Μπάροουζ - Γυμνό Γεύμα

May 2, 2017 | Author: 808gram | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Το Γυμνό γεύμα κυκλο...

Description

ΟΥΙΑΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ Ένα μέρος όπου το άγνωστο παρελθόν συναντά το μέλλον που αναδύεται με έναν άηχο παλμικό βόμβο. . . Το αληθινό σκάνδαλο με τον Μπάροουζ δεν σχετίζεται [καθώς μας λένε) με τον τερατώδη λόγο περί εγκλήματος ούτε με την πορνογραφία του, ακόμη λιγότερο μάλιστα με την πειραματική ύφανση του κειμένου, συχνό απροσπέλαστη και οπωσ­ δήποτε προσβλητική για την παλιά φρουρά των κριτικών, αλλά με το ότι ένας εντε­ λώς περιθωριακός, με όλες εκείνες τις ιδιότητες που η κοινωνία θεωρεί συνώ­ νυμες του κακού, του βδελυρού και του περιφρονητέου, έρχεται να δώσει, ήδη απ’τη δεκαετία του '50, το πιο πλήρες, τρομακτικό, βαθυστόχαστο και εντέλει πανηγυρικά επαληθευμένο όραμα του μέλλοντος.

ISBN 96 0 -5 3 7 -5 3 -0

Ε Ξ Ο Φ Υ Λ Λ Ο : Α Χ . Χ Ρ Η Ι Ι Ι Λ Η Ι , Π Ρ Ο Ι Ο Π Ο Γ Ρ Α Κ Ι Λ T OY W I L L I A M S. B U R R O U G H S

— Ευγένιος Αρανίτσης

Στην Αγορά της Πόλης βρίσκεται το Καφενείον Η Συνάντηση. Συνεχιστές ξεπερασμένων πια, αδιανόητων επι­ τηδευμάτων, που περνούν την ώρα τους ορνιθοσκαλίζοντας στην ετρουσ κική,ναρκοεξαρτημένοισε ουσίες που δεν έχουν ακόμα συντεθεί στο εργαστήριο, έμποροι που σπρώχνουν πουσαρισμένη Χαρμαλίνη, ντρόγκες που είναι σκέτο κόλλημα και που προ­ σφέρουν αμφίβολη και παρακινδυ­ νευ μ έν η ηρεμία φυτού, υγρό παρα­ σκευάσματα που θα σε μετατρέψουν σε Λατάχ, τιθώνειους ορούς μακροζω­ ίας, μαυραγορίτες του Γ Παγκοσμίου Πολέμου, εκτομείς τηλεπαθητικής ευαισθησίας, χειροπράκτες του πνεύ­ ματος, ελεγκτές παραβιάσεων που έχουν καταγγελθεί δημόσια από μ ει­ λίχιους παρανοϊκούς σκακιστές, κομι­ στές αποσπασματικών ενταλμάτων ηβηφρενώς στενογραφημένων όπου καταλογίζονται ανομολόγητοι ακρω­ τηριασμοί του πνεύματος, γραφείο* κράτες φασματικών υπηρεσιών, αξιωματούχοι ασύστατων αστυνομικών

κρατών, μια Λεσβία νάνος που έχει τελειοποιήσει την επιχείρηση Μπανγκουτότ, τη στύση των πνευμόνων που στραγγαλίζει τον εχθρό στον ύπνο του, π ω λ η τές ο ρ γ ο ν ο δ ε ξ α μ ε ν ώ ν και συσκευών χαλάρωσης, μεταπρά­ τες εξαίσιων ονείρων και αναμνήσεων που δοκιμάστηκαν πάνω στα ευα ι­ σθητοποιημένα κύτταρα της πρεζοχαρμόνας κι ανταλλάχθηκαν με πρώ­ τες ύλες για την κατασκευή της θέλη­ σης, γιατροί ειδικευμένοι στη θερα ­ πεία α σ θενειώ ν που ναρκοβιούν μέσα στη μαύρη σκόνη ερ ε ιπ ω μ έ­ νων πόλεων, οξύνοντας τη μολυσματικότητά τους μέσα στο άσπρο αίμα αόμματων σκουληκιών που ψαύουν να βγουν στην επιφάνεια και να εντοπίσουν τον ανθρώπινο ξενιστή τους, α σ θενειώ ν του πυθμένα των ωκεανών και τη ς στρατόσφαιρας, νοσημάτων απότοκων των εργαστη­ ρίων και του ατομικού πολέμου ... Ένα μέρος όπουτο άγνωστο παρελθόν συναντά το μέλλον που αναδύεται με έναν άηχο παλμικό β ό μ β ο ...

Τ Ο Υ ΙΔ ΙΟ Υ (Απόπειρα)

Junky (μυθιστόρημα) Εισαγωγή: Ά/Λεν Γκίνσμπεργκ Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης και Ντίνα Σώτηρα Άγρια Αγόρια (μυθιστόρημα) Μετάφραση, Επίμετρο: ΒασίληςΚιζήλος Επιμέλεια, Σημειώσεις: Διον. Αργυρίου Απολυμαντής (μυθιστόρημα) Μετάφραση, Σημειώσεις: Νίκος Μπαλής Οι Πόλεις της Κόκκινης Νύχτας (μυθιστόρημα) Μετάφραση, Σημειώσεις: Νίκος Ρέγκας και Δημήτρης Κουμανιώτης Ο Τόπος των Νεκρών Δρόμων (μυθιστόρημα) Μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη Επιμέλεια, Σημειώσεις: Διον. Αργυρίου Σελίδες από το χάος (Blade Runner, Λιθόστρωτοι Κήποι, Αθανασία κ.ά.) Μετάφραση: Νίκος Μπαλής, Γ\ώργος Γούτας, Ιουλία Ραλίίδη, Δημήτρης Κουμανιώτης και Νίκος Ρέγκας, Ανδρέας Μάχος, Άγγελος Μαστοράκης Το Σοκάκι των Ανεμοστρόβιλων (μυθιστόρημα) Μετάφραση: Δημήτρης Κουμανιώτης και Νίκος Ρέγκας Εικονογράφηση: S. Clay Wilson

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ Naked Lunch

Μ ΕΤΑΦΡΑΣΗ, ΣΗ Μ ΕΙΩΣΕΙΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΟ ΥΤΑΣ

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΘΗΝΑ

·

2004

Ουίλιαμ Μπάροουζ, Γυμνό Γεύμα Για την ελληνική γλώσσα © Απόπειρα, 2002 Naked Lunch Copyright © 1959 by William S. Burroughs A ll Rights Reserved

❖ Μετάφραση από την αγγλική (αμερικανική) και Ση μειώσεις :Γιώ ργοςΓούτας Εικόνα εξω φύλλου: Αχιλλέας Χρηστίδης Σύνθεση εξω φύλλου: Πάνος Κασιάρης Φωτοστοιχειοθεσία, φ ιλμ: Graph Line © 210 724 75 64 Φ ιλμ εξωφύλλου: Μυρίκη © 2x03812373 Εκτύπωση: Αγγ. Ελεύθερος & Σια Ε.Ε. © 2108328330 Βιβλιοδεσία: Θ. Η λιόπουλος-Π . ΡοδόπουλοςΟ.Ε. © 2103477108

❖ Σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους κανόνες Διεθνούς Δι­ καίου που ισχύουν στην Ελλάδα, απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλον, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.

❖ • Π ΡΩ ΤΗ Ε Κ Δ Ο Σ Η : Φ Ε Β Ρ Ο Υ Α Ρ Ι Ο Σ 2003 Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Η Ε Κ Δ Ο Σ Η (ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ): Φ Ε Β Ρ Ο Υ Α Ρ Ι Ο Σ 2004

ISBN 96θ '537-0 5 3Ό

❖ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ Α Π Ο Π Ε Ι Ρ Α : Ναυαρίνου 18 -2 0 ,10 6 8ο Αθήνα

Τηλ. 2 ΐο 364 ο 8 17, Fax 210 363 03 76, Ε m ail [email protected] Apopeira Publications, 18-20, Navarinou St, 106 80 Athens, Greece Printed in Greece 2004

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ I

Εισαγωγή Κατάθεση: Μια προσωπική μαρτυρία αναφορικά με μια αρρώστια

Γυμνό Γεύμα

Παράρτημα Επιστολή ενός πολυεθισμένου σε επικίνδυνες ουσίες (Βρετανική Επιθεώρησις Τοξικομανίας, τμ. 53 . αΡ· 2) Σημειώσεις της ελληνικής έκδοσης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΚΑΤΑΘΕΣΗ : Μ ΙΑ Π Ρ Ο Σ Ω Π ΙΚ Η Μ Α Ρ Τ Υ Ρ ΙΑ Α Ν Α Φ Ο Ρ ΙΚ Α ΜΕ Μ ΙΑ Α Ρ Ρ Ω Σ Τ ΙΑ Σηκώθηκα από την Αρρώστια σε ηλικία σαράντα πέντε χρονών, ήρεμος, υγιής, τόσο στο μυαλό όσο περίπου και στο σώμα, αν εξαι­ ρέσουμε ένα αδύναμο συκώτι και μια σάρκα που φάνταζε πάνω μου δανεικιά και ξένη, πράγμα κοινό σε όλους εκείνους που καταφέρ­ νουν να γλιτώσουν από την Αρρώστια... Οι πιο πολλοί από τους διασωθέντες δεν θυμούνται το παραλήρημα σε όλες του τις λε­ πτομέρειες. Εγώ απ’ ό,τι φαίνεται κράτησα αναλυτικές σημειώσεις της αρρώστιας και του παραληρήματος. Δεν θυμάμαι επακριβώς το τι και πώς της καταγραφής αυτών των σημειώσεων που πρόσφατα εκδόθηκαν υπό τον τίτλο Γυμνό Γεύμα. Ο τίτλος ήταν ιδέα του Τζακ Κέρουακ. Ως την πρόσφατη ανάρρωσή μου, δεν καταλάβαινα τι σήμαινε αυτός ο τίτλος. Σημαίνει αυτό ακριβώς που λένε οι λέξεις: ΓΥΜ ΝΟ Γεύμα— μια παγωμένη στιγμή μέσα στο χρόνο όταν οι πάντες βλέπουν τι υπάρχει στην άκρη του κάθε πιρουνιού. Η Αρρώστια είναι η τοξικομανία κι εγώ επί δεκαπέντε χρόνια ήμουν τοξικομανής. Κι όταν λέω τοξικομανής εννοώ κολλημένος στην πρέζα (γενικός όρος για το όπιο ή /και τα παράγωγά του, συμπε­ ριλαμβανομένων και όλων των συνθετικών από το ντεμερόλ μέχρι το πάλφιουμ). Την πρέζα τη χρησιμοποίησα στην κάθε της μορφή: μορ­ φίνη, ηρωίνη, ντιλοντίντ, γιουκοντάλ, πάντοπον, ντιοκοντίντ, ντιοσάν, όπιο, ντεμερόλ, δολοφίνη, πάλφιουμ. Την κάπνισα, την έφαγα, τη σνίφαρα, την έριξα στη φλέβα και το κρέας, την πήρα σε υπόθετα. 11βελόνα δεν είναι απαραίτητη. Τι τη σνιφάρεις την καπνίσεις τη φας ή τη χώσεις στον κώλο σου το αποτέλεσμα είναι ένα και το αυτό: εθιαμός. Όταν μιλάω για εθισμό στα ναρκωτικά δεν αναφέρομαι στο 9

10 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

κιφ, τη μαριχουάνα ή σε οποιαδήποτε άλλη παραλλαγή του χασίς, στη μεσκαλίνη, την Bannisteria Caapi, το LSD 6 , στα Ιερά Μανιτά­ ρια ή σε κάποια άλλη ουσία της ομάδας των παραισθησιογόνων... Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν πως η χρήση οποιουδήποτε παραισθησιογόνου προκαλεί σωματική εξάρτηση. Από άποψη φυσιολογίας η δράση αυτών των ουσιών είναι αντίθετη με τη δράση των οπιούχων. Είναι θλιβερό το γεγονός ότι οι δύο αυτές ομάδες ου­ σιών κατέληξαν να συγχέονται, κάτι που οφείλεται στον υπερβάλλοντα ζήλο της υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών των Η.Π. Α. και των άλ­ λων χωρών. Κατάλαβα, στα δεκαπέντε χρόνια της εξάρτησής μου, με ποιον τρόπο ακριβώς λειτουργεί ο ιός της πρέζας. Είδα την πυραμίδα της πρέζας, με το ένα επίπεδο να τρώει το αμέσως παρακάτω (δεν είναι τυχαίο που οι υψηλά ιστάμενοι στην ιεραρχία της πρέζας είναι πά­ ντοτε κάτι χοντροί ενώ τα πρεζάκια του δρόμου είναι πάντα αδύνα­ τα) μέχρι πάνω την κορυφή ή τις κορυφές μια και υπάρχουν πολλές πυραμίδες της πρέζας που τρέφονται από τις σάρκες των λαών όλου του κόσμου κι όλες τους δομημένες πάνω σε βασικές αρχές του μονοπωλίου: ι — Ποτέ μη δίνεις τίποτα χωρίς αντάλλαγμα. 2 — Ποτέ μη δίνεις περισσότερο απ’ όσο πρέπει να δώσεις (πά­ ντα να πιάνεις τον πελάτη στην ανάγκη και πάντα να τον κάνεις να περιμένει). 3 — Πάντα παίρνε τα όλα πίσω άμα μπορείς.

Ο Έμπορας πάντα τα ξαναπαίρνει όλα. Ο τοξικομανής χρειάζεται όλο και περισσότερη πρέζα για να διατηρήσει την ανθρώπινη μορ­ φή του... για να εξαγοράσει το Κτήνος. Η πρέζα είναι το καλούπι απ’ όπου βγήκαν τα μονοπώλια και η απόλυτη κατοχή. Ο εθισμένος στέκει αμέτοχος στην άκρη καθώς συντονισμένα τα πρεζάκικα πόδια του στο μήκος κύματος της πρέ­ ζας τον πάνε καρφί για να υποτροπιάσει. Η πρέζα είναι κάτι το πο­ σοτικό και μετριέται με ακρίβεια. Όσο περισσότερη πρέζα χρησι­

ΚΑΤΑΘΕΣΗ

·

11

μοποιείς τόσο λιγότερη έχεις κι όσο περισσότερη έχεις τόσο περισ­ σότερη χρησιμοποιείς. Όλες οι παραισθησιογόνες ουσίες θεωρού­ νται ιερές από όσους τις χρησιμοποιούν— υπάρχουν Λατρείες του Πεγιότ, Λατρείες της Bannisteria, Λατρείες του Χασίς και Λατρείες των Μανιταριών— «τα Ιερά Μανιτάρια του Μεξικού δίνουν την ικανότητα στον άνθρωπο να βλέπει το Θεό»— όμως κανείς ποτέ δεν ισχυρίστηκε πως η πρέζα είναι ιερή. Δεν υπάρχουν λατρείες του οπίου. Το όπιο είναι ανόσιο και ποσοτικό όπως το χρήμα. Έχω ακούσει πως υπήρχε κάποτε στην Ινδία ένα είδος ευεργετικής για τον άνθρωπο πρέζας που δεν προκαλούσε εθισμό. Λεγόταν σόμα και απεικονίζεται σαν μια παλίρροια, πανέμορφη και γαλάζια. Αν υ­ πήρξε ποτέ το σόμα εκεί δίπλα ήταν κι ο Έμπορας για να το εμφια­ λώσει, να το μονοπωλήσει και να το ρίξει στην αγορά, κι έγινε ένα και το αυτό μ’ αυτό που όλοι μας ξέρουμε σαν ΠΡΕΖΑ. Η πρέζα είναι το ιδανικό προϊόν... το απόλυτο είδος προς εμπο­ ρία. Δεν χρειάζεται να πείσεις τον πελάτη. Ο πελάτης θα συρθεί και μέσα απ’ τον υπόνομο παρακαλώντας ν ’ αγοράσει... Αυτός που εμπορεύεται την πρέζα δεν πωλεί το προϊόν του στον καταναλωτή, πουλάει τον καταναλωτή στο προϊόν του. Δεν βελτιώνει ούτε απλο­ ποιεί το εμπόρευμά του. Εξαχρειώνει και απλοποιεί τον πελάτη. Και τους υπαλλήλους του με πρέζα τους πληρώνει. Η πρέζα μάς δίνει τη βασική φόρμουλα του «διαβολικού» ιού: Την Άλγεβρα της Ανάγκης. Η όψη του «κακού» είναι πάντα η όψη της απόλυτης ανάγκης. Ο ναρκομανής είναι ένας άνθρωπος που έ­ χει απόλυτη ανάγκη το ναρκωτικό του. Πέρα από μια συγκεκριμένη συχνότητα η ανάγκη δεν καταλαβαίνει κανένα απολύτως όριο ή φραγμό. Στη γλώσσα της απόλυτης ανάγκης: «Εσύ τι θα ’κάνες;» Ναι, θα το ’κάνες. Θα έλεγες ψέματα, θα έκανες κόλπα κι απατεω­ νιές, θα κάρφωνες τους φίλους σου, θα έκλεβες, θα έκανες τα πάντα για να ικανοποιήσεις την άπόλυτη ανάγκη. Γιατί θα βρισκόσουν στην κατάσταση της απόλυτης αρρώστιας, της απόλυτης κατοχής και της υποδούλωσης και δεν θα ήσουν σε θέση να κάνεις οτιδήπο­ τε άλλο. Οι ναρκομανείς είναι άρρωστοι που δεν μπορούν να λει­

12 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

τουργήσουν με κάποιον άλλο τρόπο. Το σκυλί το λυσσασμένο δεν μπορεί παρά να σε δαγκώσει. Υιοθετώντας μια φαρισαϊκή στάση δεν καταφέρνεις τίποτα εκτός αν στόχος σου είναι να συνεχίσει τη δράση του ο ιός της πρέζας. Κι η πρέζα είναι μια τεράστια βιομηχα­ νία. Θυμάμαι, μίλαγα κάποτε με έναν Αμερικάνο που δούλευε στην Επιτροπή Καταπολέμησης του Αφθώδους στο Μεξικό. Εξακόσια το μήνα κι όλα τα έξοδα πληρωμένα: «Πόσο θα κρατήσει η επιδημία;» τον είχα ρωτήσει. «Όσο θα ’ μαστέ σε θέση να τη συντηρούμε... Και φυσικά... μπορεί να ξεσπάσει αφθώδης και στη Νότια Αμερική», απάντησε με βλέμμα ονειροπόλο. Αν θέλεις να τροποποιήσεις ή να καταστρέφεις ολοκληρωτικά μια πυραμίδα αριθμών που συνδέονται με γραμμική σχέση, αλλάζεις ή βγάζεις από τη μέση τον αριθμό που είναι κάτω κάτω. Αν θέλουμε να καταστρέψουμε την πυραμίδα της πρέζας, πρέπει να ξεκινήσουμε από το κάτω μέρος της πυραμίδας: από το Πρεζάκι του Δρόμου, και να σταματήσουμε τα δονκιχωτικά χτυπήματα κατά των «υψηλά ισταμένων» όπως λένε, που ανά πάσα στιγμή όλους μπορούν να τους αντικαταστήσουν. Το πρεζάκι του δρόμου που χρειάζεται την πρέζα για να ζήσει είναι ο μόνος αναντικατάστατος όρος στην εξίσωση της πρέζας. Όταν πια δεν θα υπάρχουν άλλα πρεζάκια για να ψωνίσουν πρέζα θα τελειώσει και η διακίνησή της. Όσο θα υφίσταται η ανάγκη της πρέζας, θα υπάρχει μονίμως κάποιος για να την καλύπτει. Οι τοξικομανείς μπορούν να θεραπευθούν ή να μπουν σε πρό­ γραμμα καραντίνας— να τους χορηγείται, δηλαδή, μια σταθερή πο­ σότητα μορφίνης κάτω από την ελάχιστη δυνατή ιατρική παρακο­ λούθηση όπως γίνεται με τους φορείς του τυφοειδούς πυρετού. Όταν γίνει κάτι τέτοιο, οι πυραμίδες της πρέζας θα καταρρεύσουν παγκοσμίως. Α π’ όσο ξέρω, η Αγγλία είναι η μόνη χώρα που εφαρμόζει αυτή τη μέθοδο στο πρόβλημα της πρέζας. Έχουν στην καραντίνα περίπου πεντακόσια εξαρτημένα άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μέ­ σα στην επόμενη γενιά όταν οι τοξικομανείς του προγράμματος θα έχουν φυσιολογικά πεθάνει και θα έχουν ανακαλυφθεί παυσίπονα

ΚΑΤΑΘΕΣΗ

·

13

που δεν θα λειτουργούν πάνω στην αρχή των οπιούχων, ο ιός της πρέζας θα καταλήξει σαν την ευλογιά, ένα κεφάλαιο που έχει κλείσει οριστικά— ένα ιατρικό αξιοπερίεργο. Το εμβόλιο που μπορεί να εκτοπίσει τον ιό της πρέζας στο δυ­ σπρόσιτο και περίκλειστο παρελθόν υπάρχει ήδη. Το εμβόλιο αυτό ι:ίναι η Θεραπεία της Απομορφίνης που ανακαλύφθηκε από έναν Αγγλο γιατρό του οποίου το όνομα δεν δύναμαι αυτή τη στιγμή να αναφέρω καθότι αναμένω την έγκρισή του για να το χρησιμοποιή­ σω και να παραθέσω αποσπάσματα από το βιβλίο του που καλύπτει τριάντα χρόνια εφαρμογής της απομορφίνης στη θεραπεία τοξικο­ μανών και αλκοολικών. Η απομορφίνη είναι ένωση που παράγεται με το βρασμό της μορφίνης σε υδροχλωρικό οξύ. Είχε ανακαλυφθεί πολλά χρόνια πριν χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία των τοξικομα­ νών. Για πολλά χρόνια η μόνη χρήση της απομορφίνης που δεν έχει ούτε ναρκωτικές ούτε αναλγητικές ιδιότητες ήταν ως εμετικό σε πε­ ριπτώσεις δηλητηριάσεων. Δρα απευθείας στο κέντρο έμεσης του οπισθίου εγκεφάλου. Ανακάλυψα αυτό το εμβόλιο όταν πια βρισκόμουν στο τέρμα της διαδρομής της πρέζας. Ζούσα σε ένα δωμάτιο στην Παλιά Πόλη της Ταγγέρης. Μπάνιο δεν είχα κάνει ένα χρόνο, ούτε ρούχα είχα αλλάξει, ούτε καν τα είχα βγάλει παρεκτός για να χώνω κάθε ώρα το βελόνι στη γρομπιασμένη σταχτιά ξύλινη σάρκα του τελικού σταδίου της τοξικομανίας. Δεν καθάριζα ούτε σκούπιζα ποτέ το δω­ μάτιο. Αδειανά κουτιά από αμπούλες και σκουπίδια έφταναν ως το ταβάνι. Νερό και φως κομμένα από καιρό καθότι απλήρωτα. Δεν έκανα απολύτως τίποτα. Επί οχτώ ώρες μπορούσα να χαζεύω τη μύ­ τη του παπουτσιού μου. Δραστηριοποιόμουν μονάχα σαν άδειαζε της πρέζας η κλεψύδρα. Αν ερχόταν κανένας φίλος να με δει— κάτι που σπάνια γινόταν αφού ποιος ή τι είχε απο μείνει πλέον για να δεις— καθόμουν εκεί χωρίς να νοιάζομαι αν κάποιος είχε μπει στο οπτικό μου πεδίο— μια γκρίζα οθόνη που γινόταν όλο και πιο μου­ ντή και ξασπρισμένη— ή αν είχε βγει έξω απ’ αυτό. Αν τα τίναζε εκεί μπροστά μου πάλι καθισμένος θα ’χα μείνει κοιτώντας το πα­

14 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

πούτσι μου, περνμένοντας να του την πέσω για να ψάξω τις τσέπες του. Εσύ τι θα ’κάνες; Γιατί ποτέ δεν είχα αρκετή πρέζα— κανείς δεν έχει ποτέ του αρκετή πρέζα. Δυο γραμμάρια μορφίνη την ημέρα και πάλι δεν μου έφταναν. Κι ατέλειωτα στησίματα έξω απ’ το φαρ­ μακείο. Η καθυστέρηση είναι νόμος στα νταλαβέρια. Η Άκρη ποτέ δεν έρχεται στην ώρα της. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στον κόσμο της πρέζας. Ο τοξικομανής εξαναγκάζεται να μάθει, ξανά και ξανά, τι ακριβώς τον περιμένει έτσι και δεν βρει τα χρήματα της καθημερινής δόσης του. Κανόνισε να εύρεις το μπαγιόκο ειδάλλως. Και ξαφνικά άρχισα να χρειάζομαι όλο και περισ­ σότερη πρέζα. Δυόμισι, τρία, τέσσερα γραμμάρια την ημέρα. Και πάλι δεν μου έφταναν. Και χρήματα για να πληρώσω δεν υπήρχαν. Στεκόμουν βαστώντας στο χέρι την τελευταία μου επιταγή και συνειδητοποίησα πως ήταν η τελευταία μου επιταγή. Μπήκα στο ε­ πόμενο αεροπλάνο για Λονδίνο. Ο γιατρός μού εξήγησε ότι η απομορφίνη δρα απευθείας στον οπίσθιο εγκέφαλο ρυθμίζοντας το μεταβολισμό και επαναφέροντας σε φυσιολογική κατάσταση την κυκλοφορία του αίματος με αποτέ­ λεσμα το ενζυμικό σύστημα του εθισμού να καταστρέφεται σε διά­ στημα τεσσάρων ή πέντε ημερών. Άπαξ κι επανέλθει ο οπισθεγκέφαλος στον κανονικό ρυθμό του η παροχή απομορφίνης μπορεί να διακοπεί και να επαναληφθεί μόνο σε περίπτωση υποτροπής. (Κα­ νείς δεν παίρνει απομορφίνη για να τη βρει. Δεν έχει καταγραφεί ού­ τε μία περίπτωση εθισμού στην απομορφίνη.) Συναίνεσα γι’ αυτήν τη θεραπεία και μπήκα σε μια κλινική. Το πρώτο εικοσιτετράωρο είχα κυριολεκτικά παρανοήσει κάτι που πολλοί τοξικομανείς το πα­ θαίνουν στο στάδιο της οξείας στέρησης. Το παραλήρημα εκείνο υποχώρησε με μια εντατική εικοσιτετράωρη θεραπεία απομορφί­ νης. Ο γιατρός μού έδειξε το διάγραμμα. Μου είχαν δώσει τόσο μι­ κρές ποσότητες μορφίνης που με τίποτα δεν θα μπορούσαν να δι­ καιολογήσουν την απουσία των οξύτερων συμπτωμάτων στέρησης όπως οι κράμπες στα πόδια και το στομάχι, ο πυρετός και το πολύ χαρακτηριστικό, προσωπικό μου σύμπτωμα, Το Παγωμένο Κάψι­

ΚΑΤΑΘΕΣΗ

·

15

μο, όπου λες κι όλο μου το σώμα το έχουν τρίψει με κάμφορα ενώ πάνω του έχει κάτσει ένα τεράστιο μελίσσι. Ο κάθε τοξικομανής έχει το δικό του, πολύ χαρακτηριστικό σύμπτωμα που τον κάνει να χάνει κάθε έλεγχο. Από την εξίσωση της στέρησης έλειπε κάποιος όρος— αυτός ο όρος δεν μπορούσε παρά να είναι η απομορφίνη. Είδα στ’ αλήθεια τη μέθοδο της απομορφίνης να δουλεύει. ')Γστερα από οχτώ ημέρες βγήκα από την κλινική σε κατάσταση που να μπορώ να φάω και να κοιμηθώ κανονικά. Έμεινα μακριά από την πρέζα για δυο ολόκληρα χρόνια—Τρεκόρ της τελευταίας δωδε­ καετίας. Ξανακύλησα για κάποιους μήνες εξαιτίας μιας επώδυνης ασθένειας. Μια ακόμη θεραπεία απομορφίνης με κάνει να κρατιέ­ μαι μακριά από την πρέζα ως και τη στιγμή αυτή που γράφω. Η θεραπεία της απομορφίνης είναι ποιοτικά διαφορετική από τις άλλες μεθόδους θεραπείας. Τις έχω δοκιμάσει όλες. Ταχεία στα­ διακή μείωση, αργή σταδιακή μείωση, κορτιζόνη, αντιισταμινικά, ηρεμιστικά, υπνοθεραπείες, τολσερόλ, ρεσερπίνη. Καμία δεν άντεξε στην πρώτη μου ευκαιρία υποτροπής. Μπορώ να πω με βεβαιό­ τητα πως ποτέ δεν είχα θεραπευθεί μεταβολικά μέχρι που έκανα τη θεραπεία της απομορφίνης. Οι τρομακτικές στατιστικές υποτροπής από το Νοσοκομείο Ναρκωτικών του Λέξινγκτον έχουν οδηγήσει πολλούς γιατρούς να λένε πως η τοξικομανία δεν θεραπεύεται. Στο Λέξινγκτον χρησιμοποιούν μια θεραπεία σταδιακής μείωσης με δολοφίνη και ποτέ δεν δοκίμασαν την απομορφίνη απ’ όσο ξέρω. Εί­ ναι γεγονός πως αυτή η μέθοδος θεραπείας έχει ιδιαίτερα παραμε­ ληθεί. Δεν έχει γίνει καμία έρευνα πάνω στις διάφορες παραλλαγές του συντακτικού τύπου της απομορφίνης ή στα συνθετικά της παράγωγα. Θα μπορούσαν αναμφίβολα να συντεθούν ουσίες πενή­ ντα φορές πιο ισχυρές από την απομορφίνη εξαλείφοντας παράλλη­ λα την παρενέργεια του εμετού. Η απομορφίνη είναι ένας μεταβολικός και ψυχικός ρυθμιστής που μπορεί να πάψει να χορηγείται από τη στιγμή που έχει κάνει τη δουλειά του. Ο κόσμος έχει κατακλυστεί από ηρεμιστικά και τονω­ τικά κι όμως αυτός ο μοναδικός ρυθμιστής έχει διαφύγει κάθε προ­

16 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

σοχής. Καμία από τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες δεν έχει ερευνήσει αυτή την ουσία. Είμαι της γνώμης πως εάν ερευνηθούν Οι χημικές παραλλαγές και η σύνθεση της απομορφίνης θα ανοί­ ξουν νέοι ορίζοντες στην ιατρική, πολύ πέρα από το χώρο του προ­ βλήματος της τοξικομανίας. Κάποτε, στο εμβόλιο της ευλογιάς εναντιώθηκε φωνασκώντας μία ομάδα παλαβών αντι-εμβολιαστών. Κάποια κραυγή διαμαρτυ­ ρίας σίγουρα θ’ ακουστεί από άτομα ανισόρροπα ή με ίδιον όφελος καθώς ο ιός της πρέζας στη ζούλα θα την κοπανάει κάτω από τα πό­ δια τους. Η πρέζα είναι επιχείρηση τεράστια· παλάβρες και σπεκου­ λαδόροι μονίμως θα υπάρχουν. Διόλου δεν θα πρέπει να τους επιτραπεί να παρεμποδίσουν το σημαντικότατο έργο του εμβολιασμού και της καραντίνας. Ο ιός της πρέζας είναι σήμερα το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας στον κόσμο. Μια και το Γυμνό Γεύμα ασχολείται μ’ αυτό το πρόβλημα υ­ γείας, είναι κατ’ ανάγκη σκληρό, αισχρό και αηδιαστικό. Συχνά η Αρρώστια έχει απωθητικές λεπτομέρειες που δεν είναι για τ’ αδύ­ ναμα στομάχια. Ορισμένα αποσπάσματα του βιβλίου που έχουν χαρακτηριστεί πορνογραφικά γράφτηκαν σαν μπροσούρα ενάντια στη Θανατική Ποινή κατά το πρότυπο της Σεμνής Πρότασης του Τζόναθαν Σουίφτ. Αυτά τα κομμάτια γράφτηκαν με σκοπό να αποκαλύψουν πόσο αι­ σχρός, βάρβαρος και αηδιαστικός αναχρονισμός είναι η θανατική ποινή. Όπως πάντα το γεύμα είναι γυμνό. Αν πολιτισμένες χώρες θέ­ λουν να επιστρέψουν στις Ιεροτελεστίες Απαγχονισμού των Δρυΐδων μέσα στο Ιερό Άλσος ή να πίνουν αίμα μαζί με τους Αζτέκους και να τρέφουν τους Θεούς τους με το αίμα των ανθρωποθυσιών, αφήστε τες να δουν τι πραγματικά τρώνε και πίνουν. Αφήστε τες να δουν π βρίσκεται μέσα σ’ εκείνο το μακρύ κουτάλι των εφημερίδων. Έχω σχεδόν ολοκληρώσει τη συνέχεια του Γυμνού Γεύματος. Μια μαθηματική προέκταση της Άλγεβρας της Ανάγκης πέρα από τον ιό της πρέζας. Καθώς υπάρχουν πολλές μορφές εξάρτησης νο­ μίζω ότι όλες ακολουθούν βασικούς νόμους. Όπως είπε και ο Χάι-

ΚΑΤΑΘΕΣΗ

·

17

ζενμπεργκ: «Ίσως αυτό να μην είναι το καλύτερο από όλα τα πιθα­ νά σύμπαντα κάλλιστα όμως μπορεί να αποδειχθεί πως είναι ένα α­ πό τα απλούστερα». Αν μπορούσε ο άνθρωπος να καταλάβει.

Υστερόγραφο... Εσύ τι θα ’κάνες; Και για να μιλήσω Προσωτακά κι αν μιλάει κανείς διαφορετικά καλά θα κάνουμε ν ’ αρχίσουμε να ψάχνουμε για τον Πρωτοπλα­ σματικό Μπαμπά του ή Μητρικό Κύτταρο... Δεν Έχω Όρεξη Ν ’ Α­ κούω Πλέον Τις Βαρετές Τους Πρεζομαλακίες... Τα ίδια και τα ίδια απωμένα ένα εκατομμύριο φορές και βάλε τη στιγμή που δεν υπάρ­ χει λόγος να πεις τίποτα άφού ΤΙΠΟΤΑ Ποτέ Δεν Συμβαίνει στον κόσμο της πρέζας. Μόνη δικαιολογία γι’ αυτόν τον κουραστικό δρόμο προς το θάνα­ το είναι Η ΦΤΙΑΞΗ ΤΗΣ ΧΑΡΜ ΑΝΑΣ όταν σου κόβουν το κύκλω­ μα της πρέζας καθότι απλήρωτο και το πρεζόδερμα ψοφάει από έλλει­ ψη πρέζας και υπερβολική δόση χρόνου και το Παλιό Δέρμα έχει ξεχάσει το παιχνίδι του δέρματος κι απλά πάει και χώνεται κάτω απ’ το κάλυμμα της πρέζας όπως θα ’καναν όλα τα δέρματα... Και ξαφνικά πέφτει ο Χαρμάνης σε κατάσταση πλήρους έκθεσης όπου μόνο να δει μπορεί να μυρίσει και ν ’ ακούσει... Προσοχή στ’ αυτοκίνητα... Είναι φανερό πως η πρέζα είναι ένας Γύρος του Κόσμου Σπρώ­ χνοντας με Τη Μύτη Σου ένα Σβολαράκι Όπιο. Για Σκαραβαίους και μόνο— αλήτες που σκοντάφτουν στο σκουπιδότοπο της πρέ­ ζας. Κι ως τέτοιοι τραβάτε γραμμή για την εκποίηση. Βαρέθηκα να το βλέπω μπροστά μου. Τα πρεζάκια συνέχεια γκρινιάζουν για Την Παγωνιά όπως τη λέ­ νε, ανασηκώνοντας τους μαύρους γιακάδες των παλτών τους και σφίγγοντας τους μαραγκιασμένους τους λαιμούς... πρεζάκικες παπαριές. Ο πρεζάκιας δεν θέλει να ζεσταθεί, θέλει να είναι Κρύος κι Άνετος-Ακόμα Πιο Κρύος-ΠΑΓΩΜΕΝΟΣ. Αλλά την Παγωνιά τη θέλει όπως θέλει και Την Πρέζα Του— ΟΧΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ όπου δεν του χρησιμεύει σε τίποτα αλλά ΜΕΣΑ ΤΟΥ ώστε να μπορεί να

18 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

κάθεται με τη σπονδυλική του στήλη σαν παγωμένο υδραυλικό γρύλλο... με το μεταβολισμό να πλησιάζει το Απόλυτο ΜΗΔΕΝ. Τα ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΑ πρεζάκια κάνουν συχνά και δυο μήνες να κινη­ θούν τα έντερά τους και τους ξηγιέται σύμφυση το αντεράκι και κα­ θιστική διαμαρτυρία— Εσύ τι θα ’κάνες; — που απαιτεί την πα­ ρείσδυση ενός εκπυρηνωτή μήλων ή του αντίστοιχου χειρουργικού εργαλείου... Έτσι ακριβώς είναι η ζωή στο Παλιό Παγοποιείο. Προς τι η κίνηση και η σπατάλη ΧΡΟΝΟΥ; Υπάρχει Χώρος για Έναν Ακόμη, Κύριε. Κάποιες οντότητες γουστάρουν θερμοδυναμίες. Αυτές εφηύραν τη θερμοδυναμική... Εσύ τι θα ’κάνες; Και κάποιοι από εμάς γουστάρουνε την Άλλη Φάση στα τελείως φανερά όπως μ’ αρέσει να βλέπω τι τρώω και βίζα βέρσα μουτάτις μουτάντις ανάλογα με την περίπτωση. Γυμνά Γεύματα Ο Μ πιλλ... Κοπιάστε παρακαλώ... Ιδανικό για μικρούς και μεγάλους, για την οικογένεια όλη, τα σκυλιά και τα γατιά σας. Τίποτε καλύτερο από λίγο «φιδόλαδο» να πέσει στα γρανάζια και να πάρει μπρος η μηχα­ νή φίλε μου. Με ποιανού το μέρος είσαι; Με τα Παγο-Ζεν Υδραυλι­ κά; Ή θες να δεις τι γίνεται παρέα με τον Τίμιο Μπιλλ; Αυτό λοιπόν είναι το Παγκόσμιο Πρόβλημα Υγείας για το οποίο ομιλούσα πριν εις Το Άρθρο. Οι Προοπτικές Που Ανοίγονται Μπροστά Μας Φίλοι ΜΟΥ. Μήπως ακούω ψίθυρους για κάποιο ξυράφι προσωπικής χρήσης και για έναν καταφερτζή βήτα διαλο­ γής που λέγεται πως επινόησε Τον Λογαριασμό; Εσύ τι θα ’κάνες; Το ξυράφι ανήκε σε κάποιον Οκκαμ και σίγουρα δεν έκανε συλλο­ γή από ουλές. Λούντβιχ Βιττγκενστάιν, Tractatus Logico-Philosophicus: «Αν μια πρόταση είναι ΜΗ Α Ν Α Γ Κ Α ΙΑ τότε είναι ΑΝ ΕΥ ΣΗΜΑΣΙΑΣ και πλησιάζει τη ΣΗΜΑΣΙΑ ΜΗΔΕΝ». «Και τι είναι Πιο ΠΕΡΙΤΤΟ από την πρέζα αν Δεν Τη Χρειάζε­ σαι;» Απάντηση: «Τα πρεζάκια, αν δεν είσαι ΣΤΟ ΛΟΥΚΙ». Σας το λέω αγορίνες μου, έχω ακούσει βαρετές και βαρετές συζη­ τήσεις αλλά καμιά άλλη ΟΜ ΑΔΑ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ δεν φτάνει στο

ΚΑΤΑΘΕΣΗ

·

19

βλάχιστο το παλιό εκείνο θερμοδυναμικό Ξεκούρντισμα της ΝΤΑI Κ Λ ΑΣ. Τώρα βέβαια ο ηρωινομανής σας μόλις και μετά βίας να πει καμιά κουβέντα και κάτι τέτοιο το αντέχω. Όμως ο «Καπνιστής» που παίρνει Όπιο είναι περισσότερο δραστήριος αφού έχει ακόμα μια Ίκηνή και ένα Λυχναράκι... κι ίσως άλλους 7-9-10 ξαπλωμένους ι;κτ,ί μέσα σαν ερπετά σε χειμερία νάρκη να κρατάνε τη θερμοκρασία στο Επίπεδο Ομιλίας: Πόσο έχουνε ξεπέσει τα υπόλοιπα πρεζάκια «ενώ Εμείς— ΕΜΕΙΣ έχουμε τούτη την τέντα και το λυχνάρι κι αυτή ι ην τέντα και το λυχνάρι κι αυτή την τέντα και τι ωραία εδώ μέσα στη ςι:στούλα τι ωραία στη ζεστούλα τι ωραία στη ΕΔΩ ΜΕΣΑ τι ωραία στη ΚΙ ΕΞΩ ΚΑΝΕΙ ΨΟΦΟ... ΚΑΝΕΙ ΨΟΦΟ ΕΞΩ εκεί στους βελονάκηδες και σ’ αυτούς που τρώνε τις βρωμιές ούτε δυο χρόνια δεν θ’ αντέξουν άντε έξι μήνες κι αν τη βγάλουν τελικά αλήτες που σκο­ ντάφτουν εδώ γύρω τσίπα δεν έχουν πάνω τους... Ενώ ΕΜΕΙΣ Κ Α ­ ΘΟΜΑΣΤΕ ΔΩ κι ουδέποτε αυξάνουμε τη ΔΟΣΗ... ουδέποτε— ουδέποτε αυξάνουμε τη δόση ουδέποτε εκτός από ΑΠΟΨΕ είναι ΕΙ­ ΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ με όλους αυτούς τους βελονάκηδες κι αυτούς που τρώνε τις βρωμιές εκεί έξω στο κρύο... Αλλά εμείς δεν το τρώμε ποτέ δεν το τρώμε ποτέ ποτέ ποτέ... Με συγχωρείτε όμως να πεταχτώ ως Την Πηγή Των Ζωντανών Αλάνηδων Με Τις Σταγόνες όλοι τις έχουνε στην τσέπη και σβολαράκια όπιο χωμένα μες στον πισινό τους μέσα σε λαστιχένιο δάχτυλο παρέα με τα Τιμαλφή Της Οικογέ­ νειας και τις υπόλοιπες μαλακίες. Υπάρχει χώρος για έναν ακόμη, Κύριε. Ε, όταν θα ξαναρχίσει αυτός ο δίσκος να παίζει για δισεκατομμυριοστό έτος φωτός και δεν αλλάζει ποτέ του την ταινία εμείς που δεν είμαστε πρεζάκια παίρνουμε άμεσα μέτρα και τότε φαίνεται ποιος είναι άντρας και ποιος είναι Πρεζόνι. Μόνος τρόπος για να προφυλαχτείς απ’ το φοβερό αυτό κίνδυνο είναι να ’ρθεις ΕΔΩ και να φωλιάσεις με τη Χάρυβδη... Θα έχεις πρώτης τάξης περιποίηση, αγοράκι μου... Γλυκά και τσιγαράκια. Κοντεύω τα δεκαπέντε χρόνια μέσα σε τούτη τη σκηνή. Μια μέ­ σα μια έξω μια μέσα μια έξω μια μέσα και τελικά ΕΞΩ. Τέρμα, Τε­

I

20 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

λεία και Παύλα. Ακούστε λοιπόν τον Γέρο Μπάρμπα Μπιλλ Μπάροουζ που επινόησε το Κολπάκι του Ρυθμιστή στην Αθροιστική Μηχανή Burroughs βασισμένο στην Αρχή του Υδραυλικού Γρύλλου και δεν έχει πλέον σημασία πώς τραβάς το μοχλό το αποτέλε­ σμα θα βγαίνει πάντα ίδιο για δεδομένες συντεταγμένες. Έμαθα την τέχνη μου νωρίς... εσύ τι θα ’κάνες; Μωράκια της Παρηγοριάς Όλου του Κόσμου Ενωθείτε. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε παρά μονάχα τους Εμπόρους Μας. Κι ΑΥΤΟΙ ΔΕΝ μας ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΙ. Κοιτάχτε καλά ΔΕΙΤΕ Κ Α Λ Α πέρα για πέρα τούτο το μονοπάτι της πρέζας πριν ξανοιχτείτε και μπλέξετε σε Λάθος Παρέες... Αυτά τα λέω για τους ξύπνιους. — William S. Burroughs

Μ,

Ljtopci) να νιώσω τους μπελάδες να ζυγώνουν, τους νιώθω εκεί έξω να ετοιμάζουν τις κινήσεις τους, να βάζουν για χαφιέδες ιαβολικά κουκλάκια του βουντού, παθιάρικα να μουρμουράνε τα όρκια τους πάνω από το κουταλάκι και το σταγονόμετρο που τα υντάρω στο σταθμό της Ουάσιγκτον Σκουέρ, σαλτάρω πάνω από την μπάρα και δυο επίπεδα σιδερένιες σκάλες προς τα κάτω, στο τσακ προλαβαίνω τον Α, το τρένο για τις πάνω μεριές της πόλης . .. Είναι νέος, ομορφούλης, κοντό μαλλάκι, ακριβά σχολεία, ο τύπος του στελέχους διαφημιστικής, μια αδελφή του ελέους και μου κρατάει την πόρτα για να μπω. Προφανώς αποτελώ γι’ αυτόν υπόδειγ­ μα μεγάλης μάρκας. Άτομο που πουλάει διαρκώς φιγούρα στον κά­ θε μπάρμαν και τους ταξιτζήδες, που τσαμπουνάει για σωστές λ,ιές και Ντότζερς, που φωνάζει στου Νέντικ τον τύπο πίσω από τον πάγκο με το μικρό του όνομα. Καταλάβατε. Ένας κόπανος και ιισός. Κι ακριβώς εκείνη τη στιγμή το λαγωνικό της Δίωξης με την ίσπρη καμπαρντίνα (φαντάσου να παρακολουθείς κάποιον φορώ­ ντας λευκή καμπαρντίνα— μόνο αν θες να περάσεις για αδερφή υποθέτω) σκάει στην αποβάθρα. Ακούω πώς θα το ’λεγε κρατώντας τα σέα μου στ’ αριστερό του χέρι, το δεξί του στο κουμπούρι: «Νο­ μίζω κάτι σου ’πεσε, μάγκα μου». Όμως ο υπόγειος έχει ξεκινήσει. ;; «Χαιρετίσματα στην κεράτιά!» του φωνάζω, χαρίζοντας το Β ' βραβείο συμπαραγωγής στον κοστουμαρισμένο φλώρο. Τον κοιτά­ ζω στα μάτια, κόβω τα κάτασπρα δόντια του, το μαύρισμα της Φλόριντα, το μαλακό μάλλινο κουστούμι των διακοσίων δολαρίων, το 21

22 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

πουκαμισάκι Αφοί Μπρουκς κουμπωμένο ως το λαιμό και τη News στο χέρι, κομμάτι της σκηνικής του παρουσίας. «Το μόνο που δια­ βάζω είναι ο Μικρός Άμπνερ». Κυρίζι που μοστράρεται για άτομο περπατημένο... Μιλάει για «ρίγανες» και για «νταμίρα», και πού και πού την πίνει, κι έχει και λί­ γη φυλαγμένη να κεράσει τους ωραίους τύπους τους χολιγουντιανούς. «Σ’ ευχαριστώ, αγόρι μου», του λέω, «το βλέπω ότι είσαι της κοπής μας». Το πρόσωπό του ξαφνικά φωτίζεται σαν τα φλιπεράκια, με μια ηλίθια, ροδαλή αναλαμπή. «Με γρύλλιαξε, είμαι σίγουρος», είπα κατσουφιασμένος. (Ση­ μείωση: Γρυλλιάζω στην αργκό των κλεφτών της Αγγλίας σημαίνει καρφώνω.) Τραβήχτηκα κοντά του κι ακούμπησα τα βρώμικα πρεζάκικα δάχτυλά μου στο απαλό μάλλινο μανίκι του. «Αν και αδερ­ φοποιτός στο ίδιο αίμα, στο ίδιο βρώμικο βελόνι. Μεταξύ μας τώ­ ρα, θα του την κάνουνε με κάνα ψάκι». (Σημείωση: Πρόκειται για δόση πρέζας-δηλητήριο που την πουλάνε στον ναρκομανή που θέ­ λουν να ξεπαστρέψουν. Την πασάρουνε συχνά στους πληροφοριο­ δότες. Το ψάκι είναι συνήθως στρυχνίνη αφού στη γεύση και την όψη μοιάζει με την πρέζα.) «Αγόρι μου, έχεις δει ποτέ να χτυπάνε ψάκι; Εγώ είδα κάποτε τον Κουτσοπόδαρο όταν τ ’ άρπαξε στο Φίλλυ. Είχαμε μοντάρει στο δωμάτιό του έναν καθρέφτη που βλέπεις από πίσω, σαν εκείνους στα μπουρδέλα, και ταρίφα ένα διπλόμουντζο για να τονε πάρουν μάτι. Απ’ το μπράτσο τη βελόνα δεν την έβγαλε ποτέ. Κανείς τους δεν το κάνει άμα το φιξάκι είν’ το σωστό. Έτσι τους βρίσκουνε, με το κολλύριο τίγκα στο γρομπιασμένο αίμα να κρέμεται απ’ το με­ λανιασμένο μπράτσο. Εκείνο το βλέμμα των ματιών του πάνω στο μπαμ— Αγόρι μου, ήτανε μέγκλα... »Θυμάμαι κυκλοφοράω με τον Βιτζιλάντη, το πιο ζόρικο Λυκόρνιο στην πιάτσα. Βρισκόμαστε Σι ... Δουλειά μας οι αδερφές στο Λίνκολν Παρκ. Ένα βράδυ λοιπόν έρχεται ο Βιτζιλάντης για δουλειά με μπότες καουμπόικες και μαύρο γιλέκο με μια τσίγκινη σηματάρα νά καρφιτσωμένη πάνω του κι ένα λάσο κρεμασμένο στον ώμο.

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ

·

23

»Οπότε τον ρωτάω: “Τι έγινε; Σ ’ τη σβούριξε κανονικά;” »Εκείνος με κοιτάει καλά καλά και λέει: “Τράβα το λεβιέ σου, ξένε” και βγάζει ένα παλιό σκουριασμένο εξάσφαιρο κι εγώ το βά­ ζω στα πόδια κι αρχίζω να τρέχω μες στο Λίνκολν Παρκ, οι σφαίρες να σφυρίζουν γύρω μου. Και σου κρεμάει απ’ το λαιμό τρεις αδερπριν τονε κάνουν οι μπάτσοι τσακωτό. Θέλω να πω ότι ο Βιτζιλάντης δίκαια το κέρδισε το παρατσούκλι του... 1 »Πρόσεξες ποτέ πόσες λέξεις αδερφίστικες έχουν περάσει στο σινάφι; Όπως το “τζάσε!” , φερειπείν, ή τα "φλόκια”; ί »“Τζάσ’ την απ’ τη μέση!” »“Τζάσε το Λαβδανάκια από τη μέση που κάνει στα χάπατα τη ζωή πατίνι!” ; »“ Τον φλόμωσε στο φλόκι ο Γλείφτης να τονε βουρτσίσει ο μπήχτης” . »Λέει ο Γοβάκιας (του βγάλανε τ ’ όνομα γιατί μασκαρευόταν Αστυνόμος και την έπεφτε νταβατζηλίδικα στους φετιχιστές μέσα α παπουτσάδικα): “ Δώσ’ το στο χάπατο με Κ.Υ. κι όλο θα σ’ τον :άέι” . Κι όταν ο Γ οβάκιας βάλει στο μάτι ένα κορόιδο αρχίζει και βαριανασαίνει. Η φάτσα του πρήζεται και τα χείλια του μαβιάζουν σαν ξαναμμένου Εσκιμώου. Μετά αργά κι αθόρυβα πλευρίζει το θυματάκι του κι αρχίζει το χαρχάλεμα, ψηλαφώντας το με δάκτυλα από εκτόπλασμα σαπρό. » 0 Στούρνος έχει το αγαθιάρικο βλέμμα μικρού παιδιού, σπιθο-

βολάει μέσα του και λάμπει σαν γαλάζια σωλήνα νέον. Λες κι έχει βγει κατευθείαν από εξώφυλλο της Saturday Evening Post με μια αρ­ μαθιά γατόψαρα, βαλσαμωμένος έκτοτε στην πρέζα. Κιχ δε βγάζουν τα δικά του τα μωρά, γι’ αυτό κι οι Παπατζήδες όλο και του κάνουν άσπρες πάσες. Μια μέρα ο Μικρός Μπλου αρχίζει να γκαγκανιάζει, κι αυτό το σίχαμα που βγάζει από μέσα του θα ’κανε και τραυματιο­ φορέα ακόμα να ξεράσει. Στο τέλος ο Στούρνος φλιπάρει κι αρχίζει να τρέχει κάτω στους σταθμούς και μες στις άδειες καφετέριες, σκού­ ζοντας: “Γύρνα πίσω!! Γύρνα πίσω!!” κι ακολουθεί τον μικρό ως το

24 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

ποτάμι, το Ηστ Ρίβερ, και βουτάει ξοπίσω του, ανάμεσα σε καπότες και φλούδια από πορτοκάλια, ένα μωσαϊκό από εφημερίδες που επι­ πλέουν, βαθιά μέσα στη σιωπηλή παχιά μαύρη λάσπη του βυθού μα­ ζί με γκάνγκστερ φυτεμένους σε τσιμέντο και περίστροφα ανελέητα σφυροκοπημένα που ποτέ δεν θ’ αφήσουν να μπει μέσα τους το εξε­ ταστικό δάχτυλο κάποιου φιλήδονου βαλλιστικού εμπειρογνώμονα». Και σκέφτεται ο λελές: «Τι τύπος, Θεέ μου!! Φαντάζομαι τα παιδιά στου Κλαρκ όταν τους πω για τούτον εδώ». Γουστάρει συλ­ λογή από μάρκες τέτοιου είδους, σίγουρα θα στεκότανε κλαρίνο αν έβλεπε τον Τζο Γκουλντ στο νούμερο του γλάρου. Του το σκάω λοι­ πόν το παραμύθι για ένα διπλόμουντζο και κανονίζουμε συνάντηση να του πουλήσω «ρίγανη» όπως το λέει, ενώ μέσα μου σκέφτομαι, «Θα του πασάρω καλαμίθρα του μαλάκα». (Σημείωση: Η καλαμίθρα μυρίζει όπως η μαριχουάνα όταν καίγεται. Την πασάρουνε συ­ χνά στους απρόσεκτους ή τους απληροφόρητους.) «Λοιπόν», είπα, και κτύπησα απαλά με το δάχτυλο το μπράτσο μου, «με καλεί τώρα το καθήκον. Κι όπως είπε ο ένας δικαστής στον άλλο: “Να είσαι δίκαιος και στην ώρα σου ακριβής, κι αν δεν μπορείς, ας είσαι αυθαίρετος και στην ώρα ασυνεπής!”» Την κάνω για την καφετέρια και βρίσκω μέσα τον Μπιλλ Γκέινς κουβαριασμένο μες στο παλτό κάποιου άλλου δίνοντας την εικόνα τραπεζίτη του 1910 με πάρεση, και τον Γερο-Μπαρτ, κουρελή και δυσδιάκριτο, να παπαριάζει ένα κομμάτι παντεσπάνι με τα βρωμο­ δάχτυλά του που είχανε γυαλίσει από τη μάκα. Είχα μερικούς πελάτες από τις πάνω συνοικίες που τους φρόντιζε ο Μπιλλ, κι ο Μπαρτ ήξερε κάτι ραμολιμέντα απ’ τον καιρό που κά­ πνιζαν αφιόνι, θυρωρούς φασματικούς και γκρίζους σαν τη στάχτη, φαντάσματα πορτιέρηδων που με χέρια γέρικα κι αργά σκουπίζουν σκονισμένους προθαλάμους, βήχοντας και φτύνοντας από την πρωι­ νή χαρμάνα, ασθματικούς κλεπταποδόχους που συνταξιοδοτημένοι πια διαβιούν σε μελοδραματικά ξενοδοχεία, την Πάντοπον Ρόουζ τη γριά ματρόνα απ’ την Πεόρια, υπομονετικά γκαρσόνια από την Κίνα που στωικά κρύβουν την αρρώστια τους. Ο Μπαρτ έψαξε και τους

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

25

βρήκε, βαδίζοντας πρεζάκικα αργά καρτερικά προσεκτικά, απόθεσε στα άψυχα αναιμικά τους χέρια λίγες ώρες ζεστασιάς. Έτσι για πλάκα έκανα μαζί του τη γύρα μια φορά. Έχετε δει πώς χάνουν οι γέροι όλες τις αναστολές τους στο πώς τρώνε, τόσο αδιά­ ντροπα που σου έρχεται να ξεράσεις; Ε, ακριβώς έτσι συμπεριφέρονται και με τη ζα τα γέρικα πρεζόνια. Πετάνε κάτι άναρθρες κραυγές και κάτι υπόκωφες στριγκλιές μόλις τη δουν μπροστά τους. Το σάλιο στάζει απ’ τα σαγόνια τους, και το στομάχι τους γουργου­ ρίζει κι όλα τους τα εντόσθια τρίζουν από τις περισταλτικές κινή­ σεις καθώς αρχίζουνε το βράσιμο, διαλύοντας τη σεμνή μεμβράνη ιου σώματος, και περιμένεις από στιγμή σε στιγμή να ξεχυθεί πη­ χτή από μέσα τους μια τεράστια άμορφη μάζα πρωτοπλάσματος και να τυλίξει την πρέζα στο κουτάλι. Αηδιάζεις μόνο που το βλέπεις. «Μμμ, κάπως έτσι θα καταλήξουν και τα δικά μου τ ’ αγοράκια», σκέφτηκα φιλοσοφώντας το. «Παράξενη που είναι η ζωή». Πίσω στο κέντρο λοιπόν, όμως από το σταθμό της Σέρινταν Ικουέρ σε περίπτωση που το λαγωνικό μού την έχει στημένη σε κα­ μιά αποθήκη για τις σφουγγαρίστρες. Όπως έλεγα, αυτό δεν μπορούσε να τραβήξει για πολύ. Ήξερα πολύ καλά πως είχανε κάνει συμβούλιο οι μάγοι της φυλής, είχανε ξεστομίσει τις κατάρες τους, είχανε κάνει τα απαίσια μπάτσικα μαγιολίκια τους πάνω σε κουκλάκια μου εκεί στο Λέβενγουορθ. «Δε βγαίνει τίποτα με το να μπήγεις βελόνες σε τούτο δω, Μάικ». Ακούω πως με κουκλάκι του βουντού τζάσανε τον Τσάπιν. Ο μουνουχισμένος ο πουρόμπατσος καθόταν μέρα νύχτα, χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει, εκεί στα υπόγεια του τμήματος και κρεμού­ σε το κουκλάκι του Τσάπιν απ’ το λαιμό. Κι όταν τελικά κρεμάστη­ κε ο Τσάπιν στο Κοννέκτικατ, βρίσκουν το παλιοτόμαρο με το σβέρκο τσακισμένο. «Έπεσε στις σκάλες και τσακίστηκε», είπανε. Οι γνωστές ηλί­ θιες εξηγήσεις της αστυνομίας. Η πρέζα περιβάλλεται από ταμπού κι από μαγείες, είναι τυλιγ­ μένη με φυλαχτά και με κατάρες. Στην Πόλη του Μεξικού μπορού­

26 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

σα να εντοπίσω την άκρη μου με ραντάρ. «Όχι σ ’ αυτόν το δρόμο, στον επόμενο, δεξιά... τώρα αριστερά. Τώρα πάλι δεξιά», και νά σου τον μπροστά μου, με φάτσα μπάμπως ξεδοντιάρας και μάτια που έχουν βασιλέψει. Ξέρω πως τούτος δω ο γιατρός κόβει βόλτες μουρμουρίζοντας ένα σκοπό που τον κολλάνε όσοι περνάνε δίπλα του. Είναι τόσο μουντός κι ανώνυμος σαν φάντασμα που δεν τον βλέπουν καν και νομίζουν πως ο σκοπός βγαίνει μέσα απ’ το δικό τους το κεφάλι. Κι έτσι οι πελάτες πιάνουνε σήμα τα Χαμογελάκια, το Ήρθε η ώρα να σ ’ αγαπήσω, ή το Λένε πως είμαστε μικροί να κάνουμε δεσμό ή όποιο άλλο παίζει τέλος πάντων εκείνη την ημέρα. Μπορείς καμιά φορά να δεις μέχρι και πενήντα κουρελήδικα πρεζόνια να γογγύ­ ζουν άρρωστα και να τρέχουν πίσω από έν’ αγόρι με μια φυσαρμό­ νικα, και ιδού Το Πρόσωπο, Η Άκρη, καθισμένο σε ψάθινο σκα­ μνάκι να ταΐζει ψωμί τους κύκνους, μια χοντρή σοβαντισμένη αδέρφω με φουστάνια που βγάζει βόλτα το Αφγάνι της στους Ανα­ τολικούς Πενήντα Δρόμους, ένας γερο-μπεκρής που κατουράει κά­ τω απ’ την ταμπέλα του υπέργειου, ένας αριστερός Εβραίος φοι­ τητής που μοιράζει προκηρύξεις στην Ουάσιγκτον Σκουέρ, ένας δεντροτόμος, ένας απολυμαντής, ένας φλώρος διαφημιστικής στου Νέντικ όπου φωνάζει τον τύπο πίσω από τον πάγκο με το μικρό του όνομα. Το παγκόσμιο δίκτυο των πρεζάκηδων, συντονισμένοι στο ταγκισμένο κορδόνι μιας παχιάς, με το μπράτσο σφιχτά δεμένο μέ­ σα σε δωμάτια επιπλωμένα, να ριγούν από την πρωινή χαρμάνα. (Παλιοί κασαδόροι ρουφάνε το μαύρο καπνό στο πίσω δωμάτιο του κινέζικου πλυντήριου και το Μελαγχολικό Μωρό πεθαίνει από υπερβολική δόση χρόνου ή στέρηση αναπνοής πάνω στο στεγνό καθάρισμα.) Στην Υεμένη, το Παρίσι, τη Νέα Ορλεάνη, την Πόλη του Μεξικού και την Ισταμπούλ— καθώς ριγούν απ’ τα τεντώματα, καθώς τραντάζονται απ’ τις σφυριές των κομπρεσέρ και της ατμο­ κίνητης φαγάνας, ουρλιάξανε πρεζάκικες βλαστήμιες ο ένας στον άλλον που κανείς μας δεν άκουσε, και Το Πρόσωπο έσκυψε έξω από έναν παλιό οδοστρωτήρα που περνούσε κι εγώ έγινα απλώνο­

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥΜ Α ·

27

ντας προς τη μεριά του τον κουβά της πίσσας. (Σημείωση: Η Ισταμπούλ κατεδαφίζεται και την ξαναχτίζουν, ειδικά τους άθλιους σκουπιδομαχαλάδες των πρεζάκηδων. Η Ισταμπούλ έχει περισσό­ τερους ηρωινομανείς από την Πόλη της Νέας Υόρκης.) Οι ζωντανοί και οι νεκροί, χαρμάνηδες ή λιάδες, στο λούκι ή στη στέγνα ή ξανά πάλι στο λούκι, παίρνουνε κάβο της πρέζας το σινιάλο κι η Άκρη βρίσκεται στην οδό Ντολόρες, Μέχικο Ντιστρίτο Φεντεράλ, και τρώει Τσοπ Σούι, παπαριάζει ένα κομμάτι παντεσπάνι στην καφετέρια, καταδιώκεται προς την πάνω μεριά της Εξσέινζ Πλέις από το λυσσασμένο σκυλολόι των Ατόμων. (Σημείωση: Άτομα λένε στην αργκό της Νέας Ορλεάνης τους μπάτσους της δίωξης ναρκωτικών.) Ο γερο-Κινέζος βουλιάζει μες στο ποτάμι ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι και βγάζει νερό, με μια γουλιά καταπίνει το γεν-σι, μαύρο και σκληρό σαν ξυλοκάρβουνο. (Σημείωση: Γεν-σι είναι η στάχτη από το όπιο μες στην πίπα.)

[

Το λοιπόν, οι μπάτσοι έχουνε το κουταλάκι και το σταγονόμε­ τρό μου, και ξέρω πως βγαίνουν στη συχνότητά μου οδηγημένοι ως ι.κεί απ’ αυτό το στραβόκαρφο γνωστό με τ ’ όνομα Ουίλλυ ο Δί­ σκος. Ο Ουίλλυ έχει ένα στόμα στρογγυλό σαν δίσκο που ολόγυρά του φυτρώνουν κάτι κατάμαυρες, ευαίσθητες τρίχες που μπορούν να σηκωθούνε όρθιες. Είναι στραβός απ’ το πολύ σουτάρισμα στο βολβό του ματιού, η μύτη κι ο ουρανίσκος του φαγωμένα από την Άλφα που σνιφάριζε, το κορμί του μια μάζα από ουλές και αποστή­ ματα, ιστοί σκληροί και κατάξεροι σαν ξύλο. Με τέτοιο στόμα μό­ νο τα σκατά μπορεί να φάει πια, καμιά φορά ξεπροβάλλει στην άκρη ενός εκτοπλασματικού σωλήνα μακριού κι αέρινου, που γυ­ ροφέρνει ψαύοντας για τη μουγκή συχνότητα της πρέζας. Ακολου­ θεί τα ίχνη μου σ ’ ολόκληρη την πόλη σε δωμάτια απ’ όπου μόλις

την έχω κοπανήσει, κι οι μπάτσοι πέφτουν έτσι πάνω σε κάτι νιόπα­ ντρους απ’ τα Σιου Φολλς. «Τέρμα τ’ αστεία, Λ η !! Και πέτα από πάνω σου αυτό το λαστι­ χένιο μαρκούτσι! Σε καταλάβαμε» κι αρπάζουν το τεντωμένο καυλί του τύπου έτοιμοι να το ξεκολλήσουν.

28 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Τώρα ο Ουίλλυ έχει καψώσει για τα καλά κι όπως πάντα τον ακούς μες στο σκοτάδι (μόνο τη νύχτα μπορεί να λειτουργήσει) να κλαψουράει, κι αισθάνεσαι τον τρόμο της επιτακτικότητας αυτού του τυφλωμένου στόματος που ολοένα ψάχνει. Με το που φτάνουν για το δέσιμο, ο Ουίλλυ τα παίζει εντελώς και με το αδηφάγο στόμα του ανοίγει μια τρύπα νά στην πόρτα. Αν δεν ήταν εκεί οι μπάτσοι να τον συμμαζέψουνε με τη θηλιά που πάντα κουβάλαγαν μαζί τους, θα ρουφούσε το ζουμί ως το μεδούλι από το κάθε πρεζόνι που θ α ’πεφτε στη φάκα. Το ’ξερα, όπως το ξέραν όλοι, πως είχανε ρίξει στο κατόπι μου τον Δίσκο. Κι αν κανένας νεαρούλης από την πελατεία μου τους ξε­ φούρνιζε ποτέ στο δικαστήριο: «Μ’ ανάγκαζε να του κάνω όλα αυ­ τά τα πρόστυχα πράγματα για να μου δώσει πρέζα» θα ’πρεπε να χαιρετίσω την πιάτσα διά παντός. Κάνουμε λοιπόν μια γερή πρεζοκαβάτζα, αγοράζουμε μια Studebaker δεύτερο χέρι και ξεκινάμε προς τη Δύση. Ο Βιτζιλάντης το ’παίξε κατάσταση σχιζοφρένειας: «Ήμουνα έξω από το σώμα μου και προσπαθούσα να εμποδίσω τους απαγχονισμούς με δάχτυλα φαντάσματος... Είμαι ένα φάντα­ σμα που θέλει αυτό που θέλουν όλα τα φαντάσματα— ένα σώμα— μετά την Πολυετή περιπλάνηση στα άοσμα σοκάκια του κενού όπου η μη ζωή δεν είναι παρά μια άχρωμη έλλειψη μυρωδιάς θανά­ του ... Κανείς δεν μπορεί να ανασάνει και να το μυρίσει μέσα από ρόδινες συστροφές χόνδρου στερεωμένου με κορδόνια κρυσταλλι­ κής μύξας, χρονόσκατο και φίλτρα σάρκας από μαύρο αίμα». Έστεκε κι απολογιόταν σαν ξεχειλωμένη δικαστηριακή σκιά, το πρόσωπό του ένα σκισμένο καρούλι φιλμ κομματιασμένο από τους ένοχους πόθους και τις βουλιμικές ορέξεις οργάνων σε στάδιο προνυμφικό που σαλεύουν μέσα στην αβέβαιη εκτοπλασματική σάρκα που δοκιμάζεται απ’ τη στέρηση (δέκα μέρες στο κρατητήριο ως την Πρώτη Δικάσιμο) σάρκα που σβήνει και διαλύεται στο πρώτο σιωπηλό άγγιγμα της πρέζας.

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ ·

29

Το είδα με τα μάτια μου. Πέντε κιλά να χάνονται σε δέκα λεπτά ΜΐΟώς στέκει με τη σύριγγα στο ένα χέρι και με τ ’ άλλο να κρατάει

ία βρακιά στη θέση τους, η παραιτημένη σάρκα του να καίγεται με ένα ψυχρό κίτρινο φωτοστέφανο ολόγυρά της, εκεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στη Νέα Υόρκη... κομοδίνο γεμάτο άδεια κουτιά σοκολατάκια, τρία τασάκια ξέχειλα με γόπες, μωσαϊκό από ξάγρυ­ πνες νύχτες και ξαφνική ανάγκη για φαΐ ενώ είναι σε στέρηση και προσπαθεί να φροντίσει με στοργή τη μωρουδίστικη σάρκα του... Ο Βιτζιλάντης καταδικάζεται από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο για λιντσάρισμα και καταλήγει σε Ομοσπονδιακό Τρελάδικο ειδικά σχεδιασμένο για τον εγκλεισμό φαντασμάτων: σύμφωνο προς τις ανάγκες, αντικείμενα που δεν αφήνουν την παραμικρή εντύπωση... νιπτήρας.ί. πόρτα... λεκάνη τουαλέτας.,, κάγκελα... όλα στη θέση τους... αυτό είναι... κάθε επαφή κομμένη... πίσω απ’ αυτό τίποτα... Iο Αδιέξοδο .. ί Και τ’ Αδιέξοδο αυτό στο κάθε πρόσωπο... Οι φυσιολογικές αλλαγές στην αρχή ήταν αργές, κατόπιν πή­ ρανε φόρα και του αλλάξανε τα φώτα στις κλοτσιές, του διαλύσαν ιον ιστό του κρέατος και ξέπλυναν εντελώς τα ανθρώπινα χαρακτη­ ριστικά. .. Στο απόλυτο σκοτάδι της γωνιάς του μάτια και στόμα εί­ ναι ένα όργανο με δόντια διάφανα, που με δύναμη τινάζει τα σαγό­ νια του μπροστά... όμως κανένα όργανο δεν είναι σταθερό όσον αφορά τη λειτουργία ή τη θέση του... σεξουαλικά όργανα ξεφυτρώ­ νουν παντού... απευθυσμένα ανοίγουν, αποπατούν και κλείνουν... ολόκληρος ο οργανισμός αλλάζει χρώμα και συνοχή καθώς αδιάκοικι αναπροσαρμόζεται μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου...

Ο Στούρνος είναι φόρτωμα κοινωνικό μ’ όλες αυτές τις κρίσεις roi), τις προσβολές όπως τις λέει. Το κορόιδο μέσα του, το Εσώ­ ψυχο Κορόιδο, του την έβγαινε συνέχεια κι αυτό είναι πέσιμο που Λεν το ξεφορτώνεσαι με τίποτα· έξω απ’ το Φίλλυ πετάγεται και πάει να την κάνει σε καρούμπαλο, οι μπάτσοι τον κόβουν απ’ τη φά­ τσα και μας κάνουν όλους ζουπηχτούς.

30 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Ώρες εβδομήντα δύο και πέντε αρρωστάκια μαζί μας στο κελί. Εγώ τώρα δεν θέλω να βγάλω την καβάτζα μου μπροστά σ’ αυτούς τους λιμασμένους κούληδες, χρειάζεται λοιπόν γερές μανούβρες και λάδωμα χοντρό στον κλειδοκράτορα για να μας στείλουν σε ξε­ χωριστό κελί. Τα προνοητικά πρεζόνια, γνωστά ως σκίουροι, κρατούν καβάτζες για την κακιά την ώρα. Κάθε φορά που χτυπάω αφήνω λίγες στάλες να βρέξουν την τσέπη του γιλέκου μου, η φόδρα είναι κόκα­ λο απ’ το στάφι. Μες στο παπούτσι είχα ένα κολλύριο πλαστικό και μια παραμάνα στερεωμένη στη ζώνη μου. Το πώς πλασάρουνε το δρομολόγιο καρφίτσα-κολλύριο σας είναι φαντάζομαι γνωστό: «Έπιασε μια παραμάνα όλο σκουριά και ξεραμένο αίμα, έσκαψε μια τεράστια τρύπα στο πόδι της που φαινόταν να χάσκει σαν πρόστυχο, κακοφορμισμένο στόμα έτοιμο για ανομολόγητες συνευρέ­ σεις με το σταγονόμετρο που μόλις έχει βυθίσει ολόκληρο στη χαίνουσα πληγή. Μες στην ηλεκτρισμένη της βιασύνη όμως, η απαίσια ανάγκη (πείνα εντόμων σε άνυδρα χώματα) σπάζει το γυάλινο σω­ λήνα στα βάθη της σάρκας του ρημαγμένου της μηρού (που πιο πο­ λύ θυμίζει τοιχοκολλημένη αφίσα για διάβρωση εδάφους). Αλλά μήπως τη νοιάζει; Μα δεν μπαίνει καν στον κόπο να βγάλει τα σπα­ σμένα γυαλιά, παρά μονάχα κάθεται και χαζεύει το ματωμένο της γοφό με το αδιάφορο και παγωμένο βλέμμα κρεατέμπορα. Τι τη νοιάζουν οι ατομικές βόμβες, οι κοριοί του κρεβατιού της, το χτικιό των δόσεων, η Φιλική Χρηματοπιστωτική που περιμένει να ξανα­ βάλει χέρι στην ανήλικη, παραβατική της σάρκα... Όνειρα γλυκά, Πάντοπον Ρόουζ». Στα κανονικά πιάνεις και σφίγγεις λίγο με τα δάχτυλα το δέρμα του ποδιού και του ανοίγεις στα γρήγορα μια γερή τρύπα με την πα­ ραμάνα. Μετά εφαρμόζεις επάνω, όχι μέσα στην τρύπα το σταγονό­ μετρο και αδειάζεις το διάλυμα αργά προσέχοντας να μη χυθεί απ’ έξω... Όταν έσφιξα στα δάχτυλά μου το κρέας του Στούρνου ζουλήχτηκε σαν μαλακό κερί κι έμεινε εκεί κοκαλωμένο, και μια σταγόνα πύο ανάβλυσε αργά μέσα από την τρύπα. Και δεν ξανάπια-

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α ·

31

σα ποτέ μου ζωντανό σώμα τόσο παγωμένο όσο του Στούρνου εκεί Φίλλυ... Πήρα απόφαση να του την κάτσω έτσι και του στήσουν σκασογλέντι. (Πρόκειται για έθιμο της αγγλικής υπαίθρου όπου βγάζουν ιίό

από τη μέση τα γέρικα και καθηλωμένα στο κρεβάτι άτομα που γί­ νονται ταγάρι στην οικογένεια. Ένα σπίτι που ταλαιπωρείται από τέτοια κατάσταση στήνει ένα «σκασογλέντι» και οι καλεσμένοι ντανιάζουν παπλώματα πάνω από τον γερο-μπελά, σκαρφαλώνουν κάνω τους και γίνονται στουπί.) Ταγάρι ανάλογο για το σινάφι είναι κι ο Στούρνος, που θα ’πρεπε να τονε βγάλουν στράτα στα πιο ζόρικα καλντερίμια της υδρόγειου. (Τακτική που ακολουθείται στην Αφρική. Αρμόδιος που φέρει τον τίτλο του «Οδηγητή στη Στράτα» αναλαμβάνει να οδηγήσει μες στη ζούγκλα τα ξεμωραμένα νούμε­ ρα και να τα παρατήσει εκεί.) Οι κρίσεις του Στούρνου γίνονται πλέον μια διαρκής κατά­ σταση. Με το που πλησιάζει, μπάτσοι, πορτιέρηδες, σκυλιά και γραμματείς μουγκρίζουν δείχνοντας τα δόντια τους απειλητικά. Ο ξανθός Θεός έχει πέσει πια τόσο χαμηλά που σιχαίνεται κανείς να τον αγγίξει. Οι κομπιναδόροι δεν αλλάζουν, σπάνε, γίνονται κομμά­ τια— εκρήξεις ύλης μέσα στην παγωνιά του διαστρικού κενού, παρασύρονται μακριά παρέα με την κοσμική σκόνη, αφήνουν πίσω το άδειο τους κουφάρι. Λαμόγια όλου του κόσμου, ένα είναι το Κορόι­ δο που κανείς δεν του τη φέρνει: Το Κορόιδο Μέσα Σου... Άφησα τον Στούρνο σε μια γωνιά του δρόμου, τρισάθλια συνοι­ κία με τρώγλες από κόκκινο τούβλο ψηλές μέχρι τα σύννεφα, να στέκει μες στην αδιάκοπη μουντζούρα της βροχής. «Πάω να την πέ­ σω σ’ εκείνο τον αλμπάνη που ξέρω. Βάστα κι έρχεται καθαρή Μ του φαρμακείου... Όχι, εσύ να κάτσεις εδώ— δε θέλω να σε πάρει μάτι». Όσο κι αν αργήσω, Στουρναράκο μου, εκεί στη γωνία να με περιμένεις. Σ ’ αφήνω γεια, Στουρνάκο, σε αποχαιρετώ αγόρι μου... Πού να πηγαίνουν άραγε σαν φεύγουν και παρατάνε το κορμί τους; Σικάγο: αόρατη ιεραρχία άξεστων λοβοτομημένων Σιτσιλιάνων, μυρωδιά από καχεκτικούς γκάνγκστερ, φάντασμα ριζωμένο

32 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

στη γη σού την πέφτει Νορθ και Χάλστεντ γωνία, Σίσερο, Λίνκολν Παρκ, ζήτουλας του ονείρου, το παρελθόν που εισβάλλει στο πα­ ρόν, μαγεία τζόγου και κωλοχανείων που έχει πια ταγκίσει. Εις τα Ενδότερα: μια αχανής κατάτμηση, κεραίες τηλεόρασης σημαδεύουν τον δίχως νόημα ουρανό. Σε σπίτια που προφυλάσσουν από τη ζωή αιωρούνται πάνω από τους νέους και ρουφούν λί­ γο απ’ αυτό που κρατάνε καλά κλειδωμένο απ’ έξω. Μόνο οι νέοι φέρνουν κάτι άλλο, αλλά νέοι δεν μένουν για πολύ. (Κάπου στα μπαρ του Ηστ Σαιντ Λούις βρίσκονται τα νεκρά σύνορα, την εποχή των ποταμόπλοιων.) Ιλλινόι και Μιζούρι, μίασμα των λαών που κα­ τασκεύαζαν τύμβους, χαμερπής λατρεία της Πηγής Τροφής, απαί­ σιες απάνθρωπες γιορτές, αδιέξοδη φρίκη της θεϊκής Σκολόπεντρας που απλώνεται από το Μάουντβιλλ ως τις παράκτιες σεληνιακές ερήμους του Περού. Η Αμερική δεν είναι τόπος νέος: είναι παλιός και βρώμικος και κακόβουλος, πολύ πριν απ’ τους αποίκους, πριν κι απ’ τους Ινδιά­ νους. Το κακό βρίσκεται εκεί και περιμένει. Και διαρκώς μπάτσοι: μπάτσοι πολιτειακοί βγαλμένοι από κολλέγια, μελιστάλακτοι και πεπειραμένοι λένε παρλαπίπες με ύφος απολογητικό, μάτια ηλεκτρονικά που ζυγιάζουν αμάξι και αποσκευές, το ντύσιμο και την κοψιά σου· ζοχαδιασμένοι υπαστυνόμοι στην κάθε μεγαλούπολη, γλυκομίλητοι σερίφηδες στην επαρ­ χία με κάτι το υποχθόνιο και απειλητικό στα γέρικα μάτια τους στο χρώμα ξεθωριασμένου γκρίζου φανελένιου πουκάμισου... Και διαρκώς προβλήματα με τ ’ αυτοκίνητο: στο Σαιντ Λούις κάνουμε τράμπα τη Studebaker του 1942 (έχει πρόβλημα στη μηχα­ νή από κατασκευής, σαν τον Στούρνο) με μια παλιά λιμουζίνα Packard που άναψε και που με χίλια ζόρια μάς πήγε ως το Κάνσας Σίτυ, παίρνουμε μια Ford που όπως αποδείχτηκε έκαιγε τ ’ άντερά της από λάδια, στριμωχνόμαστε κακήν κακώς σ’ ένα τζιπ που το ζο­ ρίζουμε χοντρά (δεν είναι για ανοιχτό δρόμο)— και κάτι τα παίζει στη μηχανή κι όλο χτυπάει, ξαναγυρνάμε στην παλιά καλή V-8 της Ford. Ασύγκριτο μηχάνημα κι ας πίνει το λάδι με τους κουβάδες.

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ Μ Α

·

33

Κι αυτή η βαριά και πληκτική μαυρίλα των Η.Π.Α. μάς τυλίγει ολόγυρα όπως καμιά άλλη στον κόσμο, χειρότερα κι από τις Άνδεις, «άνω στα ορεινά χωριά, παγωμένος αέρας που κατεβαίνει από |Ιουνά των καρτ ποστάλ, αέρας μιας αραιής ατμόσφαιρας που στο /αιμό είναι θάνατος, χωριά σε ποτάμια του Εκουαντόρ, μαλάρια οιαχτιά και ζοφερή σαν πρέζα κάτω από μαύρο τσόχινο πλατύγυρο καπέλο, ντουφέκια που γεμίζουν από μπροστά, γύπες που ραμφί­ ζουν εδώ κι εκεί τη λάσπη των δρόμων— και η σβερκιά που σου ’ ρχεται μόλις βγεις από το Μάλμο Φέρρυ στην (αφορολόγητα όλα τα πιοτά πάνω στο πλοίο) Σουηδία ξεπλένει από το αίμα σου όλα εκείνα τα φτηνά, αδασμολόγητα ξίδια και ξενερώνεις μια και καλή απ’ την προσγείωση: αποστροφή της ματιάς και το κοιμητήρι στη μέση της πόλης (κάθε πόλη της Σουηδίας μοιάζει να είναι χτιIT f σμένη γύρω από ένα νεκροταφείο), και τίποτα να κάνεις το απόγευ­ μα, ούτε ένα μπαρ ούτε ένα σινεμά, φούμαρα τον ύστατο παπά απ' την Ταγγέρη και του λέω: «Άντε Κ.Ε., πάμε ξανά στο πλοίο. Αρκετά μ’ αυτό το μέρος». Όμως εκείνη τη μίζερη πλήξη των Η.Π.Α. δεν θα τη βρεις που­ θενά αλλού. Δεν μπορείς να τη δεις και δεν μπορείς να καταλάβεις α^’ τα πού σου ξεφυτρώνει. Σκεφτείτε λίγο τους χώρους όπου μπο­ ρείς να βρέξεις κάπως το λαρύγγι σου στην όποια απόμερη συνοι­ κία— στο κάθε τετράγωνο θα βρεις το μπαρ του, το ντράγκστορ, το μαγαζί, την κάβα του. Μπαίνεις μέσα και σε βαράει. Ναι, αλλά από /τού βγαίνει; Ούτ’ από τον μπάρμαν ούτε απ’ τους πελάτες, ούτε κι από εκεί­ νο το γαλακτερό πλαστικό που καλύπτει τα στρογγυλά σκαμνιά του μπαρ, ούτε από το υποτονικό νέον. Ούτε καν απ’ την TV. Κι αυτή η κατάσταση εκβιάζει ύπουλα την ανάγκη μας για ■ φηάξιμο, σαν την κόκα που σ ’ εκβιάζει να πλακωθείς για να γλιτώ­ σεις από το κατέβασμά της. Και η καβάτζα μας όλο να λιγοστεύει. Νά μαστέ λοιπόν χωρίς πλάκα σε τούτη τη θεόστεγνη πόλη και να τη βγάζουμε μονάχα με σιρόπια για το βήχα. Και να ξερνάμε ρουκέτες ιο σιρόπι και να συνεχίζουμε την οδήγηση χωρίς σταματημό, κρύος

34 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

ανοιξιάτικος αγέρας να σφυρίζει μέσα από τις τρύπες του σαράβα­ λου και να χτυπάει τον ιδρώτα των άρρωστων κορμιών μας που ριγούν κι αυτή η παγωνιά που πάντα σε τσακίζει σαν αρχίζει και χά­ νεται από μέσα σου η πρέζα... Συνεχίζουμε διασχίζοντας το απογυ­ μνωμένο τοπίο, αρμαδίλοι ψόφιοι στη μέση του δρόμου και όρνια πάνω από το βάλτο με τα όρθια κούτσουρα κυπαρισσιών. Μοτέλ με τοίχους από ινόπλακες, σόμπα γκαζιού, λεπτές ροζ κουβέρτες. Περιπλανώμενοι σαλτιμπάγκοι και καταφερτζήδες, τσιρκολάνοι, αγύρτες ενεσάκηδες έχουνε κάψει οριστικά τους αλμπάνηδες του Τέξας... Και κανένας που δεν του ’χουνε σαλέψει τα μυαλά δεν πάει να την πέσει για συνταγή σε αλμπάνη της Λουιζιάνα. Νόμος περί Ναρ­ κωτικών της Πολιτείας. Φτάνουμε επιτέλους Χιούστον όπου ξέρω έναν φαρμακοτρίφτη. Έχω πέντε χρόνια να πάω στο μαγαζί του σηκώνει όμως το βλέμμα και με κόβει με μια γρήγορη ματιά κι απλά κουνάει το κεφάλι λέγο­ ντας: «Περίμενε λίγο εκεί στον πάγκο...» Πάω και κάθομαι λοιπόν και πίνω έναν καφέ κι ύστερα από λίγο έρχεται και κάθεται δίπλα μου και λέει, «Τι ακριβώς θέλεις;» «Μια λίτρα παρηγορικό κι εκατό νεμπουτάλ». Κουνάει το κεφάλι του, «Ξαναέλα σε μισή ώρα». Και μόλις επιστρέφω μου δίνει ένα δέμα και μου λέει, «Κάνουν δεκαπέντε δολάρια... Πρόσεχε». Είναι χοντρό σπάσιμο να χτυπάς παρηγορικό, πρέπει να του κάψεις πρώτα το οινόπνευμα, μετά να στερεοποιήσεις την καμφορά και να πάρεις με το σταγονόμετρο από μέσα το καφετί υγρό— πρέ­ πει να το χτυπήσεις στη φλέβα ειδάλλως κάνεις απόστημα, αν και συνήθως καταλήγεις με απόστημα άσχετα με το πού θα το χτυπή­ σεις. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να το πιεις με βαρβιτούρες... Το αδειάζουμε λοιπόν σ’ ένα μπουκάλι Pernod και ξεκινάμε για Νέα Ορλεάνη περνώντας από λίμνες που ιριδίζουν και τσιμινιέ­ ρες απ’ όπου σελαγίζουνε πορτοκαλιές φλόγες αερίου, και βάλτους και τεράστιους σκουπιδότοπους, αλιγάτορες που σέρνονται πέρα

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ ·

35

δώθε πάνω σε σπασμένα μπουκάλια και κονσέρβες, αραβουργήμα­ τα σε νέον που αναγγέλλουν μοτέλ, μελαψοί νταβατζήδες ξεβρατμενοι ολομόναχοι πάνω σε νησιά από σκουπίδια ξεστομίζουν προχιές στα διερχόμενα αυτοκίνητα... Η Νέα Ορλεάνη είναι ένα νεκρό μουσείο. Τριγυρνάμε λίγο στην ;σέινζ Πλέις ανασαίνοντας την παρηγοριά μας κι αμέσως βρίσκουμε Το Πρόσωπο. Το μέρος είναι μικρό και οι μπασκίνες ξέρουνε πάντα οιος σπρώχνει οπότε σου λέει δεν πάει στο διάολο, δεν έχει σημασία ι πουλάει σ’ όποιον του ζητήσει. Κάνουμε μια γερή καβάτζα σκόνης και ξαναγυρνάμε από τον ίδιο δρόμο με προορισμό το Μεξικό. Ξαναπερνάμε από το Λέικ Τσαρλς και τον ξερότοπο των κερμαφάγων κουλοχέρηδων, Τέξας νοτιότερο σημείο, σερίφηδες αραποφονιάδες μάς κοιτάν καλά καλά κι ελέγχουν τα χαρτιά του αυτο­ κινήτου. Κάτι φεύγει από πάνω σου μόλις περάσεις τα σύνορα και μπεις στο Μεξικό, κι εκεί που δεν το περιμένεις το τοπίο ξαφνικά σε χτυπάει κατακούτελα με σκέτο το κενό ανάμεσα σε σένα και σ’ αυτό, έρημος βουνά και κάτι γύπες· μικρές κουκίδες που κόβουν όκλους και κάποιοι άλλοι τόσο κοντά που ακούς φτερά να σκίζουν τον αέρα (ένας ξερός ήχος σαν ξεφλούδισμα), και μόλις εντοπίσουν άτι λες και χύνονται από το μπλε του ουρανού, εκείνο το τρομερό λε του μεξικάνικου ουρανού που σπάει κόκαλα, ορμάνε από ψη­ λά διαγράφοντας τη μαύρη τους χοάνη... Οδηγούσα όλη νύχτα, φτάνουμε ξημερώματα σ ’ ένα μέρος θολό από τη ζέστη, σκυλιά που γαβγίζουν και ήχος τρεχούμενου νερού. 1 «Τόμας και Τσάρλι», είπα. «Τι;» «Έτσι λένε το χωριό. Σε μηδέν υψόμετρο. Θ ’ ανεβούμε τρεις λιάδες μέτρα τώρα». Έκανα ένα φιξάκι κι έπεσα να κοιμηθώ στο πίσω κάθισμα. Σε πήγαινε ωραία. Το καταλάβαινες με το που έπια­ νε την ανηφόρα και σκαρφάλωνε κατά πάνω. Μέξικο Σίτυ όπου η Λουπίτα στρογγυλοκάθεται σαν αζτέκικη Ηεά της Γονιμότητας μοιράζοντας με το σταγονόμετρο τα σκονά­ κια της νοθευμένης ρούχλας της.

36 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

«Το να πουλάς είναι πιο χοντρή αρρώστια απ’ το να χτυπάς», λέει η Λουπίτα. Οι έμποροι που δεν κάνουν χρήση έχουν την εξάρ­ τηση της επαφής, ένα κόλλημα που δεν το ξεφορτώνεσαι με τίποτα. Το ίδιο παθαίνουν και οι μυστικοί. Ο Μπράντλυ ο Πελάτης, για πα­ ράδειγμα. Το καλύτερο λαγωνικό της Νάρκας που κυκλοφορεί στην αγορά. Καθένας θα τον έκανε με σταφ. (Σημείωση: Κάνω με την έν­ νοια φτιάχνω, βολεύω.) Θέλω να πω ότι μπορεί να την πέσει σε ντιλέρι και να γίνει αμέσως. Έχει παρουσιαστικό τόσο μουντό κι απρόσωπο που μετά δεν τον θυμάται καν ο έμπορας. Σαν φάντα­ σμα άχρωμο κι ανώνυμο. Κι έτσι τους τυλίγουν στο χαρτί, τον έναν μετά τον άλλο... Ο Πελάτης λοιπόν αρχίζει να μοιάζει όλο και πιο πολύ με πρεζάκια. Δεν μπορεί να πιει. Δεν του σηκώνεται. Τα δόντια του πέ­ φτουν. (Σαν τις έγκυες που χάνουν τα δόντια τους καθώς τρέφουν τον ξένο, τα ζάκια χάνουν τα κιτρινισμένα τους σκυλόδοντα καθώς δίνουν φαΐ στο κτήνος που έχουν φορτωθεί.) Πιπιλάει μια σοκολά­ τα όλη την ώρα. Γουστάρει πιο πολύ τις Baby Ruth. «Έχω σιχαθεί να βλέπω τον Πελάτη να πιπιλάει έτσι πρόστυχα τις τσικουλάτες του», λέει ένας μπάτσος. Ο Πελάτης αποκτά σιγά σιγά ένα γκριζοπράσινο χρώμα που προμηνύει άσκημες εξελίξεις. Γεγονός είναι πως το σώμα του φτιά­ χνει τη δική του πρέζα ή κάτι ισοδύναμο. Ο Πελάτης έχει σταθερή άκρη. Μια Άκρη Μέσα Του θα μπορούσε να πει κανείς. Ή κάπως έτσι πιστεύει. «Θα τη βολέψω στην κάμαρά μου», λέει. «Χέστους όλους. Ξεροκέφαλοι και ξενέρωτοι, κι οι μεν κι οι δε. Εγώ είμαι το άτομο το πιο κομπλέ στην πιάτσα». Όμως τον πιάνει μια χαρμάνα σκέτο μπουρίνι μαύρο που του ταρακουνάει τα κόκαλα. Έτσι, ο Πελάτης βγαίνει στη γύρα να καμακώ­ σει κάνα νεαρό πρεζόνι και του πασάρει ένα δολάριο να τον κάνει. «Μμμ, εντάξει», λέει το αγόρι. «Τι ακριβώς θες να κάνεις;» «Να τριφτώ λίγο πάνω σου και να γίνω». «Μπλιαχ ... Τέλος πάντων... Μα καλά ρε συ, για δεν τη βρί­ σκεις κανονικά όπως όλοι οι άνθρωποι;»

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ

·

37

W&;/ ίγο αργότερα το αγόρι κάθεται σε ένα Γουόλντορφ με δυο συ­ ντρόφια παπαριάζοντας ένα κομμάτι παντεσπάνι. «Το πιο αντιπα­ θητικό πράγμα που μου ’κάτσε ποτέ», λέει. «Δε ξέρω πώς αλλά έγι­ νε σα μαλακός ζελές, μια παχιά και σιχαμένη βρωμιά ολόγυρά μου. Κατόπι μούσκεψε από πάνω ως κάτω με κάτι πράσινο σα γλίτζα. Νομίζω πως ήτανε τα φλόκια του μαλάκα, κάτι σαν απαίσιος οργα­ σμός ... Πήγα να πάθω μαλάκυνση μ’ όλα κείνα τα πράσινα ζουμιά πάνω μου, έβγαζε και μια μπόχα, τι να πω, σαν πεπόνι σάπιο». «Ζόρικος αλλά τον ξεπετάς στα γρήγορα». Αφήνοντας τις όποιες ενστάσεις κατά μέρος, το αγόρι ανα­ στέναξε· «Ναι, τελικά πιστεύω ότι μπορείς να συνηθίσεις τα πάντα. Κανόνισα να τον δω και αύριο». ^ Το κόλλημα του Πελάτη γίνεται όλο και πιο χοντρό. Κάθε μισή ώρα θέλει επαναφόρτιση. Πού και πού κάνει τις τσάρκες του στα τμή­ ματα και λαδώνει τους δεσμοφύλακες να τον αφήσουν να μπει σε κά­ να κελί με ζάκια. Έφτασε όμως στο σημείο που καμιά ποσότητα επα­ φής δεν μπορούσε να τον φτιάξει. Στη φάση εκείνη λαμβάνει εντολή από τον Περιφερειακό Επόπτη να παρουσιαστεί μπροστά του: «Η συμπεριφορά σου, Μπράντλυ, έχει δώσει αφορμή για σχό­ λια— κι ελπίζω, για το καλό σου, να μην είναι τίποτα παραπάνω από σκέτη φημολογία— τόσο επαίσχυντα και απερίγραπτα που... θέλω να πω ότι η σύζυγος του Καίσαρα... εεε, χμμουφφ... εννοώ ιην Υπηρεσία, οφείλει να βρίσκεται υπεράνω πάσης υποψίας... και δήποτε υπεράνω υποψιών όπως αυτές που κατά τα φαινόμενα ις δημιουργήσει. Καταστρέφεις το γενικό κλίμα της αγοράς. Αναμένουμε πάραυτα την παραίτησή σου». Ο Πελάτης πέφτει στο πάτωμα και σέρνεται ως τα πόδια τού 1I.E. «Όχι, Αφέντη μου, ό χ ι... Η Υπηρεσία είναι ό,τι έχω και δεν έχω, είν’ όλη μου η ζωή». Φιλάει τα χέρια του Π.Ε. χώνοντας με δύναμη τα δάχτυλα μέσα # στο στόμα του (ο Π.Ε. πρέπει να νιώσει τα ξεδοντιασμένα ούλα του) και παραπονιέται πως έχει χάσει τα δόντια του «εν υπηρεθία». «Σε παρακαλώ Αφέντη. Θα σου σκουπίζω τον κώλο, θα σου πλένω

38 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

τις βρώμικες καπότες, θα γυαλίζω τα παπούτσια σου με τη λίγδα της μύτης μου...» «Ε, αυτό είναι το πλέον επαίσχυντο! Δεν έχεις ίχνος αξιοπρέ­ πειας μέσα σου; Οφείλω να σου πω ότι μου προκαλείς αφόρητη αη­ δία. Υπάρχει κάτι το, πώς να το πω, κάτι το σάπιο επάνω σου, άσε που βρωμάς σαν λάκκος με κοπριά». Σκέπασε με ένα αρωματισμέ­ νο μαντίλι το πρόσωπό του. «Θα πρέπει να σου ζητήσω να φύγεις αμέσως από αυτό το γραφείο». «Θα κάνω τα πάντα, Αφεντικό, τα πάντα». Το πράσινο ρημαγ­ μένο του πρόσωπο σκίζεται εγκάρσια από ένα απαίσιο χαμόγελο. «Είμαι νέος ακόμη, Αφεντικό, κι είμαι πολύ ντούρος έτσι και κυ­ κλοφορήσει μέσα μου το αίμα». Ο Π.Ε. κάνει προσπάθεια να ξεράσει μέσα στο μαντίλι του ενώ με χέρι άνευρο δείχνει αδερφίστικα προς την πόρτα. Ο Πελάτης ση­ κώνεται όρθιος κοιτάζοντας τον Π.Ε. σαν υπνωτισμένος. Το κορμί του αρχίζει να γέρνει κατά μπρος όπως η διχάλα του ραβδοσκόπου. Σαν υγρό κυλάει προς τον Επόπτη... «Μη! Μη!» στριγκλίζει εκείνος. «Σλουούπ... σλουπ σλουπ». Μια ώρα αργότερα βρίσκουν τον Πελάτη στην καρέκλα του Π.Ε. να κάνει σούστες απ’ την ντάγκλα. Ο Π.Ε. έχει εξαφανιστεί χωρίς ν ’ αφήσει ίχνος πίσω του. Ο Δικαστής: «Όλα δείχνουν ότι, με κάποιον ανήκουστο τρόπο, χμμμ... αφομοιώσατε τον Περιφερειακό Επόπτη. Δυστυχώς δεν υπάρχουν αποδείξεις. Θα πρότεινα τον εγκλεισμό σας ή ακριβέστε­ ρα τον εγκλωβισμό σας σε κάποιο ίδρυμα, όμως δεν γνωρίζω να υπάρχει μέρος κατάλληλο για άτομα του δικού σας διαμετρήματος. Ως εκ τούτου, με απροθυμία διατάσσω να αφεθείτε ελεύθερος». «Μέσα σε γυάλα έπρεπε να τον έχουν αυτόν», λέει ο αξιωματι­ κός που τον είχε συλλάβει. Ο Πελάτης σκορπάει τον τρόμο σ ’ ολόκληρη την πιάτσα. Πρε­ ζάκια και πράκτορες εξαφανίζονται. Όπως η νυχτερίδα βάμπιρος, βγάζει κάτι δυσώδεις αναθυμιάσεις ναρκωτικού, ένα πράσινο νοτε­ ρό χνότο που αναισθητοποιεί τα θύματά του, αφήνοντάς τα ανίσχυ­

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ ·

39

ρα στο τύλιγμα της παρουσίας του. Και με το που θα φτιαχτεί πάει και χώνεται στην τρύπα του για αρκετές ημέρες ωσάν βόας συσφιγκτήρ που έχει ντερλικώσει. Στο τέλος τον πιάνουν τη στιγμή που καταβροχθίζει τον Διοικητή της Δίωξης Ναρκωτικών και τον εξο­ λοθρεύουν με φλογοβόλο— το ανακριτικό συμβούλιο είχε αποφανΟεί ότι τέτοιου είδους μέτρα ήσαν πλήρως έννομα καθότι ο Πελά­ της είχε απολέσει την ανθρώπινη ιδιότητα του πολίτη και, επομένως, επρόκειτο περί αταξινομήτου όντος και συγχρόνως σο­ βαρή απειλή για την αγορά των ναρκωτικών σε όλα τα επίπεδα λει­ τουργίας της. Στο Μεξικό το κόλπο είναι να βρεις έναν ντόπιο πρεζάκια που Μ /Jrfl

να έχει κρατική άδεια για συνταγές, κάτι που τους επιτρέπει να παίρνουν μια συγκεκριμένη ποσότητα κάθε μήνα. Ο Ανθρωπός μας ήταν ο Γερο-Αικ που είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αμερική. «Τριγύρναγα με την Ιρένα Κέλλυ, την Καπελού, μέγας πούτανος του λόγου της. Εκεί στο Μπιουττ, Μοντάνα μεριά, την πιάνουν οι φρίκες της κόκας κι αρχίζει να τρέχει μες στο ξενοδοχείο και να τσιρίζει πως την κυνηγάνε να τη σφάξουν με μπαλντάδες μπασκίνες απ' την Κίνα. Ήξερα έναν μπάτσο στο Σικάγο με το ρουθούνι μες στην κόκα κυκλοφορούσε σε κρυστάλλους τότε, κάτι κρύσταλλοι γαλάζιοι. Του τη βαράει λοιπόν κι αρχίζει να ουρλιάζει ότι τον κυ­ νηγάνε πράκτορες του FBI, βγαίνει στο δρόμο και πάει και χώνει το κεφάλι του μες στους σκουπιδοντενεκέδες. “Τι κάνεις μωρέ;” του λέω, και γυρνάει και μου λέει, “Δίνε του γιατί θα στην ανάψω. Εδώ Η α -’ που κρύφτηκα δε θα με βρουν με τίποτα”». Βρίσκουμε λίγη Κάππα με συνταγή αυτή τη φορά. Στη φλέβα ρίχ’ τη, γιόκα μου. Τη νιώθεις στα ρουθούνια καθώς μπαίνει, καθαρή και παγωμένη, πιάνεις τη γεύση της στη μύτη και στο λαρύγγι κι έπειτα μια σκέτη γλύκα που χτυπάει στον εγκέφαλο και βάζει φωτιά στους ακροδέκτες. Σμπαραλιάζει το κεφάλι σου από τη λάμψη των εκρήξεων. Δέκα λεπτά αργότερα χρειάζεσαι μια δόση ακόμα...

40 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

και θα λιώσεις τις σόλες σου γι’ αυτή τη δόση. Αν πάλι δεν γίνεις με κοκό, δεν τρέχει τίποτα, τρως, πέφτεις κοιμάσαι και την ξεχνάς. Είναι μια λίμα, μια πείνα του μυαλού και μόνο, μια ανάγκη χωρίς αίσθηση, ένα πάθος δίχως κορμί, είναι η χρεία φαντάσματος ριζωμέ­ νου στη γη, ταγκιασμένο εκτόπλασμα που το σκούπισε στην άκρη ένα γέρικο πρεζόνι που βήχει και φτύνει από την πρωινή χαρμάνα. Ξυπνάς ένα πρωί και χτυπάς μια Αλφα-Κάππα, και νιώθεις μυρ­ μήγκια να τρέχουν μες στο δέρμα σου. Ρούνες του 1890 με τις μαύ­ ρες μουστάκες και τις ανάγλυφες εντυπωσιακές σηματάρες τους στέκονται μπάστακες στις πόρτες ή χώνουν τις μούρες τους απ’ τα παράθυρα γρυλίζοντας και πλαταγίζοντας τα χείλη τους γεμάτοι τσαντίλα. Πρεζάκια παρελαύνουν μες στο δωμάτιο ψέλνοντας το Νεκρώσιμο Ύμνο του Ισλάμ ενώ κουβαλάνε τη σορό του Μπιλλ Γκέινς, τα ιερά στίγματα απ’ τις πληγές του βελονιού να τρεμοφέγ­ γουν με μια αχνή γαλαζωπή φλογίτσα. Ντέντεκτιβ σχιζοφρενείς χώ­ νουν αποφασισμένοι τη μύτη τους στο δοχείο νυκτός σου. Οι φρίκες της κόκας... Ψυχραιμία. Αραξε σε μια μεριά και χτύπα μπόλικη Κρατική Μορφίνη. Ημέρα των Νεκρών: Με πιάσανε οι λίμες κι έφαγα τη ζαχαρένια νεκροκεφαλή του μικρού μου Ουίλλυ. Έβαλε τα κλάματα κι αναγκά­ στηκα να βγω έξω για να του πάρω άλλη. Πέρασα μπροστά από το μπαρ όπου είχανε φάει λάχανο εκείνο τον στοιχηματζή του Χάι Αλάι. Στην Κουερναβάκα ή μήπως ήτανε στο Τάσκο; Η Τζέιν γνωρίζεται μ’ έναν τύπο που έπαιζε τρομπόνι, λίγο κουνιστό και λίγο νταβατζή, και χάνεται μες στα ντουμάνια. Τούτος ο νταβάς το παίζει δονήσεις και πρέπει να προσέχουμε τι τρώμε— ο τρόπος που ακολουθεί για να εξευτελίσει το γυναικείο φύλο βάζοντας τα γκομενάκια του να χάψουν όλες αυτές τις μαλακίες. Διαρκώς διεύρυνε τις θεωρίες του... έβαζε το γκομενάκι ν’ απαντήσει στις κενοσοφίες του και την απειλούσε πως θα της δώσει τα παπούτσια στο χέρι έτσι και δεν είχε αποστηθίσει την κά­ θε λεπτή διαφορά νοήματος της τελευταίας αρλουμπολογίας του που καρατομούσε τη λογική και διαμέλιζε την ανθρώπινη εικόνα.

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥΜ Α ·

41

«Κοίτα να δεις, μωρό μου. Εγώ είμαι πρόθυμος να σε μυήσω. Αν όμως εσύ δεν μπορείς να τα δεχτείς τότε πια δεν μπορώ να κάνω Ιίποτα από μεριά μου». Κάπνιζε μαριχουάνα με τρόπο τελετουργικό κι όπως αρκετοί ψοιιμαδόροι είχε μια πολύ πουριτανική στάση απέναντι στην πρέζα. Λήλωνε πως το χόρτο τον έφερνε σε επαφή με υπεργαλάζια βαρυτικά πεδία. Είχε άποψη για το καθετί: ποιος τύπος εσωρούχων ήταν ο Ιϊΐο υγιεινός, ποια στιγμή πρέπει να πιεις νερό, πώς θα σκουπίσεις ΐυν κώλο σου. Είχε ένα κόκκινο λαδωμένο πρόσωπο και μια φαριικι και λεία πλακουτσωτή μύτη, μικρά κόκκινα μάτια που έλαμπαν όταν κοιτούσε καμιά γκόμενα και που ’σβηναν όταν κοιτούσε οτι­ δήποτε άλλο. Οι ώμοι του ήταν εξαιρετικά φαρδιοί δίνοντας την ίντύπωση δυσμορφικού. Συμπεριφερόταν σαν να μην υπήρχαν άλ­ λοι άντρες εκτός από αυτόν, και σε εστιατόρια ή σε μαγαζιά όπου υπήρχε ανδρικό προσωπικό ζητούσε κάτι διαβιβάζοντας την παραγ­ γελία του στο θηλυκό διαμεσολαβητή του. Κι ουδέποτε Ακρη Αρσενικιά πάτησε πόδι στο μυστικό, καταραμένο άντρο του. Σνομπάρει λοιπόν την πρέζα και μας ξηγιέται χόρτο. Τραβάω τρεις τζούρες, η Τζέιν τού ρίχνει μια ματιά και το κορμί της πετρώνει σαν κρύσταλλο στο χρόνο. Πετάχτηκα επάνω φωνάζοντας ότι μ’ έχει πιάσει φρίκη και πανικός και φεύγω τρέχοντος από το σπίτι. Κατεβά­ ζω μια μπίρα στο γωνιακό εστιατόριο— πάγκος από μωσαϊκό, λίστες με αποτελέσματα ποδοσφαιρικών αγώνων, αφίσες που διαφήμιζαν ιαυρομαχίες— περιμένοντας το λεωφορείο για το κέντρο. Ένα χρόνο αργότερα στην Ταγγέρη έμαθα πως είχε πεθάνει.

ί

Μ Π Ε Ν ΓΟ ΥΕΫ

Αποστολή μου είναι να εντάξω τις υπηρεσίες του Δόκτορα Μπένγουεϋ στο δυναμικό της Ισλάμ Α.Ε. Ο Δρ Μπένγουεϋ είχε κληθεί να δώσει τα φώτα του στη Δημο­ κρατία της Φρηλανδίας, ένα μέρος αφιερωμένο στον ελεύθερο έρω­

42 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ Π Α Ρ Ο Ο Υ Ζ

τα και τα αδιάκοπα λουτρά. Οι πολίτες έχουν πλήρως προσαρμο­ στεί, διακρίνονται από πνεύμα συνεργασίας, είναι τίμιοι, ανεκτικοί και πάνω από όλα καθαροί. Όμως η έκκληση βοήθειας προς τον Μπένγουεϋ δείχνει πως πίσω από αυτό το προσωπείο υγιεινής δεν βαίνουν όλα τα πράγματα καλώς: Ο Μπένγουεϋ ξέρει να χειραγω­ γεί και να ρυθμίζει τα συστήματα συμβόλων, είναι ένας ειδήμων σε ανακρίσεις κάθε βαθμού, στην πλύση εγκεφάλου και στην επιβολή ελέγχου. Είχα να δω τον Μπένγουεϋ από τότε που αναχώρησε εσπευσμένα από την Προσαρτία, όπου του είχε ανατεθεί Σ.Η.Α.— Σμπαράλιασμα Ηθικού και Αυτοδυναμίας. Η πρώτη κίνηση του Μπένγουεϋ ήταν να καταργήσει τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, πς μαζικές συλλήψεις και, πλην ορισμένων ελάχιστων πολύ ειδικών περιπτώσεων, τη χρήση βασανιστηρίων. «Αποδοκιμάζω την κτηνωδία», έλεγε. «Δεν φέρνει αποτέλεσμα. Αντιθέτως, η παρατεταμενη κακομεταχείριση, χωρίς τη χρήση βίας, συντελεί, εφόσον αυτή ασκείται επιδέξια, στη δημιουργία άγχους και ενός ιδιότυπου αισθήματος ενοχής. Βεβαίως, θα πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ορισμένους κανόνες, κάποιες κατευθυντήριες αρχές. Το άτομο δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να αντιληφθεί ότι η κακομεταχείρισίς του είναι μία εσκεμμένη επίθεση ενός εχθρού του αν­ θρωπίνου είδους με στόχο τη δική του προσωπικότητα. Θα πρέπει αντιθέτως να τον κάνουμε να αισθανθεί ότι οποιαδήποτε μεταχείρισις ή αγωγή τού επιβάλλεται είναι προς όφελός του μια και κάτι (αυτό ουδέποτε το διευκρινίζουμε) τρομερά σοβαρό του συμβαίνει. Η ασυγκάλυπτη ανάγκη των ελεγχομανών θα πρέπει προσεκτικά να καλυφθεί κάτω από μια αυθαίρετη και δαιδαλώδη γραφειοκρατία ώστε να μην έλθει ποτέ το υποκείμενο σε άμεση επαφή με τον εχθρό του». Ο κάθε πολίτης της Προσαρτίας ήταν υποχρεωμένος να βγάζει μια σειρά από πιστοποιητικά και να τα κουβαλάει διαρκώς μαζί του σε ένα μεγάλο ντοσιέ. Τους πολίτες ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να τους σταματήσουν στο δρόμο· κι ο Εξεταστής, που μπορεί να ήταν με πολιτικά, να φοράει διάφορες στολές, συχνά με μαγιό ή με πιτζά­

Γ Υ ΜΝ Ο Γ ΕΥΜ Α

·

43

μες, καμιά φορά και τσιτσίδι εκτός από ένα σήμα καρφιτσωμένο στην αριστερή του ρώγα, αφού ελέγξει το καθένα από τα χαρτιά, θα τα σφραγίσει. Κατά την επόμενη επιθεώρηση ο πολίτης όφειλε να δείξει όλες τις σφραγίδες της τελευταίας επιθεώρησης. Ο Εξεταστής, όταν σταματούσε μια μεγάλη παρέα, κοιτούσε και σφράγιζε τα χαρ­ τιά μονάχα μερικών. Οι υπόλοιποι κινδύνευαν μετά να συλληφθούν αφού τα χαρτιά τους δεν ήσαν σφραγισμένα κανονικά. Σύλληψη σήμαινε «υπό όρους κράτηση»· με άλλα λόγια, ο κρατούμενος θα αφη­ νόταν ελεύθερος εφόσον η Ένορκη Βεβαίωση Αιτιολόγησής του, υπογεγραμμένη και επικυρωμένη χωρίς καμιά παρατυπία, έπαιρνε την έγκριση του Αναπληρωτή Ρυθμιστή Αιτιολογήσεων. Ως γνω­ στόν, ο συγκεκριμένος υπεύθυνος σπανίους εμφανιζόταν στο γρα­ φείο του και δεδομένου ότι η Ένορκη Βεβαίωση Αιτιολόγησης έπρε­ πε να υποβληθεί αυτοπροσίόπίος, οι υπόχρεοι έτρωγαν βδομάδες και μήνες περιμένοντας εδώ κι εκεί σε γραφεία χωρίς θέρμανση, χο)ρίς κ(ίρέκλες, χωρίς καν τουαλέτες. Πιστοποιητικά που εκόίδονταν με εξίτηλα μελάνια γρήγορα ξε­ θώριαζαν και θύμιζαν πολυκαιρισμένες αποδείξεις ενεχυροδανει­ στηρίων. Μονίμως ζητούνταν όλο και κάποια νέα έγγραφα και δικαιολογητικά. Οι πολίτες έτρεχαν από το ένα γραφείο στο άλλο σε μια ξέφρενη προσπάθεια να προλάβουν απίθανες διορίες. Όλα τα παγκάκια απομακρύνθηκαν από την πόλη, τα σιντριβάνια σφραγίστηκαν, τα λουλούδια και τα δέντρα ξεριζώθηκαν. Τεράστιοι ηλεκτρικοί βομβητές στην ταράτσα της κάθε πολυκατοικίας (όλοι ζούσαν σε πολυκατοικίες) χτυπούσαν στα τέταρτα της ώρας. Συχνά οι άνθρωποι έπεφταν από τα κρεβάτια τους λόγω των δονήσεων. Όλη νύχτα οι προβολείς σάρωναν ασταμάτητα την πόλη από ψηλά (τέ­ ντες, κουρτίνες, ρολά και παντζούρια απαγορεύονταν αυστηρά). Κανείς ποτέ δεν κοιτούσε τον άλλο εξαιτίας της αυστηρότητας του νόμου για την παρενόχληση· από και προς τον οποιονδήποτε, με λόγια ή χωρίς, με σκοπό σεξουαλικό ή ό,τι άλλο. Όλα τα καφενεία και τα μπαρ έκλεισαν. Οινοπνευματώδη (.ιπορούσαν να αγοραστούν μόνο με ειδική άδεια, τα δε ποτά που κατ’ αυτό τον τρόπο περιέρχο­

44 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

νταν στην κυριότητα κάποιου δεν μπορούσαν να μεταπωληθούν, να προσφερθούν ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο να περιέλθουν στην κατοχή άλλου, ενώ η παρουσία τρίτου στο χώρο εθεωρείτο προσωρινή απόδειξις συνωμοσίας για διακίνηση οινοπνευματωδών. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να βάλει σύρτη στην πόρτα του, ενώ η αστυνομία είχε αντικλείδια για το κάθε δωμάτιο της πόλης. Με συνοδεία μέντιουμ ορμάνε στο διαμέρισμα κάποιου και «ψά­ χνουν να το βρουν». Ο πνευματιστής τούς οδηγεί σ’ ό,τι ο άλλος θα ήθελε να κρύψει: ένα σωληνάριο βαζελίνης, ένα κλύσμα, ένα μαντίλι με λίγα’χύσια, ένα όπλο, αλκοόλ χωρίς άδεια. Και μονίμως υπέβαλλαν τους υπό­ πτους στις πιο ατιμωτικές σωματικές έρευνες αφού βεβαίως τους έγδυναν και τους σχολίαζαν ποικιλοτρόπως, πότε καγχάζοντας ει­ ρωνικά και πότε υπομειδιώντας. Δεν ήσαν λίγες οι φορές που κά­ ποιον υπολανθάνοντα ομοφυλόφιλο τον έσερναν έξω από το σπίτι του μέσα σε ζουρλομανδύα αφού προηγουμένως οι ίδιοι είχανε κρύψει βαζελίνη στον κώλο του. Ή πιάνονται από το καθετί. Ένα καθαριστικό πένας ή ένα καλαπόδι. «Και τι υποτίθεται ότι κάνει αυτό;» «Καθαρίζεις τα μελάνια από την πένα». «Καθαρίζεις τα μελάνια από την πένα, λέει». «Τώρα μάλιστα. Δε χρειάζεται ν’ ακούσω κι άλλα». «Υποθέτω ότι αυτό αρκεί. Μπρος, σήκω». Μετά από μερικούς μήνες τέτοιας μεταχείρισης οι πολίτες λουφάξανε στη γωνία σαν κλασμένες γάτες. Και βεβαίως ύποπτοι κατασκοπίας, σαμποτέρ και πολιτικά παρεκκλίνοντες συλλαμβάνονταν συστηματικά και ρουτινιάρικα από την αστυνομία της Προσαρτίας. Όσον αφορά την εξέταση των υπόπτων, ο Μπένγουεϋ έχει να πει τα εξής: «Παρ’ ότι σε γενικές γραμμές αποφεύγω τη χρήση βασανι­ στηρίων— ο βασανισμός προσδιορίζει την ταυτότητα και τη θέση του αντιπάλου ενώ παράλληλα αφυπνίζει την αντίσταση— η απει­ λή των βασανιστηρίων είναι πολύ χρήσιμη για να επιφέρει στο υπο­

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

· 45

κείμενο το ανάλογο αίσθημα αδυναμίας και παραίτησης αλλά και αισθήματα ευγνωμοσύνης προς τον ανακριτή ο οποίος τα αποσο­ βεί. Τα βασανιστήρια μπορούν να αποδειχθούν ιδιαιτέρως χρήσιμα ως ποινές κατά την πορεία, καθώς το άτομο θα διανύει τα επόμενα στάδια της μεταχείρισης και δεν θα μπορεί να δεχθεί τις επιβεβλη­ μένες κατά περίπτωση τιμωρίες. Προς τον σκοπό αυτό έχω επινοή­ σει διάφορες πειθαρχικές μεθόδους. Μία από αυτές είναι γνωστή ως Πίνακας Διανομής. Οδοντιατρικοί τροχοί που ανά πάσα στιγμή μπορούν να τεθούν σε λειτουργία βρίσκονται στερεωμένοι πάνω στα δόντια του υποκειμένου· εκείνος έχει λάβει εντολή να χειρισθεί τον πίνακα διανομής, να βάλει δηλαδή κάποια βύσματα σε κάποιες υποδοχές σύμφωνα με ορισμένα φωτεινά και ηχητικά σήματα που λαμβάνει, χωρίς όμως να γνωρίζει τις αντιστοιχίες. Κάθε φορά που κάνει ένα λάθος μπαίνουν σε λειτουργία οι τροχοί για είκοσι δευτε­ ρόλεπτα. Σταδιακά τα σήματα επιταχύνονται υπερβαίνοντας το ρυθμό αντίδρασής του. Μισή ώρα στο ταμπλό και το υποκείμενο έχει σπάσει εντελώς σαν μια σκεπτόμενη μηχανή που χτυπάει κόκ­ κινο από την υπερφόρτωση. «Μελετώντας τις σκεπτόμενες μηχανές μπορούμε να μάθουμε περισσότερα πράγματα για τον εγκέφαλο απ’ ό,τι αν καταφεύγαμε σε μεθόδους ενδοσκόπησης. Ο δυτικός άνθρωπος εξωτερικεύται μέσα από άχρηστες μικροσυσκευές και ανόητες εφευρέσεις. Έχεις βαρέσει ποτέ κόκα στη φλέβα; Σε χτυπάει κατευθείαν στον εγκέφα­ λο ενεργοποιώντας τους ακροδέκτες της ηδονής. Η ηδονή της μορ­ φίνης είναι στα σπλάχνα, στην κοιλιά. Μετά την ένεση στήνεις αυτί κι ακούς τον εαυτό σου. Ομως η Κάππα είναι ηλεκτρισμός που δια­ τρέχει το κρανίο, και η χαρμάνα της είναι χαρμάνα του μυαλού και μόνο, μια ανάγκη ασώματη, δίχως αίσθηση. Ο κοκαρισμένος εγκέ­ φαλος είναι φλιπεράκι που έχει πάθει αμόκ κι αναβοσβήνει τα μπλε και ροζ λαμπάκια του σε ηλεκτρικό παροξυσμό. Τη γλύκα της κόκας )α μπορούσε να τη νιώσει μια μηχανή που σκέφτεται, τα πρώτα :ιρτήματα ζωής φρικαλέου εντόμου. Η μανιακή επιθυμία για Κάπα κρατάει λίγες ώρες μόνο, όσο είναι ερεθισμένα τα κυκλώματα.

46 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ Π Α Ρ Ο Ο Υ Ζ

Φυσικά τη δράση της θα μπορούσαμε να την αναπαραγάγουμε ενεργοποιώντας τα κανάλια της κόκας με λίγο ρεύμα... »Μετά από ένα διάστημα αυτά τα κυκλώματα χαλάνε, όπως άλ­ λωστε και οι φλέβες, και ο τοξικομανής πρέπει να βρει καινούρια. Μια καταπονημένη φλέβα με τον καιρό θα ξαναφτιάξει, κι αν ο πρεζάκιας επιδέξια εναλλάσσει τις φλέβες που τρυπάει έχει κάποιες πιθανότητες να ’ρθει ξανά στα ίσα του αν βέβαια δεν το ’χει παρα­ χοντρύνει το παιχνίδι. Όμως άπαξ και χαλάσουν τα κύτταρα του εγκεφάλου αυτά δεν ξαναβγαίνουν, κι όταν ο εξαρτημένος μείνει ρέστος από εγκεφαλικά κύτταρα τότε να ’στε σίγουροι πως την έχει βάψει πολύ άσχημα. «Ανακούρκουδα σε γέρικες κοκάλες, περιττώματα και σκου­ ριασμένα σίδερα, μέσα στης κάψας το εκτυφλωτικό λιοπύρι, μ’ ένα πανόραμα ολόγυμνων κρετίνων ν’ απλώνεται ως πέρα τον ορίζοντα. Απόλυτη σιωπή— τα κέντρα λόγου τους έχουν καταστραφεί— εκτός από το τριζοβόλημα των σπινθήρων και τον ήχο απ’ τα σκασί­ ματα της τσουρουφλισμένης σάρκας καθώς χώνουν ηλεκτρόδια από πάνω ως κάτω στη ραχοκοκαλιά τους. Ένα λευκό σύννεφο καπνού πυρπολημένης σάρκας στέκει μετέωρο στον ασάλευτο αγέρα. Κάτι παιδιά σε μια παρέα έχουνε δέσει με; συρματόπλεγμα έναν κρετίνο σ’ ένα στύλο κι ανάμεσα στα πόδια του ανάβουν μια φωτιά και με διεστραμμένη περιέργεια κάθονται και χαζεύουν καθώς οι φλόγες τού γλείφουνε τα σκέλια. Η σάρκα τ:>υ τινάζεται με σπασμούς αγω­ νίας εντόμου καθώς την καψαλίζουν οι φλόγες. »Όμως ξεφεύγω από το θέμα μου, ως συνήθως. Εν αναμονή νέ­ ων, ακριβέστερων στοιχείων για τα ηλεκτρονικά του ανθρώπινου εγκεφάλου, οι ψυχοφαρμακευτικές ουσίες εξακολουθούν να αποτε­ λούν ουσιώδη εργαλεία για τον ανακριτή στην κατά μέτωπο επίθεσή του κατά της προσωπικής ταυτότητάς του υποκειμένου. Τα βαρβιτουρικά, βεβαίως, είναι ουσιαστικώς άχρηστα. Εννοώ ότι αυτός που θα έσπαγε με τέτοιες μεθόδους θα ΐ)7:έκυπτε ασυζητητί με τις παιδα­ ριώδεις τακτικές που ακολουθούν στα αστυνομικά τμήματα της Αμερικής. Η σκοπολαμίνη καταφέρνει συχνά να υπερνικήσει την

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

47

αντίσταση, δυστυχώς όμως επηρεάζει τη μνήμη: ο πράκτορας μπο­ ρεί να είναι έτοιμος να αποκαλύψει τα μυστικά του αλλά να μην εί­ ναι σε θέση να τα θυμηθεί, ή στοιχεία από τη μυστική του δράση να μπερδεύονται με τη βιτρίνα του και να μη βγάζουμε άκρη. Χρήσιμα σε πολλές περιπτώσεις η μεσκαλίνη, η χαρμαλίνη, το LSD6, η μπουφοτενίνη, η μουσκαρίνη. Η βολβοκαπνίνη προκαλεί καταστάσεις παρόμοιες της σχιζοφρενικής κατατονίας... επεισόδια αυτοματικής συμμόρφωσης έχουν παρατηρηθεί. Η βολβοκαπνίνη είναι κατα­ σταλτικό του οπισθίου εγκεφάλου, θέτοντας πιθανώς εκτός λειτουρ­ γίας τα κινητικά κέντρα που βρίσκονται στον υποθάλαμο. Άλλα φάρμακα που πειραματικά μπορούν να προκαλέσουν σχιζοφρέ­ νεια— μεσκαλίνη, χαρμαλίνη, LSD6— είναι διεγερτικά του οπι­ σθίου εγκεφάλου. Στη σχιζοφρένεια το τμήμα αυτό του εγκεφάλου διεγείρεται και καταστέλλεται εκ περιτροπής. Την κατατονία συχνά ακολουθεί μία περίοδος διέγερσης με έντονη κινητική δραστηριότη­ τα κατά την οποία ο τρελάκιας τρέχει πάνω κάτω μες στο νοσοκο­ μείο κάνοντας δύσκολη τη ζωή των πάντων. Σχιζοφρενείς που η κα­ τάστασή τους έχει επιδεινωθεί μερικές φορές αρνούνται εντελώς να κινηθούν και περνούν το υπόλοιπο της ζωής τους στο κρεβάτι. Τα στοιχεία δείχνουν πως μία ανωμαλία στη ρυθμιστική λειτουργία του υποθαλάμου είναι η γενεσιουργός “αιτία” (ο αιτιολογικός τρόπος σκέψης δεν μπορεί ποτέ να προσφέρει ακριβή περιγραφή των μεταβολικών διαδικασιών— οι περιορισμοί της υπάρχουσας γλώσσας) ΐς σχιζοφρένειας. Δόσεις LSD6 που εναλλάσσονται με βολβοκα­ πνίνη— η βολβοκαπνίνη ενδυναμωμένη με κουράριο— δίδουν τα υψηλότερα ποσοστά αυτοματικής συμμόρφωσης. «Υπάρχουν και άλλες μέθοδοι. Μπορούμε να προκαλέσουμε στο άτομο οξεία κατάθλιψη χορηγώντας του για αρκετές ημέρες υψηλές δόσεις βενζεδρίνης. Μπορούμε να επιφέρουμε ψύχωση με υνεχή χορήγηση υψηλών δόσεων κοκαΐνης ή ντεμερόλ ή με αιφνίια στέρηση των βαρβιτουρικών έπειτα από παρατεταμένη χορήγη­ ση. Μπορούμε να του δημιουργήσουμε εξάρτηση στη διυδρο-οξυηρωίνη και να τον υποβάλουμε σε κατάσταση στέρησης (η χημική

48 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

αυτή ένωση, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι πέντε φορές πιο εθιστική από την ηρωίνη και το στερητικό της σύνδρομο, κατ’ αναλογία, πολύ πιο έντονο). »Υπάρχει και μία ποικιλία “ψυχολογικών μεθόδων”, η καταναγκαστική ψυχανάλυση για παράδειγμα. Ζητούμε από το υποκείμενο να κάνει ελεύθερους συνειρμούς επί μία ώρα κάθε μέρα (σε περι­ πτώσεις που δεν μας βιάζει ο χρόνος). “Λοιπόν, χρυσούλι μου, μην είμαστε τόσο αρνητικοί γιατί θα:φωνάξει ο μπαμπάκας τον μπα­ μπούλα. Θ ’ αρπάξει το μωράκι μας και θα το πάει άτα στο ταμπλό με τα φωτάκια” . »Η περίπτωση πράκτορος γένους θηλυκού η οποία ξέχασε εντελώς την πραγματική της ταυτότητα και ταυτίστηκε με τη βιτρίνα της— ακόμα παίζει την τριβάδα στην Προσαρτία— μου έδωσε την ιδέα για ένα άλλο σχέδιο. Ο πράκτορας εκπαιδεύεται να αρνείται την ιδιότητά του πείθοντας απολύτως για τη βιτρίνα του. Γιατί λοιπόν να μη χρησιμοποιήσουμε ψυχικό ζίου ζίτσου και να πάμε με τα νερά του; Τον υποβάλλουμε στην ιδέα πως ταυτότητά του είναι η βιτρίνα του και πως δεν έχει καμία άλλη ιδιότητα. Η πρακτορική του ιδιότητα περνά στο ασυνείδητο, δηλαδή, έξω από τα όρια του ελέγχου του· και του την ξεθάβουμε με ύπνωση και φάρμακα. Μπο­ ρείς να κάνεις αδερφή όποιον συντηρητικό ετεροφυλόφιλο πολίτη θες μ’ αυτό το κόλπο... δηλαδή, ενισχύοντας και επικροτώντας την απόρριψη των ομοφυλοφιλικών του τάσεων που κανονικά βρίσκο­ νται σε λανθάνουσα κατάσταση -— ενώ παράλληλα του στερούμε κάθε πρόσβαση στο μουνί και τον υποβάλλουμε σε ομοφυλοδιέγερ­ ση. Κατόπιν ψυχοφαρμακευτικές ουσίες, ύπνωση, και— » ο Μπέν­ γουεϋ έκανε το χαρακτηριστικό τσάκισμα του καρπού. «Πολλά άτομα είναι ευπρόσβλητα στη σεξουαλική ταπείνωση. Γύμνια, διέγερση με αφροδισιακά, συνεχής επιτήρηση για να φέ­ ρεις σε δύσκολη θέση το υποκείμενο και να μην μπορεί να ανακουφισθεί με αυνανισμό (στύσεις κατά τη διάρκεια του ύπνου θέτουν αυτομάτως σε λειτουργία έναν τεράστιο ηλεκτρικό βομβητή δονή­ σεων που πετάει το υποκείμενο από το κρεβάτι σε κρύο νερό, μειώ­

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ

· 49

νοντας έτσι στο ελάχιστο την πιθανή ολοκλήρωση μίας ονείρωξης). Μου ’ρχεται κάποιες φορές να πιάσω έναν παπά, να τον υπνωτίσω και να του πω ότι εντός ολίγου θα τελέσει υποστατική ένωση με τον Αμνό— κατόπι ζυγώνουμε στα πισινά του ένα βαρβατισμένο κριά­ ρι. Μετά από αυτά ο Ανακριτής αποκτά τον πλήρη έλεγχο — το υπνωτισμένο άτομο θα υπακούσει σαν σκυλάκι, θα χύσει μ’ ένα του I σφύριγμα, ή θα χέσει στο πάτωμα έτσι και του πει Σουσάμι Άνοιξε. Περιττό να πούμε ότι το σχέδιο σεξουαλικής ταπείνωσης αντενδείΙκνυτα ι στους ασυγκάλυπτους ομοφυλόφιλους. (Θέλω να πω ότι I καλά θα κάνουμε να έχουμε το νου μας... γιατί και οι τοίχοι έχουν αυτιά.) Θυμάμαι, είχα ντρεσάρει κάποτε ένα αγοράκι να χέζει με το ■ηου θα με βλέπει. Μετά του έπλενα τον κώλο και το πήδαγα. ΝόΚ στιμη φάση. Ήταν και χαριτωμένο το ατιμούλι. Και καμιά φορά πάI λι, το υποκείμενο βάζει τα κλάματα σαν μικρό παιδί γιατί δεν μπο­ ρεί να κρατηθεί και εκσπερματώνει όταν το πηδάς. Αοιπόν, όπως πιολύ εύκολα μπορείτε να δείτε, οι δυνατότητες είναι άπειρες όπως ια δαιδαλώδη μονοπάτια μέσα σ ’ έναν εκπληκτικό τεράστιο πανέΙμορφο κήπο. Μόλις που είχα αρχίσει να εντρυφώ σ ’ αυτό το χαρι­ τωμένο θέμα όταν ξαφνικά διατάχτηκα από κείνες τις σπαστικές Κλανιές του Κόμματος να εγκαταλείψω το πόστο μου... Τι να κάΙνουμε, “son cosas de la vida”».

ί

Φθάνω στη Φρηλανδία· Θεέ μου, είναι τόσο καθαρή και βαρετή. Ο Μπένγουεϋ είναι διευθυντής του Κ.Α.Ε.Α., Κέντρο Αναδημιουρ­ γίας Εξαρτημένων Ανακλαστικών. Περνάω μια βόλτα από κει, και στο «Αλήθεια, ο τάδε τι απέγινε;» ακούω πράγματα του στυλ: «Ο ΣίI ντι Ιντρίςς Σμίθερς, “ο Σπιούνος” , κελάηδησε στους Μεταδότες για I έναν ορό μακροζωίας. Ξύπνιος σαν αδερφή περπατημένη». «Ο Λέστερ Στρογγάνωφφ Σμουνν— “ Ελ Χασέιν” — κατάντησε Λατάχος I προσπαθώντας να τελειοποιήσει τη Δ.Α.Σ., Διεργασία Αυτοματικής I Συμμόρφωσης. Μεγαλομάρτυς πλέον για το σινάφι...» (Ως Λατάχ 1*εριγράφεται μία ανακλαστική δυσλειτουργία που παρουσιάζεται στη Νοτιοανατολική Ασία. Κατά τα άλλα φυσιολογικοί, οι Λατάχ

50 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ Π Α Ρ Ο Ο Υ Ζ

μιμούνται παρορμητικά την κάθε κίνηση του άλλου από τη στιγμή που ένα σήμα, όπως το στιγμιαίο χτύπημα των δαχτύλων ή ένα ξαφ­ νικό και απότομο κάλεσμα, τραβήξει την προσοχή τους. Μία μορφή ακούσιας ύπνωσης που εκδηλώνεται τελείως παρορμητικά. Ορισμέ­ νες φορές αυτοτραυματίζονται στην προσπάθειά τους να μιμηθούν τις κινήσεις αρκετών ανθρώπων ταυτόχρονα.) «Αν τα ’χεις ακούσει εκείνα τα απόρρητα για την ατομική ενέρ­ γεια πες μου να σταματήσω...» Το πρόσωπο του Μπένγουεϋ διατηρεί απόλυτα τα χαρακτηρι­ στικά του στη φωτογραφική αναλαμπή του κατεπείγοντος, ανά πά­ σα στιγμή εκτεθειμένο σε ανομολόγητες κατατμήσεις ή μεταμορ­ φώσεις. Τρεμοπαίζει σαν εικόνα που πότε είναι φλου και πότε εστιάζει. «Σήκω», μου λέει ο Μπένγουεϋ. «Πάμε να σου δείξω το Κ.Α.Ε.Α.». Περπατάμε σε ένα μακρύ κατάλευκο διάδρομο. Η φωνή του Μπένγουεϋ παρασύρεται και σαν από παντού και πουθενά κατα­ φθάνει ως τη συνείδησή μου... μια φωνή που έχει ξεφύγει από το σώμα, που πότε ακούγεται με δύναμη κι ευκρίνεια και πότε χάνεται απόμακρη και ξέπνοη σαν μουσική που τη σκορπάει ο άνεμος στην κατηφόρα. «Αποκομμένες ομάδες σαν φυλές στο Αρχιπέλαγος Βίσμαρκ. Δεν εκδηλώνουν φανερή ομοφυλοφιλία. Αυτή η καταραμένη μη­ τριαρχία. Όλες οι μητριαρχίες αντιομοφυλόφιλες, κομφορμιστικές και ανιαρές. Αν ποτέ βρεθείς σε μητριαρχία πάρε δρόμο για τα κο­ ντινότερα σύνορα χωρίς να τρέχεις. Έτσι και τρέξεις, το πιθανότερο είναι να σε πυροβολήσει κάνας απογοητευμένος μπάτσος-κρυφαδερφή. Ώστε λοιπόν υπάρχει κάποιος που θέλει να δημιουργήσε προγεφύρωμα ομοιογένειας σε μέρη που έχουν γίνει ρημαδιό κι έχουν όλα τα φόντα όπως η Δυτική Ευρώπη και οι Η.Π.Α.; Μια ακόμα μαλακισμένη μητριαρχία, εις πείσμα της Μάργκαρετ Μηντ ... Κάτι τρέχει εκεί πέρα. Μάχη με νυστέρια με ένα συνάδελ­ φο μέσα στο χειρουργείο. Κι ο βοηθός μου ο μπαμπουίνος πηδάε

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥΜ Α ·

51

πάνω στον ασθενή και τον κάνει κομμάτια. Οι μπαμπουίνοι ορμάνε πάντα στον πιο αδύνατο έτσι και ξεσπάσει άγρια φιλονικία. Και με ίο δίκιο τους. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε την ένδοξη πιθηκοειδή κληρονομιά μας. Ο Γιατρός Μπράουμπεκ είχε παίξει και σε άλλα σκηνικά. Πριν βγει στη σύνταξη έκανε αμβλώσεις κι έσπρωχνε πρέ­ ζα (κτηνίατρος ήταν στην πραγματικότητα) αλλά με τη μείωση του εργατικού δυναμικού λόγω πολέμου τον επανέφεραν σε υπηρεσία. Ε, λοιπόν, όλο το πρωί ο Γιατρός ήτανε στην κουζίνα του νοσοκο­ μείου και χούφτωνε άγρια τις νοσοκόμες ενώ είχε γίνει αλοιφή με φωταέριο και Klim — και για να στυλωθεί λίγο πριν μπει στο χει­ ρουργείο τράβηξε στα κρυφά και δυο σφηνάκια μοσχοκάρυδο, για να πάρει κουράγιο». (Στην Αγγλία και ειδικά στο Εδιμβούργο οι πολίτες περνάνε φω­ ταέριο μέσα από Klim— ένα φριχτό γάλα από σκόνη με μια γεύση ταγκή σαν κιμωλία— και κάνουν κεφάλι. Ακουμπάνε ενέχυρο τα πάντα για να πληρώσουν τους λογαριασμούς του γκαζιού, κι έτσι κι έρθει ο υπάλληλος για να το κόψει σε όσους δεν έχουνε πληρώσει, εε τότε ακούς τις στριγκλιές τους μίλια μακριά. Όταν κάποιον πα­ τριώτη τον πιάσει η γκαζοχαρμάνα λέει «Μου κουδουνίζουν τα γκαζόφραγκα στο γάλα» ή «Μου ’χει κάτσει το μπουρί στην πλάτη». Μοσχοκάρυδο. Παραθέτω από άρθρο του υποφαινόμενου στην British Journal o f Addiction (βλέπε Παράρτημα): «Ναυτικοί και κατάδικοι συχνά καταφεύγουν στο μοσχοκάρυδο. Καταπίνουν με νερό μια κουταλιά της σούπας περίπου. Αποτελέσματα κάπως σαν της μαριχουάνας αλλά με πονοκεφάλους και ναυτία. Αρκετά ναρ­ κωτικά της οικογένειας του μοσχοκάρυδου χρησιμοποιούνται από τους Ινδιάνους της Νότιας Αμερικής. Συνήθως λαμβάνονται με ρι­ νικές εισπνοές της αποξηραμένης σκόνης του φυτού. Οι μάγοι της φυλής παίρνουν τις βλαπτικότατες αυτές ουσίες και πέφτουν σε σπασμούς. Οι συσπάσεις και το παραλήρημά τους θεωρείται πως έχει προφητική σημασία».) 11 «Είχα τη δική μου τη ζαλάδα από το χθεσινοβραδινό Γιαχέ, ιιος; εγώ, και δεν ήμουν σε κατάσταση ν ’ ανεχθώ τις μαλακίες

52 ·

ΟΥΙΑΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

του Μπράουμπεκ. Στην αρχή μού τη βγαίνει και καλά πως πρέπει να ξεκινήσω την τομή από πίσω αντί για μπροστά, μουρμουρίζο­ ντας κάτι ασυνάρτητα ότι δεν πρέπει να ξεχάσω να βγάλω τη χολη­ δόχο κύστη ειδάλλως θα χαλάσει το κρέας. Λες και νόμιζε πως ήτανε στη φάρμα κι είχε να μαδήσει τίποτα κοτόπουλα. Του είπα να πά’ να χώσει ξανά την γκλάβα του στο φούρνο, κι είχε τότε το θρά-1 σος να μου σκουντήξει το χέρι με αποτέλεσμα να γίνει διάρρηξη 1 της μηριαίας αρτηρίας του ασθενούς. Το αίμα τινάχτηκε με δύναμη ϊ και μου στραβώνει τον αναισθησιολόγο, ο οποίος έφυγε τρέχοντας I ουρλιάζοντας στους διαδρόμους. Ο Μπράουμπεκ δοκίμασε να μου| ρίξει γονατιά στα αχαμνά, αλλά κατάφερα να τον ξυραφιάσω στον j τένοντα με το νυστέρι μου. Πεσμένος κάτω σερνότανε στο πάτωμο και με κάρφωνε στις γάμπες και τα πόδια. Η Βιολέτα, ο βοηθός μου J ο μπαμπουίνος δηλαδή — η μόνη γυναίκα που μπορώ να πω πακ νοιάστηκα γι’ αυτήν— τα είχε παίξει στην κυριολεξία. Σκαρφαλώ­ νω πάνω στο τραπέζι κι είμαι έτοιμος να πηδήξω πάνω στον Μπρά­ ουμπεκ και να το λιώσω το κάθαρμα όταν ξαφνικά ορμάνε μέσα οι μπάτσοι. »Όλο εκείνο το μαλλιοτράβηγμα στο χειρουργείο, “το ακατονό μαστό αυτό συμβάν” όπως το έθεσε τ’ Αφεντικό, θα μπορούσα^ να πούμε πως έκανε τον κόμπο να φτάσει στο χτένι. Οι λύκοι ήτί έτοιμοι να χυμήξουν και να μας πιούνε το αίμα. Στήσιμο στον τοί­ χο, κανονικά. Μόνο έτσι θα μπορούσα να το περιγράψω. Δε λέω, τις είχα κάνει κι εγώ τις “χαϊβανιές” μου. Αλλά και ποιος δεν τις εί­ χε κάνει; Μια φορά πίνουμε όλο τον αιθέρα μαζί με τον αναισθησιολόγο και μάς ξυπνάει ο ασθενής, ή με κατηγορήσανε πως είχα κόψει την κοκαΐνη με σκόνη για τις τουαλέτες. Στην πραγματικότη­ τα το είχε κάνει η Βιολέτα. Φυσικά έπρεπε να φορτωθώ το φταίξιμ και να την προστατέψω... »Πάντως το κλου είναι πως μας αποσύρουν πανηγυρικά από κυκλοφορία. Όχι πως η Βιολέτα ήτανε κάνα bona fide γιατρόνι, π( σο μάλλον ο Μπράουμπεκ, ενώ φτάσανε να αμφισβητήσουν ως k c το δίπλωμά μου. Εδώ που τα λέμε η Βιολέτα ήξερε πιο πολλή ιατρι-4

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α

·

53

κή κι από την Κλινική Mayo. Είχε μια τρομερή διαίσθηση και μια απαράμιλλη αίσθηση καθήκοντος. »Να λοιπόν που βρέθηκα ταπί και δίχως άδεια επαγγέλματος. Ν’ άρχιζα να ψάχνομαι για καμιά άλλη τέχνη; Σίγουρα όχι. Το ’χα στο αίμα μου το γιατριλίκι. Κατάφερα να βολέψω κάπως το πάθος μου κάνοντας αμβλώσεις μισοτιμής μες στις τουαλέτες του υπό­ γειου. Μέχρι που έφτασα να κάνω καλντερίμι μπας και πετύχω κα­ μιά γκαστρωμένη, τέτοια κατάντια. Ομολογώ ότι ήταν άκρως ανή­ θικο. Ώσπου γνώρισα ένα σπουδαίο τύπο, τον Χουάν Πλακούντας, το Μεγιστάνα του Βιδέλου. Άτομο που είχε πιάσει την καλή κάνο­ ντας κοντραμπάντο βυζανάρικα στον πόλεμο. (Βυζανάρικα ή γεννητάρια λένε τα βιδελάκια, τα νεογέννητα μοσχάρια με τα ζουμιά του πλακούντα και όλα τα συμπαραμαρτούντα βακτήρια, όταν είναι ακόμα ανθυγιεινά προς κατανάλωση. Το μοσχαράκι δεν επιτρέπε­ ται να σφαχτεί αν δεν έχει φτάσει σε ηλικία τις έξι εβδομάδες του­ λάχιστον. Έως τότε χαρακτηρίζεται ως γεννητάρι. Η διακίνησή τους τιμωρείται αυστηρά.) Ο Χουανίτο, λοιπόν, είχε υπό τον έλεγχό του ένα στόλο φορτηγά νηολογημένα υπό αβησσυνιακή σημαία για να γλιτώνει από μπελαλήδικες διατάξεις. Μου δίνει τη θέση του γιατρού στο α/π Ελενταφίασις, σίγουρα το πιο βρωμερό βαπόρι απ’ όσα ταξίδεψαν ποτέ στις θάλασσες. Με το ’να χέρι να χειρουρ­ γό) τον ασθενή μου, με τ ’ άλλο να διώχνω τα ποντίκια από πάνω του, κι απ’ το ταβάνι κοριούς να βρέχει και σκορπιούς. »Ώστε λοιπόν εμφανίστηκε κάποιος και ζητάει ομοιογένεια τώ­

ρα που τα βρήκε σκούρα. Να σου πω... Γίνεται, αλλά θα κοστίσει. Βαρέθηκα κιόλας εδώ πέρα, ποιος; εγώ... Νά μαστέ λοιπόν... Το Περιβόλι της Μιζέριας». Ο Μπένγουεϋ διαγράφει με το χέρι του ένα σχέδιο στον αέρα Και η πόρτα ανοίγει διάπλατα. Περνάμε και η πόρτα κλείνει πίσω ^ας. Ένας μακρόστενος θάλαμος που αστραποβολάει από το ανο­ ξείδωτο ατσάλι, λευκό πλακάκι στο πάτωμα, υαλότουβλα στους τοίχους. Κρεβάτια κολλητά στον έναν τοίχο. Κανείς δεν καπνίζει, κανείς δεν διαβάζει, κανένας δεν μιλάει.

Ί Μ 1

54 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ Π ΑΡ Ο ΟΥ Ζ

«Πλησίασε και δες από κοντά», λέει ο Μπένγουεϋ. «Δε θα πα ρεξηγηθεί κανένας». Πάω και στέκομαι μπροστά σε έναν άντρα που βρίσκεται καθι­ σμένος στο κρεβάτι του. Τον κοιτάζω στα μάτια. Κανείς και τίποτα δεν αντικρίζει μέσα από εκείνα τα μάτια τη ματιά μου. «Όλοι ΑΝΒικοί», λέει ο Μπένγουεϋ, «Ανήκεστος Νευρικυ Βλάβη. Υπερβολικά απελευθερωμένοι, θα έλεγε κανείς... μεγάί κουσούρι για το μαγαζί». Κουνάω το χέρι μου μπροστά από τα μάτια του άντρα. «Ναι», λέει ο Μπένγουεϋ, «διατηρούν ακόμα τα ανακλαστιι τους. Πρόσεξε αυτό». Ο Μπένγουεϋ βγάζει μια σοκολάτα από τη τσέπη του, την ξετυλίγει και τη βάζει κάτω από τη μύτη του ανθρΛ που. Εκείνος τη μυρίζει. Τα σαγόνια του αρχίζουν να δουλεύουν. Τ' νάζει τα χέρια του για να την πιάσει. Το σάλιο στάζει από το στό] του, κυλάει στο πηγούνι του και κρέμεται σαν νερουλή σερπαντίν Το στομάχι του γουργουρίζει. Ολόκληρο το κορμί του σπαρταρ' με περισταλτικές κινήσεις. Ο Μπένγουεϋ τραβιέται λίγο πίσω σηκώνει ψηλά τη σοκολάτα. Ο άντρας πέφτει στα τέσσερα, αναση κώνει το κεφάλι του και γαβγίζει. Ο Μπένγουεϋ του πετάει τη σοκο­ λάτα. Εκείνος δοκιμάζει να την αρπάξει, αστοχεί, πασχίζει άτσαλ να τη βρει στο πάτωμα, γλείφεται με θόρυβο φτύνοντας σάλια. X ' νεται κάτω απ’ το κρεβάτι, βρίσκει τη σοκολάτα και τη στουμπών στο στόμα του με τα δυο του χέρια. «Χριστέ κι Απόστολε! Αυτά τα λιμπΙΝΤινικά δεν έχουν καθ λου τρόπους». Ο Μπένγουεϋ φωνάζει τον νοσοκόμο βάρδιας που κάθεται στ βάθος του θαλάμου και διαβάζει ένα βιβλίο με θεατρικά τ ο 4 Τζ. Μ. Μπάρρι. «Πάρ’ τα από δω αυτά τα μαλακισμένα INT. Αρκετά προβλή­ ματα έχουν δημιουργήσει. Τώρα μας χαλάνε και τον τουρισμό». «Τι να τα κάνω;» «Πού διάολο θες να ξέρω; Εγώ είμαι επιστήμονας. Επιστήμον και τίποτε άλλο. Ξεφορτώσου τα από δω μέσα. Δεν έχω καμία όρε-

Γ ΥΜ Ν Ο Γ ΕΥΜΑ

·

55

ξη να τα βλέπω μπροστά μου, τελεία και παύλα. Εδώ μου κάθονται και μου δημιουργούνε άγχος». «Πώς όμως; Πού;» «Βρες τους αρμόδιους. Στείλε σήμα στον Περιφερειακό Συ­ ντονιστή ή όπως αλλιώς τον λένε... κάθε βδομάδα και με καινούριο τίτλο είναι. Αμφιβάλλω αν υπάρχει καν ο τύπος». Ο Δόκτωρ Μπένγουεϋ κοντοστέκει λίγο στην πόρτα και κοιτά­ ζει ξανά τα ΑΝΒ. «Οι αποτυχίες μας», λέει. «Ε, τι να κάνουμε; Στην ημερήσια διάταξη είναι κι αυτά». «Θα συνέλθουν ποτέ;» «Δε συνέρχονται ποτέ, ποτέ δε θα συνέλθουν έτσι και απέλθουν», σιγοτραγουδάει ο Μπένγουεϋ. «Αυτή εδώ η πτέρυγα τώρα παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον». Όρθιοι οι ασθενείς και μαζεμένοι παρέες παρέες μιλάνε φτύνο­ ντας κάθε τόσο στο πάτωμα. Η πρέζα βαραίνει τον αέρα σαν μια σταχτιά θολούρα. «Ένα θέαμα που σου ζεσταίνει την καρδιά», λέει ο Μπένγουεϋ, «τούτοι δω οι πρεζάκηδες που στέκουν και περιμένουν την Ακρη να φανεί. Πριν έξι μήνες ήταν όλοι τους σχιζοφρενείς. Κάποιοι από αυτούς δεν είχανε για χρόνια σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Δες τους τώ­ ρα. Σ ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας μου, δεν έχω ποτέ συναντήσει σχιζοφρενή πρεζάκια, παρ’ ότι οι πρεζάκηδες σχεδόν όλοι ανήκουν στο σωματικό τύπο του σχιζοφρενή. Θες να θεραπεύσεις τον οποιοδήποτε απ’ το οτιδήποτε; Βρες ποιος δεν έχει την αρρώστια. Ποιος λοιπόν δε χαμπαριάζει; Τα πρεζάκια δε χαμπαριάζουν. Α, μια και το έφερε η κουβέντα, υπάρχει μια περιοχή στη Βολιβία όπου δεν εκδη­ λώνεται ψύχωσις. Τυπάκια τελείως εντάξει στα μυαλά τους πάνω κει στα βουνά. Θέλω να πάω καμιά μέρα ως τα κει, πριν τους χαλά­ σει η ανάγνωση και η γραφή, η διαφήμιση, η TV και τα ντράιβ ιν. Να το μελετήσω το πράμα από μεταβολικής απόψεως και μόνο: διαιτολόγιο, ουσίες που χρησιμοποιούν, αλκοόλ, ερωτική δραστη­ ριότητα, κτλ. Ποιος νοιάζεται τι σκέφτονται; Το πιθανότερο, τις ίδιες βλακείες που σκέφτονται όλοι.

56 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

»Και γιατί τα τζάνκια δεν τα χτυπάει η σχιζοφρένεια; Δεν το ’χουμε μάθει ακόμα. Ο σχιζοφρενικός μπορεί να αγνοήσει την πείνα και να πεθάνει αν κάποιος δεν τον ταΐσει. Κανείς όμως δεν μπορεί να αγνοήσει το στερητικό σύνδρομο της ηρωίνης. Το γεγο­ νός της εξάρτησης επιβάλλει εκ των πραγμάτων την επαφή. »Αλλά αυτή είναι μόνο μία από τις όψεις του ζητήματος. Η με­ σκαλίνη, το LSD6, η εκφυλισμένη αδρεναλίνη, η χαρμαλίνη μπο­ ρούν να προκαλέσουν καταστάσεις ανάλογες της σχιζοφρένειας. Όμως το καλύτερο πράμα βγαίνει από το αίμα των σχιζοφρενών· άρα η σχιζοφρένεια είναι κατά πάσα πιθανότητα μία ψύχωση που προκαλείται από κάποια χημική ουσία. Οι σχιζοφρενείς έχουν ένα μεταβολικό σύνδεσμο, μια Άκρη Μέσα Τους θα μπορούσε να πει κανείς. (Όσοι αναγνώστες ενδιαφέρονται ας διαβάσουν το Παράρτημα.) »Στο τελικό στάδιο της σχιζοφρένειας ο οπίσθιος εγκέφαλος βρίσκεται μόνιμα σε καταστολή, και ο πρόσθιος δεν έχει σχεδόν τί­ ποτα μέσα του αφού αυτός δραστηριοποιείται μονάχα όταν δέχεται ερεθίσματα από το οπίσθιο τμήμα του εγκεφάλου. »Η μορφίνη επιστρατεύει το αντίδοτο στη διέγερση του οπί­ σθιου τμήματος του εγκεφάλου όπως ακριβώς και η ουσία των σχι­ ζοφρενών. (Προσέξτε την ομοιότητα του στερητικού συνδρόμου με τη δράση του Γιαχέ ή του LSD6.) Η χρήση οπιούχων— κυρίως ηρωίνης, ειδικά σε περιπτώσεις όπου ο τοξικομανής έχει στη διάθε­ σή του και καταναλώνει μεγάλες ποσότητες της ουσίας— τελικά προκαλεί μια μόνιμη καταστολή του οπισθίου εγκεφάλου και μια κατάσταση που λίγο διαφέρει εκείνης του τελικού σταδίου της σχι­ ζοφρένειας: παντελής έλλειψη συναισθημάτων, αυτισμός, πλήρης σχεδόν απουσία συμβάντων εντός του εγκεφάλου. Ο τοξικομανής μπορεί να περάσει οχτώ ώρες κοιτώντας έναν τοίχο. Έχει επίγνωση του περιβάλλοντος, όμως ο χώρος γύρω του δεν κουβαλάει συναι­ σθηματικές υποδηλώσεις και κατά συνέπεια δεν έχει κανένα ενδια­ φέρον. Το να φέρει στο μυαλό του μια περίοδο βαριάς εξάρτησης είναι σαν να βάζει ν’ ακούσει την ηχογράφηση μιας σειράς γεγονό­ των την εμπειρία των οποίων είχε ο πρόσθιος εγκέφαλος και μόνο.

Γ Υ ΜΝ Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

57

ΙΙι ι,ές κι ανούσιες δηλώσεις εξωτερικών συμβάντων. “ Πήγα στο Ιβ γαζί και ψώνισα μαύρη ζάχαρη. Γύρισα σπίτι κι έφαγα το μισό Κουτί.

Χτύπησα διακόσια μιλιγκράμ κτλ.” . Καμία απολύτως νο­

σταλγία σε αυτές τις αναμνήσεις. Όμως, από τη στιγμή που η λαμβανομένη ποσότης είναι κάτω του συνήθους, η στερητική ουσία

/ι/ ημμυρίζει το σώμα. »Αν ηδονή είναι η ανακούφιση από την ένταση, τότε η πρέζα Ιΐροσφέρει ανακούφιση από αυτό που λέγεται ζωή με το να διακόnrci τη λειτουργία του υποθαλάμου, που είναι το κέντρο της ψυχι­ κής ενέργειας και της λίμπιντο. »Κάποιοι από τους διακεκριμένους συναδέλφους μου (ακατο­ νόμαστοι κωλοβρόντηδες) έχουν διατυπώσει την άποψη ότι η ευφορική δράση της πρέζας οφείλεται στην απευθείας διέγερση του κέντρου του οργασμού. Πιο πιθανό είναι να αναστέλλει η πρέζα τον όλο κύκλο έντασης, εκτόνωσης, χαλάρωσης. Η διαδικασία του ορ­ γασμού δεν λειτουργεί στον πρεζάκια. Η ανία, που πάντα υποδηλώ­ νει ένταση που δεν έχει εκτονωθεί, δεν χτυπά ποτέ τον τοξικομανή. Μπορεί να κάθεται και να χαζεύει το παπούτσι του για οχτώ ώρες. (-)(/ μπει σε κατάσταση δραστηριοποίησης μονάχα όταν αδειάσει η κλεψύδρα της πρέζας». ■ Στην άλλη άκρη του θαλάμου ένας νοσοκόμος σηκώνει τα σιδε­ ρένια ρολά και βγάζει μια κραυγή λες και φωνάζει τα γουρούνια πιην ταΐστρα. Τα πρεζάκια ορμάνε προς τα κει γρούζοντας και στριγκλίζοντας. «Εξυπνάδες», λέει ο Μπένγουεϋ. «Κανένας σεβασμός πια στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Θα σου δείξω τώρα την πτέρυγα όπου Β- ί ' έχουμε τους ελαφρώς παρεκκλίνοντες και τους εγκληματίες. Ναι, εμείς εδώ θεωρούμε τον εγκληματία ως ελαφρώς παρεκκλίνοντα. Αποδέχεται το συμβόλαιο της Φρηλανδίας μόνο που προσπαθεί να παρακάμψει επιτηδείως κάποιους από τους όρους. Κατακριτέο μεν, αλλά όχι και τόσο σοβαρό. Από εδώ παρακαλώ ... Θα προσπεράσουμε τους θαλάμους 23, 86,57 και 97· · · και το εργαστήριο». «Οι ομοφυλόφιλοι κατατάσσονται στους παρεκκλίνοντες;»

58 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

«Όχι. Θυμήσου το Αρχιπέλαγος Βίσμαρκ. Μη εκδήλωση φανε­ ρής ομοφυλοφιλίας. Ένα αστυνομικό κράτος που λειτουργεί δεν έχει ανάγκη αστυνομίας. Σε κανενός το μυαλό δεν έρχεται η ομοφυλοφι­ λία ως πιθανός τρόπος συμπεριφοράς... Σε μία μητριαρχία η ομο­ φυλοφιλία αποτελεί πολιτικό αδίκημα. Καμία κοινωνία δεν ανέχεται την απροκάλυπτη απόρριψη των βασικών αρχών της. Εδώ δεν έχου­ με μητριαρχία, Ινσαλλάχ. Το ξέρεις το πείραμα με τα ποντίκια που τους ρίχνουν ηλεκτρικές εκκενώσεις και μετά τα πετάνε σε κρύο νε­ ρό έτσι και κάνουν πως πλησιάζουν έστω κάποιο θηλυκό. Κι όλα τους γίνονται ομό· να πώς αιτιολογείται το πράμα. Κ ι αν τύχει και βγει κανένα απ’ αυτά και τσιρίξει “ Είμαι φλώρος και πολύ πολύ τη βρίίίίίσκω” ή “Ποιος σου ’κοψε τα ούμπαλα, βρε εγχειρισμένο γαμώτο;” θα ’ναι ποντίκι από σπίτι και κομμάτι μπουρζουά. Στη διάρ­ κεια της μάλλον σύντομης καριέρας μου ως ψυχαναλυτού— όλο μπελάδες με το Σύλλογο— ένας από τους ασθενείς έπαθε αμόκ κι άρχισε να τρέχει στον Γκραν Σέντραλ με ένα φλογοβόλο στα χέ­ ρια, δύο αυτοκτόνησαν κι ένας άλλος τα τίναξε πάνω στο ντιβάνι σαν ποντικός της ζούγκλας (οι ποντικοί της ζούγκλας είναι γνωστό ότι πεθαίνουν έτσι και βρεθούν ξαφνικά σε συνθήκες από όπου δεν μπορούν να ξεφύγουν). Οι δικοί του μου τα πρήζουν στην γκρίνια κι εγώ τους λέω: “Στην ημερήσια διάταξη είναι κι αυτά. Πάρτε από δω χάμω τον πεθαμένο. Ρίχνει το ηθικό των πελατών που είναι ακό­ μα ζωντανοί” — πρόσεξα ότι όλοι οι ομοφυλόφιλοι ασθενείς μου εκ­ δήλωναν έντονες ετεροφυλοφιλικές τάσεις στο επίπεδο του ασυνεί­ δητου κι όσοι ήταν έτερο φανέρωναν ασυνείδητα ομοφυλοφιλικές τάσεις. Σου κάνει το μυαλό άνω κάτω, δε βρίσκεις;» «Και τι συμπέρασμα βγάζεις απ’ αυτό;» «Συμπέρασμα; Κανένα απολύτως. Απλώς μια παρατήρηση έκα­ να». Γευματίζουμε στο γραφείο του Μπένγουεϋ όταν δέχεται το τη­ λεφώνημα. «Τι πράγμα; ... Τρομερό! Φανταστικό! ... Συνεχίστε και να εί­ στε σε επιφυλακή».

I Γ ΥΜ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

59

) Βάζει το ακουστικό στη θέση του. «Είμαι έτοιμος να αναλάβω αμέσως καθήκοντα στην Ισλάμ Α.Ε. Κατά πως φαίνεται ο ηλε­ κτρονικός εγκέφαλος τρελάθηκε τελείως παίζοντας εξαδιάστατο σκάκι με τον Τεχνικό και άφησε ελεύθερα όλα τα άτομα που βρί| σκονταν στο Κ.Α.Ε.Α. Με την άδειά σου, ας περάσουμε στην ταρά­ τσα. Ενδείκνυται Επιχείρησις Ελικόπτερο». Από την ταράτσα του Κ.Α.Ε.Α. γινόμαστε μάρτυρες μιας σκηνής απείρου φρίκης. Μπροστά από τα τραπέζια των καφενείων στέκουν ομάδες ΑΝΒικών, τα σάλια να στάζουν από τα πηγούνια τους, τα στομάχια τους να αναδεύονται με θόρυβο, άλλοι να εκσπερματίζουν στη θέα γυναικών. Λατάχ μιμούνται τους περαστικούς με προστυχιά πιθήκων. Πρεζάκια έχουν κάνει επιδρομή στα φαρμακεία και χτυπά­ νε ενέσεις σε κάθε γωνία... Κατατονικοί κοσμούν τα πάρκα... Σχιϊρενείς σε διέγερση ορμούν στους δρόμους βγάζοντας διεστραμ­ μένες, πρώην ανθρώπινες κραυγές. Μια ομάδα Μ.Α.— Μερικώς Αναδημιουργημένοι— έχει κυκλώσει κάτι ομοφυλόφιλους τουρί­ στες με φρικαλέα χαμόγελα όλο νόημα που από μέσα τους διαγρά­ φεται καθαρά το σκανδιναβικό κρανίο σαν σε διπλοτυπία. «Μα τι θέλετε;» πετάει κοφτά μια από τις ξεφωνισμένες. , «Θέλουμε να σας καταλάβουμε». Ένα απόσπασμα πιθηκοπαθών σαλτάρει ουρλιάζοντας από κλα­ δί σε κλαδί κι από εκεί σε μπαλκόνια και σε πολυέλαιους, χέζοντας στη διαδρομή και κατουρώντας τους διαβάτες. (Πιθηκοπαθής— η τεχνική ονομασία αυτής της πάθησης μου διαφεύγει— είναι ο πολί­ της που πιστεύει ακράδαντα ότι είναι πίθηκος ή κάποιο άλλο είδος της συνομοταξίας των σιμιίδων. Η πιθηκοπάθεια είναι πάθηση που απαντά συχνά στο στράτευμα, η δε απαλλαγή τη θεραπεύει.) Ατο­ μα σε κατάσταση αμόκ καλπάζουν παίρνοντας κεφάλια, πρόσωπα γλυκά κι απόμακρα σφραγισμένα με το μισοχαμόγελο του ονεί­ ρου... Πολίτες με αρτιφανή σημάδια Μπανγκ-ουτότ χουφτώνουν γερά τα πέη τους και ζητούν βοήθεια απ’ τους τουρίστες... Άραβες διαδηλωτές με ουρλιαχτά κι αλαλαγμούς ευνουχίζουν, ξεκοιλιά­

60 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

ζουν, λούζουν με βενζίνη και βάζουνε φωτιά... Αγόρια τυλιγμένα με εντόσθια λικνίζονται και κάνουν στριπτίζ, γυναίκες παραγεμί­ ζουν το μουνί τους με κομμένα γεννητικά όργανα, το τρίβουν επι­ δεικτικά, το κουνάνε και το χώνουν στον άντρα που διαλέγουν... Φανατισμένοι θρησκόληπτοι αγορεύουν με στόμφο στο πλήθος από ελικόπτερα και τους πετάνε κατακέφαλα πέτρινες πλάκες λαξεμέ­ νες με μηνύματα που δεν βγάζουν νόημα... Άνθρωποι-Λεοπαρδάλεις με σιδερένια νύχια κομματιάζουν ανθρώπους, βήχοντας και γρυλίζοντας... Μυημένοι στην Κανιβαλική Εταιρεία των Κουακιούτλ κόβουν με τα δόντια τους μύτες και αυτιά... Ένας κοπροφάγος ζητάει ένα πιάτο, χέζεί πάνω του και τρώει το σκατό, αναφωνώντας: «Μμμμ, πλούσια σε ουσίες η θροφή μου». Ένα τάγμα λιμαδόρων εξόχως φορτικών περιφέρεται εξαγριω­ μένο σε δρόμους και σαλόνια ξενοδοχείων σε αναζήτηση της λείας του. Ένας διανοούμενος της αβανγκάρντ— «Και βεβαίως το μόνο εί­ δος γραφής που αξίζει σήμερα να ληφθεί υπόψη είναι αυτό που συνα­ ντάμε σε επιστημονικές ανακοινώσεις και τα αντίστοιχα περιοδικά» — έχει κάνει σε κάποιον μια ένεση βολβοκαπνίνης κι ετοιμάζεται να του διαβάσει το ιατρικό ανακοινωθέν για τη «χρήση της νεοαιμοσφαιρίνης στον έλεγχο του πολλαπλού εκφυλιστικού κοκκιώματος». (Φυσικά, οι «ανακοινώσεις» του δεν είναι παρά αλαμπουρνέζικα που σκαρφίστηκε και που μόνος του πήγε και τα τύπωσε.) Οι πρώτες λέξεις που ξεστομίζει: «Μου φαίνεσαι άτομο που το διακρίνει η ευφυΐα». (Αέξεις που προμηνύουν πάντα κακά ξεμπερδέματα, αγοράκι μου ... Αν τις ακούσεις άσε τις ευγένειες κατά μέ­ ρος και στρίβε επιτόπου.) Ένας Άγγλος άποικος, με πέντε παλικάρια της αστυνομίας από δίπλα, έχει στριμώξει κάποιο άτομο μέσα στο μπαρ της λέσχης: «Και για πες μου, έχεις πάει ποτέ στη Μοζαμβίκη;» και χωρίς να περιμένει απάντηση του αμολάρει ολόκληρο το έπος της ελονοσίας του. «Και μου λέει τότε ο γιατρός: “Το μόνο που μπορώ να κάνω εί­ ναι να σε συμβουλέψω να φύγεις από την περιοχή. Ειδάλλως φοβά­ μαι πως θα σε θάψω” . Βλέπεις, ο κομπογιαννίτης έκανε και το νε­

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥΜΑ

·

61

κροθάφτη για κάνα εξτραδάκι. Το είχε ζυγίσει το πράμα, σου λέει κάποιοι απ’ αυτούς δεν θα τα τεντώσουν επάνω στην αρρώστια; Χιινω τίποτα να τ’ αρπάξω κι από κει;» Μετά το τρίτο τζιν με αγκοστούρα, αφού θα έχετε κάπως γνωριστεί, το γυρνάει στη δυσεντε­ ρία. «Τέτοια εκκένωση δε θα μπορούσε ποτέ να τη συλλάβει ο νους μου. Περίεργη, κάπως ασπροκίτρινη σαν ταγκισμένο χύσι, ένα πρά­ μα παχύρρευστο και κολλώδες, το πιστεύεις;» Ένας εξερευνητής με κάσκα για τον ήλιο έχει πετύχει έναν πο­ λίτη με φυσοκάλαμο και βελάκι βουτηγμένο σε κουράριο. Τώρα του κάνει τεχνητή αναπνοή με την πατούσα. (Το κουράριο σκοτώ­ νει παραλύοντας τους πνεύμονες. Αλλη τοξική δράση δεν έχει· για την ακρίβεια, δεν πρόκειται για δηλητήριο. Αν στο θύμα γίνει τε■χνητή αναπνοή, αυτό επιζεί. Το κουράριο αποβάλλεται πολύ γρήγορα διά των νεφρών.) «Ήταν η χρονιά της βοϊδοπανούκλας. Γάτε που ψόφησαν όλα τα ζώα, ακόμα και οι ύαινες... Να ’χω που /^ς ξεμείνει εντελώς από Κ. Υ. πάνω εκεί στις πηγές του Μπαμπουινοκωλάντερου. Όταν τελικά μου το ρίξανε με τ’ αλεξίπτωτο δεν εί­ χα λόγια να τους εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου... Η αλήθεια εί­ ναι, κι αυτό δεν το έχει ακούσει ποτέ ψυχή ανθρώπου— μούτρα που ξεγλιστράτε»— η φωνή του αντιλαλεί σε τεράστιο άδειο σαλό­ νι ξενοδοχείου σε στυλ του 1890, κόκκινα βελούδα, λαστιχένια φυ­ τά, χρυσομπογιά κι αγάλματα— «πως ήμουν ο μοναδικός λευκός που μυήθηκε ποτέ στη διαβόητη Μυσταγωγική Εταιρεία των Αγκουτί,ο μόνος που παραβρέθηκε και συμμετείχε στις ανομολόγη­ τες τελετές τους». (Τα μέλη της Εταιρείας των Αγκουτί έχουν συγκεντρωθεί για μια γιορτή Τσιμού. (Οι Τσιμού του αρχαίου Περού ήσαν ιδιαίτερα επιρρεπείς στη σοδομία και κάπου κάπου διοργάνωναν αιματηρές μάχες με ρόπαλα όπου τα θύματα στη διάρκεια ενός και μόνο απο­ γεύματος ανέρχονταν σε πολλές εκατοντάδες.) Τα παλικάρια, αλληλοεκτοξεύοντας κατάρες και πρόστυχα πειράγματα κι απειλώντας με τα ρόπαλα, προελαύνουν κατά ομάδες στο πεδίο της μάχης. Και το πανηγύρι αρχίζει.

Κ ;"

62 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Ευγενικέ μου αναγνώστη, η ασχήμια και η φρίκη του θεάματος εκείνου εξαντλητικά σοδομίζει κάθε περιγραφή. Ποιος να ’ναι ο άτολμος και φοβιτσιάρης, ο κατρουλής εκείνος, και ταυτόχρονα πα­ ράφορος και θηριώδης σαν πορφυρόκωλος μανδρίλος, που εναλ­ λάσσει τα ελεεινά και αποδοκιμαστέα αυτά φερσίματα σαν νούμερα επιθεώρησης; Ποιος να ’ναι αυτός που χέζει στα μούτρα έναν σω­ ριασμένο αντίπαλο που, καθώς ψυχορραγεί, καταπίνει το σκατό και ουρλιάζει από χαρά; Ποιος μπορεί να κρεμάει απ’ το λαιμό έναν αδύναμο παθητικό και σαν λυσσάρικο σκυλί να του ρουφάει το σπέρμα καθώς στάζει; Ευγενικέ μου αναγνώστη, με προθυμία περισ­ σή θα σε απήλλασσα απ’ αυτό, όμως η πένα μου τη βούλησή της σου επιβάλλει ωσάν τον Γέρο Ναυτικό. Ω, Κύριε των Δυνάμεων, τι σκη­ νή είν’ αυτή! Γλώσσα, άραγε, ή πένα μπορεί τα σκάνδαλα αυτά να ομολογήσει; Ένας αλήτης, ένα βρωμερό αποχτηνωμένο πλάσμα, χώ­ νει τα νύχια μες στο μάτι του αδερφικού του φίλου και χύνει έξω το βολβό. Κατόπιν του γαμάει μέσα απ’ την τρύπα τα μυαλά. «Στενό μυαλό ατροφικό, στεγνό σαν και το μουνί της γριάς». Και τότε γίνεται ροκενρολάς αληταράς. «Της σκρόφας το χύστρο το γαμώ— όπως όταν λέει το σταυρόλεξο τι τον έχω σαν έξω χύνει. Είναι και καλά πατέρας μου ή όχι ακόμα; Δεν μπορώ να σε πηδήξω, φίλε, μιας κι είναι να γίνεις πατέρας μου, στο κάτω κάτω καλύτερα να σου κόψω το λαρύγγι και να πηδήξω τη μάνα μου, θα ’ναι πιο τί­ μιο παρά να γαμήσω το γέρο μου ή vice versa mutatis mutandis ανά­ λογα με την περίπτωση, και να κόψω το λαρύγγι της μάνας μου, συγχωρεμένο να ’ναι το ευλαβές της χύστρο, αν και θα ’ταν ο πιο σίγουρος τρόπος να γλιτώσω απ’ το γλωσσοκοπάνημά της και να της φάω την περιουσία. Θέλω να πω άμα κάποιος στριμωχτεί κι έχει και τις αψιλίες του δεν ξέρει τι διάολο να κάνει, να στήσει κώλο στο “ με­ γάλο τον μπαμπάκα” ή ν ’ αφαλοκόψει τη γριά του. Δώσ’ μου δυο μουνιά και ατσαλένια λάρα και τράβα το βρωμοδάχτυλό σου από το ζαχαρένιο κώλο μου τι νομίζεις ρε πως είμαι καμιά γούρνα σερνικιά που της ’κάναν τα καπούλια μπλε μαρέν απ’ το πολύ το πισωπόρτι κι έφυγε κακήν κακώς από το Γιβραλτάρ; Κι αρσενικά και θηλυκά ευ­

ΓΥ Μ ΝΟ ΓΕ ΥΜΑ

·

63

νούχισε η αφεντιά του. Ποιος δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα φύλα; Ρε θα σου κόψω το λαρύγγι, λευκέ παλιοκαργιόλη. Παίξε με τα χαρτιά σου ανοιχτά όπως ο εγγονός μου και δώσε αγώνα αμφίρροπο με την αγέννητη μάνα σου. Η σύγχυσις εγάμησεν το αριστούργημά του. Κατά λάθος έκοψα το λαρύγγι του πορτιέρη, λάθος ταυτότητα, αλλά ' κι αυτός χοντρό μαλακιστήρι σαν το γέρο. Τι τα θες, μέσα στη α όλα τα κοκόρια κράζουν όμοια». _ Ας επιστρέψουμε λοιπόν με την άδειά σας στη γραμμή του πυρός. Ένα παλικάρι έχει προβεί σε διάτρηση του συντρόφου του, ενώ ένα άλλο παλικάρι όντως εκπορθεί την πλέον υπερήφανη μεριά του τρεμάμενου δωρεοδόχου εκείνης της ορθής ψωλής ώστε να προεκταθεί το επισκεπτόμενο μέλος για να βουλώσει το κενό που η φύσις αποστρέφεται κι ομού εκσπερματώνουν μέσα στη Μαύρη Λιμνοθά­ λασσα όπου ανυπόμονα πιράνχα αρπάζουν στα σαγόνια τους το μω­ ρό που ακόμα δεν έχει γεννηθεί και που— βάσει ορισμένων αδιαμ­ φισβήτητων πλέον στοιχείων— μάλλον ουδέποτε θα τα καταφέρει.) Ένας άλλος από εκείνους τους ενοχλητικούς που σου πρήζουν το συκώτι κυκλοφορεί με μια βαλίτσα γεμάτη τρόπαια και μετάλ­ λια, κύπελλα και κορδέλες: «Αυτό εδώ τώρα, το κέρδισα στο Δια­ γωνισμό του Πιο Ευφάνταστου Ερωτικού Αξεσουάρ που έγινε στη Γιοκοχάμα. (Βαστάτε τον, δεν κρατιέται ο τύπος.) Μου το έδωσε ο Αυτοκράτορας ο ίδιος με δάκρυα στα μάτια, κι όλοι οι επιλαχόντες κόψανε τα παπάρια τους με σπαθιά του χαρακίρι. Όσο γι’ αυτή την κορδέλα, την κέρδισα σ ’ ένα Διαγωνισμό Ξεπεσμού στη συνέλευση των Ανώνυμων Πρεζονιών στην Τεχεράνη». «Βαράω τη μορφίνη της γυναίκας μου που είναι τάβλα κάτω με μια πέτρα στο νεφρό όσο το Διαμάντι του Χόουπ. Της δίνω λοιπόν μισή Βαγκαμίνη και της λέω: “ Κοίτα, μην περιμένεις και πολλά... Και βγάλε επιτέλους το σκασμό γιατί θέλω να χαρώ το φαρμακάκι μου”». > «Έκλεψα ένα υπόθετο οπίου μέσ’ απ’ τον κώλο της γιαγιάς μου». Ο υποχονδριακός πιάνει με λάσο τον περαστικό και του φοράει ζουρλομανδύα κι αρχίζει να του λέει για το ρινικό του διάφραγμα

64 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

που έχει σαπίσει: «Όπου να ’ναι θα στάξει ένα απαίσιο απόκριμα πυώδες... περίμενε λίγο ακόμα και θα δεις». Κάνει ένα στριπτίζ για να δείξει τις ουλές των επεμβάσεων και οδηγεί επάνω τους τα διστακτικά δάχτυλα του θύματός του. «Πιάσε τούτη την έμπυο φλεγμονή στη βουβωνική μου χώρα όπου έχω τα λεμφοκοκκιώματα... Και τώρα θέλω από σένα να ψηλαφίσεις εσω­ τερικά τις αιμορροΐδες μου». (Η αναφορά είναι στο λεμφοκοκκίωμα, τον «κλιματικό βουβώ­ να». Ένα ιογενές αφροδίσιο νόσημα που ενδημεί στην Αιθιοπία. «Κάτι ξέρουν και μας λένε Αιθίοπες βρωμοεφαψίες», πετάει σαρκα­ στικά ένας Αιθίοψ μισθοφόρος καθώς παρά φύσιν ασελγεί επί του Φαραώ, φαρμακερός σαν τη βασιλική κόμπρα. Οι αρχαίοι αιγυπτια­ κοί πάπυροι συνεχώς αναφέρονταν στους βρωμοεφαψίες Αιθίοπες. Ξεκίνησε λοιπόν από την Αντίς Αμπέμπα όπως το Jersey Bounce, μιλάμε όμως για το σήμερα, για τον Ενιαίο Κόσμο. Τώρα πια ο κλιματικός βουβών κάνει τα οιδήματά του στη Σαγκάη και το Εσμεράλντας, τη Νέα Ορλεάνη και το Ελσίνκι, στο Σιάττλ και το Κεϊπτάουν. Όμως η νοσταλγία της πατρίδας κάνει την αρρώστια να δείξει τη σαφή προτίμησή της προς τους Νέγρους, κάνοντάς τη συγχρόνως την αγαπημένη καραμέλα των υποστηρικτών της υπε­ ροχής της λευκής φυλής. Λένε όμως ότι οι κακοί μάγοι των Μάου Μάου μαγειρεύουνε με τα βουντού τους μια μαλαφράντζα άλφα άλφα για τα λευκά ανθρωπάκια. Όχι πάντως πως οι της καυκάσιας φυλής είναι άνοσοι: πέντε Βρετανοί ναυτικοί κολλήσαν την αρρώ­ στια στη Ζανζιβάρη. Και στην Κομητεία Ψοφαράπας του Αρκάνσας («Τα Πιο Μαύρα Σκουπίδια κι οι Πιο Λευκοί Ανθρωποι στις Η.Π.Α.— Αράπη, Μη Σε Βρει η Νύχτα Εδωπέρα») ο Τοπικός Ανα­ κριτής χτυπιέται πρύμα πλώρα απ’ το βουβώνα. Οι βιγλάτορες απ’ την επιτροπή επαγρύπνησης της γειτονιάς, με ύφος απολογητι­ κό, του βάλανε φωτιά και τον κάψανε ζωντανό μέσα στους καμπινέδες των Δικαστηρίων με το που έγινε αντιληπτή η ενδιαφέρουσα περίπτωσίς του. «Για φαντάσου, ρε Κλεμ, να ’σαι γελάδα που τη χτύπησε αφθώδης». «Ή πουλάδα κακορίζικη που τηνε χτύπησε κό-

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ

·

65

ρυζα και πανούκλα». «Παιδιά, όχι τόσο κοντά στη φωτιά. Όπου να 'ναι θα σκάσουν τ’ άντερά του». Επιθεωρήσεις της τσουτσούς δείξανε πως η αρρώστια τον είχε τον τρόπο της να σουλατσάρει όπου γουστάρει, όχι σαν κάτι δύσμοιρους ιούς που είναι γραφτό τους ν’ αφήσουν άδοξα την τελευταία τους πνοή μέσα στο άντερο κάποιου τσιμπουριού ή ενός κουνουπιού της ζούγκλας, ή μέσα στο σάλιο ετοιμοθάνατου τσακαλιού που καθώς στάζει από το στόμα του γυαλίζει σαν ασήμι στης ερημιάς τη φεγγαράδα. Και μετά από μια αρχική εξέλκωση στο σημείο της μόλυνσης η ασθένεια περνά στους λεμφαδένες της βουβωνικής χώρας, που πρήζονται και τελι­ κά σκάνε και πυορροούν, για μέρες, μήνες, χρόνια βγάζουν το πύο τους. ένα απέκκριμα κολλώδες και ινώδες με ίχνη αίματος και σά­ πια λέμφο. Συνήθης επιπλοκή είναι η ελεφαντίαση των γεννητικών υργάνο)ν, ενώ έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις γάγγραινας όπου , ενδείκνυτο μεν ο ακρωτηριασμός in medio του ασθενούς από τη μέ■ση και κάτω αλλά μάλλον δεν άξιζε τον κόπο. Οι γυναίκες συχνά παρουσιάζουν δευτεροπαθείς μολύνσεις του πρωκτού. Άρρενες που ενδίδουν στην παθητική συνουσία με συντρόφους που κουβαλάνε την αρρώστια, στην αρχή δειλά κι αναποφάσιστα για να γίνουν κα­ τόπι τα κωλομέρια τους μπλαβιά σαν του μπαμπουίνου, ίσως κι αυ­ τοί να συντηρούν κάποιο μικρούλη ξένο. Την αρχική πρωκτίτιδα με την αναπόφευκτη πυόρροιά της— που μέσα στο όλο μπέρδεμα μπορεί και να περάσουν απαρατήρητες— διαδέχεται στένωσις του ορθού που απαιτεί παρείσδυση ενός εκπυρηνωτή μήλων ή του αντίί στοίχου χειρουργικού εργαλείου, ώστε να μην καταντήσει ο δύστυ­ χος ο ασθενής να πέρδεται και να χέζει μέσα από τα δόντια του δη­ μιουργώντας του έτσι επίμονες καταστάσεις στοματικής δυσοσμίας αλλά και αντιδημοτικότητας σε όλα τα φύλα, τις ηλικίες και τις κα­ τασκευές του homo sapiens. Φανταστείτε ότι ως και τον τυφλό κο­ πρίτη τον παράτησε, ποιος; το μπανιστηρόσκυλό του, ένα εκπαι­ δευμένο λυκόσκυλο με καρδιά μπάτσου. Μέχρι σχετικά πρόσφατα δεν υπήρχε ικανοποιητική θεραπεία. «Η θεραπεία είναι συμπτωματική»— που στη γλώσσα του σιναφιού τους σημαίνει πως δεν

66 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

υπάρχει καμία. Τώρα πλέον πολλές περιπτώσεις ανταποκρίνονται θετικά σε εντατική αγωγή με χρυσομυκίνη, γεωμυκίνη και κά­ ποιους από τους νέους μύκητες. Παρ’ όλα αυτά ορισμένο ποσοστό λίαν αξιόλογο ανθίσταται με πείσμα σαν τους γορίλες των ορέων... Μόλις λοιπόν, αγορίνες μου, αντιληφθείτε αυτούς τους πιασάρικους ρυθμούς ανέμελα να παίζουν στην ψωλή και τα βαρίδια σας και να εξακοντίζονται προς το κωλαράκι σας σαν αόρατη οργονική γαλάζια φλόγα ασετυλίνης, τότε, όπως είπε κι ο I. Μπ. Γουότσον, Σκεφθείτε. Κόφτε το λαχανητό κι αρχίστε το ψηλαφητό... και αν ψηλαφίσετε κάνα πρησμένο λεμφαδένα τραβηχτείτε, αφήστε να σας πέσει και με ψυχρή έρρινη φωνή πείτε του: «Νομίζεις πως έχω όρεξη να κολλήσω τη φριχτή σου βρωμοπάθηση; Αν το νομίζεις, κάνεις πολύ μεγάλο λάθος».) Νεανίες τσόγλανοι ροκενρολάδες ξεχύνονται στις λεωφόρους των εθνών. Ορμάνε μες στο Λούβρο και πετάνε βιτριόλι στο μού­ τρο της Μόνα Λίζα. Ανοίγουν τις πόρτες των ζωολογικών κήπων, των τρελάδικων, των φυλακών, σπάνε με κομπρεσέρ τους κεντρι­ κούς αγωγούς της ύδρευσης, τσακίζουν τα δάπεδα κάτω από τουα­ λέτες αεροπλάνων, πυροβολούν τους φάρους, λιμάρουν τα συρμα­ τόσχοινα των ασανσέρ αφήνοντας ένα δυο συρματάκια μόνο, διοχετεύουν τους αγωγούς λυμάτων στο δίκτυο του πόσιμου νερού, ρίχνουν σκυλόψαρα και δηλητηριώδη σελάχια, χέλια ηλεκτρικά και καντιρού μέσα σε πισίνες (το καντιρού είναι ένα μικρό ψαράκι σαν χέλι ή σκουλήκι κάπου μισό πόντο φάρδος και πέντε πόντους μήκος που τη βγάζει σε συγκεκριμένα κακόφημα ποτάμια της Ευρύτερης Λεκάνης του Αμαζονίου, θα χωθεί σαν βέλος μέσα στο ψωλάκι σας ή μες στη σούφρα σας, ή σε γυναίκας το μουνί faute de mieux, και θα μείνει γαντζωμένο εκεί με κάτι μυτερά αγκάθια άγνωστο με ποία κίνητρα ακριβώς αφού κανείς δεν είχε την τόλμη να βγει να μελετή­ σει το βιολογικό κύκλο του καντιρού in situ), ντυμένοι με κουστού­ μια ναυτικά πάνε και ρίχνουν το Queen Mary σε πρόσω ολοταχώς πάνω στην προβλήτα του λιμανιού της Νέας Υόρκης, σαμποτάρουν αεροπλάνα και λεωφορεία, ορμάνε στα νοσοκομεία με άσπρες

Γ ΥΜ ΝΟ Γ ΕΥ ΜΑ ·

67

|ΐπλούζες κραδαίνοντας πριόνια, τσεκούρια και νυστέρια μήκους ενός μέτρου· πετάνε τους παραλυτικούς από τους σιδηροπνεύμονες (μιμούνται τους σπασμούς της ασφυξίας τους καθώς κωλοχτυπιούνται κάτω στο πάτωμα και με τα μάτια γυρισμένα ανάποδα στις κόγχες), χορηγούν ενέσεις με τρόμπες ποδηλάτων, αποσυνδέουν μονάδες τεχνητού νεφρού, πριονίζουν μια γυναίκα στα δύο με χει­ ρουργικό πριόνι των δυο ατόμων, οδηγούν κοπάδια γουρουνιών που γρούζουν ασταμάτητα μέσα στην Μπόρσα, χέζουν στα πατώ­ ματα των Ηνωμένων Εθνών και κωλοσφουγγίζονται με χάρτες συν­ θηκών, συμφωνιών, συμμαχιών. Με αεροπλάνα, αυτοκίνητα, άλογα, καμήλες, ελέφαντες, τρα­ κτέρ, ποδήλατα κι οδοστρωτήρες, με τα πόδια, με σκι, πάνω σε έλ­ κηθρα, με πατερίτσες ή με πόγκο οι τουρίστες κατακλύζουν τα σύ­ νορα, απαιτώντας με αγέρωχο ύφος εξουσίας να τους δοθεί άσυλο για να γλιτώσουν από τις «ακατονόμαστες συνθήκες που επικρα­ τούν στη Φρηλανδία», το Εμπορικό Επιμελητήριο του κάκου να πασχίζει να ανακόψει τη ροή της πλημμυρίδας ανακοινώνοντας: «Παρακαλούμε όπως διατηρήσετε την ψυχραιμία σας. Δεν είναι παρά ολίγοι σαλεμένοι που από το τρελάδικο έχουν καταφέρει να το σκάσουν».

Χ Ο Σ Ε Λ ΙΤ Ο Κι ο Χοσελίτο που έγραφε κακή ποίηση με έντονο το στοιχείο ιης ταξικής συνείδησης άρχισε να βήχει. Ο Γερμανός γιατρός έκανε I '■ μια σύντομη εξέταση, επιθέτοντας τα λεπτά, ντελικάτα δάχτυλά του στα πλευρά του Χοσελίτο. Ο γιατρός ήταν επίσης βιολονίστας της φιλαρμονικής, μαθηματικός, μετρ του σκακιού καθώς και Διδάκτωρ του Διεθνούς Δικαίου με άδεια να ασκεί το επάγγελμα στους καμπινέδες της Χάγης. Ο γιατρός τίναξε σαν μαστίγιο το σκληρό, οπεροπτικό του βλέμμα κι αυτό διέτρεξε το μελαψό θώρακα του

68 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

Χοσελίτο. Κοίταξε τον Καρλ και χαμογέλασε— ένα χαμόγελο μορφωμένου προς κάποιον όμοιό του — κι ανασήκωσε το φρύδι του, λέγοντας χωρίς να αρθρώσει λέξη: «Αλζό, χάριν του ανόητου χωριάτη από δω θα πρέπει να αποφύ­ γουμε την επίμαχη λέξη δε νομίζεις; Αλλιώς θα τα κάνει πάνω του από το φόβο. Επίσης τα Κωχ και φτύνω είναι αμφότερα πολύ δυσά­ ρεστες λέξεις νομίζω;» Κι έπειτα με δυνατή φωνή: «Είναι κάποιο κατάρρο ντε λος πουλμόνες». Α π’ έξω στη στενή στοά με τις καμάρες ο Καρλ μίλησε στον γιατρό ενώ η βροχή έπεφτε στις νερολακκούβες και του πιτσιλούσε τα μπατζάκια, αναλογιζόμένος σε πόσους ανθρώπους το ’χει πει, αλλά και τα σκαλιά, τις βεράντες, τις πελούζες, τα ιδιωτικά δρομά­ κια, τους διαδρόμους και τους δρόμους του κόσμου όλου όπου στά­ θηκαν τα μάτια του γιατρού... κακοαερισμένεςγερμανικές επαρ­ χιώτικες κόγχες, συρτάρια με πεταλούδες που φθάνουν ως το ταβάνι, βαριά δυσοίωνη και σιωπηλή οσμή ουραιμίας που γλιστρά κάτω από την πόρτα, γρασίδια σε προάστια υπό τον ήχο του κατα­ βρεχτήρα, σε ήσυχη βραδιά μέσα στη ζούγκλα κάτω από το σιωπη­ λό φτεροκόπημα του Κώνωπος του ανωφελούς. (Σημείωση: Δεν εί­ ναι σχήμα λόγου. Τα κουνούπια του γένους Ανωφελής είναι αθόρυβα στο πέταγμά τους.) Μικρή διακριτική ιδιωτική κλινική στο Κένσινγκτον: παχιά χαλιά παντού, καρέκλα με όρθια πλάτη και μπροκάρ κάλυμμα, ένα φλιτζάνι τσάι, το μοντέρνο σουηδικό λίβινγκ ρουμ με νεροζούμπουλα σε κίτρινη λεκάνη— απ’ έξω ο ουρανός του Βορρά σε μπλε της Κίνας με σύννεφα που τρέχουν, κακή ακουαρέλα από το χέρι φοιτητή ιατρικής που ψυχορραγεί «Ένα σναπς καλύτερα φράου Ούντερσνιττ». Ο γιατρός μιλούσε στο τηλέφωνο έχοντας μπροστά του μια σκακιέρα. «Φοβούμαι πως η βλάβη είναι αρκετά σοβαρή... βέβαια χωρίς να τον έχω δει στο φθοροσκόπιο». Πιάνει το άλογο και μετά από σκέψη το ξαναβάζει στη θέση του. «Ν αι... Και οι δύο πνεύμο­ νες. .. χωρίς αμφιβολία». Βάζει το ακουστικό στη θέση του και γυρ­

Γ ΥΜ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

69

νάει προς τον Καρλ. «Έχω προσέξει πόσο γρήγορα επουλώνονται οι πληγές σε αυτούς τους ανθρώπους, είναι απίστευτο, και μάλιστα με ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό επιμολύνσεων. Πάντα εδώ στους εύμονες... πνευμονία και, φυσικά, ο Γερο-Πιστός». Ο γιατρός τώνει το πουλί του Καρλ, που πηδάει στον αέρα χαχανίζοντας χοντροκομμένα σαν χωριάτης. Το ευρωπαϊκό του χαμόγελο παρα­ βλέπει τη σκανταλιά ενός μικρού παιδιού ή ζώου. Συνεχίζει ήρεμα κι ωραία χρησιμοποιώντας τα παραδόξως χωρίς ίχνος προφοράς αγγλικά του· τόσο αλλόκοτο, λες και δεν ταιριάζουν στο κορμί του. «Ο Γερο-Πιστός μας Βάκιλος του Κωχ». Ο γιατρός χτυπάει τα τα­ κούνια του σε στάση προσοχής και σκύβει το κεφάλι. «Ειδάλλως Οα πολλαπλασίαζαν τις ηλίθιες χωριατοκωλάρες τους και θα φτάναν ως τη θάλασσα, δε νομίζεις;» Τσιρίζει, και χώνει τη φάτσα του στο πρόσωπο του Καρλ. Ο Καρλ τραβιέται στο πλάι έχοντας πίσω του την γκρίζα κουρτίνα της βροχής. «Δεν υπάρχει κάνα μέρος για να γίνει καλά;» «Νομίζω πως υπάρχει κάτι σαν σανατόριο», ξεστομίζει αρρτα τη λέξη με τόνο διφορούμενης χυδαιότητας, «πάνω στην τεύουσα της Περιφέρειας. Θα σου γράψω τη διεύθυνση». (Χη μικοθεραπεία;» Η φωνή του βγαίνει άτονη και βαριά μέσα στην υγρασία της ατμόσφαιρας. > «Ποιος ξέρει. Είν’ όλοι τους ηλίθιοι χωριάτες, κι οι χειρότεροι υπ' όλους τους χωριάτες είναι εκείνοι που θεωρούνται μορφωμέ­ νοι. Σ ’ αυτούς τους ανθρώπους θα πρέπει όχι μόνο να τους απαγο­ ρεύουν να μαθαίνουν να διαβάζουν, αλλά και να μαθαίνουν να μι> μένο μες στην πουκαμίσα. (Το σταχτί καφέ είναι ένα χρώμα σαν Bra το γκρίζο όταν βρίσκεται κάτω από μελαψό δέρμα. Καμιά φορά το συναντάμε σε επιμειξίες Νέγρων και λευκών, το μείγμα δεν έδεσε ποστά και τα χρώματα έμειναν διαχωρισμένα σαν τη λαδιά πάνω στο νερό...) Ο Φύλακας αγαπά το φίνο ντύσιμο, μιας και δεν έχει τι να κάνει και φυλάει όλο το μισθό του για να ψωνίσει όμορφα κι ακριβά ρού­ χα και τ’ αλλάζει τρεις φορές τη μέρα στέκοντας μπροστά σε έναν τεράστιο μεγεθυντικό καθρέφτη. Έχει λατινικό ομορφοσμιλεμένο πρόσωπο με μουστάκι μολυβιά, μικρά κατάμαυρα μάτια, άπληστα και κενά, μάτια εντόμου που δεν ονειρεύονται ποτέ. Μόλις φτάνω στα σύνορα ο Φύλακας πετάγεται έξω απ’ την κασίτα του φορώντας κολάρο τον καθρέφτη με την ξύλινη κορνίζα. IΙροσπαθεί να βγάλει απ’ το λαιμό του τον καθρέφτη... Κάτι τέτοιο (Sj:v έχει ξανασυμβεί, να εμφανιστεί κάποιος στα σύνορα. Ο Φύλακας έχει τραυματίσει το λάρυγγά του βγάζοντας την κορνίζα του καθρέ­ φτη ... Έχει χάσει τη φωνή του... Ανοίγει το στόμα του, βλέπεις τη γλώσσα να πηδάει πάνω κάτω. Το κενό και ομορφούλικο νεανικό πρόσωπο μ’ εκείνο το στόμα που χάσκει ανοιχτό δείχνοντας μια γλώσσα που στριφογυρίζει μέσα του φτιάχνουν μια εικόνα απίστευτα

82 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ Π Α Ρ ΟΟ Υ Ζ

φριχτή. Ο Φύλακας σηκώνει το χέρι του. Σπαστικά τινάγματα ολοφά­ νερης άρνησης διατρέχουν το κορμί του. Πάω και βγάζω την αλυσίδα που κλείνει το δρόμο. Πέφτει κάτω και κουδουνίζουν μέταλλα στις πέτρες. Περνώ τη γραμμή των συνόρων. Ο Φύλακας στέκει ακούνητος μέσα στο πούσι και με κοιτά που απομακρύνομαι. Κατόπιν ξανα­ βάζει προσεχτικά την αλυσίδα, μπαίνει στην κασίτα του κι αρχίζει να βγάζει τις παραπανίσιες τρίχες απ’ το μουστάκι του. Φέραν κάτι που το είπαν γεύμα... Ένα σφιχτό αυγό βγάζοντας το τσόφλι αποκαλύπτει ένα πράγμα που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί... Ένα πολύ μικρό αυγό καφεκίτρινο... Ίσως να το γέννησε ορνιθόρυγχος. Το πορτοκάλι είχε μέσα του ένα τεράστιο σκουλήκι κι ελάχιστα από κάτι άλλο... Μάλλον κατάφερε και μπήκε πρώτο πρώτο μαζί μ’ όλο του το ξύγκι... Στην Αίγυπτο είναι ένα σκουλήκι χώνεται μες στα νεφρά σου και μεγαλώνει μέχρι που γίνεται τερά­ στιο. Στο τέλος το νεφρό καταντάει ένα λεπτό τσόφλι γύρω απ’ το σκουλήκι. Οι ατρόμητοι καλοφαγάδες θεωρούν τη σάρκα του Σκουληκιού ανώτερη κάθε άλλης νοστιμιάς. Λέγεται πως η νοστι­ μάδα του ξεπερνάει κάθε περιγραφή... Ένας ιατροδικαστής της Διαζώνης γνωστός με τ’ όνομα Αχμέτ ο Νεκροψίας έκανε περιου­ σία ολόκληρη διακινώντας Το Σκουλήκι. Απέναντι απ’ το παράθυρό μου είναι η Γαλλική Σχολή και μπα­ νίζω τ’ αγοράκια με τα κιάλια και τους οχτάρηδες φακούς τους... Τόσο κοντά που θα μπορούσα ν ’ απλώσω το χέρι και να τ’ αγγί­ ξω ... Φοράνε σορτσάκια... Βλέπω τις γάμπες τους πώς έχουν αγριέψει με την ψύχρα του Ανοιξιάτικου πρωινού... Εξακοντίζω τον εαυτό μου μέσα από τα κιάλια στην αντίπερα μεριά του δρό­ μου, φάντασμα μες στις ηλιαχτίδες του πρωινού, σπαραγμένο απ’ τον εξαϋλωμένο πόθο. Έτυχε να σας πω για τη φορά που δώσαμε εγώ κι ο Μαρβ εξή­ ντα σεντς σε δύο Αραβόπουλα για να τα δούμε να πηδιούνται; Και τον ρωτάω τον Μαρβ: «Λες να το κάνουν;» Κι εκείνος απαντάει, «Έτσι νομίζω. Αφού πεινάνε».

_ _

Γ Υ Μ Ν Ο

Γ Ε Υ Μ Α

·

83

, · . . f «Έτσι ακριβώς μ’ αρέσει να τους βλέπω», του λέω εγώ. Με κάνει να νιώθω σαν πορνόγερος, αλλά «Σον κόσας ντε λα βίδα», όπως είπε κι ο Σομπέρμπα ντε λα Φλορ όταν του κάνανε οι μπάτσοι παρατήρηση επειδή έριξε κάτι σφαίρες παραπάνω σ ’ εκεί­ νη την κουφάλα και μετά κουβάλησε το πτώμα στο Μπαρ Ο Μοτέλ και του γάμησε τα πέταλα... «Δε φτάνει που μου ’βγάλε την πίστη μέχρι να την καθαρίσω», ι.ίπε ... «Έχω και σας να μου κολλάτε». (Ο Σομπέρμπα ντε λα Φλορ ήταν ένας Μεξικάνος εγκληματίας που είχε καταδικαστεί για μια σειρά από μάλλον αναίτιους φόνους.) Κ ■

Οι τουαλέτες είναι κλειδωμένες τρεις ώρες με το ρολόι... Νομίι ί uο πως το ’χουν κάνει χειρουργείο εκεί μέσα... Κ ’ Ν ο ς ο κ ο μ α : «Γιατρέ, δε βρίσκω το σφυγμό της». Δ ρ Μ π ε ν γ ο υ ε ϋ : «Μπορεί να τον κρύβει μες στο πράμα της μέσα σε καμιά καπότα». Ν ο ς ο κ ο μ α : « Η αδρεναλίνη, γ ια τρέ;»

Δρ Μ π ε ν γ ο υ ε ϋ : «Μην ψάχνεις, τη σούταρε για χαβαλέ τη νύ­ χτα ο επιστάτης». Κοιτάζει γύρω του και πιάνει ένα ξεβουλωτήρι, cκείνες τις λαστιχένιες βεντούζες με την ξύλινη λαβή που έχουν για Γτις λεκάνες... Κινείται προς τον ασθενή... «Κάντε μια τομή, Δόκτωρ Λιμπφ», λέει στον έντρομο βοηθό του... «Εγώ θα κάνω μα­ λάξεις στην καρδιά». Ο Δρ Λιμπφ σηκώνει αδιάφορα τους ώμους και ξεκινάει την το­ μή. Ο Δρ Μπένγουεϋ ξεπλένει τη βεντούζα κουνώντας τη δυο τρεις φορές μες στο νερό της λεκάνης... Ν ο ς ο κ ο μ α : «Γιατρέ, δε θα ’πρεπε να την αποστειρώσουμε πρώτα;» Δρ Μ π ε ν γ ο υ ε ϋ : «Πολύ πιθανόν αλλά δεν έχουμε χρόνο». Κάθεται πάνω στο ξεβουλωτήρι σαν να ήταν μπαστούνι-κάθισμα και παρατηρεί τον βοηθό του που κάνει την τομή... «Αχ εσείς οι ψωροφαντασμένοι νέοι, ούτε ένα τοσοδά λιπωματάκι δεν είστε σε θέση V’ αφαιρέσετε χωρίς ηλεκτρικό νυστέρι ηχοδονήσεων με αυτόματη

84 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

αποστράγγιση και γάζωμα τομής... Σε λίγο θα κάνουμε επεμβάσεις με τηλεχειρισμό σε ασθενείς που ποτέ δε θ’ αντικρίζουμε... Πατωκουμπάκηδες θα καταντήσουμε. Χάνεται πια η τέχνη των χεριών μας... Η τεχνογνωσία κι ο αυτοσχεδιασμός... Σας έχω πει για τη φο­ ρά που αναγκάστηκα να κάνω σκωληκοειδεκτομία με σκουριασμένο σαρδελοκούτι; Μια άλλη φορά πάλι, βρέθηκα χωρίς ούτ’ ένα εργα­ λείο κι όμως κατάφερα να αφαιρέσω ενδομήτριο όγκο, με τα δόντια. Αυτό είχε γίνει στο Ανω Εφφέντι, κι εκτός αυτού...» Δ ρ Λ ι μ π φ : «Η τομή είναι έτοιμη, γιατρέ». Ο Δρ Μπένγουεϋ χώνει τη βεντούζα μέσα στην τομή και την ανεβοκατεβάζει με δύναμη. Το αίμα τινάζεται με φόρα, πιτσιλίζο­ ντας γιατρούς και νοσοκόμα αλλά και τον τοίχο... Ένας απαίσιος, ρουφηχτός ήχος ακούγεται από τη βεντούζα. Ν ο σ ο κ ό μ α : «Νομίζω πως τη χάσα με, γιατρέ».

Δρ Μ π ε ν γ ο υ ε ϋ : «Ε, τι να κάνουμε, στην ημερήσια διάταξη είναι κι αυτά». Πηγαίνει στην απέναντι μεριά του δωματίου όπου βρίσκεται το ντουλάπι με τα φάρμακα... «Ποιος πούστης τοξικομα­ νής έχει κόψει την κοκαΐνα μου με Χάρπικ; Αδελφή! Στείλε αμέσως το μικρό να εκτελέσει αυτήν εδώ τη συνταγή. Και να τσακιστεί να τη φέρει τρέχοντας!» Ο Δρ Μπένγουεϋ χειρουργεί σε αμφιθέατρο γεμάτο φοιτητές: «Αυτήν εδώ την εγχείρηση, παιδιά, δεν θα τη δείτε να γίνεται συ­ χνά, και υπάρχει λόγος... Βλέπετε, δεν έχει την παραμικρή ιατρική αξία. Κανείς δεν ξέρει ποιος ήταν ο αρχικός σκοπός μιας τέτοιας επέμβασης ή αν σε τελική ανάλυση υπήρχε πράγματι κάποιος σκο­ πός. Προσωπικά πιστεύω πως επρόκειτο εξ υπαρχής για μια .καλλι­ τεχνική δημιουργία. »Όπως ακριβώς ο ταυρομάχος που με την επιδεξιότητά του και τις γνώσεις του καταφέρνει να απαλλάξει τον εαυτό του από τους κινδύνους που μόνος του δημιούργησε, έτσι και ο χειρουργός με την εγχείρηση αυτή σκόπιμα θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του ασθενούς του, κι αμέσως μετά, με απίστευτη ταχύτητα και σβελτοσύνη, τον σώζει από το θάνατο στο τελευταίο δέκατο του δευτερολέπτου...

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ ·

85

ϋτυχε ποτέ κανείς σας να δει τον Δόκτορα Τετρατσίνι να δίνει πα­ ράσταση; Κι εσκεμμένα χρησιμοποιώ τον όρο παράσταση διότι οι Γ.πεμβάσεις του ήταν ένα ρεσιτάλ δεξιοτεχνίας. Ξεκινούσε καρφώ­ νοντας το νυστέρι στον ασθενή πετώντας το από την άλλη άκρη του χειρουργείου, κι ύστερα ορμούσε, με χάρη όμως μπαλαρίνας. Η τα­ χύτητά του ήταν κάτι το απίστευτο: “Δεν τους δίνω το χρόνο να πεΟάνουν”, συνήθιζε να λέει. Οι κακοήθεις όγκοι τον εξαγρίωναν μέχρις αηδίας. “Μαλακισμένα κύτταρα! Δεν έχετε μάθει τι σημαίνει πειθαρχία!” φώναζε με λύσσα κι εφορμούσε κατά πάνω στον όγκο σαν κάποιος ξιφομάχος». Ένας νεαρός πηδάει από τα έδρανα στο χώρο της επέμβασης και, τραβώντας ξαφνικά ένα νυστέρι, κινείται προς τον ασθενή. Δρ Μ π ε ν γ ο υ ε ϋ : «Ένας εσποντάνεο! Πιάστε τον προτού μου ξεκοιλιάσει τον ασθενή!» (Το εσποντάνεο είναι όρος της ταυρομαχίας και δηλώνει τον θεατή εκείνο που, πηδώντας μες στην αρένα, βγάζει την μπέρτα που είχε κρυμμένη και δοκιμάζει για λίγο την τύχη του με τον ταύρο μέ­ χρι να τον αρπάξουν και να τον σύρουν έξω από την αρένα.) Οι βοηθοί νοσοκόμοι πιάνονται στα χέρια με τον εσποντάνεο, ο I V i }■ οποίος τελικά αποβάλλεται από την αίθουσα. Μέσα στον πανικό ο ι/,ναισθησιολόγος βρίσκει την ευκαιρία να χώσει το χέρι του και με τα ζόρια ν’ αποσπάσει ένα μεγάλο χρυσό σφράγισμα από το στόμα too ασθενή... Περνάω έξω από το δωμάτιο ίο απ’ όπου χθες με είχαν βγάλει... Υ πόθεση τοκετού υποψιάζομαι... Πάπιες τίγκα στο αίμα, τα χαρτό­ νι φβακα κι άλλες ακατονόμαστες ουσίες θηλυκής προέλευσης, αρκε­ τές για να μολύνουν ολόκληρη ήπειρο ... Αν κάποιος έρθει να με επιοκεφτεί στο παλιό μου δωμάτιο θα νομίσει ότι έφερα στον κόσμο Κ’άποιο τέρας που το Στέιτ Ντιπάρτμεντ προσπαθεί να αποσιωπήσει... Μουσική από το Εγώ είμαι Αμερικανός... Ένας ηλικιωμένος κύ­ ριος με παντελόνι ριγωτό και φράκο διπλωμάτη στέκεται σε μια βξεόρα τυλιγμένος με την αμερικάνικη σημαία. Ένας ξεπεσμένος ιενόρος, ντυμένος Ντάνιελ Μπουν έτοιμος να ξεχειλίσει απ’ τους

86 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

κορσέδες, τραγουδάει Το Λάβαρο, το Αστρο στολισμένο, συνοδεία μεγάλης ορχήστρας. Τραγουδάει με ένα ελαφρύ ψεύδισμα... Ο Δ ι π λ ω μ ά τ η ς (διαβάζοντας από μια ατέλειωτη σερπαντίνα τηλετύπου που όλο και μακραίνει και μπλέκει γύρω από τα πόδια του): «Και κατηγορηματικώς αρνούμεθα ότι οιοσδήποτε άρρην πο­ λίτης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής...» Τ ε ν ο ρ ο ς : «Ω, πεθ μου μπορείθ άραγε να δειιιιιθθ...» Η φωνή του σπάει και φεύγει απότομα σ’ ένα ψηλό φαλτσέτο. Στο θάλαμο ελέγχου ο Τεχνικός φτιάχνει μια σόδα και ρεύεται μες στην απαλάμη του: «Πού διάολο το πέτυχαν τέτοιο νούμερο;» μουρμουράει ξινισμένα. «Μάικ! χρρρουφ», η κραυγή του τελειώνει μες στο ρέψιμο. «Κόφ’ την αυτή την κουνιστή πορδή αμέσως, και πες της πως απολύεται. Στείλ’ την από κει που ’ρθε χωρίς δεύτερη κουβέντα... Βάλε εκείνη την εγχειρισμένη γκουνιότα τη σωματαρού στη θέση του... Αυτή τουλάχιστον έχει λαρύγγι που δουλεύει ασταμάτητα. Τενόρος με τα όλα της! ... Κουστούμι; Πού διάολο θες να ξέρω; Για ποιον με πέρασες; Για καμιά συκιά κοπτοραπτού, σαν εκείνες του βεστιάριου; Τι έκανε λέει; Τους μαντρώσανε μέσα στο ενδυματολογικό και τους κάνουν έλεγχο φρονημάτων; Και τι θες να κάνω; Δεν είμαι κάνα χταπόδι. Δυο χέρια έχω! Τέλος πάντων ... Τι λες για ένα ινδιάνικο νουμεράκι; Μια Ποκαχόντας, έναν Χαϊαγουάθ α ;... Μπα, μάλλον δεν πάει. Μπορεί να βγει κάνας πατριώτης και να πετάξει την εξυπνάδα ότι ξαναδίνουμε τη χώρα στους Ινδιά­ νους... Στολή Εμφυλίου, με σακάκι Βορείων και παντελόνι Νοτί­ ων, να δείχνει ότι τα ξαναβρήκαν; Να βγει μήπως η δίκιά σου σαν Μπούφφαλο Μπιλλ, ή Πωλ Ριβίερ, να γλιτώσουμε κι απ’ τη μουνή του τύπου, εε, την επιμονή του ήθελα να πω, φανταράκι ίσως, ή πεζικάριος του Πρώτου Παγκοσμίου, σαν τον Αγνωστο Στρατιώτη βρε αδερφέ... Όχι, όχι, το βρήκα... Θα την κουκουλώσουμε μ’ ένα ολόκληρο μνημείο, κι έτσι δεν πρόκειται να τη δει κανένας...» Η Λεσβία, κρυμμένη μέσα σε μια Αψίδα του Θριάμβου από pa­ pier mache, φουσκώνει τα τεράστια πλεμόνια της κι αμολάει ένα φοβερό ξεφωνητό.

Γ ΥΜ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

87

«Ω, πες μου κυματίζει ακόμα το Λάβαρο εκείνο, το Αστροστολισμένο...» Μια τεράστια ρωγμή δημιουργείται από πάνω ως κάτω στην Αψίδα του Θριάμβου. Ο Διπλωμάτης φέρνει το χέρι του στο κούτε­ λό του... Ο Δ ι π λ ω μ ά τ η ς : «Ότι οιοσδήποτε άρρην πολίτης των Ηνωμέ­ νων Πολιτειών έχει φέρει εις τον κόσμον, εις την Διαζώνην ή οπου­ δήποτε αλλού...» «ΣτηςΛ ΕΥΤΕ ΡΙΑ Α Α Α Α Α Α Α Στον τόπο...» Το στόμα του Διπλωμάτη συνεχίζει να κουνιέται, όμως κανείς δεν μπορεί να τον ακούσει. Ο Τεχνικός βουλώνει με τα χέρια τα αυτιά του: «Για τ’ όνομα της Παναγίας!» ουρλιάζει. Η βάση της μασέλας του αρ­ χίζει να ταλαντώνεται σαν έλασμα «εβραϊκής άρπας», και ξαφνικά του φεύγει όλη η μασέλα από το στόμα... Κάνει να την πιάσει νευρια­ σμένος, δεν τα καταφέρνει και κρύβει το στόμα του με το ’να χέρι. Η Αψίς του Θριάμβου σωριάζεται με πάταγο, γίνεται κομμάτια, φανερώνει τη Λεσβία που στέκει σ ’ ένα βάθρο φορώντας μονάχα ένα λεοπαρδαλέ σπασουάρ με τεράστιο αρχιδοντορβά διπλής ενί­ σχυσης. .. Στέκεται και χαμογελάει ηλίθια φουσκώνοντας τα υπερ­ μεγέθη ποντίκια της... Ο Τεχνικός σέρνεται στο πάτωμα του θάλαμου ελέγχου ψάχνοντας για την οδοντοστοιχία του ενώ ξεστομίζει ακατάληπτες διαταγές: «Θεθθ ήχουθθ υπερήχουθθ!! Πωθ ήθθαν κχχόμα κει!» Ο Δ ι π λ ω μ ά τ η ς (σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το φρύδι του): «Ον οιουδήποτε τύπου ή μορφής...» «Και στων γενναίων την πατρίδα». Η όψη του διπλωμάτη έχει χάσει το χρώμα της. Παραπατάει, μπερδουκλώνεται στην κορδέλα, τσακίζεται πάνω στα κάγκελα, τρέχουν τα αίματα απ’ τα μάτια, τη μύτη και το στόμα του, πεθαίνει εγκεφαλική αιμορραγία. Ο Δ ι π λ ω μ ά τ η ς (ίσα που ακούγεται): «Το Υπουργείο αρνείrai... αντιαμερικανικό ... Κατεστράφη ... Θέλω να πω ότι ποτέ Λεν ... Κατηγορ...» Πεθαίνει για τα καλά.

88 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

Στο Θάλαμο Ελέγχου οι πίνακες οργάνων τινάζονται στον αέ­ ρα. .. τεράστια βολταϊκά τόξα δημιουργούνται απ’ άκρη σ ’ άκρη στο δωμάτιο σπιθίζοντας και σφυρίζοντας σαν ηλεκτρικές οχιές... Ο Τε­ χνικός, ολόγυμνος, με το κορμί καρβουνιασμένο από τις φλόγες, πα­ ραπαίει ωσάν φιγούρα απ’ το Λυκόφως των Θεών, στριγκλίζοντας: «Υμπμπερήχουθθ!! Ήθθαν κχχόμα κει!!!» Μια τελευταία έκρηξη μετατρέπει μια και καλή τον Τεχνικό σε στάχτες και αποκαΐδια. Φανέρωνε μες στα σκοτάδια πως η σημαία μας ήταν ακόμα κει... Σημειώσεις Κολλήματος. Χτυπάω Eukodol κάθε δυο ώρες. Έχω φωλιά που μέσα της χώνω τη βελόνα και βρίσκει κατευθεία φλέβα, μένει συνέχεια ανοιχτή σαν κόκκινο, κακοφορμισμένο στόμα, πρη­ σμένο και πρόστυχο, μαζεύει αργά πύο και μια σταγόνα αίμα μετά το φιξάκι... To Eukodol είναι μια χημική παραλλαγή της κωδεΐνης— διυδρο-οξυ-κωδεΐνη. Το πράμα αυτό ακούγεται πιο πολύ σαν Κάππα παρά σαν Μ ... Αμα χτυπάς Κόκα στη φλέβα μια γλύκα καθαρή τινάζεται προς το κεφάλι... Δέκα λεπτά μετά θες κι άλλο φιξάκι... Η γλύκα της μορ­ φίνης βρίσκεται στα σπλάχνα, στην. κοιλιά... Μετά την ένεση στή­ νεις αυτί κι ακούς τον εαυτό σου... Όμως η Κάππα ενδοφλέβια εί­ ναι ρεύμα που σου χτυπάει το κρανίο, ενεργοποιεί τους συνδέσμους ηδονής της κοκαΐνης... Η Κάππα δεν σου φτιάχνει σύνδρομο στέ­ ρησης. Είναι μια ανάγκη του μυαλού και μόνο— μια ανάγκη χωρίς κορμί και δίχως αίσθηση. Είναι η χρεία φαντάσματος ριζωμένου στη γη. Η μανιακή επιθυμία για Κάππα κρατάει μόνο λίγες ώρες όσο είναι ερεθισμένα τα κυκλώματα. Μετά την ξεχνάς. To Eukodol είναι κάτι σαν συνδυασμός πρέζας και κόκας. Εμπιστευτείτε τους Γερμανούς και θα σας φτιάξουν πράμα που σκοτώνει. To Eukodol είναι όπως και η μορφίνη έξι φορές πιο δυνατό απ’ την κωδεΐνη. Η ηρωίνη έξι φορές πιο δυνατή απ’ τη μορφίνη. Η διυδρο-οξυ-ηρωίνη

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥΜΑ

·

89

θα πρέπει να είναι έξι φορές πιο δυνατή από την ηρωίνη. Διόλου απίθανο να παρασκεύασουν ναρκωτικό τόσο εθιστικό που μια και νεση να σου προκαλέσει εξάρτηση για όλη σου τη ζωή. νέχεια της Σημείωσης Κολλήματος: Με το που πιάνω τη βελό­ να πάει το αριστερό μου χέρι ασυναίσθητα προς το κορδόνι. Το παίρνω σαν σημάδι ότι μπορώ να χτυπήσω εκείνη τη φλέβα που δουλεύει στο αριστερό μου μπράτσο. (Οι κινήσεις που κάνεις για να δέσεις είναι τέτοιες που τελικά δένεις το χέρι που είχες απλώσει για να πιάσεις το λουρί.) Η βελόνα γλιστράει εύκολα καθώς τρυπά>:ι το δέρμα στις παρυφές του πετσιασμένου κάλου. Ψαχουλεύω λί­ γο. Ξαφνικά μια λεπτή στήλη αίματος τινάζεται μες στο γυαλί της σύριγγας, ένα κορδόνι κατακόκκινο συμπαγές κι ευδιάκριτο για κλάσμα του δευτερολέπτου. Το σώμα ξέρει ποιες φλέβες μπορείς να χτυπήσεις και μεταδίδει

ί

αυτή τη γνώση μέσα από τις ασυναίσθητες κινήσεις που κάνεις καθώς ετοιμάζεσαι να βαρέσεις... Καμιά φορά η βελόνα γέρνει μό­ νη της προς το σημείο λες και είναι διχάλα ραβδοσκόπου. Κάποιες ς πρέπει να περιμένω ώσπου να ’ ρθει το μήνυμα. Σαν έρθει όμως πάντα χτυπάω αίμα. Μια κόκκινη ορχιδέα άνθισε στο βυθό του σταγονόμετρου. F*κείνος δίστασε για ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο, ύστερα πίεσε το πουάρ, παρατηρώντας το υγρό να χύνεται με ορμή μέσα στη φλέβα λες και ρουφιόταν από τη βουβή δίψα του αίματός του. Μια λεπτή στρώση αίμα είχε κάτσει και ιρίδιζε μέσα στο σταγονόμετρο, και το λευκό χάρτινο κολάρο είχε ποτίσει από το αίμα κι ήτανε σαν ματω­ μένος επίδεσμος. Άπλωσε το χέρι του και γέμισε νερό το σωληνάκι. Καθώς ζούλαγε να φύγει το νερό, τον χτύπησε η δόση στο στομάχι, μια γλυκιά απαλή γροθιά. Κοιτάω το βρωμερό παντελόνι μου, έχω να τ’ αλλάξω μήνες... Οι μέρες κυλάνε σαν χάντρες περασμένες σε μια κλωστή αίματος δεμένη σε μια σύριγγα... Ξεχνάω το σεξ κι όλες τις έντονες απο­ λαύσεις του κορμιού— γίνομαι φάντασμα μουντό ριζωμένο στην

90 ·

Ο Υ Ι Α Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

πρέζα.*Τα Ισπανάκια με λένε ΕλΌμπρε Ινβισίμπλε— ο Αόρατος Άνθρωπος... Είκοσι κάμψεις στο έδαφος κάθε πρωί. Η καθημερινή χρήση πρέζας απομακρύνει το λίπος αφήνοντας σχεδόν απείραχτους τους μυς. Φαίνεται πως ο άρρωστος χρειάζεται λιγότερους ιστούς... Θα ’ταν άραγε δυνατό να απομονωθεί το μόριο εκείνο της πρέζας που διώχνει το λίπος; Στο Φαρμακείο ο στατικός και τα παράσιτα όλο και δυναμώ­ νουν, αδιάκοπη γκρίνια για τους ελέγχους σαν το βούισμα ξεκρέμα­ στου ακουστικού ... Έφαγα όλη τη μέρα ως τις 8 το βράδυ μέχρι να πάρω δυο κουτιά Eukodol... Ξεμένω από φλέβες και από λεφτά. Συνεχίζω να γίνομαι λιάδα. Χτες βράδυ ξύπνησα γιατί κάποιος μου έσφιγγε το χέρι. Ήταν το άλλο μου το χέρι... Με παίρνει ο ύπνος διαβάζοντας και οι λέξεις αποκτούν μια σημασία κωδική... Έχω πά­ θος με τους κώδικες... Ο άνθρωπος αρπάζει διάφορες αρρώστιες που όλες μαζί αργοπροφέρουν ένα κωδικοποιημένο μήνυμα... Βαράω μπροστά στον Ντ. Λ. Σκαλίζω να πετύχω καμιά φλέβα στην άκρη του γυμνού βρώμικου ποδιού μου... Τα πρεζάκια δεν γνωρίζουν τι θα πει ντροπή... Είναι απρόσβλητα στην αποστροφή του άλλου. Είναι αμφίβολο εάν μπορεί να υπάρξει η ντροπή όταν απουσιάζει η ερωτική λίμπιντο... Η αίσθηση αιδούς εξαφανίζεται από τον πρεζάκια με την ασεξουαλική κοινωνικότητά του που κι αυτή εξαρτάται από τη λίμπιντο... Ο τοξικομανής βλέπει το σώ­ μα του απρόσωπα σαν εργαλείο για να απορροφήσει το μέσον μέσα στο οποίο ζει, αξιολογεί τους σάρκινους ιστούς του με τα ψυχρά δάχτυλα ζωέμπορα. «Περιττό να δοκιμάσω να βαρέσω εκεί». Μά­ τια ψόφιου ψαριού τρεμοπαίζουν πάνω από μια ρημαγμένη φλέβα. Χρησιμοποιώ ένα καινούριο υπνωτικό, το χάπι Soneryl... Δεν νιώθεις καθόλου νύστα... Πέφτεις ξερός απότομα, χωρίς στάδιο με­

ΓΥ Μ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

91

τάβασης, κατευθείαν στη μέση του ονείρου... Βρισκόμουνα για χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης υποφέροντας από ασιτία... Ο Πρόεδρος είναι πρεζάκιας αλλά λόγω της θέσης του δεν μπορεί να γίνει απευθείας. Κι έτσι παίρνει τη δόση του μέσα από μένα... Κάθε τόσο ερχόμαστε σε επαφή και τον ξαναφορτίζω. Για τον μη προσεκτικό παρατηρητή, οι επαφές αυτές μοιάζουν με ομοφυλοφιλικές επιδόσεις, όμως η αληθινή συγκίνηση που προσφέ­ ρουν δεν είναι καθαυτό ερωτική, και η κορύφωσή τους βρίσκεται στην αποσύνδεση, μόλις ολοκληρωθεί η φόρτιση. Οι ορθωμένοι φαλλοί οδηγούνται σε επαφή— τουλάχιστον αυτή τη μέθοδο ακο­ λουθούσαμε στην αρχή, όμως τα σημεία επαφής χαλάνε γρήγορα όπως οι φλέβες. Τώρα πια αναγκάζομαι καμιά φορά να γλιστρήσω to πέος μου μέσα στο αριστερό του βλέφαρο. Φυσικά μπορώ ανά πάσα στιγμή να σου τον φτιάξω με μια Επαναφόρτιση Οσμωτικού Ρύπου, κάτι που ισοδυναμεί με βάρεμα στο κρέας, αλλά αυτό δεί­ χνει πως παραδέχτηκες την ήττα σου. Μια Ε.Ο.Τ. θα χαλάσει για βδομάδες τη διάθεση του Προέδρου, άσε που μπορεί να προκαλέσει και κάνα πυρηνικό μακελειό εκεί που δεν το περιμένεις. Πάντως ο Πρόεδρος πληρώνει πολύ ακριβά το Ανορθόδοξο Κόλλημα. Θυ­ σίασε τον έλεγχο, τον κάθε έλεγχο, και τώρα είναι ανήμπορος κι εξαρτημένος σαν αγέννητο βρέφος. Ο Ανορθόδοξος Πρεζάκιας υποφέρει από τις υποκειμενικές φρίκες που ’χουνε φάσμα ευρύ­ τατο, από βουβή πρωτοπλασματική παραφροσύνη, απ’ την απαίσια αγωνία που τραβάν τα κόκαλα. Μια υπερένταση σωρεύεται σιγά σι­ γά, μια καθαρή ενέργεια χωρίς συναισθηματικό περιεχόμενο του τσακίζει στο τέλος το κορμί και τον τινάζει πέρα δώθε σαν να ’χε αγγίξει καλώδιο υψηλής τάσης. Αν ξαφνικά κοπεί με το μαχαίρι η πρόσβασή του στην άκρη που τον φόρτιζε, ο Ανορθόδοξος Πρεζάκιας παθαίνει τέτοιο ηλεκτρικό λαλά από τη βιαιότητα των σπασμών που τα κόκαλά του ξεκολλάνε από τα κρέατα και τα τινάζει αδιάβαστος, με το σκελετό να πασχίζει να σκαρφαλώσει και να βγει απ’ την αβάσταχτη σάρκα του για να το κόψει τρέχοντας, καρφί για το κοντινότερο νεκροταφείο.

c

92 ·

O Y I A I A M Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

Η σχέση ανάμεσα σε έναν Α.Π. (Ανορθόδοξο Πρεζάκια) και την Α.Ε. του (Ακρη Επαναφόρτισης) είναι τόσο έντονη που μόνο για σύντομα και σε σποραδικά μονάχα διαστήματα μπορεί ο ένας να ανεχθεί τη συντροφιά του άλλου— πέρα βέβαια από τις συναντή­ σεις επαναφόρτισης, όπου κάθε προσωπική επαφή επισκιάζεται από τη διαδικασία επαναφόρτισης. Διαβάζω εφημερίδα... Κάτι για μια τριπλή δολοφονία στη ρυ ντε λα Μερντ, στο Παρίσι: «Ξεκαθάρισμα λογαριασμών»... Αθελά μου πάω παρακάτω... «Η αστυνομία ανακάλυψε την ταυτότητα του δράστη ... Πέπε Ελ Κουλίτο ... Το Κωλαράκι, ένα υποκοριστικό προσωνύμιο συμπάθειας». Στ’ αλήθεια λέει κάτι τέτοιο; ... Προ­ σπαθώ να εστιάσω στις λέξεις... αποσυνδέονται και φτιάχνουν ένα δίχως νόημα μωσαϊκό...

Λ Α Ζ Α Ρ Ε Τ Ρ Α Β Α ΣΠ ΙΤ Ι ΣΟ Υ Ψαχουλεύοντας αδέξια μες στη μισοσβησμένη ταινία της μεθο­ ρίου όλων των δοσοληψιών κι όλων των καταχρήσεων, ένα κενό στο χώρο που αποπνέει χαύνωση και σπαρίλα και δυσωδία τέλμα­ τος όπου χάσκουν γούβες ύπουλες χαρμανιασμένες και στόματα ορθάνοιχτα απ’ τα χασμουρητά, ο Λη ανακάλυψε πως ο νεαρός ναρκομανής που στεκόταν εκεί μπροστά του στο δωμάτιο στις 10 το πρωί είχε επιστρέψει ύστερα από δύο μήνες καταδύσεων στην Κορσική κι έχοντας κόψει την πρέζα... «Ήρθε να μας κάνει μόστρα το καινούριο του κορμί», αποφάνθηκε ο Λη με ένα ρίγος πρωινιάτικης χαρμάνας να τον διατρέχει. Θυ­ μόταν τον— α ναι Μιγκέλ σ ’ ευχαριστώ— τρεις μήνες πριν πεσμέ­ νο σε ντάγκλα σε τραπεζάκι του Μετροπόλ να κάνει σούστες πάνω από ένα μπαγιάτικο κιτρινισμένο εκλέρ που δυο ώρες αργότερα θα δηλητηρίαζε μια γάτα, κι αποφάσισε πως για τον κόπο και μόνο να

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥΜΑ

· 93

δει τον Μιγκέλ η ώρα ίο το πρωί ήταν μια χαρά ώρα και χωρίς μά­ λιστα την υποχρέωση να επανορθώσει κάποιο λάθος— («και τι νο­ μίζεις βρε μαλάκα, έχω να βγω να σκάψω;») κάτι που δεν θα το άντεχε και που επιπλέον θα βάραινε υπέρμετρα το θεαθήναι του Μιγκέλ σε χώρους παραχρησιμοποιημένους όμοια με πελώριο, ασούρμπαλο αντικείμενο στριμωγμένο πάνω πάνω στη βαλίτσα. «Στις ομορφιές σου σε βλέπω», είπε ο Λη, σκουπίζοντας με μια λερή χαρτοπετσέτα τα πλέον έκδηλα σημάδια της δυσαρέσκειάς του, διακρίνοντας τη λασπερή μουντάδα της πρέζας στο πρόσωπο του Μιγκέλ, εξετάζοντας προσεκτικά τα χνάρια της αθλιότητας λες και άνθρωπος και ρούχα σεργιάνιζαν για χρόνια στα στενοσόκακα του χρόνου χωρίς ούτε μια στάση σε κάποιο πλάτωμα του χώρου για ένα φρεσκαρισματάκι... «Εκτός αυτού μέχρι να καταφέρω να επανορθώσω το λάθος ... Λάζαρε τράβα σπίτι σου... Δώσε στο Άτομο το χρήμα και τράβα στο σπιτάκι σου... Νομίζεις πως έχω όρεξη να βλέπω την αφεντοτσουϊουνάρα σου;» «Αλήθεια χαίρομαι που το ’χεις κόψει... Έκανες και κάτι καλό στον εαυτό σου». Ο Μιγκέλ κολυμπούσε μες στο δωμάτιο καμακώ;ας ψάρια με το χέρι του... «Όταν είσαι εκεί κάτω δε σκέφτεσαι ποτέ την παραμύθα». «Σαν να δείχνεις καλύτερα έτσι», είπε ο Λη, χαϊδεύοντας 'ειροπόλα ένα παλιό σημάδι της βελόνας στην ανάστροφη του χεριού του Μιγκέλ, ακολουθώντας τα σχέδια και τις αυλακιές της μαβιάς λείας σάρκας με μια κίνηση αργή, ελικσειδή... Ο Μιγκέλ έξυσε την ανάστροφη του χεριού του... Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο... Το κορμί του ταράχτηκε από μικρά τινάγματα γαλβανικά καθώς ξυπνούσαν της πρέζας τα κανάλια... Ο Λη καθό­ ταν και περίμενε. «Αγοράκι μου, μια ψιλή μυτιά ποτέ κανέναν δεν άριξε στο λούκι». «Ξέρω τι κάνω». «Όλοι τους πάντα ξέρουν». Ο Μιγκέλ πήρε τη λίμα των νυχιών.

94 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Ο Λη έκλεισε τα μάτια του: «Το βρίσκω τόσο βαρετό». «Α, σ ’ ευχαριστώ. Ήτανε μέγκλα!» Το παντελόνι του Μιγκέλ γλίστρησε ως τους αστραγάλους του. Στεκόταν εκεί με το χιλιοδιαλυμένο πανωφόρι της σάρκας του από καφέ να γίνεται πράσινο και στη συνέχεια να χάνει το χρώμα του τελείως μέσα στο φως της μέ­ ρας, πηχτές άμορφες μάζες να πέφτουν στο πάτωμα. Η ματιά του Λη βυθίστηκε μες στην ουσία του προσώπου του... ένα ξαφνικό, παγωμένο, μουντό τίναγμα... «Καθάρισέ τα», του εί­ πε. «Παραβρωμίσαμε εδώ μέσα». «Ε... α, σίγουρα», έπαιξε αδέξια ο Μιγκέλ με το φαράσι. Ο Λη έκρυψε το πακετάκι με την ηρωίνη. Ο Λη ήταν μόνιμα στη φάση «την ακούμε κάθε τρίτη μέρα», κά­ νοντας βέβαια, εε, τα απαραίτητα διαλείμματα προς αναζωπύρωση της φλόγας που έκαιε μες στο κιτρινο-ροζ-καφετί ζελατινώδες είναι του και κρατούσε μακριά την αιωρούμενη σάρκα. Στην αρχή η σάρκα του ήταν απλώς μαλακή, τόσο μαλακή που τα σωματίδια της σκόνης, το ρεύμα του αέρα καθώς και τα πανωφόρια των άλλων που τυχαία τον ακουμπούσαν τον κόβανε βαθιά μέχρι το κόκαλο ενώ αντίθετα η απευθείας επαφή με πόρτες και καρέκλες δεν έδειχνε να του προξενεί κάποια ιδιαίτερη δυσφορία. Καμιά πληγή δεν έκλεινε στη μαλακή, αβέβαιη σάρκα του... Λευκές επιμήκεις μυκηλιακές υφές τυλίγονταν γύρω από τα γυμνά οστά. Μυρωδιές μουχλιασμένων ατροφικών όρχεων παραγέμιζαν το κορμί του σαν γκρίζα μαλλιαρή ομίχλη... Όταν έπαθε την πρώτη του σοβαρή λοίμωξη το θερμόμετρο πή­ ρε φωτιά ξαποστέλνοντας μια ασημένια σφαίρα υδραργύρου που σφηνώθηκε στον εγκέφαλο της νοσοκόμας στέλνοντάς τη στον αγύριστο με μια σπαρακτική κραυγή. Ο γιατρός έριξε μια ματιά κι αμέσως κατέβασε με πάταγο τα ατσαλένια ρολά της επιβίωσης. Έδωσε χωρίς χρονοτριβή την εντολή το φλογισμένο κρεβάτι κι ο επ’ αυτού βρισκόμενος πάραυτα να εκδιωχθούν από τους χώρους του νοσοκομείου. «Φαντάζομαι ότι μπορεί να φτιάξει τη δική του πενικιλίνη!» γρύλισε ο γιατρός.

Γ Υ ΜΝ Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

95

Όμως η λοίμωξη κατέστρεψε τον μύκητα... Τώρα ο Λη ζούσε σε μια φάση διαφάνειας με έντονες διακυμάνσεις... Αν και όχι εντελώς αόρατος ήταν παρ’ όλα αυτά δύσκολο να τον διακρίνει κά­ ποιος. Η παρουσία του δεν τραβούσε ιδιαίτερα την προσοχή... Οι άνθρωποι στήναν επάνω του επινοήματα ή τον απέρριπταν ως αντανάκλαση, σκιά: «Κάνα παιχνίδι με το φως θα ’ναι ή καμιά ρε­ κλάμα από κείνες με το νέον». Τώρα ο Λη άρχισε να νιώθει τις πρώτες σεισμικές δονήσεις του I ερο-Πιστού, εν ολίγοις το Παγωμένο Κάψιμο. Με μια λυγερή υφή του έπιασε απαλά μα σταθερά το πνεύμα του Μιγκέλ και το έσπρω­ ξε προς το μπροστινό δωμάτιο. «Χριστέ μου!» είπε ο Μιγκέλ. «Πρέπει να φεύγω!» Την κοπά­ νησε τρέχοντας. Ροζ φλόγες ισταμίνης ξεπετάχτηκαν απ’ τα κατάβαθα του Λη που λαμπύριζαν και κάλυψαν περιφερειακά τις αργασμένες επιφά­ νειες. (Το δωμάτιο ήταν από πυρίμαχο υλικό, οι σιδερένιοι τοίχοι γεμάτοι φουσκάλες και σημαδεμένοι από κρατήρες σεληνιακούς.) Χτύπησε μια γερή δόση παραποιώντας το χρονοδιάγραμμά του. Αποφάσισε να κάνει επίσκεψη στον Σκάρτο Τζο, συνάδελφο που έπεσε στο λούκι όταν τον χτύπησε η Μπανγκ-ουτότ στη Χονολουλού. (Σημείωση: Μπανγκ-ουτότ, επί λέξει, «βογκίόντας προσπαθείς να σηκωθείς...» Ο θάνατος επέρχεται στη διάρκεια εφιάλτη ... Η πάθηση εμφανίζεται σε άρρενες προέλευσης Ν.Α. Ασίας... Στη Μανίλα ση­ μειώνονται περί τους δώδεκα θανάτους από Μπανγκ-ουτότ ετησίως. Ένας άντρας που επέζησε είπε ότι «ένα ανθρωπάκι» καθόταν πάνω στο στήθος του και τον στραγγάλιζε.

{

Τα θύματα συχνά γνωρίζοντας ότι θα πεθάνουν, εκφράζουν το φόβο πως θα μπει το πέος μες στο σώμα τους και θα τους σκοτώσει. Μερικές φορές αρπάζουν το πέος μην τους φύγει και σε κατάσταση υστερίας με φωνές και ουρλιαχτά ζητάνε από τους άλλους να τους βοηθήσουν μη και το πέος τούς ξεφύγει και διατρυπήσει το κορμί τους. Οι στύσεις, ειδικά εκείνες που όπως είναι φυσικό συμβαίνουν στον ύπνο, θεωρούνται ιδιαίτερα επικίνδυνες και υπεύθυνες για την

96 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

πρόκληση κάποιου μοιραίου επεισοδίου... Ένας τύπος επινόησε μια απίθανη πατέντα α λα Ρουμπ Γκόλντμπεργκ που προλαμβάνει τις στύσεις στη διάρκεια του ύπνου. Αλλά πέθανε από Μπανγκ-ουτότ. Νεκροψίες που διενεργήθηκαν με κάθε προσοχή πάνω σε θύμα­ τα της Μπανγκ-ουτότ έδειξαν πως οι θάνατοι σαφώς οφείλονταν σε μη οργανικά αίτια. Συχνά υπάρχουν σημάδια στραγγαλισμού (που προήλθαν πώς;)· μερικές φορές ελαφρές αιμορραγίες στο πάγκρεας και τους πνεύμονες— που όμως δεν επαρκούν για να επιφέρουν τον θάνατο και που επίσης είναι άγνωστο πώς προήλθαν. Από το νου του γράφοντος έχει περάσει η ιδέα ότι οι θάνατοι οφείλονται σε εκ­ δήλωση της σεξουαλικής ενέργειας σε λάθος μέρος, προκαλώντας έτσι στύση των πνευμόνων και επακόλουθο στραγγαλισμό... [Βλ. άρθρο του Νιλς Λάρσεν M.D., The Men with the Deadly Dream στη Saturday Evening Post της 3ης Δεκεμβρίου 1955. Επίσης το άρθρο του Ερλ Στάνλεϋ Γκάρντνερ στο True Magazine.]) Ο Σκάρτος ζούσε συνέχεια με το φόβο της στύσης γι’ αυτό και οι δόσεις που χτυπούσε όλο και μεγάλωναν. (Σημείωση: Είναι γε­ γονός πασίγνωστο και άκρως εκνευριστικό, είναι γεγονός απίστευ­ τα ανιαρό και λίαν βαρετό, ότι όποιος μπλέξει με την πρέζα λόγω της όποιας του αναπηρίας, θα του έρθει, σε περιόδους έλλειψης ή στέρησης [κι έχουνε πλάκα κάτι τέτοια], ένας τρελός λογαριασμός, παραφουσκωμένος μέχρις αηδίας, μια λυπητερή που θα αυξάνει διαρκώς με πρόοδο γεωμετρική.) Ένα ηλεκτρόδιο που ήταν στερεωμένο πάνω στον έναν όρχι πύ­ ρωσε για λίγο κι ο Σκάρτος Τζο πετάχτηκε απ’ τον ύπνο του με τη μυρωδιά της καμένης σάρκας στα ρουθούνια κι άπλωσε το χέρι του προς τη γεμάτη σύριγγα. Διπλώθηκε σε στάση εμβρυακή κι έχωσε τη βελόνα στη ραχοκοκαλιά του. Έβγαλε τη βελόνα με ένα μικρό αναστεναγμό ανακούφισης και τότε συνειδητοποίησε την παρουσία του Λη μέσα στο δωμάτιο. Ένας μακρύς γυμνοσάλιαγκας ξεγλί­ στρησε κυματιστά από το δεξί μάτι του Λη και σύρθηκε πάνω στον τοίχο γράφοντας με το ίχνος της ιριδίζουσας γλίτζας του: «Ο Ναύ­ της βρίσκεται στην Πόλη κι αγοράζει όσο ΧΡΟΝΟ μπορεί».

Γ ΥΜ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

97

Περιμένω έξω από ένα φαρμακείο να πάει εννιά η ώρα και ν’ ανοίξει. Δυο Αραβόπουλα ανεβάζουν σπρώχνοντας κάτι σκουπί­ δι τενεκέδες ως τη βαριά ξύλινη πόρτα ενός ασβεστωμένου τοίχου. Χώμα και σκόνη στην είσοδο της πόρτας αυλακωμένα από τα κάτουρα. Το ένα από τ’ αγόρια έσκυψε, σπρώχνοντας τους ασήκωτους ντενεκέδες, το παντελόνι τσίτωσε διαγράφοντας το σφιχτό νεανικό του κωλαράκι. Με κοιτάζει με την ουδέτερη, ήρεμη ματιά ενός ζώου. Ξυπνώ τρομαγμένος λες και το αγόρι ήτανε πραγματικό κι ότι ξέχασα να πάω στο ραντεβού που είχα μαζί του εκείνο το απόγευμα. [ «Περιμένουμε κάποιες επιπρόσθετες εξισορροπήσεις», λέει ο I πιθεωρητής σε μια συνέντευξη στον Ανταποκριτή Σας. «Ειδάλλως 0 α τον κτυπήσει», ο Επιθεωρητής σηκώνει το ένα του πόδι σε στά­

ση καθαρά σκανδιναβική, «η νόσος των δυτών δε νομίζεις; Ίσως όμως μπορέσουμε να προμηθεύσομε τον κατάλληλο θάλαμο αποσυμπίεσης». Ο Επιθεωρητής ξεκουμπώνει το παντελόνι του κι αρχίζει να ψάχνεται για ψείρες ενώ απλώνει αλοιφή από ένα πήλινο βαζάκι. Ιίίναι φανερό πως η συνέντευξη έχει φτάσει στο τέλος της. «Δε θα φύγετε;» φωνάζει έκπληκτος. «Λοιπόν, όπως είπε κι ο ένας δικαοτής στον άλλον, “Να είσαι δίκαιος και στην ώρα σου ακριβής, κι αν δεν μπορείς ας είσαι αυθαίρετος και στην ώρα ασυνεπής!” Λυπάμαι δε θα μπορέσω να τηρήσω τις πρέπουσες απρέπειες». Ση­ κώνει το δεξί του χέρι που είναι πασαλειμμένο με την κίτρινη βρω­ μερή πομάδα. Ο Ανταποκριτής του Ενός ορμάει προς το μέρος του και σφίγγει το ακάθαρτο χέρι και με τα δυο δικά του. «Χάρηκα ιδιαίτερα, ΕπιΟεωρητά, ήταν αφάνταστη τιμή για μένα», λέει και βγάζει τα λεπτά ίου γάντια, τα κάνει μπαλάκι και τα καρφώνει στο καλαθάκι των αχρήστων. «Μπαίνουν στο λογαριασμό εξόδων», χαμογελάει.

Σ Τ Ο Υ Χ Α Σ Α Ν Τ Α ΕΥΑΓΗ Λ Η Μ Ε Ρ Ι Α Τ ΗΣ Χ Α Ρ Α Σ Χρυσομπογιά και κόκκινα βελούδα. Ροκοκό μπαρ καπλαντισμέ­ νο με ροδαλό κοχύλι. Ο αέρας κορεσμένος από γλυκιά καταχθόνια ουσία σαν χαλασμένο μέλι. Άντρες και γυναίκες με βραδινό ντύσι­ μο ρουφάνε ραχάτικα πολύχρωμα καφεηδύποτα μέσα από αλαβά­ στρινους σωλήνες. Ένας Μαγκρούκος του Λεβάντη κάθεται γυμνός σε ένα ψηλό σκαμνί του μπαρ τυλιγμένο σε ροζ μετάξι. Με τη μα­ κρόστενη μαύρη γλώσσα του γλείφει ζεστό μέλι σερβιρισμένο σε κρυστάλλινο ποτήρι κολονάτο. Τα γεννητικά του όργανα είναι σχηματισμένα στην εντέλεια— πούτσα περιτετμημένη, κατάμαυρες γυαλιστερές τρίχες εφηβαίου. Τα χείλια του είναι λεπτά και μπλε-μαβιά σαν τα χείλη κάποιου πέους, τα μάτια του ανέκφραστα, ατάραχα σαν του εντόμου. Συκώτι ο Μαγκρούκος δεν έχει, και τρέ­ φεται αποκλειστικά με γλυκά. Μαγκρούκος σπρώχνει προς τον κα­ ναπέ ξανθό λιγνόκορμο αγόρι και το ξεντύνει επιδέξια. «Σήκω πάνω και γύρνα πλάτη», το διατάζει με τηλεπαθητικά εικονογράμματα. Δένει πισθάγκωνα τα χέρια του παιδιού με ένα κόκ­ κινο μεταξωτό κορδόνι. «Απόψε θα το πάμε μέχρι τέρμα». «Μη, όχι!» στριγκλίζει το αγόρι. «Ναι. Ναι». Ψωλές εκσπερματώνουν στη σιωπή του «ναι». Μαγκρούκος τραβάει μεταξωτές κουρτίνες, αποκαλύπτει κρεμάλα από ξύλο τηκ έχοντας πίσω της φωτισμένο κιγκλίδωμα από κόκκινο πυρόλιθο. Η κρεμάλα πάνω σε βάθρο με ψηφιδωτά των Αζτέκων. Αδύναμο το αγόρι σωριάζεται στα γόνατα βγάζοντας μακρόσυρτα ένα «ΩΩΩΩΩΩΩΩΧ», αμολώντας σκατά και κάτουρα απ’ το φόβο του. Νιώθει το σκατό ζεστό ανάμεσα στα μπούτια του. Ένα τεράστιο κύμα από αίμα καυτό πρήζει τα χείλη και περισφίγγει το λαιμό του. Το κορμί του ζαρώνει στη στάση του εμβρύου και οι τρομπιές τινάζουν τα σπέρματα ολόζεστα πάνω στο πρόσωπό του. Ο Μαγκρούκος παίρνει ζεστό αρωματισμένο νερό από αλαβάστρινη κούπα, ξεπλένει συλλογισμένος τον κώλο και το καυλί του αγοριού, 98

ΓΥ Μ ΝΟ ΓΕ ΥΜΑ

·

99

και τα σκουπίζει με μπλε μαλακιά πετσέτα. Ένας ζεστός αέρας χαϊ­ δεύει παιχνιδιάρικα το σώμα του αγοριού κάνοντας τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν. Ο Μαγκρούκος περνάει το χέρι του κάτω από το στέρ­ νο του παιδιού και το σηκώνει όρθιο. Βαστώντας το απ’ τους δεμέ­ νους αγκώνες, το σπρώχνει ν’ ανέβει στο ικρίωμα. Στέκει μπροστά από τ’ αγόρι κρατώντας με τα δυο του χέρια τη θηλιά. Το αγόρι κοιτάζει τον Μαγκρούκο στα μάτια σκοτεινά κι ανέκ­ φραστα σαν καθρέφτες από οψιδιανό, λιμνούλες από μαύρο αίμα, φινιστρίνια κλίβανου σαν τρύπες σε τοίχο τουαλέτας για να μπανί­ σεις την Τελευταία Στύση. Ένας γέρος ρακοσυλλέκτης, το πρόσωπό του λείο και κιτρινισμένο σαν ελεφαντόδοντο απ’ την Κίνα, παίζει Το Σάλπισμα με όλη του τη δύναμη στη χιλιοταλαιπωρημένη χάλκινη κορνέτα του, ■ξυπνάει τον Σπανιόλο νταβατζή και με τη βέργα σηκωμένη. Πουτάνα αλαφιασμένη το σκάει παραπατώντας μες στα χώματα και τις κουράδες και τ’ απομεινάρια από γατάκια ψόφια, κουβαλώντας τη θλίψη και την αγωνία τόσων και τόσων εμβρύων που αποβλήΟηκαν, κουβαλώντας ντάνες από δαύτα μαζί με καπότες ξεσκισμέ­ νες, ματωμένα χαρτοβάμβακα, σκατά διπλωμένα σε σελίδες πολύ­ τ ο μ ω ν φανταχτερών κόμιξ. , Ένα απέραντο απάνεμο λιμάνι με νερά που γυαλίζουν από τα πετρέλαια. Φλόγες στις κορυφές των καμινάδων παρατημένων γεω­ τρήσεων μες στην αιθάλη του ορίζοντα. Μπόχα πετρελαίου και υπονόμων. Άρρωστα σκυλόψαρα κολυμπούν στα σκοτεινά νερα, ρεύονται θειάφι από συκώτια σαπισμένα, διόλου δεν δίνουν σημα­ σία σε ματωμένο Ίκαρο με τα φτερά σπασμένα. Γυμνός ο Μίστερ Λμέρικα, μανιασμένος απ’ το πάθος που δεν βρίσκει ανταπόκριση χτυπάει σόλο τη σαρμελιά του και φωνάζει: «Η κωλοτρυπίδα μου αναστατώνει το Λούβρο! Κλάνω αμβροσία και χέζω κουράδες από ατόφιο χρυσάφι! Τινάζω από την πούτσα μου υγρά διαμάντια στην πρωινή λιακάδα!» Βουτάει σαν το βαρίδι από τον τυφλωμένο φάρο έχοντας φιληθεί και ψωλοχτυπηθεί φάτσα στον σκοτεινό καθρέφτη, σκίζει λοξά την επιφάνεια ανάμεσα σε προφυλακτικά που κρύβουν

100 ·

Ο Υ Ι Α Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

όσα μυστικά κι ένα μωσαϊκό χιλίων εφημερίδων περνάει μέσα από τη βυθισμένη πόλη με τα κόκκινα τούβλα καθώς βουλιάζει για να κάτσει τελικά στη μαύρη λάσπη παρέα με τα κονσερβοκούτια και τα μπουκάλια μπίρας, τους γκάνγκστερ φυτεμένους στο τσιμέντο, τα μπιστόλια με τις κάννες άχρηστες σφυροκοπημένες για να γλι­ τώσουν από την πρωκτική εξέταση φιλήδονων βαλλιστικών εμπει­ ρογνωμόνων. Με τα λαγόνια του απολιθωμένα περιμένει από τη διάβρωση να τον γδύσει αργά, μεθοδικά, ερο)τικά. Ο Μαγκρούκος περνάει τη θηλιά στο λαιμό του αγοριού και με χάδι σφίγγει τον κόμπο της πίσω από το αριστερό αυτί. Το πουλί του αγοριού έχει μικρύνει, τα αρχίδια του σφιχτά και ζαρωμένα. Κοιτάζει ίσα μπροστά παίρνοντας βαθιές ανάσες. Ο Μαγκρούκος λοξοπερπατάει γύρω γύρω από τ’ αγόρι, το αυγολογάει, του χαϊδεύ­ ει τα γεννητικά όργανα με ιερογλυφικές κινήσεις εμπαιγμού. Πάει και στέκεται πίσω από τ’ αγόρι κι αρχίζει τα κουνήματα βυθίζοντας τη λάρα του όλο και βαθύτερα στον πάτο του αγοριού. Μένει στο ίδιο σημείο κάνοντας κυκλικές περιστροφές. Οι καλεσμένοι κουτσομπολεύουν, σκουντιούνται με τους αγκώνες, σαλιαρίζουν και χασκογελάνε. Ξαφνικά ο Μαγκρούκος δίνει μια δυνατή σπρωξιά στο αγόρι, που ξεκολλάει από την πούτσα του και φεύγει στο κενό. Ακινητοποιεί το αγόρι πιάνοντάς το απ’ τις λεκάνες, σηκώνει τα στυλιζαρισμένα ιερογλυφικά του χέρια και χωρίς προειδοποίηση του τσακίζει τον αυχένα. Το κορμί συσπάται στον αέρα. Ο φαλλός του ορθώνε­ ται σε τρεις γενναίες ορμητικές κινήσεις παρασύροντας και τη λε­ κάνη, αμέσως εκσπερματώνει. Πράσινες αστραπές σκάνε στα βάθη των ματιών του. Ένας γλυ­ κός πονόδοντος που ξεκινά από τον αυχένα περνάει σαν σφαίρα απ’ τη ραχοκοκαλιά του και φτάνει ως τα σκέλια, τραντάζει το κορ­ μί με ρίγη ηδονής. Το κορμί ολόκληρο εκθλίβεται, γίνεται ζουμί και τινάζεται από το καυλί του. Ένας ύστατος σπασμός πετάει με πίεση μια μεγάλη ποσότητα σπέρματος μπροστά από το κόκκινο κιγκλί­ δωμα όμοια με πεφταστέρι που σκίζει το στερέωμα.

Γ ΥΜ ΝΟ Γ Ε ΥΜ Α ·

101

I Το αγόρι με ένα μαλακό ρούφηγμα του εντέρου χάνεται σε ένα λαβύρινθο πανηγυριώτικων εικόνων λούνα παρκ διάσπαρτο με πρόστυχες φωτογραφίες. ■Μια σφιχτή κουράδα πετάγεται με δύναμη από τον κώλο του. 11ορδές τραντάζουν το λυγερό κορμί του. Πυροτεχνήματα σκάνε στον ουρανό φτιάχνοντας πράσινες ομπρέλες πάνω από ένα τεράστιο ποτάμι. Ακούει το ξέμακρο πατ πατ μιας εξωλέμβιας στο σού­ ρουπο της ζούγκλας... Κάτω από το σιωπηλό φτεροκόπημα του κώνωπο| του ανωφελούς. Ο Μαγκρούκος αρπάζει το αγόρι και το ξαναφοράει στην τε­

ντωμένη λάρα του. Το αγόρι ανασκολοπισμένο, στριφογυρνάει σαν καμακωμένο ψάρι. Γαντζωμένος από την πλάτη του αγοριού, ο Μα­ γκρούκος κουνιέται πέρα δώθε ενώ το σώμα του ζαρώνει και απλώ­ νει σαν τον κυμάτισμά της επιφάνειας παχύρευστου υγρού. Αίμα «ναβλύζει από το στόμα του παιδιού κυλώντας στο σαγόνι του, αί­ μα που τρέχει από στόμα μισάνοιχτο, γλυκό, κατσούφικο στη θέα του θανάτου. Ο Μαγκρούκος σωριάζεται με γδούπο σαν μια παχύρευστη, χορτασμένη μάζα. ■Τ' ■til , Κουβούκλιο με τοίχους μπλε χωρίς παράθυρα. Βρώμικη ροζ κουρτίνα καλύπτει την πόρτα. Κόκκινοι κοριοί έρπουν στους τοί­ χους, σχηματίζουν τσαμπιά στις γωνίες. Γυμνό αγόρι στη μέση της κάμαρας γρατζουνάει ένα δίχορδο ουάντ, κάνει φιγούρα αραμπέσκ. I να άλλο αγόρι μισοκαθισμένο στο κρεβάτι φουμάρει κιφ φυσώ­ ντας τον καπνό πάνω από το σηκωμένο του καυλί. Παίζουν ένα παι­ χνίδι με κάρτες Ταρό στο κρεβάτι για να δουν ποιος θα γαμήσει ποιον. Κάποιος κλέβει. Τσακώνονται. Κυλιούνται στο πάτωμα γρυλίζοντας και φτύνοντας σαν κουταβάκια. Ο χαμένος κάθεται στο πάτωμα με το σαγόνι στα διπλωμένα γόνατα, γλείφει ένα σπα­ σμένο δόντι. Ο νικητής κουλουριάζεται στο κρεβάτι και κάνει πως κοιμάται. Κάθε που τ ’ άλλο αγόρι ζυγώνει προς το μέρος του το κλοτσάει. Ο Άλι τον αρπάζει απ’ τον αστράγαλο, χώνει το πόδι στη μασχάλη του, σφίγγει το χέρι του γύρω από τη γάμπα. Το αγόρι

102 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

κλοτσάει απεγνωσμένα τον Άλι στο πρόσωπο. Ο άλλος αστράγαλος ακινητοποιημένος. Ο Άλι γυρίζει ανάσκελα τ ’ αγόρι. Η πούτσα του αγοριού τεντώνεται πάνω απ’ το στομάχι του, φουσκώνει τινάζεται ρυθμικά. Ο Ά λι φέρνει τα χέρια στο κεφάλι του. Φτύνει το καυλί του. Το άλλο αφήνει βαθύ αναστεναγμό καθώς ο Άλι γλιστράει το καυλί στην τρύπα. Δαγκώνονται στα χείλια, πασαλείβονται με αί­ μα. Δυνατή μυρωδιά μούχλας, ξινίλας και διακορευμένου πισινού. Το νιμούν μπήγεται βαθιά σαν σφήνα, κάνει τα φλόκια να τινα­ χτούν ζεστά και ασυγκράτητα από το άλλο καυλί με πολλαπλές εκρήξεις. (Ο γράφων έχει παρατηρήσει πως οι αραβικές ψωλές τεί­ νουν να είναι φαρδιές και σε σχήμα σφήνας.) Σάτυρος και έφηβος Έλληνας γυμνός με καταδυτικές φιάλες κυ­ νηγιούνται ξεπατηκώνοντας φιγούρες του μπαλέτου μέσα σε αγγείο από διάφανο αλάβαστρο με διαστάσεις τερατώδεις. Ο Σάτυρος πιά­ νει το αγόρι από μπροστά και το γυρνάει σαν σβούρα. Κινούνται σπασμωδικά σαν ψάρια. Το αγόρι αφήνει από το στόμα του έναν ασημένιο χείμαρρο από φυσαλλίδες. Λευκό σπέρμα εκτοξεύεται μέσα στα πράσινα νερά και πλανιέται νωχελικά γύρω από τα αγκα­ λιασμένα κορμιά που περιστρέφονται. Νέγρος σηκώνει απαλά εξαίσιο Κινεζόπουλο και το βάζει σε αιώρα. Πιάνει τα πόδια του αγοριού, τα φέρνει πάνω απ’ το κεφάλι του και καβαλάει την αιώρα. Σπρώχνει την πούτσα του να μπει βα­ θιά στο σφιχτό αδύναμο κωλαράκι του αγοριού. Η αιώρα κουνιέται πέρα δώθε απαλά. Το αγόρι ξεφωνίζει, μια παράξενη διαπεραστική γοερή κραυγή αβάσταχτης ηδονής. Ένας Γιαβανέζος χορευτής σε περιστρεφόμενο κάθισμα από περίτεχνα σκαλισμένο τηκ, στερεωμένο σε υποδοχή ασβεστολιθικών γλουτών, καθίζει ένα Αμερικανόπουλο— μαλλί κόκκινο, μά­ τια καταπράσινα και φωτεινά— πάνω στο σηκωμένο του καυλί με κινήσεις τελετουργικές. Το αγόρι κάθεται παλουκωμένο αντικρίζο­ ντας τον χορευτή που προωθείται όλο και βαθύτερα με κυκλικές πε­ ριστροφές, αφήνοντας ζουμερές ουσίες να στάζουν στην καρέκλα. «Γούιιιιιιι!» τσιρίζει το αγόρι καθώς το σπέρμα του εξακοντίζεται

Γ ΥΜ ΝΟ Γ ΕΥΜΑ

·

103

άνω στο μελαψό λιπόσαρκο στέρνο του χορευτή. Μια παχιά στάβρίσκει τον χορευτή άκρη σίτο στόμα. Το αγόρι τη σπρώχνει μέμε το δάχτυλο γελώντας: «Αυτό, φίλε μου, θα πει ρούφηγμα!» Δυο γυναίκες της Αραπιάς με πρόσωπα κτηνώδη έχουν κατεβά­ σει τα βρακιά από ένα μικρό ξανθό Γαλλάκι. Το γαμάνε με κόκκινες στιχένιες πούτσες. Το αγόρι μουγκρίζει, δαγκώνει, κλοτσάει, σω­ ριάζεται κλαίγοντας καθώς ο πούτσος του σιγά σιγά σηκώνεται και εκσπερματίζει. Το πρόσωπο του Χασάν πρήζεται, τα αιμοφόρα αγγεία διογκώ­ νονται. Τα χείλια του παίρνουν ένα μπλαβί χρώμα. Βγάζει το κο­ στούμι των τραπεζογραμματίων και το πετάει σε μια ανοιχτή κρύ­ πτη θησαυροφυλακίου που κλείνει εντελώς αθόρυβα. «Το Μέγαρο της Ελευθερίας, φίλοι μου!» φωνάζει δυνατά με ψευτοπροφορά του Τέξας. Φορώντας την καπελαδούρα που είναι σαν πενηντάκιλος κουβάς και τις μπότες τις καμπόικες, ρίχνει τη Γυροβολιά του Υγροποιητή που την τελειώνει με ένα γελοίο και πα­ ράταιρο κανκάν υπό τους ήχους του Άναψε φωτιές στο διάβα της. ^ «Όλες οι τρύπες ξέφραγες και τα σκυλιά δεμένα!!!» Ζευγάρια δεμένα με πλουμιστά μπαρόκ χαλινάρια και ψεύτικα φτερά στους ώμους συνουσιάζονται στον αέρα, σκούζοντας σαν καρακάξες. Ριψοκίνδυνοι ακροβάτες αλληλοεκσπερματίζονται εναερίως με ένα και μοναδικό άγγιγμα γεμάτο σιγουριά. Ισορροπιστές αλληλοτσιμπουκώνονται με μαεστρία, ζυγιά­ ζοντας το βάρος τους πάνω σε κοντάρια επικίνδυνα και καρέκλες που γέρνουν στο κενό. Ένα ζεστό αεράκι φέρνει τη μυρωδιά της ζούγκλας και των ποταμών από βάθη τυλιγμένα σε ομίχλες. Αγόρια δεμένα με σκοινιά βουτάνε κατά εκατοντάδες μέσα από τη σκεπή σαν νήματα της στάθμης, τινάζονται απ’ τους σπασμούς, κλοτσάνε βίαια τον αγέρα. Τα αγόρια κρέμονται σε διάφορα ύψη, κάποια κοντά στην οροφή και άλλα λίγους μόνο πόντους πάνω από το πάτωμα. Εξαίσιοι Μπαλινέζοι και Μαλαίοι, Ινδιάνοι από το Με­ ξικό με πρόσωπα άγρια κι αθώα και ούλα κατακόκκινα. Νεγρόπου-

104 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

λα (δόντια, δάχτυλα, νύχια των ποδιών και τρίχωμα εφηβαίου βαμ­ μένα με χρυσή μπογιά), Γιαπωνεζάκια με δέρμα λείο και λευκό σαν πορσελάνη, παλικάρια από τη Βενετία με μαλλιά από πίνακα του Τισιανού, Αμερικανάκια με ξανθές ή μαύρες μπούκλες που πέφτου­ νε στο κούτελο (τρυφερά τις ρίχνουν πίσω οι καλεσμένοι), ξανθά μουτρωμένα Πολωνάκια με καστανά ζωώδη μάτια, χαμίνια από την Αραπιά και την Ισπανία, αγοράκια απ’ την Αυστρία ροδαλά και ντελικάτα με μια ιδέα ξανθό χνούδι στην ήβη τους, Γερμανοί νε­ ολαίοι με περιφρονητικά χαμόγελα και καταγάλανα μάτια ουρλιά­ ζουν «Χάιλ Χίτλερ!» καθώς η καταπακτή ανοίγει κάτω από τα πό­ δια τους. Σολλούμπι χέζουν και κλαψουρίζουν. Ο Μίστερ Λεφτάς και Άξεστος μασάει την Αβάνα του ακόλα­ στα και αηδιαστικά, ξαπλαρισμένος σε παραλία της Φλόριντα τριγυρισμένος από ξανθομαλλούς αρσενοκοίτες Γανυμήδες που χαχα­ νίζουνε προσποιητά: «Τούτος εδώ ο πατριώτης έχει σπιτώσει ένα Λατάχ εισαγωγή από Ινδο-Κίνα. Λέει να κρεμάσει το Λατάχο απ’ το καρύδι και να τον στείλει χριστουγεννιάτικο τηλεοπτικό πεσκέσι στα φιλαράκια του. Το λοιπόν βάζει δυο σκοινιά— το ένα ψεύτικο που να τεντώνει και τ ’ άλλο σκοινί σκοινένιο. Αλλά ο Λατάς δεν τον χωνεύει και μπαίνει σε κατάσταση βεντέτας, βάζει τ ’ αγιοβασιλιάτικα και του τη στήνει τη μηχανή κάνοντας σκάντζα τα κορδόνια. Φτάνει το χά­ ραμα. Φοράει ο πατριώτης το σκοινί, φοράει κι ο Λατάχος το δικό του όπως θα ’κανε καθένας από δαύτους. Μόλις ανοίγουν οι καταπαχτές κρεμιέται κανονικά ο πατριώτης και μένει ο Λατάχος να κουνιέται πάνω κάτω περασμένος στην καρναβαλίστικη τιράντα. Λατάχος όμως, μιμήθηκε το κάθε τίναγμα, το κάθε τσίτωμα του άλ­ λου. Τρεις φορές έχυσε. »Ξύπνιος ο μικρός Λατάς είναι στην τσίλια διαρκώς. Τον πήρα να τσεκάρει τις παραδόσεις υλικών σ’ ένα από τα εργοστάσιά μου». Αζτέκοι ιερείς βγάζουν από το Γυμνό Παλικάρι το μανδύα από γαλαζωπά φτερά. Το απιθώνουν ανάσκελα σε ασβεστολιθικό βωμό, του φοράνε ένα κρυστάλλινο κρανίο στο κεφάλι στερεώνοντας τα

Γ ΥΜ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

105

δύο ημισφαίρια μπρος πίσω με βίδες από κρύσταλλο. Ένας καταρ­ ράκτης πέφτει πάνω στο κρανίο τσακίζοντας τον αυχένα του αγο­ ριού. Εκτοξεύει το σπέρμα του μέσα σε ουράνιο τόξο κόντρα στον ήλιο που ανατέλλει. Διαπεραστική μυρουδιά πρωτεΐνης σπέρματος γεμίζει τον αέρα. Οι καλεσμένοι χαϊδεύουν τ’ αγόρια που αναρριγούν απ’ τους σπα­ σμούς, ρουφάνε τις ψωλές τους, γαντζώνονται στις ράχες τους σαν βάμπιροι. Γυμνοί ναυαγοσώστες φέρνουν μέσα σιόηροπνεύμονες γεμά­ τους παραλυμένα παλικάρια. Τυφλά αγόρια προσπαθούν ψηλαφητά να βγουν μέσα από τερά­ στιες τούρτες, σχιζοφρενείς σε φάση επιδείνωσης ξεπετάγονται από ένα λαστιχένιο μουνί, αγόρια με φριχτές δερματοπάθειες αναδύο­ νται μέσα από μια σκοτεινή λιμνούλα (αργοκίνητα ψάρια τσιμπολογούν κίτρινες κουράδες που επιπλέουν). Ένας άντρας με άσπρη γραβάτα και λευκό κολλαρισμένο που­ κάμισο με μπροστινές πιέτες, κατά τ’ άλλα γυμνός από τη μέση και κάτω με εξαίρεση τις μαύρες καλτσοδέτες του, μιλάει με ύφος πολύ ευγενικό στη Βασίλισσα της Κυψέλης. (Βασίλισσες της Κυψέλης είναι κάτι ηλικιωμένες γυναίκες που περιτριγυρίζονται από αδελ­ φούλες φτιάχνοντας όλες μαζί το «μελίσσυκ Ένα απαίσιο μεξικάνικο συνήθειο.) «Μα πού ’ναι αυτό το παιδοσούβλι;» Μιλάει από τη μια μόνο πλευρά του προσώπου του, η άλλη είναι τσαλακωμένη από το Βα­ σανιστήριο των Μυρίων Καθρεπτών. Αυνανίζεται αγρίως. Η Βασί­ λισσα της Κυψέλης συνεχίζει την κουβέντα, δεν προσέχει τίποτα. Καναπέδες, πολυθρόνες, το πάτωμα ολόκληρο αρχίζει να σείεται και τόσο να ταρακουνεί τους καλεσμένους μέχρι που γίνονται γκρίζα φλουταρισμένα φαντάσματα, σκιές που στριγκλίζουν με ωνία που εκπορεύεται απ’ το καυλί τους. Δυο αγόρια τραβάνε τις παχιές τους κάτω από γέφυρα τρένου. Ιο τρένο περνάει τραντάζοντας πατόκορφα τα σώματά τους, τα κά­ νει να τινάξουν τα υγρά τους, απομακρύνεται και χάνεται με σφύ-

106 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

ριγμα που σβήνει. Βατράχια κοάζουν. Τ ’ αγόρια ξεπλένουν τα σπέρματα απ’ τις λεπτές μελαψές κοιλιές τους. Κουπέ τρένου: δυο άρρωστα πρεζόνια που πάνε για το Λέξιν­ γκτον σκίζουν σχεδόν τα παντελόνια τους από την ασυγκράτητη καύλα που τα ζώνει. Ο ένας σαπουνίζει την ψωλή του και δουλεύοντάς τη τιρμπουσόν τη φοράει βιδωτά στα κωλομέρια του άλλου. «Χριστέέέέέέέέέ μου!» Πετάνε τα φλόκια τους ταυτόχρονα καθώς ορθώ­ νουνε τις πλάτες τους. Ξεκολλάνε κι ανεβάζουν τα βρακιά τους. «Ο γερο-αλμπάνης στο Μάρσαλλ γράφει συνταγές για στανιαρόζουμο σε βάμμα». «Οι ζοχάδες της γριάς μάνας ξαμολιούνται ουρλιάζοντας χοντρές και ματωμένες, το Μαύρο Σκατό βλέπεις... Γιατρέ, πες πως ήταν μάνα σου, με τα βάρδουλα τίγκα στις βδέλλες να κουλουριάζονται και να στριφογυρνάνε σιχαμένα... Κόφ’ τα κουνήματα ρε μάνα, μου προκαλείς αηδία». «Ας κάνουμε μια στάση να του την πέσουμε για συνταγή». Ασυγκράτητο το τρένο σκίζει την καπνισμένη, φωταγωγημένη με σωλήνες νέον νύχτα του Ιούνη. Εικόνες αντρών και γυναικών, αγοριών και κοριτσιών, ζώων, ψαριών, πουλιών, ο ρυθμός της συνουσίας του σύμπαντος απλώνε­ ται μες στο δωμάτιο, ένα τεράστιο γαλάζιο παλιρροϊκό κύμα ζωής. Κραδασμοί άηχου βουητού από βαθύσκιωτο δάσος— ξαφνική ηρε­ μία της πόλης μόλις ο πρεζάκιας γίνει. Μια στιγμή απόλυτης νηνε­ μίας, δέους και απορίας. Ως και ο Διακινούμενος Πολίτης χτυπάει τα κουδούνια των βουλωμένων αρτηριών της χοληστερίνης ζητια­ νεύοντας ολίγη επαφή. Ο Χασάν ουρλιάζει: «Δικά σου καμώματα είναι αυτά, Έι Τζέι! Μου το γάμησες το πάρτι!» Ο Έ ι Τζέι τον κοιτάζει, βλέμμα απόμακρο, ασβεστολιθικό: «Τον παίρνεις ρε ξενόφερτε υγροποιέ, και μάλιστα από πίσω». Ένα απείθαρχο μπουλούκι Αμερικάνες τρελές και ξαναμμένες απ’ τον πόθο ορμάνε στο δωμάτιο. Με τα μουνιά να στάζουν πεινασμένα, από φάρμες και ράντσα αναψυχής, εργοστάσια, μπουρδέλα,

Γ ΥΜ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

107

α θ λ η τ ικ έ ς λ έ σ χ ε ς γ ια τ ις α ρ ισ τ ο κ ρ ά τ ισ σ ε ς , σ ο υ ίτ ε ς ρ ε τ ιρ έ κ α ι α κ ρ ιlid π ρ ο ά σ τ ι α , μ ο τ έ λ κ α ι γ ι ο τ κ α ι κ ο κ τ έ ι λ μ π α ρ , π ε τ ά ν ε β ι α σ τ ι κ ά ρ ο ύ χ α ιπ π α σ ία ς , φ ό ρ μ ε ς τ ο υ σ κ ι, β ρ α δ ιν έ ς τ ο υ α λ έ τ ε ς , λ έ β ις , φ α ρ δ ιά α π ο γ ε υ μ α τ ι ν ά φ ο ρ έ μ α τ α , φ ο υ σ τ ά ν ι α σ τ α μ π ω τ ά , π α ν τ ε λ ό ν ι α , μ α γ ιό κ α ι κ ιμ ο ν ό . Ο υ ρ λ ιά ζ ο υ ν , σ τ ρ ιγ κ λ ίζ ο υ ν κ ι α λ υ χ τ ά ν ε , κ α β α λ ά ν ε τ ο υ ς κ α λ ε σ μ έ ν ο υ ς σ α ν λ υ σ σ α σ μ έ ν ε ς σ κ ύ λ ε ς π ο υ α π ο ζ η τ ά ν ε τ ο γ α μ ή σ ι. Μ π ή γ ο υ ν τ α ν ύ χ ια τ ο υ ς σ τ α κ ρ ε μ α σ μ έ ν α α γ ό ρ ια σ κ ο ύ ζ ο ν τ α ς υ σ τ ε ­ ρ ικ ά : « Γ ά μ α μ ε μ ω ρ ή α δ ε ρ φ ή ! Γ ά μ α μ ε μ π ά σ τ α ρ δ ο τ ο υ κ έ ρ α τ ά ! I ά μ α μ ε ! Γ ά μ α μ ε !» Ο ι κ α λ ε σ μ έ ν ο ι τ ο β ά ζ ο υ ν ε σ τ α π ό δ ια μ ε φ ω ν έ ς κ α ι μ ε β λ α σ τ ή μ ιε ς , π α ρ α μ ε ρ ίζ ο ν τ α ς τ α κ ρ ε μ α σ μ έ ν α α γ ό ρ ια , α ν α π ο ­ δ ο γ υ ρ ίζ ο ν τ α ς τ ις σ υ σ κ ε υ έ ς τ ε χ ν η τ ο ύ π ν ε ύ μ ο ν α . ιι Τ ζ έ ι: « Φ ω ν ά χ τ ε τ ο υ ς Σ β ιτ σ έ ρ ο υ ς μ ο υ , γ α μ ώ τ ο ! Π ρ ο φ υ λ ά ξ τ ε μ ε α π ό α υ τ έ ς τ ις λ ά μ ιε ς !» Ο κ . Χ ά ισ λ ο π , ο γ ρ α μ μ α τ έ α ς τ ο υ Έ ι Τ ζ έ ι, σ η κ ώ ν ε ι τ ο μ ά τ ι τ ο υ α π ό τ α κ ό μ ιξ : « Π ά ν ε ο ι Σ β ίτ σ ε ρ ο ι. Υ γ ρ ο π ο ιή θ η κ α ν » . (Η υ γ ρ ο π ο ίη σ η ε π ιτ υ γ χ ά ν ε τ α ι μ ε ε π α ν α λ η π τ ικ ή δ ια ίρ ε σ η τ ω ν τ ε ϊν ώ ν κ α ι α ν α γ ω γ ή το υ ς σ ε υ γ ρ ή κ α τά σ τα σ η , ζο υ μ ί π ο υ α π ο ρ ά τ α ι α π ό τ ο π ρ ω τ ο π λ α σ μ α τ ικ ό ε ίν α ι κ ά π ο ιο υ ά λ λ ο υ . Ο Χ α σ ά ν , δ ια β ό η τ ο ς υ γ ρ ο π ο ιη τ ή ς , ε ί ν α ι α υ τ ό ς π ο υ μ ά λ λ ο ν κ α ρ π ώ ν ε τ α ι τ α ο φ έ λ η σ τ η ν π ρ ο κ ε ιμ έ ν η π ε ρ ίπ τ ω σ η .) Έ ι Τ ζ έ ι: « Τ ε μ π ε λ ό σ κ υ λ α , ψ ω λ ο ρ ο υ φ ή χ τ ρ ε ς ! Λ ο υ φ α τ ζ ή δ ε ς ! Τ ι θ ’ α π ο γ ίν ο υ μ ε χ ω ρ ίς τ ο υ ς Σ β ίτ σ ε ρ ο υ ς ; Κ ύ ρ ιο ι, μ α ς κ ό λ λ η σ α ν σ τ ο ν τ ο ίχ ο . Φ ο β ο ύ μ α ι π ω ς ο ι ψ ω λ έ ς μ α ς κ ι ν δ υ ν ε ύ ο υ ν . Ε μ π ρ ό ς , ό λ ο ι σ ε κ α τ ά σ τ α σ η ε τ ο ιμ ό τ η τ α ς ν ’ α π ο κ ρ ο ύ σ ο υ μ ε τ ο ρ ε σ ά λ τ ο . Κ ύ ρ ιε Χ ά ισ λ ο π , μ ο ιρ ά σ τ ε π ε ρ ίσ τ ρ ο φ α σ τ ο υ ς ά ν δ ρ ε ς » . Ο Έ ι Τ ζ έ ι τ ρ α β ά ε ι σ β έ λ τ α τ η ν α υ τ ικ ή τ ο υ σ π ά θ α κ ι α ρ χ ίζ ε ι ν α π α ίρ ν ε ι τ α κ ε φ ά λ ια τ ω ν Κ ο ρ ίτ σ α ρ ω ν τ η ς Α μ ε ρ ικ ή ς . Κ α ι λ ά γ ν α τ ρ α γ ο υ δ ε ί:

Νομάτοι δεκαπέντε στον πεθαμένου το σεντούκι Γιο Χο Χο και μια μποτίλια ρούμι. Φροντίσανε για ούλα το πιοτό κι οι μαντρακούκοι Γιο Χο Χο και μια μποτίλια ρούμι.

108 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Ο κ . Χ ά ισ λ ο π , β α ρ ιε σ τ η μ έ ν ο ς κ α ι μ η δ ίν ο ν τ α ς ιδ ια ίτ ε ρ η σ η μ α ­ σ ί α : « Α ν τ ε π ά λ ι τ α ίδ ι α . Δ ε ν α ν τ έ χ ω π ι α » . Β γ ά ζ ε ι τ η ν π ε ι ρ α τ ι κ ή σ η ­ μ α ία κ α ι μ ε μ π α ϊλ ν τ ισ μ έ ν ο ύ φ ο ς α ρ χ ίζ ε ι ν α τ η ν α ν ε μ ίζ ε ι. Π ε ρ ικ υ κ λ ω μ έ ν ο ς ο Έ ι Τ ζ έ ι κ α ι δ ίν ο ν τ α ς κ α τ α φ α ν ώ ς ά ν ισ η μ ά ­ χ η , σ η κ ώ ν ε ι ψ η λ ά τ ο κ ε φ ά λ ι κ ι α μ ο λ ά ε ι τ η γ ο υ ρ ο υ ν ο κ ρ α υ γ ή . Σ τη σ τ ιγ μ ή χ ίλ ιο ι β α ρ β α τ ισ μ έ ν ο ι Ε σ κ ιμ ώ ο ι μ π ο υ κ ά ρ ο υ ν μ έ σ α γ ρ ο ύ ζ ο ν τ α ς κ α ι σ κ ο ύ ζ ο ν τ α ς , μ ε π ρ ό σ ω π α π ρ η σ μ έ ν α , μ ά τ ια κ α τ α κ ό κ κ ιν α ό λ ο φ ω τ ιά κ α ι κ α ύ λ α , χ ε ίλ ια μ α β ιά , ο ρ μ ά ν ε σ τ ις Α μ ε ρ ικ ά ν ε ς . (Ο ι Ε σ κ ιμ ώ ο ι έ χ ο υ ν ε π ο χ ή π ο υ γ α υ ρ ιά ζ ο υ ν . Σ τ ο σ ύ ν τ ο μ ο Κ α λ ο ­ κ α ίρ ι τ ο υ ς μ α ζ ε ύ ο ν τ α ι ο ι φ υ λ έ ς κ α ι μ ε χ α ρ ά π α ιδ ιο ύ ε π ιδ ίδ ο ν τ α ι σ ε ό ρ ­ γ ια . Τ α π ρ ό σ ω π ά τ ο υ ς π ρ ή ζ ο ν τ α ι κ α ι τ α χ ε ίλ ια τ ο υ ς γ ίν ο ν τ α ι μ α β ιά .) Ο Γ ο ρ ίλ α ς τ ο υ Μ ε γ ά ρ ο υ μ ε π ο ύ ρ ο ε ξ ή ν τ α π ό ν τ ο υ ς χ ώ ν ε ι τ ο κ ε φ ά λ ι τ ο υ α π ό μ ια χ α ρ α μ ά δ α : « Τ ι δ ι ά ο λ ο ; Θ η ρ ιο τ ρ ο φ ε ίο έ χ ε τ ε ε δ ώ μ έ σ α ; » Ο Χ α σ ά ν τ ρ ί β ε ι τ α χ έ ρ ι α τ ο υ : « Γ ο υ σ τ ά ρ ω μ α κ ε λ ε ι ό ! Τ έ τ ο ιο π ε τ σ ό κ ο μ μ α κ α ι τ έ τ ο ιο μ π ο υ ρ δ έ λ ο δ ε ν έ χ ω ξ α ν α δ ε ί! Μ α τ ο ν Α λ λ ά χ , δ ε ν έ χ ε ι ξ α ν α γ ίν ε ι!» Γ υ ρ ν ά ε ι α π ό το μ α π ρ ο ς τ ο ν Έ ι Τ ζ έ ι π ο υ κ ά θ ε τ α ι π ά ν ω σ ε ν α υ τ ι­ κ ό σ ε ν τ ο ύ κ ι, μ ε π α π α γ ά λ ο σ τ ο ν ώ μ ο , κ α λ ύ π τ ρ α σ τ ο έ ν α μ ά τ ι, π ίν ο ­ ν τ α ς ρ ο ύ μ ι α π ό β α ρ ιά κ α ν ά τ α . Κ ο ιτ ά ζ ε ι ε ρ ε υ ν η τ ικ ά τ ο ν ο ρ ίζ ο ν τ α σ ’ ό λ ο τ ο υ τ ο φ ά ρ δ ο ς μ ε έ ν α τ ε ρ ά σ τ ιο μ π ρ ο ύ ν τ ζ ιν ο κ α ν ο κ ιά λ ι. Χ α σ ά ν : « Π α λ ιο σ κ ρ ό φ α ! Π ρ α γ μ α τ ικ ισ τ ή τ η ς δ ε κ ά ρ α ς ! Φ ε ύ γ α κ α ι π ο τ έ μ η ν ξ α ν α ρ ίξ ε ις τ η β ρ ω μ ε ρ ή σ κ ιά σ ο υ σ τ α ε υ α γ ή λ η μ έ ρ ια τ η ς χ α ρ ά ς μ ο υ !»

ΠΡΟΑΥΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑ ΝΕΠ ΙΣ ΤΗΜ ΙΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΖΩΝΗΣ Γ α ϊδ ο ύ ρ ια , κ α μ ή λ ε ς , λ ά μ α , α μ α ξ ά κ ια π ο υ τ α σ έ ρ ν ο υ ν Α ν α τ ο λ ίτ ε ς , κ ά ρ α μ ε ε μ π ο ρ ε ύ μ α τ α π ο υ μ ε κ ό π ο τ α σ π ρ ώ χ ν ο υ ν ιδ ρ ω μ ε ν α α γ ό ­ ρ ια , τ α μ ά τ ι α τ ο υ ς π ε τ α γ μ έ ν α έ ξ ω σ α ν γ λ ώ σ σ ε ς α π ό λ α ι μ ο ύ ς κ α ρ υ δ ω ­ μ έ ν ο υ ς — κ α τ α κ ό κ κ ιν α α π ό τ ο α ίμ α π ο υ χ τ υ π ά ε ι σ τ α μ η ν ίγ γ ια , μ ε έ ν α

Γ Υ ΜΝ Ο Γ ΕΥΜΑ ·

109

ζ ω ώ δ ι κ ο μ ίσ ο ς . Κ ο π ά δ ια α π ό π ρ ό β α τ α κ α ι κ α τ σ ί κ ι α κ ι α π ό γ ε λ ά δ ι α μ α κ ρ υ κ έ ρ α τ α π ε ρ ν ο ύ ν α ν ά μ ε σ α σ τ ο υ ς σ υ γ κ ε ν τ ρ ω μ έ ν ο υ ς φ ο ιτ η τ έ ς κ α ι τ η ν ε ξ έ δ ρ α . Ο ι φ ο ιτ η τ έ ς κ α θ ισ μ έ ν ο ι ε κ ε ί τ ρ ιγ ύ ρ ω σ ε π α γ κ ά κ ια σ κ ο υ ρ ια σ μ έ ν α , γ ω ν ια σ μ έ ν ο υ ς ό γ κ ο υ ς α σ β ε σ τ ό λ ιθ ο υ , λ ε κ ά ν ε ς τ ο υ α ­ λ έ τ α ς , ξ ύ λ ιν α κ α φ ά σ ια , β α ρ έ λ ια π ε τ ρ ε λ α ίο υ , κ ο ύ τ σ ο υ ρ α δ έ ν τ ρ ω ν , δ ε ρ μ ά τ ιν α π ο υ φ π α λ ιά κ α ι σ κ ο ν ισ μ έ ν α , μ ο υ χ λ ια σ μ έ ν α κ α ν ν α β ά τ σ α . Φ ο ρ ά ν ε λ έ β ις — κ ε λ ε μ π ίε ς ... κ ο λ ά ν κ α ι π α λ ιο μ ο δ ίτ ικ α σ ω κ ά ρ δ ια — π ίν ο υ ν π α ρ ά ν ο μ ο ο υ ίσ κ ι μ έ σ α α π ό β ά ζ α τ ο υ ρ σ ιώ ν κ α ι μ α ρ μ ε λ ά δ α ς , κ α φ έ μ έ σ α α π ό κ ο ν σ ε ρ β ο κ ο ύ τ ια , φ ο υ μ ά ρ ο υ ν κ α σ κ α ο ύ τ ι ( χ α σ ίς ) σ ε τ σ ιγ ά ρ α σ τ ρ ιμ μ έ ν α μ ε λ α χ ν ο ύ ς κ α ι χ α ρ τ ί π ε ρ ιτ υ λ ίγ μ α τ ο ς ... β α ρ ά ν ε π ρ έ ζ α μ ε π α ρ α μ ά ν α κ α ι σ τ α γ ο ν ό μ ε τ ρ ο , μ ε λ ε τ ά ν ε π ε ρ ιο δ ικ ά μ ε κ ο ύ ρ ­ σ ε ς τ ο υ ιπ π ό δ ρ ο μ ο υ , κ ό μ ι ξ , κ ώ δ ι κ ε ς τ ω ν Μ ά γ ι α . . . Κ α τ α φ θ ά ν ε ι ο Κ α θ η γ η τ ή ς π ά ν ω σ ε π ο δ ή λ α τ ο β α σ τ ώ ν τ α ς μ ια α ρ μ α θ ιά γ α τ ό ψ α ρ α . Α ν ε β α ίν ε ι σ τ η ν ε ξ έ δ ρ α κ ρ α τ ώ ν τ α ς τ η ν π λ ά τ η τ ο υ ( γ ε ρ α ν ό ς κ ο υ β α λ ά ε ι μ ια α γ ε λ ά δ α π ο υ μ ο υ γ κ α ν ίζ ε ι κ α ι τ α λ α ­ ν τ ε ύ ε τ α ι π ά ν ω α π ’ το κ ε φ ά λ ι τ ο υ ).

|

Κ α θ η γ .: « Μ ’ ε γ ά μ η σ ε τ ο υ Σ ο υ λ τ ά ν ο υ ο Σ τ ρ α τ ό ς χ θ ε ς β ρ ά δ υ . Ι :π α θ α ε ξ ά ρ θ ρ ω σ η τ η ς ω μ ο π λ ά τ η ς κ ά ν ο ν τ α ς τ ο ν υ π η ρ έ τ η τ η ς β α σ ί ­ λ ισ σ α ς π ο υ μ ο υ ’χ ε ι θ ρ ο ν ια σ τ ε ί σ τ ο σ π ί τ ι . .. Δ ε ν μ π ο ρ ώ ν α τ η ν ξ ε ­ φ ο ρ τ ω θ ώ τ η σ κ ρ ό φ α . Χ ρ ε ιά ζ ο μ α ι δ ιπ λ ω μ α τ ο ύ χ ο η λ ε κ τ ρ ο λ ό γ ο τ ο υ ε γ κ ε φ ά λ ο υ ν α τ η ς α π ο σ υ ν δ έ σ ε ι μ ία μ ία τ ι ς σ υ ν ά ψ ε ι ς κ ι έ ν α δ ι κ α σ τ ι ­ κ ό κ λ η τ ή ρ α - χ ε ιρ ο υ ρ γ ό ν α τ η ς β γ ά λ ε ι τ ’ ά ν τ ε ρ α κ α ι ν α τ α κ α τ ε β ά σ ε ι έ ξ ω σ τ ο π ε ζ ο δ ρ ό μ ιο . Έ τ σ ι κ α ι κ ο υ β α λ η θ ε ί κ α ν ο ν ι κ ά μ ε τ α σ υ μ π ρ ά ­ γ κ α λ ά τ η ς η Μ α μ ά σ τ ο υ γ ιό κ α τ η ς τ ο σ π ίτ ι π ρ έ π ε ι ν α γ ίν ε ι Κ ό λ α σ η ι. κ ε ί μ έ σ α , ν α ξ ε φ ο ρ τ ω θ ε ί τ ο ν κ α τ α λ η ψ ί α τ ο ν π α ρ α σ η μ ο φ ο ρ η μ έ ν ο μ ε τ ο ν Χ ρ υ σ ο ύ ν Α σ τ έ ρ α Κ α τ ά λ η ψ η ς Ε χ θ ρ ικ ή ς Ν η ό ς . . . » Κ ο ιτ ά ζ ε ι

τα

γατό ψ αρ α

και

σ ιγ ο μ ο υ ρ μ ο υ ρ ίζ ε ι

τ ρ α γ ο υ δ ά κ ια

τ ο υ ’ 2 0 . « Α γ ό ρ ι α μ ο υ η ν ο σ τ α λ γ ί α μ ε χ τ υ π ε ί έ τ ο ιμ η ν α χ α ζ ο β γ ε ί θ έ λ ο ­ ν τ α ς κ α ι μ η ... α γ ο ρ ά κ ια π ο υ β ο λ τ ά ρ ο υ ν σ τ ο Μ ε γ ά λ ο Π α ν η γ ύ ρ ι τ ρ ώ γ ο ν τ α ς τ ο ρ ο ζ έ μ α λ λ ί τ η ς γ ρ ι ά ς ... χ α ϊδ ο λ ο γ ο ύ ν τ α ι π ρ ό σ τ υ χ α μ έ σ α σ τ ο Μ π α ν ισ τ ή ρ ι... τ ο β γ ά ζ ο υ ν κ α ι τ ο π α ίζ ο υ ν ψ η λ ά π ά ν ω σ τ η ρ ό δ α τ ιν ά ­ ζ ο ν τ α ς τ α σ π έ ρ μ α τ α σ τ ο φ ε γ γ α ρ ά κ ι π ο υ ξ ε π ρ ο β ά λ λ ε ι κ ό κ κ ιν ο κ α ι κ α ­ π ν ι σ μ έ ν ο π ά ν ω α π ’ τ α χ υ τ ή ρ ι α σ τ η ν ά λ λ η μ ε ρ ιά τ ο υ π ο τ α μ ο ύ . Έ ν α ς

110 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

Α ρ ά π η ς κ ρ έ μ ε τ α ι σ τ η λ ε ύ κ α μ π ρ ο σ τ ά α π ό τ α Π α λ ιά Δ ι κ α σ τ ή ρ ι α . . . λ ά μ ιε ς π ο υ κ λ α ψ ο υ ρ ίζ ο υ ν α ρ π ά ζ ο υ ν ε το σ π έ ρ μ α τ ο υ μ ε τ ις δ ο ν τ ά ρ ε ς τ ω ν μ ο υ ν ι ώ ν τ ο υ ς . . . ( Ο σ ύ ζ υ γ ο ς κ ο ι τ ά ζ ε ι κ α χ ύ π ο π τ α τ ο μ ικ ρ ό ν ε ρ α ϊ δ ο π α ίδ ι μ ε κ ά τ ι μ ά τ ια σ τ ε ν ε μ έ ν α σ τ ο χ ρ ώ μ α ξ ε θ ω ρ ια σ μ έ ν ο υ γ κ ρ ίζ ο υ φ α ν ε λ έ ν ι ο υ π ο υ κ ά μ ι σ ο υ . . . “ Γ ια τ ρ έ , γ ι α β λ α σ τ ά ρ ι Α ρ ά π α κ α τ ο κ ά ν ω ” .

»0

Γ ι α τ ρ ό ς σ η κ ώ ν ε ι α δ ι ά φ ο ρ α τ ο υ ς ώ μ ο υ ς : “ Η Γ ν ω σ τ ή Π α λ ιο -

κ ο μ π ίν α , γ ιό κ α μ ο υ . Τ ο μ π ιζ έ λ ι κ ά τ ω α π ό τ ο τ σ ό φ λ ι . . . Ε δ ώ μ π ιζ έ λ ι ε κ ε ί μ π ιζ έ λ ι π ο ύ ’ν α ι τ ώ ρ α τ ο μ π ιζ έ λ ι;” ) » Κ ι ο Π ά ρ κ ε ρ ο Γ ια τ ρ ό ς π ί σ ω σ τ ο κ α μ α ρ ά κ ι τ ο υ φ α ρ μ α κ ε ί ο υ τ ο υ χ τ υ π ά ε ι τ η ν η ρ ω ίν α τ ω ν α λ ό γ ω ν δ ια κ ό σ ια μ ιλ ιγ κ ρ ά μ μ ε ς σ τ ο φ ιξ ά ­ κ ι — “ Τ ο τ ο ν ω τ ικ ό μ ο υ ” , μ ο υ ρ μ ο υ ρ ά ε ι. “ Κ α ι ε ίν α ι π ά ν τ α Ά ν ο ιξ η ” .

»0

“ Χ ο ύ φ τ α ς ” ο Α ν ώ μ α λ ο ς τ ο υ Μ π έ ν σ ο ν Τ ά ο υ ν έ π ια σ ε κ ε -

ρ έ ν σ ια σ τ α α π ο χ ω ρ η τ ή ρ ια τ ο υ σ χ ο λ ε ίο υ ( Κ ε ρ έ ν σ ια ε ίν α ι τ α υ ρ ο μ α ­ χ ικ ό ς ό ρ ο ς ... Ο τ α ύ ρ ο ς β ρ ίσ κ ε ι σ τ η ν α ρ έ ν α έ ν α σ η μ ε ίο π ο υ γ ο υ σ τ ά ­ ρ ει κ α ι δ εν το κ ο υ ν ά ει ρ ο ύ π ι κ ι ο τα υρ ο μ ά χ ο ς α να γ κ ά ζετα ι ν α π ά ει ε κ ε ί κ α ι ή ν ’ α ν α μ ε τ ρ η θ ε ί μ ε τ ο ν τ α ύ ρ ο μ ε τ ο υ ς ό ρ ο υ ς ε κ ε ιν ο ύ ή ν α τ ο ν π α ρ α σ ύ ρ ε ι κ α ι ν α τ ο ν ξ ε κ ο λ λ ή σ ε ι α π ’ το σ η μ ε ίο — ή τ ο έ ν α ή το ά λ λ ο ). Κ α ι λ έ ε ι ο Σ ε ρ ίφ η ς Α . Κ . Λ ά ρ σ ε ν γ ν ω σ τ ό ς κ α ι μ ε τ ο π α ρ α ­ τ σ ο ύ κ λ ι “ Μ ά π α ς ” , “ Α μ θ έ λ ε ι δ ό λ ω μ α τ ο ύ τ ο ς ε δ ώ γ ια ν α

β γει

α π ’ τ η ν κ ε ρ έ ν σ ι α . . . ” Κ ι η Μ ά μ α - Λ ό τ τ η π ο υ κ ο ιμ ά τ α ι δ έ κ α χ ρ ό ν ια μ ε τ η ν κ ό ρ η π ε θ α μ έ ν η τ α ρ ιχ ε υ μ έ ν η έ τ ο ιμ η σ α ν σ π ιτ ικ ιά κ ο μ π ό σ τ α , ξ υ π ν ά ε ι μ ε ρ ίγ η κ α ι τ ε ν τ ώ μ α τ α ν ω ρ ί ς μ έ σ α σ τ ο χ ά ρ α μ α τ ο υ Α ν α τ ο ­ λ ικ ο ύ Τ έ ξ α ς ... ό ρ ν ια έ χ ο υ ν ε β γ ε ι κ α ι γ υ ρ ο φ έ ρ ν ο υ ν π ά ν ω α π ό τ α ν ε ­ ρ ά τ ο υ μ α ύ ρ ο υ β ά λ τ ο υ κ α ι τ α ό ρ θ ια κ ο ύ τ σ ο υ ρ α κ υ π α ρ ι σ σ ι ώ ν . .. » Κ α ι τ ώ ρ α κ ύ ρ ιο ι— ε υ ε λ π ισ τ ώ π ω ς δ ε ν υ π ά ρ χ ο υ ν π α ρ ε ν δ υ σ ίε ς α ν ά μ ε σ ά σ α ς — χ ι χ ι χ ι— κ α ι π ω ς ε ίσ τ ε ό λ ο ι κ ύ ρ ιο ι π ε ρ ιω π ή ς κ α ι μ ε τη β ο ύ λ α τ ο υ Κ ο γ κ ρ έ σ ο υ α π ο μ έ ν ε ι π λ έ ο ν ω ς μ ό ν ο ν ν α α ν α γ ν ω ρ ισ θ ε ί π ω ς ε ίσ τ ε κ α ι

ανθρώπινα όντα αρσενικά, κ α θ ’ ό τ ι ε π ’ ο υ δ ε ν ί

δ ε ν θ α ε π ιτ ρ έ ψ ω Μ ε τ α β α τ ικ ο ύ ς π ρ ο ς π ά σ α κ α τ ε ύ θ υ ν σ η ε ν τ ό ς τ η ς ε υ π ρ ε π ε σ τ ά τ η ς τ ο ύ τ η ς α ι θ ο ύ σ η ς . Κ ύ ρ ιο ι, π α ρ ο υ σ ι ά σ τ ε τ α ε ρ γ α λ ε ί α σ α ς . Ε ίσ τ ε π λ έ ο ν ε ν ή μ ε ρ ο ι γ ια τ ο π ό σ ο σ η μ α ν τ ικ ό ε ί ν α ι ν α δ ια τ η ­ ρ ε ίτ ε τ α ό π λ α σ α ς μ ε τ η ν κ α τ ά λ λ η λ η λ ίπ α ν σ η κ α ι α ν ά π ά σ α σ τ ιγ μ ή έ τ ο ιμ α γ ια δ ρ ά σ η ε μ π ρ ό σ θ ια ή ε κ τ ω ν ν ώ τ ω ν » .

Γ Υ ΜΝ Ο Γ ΕΥΜΑ

·

111

Φο ιτ η τ έ ς : « Ζ ή τ ω ω ω ω ω ω !» Ξ ε κ ο υ μ π ώ ν ο υ ν β α ρ ιε σ τ η μ έ ν α τ α κ α ν τ ε λ ό ν ια τ ο υ ς . Έ ν α ς α π ό α υ τ ο ύ ς φ έ ρ ε ι μ ια σ τ ύ σ η ε ξ ω π ρ α γ μ α τ ικ ή .

Κ α θ η γ . : « Κ α ι τ ώ ρ α , κ ύ ρ ι ο ι , π ο ύ ε ί χ α μ ε ί ν ε ι ; Α ν α ι , σ τ η Γ ρ ια Λ ό ττη ... Ξ υ π ν ά ε ι τρ έμ ο ντα ς μ έσ α σ το χ ά ρ α μ α το ρ ο δ α λό , ρ ο δ α λό r e v τ α κ ε ρ ά κ ια τ η ς τ ο ύ ρ τ α ς γ ε ν ε θ λ ίω ν μ ικ ρ ή ς π α ιδ ο ύ λ α ς , ρ ο δ α λ ό ■ α ν τ ο μ α λ λ ί τ η ς γ ρ ιά ς , ρ ο δ α λ ό σ α ν τ ο κ ο χ ύ λ ι, ρ ο δ α λ ό σ α ν τ ο κ α υ λ ί χ τ υ π ά ε ι α π ό τ ο α ίμ α κ ά τ ω α π ’ τ α κ ό κ κ ιν α φ ώ τ α τ ο υ μ π ο ρ ν τ έ -

rod

λ ο υ . . . Η Μ ά μ α - Λ ό τ τ η ... χ ρ ρ ρ ρ ο υ φ ... ε ά ν δ ε ν σ τ α μ α τ ή σ ε ι α υ τ ή η Β π ε ρ α ν τ ο λ ο γ ία θ α υ π ο κ ύ ψ ω ε ις τ ο ε υ ά λ ω τ ο ν τ η ς η λ ικ ία ς κ α ι θ α π ά ω V κ ά ν ω σ υ ν τ ρ ο φ ι ά σ τ η ν κ ό ρ η τ η ς μ έ σ α σ ε κ α μ ι ά φ ο ρ μ α λ δ ε ΰ δ η . I

»Η Μ π α λ ά ν τ α τ ο υ Γ έ ρ ο υ Ν α υ τ ικ ο ύ υ π ό Κ ό λ ρ ιτ ζ , π ο ιη τ ο ύ . ..

» α ή θ ε λ α τ ώ ρ α ν α ε π ισ τ ή σ ω τ η ν π ρ ο σ ο χ ή σ α ς ε ις τ ο ν σ υ μ β ο λ ισ μ ό ν

ρ η ιδίου τ ο υ Γ έ ρ ο υ Ν α υ τ ι κ ο ύ » . Φ ο ι τ η τ έ ς : « Του ιδίου λέει ο δικός μας». I

« Ν α ε π ισ τ ή σ ω ο ύ τ ω π ω ς τ η ν π ρ ο σ ο χ ή σ α ς σ τ η ν ά χ α ρ η φ ιγ ο ύ ρ α

ίο υ » . I

« Α , Δ ά σ κ α λ ε , δ ε μ α ς τη β γ α ίν ε ις ω ρ α ία » .

I Μ ι α ε κ α τ ο σ τ ή αν ήλικοι ε γ κ λ η μ α τ ίε ς ... σ τιλ έ τ α που κροταλί-

mw

σ α ν μ α σ έ λ ε ς κινούνται προς το μέρος του.

Κ α θ η γ .: « Ω , γ ι α τ ’ ό ν ο μ α τ η ς Π α ν α γ ί α ς ! » Π ρ ο σ π α θ ε ί α π ε γ ν ω ­ σ μ έ ν α ν α μ α σ κ α ρ ε υ τ ε ί γ ρ ιο ύ λ α μ ε μ α ύ ρ α μ π ο τ ίν ια κ α ι ο μ π ρ έ λ α ... ίΑ ν δ εν ή τα ν το λο υμ π ά γκ ο μ ου δε μ πορώ κ α λά κ α λ ά ν α σ κ ύ ψ ω θα Β ρ ό τ ε ιν α σ τ η τ ό τ ο Ζ α χ α ρ έ ν ιο Κ ω λ α ρ ά κ ι μ ο υ ό π ω ς α κ ρ ι β ώ ς ο ι μ π α Η ο υ ί ν ο ι .. . Ε ά ν κ ά π ο ιο ς α δ ύ ν α μ ο ς μ π α μ π ο υ ίν ο ς δ ε χ θ ε ί ε π ίθ ε σ η ■ n o ά λ λ ο ν ισ χ υ ρ ό τ ε ρ ο τ ό τ ε ο α δ ύ ν α μ ο ς μ π α μ π ο υ ίν ο ς ή ( α ) θ α π ρ ο lu iv r . i ε ε , χ μ μ μ τ ο ν π ο π ό τ ο υ έ τ σ ι λ έ γ ε τ α ι ν ο μ ί ζ ω , κ ύ ρ ι ο ι , δ ι ά χ ε χ ε ■ α Ο η τ ικ ή ν σ υ ν ο υ σ ί α ν

ή (β ) σ ε π ε ρ ίπ τ ω σ η π ο υ ε ίν α ι μ π α μ π ο υ ίν ο ς

ρ λ λ η ς π ά σ τ α ς π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ε ξ ω σ τ ρ ε φ ή ς κ α ι μ ε κ α λ ύ τ ε ρ η π ρ ο σ α ρ ­ μ ο γ ή σ τ ο χ ώ ρ ο , θ α ε π ιτ ε θ ε ί σ ε κ ά π ο ιο ν ά λ λ ο ν μ π α μ π ο υ ίν ο α κ ό μ η

0Μο α δ ύ ν α μ ο

α ν β έ β α ια τ ο υ κ ά τ σ ε ι κ ά τ ι τ έ τ ο ιο » .

Τ α λ α ίπ ω ρ η Ν τ ι ζ έ ζ μ ε ρ ο ύ χ α τ ο υ 1 9 2 0 λ ε ς κ α ι κ ο ι μ ά τ α ι μ ε δ α ύ τ α (tn o τ ό τ ε δ ι α σ χ ί ζ ε ι σ α ν ν ε ρ ό χ υ μ έ ν ο θ λ ι β ε ρ ό δ ρ ό μ ο τ ο υ Σ ι κ ά γ ο υ φ ω Ι ΐίΟ μ έ ν ο μ ε ν έ ο ν . . . π τ ώ μ α α σ ή κ ω τ ο κ ρ έ μ ο ν τ α ι σ τ ο ν α έ ρ α ο ι Ν ε κ ρ έ ς

112 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ Π Α Ρ Ο Ο Υ Ζ

Π α λ ιέ ς Η μ έ ρ ε ς σ α ν φ ά ν τ α σ μ α ρ ιζ ω μ έ ν ο σ τ η γ η . Ν τ ιζ έ ζ ( τ ε ν ό ρ ο ς α κ ο υ σ μ έ ν ο ς μ ε ξ υ λ ό π ν ε υ μ α ) : « Β ρ ε ς τ ο ν π ιο α δ ύ ν α μ ο μ π α μ π ο υ ίν ο » . Σ α λ ο ύ ν σ ε α κ ρ ιτ ικ ή π ε ρ ιο χ ή : Μ π α μ π ο υ ίν ο ς Φ λ ώ ρ ο ς ν τ υ μ έ ν ο ς μ ε μ π λ ε φ ο υ σ τ α ν ά κ ι π α ιδ ικ ό τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι μ ο ιρ ο λ α τ ρ ικ ά σ τ ο σ κ ο π ό το υ

Αλικάκι με το μπλε φορεματάκι: « Ε ί μ α ι ο μ π α μ π ο υ ί ν ο ς ο π ι ο

α δύνα μ ο ς α π ’ ό λο υς». Μ ια ε μ π ο ρ ικ ή α μ α ξ ο σ τ ο ιχ ία π ε ρ ν ά ε ι α ν ά μ ε σ α σ τ ο ν Κ α θ η γ η τ ή κ α ι τ ο υ ς α λ ιτ ή ρ ιο υ ς ... Ό τ α ν π ια έ χ ε ι φ ύ γ ε ι ε κ ε ίν ο ι έ χ ο υ ν κ ο ιλ ιέ ς κ α ι ε ρ γ ά ζ ο ν τ α ι σ ε υ π ε ύ θ υ ν α π ό σ τ α ...

Φο ιτ η τ έ ς : « Θ έ λ ο υ μ ε τ η Λ ό τ τ η !» Κ

α θ η γ .: « Α υ τ ά

έ γ ιν α ν α λ λ ο ύ , κ ύ ρ ιο ι, σ ε χ ώ ρ α μ α κ ρ ιν ή ...

Κ α θ ώ ς έ λ ε γ α λ ο ι π ό ν π ρ ο τ ο ύ ε π έ μ β ε ι έ τ σ ι β ί α ι α κ α ι α γ ε ν ώ ς μ ία α π ό τ ις π ο λ λ α π λ έ ς μ ο υ π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ ε ς ... τ ι μ π ε λ α λ ή δ ικ α τ ε ρ α τ ά κ ια π ο υ ’ν α ι . . . σ κ ε φ τ ε ίτ ε λ ίγ ο τ ο Γ έ ρ ο Ν α υ τ ικ ό χ ω ρ ίς κ ο υ ρ ά ρ ιο , λ ά σ ο , β ο λ β ο κ α π ν ίν η ή ζ ο υ ρ λ ο μ α ν δ ύ α , ικ α ν ό ε ν τ ο ύ τ ο ις ν α σ υ λ λ ά β ε ι κ α ι ν α κ ρ α τ ή σ ε ι α μ ε ί ω τ ο τ ο ε ν δ ι α φ έ ρ ο ν τ ο υ α κ ρ ο α τ η ρ ί ο υ τ ο υ . . . Π ο ιο χ ρ ρ ρ ρ ρ ο υ π φ ε ίν α ι τ ο κ ό λ π ο τ ο υ ; Χ ε χ ε χ ε χ ε . .. Δ ε ν π ιά ν ε ι, ό π ω ς ο ι ε π ο ν ο μ α ζ ό μ ε ν ο ι κ α λ λ ιτ έ χ ν ε ς τ η ς ε π ο χ ή ς α υ τ ή ς , τ ο ν

πρώτο τυχόντα

ε ξ α ν α γ κ ά ζ ο ν τ ά ς τ ο ν τ ο ι ο υ τ ο τ ρ ό π ω ς ν α π ά ε ι ά σ τ α λ τ ο ς α π ό α ν ί α δ ιά τ η ς ε π ιβ ο λ ή ς σ τ α κ ο υ τ ο υ ρ ο ύ ε ν ό ς κ ά ρ ο υ κ α κ ο υ χ ίε ς ... Π ιά ν ε ι ε κ ε ί­ ν ο υ ς π ο υ δ ε ν έ χ ο υ ν ά λ λ η ε π ιλ ο γ ή π α ρ ά ν ’ α κ ο ύ σ ο υ ν ε ξ α ιτ ία ς τ η ς π ρ ο ϋ π ά ρ χ ο υ σ α ς σ χ έ σ η ς μ ε τ α ξ ύ τ ο υ Ν α υ τ ικ ο ύ ( α ν ε ξ ά ρ τ η τ α α π ό το π ό σ ο γ έ ρ ο ς ε ίν α ι) κ α ι τ ο υ ε ε Κ α λ ε σ μ έ ν ο υ σ τ ο Γ α μ ή λ ιο Γ λ έ ν τ ι . .. » Τ α ό σ α λ έ ε ι ο Ν α υ τ ικ ό ς δ ε ν έ χ ο υ ν κ α ι τ ό σ η σ η μ α σ ία ... Μ π ο ­ ρ εί ν α π α ρ α λη ρ εί α σ υ νά ρ τη τα , ξεκ ά ρ φ ω τα , ακόμ η κ α ι χ ο ντρ ο κο μ ­ μ έ ν α κ ι α σ υ γ κ ρ ά τ η τ α μ ε ς σ τ η γ ε ρ ο ν τ ικ ή τ ο υ ά ν ο ια . Κ ά τ ι ό μ ω ς γ ί ν ε ­ τ α ι σ τ ο ν Κ α λ ε σ μ έ ν ο τ ο υ Γ ά μ ο υ ό π ω ς γ ίν ε τ α ι σ τ η ν ψ υ χ α ν ά λ υ σ η ό τ α ν γ ί ν ε τ α ι ε ά ν γ ί ν ε ι . Α ν μ ο υ ε π ι τ ρ α π ε ί τ ώ ρ α μ ί α μ ικ ρ ή π α ρ έ κ β α σ ις ... έ ν α ς ψ υ χ α ν α λ υ τ ή ς π ο υ τ υ γ χ ά ν ε ι ν α γ ν ω ρ ίζ ω ε ίν α ι α υ τ ό ς ο ο π ο ίο ς δ ια ρ κ ώ ς μ ιλ ά ε ι— ο ι π ε λ ά τ ε ς α κ ο ύ ν ε υ π ο μ ο ν ε τ ικ ά ή ό χ ι... Α φ η γ ε ίτ α ι α ν α μ ν ή σ ε ις ... λ έ ε ι β ρ ώ μ ικ α α ν έ κ δ ο τ α ( π α λ ιά ) π ε τ υ χ α ί­ ν ε ι α ν τ ισ τ ίξ ε ις κ ρ ε τ ιν ισ μ ο ύ π ο υ θ α τ ις ζ ή λ ε υ ε ω ς κ α ι Ο Γ ρ α μ μ α τ ε ύ ς τ η ς Κ ο μ η τ ε ία ς . Ε ξ η γ ε ί κ ά π ω ς α ν α λ υ τ ικ ά π ω ς τ ίπ ο τ α δ ε ν ε ί ν α ι π ο τ έ

Γ ΥΜ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

113

,α τ ό ν ν α ε π ιτ ε υ χ θ ε ί σ τ ο λ ε κ τ ικ ό ε π ίπ ε δ ο ... Κ α τ έ λ η ξ ε σ ε α υ τ ή τη μ έθοδο έχ ο ντα ς π α ρ α τη ρ ή σ ει π ω ς Ο Α κ ρ ο α τή ς— Ο Ψ υ χ α να λ υ ­ τ ή ς — δ ε ν δ ι ά β α ζ ε τ ο μ υ α λ ό τ ο υ α σ θ ε ν ο ύ ς . . . Ο α σ θ ε ν ή ς — Ο Ο μ ι­ λη τή ς— ή τα ν

εκείνος π ο υ δ ι ά β α ζ ε τ ο μ υ α λ ό τ ο υ . . . Μ ε ά λ λ α λ ό γ ι α

ο α σ θ ε ν ή ς α ν τ ιλ α μ β ά ν ε τ α ι υ π ε ρ α ισ θ η τ ικ ά τ α ό ν ε ιρ α κ α ι τ α σ χ έ δ ια ίσ η ς τ ο υ α ν α λ υ τ ή ε ν ώ α ν τ ιθ έ τ ω ς ο γ ια τ ρ ό ς έ ρ χ ε τ α ι σ ε ε π α φ ή α υ ΐρ ά κ α ι μ ό ν ο μ ε τ ο ν π ρ ό σ θ ιο ε γ κ έ φ α λ ο τ ο υ α σ θ ε ν ο ύ ς ... Π ο λ λ ο ί π ρ ά κ τ ο ρ ε ς α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν α υ τ ή τ η ν τ α κ τ ικ ή — ε ίν α ι ε ξ α ιρ ε τ ικ ά φ λ ύ α ­ ρ ο ι π α ρ λ α π ίπ ε ς κ α ι π ο λ ύ κ α κ ο ί α κ ρ ο α τ έ ς ... » Κ ύ ρ ιο ι σ α ς σ ε ρ β ίρ ω έ ν α μ α ρ γ α ρ ιτ ά ρ ι:

Πιο πολλά θα μάθετε για

τοιον μιλώντας του παρά ακούγοντάς τον». Γ ο υ ρ ο ύ ν ια

μ α ζεύο ντα ι τρ έχ ο ντα ς γύρ ω

α πό το ν Κ α θη γη τή

κ ι ε κ ε ίν ο ς α δ ε ιά ζ ε ι κ ο υ β ά δ ε ς τ α μ α ρ γ α ρ ιτ ά ρ ια σ ε μ ια τ α ΐ σ τ ρ α . .. 1 « Δ ε ν ε ίμ α ι ά ξ ιο ο ύ τ ε τ α π ό δ ια τ ο υ ν α φ ά ω » , λ έ ε ι τ ο π ιο χ ο ν τ ρ ό α π ' ό λ α τ α γ ο υ ρ ο ύ ν ια . « Μ π α , ν τ ε ν ε κ έ ς ε ίν α ι. Μ η σ κ α ς » .

ΤΟ ΕΤΗΣΙΟ ΠΑΡΤΙ ΤΟΥ ΕΪ ΤΖΕΪ Ο Έ ι Τ ζέι γ υ ρ νά ει προς το υς κ α λεσ μ ένο υς. «Μ ο υνά κ λ ες κα ι α λ ιά δ ε ς μ ο υ , κ ι ε σ ε ί ς α ν α π ο φ ά σ ι σ τ ο ι π ο υ π α ί ζ ε τ ε σ ε δ υ ο τ α μ π λ ό , > ψε σ α ς έ χ ω τ ο ν δ ιε θ ν ο ύ ς φ ή μ η ς ιμ π ρ ε σ ά ρ ιο ε ρ ω τ ικ ώ ν τ α ιν ιώ ν και παρ αγω γό τη ς τη λεό ρ α σ η ς β ρ αχέω ν κ υ μ ά τω ν— το ν ένα ν κα ι λ α δ ικ ό , τ ο ν α ν ε π α ν ά λ η π τ ο , τ ο ν Μ έ γ α Π ο υ τ α ν ο σ φ ά χ τ η ! » Δ ε ίχ ν ε ι π ρ ο ς τ η μ ε ρ ιά μ ια ς κ ό κ κ ιν η ς β ε λ ο ύ δ ιν η ς κ ο υ ρ τ ίν α ς ε ίκ ο ­ σ ι μ έ τ ρ α ύ ψ ο ς . Κ ε ρ α υ ν ό ς ξ ε σ κ ίζ ε ι τ η ν κ ο υ ρ τ ίν α α π ό π ά ν ω ω ς κ ά τ ω . Τ α α π ο κ α λ υ π τ ή ρ ια τ ο υ Μ έ γ α Π ο υ τ α ν ο σ φ ά χ τ η . Σ τ έ κ ε ι κ α μ α ρ ω τ ό ς , το π ρ ό σ ω π ό τ ο υ τ ε ρ ά σ τ ιο , α σ ά λ ε υ τ ο σ α ν ν ε κ ρ ο δ ό χ ο ς κ ά λ π η τ ω ν Τ σ ιμ ο ύ . Φ ο ρ ά ε ι ε π ί σ η μ ο β ρ α δ ι ν ό κ ο σ τ ο ύ μ ι , μ π λ ε σ κ ο ύ ρ α π ε λ ε ρ ί ν α κ α ι μ π λ ε μ ο ν ό κ λ . Τ α μ ά τ ια τ ο υ π ε λ ώ ρ ια , σ τ α χ τ ιά κ α ι ζ ο φ ε ρ ά μ ε κ ά τ ι > ρες κ α τ ά μ α υ ρ ε ς μ ι κ ρ ο σ κ ο π ι κ έ ς π ο υ μ ο ι ά ζ ο υ ν ν α φ τ ύ ν ο υ ν ε β ε λ ό ­

114 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

ν ε ς . (Μ ο ν ά χ α ο Ι σ ό τ ιμ ο ς Π ρ α γ μ α τ ισ τ ή ς μ π ο ρ ε ί ν α α ν τ ιμ ε τ ω π ίσ ε ι τ η μ α τ ιά τ ο υ .) Ό τ α ν θ υ μ ώ ν ε ι η ο ρ γ ή τ ο υ τ ιν ά ζ ε ι τ ο μ ο ν ό γ υ α λ ο ω ς τ ο ν α π έ ν α ν τ ι τ ο ίχ ο . Π ά μ π ο λ λ ο ι η θ ο π ο ι ο ί μ η δ ε ν ι κ ο ύ τ α λ έ ν τ ο υ έ ν ι ω σ α ν ε π ά ν ω σ τ ο π ε τ σ ί τ ο υ ς το π α γ ω μ έ ν ο κ ύ μ α δ υ σ α ρ έ σ κ ε ια ς τ ο υ Π ο υ τ α ­ ν ο σ φ ά χ τ η : « Τ σ α κ ί σ ο υ έ ξ ω α π ’ τ ο π λ α τ ό μ ο υ μ ω ρ ή ψ ω ν ά ρ α ! Π ο ιο ν π α ς ν α κ ο ρ ο ϊδ έ ψ ε ις , ρ ε κ α β α λ η μ έ ν ε , μ ε κ ά λ π ικ ο ο ρ γ α σ μ ό ; Τ Ο Ν Μ Ε Γ Α Π Ο Υ Τ Α Ν Ο Σ Φ Α Χ Τ Η ; Ε γ ώ β ρ ε σ ε κ ό β ω α ν χ ύ ν ε ις ή ό χ ι α π ’ τ ο μ ε γ ά λ ο σ ο υ δ ά χ τ υ λ ο κ α ι μ ό ν ο . Η λ ίθ ιε ! Ξ έ β ρ α σ μ α α ν ε γ κ έ φ α ­ λ ο !! Α ν α ιδ έ σ τ α τ η κ α λ τ ά κ α !!! Τ ρ ά β α ν α π ο υ λ ή σ ε ις τ ο ν π ισ ιν ό σ ο υ σ ε κ ά ν α σ ο κ ά κ ι, κ α ι π ά ρ ’ τ ο χ α μ π ά ρ ι— χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι π ρ α γ μ α τ ικ ό τ α ­ λ έ ν τ ο , ε ιλ ικ ρ ίν ε ια κ ι α φ ο σ ίω σ ις γ ια ν α δ ο υ λ έ ψ ε ι κ α ν ε ίς σ τ ο υ Π ο υ ­ τ α ν ο σ φ ά χ τ η . Ό χ ι φ τ η ν ιά ρ ικ α κ ό λ π α , ν τ ο υ μ π λ α ρ ισ μ έ ν α β ο γ κ η τ ά , κ ο υ ρ ά δ ε ς λ α σ τ ιχ έ ν ιε ς κ α ι μ π ο υ κ ά λ ια γ ά λ α π ίσ ω α π ’ τ ’ α μ ε λ έ τ η τ α κ ι ε ν έ σ ε ι ς Υ ο χ ι μ π ί ν η ς π ο υ φ τ ά ν ο υ ν σ τ η ζ ο ύ λ α ω ς τ α π α ρ α σ κ ή ν ι α » . (Η Υ ο χ ιμ π ίν η , π ο υ β γ α ίν ε ι α π ό τ η φ λ ο ύ δ α ε ν ό ς δ έ ν τ ρ ο υ π ο υ φ υ τ ρ ώ ν ε ι σ τ η ν Κ ε ν τ ρ ικ ή Α φ ρ ικ ή , ε ίν α ι τ ο α σ φ α λ έ σ τ ε ρ ο κ α ι τ ο α π ο τ ε λ ε σ μ α τ ι­ κ ό τ ε ρ ο α φ ρ ο δ ισ ια κ ό . Δ ρ α δ ιά τ η ς δ ια σ τ ο λ ή ς τ ω ν α ιμ ο φ ό ρ ω ν α γ γ ε ί­ ω ν τ η ς ε π ιδ ε ρ μ ίδ α ς , κ υ ρ ίω ς τ η ς π ε ρ ιο χ ή ς τ ω ν γ ε ν ν η τ ικ ώ ν ο ρ γ ά ν ω ν .) Ο Π ο υ τ α ν ο σ φ ά χ τ η ς ε κ τ ο ξ ε ύ ε ι τ ο μ ο ν ό κ λ τ ο υ . Ε κ ε ίν ο χ ά ν ε τ α ι σ τ ο χ ώ ρ ο , ε π ισ τ ρ έ φ ε ι σ α ν μ π ο ύ μ ε ρ α ν γ κ σ τ ο μ ά τ ι τ ο υ . Ο ίδ ιο ς κ ά ν ε ι μ ια π ιρ ο υ έ τ α κ ι ε ξ α φ α ν ίζ ε τ α ι μ έ σ α σ ε γ α λ ά ζ ια ο μ ίχ λ η , ψ υ χ ρ ή κ α ι π α γ ω μ έ ν η σ α ν υ γ ρ ο π ο ιη μ έ ν ο ς α έ ρ α ς . .. τ ο π λ ά ν ο σ β ή ν ε ι . ..

Στην Οθόνη. Α γ ό ρ ι μ ε κ ό κ κ ι ν α μ α λ λ ι ά κ α ι π ρ ά σ ι ν α μ ά τ ι α , δ έ ρ ­ μ α λ ε υ κ ό μ ε λ ίγ ε ς φ α κ ί δ ε ς .. . φ ι λ ά ε ι μ ια λ ε π τ ο κ α μ ω μ έ ν η κ ο π έ λ α , κ α σ τ α ν ο μ ά λ λ α , π ο υ φ ο ρ ά ε ι π α ν τ ε λ ό ν ια . Τ α ρ ο ύ χ α κ α ι τ ο χ τ έ ν ισ μ α π α ρ α π έ μ π ο υ ν σ ε μ π α ρ υ π α ρ ξ ισ τ ώ ν σ τ ις π ό λ ε ις ό λ ο υ τ ο υ π λ α ν ή τ η . Κ ά θ ο ν τ α ι σ ε χ α μ η λ ό κ ρ ε β ά τ ι σ τ ρ ω μ έ ν ο μ ε λ ε υ κ ό μ ε τ ά ξ ι. Η κ ο π έ λ α τ ο ύ ξ ε κ ο υ μ π ώ ν ε ι το π α ν τ ε λ ό ν ι μ ε α π α λ έ ς κ ιν ή σ ε ις κ α ι β γ ά ζ ε ι έ ξ ω τ ο ό ρ γ α ν ό τ ο υ π ο υ ε ί ν α ι μ ικ ρ ό κ α ι π ο λ ύ σ κ λ η ρ ό . Σ τ η ν κ ο ρ υ φ ή τ ο υ μ ια λ ιπ α ν τ ικ ή 'σ τ α γ ό ν α λ ά μ π ε ι σ α ν μ α ρ γ α ρ ιτ ά ρ ι. Τ ο υ χ α ϊδ ε ύ ε ι α π α ­ λ ά τ ο σ τ ρ ο γ γ υ λ ό κ ε φ ά λ ι: « Γ δ ύ σ ο υ , Τ ζ ώ ν ν υ » . Μ ε σ β έ λ τ ε ς κ ιν ή σ ε ις γ ε μ ά τ ε ς σ ιγ ο υ ρ ιά ε κ ε ίν ο ς β γ ά ζ ε ι τ α ρ ο ύ χ α τ ο υ κ α ι σ τ έ κ ε ι ο λ ό γ υ ­ μ ν ο ς μ π ρ ο σ τ ά τ η ς μ ε τ ο κ α υ λ ί τ ο υ ν α τ ιν ά ζ ε τ α ι ρ υ θ μ ικ ά . Τ ο υ κ ά ν ε ι

Γ Υ ΜΝ Ο Γ ΕΥΜΑ

·

115

νόημα ν α γ υ ρ ί σ ε ι κ ι α υ τ ό ς α ρ χ ί ζ ε ι τ ι ς π ι ρ ο υ έ τ ε ς κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ο υ δ ω ­ ματίου κ ά ν ο ν τ α ς τ ά χ α τ ο μ ο ν τ έ λ ο , μ ε τ ο έ ν α χ έ ρ ι σ τ η λ ε κ ά ν η . Ε κ ε ί ­ νη β γ ά ζ ε ι τ ο π ο υ κ ά μ ι σ ό τ η ς . Τ α σ τ ή θ ι α τ η ς ε ί ν α ι μ ικ ρ ά κ α ι σ τ η τ ά μ ε ρώγες π ο υ έ χ ο υ ν π ε τ α χ τ ε ί έ ξ ω . Β γ ά ζ ε ι κ α ι τ ο κ ι λ ο τ ά κ ι τ η ς . Ο ι τρίχες τ η ς ή β η ς τ η ς ε ί ν α ι μ α ύ ρ ε ς κ α ι γ υ α λ ι σ τ ε ρ έ ς . Ο Τ ζ ώ ν ν υ έ ρ χ ε ­ ται δ ί π λ α τ η ς , κ ά θ ε τ α ι κ α ι δ ο κ ι μ ά ζ ε ι ν α τ η ς π ι ά σ ε ι τ ο σ τ ή θ ο ς . Ε κ ε ί ­ νη τον ε μ π ο δ ί ζ ε ι . « Α γ ά π η μ ο υ , θ έ λ ω ν α σ ο υ ξ ε σ κ ίσ ω τ ο ν π ισ ιν ό » , τ ο υ ψ ιθ υ ρ ίζ ε ι. « Ό χ ι. Ό χ ι τ ώ ρ α » . «Σ ε π α ρ α κ α λώ , το θ έλ ω π ο λ ύ ». « Κ α λ ά , ε ν τ ά ξ ε ι. Π ά ω ν α π λ ύ ν ω τ ο ν κ ώ λ ο μ ο υ » . « Ό χ ι, θ α σ ο υ τ ο ν π λ ύ ν ω ε γ ώ » . ι, σ α χ λ α μ ά ρ ε ς . Σ το κ ά τ ω κ ά τ ω δ ε ν ε ίν α ι β ρ ώ μ ικ ο ς » . « Ε ίν α ι, Τ ζ ώ ν ν υ μ ο υ . Έ λ α , π ά μ ε σ ο υ λ έ ω » .

Τον π ι ά ν ε ι α π ό τ ο χ έ ρ ι κ α ι τ ο ν ο δ η γ ε ί σ τ ο μ π ά ν ι ο . « Ε μ π ρ ό ς , Γγονάτισε». Ε κ ε ί ν ο ς π έ φ τ ε ι σ τ α τ έ σ σ ε ρ α , σ κ ύ β ε ι μ π ρ ο σ τ ά κ α ι α κ ο υ μπάει τ ο σ α γ ό ν ι τ ο υ σ τ ο χ α λ ά κ ι τ ο υ μ π ά ν ι ο υ . « Α λ λ ά χ » , φ ω ν ά ζ ε ι . I ορνάει τ ο κ ε φ ά λ ι κ α ι τ η ς σ κ ά ε ι έ ν α χ α μ ό γ ε λ ο . Ε κ ε ί ν η τ ο υ π λ έ ν ε ι τον κ ώ λ ο μ ε σ α π ο ύ ν ι κ α ι ζ ε σ τ ό ν ε ρ ό χ ώ ν ο ν τ α ς τ ο δ ά χ τ υ λ ό τ η ς μ ε ς στην τ ρ ύ π α . « Σ ε π ο ν ά ω ;» « Ό ο ο ο ο ο ο ο χ ι» . « Έ λ α μ ω ρ ά κ ι μ ο υ . Π ά μ ε μ έ σ α » . Τ ο ν π α ίρ ν ε ι κ α ι π η γ α ίν ο υ ν σ τ η ν κ ρ ε β α τ ο κ ά μ α ρ α . Ε κ ε ίν ο ς ξ α π λ ώ ν ε ι α ν ά σ κ ε λ α κ α ι σ η κ ώ ν ε ι τ α π ό δ ια

του φ έ ρ ν ο ν τ ά ς τ α π ά ν ω α π ’ τ ο κ ε φ ά λ ι , α κ ι ν η τ ο π ο ι ώ ν τ α ς τ α μ ε έ ν α /ι;ρό κ λ ε ί δ ω μ α τ ω ν μ π ρ ά τ σ ω ν π ί σ ω α π ό τ α γ ό ν α τ α . Ε κ ε ί ν η σ κ ύ β ε ι και χ α ϊ δ ε ύ ε ι τ ο υ ς γ ο φ ο ύ ς , τ α μ π α λ ά κ ι α , γ λ ι σ τ ρ ά τ α δ ά χ τ υ λ ά τ η ς σ τ η ν αιιόνια δ ι α χ ω ρ ι σ τ ι κ ή γ ρ α μ μ ή . Τ ο υ α ν ο ί γ ε ι τ α κ ω λ ο μ έ ρ ι α , σ κ ύ β ε ι κι α ρ χ ί ζ ε ι ν α γ λ ε ί φ ε ι τ ο δ α κ τ ύ λ ι ο δ ι α γ ρ ά φ ο ν τ α ς κ ύ κ λ ο α ρ γ ά μ ε τ ο κεφάλι τ η ς . Χ ώ ν ε ι τ η γ λ ώ σ σ α τ η ς β α θ ι ά , γ λ ε ί φ ε ι ό λ ο κ α ι β α θ ύ τ ε ρ α , όλο κ α ι β α θ ύ τ ε ρ α . Ε κ ε ί ν ο ς κ λ ε ί ν ε ι τ α μ ά τ ι α κ α ι τ ι ν ά ζ ε τ α ι σ α ν χ έ λ ι από τ η ν τ α ρ α χ ή . Τ ο υ γ λ ε ί φ ε ι π ά ν ω κ ά τ ω τ η ν α ι ώ ν ι α δ ι α χ ω ρ ι σ τ ι κ ή γ ρ α μ μ ή . Τ ις μ ι κ ρ έ ς , σ φ ι χ τ έ ς μ π α λ ί τ σ ε ς τ ο υ . . . Έ ν α τ ε ρ ά σ τ ι ο μ α ρ γ α ­

116

·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

ρ ιτ ά ρ ι π ρ ο ε ξ έ χ ε ι σ τ η ν κ ο ρ υ φ ή τ η ς π ε ρ ιτ ε τ μ η μ έ ν η ς τ ο υ ψ ω λ ή ς . Τ ο σ τ ό μ α τ η ς κ α τ α π ίν ε ι τ ο π ά ν ω μ έ ρ ο ς τ ο υ ο ρ γ ά ν ο υ . Τ ο ρ ο υ φ ά ε ι μ ε π α λ μ ό , μ ι α μ έ σ α μ ια έ ξ ω , κ ά ν ο ν τ α ς π α ύ σ η ό τ α ν τ ο β γ ά ζ ε ι γ ι α ν α π ε ρ ισ τ ρ έ ψ ε ι το σ τ ό μ α γ ύ ρ ω α π ’ το κ ε φ ά λ ι. Τ ο χ έ ρ ι τ η ς π α ίζ ε ι μ ε τ ις δ υ ο μ π ά λ ε ς α π α λ ά , γ λ ισ τ ρ ά ε ι κ α τ ά κ ά τ ω κ α ι τ ο μ ε σ α ίο δ ά χ τ υ λ ο π ά ε ι κ α ι χ ώ ν ε τ α ι σ τ η ν τ ρ ύ π α . Κ α θ ώ ς τ ο υ ρ ο υ φ ά ε ι τ η ν ψ ω λ ή μ έ χ ρ ι τ η ρ ίζ α τ ο ύ γ α ρ γ α λ ά ε ι π α ιχ ν ιδ ιά ρ ικ α τ ο ν π ρ ο σ τ ά τ η . Ε κ ε ίν ο ς α φ ή ν ε ι έ ν α π λ α τ ύ χ α μ ό γ ε λ ο κ α ι μ ια κ λ α ν ι ά . Τ ο κ ο ρ ί τ σ ι λ υ σ σ ά ε ι τ ώ ρ α κ ι α ρ χ ί ζ ε ι ν α ρ ο υ φ ά ε ι π ά ν ω κ ά τ ω μ ε μ α ν ία τ ο κ α υ λ ί. Τ ο κ ο ρ μ ί τ ο υ α γ ο ρ ιο ύ σ υ σ π ά τ α ι, ζ α ρ ώ ν ε ι κ α ι μ α ζ ε ύ ε ι π ρ ο ς τ ο π η γ ο ύ ν ι. Μ ε κ ά θ ε σ π α σ μ ό μ α ­ ζ ε ύ ε ι ό λ ο κ α ι π ιο π ο λ ύ . « Γ ο ύ ι ι ι ι ιι ! » ξ ε φ ω ν ί ζ ε ι τ ο α γ ό ρ ι, τ ο κ ά θ ε ν ε ύ ­ ρ ο τ ε ν τ ω μ έ ν ο μ έ σ α τ ο υ , τ ο κ ο ρ μ ί ο λ ό κ λ η ρ ο σ ε υ π ε ρ έ ν τ α σ η έ τ ο ιμ ο ν α τ ιν ά ξ ε ι τ α ζ ο υ μ ιά μ έ σ α α π ’ τ η ν ψ ω λ ή τ ο υ . Α υ τ ή θ α π ιε ι τ α σ π έ ρ ­ μ α τ α π ο υ π ε τ ά γ ο ν τ α ι ζ ε σ τ ά σ τ ο β ά θ ο ς τ ο υ λ α ιμ ο ύ τ η ς μ ε γ ε ν ν α ίε ς δ ια δ ο χ ικ έ ς ε κ ρ ή ξ ε ις . Α φ ή ν ε ι τ α π ό δ ια τ ο υ ν α π έ σ ο υ ν μ ε γ δ ο ύ π ο π ά ­ ν ω σ τ ο κ ρ ε β ά τ ι. Τ ε ν τ ώ ν ε ι τ η ν π λ ά τ η τ ο υ κ α ι χ α σ μ ο υ ρ ιέ τ α ι. Η Μ α ίρ η δ έ ν ε ι γ ύ ρ ω τ η ς έ ν α λ α σ τ ιχ έ ν ιο π έ ο ς : « Ο Α τ σ α λ έ ν ιο ς Κ ύ ρ η ς N o . 3 α π ό τ η Γ ιο κ ο χ ά μ α » , λ έ ε ι χ α ϊδ ε ύ ο ν τ α ς τ ο π α λ ο ύ κ ι. Γ ά ­ λ α τ ι ν ά ζ ε τ α ι μ ε δ ύ ν α μ η ω ς τ ο ν α π έ ν α ν τ ι τ ο ίχ ο . « Π ρ ό σ ε ξ ε ν α ’ν α ι π α σ τ ε ρ ιω μ έ ν ο τ ο γ ά λ α . Δ ε ν έ χ ω κ α μ ιά ό ρ ε ξ η ν α κ ο λ λ ή σ ω α π α ίσ ιε ς α γ ε λ α δ ιν έ ς α ρ ρ ώ σ τ ιε ς , κ ά ν α σ π λ η ν ά ν θ ρ α κ α , κ α μ ιά κ λ α π ά τ σ α ή κ α ν έ ν α ν α φ θ ώ δ η . . . » « Ό τ α ν ή μ ο υ ν α γ κ ο υ ν ιό τ α τ ρ α β ε σ τ ί π έ ρ α σ τ ο Σ ι δ ο ύ λ ε υ α α π ο λ υ μ α ν τ ή ς . Τ η ν έ π ε φ τ α σ τ α τ ε κ ν ά κ ια γ ια τ ί γ ο υ σ τ ά ρ ιζ α π ο λ ύ ν α μ ε π λ α κ ώ ν ο υ ν σ α ν ν α ε ίμ α ι ά ν τ ρ α ς . Μ ια φ ο ρ ά α ρ π ά ζ ω έ ν α π ιτ σ ιρ ίκ ι, τ ο υ τ ρ α β ά ω δ υ ο υ π ε ρ η χ η τ ι κ έ ς λ α β έ ς τ ζ ο ύ ν τ ο π ο υ ’ χ α μ ά θ ε ι α π ό μ ια γ ρ ιά Λ ε σ β ία μ ο ν α χ ή Ζ ε ν κ α ι τ ο ξ α π λ ά ρ ω . Τ ο δ έ ν ω , τ ο υ σ κ ίζ ω τα ρ ο ύ χ α μ ε ξ υ ρ ά φ ι κ α ι τ ο υ γ α μ ώ τ ο ν κ ώ λ ο μ ε τ ο ν Α τ σ α λ έ ν ιο Κ ύ ρ η N o . 1. Χ ά ρ η κ ε τ ό σ ο π ο λ ύ π ο υ δ ε ν τ ο ν ε υ ν ο ύ χ ι σ α σ τ ’ α λ ή θ ε ι α π ο υ τ ίν α ξ ε ό λ α τ ο υ τ α φ λ ό κ ια π ά ν ω σ τ η ν ψ ε κ α σ τ ή ρ α μ ο υ » . « Κ α ι τ ι α π έ γ ιν ε ο Α τ σ α λ έ ν ιο ς Κ ύ ρ η ς ί ; » « Μ ο υ τ ο ν τ σ ά κ ι σ ε σ τ α δ ύ ο μ ε ς σ τ ο γ α ϊ δ ο υ ρ ι ν ό μ ο υ ν ί τ η ς μ ια γ κ ο υ ν ι ό τ α π ο λ ύ ν τ α ρ ν τ ά ν α . Ε ίχ ε κ ά τ ι π ο ν τ ί κ ι α σ τ ο μ ο υ ν ί τ η ς π ο υ

Γ ΥΜ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

117

σ π ά γ α ν κ ό κ α λ α . Τ έ τ ο ιο π ρ ά μ α δ ε ν έ χ ω ξ α ν α δ ε ί. Έ χ ω ν ε μ έ σ α τ η ς ολόκληρη μ ο λυβδ ο σω λήνα . Ή τα ν ένα από τα νο ύμ ερ α που έκ α νε σ το κ ρ ε β ά τ ι» . « Κ ι ο Κ ύ ρ η ς N o. 2 ;» « Μ ο υ τ ο ν ρ ο κ ά ν ισ ε α π ’ τ η ν π ε ίν α έ ν α ξ ε λ ιγ ω μ έ ν ο κ α ν τ ιρ ο ύ το ν Ά ν ω Μ π α μ π ο υ ιν ο κ ω λ ά ν τ ε ρ . Κ α ι μ η ν ξ α ν α κ ά ν ε ις “ Γ ο ύ ιιιιιι!” » . « Γ ι α τ ί ό χ ι; Τ ο β ρ ί σ κ ω π ο λ ύ χ α ρ ι τ ω μ έ ν ο , π ο λ ύ α γ ο ρ ί σ τ ι κ ο » . « Ξ υ π ό λ υ τ ο χ α μ ίν ι, φ έ ρ ε τ σ ι δ ε κ α ρ ίτ σ ε ς σ τ η μ α ν τ ά μ ν α σ τ ε ς φ υ -

W». Κ ο ιτ ά ζ ε ι ψ η λ ά τ ο τ α β ά ν ι, τ α χ έ ρ ια δ ιπ λ ω μ έ ν α π ίσ ω α π ’ τ ο κ ε ­ φ ά λ ι τ ο υ , τ ο π ο υ τ σ α ρ ά κ ι τ ο υ ν α ξ α ν α σ η κ ώ ν ε τ α ι. « Τ ι κ ά ν ω τ ώ ρ α ; Σ ίγ ο υ ρ α δ ε ν μ π ο ρ ώ ν α χ έ σ ω μ ’ α υ τ ό τ ο μ α ν τ ζ α φ λ ά ρ ι μ έ σ α μ ο υ . Ξ έ ρ ε ις , α ν α ρ ω τ ιέ μ α ι α ν μ π ο ρ ε ί κ α ν ε ίς ν α γ ε λ ά ε ι κ α ι ν α χ ύ ν ε ι τ η ν ίδ ια σ τ ιγ μ ή ! Τ ό τ ε σ τ ο ν π ό λ ε μ ο , θ υ μ ά μ α ι, ε ίμ α ι μ ε τ ο Λ ο υ τ ο ν π ισ ω κ ο λ λ η τ ό μ ο υ σ τ ο Τ ζ ό κ ε ϋ Κ λ α μ π , σ τ ο Κ ά ιρ ο , κ ύ ρ ι ο ι κ α θ ω σ π ρ έ π ε ι κ α ι ο ι δ υ ο μ α ς , κ α ι μ ε τ η β ο ύ λ α τ ο υ Κ ο γ κ ρ έ σ ο υ ... τ ρ ο μ ε ρ ά ξ ε κ α ρ δ ισ τ ι­ κό π ρ ά μ α α υ τ ό π ο υ μ α ς σ υ ν έ β η ... Π α τ ά μ ε π ο υ λ ε ς κ ά τ ι γ έ λ ια , μ α κ ά τι γ έ λ ια π ο υ κ α τ ο υ ρ η θ ή κ α μ ε π ά ν ω μ α ς κ α ι π ε τ ά γ ε τ α ι ο σ ε ρ β ιτ ό ­ ρ ο ς κ α ι μ α ς λ έ ε ι: “ Τ σ α κ ισ τ ε ίτ ε φ ύ γ ε τ ε α π ό δ ω μ έ σ α , β ρ ω μ ο χ α σ ικ λ ή δ ε ς !” Θ έ λ ω ν α π ω , α φ ο ύ μ π ο ρ ώ ν α κ α τ ο υ ρ η θ ώ α π ό τ α γ έ λ ια θ α π ρ έ π ε ι κ α ι ν α μ π ο ρ ώ ν α ψ ω λ ο χ ύ σ ω α π ό τ α γ έ λ ια . Ό τ α ν μ ε δ ε ις λ ο ι­ π ό ν ν α ’ μ α ι έ τ ο ιμ ο ς ν α χ ύ σ ω π ε ς μ ο υ κ ά τ ι π ρ α γ μ α τ ικ ά α σ τ ε ίο . Θ α το κ α τ α λ ά β ε ις ά μ α π ρ ο σ έ ξ ε ις τ ις π ρ ο ε ιδ ο π ο ιη τ ικ έ ς σ υ σ π ά σ ε ις τ ο υ α δένα το υ π ρ ο σ τά τη ...» Ε κ ε ίν η β ά ζ ε ι έ ν α δ ίσ κ ο , έ ν α κ ο κ α ρ ισ μ έ ν ο μ π ίμ π ο π σ κ έ τ ο μ έ ­ τ α λ λ ο . Λ α δ ώ ν ε ι τ ο μ α ν τ ζ α φ λ ά ρ ι, σ π ρ ώ χ ν ε ι μ ε δ ύ ν α μ η τ α π ό δ ια τ ο υ α γ ο ρ ιο ύ π ά ν ω α π ’ τ ο κ ε φ ά λ ι τ ο υ κ α ι τ ο υ τ ο φ ο ρ ά ε ι μ ε τ έ χ ν η μ ε ς σ τ ο ν π ισ ιν ό σ τ ρ ιφ ο γ υ ρ ίζ ο ν τ α ς σ α ν τ ιρ μ π ο υ σ ό ν τ α δ ικ ά τ η ς φ ιδ ίσ ια κ ω λ ο μ έ ρ ια . Χ ώ ν ε τ α ι μ έ σ α μ ε κ υ κ λ ικ ή κ ίν η σ η α ρ γ ή , γ υ ρ ν ώ ν τ α ς γ ύ ­ ρ ω α π ’ τ ο π α λ ο ύ κ ι. Τ ο υ τ ρ ίβ ε ι τ ις π ε τ α χ τ έ ς τ η ς ρ ώ γ ε ς σ τ ο σ τ ή θ ο ς . Τ ο ν φ ι λ ά ε ι σ τ ο λ α ιμ ό , τ ο σ α γ ό ν ι κ α ι τ α μ ά τ ια . Τ α χ έ ρ ια τ ο υ γ λ ι-

Η

σ τ ρ ά ν ε π ά ν ω σ τ η ν π λ ά τ η τ η ς κ α ι κ α τ η φ ο ρ ίζ ο υ ν μ έ χ ρ ι τ ο υ ς γ λ ο υ ­ το ύς σ π ρ ώ χ νο ντά ς τη ν α χ ω θ εί β α θ ύ τερ α μ έσ α σ το ν κ ώ λ ο το υ. Τ ου

118 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

β ιδ ώ ν ε ι τ η λ α σ τ ιχ ό π ο υ τ σ α ό λ ο κ α ι π ιο γ ρ ή γ ο ρ α , ό λ ο κ α ι π ιο γ ρ ή γ ο ­ ρ α . Τ ο κ ο ρ μ ί τ ο υ τ ιν ά ζ ε τ α ι κ α ι σ π α ρ τ α ρ ά ε ι μ ε α σ υ γ κ ρ ά τ η τ ο υ ς σ π α ­ σ μ ο ύ ς . « Έ λ α , μ η ν α ρ γ ε ίς » , τ ο υ λ έ ε ι. « Θ α κ ρ υ ώ σ ε ι το γ ά λ α σ ο υ » . Ε κ ε ί ν ο ς δ ε ν α κ ο ύ ε ι . Κ ο λ λ ά ε ι μ ε δ ύ ν α μ η τ ο σ τ ό μ α τ η ς π ά ν ω σ τ ο δ ι* κ ό τ ο υ . Τ ρ ί β ε ι τ η μ ο ύ ρ η τ η ς π ά ν ω σ τ η δ ι κ ή τ ο υ . Τ ο σ π έ ρ μ α τ ο υ π ε* τά γετα ι ζεσ τό π ά νω σ το σ τή θ ο ς τη ς, α π α λά , σ τά λ α σ τά λα . Ο Μ α ρ κ σ τ έ κ ε ι σ τη ν εξώ π ο ρ τα . Φ ο ρ ά ει μ α ύρ ο π ο υ λ ό β ερ μ ε ψ η ­ λ ό λ α ιμ ό . Π ρ ό σ ω π ο π α γ ε ρ ό , ο μ ο ρ φ ο ύ λ ικ ο , ό ψ η ν ά ρ κ ισ σ ο υ . Π ρ ά σ ι­ ν α μ ά τ ια κ α ι μ α ύ ρ α μ α λ λ ιά . Ρ ίχ ν ε ι σ τ ο ν Τ ζ ώ ν ν υ μ ια μ α τ ιά κ ά π ω ς π ε ρ ιφ ρ ο ν η τ ικ ή μ ε τ ο κ ε φ ά λ ι τ ο υ λ ο ξ ά , τ α χ έ ρ ια χ ω μ έ ν α σ τ ις τ σ έ π ε ς τ ο υ μ π ο υ φ ά ν , χ α ρ ιτ ω μ έ ν η σ κ η ν ή α π ό α λ ή τ ικ ο χ ο ρ ό δ ρ α μ α . Τ ιν ά ζ ε ι το κ εφ ά λ ι το υ με νά ζι κ ι α κ ο λ ο υθ εί το ν Τ ζώ ννυ σ τη ν κ ρ εβ α το κά μ α ­ ρ α . Π ίσ ω τ ο υ η Μ α ίρ η . « Ε μ π ρ ό ς λ ο ιπ ό ν » , τ ο υ ς λ έ ε ι ε ν ώ π ά ε ι κ α ι κ ά θετα ι γυμ νή σ ε ένα ροζ μ ετα ξω τό βάθρο α ρ κετά ψ η λό τερ α από τ ο κ ρ ε β ά τ ι. « Κ ά ν τ ε π α ιχ ν ίδ ι!» Ο Μ α ρ κ α ρ χ ίζ ε ι ν α γ δ ύ ν ε τ α ι α ρ γ ά , κ ο υ ν ά ε ι τ ο υ ς γ ο φ ο ύ ς , φ ι δ ο - 1 γ υ ρ ίζ ε ι το κ ο ρ μ ί τ ο υ ο λ ό κ λ η ρ ο γ ια ν α β γ ά λ ε ι τ ο ψ η λ ό λ α ιμ ο π ο υ λ ό ­ β ε ρ κ α ι ν ’ α π ο κ α λ ύ ψ ε ι τ ο ό μ ο ρ φ ο λ ε υ κ ό τ ο υ σ τ έ ρ ν ο μ ιμ ο ύ μ ε ν ο ς γ ια π λ ά κ α τ ο χ ο ρ ό τ η ς κ ο ιλ ιά ς . Ο Τ ζ ώ ν ν υ α ν έ κ φ ρ α σ τ ο ς , π α γ ο κ ο λ ό ν α , α ν ά σ ε ς γ ρ ή γ ο ρ ε ς , χ ε ίλ η σ τ ε γ ν ά , β γ ά ζ ε ι τ α ρ ο ύ χ α τ ο υ κ α ι τ α π ε τ ά ε ι σ τ ο π ά τ ω μ α . Ο Μ α ρ κ α φ ή ν ε ι τ ο ε σ ώ ρ ο υ χ ό τ ο υ ν α γ λ ισ τ ρ ή σ ε ι ω ς τ ο ν α σ τ ρ ά γ α λ ο τ ο υ π ο δ ιο ύ τ ο υ . Τ ιν ά ζ ε ι τ ο π ό δ ι τ ο υ μ π ρ ο σ τ ά σ α ν χ ο ρ ε ύ τ ρ ια μ π α λ έ τ ο υ ε π ιθ ε ώ ρ η σ η ς κ α ι σ τ έ λ ν ε ι τ ο β ρ α κ ί σ τ η ν ά λ λ η μ ε ρ ιά τ ο υ δ ω μ α τ ίο υ . Τ ώ ρ α π ια σ τ έ κ ε ι γ υ μ ν ό ς , η π ο ύ τ σ α τ ο υ σ κ λ η ­ ρ ή , κ ο π ιά ζ ε ι ν α τ ε ν τ ω θ ε ί ξ ε σ κ ο ύ φ ω τ η κ α τ ά π ά ν ω . Α φ ή ν ε ι τ ο β λ έ μ ­ μ α τ ο υ ν α π λ α ν η θ ε ί α ρ γ ά , ε ξ ε τ α σ τ ικ ά π ά ν ω σ τ ο κ ο ρ μ ί τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ . Γ λ ε ίφ ε τ α ι κ α ι χ α μ ο γ ε λ ά ε ι. Ο Μ α ρ κ γ ο ν α τ ίζ ε ι σ τ ο έ ν α π ό δ ι κ α ι ρ ίχ ν ε ι σ τ η ν π λ ά τ η τ ο υ τ ο ν Τ ζ ώ ν ν υ α ρ π ά ζ ο ν τ ά ς τ ο ν α π ’ τ ο χ έ ρ ι. Σ η κ ώ ν ε τ α ι ό ρ θ ιο ς κ α ι τ ο ν α μ ο ­ λ ά ε ι δ υ ο μ έ τ ρ α μ α κ ρ ιά π ά ν ω σ τ ο κ ρ ε β ά τ ι. Ο Τ ζ ώ ν ν υ σ κ ά ε ι α ν ά σ κ ε ­ λα κ α ι κ ά νει γ κ ελ . Π ηδάει π ά νω το υ ο Μ αρ κ κ α ι το ν γρ α π ώ νει α π ’ τ ο υ ς α σ τ ρ ά γ α λ ο υ ς , σ η κ ώ ν ε ι τ α π ό δ ια τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ κ α ι τ ο υ τ α φ έ ρ ν ε ι π ά ν ω α π ’ τ ο κ ε φ ά λ ι. Τ α χ ε ίλ ια τ ο υ Μ α ρ κ τ ε ν τ ώ ν ο ν τ α ι φ α ν ε ­

ΓΥ Μ ΝΟ ΓΕ ΥΜΑ

·

119

ρ ώ ν ο ν τ α ς τ α δ ό ν τ ια . « Έ τ ο ιμ ο ς α γ ό ρ ι μ ο υ ;» Ρ ο υ φ ά ε ι τ ο κ ο ρ μ ί τ ο υ κα τά μ έσ α , α ρ γά κ α ι σ τα θ ερ ά σ α ν κ α λ ο λ α δ ω μ ένη μ η χ α νή , σ π ρ ώ ­ χ ν ε ι τ ο ν π ο ύ τ σ ο τ ο υ μ έ σ α σ τ ο ν π ισ ιν ό τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ . Ο Τ ζ ώ ν ν υ α ν α ­ σ τ ε ν ά ζ ε ι δ υ ν α τ ά , τ ιν ά ζ ε τ α ι α π ό έ κ σ τ α σ η . Ο Μ α ρ κ γ α ν τ ζ ώ ν ε ι τ α χ έ ­ ρ ια τ ο υ σ τ ο υ ς ώ μ ο υ ς τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ κ α τ ε β ά ζ ο ν τ ά ς τ ο ν ν α κ ά τ σ ε ι γ ι α κ α λ ά π ά ν ω σ τ ο ν π ο ύ τ σ ο τ ο υ π ο υ τ ώ ρ α έ χ ε ι θ α φ τ ε ί μ έ χ ρ ι τ η ρ ίζ α μ έ ­ σ α σ τ ο ν π ισ ιν ό τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ . Σ φ υ ρ ίζ ε ι δ υ ν α τ ά μ έ σ α α π ό τ α δ ό ν τ ια τ ο υ . Ο Τ ζ ώ ν ν υ σ κ ο ύ ζ ε ι σ α ν π ο υ λ ί. Ο Μ α ρ κ τ ρ ίβ ε ι τ ο π ρ ό σ ω π ό τ ο υ π ά ν ω σ τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ , ο μ ο ρ φ α σ μ ό ς έ χ ε ι χ α θ ε ί, η ό ψ η τ ο υ α θ ώ α σ α ν π α ιχ ν ιδ ιά ρ ικ ο υ α γ ο ρ ιο ύ κ α θ ώ ς ό λ ο τ ο υ γ ρ ό τ ο υ ε ί ν α ι τ ιν ά ζ ε τ α ι δ ό ­ σ ε ις δ ό σ ε ις μ έ σ α σ τ ο σ ώ μ α τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ π ο υ α ν α ρ ρ ιγ ε ί. Έ ν α τ ρ έ ν ο μ ο υ γ κ ρ ίζ ε ι κ α θ ώ ς π ε ρ ν ά ε ι μ έ σ α τ ο υ σ φ υ ρ ίζ ο ν τ α ς ... ή ν α π λ ο ί ο υ , κ ό ρ ν α ο μ ίχ λ η ς , π υ ρ ο τ έ χ ν η μ α π ο υ σ κ ά ε ι π ά ν ω α π ό λ ι -ο θ ά λ α σ σ ε ς γ ε μ ά τ ε ς λ ά δ ια ... φ τ η ν ο θ ε ά μ α τ α π α ν η γ υ ρ ιο ύ β γ ά ζ ο υ ν σ ε λ α β ύ ρ ιν θ ο π ρ ο σ τ υ χ ώ ν σ τ ε ρ ε ο σ κ ο π ικ ώ ν ε ικ ό ν ω ν ... ε π ε τ ε ια κ ο ί κ α ­ ν ο ν ι ο β ο λ ισ μ ο ί τ ρ α ν τ ά ζ ο υ ν τ ο λ ι μ ά ν ι . . . κ ρ α υ γ ή π ο υ σ α ν σ φ α ί ρ α δ ι α ­ σ χ ίζ ε ι τ ο λ ε υ κ ό δ ιά δ ρ ο μ ο ν ο σ ο κ ο μ ε ί ο υ . . . β γ α ί ν ε ι κ α ι σ υ ν ε χ ί ζ ε ι σ ε φ α ρ δ ύ σ κ ο ν ι σ μ έ ν ο δ ρ ό μ ο φ υ τ ε μ έ ν ο μ ε φ ο ί ν ι κ ε ς , σ φ υ ρ ί ζ ε ι σ α ν β ο λ ίδ α π ά ν ω α π ’ τ η ν έ ρ η μ ο (τ α φ τ ε ρ ά τ ο υ γ ύ π α σ α ν ξ ε φ λ ο ύ δ ισ μ α η χ ο ύ ν μ ε ς σ τ ο ν ξ ε ρ ό α έ ρ α ), χ ίλ ια α γ ό ρ ια χ ύ ν ο υ ν τ α υ τ ό χ ρ ο ν α σ ε υ π α ίθ ρ ιε ς τ ο υ α ­ λ έ τ ε ς , θ λ ιβ ε ρ ο ύ ς κ α μ π ιν έ δ ε ς δ η μ ό σ ιω ν σ χ ο λ ε ίω ν , σ ο φ ίτ ε ς , υ π ό γ ε ια , ρ ό σ π ιτ α , ρ ό δ ε ς τ ο υ λ ο ύ ν α π α ρ κ , ε ρ ε ιπ ω μ έ ν α σ π ίτ ια , σ π ή λ α ια α σ β ε σ τ ο λ ιθ ικ ά , β α ρ κ ά κ ια κ ω π η λ α σ ία ς , γ κ α ρ ά ζ , α χ υ ρ ώ ν ε ς , π ίσ ω α π ό λ α σ π ό τ ο ιχ ο υ ς σ ε χ α λ ά σ μ α τ α α ν ε μ ο δ α ρ μ έ ν ω ν π ρ ο α σ τ ίω ν ( μ υ ρ ο υ δ ιά ε ρ α μ έ ν ω ν π ε ρ ιτ τ ω μ ά τ ω ν ) ... μ α ύ ρ η σ κ ό ν η π ο υ ο α έ ρ α ς τ η ρ ίχ ν ε ι π ά ­ ν ω σ ε ισ χ ν ά μ π ρ ο ύ ν τ ζ ιν α κ ο ρ μ ιά ... κ ο υ ρ ε λ ια σ μ έ ν α π α ν τ ε λ ό ν ια π ε .

.

.

.

σ μ ε ν α σ ε σ κ α σ μ έ ν ε ς φ τ ε ρ ν ε ς γ υ μ ν έ ς κ α ι μ α τ ω μ ε ν ε ς ... (μ έ ρ ο ς ο π ο υ τ σ α κ ώ ν ο ν τ α ι τ α ό ρ ν ια γ ια λ ίγ α ψ α ρ ο κ έ φ α λ α ) ... δ ίπ λ α σ ε σ τ ά σ ιμ α ν ε ­ ρ ά τ η ς ζ ο ύ γ κ λ α ς , μ ο β ό ρ ικ α ψ ά ρ ι α α ρ π ά ζ ο υ ν σ τ α σ α γ ό ν ι α τ ο υ ς τ ο λ ε υ ­ κ ό σ π έ ρ μ α π ο υ ε π ιπ λ έ ε ι σ τ ο σ κ ο τ ε ιν ό ν ε ρ ό , σ κ ν ίπ ε ς τ σ ιμ π ά ν ε τ ο ν μ π ρ ο ύ ν τ ζ ιν ο κ ώ λ ο , π ίθ η κ ο ι μ υ κ η τ έ ς σ α ν ά ν ε μ ο ς μ έ σ α α π ’ τ α δ έ ν τ ρ α (τ ό π ο ς μ ε φ α ρ δ ιά λ α σ π ω μ έ ν α π ο τ ά μ ια π ο υ π ά ν ω τ ο υ ς α ρ μ ε ν ίζ ο υ ν ο λ ό κ λ η ρ α δ έ ν τ ρ α , φ ίδ ια μ ε χ ρ ώ μ α τ α φ α ν τ α χ τ ε ρ ά σ τ α κ λ α δ ιά , σ κ ε π τ ι­

120 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

κ ο ί λ ε μ ο ύ ρ ιο ι α γ ν α ν τ ε ύ ο υ ν τ η ν ό χ θ η μ ε λ υ π η μ έ ν α μ ά τ ια ) , έ ν α κ ό κ κ ι­ νο

α ερ ο π λά νο

χ αρ ά ζει α ρ α β ο υρ γή μ α τα

σ τη

γαλα νή

ο υ σ ία

το υ

ο υ ρ α ν ο ύ , έ ν α ς κ ρ ο τ α λ ία ς ε π ιτ ίθ ε τ α ι, μ ια κ ό μ π ρ α α ν α σ η κ ώ ν ε τ α ι, φ ο υ ­ σ κ ώ ν ε ι, φ τ ύ ν ε ι ά σ π ρ ο φ α ρ μ ά κ ι, φ λ ο ίδ ε ς σ ε ν τ έ φ ι κ α ι ο π ά λ ι π έ φ τ ο υ ν α ρ γ ά σ α ν σ ιω π η λ ή β ρ ο χ ή σ ε μ ια ν α τ μ ό σ φ α ιρ α μ ε δ ια ύ γ ε ια γ λ υ κ ε ρ ί­ νη ς. Ο χ ρ ό νο ς π η δ ά ει μ π ρ ο σ τά σ α ν χ α λα σ μ ένη γρ α φ ο μ η χ α νή , τ ’ α γό ­ ρ ια έ χ ο υ ν γ ε ρ ά σ ε ι, ε φ η β ικ ά λ α γ ό ν ια π ο υ ο ρ γ ά ζ ο υ ν κ α ι δ ο ν ο ύ ν τ α ι σ τ ο ν ε α ν ικ ό τ ο υ ς σ φ ρ ίγ ο ς π λ α δ α ρ ε ύ ο υ ν κ α ι γ ίν ο ν τ α ι ν ω θ ρ ά , κ ρ ε μ ά ν ε ζ α ­ ρ ω μ έ ν α σ ε λ ε κ ά ν η υ π α ίθ ρ ιο υ κ α μ π ιν έ , σ ’ έ ν α π α γ κ ά κ ι τ ο υ π ά ρ κ ο υ , σ ε ξ ε ρ ο λ ιθ ιά λ ο υ σ μ έ ν η σ τ ο φ ω ς τ η ς Ι σ π α ν ία ς , σ ε β ο υ λ ια γ μ έ ν ο σ ο μ ιέ ε π ι­ π λ ω μ έ ν ο υ δ ω μ α τ ίο υ ( α π ’ έ ξ ω τ ρ ισ ά θ λ ια σ υ ν ο ικ ία μ ε τ ρ ώ γ λ ε ς α π ό κ ό κ κ ιν ο τ ο ύ β λ ο σ τ ο κ α θ α ρ ό φ ω ς τ ο υ χ ε ιμ ω ν ιά τ ικ ο υ ή λ ιο υ ) ... τ ο υ ρ ­ τ ο υ ρ ίζ ο ν τ α ς μ έ σ α σ ε β ρ ώ μ ικ α ε σ ώ ρ ο υ χ α , α ν α σ κ α λ ε ύ ο ν τ α ς τ ο κ ρ έ α ς γ ι α κ α μ ι ά φ λ έ β α χ τ υ π η μ έ ν ο ι α π ό τ η ν π ρ ω ι ν ή χ α ρ μ ά ν α , σ ε α ρ α β ικ ό κ α φ ε ν ε ίο μ ο υ ρ μ ο υ ρ ίζ ο ν τ α ς η λ ίθ ια μ ε τ α σ ά λ ια ν α σ τ ά ζ ο υ ν α π ’ τ ο σ α ­ γ ό ν ι— ο ι Α ρ α β ε ς σ ιγ ο ψ ιθ υ ρ ίζ ο υ ν ε « Μ ε τ ζ ο ύ μ π » κ α ι τ ρ α β ιο ύ ν τ α ι σ τ η ν ά κ ρ η — (ο Μ ε τ ζ ο ύ μ π ε ίν α ι έ ν α σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο ε ίδ ο ς τ ρ ε λ ο ύ ... φ α ν α τ ικ ό ς μ ο υ σ ο υ λ μ ά ν ο ς π ά ν τ α , κ α ι σ υ χ ν ά ε π ιλ η π τ ικ ό ς μ ε τ α ξ ύ ά λ ­ λ ω ν ) . « Ο ι μ ο υ σ ο υ λ μ ά ν ο ι π ρ έ π ε ι ν α λ ά β ο υ ν α ίμ α κ α ι χ ύ σ ι . . . Δ ε ί τ ε τ υ ­ φ λ ο ί τ ο σ η μ ε ίο α π ’ ό π ο υ χ ύ ν ε τ α ι τ ο α ίμ α τ ο υ Χ ρ ισ τ ο ύ σ τ η σ π έ ρ μ ω σ η » , ο υ ρ λ ιά ζ ε ι ο Μ ε τ ζ ο ύ μ π ... Σ η κ ώ ν ε τ α ι ό ρ θ ιο ς φ ω ν ά ζ ο ν τ α ς μ ε ό λ η τ ο υ τ η δ ύ ν α μ η κ α ι μ ια μ ά ζ α μ α ύ ρ ο α ί μ α τ ι ν ά ζ ε τ α ι α π ό τ η ν τ ε λ ε υ τ α ί α τ ο υ σ τ ύ σ η , κ ά τ ω χ ρ ο ξ α σ π ρ ισ μ έ ν ο ά γ α λ μ α ν α δ ε ίχ ν ε ι, λ ε ς κ ι έ χ ε ι π ε ρ ά ­ σ ε ι ο λ ό κ λ η ρ ο ς α π ό τ η ν ά λ λ η μ ε ρ ιά τ ο υ Μ ε γ ά λ ο υ Φ ρ ά χ τ η , ή σ υ χ α τ ο ν ε σ κ α ρ φ ά λ ω σ ε κ ι α θ ώ α σ α ν α γ ο ρ ά κ ι π ο υ σ κ α ρ φ α λ ώ ν ε ι τ ο φ ρ ά χ τ η γ ια ν α ψ α ρ έ ψ ε ι σ τ η ν α π α γ ο ρ ε υ μ έ ν η λ ίμ ν η — μ έ σ α σ ε δ ε υ τ ε ρ ό λ ε π τ α π ιά ­ ν ε ι έ ν α τ ε ρ ά σ τ ιο γ α τ ό ψ α ρ ο — Ο Γ έ ρ ο ς θ α π ε τ α χ τ ε ί β ρ ίζ ο ν τ α ς α π ό τ ο μ ικ ρ ό κ α τ α σ κ ό τ ε ι ν ο κ α λ ύ β ι τ ο υ μ ’ έ ν α δ ί κ ρ α ν ο σ τ α χ έ ρ ι α κ α ι τ ο π ι τ σ ι ­ ρ ίκ ι θ α τ ο σ κ ά σ ε ι γ ε λ ώ ν τ α ς τ ρ έ χ ο ν τ α ς σ τ ο χ ω ρ ά φ ι τ ο υ Μ ιζ ο ύ ρ ι— θ α β ρ ε ι μ ια π α ν έ μ ο ρ φ η κ ο κ κ ι ν ω π ή α ιχ μ ή β έ λ ο υ ς κ α ι θ α τ η ν α ρ π ά ξ ε ι β ο υ τ ώ ν τ α ς σ α ν γ ε ρ ά κ ι μ ’ έ ν α ν α σ τ ρ α π ια ίο σ υ ν τ ο ν ισ μ ό ν ε α ν ικ ώ ν μ υ ώ ν κ ι ο σ τ ώ ν γ ε μ ά τ ο χ ά ρ η κ α θ ώ ς τ ρ έ χ ε ι— ( τ α κ ό κ α λ ά τ ο υ γ ίν ο ν τ α ι έ ν α μ ε τ ο χ ω ρ ά φ ι , κ ε ί τ ε τ α ι ν ε κ ρ ό ς δ ί π λ α σ τ ο ν ξ ύ λ ι ν ο φ ρ ά χ τ η μ ε μ ια κ α ρ α μ π ί-

ΓΥ Μ ΝΟ ΓΕ ΥΜΑ

·

121

ν α π λ ά ι τ ο υ , α ίμ α σ τ ο π α γ ω μ έ ν ο κ ο κ κ ιν ό χ ω μ α ρ ο υ φ ιέ τ α ι α π ό τ ις ξ ε ­ ρ έ ς κ ο μ μ έ ν ε ς κ α λ α μ ιέ ς μ ια ς χ ε ιμ ω ν ιά τ ικ η ς Τ ζ ώ ρ τ ζ ια ) . . . Τ ο γ α τ ό ψ α ρ ο ξ ο π ίσ ω κ υ μ α τ ίζ ε ι... Φ τ ά ν ε ι σ τ ο φ ρ ά χ τ η κ α ι π ε τ ά ε ι α π ό τ η ν ά λ λ η τ ο γ α τ ό ψ α ρ ο π ά ν ω σ τ ο μ α τ ο β α μ μ έ ν ο χ ο ρ τ ά ρ ι... τ ο ψ ά ρ ι σ π α ρ τ α ρ ά ε ι κ α ι κ ρ ώ ζ ε ι— τ ο π ιτ σ ιρ ίκ ι σ κ α ρ φ α λ ώ ν ε ι τ ο φ ρ ά χ τ η . Σ η κ ώ ν ε ι α π ό κ ά τ ω το γ α τ ό ψ α ρ ο κ α ι χ ά ν ε τ α ι σ τ ο α ν η φ ο ρ ικ ό δ ρ ο μ ά κ ι μ ε τ ο κ ό κ κ ιν ο π η λ ό χ ω μ α δ ιά σ π α ρ τ ο α π ό μ ι κ ρ ο ύ ς π υ ρ ό λ ι θ ο υ ς κ α ι τ ι ς β ε λ α ν ι δ ι έ ς κ α ι τ ι ς τ ρ α π ε ζ ω ν ιέ ς δ ε ξ ιά κ ι α ρ ισ τ ε ρ ά π ο υ ρ ίχ ν ο υ ν τ α κ α φ ε κ ό κ κ ιν α φ ύ λ λ α τ ο υ ς σ τ ο φ θ ιν ο π ω ρ ιν ό φ ύ σ η μ α τ ο υ α ν έ μ ο υ κ α θ ώ ς ο ή λ ιο ς δ ύ ε ι, π ο υ σ τ ά ­ ζ ο υ ν κ α τ α π ρ ά σ ιν ε ς δ ρ ο σ ιά σ τ ο υ Κ α λ ο κ α ιρ ιο ύ τ ο χ ά ρ α μ α , μ α ύ ρ ε ς μ ε φ ό ν τ ο τ η δ ια ύ γ ε ια μ ια ς χ ε ιμ ω ν ιά τ ικ η ς η μ έ ρ α ς ... ο Γ έ ρ ο ς ν α τ ο ν κ υ ν η ­ γ ά ε ι ξ ε σ τ ο μ ίζ ο ν τ α ς β ρ ισ ιέ ς ... τ α δ ό ν τ ια τ ο υ γ λ ισ τ ρ ά ν ε α π ό τ ο σ τ ό μ α τ ο υ κ α ι π ε τ ο ύ ν σ φ υ ρ ίζ ο ν τ α ς π ά ν ω α π ’ τ ο κ ε φ ά λ ι τ ο υ π α ιδ ιο ύ , σ υ ν ε χ ί­ ζ ε ι τ ρ έ χ ο ν τ ο ς μ ε κ ό π ο , τ α ν ε ύ ρ α τ ο υ λ α ιμ ο ύ τ ο υ τ ε ν τ ω μ έ ν α σ α ν σ ιδ ε ­ ρ έ ν ια τ σ έ ρ κ ια , μ α ύ ρ ο α ίμ α τ ιν ά ζ ε τ α ι σ α ν π η χ τ ή μ ά ζ α π ά ν ω α π ό τ ο φ ρ ά χ τ η κ α ι σ ω ρ ιά ζ ε τ α ι μ ο ύ μ ια ά σ α ρ κ η σ τ α φ α γ ο υ ρ ό χ ο ρ τ α . Β ά τ α κ ι

1

α γ κ ά θ ια φ υ τ ρ ώ ν ο υ ν μ έ σ α α π ’ τ α π λ ε υ ρ ά τ ο υ , σ τ ο κ α λ ύ β ι τ ο υ τ α π α ρ ά ­ θ υ ρ α γ ίν ο ν τ α ι κ ο μ μ ά τ ια , γ υ ά λ ιν ε ς σ χ ίζ ε ς γ ε μ ά τ ε ς σ κ ό ν η π ο υ π ρ ο ε ξ έ ­ χ ο υ ν α π ό τ ο ν β ρ ώ μ ικ ο ξ ε ρ α μ έ ν ο σ τ ό κ ο — π ο ν τ ί κ ι α τ ρ ι γ υ ρ ν ά ν ε σ τ ο δ ά π ε δ ο κ ι α γ ό ρ ια τ ρ α β ά ν ε μ α λ α κ ία μ ε ς σ τ η σ κ ο τ ε ιν ή μ ο υ χ λ ια σ μ έ ν η κ ά μ α ρ α τ α κ α λ ο κ α ιρ ιν ά α π ο γ ε ύ μ α τ α κ α ι τ ρ ώ ν ε τ α β α τ ό μ ο υ ρ α π ο υ φ υ τ ρ ώ ν ο υ ν α π ’ τ ις σ ά ρ κ ε ς κ α ι τ α κ ό κ α λ ά τ ο υ , τ α σ τ ό μ α τ ά τ ο υ ς π α σ α -

λ ε ιμ μ έ ν α μ ε μ π λ α β ο κ ό κ κ ιν α ζ ο υ μ ιά ... Ο γ ε ρ ο - π ρ ε ζ ά κ ια ς β ρ ή κ ε φ λ έ β α ... τ ο α ίμ α τ ιν ά ζ ε τ α ι σ τ ο σ τ α γ ο ­

ν ό μ ε τ ρ ο κ ι α ν ο ίγ ε ι τ α π έ τ α λ ά τ ο υ σ α ν κ ιν έ ζ ικ ο λ ο υ λ ο ύ δ ι... σ π ρ ώ ­ χ ν ε ι τ η ν η ρ ω ί ν η ν α μ π ε ι μ έ σ α κ α ι τ ο μ ικ ρ ό α γ ό ρ ι π ο υ τ ρ α β ο ύ σ ε μ α ­ λ α κ ία π ε ν ή ν τ α χ ρ ό ν ια π ρ ιν λ ά μ π ε ι α μ ό λ υ ν τ ο κ ι α γ ν ό μ έ σ α α π ό τη ρ η μ α γ μ έ ν η σ ά ρ κ α , π λ η μ μ υ ρ ίζ ε ι τ η ν υ π α ίθ ρ ια τ ο υ α λ έ τ α μ ε τη γ λ υ ;ιά α ρ σ ε ν ικ ή μ υ ρ ω δ ιά ε φ η β ικ ώ ν π ό θ ω ν κ α ι γ ε ύ σ η α π ό κ α ρ ύ δ ια ... Π ό σ α χ ρ ό ν ια ά ρ α γ ε π ε ρ α σ μ έ ν α σ ε μ ια β ε λ ό ν α α ίμ α ; Μ ε χ έ ρ ια ά ψ υ χ α π α ρ α τ η μ έ ν α π ά ν ω σ τ α π ό δ ια τ ο υ κ ά θ ε τ α ι κ α ι χ α ζ ε ύ ε ι έ ξ ω α π ’ το π α ρ ά θ υ ρ ο το χ ε ιμ ω ν ιά τ ικ ο ξ η μ έ ρ ω μ α μ ε ε κ ε ίν ο τ ο β λ έ μ μ α π ο υ τ ο ’χ ε ι σ β ή σ ε ι η π ρ έ ζ α . Η γ ε ρ α σ μ έ ν η α δ ε ρ φ ή σ τ ρ ιφ ο γ υ ρ ίζ ε ι

122 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

ν ε υ ρ ικ ά π ά ν ω σ τ ο π έ τ ρ ιν ο π α γ κ ά κ ι α π ό π ω ρ ό λ ιθ ο μ ε ς σ τ ο Π ά ρ κ ο Τ σ α π ο υ λ τ ε π έ κ κ α θ ώ ς π ε ρ ν ο ύ ν α π ό μ π ρ ο σ τ ά τ ο υ έ φ η β ο ι Ι ν δ ιά ν ο ι, α γ κ α λ ια σ μ έ ν ο ι α π ό τ ο υ ς ώ μ ο υ ς κ α ι τ η μ έ σ η , ζ ο ρ ίζ ο ν τ α ς τ η θ ν ή σ κ ο υσ α σάρ κα το υ που λα χτα ρ ά ει να κ α τα λά β ει γλο υτο ύς κ α ι γο ­ φ ο ύ ς ν ε α ν ικ ο ύ ς , ο λ ό σ φ ιχ τ α β α ρ ίδ ια κ α ι α ν α β λ ύ ζ ο υ σ ε ς ψ ω λ έ ς . Ο Μ α ρ κ κ ι ο Τ ζ ώ ν ν υ κ ά θ ο ν τ α ι α ν τ ικ ρ ισ τ ά σ ε μ ια κ α ρ έ κ λ α - δ ο νη τή , ο Τ ζώ ννυ π α λ ο υ κ ω μ ένο ς π ά νω σ το κ α υ λ ί το υ Μ αρκ. ( / Ε τ ο ιμ ο ς , Τ ζ ώ ν ν υ ; » « Ξ ε κ ίν α τ ο » . Ο Μ α ρ κ γ υ ρ ν ά ε ι τ ο δ ια κ ό π τ η κ α ι η κ α ρ έ κ λ α α ρ χ ίζ ε ι τ ις δ ο ν ή ­ σ ε ις ... Ο Μ α ρ κ τ ιν ά ζ ε ι κ α τ ά π ά ν ω το κ ε φ ά λ ι τ ο υ β λ έ π ο ν τ α ς τ ο ν Τ ζ ώ ν ν υ , τ ο π ρ ό σ ω π ό τ ο υ α π ό μ α κ ρ ο , η μ α τ ιά τ ο υ π ε ρ ιπ α ιχ τ ικ ή κ α ι π α γ ω μ έ ν η π ά ν ω σ τ ο π ρ ό σ ω π ο τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ . .. Κ λ α ψ ο υ ρ ίζ ε ι ο Τ ζ ώ ν ν υ κ α ι σ τ ρ ι γ κ λ ί ζ ε ι ... Τ ο π ρ ό σ ω π ό τ ο υ δ ια λ ύ ε τ α ι λ ε ς κ α ι λ ι ώ ν ε ι α π ό μ έ ­ σ α . . . Ο Τ ζ ώ ν ν υ ο υ ρ λ ιά ζ ε ι σ α μ α ν τ ρ α γ ό ρ α ς , λ ιπ ο θ υ μ ά ε ι κ α θ ώ ς το σ π έ ρ μ α τ ο υ τ ιν ά ζ ε τ α ι μ ε φ ό ρ α , σ ω ρ ιά ζ ε τ α ι π ά ν ω σ τ ο ν Μ α ρ κ έ ν α ς ά γγελο ς πο υ κ ο υτο υλά ει από τη ν ντά γκ λα . Ο Μ αρκ α φ η ρ η μ ένα το ν χ τ υ π ά ε ι σ τ ο ρ γ ικ ά σ τ η ν π λ ά τ η ... Α ίθ ο υ σ α μ ά λ λ ο ν γ υ μ ν α σ τ η ρ ίο υ ... Τ ο π ά τ ω μ α α π ό α φ ρ ώ δ ε ς λ ά σ τ ιχ ο , σ τ ρ ω μ έ ν ο μ ε λ ε υ κ ό μ ε τ ά ξ ι... Ο έ ν α ς τ ο ίχ ο ς γ υ ά λ ι ν ο ς . . . Ο ή λ ι ο ς π ο υ α ν α τ έ λ λ ε ι γ ε μ ί ζ ε ι τ ο δ ω μ ά τ ι ο μ ε ρ ο δ α λ ό φ ω ς . Ο Τ ζ ώ ν ν υ ο δ η γ ε ίτ α ι ε κ ε ί μ έ σ α , τ α χ έ ρ ια δ ε μ έ ν α , α ν ά μ ε ­ σ α σ τ ο ν Μ α ρ κ κ α ι τ η Μ α ίρ η . Ο Τ ζ ώ ν ν υ β λ έ π ε ι τ η ν κ ρ ε μ ά λ α κ α ι τ ο υ κ ό β ο ν τ α ι τ α γ ό ν α τ α μ ε έ ν α φ ο β ε ρ ό « Ω ω ω ω ω χ χ χ χ χ χ !» τ ο σ ώ μ α τ ο υ δ ιπ λ ώ ν ε ι σ τ α δ ύ ο , τ ο σ α γ ό ν ι κ ο ν τ ε ύ ε ι ν ’ α κ ο υ μ π ή σ ε ι τ ο κ α υ λ ί τ ο υ . Τ ο σ π έ ρ μ α π ε τ ά γ ε τ α ι μ ε δ ύ ν α μ η , τ ιν ά ζ ε τ α ι σ χ ε δ ό ν κ ά θ ε τ α μ π ρ ο σ τά α π ό τ ο π ρ ό σ ω π ό τ ο υ . Ξ α φ ν ικ ά ο Μ α ρ κ κ α ι η Μ α ίρ η χ ά ν ο υ ν τ η ν υ π ο ­ μ ο ν ή τ ο υ ς , κ α υ λ ώ ν ο υ ν ... Σ π ρ ώ χ ν ο υ ν μ ε ο ρ μ ή τ ο ν Τ ζ ώ ν ν υ π ά ν ω σ τ ο ικ ρ ίω μ α π ο υ ε ίν α ι γ ε μ ά τ ο μ ο υ χ λ ια σ μ έ ν α σ π α σ ο υ ά ρ κ α ι π ε τ α μ έ ν ε ς μ π λ ο ύ ζ ε ς . Ο Μ α ρ κ σ τ ε ρ ε ώ ν ε ι τ η θ η λ ιά . « Μ π ρ ο ς λ ο ιπ ό ν . Έ τ ο ιμ ο ς ν α π ε τ ά ξ ε ις » . Ο Μ α ρ κ ε τ ο ιμ ά ζ ε τ α ι ν α σ π ρ ώ ξει το ν Τ ζώ ννυ. Μ α ίρ η : « Μ η , θ α τ ο κ ά ν ω ε γ ώ » . Τ υ λ ίγ ε ι τ α χ έ ρ ια τ η ς γ ύ ρ ω α π ό το υ ς γ λ ο υ το ύ ς το υ Τ ζώ ννυ , κ ο λ λ ά ει π ά νω το υ το κ ο ύτελό τη ς, το υ

ΓΥ ΜΝ Ο Γ ΕΥΜΑ

·

123

χ α μ ο γ ε λ ά ε ι σ τ α μ ά τ ια κ α θ ώ ς ο π ισ θ ο χ ω ρ ε ί, τ ο ν σ τ έ λ ν ε ι ν α φ ύ γ ε ι σ τ ο ν α έ ρ α ... Τ ο π ρ ό σ ω π ό τ ο υ φ ο υ σ κ ώ ν ε ι α π ό το α ίμ α ... Ο Μ α ρ κ I1 σ η κ ώ ν ε ι τ ο χ έ ρ ι τ ο υ κ α ι μ ε κ ί ν η σ η γ ε μ ά τ η ε υ λ υ γ ι σ ί α τ σ α κ ί ζ ε ι τ ο σ β έ ρ κ ο τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ ... κ ρ ό τ ο ς σ α ν α π ό χ ο ν τρ ό κ λ α δ ί π ο υ σ π ά ε ι τ υ I λ ιγ μ έ ν ο σ ε β ρ ε γ μ έ ν ε ς π ε τ σ έ τ ε ς . Έ ν α ς σ π α σ μ ό ς τ ρ α ν τ ά ζ ε ι α π ό π ά ν ω ω ς κ ά τ ω τ ο κ ο ρ μ ί τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ ... η ά κ ρ η τ ο υ ε ν ό ς π ο δ ιο ύ φ τ ε ρ ο κ ο π ά ­ ε ι σ α ν π ο υ λ ί π α γ ι δ ε υ μ έ ν ο . . . Ο Μ α ρ κ έ χ ε ι ρ ι χ τ ε ί μ ε χ ά ρ η π ά ν ω σ ε μ ια κ ο ύ ν ια κ α ι μ ιμ ε ίτ α ι τ α τ ρ α ν τ ά γ μ α τ α τ ο υ κ ο ρ μ ιο ύ τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ , κ λ ε ί­ ν ε ι τ α μ ά τ ια κ ι α φ ή ν ε ι τ η γ λ ώ σ σ α τ ο υ ν α κ ρ έ μ ε τ α ι... Ο π ο ύ τ σ ο ς τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ π ε τ ά γ ε τ α ι σ α ν ε λ α τ ή ρ ιο κ α ι η Μ α ίρ η τ ο ν π ιά ν ε ι κ α ι τ ο ν χ ώ ­ ν ε ι σ τ ο μ ο υ ν ί τ η ς , κ α υ λ ο κ ο υ ν ώ ν τ α ς τ α λ α γ ό ν ια τ η ς , τ ρ ίβ ο ν τ α ς π ά ν ω τ ο υ τ ο κ ο ρ μ ί τ η ς μ ’ έ ν α φ ιδ ίσ ιο χ ο ρ ό τ η ς κ ο ιλ ιά ς , β ο γ κ ώ ν τ α ς κ α ι σ τ ρ ιγ κ λ ίζ ο ν τ α ς α π ό ικ α ν ο π ο ίη σ η ... π ο τ ά μ ι ο ιδ ρ ώ τ α ς κ υ λ ά ε ι σ τ ο κ ο ρ μ ί τ η ς , τ α μ ο υ σ κ ε μ έ ν α τ η ς μ α λ λ ιά α ν ά κ α τ α κ ο λ λ ά ν ε σ τ ο π ρ ό σ ω ­ π ό τ η ς. « Κ α τ έ β α σ ’ τ ο ν , Μ α ρ κ » , φ ω ν ά ζ ε ι. Ο Μ α ρ κ α π λ ώ ν ε ι το χ έρ ι τ ο υ κ α ι μ ε έ ν α σ τ ιλ έ τ ο κ ό β ε ι το σ κ ο ιν ί, π ιά ν ε ι τ ο ν Τ ζ ώ ν ν υ κ α θ ώ ς π έ ­ φ τ ε ι, τ ο ν α φ ή ν ε ι ν α σ ω ρ ια σ τ ε ί π ά ν ω σ τ η ν π λ ά τ η τ ο υ μ ε τ η Μ α ίρ η ν α ε ίν α ι α κ ό μ η κ α ρ φ ω μ έ ν η σ τ ο π α λ ο ύ κ ι κ α ι ν α σ τ ρ ιφ ο γ υ ρ ν ά ε ι... Ξ ε ­ σ κ ίζ ε ι μ ε τ α δ ό ν τ ια τ η ς τ α χ ε ίλ η κ α ι τ η μ ύ τ η τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ , μ ε τ ά τ ο υ β γ ά ζ ε ι τ α μ ά τ ια μ ε έ ν α δ υ ν α τ ό κ α ι θ ο ρ υ β ώ δ ε ς ρ ο ύ φ η γ μ α ... Τ ο υ κ α ­ τ α σ π α ρ ά ζ ε ι κ ο μ μ ά τ ε ς κ ρ έ α ς α π ’ τ ο μ ά γ ο υ λ ο ... Τ ώ ρ α γ ε υ μ α τ ίζ ε ι μ ε π ιά τ ο τ η ν ψ ω λ ή τ ο υ . .. Ο Μ α ρ κ π η γ α ίν ε ι π ρ ο ς τ ο μ έ ρ ο ς τ η ς κ ι ε κ ε ίν η σ η κ ώ ν ε ι τ η μ α τ ιά τ η ς α π ό τ α μ ισ ο φ α γ ω μ έ ν α γ ε ν ν η τ ικ ά ό ρ γ α ν α τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ , έ ν α π ρ ό σ ω π ο β ο υ τ η γ μ έ ν ο σ τ ο α ίμ α , μ ά τ ια π ο υ φ ω σ φ ο ρ ί­ ζ ο υ ν ... Ο Μ α ρ κ β ά ζ ε ι το π ό δ ι τ ο υ σ τ ο ν ώ μ ο τ η ς κ α ι τ η ν κ λ ο τ σ ά ε ι α ν ά σ κ ε λ α ... Π η δ ά ε ι π ά ν ω τ η ς κ α ι τ η γ α μ ά ε ι μ ε μ α ν ία ... κ υ λ ιο ύ ν τ α ι σ τ ο δ ά π ε δ ο α π ’ τ η μ ια μ ε ρ ι ά τ η ς α ί θ ο υ σ α ς σ τ η ν ά λ λ η , σ τ ρ ο β ι λ ί ζ ο ­ ν τ α ι σ α ν μ ύ λ ο ς π ο υ τ ο ν γ υ ρ ν ά ε ι ο ά ν ε μ ο ς κ α ι μ ε τ ά τ ιν ά ζ ο ν τ α ι ψ η λ ά σ τ ο ν α έ ρ α σ α ν ψ ά ρ ι τ ε ρ ά σ τ ιο π ο υ έ χ ε ι π ια σ τ ε ί σ τ ’ α γ κ ίσ τ ρ ι. « Ά σ ε μ ε ν α σ ε κ ρ ε μ ά σ ω , Μ α ρ κ ... Ά σ ε μ ε ν α σ ε κ ρ ε μ ά σ ω ... Σ ε π α ρ α κ α λ ώ , Μ α ρ κ , ά φ η σ έ μ ε ν α σ ε κ ρ ε μ ά σ ω !» « Κ α ι β έ β α ια , μ ω ρ ό μ ο υ » . Τ η ν α ρ π ά ζ ε ι κ τ η ν ώ δ ικ α κ α ι τ η σ η κ ώ ­ ν ε ι ό ρ θ ια δ έ ν ο ν τ α ς τ α χ έ ρ ια τ η ς π ισ θ ά γ κ ω ν α .

124 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

« Ό χ ι, Μ α ρ κ !! Μ η ν τ ο κ ά ν ε ις ! Μ η ! Μ η ! Μ η !» ο υ ρ λ ιά ζ ε ι, ε ν ώ χ έ ζ ε τ α ι κ α ι κ α τ ο υ ρ ιέ τ α ι α π ό το φ ό β ο τ η ς κ α θ ώ ς τ η σ έ ρ ν ε ι π ρ ο ς τ η ν ε ξ έ δ ρ α . Τ η ν π α ρ α τ ά ε ι δ ε μ έ ν η π ά ν ω σ τ ο ικ ρ ίω μ α α ν ά μ ε σ α σ ε σ ω ­ ρ ο ύ ς α π ό π α λ ιέ ς κ α π ό τ ε ς χ ρ η σ ιμ ο π ο ιη μ έ ν ε ς ό σ ο ε τ ο ιμ ά ζ ε ι τ ο σ κ ο ι­ ν ί σ τ η ν ά λ λ η ά κ ρ η τ η ς α ίθ ο υ σ α ς ... κ ι ε π ισ τ ρ έ φ ε ι φ έ ρ ν ο ν τ α ς τ η θ η ­ λ ιά σ ε α σ η μ έ ν ιο δ ίσ κ ο . Τ η ν α ρ π ά ζ ε ι κ α ι τ η σ η κ ώ ν ε ι α π ό τ ο μ α , κ α ι σ φ ίγ γ ε ι τ η θ η λ ιά . Γ λ ισ τ ρ ά ε ι μ έ σ α τ η ς το τ ε ν τ ω μ έ ν ο τ ο υ κ α υ λ ί κ α ι β α λ σ ά ρ ο υ ν ε π ά ν ω σ τ η ν ε ξ έ δ ρ α κ α ι ξ α μ ο λ ιο ύ ν τ α ι τ ώ ρ α σ τ ο κ ε ν ό δ ια γ ρ ά φ ο ν τ α ς έ ν α τ ε ρ ά σ τ ιο τ ό ξ ο ... « Γ ο ύ ιιιιιι!» τ σ ιρ ίζ ε ι ε κ ε ίν ο ς κ α ι μ ε τ α μ ο ρ φ ώ ν ε τ α ι σ ε Τ ζ ώ ν ν υ . Ο σ β έ ρ κ ο ς τ η ς τ σ α κ ίζ ε τ α ι. Έ ν α ς τ ε ρ ά ­ σ τ ιο ς κ υ μ α τ ισ μ ό ς α υ λ α κ ώ ν ε ι τ ο κ ο ρ μ ί τ η ς . Ο Τ ζ ώ ν ν υ π η δ ά ε ι σ τ ο π ά τ ω μ α κ α ι ισ ο ρ ρ ο π ε ί σ τ α δ υ ο τ ο υ π ό δ ια π α ν έ τ ο ιμ ο ς σ α ν ν ε α ρ ό α γ ρ ίμ ι. Ρ ί χ ν ε ι σ ά λ τ ο υ ς δ ε ξ ι ά κ ι α ρ ι σ τ ε ρ ά . Μ ε μ ια υ λ α κ ή ά κ ρ α τ η ς ε π ι ­ θ υ μ ί α ς π ο υ κ ά ν ε ι θ ρ ύ ψ α λ α τ ο γ υ ά λ ι ν ο τ ο ίχ ο σ α λ τ ά ρ ε ι σ τ ο κ ε ν ό . Κ ά ­ ν ο ν τ α ς κ ω λ ο τ ο ύ μ π ε ς κ ι α υ ν α ν ιζ ό μ ε ν ο ς α δ ιά π α υ σ τ α , σ τ α χ ίλ ια μ έ τ ρ α τ η ς π τ ώ σ η ς τ ο υ , μ ε τ ο σ π έ ρ μ α τ ο υ ν α π λ έ ε ι σ τ ο ν α έ ρ α κ ι α π ό δ ίπ λ α ν α τ ο ν α κ ο λ ο υ θ ε ί, ο υ ρ λ ιά ζ ε ι α σ τ α μ ά τ η τ α μ ε φ ό ν τ ο τ ο γ α λ α ν ό τ ο υ ο υ ρ α ­ ν ο ύ π ο υ σ ε σ υ ν τ ρ ίβ ε ι, ο ή λ ιο ς π ο υ α ν α τ έ λ λ ε ι ν α τ ο υ κ α ψ α λ ίζ ε ι σ α ν α ν α μ μ έ ν η β ε ν ζ ί ν η τ ο κ ο ρ μ ί, ν α π έ φ τ ε ι π ρ ο ς τ ι ς γ ι γ ά ν τ ι ε ς β ε λ α ν ι δ ι έ ς κ α ι τ ις τ ρ α π ε ζ ω ν ιέ ς , τ α κ υ π α ρ ίσ σ ια τ ω ν β ά λ τ ω ν , τ ις κ ε δ ρ έ λ ε ς κ α ι τ α μ α ό ν ια , ν α σ μ π α ρ α λ ιά ζ ε τ α ι κ α ι ν α β ρ ίσ κ ε ι τ η ν υ γ ρ ή τ ο υ α ν α κ ο ύ φ ισ η σ ε μ ια ε ρ ε ι π ω μ έ ν η π λ α τ ε ί α σ τ ρ ω μ έ ν η μ ε α σ β ε σ τ ό λ ι θ ο π ε λ ε κ η τ ό . Β ά τ α κ α ι π α λ ιό χ ο ρ τ α φ υ τ ρ ώ ν ο υ ν α ν ά μ ε σ α σ τ ις π έ τ ρ ε ς , κ α ι κ ά τ ι σ κ ο υ ρ ια σ μ έ ν α σ ιδ ε ρ έ ν ια μ π ο υ λ ό ν ια έ ν α μ έ τ ρ ο π ά χ ο ς τ ρ υ π ο ύ ν τ η ν ά σ π ρ η π έ τ ρ α , λ ε κ ιά ζ ο ν τ ά ς τ η μ ε τ ο σ κ α τ ί κ α φ έ τ η ς σ κ ο υ ρ ιά ς . Ο Τ ζ ώ ν ν υ κ α τ α β ρ έ χ ε ι τ η Μ α ίρ η μ ε β ε ν ζ ίν η α π ό έ ν α π ρ ό σ τ υ χ ο β ά ζ ο τ ω ν Τ σ ιμ ο ύ φ τ ι α γ μ έ ν ο α π ό λ ε υ κ ό ζ α ν τ . . . Μ υ ρ ώ ν ε ι κ α ι τ ο δ ικ ό τ ο υ σ ώ μ α ... Α γ κ α λ ιά ζ ο ν τ α ι, π έ φ τ ο υ ν σ τ ο π ά τ ω μ α κ α ι κ υ λ ιο ύ ν τ α ι ω ς ε κ ε ί π ο υ ε σ τ ιά ζ ε ι έ ν α ς τ ε ρ ά σ τ ιο ς μ ε γ ε θ υ ν τ ικ ό ς φ α κ ό ς τ ο π ο θ ε τ η μ έ ­ ν ο ς σ τ η σ τ έ γ η . . . τ υ λ ί γ ο ν τ α ι σ τ ι ς φ λ ό γ ε ς μ ε μ ια κ ρ α υ γ ή π ο υ θ ρ υ μ μ α ­ τ ί ζ ε ι τ ο γ υ ά λ ι ν ο τ ο ίχ ο , γ λ ι σ τ ρ ά ν ε σ τ ο κ ε ν ό , ο υ ρ λ ι ά ζ ο ν τ α ς κ α ι σ υ ν ε χ ί ­ ζ ο ν τ α ς σ τ ο ν α έ ρ α τ ο γ α μ ή σ ι τ ο υ ς , σ κ ά ν ε α ιμ ό φ υ ρ τ ο ι φ λ ε γ ό μ ε ν ο ι κ α ι

Γ Υ Μ Ν Ο Κ

ι

"

Γ Ε Υ Μ Α

·

12 5

^

κ α π ν ισ μ έ ν ο ι π ά ν ω σ ε κ α φ ε τ ιο ύ ς β ρ ά χ ο υ ς κ ά τ ω α π ’ τ ο ν ή λ ιο τ η ς ε ρ ή μ ο υ . Ο Τ ζ ώ ν ν υ χ ο ρ ο π η δ ά ε ι γ ε μ ά τ ο ς α γ ω ν ία μ ε ς σ τ ο δ ω μ ά τ ιο . Μ ε μ ια κ ρ α υ γ ή π ο υ κ ά ν ε ι θ ρ ύ ψ α λ α τ ο γ υ ά λ ι ν ο τ ο ίχ ο σ τ έ κ ε ι μ ε χ έ ρ ι α π ό ­ δ ια ο ρ θ ά ν ο ι χ τ α α ν τ ι κ ρ ί ζ ο ν τ α ς τ ο ν ή λ ι ο π ο υ α ν α τ έ λ λ ε ι , τ ο κ α υ λ ί τ ο υ ν α τ ιν ά ζ ε ι α ί μ α ... έ ν α ς λ ε υ κ ό ς μ α ρ μ ά ρ ιν ο ς θ ε ό ς , β ο υ τ ά ε ι κ α τ α κ ό ρ υ '

φ α μ έ σ ω ε π ιλ η π τ ικ ώ ν ε κ ρ ή ξ ε ω ν μ ε ς σ τ ο ν γ ε ρ ο -Μ ε τ ζ ο ύ μ π σ φ α δ ά ζ ε ι μ ε ς σ τ α σ κ α τ ά κ α ι τ α σ κ ο υ π ίδ ια δ ίπ λ α σ ’ έ ν α λ α σ π ό τ ο ιχ ο κ ά τ ω α π ό ή λ ιο π ο υ α δ ρ ά χ ν ε ι τ η σ ά ρ κ α τ ο υ κ α ι τ η ν π λ η γ ιά ζ ε ι α φ ή ν ο ν τ α ς τ ο π ε ­ τ σ ί μ υ ρ μ η γ κ ι α σ μ έ ν ο . . . Ε ί ν α ι μ ικ ρ ό α γ ό ρ ι π ο υ κ ο ι μ ά τ α ι μ ε τ η ν π λ ά τ η α κ ο υ μ π ι σ μ έ ν η σ τ ο ν τ ο ίχ ο τ ο υ τ ζ α μ ι ο ύ , ε ξ α κ ο ν τ ί ζ ε ι τ η ρ ε ύ σ η τ ο υ σ τ ο β ά θ ο ς χ ιλ ίω ν μ ο υ ν ιώ ν ρ ο δ α λ ώ ν κ α ι λ ε ίω ν σ α ν τ α κ ο χ ύ λ ια τ η ς θ ά ­ λ α σ σ α ς , ν ιώ θ ο ν τ α ς τ ο ε υ χ ά ρ ισ τ ο γ δ ά ρ σ ιμ ο α π ό τ ις τ ρ ίχ ε ς τ η ς ή β η ς ν α δ ια τ ρ έ χ ε ι τ ο κ α υ λ ί τ ο υ .

Ο Τ ζ ω ν κ ι η Μ α ίρ η σ ε δ ω μ ά τ ιο ξ ε ν ο δ ο χ ε ίο υ ( μ ο υ σ ικ ή τ ο υ E a st S t . L o u i s T o o d le o o ) . Ζ ε σ τ ό α ν ο ι ξ ι ά τ ι κ ο α ε ρ ά κ ι α π ’ τ ο α ν ο ι χ τ ό π α ­ ρ ά θ υ ρ ο φ υ σ ά ε ι κ α τ ά μ έ σ α τ ις ρ ο ζ ξ ε θ ω ρ ια σ μ έ ν ε ς κ ο υ ρ τ ίν ε ς ... Β α ­ τ ρ ά χ ια κ ο ά ζ ο υ ν σ ε α δ ε ια ν ά ο ικ ό π ε δ α ό π ο υ φ υ τ ρ ώ ν ο υ ν κ α λ α μ π ό κ ια κ α ι π ιτ σ ιρ ίκ ια π ιά ν ο υ ν μ ικ ρ ο ύ λ ια π ρ ά σ ιν α α κ ίν δ υ ν α θ α μ ν ό φ ιδ α κ ά ­ τ ω α π ό σ π α σ μ έ ν ε ς α σ β ε σ τ ο λ ιθ ικ έ ς σ τ ή λ ε ς λ ε κ ια σ μ έ ν ε ς α π ’ τ α σ κ α ­ τ ά κ α ι δ ε μ έ ν ε ς γ ύ ρ ω γ ύ ρ ω μ ε σ κ ο υ ρ ια σ μ έ ν ο α γ κ α θ ω τ ό σ ύ ρ μ α ...

(Ν έον — σ τ ο π ρ ά σ ι ν ο τ η ς χ λ ω ρ ο φ ύ λ λ η ς , μ ο β , π ο ρ τ ο κ α λ ί — α ν α β ο σ β ή ν ε ι.)

π α χ υ μ ε τ ρ ο τ ο υ . . . ί ο ρ ίχ ν ε ι σ ε ε ν α μ π ο υ κ ά λ ι μ ε μ ε σ κ α λ ο π ο υ μ ε τ α ­ μ ο ρ φ ώ ν ε τ α ι σ ε σ κ ο υ λ ή κ ι τ η ς Α γ α ύ η ς ... Τ η ς κ ά ν ε ι κ ο λ π ικ ή π λ ύ σ η μ ε ο σ τ ε ο μ α λ α κ τ ικ ό τ η ς ζ ο ύ γ κ λ α ς , τ α δ ό ν τ ια τ ο υ μ ο υ ν ιο ύ τ η ς π έ ­ φ τ ο υ ν κ α ι α π ο β ά λ λ ο ν τ α ι μ α ζ ί μ ε α ίμ α κ α ι κ ύ σ τ ε ι ς . .. Τ ώ ρ α τ ο μ ο υ ν ί τ η ς λ ά μ π ε ι ό λ ο φ ρ ε σ κ ά δ α , γ λ υ κ ό κ ι ο λ ό δ ρ ο σ ο σ α ν α ν ο ιξ ιά τ ικ ο χ ο ρ ­ τ ά ρ ι... Ο Τ ζ ώ ν ν υ γ λ ε ίφ ε ι τ ο μ ο υ ν ί τ η ς Μ α ίρ η ς , σ τ η ν α ρ χ ή α ρ γ ά , :α θ ώ ς τ η ς α ν ο ίγ ε ι δ ιά π λ α τ α τ α χ ε ίλ ια η έ ξ α ψ ή τ ο υ α ν ε β α ίν ε ι, χ ώ ν ε ι

126 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

β α θ ιά τ η γ λ ώ σ σ α ν ιώ θ ο ν τ ά ς τ η ν α φ ο υ σ κ ώ ν ε ι ό π ω ς τ σ ιμ π ιέ τ α ι α π ό τ ις τ ρ ίχ ε ς ... Μ ε τ α χ έ ρ ια ρ ιγ μ έ ν α π ίσ ω , τ α σ τ ή θ ια ν α σ η μ α δ ε ύ ο υ ν κ α τ ά π ά ν ω , η Μ α ίρ η έ χ ε ι μ ε ίν ε ι α σ ά λ ε υ τ η μ ε β λ έ μ μ α α π λ α ν έ ς κ α ρ ­ φ ω μ έ ν η α κ ο ύ ν η τ η μ ε π ρ ό κ ε ς α π ό ν έ ο ν . .. Ο Τ ζ ώ ν ν υ α ν η φ ο ρ ίζ ε ι σ τ ο κ ο ρ μ ί τ η ς , η π ο ύ τ σ α τ ο υ μ ’ έ ν α ο λ ο σ τ ρ ό γ γ υ λ ο ο π ά λ ι λ ιπ α ν τ ικ ο ύ ν α λ α μ π υ ρ ίζ ε ι σ τ η ς κ ο ρ υ φ ή ς τη χ α ρ α μ ά δ α γ λ ισ τ ρ ά ε ι α ν ά μ ε σ α σ τ ο τ ρ ίχ ω μ α τ η ς ή β η ς κ α ι χ ώ ν ε τ α ι μ ε ς σ τ ο μ ο υ ν ί β α θ ιά μ έ χ ρ ι τ η ρ ίζ α , χ ά ν ε τ α ι σ τ ο ν π ά τ ο τ ο υ ρ ο υ φ η γ μ έ ν η α π ό τ η δ ύ ν α μ η τ η ς π ε ιν α σ μ έ ν η ς σ ά ρ κ α ς ... Τ ο π ρ ό σ ω π ό τ ο υ π ρ ή ζ ε τ α ι α π ό τ ο α ίμ α π ο υ χ τ υ π ά ε ι, π ρ ά ­ σ ιν ε ς λ ά μ ψ ε ις σ κ ά ν ε π ίσ ω α π ό τ α μ ά τ ια τ ο υ κ ι α π ό τ ρ ε ν ά κ ι λ ο ύ ν α π α ρ κ π ο υ π ε ρ ιδ ια β α ίν ε ι σ ε ψ ε ύ τ ικ α τ ο π ία π έ φ τ ε ι κ α ι β ρ ίσ κ ε τ α ι σ τ η μ έ σ η π α ρ έ α ς κ ο ρ ιτ σ ιώ ν π ο υ έ ξ α λ λ α φ ω ν ά ζ ο υ ν . .. Μ ο υ σ κ ε μ έ ν ε ς τ ρ ίχ ε ς π ίσ ω α π ό τ ’ α ρ χ ίδ ια τ ο υ σ τ ε γ ν ώ ν ο υ ν κ α ι γ ί ν ο ν τ α ι ξ ε ρ ό χ ο ρ τ ά ρ ι σ τ ο ζ ε σ τ ό α ν ο ι ξ ι ά τ ι κ ο α γ έ ρ ι . Ο ρ ε ιν ή κ ο ι λ ά δ α τ η ς ζ ο ύ γ κ λ α ς , α ν α ρ ρ ιχ ώ μ ε ν α σ κ α ρ φ α λ ώ ν ο υ ν κ α ι χ ώ ν ο ν τ α ι μ έ σ α α π ’ τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο . Ο π ο ύ τ σ ο ς τ ο υ Τ ζ ώ ν ν υ π ρ ή ζ ε τ α ι, τ ε ρ ά σ τ ια β ρ ω ­ μ ε ρ ά μ π ο υ μ π ο ύ κ ια ξ ε π ε τ ά γ ο ν τ α ι ο ρ γ ια σ τ ικ ά . Μ ια μ α κ ρ ιά κ ο ν δ υ ­ λ ώ δ η ς ρ ίζ α ξ ε π ρ ο β ά λ λ ε ι α π ’ τ ο μ ο υ ν ί τ η ς Μ α ίρ η ς , σ α λ ε ύ ε ι κ α ι ψ ά ­ χ ν ε ι ν α β ρ ε ι τ ο χ ώ μ α ν α ρ ιζ ώ σ ε ι. Τ α κ ο ρ μ ιά τ ο υ ς γ ίν ο ν τ α ι κ ο μ μ ά τ ια μ έ σ α σ ε π ρ ά σ ιν ε ς ε κ ρ ή ξ ε ις . Τ ο κ α λ ύ β ι γ ίν ε τ α ι σ ω ρ ό ς α π ό γ κ ρ ε μ ι­ σ μ έ ν ε ς π έ τ ρ ε ς . Τ ο α γ ό ρ ι ε ί ν α ι έ ν α ά γ α λ μ α α π ό α σ β ε σ τ ό λ ιθ ο , μ ια π ρ α σ ιν ά δ α φ υ τ ρ ώ ν ε ι α π ’ τ ο κ α υ λ ί τ ο υ , τ α χ ε ίλ η τ ο υ μ ισ ά ν ο ιχ τ α ό π ω ς σ τ ο μ ισ ο χ α μ ό γ ε λ ο π ρ ε ζ ά κ ι α π ο υ έ π ε σ ε σ ε ν τ ά γ κ λ α .

* *

*

Ο Δ ικ ε ό ρ ο ς έ χ ε ι κ α β α τ ζ ω μ έ ν η τ η ν η ρ ω ί ν η τ ο υ μ έ σ α σ ε λ α χ ε ί ο . Έ ν α φ ιξ ά κ ι α κ ό μ α — α π ό α ύ ρ ιο η θ ε ρ α π ε ία . Ο δ ρ ό μ ο ς ε ίν α ι μ α κ ρ ύ ς . Σ η κ ω μ ά ρ ε ς κ α ι ν τ α ο υ ν ιά σ μ α τ α , σ υ χ ν ά σ κα μ π α νεβ ά σ μ α τα . Ή τ α ν π ο λ λ έ ς ο ι ώ ρ ε ς σ τ ο ν π ε τ ρ ό τ ο π ο μ έ χ ρ ι τ η ν ό α σ η μ ε τ ις χ ο υ ρ μ α δ ιέ ς ε κ ε ί π ο υ τ ’ Α ρ α β ά κ ια χ έ ζ ο υ ν σ τ ο π η γ ά δ ι κ α ι κ ά ν ο υ ν φ ι ­

Γ Υ Μ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

127

γ ο ύ ρ ε ς ρ ο κ ε ν ρ ο λ π ά ν ω σ τ ις ά μ μ ο υ ς τ ις π α ρ α λ ίε ς τ ις μ υ ( δ ) ώ δ ε ις τ ρ ώ γ ο ν τ α ς χ ο τ - ν τ ο γ κ κ α ι φ τ ύ ν ο ν τ α ς σ β ό λ ο υ ς τ α χ ρ υ σ ά τ ο υ ς δ ό ν τ ια . Ξ ε δ ο ν τ ια σ μ έ ν α σ τ ο μ α ύ ρ ο τ ο υ ς τ ο χ ά λ ι α π ό τ η ν α τ έ λ ε ιω τ η π ε ίν α , π α ΐδ ια κ ο κ α λ ιά ρ ικ α ό π ο υ μ π ο ρ ο ύ σ ε ς π ά ν ω τ ο υ ς ν α μ π ο υ γ α ό ο τ ρ ίψ ε ις τη β ρ ω μ ε ρ ή σ ο υ φ ό ρ μ α τ η ς δ ο υ λ ε ιά ς , π ο υ ’ χ ο υ ν ε κ ά ν ε ι α υ λ ά κ ια α π ’ τη ν η σ τ ε ία , β γ α ίν ο υ ν ε τ ρ έ μ ο ν τ α ς κ α ι φ ο β ισ μ έ ν α α π ’ το μ ο νό ξυλο σ το Ν η σί το υ Π άσχα κ α ι π ρ ο χ ω ρ ο ύν α θό ρ υβ α σ τη ν α κ ρ ο θ α λ α σ σ ιά μ ε π ό δ ια δ ύ σ κ α μ π τ α κ ι ε ύ θ ρ α υ σ τ α σ α ν ξ υ λ ο π ό δ α ­ ρ α ... γ ν έ φ ο υ ν μ ε τ ο κ ε φ ά λ ι π ίσ ω α π ό τ ο τ ζ ά μ ι κ ά π ο ιο υ κ λ α μ π ... έ τ ο ιμ α ν α π ο υ λ ή σ ο υ ν τ ο λ ιπ ό σ α ρ κ ο κ ο ρ μ ί τ ο υ ς ο δ η γ η μ έ ν α ω ς ε κ ε ί α π ’ τ η μ ιζ έ ρ ια τ η ς α ν ά γ κ η ς . Ο ι χ ο υ ρ μ α δ ιέ ς ξ ε ρ ά θ η κ α ν α π ό έ λ λ ε ιψ η σ υ ν ε ύ ρ ε σ η ς , τ ο π η γ ά δ ι γ έ μ ισ ε ξ ε ρ έ ς κ ο υ ρ ά δ ε ς κ α ι μ ε μ ω σ α ϊκ ό χ ιλ ίω ν ε φ η μ ε ρ ίδ ω ν : « Η Ρ ω ­ σ ία α ρ ν ε ί τ α ι . . . Ο Υ π ο υ ρ γ ό ς Ε σ ω τ ε ρ ικ ώ ν τ η ς Α γ γ λ ία ς π α ρ α κ ο λ ο υ ­ θ ε ί μ ε α ν η σ υ χ ί α α π α θ ο ύ ς . . . Η κ α τ α π α κ τ ή ά ν ο ι ξ ε σ τ ι ς 1 2 . 0 2 ' . Σ τ ις 1 2 .3 0 ' ο γ ια τ ρ ό ς έ φ υ γ ε ν α π ά ε ι ν α φ ά ε ι σ τ ρ ε ίδ ια , γ ύ ρ ισ ε σ τ ις 2 .0 0 ' κ α ι χ τ ύ π η σ ε ε ύ θ υ μ α τ ο ν κ ρ ε μ α σ μ έ ν ο σ τ η ν π λ ά τ η . “ Τ ι; Α κ ό μ α ζ ω ­ ν τ α ν ό ς ε ίσ α ι; Μ ο υ φ α ίν ε τ α ι ό τ ι θ α π ρ έ π ε ι ν α σ ο υ δ έ σ ω β α ρ ίδ ια σ τ α π ο δ ά ρ ια — ε , ν α κ α λ α μ π ο υ ρ ίσ ο υ μ ε κ α ι λ ίγ ο . Χ α Χ α Χ α ! Δ ε γ ίν ε τ α ι ν α σ ’ α φ ή σ ω ν α π ν ιγ ε ίς μ ε το π ά σ ο σ ο υ — ξ έ ρ ε ις τ ι έ χ ε ι ν α μ ο υ σ ο ύ ρ ε ι ο Π ρ ό ε δ ρ ο ς ; Θ α γ ίν ω ρ ε ζ ίλ ι έ τ σ ι κ α ι σ ε β γ ά λ ε ι το κ ά ρ ο ζ ω ν τ α ν ό α π ό δ ω μ έ σ α . Θ α μ ο υ μ α ρ α θ ο ύ ν τ ’ α ρ χ ίδ ια α π ’ τ η ν κ α ζ ο ύ ρ α , ε γ ώ π ο υ σ π ο ύ δ α σ α δ ίπ λ α σ τ ο γ ε ρ ο - τ ρ ά γ ο τ η ς Ο ξ φ ό ρ δ η ς τ ο σ ο φ ό . Α ν τ ε λ ο ιπ ό ν , μ ε τ ο έ ν α μ ε τ ο δ ύ ο μ ε τ ο τ ρ ία ” » . Τ ο α ν ε μ ό π τ ε ρ ο β ο υ τ ά ε ι σ ιω π η λ ά σ α ν ξ ε θ υ μ α σ μ έ ν η σ τ ύ σ η , α θ ό ­ ρ υ β α σ α ν τ ο γ ρ α σ α ρ ισ μ έ ν ο τ ζ ά μ ι π ο υ τ ο σ π ά ε ι ν ε α ρ ό ς κ λ έ φ τ η ς μ ε δ ά χ τ υ λ α γ ρ ιά ς κ α ι μ ά τ ια σ β η σ μ έ ν α α π ό τ η ν π ρ έ ζ α ... Μ ε μ ια ε κ τ ό ­ ν ω σ η β ο υ β ή μ π ο υ κ ά ρ ε ι μ ε ς σ τ ο σ π ίτ ι, π α τ ώ ν τ α ς τ α λ ιγ δ ια σ μ έ ν α κ ρ ύ σ τ α λ λ α , ο δ υ ν α τ ό ς χ τ ύ π ο ς ρ ο λ ο γ ιο ύ α κ ο ύ γ ε τ α ι μ έ σ ’ α π ό τ η ν κ ο υ ζ ίν α , έ ν α ζ ε σ τ ό κ ύ μ α α έ ρ α α ν α σ τ α τ ώ ν ε ι τ α μ α λ λ ιά τ ο υ , τ ο κ ρ α ­ ν ίο τ ο υ γ ίν ε τ α ι σ μ π α ρ ά λ ια α π ’ τ α χ ο ν τ ρ ά σ κ ά γ ια γ ια τ ις π ά π ι ε ς ... Ο Γ έ ρ ο ς α δ ε ιά ζ ε ι έ ν α κ ό κ κ ιν ο φ υ σ ίγ γ ι κ α ι κ ά ν ε ι π ιρ ο υ έ τ α γ ύ ρ ω α π ό τ η ν κ α ρ α μ π ίν α τ ο υ . « Α , σ ιγ ά τ ’ α υ γ ά . Δ ε ν ή τ α ν ε κ α ι τ ίπ ο τ ις σ π ο υ ­

128 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

δ α ίο ... Τ ο ν ε ίχ α σ τ ο χ έ ρ ι σ α ν τ ο ν π ο ν τ ικ ό σ τ η φ ά κ α . .. Σ α ν τ ο π α ρ α δ ά κ ι π ο υ κ ά θ ε τ α ι σ τ η ν τ ρ ά π ε ζ α ... σ ιγ ά τ ο μ ο ύ τ ρ ο , κ ά τ ι τ έ τ ο ια σ κ α τ ό π α ιδ α ε γ ώ τ α μ α σ ά ω κ α ι τ α φ τ ύ ν ω , μ ε μ ια κ α λ ή ν τ ο υ φ ε κ ιά τ ο ύ χ ώ νω κω λο δ ά χ τυλο μ ες σ τα μ υα λά κ α ι σο υ το νε ξα π λά ρ ω τ ’ α νά ­ σ κ ε λ α τ ο ν π ο ύ σ τ η ... Μ ’ α κ ο ύ ς ρ ε σ κ α τ ό π α ιδ ο , π ο ύ σ τ ο δ ιά τ α ν ο κ ι α ν ε ίσ α ι; » Ή μ ο υ ν κ ι ε γ ώ κ ά π ο τ ε μ ικ ρ ό ς κ α ι τ ’ ά κ ο υ σ α π ο υ μ ε κ α λ ο ύ σ α ν ε γ λ υ κ ά τ ο ε ύ κ ο λ ο τ ο π α ρ α δ ά κ ι κ ι ο ι γ κ ο μ ε ν ίτ σ ε ς κ α ι τ α σ φ ιχ τ ά τ α κ ω λ α ρ ά κ ι α τ ω ν π α ι δ ι ώ ν κ α ι μ α τ ο ν ά γ ι ο μ η μ ’ α ν ε β ε ί τ ώ ρ α τ ο α ίμ α σ τ ο κ ε φ ά λ ι α λ λ ά θ α ε ιπ ώ ισ τ ο ρ ία π ο υ θ α σ α ς σ η κ ω θ ε ί κ λ α ρ ίν ο η μ α λ α π έ ρ δ α κ α ι θ α κ ά ν ε ι κ ρ α γ ια ρ ο δ α λ ό γ υ α λ ισ τ ε ρ ό μ ο υ ν ά κ ι κ ο ρ ι­ τ σ ιο ύ ή γ ια κ ε ίν ο το φ ίν ο κ α φ ε τ ί β λ ε ν ν ώ δ ικ ο κ α ι σ υ γ κ λ ο ν ισ τ ικ ό σ κ ο π ό κ ά π ο ιο υ α γ ο ρ ίσ τ ικ ο υ κ ώ λ ο υ π ο υ θ α σ α ς π α ίξ ε ι τ ο κ α υ λ ί φ α κ ιρ ο π ίπ ιζ α ... κ α ι μ ό λ ις σ κ ά σ ε ι μ ύ τ η η π έ ρ λ α τ ο υ π ρ ο σ τ ά τ η δ ια μ ά ­ ν τ ι α κ ο φ τ ε ρ ά μ α ζ ε ύ ο ν τ α ι μ ε ς σ τ ο μ α λ α μ α τ έ ν ιο α ρ χ ιδ ο σ ά κ ο υ λ ο τ ο υ λ ε β ε ν τ ο ν ιο ύ α μ ε ίλ ικ τ α ω σ ά ν τ η ν π έ τ ρ α τ ο υ ν ε φ ρ ο ύ ... Σ υ γ γ ν ώ μ η π ο υ σ ε σ κ ό τ ω σ α ... Τ ο π α λ ιά λ ο γ ο ο ψ α ρ ή ς δ ε ν ε ίν α ι π ια α υ τ ό π ο υ ή τ α ν κ ά π ο τ ε ... Δ ε ν μ π ο ρ ε ί ν α π ά ρ ε ι σ τ ο κ α τ ό π ι τ ο κ ο ιν ό κ α ι ν α τ ο τ σ α κ ώ σ ε ι . .. π ρ έ π ε ι ν α τ ο

πετύχω σ τ ο φ τ ε ρ ό , ό τ α ν κ ο υ ρ ν ι ά ζ ε ι ή κ α ­

θ ώ ς τ ρ έ χ ε ι, ν α τ ο υ ς κ ά ν ω ν α τ ο κ α τ ε δ α φ ίσ ο υ ν ε τ ο μ α γ α ζ ί α π ό τ α π α λ α μ ά κ ια ... Σ α γ έ ρ ικ ο λ ιο ν τ ά ρ ι μ ε χ α λ α σ μ έ ν α δ ό ν τ ια θ έ λ ε ι ν τ ε κ α ι κ α λ ά τ η ν ά μ ιν τ ε ν τ τ η ν ο δ ο ν τ ό π α σ τ α π ο υ θ α τ ο υ χ α ρ ίζ ε ι π ά ν τ ο τ ε ο λ ό φ ρ ε σ κ ε ς δ α γ κ ω μ α τ ιέ ς ... Ε μ , β έ β α ια α γ ο ρ ά κ ια θ α κ α τ α ν τ ή σ ο υ ν ε ν α μ α σ ο υ λ ά ν ε τ α γ έ ρ ικ α λ ιο ν τ ά ρ ια ... Κ α ι π ώ ς ν α τ α κ α κ ο λ ο γ ή σ ε ις ά λ λ ω σ τ ε , τ ό σ ο γ λ υ κ ά κ α ι σ ο β α ρ ά κ ι ό μ ο ρ φ α π ο υ ’ν α ι ε κ ε ί σ τ ο Ν ο ­ σ η λ ε υ τ ή ρ ιο τ ο υ Α γ ίο υ Ι α κ ώ β ο υ ;; Έ λ α τ ώ ρ α , γ ιό κ α μ ο υ , μ η χ τ υ π ή ­ σ ε ις κ α μ ιά ν ε κ ρ ικ ή α κ α μ ψ ία ε δ ώ μ π ρ ο σ τ ά μ ο υ . Δ ε ίξ ε κ ι ο λ ίγ ο σ ε ­ β α σ μ ό σ τ ο γ ε ρ ο μ π ισ μ π ίκ η ... Α μ κ ι ε σ ύ π ο υ λ ά κ ι μ ο υ κ ά π ο ια μ έ ρ α θ α γ ε ρ ά σ ε ις κ α ι θ α κ α τ α ν τ ή σ ε ις έ ν α ς γ ε ρ ο ν τ ο μ α λ ά κ α ς ... Ε ε, μμ μ · μ ο υ φ α ίν ε τ α ι π ω ς μ ά λ λ ο ν ό χ ι... Ε σ ύ έ χ ε ις ή δ η π α τ ή σ ε ι, σ α ν τ ο υ Χ ά ο υ ζ μ α ν τ ο ν ξ υ π ό λ υ τ ο κ α ι ξ ε δ ιά ν τ ρ ο π ο κ ίν α ιδ ο Τ η ν Κ ρ υ ό κ ω λ η Ε ν ζ ε ν ί τ ο υ Σ ρ ό π σ ε ρ τ ο γ ο ρ γ ο π ό δ α ρ ο σ ο υ σ τ ο σ ι λ ό τ η ς α λ λ α γ ή ς . .. Α λ λ ά δ ε ν μ π ο ρ ε ίς ν α τ α σ κ ο τ ώ σ ε ις τ α π α λ ικ α ρ ά κ ια τ ο υ Σ ρ ό π σ ε ρ ...

Γ Υ ΜΝ Ο ΓΕ ΥΜΑ

μιας

·

129

κ α ι τ ό σ ο σ υ χ ν ά τ ο ν ε κ ρ ε μ ά ν ε φ έ ρ ν ε ι γ ε ρ ή α ν τ ίσ τ α σ η σ α ν γ ο -

ν ό κ ο κ κ ο ς μ ισ ο ε υ ν ο υ χ ισ μ έ ν ο ς α π ’ τ ις π ε ν ι κ ι λ ί ν ε ς α ν α κ τ ά τ ις α π α ίδ υ ν ά μ ε ις τ ο υ κ α ι π ο λ λ α π λ α σ ιά ζ ε ι τ η φ ρ ίκ η τ ο υ μ ε π ρ ό ο δ ο γ ε ω ­ μ ε τ ρ ικ ή ... Ά σ τ ε μ α ς λ ο ιπ ό ν ν α

ρ ίξ ο υ μ ε τ ο ν ψ ή φ ο

μας και να

α λ λ α γ ο ύ μ ε τ ιμ ίω ς β ά ζ ο ν τ α ς ε π ιτ έ λ ο υ ς τ έ ρ μ α σ ε τ ο ύ τ ε ς τ ις α η δ ια ­

στικές ε π ι δ ε ί ξ ε ι ς α π ’ ό π ο υ κ ι ο σ ε ρ ί φ η ς κατιτίς τ ο υ κ α τ ά π ω ς τ α ’ χ ε ι κ α ν ο ν ί σ ε ι » .

β γ ά ζ ε ι φ ο ρ ο μ π η χ τ ικ ά τ ο

Σ ε ρ ίφ η ς : « Δ ώ σ τ ε μ ια λ ίρ α , κ υ ρ ίε ς κ α ι κ ύ ρ ιο ι, κ α ι θ α τ ο υ κ α τ ε β ά ­

σω τ α

β ρ α κ ιά . Π λ η σ ιά σ τ ε , μ η δ ισ τ ά ζ ε τ ε . Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ια έ ν α σ ο β α ρ ό

καί ά κ ρ ω ς

ε π ισ τ η μ ο ν ικ ό έ κ θ ε μ α π ο υ π ε ίθ ε ι γ ια τ η θ έ σ η τ ο υ Ζ ω ικ ο ύ

Κ έ ν τ ρ ο υ . Τ ο ύ τ ο ς ε δ ώ ο τ ύ π ο ς τ η ν έ χ ε ι ε ίκ ο σ ι τ ρ ε ις π ό ν τ ο υ ς , κ υ ρ ίε ς

και κ ύ ρ ι ο ι ,

ε λ ά τ ε ν α τη μ ε τ ρ ή σ ε τ ε μ έ σ α σ α ς α ν δ ε μ ε π ισ τ ε ύ ε τ ε . Μ ό ­

ν ο μ ια λ ί ρ α , έ ν α μ υ σ τ ή ρ ι ο χ α ρ τ ο ν ό μ ι σ μ α τ ω ν τ ρ ι ώ ν δ ο λ α ρ ί ω ν γ ι α ν α α γ ο ρ ά κ ι ν α χ ύ ν ε ι τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν τ ρ ε ις φ ο ρ έ ς — ε γ ώ δ ε ν θ α ο τ έ τ ό σ ο χ α μ η λ ά π α ρ ο υ σ ιά ζ ο ν τ α ς ε υ ν ο ύ χ ο υ ς —

εξ ολοκλή-

μου παρά τη θέλησή του. Μ ε τ ο π ο υ θ ’ α κ ο ύ σ ε τ ε τ ο κραχ α π ό τ ο σ β έ ρ κ ο τ ο υ , μ α τ η μ α λ α κ ία μ ο υ , ν α ’ σ τ ε σ ίγ ο υ ρ ο ι π ω ς ο τ ύ π ο ς θ α π ιά σ ε ι τ ο ρ υ θ μ ό κ α ι θ α τ α τ ιν ά ξ ε ι ό λ α π ά ν ω σ α ς » . Τ ο α γ ό ρ ι σ τ έ κ ε ι π ά ν ω σ τ η ν κ λ ε ισ τ ή κ α τ α π α κ τ ή τ ο υ ικ ρ ιώ μ α τ ο ς ρ ίχ ν ο ν τ α ς τ ο β ά ρ ο ς τ ο υ π ό τ ε σ τ ο έ ν α κ α ι π ό τ ε σ τ ’ ά λ λ ο π ό δ ι: « Θ ε έ μ ο υ ! Τ ι τ ρ α β ά μ ε κ ι ε μ ε ίς τ α α γ ο ρ ά κ ια σ ε τ ο ύ τ η τ η β ρ ο μ ο δ ο υ λ ε ιά .

Πάω σ τ ο ί χ η μ α

ό τ ι θ α μ ο υ τ η ν π έ σ ε ι κ ά ν α ς α π α ίσ ιο ς γ ε ρ ο ξ ο ύ ρ α ς ν α

μ ε π α σ π α τ έ ψ ε ι» . Η κ α τ α π α κ τ ή π έ φ τ ε ι, τ ο σ κ ο ιν ί σ φ υ ρ ίζ ε ι σ α ν κ α λ ώ δ ιο α π ’ τ ο ν

αέρα,

ο σ β έ ρ κ ο ς σ π ά ε ι μ ε ή χ ο δ υ ν α τ ό κ α ι κ α θ α ρ ό σ α ν κ ιν έ ζ ικ ο υ

γκο νγκ. Τ ο α γ ό ρ ι κ ό β ε ι τη θ η λ ιά μ ’ έ ν α σ ο υ γ ιά , α ρ χ ίζ ε ι ν α κ υ ν η γ ά ε ι

σ’

ό λ ο τ ο τ σ ίρ κ ο μ ια α δ ε ρ φ ά ρ α π ο υ ο υ ρ λ ιά ζ ε ι υ σ τ ε ρ ικ ά . Ο μ π ιν έ ς

β ο υ τ ά ε ι μ ε ς σ τ ο τ ζ α μ ά κ ι τ ο υ μ π α ν ισ τ η ρ ο σ κ ό π ιο υ κ α ι ξ ε σ κ ίζ ε ι τ ο ν

πισινό ε ν ό ς

Ν έ γ ρ ο υ π ο υ χ α σ κ ο γ ε λ ά ε ι. Τ ο π λ ά ν ο σ β ή ν ε ι.

(Η Μ α ίρ η , ο Τ ζ ώ ν ν υ κ ι ο Μ α ρ κ υ π ο κ λ ίν ο ν τ α ι μ ε τ ις θ η λ ιέ ς γ ύ ­

ρω α π ’ τ ο λ α ι μ ό κές Τ α ι ν ί ε ς . . . Φ

τ ο υ ς . Δ ε ν ε ί ν α ι τ ό σ ο ν έ ο ι ό σ ο δ ε ίχ ν ο υ ν σ τ ις Ε ρ ω τ ι­ α ίν ο ν τ α ι κ ο υ ρ α σ μ έ ν ο ι κ ι ό λ ο ν ε ύ ρ α .)

ΣΤΟ Δ ΙΕ Θ Ν ΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Τ ΕΧ ΝΟ ΛΟ ΓΙ ΚΗ Σ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ Ο Δ ό κ τ ω ρ Σ ά φ ε ρ ο « Π ια ν ίσ τ α ς » , τ ο Ξ ε φ τ έ ρ ι τ η ς Λ ο β ο τ ο μ ή ς , σ η ­ κ ώ ν ε τ α ι ό ρ θ ιο ς κ α ι σ τ ρ έ φ ο ν τ α ς τ ο β λ έ μ μ α τ ο υ π ρ ο ς τ ο υ ς Σ υ ν έ δ ρ ο υ ς ε ξ α π ο λ ύ ε ι π ά ν ω τ ο υ ς τ η ν ε κ ρ η κ τ ικ ή π α γ ε ρ ή α δ ιά λ λ α κ τ η μ α τ ιά τ ο υ : « Κ ύ ρ ιο ι, τ ο α ν θ ρ ώ π ιν ο ν ε υ ρ ικ ό σ ύ σ τ η μ α μ π ο ρ ε ί κ ά λ λ ισ τ α ν α μ ε ιω θ ε ί σ τ ο ε λ ά χ ισ τ ο , σ ε έ ν α σ υ μ π α γ έ ς , α π α λ λ α γ μ έ ν ο α π ό π ε ρ ιτ τ ά β ά ρ η κ ο ρ δ ό ν ι ε ν τ ό ς τ η ς σ π ο ν δ υ λ ικ ή ς σ τ ή λ η ς . Ο ε γ κ έ φ α λ ο ς , π ρ ό ­ σ θ ιο ς , μ έ σ ο ς κ α ι ο π ίσ θ ιο ς θ α έ χ ε ι τ η ν τ ύ χ η τ ω ν α δ ε ν ο ε ιδ ώ ν ε κ β λ α ­ σ τ ή σ ε ω ν τ ο υ ρ ιν ο φ ά ρ υ γ γ ο ς ( κ ο ιν ώ ς κ ρ ε α τ ά κ ια ), τ ω ν σ ω φ ρ ο ν ισ τ ή ρ ω ν ο δ ό ν τ ω ν , τ η ς σ κ ω λ η κ ο ε ιδ ο ύ ς α π ο φ ύ σ ε ω ς ... Σ α ς π α ρ ο υ σ ιά ζ ω το Α ρ ισ τ ο ύ ρ γ η μ ά μ ο υ :

Τον Τέλειο, Χωρίς Άγχη Αμερικανάνθρωπο. . . »

Π α ια ν ίζ ο υ ν ο ι σ ά λ π ιγ γ ε ς : Δ ύ ο Ν έ γ ρ ο ι Β α σ τ ά ζ ο ι φ έ ρ ν ο υ ν γ υ μ ν ό σ τ η ν α ίθ ο υ σ α Τ ο ν Τ έ λ ε ιο κ α ι τ ο ν α δ ε ιά ζ ο υ ν χ τ η ν ώ δ ικ α π ά ν ω σ τ ο β ά θ ρ ο μ ε ύ φ ο ς ω μ ό , χ λ ε υ α σ τ ικ ό ... Ο Τ έ λ ε ιο ς σ τ ρ ιφ ο γ υ ρ ν ά ε ι σ α ν τ ο χ έ λ ι. .. Ο ι σ ά ρ κ ε ς τ ο υ γ ίν ο ν τ α ι έ ν α ς κ ο λ λ ώ δ η ς , δ ιά φ α ν ο ς ζ ε λ έ ς π ο υ π α ρ α σ ύ ρ ε τ α ι σ α ν π ρ ά σ ιν ο ς α χ ν ό ς , α π ο κ α λ ύ π τ ο ν τ α ς μ ια τ ε ρ α τ ώ δ η κ α τ ά μ α υ ρ η σ κ ο λ ό π ε ν τ ρ α . Κ ύ μ α τ α μ ια ς ά γ ν ω σ τ η ς μ π ό χ α ς π λ η μ μ υ ­ ρ ίζ ο υ ν τ η ν α ίθ ο υ σ α , κ α υ τ η ρ ιά ζ ο ν τ α ς τ ο υ ς π ν ε ύ μ ο ν ε ς , γ ρ α π ώ ν ο ν τ α ς σ α ν μ έ γ γ ε ν η τ ο σ τ ο μ ά χ ι... Ο Σ ά φ ε ρ σ φ ίγ γ ε ι τ ις χ ο ύ φ τ ε ς τ ο υ κ λ α ίγ ο ν τ α ς μ ε α ν α φ ιλ η τ ά : « Κ λ ά ρ ε ν ς !! Γ ια τ ί μ ο υ τ ο ’ κ ά ν ε ς α υ τ ό ;; Α χ ά ρ ισ τ ο ι!! Ε ίν α ι ό λ ο ι τ ο υ ς α χ ά ρ ισ τ ο ι!!» Ξ α φ ν ια σ μ έ ν ο ι ο ι Σ ύ ν ε δ ρ ο ι μ ο υ ρ μ ο υ ρ ά ν ε μ ε κ α τ ά π λ η ξ η : «Φ ο β ά μ α ι π ω ς ο Σ ά φ ερ το π α ρ α τ ρ ά β η ξ ε λ ιγ ά κ ι.. .» « Ε γ ώ σ α ς ε ίχ α π ρ ο ε ιδ ο π ο ιή σ ε ι.. . » « Ε ξ α ιρ ε τ ικ ό π α ιδ ί ο Σ ά φ ε ρ ... α λ λ ά . . . » « Τ ι σ ο υ κ ά ν ε ι, φ ίλ ε μ ο υ , ο ά ν θ ρ ω π ο ς γ ια λ ίγ η δ η μ ο σ ιό τ η τ α .. . » « Κ ύ ρ ιο ι, τ ο ύ τ ο ς ο α κ α τ ο ν ό μ α σ τ ο ς κ α ι α π ό π ά σ η ς α π ό ψ ε ω ς π α ­ ρ ά ν ο μ ο ς κ α ρ π ό ς τ ο υ δ ιε σ τ ρ α μ μ έ ν ο υ ν ο υ τ ο υ Δ ό κ τ ο ρ ο ς Σ ά φ ε ρ δ ε ν θ α π ρ έπ ει ε π ’ ο υ δ ε ν ί ν α δ ει το φ ω ς ... Το χ ρ έο ς μ α ς α π έ ν α ν τ ι σ τη ν α ν θ ρ ω π ό τ η τ α ε ίν α ι ξ ε κ ά θ α ρ ο .. . »

130

ΓΥ Μ ΝΟ Γ ΕΥΜΑ

·

131

« Μ ά γ κ α μ ο υ τ ο φ ω ς τ ο ε ίδ ε » , ε ίπ ε ο έ ν α ς α π ό τ ο υ ς Ν έ γ ρ ο υ ς Β α ■ ά ζο υ ς. « Ν α τ ο λ ια ν ίσ ο υ μ ε τ ο σ ίχ α μ α . Δ ε ν ε ί ν α ι π ρ ά μ α τ α γ ια τ η ν Α μ ε ­ ρ ικ ή μ α ς α υ τ ά » , λ έ ε ι έ ν α ς χ ο ν τ ρ ό ς , β α τ ρ α χ ο μ ο ύ ρ η ς γ ι α τ ρ ό ς α π ό τ ο Ν ό το π ο υ ρ ο ύ φ α γ ε ο υ ίσ κ ι σ π ιτ ικ ό μ έ σ α α π ό β ά ζ ο μ α ρ μ ε λ ά δ α ς . Μ ε ­ λμ ένο ς, π λ η σ ιά ζ ε ι κ α τ ά κ ε ι, τ ο υ κ ό β ε τ α ι ό μ ω ς η φ ό ρ α κ α θ ώ ς σ υ ­ ν ε ιδ η τ ο π ο ιε ί μ ε φ ρ ίκ η τ ο π ρ α γ μ α τ ικ ό μ έ γ ε θ ο ς κ α ι τη φ ο β ε ρ ή ό ψ η ς γ ιγ ά ν τ ια ς σ κ ο λ ό π ε ν τ ρ α ς ... « Φ έ ρ τ ε μ π ε ν ζ ίν α !» γ κ α ρ ίζ ε ι. « Π ρ έ π ε ι ν α τ ο κ ά ψ ο υ μ ε τ ο σ κ α τ ό α μ α ό π ω ς κ α ίμ ε τ ο υ ς Α ρ ά π η δ ε ς π ο υ μ ιλ ά ν γ ια δ ικ α ιώ μ α τ α !» « Μ π α , ε γ ώ δ ε ν τ ο ρ ισ κ ά ρ ω » , λ έ ε ι έ ν α ς ν ε α ρ ό ς γ ια τ ρ ό ς φ τ ια γ μ έ ­ νο ς με L SD

25,

τ ζ α ζ τ ύ π ο ς τ ε ν τ ι μ π ό η ς ... « Α ν ε ίχ ε μ α γ κ ιά ο Ε ισ α γ -

έα ς θ α ...» Σ β ή ν ε ι τ ο π λ ά ν ο . « Η σ υ χ ία σ τ ο α κ ρ ο α τ ή ρ ιο . Α ρ χ ε τ α ι η Σ υ ν ε δ ρ ία σ ις !» Ε ισ α γ γ ε λ έ α ς : « Κ ύ ρ ιο ι έ ν ο ρ κ ο ι, α υ τ ο ί ο ι “ π ο λ υ μ α θ έ σ τ α τ ο ι κ ύ ρ ιο ι” ισ χ υ ρ ίζ ο ν τ α ι ό τ ι ε κ ε ίν ο τ ο α θ ώ ο α ν θ ρ ώ π ιν ο ο ν π ο υ τ ό σ ο α ν ε ύ θ υ ν α κ α ι α ν α ίτ ια ε φ ό ν ε υ σ α ν ξ α φ ν ικ ά μ ε τ α μ ο ρ φ ώ θ η κ ε σ ε τ ε ρ ά σ τ ια κ α τ ά μ α υ ρ η σ α ρ α ν τ α π ο δ α ρ ο ύ σ α κ α ι ό τ ι ε ίχ α ν “ χ ρ έ ο ς α π έ ν α ν τ ι σ τ η ν α ν θ ρ ω π ό τ η ­ τ α ” ν α ξ ε π α σ τ ρ έ ψ ο υ ν τ ο τ έ ρ α ς π ρ ιν π ρ ο λ ά β ε ι ν α δ ια π ρ ά ξ ε ι, μ ε ό ,τ ι μ έ ­ σ α δ ι α θ έ τ ε ι , τ ο α ν ό σ ι ο έ ρ γ ο τ ο υ α υ τ ο π ο λ λ α π λ α σ ι α σ μ ο ύ τ ο υ . . .· » Ν ο μ ί ζ ε τ ε ό τ ι θ α κ α τ α π ι ο ύ μ ε α υ τ ά τ α χ ο ν δ ρ ο ε ιδ ή α ν α μ α σ ή μ α τ α π ο υ μ α ς σ ε ρ β ίρ ο υ ν ; Θ α ρ ο υ φ ή ξ ο υ μ ε ά ρ α γ ε ω σ ά ν α ν ώ ν υ μ ο ς κ α λ ο λα δ ω μ ένο ς κ ώ λο ς τα α λη θ ο φ α νή το υς ψ εύδ η ; Π ού τη ν

έχετε τ η ν

θα υμ ασ τή α υτή σ κ ο λό π ενδ ρ α ; » “ Τ η ν κ α τ α σ τ ρ έ ψ α μ ε ” , μ α ς λ έ γ ο υ ν μ ε α υ τ α ρ έ σ κ ε ια ... Κ α ι θ α ή θ ε λ α ν α υ π ε ν θ υ μ ίσ ω σ ε ε σ ά ς , Κ ύ ρ ιο ι κ α ι Ε ρ μ α φ ρ ό δ ιτ ο ι Έ ν ο ρ κ ο ι, π ω ς α υ τ ό τ ο Μ έ γ α Θ η ρ ίο » — δ ε ίχ ν ε ι τ ο ν Δ ό κ τ ο ρ α Σ ά φ ε ρ — « έ χ ε ι π ο λ λ ά κ ις ε ις τ ο π α ρ ε λ θ ό ν π α ρ ο υ σ ια σ τ ε ί ε ν ώ π ιο ν τ ο υ δ ικ α σ τ η ρ ίο υ τ ο ύ τ ο υ μ ε τ η ν φ ο β ε ρ ή κ α τ η γ ο ρ ία τ ο υ ε γ κ ε φ α λ ικ ο ύ β ια σ μ ο ύ ν α τ ο ν β α ρ α ί ν ε ι ... Κ α ι γ ια ν α τ ο π ω π ιο α π λ ά » — κ ο π α ν ά ε ι μ ε δ ύ ν α μ η τ ο έδ ρ α ν ο τ ω ν ε ν ό ρ κ ω ν , η φ ω ν ή τ ο υ γ ίν ε τ α ι κ ρ α υ γ ή — « γ ια ν α το π ω π ιο α π λ ά , Κ ύ ρ ι ο ι , κ α τ η γ ο ρ ο ύ μ ε ν ο ς γ ι α



βίαιη επιβολή λοβοτομής. . . »

132 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ ΜΠ ΑΡ Ο ΟΥ Ζ

Το Σ ώ μ α τω ν Ε νό ρ κ ω ν μ ένει με κο μ μ ένη τη ν α νά σ α από το ν τ ρ ό μ ο ... Έ ν α ς α π ’ α υ τ ο ύ ς π ε θ α ίν ε ι α π ό α ν α κ ο π ή ... Τ ρ ε ις ά λ λ ο ι σ ω ­ ρ ιά ζ ο ν τ α ι σ τ ο π ά τ ω μ α α ν ή μ π ο ρ ο ι ν α σ υ γ κ ρ α τ ή σ ο υ ν τ α κ ύ μ α τ α τ ω ν ο ρ γ α σ μ ώ ν τ ο υ ς α π ό τ ις α χ α λ ίν ω τ ε ς φ α ν τ α σ ι ώ σ ε ι ς . .. Ο Ε ι σ α γ γ ε λ έ α ς δ ε ί χ ν ε ι μ ε δ ρ α μ α τ ικ ό ύ φ ο ς π ρ ο ς τ ο ν κ α τ η γ ο ρ ο ύ μ ε ­ ν ο : « Α υ τ ό ς ε ί ν α ι π ο υ . .. Α υ τ ό ς κ α ι κ α ν ε ίς ά λ λ ο ς π ο υ κ α τ ά φ ε ρ ε τ ό σ ε ς κ α ι τ ό σ ε ς π ε ρ ιο χ έ ς τ η ς π α ν έ μ ο ρ φ η ς τ ο ύ τ η ς χ ώ ρ α ς ν α π ε ρ ιέ λ θ ο υ ν σ τ η ν κ α τ ά σ τ α σ η τ ο υ α ν ε ίπ ω τ ο υ κ ρ ε τ ιν ισ μ ο ύ π ο υ έ χ ο υ ν π ε ρ ι έ λ θ ε ι . .. Α υ τ ό ς ε ίν α ι π ο υ γ έ μ ισ ε τ ε ρ ά σ τ ιε ς α π ο θ ή κ ε ς , τ ο κ ά θ ε τ ο υ ς ρ ά φ ι ψ η λ ά ω ς το τ α β ά ν ι, μ ε α ν ή μ π ο ρ ε ς υ π ά ρ ξ ε ις π ο υ χ ρ ή ζ ο υ ν ε φ ρ ο ν τ ίδ α ς γ ια κ ά θ ε τ ο υ ς α ν ά γ κ η ... “ Κ η φ ή ν ε ς ” τ ο ύ ς α π ο κ α λ ε ί μ ε τ ο ν κ υ ν ικ ό π ρ ό σ τ υ χ ο τ ρ ό π ο τ η ς σ π ο υ δ α γ μ έ ν η ς τ ο υ κ α κ ί α ς . . . Κ ύ ρ ιο ι, σ α ς τ ο ν ί ζ ω π ω ς α υ τ ό ς ο ε ν τ ε λ ώ ς α ν α ίτ ιο ς φ ό ν ο ς τ ο υ Κ λ ά ρ ε ν ς Κ ά ο υ ι δ ε ν θ α π ρ έ π ε ι ν α μ ε ίν ε ι α τ ιμ ώ ρ η τ ο ς : Τ ο ε ιδ ε χ θ έ ς ε τ ο ύ τ ο έ γ κ λ η μ α ω ρ ύ ε τ α ι α π ό μ ό ν ο τ ο υ σ α ν λ α β ω μ έ ν ο ς κ ίν α ιδ ο ς γ ια ν α ε ύ ρ ε ι τ η ν δ ικ α ίω σ η π ο υ τ ο υ α ξ ί ζ ε ι !» Η σ κ ο λ ό π ε ν τ ρ α σ τ ρ ιφ ο γ υ ρ ίζ ε ι α ν ή σ υ χ η π έ ρ α δ ώ θ ε . « Μ ά γ κ α μ ο υ , ο γ α μ ιό λ η ς π ε ιν ά ε ι» , φ ω ν ά ζ ε ι τ ρ ο μ α γ μ έ ν ο ς ο έ ν α ς από το υς Β α σ τά ζο υς. «Ε γώ , π ο υ λες, τη ν κ ά νω ». Έ ν α η λ ε κ τ ρ ισ μ έ ν ο κ ύ μ α φ ρ ίκ η ς κ α ι π α ν ικ ο ύ κ α τ α λ α μ β ά ν ε ι τ ο υ ς Σ υ ν έ δ ρ ο υ ς ... Ο ρ μ ά ν ε φ ο υ ρ ιό ζ ο ι σ τ ις ε ξ ό δ ο υ ς ο υ ρ λ ιά ζ ο ν τ α ς κ α ι σ π ρ ώ χ ν ο ν τ α ς μ ε λ ύ σ σ α ο έ ν α ς τ ο ν ά λ λ ο ν ...

Η ΑΓΟΡΑ Π α ν ο ρ α μ ικ ή ά π ο ψ η τ η ς Π ό λ η ς τ η ς Δ ια ζ ώ ν η ς . Ο ι π ρ ώ τ ε ς σ τ ρ ο ­ φ έ ς τ ο υ E a s t S t . L o u is T o o d le o o ... δ υ ν α τ ά κ ι ο λ ο κ ά θ α ρ α κ ά π ο ιε ς σ τ ιγ μ έ ς κ α τ ό π ιν α μ υ δ ρ ά κ α ι δ ια κ ε κ ο μ μ έ ν α σ α ν μ ο υ σ ικ ή π ο υ τη σ κ ο ρ π ά ε ι ο ά ν ε μ ο ς σ τ η ν κ α τ η φ ό ρ α ... Τ ο δ ω μ ά τ ιο μ ο ιά ζ ε ι ν α τ ρ έ μ ε ι κ α ι ν α π ά λ λ ε τ α ι α π ό κ ίν η σ η . Τ ο α ίμ α κ ι η ο υ σ ία π ά μ π ο λ λ ω ν φ υ λ ώ ν , Ν έ γ ρ ω ν , Π ο λ υ ν ή σ ιω ν , Μ ο γ γ ό -

Γ ΥΜ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

133

λ ω ν Ο ρ ε σ ίβ ιω ν , Ν ο μ ά δ ω ν τ η ς Ε ρ ή μ ο υ , Π ο λ ύ γ λ ω σ σ ω ν τ η ς Ε γ γ ύ ς Α ν α τ ο λ ή ς , Ι ν δ ιά ν ω ν κ α ι Ι ν δ ώ ν — φ υ λ ώ ν π ο υ ε π ίκ ε ιτ α ι η σ ύ λ λ η ψ ις κ α ι η γ έ ν ν η σ ίς τ ο υ ς , σ υ ν δ υ α σ μ ο ί π ο υ δ ε ν π ρ α γ μ α τ ο π ο ιή θ η κ α ν α κ ό ­ μη δ ια τ ρ έ χ ο υ ν τ ο κ ο ρ μ ί σ ο υ . Μ ε τ α ν α σ τ ε ύ σ ε ις , α π ίσ τ ε υ τ α τ α ξ ίδ ια μ έ σ ’ α π ό ε ρ ή μ ο υ ς κ α ι ζ ο ύ γ κ λ ε ς κ α ι β ο υ ν ά ( σ τ ά σ ις κ α ι θ ά ν α τ ο ς σ ε π ε ρ ίκ λ ε ισ τ ε ς ο ρ ε ιν έ ς κ ο ιλ ά δ ε ς ό π ο υ φ υ τ ρ ώ ν ο υ ν ε φ υ τ ά μ έ σ α α π ό γ ε ν ν η τ ι κ ά μ ό ρ ια , π ε λ ώ ρ ι α ο σ τ ρ α κ ό δ ε ρ μ α ε π ω ά ζ ο ν τ α ι μ έ σ α σ τ ο σ ώ ­ μ α κ α ι σ π ά ζ ο υ ν τ ο κ έ λ υ φ ό ς τ ο υ γ ια ν α β γ ο υ ν ) δ ια σ χ ίζ ο ν τ α ς π ά ν ω σ ε μ ο ν ό ξ υ λ ο μ ε π λ α ϊν ό π λ ω τ ή ρ α τ ο ν Ε ιρ η ν ικ ό ω ς τ ο Ν η σ ί τ ο υ Π ά σ χ α .

Η Σ ύ ν θ ε τ ο ς Π ό λ η ό π ο υ τ ο σ ύ ν ο λ ο τ ω ν ε κ δ ο χ ώ ν τ ο υ α ν θ ρ ω π ί ν ο υ ε ίβ ρ ί σ κ ε τ α ι κ α τ α γ ή ς α ρ α δ ι α σ μ έ ν ο σ ε μ ια π ε λ ώ ρ ι α β ο υ β ή α γ ο ρ ά . Μ ιν α ρ έ δ ε ς , φ ο ιν ικ ιέ ς , β ο υ ν ά , ζ ο ύ γ κ λ α . . . Έ ν α α ρ γ ο κ ίν η τ ο π ο ­ τ ά μ ι π ο υ α φ ρ ίζ ε ι α π ό τ α π η δ ή μ α τ α μ ο β ό ρ ικ ω ν ψ α ρ ιώ ν , α π έ ρ α ν τ α χ ο ρ τ α ρ ια σ μ έ ν α π ά ρ κ α ό π ο υ α γ ό ρ ια ξ α π λ ώ ν ο υ ν σ τ ο γ ρ α σ ίδ ι, π α ί­ ζ ο υ ν μ υ σ τ ικ ά α κ α τ α ν ό η τ α π α ιχ ν ίδ ια . Κ α μ ιά π ό ρ τ α κ λ ε ιδ ω μ έ ν η σ τ η ν Π ό λ η . Ο κ α θ έ ν α ς μ π ο ρ ε ί ν α μ π ε ι σ τ ο δ ω μ ά τ ιό σ ο υ ο π ο ια δ ή π ο ­ τ ε σ τ ιγ μ ή . Ο Α ρ χ η γ ό ς τ η ς Α σ τ υ ν ο μ ία ς ε ί ν α ι κ ά π ο ιο ς Κ ιν έ ζ ο ς π ο υ σ κ α λ ίζ ε ι τ α δ ό ν τ ια τ ο υ μ ε ο δ ο ν τ ο γ λ υ φ ίδ α κ ι α κ ο ύ ε ι τ ις κ α τ α γ γ ε λ ίε ς ε ν ό ς φ ρ ε ν ο β λ α β ο ύ ς . Κ ά θ ε τ ρ ε ις κ α ι λ ίγ ο ο Κ ιν έ ζ ο ς β γ ά ζ ε ι τ η ν ο δ ο ­ ν τ ο γ λ υ φ ίδ α α π ό τ ο σ τ ό μ α τ ο υ κ ι ε ξ ε τ ά ζ ε ι τ η ν ά κ ρ η τ η ς . Μ α γ κ ιό ρ ο ι τ ε ν τ ιμ π ό η δ ε ς μ ε φ ίν α π ρ ο σ ω π ά κ ια σ ε μ π ρ ο ύ ν τ ζ ιν η α π ό χ ρ ω σ η σ τ ή ­ ν ο υ ν π η γ α δ ά κ ια σ τ ις ε ξ ώ π ο ρ τ ε ς μ π ε γ λ ε ρ ίζ ο ν τ α ς ρ α χ ά τ ικ α σ υ ρ ρ ικ ν ω μ έ ν α κ ρ α ν ία π ε ρ α σ μ έ ν α σ ε χ ρ υ σ έ ς κ α δ έ ν ε ς , τ α π ρ ό σ ω π ά τ ο υ ς ε ια ν ά μ ε μ ια ν α ν ύ π ο π τ η η ρ ε μ ία ε ν τ ό μ ο υ . Π ίσ ω τ ο υ ς , μ έ σ α α π ό π ό ρ τ ε ς α ν ο ιχ τ έ ς , τ ρ α π έ ζ ια , μ π α ρ κ α ι σ ε ρ έ , κ ο υ ζ ίν ε ς κ α ι λ ο υ τ ρ ά , ζ ε υ γ ά ρ ια σ υ ν ο υ σ ιά ζ ο ν τ α ι σ ε σ ε ιρ έ ς σ ι;ρ έ ν ια κ ρ ε β ά τ ια , π λ έ γ μ α α π ό χ ίλ ιε ς κ ρ ε μ α σ μ έ ν ε ς α ιώ ρ ε ς , τ ζ ά ν κ ια π ο υ δ έ ν ο υ ν τ α μ π ρ ά τ σ α τ ο υ ς γ ια τ ο φ ιξ ά κ ι, ο π ιο φ ά γ ο ι, χ α σ ισ ο π ό ­ τ ε ς , ά ν θ ρ ω π ο ι π ο υ τ ρ ώ ν ε μ ιλ ά ν ε μ π α ν ια ρ ίζ ο ν τ α ι μ ε τ η ν π λ ά τ η θ ο λ ή τ ο υ ς α τ μ ο ύ ς κ α ι τ α ν τ ο υ μ ά ν ια . Τ ρ α π έ ζ ια τ ο υ τ ζ ό γ ο υ ό π ο υ π α ίζ ο ν τ α ι π α ιχ ν ίδ ια μ ε σ τ ο ιχ ή μ α τ α ίσ τ ε υ τ α . Κ ά θ ε τ ό σ ο π ε τ ά γ ε τ α ι π ά ν ω κ ά π ο ιο ς π α ίκ τ η ς β γ ά ζ ο ν τ α ς κ ρ α υ γ ή α π ε λ π ισ ία ς , έ χ ο ν τ α ς χ ά σ ε ι τ α ν ιά τ α τ ο υ π ο υ τ ώ ρ α θ α τ α π ά ­

134 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

ρ ε ι κ ά π ο ιο ς γ έ ρ ο ς ή έ χ ο ν τ α ς κ α τ α ν τ ή σ ε ι τ ο Λ α τ ά χ τ ο υ α ν τ ιπ ά λ ο υ τ ο υ . Ό μ ω ς υ π ά ρ χ ο υ ν κ α ι τ ιμ ή μ α τ α α κ ρ ιβ ό τ ε ρ α α π ό τ η ν ιό τ η ή τη μ ε τ α λ λ α γ ή κ ά π ο ιο υ σ ε Λ α τ ά χ , π α ιχ ν ίδ ια ό π ο υ μ ο ν ά χ α δ υ ο ά τ ο μ α σ τ ο ν κ ό σ μ ο γ ν ω ρ ίζ ο υ ν γ ια τ ι π α ίζ ο ν τ α ι. Ό λ α τ α σ π ίτ ια τ η ς Π ό λ η ς ε ίν α ι μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς ε ν ω μ έ ν α . Σ π ίτ ια α π ό χ ο ρ τ ό π λ ιν θ ε ς — Ο ρ ε σ ίβ ιο ι Μ ο γ γ ό λ ο ι β λ ε φ α ρ ίζ ο υ ν τ α μ ισ ό κ λ ε ισ τ α μ ά τ ια τ ο υ ς σ τ ο ά ν ο ιγ μ α τ η ς π ό ρ τ α ς π ο υ κ α π ν ίζ ε ι— σ π ίτ ια α π ό μ π α ­ μ π ο ύ κ α ι τ η κ , σ π ίτ ια α π ό π λ ίθ ρ ε ς , π έ τ ρ α κ α ι κ ό κ κ ιν ο τ ο ύ β λ ο , σ π ίτ ια τ ω ν Μ α ο ρ ί κ α ι τ ο υ Ν ο τ ίο υ Ε ιρ η ν ικ ο ύ , σ π ίτ ια π ά ν ω σ ε δ έ ν τ ρ α κ α ι σ ε π ο τ α μ ό β α ρ κ ε ς , ξ ύ λ ιν α σ π ίτ ια τ ρ ιά ν τ α μ έ τ ρ α μ ά κ ρ ο ς π ο υ σ τ ε γ ά ­ ζ ο υ ν ο λ ό κ λ η ρ ε ς φ υ λ έ ς , σ π ίτ ια α π ό κ ο υ τ ιά κ α ι λ α μ α ρ ίν ε ς ο ν τ ο υ λ έ μ ε γ έ ρ ο υ ς τ υ λ ιγ μ έ ν ο υ ς σ ε β ρ ω μ ε ρ ά κ ο υ ρ έ λ ια ν α π ρ ο σ π α θ ο ύ ν ν α β ρ ά σ ο υ ν π α σ τ ίλ ιε ς ο ιν ο π ν ε ύ μ α τ ο ς , τ ε ρ ά σ τ ιε ς σ κ α λ ω σ ιέ ς α π ό σ κ ο υ ρ ια ­ σ μ έ ν ο σ ίδ ε ρ ο ε ξ ή ν τ α μ έ τ ρ α ύ ψ ο ς π ο υ ο ρ θ ώ ν ο ν τ α ι μ έ σ ’ α π ό β ά λ ­ τ ο υ ς κ α ι σ κ ο υ π ίδ ια μ ε δ ια μ ε ρ ίσ μ α τ α ε π ισ φ α λ ή κ α τ α σ κ ε υ α σ μ έ ν α σ ε π ο λ υ ώ ρ ο φ ε ς π λ α τ φ ό ρ μ ε ς , κ ι α ιώ ρ ε ς π ο υ τ α λ α ν τ ε ύ ο ν τ α ι π ά ν ω α π ό το κ ενό . Ε ξ ε ρ ε υ ν η τ ικ έ ς

α πο σ το λές

φ εύγο υν

γ ια

μ έρ η

ά γνω σ τα

με

ά γνω σ το υ ς σ κο π ο ύς. Ξ ένο ι από ά λ λ ο υ ς τό π ο υς κ α τα φ θ ά νο υ ν π ά νω σ ε σ χ ε δ ίε ς φ τ ια γ μ έ ν ε ς α π ό π α λ ιά κ α σ ό ν ια δ ε μ έ ν α μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς μ ε σ ά π ιο σ κ ο ιν ί, ξ ε π ρ ο β ά λ λ ο υ ν μ έ σ α α π ό τη ζ ο ύ γ κ λ α π α ρ α π α τ ώ ν τ α ς κ α ι μ ε τ α μ ά τ ια τ ο υ ς τ ό σ ο π ρ η σ μ έ ν α α π ’ τ α τ σ ιμ π ή μ α τ α π ο υ δ ε ν α ν ο ίγ ο υ ν π ια , κ α τ ε β α ίν ο υ ν α π ό τ α μ ο ν ο π ά τ ια τ ω ν β ο υ ν ο π λ α γ ιώ ν μ ε π λ η γ ια σ μ έ ν α π ό δ ια ό λ ο α ίμ α τ α κ α ι μ π α ίν ο υ ν σ τ α σ κ ο ν ισ μ έ ν α π ρ ο ­ ά σ τ ια τ η ς π ό λ η ς μ ε τ ο ν α έ ρ α ν α φ υ σ ο μ α ν ά ε ι, ε κ ε ί π ο υ ο ι ά ν θ ρ ω π ο ι π α ρ α τ ε τ α γ μ έ ν ο ί σ ε σ ε ιρ έ ς α φ ο δ ε ύ ο υ ν κ α τ ά μ ή κ ο ς π λ ίν θ ιν ω ν τ ο ίχ ω ν κ ι ό π ο υ τ α ό ρ ν ια τ σ α κ ώ ν ο ν τ α ι γ ια λ ίγ α ψ α ρ ο κ έ φ α λ α . Π έ φ τ ο υ ν σ ε π ά ρ κ α μ ε μ π α λ ω μ έ ν α α λ ε ξ ίπ τ ω τ α ... Μ ε σ υ ν ο δ ε ία μ ε θ υ σ μ έ ν ο υ α σ τ υ φ ύ λ α κ α ο δ η γ ο ύ ν τ α ι σ ε α χ α ν έ ς δ η μ ό σ ιο ο υ ρ η τ ή ρ ιο γ ια ν α δ η ­ λ ώ σ ο υ ν τ ό π ο δ ια μ ο ν ή ς . Ο ι δ η λ ώ σ ε ις τ ο υ ς κ α ρ φ ιτ σ ώ ν ο ν τ α ι σ ε π ρ ό ­ κ ε ς τ ο υ τ ο ίχ ο υ γ ι α ν α χ ρ η σ ι μ ο π ο ι η θ ο ύ ν ω ς χ α ρ τ ί τ ο υ α λ έ τ α ς . Μ υ ρ ω δ ιέ ς α π ό μ α γ ε ιρ ε μ έ ν α φ α γ η τ ά ό λ ω ν τ ω ν χ ω ρ ώ ν π λ α ν ιώ ν τ α ι π ά ν ω α π ό τ η ν Π ό λ η , μ ια α χ λ ύ α π ό ό π ιο , α π ό χ α σ ίς , ο ρ η τ ιν ώ -

ft··

Γ Υ Μ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

135

ό η ς κ ό κ κ ι ν ο ς α χ ν ό ς τ ο υ Γ ια χ έ , μ υ ρ ω δ ι ά τ η ς ζ ο ύ γ κ λ α ς κ α ι τ ο υ α λ α τ ό ν ε ρ ο υ κ ι α π ’ τ ο σ α π ρ ό π ο τ ά μ ι κ α ι τ α ξ ε ρ α μ έ ν α π ε ρ ιτ τ ώ μ α τ α κ Ι α π ό ιδ ρ ώ τ ε ς κ α ι ό ρ γ α ν α γ ε ν ν η τ ικ ά . Σ ο υ ρ α ύ λ ια α π ’ τ α ψ η λ ά β ο υ ν ά , τ ζ α ζ κ α ι μ π ίμ π ο π , μ ο ν ό χ ο ρ δ α τ η ς Μ ο γ γ ο λ ία ς , ξ υ λ ό φ ω ν α τ ω ν γ ύ φ τ ω ν , α φ ρ ικ ά ν ικ α τ ύ μ π α ν α , γ κ ά ι­ ν τ ε ς τ η ς Α ρ α π ιά ς ... Σ τ η ν Π ό λ η ε ν σ κ ή π τ ο υ ν κ ά θ ε τ ό σ ο ε π ιδ η μ ίε ς β ία ς , σ τ ο υ ς δ ρ ό μ ο υ ς ο ι γ ύ π ε ς τ ρ ώ ν ε τ ο υ ς ά θ α φ τ ο υ ς ν ε κ ρ ο ύ ς . Α λ μ π ίν ο ι σ κ α ρ δ α μ υ κ τ ο ύ ν σ τ ο ν ή λ ιο . Α γ ο ρ ά κ ια κ ά θ ο ν τ α ι σ τ α δ έ ν τ ρ α κ ι α υ ν α ν ίζ ο ν τ α ι π ο χ α υ ν ω μ έ ν α . Ά ν θ ρ ω π ο ι σ α κ α τ ε μ έ ν ο ι α π ό ά γ ν ω σ τ ε ς α ρ ρ ώ σ τ ιε ς α ν ίζ ο υ ν τ ο ν κ α θ έ ν α π ο υ π ε ρ ν ά ε ι μ ε μ ά τ ι κ α κ ό β ο υ λ ο κ α ι π ο ν η ρ ό . Σ τ η ν Α γ ο ρ ά τ η ς Π ό λ η ς β ρ ίσ κ ε τ α ι τ ο Κ α φ ε ν ε ίο ν Η Σ υ ν ά ν τ η σ η . Σ υ ν ε χ ισ τ έ ς ξ ε π ε ρ α σ μ έ ν ω ν π ια , α δ ια ν ό η τ ω ν ε π ιτ η δ ε υ μ ά τ ω ν , π ο υ π ε ρ ν ο ύ ν τ η ν ώ ρ α τ ο υ ς ο ρ ν ιθ ο σ κ α λ ίζ ο ν τ α ς σ τ η ν ε τ ρ ο υ σ κ ικ ή , ν α ρ κ ο ε ξ α ρ τ η μ έ ν ο ι σ ε ο υ σ ίε ς π ο υ δ ε ν έ χ ο υ ν α κ ό μ α σ υ ν τ ε θ ε ί σ τ ο ε ρ γ α σ τ ή ­ ρ ιο , έ μ π ο ρ ο ι π ο υ σ π ρ ώ χ ν ο υ ν π ο υ σ α ρ ι σ μ έ ν η Χ α ρ μ α λ ί ν η , ν τ ρ ό γ κ ε ς π ο υ ε ίν α ι σ κ έ τ ο κ ό λ λ η μ α κ α ι π ο υ π ρ ο σ φ έ ρ ο υ ν α μ φ ίβ ο λ η κ α ι π α ρ α ν δ υ ν ε υ μ έ ν η η ρ ε μ ία φ υ τ ο ύ , υ γ ρ ά π α ρ α σ κ ε υ ά σ μ α τ α π ο υ θ α σ ε μ ε ­ τ α τ ρ έ ψ ο υ ν σ ε Λ α τ ά χ , τ ιθ ώ ν ε ιο υ ς ο ρ ο ύ ς μ α κ ρ ο ζ ω ία ς , μ α υ ρ α γ ο ρ ίτ ε ς τ ο υ Γ ' Π α γ κ ο σ μ ίο υ Π ο λ έ μ ο υ , ε κ τ ο μ ε ίς τ η λ ε π α θ η τ ικ ή ς ε υ α ισ θ η σ ί­ α ς , χ ε ιρ ο π ρ ά κ τ ε ς τ ο υ π ν ε ύ μ α τ ο ς , ε λ ε γ κ τ έ ς π α ρ α β ιά σ ε ω ν π ο υ έ χ ο υ ν κ α τ α γ γ ε λ θ ε ί δ η μ ό σ ια α π ό μ ε ιλ ίχ ιο υ ς π α ρ α ν ο ϊκ ο ύ ς σ κ α κ ισ τ έ ς , κ ο μ ι­ σ τ έ ς α π ο σ π α σ μ α τ ικ ώ ν ε ν τ α λ μ ά τ ω ν η β η φ ρ ε ν ώ ς σ τ ε ν ο γ ρ α φ η μ έ ν ω ν ό π ο υ κ α τ α λ ο γ ίζ ο ν τ α ι α ν ο μ ο λ ό γ η τ ο ι α κ ρ ω τ η ρ ια σ μ ο ί τ ο υ π ν ε ύ μ α τ ο ς , γ ρ α φ ε ιο κ ρ ά τ ε ς φ α σ μ α τ ικ ώ ν υ π η ρ ε σ ιώ ν , α ξ ιω μ α τ ο ύ χ ο ι α σ ύ σ τ α τ ω ν α σ τ υ ν ο μ ι κ ώ ν κ ρ α τ ώ ν , μ ια Λ ε σ β ί α ν ά ν ο ς π ο υ έ χ ε ι τ ε λ ε ι ο π ο ι ή σ ε ι τ η ν ε π ιχ ε ίρ η σ η Μ π α ν γ κ - ο υ τ ό τ , τ η σ τ ύ σ η τ ω ν π ν ε υ μ ό ν ω ν π ο υ σ τ ρ α γ γ α ­ λ ίζ ε ι τ ο ν εχ θ ρ ό σ τ ο ν ύ π ν ο τ ο υ , π ω λ η τ έ ς ο ρ γ ο ν ο δ ε ξ α μ ε ν ώ ν κ α ι σ υ ­ σ κ ε υ ώ ν χ α λ ά ρ ω σ η ς , μ ε τ α π ρ ά τ ε ς ε ξ α ίσ ιω ν ο ν ε ίρ ω ν κ α ι α ν α μ ν ή σ ε ω ν π ο υ δ ο κ ιμ ά σ τ η κ α ν π ά ν ω σ τ α ε υ α ισ θ η τ ο π ο ιη μ έ ν α κ ύ τ τ α ρ α τ η ς π ρ ε ζ ο χ α ρ μ ά ν α ς κ ι α ν τ α λ λ ά χ θ η κ α ν μ ε π ρ ώ τ ε ς ύ λ ε ς γ ια τ η ν κ α τ α σ κ ε υ ή τ η ς θ έ λ η σ η ς , γ ια τ ρ ο ί ε ιδ ικ ε υ μ έ ν ο ι σ τ η θ ε ρ α π ε ία α σ θ ε ν ε ιώ ν π ο υ ν α ρ κ ο β ιο ύ ν μ έ σ α σ τ η μ α ύ ρ η σ κ ό ν η ε ρ ε ιπ ω μ έ ν ω ν π ό λ ε ω ν , ο ξ ύ ν ο -

136 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ Π Α Ρ Ο Ο Υ Ζ

ν τ α ς τ η μ ο λ υ σ μ α τ ικ ό τ η τ ά τ ο υ ς μ έ σ α σ τ ο ά σ π ρ ο α ίμ α α ό μ μ α τ ω ν σ κ ο υ λ η κ ιώ ν π ο υ ψ α ύ ο υ ν ν α β γ ο υ ν σ τ η ν ε π ιφ ά ν ε ια κ α ι ν α ε ν τ ο π ί­ σ ο υ ν τ ο ν α ν θ ρ ώ π ιν ο ξ ε ν ισ τ ή τ ο υ ς , α σ θ ε ν ε ιώ ν τ ο υ π υ θ μ έ ν α τ ω ν ω κ ε α ν ώ ν κ α ι τ η ς σ τ ρ α τ ό σ φ α ιρ α ς , ν ο σ η μ ά τ ω ν α π ό τ ο κ ω ν τ ω ν ε ρ γ α ­ σ τ η ρ ίω ν κ α ι τ ο υ α τ ο μ ικ ο ύ π ο λ έ μ ο υ ... Έ ν α μ έ ρ ο ς ό π ο υ τ ο ά γ ν ω σ τ ο π α ρ ε λ θ ό ν σ υ ν α ν τ ά τ ο μ έ λ λ ο ν π ο υ α ν α δ ύ ε τ α ι μ ε έ ν α ν ά η χ ο π α λ μ ικ ό β ό μ β ο . . . Π ρ ο ν υ μ φ ικ έ ς ο ν τ ό τ η τ ε ς π ο υ π ε ρ ιμ έ ν ο υ ν τ η ν έ λ ε υ σ η τ ο υ Σ υ ν α ρ π α σ τ ικ ο ύ Ζ ω ν τ α ν ο ύ ... (Τ ο κ ο μ μ ά τ ι ό π ο υ π ε ρ ιγ ρ ά φ ε τ α ι Η Π ό λ η κ α ι τ ο Κ α φ ε ν ε ίο ν Η Σ υνάντη σ η

έ χ ε ι γ ρ α φ ε ί υ π ό τ η ν ε π ή ρ ε ια

το υ

Γ ια χ έ

...

Γ ια χ έ ,

Α γ ιο υ α χ ο υ ά σ κ α , Π ίλ ν τ ε , Ν α τ ε έ μ α ε ίν α ι τ α ιν δ ιά ν ικ α ο ν ό μ α τ α τ ο υ B a n n is t e r ia C a a p i, ε ν ό ς γ ρ ή γ ο ρ α α ν α π τ υ σ σ ό μ ε ν ο υ α ν α ρ ρ ιχ η τ ικ ο ύ φ υ τ ο ύ π ο υ β γ α ί ν ε ι σ τ η ν π ε ρ ιο χ ή τ ο υ Α μ α ζ ο ν ί ο υ . Β λ έ π ε κ α ι Π α ρ ά ρ ­ τ η μ α γ ι α π λ η ρ ο φ ο ρ ί ε ς γ ύ ρ ω α π ό τ ο Γ ι α χ έ .)

Σημειώσεις από τη φάση δράσης του Γιαχέ: Ε ι κ ό ν ε ς π έ φ τ ο υ ν α ρ γ ά κ α ι σ ιω π η λ ά σ α ν χ ι ό ν ι ... Γ α λ ή ν η . . . Ό λ ε ς ο ι α ν τ ισ τ ά σ ε ις π έ ­ φ τ ο υ ν ... τ α π ά ν τ α ε λ ε ύ θ ε ρ α ν α ε ισ χ ω ρ ή σ ο υ ν ή ν α β γ ο υ ν ... Ο φ ό ­ β ο ς α π λ ώ ς δ ε ν μ π ο ρ ε ί ν α υ π ά ρ ξ ε ι... Μ ια υ π έ ρ ο χ η γ α λ ά ζ ια ο υ σ ία χ ύ ν ε τ α ι μ έ σ α μ ο υ .. . Β λ έ π ω έ ν α α ρ χ α ϊκ ό π ρ ό σ ω π ο μ ε π λ α τ ύ χ α μ ό ­ γ ε λ ο σ α ν μ ά σ κ α τ ο υ Ν ο τ ίο υ Ε ιρ η ν ικ ο ύ ... Τ ο π ρ ό σ ω π ο ε ί ν α ι π ο ρ ­ φ υ ρ ό μ π λ ε μ ε χ ρ υ σ έ ς π ιτ σ ιλ ιέ ς . Τ ο δ ω μ ά τ ιο π α ίρ ν ε ι τ η μ ο ρ φ ή λ ε β α ν τ ίν ικ ο υ π ο ρ ν ε ίο υ μ ε γ α ­ λ ά ζ ιο υ ς τ ο ίχ ο υ ς κ α ι π ο ρ τ α τ ίφ μ ε κ ό κ κ ιν ε ς φ ο υ ν τ ί τ σ ε ς ... Ν ιώ θ ω ν α μ ε τ α μ ο ρ φ ώ ν ο μ α ι σ ε Ν έγ ρ α , το μ α ύ ρ ο χ ρ ώ μ α ν α ε ισ β ά λ λ ε ι α θ ό ρ υ ­ β α μ ε ς σ τ ο π ε τ σ ί μ ο υ ... Σ π α σ μ ο ί λ α γ ν ε ία ς . . . Τ α π ό δ ια μ ο υ α π ο ­ κ τ ο ύ ν τ η σ τ ρ ο υ μ π ο υ λ ή ικ μ ά δ α Π ο λ υ ν η σ ίω ν ... Ό λ α γ ύ ρ ω μ ο υ σ α ­ λ ε ύ ο υ ν κ α ι τ ιν ά ζ ο ν τ α ι έ χ ο ν τ α ς α π ο κ τ ή σ ε ι μ ια ύ π ο υ λ η π ν ο ή ζ ω ή ς . .. Τ ο δ ω μ ά τ ιο β ρ ίσ κ ε τ α ι κ ά π ο υ σ τ ο Λ ε β ά ν τ η , σ τ ο υ ς Ν έ γ ρ ο υ ς , σ τ ο Ν ό τ ιο Ε ι ρ η ν ι κ ό , σ ε μ έ ρ ο ς ο ι κ ε ί ο π ο υ δ ε ν μ π ο ρ ώ ν α ε ν τ ο π ί σ ω . . . Τ ο Γ ια χ έ σ ε τ α ξ ι δ ε ύ ε ι σ τ ο χ ω ρ ό χ ρ ο ν ο . . . Τ ο δ ω μ ά τ ι ο μ ο ι ά ζ ε ι ν α τ ρ έ μ ε ι κ α ι ν α π ά λ λ ε τ α ι α π ό κ ί ν η σ η . . . Τ ο α ίμ α κ ι η ο υ σ ία π ά μ π ο λ λ ω ν φ υ ­ λ ώ ν , Ν έ γ ρ ω ν , Π ο λ υ ν ή σ ιω ν , Μ ο γ γ ό λ ω ν Ο ρ ε σ ίβ ιω ν , Ν ο μ ά δ ω ν τ η ς Ε ρ ή μ ο υ , Π ο λ ύ γ λ ω σ σ ω ν τ η ς Ε γ γ ύ ς Α ν α τ ο λ ή ς , Ι ν δ ιά ν ω ν κ α ι Ι ν δ ώ ν ,

Γ ΥΜ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

137

λ ώ ν π ο υ ε π ίκ ε ιτ α ι η σ ύ λ λ η ψ ις κ α ι η γ έ ν ν η σ ίς τ ο υ ς , δ ια τ ρ έ χ ε ι τ ο κ ο ρ μ ί... Μ ε τ α ν α σ τ ε ύ σ ε ις , α π ίσ τ ε υ τ α τ α ξ ίδ ια μ έ σ ’ α π ό ε ρ ή μ ο υ ς κ α ι ζ ο ύ γ κ λ ε ς κ α ι β ο υ ν ά ( σ τ ά σ ις κ α ι θ ά ν α τ ο ς σ ε π ε ρ ίκ λ ε ισ τ η ο ρ ε ιν ή κ ο ι­ λ ά δ α ό π ο υ φ υ τ ρ ώ ν ο υ ν ε φ υ τ ά μ έ σ α α π ό γ ε ν ν η τ ικ ά μ ό ρ ια , π ε λ ώ ρ ια ο σ τρ α κό δ ερ μ α επ ω ά ζο ντα ι μ έσ α σ το σ ώ μ α κ α ι σ π ά ζο υ ν το κ έλ υ φ ό ς τ ο υ γ ια ν α β γ ο υ ν ) δ ια σ χ ίζ ο ν τ α ς π ά ν ω σ ε μ ο ν ό ξ υ λ ο μ ε π λ α ϊν ό π λ ω ­ τ ή ρ α τ ο ν Ε ιρ η ν ικ ό ω ς τ ο Ν η σ ί τ ο υ Π ά σ χ α . .. ( Έ χ ω τ η ν ε ν τ ύ π ω σ η π ω ς η π ρ ο κ α τ α ρ κ τ ι κ ή ν α υ τ ί α τ ο υ Γ ια χ έ δ ε ν ε ίν α ι π α ρ ά η ζ α λ ά δ α τ η ς κ ίν η σ η ς κ α θ ώ ς μ ε τ α φ έ ρ ε σ α ι σ τ η ν κ α τ ά ­ σ τ α σ η τ ο υ Γ ια χ έ ...) « Ο ι γ ια τ ρ ο μ ά ν τ η δ ε ς τ ο χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν π ά ν τ α σ τ η δ ο υ λ ε ιά τ ο υ ς γ ια ν α δ ο ύ ν ε τ α μ ε λ λ ο ύ μ ε ν α , ν α ε ν τ ο π ίσ ο υ ν τ α χ α μ έ ν α ή τ α κ λ ε μ μ έ ­ ν α α ν τ ικ ε ίμ ε ν α , ν α δ ια γ ν ώ σ ο υ ν κ α ι ν α θ ε ρ α π ε ύ σ ο υ ν α σ θ έ ν ε ιε ς , ν α κ α τ ο ν ο μ ά σ ο υ ν τ ο ν δ ρ ά σ τ η ε ν ό ς ε γ κ λ ή μ α τ ο ς » . Κ α θ ό τ ι ο Ι ν δ ιά ν ο ς ( ζ ο υ ρ λ ο μ α ν δ ύ α , π α ρ α κ α λ ώ , γ ια τ ο ν χ ε ρ ρ Μ π ό α ς — α σ τ ε ιά κ ι τ ο υ σ ιν α φ ιο ύ τ ο υ ς — δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι κ ά τ ι π ο υ ν α κ ά ν ε ι τ ό σ ο έ ξ ω φ ρ ε ν ώ ν έ ν α ν α νθ ρ ω π ο λ ό γ ο ό σ ο το Π ρ ω τό γο νο ς Α νθ ρ ω π ο ς) δ ε ν θ ε ω ρ ε ί κ α ­ ν έ ν α θ ά ν α τ ο τ υ χ α ίο ή σ υ μ π τ ω μ α τ ικ ό , κ α ι α ν ε ξ ο ικ ε ίω τ ο ι κ α θ ώ ς ε ί ­ ν α ι μ ε τ ις δ ικ έ ς τ ο υ ς α υ τ ο κ α τ α σ τ ρ ο φ ικ έ ς τ ά σ ε ις σ τ ις ο π ο ίε ς μ ά λ ι­ σ τ α π ε ρ ιφ ρ ο ν η τ ικ ά α ν α φ έ ρ ο ν τ α ι ω ς « τ α γ υ μ ν ά ξ α δ έ ρ φ ια μ α ς » , ή ίσ ω ς ε π ε ιδ ή π ά ν ω α π ’ ό λ α δ ια ισ θ ά ν ο ν τ α ι ό τ ι α υ τ έ ς ο ι ρ ο π έ ς υ π ό κ ε ιν τ α ι σ ε χ ε ιρ α γ ώ γ η σ η α π ό κ ά π ο ια ξ έ ν η κ ι ε χ θ ρ ικ ή θ έ λ η σ η , ο κ ά θ ε θ ά ν α τ ο ς α π ο τ ε λ ε ί γ ι ’ α υ τ ό ν δ ο λ ο φ ο ν ία . Ο γ ια τ ρ ο μ ά ν τ η ς τ η ς φ υ λ ή ς π α ί ρ ν ε ι Γ ια χ έ κ α ι τ ο υ α π ο κ α λ ύ π τ ε τ α ι έ τ σ ι η τ α υ τ ό τ η τ α τ ο υ δ ο λ ο φ ό ­ ν ο υ . Ό π ω ς θ α μ π ο ρ ο ύ σ α τ ε ν α φ α ν τ α σ τ ε ίτ ε , τ α ξ ε ψ α χ ν ίσ μ α τ α τ ο υ μ ά γ ο υ κ α τ ά τ η δ ιά ρ κ ε ια τ ω ν ε γ κ λ η μ α τ ο λ ο γ ικ ώ ν τ ο υ ε ρ ε υ ν ώ ν μ έ σ α σ τ η ζ ο ύ γ κ λ α γ ί ν ο ν τ α ι α ι τ ί α γ ι α μ ια κ ά π ο ι α α ν α σ τ ά τ ω σ η π ο υ κ υ ρ ι ε ύ ­ ε ι το σ ώ μ α τ ω ν εκ λ ο γ έ ω ν το υ. « Α ς ε λ π ίσ ο υ μ ε π ω ς ο Γ ε ρ ο - Σ ιο υ π τ ο υ τ ό λ δ ε θ α τ α π α ίξ ε ι κ α ι δ ώ σ ει κ α νένα ν α π ’ τη ν π α ρ έα ». « Π ά ρ ε έ ν α κ ο υ ρ ά ρ ιο κ ι ά ρ α ξ ε . Τ ο υ τ α ’χ ο υ μ ε α κ ο υ μ π ή σ ε ι ...» «Α ν ό μ ω ς τη

χοντροακούσει κ α ι τ ο υ φ ύ γ ε ι τ ο κ λ α π έ τ ο ; Μ ’ ό λ η

τ ο ύ τ η τη Ν α τεέμ α π ο υ κ α τ ε β ά ζ ε ι κ ά θ ε φ ο ρ ά έ χ ε ι ν α π α τ ή σ ε ι το π ο ­

138 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

δ ά ρ ι τ ο υ σ τ η γ η ε δ ώ κ ι ε ίκ ο σ ι χ ρ ό ν ια ... Ά κ ο υ π ο υ σ ο υ λ έ ω , Α φ ε ν τ ι­ κ ό , κ α ν ε ίς δ ε ν τ ο α ν τ έ χ ε ι τ ό σ ο τ ο ρ η μ ά δ ι... Σ ο υ φ ρ υ γ α ν ιά ζ ε ι τ ο ν ε γ κ έ φ α λ ο .. .» «Ε , τ ό τ ε θ α τ ο ν β γ ά λ ο υ μ ε α ν ίκ α ν ο .. .» Β γ α ίν ε ι λ ο ιπ ό ν τ ρ ε κ λ ίζ ο ν τ α ς ο Σ ιο υ π τ ο υ τ ό λ α π ό τ η ζ ο ύ γ κ λ α κ α ι τ ο υ ς λ έ ε ι π ω ς τ ο ’ κ α ν α ν ο ι μ ά γ κ ε ς α π ό τ η ν π ε ρ ιο χ ή τ ο υ Κ ά τ ω Τ ζ π ίν ο , κ α ι φ υ σ ικ ά δ ε ν ε κ π λ ή σ σ ε τ α ι κ α ν έ ν α ς ... Ά κ ο υ κ α ι το γ έ ρ ο Μ π ρ ο ύ χ ο , χ ρ υ σ ό μ ο υ , δ ε ν τ ις γ ο υ σ τ ά ρ ο υ ν τ ι ς ε κ π λ ή ξ ε ι ς . .. Μ ια κ η δ ε ία π ε ρ ν ά ε ι μ έ σ α α π ό τ η ν α γ ο ρ ά . Μ α ύ ρ ο φ έ ρ ε τ ρ ο — σ ε α σ η μ έ ν ιο φ ιλ ιγ κ ρ ά ν ο ι ε π ιγ ρ α φ έ ς σ τ α α ρ α β ικ ά — π ο υ το κ ο υ β α λ ά ν ε τ έ σ σ ε ρ ε ις . Π ο μ π ή π ε ν θ ο ύ ν τ ω ν σ υ γ γ ε ν ώ ν τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι τ ο ε π ικ ή δ ε ιο ά σ μ α . .. Ο Κ λ ε μ κ ι ο Τ ζ ό ν τ υ σ υ ν τ ά σ σ ο ν τ α ι α π ό δ ίπ λ α κ ο υ β α λ ώ ­ ν τ α ς φ έ ρ ε τ ρ ο , α π ό μ έ σ α τ ο υ ξ ε π ρ ο β ά λ λ ε ι τ ο π τ ώ μ α γ ο υ ρ ο υ ν ιο ύ ... Τ ο χ ο ιρ ιν ό φ ο ρ ά ε ι κ ε λ ε μ π ία , μ ια π ίπ α κ ιφ ε ξ έ χ ε ι α π ό τ ο σ τ ό μ α τ ο υ , σ τ η μ ια ο π λ ή κ ρ α τ ά ε ι έ ν α π ά κ ο π ρ ό σ τ υ χ ε ς φ ω τ ο γ ρ α φ ίε ς , έ ν α μ ε ζ ο υ ζ ό θ έ χ ε ι ξ ε μ ε ίν ε ι σ τ ο λ α ιμ ό τ ο υ . ! . Π ά ν ω σ τ ο φ έ ρ ε τ ρ ο η ε π ιγ ρ α ­ φή: «Υ π ή ρ ξε ο ευγενέσ τερ ο ς εξ ό λω ν τω ν Α ρ ά β ω ν». Τ ρ α γ ο υ δ ο ύ ν μ ια φ ρ ι κ α λ έ α π α ρ ω δ ία τ ο υ ν ε κ ρ ο τ ρ ά γ ο υ δ ο υ σ ε α π ο μ ίμ η σ η α ρ α β ικ ώ ν . Ο Τ ζ ό ν τ υ μ π ο ρ ε ί ν α σ ο υ σ π ρ ε χ ά ρ ε ι σ ε α ν ύ ­ π α ρ κ τ η κ ιν ε ζ ικ ή κ α ι ν α σ ο υ π έ σ ο υ ν τ α δ ό ν τ ια α π ό τ α γ έ λ ι α — σ α ν κ ο ύ κ λ α ε γ γ α σ τ ρ ίμ υ θ ο υ π ο υ έ χ ε ι π ά θ ε ι υ σ τ ε ρ ία . Ε ξ ά λ λ ο υ , ε ίν α ι γ ν ω ­ σ τ ό ό τ ι α υ τ ό ς π ρ ο κ ά λ ε σ ε τ ις μ ε γ ά λ ε ς δ ια δ η λ ώ σ ε ις κ α τ ά τ ω ν ξ έ ν ω ν σ τ η Σ α γ κ ά η π ο υ σ τ ο ίχ ισ α ν τη ζ ω ή 3 0 0 0 α τ ό μ ω ν . « Έ λ α Γ κ έ ρ τ η , σ ή κ ώ κ α ι δ ε ίξ ε π ό σ ο σ έ β ε σ α ι τ ις σ χ ισ τ ο μ ά τ ικ ε ς χ α μ ο ύ ρ ε ς τ η ς γ ε ιτ ο ν ιά ς σ ο υ » . « Ν α ι, ν ο μ ίζ ω π ω ς

πρέπει».

« Χ ρ υ σ ό μ ο υ , τ ώ ρ α δ ο υ λ ε ύ ω τ η ν π ιο φ α ν τ α σ τ ικ ή μ ο υ ε φ ε ύ ρ ε ­ σ η . . . τ ο α γ ό ρ ι π ο υ ε ξ α φ α ν ίζ ε τ α ι μ ό λ ις χ ύ σ ε ις α φ ή ν ο ν τ α ς π ίσ ω τ ο υ τ η μ υ ρ ω δ ιά α π ό κ α μ έ ν α φ ύ λ λ α , μ ιξ α ρ ισ μ έ ν ο μ ε σ φ υ ρ ίγ μ α τ α τ ρ έ ν ο υ π ο υ α π ο μ α κ ρ ύ ν ε τ α ι» . « Έ κ α ν ε ς π ο τ έ σ ε ξ σ ε έ λ λ ε ιψ η β α ρ ύ τ η τ α ς ; Β γ α ίν ε ι τ ο χ ύ σ ι σ ο υ κ α ι κ ο λυμ π ά ει σ το ν α έρ α σ α ν π α νέμ ο ρ φ ο εκ τό π λα σ μ α , κ α ι ο ι θ η λ υκ ο ύ γ έ­ ν ο υ ς κ α λ ε σ μ έ ν ο ι σ υ λ λ α μ β ά ν ο υ ν α μ ώ μ ω ς ή τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν ε μ μ έ σ ω ς ...

Γ ΥΜ ΝΟ ΓΕ ΥΜΑ

!' -

·

139

~‘x

Θ υ μ ά μ α ι έ ν α π α λ ι ό μ ο υ φ ι λ α ρ ά κ ι , έ ν α ς α π ό τ ο υ ς π ιο γ ο η τ ε υ τ ι κ ο ύ ς ά ν τ ρ ε ς π ο υ γ ν ώ ρ ισ α π ο τ έ κ α ι σ υ γ χ ρ ό ν ω ς έ ν α ς α π ό τ ο υ ς π λ έ ο ν π α λ α ­ β ο ύ ς κ ι ε ν τ ε λ ώ ς δ ιε φ θ α ρ μ έ ν ο ς α π ’ τ α π ο λ λ ά λ ε φ τ ά . Ο τ ύ π ο ς σ υ ν ή θ ιζ ε ν α κ υ κ λ ο φ ο ρ ά ε ι σ τ α π ά ρ τ ι μ ε έ ν α ν ε ρ ο π ίσ τ ο λ ο γ ε μ ά τ ο σ π έ ρ μ α κ α ι ν α ρ ί χ ν ε ι σ τ ι ς γ υ ν α ί κ ε ς κ α ρ ι έ ρ α ς κ ά τ ω α π ’ τ α φ ο υ σ τ ά ν ι α τ ο υ ς . Κ έ ρ δ ισ ε χ ω ρ ίς π ρ ό β λ η μ α ό λ ε ς τ ις α γ ω γ έ ς π α τ ρ ό τ η τ α ς π ο υ τ ο υ έ κ α ν α ν . Ό π ω ς κ α τ α λ α β α ίν ε ις δ ε ν χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ σ ε π ο τ έ τ α δ ικ ά τ ο υ χ ύ σ ια » . Σ β ή ν ε ι τ ο π λ ά ν ο . . . « Η σ υ χ ί α σ τ ο α κ ρ ο α τ ή ρ ι ο » . Ο δ ικ η γ ό ρ ο ς τ ο υ Έ ι Τ ζ έ ι, « Ε ξ ε τ ά σ ε ις π έ ρ α γ ια π έ ρ α α δ ια μ φ ισ β ή τ η τ ε ς έ δ ε ιξ α ν π ω ς ο π ε λ ά τ η ς μ ο υ δ ε ν έ χ ε ι κ α μ ία ε ε , χ μ μ π ρ ο σ ω π ικ ή σ χ έ σ η μ ε τ ο ε ε α τ υ χ η μ α τ ά κ ι τ η ς σ υ μ π α θ ο ύ ς ε ν ά γ ο υ σ α ς ... Ί σ ω ς α υ τ ή φ ιλ ό τ ιμ α ν α π ρ ο ­ π ο ν ε ίτ α ι ν α σ υ ν α γ ω ν ισ θ ε ί τ η ν Π α ρ θ έ ν ο Μ α ρ ία σ τ η ν ά μ ω μ ο σ ύ λ λ η ­ ψ η κα ι να κα το νο μ ά ζει τώ ρ α το ν πελά τη

μου ω ς το ν χρρρουπφ

α φ α ν ή ε κ μ α υ λ ισ τ ή τ η ς ... Μ ο υ θ υ μ ίζ ε ι ε κ ε ίν η τ η ν υ π ό θ ε σ η σ τ η ν Ο λ λ α ν δ ί α τ ο υ δ ε κ ά τ ο υ π έ μ π τ ο υ α ι ώ ν α ό π ο υ μ ια ν ε α ρ ά ύ π α ρ ξ η κ α τ η ­ γ ό ρ η σ ε έ ν α ν η λ ικ ιω μ έ ν ο κ α ι α ξ ιο σ έ β α σ τ ο μ ά γ ο ό τ ι ε ίχ ε ε π ικ α λ ε σ τ ε ί κ ά π ο ιο ν δ α ίμ ο ν α ο ο π ο ίο ς ε μ φ α ν ίσ θ η κ ε σ τ ο ν ύ π ν ο τ η ς κ α ι ε ε ή λ θ ε ε ις σ α ρ κ ικ ή ν έ ν ω σ ιν μ ε τ η ν π ε ρ ί ο υ ο λ ό γ ο ς ν ε ά ν ιδ α μ ε α π ο τ έ λ ε σ μ α τ η ν α τ υ χ ή έ κ β α σ η τ ο υ π ε ρ ισ τ α τ ικ ο ύ ε ις ε γ κ υ μ ο σ ύ ν η . Κ ι έ τ σ ι κ α τ α δ ι­ κ ά σ τ η κ ε ο μ ά γ ο ς γ ια σ υ ν έ ρ γ ε ια κ α ι α χ α λ ίν ω τ η η δ ο ν ο β λ ε ψ ία π ρ ο κ α ­ τ ά κ α ι μ ε τ ά τ η ν τ έ λ ε σ η τ η ς π ρ ά ξ η ς . Ό μ ω ς , κ ύ ρ ι ο ι έ ν ο ρ κ ο ι , δ ε ν δ ίδ ο ­ μ ε π ίσ τ η τ η ν σ ή μ ε ρ ο ν η μ έ ρ α σ ε τ έ τ ο ιο υ ε ίδ ο υ ς χ μ μ θ ρ ύ λ ο υ ς · κ α ι κ ά θ ε γ υ ν α ίκ α π ο υ θ α α π έ δ ιδ ε τ η ν ε ε , χ μ μ ε ν δ ια φ έ ρ ο υ σ α κ α τ ά σ τ α σ ή τ η ς σ τ ις π ε ρ ιπ ο ιή σ ε ις κ ά π ο ιο υ ε ν υ π ν ίο υ δ α ίμ ο ν α θ α ε θ ε ω ρ ε ίτ ο , τ ις φ ω τ ισ μ έ ν ε ς τ ο ύ τ ε ς μ έ ρ ε ς , ω ς τ έ κ ν ο ν τ ο υ ρ ο μ α ν τ ισ μ ο ύ ή γ ια ν α τ ο π ω π ιο α π λ ά μ ια ξ ε τ σ ί π ω τ η μ α λ α κ ι σ μ έ ν η ψ ε ύ τ ρ α χ ε χ ε χ ε χ ε χ ε . . . »

Κ αι τώ ρ α Η Ώ ρ α το υ Π ρ ο φ ή τη : « Ο Μ ίλ λ ιν ς χ ά θ η κ ε μ έ σ α σ τ ις λ α σ π ο υ ρ ιέ ς τ η ς ό χ τ η ς . Μ ε μ ια ν τ ο υ φ ε κ ιά π ο υ τ ο υ ά ν ο ιξ ε τ ρ ύ π ε ς σ τ α π λ ε μ ό ν ια . » “ Σ τ ις δ ι α τ α γ έ ς σ ο υ , Κ α π ε τ ά ν ι ε ” , ε ί π ε , τ ι ν ά ζ ο ν τ α ς τ α μ ά τ ι α τ ο υ ε π ά ν ω σ τ η ν κ ο υ β έ ρ τ α ... Κ α ι π ο ιο ς θ α κ ά τ σ ε ι α π ό ψ ε σ τ α ρ έ λ ια τ ο υ τ ο υ ρ κ έ τ ο υ ; Θ α π ρ έ π ε ι τ α μ έ τ ρ α μ α ς ν α π ά ρ ο υ μ ε μ ια ς κ α ι θ ’ α ρ μ ε ν ί­

140 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

ζο υ μ ε κ ό ντρ α σ το ν αγέρ α· σ ο το β έντο κ α θ ώ ς τρ έχ α μ ε δ ε ν μ α ς έτυ χ ε δ α κ α ι τ ίπ ο τ α γ α μ ισ τ ε ρ ό ... Ο ι σ ε ν ιο ρ ίτ ε ς φ ο ρ ιο ύ ν τ α ι σ τ η ν Κ ό λ α σ η α υ τ ή τ η ν ε π ο χ ή , κ ι έ χ ω σ κ υ λ ο β α ρ ε θ ε ί ν α δ ρ α σ κ ε λ ά ω α γ γ ο ύ ρ ια π ο υ δ ε ν ξ έ ρ ω ε κ ε ί π ο υ α ν η φ ο ρ ίζ ω σ τ η σ φ ύ ξ η τ ο υ Β ε ζ ο ύ β ιο υ » . Χ ρ ε ιά ζ ο μ α ι Ο ρ ιά ν Ε ξ π ρ έ ς ν α μ ε π ά ρ ε ι α π ό δ ω ν ’ α φ ή σ ω τ ο κ ρ η σ φ ύ γ ε τ ο α ν τ ίς ν α κ ο σ κ ιν ά ω τ η ν ά μ μ ο γ ια χ ρ υ σ ά φ ι ( ν ά ρ κ ε ς κ α ­ ρ α δ ο κ ο ύ ν σ ’ α υ τ ά τ α μ έ ρ η ) ... Κ ά θ ε μ έ ρ α σ κ ά β ω κ ι α π ό λ ίγ ο π ε ρ ­ ν ά ω έ τ σ ι τ ο ν κ α ιρ ό μ ο υ . .. Π ρ ό σ ω π α τ η ς φ α ν τ α σ ία ς , φ α ν τ ά σ μ α τ α τ η ς μ α λ α κ ία ς ψ ιθ υ ρ ίζ ο υ ν α κ ό λ α σ τ α σ τ η ς β έ ρ γ α ς μ ο υ τ ’ α υ τ ί... Τ ίν α χ ’ τ α κ ι ε λ ε υ θ ε ρ ώ σ ο υ .

«Ο Χριστός;» κ α γ χ ά ζ ε ι ο γ ε ρ ο - Ά γ ι ο ς , η ξ ε τ σ ί π ω τ η β ρ ω μ ο σ υ κ ι ά , α π λ ώ ν ο ν τ α ς κ ρ έ μ α ν υ κ τ ό ς α π ό α λ α β ά σ τ ρ ιν ο β α ζ ά κ ι π ά ν ω σ τ ο π ρ ό ­ σ ω π ό τ ο υ ... « Α υ τ ή η α σ χ ε τ ίλ α ; Κ α ι τ ι ν ο μ ίζ ε ις , θ α π έ σ ω ε γ ώ τ ό σ ο χ α μ η λ ά ν α κ ά ν ω τ ο θ α υ μ α τ ο π ο ιό ; . . . Σ τ α τ σ ίρ κ α κ α ι τ α π α ν η γ ύ ρ ια θ α ’ π ρ ε π ε ν α τ ο ν ε β γ ά ζ α ν ε α υ τ ό ν . .. » “ Κ ο π ιά σ τ ε Μ α ρ κ η σ ίε ς μ ο υ , Κ υ ρ ίε ς μ ο υ κ α ι Κ ύ ρ ιο ι, φ έ ρ τ ε κ α ι τ ο υ ς Κ υ ρ ιο ύ λ η δ ε ς . Έ ν α θ έ α μ α γ ια μ ικ ρ ο ύ ς κ α ι μ ε γ ά λ ο υ ς , γ ια τ η ν ο ικ ο γ έ ν ε ια ό λ η , τ α σ κ υ λ ιά κ α ι τ α γ α τ ιά σ α ς .. . Ο έ ν α ς κ α ι μ ο ν α δ ι­ κ ό ς , ο μ ό ν ο ς γ ν ή σ ιο ς

Υιός του Ανθρώπου θ α θ ε ρ α π έ ψ ε ι μ ε τ ο ’ ν α

τ ο υ χ έ ρ ι τ ο σ κ ο υ λ α μ έ ν τ ο τ ο υ π ιτ σ ιρ ίκ ο υ — μ ’ έ ν α ά γ γ ιγ μ α κ α ι μ ό ­ ν ο , κ υ ρ ίε ς κ α ι κ ύ ρ ιο ι— θ α φ τ ιά ξ ε ι μ α ρ ιχ ο υ ά ν α μ ε τ ο ά λ λ ο , ε ν ώ θ α π ε ρ π α τ ά ε ι π ά ν ω σ τ ο ν ε ρ ό τ ιν ά ζ ο ν τ α ς κ ρ α σ ί α π ό τ ο ν π ισ ιν ό τ ο υ ... Κ ρ α τ ή σ τ ε ό μ ω ς κ ά π ο ια α π ό σ τ α σ η , κ α λ ο ί μ ο υ θ ε α τ έ ς , μ η σ α ς π ά ­ ρ ο υ ν ε τ α σ κ ά γ ια . Ο τ ύ π ο ς ε κ π έ μ π ε ι μ π ό λ ικ ια α κ τ ιν ο β ο λ ία ” . »Α χ , χ ρ υ σ ό μ ο υ , ε γ ώ τ ο ν ή ξ ε ρ α τ ό τ ε π ο υ ... Θ υ μ ά μ α ι κ ά ν α μ ε το Ν ο ύμ ερ ο τη ς Ε ν σ ά ρ κ ω σ η ς— ά λ λ η κ λ ά σ η , π ο λ ύ α ν ε β α σ μ έ ν ο — π ο ύ ; σ τ α Σ ό δ ο μ α , π φ τ ω χ ο μ π ιν έ δ ικ ο μ έ ρ ο ς Θ ε έ μ ο υ . .. Σ κ έ τ η φ ρ ίκ η , α λ λ ά τ ι ν α κ ά ν ο υ μ ε . . . Ε μ φ α ν ίζ ε τ α ι, π ο υ λ ε ς , ο π α τ ρ ιώ τ η ς , έ ν α ς ν τ ιπ ά ξ ε ­ σ τ ο ς μ α λ ά κ α ς Φ ι λ ι σ τ α ί ο ς κ ι ε γ ώ δ ε ν ξ έ ρ ω α π ό π ο ιο κ α τ σ ι κ ο χ ώ ρ ι τ ο υ Β α ά λ , κ α ι μ ο υ π ε τ ά ε ι ε κ ε ί π ά ν ω σ τ η ν π ίσ τ α π ω ς ε ίμ α ι γ α μ ιό λ α κ ο υ ν ι­ σ τ ή . Κ α ι τ ο υ α π α ν τ ά ω : “ Τ ρ ε ις χ ιλ ιά δ ε ς χ ρ ό ν ια έ χ ω π ά ν ω σ τ ο σ α ν ίδ ι κ α ι δ ε β γ ή κ ε π ο τ έ ς ν α π ε ι κ α ν έ ν α ς γ ια τ η σ α ρ μ ε λ ιά μ ο υ ή γ ια τ η

Γ ΥΜ Ν Ο Γ ΕΥΜΑ

·

141

φ ο ) λ ιά μ ο υ . Κ ι ε χ τ ό ς α υ τ ο ύ δ ε ν α ν έ χ ο μ α ι ν α μ ε β ρ ί ζ ε ι κ ά π ο ι ο ς α π ε ρ ί ­ τ μ η τ ο ς ψ ω λ ό ρ ο υ φ α ς ε ιδ ω λ ο λ ά τ ρ η ς ” . .. Μ ε τ ά ή ρ θ ε σ τ ο κ α μ α ρ ίν ι κ α ι ζ ή τ η σ ε σ υ γ γ ν ώ μ η ... Τ ε λ ικ ά α π ο δ ε ίχ τ η κ ε π ω ς ή τ α ν κ ά π ο ιο ς χ υ δ α ίο ς μ ε γ α λ ο γ ι α τ ρ ό ς . Ή τ α ν ε κ α ι χ α ρ ι τ ω μ έ ν ο ς , ο α τ ι μ ο ύ λ η ς . . .

»0 Βούδας;

Ά λ λ ο ς κ ι ε τ ο ύ τ ο ς ! Π ε ρ ιβ ό η τ ο ς μ ε τ α β ο λ ικ ό ς π ρ ε -

ί κ ια ς . . . Φ τ ιά χ ν ε ι α π ό μ ό ν ο ς τ ο υ τ η δ ίκ ιά τ ο υ , μ ε ε ν ν ο ε ίς τ ι ε ν ν ο ώ . Σ τ η ν Ι ν δ ία , π ο υ δ ε ν έ χ ο υ ν κ α μ ία α ίσ θ η σ η τ ο υ χ ρ ό ν ο υ , Η Ά κ ρ η μ π ο ­ ρ ε ί ν α κ ά ν ε ι κ ι έ ν α μ ή ν α ν α φ α ν ε ί . . . “ Γ ια σ τ ά σ ο υ ν α σ κ ε φ τ ώ , α υ τ ό ς ίν α ι ο δ ε ύ τ ε ρ ο ς ή ο τ ρ ίτ ο ς μ ο υ σ ώ ν α ς ; Μ ο υ φ α ίν ε τ α ι π ω ς μ ε π ε ρ ι/ουν σ το Κ ετσ ά π ο ρ ι α ν δ ε ν κ ά ν ω κ α ι λ ά θ ο ς” . » Κ ι ό λ α τ α π ρ ε ζ ά κ ια κ ά θ ο ν τ α ι σ τ α υ ρ ο π ό δ ι σ τ η σ τ ά σ η τ ο υ λ ω f τ ο ύ κ α ι φ τ ύ ν ο υ ν κ α τ α γ ή ς π ε ρ ιμ έ ν ο ν τ α ς τ η ν Ά κ ρ η ν α σ κ ά σ ε ι μ ύ τ η α π ’ τη γ ω ν ία .

1

»Κ α ι σ ο υ λ έε ι τό τε ο Β ο ύδ ας: “Δ ε θα κ ά τσ ω να σ κ ά σ ω εγώ με [ ο υ ς . Μ α τ ο Θ ε ό , θ α μ ε τ α β ο λ ί ζ ω τ ο δ ικ ό μ ο υ σ τ α φ ” . » “ Α δ ε ρ φ έ , δ ε ν μ π ο ρ ε ίς ν α κ ά ν ε ις κ ά τ ι τ έ τ ο ιο . Θ α σ ο υ τ η ν π έ σ ο υ ν ε α π ό π α ν το ύ ο ι Φ ο ρ α τζή δ ες” . » “ Α π ο κ λ ε ίε τ α ι σ ’ ε μ έ ν α ν α τ η ν π έ σ ο υ ν . Έ χ ω τ ο ν τ ρ ό π ο μ ο υ ε γ ώ . . . Α π ό δ ω κ α ι σ τ ο ε ξ ή ς θ α μ ε α π ο κ α λ ε ί τ ε Ά γ ιο , τ ο π ι ά σ α τ ε ; ” » “ Γ ο υ σ τ ά ρ ω , α φ ε ν τ ικ ό , κ ό λ π ο μ ’ α ρ χ ίδ ια ” . » “ Ε ίν α ι ό μ ω ς κ ά τ ι π α τ ρ ιώ τ ε ς π ο υ σ α λ τ ά ρ ο υ ν κ α τ ε υ θ ε ία ν μ ε τ ο π ο υ α κ ο ύ ν ε γ ι α Ν έ α Θ ρ η σ κ ε ία . Δ ε σ κ α μ π ά ζ ο υ ν ε γ ρ ι α π ό κ α λ ή σ υ μ π ε ­ ρ ιφ ο ρ ά α υ τ ο ί ο ι α χ α ΐρ ε υ τ ο ι. Τ ρ ό π ο ι μ η δ έ ν . . . Κ ι α ν ά π ά σ α σ τ ιγ μ ή μ π ο ρ ε ί ν α π έ σ ε ι κ α ι λ ιν τ σ ά ρ ισ μ α σ ο υ λ έ ε ι δ η λ α δ ή π ο ιο ι ε ί ν ’ α υ τ ο ί π ο υ σ ο υ λ α τ σ ά ρ ο υ ν ε κ α ι λ έ ν ε π ω ς ε ίν α ι π ιο ω ρ α ίο ι α π ό τ ο υ ς ά λ λ ο υ ς ; ‘ Τ ι π α ’ ν α φ τ ιά ξ ε ις , α δ ε ρ φ ά κ ι, ε δ ω π έ ρ α ; Π α ς ν α μ α ς φ ο ρ έ σ ε ις σ ύ μ π λ ε γ μ α κ α τ ω τ ε ρ ό τ η τ α ς ;’ Π ρ έ π ε ι λ ο ιπ ό ν ν α τ ο π α ίξ ο υ μ ε κ ο υ λ , μ ε π ιά ν ε τ ε , κ ο υ λ . . . Ε δ ώ έ χ ο υ μ ε μ ια ξ ε κ ά θ α ρ η π ρ ό τ α σ η π ο υ σ α ς κ ά ν ο υ μ ε , κ ύ ρ ι ο ι , κ α ι ή τ η δ έ χ ε σ τ ε ή τ η ν α π ο ρ ρ ί π τ ε τ ε . Ε μ ε ίς δ ε σ α ς χ ώ ν ο υ μ ε τ ί π ο τ α μ ε ς σ τ η ν ψ υ χ ή σ α ς , α ν τ ίθ ε τ α μ ε ο ρ ισ μ έ ν ο υ ς φ τ η ν ο ύ ς π ρ α μ α τ ε υ τ ά δ ε ς π ο υ δε θ α ’θ ελ α ν α τ ο υ ς κ α το νο μ ά σ ω κ α ι π ο υ δ εν ξέρ ο υ ν π ο ύ το υ ς π ά ν ’ τα τ έ σ σ ε ρ α . Ε τ ο ιμ ά σ τ ε γ ι α δ ρ ά σ η τ ο τ σ α ρ δ ί . Θ α μ ε τ α β ο λ ί σ ω μ έ σ α μ ο υ μ ια Ά λ φ α - Κ ά π π α κ α ι μ ε τ ά θ α ξ η γ η θ ώ Κ ή ρ υ γ μ α τ η ς Φ ω τ ι ά ς ” .

142 ·

Ο Υ Ι Α Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

»0 Μωάμεθ;

Κ α λ ά , μ ε δ ο υ λ ε ύ ε ις ; Α υ τ ό ν τ ο ν ε σ κ α ρ φ ίσ τ η κ ε το

Ε μ π ο ρ ικ ό Ε π ι μ ε λ η τ ή ρ ι ο τ η ς Μ έ κ κ α ς . Έ ν α ς δ ι α φ η μ ι σ τ ά κ ο ς α π ’ τ η ν Α ίγ υ π τ ο π ο υ ’χ ε ι π ά ρ ε ι π ια τ η ν κ ά τ ω β ό λ τ α α π ό τ η ν μ π έ κ ρ α τ ο ύ ς γ ρ ά φ ε ι τ ο σ ε ν ά ρ ιο . » “ Β ά λ ’ έ ν α α κ ό μ α π ο τ η ρ ά κ ι, ρ ε Γ κ α ς . Μ α τ ο ν Α λ λ ά χ , μ ε τ ά θ α π ά ω σ π ίτ ι κ α ι θ α λ ά β ω ε π ιφ ο ίτ η σ η γ ια τ η ν ε π ό μ ε ν η Σ ο ύ ρ α ... Κ ά τ σ ε ν α δ ε ις τ ι έ χ ε ι ν α γ ίν ε ι α ύ ρ ιο μ ε τ ο π ο υ θ α σ κ ά σ ε ι σ τ α σ ο υ κ η π ρ ω ι­ ν ή τ η ς έ κ δ ο σ η . Β ά ζ ω μ π ο υ ρ λ ό τ ο σ τ ο ν Ε τ α ιρ ικ ό Ό μ ιλ ο Ε ικ ό ν ε ς μ ε τ ις α π ο κ α λ ύ ψ ε ις μ ο υ ” . » Ό μ π ά ρ μ α ν σ η κ ώ ν ε ι το β λ έ μ μ α α π ό τ ις ιπ π ο δ ρ ο μ ια κ έ ς λ ίσ τ ε ς κ α ι τ ο ν κ α λ ο κ ο ι τ ά ζ ε ι . “ Ν α ι. Κ α ι ο ύ τ ο ι θ α έ χ ο υ ν τ έ λ ο ς α λ γ ε ι ν ό ” . » “ Ε ε . . . χ μ μ . . . σ ί γ ο υ ρ α . Α ο ι π ό ν , Γ κ α ς , θ α σ ο υ γ ρ ά ψ ω τ ώ ρ α μ ια ε π ιτ α γ ή ” . » “ Τ ι ε π ι τ α γ ή ; Δ ί κ ι ά σ ο υ ; ; Ε δ ώ τ ο ξ έ ρ ε ι ό λ η η Μ έ κ κ α κ α ι τ α μ ισ ά π ρ ο ά σ τ ια ό τ ι π α σ ά ρ ε ις π λ α σ τ έ ς ε π ιτ α γ έ ς ! Δ ε ν τ ρ ε λ ά θ η κ α α κ ό ­ μ η , Κ ύ ρ ιε Μ ω ά μ ε θ ” . » “ Κ ο ίτ α ν α δ ε ι ς , Γ κ α ς . Έ χ ω δ υ ο τ ρ ό π ο υ ς ν α π α ρ ο υ σ ι ά σ ω κ ά τ ι σ τ ο κ ο ιν ό , τ ο ν ε υ ν ο ϊ κ ό κ α ι τ ο ν ά λ λ ο ν . Γ ο υ σ τ ά ρ ε ι ς τ ο ν α ν ά π ο δ ο ; Δ ε ν τ ο ’ χ ω σ ε τ ί π ο τ α ν α σ ε ξ ε μ π ρ ο σ τ ι ά σ ω . Ξ έ ρ ε ις , ε ί ν α ι ν α λ α β α ί ν ω κ ι ε π ι φ ο ί τ η ­ σ η γ ια Σ ο ύ ρ α η ο π ο ία α φ ο ρ ά τ ο υ ς υ π α λ λ ή λ ο υ ς τ ω ν κ α π η λ ε ιώ ν π ο υ δ ε δ ίν ο υ ν π ε ρ α ιτ έ ρ ω β ε ρ ε σ έ ε ις τ ο υ ς ε ν δ ε ε ίς ό τ α ν τ ο ν έ χ ο υ ν ε α ν ά γ κ η ” . » “ Κ α ι ο ύ τ ο ι θ α έ χ ο υ ν τ έ λ ο ς α λ γ ε ιν ό . Ε π ρ ό δ ω σ α ν τ η ν Α ρ α β ία ” . Σ κ ύ β ει π ρ ο ς το μ έρ ο ς το υ , π ά ν ω α π ό τ ο ν π ά γκ ο . “Α ρ κ ετά , Μ εχ μ έτη μ ο υ , γ ι ’ α π ό ψ ε . Α ρ ο ν τ α ς Σ ο ύ ρ α ς σ ο υ κ α ι π ε ρ ιπ ά τ ε ι. Ή μ ά λ λ ο ν , θ α π ρ έ π ε ι ν α σ ο υ δ ώ σ ω ε γ ώ έ ν α χ ε ρ ά κ ι. Κ α ι

μην ξαναπατήσεις” .

» “ Θ α σ ε σ υ γ υ ρ ίσ ω κ α ι σ έ ν α κ α ι τ η β ρ ω μ ο κ α ν τ ίν α σ ο υ , ά π ισ τ η κ α ρ γ ιό λ α . Θ α σ τ ο σ φ ρ α γ ίσ ω ε γ ώ τ ο μ α γ α ζ ί σ α ν κ α ι τ η σ ο ύ φ ρ α τ ο υ π ρ ε ζ ά κ ια . Σ τ ά λ α ο ιν ό π ν ε υ μ α δ ε θ α ξ α ν α δ ε ίτ ε . Μ α τ ο ν Α λ λ ά χ , θ α π έσ ει σ τέγ να σ τη Χ ερ σ ό νη σ ο ”. » “ Ε ίν α ι ή π ε ιρ ο ς ή δ η .. . ” » Ό σ ο γ ια τ α λ ε γ ό μ ε ν α τ ο υ Κ ο μ φ ο ύ κ ιο υ ά σ ’ τ α ν α κ ά θ ο ν τ α ι δ ίπ λ α σ τ η Μ ικ ρ ή Ώ ν τ ρ ε ϋ κ α ι τ α μ α λ λ ια ρ ά σ κ υ λ ιά . Ο Λ ά ο - Τ σ ε ; Ν ύ ­ χ τ α τ ο ν α π ο σ ύ ρ α ν ε α υ τ ό ν ... Φ τ ά ν ε ι π ια μ ’ ό λ ο υ ς α υ τ ο ύ ς τ ο υ ς γ λ υ ­

Γ ΥΜ ΝΟ Γ ΕΥΜΑ

·

143

κ α ν ά λ α τ ο υ ς α γ ίο υ ς μ ε φ ά τ σ ε ς π ο υ σ τ ά ζ ο υ ν έ κ π λ η ξ η α π ά θ ε ια ς λ ε ς κ α ι τ ο υ ς π η δ ο ύ ν τ ο ν κ ώ λ ο κ ι ε κ ε ίν ο ι κ ά ν ο υ ν τ ά χ α π ω ς δ ε δ ίν ο υ ν σ η ­ μ α σ ία . Κ α ι γ ια τ ί π α ρ α κ α λ ώ ν ’ α φ ή σ ο υ μ ε τ ο κ ά θ ε π ρ ω τ ό β γ α λ τ ο μ ό μ ο λ ο π ο υ τ ο π α ίζ ε ι α γ α π ο ύ λ η ς ν α μ α ς π ε ι τ ι ε σ τ ί σ ο φ ία ; “ Τ ρ ε ις χ ι­ λ ιά δ ε ς χ ρ ό ν ια π ά ν ω σ τ ο σ α ν ίδ ι κ ι έ χ ω τ ο κ ο ύ τ ε λ ο λ α μ π ίκ ο .. » Π ε τ ά μ ε π ρ ώ τ α σ τ α μ π ο υ ν τ ρ ο ύ μ ια τ ο κ ά θ ε Γ ε γ ο ν ό ς κ ι ό λ α τ α Δ ε δ ο μ έ ν α ν α π ά ν ’ ν α κ ά ν ο υ ν ε π α ρ έ α σ τ ις α ρ σ ε ν ικ έ ς π ο υ τ ά ν ε ς κ ι α υ ­ τ ο ύ ς π ο υ ρ ο υ φ ια ν ε ύ ο ν τ α ς β ε β η λ ώ ν ο υ ν τ ο υ ς θ ε ο ύ ς τ η ς σ υ ν α λ λ α γ ή ς , κ ι έ π ε ιτ α μ α ς τ η ν π έ φ τ ε ι η κ ά θ ε μ ε θ υ σ μ έ ν η κ ο υ φ ά λ α μ ε τ ’ ά σ π ρ ο μ α λ λ ί α π ό τ α χ ρ ό ν ια ν α μ α ς χ α ρ ίσ ε ι τ ο υ ς κ α ρ π ο ύ ς τ η ς π α ρ α γ ιν ω μ έ ν η ς τ η ς β λ α κ ε ία ς . Δ ε θ α γ λ ιτ ώ σ ο υ μ ε π ο τ έ α π ’ τ ο ν η λ ίθ ιο μ ε τ α γ κ ρ ιζ α ρ ισ μ έ ν α γ έ ν ε ια π ο υ μ α ς τ η ν έ χ ε ι σ τ η μ έ ν η σ τ η ν κ ά θ ε θ ιβ ε τ ια ν ή β ο υ ­ ν ο κ ο ρ φ ή , π ο υ ό π ο υ ν α ’ν α ι θ α σ ο υ ρ θ ε ί έ ξ ω α π ’ το κ α λ ύ β ι τ ο υ σ τ ο ν Α μ α ζ ό ν ιο , θ α σ ο υ τ η ν π έ σ ε ι ξ α φ ν ικ ά α π ό κ α μ ιά γ ω ν ιά τ ο υ Μ π ά ο υ ε ρ υ ν α σ ο υ π ε ι τ ο μ α κ ρ ύ κ α ι τ ο κ ο ν τ ό τ ο υ ; “ Σ ε π ε ρ ίμ ε ν α , γ ιό κ α μ ο υ ” , κ α ι σ ε φ λ ο μ ώ ν ε ι μ ’ έ ν α κ ά ρ ο λ υ π η σ ιά ρ ικ ε ς α ρ λ ο ύ μ π ε ς . “ Η ζ ω ή ε ίν α ι σ χ ο λ ε ί ο κ ι ο κ ά θ ε μ α θ η τ ά κ ο ς θ α π ά ρ ε ι τ ο δ ικ ό τ ο υ μ ά θ η μ α . Κ α ι τ ώ ρ α θ α σ ο υ φ α ν ε ρ ώ σ ω τ ο Μ υ σ τ ικ ό Θ η σ α υ ρ ό τ ω ν Λ έ ξ ε ώ ν μ ο υ ” , π α ν έ τ ο ι­ μ ο ς ν α ε ξ α π ο λ ύ σ ε ι το λ ε κ τ ικ ό ο ρ υ μ α γ δ ό τ ο υ . » “ Α χ , π ό σ ο τ ρ έ μ ω σ τ η ν ιδ έ α ” . » “Ό χ ι, τ ίπ ο τ α δ ε θ α σ τ α θ ε ί ε μ π ό δ ιο σ τ η φ ο υ σ κ ο ν ε ρ ιά π ο υ ό λ ο κ α ι ζ υ γ ώ ν ε ι” . » “ Π α ιδ ιά , δ ε ν μ π ο ρ ώ ν α τ ο ν κ ο υ λ α ν τ ρ ί σ ω ά λ λ ο .

Sauve quipeut” .

» “ Ά κ ο υ π ο υ σ ο υ λ έ ω , ό τ α ν φ ε ύ γ ω α π ’ το Σ ο φ ό ο ύ τ ε κ α ν ά ν ­ θ ρ ω π ο ς δ ε ν ιώ θ ω . Μ ο υ κ ά ν ε ι τ ις ο ρ γ ό ν ε ς μ ο υ κ ιμ ά , π ιά ν ε ι τ η ζ ω τ ι­ κ ή μ ο υ ε ν έ ρ γ ε ια κ α ι τ η ν ξ ε ρ α ίν ε ι ό π ω ς ο ή λ ιο ς τ ο σ κ α τ ό ” . » 'Ω σ τ ’ έ χ ω σ τ α χ έ ρ ι α μ ο υ λ α β ρ ά κ ι π ώ ς κ α ι δ ε ν τ ο υ ς τ ο ξ η γ ι έ μ α ι σ τ ο κ ο υ β ε ν τ ια σ τ ό ; Ο Λ ό γ ο ς δ ε ν γ ίν ε τ α ι ν α ε κ φ ρ α σ τ ε ί σ τ ο α π ε υ θ ε ί­ α ς . .. Μ π ο ρ ε ί ίσ ω ς ν α υ π ο δ η λ ω θ ε ί μ ε μ ω σ α ϊκ ό σ υ μ π α ρ α θ έ σ ε ω ν σ α ν μ ι κ ρ ο α ν τ ι κ ε ί μ ε ν α π α ρ α τ η μ έ ν α σ ε σ υ ρ τ ά ρ ι ξ ε ν ο δ ο χ ε ί ο υ , ν α π ρ ο σ δ ιο ρ ισ θ ε ί α ρ ν η τ ικ ά μ έ σ ω τ η ς α π ο υ σ ία ς κ α ι μ ια ς α κ υ ρ ω μ έ ν η ς ύ π α ρ ξ η ς ... » Μ ο υ φ α ί ν ε τ α ι ό τ ι θ α π ά ω ν α μ ο υ μ α ζ έ ψ ο υ ν λ ίγ ο τ ο σ τ ο μ ά χ ι... Μ π ο ρ εί ν α γ έρ α σ α , α λ λ ά το κ ο ρ μ ά κ ι μ ο υ α κ ό μ α το γ ο υ σ τ ά ρ ο υ ν » .

144 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

(Τ ο Μ ά ζ ε μ α τ ο υ Σ τ ο μ α χ ιο ύ ε ί ν α ι μ ια χ ε ι ρ ο υ ρ γ ι κ ή π α ρ έ μ β α σ η π ρ ο ς α φ α ί ρ ε σ η σ τ ο μ α χ ι κ ο ύ λ ί π ο υ ς π ο υ σ υ γ χ ρ ό ν ω ς δ η μ ι ο υ ρ γ ε ί μ ια π τ ύ χ ω σ η σ τ ο κ ο ι λ ι α κ ό τ ο ί χ ω μ α , ό μ ο ια μ ε σ ά ρ κ ι ν ο κ ο ρ σ έ , η ο π ο ία , ό μ ω ς , μ π ο ρ ε ί α ν ά π ά σ α σ τ ι γ μ ή ν α σ π ά σ ε ι κ α ι ν ’ α μ ο λ ή σ ε ι τ α σ ιχ α μ έ ν α σ ο υ ε ν τ ό σ θ ια κ ά τ ω σ τ ο π ά τ ω μ α ... Δ ε ν χ ω ρ ά α μ φ ιβ ο λ ία π ω ς τ α λ ε ­ π τ ά , κ α λ λ ί γ ρ α μ μ α μ ο ν τ έ λ α Σ .Κ . ε ί ν α ι κ α ι τ α π λ έ ο ν ε π ι κ ί ν δ υ ν α . Ό σ ο γ ι α τ α π ο λ ύ α κ ρ α ί α μ ο ν τ έ λ α , α υ τ ά ε ί ν α ι γ ν ω σ τ ά ω ς Γ . Μ .Α . Μ . — Γ ια Μ ια Α ρ π α χ τ ή Μ ο ν ά χ α — σ τ η ν π ιά τ σ α . Ο Δ ό κ τ ω ρ Σ α π ιο π έ τ σ η ς , ο « Χ α σ ο μ έ ρ η ς » , δ η λ ώ ν ε ι χ ω ρ ίς π ε ρ ισ τ ρ ο ­ φ έ ς : « Τ ο κ ρ ε β ά τ ι ε ί ν α ι τ ο π ιο ε π ι κ ί ν δ υ ν ο μ έ ρ ο ς γ ι α κ ά π ο ιο ν μ ε Σ .Κ .» . Τ ο μ ο υ σ ι κ ό θ έ μ α τ ω ν Σ .Κ . ε ί ν α ι ε κ ε ί ν ο π ο υ λ έ ε ι « Α λ ή θ ε ι α , α ν ό λ α τ ο ύ τ α τ α γ λ υ κ ά θ έ λ γ η τ ρ α τ η ς ν ι ό τ η ς » . Σ ύ ν τ ρ ο φ ο ς μ ε Σ .Κ . μ π ο ­ ρ ε ί π ρ α γ μ α τ ικ ά α ν ά π ά σ α σ τ ιγ μ ή ν α « ξ ε γ λ ισ τ ρ ή σ ε ι α π ό τ α χ έ ρ ια σ ο υ σ α δ ώ ρ ο α έ ρ ιν ο κ α ι ν ε ρ α ϊδ έ ν ιο κ ι ω σ ά ν κ α π ν ό ς ν α δ ια λ υ θ ε ί» .)

Σ ε κ α τ ά λ ε υ κ η α ίθ ο υ σ α μ ο υ σ ε ίο υ λ ο υ σ μ έ ν η α π ό τ ο φ ω ς τ ο υ ή λ ιο υ ρ ο δ α λ ά γ υ μ ν ά ε ίκ ο σ ι μ έ τ ρ α ύ ψ ο ς . Α σ τ α μ ά τ η τ ο σ ο ύ σ ο υ ρ ο ε φ ή β ω ν . Α σ η μ έ ν ιο π ρ ο σ τ α τ ε υ τ ικ ό κ ιγ κ λ ίδ ω μ α ... β ά ρ α θ ρ ο τ ρ ια κ ό σ ια μ έ ­ τ ρ α β ά θ ο ς σ τ ο α σ τ ρ α σ π ο β ό λ η μ α τ ο υ ή λ ιο υ . Μ ικ ρ ά κ α τ α π ρ ά σ ιν α χ ω ρ ά φ ια μ ε λ ά χ α ν α κ α ι μ α ρ ο ύ λ ια . Μ ε λ α ψ ά π α λ ικ ά ρ ια μ ε τ σ α π ιά π ο υ η π ο υ ρ α δ ε ρ φ ή τ α π α ίρ ν ε ι μ ά τ ι α π ’ τ η ν α π έ ν α ν τ ι ό χ θ η τ ο υ κ α ν α ­ λ ιο ύ μ ε τ α λ ύ μ α τ α . « Α α α χ κ α λ έ , λ ε ς ν α τ α λ ιπ α ίν ο υ ν μ ε α ν θ ρ ώ π ιν α κ ό π ρ α ν α ; ... Ίσ ω ς κα ι να τα κ ά νο υν τώ ρ α ». Β γ ά ζ ε ι μ ε ν ά ζ ι κ ά τ ι μ ικ ρ ά κ ιά λ ια θ ε ά τ ρ ο υ σ ε ν τ ε φ έ ν ι α — α ζ τ έ κ ικ ο ψ η φ ιδ ω τ ό σ τ ο ν ή λ ιο . Α τ έ λ ε ιω τ η π ο μ π ή ν ε α ρ ώ ν Ε λ λ ή ν ω ν α ν η φ ο ρ ίζ ε ι μ ε σ τ ρ α τ ιω τ ικ ό β ή μ α , ο κ α θ έ ν α ς κ ο υ β α λ ά ε ι κ ι α π ό μ ια α λ α β ά σ τ ρ ιν η λ ε κ ά ν η μ ε σ κ α τ ά , τ ’ α δ ε ιά ζ ο υ ν μ έ σ α σ τ ο λ ά κ κ ο τ η ς α σ β ε σ τ ο λ ιθ ικ ή ς μ ά ρ γ α ς . Σ κ ο ν ισ μ έ ν ε ς λ ε ύ κ ε ς κ α τ ά μ ή κ ο ς τ η ς Π λ ά ζ α ν τ ε Τ ό ρ ο ς μ ε το κ ό κ κ ιν ο τ ο ύ β λ ο κ ο υ ν ιο ύ ν τ α ι σ τ ο φ ύ σ η μ α τ ο υ α π ο γ ε υ μ α τ ιν ο ύ α έ ρ α . Ξ ύ λ ιν α κ ο υ β ο ύ κ λ ια γ ύ ρ ω α π ό μ ια ια μ α τ ικ ή π η γ ή . .. π έ τ ρ ε ς α π ό π ρ ώ η ν τ ο ίχ ο υ ς σ ω ρ ια σ μ έ ν ε ς σ ε ά λ σ ο ς μ ε λ ε υ κ ό χ ν ο υ δ ε ς λ ε ύ κ ε ς .. .

Γ Υ Μ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

145

τ α π α γ κ ά κ ια φ α γ ω μ έ ν α π ια κ α ι λ ε ία σ α ν τ ο μ έ τ α λ λ ο α π ό τ α π α ν τ ε ­ λ ό ν ια ε ν ό ς ε κ α τ ο μ μ υ ρ ίο υ α γ ο ρ ιώ ν π ο υ α υ ν α ν ίσ τ η κ α ν ε π ά ν ω τ ο υ ς .

ΐ;

Έ φ η β ο ι Έ λ λ η ν ε ς λ ε υ κ ο ί σ α ν μ ά ρ μ α ρ ο γ α μ ιο ύ ν τ α ι μ ε τ ο ν π ισ ω -

:ο λ λ η τ ό σ κ υ λ ίσ ιο τ ρ ό π ο σ τ ο π ρ ό σ τ ε γ ο ε ν ό ς σ π ο υ δ α ίο υ ο λ ό χ ρ υ σ ο υ >>αού.. . γ υ μ ν ό ς Μ α γ κ ρ ο ύ κ ο ς γ ρ α τ ζ ο υ ν ά ε ι έ ν α λ α γ ο ύ τ ο . Κ α θ ώ ς π ε ρ π ά τ α γ ε δ ίπ λ α σ τ ις γ ρ α μ μ έ ς μ ε τ ο κ ό κ κ ιν ο π ο υ λ ο β ε ρ ά κ ι τ ο υ σ υ ν ά ν τ η σ ε τ ο ν Σ ά μ μ υ τ ο ν γ ιο τ ο υ Φ ύ λ α κ α σ τ ις Α π ο β ά ­ θ ρ ε ς π α ρ έ α μ ε δ ύ ο Μ ε ξ ικ ά ν ο υ ς . « Ε , Κ ο κ α λ ιά ρ η » , ε ίπ ε , « γ ο υ σ τ ά ρ ε ις κ ά ν α π ή δ η μ α ;» « Ε ε ε . . . Ν α ι, α μ έ » . Π ά ν ω σ ε ξ ε χ α ρ β α λ ω μ έ ν ο α χ υ ρ έ ν ιο σ τ ρ ώ μ α τ ο ν γ ο ν ά τ ισ ε ο Μ ε ξ ικ α ν ό ς σ τ α τ έ σ σ ε ρ α — έ ν α Ν ε γ ρ ά κ ι χ ο ρ ε ύ ε ι ο λ ό γ υ ρ ά τ ο υ ς κ ρ α τ ώ ν τ α ς σ τ ο τ α μ π ο ύ ρ λ ο ρ υ θ μ ικ ό σ ε γ ό ν τ ο σ τ ι ς τ ρ ο μ π ι έ ς . . . ο ή λ ι ο ς γ λ ι σ τ ρ ά α π ό β γ α λ μ έ ν ο ρ ό ζ ο κ α ι ρ ο δ ο λ α μ π υ ρ ίζ ε ι σ α ν π ρ ο β ο λ έ α ς σ τ ο κ α υ λ ί τ ο υ . Μ ια α π ε ρ α ν τ ο σ ύ ν η α κ α τ έ ρ γ α σ τ ο υ ρ ο ζ σ κ έ τ η ν τ ρ ο π ή γ ια τ ο γ α ­ λ α ν ό π α σ τ έ λ τ ο υ ο ρ ίζ ο ν τ α ό π ο υ θ ε ό ρ α τ α ε π ιπ ε δ ό κ ο ρ φ α ε ξ ά ρ μ α τ α α π ό σ ίδ η ρ ο μ π ή γ ο ν τ α ι σ τ α σ υ ν τ ρ ίμ μ ια τ ο υ ο υ ρ α ν ο ύ . « Ε ν τ ά ξ ε ι, δ ε ν π ε ιρ ά ζ ε ι» . Ο υ ρ λ ιά ζ ε ι ο Θ ε ό ς μ ε τ η φ ω ν ή σ ο υ κ ι α δ ε ιά ζ ε ι μ έ σ α σ ο υ τ ο τ ρ ισ χ ιλ ιό χ ρ ο ν α α π ε ίρ α χ τ ο μ ε ς σ τ ’ α χ α μ ν ά τ ο υ ξ ιν ισ μ έ ν ο τ ο υ φ ο ρ τ ίο ... Χ α λ ά ζ ι τ α κ ρ υ σ τ ά λ λ ιν α κ ρ α ν ία δ ια λ ύ σ α ν ε κ ι έ κ α ν α ν θ ρ ύ ψ α λ α τ ο θ ε ρ μ ο κ ή π ιο σ τ ο φ ε γ γ α ρ ό φ ω τ ο τ η ς χ ε ιμ ω ν ιά ς ... Η Α μ ε ρ ικ ά ν α ά φ η σ ε π ίσ ω τ η ς μ ια π ν ο ή δ η λ η τ η ρ ίο υ σ τ η ν ή δ η ν ο τ ε ρ ή α τ μ ό σ φ α ιρ α τ η ς δ ε ξ ίω σ η ς σ ε κ ή π ο τ ο υ Σ α ιν τ Λ ο ύ ις . Π ισ ίν α μ ε π ρ ά σ ιν η γ λ ίτ σ α σ ε π α ρ α τ η μ έ ν ο γ α λ λ ικ ό κ ή π ο . Τ ε ρ α ­ τ ώ δ η ς β ά τ ρ α χ ο ς α ν α δ ύ ε τ α ι α ρ γ ά ό λ ο α π ά θ ε ια α π ’ τ ο ν ε ρ ό γ ια ν α π α ί ξ ε ι κ λ ε ιδ ό χ ο ρ δ ο σ τ η λ α σ π ε ρ ή ό χ θ η . Έ ν α Σ ο λ λ ο ύ μ π ι ο ρ μ ά ε ι μ ε ς σ τ ο μ π α ρ κ ι α ρ χ ίζ ε ι ν α γ υ α λ ίζ ε ι τ α π α π ο ύ τ σ ια τ ο υ Α γ ίο υ μ ε τ ο λ ά δ ι τ η ς μ ύ τ η ς τ ο υ . .. Ο Ά γ ιο ς ν ε υ ρ ιά ζ ε ι κ α ι τ ο υ χ ώ ν ε ι μ ια κ λ ο τ σ ι ά σ τ ο σ τ ό μ α . Τ ο Σ ο λ λ ο ύ μ π ι μ π ή γ ε ι τ ι ς φ ω ­ ν έ ς , γ υ ρ ν ά ε ι σ α ν σ β ο ύ ρ α κ α ι χ έ ζ ε ι τ ο π α ν τ ε λ ό ν ι τ ο υ Ά γ ιο υ . Μ ε τ ά το β ά ζ ε ι σ τ α π ό δ ια κ α ι β γ α ίν ε ι τ ρ έ χ ο ν τ α ς σ τ ο δ ρ ό μ ο . Έ ν α ς μ α σ τ ρ ο π ό ς τ ο ν π ε ρ ιπ ο ιε ίτ α ι σ υ λ λ ο γ ισ μ έ ν α ...

146 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

Ο Ά γ ιο ς φ ω ν ά ζ ε ι τ ο ν ιδ ιο κ τ ή τ η : « Χ ρ ισ τ έ μ ο υ , τ ι σ ό ι κ ω λ ο μ ά γ α ζ ο ε ί ν α ι α υ τ ό π ο υ έ χ ε ι ς , Α λ ; Κ ο ίτ α π ώ ς μ ο υ ’ κ α ν ε τ α ο λ ο κ α ί ν ο υ ρ γ α Ν τ ε γ κ α ζ έ μ ο υ α π ό ψ α ρ ό δ ε ρ μ α .. . » « Ν α μ ε σ υ μ π α θ ά ς , Ά γ ιε . Δ ε ν τ ο ν π ή ρ ε τ ο μ ά τ ι μ ο υ π ο υ μ π ή κ ε » . (Ο ι Σ ο λ λ ο ύ μ π ι α π ο τ ε λ ο ύ ν κ ά σ τ α α ν έ γ γ ιχ τ ω ν σ τ η ν Α ρ α β ία , γ ν ω ­ σ τ ο ί γ ια τ η ν α ξ ιο θ ρ ή ν η τ η α χ ρ ε ιό τ η τ ά τ ο υ ς . Τ α π ο λ υ τ ε λ ή κ α φ ε σ τ ια τ ό ρ ια δ ια θ έ τ ο υ ν Σ ο λ λ ο ύ μ π ι π ο υ ξ ε σ κ ίζ ο υ ν τ α β ά ρ δ ο υ λ α τ ω ν π ε λ α ­ τ ώ ν ό σ ο ε κ ε ίν ο ι τ ρ ώ ν ε — ο ι π ά γ κ ο ι σ τ ο υ ς ο π ο ίο υ ς κ ά θ ο ν τ α ι ε ίν α ι ε φ ο δ ια σ μ έ ν ο ι μ ε ο π έ ς γ ια τ ο ν σ κ ο π ό α υ τ ό . Π ο λ ίτ ε ς π ο υ γ ο υ σ τ ά ρ ο υ ν α π ίσ τ ε υ τ α ν α τ ο υ ς ξ ε φ τ ιλ ίζ ο υ ν κ α ι ν α τ ο υ ς τ α π ε ιν ώ ν ο υ ν — τ ό σ ο ι κ α ι τ ό σ ο ι το ε π ιδ ιώ κ ο υ ν , τ η ν σ ή μ ε ρ ο ν η μ έ ρ α , ε υ ε λ π ισ τ ώ ν τ α ς ν α π ά ρ ο υ ν τ ο π ρ ο β ά δ ισ μ α — π ρ ο σ φ έ ρ ο ν τ α ι ο ικ ε ιο θ ε λ ώ ς γ ια π α θ η τ ικ έ ς ο μ ό φ υ ­ λες

σ υ ν ε υ ρ έ σ ε ις

σε

σ τ ρ α τ ιέ ς

Σ ο λ λ ο ύ β ιω ν ...

Α σ ύ γ κ ρ ιτ η

φάση,

α π ’ ό ,τ ι μ ο υ λ έ ν ε .. . Γ ε γ ο ν ό ς ε ίν α ι, ό μ ω ς , π ω ς ο ι Σ ο λ λ ο ύ μ π ι έ χ ο υ ν μ ια τ ά σ η π ρ ο ς τ ο ν π λ ο υ τ ισ μ ό κ α ι τ η ν υ π ε ρ ο ψ ία κ α ι χ ά ν ο υ ν ε ύ κ ο λ α τ η φ υ σ ικ ή τ ο υ ς α χ ρ ε ιό τ η τ α . Π ώ ς π ρ ο έ κ υ ψ α ν ο ι α ν έ γ γ ιχ τ ο ι; Ί σ ω ς ν α ε ίν α ι η ε κ π ε σ ο ύ σ α κ ά σ τ α κ ά π ο ιω ν ιε ρ έ ω ν . Ε δ ώ π ο υ τ α λ έ μ ε , ο ι π α ρ ίε ς α υ τ ο ί ε π ιτ ε λ ο ύ ν ιε ρ α τ ικ ό λ ε ιτ ο ύ ρ γ η μ α α φ ο ύ π α ίρ ν ο υ ν σ τ η ν π λ ά τ η τ ο υ ς ό λ η τ η ν ε υ τ έ λ ε ια τ ο υ α ν θ ρ ω π ίν ο υ γ έ ν ο υ ς .)

Ο Έ ι Τ ζέι β ο λ τά ρ ει σ τη ν Α γο ρ ά μ ε τη μ α ύρ η το υ κ ά π α κ ι έ ν α γ ύ π α κ ο υ ρ ν ια σ μ έ ν ο ν σ τ ο ν ώ μ ο τ ο υ . Σ τ έ κ ε ι δ ίπ λ α σ ε π η γ α δ ά κ ι μ υ σ τ ικ ώ ν . «Α κ ο ύ σ τε κ ι ετο ύτο . Α γόρι α π ’ το Λ ο ς Ά ντζελ ες δ εκ α π έντε χρον ώ ν . Ο γ έ ρ ο ς τ ο υ ε ί ν α ι τ η ς γ ν ώ μ η ς ό τ ι ή ρ θ ε ο κ α ιρ ό ς ν α π ά ε ι ο μ ι­ κ ρ ό ς ν α π η δ ή ξ ε ι. Ο γ ιό κ α ς ξ ά π λ α σ τ ο γ κ α ζ ό ν κ α ι μ ε λ ε τ ά ε ι κ ό μ ιξ , β γ α ίν ε ι ο γ έ ρ ο ς κ α ι τ ο υ λ έ ε ι: “ Π ά ρ ε , γ ιε μ ο υ , έ ν α ε ικ ο σ α δ ό λ α ρ ο . Θ έ λ ω ν α π α ς σ ε μ ια κ α λ ή π ο υ τ ά ν α ν α τ η ν π η δ ή ξ ε ις · κ ό ψ ’ τ η ς τ ο ν κ ώ λ ο κ α ι δ ε ίχ ’ τ η ς τ ι α ξ ίζ ε ις ” . » Π ά ν ε λ ο ιπ ό ν μ ε τ ’ α μ ά ξ ι σ ’ έ ν α π ο λ ύ λ ο υ σ ά τ ο π η δ η χ τ ά δ ικ ο κ α ι λ έ ε ι ο π α τ έ ρ α ς σ τ ο μ ικ ρ ό : “ Ά ν τ ε , γ ιό κ α μ ο υ . Μ ό ν ο ς σ ο υ α π ό δ ω κ ι ε μ π ρ ό ς . Χ τ ύ π α τ ο κ ο υ δ ο ύ ν ι κ α ι μ ό λ ις έ ρ θ ε ι η γ υ ν α ίκ α δ ώ σ ’ τ η ς τ α ε ίκ ο σ ι δ ο λ ά ρ ια κ α ι π ε ς τ η ς ό τ ι θ ε ς ν α τ η ν π ά ρ ε ις ” . » “ Φ ίν α ” .

ΓΥ ΜΝ Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

147

» Μ ε τ ά λ ο ι π ό ν α π ό κ ά ν α τ έ τ α ρ τ ο β γ α ί ν ε ι έ ξ ω ο μ ικ ρ ό ς : » “ Λ ο ιπ ό ν , π ώ ς π ή γ ε ; Τ η ν π ή δ η ξ ε ς , γ ιό κ α μ ο υ ;” » “ Α μ έ . Β γ α ίν ε ι το μ ο υ ν ί σ τ η ν π ό ρ τ α κ α ι τ η ς λ έ ω θ έ λ ω ν α π η ο ή ξ ω , ν α κ ό ψ ω κ ώ λ ο υ ς κ α ι ν α δ ε ίξ ω τ ι α ξ ίζ ω . Κ α ι τ η ς α κ ο υ μ π ά ω τ α δ υ ο δ ιπ λ ό μ ο υ ν τ ζ α . Π ά μ ε π ά ν ω σ τ η φ ω λ ιά τ η ς κ ι ε κ ε ίν η π ε τ ά ε ι τ α μ ισ ο φ ό ρ ια . Α ν ο ίγ ω κ ι ε γ ώ τ ό τ ε τ ο σ ο υ γ ιά μ ο υ κ α ι τ η ς κ ό β ω μ ια κ ο μ μ ά τ α ν ά α π ’ τ ο ν κ λ α ν ιά , κ α ι τ ό τ ε τ ο χ ύ σ τ ρ ο μ α ν ο υ ρ ιά ζ ε ι κ α ι β ά ­ ζ ε ι τ ις φ ω ν έ ς κ α ι γ ια ν α τ η ν κ ά ν ω ν α σ κ ά σ ε ι β γ ά ζ ω το π α π ο ύ τ σ ι μ ο υ κ α ι τ η ν κ ο π α ν ά ω σ τ η ν γ κ λ ά β α μ έ χ ρ ι π ο υ έ π ε σ ε ξ ε ρ ή . Κ ι έ τ σ ι γ ια τ η ν π λ ά κ α , μ ε τ ά , τ η ς γ α μ ά ω κ α ι τ α π ρ έ κ ια ” » . Μ ό ν ο τ α κ ό κ α λ α π ο υ χ α σ κ ο γ ε λ ά ν ε α π ο μ έ ν ο υ ν , τ ις σ ά ρ κ ε ς τ ις π α ρ α σ έ ρ ν ε ι ο α γ έ ρ α ς τ η ς α υ γ ή ς , τ ις π α ίρ ν ε ι κ α ι τ ις π ά ε ι μ α κ ρ ιά π έ ­ ρα α π ’ τ ο υ ς λ ό φ ο υ ς μ α ζ ί μ ε το σ φ ύ ρ ιγ μ α τ ο υ τ ρ έ ν ο υ . Κ ά θ ε ά λ λ ο π α ρ ά α γ ν ο ο ύ μ ε τ η ν ύ π α ρ ξ η τ ο υ π ρ ο β λ ή μ α τ ο ς , κ ι ό σ ο γ ια τ ις α ν ά ­ γ κ ε ς τ ω ν ψ η φ ο φ ό ρ ω ν μ α ς α υ τ έ ς ο υ δ έ π ο τ ε δ ια φ ε ύ γ ο υ ν α π ’ το ν ο υ μ α ς ό π ο υ ά λ λ ω σ τ ε ε κ ε ί μ ο ν ίμ ω ς κ α τ ο ικ ο ε δ ρ ε ύ ο υ ν κ α ι ν α ε ίσ τ ε σ ίγ ο υ ρ ο ι π ω ς μ ε κ α μ ία δ ύ ν α μ η δ ε ν μ π ο ρ ε ί κ ά π ο ιο ς ν α σ π ά σ ε ι μ ι­ σ θ ω τ ή ρ ιο σ υ ν ά ψ ε ω ν ε ν ε ν ή κ ο ν τ α κ α ι ε ν ν έ α ε τ ώ ν .

V

Έ ν α ά λ λ ο ε π ε ισ ό δ ιο α π ό τ ις π ε ρ ιπ έ τ ε ιε ς τ ο υ Μ π α μ π έ σ η Κ λ ε μ , τ ο υ Μ υ σ τ ικ ο ύ Μ α λ ά κ α : « Μ π α ίν ω λ ο ιπ ό ν σ τ ο μ α γ α ζ ί κ α ι β λ έ π ω τ ο π ο υ τ α ν ά κ ι ν α κ ά θ ε τ α ι σ τ ο μ π α ρ , κ α ι λ έ ω μ έ σ α μ ο υ , “ Θ ε έ μ ο υ , τ ι ζ ιγ κ ο λ έ τ π ο λ υ τ ε λ ε ία ς ε ίσ α ι σ υ ” . Θ έ λ ω ν α π ω κ ά π ο υ το ’χ α ξ α ν α τ ρ α κ ά ρ ε ι το μ ο υ ν ά κ ι. Σ τ η ν α ρ χ ή δ ε ν τ η ς δ ίν ω σ η μ α σ ία , α λ λ ά μ ε τ ά τ η ν π α ίρ ν ω π ρ έ φ α ν α τ ρ ίβ ε τ α ι κ α ι ν α σ η κ ώ ν ε ι τ ις γ ά μ π ε ς ω ς τ ’ α υ τ ιά κ α ι ν α χ ώ ν ε ι τ η μ ο ύ ρ η σ τ ο μ ο υ ν ί τ η ς ν α τ ο υ κ ά ν ε ι κ ο λ π ικ ή π λ ύ σ η μ ’ έ ν α μ α ρ α φ έ τ ι π ο υ τ η ς β γ α ίν ε ι α π ό τ η μ ύ τ η έ τ σ ι π ο υ θ ε ς δ ε θ ε ς θ α τ η ν π ρ ο σ έ ξ ε ις » . Η Ά ι ρ ι ς — μ ισ ή Κ ιν έ ζ α μ ισ ή Ν έ γ ρ α κ ι ε θ ισ μ έ ν η σ τ η δ ιυ δ ρ ο ο ξ υ - η ρ ω ίν η — χ τ υ π ά ε ι μ ια δ ό σ η κ ά θ ε δ ε κ α π έ ν τ ε λ ε π τ ά γ ι ’ α υ τ ό κ α ι π α ρ α τ ά ε ι κ ο λ λ ύ ρ ια κ α ι β ε λ ό ν ε ς κ α ρ φ ω μ έ ν α π ά ν ω τ η ς π α ν τ ο ύ σ ε ό λ ο τ ο κ ο ρ μ ί τ η ς . Ο ι β ε λ ό ν ε ς σ ιγ ά σ ιγ ά σ κ ο υ ρ ιά ζ ο υ ν ε μ ε ς σ τ η ν ξ ε ­ ρ ή τ η ς σ ά ρ κ α , κ ά ν ο ν τ α ς σ ε α ρ κ ε τ έ ς μ ε ρ ιέ ς τ ο κ ρ έ α ς ν α κ α ρ ο υ λ ιά ζ ε ι κ α ι ν α τ ις θ ά β ε ι μ έ σ α τ ο υ δ η μ ιο υ ρ γ ώ ν τ α ς κ ά τ ι π ε λ ώ ρ ιε ς κ α φ ε π ρ ά σ ιν ε ς κ ύ σ τ ε ις π ο υ γ υ α λ ίζ ο υ ν α π ’ το π ύ ο . Μ π ρ ο σ τ ά τ η ς π ά ν ω σ τ ο

148

·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

τ ρ α π έ ζ ι β ρ ίσ κ ε τ α ι έ ν α σ α μ ο β ά ρ ι τ σ ά ι κ ι έ ν α δ ε κ ά κ ιλ ο κ ο φ ίν ι μ α ύ ρ η ζ ά χ α ρ η . Κ α ν ε ίς δ ε ν τ η ν έ χ ε ι δ ε ι π ο τ έ ν α β ά ζ ε ι κ ά τ ι ά λ λ ο σ τ ο σ τ ό μ α τ η ς . Τ η σ τ ιγ μ ή μ ο ν ά χ α π ρ ιν ν α ρ ίξ ε ι μ π ο ρ ε ί ν ’ α κ ο ύ σ ε ι τ ι τ η ς λ έ ν ε ή ν α π ε ι κ α μ ιά κ ο υ β έ ν τ α . Α λ λ ά κ α ι τ ό τ ε κ ά π ο ια α ν ο ύ σ ια , π ρ α γ μ α τ ο ­ λ ο γ ικ ή δ ή λ ω σ η θ α κ ά ν ε ι σ χ ε τ ικ ά μ ε τ ο ά τ ο μ ό τ η ς . «Ο π ισ ιν ό ς μ ο υ π ά ε ι ν α φ ρ ά ξ ε ι» . « Τ ο μ ο υ ν ί μ ο υ σ τ ά ζ ε ι κ ά τ ι σ ιχ α μ έ ν α π ρ ά σ ιν α ζ ο υ μ ιά » . Η Ά ιρ ις ε ίν α ι έ ν α α π ό τ α π ε ιρ α μ α τ ικ ά π ρ ο γ ρ ά μ μ α τ α τ ο υ Μ π έ ν ­ γ ο υ ε ϋ . « Τ ο α ν θ ρ ώ π ιν ο σ ώ μ α μ π ο ρ ε ί ν α λ ε ιτ ο υ ρ γ ή σ ε ι κ α ι μ ε σ κ έ τ η ζ ά χ α ρ η , π ο υ ν α σ α ς π ά ρ ε ι . .. Ξ έ ρ ω π ο λ ύ κ α λ ά ό τ ι ο ρ ισ μ έ ν ο ι δ ια π ρ ε ­ π ε ίς σ υ ν ά δ ε λ φ ο ι, σ τ η ν π ρ ο σ π ά θ ε ιά τ ο υ ς ν α υ π ο β ιβ ά σ ο υ ν τ η σ η μ α ­ σ ία τ ο υ ιδ ιο φ υ ο ύ ς έ ρ γ ο υ μ ο υ , ισ χ υ ρ ίζ ο ν τ α ι π ω ς ε μ π ο τ ίζ ω κ ρ υ φ ίω ς τ η ζ ά χ α ρ η τ η ς Α ιρ ις μ ε β ιτ α μ ίν ε ς κ α ι π ρ ω τ ε ΐν ε ς ... Π ρ ο κ α λ ώ τ α α κ α τ ο ν ό μ α σ τ α α υ τ ά κ α θ ίκ ια ν α ξ ε μ υ τ ίσ ο υ ν α π ό τ ο υ ς α π ό π α τ ο υ ς ό π ο υ ε ν δ η μ ο ύ ν κ α ι ν α δ ιε ν ε ρ γ ή σ ο υ ν ε π ιτ ό π ιε ς α ν α λ ύ σ ε ις σ τ η ζ ά χ α ­ ρ η κ α ι τ ο τ σ ά ι τ η ς Α ιρ ις . Η Α ιρ ις ε ίν α ι έ ν α ς υ γ ιέ σ τ α τ ο ς α μ ε ρ ικ α ν ι­ κ ό ς μ ο ύ ν α ρ ο ς . Α ρ ν ο ύ μ α ι κ α τ η γ ο ρ η μ α τ ικ ά π ω ς δ ια τ ρ έ φ ε τ α ι μ ε σ π ε ρ μ α τ ικ ά υ γ ρ ά . Κ α ι δ ο θ ε ίσ η ς τ η ς ε υ κ α ιρ ία ς , ε π ιτ ρ έ ψ τ ε μ ο υ ν α τ ο ν ίσ ω π ω ς ε ίμ α ι έ ν α ς ε υ υ π ό λ η π τ ο ς ε π ισ τ ή μ ω ν , κ ι ό χ ι κ ά π ο ιο ς τ σ α ρ λ α τ ά ν ο ς , έ ν α ς φ ρ ε ν ο β λ α β ή ς , ή κ ά π ο ιο ς υ π ο τ ιθ έ μ ε ν ο ς θ α υ μ α ­ τ ο π ο ιό ς ... Ο υ δ έ π ο τ ε ισ χ υ ρ ίσ τ η κ α π ω ς θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α ε π ιβ ιώ σ ε ι η Α ιρ ις μ ε σ κ έ τ η φ ω τ ο σ ύ ν θ ε σ η ... Δ ε ν ε ίπ α π ο τ έ ό τ ι θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α ε ισ π ν έ ε ι δ ιο ξ ε ίδ ιο τ ο υ ά ν θ ρ α κ ο ς κ α ι ν α α π ο β ά λ λ ε ι ο ξ υ γ ό ν ο — ο μ ο ­ λ ο γ ώ , π α ρ ά τ α ύ τ α , ό τ ι η π ρ ό κ λ η σ η ν α π ε ιρ α μ α τ ισ τ ώ π ά ν ω σ ε κ ά τ ι τ έ τ ο ιο ε ν έ σ κ η ψ ε ό ν τ ω ς μ έ σ α μ ο υ α λ λ ά , β ε β α ίω ς , ο ι η θ ικ έ ς α ρ χ έ ς μ ο υ ω ς ια τ ρ ο ύ δ ε ν μ ο υ ε π έ τ ρ ε ψ α ν ν α τ ο α π ο τ ο λ μ ή σ ω ... Ε ν ο λ ίγ ο ις , ο ι π ο τ α π έ ς ο ύ τ ε ς δ ι α β ο λ έ ς τ ω ν χ α μ ε ρ π ώ ν α ν τ ι π ά λ ω ν μ ο υ ε ί ν α ι μ ο ι­ ρ α ίο ν α ε π ι σ τ ρ έ ψ ο υ ν κ α τ ά π ά ν ω τ ο υ ς κ α ι ν α π έ σ ο υ ν σ τ α κ ε φ ά λ ια τ ο υ ς σ α ν μ α ρ τ υ ρ ιά ρ ικ α π ο υ λ ά κ ια π ο υ φ ά γ α ν ε τ η φ ό λ α τ ο υ ς » .

Σ ΥΝ ΗΘ ΙΣ Μ Ε Ν ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ Ε π ίσ η μ ο γ ε ύ μ α τ ο υ Ε θ ν ι κ ι σ τ ι κ ο ύ Κ ό μ μ α τ ο ς σ ε μ π α λ κ ό ν ι μ ε θ έ α τ η ν Α γ ο ρ ά . Π ο ύ ρ α , σ κ ω τ σ έ ζ ικ ο ο υ ίσ κ ι, ρ ε ψ ίμ α τ α μ ε τ ρ ό π ο ... Ο Α ρ ­ χ η γ ό ς τ ο υ Κ ό μ μ α τ ο ς π η γ α ιν ο έ ρ χ ε τ α ι μ ε κ ά τ ι τ ε ρ ά σ τ ιε ς δ ρ α σ κ ε λ ιέ ς κ ά τ ω α π ό τ η ν κ ε λ ε μ π ία τ ο υ , κ α π ν ίζ ο ν τ α ς π ο ύ ρ ο κ α ι π ίν ο ν τ α ς ο υ ίσ κ ι. Φ ο ρ ά ε ι π α ν ά κ ρ ιβ α ε γ γ λ έ ζ ικ α π α π ο ύ τ σ ια , κ α κ ό γ ο υ σ τ α φ α ν τ α χ τ ε ρ έ ς κ ά λ τ σ ε ς , κ α λ τ σ ο δ έ τ ε ς , τ α π ό δ ια τ ο υ μ υ ώ δ ι κ α κ α ι τ ρ ι χ ω τ ά — η σ υ ν ο ­ λ ικ ή ε ικ ό ν α ε ν ό ς ε π ιτ υ χ η μ έ ν ο υ γ κ ά ν γ κ σ τ ε ρ π ο υ μ α σ κ α ρ ε ύ τ η κ ε ν α π ά ε ι σ ε α δ ε ρ φ ίσ τ ικ ο κ α ρ ν α β ά λ ι. Α .Κ . ( δ ε ί χ ν ο ν τ α ς μ ε ύ φ ο ς δ ρ α μ α τ ι κ ό ) : « Κ ο ί τ α ξ ε ε δ ώ κ ά τ ω . Τ ι β λ έ π ε ις ;»

Υ

π ο δ ιο ικ η τη ς: « Ε ε , π ώ ς ; Τ ι ν α β λ έ π ω ; Τ η ν Α γ ο ρ ά β λ έ π ω » .

Α .Κ . : « Α μ δ ε β λ έ π ε ι ς τ η ν Α γ ο ρ ά . Α ν τ ρ ε ς κ α ι γ υ ν α ί κ ε ς β λ έ π ε ι ς .

υνηθισμένους ά ν τ ρ ε ς κ α ι γ υ ν α ί κ ε ς σ τ ι ς σ υ ν η θ ι σ μ έ ν ε ς , κ α θ η μ ε ρ ι ­ ν έ ς τ ο υ ς α σ χ ο λ ίε ς . Π ο υ ζ ο υ ν τ ις π ε ζ έ ς , σ υ ν η θ ισ μ έ ν ε ς τ ο υ ς ζ ω έ ς . Α υ ­ τ ο ύ ς α κ ρ ιβ ώ ς χ ρ ε ια ζ ό μ α σ τ ε .. . » Έ ν α α λ ά ν ι σ κ α ρ φ α λ ώ ν ε ι σ το μ π α λ κ ό νι κ α ι π η δ ά ει μ έσ α α π ό το

ζ^κελο. Υ

π ο δ ιο ικ η τ η ς : « Ό χ ι, δ ε θ έ λ ο υ μ ε ν α π ά ρ ο υ μ ε μ ε τ α χ ε ιρ ισ μ έ -

κ α π ό τ ε ς ! Μ π ρ ο ς ! Δ ίν ε τ ο υ !» Α .Κ . : « Μ ι α σ τ ι γ μ ή ! . . . Μ η φ ε ύ γ ε ι ς , α γ ό ρ ι μ ο υ . Κ ά τ σ ε δ ω . . . Π ά π ο υ ρ ά κ ι . . . Π ιε ς έ ν α π ο τ ό » . Κ ό β ει β ό λτες γ ύ ρ ω α πό το α γό ρ ι σ α ν ερ ω τύ λ ο ς γά το ς. « Π ο ια ε ίν α ι η γ ν ώ μ η σ ο υ γ ια τ ο υ ς Γ ά λ λ ο υ ς ;»

Βι'

« Ε ε ε ;» « Τ ο υ ς Γ ά λ λ ο υ ς . Τ α Α π ο ικ ιο κ ρ α τ ικ ά κ α θ ά ρ μ α τ α π ο υ σ ο υ ρ ο υ ­

φ ά ν τ α ζ ω ν τ α ν ά σ ω μ α τ ιδ ια κ ά σ ο υ μ ό ρ ια » . « Κ ο ίτ α ξ ε κ ύ ρ ιο ς . Η τ α ρ ίφ α γ ια ν α ρ ο υ φ ή ξ ε ις τ ο σ ω μ α τ ικ ό μ ο υ >ριο ε ί ν α ι δ ι α κ ό σ ι α γ α λ λ ι κ ά φ ρ ά γ κ α . Δ ε ν έ χ ω κ ά ν ε ι σ κ ό ν τ ο σ ε κ α ■ ένα α π ’ τ η χ ρ ο ν ι ά π ο υ έ π ε σ ε η β ο ϊ δ ο π α ν ο ύ κ λ α κ α ι ξ ε κ λ η ρ ί σ τ η κ α ν ό λ ο ι ο ι τ ο υ ρ ίσ τ ε ς , α κ ό μ α κ ι ο ι Σ κ α ν δ ιν α β ο ί» . .Κ .: « Τ α β λ έ π ε ι ς ; Ο ρ ίσ τ ε , έ ν α α γ ν ό α μ ό λ ε υ τ ο π α ι δ ί τ ο υ δ ρ ό μ ο υ » .

ί

149

150 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

« Ξ έ ρ ε ις ν α τ ο υ ς δ ια λ έ γ ε ις , α φ ε ν τ ικ ό » .

«Ο Σ τ ρ α τ ό ς έ χ ε ι π ά ν τ α σ ω σ τ έ ς π λ η ρ ο φ ο ρ ί ε ς » . Α .Κ . : « Λ ο ι π ό ν , α γ ο ρ ά κ ι μ ο υ , δ ε ς τ ο κ ά π ω ς έ τ σ ι . Ο ι Γ ά λ λ ο ι σ ο ύ έ χ ο υ ν α φ α ιρ έ σ ε ι τ α π α τ ρ ο γ ο ν ικ ά σ ο υ δ ικ α ιώ μ α τ α » . « Δ η λ α δ ή κ ά τ ι σ α ν τ η Φ ιλ ικ ή Χ ρ η μ α τ ο π ισ τ ω τ ικ ή ; . .. Έ χ ο υ ν ε κ ε ίν ο τ ο ν ξ ε δ ο ν τ ιά ρ η ε υ ν ο ύ χ ο α π ό τ η ν Α ίγ υ π τ ο ν α β γ ά ζ ε ι τ ο φ ίδ ι α π ό τ η ν τ ρ ύ π α . Σ κ ε φ τ ή κ α ν π ω ς έ ν α ς τ έ τ ο ι ο ς θ α δ η μ ι ο υ ρ γ ο ύ σ ε μ ι­ κ ρ ό τ ε ρ η έ χ θ ρ α , μ ’ ε ν ν ο ε ίς , ξ έ ρ ε ις κ α τ έ β α ζ ε π ά ν τ α τ ο β ρ α κ ί τ ο υ γ ια ν α δ ε ις τ η ν κ α τ ά σ τ α σ ή τ ο υ . “ Β λ έ π ε ις , έ ν α ς φ τ ω χ ό ς γ ε ρ ο - ε υ ν ο ύ χ ο ς ε ίμ α ι κ ι ε γ ώ , κ ά π ο ιο ς π ο υ π ρ ο σ π α θ ε ί ν α β γ ά λ ε ι π έ ν τ ε δ ε κ ά ρ ε ς ν α π ά ρ ε ι τ η δ ό σ η π ο υ τ ό σ ο τ η χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι. Π ο λ ύ θ α τ ο ’ θ ε λ α , Κ υ ρ ία μ ο υ , ν α σ ο υ δ ώ σ ω π ίσ τ ω σ η χ ρ ό ν ο υ γ ια το τ ε χ ν η τ ό ν ε φ ρ ό σ ο υ α λ λ ά β λ έ π ε ις τ η δ ο υ λ ε ιά μ ο υ κ ά ν ω κ ι ε γ ώ . .. Α ν τ ε π α ιδ ιά , α π ο σ ω λ η ν ώ σ τ ε τ η ” . Δ ε ίχ ν ε ι τ α ο ύ λ α τ ο υ μ ’ έ ν α χ α μ η λ ό τ ο ν ο γ ρ ύ λ ισ μ α ... “ Κ ά τ ι ξ έ ­ ρ ο υν π ο υ με φ ω ν ά ζ ο υ ν Ν έλλη η Α ρ π ά χ τρ α ”. » Α π ο σ υ ν δ έ σ α ν ε τ η ν ίδ ια μ ο υ τ η μ ά ν α , σ υ χ ω ρ ε μ έ ν ο ν α ’ν α ι το ε υ λ α β έ ς τ η ς χ ύ σ τ ρ ο , κ ι ε κ ε ίν η π ρ ή σ τ η κ ε κ α ι μ ε λ ά ν ια σ ε κ α ι β ρ ώ μ ι­ σ ε ό λ ο τ ο σ ο υ κ α π ’ τ η ν μ π ό χ α τ ο υ κ ά τ ο υ ρ ο υ κ ι α ρ χ ίσ α ν ε τ η ν γ κ ρ ί­ ν ια ο ι γ ε ιτ ό ν ο ι κ α ι π ά ν ’ κ α ι μ α ς κ α ρ φ ώ ν ο υ ν σ τ η ν Υ γ ε ιο ν ο μ ία κ α ι λ έ ε ι ο π α τ έ ρ α ς μ ο υ : “ Ε ίν α ι τ ο θ έ λ η μ α τ ο υ Α λ λ ά χ . Δ ε θ α μ ο υ κ α τ ο υ ρ ά ε ι π ια τ α φ ρ ά γ κ α σ τ ο ν υ π ό ν ο μ ο ” . » Ε μ έ ν α ο ι α ρ ρ ώ σ τ ο ι μ ο ύ π ρ ο κ α λ ο ύ ν α η δ ία . Α ν α ρ χ ίσ ε ι κ ά ν α ς π α τ ρ ιώ τ η ς ν α μ ο υ λ έ ε ι γ ια τ ο ν κ α ρ κ ίν ο τ ο υ π ρ ο σ τ ά τ η τ ο υ ή γ ια κ ά ­ ν α ρ ιν ικ ό δ ιά φ ρ α γ μ α π ο υ ’ χ ε ι π ά ρ ε ι κ α ι σ α π ίζ ε ι κ α ι β γ ά ζ ε ι ό λ ε ς ε κ ε ίν ε ς τ ις π υ ώ δ ε ις ε κ κ ρ ίσ ε ις ε γ ώ γ υ ρ ν ά ω κ α ι τ ο υ λ έ ω : “ Ν ο μ ίζ ε ις π ω ς έ χ ω ό ρ ε ξ η ν ’ α κ ο ύ σ ω γ ια τ η φ ρ ιχ τ ή σ ο υ β ρ ω μ ο π ά θ η σ η ; Α ν το ν ο μ ίζ ε ις , κ ά ν ε ις π ο λ ύ μ ε γ ά λ ο λ ά θ ο ς ” » . Α .Κ . : « Ε ν τ ά ξ ε ι .

Φ τάνει . . . Τ ο υ ς μ ι σ ε ί ς τ ο υ ς Γ ά λ λ ο υ ς , ε ; »

« Κ ύ ρ ιο ς , ε γ ώ μ ισ ώ τ ο υ ς π ά ν τ ε ς . Ο Δ ό κ τ ω ρ Μ π έ ν γ ο υ ε ϋ λ έ ε ι π ω ς ε ί­ ν α ι μ ε τ α β ο λ ικ ό , κ ά τ ι μ ε τ ο α ίμ α μ ο υ . . . Ο ι Α ρ α β ε ς κ α ι ο ι Α μ ε ρ ι κ α ν ο ί τ ο π α ρ ο υ σ ιά ζ ο υ ν ε κ υ ρ ί ω ς . .. Ο Δ ό κ τ ω ρ Μ π έ ν γ ο υ ε ϋ ε τ ο ιμ ά ζ ε ι έ ν α ν ο ρ ό » . Α .Κ .: « Ο

Μ π έ ν γ ο υ ε ϋ ε ίν α ι Π ρ ά κ το ρ α ς τ η ς Δ ύ σ η ς π ο υ έ χ ει

δ ιε ισ δ ύ σ ε ι σ τ η χ ώ ρ α μ α ς » .

Γ ΥΜ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α ·

151

Υ . 1: « Έ ν α ς μ ο χ τ η ρ ό ς Γ α λ λ ο ε β ρ α ί ο ς . . . » Υ . 2: « Έ ν α γ ο υ ρ ο υ ν ί σ ι ο α ρ χ ί δ ι , έ ν α Ν έ γ ρ ι κ ο Κ ο υ μ μ ο ύ ν ι , έ ν α ς ρ ω μ ε ρ ό ς Ε β ρ α ίο ς ξ ε κ ω λ ι ά ρ η ς » . Α .Κ . : « Β ο ύ λ ω σ ’ τ ο , η λ ί θ ι ε ! » Υ . 2: « Μ ε σ υ γ χ ω ρ ε ί ς , α ρ χ η γ έ . Τ α ’ χ ω π ά ρ ε ι α π ό τ ό τ ε π ο υ μ ε μ ε ­ τα θ έσ α νε σ το Χ ρ ο νο ντο ύλα π ο ». Α .Κ . : « Μ η ν π λ η σ ι ά σ ε τ ε τ ο ν Μ π έ ν γ ο υ ε ϋ » . ( Μ ο ν ο λ ο γ ε ί χ α μ η λ ό ­ φ ω ν α : « Α μ φ ιβ ά λ λ ω α ν θ α χ ά ψ ο υ ν κ ά τ ι τ έ τ ο ιο . Π ο τ έ δ ε ν ξ έ ρ ε ις π ό ­ σ ο π ρ ω τ ό γ ο ν ο ι ε ίν α ι σ τ η ν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α ...» ) « Μ ε τ α ξ ύ μ α ς , π ά ­ ν τ ω ς , σ α ς λ έ ω ό τ ι ε ίν α ι έ ν α ς π ά ρ α π ο λ ύ κ α κ ό ς μ ά γ ο ς » . Υ . 1: « Ξ έ ρ ω ό τ ι έ χ ε ι σ τ ο σ π ί τ ι τ ο υ έ ν α τ ζ ί ν ι » . « Ε ε ε .. . Ξ έ ρ ε τ ε , ε γ ώ έ χ ω έ ν α ρ α ν τ ε β ο ύ μ ε έ ν α ν π ο λ ύ σ π ο υ δ α ίο μ ε ρ ικ α ν ό π ε λ ά τ η . Π ο λ ύ α ρ ισ τ ο κ ρ α τ ικ ό ς κ ύ ρ ιο ς » . Α .Κ .: « Δ ε ν κ α τ α λ α β α ί ν ε ι ς π ω ς ε ί ν α ι ν τ ρ ο π ή ν α γ υ ρ ν ά ς α π ό δ ω α π ό κ ε ι κ α ι ν α π ρ ο σ φ έ ρ ε ις τ ο ν κ ώ λ ο σ ο υ σ τ ις ά π ισ τ ε ς ψ ω λ έ ς τ ω ν ,έ ν ω ν ;» « Ε ε , ε ί ν α ι κ ι α υ τ ό μ ια ά π ο ψ η . Α ν τ ε γ ε ι α , κ α ι κ α λ ή δ ι α σ κ έ δ α σ η » . Α .Κ .: « Π α ρ ο μ ο ίω ς » . Τ ο α γ ό ρ ι α π ο χ ω ρ ε ί. « Ε ί ν α ι τ ε λ ε ί ω ς ξ ε ­ γ ρ α μ μ έ ν ο ι. Τ ε λ ε ίω ς , ά κ ο υ π ο υ σ ο υ λ έ ω » . Y . l : « Τ ι ε ίν α ι α υ τ ό ς ο ο ρ ό ς π ο υ έ λ ε γ ε ;»

t

Α .Κ . : « Ι δ έ α δ ε ν έ χ ω , κ α ι δ ε μ ο υ α κ ο ύ γ ε τ α ι κ α θ ό λ ο υ ω ρ α ί α . Κ α ­

λ ά θ α κ ά ν ο υ μ ε ν α σ τ ή σ ο υ μ ε έ ν α τ η λ ε π α θ η τ ικ ό ρ α δ ιο γ ω ν ιό μ ε τ ρ ο

γ ια τ ο ν Μ π έ ν γ ο υ ε ϋ . Δ ε ν ε ίν α ι ν α τ ο υ ’χ ε ις ε μ π ισ τ ο σ ύ ν η α υ τ ο υ ν ο ύ . Μ π ο ρ ε ί ν α κ ά ν ε ι α π ίθ α ν α π ρ ά γ μ α τ α ... Ν α σ ο υ μ ε τ α τ ρ έ ψ ε ι σ φ α γ ή σ ε π α ρ τ ο ύ ζ α .. . » «Ή σ ε α νέκδ ο το ». « Α κ ρ ιβ ώ ς . Τ ύ π ο ς α ρ ιβ ίσ τ α π ο υ κ α λ λ ι τ ε χ ν ί ζ ε ι . . . Χ ω ρ ίς η θ ικ ο ύ ς > α γ μ ο ύ ς .. . »

Α

μ ερ ικ α ν ίδ α

Ν ο ικ ο κ υ ρ ά (α ν ο ίγ ο ν τ α ς έ ν α κ ο υ τ ί L u x ): « Μ α

γ ια δ ε ν τ ο υ β ά ζ ο υ ν έ ν α η λ ε χ τ ρ ικ ό μ ά τ ι ν ’ α ν ο ίγ ε ι α μ έ σ ω ς τ ο κ ο υ τ ί μ ό λ ι ς μ ε β λ έ π ε ι κ α ι ν α π η γ α ί ν ε ι κ α τ ε υ τ ε ί α ν σ τ ο ν Α υ τ ό μ α τ ο Γ ια Ό λ ε ς Τ ις Δ ο υ λ ε ιέ ς π ο υ θ α ’ π ρ ε π ε ν α τ ο ’χ ε β ά λ ε ι κ ιό λ α ς σ τ ο ν ε ρ ό . ..

152 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Κ ά τ ι μ ο υ ’χ ε ι π ά θ ε ι ο Α υ τ ό μ α τ ο ς κ ι α π ό τ η ν Π έμ π τη δ ε ν υ π α κ ο ύ ε ι σ τ ις ε ν τ ο λ έ ς , π ρ ο σ π α θ ε ί σ υ ν έ χ ε ια ν α τη β ρ ε ι μ α ζ ί μ ο υ α ν κ α ι το σ υ ν δ υ α σ μ ό α υ τ ό δ ε ν τ ο ν ε ίχ α β ά λ ε ι κ α θ ό λ ο υ σ τ η ν κ ά ρ τ α τ ο υ . . . Κ ι ο Σ κ ο υ π ιδ ο φ ά γ ο ς τ ο υ ν ε ρ ο χ ύ τ η π ρ ο σ π α θ ε ί ν α μ ε δ α γ κ ά σ ε ι, κ ι ε κ ε ίν ο τ ο π α λ ιό π ρ α μ α τ ο M ix m a s t e r ό λ ο κ ά τ ω α π ό τ η φ ο ύ σ τ α μ ο υ π ά ε ι κ α ι χ ώ ν ε τ α ι... Έ χ ω π ά θ ε ι ά σ κ η μ η ψ ύ ξ η μ ε δ α ύ τ ο κ ι έ χ ε ι σ τ ο υ μ π ώ σ ε ι τ ’ ά ν τ ε ρ ό μ ο υ ... Θ α π ά ω α μ έ σ ω ς ν α το β ά λ ω σ τ η ν κ ά ρ τ α σ υ ν δ υ α σ μ ώ ν τ ο υ Α υ τ ό μ α τ ο υ Γ ια Ό λ ε ς Τ ις Δ ο υ λ ε ι έ ς , θ α τ ο ν ε β ά λ ω ν α μ ο υ κ ά ν ε ι έ ν α γ ε ρ ό κ λ ύ σ μ α . Α μ έ !»

Π λ α ς ιε ( κ ά τ ι μ ε τ α ξ ύ ε π ιθ ε τ ικ ο ύ Λ α τ ά χ κ α ι σ υ ν ε σ τ α λ μ έ ν ο υ Μ ε τ α δ ό τ η ) : « Θ υ μ ά μ α ι τ ό τ ε π ο υ κ υ κ λ ο φ ό ρ α γ α μ ε τ ο ν Κ .Ε ., τ ’ ά τ ο ­ μ ο π ο υ κ α τ έ β α ζ ε τ ις π ιο τ ζ ιμ ά ν ικ ε ς ιδ έ ε ς σ τ ο χ ώ ρ ο τ ω ν α π ίθ α ν ω ν μ ικ ρ ο σ υ σ κ ε υ ώ ν . » “ Γ ια σ κ έ ψ ο υ τ ο λ ί γ ο ! ” μ ο υ κ ά ν ε ι κ α ι χ τ υ π ά ε ι τ σ α χ π ίν ικ α τ α δ ά χ τ υ λ ά τ ο υ . ‘Έ ν α ς α π ο β ο υ τ υ ρ ω τ ή ς μ ε ς σ τ η ν κ ο υ ζ ί ν α σ ο υ ! ” » “ Τ ρ ο μ ε ρ ή ι δ έ α , Κ .Ε ., ζ α λ ί ζ ο μ α ι κ α ι μ ό ν ο π ο υ τ ο σ κ έ φ τ ο μ α ι ” . » “Ό χ ι σ ε π έ ν τ ε , ή σ ε δ έ κ α , α λ λ ά ο ύ τ ε σ ε ε ίκ ο σ ι χ ρ ό ν ια δ ε ν π ρ ό κ ε ιτ α ι ν α β γ ά λ ο υ ν κ ά τ ι τ έ τ ο ιο σ τ η ν α γ ο ρ ά . Ν α μ ο υ τ ο θ υ μ η ­ θ ε ί ς . .. Α λ λ ά θ α κ υ κ λ ο φ ο ρ ή σ ε ι κ ά π ο ια μ έ ρ α ” . » “ Θ α π ε ρ ι μ έ ν ω , Κ .Ε . Δ ιό λ ο υ δ ε σ κ ά ω α ν α ρ γ ή σ ε ι , ε γ ώ θ α τ ο π ε ­ ρ ιμ έ ν ω . Κ ι ό τ α ν κ ά π ο ια σ τ ιγ μ ή κ λ η ρ ώ σ ε ι ο λ α χ ν ό ς τ ο υ κ α ι το β γ ά λ ο υ ν , ε γ ώ θ α ε ίμ α ι ε κ ε ί ψ η λ ά κ α ι θ α τ ο π ε ρ ιμ έ ν ω ” . » Ό Κ .Ε . ή τ α ν π ο υ ’ ρ ι ξ ε σ τ η ν α γ ο ρ ά τ ο π ε ρ ί φ η μ ο Χ τ α π ο δ ά κ ι γ ι α Ι ν σ τ ι τ ο ύ τ α Κ α λ λ ο ν ή ς , Κ ο υ ρ ε ί α κ α ι Χ α μ ά μ , μ ε τ ο ο π ο ίο μ π ο ρ ε ί ς ν α κ ά ν ε ις υ π α κ τ ικ ό κ λ ύ σ μ α , α ν ή θ ικ ο μ α σ ά ζ , σ α π ο ύ ν ισ μ α μ α λ λ ιώ ν , ε ν ώ σ υ γ χ ρ ό ν ω ς π ε ν τ ικ ο υ ρ ά ρ ε ις τ ο ν π ε λ ά τ η κ α ι τ ο υ α φ α ιρ ε ίς κ α ι τ α μ π ιμ π ίκ ια . Κ α ι μ ε έ ν α ά λ λ ο κ ιτ , τ ο Μ ικ ρ ό Γ ια τ ρ ό γ ια τ ο υ ς π ο λ υ ά ­ σ χ ο λ ο υ ς τ ο υ ε π α γ γ έ λ μ α τ ο ς , β γ ά ζ ε ις σ κ ω λ η κ ο ε ιδ ίτ η , μ α ζ ε ύ ε ις σ τ η θ έ σ η τ η ς μ ια κ ή λ η , α φ α ιρ ε ίς φ ρ ο ν ιμ ίτ η , χ ε ιρ ο υ ρ γ ε ίς ζ ο χ ά δ ε ς κ α ι κ ά ­ ν ε ι ς κ α ι π ε ρ ι τ ο μ ή . Κ α λ ά , ο Κ .Ε . ε ί ν α ι τ ό σ ο μ π ό μ π α έ μ π ο ρ ο ς π ο υ έ τ σ ι κ α ι ξ ε μ ε ίν ε ι α π ό Χ τ α π ο δ ά κ ια ε ίν α ι ά ξ ιο ς , α π ’ τ α ο κ τ ά ν ια κ α ι μ ό ν ο τ ω ν π ρ ο δ ι α γ ρ α φ ώ ν τ ο υ , ν α π λ α σ ά ρ ε ι τ ο Μ ι κ ρ ό Γ ια τ ρ ό α κ ό μ α

Γ Υ ΜΝ Ο Γ ΕΥΜΑ

·

153

κ α ι σ ε μ π α ρ μ π έ ρ η κ α ι ν α δ ε ις κ ά ν α π α τ ρ ιώ τ η ν α ξ υ π ν ά ε ι κ α μ ιά ν ώ ρ α μ ε κ ο μ μ έ ν ε ς τ ις α ιμ ο ρ ρ ο ΐδ ε ς ... » “ Χ ρ ισ τ έ μ ο υ , τ ι σ ό ι κ ω λ ο μ ά γ α ζ ο ε ίν α ι α υ τ ό π ο υ έ χ ε ις , Ό μ η ρ ε ; Π α ρ τ ο ύ ζ ε ς κ ά ν α ν ε σ τ ο ν π ισ ιν ό μ ο υ ;” » “ Μ α τ η ν π ί σ τ η μ ο υ , Σ ά ι, π ρ ο σ π α θ ο ύ σ α α π λ ώ ς ν α σ ο υ χ ο ρ η γ ή ­ σ ω έ ν α ν δ ω ρ ε ά ν υ π ο κ λ υ σ μ ό , έ ν α μ ικ ρ ό δ ω ρ ά κ ι γ ι α τ η ν Η μ έ ρ α τ ω ν Ε υ χ α ρ ι σ τ ι ώ ν . Τ ι ν α π ω ; . . . Α υ τ ό ς ο Κ .Ε . θ α μ ο υ π ο ύ λ η σ ε ξ α ν ά τ ο λ ά θ ο ς ε ρ γ α λ ε ίο .. . ” »

Α

ρςεν ικ η

Π ο υ τ α ν α : « Θ ε έ μ ο υ ! Τ ι τ ρ α β ά μ ε κ ι ε μ ε ίς τ α α γ ο -

ρ ά κ ια σ ε τ ο ύ τ η τ η β ρ ω μ ο δ ο υ λ ε ιά . Δ ε θ α μ ε π ισ τ έ ψ ε τ ε έ τ σ ι κ α ι σ α ς π ω τ ι μ ο υ ζ η τ ά ν ε ... Θ έ λ ο υ ν ν α π α ίξ ο υ ν τ ο ν Λ α τ ά χ ο , θ έ λ ο υ ν ν α γ ί­ ν ο υ ν έ ν α μ ε τ ο π ρ ω τ ό π λ α σ μ ά μ ο υ , θ έ λ ο υ ν κ ο μ μ ά τ ι α π ό το α ν τ ίγ ρ α ­ φ ό μ ο υ , θ έ λ ο υ ν ν α μ ο υ ρ ο υ φ ή ξ ο υ ν τ ις ο ρ γ ό ν ε ς , θ έ λ ο υ ν ν α β ά λ ο υ ν σ τ ο χ έ ρ ι τ ις π α λ ιέ ς μ ο υ ε μ π ε ιρ ίε ς κ α ι ν α μ ’ α φ ή σ ο υ ν τ ις δ ικ έ ς τ ο υ ς σ ιχ α μ έ ν ε ς α ν α μ ν ή σ ε ι ς . .. » Π η δ ά ω κ ε ίν ο τ ο ν π α τ ρ ιώ τ η κ α ι σ κ έ φ τ ο μ α ι, “ Ε π ιτ έ λ ο υ ς , ν α κ α ι μ ια τ ε κ ν α τ ζ ο ύ σ ω σ τ ή ” · ε ε , δ ε ν π ε ρ ν ά ν ε δ υ ο λ ε π τ ά κ α ι φ τ ά ν ε ι σ ’ ο ρ ­ γ α σ μ ό κ α ι γ ίν ε τ α ι ο λ ό κ λ η ρ ο ς κ ά τ ι σ α ν β ρ ω μ ε ρ ό κ α β ο ύ ρ ι... Τ ο υ ’π α , “ Κ ο ίτ α ν α δ ε ις , φ ίλ ε , δ ε ν ε ίμ α ι υ π ό χ ρ ε ο ς ν α φ ά ω τ α κ ό λ π α σ ο υ σ τ η μ ά π α ... Π ά ρ ’ τ η μ α λ α π έ ρ δ α σ ο υ κ α ι τ ρ ά β α σ τ α Γ ο υ ό λ γ κ ρ ιν ν α κ ά ­ ν ε ι ς τ α τ σ α λ ίμ ια σ ο υ ” . Ε ίν α ι κ ά τ ι α ν θ ρ ώ π ο ι π ο υ δ ε ν έ χ ο υ ν κ α θ ό λ ο υ τ σ ίπ α ε π ά ν ω τ ο υ ς . Έ ν α ς ά λ λ ο ς φ ρ ικ α λ έ ο ς τ ύ π ο ς κ ά θ ε τ α ι κ ε ι π α ρ α π έ ­ ρ α κ α ι μ ο υ κ ά ν ε ι τ η λ ε π ά θ ε ιε ς κ ι α δ ε ιά ζ ε ι ό λ ο τ ο υ το κ α ϊμ ά κ ι σ τ ο β ρ α κ ί τ ο υ . Τ έ τ ο ιε ς φ ρ ί κ ε ς » . Ο ι μ α ν τ ρ α χ α λ ά δ ε ς ά τ α κ τ α υ π ο χ ω ρ ο ύ ν λ ίγ ο π ρ ιν ε ξ α π λ ω θ ε ί τ ο δ ί­ κ τ υ ο τ ω ν Σ ο β ιε τ ικ ώ ν ό π ο υ Κ ο ζ ά κ ο ι α π α γ χ ο ν ίζ ο υ ν π α ρ τ ιζ ά ν ο υ ς υ π ό τ ις ά γ ρ ιε ς σ τ ρ ιγ κ λ ιέ ς τ η ς π ίπ ιζ α ς κ α ι π α ρ ε λ α ύ ν ο υ ν τ α π α λ ικ ά ρ ια σ τ η ν Π έ μ π τ η Λ ε ω φ ό ρ ο κ α ι τ α υ π ο δ έ χ ε τ α ι ο Τ ζ ί μ μ υ ο Τ ρ ο π α ιο φ ό ρ ο ς μ ε τ α κ λ ε ιδ ιά τ η ς Β α σ ιλ ε ία ς κ ι ά ν ε υ ο υ δ ε μ ία ς υ π ο χ ρ έ ω σ η ς ή ά λ λ η ς ύ π ο ­ π τ η ς π α γ ίδ α ς μ π ο ρ ε ίτ ε κ α ι σ τ η ν τ σ έ π η σ α ς α κ ό μ η ν α τ α κ ο υ β α λ ά τ ε ... Γ ια τ ί τ ό σ ο χ λ ω μ ό κ α ι π α ν ια σ μ έ ν ο τ ο ό μ ο ρ φ ο σ ο υ π ρ ό σ ω π ο , π τ ω χ έ μ ο υ φ ίλ ε ; Μ υ ρ ω δ ιά α π ό ν ε κ ρ έ ς β δ έ λ λ ε ς σ ε σ κ ο υ ρ ια σ μ έ ν ο

154

·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

κ ο ν σ ε ρ β ο κ ο ύ τ ι κ ο λ λ ά ν ε π ά ν ω σ ’ ε κ ε ίν η τη χ α ίν ο υ σ α π λ η γ ή , ρ ο υ ­ φ ά ν τ ο σ ώ μ α τ ο α ίμ α τ ο μ ε δ ο ύ λ ι τ ο υ Ι η σ ο ύ ο ύ ο ύ ο ύ ο ύ , κ α ι τ ο ν α φ ή ­ ν ο υ ν π α ρ ά λ υ το α π ό τη μ έσ η κ α ι κ ά τω . Σ κ ά σ ε τ α δ ε λ τ ία ε ις τ ο ν μ π α μ π ά κ α , α γ ό ρ ι μ ο υ , τ ις π έ ρ α σ ε π α λ ιά τ ις ε ξ ε τ ά σ ε ις κ α ι τ ο θ έ μ α τ ο κ α τ έ χ ε ι π λ ή ρ ω ς σ τ ο ιχ η μ α τ ζ ή ς α τ σ ίδ α ς π ο υ ’ν α ι ξ έ ρ ε ι κ α λ ά π ώ ς σ τ ή ν ο υ ν τ ο Π ρ ω τ ά θ λ η μ α .

Λ α θ ρ έ μ π ο ρ ο ι β υ ζ α ν ά ρ ι κ ω ν α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν κ ρ υ φ ά μ ια γ κ α σ τ ρ ω μ έ ­ ν η α γ ε λ ά δ α π ο υ π ά ε ι ν α γ ε ν ν ή σ ε ι. Ο κ τ η ν ο τ ρ ό φ ο ς ε π ικ α λ ε ίτ α ι α ρ ρ ε ν ο λ ο χ ε ία , σ τ ρ ιφ ο γ υ ρ ίζ ε ι μ ο υ γ κ ρ ίζ ο ν τ α ς μ ε ς σ τ ις σ β ο υ ν ιέ ς . Ο κ τ η ν ία τ ρ ο ς π α λ ε ύ ε ι μ ε έ ν α σ κ έ λ ε θ ρ ο α γ ε λ α δ ιν ό . Ο ι κ ο ν τ ρ α μ π α τ ζ ή ­ δ ε ς ρ ίχ ν ο υ ν ο έ ν α ς σ τ ο ν ά λ λ ο μ ε τ α π ο λ υ β ό λ α τ ο υ ς , τ ρ έ χ ο υ ν ε ν α κ ρ υ φ τ ο ύ ν π ίσ ω α π ό τ α μ η χ α ν ή μ α τ α κ α ι τ α σ ιλ ό , ξ ε π ρ ο β ά λ λ ο υ ν μ έ ­ σ α α π ό ν τ ε ν ε κ έ δ ε ς , σ α ν ο ύ ς , π α χ ν ιά ε ν ό ς α π έ ρ α ν τ ο υ μ α τ ο β α μ μ έ ν ο υ α χ υ ρ ώ ν α . Γ ε ν ν ι έ τ α ι τ ο μ ο σ χ α ρ ά κ ι. Ο ι δ υ ν ά μ ε ι ς τ ο υ θ α ν ά τ ο υ δ ι α λ ύ ­ ο ν τ α ι σ τ ο φ ω ς τ η ς μ έ ρ α ς . Α γ ρ ο τ ό π α ιδ ο γ ο ν α τ ίζ ε ι ε υ λ α β ι κ ά — έ ν α ς κ ό μ π ο ς α ν ε β α ίν ε ι σ τ ο λ α ιμ ό τ ο υ κ α θ ώ ς χ α ρ ά ζ ε ι ο ή λ ιο ς . Π ρ ε ζ ά κ ια κ α θ ισ μ έ ν α σ τ α σ κ α λ ιά τ ο υ δ ικ α σ τ ή ρ ιο υ , π ε ρ ιμ έ ν ο υ ν τ η ν Ά κ ρ η ν α φ α ν ε ί. Β λ α χ ο χ ω ρ ιά τ ε ς α π ’ τ ο Ν ό τ ο μ ε μ α ύ ρ α π λ α τ ύ ­ γυρα

καπέλα

κ α ι ξ ε θ ω ρ ια σ μ έ ν α

L e v is δ έ ν ο υ ν

ένα ν

Α ραπάκο

σ ’ έ ν α ν π α λ ιό σ κ ο υ ρ ια σ μ έ ν ο φ α ν ο σ τ ά τ η κ α ι τ ο ν λ α μ π α δ ιά ζ ο υ ν μ ε β ε ν ζ ίν η ... Π λ α κ ώ ν ο υ ν α μ έ σ ω ς τ α π ρ ε ζ ά κ ια κ α ι ρ ο υ φ ά ν ε γ ε ρ ά μ ε ς σ τ α π ο ν ε μ έ ν α τ ο υ ς π λ ε μ ό ν ι α τ ο υ ς κ α π ν ο ύ ς τ η ς σ ά ρ κ α ς . . . Ν α ι, ό ν τ ω ς ξ ε χ α ρ μ ά ν ια σ α ν ... Ο Γ ρ α μ μ α τ ε α ς Τ ης Κ ο μ η τ ε ί α ς : « Κ α θ ό μ ο υ ν τ ο λ ο ι π ό ν έ ξ ω α π ό το μ α γ α ζ ί τ ο υ Τ ζ ε ν τ π έ ρ α σ τ η Μ ο υ ν ο π ιπ ίλ α μ ε τ η ν ξ ε ρ ή μ ο υ ο ρ θ ή σ α ν κ υ π α ρ ίσ σ ι ν α τη ζ ε σ τ α ίν ε ι ο ή λ ιο ς κ α ι τ ο σ φ υ γ μ ό ν α κ ο υ δ ο υ ν ά ε ι κ ά τ ω α π ’ τ ο L e v i s ... Κ α ι ν ά σ ο υ ο γ ε ρ ο - Σ κ ρ ά ν τ ο ν ο Γ ια ­ τ ρ ό ς π ε ρ ν ά ε ι α π ό μ π ρ ο σ τ ά μ ο υ , σ π ο υ δ α ίο φ ιλ α ρ ά κ ι ο Γ ια τ ρ ό ς , δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι π ιο ε ν τ ά ξ ε ι ά ν θ ρ ω π ο ς α π ό δ α ύ τ ο ν σ τ ο ν κ ά μ π ο κ α ι σ ’ ό λ η τη β ο υ ν ο π λ α γ ιά . Τ ο κ ω λ ά ν τ ε ρ ό τ ο υ α π ’ τ η ν π ρ ό π τ ω σ η κ ρ έ μ ε τ α ι έ ξ ω σ α ν π ο τ ή ρ ι κ ι ό τ α ν γ ο υ σ τ ά ρ ε ι π ή δ η μ α σ ο υ δ ίν ε ι τη σ ο ύ φ ρ α τ ο υ μ ’ έ ν α μ έ τ ρ ο ά - ν τ ε - ρ ο ... Σ α ν τ ο ’χ ε ι σ τ ο κ ε χ ρ ί κ ο λ λ η μ έ ν ο τ ο μ υ α λ ό

Γ ΥΜ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

155

τ ο υ σ ’ α μ ο λ ά ε ι ό ξ ω ό λ ο τ ο ά ν τ ε ρ ο α π ’ τ ο γ ρ α φ ε ίο τ ο υ ά ν ε τ α ω ς τ η ν Μ π ιρ α ρ ία τ ο υ Ρ ό υ , κ ι α υ τ ό σ α λ α γ ά ε ι μ ο ν α χ ό τ ο υ κ α ι ψ ά χ ν ε ι ν α β ρ ε ι σ τ α μ ο υ λ ω χ τ ά κ α μ ιά ξ ε ρ ή , π έ ρ α δ ώ θ ε ψ α χ ο υ λ ε ύ ε τ α ι σ α ν τ ο τ υ φ λ ό σ κ ο υ λ ή κ ι... Β λ έ π ε ι π ο υ λ έ τ ε ο γ ε ρ ο -Σ κ ρ ά ν τ ο ν τ η ν ξ ε ρ ή μ ο υ , φ ε ρ ­ μ ά ρ ε ι σ α ν κ υ ν η γ ιά ρ ικ ο σ κ υ λ ί κ α ι μ ο υ φ ω ν ά ζ ε ι, “ Ξ έ ρ ε ις , σ τ ο ν π α ίρ ­ ν ω κ ι α π ό δ ω π έρ α το σ φ υ γ μ ό ” » . Ο Μ π ρ ά ο υ μ π ε κ κ ι ο Ν ε α ρ ό ς Σ ιο ύ α ρ ν τ μ ο ν ο μ α χ ο ύ ν μ έ σ α σ τ ο ν α χ υ ρ ώ ν α μ ε κ ά μ ε ς π ο υ ε υ ν ο υ χ ίζ ο υ ν τ α γ ο υ ρ ο ύ ν ια , σ α λ τ ά ρ ο υ ν π ά ν ω σ ε κ λ ο υ β ιά , σ π ιτ ά κ ια σ κ ύ λ ω ν ό λ ο σ α μ α τ ά ... ά λ ο γ α χ λ ιμ ιν τ ρ ίζ ο υ ν κ α ι δ ε ίχ ν ο υ ν ε γ υ μ ν έ ς τ ις κ α τ α κ ίτ ρ ιν ε ς δ ο ν τ ά ρ ε ς τ ο υ ς , γ ε λ ά δ ια μ ο υ ­ γ κ α ν ίζ ο υ ν , σ κ υ λ ιά α λ υ χ τ ά ν ε , γ ά τ ε ς π ο υ π η δ ιο ύ ν τ α ι σ τ ρ ιγ κ λ ίζ ο υ ν σ α ν μ ω ρ ά , ο λ ό π α χ ο ι ε υ ν ο υ χ ι σ μ έ ν ο ι χ ο ίρ ο ι σ ε μ ια μ ά ν τ ρ α ο ρ θ ώ ν ο υ ν τ σ α ν τ ισ μ έ ν ο ι τ ις γ ο υ ρ ο υ ν ό τ ρ ιχ έ ς τ ο υ ς κ α ι τ ο υ ς γ ιο υ χ ά ρ ο υ ν ε α γ ρ ί­ ω ς . Ο Μ π ρ ά ο υ μ π ε κ ο Α σ τ α τ ο ς π έ φ τ ε ι ν ικ η μ έ ν ο ς α π ’ τ ο σ π α θ ί τ ο υ Ν ε α ρ ο ύ Σ ιο ύ α ρ ν τ , π ρ ο σ π α θ ε ί ν α σ υ γ κ ρ ο τ ή σ ε ι τ α γ α λ ά ζ ια ε ν τ ό σ θ ια π ο υ σ π α ρ τ α ρ ά ν ε κ α θ ώ ς γ λ ισ τ ρ ο ύ ν κ α ι χ ύ ν ο ν τ α ι α π ό μ ια μ α χ α ιρ ιά ε ίκ ο σ ι π ό ν τ ο υ ς . Ο Ν ε α ρ ό ς Σ ιο ύ α ρ ν τ κ ό β ε ι τ η ν π ο ύ τ σ α τ ο υ Μ π ρ ά ­ ο υ μ π ε κ κ α ι τ η σ η κ ώ ν ε ι ψ η λ ά ε ν ώ ε κ ε ίν η α κ ό μ α σ π α ρ τ α ρ ά ε ι τ ιν ά ζ ο ­ ν τ α ς τ ο α ίμ α τ η ς σ τ η θ ο λ ή τ ρ ια ν τ α φ υ λ λ έ ν ια α ν α τ ο λ ή ... Ο Μ π ρ ά ο υ μ π ε κ ο υ ρ λ ιά ζ ε ι... ο υ π ό γ ε ιο ς φ ρ ε ν ά ρ ε ι φ τ ύ ν ο ν τ α ς ό ζ ο ν ... « Σ τ η ν ά κ ρ η ... Ό λ ο ι σ τ η ν ά κ ρ η » . « Ε ίπ α ν ε π ω ς κ ά π ο ιο ς τ ο ν έ σ π ρ ω ξ ε » . « Β ά δ ιζ ε ά σ τ α τ α π ά ν ω κ ά τ ω σ α ν ν α μ η ν έ β λ ε π ε κ α λ ά » . « Θ α ρ ρ ώ , α π ό τ η ν κ ά π ν α π ο υ θ α τ ο υ μ π ή κ ε σ τ α μ ά τ ια » . Η Μ α ίρ η η Λ ε σ β ία Γ κ ο υ β ε ρ ν ά ν τ α γ λ ίσ τ ρ η σ ε π ά ν ω σ ε μ ια μ α ­ τ ω μ έ ν η σ ε ρ β ιέ τ α κ α ι β ρ έ θ η κ ε σ τ ο π ά τ ω μ α τ η ς π α μ π ... Μ ια κ ο υ ν ίσ τρ ω

ε κ α τ ό ν π ε ν ή ν τ α κ ιλ ά τ η ν κ ά ν ε ι λ ιώ μ α π ο δ ο π α τ ώ ν τ α ς τη

μ ’ έ ν α α ρ ρ ω σ τ η μ έ ν ο χ λ ιμ ίν τ ρ ισ μ α ... Τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι μ ε σ ιχ α μ ε ρ ό φ α λ τ σ έ τ ο :

7α πατεί και βγάζει μούστο απ ’ τα σταφύλια της οργής, και ξαμολιούνται οι κεραυνοί της σπάθας του της τρομερής.

156 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Τ ρ α β ά ε ι έ ν α ξ ύ λ ιν ο σ π α θ ί β α μ μ έ ν ο μ ε χ ρ υ σ ή μ π ο γ ιά κ α ι σ κ ίζ ε ι π έ ρ α δ ώ θ ε τ ο ν α έ ρ α . Ο κ ο ρ σ έ ς τ ιν ά ζ ε τ α ι α π ό π ά ν ω τ η ς κ α ι μ ’ έ ν α σ φ ύ ρ ιγ μ α κ α ρ φ ώ ν ε τ α ι σ τ ο σ τ ό χ ο μ ε τ α β ε λ ά κ ια . Τ ο ξ ίφ ο ς τ ο υ γ ε ρ ο -τ α υ ρ ο μ ά χ ο υ σ τ ρ α β ώ ν ε ι β ρ ίσ κ ο ν τ α ς κ ό κ α λ ο κ α ι μ ’ έ ν α σ φ ύ ρ ιγ μ α β υ θ ίζ ε τ α ι μ ε ς σ τ η ν κ α ρ δ ιά τ ο υ Ε σ π ο ν τ ά ν ε ο α φ ή ν ο ν τ α ς τ η ν α ν ε κ δ ή λ ω τ η α ν δ ρ ε ία τ ο υ γ ια π ά ν τ α κ α ρ φ ω μ έ ν η σ τ ις κ ε ρ κ ίδ ε ς .

« Κ α ι κ α τ α φ θ ά ν ε ι π ο υ λ έ τ ε σ τ ο Ν ιο υ γ ιό ρ κ ι α υ τ ή η τ ρ ισ χ α ρ ιτ ω μ έ ν η α δ ρ ε φ ή α π ’ τη Μ ο υ ν ο π ιπ ίλ α τ ο υ Τ έ ξ α ς , κ α ι δ ε χ ω ρ ά ε ι κ ο υ β έ ­ ν τ α ε ί ν α ι η π ιο κ α λ ο ν τ υ μ έ ν η , η π ιο ό μ ο ρ φ η α δ ε ρ φ ά ρ α σ τ η ν π ιά τ σ α . Τ η ν π ε ρ ιλ α μ β ά ν ο υ ν ο ι μ έ γ α ιρ ε ς , ε κ ε ίν ε ς ο ι γ ε ρ α σ μ έ ν ε ς σ κ ρ ό φ ε ς π ο υ ξ έ ρ ο υ ν π ώ ς ν α δ ιπ λ α ρ ώ ν ο υ ν τ α τ ε κ ν ά κ ια κ α ι ν α τ α ξ ε ζ ο υ μ ί­ ζ ο υ ν , ξ ε δ ο ν τ ιά ρ ικ α α ρ π α κ τ ικ ά π α ρ ω χ η μ έ ν η ς π λ έ ο ν η λ ικ ία ς π ο υ δ ε ν έχ ο υ ν τη δ ύ να μ η κ α ι τ η ν τα χ ύ τ η τ α ν α κ υ ν η γ ή σ ο υ ν ά λ λ ο θ ή ρ α μ α . Ε μ , β έ β α ια η σ κ ο ρ ο φ α γ ω μ έ ν η γ ρ ια - τ ίγ ρ η τ α τ ρ υ φ ε ρ ά π ο υ σ τ ά κ ια ρ ο κ α ν ίζ ε ι... Ο π α τ ρ ιώ τ η ς π ο υ λ έ τ ε , σ α ν α δ ε ρ φ ή π ο ν ή ρ ω κ α ι κ α λ λ ιτ ε χ ν α τ ζ ο ύ π ο υ ή τ ο , σ κ α ρ ώ ν ε ι ε π ιχ ε ίρ η σ η κ ι α ρ χ ίζ ε ι ν α δ έ ν ε ι π έ τ ρ ε ς κ α ι ν α φ τ ιά ν ε ι α κ ρ ιβ ά κ ο σ μ ή μ α τ α . Τ ο κ ά θ ε μ α τ σ ω μ έ ν ο γ έ ρ ικ ο μ ο υ ­ ν ί τ η ς Μ ε ί ζ ο ν ο ς Π ε ρ ιο χ ή ς Ν έ α ς Υ ό ρ κ η ς θ έ λ ε ι τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν έ ν α σ ε τ δ ικ ό τ ο υ , κ ι ε κ ε ί ν ο ς κ ο ν ο μ ά ε ι , 2 1 , Ε λ Μ ο ρ ό κ κ ο , Σ τ ο ρ κ , α λ λ ά ο ύ τ ε μ ια σ τ ι γ μ ή ε λ ε ύ θ ε ρ η γ ι α σ ε ξ , κ ι ό λ η τ η ν ώ ρ α ν α τ ο ν τ ρ ώ ε ι η α γ ω ν ί α γ ια τ η δ ό ξ α κ α ι τ η φ ή μ η τ ο υ . .. Α ρ χ ίζ ε ι ν α π α ίζ ε ι σ τ ’ ά λ ο γ α , υ π ο τ ί­ θ ε τ α ι π ω ς ε ίν α ι α ρ ρ ε ν ο π ρ ε π έ ς τ ο ν α τ ζ ο γ ά ρ ε ις έ ν α ς Θ ε ό ς ξ έ ρ ε ι π ώ ς τ ο β γ ά λ α ν ε , κ α ι π ι σ τ ε ύ ε ι π ω ς τ ο ν α τ ο ν δ ο υ ν ο ι ά λ λ ο ι σ τ ο ν ιπ π ό δ ρ ο ­ μ ο θ α τ ο υ χ α ρ ίσ ε ι α υ τ ο π ε π ο ίθ η σ η . Δ ε ν ε ίν α ι κ α ι π ο λ λ έ ς ο ι α δ ε ρ φ έ ς π ο υ π α ίζ ο υ ν ε σ τ ις κ ο ύ ρ σ ε ς , κ ι α υ τ έ ς π ο υ π α ίζ ο υ ν χ ά ν ο υ ν π ιο π ο λ λ ά λ ε φ τ ά α π ’ τ ο υ ς ά λ λ ο υ ς , ε ίν α ι β λ έ π ε τ ε τ ζ ο γ α δ ό ρ ο ι τ η ς κ α κ ιά ς ώ ρ α ς π α ίζ ο υ ν χ ο ν τ ρ ά ό τ α ν τ ο υ ς β α ρ ά ε ι η γ κ ίν ια κ α ι π ο ν τ ά ρ ο υ ν ε δ ε κ ά ρ ε ς ό τ α ν δ ο υ ν π ω ς έ χ ο υ ν ρ έ ν τ α ... ό π ω ς κ ά ν ο υ ν ά λ λ ω σ τ ε κ α ι σ τ η ν υ π ό ­ λ ο ιπ η ζ ω ή τ ο υ ς . .. Ε δ ώ κ α ι τ α μ ικ ρ ά π α ιδ ιά τ ο ξ έ ρ ο υ ν ό τ ι σ τ ο ν τ ζ ό ­ γ ο υ π ά ρ χ ε ι έ ν α ς ν ό μ ο ς : η ρ έ ν τ α κ α ι η γ κ ίν ια έ ρ χ ο ν τ α ι π ά ν τ α κ α τ ά δ ό σ ε ις . Β ά λ ’ τ α ό λ α ά μ α κ ε ρ δ ίζ ε ις , π ά ν ε π ά σ ο ά μ α χ ά ν ε ις . ( Ή ξ ε ρ α

Γ Υ Μ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

157

κ ά π ο τ ε μ ια α δ ε ρ φ ή π ο υ ’ χ ε β ά λ ε ι χ έ ρ ι σ τ ο τ α μ ε ίο — δ ε ν π ο ν τ ά ρ ε ι κ α ι τ ις δ υ ο χ ιλ ιά δ ε ς σ τ ο φ α β ο ρ ί κ α ι ή κ ε ρ δ ίζ ο υ μ ε ή μ α ς χ ώ ν ο υ ν σ τ ο Σ ιν γ κ Σ ιν γ κ . Α , δ ε ν κ ά ν ε ι τ έ τ ο ια η Γ κ έ ρ τ η μ α ς . . . Α π α π α , δ υ ο δ ο λ α ρ ιά κ ια τη φ ο ρ ά θ α π α ίξ ε ι...) » Χ ά ν ε ι λ ο ιπ ό ν κ α ι ξ α ν α χ ά ν ε ι κ α ι ξ α ν α χ ά ν ε ι α κ ό μ α π ιο π ο λ λ ά . Μ ια μ έ ρ α ε κ ε ί π ο υ ε τ ο ιμ ά ζ ε τ α ι ν α δ έ σ ε ι έ ν α κ ο τ ρ ό ν ι π ε ρ ν ά ε ι α π ’ το μ υ α λ ό τ ο υ α υ τ ό π ο υ ε ίν α ι φ ω ς φ α ν ά ρ ι. “ Μ α φ υ σ ικ ά , κ α ι θ α το ξ α ­ ν α β ά λ ω μ ε τ ά σ τ η θ έ σ η τ ο υ ” . Τ ε λ ε υ τ α ία λ ό γ ια δ ια σ ή μ ω ν α ν δ ρ ώ ν . Ό λ ο ε κ ε ίν ο τ ο χ ε ιμ ώ ν α λ ο ιπ ό ν , τ ο έ ν α μ ε τ ά τ ’ ά λ λ ο , τ α δ ια μ ά ν τ ια , τ α σ μ α ρ ά γ δ ια , τ α μ α ρ γ α ρ ιτ ά ρ ια , τ α ρ ο υ μ π ίν ια κ α ι τ ’ α σ τ ρ ο ζ ά φ ε ιρ α τ η ς h a u t m o n d e τ ρ α β ά ν ε γ ρ α μ μ ή γ ια τ η ν α κ ο ύ μ π α κ α ι σ τ η θ έ σ η τ ο υ ς μ π α ίν ο υ ν κ ά τ ι φ τ η ν έ ς κ α ι ύ π ο π τ ε ς α π ο μ ιμ ή σ ε ις ... » Κ α ι π ο υ λ έ τ ε ε μ φ α ν ίζ ε τ α ι η γ ρ ια - μ π ά μ π ω μ ε τ η δ ια μ α ν τ έ ν ια τ η ς τ ιά ρ α σ τ η ν π ρ ε μ ιέ ρ α τ η ς Μ ε τ ρ ο π ό λ ιτ α ν , λ α μ π ε ρ ή κ α ι α π α σ τ ρ ά π τ ο υ σ α κ α τ α π ώ ς ν ο μ ίζ ε ι. Τ η ν π λ ε υ ρ ίζ ε ι λ ο ιπ ό ν ε κ ε ίν η η ά λ λ η γ ρ ια χ α μ ο ύ ρ α κ α ι τ η ς λ έ ε ι, “ Α χ , Μ π ή λ ιω μ ο υ , τ ι π ο ν η ρ ή π ο υ ε ίσ α ι.. . ν ’ α φ ή σ ε ις τ ’ α λ η θ ιν ά σ τ ο σ π ίτ ι... Θ έ λ ω ν α π ω , μ ε γ ά λ η κ ο υ τ α μ ά ρ α ν α κ υ κ λ ο φ ο ρ ο ύ μ ε π η γ α ίν ο ν τ α ς φ ιρ ί φ ιρ ί” . » “ Ω , μ α κ ά ν ε ις λ ά θ ο ς , χ ρ υ σ ή μ ο υ . Τ α

αληθινά ε ί ν α ι α υ τ ά ” .

» “ Κ α λ ή μ ο υ Μ π ή λ ιω , μ ε σ υ γ χ ω γ ε ίς π ο υ σ ο υ τ ο λ έ ω , α λ λ ά

δεν

ε ίν α ι... Θ έ λ ω ν α π ω , ρ ώ τ α κ α ι τ ο ν κ ο σ μ η μ α τ ο π ώ λ η σ ο υ ... Τ ρ ά β α ρ ώ τα

όποιον θ ε ς . Χ ά χ α χ α α α α ” .

» Μ α ζ ε ύ ο ν τ α ι λ ο ιπ ό ν ό λ ε ς ο ι γ κ ιό σ ε ς κ α ι κ ά ν ο υ ν ε σ υ μ β ο ύ λ ιο ε π ε ιγ ό ν τ ω ς . ( Λ ο ύ σ υ Μ π ρ α ν τ σ ίν κ ε λ , ρ ίξ τ ε π α ρ α κ α λ ώ μ ία μ α τ ιά ε ις τ ο υ ς σ μ α ρ ά γ δ ο υ ς σ α ς .) Κ ά θ ο ν τ α ι ο ι σ τ ρ ίγ κ λ ε ς γ ύ ρ ω γ ύ ρ ω κ ι ε ξ ε τ ά ­ ζ ο υ ν τ α τ ζ ο β α ϊρ ικ ά τ ο υ ς σ α ν π α τ ρ ιώ τ η ς π ο υ α ν α κ ά λ υ ψ ε π ω ς κ ο υ β α ­ λ ά ε ι π ά ν ω το υ τη λ έπ ρ α . » “ Τ ο ρ ο υ μ π ιν ά κ ι μ ο υ τ ο κ ό κ κ ιν ο σ α ν α ίμ α π ιτ σ ο υ ν ιο ύ !” » “ Τ α κ α τ ρ ά μ α υ ρ α ο υ π ά λ ια μ ο υ !” Η γ ρ ια - σ κ ρ ό φ α π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε τό σ ες φ ο ρ ές τό σ ο υ ς ξέ ν ο υ ς, Μ α κ α ρ ο νά δ ες κ α ι Γ ερ μ α να ρ ά δ ες, π ο υ ’χ ε ι μ π λ έ ξ ε ι τ α μ π ο ύ τ ια τ η ς μ ’ ό λ ε ς α υ τ έ ς τ ις π ρ ο φ ο ρ έ ς ... » “ Ο υ , τ α ζ α χ φ ίγ ια μ ο υ !” τ σ ιρ ίζ ε ι μ ια ν α ι.φ ο β ε γ ό α υ τ ό π ο υ μ ο υ σ υ μ β γ ιέ ν ε ι!”

ζιγκολέτ πολυτελείας. “ Ε ί-

158

·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

» “ Μ α ε ίν α ι ό λ α α π ό τ ο Γ ο ύ λ γ ο υ ο ρ θ .. » “Ξ έρ ω π ο λύ κ α λ ά τι θα κ ά νω . Θ α τη λ εφ ω ν ή σ ω α μ έσ ω ς σ τη ν α σ τ υ ν ο μ ία ” , λ έ ε ι έ ν α π ε ισ μ α τ ά ρ ικ ο χ ο ύ φ τ α λ ο π ο υ δ ε μ α σ ο ύ σ ε μ ε τ ίπ ο τ α τ α λ ό γ ια τη ς· κ α ι σ έ ρ ν ε ι τ α χ α μ η λ ο τ ά κ ο υ ν α γ ο β ά κ ια τ η ς ω ς τ ο τ η λ έ φ ω ν ο κ α ι ε ιδ ο π ο ιε ί τ ο υ ς μ π ά τ σ ο υ ς . .

» Τ ο π ο υ σ τ α ρ ά κ ι μ α ς λ ο ιπ ό ν τ ρ α β ά ε ι μ ια δ υ ά ρ α · ε κ ε ί μ ε ς σ τ η

σ τ ε ν ή γ ν ω ρ ίζ ε τ α ι μ ’ ε κ ε ίν ο ν τ ο ν τ ύ π ο , έ ν α φ τ ω χ ο μ π ιν έ α π α τ ε ώ ν α , κ ι έ ρ χ ε τ α ι ο έ ρ ω τ α ς ή κ ά τ ι τ έ τ ο ιο τ ε λ ο σ π ά ν τ ω ν κ α ι χ τ υ π ά ε ι τ η ν π ό ρ τ α τ ω ν δ ύ ο π ρ ω τ α γ ω ν ισ τ ώ ν , α ' κ α ι β ' ρ ό λ ο υ . Κ ι ό π ω ς θ α τ ο ’ θ ε λ ε κ α ι τ ο σ ε ν ά ρ ιο , τ ο υ ς ξ ε μ α ν τ ρ ώ ν ο υ ν π ά ν ω κ ά τ ω τ η ν ίδ ια ε π ο χ ή κ α ι π ά ν ’ κ α ι π ιά ν ο υ ν μ ια γ κ α ρ σ ο ν ιέ ρ α σ τ ο Λ ό ο υ ε ρ Η σ τ Σ ά ι ν τ ... Κ α ι τ α κ ιμ ιά ζ ο υ ν μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς κ α ι β ρ ίσ κ ο υ ν ε κ α ι κ ά τ ι δ ο υ λ ίτ σ ε ς ν ό ­ μ ιμ ε ς κ α ι π α σ τ ρ ικ έ ς ... Κ α ι γ ια π ρ ώ τ η φ ο ρ ά π ο υ λ έ τ ε , ο Μ π ρ α ν τ κ ι ο Τ ζ ιμ μ α θ α ί ν ο υ ν τ ι σ η μ α ί ν ε ι ε υ τ υ χ ί α . » Ε δ ώ κ ά ν ο υ ν ε ε ίσ ο δ ο α ι δ υ ν ά μ ε ις τ ο υ κ α κ ο ύ ... Ε μ φ α ν ίζ ε τ α ι η Λ ο ύ σ υ Μ π ρ α ν τ σ ί ν κ ε λ κ α ι τ ο υ λ έ ε ι ό τ ι τ ο υ σ υ γ χ ω ρ ε ί τ α π ά ν τ α . Π ι­ σ τ ε ύ ε ι α π ό λ υ τ α σ τ ο ν Μ π ρ α ν τ κ α ι σ κ ο π ε ύ ε ι ν α τ ο υ φ τ ιά ξ ε ι κ ι ε ρ γ α ­ σ τ ή ρ ιο . Θ α π ρ έ π ε ι, β έ β α ια , ν α μ ε τ α κ ο μ ίσ ε ι σ τ ο υ ς Α ν α τ ο λ ικ ο ύ ς Ε ξ ή ν τ α Δ ρ ό μ ο υ ς ... “ Α υ τ ό τ ο μ έ γ ο ς δ ε β λ έ π ε τ α ι, χ γ υ σ ό μ ο υ · ε ίν α ι κ ι ο φ ί λ ο ς σ ο υ . . . ” Κ ι ε ί ν α ι κ α ι μ ια σ π ε ί ρ α κ α σ α δ ό ρ ω ν π ο υ θ έ λ ε ι ξ α ­ ν ά τ ο ν Τ ζ ιμ π ί σ ω σ τ α κ ό λ π α , ν α κ ά ν ε ι τ ο σ ο φ έ ρ . Ε ί ν α ι έ ν α κ ά π ο ι ο β ή μ α α ν έ λ ιξ η ς , μ ε π ιά ν ε τ ε ; Π ρ ο σ φ ο ρ ά α π ό ά τ ο μ α π ο υ ζ ή τ η μ α α ν τ ο ν έ χ ο υ ν ξ α ν α δ ε ί. » Θ α ξ α ν α γ υ ρ ί σ ε ι σ τ ο έ γ κ λ η μ α ο Τ ζ ιμ ; Θ α υ π ο κ ύ ψ ε ι ά ρ α γ ε ο Μ π ρ α ν τ σ τ α κ α λ ο π ιά σ μ α τ α τ ο υ υ π ε ρ ή λ ικ ο υ β ρ ικ ό λ α κ α , σ τ ις ο ρ έ ­ ξ ε ι ς τ ο υ α χ ό ρ τ α γ ο υ Κ α τ α χ α ν ά ; . . . Π ε ρ ιτ τ ό ν α π ο ύ μ ε π ω ς ο ι δ υ ν ά ­ μ ε ις τ ο υ κ α κ ο ύ χ ά ν ο υ ν ε π α ν η γ υ ρ ικ ά κ ι α π ο χ ω ρ ο ύ ν α π ’ τ η σ κ η ν ή μ ο υ ρ μ ο υ ρ ίζ ο ν τ α ς κ α ι δ ε ίχ ν ο ν τ α ς τ α δ ό ν τ ια τ ο υ ς α γ ρ ιε μ έ ν α . » “ Δ ε θ α χ α ρ ε ί κ α θ ό λ ο υ τ ’ Α φ ε ν τ ικ ό ά μ α τ ο μ ά θ ε ι” . » “ Δ ε ν κ α τ α λ α β α ίν ω γ ι α τ ί χ α ρ ά μ ιζ α μ ε σ έ ν α τ ο ν κ α ιρ ό μ ο υ , β ρ ω μ ο π ο υσ τα ρ έλι τη ς δ εκά ρ α ς”. » Τ ’ α γ ό ρ ια σ τ έ κ ο ν τ α ι α γ κ α λ ια σ μ έ ν α μ π ρ ο σ τ ά σ τ ο α ν ο ιχ τ ό π α ρ ά ­ θ υ ρ ο τ ο υ δ ια μ ε ρ ίσ μ α τ ο ς χ α ζ ε ύ ο ν τ α ς τ η γ έ φ υ ρ α τ ο υ Μ π ρ ο ύ κ λ υ ν .

Γ ΥΜ ΝΟ Γ Ε ΥΜ Α

·

159

■! Έ ν α ζ ε σ τ ό α ν ο ιξ ιά τ ικ ο α ε ρ ά κ ι α ν α κ α τ ε ύ ε ι τ α κ α τ ά μ α υ ρ α μ π ο υ κ λ ά κ ι α τ ο υ Τ ζ ιμ κ α ι τ α α π α λ ά , β α μ μ έ ν α μ ε χ έ ν α μ α λ λ ι ά τ ο υ Μ π ρ α ν τ . ί.

» “ Λ ο ιπ ό ν , Μ π ρ α ν τ , τ ι θ α φ ά μ ε α π ό ψ ε ;” » “ Ε σ ύ ν α π α ς ν α κ ά τ σ ε ις μ έ σ α κ α ι ν α π ε ρ ιμ έ ν ε ις ” . Δ ιώ χ ν ε ι

μ ’ έ ν α π α ι χ ν ι δ ι ά ρ ι κ ο “ Ξ ο υ τ ! Ξ ο υ τ ! ” τ ο ν Τ ζ ιμ α π ό τ η ν κ ο υ ζ ί ν α κ α ι β ά ζ ε ι τ η ν π ο δ ιά . »Τ ο μ ε ν ο ύ π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι τ ο μ ο υ ν ί τ η ς Λ ο ύ σ υ Μ π ρ α ν τ σ ίν κ ε λ σ ε ν ιά ν , μ α γ ε ιρ ε μ έ ν ο σ ε λ α δ ο μ ο υ ν ό χ α ρ τ ο . Τ α α γ ό ρ ια τ ρ ώ ν ε ε υ τ υ χ ι­ σ μ έ ν α κ α ι κ ο ι τ ά ζ ο ν τ α ι σ τ α μ ά τ ια . Α ί μ α σ τ ά ζ ε ι α π ’ τ α π η γ ο ύ ν ι α τ ο υ ς » .

Α ς α π λ ω θ ε ί σ τ η ν π ό λ η η α υ γ ή γ α λ α ζ ω π ή σ α ν φ λ ό γ α . .. Α π ’ τ ο υ ς ρους μ α ζέψ α νε τα φ ρ ο ύτα , κ ι ο ι λά κκο ι όπου α νάβ α μ ε φ ω ξ ε β ρ ά ζ ο υ ν τ ο υ ς ν ε κ ρ ο ύ ς κ ο υ κ ο υ λ ο φ ό ρ ο υ ς τ ο υ ς . .. « Θ α μ ο υ δ ε ίξ ε ις , ε υ γ ε ν ικ ή κ υ ρ ία , τ ο δ ρ ό μ ο γ ια τ ο Τ ιπ π ε ρ έ ρ υ ;» Μ α κ ρ ιά , π έ ρ α α π ό τ ο υ ς λ ό φ ο υ ς , σ τ ο Μ π λ ο υ Γ κ ρ α ς ... Μ έ σ α α π ’ τ ο γ ρ α σ ίδ ι π ο υ κ ό κ α λ α τ ο λ ίπ α ν α ν κ α ι κ α τ ά τη λ ιμ ν ο ύ λ α μ ε τ α κ ρ υ σ τα λ λ ω μ ένα τη ς νερ ά κ α ι τα χ ρ υσ ό ψ α ρ α π ο υ κ α ρ τερ ο ύν μ ετέω ρ α τ η ς ά ν ο ιξ η ς τ ο ν Π ά λ λ ε υ κ ο Ι ν δ ιά ν ο . Ο υ ρ λ ιά ζ ο ν τ α ς τ ο κ ρ α ν ίο κ α τ ρ α κ υ λ ά ε ι α ν ά π ο δ α τ α σ κ α λ ιά τ η ς π ίσ ω π ό ρ τ α ς κ ι α ν ε β α ίν ε ι ν α ξ ε ρ ιζ ώ σ ε ι μ ε τ α δ ό ν τ ια τ ο υ τ ο κ α υ λ ί κ λ ε ψ ίγ α μ ο υ σ υ ζ ύ γ ο υ π ο υ α σ π λ ά γ χ ν ω ς κ α τ α χ ρ ά τ α ι τ η ν ω τ ίτ ιδ α τ η ς σ υ μ β ία ς τ ο υ γ ια ν α δ ια π ρ ά ξ ε ι τ ις α π ρ έ π ε ιε ς τ ο υ . Ο ν ε α ρ ο ύ λ η ς σ τ ε ­ ρ ια ν ό ς φ ο ρ ε ί τ η ν ιτ σ ε ρ ά δ α τ ο υ κ α ι ξ υ λ ο κ ο π ε ί μ έ χ ρ ι θ α ν ά τ ο υ τ η γ υ ­ ν α ίκ α τ ο υ μ έ σ α σ τ ο ν τ ο υ ς . ..

Μ

π ε ν γ ο υ ε ϋ : « Μ η ν τ ο π α ίρ ν ε ις τ ό σ ο κ α τ ά κ α ρ δ α , α γ ό ρ ι μ ο υ ...

“ J e d e r m a c h t e i n e k l e i n e D u m m h e it ” » . ( Ό λ ο ι κ ά ν ο υ ν κ α ι κ α μ ι ά χ α ζ ο μ α ρ ίτ σ α .)

Σ α φ ερ: « Ό μ ω ς σ ο υ λ έ ω π ω ς δ ε ν μ π ο ρ ώ ν α δ ιώ ξ ω α π ό μ έ σ α μ ο υ α υ τ ό τ ο . .. π ώ ς τ ο λ έ ν ε , α υ τ ή τ η ν α ίσ θ η σ η ό τ ι

δεν είναι σ ω σ τ ό π ρ ά μ α » .

Μ π ε ν γ ο υ ε ϋ : « Α υ τ ά ε ίν α ι τ ρ ίχ ε ς , π α λ ικ ά ρ ι μ ο υ . . . Ε ίμ α σ τ ε ε π ι­ σ τ ή μ ο ν ε ς . .. Ε π ισ τ ή μ ο ν ε ς κ α ι τ ίπ ο τ ε ά λ λ ο . Ε ρ ε υ ν ο ύ μ ε α ν υ σ τ ε ρ ό β ο υ ­ λ α κ α ι α μ ε ρ ό λ η π τ α κ ι α ν ά θ ε μ ά τ ο ν ό π ο ιο ν φ ω ν ά ζ ε ι “ Β ά σ τ α ,

αυτό

160 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ Π Α Ρ Ο Ο Υ Ζ

παραπάειΐ” Κάτι τέτοιους τους βάζω στην ίδια μοίρα με τους σπα­ στές που φεύγουν στη μέση της γιορτής και χαλάνε το κέφι ολονών». Σ α φ ε ρ : « Α , σ ί γ ο υ ρ α ... π α ρ ’ ό λ α αυ τά ό μ ω ς . .. δεν μπορώ να ξεφ ορτω θώ αυτή την μπόχα απ ’ τα πνευμόνια μ ο υ . . . » Μ π ε ν γ ο υ ε ϋ (εκνευρισμένα): «Και ποιος μπορεί;... Δεν έχω ξαναμυρίσει τίποτα πιο βρωμερό, μα την πίστη μου... Πού ’χα μεί­ νει; Α ναι, ποιο θα ήταν άραγε το αποτέλεσμα αν χορηγούσαμε κου­ ράριο συνδυασμένο με σιδηροπνεύμονα σε περιπτώσεις οξείας μα­ νίας; Πιθανώς το άτομο, μην μπορώντας να εξωτερικεύσει τις εντάσεις του υπό μορφή κινητικής δραστηριότητας, να κατέληγε επιτόπου σαν ποντικός της ζούγκλας. Ενδιαφέρουσα αιτία θανάτου,

τι λες;» Ο Σάφερ δεν τον παρακολουθεί. «Ξέρεις», λέει ασυναίσθητα, «νομίζω ότι θα τα μαζέψω και θα ξαναγυρίσω στις παλιές καλές πα­ τροπαράδοτες εγχειρησούλες. Το ανθρώπινο σώμα πάσχει σκανδαλωδώς από εργονομική σχεδίαση. Αντί να μπερδευόμαστε με στόμα­ τα και πρωκτούς γιατί να μην έχουμε μια τρύπα για όλες τις δουλειές και μ’ αυτή να τρώμε και να αποβάλλουμε; Θα μπορούσαμε να βου­ λώσουμε στόμα και μύτη, να στουμπώσουμε το στομάχι, ν’ ανοίξου­ με έναν αεραγωγό ακριβώς πάνω στους πνεύμονες εκεί δηλαδή που θα ’πρεπε να ’ταν η τρύπα ούτως ή άλλως απ’ την αρχή...» Μ π ε ν γ ο υ ε ϋ : «Μια άμορφη μάζα για όλες τις δουλειές, γιατί όχι; Σου έχω πει για τον τύπο που είχε μάθει την κωλότρυπά του να μιλάει; Ολόκληρη η κοίλιά του κουνιόταν αν με πιάνεις πάνω κάτω, κι αμόλαγε τις λέξεις με κλανιές. Τελείως μα τελείως διαφορετικό απ’ οτιδήποτε έχουν ακούσει ποτέ τ’ αυτιά μου. »Αυτή η κωλοκουβέντα δημιουργούσε κάτι σαν εντερικό συ­ ντονισμό. Σε χτυπούσε κατευθείαν εδώ κάτω λες και σ ’ είχε πιάσει κόψιμο. Ξέρεις, που σου δίνει τις σκουντιές το εντεράκι και το νιώ­ θεις κάπως κρύο, κι ότι καλά θα κάνεις να τρέξεις ν’ αμολήσεις την τσίρλα σου; Ε λοιπόν, αυτό το κωλοβρόντημα το άκουγες να σε χτυ­ πάει εδώ κάτω, ένας νωθρός, παχιός ήχος σαν να πλαταγίζουν μπουρμπουλήθρες, ένας ήχος που μπορούσες ως και να τον μυρίσεις.

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α

·

161

Μ »0 τύπος αυτός δούλευε σε τσίρκο, την πιάνεις τη δουλειά, και βέβαια στην αρχή το νούμερό του σαν εγγαστρίμυθος ήταν πολύ πρωτότυπο. Είχε μεγάλη πλάκα, στην αρχή. Έκανε ένα νουμεράκι που το ’λεγε “Η Πιο Καλή Μου Τρύπα” , να λύνεσαι στο γέλιο σού λέω. Δεν το θυμάμαι πώς πήγαινε αλλά ήταν έξυπνο. Κάπως σαν, “ Εεε, είσ’ ακόμα εκεί κάτω, βρε παλιόπραμα;” »“Μπαααα! Είχα πάει ως το μέρος να ξαλαφρώσω” . »Μετά από λίγο καιρό ο κώλος άρχισε να μιλάει από μόνος του. Ανέβαινε εκείνος στη σκηνή χωρίς να έχει κάτι έτοιμο κι ο πισινός του αυτοσχεδίαζε και του ξεφούρνιζε τις μπαλαφάρες τη μια μετά την άλλη. »Λίγο αργότερα έβγαλε κάτι δοντάκια σαν λίμες, κάτι μικρά άγκι­ στρα γυρισμένα κατά μέσα, κι άρχισε να τρώει. Στην αρχή ο τύπος το βρήκε χαριτωμένο κι έφτιαξε και σχετικό νούμερο, όμως η κωλοτρυπίδα άρχισε να του ανοίγει τρύπες στα παντελόνια και να βγάζει λογύ­ δρια στη μέση του δρόμου, και να ωρύεται για ίσα δικαιώματα. Επίσης μέθαγε, και πατούσε κάτι κλάματα ασταμάτητα πως δεν την αγαπάει κανένας κι ότι θα ήθελε να τη φιλάνε όπως κάθε άλλο στόμα. Στο τέλος την έπιασε μια ακατάσχετη λογοδιάρροια μέρα νύχτα, τον άκουγες τον τύπο ολόκληρα τετράγωνα μακριά να ουρλιάζει λέγοντάς της να σκά­ σει· τι μπουνιές τής έριχνε, τι κεριά τής έχωνε, τίποτα αυτή, οπότε τελι­ κά γυρνάει και του λέει: “Κοίτα να δεις, αυτός που θα σκάσει στο τέλος θα ’σαι συ. Όχι εγώ. Γιατί ούτε σε γουστάρουμε ούτε σ’ έχουμε ανά­ γκη πλέον. Και να μιλάω μπορώ και να τρώω και να χέζω” . »Μετά απ’ αυτό άρχισε να ξυπνάει ο δικός σου κάθε πρωί μ’ ένα διάφανο ζελέ σαν του γυρίνου την ουρά μέσα κι όξω απ’ όλο του το στόμα. Ο ζελές αυτός ήταν εκείνο που οι επιστήμονες ονομάζουν α-Δ.Ι., Αδιαφοροποίητος Ιστός, και που μπορεί να αναπτυχθεί πάνω σε όλα τα σαρκώδη μέρη του ανθρώπινου σώματος και να γίνει ένα με αυτά. Τον τράβαγε να ξεκολλήσει από το στόμα του και οι ζελέδες κολλάγανε στα χέρια του σαν βαζελίνη που έκαιγε και αναπτύσσο­ νταν εκεί πάνω, αναπτυσσότανε παντού όπου θα έσταζε ο ζελές. Έτσι στο τέλος σφραγίστηκε το στόμα του εντελώς, και θα του είχε ακρω­

162 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

τηριάσει και το κεφάλι ολόκληρο με αυτογενή αποκόλληση— (το ήξερες πως υπάρχει πάθηση συναντάται σε μέρη της Αφρικής και μό­ νο μεταξύ των Νέγρων που εκδηλώνεται με απόπτωση του μικρού δα­ κτύλου του ποδιού λόγω αυτογενούς αποκόλλησης;)— αν εκεί δεν ήτανε τα μάτια, δεν ξέρω αν με πιάνεις. Δηλαδή αυτό που δεν κατάφερνε να κάνει η σούφρα ήτανε να δει. Χρειαζότανε τα μάτια. Όμως οι σύνδεσμοι των νεύρων είχανε μπλοκαριστεί, είχαν υπονομευτεί και είχαν ατροφήσει και ο εγκέφαλος δεν ήταν σε θέση πλέον να δώσει εντολές. Είχε παγιδευτεί μες στο κρανίο, είχε αποκλειστεί. Για ένα μι­ κρό διάστημα μπορούσες να παρατηρήσεις το βουβό δράμα που παι­ ζόταν πίσω από τα μάτια ενός ανήμπορου μυαλού, μετά θα πρέπει να πέθανε οριστικά ο εγκέφαλος, μιας και σβήσανε τα μάτια, και δε δεί­ χνανε να έχουν περισσότερα ίχνη ζωής μέσα τους απ’ ό,τι του κάβου­ ρα το μάτι στυλωμένο πάνω στο κοτσανάκι του. »Αυτό είναι το σεξ που περνάει απ’ το ψαλίδι της λογοκρισίας, που καταφέρνει να ξεγλιστρήσει μέσα από τις δημόσιες υπηρεσίες, αφού πάντα υπάρχει κάποιο κενό ανάμεσά τους, στα λαϊκά τραγού­ δια και τις ταινίες βήτα διαλογής, φανερώνοντας προδοτικά την ουσιαστική σαπίλα των θεμελίων της Αμερικής, σκάζοντας σαν το κακό σπυρί γεμάτο πύο, πιτσιλώντας τα πάντα με αυτόν τον α-Δ.Ι. που επικάθεται και μεταβάλλεται σε κάποιο εκφυλισμένο είδος καρκινικού όντος, πολλαπλασιάζοντας τυχαία κι ασταμάτητα τη φρικαλέα εικόνα του. Ορισμένα είναι εξ ολοκλήρου φτιαγμένα από πεώδη στυτικό ιστό, άλλα από σπλάχνα μετά βίας καλυμμένα με επιδερμίδα, τσαμπιά από 3 και 4 μάτια μαζεμένα, πλέγμα φτιαγμέ­ νο από στόματα που διασταυρώνονται με κωλοτρυπίδες, ανθρώπι­ να κομμάτια ανάκατα και ατάκτως ερριμμένα. »Κατάληξη της πλήρους κυτταρικής εκπροσώπησης είναι ο καρκίνος. Η δημοκρατία είναι καρκινωματική, κι ο καρκίνος είναι οι δημόσιες υπηρεσίες της. Τέτοιες υπηρεσίες βρίσκουν το έδαφος πα­ ντού μέσα στο κράτος να ριζώσουν, γίνονται όγκοι κακοήθεις σαν την Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών, κι όλο και μεγαλώνουν πιο πο­ λύ, μονίμως πολλαπλασιαζόμενοι διά της αντιγραφής, μέχρι που

Γ Υ ΜΝ Ο Γ ΕΥΜΑ

·

163

στραγγαλίζουν μια και καλή τον ξενιστή εκτός κι αν τους ελέγξουν ή χειρουργικώς τους αφαιρέσουν. Οι υπηρεσίες του Δημοσίου δεν ορούν να ζήσουν χωρίς τον ξενιστή τους, καθότι γνήσιοι παρασιιικοί οργανισμοί. (Ο συνεταιρισμός από την άλλη μπορεί να επιβιώ­ σει και χωρίς το κράτος. Αυτή είναι η οδός που πρέπει να ακολουθη­ θεί. Η οικοδόμηση ανεξάρτητων μονάδων που καλύπτουν ανάγκες των ανθρώπων οι οποίοι συμμετέχουν στη λειτουργία της μονάδας. Η κρατική υπηρεσία δουλεύει πάνω στην ακριβώς αντίθετη αρχή της επινόησης αναγκών για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της.) Η γραφειοκρατία δεν είναι παρά ένα λάθος όπως ο καρκίνος, μια λο­ ξοδρόμηση από την πορεία της ανθρώπινης εξέλιξης και των άπει­ ρων δυνατοτήτων, της διαφοροποίησης και της ανεξάρτητης δράσης του ενστίκτου, που καταλήγει όπως ο ιός στον πλήρη παρασιτισμό.

Ι

»(Υπάρχει η άποψη πως ο ιός αποτελεί εκφυλισμό ενός άλλου, περισσότερο πολύπλοκου είδους ζωής. Μπορεί κάποια στιγμή στο παρελθόν να διέθετε όλα τα εχέγγυα για ανεξάρτητη ζωή. Σήμερα έχει καταπέσει κάπου μεταξύ ζώσας και νεκρής ύλης. Μπορεί να επιδείξει ικανότητες εμβίου μόνον εντός του ξενιστή, κάνοντας χρήση της ζωής ενός άλλου— η αποποίησις της ίδιας της ζωής, μια κατακύλιση προς κάτι ανόργανο και άκαμπτα μηχανικό, προς τη νεκρή ύλη.) | »Οι υπηρεσίες του Δημοσίου πεθαίνουν όταν η δομή του κρά­ τους καταρρεύσει. Είναι τόσο ανίκανες και ακατάλληλες να τα βγά­ λουν πέρα μόνες τους όσο κι ένας ταινιοσκώληκας που του αλλάξαν περιβάλλον, ή ένας ιός που σκότωσε τον ξενιστή του. ’ »Στο Τιμπουκτού είχα δει κάποτε ένα παλικαράκι Αραβα που

ί

με τον κώλο του, κι οι αδερφάδες με πληροφορήσαι πολύ άξιος στο κρεβάτι. Μπορούσε να σου παίξει ! πάνω κάτω το όργανο βγάζοντας ένα σκοπό που άγγιζε τα πιο ευαί­ σθητα και ερωτογενή σημεία, που βεβαίως είναι διαφορετικά για τον [ καθένα. Ο κάθε εραστής είχε το δικό του τραγούδι, ένα μουσικό θέμα που ερέθιζε μόνο εκείνον και τον έφερνε σε οργασμό. Ο μικρός ήταν σπουδαίος καλλιτέχνης όταν δοκίμαζε να βελτιώσει τους δακτυλισμούς και τα πιασίματα πετυχαίνοντας νέες κορυφώσεις, με

164 ·

ΟΥ1 ΛΙ ΑΜ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

νότες που έρχονταν καμιά φορά από το χώρο του αγνώστου, ηχητι­ κοί συνδυασμοί παράφωνοι μεν εκ πρώτης όψεως που ξαφνικά όμως διεισδύουν ο ένας στον άλλον και συγκρούονται με τόλμη δημιουρ­ γώντας ένα εντυπωσιακό, γλυκό κι ολόζεστο αποτέλεσμα». Ο «Χοντρός» ο Ξοφλημένος έχει οργανώσει κυνήγι πορφυροκώλη μπαμπουίνου με μοτοσικλέτες και ακόντια. Οι Κυνηγοί μαζεύτηκαν για το Πρόγευμα της Εξόρμησης στο Μπαρ Το Σμάρι, γνωστό στέκι παρφουμαρισμένων πισωκέντηδων. Οι Κυνηγοί με μαύρα δερμάτινα σακάκια και ζώνες με φανταχτερά καρφιά βηματίζουν κορδωμένοι με κρετινίστικο ναρκισσισμό, φου­ σκώνοντας τα ποντίκια τους για να τα χαϊδέψουν οι συκιές. Όλοι τους φοράνε τεράστιους αρχιδοντορβάδες διπλοενισχυμένους. Κά­ θε τόσο κάποιος απ’ αυτούς πετάει στο πάτωμα καμιά κουνίστρω και της ρίχνει ένα γερό κατούρημα. Πίνουν Ποντς της Νίκης, φτιαγμένο με παρηγορικό, κανθαριδίνη, μπόλικο μαύρο ρούμι, μπράντι Napoleon με παστίλιες οινοπνεύμα­ τος. Το ποντς σερβίρεται από πελώριο, κούφιο, ολόχρυσο μπαμπουίνο, καθισμένο στα πισινά του πόδια και δείχνοντας απειλητικά τα δό­ ντια του απ’ τον τρόμο ενώ προσπαθεί να βγάλει το κοντάρι που είναι σφηνωμένο στα πλευρά του. Στρίβεις του μπαμπουίνου τα καρύδια κι από την κάνουλά του τρέχει το ποντς. Ανά τακτά διαστήματα ζε­ στά hors-d’oeuvres πετάγονται από τον πισινό του μπαμπουίνου με ηχηρές κλανιές. Με το που γίνεται οι Κυνηγοί ξεσπάνε σε κτηνώδη γέλια, κι οι αδερφάρες πατάνε τσιρίδες και τινάζονται νευρωτικά. Αρχικυνηγός είναι ο Καπετάν Σηκωμάρας, που τον είχαν πετάξει με τις κλοτσές απ’ το 69άρι της Βασίλισσας γιατί είχε πασάρει στα κρυφά έναν αναρτήρα οσχέου σε παρτίδα στριπ πόκερ. Μοτο­ σικλέτες πλαγιάζουν επικίνδυνα, χοροπηδούν, τουμπάρουν. Μπαμπουίνοι που φτύνουν, σκούζουν, χέζουν αρπάζονται στα χέρια με τους Κυνηγούς. Μηχανές χωρίς τους αναβάτες σέρνονται με φόρα μες στον κουρνιαχτό σαν σακατεμένα έντομα και πέφτουν πάνω σε Κυνηγούς και μπαμπουίνους...

I Γ ΥΜ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

165

Εποχούμενος ο Αρχηγός του Κόμματος διασχίζει θριαμβευτικά τα πλήθη που αλαλάζουν. Ένας σεβάσμιος γέροντας χέζεται μόλις τον βλέπει και δοκιμάζει να αυτοθυσιαστεί πέφτοντας μπροστά στις ρόδες του αυτοκινήτου. Α ρχη γό ς Κ ό μ μ α τό ς: «Μη θυσιάσεις το γέρικο ξερακιανό κορί σου κάτω απ’ τις ρόδες της ολοκαίνουριας Buick Roadmaster Con­ vertible μου με τ’ ασπρομάγουλα ελαστικά, τα υδραυλικά παράθυρα κι όλα τα αξεσουάρ. Είναι το πιο φτενιάρικο κόλπο της Αραπιάς— Iβάν, προσέξτε παρακαλώ την προφορά σας— άσ’ το να γίνει λίπα­ σμα. .. Σας συμβουλεύω να αποταθείτε στην αρμοδία υπηρεσία διατή­ ρησης προς ολοκλήρωση των υπέροχων και φίνων στόχων σας...» ι Σκάφες και πλύστρες αφημένες, στέλνουνε τώρα σεντόνια σ’ αυ­ τόματα πλυντήρια να βγάλουν τους ένοχους λεκέδες— ο Εμμανου­ ήλ προφητεύει και Δευτέρα Έ-ρευση... Είναι ένα αγοράκι στην άλλη μεριά του ποταμού με κωλαράκι στιμο ωσάν ροδακινάκν όμως να κολυμπώ δεν ήξερα και πάει η λημεντίνη μου, πέταξε το πουλάκι. Καθισμένος ο πρεζάκιας βαστάει το βελόνι ζυγιάζοντας καλά καλά τα όσα του καταμηνύει το αίμα, κι ο αητονύχης ψηλαφίζει το θύμα του με δάκτυλα από εκτόπλασμα σαπρό... Η Ώρα της Ψυχικής Υγείας του Δρα Μπέργκερ... Το πλάνο σβήνει. Τ ε χ ν ι κ ό ς : «Λοιπόν, άκου το για μια ακόμη φορά, θα σου το ςαναπώ αργά και καθαρά. “Ναι”». Εκείνος κουνάει το κεφάλι. «Και βγάλε επιτέλους ένα χαμόγελο της προκοπής... Χαμόγελο, νά έτσι». Δείχνει την ψεύτικη οδοντοστοιχία του σε φρικαλέα παρωδία δια­ φήμισης για οδοντόπαστα. «“ Κάνουμε κέφι τη μηλόπιτα, κάνουμε και κέφι ο ένας τον άλλο. Και σας το λέμε έτσι, απλά” — και κάν’ το ν ’ ακουστεί απλά. Απλά, να το καταλάβει κι ο χωριάτης... Δείχνε αργόστροφος σα βόδι, ’ντάξει; Ή μήπως θέλεις να σε πάω ως το ταμπλό ακόμη μια φορά; Ή στον κουβά;» Υ π ο κ ε ί μ ε ν ο — Αποθεραπευμένος Ψυχοπαθής Εγκληματίας— «Όχι! ... Όχι! Μη! ... Τι θα πει αργόστροφος σα βόδι;»

166

·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

«Θα πει να δείχνεις σαν βόδι». με βοϊδοκέφαλο— «Μουουυυ Μουουυυ». Τ ε χ ν ι κ ο ς (τινάζεται τρομαγμένος): «Ε, όχι κι έτσι!! Όχι! Κάνε ένα απλό, συνηθισμένο ανθρωπάκι, λιγάκι κουτορνίθι... το χαμπάριασες;» Υ π ο κ ε ι μ ε ν ο : «Να παίξω το κορόιδο;» Τ ε χ ν ι κ ό ς : «Όχι ακριβώς το κορόιδο. Δεν είναι αυτή η περί­ πτωσή μας εδώ. Φαντάσου ότι συνέρχεται από ελαφρά διάσειση... Το πιάνεις το στυλ; Του έχουν αφαιρέσει τηλεπαθητικό πομπό και δέκτη με το νυστέρι. Το Βλέμμα του Φαντάρου ... Εμπρός, κάμερα, πάμε». Υ π ο κ ε ί μ ε ν ο : «Ναι, κάνουμε κέφι τη μηλόπιτα». Το στομάχι του αρχίζει να γουργουρίζει δυνατά για πολλή ώρα. Τα σάλια τρέ­ χουν ασταμάτητα απ’ το πηγούνι του... Τ εχ ν ικ ό ς:

Υ

π ο κ ειμ εν ο —

Ο Δρ Μπέργκερ σηκώνει τη ματιά του από κάτι σημειώσεις. Θυμίζει εβραίικη κουκουβάγια με μαύρο γυαλί, το φως τον πειράζει στα μάτια: «Νομίζω ότι το υποκείμενο είναι ακατάλληλο... Φρό­ ντισε να παρουσιαστεί στην Εκποίηση». Τ ε χ ν ι κ ό ς : «Ξέρεις, μπορούμε να κόψουμε τα γουργουρητά από τον ήχο, να του χώσουμε και μια σιελαντλία στο στόμα, και...» Δ ρ Μ π ε ρ γ κ ε ρ : «Ό χι... Είναι ακατάλληλος». Κοιτάζει το υπο­ κείμενο με μια απέχθεια λες κι έχει διαπράξει κάποιο τρομερό fauxpas, να ψαχνόταν φέρ’ ειπείν για μουνόψειρες μες στη δεξίωση της κ. Κοσμικίνας. Τ ε χ ν ι κ ό ς (μοιρολατρικά αλλά και κάπως εκνευρισμένα): «Φέρτε μου τη γιατρεμένη μπιτζανού». Φέρνουν μέσα τον θεραπευμένο ομοφυλόφιλο... Κουνιέται σαν ξεβιδωμένος λες κι έχει να περάσει μέσα από μεταλλικές προεξοχές που ζεματάνε. Θρονιάζεται μπροστά απ’ την κάμερα κι αρχίζει να βο­ λεύει το κορμί του με έναν πολύ επαρχιώτικο τρόπο. Τα μούσκουλα έρχονται στη θέση τους σαν αυτόνομα μέρη τσαλακωμένου εντόμου. Το κενό της βλακείας του φλουτάρει και μαλακώνει τα χαρακτηριστι­ κά του προσώπου του: «Ναι», λέει χαμογελώντας και κουνώντας το κεφάλι του, «κάνουμε κέφι τη μηλόπιτα, κάνουμε και κέφι ο ένας τον

Γ Υ ΜΝ Ο Γ Ε Υ ΜΑ ·

167

άλλο. Και σας το λέμε έτσι, απλά». Χαμογελάει και κουνάει το κεφά­ λι του, ξαναχαμογελάει και κουνάει το κεφάλι του, και ξανά— «Στοπ!...» ουρλιάζει ο Τεχνικός. Βγάζουν έξω τον θεραπευμένο ομοφυλόφιλο που εξακολουθεί να χαμογελάει και να κουνάει το κε­ φάλι του. « Για βά λε να τ ’ ακούσουμε».

Ο Καλλιτεχνικός Σύμβουλος κουνάει το κεφάλι του: «Κάτι του λείπει. Και για να γίνω σαφέστερος, του λείπει υγεία». Μ π ε ρ γ κ ε ρ (πετάγεται όρθιος): «Αυτό είναι παράλογο! Είναι η προσωποποίηση της ίδιας της υγείας!...» Κ α λ λ ι τ ε χ ν ι κ ό ς Σ υ μ β ο υ λ ο ς (σφίγγοντας τα χείλη τ ο υ και π ρ οσ π α θώ ντα ς να δείξει ευγενής): « Ω ρ α ία , εάν έχ ετ ε κάτι το διαφωτιστικό επί τ ου θέ μ α τ ο ς θα το άκουγα μετά μεγάλης π ροσ οχής,

Δόκτωρ Μ π έ ρ γ κ ε ρ ... Ε άν εσείς με το λαμ π ρό σ α ς πνεύμα είστε σ ε θ έ σ η να χειριστείτε μόνος σ α ς το ζήτημ α, δεν καταλαβαίνω τι τον

χρειάζεστε τον Κ αλλιτεχνικό Σ ύ μ β ο υ λ ο εν τέλει». Α π ο χ ω ρ εί με το χέρι σ το γοφό σιγοτραγουδώντας: « Β ρ ε γω θα είμαι δω σαν θα ’χεις πάρει πόδι». Τ ε χ ν ικ ό ς :

«Φέρτε μου το γιατρεμένο συγγραφέα... Τι έχει;

Βουδισμό;... Α, δεν μπορεί να μιλήσει. Ε, πες το ντε απ’ την αρχή, γιατί με σκας;» Στρέφεται προς τον Μπέργκερ: «Ο συγγραφέας δε βγάζει λέξη... Παραελευθερώθηκε, θα έλεγα. Μπορούμε βέβαια να τον ντουμπλάρουμε...» Μ π ε ρ γ κ ε ρ (αυστηρά): «Όχι, δε μας κάνει καθόλου... Φέρτε κάποιον άλλο». Τ ε χ ν ι κ ό ς : «Αυτοί οι δυο ήταν οι καλύτεροί μου. Έχω ρίξει κά­ που εκατό ώρες υπερωρία γι’ αυτούς τους τύπους, που ακόμα δεν τις έχω πληρωθεί...» Μ π ε ρ γ κ ε ρ : «Κάνε αίτηση ειςτριπλούν... Δήλωση 6090». Τ ε χ ν ι κ ό ς : «Τώρα θα μας πεις και πώς να κάνω αίτηση; Κοίτα να δεις, Ντόκτορ, κάποτε είπες το εξής: “Το να μιλάμε για υγιή ομο■ φυλόφιλο είναι σαν να λέμε πως είναι μια χαρά κάποιος με κίρρωση στο τελευταίο στάδιο” . Το θυμάσαι;»

168

·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

«Ε, βέβαια. Και πολύ ορθώς διατυπωμένο», κάνει με μια γκριμάτσα αγριεμένη. «Αν και δεν διατείνομαι πως είμαι λο­ γοτέχνης». Ξεστομίζει τη λέξη με τόσο μίσος και σιχασιά που ο Τε­ χνικός κάνει δυο βήματα πίσω απ’ την αηδία... Τ ε χ ν ι κ ό ς (μονολογεί χαμηλόφωνα): «Ούτε τη μυρωδιά του δεν αντέχω. Σαν πολυκαιρισμένες καλλιέργειες αντιγράφων που έχουνε μουχλιάσει... Σαν την κλανιά ανθρωποφάγου φυτού... Σαν τα χουρρούμφ του Σάφερ» (παρωδεί το ακαδημαϊκό του φέρσιμο) «Συνεννόησις μηδέν ... Εκείνο που θέλω να πω, Γιατρέ, είναι πώς περιμένεις ένα κορμί να είναι υγιές όταν του έχεις κάνει πλύση στον Μ

π εργκερ:

εγκέφαλο; ... Ή να το διατυπώσω και αλλιώς. Μπορεί το άτομο να είναι υγιές in abstentia και μόνο με τον πληρεξούσιο, τι λες;» Μ π ε ρ γ κ ε ρ (τινάζεται πάνω): «Στην υγεία κουμάντο κάνω εγώ! ... Έχω όση θέλω, και την κάνω ό,τι θέλω! Έχω υγεία μπόλικη για όλο τον πλανήτη, υγεία για όλους τους σακάτες!! Εγώ γιατρεύω τους πάντες!» Ο Τεχνικός τον κοιτάζει με τα μούτρα ξινισμένα. Φτιάχνει μια σόδα, την πίνει και ρεύεται μες στην απαλάμη του. «Είκοσι χρόνια, έχω μαρτυρήσει πια μ’ αυτή τη δυσπεψία». Ο Αξιαγάπητος Λου ο καλός σας ο μπαμπούλης που του κάναν πλύση εγκεφάλου λέει: «Εγώ πηγαίνω μονάχα μ’ αλανιάρες, και πολύ πολύ τη βρίίίίσκω... Και τώρα μεταξύ μας, κορίτσια, εγώ πά­ ντα χρησιμοποιώ τη Γιοκοχάμα του Ατσαλένιου Κύρη, πώς σας φαίνεται; Με τον Κύρη δε φοβάσαι τίποτα και σε βγάζει πάντα ασπροπρόσωπο. Κι εξάλλου είναι πιο υγιεινό έτσι και σε γλιτώνει απ’ όλα κείνα τα φριχτά πράματα που μπορεί ν ’ αρπάξεις κι αφή­ νουν παράλυτο τον άντρα απ’ τη μέση και κάτω. Οι γυναίκες έχου­ νε κάτι ζουμιά σκέτο δηλητήριο...» «Και που λες, του λέω: “ Κοίτα να δεις, Δόκτωρ Μπέργκερ, μην πας να μου πασάρεις τις λοβοτομημένες βρωμοκαλλονές σου. Εί­ μαι, ξέρεις, η αδερφή η πιο παλιά κι η πιο περπατημένη στο Κωλαντέρ του Άνω Μπαμπουίνου...”»

Γ ΥΜ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

169

Επιτήδεια διπλαρώματα σε συφιλιασμένο πιασοκωλάδικο με απατηλά κορίτσια να σε βάζουν να πιεις μπάφες υπέρ του καταστή­ ματος Οίκος 666 κι από υγεία δεν κουβαλάνε ούτε για δείγμα σκουλαμεντιάρες τσούλες σάπιες ως τον εκπυρηνωτή των μήλων της ανολοκλήρωτης ψωλής μου. Ποιος πυροβόλησε τον Πούλο τον Κοκκινολαίμη; ... Ο σπουργίτης πέφτει νεκρός από το βόλι του πι­ στού μου Webley, και μια σταγόνα αίμα στάζει από το ράμφος του... Ο Λόρδος Τζιμ έλαμψε κατακίτρινος μπρος στο θλιμμό του ξε­ πλυμένου φεγγαριού τού πρωινού όμοιο με ασπριδερό καπνό με φόντο τη γαλάζια στόφα, και τα πουκάμισα ανεμίζουν με δύναμη στον κρύο ανοιξιάτικο αγέρα πάνω στα βράχια τα ασβεστολιθικά που ορθώνονται αντίκρυ στο ποτάμι, Μαίρη, και η αυγή έχει κοπεί στα δύο σαν τον κυνηγημένο Ντίλλινγκερ που πάει να μπει στο Μπάιογκραφ. Μυρωδιά από νέον και ατροφισμένους γκάνγκστερ, κι ο manque κακοποιός χώνει τη μούρη του σε κουβά με αμμωνία και τραβάει εισπνοές για να πάρει κουράγιο να σπάσει τους κερμα­ τοδέκτες που δίνουν πρόσβαση στις τουαλέτες... «Θα μπουκάρω», ιονολογεί. «Τώρα θα λουκάρω, εε, θα μπουκάρω θέλω να πω». (ετοιμάζοντας άλλο ένα σκοτς): «Οι επόμενες ταραχές θα σκάσουνε σαν βόμβα. Έχουμε κάνει εισαγωγή χίλια βαρετάμπλ Λατάχ, βαρβάτα και όλα πρώτης διαλογής, από την Ινδοκίνα... Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι να τους βρούμε αρχηγό, να τους κοτσάρουμε τον αρχιταραξία». Ξεσκονίζει με το βλέμμα την ομήγυρη. Υ π ο δ ι ο ι κ η τ ή ς : «Μα δε θα μπορούσαμε, αρχηγέ, να τους βά­ λουμε μπροστά κι αυτοί ν ’ αρχίσουνε μετά να μιμούνται ο ένας τον άλλον σαν αλυσοδεμένη αντίδραση;» Α

ρχηγός

Κ όμματός

Η Ντιζέζ ξεπροβάλλει με τα φιδοκουνήματά της μέσα από την Αγορά: «Ο Λατάχος σε τι σκοπό βαράει σαν θα βρεθεί μονάχος;» Α.Κ.: «Αυτό είναι μια τεχνική λεπτομέρεια και θα πρέπει να συμβουλευτούμε τον Μπένγουεϋ. Αποψή μου είναι πως κάποιον πρέπει να ακολουθούν καθ’ όλη τη διάρκεια της επιχείρησης».

170 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

«Δεν ξέρω», είπε λόγω έλλειψης των απαιτούμενων βαθμών και των ανάλογων προσόντων για την ανάληψη της θέσης. «Δεν έχουν συναισθήματα», είπε ο Δόκτωρ Μπένγουεϋ κιμα­ διάζοντας αλύπητα τον ασθενή του. «Μόνο αντανακλαστικά ... Συ­ νιστώ αντιπερισπασμό κατεπειγόντως». «ΓΓ αυτούς δείγμα ενηλικίωσης είναι ν’ αρχίσουν να μιλάνε». «Είθε τα βασανάκια σου να ’ναι όλα τους μικρούλια όπως λένε μεταξύ τους κι οι παιδόφιλοι». «Είναι μια σκέτη φρίκη, χρυσό μου, όταν αρχίζουν και δοκι­ μάζουν τα κοστούμια σου και νιώθεις πως σου την πέφτει το στοι­ χειό που κουβαλάς, το doppelganger που λένε...» Αδερφή με στρίφωμα προσπαθεί σε έξαλλη κατάσταση ν ’ αρ­ πάξει σπορ σακάκι από αγόρι που το βάζει στα πόδια. «Το κασμιρένιο μου σακάκι των διακοσίων δολαρίων», τσιρίζει... «Τα ’χει που λες μ’ εκείνο το Λατάχο, βλέπεις ο μουρλόγερος θέλει να εξουσιάσει κάποιον ολοκληρωτικά... Ο Λατάχος μαϊμουδίζει όλες του τις εκφράσεις κι όλα του τα τερτίπια και φυσικά του ρουφάει στάλα στάλα όλη του την προσωπική εικόνα σαν μια απαί­ σια κούκλα εγγαστρίμυθου... “ Με δίδαξες ό,τι είσαι και δεν εί­ σαι. .. Τώρα έχω ανάγκη από καινούριο αμίγκο” . Τι να του πει και η καημένη η Μπουμπού αφού έχει πια κλείσει σαν προσωπικότητα». Π ρ ε ζ ά κ ι : «Νά μαστέ λοιπόν χωρίς πλάκα σε τούτη τη θεόστεγνη πόλη και να τη βγάζουμε μονάχα με σιρόπια για το βήχα». Κ α θ η γ η τ η ς : «Η κοπροφιλία... κύριοι... θα ήτο δυνατόν να ορισθεί ως χουρρούμφ... πλεοναστική διαστροφή...» «Είκοσι χρόνια καλλιτέχνης στην πιάτσα της ερωτικής ταινίας και δεν ξέπεσα ποτέ μου στο σημείο να υποκριθώ πως έχω οργασμό». «Σκάρτο πρεζόμουνο που κρεμάει τ’ αγέννητο παιδί της... Οι γυναίκες, αγορίνα μου, δε λένε». «Θέλω να πω όλα εκείνα τα περί συνειδητοποιημένου σεξ χωρίς την παραμικρή πλάκα... Ρουτίνα, λες και πηγαίνεις τα βρώμικα ρούχα στο πλυντήριο...»

Γ ΥΜ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

· 171

«Κι εκεί πάνω στο κορύφωμα του πάθους πετάει: “ Μπας και σου περισσεύει κάνα καλαπόδι;”» «Μου ’πε πώς την τραβήξανε σαράντα Άραβες σ ’ ένα τζαμί και τη βιάσανε υποθέτω διαδοχικά... Αν και δύσκολα θα κάτσουν να περιμένουν στην ουρά— εμπρός, Αλή, στην άκρη της ουράς. Καλέ, σοβαρά σας λέω, το πιο άνοστο παραμύθι που άκουσα ποτέ. Λες και είχανε βιάσει εμένα προσωπικά τα πλέον αδίστακτα καμάρια της συνομοσπονδίας των ανούσιων σαχλαμπούχληδων». Μια ομάδα από ξινισμένους Εθνικιστές κάθεται έξω από το Σάργασο και ξεφωνίζει τις αδερφές τσαμπουνίζοντας κατόπιν εις την αραβική... Γεμάτοι αυτοπεποίθηση οι Κλεμ και Τζόντυ κάνουν εμφάνιση ντυμένοι όπως Ο Καπιταλιστής σε θεόρατη τοιχογραφία κουμμουνιστή ζωγράφου. Κ λ ε μ : « Ή ρ θ α μ ε να εκμ ετ α λ λε υ τ ο ύ μ ε την οπ ισθοδρομικότητά σας».

«Και για να δανειστώ τα λόγια του Αθάνατου Βάρ­ δου, ν ’ αρμέξουμε κείνους τους Μαυριτανούς». Τ ζοντυ:

Ε θ ν ι κ ι ς τ η ς : «Γουρούνια! Βρωμερά σκουπίδια! Σκύλας γιοι! Δεν καταλαβαίνετε πως ο λαός μου πεινάει;» Κ λ ε μ : «Έτσι ακριβώς μ’ αρέσει να τους βλέπω». Ο Εθνικιστής σωριάζεται ξερός, φαρμακωμένος απ’ το μίσος... Αμέσως σπεύδει ο Δρ Μπένγουεϋ: «Για λίγο στην άκρη, κάντε χώ­ ρο να περάσω». Του παίρνει λίγο αίμα. «Δυστυχώς, δεν μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω. Άμα είναι να πας θα πας».

Λάμπει η λατέρνα η γυρίστρα σαν λαμπαδιασμένο ψευτοχριστουγεννιάτικο δεντράκι που καίει μαζί με τα σκουπίδια της αυλής με τ ’ αγοράκια να τραβάνε τις παχιές τους στις τουαλέτες του σχο­ λείου— άραγε πόσοι νεανικοί σπασμοί πάνω σ ’ εκείνο το παλιό δρύινο κάθισμα το φαγωμένο και λείο σαν χρυσάφι... Ύπνος ατέλειωτος στην κοιλάδα του Ρεντ Ρίβερ μαύρα παρά­ θυρα αραχνιασμένα και παιδικά κοντάρια... Δυο αδερφάρες Νέγρες βρίζονται και τσιρίζουν.

172 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

Α δ ε ρ φ α ρ α 1: «Βούλωσ’ το μωρή φτηνιάρα που ’πιασε κοκκίω­ μα το μουτζό σου... Σιχαμερό Λου σε φωνάζουν πια στην πιάτσα». Ν τ ι ζ ε ζ : «Η κούκλα με το βαρύ μπαγκάζι και που βογκεί με νάζι». Α δ ε ρ φ α ρ α 2 : «Μιάου. Μιάου». Ρίχνει πάνω της λεοπαρδαλέ τομάρι με σιδερένια νύχια... Α δ ε ρ φ α ρ α 1: «Άου άου. Κοσμικιά της Εταιρείας». Το βάζει στα πόδια ουρλιάζοντας μες στα σοκάκια της Αγοράς ενώ ξοπίσω της μουγκρίζοντας και γρούζοντας τρέχει απειλητικός ο παρενδυσίας... Ο Κλεμ βάζει τρικλοποδιά σε σπαστικό σακάτη και του παίρνει τις πατερίτσες... Τον παρωδεί με τρόπο απαίσιο τινάζοντας σπα­ σμωδικά το κορμί του και φτύνοντας σάλια... Βουή διαδήλωσης, κάπου μακριά— μια χιλιάδα υστερικά λου-

λού Πομερανίας. Τα ρολά των μαγαζιών κατεβαίνουν πέφτοντας σαν γκιλοτίνες. Ποτήρια και δίσκοι μένουν μετέωροι καθώς οι θαμώνες τινάζονται προς το εσωτερικό του καταστήματος ρουφηγμένοι από την ένταση του πανικού. Χ ο ρ ω δ ί α α π ο Α δ ε ρ φ α ρ ε ς : «Θα μας βιάσουν όλες. Το ξέρω, το ξέρω». Ορμάνε σ ’ ένα φαρμακείο κι αγοράζουν μια κούτα Κ.Υ. Α ρ χ η γ ό ς Κ ό μ μ α τ ό ς (σηκώνοντας το χέρι του με ύφος δρα­ ματικό): «Φωνή Λαού». Ο Πίρσον ο Κάλπικος Παράς τ’ ανάσκελα σωριάζεται στο χαμη­ λό γρασίδι απ’ τη λαβή του εκβιαστικού φρούραρχου του Κάρμα, κρύβεται στο αδειανό οικόπεδο παρέα με τα ακίνδυνα θαμνόφιδα, για να τον μυριστεί και να τον ξετρυπώσει ο ξηγημένος σκύλος... Η Αγορά είναι άδεια με εξαίρεση έναν γερο-μεθύστακα απροσ­ διορίστου εθνικότητος ο οποίος τα ’χει παραδώσει με το κεφάλι του στην τρύπα ουρητήριου. Αλαλάζοντας οι διαδηλωτές ξεχύνονται στην Αγορά ουρλιάζοντας «Θάνατος στους Γάλλους», βρίσκουν τον μπεκρή και τον κάνουνε κομμάτια. Σ α λ β α ν τ ό ρ Χ α ς α ν (στριφογυρίζοντας σαν χέλι με το μάτι σε μια κλειδαρότρυπα): «Μα, δείτε τις εκφράσεις τους, όλο τούτο το

ΓΥ Μ ΝΟ Γ ΕΥ ΜΑ

·

173

πανέμορφο πρωτοπλασματικό πράμα, όλα τους ίδια κι απαράλλα­ χτα». Ρίχνει τη Γυροβολιά του Υγροποιητή. Κλαψομούνα αδερφή πέφτει στο πάτωμα φτάνοντας σε οργα­ σμό. «Θεέ μου, είναι χάρμα. Σαν ένα μιλιούνι σαρμελιές που σφύ­ ζουν απ’ την κάψα». Μ π ε ν γ ο υ ε ϋ : «Θα ’θελα να κάνω μια εξέταση αίματος στους λεβέντες». Ένας δυσοίωνα άδηλος και κρύφιος άντρας, γκρίζα γενειάδα και γκριζοσκότεινο πρόσωπο κενό μέσα σε άθλια καφετιά τριμμένη κελεμπία, τραγουδάει με μικρή δόση ακαθόριστης προφοράς χωρίς ν ’ ανοίγει τα χείλη του: «Αχ κούκλες μου, κουκλάρες μου και λεβεντοκουκλάρες μου». Αστυνομικές δυνάμεις, χείλη σφιγμένα και λεπτά, χοντρές μυτόγκες κι άδεια μάτια παγωμένα, εισέρχονται στην Αγορά από όλους τους συγκλίνοντες δρόμους. Κοπανάνε τους εξεγερμένους με ρόπα­ λα και με κλοτσιές, με μια μεθοδικότητα ψυχρή όσο και κτηνώδη. Τους ταραξίες τούς δεματιάσανε και τους απομάκρυναν με φορτηγά. Τα ρολά σηκώνονται και οι πολίτες της Διαζώνης ξεμυτί­ ζουν στην πλατεία που είναι γεμάτη με δόντια, σανδάλια και γλι­ στερή από το αίμα. Η ναυτική κασέλα του σκοτωμένου βρίσκεται στην Πρεσβεία κι ο υποπρόξενος σκάει το μαντάτο στη μαμά. Δεν έχει ... Το πρωί ... Χαράματα ... n ’existe plus... Εάν το γνώριζα θα σας το έλεγα ευχαρίστως. Έτσι κι αλλιώς η μετακίνηση προς την Ανατολική Πτέρυγα είναι λάθος... Χάθηκε μέσα από μια αόρατη πόρτα... Όχι εδώ ... Μπορείτε να ψάξετε παντού... No good ... No bueno ... Βιάζομαι, έχω δουλειά... Ελιάτε Παλιασκευή. (Σημείωση: Οι παλαιότεροι στο κουρμπέτι, όλες οι γερο-εβραίικες πρεζοκαραβάνες με τη φάτσα ρημαγμένη απ’ τα δρολάπια της χαρμάνας, θα το θυμούνται... Στα χρόνια του ’ 20, πολλοί πρεζέμπορες Κινέζοι βρήκαν τις πιάτσες της Δύσης τόσο αναξιόπιστες, άτιμες και σκάρτες που συμφωνήσαν να το κλείσουν απαξάπαντες

ϋ ■

174 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

το μαγαζί, και σαν εμφανιζόταν κάνα δυτικό πρεζόνι να ψωνίσει, εκείνοι λέγανε: «Ντεν έκει... Ελιάτε Παλιασκευή...»)

Η ΙΣ Λ Α Μ Α .Ε. Κ Α Ι ΟΙ Φ Α Τ Ρ ΙΕ Σ ΤΗ Σ Δ ΙΑ Ζ Ω Ν Η Σ Δούλευα για την κατάσταση που ήτανε γνωστή ως Ισλάμ Α.Ε., που τη χρηματοδοτούσε ο Έι Τζέι, ο διαβόητος Έμπορος του Σεξ, ο οποίος είχε σκανδαλίσει τους διεθνείς κοσμικούς κύκλους όταν εμ­ φανίστηκε στο χορό του Δούκα ντε Καλοπερασιάν ως δίποδο πέος ντυμένο με μια τεράστια περικαυλίδα διακοσμημένη με το γνωστό σύνθημα του Έι Τζέι «Δεν Θα Περάσει Το Δικό Τους». «Μάλλον κακόγουστο, αγαπητέ μου», είπε ο Δούκας. Για ν’ ακούσει την απάντηση τουΈι Τζέι: «Τον παίρνεις βαζελινάτο με Κ.Υ. Διαζώνης». Και υπονοούσε βέβαια το σκάνδαλο της Κ.Υ. το οποίο την εποχή εκείνη βρισκόταν ακόμα σε προνυμφικό στάδιο. Οι εύστροφες ατάκες τουΈι Τζέι παραπέμπουν συχνά σε μελλοντικά γεγονότα, καθότι μάστορας στη βραδύκαυστη αποστόμωση. Ο Σαλβαντόρ Χασάν Ο ’Λήρυ, ο Μεγιστάνας του Βιδέλου, έχει κι αυτός κάποια ανάμειξη. Για την ακρίβεια, μία από τις θυγατρικές του εταιρείες έχει συνεισφέρει άγνωστον τι και πόσο, ενώ ένας από τους επικουρικούς χαρακτήρες της ψυχοσύνθεσής του σχετίζεται ευθέως με την οργάνωση προσφέροντάς της συμβουλευτικές υπη­ ρεσίες χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται την οιαδήποτε δέσμευση εκ μέρους του, ή ότι συντάσσεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την πολιτική, τις ενέργειες ή τους στόχους της Ισλάμ Α.Ε. Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε τους Κλεμ και Τζόντυ, τους Ερυσιβώδεις Αδελφούς, που αποδεκατίσανε τη Δημοκρατία του Χασάν με σιτη­ ρά προσβεβλημένα από ερισυβώδη όλυρα, τον Αχμέτ τον Νεκρο­ ψία, αλλά και τον Ηπατιτιδικό Χαλ, τον μεγαλέμπορα φρούτων και ζαρζαβατικών.

Γ ΥΜ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

175

Μια απείθαρχη συμμορία από Μουλάδες και Μουφτήδες, Μουσεΐνηδες, Καΐντ και Γκλαουί, Σεΐχηδες, Σουλτάνους, Σοφούς Αγιοπατέρες και κάθε λογής εκπροσώπους ως και της πιο απίθανης αραβι­ κής οργάνωσης φτιάχνουν τον κατιμά της βάσης και είναι αυτοί που παρευρίσκονται πάντα στις συνάξεις απ’ τις οποίες φρονίμως απου­ σιάζει η ηγεσία. Παρά το γεγονός ότι τους αντιπροσώπους τους ψά­ χνουνε στην είσοδο και μάλιστα προσεκτικά, αυτές οι συναντήσεις μονίμως καταλήγουν σε ταραχές. Συχνά καταβρέχουν με βενζίνη κά­ ποιον ομιλητή και τον καίνε ζωντανό, ή ο τάδε άξεστος Σεΐχης της ερήμου ανοίγει πυρ κατά των αντιπάλων του με πολυβόλο που το είχε κρύψει στην κοιλιά του πρόβατου που τον ακολουθούσε σαν σκυλά­ κι. Εθνικιστές μάρτυρες με χειροβομβίδες κρυμμένες στον κώλο μπερδεύονται με το πλήθος των συνέδρων και αίφνης τινάζονται στον αέρα, προκαλώντας μεγάλο αριθμό θυμάτων... Υπήρξε βέβαια και το περιστατικό με τον Πρόεδρο Ρα που πέταξε χάμω τον Πρωθυ­ πουργό της Βρετανίας και τον εσοδόμισε παρά τη θέλησή του, γεγο­ νός που μεταδόθηκε τηλεοπτικά σε όλον τον Αραβικό Κόσμο. Άγριοι αλαλαγμοί χαράς ακούστηκαν ως τη Στοκχόλμη. Στη Διαζώνη υπάρ­ χει διάταξη που απαγορεύει τις συνάξεις της Ισλάμ Α.Ε. σε απόσταση μικρότερη των πέντε μιλίων από τα όρια της πόλης. W

i ':

Ο Έ ι Τζέι— στην πραγματικότητα κατάγεται κάπου απ’ την Εγ­ γύς Ανατολή, άγνωστο από πού ακριβώς— εμφανιζόταν για ένα φεγγάρι ως Άγγλος τζέντλεμαν. Η εγγλέζικη προφορά του έσβησε σιγά σιγά μαζί με τη Βρετανική Αυτοκρατορία, και μετά τον Β ' Πα­ γκόσμιο Πόλεμο έγινε Αμερικανός και με τη Βούλα του Κογκρέ­ σου. Ο Έι Τζέι είναι πράκτορας όπως κι εγώ, αλλά για ποιον ή τι κανείς ποτέ δεν κατάφερε να ανακαλύψει. Φημολογείται πως ενερ­ γεί για τα συμφέροντα ενός οικονομικού τραστ γιγαντιαίων εντόμων από έναν άλλο γαλαξία... Πιστεύω πως είναι με το μέρος των Πραγματικιστών (τους οποίους κι εγώ ο ίδιος εκπροσωπώ)· θα μπορούσε βεβαίως να είναι και Πράκτορας της Υγροποίησης (με το πρόγραμμα Υγροποίησης όλοι οι άνθρωποι θα συγχωνευθούν κά­

176 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ Π Α Ρ Ο Ο Υ Ζ

ποια στιγμή στον Έναν Και Μοναδικό Άνθρωπο μέσω μιας διαδι­ κασίας πρωτοπλασματικής απορρόφησης). Ποτέ δεν μπορείς να εί­ σαι σίγουρος για τον ρόλο του καθενός στην πιάτσα. Η βιτρίνα τουΈι Τζέι; Διεθνής πλεϊμπόι και ακίνδυνος φαρσέρ. Αυτός ήταν που έβαλε τα πιράνχα στην πισίνα της Λαίδης ΣάττονΣμιθ κι έριξε εκείνο το μείγμα από Γιαχέ, Χασίς και Υοχιμπίνη μες στο ποντς στη δεξίωση της Αμερικανικής Πρεσβείας για την Τετάρ­ τη του Ιούλη, που κατέληξε σε όργιο. Δέκα διακεκριμένοι πολί­ τες— Αμερικάνοι, φυσικά— απεβίωσαν ως εκ τούτου απ’ την ντροπή τους. Ο θάνατος από ντροπή είναι χάρισμα ίδιον των Ινδιά­ νων Κουακιούτλ καθώς και των Αμερικανών— άλλοι απλώς λένε «Zut alors» ή «Son cosas de la vida» ή «Ο Παντοδύναμος Αλλάχ μού γάμησε τα πέταλα...» Κι όταν ο Σύνδεσμος κατά των Φθοριούχων Ενώσεων του Σινσιννάτι έκανε συγκέντρωση για να γιορτάσει τη νίκη του πίνοντας καθαρό νεράκι της πηγής, τους πέσανε όλα τα δόντια επιτόπου. «Και λέγω σε όλους εσάς, τ’ αδέλφια μου και συναγωνιστές του κινήματος για την κατάργηση των Φθοριούχων Ενώσεων, πως σή­ μερα τους καταφέραμε τέτοιο χτύπημα εξ ονόματος της αγνότητας που δεν θα ξαναβρούν την ησυχία τους... Και δεν το βάζουμε κά­ τω! Κάτω τα ξενόφερτα, βρωμερά τους φθόρια! Θα καθαρίσουμε, λέγω, την πανέμορφη τούτη χώρα και θα την παραδώσουμε στιλ­ πνή και ντελικάτη σαν τη μεσούλα αγοριού... Πρώτος, λοιπόν, θα ξεκινήσω το τραγούδι-ύμνο μας, Με τον παλιό δρύινο κουβά». Λάμπες φθορίου φωτίζουν παιχνιδιάρικα ένα κεφαλόβρυσο με κάτι φρικαλέα χρώματα τζουκ-μποξ. Οι Αντιφθοριούχοι κάνουν ουρά μπροστά στη βρύση και τραγουδώντας ένας ένας χώνει την κούπα του στο δρύινο μαστέλο και βγάζει για να πιει... «Μέσ’ απ’ τον παλιό δρύινο κουβά, το μαλαματένιο μας δρύινο κουβά τον γκλουμπλθουλουννουμπμπεθ...» Ο Έι Τζέι είχε πειράξει το νερό ρίχνοντας μέσα ένα βοτάνι της Νότιας Αμερικής που κάνει πολτό τα ούλα.

Γ ΥΜ ΝΟ Γ Ε ΥΜ Α ·

177

(Άκουσα για το φυτό αυτό από έναν γερο-χρυσοθήρα Γερμανό που πέθαινε από ουραιμία στο Πάστο της Κολούμπια. Υποτίθεται πως βγαίνει στην περιοχή του Πουτουμάγιο. Δεν το πέτυχα ποτέ. Δεν έψαξα και ιδιαίτερα... Τούτος ο πατριώτης μου ’χε πει και για ένα σκαθάρι σαν μεγάλη ακρίδα γνωστό ως Σιουκουτίλ: «Τέτοιο αφροδισιακό που έτσι και κάτσει πάνω σου και δεν μπορέσεις αμέ­ σως να βρεις γυναίκα, πέθανες. Έχω δει Ινδιάνους να τρέχουν πάνω κάτω και να τον χτυπάνε αλύπητα από την επαφή τους μ’ αυτό το ζωντανό». Δυστυχώς δεν κατάφερα ποτέ να βρω άκρη για λίγο Σιουκουτίλ...)

Ϊ

Στην πρεμιέρα της Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, ο Έι Τζέι, έχοντας καλυφθεί με εντομοαπωθητικό, αμολάει ένα σμάρι Σιου­ κουτίλ. Η Κυρία Βαντερψώρ κάνοντας λιώμα με την παλάμη της ένα Σιουκουτίλ: «Ωχ! ... Ωχ! ... ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΧ!!!» Στρι­ γκλιές, γυαλιά που σπάζουν, ρούχα που ξεσκίζονται. Βογκητά και τσιρίδες και αναστεναγμοί και κλάψες και αγκομαχητά που δένουν σε απόλυτο κρεσέντο... Μπόχα από σπέρμα από μουνίλα και ιδρώ­ τα κι απ’ τη μουχλιάρικη μυρουδιά διακορευμένου πισινού... Δια­ μάντια και γουναρικά, βραδινές τουαλέτες, ορχιδέες, κοστούμια και εσώρουχα σκόρπια παντού στο πάτωμα όπου στοιβάζονται τα γυ­ μνά κορμιά γογγύζοντας, χτυπημένα από σπασμούς κι από μανία. Κάποτε ο Έι Τζέι είχε κλείσει τραπέζι ένα χρόνο πριν στο Chez Robert, εκεί που ο πελώριος γαστρονόμος με το παγωμένο βλέμμα επιβλέπει ωσάν κλώσσα την υψηλότερη couisine του κόσμου. Τόσο δηλητηριώδης και υποτιμητική είναι η ματιά του που ουκ ολίγες φορές ο πελάτης, έχοντας δεχτεί τέτοιες ριπές περιφρόνησης, κυλί­ στηκε στο πάτωμα και κατουρήθηκε πάνω του στη σπασμωδική του προσπάθεια να γίνει αρεστός. Φτάνει λοιπόν οΈ ι Τζέι στο κατάστημα παρέα με έξι Ινδιάνους από τη Βολιβία που μασουλάνε φύλλα κόκας ώσπου να έρθει το επό­ μενο πιάτο. Κι όταν ο Ρομπέρ, με όλη τη γαστρονομική μεγαλοπρέ­

178

·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

πειά του, εφορμά προς το τραπέζι τους, οΈ ι Τζέι τον καρφώνει με το βλέμμα και του φωνάζει: «Ψιτ, Μικρέ! Για πιάσε ένα κέτσαπ». (Άλλη εκδοχή: Ο Έ ι Τζέι βγάζει απ’ την τσέπη του ένα μπουκά­ λι κέτσαπ και κάνει χάλια την haute cuisine.) Τριάντα γκουρμέδες σταματούν να μασάνε αυτοστιγμεί. Μπο­ ρούσες να ακούσεις το souffle να ξεφουσκώνει. Όσο για τον Ρομπέρ, πατάει μια τρομερή κραυγή μανίας σαν πληγωμένος ελέφας, τρέχει στην κουζίνα κι αρπάζει έναν μπαλτά... Ο Σομμελιέ μου­ γκρίζει αγριεμένος, το πρόσωπό του παίρνει μια παράξενη μαβιά απόχρωση που ιριδίζει... Σπάει μια Brut Champagne... του ’26... κι οπλίζεται με το λαιμό του μπουκαλιού... Ο Πιερ, ο Αρχισερβιτόρος, βουτάει ένα μαχαίρι που ξεκοκαλιάζουνε τα κρέατα. Μαζί και οι τρεις κυνηγάνε τονΈι Τζέι μες στο εστιατόριο με κάτι διεστραμ­ μένες απάνθρωπες κραυγές παροξυσμού... Τραπέζια γυρνάνε τούμπα, εκλεκτά κρασιά και απαράμιλλα φαγιά χύνονται στο πάτω­ μα... Η ιαχή «Λιντσάρετέ τον!» αντιλαλάει στον αέρα. Ένας ηλικιωμένος καλοφαγάς με μάτι τρελό γεμάτο αίμα σαν και του μανδρίλου, ετοιμάζει τη θηλιά με το κορδόνι μιας κόκκινης βελού­ δινης κουρτίνας... Βλέποντας πως τον έχουνε στριμώξει κι ότι κιν­ δυνεύει τουλάχιστον να τον διαμελίσουν από στιγμή σε στιγμή, ο Έι Τζέι παίζει το τελευταίο του χαρτί... Σηκώνει κατά πάνω το κε­ φάλι και βγάζει μια κραυγή για να μαζευτούνε τα γουρούνια· και μια εκατοστή γουρούνια ξεθεωμένα από την πείνα που τα ’χε στρατοπεδέψει εκεί κοντά ορμάνε στο εστιατόριο και πέφτουν με τα μούτρα στην υψηλή μαγειρική. Σαν δέντρο τεράστιο σωριάζεται στο πάτωμα με ανακοπή ο Ρομπέρ και καταβροχθίζεται από τα γου­ ρούνια: «Μπάσταρδα πλάσματα, πόσα λίγα ξέρετε για να τον εκτι­ μήσετε», λέει οΈ ι Τζέι. Ο αδελφός του Ρομπέρ, ο Πωλ, διακόπτει την ιδιώτευσή του στο τοπικό τρελάδικο κι αναλαμβάνει τη διεύθυνση του εστιατορίου πα­ ρουσιάζοντας κάτι που ο ίδιος αποκαλεί «Υπερβατική Κουζίνα»... Ανεπαίσθητα η ποιότης του φαγητού σιγά σιγά υποβαθμίζεται μέχρι που φθάνει να σερβίρει σκέτο σκουπίδι, αλλά οι πελάτες είναι τόσο

ΓΥ Μ ΝΟ Γ ΕΥΜΑ

·

179

πειθαναγκασμένοι από τη φήμη του Chez Robert που ουδόλως δια­ μαρτύρονται.

Hr Δείγμα από το Μενού: Ζωμός από Κάτουρο Καμήλας με Βραστούς Γεωσκώληκες Δηλητηριώδες Σελάχι (φιλέτο) Λιασμένο .ιμμένο με κολόνια και γαρνιρισμένο με φυλλαράκια τσουκνίδας Πλακούντας Μοσχαρίσιος με Άσπρη Σως, μαγειρεμένος σε μαύρο λάδι από το κάρτερ, σερβιρισμένος με σως πικάν φτιαγμένη από κρόκους κλούβιων αυγών και λιωμένους κοριούς ι

Τυρί Λίμπουργκερ που γλυκά έχει ωριμάσει σε ούρα διαβητικού (σερβίρεται Φλαμπέ με παστίλιες οινοπνεύματος)...

Και φυσικά ένας ένας οι πελάτες πεθαίνουν ησύχως από βοτουλισμό... Κατόπιν επιστρέφει ο Έι Τζέι με μια κουστωδία Αράβων προσφύγων από τη Μέση Ανατολή. Βάζει μια μπουκιά στο στόμα του κι αναφωνεί: ι «Να σου γαμήσω το μάγειρα! Τι σκουπίδια είναι τούτα που σερ­ βίρεις; Πιάσ’ τον καργιόλη και πνίχ’ τον μες στις κατσαρόλες!» Κ ι έτσι όλο και μεγάλωνε ο θρύλος γύρω από το όνομα τουΈι Τζέι, του καταγέλαστου, αξιαγάπητου εκκεντρικού... Αλλάζει το πλάνο και ιδού η Βενετία... Γονδολιέρηδες που τραγουδούν και παθιάρικοι στεναγμοί που ξεπετάγονται απ’ το Σαν Μάρκο και το Χάρρυ’ς. Χαριτωμένο παλιό βενετσιάνικο ανέκδοτο γι’ αυτή τη γέφυρα, φαίνεται πως κάποιοι Βενετσιάνοι ναυτικοί που σαλπάραν για ταξί­ δι μακρινό το γύρο του κόσμου δηλαδή καταλήγουν όλοι τους συ-

180 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

κιές έχουνε βλέπεις και τον καμαρότο που τον πηδούν κατ’ εξακο­ λούθηση, με το που γυρνάν λοιπόν στη Βενετία αναγκάζονται οι γυ­ ναίκες τους να κόβουν βόλτες πάνω στο γεφύρι μοστράροντας τα κρεμαστάρια τους μπας και ξυπνήσουν τη διάθεση των αλλαξοπίστηδων και τους συνεφέρουν. Τσακίζονται λοιπόν και κουβαλάνε τις ομάδες κρούσης στο Σαν Μάρκο. «Κορίτσια, εδώ πρόκειται για Ε.Δ.Ο., Επιχείρηση Δώστα Όλα. Αμα δε σταματούν μπρος στα βυζιά σας βγάλτε στη φόρα τα μουνιά σας για να ταρακουνηθούν οι πούστηδες». «Αχ Γκέρτη μου, είναι αλήθεια. Έτσι όπως μου το λέγανε. Αντί για υπέροχο πραματάκι έχουν ένα βαθύ κι απαίσιο σκίσιμο». «Ούτε να το αντικρίσω δεν μπορώ». «Φτάνει για να σε κάνει στήλη άλατος». Ο Πωλ ήξερε καλά τι έλεγε και με το παραπάνω μάλιστα καθότι σοφός ο διαβολικός σκατόγερας όταν μιλάει όπως μιλάει για τους άντρες που ξαπλώνουνε με άντρες και διαπράττουν τις απρέπειές τους. Απρέπεια είναι η λέξη που χρησιμοποιεί. Ποιος λοιπόν έχει όρεξη να μπλέκει με καυλιά όταν στόχος του είναι το μουνί, κι όταν εκεί που χαρμανιασμένος ο δικός σου γυρεύει χύστρο να το κουτου­ πώσει, πλακώνει αγριεμένος κάποιος άγνωστος και διαπράττει απρέπειαν επί του πισινού του. Ο Έι Τζέι τρέχει μες στην πλατεία του Σαν Μάρκο πετσοκόβο­ ντας τα περιστέρια με τη ναυτική του σπάθα: «Καθάρματα! Κοπρί­ τες!» ουρλιάζει... Παραπατώντας πηδάει μέσα στη λέμβο του, μια τερατώδη κατασκευή με χρυσομπογιές, ροζ και μπλε χρώματα και πανιά από μοβ βελούδο. Φοράει μια βλακώδη ναυτική στολή γεμά­ τη σειρήτια, κορδέλες και παράσημα, βρώμικη και κουρελιασμένη, με το σακάκι στραβοκουμπωμένο σε λάθος τρύπες... Ο Έι Τζέι πλησιάζει το τεράστιο αντίγραφο ελληνικής υδρίας που φέρει στην κορυφή της το χρυσό άγαλμα πριαπισμένου νέου. Στρίβει τ ’ αρχίδια του αγοριού κι ένας πίδακας σαμπάνιας τινάζεται στο στόμα του. Σκουπίζει το στόμα του και κοιτάζει τριγύρω. «Πού ’ναι οι Νούβιοι μου, γαμώτο;» φωνάζει.

Γ Υ ΜΝ Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

181

I Ο γραμματέας του σηκώνει τα μάτια του από τα κόμιξ: «Τα πί­ ✓

χ

^

t

-r ^

νουν... Βγήκαν για γκόμενες». «Τεμπελόσκυλα, ψωλορουφήχτρες! Λουφατζήδες! Τι θ’ απογί­ νουμε χωρίς τους Νούβιους;» j' «Θα φωνάξω γόνδολα, ’ντάξει;» «Γόνδολα;» ουρλιάζει τώρα ο Έι Τζέι. «Τα ’σκασα χοντρά γι’ αυτό το γαμημένο και θα μπω τώρα σε γόνδολα; Μάινα τη μαΐΐρα και λέβα τα κουπιά, Κύριε Χάισλοπ... Θα πάμε τη βοηθητι­ κή». Ο κ. Χάισλοπ σηκώνει καρτερικά τους ώμους του. Με το ένα ίιχτυλο πατάει κουμπιά στον πίνακα ελέγχου... Τα πανιά πέφτουν, τα κουπιά μαζεύονται μέσα στο κύτος του σκάφους. «Ρίξε και λίγο άρωμα. Αντε μπράβο. Φέρνει μια μπόχα τ’ αείκι απ’ το κανάλι...» , «Γαρδένια; Σαρδαλόξυλο;» «Όχι, καλέ. Αμβροσία». Ο κ. Χάισλοπ πατάει ένα άλλο κουμπί κι ένα παχύ παρφουμαρισμένο σύννεφο καλύπτει τη λέμβο. Μια νατή κρίση βήχα χτυπά τον Έι Τζέι... ί «Βάλε μπροστά τους ανεμιστήρες!» του φωνάζει. «Κοντεύω να ιγώ!» Ο κ. Χάισλοπ βήχει μέσα στο μαντίλι του. Πατάει ένα κουΜε βουητό οι ανεμιστήρες αρχίζουν να γυρνάνε και αραιώνουν την αμβροσία. Ο Έι Τζέι παίρνει το πόστο στο πηδάλιο πάνω στο άθρο του τιμονιέρη. «Εκκίνησις, Κύριε Χάισλοπ!» Το πλεούμενο (ίζει να ταλαντεύεται. «Αβάντι, που να σε πάρει ο διάολος!» αρίζει ο Έι Τζέι και το πλεούμενο παίρνει φόρα και φεύγει πλα>μένο μες στο κανάλι με ταχύτητα ιλιγγιώδη αναποδογυρίζοντας γόνδολες γεμάτες τουρίστες, περνώντας σύρριζα κάτι πόντους από τα motoscafi, ρίχνοντας κωλιές δεξιά κι αριστερά μες στο κανάλι (σηκώνοντας κύματα που ανεβαίνουν στα πεζοδρόμια και κάνουν λούτσα τους περαστικούς) κάνοντας κομμάτια ένα στόλο από δεμέ­ νες γόνδολες, για να ξωκείλλει τέλος πάνω σε μια προβλήτα, να κά­ νει γκελ και να πεταχτεί σα σβούρα στη μέση του καναλιού... Μια στήλη νερού τινάζεται δυο μέτρα στον αέρα από μια τρύπα στην Η καρινα.

182 ·

Ο Υ Ι Α Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

«Στις τρόμπες, Κύριε Χάισλοπ. Μπουκάραν τα νερά». Η λέμ­ βος παίρνει απότομη κλίση πετώντας τονΈι Τζέι μες στο κανάλι. «Εγκαταλείψτε το σκάφος, που να σας πάρει! Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!» Το πλάνο σβήνει σε ήχους Μάμπο. Εγκαίνια της Εσκουέλα Αμίγκο, ένα σχολείο για ανήλικους εγκληματίες λατινοαμερικάνικης καταγωγής, προικοδοτημένο από τον'Ει Τζέι, παρουσία των Πρωτοπαλίκαρων της Διοίκησης και του Τύπου. Ζαλισμένος οΈ ι Τζέι ανεβαίνει παραπατώντας στην εξέδρα που είναι στολισμένη με αμερικάνικες σημαίες. «Και για να επαναλάβω τα αθάνατα λόγια του Πάτερ Φλάναγκαν, αυτό που λέμε κακό παιδί δεν υπάρχει στην πραγματικότη­ τα... Μα πού διάολο είν’ το παιδοσούβλι;» Τ ε χ ν ι κ ό ς : «Τ ο θες τώ ρα;» Εϊ Τ ζ ε ϊ: «Δηλαδή εγώ τι ρόλο παίζω τωραδωπάνω; Θα κάνω τα κωλοαποκαλυπτήρια in abstentia; Για τ’ όνομα του Χριστού και της Παναγίας». Τ ε χ ν ι κ ό ς : «Καλά, καλά ... Εντάξει. Καταφθάνει αμέσως». Ρυμουλκούμενο από ένα τρακτέρ Graham Hymie το άγαλμα φτάνει και στήνεται μπροστά από την εξέδρα. Ο Έι Τζέι πατάει ένα κου­ μπί. Οι τουρμπίνες που βρίσκονταν κάτω από την εξέδρα μπαίνουν

σε λειτουργία με ένα θόρυβο εκκωφαντικό που δυναμώνει για να καταλήξει σε διαπεραστικό σφύριγμα. Το ρεύμα του αέρα σηκώνει τα κόκκινα βελούδα που σκέπαζαν το άγαλμα. Πέφτουν και κουβαριάζονται πάνω στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που κάθο­ νται στις πρώτες σειρές... Σύννεφα σκουπιδιού και σκόνης απλώ­ νονται μαστιγώνοντας τους θεατές. Οι σειρήνες σιγά σιγά σβήνουν. Το Συμβούλιο απαλλάσσεται από τα κουρτινόπανα... Όλοι κοιτούν το άγαλμα με κομμένη την ανάσα. Απόλυτη σιωπή. «Θεός φ υλάξοι!» Ο Τ ύ π ο ς α π ο t o Time: «Δεν το πιστεύω». Daily News: «Πολύ αδερφίστικο πράμα». Π ατερ Γ

κονζαλες:

Γ Υ ΜΝ Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

183

Τ ’ αγόρια σφυρίζουν εν χορώ. Μια μνημειώδης κατασκευή σε ροζ γυαλιστερή πέτρα αποκα­ λύπτεται να στέκει ορθή μπροστά τους καθώς ο κουρνιαχτός κατα­ λαγιάζει. Ένα γυμνό παλικάρι σκύβει πάνω από τον κοιμισμένο σύ­ ντροφό του με εμφανή τη διάθεση να τον ξυπνήσει με φλογέρα. Στο ένα χέρι κρατάει τη φλογέρα, με το άλλο πιάνει να σηκώσει το πανί που σκεπάζει τη μέση του κοιμισμένου. Το πανί φουσκώνει με νόη­ μα στο επίμαχο σημείο. Και τα δύο αγόρια έχουν περασμένο ένα λουλούδι στο αυτί και την ίδια έκφραση ακριβώς, βάναυση κι ονειροπόλα, λιμασμένη και αθώα. Το καλλιτεχνικό αυτό δημιούργημα ορθώνεται στην κορυφή μιας ασβεστολιθικής πυραμίδας όπου πά­ νω της με ψηφίδες από πορσελάνη— ροζ, μπλε και χρυσαφιές— εί­ ναι γραμμένο το σλόγκαν της σχολής: «Σωστός πάση θυσία». Τρικλίζοντας οΈι Τζέι κάνει δυο βήματα μπροστά και τσακίζει μια σαμπάνια πάνω στο σφιχτό, προτεταμένο κωλαράκι του παλικαριού. «Και να θυμάστε, αγορίνες μου, από δω μέσα βγαίνει η σαμπάνια». Σερενάτα του Μανχάτταν. Ο Έι Τζέι μετά της συνοδείας του στην είσοδο νεοϋορκέζικου κλαμπ. Μπροστά από τονΈι Τζέι στέ­ κει δεμένος σε χρυσή αλυσίδα μπαμπουίνος με κρεμεζιά κωλομέρια. Ο Έι Τζέι φοράει καρό λινά παντελόνια τρουακάρ με κασμιρέ­ νιο σακάκι. Ετοιμάζονται να μπουν. Υ π ε υ θ υ ν ο ς : «Εε, για μισό λεπτό. Για μισό λειττό. Τι είν’ αυτό;» Εϊ Τ ζ ε ϊ : «Είναι κανίς Ιλλυρίας. Το εκλεκτότερο ζωντανό που θα μπορούσε να διαλέξει άνθρωπος για να τον συντροφεύει. Θα δώσει και πρεστίζ στο μαγαζί σου». Υ π ε υ θ υ ν ο ς : «Εγώ το κάνω για πορφυρόκωλο μπαμπουίνο και μέσα δεν μπαίνει». Τ σ ι ρ ά κ ι : «Μα καλά, δεν ξέρεις ποιος είναι αυτός; Είναι ο Έι Τζέι, ο τελευταίος των μεγάλων χουβαρντάδων». Υ π ε υ θ υ ν ο ς : «Α, ναι; Ας πάρει τότε το κοκκινόκωλο μπασταρδάκι του κι ας πάει να κάνει τα χουβαρνταλίκια του κάπου αλλού».

184 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

Ο Έι Τζέι κάνει στάση έξω από ένα άλλο νάιτ κλαμπ και ρίχνει μια ματιά μέσα. «Κάτι σένιες αδερφές κι ένα μάτσο καρακαηδόνες. Γουστάρω! Ήρθαμε στο σωστό το μέρος. Αβάντι, ραγκάτσι!» Σφηνώνει ένα χρυσό παλούκι στο πάτωμα και δένει εκεί τον μπαμπουίνο. Αρχίζει την κουβεντούλα με τον αβρό, ραφινάτο τρό­ πο του και τα τσιράκια σιγοντάρουν. «Φανταστικό!» «Τρομερό!» «Μα, αυτό είναι απίθανο!» Ο Έι Τζέι φέρνει στα χείλη του μια μακριά πίπα τσιγάρου. Ο σωλήνας της πίπας είναι φτιαγμένος από κάποιο υλικό με πολύ πρό­ στυχη ευλυγισία. Τραμπαλίζεται και κυματίζει λες και του έχουν προσδώσει τα χαρίσματα κάποιας βδελυρής ερπετόμορφης ύπαρξης. Ε'ί Τ ζ ε Ι: «Και νά με μπρούμυτα εντελώς, στα δέκα χιλιάδες μέ­ τρα».

Τριγύρω αρκετές συκιές σηκώνουν τα κεφάλια τους σαν ζώα που οσμίζονται τον κίνδυνο. Ο Έι Τζέι τινάζεται πάνω μ’ έναν άναρθρο βρυχηθμό. «Μωρή κοκκινόκωλη ψωλογλείφτρα!» ουρλιάζει. «Τώρα θα σου δείξω εγώ που χέζεις στα πατώματα!» Τραβάει ένα μαστίγιο απ’ την ομπρέλα του και καμτσικίζει στα πισινά τον μπαμπουίνο. Ο μπαμπουίνος στριγκλίζει και ξεσφηνώνει το παλούκι. Σαλτάρει πά­ νω στο διπλανό τραπέζι και σκαρφαλώνει σε μια γηραιά κυρία η οποία παθαίνει αποπληξία και τα τινάζει επιτόπου. Εϊ Τ ζ ε ϊ: «Με συγχωρείτε, μαντάμ, αλλά θα πρέπει να μάθει να

φέρεται». Μανιασμένος μαστιγώνει τον μπαμπουίνο κυνηγώντας τον από τη μια άκρη του μαγαζιού ως την άλλη. Ο μπαμπουίνος, ουρλιάζο­ ντας και δείχνοντας απειλητικά τα δόντια του και χέζοντας από τον τρόμο, σκαρφαλώνει πάνω στους πελάτες, τρέχει πέρα δώθε στον πάγκο του μπαρ, αρπάζεται από τις κουρτίνες, αιωρείται γαντζωμέ­ νος από τους πολυέλαιους...

Γ ΥΜ ΝΟ Γ ΕΥ ΜΑ

·

185

Εϊ Τ ζ ε ϊ : «Θα μάθεις να χέζεις όπως πρέπει, ειδάλλως θα πάθεις τέτοιο χουνέρι που δε θα ξέρεις πώς να χέσεις». Τ σ ιρ ά κ ι : «Θα έπρεπε να ντρέπεσαι που συγχίζεις τονΈ ι Τζέι μετά από τόσα που ’χει κάνει για σένα». Εϊ Τ ζ ε ϊ : «Αχάριστοι! Είναι όλοι τους αχάριστοι! Άκου και την παλιαδερφή όταν μιλάει. Κάτι ξέρει». Φυσικά κανείς δεν δίνει βάση σε τούτη τη βιτρίνα. Ο Έι Τζέι ισχυρίζεται πως είναι «ανεξάρτητος», δηλαδή με άλλα λόγια: «Κοί­ τα τη δουλειά σου». Δεν υπάρχουν ανεξάρτητοι πλέον... Η Ζώνη μπορεί να βρίθει από κάθε λογής λούπινο και κωθώνι αλλά ουδέτε­ ρος δεν το παίζει κανείς. Και, φυσικά, ουδέτερος στο επίπεδο ενός Έι Τζέι είναι τουλάχιστον αδιανόητο... Ο Χασάν είναι διαβόητος Υγροποιητής ενώ υπάρχουν υποψίες πως μπορεί να είναι και κρυπτο-Μεταδότης— «Σαχλαμάρες!» λέει με ένα πλατύ, αφοπλιστικό χαμόγελο, «Εγώ, αδερφέ μου, δεν είμαι παρά ένας φτωχός παλιοκαρκίνος που πρέπει να εξαπλωθεί». Έχει κοπιάρει την προφορά του Τέξας καρμπόν όπως τα μίλαγε ο Ντάττον ο Ξεροπηγαδάς μιας και τον έκανε παρέα, εκείνο τον σπεκου­ λαδόρο από το Ντάλλας που χτύπαγε για πετρέλαια χωρίς χαρτιά ιδιοκτησίας, και κυκλοφορεί παντού και πάντα με μπότες καουμπόικες και μια καπελαδούρα σαν πενηντάκιλος κουβάς... Τα μάτια του αθώρητα πίσω από τα μαύρα του γυαλιά, η φάτσα του ανέκφραστη και λεία σαν το κερί ξεπροβάλλει απ’ το καλοραμμένο του κοστούμι φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από τραπεζογραμμάτια υψηλής ονομαστικής αξίας που δεν έχουν ακόμα ωριμάσει. (Τα τραπεζογραμμάτια είναι όντως χρήμα, όμως πρέπει πρώτα να ωρι­ μάσουν και μετά να κυκλοφορήσουν ως μέσον συναλλαγής... Στην αγορά παίζουν μπανκανότες που πάνε ως και ένα εκατομμύριο ντόλαρς το κομμάτι.) «Εκκολάπτονται αδιάκοπα απ’ όλο μου το σώμα», λέει ντρο­ παλά. .. «Είναι λες και, Θεέ μου, δεν ξέρω πώς να το πω. Λες και είμαι

186 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

καμιά Κυρα-σκορπίνα και κουβαλάω εδώ κι εκεί πάνω στο ζεστό μου σώμα όλα τούτα τα λεφτομωρουδάκια νιώθοντάς τα να μεγαλώνουν μέρα με τη μέρα... Θεέ μου, ελπίζω να μη σας κουράζω μ’ όλα αυτά». Ο Σαλβαντόρ, γνωστός στους φίλους του ως Σάλλυ— μονίμως έχει κάποιους «φίλους» γύρω του και τους οποίους πληρώνει με την ώρα— έγιανε στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο σε δουλειές με βυζανάρι­ κα βιδέλα. (Γιαίνω σημαίνει πλουτίζω. Έκφραση που χρησιμο­ ποιούν οι πετρελαιάδες στο Τέξας.) Η Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων έχει τη φωτογραφία του στους φάκελούς της, ένας άντρας με δυσάρεστη όψη και βαριά κι ένα βαλσαμωμένο βλέμμα σαν να του χύσαν παραφίνη κάτω από το δέρμα το οποίο είναι εντε­ λώς λείο, γυαλιστερό και χωρίς κανέναν πόρο. Το ένα του μάτι έχει ένα χρώμα ψόφιο γκρίζο, ολοστρόγγυλο σαν γυάλινος βόλος, με κάτι μικροατέλειες και διάφορα θαμπά σημάδια. Το άλλο είναι μαύ­ ρο και γυαλιστερό, γέρικο μάτι εντόμου που δεν ονειρεύεται ποτέ. Στα κανονικά, τα μάτια του είναι διαρκώς αθέατα πίσω από τα μαύρα του γυαλιά. Δείχνει καταχθόνιος και αινιγματικός— οι χει­ ρονομίες αλλά και οι εξεζητημένοι τρόποι του δεν έχουν γίνει ακό­ μα κατανοητοί— σαν μυστικός πράκτορας αστυνομικού κράτους εν τη γενέσει. Σε στιγμές ταραχής η ομιλία του Σαλβαντόρ έχει την τάση να διολισθαίνει προς τη μεσοβέζικη αγγλική. Τέτοιες στιγμές η προφο­ ρά του φανερώνει την πιθανώς ιταλική καταγωγή του. Ξέρει να δια­ βάζει και να μιλάει ετρουσκικά. Ένα σώμα ορκωτών λογιστών έχει αφιερώσει τη ζωή του για να διερευνήσει τον διεθνή φάκελο του Σαλ... Οι δραστηριότητές του απλώνονται σε ολόκληρο τον κόσμο μέσα από ένα περίπλοκο, με­ ταβαλλόμενο δίκτυο θυγατρικών, επιχειρήσεις βιτρίνας και ψευδώ­ νυμα. Κατείχε 23 διαφορετικά διαβατήρια και έχει απελαθεί 49 φο­ ρές— υποθέσεις απελάσεώς του εκκρεμούν στην Κούβα, το Πακιστάν, το Χονγκόνγκ και τη Γιοκοχάμα. Ο Σαλβαντόρ Χασάν Ο ’Λήρυ, γνωστός και ως Γοβάκιας ή Μαρβ ο Λεμές ή Άκλουθος Λήρυ ή Ξιδάτος Βιδέλας ή Χουάν Πλα­

Γ ΥΜ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α

·

187

κούντας ή Αχμέτ Βαζελίνας ή Ελ Τσίντσε ή Ελ Κουλίτο ή, κτλ., κτλ. για δεκαπέντε ολόκληρες σελίδες του φακέλου του, έμπλεξε για πρώτη φορά με το νόμο τότε που κυκλοφορούσε στη Νέα Υόρκη με ένα άτομο γνωστό στην αστυνομία του Μπρούκλυν με τ ’ όνομα Λιγδιάρης Ουίλσον, ένας χαπάκιας που έβγαζε τα λεφτά της δόσης του παριστάνοντας τον μπάτσο κι εξαναγκάζοντας τους φετιχιστές μέσα στα παπουτσάδικα ντε και καλά να τον λαδώνουν για να μην τους χώσει μέσα. Ο Χασάν κατηγορήθηκε για εκβιασμό τρίτου βαθμού και για συνέργεια σε αντιποίηση αρχής. Είχε μάθει τον Κανόνα Νούμερο Ένα του Λυκόρνιου: Ξ.Κ. — Ξεφορτώσου την Κονκάρδα— που αντιστοιχεί στο Δέλτα ΤΟΠ των πιλότων— Διατηρήστε Ταχύτητα Οριζοντιωμένης Πτήσεως... Οπως λέει κι ο Βιτζιλάντης: «Αν πάνε να στην πέσουν, φιλαράκι, ξεφορτώσου αμέσως την κονκάρδα και στην ανάγκη φάτην». Κι έτσι δεν τον μά­ γκωσαν με το μουσαντένιο σήμα. Ο Χασάν κατέθεσε εναντίον του Ουίλσον, που άρπαξε μια Απροδία (η ανώτατη ποινή που μπορεί να επιβληθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Νέας Υόρκης για πλημμέ­ λημα. Ορθότερα απροσδιορίστου διαρκείας, σημαίνει κατ’ ουσίαν εγκλεισμό για τρία χρόνια στο Ράικερ’ς Αιλαντ). Η περίπτωση του Χασάν κρίθηκε μη διώξιμη. «Θα ’χα φάει μια πεντάρα ξεγυρισμέ­ νη», είπε ο Χασάν, «έτσι και δεν έπεφτα σ’ εντάξει μπάτσο». Ο Χα­ σάν σε εντάξει μπάτσους έπεφτε κάθε φορά που τον γιακαδιάζανε. Μέσα στον φάκελό του υπάρχουν τρεις ολόκληρες σελίδες παρα­ τσούκλια που μαρτυρούν την έφεση που δείχνει να συνεργάζεται με το νόμο, να «δίνει πάσες» ή να «υπογράφει» όπως λένε και οι μπάτσοι. Αλλοι το λένε κάπως αλλιώς: Αβης ο Μπατσόφιλος, Μαρβ το Χαφιεδόμουτρο, ο Οβριός που Κελαηδάει, Αλι το Καρφί, Σαλ ο Λαδιάρης, Ιταλάκιας ο Κλάψας, ο Χαχαμίκος που Κάνει τη Σοπρά­ νο, ο Γιούχας της Όπερας του Μπρονξ, το Τζίνι του Μπασκίνα, Υπηρεσία Διάνοιξης Υπονόμων, ο Λεβαντίνος που Αμολάρει Λ ί­ γδα, Μαρτυριάρα Τσιμπουκλού, Καρδερίνης, ο Κλανιάς της Πάνω Τρύπας, Σκατοφαγού Κουλικωμένη, Λήρυ ο Σπιούνος, Πηδηχτούλι Ξωτικό... Γκερτ η Ρουφιάνα.

188 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

Άνοιξε μαγαζί ερωτικών ειδών στη Γιοκοχάμα, έσπρωξε πρέζα στη Βηρυτό, έκανε τον νταβατζή στον Παναμά. Στον Β' Παγκόσμιο είπε να χτυπήσει πιο ψηλά, ανέλαβε ένα γαλακτοκομείο στην Ολ­ λανδία κι άρχισε να κόβει το βούτυρο με μεταχειρισμένο γράσο, έκανε σπέκουλες στη Βόρειο Αφρική με τα αποθέματα της Κ.Υ., μέχρι που έπιασε στο τέλος την καλή με τα γεννητάρια. Τα κονόμη­ σε δεόντως και εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την αγορά, πλημμυρίζο­ ντας τον τόπο με νοθευμένα φάρμακα και φτηνές απομιμήσεις κάθε λογής προϊόντων. Νερωμένα καρχαριοαπωθητικά, νοθευμένα αντι­ βιοτικά, ακατάλληλα αλεξίπτωτα, μπαγιάτικους αντιοφικούς ορούς, ανενεργά εμβόλια, σωστικές λέμβους που έμπαζαν νερά. Ο Κλεμ κι ο Τζόντυ, δυο παλιές καραβάνες του βαριετέ όπου και χόρευαν κλακέτες, παριστάνουν τους Ρώσους πράκτορες που έχουν σαν μοναδική αποστολή να δυσφημίζουν με κάθε τρόπο τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οταν τους έπιασαν στην Ινδονησία για παρά φύσιν ασέλγεια, είπε ο Κλεμ στον δικαστικό ανακριτή: «Ε, όχι να με βγάλεις τώρα κι αδερφή. Στο κάτω κάτω άπιστοι Κιτρινιάρηδες είν’ και του λόγου τους». Στη Λιβερία εμφανίστηκαν με μαύρα τσόχινα καπέλα και κόκ­ κινες τιράντες: «Και του ανάβω μία του αράπη με το ντουφέκι και πέφτει χάμω ξερός με το ’να του ποδάρι να δίνει κλότσους στον αέρα». «Ναι, μέσα... Αράπη όμως έχεις ποτές σου λαμπαδιάσει;» Μονίμως τριγυρίζουν στους Ντενεκεδομαχαλάδες καπνίζοντας κάτι τεράστια πούρα: «Καιρός, ρε Τζόντυ, να ρίξουμε και καμιά μπουλντόζα δωμέσα. Να βάλουμε μια τάξη σε τούτο δω το χάλι». Πλήθη με άρρωστη μένη περιέργεια τους παίρνουν από πίσω με την ελπίδα να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες σε κάνα θεσπέσιο αμερι­ κανικό ανοσιούργημα. «Τριάντα χρόνια στο σανίδι και ποτέ δε μου ξανάτυχε τέτοιος μυστήριος ρόλος. Να ισοπεδώσω μια Ντενεκεδούπολη, να τραβή­

ΓΥ ΜΝ Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

189

ξω ένα φιξάκι Άσπρη, να τους κατουρήσω τη Μαύρη Πέτρα, να βγω να γκαρίξω στους πιστούς για Προσευχή ενώ φοράω το γου­ ρουνοτόμαρό μου, να τους κόψω τη Συμμαχική Βοήθεια και να μου γαμούν τον κώλο κι από πάνω... Ε, ποιος είμαι ρε διάολε; Κάνα χταπόδι;» γκρινιάζει ο Κλεμ. Συνωμοτούν να απαγάγουν με ελικόπτερο τη Μαύρη Πέτρα και ν ’ αφήσουν στη θέση της μια μάντρα χοιρινά, που μάλιστα θα τα ’χουν δασκαλέψει να πάρουνε στο γιούχα τους προσκυνητές μό­ λις κάνουν την εμφάνισή τους. «Δοκιμάσαμε να τα μάθουμε τα μούλικα να τραγουδάν με την τσιρίδα τους: “Ζήτω και πάλι ζήτω η Αστερόεσσα” , αλλά τελικά δε γίνεται...» «Ερχόμαστε σ ’ επαφή με τον Αλι Γουόνγκ Τσαπουλτεπέκ, την άκρη για κείνο το στάρι στον Παναμά. Μας λέει πως είναι άλφα πράμα τα τίναξε κάποιος Φινλανδός καπετάνιος σ ’ ένα ντόπιο πη­ δηχτάδικο κι άφησε το φορτίο στη μαντάμ πεσκέσι... ‘Ήτανε σα μάνα για μένα” , είπε και ξεψύχησε... Το παίρνουμε λοιπόν καλή τη πίστει από τη σκρόφα. Δέκα πακέτα της ουγγιάς τής σκάσαμε». «Και τι πρέζα! Πρώτο πράμα, απ’ το Χαλέπι». «Λουκουμόσκονη να γλυκαθεί και να ξανάβρει το κουράγιο «Μα π, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στον κώλο;» «Δεν είναι αλήθεια πως όταν πήγατε στου Χασάν παραθέσατε γεύμα στον Καΐντ όπου και σερβίρατε κουσκούς φτιαγμένο από εκείνο το σιτάρι;» «Α, βέβαια. Και ξέρεις είχανε τόσο μαστουριάσει οι πατριώτες εκεί μέσα απ’ τις μαριχουάνες που τους φύγαν τα κλαπέτα στη μέ­ ση της δεξίωσης... Εγώ ήπια μονάχα ένα γάλα και τσίμπησα λίγο ψωμάκι... το έλκος μου βλέπεις». «Παρομοίως». «Αρχίζουν όλοι τους που λες να τρέχουν πάνω κάτω και να ουρ­ λιάζουν πως πήρανε φωτιά κι οι πιο πολλοί από δαύτους ως την άλη μέρα το πρωί τα ’χανε κακαρώσει». «Και οι υπόλοιποι την παράλλη».

190 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

«Ε, δηλαδή τι περιμένουνε να γίνει αν ολημερίς πωρώνονται μ’ όλων των λογιών τις ακολασίες της Ανατολής;» «Τ’ αστείο μ’ αυτούς τους πατριώτες είναι πως γίνανε κατάμαυροι και τους πέσαν τα ποδάρια». «Τα φρικτά αποτελέσματα του εθισμού στη μαριχουάνα». «Αυτό ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ». «Κανονίζουμε λοιπόν τη δουλειά απευθείας με το γερο-Σουλτάνο που όπως όλοι καλά ξέρουν είναι Λατάχ με βούλα. Μετά απ’ αυτό τα υπόλοιπα κυλήσανε νεράκι που λένε». «Δε θα το πιστέψεις όμως, ορισμένα στοιχεία κομμάτι δυσαρεστημένα μας πήρανε φαλάγγι μέχρι κάτω στη βάρκα». «Τρέχανε μ’ ένα μικρό χάντικαπ βέβαια αφού τους έλειπαν τα πόδια». «Αλλά και με μια καρηβαρία». (Η εργοτίαση ή ερυσίβη είναι μυκητίαση που χτυπάει τα σιτη­ ρά. Κατά το Μεσαίωνα η Ευρώπη αποδεκατίστηκε πολλές φορές από τον Εργοτισμό, τη Φωτιά του Αγιαντώνη όπως την έλεγαν. Συ­ χνά επέρχεται γάγγραινα, τα πόδια μαυρίζουν εντελώς και πέφτουν από το σώμα.) Παραδίδουν φορτίο από ακατάλληλα αλεξίπτωτα στην Αεροπο­ ρία του Εκουαντόρ. Πολεμικές ασκήσεις: Τα παλικάρια βουτάνε δεμένα με αλεξίπτωτα που χάνουν αέρα σαν τρυπημένες καπότες πιτσιλίζουν χοντρομπαλάδες στρατηγούς με το νεανικό τους αί­ μα... εκκωφαντικός κρότος απ’ την κατάρριψη του φράγματος του ήχου καθώς ο Κλεμ κι ο Τζόντυ διά του στρίβειν χάνονται πάνω από τις Ανδεις με στρατιωτικό τζετ... Οι ακριβείς στόχοι της Ισλάμ Α.Ε. δεν είναι ξεκάθαροι. Περιττό να πούμε ότι όσοι είναι ανακατεμένοι έχουν ο καθένας τα δικά του κίνητρα, και πως όλοι τους σκοπεύουν να τη φέρουν κάποια στιγμή ο ένας στον άλλο. Ο Έι Τζέι κάνει αγκιτάτσια με στόχο την καταστροφή του Ισρα­ ήλ: «Με όλο αυτό το αντιδυτικό αίσθημα που επικρατεί είναι ιδιαι­

Γ ΥΜ ΝΟ Γ Ε ΥΜ Α

·

191

τέρως δύσκολο για κάποιον να ικανοποιήσει τα χούγια του όσον αφορά τα εφηβικά αραβικά καλούδια που διατίθενται... Η κατά­ σταση έχει φθάσει σχεδόν στο απροχώρητο... Το Ισραήλ έχει πια γίνει ολοφάνερος μπελάς». Χαρακτηριστικό παραμύθι από αυτά που πλασάρει ο Έι Τζέι. Οι Κλεμ και Τζόντυ αφήνουν να διαρρεύσει πως θα ήθελαν να καταστραφούν οι πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής για να ανε­ βούν οι μετοχές τους στη Βενεζουέλα. Ο Κλεμ σκαρώνει ένα τραγουδάκι πάνω στη μουσική του «Crawdad» (Μπιγκ Μπιλλ Μπρούνζυ). Σαν θα στερέψει το πετρέλαιο, για πες μου τι θα κάνεις μάγκα; Θα κάτσω κει να δω τους Άραβες που θα τους τρώει η μαρμάγκα. Ο Σαλβαντόρ απλώνει ένα πυκνό οικονομικό παραπέτασμα διε­ θνούς εμβέλειας για να κουκουλώσει, τουλάχιστον από τα βλέμμα­ τα των παρακατιανών, τις Υγροποιητικές δραστηριότητές του... Όμως μετά από μερικά γερά σφηνάκια γιαχέ ανοίγει την καρδιά του μπροστά σε φίλους. «Η Ισλάμ έγινε πια μια σούπα-δυναμίτης», λέει ρίχνοντας τη Γυροβολιά του Υγροποιητή... Και, μην μπορώντας άλλο να συ­ γκρατηθεί, ξεσπάει σε σιχαμερό φαλτσέτο: Αν κανείς την ακουμπήσει θα ζεματιστεί άμα πας και την πειράξεις θ ’ ανατιναχτεί άντε, Μανούλα μ άντε, ετοίμαζε τους φερετζέδες. «Οι τύποι, που λέτε, προσλάβανε έναν Εβραίο απ’ το Μπρούκλυν που βλέπει τον εαυτό του ως Μωάμεθ της Βήτα Παρουσίας... Στην πραγματικότητα τον είχε ξεγεννήσει ο Δόκτωρ Μπένγουεϋ με καισαρική τομή από Σοφό Αγιοπατέρα στη Μέκκα... »Αν ο Αχμέτ δε λέει να βγει μόνος του ... Θα μπουκάρουμε εμείς και θα τον βγάλουμε».

192 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Αυτό το ξεδιάντροπο σχέδιο γίνεται αποδεκτό χωρίς την παρα­ μικρή αντίρρηση από τη μεριά των εύπιστων Αράβων. «Ωραίοι τύποι αυτοί οι Άραβες ... Ωραίοι κι αφελείς», λέει ο Κλεμ. Κι έτσι ο αγύρτης παίρνει εκπομπή στο ράδιο όπου και μετα­ δίδει την καθημερινή του Σούρα: «Αγαπητοί μου φίλοι της ραδιο­ φωνικής αυτής συχνότητας, σας ομιλεί ο Αχμέτ, ο προφήτης και φί­ λος σας... Θα ήθελα να σας μιλήσω σήμερα για το πόσο σημαντικό είναι να είμαστε πάντοτε περιποιημένοι και δροσεροί, και με ανα­ πνοή πάντα ευωδιαστή, έτοιμοι για φίλημα... Φίλοι μου, χρησιμο­ ποιείτε πάντα τις ταμπλέτες χλωροφύλλης του Τζόντυ και νιώστε την απόλυτη σιγουριά». Και τώρα δυο λόγια για τις φατρίες της Διαζώνης... Θα γίνει αμέσως φανερό πως η Ομάδα της Υγροποίησης αποτελείται, πλην ενός ατόμου, εξ ολοκλήρου από μαριονέτες και κορόιδα, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρο ως τη στιγμή της τελικής απορρόφη­ σης ποιανού το κορόιδο είναι ποιος... Οι Υγροποιητές αρέσκονται σε κάθε είδους διαστροφή, ιδίως στα σαδομαζοχιστικά κόλπα... Γ ενικά οι Υγροποιητές ξέρουνε πάντα τι παίζει. Οι Διοχετευτές ή Μεταδότες, από την άλλη, είναι περιβόητοι για την άγνοια που τους διακρίνει όσον αφορά τη φύση και την κατάληξη της μετάδο­ σης, τους βάρβαρους και φαρισαϊκούς τους τρόπους, καθώς και για το λυσσώδη τρόμο που τους διακατέχει απέναντι σε οτιδήποτε σχε­ τίζεται με γεγονότα ή με την Πραγματικότητα. Φανταστείτε μόνον πως αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι Πραγματικιστές, οι Μεταδότες θα είχαν κλείσει τον Αϊνστάιν σε ίδρυμα και θα είχαν καταστρέψει τη θεωρία του. Θα μπορούσε να πει κανείς πως μόνο κάποιοι ελάχι­ στοι Μεταδότες ξέρουν τι ακριβώς κάνουν κι οι Αρχιμεταδότες αυ­ τοί αποτελούν την πλέον επικίνδυνη και διαβολική κλίκα ανθρώ­ πων στον κόσμο... Οι τεχνικές Μετάδοσης ήσαν χοντροκομμένες στην αρχή. Ανοίγει σιγά σιγά το πλάνο και βρισκόμαστε στο Εθνικό Συνέδριο Ηλεκτρονικών στο Σικάγο.

~

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε Υ ΜΑ

·

193

Οι Σύνεδροι αρχίζουν να φοράνε τα παλτά τους... Ο ομιλητής έχει μια άνευρη φωνή πωλήτριας: «Θα ήθελα κλείνοντας να στείλω μια προειδοποίηση... Λογική [ροέκταση των ερευνών επί της εγκεφαλογραφίας είναι ο βιοέλεγχος· δηλαδή ο έλεγχος των σωματικών κινήσεων, των λειτουργιών της νόησης, των θυμικών αντιδράσεων και των φαινομενικών αισθη­ τηρίων εντυπώσεων με τη βοήθεια βιοηλεκτρικών σημάτων που θα εισάγονται εντός του νευρικού συστήματος του υποκειμένου». «Πιο δυνατά και με περισσότερο χιούμορ!» Οι Σύνεδροι την κοπανάνε κατά μπουλούκια σηκώνοντας σύννεφα σκόνης. «Αμέσως μετά τη γέννηση θα μπορούν να τοποθετούνται χειρουργικώς οι απαραίτητες συνδέσεις στον εγκέφαλο. Στους ακρο­ δέκτες θα μπορεί να προσαρμοστεί ένας ραδιοδέκτης-μινιατούρα και να ελέγχεται εξ αποστάσεως το υποκείμενο μέσω πομπών που θα βρίσκονται υπό Κρατικό έλεγχο». Ο κουρνιαχτός καταλαγιάζει στη νηνεμία μιας τεράστιας αδεια­ νής αίθουσας— μυρωδιά ζεσταμένου σίδερου κι ατμού· ένα καλο­ ριφέρ γουργουρίζει στο βάθος... Ο Ομιλητής βάζει σε τάξη τα χαρ­ τιά του και φυσάει τη σκόνη από πάνω τους... I «Η συσκευή βιοελέγχου είναι πρότυπο τηλεπαθητικού ελέγχου μονής κατευθύνσεως. Το υποκείμενο θα μπορούσε να καταστεί επι­ δεκτικό στα σήματα του πομπού με τη βοήθεια φαρμακευτικών ουσιών ή με κάποιες άλλες διαδικασίες χωρίς να υπάρχει ανάγκη τοποθέτησης οποιοσδήποτε συσκευής. Κάποια στιγμή στο μέλλον οι Μεταδότες θα διοχετεύουν τηλεπαθητικά μηνύματα και μόνο... Την ψάξατε ποτέ με τους κώδικες των Μάγια; Την κάναν νομίζω ως εξής: οι ιερείς— το ένα τοις εκατό περίπου του πληθυσμού— ξηγιόντουσαν εκπομπή τηλεπαθητική και μονοκατευθυντική για να δώκουν οδηγίες στους εργάτες τι θα νιώσουνε και πότε... Ο τηλεπαθητικός πομπός πρέπει να στέλνει διαρκώς. Δεν μπορεί ποτέ να λάβει, γιατί αν λάβει σημαίνει πως κάποιος άλλος έχει τα δικά του προσωπικά αισθήματα κάτι που του χαλάει τη σούπα τού κάνει άνω κάτω το σενάριο. Ο πομπός πρέπει διαρκώς να μεταδίδει πράμα,

194

·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

όμως δεν μπορεί ποτέ να επαναφορτιστεί διά της επαφής. Αργά ή γρήγορα χάνει την όρεξη να στέλνει. Μόνος άμα είσαι δεν σου βγαίνουν συναισθήματα. Και μόνος είναι πάντα ο Μεταδότης— το παίρνετε χαμπάρι βέβαια πως μονάχα ένας Μεταδότης μπορεί να υπάρχει σε κάθε χωροχρονική θέση... Κάποια στιγμή το διαλάει το μαγαζί και η οθόνη σβήνει... Ο Μεταδότης έγινε σαρανταποδαρούσα τεραστίων διαστάσεων... Και τότε οι εργάτες τού ξηγιούνται στα ίσα και πυρπολούν τη σκολόπεντρα και βγάζουν νέο Μεταδότη κοινή συναινέσει σύμφωνα με τη βούληση της πλειοψηφίας... Οι Μάγια περιορίζονταν από τον απομονωτισμό τους... Ένας σωστός Μεταδότης θα μπορούσε να ελέγχει τον πλανήτη... Βλέπετε ο έλεγ­ χος δεν μπορεί ποτέ ν ’ αποτελεί το μέσον για να πετύχεις κάτι... Δεν μπορεί παρά ν ' αποτελεί πάντα το μέσον για ακόμη περισσότερον έλεγχο... Σαν την πρέζα...» Οι Διαιρεσίες καταλαμβάνουν μια θέση ενδιάμεσα, θα μπορού­ σαν μάλιστα να ονομαστούν και μετριοπαθείς... Τους λένε Διαιρεσίες γιατί κυριολεκτικά διαιρούνται. Κόβουν μικρά κομματάκια από τη σάρκα τους και φτιάχνουν πιστά αντίγραφα του εαυτού τους βάζο­ ντας τα κομματάκια να αναπτυχθούν σε πήγμα καλλιέργειας εμβρύ­ ων. Το πιθανότερο είναι, απ’ ό,τι φαίνεται και εάν δεν μπει φραγμός στη διαδικασία της διαίρεσης, πως στο τέλος θα έχουμε μονάχα μια ρέπλικα ενός και μόνο φύλου επάνω στον πλανήτη: δηλαδή ένα άτο­ μο σε ολόκληρο τον κόσμο με εκατομμύρια ξεχωριστά σώματα... Αραγε είναι όντως αυτεξούσια τα σώματα αυτά, και θα μπορούσαν κάποια στιγμή να αναπτύξουν μια ποικιλία χαρακτηριστικών; Αμφι­ βάλλω. Κάθε τόσο οι ρέπλικες χρειάζονται επαναφόρτιση από το Μητρικό Κύτταρο. Αυτό αποτελεί άρθρο πίστεως για τους Διαιρεσίες, οι οποίοι ζουν με το φόβο μιας επανάστασης των αντιγράφων... Ορισμένοι Διαιρεσίες πιστεύουν πως η πορεία της διαδικασίας μπο­ ρεί να ανακοπεί λίγο πριν από το τελικό μονοπώλιο της μοναδικής κόπιας. Λένε: «Αφήστε με να ρίξω κάνα δυο ρέπλικες ακόμα εδώ γύ­ ρω να μη με τρώει η μοναξιά όταν κυκλοφοράω... Και να εφαρμό-

Γ ΥΜ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

195

Β σ ο υ μ ε αυστηρότατους ελέγχους στη διαίρεση των Ανεπιθύμητων...» ρέπλικα εκτός απ’ τις δικές σου γίνεται στο τέλος «Ανεπιθύμη­ Φυσικά αν αρχίσει κάποιος να κατακλύζει μια περιοχή με Πανο­ μοιότυπες Ρέπλικες, αμέσως το καταλαβαίνουν όλοι. Οι υπόλοιποι πολίτες αναγκάζονται τότε να κηρύξουν «Σλούππισμα» (ομαδική σφαγή όλων των αντιγράφων που μπορούν να αναγνωρισθούν). Για να αποφύγουν την εξολόθρευση των αντιγράφων τους, οι πολίτες τα χρωματίζουν, τα παραμορφώνουν και αλλοιώνουν τα χαρακτηριστι­ κ ά τους με καλούπια και στάμπες σώματος και προσώπου. Μονάχα ο ι πλέον έκδοτοι και αναίσχυντοι τύποι αψηφούν τον κίνδυνο και κα­ τασκευάζουν Π.Ρ.— Πανομοιότυπες Ρέπλικες. Ένας κρετίνος αλφικός Καΐντ, απότοκο μιας μακράς σειράς I υποτελών γονιδίων (μικροσκοπικό χωρίς δόντια στόμα περιτριγυρι­ Κ άθε

τη ».

σμένο από μαύρες τρίχες, σώμα τεράστιου κάβουρα, δαγκάνες αντί , για χέρια, μάτια που προβάλλουν από κοντές κεραίες) συσσώρευσε 20.000 Π.Ρ. «Ρέπλικες ως εκεί που φτάνει το μάτι, ρέπλικες και τίποτ’ άλλο», λέει καθώς σέρνεται εδώ κι εκεί πάνω στο πλακόστρω­ το του κήπου μιλώντας με αλλόκοτα τερετίσματα εντόμου. «Δεν έχω ανάγκη να λουφάρω σαν τον τάδε ή τον δείνα ανώνυμο τσόγλανο που θρέφει ρέπλικες στο βόθρο του και τις ξαμολάει στα μουλωχτά μεταμφιεσμένες σε υδραυλικούς και πιτσαδόρους... Οι δικές μου οι ρέπλικες κρατούν απείραχτη την εκθαμβωτική τους ομορφιά χωρίς πλαστικές επεμβάσεις, βάρβαρες μπογιές και οξυζεναρίσματα. Στέκουν αγέρωχες υπό το φως του ήλιου και ατενίζουν ολόγυμνες τους πάντες μ’ εκείν~* ,η φλογερή ωραιότητα του προ­ σώπου, του κορμιού και της ψυχής τους. Τις έφτιαξα κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου δίνοντάς τους εντολή ν ’ αυξηθούν και να πληθύνουν γεωμετρικά διότι αυτές θα κληρονομήσουνε τη γη». Ειδοποιήθηκε μάγος επαγγελματίας να έρθει και να στειρώσει μια και καλή τις καλλιέργειες αντιγράφων του Σεΐχη Αραχνίδη... Τη στιγμή που ο μάγος ετοιμαζόταν να εξαπολύσει μια ριπή από αντιοργόνες, του λέει ο Μπένγουεϋ: «Δε χρειάζεται να ξεπατωθείς κιόλας.

196

·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

Η αταξία του Φρειδερίκου θα τις ξεπαστρέψει τις ρέπλικες μες στη φωλιά τους. Έχω σπουδάσει νευρολογία στη Βιέννη εγώ, με τον Κα­ θηγητή Κωλοδακτυλάκη... που ήξερε το κάθε νεύρο μες στο σώμα σου. Τρομερός τύπος ο γέρος ... Βρήκε σιχαμερό τέλος... Τινάχτη­ καν έξω οι διογκωμένες αιμορροΐδες του μες στην Hispano Suiza τού Δούκα ντε Καλοπερασιάν και τυλίχτηκαν στην πίσω ρόδα. Του πήρε αμπάριζα όλα τα εντόσθια, κι αυτό που απόμεινε ήταν ένα άδειο κέλυφος να κάθεται πάνω στις δερμάτινες ταπετσαρίες από τομάρι κα­ μηλοπάρδαλης. .. Του χύθηκαν ως και τα μυαλά και τα μάτια μ’ ένα απαίσιο σσλλουουούππ. Ο Δούκας ντε Καλοπερασιάν λέει πως θα κουβαλήσει το φριχτό εκείνο σσλουπ στο μαυσωλείο του». Μιας και δεν υπάρχει σίγουρος τρόπος να διακρίνεις τις με­ ταμφιεσμένες ρέπλικες (αν και ο κάθε Διαιρεσίας έχει τη δική του μέθοδο που τη θεωρεί αλάνθαστη) οι Διαιρεσίες έχουν παρανοήσει σε βαθμό υστερίας. Έτσι και τολμήσει κάποιος πολίτης να εκφέρει μια φιλελεύθερη άποψη, θα βγει απαραιτήτως κάποιος οργισμένος πατριώτης να του γαβγίσει: «Κι εσύ τι είσαι; Ξασπρισμένη ρέπλικα κανενός βρωμο-Αράπη;» Ο αριθμός των θυμάτων στους καβγάδες μες στα καπηλειά είναι συγκλονιστικός. Ο φόβος ειδικά για τα αντίγραφα των Νέγρων— που δυνατόν να είναι ξανθά και γαλανομάτικα— έχει απογυμνώσει περιοχές ολόκληρες από τον πληθυσμό τους. Οι Διαιρεσίες είναι όλοι τους υπολανθάνοντες ή ασυγκάλυπτοι ομοφυλόφιλοι. Σατανι­ κές πουραδερφές λένε στ’ αγοράκια: «Έτσι και πας με γυναίκα δε θα βγάλεις ρέπλικες». Κι ο καθένας άλλο τι δεν κάνει παρά να γρουσουζεύει αδιάκοπα τις καλλιέργειες αντιγράφων κάποιου άλλου νοικο­ κύρη. Κραυγές του τύπου: «Άντε ρε Μπίντυ Μπλαιρ, ξεμάτιαξε τώρα το καλλιέργημά μου!» υπό τη συνοδεία ηχητικών εφέ από σφαγές κι ακρωτηριασμούς, αντηχούν χωρίς σταματημό μέσα στη γειτονιά... Οι Διαιρεσίες επιδίδονται με ζέση στην άσκηση της μαύ­ ρης μαγείας γενικώς, κι έχουν αναρίθμητες μαγικές φόρμουλες ποι­ κίλης αποτελεσματικότητας για να καταστρέψουν το Μητρικό Κύτ­ ταρο, που είναι γνωστό και ως Πρωτοπλασματικός Μπαμπάς,

ΓΥ Μ ΝΟ Γ ΕΥΜΑ

·

197

:σανίζοντας ή θανατώνοντας μια ρέπλικα που έχουν αιχμαλωτί­ σει. .. Στο τέλος οι αρχές παράτησαν την προσπάθειά τους να θέσουν υπό έλεγχο, όσον αφορά τους Διαιρεσίες, ποινικά κολάσιμες πράξεις όπως τον φόνο και την άνευ αδείας παραγωγή αντιγράφων. Σε προε­ κλογικές περιόδους παρ’ όλα αυτά κάνουν εφόδους και καταστρέ­ φουν τεράστιες καλλιέργειες αντιγράφων στις ορεινές περιοχές της Ζώνης όπου λουφάζουν στα λαγούμια τους όσοι λάθρα τις ρέπλικες .ατασκευάζουν. Σεξ με ρέπλικα απαγορεύεται αυστηρά και η διάπραξίς του είναι σχεδόν καθολική. Υπάρχουν αδερφίστικα μπαρ όπου ξεδιάντροποι πολίτες απροκάλυπτα συναναστρέφονται τις ίδιες τους τις κόπιες. - ορίλες των ξενοδοχείων χώνουν τα κεφάλια τους μες στα δωμάτια νέγοντας: «Μπας κι έχεις ρέπλικα εδώ μέσα;» Μπαρ για να μη γίνουν στέκια και ξεχειλίσουν από ρεπλικόιλους χαμηλής υποστάθμης κρεμάνε πινακίδες με δηλωτικά απο­ σιώπησης: Δεν Σερβίρουμε Σε **** ... Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο μέσος Διαιρεσίας ζει μέσα σε μια ατέλειωτη κρίση φόβου και οργής, ανήμπορος να επιτύχει είτε τη φαρισαϊκή αυταρέσκεια που επιδεικνύουν οι Μεταδότες είτε τη χαλαρή ροπή προς την αμαρτία που διακατέχει τους Υγροποιητές... Εν τούτοις στην πράξη αυτές οι "■ιάδες δεν έχουν και τόσο στεγανά όρια και σμίγουν αναμεταξύ τους καθ’ όλους τους συνδυασμούς. Οι Πραγματικιστές είναι Αντι-Υγροποιητές, Αντι-Διαιρεσίες, και πάνω απ’ όλα Αντι-Μεταδότες. Ανακοινωθέν του Ισότιμου Πραγματικιστή πάνω στο ζήτημα των αντιγράφων: «Πρέπει να απορρίψουμε την επιπόλαια λύση του κορεσμού του πλανήτη με “ επιθυμητές ρέπλικες” . Είναι άκρως αμ­ φίβολο αν όντως υπάρχουν επιθυμητές ρέπλικες, αφού με τέτοιου είδους όντα επιχειρείται η καταστρατήγηση της ομαλής πορείας και της αλλαγής. Ακόμη και τα πλέον ευφυή και γενετικώς τέλεια αντί­ γραφα θα συνιστούν κατά πάσα πιθανότητα ανομολόγητη απειλή για τη ζωή αυτού του πλανήτη...»

1

198 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

Π.Α.— Προσωρινό Ανακοινωθέν— Υγροποίηση: «Δεν πρέπει ούτε στιγμή να απορρίψουμε ή να απαρνηθούμε τον πρωτοπλασμα­ τικό πυρήνα μας, ακατάπαυστα καθώς θα αγωνιζόμαστε να διατηρή­ σουμε το μέγιστο της ελαστικότητας χωρίς να πέσουμε στον βόρβο­ ρο της υγροποίησης...» Προσωρινό και Ημιτελές Ανακοινωθέν: «Κατηγορηματικώς δηλώνουμε πως δεν είμαστε αντίθετοι στην έρευνα της τηλεπάθειας. Απεναντίας, εάν με ορθό τρόπο χρησιμοποι­ ηθεί και κατανοηθεί η τηλεπάθεια θα μπορούσε να αποτελέσει την απόλυτη άμυνα ενάντια σε κάθε μορφής οργανωμένο εξαναγκασμό ή τυραννία που ασκείται από ομάδες πίεσης ή μεμονωμένους ελεγχομανείς. Είμαστε αντίθετοι, όπως αντίθετοι είμαστε και στον ατομικό πόλεμο, στη χρήση μιας τέτοιας γνώσης όταν σαν στόχο της έχει τον έλεγχο, τον καταναγκασμό, τη μείωση και τον εξευτελισμό, την εκ­ μετάλλευση ή την εκμηδένιση της ατομικότητας ενός άλλου πλάσμα­ τος. Η τηλεπάθεια δεν είναι, από τη φύση της, μια μονόδρομη διαδι­ κασία. Το να επιχειρείς να στήσεις μια τηλεπαθητική μετάδοση μονής κατεύθυνσης πρέπει να θεωρείται ως το απόλυτο κακό...» Τ.Α .— Τελικό Ανακοινωθέν: «Ο Μεταδότης φανερώνεται από τα αρνητικά ίχνη που τον προσδιορίζουν. Μια περιοχή χαμηλού βαρομετρικού, το σημείο κενότητας μιας δίνης αναρρόφησης. Η ανωνυμία, η όψη και το χρώμα που δεν έχει δηλώνουν προκαταβο­ λικά το στίγμα του. Πιθανόν να γεννηθεί με δισκοειδείς μεμβράνες από μαλακό δέρμα αντί για μάτια. Ξέρει πάντα πού πηγαίνει όπως ακριβώς ο ιός. Δεν χρειάζεται μάτια». «Μεταδότες περισσότεροι του ενός δεν μπορούν να υπάρξουν;» «Ναι, βέβαια. Στην αρχή, μάλιστα, πολλοί. Αλλά όχι για πολύ. Όλο και κάποιος κλαψομουρμούρης θα σκεφτεί να διαπαιδαγωγήσει τους άλλους με τις μεταδόσεις του, χωρίς να συνειδητοποιεί πως είναι όντως κακό πράγμα να μεταδίδεις. Οι επιστήμονες θα βγουν να πουν: “ Η διοχέτευση τηλεπαθητικών μηνυμάτων είναι σαν την ατομική ενέργεια... Εάν χαλιναγωγηθεί σωστά” . Στο σημείο αυτό ένας τεχνι­ κός πρωκτού φτιάχνει μια σόδα και κατεβάζει το διακόπτη που κάνει σκόνη τον πλανήτη και σφεντονίζει τ’ αποκαΐδια του στο διάστημα.

Γ Υ ΜΝ Ο Γ ΕΥΜΑ

·

199

(Ρεύεται... “ Κλανιά που θ’ ακουστεί ίσαμε το Δία” . ) ... Οι καλλιτέ­ χνες θα μπερδεύουν τη μετάδοση μ£ τη δημιουργία. Θα μαζευτούν και θα στριγκλίζουν ‘Ένα καινούριο μέσο έκφρασης” μέχρι να πέσει η όημοτικότητά τους... Οι φιλόσοφοι θα σπαταλάνε το χρόνο τους με το να τσακώνονται περί σκοπού και μέσων μην ξέροντας πως η μετά­ δοση δεν μπορεί παρά να αποτελεί πάντα το μέσον για ακόμη περισσότερη μετάδοση, Σαν την Πρέζα. Για δοκιμάστε να χρησιμοποιήσετε την πρέζα ως μέσον για κάτι άλλο... Πατριώτες με σύνδρομο ελέγχου τύπου “Κόκα Κόλα κι ασπιρίνη” θα μιλάνε για τη διαβολική γοητεία των μεταδόσεων. Κανείς όμως δεν θα μιλάει για πολλή ώρα για κάτι. Ο Μεταδότης, δεν του αρέσουν τα πολλά τα λόγια». Ο Μεταδότης δεν είναι ανθρώπινη ύπαρξη... Είναι Ο Ανθρώπι­ νος Ιός. (Πάντα ο ιός είναι εκφυλισμένα κύτταρα που διαβιούν παρασιτικώς... Έχουν μια ειδική σχέση συγγένειας με το Μητρικό Κύτταρο· έτσι, τα εκφυλισμένα ηπατικά κύτταρα αναζητούν το χώ­ ρο όπου εδρεύει η ηπατίτιδα, κτλ. Το κάθε είδος λοιπόν διαθέτει έναν Κεντρικό Ιό: την Εκφυλισμένη Εικόνα αυτού του είδους.) Η διαλυμένη εικόνα του Ανθρώπου καταλαμβάνει το χώρο λε­ πτό προς λεπτό, κύτταρο προς κύτταρο... Φτώχεια, μίσος, πόλεμοι, αστυνομία-εγκληματίες, γραφειοκρατία, διανοητικές διαταραχές, συμπτώματα όλα του Ανθρώπινου Ιού. Ο Ανθρώπινος Ιός μπορεί τώρα να απομονωθεί και να θεραπευτεί.

Ο Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ε Α Σ ΤΗ Σ Κ Ο Μ Η Τ Ε ΙΑ Σ Ο Γραμματέας της Κομητείας έχει το γραφείο του σε ένα τεράστιο κτίριο από κόκκινα τούβλα που είναι γνωστό ως τα Παλιά Δι­ καστήρια. Και παρ’ ότι φθάνουν ως εκεί για να επιλυθούν διαφορές του αστικού δικαίου, οι δίκες αυτές είναι τόσο ανελέητες που τραβά­ νε μέχρι να πεθάνουν οι διάδικοι ή μέχρι να αποσύρουν τις προσφυ­ γές τους. Αυτό συμβαίνει λόγω του τρομακτικού αριθμού εγγράφων

200

·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

που αναφέρονται κυριολεκτικά στο οτιδήποτε, αρχειοθετημένα όλα σε λάθος θέση ούτως ώστε κανείς πλην του Γραμματέα της Κομητεί­ ας και της ομάδας των βοηθών του να μην μπορεί να τα βρει, και που ακόμη κι αυτός συχνά χρειάζεται χρόνια για να τα εντοπίσει. Φαντα­ στείτε ότι ακόμη ψάχνει για στοιχεία που αφορούσαν μια αγωγή αποζημίωσης η οποία είχε εκδικαστεί το 1910. Ολόκληρες πτέρυγες των Παλιών Δικαστηρίων είναι πια σκέτα ερείπια, ενώ άλλες έχουν κριθεί άκρως επικίνδυνες λόγω των συχνών καταρρεύσεων. Ο Γραμματέας αναθέτει τις πιο επικίνδυνες αποστολές στους βοηθούς του, πολλοί εκ των οποίων έχουν χάσει τη ζωή τους επάνω στο καθή­ κον. Το 1912 διακόσιοι επτά βοηθοί παγιδεύτηκαν μέσα στα χαλά­ σματα όταν γκρεμίστηκε η βόρεια-βορειοανατολική πτέρυγα. Οταν γίνεται μια αγωγή εναντίον κάποιου πολίτη της Ζώνης, οι δικηγόροι του συνεργούν ώστε να παραπεμφθεί η υπόθεσή του στα Παλιά Δικαστήρια. Έτσι και το καταφέρουν, ο ενάγων έχει πλέον χάσει την υπόθεση, επομένως οι μοναδικές υποθέσεις που όντως εκδικάζονται στα Παλιά Δικαστήρια είναι εκείνες οι οποίες έχουν κι­ νηθεί από εκκεντρικούς και παρανοϊκούς που θέλουν «να ακουστούν στον κόσμο» μέσω της ακροαματικής διαδικασίας, κάτι που σπάνια πετυχαίνουν καθότι μόνον τα πλέον άσχημα ειδησεογραφικά κεσά­ τια θα φέρουν μέχρι τα Παλιά Δικαστήρια κάποιον δημοσιογράφο. Τα Παλιά Δικαστήρια βρίσκονται στην πόλη του Χρονοντού­ λαπου έξω από την αστική ζώνη. Οι κάτοικοι της μικρής αυτής πό­ λης αλλά και των γύρω περιοχών με τους βάλτους και τα πυκνά δά­ ση είναι άνθρωποι που διακρίνονται για το ογκώδες μέγεθος της βλακείας και της βαρβαρότητάς τους, τέτοιο που η Διοίκηση θεώ­ ρησε πρέπον να τους βάλει όλους καραντίνα μέσα σε έναν καταυλι­ σμό περιτριγυρισμένο από ραδιενεργό τείχος φτιαγμένο με σιδερότουβλα. Για αντεκδίκηση οι δημότες του Χρονοντούλαπου γεμίζουν την πόλη τους με πινακίδες που γράφουν: «Άνθρωπε της Μεγαλούπολης Μη Σε Βρει η Νύχτα Εδωπέρα», μια εντολή καθ’ όλα περιττή, αφού τίποτα εκτός από κάποια επείγουσα υπόθεση δεν θα έφερνε στο Χρονοντούλαπο έναν κάτοικο της Αστικής Ζώνης.

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ ·

201

Η υπόθεση του Λη επείγει. Πρέπει να υποβάλει αμέσως μια ένορκη βεβαίωση που να δηλώνει ότι πάσχει από βουβωνική πανώλη για να γλιτώσει την έξωση από το σπίτι όπου μένει δέκα χρόνια χωρίς να έχει πληρώσει ποτέ το νοίκι. Ζει σε μια αέναη καραντίνα. Ετοιμάζει λοιπόν τη βαλίτσα του χώνοντας μέσα τις ένορκες βε­ βαιώσεις, τις αιτήσεις, τις δικαστικές εντολές, τα πιστοποιητικά και παίρνει το λεωφορείο για τη Μεθόριο. Ο τελωνειακός υπάλληλος της Αστικής Ζώνης τού κάνει νόημα να περάσει: «Ελπίζω να κου­ βαλάς καμιά ατομική βόμβα μες στην τσάντα». Ο Λη κατεβάζει μια χούφτα ηρεμιστικά χάπια και μπαίνει μες στο παράπηγμα των τελωνειακών του Χρονοντούλαπου. Οι υπάλ­ ληλοι τρώνε τρεις ώρες πασπατεύοντας τα χαρτιά του, ψάχνοντας να βρούνε άκρη σε κατασκονισμένα βιβλία κανονισμών για δα­ σμούς και τέλη απ’ όπου διαβάζουν αποσπάσματα ακατανόητα και δυσοίωνα που καταλήγουν ως: «Και διά ταύτα υποχρεούται να κα­ ταβάλει πρόστιμο και να τιμωρηθεί συμφώνως προς το διάταγμα 6 6 6 ». Τον κοιτούν με βλέμμα όλο νόημα. Αρχίζουν να ψειρίζουν τα χαρτιά του με μεγεθυντικό φακό. «Σκαρώνουν τετράστιχα και πεντάστιχα πολύ πρόστυχα καμιά φορά και τα ρίχνουν μες στο κείμενο». «Μπορεί να ’χει στο νου του να τα πουλήσει για χαρτί τουαλέτας. Όλες τούτες οι αηδίες προορίζονται για δίκιά σου προσωπική χρήση;» «Ναι». «Ναι, λέει». «Και πού το ξέρουμε;» «Ήρθα για βεβαίωση». «Μας κάνεις και τον έξυπνο; Γδύσου». «Σωστά. Μπορεί να κρύβει τίποτα πρόστυχα τατουάζ». Τον χερουκλώνουν σε όλο του το σώμα σκαλίζοντας ως και την κωλοτρυπίδα του για τίποτε λαθραία κι εξετάζοντάς τη μήπως φέρ­ νει ίχνη σοδομισμού. Βουτάνε τα μαλλιά του σε νερό και το στέλ­ νουν κατόπιν για ανάλυση. «Ίσως να ’χει ναρκωτικά το μαλλί του».

202 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Στο τέλος τού κάνουν κατάσχεση στη βαλίτσα· κι εκείνος βγαίνει τρικλίζοντας απ’ το παράπηγμα με ένα δεμάτι έγγραφα κά­ που είκοσι πέντε κιλά στα χέρια. Περίπου μια ντουζίνα Καταστιχάριοι βρίσκονται καθισμένοι στα σάπια ξύλινα σκαλιά των Παλιών Δικαστηρίων. Με ξεπλυμένα μάτια γαλανά τον παρατηρούν να πλησιάζει, στρέφοντας τα κεφά­ λια τους αργά πάνω σε λαιμούς ρυτιδωμένους (γεμάτες σκόνη οι ρυτίδες) για να ακολουθήσουν το κορμί του καθώς ανεβαίνει τα σκαλιά και διαβαίνει την πόρτα. Μέσα, η σκόνη σαν ομίχλη αιωρείται στην ατμόσφαιρα, γλιστρά και πέφτει απ’ το ταβάνι, σηκώνεται σε σύννεφα απ’ το δάπεδο στο κάθε του βήμα. Ανεβαίνει μια σκάλα σκέτο κίνδυνο— είχε κριθεί ακατάλληλη το 1929· Κάποια στιγμή το πόδι του ανοίγει τρύπα στο σκαλί και οι σκλήθρες τού σκίζουνε τη γάμπα. Εκεί που καταλήγει η σκάλα υπάρχει ένα μικρό αναβατόριο σαν εκείνα των ζωγράφων, που με φθαρμένα καρούλια και σκοινιά πιάνει σε ένα δοκάρι κάπου αόρατο στο σκονισμένο βάθος. Τραβώντας το σκοινί προσεκτικά ανυψώνεται μέχρι τα καθίσματα μιας ρόδας λούνα παρκ. Το βάρος του σώματός του βάζει σε κίνηση υδραυλικούς μηχανισμούς (ήχος νερού που τρέχει). Η μεγάλη ρόδα κινείται αθόρυβα και τελείως ομαλά για να σταματήσει μπροστά σε μια σκουριασμένη σιδερένια εξέδρα, φαγωμένη και τρύπια εδώ κι εκεί σαν παλιωμένη σόλα παπουτσιού. Ο Λη βαδίζει σε ένα μα­ κρόστενο διάδρομο με πόρτες δεξιά κι αριστερά, οι περισσότερες από αυτές κλειστές κι αμπαρωμένες με τάβλες και σανίδια. Μέσα σε ένα γραφείο, Εκλεκτά Καλούδια από τον Λεβάντη πάνω σε πρα­ σινισμένη μπρούντζινη ταμπελίτσα, ο Μαγκρούκος πιάνει τερμίτες με τη μακριά ολόμαυρη γλώσσα του. Η πόρτα του Γραμματέα της Κομητείας είναι ανοιχτή. Ο Γραμματέας κάθεται στο γραφείο του μασουλίζοντας ταμπάκο, περιστοιχισμένος από έξι βοηθούς του. Ο Λη κοντοστέκεται στην πόρτα. Ο Γ ραμματέας συνεχίζει την κουβέ­ ντα χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του. «Πέφτω πάνω στον Τάπα τις προάλλες, τον Τεντ Σπίγκοτ... πολύ εντάξει τύπος και του λόγου του. Δεν υπάρχει πιο εντάξει άνθρωπος

ΓΥ Μ ΝΟ ΓΕ ΥΜΑ

·

203

απ’ τον Σπίγκοτ σ’ ολόκληρη τη Ζώνη... Παρασκευή ήτανε και το θυμάμαι γιατί είχε τα ρούχα της η Κυρά και βόγκαε κι είχα κατέβει στο φαρμακείο του Πάρκερ του Γ ιατρού στην οδό Ντάλτον, απέναντι ακριβώς απ’ το Σαλόνι Ηθικού Μασάζ της Μάμα Γκριν, εκεί που ήταν κάποτε οι παλιοί στάβλοι του Τζεντ... Ο Τζεντ, τώρα, δε θυμά­ μαι το επώνυμό του αλλά πού θα πάει θα μού ’ρθει, ήταν αλλοίθωρος απ’ το ζερβό του μάτι κι ήτανε παντρεμένος με μια από τ’ Ανατολικά, νομίζω απ’ το Αλτζίρς, η οποία μόλις πέθανε ο Τζεντ πήγε και ξανα­ παντρεύτηκε, πήρε μάλιστα ένα από τα παιδιά του Χουτ του Φωνα­ κλά, τον Κλεμ Χουτ αν δε μ’ απατά η μνήμη.μου, πολύ εντάξει τύπος και του λόγου του, ο Χουτ τώρα πρέπει να ’τανε γύρω στα πενήντα τέσσερα πενήντα πέντε την εποχή εκείνη... Λέω που λέτε του Για­ τρού Πάρκερ: ‘Έχω την κυρά μου άσκημα με κράμπες περιόδου. Δώσ’ μου κάνα μπουκαλάκι παρηγορικό”. »Και λέει ο Γιατρός, “ Ναι, αλλά πρέπει να υπογράψεις στο βιβλίο, Αρτς. Όνομα, διεύθυνση και ημερομηνία αγοράς. Το λέει ο νόμος” . »Και τον ρωτάω τι μέρα είναι, και μου απαντάει, “ Παρασκευή και 13” . »“Άρα εμένα μου ’κάτσε κιόλας στραβά”, του λέω. »“ Που λες” , μου λέει ο Γιατρός, “ μου ’ρχεται το πρωί ένας κου­ μπάρος. Ντύσιμο κομμάτι φανταχτερό. Πρωτευουσιάνος. Είχε πά­ νω του μια συνταγή για ολόκληρο βάζο μορφίνη... Κομματάκι πε­ ρίεργη η συνταγή, γραμμένη πάνω σε χαρτί του καμπινέ... Και του το λέω στα ίσα: Εμένα, Κύριος, σαν ναρκομανής μου φαίνεσαι’ . »” ‘Χώνονται τα νύχια των ποδιών μου μες στο κρέας, καλέ

ί

θείο. Έχω φριχτούς πόνους’ , μου λέει. »” ‘Α, μάλιστα’ , του λέω. ‘Ξέρετε, πρέπει να προσέχω. Αλλά αφού η δικαιολογία σας είναι καθ’ όλα σύννομη κι αφού η συνταγή που έχετε προέρχεται από έγκριτο Δόκτορα της Ιατρικής άκρως βαριετάμπλ, τιμή μου να σας εξυπηρετήσω’ . »” ‘Ναι, είναι διπλωματούχος ο αλμπάνης. Και με παράσημο μάλιστα’ , μου λέει... Και χωρίς να το πάρω χαμπάρι, κάνει το χέρι

204 ·

Ο Υ Ι Λ Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

μου την κουτουράδα και του δίνω κατά λάθος ένα μπουκάλι ακουα­ φόρτε... Οπότε πάω στοίχημα ότι θα του κάτσει κι αυτουνού στρα­ βά η μέρα”. »“Ό,τι πρέπει για να κάνεις το αίμα σου λαμπίκο” . »“ Ξέρεις, αυτό ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ. Πάντως τόσο χάλια θέαμα όσο το θειάφι με τη μελάσα δε θα ’ναι... Εμένα, Αρτς, δε μ’ αρέσει να χώνω τη μύτη μου, μην πάει εκεί το μυαλό σου· αλλά ξέρεις τι λέω πάντα; Οι άνθρωποι δεν μπορούν να κρύψουν τίποτα απ’ το Θεό κι από το φαρμακοποιό τους... Εσύ τι γίνεται, τη βάζεις ακόμα στο καλαπόδι τη Γριά Φοράδα;” »“ Μα τι πράματα είν’ αυτά, Γιατρέ ... Θα πρέπει να καταλάβεις ότι είμαι οικογενειάρχης άνθρωπος κι επίσης Πρεσβύτερος στη Μη Σκισιματική Εκκλησία του Αρχικού Δόγματος κι ότι δεν τον έχω χώσει σε καπούλια αλογίσια από τότε που ’μασταν μικροί”. »“Α, ωραίες εποχές τότε! Θυμάσαι, βρε Αρτς, εκείνη τη φορά που μπέρδεψα το λίπος της χήνας με τη μουστάρδα; Πάντα λάθος μπουκάλι πάω και πιάνω, όλοι μού το κοπανάνε. Θα σ ’ είχαν ακού­ σει σίγουρα ως τη Μουνοπιπίλα με τις στριγκλιές που είχες βάλει, σα νυφίτσα που της κόψανε τα ούμπαλα” . »“ Σαν να τα ’χεις μπλέξει στην κούτρα σου, Γιατρέ. Εσύ ’σουνα που ’βαλές τις μουστάρδες και περίμενα γω μέχρι να συνέρθεις” . »“Ναι... Θα ’θελες! Αυτό λέγεται ευσεβής ή ανολοκλήρωτος πό­ θος, Αρτς. Το διάβασα σ ’ ένα περιοδικό εκεί που καθόμουνα μια φο­ ρά μέσα στον πράσινο τον καμπινέ που ήτανε πίσω απ’ το σταθμό... Αυτό που σου ’πα πάντως πιο πριν, Αρτς, δεν το ’πιασες... Οταν έλε­ γα Γ ριά Φοράδα εννοούσα τη γυναίκα σου... Θέλω να πω ότι δεν εί­ ναι πια όπως ήτανε κάποτες μ’ όλα τούτα τα σπυριά στη μύτη, τους καταρράχτες, τις χιονίστρες, τις αιμορροΐδες και τις άφτρες” . »“ Καλά το λες, η Λιζ είν’ άσκημα, Γιατρέ. Από τότες που απόβαλε για εντέκατη φορά δεν ξαναβρήκε την υγειά της... Κάτι πήγε ανά­ ποδα, μα την πίστη μου. Ο Γιατρός Φέρρις μού το ’πε καθαρά, μου λέει: «Κοίτα να δεις, Αρτς, δεν είν’ σωστό να το δεις αυτό το κουτσουβέλι που ’βγάλε». Και μου ρίχνει κάτι ματιές που μου ’σηκώθη

Γ ΥΜ Ν Ο ΓΕ ΥΜΑ

205

τρίχα... Πάντως, καταπώς τα ’πες είν’, Γιατρέ. Δεν είναι πια η Λιζ που ήταν κάποτε. Αλλά και τα φάρμακα που της δίνεις δε φαίνεται να τη βοηθάν καθόλου. Και για να πούμ’ και του στραβού το δίκιο, η

δεν ξεχωρίζει τη μέρα από τη νύχτα απ’ τη μέρα π’ άρχισε να ρίχνει κείνες τις σταγόνες για τα μάτια που της έδωκες τον περασμένο μή­ ν α . .. Όμως, βρε Γιατρέ, θα ’πρεπε να το φανταστείς ότι δεν την κα­ λαφατίζω πια τη Λιζ, την παλιομοσκάρα, και χωρίς διόλου να θέλω να θίξω τη μάνα που μου ’φερε νεκρά στον κόσμο εκείνα τα τέρατα. Όχι όταν έχω εκείνο το τρυφερούδι, κείνο το δεκαπεντάχρονο που ’ναι σκέτη γλύκα... Ξέρεις, εκείνη τη μουλάτα την ξασπρουλιά­ ρα που δούλευε στης Μαιρηλού το Σαλόνι για Ίσιωμα Μαλλιών και Ξάσπρισμα Δέρματος πέρα στο Αραποχώρι” . »“Ώστε τραγανίζουμε το μαύρο πιτσουνάκι, Αρτς; Τραγανίζου­ με το κεκάκι το αράπικο;” »“ Το τραγανίζουμε κανονικά, Γιατρέ. Το τραγανίζουμε και με το παραπάνω μάλιστα. Λοιπόν, όπως λέει κι ο κόσμος εδωπέρα, οι υποχρεώσεις μού χώνουν το δάχτυλο στον κώλο. Πρέπει να πάω πί­ σω στην τρελομανιβέλα” . »“Πάω στοίχημα ότι το γρασάρισμα το χρειάζεται επειγόντως” . »“ Αυτή κι αν είναι ξεροπήγαδο... Αντε λοιπόν, κι ευχαριστώ για το παρηγορικό” . »“ Εγώ ευχαριστώ, Αρτς, που πέρασες... Χε χε χε ... Και, πού ’σαι Αρτση, αν μείνεις μπουκάλα κάνα βράδυ κι έχεις ξινόπραμα μαζεμένο στους ντορβάδες πέρνα από δω να πιούμε μαζί κάνα ποτηράκι Γιοχιμπίνι” . »“Να ’σαι σίγουρος, Γιατρέ. Να ’σαι σίγουρος γι’ αυτό. Σαν τον παλιό καλό καιρό, εε;” »Και μετά γυρνάω σπίτι και βάζω να ζεστάνω λίγο νερό και ρίχνω λίγο παρηγορικό μέσα και μοσχοκάρφια και κανέλα και σασάφρι και το δίνω στη Λιζ, και κάπως την κάλμαρε νομίζω. Τουλά­ χιστον έκοψε την γκρίνια που μου ’δινε στα νεύρα... Λίγο μετά ξανακατέβηκα ως του Πάρκερ του Γιατρού, να πάρω μια καπότα... και πάνω κει που έφευγα συναντάω τον Ρόυ το Χαλάστρα, πολύ

206 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

εντάξει τύπος και του λόγου του. Άνθρωπος πιο εντάξει απ’ το Χαλάστρα σε τούτη δω τη Ζώνη δεν υπάρχει... Και μου λέει που λέτε, “ Τονε βλέπεις, Αρτς, εκείνον εκεί τον αράπη μες στην αλάνα; Ε, λοιπόν, μα το σκατό που χέζω και τους φόρους που πλερώνω, αυτός ο τύπος πάει και χώνεται εκεί μέσα την ίδια πάντα ώρα κάθε βράδυ, με τέτοια ακρίβεια που να φτιάνεις το ρολόι. Τονε βλέπεις εκειδά πίσ’ απ’ τις τσουκνίδες; Ε, κάθε βράδυ εκεί γύρω στις οχτώμιση πά­ ει και χώνεται εκεί μες στην αλάνα και τρίβει το πετσί του με ατσαλόσυρμα... Αράπης που τους κάνει κήρυγμα, απ’ ό,τι μου ’πανε”. »Να πώς θυμάμαι τι ώρα ήταν πάνω κάτω στις 13 του μήνα ημέρα Παρασκευή και δε θα ’ταν πάνω από είκοσι λεπτά μισή ώρα πιο μετά, είχα πάρει λίγη κανθαριδίνη στου Γιατρού το μαγαζί και μόλις που άρχιζε να με πιάνει κάτω κει στα Βαθρακονέρια καθώς πήγαινα για τ ’ Αραποχώρι... Στα βουρκόνερα, εκεί που κάνει τη στροφή ο δρόμος, είχε παλιά μια παράγκα· την είχε ένας αράπης... Κάποια στιγμή τού βάλαν φόκο του αράπη και τον λαμπαδιάσα­ νε στη Μουνοπιπίλα. Είχε κολλήσει τον αφθώδη ο γέρος και τον εί­ χε αφήσει ντιπ στραβό... Ήταν εκείνη εκεί η πιτσιρίκα η λευκή που ’χε κατέβει απ’ την Τεξαρκάνα που είχε μπήξει τις φωνές: »“ Ρόυ, εκείνος ο παλιοαραπάς με κοιτάει πολύ πρόστυχα. Αχ, νιώθω τόσο μα τόσο βρώμικη σε όλο μου το σώμα, μα τον άγιο” . »“ Μη μου στενοχωριέσαι, Αγαπούλα. Θα πάμε εμείς τα παλι­ κάρια και θα στονε κάνουμε λαμπάδα” . »“Αχ ναι, Γλυκούλη μου. Κάν’ του το αργά αργά για να πονέσει. Μου ’φερε τέτοιο κεφαλόπονο που θέλω να τα βγάλω” . »Τον καίνε λοιπόν τον αραπά κι ο δικός σου παίρνει την καλή του και γυρνάνε πίσω στην Τεξαρκάνα χωρίς να δώσουν φράγκο για την μπενζίνα κι ο γερο-Λου ο Μουρμούρης που ’χει το βενζινάδικο όλο το Φθινόπωρο γκρίνιαζε σκοινί κορδόνι γι’ αυτό το πράμα: “ Μας κουβαλιούνται οι πρωτευουσιάνοι εδώ κάτω να κάψουνε κά­ ναν αράπη και στο τέλος δε σου πλερώνουν ούτε τη βενζίνα” . » 0 Τσέστερ Χουτ, τώρα, πήγε και διάλυσε την παράγκα του αράπη και πήρε τα καδρόνια και τα ’στήσε πίσ’ απ’ το σπίτι του πά­

Γ ΥΜ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

207

νω στο Μπλεντ Βάλλεϋ. Σκέπασε κι όλα τα παράθυρα με μαύρο πα­ νί, και το τι γίνεται εκεί μέσα καλύτερα να μην το πούμε... Ε, είναι κάπως μυστήρια τα χούγια του Τσέστερ κατά τη γνώμη μου... Εκεί ακριβώς που ήταν κάποτε η παράγκα του αράπη, ακριβώς απέναντι απ’ το σπίτι του Γερο-Μπρουκς που πλημμυρίζει κάθε Ανοιξη, μό­ νο που τότε δεν έμενε κειπέρα ο Μπρουκς... το μέρος ανήκε σ ’ έναν τύπο ονόματι Σκράντον. Τώρα, το χωράφι εκείνο είχε έρθει παλιά να το μετρήσει ένας τοπογράφος το 1919--· Μου φαίνεται τον ξέρετε τον τύπο... Ο Κλάρενς ο Καμπούρης ήτανε, που ’κανε και τα ραβδομαντικά του συν τοις άλλοις... Πολύ εντάξει άτομο και του λόγου του, δεν έχουμε εδώ στη Ζώνη άτομο πιο εντάξει από τον Κλάρενς τον Καμπούρη... Ε, λοιπόν ακριβώς κάπου περίπου σ’ εκείνο το σημείο ήταν που έπεσα πάνω στον Τάπα τον Τεντ Σπίγκοτ που γάμαγε μια σαλαμάντρα νά». Ο Αη έκανε πως ξεροβήχει. Ο Γραμματέας της Κομητείας τον κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του. «Αν δε με ξαναδιακόψεις, νεαρέ μου, και μ’ αφήσεις να τελειώσω την κουβέντα, θ’ ασχοληθώ και με την περίπτωσή σου». Κι αρχίζει να διηγείται ένα ανέκδοτο για κάποιον αράπακα που άρπαξε μια υδροφοβία από μοσχάρι. «Οπότε μου λέει ο μπαμπάς μου: “ Τέλειωνε μ’ ό,τι δουλειές έχεις να κάνεις, γιόκα μου, και πάμε να δούμε τον αράπη που λύσ­ σα ξε...” Τον είχαν τον αράπη δεμένον μ ’ αλυσίδες στο κρεβάτι, κι εκείνος μουγκάνιζε σαν το μοσκάρι... Ε, μετά από λίγο βαρέθη­ κα να τονε βλέπω το μούργο. Λοιπόν, ας μου επιτρέψετε όλοι σας να “αποχωρήσω” τώρα καθότι έχω δουλειά στην αίθουσα του Μυ­ στικού Συμβουλίου. Χε χε χε!» Ο Λη τον άκουγε με τρόμο. Ο Γ ραμματέας της Κομητείας συχνά καθόταν εβδομάδες μέσα στο αποχωρητήριο βγάζοντάς τη με σκορπιούς και καταλόγους της Μοντγκόμερυ Γουόρντ. Δεν ήσαν λίγες οι φορές που οι βοηθοί του αναγκάστηκαν να παραβιάσουν την πόρτα και να τον βγάλουν έξω σηκωτό σε προχωρημένη πλέον κατάσταση ασιτίας. Ο Λη πήρε την απόφαση να παίξει το τελευταίο του χαρτί.

208

·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

«Κύριε Άνκερ», είπε, «απευθύνομαι σε σας επικαλούμενος την κοινή μας ιδιότητα του Ταπεινού Εργάτη της Επισκοπής», και βγά­ ζει την κάρτα του Ταπεινού Εργάτη, ενθύμιο της νεότητάς του τότε που ξάφριζε μπεκρήδες στον υπόγειο. Ο Γ ραμματέας κοίταξε με καχύποπτο μάτι την κάρτα. «Δε μου πολυφαίνεσαιγια βαριετάμπλ Επισκοπιανός Εργάτης που ’φαγε λού­ πινο και βελανίδι... Ποια είν’ η γνώμη σου για τους Εβραίους...;» «Μα φυσικά, Κύριε Άνκερ, όπως κι εσείς ξέρετε πολύ καλά το μόνο που θέλει ο Εβραίος είναι να τσιλημπουρδίσει με τις Χριστιανοπούλες μας... Αλλά πού θα πάνε, κάποια μέρα θα τους το πετσο­ κόψουμε και το υπόλοιπο». «Εδώ που τα λέμε, για πρωτευουσιάνος δε μας τα λες και άσκη­ μα. .. Δείτε τι θέλει ο κύριος και φροντίστε να τον εξυπηρετήσετε... Είναι πολύ εντάξει τύπος και του λόγου του».

Η Δ ΙΑ Ζ Ω Ν Η Ο μοναδικός αυτόχθων της Διαζώνης που δεν είναι ούτε αδερφή αλλά ούτε και διαθέσιμος είναι ο σοφέρ του Άντριου Κηφ, κάτι το οποίο δεν αποτελεί εκζήτηση ή διαστροφή από τη μεριά του Κηφ όσο πρόσχημα, και μάλιστα πολύ καλό, για να ξεκόβει από όποιον δεν έχει όρεξη να ξαναδεί: «Την έπεσες στον Αραχνίδη χτες το βρά­ δυ. Δε θέλω να ξανάρθεις σπίτι μου». Οι άνθρωποι πάντα χτυπάνε κενά μνήμης στη Ζώνη, είτε πίνουν είτε όχι, οπότε κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πως δεν την έπεσε στον νερόβραστο Αραχνίδη. Ο Αραχνίδης είναι μια άχρηστη σοφεράντζα που μόλις και μετά βίας μπορεί να οδηγήσει. Κάποια φορά πάτησε μια γυναίκα έγκυο που είχε κατέβει από τα βουνά φορτωμένη ένα τσουβάλι κάρβουνα στην πλάτη, κι εκείνη το ’ ριξε το παιδί νεκρό κι αιμόφυρτο, εκεί στο δρόμο, και βγαίνει ο Κηφ και κάθεται στο κράσπεδο του πεζο­ δρομίου τσιγκλίζοντας το αίμα με μια βέργα όσην ώρα η αστυνομία

Γ Υ ΜΝ Ο ΓΕ ΥΜΑ

·

209

ϊ ανέκρινε τον Αραχνίδη για να συλλάβουν στο τέλος τη γυναίκα για [ παράβαση του Υγειονομικού Κώδικα. Ο Αραχνίδης είναι ένας βλοσυρός κι αντιπαθητικός νέος με ένα I αλλόκοτο μπλε-σταχτί, μακρουλό πρόσωπο. Έχει μεγάλη μύτη και τεράστια κιτρινιάρικα δόντια σαν του αλόγου. Ο καθένας μπορεί να βρει έναν συμπαθητικό σοφέρ, μονάχα όμως ο Αντριου Κηφ θα μποI ρούσε να έχει βρει τον Αραχνίδη· ο Κηφ, εκείνος ο λαμπρός και ξεπε­ σμένος νεαρός μυθιστοριογράφος που ζει σε ένα αναδιαρρυθμισμένο Ι ουρητήριο στην περιοχή με τα κόκκινα φανάρια της Παλιάς Πόλης. Η Ζώνη είναι ένα και μόνο, πελώριο οικοδόμημα. Τα δωμάτια είναι κατασκευασμένα από ένα πλαστικό τσιμέντο που διογκώνεται για να στεγάσει τους ανθρώπους, αν όμως μπουν πολλοί σε ένα δω[ μάτιο τότε κάνει ένα απαλό πλοπ ο τοίχος και κάποιος απ’ αυτούς τινάζεται μέσα από την τρύπα και καταλήγει στο διπλανό σπίτι, στο διπλανό κρεβάτι για την ακρίβεια, αφού τα δωμάτια είναι γεμάτα κυρίως με κρεβάτια όπου και λαμβάνουν χώρα οι εμπορικές δοσο­ ληψίες της Ζθ)νης. Ένα ζουζούνισμα συναλλαγής, ερωτικής και εμπορικής, δονεί τη Ζώνη σαν πελώριο μελίσσι: «Δύο τρίτα τού ένα τοις εκατό. Ρούπι δεν κάνω από κει· και το βρακί σου να κατεβάσεις». «Ναι, αλλά πού τις έχεις τις φορτωτικές, γλύκα;» «Πάντως όχι εκεί που ψάχνεις, κούκλε. Εκεί θα ’ταν φως φανάρι». «Μια ντάνα κατασχεμένα λέβις με ενσωματωμένους αρχιδοντορβάδες. Φτιαγμένα στο Χόλλυγουντ». «Στο Χόλλυγουντ του Σιάμ». «Έστω. Πάντως, αμέρικαν style». «Εμείς τι βγάζουμε;... Η προμήθεια... Το Ποσοστό μας». -* «Ναι, θησαυρέ μου, μια καραβιά Κ.Υ. από γνήσια μούργα φα­ λαινίσια φτιαγμένη στο Νότιο Ατλαντικό και προς το παρόν σε κα­ ραντίνα το βαπόρι στη Γη του Πυρός κατ’ εντολή της Υγειονομίας. Αυτό θα βγάλουμε, χρυσό μου! Έτσι και πάει κουπί η δουλειά θα περάσουμε ζωή και κότα». (Η φαλαινίσια μούργα ή ζούρα είναι το άχρηστο υπόλειμμα κατά την επεξεργασία του λίπους όταν κόβουν

210

·

Ο Υ Ι Α Ι Α Μ Μ ΠΑ Ρ Ο Ο Υ Ζ

τη φάλαινα και τη βράζουν. Ένας σιχαμένος χυλός που βρωμοκοπάει ψαρίλα μίλια μακριά. Κανείς μέχρι στιγμής δεν έχει βρει κά­ ποια χρησιμότητα γι’ αυτό το πράμα.) Η Εισαγωγική Διαζώνης Ο.Ε., που την αποτελούν ο Μάρβυ κι ο Λέιφ ο Άτυχος, άρπαξε τη δουλειά με το Κ.Υ. που τους γυάλισε. Έτσι κι αλλιώς σε φαρμακευτικά προϊόντα ειδικεύονταν και, επι­ πλέον, λειτουργούσαν και μια Μονάδα Προ(φύλαξης) σε 24ωρη βάση, εξαπλής κάλυψης πρύμα πλώρα. (Εξι διαφορετικά αφροδίσια νοσήματα έχουν αναγνωρισθεί μέχρι σήμερα.) Βάζουν τα δυνατά τους να τελεσφορήσει το πράμα. Κάνουν ακατονόμαστα χατίρια σ ’ έναν σπαστικό Έλληνα ναυτικό πράκτο­ ρα, καθώς και σε μια ολόκληρη φουρνιά εκτελωνιστών. Οι δυο συ­ νέταιροι τα τσουγκρίζουν και στο τέλος αλληλοκαταγγέλλονται στην Πρεσβεία όπου και τους παραπέμπουν στο Τμήμα Της Σκασί­ λας Μας, για να τους πετάξουν από την πίσω πόρτα σε μια αλάνα τίγκα στο σκατό, όπου οι γύπες τσακώνονται για λίγα ψαροκέφαλα. Τα συνεταιράκια πλακώνονται στα σκαμπίλια με μπόλικη υστερία. «Πας γαμιόλα να μου φας την προμήθεια!» «Της ποιανής την προμήθεια;; Ποια, μωρή, την πρωτοπήρε πρέ­ φα τη δουλειά;» «Εγώ όμως έχω τη φορτωτική». «Τον κακό σου το φλάρο. Η επιταγή θα βγει στο δικό μου τ’ όνομα». «Σκγόφα! Δε θα δεις φορτωτική ώσπου να μπει το μερδικό μου καταπίστευμα». «Εντάξει, έλα να φιληθούμε τώρα και να τα ξαναφτιάξουμε. Και δε σου κρατάω κακία, να το ξέρεις». Χωρίς πολλούς ενθουσιασμούς δίνουν τα χέρια και φιλιούνται πεταχτά στο μάγουλο. Η δουλειά αργεί μήνες ολόκληρους. Αναθέ­ τουν την υπόθεση σε έναν Διεκπεραιωτή. Στο τέλος ο Μάρβυ κατα­ φέρνει να πάρει μια επιταγή για 42 κούρδους Τουρκεστάν εκδοθείσα από ανώνυμη τράπεζα της Νότιας Αμερικής, πληρωτέα μέσω Άμ­ στερνταμ, μια διαδικασία που κρατάει πάνω κάτω έντεκα μήνες.

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥΜΑ

·

211

Τώρα μπορεί να ριλαξάρει στα καφενεδάκια της Πλατείας. Δείχνει σε όλους το φωτοστατικό αντίγραφο της επιταγής. Το αυθε­ ντικό δεν θα το έδειχνε φυσικά με τίποτα, μη και του πεταχτεί κά­ νας φθονερός συμπολίτης και φτύσει τίποτες παράξενα μελάνια και του σβήσει την υπογραφή ή του αχρηστέψει άλλως πώς το τσέκι. Όλοι του ζητάνε να κεράσει την παρέα και να το γιορτάσει, εκείνος όμως γελάει πρόσχαρα και απαντάει, «Εδώ δεν μπορώ να πληρώσω το δικό μου το ποτό. Ξόδεψα ως και τον τελευταίο κούρδο σε Penstrep για τις βλεννόρροιες του Άλι. Ξανάβγαλε το σκου­ λαμέντο πρύμα πλώρα. Μου ’ρθε να χώσω κλοτσές στο φουκαριάρικο και να το στείλω στο παραδιπλανό κρεβάτι μέσα από τον τοίχο. Όλοι σας όμως ξέρετε τι πονόψυχο πράμα είμαι». Παρ’ όλα αυτά ο Μάρβυ παραγγέλνει ένα ποτό, ένα σφηνάκι μπίρα, ξεχωνιάζοντας κάποιο μαυρισμένο κέρμα απ’ τον καβάλο του και βάζοντάς το πάνω στο τραπέζι. «Τα ρέστα δικά σου». Το γκαρσόνι πετάει με το σκουπάκι του το κέρμα σ’ ένα φαράσι, φτύ­ νει στο τραπέζι και απομακρύνεται. «Τσαντίλα! Ζηλεύει την επιταγή μου». Ο Μάρβυ βρίσκεται στη Διαζώνη «πριν το έτος ι» όπως λέει. 1 Είχε αποχωρήσει από τη θέση του, κάποια απροσδιόριστη θέση στο Υπ. Εξ. των Η.Π.Α., «για το καλό της υπηρεσίας». Είναι φανερό πως θα πρέπει κάποτε να ήταν πολύ όμορφος, σαν κολλεγιόπαιδο με το κοντό του μαλλάκι, αλλά τώρα η μούρη του είχε σακουλιάσει κάνοντας κάτι γρουμπούλια κάτω απ’ το σαγόνι λες και ήταν παρα­ φίνη που ’χει λιώσει. Είχε βάλει και κιλά γύρω στους γοφούς. Ο Λέιφ ο Άτυχος ήταν ένας ψηλός, αδύνατος Νορβηγός με την καλύπτρα του μονόφθαλμου στο ένα μάτι, το πρόσωπό του πετρωμέ­ νο μόνιμα σε ένα παγερό, κάπως φιλοφρονητικό μειδίαμα. Πίσω του κουβαλούσε μια επικότατη σάγκα ανεπιτυχέστατων επιχειρηματικών τολμημάτων. Είχε αποτύχει στην εκτροφή βατράχων και τσιντσιλά, στα σιαμέζικα ψάρια-μαχητές, στην καλλιέργεια των μαργαριταριών και του ραμί. Είχε δοκιμάσει, ποικιλοτρόπως και άνευ επιτυχίας, να προωθήσει την ιδέα ενός Νεκροταφείου Για Παπαγαλάκια του τύπου

212 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Δύο Σε Ένα Φέρετρο, να μονοπωλήσει την αγορά του προφυλακτικού όταν έπεσε η παραγωγή του καουτσούκ, να λειτουργήσει οίκο ανοχής μέσω ταχυδρομικών παραγγελιών, να κυκλοφορήσει την πενικιλίνη σε πατενταρισμένα ιδιοσκευάσματα. Είχε ποντάρει, ακο­ λουθώντας ολέθρια συστήματα, στα καζίνα της Ευρώπης και τους ιπ­ πόδρομους της Αμερικής. Οι αναποδιές του στις μπίζνες συναγωνίζο­ νταν τις απίστευτες κακοτυχίες της προσωπικής του ζωής. Ναύτες Αμερικάνοι, σκέτα κτήνη, του είχανε σπάσει με κλοτσιές τα μπροστι­ νά του δόντια στο Μπρούκλυν. Όρνια του φάγανε το ένα μάτι όταν έπεσε ξερός σε πάρκο της Πόλης του Παναμά έχοντας κατεβάσει μισή λίτρα παρηγορικό. Είχε εγκλωβιστεί σε ασανσέρ ανάμεσα στους ορόφους για πέντε μέρες τραβώντας μια ζόρικη χοντροχαρμάνα κι έβγαλε παλικαρίσια τις φρίκες ενός τρομώδους παραληρήματος χω­ μένος για ασφάλεια σε ένα μικρό μπαούλο. Μετά ήταν και η περί­ πτωση στο Κάιρο, όπου κατέρρευσε με περίσφιξη εντέρων, διάτρηση έλκους και περιτονίτιδα κι είχε τόσο κόσμο το νοσοκομείο που τον βολέψανε στις τουαλέτες, κι ο χειρουργός που ήταν Έλληνας τα κά­ νει μαντάρα απ’ τη μαστούρα και τον ράβει αφήνοντας μέσα του μια ζωντανή μαϊμού, κι επιπλέον τον παίρνουν νουμεράδα οι Αραβες επι­ στάτες, κι ένας απ’ τους νοσοκόμους κλέβει την πενικιλίνη και βάζει στη θέση της ακουαφόρτε· αλλά και η φορά που τον χτύπησε στον πι­ σινό το σκουλαμέντο κι ένας τάχα ευλαβής γιατρός απ’ την Αγγλία τού κάνει για να τον θεραπεύσει κλύσμα με βραστό θειικό οξύ, ή τό­ τε με κείνο τον Γερμανό τον οπαδό της Τεχνολογικής Ιατρικής που του αφαίρεσε τη σκωληκοειδή απόφυση με σκουριασμένο ανοιχτήρι κονσέρβας κι έναν κόφτη λαμαρίνας (τη θεωρία περί μικροβίων τη θεωρούσε «μια σαχλαμάρα»). Γοητευμένος από την επιτυχία του πή­ ρε φόρα κι άρχισε να ψαλιδίζει και να πετσοκόβει ό,τι έβλεπε μπρο­ στά του: «Το σώμα του αντρώπου είναι γκεμάτο με άκρηστα πραγκματάκια. Ζούμεν και με ένα νεφφρό. Γκιατί να έκομεν ντύο; Αυτό είναι ένα νεφφρό, γιαβόλ... Στο εσσωτερικώς τα πραγκματάκια ντεν πρέπει να είναι τόσον στριμωγκμένα όλα μαζί. Κρειάζονται λέμπενσραουμ όπως η Φάτερλαντ».

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

213

0 Διεκπεραιωτής δεν είχε ακόμα πληρωθεί, και ο Μάρβυ αντι­

μετώπιζε το ενδεχόμενο να τον παύσει για ένα εντεκάμηνο ώσπου να του εξαργυρώσουν την επιταγή. Λέγανε πως ο Διεκπεραιωτής είχε γεννηθεί πάνω στο Φέρρυ μεταξύ Ζώνης και Νησιού. Το επάγ­ γελμά του ήταν να διεκπεραιώνει παραδόσεις εμπορευμάτων. Κα­ νείς δεν ήξερε με σιγουριά κατά πόσον ήταν χρήσιμες ή όχι οι υπη­ ρεσίες που προσέφερε, ενώ η αναφορά και μόνον του ονόματος του ήταν αρκετή για να προκαλέσει διαπληκτισμούς. Θα άκουγες για περιπτώσεις που αποδείκνυαν τόσο το θαυματουργό των ικανοτή­ των του όσο και την πλήρη αναξιότητά του. Το Νησί ήταν μια στρατιωτική και ναυτική βάση των Βρετανών απέναντι ακριβώς από τη Ζώνη. Η Αγγλία κρατάει το Νησί σε βάση ετήσιας δωρεάν μίσθωσης, και κάθε χρόνο το μισθωτήριο και η άδεια παραμονής εθιμοτυπικώς ανανεώνονται. Ολόκληρος ο πληθυσμός δί­ νει το παρών— η παρουσία είναι υποχρεωτική— και συγκεντρώνεται στη χωματερή του δήμου. Ο Πρόεδρος του Νησιού οφείλει, όπως απαιτεί το έθιμο, να συρθεί με το στομάχι πάνω στα σκουπίδια και να παραδώσει την Αδεια Παραμονής και την Ανανέωση Μισθωτηρίου, υπογεγραμμένα απ’ όλους τους κατοίκους του Νησιού, στον Βρετανό Αρμοστή που στέκει περίλαμπρος μες στην επίσημη στολή του. Ο Αρ­ μοστής παίρνει την άδεια και τη χώνει στην τσέπη του σακακιού του: «Ώστε λοιπόν», λέει με συγκρατημένο γελάκι, «αποφασίσατε να μας αφήσετε να μείνουμε μια χρονιά ακόμα, ε; Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας. Και συμφωνείτε ό λο ι;... Είναι κανείς από σας που δεν συμφωνεί;» Στρατιώτες πάνω σε τζιπ στρέφουν τα πολυβόλα των οχημάτων δεξιά κι αριστερά με αργές κινήσεις σημαδεύοντας τον κόσμο. «Μου φαίνεται πως είστε όλοι σύμφωνοι. Έκτακτα, έκτακτα». Γυρνάει εύθυμα προς τον Πρόεδρο που είναι πεσμένος μπρούμυτα. «Τα φυλάω τα χαρτιά σου για την περίπτωση που ξεμείνω. Χο Χο Χο». Το βροντερό, μεταλλικό του γέλιο αντηχεί από άκρη σ ’ άκρη μες στο σκουπιδότοπο, και το πλήθος γελάει μαζί μ’ αυτόν υπό τις ερευνητικές κάννες των πολυβόλων.

214 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Οι κανόνες της δημοκρατίας επιβάλλονται στο Νησί με άκρα επιμέλεια. Υπάρχει Γερουσία και Κογκρέσο που διεξάγουν ατέ­ λειωτες συνεδριάσεις επί του ζητήματος της αποκομιδής των σκουπιδιών και της επιθεώρησης των εκτός οικίας καμπινέδων, τα δύο μοναδικά θέματα τα οποία εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους. Για ένα σύντομο διάστημα στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, τους είχε επιτραπεί να ελέγχουν και την υπηρεσία Συντήρησης Μπαμπουίνων όμως αυτό το προνόμιο τους αφαιρέθηκε λόγω της καθ’ έξιν αδικαιολόγητης απουσίας των μελών της Γερουσίας. Τους πορφυρόκωλους μπαμπουίνους της Τριπολίτιδας τους είχαν φέρει στο Νησί τον 17ο αιώνα οι πειρατές. Υπήρχε ένας θρύλος που έλεγε πως άμα φύγουν από το Νησί οι μπαμπουίνοι, θα πέσει. Σε ποιον ή με ποιο τρόπο δεν το ξεκαθάριζε, γι’ αυτό και ο φόνος μπα­ μπουίνου επισύρει τη θανατική ποινή, παρ’ ότι η βλαπτικότατη συ­ μπεριφορά αυτών των ζωντανών αποτελεί βάσανο για τον πολίτη και σχεδόν υπερβαίνει τα όρια αντοχής του. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιος τα παίζει εντελώς, ορμάει έξω και θερίζει μπόλικους μπα­ μπουίνους και στη συνέχεια αυτοκτονεί. Τη θέση του Προέδρου εξαναγκάζεται πάντα να την αναλάβει κάποιος ιδιαίτερα ζημιογόνος και αντιδημοφιλής κάτοικος. Η εκλο­ γή στο αξίωμα του Προέδρου αποτελεί τη μεγαλύτερη γκαντεμιά και τη χειρότερη ατίμωση που μπορεί να τύχει σε Νησιώτη. Είναι τέτοιο το όνειδος και οι εξευτελισμοί που συνεπάγεται, που λίγοι Πρόεδροι επιβιώνουν της θητείας τους, οι περισσότεροι εκ των οποίων πεθαίνουν έπειτα από ένα δυο χρόνια από σμπαράλιασμα του ηθικού τους. Ο Διεκπεραιωτής διετέλεσε Πρόεδρος κάποτε, καταφέρνοντας μάλιστα να βγάλει ολόκληρη την πενταετή θητεία του. Στη συνέχεια άλλαξε όνομα και υποβλήθηκε σε πλαστικές εγ­ χειρήσεις προκειμένου να εξαφανίσει, όσο ήταν δυνατό, τις μνήμες της ντροπής. «Μα, οπωσδήποτε... θα τα πάρεις τα λεφτά σου», έλεγε ο Μάρ­ βυ στον Διεκπεραιωτή. «Ψυχραιμία όμως. Ισως πάρει λίγο χρόνο...»

Γ Υ ΜΝ Ο Γ ΕΥ Μ Α

·

215

«Ψυχραιμία! Θα πάρει λίγο χρόνο! ... Άκου να δεις». «Ναι, τα ξέρω αυτά. Η πιστωτική εταιρεία θα πάρει πίσω τη μο­ νάδα τεχνητού νεφρού της γυναίκας σου... Αποσυνδέουν τη γιαγιά σου από τον σιδεροπνεύμονα και την πετάνε έξω». «Κάπως κακόγουστα τα βρίσκω, φίλε μου, αυτά που λες... Ειλικρινά σου λέω ότι θα προτιμούσα να μην είχα ποτέ ανακατευτεί μ’ αυτό το χμμ το πράμα. Αυτό το βρωμολίπος είναι φίσκα στα καρβολικά. Είχα κατέβει κάποια μέρα στο τελωνείο την περασμένη βδομάδα. Έχωσα ένα σκουπόξυλο μέσα σ’ ένα βαρέλι, κι αμέσως το γράσο την κατάφαγε την άκρη του κονταριού. Κι επιπλέον ζέχνει τόσο πολύ αυτό το βρωμόπραμα που σε ξαποστέλνει. Για κατέβα μια βόλτα στο λιμάνι». «Ποτέ μου δε θα κάνω κάτι τέτοιο», τσίριξε ο Μάρβυ. Στη Ζώ­ νη είναι αναγνωριστικό σημείο κάστας το να μην αγγίζεις ποτέ ή ακόμα και να πλησιάζεις αυτό που πουλάς. Αν κάνεις κάτι τέτοιο δίνεις αφορμές να σε υποπτευθούν για λιανικό εμπόριο, ότι είσαι δηλαδή ψιλικατζής ή κοινός γυρολόγος. Μεγάλο μέρος των προϊό­ ντων της Ζώνης πωλείται από τέτοιους εμποράκους του δρόμου. «Γιατί μου τα λες όλα αυτά; Είναι αποκρουστικά και χυδαία! Αυτό είναι καθαρά πρόβλημα των μικροπωλητών». «Ε, εσείς άνετα μπορείτε να τη σκαπουλάρετε, κύριοι. Εγώ όμως έχω κάποιο όνομα στην αγορά... Δεν έχω όρεξη να με τρέχουνε κατόπιν». «Αφήνεις δηλαδή να εννοηθεί ότι υπάρχει κάτι το παράνομο στην υπόθεση;» «Όχι ακριβώς παράνομο, αλλά φτηνιάρικο και σκάρτο. Σκάρτο οπωσδήποτε». «Ρε άντε τράβα πίσω στο Νησί σου προτού πέσει! Σε ξέρουμε από τότε που γύρναγες στα ουρητήρια της Πλατείας και πούλαγες τον πορφυρό σου κώλο για πέντε πεσέτες». «Και δε σου καθόταν και πελάτης, εδώ που τα λέμε», συμπλή­ ρωσε ο Λέιφ. Το είπε και με κάποια προφορά. Τούτη η αναφορά στη νησιώτικη καταγωγή του ήταν κάτι παραπάνω απ’ όσο θα άντε-

216 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

χε ο Διεκπεραιωτής... Τσιτώθηκε, επιστρατεύοντας την πλέον πα­ γερή ενσάρκωση Εγγλέζου αριστοκράτη, έτοιμος να εξαπολύσει μια πύρινη, ισοπεδωτική απάντηση που θα κονιορτοποιούσε δίχως έλεος τον συνομιλητή του, αντί γι’ αυτήν όμως, ένα μεμψίμοιρο, κλαψιάρικο γρύλισμα σκύλου που είχε φάει την κλοτσιά του βγήκε από το στόμα του. Η προεγχειρητική όψη του αναδύθηκε μέσα από τη βολταϊκή λάμψη ενός πυρακτωμένου μίσους... Άρχισε να ξε­ στομίζει βρισιές με εκείνους τους απαίσιους, στραγγαλισμένους, λαρυγγώδεις φθόγγους της διαλέκτου του Νησιού. Στο σύνολό τους οι Νησιώτες δηλώνουν πλήρη άγνοια της δια­ λέκτου ή κατηγορηματικώς αρνούνται την ύπαρξή της. «Είμεθα Βρε­ τανοί», λένε. «Δεν έ’ουμεν καμίαν βρωμοδιάλεκτον εμείς εδώ». Αφροί βγήκαν κι έκατσαν στις άκρες των χειλιών του Διεκπεραιωτή. Έφτυνε το σάλιο σε μπαλίτσες σαν από μπαμπάκι. Η μπόχα της πνευματικής χυδαιότητας στεκόταν μετέωρη σαν πράσι­ νο σύννεφο πάνω από το κεφάλι του. Ο Μάρβυ κι ο Λέιφ τραβή­ χτηκαν πίσω αλαφιασμένοι. «Τον χτύπησε η τρέλα», είπε ο Μάρβυ με κομμένη την ανάσα. «Πάμε να φύγουμε από δω». Πιασμένοι χέρι χέρι το σκάνε μες στο πούσι που σαν παγωμένο Τούρκικο Χαμάμ σκεπάζει τη Ζώνη τούς μήνες του χειμώνα.

Η Ε ΞΕΤΑΣ ΙΣ Ο Καρλ Πέτερσον βρήκε μια ειδοποίηση στο γραμματοκιβώτιό του που έλεγε να παρουσιαστεί στις δέκα στο Υπουργείο Ψυχικής Υγιεινής και Προφύλαξης για ένα ραντεβού με τον Δόκτορα Μπέν­ γουεϋ... «Τι στο καλό μπορεί να με θέλουν εμένα;» σκέφτηκε θυμωμέ­ να... «Μάλλον κάποιο λάθος θα έγινε». Ήξερε όμως πως δεν κά­ νουν λάθη... Και σίγουρα όχι λάθη ταυτότητας...

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α

·

217

Δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό του Καρλ να αγνοήσει το ραντεβού παρά το γεγονός ότι μια τέτοια αμέλεια δεν συνεπαγόταν κυρώσεις... Η Φρηλανδία ήταν ένα κράτος πρόνοιας. Οτιδήποτε κι αν ήθελε ο πολίτης, από μια δόση σαρμελόζουμο μέχρι ερωτικό σύ­ ντροφο, υπήρχε πάντα κάποια υπηρεσία που θα του πρόσφερε ουσια­ στική βοήθεια. Η ανεκδήλωτη απειλή που ελλοχεύει υπό τη σκέπη αυτής της αγαθοεργούς τακτικής κατέπνιγε την ιδέα της εξέγερσης... Ο Καρλ διέσχισε την Πλατεία Δημαρχείου... Γυμνά από νίκελ είκοσι μέτρα ύψος με μπρούντζινα γεννητικά όργανα σαπουνίζο­ νταν στα γυαλιστερά νερά που έτρεχαν... Ο τρούλος του Δημαρ­ χείου, από γυάλινα τούβλα και χαλκό μπηγόταν αβίαστα στον ουρανό. Ο Καρλ γύρισε και κοίταξε έναν ομοφυλόφιλο Αμερικανό του­ ρίστα που αμέσως κατέβασε τη ματιά του κι άρχισε να σκαλίζει τα φίλτρα της μηχανής του, μιας Leica... Ο Καρλ μπήκε στο λαβύρινθο από επισμαλτωμένο ατσάλι του Υπουργείου, πλησίασε με μεγάλα βήματα το γκισέ πληροφοριών... κι έδειξε το ειδοποιητήριο. «Πέμπτος όροφος ... Γ ραφείο είκοσι έξι...» Στο γραφείο είκοσι έξι μια νοσοκόμα τον κοίταξε με ένα πα­ γερό, υποβρύχιο βλέμμα. «Ο Δόκτωρ Μπένγουεϋ σας περιμένει», του λέει χαμογελώντας. «Μπορείτε να περάσετε». «Σαν να μην έχει να κάνει τίποτα και περιμένει εμένα», σκέφτηκ εοΚ αρλ... Η απόλυτη σιωπή και ένα γαλακτώδες φως γέμιζαν το δωμάτιο. Ο γιατρός έσφιξε το χέρι του Καρλ, έχοντας συνεχώς τα μάτια του ϊί ι , · στο στέρνο του νεαρού αντρα... «Αυτόν τον άνθρωπο τον έχω ξαναδεί», σκέφτηκε ο Καρλ... «Πού όμως;» Έκατσε σε μια καρέκλα κι έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο τασάκι που ήταν επάνω στο γραφείο κι άναψε τσιγάρο... Έστρεψε το βλέμμα του στον γιατρό καρφώνο­

218

·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ Π Α Ρ Ο Ο Υ Ζ

ντας πάνω του την εξεταστική ματιά του που έκρυβε κάτι παραπά­ νω από μια μικρή δόση αναίδειας. Ο γιατρός έδειξε να βρίσκεται σε αμηχανία... Έκανε κάποιες νευρικές κινήσεις και ξερόβηξε... και σκάλισε τα χαρτιά του... «Χουρρούμφ», είπε στο τέλος... «Καρλ Πέτερσον νομίζω ότι ονομάζεσθε...» Τα γυαλιά του γλίστρησαν πάνω στη μύτη του σε μια παρωδία ακαδημαϊκών τρόπων... Ο Καρλ έγνεψε σιωπηλά... Ο για­ τρός δεν τον κοίταξε, εν τούτοις φάνηκε καθαρά πως κατέγραψε την παραδοχή... Έσπρωξε τα γυαλιά στη θέση τους με το δάχτυλο και άνοιξε ένα φάκελο πάνω στη λευκή εμαγέ επιφάνεια του γραφείου. «Μμμμμμμμμμμμμ. Καρλ Πέτερσον», επανέλαβε χαϊδευτικά το όνομα, σούφρωσε τα χείλη του και κούνησε το κεφάλι αρκετές φο­ ρές. Εντελώς απότομα ξαναμίλησε: «Γνωρίζετε βεβαίως ότι προ­ σπαθούμε. Όλοι μας προσπαθούμε. Βέβαια κάποιες φορές δεν τα καταφέρνουμε». Η φωνή του σιγοέσβησε παρασύροντας τις τελευ­ ταίες λέξεις. Έφερε το χέρι στο μέτωπό του. «Να προσαρμόσουμε το κράτος— ένα εργαλείο και μόνο — στις ανάγκες του καθενός πολίτη». Η φωνή του αντήχησε τόσο απρόσμενα βροντερή και μέ­ σα από τέτοια βάθη που ο Καρλ τινάχτηκε. «Αυτή είναι η μοναδική φυσική λειτουργία του κράτους όπως εμείς το αντιλαμβανόμεθα. Οι γνώσεις μας... ατελείς, βεβαίως», με μια μικρή χειρονομία κατέδειξε το μέγεθος της υποτίμησης... «Για παράδειγμα... για παρά­ δειγμα... πάρτε το ζήτημα της εε σεξουαλικής απόκλισης». Ο για­ τρός κουνήθηκε μπρος πίσω μαζί με την καρέκλα του. Τα γυαλιά του γλίστρησαν στη μύτη του. Άξαφνα ο Καρλ ένιωσε άβολα. «Τη θεωρούμε ως μία ατυχία... ως αρρώστια... σίγουρα όχι κάτι το οποίο θα επικρίνουμε ή θα το χμμ εγκρίνουμε περισσότερο απ’ ό,τι για παράδειγμα... τη φυματίωση... Ναι», είπε επαναλαμβάνοντάς το αποφασιστικά λες και ο Καρλ είχε εκφράσει την αντίρρη­ σή του... «Τη φυματίωση. Από την άλλη μπορείτε ευκόλως να εννο­ ήσετε ότι οποιαδήποτε ασθένεια θέτει ορισμένες, να πούμε υποχρεώσεις, ορισμένες αναγκαιότητες προφυλακτικής φύσεως στις Αρχές που είναι υπεύθυνες για τη δημόσια υγεία, αναγκαιότητες οι

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α

·

219

οποίες οφείλουν να επιβληθούν, περιττό να λεχθεί, με το ελάχιστο της όχλησης και ταλαιπωρίας στον άτυχο εκείνον άνθρωπο, ο οποί­ ος, χωρίς ο ίδιος να φταίει, έχει χμμ μολυνθεί... Εννοείται, βεβαίως, το ελάχιστον της ταλαιπωρίας που είναι συμβατόν με την ικανοποιη­ τική προστασία των ατόμων που δεν έχουν βληθεί τοιουτοτρόπως... Τον υποχρεωτικό εμβολιασμό κατά της ευλογιάς δεν τον θεωρούμε ος παράλογο μέτρο... Ούτε και την απομόνωση διά ορισμένες μετα­ δοτικές ασθένειες... Είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνείτε πως άτομα τα >ποία έχουν προσβληθεί από χουρρούμφ εκείνο που οι Γ άλλοι αποςαλούν “ Les Maladies galantes” χε χε χε πρέπει να υποχρεούνται να αποβάλλονται σε θεραπεία εφόσον οι ίδιοι δεν προσέρχονται οικειο)ελώς». Ο γιατρός συνέχισε το κακαριστό γελάκι και τα τραμπαλίιματα στην καρέκλα του σαν κάποιο κουρντιστό παιχνίδι... Ο Καρλ Μωσε την προσμονή για ένα σχόλιό του. «Λογικό μου φαίνεται», είπε. Ο γιατρός σταμάτησε τα γέλια. Ξαφνικά έμεινε ακίνητος. «Για /α επανέλθομε στο εε ζήτημα της σεξουαλικής απόκλισης τώρα. Ειιικρινά δεν προσποιούμεθα ότι έχουμε κατανοήσει— τουλάχιστον >χι παντελώς— γιατί ορισμένοι άντρες και γυναίκες προτιμούν την £μμ ερωτική συντροφιά των ομοφύλων τους. Γνωρίζομε πολύ καλά ιως το χμμμ phenomena είναι αρκούντως κοινό, και ότι, υπό οριτμένας συνθήκας, αποτελεί θέμα που χμμμ αφορά την υπηρεσίαν χυτήν». Για πρώτη φορά τα μάτια του γιατρού τρεμόπαιξαν πάνω στο ιρόσωπο του Καρλ. Μάτια που δεν κουβαλούσαν ίχνος ζεστασιάς \ μίσος ή οποιαδήποτε συγκίνηση που είχε ποτέ νιώσει ο Καρλ ή είχε παρατηρήσει σε κάποιον άλλον, μάτια ψυχρά και ταυτόχρονα γε­ μάτα ένταση, απρόσωπα, με διάθεση αρπαχτική. Ξαφνικά ο Καρλ αισθάνθηκε παγιδευμένος μέσα σ ’ εκείνο το σιωπηλό υποθαλάσσιο δωμάτιο που είχε κάτι από σπηλιά, αποκομμένος από κάθε πηγή ζε­ στασιάς και βεβαιότητας. Η εικόνα του εαυτού του καθισμένου εκεί, ατάραχου και πανέτοιμου με μια λεπτή δόση κοσμίας περιφρόνησης σκοτείνιασε, λες και η ζωτικότητα ξεστράγγιζε από μεσα

220 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

του για να βγει και να γίνει ένα με το γκριζογαλακτερό περιβάλλον του δωματίου. «Η θεραπεία των διαταραχών αυτών είναι, επί του παρόντος, χρουμφ συμπτωματική». Ξαφνικά ο γιατρός βούλιαξε την πλάτη του στο κάθισμα και ξέσπασε σε ένα βροντερό, μετάλλινο γέλιο. Ο Καρλ τον παρακολουθούσε με φρίκη... «Είναι τρελός ο άνθρω­ πος», σκέφτηκε. Το πρόσωπο του γιατρού έγινε ανέκφραστο όπως του τζογαδόρου. Ο Καρλ ένιωσε μια περίεργη αίσθηση στο στομάχι του σαν να είχε σταματήσει απότομα το ασανσέρ. Ο γιατρός μελετούσε τον φάκελο που είχε μπροστά του. Μίλη­ σε με έναν ελαφρώς συγκαταβατικό τόνο θυμηδίας: «Μη δείχνεις έτσι τρομαγμένος, νεαρέ μου. Ήταν απλώς ένα επαγγελματικό αστείο. Λέγοντας ότι η θεραπεία είναι συμπτωματική εννοούμε πως δεν υφίσταται καμία, κι από την άλλη δεν αισθάνεται και τόσο άβολα ο ασθενής. Αυτό ακριβώς είναι και που επιδιώκουμε σε αυτές τις περιπτώσεις». Για μια ακόμη φορά ο Καρλ αισθάνθηκε το βίαιο εκείνο άγγιγμα του παγωμένου ενδιαφέροντος πάνω στο πρόσωπό του. «Μια διαβεβαίωση με άλλα λόγια όταν αυτό που χρειάζεται είναι η διαβεβαίωσις... και, φυσικά, τις κατάλληλες διε­ ξόδους με άτομα που παρουσιάζουν ανάλογες τάσεις. Δεν τίθεται θέ­ μα απομόνωσης... η συγκεκριμένη πάθησις δεν είναι άμεσα περισ­ σότερο μεταδοτική απ’ ό,τι ο καρκίνος. Ο καρκίνος, η πρώτη μου αγάπη», είπε σβήνοντας η φωνή του γιατρού. Κι έμοιαζε πράγματι σαν αυτός να είχε αποχωρήσει μέσα από μια αόρατη πόρτα αφήνο­ ντας το άδειο του κορμί να κάθεται πίσω από το γραφείο. Ξαφνικά ξαναμίλησε με φωνή κοφτή και διεισδυτική. «Όλως δικαίως λοιπόν θα απορείτε για το ενδιαφέρον μας εις το ζήτημα αυτό, έτσι δεν είναι;» Έσκασε ένα χαμόγελο φωτεινό και παγωμένο σαν χιόνι στη λιακάδα. Ο Καρλ σήκωσε αδιάφορα τους ώμους: «Δε με αφορά... η δική μου απορία είναι για ποιο λόγο με καλέσατε εδώ και γιατί μου λέτε όλες αυτές τις... τις...» «Ανοησίες;»

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α

·

221

Ο Καρλ ενοχλήθηκε από τη διαπίστωση πως είχε κοκκινίσει. Ο γιατρός έγειρε κατά πίσω και σταύρωσε τις άκρες των δαχτύλων του: «Αχ αυτοί οι νέοι», είπε με φωνή που συγχωρούσε τα πάντα. «Μονίμως βιαστικοί. Ίσως κάποια μέρα να καταλάβετε το νόημα της υπομονής. Όχι, Καρλ... Μπορώ να σε λέω Καρλ; Δεν υπεκφεύ­ γω της ερώτησής σου. Στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν υποψίες για κάποια φυματίωση εμείς— δηλαδή η αρμόδια υπηρεσία— θα ζητή­ σουμε, ή και θα παρακαλέσουμε ακόμη, κάποιον να παρουσιασθεί για μία φθοροσκοπική εξέταση. Θέμα ρουτίνας, όπως καταλαβαί­ νεις. Τα αποτελέσματα στις περισσότερες από αυτές τις εξετάσεις είναι αρνητικά. Σας ζητήσαμε λοιπόν να παρουσιασθείτε εδώ για μία, να την πω ψυχική φθοροσκόπηση;;;; Να προσθέσω μάλιστα ότι μετά τη συνομιλία που είχαμε νιώθω σχετικά σίγουρος πως το απο­ τέλεσμα θα είναι, για λόγους καθαρά πρακτικούς, αρνητικό...» «Μα το πράγμα είναι εντελώς γελοίο. Εμένα πάντα μόνο τα κο­ ρίτσια με ενδιέφεραν. Έχω μια σταθερή σχέση τώρα και σκοπεύου­ με να παντρευτούμε με την κοπέλα». «Ναι Καρλ, το ξέρω. Αυτός είναι και ο λόγος που βρίσκεσαι εδώ. Ένας αιματολογικός έλεγχος πριν από το γάμο, δεν το βρίσκεις λογικό;» «Σας παρακαλώ γιατρέ, μιλήστε καθαρά». Ο γιατρός δεν έδειξε να τον ακούει. Γλίστρησε από το κάθισμά του κι άρχισε να κόβει βόλτες πίσω από τον Καρλ, η φωνή του άτο­ νη και διακεκομμένη σαν μουσική που τη σκορπάει ο άνεμος στην κατηφόρα. «Να σου εκμυστηρευθώ άκρως εμπιστευτικά πως υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία ενός κληρονομικού παράγοντος. Η κοινωνική καταπίεσις. Πολλοί ομοφυλόφιλοι υπολανθάνοντες και ασυγκάλυ­ πτοι όντως παντρεύονται, δυστυχώς. Τέτοιοι γάμοι συχνά καταλή­ γουν σε ... Ο παράγων του νηπιακού περιβάλλοντος». Η φωνή του γιατρού συνέχισε για ώρα. Μιλούσε για σχιζοφρένειες, καρκίνους, κληρονομικές δυσλειτουργίες του υποθαλάμου.

222 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

0 Καρλ αποκοιμήθηκε. Άνοιγε μια πράσινη πόρτα. Μια φρικα­ λέα μυρωδιά τον άρπαξε απ’ τα πνευμόνια κι εκείνος έντρομος τι­ νάχτηκε από τον ύπνο του. Η φωνή του γιατρού ακουγόταν περίερ­

γα επίπεδη και ψόφια, η ψιθυριστή φωνή ενός πρεζάκια: «Το τεστ κροκύδωσης σπέρματος Κλάιμπεργκ-Στανισλούσκι... ένα διαγνωστικό εργαλείο... ενδεικτικόν τουλάχιστον υπό την αρ­ νητική έννοια. Χρήσιμο σε ορισμένες περιπτώσεις— εάν εκληφθεί ως μέρος της όλης εικόνας... Ίσως υπ’ αυτές τις χμμμ περιστάσεις,». Η φωνή του γιατρού δυνάμωσε ξαφνικά κι έγινε μια νοσηρή στρι­ γκλιά. «Η αδελφή θα σας πάρει εε δείγμα». «Από εδώ παρακαλώ...» Η νοσοκόμα άνοιξε μια πόρτα που πί­ σω της έκρυβε ένα γυμνό δωματιάκι με κατάλευκους τοίχους. Του έδωσε ένα βαζάκι. «Χρησιμοποιήστε αυτό παρακαλώ. Φωνάξτε με όταν θα είστε έτοιμος». Πάνω σε ένα γυάλινο ράφι υπήρχε ένα βαζάκι Κ.Υ. Ο Καρλ ένιωσε ντροπή σαν να του είχε αφήσει η μητέρα του μαντίλι. Που πάνω του έγραφε κάποιο πονηρό μήνυμα του στυλ: «Αν ήμουνα μουνί θ’ ανοίγαμε κατάστημα λευκών ειδών». Αδιαφορώντας για το Κ.Υ., εκσπερμάτωσε μες στο βαζάκι, ένα ζωώδικο γαμήσι που το ’ριξε ψυχρά στη νοσοκόμα κολλώντας την πάνω στα γυάλινα τούβλα κάποιου τοίχου. «Γυάλινο Παλιόμουνο», μουρμούρησε σαρκαστικά, κι είδε μπροστά του ένα μουνί γεμάτο πολύχρωμες γυάλινες σκλήθρες που λαμπύριζαν κάτω από το Βό­ ρειο Σέλας. Ξέπλυνε το πέος του και κούμπωσε τα παντελόνια του. Κάτι παρακολουθούσε την κάθε του σκέψη, την κάθε κίνησή του με μίσος παγερό και ειρωνικό, πώς μετατοπίζονταν οι όρχεις του, τις συσπάσεις του απευθυσμένου του. Βρισκόταν σε ένα δωμά­ τιο που γέμιζε με πράσινο φως. Υπήρχε ένα διπλό κρεβάτι από λακαρισμένο ξύλο, μια μαύρη ντουλάπα με ολόσωμο καθρέφτη. Ο Καρλ δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του. Κάποιος καθόταν σε μια μαύρη πολυθρόνα ξενοδοχείου. Φορούσε λευκό πουκάμισο πο­

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥΜ Α

·

223

λύ κολαρισμένο μπροστά και μια βρώμικη χάρτινη γραβάτα. Μού­ τρο πρησμένο, ακόκαλο κεφάλι, μάτια σαν καυτό πύο. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε αδιάφορα η νοσοκόμα. Κρατούσε ένα ποτήρι νερό και του το έδινε. Τον παρατηρούσε να πίνει, αφ’ υψηλού, γεμάτη περιφρόνηση. Γύρισε και πήρε το βαζάκι με ολοφάνερη απέχθεια. Η νοσοκόμα στράφηκε προς το μέρος του: «Περιμένετε κάτι συγκεκριμένο;» του πέταξε κοφτά. Ο Καρλ δεν είχε ξανακούσει να του μιλάνε έτσι στην ενήλικη ζωή του. «Εεε, όχι...» «Μπορείτε να πηγαίνετε τότε», και γύρισε προς το βαζάκι της. Με ένα μικρό επι­ φώνημα αηδίας σκούπισε μια χοντρή στάλα σπέρμα από το χέρι της. Ο Καρλ διέσχισε το δωμάτιο και κοντοστάθηκε στην πόρτα. «Θα υπάρξει και άλλο ραντεβού;» Τον κοίταξε με ύφος έκπληκτο γεμάτο αποδοκιμασία: «Θα σας ειδοποιήσουμε ασφαλώς». Στεκόταν έξω από το καμαράκι και τον κοιτούσε να φεύγει από το μπροστινό γραφείο και να ανοίγει την πόρ­ τα εξόδου. Εκείνος γύρισε κι έκανε να τη χαιρετήσει εγκάρδια. Ούτε κουνήθηκε ούτε άλλαξε έκφραση η νοσοκόμα. Καθώς κατέβαινε τις σκάλες το στραπατσαρισμένο, ψεύτικο χαμόγελο του πύρωσε το πρό­ σωπο από ντροπή. Ένας ομοφυλόφιλος τουρίστας τον κοίταξε στα μάτια ανασηκώνοντας το φρύδι του με κατανόηση. «Συμβαίνει κάτι;» Ο Καρλ έτρεξε μέχρι το πάρκο και βρήκε ένα αδειανό παγκάκι δίπλα σε έναν μπρούντζινο φαύνο με κύμβαλα. «Πες μου τον πόνο σου, αδελφούλα. Πες τα σε μένα να ξαλαφρώσεις». Ο τουρίστας είχε σκύψει από πάνω του, με τη φωτογρα­ φική μηχανή να κουνιέται φάτσα στο πρόσωπο του Καρλ σαν βυζί τεράστιο που πηγαινοερχόταν πέρα δώθε. «Άντε και γαμήσου!» Ο Καρλ είδε κάτι το απεχθές και το χυδαίο να καθρεφτίζεται στα καστανά μάτια της λουμπίνας, μάτια ζώου μουνουχισμένου. «Ωλαλά! Εγώ δε θα έβριζα, αγορίνα μου, αν ήμουνα στη θέση σου. Τραβάς γερό λούκι και του λόγου σου. Σε είδα να βγαίνεις από Το Ινστιτούτο».

224 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

«Τι θες να πεις μ’ αυτό;» απαίτησε να μάθει ο Καρλ. «Α, τίποτα. Τίποτα απολύτως». «Λοιπόν, Καρλ», ξεκίνησε χαμογελώντας ο γιατρός και με τα μάτια καρφωμένα στο ύψος του στόματος του Καρλ. «Έχω κάποια καλά νέα για σένα». Έπιασε από το γραφείο ένα μπλε φύλλο χαρ­ τιού και δήθεν δοκιμάζοντας να εστιάσει πάνω του τα μάτια έστησε μια περίπλοκη παντομίμα. «Το χμμμ, εε το τεστ σου... το τεστ κρο­ κύδωσης Ρόμπινσον-Κλάιμπεργκ...» «Νόμιζα πως ήταν ένα τεστ Μπλόμμπεργκ-Στανλούσκι». Ο γιατρός έβγαλε ένα πνιχτό γελάκι. «Όχι δα, καλέ... Μην προ­ τρέχεις νεαρέ μου. Πιθανώς να μην κατάλαβες σωστά. Το Μπλόμμπεργκ-Στανλούσκι, εεε αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Και πραγματικά ελπίζω... να μη χρειαστεί...» Του ξέφυγε ένα ακόμη πνιχτό γελάκι: «Αλλά όπως έλεγα προτού με διακόψει έτσι χαριτω­ μένα... ο χουρρούμφ πολυμαθέστατος νεαρός συνάδελφος. Το ΚΣ σας δείχνει να είναι...» Κράτησε το χαρτί στην άκρη του τεταμένου του βραχίονα, «...εντελώς χμμμ αρνητικό. Επομένως το πιθανότερον είναι πως μάλλον δεν πρόκειται να σας ενοχλήσουμε ξανά εις το μέλλον. Οπότε...» Δίπλωσε το χαρτί προσεκτικά και το έβαλε σε ένα ντοσιέ. Ξεφύλλισε λίγο το ντοσιέ. Σταμάτησε κάποια στιγμή, συνοφρυώθηκε και ζάρωσε τα χείλη του. Έκλεισε το ντοσιέ ρίχνο­ ντας οριστικά επάνω του το βάρος των χεριών του και έγειρε προς τα εμπρός. «Καρλ, όταν υπηρετούσες τη στρατιωτική σου θητεία ... Θα πρέπει να υπήρχαν... ή μάλλον υπήρξαν μεγάλες περίοδοι κατά τις οποίες συνέβη να στερηθείς τις εε χμμ παρήγορες χάρες και τις εεε ανέσεις του ωραίου φύλου. Στα διαστήματα αυτά, δύσκολα και βα­ σανιστικά το δίχως άλλο, είχες άραγε καμιά καλλονή κολλημένη στον τοίχο;; Ή για να το πω καλύτερα κάνα χαρέμι από καλλονές;; Χ εχεχε...» Ο Καρλ κοίταξε τον γιατρό με ολοφάνερη αντιπάθεια. «Ναι, φυσικά», είπε. «Όλοι μας είχαμε».

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ ·

225

«Θα ήθελα λοιπόν, Καρλ, να σου δείξω τώρα μερικές τέτοιες εικόνες». Έβγαλε ένα φάκελο από κάποιο συρτάρι. «Και να σου ζη­ τήσω σε παρακαλώ να διαλέξεις εκείνη που θα ήθελες πιο πολύ απ’ όλες να εεε χμμμ να της το κάνεις χε χε χε...» Έγειρε ξαφνικά R |l εμπρός ανεμίζοντας σαν βεντάλια τις φωτογραφίες μπροστά στο πρόσωπο του Καρλ. «Διάλεξε ένα κορίτσι, όποιο κορίτσι θέλεις!» Με μουδιασμένα δάχτυλα άπλωσε το χέρι του ο Καρλ κι έπιασε μια από τις φωτογραφίες. Ο γιατρός πήρε τη φωτογραφία και την έβαλε μαζί με τις υπόλοιπες, τις ανακάτεψε και τις έκοψε σαν καλός χαρτοπαίκτης, και τέλος απίθωσε το πάκο στον φάκελο του Καρλ χτυπώντας πονηρά το πάκο με τα ακροδάχτυλά του. Κατόπιν άπλωσε τα φύλλα με τις φιγούρες ανοιχτές για να τις δει ο Καρλ. «Είναι εδώ;» Ο Καρλ κούνησε το κεφάλι του. «Και βέβαια δεν είναι. Είναι εδώ μέσα, εκεί όπου οφείλει να βρίσκεται. Στη θέση της γυναίκας τι λες;;;» Ανοιξε τον φάκελο κι έβγαλε από μέσα τη φωτογραφία της κοπέλας και μια εικόνα Ρόρσαχ πιασμένα μαζί με συνδετήρα. «Αυτή είναι;» Αμίλητος ο Καρλ έγνεψε καταφατικά. «Έχεις καλό γούστο, αγόρι μου. Μπορώ να σου ομολογήσω, άκρως εμπιστευτικά όμως, πως κάποια απ’ αυτά τα κορίτσια...» με δάχτυλα τζογαδόρικα μπερδεύει αστραπιαία τις φιγούρες σαν να παίζει τον Παπά— «είναι στην πραγματικότητα αγόρια. Εεε χμμμ τραβεστί μου φαίνεται πως λέγονται;;;» Τα φρύδια του τινάχτηκαν πάνω κάτω με μια απίστευτη ταχύτητα. Δεν θα μπορούσε ο Καρλ να πει με σιγουριά αν είχε δει ή όχι κάτι το ασυνήθιστο. Το πρόσω­ πο του γιατρού απέναντι του παρέμενε απολύτως ακίνητο κι ανέκ­ φραστο. Ο Καρλ για μια ακόμη φορά είχε την αίσθηση πως το στο­ μάχι και τα γεννητικά του όργανα πετούσαν στον αέρα σαν να βρισκόταν σε ασανσέρ που απότομα είχε σταματήσει. «Ναι, Καρλ, δείχνεις να ξεπερνάς άνετα τα εμπόδια αυτής της μι­ κρής δοκιμασίας και να τερματίζεις θριαμβευτικά... Φαντάζομαι πως όλα αυτά θα τα βρίσκεις τώρα λιγάκι ανόητα τα λέω σωστά...;;;»

226 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

«Εε, για να πω την αλήθεια ... Ναι...» «Είσαι ειλικρινής, Καρλ... Κι αυτό είναι καλό... Και τώρα... Καρλ...» Πρόφερε το όνομα κάπως μακρόσυρτα και με τόνο χαϊδευ­ τικό σαν μπάτσος καταφερτζής που σου κάνει γλύκες, έτοιμος να σου προσφέρει ένα Old Gold— (κάπως έτσι σε στυλ μπάτσικο να καπνί­ σεις κι εσύ τα Old Gold) και να μπει στο πετσί του ρόλου του... Ο καταφερτζής μπάτσος κάνει ένα χορευτικό βηματάκι. «Γιατί δεν κάνεις μια καλή πρόταση στο Άτομο;» και δείχνει με νόημα προς το υπερεγώ του που στραβοκοιτάζει αγριεμένο και στο οποίο πάντα αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο ως «Το Άτομο» ή « Ο Υπαστυνόμος». «Έτσι είναι ο Υπαστυνόμος, του ξηγιέσαι ωραία και θα σου εξηγηθεί κι αυτός ωραία... Θα θέλαμε να σου φερθούμε όμορφα... Αν μας εξυπηρετήσεις κάπως». Τα λόγια του ξεδιπλώνονται σε ένα ξεχαρβαλωμένο πανόραμα από άθλιες καφετέριες και γωνιακά μαγαζάκια και φτηνά φαγάδικα. Πρεζόνια κοιτάνε από την άλλη μασουλώντας κομμάτια παντεσπάνι. «Βγαίνει φάλτσο η Κουνίστρα». Χώμα η Κουνίστρα σωριάζεται σε μια πολυθρόνα ξενοδοχείου, νοκ άουτ από τις βαρβιτούρες με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω απ’ το στόμα. Ανασηκώνεται μες στη χαπακομαστούρα του, μισοστέκεται όρ­ θιος χωρίς ν’ αλλάξει καθόλου την έκφρασή του ή να χώσει μέσα τη γλώσσα του. Ο αστυνόμος μουντζουρώνει νευρικά κάτι στο μπλοκάκι του. «Τον ξέρεις τον Μάρτυ το Σκληρό;» Μουντζουρώνει νευρικά. «Ναι». «Θα σου δώσει πράμα άμα πας;» Νευρικά; Νευρικά; «Χλωμό το βλέπω». «Ψωνίζεις όμως». Μουντζουρώνει μουντζουρώνει «Πήγες και ψώ­ νισες την περασμένη βδομάδα απ’ αυτόν έτσι δεν είναι;» Νευρικά;;; «Ναι».

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

227

«Ε θα πας κι αυτή τη βδομάδα να ψωνίσεις». Μουντζουρώ­ ν ε ι... Νευρικά ... Νευρικά ... «Θα πας σήμερα να ψωνίσεις». Δεν μουντζουρώνει καθόλου. «Όχι! Όχι! Αυτό με τίποτα!!» «Κοίτα να δεις, θα συνεργαστείς τώρα μαζί μας»— τρεις μου­ ντζούρες πολύ ζόρικες— «ή θα... μανουριάσει το Ατομο και θα σου ρίξει στον κλανιά μανίκια;;;» Σηκώνει το φρύδι καλικαντζαρίσια, όλο νόημα. «Θα με υποχρεώσεις λοιπόν Καρλ εάν μου πεις τώρα πόσες ήταν οι φορές και υπό ποιες συνθήκες εε ας πούμε ότι χμμμ ενέδω­ σες σε ομοφυλοφιλικές πράξεις;;;» Η φωνή του παρασύρεται και σβήνει στον αέρα. «Εάν ποτέ δεν έχεις κάνει κάτι τέτοιο θα τείνω να πιστέψω ότι έχουμε να κάνουμε με έναν κάπως μη φυσιολογικό νεαρό». Ο γιατρός υψώνει με ψευτοντροπαλά σκέρτσα τον επιπληκτικό του δάκτυλο. «Ούτως ή άλλως...» Χτύπησε ανάλαφρα τα δά­ χτυλά του στο ντοσιέ ρίχνοντας κάτι πολύ πρόστυχες ματιές. Ο Καρλ πρόσεξε πως ο φάκελός του πλέον είχε πάχος δεκαπέντε πό­ ντους. Πράγματι, έμοιαζε να έχει χοντρύνει υπερβολικά από τη στιγμή που πρωτομπήκε στο δωμάτιο. «Κοιτάξτε, όταν έκανα τη θητεία μου... Ήταν κάτι αδερφές που μου κάνανε προτάσεις και κάποιες φορές... που ’χα μείνει σόλο καπίκι...» «Ε, ναι φυσικά, Καρλ», χλιμίντρισε κεφάτος ο γιατρός. «Στη θέση σου κι εγώ το ίδιο θα είχα κάνει δεν ντρέπομαι που σου το λέω χε χε χε... Εε, πιστεύω ότι μπορούμε να τους χμμμ αγνοήσομε ως καθ' όλα άσχετους αυτούς τους μμμ ευνόητους θα έλεγα τρόπους για να αναπληρώσει κανείς τα ελλείμματα του χμμμ προϋπολογισμού. Θα πρέπει όμως, Καρλ, να υπήρχαν κι εκείνες»— το δάχτυλό του χτύπη­ σε επίμονα το ντοσιέ κάνοντας να βγει από μέσα μια υποψία αναθυ­ μιάσεων χλωρίου και μουχλιασμένων συσπασουάρ— «οι φορές. Όπου δεν μεσολαβούσαν οι μμμ οικονομικοί θα έλεγα παράγοντες». Μια πράσινη φωτοβολίδα έσκασε μες στο μυαλό του Καρλ. Είδε το μελαψό λιπόσαρκο κορμάκι του Χανς— να στριφογυρνάει προς

228 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

το μέρος του, το λαχάνιασμά του στον ώμο του. Η φωτοβολίδα έσβησε. Κάτι σαν πελώριο έντομο πηγαινορχόταν στην παλάμη του. Ολόκληρο το είναι του τραντάχτηκε, μια ηλεκτρική επίσπαση μετέστρεψε την κατάστασή του. Ο Καρλ τρέμοντας από οργή σηκώθηκε απ’ την καρέκλα. «Τι γράφετε εκεί;» απαίτησε να μάθει. «Συχνά αποκοιμιέσαι έτσι εύκολα;;; στη μέση της συζήτησης...;» «Δεν κοιμόμουν. Σίγουρα δεν κοιμόμουν». «Το πιστεύεις;» «Μα δε γίνεται να συμβαίνουν στην πραγματικότητα όλα αυ­ τά. .. Φεύγω αμέσως. Δε με νοιάζει τίποτα. Δεν μπορείτε να με ανα­ γκάσετε να μείνω». Βάδιζε προς την πόρτα διασχίζοντας το δωμάτιο. Είχε περπα­ τήσει για ώρες. Μια κούραση απλωνόταν στα πόδια του μουδιάζοντάς τα, βαραίνοντάς τα αφόρητα. Η πόρτα έμοιαζε να οπισθοχω­ ρεί, να χάνεται στο βάθος. «Θα φύγεις και θα πας πού, Καρλ;» Η φωνή του γιατρού ακού­ στηκε να έρχεται από πολύ μακριά. «Έξω ... Μακριά ... Από την πόρτα...» «Την Πράσινη Πόρτα, Καρλ;» Η φωνή του γιατρού μόλις που ακουγόταν. Το δωμάτιο ολόκλη­ ρο γινότανε μπουρλότο και σφεντονίζονταν στο διάστημα.

ΜΠΑΣ ΚΙ ΕΙ ΔΕΣ ΤΗΝ ΠΑ Ν ΤΟ ΠΟ Ν ΡΟΟΥΖ Μακριά απ’ το Κουίνς Πλάζα, φιλαράκι... Διαολεμένο μέρος τίγκα στις λαγωνίκες που τρέχουν αλαλάζοντας να γιακαδιάσουν τ’ αρρωστάκια που ’ναι ερωτευμένα με την πρέζα τους... Ένα σωρό ορόφοι... Ξεμπουκάρει η μπατσαρία μέσ’ απ’ τις αποθήκες με τις σφουγγαρίστρες ακουσμένοι ως τα μπούνια απ’ την αμμωνία... σα

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ ·

229

ιοντάρια φουρκισμένα... πέφτουν στη λαχανού τη φουκαριάρα που ξαφρίζει τους μπεκρήδες και της δίνουν μια τρομάρα που χώνοντ’ οι φλέβες μες στο κόκαλο για να γλιτώσουν... Βαράει μετά κρέας μια βδομάδα ή τη βρίσκει με το πέντε εικοσιεννιά που το μοιράζει τζά­ μπα και δωρεάν η Ν. Υόρκη στα πρεζάκια που σκουντάνε... Γι’ αυτό Κουνίστρα μου, Δικεόρε, Ιρλανδέ, κι εσύ Ναυτάκο μου προσέχτε... Κοιτάχτε καλά, δείτε καλά πέρα για πέρα ετούτη τη γραμμή προτού μοχτήσετε για τον δικό σας επι-ούσιο... Σφαίρα ο υπόγειος που την ξεράσαν μαύρα σίδερα περνάει από μπροστά σου... ΣΗΜΕΙΩΣΗ— Κακό σημείο η Κουίνς Πλάζα για όσους λαχανεύουνε μπεκρήδες... Πολλοί οι όροφοι κι αμέτρητα σημεία που στήνουνε καρτέρι οι ρούνες του υπόγειου, κι αδύνατο να καλυφθείς όταν απλώνεις χέρι... Πέντε μήνες και είκοσι εννέα ημέρες: η ποινή που ρίχνουν για «σκούντημα», δηλαδή, ψηλάφιση μπεκρή αποκοιμισμένου σε πα­ γκάκι του υπογείου με προφανείς σκοπούς... Αθώοι υπάρχουν που καταδικάστηκαν για φόνο, για σκούντημα κανείς. Η Κουνίστρα, ο Δικεόρος, ο Ιρλανδός, ο Ναύτης, παλιές μακροδάχτυλες πρεζοκαραβάνες, όλοι τους παλιοί μου γνώριμοι... Τ ’ αστέρια που μαζώχνονταν κάποτε στους 103 Δρόμους... Ναύτης κι Ιρλανδός κρεμάστηκαν στους Τάφους... Ο Δικεόρος πήγε από υπερβολική δόση και η Κουνίστρα κατάντησε χαφιές... «Μπας κι είδες την Πάντοπον Ρόουζ;» είπε το γέρικο πρεζόνι... «Ώρα για τείαπλα», έβαλε ένα μαύρο πανωφόρι και τράβηξε για την πλατεία... Από το καλντερίμι το κακόφημο που βγάζει στο Μουσείο της Μάρκετ Στριτ που ’χει κάθε λογής αυνανισμό κι εργένικο ταχίνι. Για τ’ αγοράκια ειδικά είναι ένα κι ένα... Φυτεμένος ο γκάνγκστερ στο τσιμέντο κατρακυλάει προς την κοίτη του καναλιού... Του την έφεραν καμπόικα μες στο χαμάμ... Ποιος είν’ αυτός; Το Σφιχτόκωλο Μπουμπούκι, τ ’ Αγόρι Με Τις Πετσέτες για η Γριά Γκίλλιγκ, η Θείτσα-Μανταμίτσα στο Στέκι του Ουεστμίνστερ;; Τα νεκρά δάχτυλα μονάχα μιλάν σε Μπράιγ...

230 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ Π Α Ρ Ο Ο Υ Ζ

Ο Μισισιπής κατεβάζει κάτι κοτρόνια ασβεστόπετρα στο σιωπηλό σοκάκι... «Κάντε τα όλα ρημαδιό!» φωνάζει με δύναμη ο Επικεφαλής της Κινούμενης Γης... Ξέμακρα γουργουρητά στομαχιών... Το Βόρειο Σέλας φτύνει βροχή τα δηλητηριασμένα πιτσουνάκια του... Άδεια τ ’ αμπάρια πλέον... Μπρούντζινα αγάλματα σωριάζονται μέσα στις πεινασμένες πλατείες και τα στενοσόκακα της χαρμανιασμένης πόλης... Ψάχνοντας για φλέβα μες στην πρωινή χαρμάνα... Και να τη βγάζεις με σιρόπι για το βήχα... Χίλιοι πρεζάκηδες κάνουν γιουρούσι στις κλινικές της κρυσταλ­ λένιας ράχης, βράζουν στα κουταλάκια τους τις Γκρι Κυράδες... Μες στην ασβεστοσπηλιά συνάντησα έναν άντρα με την κεφα­ λή της Μέδουσας σε μία καπελιέρα και του ’πα «Πρόσεχε» του Τε­ λωνειακού... Έμεινε εκεί για πάντα πετρωμένος το χέρι του τρεις πόντους απ’ τον ψεύτικο πάτο... Αρτίστες της παραπλάνησης μπήγουν τις φωνές μες στο σταθ­ μό, και με το Κέντημα δαγκώνουν το ντουλό απ’ τους ταμίες... (Το Κέντημα είναι μια λοβιτούρα όπου μπερδεύεις κάποιον εκεί που σου μετράει τα ρέστα και του τα τρως χωρίς να πάρει πρέφα... Γνωστό και ως Λογαριασμός...) «Πολλαπλό το δάγκωμα», είπε ο σπουδαίος ο γιατρός... «Και πολύ τυπικός στις διαγνώσεις μου...» Πρόδηλη η φθίση σαν τις σπατάλες του νεόπλουτου φουντώνει ανεξέλεγκτα στις ξύλινες βεράντες τις γλιστερές από τα φλέματα του Κωχ... Κάτι ψαχουλεύει η σαρανταποδαρούσα στη σιδερένια πόρτα που σκούριασε κι έγινε λεπτό μαύρο χαρτί από τα ούρα ενός εκα­ τομμυρίου κίναιδων... Δεν είναι πράμα από γερή και πλούσια φλέβα τούτο δω, αλλά άκυρη σκόνη νοθευμένη, μπαμπάκια φυλαγμένα που προσπαθούν να βγάλουν ξύγκι κι από τη μύγα μιας απελθούσας δόσης...

Τ ΗΣ ΠΑΡΑΝΟΙ ΑΣ ΟΙ ΚΟΡΙΟΙ ΚΑΙ ΤΑ Ζ ΟΥ ΖΟΥΝΙ Α Η γκρίζα ρεπούμπλικα και το μαύρο πανωφόρι του Ναύτη κρέ­ μονταν πειραγμένα απ’ το στραπάτσο πρεζοαναμονής που ατροφούσε. Ένας ήλιος πρωινός διέγραφε το περίγραμμα του Ναύτη που φλεγόταν από την πορτοκαλοκίτρινη λάμψη της πρέζας. Κάτω από το φλιτζάνι του καφέ του υπήρχε μια χαρτοπετσέτα— σημάδι όσων με τις ώρες περιμένουν μ’ έναν καφέ στις πλατείες, τα ρεστοράν, τους σταθμούς και τις αίθουσες αναμονής όλου του κόσμου. Ο πρεζάκιας, ακόμα κι αυτός της κατηγορίας του Ναύτη, λειτουργεί με της πρέζας το Χρόνο κι όταν επιμόνως πραγματοποιεί τη βίαιη εισβολή του στο Χρόνο των άλλων, όπως όλοι οι αιτούντες, πρέπει οπωσδήποτε να περιμένει. (Πόσοι καφέδες σε μια ώρα;) Μπήκε ένα αγόρι κι έκατσε στον πάγκο, κινήσεις τεθλασμένες, χαρακωμένο απ’ τα ατέλειωτα περίμενε της πρέζας. Ο Ναύτης αναρρίγησε. Η όψη του φλούταρε κι η εικόνα της χάθηκε μες στην καφετιά θολούρα της ανατριχίλας. Τα χέρια του κινούνταν πάνω στο τραπέζι καθώς διάβαζε το Μπράιγ του αγοριού. Τα μάτια του ιχνηλατούσαν λακκουβίτσες και κυκλάκια, ακολουθώντας καστανόμαλλες μπούκλες πάνω στον αυχένα του αγοριού σε κίνηση αρ­ γή, ερευνητική. Το αγόρι τινάχτηκε κι έξυσε το σβέρκο του: «Κάτι με τσίμπησε, Τζο. Τι σόι κωλομάγαζο είναι αυτό που ’χεις;» «Τι τρέχει, πιτσιρίκο; Σ ’ την πέσαν της παράνοιας οι κοριοί και τα ζουζούνια», είπε ο Τζο πιάνοντας αυγά και κοιτώντας τα στο φως. «Τριγύρναγα με την Ιρένα Κέλλυ, την Καπελού, μέγας πούτανος του λόγου της. Εκεί στο Μπιουττ, Μοντάνα μεριά, την πιάνουνε του λόγου της οι φρίκες της κόκας κι αρχίζει να τρέχει μες στο ξενοδοχείο και να τσιρίζει πως την κυνηγάνε να τη σφάξουν με μπαλντάδες μπασκίνες απ’ την Κίνα. Ήξερα έναν μπάτσο στο Σι με το ρουθούνι μες στην κόκα κυκλοφορούσε σε κρυστάλλους τότε, κάτι κρύσταλλοι γαλάζιοι. Της τη βαράει λοιπόν κι αρχίζει να ουρ­ 231

232 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

λιάζει ότι τον κυνηγάνε πράκτορες του FBI, βγαίνει στο δρόμο και πάει και χώνει το κεφάλι του μες στους σκουπιδοντενεκέδες. “ Τι κάνεις μωρή;” της λέω, και γυρνάει του λόγου της και λέει, “ Δίνε του γιατί θα στην ανάψω! Εδώ που κρύφτηκα δε θα με βρουν με τί­ ποτα!” Με το που καλούν την κλάση μας τσιμπάμε αμέσως, εε;» Ο Τζο κοίταξε τον Ναύτη κι άπλωσε την παλάμη του τζάνκικα και συνθηματικά. Ο Ναύτης μίλησε με την παραπονιάρικη φωνή του που ξαναμοντάρεται μες στο κεφάλι σου, συλλαβίζοντας με παγωμένα δάχτυλα τις λέξεις: «Η άκρη σου έκανε φτερά, μικρέ». Σκιάχτηκε το αγόρι και τραβήχτηκε. Η αλήτικη φάτσα του, κουρελιασμένη από τις μαύρες χαρακιές της πρέζας, διατηρούσε μιαν άγρια, ταπεινωμένη αθωότητα· ντροπαλά ζωάκια που σε πε­ ριεργάζονται μέσα από φαιά αραβουργήματα τρομάρας. «Δε σε πιάνω, φίλε». Η εικόνα του Ναύτη αναπήδησε, κι εκείνος φάνηκε ολοκάθαρα σε πρεζάκικο εστιασμό. Γύρισε το πέτο του παλτού του δείχνοντας μια μπρούντζινη υποδερμική βελόνα, πρασινισμένη απ’ τη σκουριά και μουχλιασμένη. «Στη σύνταξη για το καλό της υπηρεσίας... Έλα κάτσε να σε κεράσω ένα σταφιδοψωμάκι, μπαίνει στο λογαριασμό εξόδων μου. Αρέσει στο κτήνος σου πολύ... Δίνει γυαλάδα στην τρίχα του». Το αγόρι ένιωσε στο μπράτσο του ένα άγγιγμα ακοντισμένο από τρία μέτρα πρωινού προχειροφαγάδικου μακριά. Ξαφνικά τον ρου­ φάει ένας στρίφουλας μες στο σεπαρέ και τον προσγειώνει με ένα σσλουπ που δεν το άκουσε κανείς. Κοίταξε στο βάθος των ματιών του Ναύτη, ένα πράσινο σύμπαν που αναδευόταν από μαύρα ψυχρά ρεύματα. «Όργανο της Δίωξης είσαι, κύριος;» «Προτιμάω τη λέξη... φορέας». Το τρανταχτό του γέλιο έφτασε στο είναι του αγοριού και το ταρακούνησε. «Το ’χεις πάνω σου, δικέ μου; Τα ’χω τα φράγκα...» «Γλύκα μου, δε θέλω τα λεφτά σου: Το Χρόνο σου θέλω».

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ

·

233

«Δεν το ’πιασα». «Θες να γίνεις; Γουστάρεις άσπαστο; Γουστάρεις να νταγλάάάρεις;» Ο Ναύτης έπαιξε γρήγορα κάτι ροζ μες στην παλάμη τρυ κι η ει­ κόνα του ξαναφλούταρε. «Αμέ». «Θα πάρουμε τον υπόγειο. Την Ανεξάρτητη γραμμή. Έχουνε τη δίκιά τους μπατσαρία αυτοί, δεν κουβαλάνε όπλο. Μονάχα γκλομπ. Θυμάμαι μας μαγκώσανε μια φορά στην Κουίνς Πλάζα, του λόγου μου μαζί με την Κουνίστρα. Μακριά απ’ το Κουίνς Πλάζα, φιλαρά­ κι... διαολεμένο μέρος... τίγκα στα μπασκίνια.Ένα σωρό ορόφοι. Ξεμπουκάρει η μπατσαρία μέσ’ απ’ τις αποθήκες με τις σφουγγαρί­ στρες ακουσμένοι ως τα μπούνια απ’ την αμμωνία, σα λιοντάρια φουρκισμένα... πέφτουν στη λαχανού τη φουκαριάρα που ξαφρίζει τους μπεκρήδες και της δίνουν μια τρομάρα που χώνοντ’ οι φλέβες μες στο κόκαλο για να γλιτώσουν. Βαράει μετά κρέας μια βδομάδα ή τη βρίσκει με το πέντε εικοσιεννιά που το μοιράζει τζάμπα και δωρεάν η Ν. Υόρκη στα πρεζάκια που σκουντάνε... Γι’ αυτό Κου­ νίστρα μου, Δικεόρε, Ιρλανδέ, κι εσύ Ναυτάκο μου προσέχτε! Κοιτάχτε καλά, δείτε καλά πέρα για πέρα ετούτη τη γραμμή πριν ξα­ νοιχτείτε. ..» Σφαίρα ο υπόγειος που την ξεράσαν μαύρα σίδερα περνάει από μπροστά σου.

ΚΑΝΕΙ ΚΑΛΗ ΔΟΥ ΛΕΙΑ Ο ΑΠΟ ΛΥΜ ΑΝ ΤΗΣ Ο Ναύτης ακούμπησε απαλά την πόρτα, ακολουθώντας με μια αργοκίνητη συστροφή τα ψεύτικα νερά σε στυλ βελανιδιά, αφήνο­ ντας αχνές σπείρες γλίτσας που ιρίδιζε. Το χέρι του χώθηκε μέσα ως τον αγκώνα. Τράβηξε έναν εσωτερικό σύρτη και στάθηκε παράμε­ ρα για να μπει μέσα το αγόρι.

234 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Βαριά, άχρωμη μυρουδιά θανάτου πλημμύριζε το άδειο δωμάτιο. «Δεν το ’χω αερίσει το τσαρδί από τότε που έριξε τα εντομοκτόνα του ο Απολυμαντής για να γλιτώσω απ’ της παράνοιας τους κο­ ριούς και τα ζουζούνια», απολογήθηκε ο Ναύτης. Οι ξεγυμνωμένες αισθήσεις του αγοριού τινάχτηκαν ολόγυρα παντού σε μανιασμένη εξερεύνηση. Άθλιο διαμέρισμα λαϊκής πο­ λυκατοικίας, μασούρι τα δωμάτια το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο να πάλλονται σε κίνηση βουβή. Στον έναν τοίχο της κουζίνας κρεμόταν ένα φαρδύ μεταλλικό λούκι— για την ακρίβεια, ήταν μέταλλο; — που άδειαζε σε κάτι σαν ενυδρείο ή δεξαμενή γεμάτο ως τη μέση με ένα παχύρρευστο υγρό, ημιδιάφανο και πρασινωπό. Μουχλιασμένα αντικείμενα, λιωμένα από χρήσεις άγνωστες, βρίσκονταν πεταμένα στο πάτωμα: ένας αναρτήρας όσχεου σχεδιασμένος να προφυλάσσει κάποιο ευπαθές όργανο επίπεδου και ριπιδοειδούς σχήματος· πολύμορφοι κηλεπίδεσμοι, ανασπαστήρες και κοινοί επίδεσμοι· ένας μεγάλος λίθινος «ζυγός» σε σχήμα U από ροζ πορώδη πέτρα· μικρά σωληνάρια από μολύβι κομμένα από τη μια τους άκρη. Τα ρεύματα από την κίνηση των δύο σωμάτων αναμόχλεψαν τε­ ράστια αποθέματα οσμών που είχαν τελματώσει· ατροφισμένη αγο­ ρίστικη μυρωδιά σκονισμένων αποδυτηρίων, χλώρια από πισίνες, ξεραμένο σπέρμα. Κάποιες άλλες μυρουδιές κουλουριάστηκαν στον αέρα φτιάχνοντας ροδαλές τουλούπες κι άγγιξαν άγνωστες πόρτες. Ο Ναύτης έσκυψε κάτω από το λαβομάνο και ξετρύπωσε ένα πακετάκι χάρτινο που αμέσως διαλύθηκε κι έγινε κίτρινη σκόνη που γλίστρησε μέσα από τα δάχτυλά του. Σ ’ ένα τραπέζι γεμάτο άπλυτα πιάτα ακούμπησε το σταγονόμετρο, τη βελόνα και το κου­ ταλάκι. Αλλά καμιά κεραία κατσαρίδας δεν κουνήθηκε να βρει τα ψίχουλα του ζόφου. «Κάνει καλή δουλειά ο Απολυμαντής», είπε ο Ναύτης. «Πολύ καλή μάλιστα, κάποιες φορές». Έχωσε το χέρι του σε έναν τετράγωνο ντενεκέ με κίτρινη σκόνη πυρεθείου κι έβγαλε από μέσα ένα πλακέ πακέτο από κινέζικο χαρ­ τί, κόκκινο και χρυσό.

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥΜ Α ·

235

«Σαν πακέτο με βαρελότα», σκέφτηκε το αγόρι. Στα δεκατέσσε­ ρα έχασε δυο δάχτυλα... Τετάρτη Ιουλίου, ατύχημα με βεγγαλι­ κά... μετά, στο νοσοκομείο, η πρώτη μέσω ιδιοσκευασμάτων σιω­ πηρή επαφή του με την πρέζα. «Εδώ ακριβώς σκάνε, αγοράκι μου». Ο Ναύτης έφερε το χέρι του στην πίσω μεριά του κεφαλιού του. Με ξετσίπωτα αργές κινή­ σεις άνοιξε μελοδραματικά το πακέτο, μυστήρια τσακισμένο και αναδιπλωμένο το χαρτί του καθώς ήταν. «Άλφα πεντακάθαρη, άσπαστη εκατό τα εκατό. Ζήτημα να ’χει αφήσει κανέναν ζωντανό... κι είναι όλη δίκιά σου». «Ωραία, κι από μένα τι θέλεις;» «Χρόνο». «Δε σε πιάνω». «Εγώ έχω κάτι που θέλεις», τα δάχτυλά του έπαιξαν πάνω στο πακέτο. Πετάχτηκε μέχρι το μπροστινό δωμάτιο και η φωνή του ακούστηκε θολή κι απόμακρη. «Εσύ έχεις κάτι που θέλω... πέντε λεπτά εδώ... μια ωρίτσα κάπου αλλού... δυο... τέσσερες... οχτώ ... Ίσως και να ’χω φύγει πολύ μπροστά από μένα... Πεθαίνω κι από λίγο κάθε μέρα... Καταπίνει Τον Χρόνο...» Ξαναγύρισε στην κουζίνα, η φωνή του καμπάνα: «Πέντε χρόνια η τριαντάρα. Καλύτερη εξήγα δε θα βρεις». Ακούμπησε το δάχτυλό του στην αυλακιά κάτω από τη μύτη του αγοριού. «Στα μισά ακριβώς». «Δε σε καταλαβαίνω, κύριος». «Θα με καταλάβεις, μωρό μου... συν τω χρόνω». «Οκέι. Τι πρέπει να κάνω λοιπόν;» «Δέχεσαι;» «Εεε, ναι μάλλον...»Έριξε μια ματιά στο πακέτο. «Εντάξει... δέχομαι». Το αγόρι ένιωσε μια σβουριχτή κατραπακιά να σκάει αθόρυβη και σκοτεινή κάπου στα βάθη της σάρκας του. Ο Ναύτης έβαλε το χέρι του πάνω στα μάτια του αγοριού κι έβγαλε ένα ροζ οσχεϊκό αυ­ γό με ένα ολόκλειστο μάτι που κτυπούσε ρυθμικά. Ίζημα μαύρο και μαλλιαρό έβραζε μες στην ημιδιάφανη σάρκα του αυγού.

236

·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Ο Ναύτης χάιδεψε το αυγό με ασυγκάλυπτα απάνθρωπα χέ­ ρια— ροδαλόμαυρα, παχιά και γρομπιασμένα, άσπρες μακριές έλι­ κες που ξεφυτρώνουν από ακροδάχτυλα συντετμημένα. Ο τρόμος του Θανάτου και η αδυναμία του Θανάτου χτύπησαν το αγόρι, κόβοντάς του την ανάσα, παγώνοντας το αίμα του. Ακούμπησε σ ’ έναν τοίχο που κάπως έδειξε να υποχωρεί. Μετά ξανάδε τον κόσμο καθαρά, πρεζάκικα κι ωραία. Ο Ναύτης μαγείρευε τη δόση. «Με το που καλούν την κλάση μας τσιμπάμε αμέσως, εε;» του είπε καθώς του χάιδευε τη φλέβα, σβήνοντας με τρυφερό δάχτυλο γριούλας το ανατρίχιασμα που ζά­ ρωνε το δέρμα του. Τον τρύπησε με τη βελόνα. Μια κόκκινη ορχι­ δέα άνθισε στο βυθό του σταγονόμετρου. Ο Ναύτης πίεσε το πουάρ, παρατηρώντας το διάλυμα να χύνεται με ορμή μες στην παι­ διάστικη φλέβα καθώς ρουφιόταν από τη βουβή δίψα του αίματος. «Χριστέ μου!» είπε το αγόρι. «Τέτοιο ξάκι δεν ξαναβάρεσα ποτέ!» Αναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε τριγύρω στην κουζίνα με νευ­ ρικότητα που μαρτυρούσε την ανάγκη για γλυκό. «Εσύ δε χτυπάς;» ρώτησε. «Ποια, αυτή τη ρούχλα τη λουκουμόσκονη; Η πρέζα είναι σκέτος μονόδρομος. Δε στρίβει για πίσω. Είναι δρόμος χωρίς επιστροφή». Απολυμαντή με φωνάζουν. Σε κάποια απ’ τα σημεία διακλάδω­ σης όντως ενήργησα για λίγο υπό την ιδιότητα αυτή και στάθηκα μάρτυρας στο χορό της κοιλιάς που ρίχνανε οι κατσαρίδες καθώς η κίτρινη σκόνη πυρεθείου τους έφερνε ασφυξία («Τώρα πια δύσκολα το βρίσκουμε, κυρία μου... ο πόλεμος βλέπετε. Θα σας δώσω λιγά­ κι... Δυο δολάρια».) Έπνιξα παχιούς κοριούς που κρύβονταν πίσω από τριανταφυλλιές ταπετσαρίες σε άθλια μελοδραματικά ξενοδο­ χεία της Νορθ Κλαρκ και καραφαρμάκωσα τον Ποντίκαρο που σαν χαφιές κοιτάζει το τομάρι του και σε καρφώνει, και που σα βέρος πο­ ντικός θα φάει και κάνα μωρό στην κούνια. Εσύ τι θα ’κάνες;

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α

·

237

Τωρινή μου αποστολή: Να βρω τα ωραία ζωντανά και να τα εξοντώσω. Όχι τα ίδια τα σώματα αλλά τα «καλούπια», με εννοεί­ τε— α, ξέχασα ότι δεν καταλαβαίνετε. Τα πιο πολλά τα βρήκαμε, όχι όμως όλα. Αλλά ακόμη κι ένα θα μπορούσε να μας χαλάσει το φαΐ στο πιάτο. Ο κίνδυνος, όπως πάντα, προέρχεται από τους πρά­ κτορες που αυτομολούν: τονΈ ι Τζέι, τον Βιτζιλάντη, τον Μαύρο Αρμαδίλο (φορέας του λοιμογόνου παράγοντα του Σαγκάς, έχει να πλυθεί από το ’ 35 >τότε με την επιδημία στην Αργεντινή, θυμάστε;), αλλά και τον Λη και τον Ναύτη και τον Μπένγουεϋ. Και ξέρω πως κάπου εκεί έξω στα σκοτάδια υπάρχει κάποιος πράκτορας που ψά­ χνει να με βρει. Γιατί όλοι οι Πράκτορες αυτομολούν κι όλοι οι Αντιστεκόμενοι στο τέλος ξεπουλιούνται...

Η ΑΛΓΕΒΡΑ Τ ΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ Ο «Χοντρός» ο Ξοφλημένος είχε προκύψει από τις Δεξαμενές Πίεσης της Πόλης που οι ανοιχτοί κρουνοί ζωής τους ξαμολούν με δύναμη εκατομμύρια είδη και παραλλαγές, που στη στιγμή κατα­ βροχθίζονται, ενώ τα φαγανά όντα εξουδετερώνονται από την κε­ ράτιά του μαύρου χρόνου... Ελάχιστα καταφέρνουν να φτάσουν στην Πλατεία, το σημείο όπου Οι Δεξαμενές αδειάζουν τον παλιρροϊκό τους ποταμό, μεταφέροντας μορφές που επιβιώνουν εξοπλισμένες με άμυνες δηλητηριώδους βλέννας, κατάμαυρες, με σάπιες σάρκες, μυκητώδεις αποχρέμψεις και πρά­ σινες οσμές που καυτηριάζουν τους πνεύμονες και γραπώνουν σαν μέγγενη το στομάχι αφήνοντάς το ένα κουβάρι κόμπους... Καθότι τα νεύρα του «Χοντρού» τα είχαν ροκανίσει για να ’ναι ευαίσθητα να νιώσουν τους σπασμούς θανάτου από ένα εκατομμύ­ ριο προσπάθειες να την κόψεις με τη στεγνή τη μέθοδο... ο «Χο­ ντρός» έμαθε την Άλγεβρα της Ανάγκης κι επιβίωσε... Τ ψ-

! Γ·

238

·

ΟΥΙΑΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Μια Παρασκευή γλίστρησε μέσα από τις σωληνώσεις ο «Χο­ ντρός» και βγήκε στην Πλατεία, μια γκρίζα μισοδιάφανη εμβρυοειδής μαϊμού που ’χε βεντούζες στα μαλακά, γκριζοπόρφυρα χεράκια της και στόμα δίσκο όπως του πετρόμυζου, από παγερό σταχτί χόν­ δρο κυκλωμένο γύρω γύρω με δόντια κούφια και μαυριδερά που εύκολα ανορθώνονται, έτοιμο να εντοπίσει το σχέδιο απ’ το γαζί της πρέζας... Και πέρασε ένας πλούσιος και κοίταξε καλά καλά το τέρας κι έκανε τούμπες ο «Χοντρός» και κατουρήθηκε επάνω του και χέστηκε απ’ την τρομάρα κι έφαγε και το σκατό του και συγκινήθηκε ο κύριος μ ’ αυτή την έκφραση ανταπόδοσης στο πανίσχυρο του βλέμμα και του πετάει ένα κέρμα απ’ το μπαστούνι του της Παρα­ σκευής (η Παρασκευή είναι η Κυριακή των μουσουλμάνων κι ο πλούσιος οφείλει να ελεεί τον διακονιάρη). Κι έτσι ο «Χοντρός» έμαθε να σπρώχνει Το Μαύρο Κρέας κι έκανε ένα σώμα πάν-χοντρο σαν ενυδρείο... Και τα άδεια, περισκοπικά του μάτια σάρωναν της υδρόγειου όλη την επιφάνεια... Στ’ απόνερα των τοξικομανών που αφήνει πί­ σω του, γκρίζες μισοδιάφανες μαϊμούδες λαμπυρίζανε σαν καμάκια καρφωμένα στην πλάτη του Μεγάλου Κορόιδου της πρέζας και κρέμονταν από κει και το ξεζουμίζανε κι όλοι εκείνοι οι χυμοί μα­ ζεύονταν μες στον «Χοντρό» και φούσκωνε η ουσία του αδιάκοπα, φούσκωνε και γέμιζε πλατείες, εστιατόρια και αίθουσες αναμονής της υφηλίου με τη μουντή λασπουριά της πρέζας. Ηβηφρενείς, πίθηκοι και Λατάχ επεξηγούν με πρόστυχες πα­ ντομίμες επίσημα Κομματικά Ανακοινωθέντα, Σολλούμπι τα μετα­ δίδουν με κωδικοποιημένες κλανιές, Νέγροι ανοιγοκλείνουν στόμα­ τα στέλνοντας μηνύματα με την αναλαμπή χρυσών οδόντων, Άραβες στασιαστές αφήνουν σήματα καπνού ρίχνοντας ογκώδεις κώλακες ευνούχους με βουτυράτα κωλομέρια— κάνουν τον καλύτε­ ρο καπνό, μένει παχύς κι αδιάλυτος στον αέρα σαν κατάμαυρη, σκληρή κουράδα— σε λάκκο όπου καίνε τα σκουπίδια με πετρέλαιο, μελωδικό μωσαϊκό, μελαγχολική φλογέρα του Πάνα από καμπούρη

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

239

ζητιάνο, παγωμένος αέρας που κατεβαίνει από καρτ ποστάλ του Τσιμποράτσι, σουραύλια του Ραμαζανιού, μουσική πιάνου που με τις ριπές του ανέμου χάνεται στην κατηφόρα, πετσοκομμένες διαταγές της αστυνομίας, διαφημιστικό φυλλάδιο συγχρονίζονται με καβγά του δρόμου σχηματίζουν SOS. Δύο πράκτορες έχουν αλληλοαναγνωριστεί διά των ερωτικών επιλογών τους μπερδεύοντας τα μικρόφωνα του εχθρού, τους γαμούν τα ατομικά τους μυστικά στέλνοντάς τα μπρος πίσω σε κώδι­ κα τόσο πολύπλοκο που μόνο δυο φυσικοί στον κόσμο κάνουν πως τον καταλαβαίνουν και που με τίποτα δεν παραδέχονται ο ένας τον άλλον. Αργότερα ο πράκτορας-παραλήπτης θα εκτελεστεί με απαγ­ χονισμό, έχοντας κατηγορηθεί για παράνομη κατοχή νευρικού συ­ στήματος, και θα αναμεταδώσει με οργασμικούς σπασμούς το μή­ νυμα μέσω ηλεκτροδίων προσαρμοσμένων στο πέος. Ρυθμός ανάσας γέρου καρδιακού, τινάγματα της κοιλιάς χο­ ρεύτριας του οριεντάλ, ατέλειωτο πατ πατ πατ εξωλέμβιας καθώς διασχίζει τη λαδίλα του νερού. Το γκαρσόνι αφήνει να στάξει μια σταγόνα από το μαρτίνι του Τύπου με το Γκρι Φανελένιο Κουστού­ μι, που την κοπανάει τρέχοντος για των 6 και 12' ξέροντας πως τον έχουνε σταμπάρει. Πρεζάκια πηδάνε απ’ το παράθυρο του καμπινέ και την κοπανάνε απ’ το Κινέζικο ενώ τους κάνει πλάτες ο υπέρ­ γειος. Ο Κουτσοπόδαρος, του την έφεραν καμπόικα στο Γουόλντορφ, αφήνει πίσω του τσούρμο τα καρφιά. (Τη φέρνω καμπόικα: Νεοϋορκέζικη έκφραση των μαφιόζων και των κακοποιών στοιχεί­ ων που σημαίνει σ ’ τον καθαρίζω τον γαμιόλη όπου κι αν τον πετύχω. Το καρφί πάντα είναι καρφί, καρφί, καρφί. Είναι σπιούνος και χαφιές.) Μωρές παρθένες προσέχουν ιδιαίτερα τον Άγγλο κολονέλο που περνάει καβαλάρης με τη λόγχη του στυτή και το καμουτσί στο χέρι. Η κομψευόμενη αδερφή ξημεροβραδιάζεται στο μπαράκι της γειτονιάς για να λάβει μήνυμα απ’ τη Νεκρή Μανούλα ζει ακόμα στις συνάψεις και θα της ξαναθυμίσει τη συναρπαστική Νταντά που κάνει τις Λουμπίνες ντα. Αγοράκια που τραβάνε τις παχιές τους μες στις τουαλέτες του σχολείου κι αλληλοαναγνωρίζονται ως πράκτο­

240 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

ρες από τον Γαλαξία X, βρίσκονται τώρα καθισμένοι σε φτηνιάρικο καμπαρέ κατσούφηδες και κουρελήδες πίνοντας κρασόξιδο και τρώγοντας λεμόνια για να προκαλέσουν σύγχυση στο τενόρο σαξό­ φωνο, έναν Άραβα με μπλε γυαλί πολύ μαγκιόρο για τον οποίο κυ­ κλοφορεί η φήμη πως είναι Μεταδότης του Εχθρού. Το παγκόσμιο δίκτυο των πρεζάκηδων, συντονισμένοι σ ’ ένα ταγκισμένο κορδόνι από πιτσιλισμένο χύσι... με το μπράτσο σφιχτά δεμένο μέσα σε δω­ μάτια επιπλωμένα... να ριγούν από την πρωινή χαρμάνα ... (Παλιοί κασαδόροι ρουφάνε το Μαύρο Καπνό στο πίσω δωμάτιο κινέζικου πλυντήριου. Το Μελαγχολικό Μωρό πεθαίνει από υπερβολική δόση Χρόνου ή στέρηση αναπνοής πάνω στο στεγνό καθάρισμα— στην Αραβία-^-το Παρίσι— Πόλη του Μ εξικού— Νέα Υόρκη— Νέα Ορλεάνη— ) Οι ζωντανοί και οι νεκροί... χαρμάνηδες ή λιάδες... στο λούκι ή στη στέγνα ή ξανά πάλι στο λούκι... παίρνουνε κάβο της πρέζας το σινιάλο κι Η Άκρη βρίσκεται στην οδό Ντολόρες και τρώει Τσοπ Σούι... παπαριάζει ένα κομμάτι παντεσπάνι μες στο Μπίκφορντ... καταδιώκεται προς την πάνω μεριά της Εξσέινζ Πλέις από ’να λυσσασμένο σκυλολόι. Ελονοσούντες όλου του κόσμου κουβαριασμένοι μες στο πρωτόπλασμα που τρέμει από τα ρίγη. Ο φόβος (επι)σφραγίζει το κουραδομήνυμα με σφηνοειδή αναφορά. Ταραχοποιοί που χαχανίζουν συνουσιάζονται υπό τας κραυγάς καιόμενου Αράπη. Μοναχικοί βιβλιοθηκάριοι ενώνονται με δύσοσμο (λόγω κακοσμίας στόματος) ασπασμό ψυχής. Νιώθεις λιγάκι γριπιασμένος, αδερφέ; Πονόλαιμος που επιμένει, ανησυχητικός όσο κι ο λίβας το απόγευμα; Καλώς ήλθες στην Παγκόσμια Στέγη των Συφιλιδικών— «Μεθοδιθέθ Επιθκοπικοί και θαθ γαμώ το θόι» (φράση-τεστ για να ανιχνεύονται οι παρετικοί από τις διαταραχές του λόγου, τυπικό σύμπτωμα συφιλιδικής παράλυσης) ή το πρώτο βουβό αγγιγματάκι της φαγέδαινας κι έχεις μπει στους περιώνυ­ μους του κλαμπ. Οι κραδασμοί άηχου βουητού από βαθύσκιωτο δάσος και οργονοσυσσωρευτές, η ξαφνική σιωπή της πόλης μόλις ο πρεζάκιας γίνει, ως και ο Διακινούμενος Πολίτης χτυπάει τα κου­ δούνια των βουλωμένων αρτηριών της χοληστερίνης ζητιανεύοντας

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ ·

241

ολίγη επαφή. Φωτοβολίδες σηματοδότριες οργασμών σκάνε σε όλη την υφήλιο. Φουμαδόρος χόρτου πετάγεται πάνω φωνάζοντας ότι τον έχει πιάσει φρίκη και πανικός και φεύγοντας πέφτει πάνω στη μεξικάνικη νύχτα ανατρέποντας οπισθεγκέφαλους και ανεγκέ­ φαλους της οικουμένης. Ο Εκτελεστής χέζεται απ’ την τρομάρα του στη θέα του θανατοποινίτη. Ο Βασανιστής ουρλιάζει μες στ’ αυτί του αδιάλλακτου θύματός του. Ξιφομάχοι εναγκαλίζονται σε περιρρέουσα αδρεναλίνη. Ο καρκίνος στέκεται στην πόρτα και τηλεγρα­ φικά σού σφυράει τα Μαντάτα...

ΧΑΟΥΖΕΡ ΚΑΙ Ο'Μ ΠΡΑΪΕΝ Όταν μου την έπεσαν εκείνο το πρωί στις 8, ήξερα καλά πως ήταν η τελευταία μου ελπίδα, η μόνη μου ελπίδα. Όμως εκείνοι δεν το ξέρανε. Αλλά και πού να το ξέρουν; Σύλληψη ρουτίνας ήτανε. Τελικά, όχι και τόσο ρουτίνας. Ο Χάουζερ έτρωγε πρωινό όταν πήρε ο Υπαστυνόμος: «Θέλω να πας να μαζέψεις με το συνεργάτη σου έναν τύπο ονόματι Λη, Ουίλλιαμ Λη, καθώς θα ’ρχεστε προς το κέντρο. Είναι στο Πετρόμυζο, το ξενοδοχείο. Στους 103 αμέσως μετά την Μπι γουέυ». «Ναι ξέρω που ’ναι. Και τον τύπο τον θυμάμαι». «Ωραία λοιπόν. Δωμάτιο 6ο6. Μάγκωσέ τον και φέρ’ τον εδώ. Μη φας την ώρα σου σε ψαξίματα. Αλλά να φέρεις ό,τι βιβλία, γράμματα ή χειρόγραφα βρεις. Οτιδήποτε έντυπο, ή που ’ναι γραμ­ μένο σε μηχανή ή στο χέρι. Έγινα αντιληπτός;» «Αντιληπτότατος. Βιβλία όμως... Ποιο το νόημα...» «Κάνε ό,τι σου λέω». Ο Υπαστυνόμος έκλεισε το τηλέφωνο. Χάουζερ και Ο ’Μπράιεν. Στο Σώμα Δίωξης Ναρκωτικών της Πόλης για 20 χρόνια. Παλιές καραβάνες ωσάν την αφεντιά μου. Εγώ στην πρέζα ιό χρόνια. Για μπάτσοι δεν ήσαν και τόσο κακοί. Ο Ο ’Μπράιεν τουλάχιστον δεν ήταν. Ο Ο ’Μπράιεν έπαιζε πάντα τον

242 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

καλό καταφερτζή, ο Χάουζερ έκανε τον αγριόμπατσο. Ντουέτο του βαριετέ. Ο Χάουζερ είχε έναν τρόπο να σου παίρνει πάντα τον αέρα πριν ακόμα πει λέξη έτσι για να σπάσει ο πάγος. Κατόπιν ο Ο ’Μπρά­ ιεν σου δίνει ένα Old Gold— κάπως έτσι σε στυλ μπάτσικο να καπνί­ σεις κι εσύ τα Old Gold... κι αρχίζει και σου πετάει το παραμύθι από μεριά του όπως το ’χει ακριβώς η συνταγή. Δεν ήτανε κακός τύπος, και δεν ήθελα να του την κάνω. Ήταν όμως η μοναδική μου ευκαιρία. Μόλις έδενα, έτοιμος να χτυπήσω την πρωινή μου δόση όταν μου μπουκάρανε με αντικλείδι. Ήταν από κείνα τα περίεργα που ξε­ κλειδώνουν ακόμα κι αν έχεις κλειδώσει από μέσα κι έχεις και το κλειδί στην πόρτα. Μπροστά μου επάνω στο τραπέζι βρίσκονταν ένα φακελάκι πρέζα, σύριγγα και βελόνι— τη συνήθεια να χρησι­ μοποιώ κανονική σύριγγα την κόλλησα στο Μεξικό κι έκτοτε παρά­ τησα μια και καλή τα σταγονόμετρα— οινόπνευμα, μπαμπάκι κι ένα ποτήρι με νερό. «Βρε βρε βρε», είπε ο Ο ’Μπράιεν... «Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!» «Εμπρός, Λη, βάλ’ το σακάκι σου», μου κάνει ο Χάουζερ. Ήταν με το όπλο στο χέρι. Το είχε πάντα τραβηγμένο όταν ήτανε να γιακαδιάσει κάποιον, έτσι για το ψυχολογικό εφέ και να σου κόψει τη διάθεση να τρέξεις κατά την τουαλέτα, το νεροχύτη ή το παράθυρο. «Να μην τη βαρέσω πρώτα, ρε παιδιά;» ρώτησα... «Έτσι κι αλ­ λιώς υπάρχει μπόλικη εδώ πάνω γι’ αποδεικτικό...» Σκεφτόμουν πώς θα κατάφερνα να φτάσω ως τη βαλίτσα έτσι και μου έλεγαν όχι. Δεν ήταν κλειδωμένη η βαλίτσα, βαστούσε όμως το όπλο ο Χάουζερ. «Θέλει να σουτάρει», είπε ο Χάουζερ. «Ε, αφού ξέρεις ότι δεν μπορούμε να σ ’ αφήσουμε να κάνεις κάτι τέτοιο, Μπιλλ», είπε ο Ο ’Μπράιεν μ’ εκείνη την ευγενική, καταφερτζήδικη φωνή που πρόφερε το όνομα με οικειότητα γλοιώδη, όλο νόημα, μια φωνή πρόστυχη και βάναυση. Κι εννοούσε, βέβαια, «Τι μπορείς να κάνεις για εμάς, Μπιλλ;» Με κοίταξε και χαμογέλασε. Το χαμόγελο έμεινε ώρα εκεί πέρα,

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ

·

243

ft απαίσιο και γυμνό, χαμόγελο γερο-ανώμαλου φτιασιδωμένου που μάζευε πάνω του όλη την αρνητική δαιμονικότητα της διφορούμε­ νης λειτουργίας του Ο ’Μπράιεν. «Ίσως και να μπορούσα να βάλω το χεράκι μου και να τη φέρε­ τε στον Μάρτυ το Σκληρό», τους είπα. Ήξερα πως κάνανε πώς και πώς να πιάσουνε τον Μάρτυ. Έσπρωχνε μια ολόκληρη πενταετία, αλλά κατηγορία δεν τα κατάφερναν να του προσάψουν. Ήτανε παλιά καραβάνα ο Μάρτυ και πρόσεχε καλά σε ποιον θα δώσει. Έπρεπε να ξέρει κάποιον από πριν και να τον ξέρει και καλά προτού του πάρει το μπαγιόκο. Δεν μπορεί κανείς να βγει να πει ότι πήγε μέσα εξαιτίας μου. Έχω καθα­ ρό όνομα στην πιάτσα, κι όμως σ ’ εμένα δεν θα ’δινε ο Μάρτυ γιατί δεν με ήξερε καιρό. Τόσο δύσπιστος ήταν. «Στο Μάρτυ;» είπε ο Ο ’Μπράιεν. «Μπορείς και ψωνίζεις απ’ αυτόν;» «Φυσικά». Είχαν τις αμφιβολίες τους. Ε, δεν μπορεί να είσαι μπάτσος μια ζωή και να μην έχεις αναπτύξει μια ορισμένη διαίσθηση, ή και πιο πολλές ακόμη. «Οκέι», είπε στο τέλος ο Χάουζερ. «Αλλά το καλό που σου θέ­ λω, Λη, κοίτα να κρατήσεις το λόγο σου». «Όπως με βλέπεις και σας βλέπω. Και, πιστέψτε με, την εκτιμώ ιδιαίτερα την κίνησή σας». Έδεσα και τα χέρια μου έτρεμαν ανυπόμονα, αρχετυπικός ναρομανής πέρα για πέρα. «Τι ’ μαι, ρε παιδιά; Ένα ακίνδυνο γερο-πρεζάκι είμαι, ένα ψόφιο ραμολί που το ’χει τσακίσει η παραμύθα». Ακριβώς έτσι τους το πλάσαρα. Κι όπως το περίμενα, γύρισε αλλού το βλέμμα του ο Χάουζερ όταν άρχισα να χαρχαλεύω τα κρέατα για καμιά φλέβα. Είναι ένα θέαμα μόνο για πάρα πολύ γερά στομάχια. Ο Ο ’Μπράιεν καθόταν στο μπράτσο μιας πολυθρόνας καπνί­ ζοντας ένα Old Gold, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο με εκείνο το ονειροπαρμένο βλέμμα τού τι θα κάνω σαν βγω στη σύνταξη.

244 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Χτυπάω φλέβα στη στιγμή. Μια λεπτή στήλη αίματος τινάχτηκε μες στο γυαλί της σύριγγας, ένα κορδόνι κατακόκκινο συμπαγές κι ευδιάκριτο για μια ελάχιστη στιγμή. Έσπρωξα τέρμα το έμβολο με τον αντίχειρα, νιώθοντας τις φλέβες μου να κουδουνίζουν καθώς η πρέζα τάιζε ένα εκατομμύριο λιμασμένα κύτταρα, καθώς ξανάδι­ νε δύναμη και ετοιμότητα στο κάθε νεύρο και τον κάθε μυ. Δεν με παρακολουθούσαν. Γέμισα τη σύριγγα με οινόπνευμα. Ο Χάουζερ έκανε ταχυδακτυλουργικές μαγκιές με το Colt του, την ειδική κοντόκαννη παραλλαγή που έχουν οι αστυνόμοι, και κοί­ ταγε τριγύρω στο δωμάτιο. Τον κίνδυνο μπορούσε να τον οσμιστεί σαν το αγρίμι. Με το αριστερό έσπρωξε την πόρτα του μπάνιου κι έριξε μια ματιά μέσα. Το στομάχι μου έγινε κόμπος. «Έτσι κι ανοίξει τώρα τη βαλίτσα την έχω κάνει από χέρι», σκέφτηκα. Εντελώς ξαφνικά, γύρισε και με κοίταξε. «Τι έγινε, τέλειωσες;» μου πέταξε κοφτά. «Και πρόσεξε. Μην πας να μας τη σκάσεις με τον Μάρτυ». Ξεστόμισε με τόση κακία τις λέξεις που προκάλεσαν εντύπωση και έκπληξη ακόμη και στον ίδιο. Έπιασα τη σύριγγα που ήταν γεμάτη οινόπνευμα, σφίγγοντας τη βελόνα για να σιγουρευτώ πως ήταν τέρμα βιδωμένη. «Ναι, μια στιγμή», είπα. Ζούληξα τη σύριγγα τινάζοντάς την πλάγια έτσι που να τον βρει στα μάτια ο λεπτός πίδακας του οινοπνεύματος. Ο Χάουζερ ούρλιαξε από τον πόνο. Τον έβλεπα να πασπατεύει τα μάτια του με το αριστερό του χέρι λες και προσπαθούσε να βγάλει από πάνω τους έναν αόρατο επίδεσμο τη στιγμή που βουτούσα στο πάτωμα, έτοι­ μος να πιάσω τη βαλίτσα. Γονατιστός στο ένα πόδι, άνοιξα αστρα­ πιαία τη βαλίτσα και χούφτωσα γερά στο αριστερό μου τη λαβή του πιστολιού— δεξιόχειρας είμαι αλλά πυροβολώ με το αριστερό. Το ωστικό της βολής του Χάουζερ με πήρε πριν καλά καλά την ακού­ σω. Η σφαίρα βρόντηξε πάνω στον τοίχο ακριβώς πίσω μου. Πυρο­ βολώντας απ’ το πάτωμα, του τρέσαρα δυο απανωτές μες στην κοι­ λιά εκεί όπου ανασηκωμένο το γιλέκο του φανέρωνε δυόμισι πόντους από λευκό πουκάμισο. Μούγκριξε έτσι που πραγματικά το

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α

·

245

ένιωσα και διπλώθηκε στα δύο. Κοκαλωμένο από τον πανικό, το χέρι του Ο ’Μπράιεν δοκίμαζε να τραβήξει το όπλο από τη θήκη στη μασχάλη του. Κλείδωσα γερά το δεξί μου γύρω απ’ τον καρπό του χεριού που έσφιγγε το όπλο, έτοιμος για το ζόρι της σκανδά­ λης — σ ’ αυτό εδώ το όπλο είναι έτσι λιμαρισμένος ο κόκορας που η σκανδάλη πρέπει απαραίτητα να τερματίσει με τη μία— και τον πυροβόλησα στο κόκκινο δοξαπατρί του, κάπου δυο δάχτυλα πιο χαμηλά από την ασημιά μεθόριο των μαλλιών του. Τελευταία φορά που τα ’χα δει τα μαλλιά του ήτανε γκρίζα. Γύρω στα 15 χρόνια πριν. Όταν μ’ έπιασαν για πρώτη φορά. Τα μάτια του σβήσανε. Γλί­ στρησε από την πολυθρόνα και σωριάστηκε μπρούμυτα στο πάτωμα. Ήδη τα δάχτυλά μου συγκεντρώνονταν σ’ αυτά που θα χρειαζό­ μουν, πετώντας μέσα σ ’ ένα χαρτοφύλακα τα σημειωματάριά μου μαζί με τα σέα, τη σκόνη κι ένα κουτί σφαίρες. Έχωσα το όπλο στη ζώνη μου και βάζοντας σακάκι βγήκα γρήγορα στο διάδρομο. Άκουγα τον υπάλληλο της ρεσεψιόν να ανεβαίνει τρέχοντας τη σκάλα μαζί με τον μικρό του ξενοδοχείου. Κατέβηκα με το ασαν­ σέρ υπηρεσίας, πέρασα την άδεια είσοδο και βγήκα έξω στο δρόμο. Ήταν μια μέρα όμορφη, μέρα Καλοκαιριού που δεν λέει να τε­ λειώσει. Ήξερα πως δεν είχα και πολλές ελπίδες, όμως και μονάχα μία είναι σίγουρα καλύτερα από καμία, και σίγουρα καλύτερα απ’ το να πειραματιστούν επάνω σου με ST (6) ή όποια άλλα αρχι­ κά έχει αυτό το πράμα. Έπρεπε στα γρήγορα να κάνω μια γερή καβάτζα σκόνης. Εκτός από αεροδρόμια, σταθμούς τρένων και λεωφορείων, θα παρακο­ λουθούσαν κι όλες τις άκρες κι όπου γινόταν νταραβέρι. Πήρα ένα ταξί ως την Ουάσιγκτον Σκουέρ, μετά βγήκα και περπάτησα στους 4 Δρόμους μέχρι που πέτυχα τον Νικ σε μια γωνία. Πάντα τον βρί­ σκεις το γιατρό. Τον καλεί σαν πνεύμα η ανάγκη σου. «Κοίτα, Νικ», του είπα, «πρέπει να την κάνω από την πόλη. Χρειάζομαι μια τριαντάρα επειγόντως. Γίνεται να με φτιάξεις τώρα αμέσως;» Βαδίζουμε στους 4 Δρόμους. Η φωνή του Νικ έμοιαζε να παρασύρεται και σαν από παντού και πουθενά να καταφθάνει ως τη συ­

246 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

νείδησή μου. Μια φωνή αλλόκοτη, που έχει ξεφύγει από το σώμα. «Ναι, νομίζω γίνεται. Πρέπει να τραβηχτώ στις πάνω συνοικίες». «Θα πάρουμε ταξί». «Εντάξει, αλλά δε γίνεται να σε πάω στον τύπο, καταλαβαίνεις». «Ναι, εντάξει. Έλα, πάμε». Έχουμε μπει στο ταξί και πηγαίνουμε βόρεια. Ο Νικ μίλαγε μ’ εκείνη την τελείως ξεψυχισμένη φωνή. «Σκάνε κάτι ρούχλες τώρα τελευταία. Όχι απ’ το σπάσιμο... Δεν ξέρω... Είν’ αλλιώς. Μπορεί να τους βάζουν τίποτα συνθετικές μαλακίες μέσα... Χάπες μεθαδόνες ή κι εγώ δεν ξέρω τι...» «Τι!!!;; Κιόλας;» «Ε; ... Αυτός που πάμε έχει εντάξει πράμα όμως. Κι είναι κι η πιο καλή εξήγα που ξέρω... Εδώ σταμάτα». «Κοίτα μην αργήσεις, σε παρακαλώ», του είπα. «Κανονικά γύρω στα δέκα λεπτά, εκτός κι αν έχει ξεμείνει και πρέπει να τραβηχτεί αλλού... Πήγαινε εκεί απέναντι και κάτσε να πιεις έναν καφέ... Είναι ζόρικη η περιοχή». Μπήκα σ ’ ένα σνακ μπαρ και πήγα κι έκατσα στον πάγκο. Παρήγγειλα καφέ κι έδειξα με το δάχτυλο ένα κομμάτι τάρτα κάτω από ένα πλαστικό κάλυμμα. Ήταν μπαγιάτικο σαν λάστιχο αλλά το σαβούρωσα με τον καφέ να πάει κάτω, και προσευχόμουν από μέσα μου, αχ Θεούλη μου, μονάχα αυτή τη φορά, κάνε τον να βρει, και μη γυρίσει και μου πει πως έμεινε ο τύπος ρέστος κι ότι πρέπει να τραβηχτεί στο Ηστ Όραντζ ή το Γκρινπόιντ. Και νά σου τον να στέκει τώρα πίσω μου ακριβώς. Τον κοίταξα αλλά δεν τόλμησα να τον ρωτήσω. Τι τρέλα κι αυτή, σκέφτηκα, κά­ θομαι εδώ που να με πάρει κι είναι ζήτημα να ’χω μία στις εκατό να τη βγάλω καθαρή μέσα στις επόμενες 24 ώρες— το είχα ήδη απο­ φασίσει ότι δεν θα παραδινόμουν κι ότι δεν θα την έβγαζα στο σαλονάκι του χάρου για τους τρεις ή τέσσερεις επόμενους μήνες. Και νά που καθόμουν κι έσκαγα για το αν θα σκοράρω ή όχι. Μου είχα­ νε μείνει γύρω στα πέντε φιξάκια, και χωρίς άσπρη θα ’ταν σαν να μου ’χανε κόψει τα ποδάρια... Ο Νικ έγνεψε με το κεφάλι.

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α

·

247

«Μη μου το δώσεις εδώ πέρα», είπα. «Πάμε να βρούμε ένα ταξί». Πήραμε ταξί και κατευθυνθήκαμε προς κέντρο. Άπλωσα το χέρι και χούφτωσα το πακέτο, και μετά του έχωσα μες στην παλάμη ένα πενηνταδόλαρο. Ο Νικ το κιαλάρισε και φάνηκαν τα ούλα του απ’ το ξεδοντιασμένο του χαμόγελο: «Χίλια ευχαριστώ... Άντε και θα ξελασπώσω με τούτο δω...» Χαλάρωσα πίσω στο κάθισμα κι άφησα το μυαλό μου να δουλέ­ ψει χωρίς να το ζορίσω. Έτσι και το παραζορίσεις το μυαλό, πάει γαμήθηκε, τα παίζει από την υπερφόρτωση σαν τηλεφωνικό κέ­ ντρο, ή σου τη φέρνει με ένα γερό σαμποτάζ... Κι όσο για περιθώ­ ρια λάθους, δεν είχα κανένα. Οι Αμερικάνοι διακατέχονται από έναν πολύ συγκεκριμένο τρόμο μην και τους φύγει ο έλεγχος από τα χέρια, μπας και αφήσουν τα πράγματα να εξελιχθούν μόνα τους χωρίς τη δική τους παρέμβαση. Έτσι και γινόταν θα πήδαγαν πάνω στα στομάχια τους για να εξασφαλίσουν τη χώνεψη, και το σκατό απ’ τ’ άντερο θα το βγάζανε με φτυάρια. Το μυαλό σου θα σου δώσει απάντηση σε όλες σχεδόν τις ερω­ τήσεις εάν μάθεις να χαλαρώνεις και να περιμένεις να έρθει η απά­ ντηση. Σαν εκείνες τις μηχανές που σκέφτονται, τους ρίχνεις την ερώτηση, αράζεις, και περιμένεις... Έψαχνα να βρω ένα όνομα. Το μυαλό μου ξεδιάλεγε από έναν κατάλογο, απορρίπτοντας ονόματα όπως Μ.Φ. — Μπατσόφιλος, Σ.Α.Κ. — Σμπίρος Από Κούνια, Π.Τ.Α.Χ. — Πρώτος Τύπος Αλλά Χέστης· βάζοντας κάποια στην άκρη για επανεξέταση, στενεύοντας τις επιλογές, περνώντας απ’ το κόσκινο, ψαχούλευε να βρει το όνο­ μα, την απάντηση. «Ξέρεις, κάποιες φορές μ’ έχει στο περίμενε τρεις ώρες. Άλλες μου ξηγιέται αμέσως όπως τώρα». Είχε ένα γελάκι ο Νικ που δού­ λευε στη θέση της συγγνώμης και που το χρησιμοποιούσε για να υπογραμμίσει κάτι. Δίκην απολογίας που εξαρχής τολμούσε να μι­ λήσει στο τηλεπαθητικό σύμπαν της εξάρτησης όπου μόνον ο πο­ σοτικός παράγων— Πόσα φράγκα; Πόση πρέζα;— απαιτεί φραστι­ κή διατύπωση. Ξέραμε καλά, κι εγώ κι αυτός, τι θα πει στήσιμο. Σε

248 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

κάθε του επίπεδο το ναρκοεμπόριο δεν λειτουργεί με χρονοδιά­ γραμμα κι ωράρια. Κανείς δεν παραδίδει στην ώρα του εκτός κι αν τύχει. Ο τοξικομανής λειτουργεί με τους ρυθμούς της πρέζας. Το σώμα του είναι το ρολόι του, κι η πρέζα κυλάει μέσα του όπως στην κλεψύδρα. Ο χρόνος τού λέει κάτι μόνο όσον αφορά την προσωπι­ κή του ανάγκη. Κατόπιν εκείνος παρεισφρέει απότομα και ξαφνικά στο χρόνο των άλλων, και, όπως όλοι οι Παρείσακτοι, όλοι οι Αιτούντες, πρέπει οπωσδήποτε να περιμένει, εκτός κι αν δεν κινείται στον πρεζόχρονο αλλά επάνω σε γρανάζια άλλα. «Και δηλαδή τι να του πω; Αφού ξέρει πως θα περιμένω», είπε γελώντας ο Νικ. Πέρασα τη νύχτα στα Λουτρά της Σήκω Μάρας— (η ομοφυλο­ φιλία είναι η πιο καλή κι η πλέον σίγουρη βιτρίνα για έναν πράκτο­ ρα)— όπου έχουν εκείνον τον απαίσιο Ιταλό επιστάτη που μου­ γκρίζοντας σαρώνει τους κοιτώνες με υπέρυθρες διόπτρες νυκτός δημιουργώντας μια τελείως έξαλλη κατάσταση. («Εεπ, εσείς στη βορειοανατολική γωνία! Σας βλέπω!» κι ανά­ βει τους προβολείς ή σου ξεπετάει τη φάτσα του μέσα από καταπα­ κτές σε τοίχους και πατώματα μεμονωμένων δωματίων, στέλνοντας ουκ ολίγες φορές τις λουμπίνες πακέτο στο τρελάδικο...) Ξαπλωμένος στο κουβούκλιο που από πάνω είναι ανοιχτό χα­ ζεύω το ταβάνι... άκουγα τα γρυλίσματα, τις τσιρίδες και τα μουγκρητά μέσα στο εφιαλτικό ημίφως κάποιου τυχαίου, ρημαγμένου πόθου... «Αντε και γαμήσου!» «Βάλε κάνα διπλό ζευγάρι γυαλιά μπας και δεις τίποτα!» Τα ξημερώματα ακριβώς την έκανα, βγήκα στο δρόμο και πήρα μια εφημερίδα... Τίποτα... Τηλεφώνησα από θάλαμο, από ένα ντράγκστορ... και ζήτησα τη Δίωξη Ναρκωτικών: «Υπαστυνόμος Γκονζάλες... ποιος είναι;» «Θέλω να μιλήσω στον Ο ’Μπράιεν». Για μια στιγμή ακούγονται παράσιτα, βύσματα που αιωρούνται, κομμένες συνδέσεις... «Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα στην υπηρεσία... Εσείς ποιος είστε;»

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α

·

249

«Καλά, δώστε μου τον Χάουζερ τότε». «Κοίταξε, Κύριος, δεν έχουμε ούτε Χάουζερ ούτε Ο ’Μπράιεν σ ’ αυτό το τμήμα. Τι ακριβώς θέλετε;» «Κοίτα, είναι πολύ σημαντικό... Έχω πληροφορίες για ένα με­ γάλο φορτίο άσπρης που πρόκειται να έρθει... Θέλω να μιλήσω στον Χάουζερ ή τον Ο ’Μπράιεν... Δεν κουβεντιάζω με κανέναν άλλον...» «Μια στιγμή... Θα σας συνδέσω με τον Αλκιβιάδη». Αρχισα ν’ αναρωτιέμαι αν είχε μείνει κανένας με αγγλοσαξονι­ κό όνομα στην Υπηρεσία... «Θέλω να μιλήσω στον Χάουζερ ή τον Ο ’Μπράιεν». «Πόσες φορές θα σας το πω; Χάουζερ ή Ο ’Μπράιεν δεν υπάρ­ χουν στην υπηρεσία... Επιτέλους, ποιος είναι στο τηλέφωνο;» Το ’κλεισα κι απομακρύνθηκα με ταξί απ’ την περιοχή... Μες στο ταξί συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί... Η πρόσβασή μου στο χωρόχρονο είχε φράξει εντελώς όπως φράζει ο κώλος του χελιού όταν σταματά να τρώει καθώς παίρνει το δρόμο για τη Θάλασσα των Σαργάσων... Είχα κλειδωθεί απ’ έξω... Δεν θα ξανάπεφτε ποτέ στα χέρια μου το Κλειδί, ένα Σημείο Διακλάδωσης... Είχα ξεφορ­ τωθεί μια για πάντα τους Μπελάδες... βρισκόμουν πια εκτοπι­ σμένος μαζί με τον Χάουζερ και τον Ο ’Μπράιεν στο δυσπρόσιτο και περίκλειστο παρελθόν της πρέζας, όπου η ηρωίνη κάνει πάντα εικοσιοχτώ δολάρια η ουγγιά κι όπου θα βρεις γεν-σι να γίνεις στο Κινέζικο Πλυντήριο στα Σιου Φολλς... Μακριά, πέρα από την πίσω όψη του παγκόσμιου καθρέφτη, ταξιδεύοντας στο παρελθόν με τον Χάουζερ και τον Ο ’Μπράιεν... γαντζωμένος γερά στο περίμενε λιγάκι της Τηλεπαθητικής Γραφειοκρατίας, των Μονοπωλίων του Χρόνου, των Ναρκωτικών του Ελέγχου, των Τοξικομανών που πί­ νουν το Ζάκικο Ρευστό: «Αυτό το είχα σκεφτεί πριν από τριακόσια χρόνια». «Δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το σχέδιό σου τότε και τώρα πια μας είναι άχρηστο... Σαν τα σχέδια του Ντα Βίντσι για τις ιπτάμε­ νες μηχανές...»

Α Τ Ρ Ο Φ Ι Κ Ο Σ ΠΡ ΟΛ ΟΓ Ο Σ ΠΩΣ ΣΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ; Γιατί τόσο χαρτί πηγαίνει στράφι για να πάνε Τα Πρόσωπα από το ένα μέρος στο άλλο; Για να γλιτώσουμε μήπως τον Αναγνώστη απ’ το άγχος της απότομης αλλαγής του χώρου και να μας μένει πά­ ντα Ευγενικός; Κι έτσι βγαίνει το εισιτήριο, φωνάζουν ένα ταξί, μπαίνουν στο αεροπλάνο. Μας αφήνουν να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά μες στη ζεστή χουχουλιάρικη σπηλιά καθώς Εκείνη (η αερο­ συνοδός, φυσικά) σκύβει πάνω μας και μουρμουράει για τσιχλόφουσκες, δραμαμίνες, ακόμα και νεμπουτάλ. «Μίλα μου για παρηγορικό, Γλυκιά μου, και θα σε καταλάβω». Δεν είμαι η Αμέρικαν Εξπρές... Αν κάποιο απ’ τα δικά μου πρόσωπα εμφανίζεται να κόβει βόλτες στη Νέα Υόρκη ντυμένος πολίτης κι επόμενη πρόταση Τιμπουκτού να τα ρίχνει μόρτικα σε τεκνάκι που ’χει τα μάτια της γαζέλας, τότε υποθέτουμε πως αυτός (ο έτσι που δεν τυγχάνει κάτοικος Τιμπουκτού) μεταφέρθηκε ως εκεί με τις συνήθεις μεθόδους μεταβίβασης... Ο Πράκτωρ Λη (δι- τετρά- οκτα- δεκαεξα- πλός) κάνει θεραπεία αποτοξίνωσης... ταξίδι στο χώρο και το χρόνο, μουντό κι εξαιρετι­ κά γνώριμο όσο και για τον πρεζάκια οι γωνιές του δρόμου όπου γί­ νεται το νταλαβέρι... θεραπείες περασμένες αλλά και μελλοντικές στέλνουν ασταμάτητα εικόνες μπρος πίσω μέσα απ’ τη φασματική του υπόσταση που πάλλεται απ’ τους βωβούς ανέμους του Χρόνου που επιταχύνεται... Τράβα μία... Όποια να ’ναι... Τυπικές εικόνες: δαγκώνει τις σφιγμένες του γροθιές, κυλιέται κάτω μες στο κρατητήριο... «Γουστάρεις να τραβήξεις μία, Μπιλλ; Μια Ηρωίνη; Χο Χο Χο». Αβέβαιες, μισοεντυπωμένες παραστάσεις που διαλύονται στο φως... θύλακες σαπρού εκτοπλάσματος που παρασύρονται από το 250

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

251

σάρωθρο γεροπρεζάκια που βήχει και φτύνει μες στη μιζέρια της αυγής... Παλιές καφέ-βιολέ φωτογραφίες που ανασηκώνονται στις άκρες και σκάνε σαν τη λάσπη που την ξέρανε ο ήλιος: Πόλη του Παναμά... ο Μπιλλ Γκέινς με Κινέζο φαρμακοτρίφτη καθώς του πουλάει το παραμύθι για λίγο παρηγορικό. «Έχω, βλέπεις, κάτι σκυλιά για κούρσες... εγγλέζικα λαγωνικά και με τη βούλα. Τα χτύπησε δυσεντερία... τροπικό το κλίμα... τσίρλα... you know τσίρλα; ... 7α Λεβριέ Μου Πεθαίνουν...» Έμπηξε τις φωνές... Τα μάτια του έβγαλαν γαλάζιες φλόγες... Η φωτιά κόπασε... μυρωδιά από μέταλλο που καίγεται... «Με το στα­ γονόμετρο τους το βάζω... Πώς σου φαίνεται;... Κράμπες περιό­ δου. .. η γυναίκα μου... χαρτοβάμβακα ... Ηλικιωμένη μάνα ... Ζοχάδες... πεταγμένες έξω... αιμορραγούν...» Βαστήχτηκε απ’ τον πάγκο κι έπιασε τις σούστες... Ο φαρμακοποιός έβγαλε την οδο­ ντογλυφίδα από το στόμα του, την κοίταξε στην άκρη και κούνησε το κεφάλι του... Ο Γκέινς κι ο Λη την κάψανε με τα παρηγορικά τους τη Δημο­ κρατία του Παναμά, απ’ το Νταβίντ μέχρι το Ντάριεν... Το σκάσα­ νε χωριστά με ένα δυνατό σσλουπ... Συνήθως τα τζάνκια την κοπα­ νάνε παρέα, σαν ένα σώμα... Πρέπει να ’χεις το νου σου ειδικά στα ζεστά τα μέρη... Ο Γκέινς πίσω στο Μέξικο Σίτυ... Φαρδύ χαμόγε­ λο σκελέθρου σε μορφασμό απόγνωσης χρόνιας πρεζοασιτίας πε­ ρασμένο ένα χέρι κωδεΐνη και κάτι βαρβιτούρες... τρύπες από τσιγάρα στο μπουρνούζι του... λεκέδες καφέ στο πάτωμα... μια σό­ μπα κηροζίνης που καπνίζει... πορτοκαλιά φλόγα σκουριασμένη... Η Πρεσβεία δεν δίνει άλλες πληροφορίες πέρα από το σημείο ταφής στο Αμερικάνικο Νεκροταφείο... Κι ο Λη πίσω στο σεξ, τον πόνο και το χρόνο, και πίσω πάλι στο Γιαχέ, το πικρό Παραμαζόνιο Αναρριχώμενο Βοτάνι της Ψυχής... Θυμάμαι μια φορά μετά από χοντρό φτιάξιμο με Ματζούν (πρό­ κειται για Κάνναβη ξερή και περασμένη από την πιο ψιλή κρησάρα ώσπου να πάρει την υφή ζάχαρης άχνης πράσινης και ανακατεμένη

252 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

με κάποιο γλυκό καραμελωτό που συνήθως της δίνει μια γεύση πουτίγκας με σταφίδες ή δαμάσκηνα, αλλά σαν να τρως χώμα· η επιλογή του γλυκού εναπόκειται στο γούστο του κατασκευαστή...). Γυρνάω από Το Μέρος, Το Βεσέ, Την Πιπινέζα (μπόχα νηπιότητος που έχει ατροφήσει κι εξάσκησης μέσα στις τουαλέτες) κοιτάζω προς το λίβινγκ ρουμ εκείνης της βίλας έξω απ’ την Ταγγέρη και ξαφνικά δεν έχω ιδέα πού βρίσκομαι. Ίσως και να ’χω ανοίξει λάθος πόρτα κι από στιγμή σε στιγμή να ορμήξει μέσα Ο Κάτοχος, Αυτός Που Πρωτομπήκε Και Δικαιωματικά Του Ανήκει και ν ’ αρχίσει να ουρλιάζει: «Τι Γυρεύεις Εδώ Μέσα; Ποιος Είσαι Συ;» Και δεν έχω ιδέα τι γυρεύω εκεί μέσα ή ποιος είμαι εγώ. Αποφασί­ ζω ότι πρέπει να κουλάρω κι ίσως έτσι και να βρω τον προσανατολι­ σμό μου πριν εμφανιστεί Ο Ιδιοκτήτης... Αντί λοιπόν ν’ αρχίσεις να φωνάζεις «Μα Πού Βρίσκομαι;» ηρέμησε λιγάκι και κοίτα γύρω σου και θα καταλάβεις πάνω κάτω... Δεν ήσουν εκεί όταν παιζόταν Η Αρ­ χή. Δεν θα ’σαι εκεί και για Το Τέλος... Η επίγνωσή σου για το τι τρέ­ χει δεν μπορεί παρά να είναι επιφανειακή και μόνο σχετική... Τι ξέρω εγώ για τούτο δω το κιτρινιάρικο πρεζόνι που το ’χουνε φτύσει οι μύ­ γες και που τη βγάζει με ακατέργαστο όπιο; Δοκίμασα να του πω: «Θα ξυπνήσεις καμιά μέρα με το συκώτι να σου κρέμεται ως εδώ» και πή­ γα να του εξηγήσω πώς να το κατεργάζεται τ’ αφιόνι έτσι που να μην είναι σκέτο δηλητήριο. Αλλά το βλέπεις, παίρνει εκείνο το χαμένο ύφος με το γκλασέ το μάτι και δεν έχει όρεξη ν’ ακούσει κουβέντα. Έτσι είναι τα πρεζόνια τα πιο πολλά δεν θέλουν να ακούσουν λέξη... και τι να τους πεις μετά... Ο φουμαδόρος δεν σκοτίζεται για τίποτα εξόν από τη φούμα του... Τα ίδια κι ο πρεζάκιας που ’ναι στην ηρωί­ νη... Μονάχα το βελόνι κι όλα τ’ άλλα τ’ ακούει βερεσέ... Υποθέτω λοιπόν ότι θα πρέπει να είναι ακόμα εκεί στην ισπανι­ κή προπολεμική βίλα του έξω από την Ταγγέρη και να καταπίνει το αφιόνι του με όλες εκείνες τις βρωμιές, τα άχυρα και τα πετραδάκια... έτσι όπως είναι απ’ το φόβο μπας και πάει τίποτα χαμένο...

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α

·

253

Μόνο για ένα πράμα μπορεί να γράψει ο συγγραφέας: για εκείνο που στέκει μπροστά απ ’ τις αισθήσεις του τη στιγμή που γράφει... Εί­ μαι ένα όργανο καταγραφής... Δεν θεωρώ ως δεδομένο πως πρέπει να πλασάρω «υπόθεση» «πλοκή» «ροή σεναρίου» και δεν το απο­ τολμώ.. . Εφόσον καταφέρνω να καταγράψω Απευθείας τις διεργα­ σίες ορισμένων περιοχών του ψυχισμού τότε μάλλον επιτελώ συ­ γκεκριμένη λειτουργία... Δεν ήρθα για να σας διασκεδάσω... «Δαιμονική κατοχή» το ονομάζουν... Κάποιες φορές χώνεται μες στο κορμί μία οντότητα— το περίγραμμά της τραμπαλίζεται θολά θολά σαν πορτοκαλοκίτρινος ζελές— και πετάγονται τα χέρια να ξεκοιλιάσουν το πορνίδιο που περνάει από μπροστά σου ή να καρυδώσουν το μωρό του γείτονα με την ελπίδα πως θα διορθωθεί έτσι το χρόνιο πρόβλημα της στέγασης. Λες κι είμαι εκεί τις πιο πολλές φορές αλλά να τραβάω χασίματα κάθε τρεις και λίγο... Λά­ θος! Ποτέ δεν είμαι δω... Ποτέ, άρα η κατοχή είναι απόλυτη, αν και σε θέση να προλαμβάνω κατά κάποιο τρόπο τις ασυλλόγιστες κινή­ σεις... Οι περιπολίες, σημειωτέον, είναι η κύρια ασχολία μου... Ασχέτως από την αυστηρότητα των Μέτρων Ασφαλείας, εγώ θα εί­ μαι πάντα κάπου Έξω να δίνω διαταγές αλλά και Μέσα σε τούτον το ζουρλομανδύα από ζελέ που υποχωρεί και ξεχειλώνει και που πάντα συνέρχεται και ξαναβρίσκει το σχήμα του πριν από την κάθε κίνηση, σκέψη, παρόρμηση, σφραγισμένος με τη βούλα ελέγχου αλλότριας εποπτείας... Οι συγγραφείς μιλάνε για κείνη τη γλυκερή μυρουδιά του θα­ νάτου που σου φέρνει αναγούλα, τη στιγμή που το οποιοδήποτε πρεζάκι μπορεί να σε διαβεβαιώσει πως ο θάνατος δεν έχει μυρω­ διά... και συγχρόνως μια μυρουδιά που σου κόβει την ανάσα και σου παγώνει το αίμα... άχρωμη μη μυρωδιά θανάτου... κανένας δεν μπορεί να ανασάνει και να το μυρίσει μέσα από ρόδινες συστροφές και φίλτρα σάρκας από μαύρο αίμα... η θανατίλα είναι μια μυρωδιά το δίχως άλλο καθώς και παντελής έλλειψη οσμής... η απουσία οσμής είναι το πρώτο που σε χτυπάει στη μύτη αφού καθε­ τί οργανικό μυρίζει... η διακοπή της μυρωδιάς γίνεται αισθητή ως

254 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

μια μαυρίλα μπρος στα μάτια, σιγή στα αυτιά, σαν πίεση και έλλει­ ψη βαρύτητας πάνω στα κέντρα ισορροπίας και την αίσθηση προ­ σανατολισμού... Το μυρίζεις γύρω σου παντού όπως βάζεις και τους άλλους να το μυρίζουν καθώς βγαίνει από πάνω σου σαν κόβεις την πρέζα... Ο πρεζάκιας που προσπαθεί να διακόψει μπορεί να σου κάνει έτσι το διαμέρισμα με τη θανατίλα του που να μη στέκεται μέσα άνθρω­ πος... αλλά κι ένα καλό αέρισμα θα σου ξαναβρωμίσει τον τόπο οπότε για ν ’ ανασάνει κάποιος... Την ίδια μπόχα βγάζει κι αυτός που παραχοντραίνει το παιχνίδι κι αρχίζει ξαφνικά ν ’ ανεβάζει τη δοσολογία με πρόοδο γεωμετρική σαν τη φωτιά που πριν καλά κα­ λά το καταλάβεις έχει κάψει το μισό δάσος... Το φάρμακο γι’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντα ένα: Λστο και σάλτα! Ένας φίλος βρέθηκε γυμνός μια μέρα μέσα σε δωμάτιο ξενοδο­ χείου του Μαρρακές, δεύτερος όροφος... (Τα ’χει πάρει απ’ το ντρεσάρισμα που ’χε τραβήξει από τη μάνα του κάτω στο Τέξας που τον έντυνε κοριτσίστικα σαν ήτανε μικρός... Κακόγουστο αλ­ λά αποτελεσματικό ενάντια στο νηπιακό πρωτόπλασμα...) Οι υπό­ λοιποι στο χώρο είναι Αραβες, τρεις Αραβες... τα μαχαίρια τους στο χέρι... τον παρακολουθούν... γυαλάδα μέταλλου και φωτεινές κουκίδες σε σκούρα μάτια... κομματάκια φόνου που πέφτουν αργά σαν φλοίδες οπαλίου μέσα σε γλυκερίνη ... Καθυστέρηση στις ζω­ ώδεις αντιδράσεις τού παραχωρεί ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο για να αποφασίσει: Α π’ το παράθυρο βουτιά κατευθείαν στον πολυσύ­ χναστο δρόμο σαν το πεφταστέρι σπασμένα τζάμια στο διάβα της τροχιάς του να λαμπυρίζουνε στον ήλιο... υπέστη κάταγμα στον αστράγαλο και ράγισμα του ώμου... τυλιγμένος με διάφανη κουρ­ τίνα ροζ, για μαγκούρα το κουρτινόξυλο, σύρθηκε κούτσα κούτσα ως το Commissariat de Police... Αργά ή γρήγορα ο Βιτζιλάντης, ο Στούρνος, ο Πράκτωρ Λη, ο Έι Τζέι, οι Κλεμ και Τζόντυ Οι Ερυσιβώδεις Δίδυμοι, ο Χασάν Ο ’Λήρυ ο Μεγιστάνας του Βιδέλου, ο Ναύτης, ο Απολυμαντής, ο

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α ·

255

Άντριου Κηφ, ο «Χοντρός» ο Ξοφλημένος, ο Γιατρός Μπένγουεϋ, ο Σάφερ ο «Πιανίστας» θα πούνε όλοι τους το ίδιο πράγμα με τα ίδια λόγια για να πιάσουν, σ ’ εκείνο το σημείο διακλάδωσης, την ίδια θέση στο χωρόχρονο. Χρησιμοποιώντας μια κοινή φωνητική συσκευή πλήρως εξοπλισμένη με όλα τα μεταβολικά συστήματα, ήγουν το ίδιο άτομο — ο πλέον ανάρμοστος τρόπος να εκφράσεις το Παραδέχομαι: Το γυμνό πρεζάκι κάτω από το φως του ήλιου... Ο συγγραφέας βλέπει όπως πάντα τον εαυτό του να διαβάζει στον καθρέφτη... Πρέπει κάθε τόσο να ελέγχει για να σιγουρευτεί ότι δεν διεπράχθη, δεν διαπράττεται, δεν πρόκειται να διαπραχθεί Το Έγκλημα Της Κεχωρισμένης Δράσης... Όποιος έχει κοιτάξει έστω και για μια φορά μες στον καθρέφτη ξέρει τι είδους έγκλημα είναι αυτό και τι ακριβώς σημαίνει όταν συ­ ζητάμε για απώλεια ελέγχου, όταν πλέον το είδωλο δεν υπακούει... Πολύ αργά για να πάρεις το Εκατ ό. . . Εφεξής επιθυμώ να τερματίσω την συνεργασία μας καθ’ ότι δεν ημπορώ να συνεχίσω να πωλώ τις πρώτες ύλες του θανάτου... Εξ όσων βλέπω, κύριέ μου, η υπόθεσίς σας δεν δείχνει φως εις τον ορί­ ζοντα κι επιπροσθέτως ζέχνει... «Η υπεράσπισις βάσει των στοιχείων της παρούσης είναι άσκοπος», είπε Η Υπεράσπιση τραβώντας τα μάτια της από το ηλε­ κτρονικό μικροσκόπιο... Τράβα στα Γουόλγκριν να κάνεις τα τσαλίμια σου Εμείς δεν φέρουμε ευθύνη Βούτα ό,τι βρεις μπροστά σου Δεν ξέρω πώς να το επιστρέψω στον λευκό αναγνώστη Γ ράψε, φώναξε γι’ αυτό ή βγες και παθιάρικα τραγούδησέ το στο μικρόφωνο... ζωγράφισέ το... παίξ’ το επάνω στη σκηνή... βγάλ’ το σε κουράδες και φτιάξε κινητά γλυπτά... Αρκεί να μην πιάσεις να το κάνεις... Γερουσιαστές πετάγονται όρθιοι κι αρχίζουν να γκαρίζουν για την Εσχάτη των Ποινών με τον αμείλικτο αυταρχισμό χοντροχαρμάνας ιών... Θάνατος στους ναρκομανείς, θάνατος στους συκομα-

256 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

νείς (σεξομανείς ήθελα να πω), θάνατος στον ψυχοπαθή που προ­ σβάλλει την τρομοκρατημένη και άχαρη σάρκα με την ευλύγιστη κίνηση αθωότητας εξημερωμένου ζώου... Η τελειωτική γροθιά του θανάτου σαν μαύρη ανεμοδούρα κυ­ ματίζει πάνω από τη χώρα, ψαχουλεύοντας με την όσφρηση και την αφή να εντοπίσει το έγκλημα της διαχωρισμένης ζωής, οι υποκινη­ τές της σάρκας που έχει παγώσει από το φόβο της τουρτουρίζουν κάτω από μια πελώρια καμπύλη πιθανοτήτων... Πληθυσμιακές ομάδες εξαφανίζονται σε γενοκτονικό παιχνίδι ντάμας... Μπορούν να παίξουν όσοι θέλουν... Ο Φιλελεύθερος Τύπος κι Ο Οχι Και Τόσο Φιλελεύθερος Τύπος καθώς και Ο Αντιδραστικός Τύπος συναινούν σε μια Κραυγή: «Πάνω απ’ όλα πρέπει να ξεριζωθεί ο μύθος της “άλλου επιπέδου” εμπειρί­ ας. ..» Και μιλάνε θολά κι αφηρημένα για κάποιες σκληρές πραγματι­ κότητες. .. αγελάδες με αφθώδη... υγειονομική πρόληψη... Τα παγκόσμια κέντρα εξουσίας λυσσαλέα κόβουν τις γραμμές σύνδεσης... Ο Πλανήτης οδεύει άβουλα σαν έντομο προς την καταστροφή... Η θερμοδυναμική κατάφερε με δυσκολία να νικήσει... Η οργόνη δείλιασε μπρος στο εμπόδιο... Ο Χριστός μάτωσε... Ο Χρόνος μάς τελείωσε... Μπορείς να μπεις μες στο Γυμνό Γεύμα από οποιοδήποτε ση­ μείο διακλάδωσης... Έχω γράψει πάμπολλους προλόγους. Ατροφούν και πέφτουν με αυτογενή αποκόλληση όπως ακρωτηριάζεται το μικρό δάχτυλο του ποδιού σε πάθηση της Δυτικής Αφρικής που πλήττει μόνο τη φυλή των Νέγρων και φευγαλέα μας δείχνει η χαλκευμένη ξανθιά τον «μπρούντζινο αστράγαλό» της αλλά της φεύγει το μανικιουρισμένο δαχτυλάκι και γκελάρει κρυπτομιγαδικά στην πελούζα της λέσχης, για να ορμήσει το Αφγάνι της να το περι­ μαζέψει και να της το φέρει στα πόδια... Το Γυμνό Γεύμα είναι ένα μηχανολογικό σχεδιάγραμμα, ένα Εγχειρίδιο Πλεύσης... Λάγνες ορέξεις μαυριδερών εντόμων απλώ­ νονται σε απέραντα τοπία άλλων πλανητών... Αφηρημένες έννοιες,

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ

·

257

γυμνές όσο η άλγεβρα, στενεύουν και γίνονται σφιχτή μαύρη κουράδα ή ένα ζευγάρι γέρικες καχόνες... Οδηγός για να διευρύνεις το πεδίο εμπειρίας ο οποίος σου ανοί­ γει την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου... Πόρτες που ανοίγουν μόνο μέσα σε Σιωπή... Το Γυμνό Γεύμα απαιτεί τη Σιωπή του Ανα­ γνώστη. Ειδάλλως ομφαλοσκοπεί μετρώντας το σφυγμό του... Ο Ρόμπερτ Κρίστι ήτανε παιδί τζιμάνι, την ήξερε τη Λύση... Βγάλε τις σκρόφες απ’ τη μέση... στο μενταγιόν του φύλαγε μουνότριχες ... Πώς Σου φαίνεται; Ρόμπερτ Κρίστι, στραγγαλιστής γυναικών κατά συρροήν— θυμί­ ζει λίγο νουμεράδα και μαγιάτικο στεφάνι— τον κρέμασαν το 1953· Τζακ ο Αντεροβγάλτης, άξιος στο κοντυλομάχαιρο όσο και στο κοντύλι, ο Ξιφομάχος της Γραφίδας στα 1890 που ουδέποτε πιά­ στηκε στα πράσα... έγραψε μία επιστολή στον Τύπο. «Την άλλη φορά θα στείλω κι ένα αυτί για πλάκα... Πώς σου φαίνεται;» «Αχ, πρόσεχε λίγο! Μου ’ φυγαν πάλι!» είπε η γερο-λουμπίνα καθώς της έσπαγε το χαλινό και χύνονταν απ’ τον ντορβά στο πά­ τωμα μπίλιες και βαρίδια... «Άντε βρε Τζέιμς, τρέξε μωρή παλιοσκατούλα να τα πιάσεις! Τι στέκεσαι εκεί σαν το ξυλάγγουρο; Θ ’ αφήσεις τ’ αφέντη σου τα ούμπαλα στο χώμα να κυλιούνται;» Αρτίστες της παραπλάνησης μπήγουν τις φωνές μες στο σταθμό, και με το Βελόνι της Συκιάς δαγκώνουν το ντουλό απ’ τους ταμίες. Αχ Delaudid, λύτρωσέ με τον φουκαρά (το Delaudid είναι πουσαρισμένη, αφυδατωμένη μορφίνη). Ο σερίφης με το μαύρο γιλέκο χτυπάει στη γραφομηχανή μια εντολή εκτέλεσης θανατικής ποινής: «Πρέπει να το κάνω να δείχνει νόμιμο και να εξαιρεί τα ναρκωτικά...» Παράβαση της Υγειονομικής Διάταξης 334 · · · Απόκτησις οργα­ σμού διά δολίων μέσων... Στα τέσσερα ο Τζώννυ και να του τον πίνει η Μαίρη και τα δά­ χτυλά της να γλιστρούν πίσω απ’ τους μηρούς του και νωχελικά να περιδιαβαίνουν το χτήμα με τις καρυδιές...

258

·

ΟΥΙΑΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Πάνω απ’ την ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα και μέσα απ’ το παραθυράκι της αποθήκης με τα εργαλεία τινάζεται ασβεστόχρωμα μπουγάδα απλωμένη (και το καλαμίδι μου) στης Άνοιξης τ’ αγιάζι στ’ απότομα ασβεστολιθικά βράχια πάνω απ’ το ποτάμι (αλλά μια τρύπα στο νερό)... κομμάτι απ’ τον αχνό του φεγγαριού κρέμεται σε ουρανό στο μπλε της Κίνας... από παχύ μακρύ κορδόνι ψωλοχύματος που προσγειώθηκε σε σκονισμένο πάτωμα... Μοτέλ ... Μοτέλ ... Μοτέλ ... αραβικό καλλιγράφημα σε τε­ θλασμένο νέον... θρηνεί η μοναξιά απ’ άκρη σ ’ άκρη της ηπείρου σαν τις σειρήνες της ομίχλης στα λαδωμένα ακίνητα νερά των πο­ ταμών που κουβαλάνε την παλίρροια... Ξεζουμισμένο ούμπαλο σαν φλοίδα λεμονιού το τσέκι ένας ξι­ νός μπελάς τα βάρδουλα ξεσκίζει μαχαίρι κυριλέ κόβει έναν τάκο απ’ το χασίσι και μες στο ναργιλέ— μπουρμπουλήθρες μπλου μπλου μπλου— δείχνουν αυτά που ήμουν κάποτε... «Έτοιμο το ύπνο, κύριε. Σας περιμένει στο τραπέζι». Ξερόφυλλα γεμίζουν πια το σιντριβάνι και τα γεράνια φού­ ντωσαν παρέα με τις μέντες κι έσβησαν τις ροδιές αυτόματου πωλητή απ’ το χορτάρι... Ο γερασμένος πλεϊμπόι βάζει το αδιάβροχο του 1920 με τα αυτόγραφα και ρίχνει λίγη λίγη τη συμβία του που έξαλλα ουρλιάζει μέσα στου νεροχύτη το σκουπιδοφάγο... Μαλλιά, σκατά και αίμα τινάζο­ νται στον τοίχο γράφοντας 1963... «Μάλιστα κύριοι, φίλοι μου, το ’63 ήταν η χρονιά που πέσαν οι κουράδες στον ανεμιστήρα», είπε ο γερο-προφήτης που όλοι τον βαριόνταν και που σου κάνει το με­ δούλι προς πάσα χωροχρονική κατεύθυνση νιανιά... «Και το θυμάμαι ξέρετε γιατί ήτανε ακριβώς δυο χρόνια πριν να δημιουργηθεί εκείνη η παραλλαγή του αφθώδη που χτύπαγε τον άν­ θρωπο και που ’χε δραπετέψει από μπολιβιάνικο ουρητήριο πάνω σε γούνα Τσιντσιλά όπου και τον καλλιεργούσαν και που ’χε επι­ σκιάσει (και πέρασε στο ντούκου) εκείνη την υπόθεση φοροδιαφυ­ γής στο Κάνσας Σίτυ... Είχε βγει κι εκείνη η Λέσβω που φώναζε για Άμωμο Σύλληψη και πάει και βγάζει κείνο το αραχνοπιθηκάκι

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ Μ Α

·

259

ούτε εξήντα δράμια μέσ’ απ’ τον αφαλό της... Λένε πως ήταν μες στο κόλπο κι ο αλμπάνης και πως την είχε συνέχεια τη μαϊμού στην πλάτη...» Εγώ, ο Ουίλλιαμ Σιούαρντ, ο τιμονιέρης τούτου εδώ του μεθυ­ σμένου χασικλωμένου υπόγειου σιδηρόδρομου, θα κατευνάσω με ροτενόνη το εγκλωβισμένο τέρας του Λοχ Νεςς και θα τη φέρω κα­ μπόικα στην άσπρη φάλαινα. Θα υποβάλω τον Σατανά σε Αυτομα­ τική Συμμόρφωση, και τα μίσθαρνά του όργανα θα εξευγενίσω. Θα αποδιώξω το καντιρού απ’ τις πισίνες σας.— Θα βγάλω βούλα πα­ πική για την Άμωμο Αντισύλληψη... «Όσο συχνότερα συμβαίνει κάτι τόσο πιο θεσπέσιο και μονα­ δικό είναι», λέει ο ξιπασμένος νεαρός Σκανδιναβός που γαντζωμέ­ νος στο τραπέζιο διαβάζει τα μασονικά μαθήματά του. «Οι Εβραίοι, Κλεμ, δεν πιστεύουν στο Χριστό... Το μόνο που θέλουν είναι να τσιλημπουρδίσουν με τις Χριστιανοπούλες μας...» Εφηβικά αγγελούδια ομολογούν πάνω σε τοίχους καμπινέδων όλης της οικουμένης: «Έλα και τράβα μια παχιά...» 1929. . «Ρούχλα λουκουμόσκονη σπρώχνει ο Κουλοπόδαρος...» Ο Τε­ λευταίος Που Κρεμάσανε 1952. (Ξεπεσμένος τενόρος με κορσέδες γυναικείους τραγουδεί μασκαρεμένος όντας στουπί το Ντάννυ Ντήβερ...) Μουλάρια δεν γεννοβολούν σε τούτη δω την καθωσπρέπει κο­ μητεία κι ουδείς νεκρός κουκουλοφόρος δεν κράζει μπούρδες απ’ το λάκκο του... Παράβαση της Υγειονομικής Διάταξης 334 · Πού ’ναι λοιπόν τα εκ του νόμου ποσοστά μου; Ποιος να ξέρει; Ο Λόγος όχι πια στην κατοχή μου... Στο σπίτι μες στο κλύσμα ... Ο Βασιλιάς βγαίνει παγανιά με ένα φλογοβόλο και ο φονιάς, που το ομοίωμά του το βασάνισαν οι χίλιοι αλήτες, την κοπανάει απ’ τα κακόφημα σοκάκια για να πάει να χέσει στο ασβεστολιθικό γήπεδο της μπάλας. Ο νεαρός Ντίλλινγκερ βγήκε από το σινεμά με το βλέμμα ίσα μπροστά και δεν γύρισε στιγμή πίσω να κοιτάξει...

260 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

«Μικρέ, ποτέ να μην κοιτάζεις πίσω στα παλιά... Θα γίνεις αλατόπετρα να σε γλείφουν τα μοσχάρια». Σφαίρα αστυνομικού στο σοκάκι ... Τα σπασμένα φτερά του Ίκαρου, στριγκλιές αγοριού που καίγεται τις ρουφάει το γέρικο πρε­ ζάκι. .. μάτια αδειανά σαν ατελείωτη πεδιάδα... (τα φτερά του γύπα σαν ξεφλούδισμα ηχούν μες στον ξερό αέρα). Ο Κάβουρας, ο γηραιός Πρύτανης των Λαχανάδων, βάζει το οστρακοδερμάτινο κουστούμι του και την κάνει για μια νυχτερινή ψαχουλευτική... με ατσάλινες δαγκάνες τραβάει και βγάζει χρυσά δόντια και κορόνες όποιου μπεκρή το στόμα είναι ανοιχτό καθώς κοιμάται... Αν πάνω στην επέμβαση ξυπνήσει ο μπεκρής κάνει λι­ γάκι πίσω Ο Κάβουρας κι ανοιγοκλείνει τις δαγκάνες του έτοιμος για μάχη αμφίρροπη μες στου Κουίνς τα μαρμαρένια αλώνια. Το Κλεφτρόνι, που γαμήθηκε τόσα χρόνια στη στενή, του αφαιρέσαν και την άδεια για νυχτερινή καθότι δεν τ ’ ακούμπαγε, μπαί­ νει στο μπαρ με τις λουμπίνες βαστώντας μια μουχλιασμένη από­ δειξη από ενεχυροδανειστήριο και ακαταλαβίστικα τα λέει για μαύρες μπίλιες της Τεντούπολης με ευνουχισμένους πλασιέδες γύ­ ρω του να τραγουδάνε τον ύμνο της IBM. Ο Καβούρης έκανε τις τρελίτσες του στη δασική του επικρά­ τεια... πάλευε όλη νύχτα με τη μαλαπέρδα του μαλάκα, τσάκισε η φτιάξη στο καλούπωμα απ’ την παλικαριά του άλλου, τα μάζεψε κι από απόμερα δρομάκια τράβηξε για το σκουριασμένο ασβεστολιθικό τσαρδί του. Ο Αφιόνης τινάζει το σπέρμα του στον αρμυρό βάλτο, εκεί που δεν φυτρώνει τίποτα ούτε κι αυτός ο μαντραγόρας... Εκεί στο μέσο όρο ... Μερικά γυναικάκια ... Ο μόνος τρόπος να τα βγάλεις πέρα... «Γεια σου, Κας». «Σίγουρα είναι δω μέσα;» «Φυσικά. Τι νόμιζες;... Έρχομαι κι εγώ μαζί σου». Τρένο βραδινό για Σ ι ... Βλέπω μες στο σταθμό μια πιτσιρίκα, την κόβω ότι είναι φτιαγμένη και τη ρωτάω πού είναι η άκρη;

ΓΥΜΝΟ ΓΕΥΜΑ ·

261

«Καλώς τον παίδαρο. Εδώ». Για την ακρίβεια όχι ακριβώς πιτσιρίκα αλλά κουκλί περπατημένο ... «Τι λες για ένα ξάκι πρώτα;» «Τσου, Γιατί μετά δε θα κουνιέσαυ>. Τρεις της έριξα, τον έναν μετά τον άλλο... ξύπνησα άρρωστος να τρέμω και να τουρτουρίζω στο ζεστό αεράκι της Άνοιξης που έμπαινε από το παράθυρο, τα μάτια μου να τρέχουν και να καίνε λες και μου ρίξανε οξύ... Σηκώνεται γυμνή απ’ το κρεβάτι... Καβατζωμένο μες στη Νάγια... Αρχίζει το βράσιμο... «Γύρνα μπρούμυτα... Θα σ ’ τη χτυπήσω στον κώλο». Χώνει βαθιά τη βελόνα, τη βγάζει και του τρίβει το μερί... Γλείφει μια σταγόνα αίμα από το δάχτυλό της. Εκείνος γυρίζει ανάσκελα με μια ανόρθωση ψωλής που σιγοδιαλύεται μέσα στης πρέζας τη λασπερή μουντάδα. Σε χλοερή κοιλάδα κοκαΐνης και αθωότητας παιδιού παλικάρια με λυπημένα μάτια τραγουδούν σαν Τυρολέζοι για το χαμό του Ντάννυ Μπόυ... Σνιφάραμε όλη νύχτα και το κάναμε τέσσερεις φορές... κατη­ φορίζουν τα δάχτυλα στο μαυροπίνακα... ξύνουνε την άσπρη βέρ­ γα. Σπίτι είναι πια η ηρωίνη από τη θάλασσα γυρνάει στο σπίτι και ο λωποδύτης που απ’ το Λογαριασμό γυρνάει... Ανήσυχος ο Κράχτης στριφογυρίζει δώθε κείθε: «Έλα μικρέ, πάρε τη θέση μου για λίγο. Πρέπει να πεταχτώ να δω έναν τύπο για ένα πιθηκάκι». Ο Λόγος είναι χωρισμένος σε μονάδες που όλες μαζί θα φτιά­ ξουν το κομμάτι κι έτσι συνολικά πρέπει και να λαμβάνεται, αλλά τα κομμάτια μπορείς να τα πάρεις και με όποια σειρά να ’ναι αφού συνδέονται μπρος πίσω, μέσα έξω, πρύμα πλώρα σαν ενδιαφέρον σύμπλεγμα ερωτικό. Τούτο το βιβλίο τα ξερνάει όλα προς πάσα κα­ τεύθυνση μέσα απ’ τις σελίδες του, καλειδοσκόπιο πανοραμικών εικόνων, ποτ πουρί από μελωδίες και το θόρυβο του δρόμου, πορδές, κραυγές ξεσηκωμού και τ’ ατσαλένια ρολά του εμπορίου που

262 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

κατεβαίνουνε με πάταγο, ξεφωνητά πόνου και πάθους και ξεφωνήματα σκέτης νοσηρότητας, γατιά που ζευγαρώνουν και το υστερικό κρώξιμο του γατόψαρου που του αλλάξαν περιβάλλον, ακατάληπτο προφητικό μουρμούρισμα σαμάνου πεσμένου σ ’ έκσταση μοσχοκαρυδική, αυχένες που τσακίζονται και μανδραγόρες που ουρλιά­ ζουν, αναστεναγμός οργασμού, ηρωίνη σιωπηλή σαν την αυγή μέσα στα διψασμένα κύτταρα, ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Καΐρου να στριγκλίζει σαν μαινόμενος πλειοδότης σε πλειστηριασμό καπνού, και οι φλογέρες του Ραμαζανιού να χαϊδεύουν αεράτα το άρρωστο πρεζάκι σαν αλαφροχέρης λαχανάς μέσα στο γκρίζο της αυγής του υπογείου ψαύοντας με λεπτεπίλεπτα δάκτυλα για την αίσθηση που αναδίδει το μπικικίνι μέσ’ απ’ την παντόφλα... Είναι η Αποκάλυψις και η Προφητεία αυτών που πιάνω χωρίς FM με τον κρυσταλλικό μου δέκτη του 1920 και κεραίες από φλό­ κια... Ευγενικέ μου αναγνώστη, τον Θεό τον αντικρίζουμε μέσα από τις κωλοτρυπίδες μας στο αστραποβόλημα του οργασμού... Μέσα από αυτά τα στόμια μεταστοιχείωσε το σώμα σου... Ο δρό­ μος προς τα ΕΞΩ είναι ο δρόμος για Μ ΕΣΑ... Και τώρα, εγώ, ο Ουίλλιαμ Σιούαρντ, θα εξαπολύσω το γλωσσοκοπάνημά μου... Ωσάν του Βίκινγκ η καρδιά μου πλέει και φεύ­ γει μακριά επάνω στον φαρδύ λασπωμένο ποταμό εκεί που τα μοτόρια κάνουν πατ πατ πατ μέσα στης ζούγκλας το ημίφως και δέντρα ολόκληρα επάνω στα νερά του αρμενίζουν με σερπετά τερά­ στια στα κλαδιά τους και με λεμούριους που αγναντεύουνε την όχθη με μάτια λυπημένα, περνάει από χωράφια του Μιζούρι (Το Αγόρι βρίσκει μια κοκκινωπή αιχμή βέλους) και χάνεται μαζί με ξέ­ μακρα σφυρίγματα τρένων, γυρνάει πάλι σ’ εμένα σαν αλητάκι πεινασμένο που δεν κατέχει πώς τον κώλο που του ’δωσε ο Θεός να βγει και να πουλήσει... Ευγενικέ μου Αναγνώστη, ο Λόγος θα ορμήξει πάνω σου με σιδερένια νύχια ανθρώπου-λεοπάρδαλης, θα κό­ ψει δάχτυλα από πόδια κι από χέρια σαν στεριανός καιροσκόπος κάβουρας, θα σε κρεμάσει απ’ το λαιμό και θα αρπάξει το ψωλόχυμά σου σαν ξηγημένος σκύλος, θα τυλιχτεί γύρω απ’ τους γοφούς

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ ·

263

σου σαν τη μεγάλη οχιά της ζούγκλας και θα σου ρίξει ένα σφηνάκι εκτόπλασμα τσαγκό... Και γιατί είναι ο σκύλος ξηγημένος; Κει που γυρνάω τις προάλλες απ’ του φαγιού το ατέλειωτο νήμα από το στόμα στον κώλο ένας χαβάς που τραβάει την κάθε μέρα της ζωής μας, βλέπω ένα Αραβάκι με ένα ασπρόμαυρο σκυλάκι που ξέ­ ρει να περπατάει στα πισινά του πόδια... Κι έρχεται ένας τεράστιος κόπρος και πάει για χάδια στο μικρό κι ο μικρός τον διώχνει από κοντά του, και του γρυλίζει ο κόπρος και τραβάει μια δαγκωνιά στο σκυλακάκι που στραταρίζει όρθιο, και λες κι είχε το ανθρώπινο δώ­ ρο των γλωσσών αγριεμένα του μουγκρίζει: «Αυτό είναι κατάφορη προσβολή της φύσης». Κι έτσι τον έβγαλα τον κόπρο Ξηγημένο... Ευκαιρίας δοθείσης να σας περάσω και στα γρήγορα, καθότι σταθερά περνιέμαι για Άτομο χαριτωμένο που το γουστάρουν οι παρέες, πως θες αλάτι μπόλικο για να πας κάτω την Ανεξήγητη Ανατολή... Δυο γραμμά­ ρια Μορφίνη την ημέρα καρφιάζει μέσα του Ο Ανταποκριτής Σας και βγάζει οχτώ ώρες ακίνητος μπρος στο μυστήριο της ανεξήγητης κουράδας. «Μα τι στο καλό σκέφτεσαι;» ρωτάει ο αμήχανος Αμερικανός Τουρίστας... Κι εγώ του απαντώ: «Κατάστειλε η μορφίνη τον υποθάλαμό μου, όπου έχει έδρα η λίμπιντο και το συναίσθημα, και μιας κι ο προσθεγκέφαλος παίρνει γραμμή και μπαίνει στο παιχνίδι μόνο εμ­ μέσως μετά από γαργάλημα του οπισθεγκέφαλου, καθότι βλέπεις τύπος φρούτου που τη βρίσκει εξ υποκαταστάσεως και μόνον εκ των όπισθεν, οφείλω να αναφέρω την παντελή και πλήρη απουσία εγκεφαλικών συμβάντων. Έχω επίγνωση της παρουσίας σου, αλλά καθότι αυτή δεν κουβαλάει ουδεμία θυμική συνυποδήλωση, ένεκα που ο παλιατζής και πρωτομάστορας της πρέζας μού αποσύνδεσε το θυμικό λόγω της μη καταβολής των δόσεων, δυάρα δε δίνω για τα καμώματά σου... Τράβα φύγε ή τράβα το πετσί σου, τράβα χέσε ή τράβα και γαμήσου με την πούλη ή με χοντρό καψούλι— με γεια σου και χαρά σου, κι ό,τι πρέπει γι’ αδερφές της αφεντιάς σου —

264 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ Π Α Ρ Ο Ο Υ Ζ

όμως Ο Πεθαμένος κι Ο Πρεζάκιας δεν δίνουνε δεκάρα...» Άγνω­ στες οι βουλές τους και πλήρως Ανεξήγητες. «Από πού πάνε για να βρέξουνε κάνα λαρύγγι;» ρωτάω για τουαλέτα την ξανθιά ταξιθέτρια. «Από δω, κύριε... Υπάρχει χώρος για έναν ακόμη». «Μπας κι είδες την Πάντοπον Ρόουζ;» είπε το γέρικο πρεζόνι με το μαύρο πανωφόρι. Ο Τεξανός σερίφης σκότωσε τη συνεργίνα του, τον Μπράου­ μπεκ τον Άστατο, εκείνο τον κτηνίατρο που ’ κανε τις ματσαραγκιές με τις ηρωίνες των αλόγων... Φοράδα που τη χτύπησε αφθώδης θέ­ λει κάποια ποσότητα ηρωίνης για ν’ ανακουφιστεί από τους πόνους και ίσως κάποια απ’ αυτή την ηρωίνη να φεύγει καλπάζοντας μόνη κι έρμη απ’ τα λιβάδια για να ’ ρθει να χλιμιντρίσει στην Ουάσιγκτον Σκουέρ... Κι ορμάνε όλα τα πρεζάκια σκούζοντας: «Γεια στα πόδια σου, Ψαρή μου». «Μα πού ’ναι ο βιγιασμός;» τσίριξε η τσαχπίνω αρχιπαθιάρα εντός της τσαγιερί με την μπαμπού διακόσμηση, Κάγε Χουάρες, Μέχικο, Ντιστρίτο Φεντεράλ... Την κάναν τυλιχτή και της κοτσά­ ρανε ένα βιασμό τρία νούμερο... πλακώνει το μουνί και σου ξεσκί­ ζει το βρακί και σε κατηγορούνε μετά για βιασμό ανηλίκου, έτσι είν’ ο νόμος αδρεφέ... Εδώ Σικάγο... παρακαλώ απαντήστε... εδώ Σικάγο... παρακα­ λώ απαντήστε... Τι τα ’ βαλα τα λάστιχα νομίζεις; Καπότες, γιαλότσες, νιτσεράδες λες κι είμαστε στο Πούγιο. Πολύ υγρό το μέρος, φίλε αναγνώστη... «Βγάλ’ τα! Βγάλ’ τα!» Η γερασμένη αδερφή συναντάει φάντη μπαστούνι τον εαυτό της όπως ήτανε στα νιάτα της αλλά σε εφηβική επιθεώρηση, και της τρεσάρει γονατιά αυτός ο φαντομάς τού πρώην γερο-Χάουαρντ... στο καλντερίμι το κακόφημο που βγάζει στο Μουσείο της Μάρκετ Στριτ που ’χει κάθε λογής αυνανισμό κι εργένικο ταχίνι... για τ’ αγοράκια ειδικά είναι ένα κι ένα...

Γ Υ Μ Ν Ο Γ ΕΥ ΜΑ · V'

·

*

. ·

265

1

Γινωμένα τα πουλάκια μου έτοιμα για ξεπουπούλιασμα στο πίτουρο αφημένα αντί ν ’ αρπάξουνε μανίκια στον κλανιά τους... χαθήκανε ανάμεσα σε ψήγματα χαράς και βόστρυχους καπνού από περγαμηνές που καίγονταν... Διαβάστε τη μετάσταση με τυφλά δάκτυλα. Μήνυμα αρθρίτιδας σε απολίθωμα... «Το να πουλάς είναι πιο χοντρή αρρώστια απ’ το να χτυπάς»— Λόλα Λα Τσάτα, Μέχικο, Ντ. Φ.

Ρουφώ τον τρόμο από τις ουλές της βελόνας, υποβρύχια κραυγή ξεστομίζει όλο στόμφο σινιάλα προειδοποίησης μουδιασμένων νεύρων για τη χαρμάνα που ζυγώνει, λυσσικό τραύμα που πρήζεται και σε σφυροκοπάει... «Αν έφτιαξε ο Θεός κάτι καλύτερο το κράτησε για πάρτη του», συνήθιζε να λέει ο Ναύτης, με τη μηχανή στο ρελαντί αφού ’χει σα­ βουρώσει πιαχά είκοσι. (Κομματάκια φόνου πέφτουν αργά σαν φλοίδες οπαλίου μέσα σε γλυκερίνη.) Σε παρατηρώ και μουρμουράω αδιάκοπα το «Τζώννυ που δε λέ­ ει να ξεκολλήσει από την παιδική χαρά». Ψιλοσπρώχνουμε για να συντηρήσουμε το χούι μας... «Και χρησιμοποίησε το το ρημάδι το οινόπνευμα», του λέω και κοπανάω το καμινέτο με το οινόπνευμα επάνω στο τραπέζι. «Λυσσάρικα, μαλακισμένα ζάκια που δεν κρατιόσαστε με τί­ ποτα συνέχεια μου μαυρίζετε τα κουτάλια με τα σπίρτα σας... Δε θέλω τίποτ’ άλλο για μια Απροδία έτσι και κάνουνε ντου στο μαγα­ ζί τα τσόλια και βρουν κουτάλι μαυρισμένο... »Νόμιζα πως είσαι να το κόψεις... Δε λέει να το γαμήσεις τώρα που ξεκίνησες. »Αμ θέλει αρχίδια, μικρέ, για να το κόψεις. Δεν είναι παίξε γέ­ λασε».

266 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Ψ ά χ ν ε ι γ ια φ λ έ β α μ έ σ α σ τ α κ ρ έ α τ α π ο υ ξ ε π α γ ώ ν ο υ ν . Η Κ λ ε ψ ύ ­ δρα τη ς π α ρ α μ ύθα ς ξερ νά ει το υς σ τερ νο ύς τη ς μ α ύρ ο υς κό κκο υς μ ε ς σ τ α ν ε φ ρ ά ... « Μ ο λ υ σ μ έ ν η π ο λ ύ η π ε ρ ιο χ ή » , μ ο υ ρ μ ο ύ ρ η σ ε κ ι α ν έ β α σ ε π ιο π ά ν ω τ ο λ ο υ ρ ί. « Ο Θ ά ν α τ ο ς ή τ α ν ο Π ο λ ιτ ισ μ ικ ό ς Ή ρ ω ά ς τ ο υ ς » , ε ίχ ε π ε ι η Κ υ ­ ρ ά μ ο υ σ η κ ώ ν ο ν τ α ς τ ο β λ έ μ μ α τ η ς α π ό τ ο υ ς Κ ώ δ ικ ε ς τ ω ν Μ ά γ ια ... « Ο θ ά ν α τ ο ς τ ο υ ς χ ά ρ ισ ε τ η φ ω τ ιά , τ ο λ ό γ ο κ α ι τ ο κ α λ α μ π ό κ ι... Ο ίδ ιο ς ο θ ά ν α τ ο ς μ ε τ α μ ο ρ φ ώ ν ε τ α ι κ α ι γ ίν ε τ α ι σ π υ ρ ί κ α λ α μ π ο κ ιο ύ » . Ο ι Η μ έ ρ ε ς Ο υ ά μ π ε ίν α ι π ά ν ω α π ’ τ α κ ε φ ά λ ια μ α ς ά ν ε μ ο ι μ ίσ ο υ ς κ ι α τ υ χ ία ς ψ υ χ ρ ο ί κ α ι ν ο τ ισ μ έ ν ο ι α ν τ η χ ο ύ ν τ η ν π ισ τ ο λ ιά τ ο υ ς . « Δ ιώ ξ ε γ α μ ώ τ ο α π ό δ ω μ έ σ α α υ τ έ ς τ ις β ρ ω μ ε ρ έ ς κ ω λ ό φ α τ σ ε ς » , τ η ς ε ί π α . Τ ο Γ έ ρ ικ ο Ζ ά κ ι β α σ τ ι ό τ α ν α π ό τ η ν π λ ά τ η μ ι α ς π ο λ υ θ ρ ό ­ ν α ς , λ ιώ μ α α π ’ τ ο μ ε θ ύ σ ι κ α ι τ ις β α ρ β ιτ ο ύ ρ ε ς ... γ ια τ ο σ ό ι τ ο υ σ κ έ ­ τη ντρ ο π ή . « Χ α π ά κ ια ς σ α ν κ α ι τ ο υ ς ά λ λ ο υ ς κ α τ ά ν τ η σ ε ς μ ω ρ έ ;» Α τ ιμ ε ς α ν α θ υ μ ιά σ ε ις α π ό σ έ ρ ι κ α κ ό φ η μ ο υ κ α π η λ ε ιο ύ κ α ι η π α τ ικ ή σ υ μ φ ό ρ η σ η ξ ε γ λ ίσ τ ρ η σ α ν α π ’ τ α ρ ο ύ χ α τ ο υ κ α θ ώ ς έ κ α ν ε τ η τ ζ ά ν κ ικ η χ ε ιρ ο ν ο μ ία α π λ ώ ν ο ν τ α ς τ ο χ έ ρ ι τ ο υ μ ε τ η ν π α λ ά μ η α ν ο ι­ χ τ ή έ τ ο ιμ ο ς ν α γ ί ν ε ι . . . μ υ ρ ο υ δ ιέ ς α π ό φ τ η ν ο μ ά γ α ζ α μ ε τ σ ίλ ι κ α ι ν ο τ ισ μ έ ν α π α ν ω ­ φ ό ρ ια κ α ι σ π ε ρ μ α τ ο σ ά κ ο υ λ α π ο υ έ χ ο υ ν α τ ρ ο φ ή σ ε ι... Μ ε κ ο ίτ α ξ ε μ έ σ α α π ό τ η ν α β έ β α ιη , ε κ τ ο π λ α σ μ α τ ικ ή σ ά ρ κ α π ο υ δ ο κ ιμ ά ζ ε τ α ι α π ό τ η θ ε ρ α π ε ία ... δ ε κ α π έ ν τ ε κ ιλ ά σ υ μ π υ κ ν ώ ν ο ν τ α ι σ ε έ ν α μ ή ν α ό τ α ν τ ο κ ό β ε ις ... ρ ο ζ σ τ ό κ ο ς μ α λ α κ ό ς π ο υ σ β ή ν ε ι κ α ι δ ια λ ύ ε τ α ι σ τ ο π ρ ώ τ ο σ ιω π η λ ό ά γ γ ιγ μ α τ η ς π ρ έ ζ α ς ... Τ ο ε ίδ α μ ε τ α μ ά τ ια μ ο υ ... π έ ν τ ε κ ιλ ά ν α χ ά ν ο ν τ α ι σ ε δ έ κ α λ ε π τ ά ... ε κ ε ί π ο υ σ τ έ ­ κ ε ι μ ε τ η σ ύ ρ ιγ γ α σ τ ο έ ν α χ έ ρ ι . .. μ ε τ ’ ά λ λ ο ν α κ ρ α τ ά ε ι τ α β ρ α κ ιά σ τη θέσ η το υς δ ια π ε ρ α σ τ ικ ή δ υ σ ω δ ία α ρ ρ ω σ τ η μ έ ν ο υ μ έ τ α λ λ ο υ . Π ε ρ π α τ ώ σ ’ έ ν α σ κ ο υ π ιδ α ρ ιό π ο υ β γ ά ζ ε ι σ τ ο ν ο υ ρ α ν ό ... φ ω τ ιέ ς α π ό α ν α μ μ έ ν ε ς β ε ν ζ ίν ε ς ε δ ώ κ ι ε κ ε ί . .. η κ ά π ν α σ υ μ π α γ ή ς κ α ι μ α ύ ρ η

Γ Υ Μ Ν Ο Γ Ε ΥΜ Α

·

267

ω σ ά ν π ε ρ ί τ τ ω μ α κ ρ έ μ ε ι α π ό ψ η λ ά σ τ ο ν α δ ια τ ά ρ α κ τ ο α έ ρ α . . . λ ε κ ι ά ­ ζ ο ν τ α ς τ η ν κ α τ ά λ ε υ κ η σ τ ρ ώ σ η τ η ς μ ε σ η μ ε ρ ιά τ ικ η ς κ ά ψ α ς . .. ο Ν τ. Λ . π ε ρ π α τ ά ε ι δ ίπ λ α μ ο υ ... ε ικ ό ν α π ο υ α ν τ α ν α κ λ ά τ α ξ ε δ ο ν τ ια σ μ έ ν α ο ύ λ α κ α ι τ ο ά τ ρ ιχ ο κ ρ α ν ί ο μ ο υ . . . σ ά ρ κ α π ο υ κ ρ έ μ ε τ α ι κ α ι λ ε ρ ώ ν ε ι τ α σ ά π ια φ ω σ φ ο ρ ίζ ο ν τ α κ ό κ α λ α π ο υ α ρ γ ά τ α κ α τ α τ ρ ώ γ ο υ ν π α γ ω μ έ ­ ν ε ς φ ω τ ι έ ς . .. Έ χ ε ι μ α ζ ί τ ο υ έ ν α ν ξ ε σ κ έ π α σ τ ο ν τ ε ν ε κ έ μ ε β ε ν ζ ίν η κ α ι η μ υ ρ ω δ ιά τ η ς β ε ν ζ ίν η ς τ ο ν τ υ λ ίγ ε ι ο λ ό κ λ η ρ ο ... Κ α τ ε β α ίν ο ν τ α ς α π ό έ ν α λ ό φ ο σ κ ο υ ρ ι α σ μ έ ν α σ ί δ ε ρ α σ υ ν α ν τ ά μ ε μ ια ο μ ά δ α Ν τ ό π ι ο υ ς . . . θ ν η σ ιτ ρ α φ ε ίς ψ α ρ ό φ α τ σ ε ς δ ισ δ ιά σ τ α τ ε ς ο λ ό τ ε λ α π λ α κ έ . .. « Ρ ίχ ’ τ ο υ ς τ η β ε ν ζ ίν η κ ι ά ν α φ ’ τ η ...

ΓΡΗΓΟΡΑ . . . ε κ τ υ φ λ ω τ ικ ή

λ ά μ ψ η ...

κρ α υγές

κα τα κ ρ εο υρ γη μ ένω ν

ε ν τ ό μ ω ν ... Α ν α σ τ ή θ η κ α α φ ή ν ο ν τ α ς π ίσ ω μ ο υ τ ις γ ε ιτ ο ν ιέ ς τ ω ν π ε θ α μ έ ν ω ν κ α ι μ ε μ ια γ ε ύ σ η μ έ τ α λ λ ο υ σ τ ο σ τ ό μ α σ έ ρ ν ο ν τ α ς π ίσ ω μ ο υ τ η ν ά χ ρ ω μ η θ α ν α τ ίλ α π λ α κ ο ύ ν τ ε ς μ α ρ α γ κ ια σ μ έ ν ο υ γ κ ρ ιζ ο π ίθ η κ ο υ α ν ύ π α ρ κ τ ε ς σ ο υ β λ ιέ ς α κ ρ ω τ η ρ ια σ μ έ ν ο υ μ έ λ ο υ ς . .. « Τ α ξ ιτ ζ ή δ ε ς π ο υ π ε ρ ιμ έ ν ο υ ν ε γ ια κ ο ύ ρ σ α » , ε ίπ ε ο Ε ν τ ο υ ά ρ ν τ ο κ α ι π έ θ α ν ε α π ό υ π ε ρ β ο λ ικ ή δ ό σ η σ τ η Μ α δ ρ ίτ η ... Β ρ α δ ύ κ α υ σ τ α μ ε ίγ μ α τ α λ ά μ π ο υ ν κ α θ ώ ς σ ιγ ο κ α ίν ε μ έ σ α α π ό ρ ό δ ιν ε ς σ υ σ τ ρ ο φ έ ς ο ιδ η μ α τ ώ δ ο υ ς σ ά ρ κ α ς ... π υ ρ ο δ ο ­ τ ο ύ ν τ α φ λ α ς τ ο υ ο ρ γ α σ μ ο ύ ... σ τ ιγ μ ια ίε ς φ ω τ ο α π ο τ υ π ώ σ ε ις τ η ς κ ε ρ α υ ν ο β ο λ η μ έ ν η ς κ ί ν η σ η ς ... μ ε ά ν ε σ η κ α ι χ ά ρ η γ ύ ρ ισ ε η π ισ ω κ ε ν τ η μ έ ν η π λ ε υ ρ ά κ α ι ά ν α ψ ε τ σ ιγ ά ρ ο ... Σ τ ε κ ό τ α ν ε κ ε ί μ ε τ ο ψ α θ ά κ ι τ ο υ 1 9 2 0 π ο υ κ ά π ο ιο ς τ ο υ ’χ ε δ ώ ­ σ ε ι . . . γ α λ ί φ ι κ ε ς κ ο υ β έ ν τ ε ς δ ι α κ ο ν ι ά ρ η π έ φ τ ο υ ν η μ ια μ ε τ ά τ η ν ά λ ­ λ η σ α ν ψ ό φ ια π ο υ λ ιά σ τ ο σ κ ο τ ε ιν ό δ ρ ο μ ά κ ι... « Ό χ ι . . . Φ τ ά ν ε ι π ια . .. N o m a s .. . » Α γ ρ ιε μ έ ν η θ ά λ α σ σ α α π ό τ ις σ φ υ ρ ιέ ς α ε ρ ο τ ρ ύ π α ν ω ν σ τ ο κ α φ ε τ ί μ ε ν ε ξ ε δ έ ν ιο σ ο ύ ρ ο υ π ο κ η λ ιδ ω μ έ ν η α π ό τ η ν μ π ό χ α σ ά π ιο υ μ έ τ α λ -

268 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ Π Α Ρ Ο Ο Υ Ζ

λ ο υ π ο υ α ν α δ ίδ ο υ ν ο ι υ π ό ν ο μ ο ι... π ρ ό σ ω π α ν ε α ρ ώ ν ε ρ γ α τ ώ ν π ο υ α π ό τ ις δ ο ν ή σ ε ις α π ο ε σ τ ιά ζ ο ν τ α ι κ α ι γ ίν ο ν τ α ι έ ν α μ ε τ η ν κ ίτ ρ ιν η ά λ ω π ο υ β γ ά ζ ο υ ν ο ι φ α ν ο ί α σ ε τ υ λ ί ν η ς ... φ ά ν η κ α ν κ α ι ο ι σ π α σ μ έ ν ο ι σ ω λ ή ν ε ς ... « Ξ α ν α φ τ ιά χ ν ο υ ν τ η ν Π ό λ η » . Ο Λ η κ ο ύ ν η σ ε α φ η ρ η μ έ ν α το κ ε φ ά λ ι τ ο υ ... « Ν α ι... Ω ς σ υ ν ή ­ θ ω ς ...» Έ τ σ ι κ ι α λ λ ιώ ς η μ ε τ α κ ίν η σ η π ρ ο ς τ η ν Α ν α τ ο λ ικ ή Π τ έ ρ υ γ α ε ί ­ ν α ι λ ά θ ο ς ... Ε ά ν τ ο γ ν ώ ρ ιζ α θ α σ α ς τ ο έ λ ε γ α ε υ χ α ρ ίσ τ ω ς ... « N o g o o d . . . n o b u e n o . . . β ιά ζ ο μ α ι, έ χ ω δ ο υ λ ε ι ά . . . » « Ν τ ε ν έ κ ε ι . . . Ε λ ιά τ ε Π α λ ια σ κ ε υ ή »

Ταγγέρη, 1959■

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘ ΕΩΡΗΣΙΣ Τ Ο Ξ ΙΚ Ο Μ Α Ν ΙΑ Σ Τμ. 53, αρ. 2

Ε Π ΙΣ Τ Ο Λ Η

Ε Ν Ο Σ Π Ο Λ Υ Ε Θ ΙΣ Μ Ε Ν Ο Υ

Σ Ε Ε Π ΙΚ ΙΝ Δ Υ Ν Ε Σ Ο Υ Σ ΙΕ Σ

3 Α υ γ ο ύ σ το υ 1956, Β ε ν ε τ ία .

Α

γ

α

π

η

τ

έ

Γ

ι

α

τ

ρ

έ

,

Ε υ χ α ρ ισ τ ώ γ ι α τ ο γ ρ ά μ μ α σ ο υ . Ε σ ω κ λ ε ί ω ε κ ε ί ν ο τ ο ά ρ θ ρ ο γ ύ ρ ω α π ό τ η δ ρ ά σ η δ ια φ ό ρ ω ν ο υ σ ι ώ ν π ο υ έ χ ω χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ε ι. Δ ε ν ξ έ ρ ω α ν ε ί ν α ι κ α τ ά λ λ η λ ο γ ι α τ ο π ε ρ ιο δ ικ ό σ ο υ . Δ ε ν έ χ ω α ν τ ί ρ ρ η σ η ν α γ ί ν ε ι χ ρ ή σ ις τ ο υ ο ν ό μ α τ ο ς μ ο υ . Κ α ν έ ν α π ρ ό β λ η μ α μ ε τ ο π ο τ ό . Κ α μ ιά ε π ι θ υ μ ί α γ ι α ο π ο ιο δ ή π ο τ ε ν α ρ κ ω τ ικ ό . Η υ γ ε ί α μ ο υ σ ε ά ρ ισ τ η κ α τ ά σ τ α σ η . Π α ρ α κ α λ ώ τ ο υ ς χ α ιρ ε ­ τ ι σ μ ο ύ ς μ ο υ σ τ ο ν κ . ---------. Α σ κ ο ύ μ α ι κ α θ η μ ε ρ ιν ά σ ύ μ φ ω ν α μ ε τ η μ έ ­ θ ο δ ό τ ο υ κ α ι τ α α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α ε ί ν α ι ά ρ ισ τ α . Σ κ έ φ τ ο μ α ι ν α γ ρ ά ψ ω έ ν α β ιβ λ ίο γ ι α τ ι ς ν α ρ κ ω τ ι κ έ ς ο υ σ ί ε ς ε ά ν β έ ­ β α ια κ α τ α φ έ ρ ω ν α β ρ ω τ ο ν κ α τ ά λ λ η λ ο σ υ ν ε ρ γ ά τ η ο ο π ο ίο ς θ α α ν α λ ά β ε ι τ ο τ ε χ ν ικ ό μ έ ρ ο ς . Υ μ έτερ ο ς, Ο

υ

ι

λ

λ

ι

α

μ

Μ

π

α

ρ

ο

ο

υ

ζ

.

Η χ ρ ή σ η τ ο υ ο π ίο υ κ α ι τ ω ν π α ρ α γ ώ γ ω ν ο π ίο υ ο δ η γ ε ί σ ε κ α τ ά σ τ α ­ σ η η ο π ο ία ο ρ ιο θ ε τ ε ί κ α ι π ε ρ ιγ ρ ά φ ε ι τ ο ν « ε θ ι σ μ ό » — ( Κ α τ α χ ρ η σ τ ικ ά ο ό ρ ο ς χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ίτ α ι γ ι α ν α δ η λ ω θ ε ί ο τ ιδ ή π ο τ ε σ υ ν η θ ί ζ ε ι κ ά π ο ιο ς ν α κ ά ν ε ι ή γ ε ν ι κ ώ ς ε π ι θ υ μ ε ί . Κ ά ν ο υ μ ε λ ό γ ο γ ι α ε θ ισ μ ό σ τ α γ λ υ κ ά κ α ι τ η σ ο κ ο λ ά τ α , τ ο ν κ α φ έ , τ ο ν κ α π ν ό , τ ο ζ ε σ τ ό κ α ιρ ό , τ η ν τ η λ ε ό ρ α σ η , τ ι ς

271

272 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

α σ τ υ ν ο μ ικ έ ς ισ τ ο ρ ίε ς , τ α σ τ α υ ρ ό λ ε ξ α ) . Έ χ ε ι γ ί ν ε ι τ ό σ ο κ α κ ή χ ρ ή σ η τ ο υ ό ρ ο υ π ο υ έ χ ε ι π ια χ ά σ ε ι ε ν τ ε λ ώ ς τ ο α κ ρ ιβ έ ς τ ο υ ν ό η μ α . Η χ ρ ή σ η μ ο ρ φ ίν η ς ο δ η γ ε ί σ ε μ ε τ α β ο λ ικ ή ε ξ ά ρ τ η σ η α π ό τ η μ ο ρ φ ίν η . Η μ ο ρ φ ίν η γ ί ν ε τ α ι μ ια β ιο λ ο γ ικ ή α ν ά γ κ η ό π ω ς τ ο ν ε ρ ό , ε ν ώ ο χ ρ ή σ τ η ς μ π ο ρ ε ί κ α ι ν α π ε θ ά ν ε ι ε ά ν ξ α φ ν ι κ ά τ ο υ τ η σ τ ε ρ ή σ ο υ ν . Κ α ι ο δ ια β η τ ικ ό ς π ε θ α ί ν ε ι χ ω ρ ίς τ η ν ι ν σ ο υ λ ί ν η , α λ λ ά δ ε ν ε ί ν α ι ε θ ισ μ έ ν ο ς σ τ η ν ι ν σ ο υ λ ί ν η . Η α ν ά ­ γ κ η τ ο υ γ ι α ιν σ ο υ λ ί ν η δ ε ν έ χ ε ι π ρ ο έ λ θ ε ι α π ό τ η χ ρ ή σ η ι ν σ ο υ λ ί ν η ς . Τ η ν ι ν σ ο υ λ ί ν η τ η χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι γ ι α ν α δ ια τ η ρ ή σ ε ι σ τ ο κ α ν ο ν ι κ ό τ ο μ ε τ α β ο λ ι­ σ μ ό τ ο υ . Ο τ ο ξ ικ ο μ α ν ή ς χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι τ η μ ο ρ φ ίν η γ ι α ν α δ ια τ η ρ ή σ ε ι σ τ α ε π ίπ ε δ ά τ ο υ τ ο μ ο ρ φ ιν ικ ό μ ε τ α β ο λ ισ μ ό τ ο υ , κ α ι μ ε τ ο ν τ ρ ό π ο α υ τ ό ν α γ λ ιτ ώ σ ε ι α π ό τ η ν υ π ε ρ β ο λ ικ ά ε π ώ δ υ ν η ε π ισ τ ρ ο φ ή σ ε έ ν α ν κ α ν ο ν ικ ό μ ε τ α β ο λ ισ μ ό . Έ χ ω κ ά ν ε ι χ ρ ή σ η μ ε γ ά λ ο υ α ρ ιθ μ ο ύ « ν α ρ κ ω τ ι κ ώ ν » ο υ σ ι ώ ν τ η ν τ ε ­ λ ε υ τ α ία ε ικ ο σ α ε τ ία . Ο ρ ισ μ έ ν ε ς α π ό α υ τ έ ς ε ίν α ι ε θ ισ τ ικ έ ς μ ε τ η ν α ν ω τ έ ρ ω έ ν ν ο ια . Ο ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ε ς δ ε ν ε ί ν α ι :

Οπιούχα. — Σ ε δ ιά σ τ η μ α δ ώ δ ε κ α ε τ ώ ν χ ρ η σ ιμ ο π ο ίη σ α ό π ιο , ε ί τ ε κ α π ν ίζ ο ν τ ά ς τ ο ε ί τ ε λ α μ β ά ν ο ν τ ά ς τ ο α π ό τ ο σ τ ό μ α ( σ ε υ π ο δ ό ρ ια έ ν ε σ η δ η μ ιο υ ρ γ ε ί α π ό σ τ η μ α . Η ε ν δ ο φ λ έ β ι α λ ή ψ η ε ί ν α ι λ ί α ν δ υ σ ά ρ ε σ τ η κ α ι π ι θ α ν ό ν ε π ι κ ί ν δ υ ν η ) , η ρ ω ί ν η υ π ο δ ε ρ μ ικ ά , ε ν δ ο φ λ έ β ι α , ε ν δ ο μ υ ϊκ ά , μ ε ρ ι ν ι κ ή ε ισ π ν ο ή ( ό τ α ν δ ε ν υ π ή ρ χ ε β ε λ ό ν α δ ι α θ έ σ ι μ η ) , μ ο ρ φ ίν η , ν τ ι λ ο ν τ ί ν τ , π ά ν τ ο π ο ν , γ ιο υ κ ο ν τ ό λ , π α ρ α κ ο ν τ ίν , ν τ α ϊ ο ν ί ν , κ ω δ ε ΐν η , ν τ ε μ ε ρ ό λ , μ ε θ ο ν τ ό ν . Ό λ α π ρ ο κ α λ ο ύ ν ε θ ισ μ ό σ ε δ ια φ ο ρ ε τ ικ ό β α θ μ ό . Κ ι ο ύ τ ε έ χ ε ι σ π ο υ δ α ία δ ια φ ο ρ ά π ώ ς λ α μ β ά ν ε τ α ι τ ο ν α ρ κ ω τ ι κ ό , τ ι τ ο κ α π ν ί σ ε ι ς , τ ο σ ν ι φ ά ρ ε ι ς , τ ο π ά ρ ε ις μ ε έ ν ε σ η , α π ό τ ο σ τ ό μ α , μ ε υ π ό θ ε τ α , τ ο α π ο τ έ λ ε ­ σ μ α ε ί ν α ι π ά ν τ α τ ο ίδ ιο : ε θ ισ μ ό ς . Τ ο σ υ ν ή θ ε ι ο τ ο υ κ α π ν ί σ μ α τ ο ς ε ί ν α ι τ ό σ ο δ ύ σ κ ο λ ο ν α κ ο π ε ί ό σ ο κ ι ε κ ε ί ν ο τ η ς ε ν δ ο φ λ έ β ι α ς χ ρ ή σ η ς . Η ιδ έ α π ω ς η ε ν δ ο φ λ έ β ια χ ρ ή σ η ε ί ν α ι ι δ ια ιτ έ ρ ω ς ε π ιζ ή μ ια π ρ ο έ ρ χ ε τ α ι α π ό τ ο ν π α ρ ά λ ο γ ο φ ό β ο γ ι α τ ι ς β ε λ ό ν ε ς — ( « Ο ι ε ν έ σ ε ι ς δ η λ η τ η ρ ιά ζ ο υ ν ε τ ο α ί ­ μ α » — λ ε ς κ α ι τ ο α ίμ α δ ε ν δ η λ η τ η ρ ιά ζ ε τ α ι α π ό ο υ σ ί ε ς π ο υ α π ο ρ ρ ο φ ώ ν τ α ι α π ό τ ο σ τ ο μ ά χ ι, τ ο υ ς π ν ε ύ μ ο ν ε ς ή τ ο υ ς β λ ε ν ν ο γ ό ν ο υ ς ) . Τ ο ν τ ε μ ε ­ ρ ό λ π ιθ α ν ώ ς ν α

ε ί ν α ι λ ιγ ό τ ε ρ ο

ε θ ισ τ ικ ό

α π ό τη

μ ο ρ φ ίν η . Δ ίν ε ι

μ ικ ρ ό τ ε ρ η ε υ χ α ρ ίσ τ η σ η σ τ ο ν τ ο ξ ικ ο μ α ν ή κ α ι ε ί ν α ι λ ιγ ό τ ε ρ ο α π ο τ ε λ ε ­ σ μ α τ ικ ό ω ς π α υ σ ίπ ο ν ο . Π α ρ ό λ ο π ο υ η ε ξ ά ρ τ η σ η σ τ ο ν τ ε μ ε ρ ό λ κ ό β ε τ α ι ε υ κ ο λ ό τ ε ρ α α π ό τ η ς μ ο ρ φ ίν η ς , τ ο ν τ ε μ ε ρ ό λ ε ί ν α ι σ α φ ώ ς π ιο ε π ιβ λ α β έ ς γ ι α τ η ν υ γ ε ί α κ α ι ι δ ίω ς γ ι α τ ο ν ε υ ρ ικ ό σ ύ σ τ η μ α . Χ ρ η σ ιμ ο π ο ίη σ α κ ά π ο ­ τ ε ν τ ε μ ε ρ ό λ γ ι α τ ρ ε ι ς μ ή ν ε ς κ α ι π α ρ ο υ σ ία σ α μ ια σ ε ιρ ά δ υ σ ά ρ ε σ τ α σ υ ­

ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟ ΞΙΚ Ο Μ Α ΝΙΑΣ

·

273

μ π τ ώ μ α τ α : τ ρ ε μ ο ύ λ ε ς σ τ α χ έ ρ ια ( μ ε τ η μ ο ρ φ ίν η π ο τ έ δ ε ν τ ρ έ μ ο υ ν τ α χ έ ρ ια μ ο υ ) , π ρ ο ο δ ε υ τ ικ ή α π ώ λ ε ια σ υ ν τ ο ν ι σ μ ο ύ , μ υ ϊκ έ ς σ υ σ π ά σ ε ι ς , π α ­ ρ α ν ο ϊ κ έ ς ε μ μ ο ν έ ς , φ ό β ο υ ς π ω ς θ α τ ρ ε λ α θ ώ . Τ ε λ ικ ά τ η ν κ α τ ά λ λ η λ η σ τ ιγ μ ή α π έ κ τ η σ α μ ια δ υ σ α ν ε ξ ί α σ τ ο ν τ ε μ ε ρ ό λ — δ ίχ ω ς α μ φ ιβ ο λ ία μ ια ε ν έ ρ γ ε ια α υ τ ο σ υ ν τ ή ρ η σ η ς — κ α ι τ ο γ ύ ρ ισ α σ τ ο μ ε θ ο ν τ ό ν . Τ α σ υ μ π τ ώ ­ μ α τ α ε ξ α φ α ν ίσ τ η κ α ν α κ α ρ ια ία . Ν α σ υ μ π λ η ρ ώ σ ω π ω ς τ ο ν τ ε μ ε ρ ό λ φ έ ρ ν ε ι τ ό σ η δ υ σ κ ο ιλ ιό τ η τ α ό σ ο κ ι η μ ο ρ φ ίν η , π ω ς έ χ ε ι α κ ό μ η ε ν τ ο ν ό ­ τ ε ρ α κ α τ α σ τ α λ τ ικ ά α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α σ τ ο κ έ ν τ ρ ο τ η ς ό ρ ε ξ η ς κ α ι τ ω ν σ ε ­ ξ ο υ α λ ικ ώ ν λ ε ιτ ο υ ρ γ ιώ ν , κ α ι π ω ς , ε ν τ ο ύ τ ο ις , δ ε ν σ υ σ τ έ λ λ ε ι τ η ν κ ό ρ η τ ω ν μ α τ ιώ ν . Έ χ ω κ ά ν ε ι χ ιλ ιά δ ε ς ε ν έ σ ε ις σ τ ο κ ο ρ μ ί μ ο υ ό λ α α υ τ ά τ α χ ρ ό ν ια μ ε β ε λ ό ν ε ς π ο υ δ ε ν ε ίχ α ν α π ο λ υ μ α ν θ ε ί , γ ι α ν α μ η ν π ω β ρ ώ μ ι­ κ ε ς , κ α ι ο υ δ έ π ο τ ε έ π α θ α μ ό λ υ ν σ η μ έ χ ρ ι π ο υ χ ρ η σ ιμ ο π ο ίη σ α τ ο ν τ ε μ ε ­ ρ ό λ . Έ β γ α λ α έ ν α σ ω ρ ό α π ο σ τ ή μ α τ α , μ ά λ ισ τ α έ ν α α π ό α υ τ ά χ ρ ε ιά σ τ η ­ κ ε ν α τ ο α ν ο ίξ ο υ ν κ α ι ν α τ ο α δ ε ιά σ ο υ ν . Τ ο ν τ ε μ ε ρ ό λ ε ν ο λ ίγ ο ις μ ο υ φ α ί ν ε τ α ι π ο λ ύ π ιο ε π ι κ ί ν δ υ ν ο α π ό τ η μ ο ρ φ ίν η . Τ ο μ ε θ ο ν τ ό ν ικ α ν ο π ο ιε ί α π ό λ υ τ α τ ο ν τ ο ξ ικ ο μ α ν ή , ε ί ν α ι ά ρ ισ τ ο π α υ σ ίπ ο ν ο , κ ι ε θ ισ τ ικ ό τ ο υ λ ά χ ι­ σ τ ο ν ό σ ο κ α ι η μ ο ρ φ ίν η . Μ ο ρ φ ίν η έ χ ω π ά ρ ε ι γ ι α τ ο υ ς π ο λ ύ ισ χ υ ρ ο ύ ς π ό ν ο υ ς . Τ ο κ ά θ ε ο π ιο ύ χ ο π ο υ α π ο τ ε λ ε σ μ α τ ικ ά θ α κ α τ ε υ ν ά σ ε ι τ ο ν π ό ν ο σ ε α ν τ ίσ τ ο ιχ ο β α θ μ ό κ α τ ε υ νά ζ ε ι κ α ι τα σ υμ π τώ μ α τα σ τέρ η σ η ς. Το σ υμ π έρ α σ μ α π ρ ο φ α νές: Κ ά θ ε ο π ιο ύ χ ο π ο υ κ α τ α π ρ α ΰ ν ε ι π ρ ο κ α λ ε ί ε θ ισ μ ό , κ α ι ό σ ο π ιο α π ο τ ε λ ε ­ σ μ α τ ι κ ά κ α τ ε υ ν ά ζ ε ι τ ο ν π ό ν ο τ ό σ ο π ιο ε θ ι σ τ ι κ ό ε ί ν α ι . Τ ο μ ό ρ ιο τ η ς μ ο ρ φ ίν η ς π ο υ ε υ θ ύ ν ε τ α ι γ ι α τ ο ν ε θ ισ μ ό κ α θ ώ ς κ α ι ε κ ε ίν ο π ο υ σ τ α μ α τ ά τ ο ν π ό ν ο π ι θ α ν ό ν ν α τ α υ τ ίζ ο ν τ α ι, η δ ε δ ια δ ικ α σ ία μ ε τ η ν ο π ο ία η μ ο ρ ­ φ ίν η κ α τ ε υ ν ά ζ ε ι τ ο ν π ό ν ο ν α ε ίν α ι η ίδ ια μ ε ε κ ε ίν η π ο υ ο δ η γ ε ί σ τ η ν α ν ο χ ή κ α ι τ ο ν ε θ ισ μ ό . Η μ η ε θ ισ τ ικ ή μ ο ρ φ ίν η μ ο ιά ζ ε ι ν α ε ί ν α ι η Φ ιλ ο ­ σ ο φ ικ ή Λ ίθ ο ς τ ή ς σ ή μ ε ρ ο ν . Α π ό τ η ν ά λ λ η , π α ρ α λ λ α γ έ ς τ η ς α π ο μ ο ρ φ ί­ ν η ς μ π ο ρ ε ί ν α α π ο δ ε ιχ θ ο ύ ν ά κ ρ ω ς α π ο τ ε λ ε σ μ α τ ι κ έ ς σ τ ο ν έ λ ε γ χ ο τ ο υ σ τ ε ρ η τ ικ ο ύ σ υ ν δ ρ ό μ ο υ . Μ η ν π ε ρ ιμ έ ν ο υ μ ε ό μ ω ς α υ τ ό τ ο φ ά ρ μ α κ ο ν α ε ί ν α ι κ α ι π α υ σ ίπ ο ν ο . Τ α φ α ι ν ό μ ε ν α τ ο υ ε θ ισ μ ο ύ σ τ η μ ο ρ φ ίν η ε ί ν α ι π ο λ ύ γ ν ω σ τ ά κ α ι δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι λ ό γ ο ς ν α τ α ε ξ ε τ ά σ ο υ μ ε ε δ ώ . Σ ε κ ά π ο ια σ η μ ε ία δ ε ν έ χ ε ι δ ο θ ε ί, κ α τ ά τ η γ ν ώ μ η μ ο υ , η π ρ ο σ ο χ ή π ο υ τ ο υ ς α ξ ί ζ ε ι : Η μ ε τ α β ο λ ικ ή α σ υ μ β α τ ό τ η τ α μ ε τ α ξ ύ μ ο ρ φ ίν η ς κ α ι α λ κ ο ό λ έ χ ε ι ε π ισ η μ α ν θ ε ί, ό μ ω ς κ α ν ε ί ς , ε ξ ό σ ω ν γ ν ω ρ ί ζ ω , δ ε ν έ χ ε ι π ρ ο τ ε ί ν ε ι μ ια ε ξ ή γ η σ η . Ε ά ν ο μ ο ρ φ ιν ο μ α ν ή ς π ι ε ι ο ιν ό π ν ε υ μ α δ ε ν α ι σ θ ά ν ε τ α ι κ ά τ ι ε υ χ ά ρ ισ τ ο ή μ ία ε υ φ ο ρ ία . Υ π ά ρ χ ε ι μ ια α ί σ θ η σ η υ φ έ ρ π ο υ σ α ς δ υ σ φ ο ρ ί α ς π ο υ κ λ ι μ α κ ώ ν ε τ α ι κ α θ ώ ς κ α ι η

274 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

α ν ά γ κ η γ ι α μ ία ε π ιπ λ έ ο ν δ ό σ η μ ο ρ φ ίν η ς . Φ α ίν ε τ α ι π ω ς τ ο α λ κ ο ό λ μ ά λ ­ λ ο ν β ρ α χ υ κ υ κ λ ώ ν ε τ α ι α π ό τ ο σ υ κ ώ τ ι . Μ ια φ ο ρ ά δ ο κ ίμ α σ α ν α π ιω ε ν ώ δ ε ν ε ίχ α α ν α ρ ρ ώ σ ε ι π λ ή ρ ω ς μ ε τ ά α π ό π ρ ο σ β ο λ ή ίκ τ ε ρ ο υ ( τ η ν π ε ρ ίο δ ο ε κ ε ί ν η δ ε ν χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ σ α μ ο ρ φ ί ν η ) . Η μ ε τ α β ο λ ικ ή α ί σ θ η σ η ή τ α ν α κ ρ ιβ ώ ς ό μ ο ια . Σ τ η μ ία π ε ρ ίπ τ ω σ η τ ο σ υ κ ώ τ ι υ π ο λ ε ι τ ο υ ρ γ ο ύ σ ε λ ό γ ω ί κ τ ε ρ ο υ , σ τ η ν ά λ λ η ή τ α ν ά κ ρ ω ς α π α σ χ ο λ η μ έ ν ο μ ε τ ο ν μ ε τ α β ο λ ισ μ ό τ η ς μ ο ρ φ ίν η ς . Σ ε κ α μ ία α π ό τ ι ς π ε ρ ι π τ ώ σ ε ι ς δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α μ ε τ α β ο λ ί σ ε ι τ ο ο ιν ό π ν ε υ μ α . Α ν έ ν α ς α λ κ ο ο λ ικ ό ς ε θ ι σ τ ε ί σ τ η μ ο ρ φ ίν η , α υ τ ή μ ε μ α θ η μ α τ ικ ή α κ ρ ί β ε ι α θ α ε κ τ ο π ί σ ε ι κ α ι θ α υ π ο κ α τ α σ τ ή σ ε ι ο λ ο σ χ ε ρ ώ ς τ ο α λ κ ο ό λ . Γ ν ώ ρ ισ α π ο λ λ ο ύ ς α λ κ ο ο λ ικ ο ύ ς π ο υ ά ρ χ ισ α ν ν α κ ά ν ο υ ν χ ρ ή σ η μ ο ρ φ ίν η ς . Ε ξ α ρ χ ή ς ο ο ρ γ α ν ι σ μ ό ς τ ο υ ς ά ν τ ε χ ε μ ε γ ά λ ε ς δ ό σ ε ι ς μ ο ρ φ ίν η ς ( 6 5 m g τ η φ ο ρ ά ) χ ω ρ ίς κ α ν έ ν α π ρ ό β λ η μ α , κ α ι μ έ σ α σ ε ε λ ά χ ι­ σ τ ε ς μ έ ρ ε ς ε ίχ α ν κ ό ψ ε ι τ ο ο ι ν ό π ν ε υ μ α . Τ ο α ν τ ί σ τ ρ ο φ ο δ ε ν σ υ μ β α ί ν ε ι π ο τ έ . Ο μ ο ρ φ ι ν ο μ α ν ή ς δ ε ν τ ο σ η κ ώ ν ε ι τ ο α λ κ ο ό λ ό τ α ν χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί μ ο ρ φ ίν η ή π ε ρ ν ά ε ι τ ο σ τ ε ρ η τ ικ ό τ η ς σ ύ ν δ ρ ο μ ο . Η α ν ο χ ή σ τ ο α λ κ ο ό λ ε ί ν α ι σ ίγ ο υ ρ ο δ ε ίγ μ α α π ο τ ο ξ ί ν ω σ η ς . Σ υ ν ε π ώ ς τ ο α λ κ ο ό λ δ ε ν θ α μ π ο ­ ρ ο ύ σ ε π ο τ έ ν α υ π ο κ α τ α σ τ ή σ ε ι ε υ θ έ ω ς τ η μ ο ρ φ ίν η . Β έ β α ια , έ ν α ς α π ο ­ θ ε ρ α π ε υ μ έ ν ο ς τ ο ξ ικ ο μ α ν ή ς μ π ο ρ ε ί ν ’ α ρ χ ίσ ε ι τ ο π ο τ ό κ α ι ν α κ α τ α ν τ ή ­ σ ε ι α λ κ ο ο λ ικ ό ς . Σ τ η δ ι ά ρ κ ε ια τ η ς α π ο τ ο ξ ί ν ω σ η ς ο ε θ ι σ μ έ ν ο ς α ν τ ι λ α μ β ά ν ε τ α ι μ ε ιδ ι α ί τ ε ρ α έ ν τ ο ν ο τ ρ ό π ο τ α ό σ α σ υ μ β α ί ν ο υ ν γ ύ ρ ω τ ο υ . Τ α α ι σ θ η τ ή ρ ιά τ ο υ α π ο τ υ π ώ ν ο υ ν μ ε τ έ τ ο ια ο ξ ύ τ η τ α τ ι ς π α ρ α σ τ ά σ ε ις έ τ σ ι π ο υ κ α τ α ν τ ά π α ρ α ίσ θ η σ η . Γ ν ώ ρ ιμ α π ρ ά γ μ α τ α μ ο ιά ζ ο υ ν ν α σ α λ ε ύ ο υ ν μ ε μ ια ν ύ π ο υ ­ λ η , ο λ ό τ ε λ α δ ικ ή τ ο υ ς ζ ω ή . Ο ά ρ ρ ω σ τ ο ς δ έ χ ε τ α ι έ ν α α ν ε λ έ η τ ο σ φ υ ρ ο κ ό π η μ α τ ό σ ο α π ό ε ξ ω τ ε ρ ικ ά ε ρ ε θ ίσ μ α τ α ό σ ο κ α ι α π ό α ισ θ ή σ ε ις π ο υ β γ α ίν ο υ ν α π ό τ α σ ω θ ικ ά τ ο υ . Κ ι ε ν ώ α σ τ ρ α π ια ία μ π ο ρ ε ί ν α ν ιώ σ ε ι σ τ ιγ μ έ ς χ α ρ ά ς κ α ι ν ο σ τ α λ γ ία ς , α υ τ ό π ο υ ζ ε ι ε ίν α ι υ π ε ρ β ο λ ικ ά ο δ υ ν η ­ ρ ό — ( Ι σ ω ς τ α ό σ α α ισ θ ά ν ε τ α ι ν α ε ίν α ι ο δ υ ν η ρ ά λ ό γ ω τ η ς έ ν τ α σ ή ς τ ο υ ς . Μ ια α ίσ θ η σ η α ρ χ ικ ά ε υ χ ά ρ ισ τ η μ π ο ρ ε ί κ α ι ν α κ α τ α ν τ ή σ ε ι α ν υ ­ π ό φ ο ρ η ε ά ν υ π ε ρ β ε ί ο ρ ισ μ έ ν η έ ν τ α σ η .)

Έχω παρατηρήσει δύο συγκεκριμένες αντιδράσεις στα πρώτα στά­ δια της στέρησης: (ι) Τα πάντα δείχνουν απειλητικά· (2) ελαφριά πα­ ράνοια. Γ ιατροί και νοσοκόμες φαντάζουν ως τέρατα σατανικά. Σ τ ις τόσες και τόσες θεραπείες ένιωθα να περιστοιχίζομαι από επικίνδυνους φρενοβλαβείς. Μίλησα με έναν από τους ασθενείς του Δρα Ντεντ που μόλις του είχαν κάνει αποτοξίνωση για να ξεκόψει από την πεθιδίνη. Μου ανέφερε μια παρόμοια εμπειρία, μου είπε πως για 24 ώρες οι νο­

ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ Τ ΟΞΙΚ ΟΜ ΑΝΙΑΣ

·

275

σ ο κ ό μ ε ς κ α ι ο γ ια τ ρ ό ς « φ α ί ν ο ν τ α ν β ά ν α υ σ ο ι κ α ι α π ο κ ρ ο υ σ τ ικ ο ί» . Κ α ι ό τ ι ό λ α έ μ ο ια ζ α ν μ π λ ε . Κ ι έ χ ω μ ιλ ή σ ε ι κ α ι μ ε ά λ λ ο υ ς τ ο ξ ικ ο μ α ν ε ίς π ο υ έ ν ι ω σ α ν τ α ίδ ια . Η ψ υ χ ο λ ο γ ι κ ή β ά σ η γ ι α α υ τ έ ς τ ι ς π α ρ α ν ο ϊ κ έ ς ι δ έ ε ς π ο υ β γ α ί ν ο υ ν σ τ η δ ι ά ρ κ ε ια τ ο υ σ τ ε ρ η τ ι κ ο ύ ε ί ν α ι π λ έ ο ν π ρ ο φ α ν ή ς . Η χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ή ο μ ο ιό τ η τ α α υ τ ώ ν τ ω ν α ν τ ι δ ρ ά σ ε ω ν δ ε ίχ ν ε ι π ω ς έ χ ο υ ν κ ο ιν ή μ ε τ α β ο λ ικ ή π ρ ο έ λ ε υ σ η . Η ο μ ο ιό τ η ς α ν ά μ ε σ α σ τ α φ α ι ν ό μ ε ν α σ τ έ ρ η σ η ς κ α ι σ ε ο ρ ισ μ έ ν ε ς κ α τ α σ τ ά σ ε ις ν α ρ κ ο τ ο ξ ίν ω σ η ς ε ίν α ι ε ν τ υ ­ π ω σ ια κ ή . Τ ο Χ α σ ίς , η B a n n is t e r ia C a a p i ( Χ α ρ μ α λ ίν η ) , τ ο Π ε γ ιό τ ( Μ ε ­ σ κ α λ ίν η ) π ρ ο κ α λ ο ύ ν υ π έ ρ μ ε τ ρ η ό ξ υ ν σ η τ ω ν α ισ θ ή σ ε ω ν κ α ι α ν τ ίλ η ψ η π α ρ α ισ θ η σ ια κ ή . Τ α π ά ν τ α δ ε ίχ ν ο υ ν ζ ω ν τ α ν ά . Ο ι π α ρ α ν ο ϊκ έ ς ιδ έ ε ς ε ί ν α ι σ υ χ ν ό φ α ιν ό μ ε ν ο . Ε ιδ ικ ά η δ ρ ά σ η τ η ς B a n n is t e r ia C a a p i α ν α π α ρ ά γ ε ι τ ο σ τ ε ρ η τ ικ ό σ ύ ν δ ρ ο μ ο . Ό λ α δ ε ί χ ν ο υ ν α π ε ι λ η τ ι κ ά . Ο ι π α ρ α ν ο ϊ κ έ ς ιδ έ ε ς ε ί ν α ι ι δ ια ίτ ε ρ α έ ν τ ο ν ε ς , ε ιδ ικ ά σ ε π ε ρ ίπ τ ω σ η υ π ε ρ δ ο σ ο λ ό γ η σ η ς . Έ χ ο ­ ν τ α ς π ά ρ ε ι B a n n is t e r ia C a a p i, ή μ ο υ ν α π ό λ υ τ α σ ίγ ο υ ρ ο ς π ω ς ο Μ ά γ ο ς κ ι ο β ο η θ ό ς τ ο υ ε ίχ α ν κ α τ α σ τ ρ ώ σ ε ι σ χ έ δ ιο ν α μ ε δ ο λ ο φ ο ν ή σ ο υ ν . Φ α ί­ ν ε τ α ι π ω ς τ ο σ ώ μ α μ π ο ρ ε ί μ έ σ ω μ ε τ α β ο λ ικ ώ ν κ α τ α σ τ ά σ ε ω ν ν α α ν α π α ­ ρ ά γ ε ι τ η δ ρ ά σ η δ ια φ ό ρ ω ν ο υ σ ι ώ ν . Σ τ ις Η .Π .Α . ο ι η ρ ω ι ν ο μ α ν ε ί ς ά θ ε λ ά τ ο υ ς μ π α ί ν ο υ ν σ ε π ρ ό γ ρ α μ μ α σ τ α δ ια κ ή ς μ ε ί ω σ η ς ε ξ α ι τ ί α ς τ ω ν ε μ π ό ρ ω ν π ο υ δ ια ρ κ ώ ς ν ε ρ ώ ν ο υ ν τ η ν π ρ α μ ά τ ε ια τ ο υ ς ό λ ο κ α ι π ιο π ο λ ύ μ ε λ α κ τ ό ζ ε ς κ α ι β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά . Ω ς ε κ τ ο ύ τ ο υ π ο λ λ ο ί α π ό τ ο υ ς τ ο ξ ικ ο μ α ν ε ίς π ο υ κ α τ α φ ε ύ γ ο υ ν σ ε θ ε ρ α π ε ία π α ρ ο υ σ ιά ζ ο υ ν ε λ α φ ρ ύ μ ό ν ο ε θ ισ μ ό κ α ι μ π ο ρ ο ύ ν γ ρ ή γ ο ρ α ν α α π ο τ ο ξ ιν ω θ ο ύ ν (σ ε 7 μ ε 8 η μ έ ρ ες). Α π ο θ ε ρ α π ε ύ ο ν τ α ι ε ύ κ ο λ α κ α ι γ ρ ή γ ο ρ α χ ω ­ ρ ίς φ ά ρ μ α κ α . Κ α ι φ υ σ ι κ ά ο π ο ιο δ ή π ο τ ε η ρ ε μ ι σ τ ι κ ό , α ν τ ι α λ λ ε ρ γ ι κ ό ή κ α τ α σ τ α λ τ ικ ό θ α π ρ ο σ φ έ ρ ε ι α ν α κ ο ύ φ ισ η , ε ιδ ικ ά ε ά ν χ ο ρ η γ η θ ε ί μ ε έ ν ε ­ σ η . Ο τ ο ξ ι κ ο μ α ν ή ς α ι σ θ ά ν ε τ α ι κ α λ ύ τ ε ρ α ό τ α ν ξ έ ρ ε ι π ω ς κ ά π ο ια ξ έ ν η ο υ σ ία κ υ κ λ ο φ ο ρ ε ί μ έ σ α σ τ ο α ίμ α τ ο υ . T o ls e r o l, T h o r a z in e κ α ι σ υ γ γ ε ν ή « η ρ ε μ ι σ τ ι κ ά » , ό λ ε ς ο ι π ο ι κ ι λ ί ε ς β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ώ ν , Χ λ ω ρ ά λ η κ α ι Π α ρ α λ δ ε ΰ δ η , α ν τ ι ι σ τ α μ ι ν ι κ ά , κ ο ρ τ ιζ ό ν η , ρ ε σ ε ρ π ίν η , α κ ό μ α κ α ι η λ ε κ τ ρ ο σ ό κ ( π ό σ ο ν α α π έ χ ο υ μ ε α π ό τ η λ ο β ο τ ο μ ή ;) έ χ ο υ ν ό λ α χ ρ η σ ιμ ο π ο ιη θ ε ί μ ε α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α π ο υ π ε ρ ι γ ρ ά φ ο ν τ α ι σ υ ν ή θ ω ς ω ς « ε ν θ α ρ ρ υ ν τ ι κ ά » . Η δ ι­ κ ή μ ο υ ε μ π ε ιρ ία λ έ ε ι π ω ς τ α α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α α υ τ ά π ρ έ π ε ι ν α γ ί ν ο ν τ α ι δ ε ­ κ τ ά μ ε κ ά π ο ια ε π ι φ ύ λ α ξ η . Β ε β α ί ω ς α υ τ ό τ ο ο π ο ίο ε ν δ ε ί κ ν υ τ α ι ε ί ν α ι η σ υ μ π τ ω μ α τ ικ ή θ ε ρ α π ε ία , κ α ι ό λ α α υ τ ά τ α φ ά ρ μ α κ α ( μ ε π ιθ α ν ή ε ξ α ίρ ε ­ σ η τ ο σ υ ν η θ έ σ τ ε ρ α χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ μ ε ν ο φ ά ρ μ α κ ο : τ α β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά ) έ χ ο υ ν κ ά π ο ια θ έ σ η σ τ η θ ε ρ α π ε ί α τ ο υ σ τ ε ρ η τ ι κ ο ύ σ υ ν δ ρ ό μ ο υ . Ό μ ω ς κ α ν έ ν α α π ό α υ τ ά τα φ ά ρ μ α κ α δ ε ν α π ο τ ε λ ε ί α π ό μ ό νο το υ τη λ ύ σ η σ το

276 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

π ρ ό β λ η μ α τ ο υ σ τ ε ρ η τ ικ ο ύ . Τ α σ τ ε ρ η τ ικ ά σ υ μ π τ ώ μ α τ α δ ια φ έ ρ ο υ ν α ν ά ­ λ ο γ α μ ε τ ο ν μ ε τ α β ο λ ισ μ ό κ α ι τ ο ν σ ω μ α τ ικ ό τ ύ π ο τ ο υ κ α θ ε ν ό ς . Ά τ ο μ α μ ε σ τ ε ν ό π ρ ο τ ε τ α μ έ ν ο θ ώ ρ α κ α , ε π ιρ ρ ε π ή σ τ ο ά σ θ μ α κ α ι α λ λ ε ρ γ ι κ ά σ τ η γ ύ ρ η υ π ο φ έ ρ ο υ ν π ο λ ύ ε κ δ η λ ώ ν ο ν τ α ς α λ λ ε ρ γ ικ ά σ υ μ π τ ώ μ α τ α ό τ α ν β ρ ίσ κ ο ν τ α ι σ ε σ τ έ ρ η σ η : τ ρ έ χ ε ι η μ ύ τ η τ ο υ ς , φ τ ε ρ ν ίζ ο ν τ α ι, ν ιώ θ ο υ ν τ σ ο ύ ξ ιμ ο , τ ρ έ χ ο υ ν τ α μ ά τ ια τ ο υ ς , δ υ σ κ ο λ ε ύ ο ν τ α ι ν α α ν α π ν ε ύ σ ο υ ν . Σ ε τ έ τ ο ι ε ς π ε ρ ι π τ ώ σ ε ι ς , τ ό σ ο η κ ο ρ τ ιζ ό ν η ό σ ο κ α ι τ α α ν τ ι ι σ τ α μ ι ν ι κ ά π ρ ο ­ σ φ έ ρ ο υ ν α π ό λ υ τ η α ν α κ ο ύ φ ισ η . Ο ε μ ε τ ό ς θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε π ιθ α ν ώ ς ν α α ν τ ι μ ε τ ω π ι σ τ ε ί μ ε φ ά ρ μ α κ α κ α τ ά τ η ς ν α υ τ ί α ς ό π ω ς τ ο θ ο ρ α ζ ίν . Δ έ κ α φ ο ρ έ ς έ χ ω κ ά ν ε ι « θ ε ρ α π ε ί α » ό π ο υ κ α ι χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή θ η κ α ν ό λ α α υ τ ά τ α φ ά ρ μ α κ α . Έ χ ω δ ο κ ιμ ά σ ε ι τ η ν τ α χ ε ία σ τ α δ ια κ ή μ ε ίω σ η , τ η ν α ρ γ ή , τ η ν υ π ν ο θ ε ρ α π ε ία , τ η ν α π ο μ ο ρ φ ίν η , τ α α ν τ ι ι σ τ α μ ι ν ι κ ά , μ ια γ α λ ­ λ ικ ή μ έ θ ο δ ο μ ε έ ν α ε ν τ ε λ ώ ς ά χ ρ η σ τ ο π α ρ α σ κ ε ύ α σ μ α ο ν ό μ α τ ι « α μ ο ρ φ ίν η » , τ α π ά ν τ α π λ η ν τ ο υ η λ ε κ τ ρ ο σ ό κ . (Θ α μ ε ε ν δ ιέ φ ε ρ ε ν α μ ά θ ω τ α α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α π ο υ έ χ ε ι η μ έ θ ο δ ο ς α υ τ ή , π ά ν ω σ ε κ ά π ο ιο ν ά λ λ ο .) Η ε π ι τ υ χ ί α τ η ς κ ά θ ε θ ε ρ α π ε ία ς ε ξ α ρ τ ά τ α ι α π ό τ ο β α θ μ ό τ ο υ ε θ ισ μ ο ύ κ α ι τ η δ ιά ρ κ ε ιά τ ο υ , τ ο σ τ ά δ ιο σ τ έ ρ η σ η ς ( ο υ σ ί ε ς π ο υ ε ί ν α ι α π ο τ ε λ ε σ μ α τ ι­ κ έ ς σ τ α τ ε λ ε υ τ α ί α σ τ ά δ ια ή σ ε π ε ρ ι π τ ώ σ ε ι ς ή π ι ο υ σ τ ε ρ η τ ι κ ο ύ μ π ο ρ ε ί ν α α π ο δ ε ιχ θ ο ύ ν κ α τ α σ τ ρ ο φ ι κ έ ς π ά ν ω σ τ η φ ά σ η τ η ς κ ο ρ ύ φ ω σ η ς ) , τ α σ υ μ π τ ώ μ α τ α τ ο υ κ α θ ε ν ό ς , τ η ν κ α τ ά σ τ α σ η υ γ ε ί α ς , τ η ν η λ ι κ ί α , κ τ λ . Μ ια θ ε ρ α π ε υ τ ικ ή μ έ θ ο δ ο ς μ π ο ρ ε ί ν α ε ί ν α ι ά κ ρ ω ς α ν α π ο τ ε λ ε σ μ α τ ικ ή τ η μ ια φ ο ρ ά , α λ λ ά ν α δ ώ σ ε ι ιδ ι α ί τ ε ρ α κ α λ ά α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α κ ά π ο ι α ν ά λ λ η . Ή μ ια θ ε ρ α π ε ί α π ο υ σ ’ ε μ έ ν α δ ε ν δ ο υ λ ε ύ ε ι ν α μ π ο ρ ε ί ν α β ο η θ ή σ ε ι κ ά ­ π ο ιο ν ά λ λ ο . Δ ε ν π ρ ο τ ίθ ε μ α ι ν α ε κ φ έ ρ ω τ ε λ ε σ ί δ ι κ ε ς α π ο φ ά σ ε ις , α π λ ώ ς ν α α ν α φ έ ρ ω τ ι ς δ ι κ έ ς μ ο υ α ν τ ι δ ρ ά σ ε ι ς σ ε δ ιά φ ο ρ α φ ά ρ μ α κ α κ α ι μ ε θ ό ­ δ ο υ ς θ ε ρ α π ε ία ς . Μ έ θ ο δ ο ι Σ τ α δ ια κ ή ς Μ ε ί ω σ η ς . — Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ι α τ η σ υ ν η θ έ σ τ ε ρ η μ ο ρ φ ή θ ε ρ α π ε ία ς , κ α ι μ έ χ ρ ι σ τ ιγ μ ή ς δ ε ν έ χ ε ι α ν α κ α λ υ φ θ ε ί μ έ θ ο δ ο ς π ο υ ν α μ π ο ρ ε ί ν α τ η ν α ν τ ι κ α τ α σ τ ή σ ε ι ο λ ο κ λ η ρ ω τ ικ ά σ ε π ε ρ ι π τ ώ σ ε ι ς ι σ χ υ ­ ρ ο ύ ε θ ι σ μ ο ύ . Ο ά ρ ρ ω σ τ ο ς π ρ έ π ε ι ν α έ χ ε ι λ ί γ η μ ο ρ φ ίν η σ τ η δ ιά θ ε σ ή τ ο υ . Α ν υ π ά ρ χ ε ι 'έ ν α ς κ α ν ό ν α ς π ο υ ν α ι σ χ ύ ε ι σ ε ό λ ε ς τ ι ς π ε ρ ι π τ ώ σ ε ι ς ε θ ισ μ ο ύ ε ί ν α ι α υ τ ό ς α κ ρ ιβ ώ ς . Α λ λ ά η μ ο ρ φ ίν η π ρ έ π ε ι ν α π α ύ σ ε ι ν α χ ο ­ ρ η γ ε ίτ α ι ό σ ο τ ο δ υ ν α τ ό ν π ιο γ ρ ή γ ο ρ α . Δ ο κ ίμ α σ α θ ε ρ α π ε ίε ς α ρ γ ή ς σ τ α ­ δ ια κ ή ς μ ε ίω σ η ς κ α ι κ ά θ ε φ ο ρ ά τ α α π ο τ ε λ έ σ μ α τ ά τ ο υ ς ή τ α ν α π ο κ α ρ ­ δ ιω τ ικ ά κ α ι ο δ η γ ο ύ σ α ν σ ε υ π ο τ ρ ο π ή . Μ ε ίω σ η

α λλά σ ε ρυθμ ούς

α ν ε π α ί σ θ η τ ο υ ς τ ο π ι θ α ν ό τ ε ρ ο ν α α π ο δ ε ιχ θ ε ί σ τ α δ ια κ ή μ ε ίω σ η χ ω ρ ί ς τ έ ρ μ α . Ό τ α ν κ α τ α φ ε ύ γ ε ι ο τ ο ξ ι κ ο μ α ν ή ς σ ε θ ε ρ α π ε ί ε ς , έ χ ε ι, ω ς ε π ί τ ο

ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ Τ ΟΞΙΚ ΟΜ ΑΝΙΑΣ

·

277

π λ ε ί σ τ ο ν , ή δ η β ι ώ σ ε ι π ο λ λ έ ς φ ο ρ έ ς τ α σ υ μ π τ ώ μ α τ α σ τ έ ρ η σ η ς . Ε ίν α ι π ρ ο ε τ ο ι μ α σ μ έ ν ο ς γ ι α μ ια δ υ σ ά ρ ε σ τ η δ ο κ ι μ α σ ί α κ α ι ε ί ν α ι έ τ ο ιμ ο ς ν α τ η ν α ν τ ι μ ε τ ω π ί σ ε ι . Α ν ό μ ω ς τ ο β ά σ α ν ο τ ο υ σ τ ε ρ η τ ικ ο ύ κ ρ α τ ή σ ε ι δ ύ ο μ ή ν ε ς α ν τ ί δ έ κ α μ έ ρ ε ς , τ ό τ ε ίσ ω ς κ α ι ν α μ η ν μ π ο ρ έ σ ε ι ν α τ ο α ν τ έ ξ ε ι. Ε κ ε ίν ο π ο υ τ σ α κ ί ζ ε ι τ η ν ό π ο ια ε π ι θ υ μ ί α α ν τ ί σ τ α σ η ς δ ε ν ε ί ν α ι τ ο μ έ γ ε ­ θ ο ς τ ο υ π ό ν ο υ α λ λ ά η δ ι ά ρ κ ε ιά τ ο υ . Α ν ο τ ο ξ ι κ ο μ α ν ή ς σ υ ν η θ ί ζ ε ι ν α π α ί ρ ν ε ι ο π ο ια δ ή π ο τ ε π ο σ ό τ η τ α , ό σ ο μ ικ ρ ή κ ι α ν ε ί ν α ι α υ τ ή , ο ιο υ δ ή π ο τ ε ο π ιο ύ χ ο υ γ ι α ν α α ν α κ ο υ φ ι σ τ ε ί α π ό α δ υ ν α μ ίε ς , α ϋ π ν ί ε ς , α ν ί α , ν ε ύ ρ α κ α ι α ν η σ υ χ ία π ο υ σ υ ν ο δ ε ύ ο υ ν τ α τ ε λ ε υ τ α ί α σ τ ά δ ια τ η ς σ τ έ ρ η σ η ς , τ ό τ ε τ α σ τ ε ρ η τ ικ ά σ υ μ π τ ώ μ α τ α π α ρ α τ ε ίν ο ν τ α ι ε π ’ α ό ρ ισ τ ο ν κ α ι ε ίν α ι σ χ ε δ ό ν β έ β α ιο ό τ ι θ α α κ ο λ ο υ θ ή σ ε ι π λ ή ρ η ς υ π ο τ ρ ο π ή . Υ π ν ο θ ε ρ α π ε ία . — Σ τη θ ε ω ρ ία α κ ο ύ γ ε τ α ι κ α λ ό . Π έ φ τ ε ις γ ια ύ π ν ο κ α ι ξ υ π ν ά ς γ ια τ ρ ε μ έ ν ο ς . Γ ε ν ν α ί ε ς κ α ι ε π α ν α λ α μ β α ν ό μ ε ν ε ς δ ό σ ε ις έ ν υ ­ δ ρ η ς χ λ ω ρ ά λ η ς , β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ώ ν κ α ι θ ο ρ α ζ ίν κ α τ ά φ ε ρ α ν μ ο ν ά χ α ν α δ η ­ μ ι ο υ ρ γ ή σ ο υ ν μ ια ε φ ι α λ τ ι κ ή κ α τ ά σ τ α σ η η μ ι α ν α ι σ θ η σ ί α ς . Η δ ια κ ο π ή χ ο ρ ή γ η σ η ς τ ω ν κ α τ α σ τ α λ τ ικ ώ ν , ύ σ τ ε ρ α α π ό 5 η μ έ ρ ε ς , π ρ ο κ ά λ ε σ ε ισ χ υ ρ ό σ ο κ . Ε π α κ ο λ ο ύ θ η σ α ν σ υ μ π τ ώ μ α τ α ο ξ ε ί α ς μ ο ρ φ ι ν ι κ ή ς σ τ έ ρ η ­ σ η ς . Τ ο σ υ ν ο λ ικ ό α π ο τ έ λ ε σ μ α ή τ α ν έ ν α σ υ ν δ υ α σ μ έ ν ο σ ύ ν δ ρ ο μ ο α π ί­ σ τ ε υ τ η ς φ ρ ί κ η ς . Κ α μ ία θ ε ρ α π ε ί α α π ό ό σ ε ς δ ο κ ί μ α σ α δ ε ν ή τ α ν τ ό σ ο ο δ υ ν η ρ ή ό σ ο α υ τ ή η υ π ο τ ιθ έ μ ε ν η α ν ώ δ υ ν η μ έ θ ο δ ο ς . Ο κ ύ κ λ ο ς τ ο υ ύ π ν ο υ κ α ι τ ο υ ξ ύ π ν ιο υ ε π η ρ ε ά ζ ε τ α ι π ά ν τ α κ α ι σ ε μ ε γ ά λ ο β α θ μ ό σ τη δ ιά ρ κ ε ια μ ια ς α π ο τ ο ξ ίν ω σ η ς . Τ ο ν α τ ο ν α π ο ρ ρ υ θ μ ίζ ε ις α κ ό μ α π ε ρ ισ σ ό ­ τ ε ρ ο μ ε τ ε ρ ά σ τ ιε ς δ ό σ ε ις υ π ν ω τ ι κ ώ ν θ α έ λ ε γ α π ω ς τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν α ν τ ε ν δ ε ί κ ν υ τ α ι . Τ ο σ τ ε ρ η τ ι κ ό τ η ς μ ο ρ φ ί ν η ς ε ί ν α ι μ ια ε μ π ε ι ρ ί α α ρ κ ο ύ ν τ ω ς τ ρ α υ μ α τ ικ ή κ α ι χ ω ρ ίς τ ο ε π ιπ ρ ό σ θ ε τ ο β ά ρ ο ς τ ο υ σ υ ν δ ρ ό μ ο υ σ τ έ ρ η σ η ς τ ω ν β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ώ ν . Κ α τ ό π ιν π α ρ α μ ο ν ή ς δ ύ ο ε β δ ο μ ά δ ω ν σ τ ο ν ο σ ο κ ο ­ μ ε ίο ( π έ ν τ ε η μ έ ρ ε ς σ ε κ α τ α σ τ ο λ ή , δ έ κ α σ ε « α ν ά π α υ σ η » ) ή μ ο υ ν α κ ό μ η τ ό σ ο π ο λ ύ α δ ύ ν α μ ο ς π ο υ λ ι π ο θ ύ μ η σ α ό τ α ν δ ο κ ί μ α σ α ν α α ν ε β ώ μ ια ε λ ά χ ισ τ η α ν η φ ό ρ α . Θ ε ω ρ ώ τ η ν υ π ν ο θ ε ρ α π ε ί α ω ς τ η χ ε ιρ ό τ ε ρ η δ υ ν α τ ή μ έ θ ο δ ο α π ο τ ο ξ ίν ω σ η ς . Α ν τ ιισ τ α μ ιν ικ ά . — Η χ ρ ή σ η α ν τ ιισ τ α μ ιν ικ ώ ν β α σ ίζ ε τ α ι σ τ η ν π ε ρ ί α λ λ ε ρ γ ί α ς θ ε ω ρ ία τ η ς α π ο σ τ έ ρ η σ η ς . Η α π ό τ ο μ η δ ια κ ο π ή τ η ς μ ο ρ φ ίν η ς π ρ ο κ α λ ε ί α ι φ ν ί δ ι α υ π ε ρ π α ρ α γ ω γ ή ι σ τ α μ ίν η ς μ ε ε π α κ ό λ ο υ θ ο τ η ν ε μ φ ά ­ ν ισ η α λ λ ε ρ γ ικ ώ ν σ υ μ π τ ω μ ά τ ω ν . (Σ ε κ α τ α σ τ ά σ ε ις σ ο κ λ ό γ ω σ ο β α ρ ο ύ κ α ι ά κ ρ ω ς ε π ώ δ υ ν ο υ τ ρ α υ μ α τ ισ μ ο ύ μ ε γ ά λ ε ς π ο σ ό τ η τ ε ς ι σ τ α μ ίν η ς α π ε ­ λ ε υ θ ε ρ ώ ν ο ν τ α ι σ τ ο α ίμ α . Σ ε ά κ ρ ω ς ε π ώ δ υ ν ε ς κ α τ α σ τ ά σ ε ι ς ό π ω ς η α π ο τ ο ξ ίν ω σ η δ ό σ ε ις μ ο ρ φ ίν η ς σ ε ε π ίπ ε δ α τ ο ξ ικ ό τ η τ α ς γ ίν ο ν τ α ι α ν ε ­

278 ·

Ο Υ Ι Λ Ι AM Μ Π Α Ρ Ο Ο Υ Ζ

κ τ έ ς χ ω ρ ίς π ρ ό β λ η μ α . Τ α κ ο υ ν έ λ ι α , τ ω ν ο π ο ίω ν τ ο ε π ίπ ε δ ο ισ τ α μ ί ν η ς σ τ ο α ίμ α ε ί ν α ι α ρ κ ε τ ά υ ψ η λ ό , π α ρ ο υ σ ι ά ζ ο υ ν ε ξ α ι ρ ε τ ι κ ή α ν τ ο χ ή σ τ η μ ο ρ φ ίν η .) Η π ρ ο σ ω π ικ ή μ ο υ ε μ π ε ιρ ία μ ε τ α α ν τ ιισ τ α μ ιν ικ ά δ ε ν μ ο υ ε π ι τ ρ έ π ε ι ν α κ α τ α λ ή ξ ω σ ε κ ά π ο ιο σ υ μ π έ ρ α σ μ α . Υ π ο β λ ή θ η κ α κ ά π ο τ ε σ ε θ ε ρ α π ε ί α ό π ο υ χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή θ η κ α ν μ ό ν ο ν α ν τ ι ι σ τ α μ ι ν ι κ ά , μ ε κ α λ ά α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α . Ό μ ω ς ο ε θ ισ μ ό ς μ ο υ τ η ν ε π ο χ ή ε κ ε ίν η ή τ α ν ε λ α φ ρ ύ ς , κ α ι ή μ ο υ ν χ ω ρ ίς μ ο ρ φ ίν η

η ι ώ ρ ε ς ό τ α ν ξ ε κ ίν η σ α τ η ν α γ ω γ ή . Α π ό τ ό τ ε

έ χ ω χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ε ι σ υ χ ν ά τ α α ν τ ι ι σ τ α μ ι ν ι κ ά σ ε σ τ ε ρ η τ ικ ό σ ύ ν δ ρ ο μ ο μ ε α π ο θ α ρ ρ υ ν τ ικ ά α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α . Α π ’ ό ,τ ι φ α ί ν ε τ α ι έ χ ο υ ν τ η ν τ ά σ η ν α μ ο υ α υ ξ ά ν ο υ ν τ η ν κ α τ ά θ λ ι ψ η κ α ι τ η ν ε υ ρ ι κ ό τ η τ α ( δ ε ν π α ρ ο υ σ ιά ζ ω τ α κ λ α σ ικ ά σ υ μ π τ ώ μ α τ α τ ω ν α λ λ ε ρ γ ιώ ν ) . Α π ο μ ο ρ φ ίν η . — Χ ω ρ ίς α μ φ ιβ ο λ ία η α π ο μ ο ρ φ ίν η ε ί ν α ι η κ α λ ύ τ ε ρ η μ έ θ ο δ ο ς α π ο τ ο ξ ίν ω σ η ς π ο υ έ χ ω δ ο κ ιμ ά σ ε ι. Δ ε ν ε ξ α φ α ν ί ζ ε ι ε ν τ ε λ ώ ς τ α σ τ ε ρ η τ ικ ά σ υ μ π τ ώ μ α τ α , ό μ ω ς τ α π ε ρ ιο ρ ίζ ε ι σ ε α ν ε κ τ ά ε π ίπ ε δ α . Τ α ο ξ έ α σ υ μ π τ ώ μ α τ α ό π ω ς ο ι κ ρ ά μ π ε ς σ τ ο σ τ ο μ ά χ ι κ α ι τ α π ό δ ια ή ο ι σ π α ­ σ μ ο ί κ α ι ο ι μ α ν ια κ έ ς κ α τ α σ τ ά σ ε ι ς ε ί ν α ι ε ξ ο λ ο κ λ ή ρ ο υ υ π ό έ λ ε γ χ ο . Γ ε γ ο ν ό ς ε ί ν α ι π ω ς η θ ε ρ α π ε ί α μ ε α π ο μ ο ρ φ ίν η ε ί ν α ι λ ι γ ό τ ε ρ ο ε π ώ δ υ ν η α π ό τ η μ έ θ ο δ ο τ η ς σ τ α δ ια κ ή ς μ ε ίω σ η ς . Η α π ο θ ε ρ α π ε ία ε ί ν α ι π ιο γ ρ ή ­ γ ο ρ η κ α ι π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο ο λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν η . Α ισ θ ά ν ο μ α ι π ω ς δ ε ν ε ίχ α π ο τ έ θ ε ρ α π ε υ τ ε ί ο λ ο κ λ η ρ ω τ ι κ ά α π ό τ η μ α ν ί α μ ο υ γ ι α μ ο ρ φ ίν η μ έ χ ρ ι π ο υ έ κ α ν α τ η θ ε ρ α π ε ία α π ο μ ο ρ φ ίν η ς . Ί σ ω ς η έ ν τ ο ν η « ψ υ χ ο λ ο γ ι κ ή » ε π ι θ υ ­ μ ία γ ι α μ ο ρ φ ίν η η ο π ο ία ε ξ α κ ο λ ο υ θ ε ί ν α π α ρ α μ έ ν ε ι έ π ε ιτ α α π ό μ ία θ ε ­ ρ α π ε ία ν α μ η ν ε ί ν α ι κ α θ ό λ ο υ ψ υ χ ο λ ο γ ικ ή , α λ λ ά μ ε τ α β ο λ ικ ή . Δ ρ α σ τ ι­ κ ό τ ε ρ ε ς π α ρ α λ λ α γ έ ς τ ο υ χ η μ ικ ο ύ τ ύ π ο υ τ η ς α π ο μ ο ρ φ ίν η ς ί σ ω ς κ α ι ν α α π ο δ ε ιχ θ ο ύ ν π ο ιο τ ικ ά π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο α π ο τ ε λ ε σ μ α τ ι κ έ ς σ τ η ν κ α τ α π ο λ έ ­ μ η σ η κ ά θ ε μ ο ρ φ ή ς ε θ ισ μ ο ύ . Κ ο ρ τ ιζ ό ν η .— Η κ ο ρ τ ιζ ό ν η φ α ί ν ε τ α ι ν α α ν α κ ο υ φ ί ζ ε ι κ ά π ω ς , ε ιδ ικ ά ό τ α ν χ ο ρ η γ ε ίτ α ι ε ν δ ο φ λ ε β ίω ς . T h o r a z in e .— Π α ρ έ χ ε ι κ ά π ο ια α ν α κ ο ύ φ ισ η α π ό τ α σ τ ε ρ η τ ικ ά σ υ ­ μ π τ ώ μ α τ α , ό χ ι ό μ ω ς μ ε γ ά λ η . Π α ρ ε ν έ ρ γ ε ιε ς ό π ω ς κ α τ ά θ λ ιψ η , π ρ ο β λ ή μ α ­ τ α σ τ η ν ό ρ α σ η , δ υ σ π ε ψ ία α ν τ ισ τ α θ μ ίζ ο υ ν τ α α μ φ ίβ ο λ α π ρ ο τ ε ρ ή μ α τ ά τ η ς . Ρ ε σ ε ρ π ίν η . — Δ ε ν π α ρ α τ ή ρ η σ α π ο τ έ τ ο π α ρ α μ ικ ρ ό α π ο τ έ λ ε σ μ α α π ό τ η σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν η α υ τ ή ο υ σ ία μ ε τ η ν ε ξ α ίρ ε σ η μ ια ς α μ υ δ ρ ή ς κ α τ ά θ λ ιψ η ς . T o ls e r o l.— Α μ ε λ η τ έ α α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α . Β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά .— Η σ υ ν τ α γ ο γ ρ ά φ η σ η β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ώ ν γ ι α τ ι ς α ϋ π ν ί ­ ε ς τ ο υ σ τ ε ρ η τ ικ ο ύ ε ί ν α ι κ ο ιν ή τ α κ τ ικ ή . Σ τ η ν ο υ σ ία η χ ρ ή σ η β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ώ ν κ α θ υ σ τ ε ρ ε ί τ η ν ε π ά ν ο δ ο τ ο υ φ υ σ ι ο λ ο γ ικ ο ύ ύ π ν ο υ , π α ρ α τ ε ί ν ε ι τ ο

ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟ ΞΙΚ Ο Μ Α ΝΙΑΣ

·

279

σ τ ε ρ η τ ικ ό σ ε δ ιά ρ κ ε ια κ α ι ί σ ω ς ν α ο δ η γ ή σ ε ι κ α ι σ ε υ π ο τ ρ ο π ια σ μ ό . (Ο ε ξ α ρ τ η μ έ ν ο ς μ π α ίν ε ι σ τ ο ν π ε ιρ α σ μ ό ν α π ά ρ ε ι λ ίγ η κ ω δ ε ΐν η ή π α ρ η γ ο ρ ι­ κ ό μ α ζ ί μ ε τ α ν ε μ π ο υ τ ά λ τ ο υ . Π ο λ ύ μ ικ ρ έ ς π ο σ ό τ η τ ε ς ο π ιο ύ χ ω ν , π ο υ σ ε κ α ν ο ν ικ ο ύ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς θ α ή σ α ν τ ε λ ε ί ω ς α β λ α β ε ίς , α μ έ σ ω ς ε π α ν ε θ ίζ ο υ ν έ ν α ν α π ο θ ε ρ α π ε υ μ έ ν ο τ ο ξ ικ ο μ α ν ή .) Η ε μ π ε ιρ ία μ ο υ σ ίγ ο υ ρ α ε π ιβ ε β α ιώ ­ ν ε ι τ η δ ή λ ω σ η τ ο υ Δ ρ α Ν τ ε ν τ ό τ ι α ν τ ε ν δ ε ί κ ν υ ν τ α ι τ α β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά . Χ λ ω ρ ά λ η κ α ι π α ρ α λ δ ε ΰ δ η . — Π ι θ α ν ώ ς π ρ ο τ ιμ ό τ ε ρ α α π ό τ α β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά ε ά ν ε ί ν α ι α ν α γ κ α ίο κ ά π ο ιο κ α τ α π ρ α ϋ ν τ ικ ό , α ν κ α ι ο ι π ε ρ ι σ ­ σ ό τ ε ρ ο ι τ ο ξ ικ ο μ α ν ε ίς θ α β γ ά λ ο υ ν α μ έ σ ω ς μ ε ε μ ε τ ό τ η ν π α ρ α λ δ ε ΰ δ η . Έ χ ω ε π ί σ η ς δ ο κ ιμ ά σ ε ι, μ ε δ ικ ή μ ο υ π ρ ω τ ο β ο υ λ ία , τ ι ς π α ρ α κ ά τ ω ο υ σ ί ε ς σ τ η δ ιά ρ κ ε ια τ ο υ σ τ ε ρ η τ ικ ο ύ σ τ α δ ίο υ : Α λ κ ο ό λ . — Α ν τ ε ν δ ε ί κ ν υ τ α ι π λ ή ρ ω ς γ ι α ό λ α τ α σ τ ά δ ια σ τ έ ρ η σ η ς . Η χ ρ ή σ η α λ κ ο ό λ μ ο ν ίμ ω ς π α ρ ο ξ ύ ν ε ι τ α σ τ ε ρ η τ ικ ά σ υ μ π τ ώ μ α τ α κ α ι ο δ η ­ γ ε ί σ ε υ π ο τ ρ ο π ή . Ο ο ρ γ α ν ισ μ ό ς μ π ο ρ ε ί ν α α ν ε χ θ ε ί τ ο α λ κ ο ό λ μ ό ν ο α φ ο ύ ε π α ν έ λ θ ε ι ο μ ε τ α β ο λ ισ μ ό ς σ τ α κ α ν ο ν ι κ ά τ ο υ . Σ υ ν ή θ ω ς χ ρ ε ιά ζ ε ­ τ α ι έ ν α ς μ ή ν α ς σ ε β α ρ ιέ ς π ε ρ ι π τ ώ σ ε ι ς ε θ ισ μ ο ύ . B e n z e d r in e .— Μ π ο ρ ε ί π α ρ ο δ ικ ά ν α α ν α κ ο υ φ ί σ ε ι τ η ν κ α τ ά θ λ ιψ η σ τ ο τ ε λ ε υ τ α ίο σ τ ά δ ιο σ τ έ ρ η σ η ς , κ α τ α σ τ ρ ο φ ικ ό σ τ ο α π ο κ ο ρ ύ φ ω μ α τ η ς σ τ έ ­ ρ η σ η ς , α ν τ ε ν δ ε ί κ ν υ τ α ι κ α θ ’ ό λ α τ α σ τ ά δ ια δ ιό τ ι π ρ ο κ α λ ε ί κ α τ ά σ τ α σ η ν ε υ ρ ικ ό τ η τ α ς σ τ η ν ο π ο ία η μ ο ρ φ ίν η α π ο τ ε λ ε ί τ η φ υ σ ιο λ ο γ ικ ή α π ά ν τ η σ η . Κ ο κ α ΐν η .— Τ α ίδ ια κ α ι μ ά λ ισ τ α ε ι ς δ ιπ λ ο ύ ν ισ χ ύ ο υ ν γ ια τ η ν κ ο κ α ΐν η .

Cannabis indica ( μ α ρ ιχ ο υ ά ν α ) . — Π ρ ο ς τ ο τ έ λ ο ς τ ο υ σ τ ε ρ η τ ικ ο ύ σ τ α δ ίο υ ή σ ε ή π ι ε ς μ ο ρ φ έ ς τ ο υ δ ιώ χ ν ε ι τ η ν κ α τ ά θ λ ιψ η κ α ι α υ ξ ά ν ε ι τ η ν ό ρ ε ξ η , σ τ ο α π ο κ ο ρ ύ φ ω μ α τ η ς σ τ έ ρ η σ η ς μ ια α δ υ σ ώ π η τ η κ α τ α σ τ ρ ο φ ή . ( Μ ια φ ο ρ ά κ ά π ν ισ α μ α ρ ιχ ο υ ά ν α σ τ η ν α ρ χ ή τ ο υ σ τ ε ρ η τ ικ ο ύ κ α ι τ ο α π ο τ έ ­ λ ε σ μ α ή τ α ν σ κ έ τ ο ς ε φ ι ά λ τ η ς . ) Η κ ά ν ν α β ι ς ο ξ ύ ν ε ι τ ι ς α ισ θ ή σ ε ις . Α ν ή δ η α ι σ θ ά ν ε σ α ι χ ά λ ια θ α σ ε κ ά ν ε ι ν α ν ι ώ σ ε ι ς χ ε ιρ ό τ ε ρ α . Α ν τ ε ν δ ε ίκ ν υ τ α ι. Π ε γ ιό τ ,

Bannisteria caapi. — Δ ε ν έ χ ω ε π ι χ ε ι ρ ή σ ε ι ν α π ε ι ρ α μ α ­

τ ι σ τ ώ . Κ α ι μ ό ν ο η ιδ έ α τ η ς δ ρ ά σ η ς τ η ς B a n n is t e r ia ν α ε π ι κ ά θ ε τ α ι σ τ η ν κ ο ρ ύ φ ω σ η τ ο υ σ τ ε ρ η τ ικ ο ύ σ υ ν δ ρ ό μ ο υ φ έ ρ ν ε ι τ ρ έ λ α . Ξ έ ρ ω κ ά π ο ιο ν π ο υ έ κ α ν ε υ π ο κ α τ ά σ τ α σ η μ ε π ε γ ιό τ π ρ ο ς τ ο τ έ λ ο ς τ ο υ σ τ ε ρ η τ ικ ο ύ τ ο υ , ι σ χ υ ρ ί σ τ η κ ε π ω ς έ χ α σ ε κ ά θ ε ε π ι θ υ μ ί α γ ι α μ ο ρ φ ίν η , κ α ι σ τ ο τ έ λ ο ς π έ θ α ν ε α π ό δ η λ η τ η ρ ία σ η λ ό γ ω τ ο υ π ε γ ιό τ . Σ ε β α ρ ιέ ς π ε ρ ι π τ ώ σ ε ι ς ε θ ισ μ ο ύ , σ υ γ κ ε κ ρ ι μ έ ν α σ ω μ α τ ι κ ά σ υ μ π τ ώ ­ μ α τ α σ τ έ ρ η σ η ς ε π ι μ έ ν ο υ ν γ ια έ ν α μ ή ν α τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν . Δ ε ν έ χ ω δ ε ι π ο τ έ ο ύ τ ε κ ι έ χ ω α κ ο ύ σ ε ι γ ι α ψ υ χ ω τ ικ ό μ ο ρ φ ιν ο μ α ν ή , δ η λ α δ ή κ ά π ο ιο ν π ο υ ν α π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι σ υ μ π τ ώ μ α τ α ψ ύ χ ω σ η ς ε ν ώ ε ί ν α ι

280 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

ε θ ισ μ έ ν ο ς σ τ α ο π ιο ύ χ α . Ο ι τ ο ξ ικ ο μ α ν ε ίς έ χ ο υ ν ε κ τ ω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν σ ώ α ς τ α ς φ ρ έ ν α ς τ ο υ ς μ έ χ ρ ις α η δ ία ς . Π ιθ α ν ό ν ν α υ π ά ρ χ ε ι μ ία μ ε τ α β ο λ ικ ή α σ υ μ β α τ ό τ η ς μ ε τ α ξ ύ τ η ς σ χ ιζ ο φ ρ έ ν ε ια ς κ α ι τ η ς ε ξ ά ρ τ η σ η ς σ τ α ο π ιο ύ χ α . Α π ό τ η ν ά λ λ η π λ ε υ ρ ά η δ ια κ ο π ή τ η ς μ ο ρ φ ίν η ς σ υ χ ν ά ε π ι φ έ ρ ε ι ψ υ χ ω σ ικ έ ς α ν τ ι δ ρ ά σ ε ι ς — ε λ α φ ρ ά σ υ ν ή θ ω ς π α ρ ά ν ο ια . Ε ν δ ια φ έ ρ ο ν τ ο ό τ ι τ α φ ά ρ μ α κ α κ α ι μ έ θ ο δ ο ι θ ε ρ α π ε ία ς π ο υ έ χ ο υ ν α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α σ τ η ν κ α τ α π ο ­ λ έ μ η σ η τ η ς σ χ ιζ ο φ ρ έ ν ε ια ς π α ρ ο υ σ ιά ζ ο υ ν κ α ι κ ά π ο ια χ ρ η σ ιμ ό τ η τ α σ τ η ν α π ο τ ο ξ ίν ω σ η : α ν τ ι ι σ τ α μ ι ν ι κ ά , η ρ ε μ ισ τ ικ ά , α π ο μ ο ρ φ ίν η , η λ ε κ τ ρ ο σ ό κ . Ο σ ε ρ Τ σ α ρ λ ς Σ έ ρ ιν γ κ τ ο ν ο ρ ίζ ε ι τ ο ν π ό ν ο ω ς « τ ο ψ υ χ ικ ό π α ρ ε λ ­ κ ό μ ε ν ο ν ε ν ό ς ε π ιβ ε β λ η μ έ ν ο υ α ν α κ λ α σ τ ικ ο ύ π ρ ο σ τ α σ ία ς » . Τ ο ν ε υ ρ ο φ υ τ ικ ό σ ύ σ τ η μ α α ν τ ιδ ρ ά μ ε χ α λ ά ρ ω σ η κ α ι σ υ σ τ ο λ ή α ν τ α π ο κ ρ ιν ό μ ε ν ο σ τ ο υ ς σ π λ α γ χ ν ικ ο ύ ς ρ υ θ μ ο ύ ς κ α ι τ α ε ξ ω τ ε ρ ι κ ά ε ρ ε θ ίσ μ α ­ τ α , ε κ τ ε ί ν ε τ α ι κ α ι χ α λ α ρ ώ ν ε ι σ ε ε ρ ε θ ίσ μ α τ α π ο υ β ιώ ν ο ν τ α ι ω ς η δ ο ν ικ ά — σ ε ξ , φ α γ η τ ό , ε υ χ ά ρ ισ τ ε ς κ ο ι ν ω ν ι κ έ ς ε π α φ έ ς , κ τ λ . — σ υ σ τ έ λ λ ε τ α ι κ α ι ζ α ρ ώ ν ε ι α π ό τ ο ν π ό ν ο , τ η ν α γ ω ν ία , τ ο ν φ ό β ο , τ η ν τ α λ α ιπ ω ρ ία , τ η ν α ν ία . Η μ ο ρ φ ίν η α λ λ ά ζ ε ι ό λ ο τ ο ν κ ύ κ λ ο έ κ τ α σ η ς κ α ι σ υ σ τ ο λ ή ς , χ α λ ά ρ ω σ η ς κ α ι έ ν τ α σ η ς . Η ε ρ ω τ ικ ή λ ε ιτ ο υ ρ γ ία α π ε ν ε ρ γ ο π ο ιε ίτ α ι, η π ε ρ ίσ τ α λ σ ις α ν α κ ό π τ ε τ α ι, ο ι κ ό ρ ε ς π α ύ ο υ ν ν α α ν τ ιδ ρ ο ύ ν α ν ά λ ο γ α μ ε τ ο φ ω ς κ α ι τ ο σ κ ο τ ά δ ι. Ο ο ρ γ α ν ισ μ ό ς ο ύ τ ε μ α ζ ε ύ ε ι α π ό τ ο ν π ό ν ο ο ύ τ ε χ α λ α ρ ώ ν ε ι δ ιά τ ω ν φ υ σ ι ο λ ο γ ι κ ώ ν δ ικ λ ίδ ω ν η δ ο ν ή ς . Π ρ ο σ α ρ μ ό ζ ε τ α ι σ τ ο ν κ ύ κ λ ο τ η ς μ ο ρ φ ίν η ς . Ο τ ο ξ ικ ο μ α ν ή ς π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι α ν ο σ ία σ τ η ν α ν ία . Μ π ο ρ ε ί γ ια ώ ρ ες ν α χ α ζ εύ ει το π α π ο ύ τσ ι το υ ή α π λ ά ν α μ ένει ξα π λ ω μ ένο ς σ το κ ρ ε­ β ά τ ι. Δ ε ν έ χ ε ι α ν ά γ κ η α π ό κ ά π ο ια ε ρ ω τ ικ ή δ ιέ ξ ο δ ο , κ ά π ο ιε ς κ ο ι ν ω ν ι κ έ ς ε π α φ έ ς , ε ρ γ α σ ία , δ ια σ κ έ δ α σ η , ά σ κ η σ η , τ ίπ ο τ α ε κ τ ό ς α π ό μ ο ρ φ ίν η . Η μ ο ρ φ ίν η ίσ ω ς κ α ι ν α κ α τ ε υ ν ά ζ ε ι τ ο ν π ό ν ο π ρ ο σ δ ίδ ο ν τ α ς σ τ ο ν ο ρ γ α ν ισ μ ό κ ά π ο ιε ς α π ό τ ι ς ιδ ιό τ η τ ε ς τ ω ν φ υ τ ώ ν . (Ο π ό ν ο ς δ ε ν θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α έ χ ε ι λ ε ιτ ο υ ρ γ ικ ή θ έ σ η σ τ α φ υ τ ά α φ ο ύ , ω ς ε π ί τ ο π λ ε ίσ τ ο ν , α υ τ ά ε ί ν α ι α κ ίν η τ α κ α ι α ν ί κ α ν α ν α έ χ ο υ ν α ν τ α ν α κ λ α σ τ ικ ά π ρ ο σ τ α σ ία ς .) Ο ι ε π ισ τ ή μ ο ν ε ς ψ ά χ ν ο υ ν γ ι α μ ια μ η ε ξ α ρ τ η σ ιο γ ό ν ο μ ο ρ φ ίν η π ο υ θ α ε ξ α φ α ν ί ζ ε ι τ ο ν π ό ν ο χ ω ρ ίς ν α δ η μ ιο υ ρ γ ε ί ε υ φ ο ρ ία , κ α ι ο ι τ ο ξ ικ ο μ α ν ε ίς ζ η τ ο ύ ν — ή ν ο μ ίζ ο υ ν π ω ς ζ η τ ο ύ ν — τ η ν ε υ φ ο ρ ία χ ω ρ ίς τ ο ν ε θ ισ μ ό . Δ ε ν β λ έ π ω π ώ ς μ π ο ρ ο ύ ν ν α δ ια χ ω ρ ισ τ ο ύ ν ο ι λ ε ι τ ο υ ρ γ ί ε ς τ η ς μ ο ρ φ ίν η ς , ν ο ­ μ ίζ ω π ω ς τ ο κ ά θ ε α π ο τ ε λ ε σ μ α τ ικ ό π α υ σ ίπ ο ν ο θ α κ α τ α σ τ έ λ λ ε ι τ η ν ε ρ ω ­ τ ικ ή λ ε ιτ ο υ ρ γ ία , θ α π ρ ο κ α λ ε ί ε υ φ ο ρ ία κ α ι θ α δ η μ ιο υ ρ γ ε ί ε ξ ά ρ τ η σ η . Π ι­ θ α ν ώ ς τ ο τ έ λ ε ι ο π α υ σ ίπ ο ν ο ν α π ρ ο κ α λ ε ί α κ α ρ ια ίο ε θ ισ μ ό . ( Ε ά ν κ α ν ε ί ς ε ν δ ι α φ έ ρ ε τ α ι ν α κ α τ α σ κ ε υ ά σ ε ι έ ν α τ έ τ ο ιο φ ά ρ μ α κ ο , κ α λ ό σ η μ ε ίο γ ι α ν α ξ ε κ ι ν ή σ ε ι ε ί ν α ι μ ά λ λ ο ν η δ ιυ δ ρ ο - ο ξ υ - η ρ ω ίν η .)

ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟ ΞΙΚ Ο Μ Α ΝΙΑΣ

·

281

0 τ ο ξ ικ ο μ α ν ή ς ζ ε ι σ ε μ ια ά φ υ λ η , α ν τ ιε ρ ω τ ικ ή κ α τ ά σ τ α σ η π έ ρ α α π ό τ ο ν π ό ν ο κ α ι τ ο ν χ ρ ό ν ο . Η μ ε τ ά π τ ω σ η σ τ ο υ ς ρ υ θ μ ο ύ ς τ ο υ ε μ β ίο υ ό ν τ ο ς σ υ ν ε π ά γ ε τ α ι σ ύ ν δ ρ ο μ ο σ τ έ ρ η σ η ς . Α μ φ ιβ ά λ λ ω α ν α υ τ ή η μ ε τ ά β α σ η μ π ο ρ ε ί π ο τ έ ν α γ ί ν ε ι χ ω ρ ίς π ό ν ο . Τ η ν α ν ώ δ υ ν η α π ο τ ο ξ ί ν ω σ η μ ό ν ο ε ξ α π ο σ τ ά σ ε ω ς μ π ο ρ ο ύ μ ε ν α τ η ν π ρ ο σ ε γ γ ίσ ο υ μ ε .

Κοκαΐνη. — Η κ ο κ α ΐ ν η ε ί ν α ι η π ι ο « α ν α ζ ω ο γ ο ν η τ ι κ ή » ο υ σ ί α π ο υ έ χ ω δ ο κ ιμ ά σ ε ι. Η ε υ φ ο ρ ί α ε π ι κ ε ν τ ρ ώ ν ε τ α ι σ τ ο κ ε φ ά λ ι . Ί σ ω ς ν α ε ν ε ρ ­ γ ο π ο ι ε ί κ ά π ο ιο υ ς σ υ ν δ έ σ μ ο υ ς η δ ο ν ή ς α π ε υ θ ε ί α ς σ τ ο ν ε γ κ έ φ α λ ο . Υ π ο ­ θ έ τ ω π ω ς έ ν α η λ ε κ τ ρ ι κ ό ρ ε ύ μ α σ τ ο σ ω σ τ ό σ η μ ε ίο θ α φ έ ρ ε ι τ ο ίδ ιο α π ο τ έ λ ε σ μ α . Τ ο π λ ή ρ ε ς ε υ φ ο ρ ικ ό α π ο τ έ λ ε σ μ α τ η ς κ ο κ α ΐν η ς μ π ο ρ ε ί ν α γ ί ν ε ι α ν τ ι λ η π τ ό μ ό ν ο μ ε ε ν δ ο φ λ έ β ι α λ ή ψ η . Η ε υ χ ά ρ ισ τ η δ ρ ά σ η δ ε ν δ ι α ρ κ ε ί π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο α π ό π έ ν τ ε ή δ έ κ α λ ε π τ ά . Ε ά ν η έ ν ε σ η γ ί ν ε ι υ π ο ­ δ ε ρ μ ικ ά , η τ α χ ε ία α π ο β ο λ ή α κ υ ρ ώ ν ε ι τ η δ ρ ά σ η . Τ ο ίδ ιο ι σ χ ύ ε ι, κ α ι μ ά ­ λ ι σ τ α σ ε δ ιπ λ ά σ ιο β α θ μ ό , γ ι α τ ο σ ν ιφ ά ρ ισ μ α . Κ ο ιν ό τ α τ η τ α κ τ ι κ ή ό σ ω ν κ ά ν ο υ ν χ ρ ή σ η κ ο κ α ΐ ν η ς ε ί ν α ι ν α κ ά θ ο ­ ν τ α ι ό λ ο τ ο β ρ ά δ υ κ α ι ν α χ τ υ π ά ν ε κ ο κ α ΐν η κ ά θ ε έ ν α λ ε π τ ό , ε ν α λ λ ά σ σ ο ­ ν τ α ς μ ε δ ό σ ε ι ς η ρ ω ί ν η ς , ή κ ο κ α ΐν η κ α ι η ρ ω ί ν η μ α ζ ί σ τ ο ίδ ιο δ ιά λ υ μ α φ τ ιά χ ν ο ν τ α ς μ ια ν « Ά λ φ α - Κ ά π π α » . ( Π ο τ έ δ ε ν γ ν ώ ρ ι σ α σ τ α θ ε ρ ό χ ρ ή σ τ η κ ο κ α ΐν η ς π ο υ δ ε ν ή τ α ν μ ο ρ φ ιν ο μ α ν ή ς .) Η ε π ιθ υ μ ία γ ι α κ ο κ α ΐν η μ π ο ρ ε ί ν α ε ί ν α ι π ο λ ύ έ ν τ ο ν η . Έ χ ω φ ά ε ι μ έ ­ ρ ε ς ο λ ό κ λ η ρ ε ς π η γ α ίν ο ν τ α ς μ ε τ α π ό δ ια α π ό τ ο έ ν α φ α ρ μ α κ ε ίο σ τ ο ά λ ­ λ ο γ ι α ν α μ ο υ ε κ τ ε λ έ σ ο υ ν μ ια σ υ ν τ α γ ή κ ο κ α ΐν η ς . Μ π ο ρ ε ί π ο λ ύ έ ν τ ο ν α ν α θ έ λ ε ι ς κ ο κ α ΐ ν η , ό μ ω ς τ η μ ε τ α β ο λ ικ ή τ η ς α ν ά γ κ η δ ε ν τ η ν έ χ ε ις . Α ν δ ε ν μ π ο ρ ε ίς ν α β ρ ε ις κ ο κ α ΐν η , τ ρ ω ς , π έ φ τ ε ι ς γ ι α ύ π ν ο κ α ι τ η ν ξ ε χ ν ά ς . Έ χ ω μ ι λ ή σ ε ι μ ε α ν θ ρ ώ π ο υ ς π ο υ χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ σ α ν κ ο κ α ΐν η γ ι α χ ρ ό ν ια κ α ι ξ α φ ν ι κ ά δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ α ν π ια ν α τ η ν π ρ ο μ η θ ε υ τ ο ύ ν . Κ α ν ε ίς τ ο υ ς δ ε ν π α ρ ο υ σ ί α σ ε σ τ ε ρ η τ ικ ά σ υ μ π τ ώ μ α τ α . Δ ύ σ κ ο λ ο , π ρ ά γ μ α τ ι, γ ι α έ ν α δ ι ε ­ γ ε ρ τ ικ ό τ ο υ π ρ ο σ θ ίο υ ε γ κ ε φ ά λ ο υ ν α π ρ ο κ α λ έ σ ε ι σ ω μ α τ ικ ή ε ξ ά ρ τ η σ η . Η ε ξ ά ρ τ η σ η δ ε ίχ ν ε ι ν α ε ί ν α ι μ ο ν ο π ώ λ ιο τ ω ν κ α τ α σ τ α λ τ ικ ώ ν . Η σ υ ν ε χ ή ς χ ρ ή σ η κ ο κ α ΐν η ς ο δ η γ ε ί σ ε ν ε υ ρ ικ ό τ η τ α , κ α τ ά θ λ ιψ η , ο ρ ι­ σ μ έ ν ε ς φ ο ρ έ ς σ ε ν α ρ κ ω τ ικ ή ψ ύ χ ω σ η μ ε π α ρ α ν ο ϊκ έ ς π α ρ α ισ θ ή σ ε ις . Η ν ε υ ρ ικ ό τ η τ α κ α ι η κ α τ ά θ λ ιψ η π ο υ δ η μ ιο υ ρ γ ε ί η κ ο κ α ΐν η δ ε ν α π ο μ α ­ κ ρ ύ ν ο ν τ α ι μ ε ε π ι π λ έ ο ν λ ή ψ η κ ο κ α ΐν η ς . Α ν τ ιμ ε τ ω π ίζ ο ν τ α ι α π ο τ ε λ ε σ μ α ­ τ ι κ ά μ ε μ ο ρ φ ίν η . Η χ ρ ή σ η κ ο κ α ΐ ν η ς α π ό έ ν α ν μ ο ρ φ ι ν ο μ α ν ή , π ά ν τ α ο δ η γ ε ί σ ε υ ψ η λ ό τ ε ρ ε ς κ α ι π ιο σ υ χ ν έ ς δ ό σ ε ις μ ο ρ φ ίν η ς .

282 ·

OYIAIAM ΜΠΑΡΟΟΥΖ

Cannabis Indica ( χ α σ ίς , μ α ρ ιχ ο υ ά ν α ) . — Η δ ρ ά σ η α υ τ ή ς τ η ς ο υ σ ί ­ α ς έ χ ε ι π ο λ λ ά κ ις κ α τ α γ ρ α φ ε ί σ τ ο π α ρ ε λ θ ό ν μ ε μ α κ ά β ρ ια ό σ ο κ α ι ε ν τ υ ­ π ω σ ια κ ά χ ρ ώ μ α τ α : δ ια τ α ρ α χ ή τ η ς χ ω ρ ο χ ρ ο ν ικ ή ς α ν τ ί λ η ψ η ς , υ π ε ρ ε υ α ι ­ σ θ η σ ί α σ τ α ε ξ ω τ ε ρ ι κ ά ε ρ ε θ ί σ μ α τ α , χ ε ίμ α ρ ρ ο ς ι δ ε ώ ν , ξ ε σ π ά σ μ α τ α γ έ λ ι ο υ , α ν ό η τ η σ υ μ π ε ρ ιφ ο ρ ά . Η μ α ρ ιχ ο υ ά ν α ο ξ ύ ν ε ι τ ι ς α ι σ θ ή σ ε ι ς , κ α ι τ α α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α δ ε ν ε ί ν α ι π ά ν τ α ε υ χ ά ρ ισ τ α . Μ ια ν ά σ χ η μ η κ α τ ά σ τ α σ η τ η ν κ ά ν ε ι χ ε ιρ ό τ ε ρ η . Η κ α τ ά θ λ ι ψ η γ ί ν ε τ α ι α π ό γ ν ω σ η , τ ο ά γ χ ο ς π α ν ι ­ κ ό ς . Έ χ ω ή δ η α ν α φ ε ρ θ ε ί σ τ η ν α π α ί σ ι α ε μ π ε ι ρ ί α π ο υ ε ίχ α μ ε τ η μ α ρ ι­ χ ο υ ά ν α σ τ η δ ιά ρ κ ε ια κ ο ρ ύ φ ω σ η ς ε ν ό ς σ τ ε ρ η τ ικ ο ύ μ ο ρ φ ίν η ς . Π ρ ό σ φ ε ρ α κ ά π ο τ ε μ α ρ ιχ ο υ ά ν α σ ε ά τ ο μ ο π ο υ ή τ α ν μ ε τ ρ ίω ς α γ χ ω μ έ ν ο μ ε κ ά τ ι ( « Τ η ν ά κ ο υ σ α σ τ ρ α β ά » ό π ω ς ε ίχ ε π ε ι ) . Α φ ο ύ κ ά π ν ι σ ε μ ισ ό τ σ ι γ ά ρ ο π ε τ ά χ τ η κ ε ξ α φ ν ι κ ά ό ρ θ ιο ς φ ω ν ά ζ ο ν τ α ς ό τ ι τ ο ν έ χ ε ι π ι ά σ ε ι φ ρ ίκ η κ α ι π α ν ικ ό ς κ α ι β γ ή κ ε τ ρ έ χ ο ν τ ο ς α π ό τ ο σ π ίτ ι. Κ ά τ ι π ο λ ύ ε κ ν ε υ ρ ισ τ ικ ό π ο υ μ π ο ρ ε ί ν α π ρ ο κ α λ έ σ ε ι τ ο κ ά π ν ισ μ α τ η ς μ α ρ ιχ ο υ ά ν α ς ε ί ν α ι η δ ια τ α ρ α χ ή τ ο υ σ υ ν α ι σ θ η μ α τ ι κ ο ύ π ρ ο σ α ν α τ ο ­ λ ισ μ ο ύ . Δ ε ν ξ έ ρ ε ι ς α ν κ ά τ ι σ ο υ α ρ έ σ ε ι ή ό χ ι, ε ά ν μ ια α ίσ θ η σ η ε ί ν α ι ε υ ­ χ ά ρ ισ τ η ή δ υ σ ά ρ ε σ τ η . Η χ ρ ή σ η τ η ς μ α ρ ιχ ο υ ά ν α ς π ο ι κ ί λ λ ε ι σ η μ α ν τ ι κ ά α ν ά λ ο γ α μ ε τ ο ν χ ρ ή σ τ η . Κ ά π ο ιο ι τ η ν κ α π ν ί ζ ο υ ν σ υ ν έ χ ε ι α , ά λ λ ο ι π ε ρ ι σ τ α σ ι α κ ά , ό χ ι λ ί ­ γ ο ι τ η ν α ν τ ι π α θ ο ύ ν ε ν τ ό ν ω ς . Δ ε ίχ ν ε ι ν α ε ί ν α ι ι δ ια ίτ ε ρ α α ν τ ιδ η μ ο φ ιλ ή ς μ ε τ α ξ ύ τ ω ν δ η λ ω μ έ ν ω ν μ ο ρ φ ιν ο μ α ν ώ ν , π ο λ λ ο ί ε κ τ ω ν ο π ο ίω ν κ ρ α τ ο ύ ν μ ια π ο υ ρ ιτ α ν ικ ή σ τ ά σ η α π έ ν α ν τ ι σ τ ο κ ά π ν ισ μ α τ η ς μ α ρ ιχ ο υ ά ν α ς . Τ α ά σ χ η μ α α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α τ η ς μ α ρ ιχ ο υ ά ν α ς έ χ ο υ ν υ π ε ρ τ ο ν ισ τ ε ί μ ε τ ρ ό π ο υ π ε ρ β ο λ ικ ό σ τ ις Η ν ω μ έ ν ε ς Π ο λ ιτ ε ίε ς . Τ ο ε θ ν ικ ό ν α ρ κ ω τ ικ ό μ α ς ε ίν α ι το α λ κ ο ό λ . Έ χ ο υ μ ε τ η ν τ ά σ η ν α θ ε ω ρ ο ύ μ ε τη χ ρ ή σ η κ ά θ ε ά λ λ ο υ ν α ρ κ ω τ ικ ο ύ μ ε μ ια ιδ ιό τ υ π η φ ρ ίκ η . Ό π ο ιο ς π α ρ α δ ίδ ε τ α ι σ ε τ ο ύ τ α τ α ξ ε ν ό ­ φ ε ρ τ α β ίτ σ ια α ξ ίζ ε ι ν α γ ί ν ε ι ψ υ χ ή τ ε κ α ι σ ώ μ α τ ι κ ο υ ρ έ λ ι. Ο ι ά ν θ ρ ω π ο ι π ι ­ σ τ ε ύ ο υ ν α υ τ ά π ο υ θ έ λ ο υ ν ν α π ι σ τ έ ψ ο υ ν χ ω ρ ίς ν α δ ίν ο υ ν σ η μ α σ ία σ τ α γ ε ­ γ ο ν ό τ α κ α ι τ η ν Π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α . Η μ α ρ ιχ ο υ ά ν α δ ε ν π ρ ο κ α λ ε ί ε ξ ά ρ τ η σ η . Ο υ δ έ π ο τ ε δ ια π ίσ τ ω σ α π α ρ ε ν έ ρ γ ε ιε ς σ ε μ έ τ ρ ια χ ρ ή σ η . Ν α ρ κ ω τ ικ ή ψ ύ χ ω ­ σ η ε ί ν α ι δ υ ν α τ ό ν ν α π ρ ο κ λ η θ ε ί σ ε π α ρ α τ ε τ α μ έ ν η κ α ι υ π ε ρ β ο λ ικ ή χ ρ ή σ η . Β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά . — Ε ίν α ι β ε β α ιω μ έ ν ο π ω ς τ α β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά δ η μ ιο υ ρ ­ γ ο ύ ν ε ξ ά ρ τ η σ η ό τ α ν π α ί ρ ν ο ν τ α ι σ ε μ ε γ ά λ ε ς π ο σ ό τ η τ ε ς γ ι α κ ά π ο ιο δ ιά ­ σ τ η μ α ( π ε ρ ί τ ο έ ν α γ ρ α μ μ ά ρ ιο η μ ε ρ η σ ί ω ς θ α π ρ ο κ α λ έ σ ε ι ε θ ισ μ ό ) . Τ ο σ τ ε ρ η τ ικ ό σ ύ ν δ ρ ο μ ο ε ί ν α ι π ιο ε π ι κ ί ν δ υ ν ο α π ό ε κ ε ί ν ο τ η ς μ ο ρ φ ίν η ς κ α ι π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι π α ρ α ισ θ ή σ ε ις μ ε γ ε ν ικ ό σ π α σ μ ό ε π ιλ η π τ ικ ο ύ τ ύ π ο υ . Ο ι

ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΞΙΚ ΟΜ ΑΝΙΑΣ

·

283

ε θ ισ μ έ ν ο ι σ υ χ ν ά τ ρ α υ μ α τ ίζ ο ν τ α ι κ α θ ώ ς χ τ υ π ιο ύ ν τ α ι σ τ α τ σ ιμ ε ν τ έ ν ια δ ά π ε δ α (τ α τ σ ιμ ε ν τ έ ν ια δ ά π ε δ α ε ίν α ι σ υ χ ν ά σ υ ν α κ ό λ ο υ θ ο τ ο υ α π ό τ ο ­ μ ο υ τ ύ π ο υ δ ια κ ο π ή ς ) . Σ υ χ ν ά ο ι μ ο ρ φ ιν ο μ α ν ε ίς π α ίρ ν ο υ ν β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά γ ι α ν α ε ν ι σ χ ύ σ ο υ ν μ ια α ν ε π α ρ κ ή δ ό σ η μ ο ρ φ ίν η ς . Ο ρ ισ μ έ ν ο ι α π ό α υ ­ τ ο ύ ς ε θ ίζ ο ν τ α ι σ υ γ χ ρ ό ν ω ς κ α ι σ τ α β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά . Κ ά π ο τ ε έ π α ιρ ν α δ υ ο κ ά ψ ο υ λ ε ς ν ε μ π ο υ τ ά λ ( τ ω ν ιο ο m g ε κ ά σ τ η ) κ ά θ ε β ρ ά δ υ ε π ί τ έ σ σ ε ρ ε ις μ ή ν ε ς κ α ι δ ε ν π α ρ ο υ σ ία σ α σ τ ε ρ η τ ικ ά σ υ μ π τ ώ μ α τ α . Ο ε θ ισ μ ό ς σ τ α β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά ε ίν α ι ζ ή τ η μ α π ο σ ό τ η τ α ς . Π ι θ α ν ώ ς ν α μ η ν έ χ ο υ μ ε ν α κ ά ν ο υ μ ε μ ε μ ε τ α β ο λ ικ ό ε θ ισ μ ό ό π ω ς σ τ η μ ο ρ φ ίν η , α λ λ ά μ ε μ ία μ η χ α ν ικ ή α ν τ ίδ ρ α σ η λ ό γ ω τ η ς υ π ε ρ β ο λ ικ ή ς κ α ­ τ α σ τ ο λ ή ς τ ο υ π ρ ο σ θ ίο υ ε γ κ ε φ ά λ ο υ . Ο ε θ ισ μ έ ν ο ς σ τ α β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι μ ια ε ικ ό ν α π ο υ π ρ ο κ α ­ λ ε ί σ ο κ . Δ ε ν μ π ο ρ ε ί ν α σ υ ν τ ο ν ί σ ε ι τ ι ς κ ι ν ή σ ε ι ς τ ο υ , π α ρ α π α τ ά ε ι, π έ φ τ ε ι α π ό σ κ α μ ν ι ά τ ο υ μ π α ρ , α π ο κ ο ιμ ιέ τ α ι σ τ η μ έ σ η τ η ς π ρ ό τ α σ η ς , τ ο υ π έ ­ φ τ ο υ ν τ α φ α γ ιά α π ’ τ ο σ τ ό μ α . Β ρ ίσ κ ε τ α ι σ ε σ ύ γ χ υ σ η , ε ίν α ι ε ρ ισ τ ικ ό ς κ α ι η λ ίθ ιο ς . Κ α ι σ χ ε δ ό ν π ά ν τ α κ ά ν ε ι χ ρ ή σ η κ α ι ά λ λ ω ν ο υ σ ι ώ ν , ό ,τ ι π έ ­ σ ε ι σ τ α χ έ ρ ια τ ο υ : α λ κ ο ό λ , μ π ε ν ζ ε ν τ ρ ίν , ο π ιο ύ χ α , μ α ρ ιχ ο υ ά ν α . Ο ι χ ρ ή ­ σ τ ε ς β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ώ ν α ν τ ιμ ε τ ω π ίζ ο ν τ α ι μ ε ύ φ ο ς σ κ ω π τ ικ ό κ α ι μ ία κ α τ α ­ φ ρ ό ν ια α π ό τ ο κ ο ιν ω ν ικ ό σ ύ ν ο λ ο τ ω ν τ ο ξ ικ ο μ α ν ώ ν : « Κ ω λ ο χ α π ά κ η δ ε ς . Τ σ ίπ α δ ε ν έ χ ο υ ν π ά ν ω τ ο υ ς » . Τ ο ε π ό μ ε ν ο β ή μ α π ρ ο ς τ ο β ο ύ ρ κ ο ε ί ν α ι τ ο γ ά λ α μ ε τ ο φ ω τ α έ ρ ιο , ή ν α σ ν ι φ ά ρ ε ι ς α μ μ ω ν ία σ ε κ ο υ β ά — « Η φ τ ι ά ­ ξ η τ η ς κ α θ α ρ ίσ τ ρ ια ς κ α ι τ η ς π α ρ α δ ο υ λ ε ύ τ ρ α ς » . Έ χ ω τ η ν ε ν τ ύ π ω σ η π ω ς τ α β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά π ρ ο κ α λ ο ύ ν τ η χ ε ιρ ό τ ε ρ η δ υ ν α τ ή ε ξ ά ρ τ η σ η , α π ε χ θ ή , π ρ ό σ τ υ χ η , δ ύ σ κ ο λ η ν α θ ε ρ α π ε υ τ ε ί. Μ π ε ν ζ ε ν τ ρ ί ν . — Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ι α δ ιε γ ε ρ τ ικ ό τ ο υ ε γ κ ε φ ά λ ο υ ό π ω ς η κ ο κ α ΐν η . Μ ε γ ά λ ε ς δ ό σ ε ις π ρ ο κ α λ ο ύ ν π α ρ α τ ε τ α μ έ ν η α ϋ π ν ί α μ α ζ ί μ ε α ί ­ σ θ η σ η κ ε φ ι ο ύ κ α ι ε υ ε ξ ί α ς . Τ η φ ά σ η ε υ φ ο ρ ί α ς α κ ο λ ο υ θ ε ί μ ία φ ρ ιχ τ ή κ α τ ά θ λ ιψ η . Η ο υ σ ία έ χ ε ι τ η ν τ ά σ η ν α α υ ξ ά ν ε ι τ ο ά γ χ ο ς. Π ρ ο κ α λ ε ί δ υ ­ σ π ε ψ ί α κ α ι α ν ο ρ ε ξ ία . Έ χ ω υ π ό ψ η μ ο υ μ ο ν ά χ α μ ία π ε ρ ί π τ ω σ η ό π ο υ σ υ μ π τ ώ μ α τ α π ο λ ύ σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν α ε μ φ α ν ίσ τ η κ α ν μ ε τ ά τη σ τ έ ρ η σ η τ ο υ μ π ε ν ζ ε ν τ ρ ίν . Π ρ ό ­ κ ε ι τ α ι γ ι α κ ά π ο ια γ υ ν α ί κ α π ο υ ή ξ ε ρ α η ο π ο ία κ α τ α ν ά λ ω ν ε α π ί σ τ ε υ τ ε ς π ο σ ό τ η τ ε ς μ π ε ν ζ ε ν τ ρ ί ν γ ι α έ ξ ι μ ή ν ε ς . Σ τ ο δ ιά σ τ η μ α α υ τ ό π α ρ ο υ σ ία σ ε ν α ρ κ ω τ ικ ή ψ ύ χ ω σ η κ α ι χ ρ ε ιά σ τ η κ ε ν α ν ο σ η λ ε υ τ ε ί γ ια δ έ κ α μ έ ρ ε ς σ ε κ λ ι ν ι κ ή . Κ α τ ό π ιν σ υ ν έ χ ι σ ε ν α π α ί ρ ν ε ι μ π ε ν ζ ε ν τ ρ ί ν μ έ χ ρ ι π ο υ ξ α φ ν ι κ ά κ ά π ο ι α σ τ ιγ μ ή α ν α γ κ ά σ τ η κ ε ν α τ ο κ ό ψ ε ι . Τ ό τ ε π α ρ ο υ σ ί α σ ε κ ρ ί σ ε ι ς

284 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

α σ θ μ α τ ι κ ο ύ τ ύ π ο υ . Δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α α ν α π ν ε ύ σ ε ι κ ι ά ρ χ ισ ε ν α μ ε λ α ­ ν ι ά ζ ε ι . Τ η ς έ κ α ν α μ ια έ ν ε σ η α ν τ ι ι σ τ α μ ι ν ι κ ο ύ ( θ ε φ ε ρ έ ν ) κ α ι σ υ ν ή λ θ ε α μ έσ ω ς. Τα σ υμ π τώ μ α τα δ εν επ α νή λθ α ν.

Π ε γ ιό τ ( μ ε σ κ α λ ί ν η ) . — Χ ω ρ ίς κ α μ ιά α μ φ ιβ ο λ ία π ρ ό κ ε ιτ α ι π ε ρ ί δ ιε ­ γ ε ρ τ ικ ο ύ . Δ ια σ τ έ λ λ ε ι τ ι ς κ ό ρ ε ς , σ ε κ ρ α τ ά ε ι ξ ύ π ν ιο . Τ ο π ε γ ιό τ π ρ ο κ α λ ε ί ε ν τ ο ν ό τ α τ η ν α υ τ ί α . Ο ι χ ρ ή σ τ ε ς μ ε δ υ σ κ ο λ ία τ ο κ ρ α τ ά ν ε σ τ ο σ τ ο μ ά χ ι τ ο υ ς ώ σ τ ε ν α μ π ο ρ έ σ ο υ ν ν α α ι σ θ α ν θ ο ύ ν τ α α π ο τ ε λ έ σ μ α τ ά τ ο υ , τ α ο π ο ία ε ί ν α ι π α ρ ό μ ο ια , κ α τ ά κ ά π ο ιο ν τ ρ ό π ο , μ ε τ η ς μ α ρ ιχ ο υ ά ν α ς . Υ π ά ρ χ ε ι μ ια α υ ξ η μ έ ν η ε υ α ι σ θ η σ ί α σ τ α ε ρ ε θ ίσ μ α τ α , κ υ ρ ί ω ς τ α χ ρ ω μ α τ ικ ά . Η μ έ θ η τ ο υ π ε γ ιό τ δ η μ ιο υ ρ γ ε ί μ ια π α ρ ά ξ ε ν η φ υ τ ι κ ή σ υ ν ε ίδ η σ η ή τ α ύ τ ισ η μ ε τ ο σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο φ υ τ ό . Τ α π ά ν τ α φ α ν τ ά ζ ο υ ν σ α ν π ε γ ιό τ . Ε ίν α ι ε ύ κ ο λ ο ν α κ α τ α λ ά β ο υ μ ε γ ι α τ ί ο ι Ι ν δ ιά ν ο ι π ι σ τ ε ύ ο υ ν π ω ς μ ε ς σ τ ο ν κ ά κ τ ο π ε γ ιό τ κ α ­ τ ο ικ ε ί τ ο π ν ε ύ μ α τ ο υ . Υ π ε ρ β ο λ ικ ή δ ό σ η π ε γ ιό τ π ι θ α ν ώ ς ν α ε π ι φ έ ρ ε ι α ν α π ν ε υ σ τ ι κ ή π α ρ ά ­ λ υ σ η κ α ι θ ά ν α τ ο . Γ ν ω ρ ί ζ ω μ ια τ έ τ ο ι α π ε ρ ί π τ ω σ η . Δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι λ ό γ ο ς ν α π ισ τ ε ύ ο υ μ ε π ω ς τ ο π ε γ ιό τ ε ί ν α ι ε θ ισ τ ικ ό .

Bannisteria caapi ( Χ α ρ μ α λ ίν η , Μ π α ν ι σ τ ε ρ ί ν η , Τ η λ ε π α θ ίν η ) . — Η B a n n is t e r ia c a a p i ε ί ν α ι έ ν α α ν α ρ ρ ιχ η τ ικ ό π ο υ α ν α π τ ύ σ σ ε τ α ι γ ρ ή γ ο ρ α . Α π ’ ό ,τ ι φ α ίν ε τ α ι τ ο ε ν ε ρ γ ό σ υ σ τ α τ ικ ό τ η ς υ π ά ρ χ ε ι π α ν τ ο ύ μ έ σ α σ τ ο ξ ύ λ ο τ ο υ φ ρ ε σ κ ο κ ο μ μ έ ν ο υ φ υ τ ο ύ . Ο ε σ ω τ ε ρ ικ ό ς φ λ ο ιό ς θ ε ω ρ ε ίτ α ι το δ ρ α σ τ ικ ό τ ε ρ ο μ έ ρ ο ς , ε ν ώ τ α φ ύ λ λ α δ ε ν χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν τ α ι π ο τ έ . Α π α ι­ τ ε ί τ α ι μ ια σ η μ α ν τ ικ ή π ο σ ό τ η τ α φ υ τ ο ύ γ ι α ν α ν ι ώ σ ε ι κ α ν ε ί ς ο λ ό κ λ η ρ ο τ ο φ ά σ μ α δ ρ ά σ η ς τ η ς ο υ σ ία ς . Η δ ό σ η ε ί ν α ι π ε ρ ίπ ο υ π έ ν τ ε κ ο μ μ ά τ ια ξ υ ­ λ ώ δ ο υ ς β λ α σ τ ο ύ τ ω ν ε ί κ ο σ ι π ό ν τ ω ν α ν ά ά τ ο μ ο . Τ α κ ο μ μ ά τ ια π ο λ τ ο ­ π ο ιο ύ ν τ α ι κ α ι β ρ ά ζ ο ν τ α ι γ ια δ υ ο ή κ α ι π α ρ α π ά ν ω ώ ρ ε ς μ α ζ ί μ ε φ ύ λ λ α ε ν ό ς θ ά μ ν ο υ π ο υ έ χ ε ι κ α τ α χ ω ρ ισ τ ε ί ω ς

Palicourea sp., Rubiaceae.

Τ ο Γ ια χ έ ή Α γ ιο υ α χ ο υ ά σ κ α ( τ α π ιο σ υ ν η θ ι σ μ έ ν α ιν δ ι ά ν ι κ α ο ν ό μ α τ α τ η ς B a n n is t e r ia c a a p i) ε ί ν α ι έ ν α π α ρ α ισ θ η σ ιο γ ό ν ο ν α ρ κ ω τ ικ ό π ο υ π ρ ο ­ κ α λ ε ί ε ν τ ο ν ό τ α τ η δ ια τ α ρ α χ ή τ ω ν α ι σ θ ή σ ε ω ν . Σ ε υ π ε ρ δ ο σ ο λ ο γ ί α δ ρ α ω ς μ υ ο σ υ σ π α σ τ ικ ό δ η λ η τ ή ρ ιο . Τ ο α ν τ ίδ ο τ ο ε ί ν α ι κ ά π ο ιο β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά ή ά λ λ ο ισ χ υ ρ ό , σ π α σ μ ο λ υ τ ικ ό κ α τ α σ τ α λ τ ικ ό . Ό π ο ιο ς γ ι α π ρ ώ τ η φ ο ρ ά π α ί ρ ν ε ι Γ ια χ έ θ α π ρ έ π ε ι κ α λ ο ύ κ α κ ο ύ ν α έ χ ε ι π ρ ό χ ε ιρ ο έ ν α κ α τ α σ τ α λ ­ τ ικ ό σ ε π ε ρ ίπ τ ω σ η υ π ε ρ δ ο σ ο λ ό γ η σ η ς . Ο ι π α ρ α ισ θ η σ ια κ έ ς ιδ ιό τ η τ ε ς τ ο υ Γ ια χ έ έ κ α ν α ν τ ο υ ς Γ ια τ ρ ο μ ά ν τ η δ ε ς ν α τ ο χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν π ρ ο ς ε ν ίσ χ υ σ η τ ω ν δ υ ν ά μ ε ώ ν τ ο υ ς . Ε π ίσ η ς τ ο

ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟ ΞΙΚ Ο Μ Α ΝΙΑΣ

·

285

χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν σ α ν έ ν α φ ά ρ μ α κ ο γ ι α ό λ ε ς τ ι ς δ ο υ λ ε ιέ ς κ α ι τ ο χ ο ρ η γ ο ύ ν γ ι α ν α θ ε ρ α π ε ύ σ ο υ ν δ ι ά φ ο ρ ε ς α ρ ρ ώ σ τ ι ε ς . Τ ο Γ ια χ έ ρ ί χ ν ε ι τ η θ ε ρ μ ο ­ κ ρ α σ ί α τ ο υ σ ώ μ α τ ο ς κ α ι κ α τ ά σ υ ν έ π ε ι α ε ί ν α ι κ ά π ω ς χ ρ ή σ ιμ ο σ τ η ν α ν τ ιμ ε τ ώ π ισ η τ ο υ π υ ρ ε τ ο ύ . Ε ίν α ι ισ χ υ ρ ό α ν τ ιε λ μ ιν θ ικ ό κ α ι ε ν δ ε ί κ ν υ τ α ι σ τ η ν κ α τ α π ο λ έ μ η σ η τ ω ν σ κ ο υ λ η κ ιώ ν τ ο υ σ τ ο μ ά χ ο υ ή τ ω ν ε ν τ έ ρ ω ν . Τ ο Γ ια χ έ δ η μ ιο υ ρ γ ε ί μ ια κ α τ ά σ τ α σ η σ υ ν ε ι δ ο ύ ς α ν α ι σ θ η σ ί α ς , γ ι ’ α υ τ ό κ α ι χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ίτ α ι σ ε τ ε λ ε τ έ ς ό π ο υ ο ι μ ύ σ τ ε ς υ π ο β ά λ λ ο ν τ α ι σ ε ο δ υ ν η ρ έ ς δ ο κ ιμ α σ ίε ς ό π ω ς μ α σ τ ίγ ω σ η μ ε β λ α σ τ ο ύ ς π ο υ φ έ ρ ο υ ν κ ό μ π ο υ ς , ή έ κ ­ θ ε σ η σ τ α τ σ ιμ π ή μ α τ α μ υ ρ μ η γ κ ιώ ν . Ε ξ ό σ ω ν μ π ό ρ εσ α ν α α ν α κ α λ ύ ψ ω μ ό νο ο ι φ ρ εσ κ ο κ ο μ μ ένο ι β λ α ­ σ το ί έχ ο υν α π ο τέλ εσ μ α . Δ εν κ α τά φ ε ρ α ν α β ρ ω τρ ό π ο ν α ξ ε ρ ά ν ω , ν α α π ο μ ο ν ώ σ ω ή ν α δ ια τ η ρ ή σ ω τ ο ε ν ε ρ γ ό σ υ σ τ α τ ικ ό . Κ α ν έ ν α β ά μ μ α δ ε ν ε γ κ λ ώ β ι σ ε τ η δ ρ α σ τ ικ ή ο υ σ ί α . Ο ι ξ ε ρ α μ έ ν ο ι β λ α σ τ ο ί ε ί ν α ι ε ν τ ε λ ώ ς α ν ε ν ε ρ γ ο ί . Η φ α ρ μ α κ ο λ ο γ ία τ ο υ γ ια χ έ α π α ι τ ε ί ε ρ γ α σ τ η ρ ια κ ή έ ρ ε υ ν α . Α φ ο ύ τ ο π ρ ό χ ε ιρ ο ε κ χ ύ λ ισ μ α ε ί ν α ι έ ν α τ ό σ ο ισ χ υ ρ ό , π α ρ α ισ θ η σ ιο γ ό ν ο ν α ρ κ ω τ ικ ό , ί σ ω ς η σ ύ ν θ ε σ ι ς χ η μ ικ ώ ν π α ρ α λ λ α γ ώ ν τ ο υ ν α ο δ η γ ή σ ε ι σ ε α κ ό μ η π ιο ε ν τ υ π ω σ ι α κ ά α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α . Ε ί ν α ι σ ί γ ο υ ρ ο π ω ς τ ο θ έ μ α χ ρ ή ζ ε ι π ε ρ α ιτ έ ρ ω έ ρ ε υ ν α ς . * Δ ε ν π α ρ α τ ή ρ η σ α π α ρ ε ν έ ρ γ ε ιε ς π ο υ θ α μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν α α π ο δ ο θ ο ύ ν σ τ η λ ή ψ η Γ ια χ έ . Ο ι Γ ια τ ρ ο μ ά ν τ η δ ε ς π ο υ τ ο χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν α δ ιά κ ο π α σ τ η δ ο υ λ ε ιά π ο υ έ χ ο υ ν α ν α λ ά β ε ι φ α ί ν ο ν τ α ι ν α χ α ίρ ο υ ν ά κ ρ α ς υ γ ε ία ς . Γ ρ ή γ ο ρ α ο ο ρ γ α ν ισ μ ό ς α π ο κ τ ά α ν ο χ ή κ ι έ τ σ ι κ ά π ο ιο ς μ π ο ρ ε ί π λ έ ο ν ν α π ί ν ε ι τ ο ε κ χ ύ λ ισ μ α χ ω ρ ίς ν α π α ρ ο υ σ ιά σ ε ι ν α υ τ ί α ή ά λ λ η ά σ χ η μ η α ν τ ίδ ρ α σ η . Τ ο Γ ια χ έ ε ί ν α ι έ ν α ξ ε χ ω ρ ισ τ ό ν α ρ κ ω τ ικ ό . Η μ έ θ η π ο υ π ρ ο κ α λ ε ί έ χ ε ι ο ρ ισ μ έ ν ε ς ο μ ο ιό τ η τ ε ς μ ε τ η μ έ θ η τ ο υ χ α σ ίς . Κ α ι σ τ ι ς δ ύ ο π ε ρ ι π τ ώ σ ε ι ς π α ρ α τ η ρ ε ίτ α ι μ ια μ ε τ α β ο λ ή τ η ς α ν τ ί λ η ψ η ς , μ ια ε π έ κ τ α σ η τ η ς σ υ ν ε ί δ η ­ σ η ς π έ ρ α α π ό τ α ό ρ ια τ η ς σ υ ν ή θ ο υ ς ε μ π ε ιρ ία ς . Ό μ ω ς τ ο Γ ια χ έ π ρ ο κ α ­ λ ε ί μ ια β α θ ύ τ ε ρ η δ ια τ α ρ α χ ή τ ω ν α ι σ θ ή σ ε ω ν σ υ ν ο δ ε υ ό μ ε ν η α π ό π ρ α γ ­ μ α τ ικ έ ς π α ρ α ισ θ ή σ ε ις . Γ α λ ά ζ ιε ς λ ά μ ψ ε ι ς π ο υ ε μ φ α ν ίζ ο ν τ α ι σ τ ο ο π τ ικ ό π ε δ ίο ε ί ν α ι ιδ ια ίτ ε ρ α χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ έ ς τ η ς μ έ θ η ς τ ο υ Γ ια χ έ . Η σ τ ά σ ι ς π ο υ τ η ρ ε ί τ α ι α π έ ν α ν τ ι σ τ ο Γ ια χ έ π ο ι κ ί λ λ ε ι ε υ ρ έ ω ς . Π ο λ ­ λ ο ί Ι ν δ ιά ν ο ι κ α θ ώ ς κ α ι ο ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ι Λ ε υ κ ο ί π ο υ τ ο χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν

* Α π ό τότε που δημοσιεύτηκε το άρθρο έω ς τώρα έχω ανακαλύψει πως τα α λ­ καλοειδή της Bannisteria έχουν μεγάλη ομοιότητα με το LS D 6, το οποίο έχει χρησι­ μοποιηθεί πειραματικά για την πρόκληση ψυχώσεως. Ν ομίζω πως τώρα βρίσκονται ήδη στο L S D 2 5 .

286 ·

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ

φ α ίν ε τ α ι ν α το θ ε ω ρ ο ύ ν ω ς α π λ ά έ ν α α κ ό μ η π α ρ α σ κ ε ύ α σ μ α π ο υ φ έ ρ ν ε ι μ έ θ η ό π ω ς τ α α λ κ ο ο λ ο ύ χ α π ο τ ά . Γ ια κ ά π ο ιε ς ά λ λ ε ς ο μ ά δ ε ς η σ η μ α σ ία τ ο υ ε ίν α ι τ ε λ ε τ ο υ ρ γ ικ ή κ α ι χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ίτ α ι α ν α λ ό γ ω ς . Μ ε τ α ξ ύ τ ω ν Χ ίβ α ρ ο ο ι ν έ ο ι λ α μ β ά ν ο υ ν τ ο Γ ια χ έ ( Ν α τ ε έ μ α τ ο ο ν ο μ ά ζ ο υ ν ) γ ι α ν α έ λ ­ θ ο υ ν σ ε ε π α φ ή μ ε τ α π ν ε ύ μ α τ α τ ω ν π ρ ο γ ό ν ω ν τ ο υ ς κ α ι π α ίρ ν ο υ ν ο δ η ­ γ ί ε ς γ ι α τ ο μ έ λ λ ο ν τ ο υ β ίο υ τ ο υ ς . Χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι σ τ η δ ι ά ρ κ ε ια τ ω ν μ υ ή σ ε ω ν ώ σ τ ε ν α α ν α ισ θ η τ ο π ο ιη θ ο ύ ν ο ι μ ύ σ τ ε ς γ ι α τ ι ς ε π ώ δ υ ν ε ς δ ο κ ι­ μ α σ ίε ς π ο υ τ ο υ ς π ε ρ ιμ έ ν ο υ ν . Ο ι Γ ια τ ρ ο μ ά ν τ η δ ε ς τ ο χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν π ά ­ ν τ α σ τ η δ ο υ λ ε ιά τ ο υ ς γ ια ν α δ ο ύ ν ε τ α μ ε λ λ ο ύ μ ε ν α , ν α ε ν τ ο π ίσ ο υ ν τ α χ α μ έ ν α ή τ α κ λ ε μ μ έ ν α α ν τ ικ ε ίμ ε ν α , ν α κ α τ ο ν ο μ ά σ ο υ ν τ ο ν δ ρ ά σ τ η ε ν ό ς ε γ κ λ ή μ α τ ο ς , ν α δ ι α γ ν ώ σ ο υ ν κ α ι ν α θ ε ρ α π ε ύ σ ο υ ν α σ θ έ ν ε ιε ς .

Το αλκαλοειδές της Bannisteria caapi απομονώθηκε το 1923 από τον Φίσερ Κάρντενας. Ονόμασε το αλκαλοειδές Τηλεπαθίνη, άλλως Μπανιστερίνη ή Γιαχεΐνη. Ο Ρουμφ έδειξε πως η Τηλεπαθίνη ταυτίζε­ ται με τη Χαρμίνη, το αλκαλοειδές του Perganum Harmala. Α π ’ ό ,τ ι φ α ί ν ε τ α ι η B a n n is t e r ia c a a p i δ ε ν π ρ ο κ α λ ε ί ε θ ισ μ ό .

Μ ο σ χ ο κ ά ρ υ δ ο .— Ν α υ τ ικ ο ί κ α ι κ α τ ά δ ικ ο ι σ υ χ ν ά κ α τ α φ ε ύ γ ο υ ν σ τ ο μ ο σ χ ο κ ά ρ υ δ ο . Κ α τ α π ίν ο υ ν μ ε ν ε ρ ό μ ια κ ο υ τ α λ ιά τ η ς σ ο ύ π α ς π ε ρ ίπ ο υ . Τ α α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α ε ί ν α ι κ ά π ω ς σ α ν τ η ς μ α ρ ιχ ο υ ά ν α ς α λ λ ά μ ε π ο ν ο κ ε φ ά λ ο υ ς κ α ι ν α υ τ ία . Π ιθ α ν ώ ς ο θ ά ν α τ ο ς ν α ε π έ ρ χ ε τ α ι π ρ ιν τ ο ν ε θ ισ μ ό ε ά ν ό ν τ ω ς δ η μ ιο υ ρ γ ε ίτ α ι κ ά τ ι τ έ τ ο ιο . Έ χ ω π ά ρ ε ι μ ο σ χ ο κ ά ρ υ δ ο μ ό ν ο μ ία φ ο ρ ά . Α ρ κ ε τ ά ν α ρ κ ω τ ι κ ά τ η ς ο ι κ ο γ έ ν ε ια ς τ ο υ μ ο σ χ ο κ ά ρ υ δ ο υ χ ρ η σ ιμ ο ­ π ο ι ο ύ ν τ α ι α π ό τ ο υ ς Ι ν δ ι ά ν ο υ ς τ η ς Ν ό τ ια ς Α μ ε ρ ικ ή ς . Σ υ ν ή θ ω ς λ α μ β ά ν ο ν τ α ι μ ε ρ ιν ικ έ ς ε ισ π ν ο έ ς τ η ς α π ο ξ η ρ α μ έ ν η ς σ κ ό ν η ς τ ο υ φ υ τ ο ύ . Ο ι Μ ά γ ο ι τ η ς φ υ λ ή ς π α ίρ ν ο υ ν τ ις β λ α π τ ικ ό τ α τ ε ς α υ τ έ ς ο υ σ ίε ς κ α ι π έ ­ φ τ ο υ ν σ ε σ π α σ μ ο ύ ς . Ο ι σ υ σ π ά σ ε ις κ α ι τ ο π α ρ α λ ή ρ η μ ά τ ο υ ς θ ε ω ρ ε ίτ α ι π ω ς έ χ ε ι π ρ ο φ η τ ικ ή σ η μ α σ ία . Έ ν α ς φ ίλ ο ς μ ο υ υ π έ φ ε ρ ε ά σ χ η μ α μ ε σ π α σ μ ο ύ ς κ α ι ε μ ε τ ο ύ ς ε π ί τ ρ ε ι ς η μ έ ρ ε ς ό τ α ν π ε ιρ α μ α τ ίσ τ η κ ε σ τ η Ν ό ­ τ ιο Α μ ε ρ ικ ή μ ε ο υ σ ί α τ η ς ο ικ ο γ έ ν ε ια ς τ ο υ μ ο σ χ ο κ ά ρ υ δ ο υ . Ν τ ά τ ο υ ρ α - σ κ ο π ο λ α μ ί ν η . — Σ υ χ ν ά ο ι μ ο ρ φ ι ν ο μ α ν ε ίς π α θ α ί ν ο υ ν δ η λ η τ η ρ ία σ η κ α θ ώ ς π α ί ρ ν ο υ ν μ ο ρ φ ίν η π ο υ π ε ρ ιέ χ ε ι σ κ ο π ο λ α μ ίν η . Ε ίχ α β ρ ε ι κ ά π ο τ ε κ ά τ ι α μ π ο ύ λ ε ς π ο υ π ε ρ ιε ίχ α ν ί ο m g μ ο ρ φ ίν η κ α ι 0 ,6 5 n ig σ κ ο π ο λ α μ ίν η ς η κ ά θ ε μ ία . Σ κ έ φ τ η κ α ό τ ι τ ο 0 ,6 5 m g σ κ ο π ο λ α μ ίν η ς ή τ α ν α μ ε λ η τ έ α π ο σ ό τ η τ α κ α ι χ τ ύ π η σ α έ ξ ι α μ π ο ύ λ ε ς σ ε μ ια δ ό σ η . Τ ο α π ο τ έ λ ε σ μ α ή τ α ν μ ια γ ε ρ ή ψ ύ χ ω σ η π ο υ κ ρ ά τ η σ ε α ρ κ ε τ έ ς ώ ρ ε ς κ α ι

ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ Τ ΟΞΙΚ ΟΜ ΑΝΙΑΣ

·

287

α π ό τ η ν ο π ο ία δ ι έ φ υ γ α χ ά ρ ις σ τ η ν έ γ κ α ιρ η π α ρ έ μ β α σ η τ ο υ π ο λ ύ π α θ ο υ π λ έ ο ν σ π ιτ ο ν ο ικ ο κ ύ ρ η μ ο υ . Τ η ν ά λ λ η μ έ ρ α δ ε ν θ υ μ ό μ ο υ ν τ ίπ ο τ α . Π α ρ α σ κ ε υ ά σ μ α τ α α π ό φ υ τ ά τ η ς ο μ ά δ α ς τ η ς ν τ ά τ ο υ ρ α ς χ ρ η σ ι­ μ ο π ο ι ο ύ ν τ α ι α π ό Ι ν δ ι ά ν ο υ ς τ η ς Ν ό τ ια ς Α μ ε ρ ι κ ή ς κ α ι τ ο υ Μ ε ξ ι κ ο ύ . Α να φ έρ ετα ι π ω ς σ υχ νά υπ ά ρ χ ο υν θύμ α τα . Ο ι Ρ ώ σ ο ι έ χ ο υ ν χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ε ι μ ε α μ φ ίβ ο λ α α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α τ η σ κ ο π ο λ α μ ίν η γ ια ν α α π ο σ π ά σ ο υ ν ο μ ο λ ο γ ίε ς . Τ ο υ π ο κ ε ίμ ε ν ο μ π ο ρ ε ί ν α έ χ ε ι δ ιά θ ε σ η ν α α π ο κ α λ ύ ψ ε ι τ α μ υ σ τ ικ ά τ ο υ , α λ λ ά ν α μ η ν ε ί ν α ι σ ε θ έ σ η ν α τ α θ υ μ η θ ε ί. Η β ιτ ρ ίν α σ υ χ ν ά μ π ε ρ δ ε ύ ε τ α ι μ ε τ ι ς μ υ σ τ ικ έ ς π λ η ρ ο φ ο ­ ρ ίε ς κ α ι δ ε ν β γ ά ζ ε ις ά κ ρ η . Μ α θ α ίν ω π ω ς η μ ε σ κ α λ ίν η α π ε δ ε ίχ θ η ιδ ια ίτ ε ­ ρ α α π ο τ ε λ ε σ μ α τ ικ ή σ τ η ν ε κ μ α ίε υ σ η π λ η ρ ο φ ο ρ ιώ ν α π ό υ π ό π τ ο υ ς .

Η μ ο ρ φ ιν ικ ή ε ξ ά ρ τ η σ η ε ί ν α ι μ ία μ ε τ α β ο λ ικ ή α σ θ έ ν ε ι α π ο υ π ρ ο κ α λ ε ί τ α ι α π ό τ η λ ή ψ η μ ο ρ φ ίν η ς . Κ α τ ά τ η γ ν ώ μ η μ ο υ η ψ υ χ ο λ ο γ ικ ή θ ε ρ α ­ π ε ί α ό χ ι μ ό ν ο ε ί ν α ι ά χ ρ η σ τ η α λ λ ά κ α ι α ν τ ε ν δ ε ί κ ν υ τ α ι . Σ τ α τ ισ τ ικ ά ο ι ά ν θ ρ ω π ο ι π ο υ ε θ ί ζ ο ν τ α ι σ τ η μ ο ρ φ ίν η ε ί ν α ι ε κ ε ί ν ο ι π ο υ έ χ ο υ ν π ρ ό σ β α ­ σ η σ ε α υ τ ή ν : γ ια τ ρ ο ί, ν ο σ ο κ ό μ ε ς , ό λ ο ι ό σ ο ι έ χ ο υ ν ε π α φ ή μ ε π η γ έ ς σ τ η μ α ύ ρ η α γ ο ρ ά . Σ τ η ν Π ε ρ σ ία ό π ο υ τ ο ό π ιο π ω λ ε ί τ α ι ε λ ε ύ θ ε ρ α σ τ α α ν ά ­ λ ο γ α κ α τ α σ τ ή μ α τ α , τ ο 7 0 τ ο ις ε κ α τ ό τ ο υ ε ν ή λ ικ ο υ π λ η θ υ σ μ ο ύ ε ίν α ι ε θ ισ μ έ ν ο . Θ α π ρ έ π ε ι λ ο ιπ ό ν ν α ψ υ χ ο - α ν α λ ύ σ ο υ μ ε μ ε ρ ικ ά ε κ α τ ο μ μ ύ ρ ια Π έ ρ σ ε ς γ ι α ν α β ρ ο ύ μ ε τ ι ς β α θ ύ τ ε ρ ε ς ψ υ χ ι κ έ ς σ υ γ κ ρ ο ύ σ ε ις κ α ι τ ι ς α γ ­ χ ώ δ ε ις κ α τ α σ τ ά σ ε ι ς π ο υ τ ο υ ς ο δ ή γ η σ α ν σ τ η χ ρ ή σ η τ ο υ ο π ίο υ ; Δ ε ν ν ο ­ μ ίζ ω . Σ ύ μ φ ω ν α μ ε τ η ν ε μ π ε ιρ ία μ ο υ ο ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ι τ ο ξ ι κ ο μ α ν ε ί ς δ ε ν π ά σ χ ο υ ν α π ό ν ε ύ ρ ω σ η κ α ι δ ε ν χ ρ ή ζ ο υ ν ψ υ χ ο θ ε ρ α π ε ία ς . Η θ ε ρ α π ε ία μ ε α π ο μ ο ρ φ ίν η κ α θ ώ ς κ α ι π ρ ό σ β α σ ις σ ε α π ο μ ο ρ φ ίν η σ ε π ε ρ ίπ τ ω σ η υ π ο ­ τ ρ ο π ή ς σ ίγ ο υ ρ α θ α σ υ ν τ ε λ ο ύ σ ε σ ε υ ψ η λ ό τ ε ρ α π ο σ ο σ τ ά ε π ιτ υ χ ο ύ ς θ ε ­ ρ α π ε ία ς ( κ α ι μ ε μ ό ν ιμ α α π ο τ ε λ έ σ μ α τ α ) α π ό ο π ο ιο δ ή π ο τ ε π ρ ό γ ρ α μ μ α « ψ υ χ ο λ ο γ ικ ή ς α π ο κ α τ ά σ τ α σ η ς » .

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Μπορώ να νιώσω [...] (σ. 2ΐ): Το πρώτο κεφάλαιο— που είναι άτιτλο— έφερε αρχικά τον τίτλο «Φωνές». Το κεφάλαιο αυτό αποτελεί τον αμε­ ρικανικό άξονα του βιβλίου και κατά κάποιον τρόπο λειτουργεί ως κρί­ κος σύνδεσης με το προηγούμενο βιβλίο του συγγραφέα, το Junky. Μικρός Άμπνερ (σ. 22): Ο L i’ l Abner ήταν διάσημη φιγούρα σχεδιοϊστορίας του Α 1Capp, η οποία δημοσιευόταν σε όλες σχεδόν τις αμερικάνικες εφημερίδες από το 1934 και μετά. Ο «φλώρος» είναι ο γιάπης της επο­ χής, που, όπως και τώρα, χειραγωγεί τις συνειδήσεις και τα γούστα της αμερικανικής κοινωνίας. Σαν διαφημιστής είχε δουλέψει και ο ίδιος ο Burroughs για μικρό διάστημα στη Νέα Υόρκη, στα τέλη του 1941· Γρυλλιάζω [grass] (σ. 22): Κατασκεύασα το ρήμα από το γρύλλο (το έντο­ μο) κατ’ αναλογία του p. grass, το οποίο έχει προκύψει από σύντμηση της λ. grasshopper (1ακρίδα, γρύλλος) που κάνει ρίμα με το copper, και που στην Αγγλία σήμαινε παλιότερα αστυνόμος (στην ομοιοκατάληκτη ιδιόλεκτο του υποκόσμου). Αρχές του 2οσύ αι. η λ. grasshopper πήρε προέκταση στη σημασία της και, ως σκέτο grass, σήμαινε πλέον δίνω κάποιον στουςμπάτσους, καρφώνω. Κάτι τέτοια μαγκίτικα ο Β . τα είχε ξεσηκώσει από τον Εγγλέζο γκάνγκστερ Paul Lund που κυκλοφορού­ σε τότε στην Ταγγέρη και με τον οποίο έκανε καλή παρέα. Φίλλυ [Philly] (σ. 22): Φιλαδέλφεια. Σι [Chi] (σ. 22): Σικάγο. Βιτζιλάντης [...] παρατσούκλι του (σ. 23): Οι βιτζιλάντηδες (δηλ. τα οπλι­ σμένα μέλη των Επιτροπών Επαγρύπνησης— Vigilance Committees) ήταν οι αυτόκλητοι τιμωροί σε μέρη όπου δεν είχε οργανωθεί ακόμη η αστυνομία, όπως για παράδειγμα στις ακριτικές περιοχές την εποχή της χρυσοθηρίας (μέσα του 19ου αι.). Στον αμερικάνικο Νότο ήσαν ο φόβος κι ο τρόμος των Νέγρων, κι όποιας άλλης μυστήριας μειονότη­ τας, διότι θεωρώντας εαυτούς ως την οργή του Θεού γαμούσαν κι έδερναν ασυστόλως. Άλλες εκδοχές ελληνικής απόδοσης του Vigi­ lante: Μπόγιας (με την παλαιότερη σημασία, του δήμιου), Τραμπού­ κος, Βιγλάτορας. 289

290 ·

Σ ΗΜ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

Τον φλόμωσε [...] μπήχτης (σ. 23): Στο κείμενο, ένας ελαφρά παραποιη­ μένος— ως προς το φύλο— στίχος τραγουδιού του Δευτέρου Παγκο­ σμίου Πολέμου με διφορούμενο περιεχόμενο (το τραγούδι αναφέρεται στο παράπονο αδειούχου φαντάρου που δεν του κάθεται η καλή του): Eager Beaver wooing him much too fast. Η απόδοσή του ξεφεύγει εντελώς, γι’ αυτό άλλωστε το σημειώνω. Κ.Υ. (σ. 23): Αμερικάνικη μάρκα βαζελίνης, σπερματοκτόνων αλοιφών και συναφών φαρμακευτικών προϊόντων. Τα σωληνάρια λιπαντικού της εταιρείας θα πρέπει να ήσαν εκ των ων ουκ άνευ διά την καλή έκ­ βαση της πισωκέντας. Από τις εμμονές του συγγραφέα. Τζο Γκουλντ (σ. 24): Ο Joe Gould, γνωστή περιθωριακή φιγούρα του Γκρίνουιτς Βίλλατζ στη δεκαετία του ’40, ήταν ένας μισοπάλαβος απόφοιτος του Harvard, που, με αντίτιμο μερικά ποτά, σου ξεφούρνιζε το έπος του που είχε τίτλο «Η Προφορική Ιστορία των Καιρών μας», σου έκανε το γλάρο (εξ ου και το παρατσούκλι του: Professor Seagull) και άλλα τέτοια εντυπωσιακά. Ένας βέρος πρωτο-beat. Πρόσφατα ο μύθος του γυρίστηκε και σε ταινία {Joe Gould s Secret, 2000). Μπιλλ Γκέινς [...] παλτό κάποιου άλλου (σ. 24): Όπως ξέρουμε από το Junky, η ειδικότης του συγκεκριμένου ήρωα ήταν η υπεξαίρεση παλ­ τών και η κατάθεσή τους στα ενεχυροδανειστήρια. Αέβενγουορθ (σ. 25): Η μεγαλύτερη φυλακή υψίστης ασφαλείας των ΗΠΑ. Βρίσκεται στην ομώνυμη πόλη του Κάνσας. Χαμογελάκια,Ήρθε η ώρα [...], Λένε πως [...] (σ. 26): Αντιστοίχως, τα τραγούδια: «Smiles», «I’ m in the Mood for Love» και «They Say We’re Too Young to Go Steady» (το πρώτο, επιτυχία της μπάντας Red Nichols and his Five Pennies το 1929, ενώ το δεύτερο, γνωστό τόσο από τον Louis Armstrong [1935 ] όσο και από τον Tommy Dorsey αλλά και τον Charlie Parker στη δεκαετία του ’40). Ηστ Σαιντ Λούις [...] Περού (σ. 32): Οι ποταμοί Ιλλινόι και Μιζούρι συ­ ναντούν τον Μισισιπή περίπου στο ύψος του Σαιντ Λούις. (Το ίδιο το Σαιντ Λούις είναι χτισμένο εκατέρωθεν του Μισισιπή.) Στις πεδιάδες των ποταμών αυτών αναπτύχθηκαν από τον 8ο μ.Χ. ως τον 15ο μ.Χ. αιώνα διάφοροι γεωργικοί πολιτισμοί που είναι γνωστοί συλλογικά ως «πολιτισμοί του Μισισιπή». Αφησαν πίσω τους κάποια οικιστικά κέ­ ντρα και άφθονες χωμάτινες κατασκευές μεγάλων διαστάσεων (κυρί­ ως γήλοφους ή «τύμβους» που μαρτυρούν μεξικανικές επιδράσεις), γι’ αυτό και οι λαοί αυτοί είναι επίσης γνωστοί ως «κατασκευαστές τύμβων» (mound builders). Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πως οι θρησκευτικές δραστηριότητες και οι τελετουργίες τους επικεντρώ­

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

·

291

νονταν στη λατρεία των προγόνων και των υπερφυσικών όντων. Το Μάουντβιλλ, στην Αλαμπάμα, είναι μια από τις χιλιάδες γνωστές αρ­ χαιολογικές θέσεις της λεκάνης του Μισισιπή. (Ανάλογες κατασκευές στο Δυτικό Περού επιφανειακή μόνο ομοιότητα φέρουν με τα έργα των «τυμβοποιών».) Σημερινοί απόγονοι των Μισισιπή θεωρούνται οι Τσερόκι και κάποιες κοινότητες των Σιου της περιοχής, τσόχινο πλατύγυρο καπέλο (σ. 33 )·’ Stetson, στο πρωτότυπο (εμπορική ονομασία). Για την ευκολία της ανάγνωσης, δύο ακόμη εμπορικές φίρ­ μες, άγνωστες εδώ αλλά πολύ γνωστές στις ΗΠΑ, έχουν αποδοθεί πε­ ριφραστικά εντός του κειμένου: το Saniflush (προϊόν καθαρισμού για τη λεκάνη της τουαλέτας, ανάλογο με το δικό μας Harpic, ή το ακουα­ φόρτε) και τα Kotex (ως χαρτοβάμβακα, σερβιέτες). Κ.Ε. (σ. 33 ): Ο παιδικός φίλος του συγγραφέα, Kells Elvins. Την εποχή εκείνη (καλοκαίρι του 1957) ο'Ελβινς ζει στην Κοπεγχάγη. Προσκαλεί τον Β. στη Δανία και μαζί πηγαίνουν ως τη Σουηδία. Αν και οι εντυπώ­ σεις του Β. δεν ήσαν καθόλου καλές, εν τούτοις παραμένει στην Κο­ πεγχάγη για δυο ακόμη μήνες, όπου και συμπληρώνει το υλικό τού In­ terzone (όπως ήταν γνωστό τότε το βιβλίο στην παρέα— και ως τα μέσα του 1958 , οπότε επικρατεί πλέον ο τίτλος «Naked Lunch», τίτλος που βρίσκεται «σε αναμονή» από το 1945)· Κατόπιν επιστρέφει στην Ταγγέρη και ξαναγράφει το κεφ. Μπένγουεϋ (βλ. και σημ. «Φρηλανδία», επόμενη σελίδα). Ο'Ελβινς είναι αυτός που παρότρυνε τον Β. το 1950 να γράψει το Junky , ενώ από κοινού είχαν σκαρώσει το «Twi­ light’s Last Gleamings» στα 1938, όπου πρωτοκάνει την εμφάνισή του ο περιβόητος Δρ Μπένγουεϋ. παρηγορικό [PG] (σ. 34 ): Βάμμα οπίου με πολύ χαμηλή περιεκτικότητα μορφίνης (0,05%), πολύ ασθενέστερο από το λάβδανο, νεμπουτάλ [nembies, goof balls] (σ. 34): Βαρβιτουρικά χάπια (εμπορική ονομασία). Τόμας και Τσάρλι (σ. 35): Πρόκειται για τη μεξικάνικη πόλη Tamazunchale που βρίσκεται στους πρόποδες της Ανατολικής Σιέρρα Μάντρε. Λένε πως το όνομά της είναι παραφθορά του «Thomas and Charlie», ονόματα δυο μεταλλωρύχων που τριγυρνούσαν παλιά στην περιοχή, σκέτο μπουρίνι μαύρο που του ταρακουνάει τα κόκαλα (σ. 36): Αν και θε­ ωρώ μάταιο κόπο να προσπαθείς να εντοπίσεις λογοτεχνικές αναφορές, και μάλιστα τόσο συγκαλυμμένες όσο στο Naked Lunch , εν τούτοις θα σημειώσω πως η φράση αυτή (like a great black wind through the bones) υπάρχει αυτούσια και στο γνωστό ποίημα Anabase (1924 ) του Γάλλου Saint-John Perse (1887 - 1975) — στη μετάφραση του Τ. S. Eliot

292 ·

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

τ ο υ 1 9 3 0 — κ α ι θ α τ ο ν ίσ ω π ω ς ε ίν α ι α μ έ τ ρ η τ ο ι ο ι σ υ γ γ ρ α φ ε ίς , π ο υ μ ε τ η ν ε ν τ υ π ω σ ια κ ή τ ο υ μ ν ή μ η , δ ια ρ κ ώ ς α ν α κ α λ ε ί ο Β . σ τ α κ ε ίμ ε ν ά τ ο υ . ( « Α π ό τ η σ τ ιγ μ ή π ο υ υ π ά ρ χ ο υ ν τ ό σ ο κ α λ έ ς π ε ρ ιγ ρ α φ έ ς α π ό ά λ λ ο υ ς σ υ γ γ ρ α φ ε ίς γ ια τ ί ν α μ η χ ρ η σ ιμ ο π ο ιη θ ο ύ ν α υ τ ο ύ σ ιε ς σ ε έ ν α ν έ ο μ υ θ ι­ σ τ ό ρ η μ α ; [ . . . ] Λ ε η λ α τ ή σ τ ε τ ο Λ ο ύ β ρ ο ! A b a s l ’ o r ig in a lit e — V iv e le ν ο ί » , ό π ω ς χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά γ ρ ά φ ε ι σ τ ο « L e s V o le u r s » .) Η μ έ ρ α τ ω ν Ν ε κ ρ ώ ν [ . . . ] Ο υ ίλ λ υ ( σ . 4 0 ) : Β ρ ισ κ ό μ α σ τ ε σ τ ο Μ ε ξ ικ ό κ α ι ε ί ­ ν α ι η D ia d e lo s M u e r t o s (2 Ν ο ε μ β ρ ίο υ ) , η π ιο π ο λ ύ χ ρ ω μ η γ ιο ρ τ ή , η ε π ο μ έ ν η τ ω ν Α γ ίω ν Π ά ν τ ω ν , κ ι ό λ ο ι γ ιο ρ τ ά ζ ο υ ν κ α ι π α ν τ ο ύ β λ έ π ε ις νεκ ρ ο κ εφ α λ έ ς κ α ι σ κ ελ ε το ύ ς από χ α ρ τί κ α ι ξύ λ ο , ακόμ η κ ι α πό σ ο κο ­ λ ά τ α , ή σ ε ζ α χ α ρ ω τ ά . Ο μ ικ ρ ό ς Ο υ ίλ λ υ ε ί ν α ι β έ β α ια ο 3 χ ρ ο ν ο ς ( τ ό τ ε ) W illia m S e w a r d B u r r o u g h s III, ο π ο λ ύ π α θ ο ς γ ιο ς τ ο υ σ υ γ γ ρ α φ έ α κ α ι τ η ς J o a n V o llm e r. Χ ά ι Α λ ά ι [ J a i L a i] ( σ . 4 0 ) : Β ά σ κ ικ ο π α ιχ ν ίδ ι, π ο λ ύ α γ α π η τ ό σ τ ο Μ ε ξ ικ ό . Π α ίζ ε τ α ι α π ό

2ή 4 ά το μ α

σ ε κ λ ε ισ τ ό γ ή π ε δ ο μ ε μ π α λ ά κ ι κ α ι μ ια π α ρ ά ­

ξ ε ν η π λ ε χ τ ή ψ ά θ ιν η « ρ α κ έ τ α » σ α ν φ ω λ ιά , π ο υ δ έ ν ε τ α ι σ τ ο δ ε ξ ιό κ α ρ π ό . Τ ζ έ ιν ( σ .

4ΐ ) :

Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ια τ η ν Τ ζ ό α ν Β ό λ λ μ ε ρ , ά λ λ ω ς κ υ ρ ία Μ π ά ρ ο ο υ ζ ,

π ο υ τ ο φ θ ιν ό π ω ρ ο τ ο υ 1951 ά φ η σ ε ά δ ο ξ α τ α κ ό κ α λ ά τ η ς σ τ ο Μ ε ξ ικ ό , θ ύ μ α τ ο υ « Γ ο υ λ ιέ λ μ ο υ Τ έ λ λ ο υ » . Έ ν α χ ρ ό ν ο ν ω ρ ίτ ε ρ α η Τ ζ ό α ν ε ίχ ε π ά ­ ε ι σ τ η ν Κ ο υ ε ρ ν α β ά κ α γ ια ν α υ π ο β ά λ ε ι α ίτ η σ η δ ια ζ υ γ ίο υ ( π α ρ ’ ό τ ι δ ε ν ε ίχ α ν ε π ίσ η μ α π α ν τ ρ ε υ τ ε ί, η κ ο ιν ή τ ο υ ς σ υ μ β ίω σ η κ α ι η ύ π α ρ ξ η τ ο υ π α ιδ ιο ύ λ ο γ ιζ ό τ α ν ω ς γ ά μ ο ς γ ια τ η μ ε ξ ικ α ν ικ ή ν ο μ ο θ ε σ ία ) , δ ια δ ικ α σ ία π ο υ ο υ δ έ π ο τ ε τ η ν ο λ ο κ λ ή ρ ω σ ε . Ο Β . π ρ ω τ ο π η γ α ίν ε ι σ τ η ν Τ α γ γ έ ρ η τ ο ν Ι α ν ο υ ά ρ ιο τ ο υ 1954· Φ ρ η λ α ν δ ία ( σ .

4ΐ ) :

Ο « τ ό π ο ς τ ω ν ζ ω ν τ α ν ώ ν ν ε κ ρ ώ ν » ό π ω ς τ ο ν ε ίχ ε σ υ λ -

λ ά β ε ι ο σ υ γ γ ρ α φ έ α ς π ρ ιν α κ ό μ α τ ο ν ε π ισ κ ε φ θ ε ί. Ό τ α ν τ ο 1957 μ ε τ η β ο ή θ ε ια τ ω ν J a c k K e r o u a c - A lle n G in s b e r g - A la n A n s e n τ ο η μ ιτ ε λ έ ς α κ ό μ η χ ε ιρ ό γ ρ α φ ο α π ο κ τ ά μ ια κ ά π ω ς ε υ π α ρ ο υ σ ία σ τ η μ ο ρ φ ή , ο Β . α φ ή ν ε ι τ η ν Τ α γ γ έ ρ η κ α ι ε π ισ κ έ π τ ε τ α ι α υ τ ό ν τ ο ν σ κ α ν δ ιν α β ικ ό ά ξ ο ν α τ ο υ β ιβ λ ίο υ . Σ τη δ ίμ η ν η π α ρ α μ ο ν ή τ ο υ σ τ η ν Κ ο π ε γ χ ά γ η ο λ ο κ λ η ρ ώ ν ε ­ τ α ι μ έ σ α τ ο υ η ε ικ ό ν α τ ο υ σ κ α ν δ ιν α β ικ ο ύ μ ο ν τ έ λ ο υ . Η π ό λ η μ π ο ρ ε ί μ ε ν ν α μ η ν τ ο υ ά ρ ε σ ε , έ δ ρ α σ ε ό μ ω ς κ α τ α λ υ τ ικ ά σ τ ο ν α σ υ ν ε ιδ η τ ο π ο ι­ ή σ ε ι τ ι α κ ρ ιβ ώ ς έ γ ρ α φ ε ε κ ε ίν α τ α

3 χ ρ ό ν ια

σ τ ο Μ α ρ ό κ ο . (« Τ ο π ρ α γ μ α ­

τ ικ ό θ έ μ α τ ο υ μ υ θ ισ τ ο ρ ή μ α τ ο ς ε ί ν α ι η Α π ο κ α θ ή λ ω σ η κ α ι Β ε β ή λ ω σ η τ η ς Α ν θ ρ ώ π ιν η ς Ε ικ ό ν α ς α π ό τ ο υ ς ε λ ε γ χ ο μ α ν ε ίς π ο υ δ ια σ π ε ίρ ο υ ν τ ο ν ιό τ ο υ ε θ ισ μ ο ύ » , Α ύ γ . ’ 57·) Σ τ η ν α λ λ η λ ο γ ρ α φ ία τ ο υ τ η ν α ν α φ έ ρ ε ι ω ς F r e e la n d t ε ν ώ σ τ ο F r e e la n d R e p u b lic .

Naked Lunch ε ί ν α ι μ ε τ α γ ε γ ρ α μ μ έ ν η ω ς F r e e la n d ή

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

·

293

Π ρ ο σ α ρ τ ία [A n n e x ia ] ( σ . 4 2 ) : Η Π ρ ο σ α ρ τ ία ε ί ν α ι ο τ ρ ίτ ο ς ά ξ ο ν α ς τ ο υ β ι­ β λ ίο υ . Κ ο υ β α λ ά ε ι μ έ σ α τ η ς τ ο υ ς α π ό η χ ο υ ς τ η ς Π ό λ η ς τ ο υ Μ ε ξ ικ ο ύ ( ε π ί Α λ ε μ ά ν ) κ α ι τ ω ν « Δ η μ ο κ ρ α τ ιώ ν » τ η ς Λ α τ ιν ικ ή ς Α μ ε ρ ικ ή ς ( Π α ν α ­ μ ά ς , Ε κ ο υ α δ ό ρ , Κ ο λ ο μ β ία , Π ε ρ ο ύ ) — γ ρ α φ ε ιο κ ρ α τ ία , ε λ έ γ χ ο υ ς τ η ς α σ τ υ ν ο μ ία ς , π α ρ α κ ο λ ο υ θ ή σ ε ις , σ υ λ λ ή ψ ε ι ς , υ π ο τ υ π ώ δ ε ις σ υ ν θ ή κ ε ς υ γ ιε ιν ή ς . Τ η λ έ ξ η τ η ν κ α τ α σ κ ε ύ α σ α κ α τ ’ α ν α λ ο γ ία τ η ς ε π ιν ο η μ έ ν η ς λ . A n n e x ia ( ε κ τ ο υ p . a n n e x /προσαρτώ). Ο Β . έ ζ η σ ε σ τ η Λ α τ ιν ικ ή Α μ ε ­ ρ ικ ή ( κ υ ρ ίω ς σ τ η ν Π ό λ η τ ο υ Μ ε ξ ικ ο ύ ) α π ό τ ο φ θ ιν ό π ω ρ ο τ ο υ 1949 ω ς τ ο κ α λ ο κ α ίρ ι τ ο υ 1953· σ κ ε π τ ό μ ε ν ε ς μ η χ α ν έ ς ( σ . 4 5 ) : Α π ό δ ο σ η τ ο υ ό ρ ο υ « t h in k in g m a c h in e s » , π α λ α ιό τ ε ρ η ο ν ο μ α σ ία τ ω ν μ η χ α ν η μ ά τ ω ν π ο υ δ ε ν λ έ γ ο ν τ α ν α κ ό μ η c o m p u te r s . (Σ ε ά λ λ η ε κ δ ο χ ή τ ο υ ιδ ίο υ α π ο σ π ά σ μ α τ ο ς — Α π ρ . ’ 5 4 — χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ίτ α ι ο ό ρ ο ς « m e c h a n ic a l b r a in » , δ η λ .

λος.) Ν α

μηχανικός εγκέφα­

ε π ισ η μ ά ν ω π ω ς μ ε τ α ξ ύ 1 9 4 8 -5 0 κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ α ν σ τ ις Η Π Α τ α

δ ύ ο π ο λ ύ σ η μ α ν τ ικ ά β ιβ λ ία Κ υ β ε ρ ν η τ ικ ή ς τ ο υ N o rb e rt W ie n e r ,

Cyber­

netics κ α ι The Human Use of Human Beings. son cosas de la vida (σ. 49): Αυτά έχει η ζωή (ισπ.). Μ ά ρ γ κ α ρ ε τ Μ η ν τ ( σ . 5 0 ): Η M e a d (1901- 1979 ), δ ιά σ η μ η Α μ ε ρ ικ α ν ίδ α α ν ­ θ ρ ω π ο λ ό γ ο ς , μ ε λ έ τ η σ ε , κ υ ρ ίω ς κ α τ ά τ ο ν Μ ε σ ο π ό λ ε μ ο , τ η ν ε ρ ω τ ικ ή σ υ μ π ε ρ ιφ ο ρ ά τ ω ν ε φ ή β ω ν σ ε δ ιά φ ο ρ ε ς φ υ λ έ ς τ ο υ Ε ιρ η ν ικ ο ύ Ω κ ε α ν ο ύ (Σ α μ ό α , Ν έ α Γ ο υ ιν έ α , ν η σ ιά Α ρ χ ιπ ε λ ά γ ο υ ς Β ίσ μ α ρ κ ) . Μ ο υ κ ο υ δ ο υ ν ίζ ο υ ν τ α γ κ α ζ ό φ ρ α γ κ α σ τ ο γ ά λ α [I g o t th e k lin k s ] ( σ . 5 1 ): C lin k s σ η μ α ίν ε ι

φράγκα α λ λ ά

κ α ι το

κουδούνισμα των κερμάτων ( μ ε ­

τ α ξ ύ ά λ λ ω ν ) . Π ισ τ ε ύ ω π ω ς σ υ ν δ υ ά ζ ο ν τ α ς τ η ν ο ν ο μ α σ ία τ ο υ π ρ ο ϊό ν τ ο ς K lim μ ε τ α c lin k s , ο Β . δ η μ ιο ύ ρ γ η σ ε τ η λ . k lin k s — α ν δ ε ν ε ίν α ι α π ε υ ­ θ ε ία ς δ ά ν ε ιο α π ό τ ο ν Β ρ ε τ α ν ό μ α φ ιό ζ ο π ο υ σ υ γ χ ρ ω τ ιζ ό τ α ν ε κ ε ί σ τ η ν Τ α γγέρ η.

Μου ’χει κάτσει το μπουρί στην πλάτη [That old stove climbing up my back] (σ. 51): Αυτή η φράση παραπέμπει ευθέως στην τζάνκικη έκ­ φραση «got a monkey on my back» (κουβαλάω μια μαϊμού στην πλά­ τη), δηλωτική του κολλήματος που δυναστεύει παντοιοτρόπως τον εξαρτημένο. Εφιστώ την προσοχή στο συγκεκριμένο ζώο (ή το κτήνος) καθότι συναντάται αρκετές φορές στο κείμενο. b o n a fid e ( σ . 5 2 ): Λ ό γ ια φ ρ ά σ η π ο υ σ η μ α ίν ε ι

τάμπλ ( ε π ί

λ έ ξ ε ι:

καλή τη πίστει).

αξιόπιστος, αυθεντικός, βερι-

Ο Β . τ η χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί σ υ χ ν ά ( σ ε μ ο ­

ν ο λ ό γ ο υ ς / δ ια λ ό γ ο υ ς ) σ ε ό λ ε ς τ ις π ιθ α ν έ ς κ ι α π ίθ α ν ε ς π α ρ α λ λ α γ έ ς τ η ς α μ ε ρ ικ ά ν ικ η ς π ρ ο φ ο ρ ά ς κ α ι ο ρ θ ο γ ρ α φ ία ς τ η ς . (Θ α γ ί ν ε ι ξ α ν ά μ ν ε ία .)

294 ·

Σ ΗΜ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

Ελενταφίασις (σ. 53): Αν η λ. Filiarisis του πρωτοτύπου ήταν ορθογραφημένη ως Filariasis (το όνομα της ασθένειας), θα είχε αποδοθεί ως Ελεφαντίασις ή Φιλαρίαση. Ετέρα εκδοχή: Φαλιρίασις. Τζ. Μ. Μπάρρι (σ. 54 ): Ο σερ James Matthew Barrie (1860-1937) ήταν γνωστός Σκωτσέζος δραματουργός και συγγραφέας. Το πιο διάσημο έργο του είναι αναμφίβολα ο Πήτερ Παν (1904)· μιλιγκράμ (σ. 57): Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, βεβαίως, το αμερικάνικο μετρικό σύστημα (μίλια, πόδια, ίντσες, λίβρες, ουγγιές κτλ.). Όλες αυ­ τές οι μονάδες έχουν— σχεδόν παντού μέσα στο κείμενο— μετατρα­ πεί στο διεθνές μετρικό σύστημα· ομοίως και οι δοσολογίες των φαρ­ μάκων. Αρα ο κόκκος (grain— που ισοδυναμεί με 64,8 mg) είναι εκπεφρασμένος σε μιλιγκράμ. Γκραν Σέντραλ (σ. 58): Ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός της Νέας Υόρκης (Grand Central Station). Άνθρωποι-Λεοπαρδάλεις (σ. 6ο): Τα μέλη μυστικιστικής ομάδας της Δυ­ τικής Αφρικής που κατά παράδοση φονεύουν τα θύματά τους με νύχια λεοπάρδαλης για λόγους λατρευτικούς ή κανιβαλιστικούς. Κουακιούτλ (σ. 6ο): Το ινδιάνικο φύλο των Kwakiutl ζούσε στην παραθα­ λάσσια περιοχή του Βανκούβερ, στον Δυτικό Καναδά. Ο κανιβαλισμός αποτελούσε οργανικό μέρος της κοσμοαντίληψής τους. άτομο που το διακρίνει η ευφυΐα [a man o f intelligence] (σ. 6o): Ή που συγκεντρώνει μυστικές πληροφορίες ή άνθρωπος της κατασκοπίας. Εδώ ο συγγραφέας ελαφρώς λογοπαίζει με τις σημασίες της λ. intelligence, ενώ ταυτόχρονα παραπέμπει σε ανάλογο περιστατικό με κάποιον ευ­ φάνταστο λιμαδόρο σε μπαρ της Νέας Ορλεάνης (βλ. Junky). Μπαμπουινοκωλάντερο [Baboonsasshole] (σ. 6ι): Εξωφρενική παραφθο­ ρά του ποταμού Babanasa της Νότιας Αμερικής, όπως εξηγεί ο ίδιος ο Β. σε κάποια συνέντευξη. Αγκουτί (σ. 6ι): Τρωκτικό της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που ανή­ κει στο γένος Δασύπρωκτα (αν σας λέει κάτι!). Τσιμού [Chimu] (σ. 6ι): Πλην των Ινδιάνων του Περού, το όνομα αυτό έφερε, σύμφωνα με το Junky, και ένα μπαρ της Πόλης του Μεξικού όπου συχνάζανε οι αδερφές για να ψαρέψουν νεαρόπουλα. Οι Τσιμού είναι επίσης γνωστοί για την πολύ ιδιάζουσα κεραμική τους. Γέρος Ναυτικός (σ. 62): Η κεντρική φιγούρα του ποιήματος ΗΜπαλλάντα του Γέρου Ναυτικού (The Rime o f the Ancient Mariner [1798]) του Αγ­ γλου ρομαντικού Samuel Taylor Coleridge (1772-1834). Περισσότερα σε επόμενη σημείωση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

·

295

vice versa mutatis mutandis (σ. 62): Αντιστρόφως και κατ’ αναλογίαν, ή, αντιστρόφως, λαμβάνοντας υπόψη τις όποιες διαφορές (λατ.). μέσα στη νύχτα όλα τα κοκόρια κράζουν όμοια (σ. 63): Η φράση «in the coal bin all cocks are alike» μπορεί να αποδοθεί και ως: λυχνίας σβε­

σθείσης πάσα ψωλή ομοία. Jersey Bounce (σ. 64): Επιτυχία του 1942 από την ορχήστρα του Benny Goodman. Τα λόγια του τραγουδιού μιλάνε για τον ομώνυμο χορό που γεννιέται ξαφνικά σε μια πλατεία. Άρρενες που [...] μικρούλη ξένο (σ. 65): Η πρόταση αυτή έχει θεωρηθεί από πολλούς ως μια προφητική περιγραφή του ιού του AID S, faute de mieux (σ. 66): Ελλείψει κάτι καλυτέρου (γαλλ.). Μπόρσα [the Curb] (σ. 67): Νομίζω μια καλή παλιομοδίτικη λέξη για να περιγράφει το Curb (Πεζοδρόμιο), δηλαδή το American Stock Ex­ change (Am ex)— το δεύτερο σε μέγεθος χρηματιστήριο στις ΗΠΑ, μετά το New York Stock Exchange— που λειτουργούσε ως το 1953 έξω ακριβώς από το NYSE, στο πεζοδρόμιο, και όπου οι ενδιαφερόμε­ νοι διακινούσαν τίτλους που δεν περιλαμβάνονταν στον πίνακα αξιών του NYSE. πάγκο (σ. 67): Εμπορική ονομασία μιας παλιάς πατέντας— ένα στυλιάρι με δυο χερούλια επάνω, σαν τιμόνι πατινιού, και κάτω δυο μαρσπιέδες κι ένα γερό, σκληρό ελατήριο κάτω κάτω. Ανέβαινες πάνω του κι έρι­ χνες κάτι σάλτους σαν το βατράχι. Αλζό [alzo] (σ. 68): Λοιπόν (γερμ.). Με z αντί s, όπως ακούγεται. Πριν απ’ του ύπνου το γλυκό αντίο (σ. 72): To «In the Sweet Bye and Bye» ήταν παλιός ύμνος, που στις αρχές του αιώνα τραγουδιόταν στις γωνιές των δρόμων από τα μέλη του Salvation Army. Λίγο μετά (1911), το πήρε ο Joe Hill και, διακωμωδώντας το, έφτιαξε το «The Preacher and the Slave» (που έμεινε γνωστό και ως «Pie in the Sky»). Δώσε κάτι στο σακάτη (σ. 72 ): Κωμική απόδοση του «Coming Through the Rye» (Μέσ ' απ’ τα στάχυα ξεπροβάλλουν), βουκολικού ποιήματος του σπουδαίου σατιρικού Σκωτσέζου ποιητή Robert Bums (1759 - 9 6 ). νόβια [novia] (σ. 73): Αρραβωνιαστικιά (ισπ.). Ζάκικο Ρευστό [Heavy Fluid] (σ. 77): Η πρώτη έκδοση του βιβλίου ( The Naked Lunch, Olympia Press, Παρίσι 1959) περιλαμβάνει στο σημείο αυτό την εξής σύντομη σημείωση του συγγραφέα: «Την ιδέα του Ζάκικου Ρευστού την οφείλω στον Jacques Stem». Αυτή η σημείωση απαλείφθηκε κατόπιν από όλες τις αμερικανικές και αγγλικές εκδόσεις. Την άνοιξη του 1958 ο Β. είχε γνωρίσει στο Παρίσι αυτό το βαθύπλου­

296 ·

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

τ ο κ α ι η μ ίτ ρ ε λ ο π ρ ε ζ ά κ ι, θ ύ μ α τ η ς π ο λ ιο μ υ ε λ ίτ ιδ α ς , π ο υ τ ο π ε ρ ιέ φ ε ρ α ν μ ε B e n t le y σ τ ο Κ α ρ τ ιέ Λ α τ έ ν . Α κ ρ ω ς ε κ κ ε ν τ ρ ικ ό ς ο Σ τ ε ρ ν , μ ά γ ε ψ ε ε ύ ­ κ ο λ α μ ε τ α κ α μ ώ μ α τ ά τ ο υ τ ο ν Β . Λ ίγ ο μ ε τ ά τ η ν κ υ κ λ ο φ ο ρ ία τ ο υ β ι­ β λ ίο υ ό μ ω ς , μ ε τ ά α π ό κ ά π ο ιο β ρ ισ ίδ ι, χ ω ρ ίσ α ν τ α τ σ α ν ά κ ια τ ο υ ς ( κ α ι η σ η μ ε ίω σ η α π ε σ ύ ρ θ η !) . Κ ά π ο υ 2 0 χ ρ ό ν ια α ρ γ ό τ ε ρ α , ο Σ τ ε ρ ν ξ α ν α κ ά ν ε ι τ η ν ε μ φ ά ν ισ ή τ ο υ — σ τ η Ν έ α Υ ό ρ κ η α υ τ ή τ η φ ο ρ ά , ό π ο υ ζ ο ύ σ ε π λ έ ο ν ο Β . — μ ε τ ρ ε λ ά σ χ έ δ ια γ ια τ η χ ρ η μ α τ ο δ ό τ η σ η τ α ιν ία ς β α σ ισ μ έ ν η ς σ τ ο

Junky, π ο υ φ υ σ ικ ά κ α τ έ λ η ξ α ν σ ε φ ιά σ κ ο . Μ α γ κ ρ ο ύ κ ο ι [M u g w u m p s ] ( σ . 7 7 ): Σ τ η ν Α μ ε ρ ικ ή η λ . m u g w u m p δ ή λ ω ν ε π α λ α ιό τ ε ρ α τ ο ν

φαντασμένο, τ ο ν σπουδαίο ( η λ έ ξ η ή τ α ν δ ά ν ε ιο α π ό αρχηγός).

δ ιά λ ε κ τ ο τ ω ν Ι ν δ ιά ν ω ν τ η ς Μ α σ α χ ο υ σ έ τ η ς , ό π ο υ σ η μ α ίν ε ι

Σ τ α 1884, ό μ ω ς , μ ια ο μ ά δ α Ρ ε π ο υ μ π λ ικ ά ν ω ν β ο υ λ ε υ τ ώ ν α π ο σ τ α τ ε ί κ α ­ τ ά τ η δ ιε ξ α γ ω γ ή τ ω ν π ρ ο ε δ ρ ικ ώ ν ε κ λ ο γ ώ ν κ α ι π α ρ α τ ά σ σ ε τ α ι μ ε τ ο υ ς Δ η μ ο κ ρ α τ ικ ο ύ ς . Ο ι υ π ό λ ο ιπ ο ι Ρ ε π ο υ μ π λ ικ ά ν ο ι τ ο ύ ς κ ό λ λ η σ α ν τ ό τ ε το

αναποφάσι­ στο, τ ο ν πολιτικά ουδέτερο ή ε κ ε ίν ο ν π ο υ έ χ ε ι θ ο λ έ ς π ο λ ιτ ικ έ ς α π ό ψ ε ις ή π ο υ α ν ε ξ α ρ τ η τ ο π ο ιε ίτ α ι. Η ε π ιλ ο γ ή τ η ς λ . Λίαγκρούκος ο υ δ ό λ ω ς π α ρ α τ σ ο ύ κ λ ι M u g w u m p s . Έ κ τ ο τ ε η λ έ ξ η π ε ρ ιγ ρ ά φ ε ι τ ο ν

σ χ ε τ ίζ ε τ α ι μ ε τ α π α ρ α π ά ν ω κ α ι ε ί ν α ι τ υ χ α ία . Γ ια μ ια ο π τ ικ ο π ο ιη μ έ ν η μ ο ρ φ ή τ ω ν Μ α γ κ ρ ο ύ κ ω ν μ π ο ρ ε ί κ α ν ε ίς ν α δ ε ι τ η ν κ α τ ά D a v id C r o n e n ­ b e r g φ ιλ μ ικ ή ε κ δ ο χ ή τ ο υ

Naked Lunch (1991)·

π α ρ ά γ ο ν τ ε ς μ α κ ρ ο ζ ω ία ς ( σ . 7 7 ): Σ υ χ ν έ ς ε ί ν α ι ο ι α ν α φ ο ρ έ ς τ ο υ Β . σ τ ο υ ς ο ρ ο ύ ς μ α κ ρ ο ζ ω ία ς . Ν α σ η μ ε ιώ σ ω ό τ ι κ α ι ο ίδ ιο ς , σ τ α 1 9 4 6 , ό τ α ν ε π ισ κ έ φ θ η κ ε τ ο ν π α ιδ ικ ό τ ο υ φ ί λ ο — κ α ι κ τ η μ α τ ία σ τ ο Τ έ ξ α ς , π λ έ ο ν — Κ ε λ λ ς Έ λ β ιν ς , ε ίχ ε π ε τ α χ τ ε ί μ α ζ ί τ ο υ ( α υ τ ό ς τ ο υ ε ίχ ε β ά λ ε ι τ η ν ιδ έ α ) ω ς τ η ν κ ο ν τ ιν ό τ ε ρ η σ υ ν ο ρ ια κ ή π ό λ η τ ο υ Μ ε ξ ικ ο ύ γ ι α ν α « ε μ β ο λ ια ­ σ τ ε ί μ ε τ ο ν π ε ρ ιβ ό η τ ο ο ρ ό τ ο υ Ρ ώ σ ο υ B o g o m o le ts π ο υ σ ε έ κ α ν ε , υ π ο ­ τ ίθ ε τ α ι, ν α φ θ ά σ ε ις τ α 125! Ν ο σ ο κ ο μ ε ίο ( σ . 7 9 ): Τ ο Ν ο σ ο κ ο μ ε ίο — π ο υ δ ίν ε ι τ ο ν τ ίτ λ ο σ τ ο κ ε φ ά λ α ιο — ε ίν α ι τ ο Ε β ρ α ϊκ ό Ν ο σ ο κ ο μ ε ίο τ η ς Τ α γ γ έ ρ η ς , ό π ο υ κ α τ α φ ε ύ γ ε ι ο σ υ γ ­ γ ρ α φ έ α ς τ ο ν Ο κ τ ώ β ρ ιο τ ο υ 1955

για μια α κ ό μ η

α π ο τ ο ξ ίν ω σ η ( α π ό D e­

m e ro l α υ τ ή τ η φ ο ρ ά , ε ν ώ δ ια ν ύ ε ι π λ έ ο ν τ ο ν 1Οο χ ρ ό ν ο τ η ς τ ο ξ ικ ο μ α ν ία ς τ ο υ ) , π ρ ιν τ η ν « κ α θ ο ρ ισ τ ικ ή » σ τ ο Λ ο ν δ ίν ο λ ίγ ο υ ς μ ή ν ε ς α ρ γ ό τ ε ρ α . κ ρ ιά δ α [c r ia d a ] ( σ . 7 9 ): Υ π η ρ έ τ ρ ια ( ισ π .) . Ε δ ώ , μ ε τ η ν έ ν ν ο ια τ η ς

καθαρί­

στριας. Ε γ γ ύ ς Α ν α τ ο λ ή (σ . 8 ο ): Σ το π ρ ω τ ό τ υ π ο γ ίν ε τ α ι σ υ χ ν ή χ ρ ή σ η τ ω ν ό ρ ω ν « N e a r E a s t » κ α ι « M id d le E a s t » ( κ υ ρ ί ω ς τ ο υ π ρ ώ τ ο υ ) χ ω ρ ίς ό μ ω ς ν α δ η λ ώ ν ο υ ν κ ά τ ι δ ια φ ο ρ ε τ ικ ό . (Τ ο π ρ ό β λ η μ α δ ε ν ε ί ν α ι κ α ιν ο ύ ρ ιο , α φ ο ύ ε ν μ έ ρ ε ι ε ξ α ρ τ ά τ α ι α π ό τ ο π ό σ ο α π έ χ ε ι κ ά π ο ιο ς α π ό τ η ν « Α ν α τ ο λ ή » .) Σ τ η ν α π ό δ ο σ ή τ ο υ ς α κ ο λ ο υ θ ώ π ε ρ ίπ ο υ τ η ν α ν τ ισ τ ο ιχ ία τ ω ν ό ρ ω ν , χ ρ η ­

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ σ ιμ ο π ο ιώ ν τ α ς ε π ιπ λ έ ο ν τ α

·

297

Λεβάντης, λεβαντίνικος ό τ α ν η « Ε γ γ ύ ς Α ν α ­

τ ο λ ή » α π α ιτ ε ί χ ρ ή σ η ε π ιθ έ τ ο υ . κ α σ ίτ α [ c a s it a ] ( σ . 8 ι ) : Σ π ιτ ά κ ι, φ υ λ ά κ ιο ( ισ π .) . Δ ια ζ ώ ν η [I n te r z o n e ] ( σ . 8 2 ) : Η Δ ια ζ ώ ν η ( ε κ τ ο υ I n te r n a tio n a l Z o n e ) ε ίν α ι, ό π ω ς θ α δ ο ύ μ ε λ ίγ ο α ρ γ ό τ ε ρ α , ο τ έ τ α ρ τ ο ς ά ξ ρ ν α ς π ε ρ ισ τ ρ ο φ ή ς τ ο υ β ι­ β λ ίο υ . Μ ο ν τ έ λ ο τ η ς ή τ α ν η Δ ιε θ ν ή ς Ζ ώ ν η τ η ς Τ α γ γ έ ρ η ς ό π ω ς τ η ν π ρ ό ­ λ α β ε ο Β . ω ς τ ο 1 95 6 ( ο π ό τ ε η χ ώ ρ α α π έ κ τ η σ ε τ η ν α ν ε ξ α ρ τ η σ ία τ η ς ) . Ε ν ώ τ ο υ π ό λ ο ιπ ο Μ α ρ ό κ ο ή τ α ν π ρ ο τ ε κ τ ο ρ ά τ ο τ ω ν Γ ά λ λ ω ν , η Τ α γ γ έ ρ η α ν ή κ ε ( α π ό τ ο 191 2 ) σ τ η δ ικ α ιο δ ο σ ία ε ν ν έ α δ ια φ ο ρ ε τ ικ ώ ν δ υ ν ά μ ε ω ν κ α ι β ρ ισ κ ό τ α ν σ ε κ α θ ε σ τ ώ ς μ ε γ ά λ η ς ε λ ε υ θ ε ρ ία ς , έ χ ο ν τ α ς ό μ ω ς ο υ σ ια ­ σ τ ικ ά χ ά σ ε ι τ η ν α ρ α β ικ ή τ η ς τ α υ τ ό τ η τ α . Τ ε τ ρ α τ σ ίν ι [ . . . ] π α ρ ά σ τ α σ η ( σ . 8 5 ) : Υ π ε ν θ υ μ ίζ ω π ω ς ο ι α δ ε λ φ έ ς E v a κ α ι L u is a T e tr a z z in i ή σ α ν δ ιά σ η μ ε ς Ι τ α λ ίδ ε ς υ ψ ί φ ω ν ο ι π ο υ έ κ α ν α ν κ α ρ ιέ ρ α κ α ι σ τ ις Η Π Α σ τ α τ έ λ η τ ο υ 1 9 ο υ κ α ι τ ις α ρ χ έ ς τ ο υ 2 0 0 0 α ιώ ν α . Ε ιδ ι­ κ ά η Λ ο υ ίζ α ή τ α ν , μ α ζ ί μ ε τ ο ν E n ric o C a r u s o , έ ν α α π ό τ α μ ε γ α λ ύ τ ε ρ α α σ τ έ ρ ια τ η ς Μ ε τ ρ ο π ό λ ιτ α ν τ η ς Ν έ α ς Υ ό ρ κ η ς . Σ το

Queer μ ε τ ο ό ν ο μ α

Τ ε τ ρ α τ σ ίν ι π ε ρ ιγ ρ ά φ ε τ α ι έ ν α ς Ι τ α λ ό ς μ ε τ ρ τ ο υ σ κ α κ ιο ύ . Ε γ ώ ε ίμ α ι Α μ ε ρ ικ ά ν ο ς ( σ . 8 5 ) : Τ ο « I A m a n A m e r ic a n » ε ί ν α ι π α τ ρ ιω τ ικ ό τ ρ α γ ο ύ δ ι π ο υ π ρ ω τ ο κ ά ν ε ι τ η ν ε μ φ ά ν ισ ή τ ο υ τ ρ 1 9 4 0 . Ν τ ά ν ιε λ Μ π ο υ ν ( σ . 8 5 ): Θ ρ υ λ ικ ό ς σ κ α π α ν έ α ς τ η ς Α γ ρ ια ς Δ ύ σ η ς , ο B o o n e (1 7 3 5 -1 8 2 0 ) ά ν ο ιξ ε π ρ ώ τ ο ς το δ ρ ό μ ο γ ια τ ο Κ ε ν τ ά κ υ , α π έ κ τ η σ ε τ η ν ε μ π ισ τ ο σ ύ ν η τ ω ν Ι ν δ ιά ν ω ν κ α ι τ ε λ ικ ά , δ έ κ α χ ρ ό ν ια α ρ γ ό τ ε ρ α , τ ο υ ς τ η ν έ φ ε ρ ε π α ν η γ υ ρ ικ ά . Τ ο ό ν ο μ ά τ ο υ φ ιγ ο υ ρ ά ρ ε ι σ ε θ έ σ η π ε ρ ίο π τ η σ τ ις σ ε λ ίδ ε ς τ η ς Κ α τ ά κ τ η σ η ς τ η ς Δ ύ σ η ς . Τ ο Λ ά β α ρ ο , τ ο Α σ τ ρ ο σ τ ο λ ισ μ έ ν ο ( σ . 8 6 ) : Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ι α τ ο « T h e S t a r S p a n g le d B a n n e r » , τ ο ν ε θ ν ικ ό ύ μ ν ο τ ω ν Η Π Α . Γ ρ ά φ τ η κ ε σ τ α 1814. Π ο κ α χ ό ν τ α ς (σ . 8 6 ) : Η P o c a h o n ta s ή τ α ν κ ό ρ η Ι ν δ ιά ν ο υ α ρ χ η γ ο ύ π ο υ

έσωσε

λ ε υ κ ό ά π ο ικ ο π ο υ τ ο ν ε ίχ ε φ υ λ α κ ίσ ε ι ο π α τ έ ρ α ς τ η ς , π ιά σ τ η κ ε η ίδ ια όμηρος α π ’ το υς λ ευκ ο ύς σ τα

ιγ τ η ς , π α ν τ ρ ε ύ τ η κ ε ά π ο ικ ο λ ε υ κ ό , τ η ν π ή ­

γ α ν σ τ η ν Α γ γ λ ία τ ο ι 6 ι6 , ό π ο υ κ α ι π έ θ α ν ε 2 2 χ ρ ο ν ώ ν . Π ο ν ε μ έ ν η ισ τ ο ρ ία . Χ α ϊα γ ο υ ά θ α ( σ . 8 6 ) : Σ π ο υ δ α ίο ς α ρ χ η γ ό ς τ ω ν Ι ρ ο κ έ ζ ω ν τ ο υ ι6 ο υ α ιώ ν α , π ο υ ό μ ω ς α ρ γ ό τ ε ρ α θ ε ω ρ ή θ η κ ε μ υ θ ικ ό ς ή ρ ω α ς κ υ ρ ίω ς ε ξ α ιτ ία ς τ ο υ π ο λ ύ γ ν ω σ τ ο ύ π ο ιή μ α τ ο ς

The Song o f Hiawatha (1 8 5 5 ) τ ο υ Α μ ε ρ ικ α ­

ν ο ύ π ο ιη τ ή Η . W . L o n g f e llo w ( 1 8 0 7 - 1 8 8 2 ). Μ π ο ύ φ φ α λ ο Μ π ιλ λ , Π ω λ Ρ ιβ ίε ρ ( σ . 8 6 ) : Ο P a u l R e v e r e (1 7 3 5 -1 8 1 8 ) ε ίν α ι έ ν α ς α μ ε ρ ικ ά ν ικ ο ς θ ρ ύ λ ο ς τ ο υ Π ο λ έ μ ο υ τ η ς Α ν ε ξ α ρ τ η σ ία ς (ΐ7 7 5 )· Ο B u f f a lo B ill, κ α τ ά κ ό σ μ ο ν W illia m C o d y (1 8 4 6 -1 9 1 7 ), ή τ α ν γ ε λ α δ ά ρ η ς κ α ι ιχ ν η λ ά τ η ς , ά σ ο ς τ η ς σ κ ο π ο β ο λ ή ς κ α ι δ ιά σ η μ ο ς γ ια τ α κ α τ ο ρ θ ώ μ α -

298 ·

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

τ ά τ ο υ ε π ί τ ω ν Ι ν δ ιά ν ω ν , τ ω ν β ισ ό ν ω ν κ α ι τ ω ν λ ο ιπ ώ ν κ α κ ο π ο ιώ ν σ τ ο ι­ χ ε ίω ν . Φ ιγ ο ύ ρ ε ς , α μ φ ό τ ε ρ ο ι, τ η ς λ α ϊκ ή ς κ ο υ λ τ ο ύ ρ α ς τ ω ν Η Π Α . Λ υ κ ό φ ω ς τ ω ν Θ ε ώ ν [G o tte r d a m m e r u n g ] ( σ . 8 8 ) : Ε π ε ισ ό δ ιο τ η ς γ ε ρ μ α ν ι­ κ ή ς ( κ α ι σ κ α ν δ ιν α β ικ ή ς ) μ υ θ ο λ ο γ ία ς , ό π ο υ ο ι Θ ε ο ί κ ι ο κ ό σ μ ο ς ό λ ο ς κ α τ α σ τ ρ έ φ ο ν τ α ι μ ε λ ύ σ σ α α π ’ τ ις δ υ ν ά μ ε ις τ ο υ Κ α κ ο ύ — μ ια σ κ η ν ή τη ς Α πο κά λυψ η ς. Ε μ π ισ τ ε υ τ ε ίτ ε τ ο υ ς

Γ ε ρ μ α ν ο ύ ς ( σ . 88): To Eukodal ή τ α ν π ρ ο ϊό ν τ η ς γ ε ρ μ α ­

ν ικ ή ς ε τ α ιρ ε ία ς M e r c k . (Η κ α τ ’ ε ξ ο χ ή ν ο υ σ ία π ο υ χ τ υ π ο ύ σ ε ο Β . σ τ η ν

1954 τ ο Eu­ kodal ε ίχ ε σ τ α μ α τ ή σ ε ι π λ έ ο ν ν α π α ρ ά γ ε τ α ι, ό μ ω ς σ τ η ν Τ α γ γ έ ρ η υ π ή ρ ­

Τ α γ γ έ ρ η κ α τ ά τ ο ν π ρ ώ τ ο χ ρ ό ν ο τ ή ς ε κ ε ί δ ια μ ο ν ή ς τ ο υ .) Σ τ α

χ α ν α κ ό μ η α π ο θ έ μ α τ α τ α ο π ο ία ο Β . β ά λ θ η κ ε ν α ε ξ α ν τ λ ή σ ε ι ω ς τ η ν ά ν ο ιξ η τ ο υ

1955, ο π ό τ ε κ α τ α φ ε ύ γ ε ι σ ε ν ο σ ο κ ο μ ε ίο γ ια α π ο τ ο ξ ίν ω σ η .

Ν τ. Λ . ( σ . 9 0 ) : Ο ν ε α ρ ό ς Κ α ν α δ ό ς ζ ω γ ρ ά φ ο ς D a v e L a m o n t, π ο υ τ η ν ε π ο χ ή ε κ ε ίν η ( ΐ9 5 5 ) ζ ο ύ σ ε σ τ η ν Τ α γ γ έ ρ η . Ο Π ρ ό ε δ ρ ο ς ( σ . 9 1 ): Η α ρ χ ικ ή μ ο ρ φ ή τ ο υ σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο υ ε π ε ισ ο δ ίο υ ( ό π ω ς υ π ά ρ χ ε ι σ ε ε π ισ τ ο λ ή π ρ ο ς τ ο ν Ά λ λ ε ν Γ κ ίν σ μ π ε ρ γ κ , τ ο ν μ ο ν α δ ι­ κ ό Α κ ρ ο α τ ή τ ο υ — Φ εβ . ’ 5 6 ) λ έ ε ι « Ο Π ρ ό ε δ ρ ο ς Α ϊζ ε ν χ ά ο υ ε ρ » . Ψ α χ ο υ λ ε ύ ο ν τ α ς α δ έ ξ ια [ . . . ] χ α σ μ ο υ ρ η τ ά ( σ . 9 2 ) : Έ ν α ιδ ια ίτ ε ρ α σ τ ρ ιφ ν ό κ α ι α τ μ ο σ φ α ιρ ικ ό α π ό σ π α σ μ α π ο υ ε ν τ ό ς τ η ς κ ε φ α λ ή ς τ ο υ σ υ γ γ ρ α φ έ α κ ά π ο υ π α ρ α π έ μ π ε ι— π ο ύ ό μ ω ς ; Τ ο π α ρ α θ έ τ ω α υ τ ο ύ σ ιο : F u m b lin g th ro u g h fa d e d ta p e a t th e p ic k u p fro n tie r, a la n g u id g r e y a r e a o f h ia tu s m ia s m ic w ith y a w n s a n d g a p in g g o o f h o le s [ . . . ] α λ α Ρ ο υ μ π Γ κ ό λ ν τ μ π ε ρ γ κ ( σ . 9 6 ): Δ η λ α δ ή , κ ω μ ικ ή κ α ι τ α υ τ ό χ ρ ο ν α π ε ρ ί­ π λ ο κ η — σ α ν τ ι ς τ ρ ε λ έ ς « ε π ι ν ο ή σ ε ι ς » τ ο υ Α μ ε ρ ικ ά ν ο υ κ α ρ τ ο υ ν ίσ τ α R u b e G o ld b e rg . ν ιμ ο ύ ν ( σ . 1 0 2 ): Σ ε ε π ισ τ ο λ ή τ ο υ π ρ ο ς τ ο ν Γ κ ίν σ μ π ε ρ γ κ (Σ ε π . ’ 5 6 ), ο Β . μ ε τ ο ό ν ο μ α N im iin α ν α φ έ ρ ε ι ε ρ α σ τ ή τ ο υ σ τ η ν Τ α γ γ έ ρ η . Α ν α ψ ε φ ω τ ι έ ς σ τ ο δ ιά β α τ η ς [ S h e S t a r t e d a H e a tw a v e ] ( σ . 1 0 3 ): Σ τ ίχ ο ς α π ό τ ο τ ρ α γ ο ύ δ ι « H e a t W a v e » τ ο υ I r v in g B e r lin π ο υ π ρ ω τ ο α κ ο ύ σ τ η κ ε σ ε ε π ιθ ε ώ ρ η σ η τ ο υ 1933· Τ ις ε π ό μ ε ν ε ς δ ε κ α ε τ ίε ς γ ν ώ ρ ισ ε α κ ό μ η μ ε γ α ­ λ ύ τ ε ρ η ε π ιτ υ χ ία . Ό λ ε ς ο ι τ ρ ύ π ε ς ξ έ φ ρ α γ ε ς [n o h o le s b a r r e d ] ( σ . 1 0 3 ): Λ ο γ ο π α ίγ ν ιο μ ε τ η ν έκ φ ρ α σ η

{χωρίς κανέναν απολύτως περιορισμό ή , επιτρεπτές όλες οι λαβές) π ο υ χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ίτ α ι τ ό σ ο σ ε

« n o h o ld s b a r r e d »

α κ ρ ιβ έ σ τ ε ρ α ,

α γ ώ ν ε ς ε λ ε υ θ έ ρ α ς π ά λ η ς ό σ ο κ α ι μ ε τ α φ ο ρ ικ ά . Λ έ ξ ιν γ κ τ ο ν [L e x in g t o n ] ( σ . ι ο 6 ) : Κ έ ν τ ρ ο α π ο τ ο ξ ίν ω σ η ς σ τ η ν Π ο λ ιτ ε ία Κ ε ν τ ά κ υ . Ο Β . τ ο ε ίχ ε ε π ισ κ ε φ θ ε ί γ ια τ ο π ρ ό β λ η μ ά τ ο υ σ τ ις α ρ χ έ ς τ ο ύ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

·

299

1 9 4 8 . Ο ι σ τ ιχ ο μ υ θ ίε ς π ο υ α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν β α σ ίζ ο ν τ α ι σ ε δ ια λ ό γ ο υ ς τ ρ ο φ ί­ μ ω ν ό π ω ς π α ρ ο υ σ ιά ζ ο ν τ α ι σ τ ο Junky. Σ β ίτ σ ε ρ ο ι [ S w e it z e r s ] ( σ . 1 0 7 ): Ε λ β ε τ ο ί φ ρ ο υ ρ ο ί ( σ ε π α ρ α φ θ ο ρ ά ) — ό π ω ς ε κ ε ίν ο ι μ ε τ ι ς α λ α β έ ρ δ ε ς π ο υ φ ύ λ α γ α ν τ ο υ ς Γ ά λ λ ο υ ς β α σ ιλ ιά δ ε ς ή π ο υ α π ο τ ε λ ο ύ ν τ η ν τ ιμ η τ ικ ή φ ρ ο υ ρ ά τ ο υ Π ά π α . Ν ο μ ά τ ο ι δ ε κ α π έ ν τ ε [ . . . ] ( σ . 1 0 7 ): Τ ο γ ν ω σ τ ό π ε ιρ α τ ικ ό ά σ μ α α π ό Το Νησί

των Θησαυρών {Treasure Island [1 8 8 1 ]) τ ο υ Σ κ ω τ σ έ ζ ο υ R o b e r t L o u is S te v e n s o n (1 8 5 0 - 9 4 )· Ό π ω ς σ η μ ε ιώ ν ε ι ο ίδ ιο ς ο Σ τ ή β ε ν σ ο ν , π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ια α λ η θ ιν ό τ ρ α γ ο ύ δ ι μ π ο υ κ α ν ιέ ρ ω ν . Α λ ικ ά κ ι μ ε το μ π λ ε φ ο ρ ε μ α τ ά κ ι ( σ . 112): T o « A lic e B lu e G o w n » , τ ρ α γ ο ύ δ ι γ ρ α μ μ έ ν ο γ ια τ η ν κ ό ρ η τ ο υ π ρ ο έ δ ρ ο υ Θ . Ρ ο ύ σ β ε λ τ , έ γ ιν ε γ ν ω σ τ ό σ ε μ ιο ύ ζ ικ α λ τ ο υ 1919, χ ρ ο ν ιά π ο υ π έ θ α ν ε ο Α μ ε ρ ικ α ν ό ς π ρ ό ε δ ρ ο ς . σ κ ε φ τ ε ίτ ε λ ίγ ο τ ο Γ έ ρ ο Ν α υ τ ικ ό [ . . . ] ( σ . 112): Γ ια ό σ ο υ ς δ ε ν γ ν ω ρ ίζ ο υ ν , τ ο π ο ίη μ α τ ο υ Κ ό λ ε ρ ιτ ζ ξ ε κ ιν ά ε ι ω ς ε ξ ή ς : Έ ν α ς κ ο κ α λ ιά ρ η ς γ έ ρ ο ς ν α υ τ ι­ κ ό ς μ ε γ κ ρ ίζ α γ ε ν ε ιά δ α κ α ι μ ά τ ι π ο υ γ υ α λ ίζ ε ι, σ τ α μ α τ ά ε ι τ ο ν έ ν α ν α π ό τ ρ ε ις ν έ ο υ ς π ο υ π ή γ α ιν α ν σ ε κ ά π ο ιο γ ά μ ο . Ο ν ε α ρ ό ς δ ο κ ιμ ά ζ ε ι ν α ξ ε φ ύ γ ε ι, ό μ ω ς τ ο β λ έ μ μ α τ ο υ γ έ ρ ο υ τ ο ν κ α θ η λ ώ ν ε ι κ α ι σ α ν μ ικ ρ ό π α ιδ ί κ ά θ ε τ α ι α ιχ μ α λ ω τ ισ μ έ ν ο ς κ ι α κ ο ύ ε ι ο λ ό κ λ η ρ η τ η ν ισ τ ο ρ ία π ο υ τ ο υ δ ι­ η γ ε ίτ α ι ο ν α υ τ ικ ό ς . Γ ια τ ο ν Β ., ο Κ α λ ε σ μ έ ν ο ς σ τ ο Γ ά μ ο σ υ μ β ο λ ίζ ε ι τ ο ν Α κ ρ ο α τ ή · ο Γ ε ρ ο - Ν α υ τ ικ ό ς α υ τ ό ν π ο υ θ έ λ ε ι ν α μ ιλ ή σ ε ι, τ ο ν Σ υ γ γ ρ α ­ φ έ α π ο υ ε ν α γ ω ν ίω ς ψ ά χ ν ε ι γ ια τ ο Κ ο ιν ό τ ο υ . Γ ο υ ρ ο ύ ν ια [ . . . ] κ ο υ β ά δ ε ς τ α μ α ρ γ α ρ ιτ ά ρ ια ( σ . 113): Λ έ ν ε κ ά π ο υ ο ι Γ ρ α ­ φ έ ς « μ η δ ώ σ ε τ ε τ ’ ά γ ια σ τ α σ κ υ λ ιά ο υ δ έ σ τ ο υ ς χ ο ίρ ο υ ς τ α μ α ρ γ α ρ ιτ ά ­ ρ ια » ( ε υ α γ γ έ λ ιο τ ο υ Μ α τ θ α ίο υ , σ τ ο ζ ' , σ τ . 6 ). Ι σ ό τ ιμ ο ς Π ρ α γ μ α τ ισ τ ή ς ( σ . 1 14 ): Π ρ α γ μ α τ ισ τ ή ς , κ α θ ’ ό τ ι F a c t u lis t σ τ ο κ ε ίμ ε ν ο ( π α ρ ό ρ α μ α ί σ ω ς ) , κ α ι ό χ ι Πραγματικιστής ( F a c t u a lis t ) — γ ι ’ α υ τ ο ύ ς , κ α ι τ ο ν Φ α κ τ ο υ α λ ισ μ ό τ ο υ σ υ γ γ ρ α φ έ α , υ π ά ρ χ ε ι α ρ γ ό τ ε ρ α σ η μ ε ίω σ η . Α τ σ α λ έ ν ιο ς Κ ύ ρ η ς ( σ . ι ι 6 ) : Π ρ ό κ ε ιτ α ι β έ β α ια γ ια τ ο S t e e ly D a n , τ ο α ξ ε σ ο υ ά ρ π ο υ τ ο 1972 ε π ιλ έ χ τ η κ ε ω ς ο ν ο μ α σ ία , τ ο υ μ ε τ έ π ε ιτ α π ο λ ύ γ ν ω ­ σ τ ο ύ , α μ ε ρ ικ α ν ικ ο ύ μ ο υ σ ικ ο ύ σ χ ή μ α τ ο ς . Ά λ λ α ρ ο κ γ κ ρ ο υ π π ο υ σ τ η δ ε κ α ε τ ία τ ο υ ’ 6 ο ε μ π ν ε ύ σ τ η κ α ν τ ο ό ν ο μ ά τ ο υ ς α π ό τ ο Naked Lunch ή ά λ λ α β ιβ λ ία τ ο υ Β . ή σ α ν ο ι M u g w u m p s ( φ ο λ κ ρ ο κ σ χ ή μ α τ ο υ 1 9 6 3 , π ρ ό δ ρ ο μ ο τ ω ν L o v in ’ S p o o n f u l κ α ι τ ω ν M a m a s a n d P a p a s ) , 01 S o f t M a c h in e τ ο ύ D a e v id A lle n (1 9 6 6 ), 01 O th e r H a lf (1 9 6 7 ), 01 I n se c t T ru st (1 9 6 8 ) ε ν ώ α ρ γ ό τ ε ρ α α κ ο λ ο ύ θ η σ α ν κ α ι ά λ λ α α π ό τ ο χ ώ ρ ο τ ο υ π α ν κ . το ψ ά ρ ι σ π α ρ τ α ρ ά ε ι κ α ι κ ρ ώ ζ ε ι (σ . ΐ2 ΐ) : Υ π ά ρ χ ο υ ν γ α τ ό ψ α ρ α π ο υ κ α θ ώ ς σ π α ρ τα ρ ά νε έ ξ ω α πό το νερ ό β γ ά ζο υ ν φ ω ν έ ς σ α ν το υ κό ρ α κα .

300 ·

Σ ΗΜ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

E a s t S t . L o u is T o o d le o o ( σ . 1 2 5 ): Μ ε γ ά λ η ε π ιτ υ χ ία τ η ς ο ρ χ ή σ τ ρ α ς τ ο υ D u k e E llin g to n σ τ α τ έ λ η τ η ς δ ε κ α ε τ ία ς τ ο υ ’ 2 0 . Δ ικ ε ό ρ ο ς [ B e a g le ] ( σ . 1 2 6 ): Τ ο ό ν ο μ ά τ ο υ ( σ ε π α λ ιά α ρ γ κ ό ) σ η μ α ίν ε ι ε π ί­ σης

δικαστής α λ λ ά

και

λουκάνικο ( κ α θ ό τ ι

τ α b e a g le ε ί ν α ι μ ια ρ ά τ σ α

σ κ υ λ ι ώ ν κ α ι μ ά λ ισ τ α λ α γ ω ν ι κ ώ ν — d o g / h o t d o g !) . Ε π ιπ λ έ ο ν , η λ έ ξ η σ η μ α ίν ε ι

αστυνόμος, βοηθός σερίφη ε ν ώ

α π ο τ ε λ ε ί κ α ι π α ρ ω ν ύ μ ιο τ ω ν

κ α τ ο ίκ ω ν τ η ς Π ο λ ιτ ε ία ς Β ιρ τ ζ ίν ια . Δ ια λ έ γ ε τ ε κ α ι π α ίρ ν ε τ ε . Ο ή ρ ω α ς α υτό ς α π α ντά τα ι κ α ι σ το

Junky.

π ε τ ρ ό τ ο π ο ς [s to n y r e g ] ( σ . 1 2 6 ): Ρ ε γ κ ο ν ο μ ά ζ ο ν τ α ι ο ι π ε τ ρ ώ δ ε ις ε ρ η μ ικ έ ς ε κ τ ά σ ε ις σ τ α ό ρ ια τ η ς Σ α χ ά ρ α ς — κ ύ ρ ιο γ ν ώ ρ ισ μ α τ ω ν ε ρ ή μ ω ν τ ο υ Μ α ­ ρ ό κ ο υ — ό π ο υ ό λ η η ά μ μ ο ς έ χ ε ι μ ε τ α κ ιν η θ ε ί α π ό τη δ ρ ά σ η τ ο υ α έ ρ α . Χ ά ο υ ζ μ α ν [ . . . ] Σ ρ ό π σ ε ρ ( σ . 1 2 8 ): Ο A lf r e d E d w a rd H o u s m a n (1 8 5 9 -1 9 3 6 ) ή τ α ν Α γ γ λ ο ς λ α τ ιν ισ τ ή ς κ α ι π ο ιη τ ή ς π ο υ έ μ ε ιν ε ε υ ρ ύ τ ε ρ α γ ν ω σ τ ό ς α π ό τ η ν π ο ιη τ ικ ή σ υ λ λ ο γ ή τ ο υ

A Shropshire Lad (1 8 9 6 ),

δ η λ . Τ ο Π α λ ικ ά ρ ι

α π ’ τ ο Σ ρ ό π σ ε ρ , ό π ο υ κ υ ρ ια ρ χ ε ί η θ λ ίψ η κ α ι η α π ε λ π ισ ία , β ιβ λ ίο π ο υ β ρ ή κ ε τ ε ρ ά σ τ ια α π ή χ η σ η σ τ η β ικ τ ω ρ ια ν ή Α γ γ λ ία . Δ ώ σ τ ε μ ια λ ίρ α ( σ . 1 2 9 ): Ε δ ώ υ π ά ρ χ ε ι έ ν α μ ικ ρ ό λ ο γ ο π α ίγ ν ιο μ ε τ η λ . pound

{λίρα/λίβρα), το ο π ο ίο

ε π ιδ έ ξ ια σ υ ν δ έ ε ι τ ι ς δ ύ ο π α ρ α γ ρ ά φ ο υ ς

α λ λ ά χ ά ν ε τ α ι ε ν τ ε λ ώ ς σ τ η μ ε τ ά φ ρ α σ η . Η φ ρ ά σ η π ο υ μ ό λ ις έ χ ε ι π ρ ο η γ η θ ε ί (fo r w h ic h th e s h e r if f le v y a p o u n d o f f le s h — α π ’ ό π ο υ κ ι ο σ ε ρ ί­ φ η ς β γ ά ζ ε ι φ ο ρ ο μ π η χ τ ικ ά τ ο κ α τ ιτ ίς τ ο υ κ α τ ά π ω ς τ α ’ χ ε ι κ α ν ο ν ίσ ε ι) π ε ρ ιέ χ ε ι τ ο ν α γ γ λ ικ ό ιδ ιω μ α τ ισ μ ό « h a v e o n e ’s p o u n d o f f le s h » ( μ ια μ ε ­ τ α φ ο ρ ά π ο υ έ χ ε ι κ α θ ιε ρ ω θ ε ί α π ό τ η ν π α ρ ο ιμ ιώ δ η σ υ μ φ ω ν ία τ ο υ τ ο κ ο ­

Έμπορο της Βενετίας τ ο υ Σ α ίξ π η ρ κ α ι π ο υ , μια λίβρα κρέας), ε ν ώ α μ έ σ ω ς μ ε τ ά ο σ ε ρ ίφ η ς

γλ ύφ ο υ Σ ά υλω κ σ το ν

επ ί

λ έ ξ ε ι, π α ρ α π έ μ π ε ι σ ε

ζη ­

τ ά ε ι μ ια

λίρα.

L S D 25 ( σ . 131): Ε δ ώ γ ια π ρ ώ τ η κ α ι μ ο ν α δ ικ ή φ ο ρ ά ο Β . γ ρ ά φ ε ι ο ρ θ ά τ ο ν κ ω δ ικ ό τ ο ύ L S D ( β λ . ε π ίσ η ς δ ικ ή τ ο υ σ η μ ε ίω σ η π ρ ο ς τ ο τ έ λ ο ς τ ο υ Π α ­ ρ α ρ τ ή μ α τ ο ς ) . Η δ ιό ρ θ ω σ η α υ τ ή θ α π ρ έ π ε ι ν α έ γ ι ν ε λ ίγ ο π ρ ιν τ η ν κ υ ­ κ λ ο φ ο ρ ία τ ο υ β ιβ λ ίο υ ( ΐ9 5 9 ) , ό τ α ν π ια τ α ε π ισ τ η μ ο ν ικ ά π ε ρ ιο δ ικ ά έ γ ρ α φ α ν σ υ χ ν ά π υ κ ν ά γ ια τ η ν ο υ σ ία κ α ι τ ις ψ υ χ ια τ ρ ικ έ ς ε φ α ρ μ ο γ έ ς τ η ς . Π ο λ ύ π ιο ε ν δ ια φ έ ρ ο ν ό μ ω ς ε ί ν α ι τ ο γ ε γ ο ν ό ς ό τ ι ή δ η α π ό τ ο 1956

γράφει γ ι ’

α υ τ ό , 6 - 7 χ ρ ό ν ια π ρ ιν τ ο μ ά θ ο υ ν κ ά π ο ιο ι λ ίγ ο ι κ α ι μ ια ο λ ό ­

κ λ η ρ η δ ε κ α ε τ ία π ρ ιν γ ί ν ε ι ε υ ρ έ ω ς γ ν ω σ τ ό .

Μέγα Θηρίο [Great Beast] (σ. 131): Τον τίτλο αυτό (ή εκείνον του Master Therion) χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του ο εκκεντρικός Άγγλος αποκρυφιστής Aleister Crowley. διασχίζοντας [...] τον Ειρηνικό ως το Νησί του Πάσχα (σ. 133): Υπενθυμί­ ζω πως λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1947, ο ατρόμητος Νορβηγός Thor

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ H e y e r d a h l ε ίχ ε κ ά ν ε ι μ ε τ η σ χ ε δ ία

·

301

Kon-Tiki τ ο ρ ιψ ο κ ίν δ υ ν ο τ α ξ ίδ ι α π ό

τ ι ς α κ τ έ ς τ ο υ Π ε ρ ο ύ ω ς τ η ν Π ο λ υ ν η σ ία γ ια ν α α π ο δ ε ίξ ε ι π ω ς μ ια τ έ ­ τ ο ια ω κ ε ά ν ια μ ε τ α ν ά σ τ ε υ σ η ή τ α ν ό ν τ ω ς ε φ ικ τ ή . σ υ ρ ρ ικ ν ω μ έ ν α κ ρ α ν ία ( σ . 1 3 3 ): Τ η ν τ έ χ ν η τ η ς σ υ ρ ρ ίκ ν ω σ η ς τ ω ν κ ρ α ν ίω ν τ η ν κ α τ ε ίχ α ν ο ι Χ ίβ α ρ ο τ ο υ Ε κ ο υ α δ ό ρ κ α ι τ ο υ Π ε ρ ο ύ , ν α β ρ ά σ ο υ ν π α σ τ ίλ ιε ς ο ιν ο π ν ε ύ μ α τ ο ς ( σ . 1 3 4 ): Δ η λ α δ ή , ν α α π ο μ ο ν ώ σ ο υ ν τ ο ξ υ λ ό π ν ε υ μ α π ο υ π ε ρ ιέ χ ε τ α ι σ τ α c a n n e d h e a t ( ε μ π ο ρ ικ ή ο ν ο μ α σ ία — κ α ύ σ ιμ η ύ λ η σ ε σ τ ε ρ ε ά μ ο ρ φ ή ) . Τ ο π ρ ο ϊό ν α υ τ ό — π ο υ π ρ ο ο ρ ίζ ε τ α ι κ υ ρ ίω ς γ ια μ α γ ε ίρ ε μ α , σ ε κ ά μ π ιν γ κ κ τ λ . — έ κ α ν ε θ ρ α ύ σ η σ τ η ν π ε ρ ίο δ ο τη ς Π ο το α π αγό ρ ευσ η ς α νά μ εσ α σ το υ ς ά σ τεγο υς τω ν μ εγα λο υπ ό λεω ν κ α ι τ ο υ ς π ε ρ ιπ λ α ν ώ μ ε ν ο υ ς χ ό μ π ο . τ ιθ ώ ν ε ιο υ ς ο ρ ο ύ ς μ α κ ρ ο ζ ω ία ς ( σ . 1 3 5 ): Ο Τ ιθ ω ν ό ς , α δ ε λ φ ό ς τ ο υ Π ρ ία μ ο υ , α γ α π ή θ η κ ε α π ό τ η ν Η ώ γ ια τ η ν α π ίσ τ ε υ τ η ο μ ο ρ φ ιά τ ο υ , ό π ω ς μ α ς λ έ ε ι ο μ ύ θ ο ς . Η θ ε ά τ η ς α υ γ ή ς ζ ή τ η σ ε α π ό τ ο ν Δ ία ν α κ ά ν ε ι τ ο ν Τ ιθ ω ν ό α θ ά να το , ξ ε χ ν ώ ν τ α ς ό μ ω ς ν α το υ π ει π ω ς θα ’π ρ επ ε π α ρ ά λ λ η λ α να τ ο υ χ α ρ ίσ ε ι κ α ι τ η ν α ιώ ν ια ν ε ό τ η τ α . Κ ι έ τ σ ι ο α γ α π η μ έ ν ο ς τ η ς ό λ ο κ α ι γ ε ρ ν ο ύ σ ε , ώ σ π ο υ — ( α υ τ ό ε ί ν α ι ά λ λ η ισ τ ο ρ ία ) . Γ ια τ ο υ ς α ρ χ α ίο υ ς Έ λ ­ λ η ν ε ς , κ α ι τ ο υ ς σ υ γ γ ρ α φ ε ίς μ ε κ λ α σ ικ ή π α ιδ ε ία , ο Τ ιθ ω ν ό ς σ υ μ β ό λ ιζ ε το έσ χ α το γή ρ α ς. B a n n is te r ia C a a p i ( σ . 1 3 6 ): Τ ο φ υ τ ό ε ίν α ι γ ν ω σ τ ό ω ς

Banisteriopsis caapi.

Τ ο α π ό σ π α σ μ α σ τ ο ο π ο ίο α ν α φ έ ρ ε τ α ι ο σ υ γ γ ρ α φ έ α ς ε ίν α ι χ ρ ο ν ο λ ο γ ικ ά τ ο π α λ α ιό τ ε ρ ο τ ο υ β ιβ λ ίο υ α φ ο ύ έ χ ε ι γ ρ α φ τ ε ί σ τ η Λ ίμ α τ ο υ Π ε ρ ο ύ τ ο ν Ι ο ύ λ ιο τ ο υ

1953,

σ τ η δ ιά ρ κ ε ια τ ο υ δ ε ύ τ ε ρ ο υ τ α ξ ιδ ιο ύ τ ο υ σ τ η Ν ό τιο

Α μ ε ρ ικ ή π ρ ο ς α ν α ζ ή τ η σ η ( κ α ι π ά λ ι) τ ο υ γ ια χ έ . Υ π ά ρ χ ε ι σ χ ε δ ό ν α π α ρ ά λ λα χτο σ το

The Yage Letters ω ς ε π ισ τ ο λ ή π ρ ο ς τ ο ν Α λ λ ε ν Γ κ ίν σ μ π ε ρ γ κ .

χ ε ρ ρ Μ π ό α ς ( σ . 1 37 ): Α ν α φ ο ρ ά σ τ ο ν F ra n z B o a s (1 8 5 8 - 1 9 4 2 ), ε π ιφ α ν ή α ν ­ θ ρ ω π ο λ ό γ ο τ η ς ε π ο χ ή ς . Ο Μ π ό α ς , γ ε ρ μ α ν ικ ή ς κ α τ α γ ω γ ή ς , μ ε λ έ τ η σ ε σ ε β ά θ ο ς τ ις θ ρ η σ κ ε ίε ς , τ η ν τ έ χ ν η , τ η μ ο υ σ ικ ή κ α ι τ ις γ λ ώ σ σ ε ς π ο λ λ ώ ν « π ρ ω τ ό γ ο ν ω ν » λ α ώ ν ( ό π ω ς γ ια π α ρ ά δ ε ιγ μ α τ ο υ ς Κ ο υ α κ ιο ύ τ λ τ ο υ Δ υ ­ τ ικ ο ύ Κ α ν α δ ά ), έ γ ιν ε κ α θ η γ η τ ή ς σ τ ο C o lu m b ia κ α ι θ ε ω ρ ε ίτ α ι ο « π α τ έ ­ ρ α ς » τ η ς α μ ε ρ ικ α ν ικ ή ς α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία ς . Μ π ρ ο ύ χ ο [B r u jo ] ( σ . 1 3 8 ): Μ ά γ ο ς ( ισ π .) . μ ε ζ ο υ ζ ό θ [m e z u z z o th ] ( σ . 1 3 8 ): Χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ό ε β ρ α ίικ ο φ υ λ α χ τ ό π ο υ κ ά π ο ιο ι τ ο κ ρ ε μ ά ν ε σ τ ις π ό ρ τ ε ς τ ο υ ς γ ια ν α δ ε ίξ ο υ ν π ό σ ο π ισ τ ο ί ε ίν α ι. Ο ο ρ θ ό ς τ ύ π ο ς ε ίν α ι μεζουζάχ ( π λ η θ υ ν τ ικ ό ς :

μεζουζόθ).

Σ ο ύ ρ α [S u r a h ] ( σ . 1 4 2 ): Έ τ σ ι ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι τ ο κ α θ έ ν α α π ό τ α 114 κ ε φ ά λ α ια (ή ε π ί μ έ ρ ο υ ς α π ο κ α λ ύ ψ ε ις ) τ ο υ Κ ο ρ α ν ίο υ , σ ο υ κ ( σ . 1 4 2 ): Η α γ ο ρ ά μ ια ς α ρ α β ικ ή ς π ό λ η ς μ ε ό λ α τ α σ τ ε ν ά κ ια τ η ς .

302 ·

Σ ΗΜ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

Μ ικ ρ ή Ώ ν τ ρ ε ϋ [L it t le A u d r e y ] ( σ . 1 4 2 ): Κ ό μ ιξ ( σ ε π ε ρ ιο δ ικ ά , 1 9 4 8 - 5 2 ) τ η ς M a r g e H e n d e rso n B u e ll, δ η μ ιο υ ρ γ ο ύ τ η ς Μ ικ ρ ή ς Α ο υ λ ο ύ . Μ π ά ο υ ε ρ υ ( σ . 1 4 3 ): Φ τ ω χ ο γ ε ιτ ο ν ιά π έ ρ ιξ τ ο υ ο μ ω ν ύ μ ο υ δ ρ ό μ ο υ τ η ς Ν έ α ς Υ ό ρ κ η ς.

Sauve qui peut (σ. 143): Ο σώζων εαυτόν σωθήτω (γαλλ.). Α λ ή θ ε ια , α ν ό λ α τ ο ύ τ α [ . . . ] ν α δ ια λ υ θ ε ί ( σ . 1 4 4 ): Σ τίχ ο ι α π ό γ ν ω σ τ ό μ ε λ ο ­ π ο ιη μ έ ν ο π ο ίη μ α τ ο υ Ι ρ λ α ν δ ο ύ ρ ο μ α ν τ ικ ο ύ T h o m a s M o o re (1 7 7 9 -1 8 5 2 ). ( B e lie v e m e i f a ll th e s e e n d e a r in g y o u n g c h a r m s .. . ) λ ά κ κ ο ς α σ β ε σ τ ο λ ιθ ικ ή ς μ ά ρ γ α ς ( σ . 1 4 4 ): Σ ε έ ν α ε κ τ ε τ α μ έ ν ο κ ε φ ά λ α ιο μ ε τ ίτ λ ο « W O R D » , π ο υ δ ε ν π ε ρ ιε λ ή φ θ η π ο τ έ σ τ η ν ε π ίσ η μ η έ κ δ ο σ η τ ο υ

Naked Lunch, γ ρ ά φ ε ι ο Β . π ω ς μ έ σ α σ ’ α υ τ ο ύ ς τ ο υ ς λ ά κ κ ο υ ς π ο υ δ ε ν έ χ ο υ ν π ά τ ο κ α ι π ο υ χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν τ α ι γ ια χ α β ο ύ ζ ε ς , π ε τ ο ύ σ α ν ο ι Ε γ ­ γ λ έ ζ ο ι γ κ ά ν γ κ σ τ ε ρ τ ο υ ς σ π ιο ύ ν ο υ ς . (Τ ο σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο π έ τ ρ ω μ α χ ρ η σ ι­ μ ο π ο ιε ίτ α ι γ ια τ ο ν ε μ π λ ο υ τ ισ μ ό ε δ α φ ώ ν π ο υ ε ίν α ι π τ ω χ ά σ ε α σ β έ σ τ ιο .) Ν τ ε γ κ α ζ έ [Degagees] ( σ . 1 4 6 ): Ά ν ε τ α , α ε ρ ά τ α ( γ α λ λ .) . Ε δ ώ χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί­ τ α ι α ν ο ρ θ ό δ ο ξ α — ε κ τ ό ς α ν υ π ο ν ο ε ί ε μ π ο ρ ικ ή ο ν ο μ α σ ία .

Μπαμπέσης Κλεμ, ο Μυστικός Μαλάκας (σ. 147): Ο συγκεκριμένος ήρωας είναι ο Clem Snide the Private A s s Hole, που αργότερα έπαιξε και σε άλλα βιβλία του Β. Εθνικιστικό Κόμμα (σ. 149): Το Εθνικιστικό Κόμμα του Μαρόκου (Istiqlal), που υπήρχε μεν από το 1943 αλλά ήταν παράνομο στη χώρα, δρούσε σχεδόν ανενόχλητα στην Ταγγέρη λόγω του διεθνούς καθε­ στώτος που επικρατούσε εκεί. Στόχος της προπαγάνδας του ήταν κυρί­ ως οι Γάλλοι, αλλά από τις αρχές του ’56 (σύμφωνα με περιγραφές του Β.) όλοι οι ξένοι καθώς και οι ομοφυλόφιλοι. Κ .Ε . ( σ . 1 52 ): Σ τη δ ε κ α ε τ ία τ ο υ ’ 4 0 , ό τ α ν ο Β . β ρ ισ κ ό τ α ν κ α μ ιά φ ο ρ ά μ α ζ ί μ ε τ ο ν π α λ ιό φ ιλ ο Έ λ β ιν ς , ε π ιδ ίδ ο ν τ α ν μ ε ιδ ια ίτ ε ρ ο ζ ή λ ο σ ε ε π ιν ο ή σ ε ις τ έ τ ο ιω ν σ υ σ κ ε υ ώ ν μ ε σ τ ό χ ο α π ώ τ ε ρ ο ν α τ ις κ υ κ λ ο φ ο ρ ή σ ο υ ν κ α ι ν α π ιά σ ο υ ν τ η ν κ α λ ή . Γ ο υ ό λ γ κ ρ ιν [ W a lg r e e n ’s ] ( σ . 1 53 ): Α λ υ σ ίδ α φ α ρ μ α κ ε ίω ν σ τ ις Η Π Α . δ έ ν ο υ ν έ ν α ν Α ρ α π ά κ ο [ . . . ] β ε ν ζ ίν η ( σ . 154 )·' Η σ υ χ ν ή α ν α φ ο ρ ά τ ο υ Β . σ ε τ έ τ ο ιε ς ε ικ ό ν ε ς , ή σ ε α π α γ χ ο ν ισ μ ο ύ ς , ε ν μ έ ρ ε ι π η γ ά ζ ε ι α π ό τ η ν κ α τ ά ­ σ τ α σ η π ο υ ε π ικ ρ α τ ο ύ σ ε ω ς τ ις π ρ ώ τ ε ς δ ε κ α ε τ ίε ς τ ο υ 2 0 0 ύ α ιώ ν α σ τ ο ν α μ ε ρ ικ ά ν ικ ο Ν ό τ ο — α π ό τ η Φ λ ό ρ ιν τ α ω ς τ ο Μ ιζ ο ύ ρ ι. Μ ικ ρ ό π α ιδ ί ό τ α ν ή τ α ν , ο ι τ ο π ικ έ ς ε φ η μ ε ρ ίδ ε ς δ ε ν π α ρ έ λ ε ιπ α ν ν α δ η μ ο σ ιε ύ ο υ ν φ ω ­ τ ο γ ρ α φ ίε ς α π ό τ α κ α τ ο ρ θ ώ μ α τ α τ η ς Κ ο υ Κ λ ο υ ξ Κ λ α ν κ α ι τ ω ν υ π ο σ τ η ρ ικ τ ώ ν τ η ς υ π ε ρ ο χ ή ς τ ω ν Λ ε υ κ ώ ν . Ε π ίσ η ς , σ τ η ν π ο λ ιτ ε ία ό π ο υ μ ε γ ά ­ λ ω σ ε , ό λ ε ς ο ι θ α ν α τ ι κ έ ς κ α τ α δ ίκ ε ς ε κ τ ε λ ο ύ ν τ α ν δ ιά α π α γ χ ο ν ισ μ ο ύ ,

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

·

303

ενώ τα λιντσαρίσματα (και η με κάθε λεπτομέρεια περιγραφή τους στον Τύπο) συνεχίστηκαν ως τις αρχές του ’ 6ο. Γ ρ α μ μ α τ έ α ς τ η ς Κ ο μ η τ ε ία ς [C o u n ty C le r k ] ( σ . 1 5 4 ): Σ τ ις Η Π Α έ ν α ς c o u n ­ t y c le r k ε ί ν α ι ε π ιφ ο ρ τ ισ μ έ ν ο ς μ ε δ ιά φ ο ρ α κ α θ ή κ ο ν τ α , ό π ω ς α υ τ ό τ ο υ γ ρ α μ μ α τ έ α σ τ α δ ιο ικ η τ ικ ά σ υ μ β ο ύ λ ια τ ω ν κ ο μ η τ ε ιώ ν , ε ίν α ι υ π ε ύ θ υ ν ο ς τ ω ν α ρ χ ε ίω ν , ε κ δ ίδ ε ι ά δ ε ιε ς κ τ λ . Ε δ ώ χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ίτ α ι ω ς μ ο ν τ έ λ ο γ ια τ ο ν λ ε υ κ ό ρ α τ σ ισ τ ή (ή τ ο ν Σ ε ρ ίφ η ) τ ο υ Ν ό τ ο υ π ο υ μ ισ ε ί τ ο υ ς Ν έ γ ρ ο υ ς , τ ο υ ς Ε β ρ α ίο υ ς , τ ο υ ς Α μ ε ρ ικ ά ν ο υ ς τ ο υ Β ο ρ ρ ά ( κ ά τ ι π ο υ θ α γ ί ν ε ι α μ έ ­ σ ω ς φ α ν ε ρ ό σ τ η ν ε π ό μ ε ν η ε μ φ ά ν ισ ή τ ο υ ) .

Τα πατεί [...] σπάθας του της τρομερής (σ. 155): Στίχοι από το «The Battle Hymn o f the Republic», τον παιάνα των Βορείων στον Αμερικάνικο Εμφύλιο Πόλεμο (1861-65) κι έκτοτε διαχρονικό εμβατήριο όλων των πατριωτών στις ΗΠΑ. 2 ΐ, Ε λ Μ ο ρ ό κ κ ο , Σ τ ο ρ κ ( σ . 1 5 6 ): Λ ο υ σ ά τ α ν υ χ τ ο μ ά γ α ζ α τ η ς Ν έ α ς Υ ό ρ κ η ς τ η ς ε π ο χ ή ς τ ο υ σ ο υ ίν γ κ , h a u t m o n d e ( σ . 157): Η υ ψ η λ ή κ ο ιν ω ν ία ( γ α λ λ .) . Μ π ή λ ιω [ M ig g le s ] ( σ . 1 5 7 ):

Μπήλιω κ α θ ό τ ι m ig g le s ε ί ν α ι ο ι μπίλιες, τ α

γκαζάκια... Λ ο ύ σ υ Μ π ρ α ν τ σ ίν κ ε λ ( σ . 1 5 7 ): Η L u c y B r a d s h in k e l θ α ξ α ν α κ ά ν ε ι μ ια α σ τ ρ α π ια ία ε μ φ ά ν ισ η λ ίγ α χ ρ ό ν ια α ρ γ ό τ ε ρ α σ τ ο

Nova Express, σ ε μ ια

τ η λ ε γ ρ α φ ικ ή ε κ δ ο χ ή τ ο υ « T w i lig h t ’s L a s t G le a m in g s » ( κ α μ ία σ χ έ σ η μ ε τ η μ ε τ α γ ε ν έ σ τ ε ρ η ο μ ό τ ιτ λ η ισ τ ο ρ ία σ τ η σ υ λ λ ο γ ή

Exterminator!).

Γ ο ύ λ γ ο υ ο ρ θ [W o o lw o rth ’s ] ( σ . 1 5 8 ): Ν ε ο ϋ ο ρ κ έ ζ ικ ο π ο λ υ κ α τ ά σ τ η μ α , το δ ρ ό μ ο γ ια τ ο Τ ιπ π ε ρ έ ρ υ ( σ . 1 59 ): Τ ο Τ ιπ π ε ρ έ ρ υ , μ ια μ ικ ρ ή π ό λ η τ η ς Ιρ ­ λ α ν δ ία ς , έ γ ι ν ε π α γ κ ό σ μ ια γ ν ω σ τ ό σ τ α 1914 α π ό τ ο τ ρ α γ ο υ δ ά κ ι τ ο υ Β ρ ε τ α ν ικ ο ύ Ε κ σ τ ρ α τ ε υ τ ικ ο ύ Σ ώ μ α τ ο ς σ τ α ε υ ρ ω π α ϊκ ά π ε δ ία τ ω ν μ α ­ χ ώ ν , π ο υ ξ ε κ ιν ο ύ σ ε μ ε τ α λ ό γ ια « I t ’s a lo n g w a y to T ip p e r a r y » .

Μπλου Γκρας [Blue Grass] (σ. 159): Θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται στο Κεντάκυ, αφού αυτό αποτελεί προσωνυμία της συγκεκριμένης πολιτείας, ή στο Λέξινγκτον. αυτογενής αποκόλληση (σ. 162): Όσο απίθανο κι αν φαίνεται, υπάρχει όντως τέτοια πάθηση στην Αφρική και ονομάζεται αϊνιούμ (ainhum). faux-pas (σ. ι66): Ολίσθημα, απρέπεια, χοντράδα (γαλλ.). Βρε γω θα είμαι δω [...] (σ. 167): Τον ίδιο ακριβώς στίχο (I’ ll be around when you’re gone) είχε τραγουδήσει 40.000 φορές δίκην mantra Άρα­ βας σκακιστής προκειμένου να σπάσει τα νεύρα του Γερμανού αντιπά­ λου του στο Queer. (Το ομότιτλο τραγούδι ήταν παλιά επιτυχία των Mills Brothers.)

304 ·

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

in a b s t e n t ia ( σ . ι6 8 ) : Λ ο γ ο π α ίγ ν ιο μ ε τ η λ α τ ιν ικ ή φ ρ ά σ η in a b s e n t ia ( ερή­

μην ) κ α ι τ ο ρ ή μ α a b s ta in (απέχω); Π ο ύ λ ο ς ο Κ ο κ κ ιν ο λ α ίμ η ς [ . .. .] π έ φ τ ε ι ν ε κ ρ ό ς ( σ . 1 6 9 ): Π α ιγ ν ιώ δ η ς α ν α φ ο ­ ρ ά σ τ ο π α λ ιό ε γ γ λ έ ζ ικ ο τ ρ α γ ο υ δ ά κ ι γ ι α π α ιδ ιά « W h o K ille d C o c k R o b in ? » ( γ ν ω σ τ ό ή δ η α π ό τ α μ έ σ α τ ο υ ι8 ο υ α ιώ ν α ) . Λ ό ρ δ ο ς Τ ζ ιμ ( σ . 169 ): Έ ν α α π ό τ α π ιο γ ν ω σ τ ά β ιβ λ ία τ ο υ J o s e p h C o n ra d

(1857 - 1924 ) φ έ ρ ε ι τ ο ν

τ ίτ λ ο Lord Jim (1 9 0 0 ). Ο Κ ό ν ρ α ν τ υ π ή ρ ξ ε έ ν α ς

α π ό τ ο υ ς α γ α π η μ έ ν ο υ ς σ υ γ γ ρ α φ ε ίς τ ο υ Β . Η μ ν ε ία σ τ ο ν θ α λ α σ σ ό λ υ κ ο Λ ό ρ δ ο Τ ζ ιμ θ α π ρ έ π ε ι, μ έ σ α σ τ ο σ υ ν ο λ ικ ό έ ρ γ ο τ ο υ Β ., ν α ξ ε π ε ρ ν ά α ρ ιθ μ η τ ικ ά κ ά θ ε ά λ λ η α ν α φ ο ρ ά τ ο υ σ ε λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ό ή ρ ω α . Ν τ ίλ λ ιν γ κ ε ρ [ . . . ] Μ π ά ιο γ κ ρ α φ ( σ . 169 ): T o B io g r a p h ε ίν α ι τ ο σ ιν ε μ ά σ τ η ν ε ίσ ο δ ο τ ο υ ο π ο ίο υ , τ ο 1934 , π ρ ά κ τ ο ρ α ς τ ο υ F B I π υ ρ ο β ό λ η σ ε κ α ι σ κ ό ­ τ ω σ ε τ ο ν θ ρ υ λ ικ ό Jo h n D illin g e r , λ η σ τ ή τ ρ α π ε ζ ώ ν , ά σ ο τ ω ν α π ο δ ρ ά σ ε ­ ω ν κ α ι λ α ϊκ ό ή ρ ω α τ ο υ Μ ε σ ο π ο λ έ μ ο υ . m a n q u e ( σ . 1 6 9 ): Α π ο τ υ χ η μ έ ν ο ς ( γ α λ λ .) . β α ρ ε τ ά μ π λ ( σ . 1 6 9 ): Π α ρ α φ θ ο ρ ά τ ο υ « β ε ρ ιτ ά μ π λ » , α ν ά λ ο γ η τ ο υ bone fed ( δ η λ . b o n a f id e ) — α λ λ ο ύ , ω ς bona feedy κ α ι ω ς bone feed. Α θ ά ν α τ ο ς Β ά ρ δ ο ς ( σ . 171): Ο Σ α ίξ π η ρ . n ’ e x is te p lu s ( σ . 173): Λ ε ν υ π ά ρ χ ε ι π λ έ ο ν ( γ α λ λ .) . Ε λ ιά τ ε Π α λ ια σ κ ε υ ή [ C ’ lo m F lid a y ] ( σ . 1 7 4 ): Α π ό τ η ν κ ιν ε ζ ικ ή λ ε ί π ε ι ο κ α θ α ρ ό ς φ θ ό γ γ ο ς ρ. Σ α λ β α ν τ ό ρ Χ α σ ά ν Ο ’ Λ ή ρ υ ( σ . 174): Ο ή ρ ω α ς α υ τ ό ς δ ε ν έ χ ε ι κ α μ ία σ χ έ σ η μ ε τ ο ν δ ια β ό η τ ο Γ έ ρ ο τ ο υ Β ο υ ν ο ύ Χ α σ ά ν - ι- Σ α μ π ά χ ( τ ο ν ο π ο ίο ν ο Β . α ν α κ ά λ υ ψ ε μ έ σ ω τ ο υ B r io n G y s in μ ε τ ά τ η ν ο λ ο κ λ ή ρ ω σ η τ ο υ β ιβ λ ίο υ κ α ι π ρ ω τ ο ε μ φ ά ν ισ ε σ τ α Ticket That Exploded κ α ι Nova Express) α λ λ ά ο ύ τ ε κ α ι μ ε τ ο ν T im o th y L e a r y ( τ ο ν ο π ο ίο γ ν ώ ρ ισ ε σ τ α 1 961). Α ν τ ίθ ε ­ τ α , ό σ ο π ε ζ ό κ ι α ν α κ ο ύ γ ε τ α ι, τ ο ό ν ο μ α « S a lv a d o r H a s s a n » έ φ ε ρ ε μ ια α ίθ ο υ σ α τ ο υ Ε β ρ α ϊκ ο ύ Ν ο σ ο κ ο μ ε ίο υ τ η ς Τ α γ γ έ ρ η ς ( ό π ο υ ο Β . ε ίχ ε κ α τ α φ ύ γ ε ι γ ια α π ο τ ο ξ ίν ω σ η τ ο 1955)· Μ ο υ σ ε ΐν η δ ε ς [ M u s s e in s ] ( σ . 175): Μ ά λ λ ο ν α ν α γ ρ α μ μ α τ ισ μ ό ς τ η ς λ . μουε­

ζίνηδες. Κ α ΐν τ [ C a id s ] ( σ . 1 7 5 ): Σ τ ο Μ α ρ ό κ ο , κάΐντ ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι ο δ ιο ικ η τ ή ς μ ια ς π ό λ η ς ή μ ια ς π ε ρ ιφ έ ρ ε ια ς , ε ν ώ γ ια τ ο υ ς Β ε ρ β έ ρ ο υ ς τ ο υ Ά τ λ α ν τ α η λ έ ­ ξ η σ η μ α ίν ε ι φύλαρχος. Γ κ λ α ο υ ί [G la o u is ] ( σ . 175): Α ρ χ η γ ο ί τ ω ν Γ κ λ ά ο υ α ( ισ χ υ ρ ή ο ικ ο γ έ ν ε ια π ο υ ζ ο ύ σ ε σ τ ις ν ό τ ι ε ς π λ α γ ι έ ς τ ο υ Ά τ λ α ν τ α , π ά ν ω α π ό τ η ν Ο υ α ρ ζ α ζ ά τ ) . Έ ν α ς Γ κ λ α ο υ ί ή τ α ν π α σ ά ς τ ο υ Μ α ρ ρ α κ έ ς ω ς τ ο 1956.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

·

305

Π ρ α γ μ α τ ικ ισ τ έ ς [ F a c t u a lis t s ] ( σ . 175 ): Α π ό τ η λ . f a c t ρ ίς ν α η θ ικ ο λ ο γ ο ύ ν δ ίν ο υ ν π ίσ τ η

(γεγονός). Ό σ ο ι χ ω ­ μόνο σ τ α α δ ιά σ ε ισ τ α γ ε γ ο ν ό τ α , σ τ η ν

Ω μ ή Π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α — η π ρ ο σ ω π ικ ή φ ιλ ο σ ο φ ία τ ο υ σ υ γ γ ρ α φ έ α , ό π ω ς π ε ρ ίπ ο υ τ η δ ια τ ύ π ω σ ε σ ε δ υ ο γ ρ α μ μ έ ς σ ε ε π ισ τ ο λ ή τ ο υ π ρ ο ς τ ο ν Ά λ λ ε ν Γ κ ίν σ μ π ε ρ γ κ σ τ α τ έ λ η τ ο υ 1948· ( « Ο Φ α κ τ ο υ α λ ισ μ ό ς δ ε ν σ η ­ κ ώ ν ε ι α ν α λ ύ σ ε ις [ . . . ] δ ε ν τ α ιρ ιά ζ ε ι μ ε τ ις σ υ ζ η τ ή σ ε ις » .) Z u t a lo r s ( σ . 1 7 6 ): Ε , κ α ι τ ι έ γ ιν ε ; ( γ α λ λ .) κ α τ ά ρ γ η σ η τ ω ν Φ θ ο ρ ιο ύ χ ω ν Ε ν ώ σ ε ω ν [ . . . ] ( σ . 1 7 6 ): Σ τ ις δ ε κ α ε τ ίε ς τ ο υ ’ 5 0 κ α ι τ ο υ ’ 6 ο υ π ή ρ χ ε μ ια γ ε ν ικ ε υ μ έ ν η π α ρ ά ν ο ια σ τ ι ς Η Π Α γ ια τ η « σ υ ν ο μ ω σ ί α τ ο υ φ θ ο ρ ίο υ » . Ο ι π ο λ έ μ ιο ι τ η ς φ θ ο ρ ίω σ η ς τ ο υ ν ε ρ ο ύ έ μ ε ιν α ν σ τ η ν ισ τ ο ρ ία ω ς « a n t if lu o r id a t io n is t s » , ή ε π ί τ ο λ α ϊκ ό τ ε ρ ο ν

(Ο παλιός δρύι­ νος κουβάς) ε ίν α ι β έ β α ια τ ο ο μ ώ ν υ μ ο , π ο λ ύ γ ν ω σ τ ό β ο υ κ ο λ ικ ό π ο ίη μ α

« a n t if lu o r id e s » . Τ ο τ ρ α γ ο ύ δ ι « T h e O ld O a k e n B u c k e t »

τ ο υ Α μ ε ρ ικ α ν ο ύ π ο ιη τ ή S a m u e l W o o d w o rth (1 7 8 5 -1 8 4 2 ). Σ ο μ μ ε λ ιέ [ S o m m e lie r ] ( σ . 1 7 8 ): Ο σ ε ρ β ίρ ω ν τ α κ ρ α σ ιά ( γ α λ λ ικ ό π ο υ χ ρ η ­ σ ιμ ο π ο ιε ίτ α ι α π ό τ ο υ ς γ α σ τ ρ ίμ α ρ γ ο υ ς ) . Τ υ ρ ί Λ ίμ π ο υ ρ γ κ ε ρ ( σ . 1 7 9 ): Β έ λ γ ικ ο τ υ ρ ί σ α ν τ ο κ α μ ε μ π έ ρ , μ ε ά κ ρ ω ς ιδ ιά ζ ο υ σ α ο σ μ ή κ α ι γ ε ύ σ η . Β ε ν ε τ ία ( σ . 1 7 9 ): Ο Β . ε π ισ κ έ φ θ η κ ε τη Β ε ν ε τ ία ( ό π ο υ ζ ο ύ σ ε ο Α λ α ν Ά ν σ ε ν ) τ ο κ α λ ο κ α ίρ ι τ ο υ 1 95 6 , ε π ισ τ ρ έ φ ο ν τ α ς α π ό τ ο Λ ο ν δ ίν ο ό π ο υ ε ίχ ε π ά ε ι γ ια τ η ν κ α θ ο ρ ισ τ ικ ή α π ο τ ο ξ ίν ω σ ή τ ο υ μ ε τ η μ έ θ ο δ ο τ η ς α π ο μ ο ρ φ ίν η ς . Σ τη Β ε ν ε τ ία έ μ ε ιν ε δ υ ο μ ή ν ε ς ( π η γ α ίν ε ι σ ε κ ο σ μ ικ ά π ά ρ τ ι κ α ι γ ρ ά φ ε ι τ ο ά ρ θ ρ ο τ ο υ Π α ρ α ρ τ ή μ α τ ο ς ) π ρ ιν ε π ι σ τ ρ έ φ ε ι σ τ η ν Τ α γ γ έ ρ η κ α ι, α π ε ξ α ρ τ η μ έ ν ο ς π ια , π έ σ ε ι μ ε τ α μ ο ύ τ ρ α σ τ ο γ ρ ά ψ ιμ ο ω ς το ε π ό μ ε ­ ν ο κ α λ ο κ α ίρ ι. Ο Ά ν σ ε ν π ά ν τ α θ ε ω ρ ο ύ σ ε τ ο ν ε α υ τ ό τ ο υ ω ς τ ο μ ο ν τ έ λ ο γ ια τ η ν ε π ε ισ ο δ ια κ ή φ ιγ ο ύ ρ α τ ο υ 'Ε ι Τ ζ έ ι ( A .J .). γ ι ’ α υ τ ή τη γ έ φ υ ρ α ( σ . 1 79 ): Δ η λ α δ ή , τ η Γ έ φ υ ρ α τ ω ν Σ τ ε ν α γ μ ώ ν ( π ο υ , β έ ­ β α ια , ά λ λ η ε ίν α ι η π ρ ο έ λ ε υ σ η τ ο υ ο ν ό μ α τ ο ς τ η ς ) . m o to s c a fi ( σ . ι 8 ι ) : Τ α χ ύ π λ ο α ( ιτ α λ .) . Π ά τ ε ρ Φ λ ά ν α γ κ α ν ( σ . 1 8 2 ): Α ν α φ ο ρ ά σ τ η μ ε λ ο δ ρ α μ α τ ικ ή , κ α ι π ο λ ύ ε π ιτ υ ­ χ η μ έ ν η , κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ή τ α ιν ία

Boys' Town (1 9 3 8 ).

Ε λ Τ σ ίν τ σ ε [E l C h in c h e ] ( σ . 1 87 ): Ο Κ ο ρ ιό ς ( ισ π .) . Ρ ά ικ ε ρ ’ ς Α ιλ α ν τ [ R i k e r ’s I s la n d ] ( σ . 1 8 7 ): Σ ω φ ρ ο ν ισ τ ικ ό κ α τ ά σ τ η μ α σ τ ο Κ ο υ ίν ς τ η ς Ν έ α ς Υ ό ρ κ η ς . Δ έ κ α π α κ έ τ α τ η ς ο υ γ γ ιά ς [te n p ie c e s ] ( σ . 1 8 9 ): Δ η λ α δ ή , κ ά π ο υ 3 0 0 γ ρ α μ ­ μ ά ρ ια . Μ π ιγ κ Μ π ιλ λ Μ π ρ ο ύ ν ζ υ ( σ . 191): Ο μ α ύ ρ ο ς μ π λ ο υ ζ ίσ τ α ς B ig B ill B r o o n z y (1 8 9 3 -1 9 5 8 ) ή τ α ν ιδ ια ίτ ε ρ α γ ν ω σ τ ό ς κ α τ ά τ η δ ε κ α ε τ ία τ ο υ ’ 3 0 . Το

306 ·

Σ ΗΜ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

«C raw d ad »

{καραβίδα τ ο υ γ λ υ κ ο ύ ν ε ρ ο ύ π ο υ ζ ε ι σ ε ρ υ ά κ ια κ α ι ν ε ρ ό ­

λ α κ κ ο υ ς) λ έ ε ι σ το ρ εφ ρ έν το υ: W h a t y o u g o n n a d o w h e n th e p o n d g o e s d r y ? I ’ m g o n n a sta n d o n th e b a n k a n d w a tc h th e c r a w d a d s d ie , ό π ο υ τ ο p o n d έ γ ιν ε

oil ( π ε τ ρ έ λ α ιο ) κ α ι τ α c r a w d a d s , Άραβες\

φ α τ ρ ίε ς τ η ς Δ ια ζ ώ ν η ς ( σ . 1 9 2 ): Σ το π ρ ω τ ό τ υ π ο ο ι ο ν ο μ α σ ίε ς τ ο υ ς ε ίν α ι: L iq u e f a c t io n is t s ( Υ γ ρ ο π ο ιη τ έ ς ) , S e n d e r s ( Μ ε τ α δ ό τ ε ς ) , D iv is io n is t s ( Δ ια ιρ ε σ ίε ς ) κ α ι F a c t u a lis t s ( Π ρ α γ μ α τ ικ ισ τ έ ς ). Ο ι τ ρ ε ις π ρ ώ τ ε ς ο μ ά δ ε ς ε π ιδ ιώ κ ο υ ν , η κ α θ ε μ ιά μ ε τ ο δ ικ ό τ η ς τ ρ ό π ο , ν α κ α τ α λ ά β ο υ ν π α ρ α σ ιτ ικ ά τ ο ν κ ό σ μ ο , ε ν ώ ο ι τ ε λ ε υ τ α ίο ι τ ο ύ ς α ν τ ισ τ έ κ ο ν τ α ι. Ο ι Υ γ ρ ο π ο ιη τ έ ς μ π ο ρ ε ί μ ε ν ν α ε π ιδ ιώ κ ο υ ν τ η ν « Υ γ ρ ο π ο ίη σ η » ό μ ω ς τ ο ό ν ο μ ά τ ο υ ς π α ­ ρ α π έ μ π ε ι σ τ ις σ τ α λ ιν ικ έ ς « ε κ κ α θ α ρ ίσ ε ις » ( L iq u e f a c t io n / L iq u id a t io n ). Α ν ο ίγ ε ι σ ιγ ά σ ιγ ά τ ο π λ ά ν ο ( σ . 1 9 2 ): Ο σ υ γ γ ρ α φ έ α ς μ ο ν ίμ ω ς — κ α ι σ τ η ν π λ ε ιο ν ό τ η τ α τ ω ν π ε ρ ιπ τ ώ σ ε ω ν λ α ν θ α σ μ έ ν α — χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί τ ο ν κ ιν η ­

(σβήνει το πλάνο) ε ν ν ο ώ ν τ α ς , α ν τ ίθ ε τ α , (ανοίγει το πλάνο) ή , ίσ ω ς , αλλαγή πλάνου. Ο π ρ ο σ ε κ τ ικ ό ς α ν α ­

μ α τ ο γ ρ α φ ικ ό ό ρ ο « f a d e o u t » « f a d e in »

γ ν ώ σ τ η ς θ α τ ο έ χ ε ι ή δ η π α ρ α τ η ρ ή σ ε ι. Ε δ ώ , ό π ω ς κ α ι σ ε κ ά π ο ιο ά λ λ ο σ η ­ μ ε ίο , έ χ ω π α ρ έ μ β ε ι δ ιο ρ θ ω τ ικ ά , α τ α ξ ία τ ο υ Φ ρ ε ιδ ε ρ ίκ ο υ [F r e d e r ic k ’s a t a x ia ] ( σ . 1 9 6 ): Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ια τ η ν κ λ η ρ ο ν ο μ ικ ή α τ α ξ ία , γ ν ω σ τ ή κ α ι ω ς « α τ α ξ ία τ ο υ Φ ρ ή ν τ ρ α ϊχ » (F r ie d r e ­ ic h ’s a t a x ia ) . Λ ο γ ο π α ίγ ν ιο μ ε τ ο γ ε ρ μ α ν ικ ό ό ν ο μ α F rie d r ic h ( α γ γ λ .: F r e d e r ic k ) π ο υ μ ο ιά ζ ε ι μ ε τ ο ε π ίθ ε τ ο τ ο υ N ik o la u s F r ie d r e ic h , τ ο υ Γ ε ρ ­ μ α ν ο ύ γ ια τ ρ ο ύ τ ο υ 1 9 ο υ α ι. π ο υ π ρ ώ τ ο ς π ε ρ ιέ γ ρ α ψ ε τ η ν ε υ ρ ο λ ο γ ικ ή α υ ­ τ ή π ά θ η σ η ( μ ια κ λ η ρ ο ν ο μ ικ ή α ν ω μ α λ ία π ο υ ε κ δ η λ ώ ν ε τ α ι ό τ α ν ε π ικ ρ α ­ τ ή σ ο υ ν ο ρ ισ μ έ ν α υ π ο τ ε λ ή γ ο ν ίδ ια ) . Σ η μ ε ιώ ν ω π ω ς σ τ α 1 9 3 6 , ά μ α τη α π ο φ ο ιτ ή σ ε ι τ ο υ α π ό τ ο H a rv a rd ( ό π ο υ σ π ο ύ δ α σ ε Α γ γ λ ικ ή Λ ο γ ο τ ε ­ χ ν ία ) , ο Β . π ή γ ε σ τ η χ ιτ λ ε ρ ικ ή Β ιέ ν ν η κ α ι γ ια έ ν α ε ξ ά μ η ν ο π α ρ α κ ο λ ο ύ ­ θ η σ ε κ ά π ο ια μ α θ ή μ α τ α Ι α τ ρ ικ ή ς κ α ι Α ν α τ ο μ ία ς σ τ ο ε κ ε ί Π α ν ε π ισ τ ή μ ιο . ( Φ υ σ ικ ά σ υ ν έ χ ισ ε ν α ε ν τ ρ υ φ ε ί σ ε κ ά θ ε ε ίδ ο υ ς π λ η ρ ο φ ο ρ ία α π ό τ ο υ ς χ ώ ­ ρ ο υ ς τ η ς Ι α τ ρ ικ ή ς κ α ι τ η ς Ψ υ χ ο λ ο γ ία ς γ ια π ο λ λ ά π ο λ λ ά χ ρ ό ν ια .) Β ρ ή κ ε σ ιχ α μ ε ρ ό τ έ λ ο ς [ . . . ] μ α υ σ ω λ ε ίο τ ο υ ( σ . 1 9 6 ): Τ ο α π ό σ π α σ μ α α υ τ ό υ π ά ρ χ ει κ α ι σ το

Queer, λ έ ξ η π ρ ο ς λ έ ξ η , μ ε τη δ ια φ ο ρ ά ό τ ι ε κ ε ί α ν α φ έ -

ρ ε τ α ι σ ε ά λ λ ο π ρ ό σ ω π ο . Ό σ ο γ ια τ η ν ισ τ ο ρ ικ ή H is p a n o S u iz a , α ρ κ ε ί ν α σ η μ ε ιώ σ ω ό τ ι σ τ ις α ρ χ έ ς τ ο υ 2 θ θ ύ α ι. κ α τ α σ κ ε ύ α ζ ε τ α κ α λ ύ τ ε ρ α κ α ι α κ ρ ιβ ό τ ε ρ α α υ τ ο κ ίν η τ α σ τ ο ν κ ό σ μ ο . Μ ο ν τ γ κ ό μ ε ρ υ Γ ο υ ό ρ ν τ [M o n tg o m e ry W a rd ] (σ . 2 0 7 ): Π α λ ιά ε μ π ο ρ ικ ή φ ίρ ­ μ α σ τ ο Σ ικ ά γ ο π ο υ , ό π ω ς κ α ι η S e a r s , R o e b u c k & C o ., π ο υ λ ο ύ σ α ν μ ε α ν τ ικ α τ α β ο λ ή τ α π ρ ο ϊό ν τ α τ ο υ ς σ τ η ν ε π α ρ χ ία , π ρ ο ϊό ν τ α π ο υ ο κ ό σ μ ο ς τ α γ ν ώ ρ ιζ ε μ έ σ ω τ ω ν π ε ρ ίφ η μ ω ν ε ικ ο ν ο γ ρ α φ η μ έ ν ω ν κ α τ α λ ό γ ω ν τ ο υ ς .

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

·

307

ξ ά φ ρ ιζ ε μ π ε κ ρ ή δ ε ς σ τ ο ν υ π ό γ ε ιο ( σ . 2 0 8 ) : Π ρ ο σ ω π ικ έ ς α ν α μ ν ή σ ε ις τ ο υ σ υ γ γ ρ α φ έ α α π ό τ η ν ά ν ο ιξ η τ ο υ 194 6 , ε π ο χ ή κ α τ ά τ η ν ο π ο ία σ υ γ χ ρ ω τ ιζ ό ­ τα ν μ ε το ν υπ ό κ ο σ μ ο τη ς Ν έα ς Υ ό ρ κ η ς, γ ν ω σ τ έ ς ά λ λ ω σ τ ε α πό το

Junky.

Ά ν τ ρ ιο υ Κ η φ [Andrew Keif] ( σ . 2 0 8 ) : Ό π ω ς ο ίδ ιο ς ο Β . ε ξ η γ ε ί σ ε ε π ισ τ ο ­ λ ή τ ο υ σ τ ο ν Τ ζ α κ Κ έ ρ ο υ α κ (Δ ε κ . ’ 5 4 ), α ν α φ έ ρ ε τ α ι σ τ ο ν σ υ γ γ ρ α φ έ α

Paul Bowles. (Τ α δ ύ ο β ιβ λ ία τ ο υ Μ π ό ο υ λ ς — Sheltering Sky [1 9 4 9 ] κ α ι

Let it Come Down [1 9 5 2 ]—

ε ίχ α ν κ α τ ά κ ά π ο ιο ν τ ρ ό π ο ο δ η γ ή σ ε ι τ ο ν Β .

σ τ η ν Τ α γ γ έ ρ η .) Ο ι π ρ ώ τ ε ς τ ο υ ς ε π α φ έ ς δ ε ν ε ίχ α ν δ η μ ιο υ ρ γ ή σ ε ι π ρ ο ϋ ­ π ο θ έ σ ε ις φ ι λ ί α ς — τ ο α ν τ ίθ ε τ ο μ ά λ ισ τ α . Φ ίλ ο ι έ γ ιν α ν κ ά π ο υ δ υ ο χ ρ ό ­ ν ια α ρ γ ό τ ε ρ α , π ρ ο ς τ α τ έ λ η τ ο υ 1 95 6 , ό τ α ν ο Β . ε ίχ ε ξ ε κ ό ψ ε ι α π ό τ α β α ­ ρ ιά ν α ρ κ ω τ ικ ά .

(Kif

ε ίν α ι το χ α ρ μ ά ν ι χ ό ρ το υ κ α ι τ α μ π ά κ ο υ π ο υ

κ α π ν ίζ ο υ ν ο ι Μ α ρ ο κ ά ν ο ι σ τ ις μ α κ ρ ιέ ς ξ ύ λ ι ν ε ς π ίπ ε ς τ ο υ ς .) P e n s tre p ( σ . 2 ΐ ι ) : Σ υ ν δ υ α σ μ ό ς π ε ν ικ ιλ ίν η ς - σ τ ρ ε π τ ο μ υ κ ίν η ς . Α έ ιφ ο Α τ υ χ ο ς [ L e if T h e U n lu c k y ] ( σ . 2 ΐ ι ) : Λ ο γ ο π α ίγ ν ιο μ ε τ ο ό ν ο μ α τ ο υ Ν ο ρ β η γ ο ύ θ α λ α σ σ ο π ό ρ ο υ L e i f E r ic s s o n ( τ ο υ π ρ ώ τ ο υ λ ε υ κ ο ύ π ο υ π ά ­ τ η σ ε π ό δ ι σ τ η ν Α μ ε ρ ικ ή , τ ο ν

1Ι ο

α ι.) , ο ο π ο ίο ς έ μ ε ιν ε σ τ η ν ισ τ ο ρ ία ω ς

« ο Ε υ τ υ χ ή ς » . Ο σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο ς χ α ρ α κ τ ή ρ α ς β α σ ίζ ε τ α ι σ ε π ρ α γ μ α τ ικ ό ά τ ο μ ο — π ο λ ύ γ κ α ν τ έ μ ικ ο — π ο υ ε ίχ ε γ ν ω ρ ίσ ε ι ο Β . σ τ η ν Τ α γ γ έ ρ η κ α ι π ο υ λ ε γ ό τ α ν E ric ( κ α ι ή τ α ν Β ρ ε τ α ν ό ς !) . ρ α μ ί ( σ . 2 ΐ ι ) : Κ λ ω σ τ ικ ό φ υ τ ό π ο υ κ α λ λ ιε ρ γ ε ίτ α ι σ τ η ν Ά π ω Α ν α τ ο λ ή . Κ ρ ε ιά ζ ο ν τ α ι λ έ μ π ε ν σ ρ α ο υ μ ό π ω ς η Φ ά τ ε ρ λ α ν τ ( σ . 2 1 2 ): L e b e n s r a u m ε ί ­ να ι ο

ζωτικός χώρος.

V a t e r la n d σ η μ α ίν ε ι

πατρίδα ( γ ε ρ μ .) .

Ό λ ο μ α ζ ί,

ό μ ω ς , π α ρ α π έ μ π ε ι σ τ ο υ ς λ ό γ ο υ ς π ο υ έ β γ α ζ ε ο Α δ ό λ φ ο ς Χ ίτ λ ε ρ κ α ι σ τ ις δ ικ α ιο λ ο γ ίε ς π ο υ π ρ ο έ β α λ λ ε γ ια ε π έ κ τ α σ η τ η ς Γ ε ρ μ α ν ία ς ( κ α ι π ο υ ο δ ή γ η σ α ν σ τ η σ τ ρ α τ ιω τ ικ ή ε ισ β ο λ ή κ α ι π ρ ο σ ά ρ τ η σ η τ η ς Α υ σ τ ρ ία ς , τ η ς Τ σ ε χ ο σ λ ο β α κ ία ς κ α ι τ η ς Π ο λ ω ν ία ς , τ ο 1 9 3 8 -3 9 )·

Το Νησί (σ. 2 1 3 ): Εννοεί το βράχο του Γιβραλτάρ (που από την Ταγγέρη, σε καθαρή μέρα, φαίνεται πράγματι σαν νησί που ξεπροβάλλει απ’ τον ορίζοντα), αποικία της Μ . Βρετανίας από το 1704. Les Maladies galantes (σ. 2 1 9 ): Γαλλιστί, το ευγενές πάθος, οι αρρώστιες της χαράς ή του λεβέντη— κοινώς μαλαφράντζα ή μεγαλόσταυρος. ε ικ ό ν α Ρ ό ρ σ α χ ( σ . 2 2 5 ): Τ ο τ ε σ τ R o r s c h a c h π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι ί ο ε ικ ό ν ε ς - μ ο υ ν τ ζ ο ύ ρ ε ς τ ις ο π ο ίε ς ο ε ξ ε τ α ζ ό μ ε ν ο ς κ α λ ε ίτ α ι ν α π ε ρ ιγ ρ ά ψ ε ι, α π ο κ α λ ύ ­ π τ ο ν τ α ς έ τ σ ι τ ο ψ υ χ ο λ ο γ ικ ό π ρ ο φ ίλ τ ο υ . Τ ά φ ο ι [th e T o m b s] ( σ . 2 2 9 ): Ο ι φ υ λ α κ έ ς τ ο υ Δ ή μ ο υ τ η ς Ν έ α ς Υ ό ρ κ η ς , σ τ ο Μ α ν χ ά τ τ α ν . (Ε ίχ α ν ο ν ο μ α σ τ ε ί έ τ σ ι ε π ε ιδ ή η π ρ ό σ ο ψ η τ η ς π ρ ώ τ η ς μ ο ρ ­ φ ή ς τ ο υ κ τ ιρ ίο υ θ ύ μ ιζ ε , μ ε τ ο υ ς α ιγ υ π τ ια κ ο ύ ς τ ο υ κ ίο ν ε ς , μ α υ σ ω λ ε ίο κ ά π ο ιο υ φ α ρ α ώ .)

308 ·

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Γ κ ρ ι Κ υ ρ ά δ ε ς [G r e y L a d ie s ] ( σ . 2 3 0 ) : Ε π ισ ή μ ω ς , μ ε τ ο ό ν ο μ α α υ τ ό ( « Κ υ ­ ρ ίε ς μ ε τ α Γ κ ρ ίζ α » ) ε ί ν α ι γ ν ω σ τ έ ς ο ι ε θ ε λ ό ν τ ρ ιε ς ν ο σ ο κ ό μ ε ς τ ο υ Α μ ε ­ ρ ικ α ν ικ ο ύ Ε ρ υ θ ρ ο ύ Σ τ α υ ρ ο ύ , λ ό γ ω τ ο υ χ ρ ώ μ α τ ο ς τ η ς σ τ ο λ ή ς τ ο υ ς . Α ν ε π ίσ η μ α , θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ν α ε ί ν α ι ιδ ιω μ α τ ικ ή ο ν ο μ α σ ία κ ά π ο ιω ν χ α π ι ώ ν ( ό π ω ς τ α P in k L a d ie s κ α ι τ α Y e llo w J a c k e t s — γ ια ν α α ν α φ έ ρ ω μ ο ν ά χ α δ ύ ο α π ό τ ο υ ς α τ έ λ ε ιω τ ο υ ς κ α τ ά λ ο γ ο υ ς σ υ ν θ η μ α τ ικ ώ ν ο ν ο μ α ­ σ ιώ ν · β α ρ β ιτ ο υ ρ ικ ά κ α ι τ α δ ύ ο ). Τ η ς τ η β α ρ ά ε ι λ ο ιπ ό ν [ . . . ] τ ο ν κ υ ν η γ ά ν ε ( σ . 2 3 1 ): Ε δ ώ υ π ά ρ χ ε ι μ ια α σ υ μ ­ φ ω ν ί α π ρ ο σ ώ π ω ν ( h e / h e r ) , π ο υ δ ε ν τ η σ υ ν α ν τ ά μ ε σ τ ο σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο α π ό σ π α σ μ α τ ο ο π ο ίο ε π α ν α λ α μ β ά ν ε τ α ι α υ τ ο ύ σ ιο σ τ ο π ρ ώ τ ο κ ε φ ά λ α ιο . Δ ε ν γ ν ω ρ ίζ ω ε ά ν π ρ ό κ ε ιτ α ι π ε ρ ί τ υ π ο γ ρ α φ ικ ο ύ λ ά θ ο υ ς κ α θ ό τ ι ά λ λ ε ς ε κ δ ό σ ε ις τ ο δ ιο ρ θ ώ ν ο υ ν , ά λ λ ε ς ό χ ι. Ε π ο μ έ ν ω ς , α κ ο λ ο υ θ ώ τ η ν έ κ δ ο σ η τ ο υ G ro v e P re s s ( B la c k C a t E d itio n , 1 9 6 6 ) η ο π ο ία , σ υ γ κ ρ ιτ ικ ά , ε μ φ α ­ ν ί ζ ε ι τ α λ ιγ ό τ ε ρ α τ υ π ο γ ρ α φ ικ ά λ ά θ η . Ό ρ γ α ν ο τ η ς Δ ίω ξ η ς [ . . . ] φ ο ρ έ α ς ( σ . 2 3 2 ): Η σ τ ιχ ο μ υ θ ία τ ο υ ς έ χ ε ι ω ς ε ξ ή ς : “ Y o u a r e a g e n t, m is t e r ? ” “ I p r e f e r th e w o rd . . . v e c to r ” , ό π ο υ γ ί ν ε τ α ι λ ο γ ο π α ίγ ν ιο μ ε τ ις λ . a g e n t κ α ι v e c to r , π ο υ α μ φ ό τ ε ρ ε ς έ χ ο υ ν τ η σ η μ α σ ία τ ο υ

μολυσματικού φορέα, π έ ρ α α π ό τ ις χ ω ρ ισ τ έ ς σ η ­

μ α σ ίε ς π ο υ έ χ ε ι η κ α θ ε μ ία α π ό α υ τ έ ς . λ ίθ ιν ο ς « ζ υ γ ό ς » σ ε σ χ ή μ α U ( σ . 2 3 4 ): Η π ε ρ ιγ ρ α φ ή π α ρ α π έ μ π ε ι κ α τ ε υ θ ε ί­ α ν σ ε π ρ ο κ ο λ ο μ β ια ν ά α ν τ ικ ε ίμ ε ν α ( κ υ ρ ίω ς τ ω ν Μ ά γ ια ) π ο υ σ χ ε τ ίζ ο ­ ν τ α ι μ ε τ ο τ ε λ ε τ ο υ ρ γ ικ ό « π α ιχ ν ίδ ι τ η ς μ π ά λ α ς » . Υ π ά ρ χ ο υ ν π ο λ λ ά α π ό α υ τ ά σ τ ο Ε θ ν ικ ό Μ ο υ σ ε ίο Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία ς τ η ς Π ό λ η ς τ ο υ Μ ε ξ ικ ο ύ κ α ι ο Β ., ω ς μ α θ η τ ε υ ό μ ε ν ο ς μ α γ ια ν ισ τ ή ς , σ ίγ ο υ ρ α θ α τ α ε ίχ ε υ π ό ψ η τ ο υ . Δ ε δ ο μ έ ν ο υ ό τ ι ο ι Μ ά γ ια τ η ν ε π ο χ ή ε κ ε ίν η θ ε ω ρ ο ύ ν τ α ν ω ς έ ν α ς μ υ σ τ η ­ ρ ιώ δ η ς λ α ό ς π ο υ ε ίχ ε π α θ ο λ ο γ ικ ή σ χ έ σ η μ ε τ ο Χ ρ ό ν ο , τ ο σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ­ ν ο α ν τ ικ ε ίμ ε ν ο α ν τ ιπ ρ ο σ ω π ε ύ ε ι α π ό λ υ τ α τ ο ν Ν α ύ τ η π ο υ , ό π ω ς δ ια β ά ­ ζο υμ ε, α να ζη τά Χ ρό νο . σ κ ό ν η π υ ρ ε θ ε ίο υ [p y r e th e u m p o w d e r ] ( σ . 2 3 4 ): Η ο ρ θ ή γ ρ α φ ή τ η ς λ έ ξ η ς ε ί ν α ι pyrethrum, δ η λ . π ύ ρ ε θ ρ ο ( κ α ι ό χ ι π υ ρ έ θ ε ιο ) . Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ια ε ν τ ο μ ο κ τό νο π ο υ π α ρ α σ κ ευ ά ζε τα ι α πό τα ξερ α μ ένα ά νθ η τ ω ν ο μ ώ νυ μ ω ν φ υ τώ ν , σ υγγενή τω ν χ ρ υσ α νθ έμ ω ν. η τ ρ ια ν τ ά ρ α [ p ie c e ] ( σ . 2 3 5 ) : Δ η λ α δ ή , τ α τ ρ ιά ν τ α γ ρ α μ μ ά ρ ια , μ ια κ α ι η ο υ γ γ ιά ( p ie c e , σ τ η ν α ρ γ κ ό ) ε ίν α ι π ά ν ω κ ά τ ω 3 0 g ( γ ια τ η ν α κ ρ ίβ ε ια , 2 8 κ α ι κ ά τ ι) . Α π ο λ υ μ α ν τ ή ς [E x te r m in a to r ] ( σ . 2 3 6 ) : Η π ρ ώ τ η σ η μ α σ ία τ η ς λ . e x t e r m i­ n a to r ε ί ν α ι

εξολοθρευτής, αυτός που εξοντώνει— γ ι ’ α υ τ ό κ α λ ε ίτ α ι ν α

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

·

309

εξοντώσει τ α « κ α λ ο ύ π ια » . (Τ ο ε π ά γ γ ε λ μ α τ ο υ α π ο λ υ μ α ν τ ή ε ίχ ε α σ κ ή ­ σ ε ι ο σ υ γ γ ρ α φ έ α ς σ τ ο Σ ικ ά γ ο γ ια π ά ν ω α π ό μ ισ ό χ ρ ό ν ο , τ ο 1942 - 4 3 , π ο λ ύ π ρ ιν α σ χ ο λ η θ ε ί μ ε τ ο γ ρ ά ψ ιμ ο κ α ι π ρ ιν α κ ό μ η έ ρ θ ε ι σ ε ε π α φ ή μ ε τ α β α ρ έ α ν α ρ κ ω τ ικ ά . Σ τ ο δ ιά σ τ η μ α ε κ ε ίν ο έ χ ε ι, π α ρ ’ ό λ α α υ τ ά , τ η ν π ρ ώ τ η τ ο υ ε π α φ ή μ ε τ α λ α ϊκ ό τ ε ρ α σ τ ρ ώ μ α τ α κ α ι τ ο ν υ π ό κ ο σ μ ο .) « κ α λ ο ύ π ι α » [ “ m o ld s ” ] ( σ . 2 3 7 ): Ε κ τ ό ς α π ό καλούπι, η λ . m o ld σ η μ α ίν ε ι ε π ίσ η ς μούχλα, μύκητας. μ α ϊμ ο ύ [m o n k e y ] ( σ . 2 3 8 ) : Υ π ε ν θ υ μ ίζ ω π ω ς η μ α ϊμ ο ύ σ υ μ β ο λ ίζ ε ι τ η ν ε ξ ά ρ τ η σ η , τ η ν τ ο ξ ικ ο μ α ν ία . Τ σ ιμ π ο ρ ά τ σ ι ( σ . 2 3 9 ): Τ ο Τ σ ιμ π ο ρ ά σ ο , ( σ τ ι ς Ά ν δ ε ις ) μ ε τ α 6 .3 0 0 μ έ τ ρ α τ ο υ , ε ίν α ι η ψ η λ ό τ ε ρ η κ ο ρ υ φ ή τ ο υ Ε κ ο υ α δ ό ρ . Μ π ίκ φ ο ρ ν τ [B ic k f o r d ’s ] ( σ . 2 4 0 ) : Α λ υ σ ίδ α α π ό κ α φ ε τ έ ρ ιε ς σ τ ις Η Π Α . Μ ε θ ο δ ιθ έ θ Ε π ιθ κ ο π ικ ο ί [ . . . ] ( σ . 2 4 0 ) : Π α ρ ε τ ικ ό ς λ ό γ ω σ ύ φ ι λ η ς ή τ α ν ο π α τ έ ρ α ς τ ο υ Κ ε λ λ ς Έ λ β ιν ς . ο ρ γ ο ν ο σ υ σ σ ω ρ ε υ τ έ ς ( σ . 2 4 0 ) : Ο Β . ω ς γ ν ω σ τ ό ν ή τ α ν υ π ο σ τ η ρ ικ τ ή ς π ο λ ­ λ ώ ν ρ α ϊχ ικ ώ ν θ ε ω ρ ιώ ν . Σ τη Βιοπάθεια του Καρκίνου ( W ilh e lm R e ic h ,

The Cancer Biopathy, 1 9 4 8 ) β ρ ή κ ε α ρ κ ε τ έ ς ιδ έ ε ς γ ια ν α δ ια τ υ π ώ σ ε ι τη δ ικ ή τ ο υ θ ε ω ρ ία π ο υ σ υ ν δ έ ε ι τ ο ν κ α ρ κ ίν ο , τ η σ χ ιζ ο φ ρ έ ν ε ια , τ η ν τ ο ξ ι­ κ ο μ α ν ία κ α ι τ η σ ε ξ ο υ α λ ικ ή κ α τ α π ίε σ η ( θ ε ω ρ ία π ο υ τ η ν α ν α π τ ύ σ σ ε ι ο Δ ρ Μ π έ ν γ ο υ ε ϋ α λ λ ά π ο υ τ ε λ ικ ά α π α λ ε ίφ θ η κ ε α π ό τ ο Naked Lunch). Ο ρ γ ο ν ο σ υ σ σ ω ρ ε υ τ έ ς ε ίχ ε κ α τ α σ κ ε υ ά σ ε ι τ ό σ ο σ τ ο κ τ ή μ α τ ο υ σ τ ο Τ έ ­ ξ α ς ( ΐ9 4 9 ) ό σ ο κ α ι σ τ η ν Τ α γ γ έ ρ η ( ΐ9 5 7 ) , κ α θ ώ ς κ α ι ά λ λ ο υ ς α ρ γ ό τ ε ρ α . Ο υ ίλ λ ια μ Λ η ( σ . 241 ): L e e ή τ α ν τ ο π α τ ρ ικ ό ό ν ο μ α τ η ς μ η τ έ ρ α ς τ ο υ σ υ γ ­ γ ρ α φ έ α . Μ ε τ ο ψ ε υ δ ώ ν υ μ ο « W illia m L e e » κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ α ν τ ό σ ο τ ο

Junkie (1953 ) ό σ ο κ α ι τ α π ρ ώ τ α α π ο σ π ά σ μ α τ α τ ο υ Naked Lunch π έ ν τ ε χ ρ ό ν ια α ρ γ ό τ ε ρ α ( σ τ ο Black Mountain Review, τ ο α μ ε ρ ικ ά ν ικ ο λ ο γ ο τ ε ­ χ ν ικ ό π ε ρ ιο δ ικ ό π ο υ δ ιη ύ θ υ ν ε ο π ο ιη τ ή ς R o b e rt C r e e le y ) . Ε π ιπ λ έ ο ν , το ό ν ο μ α « Λ η » τ υ χ α ίν ε ι ν α ε ί ν α ι έ ν α κ ο ιν ό τ α τ ο κ ιν έ ζ ικ ο ό ν ο μ α . Σ τ ο ν Β . ά ρ ε σ ε ιδ ια ίτ ε ρ α ο σ υ ν ε ιρ μ ό ς π ο υ έ κ α ν ε τ ο ο ικ ο γ ε ν ε ια κ ό τ ο υ ό ν ο μ α μ ε τ ο υ ς Κ ιν έ ζ ο υ ς κ α ι τ α ό π ια π ο υ ε φ ο ύ μ α ρ α ν , ε ν ώ σ τ η ν α λ λ η λ ο γ ρ α φ ία τ ο υ π ά ν τ α α ν α φ ε ρ ό τ α ν σ τ η ν τ ο ξ ικ ο μ α ν ία τ ο υ μ ε τ η λ . C h in a m a n , δ η λ . Κ ιν έ ζ ο ς . Μ π ι γ ο υ έ υ [Β w a y ] ( σ . 2 4 1 ): Η Λ ε ω φ ό ρ ο ς Μ π ρ ό ν τ γ ο υ ε ΰ . 6 ο 6 ( σ . 2 4 1 ): Τ υ χ α ίν ε ι μ ε τ ο ν α ρ ιθ μ ό α υ τ ό ν α έ χ ε ι μ ε ίν ε ι γ ν ω σ τ ό σ τ η ν ισ τ ο ρ ία έ ν α π α λ ιό σ κ ε ύ α σ μ α κ α τ ά τ η ς σ ύ φ ιλ η ς . ε ίπ ε γ ε λ ώ ν τ α ς ο Ν ικ ( σ . 2 4 8 ) : Γ ια ό σ ο υ ς ε ν δ ια φ έ ρ ο ν τ α ι ν α δ ια β ά σ ο υ ν μ ια ά λ λ η ε κ δ ο χ ή τ η ς ισ τ ο ρ ία ς α π ό τ ο σ η μ ε ίο α υ τ ό κ α ι μ ε τ ά , π α ρ α π έ μ π ω σ τ ο « T h e C o n s p ir a c y » , ό π ω ς δ η μ ο σ ιε ύ ε τ α ι σ τ ο Interzone.

310 ·

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

για τις ιπτάμενες μηχανές... (σ. 249): Στο σημείο αυτό είχε σχεδιασθεί αρ­ χικά να τελειώνει το Naked Lunch, με τον Λη ελεύθερο πλέον από τους «μπελάδες» που τον καταδιώκουν από την πρώτη κιόλας γραμμή του βιβλίου, αλλά χαμένον σ ’ έναν αδιευκρίνιστο χωρόχρονο. Το ε π ό μ ε ν ο κ ε φ ά λ α ιο , Α τ ρ ο φ ικ ό ς Π ρ ό λ ο γ ο ς , ό π ω ς δ η λ ώ ν ε ι κ α ι ο τ ί­ τ λ ο ς τ ο υ , π ρ ο ο ρ ιζ ό τ α ν γ ια τ η ν α ρ χ ή τ ο υ β ιβ λ ίο υ . Έ τ σ ι ε ίχ α ν σ χ ε δ ια σ τ ε ί τ α π ρ ά γ μ α τ α , ό μ ω ς τ ο ν Ι ο ύ λ η τ ο υ 1959 ( έ χ ε ι ή δ η α ν ά ψ ε ι τ ο π ρ ά σ ιν ο φ ω ς τ η ς έ κ δ ο σ η ς τ ο υ β ιβ λ ίο υ — Π α ρ ίσ ι, O ly m p ia P re s s , έ κ δ ο σ η τ ο υ M a u r ic e G ir o d ia s , δ ιο ρ ία μ ό ν ο δ ύ ο ε β δ ο μ ά δ ε ς ) ο ι Γ ά λ λ ο ι τ υ π ο γ ρ ά φ ο ι α ν α κ α τ ε ύ ­ ο υ ν τ α κ ε φ ά λ α ια , κ α ι ο Π ρ ό λ ο γ ο ς β ρ ίσ κ ε τ α ι σ τ ο . .. τ έ λ ο ς . Η ο μ ιχ λ ώ δ η ς μ α γ ικ ο - ν α ρ κ ω τ ικ ή κ α τ ά σ τ α σ η π ο υ ε π ικ ρ α τ ο ύ σ ε σ τ ο B e a t H o te l— α ρ χ η ­ γ ε ίο τ ω ν « ε π ιμ ε λ η τ ώ ν » S in c la ir B a ile s - Γ κ ά ι ζ ι ν - Μ π ά ρ ο ο υ ζ — σ υ ν ε τ έ λ ε σ ε σ η μ α ν τ ικ ά σ τ η ν α π ο δ ο χ ή α υ τ ο ύ τ ο υ ο υ ρ α ν ο κ α τ έ β α τ ο υ π α ρ ά γ ο ν τ α . Η τ ρ ιά δ α τ ο β ρ ή κ ε π ρ ω τ ό τ υ π ο κ α ι τ ο β ιβ λ ίο τ υ π ώ θ η κ ε ( μ ε ε ξ α ίρ ε σ η δ ύ ο π α ρ ε μ β ά σ ε ις ) ό π ω ς α κ ρ ιβ ώ ς τ ο έ σ τ η σ α ν ο ι Γ ά λ λ ο ι τ υ π ο γ ρ ά φ ο ι— π ο υ , β ε β α ίω ς , δ ε ν γ ν ώ ρ ιζ α ν α γ γ λ ικ ά ... Έ κ τ ο τ ε η α κ ο λ ο υ θ ία τ ω ν κ ε φ α λ α ίω ν π α ρ α μ έ ν ε ι. Π ώ ς Σ ο υ Φ α ίν ε τ α ι; [W o u ld n ’t Y o u ? ] ( σ . 2 5 0 ) : Η φ ρ ά σ η α υ τ ή ε ί ν α ι γ ν ω σ τ ή α π ό τ ο π ε ρ ίφ η μ ο π ρ ώ τ ο γ ρ ά μ μ α ( ι 8 8 8 ) τ ο υ Τ ζ α κ τ ο υ Α ν τ ε ρ ο β γ ά λ τ η (τ ο ο π ο ίο κ α τ ’ ε ν τ ο λ ή τ η ς Σ κ ό τ λ α ν τ Γ ιά ρ ν τ δ η μ ο σ ιε ύ τ η κ ε κ α ι σ τ ο ν Τ ύ ­ π ο . Τ ο γ ρ ά μ μ α ε ίχ ε σ τ α λ ε ί σ τ ο ν κ . Λ α σ κ , π ρ ό ε δ ρ ο τ η ς Ε π ιτ ρ ο π ή ς Ε π α ­ γ ρ ύ π ν η σ η ς τ ο υ Ο υ α ϊτ τ σ έ ιπ ε λ , κ α ι τ ο υ έ λ ε γ ε — μ ε τ ρ ό π ο ιδ ια ίτ ε ρ α α ν ο ρ θ ό γ ρ α φ ο — ό τ ι μ ε τ ο ε π ό μ ε ν ο σ η μ ε ίω μ α θ α τ ο υ έ σ τ ε λ ν ε γ ια π λ ά ­ κ α κ α ι τ ο κ ο μ μ έ ν ο α υ τ ί μ ια ς ά λ λ η ς π ό ρ ν η ς ) . Σ ύ μ φ ω ν α μ ε τ ο γ ρ ά μ μ α , η φ ρ ά σ η θ α μ π ο ρ ο ύσ ε ν α α π ο δ ο θεί κ α ι ω ς:

τι θα ’κάνες; ( ό π ω ς

Γουστάρεις;/Θα 'θελες;/Εσύ

γ ια π α ρ ά δ ε ιγ μ α σ τ η ν Ε ισ α γ ω γ ή ).

Εκείνη [She] (σ. 250): Έχω την αίσθηση πως στο σημείο αυτό ο συγγραφέ­ ας έχει κατά νου τη θρυλική ηρωίδα τού Η. Rider Haggard (1856-1925), Εκείνη-που-οφείλουν-να-την-υπακούουν, την απέθαντη Αιγύπτια βασί­ λισσα που κυβερνά μια σπηλαιόβια φυλή αγριανθρώπων της Αφρικής στην πασίγνωστη βικτωριανή περιπέτεια She (1887)— την άκαρδη Αϊσά που ως αρχετυπική femme fatale σαγήνευσε πλήθος ανδρών (από τον Sigmund Freud ως τον J. R. R. Tolkien και τον Henry Miller) και που ως το 1935 η ιστορία της είχε ήδη κινηματογραφηθεί η φορές. you know τσίρλα; (σ. 2 5 1 ): Ενδοκειμενικώς, you sabe shit? απ’ το Νταβίντ μέχρι το Ντάριεν (σ. 251): Δηλαδή, από τη μια άκρη του Παναμά ως την άλλη. (Στον Παναμά ο Β. είχε βρεθεί στις αρχές του 1953 καθ’ οδόν προς Νότιο Αμερική. Εκεί ήταν και ο Γκέινς.)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

·

311

Α μ ε ρ ικ ά ν ικ ο Ν ε κ ρ ο τ α φ ε ίο ( σ . 2 5 1 ): Ε κ ε ί θ ά φ τ η κ ε ο Μ π ιλ λ Γ κ έ ιν ς ( σ υ ν ά ­ δ ε λ φ ο ς σ τ ο ίδ ιο λ ο ύ κ ι — ή ρ ω α ς π ο υ τ ο ν γ ν ω ρ ίζ ο υ μ ε α π ό τ ο

Junky’),

ε κ ε ί ε ίχ ε θ α φ τ ε ί 6 χ ρ ό ν ια ν ω ρ ίτ ε ρ α κ α ι η γ υ ν α ίκ α τ ο υ Β . Α ν α ρ ρ ιχ ώ μ ε ν ο Β ο τ ά ν ι τ η ς Ψ υ χ ή ς ( σ . 2 5 1 ): Α υ τ ό α κ ρ ιβ ώ ς σ η μ α ίν ε ι σ τ α κ ε τσ ο ύα η λ.

αγιαχουάσκα, δ η λ . τ ο γ ια χ έ .

Μ ό ν ο γ ια έ ν α π ρ ά μ α μ π ο ρ ε ί ν α γ ρ ά ψ ε ι ο σ υ γ γ ρ α φ έ α ς ( σ . 2 5 3 ) : Π ρ β . τ α ό σ α έ γ ρ α φ ε ο Τ ζ α κ Κ έ ρ ο υ α κ γ ια τ ο ίδ ιο θ έ μ α λ ίγ α χ ρ ό ν ια ν ω ρ ίτ ε ρ α σ τ ο « E s s e n t ia ls o f S p o n ta n e o u s P r o s e » : T o α ν τ ικ ε ίμ ε ν ο μ π ρ ο σ τ ά α π ό τ ο μ υ α λ ό , ε ίτ ε ε κ τ ο υ φ υ σ ικ ο ύ ό π ω ς ό τ α ν σ κ ιτ σ ά ρ ο υ μ ε έ ν α τ ο π ίο , έ ν α φ λ ιτ ζ ά ν ι τ σ ά ι ή τ ο π ρ ό σ ω π ο ε ν ό ς γ έ ρ ο υ , ε ίτ ε α π ό μ ν ή μ η ς [ . . . ]

Επίσης, το «On Burroughs’ Work» από την ποιητική συλλογή τού Άλλεν Γκίνσμπεργκ Reality Sandwiches (1963): Κ ρ έ α ς α π ό τ ο π ιο κ α λ ό ο φ ε ίλ ε ι ν α ’ν α ι η μ έ θ ο δ ο ς κ ι ό χ ι μ ε σ ά λ τ σ ε ς σ υ μ β ο λ ικ έ ς , ο ρ ά μ α τ α π ρ α γ μ α τ ικ ά & φ υ λ α κ έ ς π ρ α γ μ α τ ικ έ ς ό π ω ς φ α ίν ο ν τ α ν τ ό τ ε α λ λ ά κ α ι τ ώ ρ α . [ . . . ] ( Σ η μ α ν τ ικ ό α π ό σ π α σ μ α τ ο υ κ ε ιμ έ ν ο υ τ ο υ Κ έ ρ ο υ α κ υ π ά ρ χ ε ι σ τ η σ υ λ ­ λ ο γ ή : Τ ζ . Κ έ ρ ο υ α κ - Ο υ ίλ . Μ π ά ρ ο ο υ ζ ,

Οι Γυμνοί Άγγελοι, Ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς

Τ ύ π ο ς , 1 9 8 8 .)

Commissariat de Police (σ. 254): Αστυνομικό τμήμα (γαλλ.). « μ π ρ ο ύ ν τ ζ ιν ο ς α σ τ ρ ά γ α λ ο ς » [ b r a s s a n k le ] ( σ . 2 5 6 ) : Λ ο γ ο π α ίγ ν ιο μ ε τ ο ν ο μ ώ ν υ μ ο μ ε ιω τ ικ ό χ α ρ α κ τ η ρ ισ μ ό π ο υ λ έ γ ε τ α ι— κ υ ρ ίω ς σ τ ο ν α μ ε ρ ικ ά ­ ν ικ ο Ν ό τ ο — γ ια τ ο υ ς μ ιγ ά δ ε ς π ο υ θ έ λ ο υ ν ν α κ ρ ύ ψ ο υ ν τη ν έ γ ρ ικ η κ α ­ τ α γ ω γ ή τ ο υ ς κ α ι π ρ ο σ π α θ ο ύ ν ν α π ε ρ ά σ ο υ ν γ ια λ ε υ κ ο ί.

καχόνες [cajones] (σ. 257): Εσφαλμένη γραφή της ισπανικής λ. cojones (αρχϊδια). Delaudid (σ. 257): Η ορθή γραφή είναι Dilaudid (εμπορική ονομασία). Ο Β. είχε μια ελαφρά τάση να παραποιεί ορισμένες λέξεις (από τις ονομασίες φαρμάκων, τέτοια τύχη είχαν τα Pantopon, Eukodal, μεθαδόνη κ.ά.). Υγειονομική Διάταξις 334 [Public Health Law 334] (σ. 257 ): Ο νόμος αυ­ τός αναφερόταν στην απόκτηση ναρκωτικών ουσιών διά δολίων μέ­ σων (όπως πλαστογράφηση συνταγής, κάτι που είχε διαπράξει ο Β. το 1946 στη Νέα Υόρκη και συνελήφθη — βλ. Junky). Π ά ν ω α π ’ τ η ν ξ ε χ α ρ β α λ ω μ έ ν η [ . . . ] σ κ ο ν ισ μ έ ν ο π ά τ ω μ α ( σ . 2 5 8 ) : Γ ια ό σ ο υ ς ε ν δ ια φ έ ρ ο ν τ α ι ν α δ ο υ ν τ ι α κ ρ ιβ ώ ς γ ρ ά φ ε ι τ ο π ρ ω τ ό τ υ π ο κ α ι ν α

312 ·

Σ ΗΜ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

α ν τ ιλ η φ θ ο ύ ν π ώ ς α π ο δ ίδ ω ο ρ ισ μ έ ν α σ τ ρ ιφ ν ά κ α ι δ ιφ ο ρ ο ύ μ ε ν α α π ο ­ σ π ά σ μ α τ α , ιδ ο ύ : O v e r th e b r o k e n c h a ir a n d o u t th r o u g h th e t o o l- h o u s e w in d o w w h it e w a s h w h ip p in g in a c o ld S p r in g w in d o n a lim e s t o n e c l i f f o v e r th e r iv e r . . . p ie c e o f m o o n s m o k e h a n g s in C h in a b lu e s k y . . . o u t o n a lo n g lin e o f jis s o m a c r o s s th e d u s ty f lo o r .. . . Έ ν α c u t-u p π ρ ιν τ α c u t -u p ;;; Ξ ε ζ ο υ μ ισ μ έ ν ο ο ύ μ π α λ ο [ . . . ] ή μ ο υ ν κ ά π ο τ ε ( σ . 2 5 8 ): Ο μ ο ίω ς , B a ll s q u e e z e d d r y le m o n r in d p e s t r im s th e a s s w ith a k n if e c u t o f f a p ie c e o f h a s h fo r th e w a te r p ip e — b u b b le b u b b le — in d ic a te w h a t u s e d to b e m e ... ( κ α ι π ρ ιν ο ιο υ δ ή π ο τ ε σ χ ο λ ίο υ , δ ιπ λ ο β ε β α ιω θ ε ίτ ε π ω ς σ υ μ β ο υ λ ε υ τ ή κ α ­ τ ε τ α κ α τ ά λ λ η λ α λ ε ξ ικ ά ) , τ ο ’ 6 3 ή τ α ν η χ ρ ο ν ιά π ο υ π έ σ α ν ο ι κ ο υ ρ ά δ ε ς σ τ ο ν α ν ε μ ισ τ ή ρ α ( σ . 2 5 8 ): Η φ ρ ά σ η « w h e n th e s h it h it th e f a n » π ρ ο έ ρ χ ε τ α ι α π ό π α λ ιό α μ ε ρ ικ ά ν ικ ο α ν έ κ δ ο τ ο ( γ ια έ ν α ν τ ύ π ο π ο υ , μ η β ρ ίσ κ ο ν τ α ς τ ο υ α λ έ τ α σ τ ο ν ε π ά ν ω ό ρ ο φ ο , τ α κ ά ν ε ι σ ε μ ια τ ρ ύ π α π ο υ β λ έ π ε ι σ τ η μ έ σ η τ ο υ δ ω μ α τ ίο υ . Ό τ α ν π ια ε π ισ τ ρ έ φ ε ι κ ά τ ω σ τ η ν π α ρ έ α , τ ο ν ρ ω τ ο ύ ν : « Π ο ύ ή σ ο υ ν ό τ α ν ά ρ χ ισ α ν ν α π έ φ τ ο υ ν ο ι κ ο υ ρ ά δ ε ς σ τ ο ν α ν ε μ ισ τ ή ρ α ;» ) κ α ι δ η λ ώ ν ε ι κ ά ­ π ο ιο

μεγάλο τζέρτζελο, φασαρίες, κατάσταση άκρως τεταμένη. Ό σ ο γ ια

τ ο 1 96 3 , τ ι μ α ς π ρ ο φ η τ ε ύ ε ι; Τ η δ ο λ ο φ ο ν ία τ ο υ Κ έ ν ν ε ν τ υ ; Τ σ ιν τ σ ιλ ά ( σ . 2 5 8 ): Υ π ε ν θ υ μ ίζ ω π ω ς τ α τ σ ιν τ σ ιλ ά κ α τ ά γ ο ν τ α ι α π ό τ α β ο υ ­ ν ά τ η ς π ε ρ ιο χ ή ς τ ω ν Ά ν δ ε ω ν , ά σ π ρ η φ ά λ α ιν α ( σ . 2 5 9 ): « Ά σ π ρ η Φ ά λ α ιν α » α π ο κ α λ ο ύ σ ε ο Κ ά π τ ε ν - Έ ιχ α μ π τ ο ν Μ ό μ π υ Ν τ ικ — μ ια α π ό τ ι ς α μ έ τ ρ η τ ε ς έ μ μ ε σ ε ς α ν α φ ο ρ έ ς σ ε γ ν ω σ τ ά λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ά έ ρ γ α , π ε τ α μ έ ν η κ ι α υ τ ή σ α ν « ά χ ρ η σ τ ο κ α π ά κ ι Κ όκα Κ ό λα ς», ό π ω ς έλ εγε ο Ά λ α ν Ά νσ εν. Ν τ ά ν ν υ Ν τ ή β ε ρ ( σ . 2 5 9 ): Π ο ίη μ α τ ο υ R u d y a r d K ip lin g (1 8 6 5 - 1 9 3 6 ) α π ό τη σ υλ λ ο γ ή

Barrack-Room Ballads (1 8 9 2 ) π ο υ μ ιλ ά ε ι γ ια τ ο ν ά δ ικ ο

α π α γ χ ο ν ισ μ ό τ ο υ σ τ ρ α τ ιώ τ η D a n n y D e e v e r. α σ β ε σ τ ο λ ιθ ικ ό γ ή π ε δ ο τ η ς μ π ά λ α ς ( σ . 2 5 9 ): Α ν α φ ο ρ ά σ τ ις π έ τ ρ ιν ε ς κ α τ α ­ σ κ ε υ έ ς τ ω ν Μ ά γ ια , ό π ο υ λ ά μ β α ν ε χ ώ ρ α π α ιχ ν ίδ ι μ π ά λ α ς τ ο ο π ο ίο σ υ ­ ν ή θ ω ς κ α τ έ λ η γ ε σ ε α ν θ ρ ω π ο θ υ σ ία . Γ ν ω σ τ ό τ ε ρ ο γ ή π ε δ ο — τ η ν ε π ο χ ή τ ο υ Β ., α λ λ ά κ α ι σ ή μ ε ρ α — ε κ ε ίν ο τ η ς Τ σ ιτ σ έ ν Ι τ σ ά σ τ ο Γ ιο υ κ α τ ά ν . Ν ά γ ια [C o b ra la m p ] ( σ . 2 6 1 ): Τ ύ π ο ς φ ω τ ισ τ ικ ο ύ . Σ π ίτ ι ε ί ν α ι π ια η η ρ ω ίν η [ . . . ] α π ’ τ ο Λ ο γ α ρ ια σ μ ό γ υ ρ ν ά ε ι ( σ . 2 6 1 ): H o m e is th e h e r o in h o m e fro m th e s e a a n d th e h u s t le r h o m e fr o m T h e B i l l , π α ρ α φ θ ο ρ ά τ ω ν σ τ ίχ ω ν

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

·

313

H o m e is th e s a ilo r , h o m e fro m th e s e a a n d th e h u n te r h o m e fro m th e h ill τ ο υ π ο ιή μ α τ ο ς τ ο υ A . E . Χ ά ο υ ζ μ α ν ( α π ό τ η σ υ λ λ ο γ ή Additional Poems [ ΐ 937] ) , ό π ο υ ο ναυτικός γ ίν ε τ α ι « η ρ ω ίν η » , ο κυνηγός « λ ω π ο δ ύ τ η ς » κ α ι ο λόφος « Λ ο γ α ρ ια σ μ ό ς » (τ ο κ ό λ π ο μ ε τ α ρ έ σ τ α σ τ ο ο π ο ίο έ χ ε ι α ν α φ ε ρ θ ε ί) . Ο Λ ό γ ο ς ε ί ν α ι χ ω ρ ισ μ έ ν ο ς [ . . . ] ( σ . 2 ό ι) : Η σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν η π α ρ ά γ ρ α φ ο ς α π ο τ ε λ ε ί τ ο μ ο ν α δ ικ ό α υ τ ο ύ σ ιο κ ο μ μ ά τ ι τ ο υ κ ε φ α λ α ίο υ « W O R D » , π ο υ α ρ χ ικ ά ο Β . π ρ ο ό ρ ιζ ε γ ια ε ισ α γ ω γ ικ ό κ ε φ ά λ α ιο τ ο υ β ιβ λ ίο υ · σ κ ό ρ ­ π ιε ς π ρ ο τ ά σ ε ις τ ο υ κ ε ιμ έ ν ο υ α υ τ ο ύ δ ια ν θ ίζ ο υ ν ο λ ό κ λ η ρ ο τ ο ν Α τ ρ ο φ ι­ κ ό Π ρ ό λ ο γ ο . T o « W O R D » ( π ο υ υ π ε ρ β α ίν ε ι τ ι ς

6ο

σ ε λ ίδ ε ς ) έ χ ε ι έ ν α

ιδ ια ίτ ε ρ α έ ξ α λ λ ο , σ κ υ λ ια σ μ έ ν ο κ α ι π ο λ υ σ ή μ α ν τ ο έ ω ς α κ α τ α λ α β ίσ τ ικ ο γ ρ ά ψ ιμ ο α π ό τ α χ ιλ ιά δ ε ς λ ο γ ο π α ίγ ν ια — ε ί ν α ι σ α ν μ ια μ α κ ρ ο σ κ ε λ ή ς , π α ρ α ισ θ η σ ια κ ή π ε ρ ίλ η ψ η τ ο υ Naked Lunch, έ ν α ς λ ε κ τ ικ ό ς π α ρ ο ξ υ ­ σ μ ό ς . Τ ο ε π ε ισ ό δ ιο α υ τ ό ( π ο υ ό τ α ν τ ο δ α κ τ υ λ ο γ ρ α φ ο ύ σ ε ο Κ έ ρ ο υ α κ σ τ η ν Τ α γ γ έ ρ η έ β λ ε π ε — λ έ ε ι — ε φ ιά λ τ ε ς ) κ ρ ίθ η κ ε τ ε λ ικ ά ω ς μ η δ η μ ο σ ι ε ύ σ ιμ ο — δ ε ν φ α ν τ ά ζ ε σ τ ε π ό σ ο ε υ τ υ χ ή ς ε ίν α ι ο μ ε τ α φ ρ α σ τ ή ς γ ια το γ ε γ ο ν ό ς α υ τ ό — κ α ι κ ά π ο ια σ τ ιγ μ ή « χ ά ν ε τ α ι » , μ έ χ ρ ι π ο υ ε ν τ ο π ίζ ε τ α ι σ τ α 1 98 4 κ α ι π ρ ω τ ο δ η μ ο σ ιε ύ ε τ α ι μ α ζ ί μ ε ά λ λ α κ ε ίμ ε ν α τ η ς τ α γ γ ε ρ ιν ή ς π ε ρ ιό δ ο υ σ τ η σ υ λ λ ο γ ή Interzone, τ ο 1 98 9 . θ ε ς α λ ά τ ι μ π ό λ ικ ο γ ι α ν α π α ς κ ά τ ω [n e e d a h e a p o f s a lt to g e t it d o w n ] ( σ . 2 6 3 ) : Ε ξ ε ζ η τ η μ έ ν ο λ ο γ ο π α ίγ ν ιο μ ε τ μ ή μ α τ ο υ α γ γ λ ισ μ ο ύ « t a k e it w it h a g r a in o f s a lt » (δέξου το με κάποια επιφύλαξη) κ α ι π ιο ε ιδ ικ ά μ ε τ η λ . g r a in ( π ο υ ή τ α ν η μ ο ν ά δ α μ έ τ ρ η σ η ς γ ια τ η μ ο ρ φ ίν η ) κ α ι τ η λ . s a lt

(αλάτι, π ο υ ε ί ν α ι τ ο ά λ α ς τ η ς θ ε ι ι κ ή ς μ ο ρ φ ίν η ς — MS — ό π ω ς π α λ ιά ή τ α ν γ ν ω σ τ ή σ τ ις ν ε ο ϋ ο ρ κ έ ζ ικ ε ς π ιά τ σ ε ς ) . Τ α « δ υ ο γ ρ α μ μ ά ρ ια Μ ο ρ φ ί­ ν η » π ο υ α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν ε ίν α ι β έ β α ια « t h ir t y g r a in s o f Μ » σ τ ο π ρ ω τ ό τ υ π ο κ α ι α π ο τ ε λ ο ύ ν τ ο κ λ ε ιδ ί τ η ς α π ο κ ρ υ π τ ο γ ρ ά φ η σ η ς , η ρ ω ίν ε ς τ ω ν α λ ό γ ω ν [h o r s e h e r o in ] ( σ . 2 6 4 ) : Έ τ ε ρ ο λ ο γ ο π α ίγ ν ιο . Η λ . h o r s e (άλογο) α π ο τ ε λ ε ί, λ ό γ ω τ ο υ α ρ χ ικ ο ύ τ η ς γ ρ ά μ μ α τ ο ς , σ υ ν θ η μ α τ ι­ κ ή ο ν ο μ α σ ία τ η ς η ρ ω ίν η ς . Μ α π ο ύ ’ν α ι ο βιγιασμός; [ B u t w h e r e is th e statuary? ] ( σ . 2 6 4 ) : Ε δ ώ έ χ ο υ μ ε έ ν α ν ά λ λ ο τ ύ π ο α σ τ ε ίο υ — τ α σ α ρ δ ά μ . Η δ υ σ π ρ ό φ ε ρ τ η λ . s ta tu ­ to r y ( σ ύ ν τ μ η σ η τ ο υ ν ο μ ικ ο ύ ό ρ ο υ « s t a t u t o r y r a p e » , δ η λ . βιασμός ανη­ λίκου) σ υ γ χ έ ε τ α ι μ ε τ η ν κ ο ιν ό τ ε ρ η λ . s t a t u a r y (γλυπτά!γλύπτης). Τ ο σ υ ­ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο α σ τ ε ίο έ χ ε ι ε ιπ ω θ ε ί ά λ λ ε ς τ ρ ε ις φ ο ρ έ ς κ α ι έ χ ε ι α π ο δ ο θ ε ί μ ε τ ρ ό π ο π ο υ ν α τ α ιρ ιά ζ ε ι σ τ ο ε κ ά σ τ ο τ ε π ε ρ ιβ ά λ λ ο ν ( δ ύ ο α π ό α υ τ έ ς ή τ α ν η λ . παιδοσούβλι). Κ ά γ ε [ C a lle ] ( σ . 2 6 4 ): Ο δ ό ς ( μ ε ξ ικ .) .

314 ·

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

γ ια λ ό τ σ ε ς [g o u la s h e s ] ( σ . 2 6 4 ): Α λ λ ο σ α ρ δ ά μ , ε δ ώ μ ε τ η λ . g a lo s h e s ( γα-

λότσες). Π ο ύ γνο ( σ . 2 6 4 ): To P u y o ε ίν α ι μ ια μ ικ ρ ή π ό λ η σ τ η ζ ο ύ γ κ λ α τ ο υ Ε κ ο υ α δ ό ρ . Λ ό λ α Λ α Τ σ ά τ α ( σ . 2 6 5 ): Δ η λ α δ ή , Λ ό λ α η Π λ α κ ο υ τ σ ω μ ύ τ α . Η σ υ γ κ ε κ ρ ι­ μ έ ν η κ υ ρ ία ή τ α ν γ ν ω σ τ ή κ α ι ω ς Λ ο υ π ίτ α , δ η λ .

πουτανίτσα.

Τ ζ ώ ν ν υ π ο υ δ ε λ έ ε ι [ . . . ] ( σ . 2 6 5 ): Ε λ ε ύ θ ε ρ η α π ό δ ο σ η τ ο υ σ τ ίχ ο υ J o h n n y ’s so lo n g a t th e fa ir. η Κ υ ρ ά μ ο υ [ . . . ] Κ ώ δ ικ ε ς τ ω ν Μ ά γ ια ( σ . 2 6 6 ) : Μ ια α κ ό μ α α ν α φ ο ρ ά σ τ η ν Τ ζ ό α ν Β ό λ λ μ ε ρ , η ο π ο ία δ ια κ α τ ε χ ό τ α ν α π ό τ ο ν ιό τ η ς μ α γ ιο λ ο γ ία ς π ρ ιν α κ ό μ η γ ν ω ρ ισ τ ε ί μ ε τ ο ν Β . τ ο 1945 σ τ η Ν έ α Υ ό ρ κ η . (Η π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν η ε π α φ ή τ ο υ Β . μ ε τ ο υ ς α ρ χ α ίο υ ς Μ ά γ ια α ν ά γ ε τ α ι σ τ ο 1938 κ α ι τ α μ α θ ή ­ μ α τ α Α ρ χ α ιο λ ο γ ία ς κ α ι Α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία ς σ τ ο H a r v a rd . Το θ έ μ α σ υ ν έ χ ι­ σ ε ν α τ ο μ ε λ ε τ ά ε ι σ τ η ν Π ό λ η τ ο υ Μ ε ξ ικ ο ύ τ ο ΐ9 4 9 ~ 5 0 — ε π ιφ α ν ε ια κ ά β έ β α ια , ό π ω ς π ά ν τ α .) Κ ώ δ ικ ε ς τ ω ν Μ ά γ ια α π ο κ α λ ο ύ ν τ α ι τ α τ έ σ σ ε ρ α ε ικ ο ν ο γ ρ α φ η μ έ ν α χ ε ιρ ό γ ρ α φ α π ο υ κ α τ ά φ ε ρ α ν ν α γ λ ιτ ώ σ ο υ ν α π ό τ ο υ ς Ι σ π α ν ο ύ ς κ α ι τ ις α ν τ ίξ ο ε ς κ λ ιμ α τ ικ έ ς σ υ ν θ ή κ ε ς ( τ α τ ρ ία α π ό α υ τ ά β ρ ί­ σ κ ο ν τ α ι σ ε μ ο υ σ ε ία τ η ς Ε υ ρ ώ π η ς ) . Το π ε ρ ιε χ ό μ ε ν ό τ ο υ ς ( α σ τ ρ ο ν ο μ ικ ό κ α ι α σ τ ρ ο λ ο γ ικ ό / π ρ ο φ η τ ικ ό ω ς ε π ί τ ο π λ ε ίσ τ ο ν ) ε ί ν α ι α π ο τ υ π ω μ έ ν ο σ ε γ ρ α φ ή μ έ έ ν τ ο ν ο λ ο γ ο σ υ λ λ α β ικ ό χ α ρ α κ τ ή ρ α . Χ ρ ο ν ο λ ο γ ο ύ ν τ α ι μ ε ­ τα ξύ

13ο υ

κ α ι Π ο υ α ιώ ν α .

Η μ έ ρ ε ς Ο υ ά μ π [O u a b D a y s ] ( σ . 2 6 6 ): Ο ι π έ ν τ ε κ α κ ό τ υ χ ε ς κ α ι α κ α τ ο ν ό μ α ­ σ τ ε ς η μ έ ρ ε ς σ τ ο τ έ λ ο ς τ ο υ έ τ ο υ ς τ ω ν Μ ά γ ια ( π ο υ α π ο τ ε λ ο ύ σ α ν τ ο λ ε ι ­ ψ ό « μ ή ν α » τ ο υ η λ ια κ ο ύ η μ ε ρ ο λ ο γ ίο υ Χ α ά μ π ) . Ο ο ρ θ ό ς τ ύ π ο ς ε ίν α ι U a y e b (Η μ έ ρ ε ς Ο υ α γ έ μ π ). α ν τ η χ ο ύ ν τ η ν π ισ τ ο λ ιά τ ο υ ς ( σ . 2 6 6 ): Η π ισ τ ο λ ιά π ο υ σ τ ις 6 Σ ε π τ ε μ β ρ ίο υ 1951 τ ρ ύ π η σ ε τ ο κ ρ α ν ίο τ η ς Κ υ ρ ά ς τ ο υ ; Δ ιώ ξ ε γ α μ ώ τ ο α π ό δ ω μ έ σ α [ . . . ] ( σ . 2 6 6 ) : Α ν ο ιξ η τ ο υ ’ 4 6 , τ ο δ ια μ έ ρ ισ μ α τ η ς Β ό λ λ μ ε ρ ό π ο υ σ υ ζ ε ί μ ε τ ο ν Β . ( ε κ ε ίν η σ τ ις α μ φ ε τ α μ ίν ε ς , ε κ ε ίν ο ς σ τ η μ ο ρ φ ίν η ) έ χ ε ι γ ί ν ε ι κ έ ν τ ρ ο δ ιε ρ χ ο μ έ ν ω ν κ α ι μ ά ν τ ρ α κ λ ο π ιμ α ίω ν , ε ν ο λ ίγ ο ις μ ια γ ιά φ κ α π ρ ε ζ ά κ η δ ω ν . N o m a s ( σ . 2 6 7 ): Φ τ ά ν ε ι, ό χ ι ά λ λ ο ( ισ π .) . Τ α γ γ έ ρ η , 195 9 ( σ . 2 6 8 ) : Σ υ ν ο ψ ίζ ο ν τ α ς , θ α μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε ν α π ο ύ μ ε ό τ ι τ α ε π ε ισ ό δ ια τ ο υ β ιβ λ ίο υ γ ρ ά φ τ η κ α ν , κ υ ρ ίω ς , μ ε τ α ξ ύ 1 9 5 5 -5 7 κ α ι π ω ς α π ό τ ο α ρ χ ικ ό υ λ ικ ό ιο ο ο π ε ρ ίπ ο υ δ α κ τ υ λ ο γ ρ α φ η μ έ ν ω ν σ ε λ ίδ ω ν π ρ ο ­ κ ύ π τ ε ι τ ε λ ικ ά , μ ε τ ά α π ό π ο λ λ έ ς ε π ε μ β ά σ ε ις κ α ι τη σ υ ν ε ρ γ α σ ία τ ο υ λ ά ­ χ ισ τ ο ν π έ ν τ ε φ ί λ ω ν , η « ο ρ ισ τ ικ ή » μ ο ρ φ ή τ ο υ 195 9 π ο υ κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ ε τ ο κ α λ ο κ α ίρ ι σ τ ο Π α ρ ίσ ι ( μ ε ε ξ ώ φ υ λ λ ο τ ο υ σ υ γ γ ρ α φ έ α , ε π η ρ ε α σ μ έ ν ο α π ό τ α μ υ σ τ ικ ισ τ ικ ά κ α λ λ ιγ ρ α φ ή μ α τ α τ ο υ Μ π ρ ά ιο ν Γ κ ά ιζ ιν ) . Π ρ ο τ ο ύ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

·

315

ό μ ω ς α π ο φ α σ ίσ ε ι ο Γ ά λ λ ο ς ε κ δ ό τ η ς ν α τ ο κ υ κ λ ο φ ο ρ ή σ ε ι ( τ ο ε ίχ ε ή δ η α π ο ρ ρ ίψ ε ι δ υ ο χ ρ ό ν ια ν ω ρ ίτ ε ρ α ) , ο Β . δ ο κ ίμ α σ ε τ η ν τ ύ χ η τ ο υ μ ε τ ο ν L a w r e n c e F e r lin g h e t ti τ ο ύ C it y L ig h t s ( π ο υ τ ο κ α λ ο κ α ίρ ι τ ο υ ’5 6 ε ίχ ε ε κ δ ώ σ ε ι τ ο H ow l τ ο υ Γ κ ίν σ μ π ε ρ γ κ — ε κ ε ί, σ τ η ν α φ ιέ ρ ω σ η , α ν α φ έ ρ ε τ α ι ο Β . ω ς ο σ υ γ γ ρ α φ έ α ς τ ο υ Naked Lunch, « έ ν α μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α π ο υ δ ε λ έ ε ι ν α τ ε λ ε ιώ σ ε ι κ α ι π ο υ θ α τ ρ ε λ ά ν ε ι τ ο υ ς π ά ν τ ε ς » ) , α λ λ ά κ α ι ε κ ε ίν ο ς τ ο α π ο ρ ρ ίπ τ ε ι. Ε υ τ υ χ ε ίς σ υ γ κ υ ρ ίε ς (ο σ ά λ ο ς α π ό τ η ν π ρ ο δ η μ ο σ ίε υ σ ή τ ο υ σ ε σ υ ν έ χ ε ιε ς σ τ ο φ ο ιτ η τ ικ ό π ε ρ ιο δ ικ ό Chicago Review ) μ ε τ α π ε ί­ θ ο υ ν ό μ ω ς τ ο ν κ α ιρ ο σ κ ό π ο Γ ά λ λ ο , ο ο π ο ίο ς δ ί ν ε ι ε ν τ ο λ ή γ ια τ η ν ε σ π ε υ σ μ έ ν η κ υ κ λ ο φ ο ρ ία τ ο υ The Naked Lunch. Τ ρ ία χ ρ ό ν ια α ρ γ ό τ ε ρ α ( Ν ο έ μ β ρ ιο ς 1962) κ υ κ λ ο φ ο ρ ε ί ω ς Naked Lunch ( α π ό τ ο G ro v e P r e s s τ η ς Ν έ α ς Υ ό ρ κ η ς ) κ α ι σ τ ις Η Π Α , έ κ δ ο σ η π ο υ ο δ η γ ε ί σ τ ις ισ τ ο ρ ικ έ ς δ ί­ κ ε ς τ ο υ 1965-66, κ α τ ά λ η ξ η τ ω ν ο π ο ίω ν ή τ α ν , ο ύ τ ε λ ίγ ο ο ύ τ ε π ο λ ύ , η ο ρ ισ τ ικ ή κ α τ ά ρ γ η σ η τ η ς λ ο γ ο κ ρ ισ ία ς τ ω ν β ιβ λ ίω ν σ τ η ν Α μ ε ρ ικ ή ...

❖ Α γ α π η τ έ Γ ια τ ρ έ ( σ . 2 7 1 ): Η ε π ισ τ ο λ ή ( μ ε τ ίτ λ ο L e t t e r fro m a M a s te r A d ­ d ic t to D a n g e r o u s D r u g s ) α π ε υ θ ύ ν ε τ α ι σ τ ο ν J o h n Y e r b u r y D e n t, τ ο ν Λ ο ν δ ρ έ ζ ο γ ια τ ρ ό σ τ ο ν ο π ο ίο ο Β . ε ίχ ε κ α τ α φ ύ γ ε ι τ ο ν Α π ρ ίλ ιο τ η ς χ ρ ο ν ιά ς ε κ ε ίν η ς γ ι α ν α λ ύ σ ε ι τ ο π ρ ό β λ η μ α τ η ς τ ο ξ ικ ο μ α ν ία ς τ ο υ . Τ ο ά ρ θ ρ ο , π ο υ γ ρ ά φ τ η κ ε ε ιδ ικ ά γ ια τ ο ια τ ρ ικ ό π ε ρ ιο δ ικ ό π ο υ ε ξ έ δ ιδ ε ο Ν τ ε ν τ , κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ ε τ ο ν ε π ό μ ε ν ο Ι α ν ο υ ά ρ ιο κ α ι α π ο τ ε λ ε ί τ η ν π ρ ώ τ η δ η μ ο σ ίε υ σ η τ ο υ σ υ γ γ ρ α φ έ α α π ό τ ο ν Μ ά ιο τ ο υ 1 9 5 3 , η μ ε ρ ο μ η ν ία κ υ ­ κ λ ο φ ο ρ ία ς τ ο υ Junkie. Ο Ν τ ε ν τ , π ρ ω τ ο π ό ρ ο ς ε ρ ε υ ν η τ ή ς σ τ η ν α π ε ξ ά ρ ­ τ η σ η μ ε τ η μ έ θ ο δ ο τ η ς α π ο μ ο ρ φ ίν η ς , ε ίχ ε ε κ δ ώ σ ε ι τ ο 1941 τ ο Anxiety

and Its Treatment ( γ ' έ κ δ . 1955)· « ε θ ισ μ ό ς » [“ a d d ic tio n ” ] ( σ . 2 7 1 ): Π λ η ν τ η ς λ . a d d ic tio n , ο Β . χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί σ ε α υ τ ό τ ο κ ε ίμ ε ν ο κ α ι τ ις λ . h a b it κ α ι d e p e n d e n c e , ό μ ω ς χ α λ α ρ ά , χ ω ­ ρ ίς ιδ ια ίτ ε ρ ε ς δ ια κ ρ ίσ ε ις . Ο μ ο ίω ς , χ ρ η σ ιμ ο π ο ιώ τ ο υ ς ό ρ ο υ ς « ε θ ισ μ ό ς » κ α ι « ε ξ ά ρ τ η σ η » χ ω ρ ίς ν α α κ ο λ ο υ θ ώ τ η ν κ α θ ιε ρ ω μ έ ν η σ ή μ ε ρ α ε π ισ τ η ­ μ ο ν ικ ή τ ο υ ς δ ιά κ ρ ισ η . Ε π ίσ η ς , δ ιά φ ο ρ α φ ά ρ μ α κ α α λ λ ο ύ δ η λ ώ ν ο ν τ α ι μ ε π ε ζ ά σ τ ο ιχ ε ία — σ υ χ ν ά κ α ι μ ε λ α ν θ α σ μ έ ν η γ ρ α φ ή — κ α ι α λ λ ο ύ ω ς ε μ π ο ρ ικ ά σ κ ε υ ά σ μ α τ α . ό λ α έ μ ο ια ζ α ν μ π λ ε [ e v e r y t h in g lo o k e d b lu e ] ( σ . 2 7 5 ): Μ ε τ η λ . b lu e ίσ ω ς ν α υ π ο ν ο ε ίτ α ι π α ρ ά λ λ η λ α κ α ι η μ ε λ α γ χ ο λ ία ή η θ λ ιβ ε ρ ό τ η ς τ η ς κ α τ ά ­ σ τ α σ η ς . Ό μ ο ια π ε ρ ιγ ρ α φ ή υ π ά ρ χ ε ι σ τ η ν α ρ χ ή τ ο υ κ ε φ . Ν ο σ ο κ ο μ ε ίο . Υ π ν ο θ ε ρ α π ε ία ( σ . 2 7 7 ): Τ η ν α ν ε π ιτ υ χ ή α υ τ ή μ έ θ ο δ ο ε φ ά ρ μ ο σ α ν σ τ ο ν Β . τ η ν ά ν ο ιξ η τ ο υ 1955 σ τ η ν Τ α γ γ έ ρ η .

316 ·

Σ ΗΜ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

Κ ο ρ τ ιζ ό ν η ( σ . 2 7 8 ): Τ η μ έ θ ο δ ο α υ τ ή α κ ο λ ο ύ θ η σ ε ο γ ια τ ρ ό ς τ ο υ σ τ α τ έ λ η τ ο υ 1 9 5 2 , σ τ ο Π α λ μ Μ π ιτ ς , ό π ο υ ο Β. ε ίχ ε π ά ε ι ν α δ ε ι τ ο υ ς γ ο ν ε ίς τ ο υ κ α ι τ ο ν 5 χ ρ ο ν ο γ ιο τ ο υ . Λ ίγ ε ς η μ έ ρ ε ς α ρ γ ό τ ε ρ α α ν α χ ω ρ ε ί γ ια τ ο π ο λ ύ ­ μ η ν ο τ α ξ ίδ ι τ ο υ σ τ η Ν ό τ ιο Α μ ε ρ ικ ή , π ρ ο ς α ν α ζ ή τ η σ η τ ο υ γ ια χ έ .

κάποια γυναίκα που ήξερα (σ. 283): Η Τζόαν Βόλλμερ Μπάροουζ, που ήταν εθισμένη στις αμφεταμίνες από το 1945 ως το 1949, οπότε μετα­ κόμισαν στο Μεξικό όπου δεν κυκλοφορούσε το Benzedrine (εκεί, αφού συνήλθε από το σοκ, το γύρισε στην τεκίλα και τα χάπια). Η Βόλλμερ είχε ξεκινήσει τις αμφεταμίνες με τον φίλο της Τζακ Κ έ­ ρουακ στη Νέα Υόρκη, όπου συνέβη το περιστατικό με την ψυχιατρική κλινική (φθινόπωρο ’46). θεφερέν [thepherene] (σ. 284): To Thephorin— ένα νέο παρασκεύασμα για την καταπολέμηση του στερητικού συνδρόμου, όπως αναφέρει στο Junky— του είχε χορηγηθεί σε αποτοξίνωση την άνοιξη του 1949 (πε­ ρίοδος Νέας Ορλεάνης) μετά από ένα άλλο επεισόδιο με το Νόμο. Μ π α ν ισ τ ε ρ ίν η , Τ η λ ε π α θ ίν η ( σ . 2 8 4 ) : Σ ή μ ε ρ α τ ο α λ κ α λ ο ε ιδ έ ς ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι α π λ ώ ς « χ α ρ μ ίν η » . Τ ο φ υ τ ό , ό τ α ν π ρ ω τ ο τ α ξ ιν ο μ ή θ η κ ε (1 8 5 1 ), π ή ρ ε τ η ν ο ν ο μ α σ ία Banisteria Caapi α λ λ ά riopsis caapi.

α ρ γό τερ α μ ετο νο μ ά σ τη κ ε σ ε

Baniste-

Palicourea sp., Rubiaceae (σ. 284): Σήμερα αυτό το συνεργιστικό πρό­ σθετο είναι γνωστό ως Psychotria viridis (στην ίδια Οικογένεια). Στο σημείο αυτό, η πρώτη έκδοση (του Olympia Press) περιλαμβάνει τη φράση «που στο Περού οι Ινδιάνοι του Αμαζονίου το ονομάζουν “caway”». π α ρ α ισ θ η σ ιο γ ό ν ο ν α ρ κ ω τ ικ ό ( σ . 2 8 4 ): Ε ν ώ π ά ν τ α α π ο φ ε ύ γ ε τ α ι η χ ρ ή σ η τ η ς λ . n a r c o tic ( μ ο ν ίμ ω ς χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ίτ α ι η λ . d r u g ), α π ό τ ο σ η μ ε ίο α υ τ ό κ α ι μ ε τ ά ο σ υ γ γ ρ α φ έ α ς α ρ χ ίζ ε ι π α ρ α δ ό ξ ω ς ν α τ η χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί. Η ο ρ θ ή γ ρ α φ ή τ ο υ π α ρ α σ κ ε υ ά σ μ α τ ο ς ε ίν α ι β ρ ίσ κ ο ν τ α ι ή δ η σ τ ο L S D

25 ( σ .

285,

αγιαχουάσκα.

σημ·)'· Ε π ρ ό κ ε ιτ ο ό ν τ ω ς γ ια τ ο 25ο

π ε ίρ α μ α π ά ν ω σ τ α π α ρ ά γ ω γ α τ ο υ λ υ σ ε ρ γ ικ ο ύ ο ξ έ ω ς , μ ε τ η δ ια φ ο ρ ά ό μ ω ς π ω ς η ε ρ γ α σ ία α υ τ ή ε ίχ ε π ρ α γ μ α τ ο π ο ιη θ ε ί π ο λ ύ ν ω ρ ίτ ε ρ α , τ ο 1 93 8 . (T o L S D π α ρ α σ κ ε υ ά σ τ η κ ε α π ό τ ο ν Ε λ β ε τ ό A lb e r t H o fm a n n σ τ ις 2 Μ α ΐο υ 1 9 3 8 , α λ λ ά τ ις ψ υ χ ο τ ρ ο π ικ έ ς τ ο υ ιδ ιό τ η τ ε ς τ ι ς α ν τ ε λ ή φ θ η 5 χ ρ ό ν ια α ρ γ ό τ ε ρ α . Α ν τ ίθ ε τ α , η ψ υ χ ε δ ε λ ικ ή μ υ θ ο λ ο γ ία θ έ λ ε ι τ η ν κ ω δ ικ ή ο ν ο μ α σ ία 2 5 ν α έ χ ε ι π ρ ο έ λ θ ε ι α π ό σ ύ ν τ μ η σ η τ η ς η μ ε ρ ο μ η ν ία ς σ ύ ν θ ε ­ σ η ς τ η ς ο υ σ ία ς , δ η λ . 2/5.) Ν α τ ε έ μ α τ ο ο ν ο μ ά ζ ο υ ν ( σ . 2 8 6 ) : Π ρ ο σ θ ή κ η δ ικ ή μ ο υ , σ ύ μ φ ω ν α μ ε τ η ν π ρ ώ τη έκ δ ο σ η .

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ P e rg a n u m H a r m a la ( σ . 2 8 6 ): Η ο ρ θ ή γ ρ α φ ή

·

317

είναι Peganum harmala ( α γ ρ ια -

π ή γ α ν ο ς ) . Σ το σ η μ ε ίο α υ τ ό , η π ρ ώ τ η έ κ δ ο σ η α ν α φ έ ρ ε ι π α ρ ε ν θ ε τ ικ ά : (Ν α σ υ μ π λ η ρ ώ σ ω

en passant π ω ς υ φ ίσ τ α τ α ι μ ε γ ά λ η χ η μ ικ ή ο μ ο ιό -

τ η ς μ ε τ α ξ ύ τ η ς Μ ε σ κ α λ ίν η ς κ α ι τ η ς Τ η λ ε π α θ ίν η ς . Ο ι δ ύ ο α υ τ έ ς κ α ­ τ α σ τ ά σ ε ις μ έ θ η ς ε ίν α ι π α ρ ό μ ο ιε ς , ό χ ι ό μ ω ς α κ ρ ιβ ώ ς ίδ ιε ς .) Ο ι τ ρ ε ις α υ τ έ ς « σ η μ ε ιώ σ ε ις τ η ς π ρ ώ τ η ς έ κ δ ο σ η ς » δ ε ν α ν α φ έ ρ ο ν τ α ι σ τ ο ά ρ θ ρ ο τ ο υ 1 95 6 ( τ ο ο π ο ίο ά λ λ ω σ τ ε δ ε ν ε ίχ ε π ε ρ ιλ η φ θ ε ί) , α λ λ ά σ ε μ α κ ρ ο σ κ ε λ ή σ η μ ε ίω σ η τ ο υ σ υ γ γ ρ α φ έ α σ τ ο κ ε φ . Η Α γ ο ρ ά , η ο π ο ία α ρ ­ γ ό τ ε ρ α ε ν σ ω μ α τ ώ θ η κ ε σ τ ο κ ε ίμ ε ν ο . τ η ς ο ικ ο γ έ ν ε ια ς τ ο υ μ ο σ χ ο κ ά ρ υ δ ο υ ( σ . 2 8 6 ): Δ η λ α δ ή , τ η ς Ο ικ ο γ έ ν ε ια ς M y r is t ic a c e a e . (Γ ια π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ α α ν θ ρ ω π ο λ ο γ ικ ά σ τ ο ιχ ε ία π ά ν ω σ τ α π α ­ ρ α σ κ ε υ ά σ μ α τ α α υ τ ά , π α ρ α π έ μ π ω τ ο ν ε ν δ ια φ ε ρ ό μ ε ν ο α ν α γ ν ώ σ τ η σ τ ο κ ε φ . Α μ ε ρ ικ ά ν ικ α Ο ν ε ιρ α — R ic h a r d R u d g le y , Ιερά Μέθη, Ο ξ ύ , 2 0 0 0 .) α μ π ο ύ λ ε ς μ ο ρ φ ίν η ς /σ κ ο π ο λ α μ ίν η ς ( σ . 2 8 6 ): Σ τ η ν α λ λ η λ ο γ ρ α φ ία τ ο υ (Σ ε π . ’ 5 5 ) α ν α φ έ ρ ε ι « δ ο λ ο φ ίν η (ι/ 6 g r a in ) κ α ι υ ο σ κ ίν η ( ι/ ιο ο g r a in ) » — σ κ ο π ο λ α μ ίν η κ α ι υ ο σ κ ίν η τ α υ τ ίζ ο ν τ α ι, ε ν ώ δ ο λ ο φ ίν η ε ίν α ι η μ ε θ α δ ό ν η . Τ ο π ε ρ ισ τ α τ ικ ό ε ίχ ε σ υ μ β ε ί σ τ η ν Τ α γ γ έ ρ η .

❖ Κ α ι γ ια ν α κ λ ε ίσ ο υ μ ε μ ε λ ίγ ο Μ π ά ρ ο ο υ ζ — Ι α ν ο υ ά ρ ιο ς ’ 5 5 — επ ο χ ή μ ά λ λ ο ν α ν τ ιπ α ρ α γ ω γ ικ ή — π ο υ σ κ έ φ τ ε τ α ι γ ια τ ο β ιβ λ ίο α λ λ ά δ ε ν τ ο δ η μ ιο υ ρ γ ε ί— γ ρ ά φ ε ι τ η ν ε ξ ή ς σ ύ ν ο ψ η γ ια έ ν α υ π ο τ ιθ έ μ ε ν ο μ ε λ λ ο ν τ ικ ό ο π ισ θ ό φ υ λ λ ο : « Τ ο β ιβ λ ίο σ ’ α ρ π ά ζ ε ι α π ’ το λ α ιμ ό » , λ έ ε ι ο Λ . Μ ά ρ λ α ν τ , δ ια π ρ ε ­ π ή ς κ ρ ιτ ικ ό ς . « Σ ε ρ ίχ ν ε ι μ α ζ ί τ ο υ σ τ ο κ ρ ε β ά τ ι κ α ι κ ά ν ε ι σ χ έ δ ια π έ ­ ρ α ν π ά σ η ς π ε ρ ιγ ρ α φ ή ς π ά ν ω σ τ ο ά τ ο μ ό σ ο υ . Κ α τ ό π ιν σ ο υ χ ώ ν ε ι μ ια κ ρ ύ α μ α κ ρ ιά β ε λ ό ν α β α θ ιά μ ε ς σ τ η ρ α χ ο κ ο κ α λ ιά σ ο υ κ α ι σ ο υ χ τ υ π ά ε ι μ ια δ ό σ η π α γ ω μ έ ν ο ν ε ρ ό . Ο μ ό ν ο ς τ ρ ό π ο ς π ο υ γ ν ω ρ ίζ ω γ ια ν α π ε ρ ιγ ρ ά φ ω ε κ ε ίν η τ η ν α ίσ θ η σ η τ ρ ό μ ο υ π ο υ ξ ε χ ύ ν ε τ α ι μ έ σ α α π ’ α υ τ έ ς τ ις σ ε λ ίδ ε ς . Π ίσ ω α π ό τ ο χ ιο ύ μ ο ρ , τ η ν π α ρ ω δ ία , τ α α ν ε κ δ ο τ ο λ ο γ ικ ά σ κ ε τ σ ά κ ια ( ο μ ο λ ο γ ο υ μ έ ν ω ς , κ ο μ μ α τ ά κ ι χ ο ν δ ρ ο κ ο μ μ έ ν α κ ά π ο ια α π ό α υ τ ά ) μ π ο ρ ε ί κ α ν ε ίς ν α δ ια κ ρ ίν ε ι τ η ν α κ ρ α ία α π ό ­ γ ν ω σ η , τ ο γ υ μ ν ό τ ο π ίο ό λ ο κ ρ ο κ ά λ ε ς π ο υ σ α ν ο μ π ρ έ λ α το σ κ ε π ά ζ ε ι τ ο μ α ύ ρ ο α τ ο μ ικ ό μ α ν ιτ ά ρ ι τ η ς τ ε λ ε υ τ α ία ς έ κ ρ η ξ η ς » .

Ο Μ , γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, μεγά­ λωσε σε ένα περιβάλλον που προσέφερε «σαράντα εκατομμύρια λό­ γους για να μην ασχοληθεί με το γράψιμο». Η προσωποποίηση της νεανικής έκρηξης των Beats στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, της επαναστατικής αντικουλτούρας και των χίππις, του μηδενιστιΟ

υ

ι

λ

ι

α

μ

π

α

ρ

ο

ο

υ

ζ

κού ξεσπάσματος του πανκ. «Ο μόνος σήμερα εν ζωή Αμερικανός συγγραφέας που μπορεί να χαρακτηριστεί μεγαλοφυΐα» (Norman Mailer, 1962). Συγγραφέας των βιβλίων Junky, Γυμνό Γεύμα, Οι Πόλεις της Κόκκινης Νύχτας, Ο Τόπος των Νεκρών Δρόμων κ.ά., για τον οποίον «η γλώσσα είναι ένας ιός από το διάστημα». Μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και Ινστιτούτου Τεχνών και Γ ραμμάτων, Commandeur τού Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας. Μια γκρίζα φευγαλέα φιγούρα με παλτό και ρεπούμπλικα, ο «Hombre invisible» τής Ταγγέρης, που ξεκίνησε από το Σαιντ Λούις της πολιτείας Μιζούρι των ΗΠΑ το 1914 για να αναμιχθεί με τις σκιές αυτού του πλανήτη, στη Νέα Υόρκη, το Τέξας, το Σικάγο, το Μεξι­ κό, τη Νότια Αμερική, το Μαρόκο, το Παρίσι, το Λονδίνο, ξανά στη Νέα Υόρκη και τέλος στο Λώρενς της πολιτείας Κάνσας, όπου και πέθανε το 1997·

Ο Γ ι ώ ρ γ ο ς Γ ο υ τ α ς , εκτός από το Γυμνό Γεύμα, τα τελευταία 20 χρόνια έχει μεταφράσει στα ελληνικά 7 ακόμη τίτλους του William S. Burroughs (Ηλεκτρονική Επανάσταση, Blade Runner, Η Βίβλος των Αααναπνοών, Ο Α Πουκ Είναι Εδώ, Νόβα Εξπρές, Οι Γυμνοί Αγγελοι [με Jack Kerouac], Η Σαϊεντολογία και τα Συστήματα Ελέγχου), την ιστορική μελέτη του Bernard Lewis για τους Ασσασίνους και τον Χασάν-ι-Σαμπάχ, καθώς και αρκετά άλλα βιβλία (επιστημονική φαντα­ σία, παραμύθια χωρών της Ασίας και της Αμερικής κτλ.). 319

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF