Nicholas Sparks - To Pandoxio Sti Rodanthi

December 24, 2017 | Author: Ricky Rubio | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Nicholas Sparks - To Pandoxio Sti Rodanthi...

Description

Nicholas Sparks

TO ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ ΣΤΗ ΡΟΔΑΝΘΗ Μυθιστόρημα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΟΦΙΑ ΑΝΤΩΝΑΚΗ

Τίτλος πρωτοτύπου: Nights in Rodanthe Copyright © 2002 by Nicholas Sparks

Copyright © 2004 «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ Α.Ε.» για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο

Μετάφραση: Σοφία Αντωνάκη Επιμέλεια-Διόρθωση: Λένια Μαζαράκη Σελιδοποίηση: Ευαγγελία Σταματέλλου Εξώφυλλο: Κώστας Χουχουλής

Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμιά διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά το Ν. 2387/20 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρ­ νης (που έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιον­ δήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.

Στον Λάντον,

τη Λέξι

και

τη Σαβάνα

6

1

Έ ν α ζεστό πρωινό του Νοεμβρίου του 1999, πριν από τρία χρόνια, η Αντριάννα Γουίλις επέστρεψε στο Πανδοχείο, που με την πρώτη ματιά της φάνηκε ακριβώς όπως το θυμό­ ταν, λες και είχε παραμείνει απρόσβλητο από την επίδραση του ήλιου, της άμμου και της αλμυρής ομίχλης. Η μπροστινή βεράντα ήταν φρεσκοβαμμένη και τα διπλωμένα γυα­ λιστερά μαύρα παραθυρόφυλλα, σε συνδυασμό με τις άσπρες κουρτίνες, έμοιαζαν με πλή­ κτρα πιάνου τυπωμένα σε χαρτί. Ο κέδρος δίπλα είχε το χρώμα του λερωμένου χιονιού. Στα πλάγια του Πανδοχείου τα σπάρτα ανέμιζαν σαν να τη χαιρετούσαν και πάνω στην άμμο είχε σχηματιστεί ένας καμπυλωτός αμμόλοφος που μέρα με τη μέρα άλλαζε ανε­ παίσθητα μορφή, όπως αλλάζουν θέση οι σπόροι που μετακινούνται συνεχώς από το ένα σημείο στο άλλο. Ο ήλιος περιφερόταν ανάμεσα στα σύννεφα, δίνοντας στον αέρα μια λαμπρότητα που σου δημιουργούσε την εντύπωση ότι μικρά σωματίδια φωτός αιωρούνταν μέσα στην κα­ ταχνιά. Για μια στιγμή η Αντριάννα ένιωσε σαν να ταξίδευε πίσω στο χρόνο. Όταν όμως κοίταξε πιο προσεκτικά, παρατήρησε ότι υπήρχαν αλλαγές, που οι επισκευές δεν είχαν καταφέρει να κρύψουν. Οι γωνίες των παραθύρων ήταν φθαρμένες, στη στέγη διακρί­ νονταν γραμμές από σκουριά και κοντά στις υδρορρόες υπήρχαν λεκέδες από νερό. Το Πανδοχείο έμοιαζε να καταρρέει και η Αντριάννα, αν και ήξερε πολύ καλά ότι δεν εί­ χε τη δύναμη να αποτρέψει τη φθορά, έκλεισε τα μάτια της λαχταρώντας να το επανα­ φέρει στην παλιά του κατάσταση με ένα μαγικό ανοιγοκλείσιμο των ματιών. Σήμερα η Αντριάννα, λίγους μήνες μετά τα εξηκοστά γενέθλια της, στέκεται στην κουζίνα της και κατεβάζει το ακουστικό του τηλεφώνου μετά το τέλος της συνομιλίας της με την κόρη της. Κάθισε κοντά στο τραπέζι αναπολώντας την τελευταία της επίσκεψη στο Πανδοχείο και το ατέλειωτο Σαββατοκύριακο που είχε περάσει κάποτε εκεί. Παρά τα συμβάντα των χρόνων που είχαν ακολουθήσει, η Αντριάννα πίστευε ακράδαντα ότι η αγάπη ήταν η πεμπτουσία για μια ολοκληρωμένη, υπέροχη ζωή. Έ ξ ω έβρεχε. Ευγνωμονούσε το γλυκό χτύπημα της βροχής πάνω στο τζάμι, γιατί την έκανε να νιώθει πιο οικεία σ' αυτό το περιβάλλον. Η ανάμνηση εκείνων των ημε­ ρών ξυπνούσε μέσα της ανάμεικτα συναισθήματα, κάτι σαν νοσταλγία. Η νοσταλγία πο­ λύ συχνά ταυτίζεται με το ρομαντισμό. Οι αναμνήσεις της όμως ήταν ρομαντικές και δε χρειαζόταν να γίνουν ακόμα περισσότερο. Δεν τις είχε μοιραστεί ποτέ με κανέναν. Ανή­ καν σε κείνη αποκλειστικά και με την πάροδο των χρόνων είχε καταλήξει να τις βλέπει σαν εκθέματα μουσείου, στο οποίο η ίδια ήταν ο έφορος και ο μοναδικός διευθυντής. Κα­ τά κάποιο περίεργο τρόπο, η Αντριάννα είχε φτάσει στο συμπέρασμα ότι εκείνες τις πέ­ ντε μέρες είχε μάθει περισσότερα απ' ό,τι όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

7

Ή τ α ν ολομόναχη στο σπίτι. Τα παιδιά της ήταν μεγάλα πια, ο πατέρας της είχε πε­ θάνει το 1996 και εκείνη ήταν ήδη χωρισμένη από τον Τζακ εδώ και δεκαεφτά χρόνια. Αν και πολλές φορές τα αγόρια της την παρότρυναν να βρει κάποιο σύντροφο για τα χρόνια που της έμεναν να ζήσει, η Αντριάννα δεν είχε καμία διάθεση να το κάνει. Ό χ ι γιατί εί­ χε χάσει την εμπιστοσύνη της στους άντρες. Αντίθετα, ακόμη και σήμερα, πολύ συχνά, έπιανε τον εαυτό της στο σούπερ μάρκετ να κοιτά επίμονα άντρες πολύ νεότερους της. Πο­ λύ θα ήθελε να ξέρει τι θα σκέφτονταν τα παιδιά της αν μάθαιναν ότι χαζεύει άντρες λί­ γο μεγαλύτερους σε ηλικία από αυτά. Θα την κατηγορούσαν ή θα χαμογελούσαν βρίσκο­ ντας το ενδιαφέρον της χαριτωμένο; Δεν ήταν καθόλου βέβαιη, ούτε γνώριζε κατά πόσο μπορούσαν να τη δουν όπως ήταν κάποτε, χωρίς τις ρυτίδες και τα γκρίζα μαλλιά. Το γεγονός ότι γερνούσε δεν τη στενοχωρούσε καθόλου. Οι άνθρωποι σήμερα μιλούν ακατάπαυστα για τα πλεονεκτήματα της νιότης. Η Αντριάννα δεν αισθάνθηκε ποτέ την επιθυμία να ξανανιώσει. Ίσως να νοσταλγούσε τη μέση ηλικία, όχι όμως τη νιότη. Είναι αλήθεια ότι της έλειπαν μερικά πράγματα, όπως το να ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά, να μπορεί να σηκώνει περισσότερες από μία σακούλες με ψώνια ή να προλαβαίνει τα εγ­ γόνια της όταν έτρεχαν στην αυλή. Ό λ α αυτά όμως πρόθυμα θα τα θυσίαζε για τις εμπει­ ρίες που είχε αποκτήσει με την πάροδο του χρόνου. Αναπολώντας τη ζωή της έβλεπε ότι δεν υπήρχε τίποτα που θα ήθελε να το είχε κάνει διαφορετικά. Έπειτα, η νιότη έχει τα προβλήματα της. Εκτός από αυτά που είχε αντιμετωπίσει η ίδια, είχε παρακολουθήσει και τα παιδιά της να παλεύουν μέσα στο άγχος της εφηβικής ηλικίας, καθώς και την αβεβαιότητα και το χάος των πρώτων χρόνων μετά την ενηλικίω­ ση τους. Ακόμα και τώρα που δύο απ' αυτά είχαν περάσει τα τριάντα και το τρίτο κόντευε να τα φτάσει, εκείνη εξακολουθούσε να αναρωτιέται πότε η μητρότητα θα έπαυε να εί­ ναι δουλειά πλήρους απασχόλησης. Ο Ματ ήταν τριάντα δύο χρονών, η Αμάντα τριάντα ενός και ο Νταν είχε μόλις μπει στα είκοσι εννέα. Ένιωθε μεγάλη περηφάνια που και οι τρεις τους είχαν καταφέρει να τελειώσουν το κολέγιο, μια και είχε υπάρξει εποχή που δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι θα φοιτούσαν καν. Ή τ α ν άνθρωποι τίμιοι, ευγενικοί και αυτάρκεις, ό,τι δηλαδή θα μπο­ ρούσε να επιθυμήσει γι' αυτούς. Ο Ματ εργαζόταν ως ορκωτός λογιστής και ο Νταν με­ τέδιδε τα αθλητικά νέα στο βραδινό δελτίο ειδήσεων στο Γκρίνβιλ. Και οι δύο είχαν πα­ ντρευτεί και είχαν αποκτήσει δική τους οικογένεια. Όταν έρχονταν κάθε χρόνο για να γιορτάσουν μαζί της την Ημέρα των Ευχαριστιών, φρόντιζε να κάθεται πάντα σε μια άκρη και να τους παρακολουθεί να τρέχουν πίσω απ' τα παιδιά τους, νιώθοντας μεγάλη ικα­ νοποίηση για όσα είχαν καταφέρει στη ζωή τους. Ως συνήθως, η κατάσταση ήταν λίγο πιο περίπλοκη για την κόρη της. Τα παιδιά ήταν δεκατεσσάρων, δεκατριών και έντεκα χρονών όταν ο Τζακ έφυγε από το σπίτι και το καθένα είχε αντιμετωπίσει το διαζύγιο με διαφορετικό τρόπο. Ο Ματ και ο Νταν ξέσπασαν το θυμό τους με παιχνίδι στα γήπεδα και με την ενίοτε κακή

8

Nicholas Sparks

συμπεριφορά στο σχολείο. Η Αμάντα όμως το πήρε πολύ βαριά. Καθώς ήταν το μεσαίο παιδί, στριμωγμένο ανάμεσα σε δυο αδερφούς, ήταν πάντα το πιο ευαίσθητο απ' τα τρία και ως έφηβη χρειαζόταν την παρουσία του πατέρα μέσα στο σπίτι, αν μη τι άλλο, για να της δίνει τη δυνατότητα να ξεφεύγει πότε πότε από τις ανήσυχες ματιές της μητέρας της. Άρχισε να ντύνεται με ρούχα που η μητέρα της θεωρούσε κουρέλια, να ξενυχτάει με παρέες μέχρι πολύ αργά, ενώ τα δύο επόμενα χρόνια δήλωσε ότι ήταν τρελά ερωτευ­ μένη με τουλάχιστον δώδεκα διαφορετικά αγόρια. Μετά το σχολείο κλεινόταν με τις ώρες στο δωμάτιο της και άκουγε μουσική τόσο δυνατά, που έκανε τους τοίχους του σπιτιού να δονούνται, αγνοώντας τις φωνές της μητέρας της που τη φώναζε για φαγητό. Κατά και­ ρούς δε μιλούσε σχεδόν καθόλου ούτε στη μητέρα ούτε στα αδέρφια της για μέρες. Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια, αλλά τελικά η Αμάντα βρήκε τον εαυτό της και μπήκε σε ένα ρυθμό παρόμοιο με αυτόν που είχε κάποτε η μητέρα της. Στο κολέγιο γνώρισε τον Μπρεντ. Παντρεύτηκαν μετά την αποφοίτηση και τα πρώτα χρόνια του γά­ μου τους απέκτησαν δυο παιδιά. Αντιμετώπισαν οικονομικές δυσκολίες, όπως όλα τα νιό­ παντρα ζευγάρια, αλλά ο Μπρεντ αποδείχτηκε πολύ πιο συνετός απ' τον Τζακ. Αμέσως μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού έκανε ασφάλεια ζωής για κάθε ενδεχόμενο, πα­ ρότι όλοι πίστευαν ότι δε θα τη χρειάζονταν πριν περάσει πολύς πολύς καιρός. Όμως, έκαναν λάθος. Ο Μπρεντ είχε πεθάνει πριν από οκτώ μήνες, από καρκίνο των όρχεων. Η Αντριάν­ να είδε την κόρη της να βουλιάζει σε βαριά κατάθλιψη και την προηγούμενη μέρα, όταν κατά το απόγευμα γύρισε πίσω τα εγγόνια της, που είχαν περάσει λίγες ώρες μαζί της, βρήκε τις κουρτίνες του σπιτιού τραβηγμένες, το φως της βεράντας αναμμένο και την Αμάντα καθισμένη στο σαλόνι με το μπουρνούζι, με μια έκφραση όμοια με κείνη που είχε τη μέρα της κηδείας. Εκείνη τη στιγμή, καθώς στεκόταν στο σαλόνι της κόρης της, η Αντριάννα συνειδη­ τοποίησε ότι είχε έρθει η ώρα να της μιλήσει για το παρελθόν. Δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει από τότε. Ό λ ο αυτό τον καιρό η Αντριάννα είχε μιλήσει μόνο σε ένα πρόσωπο γι' αυτό που είχε συμβεί, μα ο πατέρας της είχε πεθάνει παίρνοντας το μυστικό στον τάφο του. Η μητέρα της είχε πεθάνει όταν η Αντριάννα ήταν τριάντα πέντε χρονών και, πα­ ρόλο που οι σχέσεις τους υπήρξαν ανέκαθεν καλές, εκείνη πάντα ένιωθε πιο κοντά στον πατέρα της. Πίστευε ακόμα ότι ήταν ο ένας από τους δύο άντρες που την είχαν καταλά­ βει πραγματικά και η απουσία του της ήταν παραπάνω από αισθητή. Η ζωή του δε διέ­ φερε από τη ζωή των ανθρώπων της γενιάς του. Αντί να πάει στο κολέγιο, έμαθε μια τέ­ χνη και πέρασε σαράντα ολόκληρα χρόνια σε ένα εργαστήριο επίπλων, όπου δούλευε για ένα μεροκάματο, παίρνοντας αύξηση μερικές πένες κάθε Ιανουάριο. Φορούσε ρεπού­ μπλικα ακόμα και τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες, κουβαλούσε το μεσημεριανό του

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

9

σε ένα κουτί με μεντεσέδες που έτριζαν και έφευγε καθημερινά από το σπίτι στις έξι και σαράντα πέντε ακριβώς, για να περπατήσει ενάμισι μίλι μέχρι τη δουλειά του. Τα απογεύματα μετά το δείπνο φορούσε μια πλεχτή ζακέτα και μακρυμάνικα που­ κάμισα, ενώ οι ζάρες στο παντελόνι του δημιουργούσαν την εντύπωση ότι δεν περιποι­ ούνταν τον εαυτό του. Με την πάροδο του χρόνου η εντύπωση αυτή έγινε εντονότερη — ιδιαίτερα μετά το θάνατο της γυναίκας του. Του άρεσε να κάθεται στην πολυθρόνα, με την κίτρινη λάμπα να ρίχνει πάνω του το φως της, ενώ εκείνος διάβαζε ιστορίες της δύ­ σης και βιβλία που αναφέρονταν στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα τελευταία χρό­ νια της ζωής του, πριν από τα εγκεφαλικά επεισόδια, τα παλιομοδίτικα γυαλιά, τα πυ­ κνά φρύδια και το βαθιά χαραγμένο από τις ρυτίδες πρόσωπο του του έδιναν την όψη συ­ νταξιούχου καθηγητή κολεγίου και όχι ενός εργάτη, όπως ήταν στην πραγματικότητα. Ο πατέρας της είχε μια απίστευτη ηρεμία που πολύ θα επιθυμούσε να έχει και η ίδια. Πολλές φορές σκεφτόταν ότι θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γίνει ένας καλός ιερέας. Σε όσους τον πρωτογνώριζαν έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν σε τέλεια αρμονία με τον εαυτό του και τον κόσμο. Ή τ α ν υπέροχος ακροατής. Με το πιγούνι στηριγμένο στο χέ­ ρι κοίταζε τους συνομιλητές του κατάματα, χωρίς στιγμή να παίρνει το βλέμμα του από πάνω τους, ενώ η έκφραση του αντικατόπτριζε συμπάθεια, υπομονή, χιούμορ μα και λύ­ πη. Η Αντριάννα πολύ θα ήθελε να τον έχει τώρα εδώ για χάρη της Αμάντας. Είχε χά­ σει κι εκείνος τη σύζυγο του και αυτό ίσως να την έκανε να τον ακούσει, δεδομένου ότι είχε βιώσει προσωπικά πόσο σκληρό είναι κάτι τέτοιο. Πριν από ένα μήνα, όταν η Αντριάννα έκανε μια απόπειρα να διηγηθεί στην Αμάντα τα δικά της βάσανα, εκείνη σηκώθηκε απ' το τραπέζι κουνώντας έντονα το κεφάλι της. «Δεν έχει καμία σχέση με σένα και τον μπαμπά», είπε. «Εσείς δεν καταφέρατε να λύ­ σετε τα προβλήματα σας και γι' αυτό χωρίσατε. Εγώ όμως αγαπούσα τον Μπρεντ. Πάντα θα τον αγαπώ, κι όμως τον έχασα. Δεν μπορείς να καταλάβεις πώς είναι να συνεχίζεις να ζεις ύστερα από τέτοια συμφορά». Η Αντριάννα δεν απάντησε, όταν όμως βγήκε η Αμάντα από το δωμάτιο, χαμήλωσε το κεφάλι της και ψιθύρισε μία και μόνη λέξη. Ροδάνθη. Η Αντριάννα έκανε ό,τι μπορούσε για να συμπαρασταθεί στην κόρη της, ενώ παράλλη­ λα ανησυχούσε πολύ για τα εγγόνια της. Ο Μαξ ήταν έξι χρονών και ο Γκρεγκ τεσσάρων και τους τελευταίους οχτώ μήνες η Αντριάννα είχε παρατηρήσει σοβαρές αλλαγές στο χα­ ρακτήρα τους. Είχαν γίνει ασυνήθιστα ήσυχοι και απόμακροι. Κανένας από τους δύο δεν έπαιξε ποδόσφαιρο το φθινόπωρο και ο Μαξ έκλαιγε κάθε πρωί πριν φύγει για το νη­ πιαγωγείο, παρόλο που τα πήγαινε πολύ καλά εκεί. Ο Γκρεγκ ξανάρχισε να κατουριέται τα βράδια και ξεσπούσε σε εκρήξεις θυμού με το παραμικρό. Η Αντριάννα καταλάβαινε ότι μερικές απ' αυτές τις αντιδράσεις οφείλονταν στο χαμό του πατέρα τους, ωστόσο

10

Nicholas Sparks

σίγουρα είχαν σχέση και με την αλλαγή που είχε επέλθει στην Αμάντα από την άνοιξη και μετά. Χάρη στην ασφάλεια ζωής, η Αμάντα δεν ήταν υποχρεωμένη να εργαστεί. Ό π ω ς και να 'χει, τους πρώτους μήνες μετά το θάνατο του Μπρεντ η Αντριάννα περνούσε σχεδόν όλη τη μέρα στο σπίτι τους, φροντίζοντας τους λογαριασμούς και μαγειρεύοντας για τα παιδιά, ενώ η Αμάντα κοιμόταν ή έκλαιγε στο δωμάτιο της. Της συμπαραστεκόταν όπο­ τε τη χρειαζόταν, την άκουγε όποτε ήθελε να μιλήσει και την ανάγκαζε να περνάει μια δυο ώρες τη μέρα έξω από το σπίτι, γιατί πίστευε ότι ο καθαρός αέρας θα της υπενθύ­ μιζε ότι όφειλε να ξαναρχίσει τη ζωή της. Η Αντριάννα έβλεπε ότι η κατάσταση της κόρης της βελτιωνόταν. Ό τ α ν μπήκε το καλοκαίρι η Αμάντα άρχισε πάλι να χαμογελάει, σπάνια στην αρχή, ύστερα όμως συ­ χνότερα. Έκανε βόλτα στην πόλη κάμποσες φορές, πήγε τα παιδιά για πατίνια κι έτσι σταδιακά η Αντριάννα αποδεσμεύτηκε από τα καθήκοντα που είχε αναλάβει. Ή τ α ν πο­ λύ σημαντικό για την Αμάντα να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Στην καθημερινή ρου­ τίνα βρίσκεις παρηγοριά, αυτό είχε διδάξει η ζωή την Αντριάννα* έλπιζε ότι αν έκανε λι­ γότερο αισθητή την παρουσία της στη ζωή της κόρης της, θα την ανάγκαζε να το μάθει κι εκείνη. Τον Αύγουστο όμως, τη μέρα που θα γιόρταζε την έβδομη επέτειο του γάμου της, η Αμάντα άνοιξε την ντουλάπα του υπνοδωματίου της και, όταν είδε τη σκόνη μαζεμένη στους ώμους των σακακιών του Μπρεντ, έπαψε αμέσως να βελτιώνεται. Δε γύρισε εντε­ λώς στην προηγούμενη κακή της κατάσταση —υπήρχαν στιγμές που θύμιζε τον παλιό κα­ λό εαυτό της—, τον περισσότερο όμως καιρό ταλαντευόταν κάπου ανάμεσα. Δεν ήταν ού­ τε δυστυχισμένη ούτε ευτυχισμένη, ούτε δραστήρια ούτε αποχαυνωμένη, ούτε γεμάτη εν­ διαφέροντα μα ούτε και βαριεστημένη. Η Αντριάννα είχε την εντύπωση πως η Αμάντα ήταν πεπεισμένη ότι, αν συνέχιζε κανονικά τη ζωή της, θα έκανε την ανάμνηση του Μπρε­ ντ να ξεθωριάσει, οπότε αποφάσισε να μην επιτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν ήταν όμως δίκαιο για τα παιδιά, που χρειάζονταν την καθοδήγηση, την αγάπη και την προσοχή της. Είχαν ανάγκη να την ακούσουν να τους λέει ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Είχαν χάσει κιόλας ένα γονιό και αυτό ήταν ήδη πολύ σκληρό. Τελευταία όμως όλα έδειχναν ότι είχαν χάσει και τη μητέρα τους. Ο απαλός φωτισμός έκανε πολύ γλυκιά την ατμόσφαιρα στην κουζίνα. Η Αντριάννα κοί­ ταξε το ρολόι της. Έπειτα από παράκληση της ο Νταν είχε πάει τον Μαξ και τον Γκρε­ γκ σινεμά, ώστε να έχει τη δυνατότητα να περάσει το απόγευμα με την Αμάντα. Ό π ω ς και κείνη, έτσι και οι δυο γιοι της ανησυχούσαν για τα παιδιά της Αμάντας. Εκτός του ότι κατέβαλλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να είναι παρόντες στη ζωή τους, όλες οι συ­ ζητήσεις που έκαναν με τη μητέρα τους άρχιζαν και τελείωναν με την ίδια ερώτηση: Τι κάνουμε τώρα;

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

11

Σήμερα, όταν ο Νταν της έκανε την ίδια ερώτηση, η Αντριάννα τον διαβεβαίωσε ότι είχε σκοπό να μιλήσει στην Αμάντα. Αν και ο Νταν δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το αποτέλεσμα —το είχαν ήδη δοκιμάσει—, εκείνη διαισθανόταν ότι απόψε θα ήταν δια­ φορετικά. Η Αντριάννα γενικά δεν είχε αυταπάτες σχετικά με το τι σκέφτονταν τα παιδιά της για κείνη. Σίγουρα την αγαπούσαν και τη σέβονταν ως μητέρα, όμως ήξερε ότι ποτέ δε θα κατάφερναν να τη γνωρίσουν σε βάθος. Στα μάτια τους ήταν καλή μα προβλέψιμη, γλυ­ κιά και σταθερή, μια ψυχούλα από μια άλλη εποχή, που πορευόταν στη ζωή με την αφε­ λή άποψη για την ακεραιότητα του κόσμου. Είχε βέβαια αρχίσει να δείχνει την ηλικία της — οι φλέβες στα χέρια της διακρίνονταν καθαρά, η σιλουέτα της είχε αρχίσει να χάνει τις καμπύλες της και να τετραγωνίζεται και όσο περνούσε ο καιρός φορούσε ολοένα και πιο χοντρούς φακούς — , όποτε όμως τους έβλεπε να την κοιτάζουν με διάθεση χιουμοριστι­ κή για να την κανακέψουν, της ερχόταν να βάλει τα γέλια. Εν μέρει το λάθος τους οφειλόταν στην επιθυμία τους να τη βλέπουν με έναν τρόπο που ανταποκρινόταν στην εικόνα μιας γυναίκας της ηλικίας της. Ή τ α ν πιο εύκολο — και σίγουρα περισσότερο καθησυχαστικό— να θεωρούν τη μητέρα τους νηφάλια παρά τολμηρή, μια αργή οδοιπόρο της ζωής, παρά κάποια γυναίκα με αναπάντεχες εμπειρίες. Εφόσον λοιπόν την προτιμούσαν ευγενική, προβλέψιμη, γλυκιά και σταθερή, δεν είχε σκοπό να τους αλλάξει τις πεποιθήσεις. Ή ξ ε ρ ε ότι η Αμάντα θα κατέφθανε από λεπτό σε λεπτό. Άνοιξε το ψυγείο, πήρε ένα μπουκάλι κρασί και το ακούμπησε στο τραπέζι. Το σπίτι είχε κρυώσει από το απόγευμα και μετά, γι' αυτό, πηγαίνοντας προς την κρεβατοκάμαρα, άνοιξε το θερμοστάτη. Αυτό το δωμάτιο κάποτε το μοιραζόταν με τον Τζακ. Τώρα πια ανήκε αποκλειστι­ κά σε κείνη και είχε αλλάξει τη διακόσμηση δυο φορές μετά το χωρισμό τους. Η Αντριάν­ να προχώρησε προς το κρεβάτι με ουρανό, που από τα νιάτα της λαχταρούσε να απο­ κτήσει. Κάτω απ' το κρεβάτι, σφηνωμένο κοντά στον τοίχο, βρισκόταν ένα μικρό χαρ­ τόκουτο. Το πήρε και το τοποθέτησε στο μαξιλάρι δίπλα της. Μέσα στο κουτί υπήρχαν τα πράγματα που είχε φυλάξει: το σημείωμα που είχε αφή­ σει εκείνος στο Πανδοχείο, μια φωτογραφία του τραβηγμένη στην κλινική και το γράμ­ μα που της είχε στείλει λίγες βδομάδες πριν από τα Χριστούγεννα. Κάτω απ' αυτά υπήρ­ χαν δυο πακέτα με γράμματα που είχαν ανταλλάξει και στριμωγμένο ανάμεσα τους ένα κοχύλι που είχαν βρει στην παραλία. Η Αντριάννα άφησε το σημείωμα στην άκρη, τράβηξε ένα φάκελο μέσα απ' το ένα πάκο και, ξαναφέρνοντας στη μνήμη της τα συναισθήματα που είχε νιώσει όταν το εί­ χε πρωτοδιαβάσει, το έβγαλε και το άνοιξε. Το χαρτί ήταν λεπτότερο και πιο εύθραυ­ στο, όμως, παρόλο που το μελάνι είχε ξεθωριάσει με τα χρόνια, οι λέξεις φαίνονταν καθαρά.

12

Nicholas Sparks

Αγαπητή Αντριάννα, Ποτέ δεν ήμουν καλός στο να γράφω γράμματα, γι' αυτό ελπίζω να με συγχωρέσεις αν δεν καταφέρω να γίνω κατανοητός. Δε θα το πιστέψεις, αλλά έφτασα σήμερα το πρωί καβάλα σ' ένα γάιδαρο και κατά­ λαβα σε τι μέρος θα ήμουν υποχρεωμένος να ζήσω προσωρινά. Πολύ θα ήθελα να είμαι σε θέση να σου πω ότι εδώ είναι καλύτερα απ' ό,τι περίμενα, επειδή όμως είμαι ειλικρινής δε θα το κάνω. Η κλινική έχει πάρα πολλές ελλείψεις —σε φάρμακα, σε εργαλεία και σε κρεβάτια —, μίλησα όμως με το διευθυντή και ελπίζω ότι μέρος του προβλήματος θα απο­ κατασταθεί. Υπάρχει γεννήτρια ώστε να παράγεται ηλεκτρικό, αλλά δεν έχουν τηλέφω­ νο, οπότε δε θα μπορέσω να σου τηλεφωνήσω έως ότου πάω στην Εσμεράλδα. Απέχει δυο μέρες από δω και η επόμενη αποστολή εφοδίων θα γίνει σε μερικές βδομάδες. Λυ­ πάμαι που τα πράγματα έχουν όπως έχουν, όμως κατά βάθος και οι δυο μας είχαμε υπο­ ψιαστεί ότι κάπως έτσι θα ήταν. Ακόμα δεν έχω συναντήσει τον Μαρκ. Βρίσκεται σε μια κλινική πάνω στα βουνά και θα επιστρέψει αργά το βράδυ. Θα σε ενημερώσω σχετικά με τις εξελίξεις, αν και δεν ελ­ πίζω πολλά στην αρχή. Όπως είπες κι εσύ, θα χρειαστεί να ζήσουμε μαζί για λίγο καιρό, ώσπου να γνωριστούμε καλύτερα και να λύσουμε τα προβλήματα μας. Είδα αμέτρητους ασθενείς σε μια μέρα. Πάνω από εκατό, θα έλεγα. Έχει περάσει πο­ λύς καιρός απ' την εποχή που είχα αρρώστους με τέτοια προβλήματα. Ευτυχώς, όταν πε­ λάγωνα, με βοηθούσε η νοσοκόμα. Νομίζω ότι ένιωθε ευγνώμων που ήμουν εκεί. Από τη στιγμή που έφυγα δεν έχω πάψει να σε σκέφτομαι και να αναρωτιέμαι πώς έγι­ νε και ταξιδεύοντας πέρασα από σένα. Ξέρω ότι ακόμα δεν έχει τελειώσει και ότι η ζωή είναι ένα μονοπάτι γεμάτο στροφές. Ελπίζω κάποτε το μονοπάτι αυτό να με οδηγήσει στο μέρος όπου ανήκω. Έτσι το βλέπω. Ανήκω σε σένα. Την ώρα που οδηγούσα και στη συνέχεια στο αερο­ πλάνο, με τη φαντασία μου έφτανα στο Κουίτο και σ' έβλεπα ανάμεσα στο πλήθος να με περιμένεις. Ήξερα ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να συμβεί, όμως η σκέψη και μόνο έκα­ νε το χωρισμό μας κάπως ευκολότερο. Ένιωθα σαν ένα κομμάτι από σένα να ταξίδευε μα­ ζί μου. Θέλω να πιστέψω ότι αυτή είναι η αλήθεια. 'Οχι, είμαι σίγουρος γι' αυτό. Πριν σε γνω­ ρίσω ήμουν εντελώς χαμένος. Εσύ όμως είδες κάτι σε μένα και με οδήγησες ξανά στο σω­ στό δρόμο. Ξέρουμε καλά για ποιο λόγο ήρθα στη Ροδάνθη, όμως δεν μπορείς να μου βγά­ λεις από το μυαλό ότι κάποια ανώτερη δύναμη με οδήγησε εκεί. Ήρθα για να κλείσω ένα κεφάλαιο της ζωής μου, ελπίζοντας να βρω κουράγιο να συνεχίσω να ζω. Εσύ ήσουν τε­ λικά αυτό που έψαχνα να βρω. Και εσύ εξακολουθείς να είσαι και τώρα στο πλευρό μου. Ξέρεις καλά ότι πρέπει να μείνω εδώ για λίγο. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πότε θα μπορέσω να επιστρέψω και, παρότι δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τη γνωριμία μας, σε έχω επιθυμήσει όσο δεν έχω επιθυμήσει ποτέ άνθρωπο. Ένα κομμάτι μου θέλει να

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

13

πάρει το αεροπλάνο και να 'ρθει κοντά σον, αν όμως τα αισθήματα μας είναι τόσο δυνα­ τά όσο πιστεύω, θα τα καταφέρουμε. Θα γυρίσω, σ' το υπόσχομαι. Στο μικρό διάστημα που μείναμε μαζί ζήσαμε όσα άλλοι δεν έχουν καν ονειρευτεί, γι' αυτό και μετράω τις μέ­ ρες για να σε ξαναδώ. Πάντα να θυμάσαι πόσο σ' αγαπώ. Πολ Όταν τελείωσε το διάβασμα, η Αντριάννα ακούμπησε το γράμμα δίπλα της και έπια­ σε το κοχύλι που είχαν βρει ένα Σάββατο απόγευμα, πριν από καιρό. Ακόμα και τώρα μύριζε αλμύρα, αιωνιότητα και την αρχέγονη μυρωδιά της ίδιας της ζωής. Ή τ α ν μετρί­ ου μεγέθους, τέλεια σχηματισμένο και χωρίς ρωγμές, κάτι πολύ ασυνήθιστο για εύρημα δίπλα στα άγρια κύματα της Άουτερ-Μπανκς ύστερα από καταιγίδα. Όταν το βρήκε το θεώρησε καλό οιωνό. Θυμήθηκε ότι το είχε βάλει οτο αφτί της και είχε ακούσει τον ήχο του ωκεανού. Ο Πολ είχε γελάσει όταν του το είπε και της εξήγησε ότι πράγματι ήταν ο ήχος του ωκεανού. Την είχε αγκαλιάσει και της είχε ψιθυρίσει: «Είχε πλημμυρίδα, ή μή­ πως δεν το πρόσεξες;» Η Αντριάννα ψαχούλεψε τα υπόλοιπα πράγματα στο κουτί, ξεχωρίζοντας όσα θα χρειαζόταν για τη συζήτηση της με την Αμάντα. Ευχήθηκε να είχε περισσότερο χρόνο για να ασχοληθεί και με τα υπόλοιπα. Ίσως κάποια άλλη φορά, σκέφτηκε. Έκρυψε όσα δε χρειαζόταν στο τελευταίο συρτάρι, γιατί δεν υπήρχε λόγος να τα δει η Αμάντα. Με το κου­ τί στα χέρια, η Αντριάννα σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και ίσιωσε τη φούστα της. Η κόρη της θα ερχόταν από λεπτό σε λεπτό.

2

Η Αντριάννα ήταν στην κουζίνα όταν άκουσε την μπροστινή πόρτα να ανοίγει και να κλεί­ νει. Έ ν α λεπτό αργότερα η Αμάντα διέσχιζε το σαλόνι. «Μαμά;» Η Αντριάννα ακούμπησε το κουτί στον πάγκο και φώναξε: «Εδώ είμαι». Όταν η Αμάντα έσπρωξε τη δίφυλλη πόρτα και μπήκε στην κουζίνα βρήκε τη μαμά της καθισμένη στο τραπέζι με ένα σφραγισμένο μπουκάλι κρασί μπροστά της. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. Η Αντριάννα χαμογέλασε ενώ σκεφτόταν πόσο όμορφη ήταν η κόρη της. Ή τ α ν πά­ ντα χαριτωμένη, με τα καστανόξανθα μαλλιά και τα αμυγδαλωτά μάτια της, που ταίρια­ ζαν τόσο με τα ψηλά ζυγωματικά της. Ή τ α ν τρεις πόντους κοντύτερη από τη μητέρα της, αλλά περπατούσε με έναν αέρα χορεύτριας που την έκανε να δείχνει ψηλότερη. Ή τ α ν πολύ λεπτή, λίγο περισσότερο απ' όσο έπρεπε κατά τη γνώμη της Αντριάννας, η οποία όμως είχε μάθει να αποφεύγει τη συζήτηση πάνω σ' αυτό. «Θέλω να σου μιλήσω», είπε η Αντριάννα. «Για ποιο θέμα;» Αντί για απάντηση η Αντριάννα έδειξε με το χέρι της το τραπέζι. «Καλύτερα να κα­ θίσεις». Η Αμάντα κάθισε απέναντι της. Από κοντά έμοιαζε αφηρημένη, γι' αυτό η Αντριάν­ να έπιασε το χέρι της και το έσφιξε χωρίς να μιλήσει. Αμέσως μετά το άφησε απρόθυ­ μα και η ματιά της στράφηκε προς το παράθυρο. Για μια στιγμή που φάνηκε σαν αιω­ νιότητα κανένας ήχος δεν ακουγόταν στην κουζίνα. «Μαμά;» είπε η Αμάντα τελικά. «Είσαι καλά;» «Είμαι μια χαρά. Αναρωτιέμαι από πού ν' αρχίσω». Η Αμάντα πάγωσε λιγάκι. «Πάλι για μένα θα συζητήσουμε; Γιατί αν είναι...» Η Αντριάννα τη διέκοψε με ένα νεύμα του κεφαλιού. «Όχι, θα μιλήσουμε για μένα», είπε. «Αποφάσισα να σου μιλήσω για κάτι που συνέβη πριν από δεκατέσσερα χρόνια». Η Αμάντα έγειρε το κεφάλι και η Αντριάννα άρχισε να διηγείται την ιστορία της μέσα στο οικείο περιβάλλον της μικρής κουζίνας.

3

Ροδάνθη, 1988 Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος τη μέρα που ο Πολ Φλάνερ βγήκε από το γραφείο του δικηγόρου του. Κουμπώνοντας το σακάκι του, κατευθύνθηκε μες στην ομίχλη προς το Τογιότα Κάμρι που είχε νοικιάσει και κάθισε πίσω από το τιμόνι, σκεπτόμενος ότι η ζωή που είχε ζήσει τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια είχε κλείσει οριστικά με μια υπογραφή κάτω από το συμβόλαιο πώλησης. Ή τ α ν αρχές Ιανουαρίου του 1988. Πριν από ένα μήνα είχε πουλήσει τα δυο αυτο­ κίνητα του, το ιατρείο του και σήμερα, στο τελευταίο ραντεβού με το δικηγόρο του, το σπί­ τι του. Δεν μπορούσε να προβλέψει πώς θα αισθανόταν μετά την πώληση του σπιτιού, όταν όμως γύρισε το κλειδί στην πόρτα συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε απολύτως τίποτα, εκτός από μια αμυδρή αίσθηση ολοκλήρωσης. Νωρίτερα το ίδιο πρωί είχε τριγυρίσει στο σπί­ τι, πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο για τελευταία φορά, ελπίζοντας να ξαναθυμη­ θεί σκηνές από τη ζωή του. Νόμισε ότι θα ξαναζωντάνευε στη μνήμη του το χριστουγεν­ νιάτικο δέντρο και ο ενθουσιασμός του γιου του, ο οποίος κατέβαινε αθόρυβα τα σκα­ λιά με τις πιτζάμες για να δει τα δώρα που είχε φέρει ο Άγιος Βασίλης. Προσπάθησε να θυμηθεί τις μυρωδιές της κουζίνας την Ημέρα των Ευχαριστιών ή τα βροχερά κυριακά­ τικα απογεύματα που η Μάρθα μαγείρευε ή το θόρυβο απ' τις φωνές που έρχονταν απ' το σαλόνι, όπου βρίσκονταν οι καλεσμένοι από τα αναρίθμητα πάρτι που έδιναν. Πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο, σταματούσε για λίγο σε μερικά σημεία και έκλεινε τα μάτια, αλλά οι αναμνήσεις δεν έρχονταν. Συνειδητοποίησε ότι το σπίτι δεν ήταν παρά ένα άδειο όστρακο και για μια ακόμα φορά αναρωτήθηκε για ποιο λόγο είχε ζή­ σει τόσο πολύ καιρό εκεί. Ο Πολ βγήκε από το πάρκινγκ, μπήκε στη λεωφόρο και κατευθύνθηκε προς την εθνι­ κή οδό για να αποφύγει την ώρα αιχμής, όταν όλοι έρχονταν από τα προάστια. Είκοσι λεπτά αργότερα έστριψε στον αυτοκινητόδρομο 70, ένα δρόμο διπλής κατεύθυνσης που οδηγούσε νοτιοανατολικά, προς τις ακτές της Βόρειας Καρολίνας. Στο πίσω μέρος του αυ­ τοκινήτου υπήρχαν δύο μεγάλοι στρατιωτικοί σάκοι. Τα αεροπορικά εισιτήρια και το δια­ βατήριο του ήταν μέσα σε μια δερμάτινη θήκη στη θέση του συνοδηγού. Στο πορτμπα­ γκάζ βρισκόταν ένα κουτί με ιατρικά εργαλεία και διάφορες προμήθειες που του είχαν ζη­ τήσει να πάρει μαζί του. Ο ουρανός έμοιαζε με πίνακα σε άσπρο και γκρι χρώμα. Ο χειμώνας είχε έρθει για τα καλά. Το πρωί είχε βρέξει για μία ώρα και ο βόρειος άνεμος σε πάγωνε ακόμα πε­ ρισσότερο. Δεν είχε πολλή κίνηση στον αυτοκινητόδρομο, ούτε γλιστρούσε, οπότε ο Πολ αύξησε ταχύτητα πάνω από το επιτρεπόμενο όριο, ενώ οι σκέψεις του ξαναγυρνούσαν σε

16

Nicholas Sparks

ό,τι είχε κάνει εκείνο το πρωινό. Ο Μπριτ Μπλάκερμπι, ο δικηγόρος του, είχε προσπαθήσει για τελευταία φορά να τον μεταπείσει. Ή τ α ν χρόνια φίλοι. Όταν πριν από έξι μήνες ο Πολ του ανακοίνωσε τα σχέδια του, ο Μπριτ νόμισε πως του έκανε πλάκα και έβαλε τα γέλια λέγοντας: «Να το δω και να μην το πιστέψω». Μόνο όταν κάθισε απέναντι του και τον κοίταξε κατάματα, κατάλαβε ότι ο Πολ μιλούσε πάρα πολύ σοβαρά. Φυσικά, ο Πολ είχε προετοιμαστεί γι' αυτή τη συνάντηση. Ήταν η μοναδική συνήθεια που δεν μπορούσε να αποβάλει - έσπρωξε τρεις προσεχτικά δακτυλογραφημένες σελίδες στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού, υπογραμμίζοντας τις δίκαιες κατά τη γνώμη του τιμές και εκφράζοντας τις σκέψεις του για τα συμβόλαια. Ο Μπριτ τα κοίταξε για αρκε­ τή ώρα πριν σηκώσει τα μάτια του. «Το κάνεις εξαιτίας της Μάρθας;» ρώτησε ο Μπριτ. «Όχι», του απάντησε, «είναι κάτι που νιώθω την ανάγκη να κάνω». Στο αυτοκίνητο ο Πολ άναψε το καλοριφέρ και έβαλε τα χέρια του μπροστά στον εξαερισμό. Ο θερμός αέρας ζέστανε τα δάχτυλα του. Κοιτάζοντας στον καθρέφτη είδε πίσω του τους ουρανοξύστες του Ράλι και αναρωτήθηκε αν θα τους ξανάβλεπε ποτέ. Είχε πουλήσει το σπίτι σ' ένα νεαρό ζευγάρι —ο σύζυγος ήταν διευθυντικό στέλε­ χος στην Γκλάξο και η σύζυγος ψυχολόγος— που είχε δει το σπίτι την πρώτη κιόλας μέ­ ρα που μπήκε το πωλητήριο. Ξαναγύρισαν την επομένη και ύστερα από λίγες ώρες έκα­ ναν προσφορά. Ή τ α ν οι πρώτοι και οι μοναδικοί που μπήκαν στο σπίτι. Του Πολ δεν του φάνηκε περίεργο. Ή τ α ν παρών όταν ήρθαν για δεύτερη φορά και τους είδε να περνούν μία ολόκληρη ώρα εξετάζοντας το. Παρά τις προσπάθειες που έκα­ ναν να κρύψουν τα πραγματικά τους αισθήματα, ο Πολ από την πρώτη στιγμή που τους εί­ δε ήξερε ότι θα το αγόραζαν. Τους έδειξε το σύστημα ασφαλείας και τον τρόπο που άνοι­ γε η αυλόπορτα, που χώριζε την κατοικία από την υπόλοιπη κοινότητα, τους έδωσε το όνο­ μα και την επαγγελματική κάρτα του μεσίτη του, καθώς και της εταιρείας που συντηρού­ σε την πισίνα, με την οποία είχε ακόμα συμβόλαιο. Τους εξήγησε ότι το μάρμαρο στον προ­ θάλαμο ήταν από την Ιταλία και ότι τα βιτρό των παραθύρων είχε φιλοτεχνηθεί από έναν καλλιτέχνη στη Γενεύη. Η κουζίνα είχε ανακαινιστεί μόλις πριν από δυο χρόνια. Το Σαμπ-Ζίρο ψυγείο και η Βίκινγκ κουζίνα εξακολουθούσαν να θεωρούνται εξαιρετικά πρω­ τοποριακά. Για τα επόμενα είκοσι χρόνια δε θα είχαν πρόβλημα με το μαγείρεμα. Τους οδήγησε στο μεγάλο υπνοδωμάτιο με το μπάνιο και μετά στα υπόλοιπα, χωρίς να του ξε­ φεύγουν οι εξεταστικές ματιές που έριχναν στην ξύλινη χειροποίητη επένδυση και στους βαμμένους με σφουγγάρι τοίχους. Στο ισόγειο τους έδειξε τα έπιπλα που είχε κάνει ειδι­ κή παραγγελία και τον κρυστάλλινο πολυέλαιο και στη συνέχεια τους άφησε να περιερ­ γαστούν το περσικό χαλί κάτω από το τραπέζι από κερασιά στην τραπεζαρία. Στη βι­ βλιοθήκη ο Πολ παρατηρούσε τον άντρα να περνάει τα δάχτυλα του πάνω από την επέν­ δυση από σφένδαμο και να κοιτάζει επίμονα τη λάμπα Τίφανι στη γωνία του γραφείου.

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

17

«Στην τιμή περιλαμβάνονται και τα έπιπλα;» ρώτησε ο άντρας. Ο Πολ έγνεψε καταφατικά. Καθώς έβγαινε από τη βιβλιοθήκη, άκουγε τους σιγα­ νούς, γεμάτους ενθουσιασμό ψίθυρους τους ενώ τον ακολουθούσαν. Έπειτα από μία ώρα, ενώ στέκονταν στην πόρτα έτοιμοι να αναχωρήσουν, έκαναν την ερώτηση που ο Πολ ήταν σίγουρος ότι θα ακολουθούσε. «Γιατί το πουλάτε;» Ο Πολ θυμήθηκε ότι κοίταξε τον άντρα γνωρίζοντας πως η ερώτηση δεν είχε γίνει από απλή περιέργεια. Υπήρχε κάποιο μυστήριο στη συμπεριφορά του Πολ και η τιμή, το ήξερε καλά, ήταν πάρα πολύ χαμηλή ακόμα και αν το σπίτι ήταν άδειο, πόσο μάλλον με την επίπλωση. Ο Πολ θα μπορούσε να πει ότι, μια και ζούσε μόνος, δε χρειαζόταν ένα τόσο μεγά­ λο σπίτι. Ή ότι το σπίτι ταίριαζε περισσότερο σε νεότερους ανθρώπους, που δεν τους πεί­ ραζαν οι σκάλες. Ή ότι σχεδίαζε να αγοράσει ή να χτίσει ένα άλλο σπίτι με διαφορετι­ κή διακόσμηση. Ή ότι σκόπευε να συνταξιοδοτηθεί και δεν μπορούσε να φροντίζει ένα τόσο μεγάλο σπίτι. Κανένας όμως απ' αυτούς τους λόγους δεν ήταν αληθινός. Αντί να απαντήσει κοί­ ταξε τον άντρα στα μάτια. «Εσείς γιατί θέλετε να το αγοράσετε;» ρώτησε. Ο τόνος του ήταν φιλικός· ο άντρας κοίταξε τη γυναίκα του. Ή τ α ν χαριτωμένη, μια μικροκαμωμένη μελαχρινή στην ίδια ηλικία περίπου με τον άντρα της, γύρω στα τριά­ ντα πέντε. Και ο άντρας ήταν επίσης εμφανίσιμος και στεκόταν καμαρωτός. Φαινόταν δραστήριος άνθρωπος, που δεν του λείπει η αυτοπεποίθηση. Προς στιγμήν έδειχναν να μην καταλαβαίνουν την ερώτηση. «Είναι το σπίτι των ονείρων μας», απάντησε τελικά η γυναίκα. Ο Πολ έγνεψε καταφατικά. Μάλιστα, σκέφτηκε, θυμάμαι ότι κι εγο) έτσι ένιωθα. Μέ­ χρι πριν από έξι μήνες τουλάχιστον. «Τότε ελπίζω να είστε ευτυχισμένοι εδώ», είπε. Ύστερα από λίγο το ζευγάρι έφυγε. Ο Πολ τούς παρατηρούσε καθώς κατευθύνονταν προς το αυτοκίνητο τους. Πριν κλείσει την πόρτα σήκωσε το χέρι και τους αποχαιρέτησε. Όταν βρέθηκε μέσα στο σπίτι, ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Συνειδητοποίησε ότι ο άντρας τού θύμιζε πώς ένιωθε όταν κοιταζόταν κάποτε στον καθρέφτη. Για κάποιο ανεξήγητο λό­ γο, εντελώς ξαφνικά, δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. Ο αυτοκινητόδρομος περνούσε από το Σμίθφιλντ, το Γκόλντσμπορο και το Κίνστον, μι­ κρές κωμοπόλεις που χωρίζονταν μεταξύ τους από τριάντα μίλια χωράφια σπαρμένα με βαμβάκι και καπνό. Είχε μεγαλώσει σ' αυτά τα μέρη, σε ένα μικρό αγρόκτημα έξω από το Γουίλιαμσον, και ήξερε τα κατατόπια. Πέρασε μπροστά από ετοιμόρροπες αποθή­ κες καπνού και αγροικίες. Είδε ολόκληρες αγκαλιές από γκι στα ψηλά γυμνά κλαδιά από

18

Nicholas Sparks

βελανιδιές λίγο έξω απ' το δρόμο. Τα πεύκα, σχηματίζοντας μακριές συστάδες, χώρι­ ζαν το ένα κτήμα από το άλλο. Στη Νέα Βέρνη, μια γραφική κωμόπολη χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Νιουζ και Τρεντ, σταμάτησε για φαγητό. Αγόρασε ένα σάντουιτς και ένα φλιτζάνι καφέ από ένα κατάστημα στο ιστορικό κέντρο και, αψηφώντας το κρύο, κάθισε σ' ένα παγκάκι κοντά στο Σέρατον που έβλεπε στη μαρίνα. Ιδιόκτητα σκάφη και πλοιάρια ήταν αγκυροβολη­ μένα στις θέσεις τους και λικνίζονταν με το ελαφρό αεράκι. Οι ανάσες του Πολ έβγαιναν σαν μικρά συννεφάκια από το στόμα του. Αφού έφα­ γε το σάντουιτς, έβγαλε το πλαστικό καπάκι απ' το φλιτζάνι του καφέ. Βλέποντας τον κα­ φέ να αχνίζει, γύρισε νοερά πίσω στα γεγονότα που τον είχαν οδηγήσει ως εκεί. Το ταξίδι ήταν μακρύ, συλλογίστηκε. Η μητέρα του είχε πεθάνει πάνω στη γέννα και η ζωή του, ως μοναχογιού ενός επαγγελματία αγρότη, υπήρξε αρκετά δύσκολη. Αντί να παίζει μπέιζμπολ με τους φίλους του ή να ψαρεύει πέρκες και γατόψαρα, περνούσε τον καιρό του ξεχορταριάζοντας και καθαρίζοντας τα φύλλα του καπνού απ' τα σκουλήκια δώδεκα ώρες τη μέρα. Η πλάτη του ήταν μονίμως μαυρισμένη από τον καυτό καλοκαι­ ρινό ήλιο. Όπως όλα τα παιδιά, μερικές φορές παραπονιόταν, όμως τον περισσότερο και­ ρό αποδεχόταν την εργασία. Ήξερε ότι ο πατέρας του χρειαζόταν βοήθεια και ότι ήταν καλός άνθρωπος. Ή τ α ν υπομονετικός και ευγενικός, αλλά, όπως και ο δικός του πατέ­ ρας πριν απ' αυτόν, σπάνια μιλούσε αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος. Τις περισσότερες φο­ ρές το μικρό σπίτι τους ήταν πιο ήσυχο και από εκκλησία. Αν εξαιρέσει κανείς τις κα­ θιερωμένες ερωτήσεις για το πώς πάει το σχολείο ή τι γίνεται στα χωράφια, οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν την ώρα του δείπνου ήταν αυτοί που έκαναν τα μαχαιροπίρουνα όταν χτυπούσαν στα πιάτα. Μετά το πλύσιμο των πιατικών ο πατέρας του κατασκήνωνε στο σαλόνι και διάβαζε τα αγροτικά νέα, ενώ ο Πολ χωνόταν στα βιβλία του. Τηλεόραση δεν είχαν και το ραδιόφωνο άνοιγε σπάνια, μόνο όταν ήθελαν ν' ακούσουν το δελτίο καιρού. Ήταν φτωχοί και, παρόλο που είχαν φαγητό και ένα ζεστό δωμάτιο για να κοιμού­ νται, ο Πολ καμιά φορά ντρεπόταν για τα ρούχα που φορούσε ή για το ότι ποτέ δεν του έφταναν τα χρήματα για να αγοράσει ένα γλυκό ή ένα αναψυκτικό, όπως έκαναν οι φί­ λοι του. Πολύ συχνά άκουγε ειρωνικά σχόλια, αντί όμως να τα ανταποδίδει, ο Πολ αφο­ σιωνόταν στη μελέτη για να αποδείξει ότι δεν τον ένοιαζε. Κάθε χρόνο έφερνε άριστους βαθμούς και ο πατέρας του, αν και περήφανος για τις επιδόσεις του, μελαγχολούσε όπο­ τε έβλεπε τους ελέγχους του, γιατί διαισθανόταν ότι ο γιος του κάποια μέρα θα έφευγε απ' το αγρόκτημα και δε θα ξαναγυρνούσε ποτέ. Οι σκληρές συνθήκες εργασίας στους αγρούς είχαν επίδραση και σε άλλους τομείς της ζωής του Πολ. Ό χ ι μόνο αποφοίτησε με άριστα, αλλά έγινε και εξαιρετικός αθλη­ τής. Όταν τον έδιωξαν από την ποδοσφαιρική ομάδα στην πρώτη τάξη, ο προπονητής τού πρότεινε να δοκιμάσει να τρέξει ανώμαλο δρόμο. Όταν αντιλήφθηκε ότι η προσπάθεια και όχι τα γονίδια ήταν αυτή που χώριζε τους χαμένους από τους νικητές στους αγώνες,

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

19

άρχισε να σηκώνεται καθημερινά στις πέντε το πρωί ώστε να προλαβαίνει να κάνει δυο προπονήσεις σε μια μέρα. Η προσπάθεια του απέδωσε. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Ντιουκ με αθλητική υποτροφία και υπήρξε ο καλύτερος δρομέας τους για τέσσερα χρό­ νια, εκτός του ότι ήταν πρώτος στο έτος του. Στη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων μόνο μία φορά χαλάρωσε, πράγμα που του βγήκε σε κακό, οπότε δεν επέτρεψε στον εαυτό του να το επαναλάβει. Αρίστευσε και στη χημεία και στη βιολογία και αποφοίτησε πρώτος και με έπαινο. Την ίδια χρονιά ήρθε τρίτος στους εθνικούς αγώνες ανώμαλου δρόμου και έγινε ένας από τους νικητές των παναμερικανικών αγώνων. Μετά τον αγώνα αφιέρωσε το μετάλλιο στον πατέρα του, λέγοντας ότι όλα τα είχε κάνει για χάρη του. «Όχι», είπε ο πατέρας του, «έτρεξες για σένα. Εγώ απλώς ελπίζω να τρέχεις για να πλησιάσεις κάτι και όχι για να απομακρυνθείς από κάτι». Εκείνη τη νύχτα ο Πολ, ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τα μάτια καρφωμένα στο ταβά­ νι, προσπαθούσε να καταλάβει τι εννοούσε ο πατέρας του. Ό π ω ς το έβλεπε ο ίδιος, έτρε­ χε για να φτάσει σε κάτι, για να φτάσει παντού. Σε μια καλύτερη ζωή. Σε οικονομική στα­ θερότητα. Για να βρει τρόπο να βοηθήσει τον πατέρα του. Για να κερδίσει σεβασμό. Για να απαλλαγεί από τις σκοτούρες. Έτρεχε προς την ευτυχία. Το Φεβρουάριο του τελευταίου έτους των σπουδών, αφού έμαθε ότι είχε γίνει δεκτός στην ιατρική σχολή στο Βάντερμπιλτ, επισκέφτηκε τον πατέρα του για να του αναγγεί­ λει τα ευχάριστα νέα. Ο πατέρας του είπε ότι χαιρόταν πολύ για κείνον. Όμως, αργότε­ ρα τη νύχτα, την ώρα που θα 'πρεπε να έχει ήδη κοιμηθεί, ο Πολ κοίταξε έξω απ' το πα­ ράθυρο και τον είδε, μια μοναχική φιγούρα, να στέκεται κοντά στο στύλο του φράχτη, αγναντεύοντας τα χωράφια. Τρεις βδομάδες αργότερα ο πατέρας του πέθανε από καρδιακή προσβολή, την ώρα που όργωνε το χωράφι για να το ετοιμάσει για την άνοιξη. Ο Πολ πληγώθηκε βαθιά από το χαμό του, αλλά αντί να καθίσει να κλαίει τη μοίρα του προσπάθησε να διώξει τις αναμνήσεις πέφτοντας με τα μούτρα στη δουλειά. Γράφτη­ κε γρήγορα στο Βάντερμπιλτ, παρακολούθησε τα καλοκαιρινά μαθήματα και προχώρη­ σε γρήγορα στις σπουδές του. Στη συνέχεια, το φθινόπωρο πρόσθεσε κι άλλα μαθήματα στο ήδη πλήρες πρόγραμμα του. Ύστερα απ' αυτό η ζωή του έγινε μια θολούρα. Πήγαι­ νε στο μάθημα, έκανε τις εργαστηριακές εργασίες και μελετούσε μέχρι τα χαράματα. Έτρεχε πέντε μίλια τη μέρα και πάντα χρονομετρούσε τις διαδρομές του, προσπαθώντας να βελτιώνεται κάθε χρόνο. Απέφευγε τα μπαρ και τα νυχτερινά κέντρα. Δεν ασχολού­ νταν με τις εκδηλώσεις των αθλητικών σωματείων της σχολής. Αγόρασε τηλεόραση από καπρίτσιο και την πούλησε ύστερα από ένα χρόνο, αφού ποτέ δεν την έβγαλε από το κου­ τί της. Αν και ντροπαλός με τα κορίτσια, συστήθηκε στη Μάρθα, μια ξανθή καλοκάγαθη κοπέλα από τη Γεωργία η οποία εργαζόταν στη βιβλιοθήκη της ιατρικής σχολής. Επειδή όμως ποτέ δε βρήκε το θάρρος να της ζητήσει ραντεβού, πήρε εκείνη την πρωτοβουλία.

20

Nicholas Sparks

Αν και την προβλημάτιζε ο ξέφρενος ρυθμός που είχε επιβάλει στον εαυτό του, δέχτηκε την πρόταση γάμου που της έκανε και δέκα μήνες αργότερα παντρεύτηκαν. Επειδή ήταν εποχή εξετάσεων, δεν υπήρχε χρόνος για ταξίδι του μέλιτος, της υποσχέθηκε όμως ότι θα πήγαιναν κάπου όταν θα έκλεινε η σχολή. Δεν πήγαν πουθενά. Ύστερα από ένα χρό­ νο γεννήθηκε ο Μαρκ, ο γιος τους. Μέχρι να γίνει δυο χρονών ο Πολ ούτε μια φορά δεν αξιώθηκε να τον αλλάξει ή να τον βάλει για ύπνο. Αντί να ασχολείται με το μωρό μελετούσε στο τραπέζι της κουζίνας, με τα μάτια καρ­ φωμένα σε διαγράμματα ανθρώπινης φυσιολογίας ή εξετάζοντας χημικές εξισώσεις, κρα­ τώντας σημειώσεις και παίρνοντας άριστα στα διαγωνίσματα. Αποφοίτησε με τον καλύ­ τερο βαθμό ύστερα από τρία χρόνια και μετακόμισε με την οικογένεια του στη Βαλτι­ μόρη, για να ειδικευτεί στη χειρουργική στο Τζονς Χόπκινς. Ήξερε πια ότι η χειρουργική ήταν η κλίση του. Οι περισσότερες ειδικότητες απαι­ τούσαν να έρχεσαι σε επαφή με τους ανθρώπους και να δείχνεις συμπαράσταση. Ο Πολ δεν ήταν ιδιαίτερα καλός σε τίποτα απ' αυτά. Η χειρουργική διέφερε. Οι ασθενείς δεν εν­ διαφέρονταν αν ο γιατρός ήταν καλός στην επικοινωνία, αλλά αν ήταν καλός στη δου­ λειά του, και ο Πολ όχι μόνο ήξερε να τους καθησυχάζει πριν από την εγχείρηση, αλλά εί­ χε και όλες τις απαιτούμενες γνώσεις για να κάνει ό,τι πρέπει. Ή τ α ν πανευτυχής σ' αυτό το περιβάλλον. Τα τελευταία δύο χρόνια της ειδικότητας του δούλευε ενενήντα ώρες τη βδομάδα και κοιμόταν τέσσερις ώρες κάθε βράδυ, αλλά, παραδόξως, δεν είχε σημάδια εξάντλησης. Αφού απέκτησε την ειδικότητα του, ολοκλήρωσε μια μελέτη πάνω στη χειρουργική προσώπου και κρανίου και μετακόμισε με την οικογένεια του στο Ράλι, όπου έκανε πρα­ κτική εξάσκηση μαζί με έναν άλλο χειρουργό, την εποχή που ο πληθυσμός της πόλης εί­ χε αρχίσει να αυξάνεται. Ως μοναδικοί ειδήμονες σ' αυτό τον τομέα στην περιοχή είχαν πολλή δουλειά. Στα τριάντα τέσσερα χρόνια του είχε ξοφλήσει όλα του τα χρέη από την ιατρική σχολή. Στα τριάντα έξι είχε διασυνδέσεις με όλα τα μεγάλα νοσοκομεία της πε­ ριφέρειας, αλλά εργαζόταν κυρίως στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας. Εκεί συμμετείχε σε μια ομαδική κλινική μελέτη πάνω στα νευροϊνώματα με γιατρούς από την Κλινική Μάγιο. Ύστερα από ένα χρόνο τα Ιατρικά Χρονικά της Νέας Αγγλίας δημοσίευσαν ένα άρθρο του που αναφερόταν στις υπερωιοσχιστίες. Σε τέσσερις μήνες ακολούθησε ένα δεύτερο άρθρο του σχετικό με τα αιματώματα, που βοήθησε στον καθορισμό νέων χειρουργικών τεχνικών στον τομέα αυτό πάνω σε νήπια. Άρχισε να γί­ νεται γνωστός και μετά την επιτυχή επέμβαση που έκανε στην κόρη του γερουσιαστή του Νόρτον, η οποία είχε παραμορφωθεί ύστερα από ένα τροχαίο ατύχημα, έγινε πρωτοσέ­ λιδο στη Wall Street Journal. Παράλληλα ήταν ένας απ' τους πρώτους γιατρούς της Βόρειας Καρολίνας που ασχο­ λήθηκε με την πλαστική χειρουργική, και μάλιστα ακριβώς όταν άρχισε να έχει μεγάλη ζήτηση. Η δουλειά του πήγαινε περίφημα, τα εισοδήματα του πολλαπλασιάζονταν και

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

21

άρχισε να αποκτά υλικά αγαθά. Αγόρασε μια Μπε-Εμ-Βε, έπειτα μια Μερσεντές, έπει­ τα μια Πόρσε και ύστερα άλλη μια Μερσεντές. Μαζί με τη Μάρθα έχτισαν το σπίτι των ονείρων τους. Αγόρασε μετοχές, ομόλογα και διάφορα αμοιβαία κεφάλαια. Οταν κα­ τάλαβε ότι δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τα κόλπα της αγοράς, προσέλαβε οικο­ νομικό διαχειριστή. Τα χρήματα του διπλασιάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Αφού απέ­ κτησε περισσότερα απ' όσα θα χρειαζόταν μέχρι το τέλος της ζωής του, τα χρήματα του άρχισαν να τριπλασιάζονται. Εκείνος εξακολουθούσε να εργάζεται. Προγραμμάτιζε εγχειρήσεις όχι μόνο κατά τη διάρκεια της βδομάδας αλλά και τα Σάββατα. Τα απογεύματα της Κυριακής τα περνούσε στο γραφείο. Στα σαράντα πέντε του ο ρυθμός του εξουθένωσε το συνεργάτη του, που τον άφησε και πήγε να εργαστεί με άλλη ομάδα γιατρών. Τα πρώτα χρόνια μετά τη γέννηση του Μαρκ η Μάρθα συχνά συζητούσε την προο­ πτική να κάνουν ακόμα ένα παιδί. Με τον καιρό σταμάτησε να το αναφέρει. Όποτε τον πίεζε να πάρει άδεια για να πάνε διακοπές, δεχόταν με τόση απροθυμία, που στο τέλος τής έγινε συνήθεια να πηγαίνει με τον Μαρκ στους γονείς της, αφήνοντας τον Πολ στο σπίτι. Ο Πολ βρήκε χρόνο για να παρευρεθεί σε μερικά σημαντικά γεγονότα στη ζωή του γιου του, απ' αυτά που γίνονται μια δυο φορές το χρόνο, αλλά έχασε όλα τα υπόλοιπα. Είχε πείσει τον εαυτό του ότι δούλευε για την οικογένεια του. Ή για τη Μάρθα, που είχε περάσει πολλές δυσκολίες κοντά του τα πρώτα χρόνια του γάμου τους. Ή στη μνή­ μη του πατέρα του. Ή για το μέλλον του Μαρκ. Βαθιά μέσα του όμως ήξερε ότι όλα τα έκανε για τον εαυτό του. Αν μπορούσε να κάνει έναν κατάλογο με τα πράγματα για τα οποία είχε μετανιώσει, πρώτα απ' όλα θα σημείωνε όλα όσα δεν είχε κάνει για το γιο του. Ωστόσο, παρότι απου­ σίαζε από τη ζωή του Μαρκ, εκείνος τον αιφνιδίασε ευχάριστα όταν αποφάσισε να γί­ νει γιατρός. Όταν έγινε δεκτός στην ιατρική σχολή, ο Πολ το είπε αμέσως σε όλο το νο­ σοκομείο, κατενθουσιασμένος στη σκέψη ότι ο γιος του θα τον συντρόφευε στη δουλειά. Τώρα πια θα μπορούσαν να περνούν περισσότερο καιρό μαζί, σκεφτόταν. Θυμήθηκε ότι έβγαζε τον Μαρκ για φαγητό, με την ελπίδα να τον πείσει να γίνει χειρουργός. Ο Μαρκ απλώς κουνούσε το κεφάλι του. «Αυτή είναι η δική σου ζωή», του είπε «και εγώ δε βρίσκω κανένα ενδιαφέρον σ' αυ­ τή. Για να είμαι ειλικρινής, σε λυπάμαι». Τα λόγια του ήταν σκέτο φαρμάκι. Καβγάδισαν. Ο Μαρκ τον κατηγόρησε, ο Πολ εξαγριώθηκε και το περιστατικό έληξε με τον Μαρκ να βγαίνει απ' το εστιατόριο σαν σί­ φουνας. Τις επόμενες δυο βδομάδες ο Πολ απέφυγε να του μιλήσει και ο Μαρκ απ' τη μεριά του δεν έκανε καμιά προσπάθεια να συμφιλιωθούν. Οι βδομάδες έγιναν μήνες και χρόνια. Αν και ο Μαρκ εξακολουθούσε να διατηρεί καλές σχέσεις με τη μητέρα του, απέ­ φευγε να πηγαίνει στο σπίτι όταν ήξερε πως θα ήταν εκεί ο πατέρας του. Ο Πολ χειρίστηκε την αποξένωση από το γιο του με το μόνο τρόπο που ήξερε.

22

Nicholas Sparks

Εξακολούθησε να δουλεύει με τον ίδιο ρυθμό και να τρέχει τα πέντε μίλια του καθημε­ ρινά. Τα πρωινά μελετούσε τις οικονομικές σελίδες στην εφημερίδα. Διάβαζε όμως τη λύ­ πη στα μάτια της Μάρθας και υπήρξαν στιγμές, συνήθως αργά τη νύχτα, που αναρωτιό­ ταν πώς θα μπορούσε να τα ξαναβρεί με το γιο του. Μια φωνή μέσα του τον έσπρωχνε να του τηλεφωνήσει, ποτέ όμως δε βρήκε το κουράγιο να το κάνει. Ο Μαρκ, όπως άκουγε απ' τη Μάρθα, τα πήγαινε περίφημα και χωρίς αυτόν. Αντί να γίνει χειρουργός, ακο­ λούθησε τη γενική ιατρική και, αφού πέρασε λίγους μήνες εκπαιδευόμενος για να απο­ κτήσει τις γνώσεις που χρειαζόταν, έφυγε από τη χώρα για να προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες του σ' ένα διεθνή φιλανθρωπικό οργανισμό. Αν και η πράξη του έδειχνε ευ­ γένεια ψυχής, ο Πολ δεν μπορούσε να μη σκεφτεί ότι το έκανε για να φύγει όσο πιο μα­ κριά γινόταν απ' αυτόν. Δύο βδομάδες μετά την αναχώρηση του Μαρκ η Μάρθα έκανε αίτηση διαζυγίου. Αν τα λόγια του Μαρκ τον είχαν εξαγριώσει, τα λόγια της Μάρθας όταν τον εγκα­ τέλειψε τον άφησαν σύξυλο. Προσπάθησε να τη μεταπείσει, αλλά εκείνη τον έκοψε ευ­ γενικά. «Θα σου λείψω πραγματικά;» του είπε. «Πάει καιρός που οι δυο μας έχουμε απο­ ξενωθεί τελείως». «Μπορώ ν' αλλάξω», της είπε. Η Μάρθα χαμογέλασε. «Το ξέρω ότι μπορείς. Και θα 'πρεπε. Το σωστό όμως θα ήταν να το κάνεις γιατί το θέλεις εσύ και όχι γιατί πιστεύεις ότι το θέλω εγώ». Ο Πολ πέρασε τις δύο επόμενες βδομάδες σαν αποχαυνωμένος. Ύστερα από ένα μή­ να, μια ασθενής του, η εξηνταδιάχρονη Τζιλ Τόρελσον από τη Ροδάνθη της Βόρειας Κα­ ρολίνας, πέθανε στην αίθουσα ανανήψεως, ύστερα από μια εγχείρηση ρουτίνας. Αυτό το τρομερό γεγονός ήταν το κερασάκι στην τούρτα που τον είχε οδηγήσει εκεί όπου βρισκόταν τώρα. Όταν τελείωσε τον καφέ του, ο Πολ ξαναβγήκε στην εθνική. Σε σαράντα πέντε λεπτά έφτασε στο Μόρχεντ Σίτι. Περνώντας πάνω απ' τη γέφυρα έφτασε στο Βόφορτ, ακολού­ θησε τις στροφές και έστριψε αριστερά προς την ανατολή και το Σένταρ Πόιντ. Η ομορφιά του τοπίου μέχρι τις ακτές τον έκανε να κόψει ταχύτητα. Η ζωή εδώ, το ένιωθε, ήταν διαφορετική. Εντυπωσιάστηκε από τους ανθρώπους που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση και τον χαιρετούσαν, καθώς και από μια παρέα ηλικιωμένων που κάθονταν σ' ένα παγκάκι έξω από ένα πρατήριο βενζίνης και χάζευαν με μεγάλο ενδια­ φέρον τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Το απόγευμα πήρε το φεριμπότ απ' το Οκρακόουκ, ένα χωριό στη νότια άκρη του Άουτερ Μπανκς. Μόνο τέσσερα ακόμα αυτοκίνητα ήταν πάνω στο φεριμπότ και κατά τη διάρ­ κεια του δίωρου ταξιδιού είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με μερικούς επιβάτες. Διανυκτέ­ ρευσε σε ένα πανδοχείο στο Οκρακόουκ, ξύπνησε με την ανατολή του ήλιου, πήρε το

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

23

πρωινό του και τις επόμενες ώρες περπάτησε στο γραφικό χωριό, παρατηρώντας τους κα­ τοίκους να προετοιμάζουν τα σπίτια για την επερχόμενη καταιγίδα. Όταν ένιωσε έτοιμος, έριξε το στρατιωτικό σάκο στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε το τα­ ξίδι προς το βορρά. Το Άουτερ Μπανκς ήταν παράξενος και μυστηριώδης τόπος. Με το κοντοκομμένο γρασίδι, απλωμένο σαν πιτσιλιά πάνω στους αμμόλοφους, και τις βελανιδιές που φυ­ τρώνουν κοντά στη θάλασσα να λυγίζουν ασταμάτητα στις άκρες του δρόμου από το θα­ λασσινό αεράκι, δεν έμοιαζε με κανένα άλλο μέρος. Κάποτε τα νησιά συνδέονταν με τη στεριά, όμως υστέρα από την εποχή των παγετώνων η θάλασσα πλημμύρισε την περιο­ χή και διαμορφώθηκε το Πάμλικο Σάουντ. Μέχρι τη δεκαετία του 1950 δεν υπήρχε με­ γάλος αυτοκινητόδρομος σ' αυτή τη συστάδα νησιών και οι οδηγοί ήταν αναγκασμένοι να ακολουθούν τον παραλιακό δρόμο για να πάνε στα σπίτια πέρα απ' τους αμμόλοφους. Ακόμα και σήμερα όμως πολλοί ακολουθούσαν τον παλιό δρόμο, γι' αυτό, καθώς οδη­ γούσε, έβλεπε ίχνη από λάστιχα στην ακροθαλασσιά. Ο ουρανός είχε αρχίσει να ξανοίγει και, παρόλο που τα σύννεφα έτρεχαν θυμωμένα προς τον ορίζοντα, πού και πού ξεπρόβαλλε δειλά ο ήλιος κάνοντας τον τόπο να λάμπει. Πάνω από το θόρυβο της μηχανής του αυτοκινήτου ακουγόταν το μούγκρισμα του ωκε­ ανού. Αυτή την εποχή το Άουτερ Μπανκς ήταν σχεδόν έρημο, οπότε όλος ο δρόμος ήταν δι­ κός του. Μέσα στη μοναξιά του, η σκέψη του ξαναγύρισε στη Μάρθα. Το διαζύγιο είχε οριστικοποιηθεί πριν από λίγους μήνες και είχε βγει κοινή συναι­ νέσει. Ήξερε ότι εκείνη έβλεπε κάποιον άλλο και υποψιαζόταν ότι αυτό γινόταν και πριν από το χωρισμό τους, όμως πλέον δεν είχε καμιά σημασία. Αυτές τις μέρες όλα του φαί­ νονταν ανούσια. Όταν τον άφησε, ο Πολ άρχισε να δουλεύει λιγότερο, σκεπτόμενος ότι έπρεπε να ξε­ καθαρίσει τα πράγματα. Πέρασαν μερικοί μήνες και αντί να επιστρέψει στις καθημερι­ νές ασχολίες του, τις μείωσε ακόμα περισσότερο. Εξακολουθούσε να τρέχει κανονικά, αλλά έχασε το ενδιαφέρον του για τη μελέτη των οικονομικών σελίδων το πρωί. Απ' όσο μπορούσε να θυμηθεί, χρειαζόταν μόνο έξι ώρες ύπνο κάθε βράδυ. Περιέργως, όσο πε­ ρισσότερο μείωνε το εξοντωτικό ωράριο της προηγούμενης ζωής του τόσο περισσότε­ ρες ώρες ύπνου χρειαζόταν για να νιώθει ξεκούραστος. Ακολούθησαν κι άλλες αλλαγές, οι οποίες είχαν σχέση με το σώμα του. Για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια ο Πολ ένιωσε τους μυς στους ώμους του ξεκούραστους. Οι ρυ­ τίδες στο πρόσωπο του, που είχαν βαθύνει με τα χρόνια, ήταν εμφανείς, αλλά η ένταση που είχε συνηθίσει να βλέπει στον καθρέφτη είχε αντικατασταθεί από μια μελαγχολική έκφραση. Επίσης, αν και μάλλον επρόκειτο για φαντασίωση, του φαινόταν, ότι τα μαλλιά του είχαν σταματήσει να πέφτουν. Κάποτε νόμιζε ότι δεν του έλειπε τίποτα. Είχε τρέξει ασταμάτητα ως την κορυφή

24

Nicholas Sparks

της επιτυχίας, τώρα όμως αντιλαμβανόταν ότι δεν είχε ακούσει τη συμβουλή του πατέ­ ρα του. Όλη του τη ζωή έτρεχε για να φύγει από κάτι και όχι για να φτάσει κάπου και βα­ θιά μέσα του ήξερε ότι όλα ήταν μάταια. Ήταν πενήντα τεσσάρων χρονών και ολομόναχος στον κόσμο. Καθώς αγνάντευε τον άδειο δρόμο που ανοιγόταν μπροστά του, αναρωτιόταν γιατί στην ευχή είχε αγωνιστεί τό­ σο σκληρά. Γνωρίζοντας ότι πλησίαζε στον προορισμό του, ο Πολ ξεκίνησε για το τελευταίο μέρος του ταξιδιού του. Έμεινε σε ένα μικρό ξενοδοχείο στην εθνική οδό και όταν έφτασε στα περίχωρα της Ροδάνθης άρχισε να περιεργάζεται το χώρο γύρω του. Στο κέντρο της μι­ κρής πόλης, αν μπορούσε να το πει κανείς έτσι, υπήρχαν διάφορα καταστήματα που έδι­ ναν την εντύπωση ότι πουλούσαν τα πάντα. Το παντοπωλείο, εκτός από είδη μπακαλικής, διέθετε κατσαρολικά και σύνεργα για ψαρική. Το πρατήριο βενζίνης πουλούσε λάστι­ χα, ανταλλακτικά αυτοκινήτων και διέθετε μηχανικό για την εξυπηρέτηση των πελατών. Δεν είχε λόγο να ρωτήσει προς τα πού να κατευθυνθεί και ένα λεπτό αργότερα βγή­ κε απ' την εθνική και έστριψε σ' ένα μικρό δρομάκι στρωμένο με αμμοχάλικο, σκεπτό­ μενος ότι το Πανδοχείο στη Ροδάνθη ήταν πιο συμπαθητικό απ' ό,τι είχε φανταστεί. Ή τ α ν ένα παλιό άσπρο βικτοριανό κτίριο με μαύρα παντζούρια και μια βεράντα που έμοιαζε να σε καλωσορίζει. Πάνω στα κιγκλιδώματα υπήρχαν γλαστράκια με ανθισμένους παν­ σέδες και μια αμερικανική σημαία ανέμιζε στον αέρα. Άρπαξε τα πράγματα του, έριξε τους σάκους στον ώμο του, ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε μέσα. Το πάτωμα ήταν από ξύλο πεύκου, φθαρμένο από τα γεμάτα άμμο πόδια που σέρνονταν πάνω του τόσα χρόνια και σε τίποτα δε θύμιζε την τυπικότητα του πρώην σπι­ τιού του. Στα αριστερά βρισκόταν ένα μικρό, ζεστό σαλονάκι, με δυο τεράστια παράθυ­ ρα που πλαισίωναν το τζάκι. Μύριζε φρέσκος καφές και πρόσεξε ότι ένα πιάτο με κου­ λουράκια περίμενε την άφιξη του. Στα δεξιά θα έβρισκε τον ιδιοκτήτη, σκέφτηκε, και πή­ γε προς τα εκεί. Είδε ένα μικρό γραφείο στο χώρο που θα 'πρεπε να είναι η ρεσεψιόν, αλλά δεν ήταν κανείς εκεί. Στη γωνία είδε τα κλειδιά των δωματίων, που κρέμονταν από μπρελόκ σε σχή­ μα φάρου. Όταν έφτασε στο γραφείο, χτύπησε το κουδούνι. Περίμενε, ξαναχτύπησε και αυτή τη φορά άκουσε κάτι σαν πνιχτό κλάμα να 'ρχεται απ' το πίσω μέρος του σπιτιού. Άφησε τα πράγματα του, έκανε το γύρο του γραφεί­ ου και έσπρωξε τη δίφυλλη πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα. Πάνω στον πάγκο υπήρ­ χαν τρεις σακούλες με ψώνια, που δεν είχαν ανοιχτεί ακόμα. Η πίσω πόρτα ήταν ανοιχτή, σαν να τον περίμενε. Το πάτωμα της βεράντας έτριξε μό­ λις πάτησε το πόδι του. Στα αριστερά υπήρχαν δυο κουνιστές πολυθρόνες και ανάμεσα τους ένα μικρό τραπέζι. Κοιτάζοντας δεξιά, είδε από πού ερχόταν ο θόρυβος. Η γυναίκα στεκόταν στη γωνία και κοίταζε τον ωκεανό. Φορούσε ξεβαμμένο τζιν,

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

25

σαν το δικό του, και χοντρό πουλόβερ με ζιβάγκο. Τα ανοιχτά καστανά μαλλιά της ήταν μαζεμένα πίσω και μερικές τούφες ανέμιζαν στον αέρα. Την είδε να γυρίζει ξαφνιασμέ­ νη απ' το θόρυβο που έκαναν οι μπότες του στη βεράντα. Πίσω της πετούσε μια ντουζί­ να γλαρόνια και ένα φλιτζάνι με καφέ ήταν ακουμπισμένο πάνω στο κάγκελο. Ο Πολ κοίταξε μακριά, αλλά αμέσως το βλέμμα του ξαναγύρισε σ' εκείνη. Παρόλο που ήταν κλαμένη, φαινόταν όμορφη. Ωστόσο, υπήρχε κάτι στο λυπημένο πρόσωπο της που του έδωσε την εντύπωση ότι εκείνη δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι έκλαιγε. Όποτε έφερνε ξανά στη μνήμη του εκείνη τη στιγμή, σκεφτόταν ότι αυτή ακριβώς η άγνοια ήταν που την έκανε πιο ελκυστική.

4

Η Αμάντα κοίταξε τη μητέρα της που καθόταν απέναντι της. Η Αντριάννα είχε σταματήσει να μιλάει και είχε καρφώσει τα μάτια της έξω απ' το παράθυρο. Η βροχή είχε σταματήσει. Πίσω από το τζάμι ο ουρανός φαινόταν γεμάτος σκιές. Μέσα στη σιωπή, η Αμάντα αφουγκραζόταν το μονότονο θόρυβο του ψυγείου. «Γιατί μου τα λες αυτά, μαμά;» «Γιατί νομίζω ότι επιβάλλεται να τα ακούσεις». «Μα για ποιο λόγο; Θέλω να πω, ποιος ήταν αυτός;» Η Αντριάννα πήρε το μπουκάλι με το κρασί. Το άνοιξε πολύ προσεκτικά και, αφού σερβιρίστηκε η ίδια, έβαλε και ένα ποτήρι για την κόρη της. «Μάλλον θα το χρειαστείς», είπε. «Μαμά;» Η Αντριάννα έσπρωξε το ποτήρι προς το μέρος της. «Θυμάσαι τότε που πήγα στη Ροδάνθη; Όταν η Τζιν μου ζήτησε να φροντίσω το Παν­ δοχείο;» Άργησε λίγο αλλά θυμήθηκε. «Εννοείς τότε που πήγαινα στο γυμνάσιο;» «Ναι». Όταν η Αντριάννα άρχισε να μιλάει ξανά, η Αμάντα πήρε το ποτήρι της ενώ ανα­ ρωτιόταν τι επρόκειτο ν' ακούσει.

27

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

5

Ό ρ θ ι α κοντά στα κάγκελα της πίσω βεράντας του Πανδοχείου, ένα μουντό απόγευμα Πέμπτης, η Αντριάννα ζέσταινε τα χέρια της με το φλιτζάνι του καφέ ενώ αγνάντευε τον ωκεανό παρατηρώντας ότι αγρίευε ώρα με την ώρα. Έ ν α κομμάτι του εαυτού της ευχόταν να μην είχε έρθει. Φρόντιζε το Πανδοχείο για να βοηθήσει μια φίλη της, ελπίζοντας ότι θα ήταν μια ανάπαυλα, όμως μάλλον είχε κά­ νει λάθος. Πρώτον, ο καιρός δε βοηθούσε καθόλου —όλη μέρα το ραδιόφωνο προειδο­ ποιούσε για το δυνατό βορειοανατολικό άνεμο που κατευθυνόταν προς την περιοχή — και δεν είχε καμιά διάθεση να εξαντληθεί και να κλειστεί μέσα για δυο τρεις μέρες. Το χειρότερο όμως ήταν πως, παρά το συννεφιασμένο ουρανό, η ακρογιαλιά της ξυπνούσε αναμνήσεις από οικογενειακές διακοπές, ευλογημένες μέρες, όταν ήταν ευτυχισμένη. Για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούσε τον εαυτό της τυχερό. Είχε γνωρίσει τον Τζακ στο πανεπιστήμιο, όταν εκείνος ήταν πρωτοετής της Νομικής. Όλοι τότε τους θεωρούσαν το τέλειο ζευγάρι. Εκείνος ήταν ψηλός και λεπτός με σγουρά μαύρα μαλλιά και εκείνη μια καστανή γαλανομάτα λίγο πιο αδύνατη απ' ό,τι ήταν τώρα. Η φωτογραφία του γάμου τους ήταν τοποθετημένη στο σαλόνι του σπιτιού πάνω απ' το τζάκι. Γέννησε το πρώτο της παιδί στα είκοσι οχτώ της και τα άλλα δύο τα τρία επόμενα χρόνια. Ό π ω ς οι περισσότερες γυ­ ναίκες, δυσκολεύτηκε να χάσει το βάρος που είχε πάρει, όμως έκανε φιλότιμες προσπά­ θειες και, παρόλο που δεν κατάφερε να γίνει όπως παλιά, σε σύγκριση με τις περισσότερες γυναίκες της ηλικίας της που είχαν παιδιά ήταν μια χαρά. Ή τ α ν ευτυχισμένη. Της άρεσε να μαγειρεύει, να καθαρίζει το σπίτι, να πηγαίνει με την οικογένεια της στην εκκλησία και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να έχουν εκείνη και ο Τζακ έντονη κοινωνική ζωή. Όταν τα παιδιά πήγαν σχολείο, πρόσφερε εθε­ λοντικά τη βοήθεια της στις τάξεις τους, παρακολουθούσε τις συνεδριάσεις του σχολικού συμβουλίου, εργαζόταν στο κατηχητικό και ήταν απ' τις πρώτες που προσφέρθηκαν να συνοδεύουν τα παιδιά στις εκδρομές. Είχε παρακολουθήσει άπειρα ρεσιτάλ πιάνου, σχο­ λικές θεατρικές παραστάσεις, αγώνες μπέιζμπολ και ποδοσφαίρου, είχε μάθει τα παι­ διά να κολυμπούν και είχε σκάσει στα γέλια όταν είδε την έκφραση τους τη στιγμή που πέρασαν για πρώτη φορά τις πύλες της Ντίσνεϊλαντ. Στα τεσσαρακοστά γενέθλια της ο Τζακ της έκανε πάρτι έκπληξη στη λέσχη, στο οποίο είχαν παρευρεθεί καμιά διακοσαριά άτομα. Ή τ α ν μια βραδιά γεμάτη γέλιο και χαρά. Όταν όμως γύρισαν στο σπίτι, πρόσε­ ξε ότι ο Τζακ δεν την παρακολουθούσε την ώρα που γδυνόταν για να πέσει για ύπνο. Αντίθετα, έσβησε το φως και παρίστανε τον κοιμισμένο, ενώ εκείνη ήξερε καλά ότι πο­ τέ δεν τον έπαιρνε αμέσως ο ύπνος. Σκεπτόμενη ξανά τι είχε συμβεί, αντιλαμβανόταν ότι αυτό θα 'πρεπε να την έχει βάλει σε υποψίες, ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά όσο έδειχναν. Όμως, με τρία

28

Nicholas Sparks

παιδιά και έναν άντρα που είχε αφήσει τη φροντίδα τους αποκλειστικά σε κείνη ήταν πο­ λύ απασχολημένη για να βρει χρόνο ν' αναρωτηθεί. Εκτός αυτού, ποτέ δεν της πέρασε απ' το μυαλό ότι το πάθος τους θα έσβηνε με τον καιρό. Ή τ α ν αρκετά χρόνια παντρεμένη και ήξερε. Υπέθεσε ότι ήταν κάτι περαστικό και ότι θα αναζωπυρωνόταν, όπως είχε ξανα­ συμβεί στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη. Στα σαράντα ένα της άρχισε να ανη­ συχεί για τη σχέση τους και να επισκέπτεται βιβλιοπωλεία ψάχνοντας για βιβλία με συμ­ βουλές σχετικά με τη βελτίωση των σχέσεων μέσα στο γάμο. Πολλές φορές φανταζόταν πώς θα ήταν το μέλλον, όταν τα πράγματα θα είχαν ηρεμήσει. Φανταζόταν πώς θα ήταν να είναι γιαγιά και πώς θα περνούσαν εκείνη και ο Τζακ όταν θα ξαναζούσαν οι δυο τους σαν ζευγάρι. Ίσως τότε τα πράγματα να γίνονταν όπως παλιά. Εκείνη την εποχή περίπου είδε τον Τζακ σ' ένα εστιατόριο με τη Λίντα Γκαστόν. Ή ξ ε ­ ρε ότι η Λίντα εργαζόταν στην εταιρεία του Τζακ, στο παράρτημα του Γκρίνσμπορο. Αν και εκείνη είχε ειδικευτεί στις υποθέσεις κτηματικής και ακίνητης περιουσίας, ενώ ο Τζακ αναλάμβανε κάθε είδους προσφυγές σε δικαστήρια, η Αντριάννα ήξερε ότι συχνά οι υπο­ θέσεις τους συνέπιπταν και έπρεπε να συνεργαστούν, γι' αυτό δεν της φάνηκε παράξενο που έτρωγαν παρέα. Η Αντριάννα τούς χαμογέλασε έξω από το παράθυρο. Αν και η Λί­ ντα δεν ήταν στενή τους φίλη, την είχαν καλέσει στο σπίτι τους κάμποσες φορές. Τα πή­ γαιναν καλά οι δυο τους, παρότι εκείνη ήταν νεότερη κατά δέκα χρόνια και ανύπαντρη. Όταν όμως μπήκε στο εστιατόριο, πρόσεξε ότι οι ματιές που αντάλλασσαν ήταν πολύ τρυ­ φερές. Επιπλέον, ήταν σίγουρη ότι κάτω απ' το τραπέζι κρατιούνταν χέρι χέρι. Για μια στιγμή που φάνηκε αιωνιότητα η Αντριάννα έμεινε ασάλευτη στη θέση της. Αντί να πλησιάσει και να κάνει σκηνή, έκανε μεταβολή και έφυγε πριν προλάβουν να τη δουν. Αρνούμενη να πιστέψει στα μάτια της, εκείνο το βράδυ μαγείρεψε το αγαπημένο φα­ γητό του Τζακ και δεν ανέφερε το παραμικρό. Έ κ α ν ε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και με τον καιρό κατάφερε να πείσει τον εαυτό της ότι είχε κάνει λάθος. Ίσως η Λίντα να αντιμετώπιζε δυσκολίες και ο Τζακ να την παρηγορούσε. Το είχε αυτό ο Τζακ. Ή ίσως πάλι είχε δημιουργηθεί μια παροδική συμπάθεια μεταξύ τους, μια πλατωνική σχέση, και τίποτα παραπάνω: Δεν ήταν όμως έτσι τα πράγματα. Ο γάμος τους άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα και ύστερα από λίγους μήνες ο Τζακ ζήτησε διαζύγιο. Της είπε ότι ήταν ερωτευμένος με τη Λίντα. Δεν το είχε προσχεδιάσει, γι' αυτό έλπιζε ότι θα έδειχνε κατανόηση. Εκεί­ νη δεν είχε καμιά διάθεση να δείξει κατανόηση και του το είπε. Όταν έκλεισε τα σαρά­ ντα δύο, ο Τζακ έφυγε απ' το σπίτι. Τώρα, τρία χρόνια μετά, ο Τζακ συνέχιζε τη ζωή του, σε αντίθεση με την Αντριάν­ να, που της φαινόταν αδύνατον να κάνει κάτι τέτοιο. Αν και είχαν μαζί την επιμέλεια των παιδιών, αυτό ίσχυε μόνο στα χαρτιά. Ο Τζακ ζούσε στο Γκρίνσμπορο, τρεις ώρες μακριά με το αυτοκίνητο, οπότε τον περισσότερο καιρό τα παιδιά ήταν δική της ευθύνη. Τον

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

29

ευγνωμονούσε γι' αυτό, παρόλο που τα προβλήματα στην ανατροφή τους συχνά την έφταναν στα όριά της. Τις νύχτες έπεφτε κατάκοπη στο κρεβάτι, αλλά παρ' όλα αυτά δεν μπορούσε να κλείσει μάτι, γιατί δεκάδες ερωτήματα στριφογύριζαν στο κεφάλι της. Αν και δεν το είχε ομολογήσει σε κανένα, πολλές φορές αναρωτιόταν τι θα έλεγε αν ο Τζακ εμφανιζόταν ξαφνικά και της ζητούσε να ξαναγυρίσει κοντά της. Βαθιά μέσα της ήξερε πως θα τον καλοδεχόταν. Μισούσε τον εαυτό της γι' αυτό, όμως τι άλλο μπορούσε να κάνει; Δεν είχε επιθυμήσει αυτή τη ζωή ούτε είχε φανταστεί ότι τα πράγματα θα εξελίσ­ σονταν κατ' αυτόν τον τρόπο. Δεν το άξιζε. Έκανε πάντα το σωστό, ακολουθούσε όλους τους γνωστούς κανόνες. Υπήρξε πιστή σύζυγος για δεκαοχτώ χρόνια. Παρέβλεπε τα με­ θύσια του, του πήγαινε καφέδες όταν ξενυχτούσε δουλεύοντας και ποτέ δε διαμαρτυ­ ρήθηκε όταν έφευγε τα Σαββατοκύριακα για να παίξει γκολφ, αντί να περάσει λίγες ώρες με τα παιδιά του. Άραγε ήταν η σεξουαλική ευχαρίστηση που του έλειπε; Η Λίντα ήταν σίγουρα νεό­ τερη και ομορφότερη, ήταν όμως τόσο σημαντική γι' αυτόν, ώστε να τον κάνει να απαρ­ νηθεί ό,τι είχε στη ζωή; Τα παιδιά δε σήμαιναν τίποτα γι' αυτόν; Ούτε κι εκείνη; Ούτε τα δεκαοχτώ χρόνια κοινής ζωής; Και, όπως και να 'χε, εκείνη δεν είχε χάσει το ερωτι­ κό ενδιαφέρον της — τα τελευταία δύο χρόνια όποτε έκαναν έρωτα ήταν από δική της πρωτοβουλία. Αν πράγματι είχε επιθυμίες, γιατί δεν τις εκδήλωνε; Η μήπως την έβρισκε βαρετή; Ό π ω ς ήταν φυσικό, ύστερα από τόσα χρόνια γάμου, δεν είχαν πολλά καινούρια πράγματα να πουν. Με την πάροδο του χρόνου, έλεγαν και ξανάλεγαν τα ίδια και τα ίδια με μικρές παραλλαγές. Είχαν φτάσει στο σημείο να γνω­ ρίζουν το τέλος της ιστορίας μόλις ο άλλος έλεγε λίγες μόνο λέξεις. Έκαναν και κείνοι ό,τι και τα περισσότερα ζευγάρια. Εκείνη τον ρωτούσε πώς τα είχε πάει στη δουλειά του, εκείνος τι είχαν κάνει τα παιδιά και συζητούσαν για αστείες καταστάσεις που αφορού­ σαν κάποιο μέλος της οικογένειας ή κάποιον ξένο ή σχολίαζαν τα νέα της πόλης. Πολ­ λές φορές είχε ευχηθεί να είχαν κάποιο ενδιαφέρον θέμα συζήτησης, όμως κι εκείνος δεν καταλάβαινε ότι σε μερικά χρόνια το ίδιο θα συνέβαινε και με τη Λίντα; Ή τ α ν άδικο. Ακόμα και οι φίλοι τους το έβλεπαν έτσι, γι' αυτό και κείνη θεωρού­ σε ότι ήταν με το μέρος της. Ί σ ω ς και να ήταν, αν και είχαν έναν περίεργο τρόπο να το δείχνουν. Πριν από ένα μήνα είχε πάει σ' ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι που έδινε ένα φιλικό τους ζευγάρι και βρήκε εκεί τον Τζακ με τη Λίντα. Έ τ σ ι ήταν η ζωή στις μι­ κρές νότιες κωμοπόλεις —οι άνθρωποι ξεχνούσαν εύκολα—, η Αντριάννα όμως ένιω­ σε προδομένη. Εκτός από τον πόνο και την προδοσία, είχε ν' αντιμετωπίσει και τη μοναξιά. Από τό­ τε που την εγκατέλειψε ο Τζακ δεν είχε βγει ούτε ένα ραντεβού. Το Ρόκι Μάουντ δε διέ­ θετε βέβαια πολλούς ανύπαντρους σαραντάρηδες και όσοι ήταν διαθέσιμοι δεν ήταν ακρι­ βώς του γούστου της. Οι περισσότεροι είχαν οικογενειακά βάρη και εκείνη δεν είχε

30

Nicholas Sparks

περιθώρια να σηκώσει περισσότερα απ' όσα είχε ήδη επωμιστεί. Αρχικά, αποφάσισε να είναι επιλεκτική. Όταν ένιωσε έτοιμη να αρχίσει να βγαίνει ραντεβού, έκανε μια λίστα με τα προσόντα που έπρεπε να διαθέτουν οι υποψήφιοι. Ήθελε τον άντρα έξυπνο, ευγενι­ κό και γοητευτικό, αλλά πάνω απ' όλα ήθελε κάποιον που θα αποδεχόταν το γεγονός ότι μεγάλωνε μόνη της τρεις έφηβους. Αυτό μπορεί να δημιουργούσε πρόβλημα, επειδή όμως τα παιδιά της ήταν ικανά να τα βγάζουν πέρα μόνα τους, πίστευε ότι αυτό το εμπόδιο δε θα αποθάρρυνε τους περισσότερους άντρες. Και πάλι όμως έκανε λάθος. Τα τελευταία τρία χρόνια, κανένας δεν της είχε ζητήσει να βγουν ραντεβού μέχρι που άρχισε να πιστεύει ότι δε θα συνέβαινε ποτέ. Ο κύριος Τζακ μπορούσε να διασκεδάζει, ο κύριος Τζακ μπορούσε να διαβάζει την εφημερίδα του το πρωί παρέα με κάποια άλ­ λη, για κείνη όμως δεν ήταν γραφτό. Και σαν να μην έφταναν αυτά, είχε και οικονομικά προβλήματα. Ο Τζακ της είχε αφήσει το σπίτι και πλήρωνε κανονικά τη διατροφή, όμως τα έξοδα ήταν περισσότερα. Παρόλο που έβγαζε πολλά χρήματα όσο ήταν μαζί, δεν είχαν φροντί­ σει να κάνουν οικονομίες. Ό π ω ς τα περισσότερα ζευγάρια, για πολλά χρόνια ξόδευαν σχεδόν όσα κέρδιζαν. Άλλαζαν αυτοκίνητα και πήγαιναν διακοπές χωρίς να υπολογί­ ζουν τα έξοδα. Όταν κυκλοφόρησαν οι τηλεοράσεις με μεγάλη οθόνη, ήταν οι πρώτοι στη γειτονιά που αγόρασαν. Πάντα πίστευε ότι ο Τζακ έκανε το κουμάντο του για το μέλλον, μια και αυτός είχε την ευθύνη για τα οικονομικά. Αποδείχτηκε όμως ότι δεν έδινε ιδιαί­ τερη σημασία και τώρα εκείνη ήταν αναγκασμένη να δουλεύει με μειωμένο ωράριο στην τοπική βιβλιοθήκη. Δεν ανησυχούσε για τον εαυτό της και τα παιδιά της, αλλά έτρεμε για τον πατέρα της. Έ ν α χρόνο μετά το διαζύγιο ο πατέρας της έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό* ακολού­ θησαν άλλα τρία. Χρειαζόταν κάποιον να τον φροντίζει μέρα νύχτα. Του είχε βρει μια εξαιρετική κλινική, την οποία έπρεπε να πληρώνει μόνη της, σαν μοναχοκόρη που ήταν. Τα χρήματα που της είχαν περισσέψει από το διακανονισμό έφταναν για ένα χρόνο ακό­ μα, ύστερα όμως δεν ήξερε πώς θα τα έβγαζε πέρα. Ή δ η ξόδευε όλα τα χρήματα που κέρδιζε από την εργασία της στη βιβλιοθήκη. Ό τ α ν η Τζιν της ζήτησε για πρώτη φορά να αναλάβει το Πανδοχείο όσο εκείνη θα έλειπε, είχε υποπτευθεί ότι η Αντριάννα τα έβγαζε πέρα δύσκολα και της είχε αφήσει παραπανίσια χρήματα για την αγορά τροφί­ μων. Στο σημείωμα που της είχε αφήσει της έλεγε να κρατήσει όσα λεφτά θα περίσ­ σευαν. Η Αντριάννα είχε εκτιμήσει τη χειρονομία της, όμως η ελεημοσύνη από φίλους πλήγωνε την περηφάνια της. Ωστόσο, τα χρήματα αποτελούσαν μόνο μέρος της ανησυχίας της για τον πατέρα της. Πολλές φορές ένιωθε ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που της είχε σταθεί και τώρα τον χρει­ αζόταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Οι ώρες που περνούσε μαζί του ήταν μια φυγή από τα καθημερινά προβλήματα και έτρεμε στη σκέψη ότι ο χρόνος που περνούσαν μαζί

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

31

θα μπορούσε να τελειώσει εξαιτίας κάποιας δικής της πράξης ή κάποιας παράλειψης της. Τι θα γινόταν εκείνος; Τι θα έκανε εκείνη; Η Αντριάννα κούνησε το κεφάλι της για να αποδιώξει αυτές τις σκέψεις. Δεν ήθε­ λε να σκέφτεται, ιδιαίτερα εκείνη τη στιγμή. Η Τζιν της είχε πει ότι δε θα είχε πολλή δου­ λειά — μόνο ένα δωμάτιο ήταν κλεισμένο — και έλπιζε ότι η διαμονή της εκεί θα τη βοη­ θούσε να ξεκαθαρίσει μερικά πράγματα. Λαχταρούσε να κάνει περιπάτους στην ακρο­ γιαλιά ή να διαβάσει ένα δυο μυθιστορήματα που την περίμεναν στο κομοδίνο της μή­ νες τώρα. Επιθυμούσε να απλώσει τα πόδια της και να χαζεύει τα δελφίνια που έπαι­ ζαν με τα κύματα. Έλπιζε να νιώσει ανακούφιση, όμως, καθώς στεκόταν στη βεράντα του θαλασσοδαρμένου Πανδοχείου της Ροδάνθης περιμένοντας τον ερχομό της καταιγίδας, ένιωσε καταβεβλημένη. Ή τ α ν μεσήλικη και ολομόναχη, κουρασμένη και υπερευαίσθη­ τη. Τα παιδιά της πάσχιζαν να συνηθίσουν στη νέα κατάσταση, ο πατέρας της ήταν άρ­ ρωστος και εκείνη δε γνώριζε πώς να αντιμετωπίσει το μέλλον. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να κλαίει. Λίγο αργότερα άκουσε βήματα στη βεράντα. Γύ­ ρισε και είδε τον Πολ Φλάνερ. Ο Πολ είχε δει χιλιάδες φορές ανθρώπους να κλαίνε, όμως αυτό συνέβαινε στους απο­ στειρωμένους χώρους αναμονής των νοσοκομείων, την ώρα που έβγαινε από το χειρουρ­ γείο και φορώντας ακόμα τη μάσκα του, η οποία του χρησίμευε σαν ασπίδα, προστατεύο­ ντας την προσωπική και συναισθηματική πλευρά της δουλειάς του. Ποτέ δεν είχε κλάψει μπροστά στους συνομιλητές του ούτε μπορούσε να θυμηθεί τα πρόσωπα αυτών που κρέ­ μονταν απ' τα χείλη του περιμένοντας εναγωνίως απαντήσεις. Δεν ήταν περήφανος γι' αυ­ τό, όμως τέτοιος άνθρωπος ήταν τότε. Εκείνη τη στιγμή όμως, αντικρίζοντας τα κατακόκκινα μάτια της γυναίκας στη βε­ ράντα, ένιωσε σαν εισβολέας σε αφιλόξενο έδαφος. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να ξεστομίσει τις συνηθισμένες δικαιολογίες. Υπήρχε όμως κάτι στο βλέμμα της που τον εμπόδισε. Ίσως ήταν το γεγονός ότι ήταν εκεί μόνη. Όπως και να 'χε, αυτό το κύμα συ­ μπάθειας που ξεπήδησε από μέσα του ήταν ξένο γι' αυτόν και τον αιφνιδίασε. Η Αντριάννα, που δεν τον περίμενε τόσο νωρίς, προσπάθησε να κρύψει την αμηχα­ νία της που τη βρήκε σε τέτοια κατάσταση. Χαμογέλασε με δυσκολία, ενώ σκούπιζε τα δάκρυα της που είχε τάχα προκαλέσει ο αέρας. Όταν όμως τον αντίκρισε δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. Μάλλον έφταιγαν τα μάτια του. Ή τ α ν γαλανά και τόσο ανοιχτόχρωμα που έμοιαζαν διάφανα, έκρυβαν όμως μια ένταση που όμοια της δεν είχε ξαναδεί σε κανέναν άλλο άν­ θρωπο. Με ξέρει, σκέφτηκε άξαφνα. Ή θα μπορούσε να με γνωρίσει, αν τον έδινα την ευ­ καιρία. Μόλις έκανε αυτές τις σκέψεις, τις έδιωξε απ' το μυαλό της θεωρώντας τες γελοίες.

32

Nicholas Sparks

Όχι, σκέφτηκε, ο άντρας που στεκόταν μπροστά της δεν είχε τίποτα το ασυνήθιστο. Ή τ α ν απλώς ο πελάτης για τον οποίο της είχε μιλήσει η Τζιν και επειδή δεν την είχε βρει στο γραφείο ήρθε να την αναζητήσει, αυτό ήταν όλο. Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει να τον αξιολογεί, όπως κάνουμε με όλους τους ξένους. Ή τ α ν κοντύτερος απ' τον Τζακ, γύρω στο ένα και εβδομήντα οχτώ, αλλά λεπτός και καλοδιατηρημένος, όπως κάποιος που γυμνάζεται σε καθημερινή βάση. Το σακάκι του ήταν ακριβό και δεν ταίριαζε με το ξεβαμμένο τζιν που φορούσε, αλλά κατά κάποιο τρό­ πο έδειχναν αρμονικά πάνω του. Το πρόσωπο του ήταν γωνιώδες και το μέτωπο του χα­ ραγμένο από ρυτίδες, κάτι που μαρτυρούσε χρόνια αυστηρής συγκέντρωσης. Τα γκρίζα μαλλιά του ήταν κοντοκομμένα και άσπριζαν στους κροτάφους. Φαινόταν γύρω στα πε­ νήντα, όχι παραπάνω. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Πολ συνειδητοποίησε ότι την κοιτούσε επίμονα και χα­ μήλωσε τα μάτια του. Της έγνεψε πάνω απ' τον ώμο του. «Θα σας περιμένω μέσα. Με την ησυχία σας». Η Αντριάννα κούνησε το κεφάλι της προσπαθώντας να τον καθησυχάσει. «Δεν υπάρ­ χει πρόβλημα. Θα ερχόμουν έτσι κι αλλιώς». Παρατήρησε ξανά τα μάτια του. Ήταν πιο ήρεμα τώρα και σκεφτικά, σαν να αναπο­ λούσε κάτι θλιβερό και να προσπαθούσε να το κρύψει. Πήγε να πάρει το φλιτζάνι με τον κα­ φέ της κι έτσι βρήκε μια δικαιολογία για να γυρίσει από την άλλη. Όταν ο Πολ της κράτησε την πόρτα για να περάσει, του έγνεψε να προπορευτεί. Κα­ θώς προχωρούσε μπροστά της περνώντας από την κουζίνα με κατεύθυνση προς τη ρε­ σεψιόν, η Αντριάννα έπιασε τον εαυτό της να παρατηρεί την αθλητική κορμοστασιά του. Κοκκίνισε και αναρωτήθηκε τι στο καλό την είχε πιάσει. Σύνελθε, Αντριάννα, σκέφτηκε και κάθισε πίσω από το γραφείο. Σημείωσε το όνομα στο βιβλίο κρατήσεων και σήκω­ σε το βλέμμα της. «Πολ Φλάνερ, σωστά; Θα μείνετε πέντε βράδια και θα αναχωρήσετε την Τρίτη το πρωί;» «Μάλιστα», απάντησε εκείνος. Έπειτα ρώτησε διστακτικά: «Είναι δυνατόν να μου δώσετε ένα δωμάτιο με θέα στον ωκεανό;» «Βέβαια. Μπορείτε να διαλέξετε όποιο θέλετε από τα δωμάτια πάνω. Είστε ο μο­ ναδικός πελάτης μας αυτό το Σαββατοκύριακο». «Εσείς ποιο θα μου συνιστούσατε;» «Όλα είναι ωραία, αλλά αν ήμουν στη θέση σας θα διάλεγα το μπλε δωμάτιο». «Το μπλε δωμάτιο;» «Έχει τις πιο σκούρες κουρτίνες. Αν κοιμηθείτε στο κίτρινο ή το άσπρο δωμάτιο, θα ξυπνήσετε με το φως της αυγής. Τα παντζούρια δε βοηθούν πολύ και ο ήλιος ανα­ τέλλει πολύ πρωί. Τα παράθυρα σ' εκείνα τα δωμάτια βλέπουν στην ανατολή». Η Αντριάννα έσπρωξε ένα έντυπο προς το μέρος του και τοποθέτησε το στυλό δίπλα. «Θα

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

33

υπογράψετε εδώ;» «Βέβαια». Παρατηρώντας τον καθώς υπέγραφε, σκέφτηκε ότι τα χέρια του ταίριαζαν με το πρό­ σωπο του. Τα κόκαλα στις αρθρώσεις του εξείχαν, όπως στα χέρια των γέρων, αλλά οι κι­ νήσεις του ήταν ακριβείς και μετρημένες. Πρόσεξε ότι δε φορούσε βέρα - όχι πως αυ­ τό είχε καμιά σημασία βέβαια. Ο Πολ άφησε το στυλό και κοίταξε το έντυπο, ελέγχοντας αν είχε γράψει σωστά τα στοιχεία του. Η διεύθυνση του ήταν καταγραμμένη από ένα δικηγόρο στο Ράλι. Η Αντριάννα πήρε ένα κλειδί από την κλειδοθήκη. Δίστασε για μια στιγμή· ύστερα πήρε δύο ακόμα. «Λοιπόν, όλα έτοιμα», του είπε. «Θέλετε να δείτε το δωμάτιο;» «Παρακαλώ». Ο Πολ οπισθοχώρησε, για να της κάνει χώρο να περάσει. Κατευθύνθηκε προς τη σκάλα. Άρπαξε τους στρατιωτικούς σάκους του και την ακολούθησε. Όταν εκείνη έφτα­ σε στη σκάλα, κοντοστάθηκε για να τον περιμένει. Του έδειξε το σαλόνι. «Έχω έτοιμο καφέ και κουλούρια εκεί. Τον έφτιαξα πριν από μία ώρα, οπότε είναι ακόμα φρέσκος». «Τον είδα μπαίνοντας. Ευχαριστώ». Στην κορυφή της σκάλας η Αντριάννα στράφηκε προς το μέρος του έχοντας το χέρι της ακόμα πάνω στην κουπαστή. Υπήρχαν τέσσερα δωμάτια επάνω. Το ένα έβλεπε στην μπροστινή πλευρά του κτιρίου και τα άλλα τρία στον ωκεανό. Πάνω στις πόρτες υπήρχαν ταμπέλες με τις ονομασίες τους αντί για νούμερα: Μπόντι, Χατέρας και Θέα στο Ακρωτή­ ριο. Αναγνώρισε όλα τα ονόματα των φάρων κατά μήκος του Άουτερ Μπανκς. «Μπορείτε να διαλέξετε», είπε η Αντριάννα. «Έφερα όλα τα κλειδιά για να δείτε ποιο σας αρέσει περισσότερο». Ο Πολ κοίταξε τα δωμάτια. «Ποιο απ' όλα είναι το μπλε;» «Α, εγώ το λέω έτσι. Η Τζιν το λέει Σουίτα Μπόντι». «Η Τζιν;» «Η ιδιοκτήτρια. Εγώ απλώς την αντικαθιστώ τώρα που λείπει». Τα λουριά των σάκων τού έγδερναν το λαιμό γι' αυτό και ο Πολ τα μετακίνησε την ώρα που η Αντριάννα ξεκλείδωνε την πόρτα. Την άνοιξε και έκανε στην άκρη, για να του αφήσει χώρο να περάσει. Καθώς έμπαινε μέσα, τη χτύπησε κατά λάθος με τον ένα σάκο. Ο Πολ κοίταξε γύρω του. Το δωμάτιο ήταν σχεδόν όπως το είχε φανταστεί, απλό και καθαρό, αλλά με δικό του στιλ, που το έκανε να ξεχωρίζει από άλλα δωμάτια σε κάποιο παραθαλάσσιο πανδοχείο. Το κρεβάτι ήταν τοποθετημένο κάτω απ' το παράθυρο. Δίπλα υπήρχε ένα κομοδίνο. Στο ταβάνι ένας ανεμιστήρας γύριζε σιγά, ίσα ίσα για να ανανε­ ώνει τον αέρα. Στη γωνία, κοντά στον πίνακα με το φάρο Μπόντι υπήρχε μια πόρτα, που

34

Nicholas Sparks

ο Πολ φαντάστηκε ότι θα οδηγούσε στο μπάνιο. Κατά μήκος του διπλανού τοίχου υπήρχε μια σιφονιέρα, τόσο πολυκαιρισμένη, που προφανώς υπήρχε εκεί από τότε που χτίστηκε το Πανδοχείο. Εκτός από τα έπιπλα, όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα στο δωμάτιο είχαν διάφορες απο­ χρώσεις του μπλε. Το χαλάκι στο πάτωμα είχε το χρώμα των αβγών του κοκκινολαίμη, οι κουρτίνες ήταν βαθυγάλαζες, η λάμπα στο κομοδίνο ανοιχτό γαλάζιο και γυάλιζε σαν την μπογιά καινούριου αυτοκινήτου. Η σιφονιέρα και το κομοδίνο ήταν κρεμ, αλλά είχαν δια­ κοσμηθεί με εικόνες του ωκεανού κάτω απ' το λαμπρό ήλιο του καλοκαιριού. Ακόμα και το τηλέφωνο ήταν μπλε, πράγμα που το έκανε να μοιάζει με παιχνίδι. «Τι λέτε;» «Είναι όντως μπλε», είπε. «Θέλετε να δείτε και τα υπόλοιπα δωμάτια;» Ο Πολ ακούμπησε τους σάκους του στο πάτωμα και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. «Όχι, αυτό είναι μια χαρά. Μπορώ να ανοίξω το παράθυρο; Η ατμόσφαιρα είναι λίγο αποπνικτική εδώ μέσα». «Φυσικά». Ο Πολ διέσχισε το δωμάτιο, κατέβασε το πόμολο και άνοιξε το τζάμι. Επειδή το κτί­ ριο είχε βαφτεί πολλές φορές, το παράθυρο σκάλωνε. Καθώς ο Πολ πάλευε να το ση­ κώσει περισσότερο, η Αντριάννα παρατήρησε τους νευρώδεις μυς των χεριών του. Ξερόβηξε. «Καταλαβαίνετε, φαντάζομαι, ότι είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνω το Πανδοχείο», είπε. «Έχω έρθει πολλές φορές, αλλά πάντα ήταν εδώ η Τζιν. Γι' αυτό αν κάτι σας ενοχλεί, μη διστάσετε να μου το πείτε». Ο Πολ γύρισε και την κοίταξε. Με την πλάτη ακουμπισμένη στο τζάμι, τα χαρακτη­ ριστικά του χάνονταν στις σκιές. «Δε με ενοχλεί τίποτα», είπε. «Δεν είμαι ιδιαίτερα επιλεκτικός αυτό τον καιρό». Η Αντριάννα χαμογέλασε, καθώς έβγαζε το κλειδί από την πόρτα. «Ωραία, θα σας πω τι πρέπει να γνωρίζετε. Η Τζιν επέμενε να τα αναφέρω. Υπάρχει θερμοσυσσωρευτής κάτω απ' το παράθυρο. Το μόνο που πρέπει να κάνετε για να τον ανάψετε είναι να πα­ τήσετε το διακόπτη. Υπάρχουν μόνο δυο δυνατότητες ρύθμισης και στην αρχή κάνει λίγο θόρυβο. Ύστερα από λίγα λεπτά όμως ο θόρυβος σταματάει. Στο μπάνιο έχει καθαρές πετσέτες. Αν χρειαστείτε περισσότερες, ζητήστε μου. Και, παρότι αργεί, το ζεστό νερό έρχεται. Σας το ορκίζομαι». Η Αντριάννα τον είδε να χαμογελάει και συνέχισε. «Αν δεν έρθει άλλος πελάτης για το Σαββατοκύριακο —και φαντάζομαι ότι δε θα έρ­ θει με την καταιγίδα ενόψει, εκτός κι αν κανένας χάσει το δρόμο του— θα μπορούμε να τρώμε ό,τι ώρα θέλετε. Η Τζιν συνήθως σερβίρει πρωινό στις οκτώ και δείπνο στις επτά, αν όμως δε σας εξυπηρετούν αυτά τα ωράρια, μπορούμε να τρώμε όποια ώρα σας

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

35

βολεύει. Επίσης, μπορώ να σας ετοιμάζω φαγητό για να το παίρνετε μαζί σας». «Ευχαριστώ». Σώπασε, ενώ έψαχνε να βρει κάποιο άλλο θέμα συζήτησης. «Α, και κάτι άλλο. Πριν χρησιμοποιήσετε το τηλέφωνο, θα πρέπει να σας ενημερώ­ σω ότι μπορείτε να κάνετε μόνο τοπικά τηλεφωνήματα. Αν θέλετε να καλέσετε υπερα­ στικό, θα πρέπει να έχετε κάρτα ή να ζητήσετε από τον τηλεφωνητή να χρεωθεί το τη­ λεφώνημα στον αριθμό που καλείτε». «Εντάξει». Όταν έφτασε στην πόρτα, κοντοστάθηκε. «Θα θέλατε να μάθετε κάτι άλλο;» «Νομίζω ότι μου τα είπατε όλα, εκτός από το προφανές». «Ποιο είναι αυτό;» «Το όνομα σας. Ακόμα δε μου το είπατε». Έβαλε το κλειδί πάνω στη σιφονιέρα δίπλα στην πόρτα και χαμογέλασε. «Λέγομαι Αντριάννα. Αντριάννα Γουίλις». Ο Πολ διέσχισε το δωμάτιο και την αιφνιδίασε απλώνοντας το χέρι του προς το μέ­ ρος της. «Χάρηκα για τη γνωριμία, Αντριάννα».

6

Ο Πολ είχε έρθει στη Ροδάνθη γιατί του το είχε ζητήσει ο Ρόμπερτ Τόρελσον.. Καθώς έβγαζε από τους σάκους τα λιγοστά ρούχα του και τα τοποθετούσε στα συρτάρια, ανα­ ρωτιόταν τι να ήθελε άραγε να του πει ο Ρόμπερτ ή μήπως περίμενε από εκείνον να του πει διάφορα. Η Τζιλ Τόρελσον τον είχε επισκεφτεί γιατί είχε ένα μηνιγγίωμα. Μια καλοήθης κύ­ στη δεν ήταν βέβαια θανατηφόρα ασθένεια, αν και κανείς δεν μπορούσε να το προδι­ κάσει. Το μηνιγγίωμα βρισκόταν στο δεξί μέρος του προσώπου της και απλωνόταν απ' τη μύτη σε όλο το μάγουλο, σχηματίζοντας ένα μελανό υπερτροφικό όγκο, με ουλές στα σημεία που είχαν δημιουργηθεί έλκη με την πάροδο του χρόνου. Ο Πολ είχε χειρουρ­ γήσει δεκάδες ασθενείς με μηνιγγιώματα και είχε λάβει άπειρα γράμματα στα οποία του εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους για το καλό που τους είχε κάνει. Είχε κάνει χιλιάδες τέτοιες εγχειρήσεις, γι' αυτό και αδυνατούσε να καταλάβει για­ τί αυτή η γυναίκα πέθανε. Ούτε όμως άλλοι γιατροί κατάφεραν να δώσουν εξήγηση. Η νεκροψία δεν κατέληξε σε κανένα συμπέρασμα και η αιτία του θανάτου της έμεινε αδι­ ευκρίνιστη. Αρχικά υπέθεσαν ότι έπαθε κάτι σαν εμβολή, όμως δεν υπήρχε καμιά από­ δειξη. Στη συνέχεια επικεντρώθηκαν στην ιδέα ότι είχε υποστεί αλλεργικό σοκ από την αναισθησία ή τη φαρμακευτική αγωγή που είχε ακολουθήσει πριν από το χειρουργείο, όμως ούτε αυτό αποδείχτηκε. Τυχόν αμέλεια εκ μέρους του Πολ είχε επίσης απορριφθεί. Η εγχείρηση είχε γίνει κανονικά, χωρίς προβλήματα, και η σχολαστική έρευνα του ια­ τροδικαστή δεν έφερε στο φως τίποτα αντικανονικό στη διαδικασία της εγχείρησης που θα μπορούσε να είχε προκαλέσει το θάνατο. Η βιντεοκασέτα το είχε επιβεβαιώσει. Επειδή το μηνιγγίωμα ήταν συνηθισμένη πε­ ρίπτωση, η εγχείρηση είχε βιντεοσκοπηθεί από το νοσοκομείο για να χρησιμοποιηθεί σαν μάθημα για το προσωπικό. Την κασέτα αυτή την ξαναείδαν οι χειρουργοί του νοσοκο­ μείου, όπως επίσης και άλλοι τρεις από άλλη πολιτεία. Δεν παρατηρήθηκε καμιά παρά­ λειψη. Αναφέρθηκαν μερικά στοιχεία στην αναφορά. Η Τζιλ Τόρελσον ήταν υπέρβαρη και οι αρτηρίες της ήταν σχεδόν βουλωμένες. Κάποια στιγμή στο μέλλον θα χρειαζόταν στε­ φανιαίο μπάι-πας. Επίσης ήταν διαβητική και ως χρόνια καπνίστρια παρουσίαζε αρχές εμφυσήματος. Όμως ούτε αυτές οι ενδείξεις ήταν απειλητικές για την υγεία της προς το παρόν, και δεν έδιναν καμιά εξήγηση για ό,τι είχε συμβεί. Η Τζιλ Τόρελσον μάλλον είχε πεθάνει χωρίς αιτία, λες και ο Θεός την είχε καλέσει κοντά του. Όπως και πολλοί άλλοι στη θέση του, ο Ρόμπερτ είχε κάνει μήνυση. Η υπεράσπιση κα­ λούσε ως μάρτυρες τον Πολ, τους υπεύθυνους του νοσοκομείου και τον αναισθησιολόγο.

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

37

Ο Πολ, όπως και οι περισσότεροι χειρουργοί, είχε ασφαλιστική κάλυψη για ιατρική αμέ­ λεια. Όπως συνηθιζόταν, έλαβε οδηγίες να μη μιλήσει με τον Ρόμπερτ Τόρελσον χωρίς την παρουσία δικηγόρου και τότε μόνο με την προϋπόθεση ότι θα κατέθετε ενόρκως και ότι ο Ρόμπερτ θα ήταν παρών. " Για ένα χρόνο η υπόθεση έμενε στάσιμη. Όταν ο δικηγόρος του Ρόμπερτ Τόρελσον πήρε την έκθεση του ιατροδικαστή, ζήτησε να δει την κασέτα κι άλλος χειρουργός, ενώ οι δικηγόροι της ασφαλιστικής εταιρείας και του νοσοκομείου έκαναν προσπάθειες να συντομεύσουν τις διαδικασίες για να γλιτώσουν τα έξοδα, μια και η υπόθεση ήταν ακα­ θόριστη. Αν και δεν το ομολογούσαν ευθέως, περίμεναν ότι ο Ρόμπερτ Τόρελσον θα απέ­ συρε τη μήνυση. Η υπόθεση αυτή έμοιαζε με τις λιγοστές άλλες που ο Πολ είχε αντιμετωπίσει στο πα­ ρελθόν. Η διαφορά ήταν ότι πριν από δύο μήνες είχε λάβει ένα προσωπικό σημείωμα από τον Ρόμπερτ Τόρελσον. Δε χρειαζόταν να το πάρει μαζί του. Θυμόταν τι έγραφε. Αγαπητέ δόκτωρ Φλάνερ, Θα ήθελα να σας μιλήσω αυτοπροσώπως. Έχει μεγάλη σημασία για μένα. Σας παρακαλώ, Ρόμπερτ Τόρελσον Στο κάτω μέρος του γράμματος είχε γράψει τη διεύθυνση του. Αφού το διάβασε, ο Πολ το έδειξε στους δικηγόρους και εκείνοι του συνέστησαν να το αγνοήσει. Την ίδια συμβουλή τού είχαν δώσει και οι συνάδελφοι του στο νοσοκο­ μείο. Ξέχασε το, του είπαν. Μπορούμε να τον συναντήσουμε όταν τελειώσουν όλα, αν θέ­ λει ακόμα να μας μιλήσει. Υπήρχε όμως κάτι στην απλοϊκή έκκληση πάνω απ' τη στρωτή υπογραφή του Ρόμπερτ Τόρελσον που συγκίνησε τον Πολ και τον έκανε να πάρει την απόφαση να μην ακούσει κανένα. Πίστευε ότι ήδη είχε αγνοήσει πάρα πολλά πράγματα στη ζωή του. Ο Πολ φόρεσε το σακάκι του, κατέβηκε τα σκαλιά και βγήκε απ' την κεντρική είσοδο. Κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο του. Πήρε απ' το μπροστινό κάθισμα τη δερμάτινη θή­ κη, που περιείχε το διαβατήριο του και τα εισιτήρια και, αντί να επιστρέψει, έκανε το γύ­ ρο του κτιρίου. Από την πλευρά της παραλίας ο αέρας ήταν πιο ψυχρός. Ο Πολ ανέβασε το φερ­ μουάρ του σακακιού του. Έβαλε τη δερμάτινη θήκη κάτω απ' τη μασχάλη του, έχωσε τα χέρια του μέσα στο σακάκι και έσκυψε το κεφάλι για να μη νιώθει την παγωνιά στα μάγουλα του.

38

Nicholas Sparks

Ο ουρανός του θύμιζε τον ουρανό της Βαλτιμόρης πριν από τη χιονοθύελλα, έτσι όπως ήταν γεμάτος από γκρίζες σκιές. Πέρα μακριά διέκρινε έναν πελεκάνο που γλι­ στρούσε στο νερό με τα φτερά του ακινητοποιημένα και επέπλεε με τον άνεμο. Αναρω­ τήθηκε πού θα βρισκόταν άραγε όταν θα χτυπούσε η καταιγίδα. Ο Πολ σταμάτησε κοντά στο νερό. Τα κύματα έρχονταν από δύο διαφορετικές κα­ τευθύνσεις τινάζοντας τα νερά ψηλά, έτσι όπως έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο. Ο αέ­ ρας ήταν υγρός και παγερός. Κοίταξε προς τα πίσω και είδε ότι το κίτρινο φως της κου­ ζίνας ήταν αναμμένο. Η σιλουέτα της Αντριάννας πέρασε σαν σκιά απ' το παράθυρο και έπειτα χάθηκε. Θα επιχειρούσε να μιλήσει με τον Ρόμπερτ Τόρελσον την επομένη. Η καταιγίδα θα ξεσπούσε το απόγευμα και μάλλον θα κρατούσε σχεδόν όλο το Σαββατοκύριακο, οπό­ τε δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα εκείνες τις μέρες. Δεν ήθελε όμως και να το αφήσει για τη Δευτέρα. Η πτήση του αναχωρούσε την Τρίτη το απόγευμα από το Νταλς, οπότε θα έπρεπε να φύγει απ' τη Ροδάνθη πριν από τις εννέα το πρωί. Ήθελε να του μιλήσει πάση θυσία και, λόγω της καταιγίδας, ο χρόνος του ήταν περιορισμένος. Μέχρι τη Δευ­ τέρα μπορεί να μη λειτουργούσαν τα τηλέφωνα και αν έρχονταν και πλημμύρες ποιος ξέ­ ρει τι δουλειές θα προέκυπταν στον Ρόμπερτ Τόρελσον. Ο Πολ δεν είχε ξαναβρεθεί στη Ροδάνθη, αλλά ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα έβρισκε εύκολα το σπίτι. Υπολόγιζε πως η κωμόπολη δεν πρέπει να είχε πάνω από καμιά ντου­ ζίνα δρόμους, επομένως θα μπορούσε άνετα να τη διασχίσει σε λιγότερο από μισή ώρα. Αφού στάθηκε μερικά λεπτά στην άμμο, ο Πολ έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε ξανά προς το Πανδοχείο. Εκείνη τη στιγμή ξαναείδε την Αντριάννα στο παράθυρο. Το χαμόγελο της, σκέφτηκε. Πόσο του άρεσε το χαμόγελο της! Από το παράθυρο η Αντριάννα κοιτούσε τον Πολ Φλάνερ καθώς επέστρεφε από την παραλία. Έβγαζε τα τρόφιμα απ' τις σακούλες προσπαθώντας να τα τοποθετήσει στα σωστά ντουλάπια. Λίγες ώρες νωρίτερα είχε αγοράσει ό,τι της είχε προτείνει η Τζιν, όμως τώρα αναρωτιόταν μήπως θα έπρεπε να περιμένει πρώτα να φτάσει ο Πολ, για να τον ρωτή­ σει τι θα ήθελε για φαγητό. Η επίσκεψη του της είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον. Η Τζιν της είχε πει πως όταν εί­ χε τηλεφωνήσει, πριν από έξι βδομάδες, τον είχε πληροφορήσει ότι θα έκλεινε μετά την Πρωτοχρονιά και θα ξανάνοιγε τον Απρίλιο. Εκείνος είχε προσφερθεί να πληρώσει τα διπλά, προκειμένου να παραμείνει το Πανδοχείο ανοιχτό για άλλη μια βδομάδα. Δεν ερχόταν για διακοπές, αυτό ήταν σίγουρο. Ό χ ι μόνο γιατί η Ροδάνθη δεν ήταν δημοφιλής προορισμός το χειμώνα, αλλά και γιατί δεν έδειχνε τύπος που του άρεσαν οι διακοπές. Επιπλέον, από τη συμπεριφορά του δεν έδινε την εντύπωση ότι είχε έρθει για ξεκούραση.

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

39

Δεν είχε πει ότι ερχόταν να επισκεφτεί την οικογένεια του, άρα μάλλον ήταν εδώ για δουλειές. Ούτε κι αυτό όμως ήταν λογικό. Εκτός από τις σχετικές με ψαράδες και του­ ρίστες, δεν υπήρχαν πολλές επιχειρήσεις στη Ροδάνθη και, εκτός από τα καταστήματα που προμήθευαν τα απαραίτητα στους ντόπιους, οι υπόλοιπες επιχειρήσεις έκλειναν το χειμώνα. Προσπαθούσε ακόμα να βγάλει άκρη, όταν άκουσε τα βήματα του στην πίσω σκάλα. Τον άκουσε να τινάζει την άμμο απ' τα πόδια του έξω από την πόρτα. Έπειτα από λίγο η πίσω πόρτα άνοιξε με ένα τρίξιμο και ο Πολ μπήκε στην κουζίνα. Έβγαλε το σακάκι του. Η Αντριάννα πρόσεξε ότι η μύτη του είχε κοκκινίσει. «Μου φαίνεται ότι η καταιγίδα πλησιάζει», της είπε. «Η θερμοκρασία έχει πέσει του­ λάχιστον δέκα βαθμούς απ' το πρωί». Η Αντριάννα έβαλε στο ντουλάπι ένα πακέτο κρουτόν και του είπε: «Το ξέρω. Ανέβασα ήδη το θερμοστάτη. Αυτό το σπίτι δε διαθέτει πολλές ανέσεις. Σχεδόν ένιωθα τον αέρα να μπαίνει μέσα από τα παράθυρα. Λυπάμαι που δε σας κά­ νει καλό καιρό». Ο Πολ έτριψε τα μπράτσα του. «Έτσι έχουν τα πράγματα. Υπάρχει καφές; Θα ήθε­ λα ένα φλιτζάνι για να ζεσταθώ». «Μάλλον έχει ξεθυμάνει πια. Θα σας φτιάξω φρέσκο. Θα είναι έτοιμος σε λίγα λε­ πτά». «Να μη σας βάζω σε κόπο». «Κανένας κόπος. Θα πιω και εγώ έναν». «Σας ευχαριστώ. Πάω ν' αφήσω το σακάκι στο δωμάτιο μου και να φρεσκαριστώ και επιστρέφω αμέσως». Της χαμογέλασε και βγήκε απ' την κουζίνα. Η Αντριάννα ξεφύσησε, γιατί τόση ώρα, χωρίς να το έχει καταλάβει, κρατούσε την αναπνοή της. Άλεσε μια χούφτα φρέσκους κόκ­ κους καφέ, άλλαξε το φίλτρο και τον έβαλε να βράσει. Καθάρισε την ασημένια καφε­ τιέρα, έχυσε το περιεχόμενο στο νεροχύτη, την ξέπλυνε και τη σκούπισε. Συγχρόνως αφουγκραζόταν τις κινήσεις του στο δωμάτιο από πάνω. Αν και ήξερε από πριν ότι αυτός θα ήταν ο μοναδικός πελάτης του Σαββατοκύρια­ κου, μόλις τώρα συνειδητοποιούσε πόσο παράξενο ήταν να βρίσκεται στο σπίτι μόνη μαζί του. Ή απλώς μόνη, τελεία και παύλα. Βέβαια, τα παιδιά είχαν τις δουλειές τους και, πού και πού, έβρισκε λίγο χρόνο για τον εαυτό της, αλλά για λίγο μόνο. Μπορούσαν να επιστρέψουν ανά πάσα στιγμή. Τα παιδιά όμως ήταν η οικογένεια της. Η σημερινή κα­ τάσταση ήταν τελείως διαφορετική και της δημιουργούσε την αίσθηση ότι ζούσε τη ζωή κάποιας άλλης, με κανόνες σχεδόν άγνωστους σ' αυτή. Έβαλε καφέ στο φλιτζάνι της και έχυσε τον υπόλοιπο στην ασημένια καφετιέρα. Την ώρα που την ακουμπούσε στο δίσκο του σαλονιού τον άκουσε να κατεβαίνει τα σκαλιά. «Πάνω στην ώρα», είπε. «Ο καφές είναι έτοιμος. Θέλετε να ανάψω το τζάκι;»

40

Nicholas Sparks

Μύρισε η κολόνια του. Έσκυψε πίσω της και πήρε ένα φλιτζάνι. «Όχι, είμαι καλά. Πολύ άνετα. Ίσως αργότερα». Έγνεψε καταφατικά και έκανε ένα βήμα πίσω. «Πολύ καλά. Αν χρειαστείτε οτιδή­ ποτε, θα είμαι στην κουζίνα». «Μου φάνηκε πως είπατε ότι θα πιείτε κι εσείς καφέ». «Τον έχω σερβίρει κιόλας. Τον άφησα στον πάγκο της κουζίνας». Την κοίταξε. «Δε θα μου κάνετε συντροφιά;» Κάτι στον τρόπο του φανέρωνε προσμονή, σαν να ήθελε πραγματικά να μείνει μαζί του. Δίστασε. Η Τζιν συνήθιζε να πιάνει κουβέντα με ξένους, εκείνη όμως δεν ήταν τέ­ τοιος τύπος. Ταυτόχρονα βέβαια κολακεύτηκε από την πρόταση του, αν και δεν ήταν σί­ γουρη για ποιο λόγο. «Γιατί όχι;» είπε τελικά. «Μια στιγμή να φέρω το φλιτζάνι μου». Όταν γύρισε, τον βρήκε να κάθεται στη μια απ' τις δυο κουνιστές πολυθρόνες κο­ ντά στο τζάκι. Με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες στον τοίχο, που απεικόνιζαν τη ζωή στο Άουτερ Μπανκς τη δεκαετία του 1920, και το μακρύ ράφι με τα πολυδιαβασμένα βιβλία, ήταν το αγαπημένο της δωμάτιο σ' όλο το Πανδοχείο. Στον απέναντι τοίχο υπήρχαν δυο παράθυρα που έβλεπαν στον ωκεανό. Μια στοίβα καυσόξυλα που ήταν τοποθετημένα δί­ πλα στο τζάκι μαζί με ένα κουτί με προσάναμμα υπόσχονταν μια ζεστή οικογενειακή βρα­ διά. Ο Πολ κρατούσε το φλιτζάνι με τον καφέ στα γόνατα του και κουνιόταν μπρος πί­ σω απολαμβάνοντας τη θέα. Ο αέρας σήκωνε την άμμο και η ομίχλη πλησίαζε, σκοτει­ νιάζοντας την ατμόσφαιρα, σαν να 'ταν σούρουπο. Η Αντριάννα κάθισε απέναντι του στην άλλη καρέκλα και τον παρακολουθούσε σιωπηλά προσπαθώντας να κρύψει τη νευ­ ρικότητα της. Ο Πολ γύρισε και την κοίταξε. «Λες να μας πάρει κι εμάς η αυριανή θύελλα;» ρώ­ τησε. Η Αντριάννα χάιδεψε με το χέρι της την καρέκλα. «Αμφιβάλλω. Αυτό το κτίριο βρί­ σκεται εδώ εξήντα ολόκληρα χρόνια και ακόμα δεν έχει παρασυρθεί». «Ήσουν ποτέ εδώ στη διάρκεια κάποιας θύελλας; Κάποιας δυνατής εννοώ, σαν αυτή που αναμένεται». «Όχι. Αλλά ήταν η Τζιν, οπότε δεν μπορεί να είναι επικίνδυνο. Ίσως πάλι επειδή ζει εδώ να το έχει ξεπεράσει». Ενώ του μιλούσε, ο Πολ την παρατηρούσε. Πρέπει να ήταν λίγα χρόνια μικρότερη του, τα μαλλιά της ήταν καστανόξανθα, κομμένα ακριβώς στο ύψος των ώμων και ελα­ φρώς σπαστά. Δεν ήταν λεπτή, ούτε και παχιά όμως. Έβρισκε τη σιλουέτα της ελκυ­ στική, γιατί διέφερε από τα καθιερωμένα ιδανικά μοντέλα της τηλεόρασης και των πε­ ριοδικών. Η μύτη της ήταν λίγο γαμψή, είχε μερικές ρυτίδες γύρω από τα μάτια και το

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

41

δέρμα της ήταν κάτι ανάμεσα σε νεανικό και γερασμένο, δεν είχε πάρει ακόμα την κά­ τω βόλτα. «Είπατε πως είναι φίλη σας;» «Γνωριστήκαμε πριν από χρόνια στο κολέγιο. Μοιραζόμασταν το ίδιο δωμάτιο και έκτοτε έχουμε διατηρήσει επαφή. Αυτό εδώ ήταν το σπίτι των παππούδων της, που οι γονείς της το μετέτρεψαν σε πανδοχείο. Αφού κλείσατε το δωμάτιο, μου τηλεφώνησε να έρθω, γιατί εκείνη έπρεπε να πάει σ' ένα γάμο έξω από την πόλη». «Οπότε, εσείς δε ζείτε εδώ». «Όχι. Μένω στο Ρόκι Μάουντ. Έχετε πάει ποτέ;» «Πολλές φορές. Περνούσα όποτε πήγαινα στο Γκρίνβιλ». Όταν της το είπε αυτό, η Αντριάννα προβληματίστηκε σχετικά με τη διεύθυνση που είχε γράψει στο έντυπο του ξενοδοχείου. Ή π ι ε μια γουλιά καφέ και έβαλε το φλιτζάνι στα γόνατα της. «Ξέρω ότι δε με αφορά», είπε, «αλλά μήπως μπορείτε να μου πείτε γιατί ήρθατε εδώ; Αν θέλετε μου απαντάτε· ρωτώ από απλή περιέργεια». Ο Πολ ανακάθισε. «Ήρθα να μιλήσω σε κάποιον». «Κάνατε μεγάλο ταξίδι για μια συζήτηση». «Δεν είχα περιθώρια επιλογής. Ήθελε να τα πούμε από κοντά». Η φωνή του είχε γίνει σκληρή και απόμακρη και για λίγο χάθηκε στις σκέψεις του. Μέσα στη σιωπή η Αντριάννα ξεχώριζε το θόρυβο που έκανε η σημαία καθώς τη χτυ­ πούσε ο άνεμος. Ο Πολ ακούμπησε τον καφέ στο τραπεζάκι ανάμεσα τους. «Εσείς με τι ασχολείστε;» τη ρώτησε εντέλει, ενώ ο τόνος της φωνής του έγινε φιλι­ κός ξανά. «Όταν δε διευθύνετε πανδοχεία για να εξυπηρετήσετε τους φίλους σας;» «Δουλεύω στη δημόσια βιβλιοθήκη». «Αλήθεια;» «Γιατί σας φαίνεται περίεργο;» «Περίμενα να ακούσω κάτι διαφορετικό». «Σαν τι;» «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω. Κάτι άλλο. Δεν είστε αρκετά ηλικιωμένη για βι­ βλιοθηκάριος. Εκεί που ζω όλες τους είναι γύρω στα εξήντα». Η Αντριάννα χαμογέλασε. «Δουλεύω λίγες ώρες. Έ χ ω τρία παιδιά, οπότε εργάζο­ μαι και ως μαμά». «Πόσων χρονών είναι;» «Δεκαοχτώ, δεκαεφτά και δεκαπέντε». «Σας τρώνε πολύ χρόνο;» «Δε θα το έλεγα. Από τη στιγμή που δεν ξυπνάω στις πέντε το πρωί και δεν είμαι ανα­ γκασμένη να κοιμάμαι μετά τις δώδεκα το βράδυ, τα πράγματα είναι μια χαρά».

42

Nicholas Sparks

Ο Πολ χαμογέλασε και η Αντριάννα άρχισε να αισθάνεται πιο άνετα. «Εσείς; Έχετε παιδιά;» «Μόνο ένα. Έ ν α γιο». Για μια στιγμή κατέβασε το βλέμμα, αλλά αμέσως στράφηκε ξανά σε κείνη. «Είναι γιατρός στο Εκουαδόρ». «Εκεί ζει;» «Προς το παρόν, ναι. Εργάζεται εθελοντικά σε μια κλινική κοντά στην Εσμεράλδα». «Πρέπει να είστε περήφανος γι' αυτόν». «Είμαι». Σώπασε. «Αλλά για να είμαι ειλικρινής, μάλλον το οφείλει στη μητέρα του. Για την ακρίβεια, στην πρώην γυναίκα μου. Εκείνη τον επηρέασε, όχι εγώ». Η Αντριάννα χαμογέλασε. «Πολύ χαίρομαι γι' αυτό που ακούω». «Ποιο;» «Για το ότι εκτιμάτε ακόμα τις αρετές της γυναίκας σας. Ακόμα και μετά το διαζύ­ γιο δηλαδή. Λίγοι άνθρωποι μιλούν έτσι αφότου χωρίσουν. Συνήθως, όταν αναφέρουν τις πρώην, τονίζουν τα ελαττώματα και τα λάθη που έκαναν». Ο Πολ αναρωτήθηκε αν μιλούσε από προσωπική εμπειρία και κατέληξε πως μάλλον έτσι ήταν. «Μίλησε μου για τα παιδιά σου, Αντριάννα. Με τι ασχολούνται;» Η Αντριάννα ήπιε λίγο καφέ ακόμα, αναλογιζόμενη πόσο παράξενο της φαινόταν να τον ακούει να λέει το όνομα της. «Τα παιδιά μου. Για να δούμε... Ο Ματ έπαιζε βασικός κουόρτερμπακ στην ποδο­ σφαιρική ομάδα και τώρα παίζει μπάσκετ σε θέση γκαρντ. Η Αμάντα λατρεύει το θέα­ τρο και μόλις πήρε το ρόλο της Μαρίας στο Γουέστ Σάιντ Στόρι. Ό σ ο για τον Νταν... και αυτός παίζει μπάσκετ, αλλά σκέφτεται να αρχίσει την πάλη του χρόνου. Ο προπονητής τον είδε να παλεύει πέρυσι το καλοκαίρι στην κατασκήνωση και από τότε τον παρακα­ λάει να δοκιμάσει». Ο Πολ σήκωσε τα φρύδια του. «Εντυπωσιακό». «Τι να πω! Ό λ α τα οφείλουν στη μητέρα τους», είπε αστειευόμενη. «Γιατί άραγε δε με εκπλήσσει αυτό;» Του χαμογέλασε. «Βέβαια, αυτά είναι τα προτερήματα τους. Καλύτερα να μη μιλή­ σω για τις ιδιοτροπίες τους ή τις παραξενιές τους ή για τα ακατάστατα δωμάτια τους. Αν σου πω γι' αυτά, θα σκεφτείς ότι δεν τους έχω δώσει καλή ανατροφή». Ο Πολ χαμογέλασε. «Αμφιβάλλω. Το μόνο που θα σκεφτόμουν είναι ότι μεγαλώ­ νεις έφηβους». «Με άλλα λόγια, μου λες ότι και ο γιος σου, ο ευσυνείδητος γιατρός, τα πέρασε αυτά, οπότε ας μην απογοητεύομαι». «Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι έτσι έγινε». «Δεν το λες με βεβαιότητα όμως, έτσι δεν είναι;» «Όχι, δεν το ξέρω». Σώπασε για λίγο. «Δεν ήμουν κοντά του όσο θα έπρεπε.

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

43

Υπήρξε μια περίοδος στη ζωή μου που δούλευα πάρα πολύ». Η Αντριάννα καταλάβαινε ότι του ήταν πολύ δύσκολο να παραδεχτεί κάτι τέτοιο, γι' αυτό και της φάνηκε περίεργο που το ανέφερε. Πριν το καλοσκεφτεί, χτύπησε το τη­ λέφωνο. Στο άκουσμα του γύρισαν και οι δυο και τον κοίταξαν. «Με συγχωρείς», του είπε, ενώ σηκωνόταν. «Πρέπει να απαντήσω». Ο Πολ την παρατηρούσε καθώς περιφερόταν στο χώρο, προσέχοντας ξανά πόσο γοη­ τευτική ήταν. Παρά την ειδικότητα του στην ιατρική, ενδιαφερόταν λιγότερο για την εξω­ τερική εμφάνιση και περισσότερο για τα προσόντα που δεν ήταν εμφανή: την καλοσύ­ νη, την εντιμότητα, το χιούμορ και την ευαισθησία. Ή τ α ν βέβαιος πως η Αντριάννα διέ­ θετε αυτές τις αρετές, αν και κάτι του έλεγε ότι κανείς δεν τις είχε εκτιμήσει για καιρό, ούτε καν η ίδια. Διέκρινε μια νευρικότητα πάνω της όταν κάθισε μαζί του, πράγμα που του φάνηκε πολύ ελκυστικό. Πολύ συχνά, ιδιαίτερα στο χώρο της εργασίας του, οι άνθρωποι είχαν την τάση να προσπαθούν να εντυπωσιάσουν, λέγοντας τα σωστά πράγματα και προβάλ­ λοντας τις αρετές τους. Άλλοι πάλι φλυαρούσαν ακατάσχετα, λες και ο διάλογος ήταν μο­ νόδρομος, και τίποτα δεν ήταν πιο βαρετό από τα άτομα που περιαυτολογούσαν. Η Αντριάννα δεν είχε κανένα απ' αυτά τα ελαττώματα. Επίσης έπρεπε να παραδεχτεί ότι του ήταν ευχάριστο να μιλάει με κάποιον που δεν τον γνώριζε. Τους τελευταίους μήνες, είτε βρισκόταν ολομόναχος είτε προσπαθούσε να αποφύγει ερωτήσεις για το πώς ένιωθε. Πολλοί συνάδελφοι του πρότειναν να δει κάποιο θεραπευτή που είχε βοηθήσει πολλούς ανθρώπους. Ο Πολ ήξερε πολύ καλά τι έκανε και ήταν σίγουρος για τις αποφάσεις του. Και πολύ περισσότερο είχε σιχαθεί να βλέπει το δήθεν ενδιαφέρον τους. Η Αντριάννα όμως είχε κάτι που τον έκανε να νιώθει πως θα ήταν σε θέση να κα­ ταλάβει τι περνούσε. Δεν ήξερε γιατί έφτασε σ' αυτό το συμπέρασμα και δεν είχε και κα­ μιά σημασία. Ή τ α ν όμως σίγουρος γι' αυτό.

7

Λίγα λεπτά αργότερα ο Πολ ακούμπησε το άδειο φλιτζάνι στο δίσκο και τον πήγε στην κουζίνα. Όταν μπήκε μέσα, η Αντριάννα μιλούσε ακόμα στο τηλέφωνο, με την πλάτη γυρι­ σμένη σ' αυτόν. Ακουμπούσε στον πάγκο, με το ένα πόδι σταυρωμένο πάνω απ' το άλ­ λο, στρίβοντας μια τούφα απ' τα μαλλιά της ανάμεσα στα δάχτυλα της. Από τον τόνο της φωνής της κατάλαβε ότι η συνομιλία τελείωνε. Άφησε το δίσκο στον πάγκο. «Ναι,^ίδατο σημείωμα σου... αχά... ναι, έφτασε...» Ακολούθησε μια μακριά σιωπή και, όταν ξανάρχισε να μιλάει, ο Πολ πρόσεξε ότι εί­ χε χαμηλώσει τον τόνο της φωνής της. «Όλη μέρα αυτό λένε στις ειδήσεις... Απ' ό,τι ακούω θα είναι δυνατή... Α, εντάξει... κάτω απ' το σπίτι;... Ναι, υποθέτω ότι μπορώ να το κάνω... δε θα είναι πόσο δύσκολο... Ευχαριστώ... Καλά να περάσεις στο γάμο... Γεια». Όταν γύρισε προς το μέρος του, είδε ότι ο Πολ έβαζε το φλιτζάνι στο νεροχύτη. «Δε χρειαζόταν να το φέρεις εσύ», του είπε. «Το ξέρω, μα μια και ερχόμουν το έφερα. Ή θ ε λ α να μάθω τι θα φάμε για βράδυ». «Πείνασες;» Ο Πολ άνοιξε τη βρύση. «Λιγάκι. Μπορώ να περιμένω όμως». «Όχι, κι εγώ έχω αρχίσει να πεινάω». Έπειτα, βλέποντας τι ετοιμαζόταν να κάνει, συνέχισε: «Σε παρακαλώ, άφησε το σε μένα. Εσύ είσαι ο επισκέπτης». Ο Πολ έκανε στην άκρη για να της αφήσει χώρο να περάσει και η Αντριάννα στά­ θηκε δίπλα του στο νεροχύτη. Ενώ ξέπλενε τα φλιτζάνια και την καφετιέρα, του είπε: «Οι επιλογές σου για απόψε είναι κοτόπουλο, μπριζόλα ή μακαρονάδα με μπεσαμέλ. Μπορώ να μαγειρέψω ό,τι απ' τα τρία θέλεις, αλλά πρέπει να σου πω ότι αύριο θα φας ό,τι δε διαλέξεις σήμερα. Βλέπεις, δεν μπορώ να εγγυηθώ ότι θα βρω ανοιχτό μαγαζί αυ­ τό το Σαββατοκύριακο». «Όλα μου αρέσουν. Διάλεξε εσύ». «Τι λες για κοτόπουλο; Το έχω ήδη ξεπαγώσει». «Εντάξει». «Και για γαρνιτούρα σκεφτόμουν πατάτες και φασολάκια». «Θαυμάσια ιδέα». Σκούπισε τα χέρια της με μια χαρτοπετσέτα και πήρε την ποδιά που κρεμόταν στη λα­ βή του φούρνου. Τη φόρεσε πάνω απ' τη ζακέτα της και συνέχισε να μιλάει. «Θέλεις και σαλάτα;» «Αν έχεις, αλλά αν δεν υπάρχει δεν πειράζει». Του χαμογέλασε. «Μα το Θεό, σοβαρολογούσες όταν έλεγες ότι δεν είσαι επιλε­ κτικός».

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

45

«Έχω την άποψη πως εφόσον δεν είμαι αναγκασμένος να μαγειρέψω εγώ, θα φάω οτιδήποτε». «Δε σου αρέσει να μαγειρεύεις;» «Για να πω την αλήθεια, ποτέ δε χρειάστηκε. Η Μάρθα —η πρώην γυναίκα μου — πάντα δοκίμαζε καινούριες συνταγές. Από τότε που με άφησε, σχεδόν κάθε βράδυ τρώω έξω». «Θα πρέπει να είσαι επιεικής μαζί μου. Μαγειρεύω βέβαια, αλλά δεν είμαι και με­ γάλη σεφ. Οι γιοι μου, βλέπεις, ενδιαφέρονται περισσότερο για την ποσότητα παρά για την πρωτοτυπία». «Είμαι σίγουρος ότι μαγειρεύεις περίφημα. Και θα ήθελα να σε βοηθήσω». Τον κοίταξε έκπληκτη. «Μόνο αν το θέλεις πραγματικά. Αν προτιμάς να ξεκουρα­ στείς ή να διαβάσεις, θα σε φωνάξω όταν θα είναι έτοιμο το φαγητό». Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν έχω φέρει τίποτα για να διαβάσω και, αν ξαπλώσω τώ­ ρα, δε θα κλείσω μάτι όλη νύχτα». Δίστασε λίγο σκεπτόμενη την προσφορά του, τελικά όμως πήγε προς την πόρτα στην άλλη άκρη της κουζίνας. «Εντάξει, λοιπόν. Μπορείς να καθαρίσεις τις πατάτες. Είναι στο ντουλάπι εκεί πάνω, στο δεύτερο ράφι, δίπλα στο ρύζι». Ο Πολ κατευθύνθηκε προς το ντουλάπι. Καθώς άνοιγε το ψυγείο για να βγάλει το κο­ τόπουλο, τον παρατηρούσε με την άκρη του ματιού της. Σκεφτόταν ότι ήταν όμορφο πράγ­ μα —και λίγο συναρπαστικό— το να ξέρεις ότι κάποιος θα σε βοηθήσει στην κουζίνα. Δημιουργούσε μια οικειότητα που, ωστόσο, της έφερνε αμηχανία. «Υπάρχει τίποτα για να πιούμε;» τη ρώτησε ο Πολ. «Στο ψυγείο, εννοώ». Η Αντριάννα έκανε στην άκρη μερικά πράγματα για να κοιτάξει στο τελευταίο ρά­ φι του ψυγείου. Βρήκε τρία μπουκάλια τοποθετημένα ξαπλωτά δίπλα σε ένα βαζάκι με τουρσί. «Πίνεις κρασί;» «Τι είδους κρασί είναι;» «Είναι ένα γαλλικό. Σ' αρέσει;» «Δεν το ξέρω. Συνήθως πίνω σαρντονέ. Έχεις;» «Όχι». Διέσχισε την κουζίνα, κουβαλώντας τις πατάτες. Αφού τις ακούμπησε στον πάγκο, πήρε στα χέρια του το κρασί. Η Αντριάννα τον είδε να εξετάζει την ετικέτα πριν στραφεί ξανά σε κείνη. «Καλό φαίνεται. Λέει ότι έχει άρωμα μήλου και πορτοκαλιού, οπότε γιατί να μην είναι καλό; Πού μπορώ να βρω ανοιχτήρι;» «Σε κάποιο συρτάρι είδα ένα. Περίμενε να ψάξω». Η Αντριάννα άνοιξε το συρτάρι κάτω από τα σκεύη της κουζίνας και το διπλανό, αλλά δε βρήκε τίποτα. Ό τ α ν τελικά το ανακάλυψε, του το έδωσε, νιώθοντας τα

46

Nicholas Sparks

δάχτυλα της να αγγίζουν τα δικά του. Εκείνος το άνοιξε με γρήγορες κινήσεις. Τα πο­ τήρια ήταν κρεμασμένα κάτω απ' το ντουλάπι. Ο Πολ κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ξε­ κρέμασε ένα και στάθηκε διστακτικά. «Θα πιεις κι εσύ ένα ποτήρι;» «Ναι, γιατί όχι;» είπε εκείνη, ενώ ακόμα ένιωθε το άγγιγμα του. Ο Πολ έβαλε κρασί σε δυο ποτήρια και της πρόσφερε το ένα. Μύρισε το κρασί και ήπιε μια γουλιά, ενώ η Αντριάννα έκανε το ίδιο. Την ώρα που η γεύση του χάιδευε το λα­ ρύγγι της, προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει την κατάσταση. «Πώς σου φαίνεται;» τη ρώτησε. «Καλό είναι». «Κι εγώ έτσι νομίζω. Είναι καλύτερο απ' ό,τι μου φάνηκε στην αρχή. Θα το έχω υπό­ ψη μου». Η Αντριάννα ένιωσε την ανάγκη να οπισθοχωρήσει. Έ κ α ν ε ένα βήμα πίσω. «Ας ασχοληθώ με το κοτόπουλο τώρα». «Υποθέτω ότι αυτό είναι το σύνθημα για να στρωθώ στη δουλειά». Καθώς η Αντριάννα έβγαζε το ταψί κάτω απ' το φούρνο, ο Πολ άφησε το ποτήρι του στον πάγκο και πήγε προς το νεροχύτη. Άνοιξε τη βρύση, σαπούνισε και έτριψε γε­ ρά τα χέρια του. Τον παρακολουθούσε καθώς έπλενε και τις δυο πλευρές και μετά κά­ θε δάχτυλο χωριστά. Άναψε το φούρνο, ρύθμισε τη θερμοκρασία και άκουσε το γκάζι να παίρνει μπροστά. «Πού θα βρω μαχαίρι για τις πατάτες;» ρώτησε. «Έψαξα πριν από λίγο και δε βρήκα ειδικό μαχαίρι, οπότε θα βολευτείς με ένα κα­ νονικό. Εντάξει;» Ο Πολ γέλασε. «Νομίζω ότι θα τα βγάλω πέρα. Είμαι χειρουργός, βλέπεις», είπε. Μόλις το είπε αυτό η Αντριάννα ένιωσε ότι όλα εξηγούνταν: οι γραμμές στο πρό­ σωπο του, η ένταση της ματιάς του, ο τρόπος που έπλενε τα χέρια του. Πώς και δεν το είχε σκεφτεί πριν; Ο Πολ άλλαξε θέση πίσω της, πήρε τις πατάτες και άρχισε να τις κα­ θαρίζει. «Εργαζόσουν στο Ράλι;» τον ρώτησε. «Κάποτε. Τα παράτησα πριν από ένα μήνα». «Αποσύρθηκες;» «Κατά κάποιο τρόπο. Θα πάω να δουλέψω με το γιο μου». «Στον Ισημερινό;» «Αν με είχε ρωτήσει, θα του πρότεινα τη νότια Γαλλία, αλλά αμφιβάλλω αν θα ακο­ λουθούσε τη συμβουλή μου». Χαμογέλασε με κατανόηση. «Ακούνε ποτέ;» «Όχι. Αλλά πάλι κι εγώ δεν άκουσα τη συμβουλή του πατέρα μου. Είναι γνώρισμα της ωριμότητας υποθέτω».

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

47

Για λίγο κανείς από τους δυο δε μιλούσε. Η Αντριάννα έριξε τα μπαχαρικά στο κο­ τόπουλο. Ο Πολ άρχισε να καθαρίζει τις πατάτες. Τα χέρια του κινούνταν με καταπλη­ κτική άνεση. «Απ' ό,τι κατάλαβα, η Τζιν ανησυχεί πολύ για την καταιγίδα», είπε. Γύρισε και τον κοίταξε. «Πώς το κατάλαβες;» «Από τον τρόπο που την άκουγες την ώρα που σου μιλούσε στο τηλέφωνο. Υποθέ­ τω ότι σου έδινε οδηγίες για να προετοιμάσεις το σπίτι». «Έχεις φοβερή αντίληψη». «Άσχημα τα πράγματα; Θέλω να πω, θα χαρώ να σε βοηθήσω, αν χρειαστείς τη βοή­ θεια μου». «Πρόσεχε, γιατί μπορεί να εκμεταλλευτώ την καλοσύνη σου. Βλέπεις, σε κάτι τέτοι­ ες περιπτώσεις αναλάμβανε ο πρώην άντρας μου να τα βγάλει πέρα. Αν και, για να λέ­ με τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, δεν ήταν και τόσο ικανός». «Πάντα πίστευα ότι αυτή η ικανότητα έχει υπερτιμηθεί». Έβαλε την πρώτη πατάτα στο ξύλο κοπής και έπιασε τη δεύτερη. «Αν δεν είμαι αδιάκριτος, πόσο καιρό είσαι χω­ ρισμένη;» Δεν ήταν σίγουρη κατά πόσο ήθελε να μιλήσει γι' αυτό, έτσι με έκπληξη άκουσε τον εαυτό της να απαντάει. «Τρία χρόνια. Όμως είχε φύγει ήδη ένα χρόνο πριν από το διαζύγιο». «Τα παιδιά ζουν μαζί σου;» «Τον περισσότερο καιρό. Αυτή τη στιγμή έχουν διακοπές, οπότε είναι με τον πατέρα τους. Εσύ πόσο καιρό είσαι χωρισμένος;» «Μόλις λίγους μήνες. Τον περασμένο Οκτώβριο οριστικοποιήθηκε. Κι εκείνη όμως είχε φύγει ένα χρόνο νωρίτερα». «Εκείνη σε άφησε;» Ο Πολ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, αλλά ήταν μάλλον δικό μου το φταίξιμο, όχι δικό της. Σπάνια ήμουν στο σπίτι και αυτό την κούρασε. Στη θέση της θα είχα κάνει πιθανό­ τατα το ίδιο». Η Αντριάννα σκέφτηκε ότι ο άντρας που στεκόταν δίπλα της δεν είχε καμιά σχέση με εκείνον που περιέγραφε. «Τι είδους εγχειρήσεις έκανες;» Όταν της είπε, γύρισε και τον κοίταξε. Ο Πολ συνέχισε να μιλάει σαν να περίμενε τις επόμενες ερωτήσεις. «Διάλεξα αυτό τον τομέα γιατί ήθελα να βλέπω αμέσως τα αποτελέσματα της δου­ λειάς μου και έπαιρνα μεγάλη ικανοποίηση γνωρίζοντας ότι βοηθούσα τους ανθρώπους. Στην αρχή φρόντιζα κυρίως να αποκαθιστώ τραύματα που είχαν δημιουργηθεί από ατυ­ χήματα ή να διορθώνω ελαττώματα εκ γενετής. Τα τελευταία χρόνια όμως άλλαξα. Τώ­ ρα οι άνθρωποι ζητούν πλαστικές επεμβάσεις. Τους τελευταίους έξι μήνες έχω διορθώ­ σει περισσότερες μύτες απ' όσες θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ».

48

Nicholas Sparks

«Σ' εμένα τι θα μπορούσες να διορθώσεις;» τον ρώτησε ναζιάρικα. Κούνησε το κεφάλι του. «Τίποτα απολύτως». «Μη μου πεις!» «Μιλάω πολύ σοβαρά. Δε θα άλλαζα τίποτα πάνω σου». «Αλήθεια;» Σήκωσε τα δάχτυλα του ψηλά. «Στην προσκοπική μου τιμή». «Υπήρξες ποτέ πρόσκοπος;» «Όχι». Έβαλε τα γέλια ενώ τα μάγουλα της είχαν γίνει κατακόκκινα. «Σ' ευχαριστώ». «Παρακαλώ». Αφού ετοίμασε το κοτόπουλο, η Αντριάννα το έβαλε στο φούρνο, ρύθμισε το ρολόι και έπλυνε ξανά τα χέρια της. Ο Πολ έπλυνε τις πατάτες και τις ακούμπησε κοντά στο νε­ ροχύτη. «Τι άλλο να κάνω;» «Έχει ντομάτες και αγγούρια για τη σαλάτα στο ψυγείο». Ο Πολ πέρασε από μπροστά της, άνοιξε το ψυγείο και τα βρήκε. Η Αντριάννα μύ­ ριζε την κολόνια του. «Πώς είναι να μεγαλώνεις στο Ρόκι Μάουντ;» τη ρώτησε. Η Αντριάννα δεν ήξερε πώς ν' αρχίσει, αλλά ύστερα από λίγα λεπτά είχαν πιάσει ψι­ λή κουβέντα, νιώθοντας οικεία και άνετα. Του είπε ιστορίες για τον πατέρα και τη μητέ­ ρα της, έκανε λόγο για το άλογο που της είχε αγοράσει ο πατέρας της όταν ήταν δώδεκα χρονών και θυμήθηκε τις ώρες που είχαν μοιραστεί φροντίζοντας το μαζί και πόσα μαθή­ ματα υπευθυνότητας είχε πάρει απ' αυτό. Του μίλησε με νοσταλγία για τα χρόνια στο κο­ λέγιο και την πρώτη της συνάντηση με τον Τζακ, σε ένα πάρτι μιας αδελφότητας την τε­ λευταία χρονιά. Έβγαιναν για δυο χρόνια και, όταν αποφάσισαν να παντρευτούν, πίστευε ότι ο γάμος τους θα κρατούσε για πάντα. Αμέσως μετά άλλαξε θέμα, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι της, και άρχισε να μιλάει για τα παιδιά, ώστε να αποφύγει τη συζήτηση για το διαζύγιο. Ενώ μιλούσε, ο Πολ ανακάτεψε τη σαλάτα και έριξε από πάνω τα κρουτόν που εί­ χε αγοράσει η Αντριάννα. Πού και πού της έκανε κάποια ερώτηση, για να της δείξει ότι την παρακολουθούσε. Η έκφραση που είχε το πρόσωπο της όταν μιλούσε για τον πατέρα και τα παιδιά της τον έκανε να χαμογελάσει. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και το δωμάτιο γέμισε σκιές. Η Αντριάννα έστρωσε το τραπέζι, ενώ ο Πολ έβαζε λίγο ακόμα κρασί στα ποτήρια τους. Ό τ α ν ετοιμάστηκε το φαγητό, κάθισαν στο τραπέζι. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, μιλούσε περισσότερο ο Πολ. Της μίλησε για τα παι­ δικά του χρόνια στο κτήμα, περιέγραψε τις δυσκολίες που συνάντησε στην ιατρική σχο­ λή, τις ώρες που πέρασε τρέχοντας ανώμαλο δρόμο και τις προηγούμενες επισκέψεις του

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

49

στο Άουτερ Μπανκς. Ενώ της μιλούσε για τον πατέρα του, η Αντριάννα σκέφτηκε να του αναφέρει τα προβλήματα του δικού της, αλλά την τελευταία στιγμή κρατήθηκε. Ο Τζακ και η Μάρθα πέρασαν στα ψιλά. Το ίδιο και ο Μαρκ. Προς το παρόν η συζήτηση τους κρατήθηκε σε επιφανειακό επίπεδο, γιατί κανείς απ' τους δυο δεν ήταν έτοιμος για βαθύτερη ανάλυση των γεγονότων. Μέχρι να τελειώσουν το δείπνο, ο άνεμος είχε ησυχάσει, φυσούσε ένα απαλό αε­ ράκι και τα σύννεφα συμμετείχαν στη γαλήνη πριν από τη θύελλα. Ο Πολ μετέφερε τα πιάτα στο νεροχύτη, ενώ η Αντριάννα έβαλε ό,τι είχε περισσέψει απ' το φαγητό στο ψυ­ γείο. Η μπουκάλα με το κρασί ήταν άδεια, η παλίρροια πλησίαζε και οι πρώτες αστραπές άρχισαν να φαίνονται στο μακρινό ορίζοντα, κάνοντας τον κόσμο έξω ν' αστράφτει, σαν κάποιος να τραβούσε φωτογραφίες για να θυμάται αυτή τη νύχτα για πάντα.

8

Αφού τη βοήθησε να πλύνει τα πιάτα, ο Πολ έκανε ένα νεύμα προς την πίσω πόρτα. «Πάμε βόλτα στην παραλία;» τη ρώτησε. «Είναι ωραία βραδιά». «Δεν κάνει κρύο;» «Σίγουρα κάνει, αλλά κάτι μου λέει ότι δε θα βρούμε άλλη ευκαιρία τις επόμενες δυο μέρες». Η Αντριάννα έριξε μια ματιά έξω απ' το παράθυρο. Το σωστό θα ήταν να μείνει και να τελειώσει το καθάρισμα της κουζίνας, αυτό όμως μπορούσε να περιμένει. «Είμαι βέβαιη γι' αυτό», συμφώνησε. «Μισό λεπτό να πάρω μια ζακέτα». Το δωμάτιο της Αντριάννας βρισκόταν λίγο πιο πέρα απ' την κουζίνα, σε ένα χώρο που η Τζιν είχε προσθέσει πριν από δώδεκα χρόνια περίπου. Ή τ α ν μεγαλύτερο από τα άλλα δωμάτια του σπιτιού και διέθετε μπάνιο που είχε σχεδιαστεί γύρω από ένα μεγά­ λο τζακούζι. Η Τζιν έκανε συχνά μπάνιο εκεί και, όποτε της τηλεφωνούσε η Αντριάννα για να της πει τον πόνο της, η φίλη της της συνιστούσε να ακολουθήσει το παράδειγμα της. «Αυτό που σου χρειάζεται είναι ένα ωραίο, ζεστό μπάνιο για να ηρεμήσεις», της έλεγε, αγνοώντας το γεγονός ότι στο σπίτι της υπήρχαν τρία παιδιά που μονοπωλούσαν τα μπά­ νια και ότι η Αντριάννα δεν είχε ποτέ αρκετό χρόνο. Η Αντριάννα έβγαλε μια ζακέτα απ' το ντουλάπι και πήρε και το κασκόλ της. Το τύ­ λιξε γύρω απ' το λαιμό της κοιτάζοντας το ρολόι. Έμεινε έκπληκτη όταν διαπίστωσε ότι οι ώρες είχαν περάσει τόσο γρήγορα. Ό τ α ν επέστρεψε στην κουζίνα, ο Πολ την περί­ μενε φορώντας το σακάκι του. «Έτοιμη;» τη ρώτησε. Σήκωσε το γιακά της ζακέτας της. «Πάμε. Σε προειδοποιώ, όμως, ότι δεν είμαι λά­ τρης του κρύου. Το νότιο αίμα μου είναι λίγο ευαίσθητο». «Δε θα μείνουμε πολύ έξω. Σ' το υπόσχομαι». Βγήκε έξω χαμογελώντας, ενώ η Αντριάννα πάτησε το διακόπτη για να ανάψει το φως στις σκάλες. Περπατώντας ο ένας πλάι στον άλλο, κατευθύνθηκαν προς το χαμηλό αμμόλοφο, εκεί κοντά στην ακτή όπου η άμμος ήταν συμπαγής. Η ατμόσφαιρα ήταν σχεδόν εξωτική εκείνο το βράδυ. Ο αέρας ήταν φρέσκος και πα­ γωμένος και η γεύση της αλμύρας ήταν αισθητή στην ομίχλη. Πέρα στον ορίζοντα, οι αστραπές τρεμόσβηναν με σταθερό ρυθμό, κάνοντας τα σύννεφα να μοιάζουν με βλέφα­ ρα που ανοιγοκλείνουν. Καθώς κοίταζε προς τα πάνω, πρόσεξε ότι και ο Πολ παρατη­ ρούσε τον ουρανό. Σκέφτηκε ότι τα μάτια του έμοιαζαν να καταγράφουν τα πάντα. «Έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο; Τέτοιες αστραπές;» τη ρώτησε. «Όχι το χειμώνα. Το καλοκαίρι συμβαίνει πότε πότε». «Είναι από τα σύννεφα, που πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο. Αρχισε από την ώρα που

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

51

τρώγαμε. Νομίζω ότι η θύελλα θα είναι μεγαλύτερη απ' ό,τι προβλέπουν». «Εύχομαι να κάνεις λάθος». «Μπορεί». «Μάλλον όμως δεν το πιστεύεις». Σήκωσε τους ώμους του. «Ας πούμε ότι, αν ήξερα τι θα γινόταν, θα ερχόμουν κάποια άλλη στιγμή». «Γιατί;» «Δεν τρελαίνομαι πια για θύελλες. Θυμάσαι τον τυφώνα Χέιζελ το 1954;» «Βέβαια, αν και ήμουν μικρή τότε. Πιο πολύ ενθουσιάστηκα παρά φοβήθηκα, όταν έσβησαν τα φώτα του σπιτιού. Το Ρόκι Μάουντ δε χτυπήθηκε τόσο δυνατά, τουλάχιστον όχι η γειτονιά μας». «Ήσασταν τυχεροί. Εγώ ήμουν είκοσι ενός τότε και βρισκόμουν στο Ντιουκ. Όταν ακούσαμε ότι ερχόταν, μερικά παιδιά, συναθλητές μου στον ανώμαλο δρόμο, σκέφτηκαν ότι θα ήταν μια καλή εμπειρία που θα μας ένωνε περισσότερο να πάμε στην ακτή Ράιτσβιλ και να διασκεδάσουμε με τον τυφώνα. Προσωπικά, δεν είχα καμιά διάθεση να πάω, αλλά μια και ήμουν ο αρχηγός υποχρεώθηκα να το κάνω». «Ήταν τότε που βγήκε το κύμα στην ακτή;» «Δε βγήκε ακριβώς στην ακτή, αλλά δεν έχεις πέσει και πολύ έξω. Όταν φτάσαμε εκεί, οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει το νησί. Εμείς, όμως, ως νέοι και άμυαλοι που ήμασταν, συνεχίσαμε να προχωράμε. Στην αρχή είχε πλάκα. Αφήναμε τα κορμιά μας να λυγίζουν στο φύσημα του ανέμου, χωρίς να χάνουμε την ισορροπία μας, θε­ ωρώντας ότι κάναμε κάτι πολύ σπουδαίο και διασκεδαστικό, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιό­ μασταν γιατί όλοι οι άλλοι έκαναν τόση φασαρία. Ύστερα από μερικές ώρες όμως ο άνε­ μος δυνάμωσε πάρα πολύ για να παίζουμε μαζί του και η βροχή έπεφτε με το τουλούμι, οπότε αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω στο Ντέρχαμ. Ή τ α ν όμως φύσει αδύνατον να εγκαταλείψουμε το νησί. Οι γέφυρες είχαν κλείσει, μια και ο αέρας έφτασε τα πενήντα μί­ λια την ώρα, και εμείς είχαμε κολλήσει. Στο μεταξύ, η καταιγίδα, δυνάμωνε. Στις δύο το πρωί η περιοχή θύμιζε πεδίο μάχης. Τα δέντρα έγερναν μέχρι το χώμα, οι στέγες των σπι­ τιών έφευγαν μαζί με τον αέρα και, όπου κι αν έστρεφες τη ματιά σου, έβλεπες αντικεί­ μενα να πετούν, πολλά απ' αυτά γύρω απ' τα παράθυρα του αυτοκινήτου, απειλώντας να μας σκοτώσουν. Ο θόρυβος ήταν αφάνταστα δυνατός. Η βροχή σφυροκοπούσε το αυτο­ κίνητο και εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτύπησε η καταιγίδα. Είχαμε πλημμυρίδα και παν­ σέληνο ταυτόχρονα και τα μεγαλύτερα κύματα που είχα δει ποτέ στη ζωή μου διαδέχονταν το ένα το άλλο, ερχόμενα καταπάνω μας. Για καλή μας τύχη, βρισκόμασταν αρκετά μα­ κριά από την ακτή, εκείνο το βράδυ όμως είδαμε τέσσερα σπίτια να παρασύρονται από τα κύματα. Και ύστερα, όταν νομίζαμε ότι τα χειρότερα είχαν περάσει, άρχισαν να σπάνε τα ηλεκτρικά καλώδια. Είδαμε τους μετασχηματιστές να εκρήγνυνται ο ένας πίσω απ' τον άλλο, ενώ ένα κομμένο καλώδιο προσγειώθηκε κοντά στο αυτοκίνητο μας. Ο άνεμος

52

Nicholas Sparks

το χτυπούσε από δω κι από κει όλο το βράδυ. Ή τ α ν τόσο κοντά μας, που βλέπαμε τους σπινθήρες να απειλούν να χτυπήσουν το αυτοκίνητο. Κανείς μας δεν έβγαλε άχνα όλη τη νύχτα, παρά μόνο για να προσευχηθεί. Ή τ α ν η μεγαλύτερη βλακεία που έκανα στη ζωή μου». Όση ώρα μιλούσε, η Αντριάννα δεν είχε πάρει τα μάτια της από πάνω του. «Είσαι πολύ τυχερός που επέζησες». «Το ξέρω». Στην ακρογιαλιά τα άγρια κύματα έκαναν αφρό που θύμιζε σαπουνόφουσκες σε μπα­ νιέρα με μικρά παιδιά. «Δεν έχω ξαναπεί αυτή την ιστορία σε κανένα», είπε ο Πολ στο τέλος. «Σε κανέναν απολύτως». «Μα γιατί;» «Γιατί δεν ήμουν εγώ... κατά κάποιο τρόπο. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα κάνει κάτι τό­ σο παρακινδυνευμένο, ούτε έκανα τίποτα παρόμοιο αργότερα. Όταν το σκέφτομαι, εί­ ναι σαν να συνέβη σε κάποιον άλλο. Για να καταλάβεις τι εννοώ, πρέπει να ξέρεις τι άνθρωπος είμαι. Ήμουν ο τύπος που δεν έβγαινε έξω τις Παρασκευές για να μη μείνει πίσω στα μαθήματα». Γέλασε. «Δε σε πιστεύω». «Αλήθεια σου λέω. Δεν έβγαινα». Καθώς περπατούσαν στην παχιά άμμο, η Αντριάννα κοίταξε τα σπίτια πέρα απ' τους αμμόλοφους. Κανένα φως δεν ήταν αναμμένο και μέσα στο σκοτάδι η Ροδάνθη θύμιζε πόλη φαντασμάτων. «Θα σε πείραζε αν σου έλεγα κάτι;» τον ρώτησε. «Θέλω να πω, χωρίς παρεξήγη­ ση». «Καθόλου». Προχώρησαν λίγο ακόμα, καθώς η Αντριάννα έψαχνε τις κατάλληλες λέξεις. «Όταν μιλάς για τον εαυτό σου, είναι σαν να αναφέρεσαι σε έναν άλλο άνθρωπο. Ισχυρίζεσαι ότι δούλευες υπερβολικά, όμως αυτού του είδους οι άνθρωποι δε συνηθίζουν να τα παρατάνε όλα για να πάνε στον Ισημερινό. Λες πως οι τρέλες δεν είναι του χαρα­ κτήρα σου και την ίδια στιγμή μού εξιστορείς μια τρελή ιστορία. Προσπαθώ να σε κα­ ταλάβω». Ο Πολ δίστασε. Δεν ήταν αναγκασμένος να αναλύσει το χαρακτήρα του ούτε σε κεί­ νη ούτε σε κανέναν άλλο, όμως, καθώς περπατούσαν κάτω απ' τον ουρανό που τρεμόσβηνε, εκείνο το κρύο βράδυ του Ιανουαρίου, ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι λαχταρού­ σε να τον καταλάβει εκείνη — να τον καταλάβει πραγματικά, με όλες τις αντιθέσεις του χαρακτήρα του. «Έχεις δίκιο», άρχισε να λέει, «γιατί πραγματικά μιλάω για δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Μια φορά κι έναν καιρό, ήμουν ο Πολ Φλάνερ, ένα παιδί που μεγάλωσε

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

53

κάτω από δύσκολες συνθήκες και έγινε χειρουργός. Ο άνθρωπος που δούλευε ασταμά­ τητα. Ο Πολ Φλάνερ, ο σύζυγος και πατέρας με το μεγάλο σπίτι στο Ράλι. Σήμερα όμως δεν είμαι τίποτα απ' όλα αυτά. Αυτή τη στιγμή προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναι ο αλη­ θινός Πολ Φλάνερ και, για να είμαι ειλικρινής, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν θα βρω ποτέ την απάντηση». «Νομίζω ότι καθένας από μας έχει νιώσει κάπως έτσι κάποια στιγμή της ζωής του. Πολλοί λίγοι όμως είναι αυτοί που έχουν την έμπνευση να μετακομίσουν στον Ισημε­ ρινό». «Γι' αυτό νομίζεις πως πηγαίνω;» Προχώρησαν σιωπηλοί για λίγο. Έπειτα η Αντριάννα γύρισε και τον κοίταξε. «Όχι», του είπε, «νομίζω ότι πηγαίνεις για να έχεις την ευκαιρία να γνωριστείς με το γιο σου». Η Αντριάννα είδε την έκπληξη να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του. «Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο να το καταλάβω», του είπε. «Μόλις και μετά βίας τον ανέφερες απόψε. Αν όμως νομίζεις ότι θα βοηθήσει, τότε χαίρομαι πολύ που πηγαίνεις». Της χαμογέλασε. «Και είσαι η πρώτη. Ούτε ο ίδιος ο Μαρκ δε χάρηκε τόσο όταν το έμαθε». «Θα το ξεπεράσει». «Το πιστεύεις;» «Το ελπίζω. Έτσι λέω συνήθως και στον εαυτό μου όταν έχω προβλήματα με τα παι­ διά μου». Ο Πολ γέλασε και της έγνεψε. «Θέλεις να γυρίσουμε πίσω;» τη ρώτησε. «Έλπιζα να σε ακούσω να το λες. Τα αφτιά μου έχουν παγώσει». Έκαναν μεταβολή και ακολούθησαν τα ίχνη τους πάνω στην άμμο. Αν και το φεγ­ γάρι δε φαινόταν πουθενά, τα σύννεφα έλαμπαν σαν να 'ταν από ασήμι. Από μακριά ακούγονταν οι πρώτες βροντές. «Πως ήταν ο πρώην άντρας σου;» «Ο Τζακ;» Δίστασε για λίγο, σκεπτόμενη αν έπρεπε να αλλάξει θέμα συζήτησης, έπειτα όμως αποφάσισε να μην το κάνει. Σε ποιον θα το έλεγε ο Πολ; «Σε αντίθεση με σένα», είπε τελικά, «ο Τζακ πιστεύει ότι έχει ήδη βρει τον εαυτό του. Είχε μια παράλ­ ληλη σχέση, ενώ ήταν ακόμα παντρεμένος μαζί μου». «Λυπάμαι». «Κι εγώ το ίδιο. Ή μάλλον λυπόμουν τότε. Τώρα δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη. Απλώς προσπαθώ να μην το σκέφτομαι». Ο Πολ θυμήθηκε τα δάκρυα που είδε να κυλούν από τα μάτια της νωρίτερα. «Τα καταφέρνεις;» «Όχι πάντα, αλλά το παλεύω. Θέλω να πω, τι άλλο μπορώ να κάνω;» «Θα μπορούσες να πας κι εσύ στον Ισημερινό». Τον κοίταξε λίγο ειρωνικά. «Ναι! Ωραία θα ήταν! Θα πήγαινα στο σπίτι και θα

54

Nicholas Sparks

έλεγα κάτι του τύπου "συγγνώμη, παιδιά, αλλά στο εξής θα τα βγάζετε πέρα μόνα σας, γιατί η μαμά θα φύγει για λίγο καιρό". Κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, προς το παρόν δεν μπορώ να πάω πουθενά. Τουλάχιστον μέχρι να πάνε όλα στο κολέγιο. Αυτή τη στιγμή χρειάζονται όσο περισσότερη σταθερότητα μπορώ να τους προσφέρω». «Φαίνεται πως είσαι πολύ καλή μητέρα». «Κάνω ό,τι μπορώ. Τα παιδιά μου δεν έχουν την ίδια γνώμη πάντως». «Δες το έτσι — όταν αποκτήσουν δικά τους παιδιά, θα πάρεις την εκδίκηση σου». «Α, μάλιστα. Το έχω σκοπό. Ή δ η προπονούμαι. Θα ήθελες μερικά πατατάκια πριν από το δείπνο; Όχι, και βέβαια δε χρειάζεται να καθαρίσεις το δωμάτιο σου. Και βέβαια μπορείς να ξενυχτίσεις...» Ο Πολ χαμογέλασε ξανά, σκεπτόμενος πόσο διασκέδαζε με τη συζήτηση· πόσο απο­ λάμβανε την παρέα της. Στο ασημένιο φως της καταιγίδας που πλησίαζε ήταν πανέμορφη, και αυτό τον έκανε να αναρωτιέται πώς μπόρεσε ο άντρας της να την αφήσει. Επέστρεψαν στο σπίτι περπατώντας αργά, χαμένοι στις σκέψεις τους, απολαμβάνο­ ντας τους ήχους και τη θέα, χωρίς να νιώθουν την ανάγκη να μιλήσουν. Υπήρχε κάτι ανακουφιστικό σ' αυτή την ηρεμία. Πολλοί άνθρωποι πίστευαν ότι η σιωπή ήταν ένα κενό που έπρεπε να συμπληρωθεί, ακόμα κι αν δεν υπήρχε τίποτα ση­ μαντικό για να ειπωθεί. Είχε βιώσει αυτή την εμπειρία στα ατέλειωτα κοκτέιλ πάρτι που είχε παρευρεθεί με τον Τζακ. Οι καλύτερες στιγμές της σ' αυτές τις περιστάσεις ήταν όταν κατάφερνε να το σκάσει και να περάσει λίγη ώρα μόνη της σε κάποια βεράντα. Καμιά φορά έβρισκε και κάποιον άλλο εκεί έξω, κάποιον άγνωστο, που όταν έρχονταν πρό­ σωπο με πρόσωπο έγνεφαν ο ένας στον άλλο σαν συνένοχοι. Όχι ερωτήσεις, όχι κουβε­ ντούλα... σύμφωνοι. Εδώ στην παραλία ένιωσε ξανά αυτό το συναίσθημα. Η νύχτα την έκανε να νιώθει ανανεωμένη, καθώς το αεράκι σήκωνε ελαφρά τα μαλλιά της και μαλάκωνε το δέρμα της. Σκιές απλώνονταν μπροστά της πάνω στην άμμο, σκιές που κινούνταν και μετατοπίζο­ νταν, σχηματίζοντας γνωστές φιγούρες, και αμέσως μετά εξαφανίζονταν από τα μάτια της. Ο ωκεανός έμοιαζε σαν στρόβιλος από υγρό κάρβουνο. Απ' ό,τι καταλάβαινε, και ο Πολ ήταν απορροφημένος από όλα αυτά. Αντιλαμβανόταν κι εκείνος ότι κάθε συνο­ μιλία αυτή τη στιγμή θα κατέστρεφε τα πάντα. Συνέχισαν να προχωρούν σε μια συντροφική σιωπή, και σε κάθε της βήμα η Αντριάν­ να σιγουρευόταν ακόμα περισσότερο ότι λαχταρούσε να περάσει κι άλλη ώρα μαζί του. Αυτό όμως δεν ήταν καθόλου παράξενο. Ή τ α ν και οι δυο μόνοι στη ζωή, μοναχικοί τα­ ξιδιώτες που απολάμβαναν μαζί μια ερημική αμμώδη περιοχή, σε ένα χωριό δίπλα στον ωκεανό που λεγόταν Ροδάνθη. Έφτασαν στο σπίτι. Μπήκαν στην κουζίνα και έβγαλαν τα πανωφόρια τους. Η Αντριάν­ να κρέμασε το δικό της δίπλα στην πόρτα μαζί με το κασκόλ. Ο Πολ κρέμασε το δικό

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

55

του ακριβώς δίπλα. Η Αντριάννα έφερε τα χέρια στο στόμα της και φύσηξε για να τα ζεστάνει, παρα­ κολουθώντας τον Πολ να κοιτάζει πρώτα το ρολόι και μετά γύρω του μέσα στην κουζί­ να, προσπαθώντας να καταλάβει αν είχε έρθει η νύχτα. «Τι θα 'λεγες για κάτι ζεστό;» του πρότεινε αμέσως. «Μπορώ να φτιάξω φρέσκο καφέ χωρίς καφεΐνη». «Μήπως έχεις καθόλου τσάι;» «Κάπου είδα προηγουμένως. Περίμενε να ρίξω μια ματιά». Άνοιξε το ντουλάπι κοντά στο νεροχύτη και μετακίνησε τα τρόφιμα, διασκεδάζοντας με το γεγονός ότι κέρδιζε λίγο ακόμα χρόνο μαζί του. Στο δεύτερο ράφι βρήκε ένα κου­ τί τσάι Ερλ Γκρέι, του το έδειξε και ο Πολ έγνεψε χαμογελώντας. Προχώρησε γύρω του για να πιάσει την τσαγιέρα. Τη γέμισε με νερό νιώθοντας τον πολύ κοντά της. Όταν η τσα­ γιέρα σφύριξε, έβαλε τσάι σε δύο φλιτζάνια και πήγαν να καθίσουν στο σαλόνι. Βολεύτηκαν ξανά στις κουνιστές πολυθρόνες. Το δωμάτιο φαινόταν διαφορετικό τώ­ ρα που ο ήλιος είχε δύσει. Παραδόξως, ήταν πιο ήσυχο και περισσότερο οικείο στα σκο­ τεινά. Πίνοντας το τσάι τους κουβέντιασαν άλλη μία ώρα για διάφορα θέματα, όπως κάνουν δυο καλοί φίλοι. Με τη συζήτηση, η Αντριάννα τού μίλησε τελικά για τον πατέρα της και τους φόβους της για το μέλλον. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Πολ άκουγε τέτοια σενάρια. Ως γιατρός, αντιμετώπι­ ζε πολύ συχνά παρόμοιες ιστορίες. Μέχρι αυτή τη στιγμή όμως, δεν ήταν τίποτα περισ­ σότερο από απλές ιστορίες. Οι γονείς του είχαν πεθάνει και οι γονείς της Μάρθας ζού­ σαν στη Φλόριντα. Από την έκφραση της Αντριάννας καταλάβαινε ότι η δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν ήταν κάτι που ευτυχώς εκείνος δεν είχε να αντιμετωπίσει. «Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» ρώτησε με ενδιαφέρον. «Γνωρίζω πολλούς γιατρούς που θα μπορούσαν να επανεξετάσουν την περίπτωση του, μήπως υπάρχει τρόπος να βοη­ θηθεί». «Σ' ευχαριστώ, αλλά όχι, έχω κάνει τα πάντα. Μετά το τελευταίο επεισόδιο η κατά­ σταση του χειροτέρεψε πολύ. Ακόμα και αν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να τον βοη­ θήσει λιγάκι, δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς φροντίδα». «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» «Δεν ξέρω. Ελπίζω ο Τζακ να αλλάξει γνώμη και να δώσει κάτι παραπάνω για τον πατέρα μου. Δεν είναι απίθανο αυτό. Τα πήγαιναν πολύ καλά οι δυο τους. Αν όμως δε γί­ νει κάτι τέτοιο, θα ψάξω για δουλειά πλήρους απασχόλησης, για να μπορώ να πληρώ­ νω τα έξοδα του». «Η πολιτεία δεν μπορεί να βοηθήσει;» Ή ξ ε ρ ε την απάντηση πριν ακόμα κάνει την ερώτηση. «Θα μπορούσε, αλλά οι καλές κλινικές έχουν πολύ μεγάλες λίστες αναμονής και

56

Nicholas Sparks

απέχουν τουλάχιστον δυο ώρες, οπότε δε θα μου ήταν δυνατόν να τον βλέπω συχνά. Ό σ ο για τις πιο μέτριες κλινικές, δε θα άντεχα να του κάνω κάτι τέτοιο». Σταμάτησε να μιλάει, ενώ το μυαλό της ταξίδευε πότε στο παρόν και πότε στο πα­ ρελθόν. «Όταν πήρε σύνταξη», είπε τελικά, «έκαναν μια μικρή γιορτή στο εργοστάσιο προς τιμήν του, και θυμάμαι ότι σκεφτόμουν πόσο θα του έλειπε το να πηγαίνει εκεί κα­ θημερινά. Δούλευε σ' αυτό το εργοστάσιο από τότε που ήταν δεκαπέντε χρονών, και όλα αυτά τα χρόνια είχε λείψει μόνο δυο μέρες που ήταν άρρωστος. Κάποτε υπολόγισα πως αν πρόσθετες τις ώρες που πέρασε δουλεύοντας εκεί, θα ανακάλυπτες ότι σπατάλησε δε­ καπέντε χρόνια απ' τη ζωή του. Όταν όμως τον ρώτησα αν θα του έλειπε η δουλειά, μου απάντησε "όχι, καθόλου". Τώρα που είχε πάρει σύνταξη, θα έβαζε μπροστά τα μεγάλα του σχέδια». Η έκφραση της Αντριάννας μαλάκωσε. «Εννοούσε ότι σχεδίαζε να ασχοληθεί με τα πράγματα που επιθυμούσε τόσο καιρό, αντί γι' αυτά που ήταν υποχρεωμένος να κά­ νει. Να περνάει δηλαδή το χρόνο του μαζί μου, με τα παιδιά, με τα βιβλία του και τους φί­ λους του. Του άξιζαν λίγα χρόνια ξεκούρασης ύστερα από όσα είχε περάσει, όμως...» Αφαιρέθηκε για λίγο και μετά κοίταξε τον Πολ στα μάτια. «Θα τον συμπαθούσες. Ακό­ μα και τώρα». «Είμαι σίγουρος γι' αυτό. Εγώ όμως θα του άρεσα;» Η Αντριάννα χαμογέλασε. «Ο μπαμπάς μου συμπαθούσε όλο τον κόσμο. Πριν πάθει τα εγκεφαλικά η μεγαλύτερη διασκέδαση του ήταν να ακούει τους ανθρώπους να μι­ λούν και να μαθαίνει τα πάντα γι' αυτούς. Η υπομονή του ήταν παροιμιώδης και γι' αυ­ τό οι άνθρωποι του άνοιγαν την καρδιά τους. Ακόμα και οι ξένοι. Του έλεγαν πράγμα­ τα που δεν εξομολογούνταν σε κανένα, γιατί ήξεραν ότι μπορούσαν να τον εμπιστευ­ τούν». Σώπασε για λίγο. «Θέλεις να σου πω τι θυμάμαι περισσότερο;» Ο Πολ ανασήκωσε ελαφρά τα φρύδια. «Είναι κάτι που μου έλεγε από τότε που ήμουν μικρό κοριτσάκι. Άσχετα με το αν είχα κάνει κάτι καλό ή κακό, με τον αν ήμουν χαρούμενη ή δυστυχισμένη, εκείνος πά­ ντα με αγκάλιαζε και μου έλεγε "είμαι περήφανος για σένα"». Έμεινε σιωπηλή για λίγα λεπτά. «Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτά τα λόγια πάντα με συ­ γκινούσαν. Τα άκουσα άπειρες φορές, αλλά όποτε τα έλεγε ήταν σαν να με διαβεβαίωνε ότι θα με αγαπούσε ό,τι κι αν συνέβαινε. Είναι και αστείο συγχρόνως, γιατί, μεγαλώνο­ ντας, αστειευόμουν μαζί του σχετικά μ' αυτό. Ακόμα και όταν ήμουν έτοιμη να φύγω, το έλεγε έτσι κι αλλιώς, κάνοντας με να λιώνω». Ο Πολ χαμογέλασε. «Πρέπει να είναι πολύ αξιόλογος άνθρωπος». «Είναι», είπε και κάθισε πιο ίσια στην καρέκλα της. «Γι' αυτό θα δουλέψω σκληρά για να μη χρειαστεί να φύγει. Το μέρος που βρίσκεται τώρα είναι ιδανικό γι' αυτόν. Είναι κοντά στο σπίτι και, εκτός του ότι τον προσέχουν πολύ, τον αντιμετωπίζουν και σαν προ­ σωπικότητα, όχι ως απλό ασθενή. Του αξίζει να μείνει σ' ένα τέτοιο μέρος και αυτό

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

57

είναι το λιγότερο που μπορο5 να κάνω για κείνον». «Είναι τυχερός που σε έχει κόρη, που τον προσέχεις τόσο πολύ». «Κι εγώ είμαι τυχερή». Κοίταξε προς τον τοίχο και για λίγο αφαιρέθηκε ξανά. Ξαφ­ νικά κούνησε το κεφάλι της, καταλαβαίνοντας τι έλεγε τόση ώρα. «Μιλάω τόση ώρα. Με συγχωρείς». «Δε χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη. Χαίρομαι να σε ακούω». Με ένα χαμόγελο στα χείλη, έσκυψε ελαφρά προς τα εμπρός. «Τι σου λείπει περισ­ σότερο από τον έγγαμο βίο, τώρα που είσαι εργένης;» «Σαν να μου φαίνεται ότι αλλάζουμε θέμα». «Νομίζω ότι ήρθε η σειρά σου να ανοίξεις την καρδιά σου». «Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω;» Σήκωσε τους ώμους της. «Πρέπει να συμβαδίζουμε. Αφού εγώ σου είπα τα μυστικά μου, τώρα είναι η σειρά σου». Ο Πολ αναστέναξε κοροϊδευτικά και κοίταξε το ταβάνι. «Εντάξει, τι μου λείπει λοι­ πόν...» Ένωσε τα χέρια του. «Νομίζω ότι είναι το να γνωρίζεις πως κάποιος σε περιμέ­ νει στο σπίτι όταν θα γυρίσεις από τη δουλειά. Συνήθως γύριζα στο σπίτι αργά και πολ­ λές φορές η Μάρθα ήταν κιόλας στο κρεβάτι. Όμως ήξερα ότι ήταν εκεί και αυτό μου φαινόταν κάτι φυσικό και ανακουφιστικό συγχρόνως, γιατί έτσι έπρεπε να είναι τα πράγ­ ματα. Εσένα τι σου λείπει;» Η Αντριάννα ακούμπησε το φλιτζάνι με το τσάι στο τραπέζι ανάμεσα τους. «Τα συνηθισμένα. Κάποιος που να μπορείς να μιλάς μαζί του, να τρως μαζί του, τα πεταχτά φιλιά που ανταλλάσσαμε το πρωί, πριν ακόμα βουρτσίσουμε τα δόντια μας. Για να είμαι ειλικρινής όμως, επειδή υπάρχουν τα παιδιά, στενοχωριέμαι περισσότερο που λείπει σ' αυτά παρά σε μένα. Νομίζω ότι τα μικρά παιδιά χρειάζονται περισσότερο τη μα­ μά τους, οι έφηβοι όμως χρειάζονται τον πατέρα τους. Ιδιαίτερα τα κορίτσια. Δε θέλω η κόρη μου να νομίζει ότι οι άντρες είναι παλιάνθρωποι που παρατάνε την οικογένεια τους, πώς όμως μπορώ να την πείσω γι' αυτό, όταν ο ίδιος ο πατέρας της εγκατέλειψε την οι­ κογένεια του; «Ειλικρινά δεν ξέρω». Η Αντριάννα κούνησε το κεφάλι της. «Οι άντρες σκέφτονται καθόλου αυτού του εί­ δους τα πράγματα;» «Οι καλοί ναι. Ό π ω ς και όλα τα άλλα». «Πόσο καιρό ήσουν παντρεμένος;» «Τριάντα χρόνια. Εσύ;» «Δεκαοχτώ». «Εδώ που τα λέμε, θα έπρεπε να ξέραμε ύστερα από τόσο καιρό». «Να ξέραμε τι; Το κλειδί της παντοτινής ευτυχίας; Δε νομίζω ότι το ξέρει κανείς». «Σωστά. Υποθέτω πως έχεις δίκιο».

58

Nicholas Sparks

Από το διάδρομο ακούστηκε το ρολόι τοίχου να χτυπάει. Ό τ α ν σταμάτησε, ο Πολ έτριψε το λαιμό του, προσπαθώντας να ξεπιαστεί, ύστερα από τόσες ώρες οδήγηση. «Μου φαίνεται ότι πρέπει να πάω για ύπνο. Αύριο έχω πρωινό ξύπνημα». «Το ξέρω. Κι εγώ το ίδιο σκεφτόμουν». Δε σηκώθηκαν όμως αμέσως. Αντίθετα, κάθισαν μερικά λεπτά ακόμα, χωρίς να μι­ λούν, όπως είχαν κάνει προηγουμένως στην παραλία. Κάθε τόσο η ματιά του έπεφτε πά­ νω της, αλλά αμέσως απόστρεφε το βλέμμα του, πριν τον πιάσει να την κρυφοκοιτάζει. Η Αντριάννα σηκώθηκε με έναν αναστεναγμό και έδειξε με το δάχτυλο το φλιτζάνι του. «Θα το πάω εγώ στην κουζίνα. Είναι ο δρόμος μου». Της χαμογέλασε καθώς της το έδινε. «Πέρασα πολύ ωραία απόψε». «Κι εγώ το ίδιο». Λίγο αργότερα η Αντριάννα παρακολουθούσε τον Πολ, να ανεβαίνει τα σκαλιά. Έπειτα άρχισε να κλειδώνει τις πόρτες του Πανδοχείου. Όταν μπήκε στο δωμάτιο της, γδύθηκε και άνοιξε τη βαλίτσα της για να βρει ένα ζευ­ γάρι πιτζάμες. Εκείνη τη στιγμή είδε την εικόνα της μέσα στον καθρέφτη. Καλή ήταν, αλ­ λά για να λέμε την αλήθεια η ηλικία της φαινόταν. Σκέφτηκε ότι ο Πολ ήταν πολύ γλυκός μαζί της όταν είπε ότι δε χρειαζόταν καμία απολύτως επέμβαση. Χρόνια είχε να την κάνει κάποιος να νιώσει ελκυστική. Φόρεσε τις πιτζάμες της και χώθηκε στο κρεβάτι. Η Τζιν τής είχε αφήσει μια στοί­ βα περιοδικά. Τα ξεφύλλισε για λίγο και μετά έσβησε το φως. Μέσα στο σκοτάδι άρχι­ σε να αναπολεί όσα είχε ζήσει εκείνο το βράδυ. Οι συζητήσεις τους ξαναγύριζαν αστα­ μάτητα στο μυαλό της. Έβλεπε ξανά ένα πονηρό χαμόγελο να σχηματίζεται στις γωνίες των χειλιών του κάθε φορά που εκείνη έλεγε κάτι που του φαινόταν αστείο. Για μία ολό­ κληρη ώρα στριφογύριζε, μην μπορώντας να κοιμηθεί, τελείως εξουθενωμένη και χω­ ρίς να γνωρίζει ότι την ίδια ώρα στο πάνω δωμάτιο ο Πολ Φλάνερ ήταν ακριβώς στην ίδια κατάσταση.

9

Παρόλο που είχε κλείσει τα παντζούρια και τις κουρτίνες, ο Πολ ξύπνησε χαράματα την Παρασκευή. Επί δέκα λεπτά έκανε ασκήσεις για να ξεπιαστεί. Άνοιξε τα παντζούρια για να μπει μέσα το πρωινό φως. Πάνω από το νερό η κατα­ χνιά ήταν αισθητή, ενώ ο ουρανός είχε ένα βαθύ γκρίζο χρώμα. Τα μαύρα σύννεφα της καταιγίδας έτρεχαν κατά μήκος του ουρανού και κυλούσαν παράλληλα με την ακτή. Σκέ­ φτηκε ότι η καταιγίδα θα ερχόταν πριν πέσει η νύχτα, πιθανότατα νωρίς το απόγευμα. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, φόρεσε τη φόρμα του και ένα αντιανεμικό μπου­ φάν. Πήρε από το συρτάρι ένα ζευγάρι κάλτσες και τις φόρεσε σαν γάντια. Κατέβηκε τα σκαλιά και κοίταξε γύρω του. Η Αντριάννα δεν είχε σηκωθεί ακόμα. Απογοητεύτη­ κε λίγο, γιατί θα ήθελε να την έβλεπε Συνήλθε όμως και αναρωτήθηκε τι σημασία είχε. Ξεκλείδωσε την πόρτα και ένα λεπτό αργότερα άρχισε να περπατάει αργά για να ζε­ σταθεί πριν αρχίσει το τρέξιμο. Από το δωμάτιο της η Αντριάννα τον άκουσε να κατε­ βαίνει τα σκαλιά που έτριζαν. Σηκώθηκε, πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω της, φόρε­ σε τις παντόφλες της και ευχήθηκε να είχε προλάβει να φτιάξει έστω λίγο καφέ για να τον έβρισκε ο Πολ όταν ξυπνούσε. Βέβαια μπορεί να μην ήθελε να πιει πριν από το τρέ­ ξιμο, όμως εκείνη θα μπορούσε να έχει ετοιμάσει. Οι μύες και οι κλειδώσεις του Πολ άρχισαν να χαλαρώνουν. Επιτάχυνε το βήμα του. Δεν έτρεχε πια όπως στα είκοσι ή στα τριάντα του, όμως είχε σταθερό ρυθμό. Η άσκη­ ση τον αναζωογονούσε. Το τρέξιμο ποτέ δεν υπήρξε απλώς άσκηση γι' αυτόν. Είχε φτάσει σ' ένα επίπεδο όπου δε δυσκολευόταν καθόλου. Περισσότερη ενέργεια χρειαζόταν για να διαβάσει την εφημερίδα παρά για να τρέξει πέντε μίλια. Θεωρούσε αυτή την άσκηση ένα είδος αυτο­ συγκέντρωσης, ήταν μια από τις λίγες ευκαιρίες που είχε να μένει μόνος με τον εαυτό του. Το πρωινό ήταν ό,τι έπρεπε για τρέξιμο. Αν και είχε βρέξει την προηγούμενη νύ­ χτα —τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων ήταν ακόμα γεμάτα στάλες —, η βροχή δεν πρέπει να είχε μεγάλη διάρκεια, γιατί οι περισσότεροι δρόμοι είχαν ήδη στεγνώσει. Η ομίχλη εξακολουθούσε να δίνει το παρών μέσα στο ξημέρωμα και κινούνταν σαν φάντασμα από το ένα σπίτι στο άλλο. Θα ήθελε να τρέξει στην παραλία μια και δεν του δινόταν συχνά η ευκαιρία να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά προτίμησε να εκμεταλλευτεί το χρόνο του για να βρει το σπίτι του Ρόμπερτ Τόρελσον. Έτρεξε κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου και έστριψε στην πρώτη γωνία, καταγοητευμένος από τη θέα. Κατά την κρίση του η Ροδάνθη ήταν ακριβώς αυτό που έδειχνε: ένα μικρό ψαροχώρι στην ακτή του ωκεανού, ένα μέρος στο οποίο ο σύγχρονος τρόπος ζωής είχε αργήσει να έρθει. Ό λ α τα σπίτια ήταν ξύλινα και, παρότι μερικά από αυτά ήταν σε καλύτερη κα­ τάσταση από άλλα, με μικρές καλοφτιαγμένες αυλές και μια πρασιά με βολβούς που θα

60

Nicholas Sparks

άνθιζαν την άνοιξη, όπου κι αν κοιτούσε διέκρινε τα ίχνη της σκληρής ζωής κοντά στην ακτή. Ακόμα και σπίτια που δεν ήταν πάνω από δέκα χρόνων είχαν αρχίσει να διαβρώ­ νονται. Οι φράχτες και τα κουτιά του ταχυδρομείου είχαν μικρές τρύπες που είχαν δη­ μιουργηθεί από τον καιρό, η μπογιά είχε ξεφλουδίσει και πολλές στέγες είχαν χαραχτεί από μεγάλες και μακριές γραμμές σκουριάς. Στις αυλές υπήρχαν διάφορα αντικείμενα της καθημερινής ζωής: ελαφρές βάρκες, σπασμένες μηχανές από βάρκες, δίχτυα που χρη­ σιμοποιούνταν σαν διακοσμητικά, σκοινιά και αλυσίδες. Μερικά σπίτια ήταν σαν ετοιμόρροπες καλύβες και έδιναν την εντύπωση πως θα έπε­ φταν με τον επόμενο δυνατό άνεμο. Σε άλλα η μπροστινή βεράντα ήταν βουλιαγμένη και στηριζόταν σε κάθε είδους αντικείμενα: τσιμεντόλιθους, τούβλα και ξύλα που προεξείχαν από κάτω σαν τα μικρά ξυλάκια που χρησιμοποιούν οι Κινέζοι για να τρώνε. Παντού όμως έβλεπες κάποια δραστηριότητα, ακόμα και τώρα που ήταν πρωί, ακό­ μα και στα σπίτια που φαίνονταν ακατοίκητα. Καθώς έτρεχε, έβλεπε καπνό να ανεβαί­ νει από τις καμινάδες και ανθρώπους να σκεπάζουν τα παράθυρα με καπλαμάδες. Κά­ θε τόσο άκουγε τον ήχο από κάποιο σφυρί. Έστριψε στο επόμενο τετράγωνο, κοίταξε την πινακίδα του δρόμου και συνέχισε το τρέξιμο. Λίγο αργότερα έστριψε στην οδό όπου ζούσε ο Ρόμπερτ Τόρελσον. Έμενε στον αριθμό τριάντα τέσσερα. Άφησε πίσω του τον αριθμό δεκαοχτώ, μετά τον αριθμό είκοσι και σήκωσε τα μά­ τια του κοιτάζοντας μπροστά. Δύο γείτονες σταμάτησαν τη δουλειά τους και τον κοίτα­ ξαν με καχυποψία καθώς περνούσε τρέχοντας από μπροστά τους. Ύστερα από ένα λε­ πτό έφτασε στο σπίτι του Ρόμπερτ Τόρελσον. Έ ρ ι ξ ε μια φευγαλέα ματιά ώστε να μη δώσει στόχο. Το σπίτι έμοιαζε με τα υπόλοιπα στο δρόμο: δε θα το χαρακτήριζε καλοδιατηρημέ­ νο, αλλά ούτε και καλύβα. Ήταν κάτι ανάμεσα στα δύο — ένα αδιέξοδο στην πάλη ανά­ μεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Ή τ α ν τουλάχιστον πενήντα χρόνων, χαμηλό και με τσί­ γκινη σκεπή. Δεν είχε υδρορρόες για να φεύγουν τα νερά και η βροχή από χιλιάδες κα­ ταιγίδες είχε γεμίσει την άσπρη μπογιά με γκρι ραβδώσεις. Στη βεράντα υπήρχαν δυο ταλαιπωρημένες κουνιστές πολυθρόνες τοποθετημένες η μια απέναντι απ' την άλλη. Γύρω από τα παράθυρα διέκρινε μια σειρά από χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχε ένα μικρό κτίσμα με τις πόρτες ορθάνοιχτες. Μέ­ σα υπήρχαν δυο πάγκοι εργασίας, σκεπασμένοι με δίχτυα και καλάμια ψαρέματος, ντου­ λάπια και εργαλεία. Δυο μεγάλοι γάντζοι ήταν ακουμπισμένοι στον τοίχο και από ένα κρεμαστάρι κρεμόταν ένα κίτρινος μουσαμάς. Από το σκοτάδι εμφανίστηκε ένας άντρας που κουβαλούσε έναν κουβά. Ο Πολ αιφνιδιάστηκε και τράπηκε αμέσως σε φυγή, προτού προλάβει ο άγνωστος να δει ότι κοίταζε. Ή τ α ν πολύ νωρίς για να τον επισκεφτεί και δεν ήθελε να το κάνει με αυ­ τά τα ρούχα. Ύψωσε το πρόσωπο του κόντρα στον κρύο αέρα, έστριψε στην επόμενη

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

61

γωνία και προσπάθησε να ξαναβρεί το ρυθμό του. Δεν του ήταν εύκολο. Η εικόνα του άντρα καρφώθηκε στο μυαλό του κάνοντας το κά­ θε βήμα του πιο δύσκολο απ' το προηγούμενο. Παρά το κρύο, όταν σταμάτησε να τρέ­ χει το πρόσωπο του λαμποκοπούσε από τον ιδρώτα. Τα τελευταία πενήντα μέτρα μέχρι το Πανδοχείο τα έκανε περπατώντας, για να ξε­ κουράσει τα πόδια του. Από το δρόμο είδε ότι το φως της κουζίνας ήταν αναμμένο. Γνωρίζοντας τι σήμαινε αυτό, χαμογέλασε. Όση ώρα έλειπε ο Πολ, είχαν τηλεφωνήσει τα παιδιά της Αντριάννας. Μίλησε αρκετή ώρα με το καθένα ξεχωριστά και χάρηκε που περνούσαν καλά με τον πατέρα τους. Λί­ γο αργότερα τηλεφώνησε στην κλινική. Επειδή ο πατέρας της δεν μπορούσε να απαντήσει το τηλέφωνο, είχε συνεννοηθεί με την Γκέιλ, μια από τις νοσοκόμες, να απαντά εκ μέρους του. Στο δεύτερο χτύπημα σήκωσε το ακουστικό. «Πάνω στην ώρα», είπε η Γκέιλ. «Μόλις έλεγα στον πατέρα σας ότι θα τηλεφωνή­ σετε». «Πώς είναι σήμερα;» «Είναι λίγο κουρασμένος, αλλά κατά τα άλλα είναι καλά. Μια στιγμή να βάλω το ακουστικό στο αφτί του, εντάξει;» Ακούγοντας τη βαριά ανάσα του πατέρα της, η Αντριάννα έκλεισε τα μάτια της. «Γεια σου, μπαμπά», άρχισε να λέει και για μερικά λεπτά ήταν σαν να του έκανε τη συνηθισμένη της επίσκεψη, σαν να βρισκόταν εκεί μαζί του. Του μίλησε για το Πανδο­ χείο και την παραλία, για τα σύννεφα και τις αστραπές και, παρότι δεν ανέφερε τον Πολ, αναρωτιόταν αν ο πατέρας της μπορούσε να διακρίνει το τρέμουλο της φωνής της όπο­ τε πήγαινε να πει το όνομα του. Ο Πολ κατευθύνθηκε προς τα σκαλιά. Η μυρωδιά του μπέικον γέμιζε τον αέρα λες και τον καλωσόριζε στο σπίτι. Ύστερα από δύο λεπτά η Αντριάννα εμφανίστηκε από τη δί­ φυλλη πόρτα. Φορούσε τζιν και ένα γαλάζιο πουλόβερ που τόνιζε το χρώμα των ματιών της. Στο πρωινό φως ήταν σχεδόν τιρκουάζ θυμίζοντας του τον κρυστάλλινο ουρανό της άνοιξης. «Σηκώθηκες νωρίς», του είπε, βάζοντας πίσω απ' το αφτί της μια μπούκλα απ' τα μαλ­ λιά της. Ο Πολ βρήκε πολύ αισθησιακή αυτή την κίνηση. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτω­ πο του. «Ναι, ήθελα να τελειώσω με το τρέξιμο πριν αρχίσει η μέρα». «Πώς πήγε;» «Έχει πάει και καλύτερα, τουλάχιστον όμως έγινε». Έριξε το βάρος του στο ένα πό­ δι, έπειτα στο άλλο. «Μυρίζει υπέροχα εδώ μέσα».

62

Nicholas Sparks

«Άρχισα να φτιάχνω πρωινό», αποκρίθηκε εκείνη. «Θέλεις να φας τώρα ή λίγο αρ­ γότερα;» «Προτιμώ να κάνω ένα ντους πρώτα, αν δε σε πειράζει». «Εντάξει. Έτσι κι αλλιώς λογάριαζα να φτιάξω καλαμπόκι, που θέλει τουλάχιστον είκοσι λεπτά. Πώς προτιμάς τα αβγά σου;» «Τηγανητά». «Πολΰ καλά». Σταμάτησε να μιλάει για λίγο. Απολάμβανε την ευθύτητα της ματιάς του και τον άφησε να την κοιτάζει λίγο ακόμα. «Πάω να βγάλω το μπέικον από τη φω­ τιά πριν καεί», είπε τελικά. «Θα σε δω σε λίγο». «Εντάξει». Αφού έφυγε η Αντριάννα, ο Πολ ανέβηκε τα σκαλιά και πήγε στο δωμάτιο του, σκε­ πτόμενος πόσο όμορφη ήταν. Έβγαλε τα ρούχα του, στράγγιξε το πουκάμισο του στο νιπτήρα, το κρέμασε στην κρεμάστρα και άνοιξε τη βρύση. Ό π ω ς ακριβώς το είχε πει η Αντριάννα, το ζεστό νερό άργησε λίγο να έρθει. Έκανε ντους, ξυρίστηκε, φόρεσε παντελόνι, κολλαριστό πουκάμισο και μοκασίνια και πήγε να τη βρει. Η Αντριάννα είχε ήδη στρώσει το τραπέζι και έφερνε τα δυο τε­ λευταία πιάτα, το ένα με φρυγανιές και το άλλο με φρούτα. Καθώς ο Πολ περνούσε πί­ σω της, μύρισε το σαμπουάν με άρωμα γιασεμιού που είχε χρησιμοποιήσει για να λού­ σει τα μαλλιά της εκείνο το πρωί. «Ελπίζω να μη σε πειράζει που θα καθίσω πάλι μαζί σου», είπε. Ο Πολ τράβηξε την καρέκλα της. «Όχι βέβαια. Για να πω την αλήθεια, έλπιζα ότι θα το έκανες. Παρακαλώ». Της έκανε νόημα να καθίσει. Τον άφησε να τραβήξει την καρέκλα της και τον παρατηρούσε καθώς πήγαινε στη θέση του. «Προσπάθησα να σου βρω εφημερίδα, αλλά όταν έφτασα στο μπακάλικο είχαν ήδη τελειώσει». «Δε μου φαίνεται καθόλου περίεργο. Κυκλοφορούσε πολύς κόσμος έξω σήμερα το πρωί. Υποθέτω ότι όλοι ήθελαν να πληροφορηθούν τι τους περιμένει σήμερα». «Δε μου φαίνεται χειρότερα από χτες». «Είναι γιατί δε ζεις εδώ». «Ούτε κι εσύ ζεις εδώ». «Ναι, αλλά εγώ έχω ξαναβρεθεί σε μεγάλη θύελλα. Σου έχω πει, αλήθεια, για την εποχή που ήμουν στο κολέγιο στο Γουίλμινγκτον...» Η Αντριάννα γέλασε. «Και να φανταστείς ότι μου ορκιζόσουν πως δεν έχεις ξαναπεί αυτή την ιστορία σε κανέναν». «Μου έρχεται πιο εύκολα στο μυαλό τώρα που ο πάγος έσπασε ανάμεσα μας. Εξάλλου, είναι η μόνη καλή ιστορία που έχω να λέω. Όλες οι άλλες είναι βαρετές». «Δε σε πιστεύω. Απ' όσα μου έχεις πει, η ζωή σου κάθε άλλο παρά βαρετή μου ακού­ γεται».

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

63

Της χαμογέλασε, μην ξέροντας αν έπρεπε να το θεωρήσει κομπλιμέντο. Παρ' όλα αυ­ τά χάρηκε. «Τι οδηγίες έδωσε η Τζιν για σήμερα;» Η Αντριάννα έβαλε αβγά στο πιάτο της και του έδωσε την πιατέλα. «Τα έπιπλα που είναι στις βεράντες πρέπει να πάνε στην αποθήκη. Τα παράθυρα πρέπει να είναι κλειστά και τα παντζούρια κλειδωμένα από μέσα. Επίσης, χρειαζόμα­ στε τα προστατευτικά πλέγματα για τους τυφώνες. Υποτίθεται ότι εφαρμόζουν επάνω και ύστερα προστίθενται γάντζοι για να κρατιούνται. Ύστερα σταθεροποιούνται με ξύλα. Τα ξύλα αυτά είναι φυλαγμένα μαζί με τα πλέγματα». «Ελπίζω να έχει σκάλα». «Είναι στο υπόγειο κι αυτή». «Δε μου φαίνονται και τόσο άσχημα τα πράγματα. Ό π ω ς όμως σου είπα και χτες, θα χαρώ να σε βοηθήσω όταν επιστρέψω». Τον κοίταξε. «Είσαι σίγουρος; Δεν έχεις καμιά υποχρέωση». «Δεν είναι τίποτα για μένα. Εξάλλου δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω. Και, για να είμαι ειλικρινής, θα μου ήταν αδύνατον να κάθομαι να σε βλέπω να κάνεις όλη αυτή τη δουλειά μόνη σου. Θα είχα ενοχές, ακόμα και ως απλός πελάτης». «Ευχαριστώ». «Παρακαλώ». Έβαλαν καφέ στα φλιτζάνια τους και άρχισαν να τρώνε. Ο Πολ την παρατηρούσε καθώς έβαζε βούτυρο σε μια φέτα ψωμί, τελείως απορροφημένη απ' αυτή την ασχολία. Στο γκρίζο φως του πρωινού ήταν όμορφη, πιο όμορφη απ' ό,τι του φάνηκε την προη­ γούμενη μέρα. «Σκοπεύεις να μιλήσεις με τον άνθρωπο που μου ανέφερες χτες;» Ο Πολ έγνεψε καταφατικά. «Μετά το πρωινό», απάντησε. «Δε φαίνεσαι ενθουσιασμένος με την ιδέα». «Είναι γιατί δεν ξέρω κατά πόσο πρέπει να είμαι ενθουσιασμένος». «Γιατί;» Δίστασε για μια στιγμή. Ύστερα της μίλησε για την Τζιλ και τον Ρόμπερτ Τόρελσον — για την εγχείρηση, την αυτοψία, καθώς και όλα όσα είχαν συμβεί στη συνέχεια, χω­ ρίς να παραλείψει και το σημείωμα που είχε λάβει με το ταχυδρομείο. Όταν τελείωσε, η Αντριάννα τον κοίταξε εξεταστικά. «Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα τι μπορεί να σε θέλει;» «Υποθέτω ότι θέλει να μου πει κάτι σχετικό με τη μήνυση». Η Αντριάννα δεν ήταν και τόσο σίγουρη γι' αυτό, αλλά δεν είπε τίποτα. Ή π ι ε μια γουλιά καφέ. «Ό,τι κι αν συμβεί, νομίζω πως κάνεις το σωστό. Το ίδιο κάνεις και με την υπόθεση του Μαρκ».

64

Nicholas Sparks

Δεν απάντησε και δε χρειαζόταν κιόλας. Ήξερε πολύ καλά ότι τον καταλάβαινε. Ακριβώς αυτό του χρειαζόταν αυτή την εποχή και, παρότι την είχε γνωρίσει μόλις την προηγούμενη μέρα, ένιωθε πως κατά κάποιο τρόπο τον γνώριζε καλύτερα από τους πε­ ρισσότερους ανθρώπους. Ή ίσως, σκέφτηκε, καλύτερα από κάθε άλλο άνθρωπο.

10

Μετά το πρωινό ο Πολ μπήκε στο αυτοκίνητο του και έβγαλε τα κλειδιά του από την τσέπη του σακακιού του. Από τη βεράντα η Αντριάννα τού έγνεψε με το χέρι, σαν να ήθε­ λε να του ευχηθεί καλή τύχη. Ο Πολ έκανε όπισθεν και βγήκε απ' το πάρκιν. Σε λίγα λεπτά έφτασε στο δρόμο των Τόρελσον. Θα μπορούσε να είχε έρθει με τα πόδια, αλλά δεν ήξερε πόσο γρήγορα θα χαλούσε ο καιρός και δεν ήθελε να τον πιάσει η βροχή. Επίσης, δεν ήθελε να νιώσει παγιδευμένος, σε περίπτωση που η συνάντηση δεν είχε αίσια έκβαση. Αν και δεν ήξερε τι να περιμένει, είχε αποφασίσει να πει στον Τό­ ρελσον όλα όσα αφορούσαν την εγχείρηση, χωρίς όμως να κάνει υποθέσεις ως προς τα αίτια του θανάτου της συζύγου του. Έκοψε ταχύτητα, πάρκαρε στην άκρη του δρόμου και έσβησε τη μηχανή. Έδωσε μια στιγμή στον εαυτό του για να προετοιμαστεί και ύστερα βγήκε από το αυτοκίνητο και άρ­ χισε να περπατάει στο πεζοδρόμιο. Έ ν α ς γείτονας ήταν σκαρφαλωμένος σε μια σκάλα και κάρφωνε ένα κομμάτι καπλαμά πάνω σε ένα παράθυρο. Κοίταξε τον Πολ προσπα­ θώντας να καταλάβει ποιος ήταν. Ο Πολ αγνόησε τη ματιά του και όταν έφτασε στην πόρ­ τα των Τόρελσον χτύπησε και έκανε ένα βήμα πίσω για να έχει χώρο. Δεν εμφανίστηκε κανείς. Ξαναχτύπησε και αυτή τη φορά προσπάθησε να αφου­ γκραστεί κάποιο θόρυβο μέσα στο σπίτι. Δεν ακουγόταν τίποτα. Πήγε στο πλάι της βε­ ράντας. Οι πόρτες του μικρού οικήματος ήταν ανοιχτές, αλλά κανείς δε φαινόταν που­ θενά. Σκέφτηκε να φωνάξει, αλλά άλλαξε γνώμη. Πήγε στο αυτοκίνητο και άνοιξε το πορτμπαγκάζ. Πήρε από το φαρμακείο ένα στυλό και έσκισε ένα κομμάτι χαρτί από τα σημειωματάρια που είχε στοιβάξει μέσα. Έγραψε το όνομα του και τη διεύθυνση του Πανδοχείου, καθώς και ένα σύντομο μή­ νυμα, λέγοντας ότι θα βρισκόταν στην πόλη μέχρι την Τρίτη το πρωί, σε περίπτωση που ο Ρόμπερτ επιθυμούσε ακόμα να του μιλήσει. Στη συνέχεια δίπλωσε το χαρτί, το πήγε στην μπροστινή βεράντα και το στερέωσε στο πλαίσιο της πόρτας, ώστε να μην το παρασύρει ο αέρας. Την ώρα που ετοιμαζόταν να γυρίσει στο αυτοκίνητο, νιώθοντας απογοήτευση και ανακούφιση ταυτόχρονα, άκουσε μια φωνή πίσω του. «Θέλετε κάτι;» Ο Πολ γύρισε. Δεν αναγνώρισε τον άντρα που στεκόταν κοντά στο σπίτι. Αν και δε θυ­ μόταν τον Ρόμπερτ Τόρελσον —ήταν ένα πρόσωπο ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα—, ήξερε ότι δεν είχε ξαναδεί αυτό τον άνθρωπο. Ήταν ένας νέος άντρας γύρω στα τριάντα, κοκαλιάρης, με μαύρα μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν, ντυμένος με ένα φαρδύ πουλόβερ και τζιν παντελόνι. Κοιτούσε τον Πολ επίμονα με την ίδια καχυποψία που τον κοίταξε και ο γείτονας προηγουμένως την ώρα που πάρκαρε. Ο Πολ ξερόβηξε. «Ναι», απάντησε. «Ψάχνω τον κύριο Ρόμπερτ Τόρελσον.

66

Nicholas Sparks

Έ χ ω έρθει στο σωστό μέρος;» Ο νεαρός έγνεψε καταφατικά χωρίς να αλλάξει έκφραση. «Ναι, εδώ μένει. Είναι ο πατέρας μου». «Είναι μέσα;» «Είστε από την τράπεζα;» Ο Πολ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι. Ονομάζομαι Πολ Φλάνερ». Ο νεαρός δεν αναγνώρισε αμέσως το όνομα. Ύστερα όμως τα μάτια του στένεψαν. «Ο γιατρός;» Ο Πολ έγνεψε. «Ο πατέρας σας μου έστειλε ένα γράμμα, στο οποίο μου έγραφε ότι θέλει να μου μιλήσει». «Για ποιο πράγμα;» «Αυτό δεν το ξέρω». «Δε μου είπε τίποτα για κανένα γράμμα». Καθώς μιλούσε, οι μύες στο σαγόνι του άρ­ χισαν να σφίγγονται. «Μπορείτε να του πείτε ότι ήρθα;» Ο νεαρός έχωσε τον αντίχειρα του στη ζώνη του. «Δεν είναι εδώ». Καθώς μιλούσε, κοίταξε προς το σπίτι. Αυτό έκανε τον Πολ να αναρωτηθεί αν του έλεγε την αλήθεια. «Τουλάχιστον θα του πείτε ότι πέρασα; Άφησα ένα σημείωμα στην πόρτα όπου του γράφω πού μπορεί να με βρει». «Δε θέλει να σου μιλήσει». Ο Πολ χαμήλωσε το βλέμμα για λίγο και μετά ξανακοίταξε τον νεαρό. «Νομίζω πως αυτό θα το αποφασίσει μόνος του, δε συμφωνείς;» του είπε. «Ποιος νομίζεις πως είσαι; Έ χ ε ι ς τα μούτρα να 'ρχεσαι εδώ ύστερα απ' ό,τι έκα­ νες; Λες και πρόκειται για κανένα μικρό λαθάκι ή κάτι τέτοιο». Ο Πολ δεν είπε τίποτα. Αντιλαμβανόμενος το δισταγμό του, ο νεαρός έκανε ένα βή­ μα προς το μέρος του και συνέχισε υψώνοντας τον τόνο της φωνής του. «Φύγε αμέσως από δω! Δε θέλω να ξανάρθεις, ούτε εγώ ούτε ο πατέρας μου». «Πολύ καλά... εντάξει...» Ο νεαρός άρπαξε ένα φτυάρι που ήταν πεταμένο λίγο πιο κει και ο Πολ σήκωσε τα χέρια του και άρχισε να οπισθοχωρεί. «Φεύγω...» Έστριψε και άρχισε να προχωράει προς το αυτοκίνητο. «Να μην ξανάρθεις», φώναξε ο άντρας. «Δε νομίζεις πως έχεις κάνει ήδη αρκετά; Η μάνα μου πέθανε εξαιτίας σου». Ο Πολ, πικραμένος, μπήκε στο αυτοκίνητο του, νιώθοντας το φαρμάκι της τελευταί­ ας κουβέντας του νεαρού. Έβαλε μπρος τη μηχανή και έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Δεν είδε το γείτονα που κατέβηκε από τη σκάλα, για να μιλήσει με τον νεαρό. Ούτε

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

67

τον νεαρό που πέταξε το φτυάρι. Δεν είδε την κουρτίνα του σαλονιού να επανέρχεται στη θέση της. Δεν είδε την μπροστινή πόρτα να ανοίγει ούτε το ρυτιδιασμένο χέρι να μαζεύει το ση­ μείωμα που είχε πέσει στη βεράντα. Λίγα λεπτά αργότερα η Αντριάννα άκουγε τον Πολ που της εξιστορούσε τα όσα είχαν συμβεί. Βρίσκονταν στην κουζίνα και ο Πολ ήταν ακουμπισμένος στον πάγκο με τα χέρια σταυρωμένα και το βλέμμα καρφωμένο έξω από το παράθυρο. Η έκφραση του ήταν κε­ νή και απόμακρη. Φαινόταν πολύ πιο κουρασμένος απ' ό,τι νωρίτερα το πρωί. Όταν τε­ λείωσε, η Αντριάννα τον κοίταξε με συμπάθεια και ενδιαφέρον. «Τουλάχιστον προσπάθησες», του είπε. «Και τι κατάφερα!» «Ίσως να μην είχε ιδέα για το γράμμα του πατέρα του». Ο Πολ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είναι μόνο αυτό. Έ χ ε ι να κάνει με το λόγο για τον οποίο ήρθα εδώ. Ή θ ε λ α να τους κάνω να καταλάβουν, όμως δε μου έδωσαν την ευ­ καιρία». «Δε φταις εσύ γι' αυτό». «Τότε γιατί νιώθω σαν να φταίω;» Έπεσε βαριά σιωπή. Η Αντριάννα αφουγκραζόταν το θόρυβο που έκανε ο θερμο­ συσσωρευτής. «Γιατί νοιάζεσαι. Γιατί έχεις αλλάξει». «Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ακόμα νομίζουν πως τη σκότωσα». Αναστέναξε. «Μπο­ ρείς να διανοηθείς πώς είναι να πιστεύει κάποιος τέτοιο πράγμα για σένα;» «Όχι», παραδέχτηκε, «δεν μπορώ. Ποτέ δε βρέθηκα σε παρόμοια θέση». Ο Πολ κούνησε το κεφάλι του αφηρημένος. Η Αντριάννα τον παρατηρούσε περιμένοντας ότι η έκφραση του θα άλλαζε, όταν όμως είδε ότι δε γινόταν τίποτα, αυθόρμητα τον πλησίασε και του έπιασε το χέρι. Στην αρχή ήταν άκαμπτο, σιγά σιγά όμως χαλάρωσε και γλίστρησε τα δάχτυλα του ανάμεσα στα δικά της. «Όσο δύσκολο κι αν είναι να το αποδεχτείς και ό,τι κι αν λένε οι άλλοι», είπε δια­ λέγοντας προσεκτικά τα λόγια της, «πρέπει να καταλάβεις ότι, ακόμα κι αν είχες την ευ­ καιρία να μιλήσεις στον πατέρα σήμερα το πρωί, πάλι δε θα κατάφερνες να αλλάξεις τα μυαλά του γιου. Υποφέρει και είναι ευκολότερο να κατηγορεί κάποιον σαν εσένα από το να δεχτεί ότι η μάνα του θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Άσχετα με το τι γνώμη έχεις για όλα αυτά, πηγαίνοντας εκεί σήμερα το πρωί έκανες κάτι πολύ σπουδαίο». «Τι δηλαδή;» «Άκουσες τι είχε να πει ο γιος. Ακόμα κι αν το σκεπτικό του είναι λανθασμένο, του έδωσες την ευκαιρία να σου εκφράσει τα συναισθήματα του. Τον άφησες να ξεσπάσει

68

Nicholas Sparks

και να βγάλει από μέσα του την πίκρα, και πολύ πιθανόν αυτό ακριβώς να επιζητούσε ο πατέρας. Ξέροντας ότι η υπόθεση του δεν έχει ελπίδα στο δικαστήριο, ήθελε να ακούσεις αυτοπροσώπως τη δική του άποψη σχετικά με την ιστορία αυτή. Να ξέρεις πώς νιώθουν». Ο Πολ γέλασε πικρά. «Τώρα θα 'πρεπε να αισθανθώ καλύτερα;» Η Αντριάννα τού έσφιξε το χέρι. «Τι περίμενες πως θα συμβεί; Πως θα άκουγαν τις εξηγήσεις σου και θα συμφωνούσαν αμέσως μαζί σου; Αφού προηγουμένως έχουν προ­ σλάβει δικηγόρο και επιμένουν στη μήνυση, παρόλο που ξέρουν πολύ καλά ότι δεν έχουν ελπίδες; Όταν ήδη έχουν ακούσει τις καταθέσεις των άλλων γιατρών; Ήθελαν να έρθεις και να ακούσεις τι πιστεύουν αυτοί, όχι τι πιστεύεις εσύ». Ο Πολ δεν είπε λέξη, αλλά βαθιά μέσα του ήξερε πως είχε δίκιο. Πώς και δεν το εί­ χε σκεφτεί νωρίτερα; «Ξέρω πως δε σου είναι εύκολο να τ' ακούς αυτά», συνέχισε να λέει, «όπως επίσης και ότι έχουν άδικο που κατηγορούν εσένα για ό,τι συνέβη. Σήμερα, όμως, έκανες κάτι σημαντικό γι' αυτούς, και μάλιστα χωρίς να είσαι υποχρεωμένος. Πρέπει να είσαι πε­ ρήφανος για την πράξη σου». «Τίποτα απ' ό,τι έγινε δε σε παραξένεψε, έτσι δεν είναι;» «Η αλήθεια είναι πως όχι». «Το ήξερες από το πρωί ότι θα έρθουν έτσι τα πράγματα; Όταν σ' το είπα για πρώ­ τη φορά;» «Δεν ήμουν σίγουρη, αλλά κάπως έτσι τα φανταζόμουν». Έ ν α χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπο του. «Είσαι το κάτι άλλο, το ξέρεις;» «Αυτό είναι καλό ή κακό;» Της έσφιξε το χέρι και συνειδητοποίησε ότι του άρεσε η αίσθηση ότι ήταν μέσα στο δικό του. Ένιωθε σαν να ήταν κάτι πολύ φυσικό, ένιωθε σαν να κρατούσε αυτό το χέρι χρόνια. «Είναι υπέροχο», της είπε. Την κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας της και η Αντριάννα ξαφνικά συνειδητοποίη­ σε ότι σκόπευε να τη φιλήσει. Αν και ένα κομμάτι του εαυτού της επιθυμούσε αυτό το φι­ λί, η λογική της αμέσως της υπενθύμισε ότι ήταν Παρασκευή και ότι είχαν συναντηθεί την προηγουμένη και ότι σύντομα θα έφευγε. Το ίδιο και εκείνη. Εκτός αυτού, τούτη τη στιγμή δεν ήταν ο εαυτός της. Αυτή η γυναίκα δεν ήταν η πραγματική Αντριάννα — η ανή­ συχη μαμά και κόρη, η σύζυγος που την είχαν εγκαταλείψει για μια άλλη γυναίκα, η κυρία που τακτοποιούσε βιβλία στη βιβλιοθήκη. Αυτό το διήμερο ήταν κάποια άλλη, κάποια άγνωστη. Ζούσε σε ένα όνειρο και, παρότι το όνειρο ήταν ευχάριστο, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα όνειρο. Έκανε ένα βήμα πίσω. Όταν άφησε το χέρι του, είδε στα μάτια του την απογοήτευ­ ση. Όμως εξαφανίστηκε, όταν έστρεψε αλλού το βλέμμα του. Εκείνη χαμογέλασε, καταβάλλοντας προσπάθεια να κρατήσει τη φωνή της σταθερή.

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

69

«Θέλεις ακόμα να με βοηθήσεις με τις δουλειές του σπιτιού; Πριν χαλάσει ο και­ ρός, εννοώ». «Και βέβαια», απάντησε εκείνος. «Περίμενε μόνο να φορέσω πρόχειρα ρούχα». «Έχεις χρόνο. Πρώτα πρέπει να πάω στο μαγαζί, έτσι κι αλλιώς. Ξέχασα να πάρω πάγο και ένα φορητό ψυγείο, για να διατηρήσω λίγο φαγητό σε περίπτωση που κοπεί το ρεύμα». «Εντάξει». Δίστασε για μια στιγμή. «Θα είσαι εντάξει;» «Μην ανησυχείς». Έμεινε για λίγο μετέωρη, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί πως της έλεγε την αλήθεια και μετά έφυγε. Ναι, είχε κάνει το σωστό, είπε μέσα της. Έ π ρ ε π ε να φύγει, έπρεπε να αφήσει το χέρι του. Όμως, καθώς έβγαινε από την πόρτα, ένιωθε ότι είχε χάσει την ευκαιρία να βρει λίγη ευτυχία που της έλειπε τόσο καιρό. Από τον πάνω όροφο ο Πολ άκουσε την Αντριάννα να βάζει μπρος το αυτοκίνητο της. Κοίταξε έξω απ' το παράθυρο, χαζεύοντας τα ορμητικά κύματα, ενώ προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Πριν από λίγα μόλις λεπτά, την ώρα που την κοιτούσε, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε κάτι πρωτόγνωρο, κάτι που εξαφανίστηκε αμέσως μόλις εμ­ φανίστηκε, έτσι ξαφνικά όπως είχε έρθει. Η έκφραση του προσώπου της του έδωσε την εξήγηση. Καταλάβαινε πολύ καλά τις επιφυλάξεις της Αντριάννας — όλοι μας ζούμε σ' έναν κόσμο γεμάτο προκαταλήψεις που, ως γνωστόν, δεν αφήνουν τον αυθορμητισμό και τις ενστικτώδεις αντιδράσεις μας να εκδηλωθούν. Ή ξ ε ρ ε πως αυτό επέβαλε την τάξη στη ζωή όλων μας, αν και οι πράξεις του ιδίου τους τελευταίους μήνες αποτελούσαν μια προ­ σπάθεια να αψηφήσουν αυτά τα εμπόδια, απορρίπτοντας την τάξη που είχε επιβάλει στον εαυτό του για πολλά χρόνια. Δεν μπορούσε όμως να έχει την ίδια απαίτηση και από την Αντριάννα. Η θέση της ήταν τελείως διαφορετική. Οι ευθύνες που είχε αναλάβει στη ζωή, όπως του είχε εξηγήσει την προηγούμενη μέρα, απαιτούσαν σταθερότητα και ικανότητα να προλαβαίνει τα γε­ γονότα. Είχε βρεθεί κι αυτός στην ίδια θέση κάποτε και καταλάβαινε πως αν τώρα είχε τη δυνατότητα να ζήσει με τους δικούς του κανόνες, η Αντριάννα δεν την είχε. Παρ' όλα αυτά, κάτι είχε αλλάξει στο σύντομο διάστημα που είχε ζήσει εκεί. Δεν ήταν σίγουρος πότε ακριβώς. Ί σ ω ς την προηγούμενη μέρα, όταν περπατούσαν στην παρα­ λία, ή τότε που του μίλησε πρώτη φορά για τον πατέρα της, ή εκείνο το πρωί, την ώρα που έτρωγαν μαζί κάτω από το απαλό φως της κουζίνας. Μπορεί και όταν βρέθηκε να της κρατάει το χέρι και να στέκεται πλάι της, νιώθοντας την ασυγκράτητη επιθυμία να πιέσει απαλά τα χείλη του στα δικά της.

70

Nicholas Sparks

Δεν είχε καμιά σημασία. Το σίγουρο ήταν πως είχε αρχίσει να ερωτεύεται μια γυ­ ναίκα που την έλεγαν Αντριάννα και φρόντιζε το Πανδοχείο για χάρη μιας φίλης σε μια παραλιακή κωμόπολη της Βόρειας Καρολίνας.

11

Ο Ρόμπερτ Τόρελσον καθόταν στο παλιό γραφείο του σαλονιού και άκουγε το γιο του να αμπαρώνει τα παράθυρα στο πίσω μέρος του σπιτιού. Στο χέρι του κρατούσε το σημεί­ ωμα του Πολ Φλάνερ* το δίπλωνε και το ξεδίπλωνε αφηρημένα, μην μπορώντας να πι­ στέψει ότι είχε έρθει στ' αλήθεια. Δεν είχε την παραμικρή ελπίδα ότι θα ερχόταν. Αν και του το είχε ζητήσει γραπτώς, ήταν σίγουρος πως θα τον αγνοούσε. Ο Φλάνερ ήταν ένας μεγαλογιατρός της πόλης, που τον αντιπροσώπευαν δικηγόροι με ακριβές γραβάτες και φανταχτερές ζώνες και κανείς απ' αυτό το σινάφι δε φαινόταν να δίνει δεκάρα γι' αυτόν και την οικογένεια του εδώ και ένα χρόνο τώρα. Έτσι είναι οι πλούσιοι της πόλης. Ό σ ο γι' αυτόν, ήταν ευτυχής που δεν ήταν αναγκασμένος να ζει κοντά σε ανθρώπους που περνούσαν τη ζωή τους καθισμέ­ νοι σε γραφεία και ένιωθαν άβολα όποτε η θερμοκρασία στη δουλειά τους ξεπερνούσε τους είκοσι δύο βαθμούς. Απεχθανόταν και όσους είχαν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυ­ τό τους επειδή είχαν καλύτερη μόρφωση ή περισσότερα χρήματα ή μεγαλύτερο σπίτι. Όταν πρωτοείδε τον Πολ Φλάνερ μετά την εγχείρηση, του είχε δώσει την εντύπωση ότι ανήκε σ' αυτή την κατηγορία ανθρώπων. Ή τ α ν στεγνός και απόμακρος και, παρά τις εξη­ γήσεις του, ο σφιγμένος τρόπος με τον οποίο μιλούσε άφησε τον Ρόμπερτ με την αίσθη­ ση ότι δεν υπήρχε περίπτωση να χάσει τον ύπνο του παρά τα όσα είχαν συμβεί. Και αυτό δεν ήταν καθόλου σωστό. Ο Ρόμπερτ είχε ζήσει τη ζωή του με διαφορετικές αρχές, τις ίδιες αρχές που πριν απ' αυτόν είχαν ο πατέρας του και ο παππούς του. Οι ρίζες της οικογένειας του στο Άουτερ Μπανκς πήγαιναν σχεδόν διακόσια χρόνια πίσω. Η μια γενιά μετά την άλλη ψάρευαν στα νερά του Πάμλικο Σάουντ από τότε που τα ψάρια αφθονούσαν τόσο, που έφτανε να ρί­ ξει κανείς ένα δίχτυ για να πιάσει ψάρια ικανά να γεμίσουν την πλώρη του σκάφους. Σή­ μερα όμως όλα ήταν διαφορετικά. Υπήρχαν απαγορεύσεις και κανονισμοί και άδειες και μεγάλες αλιευτικές εταιρείες. Όλοι κυνηγούσαν τα ψάρια, που ήταν λιγότερα από κά­ θε άλλη φορά. Αυτές τις μέρες, όποτε έβγαινε να ψαρέψει με τη βάρκα, ήταν ζήτημα αν έπιανε αρκετά για να αγοράσει τη βενζίνη που χρειαζόταν. Ο Ρόμπερτ Τόρελσον ήταν εξήντα εφτά χρονών, αλλά έδειχνε δέκα χρόνια μεγαλύ­ τερος. Το πρόσωπο του ήταν ρυτιδιασμένο και γεμάτο λεκέδες και το σώμα του έχανε σι­ γά σιγά τη μάχη με το χρόνο. Είχε μια μεγάλη ουλή που ξεκινούσε από το αριστερό μά­ τι του και έφτανε ως το αφτί του. Τα χέρια του πονούσαν απ' τα αρθριτικά και στο δεξί του χέρι δεν είχε παράμεσο. Είχε χάσει το δάχτυλο του όταν είχε πιαστεί σ' ένα βίντσι κα­ θώς τραβούσε τα δίχτυα. Την Τζιλ όμως δεν την πείραζαν όλα αυτά. Και τώρα η Τζιλ είχε φύγει. Πάνω στο γραφείο υπήρχε μια φωτογραφία της που ο Ρόμπερτ δεν παρέλειπε να

72

Nicholas

Sparh

κοιτάζει, όποτε βρισκόταν μόνος στο δωμάτιο. Του έλειπε τόσο πολύ. Του έλειπε ο τρόπος που του έτριβε τους ώμους όταν γύριζε στο σπίτι τα παγωμένα χειμωνιάτικα βράδια, του έλειπε η παρέα της, όταν κάθονταν μαζί να ακούσουν μουσική ή ραδιόφωνο στην πίσω βε­ ράντα, του έλειπε η μυρωδιά της, όταν έβαζε πούδρα στο στήθος της, μια μυρωδιά απλή, καθαρή και φρέσκια σαν νεογέννητου μωρού. Ο Πολ Φλάνερ τού τα είχε στερήσει όλα αυτά. Η Τζιλ, και αυτό το ήξερε πολύ καλά, θα ήταν ακόμα μαζί του αν δεν είχε πατήσει το πόδι της στο νοσοκομείο εκείνη τη μέρα. Ο γιος του είπε ό,τι είχε να πει. Τώρα ήταν η δική του σειρά. Η Αντριάννα πήγε με το αυτοκίνητο μέχρι την πόλη και πάρκαρε στο μικρό πάρκιν του παντοπωλείου, αναστενάζοντας με ανακούφιση που το βρήκε ανοιχτό. Άλλα τρία αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα εδώ κι εκεί έξω από το μαγαζί και όλα τους ήταν καλυμμένα από ένα λεπτό στρώμα αλατιού. Δυο τρεις ηλικιωμένοι άντρες με καπέλα του μπέιζμπολ στέκονταν απέξω καπνίζοντας και πίνοντας καφέ. Ό τ α ν η Αντριάννα βγήκε απ' το αυτοκίνητο, διέκοψαν την κουβέντα τους και γύρισαν να την κοι­ τάξουν. Καθώς περνούσε από μπροστά τους, της έγνεψαν για να τη χαιρετήσουν. Το μαγαζί ήταν ένα χαρακτηριστικό επαρχιώτικο μπακάλικο. Το ξύλινο πάτωμα ήταν ξεφλουδισμένο από τα παπούτσια που σέρνονταν πάνω του, υπήρχαν ανεμιστήρες στο τα­ βάνι και τα ράφια ήταν παραγεμισμένα με χιλιάδες πράγματα, το ένα πάνω στο άλλο. Κο­ ντά στο ταμείο υπήρχε ένα μικρό βαρέλι με τουρσί άνηθου. Δίπλα του ήταν ένα άλλο βα­ ρέλι με καβουρντισμένα φιστίκια. Στο βάθος υπήρχε μια μικρή σχάρα και πάνω στον πά­ γκο φρεσκοψημένα μπιφτέκια και σάντουιτς με ψάρι και, παρόλο που δεν ήταν κανείς εκεί κοντά, η μυρωδιά τηγανισμένης τροφής ήταν διάχυτη στον αέρα. Η παγωνιέρα βρισκόταν στην άλλη γωνία, στο πίσω μέρος του μαγαζιού, δίπλα στους καταψύκτες με τις μπίρες και τα αναψυκτικά. Η Αντριάννα κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Καθώς έπιανε τη λαβή για να ανοίξει το ψυγείο, είδε τον εαυτό της στην τζαμένια πόρτα. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, λες και έβλεπε τη μορφή της με τα μάτια κάποιου άλλου. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που κάποιος τη βρήκε γοητευτική; Από τότε που κάποιος άγνωστος ήθελε να τη φιλήσει; Αν της είχαν κάνει αυτή την ερώτηση πριν έρ­ θει εδώ, θα απαντούσε πως τίποτα απ' αυτά δεν είχε συμβεί από τότε που την εγκατέλειψε ο Τζακ. Αυτό όμως δεν ίσχυε πια. Ό χ ι ακριβώς, τουλάχιστον. Ο Τζακ ήταν ο άντρας της και όχι κάποιος ξένος και, αν υπολογίσουμε και τα δυο χρόνια που έβγαιναν πριν πα­ ντρευτούν, είχαν περάσει σχεδόν είκοσι τρία χρόνια από τότε που έζησε κάτι παρόμοιο. Βέβαια, αν ο Τζακ δεν την είχε εγκαταλείψει, δε θα περνούσε απ' το μυαλό κάτι τέ­ τοιο, τώρα όμως και με αυτές τις συνθήκες τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Είχε ζή­ σει σχεδόν τη μισή ζωή της αδιαφορώντας για κάθε γοητευτικό άντρα και, παρόλο που προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι η κοινή λογική ήταν η αιτία που απέφευγε κά­ θε περιπέτεια, ύστερα από είκοσι τρία χρόνια χωρίς πρακτική εξάσκηση δεν ήξερε πώς

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

73

να χειριστεί την κατάσταση. Ο Πολ της άρεσε πολύ, αυτό δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Δεν την τραβούσε μόνο η ομορφιά του και το γεγονός ότι ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρων, ούτε η γλυκύτητα και οι ήρε­ μοι τρόποι του. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι την έκανε να αισθάνεται επιθυμητή, αυτό που τον έκανε να της φαίνεται συναρπαστικός ήταν η ειλικρινής επιθυμία του να αλλάξει και να γίνει καλύτερος απ' ό,τι είχε υπάρξει στο παρελθόν. Είχε γνωρίσει ανθρώπους σαν αυ­ τόν στη ζωή της —όπως και οι γιατροί έτσι και οι δικηγόροι συχνά δούλευαν από το πρωί ως το βράδυ —, όμως ήταν η πρώτη φορά που συναντούσε κάποιον που όχι μόνο είχε απο­ φασίσει να αλλάξει τους κανόνες στη ζωή του, αλλά το έκανε με τέτοιο τρόπο, που άλλοι στη θέση του θα τρόμαζαν ακόμα και να το σκεφτούν. Υπήρχε κάτι ευγενικό σ' αυτό. Ήθελε να διορθώσει τα ελαττώματα που αναγνώρι­ ζε στον εαυτό του, να εδραιώσει μια καλή σχέση με το γιο του, από τον οποίο είχε αποξενο^θεί, και είχε έρθει εκεί επειδή ένας ξένος αποζητούσε επανόρθωση της αδικίας που είχε υποστεί απ' αυτόν και του το είχε ζητήσει με ένα σημείωμα. Ποιος κάνει τέτοιες κινήσεις; Πόση δύναμη χρειάζεται κανείς για να ενεργήσει κατ' αυτό τον τρόπο; Και πόσο θάρρος; Περισσότερο απ' όσο διέθετε η ίδια, σκέφτηκε. Ό σ ο και αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ένιωθε κολακευμένη που κάποιος σαν αυτόν την έβρι­ σκε γοητευτική. Ενώ τα σκεφτόταν όλα αυτά, άρπαξε τις δύο τελευταίες τσάντες με πάγο και ένα φο­ ρητό ψυγείο Στιροφόουμ και τα πήγε στο ταμείο. Πλήρωσε και βγήκε από το μαγαζί, κα­ τευθυνόμενη προς το αυτοκίνητο. Ο ένας από τους ηλικιωμένους άντρες ήταν ακόμα κα­ θισμένος στη βεράντα και, καθώς τον αποχαιρετούσε με ένα νεύμα, είχε την παράξενη έκφραση του ανθρώπου που έχει παρευρεθεί σε γάμο και σε κηδεία την ίδια μέρα. Στη λίγη ώρα που έλειψε ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει και ο αέρας τη μαστίγωνε καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο. Έτσι όπως φυσούσε και σφύριζε ηχούσε σαν φάντασμα, σαν φλογέρα που παίζει μία και μοναδική νότα. Τα σύννεφα στροβιλίζονταν και συγκρούο­ νταν το ένα με το άλλο, καθώς περνούσαν πάνω απ' το κεφάλι της σχηματίζοντας πυ­ κνές μάζες. Στον ωκεανό τα κύματα έσκαγαν βαριά, ξεπερνώντας το σημείο στο οποίο έφταναν την προηγούμενη μέρα. Καθώς έσκυβε να πιάσει τις σακούλες με τον πάγο, η Αντριάννα είδε τον Πολ να βγαίνει από την καγκελόπορτα. «Άρχισες χωρίς εμένα;» του φώναξε. «Όχι ακριβώς. Ή θ ε λ α να βεβαιωθώ ότι θα έβρισκα ό,τι χρειαζόμαστε. Έδειξε τα πράγματα που είχε να κουβαλήσει. «Θέλεις να σε βοηθήσω να τα μεταφέρεις;» Η Αντριάννα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Μπορώ και μόνη μου. Δεν είναι τό­ σο βαριά». Έδειξε προς την πόρτα. «Θα αρχίσω από δω. Σε πειράζει να πάω στο δω­ μάτιο σου να κλείσω τα παράθυρα;»

74

Nicholas Sparks

«Όχι, πήγαινε. Δε με πειράζει καθόλου». Η Αντριάννα μπήκε στην κουζίνα και τοποθέτησε το φορητό ψυγειάκι δίπλα στο ψυ­ γείο, άνοιξε τις σακούλες με τον πάγο με ένα μαχαίρι για το κρέας και τις άδειασε μέσα. Πήρε λίγο τυρί, όσα φρούτα είχαν περισσέψει από το πρόγευμα και το κοτόπουλο που είχε μείνει από το προηγούμενο βράδυ και τα έβαλε μέσα στον πάγο. Σκέφτηκε πως μπο­ ρεί να μην ήταν κανένα εκλεκτό γεύμα, αλλά ήταν αρκετά καλό στην περίπτωση που δεν μπορούσαν να ετοιμάσουν κάτι άλλο. Μετά, βλέποντας ότι υπήρχε χώρος, πήρε και ένα μπουκάλι κρασί και το έβαλε από πάνω. Στη σκέψη πως θα μοιραζόταν το κρασί με τον Πολ αργότερα είχε την αίσθηση ότι έκανε κάτι απαγορευμένο. Έβγαλε απ' το μυαλό της αυτή τη σκέψη και πέρασε τα επόμενα λεπτά εξετάζοντας τα παράθυρα. Βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν κλειστά και ασφάλισε τους σύρτες των πα­ ντζουριών του ισογείου. Ανέβηκε στο επάνω πάτωμα. Αφού πρώτα πέρασε από τα άδεια δωμάτια, κατευθύνθηκε προς το δικό του. Ξεκλείδωσε, μπήκε μέσα και διαπίστωσε πως ο Πολ είχε στρώσει το κρεβάτι του. Οι σάκοι του ήταν διπλωμένοι και τοποθετημένοι δίπλα στη σιφονιέρα. Τα ρούχα που φορούσε το πρωί ήταν μαζεμένα και τα παπούτσια του ήταν στο πάτωμα κοντά στον τοίχο, το ένα κο­ ντά στο άλλο και με τις μύτες προς τα έξω. Σκέφτηκε ότι τα παιδιά της θα μπορούσαν να δι­ δαχτούν απ' αυτόν πώς να κρατούν τα δωμάτια τους συγυρισμένα. Στο μπάνιο, ενώ έκλεινε το παραθυράκι που ήταν ανοιχτό, έριχνε ταυτόχρονα κλε­ φτές ματιές στο πιατάκι για το σαπούνι και τη βούρτσα που χρησιμοποιούσε για να απλώ­ νει τον αφρό ξυρίσματος. Ή τ α ν και τα δυο ακουμπισμένα δίπλα στο ξυράφι του. Ό λ α ήταν τακτοποιημένα κοντά στο νιπτήρα, δίπλα σ' ένα μπουκάλι με άφτερ σέιβ. Τον φα­ ντάστηκε να στέκεται μπροστά στο νιπτήρα εκείνο το πρωί. Καθώς σκεφτόταν αυτή τη σκηνή κάτι μέσα της της είπε ότι τη χρειαζόταν κάτω. Κούνησε το κεφάλι της, νιώθοντας σαν έφηβη που κρυφοκοιτάζει στο δωμάτιο των γονιών της, και προχώρησε προς το παράθυρο που ήταν δίπλα στο κρεβάτι του. Καθώς το έκλεινε, είδε τον Πολ να κουβαλάει μια από τις κουνιστές πολυθρόνες από τη βεράντα στην αποθήκη κάτω από το σπίτι. Κινούνταν σαν να ήταν είκοσι χρόνια νεότερος. Ο Τζακ ποτέ δεν ήταν έτσι. Με τα χρό­ νια, είχε φαρδύνει γύρω από τη μέση, μάλλον από τα πολλά κοκτέιλ, και η κοιλιά του είχε αρχίσει να τον εμποδίζει όταν έπρεπε να κάνει κάποια χειρωνακτική εργασία. Ο Πολ ήταν τελείως διαφορετικός. Ο Πολ δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον Τζακ και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ενώ βρισκόταν στο δωμάτιο του, η Αντριάννα για πρώτη φορά ένιωσε μια ανεξήγητη ανυπομονησία, παρόμοια με αυτή που νιώθει ένας παίκτης που ελ­ πίζει σε μια τυχερή ζαριά. Κάτω από το σπίτι, ο Πολ έκανε τις απαραίτητες προετοιμασίες. Τα προστατευτικά πλέγματα για τους τυφώνες ήταν από πτυσσόμενο αλουμίνιο, εί­ χαν πλάτος εβδομήντα πέντε εκατοστά, μήκος ένα και ογδόντα περίπου και όλα είχαν ένα

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

75

σημάδι, που υποδείκνυε το παράθυρο που προστάτευαν. Ο Πολ άρχισε να τα ξεχωρί­ ζει, τοποθετώντας τα στο πλάι, βάζοντας τα όμοια μαζί για να μπορέσει να βγάλει άκρη. Τελείωνε όταν εμφανίστηκε η Αντριάννα. Από μακριά έβλεπαν τις αστραπές που απλώνονταν πάνω απ' τα νερά. Παρατήρησε ότι η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει. «Πώς τα πας;» τον ρώτησε. Ούτε η ίδια δεν αναγνώρισε τον τόνο της φωνής της, ήταν σαν να μιλούσε κάποια άλλη γυναίκα. «Τελικά ήταν πιο εύκολο απ' ό,τι πίστευα», της απάντησε. «Αυτό που πρέπει να κά­ νω είναι να ταιριάξω τις εγκοπές, να σπρώξω τα πλέγματα στα υποστηρίγματα και να τα στερεώσω». «Τα ξύλα αυτά χρησιμεύουν για να τα κρατήσουν στη θέση τους;» «Κι αυτά καλά είναι. Οι αρμοί είναι ήδη στη θέση τους, οπότε τώρα πρέπει να το­ ποθετήσω τα ξύλα στις βάσεις και να καρφώσω μερικές πρόκες. Ό π ω ς είπε και η Τζιν, είναι δουλειά για έναν άνθρωπο». «Θα σου πάρει πολλή ώρα;» «Καμιά ώρα. Εσύ μπορείς να περιμένεις μέσα, αν θέλεις». «Δεν μπορώ να κάνω κάτι κι εγώ; Να βοηθήσω, δηλαδή». «Δε νομίζω. Μπορείς όμως να μου κρατήσεις συντροφιά, αν θέλεις». Η Αντριάννα χαμογέλασε ευχαριστημένη με την πρόσκληση που διέκρινε στον τό­ νο της φωνής του. «Εντάξει». Την επόμενη ώρα ο Πολ πήγαινε από παράθυρο σε παράθυρο τοποθετώντας τα πλέγ­ ματα στη θέση τους, ενώ η Αντριάννα του έκανε συντροφιά. Αισθανόταν τη ματιά της καρφωμένη πάνω του και ένιωθε την ίδια αμηχανία που είχε νιώσει και το πρωί, όταν του άφησε το χέρι. Ύστερα από λίγα λεπτά να βρέχει, σιγά στην αρχή αλλά στη συνέχεια πολύ δυνα­ τά. Η Αντριάννα πλησίασε πιο κοντά στο σπίτι για να μη βραχεί, αλλά γρήγορα κατά­ λαβε πως, λόγω του αέρα, αυτό δε θα βοηθούσε πολύ. Ο Πολ συνέχισε στον ίδιο ρυθμό. Η βροχή δε φαινόταν να τον ενοχλεί. Κάλυπτε το ένα παράθυρο μετά το άλλο. Έσπρωχνε μέσα τα πλέγματα, έβαζε τους γάντζους, μετακινούσε τη σκάλα. Την ώρα που τελείωνε με τα παράθυρα και άρχιζε να τοποθετεί τα στηρίγματα, φάνηκαν αστραπές πάνω απ' το νερό και η βροχή δυνάμωσε πάρα πολύ. Ο Πολ συνέχισε να εργάζεται στον ίδιο ρυθμό. Κάρφωνε κάθε καρφί με τέσ­ σερα χτυπήματα, λες και είχε δουλέψει σε ξυλουργείο για χρόνια. Παρά τη βροχή, δε σταμάτησαν να μιλάνε. Η Αντριάννα παρατήρησε ότι εκείνος επέ­ μενε να συζητάει περί ανέμων και υδάτων, αποφεύγοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να πα­ ρερμηνευτεί. Της έλεγε για μερικές επισκευές που είχαν κάνει αυτός και ο πατέρας του στη φάρμα και πως πιθανόν να χρειαζόταν να κάνει κι άλλες στον Ισημερινό, οπότε κα­ λό τού έκανε λίγη εξάσκηση. Ακούγοντας τον να μιλάει για το 'να και για τ' άλλο καταλάβαινε πως πρόθεση του

76

Nicholas Sparks

ήταν να της δώσει το χρόνο που χρειαζόταν, το χρόνο που αυτός θεωρούσε πως εκείνη ήθελε. Καθώς όμως τον παρακολουθούσε, ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να κρατήσει τις αποστάσεις. Ολόκληρη η ύπαρξη του την έκανε να αποζητά κάτι που δεν είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή της: τον τρόπο του να κάνει το κάθετι να φαίνεται εύκολο, το περίγραμμα των γοφών και των ποδιών του μέσα απ' το τζιν, καθώς στεκόταν ψηλά πάνω στη σκάλα, τα μάτια του, που συνεχώς αντανακλούσαν τις σκέψεις και τα συναισθήματα του. Κάτω απ' τη δυνατή βροχή ένιωσε πόσο συναρπαστικός άνθρωπος ήταν και συνειδητοποίησε πώς έπρεπε να είναι και η ίδια. Όταν τελείωσε, το πουκάμισο και το μπουφάν του είχαν γίνει μούσκεμα, ενώ το πρό­ σωπο του ήταν κάτασπρο από το κρύο. Κατέβασε τη σκάλα και τα εργαλεία στην απο­ θήκη και πήγε να συναντήσει την Αντριάννα στη βεράντα. Εκείνη είχε τραβήξει τα μαλ­ λιά της πίσω. Οι απαλές μπούκλες είχαν εξαφανιστεί, όπως επίσης και κάθε ίχνος μακι­ γιάζ. Έτσι αναδεικνυόταν η φυσική ομορφιά της και, παρά τη χοντρή ζακέτα που φο­ ρούσε, ο Πολ ένιωθε το ζεστό θηλυκό σώμα που κρυβόταν από κάτω. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ενώ στέκονταν στη βεράντα, ξέσπασε η καταιγίδα σε όλο της το μεγαλείο. Έ ν α δυνατό αστροπελέκι που ένωσε σαν πύρινη στήλη τον ουρανό με τη θάλασσα έλαμψε και οι βροντές ακούγονταν σαν δυο αυτοκίνητα που είχαν συγκρου­ στεί στον αυτοκινητόδρομο. Ο αέρας λυσσομανούσε λυγίζοντας τα κλαδιά των δέντρων. Η βροχή έπεφτε από τα πλάγια, λες και ήθελε να αναιρέσει τη βαρύτητα. Έμειναν για λίγο ακίνητοι, παρατηρώντας την κοσμοχαλασιά, μια και λίγη βροχή ακόμα δε θα τους έλιωνε. Στο τέλος όμως, μην ξέροντας τι θα ακολουθούσε, έκαναν με­ ταβολή και προχώρησαν αμίλητοι προς το σπίτι.

12

Είχαν ξεπαγιάσει και ήταν μούσκεμα απ' τη βροχή. Έτσι μόλις μπήκαν στο σπίτι, πή­ γαν ο καθένας στο δωμάτιο του. Ο Πολ έβγαλε τα ρούχα του και άνοιξε τη βρύση, περι­ μένοντας έως ότου αρχίσει να βγαίνει πίσω απ' την κουρτίνα του μπάνιου ατμός. Έπει­ τα μπήκε στην μπανιέρα. Ύστερα από μερικά λεπτά το σώμα του είχε ζεσταθεί. Παρό­ λο που έκανε ντους περισσότερη ώρα απ' ό,τι συνήθως και ντύθηκε με την ησυχία του, όταν κατέβηκε, η Αντριάννα δεν ήταν εκεί. Με τα παράθυρα καλυμμένα το σπίτι ήταν σκοτεινό. Ο Πολ άναψε το φως στο σα­ λόνι και κατευθύνθηκε στην κουζίνα για να πιει ένα φλιτζάνι καφέ. Η βροχή χτυπούσε μα­ νιασμένα πάνω στα προστατευτικά πλέγματα, κάνοντας το σπίτι να τραντάζεται. Οι βρο­ ντές ακολουθούσαν η μια την άλλη, ενώ ο θόρυβος που δημιουργούσαν ακουγόταν ταυ­ τόχρονα κοντά και μακριά, όπως σ' έναν πολυσύχναστο σταθμό τρένων. Ο Πολ πήρε το φλιτζάνι του και πήγε ξανά στο σαλόνι. Ακόμα και με αναμμένη τη λάμπα τα κλειστά πα­ ράθυρα σου έδιναν την εντύπωση ότι είχε έρθει το βράδυ. Προχώρησε προς το τζάκι. Έκανε στη άκρη το προστατευτικό και πρόσθεσε τρία κούτσουρα στη φωτιά, σπρώ­ χνοντας τα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διευκολύνει τον αέρα να περνά ανάμεσα τους. Στη συνέχεια πρόσθεσε λίγο προσάναμμα. Κοίταξε γύρω του για σπίρτα και τα βρήκε σ' ένα ξύλινο κουτί πάνω στο ράφι του τζακιού. Μόλις άναψε το πρώτο σπίρτο, η μυρωδιά από θειάφι κυριάρχησε στο χώρο. Το προσάναμμα ήταν ξερό και άναψε αμέσως. Όταν άρπαξαν τα ξύλα, ακούστηκε ένας θόρυβος σαν χαρτί που τσαλακωνόταν. Μέσα σε λίγα λεπτά η βελανιδιά ζέσταινε το χώρο. Ο Πολ μετακίνησε την πολυθρόνα του πιο κοντά και άπλωσε τα πόδια του προς το μέρος της φωτιάς. Ή τ α ν αναπαυτικά, σκέφτηκε, ενώ σηκωνόταν απ' την καρέκλα του, αλλά όχι τέλεια. Διέσχισε το δωμάτιο και έσβησε το φως. Χαμογέλασε. Τώρα είναι πολύ καλύτερα, σκέφτηκε. Πάρα πολύ καλύτερα. Στο δικό της δωμάτιο η Αντριάννα ετοιμαζόταν με την ησυχία της. Όταν ξαναμπήκαν στο σπίτι ήταν αποφασισμένη να ακολουθήσει τη συμβουλή της Τζιν και να γεμίσει την μπα­ νιέρα. Όταν έκλεισε τη βρύση και μπήκε μέσα, άκουσε το νερό να τρέχει στις σωλήνες και κατάλαβε ότι ο Πολ ήταν ακόμα στο μπάνιο. Υπήρχε κάτι αισθησιακό σ' αυτή τη δια­ πίστωση και ένα περίεργο συναίσθημα την πλημμύρισε. Πριν από δυο μέρες ούτε που θα φανταζόταν πως θα της συνέβαινε κάτι τέτοιο. Πο­ τέ δεν είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να νιώσει έτσι για οποιονδήποτε, πόσο μάλλον για κάποιον που μόλις είχε γνωρίσει. Η ζωή της δεν της άφηνε περιθώρια για τέτοια πράγ­ ματα, τουλάχιστον όχι τώρα τελευταία. Ή τ α ν πολύ εύκολο να τα ρίχνει όλα στα παιδιά

78

Nicholas Sparks

ή να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι οι ευθύνες της δεν της άφηναν τον απαιτού­ μενο χρόνο για περιπέτειες. Δεν ήταν όμως η αλήθεια. Μεγάλο ρόλο έπαιξε και η συ­ μπεριφορά της μετά το διαζύγιο. Ένιωθε ακόμα προδομένη και ήταν θυμωμένη με τον Τζακ. Ο καθένας θα την κα­ ταλάβαινε. Όταν σε εγκαταλείπουν για κάποια άλλη, είναι φυσικό να αισθάνεσαι ενο­ χές, όσο κι αν προσπαθείς να τις αποφύγεις. Ο Τζακ την είχε απαρνηθεί, είχε απαρνηθεί την κοινή τους ζωή. Το χτύπημα γι' αυτήν ως συζύγου και μητέρας αλλά και ως γυναί­ κας ήταν εξουθενωτικό. Η δικαιολογία του ότι δεν ήθελε να ερωτευτεί τη Λίντα, πως τάχα συνέβη χωρίς να το καταλάβει, δεν έστεκε. Έ π ρ ε π ε να σκεφτεί τις συνέπειες των πράξεων του και τις πιθανότητες εξέλιξης της σχέσης τους, όταν άρχισε να βγαίνει μαζί της. Ό σ ο κι αν προσπαθούσε να εξομαλύνει τα γεγονότα, ήταν σαν να ομολογούσε στην Αντριάννα ότι όχι μόνο η Λίντα ήταν καλύτερη της από κάθε άποψη, αλλά κι ότι εκείνη δεν είχε κάνει την παραμικρή προσπάθεια για να διορθώσει τα λάθη στη σχέση τους. Πώς λοιπόν μπορούσε να αντιδράσει σε τέτοια ολοκληρωτική απόρριψη; Ή τ α ν εύ­ κολο για τους άλλους να ισχυρίζονται ότι αυτή δεν έφταιγε σε τίποτα, ότι ο Τζακ περ­ νούσε την κρίση της μέσης ηλικίας. Καθόλου δεν την παρηγορούσε αυτό το ενδεχόμε­ νο. Ιδιαίτερα ως γυναίκα. Είναι δύσκολο να νιώθεις αισθησιακή όταν δεν αισθάνεσαι ελ­ κυστική. Όταν μάλιστα για τρία χρόνια δεν έχεις βγει ούτε ένα ραντεβού, επιβεβαιώνεις την ανεπάρκεια σου. Πώς αντιμετώπισε, λοιπόν, την ανεπάρκεια της; Αφιέρωσε τη ζωή της στα παιδιά, στον πατέρα της, στο σπίτι, στη δουλειά της και στους λογαριασμούς. Συνειδητά ή ασυνείδητα σταμάτησε κάθε δραστηριότητα που θα της έδινε την ευκαιρία να σκεφτεί λίγο τον εαυ­ τό της. Σταμάτησε να μιλάει με τις φίλες της στο τηλέφωνο, που την έκαναν να ξεχνιέται για λίγο, έκοψε τους περιπάτους, τα μπάνια και την κηπουρική. Έκανε τα απολύτως απα­ ραίτητα και, παρόλο που πίστευε ότι η ζωή της ήταν απόλυτα τακτική, τώρα αντιλαμβα­ νόταν πως ήταν όλη ένα μεγάλο λάθος. Αυτή η τακτική δεν την είχε βοηθήσει καθόλου. Έτρεχε από το πρωί ως το βράδυ και επειδή δεν περίμενε καμιά ανταμοιβή δε λαχταρούσε τίποτα απολύτως. Η καθημερινό­ τητα της περιλάμβανε τόσες δουλειές, ώστε ο καθένας θα εξουθενωνόταν. Εγκαταλεί­ ποντας τις μικρές απολαύσεις που δίνουν νόημα στη ζωή το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να ξεχάσει ποια ήταν στην πραγματικότητα. Ο Πολ, όπως υποψιαζόταν, είχε καταλάβει τα πάντα γι' αυτήν. Και κατά κάποιο τρό­ πο, κάνοντας παρέα μαζί του, τα κατάλαβε και η ίδια. Αυτό το Σαββατοκύριακο όμως δεν είχε να κάνει απλώς με την αναγνώριση των λα­ θών του παρελθόντος. Είχε να κάνει και με το μέλλον, με το πώς θα ζούσε τη ζωή της από δω και στο εξής. Το παρελθόν ήταν παρελθόν. Ό,τι κι αν έκανε δεν μπορούσε να το διορ­ θώσει. Το μέλλον όμως ήταν ακόμα μπροστά και δεν ήθελε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της νιώθοντας όπως τα τρία τελευταία χρόνια.

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

79

Ξύρισε τα πόδια της και μούλιασε μέσα στην μπανιέρα για λίγο ακόμα, όσο χρειαζό­ ταν για να εξαφανιστούν οι σαπουνάδες και να αρχίσει να κρυώνει το νερό. Σκουπίστη­ κε και —ξέροντας πως η Τζιν δε θα είχε πρόβλημα— πήρε τη λοσιόν από το ντουλάπι. Άπλωσε πρώτα λίγη στα πόδια και στην κοιλιά της και μετά στο στήθος και στα μπράτσα της, απολαμβάνοντας την αναζωογόνηση που της πρόσφερε. Τύλιξε την πετσέτα γύρω της και πήγε μέχρι τη βαλίτσα της. Από συνήθεια έκανε να πιάσει ένα τζιν και ένα πουλόβερ. Όταν όμως τα έβγαλε έξω, τα απέρριψε αμέσως. Αν θέλω πραγματικά ν' αλλάξω τρόπο ζωής, σκέφτηκε, καλό είναι ν' αρχίσω τώρα αμέ­ σως. Δεν είχε φέρει πολλά ρούχα μαζί της, τουλάχιστον τίποτα πιο επίσημο, είχε όμως ένα μαύρο παντελόνι και μια άσπρη μπλούζα, δώρο της Αμάντας για τα Χριστούγεννα. Τα εί­ χε πάρει μαζί της με την ελπίδα πως θα τα χρειαζόταν για να βγει κάποιο βράδυ. Πα­ ρόλο που απόψε δε θα πήγαινε πουθενά, ήταν μια καλή ευκαιρία να τα φορέσει. Στέγνωσε τα μαλλιά της με το πιστολάκι και έφτιαξε μερικές μπούκλες. Ύστερα βά­ φτηκε, έβαλε μάσκαρα, λίγο ρουζ και κραγιόν που είχε αγοράσει πριν από λίγους μή­ νες απ' του Μπελκ, αλλά δεν το είχε χρησιμοποιήσει σχεδόν ποτέ. Έσκυψε κοντά στον καθρέφτη και πρόσθεσε λίγη σκιά στο πάνω βλέφαρο, ακριβώς όση χρειαζόταν για να τονίσει το χρώμα των ματιών της, όπως έκανε και τα πρώτα χρόνια του γάμου της. Ήταν έτοιμη. Φόρεσε την μπλούζα στρώνοντας τη με προσοχή, ευχαριστημένη με την εικόνα που έβλεπε στον καθρέφτη. Χρόνια είχε να δει τον εαυτό της τόσο όμορφο. Βγήκε απ' την κρεβατοκάμαρα. Καθώς περνούσε απ' την κουζίνα, της μύρισε ο κα­ φές. Μια τέτοια μέρα καφέ θα έπινε αυτή την ώρα, που ήταν ακόμα απόγευμα. Αντί όμως να γεμίσει ένα φλιτζάνι, πήρε το τελευταίο μπουκάλι κρασί από το ψυγείο μαζί με ένα ανοιχτήρι και δυο ποτήρια. Ένιωθε υπέροχα, σαν να ήταν και πάλι κυρία του εαυτού της. Μπαίνοντας στο σαλόνι με τα πράγματα, διαπίστωσε ότι ο Πολ είχε ήδη ανάψει το τζάκι και είχε κατά κάποιο τρόπο αλλάξει την εμφάνιση του δωματίου, ώστε να ταιριάζει με τη συναισθηματική της κατάσταση. Το πρόσωπο του φωτιζόταν από τις φλόγες και, πα­ ρόλο που μπήκε αθόρυβα, ήξερε πως εκείνος αντιλήφθηκε την παρουσία της. Γύρισε για να της πει κάτι, αλλά μόλις την είδε έμεινε άφωνος. Το μόνο που έκανε ήταν να την κοιτάζει επίμονα. «Είμαι πολύ επίσημη;» τον ρώτησε. Με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της κούνησε το κεφάλι του. «Όχι... καθόλου. Είσαι πανέμορφη». Η Αντριάννα χαμογέλασε ντροπαλά. «Σ' ευχαριστώ», είπε. Η φωνή της ήταν απα­ λή, σαν ψίθυρος, μια φωνή που ερχόταν απ' τα παλιά. Συνέχισαν να κοιτάζονται έως ότου η Αντριάννα ανασήκωσε το μπουκάλι. «Τι θα 'λεγες για λίγο κρασί;» ρώτησε. «Βλέπω πως πίνεις καφέ, αλλά με την καταιγίδα σκέφτη­ κα πως το κρασί θα 'ταν πιο κατάλληλο».

80

Nicholas Sparks

Ο Πολ ξερόβηξε. «Τέλεια. Να ανοίξω το μπουκάλι;» «Ναι, αν δε θέλεις κομματάκια φελλού μέσα στο κρασί σου. Ποτέ δεν τα κατάφερ­ να σ' αυτά». Ο Πολ σηκώθηκε και εκείνη του έδωσε το ανοιχτήρι. Άνοιξε το μπουκάλι με γρή­ γορες κινήσεις και η Αντριάννα τού κράτησε τα ποτήρια για να σερβίρει. Άφησε το μπου­ κάλι στο τραπέζι και πήρε το ποτήρι του. Κάθισαν στις πολυθρόνες. Η Αντριάννα πα­ ρατήρησε πως ήταν τοποθετημένες πιο κοντά απ' ό,τι την προηγούμενη μέρα. Ή π ι ε μια γουλιά απ' το κρασί της και κατέβασε λίγο το ποτήρι, ενθουσιασμένη με όλα: με την εμφάνιση της, με τον τρόπο που ένιωθε, με τη γεύση του κρασιού και με το ίδιο το δωμάτιο. Η φωτιά λαμπύριζε και οι σκιές που δημιουργούσε χόρευαν γύρω τους. Η βροχή έπεφτε με το τουλούμι πάνω στους τοίχους. «Τι όμορφα που είναι», είπε. «Χαίρομαι που άναψες το τζάκι». Μέσα στο ζεστό αέρα ο Πολ μύρισε ανεπαίσθητα το άρωμα που φορούσε και στρι­ φογύρισε στην καρέκλα του. «Κρύωνα ύστερα από τόση ώρα έξω», είπε. «Όσο περνά­ νε τα χρόνια χρειάζομαι περισσότερη ώρα για να ζεσταθώ». «Ακόμα και με τόση άσκηση; Και εγώ που νόμιζα πως είχες νικήσει το χρόνο». Γέλασε σιγανά. «Πολύ θα το ήθελα». «Μια χαρά κρατιέσαι». «Το λες γιατί δε με έχεις δει το πρωί». «Μα τότε δεν τρέχεις;» «Εννοώ πριν απ' το τρέξιμο. Ό τ α ν σηκώνομαι απ' το κρεβάτι, δεν μπορώ να κου­ νηθώ. Πηγαίνω κουτσαίνοντας σαν γέρος. Πληρώνω το τίμημα για το τρέξιμο τόσων χρό­ νων». Έτσι όπως κουνιόντουσαν μπρος πίσω στις πολυθρόνες τους, έβλεπε την αντανά­ κλαση της φωτιάς μέσα στα μάτια της. «Είχες κανένα νέο απ' τα παιδιά σου σήμερα;» τη ρώτησε, ενώ έκανε απεγνωσμέ­ νες προσπάθειες να μην την κοιτάζει τόσο επίμονα. Έγνεψε καταφατικά. «Μου τηλεφώνησαν την ώρα που έλειπες. Έ κ α ν α ν ετοιμα­ σίες για το ταξίδι τους για σκι, αλλά ήθελαν να επικοινωνήσουν και με τη βάση τους πριν ξεκινήσουν. Θα πάνε στο Σνόουσου στη Δυτική Βιρτζίνια το Σαββατοκύριακο. Το περί­ μεναν εδώ και μήνες». «Μάλλον θα καλοπεράσουν». «Ναι, ο Τζακ είναι καλός σ' αυτά. Όποτε τον επισκέπτονται ετοιμάζει πράγματα που ξέρει πως θα τα ευχαριστήσουν, λες και η ζωή μαζί του θα είναι πάντα ένα μεγάλο πάρ­ τι». Σταμάτησε για λίγο. «Τέλος πάντων. Μένει πολύ μεγάλα διαστήματα μακριά τους, οπότε δε θα άλλαζα με τίποτα τη θέση μου με τη δική του. Τα χρόνια που έχασε δε γυρίζουν πίσω». «Το ξέρω», μουρμούρισε. «Το ξέρω, και πολύ καλά μάλιστα».

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

81

Έκανε μια γκριμάτσα. «Με συγχωρείς. Δεν έπρεπε να το πω αυτό...» Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Δεν πειράζει. Αν και δεν εννοούσες εμένα, ξέρω πως έχω χάσει περισσότερα απ' όσα ελπίζω να αναπληρώσω. Τουλάχιστον όμως προ­ σπαθώ έστω και τώρα να κάνω κάτι. Εύχομαι να πιάσει τόπο». «Θα πιάσει». «Έτσι νομίζεις;» «Είμαι σίγουρη γι' αυτό. Έ χ ω τη γνώμη ότι ανήκεις στους ανθρώπους που κατα­ φέρνουν να φέρουν εις πέρας ό,τι και αν βάλουν στόχο». «Αυτή τη φορά δε θα είναι τόσο εύκολο». «Γιατί;» «Η σχέση μου με τον Μαρκ δεν είναι καθόλου καλή αυτό τον καιρό. Για να ακρι­ βολογώ, είναι ανύπαρκτη. Τα τελευταία χρόνια έχουμε ανταλλάξει ελάχιστες κουβέντες». Τον κοίταξε μην ξέροντας πως να αντιδράσει. «Δεν είχα καταλάβει ότι είχε περά­ σει τόσος καιρός», είπε τελικά. «Πως θα ήταν δυνατόν να το ξέρεις; Είναι κάτι που ντρέπομαι να ομολογήσω». «Τι σκοπεύεις να του πεις; Όταν συναντηθείτε, εννοώ». «Ιδέα δεν έχω». Την κοίταξε. «Έχεις καμιά πρόταση; Μάλλον είσαι καλύτερη από μένα στο ρόλο του γονιού». «Όχι και τόσο. Μάλλον θα πρέπει να μου πεις ποιο είναι το πρόβλημα πρώτα». «Είναι μεγάλη ιστορία». «Έχουμε όλη τη μέρα μπροστά μας, σε περίπτωση που θελήσεις να μου μιλήσεις». Ο Πολ έβαλε κρασί στο ποτήρι του, σαν να ήθελε χρόνο για να το πάρει την από­ φαση. Έπειτα, για μισή ώρα, και με υπόκρουση το λυσσασμένο άνεμο και τη βροχή, της εξιστόρησε πώς είχε μείνει έξω από τη ζωή του Μαρκ όσο καιρό μεγάλωνε, της μίλησε για τον καβγά στο εστιατόριο και για την ανικανότητα του να βρει τρόπο να τα ξανα­ φτιάξουν. Ό τ α ν τελείωσε την ιστορία του, η φωτιά είχε χαμηλώσει. Η Αντριάννα έμει­ νε σκεφτική για λίγο. «Η θέση σου είναι πράγματι δύσκολη», παραδέχτηκε. «Το ξέρω». «Παρ' όλα αυτά το λάθος δεν είναι μόνο δικό σου. Σ' αυτές τις περιπτώσεις ποτέ δε φταίει ο ένας μόνο». «Πολύ φιλοσοφημένο αυτό». «Δεν παύει όμως να είναι η αλήθεια». «Τι μπορώ να κάνω;» «Η μόνη συμβουλή που μπορώ να σου δώσω είναι να μη βιαστείς. Πρώτα θα πρέ­ πει να γνωριστείτε καλά και μετά να αρχίσετε να λύνετε τα προβλήματα σας». Της χαμογέλασε, ενώ παράλληλα σκεφτόταν τα λόγια της. «Ξέρεις τι λέω; Ελπίζω τα παιδιά σου να εκτιμούν την εξυπνάδα σου».

82

Nicholas Sparks

«Προς το παρόν δεν την εκτιμούν όσο θα 'πρεπε, αλλά έχω ελπίδες ακόμα». Γέλασε, ενώ σκεφτόταν πως το απαλό φως έκανε το δέρμα της να λάμπει. Έ ν α κού­ τσουρο σπινθήρισε. Ο Πολ έβαλε κι άλλο κρασί στα ποτήρια. «Πόσο καιρό σκοπεύεις να μείνεις στον Ισημερινό;» τον ρώτησε. «Δεν το έχω σκεφτεί ακόμα. Υποθέτω ότι αυτό θα εξαρτηθεί από τον Μαρκ και από το πόσο εκείνος με θέλει να μείνω». Στριφογύρισε το κρασί μέσα στο ποτήρι του και την κοίταξε. «Υπολογίζω τουλάχιστον ένα χρόνο. Έτσι είπα και στο διευθυντή». «Και μετά θα γυρίσεις;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ποιος ξέρει. Θα μπορούσα να πάω οπουδήποτε. Δεν έχω κάτι να με περιμένει στο Ράλι. Για να σου πω την αλήθεια, δεν έχω καν σκεφτεί τι θα κάνω όταν γυρίσω. Μπορεί να αναλάβω κανένα πανδοχείο που οι ιδιοκτήτες του λείπουν από την πόλη». Έσκασε στα γέλια. «Μου φαίνεται πως θα βαριόσουν τη ζωή σου αν έκανες κάτι τέτοιο». «Θα ήμουν καλός όμως, αν ερχόταν καμιά καταιγίδα». «Ναι, αλλά θα 'πρεπε να μάθεις και να μαγειρεύεις». «Σωστά». Ο Πολ την κοίταξε, ενώ το πρόσωπο του ήταν μισοκρυμμένο στη σκιά. «Τό­ τε ίσως μετακομίσω στο Ρόκι Μάουντ και καθίσω εκεί να το σκεφτώ». Ακούγοντας αυτά τα λόγια η Αντριάννα ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στα μάγουλα της. Κούνησε το κεφάλι της και γύρισε το πρόσωπο της από την άλλη. «Μην το λες αυτό». «Να μη λέω τι;» «Να μη λες πράγματα που δεν τα εννοείς». «Πως ξέρεις ότι δεν τα εννοώ;» Απέφυγε τη ματιά του και δεν του έδωσε καμιά απάντηση. Στην ακινησία του δω­ ματίου, διέκρινε το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει. Μια σκιά φόβου είχε απλωθεί στο πρόσωπο της και εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει αν οφειλόταν στο ότι θα ήθελε να πάει, αλλά φοβόταν πως δε θα το κάνει, ή στο ότι δεν ήθελε και φοβόταν πως θα πή­ γαινε. Άπλωσε το χέρι του και ακούμπησε το μπράτσο της. Όταν μίλησε ξανά, η φωνή του ήταν απαλή, σαν να προσπαθούσε να καθησυχάσει ένα μικρό παιδί. «Λυπάμαι αν σε έφερα σε δύσκολη θέση», της είπε, «αλλά αυτό το Σαββατοκύρια­ κο... είναι κάτι που δεν περίμενα να υπάρχει. Θέλω να πω, είναι σαν όνειρο. Εσύ είσαι ένα όνειρο». Ένιωσε τη ζεστασιά του χεριού του να τη διαπερνάει και να φτάνει μέχρι τα κόκαλα της. «Κι εγώ πέρασα πολύ καλά», του είπε. «Όμως δε νιώθεις όπως εγώ». Τον κοίταξε. «Πολ... εγώ...»

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

83

«Δε χρειάζεται να πεις τίποτα...» Δεν τον άφησε να τελειώσει. «Ναι, χρειάζεται. Περιμένεις μια απάντηση και θέλω να σ' τη δώσω, εντάξει;» Έμεινε σιωπηλή για λίγο για να συγκροτήσει τις σκέψεις της. «Όταν χώρισα από τον Τζακ, δεν τελείωσε μόνο ο γάμος μας. Πήραν τέλος και τα όνει­ ρα μου για το μέλλον και η ίδια μου η οντότητα. Σκέφτηκα να συνεχίσω τη ζωή μου και το προσπάθησα, αλλά διαπίστωσα ότι δε με ενδιέφερε πια. Οι άντρες δεν έδειχναν κανέ­ να ενδιαφέρον για μένα και αναγκάστηκα να μαζευτώ στο καβούκι μου. Αυτό το Σαβ­ βατοκύριακο με ταρακούνησε και με έκανε να καταλάβω πως ακόμα υπάρχει ελπίδα και για μένα». «Δεν είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνω τι προσπαθείς να μου πεις». «Δε σου τα λέω όλα αυτά για να σου πω όχι. Θα ήθελα να σε ξαναδώ. Είσαι έξυπνος και γοητευτικός, και αυτές οι δυο μέρες έχουν για μένα περισσότερη σημασία απ' όση μπορείς να φανταστείς. Αλλά να μετακομίσεις στο Ρόκι Μάουντ; Έ ν α ς χρόνος είναι πο­ λύ μεγάλο διάστημα και δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς θα νιώθουμε μέχρι τότε. Κοίτα­ ξε πόσο άλλαξες τους τελευταίους έξι μήνες. Μπορείς να με διαβεβαιώσεις ότι θα αι­ σθάνεσαι το ίδιο ύστερα από ένα χρόνο;» «Ναι, μπορώ», της απάντησε εκείνος. «Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» Έ ξ ω η θύελλα μαινόταν, ουρλιάζοντας καθώς χτυπούσε με μανία πάνω στο σπίτι. Η βροχή σφυροκοπούσε τους τοίχους και τη στέγη. Το παλιό Πανδοχείο έτριζε κάτω από τη συνεχή πίεση. Ο Πολ έβαλε το ποτήρι με το κρασί στο πλάι. Κοίταξε την Αντριάννα, βέβαιος πως δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφη γυναίκα. «Είμαι σίγουρος γιατί είσαι ο μόνος λόγος για τον οποίο θα αποφάσιζα να ξαναγυ­ ρίσω». «Πολ... μη...» Έκλεισε τα μάτια της και για μια στιγμή ο Πολ νόμισε πως θα λιποθυμούσε. Η σκέ­ ψη αυτή τον τρομοκράτησε περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε και ένιωσε τις τελευταίες επι­ φυλάξεις του να τον εγκαταλείπουν. Κοίταξε το ταβάνι, ύστερα το πάτωμα και τέλος η ματιά του καρφώθηκε στην Αντριάννα. Σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα του και πήγε στο πλάι της. Με το ένα του δάχτυλο έστρεψε το πρόσωπο της προς το μέρος του σίγουρος πια πως ήταν ερωτευμένος μαζί της, με καθετί επάνω της. «Αντριάννα...» ψιθύρισε, και όταν τελικά εκείνη έστρεψε τα μάτια της προς το μέρος του, είδε τη λαχτάρα στα μάτια του. Δεν μπορούσε να πει τις λέξεις, εκείνη όμως τις άκουγε, σαν από διαίσθηση, και αυτό της ήταν αρκετό. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, καθώς την είχε αιχμαλωτίσει μέσα στην επίμονη ματιά του, συνειδητοποίησε πως κι αυτή ήταν ερωτευμένη μαζί του.

84

Nicholas Sparks

Έμειναν για λίγο να κοιτάζονται αναποφάσιστοι, ύστερα ο Πολ έπιασε το χέρι της. Με έναν αναστεναγμό η Αντριάννα αφέθηκε, γέρνοντας πίσω στην πολυθρόνα της, ενώ ο αντίχειρας του χάιδευε το δέρμα της. Εκείνος χαμογέλασε περιμένοντας ανταπόκριση, όμως η Αντριάννα προτίμησε να μείνει ήσυχη μέσα στην ευτυχία της. Δυσκολευόταν να διαβάσει την έκφραση της, κατά κάποιο τρόπο όμως ήταν σίγουρος ότι τα αισθήματα του έβρισκαν ανταπόκριση: ελπίδα και φόβος, σύγχυση και αποδοχή, πάθος και αυτοσυγκράτηση. Για να της δώσει χρόνο να συνέλθει, άφησε το χέρι της και περίμενε. «Ας βάλω ένα κούτσουρο στη φωτιά», της είπε. «Αρχίζει να σβήνει». Έγνεψε αμίλητη. Με τα μάτια μισόκλειστα τον παρακολουθούσε να ανακατεύει τη φωτιά, ενώ το παντελόνι του έσφιγγε τους γοφούς του. Δεν είναι δυνατόν να μου συμβαίνει κάτι τέτοιο, σκεφτόταν. Ή τ α ν σαράντα πέντε χρονών, για όνομα του Θεού, δεν ήταν έφηβη. Ή τ α ν αρκετά ώριμη για να ξέρει πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Ή τ α ν μόνο ένα επακόλουθο της κα­ ταιγίδας, του κρασιού και της μοναξιάς της. Ή τ α ν ένας συνδυασμός πολλών πραγμάτων, είπε μέσα της, αλλά δεν ήταν έρωτας. Όμως, καθώς τον κοιτούσε να βάζει ακόμα ένα ξύλο στη φωτιά με τα μάτια του καρ­ φωμένα στο τζάκι, βεβαιώθηκε πως ήταν. Το βλέμμα του και το τρέμουλο της φωνής του καθώς ψιθύριζε το όνομα της... ένιωθε πως τα αισθήματα του ήταν αληθινά. Ό π ω ς και τα δικά της άλλωστε. Τι σήμαιναν όμως όλα αυτά; Για κείνον και για κείνη; Ό σ ο υπέροχο και αν ήταν το ότι την αγαπούσε, δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που είχε να αντιμετωπίσει. Στα μάτια του είχε διαβάσει την ερωτική επιθυμία και αυτό τη φόβιζε περισσότερο κι απ' το γεγονός ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της. Πάντα πίστευε πως η ερωτική πράξη σήμαινε κάτι περισ­ σότερο από μια στιγμιαία απόλαυση μεταξύ δυο ανθρώπων. Εμπεριείχε όλα όσα μοιρα­ ζόταν ένα ζευγάρι: εμπιστοσύνη και δέσμευση, ελπίδες και όνειρα, μια υπόσχεση να αντι­ μετωπίσουν μαζί κάθε αναποδιά που θα έβρισκαν μπροστά τους. Ποτέ δεν ενέκρινε τις επαφές της μιας νύχτας, ούτε καταλάβαινε τους ανθρώπους που πήγαιναν από κρεβάτι σε κρεβάτι. Καταντούσε κάτι χωρίς σημασία, κάτι ανάλογο με ένα φιλί στο κεφαλόσκαλο. Ακόμα κι αν αγαπούσαν ο ένας τον άλλο, ήταν σίγουρη πως όλα θα άλλαζαν αν επέ­ τρεπε στον εαυτό της να ενδώσει στα αισθήματα της. Θα γκρέμιζε ένα τείχος που είχε υψώσει στο μυαλό της και θα περνούσε τα όρια, χωρίς να μπορεί να γυρίσει πίσω. Ή ξ ε ­ ρε πως, αν έκανε έρωτα με τον Πολ, θα δημιουργούσε ένα δεσμό ανάμεσα τους για όλη τους τη ζωή και δεν ήταν σίγουρη πως ήταν έτοιμη για κάτι ανάλογο. Επίσης, δεν ήταν καθόλου σίγουρη για το τι ακριβώς έπρεπε να κάνει. Ο Τζακ ήταν ο μοναδικός άντρας της ζωής της και για δεκαοχτώ χρόνια δεν είχε επιθυμήσει κανέ­ ναν άλλο. Ακόμα και η πιθανότητα να πάει με κάποιον άλλο την έκανε να νιώθει άβο­ λα. Η ερωτική πράξη ήταν ένας ευγενικός χορός, κατά τη διάρκεια του οποίου ο καθένας

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

85

έδινε και έπαιρνε. Και μόνο η σκέψη ότι θα μπορούσε να τον απογοητεύσει την απέτρε­ πε απ' το να δώσει οποιαδήποτε συνέχεια. Απ' την άλλη όμως, της ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί. Φτάνει πια. Δεν μπορούσε να παραβλέψει τον τρόπο με τον οποίο την κοιτούσε, ούτε τα συναισθήματα της γι' αυτόν. Ο λαιμός της είχε στεγνώσει και τα πόδια της έτρεμαν, καθώς στεκόταν μπροστά στην πολυθρόνα της. Ο Πολ σκάλιζε ακόμα τη φωτιά. Τον πλησίασε και έβαλε τα χέρια της ανάμεσα στο λαιμό και τους ώμους του. Ένιωσε τους μυς του να σκληραίνουν για μια στιγμή, όταν όμως πήρε βαθιά ανάσα, μαλάκωσαν ξανά. Γύρισε και την κοίταξε και τό­ τε πια εκείνη δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Ήξερε πως έκανε αυτό που έπρεπε, όπως άλλωστε κι εκείνος, και καθώς στεκόταν πίσω του ήταν πια σίγουρη πως ακολουθούσε το σωστό δρόμο. Έ ν α αστροπελέκι έκοψε τον ουρανό στα δύο. Ο αέρας και η βροχή σαν ένα χέρι χτυ­ πούσαν ανελέητα τους τοίχους. Το δωμάτιο ζεστάθηκε περισσότερο μόλις οι φλόγες άρ­ χισαν να δυναμώνουν. Ο Πολ σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά της. Η έκφραση του ήταν πολύ τρυφερή όταν άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της. Περίμενε να τη φιλήσει, μα δεν το έκανε. Αντί γι' αυτό, πήρε το χέρι της και το ακούμπησε στο μάγουλο του, έχοντας τα μάτια του κλει­ στά, σαν να ήθελε να κρατήσει το άγγιγμα της στη μνήμη του. Ο Πολ φίλησε το χέρι της και μετά το άφησε. Άνοιξε τα μάτια του και έσκυψε το κεφάλι. Την πλησίασε μέχρι που τα χείλη του άγγιξαν το πρόσωπο της γεμίζοντας το φι­ λιά, ώσπου έφτασε στα χείλη της. Άφησε ελεύθερο τον εαυτό της και ένιωσε τα χέρια του να τυλίγονται γύρω της. Τα στήθη της πιέζονταν πάνω στο στέρνο του. Καθώς τη φιλούσε για δεύτερη φορά, ένιω­ σε τα γένια του να της γρατσουνάνε ελαφρά το πρόσωπο. Τα χέρια του χάιδεψαν την πλάτη και τα μπράτσα της, ενώ εκείνη άνοιγε τα χείλη της για να νιώσει την υγρασία της γλώσσας του. Τη φίλησε στο λαιμό και στο μάγουλο και όταν το χέρι του άγγιξε την κοιλιά της νόμισε πως τη διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Η ανάσα της κόπηκε όταν το χέρι του κινήθηκε προς το στήθος της και όλος ο κόσμος μεταβλήθηκε σε κάτι πολύ μακρινό και φανταστικό όταν άρχισαν να φιλιούνται ξανά και ξανά. Ό λ α είχαν τελειώσει πια και για τους δυο και, καθώς σφίγγονταν περισσότερο ο ένας πάνω στον άλλο, δεν ήταν απλώς σαν να αγκαλιάζονταν, αλλά σαν να έδιωχναν μακριά όλες τις θλιβερές αναμνήσεις. Βύθισε τα χέρια του στα μαλλιά της και κείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του, ακούγοντας την καρδιά του να χτυπά γρήγορα όπως και η δική της. Ύστερα από λίγο, όταν κατάφεραν να ξεκολλήσουν ο ένας απ' τον άλλο, τον πήρε απ' το χέρι. Έ κ α ν ε ένα βήμα πίσω και, τραβώντας τον μαλακά, τον οδήγησε επάνω, στο δωμάτιο του.

13

Μέσα στην κουζίνα, η Αμάντα κοιτούσε επίμονα τη μάνα της. Δεν είχε βγάλει μιλιά από την ώρα που η Αντριάννα είχε αρχίσει να διηγείται την ιστορία της και είχε αδειάσει δυο ποτήρια κρασί - το δεύτερο λίγο πιο γρήγορα από το πρώτο. Τώρα ήταν και οι δυο σιωπηλές. Η Αντριάννα ένιωθε ότι η κόρη της αγωνι­ ούσε να μάθει τι συνέβη στη συνέχεια. Δεν ήταν διατεθειμένη να της πει λεπτομέρειες και δε χρειαζόταν άλλωστε. Η Αμά­ ντα ήταν μεγάλη γυναίκα. Ή ξ ε ρ ε πολύ καλά τι σημαίνει να κάνεις έρωτα με έναν άντρα. Ήταν επίσης σε θέση να καταλάβει πως, όσο υπέροχο κι αν ήταν το να μοιράζονται ένα τέτοιο μυστικό, αυτό ήταν όλο. Μέχρι εδώ. Αγαπούσε τον Πολ και αν δε σήμαινε τόσα πολλά γι' αυτήν, αν ό,τι είχε συμβεί εκείνο το Σαββατοκύριακο ήταν μονάχα μια σαρκι­ κή απόλαυση, θα το θυμόταν σαν μια ευχάριστη ανάμνηση, ιδιαίτερα ύστερα από τόση μοναξιά. Αυτό που μοιράστηκαν, όμως, ήταν συναισθήματα θαμμένα βαθιά μέσα τους για πολλά χρόνια, συναισθήματα που ανήκαν αποκλειστικά στους δυο τους. Και μόνο σ' αυ­ τούς. Έπειτα η Αμάντα ήταν κόρη της. Μπορεί να θεωρούνταν παλιομοδίτικο, αλλά ποτέ δε θα συζητούσε τέτοιες λεπτομέρειες με την κόρη της. Το θεωρούσε ανάρμοστο. Με­ ρικοί το έκαναν, αλλά η Αντριάννα ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί. Πίστευε πως η κρεβατοκάμαρα ήταν χώρος αυστηρά προσωπικός. Ακόμα και αν ήθελε να της τα πει, δε θα 'βρισκε τα κατάλληλα λόγια. Ποιες λέξεις θα μπορούσαν να περιγράψουν πως ένιωσε όταν άρχισε να ξεκουμπώνει την μπλούζα της ή την ανατριχίλα που απλώθηκε στο κορμί της όταν τα δάχτυλα του άγγιξαν την κοιλιά της; Πώς να περιγράψεις τη θέρμη των κορμιών που ενώνονται; Τα απαλά χείλη του όταν τη φιλούσε και την ευχαρίστηση που ένιωθε όταν βύθιζε τα δάχτυλα της στο δέρμα του; Με τι λόγια να περιγράψει τον τρόπο που ηχούσαν οι ανάσες τους, που γίνονταν όλο και πιο γρήγορες όσο τα σώματα τους κινούνταν σαν να 'ταν ένα; Όχι, ήταν αδύνατον να μιλήσει γι' αυτά τα πράγματα. Ή τ α ν προτιμότερο να αφή­ σει την κόρη της να φαντάζεται τι συνέβη, γιατί η Αντριάννα ήξερε πως μόνο με τη φα­ ντασία της θα μπορούσε να συλλάβει ένα ελάχιστο από τη μαγεία που είχε νιώσει στην αγκαλιά του Πολ. «Μαμά;» ψιθύρισε τελικά η Αμάντα. «Θέλεις να μάθεις τι συνέβη;» Η Αμάντα ξεροκατάπιε. «Ναι», απάντησε η Αντριάννα. «Θέλεις να πεις...» «Ναι», επανέλαβε.

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

87

Η Αμάντα ήπιε λίγο κρασί. Η καρδιά της σφίχτηκε και ακούμπησε το ποτήρι στο τρα­ πέζι. «Και;...» Η Αντριάννα έσκυψε μπροστά, σαν να ήθελε να μην την ακούσει κανείς άλλος. «Ναι», ψέλλισε, και στη συνέχεια κοίταξε μακριά, με τη σκέψη της να ταξιδεύει στο παρελθόν. Είχαν κάνει έρωτα εκείνο το απόγευμα και είχαν περάσει την υπόλοιπη μέρα στο κρεβάτι. Η καταιγίδα λυσσομανούσε έξω από το σπίτι —ξερίζωνε φυλλωσιές και χτυ­ πούσε τα δέντρα που είχε λυγίσει ο άνεμος πάνω στους τοίχους του σπιτιού— και ο Πολ την κρατούσε σφιχτά, με τα χείλη του στο μάγουλο της. Ανακαλούσαν μνήμες απ' το πα­ ρελθόν και συζητούσαν τα όνειρα τους για το μέλλον, έκπληκτοι και οι δυο από τις σκέ­ ψεις και τα συναισθήματα που τους είχαν οδηγήσει σ' αυτή τη στιγμή. Ήταν μια καινούρια εμπειρία και γι' αυτήν και για τον Πολ. Τα τελευταία χρόνια του γάμου της με τον Τζακ — ίσως και κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έγγαμου βίου της, αν το καλοσκεφτεί—, όποτε έκαναν έρωτα, το έκαναν απρόθυμα, χωρίς το απαιτούμενο πά­ θος και γρήγορα, ώσπου κατάντησε πράξη διόλου συναρπαστική και με παντελή έλλειψη τρυφερότητας. Σπάνια μιλούσαν μετά, μια και ο Τζακ συνήθως γύριζε απ' την άλλη και αποκοιμιόταν στο λεπτό. Ο Πολ όχι μόνο την είχε κρατήσει στην αγκαλιά του για ώρες μετά, αλλά με τον τρό­ πο του της έδειξε πως το τρυφερό αγκάλιασμα μετά τον έρωτα ήταν και γι' αυτόν εξίσου σημαντικό όσο και η ερωτική επαφή που είχαν μόλις μοιραστεί. Της φιλούσε τα μαλλιά και το πρόσωπο και κάθε φορά που χάιδευε ένα μέρος του σώματος της της έλεγε πόσο όμορ­ φη ήταν και της τόνιζε πόσο τη λάτρευε, με το σοβαρό και γεμάτο σιγουριά ύφος του που εκείνη σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα είχε μάθει να αγαπά. Επειδή τα παράθυρα ήταν αμπαρωμένα, δεν πήραν είδηση πως ο ουρανός είχε πά­ ρει ένα θολό, μαύρο χρώμα. Τα κύματα παρασύρονταν από τον άνεμο, χτυπούσαν μα­ νιωδώς τους αμμόλοφους και τους διέλυαν. Το νερό πάφλαζε στα θεμέλια του Πανδο­ χείου. Η κεραία στη στέγη του σπιτιού είχε παρασυρθεί και είχε πέσει στην άλλη με­ ριά του νησιού. Η άμμος και η βροχή προσπαθούσαν να διαπεράσουν την κάσα της πί­ σω πόρτας, καθώς εκείνη ταρακουνιόταν από τη δύναμη της καταιγίδας. Το ηλεκτρικό κόπηκε νωρίς το πρωί. Έ κ α ν α ν έρωτα ακόμα μια φορά μέσα στο πυκνό σκοτάδι, κα­ θοδηγούμενοι μόνο από την αφή, και αφού τελείωσαν αποκοιμήθηκαν ο ένας στην αγκα­ λιά του άλλου, την ώρα που το μάτι του κυκλώνα περνούσε πάνω απ' τη Ροδάνθη.

14

Όταν ξύπνησαν το Σάββατο το πρωί, πεινούσαν σαν λύκοι. Η καταιγίδα ξεθύμαινε σι­ γά σιγά, αλλά ακόμα δεν είχαν ηλεκτρικό. Ο Πολ έφερε το ψυγειάκι στο δωμάτιο και έφαγαν στο κρεβάτι, πότε γελαστοί και πότε σοβαροί, πειράζοντας ο ένας τον άλλο, μέ­ νοντας σιωπηλοί, απολαμβάνοντας ο ένας την παρουσία του άλλου και τις στιγμές που περνούσαν μαζί. Κατά το μεσημέρι ο άνεμος είχε καταλαγιάσει αρκετά. Έτσι μπόρεσαν να βγουν έξω και να σταθούν στη βεράντα. Ο ουρανός πάνω απ' τα κεφάλια τους είχε αρχίσει να κα­ θαρίζει, αλλά η παραλία είχε γίνει σαν σκουπιδότοπος από τα συντρίμμια: παλιά λάστι­ χα και σκαλοπάτια που είχε ξεράσει η θάλασσα, αφού πρώτα τα φουσκωμένα από την παλίρροια κύματα τα είχαν ξεκολλήσει από σπίτια που βρίσκονταν πολύ κοντά στο νερό. Ο αέρας είχε αρχίσει να ζεσταίνεται. Έ κ α ν ε ακόμα κρύο και ήταν αδύνατον να βγει κανείς έξω χωρίς ζακέτα, αλλά η Αντριάννα έβγαλε τα γάντια της για να νιώσει το χέρι του Πολ μέσα στο δικό της. Το ηλεκτρικό ήρθε γύρω στις δυο, κόπηκε και ξαναήρθε για τα καλά πλέον είκοσι λε­ πτά αργότερα. Το φαγητό στο ψυγείο δεν είχε χαλάσει, οπότε η Αντριάννα έψησε μπρι­ ζόλες και έφαγαν με την ησυχία τους, αφού άνοιξαν και το τρίτο μπουκάλι κρασί. Ύστε­ ρα έκαναν μπάνιο μαζί. Ο Πολ κάθισε πίσω της και, καθώς είχε ακουμπισμένο το κε­ φάλι της στο στήθος του, περνούσε το σφουγγάρι πάνω απ' το στομάχι και τα στήθη της. Η Αντριάννα έκλεισε τα μάτια και βυθίστηκε στην αγκαλιά του, νιώθοντας το ζεστό νε­ ρό να τρέχει πάνω στο δέρμα της. Εκείνο το βράδυ πήγαν στην πόλη. Η Ροδάνθη αποκτούσε ξανά το ρυθμό της μετά την καταιγίδα. Πέρασαν μέρος της βραδιάς τους σ' ένα μπαρ, ακούγοντας μουσική από το τζουκμπόξ και χορεύοντας. Το μπαρ ήταν γεμάτο ντόπιους που ήθελαν να μοιραστούν τις εμπειρίες τους από την καταιγίδα, οπότε ο Πολ και η Αντριάννα ήταν οι μόνοι που τόλ­ μησαν να χορέψουν. Την τράβηξε κοντά του και άρχισαν να κινούνται αργά. Κόλλησε το σώμα της στο δικό του, αδιαφορώντας για τα σχόλια και τις ματιές των άλλων τακτικών πελατών. Την Κυριακή ο Πολ κατέβασε τα προστατευτικά πλέγματα, τα έβαλε στην αποθήκη και ύστερα ανέβασε ξανά τις κουνιστές πολυθρόνες στη βεράντα. Ο ουρανός ήταν κα­ θαρός για πρώτη φορά μετά την καταιγίδα, οπότε πήγαν περίπατο στην παραλία, όπως είχαν κάνει το βράδυ που γνωρίστηκαν, προσέχοντας πόσο διαφορετικά ήταν τώρα τα πράγματα. Ο ωκεανός είχε σκάψει μεγάλες, βαθιές και άγριες αυλακιές εκεί που τα νε­ ρά είχαν παρασύρει κομμάτια απ' την παραλία και κάμποσα δέντρα είχαν λυγίσει και εί­ χαν πέσει στο έδαφος. Ό τ α ν βρέθηκαν περίπου στο ένα μίλι μακριά από το Πανδοχείο, στάθηκαν για να κοιτάξουν ένα σπίτι που το μισό στηριζόταν ακόμα στους πασσάλους,

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

89

ενώ το υπόλοιπο είχε πέσει πάνω στην άμμο, θύμα της φουσκωμένης θάλασσας. Οι πε­ ρισσότεροι τοίχοι του είχαν στραβώσει, τα παράθυρα είχαν σπάσει και μέρος της σκεπής είχε παρασυρθεί απ' τον αέρα πέρα μακριά. Έ ν α πλυντήριο πιάτων ήταν πεταμένο δί­ πλα σε ένα σωρό από σπασμένα πηχάκια απ' τις γρίλιες, που κάποτε βρίσκονταν στη βεράντα. Κοντά στο δρόμο ήταν συγκεντρωμένοι μερικοί άνθρωποι, τραβούσαν φωτο­ γραφίες για την ασφαλιστική εταιρεία, αντιλαμβανόμενοι για πρώτη φορά τη δύναμη της καταιγίδας. Ό τ α ν ξεκίνησαν πάλι τον περίπατο τους, η παλίρροια άρχιζε να μπαίνει. Περπα­ τούσαν αργά, με τους ώμους τους να ακουμπούν ελαφρά, όταν βρήκαν το κοχύλι. Η εξω­ τερική του επιφάνεια, σαν τυλιγμένη κορδέλα, ήταν μισοχωμένη στην άμμο και πολλά μι­ κρά κομμάτια από σπασμένες αχιβάδες ήταν σκορπισμένα γύρω του. Όταν της το έδω­ σε, το έβαλε στο αφτί της. Ό τ α ν ισχυρίστηκε πως άκουγε τον ωκεανό μέσα απ' αυτό ο Πολ άρχισε να την πειράζει. Την αγκάλιασε, λέγοντας της πως ήταν τόσο τέλεια όσο και το κοχύλι που μόλις είχαν ανακαλύψει. Αν και η Αντριάννα ήξερε ότι θα το κρατούσε για πάντα, δεν μπορούσε να φανταστεί πόση σημασία θα αποκτούσε κάποτε γι' αυτήν. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που είχε σημασία ήταν το ότι βρισκόταν στην αγκαλιά του αγαπημένου της και μοναδική της ευχή ήταν να μείνει εκεί για πάντα. Τη Δευτέρα το πρωί ο Πολ σηκώθηκε απ' το κρεβάτι πριν ξυπνήσει εκείνη και, παρά τον ισχυρισμό του πως δεν είχε ιδέα από μαγειρική, την εξέπληξε φέρνοντας της πρωι­ νό στο κρεβάτι πάνω σ' ένα δίσκο. Ξύπνησε από το άρωμα του φρέσκου καφέ. Κάθισε κοντά της καθώς έτρωγε, γελώντας, ενώ εκείνη έγερνε πάνω στα μαξιλάρια στην προ­ σπάθεια της να κρατήσει το σεντόνι αρκετά ψηλά για να καλύπτει το στήθος της. Το φρυγανισμένο ψωμί ήταν νοστιμότατο, το μπέικον τραγανιστό, χωρίς να είναι καμένο, και η ομελέτα είχε τη σωστή ποσότητα τριμμένου τυριού τσένταρ. Τα παιδιά της της είχαν φέρει μερικές φορές πρωινό στο κρεβάτι ανήμερα της γιορ­ τής της μητέρας, όμως ήταν η πρώτη φορά που ένας άντρας της έκανε κάτι τέτοιο. Ο Τζακ δεν ήταν ο τύπος που θα σκεφτόταν τέτοια πράγματα. Όταν τέλειωσε, ο Πολ πήγε για τρέξιμο και η Αντριάννα έκανε ντους και ντύθηκε. Όταν επέστρεψε, ο Πολ έριξε τα βρόμικα ρούχα του στο πλυντήριο και μπήκε για μπά­ νιο. Όταν ήρθε στην κουζίνα, η Αντριάννα μιλούσε στο τηλέφωνο με την Τζιν. Είχε τη­ λεφωνήσει για να μάθει πώς πήγαν τα πράγματα. Η Αντριάννα την ενημέρωνε, ενώ ο Πολ είχε περάσει τα χέρια του γύρω απ' τη μέση της και έτριβε χαδιάρικα τη μύτη του στο πίσω μέρος του λαιμού της. Ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο, η Αντριάννα ήταν σίγουρη πως άκουσε την πόρτα του Πανδοχείου να ανοίγει τρίζοντας και να μπαίνει κάποιος που οι μπότες του έκαναν χα­ ρακτηριστικό θόρυβο πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Το είπε στην Τζιν και έκλεισε το τηλέ­ φωνο, για να πάει να δει ποιος είχε έρθει. Έλειψε ένα λεπτό και όταν γύρισε κοίταξε

90

Nicholas Sparks

τον Πολ μην ξέροντας με ποιον τρόπο να του το ανακοινώσει. Πήρε βαθιά ανάσα. «Ήρθε να σου μιλήσει», του είπε. «Ποιος;» «Ο Ρόμπερτ Τόρελσον». Ο Ρόμπερτ Τόρελσον περίμενε στο σαλόνι καθισμένος στον καναπέ με το κεφάλι σκυμ­ μένο. Ο Πολ μπήκε και πήγε να καθίσει κοντά του. Σήκωσε το κεφάλι του χωρίς να χα­ μογελάσει, ενώ το πρόσωπο του δε φανέρωνε κανένα απολύτως συναίσθημα. Πριν από τη συνάντηση τους ο Πολ δεν ήταν σίγουρος αν θα τον αναγνώριζε σε περίπτωση που τον έβλεπε ανάμεσα σε κόσμο, τώρα όμως που τον παρατηρούσε από κοντά τον θυμήθηκε. Εκτός απ' τα μαλλιά του, που είχαν ασπρίσει περισσότερο από τον προηγούμενο χρό­ νο, ήταν ίδιος, όπως τον θυμόταν στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου. Η ματιά του ήταν όσο σκληρή αναμενόταν. Ο Ρόμπερτ δε μίλησε αμέσως. Τον κοιτούσε επίμονα, καθώς ο Πολ έστριβε την πο­ λυθρόνα, ώστε να είναι ο ένας απέναντι στον άλλο. «Ήρθες, λοιπόν», είπε τελικά ο Ρόμπερτ Τόρελσον. Η φωνή του ήταν δυνατή και τραχιά, με την προφορά του νότου, σαν να είχε σταματήσει πρόσφατα να καπνίζει Κάμελ άφιλτρα. «Ναι». «Δε φανταζόμουν ότι θα ερχόσουν». «Για κάποιο διάστημα, ούτε κι εγώ ήμουν σίγουρος αν θα ερχόμουν». Ο Ρόμπερτ ξεφύσηξε, λες και περίμενε την απάντηση. «Ο γιος μου είπε πως μιλή­ σατε». «Ναι». Ο Ρόμπερτ χαμογέλασε πικρά, ξέροντας τι είχε ειπωθεί. «Μου είπε πως δεν του έδω­ σες καμία εξήγηση». «Όχι, δεν του έδωσα», απάντησε ο Πολ. «Εξακολουθείς να πιστεύεις ότι δεν έκανες κανένα λάθος, έτσι δεν είναι;» Ο Πολ κοίταξε μακριά σκεπτόμενος τα λόγια της Αντριάννας σχετικά με το ζήτημα. Όχι, είπε μέσα του, ποτέ δε θα κατάφερνε να τους αλλάξει γνώμη. Όρθωσε το ανάστη­ μα του. «Στο γράμμα σας μου λέγατε ότι θέλατε να μου μιλήσετε και ότι είχατε κάτι σοβαρό να μου πείτε. Ορίστε, λοιπόν, ήρθα. Τι μπορώ να κάνω για σας, κύριε Τόρελσον;» Ο Ρόμπερτ έβαλε το χέρι του στην μπροστινή τσέπη του σακακιού του και έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και ένα κουτί σπίρτα. Άναψε ένα, έφερε το τασάκι πιο κοντά και έγει­ ρε πίσω στον καναπέ. «Τι πήγε στραβά;» ρώτησε. «Τίποτα», είπε ο Πολ. «Η εγχείρηση πήγε πολύ καλά, ακριβώς όπως περίμενα».

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

91

«Τότε γιατί πέθανε;» «Πολύ θα ήθελα να ξέρω το λόγο». «Αυτά σε συμβούλεψαν να πεις οι δικηγόροι σου;» «Όχι», απάντησε ο Πολ απότομα, «αυτή είναι η καθαρή αλήθεια. Νόμιζα πως αυτή θέλεις να μάθεις. Αν μπορούσα να σου δώσω άλλες απαντήσεις, θα σ' τις έδινα». Ο Ρόμπερτ έφερε το τσιγάρο στο στόμα του και τράβηξε μια ρουφηξιά. Την ώρα που έβγαζε τον καπνό, ο Πολ άκουσε ένα ελαφρύ σφύριγμα, σαν αυτό που κάνει ο αέρας όταν βγαίνει από ένα παλιό ακορντεόν. «Το ήξερες πως είχε αυτό τον όγκο από τότε που τη γνώρισα;» «Όχι», είπε ο Πολ. «Δεν το ήξερα». Ο Ρόμπερτ τράβηξε άλλη μια γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Ό τ α ν ξαναμίλη­ σε, η φωνή του ήταν πιο μαλακή, γιατί τη σκίαζαν οι αναμνήσεις. «Βέβαια τότε δεν ήταν τόσο μεγάλος. Είχε το μέγεθος μισού καρυδιού και το χρώμα του δεν ήταν τόσο έντονο. Το έβλεπες όμως καθαρά, ήταν σαν κάτι που είχε σφηνώσει κάτω από το δέρμα της. Και πάντα την ενοχλούσε, ακόμα και όταν ήταν μικρή. Είμαι μερικά χρόνια μεγαλύτερος της και θυμάμαι πως πάντα κοιτούσε κάτω όταν περπατούσε για να 'ρθει στο σχολείο, και δε χρειαζόταν πολύ μυαλό για να καταλάβεις γιατί». Ο Ρόμπερτ σώπασε για λίγο, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Ο Πολ έμεινε επί­ σης σιωπηλός. «Όπως πολλοί άνθρωποι τότε, δεν τελείωσε το σχολείο, γιατί έπρεπε να δουλέψει για να βοηθήσει την οικογένεια της. Τότε γνωριστήκαμε. Δούλευε στην αποβάθρα, όπου ξεφορτώναμε τα ψάρια που πιάναμε. Ή τ α ν στη ζυγαριά. Έ ν α χρόνο προσπαθούσα να της μιλήσω και δε μου έδινε σημασία. Όμως εγώ δεν το έβαλα κάτω, γιατί μου άρεσε. Ή τ α ν τίμια και δουλευταρού και, παρότι πάντα έριχνε τα μαλλιά της μπροστά στο πρό­ σωπο της για να το κρύβει, πολλές φορές, όταν έβρισκα την ευκαιρία να κοιτάξω από κά­ τω, έβλεπα τα μάτια της, που ήταν τα ωραιότερα που είχα δει στη ζωή μου. Ή τ α ν σκού­ ρα καστανά και πολύ γλυκά, καταλαβαίνεις; Ποτέ δεν είχε πληγώσει κανένα στη ζωή της· δεν ήταν του χαρακτήρα της. Και εγώ προσπαθούσα να της μιλήσω και εκείνη με απέ­ φευγε, μέχρι που κατάλαβε ότι δεν είχα σκοπό να την αφήσω ήσυχη. Με άφησε να τη βγά­ λω έξω, αλλά δε με κοίταξε σχεδόν καθόλου όλη τη νύχτα. Κοιτούσε τα παπούτσια της». Ο Ρόμπερτ σταύρωσε τα χέρια του. «Της ζήτησα να ξαναβγούμε. Τη δεύτερη φορά τα πράγματα ήταν καλύτερα. Κατά­ λαβα πως, όταν ήθελε, μπορούσε να είναι αστεία. Ό σ ο περισσότερο τη γνώριζα τόσο πιο πολύ μου άρεσε και ύστερα από λίγο άρχισα να σκέφτομαι ότι είχα αρχίσει να την αγα­ πώ. Καθόλου δε με ενοχλούσε αυτό το πράγμα στο πρόσωπο της. Δεν με ένοιαζε τότε, και δε με ένοιαζε ούτε πέρυσι. Εκείνη όμως την ενοχλούσε. Πάντα την ενοχλούσε». Σώπασε για λίγο. «Τα επόμενα είκοσι χρόνια κάναμε εφτά παιδιά, και κάθε φορά που μεγάλωνε το

92

Nicholas Sparks

καθένα απ' αυτά μεγάλωνε και αυτό το πράγμα. Δεν πρέπει να ήταν η ιδέα μου, γιατί και κείνη μου έλεγε το ίδιο. Ό λ α μου τα παιδιά, ακόμα και ο Τζον — αυτός που συνάντησες — , πίστευαν πως ήταν η καλύτερη μάνα της περιοχής. Και πράγματι ήταν. Ή τ α ν σκληρή όταν χρειαζόταν, αλλά τον υπόλοιπο καιρό ήταν η πιο γλυκιά γυναίκα του κόσμου. Και την αγαπούσα γι' αυτό και ήμασταν ευτυχισμένοι. Η ζωή εδώ δεν είναι εύκολη, αλλά αυτή την έκανε εύκολη για μένα. Και ήμουν περήφανος για τη γυναίκα μου, και περή­ φανος να με βλέπουν μαζί της, και ήθελα όλοι να το ξέρουν. Νόμιζα πως αυτό θα της έφτανε, αλλά μάλλον έκανα λάθος». Ο Πολ έμεινε ασάλευτος και ο Ρόμπερτ συνέχισε. «Ένα βράδυ είδε στην τηλεόραση μια εκπομπή με μια κυρία που είχε έναν απ' αυ­ τούς τους όγκους και τις φωτογραφίες της πριν και μετά την εγχείρηση. Μου φαίνεται ότι τότε της μπήκε η ιδέα να τον ξεφορτωθεί μια και καλή. Και άρχισε να μιλάει συνεχώς για την εγχείρηση. Ήταν ακριβή και δεν είχαμε ασφάλεια, όμως εκείνη δε σταμάτησε να ρω­ τάει αν υπήρχε τρόπος να την κάνει». Ο Ρόμπερτ κοίταξε τον Πολ στα μάτια. «Με κανένα τρόπο δεν μπόρεσα να της αλλάξω γνώμη. Της είπα πως για μένα δεν είχε καμιά σημασία, αλλά δε με άκουγε. Πολλές φορές την έβρισκα στο μπάνιο να αγ­ γίζει το πρόσωπο της ή την άκουγα να κλαίει και ήξερα πως το επιθυμούσε περισσότε­ ρο από οτιδήποτε άλλο. Είχε ζήσει μ' αυτό όλη της τη ζωή και είχε κουραστεί πια. Δεν άντεχε άλλο τον τρόπο που οι ξένοι απέφευγαν να την κοιτούν ούτε τα επίμονα βλέμ­ ματα των παιδιών. Γι' αυτό τελικά υποχώρησα. Πήρα όλες μας τις οικονομίες, πήγα στην τράπεζα και έβαλα υποθήκη τη βάρκα μου και ήρθαμε να σε συναντήσουμε. Ή τ α ν τό­ σο ενθουσιασμένη εκείνο το πρωί. Δε θυμάμαι να την είχα ξαναδεί τόσο ευτυχισμένη και αυτό με έκανε να πιστεύω πως είχα πάρει τη σωστή απόφαση. Της είπα πως θα την πε­ ρίμενα και θα την έβλεπα όταν θα ξυπνούσε και ξέρεις τι μου απάντησε; Ποιες ήταν οι τελευταίες λέξεις που μου είπε;» Ο Ρόμπερτ κοίταξε τον Πολ, θέλοντας να βεβαιωθεί πως τον άκουγε με προσοχή. «Μου είπε: "Όλη μου τη ζωή ήθελα να είμαι όμορφη για χάρη σου". Και την ώρα που μου το έλεγε εγώ σκεφτόμουν ότι για μένα έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν όμορφη». Ο Πολ χαμήλωσε το κεφάλι του. Έκανε προσπάθεια για να καταπιεί, αλλά ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. «Εσύ όμως δεν είχες ιδέα για όλα αυτά. Για σένα ήταν άλλη μια κυρία που ήρθε για εγχείρηση ή μια κυρία που πέθανε ή μια κυρία με αυτό το πράγμα στο πρόσωπο της ή μια κυρία της οποίας η οικογένεια σου έκανε μήνυση. Δεν θα 'ταν σωστό να μην ξέρεις την ιστορία της. Της άξιζε κάτι καλύτερο. Μετά τη ζωή που έζησε της άξιζαν πολύ περισσό­ τερα». Ο Ρόμπερτ Τόρελσον τίναξε τη στάχτη στο σταχτοδοχείο και έσβησε το τσιγάρο. «Εσύ ήσουν το τελευταίο πρόσωπο με το οποίο μίλησε, ο τελευταίος άνθρωπος που

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

93

είδε στη ζωή της. Ή τ α ν η καλύτερη γυναίκα του κόσμου και εσύ δεν είχες την παραμικρή ιδέα για το ποιόν της». Σώπασε για να του δώσει την ευκαιρία να το σκεφτεί. «Τώρα όμως ξέρεις». Ύστερα απ' αυτό, σηκώθηκε από τον καναπέ και ένα λεπτό αργότερα είχε φύγει. Αφού άκουσε όλα όσα είχε πει ο Ρόμπερτ Τόρελσον, η Αντριάννα άγγιξε το πρόσωπο του Πολ σκουπίζοντας τα δάκρυα του. «Είσαι καλά;» «Δεν ξέρω», είπε. «Αυτή τη στιγμή δεν αισθάνομαι τίποτα». «Δε μου κάνει εντύπωση. Θέλεις χρόνο για να τα αφομοιώσεις». «Ναι», συμφώνησε ο Πολ, «θέλω». «Είσαι ευχαριστημένος που ήρθες; Και που σου είπε αυτά τα πράγματα;» «Και ναι και όχι. Ή τ α ν πολύ σημαντικό γι' αυτόν να ξέρω ποια ήταν η γυναίκα του, οπότε χαίρομαι γι' αυτό. Ταυτόχρονα όμως λυπάμαι. Αγαπιόντουσαν τόσο πολύ και τώ­ ρα αυτή έχει φύγει». «Πράγματι». «Δε μου φαίνεται δίκαιο». Του χαμογέλασε μελαγχολικά. «Δεν είναι. Ό σ ο μεγαλύτερη είναι η αγάπη τόσο πιο μεγάλη είναι η τραγωδία, όταν όλα τελειώνουν. Αυτά τα δυο πάνε πάντα μαζί». «Ακόμα και για μας;» «Για όλους», είπε. «Το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι ότι θα αργήσει να συμ­ βεί». Την τράβηξε στην αγκαλιά του. Τη φίλησε κρατώντας τη σφιχτά πάνω του, όσο σφι­ χτά τον κρατούσε κι εκείνη. Έμειναν σ' αυτή τη στάση πολλή ώρα. Όταν έκαναν έρωτα αργότερα εκείνο το απόγευμα, η Αντριάννα ξανασκέφτηκε αυ­ τά που του είχε πει. Αυτή ήταν η τελευταία τους νύχτα στη Ροδάνθη, η τελευταία νύχτα τους για τουλάχιστον ένα χρόνο. Παρά την προσπάθεια της να διώξει αυτές τις σκέψεις μακριά, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα που άρχισαν να τρέχουν σιωπηλά στα μάγουλα της.

15

Η Αντριάννα δεν ήταν στο κρεβάτι όταν ο Πολ ξύπνησε την Τρίτη το πρωί. Την είχε δει να κλαίει τη νύχτα, αλλά δεν είχε μιλήσει, γιατί φοβόταν μη βάλει κι αυτός τα κλάματα. Αυτή η άσκηση τον έκανε κουρέλι και έμεινε ξύπνιος για ώρες. Ενώ εκείνη είχε απο­ κοιμηθεί στην αγκαλιά του, έτριβε τη μύτη του πάνω της. Δεν την άφησε στιγμή σαν να ήθελε να αναπληρώσει τον χρόνο που θα ζούσαν χωριστά. Του είχε διπλώσει όλα του τα ρούχα, αυτά που ήταν στο στεγνωτήριο, και ο Πολ ξε­ χώρισε όσα θα χρειαζόταν. Τα υπόλοιπα τα δίπλωσε και τα τοποθέτησε στους σάκους. Αφού έκανε μπάνιο και ντύθηκε, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού με το στυλό στο χέρι και κατέγραψε τις σκέψεις του σ' ένα χαρτί. Άφησε το σημείωμα στο δωμάτιο, μετέφε­ ρε τις αποσκευές του κάτω και τις άφησε κοντά στην μπροστινή πόρτα. Η Αντριάννα ήταν στην κουζίνα, όρθια κοντά στον φούρνο, ανακατεύοντας την ομελέτα στο τηγάνι και έχο­ ντας ένα φλιτζάνι καφέ στον πάγκο δίπλα της. Όταν γύρισε να τον κοιτάξει, είδε ότι τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. «Γεια», της είπε. «Γεια», του απάντησε, γυρίζοντας από την άλλη. Άρχισε να ανακατεύει με φούρια τα αβγά, έχοντας τα μάτια της καρφωμένα στο τηγάνι. «Σκέφτηκα πως θα ήθελες να φας κά­ τι πριν φύγεις». «Ευχαριστώ», της είπε. «Έφερα ένα Θέρμος από το σπίτι όταν ήρθα εδώ. Αν θέλεις, μπορείς να το πάρεις μαζί σου, για να έχεις καφέ στο ταξίδι». «Ευχαριστώ, αλλά δε χρειάζεται». Συνέχισε να ανακατεύει τα αβγά. «Αν θέλεις, μπορώ να σου φτιάξω μερικά σάντου­ ιτς». Ο Πολ πήγε κοντά της. «Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα, θα βρω κάτι να φάω. Αν και, για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω πως θα έχω όρεξη». Δε φάνηκε να τον άκουσε, γι' αυτό την ακούμπησε στην πλάτη. Την άκουσε να παίρ­ νει βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να μην κλάψει. «Έι...» «Είμαι καλά», ψιθύρισε. «Είσαι σίγουρη;» Κούνησε το κεφάλι και ρούφηξε τη μύτη της, καθώς τραβούσε το τηγάνι απ' τη φωτιά. Σκούπισε τα μάτια της, αλλά απέφυγε να τον κοιτάξει. Βλέποντας τη σ' αυτή την κατάσταση, θυμήθηκε την πρώτη τους συνάντηση στη βεράντα και ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Του ήταν αδύνατον να πιστέψει πως από τότε είχε περάσει λιγότερο από μια βδομάδα. «Αντριάννα... μη...»

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

95

Εκείνη στράφηκε προς το μέρος του. «Μην τι; Να μην είμαι λυπημένη; Πηγαίνεις στον Ισημερινό και εγώ επιστρέφω στο Ρόκι Μάουντ. Πώς να μην είμαι λυπημένη όταν δε θέλω να τελειώσουμε τόσο γρήγορα;» «Ούτε εγώ θέλω». «Γι' αυτό στενοχωριέμαι. Γιατί το ξέρω κι αυτό». Κόμπιασε, προσπαθώντας να ελέγ­ ξει τα συναισθήματα της. «Ξέρεις, όταν σηκώθηκα σήμερα το πρωί, έπεισα τον εαυτό μου να μην κλάψει ξανά. Έ λ ε γ α πως θα ήμουν δυνατή και χαρούμενη, για να θυμάσαι αυτή την εικόνα. Όταν όμως άκουσα το νερό να τρέχει στο μπάνιο, συνειδητοποίησα ότι μόλις ξυπνήσω αύριο εσύ θα λείπεις και δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. Θα μου περάσει πάντως. Σίγουρα. Είμαι σκληρή εγώ». Το έλεγε σαν να ήθελε να πείσει τον εαυτό της. Ο Πολ έπιασε το χέρι της. «Αντριάννα... χτες το βράδυ, αφού κοιμήθηκες, άρχισα να σκέφτομαι πως ίσως θα μπορούσα να μείνω λίγο ακόμα. Δε θα έχει μεγάλη σημασία αν καθυστερήσω ένα δυο μήνες, οπότε θα έχουμε την ευκαιρία να είμαστε μαζί για...» Τον διέκοψε κουνώντας το κεφάλι της. «Όχι», είπε. «Δεν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αυτό στον Μαρκ. Ό χ ι ύστερα απ' ό,τι έχει συμβεί μεταξύ σας. Το έχεις ανάγκη αυτό, Πολ. Είναι μέσα σου και σε βασανί­ ζει. Αν δεν πας τώρα, αμφιβάλλω αν θα πας ποτέ. Λίγο περισσότερος χρόνος μαζί μου δε θα κάνει ευκολότερο τον αποχωρισμό όταν έρθει εκείνη η ώρα. Κι εγώ θα είχα τύψεις ξέ­ ροντας ότι είμαι η αιτία που σε κρατάει μακριά απ' το γιο σου. Και αργότερα να έφευγες, πάλι θα έκλαιγα». Του χάρισε ένα γενναίο χαμόγελο και συνέχισε. «Δεν μπορείς να μείνεις. Και οι δυο μας ξέραμε πολύ καλά πως θα έφευγες πριν αρχίσει η ιστορία μας. Είναι σκληρό, αλλά και οι δυο αντιλαμβανόμαστε πως αυτό είναι το σωστό — έτσι έχουν τα πράγματα όταν είσαι γονιός. Μερικές φορές χρειάζονται θυσίες, και αυτή είναι μια θυσία». Έγνεψε με τα χείλη σφιγμένα. Ή ξ ε ρ ε πως είχε δίκιο, αν και θα ήθελε να μην είχε. «Υπόσχεσαι να με περιμένεις;» τη ρώτησε στο τέλος με φωνή που έτρεμε. «Και βέβαια. Αν πίστευα ότι φεύγεις για πάντα, θα έριχνα τέτοιο κλάμα, που θα νό­ μιζες πως παίρνεις το πρωινό σου μέσα σε βάρκα». Παρά τη στενοχώρια του, γέλασε. Η Αντριάννα έγειρε πάνω του. Τον φίλησε, πριν προλάβει να την αγκαλιάσει. Ένιωθε τη ζεστασιά του κορμιού της και ανάσαινε το άρω­ μα της. Τι ωραία που ήταν μέσα στην αγκαλιά του. Πόσο τέλεια. «Δεν ξέρω πώς και γιατί έγινε ό,τι έγινε, αλλά νομίζω πως η μοίρα οδήγησε τα βή­ ματα μου», είπε. «Για να σε συναντήσω. Χρόνια τώρα ένιωθα πως κάτι λείπει απ' τη ζωή μου, αλλά δεν ήξερα τι. Τώρα ξέρω». Έκλεισε τα μάτια της. «Κι εγώ», ψιθύρισε. Φίλησε τα μαλλιά της και ακούμπησε το μάγουλο του στο δικό της. «Θα σου λείψω;»

96

Nicholas Sparks

Η Αντριάννα πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Θα μου λείπεις κάθε λεπτό». Πήραν το πρωινό τους μαζί. Η Αντριάννα δεν πεινούσε καθόλου, αλλά πίεζε τον εαυτό της να φάει, τον πίεζε να χαμογελάει που και που. Ο Πολ έτρωγε πιο αργά απ' ό,τι συ­ νήθως. Όταν απόφαγαν, πήγαν τα πιάτα στο νεροχύτη. Ή τ α ν σχεδόν εννιά. Ο Πολ την οδήγησε στο γραφείο, κοντά στην πόρτα. Σήκωσε τους σάκους του και τους έριξε στον ώμο του. Η Αντριάννα πήρε το δερμάτινο τσαντά­ κι με τα εισιτήρια και το διαβατήριο του και του το έδωσε. «Αυτό ήταν λοιπόν», είπε εκείνος. Η Αντριάννα έσφιξε τα χείλη της. Τα μάτια της, όπως και του Πολ, ήταν κατακόκ­ κινα, γι' αυτό κοιτούσε κάτω. «Ξέρεις πώς να με βρεις στην κλινική. Δεν έχω ιδέα πόσο αξιόπιστο είναι το ταχυ­ δρομείο, αλλά τα γράμματα σου θα πρέπει να έρθουν. Απ' όσο ξέρω, ο Μαρκ πάντα λά­ βαινε ό,τι του έστελνε η Μάρθα». «Ευχαριστώ». Κούνησε το τσαντάκι. «Κι εγώ έχω τη διεύθυνση σου εδώ. Θα σου γράψω μόλις φτά­ σω. Και θα σου τηλεφωνήσω επίσης αμέσως μόλις βρω ευκαιρία». «Εντάξει». Άπλωσε το χέρι του να αγγίξει το πρόσωπο της και εκείνη έσκυψε πάνω του. Ή ξ ε ­ ραν πως δεν είχαν τίποτα άλλο να πουν. Τον συνόδευσε μέχρι την πόρτα και κατέβηκε μαζί του τα σκαλιά, παρατηρώντας τον καθώς έβαζε τους σάκους στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Έκλεισε την πόρτα και την κοίταξε πολλή ώρα, μη θέλοντας να την αποχωριστεί, ευχόμενος με όλη του την καρδιά να μην ήταν αναγκασμένος να φύγει. Στο τέλος πήγε κοντά της, τη φίλησε στα μάγουλα και στα χείλη και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Η Αντριάννα έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Δε φεύγει για πάντα, επαναλάμβανε στον εαυτό της. Ή τ α ν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Όταν θα γύριζε, θα είχαν όλο τον και­ ρό δικό τους. Θα γερνούσαν μαζί. Τόσο καιρό είχε ζήσει μακριά του — τι ήταν άλλος ένας χρόνος; Δεν ήταν όμως τόσο εύκολο. Ή ξ ε ρ ε πως αν τα παιδιά της ήταν μεγαλύτερα θα τον ακολουθούσε στον Ισημερινό. Αν ο γιος του δεν τον χρειαζόταν, θα έμενε κοντά της. Οι ζωές τους έπαιρναν διαφορετική τροπή, γιατί και οι δυο είχαν υποχρεώσεις απέναντι σε άλλους και αυτό φαινόταν τόσο σκληρό και άδικο στην Αντριάννα. Γιατί να πρέπει να έχει αυτή την κατάληξη η μοναδική ευκαιρία της ζωής τους; Ο Πολ πήρε βαθιά ανάσα και απομακρύνθηκε. Κοίταξε για λίγο μακριά και ύστε­ ρα στράφηκε πάλι προς το μέρος της, σκουπίζοντας τα μάτια του. Τον ακολούθησε μέχρι το αυτοκίνητο, στάθηκε κοντά στη θέση του συνοδηγού και τον παρατηρούσε καθώς έμπαινε μέσα. Με ένα αδύναμο χαμόγελο γύρισε το κλειδί και

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

97

η μηχανή πήρε μπρος. Εκείνη απομακρύνθηκε από την ανοιχτή πόρτα και κατέβασε το παράθυρο. «Σ' ένα χρόνο», της είπε «θα είμαι πάλι κοντά σου. Έχεις το λόγο μου». «Σ' ένα χρόνο», ψιθύρισε κι εκείνη. Της χαμογέλασε μελαγχολικά. Έβαλε όπισθεν και το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται. Γύρισε για να μην τον χάσει από τα μάτια της και η καρδιά της σπάραξε όταν τον είδε να την κοιτάζει. Όταν έφτασε στον αυτοκινητόδρομο εκείνος πίεσε για τελευταία φορά το χέρι του στο τζάμι. Η Αντριάννα σήκωσε το δικό της αποχαιρετώντας τον. Έβλεπε το αυτοκίνη­ το να φεύγει μακριά, μακριά απ' τη Ροδάνθη, μακριά απ' αυτή. Έμεινε έξω μέχρι που το αυτοκίνητο έγινε μια κουκκίδα και ο θόρυβος της μηχα­ νής έσβησε για τα καλά. Αμέσως μετά εξαφανίστηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Ήταν ένα κρύο πρωινό, με μικρά άσπρα συννεφάκια στον ουρανό. Έ ν α σμήνος θα­ λασσοπούλια πέταξαν πάνω απ' το κεφάλι της. Μοβ και κίτρινοι πανσέδες άνοιγαν τα πέ­ ταλα τους στον ήλιο. Η Αντριάννα έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Μπήκε μέσα και είχε την εντύπωση πως αντίκριζε την εικόνα που είχε δει την πρώτη μέρα που έφτασε. Τα πάντα ήταν στη θέση τους. Ο Πολ είχε καθαρίσει το τζάκι την προη­ γούμενη μέρα και είχε τοποθετήσει άλλα ξύλα δίπλα. Οι πολυθρόνες ήταν και πάλι στη βεράντα. Το γραφείο ήταν τακτοποιημένο και όλα τα κλειδιά βρίσκονταν στη θέση τους. Όμως η μυρωδιά παρέμενε. Η μυρωδιά από το πρόγευμα που είχαν πάρει μαζί, η μυ­ ρωδιά του αφτερσέιβ, η δική του μυρωδιά που πλανιόταν πάνω στα χέρια, το πρόσωπο και τα ρούχα της. Ήταν πάρα πολύ σκληρό για να το αντέξει και οι θόρυβοι του Πανδοχείου στη Ροδάν­ θη δεν ήταν πια οι ίδιοι όπως πριν. Δεν υπήρχαν πια οι ήχοι από τις ήσυχες συζητήσεις ού­ τε ο θόρυβος του νερού που έτρεχε στους σωλήνες ούτε ο ήχος των βημάτων του, καθώς κι­ νούνταν στο δωμάτιο του. Πάει και ο βρυχηθμός των κυμάτων και το επίμονο χτύπημα της καταιγίδας, χάθηκε και το τρίξιμο της φωτιάς. Το Πανδοχείο γέμιζε πια με τους ήχους που έκανε μια γυναίκα που το μόνο πράγμα που αποζητούσε ήταν η παρηγοριά από τον άντρα που αγαπούσε, μια γυναίκα που το μόνο που της απέμενε ήταν το κλάμα.

16 Ρόκι Μάουντ, 2002 Όταν η Αντριάννα τέλειωσε την ιστορία της ο λαιμός της είχε στεγνώσει. Παρά την επί­ δραση του κρασιού, ένιωθε πόνους στην πλάτη, γιατί είχε καθίσει για ώρα στην ίδια θέ­ ση. Ανακινήθηκε στην καρέκλα της και ο πόνος που αισθάνθηκε της φάνηκε σαν προεόρτια αρθρίτιδας. Όταν το είχε πρωτοαναφέρει στο γιατρό της, εκείνος την είχε βάλει να καθίσει σ' ένα τραπέζι μέσα σ' ένα χώρο που μύριζε αμμωνία. Της είχε πει να σηκώσει τα χέρια και να λυγίσει τα γόνατα και μετά της έγραψε μια συνταγή με φάρμακα που εκεί­ νη δεν αγόρασε ποτέ. Δεν είναι ακόμα αρκετά σοβαρό, σκέφτηκε. Εξάλλου η θεωρία της ήταν πως, έτσι και άρχιζε να παίρνει φάρμακα, θα ακολουθούσαν ακόμα περισσότερα και με τον καιρό θα είχε κακά ξεμπερδέματα, όπως και άλλοι άνθρωποι της ηλικίας της. Πολύ σύντομα θα είχε χάπια σε όλα τα χρώματα της ίριδας, θα έπαιρνε μερικά το πρωί, κάποια άλλα το βράδυ, άλλα με φαγητό, άλλα χωρίς, και τελικά θα έπρεπε να κολλήσει σχεδιάγραμμα στο ντουλαπάκι του φαρμακείου, για να τα παίρνει κανονικά. Πολύ κα­ κό για το τίποτα, δηλαδή. Η Αμάντα καθόταν με το κεφάλι σκυμμένο. Η Αντριάννα την παρατηρούσε, περι­ μένοντας τις ερωτήσεις που ήξερε πως θα επακολουθούσαν. Δεν υπήρχε περίπτωση να τις αποφύγει, γι' αυτό έλπιζε να καθυστερούσαν λιγάκι. Χρειαζόταν χρόνο για να συ­ γκεντρωθεί και να τελειώσει αυτό που είχε αρχίσει. Χαιρόταν που η Αμάντα είχε συμφωνήσει να έρθει να μιλήσουν εκεί, στο δικό της σπίτι. Ζούσε εκεί τα τελευταία τριάντα χρόνια και το ένιωθε περισσότερο σαν σπίτι της απ' ό,τι εκείνο των παιδικών της χρόνων. Παρόλο που μερικές πόρτες είχαν αρχίσει να κρεμάνε με τον καιρό, το χαλί είχε φθαρεί, όπως και η ταπετσαρία της εισόδου, και τα πλακάκια στο μπάνιο ήταν πια παλαιομοδίτικα, ένιωθε ασφάλεια εκεί, γιατί ήξερε πως θα έβρισκε τα είδη της κατασκήνωσης στην αριστερή γωνιά της σοφίτας και ότι η αντλία της θέρμανσης θα έκανε τα κόλπα της την πρώτη φορά που θα τη χρησιμοποιούσε το χειμώνα. Αυτό το μέρος είχε τις δικές του συνήθειες, όπως άλλωστε και η ίδια, και με την πάροδο των χρόνων είχε δεθεί μαζί του τόσο πολύ, ώστε η ζωή της να είναι προβλέψιμη και παράδοξα ανακουφιστική. Το ίδιο ήταν και η κουζίνα. Τόσο ο Ματ όσο και ο Νταν είχαν προσφερθεί να την ανακαινίσουν τα τελευταία χρόνια, και μάλιστα στα γενέθλια της έφεραν έναν εργολάβο για να ρίξει μια ματιά στο σπίτι. Ή ρ θ ε και άρχισε να χτυπά τις πόρτες, να χώνει το κα­ τσαβίδι του στις γωνίες του ραγισμένου πάγκου, να αναβοσβήνει τους διακόπτες και να σφυρίζει με απορία αντικρίζοντας την παμπάλαια κουζίνα που χρησιμοποιούσε για να μαγειρεύει. Τελικά, συνέστησε να αντικατασταθούν τα πάντα και έκανε έναν πρόχειρο υπολογισμό και μια λίστα με συστάσεις. Η Αντριάννα ήξερε πως οι γιοι της είχαν τις καλύτερες προθέσεις, τους είπε όμως να κρατήσουν τα λεφτά τους για τις ανάγκες των

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

99

οικογενειών τους. Εκείνη ήθελε την παλιά κουζίνα έτσι όπως ήταν. Η ανακαίνιση θα άλλαζε το χαρα­ κτήρα της και υπήρχαν τόσες αναμνήσεις εκεί. Μέσα σ' αυτήν είχαν περάσει αμέτρητες ώρες ως οικογένεια, πριν αλλά και μετά την αναχώρηση του Τζακ. Τα παιδιά έγραφαν τα μαθήματα τους στο τραπέζι που καθόταν τώρα. Για χρόνια, το μοναδικό τηλέφωνο του σπιτιού κρεμόταν στον τοίχο και της έφερνε στο νου τις φορές που το καλώδιο πιανό­ ταν ανάμεσα στην πίσω πόρτα και την κάσα, ενώ κάποιο από τα παιδιά προσπαθούσε να μιλήσει μακριά από αδιάκριτα αφτιά, στη βεράντα. Στην αποθήκη, πάνω στα στηρίγματα των ραφιών, υπήρχαν ακόμα τα σημάδια που έδειχναν πόσο είχε ψηλώσει κάθε παιδί, χρόνο με χρόνο. Πώς μπορούσε να τα καταστρέψει όλα αυτά για χάρη κάποιου καινού­ ριου και σύγχρονου, όσο όμορφο κι αν ήταν αυτό; Αν εξαιρέσουμε το σαλόνι, όπου η τηλεόραση έπαιζε συνεχώς στη διαπασών, ή τα υπνοδωμάτια, όπου όλοι αποσύρονταν για να απομονωθούν, η κουζίνα ήταν το μοναδικό μέρος που μαζεύονταν για να μιλήσουν ή για να ακούσουν, να μάθουν ή να διδάξουν, να γελάσουν ή να κλάψουν. Ή τ α ν η καρ­ διά του σπιτιού και μέσα εκεί η Αντριάννα ένιωθε πραγματικά ευτυχισμένη. Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, επέλεξε την κουζίνα για να αποκαλύψει στην Αμάντα ποια ήταν πραγματικά η μητέρα της. Η Αντριάννα άδειασε το ποτήρι της και το έσπρωξε μακριά. Η βροχή είχε σταματήσει, αλλά οι σταγόνες που εξακολουθούσαν να μένουν στο παράθυρο άλλαζαν την κατεύ­ θυνση του φωτός, δίνοντας στον έξω κόσμο διαφορετική μορφή και κάνοντας τον αγνώ­ ριστο. Αλλά αυτό δεν την παραξένεψε. Ό σ ο μεγάλωνε, ανακάλυπτε πως, όποτε ανέτρεχε στο παρελθόν, όλα γύρω της μεταβάλλονταν. Απόψε, καθώς έλεγε την ιστορία της, ένιωθε ότι τα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει χάνονταν και πως ξανάνιωνε, και, παρόλο που της φαινόταν γελοίο, αναρωτιόταν αν η κόρη της είχε παρατηρήσει αυτό το ξανά­ νιωμα επάνω της. Όχι, αποφάνθηκε, δεν το παρατήρησε, αλλά έτσι ήταν οι άνθρωποι στην ηλικία της Αμάντας. Με τον ίδιο τρόπο που αδυνατούσε να διανοηθεί πως είναι να είσαι άντρας, δεν μπορούσε και να καταλάβει πως είναι να είσαι εξήντα χρονών. Γι' αυτό το λόγο η Αντριάννα αναρωτιόταν συχνά πότε επιτέλους η κόρη της θα διαπίστωνε ότι οι περισ­ σότεροι άνθρωποι είχαν πολύ λίγες διαφορές μεταξύ τους. Νέοι και γέροι, άντρες ή γυ­ ναίκες λίγο πολύ επιθυμούσαν τα ίδια πράγματα: ψυχική ηρεμία, μια ζωή χωρίς προ­ βλήματα και ευτυχία. Η διαφορά, κατά την Αντριάννα, βρισκόταν στο γεγονός ότι η πλει­ οψηφία των νέων νόμιζε πως όλα αυτά βρίσκονταν κάπου στο μέλλον, ενώ οι γεροντό­ τεροι πίστευαν πως ανήκαν στο παρελθόν. Το ίδιο ίσχυε και για κείνη, τουλάχιστον εν μέρει, αλλά, παρόλο που το παρελθόν ήταν υπέροχο, αρνιόταν να επιτρέψει στον εαυτό της να παραμείνει κολλημένη σ' αυτό, όπως έκαναν μερικές φίλες της. Το παρελθόν δεν ήταν τόσο ρόδινο πια. Υπήρχαν και

100

Nicholas Sparks

αναμνήσεις που σου ράγιζαν την καρδιά. Το είχε νιώσει μετά την άφιξη της στο Πανδο­ χείο, όταν είδε την επίδραση που είχε ο Τζακ στη ζωή της και το ένιωθε τώρα για τον Πολ Φλάνερ. Απόψε θα έκλαιγε, όμως, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της τη μέρα που έφυγε απ' τη Ροδάνθη, δε θα σταματούσε ποτέ να προχωράει μπροστά. Όπως της έλεγε και ο πατέρας της, ήξερε να επιβιώνει, ωστόσο, παρόλο που αυτή η δια­ πίστωση την ικανοποιούσε, δεν ήταν αρκετή για να απομακρύνει τον πόνο ούτε τις τύψεις. Σήμερα αγωνιζόταν να επικεντρωθεί σε ό,τι της έδινε χαρά. Της άρεσε να παρακο­ λουθεί τα εγγόνια της να ανακαλύπτουν τον κόσμο, να επισκέπτεται τις φίλες της και να μαθαίνει νέα τους, απολάμβανε ακόμα και τις μέρες που εργαζόταν στη βιβλιοθήκη. Η δουλειά δεν ήταν σκληρή —τώρα δούλευε στο τμήμα ειδικών βιβλίων που δεν μπο­ ρούσε να τα πάρει κανείς εκτός βιβλιοθήκης— και μια και μπορεί να περνούσαν ώρες χωρίς να κάνει τίποτα, έβρισκε την ευκαιρία να παρατηρεί τον κόσμο που έμπαινε απ' την τζαμένια είσοδο του κτιρίου. Με την πάροδο των χρόνων αυτή η διαδικασία την ευ­ χαριστούσε όλο και περισσότερο. Ενώ οι άνθρωποι κάθονταν στις ήσυχες αίθουσες, της ήταν αδύνατον να αντισταθεί στην παρόρμηση να προσπαθεί να μαντέψει τον τρόπο ζω­ ής τους. Προσπαθούσε να διακρίνει αν κάποιος ήταν παντρεμένος, τι δουλειά έκανε, σε ποιο μέρος της πόλης ζούσε, τι βιβλία τον ενδιέφεραν και καμιά φορά της δινόταν η ευ­ καιρία να εξακριβώσει τις υποθέσεις της. Αν το πρόσωπο που της είχε τραβήξει την προ­ σοχή ερχόταν να ζητήσει τη βοήθεια της για να βρει κάποιο βιβλίο, του έπιανε αμέσως την κουβέντα. Πολύ συχνά διαπίστωνε πως είχε πέσει κοντά στις προβλέψεις της και ανα­ ρωτιόταν πώς το είχε καταφέρει. Πότε πότε ερχόταν και κάποιος που μπορεί να ενδιαφερόταν για κείνη. Πριν από χρόνια αυτό συνήθως γινόταν με μεγαλύτερους άντρες. Τώρα ενδιαφέρονταν περισσό­ τερο οι νεότεροι* η διαδικασία πάντως ήταν ίδια. Όποιος κι αν ήταν, θα ερχόταν για ένα διάστημα στο τμήμα της και μετά θα άρχιζε τις ερωτήσεις, πρώτα για κάποιο βιβλίο, μετά για διάφορα θέματα γενικού ενδιαφέροντος και θα κατέληγε σε ερωτήσεις που αφο­ ρούσαν την ίδια. Δεν είχε κανένα πρόβλημα να απαντάει και, παρόλο που δεν τους εν­ θάρρυνε, οι περισσότεροι απ' αυτούς ύστερα από λίγο της ζητούσαν ραντεβού. Το γε­ γονός την κολάκευε, αλλά κατά βάθος ήξερε πως, ακόμα και αν ο πιθανός υποψήφιος ήταν ενδιαφέρων, όσο και αν της άρεσε η συντροφιά του, ποτέ δε θα μπορούσε να του ανοίξει την καρδιά της όπως είχε κάνει κάποτε. Οι μέρες που είχε ζήσει στη Ροδάνθη την είχαν αλλάξει πολύ. Η συνεύρεση με τον Πολ κατάφερε να γιατρέψει τα αισθήματα απώλειας και προδοσίας που της είχε αφή­ σει το διαζύγιο και να τα αντικαταστήσει με κάτι δυνατότερο και πιο ευγενικό. Η δια­ πίστωση πως ήταν άξια να αγαπηθεί της έδωσε το κουράγιο να κρατήσει το κεφάλι ψη­ λά και, όσο η αυτοπεποίθηση της μεγάλωνε τόσο πιο εύκολα έβρισκε τη δύναμη να απευ­ θύνεται στον Τζακ χωρίς μισόλογα και υπαινιγμούς και χωρίς κατηγορίες, που σε

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

101

παλιότερες συζητήσεις δεν μπορούσε να κρατήσει μέσα της. Ό λ α αυτά βέβαια δεν έγι­ ναν αυτόματα, πήραν το χρόνο τους. Όποτε εκείνος τηλεφωνούσε για να μιλήσει στα παι­ διά, έπιαναν την κουβέντα για λίγο. Αργότερα, άρχισε να τον ρωτάει πότε για τη Λίντα, πότε για τη δουλειά του και ενίοτε τον ενημέρωνε σχετικά με τις τελευταίες ασχολίες της. Με τον καιρό ο Τζακ συνειδητοποίησε την αλλαγή της. Ό σ ο περνούσε ο καιρός, αυτές οι συνομιλίες γίνονταν σε φιλικότερο κλίμα και μάλιστα, αρκετά συχνά, επισκέπτονταν ο ένας τον άλλο, για να πουν τα νέα τους. Όταν ο γάμος του με τη Λίντα άρχισε να παίρ­ νει την κάτω βόλτα, συζητούσαν με τις ώρες απ' το τηλέφωνο, πολλές φορές μέχρι αργά το βράδυ. Μετά το διαζύγιο του Τζακ και της Λίντας, η Αντριάννα τού συμπαραστάθη­ κε και πολλές φορές, όταν επισκεπτόταν τα παιδιά, του επέτρεπε να μένει στο δωμάτιο των ξένων. Η Λίντα τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλο και η Αντριάννα θυμόταν τον εαυ­ τό της να κάθεται στο σαλόνι μαζί του, ενώ εκείνος στριφογυρνούσε ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι του. Αργά τη νύχτα εκείνος κλαιγόταν για τη συμφορά του, όταν ξαφνικά συ­ νειδητοποίησε σε ποια απευθυνόταν. «Ήταν το ίδιο οδυνηρό και για σένα;» τη ρώτησε. «Ναι», απάντησε η Αντριάννα. «Πόσο καιρό σού πήρε για να το ξεπεράσεις;» «Τρία χρόνια», του είπε, «αλλά στάθηκα τυχερή». Ο Τζακ κούνησε το κεφάλι του. Σφίγγοντας τα χείλη του, κάρφωσε τα μάτια του στο ποτό του. «Με συγχωρείς», είπε. «Το διαζύγιο μας ήταν η μεγαλύτερη βλακεία της ζωής μου». Η Αντριάννα χαμογέλασε και του χτύπησε μαλακά το γόνατο. «Το ξέρω. Παρ' όλα αυτά, σ' ευχαριστώ». Ύστερα από ένα χρόνο, ο Τζακ τηλεφώνησε για να την καλέσει σε δείπνο. Όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις, η Αντριάννα αρνήθηκε ευγενικά. Η Αντριάννα σηκώθηκε, πήγε στον πάγκο για να κρύψει το κουτί που είχε φέρει νωρί­ τερα απ' το δωμάτιο της και ξαναγύρισε στο τραπέζι. Στο μεταξύ η Αμάντα την παρα­ κολουθούσε με συγκρατημένο θαυμασμό. Η Αντριάννα χαμογέλασε και έπιασε το χέρι της κόρης της. Καταλάβαινε πως τις τελευταίες ώρες η Αμάντα είχε συνειδητοποιήσει ότι ήξερε πολύ λιγότερα για τη μητέρα της απ' όσα νόμιζε. Οι ρόλοι αντιστρέφονταν, σκέφτηκε η Αντριάννα. Η έκφραση στα μάτια της κόρης της ήταν η ίδια που είχε κι εκείνη κάποτε, όταν τα παιδιά, γυρίζοντας απ' τις διακοπές, μαζεύονταν και αστειεύονταν για πράγματα που είχαν κάνει σε νεαρότερη ηλικία. Μόλις πριν από δυο χρόνια έμαθε πως ο Ματ συνήθιζε να το σκάει τα βράδια και να ξενυχτάει με τους φίλους του, ότι η Αμάντα εί­ χε αρχίσει το κάπνισμα και στη συνέχεια το είχε κόψει, όταν ήταν ακόμα πιτσιρίκα, και ότι ο Νταν ήταν ο υπαίτιος για τη μικρή φωτιά στο γκαράζ, για την οποία είχε

102

Nicholas Sparks

ενοχοποιηθεί μια ελαττωματική ηλεκτρική πρίζα. Όταν τα έμαθε, γέλασε κι εκείνη μα­ ζί τους, ενώ ταυτόχρονα ένιωθε χαζή. Τώρα αναρωτιόταν αν και η Αμάντα με τη σειρά της ένιωθε το ίδιο. Στον τοίχο το ρολόι χτυπούσε με το ρυθμικό, απότομο ήχο του. Η αντλία της θέρ­ μανσης άναψε με ένα δυνατό θόρυβο. Η Αμάντα αναστέναξε. «Τι ιστορία κι αυτή», είπε. Ενώ μιλούσε, στριφογύριζε το ποτήρι της. Το φως αντανακλούνταν στο κρασί και το έκανε να λάμπει. «Ο Ματ και ο Νταν ξέρουν τίποτα απ' όλα αυτά; Θέλω να πω, τους έχεις μιλήσει;» «Όχι». «Γιατί;» «Δεν είμαι σίγουρη αν πρέπει να τα μάθουν», είπε η Αντριάννα χαμογελώντας. «Έπει­ τα, μπορεί και να μην καταλάβαιναν, ό,τι και αν τους έλεγα. Επειδή είναι άντρες και έχουν την τάση να είναι προστατευτικοί μαζί μου — δε θα 'θελα να σκεφτούν πως ο Πολ βρήκε μια γυναίκα μόνη και εκμεταλλεύτηκε τη μοναξιά της. Καμιά φορά έτσι είναι οι άντρες — όταν γνωρίσουν κάποια και την ερωτευτούν, πιστεύουν πως έχουν βρει την αληθινή αγά­ πη, όσο γρήγορα και αν έγινε. Όταν όμως συμβεί το ίδιο και σε μια γυναίκα για την οποία νοιάζονται, αμέσως αρχίζουν να αμφισβητούν τις προθέσεις του άλλου άντρα. Για να σου πω την αλήθεια, μου φαίνεται ότι δε θα τους το πω ποτέ». Η Αμάντα συμφώνησε με μια κίνηση του κεφαλιού. Στη συνέχεια τη ρώτησε: «Γιατί τα είπες σε μένα;» «Γιατί θεώρησα πως εσύ έπρεπε να τα μάθεις». Η Αμάντα άρχισε να στριφογυρίζει μια μπούκλα απ' τα μαλλιά της. Η Αντριάννα αναρωτήθηκε αν αυτό το συνήθειο ήταν κληρονομικό ή το είχε κολλήσει από κείνη, βλέ­ ποντας τη να κάνει το ίδιο. «Μαμά;» «Ναι;» «Γιατί δε μας μίλησες ποτέ γι' αυτόν; Θέλω να πω, ούτε καν τον ανέφερες». «Γιατί δεν μπορούσα». «Μα γιατί;» Η Αντριάννα ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας της και πήρε βαθιά ανάσα. «Στην αρχή, μάλλον γιατί φοβόμουν πως δεν ήταν αληθινό. Αν και ήξερα πως είχαμε αγαπη­ θεί, ήξερα επίσης πως η απόσταση παίζει περίεργα παιχνίδια στους ανθρώπους, και εγώ ήθελα να είμαι απόλυτα σίγουρη πριν σας μιλήσω γι' αυτό, να είμαι σίγουρη πως θα διαρκέσει. Αργότερα, όταν άρχισε να μου γράφει και οι αμφιβολίες μου εξανεμίστη­ καν... δεν ξέρω... απλώς δε θεώρησα πως ήταν απαραίτητο, μια και δεν μπορούσατε να τον γνωρίσετε...» Σταμάτησε για λίγο, σαν να έψαχνε τις κατάλληλες λέξεις.

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

103

«Μην ξεχνάς πως τότε δεν ήσουν το ίδιο πρόσωπο που είσαι τώρα. Όταν εσύ ήσουν μόλις δεκαεφτά και ο Νταν δεκαπέντε, πώς να πιστέψω ότι ήσασταν έτοιμοι να ακού­ σετε κάτι τέτοιο; Θέλω να πω, πώς θα νιώθατε αν, γυρνώντας απ' τον μπαμπά σας, μα­ θαίνατε πως είμαι ερωτευμένη με έναν άλλο άνθρωπο τον οποίο μόλις είχα γνωρίσει;» «Θα τα βγάζαμε πέρα». Η Αντριάννα δεν ήταν και πολύ σίγουρη γι' αυτό, αλλά δεν ήθελε να το κουβεντιά­ σει. Σήκωσε τους ώμους της. «Ποιος ξέρει; Μπορεί και να 'χεις δίκιο. Μπορεί να το δε­ χόσασταν, εγώ όμως δεν ήθελα να το διακινδυνεύσω. Και αν βρισκόμουν ξανά μπρο­ στά στο ίδιο δίλημμα, πάλι το ίδιο θα έκανα». Η Αμάντα ανακάθισε στην καρέκλα της. Ύστερα από λίγο κοίταξε τη μητέρα της στα μάτια. «Είσαι σίγουρη πως σε αγάπησε;» τη ρώτησε. «Ναι». Τα μάτια της Αμάντας φαίνονταν σχεδόν γαλαζοπράσινα στο θαμπό φως. Χαμογέ­ λασε γλυκά, σαν να 'θελε να κάνει μια παρατήρηση, χωρίς όμως να πληγώσει την μητέρα της. Η Αντριάννα ήξερε ποια ερώτηση θα επακολουθούσε. Ήταν η μόνη που θα είχε νόη­ μα. Η Αμάντα έσκυψε μπροστά, ενώ το πρόσωπο της ήταν γεμάτο ενδιαφέρον. «Τότε, πού είναι τώρα;» Στα δεκατέσσερα χρόνια που πέρασαν από τότε που είχε δει για τελευταία φορά τον Πολ Φλάνερ η Αντριάννα επισκέφτηκε τη Ροδάνθη πέντε φορές. Το πρώτο ταξίδι το έκανε τον Ιούνιο του ίδιου έτους και, παρόλο που η άμμος ήταν λευκότερη και ο ωκεανός έλιω­ νε στον ορίζοντα, έκανε τα υπόλοιπα ταξίδια της τους χειμερινούς μήνες, όταν όλη η φύ­ ση ήταν γκρίζα και το κρύο τσουχτερό, οπότε και οι αναμνήσεις γίνονταν πιο έντονες. Το πρωί της αναχώρησης του Πολ η Αντριάννα περιφερόταν μέσα στο σπίτι ανίκα­ νη να σταθεί σε ένα μέρος. Είχε την εντύπωση πως η συνεχής κίνηση θα τη βοηθούσε να ξεχαστεί. Αργά το απόγευμα, καθώς το σούρουπο άρχιζε να καλύπτει τον ουρανό με κόκ­ κινες και πορτοκαλιές σκιές, βγήκε έξω και άρχισε να χαζεύει τα χρώματα, ενώ ταυτό­ χρονα προσπαθούσε να διακρίνει το αεροπλάνο που θα έπαιρνε τον Πολ. Οι πιθανότητες ήταν μηδαμινές, αλλά εκείνη επέμεινε, νιώθοντας την παγωνιά να τη διαπερνά, καθώς έπε­ φτε η νύχτα. Ανάμεσα στα σύννεφα ξεχώριζε πού και πού τη γραμμή που αφήνει πίσω του ένα αεροπλάνο, αλλά η λογική της έλεγε πως ήταν κάποιο από τα αεροπλάνα της ναυτι­ κής βάσης του Νόρφολκ. Όταν επιτέλους αποφάσισε να μπει μέσα, τα χέρια της είχαν μου­ διάσει απ' το κρύο. Πήγε στο νιπτήρα και άφησε το ζεστό νερό να τρέχει, ώσπου άρχισε να νιώθει δυνατά τσιμπήματα. Παρόλο που ήξερε πως είχε φύγει πια, έβαλε δυο σερβί­ τσια στο τραπέζι σαν να ήταν ακόμα εκεί. Έ ν α μέρος του εαυτού της έλπιζε να γυρνούσε πίσω. Καθώς έτρωγε, τον φανταζόταν

104

Nicholas Sparks

να μπαίνει απ' την μπροστινή πόρτα, να πετάει κάτω τους σάκους του και να της λέει πως του ήταν αδύνατον να φύγει χωρίς να περάσει άλλη μια νύχτα μαζί της. Θα της έλεγε ότι θα έφευγαν μαζί την επόμενη ή τη μεθεπόμενη μέρα, και θα κατευθύνονταν βόρεια μέχρι την εθνική οδό, όπου οι δρόμοι τους θα χώριζαν. Όμως δεν ήρθε. Η μπροστινή πόρτα δεν άνοιξε και το τηλέφωνο δε χτύπησε. Αν και η Αντριάννα λαχταρούσε να τον δει να μένει, ήξερε πως το σωστό ήταν να τον εν­ θαρρύνει να φύγει. Μια μέρα παραπάνω δε θα διευκόλυνε την αναχώρηση του. Ακόμα και αν περνούσαν άλλη μια νύχτα μαζί, πάλι θα έπρεπε να αποχαιρετιστούν την επομέ­ νη και να περάσουν δύσκολες ώρες. Της ήταν αδύνατον να φανταστεί τον εαυτό της να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια για δεύτερη φορά και να πρέπει να ξαναζήσει άλλη μια μέ­ ρα σαν αυτή που είχαν ζήσει μαζί. Την άλλη μέρα το πρωί άρχισε να καθαρίζει το Πανδοχείο με σταθερές κινήσεις και το μυαλό της συγκεντρωμένο στη δουλειά. Έπλυνε τα πιάτα, τα σκούπισε και τα έβαλε στη θέση τους. Καθάρισε τα χαλιά με την ηλεκτρική σκούπα, μάζεψε την άμμο από την κουζί­ να και την είσοδο του σπιτιού, ξεσκόνισε τα κιγκλιδώματα και τις λάμπες του σαλονιού και, τέλος, ασχολήθηκε με το δωμάτιο της Τζιν, για να το αφήσει όπως το είχε βρει. Ύστερα πήρε τη βαλίτσα της, πήγε πάνω και ξεκλείδωσε το μπλε δωμάτιο. Είχε να βρεθεί εκεί από την προηγούμενη μέρα. Το φως του απογεύματος σχημάτι­ ζε πρίσματα πάνω στους τοίχους. Εκείνος είχε στρώσει το κρεβάτι πριν κατέβει, αλλά δε θεώρησε απαραίτητο να το κάνει και τέλειο. Κάτω απ' το σκέπασμα υπήρχαν εξο­ γκώματα, όπου η κουβέρτα ήταν τσαλακωμένη και το σεντόνι εξείχε σε μερικά σημεία και σχεδόν ακουμπούσε στο πάτωμα. Στο μπάνιο, μια πετσέτα κρεμόταν από το πιαστράκι, ενώ άλλες δυο ήταν τυλιγμένες μαζί και παρατημένες κοντά στο νιπτήρα. Στάθηκε ακίνητη, προσπαθώντας να απομνημονεύσει την εικόνα. Αναστέναξε και άφησε κάτω τη βαλίτσα της. Εκείνη τη στιγμή είδε το σημείωμα που της είχε αφήσει ο Πολ σε εμφανές σημείο πάνω στο γραφείο. Το πήρε στα χέρια της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Μέσα στην ησυχία του δωματίου όπου είχαν αγαπηθεί άρχισε να διαβάζει όσα είχε γράψει εκείνος το προηγούμενο πρωινό. Όταν τελείωσε, το ακούμπησε στα πόδια της και έμεινε ακίνητη, προσπαθώντας να τον φανταστεί την ώρα που το έγραφε. Ύστερα το δίπλωσε προσεκτικά και το έβαλε στη βαλίτσα της μαζί με το κοχύλι. Όταν, ύστερα από αρκετές ώρες, έφτασε η Τζιν, βρήκε την Αντριάννα ακουμπισμένη στα κάγκελα της πίσω βεράντας να αγναντεύει τον ουρανό. Η Τζην, πληθωρική όπως πάντα, χάρηκε που είδε την Αντριάννα, ενθουσιάστηκε που ξαναγύρισε στο σπίτι και άρχισε να μιλάει ασταμάτητα για το γάμο και το παλιό ξενοδο­ χείο στη Σαβάνα, όπου είχε μείνει. Η Αντριάννα άφησε την Τζιν να λέει τις ιστορίες της χωρίς να τη διακόπτει και μετά το βραδινό φαγητό της δήλωσε πως ήθελε να πάει βόλτα στην παραλία. Ευτυχώς, η Τζιν δεν είχε καμία διάθεση να τη συνοδεύσει. Όταν επέστρεψε, η Τζιν άδειαζε τη βαλίτσα της στο δωμάτιο της. Η Αντριάννα

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

105

έφτιαξε τσάι και πήγε να καθίσει κοντά στο τζάκι. Ενώ κουνιόταν στην πολυθρόνα, άκου­ σε την Τζιν να μπαίνει στην κουζίνα. «Που είσαι;» φώναξε. «Εδώ», απάντησε η Αντριάννα. Η Τζιν κατέφθασε λίγο αργότερα. «Μου φάνηκε πως άκουσα την τσαγιέρα να σφυ­ ρίζει». «Έφτιαξα τσάι». «Από πότε πίνεις τσάι;» Η Αντριάννα γέλασε κοφτά και δεν απάντησε. Η Τζιν έβαλε την πολυθρόνα δίπλα της. Έ ξ ω το φεγγάρι υψωνόταν στον ουρανό, σκληρό και φωτεινό, κάνοντας την άμμο να λάμπει στο χρώμα των παλιών κεραμικών. «Σαν πολύ ήσυχη είσαι απόψε», είπε η Τζιν. «Με συγχωρείς», απάντησε η Αντριάννα, ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Απλώς είμαι λίγο κουρασμένη. Μάλιστα, είμαι έτοιμη να φύγω για το σπίτι μου». «Είμαι σίγουρη. Από την ώρα που έφυγα απ' τη Σαβάνα μετρούσα τα χιλιόμετρα. Ευ­ τυχώς δεν είχε πολλή κίνηση. Δεν είναι τουριστική περίοδος, βλέπεις». Η Αντριάννα συμφώνησε με μια κίνηση του κεφαλιού. Η Τζιν ξάπλωσε πίσω στην καρέκλα της. «Όλα καλά με τον Πολ Φλάνερ; Ελπίζω η καταιγίδα να μην του χάλασε τα σχέδια». Στο άκουσμα του ονόματος του η Αντριάννα ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό, αλλά προ­ σπάθησε να φανεί ψύχραιμη. «Δε νομίζω πως τον πείραξε καθόλου η καταιγίδα», είπε. «Μίλα μου γι' αυτόν. Από τη φωνή του κατάλαβα πως ήταν μάλλον κακόκεφος». «Καθόλου, ήταν... πολύ καλός». «Ένιωθες περίεργα που ήσουν μόνη μαζί του;» «Όχι. Τον συνήθισα αμέσως». Η Τζιν περίμενε περισσότερες πληροφορίες, αλλά η Αντριάννα σώπαινε. «Τέλος πάντων... καλά», συνέχισε η Τζιν. «Δυσκολεύτηκες καθόλου με το σπίτι;» «Όχι». «Χαίρομαι. Σ' ευχαριστώ πολύ που μου έκανες αυτή τη χάρη. Ξέρω πως θα προτι­ μούσες να περάσεις ένα ήσυχο Σαββατοκύριακο στο σπίτι σου, αλλά βλέπεις η μοίρα δε σου έκανε το χατίρι». «Έτσι φαίνεται». Κάτι στον τρόπο της τράβηξε την προσοχή της Τζιν, που γύρισε και την κοίταξε πε­ ρίεργα. Ξαφνικά η Αντριάννα ένιωσε ότι ήθελε να μείνει μόνη και αποτελείωσε γρήγο­ ρα το τσάι της. «Λυπάμαι που σ' το κάνω αυτό, Τζιν», είπε, προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της να ακούγεται φυσιολογική, «αλλά νομίζω πως θα πάω να ξαπλώσω. Είμαι κουρασμένη και έχω να οδηγήσω αύριο. Χαίρομαι που πέρασες καλά στο γάμο».

106

Nicholas Sparks

Η Τζιν ανασήκωσε τα φρύδια της με έκπληξη. Ο τρόπος της φίλης της της φάνηκε πο­ λύ απότομος. «Ω... καλά, σ' ευχαριστώ», της είπε. «Καληνύχτα». «Καληνύχτα». Η Αντριάννα ένιωθε το παραξενεμένο βλέμμα της Τζιν πίσω της, καθώς κατευθυ­ νόταν στα σκαλιά. Ξεκλείδωσε την πόρτα του μπλε δωματίου, γδύθηκε και χώθηκε κά­ τω από τα σκεπάσματα, γυμνή και μόνη. Η μυρωδιά του Πολ ήταν διάχυτη πάνω στο μαξιλάρι και στα σεντόνια. Αφηρημένα χάιδεψε τα στήθη της, καθώς έχωνε το πρόσωπο της στο μαξιλάρι, προσπαθώντας απε­ γνωσμένα να μην κοιμηθεί, ώσπου δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Όταν ξύπνησε την άλ­ λη μέρα, έβαλε να φτιάξει καφέ και πήγε ξανά βόλτα στην παραλία. Στη μία ώρα που πέρασε έξω συνάντησε δυο ζευγάρια. Ζεστός αέρας φυσούσε τώ­ ρα πάνω απ' το νησί και η μέρα προμηνυόταν καλή. Ή τ α ν σίγουρο ότι θα ερχόταν πε­ ρισσότερος κόσμος στην παραλία. Ο Πολ θα πρέπει να είχε φτάσει στην κλινική τώρα πια. Αναρωτιόταν πώς να ήταν. Είχε μια αμυδρή εικόνα στο μυαλό της, κάτι πρέπει να είχε δει σε κάποιο κανάλι με θέ­ μα τη φύση —μια σειρά προχειροφτιαγμένων σπιτιών που έμοιαζαν μεταξύ τους, περι­ τριγυρισμένα από τη ζούγκλα, με αρουραίους να τρέχουν στο στριφογυριστό δρόμο μπροστά τους και εξωτικά πουλιά να τιτιβίζουν στο βάθος—, ωστόσο αμφέβαλλε αν αυ­ τή η εικόνα ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Αναρωτήθηκε αν είχε μιλήσει με τον Μαρκ και πώς είχε πάει η συζήτηση και αν ο Πολ, όπως κι αυτή, ξαναζούσε νοερά το Σαββατοκύριακο. Η κουζίνα ήταν άδεια όταν ξαναγύρισε. Το κουτί της ζάχαρης ήταν ανοιχτό δίπλα στην καφετιέρα και πιο κει υπήρχε ένα άδειο φλιτζάνι. Επάνω κάποιος πηγαινοερχόταν, κάνοντας θόρυβο. Η Αντριάννα ακολούθησε τον ήχο και όταν έφτασε στο δεύτερο πάτωμα είδε την πόρτα του μπλε δωματίου μισάνοιχτη. Πλησίασε, την έσπρωξε για να ανοίξει καλά και είδε την Τζιν να στρώνει την τελευταία γωνία του καθαρού σεντονιού. Τα χρησιμοποιη­ μένα σεντόνια, αυτά που είχαν σκεπάσει εκείνη και τον Πολ, ήταν μαζεμένα και πετα­ μένα στο πάτωμα. Η Αντριάννα κοίταζε τα σεντόνια, γνωρίζοντας πως ήταν γελοίο να αναστατώνε­ ται, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε πως θα περνούσε ολόκληρος χρόνος μέχρι να ξα­ νανιώσει τη μυρωδιά του Πολ Φλάνερ. Πήρε βαθιά ανάσα προσπαθώντας να πνίξει μια κραυγή. Η Τζιν γύρισε ξαφνιασμένη απ' τον ήχο, με τα μάτια διάπλατα απ' την έκπληξη. «Αντριάννα;» ρώτησε. «Είσαι καλά;» Ό μ ω ς η Αντριάννα δεν μπορούσε να απαντήσει. Σκέπασε το πρόσωπο της με τα χέρια της, γνωρίζοντας πως από δω και στο εξής θα μετρούσε τις μέρες μέχρι την

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

107

επιστροφή του Πολ. «Ο Πολ είναι στον Ισημερινό», απάντησε η Αντριάννα στην κόρη της. Παρατήρησε ότι η φωνή της ήταν περίεργα σταθερή. «Στον Ισημερινό», επανέλαβε η Αμάντα. Τα δάχτυλα της χτυπούσαν το τραπέζι ενώ η ματιά της ήταν καρφωμένη στη μητέρα της. «Γιατί δε γύρισε;» «Δεν μπόρεσε». «Γιατί;» Η Αντριάννα, αμίλητη, σήκωσε το καπάκι του κουτιού. Από μέσα τράβηξε ένα κομ­ μάτι χαρτί, που στην Αμάντα φάνηκε σαν σκισμένο από μαθητικό τετράδιο. Έτσι όπως ήταν διπλωμένο, είχε κιτρινίσει με τα χρόνια. Η Αμάντα είδε το όνομα της μητέρας της γραμμένο στην μπροστινή μεριά. «Πριν σου πω», είπε η Αντριάννα, «θέλω να απαντήσω στην άλλη ερώτηση που μου έκανες». «Ποια άλλη ερώτηση;» Η Αντριάννα χαμογέλασε. «Με ρώτησες αν ήμουν σίγουρη για την αγάπη του Πολ». Της έδωσε το χαρτί, σπρώχνοντας το προς το μέρος της. «Αυτό το σημείωμα το άφησε τη μέρα που έφυγε». Η Αμάντα το πήρε διστακτικά και το ξεδίπλωσε αργά αργά. Άρχισε να διαβάζει, ενώ η μητέρα της καθόταν απέναντι της. Αγαπητή Αντριάννα, Δεν ήσουν στο πλάι μου όταν ξύπνησα σήμερα το πρωί και, παρότι ξέρω γιατί έφυγες, θα ήθελα να μψ το είχες κάνει. Είμαι εγωιστής, το αναγνωρίζω, αλλά φαίνεται πως αυτό είναι από τα ελαττώματα που θα κουβαλάω σ' όλη μου τη ζωή. Αν διαβάζεις το σημείωμα μου, σημαίνει πως έχω ήδη φύγει. Οταν τελειώσω το γρά­ ψιμο, θα κατέβω και θα σου ζητήσω να μείνω μαζί σου για λίγο ακόμα, αλλά δεν έχω ψευ­ δαισθήσεις ως προς το τι θα μου απαντήσεις. Δε γράφω για να σε αποχαιρετήσω, και για κανένα λόγο δε θέλω να σκεφτείς ότι αυ­ τός είναι ο σκοπός του γράμματος. Αντίθετα, θα εκμεταλλευτώ αυτό το χρόνο για να σε γνωρίσω ακόμα καλύτερα. Έχω ακούσει για ανθρώπους που ερωτεύονται διά αλληλο­ γραφίας, και πaρόλο που εμείς έχουμε ήδη φτάσει σ' αυτό το σημείο, δεν αποκλείεται η αγάπη μας να γίνει ακόμα βαθύτερη. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό είναι πιθανόν και, αν θέλε*ς- να ξέρεις την αλήθεια, αυτή η προοπτική είναι το μόνο πράγμα που θα με βοηθήσει να αντέξω έναν ολόκληρο χρόνο χωρίς εσένα. Όταν κλείνω τα μάτια μου, σε βλέπω να περπατάς κατά μήκος της παραλίας, την πρώτη νύχτα που περάσαμε μαζί. Με το φως της αστραπής να αντανακλάται στο πρόσωπο σου, ήσουν πανέμορφη και νομίζω πως γι' αυτόν ακριβώς το λόγο μπόρεσα να σου

108

Nicholas Sparks

ανοίξω την καρδιά μου, πράγμα που δεν είχα κάνει ποτέ ξανά. Όμως, δεν ήταν μόνο η ομορφιά σον που με συγκλόνισε. Ήταν ολόκληρο το είναι σον — το θάρρος σον, το πάθος και η σοφή λογική με την οποία αντιμετωπίζεις τον κόσμο. Όλα αυτά νομίζω πως τα δι­ αισθάνθηκα από την πρώτη κιόλας στιγμή, την ώρα που πίναμε καφέ και, όσο περισσό­ τερο σε γνώριζα, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσα πόσο έλειπαν αυτές οι αρετές απ' τη ζωή μου. Είσαι σπάνιο πλάσμα, Αντριάννα, και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που είχα την ευκαιρία να σε συναντήσω. Εύχομαι να είσαι καλά. Τώρα που γράφω αυτό το γράμμα εγώ δεν είμαι. Το γεγονός ότι σήμερα σε αποχαιρετώ είναι το δυσκολότερο πράγμα που αναγκάστηκα να κάνω μέ­ χρι τώρα και σον ορκίζομαι πως όταν επιστρέφω δε θα σ' αφήσω ποτέ. Σ' αγαπώ τώρα, για ό,τι μοιραστήκαμε, και σ' αγαπώ τώρα, με την προσδοκία αυτών που μας περιμένουν. Είσαι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Μου λείπεις ήδη, είμαι όμως βέβαιος απ' τα βάθη της ψυχής μου πως θα είσαι πάντα μαζί μου. Τις λιγοστές μέρες που μείναμε μαζί έγινες το όνειρο της ζωής μου. Πολ Ο χρόνος που ακολούθησε δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο στη ζωή της Αντριάννας. Επιφανειακά, τα πράγματα έδειχναν φυσιολογικά. Ασχολούνταν με τα παιδιά της, επι­ σκεπτόταν τον πατέρα της κάθε μέρα και δούλευε στη βιβλιοθήκη, όπως πάντα. Την εί­ χε όμως κυριεύσει ένας ενθουσιασμός που πήγαζε απ' το μυστικό που έκρυβε μέσα της και όλοι γύρω της πρόσεξαν αυτή την αλλαγή στη συμπεριφορά της. Χαμογελούσε συ­ χνότερα, προκαλώντας σχόλια μερικές φορές, και ακόμα και τα παιδιά της παρατήρησαν πως συχνά μετά το δείπνο πήγαινε βόλτες ή περνούσε ώρες στο μπάνιο, αγνοώντας την κοσμοχαλασιά γύρω της. Εκείνες τις στιγμές σκεφτόταν τον Πολ, αλλά η εικόνα του ζωντάνευε περισσότερο όταν έβλεπε το φορτηγό του ταχυδρομείου να πλησιάζει, να σταματάει και να αρχίζει τις διανομές. Το ταχυδρομείο συνήθως έφτανε μεταξύ δέκα και έντεκα το πρωί. Η Αντριάννα στε­ κόταν στο παράθυρο παρατηρώντας το φορτηγό να σταματάει μπροστά στην πόρτα της. Μόλις έφευγε, πήγαινε στο κουτί. Έψαχνε τα γράμματα εκείνα που είχαν σημάδια πως ήταν δικά του: το μπεζ χρώμα των φακέλων που προτιμούσε, τα γραμματόσημα που απει­ κόνιζαν έναν κόσμο για τον οποίο εκείνη δε γνώριζε τίποτα, το όνομα του γραμμένο στην επάνω αριστερή γωνία. Όταν έφτασε το πρώτο γράμμα, το διάβασε στην πίσω βεράντα. Αφού τελείωσε, το ξαναδιάβασε για δεύτερη φορά πιο αργά, σταματώντας και απολαμβάνοντας τα λόγια του. Το ίδιο έκανε και με τα επόμενα γράμματα και, αφότου άρχισαν να έρχονται πια σε κανονικά διαστήματα, πείστηκε πως το μήνυμα στο σημείωμα του Πολ ήταν αληθινό. Αν και δεν υπήρχε σύγκριση με τα συναισθήματα που είχε όταν ήταν κοντά της ή όταν την

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

109

έκλεινε στην αγκαλιά του, το πάθος που κρυβόταν στις λέξεις του κατά κάποιο τρόπο έκα­ νε την απόσταση μεταξύ τους να φαίνεται μικρότερη. Της άρεσε να φαντάζεται πώς ήταν την ώρα που της έγραφε. Τον φανταζόταν σ' ένα σκεβρωμένο γραφείο, με μια λάμπα να φωτίζει την κουρασμένη έκφραση στο πρόσωπο του. Αναρωτιόταν αν έγραφε γρήγορα, αν οι λέξεις έβγαιναν αβίαστα, ή αν σταματού­ σε πότε πότε κοιτάζοντας αφηρημένα μακριά, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Μερικές φορές οι εικόνες που έπλαθε με τη φαντασία της έπαιρναν μια μορφή, με το επόμενο γράμμα κάποια άλλη, ανάλογα με το τι έγραφε. Η Αντριάννα έκλεινε τα μάτια προσπα­ θώντας να επικοινωνήσει με το πνεύμα του. Του έγραφε κι εκείνη, δίνοντας απαντήσεις σε ό,τι τη ρωτούσε και αναφέροντας του τι της συνέβαινε. Εκείνες τις μέρες σχεδόν τον έβλεπε δίπλα της. Όποτε ο αέρας της έπαιρ­ νε τα μαλλιά ήταν σαν να έτρεχε το δάχτυλο του Πολ πάνω στο δέρμα της. Όποτε άκουγε το μακρινό χτύπημα του ρολογιού, ήταν σαν να ακούει την καρδιά του να χτυπάει την ώρα που ακουμπούσε το κεφάλι της στο στήθος του. Όταν όμως έβαζε κάτω το μολύβι, οι σκέ­ ψεις της ξαναγύριζαν στις τελευταίες τους στιγμές, όταν στέκονταν αγκαλιασμένοι στο χαλικόστρωτο δρόμο, το μαλακό χάδι των χειλιών του και την υπόσχεση για μια κοινή ζωή, που θα ακολουθούσε ύστερα από ένα μόνο χρόνο χωρισμού. Ο Πολ τηλεφωνούσε αρκετά συχνά, όποτε δηλαδή του δινόταν η ευκαιρία να βρεθεί στην πόλη. Στο άκουσμα της γλυκιάς φωνής του ένας κόμπος έσφιγγε το λαιμό της. Το ίδιο ένιωθε και όταν άκουγε το γέλιο ή το κλάμα του, όποτε της έλεγε πως του λείπει αφάντα­ στα. Της τηλεφωνούσε κατά τη διάρκεια της μέρας, όταν τα παιδιά ήταν στο σχολείο. Όταν άκουγε τον ήχο του τηλεφώνου, περίμενε λίγο προτού το σηκώσει, ελπίζοντας να είναι ο Πολ. Οι συζητήσεις δεν κρατούσαν πολύ, συνήθως λιγότερο από είκοσι λεπτά, αλλά μαζί με τα γράμματα της έφταναν για να αντέξει τους υπόλοιπους μήνες. Στη βιβλιοθήκη άρχισε να φωτοτυπεί σελίδες διάφορων βιβλίων σχετικών με τον Ιση­ μερινό, οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια της, από γεωγραφία μέχρι ιστορία. Κάποτε, όταν ένα ταξιδιωτικό περιοδικό δημοσίευσε ένα άρθρο για την περιοχή, το αγόρασε και το διά­ βαζε για ώρες, μελετώντας τις εικόνες και απομνημονεύοντας τα πάντα, στην προσπά­ θεια της να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα για τους ανθρώπους κοντά στους οποίους δούλευε. Καμιά φορά, αν και δεν το ήθελε, αναρωτιόταν μήπως κάποια γυναίκα τον κοι­ τούσε με την ίδια επιθυμία που τον είχε κοιτάξει και εκείνη. Επίσης, έψαξε στις σελίδες παλιών εφημερίδων και ιατρικών περιοδικών και βρή­ κε πληροφορίες για τη ζωή του Πολ στο Ράλι. Ποτέ δεν του τα ανέφερε όλα αυτά — μια και στα γράμματα του επαναλάμβανε πως δεν επιθυμούσε να γυρίσει στον παλιό του εαυ­ τό—, όμως ήταν περίεργη να μάθει. Ανακάλυψε το κομμάτι που είχε δημοσιευτεί στο Wall Street Journal, μαζί με μια φωτογραφία του στο επάνω μέρος της σελίδας. Στο άρθρο ανα­ φερόταν η ηλικία του, τριάντα οκτώ χρονών, και όταν κοίταξε το πρόσωπο του προσε­ κτικά, είδε για πρώτη φορά πώς ήταν σε νεαρότερη ηλικία. Αν και τον αναγνώρισε

110

Nicholas Sparks

αμέσως, επισήμανε μερικές διαφορές — τα μαλλιά του ήταν πιο σκούρα και με χωρίστρα στο πλάι, το πρόσωπο του δεν είχε ρυτίδες, αλλά ήταν πολύ σοβαρό, με μια σκληρή έκ­ φραση. Αυτό το πρόσωπο δεν είχε καμία σχέση με εκείνο που είχε γνωρίσει. Θυμήθηκε πως είχε αναρωτηθεί τότε πώς θα του φαινόταν αν ξαναδιάβαζε τώρα εκείνο το άρθρο, αν θα του έδινε κάποια σημασία. Βρήκε επίσης φωτογραφίες του σε παλιά αντίτυπα των Raleigh News και Observer, όπου συναντούσε τον κυβερνήτη ή παρευρισκόταν στα εγκαίνια της νέας νοσοκομειακής πτέρυγας του Ιατρικού Κέντρου στο Ντιουκ. Παρατήρησε ότι σε όλες τις φωτογραφίες ήταν αγέλαστος. Ή τ α ν ένας Πολ άγνωστος σ' αυτή. Το Μάρτιο, χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο, ο Πολ της έστειλε τριαντάφυλλα και από τότε το καθιέρωσε και της έστελνε κάθε μήνα. Έβαζε τα μπουκέτα στο δωμάτιο της, θεωρώντας δεδομένο ότι τα παιδιά κάποια στιγμή θα τα παρατηρούσαν και θα έλεγαν κάτι. Εκείνα όμως ήταν απασχολημένα με τα δικά τους προβλήματα και δεν τα πρόσεξαν ποτέ. Τον Ιούνιο ξαναγύρισε στη Ροδάνθη για να περάσει το Σαββατοκύριακο παρέα με την Τζιν. Όταν έφτασε, πρόσεξε πως η συμπεριφορά της Τζιν ήταν λιγάκι παράξενη, σαν να προσπαθούσε ακόμα να μαντέψει τι ήταν αυτό που είχε αναστατώσει την Αντριάννα την τελευταία φορά που ήταν εκεί, μα έπειτα από μία ώρα ευχάριστης συζήτησης ξανά­ γινε πάλι η ίδια. Η Αντριάννα περπάτησε στην παραλία μερικές φορές ψάχνοντας για κά­ ποιο κοχύλι, αλλά δεν κατάφερε να βρει κανένα που να μην το είχαν κομματιάσει τα κύματα. Όταν ξαναγύρισε στο σπίτι, βρήκε ένα γράμμα του Πολ και μια φωτογραφία που είχε τραβήξει ο Μαρκ. Στο βάθος φαινόταν η κλινική και ο Πολ, αν και πιο αδύνατος απ' ό,τι τον θυμόταν πριν από έξι μήνες, φαινόταν καλά στην υγεία του. Στερέωσε τη φωτο­ γραφία στην αλατιέρα, πριν αρχίσει να του γράφει. Στο γράμμα του της ζητούσε να του στείλει μια δική της, οπότε άρχισε να ξεχωρίζει μερικές από τα άλμπουμ, μέχρι που βρή­ κε μια της αρεσκείας της για να του τη στείλει. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν ζεστό και υγρό. Πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα του Ιου­ λίου μέσα στο σπίτι, με το κλιματιστικό να δουλεύει όλη μέρα. Τον Αύγουστο ο Ματ πή­ γε στο κολέγιο, ενώ η Αμάντα και ο Νταν επέστρεψαν στο λύκειο. Καθώς τα φύλλα των δέντρων έπαιρναν ένα κεχριμπαρένιο χρώμα στο απαλό φως του φθινοπωρινού ήλιου, άρχισε να σκέφτεται τα πράγματα που θα έκαναν μαζί, εκείνη και ο Πολ, όταν θα επέ­ στρεφε. Φανταζόταν τους δυο τους να επισκέπτονται το Biltmore Estate στο Άσβιλ για να δουν τις γιορταστικές διακοσμήσεις, αναρωτήθηκε πώς άραγε θα το έπαιρναν τα παι­ διά όταν θα κατέφθανε για το δείπνο των Χριστουγέννων και τι θα σκεφτόταν η Τζιν όταν θα έκλεινε δωμάτιο στο Πανδοχείο και για τους δυο τους, μετά την Πρωτοχρονιά. Αναμ­ φίβολα, σκέφτηκε η Αντριάννα χαμογελώντας, θα σήκωνε έκπληκτη τα φρύδια της. Επει­ δή γνώριζε το χαρακτήρα της πολύ καλά, ήξερε πως στην αρχή δε θα έλεγε τίποτα, αλ­ λά θα προτιμούσε να περπατά με μια αυτάρεσκη έκφραση σαν να ήθελε να πει ότι τα

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

111

είχε καταλάβει όλα απ' την αρχή, οπότε η επίσκεψη τους δεν ήταν έκπληξη για κείνη. Τώρα, καθισμένη κοντά στην κόρη της, η Αντριάννα ξανάφερνε στη μνήμη της εκεί­ να τα σχέδια, ενώ συλλογιζόταν πως είχαν υπάρξει στιγμές στο παρελθόν που σχεδόν εί­ χε πιστέψει πως όλα αυτά είχαν συμβεί στ' αλήθεια. Συνήθιζε να φτιάχνει τα σενάρια με συγκλονιστικές λεπτομέρειες, τελικά όμως πίεσε τον εαυτό της να σταματήσει να το κάνει. Η στενοχώρια που κατά κανόνα ακολουθούσε όλες αυτές τις υπέροχες φαντα­ σιώσεις την έκανε να νιώθει ένα απέραντο κενό και συνειδητοποίησε ότι ήταν πιο ωφέ­ λιμο να ασχολείται με τους ανθρώπους που εξακολουθούσαν να είναι κοντά της και απο­ τελούσαν μέρος της ζωής της. Δεν ήθελε να πικραίνεται άλλο με αυτό τα μάταιο ονειροπόλημα. Μερικές φορές, όμως, παρά τις προθέσεις της, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. «Ουάου», μουρμούρισε η Αμάντα, δίνοντας το γράμμα στη μητέρα της. Η Αντριάννα το δίπλωσε ξανά, το έβαλε στην άκρη και έβγαλε τη φωτογραφία του Πολ που είχε τραβήξει ο Μαρκ. «Αυτός είναι ο Πολ», είπε. Η Αμάντα πήρε τη φωτογραφία. Παρά την ηλικία του, ήταν πολύ πιο όμορφος απ' ό,τι τον φανταζόταν. Κοίταξε επίμονα τα μάτια του, που τόσο είχαν μαγέψει τη μητέρα της. Ύστερα χαμογέλασε. «Τώρα καταλαβαίνω γιατί τον ερωτεύτηκες. Έχεις κι άλλες;» «Όχι», είπε, «μόνο αυτή». Η Αμάντα κούνησε το κεφάλι της και ξανακοίταξε τη φωτογραφία. «Έκανες τέλεια περιγραφή». Κόμπιασε. «Σου έστειλε καμιά φωτογραφία του Μαρκ;» «Όχι, αλλά μοιάζουν», είπε η Αντριάννα. «Τον έχεις συναντήσει;» «Ναι», είπε. «Πού;» «Εδώ». Η Αμάντα σήκωσε τα φρύδια. «Στο σπίτι;» «Καθόταν εκεί ακριβώς που κάθεσαι τώρα εσύ». «Που ήμασταν εμείς;» «Στο σχολείο». Η Αμάντα κούνησε το κεφάλι της, σε μια προσπάθεια να χωνέψει την καινούρια πλη­ ροφορία. «Η ιστορία σου αρχίζει να με μπερδεύει», είπε. Η Αντριάννα σηκώθηκε απ' το τραπέζι. Βγαίνοντας απ' την κουζίνα, ψιθύρισε: «Και μένα επίσης». Κατά τον Οκτώβριο, ο πατέρας της Αντριάννας παρουσίασε κάποια βελτίωση μετά τα εγκεφαλικά που είχε υποστεί, που όμως δεν ήταν αρκετή για να του επιτρέψει να φύγει

112

Nicholas Sparks

από την κλινική. Η Αντριάννα περνούσε ώρες μαζί του, όπως πάντα, κρατώντας του συ­ ντροφιά και κάνοντας ό,τι περνούσε απ' το χέρι της για να τον ανακουφίσει. Λογαριάζοντας προσεκτικά το κάθε έξοδο, κατάφερε να εξοικονομήσει αρκετά, ώστε να τον κρατήσουν στην κλινική μέχρι τον Απρίλιο, αλλά από κει και πέρα θα δυ­ σκολευόταν να τα βγάλει πέρα. Ό π ω ς τα χελιδόνια ξαναγυρίζουν στο Καπιστράνο, έτσι κι αυτή ξαναγύριζε σ' αυτές τις θλιβερές σκέψεις, καταφέρνοντας να κρατάει τους φό­ βους της για τον εαυτό της. Τις περισσότερες φορές, όταν έφτανε στην κλινική, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή, σαν να την άφηναν επίτηδες οι πρωινές νοσοκόμες, πιστεύοντας πως ο θόρυβος θα καθάρι­ ζε κατά κάποιο τρόπο το μυαλό του. Το πρώτο πράγμα που έκανε η Αντριάννα ήταν να την κλείνει. Εκτός από τις νοσοκόμες, εκείνη ήταν η μόνη τακτική επισκέπτρια του πα­ τέρα της. Ενώ καταλάβαινε καλά την απροθυμία των παιδιών της να τη συνοδεύσουν, θα ήθελε πολύ να το κάνουν. Ό χ ι μόνο για χάρη του πατέρα της, που λαχταρούσε να τα δει, αλλά και για δικό τους καλό. Πάντα πίστευε πως είναι πολύ σημαντικό να περνάς χρόνο με την οικογένεια σου, και στις καλές στιγμές και στις κακές, γιατί έπαιρνες μα­ θήματα που θα σε ωφελούσαν στη ζωή. Ο πατέρας της δεν μπορούσε να μιλήσει, εκείνη όμως ήξερε πως καταλάβαινε πολύ καλά ό,τι του έλεγαν. Καθώς η δεξιά πλευρά του προσώπου του είχε παραλύσει, το χα­ μόγελο του είχε γίνει πολύ παράξενο. Εκείνη το έβρισκε συμπαθέστατο. Χρειαζόταν ωρι­ μότητα και υπομονή για να μπορεί κάποιος, κοιτώντας την εξωτερική εμφάνιση, να βλέ­ πει σε βάθος τον άνθρωπο που είχε γνωρίσει στο παρελθόν. Παρόλο που τα παιδιά της την είχαν αιφνιδιάσει πολλές φορές επιδεικνύοντας αυτές τις αρετές, όταν τα ανάγκαζε να τον επισκεφτούν δεν ένιωθαν καθόλου άνετα. Ή τ α ν σαν να κοιτούσαν τον παππού τους ενώ την ίδια στιγμή φαντάζονταν με φρίκη τι μπορούσε να τους περιμένει στο μα­ κρινό μέλλον και κατά πόσο ήταν πιθανό να έχουν κι αυτά την ίδια τύχη. Τακτοποιούσε τα μαξιλάρια του, καθόταν κοντά στο κρεβάτι, έπιανε το χέρι του και άρχιζε να μιλά. Τις περισσότερες φορές τού έλεγε τα τελευταία γεγονότα, τα νέα της οι­ κογένειας, ή του μιλούσε για την πρόοδο των παιδιών. Εκείνος την κοιτούσε επίμονα, χωρίς να την αφήνει λεπτό από τα μάτια του, επικοινωνώντας μαζί της με το μόνο τρόπο που μπορούσε. Καθισμένη πλάι του, αναπόφευκτα αναπολούσε την παιδική της ηλικία - τη μυρωδιά της Άκουα Βέλβα στο πρόσωπο του, τις ώρες που φτυάριζαν σανό για τα άλογα στο στάβλο, τα γένια του που την τσιμπούσαν όταν τη φιλούσε για να την καληνυ­ χτίσει και τα τρυφερά λόγια που της έλεγε από τότε που ήταν μικρή. Πήγε να τον επισκεφτεί μια μέρα πριν από την αποκριά, αποφασισμένη να του μι­ λήσει, μια και ήταν πια καιρός να του αποκαλύψει τα πάντα. «Πρέπει να σου πω κάτι», άρχισε. Στη συνέχεια, με όσο πιο απλά λόγια γινόταν, του μίλησε για τον Πολ, δίνοντας του να καταλάβει πόσα πολλά σήμαινε γι' αυτή. Θυμήθηκε πως, όταν τελείωσε, κάθισε και αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε άραγε να

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

113

σκέφτεται για όλα αυτά. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει και ήταν πλέον πολύ αραιά. Τα φρύδια του της θύμιζαν τούφες από βαμβάκι. Της χαμογέλασε, με το παράξενο χαμόγελο του, και παρόλο που δεν έβγαλε ούτε έναν ήχο όταν κούνησε τα χείλια του, εκείνη ήξερε ακριβώς τι προσπαθούσε να της πει. Ο λαιμός της σφίχτηκε την ώρα που έσκυβε στο κρεβάτι και ακουμπούσε το κεφάλι της στο στήθος του. Το γερό χέρι του ακούμπησε στην πλάτη της και άρχισε να τη χαϊδεύει απαλά και αδύναμα. Την ίδια στιγμή εκείνη ένιωθε τα πλευρά του, μαλακά και εύθραυ­ στα, και το απαλό χτύπημα της καρδιάς του. «Αχ, μπαμπά», ψιθύρισε, «κι εγώ είμαι περήφανη για σένα». Στο σαλόνι, η Αντριάννα πήγε στο παράθυρο και έσπρωξε τις κουρτίνες στο πλάι. Ο δρό­ μος ήταν άδειος και τα φώτα του είχαν έναν κύκλο ολόγυρα, σαν φωτοστέφανο. Κάπου μακριά ένας σκύλος γάβγιζε σ' έναν πραγματικό ή φανταστικό κλέφτη. Η Αμάντα ήταν ακόμα στην κουζίνα, όμως η Αντριάννα ήξερε πως από στιγμή σε στιγμή θα ερχόταν να τη συναντήσει. Η νύχτα θα ήταν μεγάλη και για τις δυο, γι' αυτό η Αντριάννα έπιασε το ποτήρι της. Τι ήταν πραγματικά ο ένας για τον άλλο, εκείνη και ο Πολ; Ακόμα και τώρα δεν μπο­ ρούσε να είναι απόλυτα σίγουρη. Δεν ήταν μια σχέση που μπορούσες να την ορίσεις εύ­ κολα. Δεν υπήρξε ούτε σύζυγος ούτε αρραβωνιαστικός της. Αν τον έλεγε «το αγόρι της» θα νόμιζε κανείς πως επρόκειτο για μια εφηβική περιπέτεια. Αν πάλι τον έλεγε «εραστή» δε θα αποδιδόταν ακριβώς η πραγματική αγάπη που είχαν μοιραστεί οι δυο τους. Ήταν το μο­ ναδικό πρόσωπο στη ζωή της που δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει και αναρωτήθηκε πό­ σοι άλλοι άραγε αντιμετώπιζαν αυτό το πρόβλημα στη ζωή τους. Στον ουρανό το φεγγάρι, με φωτοστέφανο και περιστοιχισμένο από σκούρα μπλε σύννεφα, κυλούσε προς τα ανατολικά σπρωγμένο από την αύρα. Μέχρι αύριο το πρωί θα έβρεχε στην ακτή και η Αντριάννα ήξερε πως ήταν καλύτερα που είχε κρύψει τα υπό­ λοιπα γράμματα απ' την Αμάντα. Τι περισσότερο θα μάθαινε αν τα διάβαζε; Λεπτομέρειες απ' τη ζωή του Πολ στην κλινική και το πώς περνούσε τις μέρες του ίσως; Ή ό,τι αφορούσε τη σχέση του με τον Μαρκ και κατά πόσο είχε προοδεύσει; Ό λ α αυτά διασαφηνίζονταν στα γράμματα, όπως επίσης και οι σκέψεις, οι ελπίδες και οι φόβοι του, αλλά δεν ήταν απαραίτητο να τα μοι­ ραστεί με την Αμάντα. Έφταναν όσα της είχε δείξει ήδη. Ήξερε, όμως, πως μετά την αναχώρηση της Αμάντας θα ξαναδιάβαζε όλα τα γράμ­ ματα απ' την αρχή, μόνο και μόνο γι' αυτό που είχε κάνει απόψε. Στο κίτρινο φως της λά­ μπας δίπλα στο κρεβάτι της, το δάχτυλο της θα ξανάτρεχε πάνω στις λέξεις, απολαμβά­ νοντας την καθεμιά ξεχωριστά, με την επίγνωση πως αυτές ήταν το πολυτιμότερο από­ κτημα της. Απόψε, παρά την παρουσία της κόρης της, η Αντριάννα ένιωθε μόνη. Θα έμενε

114

Nicholas Sparks

μόνη για πάντα. Το ήξερε καλά πριν, όταν διηγιόταν την ιστορία της μέσα στην κουζί­ να, το ήξερε και τώρα, που στεκόταν όρθια μπροστά στο παράθυρο. Μερικές φορές ανα­ ρωτιόταν τι θα είχε συμβεί αν ο Πολ δεν είχε έρθει ποτέ στη ζωή της. Μπορεί να είχε ξαναπαντρευτεί και, παρόλο που ήταν σίγουρη πως θα γινόταν καλή σύζυγος, συχνά ανα­ ρωτιόταν αν θα είχε διαλέξει καλό άντρα. Δε θα ήταν καθόλου εύκολο. Μερικές από τις χήρες και τις ζωντοχήρες φίλες της είχαν ξαναπαντρευτεί. Οι περισσότεροι από τους συζύγους τους φαίνονταν αρκετά κα­ λοί, αλλά κανείς τους δεν ήταν σαν τον Πολ. Σαν τον Τζακ ίσως, μα όχι σαν τον Πολ. Πά­ ντα πίστευε πως μπορούσες να βρεις ρομαντισμό και πάθος σε κάθε ηλικία, από τις πολ­ λές όμως ιστορίες που είχε ακούσει από τις φίλες της είχε βγάλει το συμπέρασμα πως οι περισσότερες σχέσεις τελείωναν τόσο άσχημα, που δεν άξιζε τον κόπο να τις αρχίσεις. Η Αντριάννα δεν ήθελε να συμβιβαστεί με έναν άντρα σαν αυτούς που είχαν βρει οι φί­ λες της, της ήταν αδύνατον, όταν είχε αυτά τα γράμματα να της θυμίζουν τι είχε χάσει. Θα μπορούσε ο καινούριος σύζυγος να της ψιθυρίζει τα λόγια που της είχε γράψει ο Πολ στο τρίτο του γράμμα, λέξεις που είχε απομνημονεύσει από την πρώτη στιγμή που τις διά­ βασε; Όταν κοιμάμαι, σε ονειρεύομαι και όταν ξυπνώ, λαχταρώ να σε κρατήσω στην αγκα­ λιά μου. Αν μη τι άλλο, οι μέρες που περνάμε χώρια με κάνουν να νιώθω πιο σίγουρος άτι επιθυμώ να περάσω τα υπόλοιπα βράδια μου με σένα στο πλάι μου και τις μέρες μου κοντά στην καρδιά σου. Ή μήπως εκείνες από το επόμενο γράμμα; Όταν σου γράφω, νιώθω την ανάσα σου. Όταν διαβάζεις τα γράμματα μου, φαντάζο­ μαι πως νιώθεις τη δική μου. Συμβαίνει το ίδιο και σε σένα; Τα γράμματα αυτά είναι πλέ­ ον κομμάτι μας, κομμάτι της ιστορίας μας, ένα ενθύμιο παντοτινό γι' αυτό που ζήσαμε. Σ' ευχαριστώ που με βοήθησες να επιβιώσω αυτό το χρόνο, αλλά περισσότερο σ' ευχαριστώ προκαταβολικά για τα χρόνια που μας περιμένουν να τα ζήσουμε μαζί. Ή μήπως εκείνες, μετά τον καβγά που είχε κάνει με τον Μαρκ κατά το τέλος του κα­ λοκαιριού, πράγμα που τον είχε μελαγχολήσει αναμφισβήτητα. Εύχομαι τόσα πράγματα αυτό τον καιρό, αλλά πάνω απ' όλα εύχομαι να ήσουν εδώ. Είναι παράξενο, αλλά πριν σε γνωρίσω δεν μπορώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που έκλαψα. Τώρα φαίνεται πως έχω εύκολα τα δάκρυα... εσύ όμως έχεις τον τρόπο να κάνεις τις λύπες μου να φαίνονται ασήμαντες, να παρουσιάζεις τα πράγματα έτσι ώστε να απα­ λύνεις τον πόνο μου. Είσαι ένας θησαυρός, ένα δώρο, γι' αυτό και όταν ξανασμίξουμε θα

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

115

σε κρατώ στην αγκαλιά μου μέχρι να πονέσουν τα χέρια μου και να μην αντέχω άλλο. Με­ ρικές φορές η δική σου σκέψη με βοηθάει να συνεχίσω. Κοιτάζοντας το μακρινό πρόσωπο του φεγγαριού, η Αντριάννα ήξερε την απάντηση. Όχι, σκέφτηκε, δε θα μπορούσε να ξαναβρεί έναν άντρα σαν τον Πολ. Ακούμπησε το κε­ φάλι της στο δροσερό πλαίσιο του παραθύρου και ένιωσε την παρουσία της Αμάντας πίσω της. Η Αντριάννα αναστέναξε, γιατί ήξερε πως έπρεπε να τελειώσει την ιστορία της. «Επρόκειτο να έρθει τα Χριστούγεννα», είπε η Αντριάννα, τόσο χαμηλόφωνα, που η Αμάντα αναγκάστηκε να τεντώσει τα αφτιά της για να ακούσει. «Τα είχα όλα σχεδια­ σμένα στην εντέλεια. Είχα κλείσει δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο», είπε, «ώστε να μείνουμε μαζί την πρώτη νύχτα της επιστροφής του. Αγόρασα ακόμα και ένα μπουκάλι κρασί, απ' αυτό που είχαμε πιει τότε». Σώπασε. «Μέσα στο κουτί που είναι πάνω στο τραπέζι υπάρ­ χει ένα γράμμα του Μαρκ, το οποίο εξηγεί τα πάντα». «Τι έγινε;» Μέσα στο σκοτάδι η Αντριάννα αποφάσισε τελικά να γυρίσει προς το μέρος της. Το μισό της πρόσωπο κρυβόταν στη σκιά. Η έκφραση της έκανε την Αμάντα να ανατρι­ χιάσει. Η Αντριάννα χρειάστηκε λίγο χρόνο για να απαντήσει και, όταν το έκανε, οι λέξεις άρχισαν να επιπλέουν στο σκοτάδι. «Δεν καταλαβαίνεις;» ψιθύρισε.

17

Το γράμμα που βρήκε η Αμάντα ήταν γραμμένο στο ίδιο φύλλο τετραδίου που είχε χρη­ σιμοποιήσει ο Πολ για να γράψει το σημείωμα. Επειδή τα χέρια της είχαν αρχίσει να τρέ­ μουν ελαφρά, η Αμάντα τα ακούμπησε στο τραπέζι. Ύστερα, παίρνοντας βαθιά ανάσα, κοίταξε το γράμμα. Αγαπητή Αντριάννα, Βρίσκομαι καθισμένος εδώ, μην ξέροντας πώς να αρχίσω να γράφω αυτό το γράμ­ μα. Αλλωστε δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ και σε γνωρίζω μόνο απ' τις κουβέντες του πα­ τέρα μου, γι' αυτό και μου είναι πολύ δύσκολο. Μέρος του εαυτού μου θα επιθυμούσε να σε συναντήσω και να σου τα πω, αλλά τα τραύματα μου δε μου επιτρέπουν ακόμα να έρ­ θω εκεί. Να με, λοιπόν, εδώ, παλεύοντας να βρω τις λέξεις, ενώ αναρωτιέμαι αν θα τα καταφέρω ποτέ. Λυπάμαι που δε σου τηλεφώνησα, αλλά ύστερα από ώριμη σκέψη αποφάσισα ότι έτσι δε θα ήταν ευκολότερο να ακούσεις αυτά που έχω να σου πω. Εγώ ακόμα προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τα γεγονότα και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο σον γράφω. Ξέρω πως ο πατέρας μου σου έχει μιλήσει για μένα, πιστεύω όμως πως πρέπει να μάθεις και τη δική μου άποψη για τα γεγονότα. Ελπίζω πως με αυτό τον τρόπο θα κατα­ φέρω να σε κάνω να γνωρίσεις καλύτερα τον άντρα που σε αγάπησε. Πρέπει να καταλάβεις πως ουσιαστικά μεγάλωσα χωρίς πατέρα. Μπορεί να ζούσα­ με στο ίδιο σπίτι και να έφερνε χρήματα για να ζούμε άνετα εγώ και η μητέρα μου, αλλά ποτέ δεν ήταν κοντά μου, εκτός απ' τις φορές που με μάλωνε για το Β που πήρα στον έλεγ­ χο. Θυμάμαι πως, όταν ήμουν παιδί, κάθε χρόνο έπαιρνα μέρος στη βιομηχανική έκθεση που διοργάνωνε το σχολείο μου και ο πατέρας μου δεν κατάφερε να έρθει ούτε μια φο­ ρά, απ' το νηπιαγωγείο μέχρι και το γυμνάσιο. Ποτέ δε με πήγε να δω μπέιζμπολ, ούτε έπαιξε μπάλα μαζί μου στην αυλή, ούτε πήγαμε ποτέ μαζί μια βόλτα με τα ποδήλατα. Μου είπε πως ήδη ξέρεις μερικά απ' αυτά, αλλά, πίστεψε με, ήταν χειρότερα απ' όσο σ' τα παρουσίασε. Όταν έφυγα για τον Ισημερινό, ειλικρινά έλπιζα να μην τον ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου. Μετά, περιέργως, αποφάσισε να έρθει εδώ, για να είναι κοντά μου. Πρέπει να κατα­ λάβεις πως βαθιά μέσα στον πατέρα μου πάντα υπήρχε κάποια υπεροψία την οποία σιχαινόμουν, γι' αυτό και σκέφτηκα πως ο ερχομός τον είχε να κάνει μ' αυτή. Φανταζό­ μουν ότι, αναπάντεχα εντελώς, είχε αποφασίσει να φερθεί σαν πραγματικός πατέρας, δί­ νοντας μου συμβουλές, που πλέον μου ήταν εντελώς άχρηστες ή ανεπιθύμητες. Ή πως ήθε­ λε να οργανώσει την κλινική εξαρχής, για να την κάνει πιο λειτουργική, ή πως ερχόταν αποφασισμένος να κάνει τη ζωή μας καλύτερη με τις λαμπρές ιδέες τον. Ή πάλι πως θα

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

117

μας επισκεπτόταν κουβαλώντας μια ομάδα νεαρών εθελοντών γιατρών που του είχαν υπο­ χρέωση, για να δουλέψουν στην κλινική, αφού προηγουμένως θα είχε βεβαιωθεί πως όλοι οι δημοσιογράφοι στην πατρίδα θα ήξεραν ποιος ήταν υπεύθυνος για όλες αυτές τις καλές πράξεις. Ο πατέρας μου λάτρευε να βλέπει το όνομα του στις εφημερίδες και ήξερε πο­ λύ καλά πόσο καλή ήταν η δημοσιότητα για τη δουλειά του. Λίγο πριν φτάσει σκεφτό­ μουν να μαζέψω τα πράγματα μου και να γυρίσω πίσω, αφήνοντας τον εδώ. Είχα έτοι­ μες χιλιάδες απαντήσεις για οποιαδήποτε ερώτηση επρόκειτο να μου κάνει. Θα μου ζη­ τούσε συγγνώμη;Λίγο αργά δεν ήταν γι' αυτό; Θα χαιρόταν που με έβλεπε; Μακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο. Θα μου ζητούσε να συζητήσουμε; Δε νομίζω πως θα έβγαινε τί­ ποτα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, το μόνο που μου είπε ήταν «Γεια», και όταν είδε την απο­ ρία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μου απλώς κούνησε το κεφάλι του και απομακρύνθη­ κε. Αυτή ήταν η μόνη επαφή που είχαμε την πρώτη του βδομάδα εδώ. Οι σχέσεις μας δε βελτιώθηκαν καθόλου αρχικά. Για μήνες περίμενα να εκδηλώσει τις παλιές του συνήθειες και παραμόνευα γι' αυτό, έτοιμος να του πάω κόντρα. Δεν το έκα­ νε ποτέ όμως. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για τη δουλειά ή για τις συνθήκες, έλεγε τη γνώμη του μόνο αν του τη ζητούσαν και, παρότι ποτέ δεν περηφανεύτηκε γι' αυτό, ο διευθυντής μάς αποκάλυψε πως ο πατέρας μου ήταν ο άγνωστος που προμήθευε τα νέα φάρμακα και τα υλικά που χρειαζόμασταν απεγνωσμένα, επιμένοντας να μείνει ανώνυμος. Αυτό που εκτίμησα περισσότερο ήταν το γεγονός ότι ποτέ δεν προσποιήθηκε πως η σχέση μας ήταν καλύτερη απ' ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Για μήνες ολόκληρους, δεν ήμασταν φίλοι και, παρόλο που δεν τον αντιμετώπιζα σαν πατέρα, εκείνος ποτέ δεν προ­ σπάθησε να με επηρεάσει γύρω απ' αυτά τα πράγματα. Δε με πίεσε καθόλου, και αυτό ήταν που με έκανε να αλλάξω γνώμη για κείνον. Με όλα αυτά, υποθέτω πως αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο πατέρας μου είχε αλλά­ ξει, και αυτό σιγά σιγά με έκανε να σκεφτώ πως άξιζε να του δώσω μια δεύτερη ευκαιρία. Παρόλο που ξέρω πως μερικές απ' τις αλλαγές είχαν γίνει πριν σε γνωρίσει, πιστεύω πως εσύ είσαι η αιτία αυτής της μεγάλης μεταβολής. Πριν σε γνωρίσει προσπαθούσε να βρει κά­ τι. Μετά τη γνωριμία σας το είχε ήδη βρει. Μιλούσε για σένα όλη την ώρα και μόνο με τη φαντασία μου μπορώ να μαντέψω πό­ σα γράμματα σου έστειλε. Σε αγαπούσε, μα είμαι σίγουρος πως αυτό το ξέρεις πια. Αυτό που ίσως δεν ξέρεις είναι πως, πριν σε γνωρίσει, αμφιβάλλω αν ήξερε τι σημαίνει να αγα­ πάς κάποιον. Είχε πετύχει πολλά στη ζωή του, όμως είμαι βέβαιος πως θα τα θυσίαζε όλα για μια ζωή μαζί σου. Αν σκεφτείς πως ήταν παντρεμένος με τη μητέρα μου, καταλαβαί­ νεις ότι δε μου είναι εύκολο να παραδεχτώ κάτι τέτοιο, νομίζω όμως ότι θα ήθελες να το ξέρεις. Ένα κομμάτι του εαυτού μου νιώθει ότι εκείνος θα χαιρόταν αν μάθαινες πόσο με­ γάλη σημασία είχες γι' αυτόν. Με κάποιο μαγικό τρόπο κατάφερες να μεταμορφώσεις τον πατέρα μου και χάρη σε σένα δε θα άλλαζα με τίποτα αυτό τον τελευταίο χρόνο που περάσαμε μαζί. Δεν ξέρω

118

Nicholas Sparks

πώς τα κατάφερες, αλλά τον μετέτρεψες σε ένα πλάσμα που θα μου λείψει πολύ. Τον έσω­ σες και μαζί με κείνον έσωσες και μένα. Εγώ ήμουν η αιτία που βρέθηκε σ' αυτή την απομακρυσμένη κλινική πάνω στα βου­ νά, όπως ήδη γνωρίζεις. Εκείνη η νύχτα ήταν φοβερή. Έβρεχε για μέρες και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι λάσπη. Όταν έστειλα μήνυμα με τον ασύρματο στην κεντρική κλινική για να τους ενημερώσω πως δεν μπορούσα να επιστρέψω, γιατί το τζιπ μου δεν έπαιρνε μπροστά, ενώ ένα νέο κύμα από λάσπη κατέβαινε απειλητικά, εκείνος άρπαξε ένα άλλο τζιπ —αγνοώντας τις έντονες διαμαρτυρίες τον διευθυντή— για να έρθει να με βρει. Ο μπα­ μπάς μου ήρθε για να με σώσει και, όταν είδα ποιος καθόταν πίσω απ' το τιμόνι, για πρώ­ τη φορά, νομίζω, τον ένιωσα σαν πατέρα μου. Μέχρι τότε πάντα ήταν ο πατέρας μου, αλ­ λά όχι ο μπαμπάς μου, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Προλάβαμε την τελευταία στιγμή. Έπειτα από λίγο ακούσαμε ένα δυνατό μουγκρη­ τό και η μια πλευρά τον βουνού άρχισε να καταρρέει, παρασύροντας και καταστρέφοντας την κλινική μέσα σε δευτερόλεπτα. Θυμάμαι ότι κοιταχτήκαμε, μην μπορώντας να πι­ στέψουμε πόσο κοντά στην καταστροφή είχαμε βρεθεί. Μακάρι να μπορούσα να σου πω τι πήγε στραβά ύστερα απ' αυτό, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ. Οδηγούσε προσεκτικά και είχαμε σχεδόν φτάσει στον προορισμό μας. Από μα­ κριά διέκρινα τα φώτα της κλινικής κάτω στην κοιλάδα. Ξαφνικά, το τζιπ άρχισε να γλι­ στράει σε μια απότομη στροφή και το μόνο πράγμα που μπορώ να θυμηθώ μετά είναι πως πεταχτήκαμε απ' το δρόμο, ντελαπάραμε και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε το βουνό κουτρουβαλώντας. Εγώ γλίτωσα- απλώς έσπασα το χέρι μου και μερικά πλευρά, αμέσως όμως κατάλα­ βα πως ο μπαμπάς μου δεν ήταν καλά. Θυμάμαι πως ούρλιαζα, εκλιπαρώντας τον να κρα­ τηθεί, λέγοντας του πως θα τρέξω για βοήθεια, εκείνος όμως άρπαξε το χέρι μου και με συ­ γκράτησε. Πιστεύω πως ήξερε ότι δεν είχε ελπίδα πια και με ήθελε κοντά του. Ύστερα, ο άνθρωπος αυτός που μόλις μου είχε σώσει τη ζωή μου ζήτησε να τον συγ­ χωρέσω. Σε αγαπούσε, Αντριάννα. Ποτέ μην το ξεχάσεις αυτό, σε παρακαλώ. Αν και ο χρό­ νος που περάσατε μαζί ήταν πολύ λίγος, σε λάτρεψε και λυπάμαι πολύ γι' αυτά που έχα­ σες. 'Οταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, όπως τώρα για μένα, να παρηγοριέσαι με τη σκέ­ ψη πως θα είχε κάνει και για σένα ό,τι έκανε για μένα και πως, χάρη σε σένα, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και να αγαπήσω τον μπαμπά μου. Νομίζω πως σου οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Μαρκ Φλάνερ Η Αμάντα άφησε το γράμμα στο τραπέζι. Είχε πια σκοτεινιάσει μέσα στην κουζίνα και ακουγόταν ακόμα και η ανάσα της. Η μητέρα της ήταν μόνη στο σαλόνι, βυθισμένη

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

119

στις αναμνήσεις της. Η Αμάντα δίπλωσε το γράμμα με τη σκέψη της να τριγυρνά πότε στη μητέρα της και πότε στον Πολ και, αμέσως μετά, κατά περίεργο τρόπο στον Μπρεντ. Προσπάθησε να επαναφέρει στη μνήμη της εκείνα τα Χριστούγεννα, πολλά χρόνια πριν — θυμήθηκε πόσο ήσυχη ήταν η μητέρα της, τα βεβιασμένα χαμογελά της και τα ανε­ ξήγητα δάκρυα, που όλοι νόμιζαν πως οφείλονταν στο χωρισμό της από τον πατέρα τους. Τα είχε περάσει όλα αυτά χωρίς να πει κουβέντα. Παρόλο που η μητέρα της και ο Πολ δεν είχαν ζήσει χρόνια μαζί, όπως αυτή και ο Μπρεντ, η Αμάντα καταλάβαινε πολύ καλά ότι ο θάνατος του ήταν χτύπημα το ίδιο δυ­ νατό για τη μητέρα της όσο εκείνο που ένιωσε η ίδια την τελευταία φορά που κάθισε δί­ πλα στο προσκεφάλι του Μπρεντ — με μια διαφορά. Η μητέρα της, σε αντίθεση μ' εκείνη, δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να του πει αντίο. Όταν άκουσε τους πνιγμένους ήχους από τους λυγμούς της κόρης της, η Αντριάννα απο­ μακρύνθηκε από το παράθυρο του σαλονιού και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Η Αμά­ ντα την κοίταξε σιωπηλή, με τα μάτια πλημμυρισμένα από βουβό πόνο. Η Αντριάννα στάθηκε ακίνητη παρατηρώντας την. Ύστερα άνοιξε την αγκαλιά της. Αυθόρμητα η Αμάντα σηκώθηκε, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να συγκρατήσει τα δά­ κρυα της, και αγκαλιάστηκαν εκεί, στην κουζίνα, μάνα και κόρη, για πολλή ώρα, κρα­ τώντας σφιχτά η μια την άλλη.

18

Ο αέρας είχε κρυώσει λίγο και η Αντριάννα είχε ανάψει μερικά κεριά στην κουζίνα για να ζεστάνει και να φωτίσει το χώρο. Έβαλε το γράμμα του Μαρκ πίσω στο κουτί, μαζί με το σημείωμα και τη φωτογραφία, και κάθισε στο τραπέζι. Η Αμάντα είχε τα χέρια σταυ­ ρωμένα και την κοιτούσε με σοβαρότητα. «Λυπάμαι πολύ, μαμά», είπε χαμηλόφωνα. «Για όλα. Για το χαμό του Πολ, για όσα αναγκάστηκες να αντιμετωπίσεις ολομόναχη. Μου είναι αδύνατον να φανταστώ πώς μπό­ ρεσες να τα κρατήσεις όλα μέσα σου». «Κι εμένα», είπε η Αντριάννα. «Δε θα τα έβγαζα πέρα χωρίς συμπαράσταση». Η Αμάντα κούνησε το κεφάλι της. «Μα το έκανες», ψιθύρισε. «Όχι», είπε η Αντριάννα. «Τα κατάφερα, αλλά όχι μόνη μου». Η Αμάντα την κοίταξε σαστισμένη. Η Αντριάννα χαμογέλασε μελαγχολικά. «Ο παππούς», απάντησε τελικά. «Ο μπαμπάς μου. Αυτός έκλαψε μαζί μου. Και εγώ έκλαιγα μαζί του για βδομάδες, κάθε μέρα. Χωρίς αυτόν, δεν ξέρω τι θα είχα απογίνει». «Μα...» ψέλλισε η Αμάντα. Η Αντριάννα συνέχισε την πρόταση της. «Μα δεν μπορούσε να μιλήσει;» είπε η Αντριάννα και σταμάτησε. «Δε χρειαζόταν. Άκουγε, και αυτό ακριβώς χρειαζόμουν εγώ. Εκτός αυτού, ακόμα και αν μπορούσε να μι­ λήσει, δεν υπήρχαν λόγια ικανά να διώξουν τον πόνο μου». Στράφηκε προς το μέρος της. «Θαρρώ πως το ξέρεις αυτό τόσο καλά όσο και εγώ». Η Αμάντα έσφιξε τα χείλη της. «Θα ήθελα να μου είχες μιλήσει», είπε. «Από πριν, θέλω να πω». «Εξαιτίας του Μπρεντ;» Η Αμάντα έγνεψε καταφατικά. «Το ξέρω, αλλά δεν ήσουν έτοιμη να με ακούσεις, ενώ τώρα είσαι. Χρειαζόσουν χρό­ νο για να ξεπεράσεις τη λύπη σου με το δικό σου τρόπο και τους δικούς σου κανόνες». Για μια στιγμή η Αμάντα έμεινε σιωπηλή. «Δεν είναι δίκαιο. Εσύ και ο Πολ, εγώ και ο Μπρεντ», είπε ψιθυριστά. «Όχι, δεν είναι». «Πώς κατάφερες να συνέλθεις ύστερα από τον τόσο άδικο θάνατο του;» Η Αντριάννα χαμογέλασε μελαγχολικά. «Αντιμετώπισα κάθε πράγμα με τη σειρά, ένα κάθε μέρα. Αυτό που σου είπα να κάνεις και εσύ. Ξέρω πως ακούγεται κοινότοπο, αλλά ξυπνούσα κάθε πρωί και έλεγα μέσα μου ότι έπρεπε να φανώ δυνατή για μια μέ­ ρα. Μόνο για μια μέρα. Και την άλλη μέρα έκανα πάλι το ίδιο». «Έτσι όπως τα λες, ακούγεται πολύ εύκολο», ψιθύρισε η Αμάντα. «Και όμως, δεν ήταν. Ή τ α ν το δυσκολότερο πράγμα που έκανα ποτέ στη ζωή μου». «Πιο δύσκολο και από το χωρισμό σου με τον μπαμπά;»

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

121

«Και εκείνο ήταν δύσκολο, αλλά διαφορετικό». Η Αντριάννα χαμογέλασε. «Εσύ μου το είπες αυτό, θυμάσαι;» Η Αμάντα κοίταξε μακριά. Ναι, σκέφτηκε, θυμάμαι. «Μακάρι να τον είχα συναντή­ σει». «Θα σου άρεσε. Με τον καιρό, βέβαια. Εκείνη την εποχή μπορεί και να μην τον συ­ μπαθούσες. Ζούσες με την ελπίδα πως ο μπαμπάς σου και εγώ θα ξανασμίγαμε». Το χέρι της Αμάντας πήγε ενστικτωδώς στη βέρα της, που τη φορούσε ακόμα. Τη στριφογύρισε στο δάχτυλο της, ενώ το πρόσωπο της είχε γίνει ανέκφραστο σαν μάσκα. «Έχεις χάσει πολλά πράγματα στη ζωή σου». «Ναι, πράγματι». «Τώρα όμως φαίνεσαι ευτυχισμένη». «Είμαι ευτυχισμένη». «Πώς γίνεται αυτό;» Η Αντριάννα ένωσε τα χέρια της. «Όταν σκέφτομαι το χαμό του Πολ και τα χρόνια που θα μπορούσαμε να περάσουμε μαζί, φυσικά και στενοχωριέμαι. Πονούσα τότε και εξακολουθώ να πονάω και τώρα. Πρέπει όμως να καταλάβεις και κάτι άλλο: Παρόλο που ήταν σκληρό, όσο φοβερά και άδικα κι αν εξελίχθηκαν τα πράγματα, δε θα άλλαζα με τί­ ποτα τις λιγοστές μέρες που πέρασα μαζί του». Σταμάτησε για λίγο, για να βεβαιωθεί πως η κόρη της είχε καταλάβει τι εννοούσε. «Στο γράμμα του ο Μαρκ είπε πως εγώ έσωσα τον Πολ από τον εαυτό του. Αν ρωτούσε εμένα, θα του έλεγα πως ο ένας έσωσε τον άλλο, ή μάλλον, ότι εκείνος έσωσε εμένα. Αν δεν τον είχα γνωρίσει, αμφιβάλλω αν θα συγχωρούσα ποτέ τον Τζακ και αν θα είχα κα­ ταλήξει η καλή μαμά και γιαγιά που είμαι τώρα. Εκείνος ήταν η αιτία που γύρισα στο Ρόκι Μάουντ με την επίγνωση ότι όλα θα πήγαιναν καλά και ότι κι εγώ θα ήμουν καλά και θα τα έβγαζα πέρα ό,τι και αν γινόταν. Ο χρόνος που περάσαμε αλληλογραφώντας μου έδωσε τη δύναμη που χρειαζόμουν για να αντιμετωπίσω τα κακά μαντάτα, όταν πληρο­ φορήθηκα τη συμφορά που τον βρήκε. Ναι, κατέρρευσα όταν τον έχασα, αν όμως υπήρ­ χε τρόπος να ξαναγυρίσω το χρόνο πίσω —ξέροντας από πριν τι επρόκειτο να συμβεί— , πάλι θα ήθελα να φύγει για χάρη του γιου του. Ή τ α ν απολύτως απαραίτητο να τα βρει με τον Μαρκ. Ο γιος του τον είχε ανάγκη — πάντα τον χρειαζόταν. Και υπήρχε ακόμα καιρός». Η Αμάντα κοίταξε μακριά, ξέροντας πως αναφερόταν και στον Μαξ και τον Γκρεγκ. «Γι' αυτό σου είπα την ιστορία απ' την αρχή», συνέχισε η Αντριάννα. «Όχι γιατί πέ­ ρασα κι εγώ κάποτε αυτά που περνάς τώρα εσύ, αλλά γιατί ήθελα να καταλάβεις πόσο μεγάλη σημασία είχε η σχέση του με το γιο του. Και πόση σημασία είχε να το ξέρει αυ­ τό ο Μαρκ. Υπάρχουν πληγές που δύσκολα επουλώνονται και δε θέλω να αποκτήσεις κι άλλες, εκτός από αυτές που ήδη έχεις». Η Αντριάννα έσκυψε και πήρε το χέρι της κόρης της. «Το ξέρω πως πονάς για τον

122

Nicholas Sparks

Μπρεντ και πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να ανακουφίσω τον πόνο σου. Αν όμως εκείνος ήταν εδώ, θα σου έλεγε να επικεντρώσεις το ενδιαφέρον σου στα παιδιά σας και όχι στο θάνατο του. θα επιθυμούσε να θυμάσαι τις καλές και όχι τις κακές σας στιγμές. Και πάνω απ' όλα, θα ήθελε να ξέρει πως είσαι καλά». «Τα ξέρω όλα αυτά...» Η Αντριάννα τη διέκοψε σφίγγοντας απαλά το χέρι της. «Είσαι πολύ πιο δυνατή απ' ό,τι νομίζεις», της είπε, «μα μόνο όταν θέλεις». «Δεν είναι τόσο εύκολο». «Και βέβαια δεν είναι, πρέπει όμως να καταλάβεις πως δε μιλώ για τα συναισθή­ ματα σου. Αυτά δεν μπορείς να τα ελέγξεις. Θα εξακολουθήσεις να κλαις και θα έρ­ θουν στιγμές που θα νιώθεις πως σου είναι αδύνατον να συνεχίσεις. Θα πρέπει όμως να προσποιηθείς πως μπορείς. Κάτι τέτοιες στιγμές οι πράξεις είναι τα μόνα πράγματα που μπορείς να ελέγξεις». Σώπασε για λίγο. «Τα παιδιά σου σε χρειάζονται, Αμάντα. Τώ­ ρα ειδικά έχουν την ανάγκη σου. Τελευταία, όμως, δεν είσαι κοντά τους. Ξέρω πως υπο­ φέρεις, υποφέρω κι εγώ μαζί σου, όμως είσαι και μάνα και δεν έχεις το δικαίωμα να συ­ νεχίσεις να φέρεσαι έτσι. Ο Μπρεντ ποτέ δε θα το ήθελε και τα παιδιά σου είναι αυτά που πληρώνουν το τίμημα». Όταν τελείωσε η Αντριάννα, η Αμάντα έμεινε να κοιτάζει το τραπέζι σαν να το με­ λετούσε. Μετά όμως σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε ψηλά. Ό σ ο κι αν το επιθυμούσε, η Αντριάννα δεν μπορούσε να φανταστεί τι σκεφτόταν η κόρη της. Ο Νταν δίπλωνε την τελευταία πετσέτα στο καλάθι, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε το ESPN στην τηλεόραση, όταν η Αμάντα γύρισε στο σπίτι. Τα ρούχα ήταν τοποθετημένα σε στοίβες πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Ο Νταν ασυναίσθητα έπιασε το τηλεχειρι­ στήριο για να χαμηλώσει τη φωνή. «Αναρωτιόμουν που ήσουν τόση ώρα», της είπε. «Α, γεια», απάντησε η Αμάντα, κοιτώντας γύρω της. «Πού είναι τα παιδιά;» Ο Νταν έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού και τοποθέτησε άλλη μια πράσινη πετσέτα στις στοίβες. «Πήγαν για ύπνο πριν από λίγο. Πιθανόν να είναι ακόμα ξύπνια, αν θέ­ λεις να τα καληνυχτίσεις». «Τα δικά σου παιδιά πού είναι;» «Τα άφησα στο σπίτι με την Κίρα πριν έρθω εδώ. Α, και για να ξέρεις, ο Μαξ έχυ­ σε λίγη σάλτσα από την πίτσα στο πουκάμισο του με τον Σκούμπι-Ντου. Πρέπει να εί­ ναι το αγαπημένο του, γιατί στενοχωρήθηκε πάρα πολύ. Το έβαλα να μουλιάσει στο νι­ πτήρα, μια και δεν έβρισκα το καθαριστικό που βγάζει τους λεκέδες». Η Αμάντα κούνησε το κεφάλι. «Θα αγοράσω το Σαββατοκύριακο. Έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να πάω για ψώνια. Μου λείπουν κι άλλα πράγματα».

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

123

Ο Νταν κοίταξε την αδερφή του. «Αν μου κάνεις μια λίστα, η Κίρα θα σου ψωνίσει ό,τι χρειάζεσαι. Θα πάει στα μαγαζιά, απ' ό,τι ξέρω». «Ευχαριστώ για την προσφορά, αλλά είναι καιρός να αρχίσω να κάνω μερικά πράγ­ ματα μόνη μου». «Εντάξει...» Της χαμογέλασε αβέβαια. Για λίγο κοιτάχτηκαν αμίλητοι. «Σ' ευχαριστώ που έβγαλες τα παιδιά βόλτα», είπε τελικά η Αμάντα. Ο Νταν σήκωσε τους ώμους του. «Δεν ήταν τίποτα. Θα βγαίναμε έτσι κι αλλιώς, οπό­ τε σκέφτηκα πως θα ήθελαν να έρθουν μαζί». Ο τόνος της φωνής της Αμάντας σοβάρεψε. «Όχι. Θέλω να πω ότι σε ευχαριστώ για όλες τις φορές, για ό,τι έχεις κάνει τον τελευταίο καιρό και όχι μόνο απόψε. Εσύ και ο Ματ ήσασταν θαυμάσιοι από τότε... από τότε που έχασα τον Μπρεντ, και δεν ξέρω αν σας έχω εκφράσει την ευγνωμοσύνη μου γι' αυτό». Ο Νταν την κοίταξε αμήχανα όταν ανέφερε το όνομα του Μπρεντ. Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το άδειο καλάθι για τα ρούχα. «Γι' αυτό είναι οι θείοι, σωστά;» Ταλαντεύτηκε απ' το ένα πόδι στο άλλο, κρατώ­ ντας το καλάθι μπροστά του. «Θέλεις να περάσω να τα πάρω και αύριο; Θα πάω τα δι­ κά μου βόλτα με τα ποδήλατα». Η Αμάντα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Ευχαριστώ, αλλά όχι». Ο Νταν την κοίταξε παραξενεμένος. Η Αμάντα δεν έδωσε σημασία. Έβγαλε τη ζα­ κέτα της και την ακούμπησε στην καρέκλα μαζί με την τσάντα της. «Μίλησα με τη μαμά για αρκετή ώρα σήμερα το απόγευμα». «Ναι; Τι λέγατε;» «Δεν θα πίστευες ούτε τα μισά, αν σου τα έλεγα». «Τι σου είπε;» «Θα έπρεπε να είσαι παρών. Έ μ α θ α ακόμα κάτι γι' αυτήν απόψε». Ο Νταν περίμενε να συνεχίσει. «Είναι πιο σκληρό καρύδι απ' ό,τι δείχνει», είπε η Αμάντα. Ο Νταν γέλασε. «Ναι, βέβαια, είναι πολύ δυνατή. Κλαίει κάθε φορά που πεθαίνει ένα χρυσόψαρο». «Μπορεί να είναι έτσι, αλλά σε πολλές περιπτώσεις θα ήθελα να ήμουνα τόσο δυνατή όσο εκείνη». «Είμαι σίγουρος γι' αυτό». Όταν όμως ο Νταν πρόσεξε τη σοβαρότητα στην έκφραση της αδερφής του, ξαφνι­ κά συνειδητοποίησε πως είχε συμβεί κάτι που αγνοούσε. Σούφρωσε τα φρύδια του. «Για μια στιγμή», είπε. «Για τη δική μας μαμά μιλάμε;» Ο Νταν έφυγε ύστερα από λίγο, χωρίς να καταφέρει να μάθει τι είχε ειπωθεί ανάμεσα στη μητέρα του και την Αμάντα, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε. Η Αμάντα αρνήθηκε

124

Nicholas Sparks

κατηγορηματικά να του πει. Καταλάβαινε το λόγο που η μητέρα τους είχε σιωπήσει τώρα αλλά και στο παρελθόν, και ήξερε πως θα τα έλεγε και στον Νταν, αν είχε λόγο να το κάνει. Όταν έφυγε ο αδερφός της, κλείδωσε την πόρτα και έριξε μια ματιά γύρω της στο σα­ λόνι. Εκτός από τα ρούχα που είχε διπλώσει, ο Νταν είχε συμμαζέψει κιόλας. Θυμήθη­ κε ότι, πριν φύγει, υπήρχαν σκόρπιες βιντεοκασέτες κοντά στην τηλεόραση, ένα σωρό άδεια φλιτζάνια στο τραπέζι και πολλά περιοδικά στοιβαγμένα ανάκατα στο γραφείο δί­ πλα στην πόρτα. Ο Νταν είχε βάλει τα πάντα στη θέση τους. Για άλλη μια φορά. Η Αμάντα έσβησε τα φώτα, με τη σκέψη της στον Μπρεντ, αναλογιζόμενη τους τε­ λευταίους οκτώ μήνες και τα παιδιά της. Ο Γκρεγκ και ο Μαξ μοιράζονταν το ίδιο δω­ μάτιο στο τέρμα του διαδρόμου. Το κύριο υπνοδωμάτιο βρισκόταν στην άλλη άκρη, ακρι­ βώς απέναντι. Τον τελευταίο καιρό της φαινόταν ότι η απόσταση ανάμεσα στα δύο δω­ μάτια ήταν πολύ μεγάλη για να την κάνει αργά το βράδυ. Πριν από το θάνατο του Μπρε­ ντ βοηθούσε τους γιους της να προσευχηθούν και τους διάβαζε εικονογραφημένα βι­ βλία πριν τους βάλει για ύπνο. Απόψε ο αδερφός της τα είχε κάνει όλα αυτά αντί για κείνη. Το περασμένο βράδυ κανείς δεν είχε κάνει τίποτα. Η Αμάντα κατευθύνθηκε προς το επάνω πάτωμα. Το σπίτι ήταν σκοτεινό και ο πάνω διάδρομος μαύρος και γεμάτος σκιές. Στο κεφαλόσκαλο άκουσε τους πνιχτούς ψιθύ­ ρους των παιδιών της. Διέσχισε το διάδρομο και σταμάτησε έξω από την πόρτα του δω­ ματίου τους, κρυφοκοιτάζοντας απ' το άνοιγμα. Τα κρεβάτια τους ήταν ολόιδια, διακοσμημένα με δεινόσαυρους και αγωνιστικά αυ­ τοκίνητα. Παιχνίδια ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα ανάμεσα στα κρεβάτια. Έ ν α φως για τη νύχτα έφεγγε στον τοίχο κοντά στο ντουλάπι και μέσα στην ησυχία του δωματίου πα­ ρατήρησε πόσο έμοιαζαν τα αγόρια στον πατέρα τους. Σταμάτησαν να κινούνται. Γνωρίζοντας πως τους παρακολουθούσε, ήθελαν να την κάνουν να πιστέψει πως είχαν κοιμηθεί, λες και κάτι τους έσπρωχνε να κρυφτούν, για να προστατευτούν απ' την ίδια την μητέρα τους. Το πάτωμα έτριξε κάτω απ' το βάρος της. Ο Μαξ κρατούσε την αναπνοή του. Ο Γκρε­ γκ την κρυφοκοίταξε και όταν εκείνη κάθισε δίπλα του, έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο και ύστερα του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά. «Έι», του ψιθύρισε. «Κοιμάσαι;» «Ναι», της απάντησε. Η Αμάντα χαμογέλασε. «Θέλεις να κοιμηθείς με τη μαμά απόψε; Στο μεγάλο κρε­ βάτι;» του ψιθύρισε. Χρειάστηκε ένα λεπτό για να καταλάβει ο Γκρεγκ την ερώτηση. «Μαζί σου;» «Ναι».

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

125

«Εντάξει», είπε και η Αμάντα τον ξαναφίλησε, ενώ τον παρατηρούσε να σηκώνε­ ται. Πήγε προς το κρεβάτι του Μαξ. Τα μαλλιά του έλαμπαν στο φως που έμπαινε απ' το παράθυρο και έμοιαζαν σαν αναμμένα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια. «Γεια σου, μωρό μου». Ο Μαξ ξεροκατάπιε, με τα μάτια κλειστά. «Μπορώ να έρθω κι εγώ;» «Αν θέλεις». «Εντάξει», είπε. Η Αμάντα χαμογελούσε καθώς σηκώνονταν και, πριν προχωρήσουν προς την πόρτα, τους τράβηξε και τους αγκάλιασε. Μύριζαν σαν μωρά, σκόνη ανακατεμένη με φρέσκο γρασίδι. Ή τ α ν η αθωότητα προσωποποιημένη. «Τι θα λέγατε να πηγαίναμε αύριο στο πάρκο και μετά για παγωτό;» ρώτησε. «Μπορούμε να πετάξουμε και τους αετούς μας;» ρώτησε ο Μαξ. Η Αμάντα τον έσφιξε στην αγκαλιά της, κλείνοντας τα μάτια της. «Όλη τη μέρα. Και μεθαύριο πάλι, αν θέλετε».

19

Μεσάνυχτα πια, στο δωμάτιο της η Αντριάννα καθόταν στο κρεβάτι και κρατούσε το κοχύλι. Ο Νταν της είχε τηλεφωνήσει πριν από μία ώρα για να της πει τα συνταρακτικά νέα της Αμάντας. «Μου είπε πως θα βγάλει τα παιδιά έξω αύριο, θα πάνε βόλτα οι τρεις τους. Είπε πως τα παιδιά πρέπει να κάνουν παρέα με τη μητέρα τους». Σώπασε για λίγο. «Δεν ξέρω τι της είπες, αλλά, ό,τι κι αν ήταν, έπιασε τόπο». «Χαίρομαι γι' αυτό». «Λοιπόν, δε θα μου πεις; Εκείνη δε μου είπε λέξη». «Τίποτα διαφορετικό απ' τις άλλες φορές. Ό,τι της λέτε κι εσύ και ο Μαξ». «Γιατί τότε αυτή τη φορά σε άκουσε;» «Υποθέτω», είπε η Αντριάννα, διαλέγοντας τις λέξεις της, «γιατί ήρθε επιτέλους η ώρα να με ακούσει». Αργότερα, όταν η συνομιλία είχε πάρει τέλος, η Αντριάννα κάθισε και διάβασε τα γράμματα του Πολ, όπως ήταν αναμενόμενο. Αν και με δυσκολία διάβαζε τις λέξεις του μέσα απ' τα δάκρυα της, της φαινόταν ακόμα δυσκολότερο να διαβάσει τα δικά της γράμ­ ματα. Τα είχε διαβάσει κι αυτά αμέτρητες φορές, εκείνα που είχε στείλει στον Πολ τη χρονιά που έζησε μακριά της. Βρίσκονταν σε χωριστό πακέτο, στο πακέτο που της είχε φέρει ο Μαρκ Φλάνερ όταν την επισκέφτηκε δύο μήνες μετά το θάνατο και την ταφή του Πολ στον Ισημερινό. Πριν φύγει, η Αμάντα είχε ξεχάσει να ρωτήσει για την επίσκεψη του Μαρκ και η Αντριάννα σκόπιμα απέφυγε να της το θυμίσει. Πιθανόν στο μέλλον να το θυμόταν ξανά, αλλά προς το παρόν η Αντριάννα δεν επιθυμούσε να το αποκαλύψει. Αυτό το κομμάτι της ιστορίας το κρατούσε μόνο για τον εαυτό της όλα αυτά τα χρόνια, κλειδωμένο, όπως και τα γράμματα. Ούτε ο ίδιος ο πατέρας της δεν έμαθε ποτέ τι είχε κάνει ο Πολ. Στο χλομό φως του φαναριού του δρόμου, που έμπαινε απ' το παράθυρο, η Αντριάν­ να σηκώθηκε από το κρεβάτι, έβγαλε μια ζακέτα και ένα κασκόλ απ' το ντουλάπι και κα­ τέβηκε κάτω. Ξεκλείδωσε την πίσω πόρτα και βγήκε στην αυλή. Τα άστρα έλαμπαν σαν μικροσκοπικές σπίθες πάνω στην κάπα ενός μάγου και ο αέρας ήταν υγρός και ψυχρός. Στην αυλή είχαν σχηματιστεί μικρές σκοτεινές λιμνού­ λες, που μέσα τους αντανακλούσε το εβένινο χρώμα του ουρανού. Μέσα από τα γειτο­ νικά παράθυρα διέκρινε φώτα και, παρόλο που ήξερε πως ήταν της φαντασίας της, είχε την εντύπωση πως μύριζε θαλασσινό αέρα, που τον έφερνε η ομίχλη από τη θάλασσα. Ο Μαρκ είχε έρθει στο σπίτι ένα πρωινό του Φεβρουαρίου. Το μπράτσο του ήταν ακό­ μα δεμένο, αλλά μόλις που το πρόσεξε. Αντίθετα, κοιτούσε επίμονα το πρόσωπο του, ανί­ κανη να τραβήξει τη ματιά της από πάνω του. Ή τ α ν ολόιδιος ο πατέρας του, σκέφτηκε.

Το Πανδοχείο στη Ροδάνθη

127

Όταν του άνοιξε την πόρτα και της χαμογέλασε θλιμμένα, η Αντριάννα οπισθοχώρησε ελαφρά, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Κάθισαν στο τραπέζι, με δυο φλιτζάνια καφέ ανάμεσα τους, και μετά ο Μαρκ έβγα­ λε τα γράμματα από την τσάντα που είχε φέρει μαζί του. «Τα φύλαγε», της είπε. «Δεν μπορούσα παρά να σου τα φέρω». Η Αντριάννα τα πήρε, κουνώντας το κεφάλι με κατανόηση. «Σ' ευχαριστώ για το γράμμα σου», του είπε. «Ξέρω πόσο δύσκολο σου ήταν να το γράψεις». «Παρακαλώ», της απάντησε και για κάμποση ώρα σταμάτησε να μιλάει. Ύστερα της εξήγησε τον λόγο της επίσκεψης του. Τώρα, στη βεράντα, η Αντριάννα χαμογελούσε καθώς σκεφτόταν όσα είχε κάνει ο Πολ για χάρη της. Θυμήθηκε την επίσκεψη της στον πατέρα της, μετά την αναχώρηση του Μαρκ, στο μέρος που δεν επρόκειτο ποτέ να αναγκαστεί να εγκαταλείψει. Ο Μαρκ της είχε εξηγήσει πως ο Πολ είχε κανονίσει να μείνει εκεί ο πατέρας της μέχρι το θάνατο του — ένα δώρο που της το φύλαγε για έκπληξη. Ό τ α ν εκείνη άρχισε να διαμαρτύρεται, ο Μαρκ της ξεκαθάρισε πως, αν αρνιόταν, θα τον πλήγωνε πολύ. «Σε παρακαλώ», της είπε στο τέλος, «ήταν επιθυμία του πατέρα μου». Στα χρόνια που ακολούθησαν ευγνωμονούσε αυτή την τελευταία ευγενική κίνηση του Πολ, όπως και τις αναμνήσεις των λίγων ημερών που έζησαν μαζί. Ο Πολ ήταν και θα πα­ ρέμενε το παν για κείνη. Η Αντριάννα ήταν σίγουρη πως τα συναισθήματα της δε θα άλ­ λαζαν ποτέ. Είχε ήδη ζήσει τα περισσότερα χρόνια απ' αυτά που της αναλογούσαν, χωρίς καν να καταλάβει πώς πέρασαν. Ολόκληρα χρόνια είχαν ξεχαστεί και σβηστεί, όπως τα ίχνη από τα πατήματα στην άμμο που τα ξεπλένει η θάλασσα κοντά στην ακτή. Με μοναδική εξαίρεση τις μέρες που είχε ζήσει με τον Πολ Φλάνερ, πολλές φορές είχε την εντύπωση πως η ζωή της είχε περάσει από δίπλα της, χωρίς εκείνη να το συνειδητοποιήσει, όπως ακριβώς ένα μικρό παιδί που, κοιτάζοντας έξω απ' το παράθυρο την ώρα που ταξιδεύει κάπου μακριά με το αυτοκίνητο, δεν προσέχει τη διαδρομή. Είχε ερωτευτεί έναν ξένο κάποιο Σαββατοκύριακο και δεν είχε καμία πρόθεση να αγαπήσει ξανά. Η λαχτάρα της για έρωτα είχε σβήσει σε ένα μονοπάτι σε κάποιο βου­ νό του Ισημερινού. Ο Πολ είχε πεθάνει για χάρη του γιου του και την ίδια στιγμή είχε πά­ ρει στον τάφο του και ένα κομμάτι από τον εαυτό της. Παρ' όλα αυτά, δεν του κρατούσε κακία. Αν είχε βρεθεί στη θέση του, θα είχε προ­ σπαθήσει κι αυτή να κάνει το ίδιο, να σώσει το παιδί της. Ναι, ο Πολ είχε φύγει, αλλά της είχε αφήσει τόσα πολλά. Κοντά του ξαναβρήκε τη χαρά της αγάπης και μια δύναμη που δεν ήξερε πως έχει, και όλα αυτά κανείς δεν μπορούσε να της τα πάρει. Τώρα όμως όλα είχαν τελειώσει, όλα, εκτός από τις μνήμες, που με τόση φροντίδα είχε συντηρήσει. Ή τ α ν τόσο ζωντανές μέσα της όσο και η θέα που αντίκριζε αυτή τη

128

Nicholas Sparks

στιγμή. Συγκρατώντας τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να τρέχουν στο άδειο σκοτάδι του δωματίου της, σήκωσε ψηλά το κεφάλι. Ατενίζοντας τον ουρανό, πήρε βαθιά ανάσα και αφουγκράστηκε τη μακρινή, φανταστική ηχώ των κυμάτων που έσπαγαν στην ακρογια­ λιά, μια νύχτα με καταιγίδα στη Ροδάνθη.

Ευχαριστίες Το μυθιστόρημα αυτό, όπως και όλα τα άλλα έργα μου, δε θα είχαν γραφτεί χωρίς την υπομονή, την αγάπη και τη συμπαράσταση της Cathy, της γυναίκας μου, που όσο περ­ νάει ο καιρός γίνεται ομορφότερη. Επειδή η αφιέρωση απευθύνεται στα άλλα τρία παιδιά μου, πρέπει να ευχαριστή­ σω ξεχωριστά τους Miles και Ryan (στους οποίους αφιέρωσα το Μήνυμα σ' ένα μπου­ κάλι). Σας αγαπώ και τους δυο! Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω την αντιπρόσωπο μου, Theresa Park, και τον Jamie Raab, τον εκδότη μου. Και οι δυο διαθέτουν αλάνθαστο ένστικτο και δεν επιτρέπουν στο γράψιμο μου να παρεκτραπεί. Για το λόγο αυτό έχουν πολλάκις υποστεί την γκρί­ νια μου, όμως πρέπει να παραδεχτώ ότι το τελικό αποτέλεσμα οφείλεται σ' αυτούς τους δυο. Αν εκείνοι αγαπήσουν το θέμα του βιβλίου μου, είναι σχεδόν σίγουρο πως θα το αγα­ πήσετε και εσείς, οι αναγνώστες μου. Ακόμα, οφείλω ευχαριστίες και στους Larry Kirshbaum και Maureen Egen της Warner Books. Όποτε πηγαίνω στη Νέα Υόρκη και τους επισκέπτομαι, είναι σαν να συ­ ναντάω την οικογένεια μου. Έχουν συντελέσει ώστε στη Warner Books να νιώθω σαν στο σπίτι μου. Εμπιστεύομαι και εκτιμώ βαθιά την Denise Di Novi, την παραγωγό των ταινιών Μή­ νυμα σ' ένα μπουκάλι και Ένας αξέχαστος περίπατος, γιατί ξέρει πολύ καλά τη δουλειά της. Είναι επίσης καλή φίλη και αξίζει να την ευχαριστήσω για ό,τι έχει κάνει για μένα. Τους Richard Green και Howie Sanders, πράκτορες μου στο Χόλιγουντ, που είναι εξαίρετοι φίλοι και σπουδαίοι σε ό,τι κι αν κάνουν. Τους ευχαριστώ. Τον Scott Schwimer, δικηγόρο και φίλο μου, που πάντοτε με προστατεύει. Τον ευχαρι­ στώ. Από τις εκδόσεις οφείλω να ευχαριστήσω τους Jennifer Romanello, Emi Battaglia και Edna Farley, όπως επίσης και τον Flag και όσους έκαναν την επιμέλεια του εξωφύλλου. Τους Courtenay Valenti και Lorenzo De Bonaventura της Warner Bros. Τους Hunt Lowry και Ed Gaylord II της Gaylord Films, τους Mark Johnson και Lynn Harris της New Line Cinema. Όλοι τους υπήρξαν τέλειοι συνεργάτες. Τους ευχαριστώ. Τους Mandy Moore και Shane West, για τις υπέροχες ερμηνείες τους στο Ένας αξέ­ χαστος περίπατος. Τους ευχαριστώ για τον ενθουσιασμό που έδειξαν για το έργο. Τέλος, είναι και η οικογένεια μου (που μπορεί να παρεξηγηθεί βλέποντας τα ονό­ ματα της τελευταία): Micah, Christine, Alii και Peyton. Bob, Debbie, Cody και Cole. Mike και Parnell. Henrietta, Charles και Glenara. Duke και Marge, Dianne και John, Monte και Gail, Dan και Sandy, Jack, Carlin, Joe, Elaine και Mark, Michelle και Lemont. Paul, John και Caroline, Tim, Joannie και Papa Paul. Και βέβαια, πώς μπορώ να ξεχάσω τους Paul και Andrienne;

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF