεψη στο αντικρινό σπίτι της Τάσαινας Μπαρτζώκη, όπου παρακολούθησε μια αναμέτρηση ανάμεσα σε δυο αντάρτες, που του έκανε μεγάλη εντύπωση. Και ο Λάκης ήταν εκεί, όμως ο Νικόλας τον αγνόησε, δεν ήθελε να τον δουν να κάνει παρέα μ' ένα κλαψιάρη. Digitized by 10uk1s

Στο σπίτι του Μπαρτζώκη είχε εγκατασταθεί κάποιος αντάρτης καπετάνιος, ο Χαρίσης Σδράβος, διαβόητος σ' όλη τη Μουργκάνα γιατί, έξω από την εκκλησία του χωριού του, είχε κάποτε σφάξει μια κοπέλα επειδή αρνιόταν να τον παντρευτεί. Όταν καταλάβανε οι Γερμανοί την Ελλάδα, ο Σδράβος απολύθηκε από τη φυλακή και προσχώρησε στον ΕΛΑΣ. Έγινε ονομαστή η απόλαυσή του να σφάζει όσους πέφτανε στα χέρια του και τελικά η άρνησή του να παραδώσει έστω και ένα ζωντανό αιχμάλωτο οδήγησε στον υποβιβασμό του στο Δ.Σ.Ε. Ενώ η Τάσαινα και η Ελένη κουβεντιάζανε στην κουζίνα του Μπαρτζώκη, ο Νικόλας τριγυρνούσε στο περιβόλι, όπου βρήκε τον απαίσιο Σδράβο κι έναν άλλο καπετάνιο να κάνουν σκοποβολή πυροβολώντας ένα ρόζο σε μια καρυδιά καμιά πενηνταριά βήματα πέρα. Ο μελαψός, γεροδεμένος Σδράβος θύμισε στο Νικόλα το Νίκο Μήτρο. Ο αντίπαλός του ήτανε ξανθός, λιγνός και γλυκομίλητος, ωστόσο οι δύο πρώτες βολές του πετύχανε το ρόζο στο κέντρο, ενώ ο Σδράβος έριξε δυο φορές και αστόχησε. «Δεν παίζουμε στα ίσα», γκρίνιαζε ο Σδράβος. «Το όπλο σου είναι καλύτερο». Το μούτρο του είχε κοκκινίσει. Ψύχραιμα, με μια ανεπαίσθητη υπόκλιση, ο ξανθός καπετάνιος έδωσε στο Σδράβο το δικό του πιστόλι. Ο Νικόλας πρόσεξε τη χειρονομία· η ειρωνική αυτοκυριαρχία του άλλου έκανε τις καυχησιές του Σδράβου να φαίνονται γελοίες. Σιγομουρμουρίζοντας ο Σδράβος σημάδεψε προσεχτικά και πυροβόλησε. Και αστόχησε. Η δεύτερη σφαίρα του χτύπησε πόντους έξω από το στόχο. Τότε έχασε κάθε συγκρατημό. Λυσσασμένος τραβήχτηκε πέρα κι αρπάζοντας το πιστόλι από την κάννη, το βρόντηξε πάνω στο ντουβάρι με τόση δύναμη που έσπασε στα δύο. Ο άλλος καπετάνιος τον παρακολουθούσε απλώς μ' ένα αχνό χαμόγελο. Άξαφνα ο Νικόλας βρήκε τη λύση στο πρόβλημά του. Αφού δεν μπορούσε να πολεμήσει, θα γινόταν σπουδαίος στο σημάδι! Όταν θα κατάφερνε να πετυχαίνει το στόχο καλύτερα από το Νίκο Μήτρο, τότε τ' αλλά παιδιά θα τον θέλανε γι' αντάρτη. Ο Νικόλας περνούσε ώρες κάθε μέρα στο περιβόλι με τη σφεντόνα του, ρίχνοντας πέτρες σε σβώλους που τους έστηνε πάνω στο μαντρότοιχο. Τα χιόνια είχαν λιώσει και το να φτιάξει ένα αγόρι σφεντόνα με λυγερό ξύλο ιτιάς ήταν μια ανοιξιάτικη ιεροτελεστία όσο και η Μεγάλη Σαρακοστή. Ο Νικόλας προπονιόταν με πέτρες διαφόρων μεγεθών και λογάριαζε ώσπου έμαθε ακριβώς πόσο πάνω από το στόχο έπρεπε να σημαδεύει, για να εξουδετερώνεται η πτώση της πέτρας στην καθοδική τροχιά της. Τελικά, τέσσερις στις πέντε φορές εύρισκε το στόχο. Ήταν έτοιμος, όταν κάποια μέρα έφτασε ο Νίκο Μήτρος με τη μάνα του. Με τη σφεντόνα του στη ζώνη, το αγόρι βγήκε αργά στην αυλή, όπου ο Νικόλας ήταν απορροφημένος να χτυπάει έναν ένα σβώλους και να τους ρίχνει από το μαντρότοιχο. Ο Νίκο Μήτρος παρακολουθούσε για λίγο, ύστερα τον προκάλεσε να παραβγούν. Αυτή ήταν η αναμέτρηση που τόσο συχνά είχε φανταστεί ο Νικόλας. Άφησε τον αντίπαλο να διαλέξει το στόχο. Το άλλο αγόρι διάλεξε τη μουριά στη νότια μεριά της αυλής, όπου ήταν κουρνιασμένα κάμποσα κοράκια. «Μπορείς να πετύχεις κανένα;» «Να δούμε», είπε ο Νικόλας, αντιγράφοντας τον ανέμελο τρόπο του ξανθού καπετάνιου. Και τα δυο αγόρια σημάδεψαν και ρίξανε ταυτόχρονα, αλλά τα μαυροπούλια πετάξανε απείραγα σαν σύννεφο που έκρωζε. «Σκατά!» είπε ο Νίκος Μήτρος. «Είχα τον ήλιο στα μάτια μου. Που να ρίξουμε τώρα;» Ο Νικόλας κοίταξε τριγύρω. Δεν ήθελε να βαρεθεί ο άλλος το παιχνίδι προτού να του δείξει ποιος είναι αυτός. Πήρε το μάτι του τη μικρή σκούρα τσίχλα καθισμένη στον τοίχο κοντά στην αυλόπορτα. Digitized by 10uk1s

«Βλέπεις εκείνο το πουλί εκεί κάτω;» είπε σκληρά συνάμα και ψύχραιμα. «Δες!». Το πουλί δε θα κουνιόταν, το ήξερε. Διάλεξε ένα τοσοδά πετραδάκι από χάμω, ώστε να μην του κάνει ζημιά. Καθώς σημάδευε προσεχτικά, το πουλί τον παρακολουθούσε με το 'να μάτι. Το λάστιχο της σφεντόνας πλατάγισε και το βλήμα έφυγε σφυρίζοντας. Ο Νικόλας ειλικρινά ξαφνιάστηκε βλέποντας το πουλί να πέφτει από τον τοίχο. Έτρεξε και το σήκωσε. Μόλις το 'πιασε, απίστευτα ελαφρύ, σαν μια χούφτα πούπουλα, ήξερε πως ήτανε πεθαμένο, ο ασθενικός σφυγμός ασάλευτος. Μανιασμένος, πέταξε πέρα το ψοφίμι. Ο Νίκο Μήτρος εκδήλωσε το θαυμασμό του μ' ένα σφύριγμα σαν πυροτέχνημα... «Σπουδαίο σημάδι!» ανέκραξε. Ο Νικόλας περίμενε εκείνη τη γλυκιά ικανοποίηση που 'χε φανταστεί, αλλά ένιωθε μόνο μούδιασμα. Ύστερα κατάλαβε πως θα κλάψει. Έτρεξε, τρίβοντας το μανίκι του στα μάτια, κι έτσι που χάθηκε πίσω από το σπίτι, άκουσε να φρουμάζει το γέλιο του άλλου αγοριού. Ο Νικόλας δε σταμάτησε παρά όταν τον κρύψανε τα βούρλα που φύτρωναν γύρω στη νεροτρουβιά. Έχωσε το πρόσωπό του στα μπράτσα ύστερα από λίγο γύρισε ανάσκελα για να κοιτάξει τις ασθενικές ακτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου που περνούσαν μέσα από τα βούρλα. Στο μυαλό του ήταν ανάκατες εικόνες του πεθαμένου πουλιού και του Λάκη που έκλαιγε και του εαυτού του που κουλουριαζόταν κάτω από τη βροχή τις χιονιές. Προσπάθησε να τις ξεχωρίσει. Το να 'σαι σκληρός όπως ο Νίκο Μήτρος και οι αντάρτες που παράσταινε, σημαίνει πως φχαριστιέσαι όταν υποφέρει κάποιος πιο αδύνατος, όμως ο Νικόλας δεν μπορούσε να φτάσει να μην αισθάνεται τον πόνο του θύματος. Ένα ήτανε ξεκάθαρο —είχε χάσει κάθε ελπίδα να τον διαλέξουνε γι' αντάρτη. Δεν ήτανε σίγουρος πως λυπότανε.

Ενώ τα σημάδια του επικείμενου πολέμου συνάρπαζαν τα παιδιά και χρωμάτιζαν τα παιχνίδια τους, οι μεγάλοι αντιδρούσαν με όλο και χειρότερο φόβο. Η Ελένη θαρρούσε πως τα κυβερνητικά αεροπλάνα κάθε μέρα πετούσαν πιο χαμηλά και πως τα σφυρίγματα και οι βροντές του πυροβολικού κάθε νύχτα γίνονταν δυνατότερα, κάνοντάς τη να πετάγεται από τον ύπνο της. Ανακαθόταν και μελετούσε τα πρόσωπα των κοιμισμένων παιδιών της γύρω από τη θράκα και φανταζότανε τις μάχες που γίνονταν στ' απόμακρα βουνά. Όλοι οι χωριανοί το ήξεραν πως ήταν μόνο ζήτημα χρόνου, ώσπου να ξεσπάσει το κακό και να εμπλακούν στον πόλεμο· αλλιώτικα, γιατί οχύρωναν τόσο πυρετωδώς οι αντάρτες όλο το βουνό; Οι φόβοι που είχε στον ξύπνιο της η Ελένη γλιστρούσαν και μέσα στον ύπνο της, και κάποια νύχτα είδε ένα όνειρο που την τρόμαξε τόσο, ώστε τους το διηγήθηκε το άλλο πρωί. Όπως κοιμόταν, της φάνηκε πως ξύπνησε από το μπρρ του κουδουνιού στην αυλόθυρα, που το γυρνούσες με το χέρι. Είδε πως σηκώθηκε στο σκοτάδι και πήγε έξω να τραβήξει το σύρτη. Όρθια εκεί στο μονοπάτι, παγωμένη στο ασημένιο φεγγαρόφωτο, στεκόταν η παχύσαρκη, χαμογελαστή μορφή της πεθαμένης από χρόνια πεθεράς της, της Φωτεινής. Η γερόντισσα άπλωσε το χέρι κι άγγιξε το μάγουλο της Ελένης με ξυλιασμένα δάχτυλα. «Γεια σου νυφούλα μου», της είπε καλοσυνάτα με φωνή που τριζοβολούσε όπως τα ξερά φύλλα. «Σε πεθύμησα! Περνούσα από το μονοπάτι και χτύπησα για να σου πω να 'τοιμάζεις τα πράματά σου, γιατί γρήγορα θα 'ρθω για σένα. Τώρα όμως, γύρνα ν' αποτελειώσεις τον ύπνο σου. Έχεις καιρό ακόμα. Πρέπει να πάω πρώτα να πάρω την Τσάβαινα.» Η Ελένη συλλογιόταν τ' όνειρο όλη τη μέρα. Η Τσάβαινα, η βάβω που είχε δει το Νικόλα να προβάλει από την αυτοσχέδια κολυμβητική χαβούζα του, ήταν η μάνα της πλαϊνής γειτόνισσας, της Μαρίνας Κολλιού. «Αυτό σημαίνει πως θα πεθάνω, και πριν από μένα η Τσάβαινα», είπε η Ελένη στη Νίτσα. «Μπορεί καμιά βόμβα εκεί που δουλεύω στα οχυρωματικά ή καμιά σφαίρα εκεί που Digitized by 10uk1s

κουβαλάω τραυματίες. Αν πεθάνω, τι θ' απογίνουν τα παιδιά;» «Τι ξέρεις εσύ από ονείρατα;» την αποπήρε η Νίτσα. «Ελπίζω να πεθάνει η Τσάβαινα πριν από σένα· είναι ενενήντα χρονών! Το λαδάκι της σώνεται. Μάλλον θα κοιμήθηκες πάλι πάνω στ' αριστερό σου πλευρό. Πόσες φορές σου το 'χω πει πως αυτό πειράζει τη χώνεψη; Η πεθερά σου μπορεί να ήταν κάνα τσιγαριστό κρεμμύδι που στραβοκατέβηκε.»

Η κωδική ονομασία που διάλεξαν οι κυβερνητικές δυνάμεις για την προσεκτικά σχεδιασμένη επίθεσή τους στην «άπαρτη» Μουργκάνα ήταν «Πέργαμος», μια αρχαία ελληνική πόλη στη Μικρά Ασία όπου οι Έλληνες είχαν νικήσει τους Τούρκους στα 1919 κάτω από αφάνταστα δυσμενείς συνθήκες. Η επιχείρηση Πέργαμος είχε προβλεφθεί ν' αρχίσει στις 25 Φεβρουαρίου 1948. Επτά τάγματα της κυβερνητικής Ογδόης Μεραρχίας —περίπου 3.500 άντρες— ανέλαβαν την Επιχείρηση Πέργαμος, να επιτεθούν στα τέσσερα τάγματα —γύρω στους 1400 κομμουνιστές αντάρτες— τα περιχαρακωμένα στα χωριά της Μουργκάνας και στα χαμηλότερα αντερείσματα· το ένα από αυτά το διοικούσε ο ταγματάρχης Σπύρος Σκεύης. Τα κυβερνητικά τμήματα σχεδίαζαν να επιτεθούν κατά της Μουργκάνας με κίνηση λαβίδας, τρία τάγματα και μία μοίρα Ορεινών Καταδρομών θα χτυπούσαν από το βορρά, και τρία τάγματα μαζί μ' ένα ενισχυμένο λόχο ατάκτων θα προχωρούσαν από το νότο και θα κατευθύνονταν προς τους μεγάλους λόφους κάτω από το Λια. Το βόρειο σκέλος της λαβίδας θα εκκινούσε πρώτο την αυγή εκκαθαρίζοντας τις συγκεντρώσεις ανταρτών στις κορυφές της Μουργκάνας, που βρίσκονται πίσω από το Λια, ενώ το νότιο σκέλος θα εξαπέλυε επιθέσεις για να «μαλακώσει» το έδαφος στα αντερείσματα κάτω από το Λια. Αιχμή της επίθεσης από το βορρά ήταν ένα εμπειροπόλεμο σώμα από ειδικά εκπαιδευμένους κομάντος —καμιά τρακοσαριά λοκατζήδες εκγυμνασμένοι ν' αναρριχώνται στα βουνά. Αποστολή τους ήταν να διολισθήσουν μέσα από τις γραμμές του εχθρού και να καταλάβουν ένα μικρό αλλά καίριο ύψωμα, το Σκητάρι, στην περιοχή των ανταρτών, μόνο τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Λια, αθέατο όμως από το χωριό, γιατί το έκρυβαν οι κορυφές του Προφήτη Ηλία και του Κάστρου. Μόλις οι λοκατζήδες έδιναν σήμα ότι πέτυχαν να φτάσουν στο ύψωμα, το έβδομο τάγμα, κινούμενο από τα νοτιοανατολικά, θα εφορμούσε για να ενωθεί μαζί τους, και αν ο αιφνιδιασμός πετύχαινε οι αντάρτες ουσιαστικά θα είχαν διχοτομηθεί, και θα ήταν αναγκασμένοι να τραπούν προς τα βορειοδυτικά καταφεύγοντας στην Αλβανία, αλλιώς θα συντρίβονταν από τα σκέλη της λαβίδας που περισφίγγοντάς τους θα συναντιούνταν στο Λια. Στις 25 Φεβρουαρίου τα τρία τάγματα του κυβερνητικού στρατού στο βορρά άρχισαν να κατεβαίνουν από την περιοχή Πωγωνίου, ανοίγοντας διάβα μέσα από τα υψώματα, σαρώνοντας τους αντάρτες που συναντούσαν και απωθώντας τους είτε μέσα στην Αλβανία, είτε προς το Λια. Οι χωριανοί τίποτε από αυτά δεν έβλεπαν: οι βουνοκορφές πάνω τους τους έκοβαν τη θέα, ήξεραν όμως πως η επίθεση είχε αρχίσει γιατί τα κυβερνητικά στρατεύματα, τα εγκαταστημένα στο νότο, στην αντικρινή μεριά της κοιλάδας που απλωνόταν στα πόδια τους, αρχίσανε να «μαλακώνουν» την περιοχή που σχεδίαζαν να καταλάβουν, βομβαρδίζοντας τις τρεις ψηλές κορυφογραμμές που σχημάτιζαν το νότιο στεφάνι των βουνών της λάκκας. Τρεις μέρες οι χωριανοί παρακολουθούσαν καθώς απόμακρα μια ασταμάτητη βροχή από βόμβες, όλμους και οβίδες απωθούσε βήμα βήμα τους αντάρτες προς τα μέρη τους. Στις 28 Φεβρουαρίου ο όγκος των κυβερνητικών δυνάμεων από το νότο άρχισε να κινείται προς τα χαμηλώματα, ενώ το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι αριθμητικά πολύ υποδεέστεροι αντάρτες Digitized by 10uk1s

ήταν να οπισθοχωρούν, και να παρενοχλούν τον εχθρό εισδύοντας αιφνιδιαστικά και χτυπώντας τον με ενέδρες κα νυχτερινές επιθέσεις. «Βαρύς, μηχανικός, είναι ο γδούπος της εχθρικής χοντροκέφαλης δύναμης που κινιέται. Είναι το άψυχο μπουλούκι που σέρνεται», έγραψε ο πεζογράφος Δημήτρης Χατζής, που ήταν ένας από τους κομμουνιστές μαχητές στη Μουργκάνα. Τρεις μέρες οι αντάρτες πολεμούσαν απεγνωσμένα ν' ανακόψουν την ακατάσχετη προέλαση της κυβερνητικής μηχανής. Αλλά η Επιχείρηση Πέργαμος εξελισσόταν ακριβώς σύμφωνα με το σχέδιο· η λαβίδα έκλεινε βραδέως τόσο από το βορρά όσο και από το νότο. Η στρατιωτική ηγεσία των κομμουνιστικών δυνάμεων, που στάθμευε στο Μπαμπούρι, αποφάσισε να μετακινήσει το αρχηγείο της στα ορεινά υψώματα πάνω από το Λια όπου θα είχε επαρκέστερη προστασία τόσο από τους πολυάριθμους άντρες στ' ανατολικά και στα δυτικά, όσο και από τη φυσική εσοχή της βουνοπλαγιάς όπου φώλιαζε το Λια. Στην περίπτωση που θα συνέβαινε το χειρότερο, μπορούσαν να υποχωρήσουν σκαρφαλώνοντας συνεχώς ως τα αλβανικά σύνορα.

Από τις 25 Φεβρουαρίου, οπότε ξέσπασε ο άγριος βομβαρδισμός στα χαμηλώματα, η Ελένη κρατούσε τα παιδιά μέσα στο σπίτι, παρακολουθώντας από τα παράθυρα καθώς τα κυβερνητικά αεροπλάνα σφυροκοπούσαν τις αντάρτικες θέσεις στο νότο, και οι όλμοι και το πυροβολικό άναβαν πυροτέχνημα όλο το νυχτερινό ουρανό πάνω από τη λάκκα. Όμως το πρωί, 1 Μαρτίου, εμφανίστηκε μια συνοδεία, που ανηφόριζε το μονοπάτι εμπρός από την αυλόπορτα του Γκατζογιάννη, και όλη η φαμελιά πετάχτηκε έξω από το σπίτι για να δει. Οι τρεις ηγήτορες του Αρχηγείου Ηπείρου, περιστοιχισμένοι από το επιτελείο τους και τον εξοπλισμό τους, ανέβαιναν καβάλα τραβώντας για τη σχετική ασφάλεια των απόκρημνων βράχων πάνω από το Περιβόλι.

Στα οκτάχρονα μάτια μου ήταν οι πιο σπουδαίοι άνθρωποι που είχα δει ποτέ— οι ύπατοι αρχηγοί ολόκληρου του αντάρτικου στρατού· τουλάχιστον ο μισός κατείχε την Ήπειρο. Τ' άλογα που καβαλίκευαν έμοιαζαν να ορθώνονται πιο ψηλά κι από ελέφαντες. Η αγριωπή συνοδεία περνούσε βουβή ανάμεσα από τους αραδιασμένους γείτονές μας, που αναζητούσαν στα πρόσωπα των τριών αξιωματικών κάποιο σημάδι για την έκβαση της μάχης. Εκείνος που έμοιαζε με μπουλντόγκ, ένας τετράγωνος άντρας σαν κάστρο με σγουρά μαλλιά και μεγάλα θυσανωτά φρύδια, ήταν ο Γιώργος Καλιανέσης, ο επιτελάρχης. Ο καλοθρεμμένος με το πανούργο μούτρο και το κατάμαυρο μουστάκι, τα πυκνά ανάκατα μαλλιά και την περίκομψη χλαίνη ανάρριχτη σαν μανδύα στους ώμους του, ήταν ο Κώστας Κολιγιάννης, ο πολιτικός επίτροπος. Δίπλα του πήγαινε καβάλα ο στρατιωτικός διοικητής, Βασίλης Χείμαρρος. Δεν τον θυμάμαι πολύ καλά, αλλά θυμάμαι το γυαλιστερό πιστόλι του Καλιανέση μέσα στη θήκη του ζωστήρα του και τη δερμάτινη εξάρτυσή του να στραφταλίζει στον ήλιο. Μπροστά και πίσω από τους τρεις αρχηγούς ερχόταν η ακολουθία τους: μουλάρια φορτωμένα με όπλα και υλικά, το προσωπικό του αρχηγείου, ασύρματοι, τρόφιμα και σωματοφύλακες, που τριγύριζαν τους πολεμάρχους. Καθώς παρακολουθούσα να περνάει η συνοδεία, θαρρούσα πως δε γινόταν σπουδαιότερη ενσάρκωση της επιτυχίας από τους τρεις αυτούς πανίσχυρους άντρες. Ο Θεός είναι είρων· την επομένη φορά που είδα το Γιώργο Καλιανέση, ύστερα από τριάντα τρία χρόνια, η μεγαλόπρεπη πολεμική μορφή είχε συρρικνωθεί σ' ένα ταλαίπωρο νυχτερινό υπάλληλο υποδοχής ενός ξενοδοχείου τρίτης κατηγορίας στα Γιάννινα. Ο φαλακρός, τέως υποστράτηγος με τις πελώριες σιαγόνες, λαχταρούσε σχεδόν αξιοδάκρυτα να περιγράψει τους πολεμικούς άθλους του στον Αμερικάνο δημοσιογράφο που έδειχνε να ενδιαφέρεται, όμως τις δοξασμένες αφηγήσεις του ολοένα τις κόβανε κάποιοι τρισάθλιοι τουρίστες ζαλωμένοι τους γυλιούς τους, καθώς του γυρεύανε τα κλειδιά των δωματίων τους.

Digitized by 10uk1s

Η εμφάνιση των τριών αρχηγών έξω από την αυλόπορτα του Γκατζογιάννη προκάλεσε μέσα στο σπίτι πυρετό δραστηριότητας. Ο αντισυνταγματάρχης Πετρίτης έσπευσε κοντά στους ανωτέρους του στα ύψη του βουνού, και μόλις αυτός, ο υπασπιστής του και το τσανάκι του τα μάζεψαν, έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν. Η Ελένη στεκόταν στη βεράντα και παρακολουθούσε τη φάλαγγα των καταπονημένων από τη μάχη ανταρτών να υποχωρεί στο ανηφορικό μονοπάτι κατά τα υψώματα —μερικοί κουβαλούσαν ζαλωμένους συναγωνιστές— και φαντάστηκε ότι διάβασε στα πρόσωπα τους την ήττα. Μια ματιά στο νότο αρκούσε για να βεβαιωθεί πως τα κυβερνητικά στρατεύματα είχαν ήδη καταλάβει το μακρινό ύψωμα της Μεγάλης Ράχης, καθώς και τα δύο γειτονικά του: την Πλόκιστα και την Ταβέρα. Η γραμμή του μετώπου είχε μετατοπιστεί στα χαμηλώματα, για πρώτη φορά τόσο κοντά στο χωριό. Ήξερε πως μαζί με τα κυβερνητικά στρατεύματα θα πλησίαζαν και Λιώτες, μπορεί ανάμεσά τους και κάποιοι από κείνους που είχαν καταφύγει στους Φιλιάτες: ο πατέρας της, ο κουνιάδος της Φώτος Γκατζογιάννης και ο γαμπρός της Αντρέας Κύρκας. Ζύγωνε η στιγμή που θα κρινόταν η τύχη της φαμελιάς της, γιατί αν οι φαντάροι έφταναν μέχρι το ύψος του χωριού, η Ελένη ήξερε πως θα μπορούσε να τρέξει με τα παιδιά πίσω από τις γραμμές τους, κάτω στα χαμηλώματα, να φτάσει στη Μεγάλη Ράχη κι από κει στους Φιλιάτες, όπου συγγενείς και βοήθεια την περίμεναν. Φτάνει να τηλεγραφούσε του Χρήστου από τους Φιλιάτες, και θα τους έστελνε τα χρήματα να πάνε στην Αμερική. Πρώτα όμως έπρεπε να διασχίσουνε τη γραμμή της μάχης. Καθώς παρακολουθούσε την υποχώρηση των ανταρτών εμπρός από την πόρτα της, η Ελένη κατέστρωνε ένα σχέδιο. Ευθύς μόλις ξεκαθάριζε πως οι κυβερνητικοί φαντάροι μπορεί να έφταναν ως τις άκριες του Λια, θα κατέβαζε τη φαμελιά της στο άδειο σπίτι της μάνας της στην Κατωχώρα, ώστε να βρίσκεται πιο κοντά στους φαντάρους κι ακόμα πιο μακριά από το αρχηγείο των ανταρτών. Αν κανένας τούς ρωτούσε, είχανε μια λογική εξήγηση για τη μετακίνηση· το σπίτι του Χαϊδή, σ' ένα μικρό βαθούλωμα της βουνοπλαγιάς, ήταν πολύ λιγότερο εκτεθειμένο στα κανόνια των εθνικοφρόνων, που θα σημαδεύανε το αντάρτικο αρχηγείο στο Περιβόλι και παραπάνω. Εκείνη τη νύχτα όλη η φαμελιά έμεινε ξάγρυπνη· αφουγκράζονταν τους κρότους της μάχης που ζυγώνανε από το νότο, δίχως να υποψιάζονται πως η πιο κρίσιμη φάση της μάχης διεξαγόταν αθόρυβα ακριβώς προς βορράν, στην πίσω μεριά του βουνού τους. Εκεί, μόλις έπεσε το σκοτάδι, οι τρακόσοι εμπειροπόλεμοι κομάντος της ταξιαρχίας των ΛΟΚ διολισθήσανε μέσα από τις γραμμές των ανταρτών έχοντας οδηγό κάποιο γέρο βοσκό, που ήξερε κάθε πάτημα στη σχεδόν λεία επιφάνεια του απόκρημνου βράχου που λέγεται Σκητάρι. Οι κομάντος είχαν εφοδιαστεί από τους Αμερικάνους με βραχείες από μηλωτή, βαριά χιτώνια και άρβυλα με λαστιχένιες σόλες που κολλούσαν αθόρυβα στους βράχους. Ήταν χωρισμένοι σε τέσσερις λόχους, ο ένας είχε διοικητή τον υπολοχαγό Γιώργο Βοριά. Λίγο πριν από τα χαράματα της 3ης Μαρτίου, ο λόχος του έφτασε στην κορυφή του Σκηταριού ακριβώς αντίκρυ από την πιο ψηλή κορυφή της Μουργκάνας. Καθώς οι ορεινοί όγκοι άρχιζαν να διαγράφονται στο βαθυκόκκινο ουρανό βορείως του Λια, το σκοτάδι άξαφνα φωτίστηκε από πράσινες φωτοβολίδες που τινάχτηκαν σχηματίζοντας αψίδες στα επουράνια, βάφοντας με θανατερή χλομάδα τα ξαφνιασμένα πρόσωπα των ανταρτών στα χαρακώματα και των άγρυπνων χωριανών στα παράθυρά τους. Ήτανε το σήμα στις εθνικόφρονες δυνάμεις πως το Σκητάρι είχε καταληφθεί. Τώρα η σύνδεσή του με το 628 Τάγμα που πλησίαζε έπρεπε να επιτευχθεί γοργά, και τότε η ραχοκοκαλιά των αντάρτικων δυνάμεων θα τσακιζόταν. Η μάχη σχεδόν είχε λήξει. Οι χωριανοί θωρούσαν σαστισμένοι τις πράσινες φωτοβολίδες, αλλά οι αντάρτες σαν ηλεκτρισμένοι ρίχτηκαν στη δράση. Κατάλαβαν πως οι εθνικόφρονες είχανε περάσει μέσα από τις γραμμές τους Digitized by 10uk1s

και, ενώ αυτοί συγκεντρώνονταν στο νότο, θα τους χτυπούσαν από το βορρά. Άρχισε ένας απεγνωσμένος αγώνας δρόμου· αντάρτες απ' όλη τη Μουργκάνα όρμησαν προς το Σκητάρι, προσπαθώντας να περικυκλώσουν και ν' αποκόψουν τους κομάντος στο ύψωμα προτού να τους φτάσουν ενισχύσεις. Ακόμη και η Ομάδα Ασφαλείας που προστάτευε τους τρεις αρχηγούς ρίχτηκε στον αγώνα δρόμου, σπεύδοντας πέρα από την κορυφή του Προφήτη Ηλία προς το Σκητάρι. Όταν η Ελένη είδε τις πράσινες φωτοβολίδες και τον πανικό των ανταρτών κατάλαβε πως είχε φτάσει η στιγμή για το φευγιό. Σκούντηξε τα παιδιά να ξυπνήσουν και τους είπε να 'τοιμαστούν για να πάνε στο σπίτι της Μεγάλης στην Κατωχώρα. Τα ειδοποίησε να μην πάρουν μαζί τους τίποτα, μόνο φαγητό για μια μέρα, ώστε να μην ψυλλιαστούν οι αντάρτες. Όμως κάποια στιγμή που δεν έβλεπε η μάνα τους, η Όλγα έχωσε το καλό της κόκκινο μαντίλι στον κόλπο της και η Κάντα φόρεσε κάτω από το φουστάνι της δυο δαντελένια πουκάμισα. Ό,τι ήταν έτοιμοι να φύγουν ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα. Ένας αντάρτης στεκόταν εκεί μ' ένα βαρύ τσουβάλι αλεύρι στην πλάτη. «Ε, για που το βάλατε;» ρώτησε επιτακτικά. «Κατεβαίνουμε στο σπίτι της μάνας μου στην Κατωχώρα, εκεί θα 'μαστε πιο ασφαλισμένες απ' τους όλμους», αποκρίθηκε η Ελένη. Έγρουξε με αγανάχτηση: «Εδώ εμείς πολεμάμε για τη ζωή μας! Οι άντρες έχουν ανάγκη από φαγητό όσο και από πυρομαχικά, κι όλα τα σπίτια στο Περιβόλι πρέπει να φτιάξουν σήμερα ψωμί. Εμπρός, δουλειά!». Μόλις έφυγε, η Ελένη έστειλε τους υπόλοιπους μπροστά, λέγοντάς τους να την καρτερούν στο σπίτι του Χαϊδή. Όταν τέλειωνε το φούρνισμα, θα τους συναντούσε. Θα φεύγανε εκείνη τη νύχτα μόλις έπεφτε το σκοτάδι. Μπροστά η Μεγάλη και η Νίτσα, πίσω τα παιδιά, πήρανε την κατηφοριά ζαρώνοντας κάθε που ένας όλμος από τη μακρινή ράχη έγραφε την τσιριχτή καμπύλη του πάνω από τα κεφάλια τους, για να σκάσει στους απόκρημνους βράχους πάνω από το Περιβόλι.

Ενώ η Ελένη και οι άλλες γειτόνισσες έψηναν ψωμί, οι λοκατζήδες πάνω στο Σκητάρι πολεμούσαν για τη ζωή τους. Μέσα σε μια ώρα αφότου πέσανε οι φωτοβολίδες, οι κομμουνιστές είχανε φτάσει, περικυκλώνοντας την αυγή το λόφο με κάμποσες μονάδες. Μια μονάδα αναρριχήθηκε στην κορυφή ακριβώς απέναντι από το λόχο του Βοριά, και τόσο κοντά, ώστε μπορούσαν να φωνάξουν πάνω από το χάσμα που τους χώριζε. Ο υπολοχαγός Γιώργος Βοριάς τηλεφωνούσε σαν τρελός για τις ενισχύσεις που περίμενε από το 628 Τάγμα, αλλά του είπανε πως είχαν καθηλωθεί στα αντερείσματα σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων. Μαζί με τους αντάρτες στην αντικρινή κορφή υπήρχαν και πολλές ανταρτίνες, μερικές από το Λια. Βρήκαν σ' ένα σκοτωμένο λοκατζή μια καραβάνα που είχε μέσα σοκολάτα, και μια από τις νεαρές ανταρτίνες έφαγε το κομμάτι και φώναξε: «Έι, κωλογλείφτες της Φρειδερίκης! Πολεμάτε με σοκολάτες, βλέπω! Απόψε θα σας ταΐσουμε όλους σκατά!». Καθώς περνούσε η μέρα, οι λοκατζήδες γαντζωμένοι κατάκορφα στο Σκητάρι είχαν όλο και πιο σοβαρές απώλειες, όμως οι αντάρτες, αν και διάθεταν πολύ περισσότερα πολυβόλα, δεν μπορούσαν να περάσουν το στενό φαράγγι, που χώριζε τις δύο κορυφές. Ο Βοριάς μέτρησε από τους ογδόντα πέντε άντρες του οχτώ νεκρούς και είκοσι τέσσερις τραυματίες, ανάμεσά τους και κάποιος στρατιώτης από τη Σκιάθο ονόματι Κατσάμπαρης, που είχε μια τεράστια πληγή στο στήθος και βογκούσε άγρια από τους πόνους· οι κραυγές του υποσκάπτανε το ηθικό των παγιδευμένων λοκατζήδων πιο πολύ από τα καταιγιστικά πυρά. «Μη φωνάζεις τόσο δυνατά», διέταξε ο Βοριάς το Digitized by 10uk1s

φαντάρο. «Σ' ακούνε οι αντάρτες!». Το μπρουμυτισμένο κορμί σώπασε, ύστερα μάζεψε τις στερνές δυνάμεις του και αντί για τις κραυγές του πόνου έπιασε να τραγουδάει αψήφιστα. Ξεφώνιζε ένα λαϊκό τραγούδι. «Κάποια μάνα, αναστενάζει», διαλαλούσε, και συνέχισε να τραγουδάει ώσπου ξεψύχησε. Οι λοκατζήδες ζητήσανε με τον ασύρματο αεροπορική υποστήριξη, αλλά όταν τ' αεροπλάνα επιχείρησαν να τους ρίξουν πυρομαχικά, ισχυροί άνεμοι παρασύρανε βορειότερα τα δέματα που πέσανε στα χέρια των ανταρτών. Την ώρα που ο ήλιος μεσουρανούσε, περιόρισαν τη χρήση των πυρομαχικών. Οι αντάρτες στην αντικρινή κορφή άρχισαν να καταστρώνουν νυχτερινή επίθεση στο Σκητάρι.

Στο κατώι του Χαϊδή ενώ περίμεναν τη μάνα τους να τους συναντήσει, τα παιδιά του Γκατζογιάννη είχανε ζαρώσει κοντά κοντά, ένα ξύλινο χώρισμα τα χώριζε από τα γιδοπρόβατα που σκιρτούσανε. Πάσχιζαν να μην προσέχουν το σφυριχτό πήδημα των όλμων πάνω από τα κεφάλια τους, κάθε που το απόμακρο σιγανό τσίριγμα υψωνόταν σ' εκκωφαντικό ουρλιαχτό προτού η αιφνίδια έκρηξη ταρακουνήσει το έδαφος κάτω από τα πόδια τους. Η Κάντα έσφιγγε στην ποδιά τα χέρια της για να κρύψει το τρέμουλο της. Όλη η φρίκη της αντάρτικης εκπαίδευσης είχε αναδυθεί με τον καταιγισμό των βλημάτων. Ολοένα φανταζόταν πως κάποιος όλμος θα πέσει πιο δω από το στόχο του και θα χτυπήσει τη στέγη τους. Ήξερε, ωστόσο, πως η μάνα της βρισκόταν σε πολύ χειρότερο κίνδυνο στο Περιβόλι. Η Όλγα προσπαθούσε να διασκεδάσει τα μικρότερα παιδιά με ιστορίες για το τι θα έκαναν μόλις έφταναν στην Αμερική. Η Νίτσα συνέχεια την έκοβε με βόγκους πως η τρομάρα της μάχης θα την έκανε ν' αποβάλει. Η Μεγάλη σειόταν πίσω μπρος σε μια γωνιά, μιλώντας στον άντρα της που έλειπε. «Ψυχή του σατανά!» κλαψούριζε. «Πώς με παράτησες να πεθάνω έτσι;». Αργά το απόγεμα οι όλμοι σφυροκοπούσανε το Περιβόλι με ασίγαστη λύσσα για να καλύψουν το 625 Τάγμα του Εθνικού Στρατού, που είχε διασχίσει τα χαμηλώματα, είχε σκαρφαλώσει στο αντέρεισμα της Μουργκάνας και τώρα εξαπέλυε μετωπική επίθεση εναντίον του Λια. Οι κυβερνητικοί φαντάροι πλησίαζαν το χωριό σε δύο ομάδες, η μια για να μπει από το ανατολικότερο σημείο, κοντά στην Αγία Παρασκευή, η άλλη ανηφορίζοντας προς τ' αποκαΐδια της Παναγίας στις νότιες παρυφές, ακριβώς πάνω από το σπίτι της Αλέξως, της συννυφάδας της Ελένης. Όταν το φως του ήλιου άρχισε να σβήνει στο κατώι του Χαϊδή, η κιτρινιάρικη αναλαμπή της μοναδικής λάμπας πετρελαίου χάρισε μιαν ανακουφιστική οικειότητα στα συγκεντρωμένα τριγύρω πρόσωπα. Ο Νικόλας συλλογιόταν πως ήτανε μια όμορφη περιπέτεια. Απέξω λυσσομανούσε ο πόλεμος και γίνονταν σπουδαία ανδραγαθήματα· εδώ μέσα, αυτός ήτανε πλαγιασμένος σε μια κουβέρτα απλωμένη πάνω σ' ένα σωρό από φουσκί και άχυρα που ανάδινε μια γλυκιά ζεστασιά και του 'φέρνε νύστα. Η βαριά μυρωδιά του 'φέρνε κατά νου ψητά κάστανα, όπως άκουγε τη διαπεραστική τραγουδιστή φωνή της μεγάλης του αδελφής που εξυμνούσε τα θαύματα της Αμερικής. Η μόνη του ανησυχία, που τον τσίγκλαγε στις παρυφές της συνείδησης, ήτανε η απουσία της μάνας του. Μόλις έφτανε εκείνη, ο κύκλος της ασφάλειας θα έκλεινε και τότε θ' αποκοιμιόταν. Ένα βαρύ βροντοκόπημα στην πόρτα του κατωγιού τους πέταξε όλους απάνω. Η Όλγα άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σε δύο έξαλλους, λασπωμένους αντάρτες που κρατούσαν όπλα. «Εκκενώνουμε την Κατωχώρα!» φώναξαν. «Όλοι πρέπει να φύγουνε και να πάνε σε κάποιο σπίτι ψηλότερα. Οι φασίστες έρχονται! Φύγετε αμέσως!», Η πόρτα βρόντηξε, αφήνοντάς τους όλους σ' ένα κυκεώνα αναποφασιστικότητας. Αν ανηφόριζαν πίσω στο σπίτι τους, θα έχαναν τη μοναδική ευκαιρία τους να ξεφύγουνε· επιπλέον, κανένας δεν Digitized by 10uk1s

ήθελε να ριψοκινδυνεύσει στο απόκρημνο μονοπάτι μέσα στο σκοτάδι κάτω από τη βροχή των οβίδων. Η Μεγάλη κατηγορηματικά αρνήθηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της και η Νίτσα έπιασε ένα μοιρολόι. Η Όλγα πρότεινε να τρέξουν ως το σπίτι της θειας Αλέξως, κάτω κάτω στο χωριό, αλλά η Κάντα επέμενε πως θα 'τανε αυτοκτονία αν δοκιμάζανε να περάσουν τη γραμμή της μάχης. Τέλος, κάποια σκέφτηκε μια λύση που φαινότανε πιο σίγουρη. Θα πήγαιναν στο σπίτι του Μπότσαρη για να προφυλαχτούν εκεί. Βρισκόταν ακριβώς από πάνω τους και ανατολικότερα, στην άλλη μεριά του μονοπατιού, που χώριζε το πάνω από το κάτω χωριό. Αφότου η Αλεξάντρα Μπότσαρη είχε φέρει στο χωριό τα πεινασμένα παιδιά της, για να τα γλιτώσει από το λιμό της Αθήνας στα 1941, το σπιτάκι είχε επισκευαστεί. Η Αγγελική είχε μετακομίσει εκεί για να είναι μαζί με τη χήρα μάνα της, όταν ο άντρας της πρόλαβε κι έφυγε για να καταταχθεί στον Εθνικό Στρατό. Η Αγγελική αντιμετώπιζε ακόμα τη ζωή με το ίδιο αδάμαστο πνεύμα, που την είχε κάνει τόσο αγαπητή στους Εγγλέζους κομάντος. Και κείνη θα έλπιζε να ξεφύγει στην άλλη πλευρά, στον άντρα της, το ήξεραν αυτό τα παιδιά του Γκατζογιάννη, και σίγουρα θα τους βοηθούσε να το σκάσουν μόλις έφτανε η κατάλληλη στιγμή. Τα παιδιά μάζεψαν τα πράματά τους κι ετοιμάστηκαν να τρέξουνε τα εκατό μέτρα ως το σπίτι του Μπότσαρη, όμως η Φωτεινή καθυστερούσε κι άρχισε να κλαίει. «Και η μάνα;» τρεμούλιαζε. «Θα 'ρθει να μας βρει και δε θα 'μαστε εδώ!». «Μόλις φτάσουμε στης Αγγελικής, θα ανεβώ στο σπίτι και θα της πω που είμαστε», την καθησύχασε η Όλγα. Πιασμένοι χέρι χέρι βγήκανε σ' ένα τόπο της κόλασης. Οβίδες μουρμουρίζανε και στρίγκλιζαν πάνω από τα κεφάλια τους διαγράφοντας κόκκινες τροχιές· δέντρα που είχανε χτυπηθεί από βλήματα κουφόκαιγαν, ο πικρός καπνός της μάχης τους έκαιγε τα ρουθούνια, και ο απόμακρος γδούπος των όλμων τράνταζε το έδαφος σα να πλησίαζε κάποιος τεράστιος σιδηρόδρομος. Από τ' ανατολικά, κοντά στην Αγία Παρασκευή, όπου αντάρτες και φαντάροι είχαν ανακατευθεί σε μάχη σώμα με σώμα, τα πολυβόλα κροτάλιζαν σαν μακρινή φωτιά σε ξερόκλαδα, που κάθε τόσο την τόνιζε ο κούφιος κρότος χειροβομβίδας. Καθώς έτρεχαν, ακούστηκε ο σκληρός, σαν κόλαφος αχός του όλμου που εκτοξεύεται και το επιταχυνόμενο σφύριγμα του βλήματος που έρχεται καταπάνω σου. Το ουρλιαχτό δυνάμωσε, στάθηκαν όπου βρίσκονταν. Κοιτάξανε αποχαμένοι τριγύρω τους, ύστερα ρίχτηκαν καταγής. Οι αντάρτες είχαν εκπαιδεύσει την Κάντα πως να πέφτει. «Μπρούμυτα!» τους φώναξε καθώς το βλήμα άρχιζε το καθοδικό τσίριγμά του, αλλά είδε τη Γλυκερία με το κεφάλι κάτω ανάμεσα στα γόνατα σαν στρουθοκάμηλος και τον πισινό της πεταχτό στον αέρα. «Βάλε τον κώλο σου κάτω, για τ' όνομα του Θεού!» σκλήρισε η Κάντα. Η έκρηξη τους αποσβόλωσε, έτσι που θραύσματα και χώματα τινάχτηκαν με πάταγο πάνω από τα κεφάλια τους. Ύστερα έγινε ησυχία. Σφιγμένοι περίμεναν και δεύτερη έκρηξη, περίμεναν, μετά σηκώσανε τα κεφάλια τους και κοιτάξανε γύρω. Πατείς με πατώ σε τρέξανε ως το αμυδρό φως, που έφεγγε από το παράθυρο στο κατώι του Μπότσαρη, και πέσανε όλοι μαζί πάνω στην πόρτα. Στο κατώι ήταν η Αγγελική, με την κοιλιά γκαστρωμένη, μαζί με την έντρομη μάνα της και τη δίχρονη θυγατέρα της που σκλήριζε. Τους τράβηξε μέσα, ευχαριστημένη που θα 'χε τη συντροφιά τους στις ώρες που έρχονταν. Είχε το προαίσθημα πως μαζί με τους φαντάρους ήτανε κι ο άντρας της, είπε η Αγγελική, και θα τη γύρευε. «Και 'μεις φεύγουμε!» φώναξε η Όλγα. «Πρέπει όμως πρώτα να βρούμε τη μάνα. Οι αντάρτες τη βάλανε να τους ψήσει ψωμί πάνω στο Περιβόλι. Μα πρέπει να ετοιμαστούμε για να φύγουμε. Σε Digitized by 10uk1s

λίγο οι φαντάροι φτάνουν». Το σούρουπο είχε πια σβήσει, και μέσα στο βρωμερό και υγρό κατώι άκουγαν στις ανάπαυλες των πυροβολισμών τους δύο στρατούς που με τα χωνιά τους αλληλοβρίζονταν: «Μπουραντάδες! Κερατάδες!» ούρλιαζαν οι αντάρτες. Εξ ίσου κοντινή ακουγόταν η απάντηση των φαντάρων: «Θα πάρουμε τα κεφάλια σας στα Γιάννινα». Ο Νικόλας ανατρίχιασε, ξέροντας πως συχνά οι φαντάροι μαζεύανε τα κεφάλια των εχθρών για τρόπαιο. «Είναι κοντά στη ρεματιά!» φώναξε η Όλγα. «Πρέπει να πάω να φέρω τη μάνα!». «Δεν μπορείς να βγεις έξω», σκλήρισε η Μεγάλη. «Πέντε βήματα να κάνεις απ' την πόρτα, θα σκοτωθείς!». «Θα πάω ως το σπίτι του Μάκου και θα της φωνάξω από κει», είπε η Όλγα. Γλίστρησε έξω από την πόρτα μέσα στο χαλασμό της μάχης. Οι όλμοι και τα πολυβόλα συγκέντρωναν τα πυρά τους στο Περιβόλι, και ο σαματάς από τα τουφέκια και τ' αυτόματα γέμιζε το κέντρο του χωριού. Σφαίρες σφυρίζανε πλάι στο κεφάλι της όπως έτρεχε, με τα χέρια πατικωμένα πάνω στ' αυτιά της, παρακαλούσε τους αγίους να της βάλουνε μια αόρατη ασπίδα. Έφτασε ως το σπίτι του Μάκου, που ήτανε χτισμένο σε μια προεξοχή πάνω από τη ρεματιά, κι από κει έβλεπε το σπίτι της να ορθώνεται καμιά κατοστή μέτρα πιο ψηλά, κάθε τόσο καταυγαζόταν από τη θανατερή αναλαμπή κάποιας φωτοβολίδας. Μέσα δεν είχε φως. Βάζοντας τα χέρια της στο στόμα η Όλγα περίμενε μιαν ανάπαυλα, και τσίριξε: «Έωω, μάνα! Έωω, μάνα!». Δεν πήρε απάντηση. Όταν οι οβίδες άρχισαν να οργώνουν το Περιβόλι, σκάζοντας ολόγυρά της, η Ελένη χύθηκε έξω από την πόρτα της κι έτρεξε τα δεκαπέντε μέτρα ως το σπίτι πάνω ακριβώς από το δικό της, όπου ήξερε πως και η Μαρίνα Κολλιού φούρνιζε. Οι δυο γυναίκες αγκαλιάστηκαν και παρατώντας το ψωμί στην τύχη του, χώθηκαν στο κελάρι κάτω από την γκλαβανή της κουζίνας περιμένοντας όσο να κοπάσει ο βομβαρδισμός. Από τον κρυψώνα της ήτανε αδύνατο ν' ακούσει η Ελένη τη φωνή της θυγατέρας της. Η Όλγα ξεφώνιζε για τη μάνα της, ωσότου ο λαιμός της βράχνιασε και τα δάκρυα πλημμύρισαν το πρόσωπό της. Σαν απόειδε, ζάρωσε και κάτω από 'να χαλάζι σφαίρες έδωσε μια πιλάλα ως το σπίτι του Μπότσαρη, όπου με αναφιλητά σωριάστηκε λέγοντας βαλαντωμένη πως η μάνα τους μπορεί να 'χε σκοτωθεί. Τα λόγια της προκάλεσαν γενικό ξέσπασμα υστερίας. Ο Νικόλας τραβήχτηκε στην πιο απόμακρη γωνιά και κούρνιασε με τα χέρια πάνω στ' αυτιά του, προσπαθώντας να εμποδίσει να περάσουν όσα λέγανε οι αδελφάδες του για τη μάνα του πως μπορεί να 'χε πεθάνει. Ώσπου νύχτωσε ολότελα, οι αντάρτες και οι φαντάροι στην ανατολική μεριά του χωριού πολεμούσαν σώμα με σώμα, από σπίτι σε σπίτι, πολλοί αντάρτες έβαλλαν οχυρωμένοι μέσα στα πολυβολεία. Από τα υψώματα του Περιβολιού οι αντάρτες απαντούσαν στο βομβαρδισμό των εθνικοφρόνων τόσο άγρια, ώστε οι φαντάροι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν πέρα από τη ρεματιά που χώριζε το ανατολικό μισό του χωριού από το δυτικό. Η Ελένη έμεινε στο κελάρι κάτω από την κουζίνα της Μαρίνας Κολλιού, περιμένοντας να κοπάσουν κάπως οι πυροβολισμοί, ώσπου πέρασε μια ώρα μετά το ηλιοβασίλεμα, οπότε κατάλαβε πως αν ήτανε να ξεφύγουν δεν μπορούσε να χασομερήσει άλλο, έπρεπε ν ανταμώσει τα παιδιά της στο σπίτι του Χαϊδή. Αγνόησε τις ορμήνιες της φιλενάδας της, και τύλιξε το μαύρο της μαντίλι γύρω στο πρόσωπό της για να γίνει σχεδόν αθέατη στο σκοτάδι. Γλίστρησε ως το σπίτι της, από την πίσω Digitized by 10uk1s

μεριά του περιβολιού, πήδησε μια μια τις πεζούλες, τραβώντας δυτικότερα όπως κατέβαινε για ν' αποφύγει το μεγάλο χαλασμό και κατόπιν γύρισε ξανά στ' ανατολικά. Έφτασε στο σπίτι του Χαϊδή και το βρε κλειδωμένο και άδειο. Πανικόβλητη το 'φερε μια βόλτα, κοπανώντας τα παράθυρα στο κατώι, όμως το βροντοκόπημα αντηχούσε όπως σε τάφου σκοτάδι. Τα παιδιά της τα 'χε καταπιεί η κόλαση! Η Ελένη βγαίνοντας από την αυλόπορτα έτρεξε στο σπίτι της φιλενάδας της Βασιλικής Πέτση, στ' ανατολικά, αλλά κι αυτό ήταν άδειο. Ύστερα, στην αντικρινή μεριά του μονοπατιού που χώριζε το χωριό, είδε ένα αμυδρό φως στο παράθυρο, στο κατώι του Γιώργο Μάλλιου. Σκαρφάλωσε ως το κατώι του κι άρχισε να βροντάει την πόρτα και να φωνάζει. Όταν η πόρτα άνοιξε, είδε πως ο λίγος χώρος ήτανε γεμάτος ανθρώπους που θωρούσανε φοβισμένοι μέσα από το σκοτάδι, τους φώτιζε μόνον ένα κερί. Η Βασιλική Πέτση ήταν εκεί, αλλά όπως η Ελένη έσπρωχνε μέσα στον κόσμο πουθενά δεν είδε τα πρόσωπα των παιδιών της. «Ήρθαν οι αντάρτες και μας διώξανε όλους από την Κατωχώρα», είπε η Βασιλική. «Γι' αυτό εγώ είμαι δω και το σπίτι του Χαϊδή είναι άδειο. Ποιος ξέρει που είναι οι δικοί σου; Οι αντάρτες είπανε πως οι φαντάροι είχανε πάρει την Παναγιά. Της συννυφάδας σου βρίσκεται από κάτω, μπορεί να τρέξανε ως το σπίτι της». Η Ελένη κατάλαβε πως θα 'χει μάλλον δίκιο· είχανε κιόλας πάει στην κάτω άκρια του χωριού και την περίμεναν στα σύνορα της λευτεριάς μαζί με τη συννυφάδα της την Αλέξω. Ωστόσο, έπαιξαν τη ζωή τους περνώντας τη ρεματιά πάνω στη ζώνη της μάχης. Πήρε βαθιάν ανάσα και γύρισε να φύγει. Αφού το κατάφεραν τα παιδιά, θα το κατάφερνε και κείνη. Μπορεί και να τα πρόφταινε στο δρόμο. Σαν έφταναν στης Αλέξως ζωντανοί, ο δρόμος της λευτεριάς ανοιγόταν εύκολος μπροστά τους. Ακόμα και στο σκοτάδι η Ελένη ήξερε το μονοπάτι μέσα από το μπαξέ που έσπερνε τα κουκιά του ο Χαϊδής ως κάτω στη ρεματιά και κατόπιν πέρα από το πέτρινο γεφυράκι. Θα 'πρεπε να σκαρφαλώσει στην αντικρινή πλαγιά της χαράδρας, φτάνοντας έτσι επικινδύνως κοντά στη μάχη, και να στραφεί κατά το νότο, ακολουθώντας το μονοπάτι που κρεμόταν στο χείλος του γκρεμού, ωσότου φτάσει στο σπίτι της Αλέξως. Όσο πιο χαμηλά κατέβαινε μέσα στη χαράδρα προς τον παφλασμό του τρεχάμενου νερού, τόσο πιο ασφαλισμένη ένιωθε, γιατί τώρα τα βλήματα του πυροβολικού και των όλμων φτάνοντας από μακριά, διαγράφανε καμπύλες ψηλά πάνω από το κεφάλι της, και σκάζανε ακόμη στο Περιβόλι, ενώ στ' αυτιά της η μάχη σώμα με σώμα ακουγόταν να μην έχει προχωρήσει δυτικότερα από το σχολείο του χωριού στην πλατεία. Καθώς σκαρφάλωνε από την άλλη μεριά της ρεματιάς, η Ελένη έβλεπε από κει τις φλόγες των σπιτιών που καίγονταν και τις σφαίρες που θαμπόφεγγαν σαν πυγολαμπίδες. Τράβηξε κατά το νότο στο στενό μονοπάτι που προχωρούσε στο χείλος της ρεματιάς, ψαχουλεύοντας προσεχτικά, γιατί ένα στραβοπάτημα θα την έστελνε κουτρουβάλα στο γκρεμό. Πότε πότε ξεκολλούσε κάποια πέτρα ή σβώλος και άκουγε που χοροπηδούσαν κάμποσες φορές προτού πλατσουρίσουν μέσα στο νερό στα βάθη. Είχε απλωμένο το αριστερό της χέρι, και άγγιζε τη βουνοπλαγιά που ορθωνόταν πλάι στο μονοπάτι, έτοιμη ν' αδράξει κάποιο κλαρί αν άρχιζε να γλιστράει. Κάθε τόσο μια κόκκινη τροχιοδεικτική φωτοβολίδα φώτιζε το τοπίο και κείνη ζάρωνε μέσα στις σκιές των θάμνων. Εκεί που η Ελένη έφτασε στην τελευταία εξωτερική στροφή του μονοπατιού πριν από το σπίτι της συννυφάδας της, τραβήχτηκε κολλώντας πάνω στον απόκρημνο βράχο, έβαλε το χέρι της πίσω για να στηριχτεί και άγγιξε καποιανού το μπράτσο. Έπνιξε μια κραυγή. Η φωτοχυσία της φωτοβολίδας είχε σβήσει, όμως έβλεπε ένα σκούρο όγκο, αναγερμένο σαν να μισοκαθότανε στην πλαγιά, τα χέρια του κρέμονταν, το κεφάλι πεσμένο στον ώμο του όπως μιας ξεκατινιασμένης κουτσούνας. Η Ελένη κατάλαβε πως ήτανε κουφάρι· είχε νιώσει κάτω από το ύφασμα την παγωνιά της σάρκας όπως από φρέσκο σοβά. Τα δόντια της αρχίσανε να βροντάνε και γύρισε να τρέξει, Digitized by 10uk1s

φοβόταν τώρα να στηριχτεί στο βράχο, μόνο με το ένστικτό της πατούσε στο στενό μονοπάτι. Το φως στο παράθυρο της Αλέξως την τράβηξε με την ελπίδα πως τα παιδιά της θα την περίμεναν εκεί. Μόλις που κατάφερε να φωνάξει τ' όνομά της όπως έγειρε πάνω στην πόρτα. Όταν της άνοιξαν, είδε το καλοσυνάτο πρόσωπο της συννυφάδας της να την κοιτάζει ανήσυχη με μάτια ορθάνοιχτα. «Πώς έφτασες εδώ, Ελένη;» αναφώνησε η Αλέξω. «Και που 'ναι τα παιδιά;». Θα 'πεφτε χάμω αν δεν την έπιανε η Αλέξω, που την κουβάλησε σ' ένα κάθισμα. Η Ελένη κοίταξε εξαντλημένη τριγύρω στο δωμάτιο. Ήταν εκεί πέντ'-έξι γείτονες, έχτός από την εντεκάχρονη θυγατέρα της Αλέξως, τη Νίκη. Τέλος, κατάφερε να πει: «Νόμιζα πως τα παιδιά είχαν έρθει εδώ για να φύγουμε όλοι μαζί. Αφού δεν είναι 'δω, τότε τα 'χασα». Η Αλέξω έφερε ένα ποτηράκι ρακί και της το κράτησε στα χείλια. «Οι φαντάροι ήταν εδώ στο σπίτι», είπε. «Τους ρώτησα αν πρέπει να φύγουμε και είπανε να περιμένουμε ως το πρωί. Ως τότε θα 'χουν πάρει όλο το χωριό, Ελένη. Μείνε μαζί μου ώσπου να ξημερώσει, και τότε θα φύγουν οι αντάρτες και θα βρεις τα παιδιά». «Δεν ξέρεις τι γίνεται κει πάνω», φώναξε η Ελένη. «Δεν μπορώ να τ' αφήσω χαμένα μέσα σε τούτο το κακό!». Το μυαλό της πηδούσε αστραπιαία από τη μια ξεκάρφωτη εικόνα στην άλλη: το κουφάρι που 'χε αγγίξει, τα παιδιά της πεταμένα μέσα στο γκρεμό, ματωμένα, να τη φωνάζουνε, ο Νικόλας τρομαγμένος κι ολομόναχος. Η Αλέξω την κρατούσε σφιχτά έτσι που αναριγούσε. Τέλος η κρίση της αδυναμίας πέρασε κι επέβαλε στον εαυτό της να φύγει πίσω στο σκοτάδι. «Θα σκοτωθείς — κάποιος θα σε περάσει για φαντάρο!» διαμαρτυρήθηκε η Αλέξω όταν εκείνη σηκώθηκε. Σαν είδε πως η Ελένη δεν έπαιρνε από λόγια, της έφερε ένα δαυλί — ένα φρύγανο από το τζάκι που κουφόκαιγε στην άκρη — και της είπε να το κουνάει πέρα δώθε, κάτι σαν φωτεινός σηματοδότης, έτσι που να καταλάβουν οι πολεμιστές πως δεν ήταν εχθρός. Η Ελένη το πήρε ευχαρίστως. Ακόμη και το ξυλαράκι που καιγόταν της φάνηκε μια κάποια προστασία από τη φρίκη που την περίμενε μέσα στη νύχτα. Καθώς ξαναπερνούσε βήμα βήμα το απόκρημνο μονοπάτι, κρατώντας μπροστά της το δαυλί, οι κρότοι της μάχης σαν ν' αχολογούσαν τώρα κοντύτερα. Προσπαθούσε να μη φαντάζεται πως θα ήταν το κουφάρι στο φως του δαυλιού, αλλά δεν έφτασε ως εκεί. Ένα μαύρο σουλούπι της έκοψε το δρόμο και τη ρώτησε άγρια: «Ποια είσαι 'σύ; Που πας;». Η Ελένη σήκωσε το δαυλί και είδε κι άλλα μαύρα σουλούπια ν' απλώνονται σ' όλη την ανηφορική πλαγιά. «Η Ελένη Γκατζογιάννη, γυναίκα του Χρήστου από το Περιβόλι», είπε δείχνοντας αντίκρυ στη ρεματιά. «Ψάχνω να βρω τα παιδιά μου». Το σουλούπι τη σίμωσε και κείνη ξεχώρισε το εθνόσημο με το στέμμα στο δίκοχό του. «Δεν μπορείς να πας πιο πέρα», της είπε. «Οι γραμμές των ανταρτών εκτείνονται σ' όλο το πάνω χωριό. Βρίσκεσαι σε απόσταση βολής». «Μα τα παιδιά μου είναι κει πάνω!» αναφώνησε η Ελένη. «Ως το πρωί θα 'χουμε όλο το χωριό», είπε ο φαντάρος. «Περίμενε ως τότε». Η Ελένη γύρισε πίσω, αλλά μόλις δεν την έβλεπαν πια οι φαντάροι άρχισε να κατηφορίζει κατευθείαν την απόκρημνη πλαγιά του γκρεμού, αδράχνοντας για να κόβει την κατεβασιά της Digitized by 10uk1s

πουρνάρια και χαμόκλαδα, βήμα βήμα κατεβαίνοντας την απότομη κατηφοριά κατά το ποταμάκι που κελάρυζε στα βάθη. Κάπως σαν να κρατιότανε από το δαυλί. Όταν έφτασε τέλος στο ρέμα, βούτηξε στα παγωμένα νερά κι άρχισε να βαδίζει καταπάνω, περνώντας αντίκρυ σ' ένα ρηχό σημείο κοντά στο πέτρινο γεφυράκι. Συνέχισε να βαδίζει αντίθετα στο ρέμα, ωσότου πριν από τον καταρράχτη αναγκαστικά άρχισε να σκαρφαλώνει τον γκρεμό, τραβώντας για να κρατηθεί τα χαμόκλαδα. Τέλος αναδύθηκε σ' ένα σημείο όπου ένα μονοπάτι περνούσε ακριβώς πάνω από το σπίτι του Χαϊδή χωρίζοντας το χωριό οριζόντια. Από κει έβλεπε τους αντάρτες μπροστά στα πόδια της να σημαδεύουν προς τα κάτω τους φαντάρους. Ήσαν πλάι πλάι, άλλοι χτυπώντας με τουφέκια, άλλοι τροφοδοτώντας με ταινίες τα πολυβόλα. Η Ελένη κατάλαβε πως δε θα 'φτανε ποτέ στο σπίτι του Χαϊδή, τώρα βρισκόταν καταμεσής στη νεκρά ζώνη. Κοιτούσε παραζαλισμένη τριγύρω της και είδε ένα θαμπό φωσάκι στο κατώι του Μπότσαρη ακριβώς πάνω της. Σφουγγίζοντας από τα μάτια της τα δάκρυα της εξάντλησης, η Ελένη σκαρφάλωσε ως την πόρτα στο κατώι του Μπότσαρη και τη βρόντηξε. Άκουσε πατήματα, ύστερα η πόρτα άνοιξε μια χαραμάδα. Ακούστηκε ένα ξεφωνητό κι η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Είδε την Όλγα να στέκει μπροστά της και τα γόνατά της κόπηκαν. Η Ελένη κάθισε κι έτρεμε σύγκορμη ενώ ο Νικόλας χάθηκε στην αγκαλιά της. Σιγά σιγά η χαρά που βρήκε τα παιδιά της γύρισε σε θυμό. «Ξέρετε τι με κάνατε να περάσω απόψε;» φώναξε η Ελένη. «Αν είχατε μείνει στου Χαϊδή, όπως το 'χαμε κανονίσει, τώρα θα 'μαστε μια χαρά και θα τραβούσαμε για το Φιλιάτι!» «Μα οι αντάρτες δε μας άφησαν να μείνουμε!» διαμαρτυρήθηκε η Όλγα. «Αδειάσανε την Κατωχώρα. Γι' αυτό ήρθαμε εδώ». Εξήγησε πως είχε προσπαθήσει να φωνάξει την Ελένη από του Μάκου. Όταν η Ελένη κατάλαβε κατσάδιασε τη θυγατέρα της που είχε εκτεθεί σε τέτοιο κίνδυνο. «Τώρα όμως που ήρθες και είμαστε όλοι μαζί, μπορούμε να φύγουμε!» είπε η Όλγα. Η Ελένη κούνησε το κεφάλι της, «Είναι αδύνατον! Με κανένα τρόπο δε θα καταφέρουμε να περάσουμε όλοι ζωντανοί από τις γραμμές των ανταρτών. Πολεμάνε πλάι πλάι ακριβώς κάτω από το σπίτι». Κοίταξε για μια στιγμή τις σκιές, αναλογιζόταν πόσο κοντά είχανε βρεθεί στη λευτεριά, ύστερα έσφιξε τα μπράτσα της γύρω στο Νικόλα. «Δεν πειράζει», είπε. «Θα περιμένουμε κι ας ευχόμαστε να τους διώξουν οι φαντάροι πάνω στο βουνό μακριά από μας. Η Αλέξω είπε πως ως το πρωί θα 'χουν πάρει όλο το χωριό. Τότε θα φύγουμε».

Οι φαντάροι δεν προχώρησαν πέρα από την κάτω μεριά στο περιβόλι του Χαϊδή. Στις 3 Μαρτίου, ώρα δύο μετά τα μεσάνυχτα, οι τύχες του πολέμου αλλάξανε και τα κυβερνητικά στρατεύματα υποχώρησαν. Εκείνη την ίδια νύχτα οι λοκατζήδες χάσανε το Σκητάρι. Όταν έπεσε το σκοτάδι, ο υπολοχαγός Βοριάς διαπίστωσε πως του είχαν απομείνει μόνο δεκατρείς από τους ογδόντα πέντε άντρες του· οι υπόλοιποι είχαν σκοτωθεί και τραυματιστεί ή τους είχε στείλει πίσω να μεταφέρουν τους λαβωμένους συναδέλφους. Όταν ζήτησε ενισχύσεις από τους λόχους των ΛΟΚ που πολεμούσαν στ' αντερείσματα του υψώματος, πληροφορήθηκε πως είχανε φύγει. Αφού έσκαψε ένα χαντάκι στο χιόνι για να θάψει τους νεκρούς, ο Βοριάς και οι επιζώντες άντρες του κουτρουβάλησαν την απόκρημνη πλαγιά του υψώματος, ωσότου έφτασαν σε μια ρεματιά και διέφυγαν προς τα νοτιοανατολικά. Η Επιχείρηση Πέργαμος είχε αποτύχει. Το πρωί, έτσι που οι Λιώτες ξεμύτιζαν χαραυγή, η μυρωδιά από το μπαρούτι αιωρούνταν στον αέρα Digitized by 10uk1s

και είδαν τη βουνοπλαγιά κάτω από το χωριό τους στρωμένη κουφάρια και κατάλοιπα του πολέμου. Οι αντάρτες είχανε πάρει τους φαντάρους φαλάγγι ως πέρα στο ύψωμα της Αγιά Μαρίνας στα χαμηλώματα, όπου τους σφυροκοπούσε τώρα το αντάρτικο πυροβολικό. Το τέλος του συναγερμού δόθηκε την αυγή όταν οι αντάρτες διάβηκαν μέσα από το χωριό διαλαλώντας με χωνιά πως οι φασίστες είχανε κατατροπωθεί κι ο καθένας μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι του. Εξαντλημένοι οι Γκατζογιανναίοι ξαναπήρανε το δρόμο για το σπίτι του Χαϊδή. Τα παιδιά ελπίζανε ακόμα πως οι φαντάροι μπορεί να προέλαυναν ξανά, όμως η Ελένη υποψιαζότανε πως η τελευταία τους ευκαιρία να ξεφύγουν τους είχε γλιστρήσει μέσα από τα δάχτυλα.

Η Νίτσα, η Μεγάλη και τα παιδιά πλάγιασαν στα στρωσίδια μόλις μπήκανε στο σπίτι, αλλά η Ελένη παραήταν ανάστατη για να μπορέσει να κοιμηθεί. Πήγε στο πλαϊνό σπίτι να κλάψουνε τη μοίρα τους μαζί με τη Βασιλική Πέτση. Οι δυο γυναίκες κάθισαν στα σκαλοπάτια, μιλώντας χαμηλόφωνα, αναρωτιόνταν αν στ' αλήθεια είχε τελειώσει η μάχη. Με την άκρια του ματιού η Ελένη έπιασε κάποιο ανάδεμα κοντά στο μονοπάτι κι έσφιξε το γόνατο της Βασιλικής να την ειδοποιήσει. «Ποιος είναι κει;» ρώτησε άγρια η Βασιλική. Από το θάμνο ξεπρόβαλε το τρομαγμένο πρόσωπο ενός παλικαριού, στ' ανάκατα καστανά μαλλιά του ήταν κολλημένα φύλλα και ξερόκλαδα. Όταν σηκώθηκε ορθός, οι δυο γυναίκες είδανε ότι φορούσε τη χακί στολή του Εθνικού Στρατού. «Βοηθήστε με, κυράδες!» τις παρακάλεσε. «Πέστε μου κατά που πήγανε οι στρατιώτες. Έχασα το λόχο μου!» Η Ελένη και η Βασιλική τον θωρούσανε. Το παλικάρι παραπατούσε από την κούραση και από το φόβο, όμως δε φαινόταν πληγωμένο. «Φύγανε», ψιθύρισε η Βασιλική. «Τράβα κατευθείαν στη ρεματιά. Και πρόσεχε!» Ο φαντάρος κοκάλωσε καθώς ακούστηκαν βήματα που ζύγωναν, ψηλά στο μονοπάτι φάνηκε η κορμοστασιά του Σπύρου Χρήστου, του σιδερά του χωριού, που ανηφόριζε από το σπίτι του στην αντικρινή πλαγιά της ρεματιάς προς το Περιβόλι. Σταμάτησε, κοίταξε από πάνω ως κάτω το νέο με περιέργεια και ρώτησε: «Τι έχουμε εδώ;» «Ένα χαμένο φαντάρο», αποκρίθηκε η Βασιλική. Ο σιδεράς πετάρισε τα βλέφαρα, ύστερα ξαναβρήκε την αταραξία του. «Στάσου εκεί που βρίσκεσαι», είπε. «Είδα μερικούς φαντάρους που ανεβαίνουν το λόφο. Θα τους βρω και θα τους φέρω εδώ». Έριξε άλλη μια ματιά να βεβαιωθεί πως το παλικάρι ήτανε αληθινό, ύστερα έφυγε τρεχάλα. Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν, μετά η Βασιλική ξέσπασε σ' ένα λαχανιασμένο ψίθυρο: «Τρέχα, παιδάκι μου! Πάει να φέρει τους αντάρτες! Τρέχα, γιατί χάθηκες!» Ο φαντάρος ροβόλησε τη ρεματιά σαν τρομαγμένο ορτύκι. Λίγα λεπτά αργότερα, όταν πέντ' - έξι αντάρτες με το σιδερά οδηγό πήδησαν από το μονοπάτι μέσα στην αυλή, οι δυο γυναίκες ανοίξανε τα χέρια τους. «Προσπαθήσαμε να τον κρατήσουμε», είπε η Βασιλική, «μα έφυγε πιλάλα». Έδειξε κατά τη βρύση ψηλά στη ρεματιά. Σε λίγο οι δυο γυναίκες άκουγαν τους αντάρτες που φωνάζανε ο ένας του αλλουνού και κοπανούσανε τους θάμνους με τα τουφέκια τους.

Digitized by 10uk1s

Στο Αρχηγείο των ανταρτών ψηλά πάνω από το Περιβόλι, οι δυο ηγήτορες και ο αντισυνταγματάρχης Πετρίτης είχαν σκυμμένα τα κεφάλια τους πάνω από 'να χάρτη. Μολονότι είχανε πετύχει να διώξουν τον εχθρό από τη Μουργκάνα, υπήρχε ακόμη ο κίνδυνος για νέα αντεπίθεση. Πάνω από 3.000 στρατιώτες, διπλάσιοι από τους δικούς τους, ανασυντάσσονταν στα αντερείσματα. Ήταν αναγκαίο να καταφέρουν αποφασιστικό πλήγμα προτού ο εχθρός παρατάξει τις δυνάμεις του. Οι αντάρτες ηγήτορες αποφάσισαν να εξαπολύσουν εκείνη τη νύχτα ένα επιθετικό ελιγμό κατά του αριστερού πλευρού του εχθρού. Το κύριο στοιχείο του ήταν ο αιφνιδιασμός. Θα έστελναν τέσσερις λόχους, υπό τη διοίκηση του φλογερού ταγματάρχη Σπύρου Σκεύη, να επιτεθούν στην Πόβλα, στο νότιο χείλος της λάκκας των βουνών, που ο Εθνικός Στρατός την είχε καταλάβει και την κρατούσε εδώ και κάμποσες μέρες. Στην Πόβλα ήταν εγκαταστημένο το κυβερνητικό 611 Τάγμα, και οι πλαγιές στα δυτικά του χωριού βρίσκονταν στα χέρια ενός αποσπάσματος σκληροτράχηλων άτακτων υπό τις διαταγές ενός διαβόητου Κρητικού με στριφτό μουστάκι, του Μήτσου Γαλάνη. Ο Γαλάνης είχε διαλέξει έναν κι έναν τους 250 άντρες στο απόσπασμά του, που φορούσαν χαρακτηριστικούς πράσινους σκούφους και είχαν στο μανίκι τους για έμβλημα σχηματισμού έναν αετό που εφορμά. Οι κομμουνιστές αποκαλούσαν το Γαλάνη «Χασάπη» και ήταν αναρίθμητες οι ιστορίες για την κτηνωδία του. Δεκαετίες μετά τον πόλεμο, ο ίδιος ο Γαλάνης επέμενε πως ήτανε αστήριχτες οι θηριωδίες που του απέδιδαν, λόγου χάρη ότι έκοβε τα γεννητικά όργανα των αιχμαλώτων και τα 'χώνε στο στόμα τους. Παραδεχόταν, πάντως, ότι ποτέ δεν άφησε αιχμάλωτο ζωντανό. Τα θύματά του συχνά αποκεφαλίζονταν και τα κεφάλια τους τα κουβαλούσανε με τους ντορβάδες οι αγγελιοφόροι στα Γιάννινα, όπου τ' αραδιάζανε εις κοινή θέα στον περίβολο του στρατηγείου της Μεραρχίας. Ο Σπύρος Σκεύης διέθετε για να καταλάβει την Πόβλα λιγότερους από τους μισούς άντρες του εχθρού —μόνο 300 αντάρτες εναντίον 700 φαντάρων —ωστόσο αδημονούσε να εξαπολύσει την επίθεση και δε συγκρατιόταν ώσπου να νυχτώσει. Μόλις σκοτείνιασε αθόρυβα οδήγησε τους άντρες του στο τσουχτερό κρύο ως τις παρυφές της Πόβλας, στέλνοντας μερικούς να κάνουν το γύρο μέσα από τ' αλβανικά σύνορα για να καταλάβουν τους αφύλαχτους λόφους νοτίως του χωριού. Οι εθνικόφρονες φαντάροι, αφού φάγανε και ήπιανε καλά, κοιμόντουσαν όταν στις δυόμισι ο Σκεύης διέταξε: «Απάνω τους!» Θαρρούσες πως το λεφούσι του ίδιου του σατανά είχε ξεχυθεί από τα ουράνια, οι αντάρτες σπάζανε όλες τις πόρτες, σώμα προς σώμα πολεμούσαν με μαχαίρια και με όπλα. Οι φαντάροι που είχαν πεταχτεί από τον ύπνο, πέσανε σε σύγχυση κι εύκολα πιαστήκανε, αλλά στους λόφους έξω από το χωριό, ο Γαλάνης και όλοι οι άντρες του, εκτός από δεκατρείς, κατάφεραν να διαφύγουν. Μερικές δεκάδες φαντάροι μέσα στην Πόβλα προσπάθησαν να καταφύγουν στην εκκλησία του χωριού και κει τους έπιασε ο λόχος του Χαρίση Σδράβου, του κατάδικου φονιά που είχε σπάσει το πιστόλι πάνω στη λύσσα του. Όπως ο Γαλάνης από την κυβερνητική πλευρά, ο Σδράβος πίστευε πως δεν πρέπει να πιάνονται αιχμάλωτοι. Αράδιασε τους φαντάρους μέσα στην εκκλησία και έναν έναν με τη σειρά τον μαχαίρωνε ωσότου το δάπεδο βάφτηκε στο αίμα. Άλλοι αντάρτες καπετάνιοι παραδώσανε τους αιχμαλώτους ζωντανούς. Όταν οι τέσσερις λόχοι του Σκεύη αναχώρησαν το άλλο πρωί για τον Τσαμαντά, αφήνοντας στα μονοπάτια και στα κατώφλια της Πόβλας σωριασμένα τα πτώματα, σέρνανε μαζί τους 177 δεμένους φαντάρους.

Digitized by 10uk1s

Στον Τσαμαντά τέσσερις αξιωματικοί από τους αιχμαλώτους δικάστηκαν και εκτελέστηκαν· στους υπόλοιπους προσφέρθηκε η εκλογή: να πάρουν το τουφέκι και να πολεμήσουν στον αντάρτικο στρατό ή να παραδώσουν τις στολές τους και φορώντας κουρέλια να γυρίσουνε στα σπίτια τους. Οι πιο πολλοί διάλεξαν το δεύτερο και τους πήρανε, αλλά από τη στιγμή που χάθηκαν από τα μάτια, εξαφανίστηκαν και οι δικοί τους δεν τους ξανάδανε ποτέ. Είκοσι τρία χρόνια αργότερα κάποιος βοσκός βρήκε ένα μισοθαμμένο σκελετό στην όχθη μιας ρεματιάς κοντά σ' ένα παλιό νταμάρι έξω από το χωριό. Το νταμάρι απέδωσε 120 σκελετούς, όλοι είχανε τα χέρια δεμένα με σύρμα και μια τρύπα από σφαίρα στο κρανίο.

Το πρωί, 5 Μαρτίου, οι αντάρτες του Λια αναγγείλανε βραχνοί από την αγαλλίαση τη λαμπρή επιτυχία της Πόβλας, πλημμυρίζοντας το χωριό με τραγούδια, φωνές και ανακοινώσεις από τα χωνιά. Ωστόσο, τις επόμενες λίγες μέρες, ενώ οι χωριανοί ζούσαν σε μια κόλαση αβεβαιότητας και διαδόσεων, τα πιο ενδιαφέροντα νέα δεν ακούγονταν από τα χωνιά, αλλά από το κουτσομπολιό του χωριού. Μαθεύτηκε, πως πάνω στη μάχη, κάποιος γανωτζής, ο Ηλία Πούλος, είχε εγκαταλείψει την περιοχή του κυβερνητικού στρατού και είχε περάσει στους αντάρτες του Λια. Ενώ ο Ηλία Πούλος γλίστρησε μέσα στο χωριό, τρεις χωριανές που έμεναν στην ανατολικότερη μεριά του Λια τα κατάφεραν εκεί που οι Γκατζογιανναίοι είχαν αποτύχει, μία μία ξέφυγαν μέσα στη σύγχυση της μάχης και της επαύριον. Αν και οι αντάρτες επισήμως δεν είπαν τίποτα για τη φυγή εκείνων των τριών, οι χωριανοί την κουβέντιαζαν ψιθυριστά για μέρες, πολλοί με ζήλια που εκείνοι δεν είχαν το κουράγιο ή την ευκαιρία να κάνουν το ίδιο. Διπλασιάστηκαν οι σκοπιές των ανταρτών στα φυλάκια γύρω από το χωριό για να προλάβουν άλλες λιποταξίες, και η Ελένη κατάλαβε πως είχε χαθεί η καλύτερη ευκαιρία της να βγάλει τη φαμελιά της από το Λια. Κάπου πέντε μέρες μετά τη μάχη της Πόβλας, οι καμπάνες της εκκλησίας κάλεσαν τους Λιώτες σε μια υποχρεωτική συγκέντρωση αλλιώτικη από κείνες που είχανε παρακολουθήσει ως τότε. Αντί για χορούς, τραγούδια και σκετς, θα τους ψυχαγωγούσε ένα αληθινό δράμα. Συνάχθηκαν στ' Αλώνια και βρήκαν εκεί τέσσερις άντρες καθισμένους σε καρέκλες. Οι τρεις στ' αριστερά ήταν ξένοι με όμορφα πολιτικά ρούχα. Σε μια μοναχική καρέκλα στα δεξιά ήτανε σωριασμένος ένας ξυπόλυτος φαντάρος, τα πόδια του πρησμένα και άχρωμα, η στολή του ξεσκισμένη, τα χέρια του δεμένα μπροστά. Όταν μαζεύτηκαν όλοι οι χωριανοί, θωρώντας αμίλητοι, ένας από τους ξένους σηκώθηκε. Με τις θεατρικές του χειρονομίες, το κομψό παρουσιαστικό του και την εντυπωσιακή ρητορική φωνή του, θα ταίριαζε θαυμάσια για ψάλτης στην εκκλησία. Στην πραγματικότητα, ήταν ένας πρώην ειρηνοδίκης από την Κόνιτσα που τώρα υπηρετούσε στο δικαστικό του Αρχηγείου Ηπείρου των ανταρτών ως ανακριτής και στρατοδίκης. Είχε μόλις έρθει μετά τη δίκη και καταδίκη των τεσσάρων εθνικοφρόνων αξιωματικών, που είχαν αιχμαλωτιστεί στην Πόβλα. Ήταν ψηλός, με έντονη ρωμαϊκή μύτη, αφύσικα μικρά αυτιά και γκριζωπά μαλλιά που άρχιζαν να υποχωρούν στο κούτελο. Μόλις μίλησε, με βαθιά, ηχηρή φωνή που έφτασε ως τις πιο απόμακρες γωνίες της πλατείας, όλοι σώπασαν. Ακόμη κι ο δεμένος φαντάρος ανάβλεψε ξαφνιασμένος. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγαν τη φωνή του «Κατή» —στ' αρβανίτικα η λέξη σημαίνει «δικαστής». Μόλις η Ελένη είδε το πρόσωπο του κατηγορουμένου μια ανατριχίλα έτρεξε τη ραχοκοκαλιά της. Ήταν το ίδιο παλικάρι που είχανε δει στην αυλή της Βασιλικής Πέτση, εκείνο που 'χε χάσει το λόχο του. Συνάντησε το βλέμμα της Βασιλικής και δάγκωσε το κατωχείλι της, θέλοντας να πει πως είχανε μπλέξει. Ο δικαστής με την αλησμόνητη φωνή ανάγγειλε πως οι Λιώτες θα παρακολουθούσαν τώρα την Digitized by 10uk1s

απονομή της λαϊκής δικαιοσύνης. Ετούτος ο προδότης, που είχε συλληφθεί μέσα στα σύνορα του χωριού μετά την αποτυχημένη επίθεση των φασιστών, θα περνούσε από λαϊκό δικαστήριο. Κανένας δεν ήξερε περί τίνος πρόκειται. Οι Λιώτες δεν είχανε ξαναδεί δίκη άλλοτε, και δεν είχανε ιδέα τι ρόλο έπαιζε ο καθένας αντίκρυ τους— εκτός από τον αιχμάλωτο. Ο ψηλός που φαινόταν πως διευθύνει διάβασε από 'να φύλλο χαρτί τα εγκλήματα του κατηγορουμένου. Κατόπιν γύρισε στο δεμένο φαντάρο κι άρχισε να του υποβάλει ερωτήσεις, το παλικάρι του απαντούσε δισταχτικά, σαν φοιτητής που προσπαθεί να περάσει τις εξετάσεις αδιάβαστος. Το όνομα του φαντάρου ήταν Ευάγγελος, άκουσε η Ελένη — δεν έπιασε το παράνομά του— και τον κατηγορούσαν πως είχε προδώσει την Ελλάδα και το λαό της στα πέντε τελευταία χρόνια, πρώτα ως μέλος των αντάρτικων δυνάμεων του συνεργάτη των Γερμανών Ζέρβα στη διάρκεια της κατοχής και τώρα ως στρατιώτης του μοναρχοφασιστικού στρατού. «Είναι αλήθεια ότι πολέμησες με το Ζέρβα;» ρώτησε ο Κατής. Ο φαντάρος κατένεψε, κοιτάζοντας τον ομιλητή στα χείλια, δίχως να νιώθει τον κόσμο τριγύρω του. «Πήγες στο Ζέρβα θεληματικά η δια της βίας;» ρώτησε ο Κατής. «Εθελοντής πήγα», απάντησε ο φαντάρος αβέβαιος, «αλλά έχω γυναίκα κι ένα γιο μικρό να συντηρήσω και χρειαζόμουν τα λεφτά». Ύστερα από μερικές ακόμα ερωτήσεις ο Κατής φάνηκε τελικά ικανοποιημένος. Παράτησε το χαρτί κι έγνεψε στους άλλους δυο, που σηκώθηκαν από τα καθίσματά τους και πήγανε μαζί του πίσω από το πελώριο πλατάνι στην άκρη της πλατείας. Ενώ σιγοψιθύριζαν συναμεταξύ τους, το ακροατήριο των χωριανών θωρούσε εξεταστικά τον κατηγορούμενο, που στριφογυρνούσε πάνω στην καρέκλα του κοιτώντας κατά τη μεριά που είχαν εξαφανιστεί οι τρεις δικαστές. Το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν σουδάριο και τα μαλλιά του κολλημένα τούφες τούφες στο κούτελό του. Η ανάσα του ακουγότανε κομμένη. Ύστερα από μερικά λεπτά οι τρεις δικαστές επιστρέψανε και ξανακάθισαν. Ο Κατής σηκώθηκε. «Το λαϊκό δικαστήριο έκρινε ότι αυτός ο προδότης είναι ένοχος», ανάγγειλε. «Καταδικάζεται εις θάνατον». Ακούστηκε ένας πάταγος καθώς ο φαντάρος άξαφνα έπεσε από την καρέκλα του, αναποδογυρίζοντάς τη. Δύο αντάρτες βγήκανε μπροστά και τον ανασήκωσαν, πιάνοντάς τον από τις μασχάλες, ενώ κάποιος τρίτος έστησε ξανά την καρέκλα. Χρειάστηκε όμως να σταθούνε πίσω από τον κατάδικο και να του κρατάνε τους ώμους, για να μην ξαναπέσει. Ένας από τους αντάρτες, προσπαθώντας να τον ηρεμήσει έβγαλε τσιγάρο και του το 'χωσε στα χείλια, ύστερα πήγε να βγάλει σπίρτα, αλλά το τσιγάρο έπεσε στο χώμα. Ο αντάρτης το ξανάβαλε στο στόμα του κατάδικου, μα και πάλι έπεσε, οπότε, αηδιασμένος, το σκούπισε από τα σάλια και το φύλαξε στην τσέπη του.

Όλοι παρακολουθούσαν αμίλητοι, περιμένοντας να δουν ποια θα ήταν η επόμενη πράξη του δράματος. «Δεν αρκεί τόσοι που σκοτώθηκαν;» είπε μια γεροντική φωνή. Ήταν ο αγρότης Σόλη Digitized by 10uk1s

Σκεύης, ο πατέρας του Σπύρου και του Προκόπη Σκεύη. Ο Κατής, ο δικαστής, γύρισε στον ψαρομάλλη γέροντα: «Επειδή ο γιος σου είναι διοικητής δε σημαίνει ότι μπορείς ν' ανακατώνεσαι στη δικαιοσύνη», πέταξε κοφτά. «Εμείς εδώ εφαρμόζουμε τη θέληση του λαού, που δε θ' ανεχθεί προδότες. Ρώτα τους χωριανούς σου τι θέλουν. Η απόφασή τους θα γίνει σεβαστή. Τέσσερις πολίτες του Λια χάθηκαν στην Κατοχή, σκοτώθηκαν από σφαίρες του Ζέρβα, μπορεί κι από το όπλο τούτου εδώ. Πρέπει να τον αφήσουμε να ζήσει;» Ο Κατής έψαξε στο πλήθος, διαλέγοντας προσεχτικά τους ενόρκους του. Βρήκε την Καλλιόπη Μπαρδάκα, τη στρουμπουλή, όμορφη νεαρή χήρα, που ο άντρας της είχε εξαφανιστεί στην κατοχή μεταφέροντας σε μονάδα του ΕΛΑΣ κάποιο μήνυμα. «Τον άντρα σου τον σκοτώσανε οι μισθοφόροι του Ζέρβα», βροντοφώναξε ο Κατής, «αφήνοντάς σε μόνη με πεινασμένα μωρά. Τι λες ότι πρέπει να του κάνουμε αυτουνού;» «Σκοτώστε τον!» αποκρίθηκε η Καλλιόπη αδίσταχτα. «Και συ;» ρώτησε ο Κατής, γυρνώντας στον Ηλία Πούλο, το γανωτζή που είχε επιστρέψει στο Λια πάνω στη μάχη καθώς υποχωρούσε ο Εθνικός Στρατός. «Εσύ τι λες;» «Σκοτώστε τον!» ανέκραξε ο Ηλία Πούλος. Τα μάτια του Κατή επισκόπησαν το πλήθος. Η Ελένη ζάρωσε και παρακαλούσε να μην την κοιτάξει. Το βλέμμα του σταμάτησε στο Σπύρο Μιχόπουλο, το φθισικό καφετζή που είχε οριστεί από τους αντάρτες πρόεδρος του χωριού. Ο Μιχόπουλος φαινόταν σαστισμένος. «Εσύ, κύριε Πρόεδρε», επέμενε ο Κατής, «τι λες, ποια τύχη του αξίζει;» «Να πούμε, ε —ό,τι αποφασίσει το λαϊκό δικαστήριο», τραύλισε ο Μιχόπουλος, κοιτάζοντας τριγύρω για κάποια συμπαράσταση. «Αυτό δεν αρκεί, συναγωνιστή!» τον αντίκοψε ο Κατής. «Πρέπει να τον εκτελέσουμε ή όχι;» Ακολούθησε μακρόσυρτη σιωπή, ύστερα οι χωριανοί ακούσανε το Μιχόπουλο ν' αποκρίνεται αχνά: «Ναι». Ο Κατής επανέλαβε την ερώτηση του κάμποσες ακόμα φορές, διαλέγοντας τους μάρτυρές του. Κάθε φορά έπαιρνε την ίδια απάντηση. Καθώς συνεχιζότανε η ψηφοφορία, ο κατάδικος παρακολουθούσε επίμονα καταπρόσωπο εκείνους που αποκρίνονταν, σα να περίμενε πως κάποιος θα τον υπερασπιστεί, όμως οι ελπίδες του με την κάθε απόκριση λιγόστευαν. Η Ελένη ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, πάσχιζε να σκεφτεί τι θα 'λεγε αν τη ρωτούσε ο δικαστής. Τα ζωηρά ματάκια του Κατή τη ζύγωσαν καθώς ερευνούσε το ένα πρόσωπο μετά το άλλο. Ύστερα σταμάτησε. Έδειξε τη Σταυρούλα Γιάκου, που στεκόταν ένα βήμα στο πλάι της. «Η αδερφή σου πολεμάει ανταρτίνα του Δημοκρατικού Στρατού», κραύγασε ο Κατής στη Σταυρούλα «και τούτος είναι ένας από κείνους που ήρθαν εδώ για να τη σκοτώσουν. Ποια λες πως πρέπει να είναι η τύχη του;» Η Σταυρούλα κοκκίνισε, στον ήλιο φεγγίζανε τ' αχυρένια της μαλλιά, μισοσκεπασμένα από το μαβί μαντίλι της. Ποτέ δεν ήτανε πιο όμορφη, ολόιδια της Παναγιάς εικόνισμα. Ο καθιστός φαντάρος Digitized by 10uk1s

θωρούσε την οπτασία, αιφνιδίως γεμάτος πάλι ελπίδες. Η Σταυρούλα κοίταξε το δικαστή κατάματα με αναίδεια. «Σκοτώστε τον», είπε.

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 11 Το παιδομάζωμα ξαναμπήκε στο ελληνικό λεξιλόγιο το Μάρτιο του 1948, όταν η κομμουνιστική Προσωρινή Κυβέρνηση ανάγγειλε από το ραδιόφωνο της νέα πολιτική: όλα τα παιδιά από τριών ως δεκατεσσάρων ετών στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές της Βορείου Ελλάδος θα συγκεντρώνονταν και θα στέλνονταν πίσω από το Παραπέτασμα στις «λαϊκές δημοκρατίες» που είχαν προσφερθεί να τα δεχτούν. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η απόφαση αυτή είχε ληφθεί για να προστατευθούν τα παιδιά στις ζώνες των επιχειρήσεων από τις θηριωδίες που διέπρατταν τα επιτιθέμενα φασιστικά στρατεύματα: την πείνα που οφειλόταν στην καταστροφή της συγκομιδής, τους βομβαρδισμούς και τις λεηλασίες. Τούτο το τελευταίο εγχείρημα της «κυβέρνησης» του Μάρκου Βαφειάδη αποσκοπούσε ν' αποτελέσει λαμπρό προπαγανδιστικό όπλο. Θα υπογράμμιζε δραματικά στην υφήλιο τους κινδύνους που διέτρεχε ο πληθυσμός από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και θα καταχτούσε τη διεθνή συμπάθεια για τους αντάρτες. Επιπλέον, εξασφαλιζόταν η νομιμοφροσύνη των γονιών, που είχαν απομείνει στα ορεινά χωριά, αφού τα παιδιά τους θα ήταν όμηροι στις χώρες του κομμουνιστικού συνασπισμού. Και τέλος, τα ίδια τα παιδιά θα εμποτίζονταν με την κομματική ιδεολογία ώστε μεγαλώνοντας να μεταβληθούν σε αυριανά αγωνιστικά στελέχη του ελληνικού κομμουνισμού. Ήταν ένα προπαγανδιστικό εγχείρημα που έδρασε αρνητικά σε βαθμό ανυπολόγιστο. Στην αρχή οι ξένοι ανταποκριτές του διεθνούς τύπου, πολλοί από τους οποίους κάλυπταν τον πόλεμο από το μπαρ του ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρετανίας στην Αθήνα, παρουσίασαν το παιδομάζωμα σαν καθαρά ανθρωπιστική ενέργεια και αγνόησαν τις φήμες ότι τα παιδιά απάγονταν. Αλλά καθώς όλο και πιο πολλά, όλο και πιο μικρά παιδιά αρπάζονταν από τις μανάδες τους, τα Ηνωμένα Έθνη καταδίκασαν το παιδομάζωμα και η κυβέρνηση της Αθήνας χρησιμοποίησε αποτελεσματικά το σχέδιο αυτό για να στρέψει τη διεθνή κοινή γνώμη κατά των επαναστατών. Στο εσωτερικό, η απαγωγή των παιδιών στην Ανατολική Ευρώπη κατέστησε πιο αξιόπιστη την καταγγελία της κυβέρνησης ότι οι αντάρτες είχαν ξεπουλήσει την Ελλάδα στους Σλάβους. Η απαγωγή των παιδιών τους ήταν η τελευταία σταγόνα που έστρεφε τους κατοίκους των ανταρτοκρατούμενων χωριών εναντίον των ανταρτών και διέβρωσε την πλατιά βάση λαϊκής υποστήριξης που είχαν κάποτε στη βόρειο Ελλάδα. Τα αυξανόμενα περιστατικά βίας των ανταρτών συνέβαλαν στην απογοήτευση των κατοίκων. Ως το τέλος του 1948 πάνω από 28.000 Ελληνόπουλα είχαν αποσπαστεί από τους γονείς τους και σταλεί σε στρατόπεδα σε όλο το κομμουνιστικό συνασπισμό. Από τα χωριά της Μουργκάνας, 300 παιδιά στάλθηκαν στην Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία. Θα περνούσαν δέκα χρόνια προτού επιτραπεί να γυρίσουν στην Ελλάδα τα πρώτα παιδιά. Πολλά δε γύρισαν ποτέ. Πάνω από δέκα πρώην παιδιά που τα πήραν από το Λια είναι ακόμα διασκορπισμένα σε κομμουνιστικές χώρες από την Πολωνία ως τη Ρουμανία και την Τασκένδη. Οπωσδήποτε πολλοί Έλληνες κομμουνιστές επιμένουν σήμερα ότι ποτέ δεν έγινε παιδομάζωμα και ότι κανένα παιδί δε μετακινήθηκε παρά τη θέληση των γονιών του. Το σχέδιο στην αρχή ήταν πράγματι εθελοντικό· ύστερα όμως από ένα μήνα, μόνο 1.100 παιδιά τα είχαν στείλει θεληματικά οι γονείς τους από την Ελλάδα σε στρατόπεδα στο Παραπέτασμα. Οι αντάρτες δεν είχαν λογαριάσει τη βαθιά ριζωμένη ελληνική παράδοση της οικογενειακής αλληλεγγύης. Ακόμα και ύστερα από οχτώ χρόνια πολέμου και λιμού οι γυναίκες στα ορεινά χωριά δεν πείθονταν να δώσουν τα παιδιά τους σε ξένους στην ξενιτιά. Τελικά οι αντάρτες αποφάσισαν ότι έπρεπε να εφαρμόσουν σκληρότερα μέτρα για τη συγκέντρωση των παιδιών.

Digitized by 10uk1s

Digitized by 10uk1s

Όμηροι της μοίρας Στα τέλη Μαρτίου 1948, όταν οι Λιώτες άρχισαν να φυτεύουν τα πρώιμα κουκιά, κρεμμύδια και καλαμπόκια, είδαν τους αντάρτες στα σύνορα του χωριού και παρακάτω στα χαμηλώματα να φυτεύουν άλλης λογής σοδιά: νάρκες, φτιαγμένες για ν' ανθίζουν ακαριαία με το βάρος του ανθρώπινου σώματος στο κόκκινο λουλούδι του θανάτου. Η παραλίγο πετυχημένη επίθεση στη Μουργκάνα στις αρχές του μήνα και η διαφυγή των τριών χωριανών είχαν διδάξει ένα μάθημα στους κατακτητές του Λια. Ήταν αποφασισμένοι να ταπώσουν τα χωριά της Μουργκάνας σαν νταμιτζάνα του κρασιού, ώστε κανένας να μη μπορεί να μπει ή να βγει. Φαινόταν βέβαιο ότι θα επαναληφθεί η επίθεση της Επιχειρήσεως Πέργαμος, κι έτσι ναρκοθετήθηκαν πυκνά όλα τα πιθανά μονοπάτια προσπελάσεως από τα χαμηλώματα ως πάνω στις ρεματιές. Οι σκοποί, που όλο το εικοσιτετράωρο ήταν εγκαταστημένοι σε φυλάκια από τη μια ως την άλλη άκρη του χωριού, ενισχύθηκαν για να προλάβουν σκοτούρες όπως εκείνες οι τρεις αποδράσεις. Η Ελένη απαγόρευσε στα παιδιά της να βγαίνουν από την αυλή από το φόβο μήπως πατώντας απρόσεχτα βάλουν φωτιά σε καμιά νάρκη. Σ' όλη τη Μουργκάνα οι χωριάτες προσέχανε πια πολύ που πατάει το κάθε βήμα τους. Ωστόσο, το αναπόφευκτο συνέβη στο γειτονικό Μπαμπούρι. Είχαν διατάξει μερικά παιδιά του χωριού να οδηγήσουν ένα κοπάδι μουλάρια στον Τσαμαντά για τους αντάρτες. Ο επικεφαλής, ένα χοντροκέφαλος νεαρός, βγήκε από το δρόμο για φυσική του ανάγκη και τινάχτηκαν τα δυο πόδια του. Τα μικρότερα αγόρια κατάφεραν να τον κουβαλήσουν πίσω ως το σπίτι της ξαδέλφης της Ελένης, της Αντώνοβας Παρούση, στη δυτική άκρια του Μπαμπουριού, αλλά πέθανε εκεί, βλαστημώντας ενώ το αίμα του πλημμύριζε ποτάμι το πάτωμα μπροστά στα μικρά παιδιά της που παρακολουθούσαν . Ο πολιτικός επίτροπος της Μουργκάνας, ο Κώστας Κολιγιάννης, αντιλαμβανόταν πως οι νάρκες και οι αυξημένες σκοπιές δεν αρκούσαν για να εξασφαλίσουν την πλήρη «συνεργασία» των χωριανών του Λα. Αποφάσισε να εγκαταστήσει στο χωριό σταθμό πολιτοφυλακής όπως εκείνος που υπήρχε στο Μπαμπούρι. Του χρειαζόταν να βρεθεί ένα σπίτι αρκετά ευρύχωρο, ώστε να υπάρχουν το γραφείο της πολιτοφυλακής, δωμάτια για τις ανακρίσεις κι ένα σίγουρο κατώι για κρατητήριο. Το μόνο αρκετά μεγάλο σπίτι του Λια ήτανε της Αμερικάνας. Κάποιο πρωί στα μέσα Μαρτίου, η Ελένη άνοιξε την πόρτα της και είδε το Σωτήρη Δραπέτη να στέκεται απέξω. Το αντίκρισμα των φιδίσιων ματιών στο αδύνατο, νόστιμο πρόσωπο, της έφερε κόμπο στο λαιμό γιατί θυμήθηκε τη μέρα που της είχε αναστατώσει το σπίτι ψάχνοντας για όπλα. Ο Σωτήρης πληροφόρησε την Ελένη πως ο Δημοκρατικός Στρατός χρειαζόταν το σπίτι της για το νέο σταθμό της πολιτοφυλακής του. Για λόγους ασφαλείας δε θα επιτρεπόταν να παραμείνει εκεί κανένας πολίτης. Είχε είκοσι τέσσερις ώρες διορία να βρει άλλη κατοικία για τη φαμελιά της. Η Ελένη ήξερε πως μόνον ένα μέρος τους είχε απομείνει να πάνε· το σπίτι των γονιών της με τα δυο του δωμάτια, που ήταν άδειο αφότου τα πρωτοπαλίκαρα του Σωτήρη είχανε ξυλοφορτώσει τη Μεγάλη και την αναγκάσανε να κουβαληθεί στης θυγατέρας της. Μέσα στη νύχτα οι Γκατζογιανναίοι τοιμάστηκαν να μετακομίσουν από το Περιβόλι στην Κατωχώρα. Εκτός από τις δεκατέσσερις γίδες, τα στρωσίδια τους, τα ρούχα τους και λίγο καλαμπόκι, δεν υπήρχαν άλλα πολλά για να περισωθούν. Ο Σωτήρης πρόσταξε την Ελένη ν' αφήσει εκεί τη ραπτομηχανή και το γραμμόφωνο· τα χρειαζόταν ο Δημοκρατικός Στρατός. Η Ελένη τύλιξε τη φωτογραφία του Χρήστου και τον κωνσταντινοπολίτικο χρυσό μαστραπά σε κάτι ρούχα, ύστερα αμίλητη άρχισε ν' αποχαιρετά το σπίτι όπου είχε περάσει τα είκοσι δύο χρόνια του γάμου της. Σ' Digitized by 10uk1s

αυτές τις κάμαρες είχε γεννήσει τα παιδιά της και είχε παρακολουθήσει να πεθαίνει η πεθερά της. Ήτανε σαν ν' άφηνε πίσω ένα κομμάτι από το κορμί της. Η Ελένη στάθηκε για λίγο μπροστά στο εικονοστάσι στη γωνία, όπου πρώτο πράμα κάθε πρωί και τελευταίο κάθε νύχτα σταυροκοπιότανε. Τριγύρισε, χαϊδεύοντας εκείνα τα λούσα που είχανε κάνει το σπίτι της το πιο όμορφο του χωριού: το μπρούντζινο κρεβάτι, τη χτιστή παπουτσοθήκη, το τρεχούμενο νερό που πολυμήχανα κατέβαινε από βαρέλια κρεμασμένα έξω από την κουζίνα, τη θεόρατη αυλόπορτα με τα μπρούντζινα χερούλια και το κουδούνι, το πελεκητό τζάκι με τ' όνομα του αντρός της χαραγμένο. Κοίταζε για στερνή φορά από το παράθυρο τη θέα των κοιλάδων και των βουνών στο νότο. Δε θα ξανάβλεπε ποτέ από τούτη τη μεριά των βουνών στο νότο. Μόνον ένα τέταρτο κατήφορος στη βουνοπλαγιά ήτανε το μέρος που πήγαινε, της φαινόταν όμως πως βρισκότανε στην άλλη άκρη του κόσμου. Καθεμιά από τις θυγατέρες της αποχαιρέτησε με το δικό της τρόπο το σπίτι όπου είχε γεννηθεί. Η Όλγα μάζεψε τα προικιά της από τον κρυψώνα τους στο σπίτι της Ράνως και της Τάσαινας, τα τύλιξε προσεχτικά σ' ένα μουσαμά και τα κουβάλησε στο σπίτι της γιαγιάς της. Η Φωτεινή άδραξε το σακουλάκι με τα μπιχλιμπίδια που της είχε χαρίσει ο υπεύθυνος της επιμελητείας, ο Χαντζάρας. Ο Νικόλας τριγυρνούσε αμίλητος απ' έξω, κάνοντας μια τελευταία επίσκεψη στα μέρη που του ήτανε τόσο οικεία όσο το πρόσωπο της μάνας του.

Η αναχώρηση από το σπίτι ήτανε η πρώτη μεγάλη ανατροπή της ζωής μου. Στα οχτώ χρόνια αφότου γεννήθηκα, είχανε πλήξει το Λια επιδρομές, μάχες, βόμβες, εκτελέσεις και πείνα, ωστόσο κάθε μέρα ξυπνούσα κι αντίκριζα την ίδια θέα των βουνών στα πόδια μου, με τη μουριά μπροστά μπροστά, και κάθε νύχτα αποκοιμιόμουν πλάι στο ίδιο τζάκι με τη μάνα μου και με τις αδερφάδες μου τριγύρω. Ήξερα το Περιβόλι σπιθαμή προς σπιθαμή· που έκρυβε κάθε κότα τ' αυγά της, πότε θα μπουμπουκιάσει και θα δέσει καρπό το κάθε δέντρο και που θα προσγειωθούνε τα κοράκια για να τσιμπήσουνε γυρεύοντας φαΐ και για να πέσουν ίσως σε κανένα από τα χοντροφτιαγμένα μου δόκανα. Πέρασα από τη μεριά του περιβολιού όπου είχα σκάψει την κακορίζικη χαβούζα μου για να κολυμπάω και πήγα ως τον αχερώνα πάνω από το μόλο της φάρας του Μήτρου, όπου κάποτε είχα παρακολουθήσει ένα νιόπαντρο ζευγάρι να ξεμοναχιάζεται από το συγγενολόι και να καταπιάνεται με κάτι μυστήριες ακροβασίες, που τόσο ζωηρά τις μιμήθηκα στους δικούς μου προσθέτοντας και τους κατάλληλους ήχους, ώστε η περιγραφή μου έκανε ακαριαία πάταγο σ' όλο το Περιβόλι. Έριξα μια στερνή ματιά στα βουναλάκια και στις χαμηλές μάντρες, όπου τ' αγόρια του μαχαλά έπαιζαν τον πόλεμο. Κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου δεν έμεναν αγόρια της ηλικίας μου, και μολονότι ποτέ δεν κατάφερα ν' αποσπάσω το θαυμασμό του Νίκο Μήτρου, θα μου έλειπε η συντροφιά των παιδιών του μαχαλά, ακόμα και του κλαψιάρη του Λάκη, που ήταν, εντέλει, ο πιο στενός μου φίλος. Ήξερα το σπίτι μου και την αυλή μου στην εντέλεια όπως ένας φυλακισμένος ξέρει το κελί του, και τώρα που θα φεύγαμε ένιωθα τα ίδια κακά προαισθήματα που θα νιώθει ίσως κάποιος φυλακισμένος βρίσκοντας άξαφνα την κάρτα του κελιού του ανοιχτή. Το σπίτι του παππού μου μου φαινότανε απαίσιο, γιατί, και τώρα που έλειπε ο παππούς μου, η βλοσυρή, απειλητική παρουσία του εξακολουθούσε να γεμίζει την κάθε χαραμάδα. Η μετακίνηση από τη σιγουριά του Περιβολιού κάτω χαμηλά στο σπίτι του Χαϊδή ήτανε η πρώτη ρωγμή στο οικοδόμημα της ζωής μου, πολύ πιο δύσκολη για μένα από τη μεγάλη μετακίνηση που θα ερχόταν αργότερα, από την Ελλάδα στην Αμερική. Τότε πια δε μ' ένοιαζε τι τόπο άφηνα και που πήγαινα, γιατί δεν είχε απομείνει γωνιά στον κόσμο όπου να νιώθω ασφάλεια. Digitized by 10uk1s

Το άλλο πρωί, τρεις πολιτοφύλακες έφτασαν στου Γκατζογιάννη λίγο μετά την αυγή. Ήταν και οι τρεις μεγαλόσωμοι και γεροδεμένοι και είχανε τα παγερά μάτια των απανταχού αστυνομικών. Δίχως άχνα, οι Γκατζογιανναίοι παρακολούθησαν τους αστυνομικούς να μπαίνουν στο σπίτι τους, κι από πίσω ο Σωτήρης Δραπέτης, που θα ήταν ο υπεύθυνος του άλφα δύο στο χωριό. Μετά, βάζοντας μπροστά τα ζωντανά, πήρανε το δρόμο από το Περιβόλι για τελευταία φορά, δίχως να κοιτάζουνε πίσω τους. Η εγκατάσταση σταθμού της πολιτοφυλακής προκάλεσε αμέσως κάποια αδιόρατη, ωστόσο διάχυτη, μεταβολή στην ατμόσφαιρα του Λια. Πρόσφερε στους χωριανούς μεθυστικές νέες εξουσίες και μια καθολική ανασφάλεια. Το κουτσομπολιό ήτανε ανέκαθεν το μπαχαρικό που καρύκευε και νοστίμευε τη μονοτονία της ζωής του χωριού. Σε μια βουνοπλαγιά, όπου το κάθε σπίτι έχει στα πόδια του την αυλή του από κάτω, τίποτε δεν μπορεί να μείνει κρυφό. Αν μια γυναίκα τσακωνόταν με τον άντρα της ή παραμελούσε να βάλει την μπουγάδα της, αν δυο άντρες αρπάζονταν πάνω στο τάβλι, μέσα σ' ένα εικοσιτετράωρο θα το μάθαιναν οι πάντες στο χωριό και για μια βδομάδα θα κουβεντιάζανε τα καθέκαστα. Κανένας δεν ήταν άτρωτος στο κουτσομπολιό. Αν κάποιος δεν ήτανε άσκημος ή κοντός, χαζός, μπεκρής, απατεώνας, τσιγκούνης ή κερατάς -δηλαδή, αν δεν υπήρχε τίποτα το αξιοκατάκριτο ή κατά κάποιο τρόπο το ασυνήθιστο σε κάποιον- τότε θα τον πασάλειβε η βούρτσα της φάρας του. Ο παππούς του Λουκά Ζιάρα, λόγου χάρη ήταν παθιασμένος τζογαδόρος, σκλάβος στο ζάρι, και γι' αυτό το παράνομά του Σπυρόπουλος ξεχάστηκε και πήρε τη θέση του το Ζιάρας. Από τότε, τη φάρα του Σπυρόπουλου την ακολουθούσε η υποψία πως είχε αδυναμία στον τζόγο. Το κουτσομπολιό του χωριού ήτανε ανέκαθεν σχετικά ανώδυνο, αλλά ο σταθμός της πολιτοφυλακής του προσέδωσε ξαφνικά νέα σημασία. Ωσότου έφτασε η πολιτοφυλακή, κανένας ουσιαστικά δε λογάριαζε τις αλληλοκατηγορίες των χωριανών. Τώρα κάποιος μπορούσε να πάει εκεί και να καταγγείλει πως ο γείτονάς του είχε κασέλες γεμάτες καλαμπόκι ενώ οι άλλοι πεινούσαν, κι ευθύς με την αύριο μια κουστωδία αντάρτες θα χιμούσαν μέσα στο σπίτι του γείτονα να του κατασχέσουν όλο το καλαμπόκι του. Αν μια χωριανή είχε κουραστεί από τις ατέλειωτες αγγαρείες και δυσανασχετούσε που την αντικρινή γειτόνισσα δεν την καλούσαν τόσο συχνά, μπορούσε να πάει στην πολιτοφυλακή και να πει πως η άλλη χωριανή είχε βάλει ξεπίτηδες μια πέτρα στο πέταλο του μουλαριού της για να κουτσαίνει. Παρευθύς η γειτόνισσα συλλαμβανόταν κι εξαφανιζότανε. Κανένας από τους καταδότες δεν καλυτέρευε έτσι την προηγούμενη κλήρα του, ωστόσο ένιωθαν κάποια αίσθηση εξουσίας βλέποντας πόσο εύκολα μπορούσαν να κάνουν τους γείτονές τους να υποφέρουν. Καθημερινά στο μονοπάτι για το Περιβόλι πηγαινοέρχονταν οι χωριανοί που είχανε να καταγγείλουν κάποια παράβαση, πάντοτε επιμένοντας να μείνει τ' όνομά τους κρυφό. Οι πολιτοφύλακες κατένευαν κι ακούγανε προσεκτικά, και μόλις έφευγε ο καταδότης κρατούσαν σημειώσεις κι έδιναν τις πληροφορίες στο Σωτήρη, που τις καταχωρούσε στο σημειωματάριό του. Λίγες βδομάδες μετά την άφιξη της πολιτοφυλακής, το Λια είχε καταποντιστεί στην παράνοια. Οι ίδιοι οι πολιτοφύλακες ενθάρρυναν αυτό το φόβο. Άφησαν να κοινολογηθεί πως θα είχανε προνόμια όσοι καταγγέλλανε λόγια ή πράξεις που έδειχναν έλλειψη «συνεργασίας» με τους αντάρτες. Όποτε δύο η περσότεροι χωριανοί κουβεντιάζανε, κάποιος από τους αστυνομικούς τούς ζύγωνε και ρωτούσε για τι πράμα μιλούσαν. Επιπλέον, είχε διαδοθεί πως η αστυνομία διέθετε σατανικά μηχανήματα που μπορούσαν ν' ακούσουν τους πιο σιγανούς ψιθύρους πίσω από τα ντουβάρια των σπιτιών. Τούτο το παραδέχτηκαν οι χωριανοί ασυζήτητα, γιατί οι επισκέπτες στο νέο αστυνομικό σταθμό είχανε δει πάνω σ' ένα τραπέζι κάποιο βαρύ στρογγυλό μηχάνημα με μανιβέλα, που έβγαζε ύποπτο βουητό, το δίχως άλλο στα σωθικά του αποθήκευε μυστικά και παραβάσεις. Δεν Digitized by 10uk1s

ήξεραν πως ήταν όλο κι όλο μια μπαταρία με ξηρά στοιχεία που έδινε ρεύμα στο τηλέφωνο, Επειδή οι ντόπιοι άντρες το είχανε σκάσει όταν ήρθαν οι αντάρτες, το Λια ήταν κατά κύριο λόγο ένα χωριό με γυναικόπαιδα, έτσι οι πιο πολλοί καταδότες ήτανε γυναίκες. Μερικές χωριανές τις υποπτεύονταν πως κέρδιζαν ειδικά προνόμια όχι μόνο καρφώνοντας τους γείτονές τους, αλλά και πλαγιάζοντας στα κρεβάτια των ανταρτών. Πιο συχνά κατηγορούσαν δυο χωριανές πως μ' αυτό τον τρόπο συνεργάζονταν. Η μια ήταν η Καλλιόπη Μπαρδάκα, η όμορφη, στρογγυλοπρόσωπη νεαρή χήρα και φανατική κομμουνίστρια, που ο άντρας της είχε εξαφανιστεί στα 1943, σκοτωμένος από τον ΕΔΕΣ ενώ μετέφερε μηνύματα του ΕΛΑΣ, αφήνοντάς της να ταΐσει δυο μικρά παιδιά. Τη βλέπανε να μπαίνει καθημερινά στο σταθμό της πολιτοφυλακής και συχνά ήτανε μπροστά ως μάρτυρας όταν καλούσαν χωριανούς για να τους ανακρίνουν. Η άλλη ήταν η Σταυρούλα Γιάκου Ντάνγκα, η καλλονή του χωριού που ο άντρας της ο Δημήτρης είχε επιστρέψει στο φουρνάρικό του στη Χαλκίδα λίγο μετά το θάνατο του νεογέννητου γιου τους, εγκαταλείποντάς τη στο έλεος της πεθεράς της. Αν και ο Δημήτρης Ντάνγκας πολεμούσε τώρα στον κυβερνητικό στρατό, η γυναίκα του ήτανε από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές των ανταρτών, που της αναθέσανε να ορίζει αυτή ποιες χωριανές θα πηγαίνουν στις αγγαρείες με τα μουλάρια τους. Γρήγορα η Καλλιόπη Μπαρδάκα και η Σταυρούλα Γιάκου έγιναν οι πιο επίφοβες γυναίκες του Λια.

Η μετακόμιση στο σπίτι του Χαϊδή άφησε τους Γκατζογιανναίους μέχρις απελπισίας δίχως φαγώσιμα. Στο περιβόλι είχανε την παραγωγή από το μπαξέ τους κι όπως τριγύρω τους βρίσκονταν τα σφαγεία του στρατού, ο φούρνος, η επιμελητεία και οι αποθήκες, πάντα έβρισκαν τον τρόπο κάτι να ξαφρίζουν πότε πότε από τα εφόδια των ανταρτών. Σχεδόν κάθε χωριανή που της αναθέτανε να ψήσει δεκατέσσερις οκάδες ψωμί μ' ένα σακί αλεύρι των 10 οκάδων κατάφερνε να ξεχωρίζει τόσο ώστε να φτιάξει κι ένα καρβέλι για τη φαμελιά της, κι ας ζυγίζανε μετά οι αντάρτες το ψημένο ψωμί για να προλαβαίνουν κάτι τέτοια. Ο Χαντζάρας, ο χασάπης, δεν αρνιόταν να πασάρει κάνα σκάρτο κοψίδι —κεφάλια, πατσές, μυαλά, εντόσθια— σε παιδιά που τον παρακαλούσανε γλυκούτσικα. Μια όμορφη νεαρή διατεθειμένη να χαριεντιστεί μια στάλα, όπως η Ράνω Αθανασίου, κατάφερνε να πείσει τους αντάρτες ν' ανταλλάξουν με τ' αυγά της λίγο αλεύρι, αλάτι ή σαπούνι. Μια από τις παλιές γειτόνισσες της Ελένης ήτανε μανούλα να καλοπιάνει τους αντάρτες για να τη φιλεύουν τρόφιμα, ώσπου η παρουσία της πολιτοφυλακής σταμάτησε όλα σχεδόν αυτά τα υποβρύχια δώρα. Η Κώσταινα Θανάση ήταν μια παχουλή, κεφάτη γιαγιάκα, που το σπίτι της, κάτω ακριβώς από του Γκατζογιάννη, το χρησιμοποιούσαν γι' αποθήκη. Η Κώσταινα περιποιόταν τους αντάρτες σαν να ήτανε παιδιά της, τους έβγαζε τις στολές για να ψοφήσουνε οι ψείρες, τους μαντάριζε τις κάλτσες και κούρντιζε τη νοσταλγία τους. «Χρυσό μου αγοράκι, σαν να 'χεις πυρετό!» μουρμούριζε. «Να σου φτιάξω εγώ ένα χαμομήλι. Πόσο θα πονάει για σένα η μανούλα σου!». Οι αντάρτες χουχουλιάζονταν με τις περιποιήσεις της Κώσταινας και τις ξεπλήρωναν με δώρα παραμυθένια: μέλι, μαρμελάδα, λαρδί. Επειδή η γριούλα πάντοτε παραχάιδευε το Νικόλα Γκατζογιάννη, κατηφόριζε πότε πότε ως του Χαϊδή με κάποια από τα πολύτιμα αυτά αποχτήματα για το μικρό, κι εκείνος τα μοιραζόταν με τους δικούς του. Αλλά δίχως το περιβόλι της και μακριά από την επιμελητεία του αντάρτη, γρήγορα η Ελένη βρέθηκε με λιγοστό καλαμποκάλευρο και δίχως σταλιά αλάτι. Η Κάντα, πάντα μίζερη με το φαγητό, αρνιόταν επίμονα να φάει το ανάλατο ψωμί στο οικογενειακό τραπέζι. Η μάνα της είχε εξαντλήσει τ' αποθέματα των παροιμιών: «Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτερεί». «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι». Τώρα καρφώνοντάς την μ' ένα βλέμμα που έκανε την κοπέλα να ζαρώσει, η Ελένη δήλωσε: «Αλάτι - ξαλάτι, πρέπει να φας αυτό το ψωμί για να μην πεθάνεις. Και θα κοιτάξω να μην πεθάνεις, ακόμη κι αν χρειαστεί να φας βολβούς και σαλιγκάρια!». Digitized by 10uk1s

Ωστόσο, η καρδιά της πονούσε καθώς έβλεπε τα παιδιά να προσπαθούν να κατεβάσουν το άνοστο ψωμί. Εκμυστηρεύτηκε το πρόβλημά της στην Αγγελική Μπότσαρη Ντάικου, που έμενε ακριβώς πάνω από του Χαϊδή. «Έλα μαζί όταν θα πάω στη θεία Σούλα στο Περιβόλι», είπε η Αγγελική ψιθυριστά, μήπως κανένα από κείνα τα μηχανήματα της πολιτοφυλακής που κρυφάκουγαν ήτανε γυρισμένο καταδώ. «Οι αντάρτες ψήνουν όλο το ψωμί τους στο μαγερειό της και είμαι σίγουρη πως μπορεί να σου βρει λίγο αλάτι». Η Ελένη κίνησε μαζί με την Αγγελική ν' ανηφορίσει το μονοπάτι για το Περιβόλι πρώτη φορά αφότου τους είχανε διώξει από κει. Καθώς περνούσε έξω από το ίδιο της το σπίτι ταράχτηκε βλέποντας τα χλομά πρόσωπα των κρατουμένων να κοιτάζουν από τα σιδερόφραχτα παραθυράκια του κατωγιού της, όπου άλλοτε κρατούσε τις γίδες. Έξι αντάρτες σκοποί βολτάρανε απ' έξω. Η Ελένη είδε στην αυλή μια γυναίκα με χωριάτικη φορεσιά, που είχε πλάι της ένα κορίτσι ως δεκατριών χρονών, να μιλάνε ζωηρά ο κάποιους αντάρτες. Η γυναίκα φορούσε μαύρο σιγκούνι με κόκκινο γαϊτάνι, που έδειχνε πως ήταν από χωριό του Πωγωνίου. Το κορίτσι, με κυματιστά ρούσα μαλλιά, κρατούσε το χέρι της μάνας της. Η Ελένη παρακολουθούσε ανήσυχη, φαντάστηκε πως θα 'χαν έρθει από μακρινό χωριό να μάθουν για κάποιον από τους κρατουμένους. Ζύγωσε, προσπαθώντας ν' ακούσει κάτι, αλλά ένας από τους σκοπούς στην αυλόπορτα την έδιωξε. «Τράβα, δεν έχει τίποτα εδώ να δεις», την πρόσταξε. Καθώς οι δυο γυναίκες τάχυναν το βήμα τους, η Ελένη πρόσεξε πως καμιά από τις παλιές της γειτόνισσες δε βγήκε στην αυλόθυρά της να τη χαιρετίσει. Μια παράξενη σιωπή είχε πέσει πάνω στον παλιό μαχαλά της. Όταν έφτασαν στο σπίτι της θειας της Αγγελικής πάνω πάνω στο Περιβόλι, η τονωτική μοσκοβολιά του φουρνισμένου ψωμιού και το θερμό καλωσόρισμα της Σούλας Μπότσαρη καταλάγιασε κομμάτι την αγωνία της. Η Σούλα είπε στην Αγγελική και την Ελένη να κοπιάσουν, και μόλις άκουσε τα βάσανα της Ελένης, χάθηκε και γύρισε μ' ένα πάνινο σακουλάκι αλάτι. «Μην το συζητάς πως θα με πληρώσεις!» ψιθύρισε. «Οι γειτόνισσες πρέπει να βοηθιούνται συναμεταξύ τους τις δύσκολες ώρες. Μόνο μην πεις σε κανένα που το βρήκες!» Άξαφνα ένας βόγκος από το πλαϊνό δωμάτιο ανόρθωσε τις τρίχες στα χέρια της Ελένης. Στην αρχή νόμισε πως ήταν άρρωστο ζωντανό, αλλά ύστερα ο βόγκος σχημάτισε τη λέξη: «Νερό!». Η Σούλα έβαλε το δάχτυλο στα χείλια και τους έγνεψε να κοιτάξουν από την κλειδαρότρυπα στο πλαϊνό δωμάτιο. Η Ελένη έσκυψε να δει και η ανάσα της κόπηκε. Κάποιος που φορούσε τα υπολείμματα μιας στολής βρισκόταν εκεί στο πάτωμα, τεντωμένος πάνω σε μια φαρδιά σανίδα. Τα πόδια και τα χέρια του ήταν δεμένα με σύρμα στο ξύλο. Σάλευε αδιάκοπα και η Ελένη είδε πως το σύρμα είχε χωθεί παραπάνω από 'να πόντο μέσα στη σάρκα στους αστραγάλους του. Το πρόσωπό του ήτανε γυρισμένο πέρα, όμως μπόρεσε ν' ακούσει τον σχεδόν ακατάληπτο βόγκο: «Νερό! Να χαρείτε, νερό!» Γύρισε να κοιτάξει τη Σούλα και κείνη ψιθύρισε: «Είναι κρατούμενος. Είχανε πάρα πολλούς για να τους χωρέσει όλους το κατώι σου». «Για το Θεό, δεν του δίνεις λίγο νερό;» ρώτησε η Ελένη. «Μη γίνεσαι κουτή, παιδί μου!» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα με φωνή άξαφνα παγερή. «Αν με τσακώσουν, θα καταλήξω κι εγώ εκεί». Εκείνη τη νύχτα όταν μαζεύτηκαν όλοι ν' απολαύσουνε το φρέσκο ψωμί που τους είχε ψήσει η Ελένη με το αλάτι, για μια στιγμή τους παρακολούθησε που τρώγανε· ύστερα με φωνή που τους Digitized by 10uk1s

έκανε να σταματήσουν και να την κοιτάζουν, πρόσταξε τα παιδιά να μην ξανανεβούν ποτέ το μονοπάτι για το Περιβόλι. Απαντώντας στις ερωτήσεις τους είπε μόνο: «Εκεί γίνονται τρομερά πράγματα. Όλα έχουνε αλλάξει». Τα περσότερα από τα παιδιά δεχτήκανε αδιαμαρτύρητα το τελεσίγραφο της Ελένης. Σαν συσταζούμενες νεαρές, η Όλγα και η Κάντα οπωσδήποτε ήταν περιορισμένες στο σπίτι. Ο Νικόλας και η Φωτεινή είχαν συνηθίσει να παίζουν εκεί που τους άφηνε, μόνο μέσα στο περιβόλι του Χαϊδή. Ο Νικόλας είχε κάνει το μπαξέ με τις κουκιές κάτω από το σπίτι προσωπικό του βασίλειο και συχνά ξάπλωνε εκεί ανάσκελα ν' αγναντέψει τα σύννεφα που αρμένιζαν στο μαρτιάτικο ουρανό. Μιας που δεν ερχόταν πια κανένας από τους φίλους του να το δει, είχε άφθονο καιρό να συλλογιέται. Αλλά για τη δεκατετράχρονη Γλυκερία, που ήταν αδιόρθωτα περίεργη, η προειδοποίηση της Ελένης στάθηκε γαργάλισμα. Κάποιο ηλιόλουστο απομεσήμερο, όταν οι άλλοι έπαιρναν τον υπνάκο τους, γλίστρησε από τα περιβόλια πίσω από το παλιό τους σπίτι για να δει τι εννοούσε η μάνα της. Σκαρφαλώνοντας από τη μια πεζούλα στην άλλη, έφτασε ως το ξερολίθι που όριζε την κάτω μεριά του δικού τους περιβολιού και κοίταξε από πάνω βλέποντας την πιο απόμακρη από το μονοπάτι πλευρά. Ο αέρας ήτανε γλυκός έτσι που μοσκοβολούσανε οι αμυγδαλιές και η αύρα έφερε στ' αυτιά της το ρυθμικό θρυμμάτισμα της γης, κάποιος έσκαβε. Όπως πρόβαλε το κεφάλι της ακόμα πιο ψηλά από τον τοίχο, η Γλυκερία είδε έναν αντάρτη μέσα σ' ένα βαθύ λάκκο να φτυαρίζει χώμα. Στην άλλη άκρη του λάκκου στέκονταν δυο άντρες με τα χέρια τους πίσω. Σαν αστραπή το κορίτσι κατάλαβε τον πίνακα που αντίκριζε. Οι δεμένοι κρατούμενοι θα τουφεκίζονταν και ο αντάρτης έσκαβε τον τάφο τους μπρος στα μάτια τους. Κοίταξε τριγύρω και κατάλαβε γιατί το περιβόλι τους φαινόταν τόσο διαφορετικό· ήταν γεμάτο με ορθογώνια σχήματα από φρεσκοσκαμμένο χώμα —όλα τάφοι. Η Γλυκερία έγρουξε πνιχτά· ο αντάρτης σταμάτησε το σκάψιμο κι έπιασε το τουφέκι του που βρισκόταν καταγής. Αλλά εκείνη έτρεχε κιόλας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να την πάνε τα πόδια της κατά το σπίτι του Χαϊδή. Μόλις μπήκε, μ' ένοχο ύφος πήρε μια σκούπα κι άρχισε να σαρώνει τα μπροστινά σκαλιά, όμως η φυσιογνωμία της και η ασυνήθιστη προκοπή της την πρόδωσαν. Η Ελένη την κοίταξε εξεταστικά, έπειτα είπε: «Εντάξει, φασαριόζα! Τι σκάρωσες πάλι;» Στην αρχή η κοπέλα διαμαρτυρήθηκε άψυχα, ύστερα ξεφούρνισε με μιας όλη την ιστορία. Η Ελένη πατίκωσε τα χείλια της, ωσότου γύρω γύρω σχηματίστηκε ένα άσπρο στεφάνι, συνήθεια που την είχε όποτε ήτανε ανάστατη. «Πεθύμησα το σπίτι μας, κι έτσι πήγα να το δω», είπε η Γλυκερία, μόλις κρατώντας τα δάκρυα. «Μάνα, τους σκοτώνουν και τους θάβουν στην αυλή μας!. Δεν ξαναπάω εκεί!» Η Ελένη ένιωσε να εξανίσταται. Η ειρωνεία του πράγματος της έφερνε αναγούλα. Είχε χάσει τις ευκαιρίες να πάρει τη φαμελιά της από το χωριό προτού φτάσουν οι αντάρτες, γιατί έπρεπε να μείνει και να διαφεντέψει αυτό το σπίτι, και τώρα το σπίτι είχε γίνει φυλακή και τόπος εκτελέσεων. Με τη βεβήλωσή του, ένιωσε να διαλύεται και ο τελευταίος συναισθηματικός δεσμός της με το χωριό.

Όταν η άνοιξη πυρπόλησε τις κουτσουπιές, οι εκτελέσεις είχαν πια ενσωματωθεί στη ζωή του χωριού όπως άλλοτε οι προπαγανδιστικές συγκεντρώσεις. Οι χωριανοί όργωναν τα χωράφια τους και φρόντιζαν τα γεννήματά τους και γυρνούσανε το κεφάλι πέρα. Στο κάτω κάτω, μοναχά αιχμάλωτους φαντάρους και ξένους σκότωναν. Σ' ένα εμφύλιο πόλεμο το πιο φρόνιμο είναι να μη Digitized by 10uk1s

χώνεις τη μύτη σου σε τέτοια ζητήματα, να μη μπερδεύεσαι με τις δουλειές της λαϊκής δικαιοσύνης. Μόνο τα παιδιά παρακολουθούσαν αδιάλειπτα τις εκτελέσεις, θεωρώντας τες σαν μια καινούρια διασκέδαση. Το Νικόλα δεν τον άφηναν να βγαίνει από την αυλή, κι έτσι δεν καταλάβαινε που πήγαιναν τους δεμένους και δαρμένους κρατούμενους που τους περνούσαν συχνά από το μονοπάτι, ωστόσο άλλα παιδιά με λιγότερη επιτήρηση γρήγορα ανακάλυψαν που έπρεπε να κρυφτούν για να παρακολουθήσουν άνετα τα καθέκαστα. Μόνο δίκες σημαντικών προσώπων και δίκες που είχαν προπαγανδιστική αξία γίνονταν στην πλατεία του χωριού. Οι περισσότερες εκτελέσεις ξεμπερδεύανε πολύ πιο συνοπτικά, δίχως άλλους μάρτυρες εκτός από τους αντάρτες που τις πραγματοποιούσαν και τα παιδιά που τις παρακολουθούσαν από τους κρυψώνες τους. Πολλοί από τους φαντάρους που αιχμαλωτίστηκαν κατά την Επιχείρηση Πέργαμος εκτελέστηκαν στο νεκροταφείο πίσω από την καταστραμμένη εκκλησία της Παναγίας, στο νοτιότερο άκρο του χωριού, ακριβώς πριν από το σημείο όπου η πλαγιά του βουνού γέρνει απόκρημνη ως τα χαμηλώματα. Τα παιδιά που έμεναν στα λιγοστά σπίτια γύρω από την εκκλησία εύρισκαν παρατηρητήρια αρκετά ψηλά στη βουνοπλαγιά, ώστε οι αντάρτες δεν μπορούσαν να τα διώξουν πετώντας τους πέτρες. Εκεί ζητωκραύγαζαν, σφύριζαν και αποδοκίμαζαν όπως οι θεατές ενός ποδοσφαιρικού αγώνα, καθώς οι αντάρτες υποχρέωναν τους καταδικασμένους φαντάρους να σκάψουν τους τάφους τους, και κατόπιν να σταθούνε μπροστά για να τους τουφεκίσουν. Ο Γιώργος, ο επτάχρονος γιος του γανωτζή Λουκά Ζιάρα, παρακολουθούσε σχεδόν κάθε μέρα μαζί με την εξάχρονη αδερφή του την Ολυμπία. Ο Γιώργος θυμάται πως οι περσότεροι αιχμάλωτοι πέθαιναν φωνάζοντας τη μάνα τους, αλλά κάποιος ευφάνταστος φαντάρος διέθεσε το τελευταίο του δευτερόλεπτο για να ουρλιάξει: «Θείε Λεωνίδα!». Στην εμβρόντητη σιωπή που ακολούθησε, καθώς οι αντάρτες κοιτάζονταν κατάπληκτοι, ο αιχμάλωτος σαλτάρισε στον γκρεμό μπροστά του και κουτρουβαλώντας εξαφανίστηκε σώος και αβλαβής στα χαμηλώματα. Απ' όλες τις εκτελέσεις που παρακολούθησε ο Γιωργάκης, αυτή του άρεσε περσότερο. Αν και η Ελένη προσπάθησε να μη μάθουν τα παιδιά της τους σκοτωμούς, που συνεχίζονταν γύρω τους, δεν τα κατάφερε. Κάποια μέρα έστειλε την Κάντα να βοσκήσει τις γίδες μαζί με τη φιλενάδα της Ολυμπία Μπάρκα, που θα βοσκούσε το κοπάδι της φαμελιάς της. Πήραν το μονοπάτι για το Μπαμπούρι κι άφησαν τα ζωντανά να τριγυρνάνε σε μια ρεματιά στα μισά του δρόμου ανάμεσα στα δύο χωριά. Κουβεντιάζοντας, τα δυο κορίτσια περπατούσανε με τα μάτια σκυφτά ψάχνοντας γι' αγριοζουμπούλια με τη μενεξελιά κορυφή και τον άσπρο βολβό της ρίζας τους, που τον έλεγαν το «ψωμί της τούρας» γιατί την άνοιξη τα τρυγόνια τσιμπολογούσαν τους βολβούς μέσα από το χώμα. Οι χωριάτες μπορούσαν ν' αποσπάσουν τροφή από δεκάδες αγριολούλουδα: το καθετί από την πικραλίδα τρωγότανε· τα βελανίδια, ακόμα και τα κουκουνάρια θεωρούνταν γλύκισμα. Η άσπρη ρίζα που τη λέγανε «ψωμί της τούρας» ήτανε μια από τις μεγάλες απολαύσεις της Κάντας και πεινούσε. Βαδίζοντας με τα μάτια της στη γης, η κοπέλα είδε ένα σωρό πέτρες και σταμάτησε, παραλύοντας από κείνο που αντίκρισε. Μέσα από το σωρό πρόβαλε ένα ανθρώπινο χέρι ως το μπράτσο. Η Κάντα έσκυψε και σαν παλαβή τράβηξε ένα πλακουτσωτό λιθάρι κι ύστερα δεύτερο. Η χωριάτισσα με το σεγκούνι που 'χε το κόκκινο γαϊτάνι ήτανε ξυλιασμένη, νεκρή, τα χέρια της τεντωμένα ψηλά σαν για ν' αγκαλιάσουν τον ουρανό, τα μάτια της ορθάνοιχτα, τα χείλια της τραβηγμένα σε μια γκριμάτσα τρόμου. Η Κάντα ένιωσε το ανάριο εκείνο σάλιο στο στόμα της που σήμαινε ότι θα ξεράσει. Γύρισε να τσιρίξει της Ολυμπίας, που ερχότανε πίσω από τις γίδες. Τότε είδε άλλο ένα κουφάρι· μια κοπελίτσα πεσμένη με το κεφάλι στον ώμο σαν να κοιμόταν, το φωτοστέφανο των κυματιστών μαλλιών της στραφτάλιζε μπακίρι στο φως του ήλιου, το δέρμα της Digitized by 10uk1s

ακόμη αχνορόδινο. Έμοιαζε με κοιμισμένο παιδί, και η Κάντα αθέλητα άπλωσε το χέρι και την άγγιξε στο μάγουλο, οπότε τίναξε το χέρι της πίσω. Το κορμί ήτανε ζεστό. Ξανάβρε τη φωνή της. «Ολυμπία! Ολυμπία!» σκλήρισε. Μόλις η φιλενάδα της έφτασε αρκετά κοντά και είδε τα δυο κορμιά άρχισε να τσιρίζει και κείνη, όμως η Κάντα είχε ξαναβρεί την ψυχραιμία της. Κουκούβισε πάνω από το κορμί της μικρής. «Σσσ!» ψιθύρισε στην Ολυμπία. «Αυτή είναι πεθαμένη αλλά ετούτη ζει ακόμα! Πρέπει να τη βοηθήσουμε». Ένα θρόισμα στα κοντινά χαμόκλαδα έκαμε και τις δυο να γυρίσουν με μια τσιρίδα. Δυο άντρες που κρύβονταν εκεί σηκώθηκαν αργά, τα τουφέκια τους σημάδευαν την Κάντα και την Ολυμπία. Δίχως λέξη κούνησαν τις κάννες των όπλων γνέφοντάς τους να φύγουν. Η Κάντα ανασηκώθηκε νιώθοντας ακόμα τη ζεστασιά από το μάγουλο της κοπέλας στ' ακροδάχτυλά της. Κοίταξε την Ολυμπία, έπειτα και τα δυο κορίτσια όρμησαν για το σπίτι τους, σα να τα κυνηγούσαν, ξεχνώντας ολότελα τα ζωντανά που έβοσκαν παρακάτω. Μόλις έστριψαν, άκουσαν μια τουφεκιά. Όταν η Κάντα ξεχύθηκε μέσα στο σπίτι και ανιστόρησε όσα είχε δει, η Ελένη κάθισε στο πάτωμα και σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια. Στο μυαλό της πέρασε σαν αστραπή η εικόνα της μάνας και της θυγατέρας, που είχε δει φευγαλέα στην αυλή του σταθμού της πολιτοφυλακής να μιλάνε με τους αντάρτες. Είχε φανταστεί πως ρωτούσανε για κάποιο κρατούμενο, μα θα πρέπει να ήταν οι ίδιες κρατούμενες, και κείνο που είδε στην αυλή θα πρέπει να ήταν η δίκη τους. Η Ελένη θυμήθηκε με πόση εμπιστοσύνη κρατούσε η κοπέλα το χέρι της μάνας της. Ξεχείλισε η οργή της, και η ανημπόρια της έφερνε αηδία. Ποτέ δεν το φανταζόταν πως το πράμα θα καταντούσε ως εκεί. Είχε πιστέψει εκείνο που της έγραψε ο Χρήστος, πως οι αντάρτες ήταν Έλληνες που πολεμάνε για το δίκιο τους και δε θα πειράξουνε τη φαμελιά της. Για να τους καλοπιάσει και να προφυλάξει τα παιδιά της είχε εγκαταλείψει το σπίτι της, τα υπάρχοντά της και το φαγητό τους, είχε στείλει τη θυγατέρα της να γίνει ανταρτίνα και κάθε μέρα πήγαινε στις αγγαρείες που της ορίζανε, πάντοτε προσέχοντας μήπως πει κατιτί που θα μπορούσε να το πάρουν για κατηγόρια του Δημοκρατικού Στρατού. Είχε πιστέψει πως η υποταγή, όσο πικρή και να 'ταν, θα προφύλαγε τους δικούς της από το κακό. Μα τώρα σκότωναν γυναίκες και παιδιά! Κανένας στο χωριό δεν ήτανε σίγουρος. Η θύμηση της γυναίκας με το σεγκούνι και της κοκκινομάλλας θυγατέρας της την κυνηγούσε. «Πάμε πίσω να τις βρούμε», είπε η Ελένη στην Κάντα, και σηκώθηκε. «Μπορεί να 'ναι ακόμα ζωντανές. Δεν κάνει να τις παρατήσουμε εκεί!». Τα μάτια της Κάντας ήτανε σκληρά, συγκλονιστικά στο πρόσωπο ενός παιδιού. «Ακόμη και αν ήταν ζωντανές, τώρα είναι πεθαμένες», είπε με λογική που σου σπάραζε την καρδιά. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Θα 'θελα μόνο να μην την είχα αγγίξει». Ύστερα από την Επιχείρηση Πέργαμος, οι αντάρτες περίμεναν και άλλη επίθεση, που εκδηλώθηκε στις 30 Μαρτίου. Τούτη τη φορά ο Εθνικός Στρατός την ονόμασε Επιχείρηση Ιέραξ και σχεδίασε πάλι μια κίνηση λαβίδας που συνέκλινε στο Λια. Μόλις ο ορυμαγδός και οι καπνοί της μάχης προχώρησαν στην κοιλάδα στα πόδια της, η Ελένη παραδόθηκε ξανά στις ελπίδες της· τούτη τη φορά οι δικοί της ήταν όλοι μαζί στο σπίτι του Χαϊδή, και αν οι φαντάροι ζύγωναν σε οποιοδήποτε σημείο στα σύνορα του χωριού, αυτοί ήταν έτοιμοι να το σκάσουν. Οι αντάρτες όμως είχανε τοποθετήσει σωστά τα ναρκοπέδια και τις οχυρώσεις τους, κι έτσι οι φαντάροι δεν προελάσανε πιο πέρα από τα αντερείσματα της Μουργκάνας. Η μάχη κράτησε εφτά μέρες· οι εθνικόφρονες είχαν τριπλάσιες απώλειες από τους αντάρτες. Προχωρώντας βήμα βήμα προς το Λια, 267 στρατιώτες τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν και στις 5 Απριλίου, ύστερα από αυτή την ήττα, η Επιχείρηση Ιέραξ εγκαταλείφθηκε.

Digitized by 10uk1s

Αν και η μάχη δεν έφτασε ποτέ στο χωριό, μια Λιώτισσα πέθανε εξαιτίας της Επιχειρήσεως Ιέραξ. Το θύμα ήταν η Τσάβαινα, η γριά μάνα της Μαρίνας Κολλιού, της παλιάς γειτόνισσας της Ελένης. Καθώς το πυροβολικό των εθνικοφρόνων σφυροκοπούσε το Περιβόλι από τη μακρινή Μεγάλη Ράχη, η Τσάβαινα, που ήταν άρρωστη, έπεσε σε ύπνο βαθύ στο καμαράκι πίσω από την κουζίνα της θυγατέρας της, ενώ η Μαρίνα και η εγγονή της Τσάβαινας, η Όλγα Βενέτη, προσπαθούσαν να ησυχάσουν τα δυο αγοράκια της Όλγας. Αφού είχε πια νυχτώσει οι δυο γυναίκες τρόμαξαν ακούγοντας να τους βροντάνε οι αντάρτες την πόρτα. Οι αντάρτες τους ανακοίνωσαν πως χρειάζονταν το σπίτι εκείνη τη νύχτα για κατάλυμα των ενισχύσεων που περίμεναν να φτάσουν από τη Μακεδονία. Όλοι έπρεπε να φύγουν αμέσως. «Και τι θα κάνω τη μάνα μου;» ρώτησε η Μαρίνα Κολλιού. «Να τη βάλω να κοιμηθεί καταγής; Είναι ενενήντα χρονών κι έχει την καρδιά της». «Δε μας μέλλει τι θα κάνεις. Τράβα τη από το πόδι και πέτα τη στη ρεματιά!» απάντησαν οι αντάρτες. «Πάρ' τηνε από δω». Η Μαρίνα ήθελε να κουβαλήσει τη γερόντισσα στη ράχη της ως το σπίτι ενός γείτονα, αλλά η Όλγα επέμενε πως αν βγάζανε τη γιαγιά της στο χαλάζι των όλμων και στην παγωνιά της νύχτας, αυτό θα τη σκότωνε. Πρότεινε να κλειδώσουνε το καμαράκι όπου κοιμόταν η Τσάβαινα και να την αφήσουν εκεί ως το πρωί, οπότε θα γυρνούσαν να την πάρουν. Οι αντάρτες δε θα 'παιρναν χαμπάρι πως βρισκόταν εκεί. Ίσως το κόλπο πετύχαινε, αλλά όταν έφτασαν οι ενισχύσεις από τη Μακεδονία αργά μετά τα μεσάνυχτα, οι αντάρτες εξαντλημένοι και λαχταρώντας να ξεκουραστούν, άρχισαν να βροντοκοπάνε πόρτες και παράθυρα. Η γριά ξύπνησε και αντίκρισε να την κοιτάνε πίσω από το τζάμι σατανικές, βρώμικες φάτσες με γενειάδες, να ουρλιάζουν και να βρίζουν, να θέλουν να σπάσουν το παράθυρο. Σκλήρισε στη θυγατέρα της αλλά κανένας δεν αποκρίθηκε στις κραυγές της. Όταν η Μαρίνα και η Όλγα τη βρήκανε το πρωί, η Τσάβαινα ήταν πεσμένη στο πάτωμα παράλυτη. Πέθανε την ίδια μέρα, ενώ οι αντάρτες πανηγυρίζανε γύρω από το κουφάρι της τη νίκη τους και τη συντριβή των φασιστών. Με βαριά καρδιά, η Ελένη ανηφόρισε στο Περιβόλι για να παρακολουθήσει την κηδεία της γειτόνισσας ενώ τα χωνιά διαλαλούσαν τη μεγάλη νίκη. Όταν άρχισε η μάχη η Ελένη είχε παραδοθεί στις ελπίδες πως οι κυβερνητικοί φαντάροι ίσως έφταναν αρκετά ψηλά ώστε να το σκάσει η φαμελιά της. Τώρα ήταν σίγουρη πως δε θα τους δινόταν άλλη ευκαιρία. Οι αντάρτες φαίνονταν εγκατεστημένοι εκεί για πάντα, πολύ γερά οχυρωμένοι για να σπάσουνε τα τείχη του κάστρου τους. Η Ελένη άκουγε τα μοιρολόγια για το θάνατο της Τσάβαινας. Δεν είχανε περάσει δυο μήνες που η Φωτεινή την είχε επισκεφθεί σ' ένα όνειρο και της είχε πει να ετοιμάζεται· θα 'παιρνε πρώτα την Τσάβαινα, ύστερα θα γυρνούσε να πάρει εκείνη. Τώρα η Τσάβαινα είχε κινήσει στο ταξίδι του Χάρου, και η Ελένη δεν μπορούσε να διώξει το αίσθημα πως η δικιά της η μοίρα είχε αρχινίσει να ξετυλίγεται, κατά τα λεγόμενα της πεθεράς της. Η υποψία και ο φόβος φαρμάκωνε όλα τα σπίτια του χωριού, κάνοντας τους γείτονες ακόμα και τους συγγενείς να προσέχουν τι θα πουν συναμεταξύ τους. Η Ελένη δεν είχε μείνει απρόσβλητη από τούτη τη γενική παράνοια, και όταν κάποιο πρωινό του Απρίλη δέχτηκε την απροσδόκητη επίσκεψη του Σπύρου Μιχόπουλου, ο φόβος έκανε τα χέρια της να τρέμουν και τη φωνή της να ηχήσει ψεύτικη καθώς τον καλωσόρισε. Η Ελένη έβλεπε με συμπάθεια το νέο καφετζή προτού οι αντάρτες τον κάνουν πρόεδρο του χωριού, Digitized by 10uk1s

και τη στεναχωρούσε ο τρόπος που οι χωριανοί τον είχανε απομονώσει εξαιτίας της πάλης του με το χτικιό. Ο Σπύρος Μιχόπουλος ήτανε πάντοτε ευγενικός και γλυκομίλητος με την Ελένη, ολοπρόθυμος να την εξυπηρετήσει. Ωστόσο η Ελένη ήξερε πως κάτι τέτοιοι άνθρωποι συχνά κρύβουν μέσα τους έχθρα για τους γείτονες που η ζωή τούς είχε μεταχειριστεί ευνοϊκότερα. Έτσι όπως καθόταν στην καρέκλα που του έβγαλε η Ελένη στη βεράντα, με τα μακριά, λιγνά κανιά του διπλωμένα αδέξια, ξεκουκίζοντας άσκοπα το κομπολόι του, ο Μιχόπουλος έδειχνε γνοιασμένος. Όμως, σκέφτηκε η Ελένη, πάντα έτσι έδειχνε. Ανάμεσα στα μάτια του είχε πάντοτε ζάρες· το κιτρινιάρικο μούτρο του ήταν ένα μακρουλό, θλιβερό ανάποδο τρίγωνο με χτενισμένα πίσω τα μαύρα μαλλιά, που αραίωναν στους κροτάφους. Αν και τα χαρακτηριστικά του ήταν κανονικά, τα τεράστια αυτιά του Σπύρου και το μικροσκοπικό σαν οδοντόβουρτσα μουστακάκι του έδιναν κάπως όψη παλιάτσου. Σήμερα όμως η Ελένη τον βρήκε πολύ πιο ανησυχητικό παρά κωμικό, και η επίσκεψή του της φάνηκε κακό σημάδι. Έκρυψε τους φόβους της με την προθυμία της να τον φιλέψει λίγο γάλα ζεστό, κι ύστερα κάθισε αντίκρυ του. «Είσαι καλά, Σπύρο;» αποκότησε να τον ρωτήσει. «Μοιάζεις σαν να πέσανε έξω τα καράβια σου». Το γουβιασμένο στήθος του φούσκωσε και ξεφούσκωσε σ' ένα βαθύ στεναγμό και κούνησε το κεφάλι του πένθιμα. «Οι αντάρτες όλην ώρα μου γυρεύουν να τους δίνω πιο πολλούς για τις αγγαρείες, πιο πολλά μουλάρια, πιο πολλά τρόφιμα, όμως οι χωριανοί θέλουν να μένουν στο σπίτι να κοιτάνε τη φαμελιά τους και τα χωράφια τους», είπε. «Καταλαβαίνω πως το νιώθουνε η μια μεριά και η άλλη, μα εγώ βρίσκομαι ολοένα μαγκωμένος ανάμεσα στις δυο μυλόπετρες». Φάνηκε πως θα σωριαστεί. «Πασχίζω να 'μαι δίκαιος». «Το ξέρω, Σπύρο», αποκρίθηκε η Ελένη, κι αναρωτιόταν που το πάει. «Μα ο κόσμος δε θέλει να 'μαι δίκαιος!» ξέσπασε, «θέλουν ο γείτονας, που δεν είναι πιστός στον αγώνα, να φορτώνεται παραπάνω δουλειά από κείνους. Και φυσικά, ο καθένας είναι πιο αφοσιωμένος στον αγώνα από το γείτονα». Τούτο θα ‘ναι λοιπόν, σκέφτηκε η Ελένη. Επειδή ο πατέρας της ήτανε βασιλικός και ο άντρας της Αμερικάνος, οι χωριανοί γκρινιάζανε πως αυτή θα 'πρεπε να φορτώνεται για τιμωρία πιο πολύ δουλειά. Προσπάθησε να διαβάσει το πρόσωπο του Μιχόπουλου, όμως εκείνος αγνάντευε πέρα από τον ορίζοντα με μια μελαγχολία που ξεχείλιζε ως τ' ακροδάχτυλά του. Στριφογυρνούσε στα χέρια του την κούπα με το γάλα κι άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα, θαρρείς στον εαυτό του. «Στην αρχή, όταν πολεμούσαμε τους ξένους καταχτητές ήτανε τόσο απλό, και τόσο ...δίκαιο», είπε. «Τώρα όλα αλλάξανε». Σώπασε. Η Ελένη ήταν σίγουρη πως προσπαθούσε να την παρασύρει να πει κατιτί επικριτικό για τους αντάρτες, και δεν του αποκρίθηκε. «Θα χειροτερέψει!» φώναξε, γυρνώντας απότομα καταπάνω της. «Το χωριό δεν είναι πια σίγουρο! θα γίνουν κι άλλες επιθέσεις, κι άλλη αιματοχυσία. Δε θέλω να βλέπω γονιούς να κλαίνε τα παιδιά τους». Η Ελένη δεν καταλάβαινε γιατί έδειχνε τόσο επίμονος και τόσο ξαναμμένος. Εκείνος ανάσανε βαθιά, συγκεντρώθηκε, και είπε: «Φρόνιμα έκανες που έφυγες από το Περιβόλι, Ελένη. Μα κι εδώ ακόμα δεν είναι σίγουρα». Κοίταξε το πρόσωπό της εξεταστικά. «Πρέπει να πας παρακάτω Ελένη! Πήγαινε όσο πιο κάτω μπορείς. Μ' ακούς τι σου λέω;»

Digitized by 10uk1s

Τον θωρούσε, απορώντας γιατί φέρεται τόσο παράξενα. Της έλεγε να μετακομίσει κάτω κάτω στο χωριό να μείνει με τη συννυφάδα της, ακόμα πιο πέρα από τις θέσεις των ανταρτών που θα δέχονταν τον καταιγισμό των εχθρικών πυρών ή μήπως εννοούσε κάτι άλλο; Καθώς αναλογιζόταν με ποιο τρόπο να τον ρωτήσει χωρίς να πει κάτι το ενοχοποιητικό, εκείνος σφούγγισε το μουστάκι του, πετάχτηκε ορθός, την ευχαρίστησε νευρικά για την ανέγγιχτη κούπα το γάλα κι έφυγε. Αφού είχε πια φύγει η Ελένη αναρωτήθηκε φευγαλέα μήπως πάσχιζε να της πει να το σκάσει από το χωριό, ύστερα όμως γύρισε στην αρχική της πεποίθηση πως η επίσκεψή του ήτανε μια προσπάθεια να την παγιδέψει για να πει κατιτί εναντίον των ανταρτών.

Στις αρχές Απριλίου το χωνί του τελάλη διαλάλησε μια πρόσκληση που έφερε αναστάτωση σ' όλο το χωριό: «Όσες μανάδες έχουνε παιδιά από τριών μέχρι δεκατεσσάρων να πάνε αμέσως στην Αγιά Τριάδα!» Οι μανάδες τρέξανε στην πλατεία του χωριού, και ψιθυριστά ρωτούσανε η μια την άλλη σαν τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Κυκλοφόρησε μια φήμη πως θα γινόταν διανομή τροφίμων στα σπιτικά που είχαν μικρά παιδιά. Ο Νικόλας και η Φωτεινή ήταν αρκετά μικροί για να δικαιούνται, λογάριαζε η Ελένη. Μια παραπανίσια μερίδα ζάχαρη, λαρδί ή αλεύρι θα ήτανε θεόσταλτη. Αντίθετα με τη ζεστασιά της ολοφώτεινης ανοιξιάτικης μέρας, το σκοτεινό εσωτερικό της εκκλησίας ήταν μουχλιασμένο και παγερό! Αφότου ο παπα-Θόδωρος είχε φύγει από το χωριό, δε γίνονταν λειτουργίες. Τα εικονίσματα και το δεσποτικό ήτανε πνιγμένα στη σκόνη, αλλά οι γυναίκες μπαίνοντας στην εκκλησία, πολλές κουβαλώντας και μωρά, ασυναίσθητα σταυροκοπιόνταν και σταματούσαν ν' ασπαστούν την εικόνα της Παναγίας. Από συνήθεια μαζεύτηκαν στο γυναικωνίτη πίσω πίσω, αλλά κάποια μικρόσωμη μελαχρινή, μια νεαρή ανταρτίνα με στολή και φυσεκλίκια στο στήθος της τους έδειχνε να πάνε μπροστά. Έμοιαζε καλό σημάδι πως θα τους μιλούσε γυναίκα. «Μανάδες του Λια», φώναζε εκείνη. «Σας συγκεντρώσαμε γιατί τα παιδιά σας κινδυνεύουν». Στην εκκλησία έπεσε σιγαλιά. Κάποια έκανε ένα μωρό που έκλαιγε να σωπάσει. «Οι φασιστικές επιθέσεις ενάντια στο χωριό σας θα συνεχιστούν», είπε η ανταρτίνα. «Αν τα παιδιά σας δεν τα χτυπήσει σφαίρα ή βόμβα, θα πεθάνουν σιγά σιγά από την πείνα. Το ξέρετε πως δεν έχουν απομείνει τρόφιμα μήτε για τους πολεμιστές μας. Όλες ακούτε τα παιδιά σας να κλαίνε από την πείνα». Οι μανάδες τη θωρούσαν. Το ήξεραν πως όλα τούτα ήτανε σωστά, μα τι περίμενε από αυτές να κάνουν; Πότε θα 'φτανε να τους πει για τα παραπανίσια τρόφιμα; «Τα παιδιά σας είναι ο λόγος του αγώνα μας, να φτιάξουμε γι' αυτά μια καλύτερη Ελλάδα», τσίριξε η στρατιωτίνα. «Εσείς οφείλετε να μοιραστείτε τις δυσκολίες μας, αλλά δεν είναι σωστό να τα κάνουμε κι αυτά να υποφέρουν. Επειδή το κόμμα ενδιαφέρεται πολύ και αγαπάει τα παιδιά σας, οι ηγέτες μας βρήκαν τον τρόπο να τα σώσουν». Σταμάτησε δραματικά. «Σας καλέσαμε για να σας ανακοινώσουμε πως οι λαϊκές δημοκρατίες, ανάμεσά τους και οι γείτονές μας, η Αλβανία, η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία, άνοιξαν την αγκαλιά τους στα παιδιά σας! Θα δεχθούν όλα τα παιδιά που οι γονείς τους θα υπογράψουν τούτο εδώ το χαρτί, θα τα φροντίσουν, θα τα καλοταΐσουν, θα τους δώσουν καινούρια ρούχα και θα τα σπουδάσουν να γίνουνε γιατροί, μηχανικοί, αξιωματικοί —ό,τι τους επιτρέπουν οι ικανότητές τους. Και όταν τελειώσει ο πόλεμος και κυματίζει η Κόκκινη Σημαία σ' όλη την πατρίδα μας, θα γυρίσουνε σε σας, ψηλά, γερά κι ευτυχισμένα, έτοιμα να καταλάβουν τη θέση τους στη νέα Ελλάδα». Digitized by 10uk1s

Χρειάστηκε μια δυο στιγμές για ν' αντιληφθούν οι χωριανές τι τους έλεγε η ανταρτίνα. Αλλάζανε τρομαγμένες ματιές και ασυναίσθητα κολλήσανε τα κουτσούβελα σφιχτότερα πάνω τους. Εκείνη στεκότανε μπροστά τους μ' ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της και τους ζητούσε να της δώσουν τα παιδιά της για να τα πάρει στα ξένα! Οι χωριανές κοιτούσανε το χαρτί στο χέρι της σαν να ήταν φίδι. Η ανταρτίνα δε φάνηκε να πρόσεξε την αντίδραση. Ξέσπασε μ' ενθουσιασμό. «Θέλω η καθεμιά από σας να βγει μπροστά και να μου δώσει τα ονόματα και την ηλικία των παιδιών της. Σ' ένα μήνα περίπου θα τα πάρουν για την καινούρια ζωή τους, μακριά από τον κίνδυνο, το φόβο και την πείνα. Λοιπόν, ποια θα είναι η πρώτη;» Το σκοτεινό εσωτερικό της εκκλησίας, κάτω από τ' άγρια μάτια του Χριστού Παντοκράτορα στον τρούλο, άρχισε να φαίνεται αφόρητα κλειστό. Η Ελένη πιέστηκε για να κρατηθεί ήρεμη. Τα παιδιά της ήταν σιγουρεμένα στο σπίτι με τη Νίτσα και τη Μεγάλη, και τούτη η νεαρή γύρευε εθελοντές. Ήταν νέα κι ανύπαντρη, δεν ήξερε τι σημαίνει να 'χεις παιδί, δεν καταλάβαινε τι τους γύρευε. Ύστερα από λίγο, όταν καμιά δε θα πρόσφερε τα παιδιά της, θα έβλεπε το λάθος της και θα τις άφηνε να πάνε στο σπίτι τους. Το κυριότερο, έλεγε η Ελένη μέσα της, ήταν να μείνει ήρεμη, να μη θυμώσει τους αντάρτες, να μην τραβήξει την προσοχή τους πάνω της. Η Τάσαινα Μπαρτζώκη, πλάι της, έσκυψε και ψιθύρισε: «Αν όλες μαζί της πούμε "Όχι" με μια φωνή, τι μπορεί να μας κάνουν;» Η Ελένη κούνησε ανάλαφρα το κεφάλι της. Η νεαρή μπροστά τους είδε την κίνηση, «Γιατί διστάζετε;» ρώτησε. «Υπάρχει κανένας ή κατιτί που σας εμποδίζει;» Της αποκρίθηκε η φωνή της Όλγας Βενέτη: «Μοναχά ο πόνος για τα παιδιά μας», είπε. «Τίποτε άλλο». Η ανταρτίνα πιέστηκε να 'ναι υπομονετική. «Δεν πρέπει να προσκολλάστε στα παιδιά σας και να τ' αφήνετε να σκοτωθούν από 'να εγωιστικό μπουρζουάδικο συναισθηματισμό!» τις αποπήρε. «Προτιμάτε να τα δείτε να πεθαίνουν εδώ παρά να ζήσουν ευτυχισμένα με ασφάλεια;» Ταίριαξε στο πρόσωπό της ξανά ένα χαμόγελο. «Τώρα θα σας ρωτήσω μία μία ξεχωριστά», είπε. «Ποια θα δείξει στις υπόλοιπες τη σωστή απόφαση;» Πιο κοντά της βρισκότανε η Ξάνθω Βενέτη, η γυναίκα του βαγενά, που κρατούσε τον τρίχρονο γιο της. «Συναγωνίστρια Ξάνθω, θα δώσεις στα παιδιά σου την ευκαιρία να ζήσουν μια ζωή χωρίς φόβο;» Η αχαμνή γυναίκα μίλησε δίχως να σκεφτεί: «Καμιά από μας δε θα δώσει τα παιδιά μας!» Έπεσε σιωπή· η Ξάνθω είχε σπεύσει απόκοτα να μιλήσει για όλες. Η ανταρτίνα την αναμέτρησε, ύστερα κάτι έγραψε σ' ένα κομμάτι χαρτί. Η Ξάνθω ξεροκατάπιε, φαντάστηκε πως ήτανε η θανατική καταδίκη της. Οι μανάδες περίμεναν, ελπίζοντας πως η αποκοτιά της Ξάνθως δε θα ξαμόλαγε την οργή της ανταρτίνας καταπάνω τους. Ένα δυνατό αναφιλητό έσπασε τη σιωπή και γυρνώντας είδανε την Καλλιόπη Μπαρδάκα να σπρώχνει μέσα από τις χωριανές για να βγει μπροστά. Οι μανάδες αλλάξανε ματιές με νόημα. Η Καλλιόπη ήτανε η αρχιχαφιέδαινα της πολιτοφυλακής και πλάγιαζε με τους αντάρτες, υποψιάζονταν οι πάντες. «Εγώ είμαι η πρώτη!» έκλαιγε η Καλλιόπη. «Τον άντρα μου τον σκοτώσανε οι φασίστες και δε θ' Digitized by 10uk1s

αφήσω να πάθουν το ίδιο τα παιδιά μου. Θέλω να 'μαι η πρώτη που θα τα βάλω κάτω από την προστασία του κόμματός μας». Βγήκε μπροστά σφουγγίζοντας τα μάτια της. Η νεαρή ανταρτίνα την αγκάλιασε από τον ώμο ενώ σημείωνε τα ονόματα των δύο παιδιών της Καλλιόπης και της έδειξε που να βάλει ένα σταυρό. Καθώς γυρνούσε η Καλλιόπη στη θέση της, αντήχησε άλλη μια φωνή, σπαραχτική από την απόγνωση. «Πάρτε τα παιδιά μου, όλα εκτός από το μωρό!» Οι γυναίκες γύρισαν και είδαν πως εκείνη που μίλησε ήτανε η Νάκοβα Νταφλάκη, η τελευταία που θα περίμεναν να βγει μπροστά. Ο άντρας της Νάκοβας ήτανε Μάυς και είχε φύγει όταν ζύγωσαν οι αντάρτες για να γλιτώσει τη σίγουρη εκτέλεση. Ο Δημοκρατικός Στρατός εκδικήθηκε πετώντας τη Νάκοβα και τα τέσσερα μικρά παιδιά της από το σπίτι τους και δημεύοντας όλα τους τα τρόφιμα. Από τότε κοιμόντουσαν σ' έναν αχερώνα. Είχανε δει συχνά τη Νάκοβα να σκουπίζει τους στάβλους των ανταρτών για να μαζέψει από το χώμα κάνα σπειρί καλαμπόκι που είχε πέσει από τα παχνιά των αλόγων. Τώρα έδινε τα παιδιά της στους ίδιους τους ανθρώπους που την καταδίωκαν. Αφού υπέγραψε το χαρτί και η Νάκοβα, ακολούθησε έντονη σιωπή που την έσπαζαν μοναχά τ' αναφιλητά των δυο που είχαν προσφέρει τα παιδιά τους θεληματικά. «Αυτές οι δυο συναγωνίστριες άνοιξαν το δρόμο γιατί δεν είναι εγωίστριες», είπε η ανταρτίνα. «Ποια θ' ακολουθήσει;» Οι μανάδες μια πατούσαν στο 'να πόδι και μια στο άλλο, παρακολουθώντας την ομιλήτρια να γίνεται πιο ανυπόμονη. Τελικά τους είπε: «Θέλω να πάτε όλες στο σπίτι και να σκεφθείτε πολύ τι είναι το καλύτερο για τα παιδιά σας. Αν πραγματικά τ' αγαπάτε, θα τ' αφήσετε να φύγουν». Βγαίνοντας από την εκκλησία οι μανάδες απροκάλυπτα αποφύγανε εκείνες τις δυο που είχαν υπογράψει για τα παιδιά τους. Η Νάκοβα Νταφλάκη έκλαιγε ακόμα όταν έφτασε στην πόρτα και πετάρισε τα μάτια στο φως του ήλιου. Κοίταξε ικετευτικά τις αμίλητες γυναίκες και είδε την Ελένη που τη θωρούσε με συμπόνια και φρίκη ανάκατες. «Τι άλλο μπορούσα να κάνω;» φώναξε με απόγνωση. «Κοιμόμαστε σ' έναν αχερώνα! Δεν έχω τίποτα να τα ταΐσω! Δεν μπορώ να τα βλέπω να πεθαίνουν, ε;» Η Ελένη δεν της αποκρίθηκε. Όπως και οι άλλες γύρισε την πλάτη της Νάκοβας κι έτρεξε στο σπίτι. Εκείνη τη νύχτα ξύπνησε κάμποσες φορές κι άπλωσε το χέρι στο σκοτάδι για να βεβαιωθεί πως ο Νικόλας ήτανε ακόμα εκεί στα στρωσίδια πλάι της.

Η μάνα μου γύρισε από τη συγκέντρωση στην εκκλησία με τα χείλια της άσπρα από το θυμό. Βημάτιζε πάνω κάτω και καταριόταν τις δυο μανάδες που είχανε παραδώσει τα παιδιά τους, «σαν να 'τανε γατιά», έλεγε και ξανάλεγε με απορία. Την παρατηρούσα, προσπαθώντας να διαβάσω την τύχη μου, και τελικά πρόσεξε την έκφρασή μου. Έσκυψε και πήρε το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια της. «Μερικές στέλνουν τα παιδιά τους στην Αλβανία επειδή δεν έχουν αρκετό φαΐ να τους δώσουνε», μου είπε, «κι επειδή είναι παλαβές!» Η μάνα μου μ' αγαπούσε, και δεν ήταν παλαβή, όμως το 'ξερα πως στο σπίτι μας δεν υπήρχε αρκετό φαΐ. Η φοβέρα πως θα με χωρίσουν από κείνη και από τις αδερφές μου με τρόμαξε τόσο πολύ, που αποφάσισα να περιορίσω τον κίνδυνο τρώγοντας λιγότερο, όσο πιο λίγο γινόταν. Αφότου μπορούσα να θυμηθώ, ήμουν πεινασμένος, όμως τώρα τα κόκαλά μου άρχιζαν να μεγαλώνουν πιο γρήγορα από το πετσί μου, που έσκαζε στις κλειδώσεις, μάτωνε. Ξυπνούσα τη Digitized by 10uk1s

νύχτα νιώθοντας πόνους στα κανιά μου, και στην κοιλιά μου το κούφιο σφίξιμο της πείνας, που σχεδόν δεν ξεχώριζε από το φόβο. Όταν η μάνα μου έβαζε στο τραπέζι φαγητό, προσπαθούσα να μη το κοιτάζω, να καμώνομαι πως δε βρισκόταν εκεί, όμως ακόμα και σαν έκλεινα τα μάτια μου το 'βλεπα. Η πιο ξεκάθαρη θύμησή μου από εκείνη την περίοδο είναι η μέρα της μαρμελάδας. Καταλαβαίνοντας πως η επιχειρηματολογία δε θα 'κανε τις μανάδες ν' απαρνηθούν τα παιδιά τους, οι αντάρτες αποφάσισαν να δοκιμάσουν ένα πιο πρωτόγονο δόλωμα. Μας καλέσανε μαζί — γυναίκες και παιδιά— στο ίσιωμα κοντά σ' ένα μύλο στην ανατολική μεριά της ρεματιάς, Κρύφτηκα πίσω από τη μάνα μου, κρυφοκοιτάζοντας τα συμβαίνοντα. Ένας αντάρτης και ο γανωτζής Ηλίας Πούλος στέκονταν μπροστά μας. Πλάι τους, σε μιαν αράδα, ήτανε τα δέκα - δώδεκα παιδιά του χωριού που οι γονείς τους τα είχαν δώσει θεληματικά για το παιδομάζωμα. Ήταν όλα ντυμένα με καθαρά καινούρια ρούχα, και πρόσεξα μ' έκπληξη, πως όλα φορούσανε παπούτσια. Μπροστά στον αντάρτη υπήρχε ένα τραπέζι, μ' ένα τεράστιο ξεροψημένο καρβέλι ψωμί που φαινόταν μεγάλο σαν μυλόπετρα, και με μια κονσέρβα των δύο λίτρων. Ο αντάρτης άνοιξε την κονσέρβα κι ο αέρας σφύριξε σκορπίζοντας μια γλυκιά ευωδιά σαν κήπος με ροδιές. Βούτηξε μια χουλιάρα κι έβγαλε μια κομματάρα μαρμελάδα, να γυαλοκοπάει στον ήλιο βαθιά χρυσαφένια, το χρώμα του πιο εξαιρετικού μελιού.

Εκείνο που εμείς ονομάζαμε «μαρμελάδα» ήταν ένα πλούσιο παχύρρευστο γλυκό, φτιαγμένο από άγρια φρούτα ή μούρα, που τα έβραζαν με ζάχαρη ώσπου να πήξει τόσο, ώστε να το κόβεις όπως το βούτυρο. Τον παρακολουθούσα που έβγαζε με τη χουλιάρα μεγάλα κομμάτια και τ' άπλωνε πάνω σε φέτες ψωμί —άσπρο ψωμί— κάπου δυο πόντους πάχος μαρμελάδα. Δεν είχα δει ποτέ τόση πολλή μαρμελάδα. Πριν από την επανάσταση, πότε πότε αγοράζαμε κουτάκια με μαρμελάδα από το παντοπωλείο, αλλά αφότου ήρθαν οι αντάρτες, κανένας μας δεν είχε βάλει στο στόμα του γλυκό, μήτε καν ζάχαρη ή μέλι. Όταν ο αντάρτης βούτηξε τη χουλιάρα βγάζοντας μια μεγάλη κομματάρα μαρμελάδα και την άφησε να κυλήσει πάλι μέσα, το στόμα μου πλημμύρισε σάλιο και ασυναίσθητα βγήκα πίσω από τη μάνα μου για να βλέπω καλύτερα. Με τις τελετουργικές χειρονομίες ιερέα, ο αντάρτης έκοψε χοντρές φέτες ψωμί και τις άλειψε τόσο γενναιόδωρα, ώστε κάμποση μαρμελάδα χυνότανε στο χώμα, φέρνοντάς μου δάκρυα στα μάτια. Φίλεψε το καθένα από τα καλοντυμένα παιδιά μπροστά του μ' ένα κομμάτι ψωμί, που το καταβρόχθισαν σαν ζώα, πασαλείφοντας τη μαρμελάδα σ' όλη τους τη μούρη ως τ' αυτιά και λερώνοντας τα όμορφα καινούρια ρούχα τους. «Βλέπετε, μανάδες του Λια!» φώναξε ο αντάρτης. «Αν στείλετε τα παιδιά σας στις λαϊκές δημοκρατίες, θα τρώνε έτσι κάθε μέρα! Και το κάθε παιδί που θα βγει μπροστά αυτή τη στιγμή για να πάει με τ' άλλα θα πάρει όσο ψωμί και μαρμελάδα μπορεί να φάει. Εδώ είναι για να τα φάτε!» Μαγνητισμένος, έκανε άλλο ένα βήμα μπροστά, χορταίνοντας τα μάτια μου με το θέαμα του χιονάτου ψωμιού που έσταζε κρουστή, γεμάτη σπόρους μαρμελάδα, τόσο παχιά που ξεχείλιζε και από τις δυο μεριές της φέτας πάνω στη σκούρα χρυσαφένια κόρα. Έκανα ακόμα ένα βήμα και με καθήλωσαν τα χέρια της μάνας μου που μ' αδράξανε από τους ώμους και με τράβηξαν απότομα πάνω της. Όταν κατάλαβα τι πήγα να κάνω, τρόμαξα κι ένιωσα ντροπή. Ο κούφιος πόνος κάτω από τα παΐδια μου, εκεί που ήτανε η πείνα, άρχισε να απλώνεται σ' όλο μου το κορμί, στα χέρια, στα πόδια μου και στην καρδιά. Πάνω από τριάντα χρόνια αργότερα έτρωγα μ' ένα ζευγάρι Αθηναίων, δύο άλλοτε παιδιά του Λια Digitized by 10uk1s

στη δικιά μου περίπου ηλικία, που τα πήρανε εκείνο το καλοκαίρι με το παιδομάζωμα, πρώτα στην Αλβανία, μετά στη Ρουμανία, όπου μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν κι επιστρέψανε στην Ελλάδα δέκα χρόνια αφότου έφυγαν. Ποτέ δεν ξανάδανε τέτοια μαρμελάδα, μου είπανε, καθώς άρχισαν ν' αναπολούν. Στο στρατώνα στην Αλβανία, έτρωγαν ίσα ίσα τόσο για να μην πεθάνουν, κατά κανόνα σούπα από πράσα και ωμές πικραλίδες, που τις μάζευαν στα τριγύρω χωράφια. Το «παιχνίδι» τους ήταν να οργανώνουν κούρσες με τις ψείρες τους που τις έβαζαν να τρέχουν στο δάπεδο του στρατώνα. Τα πράματα πάντως βελτιώθηκαν όταν τον επόμενο χρόνο τους μεταφέρανε στη Ρουμανία, είπαν, γιατί εκεί, στους κοιτώνες τους, το προσωπικό τούς έστησε το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχαν δει στη ζωή τους. Τα πρόσωπά τους, τώρα μεσόκοπα και καλοθρεμμένα, φωτίστηκαν με την ανάμνηση εκείνη. Στο θαυμαστό δέντρο κρέμονταν τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο γλυκά, ένα για το κάθε παιδί.

Καθώς οι αντάρτες πίεζαν όλο και περισσότερο τις μανάδες της Μουργκάνας να παραδώσουν τα παιδιά τους, η Ελένη αποφάσισε να πάει στο Μπαμπούρι για να μάθει πως αντιδρούσαν εκεί οι γυναίκες στο παιδομάζωμα. Ξεκίνησε μονάχη να επισκεφθεί την Αντώνοβα Παρούση, τη γυναίκα του ξαδέρφου του άντρα της, που ήταν γνωστή για φανατική κομμουνίστρια. Αν και οι δυο γυναίκες είχαν σχεδόν αντίθετη ιδιοσυγκρασία, της Ελένης πάντοτε της άρεσε αυτή η ντόμπρα νέα. Από αγάπη για την Αντώνοβα είχε δεχτεί τα παρακάλια της η Ελένη και είχε κρύψει στο σπίτι της αμέσως μετά την κατοχή το Νικόλα Παρούση και τον άλλο Ελασίτη. Παρά τους διαφορετικούς χαρακτήρες, η Ελένη και η Αντώνοβα είχανε πολλά τα κοινά. Ήταν και οι δυο παντρεμένες με άντρες πολύ μεγαλύτερούς τους που είχανε βγάλει τα λεφτά τους στην Αμερική. Ο άντρας της Αντώνοβας είχε περάσει πάνω από δέκα χρόνια, δουλεύοντας σ' εργοστάσια του Γούρστερ, στη Μασαχουσέτη, προτού γυρίσει στο Μπαμπούρι στα 1932 να παντρευτεί τη θαρραλέα δεκαεξάχρονη κοπέλα, που ήταν ονομαστή για την κοφτερή γλώσσα της, το τρυφερό δέρμα της και τη γεροδεμένη αφράτη κορμοστασιά της, που λογαριαζόταν τότε το άπαν της γυναικείας ομορφιάς. Ο Παρούσης ήταν από τους πλουσιότερους στο Μπαμπούρι, είχε μετατρέψει τις περισσότερες από τις αμερικάνικες καταθέσεις του σε χρυσές λίρες και κτήματα, και όπως η Ελένη στο Λια, η γυναίκα του βρέθηκε κυρά στο μεγαλύτερο σπίτι του χωριού, να τη ζηλεύουν όλες οι φιλενάδες της. Αντίθετα όμως από την Ελένη, η Αντώνοβα ήταν ικανή να επωφελείται από το μαλακό χαρακτήρα και την κακή υγεία του άντρα της για να κάνει αποκλειστικά του κεφαλιού της και γρήγορα απόχτησε τη φήμη πως σπείρει ζιζάνια. Στην κατοχή η Αντώνοβα τόσο συγκινήθηκε από τους λόγους του ΕΛΑΣ που άρπαξε ένα όπλο και πήγε με τους αντάρτες στη μάχη της Λίστας, περιπέτεια που σκανδάλισε τους χωριανούς στο Μπαμπούρι. «Φαντάσου παντρεμένη γυναίκα με τρία μικρά παιδιά να φεύγει για να πολεμήσει μαζί με άντρες, ενώ ο άντρας της κάθεται στο σπίτι!» ψιθύριζαν οι γυναίκες. Η Αντώνοβα δε λογάριαζε τι έλεγαν για κείνη ο ένας και ο άλλος και κανένας δεν τολμούσε να την κατακρίνει κατά πρόσωπο, μήτε ο άντρας της. Η Ελένη ήξερε πως η Αντώνοβα συμπαθούσε τους αντάρτες, έτσι ξαφνιάστηκε όταν άκουσε τη φιλενάδα της, να τσεβδίζει σχεδόν από την αγανάχτηση για το παιδομάζωμα. «Είναι απίστευτο, να μας γυρεύουν να δώσουμε τα παιδιά μας!» ξεφυσούσε η νέα. «Μόλις το άκουσα, σου το λέω Ελένη, ξέκοψα κάθε σχέση μαζί τους. Από κόκκινη γίνομαι μαύρη!» Η Αντώνοβα δε δίσταζε να κατευθύνει με την επιρροή της την κοινή γνώμη του χωριού. Είπε στην Ελένη πως είχε προειδοποιήσει τις γυναίκες στο Μπαμπούρι. «Η πρώτη μάνα που θα δώσει τα Digitized by 10uk1s

παιδιά της θα 'χει να κάνει μαζί μου». Πρόσθεσε τώρα: «Πρέπει να παρουσιάσουμε ενωμένο μέτωπο. Πρέπει να τους πούμε με μια φωνή να πάνε στο διάβολο!» Η Ελένη κοιτούσε φοβισμένη τριγύρω να δει μήπως είχε ακούσει κανένας αυτή την έκρηξη. Θαύμαζε τη φιλενάδα της για την αποκοτιά της, όμως ήξερε πως η ντομπροσύνη της Αντώνοβας πιθανώς θα την έβαζε σε μπελάδες. Συλλογίστηκε ξανά τη γυναίκα και το κορίτσι που η Κάντα είχε βρει σκοτωμένες στη ρεματιά. «Σώπα, ξαδέρφη, θα σ' ακούσει κανένας!» ψιθύρισε η Ελένη. «Δεν πρέπει να γυρνάς στο χωριό και να μιλάς έτσι». Κοίταζε το ξαναμμένο πρόσωπο της Αντώνοβας και αναρωτιόταν πως θα της δώσει να καταλάβει. «Σκέψου τι κάνουν οι φασιανοί όποτε ζυγώνει η αλεπού τη φωλιά τους», είπε η Ελένη. Το αρσενικό απλώνει τα φτερά του ώσπου δείχνει διπλάσιο από το μπόι του και τσιρίζει στην αλεπού. Το θηλυκό, που 'χει χρώμα σαν το ξερό χορτάρι, μαζεύει τα πουλάκια του και το σκάει. Ποιο από τα δύο λες πως θα γλιτώσει»; Η Αντώνοβα την κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει. «Ο Θεός μας έδωσε μυαλό ν' αναμετράμε τον κίνδυνο και να διαλέγουμε τον καλύτερο τρόπο για να γλιτώσουμε», της εξήγησε η Ελένη. «Αν μας στριμώξουν στη γωνιά, τι άλλο να κάνουμε, θα υποκύψουμε, αλλά οι αντάρτες λένε πως το σχέδιό τους είναι εθελοντικό. Άσε κάθε μάνα να διαλέξει μονάχη! Η κύρια ευθύνη σου είναι για τα δικά σου παιδιά. Αν σηκώνεσαι και μιλάς και κατηγορείς το σχέδιό τους οι αντάρτες μπορεί να πούνε ότι προδίνεις τον αγώνα και να σε τιμωρήσουνε για παραδειγματισμό. Τα παιδιά σου θα μείνουν αβοήθητα και οι άλλες μανάδες θα τρομάξουν και θα υποχωρήσουν», Η Αντώνοβα τίναζε τις μαύρες της κοτσίδες. «Οι αντάρτες το ξέρουν πως δεν είμαι φασίστρια», επέμενε. «Δεν πολέμησα σαν άντρας στη Λίστα; Δεν τους έδωσα το μισό μου σπίτι; Είμαι πιστή στον αγώνα πιο πολύ από κάθε Μπαμπουριώτισσα, μα ετούτη εδώ είναι παλαβή ιδέα και κάποιος πρέπει να τους το πει!». Η Ελένη έφυγε από το Μπαμπούρι ανάστατη με τα λόγια της ξαδέρφης της. Έλπιζε πως οι διαμαρτυρίες της Αντώνοβας θα επηρέαζαν τους αντάρτες, αλλά φοβόταν μήπως τους κάνουν πιο σκληρούς. Όσο για την ίδια, δε θα το ρισκάριζε να μιλήσει ανοιχτά ενάντια στο παιδομάζωμα. Στο Λια υπήρχανε πολλοί που θα χρησιμοποιούσαν τα λόγια της για όπλο εναντίον της. Ωστόσο η Ελένη ήξερε πως θα προτιμούσε να ξεσκίσει την καρδιά της παρά να δώσει κι ένα από τα παιδιά της. Παρακαλούσε να ικανοποιηθούν οι αντάρτες με όσα τους είχανε προσφέρει ως τότε για το παιδομάζωμα και ν' αφήσουν τα υπόλοιπα ήσυχα.

Παρά τις επισκέψεις που έκαναν από σπίτι σε σπίτι οι προπαγανδιστές των ανταρτών, ως το τέλος Απριλίου μόνο δώδεκα παιδιά από το Λια είχανε δοθεί θεληματικά για το σχέδιο μεταφοράς. Τούτο ήτανε πονοκέφαλος για τους πολιτικούς υπεύθυνους του Δ.Σ.Ε., και όταν η Κεντρική Επιτροπή θα έβλεπε τον αριθμό των παιδιών που είχαν προσφερθεί από τα χωριά της Μουργκάνας, θα γινόταν μεγαλύτερος πονοκέφαλος για τον Κώστα Κολλιγιάννη, τον πολιτικό επίτροπο του Αρχηγείου Ηπείρου, που είχε και την τελική ευθύνη για την εξασφάλιση της συνεργασίας των πολιτών. Κάποια μέρα, ενώ οι υπόλοιποι δικοί του ήταν μέσα στο σπίτι για το μεσημεριανό ύπνο, ο Νικόλας πήγε στο κρυφό του βασίλειο, στον μπαξέ με τις κουκιές κάτω από το σπίτι του Χαϊδή. Του άρεσε να πλαγιάζει ανάσκελα στο ζεστό κοκκινόχωμα, μονάχος ανάμεσα στις αλφαδιασμένες φυταριές από κουκιές, που τυλίγονταν ολόγυρα στα στηρίγματά τους κατά τον ουρανό, και να φαντάζεται πως Digitized by 10uk1s

βρίσκεται σ' ένα σιωπηλό δάσος. Τριγύρω του άκουγε τους ήρεμους θορύβους του χωριού, το γκάρισμα ενός γαϊδάρου, τα παράπονα του πετεινού της γιαγιάς του, την υπόκωφη μουσική από τα κοπριά των κατσικιών ψηλά στη βουνοπλαγιά. Θαρρούσε πως οι πρασινοκίτρινες φυταριές των κουκιών τον απομόνωναν καθώς νυσταγμένος αγνάντευε τον ουρανό, παρακολουθώντας ένα γεράκι να πετάει στα ύψη, τα σύννεφα ν' αναλιώνουν από το ένα σχήμα στο άλλο. Αφότου ο ερχομός των ανταρτών τερμάτισε τη δίχρονη σχολική του εκπαίδευση, ο Νικόλας βρέθηκε να ξεχειλίζει απορίες, αλλά όποτε ρωτούσε τους μεγάλους εκείνοι έχαναν την υπομονή τους και τον έδιωχναν. Πώς λέει ο Θεός σ' ένα κουκί να φυτρώσει και να γίνει κουκιά και όχι κολοκυθιά; Πώς ξέρει ένα φυτό πότε πρέπει να σταματήσει να ψηλώνει για να φτάσει τον ήλιο, και βγάζει κουκιά; Γιατί οι ξιπασμένες γαλανοκίτρινες σουσουράδες ήτανε τόσο έξυπνες και δεν πέφτανε στα δόκανά του, ενώ τα κοράκια δεν ήτανε; Ο Νικόλας έμενε ασάλευτος, φανταζόταν πως αν έκανε αρκετή ησυχία, θ' άκουγε τις κουκιές να φυτρώνουν. Άρχιζε να τον παίρνει ο ύπνος κάτω από το χάδι του ήλιου όταν άκουσε τον αχό από άλογα. Μπορούσε να ξεχωρίσει τη διαφορά ανάμεσα σε άλογο και μουλάρι από το χτύπο της οπλής, και τ' άλογα ήταν σπάνια στο χωριό. Ο Νικόλας κρυφοκοίταζε ανάμεσα από τις κουκιές και είδε δυο σουλούπια να ζυγώνουν από τη μεριά της πλατείας, ακολουθώντας το μονοπάτι που περνούσε κάτω από το μπαξέ με τις κουκιές, λίγα μέτρα από κει που ήταν πλαγιασμένος. Καθώς οι καβαλάρηδες σίμωσαν, αναγνώρισε τον ένα, ήταν ο Σωτήρης Δραπέτης, ο άλφα δύο με τα παγερά μάτια, που τους είχε διώξει από το σπίτι τους. Ο άλλος ήταν ξένος, αλλά ο Νικόλας κατάλαβε από το σεβασμό που τον άκουγε ο Σωτήρης, πως ήτανε σπουδαίος αξιωματικός, μπορεί και από το αντάρτικο Αρχηγείο στο Μπαμπούρι. Ο μικρός σηκώθηκε στα γόνατα για να παρακολουθήσει τους δύο αξιωματικούς που διάβηκαν ακριβώς λίγα μέτρα κάτω από τα πόδια του κρυμμένοι από τις φυταριές των κουκιών. Ο σπουδαίος αξιωματικός έδειχνε να κατσαδιάζει το Σωτήρη. «Μόνο δώδεκα παιδιά από το Λια είναι απλούστατα απαράδεκτο», έλεγε. «Η επιτυχία αυτού του σχεδίου έχει τεράστια σημασία! Όχι μόνο έχει εκτεθεί ανεπανόρθωτα η κομματική ηγεσία, αλλά κρίνεται και το γόητρο όλων των χωρών του ανατολικού συνασπισμού». Ο Νικόλας άρχισε, με το κεφάλι χαμηλά, να σέρνεται γρήγορα πίσω από τις κουκιές που βρισκόταν. Του φαινότανε σημαντικό ν' ακούσει τι λέγανε. «Δοκιμάσαμε τα πάντα, τους βάλαμε ως και φαγητό μπρος στη μύτη τους», απάντησε ο Σωτήρης. «Είναι αγράμματες χωριάτισσες. Δεν ακούνε τη λογική. Ακόμα και να πνίγονται δε θ' αφήσουν να φύγουν τα παιδιά τους». «Δε μας ενδιαφέρει αν θέλουν ή δε θέλουν να δώσουν τα παιδιά τους», τον αντίκοψε ο άλλος αξιωματικός. «Θα τα δώσουν. Κι εσύ θα τις αναγκάσεις, ασχέτως τι μέτρα θα χρειαστεί να λάβεις». Ο Νικόλας σταμάτησε στην άκρη του μπαξέ με τις κουκιές και ρίχτηκε στη μοσχομυρωδάτη γη. Τα λόγια του αξιωματικού επιβεβαίωναν τον εφιάλτη που τον κυνηγούσε, θα τον έπαιρναν με το ζόρι. Όταν έσβησε ο αχός από τις οπλές των άλογων, ο Νικόλας άρχισε να τρέχει κατά το σπίτι, το χώμα σηκωνόταν κάτω από τα πόδια του. Ακόμα προτού να μπει μέσα φωνάζοντας: «Μάνα! μάνα!» η Ελένη είχε ανασηκωθεί ξαφνιασμένη στα στρωσίδια της. «Θα με πάρουνε, μάνα», φώναξε, και ρίχτηκε στην αγκαλιά της. «Τους άκουσα! Θα με πάρουνε είτε με δώσεις είτε όχι!».

Digitized by 10uk1s

Της πήρε κάμποσο ώσπου να τον καλμάρει αρκετά για να μπορέσει να καταλάβει τι της έλεγε. Είχε γαντζωθεί πάνω της, το κεφάλι του χωμένο μες στο στήθος της, έλεγε και ξανάλεγε τα ίδια λόγια όλη την ώρα. Όταν τέλος η Ελένη κατάλαβε τι είχε κρυφακούσει ο Νικόλας από τους δύο καβαλάρηδες, ένιωσε πως οι προσευχές της δεν είχανε πιάσει. Αυτό ήτανε που έτρεμε από τη στιγμή της συγκέντρωσης στην εκκλησία. Είχε δοκιμάσει κάθε τρόπο που ήξερε για να καλοπιάσει τους αντάρτες και να κρατήσει τη φαμελιά της απείραχτη, τώρα όμως το καταλάβαινε πως θα καταστρέφονταν. Δεν μπορούσε πια να υποχωρήσει παραπέρα, έπρεπε να τους αψηφήσει. Η Ελένη ακούμπησε το μάγουλό της στο κεφάλι του παιδιού όπως το 'χε αγκαλιάσει και στα μάτια της ήτανε γραμμένη η απόφαση. «Σύχασε, ψυχή μου», είπε. «Ξέχασε τι άκουσες. Μη φοβάσαι· κανένας δε θα σε πάρει από μένα». Τον τράβηξε πιο βαθιά στην αγκαλιά της κι άπλωσε τα δάχτυλά της, σκεπάζοντας τους ώμους και πίσω το κεφάλι του σα να πάσχιζε να τον προφυλάξει από αόρατα χτυπήματα.

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 12 Μολονότι οι αντάρτες είχαν καταφέρει ν' αποκρούσουν δύο μεγάλες επιθέσεις στη Μουργκάνα, η υπεροχή του Εθνικού Στρατού σε άνδρες και όπλα ήτανε τεράστια, και η επιτυχία τους δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ. Αφού δυο φορές απέτυχε να καταλάβει το «κάστρο» της Μουργκάνας, ο Ελληνικός Στρατός έστρεψε την προσοχή του στους αντάρτες στα βουνά της Κεντρικής Ελλάδας, που δεν είχαν στα νώτα τους κομμουνιστικές χώρες να τους ανεφοδιάζουν. Στις 15 Απριλίου 1948, οι κυβερνητικές δυνάμεις εξαπέλυσαν την Επιχείρηση Χαραυγή στη ραχοκοκαλιά των ορέων, που χαρίζουν τον κορμό της ηπειρωτικής Ελλάδας. Βοηθούμενα από μια ασυνήθιστη χιονοθύελλα, τρία διαδοχικά κύματα στρατιωτών σφυροκόπησαν τους επαναστάτες. Μοίρες των ΛΟΚ ενισχύονταν από μονάδες πεζικού που μετακινούνταν τη νύχτα, ώστε να εξαπολύουν την αυγή αιφνιδιαστικές επιθέσεις, πιάνοντας τους αντάρτες στον ύπνο. Οι δυνάμεις αυτές ήταν πενταπλάσιες από τους 2.500 αντάρτες των βουνών της Κεντρικής Ελλάδας. Ύστερα από ένα μήνα η Επιχείρηση Χαραυγή έληξε με την ήττα του Δ.Σ.Ε. — 1.300 επαναστάτες είχαν αιχμαλωτιστεί, άλλοι 650 φονευθεί και οι υπόλοιποι υποχωρούσαν προς την κύρια βάση των ανταρτών στα βουνά του Γράμμου. Η Επιχείρηση Χαραυγή στάθηκε η αποφασιστική καμπή του πολέμου. Η στραπατσαρισμένη κομμουνιστική ηγεσία άρχισε να σκέπτεται κάποια διευθέτηση με διαπραγματεύσεις. Στις 31 Μαΐου, η προσωρινή κυβέρνηση του Μάρκου Βαφειάδη έκανε έκκληση για την κατάπαυση των εχθροπραξιών από το ραδιοφωνικό σταθμό των επαναστατών στο Βελιγράδι. Ενώ κατάγγελλαν τους «ξένους ιμπεριαλιστές και τους Έλληνες προδότες», οι κομμουνιστές δήλωναν ότι ήσαν έτοιμοι «να δεχτούν και να ενθαρρύνουν όποια πρωτοβουλία θα βοηθούσε να επανέλθει η ειρήνη στην Ελλάδα». Αλλά ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο ηφαιστειώδης γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, έδειξε ότι δε συμφωνούσε με τον αρχιστράτηγό του. Όταν ένας απεσταλμένος από την Αθήνα έφτασε στο Γράμμο, ο Ζαχαριάδης ανάγγειλε: «Δε θα δεχτούμε συζητήσεις παρά μόνον όταν τα μέλη της κυβέρνησης στην Αθήνα δικαστούν σαν εγκληματίες πολέμου». Ο Έλληνας πρωθυπουργός, ο ογδονταοκτάχρονος Θεμιστοκλής Σοφούλης, ήθελε να γνωρίζει ποιος εκφράζει τα πραγματικά αισθήματα των Επαναστατών - ο Ζαχαριάδης ή ο στρατηγός Μάρκος - και αποφάσισε να χρησιμοποιήσει για δοκιμή το εκρηκτικό ζήτημα του παιδομαζώματος. Έστειλε τηλεγράφημα στις κυβερνήσεις της Αλβανίας, Βουλγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας και Γιουγκοσλαβίας, απαιτώντας να επαναπατριστούν όλα τα Ελληνόπουλα που είχαν ως τότε απαχθεί από τα κατεχόμενα χωριά. «Το διάβημα αυτό... αποτελεί εν αλάνθαστον μέσον εξακριβώσεως των δορυφόρων της Σοβιετικής Ενώσεως, καθώς και της βαρύτητας των προτάσεων του Μάρκου», είπε ο Σοφούλης. «Εάν οι δορυφόροι απορρίψουν το ελληνικόν αίτημα ή δεν απαντήσουν καθόλου,

τούτο θα σημαίνει ότι δεν έχουν καμμίαν διάθεσιν να αποκαταστήσουν ειλικρινώς τας σχέσεις των με την Ελλάδα, και ότι αι προτάσεις του Μάρκου αποτελούν προπαγανδιστικά πυροτεχνήματα χωρίς κανένα περιεχόμενον».

Μέσα σε μια βδομάδα η Πολωνία και η Ουγγαρία απέρριψαν το αίτημα. Η συγκέντρωση των παιδιών που είχε ξεκινήσει ως προπαγανδιστικό τέχνασμα, είχε γίνει καυτό πολιτικό ζήτημα, για να σώσουν τα προσχήματα και ν' αποδείξουν στον κόσμο ότι ο λαός των ελληνικών ορεινών χωριών Digitized by 10uk1s

λαχταρούσε, πράγματι, να στείλει τα παιδιά του πίσω από το Παραπέτασμα, οι αντάρτες καταπιάστηκαν με νέα ζέση να συγκεντρώσουν μεγαλύτερο αριθμό παιδιών για το παιδομάζωμα.

Digitized by 10uk1s

Ρ ίξ τ ε μ αύρ η π έ τ ρα Η συζήτηση που είχε κρυφακούσει ένα οκτάχρονο αγόρι κρυμμένο σ' ένα μπαξέ με κουκιές κάποιο απομεσήμερο του Απρίλη στα 1948 θ' άλλαζε για πάντα τη ζωή όλων των Γκατζογιανναίων. Καθώς η Ελένη προσπαθούσε να καλμάρει το γιο της με λόγια καθησυχαστικά, κατάλαβε πως βρισκόταν στο σταυροδρόμι που τόσον καιρό προσπαθούσε ν' αποφύγει. Όσο φοβερές κι αν είναι οι συνθήκες, αποτελεί εξαρτημένο ανακλαστικό της ανθρώπινης φύσης το να πιστεύει κανείς πως αυτός θα γλιτώσει ασχέτως πόσοι άλλοι πεθαίνουν. «Αν καθίσω ήσυχος, αν κάνω ό,τι μου λένε και δεν ξεχωρίζω πουθενά, τότε θα μ' αφήσουνε να ζήσω άλλη μια μέρα», συλλογιέται ο έγκλειστος στο γκέτο, στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στο κατεχόμενο χωριό. «Τούτο δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα». Οι Λιώτες δεν ήταν διαφορετικοί. «Όπου φυσάει ο άνεμος», έλεγαν. Αν ο Δημοκρατικός Στρατός απαιτούσε τα παιδιά για το παιδομάζωμα, εκλογίκευαν οι μανάδες, θα τους έδιναν κάνα δυο ώστε να γλιτώσουν τα υπόλοιπα. Αλλά όσο και να προσπαθούσε να καλοπιάσει τους αντάρτες η Ελένη, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί όταν το ζήτημα έφτανε στα παιδιά της. Το να κρατήσει τη φαμελιά της στη ζωή και συγκεντρωμένη ήταν ο σκοπός που είχε γεμίσει τη ζωή της είκοσι χρόνια. Τώρα ήξερε πως θα της έπαιρναν τα δύο μικρότερα τελικά και τα δύο μεγαλύτερα κορίτσια θα τα στρατολογούσαν οπωσδήποτε στον πολιορκημένο επαναστατικό στρατό. Η υποταγή στο θέλημα των ανταρτών δεν είχε αποφέρει τίποτα. Για να σώσει τα παιδιά της, έπρεπε να τους αψηφήσει. Η Ελένη αποφάσισε να ποντάρει ολωνών τη ζωή πάνω στην ελπίδα πως θα κατάφερνε να βγάλει τη φαμελιά από την ανταρτοκρατούμενη περιοχή προτού οι αντάρτες τους χωρίσουν. Άρχισε να καταστρώνει κάτι που κανένας άλλος δεν είχε αποκοτήσει στα έξι χωριά της Μουργκάνας: την ομαδική απόδραση. Μίλησε στο Νικολό ήρεμα, επαναλαμβάνοντας λόγια που στ' αυτιά της ηχούσαν κούφια, αλλά που φαινόταν πως τον καθησυχάζουν: δε θα χωρίζανε ποτέ, δε θ' άφηνε ποτέ κανένα να της τον πάρει. Εκείνος ανασήκωσε τα μάτια του και την είδε να το πιστεύει πως είναι ικανή να τον προστατεύσει.

Η Ελένη ήξερε πως αν δεν είχε βοήθεια δε θα μπορούσε να οδηγήσει τους δικούς της έξω από το χωριό δίχως να τους δουν οι σκοπιές των ανταρτών, δίχως να πέσουν πάνω σε ναρκοπέδιο. Χρειαζόταν να μπάσει στη συνωμοσία της κάποιον άντρα, που θα μπορούσε να μάθει τις κινήσεις των αντάρτικων περιπόλων δίχως να τους ξυπνήσει τις υποψίες· κάποιον που να γνωρίζει τα μονοπάτια από το Λια ως τη Μεγάλη Ράχη μέσα από τα χαμηλώματα· να 'χει ιδέα που βρίσκονται τα ναρκοπέδια. Όμως έπρεπε να είναι κάποιος που να του 'χει εμπιστοσύνη η Ελένη πως δεν θα την καρφώσει στους χαφιέδες της πολιτοφυλακής. Λιγοστοί άντρες είχαν απομείνει στο χωριό, και κείνοι που είχανε καθίσει είτε ήσαν πολύ πιστοί στους αντάρτες είτε ήσαν γέροι και ασθενικοί. Ο Σπύρος Μιχόπουλος θα ήτανε ιδανικός για να μπει μπροστά στην απόδραση, αναλογιζόταν η Ελένη, φτάνει να ήταν σίγουρη πως με την επίσκεψή του την είχε προειδοποιήσει να φύγει. Αλλά δεν είχε τρόπο να μάθει αν αυτό εννοούσε ή αν τον είχαν στείλει για να την παγιδέψει. Ύστερα από πολλή συλλογή η Ελένη απρόθυμα καταστάλαξε στο συμπέρασμα πως ο μόνος άντρας Digitized by 10uk1s

που είχε απομείνει στο Λια και είχε τα αναγκαία προσόντα ήταν ο γανωτζής Λουκάς Σπυρόπουλος ή Ζιάρας. Ο Λουκάς ήταν παντρεμένος με πρώτη ξαδέρφη της Ελένης, τη Σούλα Χαϊδή, που είχε μεγαλώσει στο ίδιο σπίτι μαζί της και Ελένη ήταν σίγουρη πως δε θα κάρφωνε το σχέδιό της στην πολιτοφυλακή. Η Ελένη ήξερε πως η ιδέα να μπει αυτός μπροστά στο φευγιό θα ικανοποιούσε τον εγωισμό του, γιατί αν πετύχαιναν, το κατόρθωμα θα τον έκανε ξακουστό σ' όλη τη Μουργκάνα. Ήξερε ακόμα, πως παρά τις αδυναμίες του, ο Λουκάς ήταν αφοσιωμένος στα πέντε παιδιά του και δε θα 'θελε να τα χάσει στο παιδομάζωμα. Περνούσε ώρες σκαλίζοντας ξύλινα παιχνίδια για τα μικρότερα και κάθε νύχτα που γυρνούσε στο σπίτι σταύρωνε ένα ένα τα κοιμισμένα παιδιά του με μια πατρική έγνοια, σπάνια σε ελληνικό χωριό. Ο Λουκάς είχε ένα ξεχωριστό προσόν, που τον έκανε κατάλληλο ν' αναλάβει αυτός το φευγιό τους: έμενε με τη φαμελιά του σ' ένα από τα νοτιότερα σπίτια του χωριού, ακριβώς πλάι στα ερείπια της Παναγίας, όπου ήταν εγκατεστημένο αντάρτικο φυλάκιο και απ' όπου ξεκινούσαν οι ομάδες για τις νυχτερινές καταδρομές. Εκεί που βρισκότανε το σπίτι του, θα πρέπει να ήξερε τα μονοπάτια που από τα χωράφια του κατηφόριζαν το βουνό ως τα χαμηλώματα και θα είχε δει που είχανε σπείρει τις νάρκες. Άλλωστε, χωρίς να προκαλέσει υποψίες, θα μπορούσε να κάνει μια βολτίτσα το σούρουπο ως την Εκκλησία, να καπνίσει εκεί ένα τσιγάρο και να πιάσει την κουβέντα με τους αντάρτες, ώστε να μάθει που θα έστελναν εκείνη τη νύχτα τις ομάδες καταδρομών. Τις περιπόλους αυτές τις συγκροτούσαν οι πιο φανατικοί νεαροί αντάρτες και ανταρτίνες: Εκείνοι που ήταν πρόθυμοι να ρισκάρουν τη ζωή τους βαδίζοντας αφού σκοτείνιαζε τέσσερις ώρες για να περάσουν τα χαμηλώματα και να χτυπήσουν τους φαντάρους στις πλαγιές της Μεγάλης Ράχης. Η Ελένη είχε δει έναν από αυτούς τους νεαρούς καταδρομείς, κάποιο παλικάρι με το παρατσούκλι «Μέρμηγκας» στο σπίτι της Αγγελικής Μπότσαρη, όπου είχε πάει για να του βράσουν την ψειριασμένη του στολή. Ο Μέρμηγκας κορδωνότανε μπροστά στις γυναίκες μ' ένα μπαζούκα στην πλάτη του και καυχιότανε: «Με τούτο δω θα τινάξω όλους τους φασίστες στη Ράχη». Η Ελένη ήξερε πως οι νυχτερινοί καταδρομείς θα ήτανε για τους δικούς της ο πιο μεγάλος κίνδυνος τη νύχτα της φυγής, και μοναχά ο Λουκάς ήτανε σε θέση να μάθει τι δρόμο είχαν πάρει. Όσο για τη γυναίκα του Λουκά, η Ελένη δε δίσταζε να την εμπιστευτεί. Η Σούλα Χαϊδή ήτανε μια καλόκαρδη, καρτερική γυναίκα αφοσιωμένη ολόψυχα στο να φροντίζει τα παιδιά της. Όταν κάποιος γενάτος αντάρτης πήγε στο σπίτι της και αξίωσε να τους δώσει τρία από τα μικρότερα παιδιά, η συνήθως καλόγνωμη Σούλα ξεφώνισε: «Πρώτα θα τα δω να φάνε χώμα από το περιβόλι μου και μετά θα σου τα δώσω!».Ο αντάρτης τη χτύπησε τόσο δυνατά, που το ένα της μάτι γέμισε αίμα και βδομάδες κατόπιν ήτανε πρησμένο. Η Ελένη ήξερε πως η Σούλα θα λαχταρούσε όσο και η ίδια να φύγουνε μόλις μάθαινε τι σκοπεύουν να κάνουν τα παιδιά τους οι αντάρτες. Προτού κλονιστεί η απόφασή της, η Ελένη κίνησε για το σπίτι του παρακαλώντας να δεχτεί ο Λουκάς ν' αναλάβει. Ακόμη κι αν η δίψα της δόξας και η αγάπη για τα παιδιά του δεν τον ξεκουνούσαν, η Ελένη φανταζότανε πως θα δεχτεί να το κάνει για τα λεφτά που λογάριαζε να του προσφέρει. Η Ελένη βρήκε το Λουκά στην αυλή του, να γανώνει με το πάσο του ένα χάλκωμα έχοντας τυλιγμένη στο λαιμό του την άσπρη πετσέτα, που είχε γίνει, προς τέρψη του υπόλοιπου χωριού, το χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Ο Λουκάς έτρεμε μήπως τον στρατολογήσουν οι αντάρτες ή τον στέλνουν καθημερινά σε αγγαρείες, κι έτσι είχε σκαρφιστεί ένα έξυπνο κόλπο για να τους πείσει πως ήταν άρρωστος. Όλοι σχεδόν το υποψιάζονταν πως ήταν ψευτοάρρωστος, αλλά μοναχά οι δικοί του ήξεραν πως το σκάρωνε τόσο Digitized by 10uk1s

πειστικά. Έδενε ένα μάτσο κοπανισμένες τσουκνίδες γύρω στο λαιμό του, που έτσι κοκκίνιζε και πρηζόταν. Ύστερα άλειβε το λαρύγγι του με αραιό διάλυμα από σπίρτο του άλατος, που όλοι οι γανωτζήδες το χρησιμοποιούσαν για να καθαρίζουν τα χαλκώματα. Αυτό προκαλούσε στο Λουκά χρόνιο βήχα και βραχνάδα, κι ένα λαχάνιασμα στη φωνή, που το μιμούνταν κατά κόρον οι χωρατατζήδες του χωριού. Κυκλοφορούσε πάντα έχοντας γύρω στο λαιμό του μια πετσέτα βουτηγμένη στο χαμομήλι — σημάδι πως είναι άρρωστος. Το κόλπο πέτυχε να πείσει τους αντάρτες πως ήτανε ανήμπορος για δουλειά, όμως είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ο Λουκάς πέθανε από καρκίνο του λάρυγγα. Ο γανωτζής ξαφνιάστηκε που είδε την Ελένη και πετάχτηκε πάνω να την καλωσορίσει. Όταν η Ελένη του είπε πως ήθελε να τους μιλήσει ιδιαιτέρως, σ' αυτόν και στη γυναίκα του, στο πρόσωπό του ανακατώθηκαν η καχυποψία, ο φόβος και η περιέργεια. Στην κουζίνα, η Σούλα και η θυγατέρα της η Μαριάνθη έβραζαν χόρτα ενώ το πιο μικρό παιδί, ο Αλέξης, δύο χρονών, κοιμόταν στην ξύλινη κούνια του. Ο Λουκάς πρόσταξε τη Μαριάνθη να τους αφήσει μόνους και κείνη του 'ρίξε μια σκοτεινή ματιά. Η Μαριάνθη, που είχε στρατολογηθεί ανταρτίνα μαζί με την Κάντα και μαζί της είχε απολυθεί, ήταν παμπόνηρο κορίτσι. Από την έκφραση της Ελένης ξέκρινε πως κατιτί σπουδαίο ετοιμάζεται και στάθηκε κάτω από το παράθυρο της κουζίνας για να κρυφακούσει τι λέγανε μέσα οι μεγάλοι. «Θα σας ανοίξω την καρδιά μου, γιατί είμαστε ίδιο αίμα», είπε χαμηλόφωνα η Ελένη. «Αλλά όπως και να τα πάρετε εκείνα που θα σας πω, φιλήστε μου σταυρό πως δε θα τα πείτε πουθενά, γιατί αυτό θα σημάνει το δικό μου χαμό και των παιδιών μου». Η Σούλα έριξε μια ματιά στον άντρα της, ύστερα έβγαλε την ποδιά της και κάθισε κοντά στην κούνια. Το αντρόγυνο άκουγε αμίλητο ενώ η Ελένη τους ξανάλεγε τη συζήτηση που είχε ακούσει ο Νικόλας. Κάθε τόσο ο Λουκάς την έκοβε με σιγανά επιφωνήματα κατάπληξης: «Πω! πω! πω!». «Θα μας πάρουν τα παιδιά με το ζόρι είτε τα δώσουμε θεληματικά είτε όχι», κατέληξε η Ελένη. Κοίταξε γύρω και χαμήλωσε τη φωνή. «Εγώ αποφάσισα να πάρω τα δικά μου και να φύγουμε, μα δεν μπορώ να το καταφέρω μονάχη. Χρειάζομαι έναν άντρα να μας οδηγήσει, κάποιον ξύπνιο που να γνωρίζει που τριγυρίζουν οι αντάρτες, και τα μονοπάτια μέσα από τις νάρκες». Γύρισε στο Λουκά, που νευρικά πασπάτευε την πετσέτα στο λαιμό του. «Γι' αυτό ήρθα σε σένα». «Το ίδιο κουβεντιάζαμε κι εμείς, Ελένη», ψιθύρισε η Σούλα σαν να την ανακούφιζε που ξεστόμισε τα λόγια, όμως ο Λουκάς της έριξε μια τρομερή ματιά, που την έκοψε στα μισά της φράσης. Ο μικρόσωμος γανωτζής βημάτιζε πάνω κάτω αμίλητος, το 'δειχνε πως είχε πέσει σε βαθιά συλλογή κι έστριψε πολύ στοχαστικά το τσιγάρο του. Η αλήθεια είναι πως η γυναίκα του τον παρακαλούσε να τους πάρει να φύγουνε αφότου οι αντάρτες είχανε γυρέψει τα παιδιά τους και της μαυρίσανε το μάτι. Όμως ο Λουκάς δίσταζε γνωρίζοντας πως ακόμα και αν γλίτωναν, ώσπου να φτάσουν στη Μεγάλη Ράχη, αυτός θα την είχε άσχημα περνώντας από την άλλη μεριά. Επειδή είχε μείνει στο χωριό, μπορεί στον κυβερνητικό στρατό να νόμιζαν πως ήτανε βαλτός, κατάσκοπος των κομμουνιστών. Αν όμως πήγαιναν μαζί του η Αμερικάνα και τα παιδιά της, δεν θα τον υποπτεύονταν για προδότη — τα φιλοβασιλικά φρονήματα του πατέρα της κι ο Αμερικάνος άντρας της ήτανε πασίγνωστα. Η Ελένη παρακολούθησε το Λουκά που βημάτιζε συλλογισμένος και μετά πρόσθεσε: «Αν τα καταφέρεις να μου βγάλεις και περάσουμε όλοι ζωντανοί, μόλις φτάσουμε στο Φιλιάτι θα τηλεγραφήσω του Χρήστου να σου στείλει χίλια δολάρια». Τα ματάκια του γανωτζή τεντώσανε με το ποσό. Σταμάτησε να βηματίζει και άπλωσε το χέρι στην Digitized by 10uk1s

Ελένη. «Τα παιδιά μας είναι το μόνο που μετράει», ξεφύσηξε λαχανιασμένος. Η Σούλα αξιολύπητη κουνιόταν πίσω μπρος στην καρέκλα της. «Κι αν τα πάμε κατευθείαν στο θάνατό τους;» φώναξε. Αντικρίζοντας την τρομερή αποφασιστικότητα στο πρόσωπο της μεγαλύτερης ξαδέρφης της, η Σούλα έσκυψε το κεφάλι. «Αν είναι αλήθεια αυτό που άκουσε ο Νικόλας, τότε θαρρώ δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς», είπε. «Η Παναγιά μαζί μας»! Το Λουκά τον είχε κιόλας συνεπάρει ο ενθουσιασμός, ρουφώντας το τσιγάρο του κατέστρωνε το σχέδιο. Του φαινότανε πως ο ερχομός της Ελένης Γκατζογιάννη στην πόρτα του ήταν από χέρι Θεού. Ο Λουκάς ένιωθε πάντα πως η ζωή τον είχε ρίξει. Ήτανε δευτερότοκος γιος, είχε στερηθεί τη στοργή του πατέρα του και το οικογενειακό τους σπίτι στο κέντρο του χωριού. Ένιωθε πως οι γονιοί του ήτανε πιο καλοστεκούμενοι, όπως του Μηνά Στράτη, ή είχανε παλέψει γι' αυτόν σκληρότερα, όπως ο πατέρας του Σπύρου Σκεύη, τότε κι αυτός θα μπορούσε να 'ναι γραμματισμένος, γκεσέμι. Με το να επισκευάζει χαλκώματα χαράμιζε την αξία του· αυτουνού του έπρεπε να γίνει δάσκαλος ή αξιωματικός, για τούτο ήταν σίγουρος. Τώρα η μοίρα τού πρόσφερε την ευκαιρία ν' αποδείξει την εξυπνάδα του αψηφώντας ολόκληρο τον αντάρτικο στρατό και πιάνοντας κορόιδο το Σπύρο Σκεύη και τους συναγωνιστές του αξιωματικούς. Θα 'μπαινε μπροστά σε μια ομαδική έξοδο, γυναίκες και παιδιά, θα τους περνούσε όλους σώους κάτω από τις μύτες εκείνων που τους κυνηγούσαν, όπως ο Μωυσής είχε βγάλει από την έρημο τον περιούσιο λαό. Πάνω στην έξαψή του ο Λουκάς ξετύλιξε την πετσέτα από το λαιμό του κι άρχισε να δίνει διαταγές σαν στρατηγός. Έπρεπε να γίνουν μερικές προετοιμασίες, είπε· αυτός θα τα φρόντιζε όλα. Έπρεπε να διαλέξουνε μια νύχτα που το φεγγάρι θα ήτανε στη χάση και ο καιρός, οι αέρηδες και τα σημάδια θα ήταν εντάξει. Στο μεταξύ, το κυριότερο ήτανε οι δυο φαμελιές να συνεχίσουν την καθημερινή ζωή τους δίχως να κάνουν κατιτί που θα προκαλούσε υποψίες. Δεν έπρεπε να ξαναδεί κανείς την Ελένη να πηγαίνει στο σπίτι του. Κάθε πρωί η Ελένη θα δούλευε στο μπαξέ με τις κουκιές, κι εκεί θα την αντάμωνε η Σούλα τη μέρα που θα διάλεγε αυτός. Κατόπι, την ορισμένη νύχτα, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, η Ελένη θα 'πρεπε να στείλει τους δικούς της δυο δυο, από διαφορετικούς δρόμους, κάτω στη ρεματιά στο μύλο του Χαϊδή που ήταν τώρα έρημος, εκεί θα μαζεύονταν όλοι στο κατώι. Μόλις συνάζονταν, θα ξεγλιστρούσαν κατηφορίζοντας τη ρεματιά, και όταν η ρεματιά τούς έβγαζε στα χαμηλώματα, από το σημείο εκείνο θα περπατούσαν κατευθείαν για τη Μεγάλη Ράχη. Ο Λουκάς μιλούσε ξαναμμένος, τον έκοβε μοναχά ο βήχας του που χειροτέρευε όποτε ήταν συγκινημένος. Η Ελένη τον παρατηρούσε και τον άκουγε, και ολοένα τρεμούλιαζε περσότερο. Τέλος του είπε με αυστηρή φωνή: «Μην το ξεχνάς, Λουκά, αυτό είναι μυστικό μόνο για τις δυο φαμελιές μας. Δεν πρέπει να το πεις σε κανένα—μήτε στον αδερφό σου, μήτε στους γονιούς σου, μήτε στην κουνιάδα σου. Μια απρόσεχτη λέξη και χαθήκαμε». Ο Λουκάς της έριξε μια επιτιμητική ματιά. Ήτανε άντρας, έτσι, και το γκεσέμι σε τούτη τη δουλειά. Ποιος καταλάβαινε καλύτερα από κείνον τους κινδύνους; Επιστρέφοντας από το σπίτι του Λουκά η Ελένη προσπαθούσε να καταλαγιάσει τα κακά προαισθήματα που φούντωναν μέσα της. Μάζεψε τη φαμελιά και τους είπε τι σχεδίαζε. Δε φοβόταν μήπως ο Νικόλας και η Φωτεινή προδώσουν τη συνωμοσία· τα παιδιά του ελληνικού χωριού από πολύ μικρά καταλάβαιναν πως η ζωή έχει βάλει τη φαμελιά ν' αντιπαλέψει μ' όλο τον άλλο κόσμο και φυλάγανε τα οικογενειακά μυστικά με τον ίδιο ζήλο, όπως οι γονιοί τους. Κανένας δεν έφερε αντίρρηση στα όσα τους ανακοίνωσε η Ελένη, και βέβαια όχι ο Νικόλας. Αν τον τρόμαζε η ιδέα πως θα προσπαθήσουν να ξεγλιστρήσουν από το χωριό μες στη νύχτα κάτω από τα τουφέκια των ανταρτών, τούτο ήτανε λιγότερο τρομαχτικό από το να τον πάρουνε στην Αλβανία και Digitized by 10uk1s

να τον χωρίσουνε για πάντα από τη μάνα του και τις αδερφάδες του. Ακόμα και η γιαγιά του η Μεγάλη συμφώνησε πως δεν μπορούσανε να κάνουν αλλιώς, αν και άρχισε να κλαίει με τη σκέψη πως θα παρατήσει το σπίτι της. Η Νίτσα κλαψούριζε πως η περιπέτεια του φευγιού θα την έκανε ν' αποβάλει, ωστόσο παρευθύς το απέρριψε όταν η Ελένη της πρότεινε να μείνει εκείνη στο χωριό. Η Όλγα δεν είπε τίποτα. Μέσα της θρηνούσε που έχασε την ευκαιρία να γίνει η πιο πλούσια και η πιο ζηλευτή νύφη του Λια. Η Κάντα πάντα λαχταρούσε να ξεφύγει από τη μουντή ζωή του χωριού, όμως η ανακοίνωση της μάνας της της ξανάφερε όλη τη φρίκη των εβδομάδων που 'χε περάσει με τους αντάρτες. Τώρα εκείνοι που την είχαν εκπαιδεύσει να σκοτώνει θα κυνηγούσαν τους δικούς της. Τις μέρες που ακολούθησαν, η πίεση της αναμονής τους έκανε όλους ευερέθιστους. Τους φαινόταν άσκοπο να φυτεύουν και να φροντίζουνε γεννήματα που ποτέ δε θα σόδιαζαν. Η Ελένη κάθε πρωί κατέβαινε στο μπαξέ με τις κουκιές, όμως δεν έφτανε το μήνυμα από τη Σούλα. Ενώ δούλευε, επαναλάμβανε στο μυαλό της το φευγιό ξανά και ξανά, προσπαθώντας να προβλέψει τους κινδύνους. Ήξερε πως η Νίτσα και η Μεγάλη θα ήταν τόσο τρομαγμένες που δημιουργούσαν περσότερους κινδύνους από τα παιδιά. Λαχταρούσε να υπήρχε κάποιος ήρεμος και σοβαρός άνθρωπος να μοιραστεί μαζί της το βάρος. Αναπόφευκτα, η Ελένη σκέφτηκε τη συννυφάδα της την Αλέξω. Αφότου ο άντρας της ο Φώτος είχε καταφύγει στους Φιλιάτες πριν φτάσουν οι αντάρτες, η Αλέξω έμενε στο σπίτι της μονάχη, με την εντεκάχρονη κόρη της τη Νίκη. Οι δυο παντρεμένες θυγατέρες της Αλέξως, η Αθηνά και η Αρετή, έμεναν αλλού στο χωριό, και τ' αλλά έξι μεγάλα παιδιά της ζούσαν σε μέρη της Ελλάδας όχι ανταρτοκρατούμενα. Η Ελένη αποφάσισε να προτείνει και στην Αλέξω να φύγει μαζί τους. Παρ' όσα η ίδια είχε πει του Λουκά, ήξερε πως στη συννυφάδα της μπορούσαν να 'χουν εμπιστοσύνη όχι μόνο πως δε θα τους προδώσει, αλλά και πως η παρουσία της στην ομάδα θα τους βοηθούσε όλους να κρατήσουν την ψυχραιμία τους. Φτάνοντας ύστερα από κάμποσο περπάτημα στο σπίτι της, μόλις η Ελένη αντίκρισε να την καλωσορίζει το χαμόγελο της Αλέξως κι ένιωσε να την αγκαλιάζουν τα δυνατά της μπράτσα, κατάλαβε πως είχε πάρει σωστή απόφαση. Όμως η Αλέξω την άκουσε προσεχτικά κι ύστερα κούνησε το κεφάλι της. «Δεν μπορώ ν' αφήσω την Αρετή μονάχη στο χωριό, οχτώ μηνών έγκυο», είπε, «και στην κατάστασή της δεν το αντέχει το περπάτημα». Η Αλέξω βυθίστηκε για μια στιγμή σε καταθλιπτική σιωπή, ύστερα γύρισε κι έπιασε τα δυο χέρια της Ελένης μες στα δικά της. «Πάρτε, αντί για μένα, την Αρετή!» ψιθύρισε, ονοματίζοντας τη μεγαλύτερη θυγατέρα της που ήταν στέρφα. «Θα τη στρατολογήσουν σίγουρα γι' ανταρτίνα αν δε φύγει, και τότε ο άντρας της δε θα την πάρει πίσω ποτέ. Αφότου έμαθε πως δεν μπορεί να κάνει παιδιά, αφορμή γυρεύει να τη χωρίσει, κι αν την επιστρατεύσουν, τίποτα παραπάνω δεν του χρειάζεται, θα μείνω να βοηθήσω την Αθηνά να γεννήσει —δε θα με πειράξουν γριά γυναίκα— σώστε όμως την Αρετή!». Η Αρετή ήταν η θυγατέρα που πιο πολύ αγαπούσε η Αλέξω. Η Ελένη δίσταζε. Από τότε που η Αρετή είχε πάει στα Γιάννινα για εγχείρηση και της βγάλανε τη μήτρα, ήταν ευερέθιστη και νευρική, και δεν ήταν το πιο ξύπνιο από τα παιδιά της Αλέξως, όμως, συλλογιόταν η Ελένη, ήταν νέα και γερή και μπορούσε να βοηθήσει τη Μεγάλη ή κάποιο από τα παιδιά στο δρόμο. Εξάλλου, δεν μπορούσε ν' αρνηθεί στην Αλέξω χατίρι τη στιγμή που εκείνη την είχε βοηθήσει να ξεπεράσει τόσες και τόσες κρίσιμες ώρες και της είχε γίνει κι από αδερφή πιο αγαπητή. Η Ελένη κατένεψε και της είπε να ειδοποιήσει την Αρετή· θα της το μηνούσαν με κάποιο τρόπο τη μέρα που θα το 'σκαγαν. «Μα αν οι αντάρτες τιμωρήσουν εσένα γιατί έφυγε εκείνη;» ανησύχησε η Ελένη. «Πώς να κατηγορήσουν εμένα για κάτι που έκανε η παντρεμένη θυγατέρα μου;» αναγέλασε η Αλέξω. «Αχ, Ελένη, μακάρι να 'ρχόμουνα μαζί σας!». «Θα έρθεις γρήγορα», την καθησύχασε η Ελένη. «Σαν τελειώσουνε αυτά θ' ανταμώσουμε στο Digitized by 10uk1s

Φιλιάτι και θα πάρουμε το λεωφορείο για την Ηγουμενίτσα, εκεί θα καθίσουμε όλο το απόγεμα σ' ένα εστιατόριο στο μόλο, θα φάμε ψάρι και θα βλέπουμε τα δελφίνια να παίζουνε στον κόλπο». «Από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί!» ανέκραξε η Αλέξω. Οι δυο φιλενάδες κάθισαν και σιγομουρμούριζαν όλο το πρωινό, καταστρώνοντας σχέδια για μετά τον πόλεμο, αλλά και οι δύο ήξεραν πως έλεγαν ψέματα. Από τη στιγμή που η Ελένη θα έφευγε από το χωριό, είτε πετύχαινε η απόδραση είτε όχι, ήταν απίθανο να ξανασμίξουν οι ζωές τους. Και οι δύο πάσχιζαν να κρύψουνε τα δάκρυά τους όταν αγκαλιάστηκαν για τελευταία πιθανώς φορά. Κάμποσες μέρες έβρεχε και ο αχός του νερού που έσταζε από τις μαρκίζες κατάφαγε την υπομονή της Ελένης. Την πρώτη μέρα με λιακάδα, η Ελένη, η Όλγα και η Νίτσα κατέβασαν τρία τεράστια μπακιρένια καζάνια της μπουγάδας ως το μπαξέ με τις κουκιές του Χαϊδή, κάτω από το σπίτι κοντά σε μια μικρή στέρνα όπου μαζευόταν νερό από τη γειτονική βρύση για να ποτίζονται τα γεννήματα. Κάτω από τα ρούχα, η Ελένη είχε κρύψει μερικά από τα πολύτιμα του σπιτικού —κάτι από τα προικιά της Όλγας, δυο τρία από τα καλύτερα κουστούμια του Χρήστου, το χρυσό μαστραπά και το ταφταδένιο μαξιλαράκι από την Πόλη, εκείνο που λαμπύριζε. Η Ελένη σήκωσε τα παλιά ρούχα που είχε στοιβάξει πάνω πάνω στα καζάνια και τα κουβάλησε στη στέρνα. Η Όλγα και η Νίτσα πιάσανε τσάπα και φτυάρι και πήγανε παραδίπλα στις φτυαριές των κουκιών, κάνοντας τάχα πως γυρίζουνε το χώμα, αλλά στην πραγματικότητα σκάβοντας μεγάλους λάκκους για να χωρέσουν τα καζάνια, ενώ η Ελένη καμωνόταν πως μπουγαδιάζει. Όταν όλα ήταν έτοιμα οι τρεις γυναίκες κατεβάσανε τα καζάνια στους λάκκους, έβαλαν από πάνω αδιάβροχους μουσαμάδες και τα 'θαψαν γοργά, φυτεύοντας ξανά στο μέρος εκείνο τις κουκιές. Έτσι που η Ελένη πατίκωνε το χώμα, αναρωτήθηκε αν θα ξανάβλεπε ποτέ τους θησαυρούς της. Στο μακρινό μαχαλά της Παναγίας και η ξαδέρφη της η Σούλα ήτανε πολυάσχολη. Έκοψε μια κουβέρτα για να φτιάξει ένα σάκο που θα κρατούσε το μωρό στην πλάτη της, αφήνοντας τα χέρια της ελεύθερα. Άνοιξε τρύπες για τα ποδαράκια του παιδιού κι έβαλε από μέσα για στήριγμα μια σανίδα τυλιγμένη με τζίβα. Κάποιο δειλινό το ρισκάρισε κι ύστερα από δεκάλεπτο ποδαρόδρομο έφτασε στο μύλο του Χαϊδή. Εκεί η Σούλα έκρυψε κάμποσα ρούχα σε μια μεριά με τσουκνίδες κάτω από το μύλο, ώστε να τα πάρουν όταν θα κατηφόριζαν τη βουνοπλαγιά. Κάπου μια βδομάδα μετά την αρχική της επίσκεψη στο σπίτι του Λουκά, η Ελένη δούλευε στο μπαξέ με τις κουκιές όταν είδε τη Σούλα ν' ανηφορίζει το μονοπάτι. Το στόμα της Ελένης ξεράθηκε. Από μακριά η Σούλα της φώναξε: «Έκοψες όλα τα κουκιά σου ξαδέρφη; Μήπως σου 'μεινε τίποτα; Δεν έχω μήτε ψίχουλο να ταΐσω τα παιδιά μου». «Έχει ένα σωρό!» της φώναξε η Ελένη. «Έλα να μαζέψεις ένα τέντζερη». Έτσι που οι δυο ξαδέρφες σκύβανε μαζί πάνω από μια φτυαριά κουκιές, η Σούλα ψιθύρισε: «Απόψε, μόλις σκοτεινιάσει! Πρόσεχε να μη σε δει κανείς να κατεβαίνεις στο μύλο». Ύστερα από την αγωνία της αναμονής, άξαφνα φάνηκε πως δεν υπήρχε χρόνος να ετοιμαστούν. Η Ελένη έστειλε τη Γλυκερία να το πει στην Αρετή, που έμενε στα μισά του δρόμου για το Περιβόλι. Αν και η Ελένη είχε ειδοποιήσει τα παιδιά να μην πάρουν τίποτα, η Όλγα άρχισε να φοράει ρούχα το ένα πάνω από τ' άλλο: δυο μεσοφόρια, το καλό της φουστάνι, μια κεντητή ποδιά, άλλο ένα φουστάνι πάνω από αυτά και το κεντητό σεγκούνι της. Έχωσε το καλό της κόκκινο μαντίλι στον κόρφο της και γέμισε τα μανίκια της μαντιλάκια και εσώρουχα με δαντελένιο τελείωμα. «Μοιάζεις σαν παραφουσκωμένη κούκλα», την κορόιδεψε η Κάντα. «Πώς θα περπατήσεις έτσι;» Όμως η Όλγα τραβολογούσε να βάλει δεύτερο ζευγάρι πλεχτές κάλτσες. Η Νίτσα ψαχούλεψε όλη την κουζίνα, Digitized by 10uk1s

τρώγοντας ό,τι εύρισκε. «Γιατί ν' αφήσουμε εδώ το καλό φαγητό», μουρμούριζε κάθε τόσο μπουκωμένη. «Στο κάτω κάτω, πρέπει να τρώω και για το μωρό!» Η Φωτεινή είχε απλώσει στο πάτωμα όλα τα πλαστικά μπιχλιμπίδια της και τα περιεργαζόταν ένα ένα καθώς τα ξανάβαζε στο σακουλάκι, όπως ο φιλάργυρος που μετράει το χρυσάφι του. Η Μεγάλη είχε ζαρώσει σε μια γωνιά, βογκώντας ολοένα πως έπρεπε να τα παρατήσουνε· τα γέρικα πόδια της δε θα τη σήκωναν. Ο Νικόλας ακολουθούσε παντού τη μάνα του σαν σκιά, τόσο κοντά που όλην ώρα έπεφτε πάνω της. Η Ελένη παρακολουθούσε εκνευρισμένη ν' αβγαταίνει η υστερία των δικών της. Ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν για ένα ταξίδι που θ' απαιτούσε όλη την πανουργία τους ίσα ίσα για να γλιτώσουν τη ζωή τους, κι εκείνοι φέρονταν σαν ηλίθιοι! Η αναμονή, η αδράνεια, την έκαναν να θέλει να ταρακουνήσει κάποιον ή να του ξεφωνίσει, όμως ήξερε πως έπρεπε να κρατήσει την ηρεμία της για να δώσει στους άλλους το παράδειγμα. Τους έβαλε ένα τέντζερη με ψωμί μουσκεμένο στο γάλα. Κανένας δεν ήθελε να φάει, αλλά η Ελένη επέμενε· πως θα περπατούσαν όλη τη νύχτα με άδειο στομάχι; Βούτηξε μια μετάλλινη χουλιάρα μέσα στον τέντζερη και την κένωσε στο πρώτο πιάτο κι ευθύς ανασκίρτησε γιατί η χουλιάρα έσπασε και η χούφτα έπεσε μέσα μ' ένα πλαφ. Στο δωμάτιο έγινε σιωπή, όλα τα μάτια καρφωθήκανε πάνω της έτσι που κρατούσε το χερούλι της χουλιάρας. Η φωνή της Μεγάλης αντήχησε σαν κρωξιά πουλιού: «Κακοσημαδιά! Προμάντεμα!» Η Μεγάλη και η Νίτσα έφτυσαν δυο τρεις φορές καθώς η Ελένη τις αγριοκοίταξε. «Κουταμάρες!» είπε, κι έπιασε άλλη χουλιάρα. «Τώρα φάτε!» Είδε την Κάντα να σπρώχνει πέρα το πιάτο της ανέγγιχτο». Προτού σβήσει το στερνό φως στη δύση, η Ελένη έστειλε την Όλγα να ρίξει τρυφερά κλαράκια στα ζωντανά στο κατώι, ώστε να μείνουν ήσυχα όλη τη νύχτα. Σε λίγα λεπτά ένας μεγάλος σαματάς από βελάσματα χτύπησε τ' αυτιά τους και ξαναφάνηκε η Όλγα, στο κούτελό της γυάλιζε ο ιδρώτας. «Οι γίδες, μάνα!» αναφώνησε! «Τα πρόβατα πήραν το φαΐ μα οι γίδες θέλουν να σκαρφαλώσουνε στην πόρτα. Φωνάζουνε θαρρείς και το ξέρουνε πως φεύγουμε!». Η Ελένη απέρριψε γοργά διάφορες σκέψεις της απελπισίας και αποφάσισε πως το καλύτερο ήτανε να φύγουνε αμέσως και να ελπίζουνε πως οι γίδες θα ησυχάζανε όταν πια δε θα τους βλέπανε. Μάνι μάνι έστειλε μπροστά τη Νίτσα, τη Μεγάλη και τη Γλυκερία, να πάρουνε το μονοπάτι από το μπαξέ με τις κουκιές και κατευθείαν στη ρεματιά. Καθώς εξαφανίζονταν στην ψυχρή, ξάστερη νύχτα, η Ελένη άκουγε το σιγανό βογκητό της Μεγάλης στο κάθε βήμα της. Μέτρησε μέσα της ως τα εκατό, ύστερα έγνεψε της Κάντας να ξεκινήσει με τη Φωτεινή. Η Ελένη έπιασε το χέρι του Νικόλα και ξαφνιάστηκε πόσο παγωμένο και μικρούτσικο ήτανε. Τον κοίταξε και κείνος της γύρισε το βλέμμα, χλομός αλλά ήσυχος. Αδιαφορώντας για τα ζωντανά που βελάζανε, η Ελένη κλείδωσε την πόρτα και ξεκίνησε κατά το σπίτι του Πέτση, απ' όπου θα έπαιρναν τη ρεματιά από την άλλη μεριά. Γρήγορα συνηθίσανε το σκοτάδι τα μάτια της. Στ' αριστερά της ήτανε το αδιαπέραστο μαυροπράσινο της ρεματιάς· μπροστά της τόπους τόπους το αχνό ασημί ανάμεσα στους ίσκιους των δέντρων, αρκετά μεγάλους ώστε να κρυφτεί άνθρωπος. Ποτέ δεν είχε καταλάβει η Ελένη πόσο γεμάτη θορύβους ήτανε η νύχτα. Το λυπητερό βέλασμα από τις γίδες την κυνηγούσε, το τρίξιμο και το θρόισμα από την Κάντα και τη Φωτεινή μπροστά τους ηχούσε σαν να τσαλαπατούσε τα χαμόκλαδα θεόρατο ζώο. Όλη της η δύναμη ήταν συγκεντρωμένη στα μάτια και στ' αυτιά της. Εκεί που η Ελένη κόντευε πια να πιστέψει πως είχανε χάσει το δρόμο, ορθώθηκε άξαφνα μπροστά τους σαν πελώριο, τετράφωνο σκαρί ο μύλος του Χαϊδή προβάλλοντας μέσα από το σκοτάδι. Από τους βαθύτερους ίσκιους, η Ελένη άκουσε κάποιο ανάδεμα και σκιάχτηκε, ύστερα κατάλαβε, πως ήτανε η Αρετή, είχε φτάσει κιόλας και περίμενε. Ακουγότανε πεντακάθαρα ο θόρυβος της Μεγάλης, της Νίτσας και της Γλυκερίας που σίμωναν από την άλλη μεριά. Αν υπήρχε αντάρτης εκεί τριγύρω αδύνατο να μην τις ακούσει. Η Ελένη στέναξε. Βρίσκονταν στα χέρια του Θεού. Digitized by 10uk1s

Έβγαλε από την τσέπη της ένα μεγάλο σκουριασμένο κλειδί και άνοιξε την πόρτα στο κατώι του μύλου του πατέρα της, μπάζοντας μέσα τη φαμελιά. Ζάρωσαν κοντά κοντά στο σκοτάδι ωσότου ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα — δυο δυνατά ένα σιγανό. Πρώτα μπήκε η Σούλα, με το μωρό στο σάκο στην πλάτη της, πίσω ακολουθούσαν οι υπόλοιποι δικοί της. Τελευταίος έφτασε ο Λουκάς, φορώντας ακόμα την πετσέτα του, τρέμοντας για τα καλά από τη νευρική υπερένταση. Η Ελένη άναψε μια λαμπίτσα του πετρελαίου στον τεράστιο δίχως παράθυρα χώρο, φωτίζοντας τα τρομαγμένα πρόσωπα των φυγάδων. Οι γυναίκες και τα παιδιά μαζεύτηκαν κοντά κοντά καθώς ο Λουκάς τους ορμήνευε μ' ένα βραχνό ευδιάκριτο ψίθυρο για το πόση σημασία είχε να κάνουν ησυχία από τη στιγμή που θα έβγαιναν από την πόρτα. Η πρώτη δρασκελιά του ταξιδιού ήτανε η πιο επικίνδυνη, τους εξήγησε, γιατί ακόμα μπορούσαν να τους δουν και να τους ακούσουν οι σκοπιές των ανταρτών. Σαν θα φτάνανε στα χαμηλώματα, είχανε να φοβηθούν μόνο τα περίπολα των ανταρτών που περιδιαβάζανε και τις νάρκες. Πάνω σε τούτο η Νίτσα και η Μεγάλη πιάσανε ένα ντουέτο από βογκητά κι ο Λουκάς τις αγριοκοίταξε. Μιας κι εξάντλησε τις ορμήνιες του ο Λουκάς σταμάτησε κι έριξε μια μάτια στην Ελένη, οι δισταγμοί του δεν κρύβονταν. Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνο σταυροκοπήθηκε, και από κοντά τη μιμήθηκαν κι οι άλλοι. Ήσαν έτοιμοι. Ο Λουκάς είπε στην Κάντα και στη Μαριάνθη τη θυγατέρα του να προχωρήσουν πρώτες ως τα χωράφια του Φώτου Γκατζογιάννη παρακάτω, και κει να περιμένουν τους υπόλοιπους. Επειδή οι δυο κοπέλες είχαν εκπαιδευτεί γι' ανταρτίνες, τις έστελνε μπροστά ανιχνευτές. Οι άλλοι περίμεναν μερικά λεπτά, ύστερα φύγανε από το μόλο όλοι μαζί σε μιαν αράδα πίσω από το Λουκά. Η φετούλα του φεγγαριού είχε χαθεί πίσω από 'να σύννεφο και η νύχτα ήταν σκοτεινή και παγερή. Καθώς κατηφόριζαν τη ρεματιά από το μύλο, μια σπιλιάδα τους χτύπησε, ξυπνώντας το μωρό τον Αλέξη. Έβγαλε μια τσιριξιά σαν λαβωμένο γατί. Η Ελένη έτρεξε μπροστά και σήκωσε το μωρό από το σάκο. Προσπάθησε να πνίξει το κλάμα του πάνω στον ώμο της χαϊδεύοντας τη μαλακιά ζεστασιά του κορμιού του έτσι όπως σπαρταρούσε, όμως εκείνο τέντωνε καταπάνω το μούτρο του κι έσκουζε δυνατότερα, κοπανώντας τη με τις γροθίτσες του. Η Σούλα τον πήρε από την Ελένη και ξεκούμπωσε το φουστάνι της, προσπαθώντας να τον ησυχάσει δίνοντάς του το βυζί, αλλά εκείνος αρνιόταν να το πάρει, τσιρίζοντας δυνατότερα σε κάθε του ανάσα. Καθώς οι γυναίκες και τα παιδιά στέκονταν τριγύρω παραζαλισμένοι, ο Λουκάς έτρεξε κοντά τους, ξεφυσώντας βραχνά το μούτρο του παραμορφωμένο από τον τρόμο. «Βούλωσέ του το διαβολόστομα, γυναίκα!» έκρωξε. «Δεν μπορώ!» κλαψούρισε η Σούλα. «Βάλε το χέρι σου πάνω στο στόμα του», σφύριξε ο Λουκάς. Η Σούλα έκανε όπως της είπε κι αιφνιδίως έγινε σιωπή. Όλοι ανάσαναν και κοιτούσανε ολόγυρα, καρτερώντας να δούνε να πετάγονται αντάρτες μέσα από τα δέντρα. Η Σούλα δύσκολα κρατούσε το μωρό, που τιναζόταν μανιασμένο. Σιγά - σιγά, το σπαρτάρισμά του εξασθένιζε ενώ το μούτρο του μελάνιαζε. «Δεν μπορώ άλλο, πεθαίνει!» αναρούφηξε ένα λυγμό η Σούλα και το παράτησε. Μια στιγμή αναμονής όσο να βρει το μωρό την ανάσα του και πάτησε μια τσιριξιά δυο φορές δυνατότερη από πρώτα, τώρα το φόβο τον είχε αντικαταστήσει ο θυμός. «Πίσω στο μύλο, γρήγορα!» ξεφύσηξε ο Λουκάς λαχανιασμένος. Σκαρφαλώσανε τη ρεματιά, καρτερώντας να 'ρθουνε το κατόπι τους οι αντάρτες. Όταν ξαναμπήκανε στο κατώι, ανάψανε τη λάμπα και στάθηκαν θωρώντας το μικροσκοπικό ανθρωπάκι που τους κατέστρεφε. Το μούτρο του ήταν βυσσινί από τη λύσσα, τα δάκρυα τρέχανε στα μάγουλά του μαζί Digitized by 10uk1s

με τις μύξες από τη μύτη του, οι γροθιές του και τα πόδια του κοπανούσαν μανιασμένα καθώς πάταγε όλο και πιο δυνατές τσιριξιές. «Δώσ' το μου σε μένα, θα το στραγγαλίσω!» Ήταν η τραχιά φωνή του Λουκά. Όλοι γυρίσανε να τον κοιτάξουνε, θαρρώντας πως ήταν κακό αστείο, όμως είδανε πως μιλούσε σοβαρά. Ο Λουκάς είχε προβλέψει κάθε αναποδιά εκτός από τούτη, και τώρα ο ίδιος του ο γιος του τα στερούσε όλα: λευτεριά, χρήμα και δόξα. Έκαμε να πιάσει το παιδί, αλλά η Σούλα πισωπάτησε, προφυλάγοντας τον Αλέξη έντρομη από το παραμορφωμένο μούτρο του ανθρώπου που ήταν πάντα τόσο τρυφερός πατέρας. Η Ελένη του άδραξε το μπράτσο. «Τι λες τώρα;» ψιθύρισε. «Πρέπει να σκεφτούμε τους άλλους!» μουρμούρισε ο Λουκάς, έτοιμος να κλάψει. «Τι είναι μια ζωή μπροστά σε δεκαπέντε;» «Και πως θα ζήσουμε ύστερα αν έχουμε στην ψυχή μας το χαμό του μωρού;» ρώτησε η Ελένη. Ύστερα μίλησε δυνατά ώστε ν' ακούγεται πάνω από το κλάμα του. «Πρέπει να γυρίσουμε», είπε σταθερά. «Δε θα πάψει να κλαίει τώρα. Τίποτα δε χάθηκε, φτάνει να γυρίσουμε στα σπίτια μας χωρίς να καταλάβει κανείς πως βγήκαμε. Θα φύγουμε ξανά σε μια δυο μέρες, και την άλλη φορά θα του 'χουμε δώσει κάτι από πριν να το κοιμίσει». Τα λόγια της λύσανε τα μάγια του φόβου που είχε παραλύσει τους πάντες. «Βέβαια!» αναφώνησαν όλοι, χαμογελώντας. Θα γυρνούσαν στα σπίτια τους και θα ξαναπροσπαθούσαν αργότερα. Ο Λουκάς είχε κατσουφιάσει σαν καπετάνιος που οσμίζεται ανταρσία στο καράβι, ωστόσο κατά βάθος είχε ανακουφιστεί όσο και οι υπόλοιποι γιατί αναβαλλόταν η δοκιμασία για κάποια άλλη μέρα.

Η δεύτερη απόπειρα φυγής δυο βδομάδες αργότερα ήταν για το Νικόλα αφάνταστα πιο τρομαχτική από την πρώτη. Η φρίκη εκείνης της πρώτης φοράς — η κακοσημαδιά της χουλιάρας, τα βογκητά της γιαγιάς του, τα βελάσματα από τις γίδες, τα τσιρίγματα του μωρού και το συσπασμένο μούτρο του Λουκά, που είχε φτάσει να στραγγαλίσει τον ίδιο του το γιο — είχαν όλα ριζώσει στην ψυχή του και κει κλωσσήθηκαν ωσότου αναπτύχθηκαν σ' ένα ακατονόμαστο φόβο που τον ακολουθούσε παντού, καραδοκώντας σε γωνιές και προβάλλοντας την όψη του απάνω που ο Νικόλας γλάρωνε. Ο φόβος να τους αιφνιδιάσουν οι αντάρτες μέσα στο σκοτάδι ήταν αρκετά τρομαχτικός αλλά ο πανικός των μεγάλων και η ανημπόρια τους του κόλλησαν μια αίσθηση τρόμου πολύ μεγαλύτερη. Τη στιγμή που ο Νικόλας και οι δικοί του γλίστρησαν για δεύτερη φορά έξω από το σπίτι, κατάλαβαν πως ο καιρός είχε γυρίσει. Ο αέρας ήταν παγερός και υγρός, και καταχνιά ανέβαινε από τα χαμηλώματα. Ξανά τα ζωντανά άρχισαν το τρομαχτικό τους βέλασμα καθώς η φαμελιά έπαιρνε την κατηφοριά στη ρεματιά, φεύγοντας από διαφορετικές μεριές. Μόλις έσμιξαν πάλι πάνω από το μύλο του Χαϊδή, τους σταμάτησε κάτι που τους φάνταξε το χέρι του ίδιου του Θεού. Ο Νικόλας ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του ν' ανορθώνονται. Από 'να θεόρατο πλατάνι είχε πέσει το μισό, φράζοντας το μονοπάτι, σίγουρα το 'χε χτυπήσει αστροπελέκι. Μέσα στην καταχνιά που ανέβαινε πρόβαλε σαν τοίχος ένα κουτσουρεμένο κλαδί που κουφόκαιγε ακόμη βγάζοντας αναθυμιάσεις από θειάφι. Η Νίτσα και η Μεγάλη άρχισαν ν' νιαουρίζουν έντρομες: «Κι άλλη κακοσημαδιά!». Καθώς παρακάμψανε το πεσμένο δέντρο, η καταχνιά τους σκέπασε τα πόδια, τυλίχτηκε στα κανιά τους ώσπου τους κατάπιε ολόκληρους, εξαφανίζοντας κάθε άλλη αίσθησή τους εκτός από την αφή. Για το Νικόλα ετούτη η αντάρα ήτανε η ενσάρκωση της φρίκης που τον παραφύλαγε. Ήταν χειρότερη και από τον κρότο βημάτων που ζυγώνουν, γιατί έπνιγε κάθε αχό· ο κόσμος έμοιαζε Digitized by 10uk1s

τυλιγμένος σε μπαμπάκι. Άρπαξε το χέρι της μάνας του καθώς σκοντάφτανε κατηφορίζοντας τη ρεματιά, ακολουθώντας την πλαγιά στα στραβά. Η Ελένη έμοιαζε με φάντασμα, ντυμένη στους άσπρους ατμούς κι άπλωνε μπροστά το χέρι της. Τέλος πέσανε κατευθείαν πάνω στον πέτρινο τοίχο του μύλου και με προσοχή προχωρήσανε ψαχουλευτά γύρω γύρω ωσότου βρήκανε την πόρτα. Ήταν οι πρώτοι που φτάσανε. Ακούστηκε ένα χτύπημα σιγανό και στο κατώφλι φάνηκαν περιδινούμενα σουλούπια, πούπουλα από λευκό ατμό ξεφύτρωναν από τα ρούχα και τα μαλλιά τους. Ο Λουκάς γλίστρησε μέσα και ξοπίσω του η γυναίκα και τα παιδιά του. Ύστερα ήρθε η Αρετή. Ο Νικόλας ένιωσε τη μάνα του να σφίγγεται και να τον αρπάζει καθώς στο κατώφλι σχηματίστηκαν και αλλά σουλούπια· άγνωστοι που δεν ήταν στην ομάδα τους. Ετοιμάστηκαν ν' αντιμετωπίσουνε αντάρτες, όμως οι καινούριοι ήταν μια μεσόκοπη γυναίκα και δυο κοριτσάκια που κλαψούριζαν και τα δυο από το φόβο τους. «Σκιάζομαι, μάνα!» ψιθύριζαν. «Θέλω να πάω στο σπίτι! Θα πεθάνουμε!» Ο φόβος τους επηρέασε το Νικόλα, που άρχισε να τρέμει σα να 'χε πυρετό. «Βουλώστε τις πηγάδες σας γιατί θα πάρω κάνα ματσούκι», μούγκρισε η μάνα τους, που η Ελένη την αναγνώρισε —ήταν η Αλεξάντρα, η αψίθυμη γυναίκα του γανωτζή Νάσου Ντρουμπογιάννη. Ο Νικόλας είδε τη λύσσα στο πρόσωπο της μάνας του καθώς πέταξε: «Λουκά, θέλω να σου πω μια κουβέντα έξω». Εξαφανίστηκαν στην ασφυκτική κουβέρτα της αντάρας που γέμισε τα ρουθούνια και τα πνεμόνια τους και ο Νικόλας τους ακολούθησε. Ο Λουκάς ήτανε μια κορμοστασιά δίχως πρόσωπο, έτσι που η Ελένη γύρισε καταπάνω του. «Τι γυρεύουν εδώ η Αλεξάντρα και οι κόρες της;» ρώτησε με σφιγμένη φωνή. «Δε μου 'δωσες το λόγο σου πως δε θα το πεις σε κανένα;» Ο Νικόλας είχε φοβηθεί πιο πολύ από το θυμό της παρά από την αντάρα. Ο Λουκάς ξεφύσηξε βραχνά σαν φταίχτης: «Ο Νάσος είναι ο πιο καλός μου φίλος», στέναξε. «Μεγαλώσαμε στα δυο μισά του ίδιου σπιτιού· μια πόρτα είχαμε. Πήρανε τη μεγαλύτερη θυγατέρα του ανταρτίνα και θέλουνε τις άλλες δυο για το παιδομάζωμα. Πώς θα τον αντίκριζα αν είχα παρατήσει εδώ τη φαμελιά του;» Η Ελένη έμεινε αμίλητη κάμποσες στιγμές, ύστερα είπε με φωνή που έβγαινε ασώματη από τον αέρα: «Μπορεί και να μας έστελνες στον τάφο. Δεν υπάρχει τρόπος να φύγουμε απόψε μέσα στην καταχνιά. Πρέπει να τ' αναβάλουμε ξανά. Η Αλεξάντρα έχει κόρη στους αντάρτες· οι άλλες δυο είναι υστερικές. Θαρρείς στ' αλήθεια πως μπορείς να τους έχεις εμπιστοσύνη, όταν τις ξέρεις;» Ο Νικόλας φαντάστηκε πως το σουλούπι του Λουκά μίκρυνε μέσα στην αντάρα. Η συντριβή στη φωνή του έμοιαζε με πένθιμα κωδωνοκρουσία. «Όλα μου πήγανε στραβά. Όλη η ζωή μου έτσι ήτανε. Φταίει η κερατένια η τύχη μου!» Ο Νικόλας ένιωσε να φράζει ο λαιμός του. Αν ο μόνος άντρας στην ομάδα τα παρατούσε, τότε ήτανε χαμένοι, σκέφτηκε. Άρχισε να τρέμει κι η Ελένη ένιωσε το φόβο του και τον τράβηξε πιο κοντά της. «Κάνε ό,τι θες, μείνε ή φύγε», του είπε. «Εγώ όμως θα εξακολουθήσω να προσπαθώ, ώσπου θα 'μαι λεύτερη ή θα πεθάνω». Ο Λουκάς απόμεινε ώρα πολλή αμίλητος, ύστερα μια τσακισμένη φωνή της είπε: «Δέχτηκα να σας πάω εγώ, Ελένη, και θα το κάνω». «Όπως θέλεις», αποκρίθηκε η Ελένη. «Πρέπει να κινήσουμε πάλι γρήγορα, προτού είναι πολύ αργά. Την επόμενη φορά μη φέρεις τις Ντρουμπογιαννάτισσες, μήτε να τους πεις ότι φεύγουμε. Το βλέπεις και μόνος σου, θα μας καταστρέψουνε προτού ξεκινήσουμε». Digitized by 10uk1s

Μέσα από τη λευκή καταχνιά έφτασε η απάντηση του Λουκά: «Δε θα τους το πω». Μπήκε στο μύλο για να στείλει τους άλλους στα σπίτια τους και ο Νικόλας με την Ελένη περίμεναν απ' έξω, τυλιγμένοι στην αντάρα. Η Ελένη έσκυψε και ψιθύρισε στο παιδί: «Την άλλη φορά θα τα καταφέρουμε, σου δίνω το λόγο μου!» Την πίστεψε. Τα φαντάσματα μέσα στην καταχνιά δεν μπορούσαν να την πειράξουνε, το είχε δει αυτό. Καθώς ανηφόριζαν στη ρεματιά για το σπίτι, με το χέρι του μέσα στο δικό της, ο Νικόλας κατάλαβε πως εκείνο το πράμα που τον παραφύλαγε τόσες και τόσες μέρες δε βρισκότανε πια δίπλα του.

Την άλλη μέρα πρωί πρωί έφτασε στο σπίτι η Αγγελική Μπότσαρη με την είδηση πως ο νεαρός αντάρτης που τον λέγανε Μέρμηγκα είχε σκοτωθεί τη νύχτα. Οι αντάρτες είχαν επωφεληθεί από την καταχνιά, είπε η Αγγελική, και ξαπόστειλαν πέντ' έξι ομάδες καταδρομών για να χτυπήσουνε τους εθνικόφρονες φαντάρους. Η Ελένη σήκωσε τα μάτια της στο εικονοστάσι στη γωνιά. Αν δεν είχαν γυρίσει πίσω, κατάλαβε, σίγουρα θα τους είχανε τσακώσει. Τούτο ήτανε σημάδι πως ο Θεός τους φύλαγε. Η τρίτη φορά θα 'τανε κι η καλύτερη. Δεύτερος επισκέπτης έφτασε στην αυλόπορτα κατά το μεσημέρι, ο γεροντάκος και κουζουλός τελάλης του χωριού, ο Πέτρος Παπανικόλας. Είχε πλάι του δυο αντάρτες και είπε κεφάτα στην Ελένη πως ο Λαϊκός Στρατός χρειαζότανε από το σπιτικό της μια γυναίκα γι' αγγαρεία. Ο πρόεδρος του χωριού, ο Σπύρος Μιχόπουλος, είχε καλέσει σαράντα γυναίκες να πάνε στη Βατσουνιά για να κόψουνε σανό και στάρι στα γύρω χωριά. Οι γυναίκες έπρεπε να παρουσιαστούν στην επιμελητεία σε τρεις ώρες. Η Ελένη πιάστηκε από τον παραστάτη της πόρτας για να στηριχτεί προσπαθώντας να κρύψει τον πανικό της. «Γιατί τόσο γρήγορα;» ρώτησε. «Τοιμαζόμαστε να θερίσουμε τα δικά μας στάρια, και όποιος πάει δεν προφταίνει να ετοιμαστεί. Αύριο δε γίνεται;» «Σήμερα», είπε ο ένας από τους αντάρτες και για μια στιγμή την αναμέτρησε, προτού γυρίσουν να φύγουν. Καταπολέμησε το κύμα της υστερίας που της θόλωνε το μυαλό. Θα πρέπει να υπάρχει λύση, φτάνει να συλλογιόταν γρήγορα. Μάζεψε όλη τη φαμελιά και τους εξήγησε τι είχε συμβεί, κοιτάζοντας το ένα σκυθρωπό πρόσωπο μετά το άλλο. Το βλέμμα της σταμάτησε στη φουσκωμένη κοιλιά της αδερφής της. «Αν πας εσύ», είπε στη Νίτσα «θα σε στείλουνε πίσω μόλις δουν την κατάστασή σου κι έτσι πάλι μπορούμε να φύγουμε όλοι μαζί». «Χα!» ξέσπασε η Νίτσα. «Είκοσι πέντε χρόνια παρακαλούσα να μου χαρίσει ο Θεός παιδί και στο γέρμα της ζωής μου έγινε το θαύμα. Να ρισκάρω εγώ το δικό μου μωρό για να σώσεις εσύ τα παιδιά σου;» Συντριμμένη από τον πόνο για την κατάντια της, η Νίτσα άρχισε να κλαίει, τα χέρια της είχανε σφίξει προστατευτικά την κοιλιά της.

Digitized by 10uk1s

Η Ελένη στέναξε και κοίταξε τη μάνα της, που άπλωσε τα χέρια γυρεύοντας συμπάθιο. «Αν μπορούσα θα πήγαινα», τρεμούλιασε η Μεγάλη, «μα είμαι πολύ γριά, δεν αντέχω να περπατήσω τόσο μακριά ή να δουλέψω το δρεπάνι, κι αν θυμώσουνε μαζί μου και με δείρουνε, θα τα μαρτυρήσω όλα για το φευγιό». Η Ελένη τη χτύπησε στο μπράτσο ξεψυχισμένα: «Πάει καλά, μάνα». «Θα πάω εγώ!» Ήτανε η Όλγα, που έδειχνε σχεδόν τόσο τρομαγμένη, όσο και η Μεγάλη. «Το πόδι μου είναι τώρα καλά και μπορώ να το σκάσω από κει μονάχη». «Με κανένα τρόπο!» την έκοψε η Ελένη. «Αν πας εσύ ή η Κάντα, δε θα σας αφήσουν ποτέ. Θα σας ντύσουν ανταρτίνες μόλις τελειώσει ο θέρος. Σκέψου τι έχουν να σου κάνουν οι αντάρτες αν εμείς φύγουμε!» Η Όλγα έσκυψε το κεφάλι μπρος στη λογική της μάνας της. Όλοι κάθονταν σιωπηλοί, θωρώντας την Ελένη, ύστερα αντήχησε μια φωνίτσα: «Στείλε έμενα, μάνα». Γυρίσανε να κοιτάξουνε τη δεκατετράχρονη Γλυκερία, τα στρουμπουλά της μάγουλα τόσο ροδοκόκκινα όσο σχεδόν και το άλικο μάλλινο φουστάνι που φορούσε. Τους γύρισε τις ματιές τους θαρρετά. «Είμαι πολύ μικρή για ανταρτίνα και πολύ μεγάλη για το παιδομάζωμα», ξεφούρνισε η Γλυκερία. «Κανένας αντάρτης δε θα θέλει να με χαλάσει, και μπορώ να το σκάσω από κει μονάχη, όπως είπε η Όλγα». Ξεροκατάπιε, καθώς θυμήθηκε τι φασαρίες έκανε πάντα σαν ήτανε να βοηθήσει στο θέρο, γκρίνιαζε πως το δρεπάνι της φουσκάλιαζε τα χέρια. Ένιωσε να μαζεύονται στο λαιμό της δάκρυα και γεύτηκε τη γλυκιά αγωνία του μαρτυρίου και του πόνου για την κατάντια της. Οι άλλοι κοιτούσαν το κορίτσι κατάπληχτοι, η Ελένη κατάλαβε πως αυτό ήταν το σωστό. Η Γλυκερία, μήτε ένα πενήντα, ήτανε πολύ μικρή για να βάλει σε πειρασμό τους αντάρτες. Ήταν αδιόρθωτη στις χειρωνακτικές δουλειές και σίγουρα θα τη στέλνανε πίσω γιατί θα 'ταν άχρηστη. Τότε θα μπορούσαν να το σκάσουν όλοι μαζί. Η Ελένη άπλωσε τα χέρια στη θυγατέρα που πάντα την ανησυχούσε πιο πολύ. «Παιδί μου!» φώναξε. «Αυτό είναι το καλύτερο. Είσαι γενναία κοπέλα! Μην ανησυχείς, δε θα φύγουμε χωρίς εσένα. Θα σε περιμένουμε ώσπου να γυρίσεις». Η Ελένη άρχισε αμέσως να ετοιμάζει την τρίτη θυγατέρα της για το μακρινό ταξίδι. Της χτένισε τα μαλλιά, τα 'πλέξε σε δυο χρυσαφένιες κοτσίδες, και βούρτσισε το κόκκινο υφαντό φουστάνι. Το μάλλινο παραήτανε βαρύ για καλοκαίρι, το ήξερε, όμως ήτανε το μόνο ευπαρουσίαστο φουστάνι που είχε η Γλυκερία. Ύστερα η Ελένη μάζεψε μερικά φαγώσιμα σ' ένα πάνινο σακούλι και, κρατώντας την κοπέλα μπροστά στο εικονοστάσι, τη ράντισε με αγιασμό. Παρακάλεσε τον Άγιο Αθανάσιο να τη φέρει πίσω γρήγορα. Προτού οι άλλοι προφτάσουνε να συνηθίσουν το νέο ρόλο της Γλυκερίας —ηρωίδα κι όχι πια η φασαριόζα του σπιτιού— εκείνη είχε φύγει.

Τις πρώτες βδομάδες του Ιουνίου η απειλή του παιδομαζώματος πραγματοποιήθηκε για τους Λιώτες όταν πήρανε την πρώτη ομάδα παιδιών. Κάποια μέρα που οι βουνοπλαγιές χρύσιζαν από τους κρόκους, όλα τα παιδιά, που οι γονείς τους τα είχανε δώσει θεληματικά, ξεκινήσανε από το χωριό σε μια παρδαλή πομπή. Πέρασε ακριβώς πάνω από την πόρτα του Χαϊδή, ενώ η Ελένη και τα Digitized by 10uk1s

παιδιά της παρακολουθούσαν με φρίκη από τα παράθυρα. Καμιά εικοσαριά παιδιά από τριών ως δεκατεσσάρων χρόνων. Οι δύο «συνοδοί» που θα τα πήγαιναν στην Αλβανία μέσω Τσαμαντά ήταν λίγο μεγαλύτερα χωριανόπουλα που φορούσαν με καμάρι αντάρτικες στολές. Όπως βάδιζαν, τραγουδώντας κομμουνιστικά τραγούδια, κάποιος έπαιζε κλαρίνο. Στην κεφαλή της πομπής πήγαινε ο Σπύρος Σκεύης, ο πιο ξακουστός αντάρτης του Λια. Ένα κοπάδι γυναίκες που κλαίγανε ακολουθούσε το κατόπι, πότε η μια πότε η άλλη προσπαθούσε ν' αγκαλιάσει κάποιο παιδί που έμενε πίσω. Η Ελένη έκλαιγε και κείνη έτσι που περνούσε η φάλαγγα των παιδιών ενώ ο Νικόλας θωρούσε, φανταζόταν τον εαυτό του ανάμεσά τους. Διαδόθηκε πως θα μάζευαν άλλη μια ομάδα και θα την έστελναν σε λίγες μέρες. Όλοι άρχισαν να καταλαβαίνουν πως είτε τα πρόσφεραν θεληματικά είτε όχι, σύντομα το Λια θα ήταν χωριό δίχως παιδιά. Ανάμεσα στους γονιούς που ξεσηκώθηκαν με τούτη τη σκέψη η Καλλιόπη και ο Τάση Μήτρος. Ο μύλος του γέρο-Τάση κατάκορφα στο Περιβόλι, ήταν ο μόνος που λειτουργούσε ακόμα. Οι αντάρτες έβαζαν τη φαμελιά του να δουλεύει ώρες και ώρες κάθε μέρα για ν' αλέθει το αλεύρι που χρειάζονταν οι μονάδες τους. Ο δεκαεφτάχρονος γιος του Τάση ο Γάκης είχε στρατολογηθεί αντάρτης αλλά είχε καταφέρει να πάρει προσωρινό απολυτήριο επειδή είχε χτυπηθεί στη ν πλάτη. Τώρα ο μυλωνάς έμαθε πως προορίζανε το γιο του συνοδό της επόμενης ομάδας παιδιών, και πιθανότατα μόλις έφτανε στην Αλβανία θα τον στρατολογούσαν ξανά. Επιπλέον, ο μικρότερος γιος του Τάση ο Νίκος, ο παλιός ήρωας και τύραννος του Νικόλα Γκατζογιάννη, προοριζόταν να φύγει με την επόμενη ομάδα. Ο βραχνός, φαλακρός, λιοψημένος μυλωνάς θεωρούσε ανέκαθεν τη ζωή ένα κακό αστείο που πρέπει να το αντιμετωπίζεις με κέφι και κυνισμό, αλλά όταν ξεκαθάρισε πως πρόκειται να χάσει και τους δυο του γιους, ο Τάσης έπαψε να χωρατεύει με τα παθήματά του κι έψαχνε να βρει τρόπο να σώσει τα παιδιά του. Το εμπιστεύτηκε στον μπατζανάκη του το Λουκά Ζιάρα, που μόλις άκουσε πως ο Τάσης γύρευε τρόπο να διώξει τα παιδιά του από το Λια, του το σφύριξε για τις δύο αποτυχημένες απόπειρές του. «Είσαι τυχερός που αποτύχανε!» ξέσπασε ο Τάσης. «Ζουρλός είσαι να τους κατεβάσεις από τη ρεματιά! Μόλις φτάνατε στο ίσιωμα θα 'πρεπε να περάσετε από χωράφια που μόλις θέρισαν, και σίγουρα θα σας βλέπανε οι σκοπιές». Ο Λουκάς ανατρίχιασε. «Και από που λες να φύγουμε, από την πλατεία του χωριού;» τον αντίκοψε. «Πε μου, μπας και μάθω κι εγώ ο αγράμματος». «Από το σπίτι σου!» του αποκρίθηκε ο μυλωνάς. «Απέχουμε πενήντα μέτρα από το μεγάλο φυλάκιο. Είκοσι τόσοι νομάτοι θα περάσουμε κάτω από τη μύτη τους; Για σοβαρέψου!» «Κυνηγούσα σε κείνα τα μέρη μαζί με το Φώτο Γκατζογιάννη προτού εσύ γεννηθείς», τον αποπήρε. «Ακριβώς κάτω από το σπίτι σου θρασομανούν τα χαμόκλαδα, έχει και χαράδρα. Κι από κάτω είναι ένα σταροχώραφο που ακόμα δεν το θερίσανε. Μόλις το περάσεις, ουσιαστικά είσαι μέσα στο δάσος. Κι απά σε βλέπει μήτε μάτι μήτε σε φτάνει βόλι. Την άλλη φορά θα 'ρθω κι εγώ με τη φαμελιά μου και θα σου δείξω ακριβώς πως θα γίνει». Ο Λουκάς είχε κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα πως του παίρνουν τα γκέμια από τα χέρια, όμως αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως το σχέδιο του Γάκη φαινόταν καλύτερο από το δικό του. Ενώ οι δυο μπατζανάκηδες κατάστρωναν καταλεπτώς τη νέα στρατηγική, στείλανε τη Σούλα να πει Digitized by 10uk1s

στην Ελένη πως δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο το γυρισμό της Γλυκερίας. Έπρεπε να φύγουνε σε τρεις μέρες. Την Κυριακή, 20 Ιουνίου, το φεγγάρι ήτανε στη χάση του και πρόβλημα καιρού δεν υπήρχε πια. Τα στάρια ήτανε αψηλά και χρυσαφένια στον καλοκαιριάτικο ήλιο και είχε να βρέξει από το τέλος Μαΐου. Όταν η Σούλα τη βρήκε στο μπαξέ με τις κουκιές και της ψιθύρισε τη νέα ημέρα του φευγιού, η Ελένη γύρισε και την κάρφωσε με το βλέμμα. «Δεν μπορούμε να φύγουμε χωρίς τη Γλυκερία!» ψιθύρισε. «Θες να χάσεις όλα σου τα παιδιά;» αποκρίθηκε η Σούλα. «Ο Λουκάς άκουσε πως θα τα πάρουν μέσα στη βδομάδα». Τα χέρια της Ελένης έτρεμαν τόσο, ώστε της πέσανε τα κουκιά που μάζευε. Όπως κάθε μάνα, είχε μια ξέχωρη αδυναμία για το πιο άταχτο παιδί. Δεν άντεχε να την παρατήσει εδώ, να τη χτυπήσουνε, να τη φυλακίσουν ή να τη στείλουνε να πολεμήσει μπροστά μπροστά για να εκδικηθούνε την πράξη τους. Η Γλυκερία δεν είχε τις δυνάμεις ή την αντοχή να γίνει ανταρτίνα, συλλογιόταν η Ελένη. Ήτανε κακομαθημένη από τα μικράτα της. «Θα έρθεις ή όχι;» ρώτησε πιεστικά η Σούλα. «Πρέπει να φύγουμε την Κυριακή!» Η Ελένη δεν είχε εμπιστοσύνη τι θα λέγε αν μιλούσε, αλλά κούνησε το κεφάλι της. «Εντάξει! ξανάσανε η Σούλα. «Το σχέδιο άλλαξε. Αντί να κατεβούμε στη ρεματιά θα φύγουμε από το σπίτι μας. Μόλις σκοτεινιάσει στείλε δύο δύο τους δικούς σου». «Πολύ επικίνδυνο!» είπε η Ελένη ξαφνιασμένη. «Μην ανησυχείς», είπε η Σούλα γυρνώντας να φύγει. «Ο Λουκάς τα μελέτησε όλα». Τις επόμενες δυο μέρες, ενώ η Ελένη απεγνωσμένα έψαχνε τις βουνοκορφές μήπως και φανεί σημάδι για το γυρισμό της θυγατέρας της, οι φαμελιές του Λουκά Σπυρόπουλου και του Τάση Μήτρου ετοιμάζονταν. Ο Γάκη Μήτρος ήταν στενός φίλος από το σχολείο του νεαρού αντάρτη Αντρέα Μιχόπουλου και μια βραδιά πήγε στο φυλάκιο στην Παναγία για να τον δει. «Θα ναι ζόρικο», είπε ο Γάκης στον Αντρέα, «να περνάς όλη τη νύχτα χτενίζοντας τα χαμηλώματα για να πετύχεις φασίστες». «Μπα, δεν είναι τόσο δύσκολο», απάντησε ο Αντρέας, σηκώνοντας το τουφέκι του με σπουδαιοφάνεια. «Τις πιο πολλές νύχτες στέλνουμε ένα περίπολο κάτω στη ρεματιά κι άλλο ένα κατεβαίνει από το Παραγιάννη, όσο για την περιοχή ενδιάμεσα, είναι τόσο απότομη που από χιλιόμετρα πέρα θα τους ακούσουμε και θα τους δούμε τους μπάσταρδους. Άσε που θα τους συγυρίσουνε πρώτα οι νάρκες. Εμείς συνήθως καθόμαστε εδώ κι έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά». Και η Σούλα επισκέφθηκε το αντάρτικο φυλάκιο κουβαλώντας το μωρό τον Αλέξη στην αγκαλιά της. Είπε στον επικεφαλής λοχία πως ανησυχούσε για τις νάρκες. «Βάλατε καμιά κοντά στα χωράφια μου;» ρώτησε. «Ξέρεις, τα κουτσούβελά μου όλο εκεί τριγύρω παίζουνε». «Μη φοβάσαι, κυρά Σούλα», της είπε ο λοχίας, «είναι καθαρά ίσαμε κάτω τα σταροχώραφα». Νωρίς το Σάββατο το πρωί, την παραμονή της φυγής, η Σούλα και η θυγατέρα της η Μαριάνθη κατεβήκανε προσεχτικά το μονοπάτι που θ' ακολουθούσε η ομάδα μέσα από τα χωράφια τους. Παστρέψανε κάθε πέτρα η κλαδάκι, όπου θα μπορούσε να σκοντάψει κανείς ή να κάνει θόρυβο. Digitized by 10uk1s

Όταν γυρίσανε στο σπίτι, κατουρημένες από το φόβο εκεινού που θα 'φερνε η αύριο, βρήκανε να τις περιμένουν δυο αντάρτες.

Εκείνο το ίδιο πρωινό, καθώς η Ελένη είχε πια απελπιστεί πως θα ξαναδεί ποτέ τη Γλυκερία, ακούστηκε στην πόρτα ένα χτύπημα, που τη γέμισε μ' ελπίδα. Αλλά άνοιξε και είδε ξανά τον τελάλη του χωριού να χαμογελάει χαζά. «Να με συμπαθάς που σου το λέω, κυρά Λένη, χρειαζόμαστε από το σπιτικό σου άλλη μια γυναίκα», της είπε. Οι αντάρτες γυρεύανε σαράντα ακόμα γυναίκες για το θέρο, τις μισές από το Λια, τις άλλες μισές από το Μπαμπούρι. «Οι Λιώτισσες έπρεπε να φύγουνε σήμερα», κατέληξε. Ο φόβος διαπέρασε την Ελένη ως τ' ακροδάχτυλα. Το μυαλό της άρχισε να γυρίζει. Αν κατάφερνε λίγο να το σπρώξει θα μπορούσαν να κανονίσουν το φευγιό γι' απόψε. «Κάνε μου τη χάρη, Πέτρο», είπε. «Δε νιώθω στα καλά μου έχω πυρετό. Μα μπορώ να πάω αύριο με τις Μπαμπουριώτισσες. Σίγουρα θα 'μαι μια χαρά». «Σήμερα πρέπει, όποια στείλεις», της είπε και μετά, χαμογελώντας επανέλαβε το γνωστό δίστιχο: «Κι ένα σβώλο στην ποδιά/ κι όλοι στου Γιώρη Αντριά». Η Ελένη σφάλισε την πόρτα και σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Προσπάθησε να ξεκαθαρίσει την αντάρα που της θόλωνε το μυαλό. Άλλος ένας έπρεπε να θυσιαστεί. Αν διάλεγε προσεχτικά, μπορεί ν' αβγάταιναν οι ευκαιρίες της Γλυκερίας να το σκάσει. Συγκέντρωσε τη φαμελιά, και μόλις τα παιδιά είδανε το πρόσωπο της μάνας τους καταλάβανε πως κάτι είχε πάει πολύ στραβά. Η Ελένη τους είπε για την καινούρια διαταγή από τους αντάρτες και γύρισε στη Νίτσα. «Τούτη τη φορά πρέπει να πας εσύ, αδερφή», της είπε. «Αν στείλω την Όλγα ή την Κάντα θα τις κάνουν ανταρτίνες, εσένα στην κατάστασή σου δε θα σε πειράξουν. Και μπορεί ν' ανταμώσεις τη Γλυκερία να το σκάσετε μαζί από το θέρο». Η Νίτσα άρχισε να σκούζει: «Έχεις πέντε παιδιά! Αν χάσεις ένα ή δύο, τι σημασία έχει; Θέλεις να θυσιάσεις έμενα και το μωρό στην κοιλιά μου για να σώσεις τη φαμελιά σου! Πάντα όλα σου 'ρθανε πιο βολικά από μένα». Ο θυμός έπνιξε την Ελένη σαν σπασμός, έσβησε από τα μάτια της η ανακλαδισμένη χοντρή αντίκρυ της. Πάρα πολύ καιρό κατάπινε τη φούρκα για την τεμπέλα, εγωίστρια μεγάλη αδερφή της και τώρα ξέσπασε: «Πιο βολικά!» ούρλιαξε. «Αρνήθηκα να πάω στην Αμερική με τον άντρα μου για να μείνω εδώ μαζί σου και με τους γονιούς μας! Δέκα χρόνια τώρα υποφέρουμε τα παιδιά μου κι εγώ επειδή το προτίμησα αυτό, και τώρα θες να θυσιάσω κι άλλο παιδί για να μη χάσεις το χουζούρι σου!» «Ελένη η αδερφή σου έχει δίκιο», την αποπήρε η Μεγάλη με την τρεμάμενη φωνή της.« Η Νίτσα δεν έχει τη δικιά σου δύναμη και τη δικιά σου εξυπνάδα. Δε θα 'βρει ποτέ το κουράγιο να πάρει τη Γλυκερία και να το σκάσουνε». Η Ελένη έσκυψε το κεφάλι. Όλη της τη ζωή είχανε την αξίωση να είναι αυτή η δυνατή, και είχε πια μπαϊλντίσει. Το πιο μεγάλο της λάθος ήτανε που έμεινε πιστή στην αδερφή και στους γονιούς της. Οι δεσμοί που άλλοτε την έδεναν μαζί τους, δεσμοί αγάπης, αδυναμίας και ανάγκης, είχανε γίνει αλυσίδες που θα καταστρέφανε τώρα την ίδια και τα παιδιά της. Ύστερα από μακρόσυρτη σιωπή η Ελένη γύρισε στην Όλγα. «Θα πάω εγώ στη Γλυκερία», είπε άψυχα. « Εσύ θα πάρεις το Νικόλα και τις αδερφές σου να φύγετε με το Λουκά». Δε γύρισε να κοιτάξει τη Νίτσα.

Digitized by 10uk1s

Όλα τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε. «Δεν πάμε χωρίς εσένα!» φώναξε η Όλγα. «Θα μείνουμε εδώ και θα περιμένουμε ώσπου να γυρίσεις». «Τότε δε θα γλιτώσει κανένας από το σπιτικό μας», την αντίκοψε η Ελένη. «Θα πάρουν το Νικόλα και τη Φωτεινή στο παιδομάζωμα, εσένα και την Κάντα θα σας ντύσουν ανταρτίνες». «Θ' αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους όπως όλοι οι άλλοι στο χωριό», επέμενε η Κάντα. «Δε θα κάτσω να δω το χαμό της φαμελιάς μου!» είπε η Ελένη πολύ αργά και σταθερά. «Αν δε φύγετε, θα πάω να τους πω τι σχεδιάζαμε και θα με σκοτώσουνε μπρος στα μάτια σας». Κανένας δεν τολμούσε ν' αντικρίσει το βλέμμα της. Ο Νικόλας είδε το πρόσωπο της μάνας του παραμορφωμένο από την αγωνία, χλομό σαν κόκαλο εκτός από δυο κόκκινους κύκλους που έκαιγαν στα μάγουλά της. «Τώρα φύγετε», τους είπε. «Θέλω να μείνω μόνη να σκεφτώ». Από τη στιγμή που πήρε την απόφαση, η Ελένη ένιωσε να την κυριεύει μιαν αναπάντεχη γαλήνη. Δε χρειαζόταν πια να βασανίζεται και ν' αναρωτιέται τι να κάνει. Σαν ποταμάκι που κατρακυλάει το βουνό, δε διάλεγε αυτή το διάβα της. Όμως η τελευταία της ευθύνη, προτού παραδοθεί στη μοίρα της, ήταν να ορμηνέψει τα παιδιά της όσο μπορούσε καλύτερα στα λιγοστά λεπτά που της απόμεναν. Η Ελένη ήτανε τώρα σαν πάγος ήρεμη. Έπρεπε να συλλογιστεί το κάθε ενδεχόμενο. Πρώτα πήρε την Όλγα παράμερα μέσα στην καλή κάμαρη. Ήταν η μεγαλύτερη, κόντευε πια τα είκοσι ένα, θα 'χε την ευθύνη για τ' άλλα τέσσερα παιδιά. Η Ελένη κοίταξε μέσα στα μεγάλα καστανά μάτια της κοπέλας, διάπλατα από το φόβο, και θα 'θελε να ήτανε μια σταλιά πιο σοβαρή, κομματάκι πιο ξύπνια και λιγότερο άπραγη απέναντι στον κόσμο. Ήξερε ωστόσο πως η Όλγα θα διαφέντευε τα μικρά σαν κλώσσα. «Προτού φύγεις αύριο βράδυ», της είπε η Ελένη, «πρέπει να μού γράψεις ένα γράμμα και να τ' αφήσεις στη σκαλοφρύδα πλάι στο τζάκι, εκεί σίγουρα θα το βρούνε οι αντάρτες. Γράψε πως ο Λουκάς και η Μεγάλη σ' αναγκάσανε να φύγεις, πως το κάνανε για να πάρουνε λεφτά από τον πατέρα σου, πως εσύ δεν ήθελες να φύγεις και να μην ανησυχώ για σένα μα δεν μπορούσες να κάνεις αλλιώς. Γράψε ό,τι σκεφτείς που θα τους κάνει να πιστέψουνε πως έφυγες δίχως να το ξέρω εγώ». Σταμάτησε και για μια στιγμή συλλογίστηκε, ύστερα πρόσθεσε: «Αύριο, όταν σιγουρευτείς πως φεύγετε, βρες καμιά Μπαμπουριώτισσα την ώρα που θα περάσουν από δω, κάποια που θα της έχεις εμπιστοσύνη, και μήνυσέ μου. Άμα πεις: "Τα στάρια μεστώσανε για θέρο" εγώ θα ξέρω πως φεύγετε εκείνη τη νύχτα και θα δοκιμάσω να το σκάσω μαζί με τη Γλυκερία. Άμα πεις: "Τα στάρια δε μεστώσανε ακόμα" εγώ θα καταλάβω πως το αναβάλατε και θα περιμένω». «Δεν μπορώ να πάω χωρίς εσένα μάνα!» φώναξε η Όλγα. «Πώς θα σε ξαναβρούμε;» «Μην είσαι χαζή», είπε η Ελένη. «Η Γλυκερία κι εγώ θα ξεφύγουμε εύκολα. Ο Καλαμάς είναι εκεί πολύ πιο ρηχός, θα τσαλαβουτήσουμε και θα τον περάσουμε. Θα σας ανταμώσουμε στο Φιλιάτι. Για να καταλάβουμε πως φτάσατε στους φαντάρους, μόλις πατήσετε στη Μεγάλη Ράχη, ανάψτε μια μεγάλη φωτιά κι εγώ θα δω τον καπνό από τη Βατσουνιά. Θα ξέρω τότε πως περάσατε στην άλλη μεριά».

Digitized by 10uk1s

Κοίταξε πέρα. «Μα αν δεν έρθουμε στο Φιλιάτι σε λίγες μέρες, θέλω να τηλεγραφήσεις στον πατέρα σου και να του πεις να σας πάρει στην Αμερική όσο πιο γρήγορα γίνεται. Μην πείτε σε κανένα στην άλλη μεριά το παραμικρό για τους αντάρτες ή για όσα γίνονται στο χωριό, μήπως φτάσει τίποτα ως εδώ και βρούμε χειρότερους μπελάδες. Να πάτε στην Ηγουμενίτσα ή στα Γιάννινα και να περιμένετε τα χαρτιά σας, γιατί οι αντάρτες μπορεί να χτυπήσουν το Φιλιάτι και θέλω να 'στε σιγουρεμένοι». Έπιασε το πρόσωπο της Όλγας και το γύρισε προς το μέρος της, θέλοντας η δικιά της κοινή λογική να μεταγγιστεί στο κορίτσι. «Ο παππούς σου θα δοκιμάσει να σε τουμπάρει με τα λόγια, ώστε να μείνεις», της είπε. «Μην αφήσεις να σε μπλέξει εσένα ή την Κάντα και παντρευτείτε κανένα από το Φιλιάτι ή από την Ηγουμενίτσα. Όλοι θα σας τριγυρίζουν γιατί έχετε πατέρα στην Αμερική· μην τους αφήσετε να επωφεληθούν από σας ποντάροντας στη ματαιοδοξία σας. Ο πατέρας μου κι η μάνα μου νοιάζονται μόνο να μείνει κάποια από σας στην Ελλάδα για να τους γεροκομήσει. Μα είτε ζήσω εγώ είτε πεθάνω, δε θα ησυχάσω ώσπου να φτάσετε όλοι γεροί στην Αμερική». Η Όλγα κατένευε, τρομοκρατημένη από την υπερένταση της μάνας της. Η Ελένη σώπασε, συλλογισμένη. Μήπως είχε ξεχάσει τίποτα; «Αύριο, ενώ θα καρτερείτε να βασιλέψει ο ήλιος», πρόσθεσε, «να πάτε στα χωράφια του παππού σας κοντά στο μύλο. Κόψτε μερικά στάχυα, γιατί είναι στην ώρα τους και αν δεν τα κοιτάζετε μπορεί να υποψιαστούν». Άλλο τίποτα δεν μπορούσε να σκεφτεί. Κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπο της Όλγας, πασχίζοντας κάτι να βρει σ' αυτό να την καθησυχάσει. «Τώρα εσύ έχεις την ευθύνη για τ' άλλα παιδιά ώσπου να τα παραδώσεις στον πατέρα τους», είπε. «Κρέμονται πάνω σου». Η Όλγα άρχισε να κλαίει.

Ενώ η Ελένη αποχαιρετούσε τα παιδιά της, μια παρόμοια σκηνή γινότανε στο σπίτι του Λουκά στο χαμηλότερο μέρος του χωριού. Οι δυο αντάρτες είχανε φτάσει στην πόρτα τους για ν' ανακοινώσουν πως χρειάζονταν παρευθύς μια γυναίκα για το θέρο. Η Σούλα άρχισε να τρέμει τόσο αντικρίζοντας τους δυο στρατιωτικούς που δεν την κρατούσανε τα πόδια της. Μόλις έκλεισε πίσω τους η πόρτα, γύρισε και κοίταξε το Λουκά, που βημάτιζε σαν το θηρίο στο κλουβί. Τα πράματα παραπήγαιναν καλά, μονολογούσε. Και τώρα ετούτο! Σίγουρα ο Θεός είχε σημαδεμένα τα χαρτιά και τον έριχνε. Η Σούλα πίεσε τον εαυτό της να μιλήσει ήρεμα. «Εντάξει», είπε. «Θα πάω εγώ στο θέρο και συ θα φύγεις αύριο με τα παιδιά όπως κανονίσαμε». Ο Λουκάς ξέσπασε. Αυτό δε θα το παραδεχότανε ποτέ, μήτε μέσα του, μα του ήτανε αδιανόητο πως θα ρισκάρει να το σκάσει χωρίς την αθόρυβη, στέρεα παρουσία της γυναίκας του πλάι του. «Ναι, εντάξει, θα πας εσύ!» μασούλησε. «Κι όταν θα φτάσουμε στην άλλη μεριά ποιος θα κοιτάει όλα τούτα τα μυξιάρικα; Θες να με καταντήσεις παραμάνα ε; Δεν το ανέχομαι! Θα πάει στο θέρο η Μαριάνθη. Είναι κοπέλα και γερή και ξύπνια για να το σκάσει μονάχη». Η Μαριάνθη τσίνησε αγριεμένη. Είχε φάει τη ζωή της να νταντεύει μια ατέλειωτη στρατιά από μωρά, να δουλεύει σκληρά όσο και η μάνα της, και τώρα ο πατέρας της την παραπέταγε σα να μην άξιζε πεντάρα. Όμως το 'ξερε πως ήτανε άσκοπο να του αντιμιλήσει. Θα ξέσκαγε πάνω της επειδή Digitized by 10uk1s

ένιωθε εκείνος φταίχτης. Κατσούφα έπιασε να μαζέψει δυο τρία πράματα για το ταξίδι της στο θέρο. Ο Λουκάς αποφάσισε να συνοδέψει τη θυγατέρα του ως την επιμελητεία του αντάρτη. Περνώντας από του Χαϊδή σταμάτησε και χτύπησε την αυλόπορτα. Η Ελένη έτρεξε σαν παλαβή να τον προϋπαντήσει. Βλέποντας τα τσαλακωμένα μούτρα του Λουκά και της Μαριάνθης, η Ελένη είπε: «Ήρθανε και σε σας;» Εκείνος κατένεψε. «Πηγαίνει η Μαριάνθη», είπε. «Ο Θεός να τη φυλάει!». «Πάω κι εγώ!» είπε η Ελένη. «Η χαραμοφάισσα η αδερφή μου αρνήθηκε να πάει. Ελπίζω η Γλυκερία κι εγώ να καταφέρουμε να το σκάσουμε από κει. Φυσικά, θα πάρω και τη Μαριάνθη μαζί. Αν δεν μπορέσουμε να ξεφύγουμε, Λουκά, θα την κοιτάζω εγώ. Μα εσύ να πάρεις τους άλλους όπως το κανονίσαμε». Η Ελένη κοίταξε το φοβισμένο ανθρωπάκο που θα περνούσε τα παιδιά της μέσα από εκατό κινδύνους και η καρδιά της τρεμούλιασε. Προσπάθησε να σκεφθεί κατιτί να πει που θα του 'δινε φρονιμάδα και κουράγιο, αλλά είπε μόνο με φωνή τόσο σιγανή, που εκείνος αναγκάστηκε να γείρει μπροστά για να την ακούσει: «Λουκά, σου παραδίνω τα παιδιά μου, και θα σου γυρέψω λογαριασμό, είτε σε τούτη τη ζωή είτε στην άλλη».

Η Ελένη κατάλαβε πως της απόμεναν μόνο μερικά λεπτά για τα παιδιά της. Διέθεσε μερικά απ' αυτά όσο να πλέξει για τελευταία φορά κοτσίδες τα μελένια καστανά μαλλιά της Φωτεινής. Η Νίτσα καθόταν σταυροπόδι σε μια γωνιά, παρακολουθώντας τη, αλλά η Ελένη αγνοούσε την παρουσία της. Όταν τέλειωσε και τις δυο κοτσίδες, η Ελένη αγκάλιασε τη Φωτεινή παράφορα, έτσι που το κορίτσι σκίρτησε. «Μη φοβάσαι, ψυχούλα μου», της είπε. « Η Γλυκερία κι εγώ θα ξεφύγουμε και γρήγορα θ' ανταμώσουμε όλοι στο Φιλιάτι, έτοιμοι να σαλπάρουμε για την Αμερική». «Όχι, δε θα ανταμώσουμε μάνα», είπε το δεκάχρονο κορίτσι ασυγκίνητο. «Όλοι εμείς θα φύγουμε, μα εσύ θα μείνεις για πάντα εδώ». Η Μεγάλη γόγγυξε και μίλησε για πρώτη φορά ύστερα από τον τσακωμό της Ελένης και της Νίτσας. «Δάγκωσε τη γλώσσα σου, παλιόπαιδο!» είπε. Η γερόντισσα κουκούλωσε το κεφάλι της με την ποδιά και άρχισε ένα μοιρολόι. Η Ελένη είπε στην Κάντα και στο Νικόλα να πάνε μαζί της ως την επιμελητεία, να είναι κοντά της ως την τελευταία στιγμή. Η Όλγα και η Φωτεινή θα έμεναν στο σπίτι και θα φέρονταν σα να μη συνέβαινε τίποτα. «Δε μπορούμε ν' ανέβουμε όλοι παράτα εκεί πάνω», είπε. «θα το μυριστούνε. Θ' αποχαιρετιστούμε εδώ». Άξαφνα η ώρα είχε πια περάσει. Με δάχτυλα μουδιασμένα η Ελένη έβγαλε τη ποδιά της και ξεκρέμασε το μαύρο σεγκούνι της με τα δύο κόκκινα κατακόρυφα γαϊτάνια. Το φόρεσε πάνω από το μάλλινο καφετί φουστάνι της, ξεθωριασμένο από το πλύσιμο. Δίχως να τις κοιτάξει στα μάτια έδωσε ένα στερνό φιλί στη Φωτεινή, στην Όλγα και στη Μεγάλη, ύστερα βιαστικά τύλιξε το μαύρο μαντίλι στο πρόσωπό της. Digitized by 10uk1s

Η Ελένη δεν αποχαιρέτησε την αδερφή της, έτσι όπως κι εκείνη δεν την είχε αποχαιρετήσει ο πατέρας της. Το μοιρολόι της Μεγάλης δυνάμωσε καθώς η Νίτσα γύρισε στον τοίχο. Η Φωτεινή και η Όλγα ακολούθησαν τη μάνα τους ως έξω, απλώνοντας το χέρι για να την αγγίξουν. Τη στιγμή που έβγαινε η Ελένη από την αυλόπορτα, η Όλγα της άδραξε το μπράτσο. «Στάσου, μάνα! Θέλω να σε ξαναφιλήσω!» Η Ελένη ξεκόλλησε και γύρισε πέρα το πρόσωπό της, μπουμπουλωμένο με το μαντίλι. Η Όλγα το χούφτιασε και της κατέβασε το μαντίλι, βλέποντας τα δάκρυα που η μάνα της πάσχιζε να κρύψει. Δε μίλησε καμιά καθώς η Όλγα σηκώθηκε στις μύτες και φίλησε τη μάνα της για τελευταία φορά. Ενώ η Ελένη και τα δυο παιδιά πήραν τ' ανηφορικό μονοπάτι κατά το Περιβόλι, τ' αναφιλητά της Όλγας βγάλανε από το σπίτι της την περίεργη γειτόνισσά τους τη Βασίλαινα Καραπάνου. Έτρεξε να δει από κοντά την Όλγα. «Τι στο καλό κάνεις έτσι, κόρη μου;» ρώτησε. «Η μάνα σου πάει στα σταροχώραφα! Τι έπαθες;» Η Μεγάλη βγήκε από την πόρτα και τράβηξε την Όλγα μέσα στο σπίτι. Η Ελένη, η Κάντα και ο Νικόλας ανηφόρισαν αμίλητοι το μονοπάτι για το σπίτι του Βενέτη, που είχε γίνει επιμελητεία, πλάι στην παμπάλαια εκκλησία του Άη Δημήτρη. Κι άλλες χωριανές, μερικές με γαϊδούρια, μαζεύονταν σιγά σιγά στην αυλή. Η Ελένη ταράχτηκε βλέποντας στην αγγαρεία και τη συννυφάδα της την Αλέξω. Αλλάξανε τρομαγμένες ματιές μα δε μίλησαν συναμεταξύ τους, γιατί φοβηθήκανε μήπως οι αντάρτες το προσέξουν και το θυμηθούν αν τα παιδιά τους το σκάγανε. Η Ελένη κάθισε στα σκαλοπάτια του σπιτιού και πήρε τ' αγόρι στην ποδιά της, όπου εκείνο απόμεινε ασάλευτο. Κόλλησε το μάγουλό της στου Νικόλα το μάγουλο, ανασαίνοντας τη γνώριμη μυρωδιά του νιώθοντας τη ζεστασιά του πάνω στο παγωμένο δέρμα της. Από τη μέρα που είχε γεννηθεί ετούτος ο γιος, η ζεστασιά του ήτανε πάντα εκεί, κοντά της το κορμάκι του σαν προέκταση του δικού της. Ένας αντάρτης τριγύριζε, σημειώνοντας τα ονόματα των γυναικών και δίνοντας στην καθεμιά ένα κομμάτι ψωμί με μια φέτα πηχτή μαρμελάδα. Η Ελένη μοίρασε ακριβοδίκαια στα δυο τη μαρμελάδα, έδωσε τη μισή στο Νικόλα και την άλλη μισή στην Κάντα. Έβαλε το ψωμί στην τσέπη της. Κάθισε το Νικόλα στο πλάι της, ώστε να τον βλέπει. Φορούσε ριγέ κοντό παντελονάκι με τιράντες ραμμένο στο σπίτι κι άσπρη πλεχτή μακριά μπλούζα. Ήτανε ξυπόλυτος. Τα μαλλιά του ήτανε κουρεμένα κοντά όπως συνηθιζόταν στο χωριό, καστανόχρυσα στον ήλιο και ανάκατα εκεί που σχημάτιζαν μια μύτη στο φαρδύ του κούτελο. Η Ελένη λαχταρούσε να τον πιάσει αλλά μοναχά τον κοιτούσε, προσπαθώντας να χαράξει τα χαρακτηριστικά του ένα ένα στη μνήμη της: τη χλομή ουλή στο κούτελο από τότε που είχε πέσει από τη μουριά, τα τετράγωνα χέρια και τα λιγνά όλο χώματα κανιά. Προσπάθησε να φανταστεί πως θα έμοιαζε σαν θα γινόταν άντρας, αλλά δεν τα κατάφερε. Το πρόσωπό του τώρα ήταν ανοιχτό σαν λουλούδι, τα φρύδια του σμιχτά πάνω από τα βαθιά χωμένα καστανά του μάτια. Είχανε κόκκινους κύκλους γύρω, σημάδι που πάντοτε της έλεγε πως ήτανε ανάστατος ή έτοιμος να κρεβατωθεί από αρρώστια. Οι κόχες στο στόμα του ήταν κατεβασμένες σα να ήταν έτοιμος να κλάψει. Αναλογίστηκε πόσες και πόσες φορές είχε ξεφορτωθεί τις ασταμάτητες ερωτήσεις του. Ποιος θα του απαντούσε τώρα; Η Ελένη γύρισε στην Κάντα και πήρε μιαν ανάσα. «Αύριο το βράδυ, από τη στιγμή που θα βγείτε από το σπίτι, εσύ θα προσέχεις το Νικόλα», της είπε. «Η Όλγα έχει αρκετές σκοτούρες, σου τον αναθέτω εσένα. Πρόσεχέ τον σαν τα μάτια σου». Digitized by 10uk1s

Το πρόσωπο της Κάντας ήτανε χλομό όσο και της μάνας της. «Έχεις το λόγο μου, μάνα», είπε. «Μόνο να γυρίσεις κοντά μας!». «Αν δε γυρίσω», είπε τραχιά η Ελένη, «να θυμάσαι τούτο: Όποιος μείνει στην Ελλάδα, όποιος δε πάει στην Αμερική, να 'χει την κατάρα μου. Όταν φύγετε από το σπίτι, να ρίξετε μαύρη πέτρα πίσω σας και να μη γυρίσετε ποτέ!». Η Κάντα κατένεψε και ξεροκατάπιε. Η Ελένη ξαναγύρισε στο αγόρι, τραβώντας το πάνω της, προσπαθώντας να μην το τρομάξει με το παράφορο αγκάλιασμά της. Υπάκουο χώθηκε στην αγκαλιά της κι απόμειναν έτσι για μια στιγμή, καθώς εκείνη ένιωθε το κεφάλι του κάτω από το πηγούνι της κι αγνάντευε ψηλά στην πλαγιά το σπίτι όπου τον είχε γεννήσει. Όταν ήταν μερικών ημερών νόμισε πως θα της πεθάνει και τον είχε βαφτίσει βιαστικά. Πόσο πιο πολύ την πονούσε που τον έχανε τώρα. Τόσον καιρό ήτανε το παν ο ένας για τον άλλο. Κανένας τρίτος δεν ήξερε τους φόβους και τις ελπίδες του ή τον τρόπο που προσηλωνόταν σ' ένα πρόβλημα, σώπαινε και αποξεχνιόταν ώσπου να φτάσει σε μια λύση. Της έφερνε ολοένα δώρα, τα 'βγαζε από την τσέπη του σαν φυλαχτά: ένα ζουζούνι που λαμπύριζε, ένα πιτσιλωτό αυγό χαραδριού, μια πέτρα με αλλόκοτο σχήμα. Της το 'δινε, τα μάτια του φωτεινά από την προσδοκία, καρτερώντας την αντίδρασή της. Τι μπορούσε τώρα να του δώσει αυτή για να τον προφυλάξει απ' όσα τον περίμεναν; Θυμήθηκε πόσο ήταν τρομαγμένος μέσα στην καταχνιά. «Αύριο βράδυ», ψιθύρισε, «να κρατάς την Κάντα από το χέρι και να 'σαι παλικάρι για μένα». Τον ένιωσε που έγνεψε ναι με το κεφάλι του πάνω στο στήθος της. «Εμπρός, σηκωθείτε!» φώναξε ένας αντάρτης, κάνοντάς τους ν' αναπηδήσουν και οι τρεις νευρικά. «Ξεκινάμε από το σπίτι του Μάκου». Όλη η ομάδα κίνησε κατά την ανηφοριά. Η Ελένη κρατούσε το χέρι του Νικόλα. Όταν φτάσανε στο σπίτι της Αθηνάς Μάκου, η γης έπεσε απότομα κάτω από τα πόδια τους κι έτσι θα μπορούσαν να δουν πέρα στην ανατολή, εκεί όπου οι γυναίκες θα χάνονταν πίσω από το βουνό. Γύρισε να κοιτάξει το Νικόλα και κατάλαβε πως ο μικρός προσπαθούσε να χαμογελάσει και δεν τα κατάφερνε. «Θα 'μαι παλικάρι, μάνα», της είπε. Η Ελένη κοιτούσε μια την Κάντα και μια το Νικόλα, τούτα τα δυο της παιδιά ήτανε πάνω απ' όλα σαρξ εκ της σαρκός της. Ύστερα αγκάλιασε την Κάντα. Ένιωσε το χέρι του Νικόλα να χώνεται ξανά μέσα στο δικό της κι έκλεισε τα μάτια της, παρακαλούσε να της δώσει ο Θεός τη δύναμη να κάνει εκείνο που έπρεπε. Ύστερα θυμήθηκε. Έπιασε κι έβγαλε από το λαιμό της μια χοντρή αλυσίδα. Από αυτή κρεμότανε το πιο μαγικό απ' όλα της τα υπάρχοντα — ένα κουτάκι στο σχήμα του σταυρού μ' ένα κακότεχνο Χριστό σκαλισμένο στο καπάκι του, και μέσα ένα κομματάκι από τα οστά ενός αγίου. Πέρασε την αλυσίδα πάνω από το κεφάλι του μικρού, ύστερα του έστρωσε τα μαλλιά μ' ένα γρήγορο χάδι. Εκείνος αμήχανος κατσούφιασε. «Φίλησέ με. Έλα αυτή τη φορά», του είπε και κείνος ρίχτηκε στην αγκαλιά της. «Καρδούλα μου, ψυχή μου!» του ψιθύρισε. Ύστερα έχωσε το χέρι του στο χέρι της Κάντας και γυρνώντας έφυγε.

Το βλέμμα στα μάτια της καθώς μου περνούσε την αλυσίδα στο λαιμό με πλημμύρισε με τη φοβερή γνώση εκείνου που έκανε. Έδινε αυτό το φυλαχτό, που το 'νιωσα τόσο βαρύ στο στήθος μου, για να με παρηγορήσει που την έχανα. Δεν ήθελα τον ασημένιο σταυρό, ήθελα τη ζεστασιά του κορμιού Digitized by 10uk1s

της την παρηγοριά του προσώπου της, που ήτανε τώρα τόσο άσπρο, ώστε μου φαινόταν πως θα μπορούσα να κοιτάζω μέσα του ως τα κόκαλα που τσίτωναν το δέρμα της. Με είχε βάλει να της υποσχεθώ πως θα 'μαι παλικάρι, κι αποφάσισα να κρατήσω τον όρκο μου, να είμαι θαρραλέος σαν κι εκείνο το Σπαρτιατόπουλο την ώρα που η αλεπού του 'τρωγε τα σωθικά, ώστε να την ξαναδώ να γυρίζει σε μένα. Η Κάντα έκλαιγε, όμως εγώ απόμεινα σιωπηλός, ζαρώνοντας τα μάτια μου στο φως του ήλιου, καθώς η μάνα μου άρχισε να κατηφορίζει τη ρεματιά, τελευταία στην αράδα. Κάθε λίγα βήματα γυρνούσε σα να 'θελε να βεβαιωθεί πως στεκόμασταν ακόμα εκεί. Όρθιοι στην άκρια του μεγάλου γκρεμού, παρακολουθούσαμε μια σκούρα γραμμή τις γυναίκες να κατηφορίζουνε στα βάθη ωσότου τις έκρυψαν οι πράσινες φυλλωσιές που περιστοίχιζαν το ποταμάκι σ' όλο το μάκρος της ρεματιάς. Πάνω κάτω σε πέντε λεπτά το φίδι της γραμμής ξαναφάνηκε στην αντίπερα πλαγιά, να σέρνεται σαν σειρά μυρμηγκιών ανηφορίζοντας κατά τη ρίζα του Προφήτη Ηλία. Αν δεν ήξερα πως ήτανε τελευταία στη γραμμή, ποτέ δε θα την ξεχώριζα - εκείνη την καφετιά και μαύρη μικρούλα μορφή, που κάθε τόσο κοντοστεκόταν και κοιτούσε πίσω. Η γραμμή των γυναικών προχώρησε πέρα, κάνοντας το γύρο της ρίζας του λόφου. Σε κάποιο σημείο το μονοπάτι έστριβε πίσω από μια μυρτιά και χανότανε. Συγκέντρωνα όλες μου τις δυνάμεις για να μη χάσω τη μάνα μου από τα μάτια μου. Σαν έφτασε στο σημείο όπου θα εξαφανιζόταν, σταμάτησε και γύρισε πάλι πίσω. Έτσι που κοίταζε κατά τον γκρεμό, όπου ήξερε πως την παρακολουθούσαμε, σήκωσε το χέρι πάνω από το κεφάλι της. Χρόνια αργότερα υπήρχανε στιγμές, ακόμα και μέρες, που τα χαρακτηριστικά της μάνας μου θάμπωναν και σκοτείνιαζαν στα μάτια της μνήμης μου, όμως ποτέ δεν έχασα την ολοκάθαρη εικόνα πως κούνησε το χέρι της και πως κοίταζε εκείνη την πράσινη και χρυσαφένια καλοκαιριάτικη μέρα σαν γύρισε να μ' αποχαιρετήσει για στερνή φορά.

Digitized by 10uk1s

Μ Μέέρροοςς ττέέττααρρττοο ΤΤΙΙΜ Α ΩΡΡΙΙΑ ΜΩ

Θωρείτε τι παθαίνω – Κι από ποιον... ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, Αντιγόνη

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 13 Στις 14 Ιουνίου 1948, πέντε μέρες προτού στείλουν την Ελένη και τις άλλες Λιώτισσες στα σταροχώραφα της Μουργκάνας, οι κυβερνητικές δυνάμεις εξαπέλυσαν την πρώτη μεγάλη επίθεση κατά του Γενικού Αρχηγείου των Ανταρτών στα βουνά του Γράμμου, εκατόν τριάντα χιλιόμετρα βορειανατολικά του Λια πάνω στα αλβανικά σύνορα. Η επίθεση, που είχε την κωδική ονομασία Επιχείρηση Κορωνίς, αποσκοπούσε να καταλάβει μέσα σε δύο εβδομάδες το κάστρο των επαναστατών, εντούτοις η μάχη συνεχίστηκε εβδομήντα τέσσερις μέρες, στοιχίζοντας τρομαχτικές απώλειες, και τελικά έκρινε την έκβαση του εμφύλιου πολέμου. Οι αντάρτες είχαν διαλέξει ένα απάτητο φυσικό κάστρο για καταφύγιό τους. Η οροσειρά του Γράμμου είναι μια αλυσίδα από απόκρημνες κορυφογραμμές που από τα αλβανικά σύνορα εκτείνονται προς νότον, φτάνοντας σε ύψη από 1.500 ως 2.500 μέτρα. Δεν υπήρχε μήτε ένας χωματόδρομος γύρω από τα βουνά για να τον χρησιμοποιήσει ο Ελληνικός Στρατός στην επίθεσή του, ενώ στη βόρεια πλευρά του Γράμμου, μέσα στην Αλβανία, ένας παλιός δρόμος κατασκευασμένος από τους Ιταλούς, διέτρεχε όλο το μήκος της οροσειράς επί εβδομήντα χιλιόμετρα, διευκολύνοντας τον ανεφοδιασμό των ανταρτών στις βουνοκορφές από την Αλβανία. Ο στρατηγός Μάρκος από πολύ καιρό περίμενε επίθεση κατά του Γράμμου, και είχε συγκεντρώσει εκεί 12.500 από τους καλύτερους μαχητές του, αφήνοντας ελαφρές δυνάμεις σε αλλά μέρη της ανταρτοκρατούμενης περιοχής. Εγκατέστησε τους πολεμιστές του σε δυο αμυντικές γραμμές, δύο κυκλοτερή τείχη, που έπρεπε να καταρρεύσουν για να μπορέσει να καταληφθεί ο Γράμμος. Η εξωτερική γραμμή έφραζε τις διαβάσεις που οδηγούσαν στα υψώματα, και η εσωτερική γραμμή, αποτελούμενη από ισχυρά, καλά παραλλαγμένα οχυρωματικά έργα, περιέβαλε το κέντρο του ορεινού φρουρίου. Οι προσβάσεις και στους δύο αμυντικούς κύκλους ήταν στρωμένες με πυκνούς τάπητες από νάρκες. Ο Ελληνικός Στρατός έστειλε υπερτετραπλάσιους άνδρες από τους αντάρτες για να επιτεθούν στο Γράμμο: πέντε πλήρεις μεραρχίες —40.000 άνδρες— υποστηριζόμενες από αεροπορία, πυροβολικό και μοίρες καταδρομών. Είχαν επίσης ένα νέο όπλο, που για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε σε μάχη — το ναπάλμ. «Ο Γράμμος θα γίνει ο τάφος των Σλαβοκομμουνιστών», ήτανε η πολεμική κραυγή των κυβερνητικών δυνάμεων. Σχεδίαζαν να κυκλώσουν τους αντάρτες με δύο μεραρχίες, να τους αποκόψουν από τη βάση ανεφοδιασμού τους στην Αλβανία, ενώ τρεις ακόμα μεραρχίες θα έμπαιναν στη μάχη από την περίμετρο. Απέτυχαν όμως να ολοκληρώσουν τον κλοιό κατά μήκος των αλβανικών συνόρων ή να δημιουργήσουν ρήγμα στην εξωτερική αμυντική γραμμή των ανταρτών. Το Γενικό Επιτελείο του Ελληνικού Στρατού εφάρμοσε τότε μια νέα στρατηγική: άμεσες μετωπικές επιθέσεις και των πέντε μεραρχιών. Τελικά, άνοιξε στην εξωτερική αμυντική γραμμή ένα ρήγμα είκοσι πέντε χιλιομέτρων και οι επιτιθέμενοι προχώρησαν προς το εσωτερικό τείχος γύρω από την κύρια βάση των ανταρτών. Ήδη οι πλαγιές που την περιέβαλαν έμοιαζαν, σύμφωνα με κάποιο παρατηρητή, σαν να είχαν «τηγανιστεί με ναπάλμ». Η κρίσιμη μάχη που μαινόταν στο Γράμμο προκάλεσε φρενήρη δραστηριότητα στους αντάρτες τους εγκατεστημένους στα χωριά της Μουργκάνας. Έπρεπε να εξασφαλίσουν καταφύγιο στις ομάδες καταδρομών που στέλνονταν να χτυπήσουν τις γραμμές συγκοινωνιών του εχθρού σε μεγάλο βάθος στην περιοχή των εθνικοφρόνων. Συγκρούονταν με τους εθνικόφρονες στη νοτιότερη στεφάνη των κορυφογραμμών για να μη τους επιτρέψουν να προωθηθούν και να ενισχύσουν τις μεραρχίες του Γράμμου. Κι έτσι κάθε νύχτα αντάρτικες ομάδες καταδρομών διολισθαίνοντας διασχίζανε τα χαμηλώματα για να παρενοχλήσουν με αψιμαχίες και ενέδρες τους στρατιώτες. Οι αντάρτες της Μουργκάνας είχαν επίσης την ευθύνη να επιστρατεύσουν τον πληθυσμό για να θερίσει το στάρι, να Digitized by 10uk1s

μαζέψει όσπρια και τα αλλά γεννήματα που ήταν απαραίτητα για την επιβίωση των πολιορκημένων μαχητών στα Βορειοανατολικά. Η οροσειρά του Γράμμου ήταν ο ζωτικός πυρήνας του Δ.Σ.Ε., και για την άμυνά του, κάθε ικανό άτομο στ' ανταρτοκρατούμενα χωριά, έπρεπε να ριχτεί στην προσπάθεια.

Digitized by 10uk1s

Περιμένοντας να ξημερώσει Καθώς στην αράδα οι γυναίκες αγκομαχούσαν πάνω από τις βουνοκορφές τραβώντας για τα σταροχώραφα στα βορειανατολικά, η Ελένη πάσχιζε να συλλογιέται μόνο το επικείμενο απάντημά της με τη Γλυκερία, ωστόσο δεν έβγαζε από το μυαλό της την εικόνα του γιου της στην άκρια του γκρεμού κι αναλογιζότανε πόσο αδύναμος έδειχνε μπροστά στους κινδύνους, που έπρεπε να περάσει για να μπορέσει ίσως κάποτε κι αυτή να τον ξαναδεί. Την ώρα που η ομάδα έφτανε στη Βατσουνιά, φάνηκε καθαρά πως ο προορισμός ήταν πολύ πιο πέρα. Ολόγυρά τους τα χωράφια του σταριού και του σανού είχανε θεριστεί και οι καλαμιές είχανε καεί αφήνοντας άσκημες, μαύρες ουλές πάνω στο κοκκινόχωμα. Κοιμηθήκανε την υπόλοιπη νύχτα στα έρημα σπίτια του χωριού και την αυγή ξεκίνησαν· ανέβαινε μαζί με τον ήλιο στον ουρανό και η ζέστη ωσότου ο κουρνιαχτός του δρόμου έπνιξε τα πνεμόνια τους και στις ράχες τους κολλούσανε τα ρούχα. Κοντά μεσημέρι σταμάτησαν στη Γρανιτσοπούλα, χωριό με παλιά διώροφα σπίτια γύρω από μια πλατεία που τη σκίαζαν πολύκλωνα πλατάνια. Εκεί κοντά έτρεχε ένα φαρδύ, ρηχό ποταμάκι, παραπόταμος του Καλαμά, που μόλις ξεχώριζε πέρα στα χαμηλώματα. Ο Καλαμάς ήτανε τα σύνορα της ανταρτοκρατούμενης περιοχής. Όπως στέκονταν θαυμάζοντας την ομορφιά του τόπου ο ασάλευτος αέρας τους έφερε τον αχό από γυναικείες φωνές, που κουβεντιάζανε στην όχθη κάτω στο ποταμάκι. Είχανε απαντήσει την πρώτη αγγαρεία που είχε κινήσει από το Λια. Η Ελένη ξέφυγε από τη γραμμή, φωνάζοντας καθώς έτρεχε τ' όνομα της Γλυκερίας· ένα κορμάκι με κόκκινο φουστάνι αποσπάστηκε από τις άλλες στο γρασίδι. Η Ελένη θωρούσε τη θυγατέρα της. Το μωρουδίσιο πάχος της Γλυκερίας είχε αναλιώσει, στη θέση του ήταν τώρα βαθουλώματα στα λιοκαμένα της μάγουλα και κάτω από τα μάτια της. Το πρόσωπο και τα μπράτσα της ήτανε γδαρμένα και ματωμένα, τα μαλλιά και το φουστάνι της γεμάτα αγκαθωτά απανεμίδια του σταριού. Το σαγόνι της στο πλάι ήτανε πρησμένο, μα χαμογελούσε. Τι τραβάς, παιδάκι μου!» αναφώνησε η Ελένη απλώνοντας τα χέρια της. «Καλά είμαι, μάνα, τώρα που 'σαι δω!» φώναξε η Γλυκερία. «Φοβόμουν πως θα σε χάσω». Είδε τη θεια της την Αλέξω, κι έτρεξε να την αγκαλιάσει και κείνη. Ήτανε η μεσημεριανή διακοπή για τις θερίστρες και η Ελένη κάθισε με τη θυγατέρα της στον ίσκιο απόμερα να μην τις ακούν οι άλλες. Της ψιθύρισε πως οι δικοί τους ετοιμάζονται να το σκάσουν, και πως οι δυο τους θα 'πρεπε να φύγουνε χωριστά. Η Γλυκερία της άδραξε τα χέρια συγκινημένη. Είχε μπουχτίσει με τη δουλειά του θέρου που την κοψομέσιαζε κι ήταν έτοιμη να φύγουνε αμέσως. «Ξέρω όλα τα μονοπάτια εδώ τριγύρω!» ψιθύρισε. «Θα φτάσουμε εύκολα στον Καλαμά. Φεύγουμε απόψε!». «Αύριο βράδυ», αποκρίθηκε η μάνα της. «Πρώτα πρέπει να βεβαιωθούμε πως φύγανε τώντις. Αν το σκάσουμε πριν από κείνους, θα τους πιάσουνε και μπορεί να τους σκοτώσουν. Η Όλγα θα μας στείλει μήνυμα με κάποια Μπαμπουριώτισσα ότι ξεκινάνε, και τους είπα ν' ανάψουνε φωτιά στη Μεγάλη Ράχη για να ξέρουμε πως φτάσανε». Εκείνη τη νύχτα οι γυναίκες πλαγιάσανε να κοιμηθούν στα παρκεταρισμένα ξύλινα πατώματα των άδειων σπιτιών. Η Ελένη και η Αλέξω βάλανε τη Γλυκερία ανάμεσά τους, όλες κάτω από μια κουβέρτα, και πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας σιγοψιθυρίζοντας. Η Γλυκερία τους είπε για τα παθήματά της όπως μετακινιόταν μαζί με τις θερίστρες από το ένα εγκαταλειμμένο χωριό στο άλλο. «Τρεις βδομάδες με τούτο το μάλλινο φουστάνι! Θαρρούσα ότι θα πεθάνω!» γκρίνιαξε. «Μου Digitized by 10uk1s

'ρθανε τα ρούχα μου και δεν είχα τι άλλο να φορέσω, αναγκάστηκα να πλύνω τα βρακιά μου και να τα βάλω βρεμένα. Μου 'ρθε λοιπόν πυρετός κι ύστερα μ' έπιασε πονόδοντος. Έκλαιγα και σ' αποζητούσα, μάνα, κάθε μέρα και τ' άλλα κορίτσια με τσιγκλίζανε πως ήμουνα τεμπέλα και οκνή, μα τώρα που είσαι δω, θα το σκάσουμε μαζί και δεν θα ξαναπιάσω δρεπάνι ποτέ!» Όταν αποκοιμήθηκε η Γλυκερία, η Ελένη βγήκε έξω στο σκοτάδι κι απόμεινε την υπόλοιπη νύκτα αγναντεύοντας κατά τη Μεγάλη Ράχη, καρτερώντας το μήνυμα από μια φωτιά και παρακαλώντας ολοένα το Θεό δίχως λόγια να λυτρωθούνε τα παιδιά της. Την αυγή τσακισμένη από την κούραση και την αγωνία γύρισε στην κάμαρη όπου κοιμότανε η Γλυκερία. Η Ελένη είχε το αίσθημα πως τα παιδιά ξεκινήσανε όπως το 'χανε σχεδιάσει μετά το ηλιοβασίλεμα, όμως δεν έβλεπε το παραμικρό σημάδι πως φτάσανε στη Μεγάλη Ράχη. Προσπαθούσε να μην σκέφτεται την πιο εύλογη εξήγηση: τους είχανε πιάσει στο δρόμο. Εκείνο το πρωί οι γυναίκες πιάσανε να θερίζουνε κάτω από τον πυρακτωμένο δίσκο του ήλιου, η Γλυκερία κι η Ελένη δουλεύανε πλάι πλάι. Κάθε που έφταναν στο τέλος μιας σποράς μάνα και κόρη ανορθώνονταν, τρίβανε τις ράχες τους κι αγναντεύανε τον Καλαμά, που τους έγνεφε από μακριά τάζοντάς τους τη λευτεριά. Η Ελένη συνεχώς παρατηρούσε την κορυφή καρτερώντας να φτάσει η αγγαρεία με τις Μπαμπουριώτισσες, κάποια τους θα 'φερνε το μήνυμα της Όλγας. Λίγο πριν από το μεσημέρι, είκοσι γυναίκες μπήκανε στο χωριό και η Ελένη με αδημονία τις κοιτούσε εξεταστικά στο πρόσωπο. Τέλος τη σίμωσε κάποια, η Μήτσαινα Μυγδάλη, και της είπε: «Χτες το πρωί που περνούσαμε από το Λια με ζύγωσε η Όλγα και μου 'πε να σου πω ότι θα πάει να κόψει το στάρι». Η Μπαμπουριώτισσα σκίρτησε όταν η Ελένη της έσφιξε μ' ευγνωμοσύνη τα χέρια, κι ύστερα έτρεξε να μιλήσει στη Γλυκερία. Αδράξανε τα δρεπάνια τους με νέο κουράγιο. Η αναμονή είχε λήξει. Οι δικοί τους είχαν φύγει. Μπορούσαν να το σκάσουν εκείνη τη νύχτα και να περάσουνε τον Καλαμά και, Θεού θέλοντος, ν' ανταμώσουνε τα παιδιά αντίπερα. Η Ελένη πάσχιζε να κρατήσει την ηρεμία της όσο φανταζότανε τους δικούς της ενωμένους ξανά και λεύτερους. Μόνο λίγες ώρες χάρηκε τ' όνειρο. Οι θερίστρες κάθονταν στον ίσκιο ενός σύδεντρου, καταβροχθίζοντας το μεσημεριανό ψωμοτύρι, όταν έφτασαν καβάλα δυο αντάρτες από τα γειτονικά αλώνια. Η Ελένη ξαφνιάστηκε βλέποντας στα καπούλια πίσω από τον ένα τη Ράνω Αθανασίου, την καλύτερη φιλενάδα της Όλγας. Τη Ράνω την είχαν στείλει στο θέρο με την πρώτη αγγαρεία, μαζί με τη Γλυκερία, όμως η Ελένη μάταια την είχε αναζητήσει ανάμεσα στις θερίστρες. Η Γλυκερία της είχε πει με ζήλια πως τη Ράνω την είχανε διαλέξει για να επιβλέπει τις άλλες στο αλώνισμα, πολύ ευκολότερη δουλειά. Τώρα οι Γκατζογιαννάτισσες θωρούσανε τη Ράνω που τις ζύγωνε. Οι δυο αντάρτες πεζέψανε, και ο ένας πρόσταξε τις γυναίκες της αγγαρείας να τον ακούσουν. «Οι μισές από σας πρέπει να πάνε στο Βίστροβο, έχει εκεί περισσότερα χωράφια για θέρισμα», φώναξε. «Οι υπόλοιπες θα μείνουν εδώ ώσπου να τελειώσουμε». Η Ελένη παρακολουθούσε με αγωνία αφόρητη, ενώ ο αντάρτης τριγυρνούσε διαλέγοντας στην τύχη εκείνες που θα πήγαιναν στο Βίστροβο. Όταν έφτασε κοντά στην ίδια και στη Γλυκερία, τα μάτια του σταθήκανε πάνω τους για μια στιγμή ατελείωτη, ύστερα είπε: «Να πάει το κορίτσι». «Συμπάθα με συναγωνιστή!» τον παρακάλεσε η Ελένη, προσπαθώντας να κρύψει από τη φωνή της την απόγνωση. «Άσε να μείνει εδώ η θυγατέρα μου. Έχω να τη δω τρεις βδομάδες. Άσε να μείνω άλλη μια νύχτα μαζί της.»

Digitized by 10uk1s

«Όχι, θα πάει» της απάντησε κοφτά και προχώρησε. Η Ελένη πρόσεξε πως η Ράνω τις παρακολουθούσε. Η Ελένη σηκώθηκε και πλησίασε τη νέα που ήτανε πάντοτε σαν δικός της άνθρωπος. Η Ράνω είχε τρέξει να τους ειδοποιήσει όταν κρυφάκουσε πως οι αντάρτες σκόπευαν να ψάξουν το σπίτι τους και είχε κρυφτεί μαζί με την Όλγα και την Κάντα όταν άρχισαν να στρατολογούν γυναίκες. «Ράνω μου», την παρακάλεσε η Ελένη. «Εσένα θα σ' ακούσουν! Πες τους πόσο είναι σπουδαίο για μένα να μείνω λίγο ακόμα με τη Γλυκερία. Το κορίτσι είναι άρρωστο. Μικρό είναι ακόμα! Δουλεύει τόσες βδομάδες. Πάρε εσύ τη θέση της στο Βίστροβο. Κάντ' το για το χατίρι μου!». Η Ράνω είπε πως θα 'κανε ό,τι μπορούσε. Η Ελένη παρακολουθούσε καθώς η νέα σίμωσε τον αντάρτη και του ψιθύρισε στ' αυτί. Εκείνος γύρισε και κοίταξε την Ελένη και τη Γλυκερία, που τον θωρούσανε ικετευτικά. Αλλά όταν προστάξανε τις γυναίκες για το Βίστροβο να μπουν στη γραμμή, η Ράνω δεν κουνήθηκε. Ο αντάρτης στάθηκε πάνω από τη Γλυκερία. «Σου είπα πως θα πας μαζί τους», πέταξε άγρια. Η Ελένη είδε τη Ράνω ν' ανασηκώνει τους ώμους της για να δείξει την ανημπόρια της. Μάνα και θυγατέρα κοιτάχτηκαν με απόγνωση, η ελπίδα της λευτεριάς ξεγλιστρούσε από τα χέρια τους. Ίσα ίσα πρόλαβαν να δώσουν το τελευταίο φιλί κι ο αντάρτης τράβηξε τη Γλυκερία, και η αγγαρεία ξεκίνησε για το Βίστροβο. Η Ράνω στεκόταν παράμερα και παρακολουθούσε με απάθεια. Όλο εκείνο το απόγεμα η Ελένη δούλευε μηχανικά. Όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει και οι γυναίκες συνάζονταν από τα χωράφια, η Αλέξω έτρεξε και την πρόφτασε. «Έχεις όλη τη νύχτα μπροστά σου», ψιθύρισε. «Μόλις αποκοιμηθούν όλοι, μπορείς να ξεγλιστρήσεις στα χαμηλώματα». Η Ελένη γύρισε και την κοίταξε. «Τώρα πια δεν μπορώ να φύγω!» είπε σαν να το εξηγούσε σ' ένα παιδί. «Σκέψου τι θα κάνουν της Γλυκερίας αν το σκάσω. Δεν μπορώ να πάω στ' άλλα και ν' αφήσω τούτο να το σκοτώσουνε!». Η Αλέξω ψιθυριστά την αντίκοψε, όμως η Ελένη αρνήθηκε να της απαντήσει. Εκείνη τη νύχτα η Ελένη έδωσε τη μερίδα της από το συσσίτιο ανέγγιχτη στη συννυφάδα της και κατόπιν βγήκε να καθίσει στα σκαλιά του σπιτιού, αγνάντια στο νότο κατά τον ίσκιο της Μεγάλης Ράχης. Ένας από τους αντάρτες που φρουρούσαν τις γυναίκες πρόσεξε την ολονύχτια ξαγρύπνια της. Του φάνηκε πως περίμενε να δει.

Σαν έφυγε η Ελένη, τα παιδιά του Γκατζογιάννη στριφογυρνούσαν σαν τα κοτοπουλάκια που χάσανε την κλώσσα, προσπαθώντας να ετοιμαστούν για το φευγιό. Σύμφωνα με τις ορμήνιες της μάνας τους, η Όλγα και η Κάντα κινήσανε πρωί πρωί για να δείξουνε πως κόβουνε τα στάρια στο οικογενειακό χωράφι, ωστόσο πιο πολύ ψιθυρίζανε παρά θερίζανε, και γυρίσανε στο σπίτι νωρίς ώστε να προφτάσει η Όλγα να συντάξει το γράμμα που έπρεπε ν' αφήσουν φεύγοντας. Κάθε που αντάμωναν στο μονοπάτι γειτόνισσα, τα κορίτσια φαντάζονταν καχύποπτα βλέμματα και απειλητικά υπονοούμενα στο χαιρετισμό. Όλη τη μέρα ταλαντεύονταν ανάμεσα στο φόβο πως το φευγιό θ' αναβληθεί και στην ελπίδα πως θ' αναβληθεί. Ύστερα η Όλγα μ' ένα απολειφάδι μολυβιού έγραψε με τα παιδιάστικα ορνιθοσκαλίσματά της: Μάνα, φεύγουμε. Ο Λουκάς ο Ζιάρας και η γιαγιά μας πάνε στο Φιλιάτι, θα μας στείλουνε στον πατέρα στην Αμερική. Μη στεναχωριέσαι — εμείς δε θέλαμε να σε παρατήσουμε, πλην ο Λουκάς λέει πως αν δε φύγουμε θα γράψει στον πατέρα πως εμείς δε θέλουμε να πάμε κοντά του. Συχώρα μας. Digitized by 10uk1s

Μελέτησε το γράμμα, ζυγιάζοντας την κάθε λέξη να δει μήπως ακουγότανε ψεύτικη. Ύστερα έκρυψε το χαρτί στη σκαλοφρύδα του τοίχου πλάι στο τζάκι κι ανησυχούσε αψανά μήπως δεν το βρούνε οι αντάρτες. Η Ελένη τους είχε εξηγήσει το καινούριο σχέδιο. Για να μαζευτεί όλη η φαμελιά στο σπίτι του Λουκά δίχως να τους ψυλλιαστεί κανένας, θα πήγαιναν χωριστά σε ώρες διαφορετικές. Πολύ προτού βασιλέψει ο ήλιος, η Κάντα θα 'παιρνε μαζί της το Νικόλα και τη Φωτεινή και θα κατέβαζε τις δυο γαλάρες γίδες να βοσκήσουν στα χωράφια του θείου Φώτου στη χαμηλότερη μεριά του χωριού. Μετά το ηλιοβασίλεμα θα παρατούσανε τις γίδες και θα τρύπωναν στο σπίτι του Λουκά εκεί παραπέρα· στ' αναμεταξύ, η Μεγάλη και η Νίτσα θα ξεκινούσανε από του Χαϊδή. Η Όλγα θα ερχόταν τελευταία, γιατί έπρεπε να περιμένει ώσπου να φέρει πίσω το κοπάδι τα πρόβατά τους από το βοσκότοπο η τρελο-Βασίλω η βοσκοπούλα, που την είχανε πληρώσει να τ' ανεβάσει εκείνη τη μέρα. Μόλις κλείδωνε τα ζωντανά στο κατώι, η Όλγα θα 'τρεχε στο σπίτι του Λουκά και θ' άρχιζε η έξοδος. Παραζαλισμένη από τις ευθύνες που είχε επωμιστεί, η Όλγα στριφογύριζε στο παράθυρο, παρατηρώντας τον ήλιο, ωσότου αποφάσισε πως ήτανε ώρα να ξαποστείλει την Κάντα, το Νικόλα και τη Φωτεινή. Άξαφνα η Φωτεινή προκάλεσε κρίση στο σπιτικό. Η δεκάχρονη μικρή δεν εύρισκε το πολύτιμο σακούλι της όπου φύλαγε τα τσιμπιδάκια των μαλλιών, τα χαϊμαλιά, τα τενεκεδένια δαχτυλίδια και τ' αλλά μπιχλιμπίδια που της χάριζε ο υπεύθυνος της επιμελητείας του αντάρτη. Όποτε η Φωτεινή έκρινε πως η ζωή την αδικούσε, πράμα που γινόταν σχεδόν κάθε μέρα, παρουσίαζε την υποκριτική γκάμα μιας τραγωδού. «Αυτό το παιδί άρχισε να κλαίει με την πρώτη ανάσα του κι από τότε δε σταμάτησε», παραπονιόταν συχνά η Ελένη, πατικώνοντας τ' αυτιά της με τα χέρια. Τώρα η Φωτεινή σκλήριζε πως χωρίς τους θησαυρούς της αυτή δεν πατούσε το πόδι της έξω από την πόρτα. Την έκοψε ένα χτύπημα δυνατό που τους απολίθωσε όλους άλαλους. Η Όλγα δίσταζε, όμως το χτύπημα έγινε πιο επίμονο. Κρυφοκοίταξε και είδε απ' έξω την Κώσταινα Θανάση, την παχουλή γιαγιάκα, τη γειτόνισσά τους στο Περιβόλι, που το σπίτι της το είχαν κάνει οι αντάρτες αποθήκη. Η Κώσταινα τιτίβιζε πως είχε φέρει λίγη μαρμελάδα για να φιλέψει το καλό της τ' αγοράκι. Ο Νικόλας υπάκουσε, άφησε τη γερόντισσα να τον φιλήσει και να τον κανακέψει, ενώ οι άλλοι παρακολουθούσαν με αγωνία. «Καημένο μου παιδάκι, δίχως τη μανούλα σου που πάει στο θέρο», κλαψούριζε η γριά. «Να 'ρθεις αύριο στο σπίτι της γιαγιάς της Κώσταινας. Θα δω μήπως σου βρω καμιά σοκολάτα». Τα κορίτσια κράτησαν την ανάσα τους, από το φόβο μήπως ο Νικόλας απαντήσει πως αύριο θα ήτανε αργά, εκείνος όμως κατένεψε μόνο κι έβλεπε χάμω. Είχε περάσει πια η ώρα που έπρεπε να φύγει η Κάντα με τα μικρότερα παιδιά, ωστόσο η Κώσταινα φλυαρούσε για τα φοβερά που γίνονταν στην παλιά τους γειτονιά. Ενώ τα κορίτσια αλλάζανε απεγνωσμένες ματιές, η Μεγάλη γλίστρησε πίσω της και της έριξε μερικούς πολύτιμους κόκκους αλάτι - το μαγικό για να ξεκουμπίζονται οι ανεπιθύμητοι επισκέπτες. Τέλος η Κώσταινα σηκώθηκε. Ενώ η Όλγα της κρατούσε την πόρτα ανοιχτή, η γριά ξάφνου αγκάλιασε το Νικόλα και ψιθύρισε: «Χρυσό μου αγόρι, ο Θεός να σε φυλάει!». Ύστερα έφυγε, αφήνοντας τους άλλους με την απορία σαν πόσα να ήξερε. Η αναχώρηση της Κώσταινας Θανάση έριξε τους Γκατζογιανναίους σε φρενήρη δραστηριότητα. Η Κάντα έτρεξε στο κατώι κι έδεσε με τριχιές τις δυο γαλάρες γίδες, ύστερα γύρισε να πάρει τη Φωτεινή και το Νικόλα. Η Φωτεινή είχε ξαναρχίσει τους θρήνους για το χαμένη σακούλι με τους θησαυρούς της, κι ο Νικόλας στεκόταν μπρος στο κατώφλι, κατσούφης από την αγωνία, κρατώντας τη σάκα του σχολείου — τη σκούρα καφετιά δερμάτινη σάκα που του 'χε στείλει από την Αμερική ο πατέρας του. Εκεί μέσα είχε ένα σκουριασμένο λεπίδι από βυζαντινό σπαθί, που ο μικρός είχε βρει Digitized by 10uk1s

σκάβοντας στη βρύση έξω από την αυλόθυρα της γιαγιάς του, και μαζί τα επιμελώς χαρακωμένα τετράδια, όπου έγραφε στα δυο χρόνια της μαθητείας του στο σχολείο του χωριού. «Τι τα θέλεις αυτά;» ρώτησε αυστηρά η Κάντα. «Αν δεν τους δείξω τα μαθήματά μου, θα με βάλουνε ξανά στην πρώτη, και στη δευτέρα τάξη όταν πάμε στην Αμερική», εξήγησε ο Νικόλας. «Σαχλαμάρες!» σκλήρισε η Όλγα και η φωνή της υψώθηκε. «Δεν μπορείς να τα πάρεις αυτά μαζί σου! Εκεί που πάμε έχουνε καλύτερα τετράδια και σάκες». Άρπαξε το βαλιτσάκι από το χέρι του και τα πέταξε πίσω από την πόρτα, ύστερα τον έσπρωξε έξω στο μονοπάτι, όπου η Κάντα του έδωσε την τριχιά της μιας γίδας. Ενώ η Κάντα έσερνε τα δυο παιδιά κάτω στο μονοπάτι, η Φωτεινή πάτησε ένα ανατριχιαστικό αναφιλητό κι ο Νικόλας γύρισε να ρίξει μια στερνή ματιά στο σπίτι. Αν και η Όλγα, η Νίτσα και η Μεγάλη ήταν ακόμα μέσα, του φάνηκε θλιβερό και έρημο στο λαμπρό απογεματινό φως, κι ένιωσε ένα σφίξιμο συμπόνιας για το σπίτι και για τα ζωντανά που τα παρατούσαν τόσο ξαφνικά. Είχαν αφήσει πίσω τα πάντα: το λεπίδι του από το σπαθί, τα τετράδιά του από δυο τάξεις. Ως και το καλό καφετί φουστάνι της μάνας του κρεμόταν ακόμα σε μια κρεμάστρα στην καλή κάμαρη, σαν απόηχο της παρουσίας της. Όταν ο ήλιος ζυγιάζονταν πάνω από την κορυφογραμμή της Μεγάλης Ράχης, η Όλγα πρόσταξε τη Μεγάλη και τη Νίτσα να ξεκινήσουν, τραβώντας για το σπίτι του Λουκά από 'να μονοπάτι που έκανε μεγάλο γύρο, και προσέχοντας να μην ψυλλιάσουνε κανένα. Έβλεπε πως τα λόγια της πήγανε χαμένα· η Μεγάλη έκλαιγε κιόλας με αναφιλητά και η τελευταία δραματική κραυγή της Νίτσας προτού βγει καμαρωτά σαν πάπια από την πόρτα ήταν: «Απόψε θα πεθάνω! Το νιώθω!» Η Όλγα θωρούσε από το μεσημβρινό παράθυρο τον ήλιο που βασίλευε, παρατηρώντας τα ρόδινα συννεφάκια να κυνηγιούνται στα ουράνια. Όταν έπεφτε το μούχρωμα η Κάντα θα έμπαινε στην πόρτα του Λουκά με το Νικόλα και τη Φωτεινή, όμως η Όλγα έπρεπε να περιμένει ωσότου η τρελόΒασίλω φέρει πίσω το κοπάδι τους, και φοβότανε μήπως πιάσει τους άλλους η βιάση και φύγουνε χωρίς αυτή. Δεν μπορούσε να ξεκινήσει προτού γυρίσουν τα ζωντανά, γιατί η Βασίλω θα 'βρισκε άδειο το σπίτι και θα ξεσήκωνε τον κόσμο. Και η φαμελιά του μυλωνά Τάση Μήτρου πέρασε τη μέρα μ' ετοιμασίες για το φευγιό. Έπρεπε να 'ναι ιδιαιτέρως προσεχτικοί, γιατί στο σπίτι τους έμενε ένας από τους μαγείρους των ανταρτών, κάποιος Κυριάκος, ένας γέρος που έχωνε παντού τη μύτη του. Η γυναίκα του Τάση, η Καλλιόπη, από μέρες έλεγε στις γειτόνισσες πως το μωρό της αδερφής της της Σούλας ήτανε βαριά άρρωστο. Έφυγε νωρίς το πρωί για το σπίτι του Λουκά λέγοντας στον Κυριάκο πως το μωρό πεθαίνει. Ο άντρας της ο Τάσης και οι δυο γιοι της, ο Νίκος, δώδεκα χρονών, και ο Γάκης, δεκαεφτά, λογάριαζαν να την ανταμώσουν το σούρουπο, με το ίδιο πρόσχημα. Στο μεταξύ στείλανε το μικρότερο αγόρι με το κοπάδι τους στο βοσκοτόπι κατάκορφα στο Περιβόλι. Αργά το απόγεμα έφτασε στο σπίτι του Μήτρου ένας αγγελιοφόρος από τους αντάρτες και είπε στον ταραγμένο μυλωνά πως τον καλούσαν να παρουσιαστεί στο κοινοτικό συμβούλιο για ν' απολογηθεί επειδή είχε αρνηθεί να πάει στον Τσαμαντά να επισκευάσει ένα μύλο. Δίχως να τον ακούσει ο αδιάκριτος αντάρτης μάγειρας, ο Τάσης είπε στο μεγάλο του γιο πως θα προσπαθούσε να ξεμπερδέψει από την κατάθεση εγκαίρως, μα αν δεν τα κατάφερνε, ο Γάκης έπρεπε να μαζέψει το Νίκο από το βοσκοτόπι και να τραβήξουν για το σπίτι του Λουκά δίχως να τον περιμένουν. Όταν ο ήλιος έγειρε στον ουρανό, ο Γάκης ανηφόρισε στο βοσκοτόπι όπου ο Νίκος έβοσκε τα Digitized by 10uk1s

πρόβατα. Εκεί ήταν αλλά δύο παιδιά με τα κοπάδια του σπιτικού τους, ένα κοριτσάκι κάπου εννιά χρονών κι ένα αγόρι ακόμα πιο μικρό. «Έλα, φεύγουμε!»» σφύριξε ο Γάκης στο Νίκο. «Ο πατέρας δε γύρισε στην ώρα του». «Και τι να τα κάνω τα ζωντανά;» ρώτησε ο Νίκος. «Παράτα τα εδώ!» πρόσταξε ο Γάκης. Καθώς τραβούσε τον αδερφό του κάτω στο μονοπάτι, δεν άκουσαν τ' άλλα δυο παιδιά που τους φωνάζανε. «Που πάτε; Ξεχάσατε τα ζωντανά!». Οι Γκατζογιανναίοι ανησυχούσαν μήπως τους προδώσουν οι περίεργες γειτόνισσες, οι οξυδερκείς αντάρτες ή ακόμα και τα βελάσματα από τα γιδοπρόβατά τους, ωστόσο τίποτε από αυτά δε σήμανε το συναγερμό για να τους πάρουν στο κυνήγι οι κομμουνιστές· τον σήμαναν εκείνα τα δύο παιδάκια. Ζηλεύοντας που ο Νίκος έφυγε παρατώντας εκεί τα ζωντανά του, το κοριτσάκι και το αγοράκι έκαναν το ίδιο και γυρίσανε στο σπίτι τους με αδειανά τα χέρια, εξοργίζοντας τις κατάπληκτες μανάδες τους, ώστε κάποιος αντάρτης πήγε ως εκεί να δει τι ήταν όλος εκείνος ο σαματάς. Σαν έμαθε το περίεργο φέρσιμο των παιδιών του Μήτρου, τράβηξε κατευθείαν στο σπίτι του μυλωνά, όπου βρήκε μόνο το σαστισμένο αντάρτη μάγειρα.

Η Κάντα, ο Νικόλας και η Φωτεινή φτάσανε στο σπίτι του Λουκά προτού βασιλέψει καν ο ήλιος. Στην αδημονία τους είχαν αμολήσει τις δυο γίδες να ρημάξουν την πολύτιμη συκιά του Φώτου Γκατζογιάννη και μάνι μάνι στρίψανε. Η Κάντα ξαφνιάστηκε που βρήκε εκεί την Καλλιόπη Μήτρου, σκυμμένη μαζί με τη Σούλα πάνω από τη σαρμανίτσα του μωρού. Ενώ η Σούλα παρακολουθούσε ανάστατη, η Καλλιόπη έχυνε μ' ένα κουταλάκι αγνό, σπιτικό, όλο φλόγα τσίπουρο μέσα στο στόμα του Αλέξη. Στον αφαλό του ήταν κολλημένο ένα κομμάτι μπαμπάκι μουλιασμένο στο ίδιο πιοτό. Η καυτερή γεύση έκανε το μωρό να σκούζει κι έφτυνε το πιοτό την ίδια στιγμή που η θεια του του το ρίχνε, ενώ η Σούλα φώναζε: «Φτάνει! Το σκοτώνεις!». Τέλος, ο Αλέξης σταμάτησε να σκούζει και τα βλέφαρά του αρχίσανε να βασιλεύουν. Σώπασε εντέλει και η Καλλιόπη αναστηλώθηκε, στο πρόσωπό της γυάλιζε ο ιδρώτας. Ο Λουκάς κάπνιζε νευρικά σε μια γωνιά. Η Κάντα τον σίμωσε και τον ρώτησε μ' ένα οργισμένο ψίθυρο τι γύρευε εκεί η Καλλιόπη Μήτρου. Της είχε πει για το φευγιό; Ο γανωτζής πάτησε χάμω το τσιγάρο του, αποφεύγοντας τα μάτια της, κι ανασήκωσε τους ώμους. Στο κάτω κάτω, είπε, η Καλλιόπη ήτανε αδελφή της γυναίκας του και οι αντάρτες απειλούσανε να πάρουνε και τους δυο γιους της. Εξάλλου, πρόσθεσε, ήτανε πιο σίγουρο να 'χουνε μαζί τους ακόμα έναν άντρα, και ο Τάση Μήτρος — ξερόβηξε με αμηχανία — ήξερε τα χαμηλώματα σχεδόν τόσο καλά όσο και ο ίδιος. «Έδωσες το λόγο στη μάνα μου να μην το πεις σε κανένα!» τον αποπήρε η Κάντα, θα 'θελε να ήτανε τώρα εδώ η μάνα της ν' αντιμετωπίσει εκείνη αυτή τη νέα απειλή. Όμως ακούστηκε στην πόρτα ένα χτυπηματάκι, και ο Λουκάς γύρισε πέρα. Θυμωμένη η Κάντα έσπρωξε το Νικόλα και τη Φωτεινή σε μια γωνιά να καρτερούν όσο να φτάσουνε οι άλλοι. Ο Γάκης και ο Νίκο Μήτρος μπήκανε ξέπνοοι και όταν είπανε στη μάνα τους πως ο Τάσης δεν είχε γυρίσει ακόμα από το κοινοτικό συμβούλιο, η Καλλιόπη πάτησ' ένα ολολυγμό σαν χαμένο πουλί: «Δεν μπορούμε να φύγουμε χωρίς αυτόν· αύριο θα τον κρεμάσουνε!». Ο Νίκο Μήτρος παρακολουθούσε το ξέσπασμα της μάνας του με μάτια ορθάνοιχτα, κατάχλομος. Ο Νικόλας είδε πόσο τρομαγμένος ήταν και απόρησε με τη μεταμόρφωση του άγριου «ανταρτοκαπετάνιου», που τρομοκρατούσε αυτόν και τ' άλλα μικρότερα παιδιά του μαχαλά. Digitized by 10uk1s

Λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα φτάσανε η Μεγάλη και η Νίτσα, προπορεύονταν τα τρομαγμένα βογκητά τους. Ο φόβος τους κόλλησε και τους άλλους, και η Κάντα παραλίγο να σκληρίσει όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκανε τρία ανεπάντεχα πρόσωπα: μια γυναίκα και δυο κορίτσια, που γέμισαν τη μαυρισμένη από τους καπνούς κάμαρη έτσι όπως κουβαλούσανε τσουβάλια με τα υπάρχοντά τους. Όλοι αναγνώρισαν την ψηλή, γκριζομάλλα αμαζόνα, που ορθωνόταν ένα κεφάλι πάνω από το Λουκά: ήταν η Χρυσούλα Ντρουμπογιάννη, σαράντα ενός χρονών, συννυφάδα της Ντρουμπογιάννη που είχε καλέσει ο Λουκάς στη δεύτερη απόπειρα. Τα νεύρα της Κάντας έσπασαν και ρίχτηκε στο Λουκά, κατηγορώντας τον πως είχε μαρτυρήσει το φευγιό στο μισό χωριό, τώρα που δεν ήταν εκεί η μάνα της για να τον κάνει να κρατήσει το λόγο του. Όμως η ξαδέλφη της η Αρετή, που έφτασε πίσω από τις Ντρουμπογιαννάτισσες, βγήκε μπροστά και ομολόγησε πως εκείνη είχε προσκαλέσει τη Χρυσούλα να πάει μαζί τους. Η Αρετή και η Χρυσούλα ήτανε φιλενάδες από τα παιδικά τους χρόνια. Κι οι δυο τους είχανε το στίγμα πως ήτανε στείρες και ήξεραν ότι κινδυνεύουν να στρατολογηθούν ανταρτίνες, γιατί οι άντρες τους ζούσανε μακριά στην Κρήτη. Η Χρυσούλα είχε φέρει μαζί της τις δυο μικρές ανιψιές της, που της τις είχε αφήσει να τις προσέχει η μάνα τους, η Κωνσταντίνα, όταν αναγκάστηκε να πάει στα σταροχώραφα στην ίδια αγγαρεία με την Ελένη. Η Χρυσούλα ήταν συνήθως λογική και ψύχραιμη, αλλά τώρα έτρεμε μετά τη δοκιμασία που πέρασε για να φτάσει ως εδώ από την ανατολική άκρη του χωριού διαβαίνοντας από δύο αντάρτικα φυλάκια. Είπε πως στο πιο μακρινό, στην Αγία Παρασκευή, γινόταν πατιρντί, γλεντούσαν γεννητούρια, ο διαβόητος αντάρτης ο Σδράβος είχε αποχτήσει γιο. Ο Λουκάς άρχισε να βηματίζει. «Που στο διάβολο είναι ο Τάσης;» μουρμούρισε. «Είναι ώρα να φύγουμε!». «Και η Όλγα δεν ήρθε ακόμα», του θύμισε η Κάντα. Ο Λουκάς βλαστήμησε μέσ' από τα δόντια του. Σήκωσε την άκρη μιας δαντελένιας κουρτίνας να κοιτάξει από το παράθυρο, ύστερα την άφησε απότομα κι άρπαξε την άσπρη πετσέτα του και την τύλιξε στο λαιμό του. «Κάποιος έρχεται κατά δω από την εκκλησία» αναφώνησε. «Και βαστάει τουφέκι. Όλοι κάτω στο στάβλο, και για το Θεό τσιμουδιά! Εγώ θα σταθώ στην γκλαβανή» Ο Λουκάς και ο Γάκης Μήτρος έσπρωξαν τους Γκατζογιανναίους, τις Ντρουμπογιαννάτισσες και την Αρετή στο μικρό κατώι με το χωματένιο δάπεδο όπου έκλειναν τα ζωντανά! Ύστερα έβαλαν το σύρτη πάνω από τα κεφάλια τους. Η Κάντα στριμώχτηκε ανάμεσα στους άλλους και πήρε το Νικόλα στην ποδιά της. Οι Σπυροπουλαίοι και οι Μητραίοι έμειναν απάνω για να παραστήσουν πως περιποιούνται το μωρό τον Αλέξη, που τώρα βαριανάσαινε στο μεθυσμένο του λήθαργο κι έμοιαζε πειστικά άρρωστος. Από το κατώι οι κρυμμένοι φυγάδες ακούγανε τα πάντα: το Λουκά που έβηχε νευρικά, τη γυναίκα του τη Σούλα που έκλαιγε με αναφιλητά. Ήτανε τόσο τρομαγμένη, που της ήταν εύκολο να χύσει δάκρυα για το «άρρωστο» παιδί. «Αχ, αγοράκι μου! Παναγίτσα μου γλυκιά, σώσε το!» Έσκουζε τη στιγμή που ο αντάρτης χτυπούσε την πόρτα. Η Κάντα άκουσε από πάνω τα βήματα του Λουκά που πήγε ν' ανοίξει. Στην πόρτα στεκόταν ένας νέος από το γειτονικό φυλάκιο και κρατούσε μια χούφτα ξερά φύλλα καπνού. Οι φυγάδες άκουσαν με ανακούφιση πως είχε έρθει στο σπίτι του Λουκά, το πιο κοντινό από την εκκλησιά, απλώς γιατί γύρευε ένα μαχαίρι κι ένα σανίδι να κόψει τον καπνό. Βλέποντας τη γυναίκα που 'κλαιγε, ο αντάρτης ρώτησε μ' ενδιαφέρον για το μωρό. Ο Λουκάς Digitized by 10uk1s

κούνησε το κεφάλι του και είπε πως ο γιος του μπορεί να μην έβγαζε τη νύχτα. Αφού περιεργάστηκε το παιδί, που ήταν ξεφουντωμένο και ολοφάνερα αναίσθητο, ο αντάρτης είπε πόσο είναι κρίμα και πως να του βάλουνε βεντούζες στο στήθος για να τραβήξουνε τον κακό αέρα. Ενώ ο αντάρτης καταπιάστηκε να λιανίζει τα φύλλα του καπνού, ο Λουκάς με το ζόρι κρατούσε την κουβέντα: «Πώς πάει ο αγώνας, συναγωνιστή;» τον ρώτησε. «Τι ακούς από το Γράμμο;» «Βαστάει», αποκρίθηκε ο νεαρός, «μα δε θ' αντέξει πολύ ακόμα. Χάσαμε πολλούς. Κάθε μέρα εκείνοι φαίνονται περσότεροι κι εμείς λιγότεροι. Η επόμενη επίθεσή τους θα γίνει εδώ. Αν με ρωτάς, γρήγορα θ' αποτραβηχτούμε στην Αλβανία. Αλλά μην ανησυχείς, δε θα σας παρατήσουμε στους φασίστες, θα πάρουμε μαζί μας ό,τι μπορεί να περπατήσει, άνθρωπο ή ζωντανό. Σ' ένα μήνα, θυμήσου τα λόγια μου, δε θα υπάρχει πετεινός να λαλήσει στο χωριό». Ακούγοντάς το αυτό στο κατώι η Κάντα ανατρίχιασε. Η μάνα τους είχε δίκιο· δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο. Άκουσε το Λουκά να λέει μαλακά: «Κάντε ό,τι μπορείτε, συναγωνιστή! Αυτό γυρεύει ο λαός από σας τα παλικάρια. Ό,τι και να γίνει εμείς είμαστε μαζί σας». Ύστερα άκουσε το βραχνό βήχα του και τον αχό από σπίρτο ν' ανάβει. Το τρέμουλο της Κάντας κόλλησε στο Νικόλα. Παρακαλούσανε κι οι δυο να φύγει ο αντάρτης προτού φτάσει η Όλγα. Τέλος ο επισκέπτης απόσωσε το τσιγάρο του κι έφυγε αφήνοντας ευχές να γειάνει το μωρό. Καθώς ανέβαιναν από το κατώι, την Κάντα την έσφιξε η αγωνία πως είχαν πιάσει την Όλγα στο δρόμο· είχε περάσει ώρα πολλή από το ηλιοβασίλεμα. Όμως σε λίγα λεπτά ακούστηκε ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα. Η Όλγα όρμησε μέσα και παραλίγο να ξεφωνίσει αντικρίζοντας όλα κείνα τα ξένα πρόσωπα μέσα στην κάμαρη. «Να πάρει η οργή τον άντρα σου!» είπε ο Λουκάς στην Καλλιόπη Μήτρου, ολοένα πιο φοβισμένος όσο αναλογιζόταν πως θα 'πρεπε να τους οδηγήσει αυτός χωρίς τη βοήθεια του Τάση. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο. Πρέπει να ξεκινήσουμε». «Μα δεν μπορεί να τον παρατήσεις εδώ να τον σκοτώσουνε!» φώναξε η Καλλιόπη. «Και κρατάει εκείνος όλες τις λίρες μας». «Ώρα να ξεκινήσουν τα παιδιά», είπε ο Λουκάς. «Αν περιμένουμε κι άλλο, οι σκοπιές θα ψυλλιαστούν βλέποντάς τα στο πόδι τόσο αργά». Εξήγησε το σχέδιο: τα παιδιά θα καμώνονταν πως παίζουνε κρυφτό, και θα μαζεύονταν στη χαράδρα κάτω από το σπίτι, κάνοντας σαματά. Ένα ένα, κάτω από τα χαμόκλαδα, θα τρύπωναν στη χαράδρα. Θα κινούσαν κατόπιν οι μανάδες, κράζοντας τα παιδιά τους να γυρίσουνε στο σπίτι, και μόλις έφταναν κοντά τους, θα ζάρωναν για να κρυφτούν πλάι στα παιδιά και θα καρτερούσαν το Λουκά που θα πήγαινε τελευταίος για να τους οδηγήσει μέσα από το σταροχώραφο ακριβώς από κάτω. Ο Λουκάς επιθεώρησε τα έντρομα πρόσωπα τα συναγμένα τριγύρω του κι απόρησε πως είχε μπλεχτεί σε τούτη την κοκορόμυαλη ιστορία. Ήταν δεκαεννιά νομάτοι στριμωγμένοι στο καμαράκι, οχτώ μεγάλοι κι έντεκα παιδιά. Υπολόγιζε στην παρουσία του Τάση Μήτρου, που είχε καταστρώσει αυτό το σχέδιο. Τώρα θα 'πρεπε να οδηγήσει ολομόναχος ετούτα τα τρομοκρατημένα γυναικόπαιδα. Ο Λουκάς τέντωσε τους ώμους του και μάζεψε το κουράγιο του. Γιατί να μοιραστεί τη δόξα με τον ξιπασμένο μπατζανάκη του; Με την πνιχτή φωνή του ο Λουκάς τους θύμισε πως το πρώτο κομματάκι του ταξιδιού ήτανε το πιο επικίνδυνο. Αφού θ' ανέβαιναν από τη χαράδρα, είχανε να περάσουν ένα χωράφι με ψηλά μεστωμένα στάρια, όπου μπορούσε να τους δουν και να τους ακούσουν από το φυλάκιο. Έπρεπε να σκύβουν πιο χαμηλά από τα στάχυα, να περπατάνε πολύ ήσυχα, με αργές κινήσεις. Βγαίνοντας από Digitized by 10uk1s

το σταροχώραφο θα 'βρισκαν μερικές δρασκελιές ανοιχτή βουνοπλαγιά, κατόπι θα φτάνανε σ ένα πυκνό σκοτεινό σύδεντρο που θα τους έκρυβε από τα μάτια των σκοπών. Ο Λουκάς εξέτασε τις γυναίκες και τα παιδιά για να βεβαιωθεί πως κατάλαβαν και του 'καμε εντύπωση πόσο στούρνοι ήταν για τέτοια ριψοκίνδυνη ιστορία. Προσπάθησε να κρύψει την απελπισία που ανάβρυσε μέσα του παίρνοντας το ύφος αξιωματικού. «Αν καμιά από σας κάνει κιχ, θα τη στείλω πίσω!» πέταξε αγριοκοιτώντας τη Νίτσα, που ασταμάτητα έβγαζε, ένα σιγανό, άναρθρο βογκητό. «Και αν κανένας — γυναίκα ή παιδί — χαθεί ή ξεμακρύνει από τους άλλους, θα τον παρατήσουμε. Δεν μπορούμε να θυσιάσουμε το σύνολο για να σώσουμε μια ζωή». Όλοι αναπήδησαν καθώς χτύποι από ακροδάχτυλα αντήχησαν στην πόρτα. Ο Λουκάς άνοιξε μια χαραμάδα και σχεδόν παραπάτησε από την ανακούφιση αντικρίζοντας το μυλωνά να στέκεται εκεί, η φράντζα των ψαρών μαλλιών του ήτανε ανάκατη, το πρόσωπό του χλομό. «Πρέπει να φύγουμε αμέσως!» είπε με κομμένη ανάσα ο Τάσης. «Γύρισα στο σπίτι να πάρω τις λίρες που είχα εκεί και βρήκα εκείνο τον μπάσταρδο τον Κυριάκο στημένο στην πόρτα να θέλει να μάθει που είναι οι άλλοι. Ήτανε τόσο δύσπιστος, που του είπα πως θα φέρω αμέσως πίσω την Καλλιόπη και τα παιδιά. Δεν θ' αργήσει να σηκώσει τον κόσμο στο πόδι». Ο Λουκάς έσπρωξε τα παιδιά έξω από την πόρτα, τα δικά του τρέχανε μπροστά κατά τη χαράδρα. Ο Νικόλας προσπαθούσε να φωνάξει μαζί με τ' άλλα: «Του και βγαίνω!» όμως η φωνή κολλούσε στο λαρύγγι του. Μόλις τα παιδιά ζύγωσαν στον κρυψώνα και γλίστρησαν όλα μαζί σε μια γούβα, σώπασαν και ζάρωσαν κοντά κοντά, ανατριχιάζοντας στον υγρό αέρα της νύχτας, που μοσκοβολούσε βαριά από τα σπάρτα και τα ρείκια. Λίγα λεπτά αργότερα η Σούλα στάθηκε στα σκαλοπάτια της με το σάκο του μωρού στην πλάτη και πάτησε μια τσιριχτή φωνή: «Γιώργο, άτιμο παιδί! Που χάθηκες πάλι; Να τα πάρει ο διάβολος, βρομόπαιδα! Μια μια οι γυναίκες φτάνανε στη χαράδρα, και στοιβάζονταν η μια πάνω στην άλλη, ωσότου η Φωτεινή χασκάρισε πως παίζουν τις «σαρδέλες». Η Κάντα της έφραξε το στόμα με το χέρι. Τελευταίοι ήρθανε ο Τάσης κι ο Λουκάς, δαγκωμένοι και αμίλητοι. Αφού μαζεύτηκαν όλοι, στάθηκαν για λίγο κι αφουγκράζονταν το φάλτσο τραγούδι και το μελαγχολικό θρήνο μιας φυσαρμόνικας, που μόλις ακούγονταν από το φυλάκιο στην ανατολική άκρια του χωριού, κάτω από την Αγία Παρασκευή. Ο Λουκάς από στόμα σε στόμα τους είπε να βγάλουν τα παπούτσια τους για να μην κάνουν τα βήματά τους τόσο θόρυβο όπως θα περνούσαν από τα ευκολοτσάκιστα στάχυα και να τον ακολουθήσουν ένας ένας στην αράδα. «Να σκύβετε συνέχεια», πρόσθεσε. «Ένα κεφάλι να δουν να ξεπεταχτεί χαθήκαμε». Ο Λουκάς άρχισε να σέρνεται πρώτος, διαλέγοντας ένα μονοπάτι που το 'χε πατήσει πρωτύτερα εκείνη τη μέρα. Ακουμπούσε το πόδι πρώτα με τη φτέρνα, και κατέβαζε απαλά τα δάχτυλα, όπως όταν λούφαζε στο κυνήγι. Γλίστρησε μέσα στο σταροχώραφο κρατώντας την ανάσα του, βαδίζοντας σκυφτός, σχεδόν στα τέσσερα κι εξαφανίστηκε στη θάλασσα από τα στάρια, λοξοπατώντας ανάμεσα στα τριζάτα στάχυα για να λιγοστέψει το θρόισμα. Κατόπιν ερχότανε η Κάντα, βαδίζοντας μπροστά από το Νικόλα και τη Φωτεινή για την περίπτωση που θα πατούσε καμιά νάρκη. Η Σούλα, με το μωρό στη ράχη, κρατούσε την Ολυμπία και το Γιώργο από το χέρι, ενώ η θυγατέρα της η Ευτυχία, δέκα χρόνων, σερνόταν από πίσω. Η Μεγάλη ακουμπούσε βαριά στην Αρετή, που της ψιθύριζε, πασχίζοντας να την κάνει να βιαστεί. Digitized by 10uk1s

Πίσω τους ερχότανε η Νίτσα, στενάζοντας δυνατά και κρατώντας σφιχτά την Όλγα. Τελευταίος, πίσω από τη φαμελιά του, ερχότανε ο μυλωνάς Τάση Μήτρος, που κοιτούσε ολοένα πάνω από τον ώμο του, καρτερώντας να δει τους αντάρτες καταπόδι τους. Τ' αυτιά του πονούσανε από το ακούρμασμα, τα νεύρα του ήτανε ανάστατα, τα μούσκουλά του σφιγμένα, έτοιμα ν' αρχίσουν την πιλάλα.

Ενώ οι είκοσι φυγάδες αρμενίζανε στο σταροχώραφο ακριβώς κάτω από την Παναγιά, μια ομάδα από τρεις αντάρτες του σταθμού της πολιτοφυλακής, μ' επικεφαλής τον άλφα δύο με τα φιδίσια μάτια, το Σωτήρη Δραπέτη, κατηφόριζαν βιαστικοί τη ρεματιά από το Περιβόλι, τραβώντας για το σπίτι του Λουκά. Σαν έφτασαν εκεί, βρήκαν τα παράθυρα σκοτεινά και κανένας δεν αποκρίθηκε στο χτύπημά τους. «Σπάστε την», πρόσταξε ο Σωτήρης, γνωρίζοντας κιόλας τι θα συναντήσει. Κάτω από τα γουρουνοτσάρουχά τους, η πόρτα άνοιξε και οι τρεις απόμειναν αμίλητοι θωρώντας το κενό. «Παναγία μου, το σκάρωσαν!» μουρμούρισε ο Σωτήρης. Μέσα σε λίγα λεπτά η πολιτοφυλακή βρισκόταν στο γειτονικό φυλάκιο· ο Σωτήρης ξεφώνιζε στο τηλέφωνο εκστρατείας και βλαστημούσε ταυτόχρονα τους αντάρτες γύρω του. Διαπίστωσε πως οι περισσότεροι σκοποί είχανε πάει στο γλέντι της Αγίας Παρασκευής, αφήνοντας μοναχά τις βάρδιες. Ανάμεσα σε κείνους που είχανε μείνει ήταν ο Αντρέας Μιχόπουλος κι ένας νεαρός αντάρτης, που ορκιζότανε πως πριν από μισή ώρα κι ούτε είχε δει τους Μητραίους να κλαίνε πάνω από 'να ετοιμοθάνατο μωρό. «Μπορεί να το πήρανε για να 'βρουν το γιατρό»,είπε το παλικάρι, αλλά ο Σωτήρης το 'νιωθε στα κατάβαθά του πως ήτανε φευγιό - προμελετημένη ομαδική απόδραση- αυτό ακριβώς που τον είχαν στείλει στο Λια να προλάβει. Ο Κολιγιάννης θα του 'κοβε τ' αρχίδια, συλλογιότανε καθώς ούρλιαζε στο τηλέφωνο εκστρατείας: «Θέλω δυο περίπολα από πέντε άντρες το καθένα — αυτοστιγμεί — το ένα να κατεβεί τη ρεματιά στα δυτικά, το άλλο να ξεκινήσει από την Αγία Παρασκευή. Να ψάξετε κάθε θάμνο και κάθε βράχο, αλλά εξάπαντος να φτάσετε εκεί που σμίγουνε τα μονοπάτια για τη Μεγάλη Ράχη πριν από τους προδότες!» Κρεμώντας το τηλέφωνο, το πρόσωπό του ωχρό κάτω από τ' αξύριστα γένια του, ο Σωτήρης μουρμούρισε: «Και θαρρούσα πως ο Μήτρος ήτανε δικός μας!». Γύρισε κι αντίκρισε τους έντρομους αντάρτες πίσω του. «Αύριο στο πλατάνι της πλατείας θα κρέμονται κουφάρια», είπε. «Είτε των προδοτών είτε τα δικά σας».

Ακριβώς κάτω από το σταροχώραφο ήτανε μια μικρή γυμνή κατηφοριά που κατέληγε σ' ένα πυκνό σύδεντρο, οι αδιαπέραστοι μαυροπράσινοι ίσκιοι τους θα τους προφυλάγανε από τα μάτια των σκοπών. Πρώτα όμως έπρεπε να δρασκελίσουν καμιά τριανταριά μέτρα γυμνό χώμα, μελαγχολικά ασημί στο φως του νέου φεγγαριού. Οι φυγάδες βγήκανε από τα στάρια πατώντας στα δάχτυλα, ακόμα σκυφτοί, με τα παπούτσια στα χέρια τους. Πίσω πίσω η Νίτσα σκόνταψε σε μια μεγάλη πέτρα και κουτρουβάλησε στην απότομη πλαγιά κυλώντας σαν βαρέλι. Η πέτρα ξεκόλλησε κι όπως έπεφτε παρέσυρε μια σάρα από χαλίκια που κουτρουβαλούσαν και κροτάλιζαν μπροστά της. Ο Τάση Μήτρος, καμιά εικοσαριά μέτρα δεξιότερα, άκουσε το άξαφνο ξέσπασμα των κρότων, εκείνο που αδιάκοπα φοβόταν αφότου φύγανε από το σπίτι. «Τρέξτε!» έκρωξε με πνιχτή φωνή. «Οι αντάρτες!». Όλοι χίμηξαν κατά την ασφάλεια του δάσους μπροστά τους, πιλαλώντας προς όλες τις διευθύνσεις, παρατώντας τα παπούτσια τους και τα υπάρχοντά τους, ακόμα και τα παιδιά τους, στην απεγνωσμένη τρεχάλα τους για να σωθούν. Digitized by 10uk1s

Η Όλγα και η Καλλιόπη Μήτρου βρίσκονταν πίσω πίσω στη γραμμή κοντά στη Νίτσα και είδανε τι είχε προκαλέσει το θόρυβο. Κουλουριασμένη σαν έμβρυο η Νίτσα κείτονταν καταγής με τα χέρια στ' αυτιά της, σίγουρη πως οι αντάρτες έρχονται καταπάνω της. Η Όλγα και η Καλλιόπη γυρίσανε πίσω καθώς οι άλλοι εξαφανίζονταν κάτω στο δάσος. Αδράξανε τη Νίτσα από τις μασχαλίδες και σήκωσαν τον σαν απίδι όγκο που βογκούσε, τραβώντας την κάτω στην πλαγιά. Η Νίτσα είχε χάσει τα παπούτσια της και στο κάθε βήμα κούτσα κούτσα στέναζε πιο δυνατά. Οι τρεις τους χώθηκαν στα χαμόκλαδα και μοναχά βαθιά μέσα στους ίσκιους σταμάτησαν κάτω από μια χοντρή, θεόρατη βελανιδιά. Έγειραν πάνω στον κορμό κι αφουγκράζονταν, ανασαίνοντας βαριά. Η Καλλιόπη Μήτρου που βαριάκουε ύστερα από μια παιδική αρρώστια παρακολουθούσε την Όλγα και τη Νίτσα για να δει σημάδι τι ακούνε. Αλλά δεν ακούγανε τίποτα: μοναχά τον αχό της λαχανιασμένης τους ανάσας και το θρόισμα και το μουρμουρητό των δέντρων. Μήτε κραυγές, μήτε βήματα να τις κυνηγάνε. Κοιταχτήκανε συναμεταξύ τους με άξαφνο φόβο. Δεν ακούγανε μήτε τους δικούς τους. Είχαν στρίψει δεξιά μόλις μπήκαν στο δάσος, από ένστικτο τραβώντας προς τα κάτω και δυτικά, για τη ρεματιά. Ο Λουκάς είχε οδηγήσει τους άλλους σε διαφορετική κατεύθυνση. Τώρα είχανε χαθεί. Μερικές εκατοντάδες μέτρα ανατολικότερα, οι υπόλοιποι φυγάδες σταμάτησαν εξαντλημένοι σ' ένα σύδεντρο από οξιές. Όλοι θωρούσανε τον Τάση Μήτρο, που είχε σημάνει συναγερμό. Ανασήκωσε τους ώμους του και είπε: «Δεν τους είδα, μα τους άκουσα, ακριβώς πίσω μας». «Είσαι σίγουρος πως ήτανε αντάρτες;» ψιθύρισε ο Λουκάς, το λιανό κορμάκι του τρεμούλιαζε από τον αντίκτυπο του τρόμου. Σκέπασε το στόμα του με την πετσέτα για να πνίξει το βήχα του. «Ποιος άλλος να 'τανε;» απάντησε ο Τάσης. Άξαφνα ακούστηκε μια κραυγίτσα, σπαραγμένη από το φόβο. «Η μάνα μου δεν είναι δω!». Ήταν ο Νίκο Μήτρος, έτοιμος να κλάψει. Όλοι κοιτάζανε τριγύρω, πασχίζοντας να ξεχωρίσουνε τα πρόσωπα στα σκοτεινά σουλούπια ολόγυρα. «Που είναι η Νίτσα;» ψιθύρισε η Κάντα. «Μη μου πεις πως πιάσανε τη Νίτσα!». «Και η Όλγα!» φώναξε η Φωτεινή. «Χάθηκε κι η Όλγα! Πέθανε!». Η μικρή άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο αχός από τον πόνο της Φωτεινής κούρντισε το Νίκο Μήτρο «Δεν μπορούμε να φύγουμε χωρίς τη μάνα!» φώναξε. «Έλα, πατέρα! Πάμε πίσω να τη βρούμε!». «Σκασμός! Να την πάρει ο διάολος!» είπε ο Τάση Μήτρος «Ξέχασέ τη τη μάνα σου. Καλύτερα δίχως δαύτην. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πια πρέπει να γλιτώσουμε ‘μεις». Έπεσε μια τρομαχτική σιωπή, που την έσπαζαν μόνο τ' αναφιλητά της Φωτεινής και του Νίκο Μήτρου. Ο Νικόλας Γκατζογιάννης άκουγε, κατάπληχτος, έτσι που ο ήρωάς του έκλαιγε πάνω στον ώμο του αδερφού του. Και ο Νικόλας είχε χάσει τη μάνα του, και τώρα τη μεγαλύτερη αδερφή του. Ο πόνος στο στομάχι του που τον είχε πιάσει πριν από δυο μέρες τώρα ανέβαινε ως το λαιμό του, όμως έσφιγγε τα δόντια του, αποφασισμένος να μην αφήσει κανένα να δει την αδυναμία του. Το 'χε τάξει στη μάνα του να είναι παλικάρι, ό,τι και να τους λάχαινε εκείνη τη νύχτα, αυτό δε θα 'κλαιγε. Η Κάντα έπιασε το χέρι του Νικόλα, και μετά ο Τάση Μήτρος άρχισε να βρίζει, σιγανά αλλά καθαρά, όπως οι φυγάδες αρχίσανε να κατηφορίζουνε αργά ανάμεσα από τα δέντρα. «Που να της γαμήσει ο διάολος τη μάνα και της μάνας της τη μάνα!» έλεγε. «Που να μη λιώσει στο χώμα με τούτο που μου 'κανε!».

Digitized by 10uk1s

Ενώ μια αντάρτικη περίπολος κατηφόριζε σίφουνας τη ρεματιά, ακολουθώντας το δρόμο που σκόπευε αρχικά να πάρει ο Λουκάς, οι τρεις γυναίκες που είχανε χαθεί τριγυρίζανε άσκοπα στο δάσος, τραβώντας προς την ίδια κατεύθυνση. Επειδή η Καλλιόπη Μήτρου ήτανε στ' αυτιά περήφανη και η Νίτσα υστερική, η Όλγα κατάλαβε πως έπρεπε να μπει εκείνη μπροστά, αλλιώς θα τις πιάνανε σίγουρα. Έτρεμε μήπως πατήσει καμιά νάρκη και προσπαθούσε να υπολογίσει που βρίσκονται, όμως μέσα στο σκοτάδι δεν ξεχώριζε γνώριμα σημάδια. Ακολουθούσε μόνο την πλαγιά. Τέλος, από 'να ξέφωτο η Όλγα είδε στον ουρανό το Βόρειο Σταυρό και κατάλαβε πως είχαν προχωρήσει πολύ δυτικότερα απ' όσο έπρεπε για να βγούνε στο σωστό σημείο, στο σταυροδρόμι της Μεγάλης Ράχης. Έπιασε από το χέρι τις δυο άλλες και άρχισε να τις τραβάει πίσω ξανά στ' ανατολικά. Ξάφνου η Νίτσα κάθισε μ' ένα βόγκο. «Θαρρώ το μωρό θα γεννηθεί τώρα δα!» φώναζε, αρπάζοντας την κοιλιά της. «Χριστέ και Παναγιά μου, μη μ' αφήσετε να πεθάνω! Δεν μπορώ να περπατήσω άλλο! Έχασα τα παπούτσια μου τρέχοντας και τα πόδια μου ξεσκίστηκαν». Η Όλγα έβγαλε από την τσέπη της λίγο ιώδιο κι ένα ρολό με γάζες, που η μάνα της της είχε πει να πάρει μαζί της. Άρχισε ν' αλείβει τις πληγές στα πόδια της Νίτσας, τους έβαλε και γάζα, ύστερα ξέσκισε το μαντίλι της θειας της και το δικό της και τα τύλιξε γύρω από τις γάζες. «Περπάτα, αλλιώς θα πεθάνεις μόνη!» της ψιθύρισε. «Σήκω πάνω!». Η Όλγα τις τράβηξε κι άλλο ανατολικότερα κατηφορίζοντας την πλαγιά, ωσότου η κλίση του εδάφους άρχισε να γίνεται ομαλότερα. Τέλος τις σταμάτησε ένα πλατύ ρηχό ποτάμι. Η Νίτσα βογκούσε ακόμα πως δεν μπορεί να πάει παραπέρα. Ήταν εκεί ένα σύδεντρο από χαμηλά, πολύκλωνα πλατάνια, που μερικά κλαδιά τους βουτούσανε στο γοργοκύλιστο νερό. Έτσι η Όλγα αποφάσισε να σταθούν για να σκεφτεί τι θα κάνει παρακάτω. Σπρώχνοντας και τραβώντας ανέβασε τη θεια της στη διχάλα των κλαδιών ενός δέντρου, ύστερα έγνεψε στην Καλλιόπη να σκαρφαλώσει κοντά τους. Ενώ οι τρεις γυναίκες κάθονταν εκεί εξαντλημένες και απελπισμένες, σε κάποια απόσταση δυτικότερα μια αντάρτικη περίπολος που έψαχνε κατεβαίνοντας τη ρεματιά έπεσε πάνω στο άσπρο ρολό με τις γάζες, που κατά τύχη η Όλγα είχε παρατήσει. Επικεφαλής στους πέντε άντρες ήταν ο Βασίλης Μπάκας, ένας αντάρτης που του αναθέσανε ξεπιτούτου την αποστολή επειδή ήτανε Λιώτης. «Μπροστά μας προχωρούν», ψιθύρισε ο Μπόκας στους άλλους. Η Όλγα, η Νίτσα και η Καλλιόπη Μήτρου ζαρωμένες τρεμουλιάζοντας στα πάνω κλαδιά, τουρτούριζαν στο ψυχρό αγέρι, όταν ακούστηκαν βήματα που τις ζύγωναν σερνόμενα στα χαμόκλαδα. Ύστερα ακούστηκε μια αντρίκεια φωνή. «Γαμώ το θεό τους!» μουρμούριζε. «Γαμώ τη μάνα του θεού τους!». Η Όλγα και η Νίτσα σφιχταγκαλιάστηκαν, αλλά η Καλλιόπη Μήτρου δεν άκουσε τίποτα. «Τι τρέχει; Τι έγινε;» ψιθύρισε. Η Όλγα της έκλεισε το στόμα με το χέρι και η Νίτσα άρχισε να βογκάει: «Μας βρήκανε!». Τα βήματα σίμωναν κι η Όλγα είχε παραλύσει χωρίς ανάσα. Ύστερα είδε κάτι άσπρο να πλησιάζει στο μονοπάτι που περνούσε πλάι από το σύδεντρο. Ήταν ένα σακί αλεύρι στον ώμο κάποιου. Έγειρε μπροστά πιασμένη από 'να κλαδί για να στηριχτεί και ξεχώρισε κάμποσα μικροσκοπικά σουλούπια να βγαίνουν από τους ίσκιους. «Ο Τάση Μήτρος είναι και βλαστημάει!» ψιθύρισε η Όλγα. «Βλέπω τη φαλάκρα του!». Ο Τάσης ούρλιαξε όταν κάποιος πήδηξε με πάταγο από 'να δέντρο ακριβώς μπροστά του, και για να φυλαχτεί από τη σφαίρα που περίμενε πως θα του θρυψαλιάσει το καύκαλο σήκωσε μπροστά τα χέρια του. Ώσπου ν' ακούσει το γιο του να φωνάζει «Μάνα!» και να καταλάβει πως ήταν οι χαμένες γυναίκες, διαπίστωσε με μεγάλη του ντροπή πως είχε κατουρηθεί από το φόβο. Ευτυχώς ήτανε Digitized by 10uk1s

πολύ σκοτεινά κι έτσι κανένας δεν το πρόσεξε πως είχανε σπάσει τα νεύρα του. «Άχρηστη γυναίκα!» μουρμούρισε στη γυναίκα του, που δεν μπορούσε να ξεκρίνει τι της έλεγε. «Καλύτερα θα 'μουν να 'μενες χαμένη!». Όμως την Καλλιόπη κόντευαν να την πνίξουνε στην αγκαλιά τους οι δυο γιοι της, ενώ την Όλγα την είχαν τριγυρίσει οι αδερφάδες της. «Τρόμαξα τόσο», ψιθύρισε η Όλγα στην Κάντα, «που να μ έσφαζες δε θα 'τρεχε αίμα». Ο Νικόλας παρακολουθούσε το ξανασμίξιμο αμίλητος, δεν ομολογούσε μήτε στον εαυτό του πως ζήλευε το Νίκο Μήτρο που είχε ξανά κοντά του τη μάνα του. Στεκόταν ο Νικόλας τουρτουρίζοντας κι έγερνε πάνω στην Κάντα ψόφιος από κούραση. Είχε χάσει τα παπούτσια του κοντά στο σταροχώραφο και τα πόδια του ήταν καταξεσκισμένα από τα γαϊδουράγκαθα και μυτερά λιθάρια, όμως σε κανέναν δεν το 'λεγε. Ήθελε και με τούτο να διαπιστώσει το κουράγιο του. Ενώ οι άλλοι αναγάλλιαζαν που είχανε την τύχη ν' απαντήσουν τις χαμένες γυναίκες, ο Λουκάς επιθεωρούσε το πλατύ ποτάμι που έπρεπε να διαβούν. Ήτανε το στερνό εμπόδιο προτού φτάσουνε στα ομαλά διαδοχικά λοφάκια της λάκκας και στην τελική φάση του ταξιδιού τους ως τη Μεγάλη Ράχη. Ήξερε πως δε θα βούλιαζαν στο νερό πάνω από τη μέση, αλλά το ρέμα ήταν ύπουλο. Μ' ένα ψίθυρο πρόσταξε να πιάσει ο κάθε μεγάλος ένα παιδί από το χέρι και να το κρατήσει σφιχτά. Αυτός θα πήγαινε μπροστά και πίσω θα ερχότανε ο Τάσης. Ήτανε πολύ πιο δύσκολο απ' όσο περίμεναν, το να πατάς στις γλιστερές πέτρες ενώ το ρέμα σου τραβούσε τα πόδια. Η Σούλα κρατούσε τον εφτάχρονο Γιώργο από το χέρι και είχε το μωρό στη ράχη της, ακόμη αναίσθητο. Τα παιδιά κλαψούριζαν έτσι που τ' αγκάλιασε το παγωμένο νερό. Ο Λουκάς στεκότανε στην αντίπερα όχθη, τραβώντας το κάθε ζευγάρι έξω από το ρέμα.. Η Μεγάλη ήτανε από τις τελευταίες που περάσανε. Τα πόδια της γλιστρήσανε κι έπεσε, άφησε ένα δυνατό κράξιμο όπως το νερό άρχισε να την παρασύρει, αλλά τα μπόλικα ρούχα της την κρατήσανε στην επιφάνεια ενώ την έπαιρνε σαν μαύρο πρόβατο το ρέμα κι εκείνη σκλήριζε βοήθεια. «Άστε τη να πάει!» άκουσε η Όλγα να φωνάζει η δικιά της φωνή, όμως η Χρυσούλα Ντρουμπογιάννη, που ήταν ακριβώς πίσω της, παράτησε όπως κρατούσε τις δυο ανιψιές της και βούτηξε πίσω από τη γριά, μια αποφασιστική γιγάντισσα που 'φερε να την τραβήξει πίσω ως εκεί όπου ο Λουκάς μπόρεσε να βοηθήσει να τη βγάλουνε. Ύστερα από τη συγκίνηση για τη διάσωση της Μεγάλης, οι φυγάδες είχανε προχωρήσει πια κάμποσες κατοσταριές μέτρα στα χαμηλώματα, όταν η Σούλα κατάλαβε πως η εξάχρονη θυγατέρα της η Ολυμπία δεν κρεμότανε από το χέρι της. Το κοριτσάκι σ' όλο το δρόμο κουτούλαγε από την κούραση, κλαψουρίζοντας να τη σηκώσουν αγκαλιά. Η Σούλα έτρεξε να προφτάσει το Λουκά. «Που 'ναι η Ολυμπία;» ρώτησε. «Δεν την πέρασες από ποτάμι;». «Νόμιζα πως εσύ την πέρασες!» της απάντησε. «Είχα το Γιώργο και το μωρό!». «Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πια για δαύτη», είπε ο Λουκάς. «Ούτε και θα τη βρεις. Πρέπει να σκεφτούμε τους άλλους». Ωστόσο η Σούλα αρνήθηκε να τον ακούσει, και δίνοντας στην Καλλιόπη το μωρό μες στο σάκο του, ρίχτηκε στο νερό να περάσει πίσω στο ρέμα, ενώ ο Λουκάς πρόσθετε τις βλαστήμιες του στις βλαστήμιες του Τάση. Έψαχνε φρενιασμένα στις όχθες του ποταμού, ύστερα σταματούσε κι αφουγκραζότανε. Άκουσε κάποιο σιγανό αναφιλητό. Τέλος βρήκε τη θυγατέρα της ζαρωμένη κάτω από 'να θάμνο κοντά στην ακροποταμιά, να τρέμει σαν κουρεμένο πρόβατο. Όταν γύρισε η Σούλα κουβαλώντας το κοριτσάκι ο Λουκάς ήτανε τόσο ανάστατος από τις αλλεπάλληλες παραλίγο Digitized by 10uk1s

καταστροφές, που μαζί με τον Τάση κάθισαν αναγέρνοντας σ' ένα κορμό κι ανάψανε τσιγάρο, κουκουλώνοντας με τη χούφτα τους το σπίρτο. «Τρελαθήκατε;» σφύριξε η Όλγα. «Δεν ανάβετε και μια φωτιά να κάνετε σινιάλο στους αντάρτες!». Αλλά και οι δυο τους την αγνόησαν, και κείνη έβλεπε τις κούτρες από τα τσιγάρα τους να σειούνται στο σκοτάδι. Οι μουσκεμένοι, εξαντλημένοι φυγάδες, σούρνονταν διασχίζοντας σαν αυτόματα τη νεκρή ζώνη στα χαμηλώματα, μήτε σκέφτονταν πια το θόρυβο που κάνανε τα βήματά τους ή τον κίνδυνο από τις νάρκες. Σκοντάφτανε πάνω σε τσουκνίδες και αγκάθια και τα παιδιά παρακαλούσανε να τα σηκώσουν. Τα βρεγμένα ρούχα κολλούσανε πάνω τους, τα χαμόκλαδα ξεγδέρνανε τα γυμνά καλάμια και τα πόδια τους. Ιδέα δεν είχανε πια πόσο δρόμο κάνανε και πόσες ώρες περπατούσανε, οπότε σε μια στιγμή ο Λουκάς σκόνταψε κι έπεσε μέσα σε μιαν άβαθη τρύπα. Όλοι σταματήσανε μόλις καταλάβανε πως μπροστά τους το έδαφος ήταν ανασκαμμένο από παράξενους κρατήρες. «Νάρκες!» τρεμούλιασε η Όλγα, η φωνή της μαγκωμένη από το φόβο. «Όχι, δεν είναι. Είναι από χειροβομβίδες και οβίδες», είπε ο Λουκάς. «Εδώ ρίχνουν οι φαντάροι, για να ξεσκαρίσουν τ' αντάρτικα περίπολα τις νύχτες. Δέστε!». Σήκωσαν το κεφάλι και μισοκλείνοντας τα μάτια στο σκοτάδι ξανοίξανε το θεόρατο όγκο της Μεγάλης Ράχης να ορθώνεται πάνω τους, σχεδόν αθέατος στο νυχτερινό ουρανό. «Πρέπει να μείνουμε εδώ και να περιμένουμε να ξημερώσει» ψιθύρισε ο Λουκάς. «Αν βγούμε από τα δέντρα, οι φαντάροι θα μας περάσουνε γι' αντάρτες και θα μας ρίξουνε». «Κι αν μείνουμε εδώ, μπορεί ν' αρχίσουν να χτυπάνε τα δέντρα με χειροβομβίδες και πολυβόλα», δαγκώθηκε η Σούλα. «Διαλέγεις και παίρνεις», είπε ξερά ο Τάσης. «Μπορούμε να πάμε πίσω και να πέσουμε στα χέρια των ανταρτών, να βγούμε στο ξάγναντο και να μας σκοτώσουν οι φαντάροι ή να μείνουμε εδώ και ό,τι μας λάχει». Όλοι σωριαστήκανε χάμω ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους, ζαρωμένοι πλάι πλάι για να ζεσταθούν. Η μόνη που είχε ακόμα στεγνή κουβέρτα ήταν η Αρετή και ύστερα από την επιμονή της Νίτσας τη μοιράστηκε μαζί της. Η Κάντα έσφιγγε πάνω της τη Φωτεινή και το Νικόλα για να τους ζεσταίνει και η Σούλα μάζεψε γύρω της τα κουτσούβελά της. Το μωρό άρχιζε να σαλεύει όπως υποχωρούσαν οι συνέπειες από το οινόπνευμα. Τουρτουρίζοντας στο παγερό αγέρι, όλοι κάθονταν και θωρούσαν το μνημειακό περίγραμμα της Μεγάλης Ράχης. Τα παιδιά αποκοιμήθηκαν στην ποδιά των μεγάλων, όμως για τους υπόλοιπους η αναμονή ήτανε χειρότερη από το περπάτημα. Βρίσκονταν στο κατώφλι της σωτηρίας, ωστόσο τώρα ένιωθαν πως κινδυνεύουν περσότερο από κάθε άλλη στιγμή αφότου είχαν αφήσει πίσω τους το σταροχώραφο. Τα μάτια τους καίγανε από την κούραση και από την προσπάθεια να ξεκρίνουν στο σκοτάδι, κάθονταν αμίλητοι, κουκουλωμένοι τις προσευχές τους, περιμένοντας να ξημερώσει.

Η αντάρτικη περίπολος μ' επικεφαλής το Βασίλη Μπόκα ακολούθησε τη ρεματιά ως το τέρμα της κι από κει τράβηξε ολόισια ώσπου έφτασε κι αυτή στα ριζά της Μεγάλης Ράχης, σε κάποιο σημείο που το λέγανε «Μηλιές». Από τους ίσκιους του δάσους οι αντάρτες αγνάντευαν την πλαγιά που οδηγούσε στο ύψωμα. «Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε πιο πέρα χωρίς να μας δουν», είπε ένας αντάρτης. «Οι προδότες θα φτάσανε πια στους άλλους». Digitized by 10uk1s

«Όχι, κάπου στο δάσος είναι και κάνουν ό,τι κάνουμε κι εμείς: περιμένουν», αποκρίθηκε ο Μπόκας. «Δεν μπορούν να το ρισκάρουν και να βγουν γιατί θα τους ρίξουνε όπως και σε μας. Τρεις άντρες να ψάξουνε σ' όλο το μάκρος εκεί που σταματάνε τα δέντρα. Έχουμε ως την αυγή για να τους βρούμε».

Ο Νικόλας ξύπνησε, με το κεφάλι του στην ποδιά της Κάντας. Ονειρευόταν πως η μάνα του τον φώναξε. Η φωνή της που 'λεγε τ' όνομά του αντηχούσε ακόμα στ' αυτιά του. Η μάνα του κάτι προσπαθούσε να του πει, και κείνος ήξερε πως ήτανε μεγάλη ανάγκη να καταλάβει τι. Όμως εκείνη χάθηκε προτού αυτός μπορέσει να ξεχωρίσει τα λόγια της. Ανακάθισε κι άκουσε φωνές — αντρίκειες φωνές — και το θόρυβο από κλαράκια που τσακίζονταν μέσα στο δάσος δεξιά τους. Όλοι τ' ακούσανε και παγωμένοι αφουγκράζονταν. Ύστερα οι φωνές άρχισαν να σβήνουν κι ο αχός των βημάτων ξεμάκρυνε. Ο Τάση Μήτρος μίλησε ήρεμα, μοιρολατρικά: «Τίποτα δεν μπορούμε πια να κάνουμε», ψιθύρισε. «Ό,τι είναι γραφτό να γίνει θα γίνει». Ύστερ' από τούτο κανένας δε λαγοκοιμήθηκε πια και όλοι παρατηρούσαν που σιγά σιγά το περίγραμμα της Μεγάλης Ράχης άρχισε ν' αποχτάει όγκο στο γλυκοχάραμα. Πρώτα τα ουράνια έγιναν μαυροκόκκινα, ύστερα σιγά σιγά ξάνοιξαν στο χρώμα της λεβάντας, απλώθηκαν τα χρώματα όπως του παγωνιού η ουρά, κι από την ανατολή ένα ρόδινο δάχτυλο φως άγγιζε την κορυφή της ράχης, πιτσιλώντας βράχια και μαγούλες με τους τόνους του στιλβωμένου μπρούντζου. Τα ζεστά χρώματα της αυγής ίσα ίσα τόνιζαν την παγωνιά που τους έζωνε. Η πλαγιά της ράχης φαινόταν να μην έχει ζωή. Όσο δυνάμωνε το φως, τόσο ξάνοιγαν τα μεγάλα, σουβλερά κουβάρια από συρματόπλεγμα, που έφραζαν τα υψώματα και που, όπως είχε πει ο Λουκάς, ήτανε ναρκοθετημένα. Είχανε φτάσει ακριβώς εκεί που αυτός λογάριαζε, παρατήρησε ο Λουκάς περήφανος. Ο Λουκάς άρχισε να πηγαινοέρχεται, καταστρώνοντας σχέδια για τη θριαμβευτική τους έξοδο από το δάσος στο ξάγναντο. Έπρεπε να τραβήξουν την προσοχή των φαντάρων και να τους πείσουν πως δεν ήταν αντάρτικη ενέδρα. Οι φαντάροι δικαιολογημένα ήταν καχύποπτοι, το ήξερε. Αν και πότε πότε κατάφερνε να φτάσει ως εκεί κάνας φυγάδας χωριάτης ή λιποτάκτης του Δημοκρατικού Στρατού, το συνηθισμένο κόλπο ήταν να στέλνουν ανταρτίνες ντυμένες χωριατοπούλες για να ζητήσουν άσυλο και κατόπιν, μόλις οι φαντάροι έβγαιναν από τα χαρακώματα, οι κρυμμένοι συναγωνιστές άνοιγαν πυρ ενώ οι ίδιες οι ανταρτίνες σφεντονίζανε χειροβομβίδες. Ο Λουκάς διάλεξε τις δυο πιο ηλικιωμένες, τη Μεγάλη Χαϊδή και την Καλλιόπη Μήτρου, για να προχωρήσουν σείοντας τη λευκή σημαία της παράδοσης. Οι εθνικόφρονες φαντάροι δεν μπορεί να υποψιάζονταν πως είναι ανταρτίνες δυο γυναίκες πολύ πάνω από μεσόκοπες. Όμως και οι δύο κατηγορηματικά αρνήθηκαν να βγουν από το καταφύγιο του δάσους. «Θα πατήσουμε καμιά νάρκη! Θα μας σκοτώσουν προτού ανοίξουμε το στόμα!» θρηνούσε η Καλλιόπη ενώ η Μεγάλη είχε κουκουβίσει, κουνιόταν πίσω μπρος και βογκούσε Ύστερα ο Λουκάς παρακάλεσε τη Νίτσα και την Αρετή αλλά ήταν εξ ίσου απρόθυμες. «Είμαι ολομόναχη· ο άντρας μου δεν έχει κανένα!» φώναξε η Αρετή. «Πάρε κάποια από μεγάλη φαμελιά». Η Νίτσα πρόβαλε γι' άλλη μια φορά την εγκυμοσύνη της, και πρόσθεσε πως ύστερα απ' όσα τράβηξε τη νύχτα ήταν πολύ άρρωστη για να περπατήσει, άσε πια για να κινδυνέψει μέσα στα ναρκοπέδια. Τελικά σηκώθηκε η Χρυσούλα Ντρουμπογιάννη, Επιβλητικά ψηλή και κοτσονάτη, και προθυμοποιήθηκε να πάει εκείνη πρώτη «Δεν έχω παιδιά», είπε. «Φτάνει να σώσετε τις ανιψιές μου το ρισκάρω». Γύρεψε από την Όλγα να πάει μαζί της. «Η φωνή σου θα φτάσει ως απάνω στη ράχη». Η Όλγα κοίταζε τριγύρω κοκκινίζοντας, και απρόθυμα δέχτηκε. Digitized by 10uk1s

Πήγανε και οι δυο τους πίσω από 'να θάμνο και βγάλανε τα μεσοφόρια τους, τα ξέσκισαν και τα έδεσαν σε κλαριά για να φτιάξουν λευκές σημαίες. Η Όλγα περίλυπη πασπάτεψε τη λεπτή δαντέλα του καλύτερου μεσοφοριού από τα προικιά της προτού το κομματιάσει. Ενώ οι υπόλοιποι φυγάδες παρακολουθούσαν με αγωνία από τον κρυψώνα τους, η Όλγα και η Χρυσούλα ξεπρόβαλαν από το δάσος, κουνώντας τις πρόχειρες σημαίες και κραυγάζοντας με όλη τη δύναμη της φωνής τους: «Φαντάροι! Αδέρφια! Σώστε μας! Το σκάσαμε από το Λια! Ελάτε, βοηθήστε μας!». Ο σιωπηλός, φαλακρός όγκος της ράχης, δεν έδωσε απάντηση. Προχωρήσανε σιγά σιγά, η Όλγα προσεχτικά έβαζε το πόδι της εκεί όπου είχε πατήσει η Χρυσούλα. Ύστερα από κάμποσα βήματα σταμάτησαν και ξανάπιασαν τις κραυγές. Θωρούσαν καταπάνω και τέλος είδαν ένα μικροσκοπικό σουλούπι να παρουσιάζεται στην άκρια ενός βράχου κάπου στα μισά του υψώματος. «Σταθείτε εκεί!». φώναζε. «Μην προχωρείτε άλλο! Ποιες είστε;». «Είμαστε γυναίκες και παιδιά από το Λια!» σκλήρισε η Όλγα, τα γόνατά της ολοφάνερα άρχισαν να τρέμουν. «Το σκάσαμε από τους αντάρτες!». Μισόκλεινε τα μάτια, αβέβαιη από τέτοια απόσταση αν μιλούσε σε φαντάρο ή σε αντάρτη, που προσπαθούσε να την ξεγελάσει. «Κανένας δε θα κατεβεί. Ανεβείτε εσείς!» φώναξε ο άλλος. «Φοβόμαστε τις νάρκες», κραύγασε η Χρυσούλα. «Ελάτε κατευθείαν, μέσα από το άνοιγμα στο συρματόπλεγμα, κατευθείαν σε μένα, και θα 'στε εντάξει», τους φώναξε. Η Χρυσούλα και η Όλγα έκαναν μερικά τρεμάμενα βήματα καταμπρός. Πίσω τους μέσα από τα δέντρα πρόβαλε ο Λουκάς, τον ακολουθούσε η γυναίκα του με το μωρό στην πλάτη· ξοπίσω της τρία κουτσούβελα. Μετά ερχότανε η Κάντα κρατώντας δυο ακόμα μικρά· η Μεγάλη παραπατούσε από πίσω, η Αρετή κρατούσε τις Ντρουμπογιαννάτισσες· η Νίτσα με τα δυο μαντίλια τυλιγμένα στα ποδάρια της ανηφόριζε την πλαγιά σερνάμενη στα τέσσερα· ο Γάκης και ο Νίκο Μήτρος είχανε στη μέση τη μάνα τους. Τέλος, παρουσιάστηκε ο Τάση Μήτρος, ροζιασμένος γίγαντας, που βαστούσε περίφοβος την οπισθοφυλακή. Ήταν το θέαμα εκπληκτικό. Πίσω από κάθε βράχο της Μεγάλης Ράχης πρόβαλαν φαντάροι τα κεφάλια τους, κοιτώντας με κατάπληξη. Η Όλγα όσο πλησίαζε έβλεπε πως ήτανε στ' αλήθεια φαντάροι, όχι αντάρτες· όλοι φορούσαν το χακί δίκοχο με το στέμμα. Ο ήλιος φλόγιζε κιόλας το γυμνό ασβεστόλιθο της Μεγάλης Ράχης τόσο, που τους τσουρούφλιζε τα πόδια κι όπως ο Νικόλας πάτησε σ' ένα βράχο άκουσε ένα τσιτσίρισμα. Κοίταξε γύρω του και κλαψούρισε όταν κατάλαβε πως το ίδιο του το αίμα από τις πληγές στα ξυπόλυτα πόδια του χόχλαζε πάνω στην καυτή πέτρα. Μια ουρά από ματωμένα πατήματα ξετυλιγόταν πίσω του. Η αλλόκοτη φάλαγγα που πρόβαλε παραπατώντας μέσα από τα δέντρα έβγαλε τους κατάπληκτους φαντάρους από τα χαρακώματα στη Μεγάλη Ράχη, ωστόσο υπήρχαν και άλλοι αθέατοι θεατές: οι πέντε αντάρτες κρυμμένοι στο μέρος που λεγότανε Μηλιές. Ο επικεφαλής της περιπόλου Βασίλης Μπάκας παρακολουθούσε με όλο και πιο μεγάλη δυσπιστία. Ο έξαλλος διοικητής του του είχε πει πως το 'χανε σκάσει οι Μητραίοι και οι Σπυροπουλαίοι, όμως δεν το περίμενε ποτέ να δει δραπέτες τέτοιας λογής. Αναγνώρισε το Λουκά στην κεφαλή, ύστερα έσμιξε τα μάτια πάνω στα παιδιά και στις κοπέλες και πάτησε ένα σιγανό σφύριγμα. Πρώτα αναγνώρισε τη Χρυσούλα Ντρουμπογιάννη από το ασυνήθιστο ύψος της, ύστερα κοίταξε καλά καλά τους υπόλοιπους. Μαζί τους ήταν και η φαμελιά της Αμερικάνας! Ο Μπόκας μόρφασε καθώς φαντάστηκε την αντίδραση των αξιωματικών Digitized by 10uk1s

του μόλις μάθαιναν πως ανάμεσα στους φυγάδες ήτανε και τα παιδιά της πιο καλής φαμελιάς του Λια. «Είναι τελείως ακάλυπτοι», είπε ένας αντάρτης πλάι του, σηκώνοντας το αυτόματό του. Ο Μπόκας κούνησε το κεφάλι του. «Είναι πολύ μακριά και σ' ένα δευτερόλεπτο οι φασίστες θα γυρίσουν καταπάνω μας καμιά δεκαριά μπαζούκας», ψιθύρισε. Αμίλητος παρακολουθούσε τη μακριά γραμμή των φυγάδων που ανέβαιναν με κόπο όλο και πιο πάνω στο ύψωμα. Ένιωθε μια μύχια ανακούφιση γιατί δεν είχε πιάσει τους φυγάδες, ομολόγησε ο Μπόκας σ' ένα φίλο του τριάντα χρόνια αργότερα, λίγο προτού πεθάνει. Αν και ήτανε πιστός στον αγώνα, δεν του πήγαινε η καρδιά να σκοτώσει γυναίκες και παιδιά από το χωριό του. Καθώς παρακολουθούσε τους φαντάρους που κατέβαιναν να τους προϋπαντήσουν, ο αντάρτης κούνησε το κεφάλι με θαυμασμό. «Για φαντάσου ο Λουκάς ο Ζιάρας να μπει μπροστά σε τέτοιο μπουλούκι και να τα καταφέρει!» μουρμούρισε στον εαυτό του. Ο μικρόσωμος, ωχρός γανωτζής ζύγωσε τους κυβερνητικούς φαντάρους, κατόπιν κοντοστάθηκε και ξετυλίγοντας την άσπρη πετσέτα από το λαιμό του, την πέταξε πέρα με μια πλατιά χειρονομία θριάμβου. Ο πρώτος φαντάρος που τους έφτασε άρπαξε το Λουκά από το μπράτσο. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως τέτοιο μπουλούκι είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει απαρατήρητο. «Σας αφήσανε να φύγετε οι κομμουνιστές;» τον ρώτησε άγρια. «Εκκενώνουν τα χωριά;». Ήταν η πιο περήφανη στιγμή στη ζωή του Λουκά. Ανιστόρησε στη σύναξη των φαντάρων που όλο μεγάλωνε, πως αυτός ο ίδιος είχε οδηγήσει τους πρόσφυγες στη λευτεριά μέσα από τ' αντάρτικα περίπολα χάρη στο που γνώριζε τον τόπο σπιθαμή προς σπιθαμή, και στο σχέδιό του, που το 'χε καταστρώσει προσεχτικά. Ο ψαρομάλλης μυλωνάς στεκόταν παράμερα ακούγοντας με κυνισμό κι έφτυνε χάμω. Όταν οι φυγάδες φτάσανε στην κορυφή της Μεγάλης Ράχης, τους περίμεναν κιόλας ένας ταγματάρχης κι όλοι οι αξιωματικοί του τάγματος, τα πρόσωπά τους σκοτεινά από την καχυποψία. Καταγράψανε τα ονόματα όλων των φυγάδων, ύστερα τραβήξανε παράμερα τους τρεις άντρες — το Λουκά, και τον Τάση και Γάκη Μήτρο — για να τους ανακρίνουν. Σε λίγα λεπτά κάλεσαν και την Κάντα, μόλις μάθανε από τους άλλους πως κάποτε ήταν ανταρτίνα. Ενώ εκείνοι οι τέσσερις περνούσαν από ανάκριση, οι φαντάροι στέκονταν γύρω από τους υπόλοιπους και τους περιεργάζονταν όπως τα ζώα στο ζωολογικό κήπο. Βλέποντας την πείνα και την κούραση στα πρόσωπα των παιδιών, μερικοί φαντάροι τους φτιάξανε τσάι σε μικρές φωτίτσες. Καθώς ο Νικόλας βαστούσε στα δυο του χέρια μια βαριά καραβάνα με τσάι κι έπινε, κάποιος φαντάρος του 'δώσε ένα κομμάτι μαλακιά άσπρη κουραμάνα, σωστό γλύκισμα που το 'χε πια ξεχάσει. Ο μικρός καταβρόχθισε το μισό και τ' άλλο μισό το 'χωσε στην τσέπη του, λογαριάζοντας να το φάει μαζί με τη μάνα του σαν θα 'φτανε και κείνη στους Φιλιάτες. Φανταζόταν πως θα της ανιστορούσε τις περιπέτειες της χτεσινής νύχτας και πόσο ευχαριστημένη θα ήτανε με την παλικαριά του. Βλέποντας τις φωτιές για το τσάι η Όλγα θυμήθηκε την υπόσχεσή της στη μάνα της και πήγε κοντά στον ταγματάρχη. «Μια χάρη αφέντη μου», είπε. «Έχουμε δικούς μας εκεί πέρα που καρτερούν σινιάλο πως φτάσαμε για να το σκάσουνε και κείνοι. Πρέπει ν' ανάψουμε μια μεγάλη φωτιά με πολύ καπνό για να μάθουνε πως τα καταφέραμε». «Αδύνατον!» πέταξε κοφτά ο ταγματάρχης. «Συνθηματική φωτιά, θα ήτανε σαν να λέγαμε στους Digitized by 10uk1s

κομμουνιστές να μας χτυπήσουν με όσους όλμους έχουν». «Μα πρέπει!» τον ικέτεψε η Όλγα. «Πώς θα μάθουνε η μάνα μου κι η αδελφή μου πως φύγαμε;». «Όχι συνθηματικές φωτιές», επανέλαβε ο αξιωματικός και της γύρισε την πλάτη. Το θέμα είχε λήξει. Οι είκοσι φυγάδες περάσανε όλη τη μέρα στον καταυλισμό των εθνικοφρόνων στην κορυφή της Μεγάλης Ράχης και κείνη τη νύχτα κοιμήθηκαν σε αντίσκηνα των φαντάρων. «Πρέπει να 'χετε υπομονή· θα χρειαστεί να ελέγξουμε για όλους σας μέσω του άλφα δύο», είπε κάποιος φαντάρος στην Όλγα. Νωρίς το άλλο πρωί έφτασε σήμα από το στρατηγείο. Έπρεπε να συνοδεύσουν τους πρόσφυγες από το Λια ως το χωριό Άγιοι Πάντες, εκεί που άρχιζε ο δρόμος. Από εκεί στρατιωτικά καμιόνια θα τους μεταφέρανε σε προσφυγικούς καταυλισμούς στους Φιλιάτες. Οι φυγάδες πηδήσανε όρθιοι, κουρντισμένοι από τη σκέψη πως θα ξανάσμιγαν με τους δικούς τους στην άλλη μεριά. Μόνον η Νίτσα αρνήθηκε να σηκωθεί, επιμένοντας πως αδυνατούσε να κάνει άλλο βήμα. Έμεινε εκεί σαν μουλάρι αλύγιστη, ωσότου οι φαντάροι κάμφθηκαν και της βρήκαν ένα μεγάλο μαύρο άλογο. Κατόπιν η ξυπόλυτη φάλαγγα κίνησε για να κατηφορίσει από τη Μεγάλη Ράχη — μιας ώρας δρόμος — με τη Νίτσα καβάλα επικεφαλής σαν αυτοκρατόρισσα, το κοντόχοντρο κορμί της να ταλαντεύεται δεξιά κι αριστερά, τα μαντιλοδεμένα ποδάρια της να πετάγονται στραβά κάτω από την παραφουσκωμένη κοιλιά της. Ο ήλιος πρόβαλε πίσω από 'να σύννεφο και η ζεστασιά του τους αναζωογόνησε. Από την κοιλάδα στα πόδια τους η καταχνιά υψωνόταν σαν θυμίαμα, και η βαριά ευωδιά από τα όψιμα αχλάδια, τις δάφνες και τις ιτιές τους ζάλιζε όπως το κρασί. Άξαφνα όλοι οι φυγάδες κατάλαβαν πως ήτανε στ' αλήθεια λεύτεροι. Ο εφιάλτης είχε λήξει και είχανε γλιτώσει. Σαν μεταξωτή κορδέλα η φωνή της Αρετής υψώθηκε στον αέρα. «Κοιμήσου που παράγγειλα στην Πόλη τα χρυσά σου», τραγουδούσε ένα παμπάλαιο νανούρισμα, «στη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου». Μια μια μπήκαν κι οι φωνές των άλλων γυναικών. Επιτέλους πήγαιναν πραγματικά στην πόλη να δούνε τα θαύματά της. Τα παιδιά αρχίσανε να γελάνε και πιασμένα χέρι χέρι βαδίζανε στο ρυθμό της μελωδίας. Σε λίγο όλα τραγουδούσαν, κουνούσανε τα χέρια και χαμογελούσαν σα να ήταν Πάσχα. Ύστερα η φωνή της Σούλας υψώθηκε σαν κατάρα πάνω από τη μελωδία. «Δεν είναι σωστό!» φώναξε. «Πώς μπορούμε να τραγουδάμε όταν το κορίτσι μου κι η ξαδέρφη μου η Ελένη βρίσκονται ακόμα εκεί στο δόκανο; Εμείς λευτερωθήκανε, όμως αυτές τι τις περιμένει;» Στα λόγια αυτά ο Νικόλας γύρισε και κοίταξε πίσω κατά το Λια, όμως η Μεγάλη Ράχη του έκοβε τη θέα των βουνών του. Είδε πως η οικουμένη είχε γυρίσει ανάποδα: όλη του τη ζωή αυτός έμενε στην κορφή του κόσμου, στα πόδια του απλώνονταν κοιλάδες και χαμηλώματα. Τώρα περπατούσε σε μιαν άβυσσο ανάμεσα σε δυο τοίχους από ξένα βουνά που θαρρούσε πως του πέφτανε στο κεφάλι. Τα λόγια της Σούλας παγώσανε την καρδιά του· για πρώτη φορά κατάλαβε πως μπορεί η μάνα του να μην ξέφευγε ποτέ. Το προπύργιο του στωικισμού που είχε χτίσει ξαφνικά κατέρρευσε και ξεχειλίσανε τα δάκρυα που συγκρατούσε αφότου τον είχε εγκαταλείψει η μάνα του. «Η μάνα, η Γλυκερία και η Μαριάνθη θα 'ναι μια χαρά!» είπε καθησυχαστικά η Κάντα. «Θα έρθουν στο Φιλιάτι, θα το δεις». Ωστόσο, η ευφορία των φυγάδων είχε χαθεί, και βαδίζανε αμίλητοι, ακολουθώντας τους φαντάρους ωσότου φτάσανε στους Άγιους Πάντες λίγο πριν από το μεσημέρι. Πλήθος οι ντόπιοι τους τριγύρισαν ρωτώντας φωναχτά για συγγενείς και φίλους αποκλεισμένους στην ανταρτοκρατούμενη περιοχή. Η φασαρία τρόμαξε τα παιδιά, που ζαρώσανε πάνω στους Digitized by 10uk1s

γονιούς τους. Η μικρή κωμόπολη απ' όπου αρχινούσε η δημοσιά, τους φάνταξε τεράστια, και οι φαντάροι οδηγήσανε το τρομαγμένο κοπάδι σ' ένα μεγάλο, στρατιωτικό καμιόνι στο χρώμα της λάσπης. Οι Λιώτες το θωρούσανε με περιέργεια. Τα παιδιά δεν είχανε ξαναδεί αμάξι με ρόδες και δεν είχανε ιδέα σε τι χρησιμεύει. Η καρότσα του φορτηγού είχε σιδερένια κρεβατίνα και το τεντωμένο πάνω της καραβόπανο σχημάτιζε μια τέντα, όμως τα πλαϊνά της τέντας ήταν διπλωμένα και δεμένα. Φέρανε βόλτα το καμιόνι, αγγίζοντας δισταχτικά το μετάλλινο τομάρι του. Τα μπροστινά φώτα φανήκανε στο Νικόλα σα μάτια, πλην το θηρίο έμοιαζε να 'ναι ψόφιο ή να κοιμάται. Οι φαντάροι είπανε στους πρόσφυγες να σκαρφαλώσουν από το ανοιχτό πισινό του φορτηγού και να καθίσουνε στους δύο πάγκους, που πιάνανε τα πλευρά του σ' όλο το μάκρος. Ο Νικόλας κρατούσε σφιχτά το χέρι της Κάντας. Όταν άξαφνα μ' ένα αγριεμένο μουγκρητό το καμιόνι ζωντάνεψε κι έτρεμε κάτω από τα πόδια του, άδραξε με τ' άλλο του το χέρι έναν από τους σιδερένιους πάγκους. Ο θόρυβος του θύμιζε τον ερχομό των βομβαρδιστικών αεροπλάνων και ήτανε τρομοκρατημένος με τούτο το πράμα που τον είχε μέσα στην κοιλιά του. Μ' ένα τράνταγμα που σου γυρνούσε τα σωθικά, το καμιόνι πήρε μπρος. Τα παιδιά μα και πολλοί από τους μεγάλους θαρρούσαν πως αρχίνισε να κουνιέται η γη, όλα γκρεμίζονταν γύρω τους καθώς στη Δευτέρα Παρουσία. Παρά τη μικρή ταχύτητα του αργοκίνητου καμιονιού, το γρασίδι, τα δέντρα, ο ουρανός και οι ντόπιοι των Άγιων Πάντων που τους χαζεύανε, έμοιαζε να σβουρίχτηκαν μέσα σε γκρεμό. Όλοι μέσα στο αμάξι ξεφώνισαν μόλις ξεκίνησε, αλλά τη Φωτεινή την έπιασε υστερία κι έκαμε να πηδήσει έξω για να γλιτώσει. Η Όλγα αναγκάστηκε να την κρατάει για να μη ριχτεί έξω. «Τα δέντρα σαλεύουν, η γης σαλεύει!» σκλήριζε η Φωτεινή με μια φωνή που έφτανε πέρα από το χωριό. «Θεούλη μου, σταμάτα το! Άσε με να φύγω!» Η Όλγα την κρατούσε γερά και προσπαθούσε να την καλμάρει όμως από τη στιγμή που θ' άρχιζε η Φωτεινή, το κλάμα της ανεβοκατέβαινε όπως η σειρήνα, κι όταν φτάσανε στους Φιλιάτες, μισή ώρα αργότερα, ό,τι είχε απομείνει από τη φωνή της ήταν ένας ξεσκισμένος ήχος όχι ανθρωπινός.

Τα τσιριχτά της αδερφής μου, κολλημένα στο λαρύγγι της σα να την έπνιγαν, σέρνονταν ξοπίσω μας σ' όλο το δρόμο ως τους Φιλιάτες σαν επισείων στον άνεμο. Ήτανε η μελωδία που με συνόδευε στο ταξίδι μου για το μέλλον καθώς ορμούσαμε ανάμεσα σε δυο τεράστια ασβεστολιθικά τοιχώματα, που μας διοχέτευαν προς το άγνωστο με την ταχύτητα βέλους. Κοιτούσα πίσω κι έβλεπα το τούνελ να φράζει πάνω στον κύκλο των βουνών που ήταν κάποτε το σύμπαν μου. Καθώς το καμιόνι έκανε τα δόντια μας να χτυπάνε, φανταζόμουν τη μάνα μου πιασμένη μέσα σε κείνη τη μεγάλη λάκκα σαν μύγα που παλεύει να ξεφύγει. Ήμουν συντετριμμένος από το τεράστιο ταξίδι που είχαμε κιόλας κάνει και από την αδυναμία της να μας ξαναβρεί κάτω από 'να άλλο ουρανό έχοντας μοναδικό οδηγό το μίτο από τα κλάματα της Φωτεινής.

Την Τρίτη, 22 Ιουνίου, η Ράνω Αθανασίου δούλευε στο αλώνι της Γρανιτσοπούλας ενώ οι άλλες γυναίκες, μαζί και η Ελένη, θέριζαν το στάρι στα χωράφια ψηλά στις βουνοπλαγιές. Ένας αντάρτης οδηγούσε ένα ζευγάρι άλογα με κλάπες, που έκαναν ατέλειωτους γύρους ποδοπατώντας το σιτάρι, ενώ η Ράνω και κάμποσες άλλες λιχνίζανε μεγάλες αγκαλιές σε πελώριες στρογγυλές τσίγκινες κρησάρες, τρυπημένες με καρφιά, για να ξεχωρίζουνε οι κόκκοι από τ' άχυρα. Όπως έσκυβαν και μάζευαν και λίχνιζαν και ξανάσκυβαν ωσότου τα χέρια τους πονούσαν από το λαιμό ως τ' Digitized by 10uk1s

ακροδάχτυλα, η Ράνω άκουγε τους αντάρτες γύρω της να κουβεντιάζουν ζωηρά. Σίμωσε και κατάφερε ν' αρπάξει τόσα, ώστε να καταλάβει τι τους είχε αναστατώσει: μια ομάδα, είκοσι Λιώτες, είχαν εξαφανιστεί, ανάμεσά τους και η φαμελιά της Αμερικάνας. Μόλις έγινε διακοπή, η Ράνω φόρεσε την κάπα της, γιατί ο αέρας είχε γυρίσει ψυχρός κι άρχισε ν' ανηφορίζει την πλαγιά κατά τα σταροχώραφα, γυρεύοντας ανάμεσα στις σκυμμένες θερίστρες την Ελένη. Τη βρήκε στο τέλος μιας σποριάς. «Θεια Ελένη», της ψιθύρισε βιαστικά, «οι δικοί σου το 'σκασαν από το χωριό! Άκουσα τους αντάρτες που το λέγανε.» Η Ελένη παράτησε το δρεπάνι κι αναστηλώθηκε σταυροκοπήθηκε κοιτάζοντας κατά το νότο όπου λαμπύριζε ο Καλαμάς. «Χριστέ και Παναγιά μου, ευχαριστώ, τα παιδιά μου ξεφύγανε:» αναφώνησε. Η Ράνω τη θωρούσε. «Μόλις βρεις την ευκαιρία, την ώρα που οι αντάρτες δε θα κοιτάνε και θα 'σαι στο τέλος μιας σποριάς πάρε δρόμο», της σφύριξε. «Αλλιώς, μπορεί να σε σκοτώσουν». Βλέποντας τα μάτια των φρουρών πάνω της, η Ελένη έπιασε το δρεπάνι κι άρχισε να το κουνάει με στρωτό ρυθμό. «Δεν μπορώ να φύγω και ν' αφήσω τη Γλυκερία», είπε. «Τώρα γύρνα στο αλώνι προτού αναρωτηθούν τι κουβεντιάζουμε». Εκείνη τη νύχτα καθώς οι γυναίκες ετοιμάζονταν να κοιμηθούν στο πάτωμα του πιο μεγάλου σπιτιού της Γρανιτσοπούλας, μπήκε ένας αντάρτης και είπε: «Εσύ, εσύ, κι εσύ! Αύριο δε θα πάτε στα χωράφια με τις άλλες». Έδειχνε την Ελένη, τη Μαριάνθη Σπυροπούλου και την Αλέξω Γκατζογιάννη. Κοιταχτήκανε συναμεταξύ τους, ξέροντας πως τώρα θα πληρώσουν για τη λευτεριά των αγαπημένων τους. Δεν αλλάξανε κουβέντα εκείνη τη νύχτα για το τι τις περίμενε, όμως καμιά δεν κοιμήθηκε. Νωρίς το άλλο πρωί η Ελένη, η Μαριάνθη και η Αλέξω φύγανε από τη Γρανιτσοπούλα με τη συνοδεία τριών ανταρτών και γρήγορα περπάτησαν τα οχτώ χιλιόμετρα ως τη Λίστα, το ορεινό χωριό που βρισκόταν στα μισά του δρόμου από τα σταροχώραφα στο Λια. Στις δυο ώρες που βαδίζανε οι αντάρτες δεν είπαν λέξη γιατί τις παίρνουν και κείνες καμώνονταν τις ανίδεες, και ρωτούσανε αν πηγαίνουν να θερίσουν κάπου άλλου. Όταν όμως τις σπρώξανε μέσα στη μεγάλη κάμαρη του αστυνομικού σταθμού και βρέθηκαν μπροστά σε δύο σκυθρωπούς πολιτοφύλακες καθισμένους πίσω από 'να γραφείο, ήτανε δύσκολο να κρύψουνε το φόβο τους. Ο ένας σηκώθηκε και φώναξε: «Γιατί δε φύγατε μαζί με τους άλλους;» «Ποιους άλλους;» είπαν με μια φωνή οι γυναίκες. «Γνωρίζετε πολύ καλά!» τους πέταξε. Έδειξε την Ελένη. «Την Κυριακή τη νύχτα η μάνα σου, η αδερφή σου και τα παιδιά σου φύγανε από το χωριό δίχως άδεια». Γύρισε γοργά στη Μαριάνθη. «Και τους οδήγησε ο πατέρας σου, μαζί με όλη τη φαμελιά σας». Ύστερα κοίταξε την Αλέξω. «Και σένα η κόρη σου!» Οι γυναίκες συγκρατούσανε τον πανικό τους από την προηγούμενη νύχτα. Τώρα ήταν εύκολο να τον αφήσουνε να ξεχυθεί σε δάκρυα. Άρχισαν να κλαίνε, σαν να 'χανε τρομάξει από κείνο που τους είπε. «Με ποιο δικαίωμα πήρε τα παιδιά μου ο Λουκάς;» φώναζε η Ελένη. Τ' αναφιλητά τους εξαγρίωσαν τον πολιτοφύλακα. «Το 'ξερες πως θα φύγουνε, Αμερικάνα», είπε. «Εσύ τους είπες να φύγουνε». Η Ελένη σφούγγισε τα μάτια της. «Πώς μπορούσα να το ξέρω; Μέρες τώρα δεν είμαστε όλες στο Digitized by 10uk1s

θέρο και δουλεύουμε για σας; Αν ήμουνα στο σπίτι με τα παιδιά μου, αυτός ο τρελο-Λουκάς δε θα μπορούσε ποτέ να μου τα πάρει». «Σίγουρα και ήτανε τρελός», χαμογέλασε ο αντάρτης, «μα την πλήρωσε τη βλακεία του. Τους πιάσαμε στη λάκκα. Όλοι ντουφεκίστηκαν. Θα δεις τα κουφάρια τους μόλις φτάσετε στο Λια». Το γενάτο μούτρο του αντάρτη άρχισε να κολυμπάει μπρος στα μάτια της Ελένης κι ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν, αλλά ήταν κιόλας αναίσθητη τη στιγμή που το κεφάλι της βρόντηξε στο ξύλινο πάτωμα.

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 14 Τη μέρα που οι είκοσι φυγάδες ξεκινούσαν από το Λια, εκπρόσωποι όλων των κομμουνιστικών κομμάτων της υφηλίου συγκεντρώθηκαν στο Βουκουρέστι, για ν' αντιμετωπίσουν την οξυνόμενη διένεξη μεταξύ του σοβιετικού δικτάτορα Ιωσήφ Στάλιν και του ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας Ιωσήφ Μπροζ Τίτο. Η διένεξη αυτή επρόκειτο να συγκλονίσει συθέμελα τον κομμουνιστικό κόσμο και τελικά να επηρεάσει αποφασιστικά την επανάσταση στην Ελλάδα. Ενοχλημένος από την ανεξάρτητη πορεία που χάραζε ο στρατάρχης Τίτο για τη Γιουγκοσλαβία και ζηλεύοντας τη διεθνή φήμη του, ο Στάλιν είχε αρχίσει από τους πρώτους μήνες του 1948 τις προσπάθειες να υποτάξει στη θέλησή του τον Τίτο. Άσκησε οικονομικές πιέσεις στη Γιουγκοσλαβία και χρησιμοποίησε σοβιετικούς πράκτορες για να υπονομεύσει την εξουσία του Τίτο στη χώρα του, μέχρι που διατύπωσε και έμμεσες απειλές κατά της ζωής του ήρωα της αντίστασης: «Θεωρούμε ότι η πολιτική σταδιοδρομία του Τρότσκι συνιστά επαρκές μάθημα», έγραψε στον Τίτο, αναφερόμενος στο σοβιετικό αντίπαλο, που ο Στάλιν αρχικά διέγραψε από το κόμμα, κατόπιν εξόρισε και τελικά δολοφόνησε. Ο Τίτο αρνήθηκε να υποκύψει και, αντιλαμβανόμενος ότι ο Στάλιν ίσως επιχειρούσε να τον ανατρέψει, απομόνωσε τους Ρώσους συμβούλους στη Γιουγκοσλαβία και φυλάκισε τους αδιάλλακτους υποστηριχτές της Μόσχας στο κόμμα του. Ο Στάλιν τότε συγκάλεσε την Κομινφόρμ, τη διεθνή οργάνωση των κομμουνιστικών κομμάτων, για να δικάσει τον Τίτο. Γνωρίζοντας ότι η οργάνωση ήταν υποχείριο του σοβιετικού δικτάτορα, ο Τίτο αρνήθηκε να μετάσχει. Η Κομινφόρμ συνήλθε στο Βουκουρέστι στις 20 Ιουνίου, και οχτώ μέρες αργότερα οι σύνεδροι με ομόφωνη απόφαση καταδίκασαν τον Τίτο. Ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης και οι κορυφαίοι συνεργάτες του κατηγορούνταν για κάθε έγκλημα του κομμουνιστικού δαιμονολογίου: είχαν εγκαταλείψει το Μαρξισμό - Λενινισμό, συκοφαντούσαν τη Σοβιετική Ένωση, καταδίωκαν καλούς κομμουνιστές, έκαναν παραχωρήσεις στους ιμπεριαλιστές. Η απόφαση καλούσε τους πιστούς Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές να πιέσουν τους ηγέτες τους να επανορθώσουν τα σφάλματά τους, και αν εκείνοι αρνούνταν, να τους αντικαταστήσουν. Η ρήξη Τίτο - Στάλιν έφερε τους Έλληνες κομμουνιστές σε δύσκολη θέση. Γνώριζαν πως δεν μπορούσαν να δυσαρεστήσουν τη Μόσχα, γιατί μόνον η Ρωσία ήταν ικανή να τους δώσει την τεράστια υποστήριξη που χρειάζονταν για να κερδίσουν τον πόλεμο. Προς το παρόν, πάντως, η Γιουγκοσλαβία έδινε στους επαναστάτες τη μεγαλύτερη βοήθεια από κάθε άλλη κομμουνιστική χώρα, και οι Έλληνες ούτε το Βελιγράδι μπορούσαν να εξοργίσουν. Λίγες μέρες μετά την απόφαση της Κομινφόρμ, οι Έλληνες κομμουνιστές συγκάλεσαν την τέταρτη Ολομέλεια στο Γράμμο ενώ γύρω τους μαινόταν η μάχη που έχαναν. Αποφάσισαν ν' ακολουθήσουν στη διένεξη μέση οδό, υποστηρίζοντας κρυφά την απόφαση της Κομινφόρμ αλλά μη επικρίνοντας δημόσια τη Γιουγκοσλαβία. Αυτή η απόπειρα ουδετερότητας δυσαρέστησε τόσο τη Μόσχα όσο και το Βελιγράδι, και συν τω χρόνω η Γιουγκοσλαβία θα κατέφερε θανάσιμο πλήγμα στους αντάρτες διακόπτοντας τη βοήθεια και κλείνοντας τα σύνορά της με την Ελλάδα. Η οξυνόμενη ρήξη Στάλιν - Τίτο ήταν απλώς ένα από τα δυσοίωνα νέφη, που συγκεντρώνονταν πάνω από τους περιχαρακωμένους επαναστάτες, που απεγνωσμένα πολεμούσαν για να προασπίσουν το συρρικνούμενο ορεινό καταφύγιό τους. Τους κακούς οιωνούς τους έβλεπαν όχι μόνον η στρατιωτική ηγεσία αλλά και οι αντάρτες στην πρώτη γραμμή, καθώς και οι πολίτες στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές, έτσι συνεχώς μεγάλωνε η επιθυμία για κάποια πολιτική διευθέτηση. Ακούγοντας τέτοιες συνηγορίες ο ισχυρογνώμων Ζαχαριάδης έγινε έξω φρενών. «Τέτοιοι μαχητές δείχνουν ότι σπάσανε», έγραψε σ' έναν από τους πολιτικούς επιτρόπους του, το Νίκο Μπελογιάννη. Digitized by 10uk1s

«Όποιος κάνει την προδοσία αυτή να πιάνεται και να καταδικάζεται δια βοής και να εκτελείται μπροστά στο λόχο».

Digitized by 10uk1s

Περιπλανώμενοι Ο Λουκάς απόχτησε ό,τι επιθυμούσε· τ' όνομά του μπήκε στις λαϊκές παραδόσεις των χωριών της Μουργκάνας. Ως και οι αντάρτες που ξεγελάστηκαν σκαρώσανε στο τέλος ένα σατιρικό τραγουδάκι για τη μεγάλη φυγή, που γνώρισε σπουδαία τοπική επιτυχία: ΠΠρροοχχω ωρροούύσσεεςς ΛΛοουυκκάά ΖΖιιάάρραα 3 μμεε ττηη ΛΛοούύκκοοββάά σσοουυ σσββάάρραα 33 σσαανν εεββγγήήκκεεςς σσττηηνν ΤΤααββέέρραα ππέέττααξξεεςς ττηηνν ππεεττσσέέτταα ππέέρραα.. ΠΠεεςς μμααςς ω ωρρέέ ΛΛοουυκκάά ππώ ώςς τταα ππέέρραασσεεςς σσττοο ΛΛιιαα.. ΤΤιι νναα σσααςς ππω ωρρέέ ππααιιδδιιάά ω,, μμω μμέέρραα ννύύχχτταα σσττηη δδοουυλλεειιάά.. ΠΠεεςς μμααςς ω ωρρέέ ΛΛοουυκκάά έέχχεειι ααννττάάρρττεεςς μμεεςς σσττοο ΛΛιιαα.. ΈΈχχεειι ααννττάάρρττεεςς ππααλλιικκάάρριιαα κκιι ααννττααρρττίίννεεςς σσαανν λλιιοοννττάάρριιαα..

Αλλά το πρωί 21 Ιουνίου, όταν διαπιστώθηκε πως είκοσι χωριανοί έλειπαν από το χωριό, κανένας αντάρτης δε χαμογελούσε. Η είδηση του φευγιού βούιξε σ' όλη τη Μουργκάνα, ο αντίκτυπος έφτασε ως την κορυφή του Αρχηγείου Ηπείρου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ήταν αδιανόητο ότι τόσοι άντρες, γυναίκες και παιδιά κατάφεραν να ξεφύγουν ομαδικά κάτω από τη μύτη των αντάρτικων φυλακίων. Και το χειρότερο, οι φυγάδες ήταν από τις πιο σημαίνουσες φαμελιές του Λια. Ο Τάση Μήτρος και ο Λουκάς ήτανε από τους μετρημένους άντρες που είχαν μείνει να καλωσορίσουν τους αντάρτες όταν έφτασαν· είχαν εν συνεχεία ανταμειφθεί με θέσεις στις επιτροπές που συγκρότησαν με κατοίκους οι αντάρτες για να δώσουν την εντύπωση της τοπικής συμμετοχής στη διοίκηση του χωριού. Ο Λουκάς μένοντας κάτω ακριβώς από το φυλάκιο, λογαριαζόταν από τους αντάρτες όχι απλώς συμπαθών, αλλά κι ένα είδος συν - σκοπός. Και μαζί τους είχε φύγει η φαμελιά —παιδιά, αδερφή και μάνα— της Αμερικάνας, της πιο τιμημένης του χωριού. Ήταν αδύνατον τόσο πλήθος οι φυγάδες να κατάφεραν μοναχοί τους να ξεφύγουν σώοι από τ' αντάρτικα περίπολα και το ναρκοπέδιο, σκέφτονταν οι αξιωματικοί του Δημοκρατικού Στρατού. Θα πρέπει να τους βοήθησαν — είτε από μέσα, μπορεί κάποιοι από τους αντάρτες, είτε απ' έξω— φασίστες που είχανε φτάσει ως τις παρυφές του χωριού για να τους οδηγήσουν. Η απόδραση τόνιζε έκτυπα όχι μόνο την πλατιά δυσαρέσκεια στ' ανταρτοκρατούμενα χωριά, αλλά και την αποτυχία της πολιτοφυλακής, που είχε εγκατασταθεί στο Λια ακριβώς για να προλάβει τέτοιες αποστασίες. Σ' όλες τις απόρρητες πληροφορίες που συλλέγανε ο Σωτήρης Δραπέτης και η αστυνομία δεν υπήρχε καμιά σχετική προειδοποίηση. Το πρωί που επιβεβαιώθηκε η εξαφάνιση, ο Σωτήρης και οι τρεις πολιτοφύλακες σε υστερικό παροξυσμό έβγαζαν και ανακαλούσαν διαταγές. Στην αρχή ανακοίνωσαν πως οι είκοσι φυγάδες είχαν συλληφθεί, ανακρίνονταν και σύντομα θα προσάγονταν σε δημόσια δίκη. Ύστερα μαζέψανε όλους τους αντάρτες που ήταν της υπηρεσίας εκείνη τη νύχτα και άρχισαν να τους ανακρίνουν. Ανάμεσα στους υπόπτους ήταν κι ο Αντρέας Μιχόπουλος, που ήταν της υπηρεσίας στην Παναγία τη βραδιά της απόδρασης. Ενώ επέμεναν πως οι φυγάδες είχαν συλληφθεί, οι αντάρτες φρενιασμένοι περιέτρεχαν το χωριό προσπαθώντας ν' ανακαλύψουν στοιχεία για το πως το είχαν σκάσει. Ερευνήσανε με τόση λύσσα το σπίτι του Μήτρου, το σπίτι του Λουκά και το σπίτι του Χαϊδή, όπου έμεναν οι Γκατζογιανναίοι, ώστε ξήλωσαν εντοιχισμένα ξύλινα ντουλάπια και κομμάτιασαν κουρέλια τα στρωσίδια. Οι αντάρτες βρήκανε το γράμμα που είχε αφήσει η Όλγα για τη μάνα της στη σκαλοφρύδα του τοίχου, και στο σπίτι του Μήτρου ανακάλυψαν τις είκοσι τέσσερις χρυσές λίρες που ο Τάση Μήτρος είχε αναγκαστεί να παρατήσει. Digitized by 10uk1s

Επειδή φοβήθηκαν ότι κι άλλοι χωριανοί θα έμπαιναν στον πειρασμό ν' ακολουθήσουν το παράδειγμα των φυγάδων, οι αντάρτες έβγαλαν διαταγή: από τη μέρα εκείνη, όσοι κατοικούσαν στο νοτιότερο μέρος του χωριού απαγορευόταν μετά το ηλιοβασίλεμα να μένουν στο σπίτι τους. Αν δεν μπορούσαν να βρουν συγγενικό τους σπίτι ψηλότερα στο βουνό για να κοιμούνται, θα διανυχτέρευαν στις σπηλιές πάνω από το Περιβόλι. Ενώ αντάρτες ξεκίνησαν για τα μακρινά σταροχώραφα να φέρουν πίσω την Ελένη, την Αλέξω και τη Μαριάνθη, όλοι οι άλλοι συγγενείς των φυγάδων κλήθηκαν σε ανάκριση. Η Γιώργαινα Μπαρδάκα, κόρη του μυλωνά Τάση Μήτρου, θήλαζε το μωρό της, έξι μηνών, όταν οι αντάρτες ανηφόρισαν το μονοπάτι για την πόρτα της. Τους είδε η συννυφάδα της Γιώργαινας, η Καλλιόπη Μπαρδάκα, η πασίγνωστη συνεργάτισσα των ανταρτών και πρώτη μάνα που είχε δώσει τα παιδιά της στο παιδομάζωμα. Αν και οι πιο πολλές χωριανές την αντιμετώπιζαν μ' ένα κράμα μίσους και φόβου, η Καλλιόπη ήτανε πιστή στους συγγενείς και τους φίλους της και συχνά μιλούσε στους αντάρτες για χάρη τους. Εκείνο το πρωινό, καθώς ψυχανεμίστηκε μπελάδες για τη Γιώργαινα, ρώτησε τους αντάρτες γιατί πηγαίνουν στο σπίτι της συννυφάδας της. Μόλις άκουσε την απόκρισή τους η Καλλιόπη τους είπε πως θα τους πήγαινε η ίδια τη Γιώργαινα, κι έτρεξε πρώτη στο σπίτι, όπου ψιθύρισε στη νέα: «Έρχονται να σε πάρουν γιατί ο πατέρας σου, η μάνα σου και τ' αδέρφια σου το 'σκασαν εχτές! Είτε το ξέρες είτε δεν το ξέρες πως θα 'φευγαν εσύ θα τους λες όχι, γιατί θα σε σκοτώσουν! Πες τους πως αν το ξέρες ότι θα φύγουν, θα πήγαινες μαζί τους, γιατί θέλεις να 'σαι με τον άντρα σου στην άλλη μεριά». Τρεμουλιάζοντας η Γιώργαινα βγήκε από την πόρτα μαζί με την Καλλιόπη και τράβηξαν για το σταθμό της πολιτοφυλακής, κουβαλώντας στην αγκαλιά το μωρό της.

Μόλις το στρατιωτικό καμιόνι φορτωμένο τους φυγάδες μπήκε στους Φιλιάτες, το τριγύρισε ένα έξαλλο πλήθος. Η είδηση της απίστευτης απόδρασης είχε φτάσει πριν από τους πρόσφυγες, και δεκάδες άντρες που είχαν εγκαταλείψει το χωριό προτού να μπουν οι αντάρτες σπρώχνονταν τώρα γύρω, ρωτώντας με κραυγές να μάθουνε για τις φαμελιές τους που ήταν ακόμα αποκλεισμένες στο Λια. Έτσι που το καμιόνι κυλούσε αργά πάνω στο καλντερίμι, τα μάτια του Νικόλα γούρλωσαν από την κατάπληξη. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ αληθινή πολιτεία, κι έχασκε με τα καμιόνια και τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, με τις μεγάλες τούρκικες επαύλεις, κρυμμένες πίσω από φράχτες κατασκέπαστους με κληματαριές. Υπήρχε ένας ολόκληρος δρόμος με μαγαζιά, όλα με τεράστια παράθυρα, όπου έβλεπες χίλιες μύριες πραμάτειες να χάνεις το μυαλό σου. Το μικρό τον ενοχλούσε όλη αυτή η προσοχή που τους έδιναν, όμως ήτανε και συνεπαρμένος που βρέθηκε σε τόσο σπουδαίο τόπο. Όταν το καμιόνι σταμάτησε μπροστά στη στρατιωτική διοίκηση, ο Νικόλας μπόρεσε να δει καλύτερα το πλήθος που τους τριγύριζε. Κάποιος έτρεξε να βρει τον παππού του και τον άντρα της Νίτσας τον Αντρέα. Διάφοροι τον ρωτούσανε που είναι η μάνα του, κι η ερώτηση του ξανάφερε τον πόνο του χαμού. Τραβιότανε από τα χέρια εκείνων που προσπαθούσαν να τον αγκαλιάσουνε και κρύφτηκε πίσω από την Κάντα, θωρώντας χάμω τα ξυπόλυτα πόδια του, που οι φαντάροι του τα είχαν τυλίξει με λουρίδες από πανί για να σκεπάσουν τις κοψιές και τις φουσκάλες. Έναν ένα τους μεγάλους τους έπαιρναν μέσα για να τους ανακρίνουν, ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν την περιέργεια του κόσμου. Τώρα που είχαν φτάσει σώοι και αβλαβείς, η περιπέτειά τους έπαιρνε επικές διαστάσεις. Η κάθε λεπτομέρεια διογκωνόταν και διανθιζόταν — εκείνος που μιλούσε παρουσίαζε τον εαυτό του πρωταγωνιστή. Ο Λουκάς θερμαινόταν από το θαυμασμό του κόσμου, όμως η Όλγα και η Κάντα αλλάζανε σκιαγμένες ματιές, Digitized by 10uk1s

ανήσυχες μήπως ξεφύγει κανενός καμιά λεπτομέρεια που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον της μάνας τους. Προσπάθησαν να κάνουν τη Νίτσα να σωπάσει όταν άρχισε ν' ανιστορεί πως αυτή, βαρεμένη εφτά μηνών, είχε άφοβα διαβεί μέσ' από τα εχθρικά αντάρτικα περίπολα, όμως όσο περισσότερο μιλούσε τόσο πιο απίθανη γινόταν η ιστορία της. Επειδή η Κάντα είχε κάνει ανταρτίνα, ήταν από τις πρώτες που κάλεσαν μέσα. Την οδηγήσανε σ' ένα δωμάτιο, όπου δυο φαντάροι είχαν ένα χάρτη του Λια και της γύρω περιοχής. Τη ρωτήσανε να τους δείξει τις ακριβείς θέσεις των αντάρτικων διοικήσεων, των κυριότερων αποθηκών και οχυρώσεων, αλλά η Κάντα κούνησε το κεφάλι της. «Οι αντάρτες είναι κτήνη και κάνουν στον κόσμο φοβερά πράματα», τους είπε. «Μακάρι να καταφέρετε να λευτερώσετε το χωριό. Μα εγώ άφησα εκεί τη μάνα μου και την αδερφή μου, και τους έδωσα το λόγο μου να μην πω τίποτα, που μπορεί να τους κάνει κακό ωσότου το σκάσουνε και κείνες». Ύστερα οι φαντάροι καλέσανε την Όλγα, που επανέλαβε τα ίδια. Οι άλλες μεγάλες της συντροφιάς ξαναβγήκανε στο δρόμο λίγα λεπτά αφού τις φωνάξανε μέσα, όταν όμως μπήκε ο Λουκάς, κορδωμένος κάτω από τα θαυμαστικά βλέμματα του κόσμου, έμεινε πάνω από ώρα. Όταν γύρισε, η Όλγα του ψιθύρισε: «Τι τους είπες;» «Τι ήθελες να τους πω;» της απάντησε. «Την αλήθεια! Πως όλοι στο χωριό είναι μπαφιασμένοι, ακόμα κι ο πρόεδρος, ο Σπύρος Μιχόπουλος. Πως παρά τις δύο πρώτες αποτυχίες, το τελευταίο μου σχέδιο για να το σκάσουμε δούλεψε μαγκιόρα». Ήταν ξαναμμένος και βαριανάσαινε λαχανιαστά από τη συγκίνηση. Τίποτα απ' όσα είχε καταπιαστεί στη ζωή του δεν είχε πετύχει τόσο καλά, και προσδοκούσε τα κεράσματα που θα τον φιλεύανε στα καφενεία στους Φιλιάτες για ν' ακούσουνε να τους ανιστορεί την έξοδο. Η Όλγα κούνησε το κεφάλι της με αποδοκιμασία. «Τι σου είπε η μάνα για τ' αστόχαστα λόγια που μπορεί να βλάψουνε κείνους που έμειναν πίσω;» Ο Λουκάς τσαντίστηκε. «Μην είσαι χαζή!» της πέταξε. «Εδώ είναι το άλφα δύο του στρατού. Θαρρείς πως οι αξιωματικοί κάνουν με τους αντάρτες τράμπα τα απόρρητα; Ό,τι τους είπα θα συμβάλει για να διώξουνε τους κομμουνιστές». Ανήσυχος από την ψιθυριστή λογομαχία και από τον κίνδυνο που απειλούσε τη μάνα του, ο Νικόλας έγειρε πάνω στην Κάντα, εξαντλημένος από το μακρύ ταξίδι. Τα πληγωμένα πόδια του τον πονούσαν, και ο ζεστός ήλιος μαζί και η βαβούρα του κόσμου τον έπνιγαν. Έψαχνε μέσα στο πλήθος για να δει τις φυσιογνωμίες του θείου Αντρέα και του παππού του —κάποιο κρίκο με τις γνώριμες σκηνές που είχε αφήσει στο χωριό. Βλέποντας τη δυσφορία του μικρού, κάποιος πρόβαλε μέσ' από τον κόσμο και του 'δωσε ένα κουτσουμπό χωνάκι από γκοφρέτα, που χε πάνω πάνω μια γερή κουταλιά από κάτι άσπρο. Θύμισε στο Νικόλα τη σφιχτή βανίλια «υποβρύχιο» που τη ρίχνανε μέσα σ' ένα ποτήρι νερό, και μετά την τρώγανε με το κουταλάκι τις καλοκαιριάτικες μέρες, τότε που ήτανε μικρός. Το παιδί κοίταξε τον άγνωστο, που του έγνεφε ενθαρρυντικά και μετά πάτησε μια δαγκωματιά γεμίζοντας το στόμα του. Ως τότε δεν είχε δοκιμάσει ποτέ τίποτα παγωμένο και την πρώτη στιγμή, το σαν πάγος κρύο του φάνηκε ζεματιστό. Διπλώθηκε κι έφτυσε τη μπουκιά στο χώμα. «Καίει!» φώναξε κι ο κόσμος ξέσπασε σε γέλια. Δάκρυα ταπείνωσης παραλίγο θα ξεχειλίζανε όταν ο Νικόλας ξάνοιξε τον αχαμνό θείο Αντρέα να σπρώχνει τον κόσμο για να τον σιμώσει. Όπως συνήθως, η μεγάλη συγκίνηση έκανε τον Αντρέα περίπου άλαλο. Πέρασε το χέρι του αδέξια στον ώμο του μικρού, κοίταξε την ολοστρόγγυλη γυναίκα του και μουρμούρισε: «Ήρθατε». Η Όλγα και η Κάντα βάλανε τα κλάματα.

Digitized by 10uk1s

Ο Νικόλας με λαχτάρα αγκάλιασε το θειο του. Η Νίτσα, κατακόκκινη, έσφιξε το μαύρο φουστάνι της πάνω στη μεγάλη κοιλιά της. «Ο Θεός μας έκανε το θαύμα, άντρα μου!» ανάγγειλε. «Θα 'χουμε παιδί. Είμαι γκαστρωμένη εφτά μηνών!» Ο Αντρέας χλόμιασε και ταλαντεύτηκε τόσο, που η Νίτσα άπλωσε το χέρι της και τον κράτησε. Ύστερα ακούστηκε μια φωνή κι ο Νικόλας είδε τον παππού του ν' ανοίγει διάβα σπρώχνοντας τον κόσμο. Το πελεκητό πρόσωπο κάτω από τ' άσπρα μαλλιά ήταν το ίδιο άγριο όπως το θυμόταν. Ο Κίτσος δεν αγκάλιασε τη γυναίκα του, τη Νίτσα ή τα εγγόνια του. Στάθηκε και τους αγριοκοίταξε, θωρώντας μια τον ένα και μια τον άλλο. Ύστερα είπε τέσσερις λέξεις: «Που 'ναι η Ελένη;» Παρευθύς όλοι άρχισαν να του εξηγούν πως η Ελένη και η Γλυκερία είχαν αναγκαστεί να μείνουν για να θερίσουν τα γεννήματα στα χωριά κοντά στον Καλαμά. «Η μάνα κι η Γλυκερία θα το σκάσουνε μαζί από κει, παππού», φώναξε η Όλγα, «μόλις πάρουνε το μήνυμά μας πως φύγαμε». Ένα φως έσβησε στα μάτια του Κίτσου. Είχε φύγει από το χωριό δίχως να μιλήσει της Ελένης, παρατώντας την εκεί θυμωμένος. Η εγκατάλειψη της θυγατέρας του τον έτρωγε μέσα του από τότε, όσο φτάνανε από τη Μουργκάνα στάλα στάλα οι ειδήσεις για τα δεινά και τις αγριότητες. Σαν άκουσε για τη θαυμαστή φυγή της φαμελιάς του, ένα βάρος σηκώθηκε από την καρδιά του, τώρα όμως τον ξαναπλάκωσε, μαζί με τον παμπάλαιο φόβο του πως τα παιδιά του δεν είχανε ακόμα ξοφλήσει το δικό του φονικό του Τούρκου ληστή. Ο Κίτσος ξέκοψε από τα εγγόνια του προφέροντας τέσσερις ακόμα λέξεις: «Η Ελένη είναι χαμένη».

Μοναχά δυο μέρες μετά την απόδραση —όταν οι Λιώτες είδανε οπλισμένους αντάρτες να φέρνουν στο χωριό πεζή την Ελένη, την Αλέξω και τη Μαριάνθη δεμένες— κατάλαβαν πως οι φυγάδες είχανε στ' αλήθεια γλιτώσει. Η σιωπηλή συνοδεία πέρασε από το κέντρο του χωριού κι ανηφόρισε το μονοπάτι για το Περιβόλι, όπου η αυλόπορτα του σταθμού της πολιτοφυλακής έκλεισε πίσω από τις τρεις γυναίκες. Τις επόμενες μέρες οι αντάρτες τις εξετάζανε μια μια χωριστά στο καμαράκι πλάι στο κυρίως γραφείο. Ενώ δυο αντάρτες παραστέκονταν, ο Σωτήρης Δραπέτης διενεργούσε την ανάκριση, τα μάτια του παρατηρούσαν την κάθε κρατούμενη σαν φίδι που θωρεί ένα βάτραχο. Τις ρωτούσαν ξανά και ξανά τα ίδια πράγματα, ώστε να τις κάνουν να ομολογήσουν ότι γνώριζαν τη συνωμοσία για την απόδραση. Πότε πότε τις φοβέριζαν κολλώντας ένα όπλο στο μελίγγι τους· άλλοτε τις χαστούκιζαν ή τους έστριβαν τ' αυτιά αν αργούσαν ν' απαντήσουν σε κάποια ερώτηση. Στην αρχή δεν τις έδερναν συστηματικά και δεν τις βασάνιζαν. Η Ελένη είπε στη φιλενάδα της Όλγα Βενέτη, μερικές βδομάδες αργότερα, πως οι χειρότερες στιγμές ήταν όταν ο Σωτήρης της έλεγε: «Πιάσαμε όλα τα παιδιά σου και τα σκοτώσαμε». Συλλογιόταν πως ίσως ήταν μπλόφα για να της σπάσει το ηθικό, γιατί αλλιώτικα ο Σωτήρης δε θα επέμενε τόσο πολύ να μάθει τι γνώριζε η Ελένη για τη συνωμοσία. Ωστόσο, κάθε φορά που της το 'λέγε, παρά την απόφασή της να μείνει ήρεμη, την έπαιρναν τα δάκρυα. Ενώ έκλαιγε, η Ελένη τα 'βαζε με το Λουκά που της έκλεψε τα παιδιά. «Γιατί μου τα πήρε;» φώναζε. «Πώς τον άφησαν να το κάνει αυτό η μάνα μου κι η αδερφή μου;» Είπε πως ο Λουκάς θα πήρε τα παιδιά γιατί ήξερε πως θα του δώσει λεφτά ο πατέρας τους. «Ο άντρας μου μας ετοίμαζε τα χαρτιά να πάμε στην Αμερική», τους έλεγε. «Ο Λουκάς θα τα έπεισε να Digitized by 10uk1s

φύγουν για να μη χάσουνε την ευκαιρία να πάνε, γιατί τα χαρτιά άμα μείνουν πολύ δεν ισχύουν». Άνοιξε τα χέρια της με απόγνωση: «Πώς να ξέρω τι τους είπε, πως τα έπεισε να με παρατήσουνε; Εγώ δούλευα για σας, θέριζα το στάρι. Τίποτα δεν ήξερα για τη συνωμοσία». «Η κόρη σου η Όλγα δεν τα λέει έτσι», της απάντησε ο Σωτήρης· «Νόμιζα πως είπες ότι σκοτώθηκε». Ο Σωτήρης σήκωσε ένα κομμάτι χαρτί. «Σου έγραψε τούτο δω το γράμμα. Το βρήκαμε στο σπίτι σου. Αυτά δεν είναι τα γράμματά της;» «Έτσι δείχνουν», παραδέχτηκε η Ελένη. «Πρέπει να το δω από πιο κοντά για να 'μαι σίγουρη». «Θα σου το διαβάσω», απάντησε ο Σωτήρης μαλακά. Της το διάβασε, προσθέτοντας φράσεις, που η Ελένη ήξερε πως η Όλγα δε θα τις έγραφε ποτέ. «Μάνα, φεύγουμε με το Λουκά το Ζιάρα και τη Μεγάλη, όπως το σχεδιάζαμε. Πάμε να βρούμε τον πατέρα». Η Ελένη ανασήκωσε τους ώμους: «Αν έγραψε έτσι, εγώ δεν καταλαβαίνω. Εγώ δεν ήξερα τίποτα για κανένα σχέδιο να φύγουνε». Κάθε κρατούμενη την ανακρίνανε κάμποσες φορές τη μέρα. Η Ελένη ήταν αναγκασμένη να λέει και να ξαναλέει λεπτομέρειες, όπως πόσα χρόνια ήτανε στην Αμερική ο άντρας της, πόσα λεφτά είχε βγάλει, τι δουλειά έκανε. Κάθε μέρα επαναλάμβανε πως δεν είχε ιδέα για το σχέδιο της απόδρασης. «Εκείνος ο σατανάς ο Λουκάς δεν είχε το δικαίωμα να πάρει τα παιδιά μου!» φώναζε. «Ήτανε το παν για μένα στον κόσμο! Τώρα το μόνο που μ' απόμεινε είναι η Γλυκερία». Η Μαριάνθη επέμενε πως η φαμελιά της την είχε παρατήσει. «Αν ο πατέρας μου με αγαπούσε, θα μ' έπαιρνε μαζί του», επαναλάμβανε, σφουγγίζοντας τα μάτια της. «Μα πάντα οι γονιοί μου δε μ' αγαπούσανε, γι' αυτό με παράτησαν». Η Αλέξω με απάθεια υποστήριζε πως η θυγατέρα της η Αρετή ποτέ δεν της έλεγε τίποτα. «Παντρεμένη γυναίκα, δεκαπέντε χρόνια παντρεμένη! Δε μου 'λεγε τα μυστικά της· καλά καλά μήτε μου μιλούσε, έμενε στην άλλη άκρια του χωριού». Κάποιος από τους δεσμοφύλακες, που πηγαινόφερνε τις κρατούμενες στο δωμάτιο της ανάκρισης, ένα παλικάρι με καλοσυνάτο πρόσωπο, τους ψιθύρισε: «Να επιμένετε σε κείνα που είπατε. Κοιτάξτε μην αλλάξετε το παραμικρό. Έτσι ίσως έχετε κάποια ελπίδα». Η Ελένη, η Αλέξω και η Μαριάνθη πρόσεξαν πως παρά τις αδιάκοπες ανακρίσεις, τις φοβέρες και τα σποραδικά χαστούκια, τις μεταχειρίζονταν πολύ καλύτερα από τους άλλους κρατούμενους στο σταθμό της πολιτοφυλακής. Τις τρεις γυναίκες, μαζί με την κόρη του Τάση Μήτρου, τη Γιώργαινα και το μωρουδάκι της, τις κρατούσαν στα πάνω δωμάτια του σπιτιού. Τους επιτρέπανε να βγαίνουν στην αυλή και να πηγαίνουν στον απόπατο όποτε θέλανε, φτάνει να μη ζύγωναν την αυλόπορτα. Οι Λιώτισσες ένιωθαν φρίκη μπρος στο θέαμα και στη βρώμα των κρατουμένων στο κατώι, που τα πρόσωπά τους σαν φαντάσματα τις κοιτούσαν πίσω από τα καγκελόφραχτα παραθυράκια. Τους άκουγαν να κλαίνε και να βογκούν, κι άκουγαν τα ουρλιαχτά τους όταν τους έδερναν. Έβλεπαν σωρό τα παπούτσια και κάμποσα ρούχα, των σκοτωμένων, γεμάτα ψείρες, στοιβαγμένα στην αποθηκούλα πίσω από την κουζίνα. Τη νύχτα άκουγαν συχνά που έπαιρναν κρατουμένους για να τους εκτελέσουν πίσω από τα σπίτια. Όποτε οι γυναίκες πήγαιναν στον απόπατο, διάβαιναν ανάμεσα από δεκάδες άβαθους τάφους στην αυλή. Η μπόχα της σαπίλας είχε διαποτίσει όλο το Digitized by 10uk1s

μαχαλά. Πότε πότε έστελναν την Ελένη και τις άλλες τρεις Λιώτισσες με φρουρά να φέρουν νερό από τη βρύση κοντά στο μύλο του Τάση Μήτρου. Σε μια από αυτές τις εξόδους, ενώ ένας αντάρτης παρακολουθούσε από πέρα, σίμωσε την Ελένη ο Βασίλης Μπόκας, ο καπετάνιος που 'χε κυνηγήσει τους φυγάδες τη νύχτα που το σκάσανε. Πολλά χρόνια αργότερα, αφού είχε πια γυρίσει από την εξορία στην Πολωνία, ο Μπόκας διηγιόταν πως είχε σκύψει να πιει από τη βρύση και ψιθύρισε στην Ελένη πως οι δικοί της είχανε φτάσει σώοι στην άλλη μεριά· τους είχε δει με τα μάτια του που σκαρφάλωναν στη Μεγάλη Ράχη και τους προϋπάντησαν οι φαντάροι. Η Ελένη ανασηκώθηκε, πασχίζοντας να κρατήσει το πρόσωπό της ανέκφραστο, και γύρισε τα μάτια της γεμάτα ευγνωμοσύνη στον αντάρτη. Λυτρωμένη από τον καταλυτικό φόβο πως τα παιδιά της είχανε συλληφθεί, γύρισε στη φυλακή με ανανεωμένες δυνάμεις για ν' αντέξει την ανάκριση του Σωτήρη. Απαντούσε ήρεμα σε όλες τις ερωτήσεις του: Όχι, δεν ήξερε τίποτα για τη συνωμοσία, μήτε για εφόδια της ΟΥΝΡΡΑ που λέγανε πως ο πατέρας της είχε καταχωνιάσει στο περιβόλι του. Οι αντάρτες ευχαρίστως να έπαιρναν ό,τι βρίσκανε, πρόσθετε. Δεν της χρειαζότανε πια δικό της τίποτα, τώρα που ο Λουκάς της είχε τσακίσει την καρδιά κλέβοντάς της τα παιδιά. Το μόνο που την κρατούσε στη ζωή ήταν η ελπίδα πως θα ξανάβλεπε τη θυγατέρα της τη Γλυκερία να γυρίζει από το θέρο.

Κάποια μέρα οι αντάρτες φέρανε την εντεκάχρονη κόρη της Αλέξως, τη Νίκη, ένα λιγνό παιδί με σοβαρό βλέμμα, στο σταθμό της πολιτοφυλακής και την ανάκριναν στο περιβόλι. Η Ελένη κοιτούσε από το παράθυρο της αποθηκούλας πίσω από την κουζίνα· η Νίκη θυμάται που την είδε να δαγκώνει τα χείλια της και να κουνάει το κεφάλι σαν να 'θελε να γνέψει στο κορίτσι να μην πει τίποτα. Τη Νίκη, το μικρότερο από τα εννιά παιδιά του Φώτου Γκατζογιάννη, την ανέκρινε ο Σωτήρης από τις δέκα το πρωί ως αργά το απόγεμα. Η Νίκη ήξερε τα πάντα για τη σχεδιαζόμενη απόδραση. Είχε μάλιστα παρακολουθήσει την αδερφή της την Αρετή και τη μάνα της να θάβουν ένα μασούρι καλάι πέντε οκάδες —το σπουδαιότερο βιος του άντρα της Αρετής του γανωτζή — σ' ένα απόμερο χωράφι κάτω από το σπίτι της Αλέξως. Η Νίκη περίμενε να την ξεπατώσει στις ερωτήσεις ο Σωτήρης για το φευγιό της αδερφής της, όμως εκείνος την ξεγέλασε απαιτώντας να μάθει που είχε κρύψει η Αρετή το καλάι. Η Νίκη φαντάστηκε πως κάποιος θα τις είχε δει να το κρύβουν, αλλά κουνούσε το κεφάλι της αμίλητη. Ύστερα ο Σωτήρης τη ρώτησε πόσες φορές ο πατέρας της είχε τρυπώσει κρυφά στο χωριό για να μαζέψει μυστικά για τις κινήσεις των ανταρτών. «Ποτέ!» αποκρίθηκε το κορίτσι και τραβήχτηκε πίσω, καθώς ο Σωτήρης ήρθε καταπάνω της. «Όλοι το ξέρουμε πως ο πατέρας σου είναι οδηγός στους φασίστες», φώναξε ο άλφα δύο, «Και κατασκοπεύει για κείνους. Κι η μάνα σου τον βοηθάει». Με μια ψιλή σαν από σουραύλι φωνή η Νίκη αρνήθηκε πως ξέρει οτιδήποτε, για καλάι, για συνωμοσίες απόδρασης ή για επισκέψεις του πατέρα της. Τα μάτια του Σωτήρη τρεμοπαίξανε και τη χαστούκισε τόσο δυνατά, που τ' αυτιά της βουίξανε. Το μόνο που ξέρεις να λες είναι «Όχι»! φώναξε. «Θα σε κλείσω εκεί μέσα» —της έδειξε το κατώι— «και σύντομα θα 'χεις να μας πεις ένα σωρό!» Αλλά ύστερα από κάμποσες ώρες ανάκριση, ο Σωτήρης την άφησε προειδοποιώντας τη: «Σκέψου αυτά που σε ρώτησα. Θα σε ξαναφέρουμε εδώ Digitized by 10uk1s

και την άλλη φορά θέλω την αλήθεια». Μόλις μπόρεσαν να μιλήσουν, η Ελένη ψιθύρισε στην Αλέξω πως είχανε κουβαλήσει τη Νίκη και την ανακρίνανε. Το κορίτσι είχε φάει μοναχά μερικά χαστούκια, καθησύχασε τη συννυφάδα της, όμως εκείνη κέρωσε. Το άλλο πρωί ο Σωτήρης κάλεσε την Αλέξω και της ανάγγειλε: «Η κόρη σου η Νίκη μας είπε για το καλάι που έκρυψες στο χτήμα σου. Όπως όλα τα υπάρχοντα των προδοτών ανήκει κι αυτό δικαιωματικά στο Δημοκρατικό Στρατό. Θα μας δείξεις που το 'κρυψες ή θα ξεκολλήσουμε το μυστικό από την κόρη σου;» Η Αλέξω κατάνεψε νικημένη. Ήξερε πως δίνοντάς τους το καλάι, εξασθένιζε τον ισχυρισμό της ότι δεν είχε ιδέα για τη συνωμοσία, όμως έπρεπε να το κάνει για να σώσει το παιδί. «Θα σας πάω εγώ εκεί», είπε, και ο Σωτήρης χαμογέλασε για πρώτη φορά μετά την απόδραση. Ως υπεύθυνος για τη συλλογή πληροφοριών στο Λια, ο Σωτήρης Δραπέτης ήξερε πως η ομαδική λιποταξία δεν ήταν μόνο ανεξίτηλο στίγμα στο φάκελό του, αλλά ενδεχομένως και απειλή για τη ζωή του. Μετά την καταστροφή, το Αρχηγείο Ηπείρου είχε στείλει τον επονομαζόμενο Κατή, που υπηρετούσε στο δικαστικό τόσο ως δικαστής όσο και ως ανακριτής, για να εξακριβώσει τι είχε συμβεί. Ο Κατής είχε εντυπωσιάσει αφάνταστα τους χωριανούς με τη συναρπαστική φωνή του και με τους αβρούς τρόπους του όταν προέδρευσε στη δίκη του φαντάρου που είχε αιχμαλωτιστεί πάνω στην Επιχείρηση Πέργαμος. Αυτός επίσης είχε καταδικάσει εις θάνατον τους τέσσερις αξιωματικούς που είχαν αιχμαλωτιστεί στην Πόβλα. Τώρα ο Κατής βρισκόταν στο Λια για ν' ανακαλύψει τους λόγους απόδρασης, κι ο Σωτήρης τον ένιωθε σαν το χάρο πάνω από το κεφάλι του. Ο Σωτήρης ανέκρινε τους συγγενείς των φυγάδων με την απόγνωση εκείνου που πνίγεται. Ύστερα από μια εβδομάδα ανακρίσεις, ο Κατής είχε καλέσει στο γραφείο του τον άλφα δύο και αξίωσε να τον ενημερώσει για όσα είχε μάθει. Ο Σωτήρης έδωσε μιαν απάντηση που έλπιζε πως θα τον εμφανίσει λιγότερο ένοχο. «Έχω πεισθεί πως οργανώθηκε από φασίστες που ήρθανε από τους Φιλιάτες και πήρανε τους συγγενείς τους», του είπε ο Σωτήρης. Σταμάτησε μια στιγμή και πρόσθεσε: «Και θα το επιχειρήσουν ξανά». Ο Κατής έγειρε μπροστά, σκυθρωπός κάτω από τα πυκνά φρύδια του. «Αυτά έμαθες από τις γυναίκες που ανακρίνεις;» Ο Σωτήρης χαμήλωσε τα μάτια του στη στοίβα των χαρτιών μπροστά στον Κατή, τη σύνοψη των ανακρίσεων. «Μέχρι στιγμής οι ύποπτες επιμένουν πως δεν ήξεραν τίποτα», άρχισε μουδιασμένος. «Όμως η Αλέξω Γκατζογιάννη ομολόγησε πως έκρυψε καλάι για την κόρη της την Αρετή πριν από την απόδραση και τούτο μου φαίνεται αποδείχνει πως ήτανε κι αυτή στη συνωμοσία». «Σου φαίνεται!» κραύγασε ο Κατής με φωνή που έκανε το Σωτήρη να σκιρτήσει. «Μ' έστειλε εδώ αυτοπροσώπως ο Κολιγιάννης για ν' ανακαλύψω πως έγινε αυτό το φιάσκο —ποιος είναι υπεύθυνος— και για να τιμωρηθούν οι προδότες τόσο παραδειγματικά, ώστε κανένας άλλος να μην ξανασκεφθεί ποτέ να λιποταχτήσει. Χρειάζομαι αποδείξεις· δε μ' ενδιαφέρει τι σου φαίνεται.» «Φυσικά, μπορούμε ν' αποσπάσουμε ομολογίες από τις κρατούμενες αν τις πιέσουμε περισσότερο», έσπευσε να πει ο Σωτήρης. «Αλλ' αυτές είναι μοναχά η κορφή του παγόβουνου. Με τούτο δε θα πιάσουμε τους φασίστες που ήρθανε και πήρανε τους άλλους». «Είσαι σίγουρος πως τους είκοσι τους πήρανε;» ρώτησε ο Κατής, σηκώνοντας δύσπιστα το φρύδι ενώ ρουφούσε με θόρυβο μια γουλιά από 'να φλιτζανάκι καφέ.

Digitized by 10uk1s

«Όλοι οι πληροφοριοδότες μου στο χωριό είναι σίγουροι γι' αυτό», αποκρίθηκε ο Σωτήρης. «Λένε πως ήτανε ο Κίτσος Χαϊδής, ο πατέρας της Αμερικάνας και ο Φώτος Γκατζογιάννης, ο αδερφός του άντρα της. Και οι δυο είναι δαγκωμένοι φασίστες. Αν τους πιάσουμε, τα δυο λαβράκια του χωριού, θα δείξουμε ως που φτάνει η απόχη μας κι εξαφανίζουμε κάθε σκέψη να περάσει άλλος απέναντι». «Είσαι πρόθυμος να πας στους Φιλιάτες και να τους κουβαλήσεις εδώ;» ρώτησε ξερά ο Κατής. «Μπορούμε να τους ρίξουμε το δόλωμα και να ξανάρθουν», είπε ο Σωτήρης, πασχίζοντας όσο μπορούσε ν' ακουστεί πειστικός. «Εκείνες τις δυο που ήθελαν περσότερο, οι Γκατζογιαννάτισσες, βρίσκονται ακόμα στα χέρια μας γιατί ήτανε στο θέρο τη νύχτα της απόδρασης. Αν τις απολύσουμε για δόλωμα και τις παρακολουθούμε στενά, θα καταλήξουμε να τους τσακώσουμε όλους μ' ένα σμπάρο: τους φασίστες, τις γυναίκες και τους άλλους χωριανούς που ετοιμάζονται να φύγουνε μαζί τους!» «Ετοιμάζονται κι άλλοι να φύγουνε;» ρώτησε ο Κατής, χτυπώντας το φλιτζάνι στο πιατάκι. «Οι πληροφοριοδότες μου υποψιάζονται καμιά τριανταριά», αποκρίθηκε με γνώση ο Σωτήρης. «Σύμφωνοι, άφησέ τες», του έκανε την παραχώρηση ο Κατής. «Αν είναι απ' έξω η συνωμοσία, και μετέχουν σ' αυτή και άλλοι, τότε πρέπει όλοι να τσακιστούν. Αν όμως καταφέρεις να σου ξεφύγει είτε καμιά από τις γυναίκες είτε κάνας άλλος προδότης, τότε θα φτάσεις να εύχεσαι να 'χε βαρέσει μαλακία ο πατέρας σου τη νύχτα που σ' έσπειρε». Στο πανωχείλι του Σωτήρη ξάνοιγες το λαμπύρισμα του ιδρώτα τη στιγμή που χαιρέτησε και γύρισε να φύγει. Την όγδοη μέρα από τη σύλληψή τους, ο Σωτήρης κάλεσε την Ελένη, την Αλέξω και τη Μαριάνθη στην καλή κάμαρη. Έδωσε στην καθεμιά από 'να έγγραφο, όπου συνοψίζονταν οι καταθέσεις τους — ότι αγνοούσαν κάθε συνωμοσία για απόδραση— και κείνες τα υπογράψανε. Ύστερα τις πληροφόρησε ότι απολύονται. Φρουροί θα συνόδευαν την καθεμιά στο σπίτι της, είπε. Από δω κι εμπρός δεν έπρεπε να τις δουν να μιλάνε συναμεταξύ τους ή να επικοινωνήσουν με οποιοδήποτε τρόπο. Απαγορευόταν να πλησιάσουν τα σύνορα του χωριού. Κι έπρεπε να παραδώσουν όλα τα προσωπικά υπάρχοντα των συγγενών τους που είχαν αποδράσει. Καθώς την οδηγούσε κάτω στο μονοπάτι, η Ελένη έσφιξε την καρδιά της για ν' αντικρίσει το σπίτι: το τζάκι, τις σκαλοφρύδες και τις γωνίες, όλα μουγκά και άδεια χωρίς την παρουσία των παιδιών της. Ωστόσο, δεν το περίμενε εκείνο που αντίκρισε περνώντας τη σπασμένη εξώθυρα: ρούχα καταγής, στρωσίδια κομματιασμένα, ακόμα και το εικόνισμα πεταμένο σε μια γωνιά. Στάθηκε στο κατώφλι και θωρούσε το χάος, ενώ οι αντάρτες άρχισαν να μαζεύουν πράματα. Είχαν διαταγή ν' αφήσουν λιγοστά μόνο ρούχα και φαγώσιμα ίσα ίσα για να μην πεθάνει η Ελένη. Πήραν όλες τις σοδιές εκτός από δυο τρεις οκάδες αλεύρι, όλα τα ρούχα εκτός από το καφετί φουστάνι της Ελένης και τα περσότερα από τα ζωντανά, αφήνοντάς της δυο γίδες και τέσσερα πρόβατα. Παρακολουθώντας τους αντάρτες να της παίρνουν τα υπάρχοντα, η Ελένη παρηγοριότανε μέσα της πως τουλάχιστον είχε ακόμη τα χωράφια —τα κουκιά και το καλαμπόκι που δεν το 'χανε θερίσει. Έτσι που καρτερούσε να τελειώσουν, έσπρωξε την πόρτα ορθάνοιχτη και κατάλαβε πως κάτι την εμπόδιζε. Κοίταξε από πίσω και βρήκε τη σκούρα καφετιά σάκα του Νικόλα, εκείνη που με τόσο καμάρι κρατούσε πηγαίνοντας στο σχολείο την εποχή πριν από τους αντάρτες. Έπιασε τα τετράδιά του με τα ορνιθοσκαλίσματα και τις μουντζαλιές και το λεπίδι από το βυζαντινό σπαθί που τόσο του άρεσε. Το θέαμα της σάκας του έκανε την Ελένη να καταλάβει πως ο Νικόλας είχε φύγει στ' αλήθεια. Τον φαντάστηκε να μαζεύει προσεχτικά τους θησαυρούς του και μετά την τελευταία Digitized by 10uk1s

στιγμή να τους παρατάει, γιατί κάποιος θα του 'πε πως η σάκα ήταν πολύ βαριά για να την κουβαλήσει τόσο δρόμο. Τα τετράδια ήταν όλο κι όλο ό,τι της είχε μείνει απ' αυτόν. Δάγκωσε τ' αχείλι της, αποφασισμένη να συγκρατηθεί ωσότου φύγουν οι αντάρτες. Ευθύς μόλις τράβηξαν τις γίδες και τα κατσίκια που βελάζανε, σωριάστηκε στο πάτωμα κι αγκάλιασε τη σάκα, αφήνοντας τα δάκρυά της να τρέξουνε. Η εντεκάχρονη Νίκη Γκατζογιάννη ήτανε στο σπίτι όταν είδε να σιμώνει η μάνα της, με δυο αντάρτες κι ένα μουλάρι ξωπίσω. Έτρεξε έξω και την αγκάλιασε, όμως η Αλέξω αμίλητη συνέχισε το δρόμο περνώντας το σπίτι ως το χωράφι από κάτω κι έδειξε σε μια μεριά όπου οι αντάρτες αρχίσανε να σκάβουν. Γρήγορα ξεθάψανε το μασούρι το καλάι, που είχε κρύψει η Αρετή προτού φύγει. Η καρδιά της Νίκης χτυπούσε γοργά. Ήξερε πως η μάνα της ενοχοποιούσε τον εαυτό της. Η Αλέξω στεκόταν αμίλητη, με τα χέρια στους ώμους της θυγατέρας της, καθώς οι αντάρτες φόρτωναν στο μουλάρι πράματα και ύστερα φύγανε. Όταν δεν μπορούσαν να τους ακούσουν πια, η Νίκη ψιθύρισε: «Μάνα, γιατί τους έδειξες που ήταν το καλάι». Η Αλέξω την κοίταξε: «Δεν τους το πες εσύ; Μου είπαν πως τους το 'πες». Η Νίκη θύμωσε: «Δεν τους είπα τίποτα, μήτε και τότε που με δείρανε!» Η Αλέξω κατάλαβε πως την είχαν ξεγελάσει: είχε πέσει στην παγίδα του Σωτήρη, προσπαθώντας να φυλάξει την κόρη της. Αγκάλιασε με το 'να χέρι τη μικρή τραβώντας τη μέσα στο σπίτι. «Τι σημασία έχει;» είπε η Αλέξω. «Ας πάρουν το καλάι. Τουλάχιστον μ' αφήσανε».

Τη Γιώργαινα Μπαρδάκα δεν την απολύσανε μαζί με τις άλλες. Ήτανε η μόνη που βρισκόταν στο χωριό τη νύχτα της απόδρασης και ο Σωτήρης υποψιαζόταν πως ήξερε τα πάντα για τη συνωμοσία, κι ας έλεγε πως η φαμελιά της την είχε παρατήσει. Τη δωδέκατη μέρα από τη σύλληψή της, βγάλανε τη Γιώργαινα από το κρατητήριο της πολιτοφυλακής, βαστούσε ακόμα στην αγκαλιά της την κορούλα της τυλιγμένη με τις πατροπαράδοτες φασκιές. Φέρανε από το κατώι και δύο άλλες γυναίκες —άγνωστές της. Τρεις αντάρτες κουβαλώντας φτυάρια οδήγησαν τις κρατούμενες κάτω στο μονοπάτι, πέρασαν μπρος από την αυλόπορτα του Χαϊδή και συνέχισαν να κατηφορίζουν τη ρεματιά ως τον αυλόγυρο πίσω από την ερειπωμένη Παναγία. Η μια από τις γυναίκες μαζί με τη Γιώργαινα ό,τι θα 'χε πατήσει τα σαράντα και είχε δεμένο στο ζωνάρι της ένα πελώριο κλειδί. Η άλλη ήταν μεγαλύτερη, μπορεί πενήντα, κι αυτή προστάξανε πρώτη να σκάψει τον τάφο της. Δούλευε επίμονα, αμίλητη, τα ροζιασμένα χέρια της έτρεμαν. Όταν θα 'χε σκάψει μια στενή λακκούβα καμιά τριανταριά πόντους βάθος και αρκετή στο μάκρος για να χωρέσει το κορμί της, οι αντάρτες τη βάλανε να καθίσει μέσα. Ένας τους την πυροβόλησε με το τουφέκι του από λίγα μέτρα απόσταση, σκορπίζοντας όλο το πίσω μέρος στο καύκαλό της. Ύστερα ήρθε η σειρά της νεότερης με το κλειδί στο ζωνάρι της. Όση ώρα έσκαβε έκλαιγε και σκλήριζε: «Μιχαλάκη! Που είσαι, γιε μου;» Αναγκάστηκαν να τη σπρώξουν για να καθίσει μέσα στον τάφο, και φώναζε ακόμα «Μιχαλάκη!» όταν η σφαίρα της άνοιξε το καύκαλο και πέθανε σπαρταρώντας σαν ξεκοιλιασμένο ψάρι. Οι αντάρτες γύρισαν στη Γιώργαινα Μπαρδάκα και της είπαν ν' ακουμπήσει το μωρό της στη σκιά ενός κοντινού δέντρου. Της έδωσαν ένα φτυάρι κι ένας τους της είπε: «Μπορείς να σωθείς ακόμα Digitized by 10uk1s

αν μας πεις τα ονόματα εκεινών που οργάνωσαν την απόδραση». Με το μυαλό της μουδιασμένο από τον τρόμο, η Γιώργαινα έπιασε από τη λαβή το φτυάρι κι άρχισε να κάνει κάτι ξυσιματιές στο χώμα. Όλα της φαίνονταν παραμορφωμένα, σα να τα βλέπε πίσω από 'να ραγισμένο τζάμι. Άρχισε να τρέμει ακατάσχετα. Ένας τρομερός πόνος την τρύπησε στο στήθος και λιγοθύμησε. «Δεν ξέρω πόσο έμεινα αναίσθητη», θυμάται, «αλλά όταν συνήλθα, με σήκωσαν και μου είπανε: "Έχε χάρη που 'χεις μωρό". Με κουβαλήσανε εκεί που ήταν το μωρό πλαγιασμένο και με άφησαν λεύτερη. Μα δεν μπορούσα να περπατήσω· χρειάστηκε να με βοηθήσουν να γυρίσω στο σπίτι μου». Για πολύ καιρό ύστερα από αυτό, η Γιώργαινα δεν μπορούσε να μιλήσει για την εικονική εκτέλεση χωρίς να λιποθυμήσει. Σήμερα είναι μια καλόκαρδη γυναίκα πενήντα οχτώ χρονών με γκριζωπά μαλλιά, και ζει σ' ένα προάστιο της Αθήνας με τον άντρα της το φούρναρη. Αλλά κάμποσες φορές το χρόνο τη Γιώργαινα την πιάνει ένα τρέμουλο, ο πόνος της τρυπάει το στήθος και λιποθυμάει, μολονότι οι γιατροί δεν μπορούν να της βρουν καμιά οργανική πάθηση.

Το άλλο πρωί μετά την απόλυσή της από τη φυλακή, η Ελένη ξύπνησε στο άδειο σπίτι και βγήκε στην αυλή να κοιτάξει τη θεόρατη μαβιά και σταχτοπράσινη λάκκα, τα χαμηλώματα που απλώνονταν στα πόδια της, ο ασυννέφιαστος ουρανός καμπύλωνε πάνω τους σαν τρούλος. Παρατήρησε ένα γεράκι να κόβει νωθρά βόλτες στα ουράνια και ζήλεψε βαθιά τη λευτεριά του. Αργότερα εκείνο το πρωί σαν βγήκε από την αυλόπορτα να πάρει νερό από τη βρύση η Ελένη ανακάλυψε ένα μικρό σωρό αποτσίγαρα. Κάποιος έμεινε ζαρωμένος εκεί όλη τη νύχτα, την παρακολουθούσε. Μήτε τοίχοι, μήτε αλυσίδες περιόριζαν τις κινήσεις της, όμως μέσα στην απεραντοσύνη των γνώριμων βουνών της, η Ελένη ήταν φυλακισμένη όσο και οι κρατούμενοι στο κατώι του σπιτιού της. Κάθε μέρα το αίσθημα της κλειστοφοβίας γινόταν εντονότερο. Καθώς τριγυρνούσε στα χωράφια και τις ρεματιές, τα αόρατα δεσμά που την πεδούκλωναν γίνονταν βαρύτερα. Σαν θηρίο του ζωολογικού κήπου που αναγκαστικά τριγυρνάει όλο κι όλο το κλουβί του, η Ελένη περιπλανιόταν κοντά στα σύνορα του χωριού, κατεβαίνοντας συχνά ως τα νότια χωράφια κι αγναντεύοντας τα μακρινά βουνά που έκρυβαν τα παιδιά της. Κάποια μέρα η Όλγα Βενέτη, η γειτόνισσά της στο Περιβόλι, κατηφόριζε πέρα από το σπίτι του Χαϊδή για να ποτίσει ένα από τα χωράφια της φαμελιάς της στα νότια σύνορα. Ξάνοιξε πέρα κάτω ένα μικρούτσικο καφετί σουλούπι ν' ανηφορίζει το μονοπάτι, και αναγνώρισε την Ελένη, που κουβαλούσε στη ράχη ένα ζαλίκι φρύγανα, σταματώντας κάθε τόσο για να προσθέσει κι αλλά στο φόρτωμα. Η Όλγα της φώναξε και της έγνεψε κι η Ελένη σίμωσε σιγά σιγά, βαδίζοντας σαν γυναίκα πολύ πιο μεγάλη από τα σαράντα ένα χρόνια της. Όταν σιμώσανε αρκετά για να μιλήσουν, η Ελένη είπε: «Έλα σε λίγο από το σπίτι μου για να μπορέσουμε να κουβεντιάσουμε. Μα να μην έρθεις από το μονοπάτι, έλα από τον πίσω μπαξέ για να μη μας δούνε μαζί». Η Όλγα κατένεψε και προχώρησε. Όταν κάνοντας το γύρο έφτασε από πίσω στο περιβόλι του Χαϊδή, η Ελένη άνοιξε γρήγορα την πόρτα και την τράβηξε μέσα. Οι δυο τους αγκαλιάστηκαν και η Ελένη είπε στην Όλγα για τις περιπλανήσεις της. «Κατέβηκα ως το μοναστήρι του Άη Θανάση, τάχα ότι μαζεύω ξύλα», της είπε. «Με παρακολουθούν τις νύχτες αλλά σήμερα δεν απάντησα κανένα. Θα μπορούσα να προχωρήσω και να φτάσω στην άλλη μεριά». «Γιατί δεν προχώρησες;» ρώτησε η Όλγα. «Δεν μπορώ να φύγω και η Γλυκερία να μείνει στα χέρια τους», αποκρίθηκε η Ελένη. «Θα τη σκοτώσουν! Εμένα δε μου φαίνεται πως θα με σκοτώσουν —αλλιώς θα το 'χαν κάνει κιόλας, όμως Digitized by 10uk1s

αν φύγω εγώ, θα είναι ο χαμός της». Η Όλγα κοίταξε το στραγγιγμένο, κίτρινο πρόσωπο της φιλενάδας της κι ένιωσε την απελπισία της· η ίδια είχε δυο αγοράκια — το Δημήτρη, πέντε, και το Γιώργο, τριών χρονών. «Έλα να φύγουμε μαζί», είπε αυθόρμητα. «Έλα να φύγουμε τώρα. Πάω να φέρω τα παιδιά μου. Θα πάρεις το ένα στην πλάτη σου κι εγώ θα πάρω το άλλο». Η Ελένη κούνησε το κεφάλι της μ' ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη. Ύστερα γύρισε στην Όλγα ικετευτικά τα μάτια της. «Κάνε για μένα κάτι —κατέβασε το Δημήτρη να με δει καμιά μέρα. Έχει τα ίδια μαλλιά με του Νικόλα, τον ίδιο αέρα. Κατέβασε τον για λίγο να μπορέσω να τον πιάσω στα χέρια μου». Η Όλγα Βενέτη κατέβασε το Δημήτρη να τη δει. Για λίγα λεπτά η Ελένη γέμισε το κενό στην αγκαλιά της με το παιδί μιας άλλης και νάρκωσε τον πόνο από την απουσία του Νικόλα.

Μετά την παταγώδη άφιξη στους Φιλιάτες, οι Γκατζογιανναίοι έμειναν δυο νύχτες σ' ένα συγγενικό τους σπίτι εκεί, ελπίζοντας να μάθουν κάτι για την Ελένη και τη Γλυκερία, ωστόσο ήξεραν πως δεν μπορούν να μείνουν πολύ. Η Ελένη τους είχε προειδοποιήσει πως οι Φιλιάτες βρίσκονταν πολύ κοντά στη ζώνη των Επιχειρήσεων κι επέμενε να την περιμένουν σε πιο σίγουρο μέρος: στην παραθαλάσσια Ηγουμενίτσα ή ακόμα και στην Κέρκυρα. Στην Ηγουμενίτσα είχανε κιόλας δημιουργηθεί καταυλισμοί για τους άστεγους πρόσφυγες από την ανταρτοκρατούμενη περιοχή και οι Γκατζογιανναίοι αποφάσισαν να μεταφερθούν εκεί μόλις αγόραζαν μερικά στοιχειώδη. Ο Χρήστος Γκατζογιάννης είχε στείλει 500 δολάρια στον αδελφό του το Φώτο στους Φιλιάτες μήπως κατάφερνε να τα δώσει στην Ελένη. Τα παιδιά και ο θειος τους χρησιμοποίησαν μερικά απ' αυτά για ν' αγοράσουνε τρόφιμα, καινούρια ρούχα και παπούτσια. Για να μη στεναχωριέται πια ο Νικόλας που είχε χάσει τα τετράδιά του, ο παππούς του του αγόρασε καινούρια και μαζί μερικά κατακίτρινα μολύβια. Προτού ξεκινήσουν, όλη η φαμελιά έβγαλε μια φωτογραφία, για να τη στείλουν στο Χρήστο· αδιάψευστη απόδειξη της φυγής τους. Στην ξεθωριασμένη σέπια ποζάρουν αλύγιστοι μπροστά σ' ένα λιθόκτιστο σπίτι με ξύλινη πόρτα που έχει λουκέτο, σκυθρωποί κατάντικρυ στο φακό. Ο παππούς ο Κίτσος κάθεται στην πρώτη σειρά πλάι στη γυναίκα του τη Μεγάλη, κουκουλωμένη με μαύρο μποξά, η γερόντισσα έχει προστατευτικά το μπράτσο της στους ώμους του Νικόλα. Ο μικρός, κρατώντας σφιχτά τα καινούρια του μολύβια και φορώντας τα ωραία καινούρια παπούτσια του, κοντά παντελόνια, πουλόβερ και σακάκι, κοιτάζει δύσπιστα το φακό, φαντάζεται πως ο άγνωστος πατέρας του τον κρυφοκοιτάζει από κει μέσα. Η Φωτεινή στέκεται κλαρίνο με μια καινούρια σχολική ποδιά, το πηγούνι της ανασηκωμένο, μοιάζει πολύ με τη μάνα της όπως θα ήταν δέκα χρονών. Στην πίσω σειρά η Όλγα, η Νίτσα και η Κάντα με ασουλούπωτα χωριάτικα φουστάνια και κοτσίδες, μοιάζουν σα να τις έχει μαρμαρώσει ο φακός ενώ πάνω τους ορθώνεται ο Αντρέας γνοιασμένος όπως πάντα, μ' ένα καλπάκι να κρύβει τη φαλάκρα του. Με τη συνοδεία του Κίτσου και του Αντρέα, η φαμελιά έφυγε από τους Φιλιάτες με λεωφορείο για την Ηγουμενίτσα, απέναντι ακριβώς από την Κέρκυρα. Ήταν πιο τυχεροί από τις περσότερες οικογένειες προσφύγων λόγω του αριθμού των ατόμων, τους βάλανε στον πάνω όροφο ενός μισοτελειωμένου σπιτιού, που προοριζόταν για δημοσίους υπαλλήλους. Τα δωμάτια ήτανε γυμνά, οι τοίχοι ασοβάντιστοι. Μια στριφτή σιδερένια εξωτερική σκάλα ανέβαζε επισφαλώς από το ισόγειο, όπου έμενε μια άλλη οικογένεια προσφύγων.

Digitized by 10uk1s

Στο νέο τους σπίτι υπήρχε ένα καμαράκι που είπανε στα παιδιά τους πως θα ήταν ο απόπατος. Επιθεωρήσανε τους μυστηριώδεις σωλήνες και την τρύπα στο δάπεδο όπου θα 'μπαινε η λεκάνη, αναφωνώντας στη σκέψη πως θα είχαν ένα τόσο ανθυγιεινό κατασκεύασμα μέσα στο σπίτι. Ήταν ευχαριστημένοι που δεν είχε ακόμη φτιαχτεί και βολεύτηκαν σ' ένα μικρό οχετό έξω από το σπίτι που άδειαζε κατά τη θάλασσα. Τα παιδιά ένιωσαν πιο άνετα στην Ηγουμενίτσα απ' όσο είχαν νιώσει στα φιδωτά καλντερίμια στους Φιλιάτες. Η κωμόπολη ήταν χτισμένη σ' έναν όρμο που ανηφόριζε απότομα κι αγκάλιαζε ένα φυσικό λιμάνι, και το σπίτι τους ήταν ψηλά στο λόφο. Έμοιαζε σα να 'χανε γυρίσει στο Περιβόλι, κι ο κόσμος ν' απλώνεται στα πόδια τους, μόνο που τώρα η θέα δεν ήτανε κοιλάδες και πέρα μακριά χαμηλώματα, παρά μια στραφταλιστή απεραντοσύνη, που ήτανε η θάλασσα. Μόλις τακτοποιήθηκαν, η Νίτσα, ύστερα από την επιμονή της μάνας της, πήγε να τη δει ο γιατρός, που κοίταζε τους πρόσφυγες. Η Νίτσα ήταν τώρα με μια κοιλιά θεόρατη και σ' όλη την εγκυμοσύνη της γιατρός δεν την είχε εξετάσει. Ο ξερακιανός φοιτητής της ιατρικής είχε απαντήσει πολλές αρρώστιες στους πρόσφυγες — υποσιτισμός, βρογχοκήλη, ραχίτις και φυματίωση ήταν οι πιο κοινές — αλλά όταν εξέτασε τη Νίτσα σάστισε. Είχε διαβάσει για υστερικές εγκυμοσύνες σε γυναίκες που ήθελαν τόσο πολύ παιδί, ώστε ο οργανισμός τους μιμούνταν όλα τα συμπτώματα ως και τις ωδίνες του τοκετού τον ένατο μήνα. Υπομονετικά προσπάθησε να εξηγήσει στη Νίτσα πως δεν ήταν έγκυος· τίποτα δεν υπήρχε στην κοιλιά της. Από τη στιγμή που θα το παραδεχόταν αυτό, το πρήξιμο θα εξαφανιζόταν. Αλλά η Νίτσα τον κοιτούσε σα να της μιλούσε κινέζικα. Τέλος, γουρλώνοντας τα μάτια του εξαγριωμένος, της φώναξε: «Τίποτα δεν υπάρχει εκεί μέσα, σκέτος αέρας! Ανεμογκάστρι είναι!». Το πρόσωπο της Νίτσας φωτίστηκε με κατανόηση και σταυροκοπήθηκε. «Ο άνεμος» είπε. «Σε μένα, σε μια τίμια, θεοφοβούμενη γυναίκα!».Ο γιατρός κουνούσε το κεφάλι του καθώς εκείνη έφευγε βιαστικά. Η Νίτσα γύρισε στο σπίτι σε μεγάλη έξαψη, λέγοντας πως τα παιδιά έπρεπε να πάνε αμέσως να ψάξουνε στο δάσος και στα χωράφια και να της βρούνε μια χελώνα. Σαστισμένα έκαναν ό,τι τους γύρεψε, και η Φωτεινή δεν άργησε να γυρίσει μ' ένα μεγάλο ζωντανό που σφύριζε και κοιτούσε φρικαλέα μέσα από το μπακλαβαδωτό, στο χρώμα της λάσπης καύκαλό του. Η Νίτσα ανελέητη έριξε τη χελώνα σ' ένα τσουκάλι με νερό που έβραζε στην γκαζιέρα και όταν ψήθηκε έσπασε το καύκαλο κι άρχισε να καταβροχθίζει το κρέας. «Είναι το μοναδικό ξόρκι για το νταούλι», εξήγησε στα παιδιά που είχανε γουρλώσει τα μάτια τους. «Ο γιατρός είπε πως με γκάστρωσε ο άνεμος, μα εγώ το ξέρω πως ήτανε το Ίσκιωμα. Θα πρέπει ν' αποκοιμήθηκα ενώ περίμενα να καεί το κερί γύρω από την εκκλησιά, και το τέρας με είδε και με λιμπίστηκε. Δόξα τω Θεώ το ανακάλυψα εγκαίρως! Φαντάσου να γεννούσα κάνα παιδί με ποδάρια διχαλωτά και με κέρατα όπως το κριάρι!». Έκοβε το γλιτσερό κρέας κομματάκια, ενώ τα παιδιά την παρακολουθούσαν κι αναγούλιαζαν. «Μήτε λέξη στον Αντρέα!» ψιθύρισε. «Θα πει πως έκανα τίποτα για να γαργαλίσω τον Ξαποδώ, μα με δαύτον κανένας δεν είναι σίγουρος. Έχω δει να την παθαίνουν προβατίνες και γίδες και τα φουκαριάρικα τα ζωντανά μέσα σε λίγες μέρες πρήζονται». Αποτέλειωσε το κρέας της χελώνας και πήγε καμαρωτή σαν πάπια σε μια ντόπια μάγισσα ν' αγοράσει ένα χαϊμαλί που είχε μέσα κουράδες σκύλου και κεφάλι φιδιού ξεραμένο. Εκείνη τη νύχτα η Νίτσα έπεσε να κοιμηθεί νωρίς, και τ' άλλο πρωί η κοιλιά της είχε αρχίσει κιόλας να ξεφουσκώνει, σαν μπαλόνι που το τρύπησες με καρφίτσα. Όταν σε κάνα δυο μέρες, ο Αντρέας σαστισμένος ρώτησε τι απόγινε το θαυματουργό γκάστρι, η Νίτσα κοκκίνισε και είπε πως δεν ήτανε τίποτα, έφταιγε που στο χωριό δεν είχαν να φάνε τίποτα, μοναχά κουκιά. «Ξέρεις τι λένε», του είπε. «Κουκιά τρώω, κουκιά μολογάω!»

Digitized by 10uk1s

Μια από τις πρώτες μέρες μετά την εγκατάσταση της φαμελιάς στην Ηγουμενίτσα, ο Νικόλας αποφάσισε να εξερευνήσει τα πέριξ. Τριγύρισε κάτω από το σπίτι όπου φαντάροι έστηναν παραπήγματα από κατσαρή λαμαρίνα για να στεγάσουν τον αυξανόμενο πληθυσμό των προσφύγων. Ύστερα πήρε το μονοπάτι πέρα από το αλσάκι που το 'χε διαλέξει για το νέο του «αναχωρητήριο». Κατηφορίζοντας το λόφο, ο μικρός βρέθηκε στην αποβάθρα, όπου χάλαγε ο κόσμος καθώς έφταναν κι έφευγαν μηχανοκίνητα καΐκια και φαρδιά σαν μαούνες φεριμπότ που έκαναν τη γραμμή Ηγουμενίτσα - Κέρκυρα -Μπρίντεζι. Η απεραντοσύνη της θάλασσας τον άφηνε άφωνο από δέος· ποτέ δεν το φανταζόταν τόσο ατέλειωτο νερό. Προχώρησε ως την άκρη της αποβάθρας και κοίταζε κάτω στα βρώμικα πράσινα βάθη, όπου παιχνίδιζαν κοπάδια από ασημένια ψαράκια. Ο Νικόλας έσφιγγε στην τσέπη του το δεκάρικο που του 'χε δώσει ο παππούς του κι άρχισε να περπατάει κατά τα δυτικά στο μάκρος του λιμανιού. Πέρασε στην άλλη μεριά του δρόμου, όπου ήταν αραδιασμένα μαγαζιά και στάθηκε μαγνητισμένος μπροστά σε κάποιο με την επιγραφή: «Ζαχαροπλαστείον». Στη βιτρίνα είχε τεράστιους δίσκους με γλυκά κομμένα σε ίσα τετράγωνα και ρόμβους· ο ένας δίσκος θα 'φτανε για να χορτάσει όλος ο πληθυσμός του Λια. Ήταν τα πατροπαράδοτα γλυκά τα βουτηγμένα στο μέλι, καμωμένα από εκατοντάδες τραγανιστά χρυσαφένια φύλλα στρωμένα με αράπικο φιστίκι, παχιά γλυκιά κρέμα και καϊμάκι, πασπαλισμένα κανέλλα και μπόλικη τριμμένη ινδική καρύδα. Ο δίσκος που αιχμαλώτισε τα μάτια του μικρού είχε ρεβανί, ένα βαρύ γλυκό μουλιασμένο στο μέλι. Χάιδεψε το ασημένιο νόμισμα στην τσέπη του, ύστερα μπήκε μέσα και κατάφερε να παζαρέψει μια κομματάρα ρεβανί τυλιγμένο σε λαδόχαρτο. Μπουκωμένος το γλυκό, ο Νικόλας σεργιάνιζε στο λιμάνι προς τα δυτικά, απολάμβανε την αίσθηση πως μένει σε πολιτεία. Άφησε το εμπορικό κέντρο καθώς ο δρόμος μεταμορφώθηκε σε ισκιερή λεωφόρο περιστοιχισμένη από μεγάλα πολύκλωνα πλατάνια που έσμιγαν πάνω από το κεφάλι του, όπως η στέγη μητροπολιτικού ναού. Περήφανος που κατάφερνε να τριγυρίζει στη μεγαλούπολη ο Νικόλας συνέχισε το δρόμο του. Η θάλασσα, που έγλειφε τώρα την αμμουδιά, του έγνεφε ανάμεσα από τα δέντρα. Είδε κόσμο που έπαιζε στην ακροθαλασσιά και πήγε πιο κοντά να χαζέψει. Κάμποσα μεγάλα παιδιά, φορώντας πολύχρωμα παντελονάκια, που ο Νικόλας φαντάστηκε πως θα ήτανε τα σώβρακα εκείνων που ζουν στις πολιτείες, πλατσούριζαν μέσα στα κύματα και πετούσανε λαστιχένια τόπια συναμεταξύ τους. Κατέβηκε ως τη ζεστή άμμο και είδε κάποιους που κοπανούσανε τα χέρια τους και πήγαιναν μέσα στο νερό. Θυμήθηκε τις προσπάθειές του να φτιάξει μια κολυμβητική χαβούζα. Να 'τανε τώρα εδώ η μάνα του να έβλεπε πως αυτά που τους έλεγε ο πατέρας του ήτανε αληθινά! Εκείνοι εκεί κολυμπούσανε κι ο Νικόλας αποφάσισε να κάνει το ίδιο. Πέταξε το πουκάμισο από μουσελίνα και τα κοντά παντελόνια του με τις τιράντες κι απόμεινε με το σώβρακο που του 'χε πλέξει η μάνα του. Τα πιο μεγάλα αγόρια γελάσανε με το θέαμα, αλλά εκείνος τ' αγνόησε και βούτηξε στο νερό. Ήταν μια δροσερή, λαχταριστή αγκαλιά, που τον γλίτωσε από τα χώματα και από τη ζέστη. Ο Νικόλας προχώρησε ώσπου το νερό έφτασε ως το πηγούνι του. Είδε ένα αγόρι κοντά του να βουτάει μέσα σ' ένα κύμα που ερχότανε και να κολυμπάει. Φαινόταν εύκολο — το νερό θα τον ανασήκωνε σαν λαστιχένιο τόπι, αναλογίστηκε. Ο Νικόλας μιμήθηκε το πιο μεγάλο αγόρι και ρίχτηκε με το κεφάλι στο πράσινο, διάφανο σεντόνι. Άξαφνα βρέθηκε να βουλιάζει ως τον πάτο, να παλεύει με το βάρος που τραβούσε κάτω τα χέρια και τα πόδια του. Καυτερό νερό πλημμύρισε τη μύτη και το λαρύγγι του. Δεν μπορούσε να βρει την επιφάνεια και χτυπιότανε, ξέροντας πως είναι χαμένος. Όπως άνοιξε το στόμα του να φωνάξει, το σιχαμερό υγρό ξεχύθηκε μέσα στο στομάχι και στα πνεμόνια του, άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του. Άξαφνα, το κεφάλι του πρόβαλε πάνω από το νερό και προτού τον κουκουλώσει το άλλο κύμα, κατάφερε να ξεφωνίσει: «Μάνα!». Digitized by 10uk1s

Η Ελένη πετάχτηκε από τ' όνειρό της, και βρέθηκε ανακαθισμένη στα στρωσίδια, μούσκεμα στον ιδρώτα. Είχε ακούσει το Νικόλα να τη φωνάζει, και ήξερε πως κινδύνευε. Λίγο αργότερα εκείνο το απόγεμα η Αθήνα Χαραμοπούλου, μια γειτόνισσα από το Περιβόλι, περνούσε έξω από την αυλόπορτα του Χαϊδή και τη βρήκε καθισμένη στο κατώφλι να κλαίει. «Έλα τώρα», είπε καλοσυνάτα η Αθηνά. «Όσον καιρό ήσουνα στη φυλακή δεν έκλαιγες, και τώρα που σ' αφήσανε κάνεις έτσι!». «Λαγοκοιμήθηκα», μουρμούρισε η Ελένη, «και η Φωτεινούλα μου ήρθε σε μένα με τα μαλλιά της ανάκατα και ξεχτένιστα. Ύστερα είδα το Νικόλα να με φωνάζει φοβισμένος. Και τώρα το θυμήθηκα που σήμερα είναι τα γενέθλιά του. Γίνεται εννιά χρονών!» «Δεν ντρέπεσαι!» την αποπήρε η Αθηνά. «Πήγαινε να τον βρεις! Πάρε τούτο το μονοπάτι και πήγαινε» Η Ελένη κούνησε το κεφάλι της και της εξήγησε πως έπρεπε να περιμένει τη Γλυκερία. Η Αθηνά έγειρε μπροστά κι ακούμπησε το χέρι της στο γόνατο της Ελένης. «Δεν μπορείς να περιμένεις Ελένη» ψιθύρισε. «Σκοτώνουν τους δικούς μας ανθρώπους τώρα σαν πασχαλινά σφαχτάρια! Χτες τη νύχτα σκοτώσανε την Αντώνοβα Παρούση από το Μπαμπούρι πίσω από το σπίτι σου. Όλοι στο Περιβόλι την ακούσαμε πως τσίριζε». Το πρόσωπο της Ελένης έγινε σταχτί μόλις η Αθηνά της είπε εκείνο που όλοι σχεδόν οι άλλοι στο Λια το ξέρανε κιόλας. Πριν από εννιά μέρες, η φλογερή ξαδέρφη της Ελένης είχε καταδικαστεί σε δημόσια δίκη στον αυλόγυρο της εκκλησίας στο Μπαμπούρι, που την παρακολούθησε όλο το χωριό, μαζί και τα παιδιά της Αντώνοβας κι ο άντρας της που είχε στο μεταξύ γυρίσει από τους Φιλιάτες στο χωριό. Η κατηγορία ήταν πως παρακινούσε σε ανυπακοή τις μανάδες στο Μπαμπούρι, πείθοντάς τες να μη στέλνουν τα παιδιά τους στο παιδομάζωμα. Τα πλούτη και η θέση της Αντώνοβας, τα κομμουνιστικά της φρονήματα και η κοφτερή γλώσσα της δεν αρκούσαν πια να την προστατέψουν από τις συνέπειες της αψηφισιάς της. Καταδικάστηκε σε θάνατο και της είπαν ότι θα έμενε φυλακισμένη στο Λια τρεις βδομάδες περιμένοντας την απόφαση σχετικά με την αίτηση για χάρη που θα έκανε στο στρατηγό Μάρκο. Ο πικραμένος άντρας της αναγκάστηκε να υπογράψει ένα χαρτί όπου αναγνώριζε την ένοχή της και εκλιπαρούσε έλεος. Τη σύρανε δια της βίας ως το κατώι του Γκατζογιάννη, το πιο καλό της θαλασσί αμερικάνικο φουστάνι λασπωμένο, τα όμορφα καστανά μαλλιά της ανάστατα έτσι που πάλευε με τους δεσμοφύλακες και στο κάθε βήμα σκλήριζε: «Λαέ! Λαέ μου! Τι σου έκανα εγώ; Γιατί με σκοτώνετε; Λυπηθείτε τα παιδιά μου!». Ύστερα από εννιά μόνο μέρες, πολύ προτού λάβει η φαμελιά της την απάντηση του Μάρκου, σύρανε νύχτα την Αντώνοβα από το κατώι και τη βάλανε να σταθεί μέσα σ' ένα τάφο σκαμμένο πίσω από το σπίτι του Γκατζογιάννη. Η Μαρίνα Κολλιού είχε δει πολλές παρόμοιες νυχτερινές εκτελέσεις. Τα μάτια της είχαν συνηθίσει να ξεχωρίζουν τις σκιές από κάτω, και στεκόταν στο παράθυρο παρακολουθώντας και καταγράφοντας στη μνήμη της όσα έβλεπε. Η Μαρίνα Κολλιού είχε αυτοδιοριστεί νεκροθάφτισσα του δίχως σταυρούς νεκροταφείου ολόγυρα στη φυλακή. Πολλά χρόνια αργότερα, σε βαθιά γερατειά, η βάβω μ' ένα μούτρο σαν μούμια, έδειχνε στους ξένους και στους χωριανούς τη θέση ακριβώς όπου θα 'βρισκαν τα κόκαλα που αναζητούσαν. Δέκα χρόνια μετά το θάνατο της Αντώνοβας, ο άντρας της και τα παιδιά της αναγνώρισαν τα κουμπιά του φουστανιού της και τα χρυσά δόντια της. Η Μαρίνα είπε πως είχε δει πολλές Digitized by 10uk1s

εκτελέσεις, μα ποτέ δεν είχε ακούσει τσιριξιές όπως της Αντώνοβας Παρούση, τη νύχτα που κατάλαβε πως οι αντάρτες που ήτανε οι σύντροφοί της την πήγαιναν στ' αλήθεια να τη σκοτώσουν. Τέσσερις ώρες αφού την άφησε η Αθηνά Χαραμοπούλου, η Ελένη καθόταν ακόμα στο σκαλοπάτι κι αναλογιζόταν το θάνατο της Αντώνοβας. Τα λόγια που 'χε πει στην ξαδέρφη της είχανε βγει αληθινά: η Αντώνοβα είχε ξεχωρίσει πολύ και οι αντάρτες αναγκάστηκαν να της φορτώσουν όλα τα κρίματα. Τώρα τα παιδιά της που είχε αρνηθεί να τα δώσει θα τα 'στελναν στην Αλβανία, θα κουβαλούσαν τη θύμηση από το πρόσωπο της μάνας τους στη δίκη, με τους χωριανούς να καταθέτουν εναντίον της και τον πατέρα τους να στέκεται 'κει δα αμίλητος. Η Ελένη θρηνούσε για το θάρρος της φιλενάδας της και για τον άδικο χαμό της. Η Αντώνοβα και τη ζωή της είχε χάσει και τη λευτεριά των παιδιών της, όμως, παρηγοριόταν η Ελένη, τέσσερα από τα δικά της παιδιά ήτανε σώα και ασφαλή. Και αντίθετα από την Αντώνοβα, δεν μπορούσαν να την κατηγορήσουν πως είχε πει έστω μια λέξη δημόσια ενάντια στους αντάρτες. Μετά την εκτέλεση της Αντώνοβας, ο αριθμός των χωριανών που είχαν τη διάθεση να χαιρετήσουν την Ελένη στο μονοπάτι μειώθηκε δραστικά, ιδίως όταν ακούστηκε πως την παρακολουθούσε η πολιτοφυλακή για ν' ανακαλύψει συνωμότες. Ο Χρήστος Ζέλτας, ο γεροδεμένος διοικητής της πολιτοφυλακής, προειδοποίησε κάποια μέρα τη Σούλα Μπότσαρη, που το σπίτι της το χρησιμοποιούσαν οι αντάρτες για φουρνάρικο: «Πρόσεχε την Αμερικάνα. Να την παρακολουθείς προσεχτικά. Και να μας πεις που πάει και με ποιον κουβεντιάζει. Υπάρχει στο χωριό οργανωμένη συνωμοσία, θα προσπαθήσουν να φύγουν κι άλλοι. Την παρακολουθούμε για να δούμε ποιος άλλος είναι ανακατωμένος. Η Σούλα έντρομη αναλογίστηκε τη φορά που είχε δανείσει την Ελένη λίγο αλάτι. Έτρεξε να βρει την Τάσαινα Μπαρτζώκη, που ήταν γειτόνισσα της Ελένης, πλάι πλάι οι πόρτες τους και στενή φιλενάδα της. «Αν δεις την Ελένη ν' ανεβαίνει κατά δω, πες της να γυρίσει πίσω», την παρακάλεσε η Σούλα. «Δε γυρεύει το κακό μας, αλλά και την επίσκεψή της θα τη μετρήσουνε εις βάρος μας». Κι η Ελένη θυμόταν το χατίρι με το αλάτι και κάποια μέρα στα τέλη Ιουλίου, σαν μάζεψε παραπάνω κουκιά απ' όσα μπορούσε να φάει η ίδια, κίνησε για το παλιό της μαχαλά να πάει μερικά στη Σούλα Μπότσαρη να της ανταποδώσει την καλοσύνη της. Έτσι όπως περνούσε η Ελένη από την παλιά νεροτρουβιά πάνω από το σπίτι της, την είδε η Τάσαινα κι άρχισε να βαδίζει πλάι της, μιλώντας της μέσα από τα δόντια. «Πως είσαι;» τη ρώτησε ανήσυχη. «Πώς να 'μαι» αποκρίθηκε η Ελένη. «Πηγαίνω στη Σούλα μερικά κουκιά για τα παιδιά της». Η Τάσαινα κοίταξε φοβισμένη γύρω της και της ψιθύρισε εκείνο που της είχε πει η Σούλα. «Για το δικό σου καλό, γύρνα στο σπίτι σου, Ελένη, να μην πας να τη δεις», την παρακίνησε. «Ευτυχώς που μου το πες», είπε μελαγχολικά η Ελένη «Δεν ήθελα να της κάνω κακό. Πάρε τα κουκιά εσύ για τα παιδιά σου. Δε θα ξανανέβω άλλη φορά». Η Τάσαινα δίστασε, από τη μια ο φόβος μήπως την μπλέξουν κι εκείνη, από την άλλη η ανάγκη να ταΐσει τη φαμελιά της. Έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή, ύστερα είπε δείχνοντας μάλλον ντροπιασμένη. «Καλύτερα πήγαινε από την άλλη μεριά του σπιτιού και ρίξε όπως θα περνάς το σακούλι μέσα στην αυλή. Ας μη με δούνε να παίρνω κάτι από το χέρι σου». Η Τάσαινα θυμάται πως η Ελένη δίχως λέξη γύρισε κι έφυγε. Όταν η Τάσαινα πήγε πίσω στο σπίτι της βρήκε το σακούλι με τα κουκιά πεσμένο στην αυλή. Το σήκωσε μ' ένα αίσθημα ανακούφισης και Digitized by 10uk1s

συνάμα ντροπής και δεν ξαναμίλησε από τότε στην Ελένη. Έτσι που η Ελένη τριγυρνούσε στο χωριό, αποφεύγοντας παλιές φιλενάδες και γειτόνισσες από το φόβο μήπως τις βλάψει, βλέποντας χωριανές που τις γνώριζε όλη της τη ζωή να της γυρίζουνε την πλάτη, αναλογιζόταν την ειρωνεία της θέσης της. Πάντοτε τηρούσε ευσυνείδητα τους κανόνες συμπεριφοράς του χωριού, ενώ κρυφά μέσα της ένιωθε σαν παρείσακτη. Τώρα δεν μπορούσε να φύγει και την άφηνε κατάπληκτη η έχθρα που την περικύκλωνε. Μπορεί στ' αλήθεια να 'ταν ξένη κι επιτέλους το καταλάβανε όλοι. Της θύμιζε τα κοτοπουλάκια, βαμμένα κόκκινα της φωτιάς, που τα πουλούσαν πότε πότε γυρολόγοι τις μέρες του Πάσχα για να παίζουν τα παιδιά. Σπάνια ζούσαν παραπάνω από μερικές ημέρες αν δεν τα ξεμονάχιαζες μέσα σε κλουβί, γιατί οι άλλες κότες, εξαγριωμένες από το ασυνήθιστο πτέρωμά τους, τσιμπούσανε τ' αλαλιασμένα πουλάκια μέχρι θανάτου.

Το Νικόλα τον έβγαλε από τη θάλασσα κάποιο από τα παιδιά που γελούσαν με το πλεχτό σώβρακό του. Τον σήκωσαν ανάποδα και τον κουνούσαν, ύστερα του ζυμώσανε το στομάχι. Όταν σταμάτησε να ξερνάει κι απόμεινε σαστισμένος στην αμμουδιά, κοίταξε τους σωτήρες του και μη έχοντας τι άλλο να πει, μουρμούρισε: «Γιατί το νερό έχει τόσο άσχημη γεύση;». Ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. «Επειδή είναι αρμυρό, βλάχο!» ανέκραξε κάποιο από τα παιδιά. «Δε σου 'πε ποτέ κανείς πως η θάλασσα είναι αρμυρή;». Ντροπιασμένος ο Νικόλας ντύθηκε και τράβηξε κατά το λόφο στο μισοτελειωμένο σπίτι, αποφασισμένος να μην πει σε κανένα πως κόντεψε να πνιγεί. Είχε φανταστεί πως το κολύμπι θα ήταν το ίδιο φυσικό κι ευχάριστο όπως είναι σ' ένα πουλί το πέταμα, τώρα όμως τον είχε πιάσει ένας φόβος για τη θάλασσα, που ποτέ δε θα τον κατανικούσε ολότελα. Γύρισε και βρήκε τους δικούς του σε μεγάλη έξαψη. «Που ήσουν;» τον αποπήρε η Όλγα. «Πρέπει να πάμε αμέσως στην υπηρεσία προσφύγων! Θα μας δώσουν κάποιο επίδομα».

Ο υπάλληλος που έδωσε στο κάθε μέλος της οικογένειας από 150 δραχμές σκάλιζε τ' αυτιά του με το μακρύ νύχι στο δαχτυλάκι του κι έβγαλε ένα λογύδριο βάζοντας τα χαρτονομίσματα στα χέρια του Νικόλα. «Αυτά είναι δικά σου, και μπορείς να τα ξοδέψεις όπως σ' αρέσει», του ανάγγειλε. «Πρέπει όμως ν' αγοράσεις κάτι χρήσιμο που το χρειάζεσαι — τρόφιμα ή ρούχα». Ο Νικόλας κατένεψε σοβαρός. Λογάριαζε μέσα του γοργά: με 150 δραχμές θα μπορούσε ν' αγοράσει δεκαπέντε κομμάτια ρεβανί ή κάμποσα λαστιχένια τόπια σαν εκείνα που έπαιζαν τα παιδιά, η κι αλλά σχολικά βιβλία ή μερικά ζευγάρια κάλτσες. Όμως εκείνο που πραγματικά ήθελε ήτανε κάτι για να του διώξει τη γεύση του θαλασσινού νερού από το στόμα του. Ευθύς μόλις τα κατάφερε, γύρισε στην ακροθαλασσιά, κρατώντας σφιχτά στο χέρι την περιουσία του. Στάθηκε ώρα πολλή μπροστά στη βιτρίνα με τα γλυκά προτού τελικά καταλήξει σ' ένα γειτονικό καραμελάδικο, όπου το μάτι του κόλλησε σε μια τεράστια κούτα με άσπρα, ζαχαροπασπαλισμένα λουκούμια. Η κούτα στοίχιζε κοντά 100 δραχμές. Ο Νικόλας αγόρασε όλη την κούτα και την κουβάλησε στον κορμό του δέντρου, στο κρυφό του αναχωρητήριο. Ένα ένα έτρωγε τα λουκούμια, το πιο γλυκό απ' όλα τα γλυκά, συνώνυμο της γυναικείας ομορφιάς· μαστιχωτό, τραγανιστό με το κομμένο αμύγδαλο, πνιγμένο στη χιονάτη σαν άχνη ζάχαρη. Κάθε δαγκωματιά που ανάλιωνε στο στόμα του φαινόταν να σκεπάζει την πικρή από αλάτι και χολή γεύση της θάλασσας και να λιγοστεύει μέσα του το κενό. Ύστερα όμως σταματούσε Digitized by 10uk1s

και η στυφή γεύση του αλατιού και ο κούφιος πόνος της μοναξιάς ξανάρχονταν. Ήθελε να βρισκότανε ξανά στο σπίτι του στο Περιβόλι με τη μάνα του. Κανένας όμως στο Λια δεν είχε λουκούμι. Πήρε άλλο ένα κομμάτι. Τέλος κατά το ηλιοβασίλεμα, ο θειος του ο Αντρέας βρήκε το Νικόλα καθισμένο καταγής να γέρνει πάνω στον κορμό, σφίγγοντας το στομάχι του. Η άδεια κούτα από τα λουκούμια έλεγε τι είχε συμβεί. Τρυφερά ο Αντρέας κουβάλησε το παιδί στο σπίτι. Αφού ο Νικόλας ρούφηξε κάμποσα χαμομήλια και άρχισε να πιστεύει πώς ίσως τη σκαπούλαρε, οι αδελφές του τον στρώσανε μπροστά που πήγε και πέταξε το επίδομά του σ' ένα κουτί γλυκά. Ύστερα γελάσανε με την κασκαρίκα του κι έγραψαν γι' αυτή στον πατέρα τους, που έστειλε ένα γράμμα με αυστηρές επιπλήξεις στο γιο του για την ανευθυνότητά του. Ο μικρός ήταν αξιοθρήνητος· ήθελε απεγνωσμένα να ευχαριστήσει τον πατέρα που δεν είχε δει ποτέ, και τώρα τον είχε θυμώσει. Ο Νικόλας έμενε όλο και περσότερο κοντά στον κορμό του δέντρου, συλλογιόταν και εντρυφούσε στη μοναξιά του.

Στο τέλος Ιουλίου, η Ελένη, η Αλέξω και η Μαριάνθη ήταν ελεύθερες κοντά ένα μήνα, ωστόσο οι αντάρτες που τις παρακολουθούσαν στενά δεν είχαν βρει ίχνος αποδείξεως ότι συνωμοτούσαν μεταξύ τους ή συναντιόντουσαν με φασίστες από την άλλη μεριά. Ο Σωτήρης ένιωθε να σφίγγει η θηλιά στο λαιμό του και διπλασίασε τις προσπάθειές του να θεμελιώσει την άποψη της συνωμοσίας προσφεύγοντας όλο και πιο πολύ στους χαφιέδες του χωριού. Δεν έλειπαν οι χωριανές που πρόθυμα θα κατάθεταν εναντίον της Αμερικάνας. Ζήλευαν βλέποντας την Ελένη να κυκλοφορεί στο χωριό ζωντανή και σώα αφού όλη η φαμελιά της είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια των ανταρτών. Πάντοτε ήτανε προνομιούχα και η ζωή της ήταν εύκολη, μουρμούριζαν οι χωριανές, και είχε φτάσει η ώρα να την γκρεμίσουν από το ψηλό φαρί της. Στο μονοπάτι για το σταθμό της πολιτοφυλακής πηγαινόρχονταν οι χωριανές που κάτι είχαν να ψιθυρίσουν εναντίον της Αμερικάνας: είχε υποχρεώσει τις θυγατέρες της να φοράνε το μαντίλι γύρω στο πρόσωπό τους για να τις κρύβει από τα μάτια των ανταρτών· είχε κρύψει τα όμορφα αμερικάνικα ρούχα του άντρα της και τα προικιά της θυγατέρας της από τους πολεμιστές του Δημοκρατικού Στρατού. Ποιος ξέρει πόσα πλούτη σε τρόφιμα και σε λίρες είχε καταχωνιάσει κάπου; αναρωτιόνταν με εκφράσεις μεστές από σημασία. Ο Σωτήρης σκυλιασμένος κατέγραψε την κάθε σπόντα, όμως ήξερε πως δεν είχε αρκετά στοιχεία για να καταδικάσει την Αμερικάνα ή για να ξανακερδίσει την εκτίμηση των ανωτέρων του. Δεν μπορούσες να σκοτώσεις μια γυναίκα επειδή φορούσε μαντίλι ή έκρυβε ένα σακάκι. Εκείνο που του χρειαζόταν ήταν η απόδειξη για μια συνωμοσία απλωμένη σ' όλο το χωριό και συνδεδεμένη με τους φασίστες στην άλλη πλευρά. Ύστερα κάποια μέρα, ο Σωτήρης έμαθε μια πληροφορία που του φάνηκε πως ήταν η ρωγμή που ονειρευόταν. Προήλθε έμμεσα από τον Αντρέα Μιχόπουλο, που ήταν της υπηρεσίας στην Παναγία τη βραδιά της απόδρασης. Αν και ο Αντρέας είχε πολύ τρομάξει από τις άγριες ανακρίσεις που πέρασε αμέσως μετά τη φυγή, είχε πια ξαναβρεί το θράσος του κι εξακολουθούσε να ποντάρει στη στολή του για να εντυπωσιάζει τους φίλους του στο χωριό. Ήταν τσιμπημένος με μια δεκαεξάχρονη κοπέλα του χωριού, τη Μάγδα Κύρκα, και κάποια μέρα που είχε πάει στο σπίτι της, ξανάρθε η κουβέντα στην απόδραση. «Ου, ένα σωρό άλλοι θέλουν να τους ακολουθήσουν!» είπε απερίσκεπτα ο Αντρέας. «Τις προάλλες ήρθε και με βρήκε η Ντίνα Βενέτη και μου λέει: "Αντρέα, άμα θέλει κανείς να φύγει από το χωριό, ποιος είναι ο πιο σίγουρος δρόμος;"».

Digitized by 10uk1s

Τα λόγια ετούτα τ' άκουσε μια ανταρτίνα από τον Παρακάλαμο, που είχε στρατωνιστεί στο σπίτι του Κύρκα και ευπειθέστατα πήγε στην πολιτοφυλακή και τ' ανέφερε. Ο Σωτήρης άδραξε το γραφείο του με λύσσα. Ήταν σίγουρος πως ο Αντρέας γνώριζε περσότερα απ' όσα είχε ομολογήσει. Ο Σωτήρης διέταξε να φέρουν το νεαρό στον αστυνομικό σταθμό και τούτη τη φορά φρόντισε να πέσει το ξύλο στην εντέλεια. Όπως οι πιο πολλοί νταήδες, ο Αντρέας δεν άντεχε στον πόνο· οι γροθιές και οι κλωτσιές των πολιτοφυλάκων τον έκαναν στα γρήγορα να ξερνάει ονόματα συχωριανών του, που έλεγε πως ετοιμάζονται να φύγουν. Ο Σωτήρης ήταν πασίχαρος. Έναν έναν έπιασε όσους του κάρφωσαν και τους ανέκρινε, κλείνοντάς τους στο κατώι μαζί με τον έντρομο Αντρέα. Κάτω από τις λυγερές βέργες και τα γουρουνοτσάρουχα της πολιτοφυλακής ο κάθε χωριανός ορκιζόταν απόλυτη πίστη στον αγώνα και προσπαθούσε να σταματήσει τον ξυλοδαρμό υποδείχνοντας άλλους χωριανούς που ήταν σίγουρο ότι έτρεφαν σκέψεις φυγής. Ωστόσο αφού είχε περάσει πια μια βδομάδα, και ο αριθμός των συλλήψεων μεγάλωνε συνεχώς σαν χιονομπάλα, ο Σωτήρης αποθαρρημένος παραδέχτηκε μέσα του πως έπρεπε να εγκαταλείψει την ελπίδα ότι θα παγίδευε φασίστες απ' έξω. Μολονότι οι χωριανοί ήταν ολοπρόθυμοι να ενοχοποιήσουν ο ένας τον άλλο, κανένας δεν είχε δει κάποιον από την περιοχή των εθνικοφρόνων να μπαίνει κρυφά στο χωριό για να οργανώσει ανταρσία. Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι έπρεπε να βρεθούν από εκείνους που ήταν ακόμα στο Λια. Όταν ο Σωτήρης παρέδωσε τους φακέλους του για τις νέες συλλήψεις και ανακρίσεις στον Κατή, ήξερε πως τον περίμενε οδυνηρή σκηνή και ο ανακριτής στάθηκε ανελέητος. Κατσάδιασε το Σωτήρη γιατί απέτυχε ν' αποδείξει το παραμικρό για συνωμοσία ή, έστω να προσκομίσει μια ακλόνητη απόδειξη. Καυστικά παρατήρησε πως η υπομονή τού αρχηγείου είχε εξαντληθεί. Οι πρωτουργοί και οι προδότες έπρεπε να κατονομαστούν· έπρεπε να θεμελιωθεί συγκεκριμένη κατηγορία εναντίον τους, και σύντομα. Οι Γκατζογιαννάτισσες κυκλοφορούσαν στο χωριό ελεύθερες βδομάδες τώρα, κι αντί να χρησιμεύουν για δόλωμα να πιαστούνε κι άλλοι προδότες διαλαλούσαν μόνο την προδοσία τους, δίνοντας στο χωριό την εντύπωση ότι μπορούσε κανείς ν' αψηφήσει ατιμωρητί το Δημοκρατικό Στρατό. Ο Σωτήρης έμεινε ως αργά εκείνη τη νύχτα μελετώντας τους φακέλους του. Είχε ακούσει να ψιθυρίζεται πως οι Ντρουμπογιαννάτισσες κάτι ήξεραν. Οι τρεις συννυφάδες έμεναν στον ίδιο μαχαλά κοντά στην Αγία Παρασκευή, και η μια απ' αυτές, η Χρυσούλα, μετείχε στην απόδραση, παίρνοντας μαζί της και τις δύο ανιψιές της, τις κόρες της Κωνσταντίνας Ντρουμπογιάννη, που έλειπε στο θέρο. Ο Σωτήρης πρόσταξε να του φέρουν για ανάκριση και την Κωνσταντίνα και την Αλεξάντρα Ντρουμπογιάννη. Από τη μέρα της απόδρασης, ζούσαν με τον τρόμο πως θα τις συλλάβουν. Η Αλεξάντρα, ήταν η μελαχρινή αψίθυμη χωριανή, που είχε πάει με τις δύο θυγατέρες της στη δεύτερη απόπειρα και που την έπιασε υστερία όταν η ομίχλη τους χάλασε τα σχέδια. Όταν η Κωνσταντίνα, χαζή και πειθήνια γυναίκα, πήρε τη διαταγή να πάει στα σταροχώραφα, άφησε τις δυο θυγατέρες της στη συννυφάδα της, την άτεκνη Χρυσούλα, λέγοντάς της: «Αν βρεις κάνα τρόπο να το σκάσεις, όσο θα λείπω, πάρε μαζί σου και τα κορίτσια». Είχε ακούσει από την Αλεξάντρα για τις δύο αποτυχημένες απόπειρες. Τώρα η Κωνσταντίνα, αντικρίζοντας τους αντάρτες στην πόρτα της, ξέσπασε σε δάκρυα και θα προτιμούσε να μην είχε δώσει ποτέ τις θυγατέρες της στη θεια τους. Εκείνες ήταν λεύτερες και θα 'πρεπε να πληρώσει αυτή για τη λύτρωσή τους. Μπουχτισμένος με την αποτυχία του Σωτήρη να προσκομίσει κάτι συγκεκριμένο, ο Κατής αποφάσισε ν' ανακρίνει αυτοπροσώπως τις Ντρουμπογιαννάτισσες. Ο ανακριτής είχε εγκαταστήσει το γραφείο του ακριβώς κάτω από το σταθμό της πολιτοφυλακής, στο σπίτι της Κώσταινας Θανάση, Digitized by 10uk1s

της γιαγιάκας που είχε φέρει στο Νικόλα τη μαρμελάδα πριν από την απόδραση. Αδιόρθωτη κουτσομπόλα, η Κώσταινα κρυφάκουγε κοντά στην πόρτα του Κατή, ενώ εκείνος ανέκρινε κρατουμένους και μετά διηγιότανε στις γειτόνισσες πολλές λεπτομέρειες από τα όσα διαμείβονταν. Τώρα, όταν είδε να φέρνουν την Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη κλαμένη, τη χτύπησε στο μπράτσο με συμπόνια και της ψιθύρισε: «Ό,τι ξέρεις, καλή μου, πες το για τ' όνομα του Θεού κι αυτό μπορεί να σε σώσει!». Η Κωνσταντίνα κατένεψε με δάκρυα. Καταλάβαινε πως δεν ήταν πολύ ξύπνια κι έτρεμε μήπως την τσακώσουν σε κανένα πλεμάτι από ψέματα. Αποφάσισε να συνεργαστεί με τους αντάρτες και να τους μαρτυρήσει όσα γνώριζε, παραλείποντας, φυσικά, το γεγονός πως αυτή είχε παρακαλέσει τη Χρυσούλα να πάρει τις θυγατέρες της στην άλλη μεριά. Στο κάτω κάτω, τη μέρα του φευγιού αυτή ήταν στα σταροχώραφα και κανένας δεν μπορούσε να επαναλάβει ό,τι είχε πει, εκτός από τη Χρυσούλα, που τώρα δεν μπορούσαν να την πιάσουν οι αντάρτες. Λίγες ώρες αργότερα ο Κατής έστειλε και κάλεσε κατεπειγόντως το Σωτήρη και ο άλφα δύο σχεδόν κουτρουβάλησε το μονοπάτι ως το γραφείο του ανακριτή. Κατεβαίνοντας διασταυρώθηκε με τις δύο Ντρουμπογιαννάτισσες, που δαρμένες και κλαμένες, τις ανέβαζαν για το κρατητήριο. Οι δεσμοφύλακες του είπαν πως ο Κατής τις ήθελε κλεισμένες στα πάνω δωμάτια, σε απομόνωση από τους άλλους κρατούμενους. Ο Σωτήρης βλαστήμησε από μέσα του. Αν ο Κατής είχε καταφέρει να ξετρυπώσει κάτι που είχε ξεφύγει από τους χαφιέδες του, τότε θα 'χε μεγάλους μπελάδες. Σκούντηξε περνώντας τη στριφογυριζόμενη Κώσταινα Θανάση και μπήκε στο γραφείο του γερακόμορφου Κατή, που καθόταν μπεγλερίζοντας ένα κομπολόι με χάντρες από όνυχα, πίσω από το τραπέζι, εμφανώς βυθισμένος σε συλλογή. Ύστερα τα μάτια του ανακριτή καρφώθηκαν στο Σωτήρη με κάποια αναλαμπή ικανοποίησης και η μελωδική φωνή του είπε: «Θέλω να φέρεις όσο πιο γρήγορα μπορείς την κόρη της Αλεξάντρας Ντρουμπογιάννη, που βρίσκεται με το λόχο της στο Σκητάρι». «Εννοείτε τη Μηλιά;» απάντησε ο Σωτήρης, παραζαλισμένος. «Μα τι μπορεί να ξέρει για την απόδραση; Είναι μόλις δεκαοχτώ χρονών και μια από τις πιο πιστές ανταρτίνες που έχουμε. Βρισκόταν στο Σκητάρι τη μέρα που το 'σκασαν». Ο Κατής άφησε ένα χαμόγελο, που έκανε το πετσί του Σωτήρη ν' ανατριχιάσει. «Φαίνεται πως προηγουμένως έγιναν δύο απόπειρες απόδρασης, προτού πετύχουν να το σκάσουν οι προδότες», ανάγγειλε. «Δύο φορές ξεκίνησαν μπροστά στη μύτη σας και γύρισαν πίσω και σεις δεν το πήρατε χαμπάρι!». Σταμάτησε βαρυσήμαντα «Και η Αμερικάνα ήτανε μαζί τους! Αυτή τα οργάνωσε όλα. Αν μπορέσουμε να βρούμε πειστικούς μάρτυρες να τα καταθέσουν αυτά δημόσια, έχουμε αρκετά στοιχεία για να κρεμάσουμε και δαύτη κι όσους σχετίζονταν μαζί της».

Ήταν αρχές Αυγούστου, στη δεκαπενθήμερη νηστεία πριν από τη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όταν μια γειτόνισσα, η Ευγενία Πέτση, φώναξε την Ελένη από το μπαξέ με τις κουκιές στον εγκαταλειμμένο μύλο όπου έμενε η Ευγενία με τη θυγατέρα της. «Μόλις έψησα τη σκωταριά από μια γίδα», είπε, προσπαθώντας να φτιάξει κομμάτι το κέφι της Ελένης, που είχε αδυνατίσει σαν βέργα, με κόκκινες λακκούβες κάτω από τα μάτια της. «Έλα, κάθισε να τσιμπήσεις μαζί μας». Η Ελένη την ευχαρίστησε και κούνησε το κεφάλι. «Νηστεύω», είπε, «Παναγιά μου, βοήθησέ με». Η Ευγενία, γυναίκα με μητρική στοργή για όλους και μ' ένα πρόσωπο σαν κόκκινο μήλο, άρχισε να τη μαλώνει: «Παράτα τις νηστείες! είπε. «Πρέπει να ζήσεις. Το χρωστάς στη Γλυκερία να κρατηθείς ώσπου να γυρίσει από το θέρο». Η Ελένη κάθισε κουρασμένη και κατένεψε. «Θα γυρίσω στο σπίτι και θα πιω ένα γάλα», Digitized by 10uk1s

συμφώνησε. «Η Παναγιά θα μου το συχωρέσει, αλλά κρέας δεν τρώω». Πριν από το ηλιοβασίλεμα, η Ελένη ήταν ξανά στην πόρτα της Ευγενίας Πέτση. Το πρόσωπό της σαν θειάφι. «Είναι τρεις αντάρτες στο σπίτι μου και περιμένουν να με πάρουν στην πολιτοφυλακή», είπε με κομμένη ανάσα. Κοίταξε την Ευγενία ικετευτικά. «Αν δε γυρίσω, φρόντισε τα ζωντανά μου και στέλνε μου πότε πότε λίγο γάλα με την κόρη σου», την παρακάλεσε. Σταμάτησε μια στιγμή, ύστερα έπιασε τα χέρια της Ευγενίας. «Αν γυρίσει η Γλυκερία και δεν είμαι εδώ, κοίταξε την εσύ, σε παρακαλώ!». Προτού της αποκριθεί η εμβρόντητη γειτόνισσα, η Ελένη είχε φύγει.

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 15 Ολόκληρο το μακρόσυρτο καλοκαίρι του 1948, επαναστατικά και κυβερνητικά στρατεύματα έμειναν καθηλωμένα στη μάχη για τον έλεγχο της οροσειράς του Γράμμου, του κύριου φρουρίου των επαναστατών. Στα τέλη Ιουλίου, οι δυνάμεις των εθνικοφρόνων σφυροκοπούσαν την κεντρική πύλη του Γράμμου, το ορθόστητο βουνό Κλέφτης, ένα φυσικό εμπόδιο πάνω από 2.000 μέτρα ύψος που έφραζε τη δυτική πρόσβαση στο Γράμμο. Όσο οι αντάρτες κρατούσαν τον Κλέφτη, το κάστρο τους δεν έπεφτε. Οι κυβερνητικές δυνάμεις έριξαν ό,τι διέθεταν στις βαλλόμενες πλαγιές του Κλέφτη, πολεμώντας για κάθε βράχο με όπλα, χειροβομβίδες και λόγχες. Στις 26 Ιουλίου, την αυγή, κατάφεραν να καταλάβουν την κορυφή, για να υποχωρήσουν δυο ώρες αργότερα διακόσια μέτρα χαμηλότερα ύστερα από παράτολμη αντεπίθεση των ανταρτών. Και οι δύο πλευρές επιδείξανε ασύλληπτο θάρρος. Οι αντάρτες, κι ανάμεσά τους πολλές κοπέλες και ανήλικα παλικάρια, πολέμησαν με ηρωική αποφασιστικότητα, πιστεύοντας ότι δίνουν τη ζωή τους σαν τελική θυσία πριν από τη νίκη. Δεν υπήρχε δυνατότητα να ταφούν οι νεκροί στους βαλλόμενους γκρεμούς και γρήγορα η βρώμα από τα πτώματα που σάπιζαν κάτω από τον καυτό ήλιο έγινε αφόρητη. Οι Έλληνες στρατηγοί ήταν αποφασισμένοι να καταλάβουν τον Κλέφτη πάση θυσία. «Ούτε πενήντα εκατοστά σύμπτυξη!» διέταξε ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος, που διηύθυνε την επίθεση των κυβερνητικών, τους διοικητές του στο πεδίο της μάχης όταν του πρότειναν προσωρινή υποχώρηση. «Ο Κλέφτης θα καταληφθεί, έστω και εάν πρόκειται να περάσει όλο το Α' Σώμα Στρατού από εκεί». Την τελευταία μέρα του Ιουλίου οι κυβερνητικές δυνάμεις βομβάρδισαν την κορυφή του βουνού με 20.000 οβίδες προπαρασκευάζοντας την τελική έφοδο, ενώ στα μετόπισθεν, ο βασιλιάς Παύλος, η βασίλισσα Φρειδερίκη και ο αρχηγός της Αμερικανικής Αποστολής στρατηγός Τζέιμς Βαν Φλητ επισκέπτονταν τα στρατεύματα για να τα εμψυχώσουν. Στις 4.30 π.μ. της 1ης Αυγούστου, το 583 Τάγμα κατόρθωσε να καταλάβει την κορυφή του Κλέφτη με αιφνιδιαστική έφοδο. Οι πρώτες ομάδες του Τάγματος πήδησαν μέσα στα χαρακώματα των ανταρτών και τους νίκησαν σε μάχη σώμα με σώμα. Η πύλη του Γράμμου είχε πέσει. Μέσα σε μια βδομάδα τα κυβερνητικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τις περισσότερες θέσεις των ανταρτών στο Γράμμο. Αλλά οι επαναστάτες εξακολουθούσαν ν' αντιστέκονται λυσσωδώς πεθαίνοντας για να υπερασπίσουν κάθε σπιθαμή. Τόσο αποφασιστική άμυνα στοίχισε ακριβά και στις δύο πλευρές, αλλά οι αντάρτες δεν μπορούσαν να το αντέξουν αυτό γιατί δεν είχαν τρόπο να αναπληρώσουν τις απώλειές τους. Εν τούτοις, ο αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Νίκος Ζαχαριάδης, επέμενε να πολεμήσουν μέχρι θανάτου παρά τις έντονες αντιρρήσεις του αρχιστρατήγου του, στρατηγού Μάρκου Βαφειάδη. Γιατί ήταν υποχρεωμένοι οι αντάρτες να αντιστέκονται και να σκοτώνονται σωρηδόν για να κρατήσουν θέσεις που δεν μπορούσαν να κρατηθούν; ρωτούσε ο Μάρκος. Γιατί δεν επιστρέφανε στην τακτική που τους είχε προσπορίσει τόσες επιτυχίες στην αρχή της επανάστασης — στις αιφνιδιαστικές επιθέσεις και την αποχώρηση; Αλλά ο Ζαχαριάδης ήταν αλύγιστος. Αν η στρατηγική του δεν πετύχαινε να κρατήσει το Γράμμο και να απωθήσει τον εχθρό, κατηγορούσε, «τούτο συνέβαινε γιατί κακοί κομμουνιστές δεν είχαν κάνει το καθήκον τους». Ακούγοντας τα λόγια του, η κομμουνιστική ηγεσία στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές άρχισε να αναζητεί στις τάξεις της τους αποδιοπομπαίους τράγους για να τους φορτώσει την αποτυχία.

Digitized by 10uk1s

Καρπολόγημα Ο Αύγουστος φέρνει τη συγκομιδή και τη γιορτή της Παναγίας στις δεκαπέντε. Η μεγάλη αφθονία από σταφύλια, σύκα, πεπόνια, τομάτες, καλαμπόκι και καρύδια επιτρέπει στους θεοσεβούμενους ν' απαρνιούνται σχετικά εύκολα το κρέας και τα γαλακτερά τις δύο βδομάδες της νηστείας που προηγείται από τη γιορτή της Θεοτόκου. «Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές το χρόνο!» λένε οι χωριάτες καθώς μαζεύουν τις σοδειές από τα χωράφια και τ' αμπέλια. Η γιορτή της Παναγίας είναι ήμερα θαυμάτων. Απ' όλα τα μέρη της Ελλάδας οι κουτσοί, οι στραβοί και οι ετοιμοθάνατοι συρρέουν στην Τήνο ελπίζοντας να τους γειάνει η ξακουστή Εικόνα, που λιτανεύεται περνώντας πάνω από τα ξαπλωμένα στους δρόμους κορμιά των χιλιάδων αρρώστων. Προσκυνητές που έχουν κάνει τάμα στην Παναγία στη διάρκεια όλου του χρόνου το εκπληρώνουν στη Γιορτή της· κάθε Δεκαπενταύγουστο βλέπει κανείς στην Τήνο εκατοντάδες γυναίκες να βαδίζουν ξυπόλυτες όλο το δρόμο από το λιμάνι ως τη σκάλα της μεγάλης εκκλησίας — τα μαλλιά τους λυμένα και ξέσκεπα, τα χέρια τους σταυρωμένα πάνω στα στήθια τους. Μερικές απ' αυτές κάνουν τη διαδρομή σερνάμενες στα γόνατα. Στο Λια, η Ελένη ήταν αποφασισμένη να τηρήσει τη νηστεία, ελπίζοντας στο θαύμα της Παναγίας: στη σωτηρία της. Αλλά όταν είδε τους τρεις αντάρτες να φτάνουν στην αυλόθυρά της για να την πάνε πίσω στη φυλακή, δεν ξαφνιάστηκε. Βδομάδες τώρα το ένιωθε πως τα αόρατα σίδερα που την κρατούσαν φυλακισμένη στο χωριό τελικά θα γίνονταν αληθινά. Η είδηση για τη σύλληψη της Ελένης απλώθηκε σ' όλο το χωριό όπως φωτιά στο ξερό χορτάρι και τελικά έφτασε στην Αλέξω στην απόμακρη νότια άκρη, ρίχνοντάς τη σε βαθιά κατάθλιψη. Η θυγατέρα της η Νίκη, θυμάται πως, νωρίς το άλλο απόγεμα, η Αλέξω πήγε στη βρύση να γεμίσει μια μεγάλη βαρέλα με νερό, φορτίο βαρύ για μια γυναίκα πενήντα έξι χρονών, και όταν την έφερε πίσω, κάθισε αμίλητη πλάι στην πόρτα όσο φώτιζε ακόμα, τόσο άκεφη που ό,τι και να της έλεγε το κορίτσι δεν την ξεκούναγε. Λίγο προτού νυχτώσει έφτασε στην αυλόθυρά τους ένας αντάρτης να πάρει την Αλέξω στην πολιτοφυλακή. Ήταν νέος και λυπήθηκε σαν είδε πως γαντζώθηκε η Νίκη πάνω στη μάνα της κι έκλαιγε. «Μη φοβάσαι», της είπε. «Τη θέλουν μόνο για να της μιλήσουν, κάνα δυο ώρες». Αλλά μάνα και θυγατέρα ήξεραν πως τους έλεγε ψέματα. Καθώς την έπαιρνε ο αντάρτης, η Αλέξω γύρισε πίσω να κοιτάξει την κόρη της που στεκόταν στο κατώφλι και αναστέναξε: «Δε θα ξαναδώ ποτέ το σπίτι μου».

Τις τελευταίες μέρες η πολιτοφυλακή γέμισε τα κρατητήρια με νέους κρατούμενους από το Λια, αρχίζοντας με κείνους που είχε ενοχοποιήσει ο Αντρέας Μιχόπουλος. Η πρώτη που κουβαλήσανε μέσα ήταν η Ντίνα Βενέτη. Η Ντίνα ήταν είκοσι οχτώ χρονών, λυγερή με πεταχτά ζυγωματικά και γραμμένα μαύρα φρύδια — τόση μελαχρινή, εξωτική ομορφιά θα περίμενε κανείς να τη συναντήσει μάλλον σε ηθοποιό της Αθήνας παρά σε μια μαυρομαντιλούσα χωριάτισσα. Η Ντίνα έβοσκε το κοπάδι της φαμελιάς της στον ήλιο του μεσοκαλόκαιρου όταν φτάσανε για να την πιάσουν οι αντάρτες κάποιο ήσυχο απόγεμα, βαρύ από τη μοσκοβολιά των φρούτων και των σπασμένων κλαδιών. «Τι θα με κάνετε;» τους ρώτησε καθώς την οδηγούσαν στο σταθμό της πολιτοφυλακής. «Θα σε σφάξουμε για να βρέξει», κακάνισε κάποιος. Αλλά απ' όλους εκείνους που φυλακίστηκαν στο κατώι του Γκατζογιάννη, η Ντίνα Βενέτη είναι από τους ελάχιστους που γλίτωσαν για να περιγράψουν τη μεταχείριση των κρατουμένων το καλοκαίρι του 1948. Κάθε χωριανό που τον έφερναν στο σταθμό της πολιτοφυλακής τον κρατούσαν σε απομόνωση σ' ένα από τα πάνω δωμάτια, και τον άφηναν ν' αναρωτιέται τι εγκλήματα τον υποπτεύονταν πως είχε διαπράξει. Ύστερα από μερικές μέρες αγωνίας, έβγαζαν τον κρατούμενο πίσω από το σπίτι, τον Digitized by 10uk1s

έδερναν και τον ανέκριναν στο περιβόλι. Τελικά έριχναν τον κρατούμενο στο ρυπαρό υπόγειο κρατητήριο, όπου κάθε μέρα ο συνωστισμός μεγάλωνε. Η Ντίνα Βενέτη που τα τρία μικρά παιδιά της απόμειναν έρημα να τριγυρίζουν στη γειτονιά ζητιανεύοντας φαΐ σαν αδέσποτα σκυλάκια, έμεινε στην απομόνωση δυο μέρες προτού την κατεβάσουν πίσω από το σπίτι σε μια γωνιά με πρίνους, περνώντας τη πάνω από το γεμάτο τάφους μαλακό χώμα όπου την έπνιξε η μπόχα από τα πτώματα που έλιωναν. Κατηγορούσαν τη νέα πως σχεδίαζε να φύγει για να συναντήσει τον άντρα της, που υπηρετούσε στον κυβερνητικό στρατό. Ενώ ο Σωτήρης την ανέκρινε, κάμποσοι πολιτοφύλακες την κρατούσαν και τη χτυπούσαν με λυγερές βέργες από κρανιά. Το πρώτο χτύπημα της ξέσκισε το χέρι και της έσπασε ένα νύχι. Κάθε χτύπημα της βέργας της έκοβε το δέρμα, αφήνοντάς της ένα γαϊτάνι από αίμα. Η Ντίνα Βενέτη έδειξε αποκοτιά αναπάντεχη σε γυναίκα που φαινόταν τόσο μη μου άπτου. Αντί ν' αρνηθεί πως ήθελε να φύγει, είπε: «Ποια γυναίκα δε θέλει να 'ναι με τον άντρα της; Όμως εγώ ποτέ δε σχεδίαζα να φύγω — πως μπορούσα με τρία μικρά παιδιά;». Καθώς συνέχισαν να τη χτυπάνε με τις βέργες, φώναξε: «Εντάξει, δείρτε με! Μου αξίζει γιατί μπορούσα να φύγω και δεν έφυγα! Νόμιζα πως ήσαστε άνθρωποι». Ο Σωτήρης πρόσταξε τους δεσμοφύλακες να φέρουν από το κατώι τον Αντρέα Μιχόπουλο για να τους εξετάσει κατ' αναπαράσταση. Τον είχαν δείρει πολύ χειρότερα από τη Ντίνα και το κεφάλι του κρεμόταν καθώς επαναλάμβανε άτονα την καταγγελία του πως η Ντίνα τον είχε ρωτήσει ποιο μονοπάτι θα 'τανε πιο σίγουρο να πάρει κανείς για να βγει από το χωριό. «Ποιόν θαρρείς πως θα πιστέψουμε», της πέταξε προκλητικά ο Σωτήρης, ενώ οι αστυνομικοί έτοιμοι στο πλάι της κρατούσαν τα ματσούκια, «εσένα που ο άντρας του είναι φασίστας αξιωματικός ή ετούτο τον αντάρτη που είναι δικός μας;». Η Ντίνα κοίταξε τον Αντρέα, το πρόσωπό της συσπάστηκε από την καταφρόνια. «Αυτός είναι ένα σκατό!» είπε. «Κι όλοι στο χωριό το ξέρουν. Εγώ δε λέω μήτε καλημέρα σε τέτοιες λέρες, όχι να του γυρέψω να με ορμηνέψει! Αν ήθελα να φύγω, εκεί που μένω, ξέρω τα μονοπάτια που βγάζουν από το χωριό καλύτερα από τον καθένα». Πήρανε τον Αντρέα και συνέχισαν να χτυπούν την Ντίνα, ώσπου το κορμί της γέμισε βιτσιές, ύστερα τη σβαρνίσανε στην αυλή. Ο Χρήστος Ζέλτας, διοικητής της πολιτοφυλακής, της έδωσε μια κλωτσιά που την τίναξε μέσα στο κατώι. Κάθε μέρα όλο και περισσότεροι δαρμένοι κρατούμενοι έπεφταν με κλωτσιές στο κρατητήριο, ενώ ο Αντρέας Μιχόπουλος ζάρωνε πίσω από την πόρτα, αποφεύγοντας τα μάτια εκείνων που είχε ενοχοποιήσει. Λίγο μετά που φέρανε το θείο του νεαρού αντάρτη, το Σπύρο Μιχόπουλο και το βαγενά Βασίλη Νίκου, πέταξαν από την πόρτα μέσα στο κατώι και την Αλέξω Γκατζογιάννη. Οι κρατούμενοι έμαθαν πως εκεί ήταν και η Αμερικάνα, αλλά την κρατούσαν απάνω, απομονωμένη από τους υπόλοιπους. Κάποια νέα χωριανή που την κουβαλήσανε κάμποσες φορές γι' ανάκριση, η Αθηνά Νταφλάκη, θυμάται που την έβλεπε καθισμένη σταυροπόδι στο κατώφλι της κουζίνας. Όπως τους άλλους, πήγαν και την Ελένη έξω και την χτύπησαν με βέργες κρανιάς, ενώ ο Σωτήρης φώναζε πως αυτή είχε οργανώσει την απόδραση των παιδιών της και πως ήταν αρχηγός της συνωμοσίας. Παρά τις κλωτσιές και τις γροθιές και τις τσουχτερές βιτσιές από τις βέργες στο πετσί της, η Ελένη επέμενε στο παραμύθι της: ο Λουκάς και η μάνα της της είχανε κλέψει τα παιδιά, ενώ εκείνη δούλευε στο θέρο, δεν είχε ιδέα για τη συνωμοσία. Ο Σωτήρης έμενε ασυγκίνητος από τις Digitized by 10uk1s

αρνήσεις της· ήξερε πως ο Κατής της επιφύλασσε μια έκπληξη. Λίγες μέρες μετά τη σύλληψή της οδηγήσανε την Ελένη από το μονοπάτι στο σπίτι της Κώσταινας Θανάση ακριβώς από κάτω, όπου είχε εγκαταστήσει ο Κατής το γραφείο του. Η Τάσαινα Μπαρτζώκη, η παλιά φιλενάδα της και γειτόνισσα, παρακολουθούσε από το παράθυρό της· δεν ξέφευγαν πολλά απ' όσα συμβαίνανε γύρω στο σταθμό της πολιτοφυλακής από τα οξυδερκή μάτια της Τάσαινας.

Και η Κώσταινα Θανάση τρόμαξε σαν είδε να φέρνουν στο σπίτι της την παλιά της γειτόνισσα, δεμένη και μωλωπισμένη. Παθολογικά περίεργη, φρόντισε να κρυφακούσει όσα ειπώθηκαν ανάμεσα στον ανακριτή και την Ελένη και αργότερα ανιστόρησε την αναμέτρησή τους σε άλλες γειτόνισσες. Ο Κατής περιεργάστηκε την Ελένη σαν συλλέκτης που εξετάζει το πιο σπάνιο είδος και κατόπιν, με υπερβολική ευγένεια, της έδειξε να καθίσει. Η Ελένη περίμενε κι άλλο ξυλοδαρμό. Κοίταξε αυτόν τον αβρό άνθρωπο με τη μεγάλη μύτη και τα μικρά κοντυλένια αυτιά και την κυρίεψε τρόμος. Τον θυμήθηκε να διευθύνει τη δίκη αιχμάλωτου φαντάρου μετά την Επιχείρηση Πέργαμος. «Αμερικάνα», άρχισε ο Κατής με την ηχηρή φωνή του, «εσύ σχεδίασες την απόδραση των παιδιών σου από το χωριό». «Δεν είναι αλήθεια, σας το 'πα και σας το ξανάπα», αποκρίθηκε η Ελένη. «Δεν ήξερα τίποτα για την απόδραση. Δούλευα στα σταροχώραφα». Ο Κατής συνέχισε μαλακά: «Εσύ τα σχεδίασες όλα σε συνεργασία με τον προδότη Λουκά Ζιάρα, μίλησες και σε άλλες χωριανές ν' αποδράσουν κι εκείνες Τι έχεις να πεις γι' αυτά;» Η Ελένη τον κοίταξε απόκοτα. Τώρα πατούσε σε στέρεο έδαφος. Είχε προσέξει σχολαστικά να μην της ξεφύγει η παραμικρή νύξη, όχι να πει σε οποιαδήποτε να πάει μαζί τους. Στη μόνη που είχε ανοίξει την καρδιά της ήταν η Αλέξω και η Αλέξω δε θα την πρόδωνε ποτέ. «Είναι πέρα για πέρα ψέμα», είπε. Ο Κατής σήκωσε το ένα φρύδι. «Και αν σου πω πως ανάμεσα στις γυναίκες που παρακίνησες να διώξουν τα παιδιά τους ήταν η Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη;». Η Ελένη πετάρισε τα βλέφαρά της κατάπληχτη. Είχε μάθει πολύ μετά το φευγιό πως ανάμεσα σε κείνους που το 'σκασαν ήταν οι δύο θυγατέρες της Κωνσταντίνας και η θεια τους η Χρυσούλα, ενώ η Κωνσταντίνα δούλευε μαζί με την Ελένη στο θέρο. Η είδηση την είχε ξαφνιάσει ύστερα από το τσάταλο που είχε δώσει στο Λουκά επειδή είχε συμπεριλάβει την Αλεξάντρα Ντρουμπογιάννη και τις δύο θυγατέρες της στην προηγούμενη απόπειρα. Πώς τρεις άλλες Ντρουμπογιαννάτισσες και οι Μητραίοι έφτασαν να βρεθούν στην πετυχημένη τρίτη, της ήταν μυστήριο. Το μυαλό της δούλευε γοργά. Αν έκανε ο Λουκάς όπως του είχε πει και κρατούσε την απόδραση μυστική ανάμεσα στις δύο φαμελιές! Ο Κατής την έβγαλε από τη συλλογή της. «Λοιπόν, απάντησέ μου! Εσύ έπεισες την Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη να διώξει τις κόρες της, ναι η όχι;». «Βέβαια όχι! Είναι μεγάλο ψέμα». Digitized by 10uk1s

«Τ' ορκίζεσαι αυτό;». Η Ελένη κοίταξε κατευθείαν μέσα στα περιπαιχτικά του μάτια. «Ναι». Ο Κατής σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Μίλησε σ' έναν αντάρτη που στεκόταν απ' έξω. «Ανέβα στο σπίτι της Αμερικάνας και φέρε μου αμέσως το εικόνισμα που κρέμεται στην καλή κάμαρη». Η Τάσαινα Μπαρτζώκη, που παρακολουθούσε ακόμα το μονοπάτι από το παράθυρο της κουζίνας της, ξαφνιάστηκε βλέποντας τον αντάρτη να κατεβαίνει με το εικόνισμα του Γκατζογιάννη παραμάσχαλα. Ο Κατής στάθηκε μπροστά στην Ελένη σαν παπάς, κρατώντας το ξύλινο εικόνισμα της Παναγίας με το βρέφος, τα κεφάλια τους ήταν τριγυρισμένα από σφυρήλατο χρυσάφι. Ήταν το εικόνισμα που μπροστά του σταυροκοπιόταν η Ελένη κάθε μέρα αφότου είχε παντρευτεί, ωσότου την πέταξαν έξω από το σπίτι της. Τώρα κοιτούσε το γλυκό πρόσωπο της Θεοτόκου και προσευχόταν να της δώσει φώτιση. «Ορκίζεσαι ότι ποτέ δεν είπες στην Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη να στείλει τις κόρες της μαζί με τα παιδιά σου στους φασίστες»; Η Ελένη έβαλε το χέρι της πάνω στην εικόνα της Παναγίας κι ένιωσε να τη διαπερνάει ένας φόβος. «Τ' ορκίζομαι στη ζωή μου». «Ορκίσου στη ζωή του γιου σου», πρόσταξε ο Κατής. Η Ελένη γύρισε να συναντήσει τα μάτια του, χωρίς να κουνήσει το χέρι της από το εικόνισμα. «Τ' ορκίζομαι στη ζωή του γιου μου του Νικόλα». Προφέροντας τ' όνομα του άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυά της και κάθισε απότομα, ζάρωσε στην καρέκλα, νιώθοντας το ψυχρό κενό στο στήθος της και τον πόνο από τις βιτσιές. Ο Κατής άφησε το εικόνισμα πάνω στο γραφείο του και βημάτισε ως την άλλη πόρτα της μικρής κάμαρης. Την άνοιξε και πέταξε απότομα! «Εντάξει, έλα εδώ». Η Ελένη θωρούσε καθώς η Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη προχώρησε δισταχτικά μέσα στο δωμάτιο. Η Κωνσταντίνα ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα μερικά χρόνια μεγαλύτερη από την Ελένη, το απλοϊκό, στρογγυλό της πρόσωπο ήταν τσαλακωμένο από τις ζάρες του χαμόγελου, ωστόσο τώρα δε χαμογελούσε. Έριξε μια φοβισμένη ματιά στην Ελένη, ύστερα γύρισε πέρα το βλέμμα. Η Ελένη εξακολουθούσε να τη θωρεί με περιέργεια. Αυτή και η Κωνσταντίνα δούλευαν μαζί στα σταροχώραφα τη μέρα του φευγιού, όμως δεν είχαν αλλάξει λέξη. Η Ελένη δεν είχε υποψιαστεί ποτέ πως ετούτη ήξερε για το φευγιό ή πως και οι θυγατέρες της θα το σκάζανε. Κοίταζε επίμονα για να δει μήπως είχανε δείρει την Κωνσταντίνα. Δεν είχε σημάδια από τις κοψιές της κρανιάς, όμως το πρόσωπό της ήταν μωλωπισμένο, τα μαλλιά της ανάκατα κάτω από το μαντίλι Ο Κατής έδειξε μια καρέκλα, που η Κωνσταντίνα την πήρε, αποφεύγοντας ν' αντικρίσει την Ελένη. «Κοίτα την Αμερικάνα», πρόσταξε ο Κατής. Η Κωνσταντίνα το έκανε απρόθυμα. Ο Κατής απευθύνθηκε στην Ελένη: «Σε ρωτάω για τελευταία φορά: Γνώριζες για την απόδραση των παιδιών σου και την κουβέντιασες με άλλες χωριανές;».

Digitized by 10uk1s

Η Ελένη κάθισε με τα χέρια στην ποδιά της. Το εικόνισμα της Παναγίας ήταν πάνω στο γραφείο μπροστά στον Κατή. Θυμήθηκε την προειδοποίηση του νεαρού δεσμοφύλακα πως έπρεπε να επιμείνει σε όσα είχε πει μήπως και καταφέρει να γλιτώσει. «Δεν ήξερα τίποτα για την απόδραση των παιδιών μου» είπε κοιτώντας τον Κατή στα μάτια. «Δεν είπα σε καμιά χωριανή να διώξει τα παιδιά της». Άκουσε ένα πνιγμένο αχό από την Κωνσταντίνα και γύρισε καταπάνω της. Για πρώτη φορά εκείνη της ανταπόδωσε το βλέμμα. «Αχ, Ελένη», αναστέναξε. «Τώρα την πάτησες!». Ο Κατής σηκώθηκε και σίμωσε την Ελένη. «Πάψε να λες ψέματα, Αμερικάνα», είπε με φωνή που θα γέμιζε μητροπολιτικό ναό. «Ξέρουμε τα πάντα, και όσο ψεύδεσαι τόσο πιο βαθύ σκάβεις το λάκκο σου». Γύρισε στην Κωνσταντίνα και άρχισε να της πετάει ερωτήσεις: «Δυο φορές δεν προσπάθησαν η Αμερικάνα και οι δικοί της να φύγουν προτού το καταφέρουν στο τέλος;». «Ναι», μάσησε η Κωνσταντίνα, κοιτώντας το πάτωμα. «Την πρώτη φορά δε γύρισαν πίσω επειδή το μωρό του Λουκά έκλαιγε;». «Ναι». «Και δε γύρισαν πίσω τη δεύτερη φορά επειδή είχε καταχνιά;». Η Κωνσταντίνα δεν είπε τίποτα, όμως έσκυψε το κεφάλι. Η Ελένη τη θωρούσε, ξυλιασμένη από το ξάφνιασμα. Ήξεραν για τις δύο πρώτες προσπάθειες! Αν είχαν αποδείξεις, τότε ήτανε χαμένη. Αλλά πως μπορούσε να τους τα 'πε η Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη; Μήτε την πρώτη μήτε τη δεύτερη φορά ήτανε μαζί. Θα πρέπει να έμαθε τις λεπτομέρειες από το κουτσομπολιό του χωριού. Αν έλεγε πως ήτανε μαζί, τότε θα ενοχοποιούσε τον εαυτό της. Η Ελένη στηλώθηκε στην καρέκλα. Θα έβγαζε ψεύτικα τα λόγια της Κωνσταντίνος, η Κωνσταντίνα επαναλάμβανε απλώς όσα είχε ακούσει να λέγονται. Την κοίταζε κατάματα έτσι που καθόταν ζαρωμένη στην καρέκλα της. «Γιατί προσπαθείς να με θάψεις;» τη ρώτησε η Ελένη. Η κάθε της λέξη πεντακάθαρη όπως τα χτυπήματα καμπάνας. «Δεν τους τα είπα εγώ, Ελένη!» ξέσπασε η Κωνσταντίνα, τα μάτια της πλημμύρισαν. «Τα ήξεραν όλα, ως το παραμικρό!». Συγκρατήθηκε και χαμήλωσε τη φωνή. «Κάποιος άλλος τους τα 'πε, Ελένη. Δεν ήταν δικό μου λάθος!». Η Ελένη γύρισε στον Κατή, τα μάγουλα της έκαιγαν. «Ποτέ δεν είπα σε τούτη εδώ το παραμικρό για κανένα φευγιό», του είπε. «Αν λέει πως της είπα, λέει ψέματα για να γλιτώσει. Ορκίστηκα στο εικόνισμα της Παναγίας και στη ζωή του γιου μου». Ο Κατής χαμογέλασε, προφανώς ευχαριστημένος με την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα. Η Κωνσταντίνα σφούγγισε τα μάτια της με την άκρια της φούστας της. Ο Κατής σηκώθηκε κι άνοιξε την πόρτα. «Πηγαίνετε την Αμερικάνα στην πολιτοφυλακή», είπε στους δεσμοφύλακες που περίμεναν απ' έξω. «Νομίζω πως είναι έτοιμη να μας πει την αλήθεια». Ενώ οδηγούσαν την Ελένη πίσω στο σπίτι της, το κεφάλι της βούιζε από την προσπάθεια να καταλάβει πως την είχανε προδώσει. Ένιωθε το κουτσομπολιό του χωριού να την περισφίγγει σαν δίχτυ, η απειλή του καιροφυλακτούσε κοντά της σαν χαφιές κολλημένος στους τοίχους. Ποιος Digitized by 10uk1s

μπορεί να τους είπε για τις δύο απόπειρες φυγής; Σίγουρα όχι η Αλέξω ή η Μαριάνθη, που θα χαντάκωναν την υπεράσπισή τους αν παραδέχονταν πως τις ήξεραν. Η Κωνσταντίνα θα πρέπει να έμαθε για τις δύο αποτυχημένες απόπειρες από τη συννυφάδα της την Αλεξάντρα, που είχε έρθει στη δεύτερη, όμως η Αλεξάντρα δε θα 'κόβε ποτέ το λαιμό της επιβεβαιώνοντας την ιστορία αυτή στους αντάρτες. Κι όσο δεν είχαν αυτόπτη μάρτυρα να καταθέσει, έλεγε η Ελένη μέσα της, δεν μπορούσαν ν' αποδείξουν πως είχε ανακατωθεί κι αυτή. Ανηφόριζε με δυσκολία το μονοπάτι, δίχως να προσέχει τις άσπρες πεταλούδες που σύννεφα στριφογύριζαν ανάμεσα στις κίτρινες αφάνες. Σιωπηλά προσευχόταν στην Παναγία να είχε δίκιο ο νεαρός δεσμοφύλακας· αν επέμενε σε όσα τους είχε πει, ίσως μπορούσε ακόμα να γλιτώσει. Καθώς διάβαινε του σπιτιού της την αυλόπορτα με τα μπρούντζινα χερούλια, η Ελένη σήκωσε τα μάτια. Κάποια με στολή ανταρτίνας έβγαινε από την πόρτα. Το κορμί της ήτανε κοντόχοντρο, τα μαλλιά της κουρεμένα σε μια μαύρη φράντζα. Ήταν η Μηλιά Ντρουμπογιάννη, μια από τις πιο θορυβώδεις νεοφώτιστες του αγώνα. Η Ελένη θυμήθηκε τη Μηλιά να κραυγάζει με το χωνί προτού ξεκινήσει για τη μάχη. «Λαέ του Λια, ο Δημοκρατικός Στρατός έδωσε σκοπό στη ζωή μου! Δεν έχω πια μάνα, πατέρα και αδερφάδες: φαμελιά μου είναι ο Δημοκρατικός Στρατός!». Ωστόσο, στην πραγματικότητα η Μηλιά είχε μια μάνα: την Αλεξάντρα Ντρουμπογιάννη, που εκείνη τη στιγμή ήταν φυλακισμένη στο κρατητήριο. Άξαφνα η Ελένη κατάλαβε ποιος γνώριζε τις δύο πρώτες απόπειρες φυγής και θα ήταν πρόθυμος — θα φλεγόταν-να τις καταγγείλει στην πολιτοφυλακή. Καθώς το μικροσκοπικό πιθηκίσιο σουλούπι της Μηλιάς πέρασε πλάι της, με το τουφέκι κρεμασμένο στον ώμο, τα μάτια τους συναντήθηκαν, κι εκείνη τη στιγμή η Ελένη κατάλαβε πως ήτανε χαμένη.

Κλείδωσαν πάλι την Ελένη στην αποθηκούλα με το δάπεδο από γλίνα, πίσω από την κουζίνα, χώρια από τους υπόλοιπους, χώρια από την Αλέξω κι από τη Μαριάνθη, έτσι που να μην μπορέσει να τους πει πόσα ήξερε κιόλας ο Κατής. Ύστερα άρχισαν τα συστηματικά βασανιστήρια, με το σκοπό να της αφανίσουν κάθε ίχνος αντίστασης που της είχε απομείνει. Ο Κατής έδωσε εντολή στο Σωτήρη να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε σωματικό παιδεμό ήταν αναγκαίος για να αποσπάσει από την Αμερικάνα μια ομολογία. Ανάμεσα σε κείνους που στέκονταν σκοποί γύρω από το κρατητήριο της πολιτοφυλακής ήταν κι ένας αντάρτης ονόματι Τάκη Κωστής, είκοσι ενός χρονών, μικρόσωμος, με αρχή πρόωρης φαλάκρας και με το σουβλερό μούτρο κακόβουλου καλικάντζαρου. Θυμάται που είχε παρακολουθήσει ν' ανακρίνουν μια σαραντάρα με ανοιχτά καστανά μαλλιά. «Την έβγαλαν στην πίσω αυλή και την έδερναν», αναθυμάται, «και τελικά τα ομολόγησε όλα». Ενώ ο Σωτήρης πέταγε στην Ελένη καταιγισμό από ερωτήσεις, οι βασανιστές τη βασανίζανε με βάρδιες. Ένας αντάρτης στεκόταν πίσω της, έβαλε το γόνατό του στη μέση της και άρπαξε με το μπράτσο το λαιμό της, πιέζοντας μπροστά με το γόνατο ενώ τραβούσε το κορμί της καταπίσω ώσπου έφτανε να σπάσει η ραχοκοκαλιά. Αν η λαβή του μπράτσου ήταν πολύ σφιχτή γύρω στο λαιμό, η κρατούμενη λιποθυμούσε κι έπρεπε να περιμένουν ώσπου να συνέλθει για να μπορέσουν να ξαναρχίσουν. Ο πόνος ανεβοκατέβαινε στη ραχοκοκαλιά της Ελένης, και το μπράτσο στο λαιμό της έκοβε την ανάσα, δημιουργώντας της αδιάκοπα το αίσθημα πως πνίγεται. Με το κορμί της στρεβλωμένο καταπίσω σε μια γωνία απίθανη, αναζητούσε απεγνωσμένα αέρα όπως το ψάρι και καμιά φορά από τον πόνο ξέρναγε. Λαχταρούσε να λιποθυμήσει, όμως οι αντάρτες πρόσεχαν να της αφήνουν ίσα ίσα τόσο αέρα όσο για να της στερήσουν αυτή την ανακούφιση. Ο ξυλοδαρμός γινόταν στη νοτιοανατολική πλευρά του σπιτιού, εκεί όπου τριγύριζαν την Ελένη ό,τι Digitized by 10uk1s

ήταν κάποτε τα δικά της χωράφια και μποστάνια, φαίνονταν από κει η μουριά που ήταν το καμάρι της φαμελιάς και οι χαράδρες όπου έπαιζαν τα παιδιά της άλλοτε. Τίποτε από αυτά δεν αντιλαμβανόταν, μόνο τις επίμονες φωνές των βασανιστών της πάνω από τον πυρετό του πόνου που ανεβοκατέβαινε αφανίζοντάς την και την ασταμάτητη σιωπηλή κραυγή: «Πότε θα σταματήσει αυτό· πότε θα πεθάνω να γλιτώσω απ' αυτό;» Όταν ο ξυλοδαρμός της ημέρας τέλειωνε, την πετούσαν πάλι μέσα στην αποθηκούλα, πίσω από την κουζίνα. Δεν υπήρχε φως, αλλά η Ελένη, κουκουβισμένη στη γωνιά, δεν καταλάβαινε το σκοτάδι και το θόρυβο από τα ποντίκια. Ξεχνούσε που βρίσκεται, οι αισθήσεις της είχαν εξασθενίσει από τους σουβλερούς πόνους του κορμιού της. Καμιά φορά τα πρόσωπα των παιδιών της αρμένιζαν μπροστά της κι ένιωθε τότε να λιγοστεύει ο πόνος. Πιθανόν να χρειάστηκαν μόνο μερικοί ξυλοδαρμοί για να σπάσει η Ελένη. Η ματιά της Μηλιάς Ντρουμπογιάννη της είχε φανερώσει τη μοίρα της. Ήτανε χαμένη, όμως τα παιδιά της ήταν σώα. Δεν είχε νόημα να εξακολουθεί να υποστηρίζει πως αγνοούσε τη συνωμοσία αν η παραδοχή των κατηγοριών τους σταματούσε τα βασανιστήρια. Τελικά ομολόγησε όλα όσα ήταν αληθινά: Ναι, αυτή είχε σχεδιάσει τη φυγή μαζί με το Λουκά. Ναι, είχαν ξεκινήσει δύο φορές και γύρισαν πίσω. Όμως δε θα παραδεχόταν ποτέ τα ψέματα: ποτέ δεν επιχείρησε να μιλήσει σε κανέναν άλλο για να το σκάσει κι εκείνος. Ο μόνος λόγος που είχε διώξει τα παιδιά της, ξεφυσούσε πνιχτά ανάμεσα στα χτυπήματα, ήταν γιατί δεν είχε αρκετό φαΐ ώστε να μην πεθάνουν. Οι αντάρτες της είχαν πάρει το σπίτι, τους μπαξέδες της και τα πιο πολλά από τα γεννήματα που είχε σοδιάσει. Στην άλλη πλευρά, τα παιδιά της θα λάβαιναν από τον πατέρα τους αρκετά λεφτά για να ζήσουν. Ο Σωτήρης φαινόταν ικανοποιημένος από την ομολογία της. Ετοίμασε ένα έγγραφο όπου απαριθμούσε τα σημεία που είχε ομολογήσει η Ελένη και της βάστηξε την πένα στο παράλυτο χέρι για να το υπογράψει. Ύστερ' από αυτό την άφησαν ήσυχη καταγής στην αποθηκούλα, ενώ τα ποντίκια κριτσανίζανε στη γωνιά.

Εκτός από τη Ντίνα Βενέτη, η Μαριάνθη Σπυροπούλου είναι ο δεύτερος μάρτυρας που γλίτωσε για ν' ανιστορήσει τα όσα έγιναν μέσα στο σταθμό της πολιτοφυλακής και στο υπόγειο κρατητήριο εκείνες τις πρώτες μέρες του Αυγούστου. Όπως και τους υπόλοιπους, την κράτησαν σε απομόνωση για ένα διάστημα αφού την ξαναπιάσανε, κλειδωμένη στην αποθήκη πλάι στην καλή κάμαρη, που τώρα χρησίμευε για γραφείο. Η αποθήκη ήταν ακριβώς πάνω από την είσοδο του κατωγιού και η Μαριάνθη βρήκε στο πάτωμα μια τρύπα από ρόλο, και μέσα από αυτή κοιτούσε τους παστωμένους κρατούμενους στο υπόγειο. Η Μαριάνθη έβλεπε τη Ντίνα Βενέτη ακριβώς κάτω της, σφηνωμένη ανάμεσα σε άλλους καθιστούς κρατούμενους, όλοι είχανε τα χέρια τους δεμένα μπροστά. Η Μαριάνθη σφύριζε στη Ντίνα Βενέτη από την τρύπα στο πάτωμα, ωσότου η μαυρομάτα νέα κοίταξε ψηλά. «Εγώ είμαι, η Μαριάνθη!» ψιθύρισε η κοπέλα. «Μόλις με πιάσανε». Η Ντίνα και η Μαριάνθη ήτανε γειτόνισσες στη νότια άκρια του χωριού. Η Ντίνα ρώτησαν ξαναμμένη: «Είδες τα παιδιά μου;» Η Μαριάνθη αποκρίθηκε πως είχε δει το γιο της Ντίνας το Βαγγέλη στο μονοπάτι και πως της είχε πει: «Η μαμά μου είναι στη φυλακή». Στα λόγια τούτα η Ντίνα έβαλε τα κλάματα. «Γιατί είσαι εδώ;» ψιθύρισε η Μαριάνθη. Digitized by 10uk1s

Η Ντίνα έδειξε τον Αντρέα Μιχόπουλο, που είχε ζαρώσει μισοκρυμμένος πλάι στην πόρτα του κατωγιού. «Γι' αυτόν το χαμένο είμαι δω», σφύριξε η Ντίνα. «Είπε πως τον ρώτησα πως μπορούσα να το σκάσω από το χωριό». Γύρισε στον Αντρέα. «Πώς μπόρεσες να πεις τέτοια ψέματα και να με χαντακώσεις, ν' αφήσεις τα παιδιά μου στο δρόμο;» φώναξε, η φωνή της δυνάμωνε. Ο Αντρέας κουλουριάστηκε πιο πέρα στη γωνιά και μουρμούρισε: «Ωχού, παράτα με! Δε βλέπεις τι μου κάνανε;» Η Ντίνα συγκέντρωσε την προσοχή της ξανά στη Μαριάνθη. «Είμαι 'δω εξαιτίας των μωρών μου», είπε. «Αν δεν ήταν τόσο μικρά, θα είχα κάνει ίσως εκείνο που με κατηγορεί αυτό το σκουλήκι και θα είχα προσπαθήσει να φύγω, αλλά δεν το 'κανα». Στο σημείο αυτό άρχισε να κλαίει πιο δυνατά μ' αναφιλητά, και ο Βασίλης Νίκου, ο λιοψημένος βαγενάς που καθόταν σιμά της, έγνεψε της Μαριάνθης να σωπάσει και να φύγει από την τρύπα. Η Ντίνα Βενέτη πιστεύει πως οι αντάρτες κρυφακούσανε την κουβέντα της με τη Μαριάνθη κι αυτό τους έκανε να πιστέψουν πως οι κατηγορίες του Αντρέα εναντίον της ήτανε ψεύτικες. «Πάντοτε κρυφάκουγαν τι λέγαμε —από την πόρτα, από τα παράθυρα, από την γκλαβανή που κατέβαζε από το γραφείο στο κατώι», λέει. Την ίδια μέρα που της μίλησε η Μαριάνθη, καλέσανε απάνω τη Ντίνα Βενέτη και την ανέκρινε άλλη μια φορά ο Ζέλτας, ο διοικητής της πολιτοφυλακής. Ένιωσε πως ο τρόπος του απέναντί της είχε αλλάξει. «Από τη στιγμή που μίλησα στη Μαριάνθη, ξέρανε πως τους έλεγα την αλήθεια», επιμένει η Ντίνα Βενέτη. «Αυτό μ' έσωσε». Άλλοι στο χωριό διαφωνούν, λέγοντας πως η Ντίνα γλίτωσε επειδή είχε καταθέσει μυστικά εναντίον μερικών από τους συγκροτούμενους στο κατώι. Αν και ήταν μόνο δεκαοχτώ χρονών, η Μαριάνθη Σπυροπούλου, η κοντόχοντρη μεγαλύτερη θυγατέρα του Λουκά, είχε ισχυρότερη θέληση από πολλές μεγάλες γυναίκες. Μολονότι την είχαν στρατολογήσει δια της βίας ανταρτίνα και αργότερα την απολύσανε επειδή την υποπτεύονταν πως δεν είναι πιστή στον αγώνα, είχε μάθει σπουδαία την τέχνη του πολέμου αφήνοντας κατάπληκτους τους εκπαιδευτές της. Η Μαριάνθη είχε κληρονομήσει επίσης το γοργόστροφο και απειθάρχητο μυαλό του πατέρα της, μαζί με το μελαψό του χρώμα. Όταν έδερναν και ανέκριναν τη Μαριάνθη έξω από το κρατητήριο κοντά στους πρίνους, κόλλησε πεισματικά σε ό,τι είχε πει, πως η φαμελιά της την είχε παρατήσει γιατί δεν την αγαπούσανε. Ήτανε προδότες, έλεγε, και αν οι αντάρτες τους είχανε πιάσει στ' αλήθεια και τους σκοτώσανε, τότε καλά τους κάμανε, τους άξιζε. Δε δείλιασε και δεν έκλαψε όταν οι δεσμοφύλακές της τη φοβέρισαν πως θα της δείξουν τα πτώματα των δικών της, παρ' όλο που μέσα της έτρεμε από το φόβο. Υπήρχε μια βαθιά θρησκευτική πτυχή στη Μαριάνθη που φαινόταν αταίριαστη με την αγριάδα της όταν ήταν ανταρτίνα. Αφιέρωνε πάντα περσότερες ώρες στις προσευχές από την πιο ευλαβική βάβω του χωριού, και είναι πεπεισμένη πως αν ζει ακόμη το χρωστάει στη θαυματουργή επέμβαση της Παναγίας. «Σώθηκα», λέει, «γιατί κι αφού οι Γερμανοί κάψανε την Παναγία εγώ έπαιρνα λάδι και πήγαινα στα χαλάσματα και της άναβα τα καντήλια μπροστά στην αγία τράπεζα. Η μάνα μου με ρωτούσε τι είχα κάνει το λάδι κι εγώ της έλεγα πως το 'χα μαγειρέψει για τα παιδιά, μα πάλι το έκλεβα για τα καντήλια της Παναγίας. Γι' αυτό κι Εκείνη μ' έσωσε». Μερικές μέρες μετά τη σύλληψή της, ρίξανε τη Μαριάνθη στο κατώι μαζί με τους άλλους Digitized by 10uk1s

κρατούμενους, εκτός από την Ελένη Γκατζογιάννη. Η περιγραφή της για τις εκεί συνθήκες συμπίπτει με την εξιστόρηση της Ντίνας Βενέτη. Εκείνη την εποχή υπήρχαν είκοσι πέντε με τριάντα κρατούμενοι στο μικρό κατώι, τόσο στριμωγμένοι που έπρεπε να κοιμούνται καθιστοί, ακουμπώντας ο ένας πάνω στον άλλο. Την περίοδο εκείνη όλοι είχανε τα χέρια τους δεμένα, εκτός από την Αλέξω Γκατζογιάννη, ίσως επειδή οι αντάρτες ένιωθαν πως ήτανε πολύ μεγάλη για να επιχειρήσει να δραπετεύσει. «Τι θαυμάσια γυναίκα ήταν!» αναφωνεί η Ντίνα Βενέτη. «Η Αλέξω γυρνούσε από τον ένα στον άλλο και μας έτριβε τα χέρια και μας κουνούσε τα κορμιά για να ξεμουδιάσουν. Ενώ μας περιποιόταν έκλαιγε για τη μεγάλη κόρη της την Αρετή, εκείνη που το 'χε σκάσει. "Αυτό το παιδί μ' αγαπούσε πιο πολύ απ' όλα", έλεγε. "Και τώρα με κατέστρεψε"». Οι κρατούμενοι ήταν βρώμικοι, γεμάτοι ψείρες. Τους πήγαιναν κατά ομάδες στον απόπατο μια ή δυο φορές τη μέρα, αλλά όχι τόσο συχνά ώστε να μπορούνε να κρατηθούν, έτσι η μπόχα στο κατώι ήταν αποπνιχτική. Μια φορά τη μέρα, τους έδιναν σε τσίγκινα πιάτα μια αραιή σούπα, τα περνούσαν από τα σιδερόφραχτα παράθυρα γειτόνισσες που τις είχαν διατάξει να τη μαγειρέψουν. Η Όλγα Βενέτη θυμάται πως κάποια μέρα πέρασε μέσα στο κατώι σαράντα πέντε μερίδες σούπα, όμως ο αριθμός των κρατουμένων αυξομειωνόταν σημαντικά, γιατί άλλους τους έπαιρναν για να τους εκτελέσουν και άλλους τους έφερναν από μακρινά χωριά. Σχεδόν κάθε βράδυ, ο Σωτήρης, ο Ζέλτας και άλλοι πολιτοφύλακες κατέβαιναν στο υπόγειο και ξεχώριζαν κάποιον κρατούμενο που τον κλωτσούσαν και τον χτυπούσαν μπροστά στους υπόλοιπους. Εκείνους που συχνότερα διάλεγαν ήταν ο Σπύρος Μιχόπουλος και ο Βασίλης Νίκου, μολονότι όση ώρα τους έδερναν και οι δύο φώναζαν πως ήτανε αθώοι, απόλυτα πιστοί στους αντάρτες. Όταν έφτανε η μέρα για να εκτελεστεί κάποιος κρατούμενος, τον καλούσαν το βράδυ να βγει από το υπόγειο, τον έπαιρναν απάνω κι από τότε οι άλλοι δεν τον ξανάβλεπαν. Το κροτάλισμα από αυτόματο έδιωχνε συχνά τον ύπνο στο Περιβόλι και η Μαρίνα Κολλιού κρυφοκοιτούσε από το παράθυρό της στη χαυνωτική καλοκαιριάτικη νύχτα, καταγράφοντας στη μνήμη της τη θέση ενός ακόμη τάφου. Μερικοί από τους συγκροτούμενους παραμένουν ζωηροί στη μνήμη της Ντίνας Βενέτη και της Μαριάνθης. Ένας απ' αυτούς ήτανε τρελός, ένας μισοπάλαβος βοσκός που τον είχαν πιάσει γιατί τάχα μετέφερε μηνύματα στον κυβερνητικό στρατό, αν και δεν ήταν σε θέση μήτε να μιλήσει καταληπτά. Όταν οι αντάρτες τον έδερναν και τον κλωτσούσαν, τραύλιζε φρενιασμένα ακαταλαβίστικες αρλούμπες και στις άκριες στο στόμα του τα σάλια έφτιαχναν φουσκάλες και τρέχανε στα βρώμικα ρούχα του. Στο κατώι υπήρχανε παπάδες με γενειάδες, κι ένας γέροντας πατριάρχης με μπαρμπέτες που τον είχανε συλλάβει όταν οι αντάρτες πήγανε να πιάσουν το φαντάρο γιο του σ' ένα χωριό κοντά στον Καλαμά. Παρ' όλο που δεν επιτρεπόταν να μιλάνε συναμεταξύ τους οι κρατούμενοι και τους παρακολουθούσαν συνεχώς δεσμοφύλακες που κρυφοκοιτούσαν από την γκλαβανή στο ταβάνι και από την πόρτα και τα παράθυρα του κατωγιού, εκείνοι κατάφερναν να ψιθυρίζουνε με τους πλαϊνούς τους. Η Ντίνα Βενέτη θυμάται μια λιπόσαρκη νέα από το Γκρίμποβο, «μια τσιλιβήθρα», τη Σοφία Μήτρου. Οι δεσμοφύλακες την πείραζαν ολοένα επειδή τύλιγε το μαντίλι της γύρω στο πρόσωπό της με τον παλαιικό τρόπο, όπως οι θυγατέρες της Ελένης. Τη Σοφία την πιάσανε όταν οι αντάρτες πήγανε στο σπίτι της γυρεύοντας τον πατέρα της, ένα παπά που τον αγαπούσε με τη θυγατρική αφοσίωση Ηλέκτρας. Η Ντίνα ένιωθε ξεχωριστό οίκτο για την κοπέλα, που οι πολιτοφύλακες αποφάσισαν να τη δείρουνε μια νύχτα μπροστά στους άλλους, ρίχνοντάς τη χάμω και κλωτσώντας τη με τα γουρουνοτσάρουχά τους, ωσότου οι υπόλοιποι νόμισαν πως είχε πεθάνει. Digitized by 10uk1s

Αργότερα η Σοφία ζάρωσε πάνω στην Ντίνα και παρηγοριότανε: «Τουλάχιστον ο πατέρας μου ξέφυγε». Κάποια νύχτα η Ντίνα και η Σοφία είδαν παράξενα όνειρα· το πρωί τα διηγήθηκαν η μια της άλλης ψιθυριστά. Η Ντίνα είχε δει πως ύφαινε στον αργαλειό και πέταγε πέρα δώθε τη σαΐτα. Στ' όνειρό της η Σοφία τύλιγε νήμα σ' ένα κουβάρι όμως το νήμα τέλειωσε ενώ το κουβάρι ήταν ακόμα πολύ μικρό. Όσο και να 'ψαξε, δεν κατάφερε να βρει άλλο. Όπως οι περσότερες χωριάτισσες, η Σοφία ήταν άσσος στο ν' ανακαλύπτει τα σημάδια στα όνειρα. «Το δικό σου σημαίνει πως θα σε αφήσουνε λεύτερη», είπε η Σοφία στην Ντίνοι μ' ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Τ' όνειρό μου σημαίνει πως η ζωή μου τέλειωσε». Εκείνη τη νύχτα πήραν τη Σοφία από το κατώι και δεν ξαναγύρισε. Τόσο η Μαριάνθη Σπυροπούλου όσο και η Ντίνα Βενέτη θυμούνται ανεξάλειπτα μια κρατούμενη που τη λέγανε Δέσπω, μια ψηλή, εντυπωσιακά φρέσκια τριαντάρα με σγουρά μαύρα μαλλιά· την είχανε πιάσει κοντά στο χωριό της το Μαυρονόρος που είχε εκκενωθεί, όταν επιχείρησε να γυρίσει κρυφά στο σπίτι της για να πάρει μερικά φαγώσιμα. Στο υπόγειο κρατητήριο η Δέσπω έκλαιγε ολοένα για τα δυο μωρά αγοράκια της. Το ξύλο είχε αρχίσει να επηρεάζει το μυαλό της και ζούσε σ' ένα παραλήρημα φόβου, ανίκανη ν' αντέξει τη σκέψη της σφαίρας που θα τη σκότωνε. Όλη τη νύχτα παραμιλούσε, κλαίγοντας και παζαρεύοντας με το θάνατο. Κάποια νύχτα το χέρι της Δέσπως άγγιξε ένα μακρύ καρφί καρφωμένο σ' ένα από τα ακατέργαστα πάτερα του κατωγιού. Κατάφερε να το ξεκολλήσει, ένα σκουριασμένο σουβλί καμιά δεκαπενταριά πόντους μάκρος. Με μια σπασμωδική κίνηση το 'σφιξε στα δεμένα χέρια της και το 'χωσε βαθιά στην κοιλιά της, κάτω ακριβώς από το πλευρικό τόξο. Η απόπειρα αυτοκτονίας της Δέσπως απέτυχε. Παρά τη βαθιά τρύπα, δεν πέθανε και διατήρησε τις αισθήσεις της, παρακαλώντας τους δεσμοφύλακες να τη βοηθήσουν —ένα επίδεσμο, κάτι που να σταματήσει τον πόνο— εκείνοι όμως τη χλεύαζαν. Τα βογκητά της κρατούσαν ξάγρυπνους τους υπόλοιπους δεσμώτες που σχεδόν ανακουφίστηκαν όταν ένα βράδυ πήραν απάνω τη Δέσπω, μαζί με τον ασπρογένη γέροντα. Μόλις κατάλαβε πως ο ύστατος φόβος της βγαίνει αληθινός, η Δέσπω γέμισε το σπίτι στριγκλιές, που ακούγονταν καθαρά στο κατώι: «Θα με σκοτώσετε! Το ξέρω!» Ύστερα άκουσαν τη σαρδόνια φωνή του Κατή να της αποκρίνεται: «Εμείς να σκοτώσουμε την καλή μας τη Δέσπω, τη χαϊδεμένη μας;» Και πάνω από τ' αναφιλητά της τον άκουσαν να προσθέτει: «Πρέπει να γράψεις αύριο στο στρατηγό Μάρκο και να του ζητήσεις χάρη. Μπορεί να σου δώσει». Ύστερα ακούστηκε περιφρονητική η φωνή του γενειοφόρου γέροντα: «Χάρη!» φρούμαξε. «Χάρη! Εσείς θα με σκοτώσετε, μα δε θα με κοροϊδέψετε!» Αργότερα εκείνη τη νύχτα οι κρατούμενοι άκουσαν τους πυροβολισμούς που έβαλαν τέλος στην αγωνία της Δέσπως.

Όποτε κατέβαινε στο κατώι βράδυ ένας αντάρτης και φώναζε τ' όνομα κάποιου κρατούμενου για να τον πάει απάνω, οι υπόλοιποι άφηναν αθέλητα ένα στεναγμό ανακούφισης. Ας ήτανε δαρμένοι, γεμάτοι ψείρες, πεινασμένοι, βουτηγμένοι στις ίδιες τους τις μαγαρισιές, ανήμποροι να μιλήσουν αψανά ή να κουνήσουν τα χέρια τους, ωστόσο τους είχανε χαρίσει μια μέρα ακόμα. Εκτός από την Αλέξω Γκατζογιάννη, οι άλλοι είχανε γαντζωθεί από την ελπίδα, περίμεναν χάρη, σωτηρία ή κάποιο θαύμα. Η δεκαοχτάχρονη Μαριάνθη Σπυροπούλου είχε την ακράδαντη θρησκευτική της πίστη που τη στήριζε. Την έδερναν συχνά, κάποια φορά την πετάξανε τόσο δυνατά σε μια ξύλινη κασέλα στα πάνω δωμάτια, που ραγίσανε κάμποσα παΐδια της. Τα πέλματα και τα καλάμια της είχανε πρηστεί Digitized by 10uk1s

από το ξύλο τόσο, που δεν της χωρούσαν τα παπούτσια, όμως η πίστη της στο θαύμα ποτέ δεν κλονίστηκε. Και κάποιο βράδυ, λίγο πριν από της Παναγίας, είδε ένα όνειρο. Σε κάθε ελληνικό χωριό υπάρχουνε κάμποσες γυναίκες που θεωρούνται ιδιαιτέρως ευλαβικές, προικισμένες με την ικανότητα να ξορκίζουν το κακό μάτι, να διαβάζουν τα σημάδια και να βλέπουν προμηνύματα κάποιας επικείμενης καταστροφής στον άγιο του οικογενειακού εικονίσματος. Η Μαριάνθη ήταν μια απ' αυτές τις ευλογημένες γυναίκες, και κανένας, προπαντός η ίδια, δεν το έκρινε αλλόκοτο το να της εμφανιστεί η Παναγία. Η Μαριάνθη ονειρεύτηκε πως έκλαιγε, και με το κεφάλι χωμένο στα γόνατά της έλεγε και ξανάλεγε: «Μήτερ του Θεού, σώσον με!» όταν, όπως το διηγιέται η ίδια, «ένιωσα ένα δάκρυ να πέφτει στο μπράτσο μου. Μόλις το κοίταξα, φεγγοβόλησε και γίνηκε άσπρο. Ύστερα, άκουσα μια φωνή να λέει: "Αρκεί! Μου ράγισες την καρδιά με τις προσευχές σου". Σήκωσα το κεφάλι μου και κει στο κατώφλι στεκότανε η Παναγία, ολοζώντανη, λαμποκοπούσε από το φως. "Μη φοβάσαι", μου λέει. Και από κείνη τη στιγμή ήξερα ότι θα σωθώ». Εκείνο το βράδυ φωνάξανε τ' όνομα της Μαριάνθης και την πήραν απάνω ενώ την παρακολουθούσαν με συμπόνια τα βλέμματα των άλλων κρατουμένων. Όταν οι δεσμοφύλακες τη φέρανε στο πάνω πάτωμα, σφίξανε το σκοινί στα χέρια της τόσο, που της σταμάτησε η κυκλοφορία και η κοπέλα ξεφώνισε: «Και Γερμανοί να ήσασταν δε θα με πονούσατε τόσο πολύ! Δεν μπορείτε να το ξεσφίξετε λιγάκι;» Κάποιος από τους δεσμοφύλακες τη συμπόνεσε κι έκανε ό,τι τους γύρεψε. Ύστερα τη σπρώξανε μέσα στην αποθηκούλα πίσω από την κουζίνα, όπου κρατούσαν την Ελένη, αλλά η Ελένη δεν ήταν πια εκεί. Η Μαριάνθη σωριάστηκε στο δωμάτιο μέσα σ' ένα κροτάλισμα από τεντζερέδες και κατσαρόλες, και μόλις τα μάτια της συνήθισαν στο σκοτάδι κατάλαβε πως στη γωνιά ήταν ζαρωμένος ο Αντρέας Μιχόπουλος, και κείνος με τα χέρια δεμένα. Τον είχανε δείρει άγρια· τα μάτια του ήτανε μαύρα και πρησμένα, το μούτρο του ματωμένο, τρομαχτικό. Η Μαριάνθη κάθισε σιωπηλή, καρατάροντας το περίγυρο. Υπήρχε ένα παραθυράκι, ούτε μισό μέτρο, με δύο κατακόρυφα σιδερένια κάγκελα στερεωμένα στο ξύλινο κούφωμα. Τα κάγκελα ήτανε παλιά· όλα τα παράθυρα στο Λια ήταν θωρακισμένα μ' αυτό τον τρόπο, συνήθεια από τις μέρες των ληστάρχων. Στο καμαράκι υπήρχε ένας μεγάλος σωρός από παπούτσια που η Μαριάνθη κατάλαβε πως θα πρέπει να ήταν κρατουμένων που είχαν εκτελεστεί. Μετά το φάλαγγα —το κοινότατο βασανιστήριο όπου σε χτυπάνε στα πέλματα— δεν μπορείς πια να φορέσεις παπούτσια. Με τους ξυλοδαρμούς τα πόδια της Μαριάνθης είχανε πρηστεί όμως κουβαλούσε πάντα μαζί της τα παπούτσια της, χωμένα παραμάσχαλα. Ήταν αποφασισμένη να μην τα χάσει, ακόμα και την τελευταία της ώρα, γιατί ήταν ωραία μαύρα δερμάτινα παπούτσια, σχεδόν καινούρια, που της τα 'χε αγοράσει ο πατέρας της. Η Μαριάνθη κι ο Αντρέας κοιτάζονταν αμίλητοι, σίγουροι κι οι δυο πως τους είχαν ανεβάσει απάνω για να τους εκτελέσουν. Άκουγαν τους δεσμοφύλακες που ανάσαιναν έξω από την πόρτα. Ακούγονταν και άλλοι θόρυβοι —το φρούμασμα των αλόγων που ήταν δεμένα κάτω από το παράθυρο, τα γέλια των ανταρτών που χαρτόπαιζαν σ' ένα πλαϊνό δωμάτιο, και το αδιάκοπο κροτάλισμα από τους τεντζερέδες και τις κατσαρόλες μέσα στην αποθηκούλα. «Δεν ξέρω αν ήτανε ποντίκια ή οι ψυχές των σκοτωμένων», λέει τώρα η Μαριάνθη, «όμως οι τεντζερέδες και τα κατσαρόλια δε σταμάτησαν στιγμή να χτυπούν. Τούτο μας βοήθησε πολύ, γιατί οι φύλακες δεν άκουγαν τι λέγαμε». Η Μαριάνθη έστριψε τα σκοινιά στα χέρια της ωσότου το δέρμα στους καρπούς της φουσκάλιασε, Digitized by 10uk1s

όμως τελικά λευτέρωσε το ένα της χέρι, ύστερα και το άλλο. Έσκυψε στον Αντρέα και του έλυσε τα χέρια. «Θα μας σκοτώσουν», του ψιθύρισε. «Πρέπει να βγούμε από δω!» «Και να πάμε που;» της αποκρίθηκε με δυσπιστία.«Από το ταβάνι; Αν μας πιάσουν θα μας κάνουν χειρότερα από το να μας σκοτώσουν!» Της Μαριάνθης ποτέ δεν της άρεσε ο Αντρέας, που ήταν κάποτε συμμαθητής της στο σχολείο του χωριού. Τον θεωρούσε καυχησιάρη και φοβιτσιάρη, που έμπλεξε τόσους και τόσους χωριανούς. Η σκυλίσια υποταγή στη μοίρα του την εξόργιζε. Ήτανε σίγουρη πως τ' όνειρό της σήμαινε ότι αυτή θα το 'σκαγε. «Έτσι κι αλλιώς είμαστε χαμένοι!» του σφύριξε. «Δώσε μου το ζωστήρα σου». Ο Αντρέας με κόπο έλυσε το γερό πάνινο ζωστήρα από τη ματωμένη στολή του και της τον έδωσε. Η Μαριάνθη έδεσε την άκρη του στο ένα κάγκελο, το στεριωμένο στο κούφωμα του παράθυρου, και πρόσταξε τον Αντρέα να τη βοηθήσει να τραβήξουν. Μ' ένα τσάκισμα έσπασε το ξύλο και το κάγκελο ξεκόλλησε αφήνοντας ένα άνοιγμα κάπου τριάντα πόντους. Για μια στιγμή ο Αντρέας και η Μαριάνθη απολιθώθηκαν, ύστερα το παλικάρι, παρά τις πληγές του γλίστρησε μέσα από την τρύπα. Ήταν λεπτός και χώρεσε εύκολα, με μια τούμπα εξαφανίστηκε πέφτοντας κατακόρυφα στο έδαφος, βρόντηξε πάνω σ' ένα σωρό σκουπίδια. Η Μαριάνθη μόρφασε με τον κρότο από το πέσιμο και το βογκητό που ξέφυγε του Αντρέα όπως βρόντηξε, ωστόσο τίποτα δεν έγινε. Έσπρωξε ένα κασόνι κάτω από το παράθυρο και προσπάθησε να περάσει, όμως ήτανε πολύ πιο γεμάτη από τον Αντρέα και σφήνωσε. Βαριανασαίνοντας στέριωσε τα πόδια της στο κασόνι από κάτω, άδραξε κι από τις δυο μεριές το παράθυρο κι έδωσε μια γερή σπρωξιά, που ξεκόλλησε ολόκληρο το κούφωμα με τη Μαριάνθη ακόμη σφηνωμένη μέσα. Με μια κραυγή έπεσε πάνω στα σκουπίδια. Σηκώθηκε με κόπο και απαλλάχτηκε από το κούφωμα. Ο Αντρέας στεκόταν παραζαλισμένος σαν να περίμενε εντολές. Η Μαριάνθη κράτησε την ανάσα της, όμως κανένας δε βγήκε να τους πιάσει. Άξαφνα θυμήθηκε τα παπούτσια της, που τα 'χε αφήσει μέσα. Για λόγους που η Μαριάνθη ακόμα αδυνατεί να εξηγήσει, μπήκε ξανά για να τα πάρει, βάζοντας τον Αντρέα να την ανασηκώσει ωσότου μπόρεσε να σκαρφαλώσει μέσα από την τρύπα του παράθυρου. Όταν ξαναβγήκε με τα παπούτσια παραμάσχαλα, προχώρησαν μερικές στιγμές σκυφτοί στις σκιές, ακούγοντας τις φωνές των ανταρτών από μέσα. Ύστερα η Μαριάνθη άδραξε το χέρι του Αντρέα κι αρχίσανε να τρέχουν από τις σκιές στα χωράφια. Κόντευε να χαράξει. Καθώς ο ουρανός άρχισε να φωτίζεται στην ανατολή κρυφτήκανε μέσα σ' ένα καλυβάκι σ' ένα χωράφι κοντά στη νοτιοανατολική γωνιά του χωριού, όπου χώθηκαν κάτω από 'να σωρό φρεσκοκομμένα αστάκυα καλαμποκιού. Την εξαφάνιση του ζευγαριού την ανακάλυψαν οι αντάρτες κατάπληχτοι κατά την αυγή, κι αρχίσανε μεγάλο κακό από φωνές και τρεχάματα, που τ' άκουγαν οι κρατούμενοι στο κατώι. Ο διοικητής της πολιτοφυλακής Χρήστος Ζέλτας, φρενιασμένος πρόσταξε όποιος χωριανός ήταν ικανός να βαδίσει να πάρει μέρος στις έρευνες για την ανακάλυψη των δύο νεαρών. Στις έξι το πρωί ολόκληρο το χωριό ήτανε στο πόδι και κατά περίτρομες ομάδες ράβδιζε τους θάμνους ενώ οι αντάρτες πυροβολούσαν τα πυκνά δέντρα και τις θημωνιές προσπαθώντας να ξεπετάξουν τους δραπέτες. Ακούγοντας το σαματά τριγύρω τους ο Αντρέας και η Μαριάνθη έμειναν όλη τη μέρα χωμένοι στον αποπνιχτικό γεμάτο χώματα σωρό των καλαμποκιών, σχεδόν τρελοί από τη δίψα και τη ζέστη. Αφού έπεσε το σκοτάδι εκείνη τη νύχτα γλίστρησαν έξω από τον κρυψώνα τους και χώρισαν, ο Αντρέας τράβηξε για το πατρικό του σπίτι κάτω από τ' Αλώνια και η Μαριάνθη πήγε κατά το σπίτι της γιαγιάς της κοντά στην Αγία Παρασκευή. Η Μαριάνθη χτύπησε την πόρτα της γιαγιάς της, ελπίζοντας να πάρει μιαν αλλαξιά ρούχα, γιατί η Digitized by 10uk1s

κόκκινη μάλλινη φούστα της θα τραβούσε το βλέμμα των διωκτών σαν φωτοβολίδα, όμως η γριά κοίταξε από την πόρτα και σφύριξε: «Τρέχα, παιδί μου, γρήγορα! Τριγυρίζουνε παντού και σε γυρεύουν!» «Τουλάχιστον, δος μου λίγο ψωμί!» την παρακάλεσε η Μαριάνθη αλλά η γιαγιά της πέταξε κοφτά: «Δε σου δίνω τίποτα. Φύγε από δω!» Κλαίγοντας, η Μαριάνθη έτρεξε πίσω στο καλυβάκι με τα καλαμπόκια μιας και δεν είχε να πάει αλλού πουθενά, όμως κάποιος θα την είδε, γιατί λίγα λεπτά αφότου ξαναθάφτηκε κάτω κάτω στο σωρό, άκουσε τους αντάρτες να πυροβολούν στο σκοτάδι και να φωνάζουν: «Μαριάνθη, βγες! Ξέρουμε που είσαι! Αν βγεις δε θα πάθεις τίποτα, μα αν σε βρούμε, θα λες: καλύτερα να μην είχα γεννηθεί!» Δυο αντάρτες μάλιστα άνοιξαν την πόρτα της καλύβας όπου κρυβότανε και κοίταξαν μέσα, αλλά ενώ η Μαριάνθη ετοιμαζόταν για τη σφαίρα, σφάλισαν την πόρτα και κάθισαν απ' έξω, αναγέρνοντας πάνω της. Έμειναν εκεί όλη τη νύχτα, κι η Μαριάνθη άκουγε κάθε κουβέντα που λέγανε και παρακαλούσε την Παναγιά να μην την κάνει να φτερνιστεί το χώμα των καλαμποκιών. Κουλουριασμένη σαν μπάλα βαθιά μέσα στο καλαμπόκι, δεν πήρε χαμπάρι πότε ξημέρωσε, μόνο ύστερα από πολλές ώρες άκουσε τις καμπάνες. «Πάμε», άκουσε να λέει ο ένας αντάρτης. «Είτε λάκισε, είτε τη βρήκε καμιά σφαίρα». Όταν έφυγαν, η Μαριάνθη γλίστρησε έξω από το καλυβάκι. Είχε να φάει και να κοιμηθεί σαράντα οκτώ ώρες. Είδε ένα μονοπάτι και παρακάλεσε: «Μήτερ του Θεού, κάνε να με πάει στη Μεγάλη Ράχη». Βάδισε έξι ώρες χωρίς να τη δούνε, και πέρασε από δύο κουφάρια μισολιωμένα ανάμεσα στις ρίζες των δέντρων —αν ήτανε κουφάρια ανταρτών ή φαντάρων δεν το ξεχώρισε έτσι όπως έστριψε το βλέμμα από τα αόμματα πρόσωπα που της έχασκαν. Όταν τελικά παρουσιάστηκε στη Μεγάλη Ράχη και χαιρέτησε τους εθνικόφρονες φαντάρους που ήταν στρατοπεδευμένοι στην κορυφή, αρνήθηκαν να πιστέψουν πως η κοπέλα δεν ήταν ανταρτίνα. Την πρόσταξαν να προχωρήσει με τα χέρια πάνω στο κεφάλι της και κείνη κρατούσε ακόμα σφιχτά τα παπούτσια της. Οι τρεις πρώτοι φαντάροι που σίμωσε τη θωρούσανε κατάπληχτοι. «Γιατί κουβαλάς τα παπούτσια σου και δεν τα φοράς;» τη ρώτησαν. Η Μαριάνθη δεν εύρισκε τη φωνή της για να τους αποκριθεί και στεκότανε κει δα άλαλη, δάκρυα τρέχανε από τα μάτια της. Τέλος κατάφερε να τους πει πως ήτανε η θυγατέρα του Λουκά Ζιάρα και πως το 'χε σκάσει από τη φυλακή των ανταρτών στο Λια. Οι φαντάροι το θεώρησαν απίστευτο πως οποιοσδήποτε, και μάλιστα κοπέλα, μπορούσε να κάνει τέτοιο πράμα. Η Μαριάνθη άπλωσε τα χέρια της και τους έδειξε τα εγκαύματα και τις φουσκάλες από τα σκοινιά που την είχανε δεμένη τόσες μέρες, έτσι που το κρέας της είχε γίνει σταχτί. «Μάρτυράς μου τα χέρια μου», τους είπε. Τελικά την πίστεψαν, κι ένας φαντάρος άπλωσε το χέρι να της πάρει τα παπούτσια που κρατούσε. Τα έσφιγγε τόσες ώρες, ώστε δεν μπορούσε να τ' αφήσει και χρειάστηκε να της ανοίξουνε τα δάχτυλα.

Μια ομάδα από χωριανές που έψαχναν βρήκε τον Αντρέα Μιχόπουλο ζαρωμένο σ' ένα χωράφι κοντά στο σπίτι του, να καταβροχθίζει ένα αγγούρι που 'χε κλέψει, ξετρελαμένος από την πείνα και τη δίψα. Η Ξάνθω Στάμου, η πρώτη που τον είδε κρυμμένο πίσω από 'να θάμνο, δίστασε για μια Digitized by 10uk1s

στιγμή μπρος στο ικετευτικό του βλέμμα. Όμως πριν από λίγους μήνες είχανε συλλάβει την Ξάνθω, την είχανε δείρει και ανακρίνει με την κατηγορία πως παρακινούσε νέες στο κοντινό χωριό του άντρα της να φύγουν· όπως στεκόταν εκεί, αναποφάσιστη συλλογίστηκε πως αν δεν ειδοποιούσε μπορεί αυτό να σήμαινε το δικό της θάνατο. Κοίταξε τα πρησμένα κόκκινα μάτια του Αντρέα στο σταχτί του πρόσωπο, το κρεμασμένο σαγόνι του, το μισοφαγωμένο αγγούρι που 'χε κολλήσει στο στόμα του. Ετούτος ο κουρελής έτρεμε σαν να 'χε πυρετό και κουνούσε το κεφάλι του ικετευτικά. Η Ξάνθω σήκωσε το χέρι της και τον έδειξε. «Να ο Αντρέας Μιχόπουλος!» τσίριξε στις άλλες. «Τρεχάτε! Τον βρήκα!»

Η Ελένη, που τώρα την κρατούσαν στην κουζίνα, άκουσε το ξεσήκωμα των ανταρτών μόλις ανακαλύψανε την απόδραση. Όπως οι κρατούμενοι στο κατώι κι αυτή αφουγκραζόταν τις κραυγές και τις τουφεκιές που αντιλαλούσαν στο χωριό όλη την επόμενη μέρα και νύχτα, πότε παρακαλώντας να ξεφύγουν οι δραπέτες και πότε τρέμοντας πως τη φυγή τους θα την πλήρωναν οι υπόλοιποι κρατούμενοι. Το δεύτερο πρωινό μετά την εξαφάνισή τους, η Ελένη παρακολούθησε από το παράθυρο της κουζίνας κάμποσους αντάρτες να τραβάνε από την αυλόπορτα τον Αντρέα Μιχόπουλο ξανά μέσα στο σταθμό της πολιτοφυλακής, τα πόδια του σέρνονταν στο χώμα. Οι αντάρτες φρόντισαν να παρακολουθήσουν όλοι οι κρατούμενοι την τιμωρία του Αντρέα. Στην μπροστινή αυλή, αντίκρυ στα παράθυρα του κατωγιού και της κουζίνας, τον γδύσανε τσιτσίδι και τον δέσανε πάνω σ' ένα δοκάρι, όπως σουβλίζεις για να ψήσεις ένα αρνί ή μια γίδα. Κρέμασαν το δοκάρι από δυο διχάλες, ώστε να μπορούν να γυρίζουν το κορμί του παλικαριού, όπως γυρνάς μια γίδα για να την αλείψεις με λαδολέμονο. Κατόπιν οι πρώην σύντροφοί του με βάρδιες αρχίσανε να δέρνουν τον Αντρέα με στειλιάρια γυρνώντας τον μια από δω μια από κει, ώστε να βρίσκουν σημεία που δεν είχαν ακόμη μελανιάσει από τα χτυπήματα. Όταν κουράστηκαν τα χέρια τους, τον παράτησαν εκεί στον ήλιο του Αυγούστου, και γρήγορα το κορμί του έγινε κατάμαυρο. Η γλώσσα κρεμότανε από το στόμα του, όμως ήταν ακόμα ζωντανός. Βογκούσε σαν το βόδι, και ήταν γεμάτος αίματα, που είχανε κολλήσει στα μαλλιά του κι ανακατώνονταν με τις βλέννες που τρέχανε από τη μύτη και από το στόμα του. Η Ελένη πάσχιζε να μην ακούει και να μη βλέπει την τιμωρία του νεαρού αντάρτη, ωστόσο συνεχώς μια διεστραμμένη περιέργεια την τραβούσε στο παράθυρο. Ένιωθε το χτύπο από τα στειλιάρια στη γυμνή του σάρκα κι έβλεπε το δέρμα του να φουσκώνει. Παρακαλούσε να ξεψυχήσει το παλικάρι. Ήτανε καρφωμένη στο παράθυρο όταν ο ήλιος άρχισε να γέρνει, οι σκιές σπλαχνικά απλώθηκαν πάνω σε κείνο το πράμα που κρεμόταν στην αυλή της. Πέρα μακριά έλαμπαν τα βουνά έτσι που ένα αγανό κίτρινο σύννεφο άπλωνε τις φτερούγες του πάνω από το ηλιοβασίλεμα, ωσότου πυρπολήθηκε με τα χρώματα των φύλλων του φθινοπώρου. Στεκότανε ακόμα εκεί καθώς το φως τραβήχτηκε κι έσβηνε κι ένα ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι υψώθηκε αργά πάνω από τα κυπαρίσσια γύρω στον αυλόγυρο του Άη Δημήτρη. Ο γαλανός ουρανός χλόμιασε και οι βυσσινιές σκιές των δέντρων γλιστρήσανε σαν δάχτυλα πάνω στ' ασάλευτο κορμί στη σούβλα, ενώ πέρα τα χαμηλώματα λούζονταν σε μια παγερή διαύγεια. Ανάμεσα στις λυγερές σιλουέτες των κυπαρισσιών άπειρα αστέρια τής έγνεφαν σαν γιασεμιά. Μια βαριά σιγαλιά κρεμότανε πάνω από την οικουμένη. Ενώ παρακολουθούσε την τιμωρία του Αντρέα κατάλαβε η Ελένη για πρώτη φορά πως ο θάνατος μπορούσε να είναι παρηγοριά, να τον αγκαλιάσεις σαν αγαπητικό. Στην αρχή, περνούσε όλες τις Digitized by 10uk1s

ώρες της λιώνοντας δίχως την αγάπη των παιδιών της, μιαν αγάπη που ασταμάτητα είχε θρέψει την ψυχή της. Μέρες τώρα είχε αναγκάσει τον εαυτό της να παραμερίσει τη σκέψη των παιδιών της και να ‘τοιμάζεται για το ταξίδι στον άλλο κόσμο. Ένιωθε την παρουσία της από χρόνια πεθαμένης πεθεράς της, της Φωτεινής, να σιμώνει, να της αγγίζει τα βλέφαρα ενώ κοιμόταν, και πάσχιζε να βρει παρηγοριά σε τούτο. Τώρα όμως ένας νέος φόβος την κυρίεψε, σούρθηκε από τους ίσκιους κάτω. Η Ελένη παρακαλούσε ψιθυριστά να ναι γρήγορος ο δικός της θάνατος. Πάντοτε το πρόσεχε τόσο πολύ να 'χει στη ζωή της ευπρέπεια και αυτοκυριαρχία, και παρακαλούσε να πεθάνει κατά τον ίδιο τρόπο, σαν ανθρώπινο πλάσμα, όχι σαν το ζώο.

Οι κρατούμενοι στο κατώι περίμεναν πως η μεταχείρισή τους θα χειροτερέψει, σε αντίποινα για την απόδραση της Μαριάνθης και του Αντρέα, ωστόσο προς κατάπληξή τους, τις επόμενες μέρες, Έγινε κομματάκι καλύτερη απ' ό,τι ήταν πριν. Η αλλαγή ήτανε απειροελάχιστη, όμως σε δεσμώτες που δεν είχαν να κάνουν άλλο τίποτα παρά ν' αναλύουν την κάθε χειρονομία και την κάθε λέξη των δεσμοφυλάκων τους, φάνηκε πως είχε βαθιά σημασία. Ύστερα από είκοσι τέσσερις ώρες κατεβάσανε τον Αντρέα από τη σούβλα. Λίγες μέρες αργότερα τον ξανάφεραν στο κατώι, και οι άλλοι κρατούμενοι είδανε πως φορούσε καθαρά ρούχα και οι πληγές του ήτανε δεμένες. Σωριάστηκε σε μια γωνιά, αμίλητος σε μια νάρκη, όμως ήταν ζωντανός. Ο τακτικός ξυλοδαρμός των κρατουμένων σταμάτησε εκτός από καμιά σποραδική κλωτσιά ή γροθιά από κάνα δεσμοφύλακα. Επιτρέψανε στους συγγενείς να φέρνουν φαγητό στους κρατούμενους. Αν και δεν άφηναν να μπούνε στο κατώι μεγάλοι και να τους δουν, λίγες μέρες μετά την απόδραση επιτρέψανε στη Νίκη Γκατζογιάννη, τη μικρότερη θυγατέρα της Αλέξως, να μιλήσει της μάνας της. Η Νίκη είχε πάει πολλές φορές στη φυλακή με φαγητό για την Αλέξω και κάθε φορά οι δεσμοφύλακες της έπαιρναν το πιάτο, έκοβαν το ψωμί μικρά μικρά κομματάκια για να βεβαιωθούν πως δεν είχε κρύψει τίποτα μέσα, και της έλεγαν να επιστρέψει την άλλη μέρα το πρωί να πάρει το άδειο πιάτο. Αλλά μια μέρα στα μέσα Αυγούστου οι δεσμοφύλακες είπανε στη Νίκη πως μπορούσε να δει τη μάνα της. Βγάλανε την Αλέξω από την πόρτα του κατωγιού στην αυλή όπου πετάρισε τα μάτια της στο φως του ήλιου. Η Νίκη έτρεξε να την αγκαλιάσει, όμως η Αλέξω της έγνεψε να σταθεί κάμποσο πέρα. «Μην έρχεσαι κοντά, γλυκό μου!» της είπε. «Είμαι γεμάτη ψείρες». Η Νίκη σταμάτησε, υποψιασμένη πως η μάνα της δεν ήθελε να δει πόσο άσκημα την είχαν χτυπήσει. Κάτω από τα βλέμματα των δεσμοφυλάκων αλλάζανε μερικές μισές κουβέντες για το σπίτι και για το κοπάδι, προσπαθώντας να μείνουν ήρεμες, ύστερα η Αλέξω με δάκρυα ευχαρίστησε τη θυγατέρα της για το φαγητό· και την πήγαν πάλι πίσω στο σκοτάδι του κατωγιού. Η Νίκη δεν είδε ίχνος από τη θεια της την Ελένη. Από το παρατηρητήριό της στο παράθυρο της κουζίνας, η Ελένη παρακολούθησε τη συνάντηση της Νίκης με την Αλέξω, και μπήκε στην έγνοια τι είχε απογίνει η Γλυκερία. Άρχισε ν' αναρωτιέται μήπως είχαν πιάσει το κορίτσι στα σταροχώραφα και το 'χανε δείρει για να του αποσπάσουν πληροφορίες για τη συνενοχή της μάνας του στην ομαδική απόδραση. Το φαγητό που δίνανε στους κρατούμενους άρχισε να βελτιώνεται και τους επιτρέψανε να πάρουν αλλαξιές ρούχα που τους έφεραν οι συγγενείς. Κάμποσες νύχτες μετά την τιμωρία του Αντρέα, δεν πήρανε κανένα στο περιβόλι να τον εκτελέσουν. Άγνωστο γιατί, είχαν λύσει και τα χέρια των κρατουμένων. Την τέταρτη μέρα μετά την εξαφάνιση της Μαριάνθης, εμφανίστηκε στο κατώι ο Σωτήρης νωρίς το πρωί και φώναξε τα ονόματα των κρατουμένων από το Λια: Ντίνα Βενέτη, Αλέξω Γκατζογιάννη, Digitized by 10uk1s

Αντρέας Μιχόπουλος, Σπύρος Μιχόπουλος και Βασίλης Νίκου. Καθώς κοιτάζονταν συναμεταξύ τους έντρομοι, πρόσταξε να τους πάρουνε απάνω. Ποτέ δεν είχαν πάρει κρατούμενο για εκτέλεση πρωί, αναλογίζονταν. Αν ήτανε για να τους ανακρίνουν και να τους δείρουν ξανά, σίγουρα δε θα τους έπαιρναν όλους μαζί. Ο Σωτήρης και οι δεσμοφύλακες οδήγησαν τους πέντε από τη σκάλα στο γραφείο της πολιτοφυλακής. Το μπρούντζινο κρεβάτι γυαλοκοπούσε, το εικόνισμα κρεμόταν στην ανατολική γωνία και το γραμμόφωνο βρισκόταν στη συνηθισμένη του θέση. Στην κάμαρη τους περίμεναν δύο ακόμη χωριανές: η Ελένη Γκατζογιάννη και η Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη. Ανακουφισμένη που έβλεπε την Ελένη καλά, η Αλέξω έτρεξε και την αγκάλιασε. Με διαταγή του Σωτήρη οι δεσμοφύλακες άρχισαν να δένουν τους κρατούμενους δυο δυο. Την Ελένη και την Αλέξω τις δέσανε χέρι χέρι. Το Σπύρο Μιχόπουλο τον δέσανε με τον ανιψιό του Αντρέα που δύσκολα στεκόταν στα πόδια του. Το Βασίλη Νίκου τον δέσανε με τη Ντίνα Βενέτη. Η μόνη κρατούμενη που δεν έδεσαν ήταν η Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη. Όταν δέθηκαν όλοι οι κρατούμενοι ο Σωτήρης καθάρισε το λαιμό του. «Σήμερα η τύχη σας μπαίνει στα χέρια της λαϊκής δικαιοσύνης», είπε. «Έχετε το ευεργέτημα να δικαστείτε δημόσια εμπρός σε όλους τους χωριανούς σας. Θα προσκομιστούν αποδείξεις για την ενοχή σας, θα κληθούν μάρτυρες και θα σας επιτραπεί ν' αντικρούσετε τις εναντίον σας κατηγορίες. Θα δείτε ότι ο Δημοκρατικός Στρατός δεν τιμωρεί τους αθώους, μόνο τους ένοχους». Έγνεψε στους δεσμοφύλακες, κατόπιν είπε κοφτά: «Εμπρός, οι δικαστές έχουν φτάσει».

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 16 Στα μέσα Αυγούστου ήταν πια φανερό, ακόμη και στον αρχηγό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Νίκο Ζαχαριάδη, πως ο Γράμμος είχε χαθεί. Οι αντάρτες είχαν δοκιμάσει τα πάντα: κουτρουβαλούσαν αυτοσχέδιες νάρκες στις πλαγιές καταπάνω στον εχθρό, αμολάγανε παγιδευμένα μουλάρια να τριγυρίζουνε αδέσποτα στις βουνοπλαγιές, προκαλούσαν κατολισθήσεις βράχων, εντούτοις στις 17 Αυγούστου, οι 9.000 επιζώντες αντάρτες είχαν παγιδευτεί στην κορυφή του Γράμμου κυκλωμένοι από 90.000 κυβερνητικούς στρατιώτες. Ύστερα από οχτώ εβδομάδες άγριων μαχών, με τόσες απώλειες και από τις δύο πλευρές ώστε έφριτταν οι ξένοι ανταποκριτές που κάλυπταν τις επιχειρήσεις, οι αντάρτες δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Στο αρχηγείο των εξαντλημένων ανταρτών ο Νίκος Ζαχαριάδης και ο Μάρκος Βαφειάδης γι' άλλη μια φορά βρέθηκαν αντιμέτωποι, διαφωνώντας για τον τρόπο της υποχώρησης. Ο στρατηγός Μάρκος υποστήριζε να διασπάσουν τον εχθρικό κλοιό στο βορρά και να διασκορπίσουν τις μονάδες τους για να παρενοχλούν τα κυβερνητικά στρατεύματα σε ολόκληρη την περιοχή. Ο Ζαχαριάδης υποστήριζε να κατευθυνθούν προς ανατολάς στην οροσειρά του Βίτσι, όπου οι αντάρτες μπορούσαν να οχυρωθούν κατά μήκος των γιουγκοσλαβικών συνόρων. Ήξερε, πως αν έκαναν αυτό και τελικά νικιούνταν, θα μπορούσε πάντα να ισχυρίζεται πως ο πόλεμος χάθηκε επειδή δεν τους υποστήριξε ο Τίτο. Ως συνήθως, έγινε εκείνο που ήθελε ο Ζαχαριάδης. Πριν από την αυγή της 21ης Αυγούστου, οι αντάρτες κατάφεραν ν' ανοίξουν δίοδο μέσα από τις εχθρικές γραμμές και να διολισθήσουν, μεταφέροντας και τους τραυματίες τους, προς το Βίτσι. Ο Ζαχαριάδης αρνήθηκε να παραδεχτεί ότι η απώλεια του Γράμμου ήταν συνέπεια της παράλογης στρατηγικής του. Απεναντίας, επέκρινε τους αξιωματικούς του Μάρκου, οι οποίοι, είπε, είχαν αμελήσει το καθήκον τους. Ανάμεσα στους πιο ελκυστικούς αποδιοπομπαίους τράγους ήταν για το Ζαχαριάδη ο συνταγματάρχης Γιώργος Γιαννούλης, ένας ψηλός, ασκητικός νέος δικηγόρος, που είχε πολεμήσει γενναία σε όλη τη γερμανική κατοχή, με τόση επάρκεια ώστε γρήγορα ανέβηκε στην κομμουνιστική στρατιωτική ιεραρχία. Όταν άρχισε η επίθεση στο Γράμμο, πέρασε τους άντρες του με εξαιρετική ευκινησία και τόλμη μέσα από τις εχθρικές γραμμές και κόψανε τις αρτηρίες ανεφοδιασμού και συγκοινωνιών των κυβερνητικών στρατευμάτων. Αργότερα αναθέσανε στο Γιαννούλη να υπερασπιστεί τα υψώματα Μαύρη Πέτρα-Μπάτρα στη δυτική πλευρά του Γράμμου και τον διατάξανε να τα κρατήσει μέχρις εσχάτων. Συμμορφώθηκε ωσότου η ταξιαρχία του θερίστηκε και απόμειναν μόνο πενήντα άντρες. Τότε τους οδήγησε σε μια δεξιοτεχνική απαγκίστρωση. Ο Ζαχαριάδης όμως χρειαζότανε απελπιστικά «κακούς» για να τους φορτώσει την ήττα του Γράμμου και ο Γιαννούλης εξυπηρετούσε θαυμάσια το σκοπό του. Σχετιζόταν στενά με το Μάρκο έχοντας συνεργαστεί μαζί του από την έκρηξη του εμφύλιου πολέμου, όταν οργάνωνε μονάδες στη Μακεδονία. Αν ο νεαρός συνταγματάρχης στιγματιζόταν ως προδότης, τούτο θα κλόνιζε τη θέση του Μάρκου και των υποστηρικτών του. Ο Γιαννούλης συνελήφθη, κατηγορήθηκε για προδοσία κι επί πλέον κατηγορήθηκε ότι έτρεφε συμπάθεια για τη δεξιά, επειδή στις αρχές της κατοχής είχε προσχωρήσει για λίγο σε μια αντιστασιακή κίνηση που δεν την ελέγχανε οι κομμουνιστές. Ύστερα από παρωδία δίκης, την εκτέλεση του αξιωματικού διέταξε αυτοπροσώπως ο αντιστράτηγος Γιώργος Γούσιας, πρώην τσαγκάρης και λακές του Ζαχαριάδη. «Η επικύρωση της καταδίκης έρχεται από το Γενικό Αρχηγείο», ανάγγειλε ο Γούσιας λίγο μετά τη δίκη. «Δε χρειάζεται να περιμένουμε τουφεκίστε τον». Digitized by 10uk1s

Η απόφαση Καθώς οι εφτά κατηγορούμενοι από το χωριό Λια οδηγούνταν δεμένοι δύο δύο, από το Περιβόλι κάτω στο μονοπάτι και πέρα από τη ρεματιά στην πλατεία του χωριού, ήταν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Με τη δήλωση του Σωτήρη πως θα τους δίκαζαν, η ελπίδα, η τελευταία παρηγοριά του ανθρώπου στη δυστυχία, είχε ξαναφουντώσει μέσα στον κάθε κρατούμενο. Η Ντίνα Βενέτη βάδιζε κατά την πλατεία, έχοντας χαμηλωμένα τα μαύρα μάτια της με τα πυκνά ματόκλαδα δεμένη χέρι χέρι με το Βασίλη Νίκου. Αναζητούσε στο μυαλό της κάποιο ελπιδοφόρο σημείο, κάποια ένδειξη πως οι αντάρτες δε σκόπευαν να τη σκοτώσουν. Το γεγονός ότι ο άντρας της ήταν ανθυπολοχαγός και πολεμούσε στην πλευρά των εθνικοφρόνων ασφαλώς θα μέτραγε εις βάρος της, το ήξερε, ωστόσο ο κύριος κατήγορός της, ο Αντρέας Μιχόπουλος, είχε ολότελα εξευτελιστεί επιχειρώντας να δραπετεύσει, κι έτσι πώς ήταν δυνατό να την καταδικάσουν με τη μαρτυρία του; Ο Βασίλης Νίκου παραπατούσε πλάι στη Ντίνα. Ο Νίκου είχε τέσσερις μεγάλες κόρες — οι τρεις τους θα παρακολουθούσαν τη δίκη. Γερασμένος από τις τραγωδίες παραπάνω από τα πενήντα εφτά χρόνια του, ο Βασίλης Νίκου είχε γνωρίσει πιο πολλούς πολέμους και σκοτωμούς απ' όλους τους αντάρτες που τον κρατούσαν τώρα δεσμώτη. Είχε πολεμήσει εννιά χρόνια στον Ελληνικό Στρατό, αρχίζοντας με τους Βαλκανικούς Πολέμους στα 1912 και τελειώνοντας με τη Μικρασιατική εκστρατεία στα 1921. Ύστερα απ' αυτά γύρισε στη φαμελιά του στο Λια και ταξίδευε από χωριό σε χωριό οχτώ μήνες το χρόνο — από το Μάρτη ως τον Οκτώβρη — δουλεύοντας βαγενάς. Ο Νίκος μόλις είχε επιστρέψει από την ετήσια περιοδεία του το φθινόπωρο του 1947 όταν άκουσε πως οι αντάρτες πλησιάζουν το Λια. Ήταν οπαδός του ΕΔΕΣ του Ναπολέοντος Ζέρβα στη γερμανική κατοχή και ήξερε πως οι αντάρτες θα λογάριαζαν εις βάρος του τα δεξιά του φρονήματα. Έφυγε προς νότον στην Κωστάνα, αλλά όταν ξύπνησε το άλλο πρωί διαπίστωσε πως οι αντάρτες είχαν μπει στο χωριό· είχε παγιδευτεί. Είπε στους αντάρτες πως είχε πάει εκεί για να προσχωρήσει σ' αυτούς, και γύρεψε να τον πάνε στο Σπύρο Σκεύη, που ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Γιώργος, ήταν παντρεμένος με την αδερφή του Νίκου, την Καλλιόπη. Ο Σκεύης του έδωσε άδεια να επιστρέψει στο Λια, όπου ο Νίκος, από τους λίγους άντρες που είχαν μείνει στο χωριό, τοποθετήθηκε σε μια επιτροπή που όριζε τις αγγαρείες των χωριανών. Καθώς κατηφόριζαν τώρα το μονοπάτι κατά την πλατεία του χωριού, ο Βασίλης Νίκου παρηγοριόταν με τη σκέψη πως αφότου είχαν φτάσει οι αντάρτες διαλαλούσε συνεχώς την πίστη του στον αγώνα. Αν τα πράματα πήγαιναν στραβά και καταδικαζόταν δεν πίστευε ότι ο Σπύρος Σκεύης θ' άφηνε να τουφεκιστεί ο αδερφός της νύφης του. Ο Σπύρος Μιχόπουλος, ο φιλάσθενος πρόεδρος του χωριού, και ο ανιψιός του Αντρέας έφτιαχναν ένα παράξενο, αμίλητο ζευγάρι καθώς βάδιζαν κατεβαίνοντας αργά το μονοπάτι, το παλικάρι παραπατώντας εξαιτίας του πρόσφατου βασανισμού του, ο θείος ψηλός και ξερακιανός, όλο αγκώνες και γόνατα. Ο Σπύρος αναρωτιόταν αν ο ανιψιός του είχε καταθέσει ψευτιές εις βάρος του, όπως είχε ενοχοποιήσει και τόσους άλλους. Ο Σπύρος ήταν αποφασισμένος να ξεγελάσει ξανά το θάνατο, όπως είχε νικήσει το χτικιό που τον άφησε ερείπιο και παρία του χωριού. Ίσως ήταν λάθος που προσπάθησε να μοιράσει τις αγγαρείες δίκαια, προκαλώντας την έχθρα των φανατικών κομμουνιστών του χωριού, αναλογιζόταν. Μα στο κάτω κάτω, αυτός δεν είχε μείνει για να καλωσορίσει τους αντάρτες όταν όλοι οι άλλοι άντρες φύγανε, δεν τους κουμαντάριζε επιδέξια το χωριό; Ο Αντρέας πολύ δύσκολα συμβάδιζε με τον μπάρμπα του. Πονούσαν ως το μεδούλι τα κόκαλά του από το ξύλο που είχε φάει μετά την απόδρασή του και το σκασμένο δέρμα του έκαιγε στον ήλιο σα Digitized by 10uk1s

να 'χε πυρετό. Οπωσδήποτε, κι αυτός έτρεφε ελπίδες. Το 'ξέρε πως η απόπειρα να δραπετεύσει θα 'γερνε τη ζυγαριά εις βάρος του, όμως θεληματικά είχε καταταχθεί στους αντάρτες και κατόπιν, όταν τον κουβάλησαν στην ανάκριση, τους είχε δώσει όλες τις πληροφορίες που του γυρεύανε και παραπάνω ακόμα. Περνούσε το λεύτερο χέρι του μέσα από τα μαύρα μπερδεμένα μαλλιά του και σκεφτόταν πως θα έκανε κακή εντύπωση στους αντάρτες αν σκότωναν ένα δικό τους, και μάλιστα ένα παιδί δεκαοχτώ χρονών. Από τους εφτά κατηγορούμενους που τραβούσαν για την πλατεία του χωριού, η πιο αισιόδοξη ήταν η Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη, η στρογγυλοπρόσωπη χαζή που είχε κατηγορήσει την Ελένη στο γραφείο του Κατή. Η Κωνσταντίνα αναγάλλιαζε βλέποντας πως ήταν η μοναδική κρατούμενη που δεν τη δέσανε για το δρόμο. Τα χέρια της κουνιόνταν λεύτερα καθώς σκεφτόταν πως απ' όλους τους κατηγορούμενους, γι' αυτήν είχαν τα πιο λίγα επιβαρυντικά στοιχεία. Παρ' όλο που ο Λουκάς είχε πάρει τις θυγατέρες της στην ελευθερία, αυτή δεν είχε ανακατωθεί σε καμιά από τις προηγούμενες απόπειρες, και κανένας δεν μπορούσε ν' αποδείξει πως είχε πει στη συννυφάδα της να το σκάσει μαζί με τα κορίτσια. Εξάλλου, είχε με το παραπάνω συνεργαστεί λέγοντας σε κείνους που τη φυλακώσανε ό,τι ήθελαν ν' ακούσουν. Η Ελένη και η Αλέξω ήταν δεμένες χέρι χέρι — πρώτη φορά που βλέπονταν οι δύο συννυφάδες αφότου τις είχαν ξαναπιάσει πριν από δέκα μέρες. Αν και δε μιλούσαν, η Ελένη ένιωθε ανακούφιση που είχε σιμά της την Αλέξω, ήτανε πάντα η παρηγορήτρα της στις κρίσιμες ώρες. Η Ελένη συγκέντρωσε όλη της την ενεργητικότητα στο ν' αντικρίσει ατάραχη τα μάτια των περιέργων. Το ήξερε πως δε θα την αθώωναν — είχε ομολογήσει κιόλας τη συμμετοχή της στις αρχικές απόπειρες φυγής και στην οργάνωση της συνωμοσίας. Ήξερε ακόμα πως αυτήν κυρίως από το χωριό μισούσαν πιο πολύ οι αντάρτες για τη θέση της και για τον Αμερικάνο άντρα της. Όμως δεν μπορούσε να καταπνίξει τη φωνούλα της ελπίδας μέσα της που επαναλάμβανε: «Ποτέ δεν προσπάθησα να πείσω κάποιον να φύγει, ποτέ δε μίλησα ενάντια στους αντάρτες. Μπορεί λοιπόν να με καταδικάσουν σε φυλάκιση. Όσο ζω, υπάρχει ελπίδα να ξαναδώ τα παιδιά μου». Ήταν δέκα το πρωί της Πέμπτης, 19 Αυγούστου, μια λαμπρή όψιμη καλοκαιριάτικη μέρα, όταν οι καμπάνες και τα χωνιά των ανταρτών καλέσανε τους χωριανούς να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού. Κανένας δεν καθυστέρησε, γιατί περίμεναν το δράμα που θα παρακολουθούσαν: την πρώτη δημόσια δίκη πολιτών από το ίδιο το χωριό τους. Σκηνή ήταν ο χώρος κάτω από το θεόρατο πλατάνι στη νοτιοανατολική γωνία της πλατείας· ένα τραπεζάκι περίμενε με τρεις καρέκλες αραδιασμένες πίσω του. Είπανε στους κατηγορουμένους να καθίσουν στο πεζούλι που έφτιαχναν οι ροζιασμένες ρίζες του θεόρατου δέντρου, ενώ οι τρεις δικαστές καταλάβανε τις θέσεις τους στις καρέκλες αντικρίζοντας το ακροατήριο. Όπως περάσανε ο ένας πίσω από τον άλλο οι δικαστές, και οι τρεις με πολιτικά ρούχα, εντυπωσίασαν μόνο με την κορμοστασιά τους τον κόσμο που παρακολουθούσε. Ήταν όλοι πολύ πιο ψηλοί από το μέσο μπόι, και ο γίγαντας που ερχόταν τελευταίος, κάποιος Γρηγόρης Παππάς, που οι χωριανοί τον έλεγαν «ο ψηλέας», ορθωνόταν μισό κεφάλι πάνω από τους άλλους δύο. Ο κόσμος γέμισε την πλατεία και απλώθηκε ως τις από πάνω πλαγιές. Παιδιά είχανε σκαρφαλώσει στα κλαριά των κοντινών δέντρων για να βλέπουν καλύτερα. Οι χωριανοί ήταν καθισμένοι καταγής μες στο λιοπύρι. Οι ασβεστωμένοι τοίχοι της εκκλησίας ξέχυναν μια λάμψη εκτυφλωτική και οι μαυροκίτρινες σφήκες ρίχνονταν στα βαριά τσαμπιά που κρέμονταν στις γύρω κρεβατίνες. Οι χωριανοί στο ακροατήριο δεν είχαν ιδέα πως είναι το τελετουργικό της δικαιοσύνης, ωστόσο καταλάβαιναν πως οι τρεις επιβλητικοί άντρες που κάθονταν επίσημα στο τραπέζι είχαν εξουσία ζωής ή θανάτου πάνω στους εφτά κατηγορουμένους, κι έγερναν μπροστά για ν' ακούσουν καλύτερα Digitized by 10uk1s

όσα θα ειπωθούν. Η σιωπή έγινε πιο βαθιά όταν σηκώθηκε ένας ψηλός, φαλακρός ψαρομάλλης μεσόκοπος με σμιλεμένο αυγουλωτό πρόσωπο, μεγάλη μύτη, πεταχτό πηγούνι και έντονο βλέμμα. Φορούσε σκούρο μπλε κουστούμι, που έδειχνε πως ήταν άνθρωπος γραμματισμένος και ευγενικός, και τα μακριά λεπτά δάχτυλά του ακουμπούσαν ανάλαφρα στο τραπέζι εμπρός του. Οι χωριανοί ανάδεψαν με αδημονία. Αναγνώρισαν το δικαστή με τα μάτια που σε μαγνήτιζαν, ήταν εκείνος που τον λέγανε Κατή και ένιωθαν πως θα ήταν ο πρωταγωνιστής στο δράμα, όπως και στη δίκη του φαντάρου που αιχμαλωτίστηκε πάνω στη μάχη της Επιχειρήσεως Πέργαμος. Το πρόσωπο του Κατή δεν έδειχνε σφιγμένο, μήτε η ηχηρή φωνή του πρόδινε κάνα τρέμουλο, ωστόσο τα νεύρα του ήτανε παρατεντωμένα. Αυτός ήταν ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης και ο διευθυντής σκηνής εκεινού που θα ακολουθούσε, κι ένιωθε εκείνο το κράμα έξαρσης και φόβου που κατέχει κάθε ηθοποιό τη βραδιά της πρεμιέρας. Ο ίδιος ο Κολιγιάννης τον είχε ορίσει να χειριστεί την υπόθεση, και η αποστολή του ήταν δύσκολη. Ήταν αναγκαίο να ανακτηθεί η νομιμοφροσύνη των κατοίκων, που τους τελευταίους μήνες είχε διαβρωθεί. Οι χωριάτες στην αρχή ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία τους με το Δημοκρατικό Στρατό, αλλά τώρα είχανε μπουχτίσει τις αγγαρείες και τις κατασχέσεις στα φαγώσιμα και στα υπάρχοντά τους. Είχανε κουραστεί από τις μάχες κι από τους βομβαρδισμούς κι από την ολοένα μεγαλύτερη κτηνωδία των πολιορκημένων ανταρτών. Δε θέλανε να γίνονται οι θυγατέρες τους ανταρτίνες και σχεδόν ομόφωνα αρνήθηκαν να παραδώσουν τα παιδιά τους στο παιδομάζωμα. Είκοσι νομάτοι από τα πρώτα σπίτια το είχανε σκάσει απόκοτα, στραπατσάροντας ακόμη πιο πολύ την εξουσία των ανταρτών. Ο Κατής ήξερε πως είχε καθήκον να ενορχηστρώσει αυτή τη δίκη έτσι ώστε να εκφοβίσει τους Λιώτες στο ακροατήριο ως το σημείο που ποτέ πια κανείς να μη διανοηθεί τέτοια προδοσία. Επιπλέον, παρουσιάζοντας τα στοιχεία κατά των κατηγορουμένων, έπρεπε να κάνει τους χωριανούς να τους περιφρονήσουν και ολόψυχα να υποστηρίξουν τους αντάρτες. Ο Κατής ένιωθε έντονα πως τον παρατηρούσε το βλέμμα ενός από τους δικαστές που καθόταν πίσω του, ενός ψηλού, όμορφου, μελαγχολικού σαραντάρη, του Γιώργου Αναγνωστάκη. Ο Κατής είχε οριστεί πρόεδρος του δικαστηρίου γι' αυτή ειδικά τη δίκη από τον Κώστα Κολιγιάννη, τον πολιτικό επίτροπο όλης της Ηπείρου, όμως ο Αναγνωστάκης, που υπηρετούσε επίσης ως δικαστής, ήταν προϊστάμενος του Κατή, υπεύθυνος του δικαστικού στο Αρχηγείο Ηπείρου. Ο Κατής αντιπαθούσε τον Αναγνωστάκη. Όχι μόνον ο Αναγνωστάκης ήταν τρία χρόνια νεότερός του και προϊστάμενός του, με βαθμό συνταγματάρχη του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά δεν είχε και δικαστική πείρα στην πολιτική του ζωή, ενώ ο Κατής ήταν ειρηνοδίκης στην Κόνιτσα. Ήξερε ακόμα ότι και ο τρίτος δικαστής, ο Γρηγόρης Παππάς, ένιωθε για τον Αναγνωστάκη σεβασμό και φιλία, κατάγονταν και οι δύο από την ίδια περιοχή στη νότια Ήπειρο και ο Κατής ήταν αποφασισμένος να εντυπωσιάσει τους συναδέλφους του με το πλήθος των στοιχείων που είχε συγκεντρώσει και με την εντέλεια του κατηγορητηρίου του. Ο Αναγνωστάκης είχε μπει νωρίς στην κατευθυνόμενη από τους κομμουνιστές αντίσταση, αφού είχε προσχωρήσει στο κόμμα από φοιτητής της νομικής και γρήγορα είχε γίνει υπεύθυνος του δικαστικού του ΕΛΑΣ στην κατοχή με τη φήμη ικανού δικαστή που απένειμε γοργά δικαιοσύνη στους αντιπάλους του ΕΛΑΣ σε πολλές σημαντικές δίκες. Ο Κατής προσχώρησε στο Δημοκρατικό Στρατό μετά την αντίσταση και ήξερε πως δεν είχε τους τίτλους που διέθετε ο νεότερός του. Η πιο σημαντική υπόθεση του Κατή ήταν η δίκη των τεσσάρων εθνικοφρόνων αξιωματικών που είχαν αιχμαλωτιστεί στη μάχη της Επιχειρήσεως Πέργαμος. Πριν από εκείνη τη δίκη ο Αναγνωστάκης είχε προτείνει να απελευθερώσουν τον ένα από τους αξιωματικούς, ένα γιατρό, παρατηρώντας πως οι αντάρτες είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από τις ιατρικές γνώσεις του παρά από μια ακόμα εκτέλεση. Ο Κατής όμως δεν υποχώρησε: ασχέτως πόσο απελπιστικά ανάγκη είχαν από γιατρούς για να Digitized by 10uk1s

νοσηλεύσουν τους τραυματίες αντάρτες, ο αιχμάλωτος είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός του εχθρού κι έπρεπε να πεθάνει. Στο τέλος ο Κολιγιάννης δέχθηκε την άποψή του, ο Κατής δικαιώθηκε και ο γιατρός εκτελέστηκε. Ίσως ο Αναγνωστάκης είχε αρχίσει να γίνεται μαλακός, αναλογιζόταν ο Κατής. Ήταν περήφανος που ο Κολιγιάννης είχε πάρει το μέρος του εναντίον του προϊσταμένου του στο δικαστικό και τώρα τον είχε ορίσει να διευθύνει ετούτη τη δίκη στο Λια. Ήταν αποφασισμένος να κάνει λιώμα την υπεροψία του Αναγνωστάκη αποδείχνοντας πως ήταν εξίσου καλός νομικός όσο και ο προϊστάμενός του, και ήξερε πως ο Κολιγιάννης θα 'χε κινητοποιήσει κάμποσους χαφιέδες για ν' αναφέρουν στον επίτροπο το χειρισμό της δίκης. Σταμάτησε για να διαλέξει τα πρώτα λόγια του. Ήταν ουσιαστικό το να παρουσιάσει σωστά στους αμαθείς χωριάτες αντίκρυ του τα όσα επρόκειτο να συμβούν· έπρεπε να φύγουν από τη δίκη πεπεισμένοι ότι ο Λαϊκός Στρατός ήταν δίκαιος, και ταυτόχρονα γνωρίζοντας ότι και η σκέψη μόνο να φύγουν από το χωριό συνεπαγόταν θανάσιμες συνέπειες. Ο Κατής μίλησε στη συνάθροιση με φράσεις απλές. Δεν του χρειαζόταν να φωνάζει με τηλεβόα· η φωνή του έφτανε ως τα πέρατα του σιωπηλού πλήθους. Οι χωριανοί τον παρακολουθούσαν με φόβο και δέος στις φυσιογνωμίες τους και οι κατηγορούμενοι έγερναν μπροστά στην αγωνία τους ν' ακούσουν. Ο Κατής είπε πως ο λαός του Λια επρόκειτο να παραστεί μάρτυς στη δίκη επτά κατηγορουμένων από το ίδιο τους το χωριό. Ανάγγειλε με κάποια χροιά περηφάνιας πως το άλφα δύο των ανταρτών είχε ανακαλύψει την ύπαρξη μιας οργάνωσης από φασίστες μέσα στο χωριό, η οποία μετέδιδε ζωτικές πληροφορίες στον εχθρό σχετικά με την άμυνα των ανταρτών. Επιπλέον, η οργάνωση παρείχε τα μέσα σε οπαδούς του φασισμού να διαφεύγουν στον εχθρό. Μια ομάδα από είκοσι προδότες είχε ήδη αποδράσει και περισσότεροι οργανώνονταν για να τους ακολουθήσουν. Οι κατηγορούμενοι θα δικάζονταν μπροστά στα μάτια των χωριανών τους, είπε, διότι οι αντάρτες γνώριζαν πως κάθε αληθινός πατριώτης του χωριού απεχθανόταν αυτή την προδοσία που εξέθετε σε κίνδυνο τους γενναίους πολεμιστές, οι οποίοι διακινδύνευαν τη ζωή τους για να λευτερώσουν την Ελλάδα. Τούτο ήταν φανερό, πρόσθεσε, υψώνοντας βαρυσήμαντα το ένα φρύδι, «επειδή όλα τα στοιχεία για τα εγκλήματα των κατηγορουμένων είχαν προέλθει από τους συχωριανούς των, που είναι πιστοί στην επανάσταση». Σημειώθηκε κάποιο ανήσυχο ανάδεμα στο ακροατήριο και όλοι απόφευγαν να κοιτάξουν κατάματα τους πλαϊνούς τους. Οι κατηγορούμενοι πρώτα θα σηκώνονταν ν' ακούσουν που θα διαβάζονταν οι εναντίον τους κατηγορίες, συνέχισε ο Κατής, κατόπιν θα καλούνταν μάρτυρες να επιβεβαιώσουν τις κατηγορίες αυτές. Γυρνώντας το πρόσωπο προς τους κατηγορουμένους βροντοφώναξε: «Δεν είμαστε σήμερα εδώ για να σας καταδικάσουμε. Οι συχωριανοί σας είναι οι κατήγοροι. Όταν ακουστούν οι καταθέσεις τους, εμείς θα βγάλουμε την απόφασή μας βασιζόμενοι στις δικές τους μαρτυρίες». «Βασίλης Νίκου», άρχισε ο Κατής, και ο γκριζομάλλης βαγενάς σηκώθηκε αργά, τον εμπόδιζε το γεγονός πως το χέρι του ήταν ακόμα δεμένο με τον καρπό της Ντίνας Βενέτη. «Ο άνθρωπος αυτός είναι από παλιά φασίστας», είπε ο Κατής. Η κάθε λέξη ηχούσε σαν σταγόνα της βροχής που πέφτει σε ασάλευτο νερό. «Έμεινε στο χωριό για να στέλνει πληροφορίες στον εχθρό και να καλλιεργήσει την εχθρότητα των χωριανών του για τον αγώνα. Ήταν από τους κύριους οργανωτές της απόδρασης των είκοσι προδοτών και σχεδίαζε και άλλες αποδράσεις ως τη μέρα που πιάστηκε. «Σπύρος Μιχόπουλος», φώναξε μετά, και το νευρικό σαν σκιάχτρο σουλούπι ξεδιπλώθηκε ίδιος στραβοσουγιάς. «Ο άνθρωπος αυτός υποκρινόταν πως είναι υποστηριχτής του αγώνα μας. Τοποθετήθηκε ακόμα και πρόεδρος του χωριού», άρχισε τραγουδιστά ο Κατής. «Αλλά στην Digitized by 10uk1s

πραγματικότητα ήταν ανάμεσά μας πεμπτοφαλαγγίτης που μοίραζε άδικα την προσφορά εργασίας για να προστατεύει τους φασίστες και για να καλλιεργεί στους πιστούς οπαδούς μας την εχθρότητα εναντίον μας. Ενώ οι μαχητές μας υποφέρανε και oι χωριανοί του πεινούσαν, ο Σπύρος Μιχόπουλος καταχώνιαζε τρόφιμα και εφόδια για τον εαυτό του». Στο ισχνό πρόσωπο του Μιχόπουλου έγινε εντονότερη η έκφραση του αδικημένου αθώου κι άρχισε ν' αρνιέται τις κατηγορίες, αλλά ο Κατής τον σταμάτησε και του 'γνεψε να καθίσει κάτω. «Αντρέας Μιχόπουλος», φώναξε. Ο νεαρός αντάρτης προσπάθησε να σταθεί όρθιος αλλά δεν τα κατάφερε, ωσότου ο θείος του τον τράβηξε πάνω με το σκοινί που ήταν δεμένο στους καρπούς τους. «Ο προδότης αυτός ήρθε στο Δημοκρατικό Στρατό ώστε να μπορέσει να μας προδώσει δίνοντας πληροφορίες σε κείνους που ήθελαν ν' αποδράσουν», είπε ο Κατής. «Χωρίς τη βοήθειά του, δε θα είχαν καταφέρει να φύγουν και να δώσουν στους φασίστες πληροφορίες για την άμυνα και τις κινήσεις μας. «Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη». Η στρογγυλοπρόσωπη γυναικούλα με τα καστανά ματάκια και τα κόκκινα σαν τομάτας μάγουλα σηκώθηκε, προσπαθώντας να διευθετήσει την έκφρασή της σε κατιτί ανάμεσα σε μεταμέλεια και υπακοή. «Η γυναίκα τούτη κατηγορείται γιατί έστειλε τις δύο κόρες της ν' αποδράσουν από το χωριό μαζί με τους άλλους φασίστες, ενώ η ίδια δούλευε στα σταροχώραφα», είπε ο Κατής, ρίχνοντας μια ματιά σε κάποιες σημειώσεις στο τραπέζι. «Ντίνα Βενέτη», συνέχισε και η Ντίνα σηκώθηκε, τα χέρια της ακόμα δεμένα με του Βασίλη Νίκου. «Αυτή η γυναίκα, που ο άντρας της είναι αξιωματικός στο μοναρχοφασιστικό στρατό, κατηγορείται πως σχεδίαζε ν' αποδράσει από το χωριό. «Αλέξω Γκατζογιάννη», φώναξε με πιο δυνατή φωνή. Η Ελένη χρειάστηκε να σκουντήξει με τον αγκώνα τη συννυφάδα της για να την κάνει να σηκωθεί. «Ετούτη η γυναίκα όχι μόνο κανόνισε να το σκάσει η μεγαλύτερη κόρη της μαζί με τους προδότες, αλλά πρόδωσε και τον αγώνα μας δίνοντας μυστικά στον άντρα της που την επισκέφθηκε κρυφά τουλάχιστον τρεις φορές για να συγκεντρώσει πληροφορίες για τις κινήσεις και τη δραστηριότητα του Λαϊκού Δημοκρατικού Στρατού». Η Αλέξω του 'ριξε μια ματιά έντονης καταφρόνιας αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Κατής σταμάτησε και επισκόπησε τα προσεχτικά πρόσωπα αντίκρυ του. «Ελένη Γκατζογιάννη», ανάγγειλε με μαλακότερη φωνή, έτσι που οι ακροατές του έγειραν μπροστά. Η Ελένη σηκώθηκε και κοίταξε το πίσω του φαλακρού κεφαλιού του καθώς εκείνος γύρισε στο ακροατήριο. « Η γυναίκα αυτή είναι κόρη γνωστού φασίστα και σύζυγος Αμερικάνου καπιταλιστή», είπε. «Η χώρα του άντρα της στέλνει τις βόμβες και τ' αεροπλάνα για να σκοτώνουν τους πολεμιστές μας. Κατηγορείται ότι κατέστρωσε την απόδραση από το χωριό τεσσάρων παιδιών της καθώς και της μάνας της, της αδελφής της, της ανιψιάς της, και δεκατριών άλλων φασιστών που το 'σκασαν για να παραδώσουν μυστικά μας στον εχθρό». Η Ελένη στεκόταν ατάραχη σαν άγαλμα, ωσότου της έγνεψε να καθίσει. «Θα καλέσουμε δεκαπέντε μάρτυρες κατηγορίας», ανάγγειλε ο Κατής με μια φωνή που έκανε τον κόσμο ν' ανατριχιάσει από την τρομάρα. «Οι μάρτυρες αυτοί είναι οι ίδιοι οι χωριανοί σας, που θ' αποκαλύψουν πως οι κατηγορούμενοι πρόδωσαν την επανάσταση. Θα διαβάσουμε επίσης επικουρικές καταθέσεις άλλων χωριανών για την προδοτική δράση των κατηγορουμένων. Κατόπιν θα επιτραπεί στους κατηγορούμενους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και όποιος από σας εδώ έχει να προσθέσει στοιχεία θα του επιτραπεί να μιλήσει στο δικαστήριο». Σταμάτησε και ύστερα φώναξε δυνατότερα: «Η δικαιοσύνη του δημοκρατικού Στρατού, ακόμα και μέσα στη μάχη και την επανάσταση, είναι αμερόληπτη! Θα ξεχωρίσει τους ένοχους από τους αθώους τόσο πεντακάθαρα όπως το λάδι από το ξίδι». Digitized by 10uk1s

Αθέλητα ο Κατής έριξε πίσω μια ματιά στους κατηγορουμένους, ύστερα πλάι στους συνάδελφους δικαστές, ευχαριστημένος με τον τρόπο που είχε εκφραστεί. Γύρισε ξανά στο ακροατήριο. «Θα καλέσουμε τώρα τους μάρτυρες. Καθένας που θ' ακούει τ' όνομά του θα βγαίνει μπροστά και θα κάθεται εδώ, στα δεξιά των κατηγορουμένων, ωσότου έρθει η σειρά του να μιλήσει». Καθώς ο Κατής άρχισε να καλεί τους μάρτυρες από ένα κατάλογο που κρατούσε, ένας κρότος σαν βροντή κι ένα συννεφάκι καπνός μακριά στην κορυφογραμμή της Μεγάλης Ράχης απέσπασε την προσοχή του κόσμου. Βλέποντας το μεγάλο πλήθος συγκεντρωμένο στην πλατεία, ο Ελληνικός Εθνικός Στρατός είχε διαλέξει εκείνη τη στιγμή για να βομβαρδίσει το χωριό. Ο πρώτος όλμος άνοιξε ένα κρατήρα στη μέση της πλαγιάς του Προφήτη Ηλία και ο δεύτερος έσκασε κάτω στ' ανατολικά της πλατείας, κοντά στην Αγία Παρασκευή. Καθώς τα κεφάλια στρέφονταν εδώ κι εκεί και οι μανάδες έσφιγγαν τα παιδιά τους, ο τρίτος όλμος έπεσε μόνον εκατό μέτρα ανατολικότερα από την πλατεία. Με μια κίνηση το πλήθος σηκώθηκε κι άρχισε να φωνάζει. Ο Κατής είχε απομείνει εμβρόντητος. Οι αντάρτες μέσα στον κόσμο σηκώσανε τα τουφέκια τους και όλοι οι χωριανοί κοιτούσαν φοβισμένοι, καθώς λαχταρούσαν να το βάλουνε στα πόδια μα και φοβόντουσαν τα όπλα. Ο Κατής άρχισε να ιδροκοπάει. Άξαφνα ένας όλμος έπεσε ακριβώς στην άκρη της πλατείας, στο χώρο ανάμεσα στην Αγία Τριάδα και το μεγάλο πλατάνι. Η βροντή από την έκρηξη τους έκανε όλους — δικαστές, μάρτυρες, κατηγορούμενους και ακροατήριο — να πάρουνε δρόμο για να προφυλαχτούν, αδιαφορώντας για τα πάντα πέρα από το αρχέγονο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Φύλλα, κλαδιά, πέτρες, χώματα και θραύσματα τινάχτηκαν πάνω σ' όλους γύρω από το δέντρο· χαλάζι πέσανε τα κλαδιά πάνω στους κατηγορούμενους. Δεμένοι ακόμα δυο δυο, συνωθούνταν κι έσπρωχναν, ξεφωνίζοντας, όπως και όλοι οι άλλοι, για το πιο κοντινό καταφύγιο. Όταν σταμάτησε ο βομβαρδισμός έγινε σιγαλιά, που την έσπαγε μόνον ο κρότος απ' όσα κεραμίδια και κλαδιά γκρεμίζονταν. Μόλις άρχισε να σκορπίζει το σύννεφο της σκόνης, ο Κατής βγήκε από το κατώφλι όπου είχε χωθεί και σύναξε τους αντάρτες. «Η δίκη διακόπτεται για σήμερα το πρωί!» φώναξε με σφιγμένη φωνή. «Η θέση αυτή είναι πολύ εκτεθειμένη! Θα ξανασυγκεντρωθούμε το απόγεμα στις πεντέμισι στη ρεματιά κάτω από τη βρύση του Σολή. Όλοι οι χωριανοί να είναι παρόντες». Χαμηλώνοντας τη φωνή του, ο Κατής είπε στους γύρω του αντάρτες. «Μαζέψτε τους κατηγορούμενους και πηγαίνετέ τους στο σταθμό της πολιτοφυλακής». Ύστερα από μερικά λεπτά καθώς η πλατεία άδειαζε γρήγορα, ξέσπασε πανικός στους δεσμοφύλακες. «Η Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη εξαφανίστηκε!» φώναξε κάποιος. Ο Κατής άσπρισε. Ήταν η μόνη που δεν ήταν δεμένη και τώρα κατάλαβε πως αυτό ήταν λάθος. Βρήκαν την Κωνσταντίνα σε μια γωνιά στο κατώι του Κόκκινου, ζαρωμένη πίσω από 'να σακί αλεύρι. «Δεν ήθελα να το σκάσω!» θρηνούσε, σκεπάζοντας το κεφάλι με τα χέρια της για να το προστατεύει από τα χτυπήματα που περίμενε. «Ήθελα μόνο να φυλαχτώ από τους όλμους όπως και οι άλλοι!». Ξεφυσώντας με ανακούφιση, ο Κατής πρόσταξε να τη δέσουν αμέσως ως το τέλος της δίκης.

Κατάκορφα στο Περιβόλι, ακριβώς κάτω από το ίσιωμα που το λέγανε η Βρύση, εκεί όπου οι χωριανοί χόρευαν στη γιορτή του Προφήτη Ηλία, η πλαγιά έπεφτε απότομα σχηματίζοντας μια χλοερή, κατάφυτη ρεματιά. Στον όχθο της ρεματιάς, το νερό που στάλαζε αιώνες είχε σκαλίσει κάτι σαν σπηλιά, μια χλοερή γεμάτη φτέρες αλκόβα μεγάλη όσο ένα ευρύχωρο δωμάτιο. Εκεί τοποθετήθηκαν το τραπέζι και οι καρέκλες των δικαστών, έτσι που και κατευθείαν απάνω τους αν έπεφτε όλμος, θα τους προστάτευε η οροφή του βράχου. Η κοίτη του ποταμού μπροστά στη σπηλιά ήταν υγρή, βαλτότοπος, το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς, αλλά ως τον Αύγουστο ξεραινόταν, και οι Digitized by 10uk1s

κατηγορούμενοι κάθισαν στα πλατιά γλειμμένα λιθάρια ακριβώς εμπρός στους δικαστές. Από την κοίτη το έδαφος υψωνόταν ομαλά σχηματίζοντας ένα κοίλωμα σαν κούπα και προστάξανε τους χωριανούς να βολευτούν σ' αυτή τη χορταριασμένη πλαγιά, βάζοντας στην πρώτη σειρά τους γεροντότερους, τους πατριάρχες του χωριού. Η φαρδιά ρεματιά σχημάτιζε έτσι ένα τέλειο ημικυκλικό αμφιθέατρο, με τη σπηλιά φυσική σκηνή. Τόπος μαγευτικός, στρωμένος συνήθως με φτέρες που ξεδιπλώνουν λεπτεπίλεπτες ψαλίδες, πασπαλισμένος με αενάως μεταβαλλόμενα σχέδια από ήλιο και σκιές, με πεταλούδες ευαίσθητες σαν τη σκέψη να φτερουγίζουν μέσα στη μοναστηριακή σιγαλιά του γούπατου. Εκείνη όμως τη μέρα, οι πεταλούδες φύγανε, και η ρεματιά γέμισε με το ανήσυχο μουρμουρητό μερικών εκατοντάδων στομάτων, γιατί οι χωριανοί στις ανηφοριές της πλαγιάς ήξεραν πως είναι περισσότερο εκτεθειμένοι από τους αντάρτες στους όλμους. Ο Κατής τέλειωσε την εκφώνηση των ονομάτων των δεκαπέντε χωριανών που θα κατέθεταν ως μάρτυρες. Τους έβαλε να καθίσουν απέναντι στους δικαστές και τους κατηγορούμενους, από τη μια μεριά στον πάτο της φυσικής κούπας. Ανάμεσα σε κείνους που κλήθηκαν ήταν και η Σταυρούλα Γιάκου, η ξανθή ευνοούμενη των ανταρτών η Αλεξάντρα Ντρουμπογιάννη, η μαυριδερή, αψίθυμη συννυφάδα της Κωνσταντίνας, που είχε πάει στη δεύτερη απόπειρα φυγής· και η μεγαλύτερη θυγατέρα της, η Μηλιά, που φορούσε τη στολή της και κρατούσε το τουφέκι της. Όταν συγκεντρώθηκαν οι μάρτυρες, ο Κατής σήκωσε το χέρι να γίνει ησυχία και άρχισε να διαβάζει τις μαρτυρίες που είχε συγκεντρώσει εναντίον του πρώτου κατηγορουμένου, του Βασίλη Νίκου. Ο Κατής διάβασε τις καταγγελίες είκοσι δύο χωριανών για ν' αποδείξει λεπτομέρειες της προδοσίας του γερο-βαγενά και την απιστία του απέναντι στον επαναστατικό αγώνα, για να δείξει ότι ήταν φασίστας, ότι οργάνωνε αποδράσεις από το χωριό κι έστελνε πληροφορίες στον εχθρό. Καθώς ο Κατής διάβαζε τα ονόματά τους, οι χωριανοί που είχαν ψιθυρίσει τις καταγγελίες στην πολιτοφυλακή, έχοντας την εντύπωση ότι μιλούσαν εμπιστευτικά, χλόμιασαν κι έσκυβαν τα κεφάλια τους, πασχίζοντας να εξαφανιστούν μέσα στο πλήθος. Παρά τη νοτερή δροσιά της χαράδρας, την μπουκωμένη από την ευωδιά των δαφνοκούκουτσων, πολλοί από τους ακροατές άρχισαν να ιδρώνουν. Ανάμεσα σε κείνους που είχαν δώσει στοιχεία εναντίον του Νίκου ήταν η Σταυρούλα Γιάκου και η Μαριάνθη Σπυροπούλου, που οι καταθέσεις τους είχαν ληφθεί πριν από την απόδραση της δεύτερης. Οι δύο μεγαλύτερες θυγατέρες του Βασίλη Νίκου κάθονταν κοντά στην κορυφή της ρεματιάς και θυμούνται καλά την κατάθεση. Ο πρώτος και πιο ολέθριος μάρτυρας, που κλήθηκε για να κατηγορήσει τον πατέρα τους, ήταν ο Φώτο Μπόλης, ένας γερακομύτης μικρόσωμος γανωτζής που έμενε σ' ένα σπίτι, κοντά στου Γκατζογιάννη με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του. Ο Φώτο Μπόλης είχε βρεθεί έξω από το χωριό κάνοντας τις γανωτζήδικες γύρες του, όταν οι αντάρτες καταλάβανε το Λια το Νοέμβριο. Αλλά ήταν φανατικός κομμουνιστής και στις 30 Μαΐου 1948 κατάφερε μαζί με το Χρήστο Σκεύη, ξάδερφο του Σπύρου Σκεύη, να ξεγλιστρήσει μέσα από τις κυβερνητικές γραμμές και να γυρίσει από τους Φιλιάτες στο χωριό. «Τι γνωρίζεις για τον κατηγορούμενο Βασίλη Νίκου;» ρώτησε επιτακτικά ο Κατής, σαν υποβολέας που δίνει σ' ένα ηθοποιό τη ρεπλίκα του. Ο Μπόλης φούσκωσε όσο έπαιρνε το μπόι του. Τώρα είχε την ευκαιρία να κάνει τους συχωριανούς του να πληρώσουν για όλα τα χρόνια που τον είχανε καταφρονήσει. «Είναι μαύρος, μαύρος σαν το μεσονύχτι, φαρμακωμένος φασισμό ως τα νύχια του!» φώναξε. Συνέχισε, λέγοντας πως όταν αποκλείστηκε στους Φιλιάτες πίσω από τις γραμμές των κυβερνητικών, συχνά έβλεπε τους φασίστες να παίρνουν εκθέσεις με πληροφορίες που τους Digitized by 10uk1s

έστελνε ο Βασίλης Νίκου, περιγράφοντας καταλεπτώς τη δράση των ανταρτών στα χωριά της Μουργκάνας. Δεύτερος μάρτυρας που κλήθηκε ήταν η Σταυρούλα Γιάκου, που απόκοτα ανταπέδωσε τα παγερά βλέμματα των γυναικών του χωριού. Καθώς στεκόταν καμαρωτή εμπρός στους δικαστές, το παιχνίδισμα του ήλιου και του ίσκιου στη ρεματιά τόνιζε την απαλότητα της χρυσαφένιας επιδερμίδας της και της χαίτης των μελένιων μαλλιών της. «Είναι αδερφός της πεθεράς μου, αλλά η αλήθεια δεν κρύβεται», δήλωσε, ρίχνοντας μια θριαμβευτική ματιά κατά τη μισητή πεθερά της. Η Ελένη είδε τη μάνα της Σταυρούλας, την παλιά φιλενάδα της την Αναστασία, να στρίβει πέρα το πρόσωπό της. «Όταν ο Βασίλης Νίκου κανόνιζε τις αγγαρείες, έστελνε ανήμπορες γριές να κουβαλάνε τους τραυματίες», συνέχισε απτόητη η Σταυρούλα, «έτσι που να γκρεμοτσακιστούν ή να πεθάνουν οι τραυματίες προτού να τους βοηθήσουν οι γιατροί. Και μια φορά, σαν χρειάστηκε και το δικό του μουλάρι γι' αγγαρεία, ο Νίκου έχωσε ένα καρφί στο νύχι του για να μη μπορεί να περπατήσει». Ο επόμενος μάρτυρας που κλήθηκε εναντίον του Νίκου ήταν από τους συγκατηγορουμένους του, η Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη, που είχε τώρα τα χέρια της γερά δεμένα για να προληφθεί άλλη εξαφάνισή της όπως η πρωινή. Ο Κατής διάβασε μια καταγγελία που είχε κάνει η Κωνσταντίνα για ένα επεισόδιο όταν κάποτε είχε φωνάξει το Βασίλη Νίκου να της φτιάξει μια κλειδαριά στην πόρτα του σπιτιού της. Όπως δούλευε, κατά την Κωνσταντίνα, της είπε: «Τυχερή είσαι! Κατάφερες να διώξεις τις θυγατέρες σου και τις έσωσες. Με τις δικές μου όμως; Τι θα κάνω εγώ;». «Ο κατηγορούμενος Νίκου το είπε αυτό σε σένα;» της υπέβαλε ο Κατής. Εκείνη τον κοίταξε φοβισμένη, ύστερα χαμήλωσε τα μάτια της, σαν να εξέταζε τα σκοινιά που έδεναν τα χέρια της, και κατένεψε αδιόρατα. Άξαφνα ο Αναγνωστάκης σηκώθηκε, κίνηση που ξάφνιασε τον Κατή. Ήξερε πως όλοι οι δικαστές είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν ερωτήσεις στους μάρτυρες, αλλά είχε ενορχηστρώσει τη δίκη τόσο προσεχτικά στο μυαλό του, ώστε δεν περίμενε να επέμβει κανείς τους. Προπαντός, δεν ήθελε καθόλου να μπερδευτεί ο Αναγνωστάκης με τους προσεχτικά προετοιμασμένους μάρτυρές του. «Ήταν άλλος κανείς στο δωμάτιο όταν ο κατηγορούμενος σου το είπε αυτό;» ρώτησε με μαλακή φωνή ο Αναγνωστάκης. Η Κωνσταντίνα τον κοίταξε σαστισμένη, αναρωτιόταν μήπως είχε μπερδέψει κάπου το ρόλο της. «Όχι», αποκρίθηκε. «Δε θα το 'λεγε αν ήταν άλλος εκεί», πρόσθεσε, σαν να εξηγούσε σε παιδί. «Ώστε σου το είπε αυτό μυστικά επειδή σου είχε εμπιστοσύνη;» ρώτησε ο Αναγνωστάκης. Τα κόκκινα μάγουλα της Κωνσταντίνας φλογίστηκαν περισσότερο. Κατένεψε. «Τότε λοιπόν γιατί τώρα προδίνεις την εμπιστοσύνη που σου είχε;» επέμενε εκείνος. Η Κωνσταντίνα κοιτούσε μια τον ένα δικαστή και μια τον άλλο, χαμένη ολότελα. Γύρισε από το συνοφρυωμένο πρόσωπο του Κατή στο νεότερο, που της φαινόταν καλοσυνάτος. «Γιατί φοβάμαι!» της ξέφυγε. Ένα μουρμουρητό ανατάραξε τη σιωπή του πλήθους. Προπαντός αυτό δεν ήθελε ν' ακούσει ο Κατής, γιατί έδινε στο μαρμαρωμένο ακροατήριο τη σαφή εντύπωση πως οι μάρτυρες είχαν τρομοκρατηθεί για να προβούν στις καταγγελίες τους. Έκανε μια χειρονομία ανυπομονησίας κατά την αμήχανη Κωνσταντίνα. «Πες μου την αλήθεια εσύ, σου το είπε Digitized by 10uk1s

αυτό ο Βασίλης Νίκου ή όχι; Η κατάθεσή σου είναι ψευδής;». Τον αναμέτρησε για ένα λεπτό, ύστερα αποκρίθηκε με φωνή που μόλις ακουγόταν: «Το είπε». Καθώς ο Κατής επισκοπούσε το ακροατήριο, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στον Αναγνωστάκη, για να γραδάρει πόση ζημιά είχε κάνει η κατάθεση της Κωνσταντίνας Ντρουμπογιάννη, η Ελένη θυμήθηκε το κλαμένο πρόσωπο της συχωριανής της τη μέρα που τις φέρανε στο γραφείο του Κατή σε αντιπαράσταση. Ολοφάνερο, προσπαθούσε να σωθεί καταθέτοντας εις βάρος των άλλων. Στην προσπάθειά του να επανορθώσει την εντύπωση που δημιουργούσε η Κωνσταντίνα, ο Κατής της είπε κοφτά να καθίσει. Πήρε ένα χαρτί από το τραπέζι εμπρός του. «Όπως είναι γνωστό στο δικαστήριο», είπε, «σήμερα θα δικαζόταν εδώ και άλλη μία κατηγορούμενη, αλλά λόγω της αμέλειας της πολιτοφυλακής το 'σκασε από το χωριό. Πριν όμως δραπετεύσει, έκανε μια μακρά κατάθεση και θα διαβάσω τώρα από αυτή το μέρος που αναφέρεται στο Βασίλη Νίκου. Η κρατούμενη Μαριάνθη Σπυροπούλου ρωτήθηκε: "Γνώριζε ο Βασίλης Νίκου εκ των προτέρων για την απόδραση των είκοσι;" και απάντησε: "Ναι, συχνά μιλούσε με τον πατέρα μου να βγάλουν τις φαμελιές τους"». Ο Κατής έγνεψε να σηκωθεί ο Βασίλης Νίκου. Του πέταξε: «Δεν είναι αλήθεια ότι θέλησες να μείνεις εδώ για να μας προδίνεις, ότι αρκετές φορές έκανες σχέδιο να το σκάσεις;». Ο Βασίλης Νίκου τον κοίταξε ήρεμα και απάντησε: «Όχι, συναγωνιστή Κατή, δεν είναι. Ο συγγενής μου, ο Σπύρος Σκεύης, είναι από τους δοξασμένους διοικητές σας. Γιατί να θέλω να προδώσω τον αγώνα αφού όλοι πολεμάμε γι' αυτόν. Πήγαινα για το Φιλιάτι όταν άκουσα πως είχατε φτάσει και γύρισα πίσω. Και τον περασμένο Μάρτη, όταν ο εχθρός βρισκόταν στην άκρη του χωριού, ο Σπύρος Μιχόπουλος μου είπε: "Πάμε να φύγουμε τώρα. Δε θα ξαναβρούμε τέτοια ευκαιρία". Μα εγώ δεν έφυγα». Όλα τα μάτια γυρίσανε μεμιάς στον αχαμνό, χλομό τέως πρόεδρο του χωριού, που νευρικά με το ελεύθερο χέρι του σκάλιζε το δόντι του μ' ένα ψιλό κλαράκι που είχε βρει. Πάγωσε όπως ο Κατής του φώναξε: «Είναι αλήθεια αυτό, Μιχόπουλε; Του το είπες αυτό;». Ο Μιχόπουλος έκανε μια κακομοίρικη προσπάθεια να κολλήσει στο πρόσωπό του ένα πονηρό χαμόγελο: «Ναι, το είπα», αποκρίθηκε. «Μα για να τον δοκιμάσω μόνο! Στην κατοχή ποτέ δε μας υποστήριξε και δεν μπορούσα να το πιστέψω πως τώρα ήταν πραγματικά δικός μας, έτσι του το είπα για να τον ξεμπροστιάσω. Αν δεχότανε την πρόταση μου, θα σας τον έφερνα αμέσως». Οι δυο κατηγορούμενοι καθηλώσανε τα μάτια τους και αγριοκοιτάκτηκαν με ασυγκάλυπτο μίσος. Ο καθένας τώρα προσπαθούσε να σωθεί θυσιάζοντας τον άλλο, όμως το κόλπο του Μιχόπουλου δεν έπιασε. «Γιατί δε μας είπες τις αμφιβολίες σου, συναγωνιστή;» βροντοφώναξε ο Κατής. «Γιατί δε μας είπες τι υποπτευόσουν;». Το πρόσωπο του Σπύρου Μιχόπουλου κατέρρευσε, και ψιθύρισε: «Σκέφτηκα πως καλύτερα να τον δοκιμάσω πρώτα». «Δε μας το είπες επειδή είναι γεγονός πως ήθελες να φύγεις εσύ!» ξέσπασε ο Κατής. Ο Μιχόπουλος άρχισε να διαμαρτύρεται τόσο φρενιασμένα, που με τις σπασμωδικές κινήσεις του έστριψε τον καρπό του Αντρέα. Digitized by 10uk1s

«Ήμουν μαζί σας από την αρχή!» φώναξε. «Υποστήριξα τον ΕΛΑΣ όταν ο Βασίλης Νίκου ήταν Εδεσίτης! Υποστήριξα το Δημοκρατικό Στρατό και δούλεψα ακούραστος για σας από τη μέρα που φτάσατε. Να μη με ιδεί ο Θεός αν πρόδωσα ποτέ τον αγώνα μας!». Ο Κατής τον έκοψε: «Κάτσε κάτω, Μιχόπουλε», είπε. «Θα μάθουμε σύντομα πόση υποστήριξη έδωσες στον αγώνα». Γύρισε στους άλλους δικαστές: «Έχουμε ορισμένους μάρτυρες που θ' αποδείξουν ότι οι δηλώσεις νομιμοφροσύνης που κάνει ο Σπύρος Μιχόπουλος είναι ψεύτικες». Κάλεσε τη Χρυσούλα Κούκα, μια βάβω ντυμένη στα μαύρα, που το σπίτι και το περιβόλι της συνόρευαν με του Σπύρου Μιχόπουλου. Η Χρυσούλα, εξήντα πέντε χρονών, ήταν περιλάλητη ανακατώστρα, ολοένα διαπληκτιζόταν με χωριανούς για τα σύνορα στα κτήματα και για την αράδα στο πότισμα. Καθώς στεκόταν τρεμάμενη, συντριμμένη άξαφνα όταν είδε όλο το χωριό να κρέμεται από τα χείλια της, ο Κατής διάβασε μια καταγγελία της Χρυσούλας, που κατηγορούσε το Σπύρο Μιχόπουλο πως ήταν εχθρός του αγώνα, ευνοούσε τους φασίστες όταν όριζε τις αγγαρείες για να τα 'χει καλά με τον εχθρό στην περίπτωση που οι εθνικόφρονες θα ξανάπαιρναν το χωριό. Το πιο επιβαρυντικό στοιχείο για το γείτονά της ήταν ότι τον είχε δει να θάβει στο υπόγειό του μεγάλη ποσότητα τροφίμων από το κλειστό τώρα παντοπωλείο του — κασόνια με σαπούνι, τενεκέδες λάδι, που έπρεπε να τα είχε μοιραστεί με τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού. Ο Κατής ανάγγειλε θριαμβευτικά πως τα πράγματα είχαν όντως ανακαλυφθεί κάτω από το δάπεδο στο κατώι του Μιχόπουλου: «Η μερίδα του λέοντος από αγαθά, ενώ οι μαχητές μας και οι πιστοί υποστηριχτές μας υποφέρανε από την πείνα και το κρύο». Αφού διάβαζε κάθε φορά μερικές αράδες, ο Κατής σταματούσε και ρώταγε: «Αλήθεια δεν είναι, συναγωνίστρια Κούκα;» αλλά η βάβω, τρομοκρατημένη που άκουγε τα λόγια της να διαβάζονται στον κόσμο, άρχισε να τα μασάει: «Έτσι μου φάνηκε», μουρμούριζε. «Αυτό άκουσα. Ναι, ίσως έχεις δίκιο». Ο Κατής ξάναψε με την καιροσκοπική στάση της. Τέλος παράτησε το χαρτί και άπλωσε το χέρι του καταπάνω της, κουνώντας το σαν φίδι. «Ε, συναγωνίστρια Κούκα!» πέταξε με σιχασιά. «Όχι σαν το χέλι που ξεγλιστράει από το μαχαίρι! Πες τα και τώρα όπως μας τα είπες προηγουμένως». Η γριά θωρούσε το χέρι του σα να 'τανε ζωντανό, έπειτα άρχισε να κατανεύει. «Ναι, όσα διάβασες είναι αληθινά», είπε και γύρισε να κοιτάξει το γείτονά της που τον είχε τελικά ξευτελίσει. Ο Σπύρος Μιχόπουλος δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί. Έβλεπε πως η ιδιότροπη γριά ξέσπαγε όλη την κακία της πάνω του και με τούτο τον χαντάκωνε. Στάθηκε στα ποδάρια του, οι αγκώνες του και τα γόνατά του ξεπετάγονταν ολούθε. «Όχι μόνο υποστηρίζω τον αγώνα από την κατοχή, μα η φασιστική χωροφυλακή με σάπισε στο ξύλο γι' αυτό!» φώναξε. Η γριά πάτησε ένα δυνατό κακάρισμα και λησμονώντας τη δειλία της μπροστά στον κόσμο, του κούνησε το κομπιασμένο της δάχτυλο: «Σε δείρανε γιατί τους έκλεψες ένα πρόβατο!» του πέταξε με καταφρόνια. Νιώθοντας πιο άνετα, ο Κατής διάβασε τις καταθέσεις είκοσι και πλέον χωριανών που κατηγορούσαν τον άτυχο τέως πρόεδρο ότι διάλεγε άδικα πιστούς οπαδούς των ανταρτών γι' αγγαρείες, ότι ευνοούσε τους φασίστες, ότι είχε πετάξει σπόντες σε πολλούς πως καλά θα κάνανε να το σκάσουν απ' το χωριό. Με την κάθε κατάθεση που διαβαζόταν το πρόσωπο του Μιχόπουλου χλόμιαζε περσότερο· το μακρύ κορμί του έμοιαζε να διπλώνεται, να σουρώνει μπροστά στο φάσμα του θανάτου. Digitized by 10uk1s

Ο τελευταίος μάρτυρας που κάλεσε ο Κατής εναντίον του Σπύρου ήταν η Ντίνα Βενέτη. Σηκώθηκε όρθια, το αυγουλωτό πρόσωπό της τόσο χλομό που τα πεταχτά ζυγωματικά θαρρούσες πως θα τρυπήσουν το δέρμα της. Χρόνια αργότερα η Ντίνα Βενέτη επέμενε ότι δε θυμόταν τίποτα απ' όσα είχε πει στη δίκη· ήταν πανικόβλητη. Άλλοι όμως χωριανοί θυμούνται καλά την κατάθεσή της. «Επισκέφθηκες τον πρόεδρο του χωριού Σπύρο Μιχόπουλο λίγες μέρες μετά τη φυγή των είκοσι;» ρώτησε ο Κατής κατευθύνοντάς την προσεχτικά. «Ναι», απάντησε η Ντίνα με φωνή που μόλις ακούστηκε. «Πήγα να του γυρέψω λίγο καλαμπόκι από τα τρόφιμα του χωριού, γιατί δεν είχα τίποτα να θρέψω τα τρία παιδάκια μου». «Και τι σου αποκρίθηκε;» την ενθάρρυνε ο Κατής. Κανένας δεν μπόρεσε ν' ακούσει την απάντησή της. «Μίλα δυνατά!» πρόσταξε ο Κατής. Η Ντίνα ύψωσε τη φωνή της. «Μου είπε: "Δε μου έμεινε καλαμπόκι. Έπρεπε να 'χεις πάει με τους άλλους"». «Αυτό αρκεί», της είπε ο Κατής και κείνη κάθισε με ανακούφιση. Όταν διαβάστηκαν όλες οι καταθέσεις εναντίον του Σπύρου Μιχόπουλου, η ρεματιά είχε γεμίσει ίσκιους και ο ήλιος που βασίλευε έστελνε φλογισμένα δάχτυλα στην κορυφογραμμή των δυτικών λόφων. Ο Κατής ανάγγειλε ότι η δίκη θα διακόπτονταν για να επαναληφθεί το επόμενο πρωί στο ίδιο μέρος.

Ο πρώτος κατηγορούμενος που κλήθηκε για ν' αντιμετωπίσει το κατηγορητήριο την άλλη μέρα ήταν ο Αντρέας Μιχόπουλος. Το παλικάρι στεκόταν όρθιο με δυσκολία, εξασθενημένο ακόμα από τα βασανιστήρια ύστερα από την απόπειρά του να δραπετεύσει, ενώ ο Κατής αποτεινόταν στον κόσμο. «Πριν από δύο μήνες, είκοσι πολίτες το 'σκασαν από το χωριό. Για να μπορέσουν τόσοι πολλοί να δραπετεύσουν απαρατήρητοι και να φθάσουν στις φασιστικές δυνάμεις στη Μεγάλη Ράχη, ήταν απαραίτητο να γνωρίζουν που κινούνταν οι περίπολοι μας και που είχαν τοποθετηθεί νάρκες. Όλες αυτές τις πληροφορίες τους τις έδωσε ο Αντρέας Μιχόπουλος, προδότης της στολής που του δώσαμε όταν ήρθαμε στο χωριό σας. »Αν απέμενε κάποια αμφιβολία για τη συνενοχή του στην απόδραση», συνέχισε ο Κατής, «χάθηκε με την απόπειρά που έκανε να ξεφύγει από τη λαϊκή δικαιοσύνη. Καταλαβαίνοντας την ενοχή του, ο Αντρέας Μιχόπουλος είναι τώρα έτοιμος να ομολογήσει τα εγκλήματά του». Ο Κατής γύρισε στον Αντρέα, που έγλειφε τα χείλια του νευρικά. «Ο προδότης Λουκάς Ζιάρας σε πλησίαζε όταν ήσουν σκοπός στην Παναγιά και αρκετές φορές πριν από την απόδραση σε ρώτησε για τις κινήσεις των περιπόλων και τις θέσεις των ναρκοπεδίων;». «Έτσι είναι», απάντησε ο Αντρέας. «Κι εσύ τι του είπες;». «Κουβεντιάζαμε μόνο», άρχισε δισταχτικά ο Αντρέας, «θαρρούσα πως ήτανε δικός μας. Του έλεγα για την υπηρεσία στα περίπολα και που πήγαιναν συνήθως τα περίπολα. Δεν είχα ιδέα πως ήθελε Digitized by 10uk1s

να φύγει». «Αν ήξερες πως ήθελε να το σκάσει, θα μας το έλεγες;» ρώτησε ο Κατής, ενθουσιασμένος από το κατόρθωμά του. «Ναι, βέβαια, συναγωνιστή!». «Η Ντίνα Βενέτη σου είπε ποτέ πως σκόπευε να εγκαταλείψει το χωριό;» συνέχισε ο Κατής. Το πρόσωπο του παλικαριού μαράθηκε, κατάλαβε που το πήγαινε. «Ναι», μουρμούρισε. «Τι σου είπε ακριβώς;». «Ήρθε εκεί που ήμουνα σκοπός και με ρώτησε ποιο είναι το πιο σίγουρο μονοπάτι για να φύγει από το χωριό». «Κι εσύ παρουσιάστηκες αμέσως στους αξιωματικούς σου και ανέφερες αυτή τη συνομιλία;». Ο Αντρέας σταμάτησε, προσπαθώντας να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. «Όχι, όχι αμέσως», είπε θλιβερά. «Όμως ύστερα, όταν με ρωτήσατε, σας το 'πα». Ο Κατής χαμογέλασε. «Ναι, ύστερα, αφού είχες πει σε άλλους στο χωριό για τη συνομιλία και τη μάθαμε από κείνους», αναφώνησε. «Ντροπιάζεις τη στολή που φοράς!». Γύρισε στους κατηγορουμένους. «Ντίνα Βενέτη σήκω πάνω». Η Ντίνα σηκώθηκε, αδύνατη μορφή κατάντικρυ στην ισχύ του δικαστηρίου. «Είναι αλήθεια ότι πήγες στον Αντρέα Μιχόπουλο και τον ρώτησες πως να δραπετεύσεις από το χωριό;» ρώτησε επιτακτικά ο Κατής. Τα μαύρα μάτια της Ντίνας αστράψανε. «Είναι πέρα για πέρα ψέμα!» πέταξε, γυρνώντας για ν' αγριοκοιτάξει τον Αντρέα. «Μένω κάτω κάτω στο χωριό και ξέρω τα μονοπάτια που βγάζουν από το χωριό καλύτερα από τον καθένα! Ποτέ δε θα γύρευα να μου πει αυτός!». «Λοιπόν, αρνείσαι ότι ήθελες ν' αποδράσεις, να πας κοντά στον άντρα σου που πολεμάει στο μοναρχοφασιστικό στρατό;». «Δεν αρνούμαι πως θα ' θελα να φύγω, να πάρω τα παιδιά μου και να πάω κοντά στον άντρα μου», απάντησε η Ντίνα, κοιτάζοντας τον Κατή κατάματα. «Αρνούμαι όμως ότι σχεδίαζα να το σκάσω. Θα μου ήταν αδύνατο να φύγω ακίνδυνα με τρία μωρά. Ο Αντρέας Μιχόπουλος είναι ψεύτης, κι έδειξε πόση εμπιστοσύνη μπορείτε να 'χετε στο λόγο του δοκιμάζοντας να το σκάσει». Γυρνώντας στους δικαστές, ο Κατής είπε κομματάκι περήφανος πως ο Αντρέας είχε κατονομάσει άλλους είκοσι τρεις Λιώτες που τους υποπτευόταν ότι σχεδίαζαν να φύγουν. Τούτο επιβεβαίωνε τις υποψίες της πολιτοφυλακής πως υπήρχε συνωμοσία εξαπλωμένη σε όλο το χωριό. Επόμενος κατηγορούμενος που κλήθηκε ήταν η Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη· η κατηγορία ήταν πως έστειλε τις δύο ανήλικες κόρες της να το σκάσουν μαζί με τη συννυφάδα της. Σηκώθηκε τρεμάμενη ακόμη από τη δοκιμασία της κατάθεσης εναντίον του Βασίλη Νίκου, φοβόταν πως τώρα θα εξοργίσει τον Κατή ακόμα περσότερο. Digitized by 10uk1s

«Γνώριζες πως οι κόρες σου επρόκειτο να φύγουν;» τη ρώτησε εκείνος. Όχι, δεν το γνώριζα», απάντησε κακομοίρικα. «Θέριζα τα στάρια για το Δημοκρατικό Στρατό όταν έφυγαν». Συνέχισε λέγοντας πως η συννυφάδα της είχε πάρει τα κορίτσια δίχως τη δικιά της άδεια και παρά τη θέλησή της. Ο Κατής δεν προχώρησε εις βάθος, φοβόταν μήπως η χαζή διαπράξει κι άλλη γκάφα μπροστά στον Αναγνωστάκη. Πέρασε γοργά στις κατηγορίες εναντίον της Αλέξως Γκατζογιάννη, που είχε στείλει, είπε, τη μεγαλύτερη κόρη της να το σκάσει. Η Αλέξω σηκώθηκε και τον αντιμετώπισε δυναμικά. «Η κόρη μου η Αρετή είναι παντρεμένη δεκαπέντε χρόνια και δεν την κουμαντάρω εγώ», είπε. «Η κόρη μου που μένει μαζί μου βρίσκεται ακόμα εδώ. Τούτο είναι αρκετή απόδειξη πως εγώ δεν ήξερα τι σχεδιάζανε οι άλλοι. Αν το 'ξέρα, δε θα ‘στελνα και την πιο μικρή θυγατέρα μου;». «Κι αφού δεν είχες ιδέα πως η Αρετή φεύγει, γιατί την άφησες να θάψει πέντε οκάδες καλάι στο χωράφι πίσω από το σπίτι σου κι ύστερα μας έδειξες που ήτανε κρυμμένο;» της αποκρίθηκε ο Κατής. «Το καλάι αυτό ήταν εκεί πέρα μήνες, αφότου έφυγε ο άντρας της Αρετής, πολύ προτού έρθουνε στο χωριό μας οι αντάρτες», αποκρίθηκε η Αλέξω. «Απαντάς πονηρά στις κατηγορίες μας», είπε ο Κατής, «όμως έχουμε απόδειξη πως είσαι ένοχος για κάτι πολύ πιο επιζήμιο στο Δημοκρατικό Στρατό. Ο άντρας σου κατ' επανάληψιν γλίστρησε μέσα από τις γραμμές μας και σ' επισκέφθηκε για να συγκεντρώσει πληροφορίες για την άμυνά μας. Αλλά είσαι τόσο πιστή σύζυγος και τόσο μουλωχτή που δε θα το παραδεχτείς». Η Αλέξω έχασε ολότελα την ψυχραιμία της κι άρχισε να φωνάζει. «Ακόμα και στα χρόνια της ειρήνης ο προκομμένος ο άντρας μου δεν ήταν ποτέ στο σπίτι. Θα ερχότανε τώρα; Πώς μπορεί να ήρθε δίχως να τον δει κάποιος;». «Μα τον είδανε», είπε θριαμβευτικά ο Κατής. Κάλεσε την Όλγα Νούση, μια τριαντάρα αχαμνή και κίτρινη από τον καρκίνο που απλωνόταν σ' όλο της το κορμί και που θα τη σκότωνε λίγα χρόνια αργότερα. Και κείνη την είχαν κατηγορήσει πως πρόδωσε μυστικά των ανταρτών και την είχαν φυλακίσει πολλές μέρες στο σταθμό της πολιτοφυλακής ενώ τα τρία παιδιά της, όλα μικρότερα από εφτά χρονών, ζητιάνευαν φαΐ από τους γείτονες κι έβγαλαν πατάτες απ' το χώμα για να τις φάνε. Αφού την απολύσανε, η Όλγα Νούση είπε σε κάμποσες χωριανές πως οι αντάρτες την είχαν κρεμάσει ανάποδα από τους αστράγαλους και τη δέρνανε με στειλιάρια. Τώρα, στις ερωτήσεις του Κατή, δισταχτικά απάντησε πως τη γειτόνισσά της την Αλέξω την είχε επισκεφθεί μια φορά ο άντρας της. «Είναι αλήθεια ότι ο Φώτος Γκατζογιάννης επισκεπτόταν κρυφά τη γυναίκα του τις νύχτες;» ρώτησε ο Κατής. «Άκουσα το Φώτο Γκατζογιάννη που ήρθε ν' ανταμώσει τη γυναίκα του στο χωράφι κάτω από το σπίτι τους», απάντησε η Όλγα Νούση. «Την είδα να στέκεται άκρη άκρη στα καλαμπόκια και είδα να σαλεύουν οι καλαμποκιές μπροστά της. Ύστερα την είδα που του μιλούσε». Ο Αναγνωστάκης άξαφνα σηκώθηκε πάλι. Ο Κατής ένιωσε ένα νυγμό ανησυχίας. «Είδες το πρόσωπό του;» ρώτησε ο Αναγνωστάκης την κιτρινιάρα. «Είδες πράγματι το Φώτο Γκατζογιάννη να μιλάει στη γυναίκα του;». Ακολούθησε μακρά παύση καθώς εκείνη κοιτούσε τον Κατή. Ύστερα χαμήλωσε το βλέμμα, Digitized by 10uk1s

στρίβοντας το ύφασμα της ποδιάς της και μουρμούρισε: «Δεν είδα το πρόσωπο του, μα το ξέρω πως ο άντρας της ήτανε κρυμμένος στα καλαμπόκια. Ποιος άλλος να ήτανε;». Ο Κατής έδιωξε γοργά την Όλγα Νούση, κρυφοπαρατηρώντας την έκφραση του Αναγνωστάκη. Κάλεσε το Φώτο Μπόλη να βγει μπροστά. «Όταν ήσουν από την άλλη πλευρά, στη Μεγάλη Ράχη, προτού μπορέσεις να επιστρέψεις στο χωριό, ποιόν είδες να βοηθάει τους μοναρχοφασίστες;» ρώτησε ο Κατής. «Το Φώτο Γκατζογιάννη», απάντησε ο Μπόλης με δυνατή φωνή. «Πώς τους βοηθούσε;». «Έλεγε στους φαντάρους πως είναι το έδαφος, που έχει μονοπάτια και που φτιάξανε οχυρώσεις οι αντάρτες μέσα και γύρω από το χωριό». «Και πώς τα γνώριζε αυτά ο Φώτος Γκατζογιάννης;». «Ήρθε κρυφά στο σπίτι του». «Πώς το ξέρεις αυτό;» επέμενε ο Κατής. Ο Φώτο Μπόλης γύρισε μ' ένα κακό χαμόγελο στην Αλέξω. «Το είπε ο ίδιος, παινευότανε γι' αυτό σε όλους». Ο Κατής την κοίταξε καταπρόσωπο. «Ύστερα από αυτή την κατάθεση, εξακολουθείς ν' αρνείσαι ότι σ' επισκέφθηκε ο άντρας σου;». Η Αλέξω τον κοίταξε αγέρωχα. «Σου το είπα· έχω να δω αυτό το σατανά από πέρσι το Νοέμβρη. Αν είχε έρθει, γιατί θα το κρατούσα κρυφό; Για να το πω στον άλλο κόσμο; Ξέρω τι με περιμένει!». Κάπως αμήχανος από την αποκοτιά της, ο Κατής την πρόσταξε να καθίσει. Η εξέταση της Αλέξως Γκατζογιάννη τερμάτισε τη δεύτερη μέρα της δίκης. Απέμενε να εξεταστεί μια ακόμη κατηγορούμενη — η Ελένη Γκατζογιάννη — και για ν' αποδείξει τις κατηγορίες ο Κατής ήθελε να υποβάλει ερωτήσεις σ' ένα ειδικό μάρτυρα που δε βρισκόταν ακόμα στο χωριό.

Ενώ η Ελένη δικαζότανε στο Λια, η θυγατέρα της η Γλυκερία δούλευε μαζί με τις άλλες γυναίκες που είχαν στείλει στο θέρο, αλωνίζοντας στάρι και χτίζοντας πολυβολεία κοντά στο χωριό Βατσουνιά. Εξήντα μέρες είχαν περάσει αφότου τη χωρίσανε από τη μάνα της. Λίγες μέρες μετά που έφτασε η Γλυκερία στη Βατσουνιά, την αντάμωσε η Ράνω Αθανασίου, που κι αυτή την είχαν στείλει εκεί από τη Γρανιτσοπούλα. Η Ράνω της είπε πως είχανε πάρει την Ελένη και μερικές άλλες από τα χωράφια πίσω στο Λια, όμως η Γλυκερία δεν κατάλαβε πως την είχαν συλλάβει. Απλώς ανακουφίστηκε που η μάνα της είχε γλιτώσει από τη βαριά δουλειά του θέρου. Στους δυο μήνες που ακολούθησαν, η Γλυκερία ανησυχούσε πολύ τι είχε απογίνει η φαμελιά της. Δεν ήξερε τίποτα για την επιτυχία του φευγιού ή για τη φυλάκιση της μάνας της. Ήτανε βυθισμένη στα δικά της προβλήματα: υπέφερε ακόμη από τη ζέστη, πάσχιζε να προλαβαίνει τις μεγαλύτερες Digitized by 10uk1s

στα χωράφια. Καμιά φορά οι κοπέλες από το Λια τη βρίζανε και τη χτυπούσαν για την άργητά της. «Γιατί σ' έστειλε η μάνα σου, αφού δεν μπορείς να κάνεις μισή δουλειά;» γκρινιάζανε. «Έπρεπε να στείλει τις αδερφάδες σου!». Ήταν φυσικό να στραφεί η Γλυκερία για βοήθεια στη Ράνω Αθανασίου, την καλύτερη φιλενάδα της αδερφής της της Όλγας, έτσι όπως και η Κάντα είχε βρει αποκούμπι στη δύναμή της όταν τις είχανε στρατολογήσει και τις δυο γι' ανταρτίνες. Η Ράνω έδινε κουράγιο στη Γλυκερία να προλαβαίνει τις άλλες κοπέλες, και κοιμότανε πλάι της τις νύχτες στο ξύλινο πάτωμα των σπιτιών του χωριού. Κάποιο πρωί στα μέσα Αυγούστου, απάνω που ξυπνούσαν οι γυναίκες, έφτασε καβάλα ένας αντάρτης και κάλεσε τη Ράνω Αθανασίου, λέγοντάς της πως έπρεπε να γυρίσει μαζί του στο χωριό. Πρώτη σκέψη της Ράνως ήταν πως κάτι είχε πάθει η παντρεμένη αδερφή της η Τάσαινα η πως είχε πεθάνει ο σακάτης πατέρας τους. Προσπάθησε να κρύψει τους φόβους της καθώς φίλησε αποχαιρετώντας τη Γλυκερία. «Αν δεις τη μάνα μου και τις αδερφές μου στο χωριό, πες τους πως τις πεθύμησα!» της φώναξε από πίσω η Γλυκερία. Σ' όλο το δρόμο ως το Λια, η Ράνω δάγκωνε το χείλι της για να κρατηθεί να μη ρωτήσει τίποτα. Δεν ήταν δυνατό να φανταστεί πως η Σταυρούλα Γιάκου την είχε καταγγείλει πως γνώριζε λεπτομέρειες για την προδοσία της Αμερικάνας, και πως την καλούσαν να γυρίσει για να καταθέσει εναντίον της Ελένης στη δίκη της.

Στις 21 Αυγούστου, τρίτη μέρα της δίκης, οι πλαγιές της ρεματιάς ήταν γεμάτες κόσμο πολύ προτού φτάσουν οι κατηγορούμενοι, κι ο τόπος αντιβούιζε σαν από μιλιούνια μέλισσες. Όλοι ήξεραν πως σήμερα θα τέλειωναν οι καταθέσεις και θα έβγαινε η απόφαση. Η μόνη κατηγορούμενη που απέμενε να δικαστεί ήταν η Αμερικάνα. Η Ελένη στεκότανε ασάλευτη σαν μορφή σε εικόνισμα την ώρα που διαβάζονταν οι εναντίον της κατηγορίες. Το φύλλωμα από τα πλατάνια κοσκίνιζε το φως του ήλιου πάνω στο χλομό, ακίνητο πρόσωπό της και στο λουλακί φουστάνι της. Το κύριο βάρος του κατηγορητηρίου που διάβασε ο Κατής ήταν πως η Ελένη είχε οργανώσει και κατευθύνει δύο προγενέστερες ανεπιτυχείς απόπειρες απόδρασης, ότι είχε διώξει από το χωριό τα παιδιά της και ότι είχε επιχειρήσει να πείσει άλλες χωριανές να κάνουν το ίδιο. Οι πράξεις της είχαν σοβαρά υπονομεύσει τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού στο χωριό της. Ο Κατής σταμάτησε, επισκοπώντας τα πρόσωπα αντίκρυ του για να κρίνει την αντίδρασή τους σε όσα είχε πει. Κατόπιν πρόσθεσε πως η Αμερικάνα είχε παραμείνει για να οργανώσει και άλλες αποδράσεις, ότι είχε σαμποτάρει το σχέδιο μεταφοράς των παιδιών του χωριού, ότι είχε συκοφαντήσει αντάρτες και είχε αποκρύψει ρούχα και τρόφιμα που τα χρειαζόταν ο στρατός. Καθώς μιλούσε, η Ελένη γύρισε και κοίταξε την ομάδα των μαρτύρων που είχαν συγκεντρωθεί σε μια μεριά. Της κόπηκε η πνοή μόλις αντιλήφθηκε πως ανάμεσά τους ήταν ένα καινούριο πρόσωπο: η Ράνω Αθανασίου. Γύρισε και έψαξε στο ακροατήριο· αν είχε γυρίσει η Ράνω από τα σταροχώραφα, τότε μπορεί να είχε γυρίσει και η Γλυκερία. Όμως πουθενά δεν είδε το πρόσωπο της κόρης της ή το κόκκινο φουστάνι της. Ο Κατής σχεδίαζε να προλειάνει το έδαφος για την καταδίκη της Ελένης αποδείχνοντας τα Digitized by 10uk1s

φασιστικά της φρονήματα και την απιστία της στον αγώνα. Δεν είχε ανακρίνει προηγουμένως τη Ράνω, αλλά η Σταυρούλα Γιάκου του είχε πει τι ερωτήσεις να της υποβάλει. Ένιωσε τα χέρια του να ιδρώνουν καθώς κάλεσε τη σαστισμένη κοπέλα να καταθέσει. Τούτη ήταν η πιο κρίσιμη μέρα της δίκης, το σημαντικότερο κατηγορητήριο και ο Κατής ήταν αποφασισμένος να κλείσει την υπόθεση του μ' ένα συντριπτικό καταιγισμό καταθέσεων κατά της Αμερικάνας. Η Ράνω στεκόταν απολιθωμένη. Δεν είχε ιδέα τι θα τη ρωτούσαν ή πως έπρεπε ν' απαντήσει για να γλιτώσει την τιμωρία. «Έμενες δίπλα στης Ελένης Γκατζογιάννη πολλά χρόνια και περνούσες πολλές ώρες στο σπίτι της», άρχισε ο Κατής. «Απάντησε στις ακόλουθες ερωτήσεις: Γιατί η Αμερικάνα έβαλε την κόρη της Όλγα Γκατζογιάννη να φοράει το μαντίλι της δεμένο γύρω στο πρόσωπό της; Σημαίνει αυτό δυσπιστία για τους αντάρτες μας, που σέβονται την τιμή όλων των γυναικών στο χωριό σας;». Η Ράνω τον θωρούσε πεταρίζοντας τα μάτια: «Πολλές μας φοράμε έτσι τα μαντίλια, προπαντός το χειμώνα!» αποκρίθηκε. «Η Όλγα όμως έχει ένα λόγο παραπάνω· έχει στο λαιμό της χελώνια. Έκρυβε τα χελώνια γιατί είμαστε νέες κοπέλες και δε χρειάζεται πολύ για ν' απομείνεις στο ράφι». Η Ράνω ανασκίρτησε καθώς οι χωριανοί ξεσπάσανε άξαφνα σε γέλια. Ο Κατής κατσούφιασε. Τούτη εδώ η κοπέλα προφανώς δεν ήταν τόσο έξυπνη για να καταλάβει πως έπρεπε, ν' αποκρίνεται, όμως θα της έδειχνε τι κινδύνους συνεπάγεται το να υπερασπίζεται την Αμερικάνα. «Ξέρουμε, συναγωνίστρια, πως κάποια μέρα πήγες στην κατηγορουμένη και της είπες ότι οι άντρες μας θα έκαναν έρευνα στο σπίτι της», είπε, «και πως πήρες δικά της ρούχα και βαρύτιμα αντικείμενα και τα έκρυψες στο σπίτι σου. Γιατί το έκανες αυτό;». Ενώ η Ελένη αναλογιζόταν πως εκείνη τη μέρα στην κουζίνα της καθόταν η Αναστασία Γιάκου, η Ράνω ξεροκατάπιε και κοίταξε τριγύρω σαν να γύρευε βοήθεια. Ύστερα ανασήκωσε τους ώμους της θλιβερά: «Δεν ξέρω. Πες το λάθος από κουταμάρα... πες το φιλία...». «Δεν είναι όμως αλήθεια πως σε μια εποχή που όλοι οι χωριανοί της μοιράζονταν τ' αγαθά τους με το Δημοκρατικό Στρατό, η Ελένη Γκατζογιάννη καταχώνιαζε λούσα που κανένας στο χωριό δεν μπορούσε να ελπίζει πως θα τ' αποχτήσει ποτέ;». Η Ράνω καθάρισε το λαιμό της. «Έκρυψε τα ρούχα, ναι». «Αυτό αρκεί», πέταξε ο Κατής, παρατώντας τα χαρτιά του με ύφος ικανοποιημένο. Δυο αντάρτες βγήκαν μπροστά και πήραν τη Ράνω. Ίσα ίσα που την αφήσανε να φιλήσει τον κατάκοιτο πατέρα της καθώς περνούσαν μπροστά από το σπίτι της στο Περιβόλι, και μετά την οδήγησαν στον Τσαμαντά, όπου τοποθετήθηκε ανταρτίνα στο τάγμα του Σπύρου Σκεύη. Η Ελένη, αγωνίστηκε για να κρατήσει το πρόσωπό της ατάραχο βλέποντας να παίρνουν τη Ράνω. Χρησιμοποιούσαν τους πιο δικούς της ανθρώπους για να βάλουνε τα τελευταία καρφιά στην κάσα της. Έλιωνε να μάθει τι είχε απογίνει η Γλυκερία. «Σταυρούλα Γιάκου», καμπάνισε η φωνή του Κατή. Η Ελένη γύρισε και είδε να σηκώνεται η ψηλή ξανθιά κοπέλα και να πλησιάζει το τραπέζι των δικαστών. Η μάνα της Σταυρούλας, η φιλενάδα της Ελένης η Αναστασία, άφησε ένα βόγκο σπαραχτικό. Το άκουσμα του φαίνεται πως ταρακούνησε την κοπέλα, κι όταν συνάντησε τα μάτια της Ελένης, αφύσικα ορθάνοιχτα, κοκκίνισε ως τις ρίζες των μαλλιών της. Ο Κατής την κοίταξε και με ηχηρή φωνή άρχισε να διαβάζει μια μακροσκελή κατάθεση όπου η Digitized by 10uk1s

Σταυρούλα βεβαίωνε ότι η Ελένη ήταν γνωστή φασίστρια, ότι είχε κάψει το πόδι της μεγαλύτερης θυγατέρας της για να μη τη στρατολογήσουν ανταρτίνα και ότι πεισματικά είχε αρνηθεί να στείλει τα παιδιά της στις λαϊκές δημοκρατίες. Αφού διάβασε μερικές προτάσεις, ο Κατής σταμάτησε και ρώτησε τη Σταυρούλα, που άκουγε με το κεφάλι σκυφτό: «Είναι αλήθεια, συναγωνίστρια;» Όμως η Σταυρούλα στεκόταν σαν άγαλμα αγίας που διαλογίζεται και δεν αποκρίθηκε. Ο Κατής διάβασε λίγο ακόμη και επανέλαβε την ερώτηση του· κατόπιν, βλέποντας πως ήταν αποφασισμένη να μην απαντήσει, έχασε την ψυχραιμία του. Όταν την είχε ανακρίνει ιδιαιτέρως, η Σταυρούλα τον κατέκλυσε με κατηγορίες για τη γειτόνισσά της, όμως τώρα, μπρος στα μάτια όλου του χωριού, είχε πάθει γλωσσοδέτη. «Μη φοβάσαι, την Ελένη Γκατζογιάννη!» βροντοφώναξε ο Κατής στην άλαλη κοπέλα. «Δεν έχει πια εδώ καμιά δύναμη! Που είναι το κουράγιο που έδειξες όταν έκανες την κατάθεσή σου;». Μα και πάλι η Σταυρούλα δε μίλησε και κοιτούσε το χώμα καθώς η φωνή του Κατή συνέχιζε το διάβασμα, συσσωρεύοντας τις κατηγόριες που είχε ξεστομίσει εκείνη εναντίον της Ελένης. Το ακροατήριο καθόταν μαρμαρωμένο, παρακολουθώντας την πιο επίφοβη γυναίκα του χωριού να τρέμει. Ο Κατής έφτασε στα όρια της υπομονής του. Χειρονομούσε βίαια κρατώντας το σωρό τα χαρτιά, και μια φλέβα φούσκωσε στο λαιμό του εκεί που τον έσφιγγε το κολάρο. «Μίλα, που να πάρει!» κραύγασε. «Τα είπες αυτά για την κατηγορουμένη ή δεν τα είπες;». Η ένταση αποκορυφώθηκε ώσπου η Αναστασία, η μάνα της Σταυρούλας, δεν το άντεξε άλλο. Χρόνια τα κατάπινε αμίλητη έτσι που τούτο το ξεροκέφαλο κορίτσι έκανε ό,τι του καπνίσει, περιφρονώντας τις παραδόσεις του χωριού όταν κανόνισε μόνη της το γάμο της, ντροπιάζοντας τον άντρα της σαν έγινε συνεργάτισσα των ανταρτών μια γυναίκα που λέγανε πάντα τ' όνομά της στραβοκοιτάζοντας. Ήταν πίκρα και φαρμάκι που είδε τη Σταυρούλα να σηκώνεται μπροστά στο συναγμένο χωριό στη δίκη και να κατηγορεί το Βασίλη Νίκου, όμως τώρα με την κατάθεσή της θα καταδικαζόταν εκείνη, που της στάθηκε η πιο καλοσυνάτη γειτόνισσα όλα τα χρόνια της φτώχειας. Κάτι έσπασε μέσα στην Αναστασία και σηκώθηκε όρθια, σκληρίζοντας στην έντρομη θυγατέρα της. «Έχει δίκιο, Σταυρούλα! Πες το! Πες το δυνατά! Να τ' ακούσουμε όλα όσα τους είπες ψιθυριστά για την Ελένη, όπως τα 'πες σε κείνο το χαρτί!». Η Σταυρούλα ανασήκωσε τα κλαμένα μάτια της και κούνησε το κεφάλι. Ύστερα κάθισε δίχως να 'χει πει λέξη. Με την αναπάντεχη άρνηση της Σταυρούλας Γιάκου να καταθέσει ο Κατής τα έχασε. Συνέχισε βιαστικός προτού η δυσάρεστη σκηνή εντυπωσιάσει υπέρμετρα τους άλλους δικαστές και το ακροατήριο. Γύρισε άγρια στην Ελένη. «Αμερικάνα», είπε δίνοντας στη λέξη σαρκαστική έμφαση, «ενόχλησε ποτέ κανένας από τους στρατιώτες μας τις κόρες σου, τους πέταξε ποτέ το παραμικρό πείραγμα;». «Όχι», αποκρίθηκε η Ελένη. «Δεν είπα ποτέ τέτοιο πράμα». «Τότε γιατί έκρυβες τις κόρες σου μέσα στο σπίτι, προσπαθούσες να τις εμποδίσεις να πάνε σε αγγαρείες, που την ευθύνη τους έχουν όλες οι γερές νέες του χωριού, και τις έβαζες να μπαμπουλώνουν τα μούτρα τους με μαντίλια;». «Πάντα έλεγα στις κόρες μου να μη δίνουν αφορμή να τις κουτσομπολεύουν στο χωριό», απάντησε ήρεμα η Ελένη. «Αυτή την ευθύνη έχει μια μάνα, ιδίως όταν ο άντρας της δεν είναι παρών για να διαφεντεύει την υπόληψη των θυγατέρων του. Όσο για τα μαντίλια,

Digitized by 10uk1s

κοίτα γύρω σου· όλες σχεδόν οι γυναίκες φοράνε μαντίλι». Ο κόσμος ανάδεψε και ο Κατής κατάλαβε πως είχε πατήσει σε βαλτότοπο. Γύρισε στο κύριο σημείο του κατηγορητηρίου. «Οι πράξεις σου δε στηρίζουνε τα λόγια σου», πέταξε κοφτά. «Έδειξες την περιφρόνησή σου για την επανάσταση οργανώνοντας τη λιποταξία της οικογένειάς σου και δεκατριών άλλων χωριανών σας. Άκου τι είχε πει για το ρόλο σου στην προδοσία η κατηγορουμένη που δραπέτευσε, η Μαριάνθη Σπυροπούλου: «Ήμουν στο σπίτι και μαγείρευα όταν ήρθε η Ελένη Γκατζογιάννη. Ο πατέρας μου μου είπε να βγω από την κάμαρη, μα εγώ πήγα έξω κι άκουγα κάτω από το παράθυρο. Άκουσα την Αμερικάνα να λέει στον πατέρα μου πως θα του 'δινε χίλια δολάρια αν περνούσε τη φαμελιά της στην άλλη μεριά. Όταν δεν πέτυχαν οι δυο πρώτες απόπειρες και κείνη αναγκάστηκε να πάει στα σταροχώραφα, είπε στον πατέρα μου. "Πάω εκεί που είναι η Γλυκερία κι αν τα καταφέρουμε να βρούμε τρόπο να φύγουμε κι εμείς, θα φύγουμε. Όμως εσύ να πάρεις τους δικούς μου και μη μας λογαριάζεις εμάς". Άφησε τα χαρτιά και κοίταξε την Ελένη. «Τι λες γι' αυτά;» τη ρώτησε. Η Ελένη αναστέναξε. «Κρίμα που δεν είναι εδώ η Μαριάνθη να σας τα πει η ίδια», είπε. Τα φρύδια του Κατή έσμιξαν. «Έχουμε ένα μάρτυρα που είναι εδώ και παραείναι πρόθυμος να σου τα πει αυτά κατάμουτρα», είπε. «Να έρθει η Μηλιά Ντρουμπογιάννη». Η κοντόχοντρη νεαρή ανταρτίνα με την αρσενικιά φράντζα στα μαύρα της μαλλιά βγήκε μπροστά κρατώντας παρά πόδα το τουφέκι της. Με ζήλο απάντησε στις ερωτήσεις που τις έκανε ο Κατής, καταθέτοντας πως η Αμερικάνα είχε οργανώσει τις απόπειρες απόδρασης και πως ο Λουκάς είχε προσπαθήσει να πείσει τη μάνα της, την Αλεξάντρα Ντρουμπογιάννη, να πάρει δύο από τις θυγατέρες της και να πάει μαζί τους. Περιέγραψε τις δύο πρώτες απόπειρες με πειστικές λεπτομέρειες: πως η ομάδα είχε επιστρέψει τη μια φορά επειδή το μωρό έκλαιγε και ξανά επειδή έπεσε αντάρα. «Ο φασίστας ο Λουκάς έπεισε τη μάνα μου και τις αδερφές μου να σκεφτούν να φύγουν», δήλωσε η Μηλιά, «ύστερα όμως ανακάλυψα τι σχεδίαζαν και τους είπα πως όπου και να πήγαιναν ο Δημοκρατικός Στρατός θα τους έφτανε. Σύντομα σε όλη την Ελλάδα θα κυματίζει η Κόκκινη Σημαία». Η κοντόχοντρη κοπέλα, με το πρόσωπο συσπασμένο από την ένταση της συγκίνησης, όρθωσε όλο το μπόι της και βρόντηξε τον υποκόπανο του τουφεκιού της στο χώμα, ένας μικρός θεατρινισμός που αποτύπωσε μια ανεξίτηλη εντύπωση στους παριστάμενους χωριανούς. «Ορκίζομαι στ' όπλο που κρατώ ότι η μάνα μου και οι αδερφές μου όταν τους μίλησα παράτησαν κάθε σκέψη να φύγουν με τη φαμελιά της Αμερικάνας!» φώναξε. Όση ώρα κατέθετε, η μάνα της καθισμένη παρέκει κατένευε σε όσα έλεγε η κοπέλα. Εγκαρδιωμένος από την εντύπωση που είχε κάνει η Μηλιά Ντρουμπογιάννη, ο Κατής γύρισε άξαφνα στην Ελένη: «Οργάνωσες την απόδραση της οικογένειάς σου και των φίλων σου επειδή η καρδιά σου, όπως η καρδιά του πατέρα σου και του άντρα σου, είναι με τους φασίστες!» την κατηγόρησε. «Από την αρχή προσπάθησες να στρέψεις το λαό του χωριού εναντίον μας!». Το πρόσωπό της ήτανε σταχτί, αλλά η Ελένη ήταν ήρεμη. Αντίθετα με την ξαδέρφη της την Αντώνοβα Παρούση, ήταν προσεχτική και δε μιλούσε εναντίον των ανταρτών και δε θα παραδεχόταν ό,τι δεν είχε κάνει.

Digitized by 10uk1s

«Δεν είναι αλήθεια αυτό», του απάντησε. «Δείξε μου και μια μάνα που να πει ότι εγώ της είπα να μη δώσει τα παιδιά της». Ο Κατής κοίταξε τριγύρω. «Ποια θα της απαντήσει; Να σηκωθεί και να μιλήσει!». Η σιωπή ήταν απόλυτη, εκτός από το μηχανικό τερέτισμα των τζιτζίκων. Ύστερα από μερικές στιγμές ο Κατής γύρισε οργισμένος στην Ελένη: «Δε χρησιμοποίησες λόγια για να επηρεάσεις τις χωριανές», είπε. «Με την άρνησή σου να προσφέρεις τις κόρες σου και κρατώντας το γιο σου, αψήφησες και σαμποτάρισες τους σκοπούς της επανάστασης. Στέλνοντάς τους στους φασίστες μας πρόδωσες όλους». Η Ελένη τον κοίταξε για μια στιγμή σιωπηλή, ύστερα είπε ήρεμα αλλά πεντακάθαρα: «Μια κόρη μου τη στρατολογήσανε αλλά την έστειλαν πίσω. Μια άλλη κόρη μου θερίζει τώρα στάρι για το Δημοκρατικό Στρατό. Τι θα 'λεγα όμως στον άντρα μου αν σας έδινα το μοναχογιό μου; Έστειλα τα παιδιά μου εκεί που ο πατέρας τους μπορεί να τα ζήσει, γιατί εδώ εγώ δεν μπορούσα πια να τα θρέψω. Δεν έβλαψα κανένα μήτε ευχήθηκα να πάθει κανείς κακό. Ήθελα μόνο τα παιδιά μου να είναι ασφαλισμένα». Ακούστηκε ένα μουρμουρητό στο ακροατήριο και το πρόσωπο του δικαστή Αναγνωστάκη ζάρωσε σκυθρωπάζοντας. Ακόμα και το μελαψό πρόσωπο με τα πεταχτά ζυγωματικά του τρίτου δικαστή, του Γρηγόρη Παππά, που ως τότε είχε επιμελώς κρατηθεί ατάραχος, έδειξε τώρα να γνοιάζεται. Ο Κατής μίλησε γοργά: «Η γυναίκα αυτή, όπως και οι εφτά πολίτες που δικάζονται σήμερα, πρόδωσε τον αγώνα μας για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της Ελλάδας». Έτσι που έπαιρνε άλλη μια ανάσα, τον έκοψε κάποιος νεαρός αντάρτης που κάτι του ψιθύρισε στ' αυτί. Ο Κατής κοίταξε ψηλά και ανάγγειλε: «Θα γίνει σύντομη διακοπή για να μπορέσουν οι γονείς των παιδιών που φεύγουν για τις λαϊκές δημοκρατίες να τ' αποχαιρετίσουν». Έδειξε ένα πλήθος που πρόβαλε στο μονοπάτι που μέσα από τη ρεματιά ανηφόριζε φιδωτό κατά την κορφή του Προφήτη Ηλία. «Οι γονείς των παιδιών αυτών, που ξεκινούν για μια καινούρια και καλύτερη ζωή, αποδείξανε την αγάπη τους γι' αυτά χωρίς να προδώσουνε τον αγώνα μας». Ο άγριος βομβαρδισμός του χωριού πριν από δύο μέρες είχε πείσει το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών πως καιρός ήταν να στείλουν τη δεύτερη ομάδα που είχε συγκεντρωθεί για το παιδομάζωμα μακριά από τον κίνδυνο. Είκοσι ενός χρονών η θυγατέρα του Φώτο Μπόλη, του εξέχοντος τελευταία κομμουνιστή, είχε οριστεί υπεύθυνη συνοδός της ομάδας, και ο εννιάχρονος γιος του Σωτήρης ήταν ανάμεσα στα είκοσι παιδιά που τραβούσαν πάνω από τα βουνά για την Αλβανία, όπου θα τα έβαζαν σε στρατόπεδα. Όλοι γύρισαν για να δούνε τη φάλαγγα που περνούσε στο δρόμο από πάνω. Οι συγγενείς των παιδιών ξαφνικά όρμησαν κατά κει. Μπροστά στα μάτια της συγκέντρωσης, μανάδες άρχισαν να κλαίνε καθώς αγκάλιαζαν τα παιδιά τους. Η Ελένη παρακολουθούσε τη σκηνή και τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Καταλάβαινε από τις καταθέσεις των κατηγόρων της πως πιθανόν θα την καταδίκαζαν, όμως ήξερε πως ακόμα κι αν έχανε τη ζωή της, είχε κερδίσει: ο Νικόλας ήταν ασφαλής. Καθώς η Ελένη στεκόταν εκεί δα, ο μικρός ξανθός γιος του Φώτο Μπόλη κατέβηκε στη ρεματιά, ν' αποχαιρετήσει τον πατέρα του. Αν και οι Μπολαίοι έμεναν κοντά στο Περιβόλι, η Ελένη ποτέ δεν είχε στενή φιλία με την Αγαθή Μπόλη. Ωστόσο, υπήρχε ανάμεσά τους ένας δεσμός: και οι δύο είχανε την ατυχία να γεννήσουν τέσσερα κορίτσια προτού τελικά καταφέρουν να φτιάξουν αγόρι· ο Σωτήρης είχε γεννηθεί σαράντα μέρες μόνο πριν από το Νικόλα. Η θυγατέρα του Μπόλη, η Όλγα, που οδηγούσε την ομάδα των παιδιών, θυμήθηκε τριανταεννιά χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκε να ζει σ' ένα χωριό Ελλήνων κομμουνιστών προσφύγων στην Digitized by 10uk1s

Ουγγαρία, πως η Ελένη με το ελεύθερο χέρι της αγκάλιασε το αγοράκι με τα ξέθωρα μαλλιά και το φίλησε. Ο Σωτήρης, που δεν είχε ιδέα πως η Ελένη ήταν κατηγορούμενη και δικαζόταν, την κοίταξε και τη ρώτησε ζωηρά: «Που είναι ο Νικόλας; Γιατί δεν είναι μαζί μας;». Η Ελένη του χάιδεψε τα μαλλιά και χαμογέλασε: «Ο Νικόλας πήγε στον πατέρα του», αποκρίθηκε. Χρειάστηκε κάμποση ώρα αφού τα παιδιά είχανε χαθεί, για να επικρατήσει τάξη στο πλήθος. Πνιχτά αναφιλητά ακούγονταν ακόμη καθώς ο Κατής έλεγε: «Ακούσατε τις καταθέσεις των χωριανών σας που επαληθεύουν τις κατηγορίες εναντίον των κατηγορουμένων. Προτού αποσυρθεί το δικαστήριο για να εκδώσει την ετυμηγορία του, υπάρχει κανείς που επιθυμεί να μιλήσει πάνω σ' αυτές τις κατηγορίες;». Ο καθένας στο ακροατήριο αθέλητα ζάρωσε. Είχαν παρακολουθήσει ως θεατές αυτό το δράμα της ζωής και του θανάτου, και τώρα τους γυρεύανε ν' ανακατωθούν. Λοξές ματιές και νευρικά βηξίματα, ωστόσο κανένας δε μίλησε. Τότε κάποιος από τους γέροντες στην πρώτη σειρά στάθηκε με δυσκολία στα πόδια του. Ήταν ο εξηνταπεντάρης Γρηγόρης Τσάβος, που, προτού βγει στη σύνταξη, ήταν βαγενάς και αγροφύλακας του χωριού, μεσολαβητής στις κτηματικές διαφορές και στο ποιοι έχουνε αράδα για πότισμα. Έμενε πάνω από του Γκατζογιάννη στο Περιβόλι. Τώρα στεκόταν αποφασιστικά μπροστά στον Κατή, ένα άχαρο σουλούπι σαν αρκούδα, τα μάγουλα κι η μύτη του κόκκινα από το πιοτό, οι μασέλες του τρέμανε πάνω από το λιπόσαρκο λαιμό. Μάζεψε το κουράγιο του και μίλησε αποφασιστικά. «Γνωρίζω την Ελένη Γκατζογιάννη όλη της τη ζωή», είπε. «Έμενε σχεδόν έξω από το κατώφλι μου. Και ξέρω πως δεν έβλαψε κανένα στο χωριό. Αντίθετα, πάντα μοιραζόταν ό,τι είχε. Κι έχει ένα γράμμα από τον άντρα της που δείχνει καθαρά...». Αλλά ο Κατής τον έκοψε. «Φτάνει!» φώναξε έξαλλος. Κατόπιν αναμέτρησε τον Τσάβο καχύποπτα. «Τι δουλειά κάνεις στο χωριό, γέρο;» είπε. «Ήμουν αγροφύλακας». Ο Κατής κατέβασε τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι εμπρός του. «Κάτσε κάτω, τσανακογλείφτη της χωροφυλακής!» ούρλιαξε. Καθώς ο Τσάβος συμμορφώθηκε, ένας άλλος γέρος στην πρώτη σειρά σηκώθηκε όρθιος. Τ' όνομά του ήταν Κώστας Πούλος. Ήταν αχαμνός κι ασπρομάλλης, κι αντίθετα από το Γρηγόρη Τσάβο, ήταν πασίγνωστος κομμουνιστής, που τον σέβονταν εξαιρετικά οι αντάρτες επειδή ο γιος του είχε σκοτωθεί πολεμώντας στο πλευρό τους. «Μίλα, συναγωνιστή!» είπε ο Κατής μ' ενθαρρυντική φωνή, πολύ διαφορετική από τον τόνο που είχε χρησιμοποιήσει στον Τσάβο. Ο παλιός καφετζής επισκόπησε τους κατηγορούμενους, τους δικαστές και τους μάρτυρες. Όλοι περίμεναν ν' ακούσουν τι θα 'λεγε για τούτη τη δίκη των χωριανών τους ένας από τους στυλοβάτες του κομμουνισμού στο χωριό. Το βλέμμα του Πούλου στάθηκε πάνω στον Κατή, όρθωσε το κορμί του. «Εκείνο που είπε ο Τσάβος είναι αλήθεια», μούγκρισε. «Είχα ένα μοναχογιό και σκοτώθηκε πολεμώντας για τον αγώνα, και λέω την αλήθεια. Η Ελένη Γκατζογιάννη δεν έκανε κανένα κακό. Κανένας τους δεν έκανε κάτι που τ' αξίζει να τον σκοτώσετε». Ο Κατής δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο γέροντας τον αψηφούσε τόσο ξετσίπωτα. «Κάτσε κάτω!» κραύγασε.

Digitized by 10uk1s

Με αυξανόμενο εκνευρισμό ο Κατής έδωσε το λόγο σε τρεις ακόμα χωριανούς, που με τη σειρά τους σηκώθηκαν. Όλοι υπερασπίστηκαν τους κατηγορουμένους. Οι δύο απ' αυτούς ήταν γέροι του χωριού: κάποια Γιάννοβα Πάντου κι ένας Βαγγέλης Σούλης. Τρίτη ήταν μια νέα, η Σοφία Δέπη, που έμενε στην άκρια του Λια, κοντά στο σπίτι της Αλέξως και ήταν από πασίγνωστη οικογένεια κομμουνιστών. Κανένας δεν κατηγόρησε κάποιον από τους κατηγορουμένους. Κανένας στενός φίλος ή συγγενής των κατηγορουμένων δεν είπε λέξη. Ο Κατής έβλεπε πως η πρόσκληση των χωριανών να μιλήσουν ήταν λάθος. Κάθε φωνή που ανιστορούσε την αθωότητα των κατηγορουμένων διέβρωνε την εντύπωση που είχε προκαλέσει το κατηγορητήριό του στους άλλους δικαστές και στους χωριάτες που θωρούσαν με ορθάνοιχτα μάτια. Σήκωσε το χέρι του και φώναξε: «Αν έχεις στοιχεία να προσθέσεις, μίλα, αλλιώς μη μιλάς!». Δεν παρουσιάστηκαν άλλοι εθελοντές. Ύστερα από ολιγόστιγμη σιωπή, ο Κατής κατένεψε. «Το δικαστήριο θ' αποσυρθεί τώρα να εκδόσει την απόφασή του», είπε. Ένα ζωηρό βουητό υψώθηκε ως τα κλαδιά των πλατάνων καθώς οι τρεις δικαστές σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους και προχώρησαν ένας ένας πίσω από 'να μεγάλο δέντρο στην άκρη της ρεματιάς. Για μερικά λεπτά που φάνηκαν ατέλειωτα, οι χωριανοί κοιτούσαν μια το μέρος όπου οι δικαστές ψιθύριζαν συναμεταξύ τους μια τα πρόσωπα των κατηγορουμένων, που κάθονταν αλύγιστοι από την αγωνία. Ο Σπύρος Μιχόπουλος σκάλιζε ακόμα το δόντι του μένα κλαράκι. Οι κατηγορούμενες έδειχναν ασυγκίνητες, εκτός από την Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη, που σταυροκοπήθηκε κάμποσες φορές. Ο Αντρέας Μιχόπουλος ακουμπούσε το κεφάλι του στα γόνατα. Ο Βασίλης Νίκου θωρούσε θλιμμένος απόμακρα. Η Ελένη εξέταζε τα σφιγμένα πρόσωπα των χωριανών που κάθονταν αντίκρυ της. Οι κατηγορούμενοι στάθηκαν προσοχή καθώς οι τρεις δικαστές ο ένας πίσω από τον άλλο επιστρέψανε και καταλάβανε τις θέσεις τους πίσω από το τραπέζι. Ο Κατής στεκόταν στη μέση ορθός κατάντικρυ στο τείχος από τα γεμάτα προσδοκία πρόσωπα. Περίμενε, ώσπου να τους εντυπωθεί η παρουσία του. «Αφού εξετάσθηκαν προσεχτικά τα στοιχεία», ανάγγειλε, «το δικαστήριο έβγαλε τις ακόλουθες αποφάσεις: Στις περιπτώσεις δύο κατηγορουμένων, της Ντίνας Βενέτη και της Κωνσταντίνας Ντρουμπογιάννη, τα στοιχεία δεν ήσαν πειστικά και κηρύσσονται αθώες. Τα στοιχεία εναντίον των υπολοίπων πέντε — των Σπύρου Μιχόπουλου, Αντρέα Μιχόπουλου, Βασίλη Νίκου, Αλέξως Γκατζογιάννη και Ελένης Γκατζογιάννη — υπήρξαν συντριπτικά. Κηρύσσονται ένοχοι για όλες τις κατηγορίες και καταδικάζονται εις θάνατον». Ένα βουητό σαν σπιλιάδα αντιλάλησε σ' όλη τη ρεματιά. Όχι κραυγές, μόνο μερικά πνιχτά βογκητά από τους συγγενείς των καταδίκων, ένα φτεροκόπημα από χέρια που σταυροκοπιούνταν. Οι ίδιοι οι κατάδικοι κάθονταν αποσβολωμένοι. Μοναχά ο Σπύρος Μιχόπουλος έχωσε το πρόσωπο μέσα στα χέρια του. Ο Κατής σήκωσε το χέρι του για να γίνει ησυχία. «Σήμερα δεν καταδικάζουμε εμείς, δεν βγάζουμε εμείς απόφαση!» βροντοφώναξε. «Ο πιστός λαός του χωριού έδωσε όλα τα στοιχεία εις βάρος των κατηγορουμένων. Εσείς μας είπατε που και η τελευταία κότα κάνει αυγό, εσείς βγάλατε αυτή την απόφαση». Τα μαύρα ματάκια του γυάλιζαν από την έξαψη καθώς ο Κατής εξέταζε το ακροατήριο — λιοκαμένα πρόσωπα πιτσιλισμένα από το φως, μαύρα μαντίλια που τα φούσκωνε η αύρα, ωστόσο, στα στραμμένα πάνω του βλέμματα διάβαζε μόνο ταραχή και φόβο, όχι την επιδοκιμασία που περίμενε. Σταμάτησε, ύστερα κούνησε τα χέρια του καλοσυνάτα σαν παπάς. «Αλλά ο Λαϊκός Στρατός δεν είναι εκδικητής», πρόσθεσε. «Οι κατάδικοι μπορεί να σωθούν».

Digitized by 10uk1s

Οι κατάδικοι ανάγειραν μπροστά μ' αιφνίδια ελπίδα. «Θα τους δοθεί η δυνατότητα να υποβάλουν αίτηση για χάρη στον πρόεδρο της προσωρινής κυβέρνησης Μάρκο Βαφειάδη», συνέχισε. «Θα περιμένουμε την απόφασή του για τις αιτήσεις αυτές προτού εκτελεστούνε οι καταδίκες».

Το δράμα που είχε παρακολουθήσει το χωριό για τρεις μέρες δεν ήταν στην πραγματικότητα δίκη, παρά μια προσεχτικά στημένη προπαγανδιστική παράσταση, όπου όλες οι καταδίκες είχαν προαποφασιστεί πολύ νωρίτερα. Σ' αυτές τις δίκες πολιτών στα χωριά της Μουργκάνας, που ο αριθμός τους αυξήθηκε πολύ τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1948 καθώς οι αντάρτες έχαναν τον πόλεμο, τα στοιχεία κάθε υποθέσεως στέλνονταν στον Κώστα Κολιγιάννη, τον πολιτικό επίτροπο του Αρχηγείου Ηπείρου, ο οποίος διοικούσε τη Μουργκάνα. Από την έδρα του στο Μπαμπούρι έστελνε στην πολιτοφυλακή κάθε χωριού τις καταδίκες και κατόπιν οι δικαστές καμώνονταν ότι καταλήγουν σ' αυτές μετά την ακροαματική διαδικασία. Στις έρευνες μου για τη δίκη της μάνας μου, επιβεβαίωσαν το γεγονός αυτό αρκετά πρόσωπα, μεταξύ άλλων ο Χρήστος Ζέλτας, ο διοικητής της πολιτοφυλακής στο Λια, και ο Γιώργος Καλιανέσης, ο επιτελάρχης του Αρχηγείου Ηπείρου. Όλοι είπαν ότι τις αποφάσεις για τη ζωή ή το θάνατο όσων προσάγονταν σε δίκη, τις έπαιρνε εκ των προτέρων ο Κολιγιάννης που έστελνε δικαστές να διενεργήσουν μια παρωδία δίκης. «Το Αρχηγείο έλεγχε τα πάντα», μού είπε ο Ζέλτας. «Κανένα δεν μπορούσαμε να συλλάβουμε, να δείρουμε ή να εκτελέσουμε χωρίς εντολή από τον πολιτικό επίτροπο, τον Κολιγιάννη... Η δικαστική υπηρεσία του έστελνε τις αναφορές και κατόπιν μιλούσαν μαζί του από το τηλέφωνο τι έπρεπε ν' ακολουθήσει, εκτέλεση ή απόλυση. Ύστερα γινότανε η δίκη για να δοθεί μια νομιμοφάνεια. Στο αρχηγείο της μεραρχίας πρέπει να καταλάβεις, τον τελευταίο λόγο τον είχε ο Κολιγιάννης. Αν έλεγε κάψτε, καίγαμε αν έλεγε σκοτώστε, σκοτώναμε. Κανένας άλλος δεν είχε εξουσία να το κάνει αυτό». Ως κύριος εκπρόσωπος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας στη Μουργκάνα, ο Κώστας Κολιγιάννης σαφώς εκτελούσε τη θέληση του κόμματος όταν διέτασσε τις εκτελέσεις των πολιτών. Για τις επιδόσεις του γρήγορα προβιβάστηκε σε αρχηγό του Αρχηγείου Ηπείρου και τελικά αντικατέστησε το Νίκο Ζαχαριάδη στην ηγεσία του κόμματος. Στους δέκα μήνες που κυβέρνησε την οροσειρά της Μουργκάνας, ο Κολιγιάννης έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα πάνω από τρακόσους άντρες και γυναίκες, ανάμεσά τους τουλάχιστον και πέντε πολίτες από το κάθε χωριό της ανταρτοκρατούμενης περιοχής.

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 17 Την ίδια μέρα που ο Κατής έλεγε στους κατάδικους ότι μπορούσαν να προσφύγουν στο στρατηγό Μάρκο Βαφειάδη ζητώντας χάρη, ο αρχιστράτηγος των ανταρτών είχε εγκαταλείψει το στρατό του κι έφευγε προς την Αλβανία για να σωθεί από τους δολοφόνους που είχε ξαποστείλει πίσω του ο αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Νίκος Ζαχαριάδης. Οι αγεφύρωτες διαφορές τους πάνω στη στρατηγική του πολέμου, επιδεινωμένες ύστερα από την απώλεια του Γράμμου και τη συνοπτική εκτέλεση του Γιαννούλη, ξέσπασαν κατά την υποχώρηση από το Γράμμο. Σύμφωνα με μία εξιστόρηση που έχει συναρμολογήσει ο Γάλλος συγγραφέας Dominique Eudes από συνομιλίες του με καπετάνιους του αντάρτικου, ο Ζαχαριάδης αποφάσισε ότι ο Μάρκος έπρεπε να εξοντωθεί, και τον διέταξε να βαδίσει προς βορράν και να μπει στην Αλβανία ενώ οι υπόλοιποι αντάρτες υποχωρούσαν προς τα βορειοανατολικά για την οροσειρά του Βίτσι κατά μήκος των γιουγκοσλαβικών συνόρων. Γνωρίζοντας ότι η ζωή του κινδυνεύει, ο Μάρκος διάλεξε δέκα από τους πιο έμπιστους άντρες για να τον συνοδεύσουν και χώθηκε αμέσως σε μια απρόσιτη ορεινή περιοχή.

Μόλις έφυγε ο Μάρκος, ο Ζαχαριάδης κάλεσε κάποιον αντάρτη Πολυδώρα, φονιά που τον είχε χρησιμοποιήσει συχνά στο παρελθόν. Έπρεπε να καταδιώξει το Μάρκο και να τον σκοτώσει, του εξήγησε ο Ζαχαριάδης, οργανώνοντάς το έτσι ώστε να φανεί πως φονεύθηκε σε κάποιο θλιβερό συνοριακό επεισόδιο ενώ κατευθυνόταν προς την Αλβανία. Ο Πολυδώρας και οι άντρες του ήταν μαθημένοι σε τέτοιες αποστολές, αλλά όταν θήραμα ήταν ο ίδιος ο αρχιστράτηγός τους, κόπηκε η φόρα τους και βραδυπόρησαν κάπως, προφταίνοντας το Μάρκο και τους δικούς του όταν πια είχαν μπει στο αλβανικό έδαφος. Οι πρώτοι πυροβολισμοί που έριξαν οι άντρες του Πολυδώρα τράβηξαν την προσοχή ενός αλβανικού αποσπάσματος που περιπολούσε εκεί γύρω και τα πυρά των Αλβανών κάλυψαν το Μάρκο ώσπου να διαφύγει με τους άντρες του. Ο Μάρκος πήγε κατευθείαν στη Σοβιετική Αποστολή στην Αλβανία και ζήτησε την προστασία της. Ο Ζαχαριάδης στο Βίτσι προσπάθησε να συγκαλύψει την απουσία του Μάρκου εκδίδοντας διαταγές στ' όνομά του και λέγοντας στους πιστούς αξιωματικούς του Μάρκου ότι ο αρχιστράτηγος ήταν άρρωστος. Ο υπαρχηγός του Μάρκου, αντιστράτηγος Κικίτσας, ανατρίχιασε από το φόβο του όταν ο Ζαχαριάδης τον κάλεσε στο Γενικό Αρχηγείο στο Βίτσι στις 25 Αυγούστου και του είπε: «Ο Μάρκος είναι βαριά άρρωστος. Νομίζουμε ότι θα πεθάνει». Ο Κικίτσας αρνήθηκε να δεχτεί πρόταση του Ζαχαριάδη να διαδεχτεί αυτός στην αρχιστρατηγία το Μάρκο και τρεις μέρες αργότερα τον ξαποστείλανε να περιέλθει τις λαϊκές δημοκρατίες ως πρεσβευτής, κατ' επίφαση για να πείσει τις κομμουνιστικές χώρες να υποστηρίξουν την επανάσταση. Γρήγορα με ανάλογα προσχήματα εξορίστηκαν οι πιο πιστοί καπετάνιοι του Μάρκου. Στο μεταξύ οι καταπονημένες από τις μάχες αντάρτικες δυνάμεις οχυρώθηκαν στην οροσειρά του Βίτσι. Μολονότι οι διαταγές τους έφεραν ακόμη το όνομα του Μάρκου, εκδίδονταν από ένα Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο ολοσχερώς πειθήνιο στο Ζαχαριάδη. Στο συμβούλιο αυτό μετείχε και ο Κώστας Κολιγιάννης, αρχηγός του Αρχηγείου Ηπείρου. Από αισιοδοξία, απόγνωση ή παραφροσύνη, ο Ζαχαριάδης εξακολουθούσε να λέει στα εξαντλημένα στρατεύματά του πως ουδέποτε η νίκη βρισκόταν κοντύτερα· από λεπτό σε λεπτό κομμουνιστικές διεθνείς ταξιαρχίες θα ξεχύνονταν από τα σύνορα να τους βοηθήσουν. Αλλά οι αξιωματικοί στα χαρακώματα ήξεραν καλύτερα. Ο ίδιος ο υπασπιστής του Ζαχαριάδη, ο Γιώργος Γούσιας, ακούστηκε να λέει: «Το πράμα έχει ξοφλήσει πια, αλλά πρέπει να κρατήσουμε λίγο ακόμα».

Digitized by 10uk1s

Σαν το μπουλντόγκ που αρνιέται ν' αφήσει ό,τι δαγκώνει έστω και τραυματισμένο θανάσιμα, ο Ζαχαριάδης θα κρατούσε άλλον ένα χρόνο. Στο διάστημα αυτό, χάθηκαν ακόμα περισσότεροι Έλληνες, άντρες, γυναίκες και παιδιά.

Digitized by 10uk1s

Οι εφτά τελευταίες μέρες Το δράμα είχε φτάσει στην κατακλείδα του και οι εφτά πρωταγωνιστές οδηγούνταν τώρα ανάμεσα από το σιωπηλό πλήθος των χωριανών, νιώθοντας τα μάτια των γειτόνων και των δικών τους καυτά πάνω στα πρόσωπά τους. Ήταν μουδιασμένοι· οι κατάδικοι δεν είχαν ακόμη αντιληφθεί το μέγεθος της καταστροφής, και κείνες που αθωώθηκαν δεν πίστευαν ακόμα στη σωτηρία τους. Στην αυλή έξω από το κρατητήριο της πολιτοφυλακής χώρισαν από τους άλλους τις δύο που είχαν αθωωθεί — τη Ντίνα Βενέτη και την Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη. Σαν αλλόκοτη χειρονομία αποκατάστασης, ο διοικητής της πολιτοφυλακής έδωσε επίσημα στην καθεμιά από 'να πακέτο με ξεροκόμματα ψωμί, δηλώνοντας κραυγαλέα: «Βλέπετε, συναγωνίστριες, ο Δημοκρατικός Στρατός τιμωρεί μόνον εκείνους που τ' αξίζουν». Ύστερα είπαν στις αποσβολωμένες γυναίκες πως ήταν ελεύθερες να πάνε στο σπίτι τους. Τους πέντε κατάδικους τους έχωσαν στο κρατητήριο, για πρώτη φορά έκλεισαν την Ελένη στο βρώμικο κατώι μαζί με τους υπόλοιπους. Στην κάμαρη θα βρίσκονταν κιόλας καμιά δεκαριά κρατούμενοι, άγνωστοι από άλλα χωριά. Οι χωριανοί επιστρέψανε από τη δίκη στα σπίτια τους παρέες παρέες, βαδίζοντας αμίλητοι, με τα κεφάλια σκυφτά, αποφεύγοντας ο ένας τα μάτια του άλλου. Όπως το 'να κερί ανάβει τ' άλλο, η ντροπή είχε απλωθεί σ' όλο το χωριό. Μήτε οι πιο φανατικοί κομμουνιστές Λιώτες δεν είχαν πιστέψει πως πέντε από τους πιο εξέχοντες χωριανούς τους θα καταδικάζονταν εις θάνατον. Οι δικαστές που είχαν εκτελέσει τις διαταγές του Κολιγιάννη και καταδικάσανε τους πέντε είχαν ξαφνιαστεί με την αντίδραση του ακροατηρίου κατά τη δίκη και με την απροσδόκητα ομόφωνη υπεράσπιση των κατηγορουμένων που έκαναν όσοι χωριανοί σηκώθηκαν να μιλήσουν. Καταλάβαιναν πως η δίκη δε στάθηκε η προπαγανδιστική επιτυχία που επιδίωκαν, παρά τον προσεχτικό σχεδιασμό του Κατή και τους πολυάριθμους κατηγόρους. Η στάση των χωριανών τους ανησυχούσε. Ιδιαίτερα είχε αναστατώσει η δίκη το Γιώργο Αναγνωστάκη. Όταν οι άλλοι δικαστές υπογράψανε τη διαταγή της εκτέλεσης εκείνος δίστασε. Αντί να την υπογράψει, πήρε το χαρτί στο χέρι και ξεκίνησε για το Αρχηγείο στο Μπαμπούρι να συζητήσει τις επιφυλάξεις του με τον Κώστα Κολιγιάννη. Πολλά χρόνια αργότερα ο Αναγνωστάκης διηγήθηκε σ' έναν αντάρτη από το Μπαμπούρι, το Μιχάλη Μπούρη, τι είχε συμβεί εκείνη τη μέρα. Ο Κολιγιάννης, σαράντα δύο χρονών, ήταν αργοκίνητος σαν αρκούδα με βλέμμα άγριας εχθροπάθειας πίσω από γυαλιά με μαύρο σκελετό. Είχε πλούσια άσπρα μαλλιά και αραιό μουστάκι κάτω από την τεράστια μύτη του. Φανατικός κομμουνιστής από τότε που άφησε το χωριό του έξω από τη Θήβα για να σπουδάσει νομικά στην Αθήνα, ο Κολιγιάννης είχε περάσει τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής του στα βουνά ή στις φυλακές. Ο κομισάριος ήταν διαβόητος για την έλλειψη χιούμορ και για τον ευέξαπτο χαρακτήρα του, και κείνη τη μέρα, 21 Αυγούστου, ήταν σε ιδιαιτέρως κακή διάθεση. Όταν ο Αναγνωστάκης έφτασε στο Μπαμπούρι και του είπαν να καθίσει στην πολυπόθητη αίθουσα αναμονής έξω από το γραφείο του Κολιγιάννη, νευρικά επαναλάμβανε μέσα του τα λόγια που θα χρησιμοποιούσε για να εξηγήσει τις επιφυλάξεις του σχετικά με τη δίκη. Ύστερα από λίγη ώρα τον περάσανε μέσα μπροστά στο μεγάλο στέλεχος, και ο Κολιγιάννης τον αγριοκοίταξε με ολοφάνερη ανυπομονησία. Ο Αναγνωστάκης ξερόβηξε και άρχισε: «Κάναμε μια δίκη στο Λια συναγωνιστή, και καταδικάσαμε Digitized by 10uk1s

πέντε εις θάνατον». Ανταμείφθηκε με μια ξερή κατάνευση, και συνέχισε: «Αλλά οι αντιδράσεις των χωριανών ήταν πολύ αρνητικές. Όλοι όσοι σηκώθηκαν να μιλήσουν υπερασπίστηκαν τους κατηγορουμένους. Ανάμεσα σε κείνους που θα τουφεκιστούν είναι και δυο γυναίκες. Δεν υπέγραψα ακόμα τη διαταγή της εκτέλεσης γιατί πιστεύω ότι οι εκτελέσεις αυτές μπορεί να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στον αγώνα μας». Τα πυκνά φρύδια του κομισάριου έσμιξαν και αναμέτρησε το φοβισμένο δικαστή σαν να ήταν κάνα βρωμοκούνουπο που βούιζε γύρω από το κεφάλι του. Ο Κολιγιάννης μόλις είχε ξεμπλέξει από μια πολύ δύσκολη βδομάδα, Ίσως τη χειρότερη αφότου άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος. Πριν από τρεις μέρες είχε πέσει ο Γράμμος και ήταν φανερό πως οι αντάρτες τελικά θα συντρίβονταν· ήταν μόνο ζήτημα χρόνου. Ο Κολιγιάννης γνώριζε επίσης κάτι που λίγοι άλλοι άνθρωποι στη Μουργκάνα το γνώριζαν: η διαμάχη ανάμεσα στο Ζαχαριάδη και τον αρχιστράτηγο του Μάρκο είχε τελικά ξεσπάσει, σκορπίζοντας την καταστροφή. Ο Ζαχαριάδης είχε αναλάβει πλήρως τη διεξαγωγή του πολέμου και ήταν σίγουρο πως θα συνέχιζε την απερίσκεπτη πολιτική του. Ο Κολιγιάννης ήξερε πως σύντομα ο αντάρτικος στρατός της Μουργκάνας θα ήταν υποχρεωμένος να υποχωρήσει μέσα στην Αλβανία. Ήδη το ηθικό ήταν τόσο πεσμένο, που οι διοικητές δυσκολεύονταν να σταματήσουν την επιδημία των λιποταξιών. Υπήρξε ωστόσο μια κάποια παρηγοριά μέσα στη γενική κατάρρευση. Έτσι που ο Ζαχαριάδης και ο Μάρκος αλληλοσπαράσσονταν και που ο στρατός βρισκόταν σε αναστάτωση, στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας θα επικρατούσε το χάος. Ο Κολιγιάννης ήξερε πως αν έπαιζε το χαρτί του σωστά, το παλιρροϊκό κύμα της ήττας μπορεί να τον εκτίναζε στα ύψη της κομματικής ιεραρχίας. Όμως έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλη την πανουργία του για να μη τον καταπιεί μαζί με τους άλλους η καταστροφή. Όταν θα έφτανε η ώρα να υποχωρήσουν στην Αλβανία, ο Κολιγιάννης θα 'χε να φροντίσει ώστε όλος ο πληθυσμός των ανταρτοκρατούμενων χωριών ν' ακολουθήσει πειθήνιος τους αντάρτες, μαζί με τα ζώα του και τη σοδειά του. Ήταν απαραίτητοι για να τρέφεται και να εφοδιάζεται ο στρατός στην εξορία· και από τις τάξεις αυτών των χωριατών θα έβγαιναν τα αυριανά κομμουνιστικά στελέχη. Όπως όλοι οι καλοί Έλληνες κομμουνιστές, ο Κολιγιάννης ήταν σίγουρος πως ο Δημοκρατικός Στρατός θα εξαπέλυε τελικά άλλον ένα επαναστατικό γύρο εναντίον των φασιστών. Ήξερε, ωστόσο, πως δεν ήταν εύκολο να πείσεις τους χωριάτες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και τα χωράφια τους. Ο μόνος τρόπος για να εξασφαλίσει την πλήρη συνεργασία του πληθυσμού όταν θα έφτανε η μέρα της υποχώρησης ήταν να τρομοκρατήσει τους πάντες για να συμμορφωθούν. Γι' αυτό το λόγο, στο τέλος του καλοκαιριού 1948, έγιναν σχεδόν σε όλα τα χωριά της Μουργκάνας παρωδίες από δημόσιες δίκες πολιτών, που κατηγορούνταν για προδοσία του αγώνα. Ο Κολιγιάννης έκρινε αυτό τον τρόπο αποτελεσματικό για να καταπτοηθούν όσοι χωριάτες είχαν απομείνει και να υπακούσουν εκείνη την όχι μακρινή μέρα που η υποχώρηση στην Αλβανία θα ήταν αναπόφευκτη. Υπήρχαν δεκάδες ανταρτοκρατούμενα χωριά υπό τη διοίκηση του Κολιγιάννη, και δεν ήταν εκπληκτικό ότι στις 21 Αυγούστου 1948, ενώ ο πόλεμος, η τύχη του Δ.Σ.Ε και η ίδια η σταδιοδρομία του κρέμονταν από μια κλωστή, ο Κολιγιάννης δεν είχε διάθεση ν' ακούσει τους δικολαβισμούς κάποιου δικαστή του για την καταδίκη πέντε χωριανών του Λια. Το χωριό ήτανε αγκάθι στο πλευρό του αφότου η ομαδική απόδραση είχε δημιουργήσει τόσους μπελάδες στην εξουσία του. Ο κομισάριος σκυθρώπιασε περσότερο. «Είκοσι νομάτοι από το χωριό μάς ξέφυγαν μπρος στη μύτη μας», πέταξε απότομα. «Αν δεν τιμωρηθεί κανένας γι' αυτό το έγκλημα και χρειαστεί τελικά να εγκαταλείψουμε τη Μουργκάνα, νομίζεις ότι οι χωριάτες θα μας ακολουθήσουν χωρίς αντίρρηση ή θα τρέξουνε να προϋπαντήσουν τους φασίστες;». «Μα αν εκτελέσουμε αυτούς τους ανθρώπους, το χωριό θα στραφεί εναντίον μας!» αποκρίθηκε ο Digitized by 10uk1s

Αναγνωστάκης. «Φαίνεται πως νιώθουν ότι αυτοί οι πέντε δεν έκαναν κανένα κακό». «Αν οι χωριάτες μας ακολουθήσουν από πίστη ή από φόβο δεν έχει σημασία, φτάνει να καταλάβουν τι συνέπειες έχει το να μας αψηφούν!» βροντοφώναξε ο Κολιγιάννης. «Έχω τώρα δουλειά. Περίμενε έξω στο άλλο δωμάτιο και θα συζητήσω μαζί σου το ζήτημα αργότερα». Ο Αναγνωστάκης πήγε στο άλλο δωμάτιο με τη διαταγή της εκτέλεσης ακόμη στα χέρια του, και τον έζωσε η ανησυχία. Φοβήθηκε μήπως ο Κολιγιάννης αρχίσει ν' αμφιβάλει για τη δική του πίστη στον αγώνα· στο κάτω κάτω, ο Κολιγιάννης τον είχε τοποθετήσει υπεύθυνο του δικαστικού και τον είχε διατάξει να μετάσχει στη δίκη και να υπογράψει τη διαταγή της εκτέλεσης. Σκέφτηκε το στημένο δικαστήριο και την ακαριαία εκτέλεση που είχαν εξοντώσει το συνταγματάρχη Γιώργο Γιαννούλη μόλις πριν από λίγες μέρες. Καθώς σκυθρωποί αντάρτες μπαινόβγαιναν με μηνύματα για τον Κολιγιάννη ο Αναγνωστάκης αναλογιζόταν τις πιθανές συνέπειες τις απροθυμίας του να υπογράψει και τρόμαζε ολοένα περσότερο για την ίδια τη ζωή του, που άρχισε να την αντιπαραθέτει στους ενδοιασμούς του. Αυθόρμητα κακόγραψε τ' όνομά του κάτω από τ' άλλα δύο ονόματα στη διαταγή της εκτέλεσης, παρέδωσε το χαρτί στον αντάρτη που υπηρετούσε ως υπασπιστής του Κολιγιάννη και είπε: «Δώσε το στο συναγωνιστή στρατηγό». Γρήγορα ο Αναγνωστάκης βγαίνοντας από την πόρτα εξαφανίστηκε κατά το δρόμο του Λια, προτού προλάβει ο Κολιγιάννης να τον καλέσει στο γραφείο του. Ο Αναγνωστάκης δε λησμόνησε ποτέ αυτή τη λιποψυχία του: είκοσι χρόνια αργότερα ο πρώην δικαστής εκμυστηρεύθηκε το περιστατικό σ' έναν άλλο εξόριστο αντάρτη στην Τασκένδη και του είπε πως η αιφνίδια κατάρρευση των νεύρων του ήταν «ένα βάρος που το κουβαλάω όλα αυτά τα χρόνια. Υπέγραψα τη διαταγή της εκτέλεσης για να μη τη χρησιμοποιήσουν εναντίον μου».

Εκεί που έμεναν στο μισοτελειωμένο σπίτι μαζί με τους άλλους πρόσφυγες στην Ηγουμενίτσα, οι Γκατζογιανναίοι δεν είχαν ιδέα πως είχε γίνει δίκη. Ενώ περίμεναν να τους φτάσει καμιά είδηση για την Ελένη από την άλλη πλευρά του μετώπου, η ζωή τους μπήκε σ' ένα δρόμο κανονικό. Αν και καλοκαίρι, είχε ανοίξει ένα σχολείο για τα προσφυγόπουλα. Η Φωτεινή και ο Νικόλας που δεν είχανε ξαναπατήσει σε τάξη αφότου οι αντάρτες καταλάβανε το χωριό τους, πήγαιναν κάθε μέρα, ο Νικόλας κουβαλώντας τα καινούρια τετράδια και μολύβια του. Η Όλγα και η Κάντα βρέθηκαν να είναι οι ωραίες της Ηγουμενίτσας, να τις πολιορκούν προξενήτρες που επιδίωκαν να δέσουν προξενιό ανάμεσα σε κάποιο συγγενή τους και σε μια από τις Γκατζογιαννάτισσες. Το να παντρευτεί μια από τις δυο κάποιος φιλόδοξος νέος ήτανε μια ευκαιρία θαυμάσια αφού ο γάμος θα του επέτρεπε να πάρει τελικά τα χαρτιά και να μεταναστεύσει από μια χρεοκοπημένη, αφανισμένη από τον πόλεμο Ελλάδα για να κάνει την τύχη του στην Αμερική. Ο παππούς των κοριτσιών ενθάρρυνε αυτά τα προξενιά, όμως εκείνες θυμόντουσαν την προειδοποίηση της μάνας τους: «Θα πάτε όλοι στον πατέρα σας στην Αμερική, και αν δεν πάτε, να 'χετε την κατάρα μου! Αυτά που τραβάμε εδώ δε γίνονται στην Αμερική. Πουθενά στην Ελλάδα δε θα 'στε σίγουροι». Αν και η φαμελιά δε χρειαζόταν να πληρώνει νοίκι, έπρεπε να γίνουν έξοδα για να στηθεί ένα νοικοκυριό στην Ηγουμενίτσα. Έπρεπε ν' αγοράσουν πιάτα, κατσαρόλες και ξύλα για τη φωτιά, φυσικά και φαγώσιμα, έτσι γρήγορα έμειναν άφραγκοι. Η Όλγα αποφάσισε να πάει με το λεωφορείο στους Φιλιάτες να γυρέψει κι άλλα από τα λεφτά που είχε στείλει ο πατέρας της στον μπάρμπα της το Φώτο. Μόλις έφτασε εκεί ξαφνιάστηκε βλέποντας τη μικρή τουρκόπολη γεμάτη κυβερνητικούς φαντάρους, στρατιωτικά εφόδια και τανκς, που την κοιτούσανε σαν αργόσυρτα ζωντανά του βάλτου.

Digitized by 10uk1s

Όταν η Όλγα ξετρύπωσε το θειο της και του γύρεψε μερικά ακόμα λεφτά, ο Φώτος ύψωσε τα μάτια στον ουρανό. «Δε σας αγόρασα ολωνών καινούρια παπούτσια και ρούχα και μολύβια και τετράδια και κατσαρόλες και δεν ξέρω τι άλλο;» ανέκραξε. «Τα λεφτά σωθήκανε, ξοδεύτηκαν! Τι θαρρείς πως είμαι, τράπεζα!». Τα μάγουλα της Όλγας φλογίστηκαν και είπε στο θειο της πως θα 'γραφε στον πατέρα της όσα της είχε πει, μα ο Φώτος που ήταν κατεργάρης όσο η Όλγα ήταν αφελής, κατάφερε να την αποτρέψει. «Από μέρα σε μέρα φεύγει η μάνα σου από το χωριό και θα το κουβεντιάσω μαζί της», της είπε διαλλαχτικά. «Δε βλέπεις τι γίνεται εδώ; Ετοιμάζουν επίθεση στη Μουργκάνα με τόσο στρατό και τόσα όπλα που είναι αδύνατον να μην πετύχει. Οι αντάρτες θα φτάσουν τρέχοντας στα Τίρανα! Τότε η μάνα σου θα λευτερωθεί και θα ταχτοποιήσουμε μεταξύ μας αυτά τα μικροζητήματα». Ξαναμμένη απ' όσα είχε δει και ακούσει η Όλγα γύρισε στην Ηγουμενίτσα με ξαλαφρωμένη καρδιά και είπε στους άλλους για την τρομερή πολεμική επιχείρηση που ετοιμαζόταν για να λευτερωθεί το χωριό τους και η μάνα τους.

Οι καλοπροαίρετες αντιρρήσεις για τη δίκη που είχε εκφράσει ο δικαστής Αναγνωστάκης στον πολιτικό επίτροπο Κολιγιάννη στην έδρα του Αρχηγείου Ηπείρου είχαν μια απροσδόκητη φοβερή συνέπεια. Ενώ ο Κολιγιάννης ευχαριστήθηκε όταν έμαθε πως ο δικαστής είχε ξαναβρεί τα λογικά του και ήσυχα είχε υπογράψει τη διαταγή της εκτέλεσης, θυμήθηκε όσα του είχε πει ο Αναγνωστάκης για την αρνητική αντίδραση των χωριανών στη δίκη. Αν η απόφαση να εκτελεστούν οι πέντε Λιώτες ήταν αντιδημοτική, τότε ήταν ανάγκη να σπιλωθούν οι κατάδικοι στα μάτια των συχωριανών τους· να πειστεί το χωριό πως αυτοί οι πέντε άξιζε να πεθάνουν επειδή είχανε προδώσει την υπόλοιπη κοινότητα. Η Αμερικάνα, προπαντός, έπρεπε να ξηλωθεί από την περίοπτη θέση που κατείχε στο χωριό. Έπρεπε να βρεθούν αποδείξεις πως ήταν προδότισσα και όχι απλώς μια μάνα που προσπάθησε να σώσει τα παιδιά της. Ο Κολιγιάννης έγραψε βιαστικά ένα σημείωμα και διέταξε να το στείλουν στον Κατή στο Λια. Ο Κατής είχε ανακουφιστεί που έληξε η υπόθεση με τους Λιώτες, αλλά μόλις έλαβε την εντολή του Κολιγιάννη, το πρόσωπό του συννέφιασε. Κάθισε στο γραφείο του με τους χοντρούς φακέλους των καταγγελιών που είχαν συγκεντρώσει οι χαφιέδες του και συλλογιόταν πυρετωδώς. Ο καλύτερος τρόπος για να κηλιδώσει την υπόληψη της Αμερικάνας, αποφάσισε, ήταν να πείσει τους χωριανούς πως ζούσε στη χλιδή με το χρυσάφι που της έστελνε ο καπιταλιστής άντρας της καθώς και με τα αγαθά που είχε καταχωνιάσει στερώντας τα από τους φτωχούς του Λια ο φασίστας ο πατέρας της Κίτσος Χαϊδής. Ο Κατής γνώριζε τη γνώμη που επικρατούσε ευρύτατα στο Λια πως ο πανούργος γέρο μυλωνάς είχε βάλει στην πάντα περιουσία από τα εφόδια της περίθαλψης όταν είχε αναλάβει τη διανομή της ΟΥΝΡΡΑ. Ο Κατής κάλεσε τους ανακριτές του στην πολιτοφυλακή. Τους διέταξε να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στην Αμερικάνα, χρησιμοποιώντας κάθε λογής βασανιστήρια φτάνει να την ανάγκαζαν να ομολογήσει ότι είχε κρυμμένα εφόδια και χρήματα. Έπρεπε να σπάσει, να εξευτελιστεί δημόσια και να υποχρεωθεί να ομολογήσει τα εγκλήματα αυτά. Οι ίδιες μέθοδοι θα χρησιμοποιούνταν και στους υπόλοιπους καταδικασμένους Λιώτες, προπαντός στον τέως πρόεδρο Σπύρο Μιχόπουλο, για να τους αποσπάσουν όλα τα καθέκαστα της προδοσίας που είχαν διαπράξει ενάντια στο Δημοκρατικό Στρατό και τους συχωριανούς τους. Κανένας δεν έζησε για να περιγράψει πως ακριβώς βασάνισαν τους καταδικασμένους Λιώτες, πάντως είναι γνωστό πως όλοι περάσανε από το φάλαγγα, και πως η Ελένη τυραννίστηκε πολύ περισσότερο από τους άλλους. Τη βγάλανε από το κατώι και τη βασανίζανε, ίσως στα πάνω Digitized by 10uk1s

δωμάτια, ίσως σε κάποια απόμερη γωνιά του περιβολιού πίσω από το σπίτι. Για να γίνει ο φάλαγγας χρειάζονται τρεις άντρες. Βγάζουν τα παπούτσια και τις κάλτσες από το θύμα και το ξαπλώνουν καταγής η πάνω σένα τραπέζι. Δύο άντρες περνούν τα γυμνά πόδια ανάμεσα στην κάννη και τον αορτήρα ενός τουφεκιού και στρίβουν το όπλο ωσότου ο αορτήρας πιέσει γερά προς τα πίσω τις μύτες των ποδιών εκθέτοντας τα πέλματα. Ενώ οι δύο άντρες κρατάνε το τουφέκι ακίνητο, ο τρίτος χτυπάει τα πέλματα μένανε μετάλλινο ή ξύλινο ραβδί. Ως μέθοδος τιμωρίας ο φάλαγγας έχει πολλά πλεονεκτήματα, στα οποία οφείλεται η δημοτικότητά του σε κάθε χώρα όπου τα οργανωμένα πολιτικά βασανιστήρια αποτελούν φυσιολογική κατάσταση . Το θύμα νιώθει το κάθε χτύπημα του ραβδιού όχι μόνο στα πέλματά του, που είναι οδυνηρά λυγισμένα προς τα πάνω, καθώς το ρόπαλο τσακίζει τα λεπτά νεύρα ανάμεσα στις φτέρνες και τα δάχτυλα· ο πόνος τινάζεται προς τους τεντωμένους μύες της κνήμης και χτυπάει στο πίσω μέρος του κρανίου. Ολόκληρο το σώμα υποφέρει και το θύμα συστρέφεται σαν σκουλήκι, γρήγορα χάνοντας κάθε αυτοκυριαρχία, χωρίς να λιποθυμάει ποτέ. Η βασική αρετή του φάλαγγα είναι πως δεν αφήνει τα σημάδια που αφήνουν αλλά βασανιστήρια, όπως τ' αναμμένα τσιγάρα. Αλλά στην περίπτωση της Ελένης θα πρέπει να 'γινε κάποια στραβοτιμονιά, γιατί όταν την ξανάδανε χωριανοί, τα πόδια της ήτανε τουμπανιασμένα διπλάσια από το κανονικό και κατάμαυρα από τα χτυπήματα. Ήταν ανήμπορη να περπατήσει και μιλούσε με δυσκολία. Πιθανώς χρειάστηκαν μερικές ημέρες αδιάκοπα βασανιστήρια προτού να σπάσει η Ελένη ως το σημείο που όχι μόνο αποκάλυψε ότι είχε κρύψει στον μπαξέ με τις κουκιές τα προικιά της Όλγας και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, αλλά παραδέχτηκε και όσες κατηγορίες διατύπωσε εναντίον της ο Κατής. Την πρώτη φορά που την ξανάδαν οι χωριανοί ήταν κάμποσες μέρες μετά τη δίκη. Εκείνη που πρόβαλε από την υπόγεια φυλακή ήταν πολύ διαφορετική από τη συγκρατημένη γυναίκα, με τα γαλήνια χαρακτηριστικά κάτω από το μαύρο μαντίλι, που είχε αντικρούσει τις ερωτήσεις του Κατή. Η Τάσαινα Μπαρτζώκη ήταν στο παράθυρο της κουζίνας της όταν είδε να βγάζουν την Ελένη από την αυλόπορτα της φυλακής πάνω σένα μουλάρι ακουμπούσε βαριά στη ράχη του ξύλινου σαμαριού. Τα μάτια της Τάσαινας τεντώσανε με φρίκη αντικρίζοντας τη στενότερη φιλενάδα της, με δυσκολία την αναγνώρισε. Τα μαλλιά της Ελένης δεν ήταν πια σκεπασμένα με μαντίλι, αλλά κρέμονταν λυτά και αχτένιστα, όπως τα μαλλιά των γυναικών που έκαναν το τάμα τους στη γιορτή της Παναγίας. Το φουστάνι της, που πάντα το 'χε σεμνά κουμπωμένο ως το λαιμό, ήταν ανοιχτό, ξεσκεπάζοντας ένα κομμάτι άσπρης σάρκας γεμάτης μώλωπες. Τα πόδια της τουμπανιασμένα σε φρικιαστικές διαστάσεις, ήτανε ξυπόλυτα, τυλιγμένα σε κουρέλια. Με δυσκολία κρατιόταν καθιστή στο ξύλινο σαμάρι, αλλά όταν η Τάσαινα βγήκε στην αυλή να την κοιτάξει από πιο κοντά τα μάτια της Ελένης στάθηκαν στα δικά της και τρεμόπαιζαν δείχνοντας πως την αναγνώρισε. Τρεις αντάρτες πήγαιναν μπροστά από το μουλάρι, ο ένας κρατούσε φτυάρι, ο άλλος κασμά και πίσω ακολουθούσαν δύο άλογα για φόρτωμα χωρίς καβαλάρηδες. Εμπρός σ' αυτό το θέαμα η Τάσαινα ένιωσε το φόβο ν' απλώνεται από το στομάχι της ως τα σωθικά της. Πιο κάτω στο μονοπάτι στο τέλος του Περιβολιού μια άλλη στενή φιλενάδα, η Αγγελική Μπότσαρη Ντάικου, είδε να περνάει η συνοδεία. Την έτρωγε η περιέργεια να μάθει τι κάνανε στη γειτόνισσα της. Πήρε μιαν άδεια βαρέλα, τάχα για να τη γεμίσει νερό στην παρακάτω βρύση και κάνοντας το γύρο σίμωσε στο σπίτι του Χαϊδή από την πίσω μεριά. Τρίτη χωριανή που θυμάται το περιστατικό ήταν η Ουρανία Χαϊδή. Ήταν παντρεμένη με ξάδερφο της Ελένης, αλλά όταν είδε τη συγγένισσά της να περνάει, η Ουρανία και η πεθερά της κρύφτηκαν, και παρακολούθησαν τη συνοδεία πίσω από τα παντζούρια, πολύ τρομαγμένες για να φανερωθούν. Η μοναδική γειτόνισσα που είχε το θάρρος να πάει κοντά και να ρωτήσει τι συμβαίνει ήταν η Digitized by 10uk1s

Βασιλική Πέτση. Βγήκε από την αυλή της και πήγε στην αυλόθυρα του Χαϊδή, όπου είχε σταματήσει η συνοδεία. Η Ελένη δεν κατέβηκε από το σαμάρι — τα πόδια της ήταν πολύ τουμπανιασμένα για να περπατήσει. Καθόταν εκεί κι έδειχνε κατά τις κουκιές του Χαϊδή. «Εκεί είναι, κάτω από τη φυταριά με τις ξερές κουκιές», είπε στους αντάρτες με φωνή αφύσικη. Η Βασιλική θυμήθηκε πως μια μέρα, τότε που είχαν απολύσει την Ελένη από τη φυλακή κι έμενε ολομόναχη, την είχε ρωτήσει γιατί παραμελούσε να ποτίσει εκείνη ειδικά τη φυταριά με τις κουκιές. «Γιατί να σκοτίζομαι;» ήταν η λακωνική απάντηση της Ελένης. «Ποιος θα ζήσει να τα φάει;». Τώρα ενώ οι αντάρτες έσκαβαν στο μέρος εκείνο με το φτυάρι και τον κασμά, κόβοντας τις ξεραμένες κουκιές η Βασιλική γλίστρησε πιο κοντά εκεί που καθόταν η Ελένη στο μουλάρι, έχοντας το πηγούνι στο στήθος της, την πλάτη αναγερμένη πάνω στη ράχη του σαμαριού. «Ελένη, παιδάκι μου!» ψιθύρισε η Βασιλική. Η κατάδικος ύψωσε το κεφάλι της και τα μάτια της στάθηκαν πάνω στη γειτόνισσα με δυσκολία. Αργά σήκωσε ένα τρεμάμενο χέρι και της έγνεψε να φύγει. Ήταν δύσκολο να καταλάβει τις λέξεις που βγήκαν από τα πρησμένα σκασμένα χείλια: «Φύγε», την άκουσε η Βασιλική να λέει, «θα σου κάμουνε τα ίδια». Αλλά η γειτόνισσα στάθηκε εκεί γύρω αρκετά για να δει τι ξέθαψαν οι αντάρτες: διάφορα μεγάλα χαλκώματα γεμάτα ρούχα, ασπρόρουχα και βελέντζες — τα πολύτιμα προικιά της Όλγας. Οι αντάρτες γονάτισαν και ψαχούλευαν το περιεχόμενο από τα χαλκώματα, σέρνοντας τα πάντα πάνω στο χώμα. Τα μούτρα τους πέσανε μόλις κατάλαβαν πως τα ρούχα και τ' ασπρόρουχα είχαν όλα σαπίσει, γεμάτα σταχτοπράσινη μούχλα, τα υφάσματα διαλύονταν στα χέρια τους. Κατά κάποιο τρόπο, το νερό είχε περάσει και καθώς τραβούσαν τώρα το κάθε ρούχο, με αηδία το πέταγαν πέρα. Οι αντάρτες ψαχούλευαν μέσα στο σωρό και ξεφώνιζαν όποτε έβρισκαν κάτι στέρεο: ίσως ο θησαυρός που τους είχε πει ο Σωτήρης. Αλλά ήταν μόνο μερικά μπακιρένια κατσαρόλια και τηγάνια, ένας σκουριασμένος μαστραπάς και μια φωτογραφία σε κάδρο που δεν την αναγνώριζες πια. Αναφώνησαν όταν ξέθαψαν μερικές κονσέρβες κρέας και γάλα σκόνη. Η Αγγελική Μπότσαρη, κρυμμένη εκεί γύρω με την άδεια βαρέλα της, γλίστρησε πιο κοντά για να δει τι είχε κρύψει η Ελένη. Θυμάται έναν αντάρτη ν' απλώνει στο χώμα μερικές «αμερικάνικες πετσέτες, κάτι που δεν το 'χαμε δει ποτέ, αφράτες με λουλούδια πάνω τους. Ήταν κι ένα κουτί με μέλι». «Βλέπετε τι είχε κρύψει η φασίστρια προδότισσα τι θησαυρούς!» φώναξε ο επικεφαλής των ανταρτών στα μουγκά παράθυρα των γειτονικών σπιτιών απ' όπου σίγουρα κρυφόβλεπαν. Έκαναν σαματά μαζεύοντας τα πράγματα, όμως φανερό ήταν απογοητευμένοι· είχαν ελπίσει πως θα βρουν θησαυρό και είχαν πετύχει μόνο μερικές μουχλιασμένες κουβέρτες και ασπρόρουχα. Οργισμένοι φόρτωσαν όλα τα ευρήματα στα δυο άλογα, για να τα πάνε στην επιμελητεία όπου τ' απλώσανε επιδειχτικά στην αυλή ώστε να δούνε όλοι στο χωριό τι είχε θάψει στο περιβόλι της η Αμερικάνα. Το μουλάρι με την κρατούμενη πάνω του πήγαινε μπροστά από τη συνοδεία με τα λάφυρα ανηφορίζοντας αργά στο μονοπάτι για το Περιβόλι. Η Ελένη Γκατζογιάννη, ανέκφραστη και σωριασμένη πάνω στο σαμάρι, διάβηκε μπροστά από τα έντρομα και συνεπαρμένα βλέμματα των συχωριανών της καθώς την πήγαιναν πίσω στο κατώι του σπιτιού της.

Στις εφτά τελευταίες μέρες, η άγκυρα που κατέφευγε η Ελένη για να κρατηθεί όπως όπως στα λογικά της ήτανε η σκέψη των παιδιών της. Λίγο μετά τη δίκη, πιθανόν όταν την ανέβασαν στην Digitized by 10uk1s

καλή κάμαρη ετοιμάζοντας την πρώτη δόση των βασανιστηρίων, βρήκε τον τρόπο να τους αφήσει ένα μήνυμα που θα έφτανε σ' αυτά μετά το θάνατό της, η μοναδική γραπτή διαθήκη της. Άφησαν για λίγο μόνη την Ελένη στην καλή κάμαρη, που ήταν το πιο επίσημο δωμάτιο του σπιτιού της προτού το κάνουν γραφείο της πολιτοφυλακής. Τα μάτια της αυτόματα αναζήτησαν το εικονοστάσι, που κρεμόταν στην ανατολική γωνιά. Ήταν ένα ξύλινο τριγωνικό κουτί με γυαλί μπροστά και κει μέσα είχαν τα εικονίσματα του σπιτιού. Η Ελένη δεν είχε αφήσει ποτέ κανένα από τα παιδιά να το 'γγίξει· η φροντίδα του ήταν δικιά της προσωπική δουλειά. Ζύγωσε να κοιτάξει το γνώριμο καδραρισμένο εικόνισμα της Παναγίας με το Βρέφος — το κυριότερο κομμάτι στο εικονοστάσι. Μέσα σε κείνη τη μικρή θήκη, μπροστά στην Παναγία, υπήρχε κι ένα κόκκινο πασχαλινό αυγό, ένα κλωνί βάγια από την Κυριακή των Βαΐων, κι ένα μπουκαλάκι με αγιασμό από των Φώτων. Στην άκρη ήταν χωμένες πέντ' έξι χαρτονένιες εικονίτσες αγίων και οσίων, η καθεμιά αγορασμένη πριν από πολλά χρόνια στους Φιλιάτες, ή στα Γιάννινα, αναμνηστική από κάποιο έκτακτο προσκύνημα ή πανηγύρι. Η Ελένη κοίταξε το πρόσωπο της Παναγίας, η καρδιά της σφιγμένη από την αγωνία για τα παιδιά της. Το ήξερε πως θα πεθάνει, ίσως τη θάβανε σε καμιά σκοτεινή ρεματιά ή στην ίδια της την αυλή, και φαντάστηκε τα παιδιά της να γυρνούν μετά τον πόλεμο, να την αναζητούν σε όλη τη βόρειο Ελλάδα και ίσως στις κομμουνιστικές χώρες. Ήθελε να τους πει την τύχη της και ταυτόχρονα να τα παρηγορήσει πως ήταν ήρεμη υπό τη σκέπη της Παναγίας. Άξαφνα η Ελένη άπλωσε το χέρι και τράβηξε μια από τις χαρτονένιες εικονίτσες τις χωμένες στην κάσα του εικονοστασίου. Ύστερα πήγε στο τραπέζι που χρησιμοποιούσαν για γραφείο οι πολιτοφύλακες και άρπαξε ένα στυλό. Πάσχισε να σκεφτεί τι μπορούσε να γράψει που να τους έλεγε πως θα τη σκοτώσουν κι ωστόσο να μην είναι ενοχοποιητικό ώστε να την τιμωρήσουν κι άλλο αν οι αντάρτες το 'βρισκαν. Η Ελένη κρατούσε τη χάρτινη εικονίτσα μιας καστανομάτας Παναγίας με κόκκινα φορέματα, πιο μικρή από χαρτί της τράπουλας· κάπου εφτά πόντους ύψος και πέντε φάρδος. Τη γύρισε από πίσω και βιαστικά χάραξε: ππααννααγγιιττσσαα μμοουυ φφιιλλααγγεε ττιι Μ Μααννιι ττσσααμμοουυ ααυυττοουυ πποουυ ηησσττεε μμααζζιι ΕΕλλεεννιι ΧΧ ΓΓκκαα

Το έγραψε με έντονα, σταθερά μαύρα γράμματα, οι γραμμές στη βιάση της πήγαν καταπάνω. Τα γράμματα δείχνουν πως το χέρι της δεν είχε ακόμη παραλύσει από τα βασανιστήρια. Όμως επειδή βιαζόταν τόσο, έκανε μερικά λάθη στο σχηματισμό των γραμμάτων, που αμέσως τα διέγραψε και τα ξανάγραψε από πάνω. Οι λίγες αυτές λέξεις πιάσανε πέντε αράδες στο πίσω μέρος της στενής κάρτας και σε μια αράδα ζύγιασε στη μέση τ' όνομά της, έτσι όπως θα έμπαινε και σε μια ταφόπετρα. Η Ελένη μελέτησε τι είχε γράψει. Αν το 'βρισκαν οι αντάρτες δε θα καταλάβαιναν πως το 'χε γράψει εκείνη για τον εαυτό της, τα παιδιά της όμως θ' αναγνώριζαν το γραφικό χαρακτήρα της και θα καταλάβαιναν πως ήταν πεθαμένη. Φαντάστηκε τα δάκρυά τους όταν θα πρωτογυρνούσαν στο σπίτι γυρεύοντάς τη και θ' ανακάλυπταν το μήνυμά της στο εικονοστάσι. Ύστερα πήρε την πένα κι έγραψε με μικρότερα ακόμα γράμματα για να χωρέσει: νναα μμιι σσττεεννοοχχοορρεε Digitized by 10uk1s

υυεεσσττεε εεγγοο κκααλλαα εειιμμεε

Με μικροσκοπικά γραμματάκια υπέγραψε: μμαανναα Ό,τι έβαζε την κάρτα πίσω στο εικονοστάσι, η Ελένη σκέφτηκε την Αλέξω, που τα παιδιά της θα γύρευαν και κείνα τη μάνα τους, μη γνωρίζοντας τι είχε απογίνει. Έγραψε μια τελευταία αράδα, στριμώχνοντάς τη δύσκολα γύρω στο κάτω μέρος εκείνων που είχε κιόλας γράψει: ««θθιιόόςς χχοορρεεσσττιι κκααιι ττιι ΑΑλλεεξξάάννδδρραα»»..

Ακούγοντας να πλησιάζουν βήματα, η Ελένη παράτησε την πένα κι έτρεξε στο εικονοστάσι, όπου άνοιξε τη τζαμένια πόρτα κι έχωσε την καρτούλα πίσω από το μεγάλο καδραρισμένο εικόνισμα της Παναγίας. Μόλις πρόλαβε να το κλείσει και να γυρίσει, η πόρτα άνοιξε και μπήκανε οι αντάρτες που θα τη βασανίζανε.

Ο πόνος πέρα από τα όρια της αντοχής αφανίζει το μυαλό όπως και το σώμα, σπρώχνοντάς το να βρει καταφύγιο στην παραφροσύνη. Ο Σπύρος Μιχόπουλος ανέκαθεν ήταν ασθενικός, αφότου κόντεψε να πεθάνει από φυματίωση, και όταν τον σκοτώσανε τα βασανιστήρια τον είχαν καταντήσει ένα πλάσμα που τρέχανε τα σάλια του κι έτρεμε, ανίκανο να βαδίσει ή να μιλήσει. Αλλά ως την τελευταία καταληπτή πνοή του ο Μιχόπουλος φώναζε πως αυτός ήτανε πάντα πιστός στο Δημοκρατικό Στρατό. Παρά τα βασανιστήρια οι αντάρτες δεν κατάφεραν ν' αποσπάσουν από τον τέως πρόεδρο του χωριού άλλους κρυψώνες με εμπορεύματα πέρα από τις κασέλες που είχανε ξεθάψει στο κατώι του σπιτιού του. Τον Αντρέα Μιχόπουλο λίγο πολύ τον άφησαν ήσυχο, γιατί ο Κατής ήξερε πως η εκτέλεση του Αντρέα δε θα δημιουργούσε πρόβλημα για την προπαγάνδα στο χωριό. Από τα μικράτα του ήταν ο ταραξίας του χωριού, το παλικάρι δεν ήταν αγαπητό στο Λια.

Η Αλέξω Γκατζογιάννη, που ήταν στην αρχή πηγή παρηγοριάς για τους άλλους κρατούμενους στο κατώι, από καιρό είχε χάσει κάθε ελπίδα πως θα γλιτώσει. Η Ελένη, η συννυφάδα της, τη θεωρούσε πάντα μια από τις πιο δυνατές γυναίκες του χωριού, ποτέ δε μεμψιμοιρούσε παρά τη δύσκολη ζωή της και τα πολλά παιδιά. Όταν την εξετάζανε στη δίκη, η Αλέξω ήταν όλο φωτιά από την αψηφισιά και τον κυνισμό, όμως τελικά ο πόνος από τα βασανιστήρια της αφάνισε το μυαλό. Όσοι την είδαν τις τελευταίες μέρες της ζωής της λένε πως φαινόταν να μην έχει συναίσθηση που βρίσκεται, τα μάτια της ήταν άδεια, δεν αναγνώριζε κανένα. Ο ψαρομάλλης βαγενάς Βασίλης Νίκου, παλαίμαχος στρατιώτης εννιά χρόνια από τους Βαλκανικούς Πολέμους και πέρα, είχε πιει τη ζωή του σαν μια κούπα χολή. Η φρίκη της στρατιωτικής υπηρεσίας του και ο θάνατος του μοναχογιού του τον είχαν σκληρύνει σαν δέντρο στο γκρεμό, που συνεχώς το δέρνουν τα στοιχεία της φύσεως. Τα βασανιστήρια δεν αφανίσανε το λογικό του Νίκου μήτε κλόνισαν την κυνική του απόγνωση. Η θυγατέρα του η Χρυσούλα, που ήταν τότε είκοσι οχτώ χρονών, τον είδε λίγο μετά τη δίκη. Μολονότι σε κανέναν άλλο κατάδικο δεν επέτρεπαν επισκέψεις από τους δικούς τους, τη Χρυσούλα την άφησαν να τους πάει φαγητό, που αναγκάστηκε προηγουμένως να το δοκιμάσει η ίδια για ν' αποδείξει, πως δεν ήταν φαρμακωμένο για να γλιτώσει τον πατέρα της από το μαρτύριο. Τους παρακάλεσε, και της φέρανε το βαγενά στην πόρτα του κατωγιού.

Digitized by 10uk1s

«Το πρόσωπό του ήτανε πρησμένο και τα μάτια του γύρω γύρω μαύρα», θυμάται η Χρυσούλα, «και στη μια μεριά το πανωχείλι του ήταν φουσκωμένο. Θα τον πονούσε όταν μίλαγε, γι' αυτό μιλούσε τόσο αργά. Αγκαλιαστήκαμε, παρά τις ψείρες που ήτανε γεμάτος, και προσπαθούσε να φανεί γενναίος. "Μη στεναχωριέσαι για μένα", είπε, "της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες. Γύρνα στο σπίτι και να κοιτάς τη μάνα σου"». Ύστερα από αυτή την επίσκεψη η Χρυσούλα και η μικρότερη αδελφή της η Όλγα, μαζί με τη θεια τους τη Φώταινα Μάκου, κάνανε το πολύωρο ταξίδι ως τους λόφους κάτω από τον Τσαμαντά, όπου ήταν εγκατεστημένος ο διοικητής ενός τάγματος ταγματάρχης Σπύρος Σκεύης. Ελπίζανε πως θα πείσουν το Σκεύη να μεσολαβήσει στους ανωτέρους του για τον πατέρα τους. Η άλλη αδερφή του Νίκου, που είχε φύγει στην Αλβανία με ολόκληρη τη φάρα των Σκευαίων πριν από δυο μήνες, ήταν παντρεμένη με το μεγαλύτερο από τ' αδέρφια, το Γιώργο, συγγενικός δεσμός που λογαριαζότανε στο Λια. Όταν οι τρεις γυναίκες φτάσανε πάνω στα βουνά στο καλύβι, όπου ο Σπύρος Σκεύης είχε την έδρα του, αντάμωσαν μια από τις ανιψιές του που υπηρετούσε τηλεφωνήτρια και βοηθός του. Οι Λιώτισσες γυρεύανε φορτικά να δούνε το Σκεύη, όμως η κοπέλα επέμενε πως ο ταγματάρχης έλειπε. «Δε φεύγουμε από δω ώσπου να τον δούμε», επέμενε η Χρυσούλα. Νευριασμένη η νεαρή βοηθός είπε στις συγγένισσές της ν' ανεβούνε πιο πάνω στο λόφο και κείνη θα προσπαθούσε να βρει το Σκεύη. Σε λίγο τον είδαν να βγαίνει από το καλύβι και ν' ανηφορίζει προς το μέρος τους. Όταν ήταν δάσκαλος στο Λια, ήταν ένα σφιγμένο, λιπόσαρκο σκαρί, που παλλόταν από τη φανατική προσήλωση στο αντιστασιακό κίνημα, τώρα όμως ήταν ακόμη πιο ισχνός και πιο χλομός, η απεριποίητη γενειάδα του και τα φλεγόμενα μάτια του του έδιναν το παρουσιαστικό ενός σκιάχτρου που παλάβωσε. Μόλις εκείνος έφτασε σε απόσταση που μπορούσε ν' ακούσει η Φώταινα Μάκου του φώναξε: «Αλήθεια, Σπύρο, θα σκοτώσεις τον αδερφό μου;». Ο Σκεύης κοίταξε τις τρεις χωριανές του, οι δύο απ' αυτές ανιψιές του, και κοκκίνισε από το θυμό και την ντροπή. Αυτός κι ο αδερφός του ο Προκόπης είχαν ξεκινήσει την αντιστασιακή οργάνωση στο Λια στα χρόνια της κατοχής συνεπαρμένοι από τ' ανθρωπιστικά ιδανικά και από τη λαχτάρα να φέρουν την ισότητα σε όλους τους ανθρώπους, θέλανε να εξαφανίσουν την τυραννία των αιμοδιψών κυρίαρχων τάξεων. Τώρα το πράμα είχε ξεπέσει ως εκεί: να σκοτώνεις τους ίδιους τους συγγενείς σου. Η γνώση κατασπάραζε την καρδιά του. Ο Σκεύης είχε κιόλας πάει στον Κολιγιάννη να διαμαρτυρηθεί για την καταδίκη των πέντε Λιωτών και είχε διαπιστώσει πως ο βαθμός του ταγματάρχη, παρά τα λαμπρά κατορθώματά του, δεν είχε τη δύναμη να κλονίσει τον πολιτικό επίτροπο. Ο Σκεύης είχε αποπεμφθεί ταπεινωμένος με την προειδοποίηση να κοιτάζει τη δουλειά του και να μην ανακατώνεται σε πολιτικές υποθέσεις. Τώρα το αίσθημα της απογοήτευσης ξέσπασε σε οργή για τούτες εδώ που τον παρακολουθούσαν. «Θα σκοτώσουμε το Σπύρο Μιχόπουλο που ήτανε δικός μας!» φώναξε. «Θαρρείτε πως θα λυπηθούμε το Βασίλη Νίκου, που ήτανε πάντοτε φασίστας;» Η Φώταινα άρχισε ν' αναθεματίζει το Σκεύη, κάποτε το καμάρι του χωριού, που οι πάντες τον θαυμάζανε για τη μάθησή του και για τις επαναστατικές ιδέες του. Ο Σκεύης όμως βλαστημούσε και φώναζε ακόμη πιο δυνατά από κείνη. «Φευγάτε, για το Θεό!» ξεφώνισε. «Φευγάτε, όλες σας!». Έστριψε απότομα και δρασκελώντας χώθηκε στο διοικητήριό του ενώ η ανιψιά του έφραξε την πόρτα στις ξαδέρφες της. Αμίλητες, απελπισμένες, οι τρεις γυναίκες ξαναπήραν το μακρύ δρόμο για τα Λια. Digitized by 10uk1s

Η επιθυμία του πολιτικού επιτρόπου να βελτιώσει το γόητρο των ανταρτών και να απαλύνει τα δυσάρεστα αισθήματα που είχε προκαλέσει η δίκη, οδήγησε σ' ένα γκροτέσκο περιστατικό, μια ή δυο μέρες αφού κατέβασαν την Ελένη για να τους δείξει που είχε κρυμμένους τους «θησαυρούς» στον μπαξέ με τις κουκιές. Αφότου είχαν φτάσει στο χωριό, οι αντάρτες είχαν απαγορεύσει κάθε θρησκευτική τελετή. Αλλά καθώς η Αγγελική Μπότσαρη Ντάικου περιποιόταν το αγοράκι της που είχε γεννηθεί τέσσερις μέρες πριν από την ομαδική απόδραση, ακούστηκαν δυνατές κωδωνοκρουσίες. Οι αντάρτες ανάγγειλαν με τα χωνιά τους πως όλα τα νεογέννητα μωρά θα βαφτίζονταν αμέσως ομαδικά στην Αγία Τριάδα στην πλατεία του χωριού. «Όλες οι μανάδες με αβάφτιστα μωρά, να ετοιμάσουν αμέσως τα παιδιά τους». Καμιά δεκαπενταριά μωρά είχαν γεννηθεί στο χωριό αφότου οι αντάρτες έκλεισαν τις εκκλησίες, και οι μανάδες τους, όπως η Αγγελική, αποσβολώθηκαν με τούτη την αναγγελία. Η Αγγελική αναρωτιόταν μήπως ήταν κάνα καινούριο κόλπο των ανταρτών ενώ έψαχνε να 'βρει κάτι να φορέσει στο μικρούλη γιόκα της. Όλα τα μωρουδιακά ήτανε κουρέλια, έτσι πήρε ένα δικό της μεσοφόρι, απομεινάρι από τα προικιά της που ήταν ακόμα σε καλή κατάσταση, του έκοψε γοργά στα πλάγια τρύπες για τα χέρια και τύλιξε μ' αυτό το μωρό της. Οι δεκαπέντε μανάδες και τα μωρά τους που κλαίγανε μαζεύτηκαν στην πλατεία του χωριού όπου είδαν τους αντάρτες να φέρνουν κατά κει έναν αρχιμανδρίτη — ο ανώτερος βαθμός που μπορεί να φτάσει στην εκκλησιαστική ιεραρχία ένας παντρεμένος κληρικός. Ήταν ψαρογένης καμιά εξηνταπενταριά χρονών και οι αντάρτες τον είχαν κρατούμενο στο ίδιο κατώι μαζί με την Ελένη. « Ήταν είτε από τη Μοσπίνα ή από τον Παρακάλαμο», θυμάται η Αγγελική, «κι έδειχνε πολύ σοβαρός». Οι αντάρτες φέρανε ένα φλιτζανάκι λάδι για να το χύσει στο νερό της θαμπής κολυμπήθρας, και ο αρχιμανδρίτης άρχισε να ψέλνει τη γνωστή ιεροτελεστία. Σαστισμένες οι γυναίκες γυρεύανε στα γρήγορα η καθεμιά από την άλλη να γίνει νονά του δικού της παιδιού. Το δεύτερο μωρό που βαφτίστηκε ήταν ο γιος της Αγγελικής, και κείνη ψιθύρισε τ' όνομα που του είχε διαλέξει — Κωνσταντίνος — όπως τον έπαιρνε ο παπάς από την αγκαλιά της. Κάποια γυναίκα έδωσε την κορούλα της και δήλωσε πως τ' όνομά της θα ήταν Λαοκρατία. Ο γερο-παπάς συνοφρυώθηκε· η ελληνική Εκκλησία απαιτεί να έχει κάθε παιδί όνομα αναγνωρισμένου αγίου, ωστόσο δεν είπε τίποτα και σήκωσε το γυμνό βρέφος που σκλήριζε τρεις φορές στον αέρα, ύστερα το βούτηξε στην κολυμπήθρα, ψέλνοντας: «Βαπτίζεται η δούλη του Θεού Λαοκρατία, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Άγίου Πνεύματος». Όταν ο αρχιμανδρίτης βάφτισε και το τελευταίο μωρό, σύναξε όλες τις μανάδες και τις νουθέτησε αυστηρά: «Αναθέτω σε όλες σας την ιερά υποχρέωση να μεριμνήσετε ώστε τα δεκαπέντε βρέφη να μην παντρευτούν μεταξύ τους, διότι βαπτίστηκαν όλα στο ίδιο λάδι και τώρα είναι πνευματικά αδέλφια. Εάν κάποια παντρευτούν μεταξύ τους θα διαπράξουν αιμομιξία». Οι μανάδες είχαν τρομάξει με τούτη την ανορθόδοξη τελετή που έκανε ένας κρατούμενος παπάς, με τα μωρά τους στα κουρέλια, δίχως τις καθιερωμένες χαρές και πανηγύρια, δίχως να ρίξουν δεκάρες και κουφέτα για το καλορίζικο. Κατένευσαν πειθήνια όσο μιλούσε ο παπάς. Ύστερα οι δεσμοφύλακες πήγανε το γέροντα με το μαύρο ράσο και με το καλυμμαύχι του στο κατώι. Την άλλη μέρα τον εκτελέσανε.

Digitized by 10uk1s

Ο Κατής ήταν άκρως απογοητευμένος με τα μουχλιασμένα ασπρόρουχα και τις λιγοστές κονσέρβες που είχαν ξεθάψει στο περιβόλι του Χαϊδή. Έπρεπε ν' αποδείξει πως η Αμερικάνα είχε κρύψει αρκετούς θησαυρούς ώστε να προκαλέσει τη ζήλια και το φθόνο των χωριανών. Στο κάτω κάτω, πολλοί από τους χαφιέδες του έλεγαν πως κάπου είχε κρύψει πολλές χρυσές λίρες. Πρόσταξε ν' αρχίσουν πάλι να τη βασανίζουν. Την έκτη μέρα μετά την καταδίκη της Ελένης εις θάνατον, η Αγγελική Μπότσαρη Ντάικου τάιζε το νεοφώτιστο γιο της, όταν παρουσιάστηκε στην πόρτα της ο βοηθός του διοικητή της πολιτοφυλακής, κάποιος Μιχάλης Χασιώτης. «Τι φοβερός άνθρωπος ήτανε!» λέει η Αγγελική. «Όποτε τον βλέπαμε να περνάει κάναμε το σταυρό μας να μη σταθεί για μας. Εκείνη όμως τη μέρα ήρθε κατευθείαν στην πόρτα μου και είπε: "Σε θέλουν για μια εξέταση"». Η Αγγελική πήρε το μωρό, ελπίζοντας πως οι αντάρτες θα ήτανε πιο αβροί σε μια μάνα που κρατούσε στην αγκαλιά της ένα βρέφος και ο Χασιώτης την ανέβασε από το μονοπάτι για του Γκατζογιάννη. Στο δρόμο η Αγγελική είδε τον άλφα δύο, το Σωτήρη Δραπέτη, να οδηγεί κατά την ίδια μεριά την Ουρανία Χαϊδή. Η Ουρανία ήταν παντρεμένη με ξάδερφο της Ελένης, που είχε κάνει αρκετή περιουσία με τη μαύρη αγορά στην κατοχή και μετά. Η Αγγελική και η Ουρανία αλλάξανε τρομαγμένες ματιές. Και οι δυο τους είχαν παρακολουθήσει κρυφά τη δοκιμασία της Ελένης πριν από λίγες μέρες όταν την αναγκάσανε να τους δείξει που είχε κρύψει τα προικιά της κόρης της. Οδήγησαν τις δύο γυναίκες στο σταθμό της πολιτοφυλακής. Την Ουρανία Χαϊδή τη βάλανε στην αποθηκούλα πίσω από την κουζίνα όπου είχαν επισκευάσει γερά το παράθυρο μετά την απόδραση της Μαριάνθης. Την Αγγελική με το μωρό της την οδήγησαν κατευθείαν στην καλή κάμαρη — στο γραφείο — όπου βρέθηκε αντιμέτωπη με τον Κατή. Ο φαλακρός δικαστής με τη φωνή της Κόλασης άρχισε να ρωτάει την Αγγελική τα ονόματα των γονιών της, τα ονόματα της οικογένειας του άντρα της, και κατόπιν είπε: «Είσαι συγγενής της Αμερικάνας;». «Όχι, είμαστε συχωριανές», απάντησε η Αμερικάνα. «Τότε γιατί εκείνη και οι δικοί της έρχονταν στο σπίτι σου τόσο συχνά;». Η Αγγελική ένιωσε να κλείνει ο λαιμός της. «Έτσι το συνηθάμε δω, είτε είσαι συγγενής είτε όχι», τρεμούλιασε. «Είμαστε γειτόνισσες». Ο Κατής έγειρε μπροστά, καρφώνοντας τη με μάτια αρπακτικού. «Λοιπόν, θα σου κάνω μερικές ερωτήσεις και θέλω σαφείς απαντήσεις», της πέταξε. «Ποια μέρα, ποια ώρα, σου έδωσε η Αμερικάνα τρεις χρυσές λίρες και συ τι τις έκανες; Σε ποιον τις έδωσες;». Η Αγγελική τον κοιτούσε αποσβολωμένη. Δεν ήξερε τι συμβαίνει ή τι πρέπει ν' απαντήσει. «Συναγωνιστή, Κατή!», ψέλλισε. «Ποτέ δεν πήρα τρεις λίρες απ' την Αμερικάνα!». «Αν λες ψέματα», απάντησε ο Κατής, «θα 'χεις και συ την τύχη της». Η Αγγελική του είπε πως είχε τώντις έξι λίρες, τις κουβαλούσε πάντα σένα πέτσινο σακουλάκι δεμένο στο λαιμό της κάτω από τα ρούχα, και πως είχε άλλες έξι λίρες που τις είχε δώσει της μάνας της να τις κουβαλάει σ' ένα παρόμοιο σακουλάκι για την περίπτωση που θα σκοτωνόταν η μια από Digitized by 10uk1s

τις δύο. Όμως, επέμενε, τις λίρες αυτές της τις είχε δώσει ο άντρας της, όχι η Αμερικάνα. Ο Κατής πατίκωσε τα χείλια του, μια φτενή γραμμή που είχε κάποιο ίχνος χαμόγελου. Κάλεσε το Χασιώτη και τον διέταξε να κατεβάσει την Αγγελική στο κατώι, όπου μπορούσε να μιλήσει απευθείας στην Αμερικάνα. Η Αγγελική βρήκε την Ελένη καθισμένη στο κατώφλι της πόρτας του κατωγιού. Τα πόδια της, μαύρα και τουμπανιασμένα, τα κρατούσε τεντωμένα μπροστά της, και το λουλακί φουστάνι της με τα τρία μαύρα γαϊτάνια ήταν ανοιχτό στο λαιμό και βρώμικο. Η Ελένη πετάριζε τα μάτια της στον ήλιο και φάνηκε στην αρχή να μην αναγνωρίζει την Αγγελική. Ο Χασιώτης υπέβαλε στην κατάδικο σαν σκηνοθέτης: «Πες μας ξανά, συναγωνίστρια Ελένη, πως έδωσες τις τρεις λίρες σε τούτη εδώ». Τα μάτια της Ελένης σταθήκανε πάνω στην Αγγελική κι έκανε μια χειρονομία αναγνώρισης. «Ναι, έτσι είναι, παιδί μου. Δώσε του αυτουνού τις τρεις λίρες». Πανικός διαπέρασε την Αγγελική κι άρχισε να τρέμει από το θυμό. Ακούμπησε το μωρό καταγής και σκύβοντας μπροστά έπιασε την Ελένη από τους ώμους, την ταρακούνησε. «Δε μου 'δωσες ποτέ καμιά λίρα, Ελένη!» φώναξε στη φιλενάδα της κατάμουτρα. «Τι πας να κάνεις, να με πάρεις μαζί σου στον τάφο;». Όσο σου μιλάει μια κουτσούνα άλλο τόσο της αποκρίθηκε η Ελένη. Όταν η Αγγελική την παράτησε, απόμεινε 'κει δα με τα τουμπανιασμένα πόδια της τεντωμένα μπροστά, και το άδειο βλέμμα της έπεσε στο φασκιωμένο μωρό που πλαγιασμένο καταγής άπλωνε τα παχουλά του χέρια για να πιάσει ένα κόκκο σκόνης που αρμένιζε στο φως του ήλιου. «Αχ, να μπορούσα να τ' αγγίξω άλλη μια φορά!» είπε η Ελένη, θαρρείς στον εαυτό της. Η Αγγελική ανασκίρτησε. «Τι είπες;». «Αν μπορούσα να τα σφίξω στην αγκαλιά μου άλλη μια φορά προτού πεθάνω!». Δάκρυα κυλούσανε αθόρυβα στα μάγουλα της Ελένης. Η Αγγελική κοιτούσε την κατάντια της φιλενάδας της κι ο φόβος για τη δικιά της τύχη υποχώρησε μπρος στον οίκτο. Άπλωσε κι έπιασε το χέρι της Ελένης. «Καλά, θεία», είπε. «Θα τους δώσω τις λίρες που θέλουνε». Η Ελένη δεν αποκρίθηκε. Μόνο κατένεψε αόριστα κατά τη μεριά της Αγγελικής. Ο Χασιώτης και οι άλλοι αντάρτες οδήγησαν την Αγγελική ξανά στον Κατή. Κρατώντας το μωρό, έβγαλε το σακουλάκι με τις λίρες από το λαιμό της και το πέταξε πάνω στο γραφείο του. «Πάρ' τες'.» του είπε. Ο Κατής άρπαξε το σακουλάκι και της το πέταξε πίσω. «Αυτές δεν είναι οι λίρες της Αμερικάνας· αυτές είναι δικές σου και ξέρουμε που τις βρήκες!» είπε, μ' ένα τόνο που υπονοούσε πως η Αγγελική είχε πληρωθεί με χρυσάφι για τις υπηρεσίες της στους Εγγλέζους. «Μήτε ένα εκατομμύριο τέτοιες λίρες δε γλιτώνουν τη ζωή της Αμερικάνας», φώναξε ο Κατής. «Οι προδότες πρέπει να εκτελούνται! Τώρα πες μας τι ξέρεις για τις λίρες της Αμερικάνας». Ο Κατής σηκώθηκε από την καρέκλα και φεύγοντας από το γραφείο πήγε ως εκεί που στεκόταν η Αγγελική με το μωρό στην αγκαλιά της. Τράβηξε πίσω το χέρι του και τη χαστούκισε γερά. «Θα πρέπει να λιποθύμησα όταν με χτύπησε», λέει η Αγγελική, «γιατί όταν άνοιξα τα μάτια μου, το μωρό δεν ήταν στην αγκαλιά μου αλλά το κρατούσε ένας αντάρτης. Έκλαιγε ασταμάτητα». Digitized by 10uk1s

Ο Κατής εξακολούθησε την ανάκριση. «Σε ποιους έδωσες τις λίρες της Αμερικάνας; Για ποιο λόγο τους πλήρωσε;». Αλλά η Αγγελική επέμενε πως δεν είχε άλλες λίρες πέρα από τις δικές της. Τέλος της δώσανε πίσω το μωρό και της είπανε να φύγει. Τρέμοντας βγήκε από την πόρτα. Όταν ζύγωσε την αυλόθυρα, γύρισε να δει την Ελένη που καθόταν ακόμα στο ίδιο μέρος στο κατώφλι του κατωγιού. Η Αγγελική έκανε να τη σιμώσει για να της εξηγήσει τι είχε συμβεί απάνω: είχε επιχειρήσει να δώσει τις δικές της λίρες για να σώσει τη ζωή της Ελένης αλλά οι αντάρτες κατάλαβαν πως δεν ήτανε αλήθεια όσα τους είχε πει η Ελένη, ότι τάχα της είχε δώσει δικές της λίρες — ήτανε λόγια που της τα είχαν αποσπάσει με τα βασανιστήρια. Οι δυο φρουροί έξω από την πόρτα του κατωγιού μπήκανε μπροστά και της κλείσανε το δρόμο, της γνέψανε να φύγει. Όπως κοντοστεκόταν η Αγγελική, η Ελένη σήκωσε το χέρι αποχαιρετώντας τη και μίλησε, τα πιο καθαρά λόγια που άκουσε από αυτήν η Αγγελική εκείνο τ' απόγεμα. «Μη με ξεχάσεις!» της φώναξε η Ελένη. Η Αγγελική σήκωσε σε απάντηση το χέρι της, και στάθηκε μια στιγμή πασχίζοντας να σκεφθεί κατιτί να της πει, ύστερα γύρισε αμίλητη και βγήκε από την αυλόπορτα.

Ενώ ανακρίνανε την Αγγελική, την Ουρανία Χαϊδή, μια κοντόχοντρη, νευρική νέα, την είχαν να περιμένει στην αποθηκούλα, τριγυρισμένη από τους σωρούς με τα παπούτσια των κρατουμένων, που αφού τους είχαν περάσει από το φάλαγγα ύστερα τους σκότωσαν. Όταν έφυγε η Αγγελική, ο Κατής πρόσταξε να του φέρουν την Ουρανία και τις έκανε τις ίδιες ερωτήσεις: Που ήταν οι τρεις λίρες που της είχε δώσει η Αμερικάνα; Του έδωσε τις ίδιες απαντήσεις — οι μόνες λίρες που είχε ήταν εκείνες που της είχε αφήσει ο άντρας της. Η Ουρανία και η Αγγελική ήταν οι μόνες χωριανές που είχαν χρυσές λίρες. Η Ελένη θα πρέπει να το 'ξερε αυτό και ύστερα από την επιμονή των βασανιστών της, είπε τα ονόματά τους με την ελπίδα πως εκείνες θα τη βοηθούσαν. Όμως η Ουρανία, όπως και η Αγγελική, διαμαρτυρόταν πως η Αμερικάνα δεν της είχε δώσει λίρες. Όταν ο Κατής τη χαστούκισε, την έπιασε υστερία. Τους είπε να την κατεβάσουν στο κατώι να τα πει μπροστά του η Ελένη. Η Ουρανία ισχυρίζεται πως δεν άλλαξε λέξη με την ξαδέρφη της. «Φαινόταν χαυνωμένη και μήτε με κοίταζε», λέει η Ουρανία, αρχίζοντας να τραυλίζει με την ανάμνηση και αποφεύγοντας να κοιτάξει κατάματα εκείνον που τη ρωτάει. «Όταν την είδα σε τέτοιο χάλι, λιποθύμησα, και όταν συνήρθα με στείλανε στο σπίτι μου. Δε μιλήσαμε καθόλου μεταξύ μας».

Την τελευταία βδομάδα της ζωής της Ελένης, η Γλυκερία δούλευε ακόμα στα χωράφια του Μακροχωριού και της Βατσουνιάς. Έσκαγε στο ίδιο κόκκινο μάλλινο φουστάνι που το φορούσε κοντά τρεις μήνες· το δεκατετράχρονο κορμί της δεν μπορούσε ν' ανταποκριθεί στην αξίωση να θερίζει στάρι από την αυγή ως το δειλινό και να κουβαλάει κοτρόνες για να χτίζονται πολυβολεία αντάρτικα. Επειδή οι Λιώτισσες της μπαίνανε, τη χτυπούσαν και γκρινιάζανε για την τεμπελιά της, η Γλυκερία είχε αρχίσει να δουλεύει με τις πιο συμπονετικές Μπαμπουριώτισσες. Νωρίς το πρωί στις 28 Αυγούστου οι Μπαμπουριώτισσες που δούλευαν κοντά στο Μακροχώρι, μόλις είχαν πιάσει το καθημερινό θέρισμα όταν δέχτηκαν την επίσκεψη μιας επιβλητικής φυσιογνωμίας, του υπολοχαγού Αλέκου, που ήταν καθοδηγητής στις Λιώτισσες ανταρτίνες. Έφτασε πάνω σ' ένα έξοχο άσπρο άλογο και ανακοίνωσε στις θερίστρες: «Εσείς οι νιες, όσες είστε Digitized by 10uk1s

ανύπαντρες, ετοιμαστείτε να φύγετε! Τελειώσατε με το θέρο, από σήμερα κατατάσσεστε στο Δημοκρατικό Στρατό». Οι κοπέλες από το Μπαμπούρι άρχισαν να τσιρίζουν και να κλαίνε ενώ παραδίπλα οι Λιώτισσες, που δούλευαν σε μια κοντινή πλαγιά, τις κορόιδευαν. Ήταν τόσος ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο γειτονικά χωριά, ώστε οι Μπαμπουριώτισσες καυχιόντουσαν ολοένα πως αυτές δεν τις παίρνουν ανταρτίνες επειδή ξέρουν να μαγειρεύουν, να πλένουν και να περιποιούνται τους αντάρτες πολύ πιο καλά από τις ανεπρόκοπες Λιώτισσες, που δεν άξιζαν τίποτα, μοναχά σαν κρέας για τα κανόνια. Τώρα, ενώ οι Μπαμπουριώτισσες έκλαιγαν, η Γλυκερία αμίλητη τα 'χε χαμένα. Δεν ήξερε αν θα τη στρατολογούσαν κι αυτή ή όχι. Σηκώθηκε και ρώτησε τον υπολοχαγό και κείνος την κοίταξε παράξενα. «Όχι, εσύ δε θα πας με τούτες», είπε. «Θα γυρίσεις στο χωριό σου με τις ανύπαντρες Λιώτισσες». Η Γλυκερία καταλάβαινε πως έπρεπε να νιώθει ανακούφιση — η δοκιμασία ολόκληρου του καλοκαιριού είχε τελειώσει —ωστόσο την πλημμύριζε κάποια ακαθόριστη ανησυχία. Τα μάτια της είχανε δάκρυα όταν φίλησε αποχαιρετώντας τις Μπαμπουριώτισσες φιλενάδες της. Τις πιο πολλές από αυτές δε θα τις ξανάβλεπε. Οι κοπελίτσες είχαν τόσο ανεπαρκή εκπαίδευση όταν τις ρίξανε στις τελευταίες απεγνωσμένες μάχες του πολέμου ώστε γρήγορα σκοτώθηκαν. Ο γυρισμός στο Λια τους πήρε πάνω από δυο ώρες, και η Γλυκερία βάδιζε μέσα στον καυτό ήλιο μαζί με μερικές από τις ανύπαντρες χωριανές της, κοντά της ήταν και η Ξανθή Νίκου, η δεκαεξάχρονη θυγατέρα του καταδικασμένου Βασίλη Νίκου. Ο δρόμος τις πήγαινε πάνω από τις βουνοκορφές, στα νοτιοδυτικά για το Λια, πέρα από τα υψώματα Τσεροβέτσι και Σκητάρι. Οι κοπέλες περάσανε το ξωκλήσι του Άη Νικόλα, χωμένο στην καταπράσινη κοιλάδα ανάμεσα σε προϊστορικούς τύμβους. Η Γλυκερία σταυροκοπήθηκε και όπως προχωρούσαν παρακαλούσε μέσα της τον άγιο. Κάτω ακριβώς από το ξωκλήσι απάντησαν μια ομάδα αντάρτες, μερικούς από τις δεκάδες που ήταν στρατοπεδευμένοι στην κορφή του Προφήτη Ηλία πάνω από τα κεφάλια τους στο στρατηγικό ύψωμα που δέσποζε όλης της περιοχής χιλιόμετρα πέρα. Δούλευαν πυρετωδώς σκάβοντας ένα μεγάλο τετράγωνο λάκκο στη χαμηλότερη μεριά ενός χωραφιού, που ήταν του Τάση Μήτρου, ακριβώς πάνω από 'να ποταμάκι. Οι κοπέλες βιάστηκαν να περάσουν, δε σταμάτησαν να μιλήσουν στους αντάρτες μήτε αναρωτήθηκαν για τι προοριζόταν ο λάκκος. Έβιασαν το βήμα τους καθώς περάσανε από το πλάτωμα, την κατάφυτη κορυφή του τριγώνου, την Αγορά, και κατόπιν, για ν' αγναντέψουν το χωριό τους σταθήκανε στην ψηλότερη από τις πεζούλες, που οι χωριανοί τις λέγανε Λασπούρα. Από το σημείο εκείνο η Γλυκερία ξάνοιγε το σπίτι της στο Περιβόλι, και το αντίκρισμά του τη γέμισε μ' ένα ανεξήγητο φόβο. Είδε πέντ' έξι αντάρτες έξω από την αυλόπορτα. Η Γλυκερία και οι υπόλοιπες κατηφορίσανε τρεχάλα το μονοπάτι ως το περιβόλι. Λίγο πάνω από τη βρύση, στο μύλο του Τάση Μήτρου, συναντήσανε την Τάσαινα Μπαρτζώκη. Αντικρίζοντας τις κουρελιασμένες κοπέλες η Τάσαινα άρχισε να κλαίει κι έσφιξε στην αγκαλιά της τη Γλυκερία. Από την Τάσαινα μάθανε η Γλυκερία κι η Ξανθή πως η μάνα και ο πατέρας τους είχανε καταδικαστεί εις θάνατον και ήταν φυλακισμένοι στου Γκατζογιάννη, περιμένοντας την εκτέλεση. Οι δυο κοπέλες, δεκατεσσάρων και δεκάξι χρονών, έτρεξαν στην αυλόθυρα του σταθμού της πολιτοφυλακής και μάθανε από τους δύο σκοπούς που έστεκαν απ' έξω πως ήτανε αλήθεια. Αρχίσανε να κλαίνε μ' όση δύναμη είχε η φωνή τους. «Σσσ, σιωπή!» τους είπαν φοβισμένοι οι σκοποί. «Δε θα τους σκοτώσουμε! Από μέρα σε μέρα θα τους δώσει χάρη ο Μάρκος». Κλαίγοντας ακόμα, η Γλυκερία κι η Ξανθή κάθισαν καταγής έξω από την αυλόπορτα και δε φεύγανε πριν τις αφήσουν να δούνε τους γονιούς τους. Σε λίγο έφτασαν κι οι δυο πιο μεγάλες θυγατέρες του Digitized by 10uk1s

Νίκου, η Χρυσούλα και η Όλγα, που είχαν ακούσει τη φασαρία και είχαν μάθει πως η αδερφή τους και η Γλυκερία γυρίσανε από το θέρο. Πρόσθεσαν και τα δικά τους παρακάλια στα παρακάλια των μικρών. «Δεν πάμε σπίτι αν δεν τους δούμε. Αφήστε μας να μπούμε!» Θα 'ταν η ώρα έντεκα και οι φωνές που σήκωναν τα τέσσερα κορίτσια έβγαλαν στα παράθυρα όλους σχεδόν τους Περιβολιώτες. Στο γραφείο του σταθμού της πολιτοφυλακής ο Κατής άκουσε τις φωνές και τα κλάματα. Σκέφτηκε με δυσφορία τι λογής εντύπωση θα προκαλούσε αυτή η αναστάτωση στη γειτονιά. Τελικά ειδοποίησε τους σκοπούς στην αυλόπορτα. Φέρτε τις μέσα· θα δούνε τους κατάδικους. Προπαντός να σταματήσει το κλαψούρισμα! Οδήγησαν τις τέσσερις περίτρομες κοπέλες στην καλή κάμαρη, όπου στεκόταν ο Κατής, το πρόσωπο του σαν το σύννεφο της μπόρας. Έγνεψε στους δεσμοφύλακες, και σύντομα έφεραν στο δωμάτιο την Ελένη και το Βασίλη Νίκου, και τους δύο τους υποβάσταζαν από ένας αντάρτης στο κάθε πλευρό. Οι δυο κατάδικοι ήταν αποκαμωμένοι και έντρομοι, σχεδόν δεν αντιλαμβάνονταν που βρίσκονται. Το μόνο που ήξεραν ήταν πως τους είχανε βγάλει από το κατώι και σίγουρα είχε φτάσει η ώρα για την εκτέλεσή τους. Ακόμα κι αν άρχισαν να τσιρίζουν οι θυγατέρες τους μόλις τους αντίκρισαν , δεν τις αναγνώρισαν. Και οι δύο κατάδικοι σωριάστηκαν στο πάτωμα, αναγέρνοντας στον τοίχο. Η Ελένη, βλέποντας το γνώριμο εικονοστάσι στη γωνιά, μουρμούρισε: «Σπιτάκι μου! Που κατάντησες;» Και ο Βασίλης Νίκου και η Ελένη ήταν μωλωπισμένοι στο πρόσωπο, τα χείλια τους πρησμένα, τα μάτια τους μελανιασμένα από τα χτυπήματα. Ήταν γεμάτοι ψείρες και η Ελένη, σε πολύ χειρότερη κατάσταση από το βαγενά, καθόταν με τα απαίσια τουμπανιασμένα πόδια της τεντωμένα μπροστά. Θρηνώντας οι κοπέλες ρίχτηκαν πάνω στους γονιούς τους και η αναστάτωση μέσα στο σταθμό της πολιτοφυλακής έγινε χειρότερη από πριν. Ο Κατής οργισμένος πρόσταξε έναν αντάρτη να κουρντίσει το γραμμόφωνο και να βάλει ένα δίσκο όσο πιο δυνατά έπαιρνε για να κουκουλώσει τους θρήνους. Η αταίριαστη μελωδία, ένα βραχνό ρεμπέτικο από τα καταγώγια του Πειραιά, αντήχησε στην ξέπνοη μεσημεριάτικη σιγαλιά ενώ οι αντάρτες κι ο Κατής σίμωσαν ν' ακούσουν τι έλεγαν συναμεταξύ τους οι κατάδικοι και οι θυγατέρες τους. Η Γλυκερία γονάτισε στο πάτωμα μπροστά στην Ελένη και την έπιασε. «Μάνα, τι σου κάνανε;» έκραξε. Δεν πήρε απάντηση κι η κοπέλα θωρούσε με ολοένα μεγαλύτερο τρόμο τα ξεχτένιστα μαλλιά της μάνας της, το ξεκούμπωτο φουστάνι και τα φρικαλέα, παραμορφωμένα καλάμια και πόδια. Το άγγιγμα από το χέρι της Γλυκερίας και ο αχός της φωνής της βγάλανε την Ελένη από την αποκάρωση και αναγνώρισε τη θυγατέρα που γι' αυτή κάθε μέρα προσευχόταν. «Παιδί μου!» είπε και το ξανάπε κάμποσες φορές. Ύστερα, μιλώντας αργά για να την καταλάβει η μικρή, είπε: «Μη στεναχωριέσαι για μένα, ψυχή μου. Κοίτα τον εαυτό σου! Έχεις γίνει πετσί και κόκαλο!» Η Γλυκερία έσφιξε το πρόσωπό της πάνω στο στήθος της μάνας της κλαίγοντας: «Σε πεθύμησα τόσο! Τι τους έκαναν τους άλλους;» «Τα παιδιά φύγανε», αποκρίθηκε η Ελένη, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά. «Είναι ασφαλισμένα και μη νοιάζεσαι τι παθαίνω εγώ. Δεν πρέπει να κλαις. Θέλω μόνο να 'σαι καλά. Δε θέλω να σε σκέφτομαι να κλαις έτσι δα». Ενώ η Γλυκερία κι η Ελένη ψιθύριζαν συναμεταξύ τους, οι δεσμοφύλακες χλεύαζαν το Βασίλη Νίκου, που κι αυτός είχε αναγνωρίσει κι αγκαλιάσει τις θυγατέρες του. Ήταν αμήχανος μπρος στα δάκρυά τους και γιατί τον έβλεπαν σε τέτοιο χάλι. «Πηγαίνετε στο σπίτι, κορίτσια!» είπε ήσυχα. «Για τ' όνομα του Θεού, πηγαίνετε στο σπίτι!» Digitized by 10uk1s

«Μην απελπίζεσαι, μπάρμπα Βασίλη», είπε ένας από τους δεσμοφύλακες χαμογελώντας. «Τώρα είναι η στιγμή να πεις στις θυγατέρες σου ό,τι έχεις να τους πεις. Αν έχεις πουθενά κρυμμένες λίρες, πες τους το τώρα». Ο πετσιασμένος γερο-βαγενάς έριξε μια τέτοια ματιά στον αντάρτη, που τον έκανε να το βουλώσει, κι ας ήταν μαύρο και παραμορφωμένο το δικό του πρόσωπο. «Όλα όσα έχω, τα 'χουν τα παιδιά μου», είπε ο Νίκου. «Αν κρατάς εσύ το όπλο δυο χρόνια, εγώ το κράτησα εννιά. Ξέρω από πόλεμο και ξέρω τι θα μου κάνετε. Τα ξέρω όλα». Ύστερα γύρισε ξανά στις θυγατέρες του και τους είπε αυστηρά: «Φευγάτε τώρα. Πηγαίνετε στη μάνα σας». Έκαναν ό,τι τους είπε, αλλά στο κατώφλι η Χρυσούλα γύρισε στον Κατή και πέταξε μια λέξη: «Κόρακα!» «Μάζεψε τη γλώσσα σου, συναγωνίστρια», είπε ο Κατής κι αναφλογίστηκε, «αλλιώς δε θα βγεις από δω μέσα». Η Ελένη και η Γλυκερία κάθονταν κοντά κοντά κρατώντας τα χέρια τους, η καθεμιά πάσχιζε να είναι ήρεμη ώστε να μην τρομάξει την άλλη. Η Ελένη είπε στη Γλυκερία πως έπρεπε να πάει στο σπίτι και να ξεκουραστεί· φαινόταν άρρωστη κι εξαντλημένη. Η κοπέλα ρωτούσε ολοένα τη μάνα της τι μπορούσε να κάνει για κείνη. «Πρώτα ξεκουράσου», της είπε η Ελένη, «ύστερα κοίταξε να δεις αν έχει καμιά ντομάτα στο περιβόλι και φέρε μου μία. Πήγαινε στην Ευγενία Πέτση —έχει τα ζωντανά μας— και αν μπορεί ας σου δώσει να μου φέρεις λίγο γάλα ή σιλίρα». Χάιδεψε το μάγουλο του κοριτσιού και είπε: «Αν συμβεί τίποτα, έχω αφήσει κάμποσες οκάδες καλαμπόκι και στάρι στο σπίτι για σένα, είναι και οι μπαξέδες, είναι και τα ζωντανά». Η Γλυκερία άρχισε να διαμαρτύρεται, μα η Ελένη τη σταμάτησε. «Πρέπει να σωθείς εσύ», επέμενε, ύστερα στέναξε. «Τυχερή η Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη», πρόσθεσε. «Τι θες να πεις, μάνα;» ρώτησε η Γλυκερία, σαστισμένη. «Είναι τυχερή. Έσωσε τις θυγατέρες της, γλίτωσε κι η ίδια». Η Ελένη σταμάτησε και κοίταξε το κορίτσι σαν να της ήρθε κάποια ιδέα. Κατόπιν έγνεψε του Κατή που στεκόταν εκεί πλάι. Τη σίμωσε για ν' ακούσει τι έλεγε πάνω από τα ουρλιαχτά του γραμμόφωνου. «Συναγωνιστή Κατή», είπε ευγενικά η Ελένη, σαν να μιλούσε σε γνώριμό της. «Μπορώ να σου πω ένα λόγο ιδιαιτέρως;» «Βεβαίως», της είπε φιλόφρονα. Αγκαλιάζοντας τον ώμο της κόρης της, η Ελένη στάθηκε με κόπο στα πόδια της. Περπάτησε μαζί με τον Κατή τα λίγα βήματα ως το διάδρομο που χώριζε την καλή κάμαρη από την αποθηκούλα. Η Γλυκερία τους παρακολουθούσε με το βλέμμα, αλλά δεν μπόρεσε ν' ακούσει τίποτα απ' όσα έλεγε η Ελένη. Την είδε να ψιθυρίζει στον Κατή και να κάνει μια χειρονομία κατά τη μεριά της. Η Γλυκερία σχημάτισε την εντύπωση πως η Ελένη παρακαλούσε τον Κατή ή παζάρευε μαζί του να μη βασανίσει και να μη σκοτώσει την κόρη της. Ο δικαστής άκουγε και κατένευε, ύστερα οι δυο τους γυρίσανε στην καλή κάμαρη. «Πήγαινε τώρα, παιδί μου», είπε η Ελένη τρεμουλιαστά. «Πήγαινε να ξεκουραστείς και ύστερα Digitized by 10uk1s

γύρνα. Θέλω να σε ξαναδώ». Στάθηκε εκεί, κοιτώντας τη Γλυκερία. Ύστερα της ξαναχάιδεψε το μάγουλο. «Κόρη μου, να ζήσεις σαν τα βουνά». Η Γλυκερία θωρούσε το ισχνό πρόσωπο της μάνας της, θλιμμένο όπως και της Παναγίας στο εικόνισμα του σπιτιού, τα μάτια της πλημμυρισμένα σκληρό φως, το απαλό δέρμα στο μέτωπό της χαρακωμένό από ψιλές ρυτίδες σαν μεταξωτό ύφασμα. Οι μαύροι κύκλοι γύρω στα μάτια της τα έκαναν να φαίνονται αφύσικα μεγάλα και φωτεινά. Άρπαξε το χέρι της Ελένης και το πάτησε στο μάγουλό της, νιώθοντας τα τραχιά της δάχτυλα πάνω στη σάρκα της, υγρής από τα δάκρυα. Φιληθήκανε, και κατόπιν η Γλυκερία γύρισε και βγήκε από την πόρτα. Όταν κοίταξε πίσω, είδε τη μάνα της να στέκεται πλαισιωμένη από την εξώπορτα του σπιτιού της, και να θωρεί το κορίτσι της σαν για να καρφώσει την εικόνα του μέσα στο μυαλό της, κρατώντας σφιχτά για να στηριχτεί τον παραστάτη. Η Ελένη σήκωσε το χέρι αποχαιρετώντας την. Η Γλυκερία φώναξε: «Μη στεναχωριέσαι! Θα γυρίσω!» κι ύστερα προχώρησε για την αυλόθυρα. Προτού την κλείσουν πίσω της, γύρισε άλλη μια φορά και είδε το πρόσωπο της θειας της να κοιτάζει από το παράθυρο του κατωγιού, τα χέρια της σφίγγανε τα κάγκελα. Το κορίτσι της έγνεψε αλλά η Αλέξω δεν έδειξε πως την αναγνώρισε. Αμίλητη σάλευε το κεφάλι της δεξιά αριστερά. Η Γλυκερία βρήκε το σπίτι του Χαϊδή κλειστό και σκοτεινό, άδειο από οτιδήποτε φαγώσιμο. Έτρεξε κάτω εκεί που έμενε η Ευγενία Πέτση στο βάθος του ερειπωμένου μύλου και η καλοσυνάτη γριά επέμενε να την καθίσει εκεί για να φάει ένα πιάτο σιλίρα, ενώ εκείνη ετοίμαζε άλλο ένα πιάτο για την Ελένη. Η Ευγενία προσπάθησε να καθησυχάσει τη συγκλονισμένη μικρή· η δική της θυγατέρα η Κούλα πήγαινε φαγητό σχεδόν καθημερινά στην Ελένη στη φυλακή, της είπε. Τώρα που 'χε γυρίσει η Γλυκερία, οι προσευχές της Ελένης είχαν εισακουσθεί. Το μόνο που ζητούσε ήταν να 'ναι τα παιδιά της γερά. «Προτού πας πίσω στη μάνα σου, πρέπει να κοιμηθείς μια στάλα», της είπε η Ευγενία. «Δεν κάνει να σε βλέπει σ' αυτό το χάλι!». Η Γλυκερία έτριψε τα μάτια της, ευχαρίστησε τη γειτόνισσα και με το πιάτο τη σιλίρα γύρισε στο σπίτι της Χαϊδή. Στο δρόμο βρήκε δυο ώριμες ντομάτες στον μπαξέ τους. Στη δροσερή σκοτεινιά του σπιτιού, μια ανακούφιση από τη μεσημεριάτικη λαύρα έξω, πλάγιασε στο μοναδικό στρωσίδι όπου κοιμότανε η μάνα της. Το πιο καλό σκούρο καφετί φουστάνι της Ελένης κρεμόταν σ' ένα καρφί στον τοίχο. Βλέποντάς το εκεί η μικρή είχε μια παρηγορητική αίσθηση πως η μάνα της βρισκότανε κοντά. Θα έκλεινε ίσα ίσα μισή ωρίτσα τα μάτια της, σκέφτηκε, και μετά θα ξανανέβαινε στη βουνοπλαγιά να πάει το φαγητό στη φυλακή. Ακόμη έτρεμε από την υπερένταση της μεγάλης οδοιπορίας και από τον κλονισμό που είδε τη μάνα της αγνώριστη από τα βασανιστήρια. Βυθίστηκε αμέσως σ' ένα ταραγμένο ύπνο. Ήταν κάπου δύο το απομεσήμερο όταν η Γλυκερία ξαναπαρουσιάστηκε στη φυλακή, κουβαλώντας τη σιλίρα και τις ντομάτες. Μόλις ζύγωσε την αυλόθυρα, κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά όλες οι πόρτες, ακόμα κι η πόρτα του κατωγιού, ήταν ορθάνοιχτες. Οι σκοποί απ' έξω κάθονταν αμέριμνοι καταγής και κουβέντιαζαν. «Που 'ναι η μάνα μου;» φώναξε ανάστατη η Γλυκερία. «Που 'ναι οι φυλακισμένοι;». «Καλά είναι, τους πήγανε σε άλλη φυλακή, πιο μεγάλη, στο μοναστήρι του Μακραλέξη, πάνω στα βουνά», απάντησε ένας από τους σκοπούς. Είδε την αμφιβολία στο πρόσωπο της κοπέλας. «Αφού θα της έφερνα το φαγητό και τώρα έφυγε», είπε η Γλυκερία, σα να παραμιλούσε. «Μην ανησυχείς, θα 'ναι τώρα καλύτερα», αποκρίθηκε ο σκοπός, προσπαθώντας να την καθησυχάσει. «Μόλις τους πήρανε. Κοίτα, αν δε με πιστεύεις. Κει πάνω». Έδειξε. Η Γλυκερία ακολούθησε το χέρι του και είδε μια φάλαγγα από μικροσκοπικές σκούρες φιγούρες που ανηφόριζαν στη Λασπούρα κατά το διάσελο ανάμεσα στον Προφήτη Ηλία και το Κάστρο — τον ίδιο Digitized by 10uk1s

δρόμο που είχε κατέβει η ίδια πρωτύτερα. Είδε πως οι περσότεροι βάδιζαν, μερικοί ήτανε καβάλα σε άλογα. Ήταν πολύ μικροσκοπικοί και απόμακροι για να τους ξεχωρίσει. «Είσαι σίγουρος πως θα 'ναι καλύτερα κει πάνω;» ρώτησε δύσπιστα η Γλυκερία. Δεν ήξερε τι να κάνει. Ήτανε τόσο ψηλά στο βουνό, τώρα πια δε θα τους πρόφταινε. «Βέβαια καν θα 'ναι», απάντησε ο σκοπός. «Γύρνα στο σπίτι σου και μην ανησυχείς». Η Γλυκερία όμως ανέβηκε λίγο ακόμα, ως τη δροσερή, κατάφυτη γωνιά κοντά στο μύλο του Τάση Μήτρου όπου τόσο συχνά έπλεναν τα ρούχα η μάνα της και οι αδερφάδες της, και κάθισε κει στη σκιά όλο τ' απόγεμα, κρατώντας το ανέγγιχτο φαγητό. Λίγο αργότερα η Γιώργαινα Βενέτη, κατεβαίνοντας το μονοπάτι από τα υψώματα, βρήκε τη μικρή καθισμένη εκεί να κλαίει. Η Γιώργαινα ήτανε χλομή κι έτρεμε. «Τι έπαθες, παιδάκι μου;» είπε. «Πήρανε τη μάνα μου και τους άλλους για το μοναστήρι του Μακραλέξη και δεν την αποχαιρέτησα», απάντησε η Γλυκερία. «Ποιος ξέρει πόσο θα την κρατήσουνε εκεί;». Η Γιώργαινα Βενέτη κοίταξε πέρα, μουρμουρίζοντας λίγα λόγια παρηγοριάς στο κορίτσι κι έφυγε βιαστικά. Ήξερε που είχαν πάει τους κατάδικους, η είδηση είχε αρχίσει κιόλας ν' απλώνεται σχεδόν σ' όλο το χωριό. Αλλά η Γλυκερία, νιώθοντας καλύτερα, γύρισε σιγά σιγά μονάχη στο σπίτι του Χαϊδή, έφαγε το φαγητό που δεν μπόρεσε να δώσει στη μάνα της, και πέρασε τη νύχτα πλαγιασμένη στα στρωσίδια, σφίγγοντας στην αγκαλιά της για παρηγοριά το καφετί φουστάνι της μάνας της, πότε παρακαλούσε το Θεό, πότε τον Άη Νικόλα, πότε τον Άη Δημήτρη: «Ό,τι έχω θα στα δώσω φτάνει να τη φέρεις πίσω», μουρμούριζε στη γνώριμή της λιτανεία των αγίων, με το πρόσωπο πάνω στο τραχύ καφετί ύφασμα. Έλεγε και ξανάλεγε το τάμα ωσότου αποκοιμήθηκε.

Λίγο μετά το μεσημέρι, Σάββατο 28 Αυγούστου, βγάλανε από το κατώι του Γκατζογιάννη δεκατρείς δεσμώτες και μαζί τους πέντε Λιώτες, και τους είπανε ότι θα τους μεταφέρουν σε άλλη φυλακή στο μοναστήρι του Μακραλέξη, τρεις ώρες δρόμο πάνω από τις βουνοκορφές στα βορειοανατολικά. Ήταν εξαντλητική ανάβαση, όλοι όμως οι δεσμώτες ξεκίνησαν πεζή εκτός από ένα, το Σπύρο Μιχόπουλο, που είχε παραλοΐσει ολότελα και μόνο έτρεμε σα να 'χε πάθει τρομώδη παράλυση. Τον ανέβασαν σ' ένα μουλάρι και δέσανε μια σανίδα όρθια στην ανυψωμένη ράχη του σαμαριού, ύστερα δέσανε το Μιχόπουλο με μια τριχιά στη σανίδα για να μην πέσει. Εκτός από το τρέμουλο στ' άκρα του, φαινόταν τελείως αναίσθητος, το κεφάλι του σάλευε ψόφιο δεξιά κι αριστερά. Οι άλλοι ξυπόλυτοι δεσμώτες —τα κανιά τους μαύρα και πρησμένα — βάδιζαν με κόπο ξοπίσω, κάμποσοι αντάρτες τους συνόδευαν. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Τάκη Κωτής, είκοσι χρονών, με μια μούρη σαν καρκατσέλι. Ήξερε που πηγαίνανε πράγματι τους κατάδικους και τον πείραζε πως θα σκότωναν σε λίγο και τον Αντρέα Μιχόπουλο, μόλις δεκαοχτώ χρονών, που είχε πολεμήσει στο πλευρό του αντάρτης. Καθώς η αργόσυρτη φάλαγγα πήρε το μονοπάτι από του Γκατζογιάννη κατά τις απόκρημνες βουνοκορφές, ζύγωσε σε λίγο τη βρύση του Σολή, κοντά στο μύλο του Τάση Μήτρου, εκεί όπου κάθε μέρα πήγαινε η Ελένη να πάρει νερό. Από τη βρύση κατέβαινε η εντεκάχρονη Κάντα Μπόλη. Κρατούσε ένα μαστραπά στα δυο της χέρια και είχε στην πλάτη της ένα μικρό βαρέλι με νερό. Τρομαγμένο το κορίτσι παραμέρισε να περάσουν οι αντάρτες και οι δεσμώτες. Όπως τραβήχτηκε, η Ελένη αναγνώρισε τη φιλενάδα της μικρότερης κόρης της. Η Κάντα Μπόλη θυμάται πως η Αλέξω Γκατζογιάννη βάδιζε σαν αποκαρωμένη, φαινόταν να μη βλέπει τίποτα, όμως η Ελένη της μίλησε. «Λιγάκι νερό, Κάντα», την παρακάλεσε. Ένας από τη φρουρά κατένεψε και η φάλαγγα σταμάτησε. Digitized by 10uk1s

Το κορίτσι πλησίασε κι άπλωσε το μαστραπά στην Ελένη. «Δεν της είπα λέξη, είχα φοβηθεί πολύ», θυμάται η Κάντα Μπόλη. «Τα χέρια της ήτανε μαύρα και μπλάβα και τρέμανε όπως έσκυψε να πιάσει το μαστραπά. Ήτανε πολύ αδύνατη και χλομή, σα να 'χε βγει από το νεκροταφείο! Αφού ήπιε μερικές γουλιές, με κοίταξε με κάτι μάτια φοβερά και είπε: "Αχ, το παιδί μου, η Φωτεινούλα μου, που είναι;". Ύστερα άρχισε να κλαίει. Σαν έγινε τούτο ένας από τους φρουρούς της τράβηξε το μαστραπά από το χέρι και τον έχωσε στα δικά μου. "Τράβα! Τράβα!" είπε». Στη βρύση είχε σταθεί για να πιει ο δεκατριάχρονος Αντώνης Μάκος. Θυμάται το Σπύρο Μιχόπουλο δεμένο πάνω σ' ένα άλογο, το πουκάμισο του όλο ματωμένες χαρακιές εκεί που τον είχανε χτυπήσει, τον ακολουθούσαν σύννεφο οι μύγες. Ένας από τους αντάρτες σίμωσε το παιδί, του γύρεψε το παγούρι του και ήπιε. Τότε κάποιος άλλος αντάρτης πέταξε. «Άιντε! Πάμε προτού μας δούνε τ' αεροπλάνα!». Ο Αντώνης Μάκος παρατηρούσε προσεχτικά. Ύστερα από είκοσι χρόνια θα θυμόταν και θ' αναγνώριζε το φαγωμένο καλικαντζαρίσιο μούτρο του αντάρτη Τάκη. Πάνω από τη βρύση, καθώς η φάλαγγα αγκομαχούσε κατά τις πεζούλες που λέγονται Λασπούρα, ακριβώς στο έμπα του διάσελου ανάμεσα στις δύο βουνοκορφές, απάντησαν μια συντροφιά χωριανές, σκούρα πρόσωπα λιοκαμένα στο χρώμα του μπακιρένιου τέντζερη κάτω από τα μαύρα μαντίλια τους, διπλωμένες στα δύο κάτω από το ζαλίκι τα ξύλα που μάζευαν για τους αντάρτες. Έτσι που οι γυναίκες μεριάσανε για να περάσουν οι δεσμώτες, μια από αυτές, η Φώταινα Μάκου, ξέσπασε σε κλάματα βλέποντας τον αδερφό της το Βασίλη ανάμεσα στους κατάδικους. Ο βαγενάς δεν κοίταξε την αδερφή του. Μόλις πέρασαν οι δεσμώτες από τη Λασπούρα — τις παμπάλαιες πέτρινες σκάλες, γλιστερές από τη λάσπη και το στάξιμο του νερού — χωθήκανε στο στενό διάσελο ανάμεσα στις δίδυμες κορφές, χάθηκαν από τα μάτια των χωριανών τόσο ξαφνικά σα να τους είχε καταπιεί η γη. Μπήκανε σ' ένα ειδυλλιακά κατάφυτο πλάτωμα, ένα παράδεισο που κανείς δε θα περίμενε να τον απαντήσει κουρνιασμένο ανάμεσα σε βουνοκορφές. Ήταν σαν τη χούφτα ενός χεριού· τα δάχτυλα ήταν οι κορυφές: Κόντρα, Σκητάρι, όπου τόσοι πολλοί είχαν σκοτωθεί στη μάχη της Επιχειρήσεως Πέργαμος, και Τσεροβέτσι. Στα δεξιά τους, υψωνόταν απότομα ο Προφήτης Ηλίας, το μικρό ξωκλήσι καβάλα στο ύψωμα σαν γοργόνα στην πλώρη καραβιού. Αφού είχαν αγκομαχήσει για ν' ανέβουν τις γλιστερές σκάλες της Λασπούρας, οι δεσμώτες θα πρέπει να ένιωσαν ανακούφιση μπαίνοντας στην Αγορά — το κέντρο της ελληνιστικής κοινότητας που ζούσε ανάμεσα στις βουνοκορφές τρακόσα χρόνια προ Χριστού. Ακριβώς μετά την Αγορά, τα χωράφια στην παλάμη του χεριού γίνονταν λίγο πιο ανώμαλα και σχημάτιζαν τρεις κατηφορικές πεζούλες που κατέβαζαν σ' ένα κελαριστό ποταμάκι ανάμεσα σε πολύκλωνα ισκιερά πλατάνια. Στην πέρα άκρια των χωραφιών βρισκόταν το ξωκλήσι του Άη Νικόλα, όπου πριν από τρεις αιώνες, προσκυνητές καλόγεροι είχαν ζωγραφίσει ζωηρόχρωμες τοιχογραφίες. Πλάι ακριβώς στο ξωκλήσι ορθώνονταν τρεις μεγάλοι τύμβοι διάστικτοι από ανεπίγραφα όρθια λιθάρια χωμένα βαθιά στο χώμα. Τα πνεύματα των νεκρών στοίχειωναν αυτή τη σιωπηλή τοποθεσία πολύ προτού αρχίσει να καταγράφεται η ιστορία. Καθώς οι δεσμώτες έμπαιναν στην Αγορά, απάντησαν μια δεύτερη συντροφιά από Λιώτισσες που γυρνούσαν από αγγαρεία. Ανάμεσά τους ήταν η Γιώργαινα Βενέτη, μια πολυλογού χωριανή που κάποτε είχε βρει την Ελένη να κλαίει ενώ έβοσκε το κοπάδι της και την είχε φωνάξει να πιούνε μια κούπα τσάι. Παρακολούθησαν τους δεσμώτες να περνούν και ύστερα οι χωριανές ξαναπήρανε το δρόμο για τη Λασπούρα, κουβεντιάζοντας αν τους πηγαίνουν σε άλλο χωριό ή τους πάνε για να τους σκοτώσουν. Η Γιώργαινα ήτανε πιο περίεργη και πιο απόκοτη από τις υπόλοιπες. Αποφάσισε να γυρίσει και ν' ακολουθήσει κρυφά τη συνοδεία για να μάθει την τύχη τους. Μόλις χαθήκανε οι Digitized by 10uk1s

δεσμώτες πίσω από 'να υψωματάκι πέρα, παράτησε τις άλλες χωριανές και πήρε καταπόδι τη φάλαγγα. Οι δεσμώτες βαδίζανε, τα ξερά φύλλα από τα πλατάνια τριζοβολούσαν κάτω από τα πατήματα των ξυπόλυτων ποδιών ωσότου πέρασαν το υψωματάκι. Κοιτάζανε πέρα κάτω τ' ανώμαλα βοσκοτόπια διάστικτα με φθινοπωρινούς κρόκους, και είδαν τον ομαδικό τάφο, κάμποσα τετραγωνικά μέτρα, να τους περιμένει στο τέρμα της τελευταίας πεζούλας πλάι στο ποταμάκι. Οι κατάδικοι σταμάτησαν μόλις κατάλαβαν πως η πορεία τους δε θα κατέληγε στο μοναστήρι του Μακραλέξη αλλά σε τούτη τη ρεματιά, τη γεμάτη κρωξιές από τ' άγρια πουλιά και κρουσταλλένιο κελάρυσμα από το τρεχούμενο νερό. Την ίδια στιγμή, καμιά τριανταριά αντάρτες άρχισαν να κατεβαίνουν την πλαγιά του Προφήτη Ηλία προς το μέρος τους. Κατά το φρουρό, τον Τάκη, τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος τα είχαν διαλέξει από τους αντάρτες που ήταν στρατοπεδευμένοι πάνω στον Προφήτη Ηλία και προέρχονταν από μακρινά χωριά ώστε να μην έχουν συναισθηματικούς δεσμούς με τα θύματα. Ο επικεφαλής υπολοχαγός ήταν από τη Μακεδονία. Παρατάξανε τους κατάδικους σε μιαν αράδα άκρη άκρη στη δεύτερη πεζούλα, ακριβώς πάνω από την πιο χαμηλή, όπου είχαν σκάψει το λάκκο. Στέκονταν στο χωράφι άκρη άκρη ώστε όταν έπεφταν θα ‘ταν εύκολο να κυλήσουνε τα πτώματα από την άκρη της πεζούλας μέσα στον τάφο από κάτω. Ο Σπύρος Μιχόπουλος δεν μπορούσε να σταθεί, έτσι τον στηρίξανε καθιστό. Πίσω από την αράδα των καταδίκων ορθωνόταν το ύψωμα του Προφήτη Ηλία με το ξωκλήσι στην κορφή. Στα δεξιά τους ένα θεόρατο πλατάνι, οι ρίζες του γυμνές από τη διάβρωση του νερού, στεκόταν σαν σκοπός. Μπροστά τους πυργώνονταν ενωμένες οι κορφές Κόντρα, Σκητάρι και Τσεροβέτσι, όπου είχε φτάσει η Ελένη τη μέρα που τη στείλανε με το μήνυμα για το Σπύρο Σκεύη, για να του πει πως οι αντάρτες μπορούσανε ακίνδυνα να μπουν στο χωριό. Τούτο ήταν το τελευταίο πράγμα που θ' αντίκριζε. Είκοσι έξι αντάρτες παρατάχθηκαν για να τουφεκίσουν τους δεκατρείς κατάδικους, δύο τον καθένα. Έγινε κάποια γκρίνια με κείνους που παρατάχθηκαν για να σκοτώσουν τις γυναίκες. Παρά τους πολυάριθμους σκοτωμούς που βάραιναν κιόλας την ψυχή τους, αυτή ήταν μια αποστολή που την εύρισκαν δυσάρεστη. Ο υπολοχαγός τους ξεκαθάρισε πως δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Μερικά μόνο μέτρα χώριζαν τους δήμιους από τους κατάδικους. Ο επικεφαλής αξιωματικός βιαζόταν να ξεμπερδεύει. Ήθελε να επιστρέψουν οι άντρες του το ταχύτερο στις σκοπιές τους στην κορυφή του Προφήτη Ηλία. Η Γιώργαινα Βενέτη ακολουθώντας τους δεσμώτες πέρασε την Αγορά και σκαρφάλωσε το υψωματάκι που της έκοβε τη θέα των χωραφιών στις πεζούλες, όταν τα βήματά της παγώσανε από μια κραυγή, μια γυναικεία φωνή, το φοβερότερο αχό που είχε ακούσει ποτέ της. Η βραχνή κραυγή έκλεινε όλη τη θλίψη και τον πόνο του σύμπαντος και σχημάτιζε δύο λέξεις: «Παιδιά μου!». Ύστερα ακούστηκε μια ομοβροντία. Ο αχός παρέλυσε τη Γιώργαινα. Άξαφνα, ένιωσε κάτι ζεστό στα κανιά της: μέσα στο φόβο της τα 'χε κάνει απάνω της. Από κάπου βρήκε τη δύναμη κι άρχισε να τρέχει και δε σταμάτησε, γλιστρώντας και σκοντάφτοντας στις λασπωμένες σκάλες της Λασπούρας, παρά όταν λίγο πάνω από το Περιβόλι, με κομμένη την ανάσα, κι ανατριχιάζοντας ακόμη από τον τρόμο εκείνης της κραυγής, απάντησε τη Γλυκερία Γκατζογιάννη καθισμένη κοντά στο μύλο του Τάση Μήτρου να κλαίει. Η Γιώργαινα είπε δυο τρία λόγια στο κορίτσι, ύστερα βιάστηκε να φύγει δίχως να βγάλει άχνα για όσα είχε δει και είχε ακούσει.

Digitized by 10uk1s

Ο Τάκης, ο μόνος που παραδέχεται πως ήταν αυτόπτης στην εκτέλεση, λέει πως μια από τις γυναίκες, εκείνη με τα καστανωπά μαλλιά, σκλήρισε κι έπεσε καταγής μια στιγμή προτού τα όπλα εκπυρσοκροτήσουν. Λέει πως όταν ο υπολοχαγός πήγε από πτώμα σε πτώμα, ρίχνοντας τη χαριστική βολή στο κεφάλι, το τραύμα της δεν έβγαλε αίμα. Η εκτέλεση τέλειωσε μέσα σε λίγο, πετάξανε τα κουφάρια όλα μαζί, μπρούμυτα, μέσα στον τάφο, όπου τα σκεπάσανε με πέτρες ίσα ίσα να μη φαίνονται. Ύστερα οι αντάρτες του εκτελεστικού αποσπάσματος κίνησαν πίσω για τον Προφήτη Ηλία, αφήνοντας την κατάφυτη ρεματιά κοντά στο ξωκλήσι του Άη Νικόλα στη σιωπή που βασίλευε εκεί από αιώνες.

Digitized by 10uk1s

Κ ΕΦΑΛ ΑΙ Ο 18 Στις 29 Αυγούστου 1948, την επομένη των εκτελέσεων στο Λια, ο Νίκος Ζαχαριάδης εξακολουθούσε να επιμένει πως με τον ελληνικό λαό πίσω τους, οι κομμουνιστές αντάρτες γρήγορα θα έφταναν στη νίκη. «Δύναμή μας είναι η εμπιστοσύνη του λαού», δήλωσε. «Και ώσπου να επικρατήσουν οριστικά τα δίκαια του λαού, το σύνθημά μας θα μείνει: "Όλοι στ' άρματα, όλα για τη νίκη"». Ωστόσο, η νίκη αυτή ήταν μια φαντασίωση που θα τρεφόταν μ' αίμα άλλο ένα χρόνο προτού τελικά εγκαταλειφθεί. Στο τέλος Αυγούστου, μετά την πτώση του Γράμμου, οι αντάρτικες ομάδες που δρούσαν στην κεντρική και νότιο Ελλάδα άρχισαν ν' αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον ανεφοδιασμό και στην ανανέωση του οπλισμού. Οι ισχυρότερες συγκεντρώσεις ανταρτών είχαν ως βάση τους δύο ορεινά καταφύγια με τα νώτα τους σε κομμουνιστικές χώρες — τη Μουργκάνα στη δυτική Ήπειρο και το Βίτσι στη δυτική Μακεδονία, όπου συναντώνται τα σύνορα Γιουγκοσλαβίας, Αλβανίας και Ελλάδος. Το κύριο σώμα βρισκόταν στο Βίτσι, και επειδή ήταν τόσο ισχυρά οχυρωμένο ώστε ήταν προφανές ότι ο Εθνικός Στρατός δεν μπορούσε να το εκτοπίσει πριν από το χειμώνα, οι Έλληνες στρατηγοί έστρεψαν την προσοχή τους στο Αρχηγείο Ηπείρου στα βουνά της Μουργκάνας. Διέθεταν για την επίθεση όλη την Ογδόη Μεραρχία ενισχυμένη με μία ακόμη ταξιαρχία και έδωσαν στην επιχείρηση την κωδική ονομασία Ταύρος, για να δείξουν την απόφασή τους να καταλάβουν τη Μουργκάνα παρά τις δύο προηγούμενες αποτυχίες. Η επίθεση άρχισε στις 10 Σεπτεμβρίου, με πέντε ταξιαρχίες που χτύπησαν τους αντάρτες σε όλα τα μέτωπα. Οι επαναστάτες κράτησαν απεγνωσμένα τις θέσεις τους αρκετές ημέρες, αλλά ένας τολμηρός ελιγμός στις 16 Σεπτεμβρίου έφερε τις εθνικόφρονες δυνάμεις στην κορυφή της Μουργκάνας και υποχρέωσε τους αντάρτες να εγκαταλείψουν τέλος το κάστρο τους. Καθώς υποχωρούσαν, μία ομάδα προς τα βορειοδυτικά καταφεύγοντας στην Αλβανία, και δεύτερη στα ανατολικά περνώντας μέσα από τις γραμμές του εχθρού προς το Γράμμο, πήραν μαζί τους δια της βίας όλους τους κατοίκους από τ' ανταρτοκρατούμενα χωριά. Μετά την πτώση της Μουργκάνας, οι υπολειπόμενοι αντάρτες σημείωσαν μερικές πρόσκαιρες επιτυχίες κατά το φθινόπωρο και το χειμώνα, ανακαταλαμβάνοντας μερικά τμήματα του Γράμμου και εξαπολύοντας αιφνιδιαστικές επιθέσεις σε σημαντικές πόλεις της Βορείου Ελλάδος που τις κρατούσαν μερικές μέρες προτού εξαναγκαστούν να αποσυρθούν. Πάντως, οι νίκες αυτές ήταν φευγαλέες, και στα τέλη της άνοιξης του 1949 τα κυβερνητικά στρατεύματα ήσαν έτοιμα να καταφέρουν το θανάσιμο πλήγμα στους κομμουνιστές. Άρχισαν εκκαθαρίζοντας από όλες τις αντάρτικες ομάδες την Πελοπόννησο. Κατόπιν στράφηκαν κατά των επαναστατών στα βουνά της κεντρικής Ελλάδος, υποχρεώνοντάς τους ν' αποσυρθούν προς βορράν για την τελική αναμέτρηση στο Βίτσι και στο Γράμμο το καλοκαίρι του 1949. Οι Έλληνες στρατηγοί είχαν προπαρασκευαστεί προσεχτικά για τη σύγκρουση στρατολογώντας 30.000 νεοσύλλεκτους και εισάγοντας από τις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία όπλα, ανάμεσα σ' αυτά και πενήντα ένα Χελντάιβερς, τα πιο δραστικά αεροπλάνα υποστηρίξεως χερσαίων επιχειρήσεων. Η κωδική ονομασία της τελικής εκστρατείας ήταν Επιχείρηση Πυρσός, και διατέθηκαν γι' αυτήν οχτώ μεραρχίες, πάνω από 50.000 άντρες. Και οι αντάρτες προσπάθησαν να προετοιμαστούν. Είχαν μόνο 5.000 μαχητές στο Γράμμο και 8.000 στο Βίτσι, όμως ελέγχανε τα υψηλότερα εδάφη και διάθεταν ισχυρά οχύρωση. Για ν' αντικαταστήσουν τις απώλειες που είχαν υποστεί το χειμώνα και την άνοιξη, στρατολόγησαν όποιον μπόρεσαν να βρουν, ακόμη και δεκατετράχρονα αγόρια και κορίτσια. Ανάμεσα στους ανήλικους Digitized by 10uk1s

νεοσύλλεκτους που στάλθηκαν να πολεμήσουν στο Βίτσι μέχρις εσχάτων ήταν και η δεκαπεντάχρονη κόρη της Ελένης Γκατζογιάννη — η Γλυκερία.

Digitized by 10uk1s

Διασπορά Ενώ το πρώτο φως της ημέρας διαπερνούσε το σκοτάδι της ρεματιάς κάτω από το ξωκλήσι του Άη Νικόλα και φώτιζε τα χνάρια από το ξερό αίμα που οδηγούσαν σ' ένα σωρό πέτρες πλάι στο ποταμάκι, η Γλυκερία, ακόμη πλαγιασμένη στα στρωσίδια στο σπίτι του Χαϊδή, κρατούσε αγκαλιά το καφετί φουστάνι της μάνας της. Την ξύπνησε ένας βρόντος στην πόρτα και ανοίγοντας είδε κάποιο μεσόκοπο αντάρτη με σκονισμένα γένια και μάτια ζαρωμένα από το φόβο. «Μην τα βάλεις μαζί μου που σου φέρνω το χαμπέρι», είπε, κοιτώντας νευρικά τριγύρω το άδειο σπίτι και μετά πάλι το ξανθό κοριτσάκι με το κόκκινο φουστάνι. «Χτες τ' απόγεμα εκτελέσαμε τη μάνα σου. Έριξα εγώ μια από τις σφαίρες». Παίρνοντας ανάσα, συνέχισε βιαστικά: «Δεν ήτανε σωστό που τη σκοτώσαμε, μα δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς! Μας διατάξανε. Οι χωριανοί σας την προδώσανε». Η Γλυκερία έβαλε τα χέρια στ' αυτιά της, πασχίζοντας να φράξει το διάβα στα λόγια του. Ύστερα ρίχτηκε στα γόνατα, απλώνοντας να πιάσει το καφετί φουστάνι. Άρχισε να σκληρίζει: «Μάνα! μάνα!», μια φωνή τόσο πονεμένη, που οι γείτονες κλείσανε τα παραθυρόφυλλα κι αποφεύγανε να κοιταχτούνε συναμεταξύ τους. Ο αντάρτης σίμωσε ένα βήμα. «Τώρα πρέπει να 'ρθεις στην πολιτοφυλακή για μια ανάκριση», είπε. «Με στείλανε να σε πάρω». Πνιγμένη στ' αναφιλητά η Γλυκερία έλεγε πως δεν μπορεί να περπατήσει, όμως ο αντάρτης την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε. Το φουστάνι της Ελένης έπεσε από την ποδιά της στο πάτωμα. Σ' όλο το δρόμο ως το Περιβόλι το κορίτσι έκλαιγε, και οι λιγοστές χωριανές που απαντήσανε γυρίζανε πέρα τα μούτρα τους και στρίβανε από το διάβα τους. Την πήγανε στην αποθηκούλα τη στεγασμένη με λαμαρίνα, όπου την περίμενε ο Σωτήρης Δραπέτης. Τη ρώτησε που είχαν κρύψει η μάνα της και ο παππούς της τα πολύτιμα, όμως εκείνη έκλαιγε ότι δεν ξέρει· πως να ξέρει; Έλειπε στο θέρο τρεις μήνες. Ο Σωτήρης κατσούφιασε αλλά δεν τη χτύπησε, μόνο τη φοβέρισε να το σκεφτεί καλά· θα την καλούσε ξανά ώσπου να γίνει συνεργάσιμη. Όταν την έδιωξε, η Γλυκερία βγήκε βιαστικά από την εξώπορτα και είδε αλλόκοτες φάτσες να την κοιτάνε από το παράθυρο της κουζίνας, τουμπανιασμένες και μαύρες απ' το ξύλο. Ήταν ο Σπύρος Μυγδάλης, ένας γανωτζής από το Μπαμπούρι που τον είχαν πιάσει όταν γύρισε κρυφά από τους Φιλιάτες, ελπίζοντας να πάρει τη γυναίκα του και τα παιδιά του στην άλλη πλευρά. Η Γλυκερία είδε να στέκει πίσω του η ψηλή γυναίκα του, και κείνη δαρμένη άσκημα. Η κοπέλα έτρεξε να βγει από την αυλόπορτα και πήρε το γνώριμο κατηφορικό μονοπάτι, καθώς η πραγματικότητα του θανάτου της μάνας της την πλάκωσε σαν βάρος ασφυχτικό. Όταν έφτασε στον Άη Δημήτρη, που τώρα τον χρησιμοποιούσανε για στάβλο, ανάβλεψε στη ζωηρόχρωμη εικόνα του καβαλάρη άγιου, ζωγραφισμένη σε μια κόγχη πλάι στην πόρτα. Θωρούσε τον άγιο, για κείνη πραγματικός όσο και κάθε άλλος γείτονας στο Περιβόλι, και ο θυμός κόχλαζε στο στήθος της. Σηκώνοντας μια γροθίτσα, άρχισε να σκληρίζει: «Στο διάβολο, Άη Δημήτρη! Δεν είδες τι κάνανε; Γιατί δεν τους τσακίζεις; Γιατί δεν τους στραβώνεις, δεν τους βγάζεις τα μάτια;». Άκουσε πίσω της ένα ανάδεμα και γυρνώντας είδε κάποιον με αντάρτικη στολή, που τάιζε τ' άλογό του στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Ήταν ο Αντώνης, ο υπασπιστής του συνταγματάρχη Πετρίτη, που είχε μείνει στο σπίτι τους και γνοιαζόταν το Νικόλα γιατί του θύμιζε το γιο του. Τη σίμωσε, με το κεφάλι σκυφτό για να κρύψει τα δάκρυα στα μάτια του. «Ξέρω τι έγινε, παιδί μου», είπε ήσυχα, «αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα να το σταματήσω. Η μάνα σου ήταν καλή γυναίκα, δεν έβλαψε ποτέ κανένα». Ύστερα έφυγε, τραβώντας τ' άλογό του.

Digitized by 10uk1s

Όταν η Γλυκερία μπήκε στην αυλόπορτα του Χαϊδή, τη ζύγωσαν δυο από τα κατσικάκια τους που τα 'χανε αμολήσει και αφανίζανε τον μπαξέ με τις κουκιές παρακάτω. Το ένα από τα παιδιά το είχαν βγάλει «Ορφανό», γιατί ήταν ορφανό, και το άλλο το λέγανε «Σκουλαρίκια», γιατί οι δυο λοβοί που σαν δροσοσταλίδες κρέμονταν από τ' αυτιά του μοιάζανε με σκουλαρίκια. Τα κατσικάκια τρίβανε πάνω της τη μουσούδα τους, βελάζοντας λυπητερά για να τα ταΐσει· το θέαμα των θλιμμένων ματιών τους με τις χρυσαφένιες ίριδες αβγάτεψε το θυμό της. Τα 'σπρωξε πέρα, φωνάζοντας: «Τώρα όλοι είμαστε ορφανά και να ψοφήσετε δε σκοτίστηκα! Όλοι θα ψοφήσουμε!». Η μόνη χωριανή που φάνηκε αρκετά γενναία για να μιλήσει στη Γλυκερία ήταν η χαζή βοσκοπούλα, η Βασίλω Μπάρκα, τόσα χρόνια στόχος στα σκληρά πειράγματα της Γλυκερίας. Την τράβηξαν τα βελάσματα των πεινασμένων κατσικιών και πήγε στην πόρτα της Γλυκερίας, με δάκρυα στα μάτια, προσφέρθηκε να φροντίζει τσάμπα τα ζωντανά. «Το μόνο που μπορώ να κάνω», έκλαιγε σφίγγοντας στην αγκαλιά της το κορίτσι. «Η μάνα σου ήτανε σαν δικός μου άνθρωπος». Η Γλυκερία θυμήθηκε πόσες φορές την είχε κατσαδιάσει η μάνα της γιατί τσίγκλαγε την άμοιρη, κι έσκυψε το κεφάλι της μασουλώντας δυο λόγια να την ευχαριστήσει. Υστερότερα εκείνη τη μέρα, καθώς η Γλυκερία τριγύριζε στα χωράφια, ψάχνοντας κάτι για να φάει, γειτόνισσες όπως η Τάσαινα Μπαρτζώκη, ακόμα και συγγένισσες όπως η Κίτσαινα Στράτη, πρώτη ξαδέρφη της μάνας της, γυρίσανε το κεφάλι πέρα δίχως λέξη όταν τους είπε: «Καλημέρα». Έμοιαζε να μην έχει απομείνει στη γη κανένας για να συμμεριστεί τον πόνο της. Τα όρνια των ανταρτών φτάσανε στην πόρτα της το άλλο πρωί υπό τη μορφή του Φώτο Μπόλη, του Χρήστο Σκεύη και του Ηλία Πούλου, των φανατικών κομμουνιστών που είχαν επιστρέψει στο χωριό μετά την Επιχείρηση Πέργαμος και είχαν ανταμειφθεί με θέσεις στη διοίκηση. «Να μας τα δώσεις όλα, ό,τι έχεις», αξίωσε ο Φώτο Μπόλης. Άνοιξε μια ξύλινη κασέλα και βρήκε κάνα-δυο οκάδες αλεύρι και μερικά αστάκυα καλαμπόκι που είχε αφήσει η Ελένη. Οι τρεις τους φορτώσανε τα πάντα μέσα σε τσουβάλια. «Άστε μου κατιτί να ψήσω ένα καρβέλι ψωμί», παρακαλούσε η Γλυκερία. «Έχουμε εντολή να τα κατασχέσουμε όλα», απάντησε ο Μπόλης. Στους άλλους είπε: «Είδα στα χωράφια γινόμενα καλαμπόκια. Πάρτε τα». Καθώς γυρνούσε να φύγει, η κοπέλα έβγαλε ένα καύκαλο και χοροπηδούσε. Όταν βρόντηξε η πόρτα, η μικρή κουλουριάστηκε σαν μπάλα, σφίγγοντας ολοένα το φουστάνι της μάνας της, κι ετοιμάστηκε να πεθάνει. Αργότερα εκείνη τη μέρα ανέβηκε η Ευγενία Πέτση από το γειτονικό ερειπωμένο μύλο όπου έμενε. «Έλα στο σπίτι μου, παιδί μου», της ψιθύρισε. « Η μάνα σου μου είπε να σε κοιτάζω, και θα το κάνω. Μα να μου δώσεις το λόγο σου πως δε θα δοκιμάσεις να το σκάσεις γιατί θα μας σκοτώσουν όλους». Η Γλυκερία κατένεψε πειθήνια. Προτού βγει από την πόρτα, έβγαλε το κόκκινο φουστάνι που φορούσε τρεις μήνες και φόρεσε το καφετί φουστάνι της μάνας της, το μοναδικό ρούχο που είχε απομείνει στο σπίτι. Το άλλο πρωί η Σταυρούλα Γιάκου ξετρύπωσε τη μικρή στο μύλο του Πέτση και την πρόσταξε να πάει στην πολιτοφυλακή για νέα ανάκριση. Η Σταυρούλα ευχαριστιόταν να κατατρέχει τη θυγατέρα της Αμερικάνας, μια από τις κοπέλες που ζήλευε όταν η φαμελιά της ζούσε από τ' αποφάγια των Γκατζογιανναίων. Τις επόμενες δυο βδομάδες τυραννούσε συστηματικά τη Γλυκερία φτάνοντας κάθε πρωί για να την οδηγήσει στην πολιτοφυλακή γι' ανάκριση, βάζοντάς τη κάθε απόγεμα σε αγγαρείες: να κουβαλάει πληγωμένους αντάρτες και εφόδια στον Τσαμαντά. Ήταν επικίνδυνο το ταξίδι, να τραβάς ένα παραφορτωμένο μουλάρι σε ορεινά μονοπάτια κάτω από άγριο βομβαρδισμό. Η Γλυκερία κινιόταν σαν αυτόματο, κουφή στο κανονίδι και στα βογκητά των λαβωμένων. Συχνά γυρνούσε από τον Τσαμαντά καβάλα στο μουλάρι, τόσο κουρασμένη που την έπαιρνε ο ύπνος κι έπεφτε από το σαμάρι. Στο τέλος του καθημερινού ταξιδιού, η Σταυρούλα Γιάκου την περίμενε λέγοντας: «Τώρα θα ξαναπάς, τούτη τη φορά για την Όλγα και την άλλη για την Digitized by 10uk1s

Κάντα». Κάποιο πρωινό ύστερα από την καθημερινή ανάκριση, η Σταυρούλα κατέβαζε τη Γλυκερία από το μονοπάτι όταν σταμάτησε στην πόρτα της μάνας της, της Αναστασίας Γιάκου. Ενώ μιλούσαν πέρασε από κει μια συνοδεία καβάλα σε άλογα. Ήταν ο Σωτήρης Δραπέτης που οδηγούσε το αντρόγυνο Μυγδάλη κι άλλον ένα κρατούμενο στο Μπαμπούρι. Και οι τρεις είχαν φάει άγριο ξύλο και είχανε τα χέρια τους δεμένα στην πλάτη. Ο Σωτήρης κορδώθηκε εμπρός στο θαυματουργό βλέμμα της Σταυρούλας. «Γεια σου, καλέ», της φώναξε όπως του χαμογέλασε, τα δόντια της στραφτάλισαν σαν ξεφλουδισμένα μύγδαλα. «Μόλις περάσουμε εκείνη τη στροφή εκεί κάτω, αφουγκράσου και θ' ακούσεις τρεις πιστολιές. Θα τους σκοτώσω και θα τους πετάξω στη ρεματιά». Σε λίγα λεπτά, όπως το 'χε υποσχεθεί ο Σωτήρης, ακούσανε τρεις πιστολιές και η μάνα της Σταυρούλας σταυροκοπήθηκε. «Θεός σχωρέσ' τους», αναστέναξε. Αργότερα όμως μάθανε πως ο Σωτήρης απλώς διασκέδαζε τρομάζοντας τους κρατούμενους. Τους εκτελέσανε την άλλη μέρα δημοσία στον αυλόγυρο της εκκλησίας στο Μπαμπούρι μπροστά στα μάτια όλου του χωριού, μαζί και των γέρων γονιών καθώς και των μικρών παιδιών τους, που τους προειδοποίησαν πως αν βγάλουν κιχ, θα πεθάνουν και κείνοι. Η Κούλα Μυγδάλη ήταν γερή γυναίκα και χρειάστηκαν κάμποσες σφαίρες για να την αποτελειώσουν. Κατόπιν οι αντάρτες παρατήσανε τα κουφάρια στον αυλόγυρο κάμποσες μέρες προς παραδειγματισμό των χωριανών.

Το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών αποφάσισε να στείλει μια τελευταία ομάδα παιδιών στην Αλβανία. Έπρεπε να προχωρήσουν πάνω από τις βουνοκορφές προς τα βορειοανατολικά, γιατί οι δρόμοι για τον Τσαμαντά βομβαρδίζονταν άγρια. Μια ανταρτίνα πήγε στη Ντίνα Βενέτη, που είχε απολυθεί μετά τη δίκη, και της είπε να ετοιμάσει τον εννιάχρονο γιο της το Βαγγέλη: «Φεύγει σήμερα». Η Ντίνα έτρεξε κάτω στο σπίτι της. «Του βρήκα μερικά ρούχα», λέει, «μια ζακετούλα. Κάτι παπούτσια που ποτέ δεν τα ήθελε. Ήταν πολύ στενά αλλά τον έβαλα και τα φόρεσε». Οι μανάδες και τα παιδιά συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του χωριού. «Θα ήμασταν καμιά δεκαριά από το Λια», θυμάται η Ντίνα. «Άλλες ομάδες, μανάδες και παιδιά, ήρθανε στο βουνό από άλλα χωριά. Ένα αγόρι το 'χε δαγκώσει στο δρόμο λυσσασμένο σκυλί· "Μην ανησυχείτε, θα γειάνει μόλις φτάσει μέσα", μας είπαν οι αντάρτες. "Θα το αναλάβουν οι γιατροί μας". Όταν φτάσανε στην Αλβανία λύσσαξε. Το κλειδώσανε σε μια κάμαρη και το δέσανε γιατί δάγκωνε τα ίδια τα χέρια του. Πέθανε με φριχτούς πόνους». Είπανε στις μανάδες πως μπορούσαν να συνοδέψουν τα παιδιά τους ως το ξωκλήσι του Άη Νικόλα. «Όταν φτάσαμε εκεί», λέει η Ντίνα, «φίλησα το Βαγγέλη και γύρισα να φύγω. Φοβόμουν να κλάψω μπροστά του. Μόλις έκανε λίγα βήματα, του 'φυγε το τακούνι στο 'να παπούτσι του και τον παρακολουθούσα ν' ανηφορίζει όλο το βουνό κούτσα κούτσα». Όποτε η Ντίνα αναφέρει τα παπούτσια πάντα βάζει τα κλάματα. «Ήταν εννιά χρονών όταν έφυγε, και όταν γύρισε ήτανε δεκάξι», προσθέτει, ανακτώντας την ψυχραιμία της, «μόνο που έμοιαζε δώδεκα, όχι παραπάνω, λιγνός σαν το στειλιάρι, πετσί και κόκαλο».

Καθώς οι ειδήσεις για την προετοιμαζόμενη επίθεση στη Μουργκάνα έφταναν σιγά σιγά στον καταυλισμό των προσφύγων στην Ηγουμενίτσα, οι Γκατζογιανναίοι περνούσαν κάθε μέρα με όλο και πιο μεγάλη αγωνία. Η Μαριάνθη, που είχε βρει τους δικούς της στους Φιλιάτες μετά την Digitized by 10uk1s

απόδρασή της, είπε πως η Ελένη και η Αλέξω ήταν στη φυλακή αλλά δεν είχαν δικαστεί. Κατόπιν ακούστηκε πως κάποια νεαρή ανταρτίνα από το Λια, η Ξάνθω Μιχοπούλου, είχε βρεθεί βαριά τραυματισμένη ύστερα από μια μάχη κοντά στη Βροσίνα και οι φαντάροι την είχαν μεταφέρει στο νοσοκομείο στους Φιλιάτες. Η κοπέλα είχε στρατολογηθεί στην ίδια ομάδα μαζί με την Κάντα και ήταν ξαδέρφη του Σπύρου Μιχόπουλου. Ασφαλώς θα ήξερε τι γινότανε στο Λια. Ο Κίτσος Χαϊδής αποφάσισε να πάει στους Φιλιάτες και να μάθει όσα μπορούσε. Η Νίτσα είπε πως θα πήγαινε μαζί του. Αφήσανε τα παιδιά με τη γιαγιά τους, τη Μεγάλη, και με το θείο Αντρέα. Η Ξάνθω Μιχοπούλου δεν έζησε για να φτάσει στους Φιλιάτες, όμως προτού πεθάνει είπε στους φαντάρους τα ονόματα των πέντε συχωριανών της που είχαν εκτελεστεί στο Λια. Όταν ο Κίτσος έφτασε στο στρατιωτικό νοσοκομείο στους Φιλιάτες έμαθε την εκτέλεση της θυγατέρας του. Τρελός από τον πόνο, χίμηξε σ' ένα τραυματία αντάρτη εκεί δίπλα και πήγε να τον πνίξει για να εκδικηθεί. Τον τραβήξανε πέρα οι φαντάροι. Η Νίτσα άκουσε τις διαδόσεις εκεί που ψώνιζε στο παζάρι της κωμόπολης. Όταν πήγε στο σπίτι του Λουκά, μια ματιά στα πρόσωπα των δικών του γανωτζή, επιβεβαίωσε τους μαύρους φόβους της και σωριάστηκε στο πάτωμα, σκληρίζοντας. Συνέχισε να μοιρολογάει την αδερφή της όλη τη νύχτα ώσπου έχασε ολότελα τη φωνή της και μονάχα κόαζε. Το πρωί η Νίτσα σκαρφάλωσε σένα στρατιωτικό καμιόνι και γύρισε στην Ηγουμενίτσα, αλλά της έλειψε το κουράγιο και ψιθυριστά είπε στα παιδιά πως είχε πουντιάσει κι έπαθε λαρυγγίτιδα. Πρόσθεσε πως ο στρατός ετοιμαζότανε να επιτεθεί στα χωριά της Μουργκάνας και πως ο παππούς τους είχε μείνει εκεί για ν' ακολουθήσει τους φαντάρους στο Λια και να μάθει για την τύχη της μάνας τους. «Το ήξερε από τότε για τις εκτελέσεις και δεν είπε λέξη», αναφωνούσε η Όλγα αργότερα, «κι ας σεργιάνιζα στην Ηγουμενίτσα με κόκκινο μαντίλι, σα νύφη». Ο Κίτσος έμεινε στους Φιλιάτες να καταπιεί τον πόνο μονάχος και περίμενε την απελευθέρωση του Λια. Τριγυρνούσε στην παλιά πολιτεία, τα χαρακτηριστικά του αλλοιωμένα από 'να δάχτυλο γένια, η ορθόστητη κορμοστασιά του είχε γείρει σ' ένα γεροντικό σούρσιμο. Ήταν αληθινός χωριάτης, σιχαινόταν να φανερώνει τα αισθήματά του, καχύποπτος για όλους. Του σφήνωσε έμμονη η ιδέα να γυρίσει στο Λια και να εξακριβώσει την αλήθεια με τα μάτια του. Οι φαντάροι λέγανε πως ήταν ζήτημα ημερών για ν' αρχίσει η επίθεση στη Μουργκάνα.

Τα σχέδια της Επιχειρήσεως Ταύρος προβλέπανε πως δύο ταξιαρχίες κυβερνητικών στρατευμάτων θα προχωρούσαν προς τα χωριά της Μουργκάνας από το νότο σε μια παραπλανητική ενέργεια εξαπολύοντας καταιγισμό από βόμβες και από βαρύ πυροβολικό πάνω στο αντάρτικο κάστρο, ωσότου σπάσει το ηθικό των 1.500 ανταρτών που ήταν οχυρωμένοι εκεί. Κατόπιν, δύο άλλες ταξιαρχίες, θα ξεκινούσαν από βορειοανατολικά και εισχωρώντας από κορυφή σε κορυφή κατά μήκος των αλβανικών συνόρων θα κατέφεραν το κύριο πλήγμα της επιθέσεως με μια αιφνιδιαστική έφοδοι κατά της υψηλότερης κορυφής της Μουργκάνας. Αν έπεφτε, κοβόταν η οδός διαφυγής των ανταρτών στην Αλβανία και η αρτηρία μέσω της οποίας έπαιρναν ενισχύσεις και εφόδια. Η επίθεση, ο βομβαρδισμός και τα πυρά πυροβολικού από το νότο άρχισαν στις 10 Σεπτεμβρίου, δύο βδομάδες μετά την εκτέλεση της Ελένης. Η βροχή του θανάτου ήταν η πιο άγρια που είχε δει ποτέ το χωριό. Κάμποσα σπίτια χτυπήθηκαν από τα βομβαρδιστικά. Μια χωριανή λαβώθηκε από θραύσμα που μπήκε από το στόμα της και πετάχτηκε από τον κρόταφό της, αλλά έκανε κάμποσες μέρες να πεθάνει. Οι αντάρτες διατάξανε τους Λιώτες να μαζευτούν στις σπηλιές πάνω από το Περιβόλι. Οι περσότεροι κάτοικοι περάσανε τη νύχτα 11 Σεπτεμβρίου ζαρωμένοι στις ίδιες σπηλιές όπου είχαν Digitized by 10uk1s

κρυφτεί για να σωθούν από τους Ιταλούς και όπου αιώνες τώρα καταφεύγανε οι πρόγονοί τους. Η Γλυκερία ήταν στριμωγμένη εκεί μαζί με τη δεύτερη ξαδέρφη της, τη Βαγγέλαινα Γκατζογιάννη, και τα πέντε παιδιά της. Προτού σκοτεινιάσει, ένα βομβαρδιστικό βούτηξε χαμηλά πάνω από το ξέφωτο, ξερνώντας ένα χιονοστρόβιλο από προκηρύξεις. Ο Γρηγόρης Τσάβος, ο γέρο αγροφύλακας που είχε υπερασπιστεί την Ελένη στη δίκη, μάζεψε μια προκήρυξη και τη διάβασε δυνατά στον κόσμο που μαζεύτηκε. Την υπέγραφε ο Στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος, ο διοικητής του Α' Σώματος Στρατού, στο οποίο υπαγόταν η Ογδόη Μεραρχία που διενεργούσε την επίθεση, και έλεγε στους κατοίκους να αναθαρρήσουν και να παραμείνουν ακλόνητοι: «Ερχόμεθα να σας ελευθερώσωμε. Συντόμως θα είμεθα εις το χωρίον σας». Με τα μάτια πρησμένα από την αγρύπνια, οι Λιώτες ανταλλάζανε φοβισμένους ψιθύρους καθώς σέρνονταν ξανά μέσα στις σπηλιές· οι φαντάροι έρχονταν, όμως εκείνοι το ήξεραν πως οι αντάρτες δε θα τους άφηναν εκεί για να τους καλωσορίσουν. Το πρωί 12 Σεπτεμβρίου, αντάρτες με τα νεύρα τους τεντωμένα, καταπονημένοι από τη μάχη, ξεσήκωσαν το χωριό, διατάζοντας όλους τους κατοίκους να ετοιμαστούν να το εκκενώσουν. «Πάρτε μόνο ό,τι μπορείτε να κρατήσετε», φώναζαν. «Μη μιλάτε και μη χασομεράτε. Θ' ανατινάξουν όλα τα σπίτια!» Οι αντάρτες βρίσκονταν σε φονική παράκρουση. Χωριανοί θυμούνται κάποιο νέο, άγνωστο από άλλο χωριό, να διστάζει επειδή αναγκαστικά τον έπαιρναν· έκανε μια ερώτηση, και τον σκότωσαν επί τόπου. Την ευθύνη για την εκκένωση του Λια είχε αναλάβει ο Ηλίας Πούλος. Όλη εκείνη τη μέρα, 12 Σεπτεμβρίου, καθώς οι βόμβες και το πυροβολικό σφυροκοπούσαν τη βουνοπλαγιά, έτρεχε από σπίτι σε καταφύγιο και πρόσταζε τους χωριανούς να ετοιμαστούν να φύγουνε για την Αλβανία. Όπου πήγαινε επαναλάβανε την ίδια επωδό: «Μην πάρετε τίποτα. Θα βρείτε μπόλικο φαΐ στην Αλβανία. Τα τσουκάλια βράζουνε πέρα από τα σύνορα». Έτσι που η Γλυκερία καθόταν κοντά στο έμπα μιας σπηλιάς, η Σταυρούλα Γιάκου άνοιξε δρόμο σπρώχνοντας το στριφογυριζάμενο πλήθος και πρόσταξε τη μικρή να κατεβεί μαζί της στο σπίτι της, όπου άρχισε να φορτώνει όλα της τα υπάρχοντα στη ράχη της Γλυκερίας: κουβέρτες, φλοκάτες και τα πιο καλά της φουστάνια. Διπλωμένη στα δυο από το βάρος, η Γλυκερία φώναξε: «Σώνει, Σταυρούλα, δεν μπορώ να σηκώσω άλλα!» «Να μπορείς!» την αντίσκοψε εκείνη, ύστερα άρχισε να την καλοπιάνει. «Εσύ δεν έχεις δικιά σου κουβέρτα να κουβαλήσεις, κι όταν μπούμε στην Αλβανία, θα χουμε μαζί τη δικιά μου». Το σούρουπο οι χωριανοί συγκεντρώθηκαν μπροστά στις σπηλιές. Η Βαγγέλαινα Γκατζογιάννη είχε το μωρό της, δεκάξι μηνών, δεμένο στην πλάτη της και το τρίχρονο κοριτσάκι της πάνω στους ώμους της. Τους τραυματίες και τους γέρους που δεν μπορούσαν να βαδίσουν τους χώσανε σε μεγάλα κοφίνια από αλυγαριά, που τα ισοζυγιάσανε πάνω στα μουλάρια με καλάθια γεμάτα χαλκώματα, ρούχα και παιδιά. Σκυλιά και γίδες ακολουθούσαν τ' αφεντικά τους, γαβγίζοντας και βελάζοντας. Ζωντανά κοτόπουλα κρέμονταν από χερούλια δρεπανιών, σαμάρια και γυλιούς. Μέσα σε κείνο το τρελοκομείο, ο Ηλίας Πούλος φρενιασμένος πάσχιζε να σιγουρευτεί πως όλοι είχαν συμμορφωθεί. Κατάλαβε πως έλειπαν η Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη, που είχε αθωωθεί στη δίκη, και η φιλενάδα της Σοφία Παπανικόλα. Γυρνώντας στην πεθερά της Σοφίας φώναξε: «Αν δεν έρθουνε σε πέντε λεπτά, θα σε ντουφεκίσω!» Ο κόσμος βουβάθηκε, αλλά καθώς χανόταν το τελευταίο φως, οι δυο χωριανές που έλειπαν φάνηκαν να ζυγώνουν, αγκομαχώντας κάτω από το βαρύ φορτίο με τα υπάρχοντά τους. Μόνο μια γριά απόμεινε εκεί όταν εκκενώθηκε το χωριό —η αιωνόβια τυφλή βάβω Σοφία Καραπάνου. Καθώς οι οβίδες σκάζανε ολόγυρά της, η Σοφία πλάγιασε στα στρωσίδια της να Digitized by 10uk1s

κοιμηθεί. Είχε γλιτώσει από τον ερχομό των Γερμανών τότε που πετάξανε τη γειτόνισσά της Αναστασία Χαϊδή μέσα στις φλόγες, κι αν τούτη τη φορά είχε καεί όλο το λάδι στο καντηλάκι της, ας γινόταν το θέλημά Του. Οι ρίζες της ήταν πολύ βαθιά χωμένες στο Λια για να φύγει τώρα. Δε σκόπευε να πεθάνει στο δρόμο τραβώντας για την ξενιτιά.

Ήταν μεσάνυχτα, 12 Σεπτεμβρίου, όταν το μεγάλο κοπάδι των χωριανών αναδεύτηκε και κινήθηκε αργά, καθώς το χούγιαξαν οι καβαλάρηδες αντάρτες του Ηλία Πούλου. Αλαλητό από θρήνους υψώθηκε ως τα επουράνια έτσι που το πλήθος ξεκίνησε προς τα δυτικά. Εγκαταλείπανε τα χωράφια, που τα είχαν αποσπάσει από πλαγιές όλο βράχια, τα σπίτια που τα 'χανε χτίσει πέτρα πέτρα, τα κόκαλα των προγόνων τους. Πολλές γυναίκες και παιδιά δεν είχαν βγει ποτέ από τα βουνά της Μουργκάνας· τώρα τραβούσαν για ένα μέλλον που δεν το 'πιανε η φαντασία τους. Παραπατούσαν προχωρώντας, τα ποδάρια τους βροντούσαν πάνω στο κοκκινόχωμα, κουβαλούσανε τα παιδιά και τους άρρωστους γονιούς τους. «Περπατάτε, γύφτοι!» φώναζε ο Ηλίας Πούλος, μεθυσμένος από το μέγεθος της αποστολής του. Η Γλυκερία βάδιζε σαν γομάρι πλάι στη Σταυρούλα Γιάκου. Άφηνε το Λια έχοντας μόνο το καφετί φουστάνι που φορούσε· μήτε κουβέρτα, μήτε καν παπούτσια και κάλτσες. Θυμάται το γδούπο από τις εκατοντάδες τα πόδια που σέρνονταν πλάι της, τα βογκητά των λαβωμένων, τη νυσταλέα γκρίνια των παιδιών, τα φρενιασμένα ουρλιαχτά των παρατημένων σκύλων και κατσικιών. Γυρνούσε πίσω για να δει τους ίσκιους του χωριού, αλλόκοτα πεθαμένου, μήτε ένα κερί να φέγγει σε παράθυρο. Το λείψανο της μάνας της βρισκόταν εκεί πίσω, οι αδερφάδες και ο αδερφός της ήτανε μακριά και τώρα οι φονιάδες της μάνας της την έπαιρναν μέσα στον κομμουνιστικό κόσμο. Οι αντάρτες προσπαθούσαν να κρατάνε τη φάλαγγα έξω από το δρόμο, προχωρώντας μέσα από ρεματιές για ν' αποφύγουν τα κυβερνητικά βομβαρδιστικά. Οι Λιώτες περάσανε μέσα από το Μπαμπούρι και το βρήκαν κάτω από το παγερό φως του φεγγαριού, έρημο όσο και το χωριό τους. Οι κάτοικοι είχαν κιόλας φύγει και προπορεύονταν από αυτούς στο δρόμο για τον Τσαμαντά. Πατούσαν πλάι σε πτώματα, κάποιο το αναγνώρισε η Γλυκερία, ήταν του αγρότη Ηλία Γάτου, που τον είχαν σκοτώσει πριν από μέρες. Τ' όνομα τού πιστού κομμουνιστή τον έκανε απρόσεχτο, κι ο Γάτος είχε αρνηθεί ν' απαντήσει στο Νίκο Βέτση, διοικητή του άλφα δύο του Κολιγιάννη, όταν τον ρώτησε σε ποια σπίτια του χωριού υπήρχαν μεγάλα μαδέρια που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στα οχυρωματικά έργα. «Δε θα γίνω εγώ χαφιές των χωριανών μου», είπε. «Βρέστε τα μόνοι σας». Η απερισκεψία του τιμωρήθηκε ακαριαία με μια σφαίρα και το κουφάρι του έμεινε άταφο. Μόλις πέρασε το πτώμα του Ηλία Γάτου, η Γλυκερία κόντεψε να πατήσει πάνω σ' ένα γενάτο κεφάλι δίχως μάτια που της έχασκε ξεφυτρώνοντας μέσα από το χώμα. Κάποια εκεί κοντά άκουσε το φοβισμένο ουρλιαχτό της και ψιθύρισε: «Είναι παπάς και τον εκτελέσανε. Τους αρέσει να θάβουν τους παπάδες με το κεφάλι έξω από το χώμα». Ο Τσαμαντάς βρισκόταν πέντε χιλιόμετρα στα δυτικά του Λια, κάπου ενάμισι χιλιόμετρο πιο κάτω από τ' αλβανικά σύνορα σε μια φυσική ρωγμή ανάμεσα στα βουνά. Οι Λιώτες φτάσανε εκεί λίγο προτού φέξει και διαπίστωσαν ότι πολλά ποταμάκια χωρικών από άλλα χωριά είχανε σμίξει σ' ένα πλατύ ποτάμι από πρόσφυγες, στα μάτια τους αντιφεγγίζανε οι φλόγες της μάχης, τα μούτρα τους μουντζουρωμένα και σφιγμένα από το φόβο. Καθώς φώτισε η αυγή, φανερώνοντάς τους στα βομβαρδιστικά, τους είπαν να κρυφτούν σε μια ρεματιά με ισκιερά πλατάνια. Πιο ύστερα εκείνο το πρωί τους έκρυψε η καταχνιά από τους εθνικόφρονες και ο Ηλίας Πούλος με τους αντάρτες ανεβάσανε τους Λιώτες στις πλαγιές που πήγαιναν στην Αλβανία. Πάνω στα σύνορα, διάβηκαν μπροστά στα κατάπληχτα μάτια ελληνόφωνων Αλβανών, που είχαν μαζευτεί για να παρακολουθήσουν την έξοδο. Κρυφολέγανε στους πρόσφυγες: «Τι γυρεύετε δω; Γιατί παρατήσατε Digitized by 10uk1s

τα σπίτια σας και ήρθατε δω;» Όμως οι Έλληνες κουνούσανε μόνο τα κεφάλια τους και πατίκωναν τα χείλια τους. Η ζωή όπως την είχανε γνωρίσει τέλειωσε εκείνη τη μέρα του Σεπτέμβρη του 1948, και κανένας τους δε θα ξανάβλεπε για χρόνια την Ελλάδα. Ο Ηλίας Πούλος τους συνόδεψε ενάμισι χιλιόμετρο πέρα από τα σύνορα ως το αλβανικό χωριό Λεσνίτσα, όπου τους παρέδωσε σε άλλους αντάρτες. Τους μοιράσανε φαγητό: μικρούς σβώλους ψωμί φτιαγμένο από τις σκληρές φλύδες που απόμεναν αφού το στάρι είχε αλεστεί σε αλεύρι. Το σκληρό ψωμί τους έκοβε τα χείλια και ήταν αδύνατο να το μασήσουν. Δώσανε και λίγο νερόβραστο χυλό, κι όπως θυμάται κάποια, η Αθήνα Χαραμοπούλου, στην κάθε οικογένεια δώσανε από 'να πράσο. «Ένα πράσο στην κάθε φαμελιά!» ανακράζει. «Ρώτησα τον Ηλία Πούλο, "Που 'ναι τα τσουκάλια που μας έταξες πως βράζουνε; Με τι θα ταΐσω τα μωρά μου;" Φεύγοντας ο Πούλος μου αποκρίθηκε: "Τυχερή είσαι που ζεις, καημένη!" Τον καταράστηκα: Μαύρο βόλι να σε βρει!" Και τον βρήκε προτού περάσει χρόνος».

Η εκκένωση των χωριών της Μουργκάνας άφησε τα βουνά αποκλειστικά στα χέρια των ανταρτών, που ετοιμάστηκαν για την κύρια έφοδο, που την περίμεναν από το νότο. Πίστευαν πως και πάλι θα μπορούσαν να κρατηθούν στα υψώματα της Μουργκάνας, μετατρέποντάς τα σ' ένα απόρθητο «Ελληνικό Στάλινγκραντ». Υπολόγιζαν στις οχυρώσεις που είχαν φτιάξει στη νότια και στην ανατολική πλευρά και στη συνεχή ροή όπλων που θα έρχονταν από την Αλβανία στο βορρά. Οι δυο ταξιαρχίες του Εθνικού Στρατού προχώρησαν από τα βορειοανατολικά κατά μήκος των συνόρων και κατάφεραν να καταλάβουν μερικές προφυλακές. Αλλά καθώς πλησίαζαν προς τις πιο ψηλές κορυφές τις καθήλωσαν τα πυκνά πυρά των ανταρτών αλλά και αλβανικό βαρύ πυροβολικό που χτυπούσε πίσω από τα σύνορα. Ο στρατηγός Τσακαλώτος αποφάσισε να πάρει τότε μια παράτολμη πρωτοβουλία. Αδιαφορώντας για τις ενδεχόμενες διεθνείς επιπτώσεις διέταξε το ελληνικό πυροβολικό να χτυπήσει τα αλβανικά πυροβόλα. Έστειλε επίσης ένα επίλεκτο λόχο πεζικού μέσα στην Αλβανία να πλησιάσει το καίριο ύψωμα της Μουργκάνας από τα νώτα. Ταυτόχρονα, άλλες ελληνικές μονάδες προωθήθηκαν κατά μήκος της ελληνικής πλευράς των συνόρων πάνω από πλαγιές τόσο απόκρημνες ώστε οι αντάρτες, θεωρώντας τες αδιάβατες, τις είχαν αφήσει με ισχνή κάλυψη. Την Πέμπτη, 16 Σεπτεμβρίου, η κρίσιμη υψηλότερη κορυφή της Μουργκάνας κατελήφθη από κυβερνητικά τμήματα. Εκτόξευσαν μια λευκή φωτοβολίδα που έγραψε μια καμπύλη στον ουρανό ανάμεσα στα έρημα χωριά Λια και Μπαμπούρι. Ήταν το σύνθημα στις δύο κυβερνητικές ταξιαρχίες στο νότο να προωθηθούν και να ενωθούν με τις άλλες ταξιαρχίες στο βορρά, κόβοντας κάθε οδό διαφυγής. Ήταν επίσης γνωστοποίηση στους αντάρτες πως το κάστρο τους είχε πέσει. Ο αρχηγός των ανταρτών Κώστας Κολιγιάννης διέταξε άμεση υποχώρηση, αλλά επειδή η οδός διαφυγής μέσω Τσαμαντά ήδη έκλεινε, οδήγησε τους μαχητές του προς τ' ανατολικά στη Γρανιτσοπούλα και στον Καλαμά, περάσανε το ποτάμι και τράβηξαν εσπευσμένα για τα βουνά του Ζαγορίου. Στην εμπροσθοφυλακή της υποχώρησης βρισκόταν το τάγμα του Σπύρου Σκεύη, μαζί μ' αυτό και η Ράνω Αθανασίου, η φιλενάδα και γειτόνισσα των κοριτσιών του Γκατζογιάννη, που την είχαν στρατολογήσει στη μονάδα του Σκεύη μόλις πριν από τρεις βδομάδες αφού είχε καταθέσει στη δίκη της Ελένης. Χωρίς να ξέρει την έκβαση της δίκης, η Ράνω ρίχτηκε στη στρατιωτική εκπαίδευση· η Επιχείρηση Ταύρος στη Μουργκάνα στάθηκε γι' αυτή το βάπτισμα του πυρός. Τελικά έγινε εμπειροπόλεμη ανταρτίνα, βγάζοντας ακόμα και προπαγανδιστικούς λόγους στ' ανταρτοκρατούμενα χωριά της Βορείου Ελλάδος, αλλά στην πρώτη επαφή της με τη μάχη Digitized by 10uk1s

τρομοκρατήθηκε. «Καθώς υποχωρούσαμε, περάσαμε μέσα από το Λια ενώ τα βουνά βορειότερα πλημμύριζαν κυβερνητικούς φαντάρους», λέει. «Κατεβήκαμε στην Κωστάνα, και όπως προχωρούσαμε ανατολικά, παντού έβλεπες πτώματα —άλογα, άντρες, κοπέλες. Είδα το πτώμα μιας ανταρτίνας που γνώριζα από τον Τσαμαντά, μια όμορφη κοπέλα τη λέγανε Ελένη, τα μακριά ξανθά μαλλιά της κολλημένα με αίμα». Η Ράνω και οι υπόλοιποι του τάγματος Σκεύη εξακολούθησαν να προχωρούν προς τα Ζαγόρια, βαδίζοντας προσεχτικά ανάμεσα από υψώματα πάνω από τα Γιάννινα, τόσο κοντά που βλέπανε τα φωτά της πολιτείας στα πόδια τους. Φτάσανε τέλος στα βουνά του Ζαγορίου και βρήκανε λείψανα των αντάρτικων δυνάμεων που είχαν διωχτεί από το Γράμμο. Εκεί οι εξαντλημένοι, πεινασμένοι επιζώντες του Δ.Σ.Ε. θα περνούσαν ένα σκληρό χειμώνα προτού προβάλουν την ύστατη αντίστασή τους τον επόμενο χρόνο.

Οι κυβερνητικοί φαντάροι μπήκανε στο Λια πίσω από τους αντάρτες που υποχωρούσαν, φτάνοντας εκεί στις 18 Σεπτεμβρίου, μόνο που κανείς δεν είχε απομείνει για να τον απελευθερώσουν. Μαζί με τους φαντάρους ήρθανε μερικοί από τους Λιώτες που είχανε φύγει πριν από ένα χρόνο σχεδόν όταν έφταναν οι αντάρτες. Από τους πρώτους που γυρίσανε ήταν ο Φώτος Γκατζογιάννης, οδηγός των κυβερνητικών τμημάτων που προελάσανε από το νότο. Σήμανε τις καμπάνες της Αγίας Τριάδας να δει αν θα ξετρύπωνε κάνας χωριανός από τον κρυψώνα του, όμως μοναδική απάντηση στο κάλεσμά τους ήταν ο χτύπος από το ραβδί της Σοφίας Καραπάνου, που πρόβαλε από το καλύβι της. Ο Φώτος την άδραξε από τους ώμους, και τη ρωτούσε να του πει που είχαν πάει οι χωριανοί: «Δεν ξέρω αγόρι μου», έκρωξε η γερόντισσα, γυρνώντας τα τυφλά της μάτια κατά τον ουρανό. «Μέρες τώρα δεν έχω ακούσει ανθρώπινη φωνή, μόνο τα κοράκια». Ο Φώτος ανάβλεψε και είδε πως η γριά είχε δίκιο· σύννεφα τα μαυροπούλια έκοβαν βόλτες πάνω από το χωριό. Σε λίγο άκουσε να σιμώνει και κάποιος άλλος. Ήτανε άλλη μια χωριανή, η Μίχοβα Χρήστου. Η Μίχοβα είχε κρυφτεί σε κάτι καλαμποκιές τη νύχτα της εκκένωσης. Είπε στο Φώτο πως γυρνούσε από αγγαρεία μαζί με άλλες τη μέρα των εκτελέσεων, οπότε απάντησαν τους καταδικασμένους καθώς τους πήγαιναν για να τους σκοτώσουν. Η Μίχοβα δέχτηκε να του δείξει το μέρος όπου θα 'βρισκε τα πτώματα της γυναίκας του Αλέξως και της νύφης του Ελένης. Ο Φώτος κοιμήθηκε στο άδειο σπίτι του εκείνη τη νύχτα και την άλλη μέρα φτάσανε κάμποσοι ακόμα χωριανοί που είχαν πλησιάσει σιγά σιγά πίσω από τους φαντάρους, κάνοντας μεγάλο γύρο και πατώντας προσεχτικά από πέτρα σε πέτρα για ν' αποφύγουν τις νάρκες, που βρίσκονταν παντού. Ανάμεσά τους ήταν ο Κίτσος Χαϊδής και ο νεαρός Δημήτρης Στράτης, γαμπρός του Φώτου και της Αλέξως. Σε λίγες ώρες τους βρήκε και ο Κώστας Γκατζογιάννης, ο δεκαεφτάχρονος γιος του Φώτου, που ήρθε κι αυτός από τους Φιλιάτες, γυρεύοντας να μάθει για τη μάνα του. Ο Φώτος, ο γιος του Κώστας, ο Κίτσος Χαϊδής και ο Δημήτρης Στράτης αποφάσισαν να ξεκινήσουν αμέσως, με οδηγό τη Μίχοβα Χρήστου, για να βρούνε τον ομαδικό τάφο. Όπως ανηφόριζαν το μονοπάτι μέσα από το Περιβόλι, διάβηκαν από 'να τόπο που έμοιαζε να 'χει απογυμνωθεί από τους κατοίκους του αιφνιδιαστικά όπως πέφτει τ' αστροπελέκι. Κάθε μικρή σπηλιά και ρεματιά ήταν γεμάτη χαλκώματα, κουβέρτες, χαλασμένα φαγώσιμα και στοίβες από ρούχα. Στο διάβα τους κείτονταν τουμπανιασμένα ψοφίμια —μουλάρια, γίδες και πρόβατα— κοπάδια από αδέσποτα σκυλιά τους παρατηρούσαν με κίτρινα μάτια. Όταν έφτασαν στη Βρύση, τριγυρισμένη από σπηλιές, βρήκαν ένα υπαίθριο συσσίτιο που είχαν παρατήσει οι αντάρτες: δεκάδες χαλκώματα με πηγμένο φαγητό κρέμονταν πάνω από γούβες με σβησμένες φωτιές, σφαχτάρια, αρνιά και γίδια, κρέμονταν στα πλατάνια και ήταν τυλιγμένα με Digitized by 10uk1s

γυαλιστερά, παλλόμενα μαύρα παλτά από μύγες. Σε μερικά τραπέζια στρωμένα για τους αξιωματικούς υπήρχαν πιάτα από φίνα πορσελάνη, που θα πρέπει να τα είχαν πάρει από σπίτια σε πιο πλούσια χωριά. Λυσσασμένος με το θέαμα ο Κώστας Γκατζογιάννης άρχισε να σπάει τα εύθραυστα πιάτα σ' ένα παροξυσμό αγανάχτησης και πόνου, ωσότου τον τράβηξε πέρα ο πατέρας του. Η Μίχοβα Χρήστου τους ανέβασε στη Λασπούρα και τους πέρασε από την Αγορά. Όταν έφτασαν σ' ένα σημείο απ' όπου έβλεπαν τα χωράφια κάτω από τον Άη Νικόλα, βρήκαν ένα ζευγάρι δερμάτινα πατίκια βαλμένα πλάι πλάι πάνω σε μια πέτρα. Ο Φώτος Γκατζογιάννης τ' αναγνώρισε, αυτός τα είχε φτιάξει για την Αλέξιο. Ακούστηκε ένας πνιχτός λυγμός από τον Κώστα καθώς αμίλητοι αναρωτιόνταν αν η ίδια η Αλέξω τα 'χε βγάλει και τα παράτησε εκεί, σημάδι για κείνους που θα έρχονταν να την αναζητήσουν ή αν κάποιος άλλος, αντάρτης ή διαβάτης, τα είχε βάλει εκεί για να σημαδέψει το μέρος του τάφου. Η Μίχοβα Χρήστου τους έδειξε το χωράφι κάτω και είπε: «Δεν πάω πιο πέρα. Θα τις βρείτε κάπου εκεί στο βάθος της ρεματιάς». Δε χρειάστηκε να ψάξουν. Δεν είχε βρέξει από την ημέρα της εκτέλεσης και τα χνάρια από ξερό αίμα τους έδειξαν το δρόμο ως τον τάφο. Βρήκανε φυσίγγια στον τόπο της εκτέλεσης κι όταν έφτασαν κοντύτερα στο σωρό από πέτρες, η μπόχα τους σταμάτησε. Το παλικάρι ο Κώστας τραβήχτηκε πιο πέρα. Ο Φώτος άρχισε να βγάζει τα λιθάρια. Ξεκολλήσανε τα πρώτα, απελευθερώνοντας ένα σύννεφο από μύγες που σηκώθηκαν σαν ερινύες από τον Άδη. Στάθηκαν πάνω από το πτώμα του ψαρομάλλη βαγενά, του Βασίλη Νίκου, που ήταν πεσμένος μπρούμυτα με το γνωστό σκούρο καφέ σακάκι του. Ένα σύρμα ήταν τυλιγμένο στους καρπούς του. Ο Φώτος Γκατζογιάννης είχε δει πολλά πτώματα στη ζωή του· δεν είχε μάλιστα διστάσει να κόψει δυο δάχτυλα από 'να σκοτωμένο Ιταλό στρατιώτη για να του πάρει τα χρυσά δαχτυλίδια. Τώρα, βαστώντας ένα μαντίλι στη μύτη του, έσκυψε και ψαχούλεψε την τσέπη του βαγενά. Βρήκε ένα σακούλι που είχε ακόμα λίγο καπνό και μια διαταγή για την εκτέλεση του Νίκου, με την υπογραφή του Κώστα Κολιγιάννη. Ενώ ο Κώστας Γκατζογιάννης παρακολουθούσε από πέρα, ο Φώτος και ο Κίτσος τράβηξαν και αλλά λιθάρια. Πλάι στο Νίκου ήταν ο Σπύρος Μιχόπουλος, μετά ο ανιψιός του ο Αντρέας· τέλος βρήκανε την Ελένη και την Αλέξω Γκατζογιάννη. Τα πτώματα ήταν μπρούμυτα, δεμένα μαζί με σύρμα. Αναγνώρισαν την Ελένη από τα καστανωπά μαλλιά της, που ακόμη άφηναν χρυσοκόκκινες ανταύγειες στο φως του ήλιου. Ο Φώτος αναγνώρισε την Αλέξω από τη μαύρη φαντή φούστα κι από ένα μπαλωματάκι που ήταν ραμμένο πάνω σε μια τρύπα στην πλάτη της μαύρης ζακέτας της. Τα μάγουλα του Φώτου ήταν υγρά από τα δάκρυα, αλλά είχε χάσει κι άλλη γυναίκα στα νιάτα του και είχε μάθει να κρατάει την τραγωδία πέρα. Ο γιος του ο Κώστας δεν είχε τη δικιά του αντικειμενικότητα. Αντικρίζοντας το πτώμα της μάνας του το παλικάρι άρχισε να ουρλιάζει πως θα 'βαζε στολή και το χαμό της θα τον πλήρωνε με το αίμα του κάθε κομμουνιστής αντάρτης. Η δίψα του γδικιωμού τελικά του στοίχισε τη ζωή. Ο Κώστας μόλις έφυγε από το χωριό παρουσιάστηκε στο στρατό εθελοντής και πολέμησε με αυτοκτονική αψηφισιά. Πέντε μήνες μετά το θάνατο της μάνας του, όπως στεκόταν ακάλυπτος κι έβριζε τους αντάρτες, τον σκότωσε μια σφαίρα που του ρίξε κάποια νεαρή ανταρτίνα. Τρομερά αναφιλητά συγκλόνιζαν τον Κίτσο Χαϊδή όπως στεκόταν πάνω από το πτώμα της θυγατέρας του. Το θέαμα του τσακισμένου κορμιού κάτω από τη μάζα των γυαλιστερών μαλλιών λευτέρωσε όσα δάκρυα δεν είχε χύσει για τις τέσσερις άλλες θυγατέρες του, τις πεθαμένες μέσα σε κουκλίστικες κάσες, θρηνούσε για κείνες και για τούτο το αγαπημένο του παιδί, που πάνω στο θυμό του το 'χε εγκαταλείψει χωρίς να το αποχαιρετήσει. Δεν υπήρχε τρόπος να μετακινηθούν οι νεκροί. Έχτισαν από πέτρες και λάσπη ένα τοιχάκι στο κάτω Digitized by 10uk1s

μέρος του τάφου, ώστε να συγκρατηθεί το χώμα και να μην το παρασύρει το νερό· κατόπιν έβγαλαν τα λιθάρια και σκέπασαν τα πτώματα με χώμα. Ο ήλιος ζέστανε τη φρεσκοσκαμμένη γη, έντομα και πουλιά γέμιζαν τη ρεματιά με τον αχό τους καθώς οι άντρες κόψανε στον ώμο τα σύνεργά τους και πήρανε το δρόμο για το χωριό. Ο Κίτσος έτρεμε τη δοκιμασία που τον περίμενε — να πει στα εγγόνια του τι είχε πάθει η μάνα τους.

Δυο μέρες μετά την απελευθέρωση του Λια, ένας πρόσφυγας έφτασε στην Ηγουμενίτσα φέρνοντας στα παιδιά του Γκατζογιάννη το μήνυμα πως ο παππούς τους θα γυρνούσε από το χωριό εκείνο το απόγεμα. Η Όλγα και η Κάντα ανήσυχες βγάλανε καρέκλες στο τσιμεντένιο μπαλκονάκι ώστε να τον δουν την ίδια στιγμή που θα κατέβαινε από το στρατιωτικό καμιόνι. Ο Νικόλας σουλατσάριζε νευρικά. Για να τον απασχολήσει ο θειος του ο Αντρέας τον πήγε στο αλσάκι, στο «αναχωρητήριό» του, και με κιμωλία χάραξε τα τετραγωνάκια της ντάμας πάνω σ' ένα ίσιο κούτσουρο. Με μαύρα και άσπρα πετραδάκια, ο Αντρέας καταπιάστηκε να του μάθει να παίζει ντάμα. Ο Νικόλας όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο παιχνίδι, και όσο μάκραιναν οι σκιές, βρήκε κάποια δικαιολογία κι έφυγε. Πήγε να καθίσει στο χώμα στην άκρη του δρόμου έξω από την πόλη καρτερώντας ν' αντικρίσει πρώτος τον παππού του. Το στήθος του πονούσε και στο λαιμό του είχε ένα σφίξιμο όπως όταν δεν κατεβαίνει το φαΐ.

Ήταν αργά το απόγεμα όταν πέρασε πλάι μου μουγκρίζοντας ένα από κείνα τα στρατιωτικά καμιόνια με τις πάνινες κουκούλες, σηκώνοντας σύννεφο τη σκόνη, και το μάτι μου έπιασε στο πίσω μέρος τ' άγρια άσπρα μαλλιά του παππού μου. Του φώναξα και άρχισα να τρέχω πίσω από το βαριοκίνητο αμάξι, το πρόφτασα σχεδόν, όταν είδα τον παππού μου να γυρνάει το πρόσωπό του πέρα, μιας εβδομάδας γένια τον έκαναν να φαίνεται γέρος και άρρωστος. «Παππού!» ξεφώνισα καθώς το καμιόνι άνοιξε ταχύτητα, μπαίνοντας στη μακριά ισκιερή λεωφόρο τη σκεπασμένη από πλατάνια. Η σκόνη και η εξάτμιση πνίξανε τα πνεμόνια μου όπως ρίχτηκα μέσα στο τούνελ του ίσκιου, δάκρυα απογοήτευσης μου θόλωναν τα μάτια. Βγαίνοντας στη λιακάδα εκεί όπου οι επιβάτες κατέβαιναν από το σταματημένο καμιόνι, ξάνοιξα τον παππού μου να περπατάει πέρα φεύγοντας μακριά μου. Σκουντουφλώντας, με κομμένη την ανάσα, τον πρόφτασα και του 'πιασα το χέρι. «Τι συμβαίνει, παππού;» τον ρώτησα. «Που 'ναι η μάνα;» Κοιτούσε πέρα, καινούριες ζάρες πόνου είχανε χαραχτεί στο κούτελό του. Ανάβλεψε κατά το μισοτελειωμένο σπίτι στην πλαγιά του λόφου, ύστερα έψαξε στην τσέπη του και ανάσυρε δύο κατοστάρικα. «Πάρτ' τα αυτά, σύρε στο λιμάνι κι αγόρασε γλυκά», είπε με πνιχτή φωνή. «Πάρε ρεβανί, να φτάσει για πολλούς». Ύστερα έφυγε, παρατώντας με εκεί στη σκόνη, να σφίγγω τα λεφτά και να τον θωρώ από πίσω. Ο ήλιος με 'χε καρφώσει εκειδά καθώς ένα κενό φούσκωνε μέσα μου. Μου το 'χε πει με το μόνο τρόπο που μπορούσε. Ποτέ δεν είχα δει τον παππού μου να σκορπίζει λεφτά δίχως λόγο. Αυτά τα δυο τσαλακωμένα κατοστάρικα ήτανε για ν' αγοράσω γλυκά που θα τα δίναμε σε όσους θα 'ρχονταν στην πόρτα μας να πούνε «Θεός σχωρέσ' τη». Προσπαθούσα να πιστέψω πως λάθευα· μπορεί τα γλυκά να ήταν για να το γιορτάσουμε. Το πρόσωπό του όμως μου έλεγε το αντίθετο. Έτρεξα με όλη μου τη δύναμη στο ζαχαροπλαστείο και τα χέρια μου τρέμανε όσο περίμενα να γεμίσουνε το τεράστιο κουτί από χαρτόνι και να το δέσουν περίτεχνα με χρυσή κορδέλα. Το άρπαξα από τον κόμπο και τρεχάλα κίνησα για το σπίτι μας. Όταν ζύγωσα, ένα κύμα από φωνές ξεχύθηκε, Digitized by 10uk1s

κόβοντας τις στερνές δυνάμεις στα ποδάρια μου. Ήταν φωνή απόγνωσης, ανεβοκατέβαινε μακρόσυρτη, ένας κυματιστός ομαδικός σπαραγμός, τα μοιρολόγια των αδερφάδων μου. Το κουτί βάρυνε κι έπεσε από το χέρι μου στο χώμα. Δεν μπορούσα πια να ξεγελάσω τον εαυτό μου. Οι κραυγές του πόνου έσφιξαν κόμπο το στομάχι μου κι έτρεξα, δίχως να ξέρω που πάω, ωσότου ρίχτηκα πάνω στο δροσερό γρασίδι κοντά στο κούτσουρο με τα τετραγωνάκια της ντάμας. Έχωσα το πρόσωπό μου στο μοσχομυρωδάτο χώμα κι έφραξα τ' αυτιά με τα χέρια μου, προσπαθώντας να κλείσω απ' έξω τα τρομερά σκληρίσματα, που ήταν οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες για τη μάνα μου.

Η Όλγα και η Κάντα στέκονταν στο μπαλκόνι και παρακολουθούσαν τη σκυφτή κορμοστασιά του παππού τους ν' ανηφορίζει το λόφο. Κι οι δυο τους την ίδια στιγμή κατάλαβαν πως είχε αφήσει τα γένια του αξύριστα, σημάδι πένθους για το χαμό δικού τους. Σφίξανε η μια το χέρι της αλληνής και η Όλγα είπε με σφιγμένη φωνή: «Μπορεί να μην είχε ξουράφι στο χωριό». Όταν μπήκε στην πόρτα, έτρεξαν κι οι δυο απάνω του σκούζοντας: «Τι έπαθε η μάνα;» Ο Κίτσος τις κοίταξε ξεψυχισμένα: «Πήρανε τη Γλυκερία στην Αλβανία», είπε με άτονη φωνή. «Μα είναι καλά». «Σκοτίστηκα για τη Γλυκερία!» πέταξε η Κάντα. «Η μάνα τι γίνεται;» Ο γέρος αγνάντεψε κατά τη θάλασσα, που έλαμπε σαν έλασμα από σφυρήλατο χρυσάφι κάτω από τον ήλιο που βασίλευε. Δεν μπορούσε να ξεστομίσει τα λόγια. «Η Γλυκερία ζει. Δεν την πειράξανε», είπε. Τότε εκείνες καταλάβανε. Η Όλγα έτρεξε έξω στην ετοιμόρροπη στριφτή σκάλα και ξέρασε πάνω από τα κάγκελα. Η Κάντα άρπαξε από το τζάκι ένα εικόνισμα της Παναγίας καδραρισμένο με τζάμι και το σύντριψε στο πάτωμα, ποδοπατώντας το και σκληρίζοντας: «Μπορούσες να τη σώσεις μα δεν την έσωσες!» Στο άκουσμα του αλαλητού, έτρεξαν δυο προσφυγίνες που έμεναν στην άλλη μεριά του σπιτιού. Καταλάβανε παρευθύς τι είχε γίνει. Η μια είδε τη Φωτεινή, χλομή με μάτια ορθάνοιχτα, κολλημένη σε μια γωνιά. Σήκωσε το κορίτσι μουρμουρίζοντας: «Κατακαημένο παιδί!» Αλλά τη Φωτεινή την έπιασε λύσσα, κλωτσούσε και δάγκωνε τη γυναίκα, που την παράτησε ξαφνιασμένη. Τότε η Φωτεινή βγήκε τρεχάλα από το δωμάτιο, κατέβηκε τις σκάλες και χώθηκε στους ίσκιους, κρύφτηκε μέσα στο λάκκο που έζεχνε και που τον είχανε γι' απόπατο. Σε λίγο, όταν η δυσοσμία έγινε ανυπόφορη γλίστρησε πίσω στο σπίτι, που τώρα ήταν κοσμοπλημμυρισμένο, θαρρείς και είχε μαζευτεί όλος ο πληθυσμός της Ηγουμενίτσας. Πολλές από τις πρόσφυγες, από καιρό προετοιμασμένες γι' αυτή τη στιγμή, είχανε κιόλας φτιάξει πίτες και γλυκά για δώρα της παρηγοριάς. Κάποια έδωσε στο κοριτσάκι ένα κομμάτι μπακλαβά. Η μικρή σφούγγισε τα δάκρυά της στο μανίκι της και με την πρώτη δαγκωνιά, ο φοβερός πόνος για το χαμό της μάνας της άρχισε ν' αλαφρώνει. Η Νίτσα δεν είχε ακόμη ξαναβρεί την κανονική φωνή της, πάντως πρόσθεσε τους βραχνούς θρήνους της στη γενική παραζάλη. Ο Αντρέας δεν είχε βγάλει λέξη σ' όλο τούτο, ωστόσο καθώς έσβηνε το σούρουπο, κοίταξε τριγύρω στην κάμαρη και ρώτησε: «Που είναι το παιδί;» Κανένας δεν αποκρίθηκε.

Ήμουν ξαπλωμένος στο γρασίδι από ώρα πολλή όταν κατάλαβα πως και κάποιος άλλος βρισκόταν εκεί. Σήκωσα τα μάτια και είδα το θείο μου καθισμένο άκρη άκρη στο μεγάλο κούτσουρο με τα Digitized by 10uk1s

τετραγωνάκια της ντάμας. Μου 'γνεψε και είπε μαλακά: «Δεν τελειώσαμε το παιχνίδι μας». Κατένεψα και σιμώνοντας κάθισα αντίκρυ του, όμως τα τετραγωνάκια κολυμπούσαν μπρος στα μάτια μου. Αμίλητος κουνούσα το κεφάλι μου. Τότε με σήκωσε στα νευρώδικα χέρια του και με κουβάλησε στο σπίτι σα να 'μουνα μωρό. Το δωμάτιο ήταν ασφυχτικά γεμάτο κορμιά παστωμένα, μουρμουρητά παρηγοριάς, θρήνους και κοπετούς, και μυρωδιά μαγειρεμένου φαγητού. Έτσι που ο Αντρέας με κουβάλησε μες στην κάμαρη όλοι σωπάσανε και με κοιτούσαν. Με την άκρη του ματιού μου είδα κάποια γειτόνισσα να σκύβει στο τζάκι πάνω από 'να καζάνι με κοχλαστή μαύρη μπογιά και να ρίχνει μέσα προσεχτικά τα ζωηρόχρωμα ρούχα των αδερφάδων μου. Ο Χρήστος Γκατζογιάννης έλαβε την είδηση για το χαμό της γυναίκας του σ' ένα γράμμα, που έφτασε στο νοικιασμένο με οχτώ δολάρια την εβδομάδα δωμάτιό του στη Φροντ Στρητ του Γούρστερ. Όταν διάβασε τ' όνομα «Γκατζογιάννης» στο πίσω μέρος του φακέλου σκέφτηκε προς στιγμή πως, ύστερα από ενάμισι χρόνο σιωπής, η Ελένη κάπως τα 'χε καταφέρει να του στείλει γράμμα. Σαν το κοίταξε πιο προσεχτικά είδε πως το φάκελο τον είχε ταχυδρομήσει από την Αθήνα ο Γιάννης Γκατζογιάννης, ο μεγαλύτερος γιος της Αλέξως. Όταν ο Χρήστος τον άνοιξε έπεσε ένα μικρό απόκομμα εφημερίδας. Ήταν από την Καθημερινή με ημερομηνία 5 Σεπτεμβρίου 1948. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΗΛΙΚΙΑΣ ΑΠΟ 5-14 ΕΤΩΝ THE ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΗΣ ΜΟΥΡΓΚΑΝΑΣ ΜΕΤΕΦΕΡΘΗΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΟΡΙΤΑΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑΝ

ΙΩΑΝΝΙΝΑ, 4 (Ιδ. τηλ.) Παραδοθείς εις την περιοχήν της Μουργκάνας συμμορίτης καταγόμενος εκ Κουκλιών περιέγραψε την νυκτερινήν αρπαγήν των παιδιών ηλικίας από 5-14 ετών, των οποίων αι μητέρες υπεχρεώθησαν με ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς να τα συνοδεύσουν μέχρι του χωριού Κορκοβίτσα, επί του αλβανικού εδάφους, όπου και τα εγκατέλειψαν ακουσίως, επιστρέψασαι ακολούθως εις τα ληστοκρατούμενα χωρία των. Η δραματική πορεία μητέρων και παιδιών προς Αλβανίαν διήρκεσε δύο ημέρας εν μέσω κοπετών και θρήνων. Ο ίδιος συμμορίτης απεκάλυψε ότι πρόχειρον ανταρτοδικείον κατεδίκασεν εις θάνατον την εξηκοντούτιδα Αλεξάνδρα Κατσουγιάννη και τους Βασίλειον Νίκον, Σπύρον και Ανδρέαν Μιχόπουλον και την Ελένην Κατσουγιάννη, σύζυγον Αμερικανού υπηκόου.

Το απόκομμα της εφημερίδας έπεσε στο πάτωμα όπως ο Χρήστος ξεδίπλωσε το γράμμα του ανιψιού του. Του έγραψε με λίγα λόγια πως οι καταδικασμένοι είχαν εκτελεστεί. «Ήμουν ολομόναχος κι όταν το διάβασα τρελάθηκα», αναπολούσε ο Χρήστος είκοσι έξι χρόνια αργότερα. "Σκοτώσανε τη γυναίκα μου;" φώναζα. "Για ποιο λόγο; Γιατί;" »Οι άλλοι από το εστιατόριο μαζεύτηκαν να με δούνε και τους είπα πως δε θα πήγαινα στη δουλειά για μια βδομάδα. Έμεινα στο σπίτι, κλαίγοντας τη γυναίκα μου, γράφοντας γράμματα παντού, προσπαθώντας να μάθω λεπτομέρειες, μα δεν έπαιρνα απάντηση. Δεν είχα κανένα».

Στη Λεσνίτσα, λίγο πέρα από τα αλβανικά σύνορα, η Γλυκερία αγκομαχούσε ακόμα ζαλωμένη τα υπάρχοντα της Σταυρούλας Γιάκου. Όταν έλεγε πως δεν αντέχει άλλο, η Σταυρούλα σαρκαστικά της θύμιζε πως τώρα βρισκόταν σε κομμουνιστική χώρα, και δίχως φίλη ισχυρή να την προστατεύει, λιγοστές ελπίδες είχε να γλιτώσει. Χώρισαν στη Λεσνίτσα τους Έλληνες εξόριστους σε ομάδες ανά δέκα και τους έστειλαν με τα πόδια Digitized by 10uk1s

στο Δέλβινο, είκοσι πέντε χιλιόμετρα μακριά, όπου τους παρέλαβε μια αργοκίνητη φάλαγγα από σαραβαλιασμένα στρατιωτικά καμιόνια, που ξετυλιγόταν ολόκληρα χιλιόμετρα, και τους μετέφερε στους Άγιους Σαράντα, τριανταπέντε χιλιόμετρα δυτικότερα στα παράλια. Το λιμάνι είχε κατακλυστεί από προσφυγικές οικογένειες απ' όλη τη Βόρειο Ελλάδα που θα τις έστελναν με καράβια στη Βόρειο Αλβανία, πολύ μακριά για να φτάσει ως εκεί ο Ελληνικός Στρατός. Οι Λιώτες περίμεναν δυο μέρες, και κοιμόντουσαν μέσα σ' ένα τζαμί, ώσπου βρέθηκε γι' αυτούς χώρος σε μια από τις φορτηγίδες με τον ίσιο πάτο. Στους Άγιους Σαράντα οι Λιώτισσες έτυχε να συναντήσουν μια ομάδα παιδιών από το παιδομάζωμα που έφευγαν για τη Ρουμανία. Ανάμεσά τους ήταν και μερικά από εκείνα που λίγες μέρες πριν τα είχαν πάρει από το Λια. Η Ντίνα Βενέτη άρχισε να ψάχνει σαν τρελή για το γιο της το Βαγγέλη. Τον βρήκε μέσα σ' ένα μεγάλο στάβλο όπου Αρβανίτισσες έγδυναν τα παιδιά κι έβραζαν τα ρούχα τους για να ψοφήσουν οι ψείρες. Ο Βαγγέλης κοκκίνισε που η μάνα του και άλλες γυναίκες τον βλέπανε τσίτσιδο. Έσκυψε το κεφάλι του και η Ντίνα είδε πως κι αυτό ήταν ψειριασμένο. Γύρεψε από κάποια ένα ψαλίδι κι άρχισε να κουρεύει το παιδί γουλί, αλλά του είχε κόψει μόνο τα μισά μαλλιά όταν τον φώναξε ένας φρουρός και τον τράβηξε από τα χέρια της για να μαζέψει τα μουσκεμένα ρούχα του. Δε θα ξανάβλεπε το Βαγγέλη για επτά χρόνια. Ύστερα από δύο μέρες φορτώσανε τους χωριάτες σε φορτηγίδες για το διήμερο ακτοπλοϊκό ταξίδι ως το λιμάνι του Άγίου Ιωάννου (Σενγκτζίν, στ' αλβανικά) στην Αδριατική, και από κει στην ενδοχώρα, στη Σκόδρα. Ήτανε παστωμένοι 250 σε κάθε σκάφος ανήμποροι να κινηθούν. Χωριάτες που δεν είχαν δει ποτέ θάλασσα, αντιμετώπισαν το ταξίδι σαν να κατέβαιναν στον Άδη με τη βάρκα του Χάροντα. Η παραφορτωμένη φορτηγίδα σκαμπανέβαζε και παρατιμόνιαζε στην παγερή επιφάνεια της θάλασσας, ενώ τα γυναικόπαιδα σκλήριζαν και αναγούλιαζαν. Σε λίγο το κατάστρωμα είχε γεμίσει κάτουρα και ξερατά. Η Γλυκερία έκρωξε με αγανάχτηση όταν κάποια από δίπλα ξέρασε πάνω στην ποδιά της. Η Βαγγέλαινα Γκατζογιάννη θυμάται πως μια γριά της κατούρησε ένα σακούλι με τραχανά, που είχε καταφέρει να πάρει μαζί της. Αργότερα στη Σκόδρα, όταν τα παιδιά της άρχισαν να λιώνουν απ' την πείνα, η Βαγγέλαινα μαγείρεψε τον τραχανά και τα τάισε. Η Αθηνά Στράτη, η τρίτη θυγατέρα της Αλέξως Γκατζογιάννη, καθόταν κοντά στη Γλυκερία προσπαθώντας να κρατάει τα τέσσερα κουτσούβελά της. Σίγουρη πως θα 'πεφταν από τη χαμηλή κουπαστή φώναζε: «Βοήθα με, Γλυκερία! Πάρε ένα από τα παιδιά! θα χαθούνε!» «Χάνομαι εγώ!» βογκούσε η Γλυκερία, βαστώντας το στομάχι της. Όμως εκείνη τη νύχτα, όταν η Νίκη, η κόρη της Αλέξως άνοιξε διάβα ως την κουπαστή για να ξεράσει, η κοπελίτσα λιποθύμησε και παραλίγο να γλιστρήσει μες στα μαύρα νερά. Η Γλυκερία ρίχτηκε και της άρπαξε το φουστάνι από πίσω, της έσωσε τη ζωή. Όταν ξεμπαρκάρανε στον Άγιο Ιωάννη, καμιόνια κουβαλήσανε τους πρόσφυγες τριανταπέντε χιλιόμετρα βορειότερα, στη Σκόδρα, στις όχθες της λίμνης Σκουτάρι, που εκτείνεται και μέσα στη Γιουγκοσλαβία. Ξεφόρτωσαν τους ξεπατωμένους χωριάτες μπροστά σ' ένα διώροφο ερειπωμένο στρατώνα που τον χρησιμοποιούσαν άλλοτε για στάβλο. «Εδώ θα μείνετε», τους είπαν οι αντάρτες. «Καλύτερα αρχίστε να καθαρίζετε, γιατί εδώ θα κοιμηθείτε απόψε». Τη Γλυκερία την έπιασε αναγούλα όταν άρχισαν να φτυαρίζουν τις κοπριές που είχανε στοιβαχτεί στα δυο πατώματα με τα μικροσκοπικά χωρίσματα γύρω από 'να φαρδύ κεντρικό διάδρομο. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε σ' ένα από τα παχνιά μαζί με άλλους δεκαπέντε χωριανούς, ανάμεσά τους η ξαδέρφη της η Αθήνα και η Τάσαινα Μπαρτζώκη και τα έξι παιδιά τους. Δεν είχε τίποτα για να στρώσει να κοιμηθεί· η Σταυρούλα είχε εξαφανιστεί με τις κουβέρτες της, αλλά η Τάσαινα έβαλε το κορίτσι κάτω από μια βελέντζα μαζί με τα τρία μωρά της.

Digitized by 10uk1s

Η Γλυκερία έμεινε έξι μήνες στο στρατώνα της Σκόδρας. Το καθημερινό συσσίτιο ήταν μια χουλιάρα κουκιά κι ένα κομμάτι ψωμί σκληρό σαν πέτρα στο κάθε άτομο. Οι πρόσφυγες περνούσαν τις ώρες της ημέρας ψάχνοντας στα πέριξ για ξύλα και άγρια χόρτα φαγώσιμα, και πλένοντας στη λίμνη τα ψειριασμένα ρούχα τους. Ποτέ στη ζωή της η Γλυκερία δεν είχε πεινάσει τόσο. Στο ίδιο χώρισμα ήταν μια γριά, η Νικόλαινα Φανέγια, ετοιμοθάνατη από καρκίνο που της είχε κλείσει το λαιμό. Δεν μπορούσε να καταπιεί την κόρα του ψωμιού, μόνο την ψίχα, έτσι η Γλυκερία της γύρευε τα σαλιωμένα, μασημένα αποφάγια, κι αν κανένα από τα νήπια της Τάσαινας δεν τέλειωνε το ψωμί του, άρπαζε την κόρα από το χέρι του παιδιού προτού το μυριστεί η μάνα του. Το Μάρτη του 1949, καθώς ένας παγερός άνεμος σφύριζε μέσα στο στρατώνα, διαδόθηκε στους εκατοντάδες πρόσφυγες πως όλες οι ανύπαντρες θα στέλνονταν πίσω στην Ελλάδα ανταρτίνες να πολεμήσουνε στη Μακεδονία. Τα τρομαγμένα κορίτσια, και μαζί τους η Γλυκερία, το 'σκασαν από το στρατώνα και κρύφτηκαν σ' ένα εγκαταλειμμένο τζαμί, αλλά η Σταυρούλα Γιάκου τις ξετρύπωσε και είπε στη Γλυκερία. «Μην προσπαθείς να κρυφτείς, θα φροντίσω εγώ να σε στείλουνε». Η Γλυκερία γύρεψε τη βοήθεια μιας γριάς, που ήταν η μάνα του νονού της, του Νάσου Οικονόμου, και είχε συνεπώς μέρος της ευθύνης για την προστασία της. Μαζί κινήσανε να βρουν τα κεντρικά γραφεία των ανταρτών και προσπέσανε σε κάποιο βαριεστημένο υπάλληλο. «Τούτο το κορίτσι δεν είναι για το στρατό· είναι μοναχά δεκαπέντε χρονών», είπε τρεμουλιαστή η γερόντισσα. «Ήμουν στα βαφτίσια της και μπορώ να βεβαιώσω την ηλικία της». Ο υπάλληλος ψαχούλεψε κάτι φακέλους και χτύπησε ένα ντοσιέ πάνω στο γραφείο με ύφος τελεσίδικο. «Τ' όνομά της είναι γραμμένο εδώ από τις αρχές του χωριού της. Οφείλει να πάει», δήλωσε. Γύρισαν και βρήκαν το στρατώνα ανάστατο, καθώς σέρνανε τα κορίτσια που σκλήριζαν και τα φόρτωναν σε δυο στρατιωτικά καμιόνια σταματημένα έξω από την πύλη. Ένας αντάρτης από το Λια, ο Γιάννης Κέπας, βεβαίωνε την ταυτότητα εκεινών που έπρεπε να πάρουν· ο ίδιος νεαρός που 'χε παίξει την τραγική ηρωίδα στο σκετς των Σκευαίων «Ερειπωμένα σπίτια». Έδειξε τη Γλυκερία, και δυο αντάρτες τη ζύγωσαν ενώ μια από τις φιλενάδες της κρεμάστηκε πάνω της κι έκλαιγε. Καθώς οι γονιοί έβλεπαν να παίρνουν τις θυγατέρες τους για να πολεμήσουν σ' ένα χαμένο αγώνα, ξέροντας πως λίγες ελπίδες είχαν να γλιτώσουν, έβαλαν τις φωνές σε μεγάλο ξέσπασμα πόνου. Το αλαλητό άξαφνα το διαπέρασαν υστερικές τσιριξιές, όπως τα ουρλιαχτά πληγωμένου ζώου, και το πλήθος ξαφνιασμένο σώπασε. Κοιτάξανε ολόγυρα και είδαν τους αντάρτες να σέρνουν κατά το καμιόνι τη Σταυρούλα Γιάκου, που κλωτσούσε και γρατσούνιζε. «Κάνετε λάθος! Εγώ είμαι παντρεμένη! Με χρειάζεστε εδώ!» σκλήριζε σπαρταρώντας μέσα στα χέρια τους. Μολονότι η Σταυρούλα, χάρη στην ομορφιά της και την εξυπνάδα της, είχε καταλάβει θέση με κάποια επιρροή στους αντάρτες, τρόμαζε με τις τουφεκιές και δεν το περίμενε ποτέ να τη στρατολογήσουν ανταρτίνα. Πάλευε με τη δύναμη του τυφλού πανικού και κατάφερε να ξεφύγει, αλλά οι αντάρτες την αρπάξανε από το φουστάνι, που ξεσκίστηκε. Έτσι που κουβαλούσαν τη Σταυρούλα σηκωτή πίσω στο καμιόνι το φουστάνι της άνοιξε ως τη μέση, ξεσκεπάζοντας τα βυζιά της, καθώς πάλευε να δαγκώσει τους αντάρτες. Οι χωριανοί παρακολουθούσαν μ' ανοιχτό το στόμα από την κατάπληξη. Σε μια κοινωνία όπου ακόμα και τα μαλλιά της γυναίκας πρέπει να 'ναι κρυμμένα, η Σταυρούλα είχε ντροπιαστεί εφ' όρου ζωής, ωστόσο εκείνη δε φαινόταν να καταλαβαίνει τη θέση της έτσι όπως ξέχυνε κομπολόι τις κατάρες. Οι αντάρτες την πέταξαν μέσα στο καμιόνι ενώ τ' άλλα κορίτσια τραβήχτηκαν πέρα· ο γδούπος από το κορμί της ακούστηκε στη σιγαλιά. Την ίδια στιγμή η Σταυρούλα μπουσούλισε έξω σκληρίζοντας Digitized by 10uk1s

ακόμη. Καθώς οι αντάρτες την ξαναπέταξαν άδοξα μέσα, ο Γιάννης Κέπας έδωσε σήμα στον οδηγό να ξεκινήσει και μ' ένα μουγκρητό το καμιόνι ξεμάκρυνε ωσότου οι κραυγές της Σταυρούλας χάθηκαν στην απόσταση. Οι Λιώτες ένιωσαν θλιβερή ικανοποίηση βλέποντας τη μισητή συνεργάτισσα να ξευτελίζεται, όμως κανένας δε φχαριστήθηκε όσο η Γλυκερία, η μόνη που κίνησε για τον πόλεμο μένα χαμόγελο στο πρόσωπο.

Ενώ η Γλυκερία τραβούσε για τη Μακεδονία τ' άλλα τέσσερα παιδιά του Γκατζογιάννη, μαυροφορεμένα, περίμεναν στην Ηγουμενίτσα τα χαρτιά που θα τα πήγαιναν στην Αμερική. Είχαν μετακομίσει από τη σχετική πολυτέλεια του μισοτελειωμένου σπιτιού σε κάποιο από τα τσίγκινα παραπήγματα που έστηναν οι φαντάροι πιο χαμηλά στα χωράφια για να στεγάσουν την πλημμυρίδα των προσφύγων. Η οκταμελής οικογένεια έμενε σε μια κάμαρη και μαγείρευε σε υπαίθριες φωτιές, έπαιρνε νερό από το κοντινό ποταμάκι και αποπατούσε στα χωράφια. Ο Χρήστος είχε γράψει στα παιδιά και τα ρωτούσε αν ήθελαν να μείνουν με τον παππού τους στο χωριό, ν' ανοίξουν σπίτι στην Αθήνα ή να πάνε κοντά του στην Αμερική. Ο παππούς τους ο Κίτσος, προσπάθησε να τα τρομάξει για να μείνουν στην Ελλάδα. «Δε θα ξαναδείτε ουρανό μ' όλο εκείνο τον καπνό από τα εργοστάσια», τους προφήτευε μελαγχολικά. «Δε θα ξαναφάτε λάδι, φέτα, αρνάκι. Είναι καταραμένη χώρα γεμάτη ξένους. Εσείς, κορίτσια, θα παντρευτείτε Ιταλιάνους, μπορεί και κάτι χειρότερο!». Όμως τα παιδιά έμειναν αμετάπειστα στην απόφασή τους να πάνε στην Αμερική, όπως τους είχε παραγγείλει η μάνα τους. Η Κάντα έγραψε στον πατέρα τους ένα γράμμα και του 'λεγε: «Είμαστε γερές, θα δουλέψουμε στα εργοστάσια και θα σου κρατάμε το σπίτι». Σε ηλικία πενήντα έξι ετών κατάλαβε ο Χρήστος πως οι μέρες του παντρεμένου μπεκιάρη είχανε τελειώσει· έπρεπε οριστικά ν' αντιμετωπίσει τις ευθύνες και ν' αναστήσει τέσσερα παιδιά, μέσα σ' αυτά κι ένα γιο που δεν τον είχε αντικρίσει ποτέ. Επειδή ο πατέρας τους ήταν Αμερικανός πολίτης πριν από τα 1920, τα χαρτιά τους ξεμπέρδεψαν γρήγορα παρά την εμπόλεμη κατάσταση στην Ελλάδα. Λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 1949, η Αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα γνωστοποίησε στα παιδιά πως μπορούσαν να πάνε στο προξενείο και να πάρουν το διαβατήριό τους. Η Όλγα ανάγγειλε στον παππού της πως προτού φύγει από την Ελλάδα, ήταν αποφασισμένη να γυρίσει στο χωριό και να μεταφέρει το λείψανο της μάνας της από την ξέφραγη ρεματιά σ' εκκλησία. Απρόθυμα το δέχτηκε ο Κίτσος. Οι δυο τους ξεκίνησαν για το Λια μαζί με την τέταρτη θυγατέρα της Αλέξως, τη Σταυρούλα Βρακά, που θ' αντάμωνε τον πατέρα της το Φώτο, για να ξεθάψουν και κείνοι το λείψανο της μάνας της. Βρήκαν το χωριό έρημο, πεντέξι άντρες το κατοικούσαν μόνο σαν γύφτοι, καρτερώντας να γυρίσουνε οι φαμελιές τους. Η Όλγα και ο Κίτσος κοιμήθηκαν εκείνη τη νύχτα στο σπίτι του Χαϊδή, αλλά το πρωί όταν ξύπνησε η κοπέλα είδε πως ο παππούς της είχε φύγει. Αφού τον περίμενε δυο-τρεις ώρες, κατηφόρισε ως το σπίτι του Φώτου Γκατζογιάννη, και ρώτησε την ξαδέρφη της τη Σταυρούλα: «Μην είδες τον παππού μου; Λείπει όλο το πρωί». «Κι ο πατέρας μου!» αναφώνησε η Σταυρούλα. «Θα πήγανε κρυφά να ξεθάψουνε τα λείψανα χωρίς εμάς για να μην τα δούμε!». Οι κοπέλες τρέξανε κατά το ξωκλήσι του Άη Νικόλα αλλά σαν έφτασαν εκεί, οι δυο άντρες είχανε κιόλας βάλει τα κόκαλα της Ελένης και της Αλέξως μαζί σ' ένα κασελάκι που το 'χε φτιάξει ο Κίτσος Digitized by 10uk1s

από απλάνιστες σανίδες. Είχε κάπου ένα μέτρο μάκρος και στη μπροστινή μεριά με αδέξιες, οργισμένες άσπρες πινελιές ήτανε γραμμένες οι λέξεις: «Ελένη Χ. Γκατζογιάννη, 41 ετών και Αλεξάνδρα Φ. Γκατζογιάννη, 56 ετών, εξετελέσθηκαν υπό των κομμουνιστοσυμμοριτών». Η Όλγα έτρεξε ν' ανοίξει το κασελάκι σκούζοντας: «Θέλω να δω τη μάνα μου!» αλλά ο παππούς της τη συγκράτησε. Οι δύο γέροι, με τις δυο κοπέλες που θρηνούσαν καταπόδι τους, κατηφορίζανε κουβαλώντας το κασελάκι για το χωριό. Όταν φτάσανε στη Βρύση του Σολή το απιθώσανε καταγής να ξεκουραστούν. Περιμένοντας να γυρίσουνε πρώτα τις πλάτες τους οι άντρες, η Σταυρούλα Βρακά όρμησε και άνοιξε το καπάκι. Και οι δυο κοπέλες κοιτάξανε μέσα και είδαν μόνον ένα κρανίο, το κεφάλι της Αλέξως, με κομματάκια από σάρκες και μαλλιά κολλημένα ακόμη πάνω του. Η Όλγα άρχισε να σκούζει: «Ένα μόνο κεφάλι έχει! Που είναι της μάνας μου;». Ο μπάρμπας της ο Φώτος την αγριοκοίταξε: «Γιατί θες να δεις το κεφάλι της μάνας σου;» της πέταξε. «Εκεί 'ναι, θρύψαλα!». Ο Κίτσος άδραξε το μπράτσο της Όλγας και της μίλησε πιο καλοσυνάτα: «Τα μαλλιά της μάνας σου είναι ολόιδια, γυαλίζουνε σαν μετάξι, μα το κεφάλι της είναι τσακισμένο — μπορεί όταν σωριάζανε τα λιθάρια πάνω στους σκοτωμένους...». Η Όλγα δε σταμάτησε τις υστερικές τσιριξιές σ' όλο το δρόμο ως τον Άη Δημήτρη. Όταν απόθεσαν το κασελάκι στο οστεοφυλάκιο της εκκλησίας χωρίς να το διαβάσουν, της μπήκε η ιδέα πως οι κομμουνιστές είχανε σκοτώσει την Ελένη πετροβολώντας τη — μορφή εκτέλεσης ανήκουστη στα χωριά. Έκλαιγε τη μάνα της όλη εκείνη τη νύχτα ωσότου αποκοιμήθηκε από την εξάντληση. Ύστερα, λέει, η Ελένη ήρθε στ' όνειρό της, το πρόσωπό της μουσκεμένο στα δάκρυα, και της είπε: «Όχι παιδί μου! Δε με σκοτώσανέ με πέτρες. Με τουφεκίσανε εδώ!» και της έδειξε την καρδιά. Το όνειρο πέταξε την Όλγα από τον ύπνο, και όπως ανακάθισε βλέποντας τον ήλιο να προβάλει από τις γνώριμες βουνοκορφές, ανακουφίστηκε με τη σκέψη πως η μάνα της είχε πεθάνει γρήγορα. Όταν κινήσανε με τα πόδια για την Ηγουμενίτσα, ένιωθε μια κάποια γαλήνη. Η μάνα της βρισκόταν στην εκκλησία του μαχαλά, τον Άη Δημήτρη, κοντά στα κόκαλα της αγαπημένης πεθεράς της, της Φωτεινής, κι έτσι τώρα η Όλγα μπορούσε με ήσυχη τη συνείδηση να καταπιαστεί με το ταξίδι που περίμενε τα παιδιά, πραγματοποιώντας το πεπρωμένο που λαχταρούσε γι' αυτά η Ελένη.

Η αναχώρηση από την Ηγουμενίτσα ήταν γεμάτη δάκρυα, γιατί όταν τα τέσσερα παιδιά σαλπάρανε με το φεριμπότ, που θα τα πήγαινε στην Κέρκυρα, για να πάρουν μεγαλύτερο καράβι για τον Πειραιά, άφησαν τη γιαγιά τους, τη Νίτσα και τον Αντρέα, ίσως για πάντα. Ο παππούς τους τα συνόδεψε ως την πρωτεύουσα για να τα βάλει στο υπερωκεάνιο που θα τα πήγαινε στη Νέα Υόρκη. Η Μεγάλη και η Νίτσα θρηνούσαν πως δε θα ξανάβλεπαν τα παιδιά, ενώ ο Αντρέας μόρφαζε στην προσπάθειά του να κρύψει τη συγκίνησή του. Αλλά μόλις ένα σφύριγμα τους ειδοποίησε πως ήταν ώρα να επιβιβαστούν, η Φωτεινή έπεσε πάνω του μ' ένα αποχαιρετιστήριο δώρο, μια δεκάρα που είχε καταχωνιάσει, κι ο Αντρέας έβαλε τα κλάματα. Ο Κίτσος Χαϊδής κίνησε για το ταξίδι με μαύρη διάθεση, προσπαθούσε ακόμα να πείσει τα κορίτσια να μη φύγουν από την Ελλάδα. Έμειναν τη νύχτα στην Κέρκυρα σ' ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο λιμάνι και τα παιδιά έχασκαν με τις καμάρες των δρόμων και με τις θεόρατες πλατείες. Το άλλο πρωί ανεβήκανε στο καράβι που πήγαινε στον Πειραιά. Ο Νικόλας παρατηρούσε να χάνεται το νησί στον ορίζοντα ασυγκίνητος. Από τη νύχτα που έφυγαν από το χωριό πρόσεχε να μην αφήνει τον Digitized by 10uk1s

εαυτό του να δεθεί με άνθρωπο ή τόπο. Μοναχά ο αποχαιρετισμός της γιαγιάς του και του θείου Αντρέα τον πόνεσε κομμάτι, όμως κατσούφιασε και ξέγδερνε τις μύτες στα καινούρια του παπούτσια όξφορντ και κατάφερε να φανεί αδιάφορος. Ο Γιάννης Γκατζογιάννης, ο όμορφος εικοσιεννιάχρονος γιος της Αλέξως και του Φώτου, φρόντισε να τους προϋπαντήσει στον Πειραιά και τους ανέβασε με το λεωφορείο στην Αθήνα, μια πολιτεία που ήτανε για τη φαντασία των παιδιών ασύλληπτη, μολονότι είχε ακόμα τα σημάδια του πολέμου και της καταρρέουσας ελληνικής οικονομίας. Ο Γιάννης δούλευε σερβιτόρος σε αθηναϊκό εστιατόριο και τα παιδιά είχαν θαμπωθεί με τα όμορφα ρούχα του και τους πρωτευουσιάνικους τρόπους του. Τους πήγε στο ξενοδοχείο «Κύπρος», όπου έχασκαν με τα ψηλά ταβάνια και τις πελώριες πόρτες. Τους βάλανε όλους σ' ένα δωμάτιο και ο παππούς τούς έδειξε το πιο τρανό απ' όλα τα θαύματα: ένα απόπατο μέσα σ' ένα καμαράκι στην άκρη του διαδρόμου, όπου τους έδειξε πως να τραβάνε την αλυσίδα για να τρέχει το νερό. Η Φωτεινή και ο Νικόλας μαγεύτηκαν με το συναρπαστικό θόρυβο που έκανε το τρεχούμενο νερό. Μόλις ξέφευγαν από το βλέμμα του παππού πιλαλούσαν ως την άκρη του διαδρόμου για να τραβήξουν την αλυσίδα και να παρακολουθήσουν τον καταρράχτη. Ξανά και ξανά. Τους κάλεσαν για φαγητό στο μικρό σπίτι του Γιάννη στο Κολωνάκι, όπου τα παιδιά έριχναν λοξές ματιές στην όμορφη δεκαεννιάχρονη γυναίκα του την Καίτη, με τα κοντά σγουρά μαλλιά, το φουστάνι με τις γαλάζιες βούλες και το κοκκινάδι. Όλοι ψιθύριζαν συναμεταξύ τους πως θα 'ναι καμιά παλιογυναίκα για να βάφεται έτσι. Στις 19 Φεβρουαρίου 1949, λίγο μετά την άφιξή τους, ο Κίτσος οδήγησε τη φαμελιά στην Αμερικανική πρεσβεία, όπου τους έδωσαν ένα διαβατήριο στ' όνομα της Όλγας που μόλις είχε κλείσει τα είκοσι ένα χρόνια της. Βγαίνοντας έτρεξαν να περιεργαστούν τον Αμερικάνο σκοπό που στεκόταν έξω από τη σκοπιά του, τον πρώτο μαύρο που έβλεπαν στη ζωή τους. Θωρούσαν και κοροϊδεύανε τον αμήχανο πεζοναύτη ωσότου ο παππούς τους τράβηξε πέρα μουρμουρίζοντας: «Άνθρωπος είναι κι αυτός, ζωντόβολα! Τι θαρρείτε πως είναι;». Είχανε να εγκύψουνε σε πολλά μυστήρια τις δύο βδομάδες στην Αθήνα. Η Όλγα καταπιάστηκε με τις μπερδεψιές του τηλεφώνου, κρατώντας το ακουστικό με τεντωμένο το χέρι. Ο παππούς της την πήγε να δει ένα από τα μεγάλα καταστήματα, του Λαμπρόπουλου, όπου έπεσε κατευθείαν πάνω σ' ένα τοίχο με καθρέφτη, κατόπιν εθίγη όταν απηύθυνε στις κομψοντυμένες κούκλες ένα ευγενικό «Καλημέρα», όπως την είχε μάθει η μάνα της και δεν πήρε απάντηση. «Είναι αγάλματα!» ξεφύσηξε αγαναχτισμένος ο παππούς της. «Θες να το μάθει όλος ο κόσμος πως είσαι μια απελέκητη χωριάτισσα;». Την τελευταία μέρα του Φλεβάρη, ο Κίτσος κατέβασε τα παιδιά στο λιμάνι του Πειραιά, προσπαθώντας σ' όλο το δρόμο να τα μεταπείσει να μη φύγουν, αλλά όταν έφτασε η βενζινάκατος για να τα πάρει στο μετασκευασμένο μεταγωγικό Μαρίν Καρπ, το κατωχείλι του Κίτσου άρχισε να τρέμει κάτω από τ' άσπρα μουστάκια του. «Κοιτάτε καλά αυτό τον ουρανό· δε θα τον ξαναδείτε!» μούγκρισε, σφουγγίζοντας με το μανίκι τα μάτια του. Ο Νικόλας παρατηρούσε τον πάππου του ατάραχος. Δεν ένιωθε τίποτα που έφευγε από την Ελλάδα, μόνο τρομάρα για το τι τον περίμενε. Ακολούθησε τις αδερφές του στη βενζινάκατο· όταν φτάσανε στο καράβι ανεβήκανε από την κουνιστή σκάλα στο κατάστρωμα, γεμάτο επιβάτες με παράξενα, ξενικά ρούχα. Καθώς το πλοίο σάλπαρε, κοίταξε πίσω και είδε τη ζαρωμένη μορφή του παππού του να σείει φρενιασμένα τη μαγκούρα που 'χε πελεκήσει ο ίδιος από 'να κλαδί κρανιάς, και που τόσα χρόνια στα χέρια του είχε πάρει μια λεία σκούρα γυαλάδα.

Digitized by 10uk1s

Το ταξίδι του Μαρίν Καρπ κράτησε είκοσι μία μέρες. Το καράβι πήγε πρώτα στη Χάιφα, και κατόπιν γύρισε πίσω, σταματώντας στο Παλέρμο της Σικελίας, προτού πλεύσει δυτικά για τη Νέα Υόρκη. Όταν μπήκε στο ιταλικό λιμάνι, ο Νικόλας παρακολούθησε ένα κοπάδι κουρελιάρικα ζητιανάκια όχι πιο μεγάλα από κείνον που γέμισαν την αποβάθρα γυρεύοντας από τους επιβάτες να τους ρίξουν φαγώσιμα και τσιγάρα, που τα φουμάριζαν με την αταραξία του γνώστη. Κατάλαβε πως αν δεν είχε ένα γονιό στην Αμερική, θα ήτανε κι αυτός ζητιανάκι. Επειδή η Όλγα και η Κάντα έμεναν στις κουκέτες τους με ναυτία μέσα στο κατάμεστο υπνωτήριο, έκανε ό,τι του κάπνιζε. Πέρασε το ταξίδι προσπαθώντας να μάθει το εγγλέζικο αλφάβητο και τους αριθμούς για να εντυπωσιάσει τον πατέρα που θα τους περίμενε στη Νέα Υόρκη. Το πρωί 21 Μαρτίου 1949, το Μαρίν Καρπ, κατέπλευσε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Οι πιο πολλοί μετανάστες όρμησαν να θαυμάσουν το Άγαλμα της Ελευθερίας, της «Αγίας Ελευθερίας» που έγραψε ο Χρήστος, ο Νικόλας όμως κοιτούσε με φόβο τον τόπο, όπου στις γούβες είχε βρώμικο, σταχτί χιόνι. Κατάλαβε πως είχε αφήσει μια χώρα όπου ωρίμαζαν τώρα οι πορτοκαλιές και οι λεμονιές κάτω από 'να λαμπρό γαλάζιο ουρανό για να 'ρθει σε τούτο το σκυθρωπό, αφιλόξενο μέρος. Ένα ψωμωμένο, δεκαεφτάχρονο παλικάρι από το Μπαμπούρι, ο Προκόπης Κουλίσης, στεκότανε κοντά του στην κουπαστή. Όπως το καράβι σίμωνε την αποβάθρα ο Νικόλας πρόσεξε τα κοπάδια των αυτοκινήτων που γέμιζαν τους δρόμους. «Η Αμερική κάνει πόλεμο;» ρώτησε ανήσυχος το παλικάρι. «Γιατί τρέχουν πέρα δώθε τόσα πολλά αυτοκίνητα;». «Στην Αμερική, οι κοινοί άνθρωποι έχουν αυτοκίνητο όπως οι διπλωμάτες και οι υπουργοί στην Ελλάδα», του εξήγησε ο Προκόπης. Ο Νικόλας αμίλητος το αφομοίωσε. Δεν ήθελε κανένα που να 'χει δικό του αυτοκίνητο. Οι συγκινημένοι επιβάτες ξάνοιγαν στην αποβάθρα πλήθος ανθρώπους που περίμεναν να τους καλωσορίσουν. Μπροστά μπροστά στεκόταν ένας κοντακιανός, χοντρός κύριος με ρεπούμπλικα μέγγλα και κουστούμι τρουά-πιές που πρόβαλε κάτω από το παλτό του. Ο Προκόπης Κουλίσης ήξερε το Χρήστο Γκατζογιάννη, κι ενώ ο Νικόλας έψαχνε τα πρόσωπα εκείνων που περίμεναν δίχως ν' αναγνωρίζει κανένα ένιωσε να τον ανασηκώνουν τα γερά μπράτσα του παλικαριού. Ο Χρήστος Γκατζογιάννης περιέγραφε τη σκηνή ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια, όταν ήταν ογδόντα ενός ετών: «Ήμουν στην αποβάθρα κι έβλεπα το βαπόρι. Η Όλγα με αναγνώρισε. Κι εγώ τους κουνούσα το χέρι. Ο Προκόπης Κουλίσης σήκωσε ψηλά το Νικόλα και μου τον έδειξε από το κατάστρωμα. Πρώτη φορά έβλεπα το γιο μου. Τι δάκρυα έχυσα! Κείνη τη στιγμή ράγισε η καρδιά μου!». Ο γέρος σταμάτησε, προσπαθώντας να ανακτήσει την ψυχραιμία του, ενώ δυο εγγονάκια έπαιζαν γύρω στα πόδια του. «Αρχίσανε να βγαίνουν», συνέχισε αποφασιστικά. «Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου, τα χεράκια του. Ήταν τόσο κρύα! Τα παιδιά μου!». Γύρισε απολογητικά στο μηχάνημα που κατέγραψε τα λόγια του. «Θαρρώ πως πρέπει να σταματήσω, γιατί θα με πάρουνε τα κλάματα». Ο Νικόλας συγκινήθηκε λιγότερο πρωτοαντικρίζοντάς τον πατέρα του, που ήταν πιο μικρόσωμος από τον πατριάρχη της φαντασίας του. Ο μικρός παράμερα έβλεπε με αμηχανία τη δακρύβρεχτη αντάμωση του Χρήστου με τις θυγατέρες του, ύστερα σεργιάνισε ως την άκρια του μόλου, εξετάζοντας τα μολυβένια βάθη του νερού από πολύ ψηλά. Άκουσε κάποιον να του πετάει κοφτά: «Φύγε από κει! Τι κάνεις;». Ο Νικόλας σκέφτηκε πως καλά καλά αυτόν δεν τον ήξερε και να που τον πρόσταζε κι όλας με άγρια φωνή. Αλλά σαν είδε το νοικιασμένο αυτοκίνητο που θα τους πήγαινε στη Μασαχουσέτη, ο Νικόλας Digitized by 10uk1s

άρχισε να εντυπωσιάζεται από τα πλούτη και από τη μεγαλοσύνη του πατέρα του. Και όταν σταμάτησαν κάπου στο δρόμο για ν' αγοράσουνε βενζίνη και άκουσε το Χρήστο ν' αποτείνεται στον υπάλληλο, κατέληξε πως ο άνθρωπος αυτός θα πρέπει να είναι τρομερά έξυπνος αφού μιλούσε φαρσί ετούτη την ξενική γλώσσα με τους άγριους ήχους.

Μια δισταχτική άνοιξη έκανε να ξεμυτίζουν τα μπουμπούκια μέσα από τα χιόνια του Βίτσι όταν η Γλυκερία έφτασε στην πρώτη γραμμή. Οι αντάρτες της είχανε πάρει το καφετί φουστάνι της μάνας της και της είχανε δώσει μια τετράφαρδη στολή και γουρουνοτσάρουχα για να ποδέσει τα ξυπόλυτα πόδια της. Λίγο μετά τον ερχομό τους την είχαν βάλει σκοπιά, και θυμάται πως άκουγε τους αναπάντεχους τόνους μιας ψαλμωδίας να ξεχύνονται στον αέρα από τη μεριά των κυβερνητικών θέσεων στο νότο. Ήταν ο θριαμβικός πασχαλιάτικος ψαλμός «Χριστός Ανέστη». Κοίταξε με τα κιάλια της και είδε τους φαντάρους στα χαρακώματά τους να τσουγκρίζουνε κόκκινα αυγά για να γιορτάσουν την Ανάσταση. Μολονότι καμάρωνε για το δυνατό χαρακτήρα της, τα μάτια της πλημμύρισαν στη σκέψη πως κάπου οι αδερφές της χαίρονταν το γνώριμο πασχαλιάτικο γιορτάσι χωρίς εκείνη. Η Γλυκερία γρήγορα απέδειξε πως ήταν παντελώς ανίκανη για πόλεμο. Την πήρε ο ύπνος στη σκοπιά, έδωσε το όπλο της σ' έναν αντάρτη αν και τούτο ήταν θανάσιμο παράπτωμα, κι έτρεχε σκληρίζοντας να καλυφθεί κάθε φορά που οι φαντάροι άρχισαν να σφυροκοπούν τις θέσεις τους. Όταν μια ριπή πολυβόλου έκοψε στη μέση μια φιλενάδα της από το Μπαμπούρι, την Αθήνα Λάνγκα, η Γλυκερία έκλαιγε μέρες κι αρνιότανε να πιάσει το όπλο της. Τελικά αποφάσισαν να την κάνουν τηλεφωνήτρια ώστε να χειρίζεται τον πίνακα στη σχετική ασφάλεια ενός αμπριού. Γρήγορα έγινε δεξιοτέχνισσα στο να κουμαντάρει τις κλήσεις από το μέτωπο, δουλεύοντας μαζί με άλλες τρεις ανταρτίνες στον υπόγειο θάλαμο. Τις νύχτες τοποθετούσαν τηλεφωνικά καλώδια μέσα στη γη, αρκετά βαθιά ώστε να μην τα καταστρέφουν οι οβίδες, και τα προστάτευαν με νάρκες. Βλέποντας τόσο κοντά τους κυβερνητικούς φαντάρους η Γλυκερία κυριεύτηκε από τη φιλοδοξία να περάσει στην άλλη μεριά. Ήξερε, πάντως, πως θ' αντιμετώπιζε θανάσιμο κίνδυνο και από τις δύο πλευρές, γιατί πολλές ανταρτίνες είχαν επιχειρήσει να διεισδύσουν στις κυβερνητικές γραμμές και οι φαντάροι ήταν πολύ καχύποπτοι. Οι Γκατζογιανναίοι στη Μασαχουσέτη έμαθαν πως τους χωριανούς που είχαν πάρει από το Λια τους είχαν μεταφέρει στη Σκόδρα. Κάποια μέρα, η Γλυκερία έλαβε ένα γράμμα, που είχε σταλεί εκεί στο στρατώνα κι έφτασε ως αυτήν αφού το άνοιξαν οι αντάρτες λογοκριτές. Ήταν από την Όλγα και είχε μέσα μια φωτογραφία της φαμελιάς της μπροστά στο καινούριο τους σπίτι στο Γούρστερ. Η Όλγα έγραφε πως κάθε μέρα παρακαλούσε το Θεό να γλιτώσει η Γλυκερία και να τους ανταμώσει στην Αμερική. Αφού περιεργάστηκε τη φωτογραφία, την τύλιξε προσεχτικά μέσα στο γράμμα και την έκρυψε στην τσέπη της στολής της. Λίγες μέρες αργότερα κάλεσαν τη Γλυκερία στη διοίκηση κι εκεί βρέθηκε αντιμέτωπη μ' ένα κοντό, μαυριδερό υπολοχαγό που την πληροφόρησε ότι εξετάζοντας τα χαρτιά της διαπίστωσε πως δεν είχε ακόμα την ηλικία για να στρατολογηθεί και πως ήταν ελεύθερη να επιστρέψει αμέσως στο στρατώνα στην Αλβανία. Στεκόταν εκεί πεταρίζοντας τα μάτια της, κι αναλογιζόταν πως αν έφευγε θα έχανε τη μοναδική της ευκαιρία να το σκάσει. Προσπαθώντας να φανεί πειστική, δήλωσε πως αυτή ήταν αποφασισμένη να πολεμήσει για την επανάσταση. Ο υπολοχαγός την αγριοκοίταξε καχύποπτα. «Η μάνα σου εκτελέστηκε κι εσύ λες πως μας είσαι πιστή;» τη ρώτησε. Η Γλυκερία τον αντίκοψε πως αυτή ήταν αληθινή κομμουνίστρια και γι' αυτό το λόγο η φαμελιά της την είχε εγκαταλείψει. Ο αξιωματικός την άκουγε δύσπιστος. «Θα κοιτάξω το φάκελό σου και θ' αποφασίσω», της είπε. Εκείνη τη νύχτα η Γλυκερία ξαγρύπνησε σίγουρη πως θα της άρπαζαν τη μοναδική της ελπίδα να το Digitized by 10uk1s

σκάσει. Το άλλο πρωί τη διατάξανε μαζί με μια άλλη κοπέλα να σκάψουνε δυο τάφους για δυο αντάρτες που είχανε πατήσει μια νάρκη και είχαν σκοτωθεί τη νύχτα. Φτάσανε στο μέρος όπου κείτονταν τα διαμελισμένα πτώματα και η Γλυκερία παραλίγο να ξεφωνίσει από ανακούφιση μόλις αναγνώρισε τον ένα από τους δύο, ήταν ο μελαχρινός υπολοχαγός που την είχε καλέσει την προηγούμενη μέρα. Έδωσε στο κουφάρι μια γερή κλωτσιά με το γουρουνοτσάρουχό της κι έφτυσε το μπαρουτοκαπνισμένο πρόσωπο: «Κουράδα!». Κατόπιν η μικρή, μήτε ενάμισι μέτρο μπόι, άρχισε να τραβάει το βαρύ κουφάρι για τον τάφο. Η Γλυκερία γρήγορα συνήθισε σε θεάματα που θα έκαναν την Κάντα να λιποθυμήσει από το φόβο της. Όποτε έβγαινε από το αμπρί για να πιει νερό στη γειτονική πηγή, η Γλυκερία κοιτούσε απλώς με περιέργεια καθώς περνούσε πλάι από 'να κομμένο πόδι, κιτρινόμαυρο και μαλλιαρό, γεμάτο παχιά, άσπρα σκουλήκια· περιεργάστηκε από κοντά ένα κομμένο κεφάλι, η πρησμένη γλώσσα του πρόβαλε από το στόμα που έχασκε. Πάνω στο χαλασμό μιας μάχης κάποτε βρήκε ένα ρυάκι κόκκινο από το αίμα των πτωμάτων που το 'χαν φράξει πιο ψηλά στη βουνοπλαγιά. «Αλλά διψούσα τόσο, που ήπια νερό, με τα αίματα και μ' όλα», λέει τώρα γελώντας για την πώρωσή της. Το Βίτσι, όπου ήταν τοποθετημένη η Γλυκερία, ήταν το καλύτερα οχυρωμένο από τα δύο κάστρα που είχαν απομείνει στο Δ.Σ.Ε., με 8.000 αντάρτες. Ο Γράμμος, δυτικότερα, είχε μόνο 5.000. Στις 2 Αυγούστου ο Ελληνικός Στρατός άρχισε μια παραπλανητική επίθεση στο Γράμμο με σφυροκόπημα από βαρύ πυροβολικό και αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Όπως αναμενόταν, το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών έριξε όλες τις εφεδρείες στο απειλούμενο μέτωπο. Οχτώ ημέρες αργότερα το πυροβολικό των εθνικοφρόνων στράφηκε αιφνιδίως και άρχισε να σφυροκοπεί το Βίτσι στ' ανατολικά, χτυπώντας τους απροετοίμαστους επαναστάτες από πέντε διαφορετικά σημεία. Οι αντάρτες πολέμησαν με τη δύναμη της απόγνωσης, γνωρίζοντας πως ύστερα από τρία χρόνια αγώνα τα πάντα εξαρτιόνταν από την έκβαση αυτής της μάχης, αλλά τα κυβερνητικά στρατεύματα, προπαντός οι εμπειροπόλεμοι λοκατζήδες, εισχωρήσανε βαθιά στις γραμμές τους. Όταν ο Δ.Σ.Ε. κατέρρευσε και ετράπη εις φυγήν προς την Αλβανία στις βουνοπλαγιές του Βίτσι σάπιζαν 997 νεκροί αντάρτες. Η Γλυκερία δούλευε στο υπόγειο αμπρί μαζί με μια άλλη τηλεφωνήτρια στις 10 Αυγούστου όταν ο Εθνικός Στρατός έστρεψε την προσοχή του από το Γράμμο στο Βίτσι. Πάνω από το βόμβο των ακουστικών της άκουγε τον καταιγισμό των οβίδων και των βομβών απ' έξω και ήξερε πως οι φαντάροι πλησιάζουν. Ξαφνικά τα τηλέφωνα στην πρώτη γραμμή των ανταρτών, που είχαν βουβαθεί πάνω από ώρα, κροτάλισαν ζωντανεύοντας. Μια άγνωστη αντρίκεια φωνή ρώτησε: «Τι είναι κει;». «Το σύνθημα;» αποκρίθηκε η Γλυκερία αυτόματα όπως της είχαν μάθει. Ακολούθησε παύση. «Δεν ξέρω», είπε η φωνή. Η Γλυκερία βάστηξε την ανάσα της κι έριξε μια ματιά τριγύρω, αλλά η κοπέλα που δούλευε μαζί της, η Μαρίκα, ήταν απασχολημένη μιλώντας στο μικρόφωνό της. Η Γλυκερία το συλλογίστηκε μια στιγμή. Ήταν σχεδόν σίγουρη πως η φωνή στην άλλη άκρη ήτανε φαντάρος κι όχι αντάρτης που γύρευε να τη ρίξει στη λούμπα. Μπορούσε να τον φανταστεί που ακριβώς στεκόταν· η ίδια είχε εγκαταστήσει τα καλώδια. «Άκου με προσοχή», ψιθύρισε, λοξοκοιτάζοντας ολοένα τη Μαρίκα. Περιέγραψε που είχαν την έδρα τους οι αντάρτες αξιωματικοί και που ήτανε καμουφλαρισμένα τα υπόγεια πολυβολεία, κατευθύνοντας τα πυρά του εχθρού εναντίον των συναγωνιστών της. Μόλις οι όλμοι άρχισαν να πέφτουν στους στόχους, όλο και πιο κοντά στη δική της θέση, ένας αντάρτης όρμησε στο αμπρί και είπε στις τηλεφωνήτριες να υποχωρήσουν. Έδωσε στη Γλυκερία να κουβαλήσει δύο από τα βαριά Digitized by 10uk1s

κίτρινα τηλέφωνα που έμοιαζαν με βαλίτσες. Οι δυο κοπέλες βγήκανε σε μια νύχτα κατάφωτη από τις κόκκινες αναλαμπές των σφαιρών που σφυρίζανε πάνω από τα κεφάλια τους. Προσπαθήσανε να τρέξουν με τσαλίμια στην ανηφόρα κατά τη μεριά που είχε πάρει ο αντάρτης, η Γλυκερία παραπατούσε από το βάρος των τηλεφώνων. Της είχαν πει πως πάνω στη μάχη, μπορεί να μην το καταλάβεις πως σ' έχει χτυπήσει σφαίρα, ακόμα και αν πεθαίνεις απ' την αιμορραγία, και κάθε τόσο παράταγε χάμω τα τηλέφωνα και με τα χέρια της ψαχούλευε το κορμί της μήπως ανακαλύψει καμιά λαβωματιά. Όταν οι δυο κοπέλες έφτασαν σ' ένα μέρος όπου μπόρεσαν να κοιτάζουν πίσω, είδανε πως τα κυβερνητικά τμήματα βρίσκονταν σχεδόν πλάι τους. Η Γλυκερία άδραξε το μπράτσο της Μαρίκας. «Έλα να παραδοθούμε!» ψιθύρισε. Η άλλη την κοίταξε μες στις αναλαμπές, ύστερα έπιασε το τουφέκι που κρεμόταν στον ώμο της. «Μου προτείνεις να προδώσουμε τους συναγωνιστές μας;» σημαδεύοντας με το όπλο τη Γλυκερία κατάστηθα. Οι δυο κοπέλες στέκονταν, παγωμένες κι αναποφάσιστες ενώ η Γλυκερία περίμενε τη σφαίρα που θα την τρύπαγε. Τότε μια οβίδα σκλήρισε λίγο πάνω από τα κεφάλια τους και η Μαρίκα γύρισε και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι. Η Γλυκερία παράτησε τα τηλέφωνα κι έτρεξε, κουτρουβαλώντας σε μια βαθιά ρεματιά εκεί κοντά. Κουλουριάστηκε πίσω από 'να βράχο, ζαρώνοντας το κορμί της όσο το δυνατόν μικρότερο. Τουρτουρίζοντας στο σκοτάδι, θαρρούσε πως άκουγε τριγύρω τις σφυριχτές ανάσες άλλων, όμως τίποτα δε σάλευε.. Η Γλυκερία ήταν ζαρωμένη πίσω από το βράχο ώρες, μη τολμώντας να σηκώσει το κεφάλι της, όταν άκουσε βήματα που τρέχανε. Ύστερα άκουσε μια φωνή να λέει: «Από δω, κύριε ανθυπολοχαγέ». Ήξερε πως αν ήταν κομμουνιστής, θα είχε πει: «Συναγωνιστή ανθυπολοχαγέ» αντί για «κύριε». Προσεχτικά κρυφοκοίταζε πάνω από το βράχο και είδε μια κορμοστασιά, φορούσε ένα μπερέ μ' ένα φτεράκι — τη στολή του λοκατζή. Εκείνος σκίρτησε καταπίσω όπως πετάχτηκε εμπρός του, σείοντας στο χέρι της τη φωτογραφία της φαμελιάς της και σκληρίζοντας: «Κύριε ανθυπολοχαγέ, παραδίνομαι! Οι κομμουνιστές σκοτώσανε τη μάνα μου! Ο πατέρας μου είναι στην Αμερική. Εγώ είμαι μαζί σας!». Καθώς τη ζύγωναν οι φαντάροι για να την κοιτάξουνε από κοντά, η Γλυκερία άκουσε άξαφνα φωνές απ' όλη τη ρεματιά: «Παραδίνομαι!» — τις φωνές από τις άλλες ανταρτίνες που είχαν μείνει πίσω στην υποχώρηση. Οι φαντάροι με αγριάδα οδήγησαν τις αιχμάλωτες πίσω στον καταυλισμό τους, όπου τις έκλεισαν σ' ένα συρματόπλεγμα. Η Γλυκερία καθόταν κοντά σε μια Μακεδόνισσα χωριάτισσα με μια κούνια κρεμασμένη στην πλάτη της. Οι ανταρτίνες παρακολουθούσαν φοβισμένες καθώς ένας πληγωμένος φαντάρος εκεί σιμά, με τα αίματα να τρέχουν από το στόμα και τη μύτη του, πάσχιζε να πιάσει το τουφέκι του, φωνάζοντας: «Αφήστε με να τις καθαρίσω όλες! Εγώ πεθαίνω και τούτες οι κουφάλες με φάγανε!». Στο φως της αυγής οι φρουρούμενες αιχμάλωτες παρακολούθησαν το πανόραμα της μάχης πάνω τους καθώς οι φαντάροι κυνηγούσαν τους αντάρτες κατά τις σπαρμένες με κουφάρια κορυφές. Ο αριθμός των αιχμαλώτων στο συρματόπλεγμα μεγάλωνε και η Γλυκερία τρεμούλιασε όταν είδε φαντάρους να χτυπάνε αιχμάλωτες ανταρτίνες με τους υποκόπανους των όπλων τους επειδή δε μιλούσαν ελληνικά, μόνο σλαβομακεδόνικα. Οι φαντάροι το θεωρούσαν αυτό απόδειξη πως ήτανε πιστές στους κομμουνιστές που είχαν υποσχεθεί να δημιουργήσουν στη βόρειο Ελλάδα χωριστό Σλαβομακεδονικό κράτος. Digitized by 10uk1s

Η Γλυκερία είδε ένα καβαλάρη αφάνταστα μεγαλόπρεπο να διασχίζει δύσκολα τα πλήθη των αιχμαλώτων ερχόμενος καταπάνω της· ήταν συνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού, ένας κοκαλιάρης, ηλιοκαμένος αξιωματικός καμιά πενηνταπενταριά χρονών με άγριο μουστάκι και γυαλιά. Σταμάτησε το άσπρο του άλογο ακριβώς μπροστά στην κοπέλα ίσως ξεχωρίζοντάς την επειδή τα ξανθά μαλλιά της, στο ροδοκόκκινο δέρμα της και το πλατύ κούτελό της ανάμεσα στα μελαχρινότερα πρόσωπα τριγύρω της του θύμισαν τον τόπο που γεννήθηκε. Αναμέτρησε το παιδί με την αντάρτικη στολή και είπε: «Γεια σου, μικρούλα. Είσαι Ηπειρώτισσα;». Της είπε πως ήταν ο συνταγματάρχης Κωνσταντινίδης από τη Βροσίνα, ένα χωριό είκοσι πέντε χιλιόμετρα από το Λια πάνω στον Καλαμά. Σαν έμαθε πως η Γλυκερία ήταν από το Λια, ο συνταγματάρχης τη ρώτησε αν γνώριζε τον Κίτσο Χαϊδή. «Είναι ο παππούς μου!» ανέκραξε εκείνη. Ο αξιωματικός χαμογέλασε. «Έχω κοιμηθεί στο σπίτι του», είπε. Αφού τη ρώτησε και αλλά για την οικογένειά της είπε: «Περίμενε εδώ ώσπου να επιστρέψω. Πάω για να σε βγάλω από δω». Γύρισε σε λιγότερο από ώρα και την πήρε στη σκηνή της διοικήσεως, όπου της είπαν να υπογράψει κάτι χαρτιά και τη ρώτησαν για τις θέσεις και τις οχυρώσεις των ανταρτών. Ένας φαντάρος με μια μικρή φωτογραφική μηχανή τράβηξε μια φωτογραφία της κοπέλας με τη στολή, να δείχνει σοβαρή στο συνταγματάρχη και σε άλλους στρατιωτικούς τα βουνά απ' όπου είχε έρθει. Ο συνταγματάρχης Κωνσταντινίδης της είπε πως είχε κανονίσει να την πάνε στο στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Καστοριά, όπου θα τη μεταχειρίζονταν πιο ανθρωπινά απ' ό,τι τους αιχμαλώτους που τους υποψιάζονταν για κομμουνιστικά φρονήματα και τους έστελναν στην Κοζάνη. «Γνωρίζω κάποιον από το χωριό σου που έχει κάμποσα μαγαζιά στην Καστοριά», είπε. «Είναι παράγων της πόλεως και μπορεί να διευθετεί ζητήματα που άλλοι δεν μπορούν. Θα τον ειδοποιήσω να σε βγάλει από το στρατόπεδο και να σε φροντίσει. Λέγεται Χρήστος Τάτσης. Τον γνωρίζεις;». Η Γλυκερία διαβεβαίωσε ψέματα το συνταγματάρχη πως τον γνώριζε, και κείνος κατάφερε να τη στείλουν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως έξω από την Καστοριά. Ο Χρήστος Τάτσης, ένας ψηλός, γκριζομάλλης με μεγάλη μύτη και καλόκαρδο χαμόγελο, πήγε να επισκεφθεί την κοπέλα κάμποσες φορές, αλλά του πήρε δυο βδομάδες ώσπου να πείσει τις στρατιωτικές αρχές να την αφήσουν υπό την επίβλεψή του. Τη βροχερή μέρα που βγάλανε από τη σιδερόφραχτη πύλη του στρατοπέδου τη Γλυκερία, την πήγανε στο αστυνομικό τμήμα στην πόλη για να υπογράψει και αλλά χαρτιά όπου αποκήρυσσε κάθε σχέση με τους κομμουνιστές. Ύστερα ο μαγαζάτορας κράτησε ιπποτικά την ομπρέλα του για να προφυλάξει την κοπέλα κατά τη σύντομη διαδρομή ως το σπίτι του, η Γλυκερία όμως αρνήθηκε έχοντας επίγνωση τι θέαμα παρουσίαζε με τη ρυπαρή στολή και τα θεόρατα γουρουνοτσάρουχα, τα μαλλιά της κολλημένα και μπερδεμένα κι όλο της το κορμί γεμάτο κόκκινα σημάδια από τις ψείρες. «Κάντε μου τη χάρη, κύριε Τάτση, εγώ θα έρχομαι πίσω σας», τον παρακάλεσε, «έτσι δε θα καταλάβει κανείς πως με γνωρίζετε». Ο μαγαζάτορας καταπιάστηκε να μεταμορφώσει την κουρελιάρα μικρή ανταρτίνα με τη βοήθεια της γριάς μάνας του και της αδερφής του. Έκαψαν τη στολή της, της αγόρασαν καινούρια φουστάνια και της κόψανε τις μακριές κοτσίδες, που παραήταν μπερδεμένες για να τις χτενίσουν. Κάθε μέρα η αδερφή την μπανιάριζε σε μια μεγάλη ξύλινη σκάφη και της έβαζε μια πρακτική αλοιφή πάνω στα κόκκινα σημάδια. Την ταΐζανε ωσότου το πρόσωπό της ξαναπήρε την αλλοτινή στρογγυλάδα του. Τέλος ο Χρήστος Τάτσης τηλεγράφησε στον ξάδερφό του Λέοντα Τάτση, που ήταν χονδρέμπορος ειδών παντοπωλείου στο Γούρστερ της Μασαχουσέτης, και θα ήξερε πως να έρθει σ' επαφή με το Χρήστο Γκατζογιάννη. Τη νύχτα σης 24 Αυγούστου 1949, στην ταπετσαρισμένη με τριανταφυλλάκια κρεβατοκάμαρα, που Digitized by 10uk1s

μοιραζόταν με την Κάντα και τη Φωτεινή στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου που είχε νοικιάσει ο πατέρας της για την καινούρια του οικογένεια στην Γκρήντεϊλ Άβενιου, η Όλγα Γκατζογιάννη ονειρεύτηκε τη μάνα της. Ήταν τέσσερις μέρες πριν από την επέτειο του θανάτου της. Στ' όνειρο, η Ελένη είπε στη μεγαλύτερη θυγατέρα της να ορμηνέψει τ' άλλα παιδιά να βγάλουνε τα πένθιμα μαύρα και ν' αρχίσουν πάλι να τραγουδούν και να χορεύουν, γιατί η Γλυκερία ήταν ζωντανή και γρήγορα θα τους αντάμωνε. Το άλλο πρωί η Όλγα πήγε στο μπάνιο όπου ξυριζόταν ο πατέρας της και του είπε τ' όνειρό της. Ο Χρήστος κοίταξε σκυθρωπός μέσα στον καθρέφτη και είπε: «Μπορεί να σημαίνει πως εχτές τη νύχτα η Γλυκερία σκοτώθηκε, όπου και να βρίσκεται». Φαινόταν τόσο σίγουρος και απελπισμένος που η Όλγα έβαλε τα κλάματα. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, τ' αναφιλητά της ήταν ασυγκράτητα, δεν μπορούσε ν' απαντήσει, έτσι ο πατέρας της παράτησε το ξυράφι του και σήκωσε το ακουστικό. Τηλεφωνούσε η Χρυσούλα Τάτση, η νεαρή γυναίκα του Λέοντα Τάτση, μια από τις πρώτες Λιώτισσες που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική πριν από τον πόλεμο. Άρχισε να του λέει την είδηση με το μαλακό: «Χρήστο, είχες κανένα νέο από τη Γλυκερία;» ρώτησε. Το πρόσωπό του συννέφιασε: «Όχι, θαρρώ πως θα 'χει πια σκοτωθεί», της αποκρίθηκε. «Η Όλγα είδε χτες τη νύχτα ένα όνειρο για κείνη και φοβάμαι πως είναι κακό σημάδι». Η Όλγα έπνιξε τους λυγμούς της ν' ακούσει τι έλεγε ο πατέρας της. Ανασκίρτησε από 'να επιφώνημα χαράς κι από τα λόγια που ξεφώνιζε ο πατέρας της: «Χρυσούλα, φέρε το τηλεγράφημα εδώ και θα σε φιλήσω, κι ας είσαι παντρεμένη!».

Τα λείψανα των ανταρτικών δυνάμεων που είχαν εκδιωχθεί από το Βίτσι στα μέσα Αύγουστου ανασυγκροτήθηκαν μαζί με τους στερνούς επιζώντες συναγωνιστές τους στο Γράμμο για την τελευταία απεγνωσμένη αντίσταση. Στις 28 Αυγούστου 1949, η υψηλότερη κορυφή του Γράμμου καταλήφθηκε από τον Εθνικό Στρατό και οι αντάρτες κατατροπώθηκαν. Ήταν ακριβώς ένας χρόνος από τη μέρα που είχε εκτελεστεί η Ελένη Γκατζογιάννη. Δύο μέρες αργότερα, όλες οι εχθροπραξίες ανάμεσα στους αντάρτες και τον Εθνικό Στρατό σταμάτησαν. Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Στις 10 Φεβρουαρίου 1950, το ατμόπλοιο Λα Γκουάρντια μπήκε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, όπου ο Χρήστος Γκατζογιάννης περίμενε ν' ανταμώσει και το τελευταίο από τα παιδιά του. Πήγε τη Γλυκερία κατευθείαν στο σπίτι της Γκρήντεϊλ Άβενιου, που είχε προετοιμαστεί για την άφιξή της αποχτώντας καινούρια επίπλωση με εκθαμβωτικό καφετί βελούδο. Τα παιδιά είχαν βγάλει τα μαύρα και φορούσαν καινούρια ανοιχτόχρωμα ρούχα. Παρά τις διαμαρτυρίες του πατέρα της, η Κάντα έφτασε στο σημείο να κόψει τα μαλλιά της κοντά. Καμιά δεκαριά Έλληνες μετανάστες από το Λια είχαν μαζευτεί στο μικρό καθιστικό. Δημοσιογράφοι από την τοπική εφημερίδα του Γούρστερ περίμεναν για να περιγράψουν την άφιξη της Γλυκερίας στη νέα πατρίδα της. Φωτογράφησαν την κοπέλα χαμογελαστή, να κρατάει μια κούκλα με ελληνική φορεσιά. Ο πατέρας της είπε στους δημοσιογράφους πως τώρα η κόρη του έπρεπε να μάθει εξ αρχής πως να είναι νέα κι ευτυχισμένη. Εκείνη τη νύχτα τα πέντε παιδιά έμειναν ως αργά κουβεντιάζοντας μ' έξαψη, γελώντας και κλαίγοντας καθώς ανιστορούσαν τις περιπέτειές τους στους είκοσι ένα μήνες που είχαν Digitized by 10uk1s

αποχωριστεί. Αποφύγανε το θέμα του χαμού της μάνας τους γιατί η πληγή ήτανε ακόμα πολύ νωπή. Αν και ο πατέρας τους τους είχε εξασφαλίσει τρία κρεβάτια, αποκοιμήθηκαν όλα μαζί στριμωγμένα σ' ένα, όπως κοιμόντουσαν στο πάτωμα της κουζίνας μπροστά στο τζάκι στο Περιβόλι, πλάι στη μάνα τους. Η Ελένη δεν ήτανε μαζί τους είχε όμως εκπληρώσει το σκοπό, που γι' αυτόν πάλεψε δέκα ολόκληρα χρόνια πολέμου κι επανάστασης πεθαίνοντας τελικά η ίδια. Τα παιδιά της ήταν όλα μαζί σώα και ασφαλή στη χώρα, που εκείνη δεν έζησε για να την αντικρίσει.

Digitized by 10uk1s

Μ μππττοο πέέμ Μέέρροοςς π Α Η ΨΗ ΛΥΥΨ ΑΛ ΚΑ ΑΚ ΝΑ ΑΝ

Αλλ' από κάθε έγκλημα γεννιούνται σφαίρες που κάποια μέρα θ' ανακαλύψουνε που βρίσκεται η καρδιά σου Πάβλο Νερούδα

Digitized by 10uk1s

Μνησιπήμων πόνος Όταν η μοίρα χάρισε πέντε παιδιά στον πατέρα μου, που είχε ζήσει σαν μπεκιάρης τα πενήντα έξι χρόνια του, ανέλαβε το ρόλο του Έλληνα οικογενειάρχη, και επωμίσθηκε το βάρος να μας αναστήσει, ευθύνη που ανέκαθεν την είχε η μάνα μου. Λίγο μετά τον ερχομό μας έκλεισε το μαγαζί όπου δούλευε μάγειρας για πιάτα της ώρας, αλλά εκείνος φόρεσε το καλύτερο τρουά-πιές κουστούμι του και την γκριζοκόκκινη ρεπούμπλικα, κι έχοντάς με καταπόδι του, περπατήσαμε τους δρόμους του Γούρστερ ωσότου βρήκε άλλη δουλειά σ' ένα εστιατόριο που τον πλήρωνε 50 δολάρια τη βδομάδα. Δεν ήταν δυνατόν να ζήσουμε μόνο με το μισθό του, έτσι οι τρεις μεγαλύτερες αδερφές μου πιάσανε δουλειά σ' ελληνικής ιδιοκτησίας εργοστάσιο αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, όπου η γνώση της αγγλικής δεν ήταν απαραίτητη. Την αδερφή μου τη Φωτεινή κι έμενα, έντεκα και δέκα χρονών, μας έστειλαν στο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς, που δεν είχε τμήμα για μη αγγλόφωνους μαθητές. Την πρώτη μέρα βρεθήκαμε σε μια απροσδιόριστη τάξη γεμάτη παιδιά με όλα τα σουλούπια και τα μπόγια που όπως γρήγορα καταλάβαμε ήταν όλα καθυστερημένα. Σύντομα κατάφερα να μάθω αρκετά εγγλέζικα ώστε να προβιβαστώ σε κανονική τάξη. Προς μεγάλη μου έκπληξη, η δασκάλα δεν έδερνε τους μαθητές της αλλά μου αγκάλιαζε τον ώμο ενθαρρυντικά όποτε αγωνιζόμουν να πω την ανάγνωση, μητρική χειρονομία που άγγιζε μέσα μου κάποιο πηγάδι μοναξιάς. Μολονότι η Φωτεινή έπαιρνε καλούς βαθμούς στην Ελλάδα, δεν προσαρμόστηκε ποτέ ολότελα στα σχολεία της Αμερικής και τα παράτησε αμέσως μόλις έφτασε στην ηλικία που σταματάει η υποχρεωτική εκπαίδευση — στα δεκάξι. Ο πατέρας μου έστρεψε αμέσως την προσοχή του στο ζήτημα που ήταν η πιο μεγάλη σκοτούρα της μάνας μου: ν' αποκαταστήσει με καλούς συζύγους τις τέσσερις θυγατέρες της. Μέσα σε δέκα χρόνια από τον ερχομό μας στην Αμερική, όλες οι κοπέλες είχανε βρει γαμπρό, αρχινώντας από τη μεγαλύτερη και κατεβαίνοντας. Αν και η Όλγα είχε χάσει την πολύτιμη προίκα της, η αμερικανική ιθαγένεια της ήταν αρκετή προίκα. Λίγους μήνες μετά τον ερχομό μας, έφτασε ένα γράμμα με την ταχυδρομική ένδειξη, «Καστοριά, Ελλάς», από 'να νεαρό γανωτζή, τον Κωνσταντίνο Μπαρτζώκη, που η φαμελιά του έμενε πρώτα στο Λια. Γι' αυτό τιμούσε τόσο το όνομα Γκατζογιάννης, έγραφε ο νέος, που θα το θεωρούσε τιμή του αν ο πατέρας μου τον λογάριαζε για υποψήφιο σύζυγο οποιασδήποτε από τις θυγατέρες του. Ο Χρήστος απάντησε πως τον δεχόταν γαμπρό για τη μεγαλύτερη, και θα του ετοίμαζε τα χαρτιά να μεταναστεύσει. Η Όλγα είχε εγκαταλείψει τ' όνειρό της να παντρευτεί μόνο επιστήμονα και αορίστως θυμότανε τον ψηλό, μαυρομάτη Κωνσταντίνο που επισκεπτόταν τους συγγενείς του στο Λια όταν εκείνη ήτανε κοπελίτσα. Όταν έφτασε ο γαμπρός, ο πατέρας μου του βρήκε δουλειά, να φτιάχνει τις σαλάτες, στο εστιατόριο που κι αυτός εργαζόταν, και μάλιστα μας επιτρέψανε να χρησιμοποιήσουμε μια από τις ιδιαίτερες αίθουσες για το γεύμα και για το χορό που ακολούθησαν το γάμο. Στα 1954 ο πατέρας μου είχε βάλει στην άκρη αρκετά χρήματα για να στείλει την Κάντα στην Ελλάδα, φαινομενικά για να πουλήσει το μισό μαγαζί που είχε ακόμη στα Γιάννινα αλλά και να ξοδέψει το τίμημα ώστε να ετοιμαστεί για το γάμο της, αφού βρήκε τον κατάλληλο γαμπρό υπό την επιτήρηση του παππού μου.

Digitized by 10uk1s

Από τη στιγμή που την προϋπάντησε ο Κίτσος στο καράβι στον Πειραιά, κατακλύσανε την Κάντα χιονοστρόβιλος οι προσκλήσεις από το συγγενολόι ανύπαντρων παλικαριών, ωστόσο μοναχά σαν έφτασε στο Λια και συνάντησε ένα λεπτό νέο με μουστάκι, τον Ευάγγελο Στράτη, η Κάντα το αποφάσισε. Λίγες μέρες μετά τη συνάντησή τους έγινε ο επίσημος αρραβώνας, και μετά το γάμο, η Κάντα γύρισε στη δουλειά της, στην παραγωγή του Τέιμπλ Τοκ Μπέικερις στο Γούρστερ ωσότου επιτρέψανε στον άντρα της να μεταναστεύσει και βρήκε δουλειά σε κάποιον Έλληνα μανάβη. Ένα πάτωμα δεν έφτανε πια για να στεγάζεται η φαμελιά μας που μεγάλωνε, έτσι ο πατέρας μου αγόρασε ένα τριώροφο ξύλινο σπίτι στο Γούρστερ για 13.000 δολάρια. Η Όλγα και ο Κωνσταντίνος με το νεογέννητο μωρό τους έμεναν στο πάνω πάτωμα, η Κάντα και ο άντρας της στο μεσαίο, και οι υπόλοιποι μέναμε στο ισόγειο. Η Γλυκερία είχε πια παλιώσει στο Τέιμπλ Τοκ όταν πήγαμε οικογενειακώς σ' ένα συγγενικό σπίτι στο Γούρστερ να καλωσορίσουμε τον Προκόπη Οικονόμου, είκοσι οχτώ χρονών, που μόλις είχε φτάσει από το Μπαμπούρι, αφού είχε βρει δουλειά σ' ένα εργοστάσιο υποδημάτων στο Γούρστερ. Η Γλυκερία εντυπωσιάστηκε από την αφέλεια και την ντομπροσύνη στο στρογγυλό του πρόσωπο. Όταν, σε ένα ελληνικό πικνίκ, ο Προκόπης άρχισε να τραγουδάει παλιά τραγούδια της αγάπης και να την κοιτάζει με νόημα, εκείνη κατάλαβε πως ο θαυμασμός της είχε βρει ανταπόκριση. Αν και δεν είχε το ελεύθερο η Γλυκερία να βγαίνει ραντεβού, οι δυο τους κουβεντιάσανε στο τηλέφωνο. Ο Προκόπης της εξήγησε πως δεν μπορούσε να παντρευτεί πριν αποκατασταθεί η αδερφή του στην Ελλάδα. Όμως η Γλυκερία δεν είχε χάσει την επιμονή της κι έταξε προθεσμία στο νεαρό να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις του ή να μην της ξαναμιλήσει ποτέ. Τελικά ο Προκόπης αψήφησε τους γονιούς του και παντρεύτηκε τη Γλυκερία στα 1956. Η Φωτεινή ήταν η μόνη που διάλεξε τον άντρα της ολομόναχη. Πήγε με τον πατέρα μας στην ονομαστική γιορτή ενός συγγενή στη Φιλαδέλφεια όπου συνάντησε έναν όμορφο νεαρό επιπλοποιό από το Φατήρι, το Μηνά Μπότο. Γυρνώντας, η Φωτεινή ανάγγειλε στις αδερφές της πως ήτανε ερωτευμένη. Την προειδοποίησαν να μην πάρει τέτοια απόφαση μονάχη, σε ηλικία δεκαεννιά χρονών, αλλά η Φωτεινή έμεινε αμετάπειστη. Ο μοναδικός έρωτας στα τέσσερα κορίτσια ήταν και ο μοναδικός γάμος που κατέληξε σε διαζύγιο. Η Ελένη Γκατζογιάννη είχε περάσει τις γέννες τεσσάρων θυγατέρων προτού τελικά γεννήσει το γιο, οι θυγατέρες της όμως έφεραν στον κόσμο συνολικά οχτώ αγόρια και μόνο δύο κορίτσια. Η Όλγα, που ποτέ δεν έμαθε καλά τα εγγλέζικα ή την περίπλοκη αμερικάνικη ζωή, γέννησε τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Όλα τα παιδιά της άρχισαν την πρώτη δημοτικού μιλώντας μόνον ελληνικά, ωστόσο αποφοίτησαν από ονομαστά κολέγια για να γίνουν δικηγόροι ή γιατροί. Κάτω από το βάρος των οικογενειακών υποχρεώσεων, ο πατέρας μου αναδείχθηκε σε ευυπόληπτο πατριάρχη, όχι μόνο της καινούριας του φαμελιάς, αλλά και της αναπτυσσόμενης κοινότητας των προσφύγων από το Λια. Εγγυήθηκε διαδοχικά για όλους τους συγγενείς που μας ακολούθησαν στο Γούρστερ, ωσότου ο Χρήστος Γκατζογιάννης έγινε ο νονός της μεγάλης κοινότητας από το Λια και το Μπαμπούρι που εγκαταστάθηκε εκεί. Στα εβδομήντα και στα ογδόντα τόσα χρόνια του, ο πατέρας μου καθόταν με βασιλική αρχοντιά στην τιμητική θέση στο ετήσιο καλοκαιρινό πικνίκ που οργάνωναν οι Λιώτες του Γούρστερ. Ένα φίδι από χορευτές στριφογύριζε γύρω του κάτω από τη σκιά των βελανιδιών, και οι εκατοντάδες μετανάστες που του χρωστούσαν τη νέα τους ζωή εκφράζανε το σεβασμό τους για κείνον. Αν και πολλές πετούσανε τη σκούφια τους για τον επιφανή χήρο, ποτέ δε σκέφτηκε να ξαναπαντρευτεί μετά το χαμό της μάνας μου και ποτέ δεν τον άκουσα να μιλήσει γι' άλλη γυναίκα.

Digitized by 10uk1s

Αν ο πατέρας μου ήταν ο νονός της κοινότητας των μεταναστών, εγώ έγινα ο συμβουλάτορας αφότου μπήκα με υποτροφία στο κολέγιο. Ως ο μόνος μορφωμένος Έλληνας, ανέλαβα να φτιάχνω όλα τα χαρτιά για τις μεταναστεύσεις, τις αιτήσεις για την κτήση της ιθαγένειας, τις φορολογικές δηλώσεις και τις ιατρικές βεβαιώσεις του ακμαίου ελληνικού πληθυσμού. Βοηθούσα για να γραφούν τα παιδιά τους στο σχολείο και μετέφραζα όποτε ήτανε ανάγκη ανάμεσα σε συχωριανούς μου και σε Αμερικανούς γιατρούς, δασκάλους και δικαστές. Όταν γύρισα στο Λια για πρώτη φορά στα 1963 κουβαλούσα ένα πορτοφόλι, παραγεμισμένο με χρήματα που έστελναν δώρο οι μετανάστες του Γούρστερ στους συγγενείς τους στην πατρίδα. Οι Έλληνες μόλις πατούσαν στο αμερικανικό έδαφος αφομοίωναν την καλβινική εργασιακή ηθική, λησμονούσαν το μεσημεριανό ύπνο και τις μακρόσυρτες, αργόσχολες ώρες στα καφενεία για να δουλέψουν δεκατέσσερις ώρες την ημέρα — άντρες, γυναίκες και παιδιά πλάι πλάι. Πλήρωναν τοις μετρητοίς για τα σπίτια τους και τ' αυτοκίνητά τους. Πολλοί από τους Έλληνες της Μουργκάνας στο Γούρστερ, ανάμεσά τους και οι τέσσερις γαμπροί μου, έβαλαν στην άκρη αρκετά ώστε ν' ανοίξουν τελικά πιτσαρίες σε διάφορα μέρη της Νέας Αγγλίας. Σε κείνο το πρώτο μου ταξίδι στην πατρίδα στα 1963 συνδέθηκα με τον παππού, τον πατέρα της μάνας μου. Στη νιότη μου ήταν τόσο απρόσιτη μορφή, αλλά μεγάλοι, γινήκανε φίλοι, όταν μου αποκάλυψε, σαν μια χειρονομία συμφιλίωσης, το μυστικό για τον Τούρκο που είχε σκοτώσει τότε που η μάνα μου ήτανε παιδί. Στα 1967 η γιαγιά μου, η Μεγάλη, πέθανε ογδόντα πέντε χρονών. Ήταν παντρεμένη με τον παππού μου εβδομήντα ένα χρόνια, αφότου και οι δυο τους ήταν σχεδόν παιδιά. Αν και ο Κίτσος καυγάδιζε με τη γυναίκα του κάθε μέρα, δεν μπόρεσε να ζήσει χωρίς εκείνη. Αρρώστησε και πέθανε ένα μήνα αργότερα. Καθώς έσβηνε η ζωή του, ακούμπησε τρεις χρυσές λίρες, που από χρόνια τις έκρυβε, πάνω σένα τραπέζι κοντά στο κρεβάτι του και είπε πως θα τις έδινε στον πρώτο που θα του 'λεγε ότι ο Νικόλας ανηφορίζει το βουνό. Αλλά μια κρίση στη δημοσιογραφική δουλειά μου με καθυστέρησε και πέθανε χωρίς να πάρει κανείς τα συχαρίκια. Ο παππούς μου από χρόνια είχε με τον μπάρμπα μου το Φώτο ανταγωνισμό για το ποιος θα έθαβε τον άλλο. Ο παππούς μου ήταν ογδόντα εφτά όταν πέθανε και ο Φώτος ήταν τότε ογδόντα πέντε. Σήμερα ο Φώτος είναι εκατό, ο Μαθουσάλας της Μουργκάνας. Εξακολουθεί να πηγαίνει στο κυνήγι και κάθε μέρα σκαρφαλώνει την απότομη βουνοπλαγιά από το σπίτι του ως το καφενείο στην πλατεία του χωριού, τσουγκρίζοντας το πρώτο ποτήρι τσίπουρο πριν από το μεσημέρι. Το μυαλό του και η δηκτική γλώσσα του είναι κοφτερή όπως πάντα καθώς γνέθει ιστορίες από τη μακριά ζωή του πως σκότωσε τον Τούρκο που πρόσβαλε την πρώτη γυναίκα του στα 1909· πως ξέθαψε το λείψανο της δεύτερης γυναίκας του, της Αλέξως, που την εκτελέσανε οι κομμουνιστές· πως χαράμισε τη ζωή του ο γιος του ο Κώστας γυρεύοντας μάταια να εκδικηθεί τους φονιάδες της μάνας του. Μετά την εκτέλεση της Αλέξως, ο θειος μου πήρε και τρίτη γυναίκα, σαράντα χρόνια νεότερή του, που του φροντίζει το σπίτι, τα ζωντανά και το περιβόλι, αφήνοντάς τον ήσυχο να χαίρεται τη μακροζωία του. Καθόλου δεν ενοχλείται ο Φώτος να πίνει στο ίδιο τραπέζι με χωριανούς που καταθέσανε εις βάρος της Αλέξως στη δίκη της. Ο πατέρας μου ο Χρήστος, σχεδόν φτυστός ο αδερφός του στο παρουσιαστικό αλλά τελείως διαφορετικός στο χαρακτήρα, φαινόταν πως διαθέτει και τη ζωτικότητα του Φώτου, όμως ζυγώνοντας τα ενενήντα, η υγεία του άρχισε να κλονίζεται. Δεν μπορεί πια να οδηγήσει την Όλντσμομπίλ του στο Γούρστερ για να επισκέπτεται τον τεράστιο κύκλο των συγγενών και θαυμαστών. Ενώ ο Φώτος φαίνεται προορισμένος να ζήσει για πάντα, ο πατέρας μου έχει τώρα τσακίσει, το μυαλό του τριγυρνάει στις τραγωδίες του παρελθόντος, ανήμπορος να περπατήσει, η Digitized by 10uk1s

καρδιά του και τα πνεμόνια του εξασθενίζουν. Ο θειος μου συχνά καυχιέται πως έζησε τόσο πολύ επειδή έριχνε πίσω του τις τραγωδίες της ζωής του, αλλά τον πατέρα μου τον έχει κυριέψει σαν έμμονη ιδέα όλο και πιο έντονη ο άδικος χαμός της μάνας μου. Σε τούτο, του μοιάζω. Τα χρόνια που έμεινα στην Ελλάδα ως δημοσιογράφος, συνεχώς κάτι με τραβούσε πίσω στο Λια. Το χωριό σιγά σιγά πέθαινε· μοναχά μερικές εκατοντάδες γέροι είχαν απομείνει καθώς τα παιδιά τους μετακινούνταν στα μητροπολιτικά κέντρα αναζητώντας καλύτερη ζωή. Καταπιάστηκα με σχέδια για την αναζωογόνηση του χωριού: να βρω κρατικά χρήματα για νέο σύστημα υδρεύσεως, να συστήσω μια εταιρία αναπτύξεως που θα χρησιμοποιούσε δωρεές από Αμερικάνους Λιώτες για να ανοικοδομηθούν χαρακτηριστικά ιστορικά στοιχεία του χωριού και που θα συγκέντρωνε κεφάλαια για να κατασκευαστεί ένας ξενώνας με δέκα δωμάτια, εστιατόριο κι ένα κατάστημα που θα πουλούσε τα αντικείμενα της τοπικής χειροτεχνίας, έργα λαϊκής τέχνης σε χαλκό και σε ξύλο, που κινδύνευε να πεθάνει. Στην αρχή δεν κάθισα να σκεφτώ γιατί καταπιανόμουν μ' αυτά τα σχέδια ωσότου μια μέρα μου είπανε την παρατήρηση, που 'χε κάνει ο θείος Αντρέας. Κάποιος του είπε: «Είναι θαυμάσια όσα φτιάχνει ο Νικόλας για τους χωριανούς» και κείνος αποκρίθηκε με σκληρό σαρκασμό: «Ε, βέβαια, τους το χρωστάει! Στο κάτω κάτω, σκοτώσανε τη μάνα του!». Όταν κάθισα να εξετάσω τα κίνητρά μου, κατάλαβα πως ασυνείδητα προσπαθούσα ν' ανεγείρω στη μάνα μου ένα μνημείο, για ν' απαθανατίσει τις αγαθοεργίες της στο χωριό — ένα μνημείο που δε θα το γκρέμιζαν ή δε θα το βεβήλωναν όπως μια ταφόπετρα ή ένα ξωκλήσι. Τα σχέδια αυτά θα ήταν καθημερινή ορατή υπόμνηση της ύπαρξής της, μα θα ήταν και αδιάλειπτος ψόγος σε όσους την είχανε προδώσει, απόδειξη ότι δεν κατάφεραν ν' αφανίσουν την Ελένη Γκατζογιάννη και τα παιδιά της. Οι αδερφές μου δε συμμερίζονταν το ενδιαφέρον μου για το χωριό ή την προσήλωσή μου στην Ελλάδα. Όπως ο θειος μου και η θεια μου, θεωρούσαν τους χωριανούς υπεύθυνους για τη μοίρα της μάνας μου και γυρίσανε την πλάτη στον τόπο όπου είχαν υποφέρει τόσα. Επωφελήθηκαν απ' όλα τα λούσα, τις ανέσεις και τις ευκαιρίες που προσφέρει η Αμερική, και υπακούοντας στις ορμήνιες της μάνας μου, επιμένανε πως δε νοσταλγούσαν την παλιά πατρίδα. Και στο ζήτημα της εκδίκησης του χαμού της μάνας μας δε συμφωνούσα με τις αδερφές μου. Ήταν σίγουρες πως κάποτε, ο Θεός, θα τιμωρούσε τους φταίχτες. «Σιγά σιγά, όταν θα 'ρθει η ώρα θα ζυγώσει η Δίκη τούς φαύλους και θα τους αρπάξει», είναι άρθρο πίστεως ριζωμένο στον πρώιμο ελληνιστικό στοχασμό. «Και των πονηρών όσοι την παραυτίκα πληγήν εκφυγείν έδοξαν, ου μετά πλείονα χρόνον αλλ' εν πλείονι χρόνω τιμωρίαν μακροτέραν ου βραδυτέραν τίνουσιν» βεβαίωνε ο Πλούταρχος στην πραγματεία του «Περί των υπό του θείου βραδέως τιμωρουμένων».

Από τα παιδικά μου χρόνια δε συμμεριζόμουν τη μακάρια πεποίθηση των αδερφάδων μου πως καλύτερα ν' αφήνει κανείς να τιμωρεί ο Θεός, μολονότι αντιλαμβανόμουν γιατί την ασπάζονταν. Είχανε ζήσει περσότερα χρόνια από μένα στο καζάνι της εμπόλεμης Ελλάδας όπου η τραγωδία έπιπτε επί δικαίων και αδίκων, και όσα είχανε δει τα μάτια τους τις είχαν κάνει μοιρολάτρισσες. Στην πολεμική δεκαετία από τα 1939 ως τα 1949, ο ένας στους δέκα Έλληνας σκοτώθηκε — 450.000 Digitized by 10uk1s

κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και 150.000 κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Απ' όσους επιζήσανε, κάπου 100.000 είχαν εξοριστεί πίσω από το Παραπέτασμα, μερικοί με τη θέλησή τους, πολλοί δια της βίας. Οικογένειες διαμελίστηκαν και για πολλά χρόνια δεν ξανάσμιξαν, συχνά ποτέ. Τα παιδιά που πήρανε με το παιδομάζωμα από τα χωριά της Μουργκάνας τα έστειλαν στη Ρουμανία, ενώ οι γονείς τους βρέθηκαν στην Ουγγαρία ή την Πολωνία· οι κοπέλες που στρατολογήθηκαν ανταρτίνες κατέληξαν στη Ρωσία ή την Τσεχοσλοβακία. Δεν είναι παράξενο που απλοϊκές χωριάτισσες, όπως οι αδερφές μου, έβλεπαν τον εαυτό τους σαν ανίσχυρα πιόνια του πεπρωμένου. Οι Ελληνίδες μέσα στους αιώνες σχεδόν άλλο τίποτα δεν μπορούσαν να κάνουν παρά να υποτάσσονται στην τραγωδία προσπαθώντας να επιζήσουν. Μοναχά οι άντρες είχαν να παλέψουν με τη Μοίρα, κι ας ήταν ο αγώνας τόσο άνισος. Ο άντρας είχε επίσης την ευθύνη να εκδικηθεί τις συμφορές των πιο ανυπεράσπιστων μελών της φαμελιάς του. Αν και ήμουν μόλις εννιά χρονών παιδί όταν έφτασα στην Αμερική, ήξερα από τότε πως θα 'ρθει η μέρα που θα πρέπει κάπως να εκδικηθώ τους φονιάδες της μάνας μου. Αυτό ήταν το μοναδικό βάλσαμο για κείνο που έλεγε ο Αισχύλος: «μνησιπήμων πόνος» — «κι αντίς για ύπνο στάζει μες στην καρδιά ο πόνος από τη θύμηση της συμφοράς».

Στα χρόνια που εγώ μεγάλωσα στην Αμερική, οι αδερφές μου ενίσχυαν την πεποίθησή τους πως ο Θεός θα τιμωρούσε τους φταίχτες, αναφέροντας την τύχη εκείνων που ανακατωθήκανε στο χαμό της μάνας μου. Καθώς σιγά σιγά μας φτάνανε ειδήσεις από την Ελλάδα, στην αρχή φαινόταν πως η θεία τιμωρία χτυπούσε έναν έναν ανελέητη. Ο Προκόπης και ο Σπύρος Σκεύης, τα δυο αδέρφια που έσπειραν τους σπόρους του κομμουνισμού στο Λια, σκοτώθηκαν κι οι δυο προτού τελειώσει ο πόλεμος. Ο Προκόπης, ο διανοούμενος και ο φημισμένος ρήτορας, σκοτώθηκε από μια αδέσποτη σφαίρα που τον βρήκε στο στόμα στην πρώτη του μάχη μόλις έφυγε από τη Γιουγκοσλαβία το καλοκαίρι του 1949. Ο αδερφός του, ο φλογερός ταγματάρχης που διοικούσε ένα τάγμα στη Μουργκάνα, προβιβάστηκε σε συνταγματάρχη, ανταμοιβή για την ικανότητα με την οποία οδήγησε τους πολεμιστές του κατά την υποχώρηση στα βουνά του Ζαγορίου. Τις τελευταίες μέρες του εμφύλιου πολέμου, αφού έμαθε το θάνατο του αδερφού του, ο Σπύρος πάτησε μια νάρκη που την είχαν βάλει οι δικοί του. Τα θραύσματα του έκοψαν το πόδι και πέθανε σε δύο μέρες από την αιμορραγία. Η επιτυχία του Σπύρου Σκεύη, που μεταφύτεψε τον κομμουνισμό στα χωριά της Μουργκάνας, κατέληξε να του αφήσει μια γεύση στάχτης. Η εκτέλεση στο Λια των πέντε συχωριανών του τον βασάνιζε. Ένας λοχαγός στο τάγμα του μου είπε αργότερα πως, λίγο μετά την υποχώρηση από τη Μουργκάνα, ο Σπύρος έχασε την αυτοκυριαρχία του και παραλίγο να σκοτώσει έναν από τους πρώτους υπασπιστές του Κώστα Κολιγιάννη, τραβώντας το όπλο και ουρλιάζοντας πως ήταν εγκληματίας, φονιάς γυναικών. Άλλοι αντάρτες ρίχτηκαν πάνω στο Σπύρο προτού πατήσει τη σκανδάλη. Πήγε στον τάφο τυραννισμένος από την εξαχρείωση του κινήματος που αυτός και ο Προκόπης είχαν ξεκινήσει με τόσο ευγενικές προθέσεις. Μετά το θάνατό του οι κομμουνιστές τον προβίβασαν σε ταξίαρχο. Οι κεραίες για τα χαμπάρια του χωριού, φτάνοντας ως το Γούρστερ έφεραν και την είδηση πως τραγικές αναποδιές είχανε χτυπήσει δύο από τις Λιώτισσες που είχανε προδώσει τη μάνα μας. Η ξανθιά καλλονή του χωριού, η Σταυρούλα Γιάκου, που όλοι την έτρεμαν γιατί συνεργαζόταν με τους αντάρτες, είχε καταθέσει εις βάρος της μάνας μου και είχε παιδέψει τη Γλυκερία μετά την εκτέλεση. Όταν πήρανε δια της βίας τη Σταυρούλα ανταρτίνα, η Γλυκερία είχε την ικανοποίηση να Digitized by 10uk1s

τη δει να καταντάει τους τελευταίους μήνες του πολέμου υστερικό ερείπιο από τραυματική ψύχωση. Οι συφορές της Σταυρούλας πολλαπλασιάστηκαν αφού γύρισε από την εξορία στην Τασκένδη στο Λια στα τέλη της δεκαετίας του '50. Ένας παμφάγος καρκίνος της μαράζωσε την ομορφιά και σιγά σιγά την ξέκανε. Τα λόγια της στο κρεβάτι του πόνου φαίνονταν ν' αποδείχνουν αυτά που υποστηρίζει ο Πλούταρχος πως «δε χρειάζεται κανένας από τους θεούς μήτε από τους ανθρώπους να γίνει ο τιμωρός των ανοσιουργούντων, αλλά ο ίδιος ο βίος τους αρκεί καθώς από την κακία τους τυραννιούνται και καταστρέφονται ολότελα». Τις στερνές της ώρες, στο μυαλό της Σταυρούλας είχε στοιχειώσει η Ελένη Γκατζογιάννη. Από το κρεβάτι του πόνου είπε στην Όλγα Βενέτη, τη γειτόνισσά μας που ήτανε από τις πιο στερνές φιλενάδες της τής μάνας μου. «Πες στις Γκατζογιαννάτισσες πως δε φταίω εγώ για το χαμό της μάνας τους. Όσα είπα δεν ήταν τίποτα μπροστά σε κείνα που είπαν άλλοι εις βάρος της. Πώς μπορούσα να την κατηγορήσω εγώ; Ζήσαμε με το ψωμί που μας έδινε!». Το σκουλήκι της ενοχής κατέτρωγε τη Σταυρούλα όλα αυτά τα χρόνια. Την τελευταία μέρα της ζωής της, η μάνα μου είχε μιλήσει με πίκρα για την Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη. «Είναι τυχερή», είπε στη Γλυκερία. «Κατάφερε να σώσει τις θυγατέρες της, γλίτωσε κι η ίδια». Εκείνο που δεν είπε, μα που όλοι το ήξεραν, ήταν πως καταθέτοντας εις βάρος της, η Κωνσταντίνα είχε αφανίσει εκείνο που υποστήριζε η μάνα μου ότι δε γνώριζε τίποτα για το σχέδιο της απόδρασης. Η Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη κατάφερε να αθωωθεί όμως τελικά δεν ήταν η τυχερή που φαντάστηκε η μάνα μου. Αφού η Κωνσταντίνα γύρισε από την Ουγγαρία και ξαναβρήκε τον άντρα της και τα παιδιά της στην Κρήτη, είδε το γιο της να πεθαίνει, θύμα κι αυτός του καρκίνου. Κάποια που σχετιζόταν με τη φαμελιά της Κωνσταντίνας και με τη δικιά μας μας είπε αργότερα πως μετά το θάνατο του παλικαριού μια από τις θυγατέρες της Κωνσταντίνας γύρισε στη μάνα της και της φώναξε: «Κι εσύ μας έλεγες πάντα πως δεν έφταιξες διόλου στο χαμό της Ελένης Γκατζογιάννη. Τώρα θερίζεις όσα έσπειρες!». Όπως οι περσότεροι Έλληνες, το κορίτσι συμμεριζόταν την αντίληψη του Ευριπίδη πως: «τα των τεκόντων σφάλματ' εις τους εκγόνους οι θεοί τρέπουσιν». Στις μετά τον πόλεμο δεκαετίες, παρακολούθησα πεισματικά την τύχη των Ελλήνων κομμουνιστών ηγετών. Από βιβλία και άρθρα, μερικά γραμμένα από τους ίδιους τους αντάρτες, πληροφορήθηκα πως κάποια Νέμεσις έμοιαζε να καταδιώκει και τους κυριότερους κομμουνιστές αρχηγούς των πολεμικών χρόνων. Αφού έπεσε και το τελευταίο ορεινό κάστρο του Δ.Σ.Ε. τον Αύγουστο του 1949, ο αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος Νίκος Ζαχαριάδης οδήγησε τους μαχητές του στην εξορία πίσω από το Παραπέτασμα και στις 16 Οκτωβρίου ανάγγειλε το τέλος των εχθροπραξιών για να προληφθεί «η ολοκληρωτική καταστροφή της Ελλάδας». Ο Ζαχαριάδης κατάφερε στην αρχή να διατηρήσει τον έλεγχο του κόμματος παρά την καταστροφική έκβαση της επανάστασης. Με σταλινική πυγμή εξόντωσε ακαριαία εκείνους που προσπάθησαν να τον ανατρέψουν και μάλιστα έναν από τους πιο απερίφραστους επικριτές του, πρώην γιατρό και στρατηγό του αντάρτικου, τον φυλάκισε σ' ένα κελί ειδικά κατασκευασμένο στο υπόγειο της κατοικίας του Ζαχαριάδη, ωσότου ο έγκλειστος πέθανε. Ωστόσο, ο Ζαχαριάδης ήταν φανατικός σταλινικός, και όταν ο Νικήτας Κρούστσεφ καταδίκασε το σοβιετικό δικτάτορα στα 1956, ανατρέψανε και κείνον από την ηγεσία του κόμματος. Στις κοινότητες των Ελλήνων εξόριστων σε όλη την Ανατολική Ευρώπη ξέσπασαν συγκρούσεις ανάμεσα στους υποστηριχτές και τους αντιπάλους του Ζαχαριάδη. Στην Τασκένδη, μια συμπλοκή με ρόπαλα και μαχαίρια ανάμεσα στους εξόριστους Έλληνες κομμουνιστές ήταν τόσο σφοδρή, ώστε χρειάστηκε Digitized by 10uk1s

να κληθεί η ρωσική αστυνομία για να τη διαλύσει, και πάνω από εκατό Έλληνες μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. Στο τέλος, ο Ζαχαριάδης έπεσε. Τέλειωσε τις μέρες του στα 1973 υπάλληλος του Υπουργείου Υδάτων και Δασών σε κάποιο χωριό χαμένο στα Ουράλια. Ενώ το άδοξο τέλος του Ζαχαριάδη με χαροποίησε, όταν άρχισα να ερευνώ την τύχη άλλων κομμουνιστών ηγετών μετά τον πόλεμο, έμαθα πως δύο από τους κυριότερους υπεύθυνους για το θάνατο της μάνας μου δεν είχαν πληρώσει για τα εγκλήματά τους. Ο Κώστας Κολιγιάννης, ο άνθρωπος που είχε τη μεγαλύτερη προσωπική ευθύνη για τις εκτελέσεις στα χωριά της Μουργκάνας, είχε επιπλεύσει στην κορυφή της κομματικής ηγεσίας μετά την πτώση του Ζαχαριάδη, κερδίζοντας το στέμμα του ηγέτη όλων των Ελλήνων κομμουνιστών. Ο άγριος σαν αρκούδα πολιτικός επίτροπος του Αρχηγείου Ηπείρου είχε παίξει το χαρτί του καλά. Ο Κολιγιάννης αποδείχθηκε πέρα για πέρα δικτατορικός όσο και ο Ζαχαριάδης. Στα 1968 ξέσπασε ανταρσία, όταν οι διαφωνούντες καταλάβανε το ραδιοφωνικό σταθμό του κόμματος και καταγγείλανε τις μεθόδους του Κολιγιάννη. Η καλή του τύχη τελικά τον εγκατέλειψε και η Μόσχα τον απομάκρυνε από την ηγεσία. Απολακτισμένος από το κόμμα στο όποιο είχε αφιερώσει τη ζωή του, ο Κολιγιάννη ς πέθανε στη Ουγγαρία ένας πικρόχολος γέρος στα 1979. Επέστρεψε μέσα σ' ένα φέρετρο στη χώρα απ' όπου είχε εξοριστεί τριάντα ολόκληρα χρόνια. Όταν έμαθα το θάνατο του Κολιγιάννη, βρισκόμουν ήδη στην Ελλάδα δυο χρόνια. Θα μπορούσε να με ευχαριστήσει κάπως ο θάνατός του, ωστόσο με εξόργιζε το ότι ύστερα από τόσα εγκλήματα, ο Κολιγιάννης είχε ανέβει στην κορυφή του κόσμου του και είχε καταφέρει να πεθάνει στο κρεβάτι. Όταν έφτασα στην Ελλάδα στα 1977 ως ανταποκριτής των Τάιμς της Νέας Υόρκης, σκόπευα να ανακαλύψω τους φονιάδες της μάνας μου, όμως οι πολιτικές αναστατώσεις σε όλη τη Μέση Ανατολή με κρατούσαν σχεδόν χωρίς διακοπή έξω από τη χώρα. Η είδηση πως ο θάνατος μού είχε στερήσει την αναμέτρηση με τον Κολιγιάννη μ' έπεισε πως αν ήταν να βρω κάποτε τους φονιάδες της έπρεπε να το κάνω αμέσως. Ο τελευταίος καταλύτης που μ' έσπρωξε να εγκαταλείψω τη δουλειά μου και ν' αφοσιωθώ αποκλειστικά στην έρευνα ήταν η ανακάλυψη πως ο άλλος κύριος δράστης στη μοίρα της μάνας μου, το όργανο του Κολιγιάννη ο Κατής, ήταν ακόμα ζωντανός, κι έμενε άνετα στην Ελλάδα. Ο Κατής ήταν ο άνθρωπος που είχε στοιχειοθετήσει την κατηγορία εναντίον της μάνας μου, την παρέπεμψε σε δίκη και διέταξε το βασανισμό της. Αν ο Κολιγιάννης ήταν ο Χίτλερ μου, ο Κατής ήταν ο Άιχμάν του, και δεν μπορούσα ν' αναβάλω περισσότερο την ανάγκη που ένιωθα ν' αναμετρηθώ μαζί του. Στο σημείο αυτό προμηθεύτηκα ένα πιστόλι Walther PPK, χωρίς αριθμό και αδήλωτο, που το έφερα στην Ελλάδα με μια αποστολή προσωπικών ειδών, κρυμμένο μέσα στον απορροφητήρα μιας ηλεκτρικής σκούπας Electrolux. Δεν είχα ξεκαθαρισμένη ιδέα τι σκόπευα να κάνω με το όπλο, πάντως δεν ήθελα ν' αντιμετωπίσω χωρίς αυτό τον Κατή. Η εγκατάσταση στην Ελλάδα στα 1977 στάθηκε για μένα σκληρή αφύπνιση, διέλυσε κάθε πίστη που θα μπορούσε να 'χω στην αντίληψη των αδερφάδων μου για τη θεία δίκη. Από την άλλη πλευρά του ωκεανού είχα βρει παρηγοριά μαθαίνοντας την τύχη των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος — εκτός νόμου, υπό διωγμόν και σπαρασσόμενο από εσωτερικές διαμάχες. Αλλά όταν έφτασα στην Αθήνα βρέθηκα μπροστά στην αναβίωση της δύναμης των κομμουνιστών στη χώρα. Αμέσως μετά τη λήξη των εχθροπραξιών στα 1949, οι κομμουνιστές που δεν είχαν καταφύγει στο Παραπέτασμα διώκονταν και φυλακίζονταν με όλο το πάθος που είχε ριζώσει στα χρόνια του πολέμου. Σιγά σιγά, ωστόσο, οι εναντίον τους πιέσεις χαλάρωσαν. Στα 1954 αφήσανε να επιστρέψουν οι πρώτοι εξόριστοι από την Ουγγαρία: προσεχτικά κοσκινισμένοι Έλληνες που μπόρεσαν ν' αποδείξουν πως είχαν απαχθεί δια της βίας και δεν έτρεφαν καμιά συμπάθεια για το Digitized by 10uk1s

κόμμα. Ανάμεσά τους ήρθαν και πολλοί χωριανοί που τους είχανε αρπάξει από το Λια. Ύστερα από τούτο, οι πρόσφυγες άρχισαν να γυρίζουν σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς, και η διαδικασία του κοσκινίσματος που τους επέτρεπε να επιστρέψουν στη χώρα έγινε πιο φιλελεύθερη. Μετά τη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Ελλάδα το 1974 και τη συμπλήρωση της τριακονταετούς παραγραφής όλων των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στα χρόνια του πολέμου, έφτασε πλημμυρίδα από εξόριστους Έλληνες κομμουνιστές, που άρχισαν να προπαγανδίζουν τη δική τους εκδοχή για τον πόλεμο, αναδείχνοντας τους κομμουνιστές καπετάνιους του αντάρτικου σε λαϊκούς ήρωες. Όταν εγκαταστάθηκα στην Ελλάδα, έβλεπα μπροστά μου καθημερινά την επιτυχία του κόμματος στην κατάχτηση της συμπάθειας των Ελλήνων που είχαν γεννηθεί μετά τον πόλεμο. Φοιτητές με νεανικά πρόσωπα μου χτυπούσαν την πόρτα κάθε Σαββατοκύριακο, για να μου δώσουν προπαγανδιστικά φυλλάδια και να με προσκαλέσουν στα ατελεύτητα φεστιβάλ της κομμουνιστικής νεολαίας. Αν τους ρωτούσες για το παιδομάζωμα, τις εκτελέσεις πολιτών και τις θηριωδίες των ανταρτών, χαμογελούσαν και κουνούσαν το κεφάλι μπρος στην αμάθειά μου: τέτοια πράματα δεν είχαν συμβεί ποτέ, μου εξηγούσαν υπομονετικά. Ήταν αναμφισβήτητη η επιτυχία των κομμουνιστών, είχαν καταστήσει θρυλικούς τους αντάρτες στα μάτια της σημερινής ελληνικής νεολαίας και ξανάγραφαν την ιστορία του πολέμου, ακόμη και στο μυαλό παιδιών που γεννήθηκαν από συχωριανούς μου. Κάποτε, σε μια ονομαστική γιορτή όλο Λιώτες, άκουσα ένα φίλο περίπου στην ηλικία μου να συζητάει με τον ανιψιό του, φοιτητή στο πανεπιστήμιο, είκοσι δύο χρονών. Ο θείος έλεγε στο παλικάρι: «Δε διαλύσανε την οικογένειά μας, δεν πήρανε τη γιαγιά σου, τη μάνα σου και μένα από το χωριό μας και μας κλείσανε έξι χρόνια σε στρατόπεδα στην Ουγγαρία;». «Το έκαναν για ανθρωπιστικούς λόγους», απάντησε ψύχραιμα ο νέος, «για να σας σώσουν από τις φασιστικές βόμβες». «Και οι χιλιάδες πολίτες που εκτελέσανε στα ανταρτοκρατούμενα χωριά; Κι αυτό ήταν ανθρωπιστικό;» επέμενε ο θείος υψώνοντας τη φωνή. «Οι πέντε που σκοτώσανε στο Λια;». Τα μάτια του παλικαριού σμίξανε. «Δεν θα τους σκότωναν αν δεν υπήρχε λόγος», είπε. «Θα είχαν πιθανόν πολύ μεγάλο λόγο». Για να σβήσουν αυτές τις θηριωδίες από τη συνείδηση των Ελλήνων, οι κομμουνιστές, ευθύς μόλις νομιμοποιήθηκαν, εξαπέλυσαν μια ευρύτατη εκστρατεία να σταματήσουν όλα τα επίσημα μνημόσυνα για όσους σκοτώθηκαν στον εμφύλιο πόλεμο, για τα θύματα, στα οποία ήταν και η μάνα μου. Πέτυχαν να πείσουν τη νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση που ανέβηκε στην εξουσία το 1981, να καταργήσει αυτές τις τελετές. Τότε είχα πια εγκαταλείψει τη δουλειά μου στους Τάιμς της Νέας Υόρκης και αφιέρωνα όλο το χρόνο μου ερευνώντας το θάνατο της μάνας μου. Τα χρόνια μου στην Ελλάδα με είχαν πείσει πως ήταν σημαντικό να περιγράψω την τύχη της όχι μόνο για μένα και για τις αδερφές μου, αλλά και για τους Έλληνες συμπατριώτες μου, ιδίως για τη μεταπολεμική γενιά, που ίσως μάθαινε κάτι άγνωστό της σχετικά με τον εμφύλιο πόλεμο. Όταν ολοκληρώθηκε η έρευνά μου, θα πρέπει να είχα πάρει συνεντεύξεις από 400 και πλέον πρόσωπα: πρώην χωρικούς και στρατιώτες που είχαν πολεμήσει από τις δύο πλευρές, Βρετανούς κομάντος, εθνικόφρονες και κομμουνιστές αξιωματικούς, φονιάδες και θύματά τους που είχαν γλιτώσει. Ταξίδεψα σε όλη την Ελλάδα καθώς και στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αγγλία, τον Καναδά, την Πολωνία, την Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία. Πολλές από τις αφηγήσεις που είχα Digitized by 10uk1s

μαγνητοφωνήσει ήταν αντιφατικές ή ανολοκλήρωτες, ωστόσο ψηφίδα ψηφίδα άρχισε να σχηματίζεται ο πίνακας. Ο αρχικός μίτος που μου είχε δώσει ο φούρναρης Μάκος, επειδή έτυχε να αναγνωρίσει τον αντάρτη Τάκη είκοσι χρόνια μετά την εκτέλεση της μάνας μου, με είχε βάλει στο σωστό δρόμο. Κάθε στοιχείο που μάθαινα με οδηγούσε σε άλλο μάρτυρα. Στην αρχή όλες μου οι προσπάθειες να βρω το δικαστή Κατή κατέληγαν σε αποτυχία. Οι πρώην αντάρτες που ήταν εξόριστοι μαζί του φαίνονταν να πιστεύουν πως είχε πεθάνει στην Τσεχοσλοβακία. Τελικά, ένας αβρός δικαστής, ο Δημήτρης Γκαστής, και ένας πρώην στρατηγός των ανταρτών που είχε γίνει ξενοδοχοϋπάλληλος, ο Γιώργος Καλιανέσης, μου έδωσαν την πληροφορία που χρειαζόμουν για να εντοπίσω τον Κατή στο σπίτι του. Αλλά προτού τον αντιμετωπίσω ενώπιος ενωπίω, γνώριζα πως όφειλα να εξαντλήσω όλους τους μάρτυρες των εγκλημάτων του. Υπήρχαν ακόμη δύο μεγάλες τρύπες στον ιστό των στοιχείων που συγκέντρωσα εναντίον του ανθρώπου που υπήρξε ο δικαστής και ο βασανιστής της μάνας μου. Είχα μάθει πως ο αντάρτης που ονομαζόταν «Ζέλτας», ο διοικητής της πολιτοφυλακής στο Λια, ζούσε κάπου στην Ελλάδα, αλλά χρειαζόμουν το πραγματικό του όνομα και τη διεύθυνσή του για να μπορέσω να μιλήσω μαζί του. Ήταν επίσης απαραίτητο να ταξιδέψω πίσω από το παραπέτασμα για να βρω μια δράκα παλιούς Λιώτες ακόμα εξόριστους —μερικοί απ' αυτούς είχαν αυτοπροσώπως αναμειχθεί στην προδοσία της μάνας μου, άλλοι ήταν πασίγνωστοι συνεργάτες των ανταρτών στο Λια, και θα είχαν ουσιαστικές πληροφορίες για το τι έγινε εκεί. Όταν μάζεψα τις αναγκαίες βίζες για να ταξιδέψω την Ανατολική Ευρώπη, πέταξα στις 28 Νοεμβρίου 1981, από την Αθήνα στη Βουδαπέστη, και κατόπιν με αυτοκίνητο διασχίζοντας μια χιονοθύελλα έφτασα στο χωριό των προσφύγων Μπελογιάννης, εξήντα πέντε χιλιόμετρα δυτικότερα. Πρόβαλε σαν οφθαλμαπάτη μέσα από τα χιονισμένα χωράφια: άχαρες σειρές από κτίρια σαν στρατώνες, σκούρα καφετιά, σταχτιά και κίτρινα. Το Μπελογιάννης έμοιαζε με στρατόπεδο παρά τις αξιοθρήνητες προσπάθειες να το κάνουν να μοιάζει με ελληνικό χωριό δίνοντας ελληνικά ονόματα στους δρόμους. Σ' αυτό το σκυθρωπό τόπο κατέληξαν τελικά οι περισσότεροι χωριανοί που έφυγαν αναγκαστικά από το Λια, ύστερα από χρόνια στη Σκόδρα της Αλβανίας. Έχτισαν τις μακριές σειρές των στρατώνων με τα χέρια τους. Οι πιο πολλοί από τους πρόσφυγες που μπορούσαν να πάρουν την άδεια γύρισαν στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του '50. Οι υπόλοιποι έμεναν ακόμα στο Μπελογιάννης είτε επειδή είχε απορριφθεί η αίτησή τους για τον επαναπατρισμό λόγω της κομμουνιστικής δράσης τους, είτε επειδή φοβόντουσαν αντεκδικήσεις από τους συγγενείς των θυμάτων τους. Είχα πάει στο Μπελογιάννης για ν' αντιμετωπίσω το Φώτο Μπόλη. Ήταν ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας για τη θεια μου την Αλέξω και δύο μέρες μετά τις εκτελέσεις είχε πάει στο σπίτι του Χαϊδή κι έκλεψε ως το τελευταίο ψίχουλο τα φαγώσιμα που η μάνα μου είχε αφήσει εκεί για τη Γλυκερία. Βρήκα τον Μπόλη λιπόσαρκο γέρο να σούρνεται με ένα σακάκι ριγμένο πάνω από την πιτζάμα του στο μικρό διαμέρισμα που μοιραζόταν με τη γυναίκα του και με τον ενήλικο γιο του. Βάδιζε με αστάθεια, και το κίτρινο δέρμα του έδειχνε από κάτω τα κόκαλα. Μια σταγόνα μύξας κρεμόταν από τη γρυπή μύτη του. Όταν στρίμωξα τον Μπόλη για το ρόλο του στη δίκη και τον ρώτησα γιατί είχε ψευδορκήσει κατηγορώντας τη θεια μου, τα σάλια πιτσίλισαν από το στόμα του πάνω στο πάθος του να διαλαλήσει την αθωότητά του. Επέμενε πως δεν είχε πει τίποτα εναντίον των δύο συννυφάδων που δικάζονταν, αρνήθηκε επίσης πως είχε πάρει το φαΐ της Γλυκερίας. Γρήγορα βαρέθηκα τις ψευτιές του. Ένας ασήμαντος, ανυπόληπτος άνθρωπος στο Λια, είχε Digitized by 10uk1s

παραμερίσει κάθε ηθικό ενδοιασμό όταν του δόθηκε η ευκαιρία να γίνει το κέντρο της προσοχής. Είχε ανταμειφθεί από τους αντάρτες για τη συνεργασία του, όμως τώρα ήταν ανίσχυρος όσο και πριν από τη στιγμή που βρέθηκε στο προσκήνιο. Του είπα πως μοναχά αυτός ήξερε γιατί είχε φερθεί όπως φέρθηκε στα 1948, όμως ήταν πολύ κακό να πρέπει από τότε να υποφέρουν η γυναίκα του και τα παιδιά του, ζώντας σε τούτο το άθλιο μέρος. Σαν πόντικας ο γέρος φάνηκε να ζαρώνει με τα λόγια μου κι απέφυγε τα μάτια των δικών του. Η κόρη του Μπόλη, η Όλγα, ήταν η εικοσάχρονη οδηγός της ομάδας των παιδιών που πήρανε από το χωριό τη μέρα της δίκης της μάνας μου. Όπως καθόμασταν στο Μπελογιάννης, η Όλγα μου διηγήθηκε πως είχε διακοπεί η δίκη ώστε ν' αποχαιρετήσουν τα παιδιά τους γονείς τους και πως η μάνα μου είχε αγκαλιάσει το γιο του Φώτου το Σωτήρη, που είχε τη δικιά μου ηλικία. Κοίταζα το Σωτήρη, που μας άκουγε· ένας παχουλός, φαλακρός άντρας με φουσκωμένο πρόσωπο και δίχως κάμποσα δόντια, καθόταν φορώντας σακουλιασμένο καφετί παντελόνι, παντόφλες αλλά όχι κάλτσες για να προστατέψουν τα πόδια του από το κρύο. Φαινόταν χρόνια πιο μεγάλος από μένα, και καθώς τον περιεργαζόμουν, κατάλαβα πως κοιτούσα εκείνο που θα ήταν η μοίρα μου αν η μάνα μου δε μας είχε γλιτώσει από το παιδομάζωμα. Η επίσκεψή μου στο Μπελογιάννης μ' έπεισε πως ο Φώτο Μπόλης δεν άξιζε άλλη τιμωρία για την προδοσία των χωριανών του. Ήταν ένας ασπόνδυλος, ποταπός, ανθρωπάκος, που τον εκμεταλλεύθηκαν οι αντάρτες ποντάροντας στη λαχτάρα του για δύναμη, πρόθυμος να καταθέσει ψευδομάρτυρας για μερικά ψιχία δόξας. Τώρα είχε ξεφουσκώσει στην αρχική του ασημαντότητα, και μοναχά περιφρόνηση ένιωθα γι' αυτόν, όχι μίσος. Επόμενος σταθμός μου ήταν το Ζγκορζέλετς της Πολωνίας, όπου έλπιζα να βρω την Καλλιόπη Μπαρδάκα, τη χήρα που οι Λιώτες τη θεωρούσαν την πιο έκλυτη από τις χωριανές συνεργάτισσες, που κάρφωνε τους συχωριανούς της και με ζήλο έδωσε τα παιδιά της στο παιδομάζωμα. Είχε παρευρεθεί σε πολλές ανακρίσεις χωριανών από τους αντάρτες, και αν κάποιος μπορούσε να μου δώσει λεπτομέρειες για τα καθέκαστα στην πολιτοφυλακή, ήταν αυτή. Το Ζγκορζέλετς, η άλλοτε γερμανική πόλη Γκαίρλιτς, δόθηκε στην Πολωνία μετά τον πόλεμο, και ήταν σχεδόν άδεια ωσότου μετάφεραν εκεί Έλληνες εξόριστους για να ξαναζωντανέψουν τα εργοστάσια. Όταν βρήκα τη διεύθυνση που μου είχαν δώσει σ' ένα συνοικισμό από εργατικές κατοικίες και σκαρφάλωσα το ρυπαρό κλιμακοστάσιο για να χτυπήσω την πόρτα, δυσκολεύτηκα να ταυτίσω την γκριζομάλλα, πλαδαρή γριά που μου άνοιξε, μπαμπουλομένη στα ρούχα του σπιτιού, μια ξεφτισμένη φανέλα ρόμπα και μια ζακέτα, με την όμορφη νέα χήρα που σκανδάλιζε το χωριό. Αλλά όταν μ' έμπασε στο μοναδικό δωμάτιο, που αποτελούσε το δίχως θέρμανση διαμέρισμά της, και με κάθισε κάτω από 'να γυμνό λαμπιόνι, είδα στον τοίχο μια φωτογραφία της Καλλιόπης όπως ήταν κάποτε: μια στρουμπουλή όμορφη γυναίκα με φιλήδονο στόμα. Όταν έμαθε ποιος ήμουν, με καλωσόρισε διαχυτικά και άρχισε να μου εξιστορεί τ' ατελεύτητα μαρτύριά της: πως οι αντάρτες είχαν πάει τους Έλληνες εξόριστους στο Ζγκορζέλετς για να δουλέψουν στα κλειστά εργοστάσια, όπου κι εκείνη εργαζόταν στην παραγωγή φτιάχνοντας τσάντες. Είπε πως το Κομμουνιστικό Κόμμα τους έπαιρνε τα μισά από τους γλίσχρους μισθούς, τάχα για να βοηθάει φυλακισμένους συντρόφους στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα όμως για να καλοπερνάνε στη χλιδή οι Έλληνες κομματικοί ηγέτες στην Πολωνία. Γρήγορα είχε απογοητευθεί από τον κομμουνισμό, πρόσθεσε, κι έφυγε από το κόμμα. Όταν ρώτησα την Καλλιόπη για τη συνεργασία της με τους αντάρτες στα χρόνια του πολέμου, αδίσταχτα πρόβαλε δικαιολογίες κι εκλογικεύσεις. «Τι άλλο μπορούσα να κάνω όταν σκοτώθηκε ο άντρας μου», είπε. «Δεν είχα φαΐ για τα παιδιά μου. Οι Γερμανοί είχαν κάψει το σπίτι μου. Μπροστά γκρεμός και πίσω ρέμα. Μπορεί να κάναμε λάθη, μερικοί από μας, αλλά παρασυρθήκαμε γιατί ποτέ Digitized by 10uk1s

δεν είχαμε γνωρίσει προηγουμένως τέτοιους βάρβαρους, και όταν καταλάβαμε ποιοι ήτανε στ' αλήθεια, ήμασταν δεμένοι μαζί τους, κολλημένοι πάνω τους». Καθώς μιλούσε συνεχώς έσιαχνε τα πετσετάκια και τα σάλια που κάλυπταν τα παλιά έπιπλα. «Είχανε τα παιδιά μας. Λέγαμε και κάναμε ό,τι θέλανε εκείνοι». Σφούγγισε τα μάτια της μ' ένα μαντίλι ενώ μου ανιστορούσε πως λιποθύμησε τη μέρα που αποχωρίστηκε τον εφτάχρονο γιο της και την εξάχρονη κόρη της, που τους ξανάδε μόνο ύστερα από εφτά χρόνια. Ανέφερα διάφορα περιστατικά όπου η Καλλιόπη είχε κατηγορήσει χωριανούς της πως αντιδρούσαν μόνο και μόνο για να γίνει αρεστή στους αντάρτες, και τη ρώτησα αν καταλάβαινε πως η μαρτυρία της θα μπορούσε να τους είχε στοιχίσει τη ζωή. «Ω, ναι, έχεις απολύτως δίκιο», συμφώνησε. «Μια στραβή λέξη σκότωνε εκείνες τις μέρες. Μα σε τέτοιους καιρούς αυτά δεν τα σκέφτεσαι. Σκέφτεσαι τον εαυτό σου». Η Καλλιόπη επέμενε πως δεν είχε ανάμειξη στην καταδίκη και το θάνατο της μάνας μου. «Αν βρεθεί πως είπα εγώ μια λέξη εις βάρος της μάνας σου», δήλωσε μελοδραματικά, «να καούν όλα μου τα παιδιά στον ίδιο φούρνο! Το σπίτι σου ήταν το πρώτο σπίτι του χωριού. Όλοι σεβόμασταν τη μάνα σου. Δε θα μπορούσα να πω τίποτα εις βάρος της!» Είναι αλήθεια πως κανένας από τους χωριανούς που είχα ρωτήσει δεν ανέφερε την Καλλιόπη ανάμεσα στους κατηγόρους της μάνας μου. Είχα πάει στην Πολωνία επειδή ήθελα πληροφορίες από κείνη, ιδίως το όνομα και τη διεύθυνση του διοικητή της πολιτοφυλακής, του «Ζέλτα», που μαζί του είχε σχέσεις στενές. Όταν ρώτησα την Καλλιόπη για κείνον, μια σπίθα από την παλιά πανουργία άναψε στα μάτια της. Ψιθύρισε: «Έχω μια αδερφή που μένει εδώ. Μη νοιάζεσαι! Θα πάω να τη δω και θα μάθω που βρίσκεται. Προτού φύγεις, έλα πάλι και θα σου 'χω τις πληροφορίες που γυρεύεις». Φεύγοντας από το διαμέρισμα της Καλλιόπης για το μοναδικό ξενοδοχείο της πόλης, αναλογιζόμουν πόσο λίγο είχε αλλάξει. Προφανώς έλπιζε πως ίσως τη βοηθούσα να φύγει από την Πολωνία και αδημονούσε να προδώσει έναν από τους παλιούς συναγωνιστές της αν αυτό την ωφελούσε. Έβλεπα πόσο επικίνδυνη γυναίκα θα ήταν άλλοτε. Την άλλη μέρα γύρισα στο διαμέρισμα της Καλλιόπης, όπου μου ευχήθηκε καλό ταξίδι και επέμενε να μου δώσει μια σακούλα με φαγητό για το δρόμο. Τη ρώτησα ελληνικά αν είχε μάθει τις πληροφορίες που ήθελα, όμως κοίταξε τριγύρω της σαν οι τοίχοι να είχαν αυτιά και είπε μόνο ότι θα με ξεπροβόδωνε ως το αυτοκίνητό μου. Κατεβαίνοντας τις σκάλες μου έχωσε κρυφά στο χέρι ένα φύλλο χαρτί. «Εδώ είναι όλα», ψιθύρισε, «μα να μην πεις σε κανένα που το βρήκες». Ξεδίπλωσα το χαρτί και διάβασα: «Ζέλτας — Χρήστος Νανόπουλος — Αλκμήνης 21, Θεσσαλονίκη, Ελλάς». Κοίταξα πάλι το στρουμπουλό, χαμογελαστό πρόσωπο της Καλλιόπης. Νιώθοντας κάποια ακαθόριστη ανησυχία της έβαλα στο χέρι ένα χαρτονόμισμα 20 δολαρίων κι έφυγα βιαστικά. Στο δρόμο που μ' έβγαζε από το Ζγκορζέλετς ομολόγησα στον εαυτό μου το λόγο της δυσφορίας μου: Είχα χρησιμοποιήσει τον ίδιο χαφιέ και την ίδια τακτική όπως οι αντάρτες για να βρω την πληροφορία που ήθελα. Προσπάθησα να παρηγορηθώ με τη σκέψη πως ενώ οι αντάρτες, προκειμένου να πετύχουν ένα προκαθορισμένο πολιτικό σκοπό, εκμεταλλεύονταν ηθικά αδύνατους χωριάτες για να καταθέτουν ψέματα, εγώ κουβέντιαζα μαζί τους για ν' ανακαλύψω την αλήθεια, χωρίς να γνωρίζω εκ των προτέρων ποιοι ήταν οι πρωτουργοί στο θάνατο της μάνας μου. Τελευταίος σταθμός μου στην Ανατολική Ευρώπη ήταν η κωμόπολη Ζνόιμο, της Τσεχοσλοβακίας, όπου έμενε η Μηλιά Ντρουμπογιάννη με μια τσέχικη παραλλαγή του πατρικού της ονόματος: Μίλα Ντράμπκοβα. Ήταν η φανατική νεαρή ανταρτίνα, που κατέθεσε εις βάρος της μάνας μου για να Digitized by 10uk1s

προφυλάξει τη δικιά της μάνα, και ορκίστηκε όπως στεκόταν με το όπλο παραπόδα πως ήταν σίγουρη ότι η φαμελιά της δε θα δραπέτευε μαζί με την Αμερικάνα γιατί «σύντομα σε όλη την Ελλάδα θα κυματίζει η Κόκκινη Σημαία». Πήρα το αεροπλάνο από τη Βαρσοβία για τη Βιέννη, νοίκιασα ένα αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο και έκανα τα ογδόντα χιλιόμετρα ως τα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας. Είχε νυχτώσει όταν έφτασα στα σύνορα, που αποδείχτηκαν τα πιο δύσκολα για να τα περάσω. Με ρωτήσανε δια μακρών ποιόν θα επισκεφθώ κι έδωσα στους συνοριακούς φρουρούς τ' όνομα και τη διεύθυνση της Μηλιάς χωρίς ενδοιασμούς για οποιεσδήποτε δυσκολίες θα μπορούσα να της δημιουργήσω. Άρχισαν ν' αδειάζουν το περιεχόμενο της βαλίτσας μου, αλλά όταν βρήκαν ένα αντίτυπο κάποιου από τα βιβλία μου για το οργανωμένο έγκλημα που είχε μεταφραστεί στα ουγγρικά, προφανώς θα ένιωσαν ότι για να με τιμούν έτσι θα πρέπει να συμπαθώ τον κομμουνισμό. Μ' άφησαν να περάσω. Οδήγησα μερικά ακόμα χιλιόμετρα ως την πόλη Ζνόιμο και άρχισα να στριφογυρίζω άσκοπα ωσότου βρήκα κάποιον που αναγνώρισε το όνομα και τη διεύθυνση στο χαρτί που είχα μαζί μου. Όταν χτύπησα την πόρτα στο διαμέρισμα της Μηλιάς, μου άνοιξε κάποιος μεγαλόσωμος γεροδεμένος Τσέχος με κόκκινα γένια —πατημένα τα τριάντα. Όταν του είπα πως ήμουν ξένος και γύρευα τη Μίλα Ντράμπκοβα, παρουσιάστηκε μια μεσόκοπη, κρυφοκοιτάζοντας φοβισμένη πίσω από το κορμί του. Της είπα ποιος ήμουν και άρχισε να μου μιλάει σε παρατονισμένα, σπασμένα ελληνικά, δηλώνοντας πως έλειπε τόσα χρόνια από την Ελλάδα, που δε θυμότανε πια τη γλώσσα. Η Μηλιά ήταν μια κοντόχοντρη ασθματική πενηντάρα με κατάμαυρα μαλλιά που πλαισίωναν το στρογγυλό της πρόσωπο. Ολοένα έγερνε το κεφάλι της από τη μια μεριά με μιαν αλλόκοτη κίνηση, αναγκάζοντάς σε να σκεφτείς πως είτε δυσκολευόταν να καταλάβει είτε είχε κάποια διανοητική διαταραχή. Είπα πως εγώ ήμουν μόνον εννιά χρονών όταν έφυγα από την Ελλάδα κι εκείνη ήταν τουλάχιστον οχτώ χρόνια μεγαλύτερη, συνεπώς θα πρέπει να θυμάται αρκετά ελληνικά για να συνεννοηθούμε. Απρόθυμα μου είπε να περάσω και με οδήγησε σε μια μικροσκοπική κουζίνα όπου καθίσαμε μπρος σ' ένα τραπέζι από αλουμίνιο. Υπήρχε πέρα από την κουζίνα ένα δωμάτιο όπου είδα την ψηλή, κοκκινομάλλα κόρη της και δυο αγοράκια— τα εγγόνια της. Απαίτησε να της πω τι γύρευα από κείνη. «Ήρθα από πολύ μακριά», της είπα, «για ν' ανακαλύψω γιατί πρόδωσες τη μάνα μου». Τα ελληνικά της Μηλιάς γρήγορα έχασαν την ατζαμοσύνη τους καθώς αρνήθηκε πως είχε προδώσει ποτέ οποιονδήποτε, τινάζοντας συνεχώς νευρικά το κεφάλι της σαν πουλί. Ονόμασα τους πάμπολλους χωριανούς που περιγράψανε πως είχε κάνει την πιο ολέθρια κατάθεση για τη μάνα μου στη δίκη, βροντώντας το τουφέκι της στο χώμα και φωνάζοντας: «Ορκίζομαι στ' όπλο που κρατώ πως όλα όσα είπα είναι αλήθεια!» Η Μηλιά ισχυρίστηκε πως δε θυμόταν τίποτα για καμιά δίκη. «Ήμουν μικρή κοπέλα όταν με βάλανε να πολεμάω στα βουνά μέσα στο κρύο και στα χιόνια», κλαψούρισε. «Έφυγα πολύ μικρή από το χωριό και δε θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Ο πρώτος άντρας μου με παράτησε. Τα νεύρα μου σπάσανε και με βάλανε στο νοσοκομείο. Τώρα έχω αυτόν τον άντρα που είδες. Είμαι αναγκασμένη να δουλεύω καθαρίστρια για να ζήσω. Και μόλις πριν από δώδεκα μέρες πέθανε η μάνα μου». Πετάχτηκε πάνω και παίρνοντας ένα μπουκάλι με χάπια από 'να ράφι, έριξε ένα στο στόμα της. Επέμενα στις ερωτήσεις μου και η Μηλιά άρχισε να μιλάει ασυνάρτητα, πηδώντας από το 'να θέμα στο άλλο, από το παρόν στο παρελθόν: «Η μάνα μου έλεγε πως θα φύγει με τις μικρότερες αδερφές μου. Θυμάμαι πως ήμουν στα βουνά ανταρτίνα. Ήρθανε και με κατεβάσανε να δω τη μάνα μου, που Digitized by 10uk1s

ήταν στη φυλακή, και κείνη άρχισε να κλαίει. Προσπαθούσα να την κοιτάζω, αλλά μου γυρίσανε το κεφάλι πέρα. Περσότερα δε θυμάμαι. Μου κάνανε ερωτήσεις. Λέγανε πως η μάνα μου και οι αδερφάδες μου θέλανε να το σκάσουν. Είπα πως τους είχα πει να μη φύγουνε, και δε φύγανε. Είπα πως άλλοι παρακινήσανε τη μάνα μου να φύγει· δεν ήτανε δικιά της η ιδέα, μα εγώ της την έβγαλα. Φοβόμουν». Σταμάτησε, μη βρίσκοντας τα λόγια της, ύστερα με ρώτησε ικετευτικά. «Εσύ τι θα 'κανες;» Ξανάπιασε τον ασυνάρτητο μονόλογό της, κομπολόι όλα τα βάσανα της ζωής της. Άρχισα να νιώθω ασφυξία μέσα στο κατάκλειστο δωματιάκι και με τούτο το ξετύλιγμα της μεμψιμοιρίας της. Σηκώθηκα να φύγω αλλά μου άδραξε το χέρι. Δεν ήθελε πρωτύτερα να με μπάσει στο σπίτι της, και τώρα δε μ' άφηνε να φύγω. «Κάθισε λιγάκι» με παρακάλεσε, τα μάτια της υγρά. Άρχισε να ξαναλέει τις ίδιες λεπτομέρειες και τράβηξα αποφασιστικά για την πόρτα, αλλά με κράτησε. Ένιωσα πως κάτι ήθελε να μου πει μα δεν ήξερε πως. Έπιασε το μανίκι του πέτσινου σακακιού που φορούσα, θαυμάζοντάς το σαν παιδί, ρωτώντας με που το ψώνισα και πόσο μου χε στοιχίσει. Ρώτησε πως είχα φτάσει ως την πόρτα της και αν είχα δικό μου αυτοκίνητο. Της είπα πως είχα πάει με νοικιασμένο αυτοκίνητο και πως είχα δικό μου, ένα στην Ελλάδα κι ένα στην Αμερική. Με θωρούσε με ορθάνοιχτα μάτια, φανταζότανε τ' αυτοκίνητα, τα ρούχα. Κατόπιν με κάρφωσε με μια έκφραση που δεν κατάφερα να την ξεδιαλύνω. Μπορεί να ήταν ζήλια ή λύπη ή ακόμη κι ανακούφιση. Τράβηξε το χέρι από το μανίκι μου και είπε μ' ένα στεναγμό: «Πέρασες καλά στη ζωή σου». Καθώς γυρνούσα από το Ζνόιμο στη Βιέννη, ήμουν τόσο εξουθενωμένος σωματικά και ψυχικά που αρρώστησα. Δεν μπορούσα ν' αποδιώξω την απεγνωσμένη ερώτηση της Μηλιάς: Εγώ τι θα 'κανα στη θέση της; Βεβαίωνα τον εαυτό μου πως εγώ δε θα 'χα φερθεί όπως φέρθηκε εκείνη, όμως ήξερα πως τότε ήταν μικρή κοπέλα, τρομοκρατημένη και πεπεισμένη πως για να σώσει τη μάνα της έπρεπε να πει ψέματα και να προδώσει τη μάνα μου. Δεν μπορούσα πια να λαχταρώ να τιμωρηθεί η Μηλιά πιο πολύ απ' όσο η ίδια η ζωή την είχε βασανίσει. Οι αδερφές μου πίστευαν ανέκαθεν πως το θάνατο της μάνας μου τον είχαν προκαλέσει οι χωριανοί μας, ωστόσο οι συναντήσεις μου στην Ανατολική Ευρώπη και οι συνεντεύξεις μου στην Ελλάδα με είχαν πείσει πως οι χωριανοί δεν ήταν οι πρωταίτιοι της συφοράς της. Οι αντάρτες είχανε διαλέξει άτομα που θα πρόδωναν τους συχωριανούς τους από φόβο, ηθική αδυναμία, φθόνο ή λαχτάρα για δύναμη, εντούτοις οι χωριανοί ήτανε τ' ανδρείκελα και τα νήματα τα τραβούσαν οι αντάρτες. Απέμενε να κάνω μια ακόμη επίσκεψη για να ολοκληρωθεί η έρευνά μου. Στην τσέπη μου είχα τ' όνομα και τη διεύθυνση του Ζέλτα, του διοικητή της πολιτοφυλακής στο Λια. Κανένας από τους δεκάδες και δεκάδες ανθρώπους που είχα μαζί τους μιλήσει δε μου ανέφερε περιστατικό όπου ο Ζέλτας είχε ανακρίνει ή βασανίσει τη μάνα μου, αλλά ήθελα να τον δω καταπρόσωπο για να πεισθώ πως δεν ήταν ένας από τους βασανιστές της. Ήθελα ακόμη να μάθω περισσότερα για το ρόλο των ανωτέρων του και για να μου επαληθεύσει κάποιος από τα μέσα όσα είχα μάθει κιόλας για την ενοχή του Κατή στο θάνατό της. Πρώτη αρχή του ερευνητή ρεπόρτερ είναι να διασταυρώνει την κάθε πληροφορία από διάφορες ανεξάρτητες πηγές. Πάντοτε υπήρξα ευσυνείδητος στο θέμα της εξακρίβωσης, και τούτη τη φορά ήθελα να είμαι αδιάσειστα σίγουρος για τα γεγονότα. Στη Βιέννη πήρα το αεροπλάνο των Αυστριακών Αερογραμμών που πήγαινε κατευθείαν στη Θεσσαλονίκη. Έβρεχε όταν έφτασα στον περιστοιχισμένο από τσιμεντένιους όγκους πολυκατοικιών δρόμο όπου έμενε ο Ζέλτας με το πραγματικό του όνομα: Χρήστος Νανόπουλος. Η είσοδος της πολυκατοικίας ήταν ανοιχτή. Σύμφωνα με τα καρτάκια στα κουδούνια ο Ζέλτας έμενε στο υπόγειο, έτσι κατέβηκα τη σκάλα και χτύπησα την πόρτα του. Καμιά απάντηση, αλλά όταν γύρισα να φύγω άκουσα κάποιο θόρυβο και κοιτώντας πίσω είδα δυο ξεπλυμένα γκρίζα μάτια που με παρατηρούσαν.

Digitized by 10uk1s

Είπα ποιος είμαι και ζήτησα το Νανόπουλο, και κείνος απρόθυμα άνοιξε την πόρτα κι άλλο, αφήνοντας να φανεί ένας σκοτεινός στενός διάδρομος που κατέληγε σ' ένα δωματιάκι ίσα ίσα για δυο μονά κρεβάτια και για ένα τραπέζι σφηνωμένο ανάμεσά τους. Ο Ζέλτας ήτανε πιο ψηλός από μένα, και παρά τα εβδομήντα χρόνια του είχε το γεροδεμένο κορμί εκεινού που πέρασε τα τελευταία τριάντα χρόνια δουλεύοντας σε γιαπιά στη Ρωσία. Με αναμέτρησε καχύποπτα προτού χαλαρώσει και με μπάσει στο μοναδικό δωμάτιο. Καθίσαμε αντικριστά στα δύο κρεβάτια με το τραπέζι ανάμεσά μας. Στο δωμάτιο είχε και μια σόμπα που έκαιγε ξύλα μ' ένα μετάλλινο σκαλιστήρι της φωτιάς πλάι της. Ο Ζέλτας μ' εξέταζε με τα παγερά μάτια του αξιωματικού της στρατονομίας που ήταν κάποτε. Όπως μιλούσαμε, θυμόμουν πως ο παλιός αντάρτης ο Τάκης, μου είχε περιγράψει να βασανίζουν τη μάνα μου οι πολιτοφύλακες έξω από το κρατητήριο, το κορμί της να λυγίζει καταπίσω, το γόνατο του βασανιστή να κοντεύει να της τσακίσει τη ραχοκοκαλιά. Στη θύμηση αυτή, ο ίδιος άγριος θυμός άρχισε να φουσκώνει μέσα μου. Το παραμικρό να ξέφευγε του Ζέλτα πως ήταν κι αυτός από κείνους που τη βασάνιζαν, ήξερα πως δε θα κρατηθώ και θα του ριχνόμουν, θα τον έκανα να νιώσει τον ίδιο πόνο όσο είχε νιώσει και κείνη. Έριξα μια ματιά στο σκαλιστήρι πλάι στη σόμπα, λογαριάζοντας μέσα μου πόσο θα 'πρεπε να σκύψω για να το αδράξω και να το γυρίσω καταπάνω του. Ευτυχώς δεν ήταν κανείς εκεί να με σταματήσει. Ίσως ο Ζέλτας διάβασε φευγαλέα τις προθέσεις μου στα μάτια μου· άρχισε να στριφογυρνάει ανήσυχος. Αλλά όταν του 'πα ποιος είμαι και τον ρώτησα για τις ευθύνες που είχε ως διοικητής της πολιτοφυλακής στο Λια, οι αποκρίσεις του μου φανήκανε ειλικρινείς. Είχα μάθει από τις συνομιλίες μου τόσο με αντάρτες όσο και με χωριανούς, πως εκείνοι που περισσότερο ήτανε οι φταίχτες για το χαμό της ήταν πάντα και οι πιο ακατάσχετοι στο να βεβαιώνουν την αθωότητα τους, επιμένοντας πως όχι μόνο δεν πρόδωσαν τη μάνα μου αλλά είχαν κάνει και το παν για να τη βοηθήσουν. Ο Ζέλτας όμως άκουσε αμίλητος τις ερωτήσεις μου, ανασκάλεψε τη μνήμη του και είπε μόνο πως δε θυμόταν ειδικά τη μάνα μου, αλλά θυμόταν πως για ένα διάστημα είχαν φυλακισμένη στο κρατητήριο κάποια που ο άντρας της ήταν Αμερικάνος. «Τη θυμάμαι γιατί και ο δικός μου πατέρας έμεινε πολλά χρόνια στο Μπρίστολ, της Κονεκτικούτης», είπε. «Θυμάμαι πως το 'πα αυτό σε κείνη τη γυναίκα μα δε θυμάμαι τι απόγινε». Πρόσθεσε: «Πρέπει να καταλάβεις πως ενώ μια από τις υπευθυνότητές μου ήταν η πολιτοφυλακή στο Λια, ταυτόχρονα ήμουν και λοχαγός στο τάγμα που στρατοπέδευε εκεί. Τον πιο πολύ καιρό έλειπα από το χωριό σε αποστολές. Έβγαινα κι επιθεωρούσα τα φυλάκια. Πολύ λίγο χρόνο έμενα στην πολιτοφυλακή». Θυμόταν πολύ ζωηρότερα τον κρατούμενο Αντρέα Μιχόπουλο. Ο Ζέλτας είπε πως είχε ξεσηκώσει όλο το χωριό να ψάξουν για τους δύο κρατούμενους που είχαν εξαφανιστεί γιατί η απόδρασή τους θα 'χε συνέπειες απάνω του. Είπε πως είχανε δέσει το νεαρό πάνω σ' ένα μαδέρι και τον δείρανε, «αλλά όχι με διαταγή δικιά μου. Άλλοι στο δικαστικό είχαν την εξουσία να διατάζουν ανακρίσεις». Τον πίεσα να μου πει τα ονόματα εκείνων που είχαν την ευθύνη για τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις στο Λια και μου αποκρίθηκε: «Το Αρχηγείο έλεγχε τα πάντα. Κανένα δεν μπορούσαμε να συλλάβουμε, να δείρουμε ή να εκτελέσουμε χωρίς εντολή από τον πολιτικό επίτροπο, τον Κολιγιάννη. Βασανιστήρια μπορούσαν να γίνουν με διαταγή των οργάνων του Κολιγιάννη, αλλά μήτε μία εκτέλεση δεν έγινε δίχως δικιά του προσωπική διαταγή. Οι αναφορές και οι καταγγελίες στέλνονταν στον Κολιγιάννη και κείνος αποφάσιζε αν θα γίνει ή δε θα γίνει εκτέλεση. Πριν από τη δίκη ερχόταν η απόφαση του Κολιγιάννη. Ύστερα γινότανε η δίκη για να δοθεί μια νομιμοφάνεια. Εγώ αυτό δεν το 'βρισκα σωστό. Κάναμε ζημιά στον αγώνα μας».

Digitized by 10uk1s

Έσκυψα εμπρός, παρατηρώντας τα μάτια του. «Είπες πως ο Κολιγιάννης βάσιζε τις αποφάσεις του αν θα σκοτώσει ή θ' απολύσει στις αναφορές που του συντάσσανε τα όργανα του στο Λια. Ποιοι ακριβώς ήταν αυτά τα όργανα;» Ο Ζέλτας απάντησε χωρίς δισταγμό: «Ήτανε κάμποσοι· αλλά ο υπεύθυνος στο Λια —ο ανακριτής— ήταν κάποιος που τον λέγανε Κατή». Είχα την τελική επιβεβαίωση που χρειαζόμουν. Από τη Θεσσαλονίκη έφτασα αεροπορικώς στην Αθήνα, στο σπίτι μου, στις 6 Δεκεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, γνωρίζοντας πως είχα εξαντλήσει κάθε οδό και πως η έρευνά μου είχε τελειώσει. Τώρα έπρεπε ν' αποφασίσω τι θα κάνω με τον Κατή. Ήταν φανερό πέρα από κάθε αμφιβολία πως ο Κατής ήταν, απ' όσους ζούσαν ακόμα, ο πρωταίτιος για το θάνατο της μάνας μου. Ο Κώστας Κολιγιάννης, στην κορυφή της ηγεσίας των κομμουνιστών ανταρτών στην Ήπειρο, είχε χαράξει την πολιτική, αποφασίζοντας να δικάσει και να εκτελέσει πολίτες σε όλα τα χωριά για να τρομοκρατήσει τον πληθυσμό ώστε να υποκύψει. Όμως ο Κατής και οι όμοιοί του —άλφα δύο και ανακριτές— αποφάσιζαν ποια πρόσωπα θα ξεδιαλέξουν σε κάθε χωριό για το σκοπό αυτό και θα θυσιάσουν στους πολιτικούς στόχους του κομισάριου. Επειδή στις 6 Δεκεμβρίου ήταν η ονομαστική μου γιορτή, το τηλέφωνο χτυπούσε ασταμάτητα, συγγενείς και φίλοι έπαιρναν για να μου ευχηθούν τα πατροπαράδοτα «Χρόνια Πολλά», όμως εγώ τους απαντούσα τυπικά. Ενώ η γυναίκα μου και τα παιδιά μου είχαν ριχτεί στις χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες, εγώ δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο παρά τη μάνα μου και τον Κατή. Είχα συγκεντρώσει όλες τις ψηφίδες στο παιχνίδι του γρίφου που με είχε απασχολήσει τόσα και τόσα χρόνια, όμως τώρα έπρεπε να τα συναρμολογήσω σε μια εικόνα με νόημα για να δώσει απάντηση στο ερώτημα που με βασάνιζε: τι ν' αποκάνω με τον Κατή; Ήξερα πως ό,τι και αν έκανα όταν θα τον αντιμετώπιζα, έπρεπε να είμαι ελεύθερος να δράσω χωρίς ν' ανησυχώ μήπως αυτό είχε δυσάρεστες συνέπειες στην οικογένειά μου. Αποφάσισα πως είχε φτάσει η ώρα να τους στείλω πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν τους είπα τον πραγματικό λόγο για την αναχώρηση, μόνον ότι η δουλειά μου στην Ελλάδα είχε λήξει. Όταν έφτασε το φορτηγό για να φορτώσει το νοικοκυριό μου, ανάμεσα στα υπάρχοντά μας δεν ήταν το πιστόλι Walther ΡΡΚ. Το άφησα να μου το φυλάξει στην Αθήνα ένας φίλος, που ήξερα πως μπορούσα να του 'χω εμπιστοσύνη. Την Πρωτοχρονιά του 1982 επιστρέψαμε αεροπορικώς στις Ηνωμένες Πολιτείες κι εγκατασταθήκαμε σ' ένα δικό μου σπίτι στη Μασαχουσέτη. Ήξερα πως γρήγορα έπρεπε να γυρίσω στην Ελλάδα για να λογαριαστώ με τον Κατή, αλλά προηγουμένως καταπιάστηκα πυρετικά να γράψω τα τελευταία κεφάλαια της ιστορίας της μάνας μου — τη δίκη, τα βασανιστήρια και την εκτέλεσή της. Έλπιζα καθώς έγραφα τα συμβάντα αυτά πως θα ξεκαθάριζα τι έπρεπε να κάνω παρακάτω. Μοναχικοί και οδυνηροί μήνες στον πιο βαρύ χειμώνα της Νέας Αγγλίας, ήταν εκείνοι που ξανάζησα την αγωνία των τελευταίων της ημερών. Όταν τέλειωσα ήξερα πως είχα εκπληρώσει έναν από τους σκοπούς μου: είχα καταλήξει να γνωρίσω αληθινά τη μάνα μου, σε όλες τις διαστάσεις της, όχι από την περιορισμένη σκοπιά των παιδικών αναμνήσεων. Ωσότου ο πόλεμος απείλησε το μοναδικό πράγμα που αγαπούσε περισσότερο —τα παιδιά της— ήτανε μια κοινή χωριάτισσα, υποταγμένη σε όλες τις αμφιβολίες, τους φόβους και τις προκαταλήψεις που της είχε εμφυτέψει η ανατροφή της και ο πρωτόγονος κόσμος της. Όταν όμως πιάστηκε στη μέγκενη και κατάλαβε πως κινδυνεύει η φαμελιά της ν' αφανιστεί, ανακάλυψε τη Digitized by 10uk1s

διαύγεια της διορατικότητας για ν' αντιληφθεί τι έπρεπε να κάνει και τη δύναμη να το κάνει. Αυτός ήταν ο καιρός της, η αποφασιστική στιγμή στη ζωή της, και ήξερα πως τώρα πλησίαζε ο δικός μου. Καθώς το παιχνίδι του γρίφου άρχισε να σχηματίζεται, μου φαινόταν πως ο Κατής είχε απομείνει ζωντανός ειδικά για να με δοκιμάσει. Όλοι οι άλλοι υπεύθυνοι για το θάνατο της μάνας μου ήταν ή νεκροί ή απρόσιτοι για μένα ή, όπως έμαθα ανακαλύπτοντας τους χωριανούς που την πρόδωσαν, όχι πρωταγωνιστές στο χαμό της αλλά αδύναμοι άνθρωποι που τους είχαν εκμεταλλευτεί οι αντάρτες, δεν άξιζαν τιμωρία, μοναχά περιφρόνηση. Ο Κατής ωστόσο ξεχώριζε σαν φάρος, και με τραβούσε πάνω του. Είχε πειστικά αποδειχθεί πως ήταν ο μόνος που ζούσε από τους πρωτουργούς της συμφοράς της. Απ' όσο ήξερα, δεν είχε τιμωρηθεί, ούτε υπήρχε πιθανότητα να τιμωρηθεί για τα εγκλήματά του, εκτός αν εγώ κάτι του σκάρωνα. Έπρεπε να δοκιμάσω τον εαυτό μου επιστρέφοντας στην Ελλάδα και αντιμετωπίζοντάς τον. Οι περιστάσεις με εξανάγκασαν να κάνω αυτό το ταξίδι προτού είμαι έτοιμος. Το Μάρτιο έλαβα ένα μεσονύχτιο τηλεφώνημα που μου έλεγε πως η θεια μου η Νίτσα είχε ξαφνικά πεθάνει στο Λια, αφού θλιβερά προέβλεπε το θάνατό της τόσα πολλά χρόνια, ώστε όλοι είχαμε πάψει πια να της δίνουμε σημασία. Πήρα το πρώτο αεροπλάνο για την Αθήνα, όμως τη θάψανε λίγες ώρες μετά το θάνατό της κι έτσι έφτασα πολύ αργά για την κηδεία. Αν και πάντοτε μνησικακούσα βαθιά για τη Νίτσα —ήξερα πως μπορούσε να είχε σώσει τη μάνα μου πηγαίνοντας στη θέση της εκείνη στο θέρο— χρόνια ολόκληρα ήταν ο μοναδικός δεσμός που απέμενε με την οικογένεια της μάνας μου στο χωριό. Μου ήταν οδυνηρό που γυρνώντας στο Λια βρήκα το σπίτι του παππού μου άδειο από την ντόμπρα παρουσία της. Στα χρόνια που έμεινα στην Αθήνα επισκεπτόμουν τη Νίτσα σχεδόν κάθε μήνα κι έφτασε να με λογαριάζει σαν το γιο που ποτέ δεν απόχτησε. Τώρα ζούσε πια μόνον ο ογδοντατριάρης θειος μου ο Αντρέας, πονεμένος και χαμένος ύστερα από πενήντα εννιά χρόνια συμβίωσης. Έμεινα μαζί του ως τα εννιάμερα της θειας μου, προσπαθώντας να τον παρηγορήσω όπως με 'χε παρηγορήσει και κείνος τη μέρα που έμαθα πως είχανε σκοτώσει τη μάνα μου. Τη δέκατη μέρα κατέβηκα με το αυτοκίνητο από τα βουνά στα Γιάννινα να παραλάβω την ταφόπετρα που είχα παραγγείλει για τον τάφο της Νίτσας. Όταν ο μαρμαράς περήφανος ξεσκέπασε το μαρμάρινο σταυρό γούρλωσα τα μάτια μου κατάπληκτος. Αν και είχε σωστά τη χρονολογία του θανάτου της Νίτσας, αντί για τη χρονιά που γεννήθηκε, είχε χαραγμένη τη χρονιά που γεννήθηκε η μάνα μου, 1907. Επέμενε πως είχε εκτελέσει με ακρίβεια τις εντολές μου. Ταραγμένος από το λάθος, έφυγα από το μαρμαράδικο στο κέντρο των Ιωαννίνων κι άρχισα να περιδιαβάζω άσκοπα. Σταμάτησα έξω από την οδό Ναπολέοντος Ζέρβα 46, την πολυκατοικία όπου ήταν το διαμέρισμα του Κατή. Εκεί όπου βρισκόταν τ' όνομά του τώρα είχε κολλημένο ένα κομμάτι χαρτί. Πήγα πιο κοντά και διάβασα: Ιωάννης Κοτρώτσης. Φόβος έζωσε το στήθος μου στη σκέψη πως ο Κατής μου είχε ξεφύγει ενώ εγώ καθυστερούσα την αναμέτρησή μου. Πανικόβλητος, δεν περίμενα το ασανσέρ αλλά πηδώντας ανέβηκα τα τέσσερα πατώματα ως την πόρτα του κι έπεσα πάνω στο κουδούνι. Όταν κανένας δεν άνοιξε, φρενιασμένος χτύπησα και τα κουδούνια στις πόρτες δεξιά και αριστερά. Ανασαίνοντας βαριά, κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και στην είσοδο πλησίασα κάποια νέα που μιλούσε με ένα βαστάζο. «Τι έγινε ο Λύκας που έμενε στο τέταρτο;» λαχανιασμένος ρώτησα.

Digitized by 10uk1s

Με κοίταξε περίεργη, ύστερα έκρινε πως ήμουν ακίνδυνος· απλώς κάποιος εκκεντρικός ξένος. «Μένει πια στην Κόνιτσα, είναι από κει», μου απάντησε. «Έχτισε ένα σπίτι για να περάσει τα γερατειά του». Ευτυχώς είχα κάποιο γνωστό που έμενε στην Κόνιτσα. Του τηλεφώνησα να τον ρωτήσω αν ήξερε τον Αχιλλέα Λύκα. Όπως οι πιο πολλές πόλεις στη βόρεια Ελλάδα, η Κόνιτσα είναι αρκετά μικρή ώστε ο καθένας γνωρίζει τα πάντα για όλους τους άλλους. Ο φίλος μου με πληροφόρησε πως πράγματι ο Λύκας και η γυναίκα του έμεναν εκεί, σε καινούργιο σπίτι, μαζί με την κόρη τους και τον άντρα της, μόνιμο αξιωματικό του στρατού, που υπηρετούσε στην Κόνιτσα. «Αλλά αν θέλεις να βρεις το Λύκα», πρόσθεσε «τώρα λείπει. Μόλις πήγε στην Αθήνα για δουλειά». Ταίριαζε καλά στα σχέδιά μου το να 'χω τον Κατή στην Αθήνα, μακριά από την οικογένειά του, χρειαζόταν να βρω που μένει, έτσι τηλεφώνησα σ' ένα συγγενή, που, όπως ο γαμπρός του Λύκα, ήταν αξιωματικός στη βόρειο Ελλάδα. Κατάφερα το συγγενή μου να τηλεφωνήσει στο συνάδελφό του και να του πει πως κάποιος Αμερικάνος φίλος, έγραφε ένα βιβλίο για τον εμφύλιο πόλεμο, βρισκόταν στην Αθήνα και ήθελε να συναντήσει τον πεθερό του. Του είπα να αναφέρει τα ονόματα άλλων επιφανών ανταρτών που είχα συναντήσει για να κατασιγάσει τις ενδεχόμενες υποψίες του Κατή και να του πει πως θα ήμουν στο ξενοδοχείο Κάραβελ. Σε λίγο μου τηλεφώνησε την απάντηση ο συγγενής μου. Ο γαμπρός δεν ήξερε που έμενε ο Κατής όμως είχε υποσχεθεί πως μόλις τηλεφωνούσε στο σπίτι ο πεθερός του, θα του διαβίβαζε το μήνυμα. Φτάνοντας στην Αθήνα έπιασα δωμάτιο στο Κάραβελ και ξαναπήρα το πιστόλι που είχα αφήσει εκεί. Ύστερα δεν είχα τι άλλο να κάνω παρά να κάθομαι στο δωμάτιο και να περιμένω να μου τηλεφωνήσει ο Κατής. Κάθε τόσο περιεργαζόμουν και καθάριζα το πιστόλι, δοκίμαζα το ελατήριο στο γεμιστήρα για να βεβαιωθώ πως λειτουργούσε ομαλά. Προσπαθούσα να μη φεύγω από το δωμάτιο παρά μόνο από τις δυόμισι ως τις πεντέμισι το απόγεμα —ώρες του ύπνου— που οι Έλληνες δεν τηλεφωνούν ούτε κάνουν κοινωνικές επισκέψεις. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, έτσι κάθε μέρα στις δυόμισι έμπαινα στο νοικιασμένο αυτοκίνητό μου και άρχιζα να τριγυρνώ. Τραβούσα κατά το βορρά στις ομαλές πλαγιές του Υμηττού, ένα καταπράσινο, δασωμένο καταφύγιο, όχι μακριά από την πόρτα του ξενοδοχείου μου. Την πρώτη μέρα της επιφυλακής μου, ανέβηκα το δρόμο που φιδωτός αγκαλιάζει το βουνό, πέρασα την Καισαριανή, το μοναστήρι του 12ου αιώνα τριγυρισμένο από κυπαρίσσια, που έχει χτιστεί στη θέση ενός αρχαίου ναού της Αφροδίτης. Σταμάτησα σε μια στροφή του δρόμου που ξαφνικά μου αποκάλυψε μια πανοραμική θέα της πολιτείας στα πόδια μου. Εγώ μελετούσα το σχέδιό μου, αλλά οι πλαγιές γύρω μου φορούσαν πασχαλιάτικα χρώματα από κόκκινες παπαρούνες, κίτρινες μαργαρίτες και πασχαλιές. Ο αέρας μοσκοβολούσε έντονα θυμάρι, λεβάντα και τριφύλλι. Πάνω στην κορυφή του βουνού υπήρχε ένας σταθμός ραντάρ, εκεί όπου κάποτε ορθωνόταν ένα άγαλμα του Δία. Ήξερα πως στις ερημικές χαράδρες του Υμηττού οι Γερμανοί στα χρόνια της κατοχής εκτελούσαν και θάβανε ομήρους. Όπως καθόμουν εκεί, ομολόγησα για πρώτη φορά στον εαυτό μου τι με είχε φέρει στον Υμηττό: έψαχνα κάποιο τόπο για να ξεφορτωθώ το πτώμα του Κατή. Πέρασε η Παρασκευή και το Σάββατο και την Κυριακή των Βαΐων άρχισε η Μεγάλη Εβδομάδα, κι εγώ κάθε απομεσήμερο βρισκόμουν στον Υμηττό. Σιγά σιγά το σχέδιό μου διαμορφώθηκε, σχεδόν χωρίς τη θέλησή μου. Όταν θα μου τηλεφωνούσε ο Κατής θα τον προσκαλούσα να έρθει στο Digitized by 10uk1s

ξενοδοχείο τη συνηθισμένη ώρα των επισκέψεων, στις εξήμισι, αμέσως μετά τη μεσημεριανή ανάπαυση, θα τον ρωτούσα για τον εμφύλιο πόλεμο και για τη δίκη των τεσσάρων αξιωματικών που είχαν αιχμαλωτιστεί στην Πόβλα, την πιο σημαντική δίκη του. Θα διατύπωνα τις ερωτήσεις κατά τέτοιο τρόπο ώστε να του κολακεύσω τον εγωισμό και να του καταπνίξω κάθε ενδεχόμενη υποψία. Κατόπιν θα προσφερόμουν να τον πάω με το αυτοκίνητο εκεί που έμενε στην Αθήνα. Μόλις έμπαινε ο Κατής στο αυτοκίνητό μου, μέσα σε λίγα λεπτά θα ήμουν στις πλαγιές του Υμηττού. Όταν θα με ρωτούσε που πάμε, θα του απαντούσα πως δεν τον είχα ρωτήσει όλα όσα ήθελα να μάθω. θα φτάναμε στον Υμηττό πάνω στο ηλιοβασίλεμα. Ήξερα πως μόλις νυχτώσει απαγορεύεται στο κοινό ν' ανεβαίνει στο βουνό, αλλά συχνά είχα περάσει το απαγορευτικό σήμα που είναι στημένο στη μέση του δρόμου και είχα ανεβεί στο βουνό για να θαυμάσω τη θέα της πολιτείας νύχτα. Ποτέ δεν συνάντησα αυτοκίνητο της αστυνομίας να μου ανακόψει την άνοδο. Στη μοναξιά του Υμηττού μόλις σκοτείνιαζε, θα ρωτούσα τον Κατή για το ρόλο του στην εκτέλεση της μάνας μου. Μετά θα τον σκότωνα, και θα παρατούσα το πτώμα του σε μια ρεματιά, σκεπασμένο με κλαδιά και λιθάρια, όπως είχαν παρατήσει το πτώμα της μάνας μου. Με το σχέδιο καταστρωμένο στο κεφάλι μου, η αναμονή γινόταν κάθε μέρα όλο και πιο δύσκολη. Ο συγγενής μου ο στρατιωτικός ξανατηλεφώνησε στο γαμπρό του Κατή και έμαθε πως ο συνάδελφός του είχε διαβιβάσει στον πεθερό του το μήνυμα να επικοινωνήσει μαζί μου στο Κάραβελ. Η ανυπομονησία μου μεγάλωνε όσο αναρωτιόμουν μήπως ο Κατής είχε υποψιαστεί τίποτα. Όσο περνούσε η Μεγαλοβδομάδα, τόσο οι ελπίδες μου λιγόστευαν. Ήξερα πως ως τη Μεγάλη Παρασκευή όλοι οι Έλληνες γυρνούν στο σπίτι τους και στην οικογένειά τους για να γιορτάσουν τις άγιες ημέρες του Πάσχα. Τη Μεγάλη Τετάρτη τηλεφώνησα στο φίλο μου που έμενε στην Κόνιτσα. Αδιάφορα απαντώντας στις ερωτήσεις μου είπε πως ο Κατής είχε κιόλας επιστρέψει από την Αθήνα. Κρέμασα απελπισμένος το ακουστικό. Οι προετοιμασίες μου βγήκαν άχρηστες. Ο Κατής είχε αγνοήσει το μήνυμά μου και τώρα έπρεπε να τον αντιμετωπίσω στο δικό του έδαφος. Την άλλη μέρα, Μεγάλη Πέμπτη, όταν σ' όλα τα ελληνικά σπίτια βάφουν τ' αυγά κόκκινα όπως το αίμα του Χριστού, πήρα το πρώτο αεροπλάνο για τα Γιάννινα, φτάνοντας γύρω στις δέκα το πρωί. Ξεκίνησα αμέσως για την Κόνιτσα. Από μήνες είχα αφήσει γένια, πασπαλισμένα με γκρίζο στο πηγούνι, και φορούσα το πιο καλό μου μπλε κουστούμι με γραβάτα. Έδειχνα πιο μεγάλος από τα σαράντα δύο χρόνια μου και ήξερα πως μόλις ξυριζόμουν κι έβαζα μπλουτζίνς, το παρουσιαστικό μου θα μεταμορφωνόταν ολότελα. Έξω από την Κόνιτσα σταμάτησα το αυτοκίνητο κι έχωσα το πιστόλι στη ζώνη πίσω στη μέση μου, το σκέπαζε το σακάκι μου. Έχωσα και στη δεξιά μου κάλτσα ένα μαγνητόφωνο Pearlcorder, όχι πιο μεγάλο από 'να πακέτο τσιγάρα. Ως ρεπόρτερ ερευνητής είχα χρησιμοποιήσει αυτό το μικροσκοπικό μαγνητόφωνο πολλές φορές όταν έπαιρνα συνεντεύξεις από εγκληματίες και καταδότες. Ήταν ευαίσθητο μηχάνημα, που κατέγραψε τη συνομιλία μιας ώρας. Σταυρώνοντας το πόδι μου πάνω στο γόνατο του άλλου ποδιού μπορούσα να το ανοιγοκλείνω πάνω από το ύφασμα του παντελονιού μου δίχως να το αντιληφθεί κανείς. Ήθελα μια μαγνητοταινία με όσα θα λέγαμε ο Κατής κι εγώ, ασχέτως πως θα τέλειωνε η συζήτηση. Ένας δρόμος με μόνο κατάστρωμα οδηγεί από τα Γιάννινα στην Κόνιτσα και από κει ανατολικότερα στην Καστοριά. Η Κόνιτσα είναι χτισμένη στην κοίλη πλαγιά των λόφων που υψώνονται διαδοχικά πάνω από τη δημοσιά, τα σπίτια βλέπουν κάτω τους την κοιλάδα του Αώου. Για να φτάσεις στο σπίτι του Αχιλλέα Λύκα — του Κατή— έπρεπε να πάρεις το φιδωτό δρομάκι που αφήνοντας την εθνική οδό σκαρφαλώνει στο λόφο. Digitized by 10uk1s

Το σπίτι του Λύκα βρισκόταν σχεδόν στην κορυφή της κωμόπολης, ένα εντυπωσιακό καινούριο διώροφο με λιθόκτιστους τοίχους και ξύλινη πόρτα με καμάρα στην κύρια είσοδο. Χτύπησα το κουδούνι και άκουσα μια φωνή από πάνω να λέει: «Ποιος είναι;» Σηκώνοντας το κεφάλι, είδα μια όμορφη, μαυρομάλλα νέα γύρω στα τριάντα να σκύβει από 'να παράθυρο στο δεύτερο πάτωμα. Μόλις είπα τ' όνομά μου αποκρίθηκε: «Α, ναι, γυρεύετε τον πατέρα μου. Η μητέρα μου θα κατεβεί αμέσως να σας ανοίξει». Μου άνοιξε την πόρτα ένα πιο στρουμπουλό και πιο ηλικιωμένο ομοίωμα της κόρης· μια γυναίκα κοντά στα εξήντα με βαμμένα πυρόξανθα μαλλιά και λαδιά επιδερμίδα φορούσε σκούρο αλλά κομψό καφετί φόρεμα. Με δέχτηκε φιλόξενα και με οδήγησε από τη μαρμαρένια σκάλα στο καθιστικό στο δεύτερο πάτωμα. Στα δεξιά είδα ένα μακρύ διάδρομο που προφανώς οδηγούσε στις κρεβατοκάμαρες. Το ευρύχωρο καθιστικό είχε επίπλωση από σκαλιστό ξύλο, ζωηρόχρωμες φλοκάτες, και κάποια κομμάτια ντόπιας λαϊκής τέχνης. Το ξύλινο πάτωμα γυάλιζε σαν να το 'χαν μόλις παρκετάρει. Τα πάντα ήταν καινούρια αλλά εναρμονισμένα με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της πόλης. Απόρησα πως ο Κατής, ανεπάγγελτος κομμουνιστής πρώην ειρηνοδίκης, κατάφερε να ζει σε τόση πολυτέλεια. Η κυρία ζήτησε συγγνώμη για την αργοπορία του συζύγου της —είχε πλαγιάσει και τώρα ντυνόταν. Ενώ τον περίμενα μου πρόσφερε ούζο κι ένα φλιτζάνι ελληνικό καφέ και με ρώτησε ευγενικά αλλά επίμονα για την καταγωγή μου. Της είπα πως είχα γεννηθεί στην Αμερική και πως οι γονείς μου ήταν από το Φοινίκι. Από κάπου ακουγόταν πως τηγανίζουν και κουβέντες μικρού παιδιού. Βλαστήμησα την κακοτυχία μου που βρήκα το Λύκα τριγυρισμένο από τη γυναίκα του, την κόρη του και τα εγγόνια του. Η λαχτάρα να βλάψω το Λύκα μ' έτρωγε σαν φάουσα, όμως δεν είχα διάθεση να πειράξω γυναίκες και παιδιά. Ο Λύκας μπήκε μάλλον κατά τρόπο θεαματικό. Ήτανε πιο ψηλός απ' όσο λογάριαζα και παρά τη ζέστη, φορούσε βαρύ γκρίζο κουστούμι. Το γιλέκο ήταν ξεκούμπωτο πάνω από μια κοιλίτσα και το σακάκι του ριγμένο στους ώμους σαν κάπα, δίνοντάς του ένα ζωηρό, στρατιωτικό αέρα. Βάδιζε με τους ώμους καταπίσω και το στομάχι τουρλωτό, τα μακριά κανιά του κάπως λυγισμένα στα γόνατα. Αν και ήταν εβδομήντα οχτώ χρονών, τα χέρια του ήταν γεροδεμένα και τα μάτια του έντονα, το βήμα του όμως ήταν γεροντικό. Τ' άσπρα του μαλλιά ήταν κουρεμένα κοντά σε όλο το κεφάλι του όπως των στρατιωτικών. Επειδή οι χωριανοί μου είχαν περιγράψει τον Κατή ψαρομάλλη στα χρόνια του πολέμου, μολονότι θα 'ταν τότε λίγο πάνω από σαράντα, περίμενα να δείχνει πιο γέρος απ' ό,τι τον βρήκα τώρα. Η γαμψή μύτη του είχε γίνει το κύριο χαρακτηριστικό του, κι έβλεπα τους μύες και τους τένοντες να σκιρτούν κάτω από το δέρμα. Κάμποσα δόντια τού έλειπαν στην αριστερή πλευρά, πράμα που έδινε στο πρόσωπό του μια μονόπαντη, κωμική έκφραση, μια έκφραση που εξαφανιζόταν μόλις άρχιζε να μιλάει. Η φωνή ήταν μελιστάλαχτη, κομματάκι έρρινη, όμως τα δόντια που έλειπαν μπέρδευαν την προφορά σαν να 'χε το στόμα του γεμάτο. Συστήθηκε με εξεζητημένη αξιοπρέπεια και μου 'σφιξε το χέρι. Κάθισε σε μια καρέκλα αντίκρυ μου και άρχισε να με ρωτάει για τον Γκαστή, τον πρώην δικαστή του αντάρτικου από το Δίλοφο, και για τον Καλιανέση, τον ξενοδοχοϋπάλληλο που ήταν επιτελάρχης του Αρχηγείου Ηπείρου, σα να δοκίμαζε να βεβαιωθεί πως πραγματικά τους γνώριζα. Όταν του είπα για τη συνάντηση μου με τον Γκαστή στο χωριό του και με τον Καλιανέση στο ξενοδοχείο που δούλευε, φάνηκε να ικανοποιήθηκε. Πρόσεξα πως η γυναίκα του Κατή τον αγνοούσε, σα να μη βρισκόταν στο δωμάτιο, κι ένιωσα πως ανάμεσά τους υπήρχε κάποια ένταση. «Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησε ο Κατής. Άρχισα λέγοντάς του πως χρειαζόμουν τις βαθιές γνώσεις του για ένα βιβλίο που έγραφα ιδιαιτέρως στο θέμα της στρατιωτικής δικαιοσύνης του Digitized by 10uk1s

Δ.Σ.Ε. Τον ρώτησα για τη δίκη των τεσσάρων αξιωματικών, ανάμεσά τους κι ένας γιατρός, που είχαν συλληφθεί στην Πόβλα μετά τη μάχη της Επιχειρήσεως Πέργαμος και δικάστηκαν στον Τσαμαντά. Παραδέχτηκε πως ήταν πρόεδρος του δικαστηρίου που τους είχε καταδικάσει. «Άκουσε, Νίκο», είπε, παίρνοντας έκφραση σοβαρή. «Δεν είπες πως λέγεσαι Νίκολας; Όποιους και να δικάζαμε, στέλναμε κατόπιν τις υποθέσεις στο Αρχηγείο με την ελπίδα ότι οι καταδίκες τους θα μετριαστούν. Από το σημείο αυτό και πέρα δεν είχαμε ευθύνη. Στην περίπτωση που αναφέρεις, υπήρχαν πέντε δικαστές και εισαγγελέας —ο Γιώργος Αναγνωστάκης, που πέθανε από καρκίνο. Υπήρχε κι ο Γρηγόρης Παππάς που είχε κάνει τις ανακρίσεις», πρόσθεσε, ονομάζοντας τον τρίτο δικαστή στη δίκη της μάνας μου. «Πέθανε στην Τασκένδη». Η γυναίκα του σήκωσε το κεφάλι της. « Από που ήταν;» τον ρώτησε εχθρικά. Θα 'τανε κι αυτός έξυπνος, σαν και σένα». «Άσε μας να μιλήσουμε, ε;» της πέταξε ο Λύκας. Γυρνώντας σε μένα είπε: «Είναι νευρική. Μείναμε χωρισμένοι τόσο πολύ. Δώδεκα χρόνια». «Δώδεκα!» ξέσπασε η γυναίκα του. «Δεκαεφτά! Δεκαεφτά χρόνια! Η κόρη μου ήταν ενός μηνός. Πήγαινε να λευτερώσει τον κόσμο, ο ήρωας από δω», πρόσθεσε περιφρονητικά. «Θα σταματήσεις;» είπε ο Κατής με πιο δυνατή φωνή. «Θα μ' αφήσεις να μιλήσω με τον άνθρωπο; Ή θα σηκωθούμε να φύγουμε; Τα ξέρουμε για τα βάσανά σου! Δε χρειάζεται να μας τα λες συνεχώς». Ο Κατής άρχισε να μου εξηγεί πως είχε ανεβεί στο βουνό να βρει τους αντάρτες στα 1945. Ήταν ειρηνοδίκης στην Κόνιτσα, και μετά τον πόλεμο, χαφιέδες τον χαρακτήρισαν Εαμίτη. Φοβήθηκε πως θα τον φυλακίσουν ή και χειρότερα, και προσχώρησε στο Δημοκρατικό Στρατό. Τον επανέφερα στο θέμα των τεσσάρων αξιωματικών που εκτελέστηκαν και επανέλαβε πως ως πρόεδρος του δικαστηρίου, τους είχε καταδικάσει με την ελπίδα πως θα έπαιρναν χάρη. «Βγάλαμε την απόφαση που οφείλαμε να εκδώσουμε», πρόσθεσε. «Η ευθύνη για την τύχη των τεσσάρων ανήκε πλέον στον Κολιγιάννη». Ρώτησα αν οι κατηγορούμενοι είχαν κάποιο εκπρόσωπό τους στη δίκη συνήγορο ή σύμβουλο. «Συνήγορο!» γέλασε κοφτά ο Κατής. «Που θαρρείς πως ήμασταν. Αυτές ήταν δίκες στρατοδικείου στα βουνά!» Υπήρχε άλλο ένα περιστατικό για το οποίο ήθελα να τον ρωτήσω, του είπα, και πρόσεξα πως τα λόγια μου κόμπιαζαν όσο πλησίαζα το κρίσιμο σημείο. «Έγινε και μια δίκη πολιτών στο Λια, όπου πήρατε μέρος». «Όχι, όχι!» φώναξε προτού τελειώσω τη φράση μου. «Εγώ δε δίκασα πολίτες». «Μα ήταν παρόντες τρακόσοι χωριανοί», είπα. «Όλοι σας θυμούνται». Γινόταν όλο και πιο ανήσυχος κι εξακολούθησε ν' αρνείται προτού ολοκληρώσω την ερώτησή μου. «Δεν έχουν δίκιο!» είπε. Κάνουν λάθος. Εγώ δε δίκασα πολίτες». «Όλοι οι χωριανοί θυμούνται τον Κατή», είπα. «Δε σας λέγανε Κατή;» «Όχι, δεν είχα ψευδώνυμο». «Όλοι οι αντάρτες που μαζί τους μίλησα μου είπανε πως σε λέγανε Κατή. Κι ο φίλος σου ο Digitized by 10uk1s

Καλιανέσης και ο Γκαστής μου είπανε πως «Κατής» ήταν τ' όνομα του Αχιλλέα Λύκα από την Κόνιτσα. Τώρα μου λες πως ποτέ δε χρησιμοποίησες αυτό το όνομα». Ανακάθισε πιο ευθυτενής. «Δεν έχω καμιά σχέση με κανένα Κατή», είπε, αποδιώχνοντας με το χέρι του την ερώτηση. «Το ουσιώδες είναι πως όλα αυτά τα ζητήματα τα κανόνιζε στο Αρχηγείο ο Κολιγιάννης. Κανένας άλλος δεν είχε την ευθύνη. Ούτε ο Καλιανέσης ο επιτελάρχης. Ούτε ο Χείμαρρος, ο στρατιωτικός διοικητής. Ούτε τα στρατοδικεία. Κάναμε το καθήκον μας, και τους καταδικάζαμε εκφράζοντας για όλους την ευχή να τους δοθεί χάρη». Σηκώθηκε απότομα. «Έτσι είναι», είπε, ο τρόπος του υπόδειγμα δικαστικής υπεροψίας. «Έχουμε τίποτε άλλο να συζητήσουμε;» Η αλαζονεία του μ' έκανε έξαλλο: «Δε θα παραδεχτείς ποτέ την αλήθεια;» του πέταξα. «Αυτή είναι η αλήθεια», είπε κι ανασήκωσε τους ώμους. «Τι σου λέω ψέματα;» Άρχισα να μιλάω πολύ αργά και καθαρά, προσπαθώντας να οργανώσω τις σκέψεις μου. Το μίσος μου γι' αυτόν άρχιζε να μου μπερδεύει την προμελετημένη σειρά των ερωτήσεων. «Άκουσε, Λύκα», είπα. «Ήρθα από πολύ μακριά για να σε δω, και όπως μπορείς να το υποθέσεις, έχω ήδη μιλήσει μ' ένα σωρό ανθρώπους. Ξέρω τα πάντα απ' όσα έγιναν, λοιπόν δε θέλω ν' ακούω τα ψέματά σου». Αναπάντεχα, η γυναίκα του ξέσπασε: «Άκουσέ τον», τον πρόγκιξε. Ο Κατής της έριξε μια ματιά και κάθισε μ' ενοχλημένη έκφραση. «Ακούω». «Στο χωριό Λια», άρχισα, παίρνοντας με δυσκολία την ανάσα μου, «δικάστηκαν πέντε άνθρωποι». Ο πρόεδρος του χωριού. Ο ανιψιός του, δεκαοχτώ χρονών. Άλλος ένας χωριανός, πενήντα εφτά χρονών». «Σου είπα—». «Στάσου, στάσου...» «Μη μου λες τίποτα!» ανέκραξε. «Μπορείς να μου πεις πως δικάσαμε πενήντα. Αν θέλεις να μου πεις αυτό, θα σηκωθώ να φύγω...» «Θα μ' αφήσεις να τελειώσω;» «Όχι!» κραύγασε, προσπαθώντας ακόμη να μου ξεφύγει. «Δε θα σ' αφήσω γιατί λες πράγματα αβάσιμα! Τους μόνους που δίκασα ήταν οι αξιωματικοί και ο γιατρός για τους οποίους σου είπα». «Εκτελέστηκαν πέντε στο Λια», συνέχισα πεισματικά. Ήμουν αποφασισμένος να τα ξεστομίσω όλα ασχέτως πόσες φορές θα προσπαθούσε να με κόψει. «Τρεις άντρες και δυο γυναίκες. Η δίκη άρχισε στην πλατεία του χωριού και κατόπιν επειδή σας χτυπούσαν οι όλμοι από τη Μεγάλη Ράχη μεταφέρθηκε σε μια ρεματιά στο πάνω χωριό κρυμμένη από δέντρα—». «Δεν ξέρω τίποτα για Μεγάλη Ράχη ή για δίκη στρατιωτικών που μεταφέρθηκε από το ένα μέρος στο άλλο», ξέσπασε. «Ξέρω ότι λες ψέματα γιατί—»

Digitized by 10uk1s

«Δε θα μου πεις άλλα γιατί η συζήτηση μας έληξε!» «Τα κουκουλώνεις!» του φώναξα. Ο τόνος της φωνής του ανέβηκε: «Μ' ακούς; Αυτό που σου λέω εγώ! Τίποτ' άλλο δεν έχω να σου πω. Πάει. Έληξε!» «Για μένα δεν έληξε», του είπα. Με είχε πια καρατάρει. «Δεν ξέρω. Για σένα μπορεί να μην έληξε, βέβαια», είπε αδιάφορα, «γιατί δεν ξέρω ποιος είσαι και τι κρύβεις μέσα σου ή αν είχες κανένα συγγενή που έπεσε θύμα». Τα μάτια της γυναίκας του πηδούσαν από το πρόσωπό του στο δικό μου, εκδηλώνοντας κατάπληξη για όσα συμβαίνον στο καθιστικό της. «Έχω», κατένεψα. «Κι εσύ είσαι η αίτια. Ήμουν εννιά χρονών και μου πήρανε τη μάνα και τη δικάσανε στις είκοσι μία Αυγούστου μπροστά σε όλο το χωριό. Όλοι ήταν εκεί. Και στις είκοσι οχτώ Αυγούστου την πήγανε πάνω από το χωριό και την τουφεκίσανε». «Άκου, Νικόλα», μ' έκοψε ο Κατής. «—και τώρα καμώνεσαι πως δεν ξέρεις τίποτα!» συμπλήρωσα. «Γιατί δε λες την αλήθεια; Γιατί λες ψέματα ακόμα και τώρα;» Ο Κατής προσπαθούσε να με καλμάρει. «Γιατί δεν πας στα δικαστήρια;» ρώτησε. «Γιατί δεν ακολουθείς τη δικαστική—» «Γνωρίζεις το νόμο», τον έκοψα. «Γνωρίζεις πως ύστερα από τριάντα χρόνια υπάρχει παραγραφή, ακόμη και για φόνο!» Ο Κατής ανακάθισε παγερός. «Αυτός είναι δικός σου λογαριασμός», είπε. «Η μόνη δίκη όπου ήμουν πρόεδρος ήταν η δίκη των αξιωματικών και του γιατρού. Αυτά σου τα είπα». Άρχιζα να τραυλίζω από το θυμό: «Θέλω να σε ρωτήσω ένα πράγμα». «Ναι», απάντησε. «Την τελευταία μέρα της ζωής της μάνας μου, στις είκοσι οχτώ Αυγούστου, αφήσανε μια από τις αδελφές μου να τη δει για τελευταία φορά». Προσπαθούσα να του θυμίσω τη στιγμή που η μάνα μου του είχε γυρέψει κάτι για την κόρη της, αλλά δυσκολευόμουν να το ξεστομίσω. «Ναι», με ενθάρρυνε. «Ελένη Γκατζογιάννη. Τ' όνομα της ήταν Ελένη Γκατζογιάννη». «Ελένη Γκατζογιάννη», επανέλαβε ζαρώνοντας το κούτελο. «Δεν την άκουσα ποτέ. Αν την δίκασαν άλλοι, δεν ξέρω». «Εσύ ήσουν πρόεδρος», είπα. «Εγώ δε δίκασα ποτέ γυναίκα», είπε μελωδικά. «Μιλάω σοβαρά. Αυτό δε είναι ζήτημα για —» Digitized by 10uk1s

Η γυναίκα του μας έκοψε, το πρόσωπό της συσπασμένο από την αβεβαιότητα. «Μήπως κάνετε λάθος», μου είπε. «Υπήρχαν τρακόσοι άνθρωποι στη δίκη», αποκρίθηκα. «Όλοι αυτοί λένε ψέματα;» Ο Κατής κούνησε το κεφάλι του. «Δε θυμάμαι παραπάνω από πενήντα σε καμιά δίκη. θυμάμαι κάποτε ήταν μια γυναίκα στην Πρέσπα...» Συνέχισε λέγοντάς μου για μια δίκη που έγινε στο Βίτσι, όπου ισχυρίστηκε πως έσωσε μια γυναίκα και δεν την καταδικάσανε σε θάνατο, όμως δεν τον άφησα να τελειώσει, ούτε τον σταμάτησα για να του αποδείξω πως αυτό αντέφασκε με κείνο που μόλις είχε πει, πως είχε προεδρεύσει μόνο σε μια δίκη. Ήμουν αποφασισμένος να φτάσω στην τελευταία πράξη της ζωής της μάνας μου, όπου πρωταγωνιστούσε αυτός. «Και τη μέρα που σκοτώσανε τη μάνα μου...» είπα. «Μη με κατηγορείς για το θάνατο γυναίκας!» φώναξε ο Κατής. «Με προσβάλλεις!» «Σε προσβάλλω; Σκότωσες τη μάνα μου!» «Εγώ δεν αναμίχθηκα». Μιλούσε τώρα με την προηγούμενη δικαστική του υπεροψία. «Εσύ 'σαι υπεύθυνος!» «Σε παρακαλώ! Δεν αναμίχθηκα στη δίκη καμιάς γυναίκας». «Μπορώ, να σου φέρω δεκάδες μάρτυρες», επέμενα. «Στη δίκη εκείνων των αξιωματικών αναμίχθηκα, ναι, αλλά την Ελένη Γκατζογιάννη δεν τη δίκασα εγώ», επανέλαβε. «Πρέπει να βρεις ποιος το έκανε». «Τον βρήκα», φώναξα. Το χέρι μου είχε τραβηχτεί πίσω από την πλάτη μου στο όπλο, σκληρό και παγερό μέσα στη χούφτα μου. «Τρακόσοι άνθρωποι δε λένε ψέματα όλοι». «Κακώς σε πληροφόρησαν, φίλε μου», επέμενε ο Κατής. «Δεν έμεινα πολύ στη Μουργκάνα. Έφυγα όταν έπεσε η Μουργκάνα, πήγα στο Γράμμο και στο Βίτσι». «Αυτό έγινε στις 16 Σεπτεμβρίου», είπα. «Ακριβώς» κατένεψε. «Η μάνα μου δικάστηκε στις είκοσι μία Αυγούστου και εκτελέστηκε στις είκοσι οχτώ Αυγούστου». Ο Κατής γέλασε άγρια, το γέλιο αντήχησε στο σιωπηλό δωμάτιο. «Αδύνατον!» ανέκραξε. «Τότε ετοιμάζαμε την εκκένωση». «Ώστε μου λες πως η μάνα μου δεν τουφεκίστηκε;» ρώτησα, η φωνή μου υψωνόταν. «Ζει ακόμα;» Γύρισα κατά τη γυναίκα του, που το πρόσωπό της έδειχνε πως άρχιζε ν' αντιλαμβάνεται όσα έλεγα με τη φρικτή πεποίθηση πως ήτανε αλήθεια. «Τους ανεβάσανε ψηλά στη ρεματιά, κυρία», είπα, μιλώντας τώρα σε κείνη, προσπαθώντας να μην κοιτάζω το μούτρο του, παραμορφωμένο όπως με θωρούσε με μίσος. «Και τους τουφέκισαν και τους πέταξαν σ' ένα ξεροπόταμο δίχως καν να τους Digitized by 10uk1s

θάψουνε». Ξαναγύρισα στον Κατή που εξακολουθούσε να λέει: «Άκουσε!... Άκουσε!» «Και όταν ο παππούς μου πήγε να βρει το πτώμα της...» Στο σημείο αυτό η φωνή μου έσπασε ολότελα και δεν μπόρεσα να πω άλλη λέξη. Είχα το χέρι μου στο πιστόλι κι ενώ μιλούσα, από το μυαλό μου περνούσαν σκέψεις· εικόνες για την ακρίβεια, αναβόσβηναν σαν προβαλλόμενες διαφάνειες που αλλάζουν με μανιασμένη ταχύτητα. Το πτώμα της μάνας μου. Το πρόσωπο του γιου μου — στην ίδια ηλικία τώρα που είχα εγώ σαν σκοτώσανε τη μάνα μου. Ήξερα τώρα πέρα για πέρα πως ήθελα να σκοτώσω τον Κατή. Αλλά το λογικό κομμάτι του μυαλού μου μου 'λεγε πως μόνο ένας δρόμος έβγαζε από την πόλη. Για να 'χω την παραμικρή ελπίδα διαφυγής, θα 'πρεπε να σκοτώσω και τη γυναίκα του Κατή, που με άκουγε με συμπόνια και με πίστευε, αλλά και την κόρη του που βρισκόταν κάπου μέσα με το παιδί της. Ή, θα σκότωνα μοναχά αυτόν, και οι γυναίκες θα καλούσαν την αστυνομία και θα με πιάνανε προτού φύγω από την Κόνιτσα. Ενώ φιλονικούσαμε, είχα το χρόνο να συλλογιστώ τι θ' απογίνονται τα παιδιά μου. Η σκέψη με συγκρατούσε. Ήθελα να τον τσιγκλήσω ώστε να μου ριχτεί. Αν μ' άγγιζε το χέρι του θα μ' έπιανε τρέλα, θα μ' έσπρωχνε στη δράση. Ήθελα να με ωθήσουν έξω από τη λογική για να λησμονήσω τα πάντα εκτός από το μίσος μου. Αν με χτυπούσε, ήξερα πως θα μπορούσα να τον σκοτώσω δίχως να λογαριάσω τις συνέπειες, και ήθελα απεγνωσμένα να δω το αίμα του ν' αναβρύζει, να λερώνει τις φλοκάτες στα πόδια μας. Η σκέψη του παππού μου να ξεσκεπάζει το πτώμα της μάνας μου μου 'φερε αλλοφροσύνη και τα λόγια παραχώρησαν τη θέση τους στα έργα. Σηκώθηκα και τον έφτυσα. Είχα αρκετό σάλιο για να σκεπάσει το μούτρο του που έκανε συσπάσεις και να στάζει στο καθαρό του πουκάμισο και στο γιλέκο. Στην Ελλάδα, το να φτύσεις κάποιον είναι η χειρότερη προσβολή που μπορεί να του κάνεις, χειρότερη και από την πιο φοβερή βρισιά, κι από χαστούκι ή γροθιά. Ο Κατής αναπήδησε ορθός, και για μια στιγμή ήταν ξανά ο ανταρτοδίκης πάνω στην ακμή της δύναμης και της εξουσίας του. «Έφτυσες έμενα; Εμένα! Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» βροντοφώναξε. Περίμενα να πέσει το χτύπημά του, παρακαλούσα να πέσει, για να του απαντήσει η εκπυρσοκρότηση από το όπλο μου. Αλλά η γυναίκα του αναπήδησε. Ίσως είδε το χέρι μου πίσω, ίσως όχι. Η στριγκιά φωνή της σκόρπισε τη στιγμή της παγωμένης σιγαλιάς έτσι όπως στεκόμαστε αντιμέτωποι. «Αχιλλέα! Σταμάτα! Μην κουνηθείς!» σκλήρισε. Σιγά σιγά τα χέρια του άνοιξαν, δεν ήταν πια γροθιές, και βούλιαξε στην καρέκλα του, από το μούτρο του έσταζε η φτυσιά μου. Η στιγμή είχε χαθεί. Είχε καταρρεύσει ένας γέρος, ενώ η γυναίκα του όρθια κουνούσε τα χέρια της έξαλλη. Ακούγοντας τη φασαρία, η κόρη του παρουσιάστηκε στην πόρτα. «Τι συμβαίνει;» φώναξε. «Τι γίνεται εδώ;» Γύρισα πάνω της: «Δολοφονήσανε τη μάνα μου», της είπα, «και υπεύθυνος είναι ο πατέρας σου». Με κοίταξε σαν άξαφνα να τα κατάλαβε όλα. «Α, γι' αυτό ήρθες εδώ», είπε. «Γι' αυτό», της απάντησα και κίνησα κατά την πόρτα. Άκουγα ακόμα τη γυναίκα του Κατή να ξεφωνίζει καθώς χτύπησα την πόρτα μ' ένα βρόντο σαν την πιστολιά που λαχταρούσα. Η στιγμή είχε περάσει και δεν το 'χα κάνει. Digitized by 10uk1s

Στο μαγνητόφωνο δεν υπάρχει άλλος ήχος παρά ο γρήγορος ρυθμός των βημάτων μου στο χαλίκι, να πηγαίνουν, να πηγαίνουν.

Καθώς οδηγούσα επιστρέφοντας στα Γιάννινα, τα πάντα ολόγυρα στο ηλιόλουστο τοπίο μου φαίνονταν αλλαγμένα, στρεβλά, σαν να τα 'βλεπα διαθλασμένα κάτω από το νερό. Ένιωθα αναγούλα από την απογοήτευση. Είχα αντικρίσει τον Κατή καταπρόσωπο και ήταν ακόμα ζωντανός. Είχα ενεργήσει πάνω στο βρασμό των συναισθημάτων μου, ωστόσο την κρίσιμη στιγμή κάτι με είχε σταματήσει. Αν μου 'χε ριχτεί, το ήξερα πως θα τον είχα σκοτώσει. Τώρα είχα στερηθεί την ικανοποίηση που κυνηγούσα τόσα χρόνια. Ο πόνος που με είχε πάει ως την πόρτα του ήταν πιο δυνατός από κάθε άλλη φορά. Δεν είχα μέσα μου αμφιβολία πως ο Κατής άξιζε να πεθάνει. Ήμουν σίγουρος πως με τα χρόνια δεν είχε αλλάξει αφότου είχε στείλει τη μάνα μου στο απόσπασμα. Όταν κινήθηκε καταπάνω μου είχα δει στη ματιά του την αλαζονεία και την παγερή αδιαφορία του φονιά. Ορκίστηκα πως θα τον αντιμετώπιζα ξανά, όταν θα μπορούσα να δράσω ασυγκίνητος και χωρίς το φόβο πως θα 'μπαιναν στη μέση οι δικοί του, και το έκανα. Τέσσερις μήνες αργότερα, στην Ηγουμενίτσα, έμαθα πως ο Κατής και η οικογένειά του είχανε νοικιάσει διαμέρισμα για το καλοκαίρι. Περίμενα έξω από το σπίτι ωσότου είδα τη γυναίκα του, την κόρη του, το γαμπρό του και τα δύο εγγόνια του να φεύγουν από το διαμέρισμα και να πηγαίνουν προς την ακροθαλασσιά για μπάνιο. Είχα ξυρίσει τα γένια μου, και η γυναίκα του πέρασε δίπλα μου χωρίς να με αναγνωρίσει. Γνωρίζοντας πως ο Κατής ήταν μόνος, μπήκα στο διαμέρισμα παραβιάζοντας την κλειδαριά με μια πλαστική κάρτα. Άνοιξα την πόρτα σιγά σιγά και τον είδα μπροστά μου, να κοιμάται σε μια πολυθρόνα τραβηγμένη κοντά στο μεγάλο παράθυρο του καθιστικού. Στο ανελέητο φως του ήλιου, το φαφούτικο στόμα ανοιχτό, το κεφάλι του γερμένο στον ώμο του. Το σακάκι της πιτζάμας που φορούσε πίσω από το παντελόνι του ήτανε ανοιχτό και ξεγύμνωνε το γουβιασμένο στήθος και τη ζαρωμένη μπάκα. Τα κρέατά του ήταν σταχτιά. Δε σάλεψε όπως τον περιεργαζόμουν από λίγα μέτρα απόσταση. Δεν ένιωσα οίκτο για κείνον, για τα χρόνια του και την ανημπόρια του, μόνο μίσος και αποστροφή. Έμοιαζε με λείψανο. Είχα το όπλο πίσω στη μέση μου όμως κατάλαβα πως μπορούσα να τον πνίξω μ' ένα μαξιλάρι και να φύγω. Οι δικοί του θα γυρνούσαν και θα έβλεπαν πως ο Κατής είχε πεθάνει στον ύπνο του. Κανένας δε θα υποπτευόταν πως είχα πάει εκεί. Στεκόμουν και κοιτούσα τον άνθρωπο που είχε σκοτώσει τη μάνα μου δυο τρία λεπτά, μπορεί και παραπάνω. Ύστερα γύρισα κι έφυγα, κλείνοντας πίσω μου την πόρτα αθόρυβα. Τούτη τη φορά ήξερα πως στ' αλήθεια είχε λήξει. Είχα βρει την τέλεια ευκαιρία να τον σκοτώσω και δεν μπόρεσα να το κάνω. Στο τέλος του μακρού ταξιδιού μου έμαθα πως δεν είχα τη θέληση. Δεν περίμενα αυτό το τέλος όταν άρχισα να γράφω. Τέτοιο τέλος δεν έχει καμιά ικανοποίηση. Ο πόνος για τη δολοφονία της μάνας μου είναι ακόμα οξύς, κι ο θυμός γιατί ο φονιάς ζει κάθε μέρα μεγαλώνει. Αφότου έφυγα από την Ηγουμενίτσα δεν έχω πάψει ν' αναρωτιέμαι γιατί δεν τον σκότωσα. Το ξέρω πως με σταμάτησε ο φόβος: εν μέρει ο φόβος πως θ' αποχωριζόμουν τα παιδιά μου και πως θα έβαζα σε κίνηση γεγονότα που θα διαιώνιζαν τους σκοτωμούς και τις συμφορές στις μελλούμενες Digitized by 10uk1s

γενιές. Ήταν και κάτι άλλο ακόμα: η κατανόηση της μάνας μου που μου είχε χαρίσει η έρευνα της ζωής της. Πάνω στην αναζήτηση αυτή είχα μάθει κάποια από τα στερνά λόγια της, μίτο για τις σκέψεις της ενώ ετοιμαζόταν να πεθάνει. Στη Γλυκερία, η μάνα μας είχε μιλήσει για την καλότυχη Κωνσταντίνα Ντρουμπογιάννη, που γλίτωσε και τις δυο θυγατέρες της και τη ζωή της, όμως δεν είπε τίποτα για μίσος και εκδίκηση. Όταν φέρανε την Αγγελική Μπότσαρη μπροστά της την παραμονή της εκτέλεσης, η μάνα μου δε μίλησε για τους πόνους από τα βασανιστήρια, μόνο για τη λαχτάρα της ν' αγκαλιάσει τα παιδιά της για στερνή φορά. Κι η τελευταία κραυγή της, προτού την ξεσκίσουν οι σφαίρες από το εκτελεστικό απόσπασμα, δεν ήταν κατάρα στους φονιάδες της αλλά μια επίκληση εκείνου που για χάρη του πέθανε, ένα διαλάλημα της αγάπης της: «Παιδιά μου!». Αντίθετα από την Εκάβη, η μάνα μου δεν ξόδιασε τις στερνές δυνάμεις της ρίχνοντας κατάρες στους βασανιστές της, αλλά σαν την Αντιγόνη, βρήκε το θάρρος ν' αντιμετωπίσει το θάνατο επειδή είχε κάνει το καθήκον της απέναντι σε κείνους που αγαπούσε. Η Αντιγόνη του Σοφοκλέους λέει σε κείνον που την καταδίκασε εις θάνατον, στο θείο της και βασιλιά: «Στον κόσμο δε γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν' αγαπώ». Αυτό ήτανε το φυσικό και της Ελένης Γκατζογιάννη, κι ο Κατής δεν μπόρεσε να το αφανίσει σκοτώνοντάς τη. Όπως η μουριά στην αυλή μας, που ακόμη στέκεται εκεί ενώ το σπίτι σωριάστηκε σ' ερείπια, αυτή η αγάπη ρίζωσε σε μας, τα παιδιά της, απλώθηκε και στα εγγόνια της. Αν σκότωνα τον Κατή θα 'πρεπε να ξεριζώσω την αγάπη αυτή από μέσα μου και να γίνω σαν και κείνον, ν' αφανίσω όπως έκανε εκείνος κάθε ανθρωπιά και οίκτο. Όπως είχε εγκαταλείψει εκείνος μωρό την κόρη του και τη γυναίκα του για να γίνει φονιάς για τους αντάρτες, θα 'πρεπε κι εγώ να παραμερίσω κάθε σκέψη για το τι θα έκανα στη ζωή των παιδιών μου. Η μάνα μου από αγάπη στα δικά της παιδιά είχε κάνει τα πάντα. Σκοτώνοντας τον Κατή θ' ανακουφιζόμουν από τον πόνο που με πλημμύριζε τόσα και τόσα χρόνια. Όμως, όσο και να θέλω αυτή την ικανοποίηση, έμαθα πως δεν μπορώ να το κάνω. Η αγάπη της μάνας μου, πρώτη κινητήρια δύναμη της ζωής της, εξακολουθεί να μας συνέχει, συχνά με τριγυρίζει σαν απτή παρουσία. Η κινητοποίηση του μίσους που θα μου ήταν αναγκαίο για να σκοτώσω τον Κατή θα έκοβε αυτή τη γέφυρα ανάμεσά μας και θ' αφάνιζε εκείνο το κομμάτι του εαυτού μου που μοιάζει πιο πολύ της Ελένης.

Digitized by 10uk1s

Σ φέέαα μαα ττοουυ σσυυγγγγρρααφ ωμ μεείίω Σηημ Ο κόσμος όπου έζησε και πέθανε η Ελένη αναπλάστηκε στο βιβλίο αυτό όχι μόνον από τις δικές μου αναμνήσεις και των αδερφάδων μου, αλλά και από τις θύμησες πάμπολλων ανθρώπων που ζουν τώρα σκορπισμένοι σε καμιά δεκαριά χώρες. Όλα τα ονόματα, οι τόποι και οι ημερομηνίες είναι πραγματικά. Κάθε περιστατικό που περιγράφεται στο βιβλίο και που δεν το είδα με τα μάτια μου μου το έχουν περιγράψει τουλάχιστον δύο μάρτυρες με τους οποίους μίλησα χωριστά. Όλες οι συνομιλίες έχουν μαγνητοφωνηθεί — κρυφά στην περίπτωση δύστροπων μαρτύρων. Οι απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες και τα ντοκουμέντα που συγκέντρωσα — εφημερίδες, ημερολόγια, επιστολές, στρατιωτικές εκθέσεις, φωτογραφίες, χάρτες επιχειρήσεων — γεμίζουν ένα τοίχο με φακέλους στο σπίτι μου. Μερικοί από κείνους με τους οποίους μίλησα διαθέτουν σπουδαία μνήμη και μπόρεσαν να μου περιγράψουν όχι μόνο περιστατικά αλλά και τι φορούσαν οι αναφερόμενοι σ' αυτά, τι κινήσεις έκαναν και πως μιλούσαν με κάθε λεπτομέρεια. Σε άλλες περιπτώσεις, πάντως, μου έδωσαν μόνο τα στοιχειώδη από μια συζήτηση, και ακολουθώντας το παράδειγμα του Θουκυδίδη «έγραψα όπως

μου φαινόταν πιο φυσικό να έχει μιλήσει ο καθένας ώστε ν' αρμόζει καλύτερα στην περίσταση και προσεγγίζοντας, όσο το δυνατόν, τη γενική έννοια των όσων πραγματικά είπαν».

Για να ζωντανέψω τα πρόσωπα του βιβλίου, περιγράφω ενίοτε τις σκέψεις τους και τα αισθήματά τους όπως και τις πράξεις τους. Οι πιο πολλές σκέψεις της Ελένης και άλλων που έχουν πεθάνει έχουν συναχθεί από όσα είπαν σε συγγενείς και φίλους, που ζουν ακόμα και μου τ' αφηγήθηκαν. Σε πολύ λίγες περιπτώσεις όταν δεν υπήρχαν πληροφορίες — όπως οι τελευταίες εικόνες που είδε η Ελένη πριν από την εκτέλεση — πήγα στις πραγματικές τοποθεσίες και προσπάθησα να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση της. Όσα μυστικά της δουλειάς διδάχθηκα και ανέπτυξα στα είκοσι χρόνια μου ως ρεπόρτερ ερευνητής τα χρησιμοποίησα στη δυσκολότερη και σημαντικότερη έρευνα της ζωής μου· γι' αυτό κατά πρώτο λόγο έγινα δημοσιογράφος. Από τις μαρτυρίες ηλικιωμένων χωρικών, ανδρών και γυναικών παλιών κομμουνιστών, εθνικοφρόνων και Βρετανών αξιωματικών· συγγενών, φίλων και εχθρών — από τις ατέρμονες πυκνογραμμένες απομαγνητοφωνήσεις συνομιλιών και από τα κιτρινισμένα ντοκουμέντα που βρίσκονται στους φακέλους μου — κέρδισα προς μεγάλη μου ικανοποίηση, ένα αυθεντικό δράμα του ανθρώπου που υπήρξε η Ελένη Γκατζογιάννη και του κόσμου που έπλασε τη ζωή και το θάνατό της.

Digitized by 10uk1s

Κ Κρριιττιικκήή «...Στην Ελλάδα το βιβλίο θα χαρακτηρισθεί "συκοφαντικό" από την άκρα αριστερά, που δεν θα το διαβάσει, κι από τους "καλοπροαίρετους φιλελεύθερους", που δεν θα πατήσουν ποτέ στα βουνά. Η κατηγορία της "συκοφαντίας" σημαίνει ότι το βιβλίο λασπολόγοι, καθώς επίσης κι ότι είναι όλο φανταστικό. Αν η "Ελένη" ήταν ένα βιβλίο φαντασίας, θα είχε όλα τα σημάδια της μεγαλοφυίας. Υπάρχει μια κατηγορία φανταστικής λογοτεχνίας, που διατηρεί όλη την αυταπόδεικτη αυθεντικότητα των πραγματικών γεγονότων. Όταν διαβάζουμε ένα σπουδαίο έργο φαντασίας, βλέπουμε ότι σε κάθε σελίδα λέμε στον εαυτό μας: "Ναι, βέβαια, έτσι πρέπει να έγινε - ναι, ακριβώς αυτά θα έγιναν!'' Το ίδιο συμβαίνει με την "Ελένη" όμως, η "Ελένη", αν και είναι ένα βιβλίο γραμμένο με φαντασία, δεν είναι ένα βιβλίο φαντασίας. »Από την πλευρά μου, δέχομαι χωρίς ενδοιασμό την ιστορία του Γκατζογιάννη. Κατά τη διάρκεια τής εποχής που περιγράφει, γνώριζα τα ελληνικά βουνά καλύτερα από κάθε άλλο ξένο, ίσως και καλύτερα από τους περισσότερους Έλληνες. Ο Γκατζογιάννης έχει δύο πλεονεκτήματα: γεννήθηκε Έλληνας, και υπήρξε ένα ιδιαίτερα εύστροφο και ευαίσθητο παιδί. Μπορεί να περιγράψει με εντυπωσιακή εμβάθυνση στις λεπτομέρειες όσα συνέβησαν σε ένα μικρό χωριό. Έχοντας το πλεονέκτημα είκοσι περισσότερων ετών και μιας πολύ πλατύτερης άποψης της ελληνικής σκηνής, μπορώ να βεβαιώσω ότι η περιγραφή του ταιριάζει απόλυτα με την ευρύτερη ιστορία του ελληνικού εμφύλιου πολέμου. ....................................................................................................................................... »Αν ζήσει μέχρι τα εκατό του, σαν έναν από τους θείους του στο Λια, δεν θα καταφέρει ποτέ μάλλον να γράψει τίποτε που να ξεπερνά αυτό το βιβλίο. με επαγγελματική δεξιοτεχνία, το έχει δομήσει προσεκτικά, έτσι που να αποφεύγει την παγίδα του υπερβολικού συναισθηματισμού. Το πρώτο και το τελευταίο κεφάλαιο περιγράφουν την αναζήτηση των στοιχείων και την αποκάλυψη των ανθρώπων που πρόδωσαν και σκότωσαν τη μητέρα του. Βρήκε τον επιζώντα «δικαστή», και η συνάντηση μαζί του είναι αλησμόνητη: αν και οπλισμένος με ένα πιστόλι κι αποφασισμένος να τον σκοτώσει, ο Γκατζογιάννης ανακάλυψε πώς δεν μπορούσε να κάνει τίποτε περισσότερο από το να τον φτύσει κατά πρόσωπο. Κι αυτό ήταν πράγματι αρκετό. «Όμως το επίκεντρο του βιβλίου είναι η ιστορία των παθών της Ελένης, που διαδραματίζονται μπροστά στο σκληρό, συναρπαστικό σκηνικό της ζωής των χωρικών των ελληνικών βουνών· και μόνον η αναδημιουργία από τον Γκατζογιάννη του σκηνικού θα έφτανε για να κάνει φημισμένον έναν επιστήμονα κοινωνιολόγο, και να του γλιτώσει πέντε ετών εργασία. Τα ξεχωριστά νήματα της πλοκής οδηγούν σε μια συγκλονιστική κλιμάκωση, που κάνει την “Ελένη” να είναι ένα από τα λίγα βιβλία, στα όποια η δύναμη της τέχνης αναπλάθει ολόκληρη την ιστορική αλήθεια». C. M. Woodhouse

«Ένα από τα σημαντικότερα, καλύτερα δομημένα και συγκλονιστικά βιβλία που έχουν εκδοθεί εδώ και πολύ καιρό. Είναι ένα εκπληκτικό κατόρθωμα!». PATRICK LEIGH FERMOR

«Είναι ένα ξεχωριστό βιβλίο». Digitized by 10uk1s

VERONICA WEDGOOD

«Είναι σαν να βλέπεις την "Ορέστεια" με σύγχρονο μανδύα... Ο κ. Γκαίητζ ανακάλυψε το νόημα του θανάτου της μητέρας του, τοποθετώντας τον στο πλαίσιο του ελληνικού εμφύλιου πολέμου... δεν μπορώ να σκεφθώ άλλο βιβλίο που να παρουσιάζει τόσο καθαρά τη βαθμιαία υποβάθμιση των ανθρώπινων άξιων στο όνομα ευγενικών στόχων. Ούτε κανένα που να αφηγείται τόσο καλά την αγριότητα ανθρώπων του ίδιου έθνους - γειτόνων, ακόμη και συγγενών!». NEW YORK TIMES BOOK REVIEW

«Η τελευταία πράξη μιας σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας». WASHINGTON POST

«Μια ιστορία με την υπογραφή της μοίρας». NEW YORK TIMES

«Η αφήγηση θυμίζει τις καλύτερες στιγμές του Χεμινγουαίη». LONDON TIMES

Ο ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΖΟΓΙΑΝΝΗΣ πρώην ρεπόρτερ ερευνητής και ανταποκριτής των Τάιμς της Νέας Υόρκης, γεννήθηκε στο χωριό Λια της Ηπείρου στα 1939 και μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες δέκα χρόνια αργότερα. Απόφοιτος των πανεπιστημίων τής Βοστόνης και του Κολούμπια, έχει γράψει πέντε ακόμη βιβλία, δύο για την Ελλάδα και τρία για το οργανωμένο έγκλημα. Ζει στη Μασαχουσέτη, είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά.

1

Στο Φωτιά και Τσεκούρι αναζήτησε Τσαμαντά.

2

Σ.τ.Μ.: σβώλος = ένα κομμάτι ψωμί, στο τοπικό ιδίωμα.

3

Σ.τ. Μ.: σβάρα = σβάρνα

Digitized by 10uk1s

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF