Michael Dibdin - Οι Ιππότες Της Μάλτας

May 8, 2017 | Author: Χρηστος Μολυβας | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Michael Dibdin - Οι Ιππότες Της Μά&lambd...

Description

Τίτλος πρωτοτύπου: Cabal Michael Dibdin © Michael Dibdin, 1992. All rights reserved. Published by Costas A. Giannikos for Modern Times S.A. 1, G. Papandreou Sir., 166 73 Athens, Greece Για την ελληνική έκδοση © 2009 ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ Α.Ε.Ε. ISBN: 978-960-691-520-8 Εκδότης: Κώστας Α. Γιαννίκος Μετάφραση: Χριστίνα Ελιασά Επιμέλεια κειμένων: Μαρία Παναγοπούλου Τυπογραφική επιμέλεια: Λητώ Δουμουρα Δημιουργικό εξώφυλλου: Μανώλης Παναγιωτάκης Σελιδοποίηση: Λίτσα Βιντζηλαίου Υπεΰθυνος παραγωγής: Λίνος Καμσής Παραγωγή: Σπυρος Καμσής Εκτυπωση-Βιβλιοδεσΐα: ΤΥΠΟ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε. Απαγορεύεται η με κάθε τρόπο, μερική ή ολική, αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος βιβλίου. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ Α.Ε.Ε. Γ. Παπανδρέου 1,166 73 Αθήνα Τηλ.: 210 96 59 904-5, Fax: 210 8992101 ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ: Στοά Σπυρομήλιου, City Link, Σύνταγμα

ΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΗΣ

ΜΑΛΤΑΣ μυθιστόρημα

Στον Τζον Σέριγκχαμ

Εγώ, από την άλλη, πιστεύω ότι όλα. αυτά, σήμερα, όπως και χθες, ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τα παιχνίδια προσποίησης στα οποία κάθε χαρακτήρας έπαιζε από μόνος τον ένα διπλό ρόλο, όπου η ψευδής πληροφόρηση λαμβανόταν ως αληθινή και η αληθινή ως ψευδής. Με λίγα λόγια, το είδος των φρικαλέων ανοησιών από τις οποίες εμείς οι Ιταλοί είχαμε τόσο πολλά παραδείγματα αυτά τα τελευταία χρόνια. Λεονάρντο Σάσα

Κεφάλαιο 1

4uia peccavi nimis cogitatione, verbo et opere: mea Fulpa, mea culpa, mea maxima culpa.1 Ενισχυμένη διπλά, τόσο από τα μεγάφωνα όσο και από την εξαιρετική ακουστική της μεγάλης βασιλικής, η φωνή του ιερουργού αντηχούσε υπεράνθρωπη, φαινο­ μενικά ασύμβατη με τη μικροσκοπική μορφή που θύμι­ ζε τενόρο σε κάποιο επαρχιακό θέατρο παραστάσεων όπερας. Οι περίπου πενήντα εκκλησιαζόμενοι που είχαν έρθει αυτό το κρύο βράδυ του Νοέμβρη ήταν όλοι ηλικιωμένοι, στην πλειονότητά τους γυναίκες. Η αψίδα και το παρεκκλήσι του καθεδρικού, που ήταν από μόνος του μεγαλύτερος από πολλές εκκλησίες, είχαν αποκλειστεί από ένστολους άντρες της ασφάλειας για να πραγματοποιηθεί η λειτουργία. Ωστόσο, σε άλλα σημεία της βασιλικής του Αγίου Πέτρου, τουρίστες και προσκυνητές συνέχιζαν να περιδιαβαίνουν, μόνοι τους ή σε ομάδες, εκστασιασμένοι από το μέγεθος των ιερών και εκκλησιαστικών δεήσεων που γίνονταν σε κάθε πλευρά, νιώθοντας αμυδρά την πικρή γεύση της ατομικής ασημαντότητάς τους. Για μερικούς, ο χτύπος της καμπάνας, οι δυνατές νότες του εκκλησιαστικού οργάνου και η πομπή των πορφυροντυμένων ιερέων και εφημέριων είχαν έρθει 9

σαν μια ευχάριστη ανακούφιση από αυτά τα καταθλιπτικά μεγαλεία, λες και η απογευματινή λειτουργία ήταν ένα δραματικό θέαμα που είχε οργανωθεί από τις Αρχές σε μια προσπάθεια να ζωντανέψουν αυτή την ψυχρή τερατουργία, ένα θέαμα ήχου και φωτός που επανέφερε τη θρησκευτική λειτουργικότητα που είχε αρχικά. Περίεργοι σαν παιδιά, συνωστίζονταν πίσω από τα σχοινιά που απέκλειαν την αψίδα, κοιτάζοντας ηλίθια το αδιάντροπα φανταχτερό έργο τέχνης του Μπερνίνι, το πελώριο χάλκινο κιβώτιο. Για λίγη ώρα η ρυθμική ροή της λειτουργίας στα λατινικά κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον τους, όμως, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ενός αποσπάσματος από την Αποκάλυ­ ψη του Ιωάννη, πολλοί απομακρύνθηκαν. Αυτοί που έμειναν ήταν νευρικοί και ανήσυχοι, ψιθυρίζοντας μεταξύ τους ή ξεφυλλίζοντας τους οδηγούς τους. Ένας άντρας που στεκόταν λίγο πιο πέρα από τη μια πλευρά του πλήθους αδιαφορούσε επιδεικτικά για τη λειτουργία. Φορούσε ένα σουέντ σακάκι και ένα λουλουδάτο πουκάμισο ανοιχτό στο λαιμό, για να φαί­ νεται η χοντρή χρυσή αλυσίδα που φώλιαζε στο πλού­ σιο τρίχωμα του στήθους του. Τα μεγάλα μπράτσα του ήταν σταυρωμένα, ενώ ένα από τα μανίκια του τζάκετ ήταν σηκωμένο, για να αποκαλύπτει το χρυσό ρολόι Rolex Oyster στον αριστερό του καρπό. Το μεγάλο κάπως πλατύ πρόσωπό του ήταν στραμμένο προς τα επάνω σαν δορυφορικό πιάτο που ανίχνευε κάποιο ουράνιο σώμα πάνω ψηλά, στην τεράστια σκοτεινή εσοχή του θόλου. Όχι μακριά, δίπλα σε έναν από τους 10

τεράστιους σπειροειδείς στύλους που υποστηρίζουν το περίφημο στέγαστρο από επιχρυσωμένο μπρούντζο πάνω από τον Παπικό Βωμό, μια ηλικιωμένη γυναίκα ήταν επίσης απορροφημένη από το θέαμα ψηλά. Με το γκρι τουίντ παλτό της, τη μαύρη κομψή μάλλινη ζακέτα της, τη μέχρι τον αστράγαλο βελούδινη φούστα της και το λευκό μεταξωτό μαντίλι στο κεφάλι, έμοιαζε με φιγούρα σκιτσαρισμένη από κάποιο γνωστό σχεδιαστή. Το κραγιόν της, όμως, σε εκθαμβωτικό κόκκινο χρώμα που το δικαιολογούσαν εν μέρει τα ψυχρά μπλε μάτια της, έστελνε ένα διαφορετικό μήνυμα. Το κήρυγμα που ακολούθησε την ανάγνωση έμοιαζε περισσότερο με ένα αυθόρμητο ξέσπασμα οργής από πλευράς του ιερέα, λόγω της μικρής προσέλευσης πιστών, παρά με μια λόγια ομιλία. «Κάποτε», διαμαρτυρήθηκε, «η εκκλησία ήταν το κέντρο της κοινωνίας, ένα προνομιούχο μέρος όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν για να νιώσουν την παρουσία του Θεού. Τώρα τι παρατηρούμε; Τα κατα­ στήματα, οι ντισκοτέκ, τα κλαμπ, οι μπιραρίες και τα φαστφουντάδικα γεμίζουν τόσο, ώστε διώχνουν κόσμο, ενώ οι εκκλησίες ποτέ δεν υπήρξαν τόσο άδειες». Η ξενάγηση των τουριστών είχε σχεδόν ολοκληρω­ θεί, αυτή η επιχειρηματολογία, όμως, εκ μέρους του ιερέα ενείχε το ρίσκο να δυσαρεστήσει ακόμα και το σκληρό πυρήνα του εκκλησιάσματος, υπενθυμίζοντάς τους οδυνηρά τη θέση τους ως μιας περιθωριοποιημέ­ νης, αναχρονιστικής μειονότητας, αντιπροσωπευτικής ενός παλιομοδίτικου τρόπου σκέψης. Ο βήχας, η ανη­ 11

συχία και η έλλειψη προσοχής άρχισαν να μεταδίδο­ νται σαν επιδημία. Η άφιξη μιας λαχανιασμένης καλόγριας με γυαλιά και πεταχτά δόντια, που κρατούσε σφιχτά ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια, προκάλεσε μια σύντομη διακοπή. Ζήτησε συγγνώμη από τους άντρες της ασφάλειας, οι οποίοι, ανασηκώνοντας τους ώμους τους αδιάφορα, της έκαναν νόημα να περάσει ανάμεσα από τα σχοινιά. Αφήνοντας το μπουκέτο της στο κιγκλίδωμα που περιέ­ βαλλε το κολοσσιαίο άγαλμα της Σάντα Βερόνικα, η καλόγρια πήρε τη θέση της σε έναν πάγκο κοντά στο πίσω μέρος του εκκλησιάσματος, καθώς ο ιερέας άρχι­ σε να εκφωνεί το Σύμβολο της Πίστεως. Ένας άντρας της ασφάλειας με πολιτικά που παρακολουθούσε το πλήθος πλησίασε, σήκωσε τα λουλούδια και τα εξέτασε καχύποπτα, σαν να επρόκειτο-να εκραγούν. Et iterum venturus est cum gloria, judicare vivos et mortuos...1 Στην αρχή ο ήχος ακούστηκε σαν ηλεκτρονικός μικρο­ φωνισμός που μεταδόθηκε από τα μεγάφωνα και μετά σαν το θόρυβο ενός αεροσκάφους σε χαμηλή πτήση. Ένας ή δύο από τους τουρίστες που έφευγαν κοίτα­ ξαν ψηλά προς τη δεσπόζουσα μεγαλοπρέπεια του θόλου, όπως έκαναν συνεχώς μέχρι τότε ο άντρας με το σουέντ σακάκι και τη χρυσή αλυσίδα, και η γυναί­ κα με το τουίντ παλτό και το λευκό μαντίλι. Νόμιζες ότι από εκεί ερχόταν ο απόκοσμος ήχος, κάτι ανάμε­ 12

σα σε κλαψούρισμα και μουγκρητό, που διαχεόταν στο χώρο γεμίζοντας τη βασιλική σαν χρωματκττή μπογιά μέσα σε δεξαμενή νερού. Τότε κάποιος πρό­ σεξε κάτι εκεί ψηλά και οΰρλιαξε. Οι ιερείς έχασαν τα λόγια τους, ενώ το εκκλησίασμα σήκωσε το βλέμμα του προς τα πάνω, για να δει τι συνέβαινε. Σε απόλυ­ τη σιωπή, όλοι έμειναν να παρακολουθούν τη μαύρη φιγούρα να στριφογυρνάει πάνω από τα κεφάλια τους και να έρχεται καταπάνω τους. Το θέαμα ήταν ένα ψυχολογικό τεστ με κηλίδες μελάνης για τους κρυφούς φόβους και τις φαντασιώ­ σεις καθενός από αυτούς. Μια μοδίστρα με αρθρίτιδα που ζούσε πάνω από ένα συνεργείο αυτοκινήτων στο Μπόργκο Πίο είδε τον εδώ και καιρό επιζητούμενο άγγελο να κατεβαίνει για να την απαλλάξει από τα βάσανα της σάρκας. Ένας συνταξιούχος χημικός από την Ποτέντσα, αντίθετα, ο οποίος επισκεπτόταν για δεύτερη μόνο φορά την πρωτεύουσα, θυμήθηκε το σει­ σμό που είχε πρόσφατα καταστρέψει την πόλη του και είδε ένα τμήμα του θόλου να πέφτει προς τα κάτω, πρώτο σημάδι μιας γενικότερης καταστροφής. Άλλοι νόμιζαν ότι επρόκειτο για αράχνες ή νυχτερίδες, υπε­ ράνθρωπα κατορθώματα ή ακροβατικά τσίρκου. Μόνο ένας θεατής γνώριζε ακριβώς τι συνέβαινε, γιατί το είχε ξαναδεί στο παρελθόν. Ο Τζοβάνι Γκριμάλντι άφησε τα λουλούδια της καλόγριας, τα οποία σκορπί­ στηκαν στο μαρμάρινο πάτωμα, και έκανε να πιάσει τον ασύρματό του. Μετέπειτα υπολογισμοί έδειξαν ότι η χρονική 13

περίοδος ανάμεσα στην αρχική θέαση και την τελική πρόσκρουση δε θα μπορούσε να ξεπερνάει τα τέσσερα δευτερόλεπτα, για εκείνους, όμως, που παρακολουθού­ σαν με αυξανόμενο τρόμο και χωρίς να το πιστεύουν, δεν είχε διάρκεια, αφού ο χρόνος είχε σταματήσει. Η φιγούρα θα μπορούσε να είχε πέσει μέσα από κάτι πιο πυκνό από τον αέρα -τόσο αργά νόμιζες πως έπε­ φτε-, περιστρεφόμενη άτονα γύρω από τον άξονά της, με το μακρύ παρατεταμένο οξύ ουρλιαχτό να την τυλί­ γει σαν μανδύας, εκτελώντας ένα αργό χορευτικό στροβιλισμό που τελείωσε με το σώμα να πέφτει κάθε­ τα στο μαρμάρινο δάπεδο, με ταχύτητα που πλησίαζε τα εκατό χιλιόμετρα την ώρα. Κανένας δεν κουνήθηκε. Αίμα και ιστός σχημάτιζαν μια λιμνούλα, ενώ την ίδια στιγμή ακούστηκε ένας υπό­ κωφος ήχος αερίων. Ιερέας και εκκλησίασμα, τουρί­ στες και φρουροί, στέκονταν σιωπηλοί και ακίνητοι, σαν φιγούρες σε μια γύψινη αναπαράσταση της φάτνης του Χριστού. Στις μακρινές άκρες του χαώδους χώρου, οι τελευταίες αντηχήσεις εκείνης της μακριάς κραυγής εξασθένησαν. Τότε, διαπεραστικές σαν τρομπέτες φωνές, πρώτα μία και μετά πολλές, άρχισαν να τσιρί­ ζουν υστερικά, να ουρλιάζουν και να κλαψουρίζουν. Ο Τζοβάνι Γκριμάλντι άρχισε να κατευθύνεται προς το σώμα. Καθώς περπατούσε, αισθανόταν ότι ζούσε έναν εφιάλτη, με το πλήθος να συρρέει συνεχώς μπρο­ στά του, εμποδίζοντάς τον να περάσει. Έπειτα, έσπασε τον εσωτερικό κλοιό, πέρα από τον οποίο κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει, και γλίστρησε, ενώ 14

ο ασύρματός του έπεσε στο πάτωμα κάνοντας δυνατό κρότο. Ενστικτωδώς, το πλήθος υποχώρησε, τρομοκρα­ τημένο από την απόδειξη της κακοήθους δύναμης αυτού του καταραμένου δαπέδου. Οι κραυγές διπλα­ σιάστηκαν σε ένταση, καθώς αυτοί που βρίσκονταν στο βάθος ανατράπηκαν και τσαλαπατήθηκαν. Καθώς οι άντρες της ασφάλειας έτρεξαν σε μια προσπάθεια να συγκροτήσουν το πλήθος, ο Γκριμάλντι σηκώθηκε, με το μπλε κοστούμι του λερωμένο από το αίμα πάνω στο οποίο είχε γλιστρήσει. Ήταν σχεδόν αόρατο πάνω στις μαρμάρινες πλάκες, κάτι ανεπαίσθητες σταγόνες που ταίριαζαν απόλυτα με τις πορφυρές φλέβες στην καλογυαλισμένη επιφάνεια της πέτρας. Σήκωσε τον ασύρματό του και πάτησε το κουμπί της κλήσης. Καθώς τα κεντρικά έκαναν ώρα να απαντή­ σουν, ως συνήθως, ο Γκριμάλντι κοίταξε τριγύρω, προ­ σπαθώντας να βρει τον άντρα με το σουέντ σακάκι και τη γυναίκα με το τουίντ παλτό- δεν ήταν, όμως, εκεί. «Λοιπόν;» ακούστηκε μια θυμωμένη φωνή στο αφτί του. «Είμαι ο Γκριμάλντι. Έχουμε μια αυτοκτονία από πτώση στη βασιλική». «Σε εξέλιξη ή τελειωμένη;» «Τελειωμένη». Έκλεισε τον ασύρματο. Δε χρειαζόταν να πει περισσότερα. Οι αυτοκτονίες ήταν συχνό φαινόμενο στον Άγιο Πέτρο. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην ακα­ τανίκητη έλξη που ασκούσαν γενικά τα ιλιγγιώδη ύψη και ακόμα περισσότερο σε μια δημοφιλή πεποίθηση ότι 15

αυτοί που πέθαιναν πάνω στον τάφο του αποστόλου πήγαιναν κατευθείαν στον Παράδεισο, παρακάμπτο­ ντας τη συνήθη γραφειοκρατία και τις διαδικασίες εισόδου. Η Εκκλησία είχε επανειλημμένα και επί μακρόν ταχθεί κατά αυτής της πρωτόγονης δεισιδαιμο­ νίας, αλλά μάταια. Στο τμήμα του εσωτερικού υπερώου κάτω από το θόλο που ήταν ανοιχτό στο κοινό είχαν τοποθετηθεί δύο μέτρα συρμάτινου πλέγματος ως φρά­ χτης ασφαλείας. Ωστόσο, αν κάποιος έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει, τίποτα δεν μπορεί να τον εμποδίσει. Παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη πτώση ήταν ιδιαίτε­ ρη, τουλάχιστον σύμφωνα με την εμπειρία του Γκριμάλντι. Απ’ όσο γνώριζε, κανένας δεν είχε ποτέ καταφέρει να αυτοκτονήσει κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, γιατί την ώρα εκείνη δεν υπήρχε πρόσβαση στο θόλο. Τα λόγια του Γκριμάλντι έθεσαν σε κίνηση μια συγκεκριμένη διαδικασία. Το πρώτο βήμα ήταν να εκκε­ νώσουν τη βασιλική. Όσοι από τους αυτόπτες μάρτυρες είχαν πάθει σοκ οδηγούνταν απέναντι από την πλατεία, στο σταθμό πρώτων βοηθειών του Βατικανού, κάνοντας μια σύντομη παύση για να επιτρέψουν το πέρασμα ενός ασθενοφόρου από το κοντινό Νοσοκομείο Σάντο Σπίριτο. Όταν υπήρχε μια ζωή να σωθεί, όπως όταν ο Πάπας Βοϊτίλας είχε πυροβοληθεί, η Εκκλησία προτιμούσε τα υψηλά στάνταρντ της δικής της Πολυκλινικής Τζεμέλι, όμως, όταν επρόκειτο για σορούς, τα ιδρύματα του ιτα­ λικού κράτους ήταν αρκετά καλά. Το ασθενοφόρο έκοψε ταχύτητα στην είσοδο κάτω από την Αιγίδα των Καμπανών, όπου οι Ελβετοί φρου­ 16

ροί, που είχαν ήδη ενημερωθεί για την κατάσταση, του έκαναν νόημα να περάσει μέσα από τα στενά, σκοτει­ νά δρομάκια στην ανατολική πλευρά του Αγίου Πέτρου. Αμέσως μετά τον τεράστιο όγκο του κυρίως κλίτους του ναοΰ, ένας ένστολος της Βιτζιλάντσα, της δύναμης ασφαλείας του Βατικανού, έκανε νόημα στο όχημα να σταματήσει. Οι άντρες του ασθενοφόρου βγήκαν έξω, άνοιξαν τις πίσω πόρτες και έβγαλαν ένα φορείο. Ύστερα, ακολούθησαν τον άντρα της ασφά­ λειας σε ένα γυμνό κεκλιμένο πέρασμα σαν τούνελ, το οποίο οδηγούσε στα ογκώδη τείχη της βασιλικής. Πέρασαν μέσα από δύο προθάλαμους, μετά μέσα από μια είσοδο κρυμμένη κάτω από το μνημείο του Μπερ­ νίνι για τον Πάπα Αλέξανδρο Ζ', και από εκεί, μέσα στην ίδια τη βασιλική. Στον ανοιχτό χώρο ανάμεσα στην αψίδα και στον παπικό βωμό, μια ομάδα καθαριστών με μπλε ολόσω­ μες φόρμες περίμεναν με τις σφουγγαρίστρες και τους κουβάδες τους, έτοιμοι να καθαρίσουν κάθε φυσικό ίχνος του έκτροπου μόλις απομακρυνόταν η σορός. Αμέσως μετά θα καλούσαν έναν επίσκοπο για να πραγ­ ματοποιήσει το πνευματικό αντίστοιχο, μια τελετή καθαγιασμού. Οι τραυματιοφορείς ακούμπησαν κάτω το φορείο και άρχισαν να ξετυλίγουν το πράσινο πλα­ στικό κάλυμμα που χρησιμοποιείται για να τυλίγουν τις σορούς. Εκείνη τη στιγμή ο Γκριμάλντι απέστρεψε το βλέμμα, με το στομάχι του να σπαρταράει σαν ψάρι στο δίχτυ. Αυτός ήταν ο λόγος που είχε ζητήσει μετάθεση για το Βατικανό- δεν άντεχε αυτές τις σκηνές. 17

Γιος ψαρά από το Οτράντο, ο Γκριμάλντι είχε αρχί­ σει την καριέρα του στους καραμπινιέρους. Επειδή, όμως, ήταν ιδιαίτερα έξυπνος και ικανός, προάχθη ραγδαία σε ντετέκτιβ. Το υπέμεινε για τέσσερα χρόνια, παλεύοντας ηρωικά με μια αποστροφή που γνώριζε ότι θα τον νικούσε στο τέλος. Κάθε φορά που χρειαζόταν να πάει στον τόπο ενός βίαιου εγκλήματος, ένιωθε ένα σφίξιμο στο στομάχι, του κοβόταν η ανάσα σαν να ήταν ασθματικός, ίδρωνε και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Για μέρες μετά δεν μπορούσε να κοιμηθεί, και όταν τα κατάφερνε, τα όνειρά του ήταν τόσο απαίσια, που ευχόταν να μην τον είχε πάρει ο ύπνος. Οι συνάδελφοί του δεν έδειχναν να ενοχλούνται. Περνούσαν το πρωί πάνω από ένα καμένο αυτοκίνητο σκαλίζοντας τα απομεινάρια τοπικών συμμοριτών και μετά έπεφταν με τα μούτρα σε ένα πλουσιοπάροχο πρωινό- ο Γκριμάλντι, όμως, αδυνατούσε να διαχωρί­ σει την προσωπική από την επαγγελματική του ζωή. Η ενασχόλησή του με εγκλήματα τον είχε σημαδέψει σωματικά. Το κορμί του ήταν καμπουριασμένο, το κεφάλι του χαμηλωμένο, το πρόσωπό του φανέρωνε αποστροφή και το βλέμμα του ήταν επιφυλακτικό, ανή­ συχο, όπως εκείνο των κακοποιημένων παιδιών. Τα μαλλιά του έπεφταν με γοργό ρυθμό, ενώ βαθιές ρυτί­ δες έσκαβαν το πρόσωπό του, με αποτέλεσμα να φαί­ νεται μεγαλύτερος από τον πατέρα του - που ακόμα έβγαινε στη θάλασσα κάθε βράδυ με το πλήρωμά του από παράνομους Αλγερινούς μετανάστες και δεν έδινε δεκάρα για τίποτα. 18

Συνήθως οι πρώην καραμπινιέροι εντάσσονταν στο προσωπικό ασφαλείας τραπεζών. Ο Γκριμάλντι, όμως, χάρη σε έναν πολιτικό της περιοχής, ο οποίος συνεννοήθηκε με έναν επίσκοπο που ανέφερε το θέμα σε έναν καρδινάλιο στην Κούρια, κι εκείνος, με τη σειρά του, μεσολάβησε μιλώντας σ’ ένα συγκεκριμένο αρχιε­ πίσκοπο στο Παλάτσο ντελ Γκοβέρνο Βέκιο, μετακόμι­ σε στη Ρώμη και έγινε μέλος της Βιτζιλάντσα. Λόγω της πείρας και των ικανοτήτων του, σύντομα μετατέθηκε σε μια επίλεκτη μονάδα ντετέκτιβ άμεσα αναφερόμενη στο γραμματέα του Βατικανού. Εκτός από την εξιχνίαση των εγκλημάτων που συνέβαιναν μέσα στο Βατικα­ νό -μικροκλοπές συνήθως-, αυτή η ομάδα υποτίθεται ότι εκτελούσε μια πλειάδα μυστικαίν επιχειρήσεων, οι οποίες σχολιάζονταν ποικιλοτρόπως από τους συνα­ δέλφους τους στην Κούρια. Τα παιδιά του τον επισκέ­ πτονταν πλέον μόνο τα καλοκαίρια, και η γυναίκα του μόνο στα όνειρά του, γιατί είχε πάθει καρκίνο ένα χρόνο μετά την εγκατάστασή του στην πρωτεύουσα. Τα παιδιά του ζούσαν στο Μπάρι με την αδελφή του Γκριμάλντι, ενώ ο ίδιος διήγε ένα μοναχικό βίο σε μια ιδιο­ κτησία της Εκκλησίας κοντά στο Βατικανό, πασχίζο­ ντας να κερδίσει χρήματα για την απούσα οικογένειά του και να αποταμιεύσει όσα μπορεί για το μέλλον. Παρά τη θέλησή του, ο Γκριμάλντι έριξε μια φευγα­ λέα ματιά καθώς οι τραυματιοφορείς μετέφεραν το πτοόμα στο πλαστικό κάλυμμα. Κοίταζε χωρίς προσωπι­ κό ενδιαφέρον, σαν να έβλεπε μια ταινία, και παρατή­ ρησε ότι το γκρι κλασικό κοστούμι του διαλυμένου 19

σώματος ήταν εξαιρετικής ποιότητας και ότι ένα από τα βαριά μαύρα παπούτσια του έλειπε. Κοίταξε ξανά το ύφασμα του κοστουμιού. Του φαινόταν παράξενα οικείο. Εκείνη τη στιγμή του κόπηκε η ανάσα. Όχι, σκέφτηκε, όχι αυτό. Σας παρακαλώ, όχι αυτό. Οι άντρες του ασθενοφόρου είχαν ήδη αρχίσει να δένουν τη σορό πάνω στο φορείο. «Ένα λεπτό», τους σταμάτησε ο Γκριμάλντι. «Πρέ­ πει να μάθουμε ποιος ήταν». «Όλα αυτά γίνονται στο νεκροτομείο», απάντησε ένας από αυτούς αψηφώντας τον, χωρίς καν να γυρίσει προς το μέρος του. «Το θύμα πρέπει να αναγνωριστεί προτού το σώμα περιέλθει στα χέρια των ιταλικών Αρχών», είπε με ύφος. Ο τραυματιοφορέας κοίταξε προς το μέρος του κου­ ρασμένα, σαν να είχε να κάνει με κάποιον καθυστερη­ μένο. «Όλη η γραφειοκρατική δουλειά γίνεται στο νεκρο­ τομείο, φίλε. Ο χρόνος μας είναι περιορισμένος». Ο Γκριμάλντι πάτησε το πλαστικό κάλυμμα λίγα εκατοστά μακριά από το χέρι του τραυματιοφορέα. «Άκου, φίλε, αυτό μπορεί να είναι για σένα άλλο ένα κομμάτι από το Τραστέβερε, αλλά όταν πέρασες την αψίδα και ήρθες εδώ, προσπερνώντας τους Ελβε­ τούς φίλους μας με τις φανταχτερές στολές τους, άφη­ σες την Ιταλία και πήγες στο εξωτερικό. Όπως κάθε χώρα, έχει κι αυτή τους δικούς της νόμους και κανόνες, που για την παρούσα κατάσταση ορίζουν ότι, προτού 20

αυτό το πτώμα παραδοθεί στους εκπροσώπους του ιτα­ λικού κράτους -εσάς δηλαδή-, πρέπει να αναγνωριστεί από έναν αξιωματούχο του Κράτους της Πόλης του Βατικανού, δηλαδή εμένα. Γι’ αυτό ας βιαστούμε. Αδειά­ στε τις τσέπες του». Οι τραυματιοφορείς άφησαν ένα βαθύ αναστεναγ­ μό, που δήλωνε συγκατάβαση λόγω αδυναμίας αντιμε­ τώπισης εξουσίας παρά δικαίου, και άρχισαν να ψάχνουν το νεκρό άντρα. Οι τσέπες του παντελονιού και οι εξωτερικές του σακακιού ήταν άδειες, αλλά από μια τσέπη με φερμουάρ στο εσωτερικό της αριστερής μεριάς του σακακιού έβγαλαν ένα μεγάλο μεταλλικό κλειδί, φαινομενικά καινούριο, και ένα φθαρμένο δερ­ μάτινο πορτοφόλι που περιείχε μια ταυτότητα και μια άδεια οδήγησης. Ο άντρας της ασφάλειας, αφού εξέτα­ σε αυτά τα αντικείμενα, γύρισε απότομα την πλάτη του σε όλους και κάλεσε ξανά τα κεντρικά από τον ασύρ­ ματό του. «Είμαι ο Γκριμάλντι», είπε, με φωνή τραχιά από την έξαψη. «Πείτε στον αρχηγό να έρθει εδώ αμέσως! Και καλύτερα να ενημερώσετε και την Αυτού Εξοχότητα». Ο Αουρέλιο Ζεν, αντίθετα, επρόκειτο να θυμάται εκεί­ νη την Παρασκευή ως τη μέρα που έσβησαν τα φώτα. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως επρόκειτο για ένα προσωπικό σκότος, σαν αυτό στο οποίο είχε βυθιστεί χωρίς προειδοποίηση λίγους μήνες νωρίτερα εξαιτίας του αιφνίδιου θάνατου του Ρομίτζι. «Έλα, Κάρλο, τουλάχιστον κάνε πως δουλεύεις!» τον 21

είχε περιγελάσει ένας από τους άλλους αξιωματούχους βλέποντας τον άντρα από την Ουμπρία να κάθεται στο γραφείο του ακίνητος σαν άγαλμα και κατάίδρωμένος. Ο Ρομίτζι ήταν πάντοτε αντικείμενο χλευασμού στο Εγκληματολογικό. Ήταν εκείνο ακριβώς το πρωί που ο Τζόρτζιο ντε Ανγκέλις είχε διηγηθεί ακόμα μία ιστορία για το δυστυχή συνάδελφό τους. «Ο Ρομίτζι είχε διαταχθεί να παρακολουθήσει ένα συνέδριο στο Παρίσι. Τηλεφωνεί στο ταξιδιωτικό πρακτορείο. “Συγγνώμη, θα μπορούσατε να μου πείτε πόση ώρα διαρκεί το ταξί­ δι μέχρι το Παρίσι;” “Ένα λεπτό”, του λέει ο ταξιδιω­ τικός πράκτορας, αρχίζοντας να \ράχνει στα αρχεία του. “Ευχαριστώ πολύ”, λέει ο Κάρλο και κατεβάζει το ακουστικό». Η μοίρα του Ρομίτζι, όμως, δεν ήταν καθόλου αστεία. «Θρόμβωση στον εγκέφαλο», είχε εξηγήσει ο γιατρός, απαντώντας σε ερώτηση του Ζεν. Όταν τον ρώτησε για την πρόγνωση, εκείνος απλώς κούνησε το κεφάλι του και αναστέναξε. Η Τζοβάνα, η γυναίκα του Ρομίτζι, και η αδελφή του η Φραντσέσκα τον φρόντιζαν. Ο Ζεν αναγνώρισε την Τζοβάνα Ρομίτζι από τη φωτογραφία που ο Κάρλο είχε στο γραφείο του, με τα μωρά δίδυμα αγόρια τους στα πόδια της. Εκείνα τα όμορφα, παχουλά χαρακτηριστι­ κά είχαν πλέον χαθεί, αποκαλύπτοντας το μεσογειακό θηλυκό με την ανεξάντλητη υπομονή και γλυκύτητα. Ο Ζεν είχε πει ό,τι είχε να πει και είχε φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, φοβισμένος και θλιμμένος από αυτή την υπενθύμιση του πρωτόγονου, ακατάστατου συστήμα­ 22

τος «υδραυλικών», από το οποίο ε'ξαρτιόνται τελικά οι ζωές όλων μας. Το πιο φυσιολογικό ήταν να καταρρεύσει χωρίς προειδοποίηση. Αντίθετα, το θαύμα ήταν ότι αρχι­ κά κατάφερε να λειτουργήσει. Με αυξανόμενο πανικό, αφουγκράστηκε το χτύπο της καρδιάς του, ένιωσε το αίμα του να ρέει στις φλέβες του, φαντάστηκε τα όργανα να συνεχίζουν να εκτελούν τη μυστηριώδη απόκρυφη εργασία τους. Το μόνο που μπορείς να κάνεις σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να κάθεσαι και να περιμένεις ώσπου να τελειώσει το καύσιμο ή ώσπου να σταματήσει να λει­ τουργεί ένα από τα ακατανόητα, πολύπλοκα και ευαί­ σθητα συστήματα από τα οποία εξαρτάται η ζωή σου. Αυτό νόμισε ότι του συνέβη όταν ξαφνικά όλα σκο­ τείνιασαν. Ήταν όρθιος εκείνη τη στιγμή και κατευθυνόταν στο κέντρο της παλιάς πόλης. Η ψύχρα που έκανε εκείνο το βράδυ του Νοέμβρη ήταν ο λόγος που ελάχι­ στοι πιστοί παρακολουθούσαν τη λειτουργία στη βασιλι­ κή, όπως ελάχιστοι ήταν και όσοι κυκλοφορούσαν στην πόλη. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από μικρά Φίατ παρκαρισμένα το ένα πίσω από το άλλο σαν γιγαντιαίες κατσα­ ρίδες, ενώ δεν κυκλοφορούσε κανένας εκτός από μερι­ κούς νεαρούς με σκούτερ. Ο Ζεν κατευθύνθηκε μέσα από το λαβύρινθο του ιστορικού κέντρου ακολουθώντας μια σειρά από προσωποποιημένα ορόσημα· ένα βαμμέ­ νο παράθυρο εδώ, ένα μπάλωμα στο χαλασμένο σοβά εκεί, εκείνη η σκουριασμένη σιδηροκατασκευή για να μην κατουράνε οι άντρες στη γωνία. Είχε μόλις αρχίσει να διακρίνει το μεγάλο όγκο της Κιέζα Νουόβα, όταν εκείνος, και όλα τα άλλα, ξαφνικά χάθηκαν. 23

Σε άλλη περίπτωση, οι κραυγές, τα ουρλιαχτά και οι βρισιές που ακοΰστηκαν μέσα στο σκοτάδι από παντού θα προκαλούσαν πανικό, αλλά στη συγκεκριμένη περί­ πτωση ήταν ένα καλοδεχούμενο σημάδι πως οτιδήποτε είχε συμβεί δεν αφορούσε μόνο τον Ζεν. Δεν ήταν καρδιακή προσβολή, λοιπόν, αλλά μάλλον μια γενική διακοπή ρεύματος, η πολλοστή για εκείνη τη χρονιά. Και οι φωνές που άκουγε δεν ήταν των πεθαμένων που περνούσαν σαν υγρασία μέσα από τις χαραμάδες των αρχαίων κτιρίων τριγύρω για να πάρουν μαζί τους το νεκρό Ζεν, αλλά οι αγανακτισμένοι κάτοικοι της γειτο­ νιάς, που μαγείρευαν, παρακολουθούσαν τηλεόραση ή διάβαζαν όταν έσβησαν τα φώτα. Ώσπου να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, μικρές λάμψεις είχαν αρχίσει ήδη να διαπερνούν το πυκνό σκοτάδι. Από ένα υπόγειο εργαστήριο, ξεπρόβαλε ένας συντηρητής επίπλων, σκυμμένος πάνω από το κερί που είχε μόλις ανάψει, καλύπτοντας τη μικρή φλόγα με το ένα του χέρι. Ένα αναγεννησιακό κτίριο φωτίστηκε από μια στραβοπόδαρη φιγούρα που κρατούσε μια λάμπα λαδιού, με το φως της να ρίχνει αλλόκοτες σκιές στους ασπρισμένους τοίχους και στο ταβάνι. Από ένα δωμάτιο πάνω από το κεφάλι του Ζεν, ένας φακός έφεξε προς τα κάτω, σκίζοντας το σκοτάδι σαν λεπίδα. «Μάριο;», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. «Δεν είμαι ο Μάριο», απάντησε ο Ζεν. «Τόσο το καλύτερο για σένα!» Σαν ένα πλοίο που έπλεε σε άγνωστες ακτές τη νύχτα, ο Ζεν προχώρησε από το ένα φως στο άλλο, 24

προσπαθώντας να αναπαραγάγει νοητά το χάρτη της περιοχής. Φτάνοντας σε μια γωνία, έβγαλε τον αναπτή­ ρα του. Η αμυδρή φλόγα του αποκάλυψε μια πέτρινη πλάκα ψηλά πάνω στον τοίχο, αλλά όχι το όνομα της οδοΰ που ήταν σκαλισμένο σ’ αυτή. Ο Ζεν προχώρησε κατά μήκος του δρόμου, σταματώντας που και πού για να δει, με το λιγοστό φως του αναπτήρα του, τα νούμε­ ρα. Η φλόγα τελικά έσβησε, όταν τελείωσε το υγρό του αναπτήρα, με τις τελευταίες αναλαμπές, όμως, κατόρ­ θωσε να διαβάσει το όνομα στην τυπωμένη λίστα δίπλα σε ένα θυροτηλέφωνο. Πάτησε ένα από τα κουμπιά, αλλά δεν υπήρξε απάντηση, καθώς δεν υπήρχε ρεύμα. Η απόπειρά του να ανάψει ξανά τον αναπτήρα του αμέσως μόλις έσβησε απέδωσε μόνο μερικές σπίθες. Έβγαλε το μπρελόκ του και ψηλάφησε τα κλειδιά. Όταν αναγνώρισε αυτό που έψαχνε, άπλωσε το χέρι του στην πόρτα και διά της αφής, σαν τυφλός, βρήκε την κλειδαρότρυπα. Έβαλε μέσα το κλειδί και το γύρισε, ανοίγοντας την αόρατη πόρτα, η οποία τον οδήγησε σε ένα άλλο είδος σκοταδιού, ακίνητου και πυκνού, που μύριζε υγρασία και μούχλα. Άρχισε να ανεβαίνει προ­ σεκτικά τα σκαλοπάτια, ενώ κρατιόταν από την κουπα­ στή και ένιωθε πρώτα κάθε σκαλοπάτι με το πόδι του προτού προχωρήσει. Στο σκοτάδι, το σπίτι έδειχνε μεγα­ λύτερο από όσο θυμόταν, σαν τον πατρικό του στη Βενε­ τία στις παιδικές αναμνήσεις του. Καθώς ανέβαινε την απότομη σκάλα προς τον τελευταίο όροφο, του φάνηκε πως άκουσε μια αντρική φωνή. Ο Ζεν διέσχισε προσε­ κτικά τον ανοιχτό χώρο του πλατύσκαλου, εντόπισε το 25

διαμέρισμα με την αφή και χτύπησε την πόρτα. Η φωνή από μέσα δε σταμάτησε. Χτύπησε ξανά, πιο δυνατά. «Ναι;» φώναξε μια γυναίκα. «Εγώ είμαι». Ένα λεπτό μετά, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μια ψηλή, λεπτή γυναίκα της οποίας η σιλουέτα δια­ γραφόταν κάτω από το φως ενός κεριού. «Γεια σου, αγάπη μου!» Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. «Πώς μπήκες; Δεν άκουσα κουδούνι». «Δε δουλεύει. Ευτυχώς κάποιος είχε αφήσει την εξώπορτα ανοιχτή». Δεν ήθελε να μάθει ότι είχε κλειδιά. «...Από τον εξώστη μέσα στο θόλο. Σύμφωνα με το Γραφείο Τύπου τον Βατικανού, η τραγωδία συνέβη λίγο μετά τις πέντε και τέταρτο το απόγευμα, κατά τη Θεία Λειτουργία στο...» Η Τάνια γέμισε το πρόσωπο του Ζεν με γρήγορα πεταχτά φιλιά και μετά τον τράβηξε μέσα. Το σαλόνι έμοιαζε και μύριζε σαν παρεκκλήσι. Χοντρά κεριά πλημμύριζαν το δωμάτιο με το διάχυ­ το φως και το εκκλησιαστικό άρωμά τους, ενώ η οροφή ήταν υπερυψωμένη. «...όπου ήταν σαν κρατούμενος, αφότου ένας δικα­ στής στο Μιλάνο εξέδωσε ένταλμα για τη σύλληψή του για...» 26

Η Τάνια απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του για να σβήσει το φορητό ραδιοφωνάκι που λειτουργούσε με μπαταρίες. Ο Ζεν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Κερί μέλισσας». «Υπάρχει ένας χονδρέμπορος εκκλησιαστικών ειδών στον επόμενο δρόμο». Έβαλε τα χέρια της μέσα από το παλτό του και τον αγκάλιασε. Τα φιλιά της ήταν πιο θερμά τώρα και πιο υγρά. Εκείνος τραβήχτηκε για να χαϊδέψει τους κροτά­ φους και τα μάγουλά της, να ακολουθήσει απαλά το σχήμα του λεπτεπίλεπτου αφτιού της και να βυθιστεί στα ζεστά καστανά μάτια της. Αποτραβήχτηκε και έσυρε τα δάχτυλά του πάνω από το ασυνήθιστο ρούχο που φορούσε, ένα στενό πανωφόρι από κάτι που έμοια­ ζε με σουέντ ή βελούδο, που νόμιζες ότι πάνω του είχε εκτοξευθεί μπογιά. «Δεν το έχω ξαναδεί αυτό». «Είναι καινούριο», του είπε με απαλή φωνή. «Είναι του Φάλκο». «Τίνος;» «Του Φάλκο, του νέου περιζήτητου σχεδιαστή. Δεν έχεις ακούσει γι’ αυτόν;» Ο Ζεν ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Οι γνώσεις μου για τη μόδα χωράνε σε μια καρτ ποστάλ». «Και θα σου έμενε και χώρος να γράψεις: “Εύχομαι να ήσουν εδώ” και τη διεύθυνση», συμπλήρωσε γελώ­ ντας η Τάνια. Ο Ζεν γέλασε. ΓΙαρ’ όλα αυτά, υπάρχει κάτι που 27

γνωρίζω, σκέφτηκε: οτιδήποτε έχει την ετικέτα ενός «νέου περιζήτητου σχεδιαστή» κοστίζει. Που βρήκε τα λεφτά για κάτι τέτοιο; Το αγόρασε η ίδια ή μήπως ήταν δώρο; Παραμερίζοντας τις απορίες του, τράβηξε μια μικρή πλαστική σακούλα από την τσέπη του, έβγαλε από μέσα ένα κουτί με κομψό περιτύλιγμα και της το έδωσε. «Ω, Αουρέλιο!» «Ένα άρωμα είναι μόνο». Καθώς εκείνη άνοιγε τη συσκευασία, εκείνος πρόσθεσε με μια δόση κακίας: «Δε θα τολμούσα να σου αγοράσω ρούχα». Εκείνη δεν αντέδρασε. «Καλύτερα να μην το φορέσω απόψε». «Γ ιατί όχι;» «Θα μυρίσουν τα ρούχα σου, κι εκείνη θα καταλάβει ότι ήσουν άπιστος». Χαμογέλασαν. «Εκείνη» ήταν η μητέρα του Ζεν. «Θα μπορούσα να σου τα βγάλω», της είπε. «Μμμ, καλή ιδέα». Ήταν μαζί σχεδόν ένα χρόνο τώρα, και ο Ζεν ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της σχέσης τους. Σίγουρα ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από ό,τι είχε φανταστεί τότε, τις πρώτες μέρες στο υπουρ­ γείο Εσωτερικών, όταν η Τάνια Μπιάσιτς ήταν το ασφαλές απρόσιτο αντικείμενο των φαντασιώσεων του, θυμίζοντας του τη μεγάλη Μαντόνα στην αψίδα του καθεδρικού στο νησί Τορτσέλο, η οποία σταδιακά μεταμορφώθηκε από μια φιγούρα θλίψης σε φιγούρα εύθυμης επανάστασης, μια καταδιωκόμενη καλόγρια. 28

Η φαντασία του υπήρξε περισσότερο ακριβής από όσο γνώριζε, καθώς η διάλυση του γάμου της με τον Μάουρο Μπεβιλάκουα, ένα μελαγχολικό τραπεζικό υπάλληλο από το νότο, είχε μεταμορφώσει την Τάνια Μπιάσιτς σε κάποια τελείως διαφορετική από τη φλύα­ ρη, συμβατική, κάπως επιφανειακή γυναίκα την οποία ο Ζεν, αντιτιθέμενος στη λογική του, είχε ερωτευθεί. Έχοντας παντρευτεί βιαστικά και μετανιώνοντας αργά, η Τάνια ζοΰσε τώρα, στα τριάντα κάτι, το νεανι­ κό έρωτα που δεν είχε ζήσει την πρώτη φορά. Είχε μάθει να πίνει και να καπνίζει, συνήθειες που ο Ζεν αντιπαθούσε στις γυναίκες. Ποτέ δεν του μαγείρευε, δεν του έραβε κουμπί και δεν του σιδέρωνε, λες και ασυνείδητα απέρριπτε τα κόλπα με τα οποία οι παλαιότερες παγίδευαν τα θύματά τους. Πήγαιναν σε εστιατό­ ρια και μπαρ, παρακολουθούσαν ταινίες και συναυ­ λίες, περπατούσαν στους δρόμους και στις πλατείες, και μετά επέστρεφαν στο σπίτι για ύπνο. Τα πράγματα είχαν απρόσμενα εξελιχθεί αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κάποιος, και ο Ζεν ήταν τόσο συνηθισμένος στα χειρότερα, ή όπως και να ’χει, στα λιγότερα, που βρισκόταν διαρκώς σε σύγχυση σχετικά με το τι είχε συμβεί. Κατ’ αρχάς, η Τάνια τον αγαπούσεαυτό ήταν κάτι που δεν περίμενε ότι θα του συνέβαινε ποτέ. Είχε μεγαλώσει θεωρώντας τον εαυτό του μη ερωτεύσιμο και του ήταν δύσκολο -σχεδόν οδυνηρό- να εγκαταλείπει αυτή την ιδέα. Τον είχε βολέψει, όπως ένα πολυφορεμένο ζευγάρι παπούτσια. Αυτό όμως δεν ίοχυε πλέον. Η Τάνια τον αγαπούσε, κι αυτό ήταν γεγονός. 2«>

Τον αγαπούσε, αλλά δεν ήθελε να ζήσει μαζί του. Αυτό το γεγονός ήταν εξίσου αληθινό με το πρώτο, ωστόσο για τον Ζεν ήταν ασυμβίβαστα. Πώς μπορείς να αγαπάς κάποιον τόσο παθιασμένα, κι όμως να επι­ μένεις να κρατάς τις αποστάσεις; Δεν έβγαζε νόημα, ιδίως για μια γυναίκα. Ωστόσο, έτσι ήταν. Είχε ζητή­ σει από την Τάνια να μείνουν μαζί, εκείνη όμως είχε αρνηθεί. «ΙΙέρασα τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής μου συζώντας με έναν άντρα, Αουρέλιο. Παντρεύτηκα μικρή. Ποτέ δε γνώρισα κάτι άλλο. Τώρα, που είμαι επιτέλους ελεύθερη, δε θέλω να φυλακίσω ξανά τον εαυτό μου, ούτε μ’ εσένα». Κι αυτό ήταν γεγονός, ένα γεγονός απρόσμενο όπως η αγάπη της, και ήταν στο χέρι του να τη δεχτεί ή να την απορρίψει. Φυσικά, την είχε δεχτεί. Ωστόσο, της είχε χαρίσει με δολοπλοκίες και δωροδοκίες την ανεξαρτησία που ζητούσε, αποκρύπτοντάς της ότι ήταν εικονική. Αν το ποσοστό διαζυγίων στην Ιταλία ήταν ακόμα σχετικά χαμηλό, αυτό οφειλόταν κυρίως στη σκληρή πραγματι­ κότητα αγοράς ακινήτων, παρά στη φθίνουσα επιρροή της Εκκλησίας. Οι κατοικίες ήταν εξαιρετικά ακριβές για την πλειονότητα όσων ήθελαν να ζήσουν μόνοι. Όταν ο Ζεν και η γυναίκα του χώρισαν, χρειάστηκε να συγκατοικήσουν σχεδόν για ένα χρόνο ώσπου μια ξαδέλφη της να βρει χώρο για να τη φιλοξενήσει. Η δουλειά της Τάνια στο υπουργείο Εσωτερικών τής απέφερε ένα μικρό ποσόν, το οποίο αποτελούσε μια 30

καλή συνεισφορά στο νοικοκυριό των Μπεβιλάκουα, αλλά δεν ήταν αρκετό για να τη συντηρήσει στην ανε­ ξάρτητη ζωή που επιζητούσε. Έτσι, ο Ζεν επενέβη παραβαίνοντας τους κανόνες. Το πρώτο μέρος που βρήκε ήταν ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο τμήμα, που είχε κρατηθεί από την αστυνομία προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση ενός εμπόρου ναρκωτικών. Στην πραγματικότητα, ο ύποπτος της έρευνας είχε σκοτωθεί σε μια ανταλλαγή πυρών με μια αντίπαλη συμμορία, αλλά ο υπεύθυνος αξιωματικός, που είχε αμελήσει να το αναφέρει, υπενοικίαζε το δωμάτιο σε Βραζιλιάνες τραβεστί πόρνες. Ως παράνομοι μετανάστες, οι τραβεστί δεν ήταν σε θέση να διαμαρτυρηθούν, ούτε και ο πληροφοριοδότης του Ζεν, ένας πρώην συνάδελφος από την Αστυνομική Διεύθυνση, καθώς ο εν λόγω αξιω­ ματικός ήταν ένας παλιός προϊστάμενός του. Ο Ζεν, όμως, δεν είχε τέτοιες δεσμεύσεις. Αναζήτησε λοιπόν τον άντρα και, με ένα μείγμα συγκαλυμμένων απειλών και έκκλησης στην αντρική αλληλεγγύη, κατάφερε να τον πείσει να αφήσει το «φίλο» του να χρησιμοποιήσει το δωμάτιο για λίγους μήνες. Μόνο όταν συναντήθηκαν στο ξενοδοχείο για να ανταλλάξουν τα κλειδιά συνειδητοποίησε ο Ζεν σε τι είχε μπλεχτεί. Πέρα από τους τραβεστί και τους προα­ γωγούς, το δωμάτιο ήταν βρόμικο και θορυβώδες. Του ήταν αδιανόητο να προτείνει στην Τάνια να μετακομί­ σει εκεί, κι ακόμα περισσότερο να την επισκέπτεται, περικυκλωμένος από τους ήχους και τις οσμές του αγο­ 31

ραίου έρωτα. Δυστυχώς, είχαν ήδη γιορτάσει τα καλά νέα, οπότε έπρεπε να βρει μια εναλλακτική, και μάλι­ στα γρήγορα. Η λύση ήρθε από έναν εκπατρισμένο, γνωστό της Έλεν, της πρώην ερωμένης του Ζεν, ο οποίος νοίκιαζε ένα διαμέρισμα οτο κέντρο της πόλης. Το ακίνητο είχε ενοικιαστεί σαν γραφείο, για να παρακαμφθούν οι equa canone -νόμοι δικαίου- που διέπσυν την ενοικίαση, και ο ιδιοκτήτης το είχε εκμεταλλευτεί αυτό για να επιβάλει μια αύξηση 20% μετά τον πρώτο χρόνο. Ο Αμε­ ρικανός βρήκε πολύ σύντομα ένα διαμέρισμα που του άρεσε ακόμα περισσότερο, αλλά προκειμένου να προκαλέσει στον πρώην σπιτονοικοκύρη του όσο το δυνατό μεγαλύτερη αναστάτωση, πρότεινε να πάει η Τάνια να μείνει στο πρώην διαμέρισμά του ως «φιλοξενούμενη» του, υποχρεώνοντας έτσι το σπιτονοικοκύρη να του κάνει έξωση. Το ενοίκιο έπρεπε βέβαια να πληρώνε­ ται, και αφού ο Ζεν είχε καυχηθεί για την εξυπνάδα του που βρήκε δωρεάν στέγη για την Τάνια -της είπε ότι ο Αμερικανός είχε φύγει για μερικούς μήνες και ήθελε κάποιον να φροντίζει το διαμέρισμά του-, έπρε­ πε να το πληρώνει εκείνος. Στο υπνοδωμάτιο, η Τάνια έβγαλε τα ρούχα της με ιδιαίτερη ευκολία που πάντοτε εντυπώσιαζε τον Ζεν. Οι περισσότερες γυναίκες που είχε γνωρίσει προτι­ μούσαν να γδύνονται χωρίς να τις βλέπουν ή σε τρυ­ φερές στιγμές. Η Τάνια, όμως, έβγαλε το τζην της, το καλσόν και την κιλότα της σαν ένα παιδί προτού πέσει στη θάλασσα, αποκαλύπτοντας τα όμορφα 32

μακριά πόδια της, και μετά σήκωσε τα σκεπάσματα, του κρεβατιού και χώθηκε από κάτω. Ήταν ήδη ξαπλωμένη όταν ο Ζεν έβγαζε ακόμα το παλτό του. Η άνεσή της το έκανε εύκολο και γι’ αυτόν. Οι αμφι­ βολίες και οι ανησυχίες του έπεφταν μαζί με τα ρούχα του. Καθώς χωνόταν ανάμεσα στα δροσερά σεντόνια και αγκάλιαζε το ζεστό και απαλό δέρμα της Τάνια, σκέφτηκε ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί κάποιος να πει για το ανθρώπινο σώμα, σε αντίθεση με οτιδήποτε άλλο. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε η Τάνια λίγο μετά, βγάζο­ ντας το κεφάλι της από τα σκεπάσματα. Ο Ζεν σήκωσε το κεφάλι του και αφουγκράστηκε. Την ησυχία του υπνοδωματίου είχε διαταράξει ένας ηλε­ κτρονικός πνιχτός ήχος, που μόλις ακουγόταν, ο οποίος ερχόταν κατά κύματα. «Θυμίζει συναγερμό». Η Τάνια ακούμπησε στον αγκώνα της. «Ο δικός μου είναι από τους παλιούς». Έμειναν ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα, με τα χέρια τους μόλις να ακουμπούν το ένα στο άλλο. Ο ήχος συνεχί­ στηκε με την ίδια ένταση. Τελικά, η Τάνια ανασηκώθηκε σαν γάτα, καμπουριάζοντας, και σύρθηκε μέχρι την άκρη του κρεβατιού. «Μου φαίνεται ότι έρχεται από το παλτό σου, Αου­ ρέλιο». Ο Ζεν ξεπρόβαλε από τα σκεπάσματα κι άρχισε να ξεστομίζει μια σειρά από βλαστήμιες σε μια βενετσιάνικη διάλεκτο.

«Η θέση σας εδώ είναι στην ουσία -αναγκαστικά, βέβαια- ανώμαλη. Υποχρεούστε να υπηρετήσετε δύο αφέντες, μια αποστολή όχι μόνο γεμάτη κινδύνους και φάσεις όλων των ειδών, αλλά, όπως ίσως θυμάστε, καταδικασμένη από τις Γραφές». Ο Χουάν Ραμόν Σάντσεζ Βαλντέζ, αρχιεπίσκοπος in partibus infideliurn και αντιπρόσωπος του γραμματέα του Βατικανού, χάρισε ένα μεγάλο χαμόγελο στον Αουρέλιο Ζεν. «Ωστόσο, θα μπορούσε κάποιος εξίσου καλά να ισχυ­ ριστεί», συνέχισε, «ότι η περίπτωση είναι ακριβώς η αντίθετη· ότι από τη στιγμή που είστε υπόλογος σε δύο αφέντες, στην πραγματικότητα δεν υπηρετείτε κανένα. Ως λειτουργός της Ιταλικής Δημοκρατίας, δεν έχετε locus standi4 πέρα από τα σύνορα του κράτους αυτού. Ούτε, προφανώς, είστε επίσημα εξουσιοδοτημένος να ενεργήσετε ως αντιπρόσωπος του Κράτους της Πόλης του Βατικανού ή της Αγίας Έδρας». Ο Ζεν ακούμπησε το πιγούνι του στο λυγισμένο αντίχειρα. Μύρισε τα δάχτυλά του, που είχαν ακόμη τη μυρωδιά του αιδοίου της Τάνια. «Είμαι εδώ όμως». «Εδώ είστε», συμφώνησε ο αρχιεπίσκοπος. «Παρά τις ενδείξεις για το αντίθετο». Κι αυτή είναι η μοίρα μου επίσης, σκέφτηκε πικρά ο Ζεν. Όπως όλοι οι αξιωματικοί του Εγκλη ματολογ ικού, ήταν υποχρεωμένος να συμμετέχει στις εκ περι­ τροπής νυχτερινές βάρδιες, να είναι δηλαδή σε ετοιμό­ τητα αν παρίστατο ανάγκη. Στην περίπτωση του Ζεν, δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ κάποιο πρόβλημα, κι αυτός 34

ήταν ο λόγος που δεν είχε εξαρχής αναγνωρίσει το βομβητή που τον καλούσε όσο εκείνος και η Τάνια ήταν στο κρεβάτι. Αναδεύτηκε στην κομψή αλλά άβολη πολυθρόνα. Η απραγματοποίητη συνουσία έκανε τους όρχεις του να πονούν, ένας αρκετά συχνός πόνος στην εφηβεία του, αλλά τελευταία, ανάμνηση μόνο. Η Τάνια του είχε υποσχεθεί ότι θα τον περίμενε, αρκεί βέβαια να επέστρεφε -αν επέστρεφε- κάποια λογική ώρα. Όταν είχε τηλεφωνήσει στην υπηρεσία του, του είχαν πει να παρουσιαστεί στην Αστυνομική Διεύθυν­ ση, στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου. Η τηλεφωνήτρια με την οποία είχε μιλήσει διάβαζε ένα υπαγορευμένο μήνυμα και δεν μπορούσε να δώσει διευκρινίσεις. Είχε μεταβεί με ταξί ως την άκρη της πλατείας και είχε περ­ πατήσει γύρω από την καμπύλη που σχηματίζει η ελλει­ ψοειδής στοά με τους κίονες του Μπερνίνι μέχρι την Αστυνομική Διεύθυνση. Η Πλατεία του Αγίου Πέτρου ανήκει στο Κράτος της Πόλης του Βατικανού, οπότε θεωρητικά είναι εκτός ορίων για την ιταλική αστυνο­ μία, στην πράξη όμως η συμβολή της στην περιπολία εκτιμάται από τη Βιτζιλάντσα, που είχε περισσότερη δουλειά από όση μπορούσε να φέρει εις πέρας. Αυτά, όμως, είναι τα ψιλά της δουλειάς των αστυνομικών, αφού ασχολούνται κυρίως με πορτοφολάδες και ανώ­ μαλους που παρεισφρέουν στα πλήθη που παρακολου­ θούν τις εμφανίσεις του Πάπα, με σκοπό να τριφτούν πάνω σε όσο το δυνατόν περισσότερες αφηρημένες γυναίκες. Οι επαφές ανάμεσα στις δυνάμεις ασφαλείας του Βατικανού και την αντιτρομοκρατική ομάδα DIGCXS 3S

της αστυνομίας, που συστάθηκε μετά την απόπειρα δολοφονίας του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β', γίνονταν σε άλλο επίπεδο. Ο φρουρός της βάρδιας είχε τηλεφωνήσει στην αρμόδια υπηρεσία του Βατικανού και είχε ανακοινώ­ σει την άφιξη του Ζεν. Περίμενε λίγα λεπτά για την απαντητική κλήση, προτού συνοδεύσει τον Ζεν μέχρι τις τεράστιες μπρούντζινες πόρτες, όπου στέκονταν δύο Ελβετοί φρουροί με τις επίσημες στολές τους κρατώ­ ντας δόρατα. Ανάμεσά τους στεκόταν ένας αδύνατος άντρας με αποστεωμένο πρόσωπο, που φορούσε μαύρα άμφια και γυαλιά με ατσάλινο σκελετό. Είχε συστηθεί ως μονσινιόρ Ενρίκο Λαμπόλια. Είχε ελέγξει την ταυ­ τότητα του Ζεν, είχε διώξει το φρουρό και είχε συνο­ δεύσει τον επισκέπτη του κατά μήκος ενός φαινομενι­ κά ατελείωτου διαδρόμου προς τα πάνω, σε μια σκάλα που ξεκινούσε από τα δεξιά και μέσα από μια σειρά από άλλους διαδρόμους οδηγούσε στην Αίθουσα Ποντιφικών Ακροάσεων. Εκεί τον περίμενε ο αρχιεπί­ σκοπος Χουάν Ραμόν Σάντσεζ Βαλντέζ. Ο αντιπρόσωπος του γραμματέα του Βατικανού ήταν κοντός και εύσωμος, με πρόσωπο πλατύ και εξαι­ ρετικά παχύ, που ξεχείλιζε, σχηματίζοντας δίπλες στο μέτωπο και διπλοσάγονα. Τα θολά πράσινα μάτια του ήταν μεγάλα και προεξείχαν, φανερώνοντας έτσι μια ελαφρώς σκανδαλισμένη έκπληξη. Φορούσε ένα φτηνό γκρι παντελόνι, ένα σκούρο πράσινο πουλόβερ με δερ­ μάτινα μπαλώματα στους αγκώνες κι ένα πουκάμισο. Αυτή η ανεπίσημη εμφάνιση, (οοτόσο, δεν αφαιρούσε 36

τίποτε από τον αέρα εξουσίας και ικανότητας που εξέπεμπε καθώς έγερνε προς τα πίσω σε μια πολυθρόνα από κόκκινο βελούδο, με το δεξί του χέρι να ακουμπάει πάνω σε ένα γράφε ίο-αντίκα, του οποίου η καλογυαλισμένη επιφάνεια ήταν γυμνή, με εξαίρεση μια λευκή τηλεφωνική συσκευή. Ο κληρικός με το αποστεωμένο πρόσωπο που είχε συνοδεύσει τον Ζεν στεκόταν πίσω και δεξιά του αρχιεπισκόπου, με το κεφάλι του σκυμ­ μένο και τα χέρια του μπροστά στο στήθος του σαν να προσευχόταν. Στην άλλη πλευρά του ανατολίτικου χαλιού, που κάλυπτε το κέντρο του γυαλιστερού μαρ­ μάρινου δαπέδου, ο Ζεν καθόταν σε ένα μακρύ κανα­ πέ τοποθετημένο κατά μήκος ενός τοίχου. Απέναντι, ήταν κρεμασμένοι τρεις σκοτεινοί πίνακες που αναπαριστούσαν θαύματα και μαρτύρια. Στο βάθος της αίθουσας υπήρχε ένα παράθυρο που εκτεινόταν από τον έναν τοίχο μέχρι τον άλλο, καλυμμένο με λεπτή δαντέλα και πλαισιωμένο από κόκκινες βελούδινες κουρτίνες. «Ωστόσο, ας αφήσουμε το αμφισβητούμενο θέμα της ακριβούς θέσης σας και ας έρθουμε στο προκείμενο». Αρκετές δεκαετίες στην Κούρια είχαν σβήσει σχε­ δόν όλα τα σημάδια των ισπανικών της Λατινικής Αμε­ ρικής από την προφορά του Σάντσεζ Βαλντέζ. Εστιασε το βαριεστημένο βλέμμα του στον Ζεν. «Όπως μάλλον γνωρίζετε, έγινε μια αυτοκτονία στον Άγιο Πέτρο το απόγευμα. Κάποιος πήδηξε από το υπερώο μέσα στο θόλο. Τέτοια περιστατικά είναι αρκε­ τά συχνά και δε χρήζουν της προσοχής αυτού του τμή­

ματος. Στην παρούσα κατάσταση, ωστόσο, ο αποθανών δεν ήταν μια παρατημένη υπηρέτρια ή κάποιος κατε­ στραμμένος καταστηματάρχης, αλλά ο πρίγκιπας Λσυντοβίκο Ρουσπάντι». Ο αρχιεπίσκοπος κοίταξε με νόημα τον Ζεν, που ανασήκωσε ένα φρύδι του. «Φυσικά, οι Ρουσπάντι δεν έχουν πλέον την επιρροή που είχαν πριν από μερικές εκατοντάδες χρόνια», συνέχισε ο Σάντσεζ Βαλντέζ, «όσο ο πρίγκιπας Φιλίπο ήταν εν ζωή. Παρ’ όλα αυτά, το όνομά τους έχει ακόμα ισχύ, και σε καμία οικογένεια, πολύ λιγότερο σε μια επιφανή, δεν αρέσει να έχει ένα felo de se, έναν αυτόχειρα, ανάμεσα στα μέλη της. Τα υπόλοιπα μέλη της φατρίας είναι συνεπώς αναμενόμενο να ρίξουν το μη ευκαταφρόνητο βάρος τους σε μια συντονισμένη προ­ σπάθεια να αναιρέσουν την ετυμηγορία της αυτοκτο­ νίας. Έχουν ήδη εκδώσει μια ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία ο Ρουσπάντι υπέφερε από ιλίγγους και ότι, ακόμα και αν είχε αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή του, δε θα είχε επιλέξει έναν τέτοιο τρόπο». Ο Σάντσεζ Βαλντέζ χτύπησε εμφατικά στην επιφά­ νεια του τραπεζιού το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χε­ ριού του, που είχε ένα βαρύ ασημένιο δαχτυλίδι. «Ακόμα χειρότερα, το όνομα του Ρουσπάντι ακούστηκε πρόσφατα στα δελτία ειδήσεων στην υπόθεση της συναλλαγματικής απάτης. Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ μου δεν κατάλαβα τι ακριβώς συνέβη, γνωρίζω όμως αρκετά για τον τρόπο που λειτουργεί ο Τύπος, ώστε είμαι βέβαιος ότι το θέμα θα οδηγήσει σε κακό­ 38

βουλους ισχυρισμούς. Μπορούμε να περιμένουμε υπο­ θέσεις, περισσότερο ή λιγότερο σαφείς, ως προς το ότι, κατά την άποψη μερικών ανθρώπων, οι οποίοι είναι απαραίτητο να μείνουν ανώνυμοι, ο θάνατος του Ρουσπάντι δε θα μπορούσε να είχε συμβεί σε καλύτερη στιγμή, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Καταλαβαίνετε;» Ο Ζεν έγνεψε καταφατικά. Ο Σάντσεζ Βαλντέζ τον μιμήθηκε αναστενάζοντας. «Η ουσία είναι, ντοτόρε, ότι για πολλούς λόγους που δεν έχουμε το χρόνο να αναλύσουμε τώρα, αυτή η μικρή πόλη-κράτος, της οποίας ο μοναδικός σκοπός είναι να διευκολύνει το πνευματικό έργο του Άγιου Πατέρα, είναι το αντικείμενο μιας υπέρμετρα νοσηρής έλξης εκ μέρους του ευρύτερου κοινού. Οι άνθρωποι φαίνεται να πιστεύουν ότι είμαστε ένα μεσαιωνικό απομεινάρι που έχει επιβιώσει ακέραιο μέσα στον εικοστό αιώνα, γεμάτο μυστικότητα, παρανομίες και ίντριγκες, αμαρτωλό και ταυτόχρονα πολυπολιτισμικό. Κι επειδή το Βατικανό δεν είναι έτσι, το δημιουργούν. Είδατε τι συνέβη όταν ο δύστυχος Λουτσιάνι5 πέθανε μετά από τριάντα μόνο μέρες ως Πάπας. Ομολογουμένως, η ανακοίνωση επιδείνωσε την κατάσταση. Όλοι σοκαρίστηκαν από το συμβάν, και υπήρξαν αναπόφευ­ κτα καθυστερήσεις και συγκρουόμενες απόψεις. Ως αποτέλεσμα, ακόμα ταλαιπωρούμαστε από τις πιο φρικιαστικές και προσβλητικές φήμες, που συντείνουν στην άποψη ότι ο Ιωάννης Παύλος Α' δηλητηριάστηκε ή στραγγαλίστηκε από το προσωπικό της οικίας του και ότι το έγκλημα συγκαλύφθηκε. 39

»Εν προκειμένω, ένας πρίγκιπας δεν είναι πάπας, και ο Λουντοβίκο Ρουσπάντι δεν είναι ο Αλμπίνο Λουτσιάνι. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε πάρει το μάθημά μας με το δύσκολο τρόπο. Αυτή τη φορά είμαστε αποφασισμέ­ νοι να μην αφήσουμε τίποτε στην τυχη. Αυτός είναι ο λόγος που σας καλέσαμε, άλλωστε, για να επωφεληθούμε από την πείρα σας. Καθώς ο Ρουσπάντι πέθανε στο Βατικανό, δεν έχουμε καμία νομική υποχρέωση να συμβουλευτούμε απολύτως κανέναν. Υπό τις περιστά­ σεις, ωστόσο, αποφασίσαμε να ζητήσουμε από έναν ανεξάρτητο επιθεωρητή να ελέγξει τα δεδομένα και να επιβεβαιώσει ότι δεν κρυβόταν κάτι ύποπτο πίσω από αυτό το τραγικό γεγονός». Ο Ζεν έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Δεν υπάρχει ανάγκη γι’ αυτό, Εξοχότατε». Ο Σάντσεζ Βαλντέζ συνοφρυώθηκε. «Τι είπατε;» Ο Ζεν έσκυψε μπροστά εμπιστευτικά. «Είμαι από τη Βενετία, όπως και ο Πάπας Λουτσιάνι. Αν η Εκκλησία λέει ότι αυτός ο άντρας αυτοκτόνησε, αυτό είναι αρκετό για μένα». Ο αρχιεπίσκοπος στράφηκε προς το μονσινιόρ Λαμπόλια. Εκείνος γέλασε νευρικά. «Ωραία!» Ο Ζεν χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Πείτε στον Τύπο ό,τι θέλετε. Θα σας υποστηρίξω». Ο αρχιεπίσκοπος γέλασε ξανά. «Χαίρομαι που το ακούω αυτό, παιδί μου, πραγματι­ κά. Μακάρι να υπήρχαν κι άλλοι σαν εσένα! Αλλά αυτές 40

τις μέρες, δυστυχώς, η Εκκλησία περιβάλλεται από εχθρούς. Πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί. Έτσι, αν και επικροτώ την υπακοή σου, φοβάμαι ότι χρειαζό­ μαστε πολΰ περισσότερα από μια σφραγίδα nihil obstat"». Ο Σάντσεζ Βαλντέζ σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και πλησίασε τον Ζεν. «Θα σας γνωρίσω έναν από τους αξιωματικούς της ασφάλειάς μας», συνέχισε. «Ήταν παρών στο συμβάν και θα μπορέσει να σας πει ό,τι θελήσετε. Μετά, ανα­ λαμβάνετε εσείς. Εξετάστε, ερευνήστε, ανακρίνετε, κάντε ό,τι θεωρείται απαραίτητο. Δε χρειάζεται να συμβουλευτείτε εμένα ή κάποιο συνάδελφό μου». Στύ­ λωσε το βλέμμα του στον Ζεν. «Στην πραγματικότητα, είναι απαραίτητο να μην το κάνετε αυτό». Ο Ζεν τον κοίταξε στα μάτια. «Για να διατηρήσω την ανεξάρτητη θέση μου;» «Ακριβώς. Οποιαδήποτε υποψία συνωμοσίας ανάμεσά μας θα ακύρωνε το αποτέλεσμα που προσπαθού­ με να επιτύχουμε. Οι προϊστάμενοί σου με διαβεβαίωσαν ότι είστε ένας εξαιρετικά ικανός και έμπειρος αστυνομικός». Γύρισε προς το μονσινιόρ Λαμπόλια. «Φέρε τον Γκριμάλντι». Ο Γκριμάλντι περίμενε για σχεδόν δύο ώρες σ’ έναν προθάλαμο. Στον έναν τοίχο κρεμόταν ένας τεράστιος, σκοτεινός πίνακας. Απεικόνιζε φιγούρες να κάνουν κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο σε ένα γυμνό άντρα, ενώ μια ομάδα ηλικιωμένων με φωτοστέφανα παρακολου­ θούσαν τη σκηνή με ήπια αδιαφορία από την ασφάλεια 41

ενός περαστικού σύννεφου. Μια πιο προσεκτική ματιά αποκάλυπτε ότι ο μελλοντικός μάρτυρας ξεσκιζόταν από κοπάδια ζεμένων βουβαλιών. Ο Γκριμάλντι μόρ­ φασε με κατανόηση όταν είδε τον πίνακα· ήξερε ακρι­ βώς πώς ένιωθε ο φουκαράς. Η πρώτη αντίδρασή του στο συμβάν ήταν γνήσιος πανικός. Του είχαν εμπιστευθεί μια υπόθεση ιδιαίτερα σημαντική που απαιτούσε λεπτούς χειρισμούς, στοιχεία που του είχαν επανειλημμένως επισημάνει. Ήταν μια ευκαιρία να αποδείξει τις ικανότητές του, να αφήσει το στίγμα του ως υπεύθυνος και αξιόπιστος ντετέκτιβ. Κι εκείνος είχε αποτύχει. Αν μόνο δεν είχε αποσπαστεί η προσοχή του από εκείνο τον άντρα με τη χρυσή καδέ­ να, το φανταχτερό ρολόι και την ένρινη προφορά, ο οποίος προφανώς είχε ξεμείνει από κάποιο γκρουπ τουριστών... Ο άντρας είχε πλησιάσει τον Γκριμάλντι που στεκόταν στην κουπαστή του ψηλότερου υπερώου της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, εμφανώς απορροφημένος από την υπέροχη θέα, και είχε αρχίσει να τον βομβαρδίζει με ερωτήσεις, όπως πού βρισκόταν η Πιά­ τσα ντι Σπάνια, ποιος λόφος ήταν ο Αβεντίνος και αν μπορούσες να δεις το Κολοσσαίο από εκεί. Ο Γκριμάλντι γνώριζε καλά ότι είχε καλύτερα πράγματα να κάνει από το να παριστάνει τον ξεναγό, αλλά ήταν πολύ περήφανος που γνώριζε τη Ρώμη τόσο καλά -υποδεί­ κνυε τα σημαντικότερα μνημεία της- ώστε δεν μπορού­ σε να μην απαντήσει. Έδειχνε τα κύρια αξιοθέατα της Αιώνιας Πόλης με νωθρές, σίγουρες χειρονομίες, σαν να ήταν ο νόμιμος και μοναδικός κληρονόμος τους. 42

Εξάλλου, το «θήραμά» του βρισκόταν σε άμεση ()rω με τα χρήματα». Ο Ζεν κοίταξε με τη σειρά του το δικαστή. Ο Μάρκο Ντουράντι είχε περιγράψει τον υποτιθέμενο συντηρητή που βραχυκύκλωσε το ντους για να σκοτώσει τον Τζοβάνι Γκριμάλντι ως εύσωμο, μυώδη, μετρίου αναστήμα­ τος, με μεγάλο στρογγυλό πρόσωπο και έντονη ένρινη προφορά, «έναν πραγματικό Βόρειο». Η περιγραφή ταίριαζε τέλεια στον Σιμονέλι. Και δε θα ταίριαζε ένα τέτοιο ταπεινό έργο σε «έναν απλό υπηρέτη, τον κατώτατο όλων»; Παρά την αφόρητη ζέστη του κλιματιζόμε­ νου βαγονιού, ο Ζεν άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα. Ο Σιμονέλι τράβηξε ξανά το χαρτοφύλακα, πιο δυνατά αυτή την φορά. Ο Ζεν τον κράτησε γερά. «Πώς ξέρω ότι θα πληρωθώ;» «Φυσικά και θα πληρωθείς! Κανένας δεν μπορεί να κατεβεί από το τρένο μέχρι να φτάσουμε στην Μπολόνια έτσι κι αλλιώς». Καθώς το τρένο γλίστρησε μέσα από το σταθμό του Βέρνιο και μπήκε στο νότιο άκρο του τεράστιου τούνελ 281

των Απεννίνων, την προσοχή του Ζεν τράβηξε προς στιγμήν η γυναίκα που είχε προκαλέσει αναστάτωση στον τερματικό σταθμό της Ρώμης. Προχωρούσε προς το μπροστινό μέρος του βαγονιού, και για μια ακόμη φορά κατάφερε να διακρίνει μόνο τα ρούχα της, ένα πουλόβερ με κλειστό λαιμό και μια στενή φούστα. Το άρωμά της ανέδιδε μια γλυκιά μυρωδιά λιβανιού. «Αν το αντίγραφο είναι ασφαλές με σένα, τα χρήμα­ τα είναι ασφαλή με μένα», είπε δήθεν αδιάφορα ο Ζεν μες στο βουητό του τούνελ. «IV αυτό, δώσ’ τα μου τώρα, προτού πάρεις το αντίγραφο». Επεδίωκε να συγχύσει τον Σιμονέλι με αυτή την απαίτηση, να τον αναγκάσει να συμβουλευτεί το συνερ­ γάτη του και έτσι να δώσει στον Ζεν χρόνο να σχεδιά­ σει την επόμενη κίνησή του. Αλλά, ως συνήθως, βρι­ σκόταν ένα βήμα πίσω. Με ένα σύντομο αναστεναγμό αποδοκιμασίας γι’ αυτή την απογοητευτική έλλειψη εμπιστοσύνης από πλευράς του Ζεν, ο Σιμονέλι άνοιξε το χαρτοφύλακά του. Ήταν γεμάτος με δεσμίδες χαρ­ τονομισμάτων των δέκα χιλιάδων λιρών. «Πενήντα εκατομμύρια», είπε ο δικαστής. «Όπως συμφωνήσαμε». Κλείδωσε ξανά το χαρτοφύλακα, μετά σηκώθηκε και τον άφησε πάνο;> στη θέση του. «Τώρα δώσε μου το αντίγραφο, παρακαλώ!» Ο Ζεν τον κοίταξε. Γιατί να αντιδράσει; Ποια η δια­ φορά; Πήγαινε να δώσει το αντίγραφο στον Σιμονέλι, έτσι κι αλλιώς, στο Μιλάνο. Με αυτό τον τρόπο το απο­ τέλεσμα θα ήταν το ίδιο, και μάλιστα θα έβγαινε πλου­ 282

σιότερος κατά πενήντα εκατομμύρια λίρες. Ακόμη κι αν ήθελε να αντιοταθεί, δεν υπήρχε κάτι που θα μπο­ ρούσε να κάνει, κάποια αποτελεσματική ενέργεια στην οποία θα μπορούσε να προβεί. Το μόνο όπλο που είχε ήταν το ψεύτικο ρεβόλβερ, που ήταν χωμένο μέσα στη βαλίτσα του στο σκευοφυλάκιο, στο τέλος του επόμε­ νου βαγονιού. Αλλά ακόμη κι αν ήταν καλύτερα οπλι­ σμένος, αυτό δε θα έκανε καμία διαφορά. Η Καμπάλ στο τέλος θα πετύχαινε το σκοπό της. Πάντοτε τον πετύχαινε. Σήκωσε το χέρι του από το χαρτοφύλακα. Ο Σιμονέλι έσκυψε προς το μέρος του, άνοιξε το χαρτοφύλακα και έβγαλε το αντίγραφο. «Δε θα κάνω περισσότερο από πέντε λεπτά», είπε. «Έχουμε κάμποσους άντρες στο τρένο. Αν προσπαθή­ σεις να κινηθείς από αυτή τη θέση σ’ αυτό το χρονικό διά­ στημα, δεν μπορώ να εγγυηθώ για τη ζωή σου». Περπάτησε κατά μήκος του βαγονιού προς το καπνι­ στήριο, όπου η ξανθιά γυναίκα κάπνιζε ένα τσιγάρο. Το τρένο έμοιαζε να είναι γεμάτο από μανιώδεις καπνιστές, σκέφτηκε ο Ζεν με μια δόση ειρωνείας. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, προσπαθώντας να σκεφτεί κάτι άλλο από την ταπείνωση που είχε μόλις υποστεί. Αν και ταξίδευε σε αυτή τη γραμμή για χρόνια, το ολιγόλεπτο πέρασμα των Απεννίνων ακόμη του προκαλούσε δέος. Ο πατέρας του είχε εντυπωσιάσει το νεαρό Αουρέλιο με την ιστορία αυτού του μακρόπνοου έργου, που είχε γοητεύσει το έθνος καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του είκοσι. Αν και λίγο μικρότερο από το 283

Σιμπλόν, το τούνελ των Απεννίνων είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον προϋπολογισμό του, διότι ήταν ένα έργο δύσκολο. Ογκώδεις σχιστόλιθοι με θύλακες εκρηκτι­ κών αερίων εμπόδιζαν τις εργασίες και μη χαρτογρα­ φημένες υπόγειες λίμνες πλημμύριζαν τα διανοιγμένα τμήματα, με αποτέλεσμα το έργο να καθυστερεί για μήνες. Σχεδόν εκατό άντρες είχαν χάσει τη ζωή τους σε έναν αγώνα περισσότερο εξαντλητικό και πιο ένδοξο από τους πολέμους σε ξένα εδάφη με τους οποίους ο Μουσολίνι είχε αργότερα προσπαθήσει να ενδυναμώ­ σει το έθνος. Σ’ έναν από αυτούς ο πατέρας του Ζεν είχε βρει το θάνατο, στη Ρωσία, ενώ ο γιος του ταξί­ δευε στο τούνελ των Απεννίνων μες στην πολυτέλειαμια αντίθεση με εκείνο το επίπονο παρελθόν. Καθώς τα σκεφτόταν όλ’ αυτά, τα φώτα έσβησαν όπως την περα­ σμένη Παρασκευή. Ένα λεπτό αργότερα, η ασφαλής ζεστασιά του βαγονιού μετατράπηκε σ’ ένα κύμα παγωμένου αέρα. Το τρένο τραντάχτηκε καθώς κλείδωσαν τα φρένα. Μετά τις σειρήνες του συναγερμού και τις κραυγές πανικού που πλημμύρισαν το βαγόνι, ακολούθησαν αγκομαχητά πόνου, καθώς το τρένο αναπήδησε, στην προσπάθειά του να σταματήσει, εκσφενδονίζοντας τους επιβάτες τον έναν πάνω στον άλλο ως τα μπροστι­ νά καθίσματα. Όταν τα μάτια του Ζεν συνήθισαν στο σκοτάδι, πρό­ σεξε πως, ενο) τα φώτα σε αυτό το βαγόνι είχαν σβήσει, τ’ άλλα στα γειτονικά βαγόνια αντανακλούσαν στους τοίχους του τούνελ, δημιουργώντας αμυδρές λάμψεις. 284

Μπορούσε να ξεχωρίσει το διάδρομο, τα καθίσματα και τις αχνές φιγούρες των άλλων επιβατών που μετα­ κινούνταν. Τότε δύο φιγούρες που κρατούσαν φακούς σαν σπαθιά εμφανίστηκαν στο βάθος του βαγονιού. Ένα λεπτό αργότερα, οι λαμπτήρες φθορισμού στην οροφή άναψαν ξανά. Είχε δημιουργηθεί η τέλεια ευκαιρία για φόνο, σκέφτηκε αργότερα ο Ζεν. Οι δολοφόνοι θα φορούσαν γυαλιά ηλίου, και ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα τυφλώνο­ νταν από το ξαφνικό, δυνατό φως, εκείνοι θα εκτελούσαν την αποστολή τους σαν να ήταν σε απόλυτο σκοτά­ δι. Ωστόσο, οι άντρες που είχαν έρθει στο βαγόνι δεν ήταν δολοφόνοι, αλλά μέλη του προσωπικού του τρέ­ νου. Ο Ζεν τους ακολούθησε ως το μπροστινό μέρος του βαγονιού, όπου συστήθηκε στο φρουρό· έναν γκρι­ ζομάλλη με σοβαρό ύφος. Ο θυελλώδης άνεμος που είχε αφαιρέσει όλη τη ζεστασιά από το βαγόνι είχε ελαττωθεί τώρα που το τρένο είχε ακινητοποιηθεί, αλλά ακόμη υπήρχε ένα δυνατό ρεύμα που περνούσε μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Ο Ζεν ρώτησε τι είχε συμβεί. Ο μηχανοδηγός έδειξε έναν κόκκινο μοχλό τοποθετημένο μέσα σε μια εσοχή στον κοντινό τοίχο. Φωνάζοντας για να ακουστεί πάνω από το σφύριγμα του αέρα έξω στο τούνελ, εξήγη­ σε ότι οι εξωτερικές πόρτες στο τρένο ανοιγόκλειναν από τον οδηγό, αλλά ότι αυτός ο μηχανισμός μπορούσε να παρακαμφθεί χειροκίνητα για να αποτραπεί ο εγκλω­ βισμός ανθρώπων σε επείγουσα περίπτωση. Ο μοχλός ήταν συνήθως ασφαλισμένος στην πάνω θέση μ’ ένα 285

σύρμα περασμένο σε μια μολυβένια σφραγίδα με το έμβλημα του Κρατικού Σιδηροδρόμου. Αυτή τώρα κρε­ μόταν σπασμένη. «Αμέσως μόλις αυτός ο μοχλός κατεβεί, ένα προει­ δοποιητικό φως ανάβει στην καμπίνα του οδηγού, και εκείνος σταματά το τρένο. Δυστυχώς, κάποιοι άνθρω­ ποι αρέσκονται να αυτοκτονούν με αυτό τον τρόπο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μας τυχαίνουν αρκετοί». Ακριβώς όπως στον Άγιο Πέτρο, σκέφτηκε ο Ζεν. «Αλλά γιατί έσβησαν τα φώτα;» ρώτησε. Ο φρουρός έδειξε μια διπλή σειρά από ασφάλειες και διακόπτες στον απέναντι τοίχο, προστατευμένη από ένα πλαστικό κάλυμμα, που μισοκρεμόταν πλέον από τους μεντεσέδες. «Η ασφάλεια για τον κεντρικό φωτισμό έλειπε. Την αλλάξαμε με αυτή του θερμοστάτη του κλιματισμού, μόνο και μόνο για να επαναφέρουμε τα φώτα προτού αρχίσουν να πανικοβάλλονται οι επιβάτες. Πρέπει να το έκανε ο ίδιος, έτσι ώστε να μην μπορούσε να δει τι θα του συνέβαινε». Η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε και η ξανθιά γυναίκα βγήκε έξω. Φαινόταν ελαφρώς αναστατωμένη από τα αντρικά βλέμματα. «Έχει συμβεί κάτι;» ρώτησε. Από κοντά, το δέρμα της έδειχνε κάπως τραχύ, που την έκανε να μοιάζει μεγαλύτερη. Κοίταξε τον Ζεν με τα ανοιχτά μπλε μάτια της. Στο άρωμά της είχε προστε­ θεί άλλη μια νέα οσμή· η μυρωδιά του καμένου. «Ακούσατε κάτι;» είπε εκείνος. 286

Τα ξανθά μαλλιά της ανέμισαν. «Ένα δυνατό θόρυβο όταν έσβησαν τα φώτα». Ο μηχανοδηγός έδιωξε τη γυναίκα με μια κίνηση του χεριού του και είπε στους δύο βοηθούς του να κρατή­ σουν τους επιβάτες έξω από τον προθάλαμο. «Καλύτερα να ρίξουμε μια ματιά στη γραμμή», είπε. Το ταχύτατο τρένο ποτέ δεν είχε μοιάσει τόσο πολύ με αεροπλάνο στον Αουρέλιο Ζεν όσο όταν βγήκε έξω από το φωτισμένο καταφύγιό του στη θύελλα που ούρ­ λιαζε. Τα Απέννινα σχηματίζουν ένα φυσικό σύνορο διατρέχοντας όλο σχεδόν το μήκος της ιταλικής χερσο­ νήσου, και οι επικρατούσες καιρικές συνθήκες συχνά διαφέρουν έντονα από τη μια πλευρά στην άλλη. Αυτό το τούνελ σχηματίζει έτσι μια δίοδο για σφοδρά ρεύματα αέρα που περνούν από τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Ο βόρειος άνεμος χτυπούσε τα πρόσωπα των αντρών καθώς περπατούσαν προς τα πίσω κατά μήκος της γραμμής. Όσο ήταν ακόμη στα πλάγια του τρένου, το φως που έβγαινε από τα παράθυρα ψηλά φώτιζε το δρόμο τους. Όταν όμως πέρασαν το τελευταίο βαγόνι και εισήλθαν στο σκοτάδι -που κατάπινε τις αδύναμες δέσμες των φακών τους, ώσπσυ μετά βίας μπορούσαν να δουν τη γραμμή μπροστά τους-, τον έπιασε ένας τρόμος τόσο αληθινός, που ξεπερνούσε κάθε φαντα­ σία, μια παραίσθηση που την είχε προκαλέσει μια οδυ­ νηρή πραγματικότητα. Ο θόρυβος έφτανε εκκωφαντικός, αλλά καθώς προ­ χωρούσαν προς τα εμπρός, αντιμετωπίζοντας το μαύρο ρεύμα που κάθε λεπτό απειλούσε να τους ρουφήξει, 287

έγινε προφανές ότι η πηγή του ήταν κάπου μπροστά τους. Οι πέντε άντρες προχώρησαν αργά σκυμμένοι σαν να έσπρωχναν ένα φορτωμένο έλκηθρο, ενώ οι αδύνα­ μες δέσμες των φακών τους ιχνογραφούσαν το χαλίκι, τις τραβέρσες και τις γραμμές. Το τυχαίο κομμάτι χαρτι­ ού υγείας, ένα κουτί από αναψυκτικό, ένα παλιό πακέτο τσιγάρα και μια εφημερίδα ήταν τα μόνα πράγματα που βρήκαν στην αρχή. Μετά κάτι φωτεινότερο, σαν μια μεγάλη λευκή κουκκίδα, εμφανίστηκε. Ένας από το πλήρωμα του τρένου το σήκωσε και το έδωσε στο μηχα­ νοδηγό, ο οποίος φώτισε με το φακό του τη γραμμή των μεγάλων δακτυλογραφημένων χαρακτήρων στην κορυ­ φή: ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΒΙΤΖΙΛΑΝΤΣΑ. Καθώς η βοή αυξανόταν, ένας δυνατός ανεμοστρό­ βιλος τους παρέσυρε. Χωρίς την ελάχιστη προειδοποίη­ ση, ένας γιγάντιος φάρος εμφανίστηκε στο σκοτάδι, προσπερνώντας τους μέσα στη θύελλα. Καθώς πέρασε το τρένο, το σκοτάδι τραβήχτηκε για λίγο, σαν μια κουρ­ τίνα, αποκαλύπτοντας την τεράστια έκταση της κοιλότη­ τας όπου είχαν κουβαριαστεί, με τ’ αφτιά τους έτοιμα να σπάσουν από το ουρλιαχτό της σειρήνας. Έπεσε πάλι σκοτάδι, και όλοι οι ήχοι καλύφθηκαν από το θόρυβο που παρήγαγαν οι τροχοί μιας τεράστιας μαύρης αμα­ ξοστοιχίας. Εμφανίστηκαν δύο κόκκινα φώτα στο βάθος, που αντανακλώνταν στο τελευταίο βαγόνι. Καθώς χανόταν από τα μάτια τους, οι άντρες άρχισαν να κινούνται πάλι προς τα εμπρός, ενώ το άγριο βουητό του αέρα σφύρι­ ζε μέσα στα κεφάλια τους. Τα μέλη του πληρώματος 288

φώτισαν προς τα πάνω με τους φακούς τους, αποκαλύ­ πτοντας ε'να τεράστιο κυκλικό άνοιγμα στην οροφή του τούνελ. Ήταν σχεδόν αδύνατο να σταθεί κάποιος μέσα στη δίνη των δυνατών ρευμάτων που στροβιλίζονταν προς τα πάνω, στην κορυφή του βουνού. Ο μηχανοδηγός έκανε νόημα στον Ζεν, ο οποίος πλησίασε το αφτί του στο στόμα του άντρα. «Αεραγωγός!» Βρήκαν το πτώμα λίγο πιο κάτω, ξαπλωμένο πλάι στη γραμμή σαν σκουπίδι πεταμένο από ένα περαστικό τρένο- σαν κάποιος ν’ αγνόησε την απαγόρευση που ήταν γραμμένη σε πολλές γλώσσες. Ένα πόδι είχε ακρωτηριαστεί από τη λεκάνη και το μεγαλύτερο τμήμα του αριστερού χεριού και του ώμου είχαν συνθλίβει ώστε να μην αναγνωρίζονται, αλλά κατά διαβολική συγκυρία το πρόσωπο δεν είχε ούτε μια γρατσουνιά. Ο σταυρός της Μάλτας έλαμπε περήφανα στο γιακά του μπλε κοστουμιού, και τα δάχτυλα του δεξιού χεριού ακόμη έσφιγγαν αρκετές σελίδες από το αντίγραφο, που πλέον φαινόταν να είχε πάρει το δεύτερο θύμα του. Η δύναμη και η επιρροή του Μιλάνου -της εμπορικής πρωτεύουσας της Ιταλίας, όπως της άρεσε να αυτοαποκαλείται- είχε φανεί στον Αουρέλιο Ζεν πιο εντυπω­ σιακή από κάθε άλλη φορά καθώς περπατούσε κατά μήκος των διαδρόμων των Δικαστηρίων αργά εκείνο το απόγευμα. Το γραφείο στο οποίο είχε κατευθυνθεί ήταν σε ένα παράρτημα χτισμένο στο πίσω μέρος του κυρίως κτιρίου, και οι καθαρές γραμμές του, οι τακτο­ 289

ποιημένοι χώροι του, κι ακόμη περισσότερο ο αέρας των υπαλλήλων του διέφεραν κατά πολύ από άλλους χώρους της δικαιοσύνης. Αν το Μιλάνο ήταν ικανό να επηρεάσει, έστω αμυδρά, μια οργάνωση η οποία συντηρούνταν στην αγνότερη και πιο μολυσματική μορφή του, τότε τι δε θα μπορούσε να κάνει; Έστριψε στη γωνία για να βρει μια γυναίκα να κοι­ τάζει προς το μέρος του από μια ανοιχτή πόρτα. Θαμπά μαύρα μαλλιά κομμένα ως το σβέρκο πλαισίωναν το πλατύ πρόσωπό της, ενώ τα πρησμένα μάγουλα και τα έντονα χαρακτηριστικά της οφείλονταν προφανώς στην εμμηνόπαυση. Φορούσε ένα γκρι μάλλινο ταγέρ με στενή φούστα ακριβώς κάτω από το γόνατο. «Αντόνια Σιμονέλι», είπε. «Περάστε μέσα». Την ακολούθησε σε ένα γραφείο με ακριβή επίπλω­ ση από ξύλο τικ. Το ένα γραφείο, σε μια γωνία, μετά βίας διακρινόταν κάτω από ένα βουνό από φακέλους τοποθετημένους ο ένας πάνω στον άλλο, που έφταναν το ένα μέτρο. Το άλλο ήταν άδειο, εκτός από ένα φορη­ τό υπολογιστή πάνω του. Στην άλλη πλευρά του δωμα­ τίου, ένα μεγάλο παράθυρο παρείχε εξαιρετική θέα στα γοτθικά σκαλιστά του καθεδρικού, καθώς και στις στιλβωμένες οροφές και στο θόλο της Στοάς Βιτόριο Εμανουέλε. Η γυναίκα κάθισε στο άδειο γραφείο και σταύρωσε τα μακριά πόδια της, και ο Ζεν σ’ ένα ξύλινο σκαμπό. «Οφείλω να απολογηθώ για τη λιτή επίπλωση», είπε η γυναίκα. «Το γραφείο μου βρίσκεται στο τμήμα του κυρίως κτιρίου, το οποίο ανακαινίζεται, και εδώ είμαι 290

μαζί με ένα συνάδελφο του οποίου τα γούστα και οι συνήθειες είναι, όπως μπορείτε να δείτε, πολύ διαφο­ ρετικά από τα δικά μου. Στον Τζανφράνκο αρέσει να έχει κλειστές τις περσίδες και τα φώτα ανοιχτά, ακόμη και στο μέσο του καλοκαιριού. Αυτό είναι το γραφείο του. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι θα τρελαθώ απλώς κοιτάζοντάς το». Ο Ζεν κοίταξε το στρογγυλεμένο γόνατό της και την άκρη του γκρι σουέντ παπουτσιού της, που πρόβαλλε από τη λαμπερή επιφάνεια του γραφείου σαν τροπικό νησί σε ήρεμη θάλασσα. «Δεν είχε καμία ταυτότητα», μουρμούρισε. Η γυναίκα έγειρε μπροστά, ανασηκώνοντας ελαφρώς τα φρύδια της. «Συγγνώμη;» Ο Ζεν την κοίταξε. «Ο άντρας στο τρένο. Δεν είχε καμία ταυτότητα. Αλλά υποθέτω ότι εσείς έχετε». Έβγαλε τη δική του που αποδείκνυε ότι ήταν ανώ­ τερο στέλεχος του υπουργείου Εσωτερικών και την άφησε πάνω στο γραφείο. «Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να μπει εδώ μέσα», παρατήρησε με ειλικρίνεια. «Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί. Πώς ξέρετε ότι είμαι εγώ;» Η γυναίκα τον κοίταξε σταθερά. «Αισθάνεστε καλά;» τον ρώτησε επιφυλακτικά. Ο Ζεν χτύπησε το γραφείο. Η γυναίκα άνοιξε τη μεγάλη μαύρη δερμάτινη τσάντα της και του έδωσε μια πλαστικοποιημένη κάρτα με τη φωτογραφία της, όπου 291

αναγραφόταν το όνομα «Σιμονέλι Αντόνια-Νατάλια», ερευνητής δικαστής στην Εισαγγελία του Μιλάνου. Ο Ζεν την κοίταξε για λίγο και της την επέστρεψε. «Λυπάμαι», είπε. «Υποθέτω ότι πρέπει να σας φάνηκα λίγο τρελός». Η γυναίκα δεν είπε τίποτε, αλλά η έκφρασή της μαρ­ τυρούσε το αντίθετο. «Απλώς είμαι λίγο σοκαρισμένος», εξήγησε ο Ζεν. «Στο ταξίδι ένας άντρας έπεσε από το τρένο. Χρειά­ στηκε να βοηθήσω να ανασύρουμε το πτώμα από το τούνελ». «Αυτό θα πρέπει να ήταν πολύ δυσάρεστο», μουρ­ μούρισε με συμπάθεια η δικαστής. «Του μιλούσα λίγα λεπτά νωρίτερα». «Ήταν κάποιος που γνωρίζατε, δηλαδή;» Ο Ζεν κούνησε το κεφάλι του. «Ποιος;» «Νόμιζα ότι ήταν εσείς». Η γυναίκα τον κοίταξε ακόμη πιο καχύποπτα. «Αν πρόκειται για κάποιο αστείο...» ξεκίνησε. «Δε νομίζω ότι οι εμπλεκόμενοι είχαν την πρόθεση να αστειευτούν». Εκείνη στύλωσε το βλέμμα της πάνω του. «Μιλάτε με γρίφους». «Αφήστε με να σας εξηγήσω. Την Τετάρτη έλαβα ένα μήνυμα στο υπουργείο που μου ζητούσε να τηλε­ φωνήσω σε κάποιον Αντόνιο Σιμονέλι σε ένα ξενοδο­ χείο στη Ρώμη. Όταν το έκανα, μου παρουσιάστηκε ως ερευνητής δικαστής από το Μιλάνο, ο οποίος ερευνούσε μια υπόθεση απάτης που ενέπλεκε τον 292

Αουντοβίκο Ρουσπάντι, και μου ζήτησε να τον συνα­ ντήσω για να συζητήσουμε τις συνθήκες θανάτου του τελευταίου». Η γυναίκα φάνηκε έτοιμη να πει κάτι, αλλά το μετάνιωσε αμέσως. «Συνεχίστε». Ο Ζεν έμεινε σιωπηλός για ένα λεπτό, προσπαθώ­ ντας να βρει τα κατάλληλα λόγια. «Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι προσπαθούσε να συλλέξει ανεπίσημα πληροφορίες που θα τον βοηθού­ σαν να συνεχίσει τη δίωξη κατά των συνεργατών τού Ρουσπάντι στην υπόθεση. Αυτό με έφερνε σε δύσκολη θέση. Όταν κλήθηκα από το Βατικανό, επέμειναν να υπογράψω μια δέσμευση ότι δε θα αποκάλυπτα τα αποτέλεσματα των ερευνών μου. Συνεπώς, απάντησα τις ερωτήσεις του με το λακωνικότερο τρόπο». Η γυναίκα άνοιξε ένα συρτάρι στο γραφείο της και έβγαλε ένα λεπτό φάκελο, τον οποίο άνοιξε. «Συνεχίστε», επανέλαβε χωρίς να κοιτάζει. Ο Ζεν παρίστανε πως χάζευε τη θέα για ένα λεπτό. Αποφάσισε να μην αναφέρει τίποτε για το αντίγραφο των τηλεφωνημάτων του Ρουσπάντι. Αυτό είχε χαθεί για πάντα, μες στο θυελλώδη άνεμο που το είχε ρουφήξει και το είχε σκορπίσει στο τούνελ. Το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να προσποιηθεί ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ. «Μέσα στο τρένο», συμπλήρωσε, «με προσέγγισε αυτός ο άντρας. Ρώτησε το λόγο του ταξιδιού μου στο Μιλάνο. Του είπα ότι είχα μια συνάντηση με ένα συνά­ 293

δελφό του στην Εισαγγελία. Πρέπει να συνειδητοποίη­ σε ότι το παιχνίδι του είχε τελειώσει, υποθέτω. Τράβη­ ξε προς τις τουαλέτες, έκλεισε τις ασφάλειες του φωτι­ σμού και πήδηξε από το τρένο». Η γυναίκα κοίταξε τον Ζεν στα μάτια. «Περιγράψτε τον». «Εύσωμος, μυώδης, με μεγάλο πρόσωπο σαν φεγγά­ ρι. Έντονα ένρινη προφορά, από την περιοχή του Μπέργκαμο, θα έλεγα. Κάπνιζε πούρα πανατέλα». Η Αντόνια Σιμονέλι διάλεξε μια φωτογραφία από το φάκελο που ήταν ανοιχτός επάνω στο γραφείο και την έδειξε στον Ζεν. Ένα αυτοκόλλητο στο κάτω μέρος έγραφε «Μάρκο Ζεπένιο». Ο Ζεν κοίταξε κατάπλη­ κτος. Είχαν υπάρξει τόσο πολλά ψέματα και παγίδες στην υπόθεση ως τώρα -συμπεριλαμβανομένων των πενήντα εκατομμυρίων λιρών, οι οποίες ήταν σε δεσμί­ δες χαρτονομισμάτων ανάμεικτες με λευκά χαρτιά-, ώστε είχε υποθέσει ότι τα ονόματα που εμφανίζονταν στο αντίγραφο ήταν ψευδώνυμα. Αλλά ίσως ο Ρουσπάντι είχε αναφέρει επίτηδες το πραγματικό όνομα ενός από τους άντρες που απειλούσε σε ένα τηλεφώνημα που γνώριζε ότι παρακολουθούνταν, ξεκαθαρίζοντας ότι ήταν προετοιμασμένος να παίξει βρόμικα. Αυτό θα εξηγούσε με βεβαιότητα γιατί το εμπλεκόμενο άτομο ήθελε απεγνωσμένα να εξαφανίσει το αντίγραφο με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένου του φόνου του Τζοβάνι Γκριμάλντι. Ο Ζεν έδωσε πίσω τη φωτογραφία. «Γνωρίζετε γι’ αυτόν δηλαδή;» 294

Η Αντόνια Σιμονέλι έγνεψε καταφατικά. «Τα ξέρω άλα γι’ αυτόν!» «Πως ήταν, όντως, μέλος του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας;» Τον κοίταξε με έκπληξη. «Τι σχέση έχει αυτό;» Ο Ζεν δεν απάντησε. Ύστερα από ένα λεπτό, η δικαστής πληκτρολόγησε κάτι στο φορητό υπολογιστή. «Από το 1975», είπε. «Αυτή η πτυχή της ζωής του δε σας απασχολούσε;» Έσμιξε τα φρύδια της και τον κοίταξε με δυσπιστία. «Ήταν τελείως τυπικό εκ μέρους του. Η συμμετοχή στο Τάγμα είναι κάτι που επιχειρηματίες όπως ο Ζεπένιο συνηθίζουν. Τους παρέχει κοινωνικό στάτους, καθώς και σημαντικές γνωριμίες, και δείχνει ότι η καρ­ διά σου είναι σε καλό δρόμο, όπως και ο τραπεζικός λογαριασμός σου. Επιμένω, όμως, γιατί ρωτάτε;» Ο Ζεν ανασήκωσε τους ώμους του. «Φορούσε το έμβλημα στο τρένο. Τον ρώτησα αν ήταν μέλος, και μου απάντησε καταφατικά. Απλώς αναρωτήθηκα αν και αυτό ήταν ψέμα επίσης, όπως όλα τα άλλα που μου είχε πει». Η Αντόνια Σιμονέλι κούνησε το δάχτυλό της. «Αντιθέτους, ντοτόρε! Εκτός από τη λεπτομέρεια της ταυτότητάς του, όλα τα άλλα που σας είπε ήταν αληθινά». Ένα απρόσμενο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρό­ σωπο της γυναίκας, απαλύνοντας τα χαρακτηριστικά της, κάτι που πρόδιδε κάποιες κρυφές πτυχές του χαρακτήρα της. 295

«Αντόνιο Σιμονέλι, πράγματι!» αναφώνησε. «Πολΰ έξυπνο, οφείλω να παραδεχτώ. Κι αν εμείς οι δυο είχαμε έρθει σε επαφή προηγουμένως, και γνωρίζατε το φύλο μου;» «Το έλεγξε αυτό υπαινισσόμενος ότι είχαμε. Μόνο όταν του είπα ότι δεν τον γνώριζα -εσάς δηλαδή- μου ζήτησε να συναντηθούμε». Εκείνη αναστέναξε. «Οπότε είναι νεκρός;» «Η ταυτότητά του πρέπει να επιβεβαιωθεί, φυσικά, αλλά...» «Ποιος χειρίζεται την υπόθεση;» «Η Μπολόνια. Αυτό χρειάστηκε άλλη μισή ώρα για να αποφασιστεί. Πήδησε έξω ακριβώς στα σύνορα μεταξύ της Τοσκάνης και της Εμίλια Ρομάνα. Στο τέλος, χρειάστηκε να πάρουμε ένα κομμάτι σκοινί και να μετρήσουμε τις αποστάσεις από το πτώμα». «Υπάρχει περίπτωση να μην πρόκειται για αυτο­ κτονία;» Ο Ζεν κοίταξε έξω. Αυτή ήταν η ερώτηση που έκανε στον εαυτό του από τη στιγμή που οι δέσμες των φακών ανακάλυψαν το πτώμα πλάι στη γραμμή του τρένου. Εξαιτίας των περιστάσεων, είχε σταματήσει η περαιτέ­ ρω επιτόπια έρευνα. Με τον άμεσο κίνδυνο να κλείσει το τούνελ των Απεννίνων και να παραλύσουν τα δρο­ μολόγια των τρένων σε όλη την κεντρική Ιταλία, το πτώμα δεν μπορούσε να μείνει σ’ εκείνο το σημείο, ώσπου να έρθουν οι εμπειρογνώμονες της αστυνομίας. Ευτυχώς, ένας επιβάτης στο τρένο ήταν γιατρός και 296

μπόρεσε να διαπιστώσει το θάνατο του θύματος. Ο Ζεν εκτέλεσε μια τυπική έρευνα προτού επιτρέψει τη μετα­ φορά του πτώματος. Μέχρι την ώρα που έφτασε το τρένο στην Μπολόνια, κανένας δεν είχε το ελάχιστο ενδιαφέρον να ρωτήσει αν επρόκειτο για αυτοκτονία. Το μόνο μυστήριο ήταν η ταυτότητα του θύματος, αφού το πτώμα δεν έφερε κάποια επίσημα έγγραφα. «Το μόνο άτομο που ήταν κοντά του όταν έπεσε ήταν μια γυναίκα που είχε πάει στην τουαλέτα- εκείνη δε θα είχε τη δύναμη. Ούτως ή άλλως, ήταν μια Γερμα­ νίδα τουρίστρια, δεν είχε κάποια σχέση με το θύμα. Όχι, θα πρέπει να το έκανε ο ίδιος. Δεν υπάρχει άλλη λογική εξήγηση». Η Αντόνια Σιμονέλι σηκώθηκε από το γραφείο της. «Είμαι σίγουρη ότι έχετε δίκιο, ντοτόρε», είπε. «Ωστόσο, γνωρίζω αρκετά καλά τον Ζεπένιο, και αν με ρωτούσατε, θα έπρεπε να σας πω ότι δεν ήταν τύπος που θα αυτοκτονούσε ποτέ. Είχε πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του για να το κάνει». Κούνησε το χέρι της προς το φάκελο, τις φωτογραφίες, τον υπολογιστή. «Τα τελευταία πέντε χρόνια δούλευα σε μια υπόθεση ενα­ ντίον ενός καρτέλ Μιλανέζων επιχειρηματιιύν. Ο Ζεπέ­ νιο ήταν μέλος του. Η οικογένειά του ήταν φιλόδοξοι επαρχιώτες μικροαστοί. Ο πατέρας του διηύθυνε μια επιχείρηση ηλεκτρισμού σε μια πόλη κοντά στο Μπέργκαμο. Με δάνεια και σκληρή δουλειά, ο Μάρκο έχτι­ σε προοδευτικά μια αλυσίδα καταστημάτων με ηλε­ κτρικά είδη σε μικρές πόλεις διάσπαρτες στη Λομβαρ­ δία. Μεμονωμένα, καθένα από τα καταστήματά του 297

ήταν σχετικά μέτριο, αλλά όλα μαζί αντιπροσώπευαν ένα επικερδές κομμάτι της αγοράς. »Όπως και άλλοι επιχειρηματίες, ο Ζεπένιο απέ­ φευγε να πληρώνει φόρους και ήθελε να μπορεί να επενδύει ελεύθερα τα χρήματά του. Η λύση ήταν η επένδυση μέρους των κερδών του στο εξωτερικό. Το πρόβλημα ήταν πώς θα μπορούσε να πραγματοποιήσει κάτι τέτοιο. Οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν τους δικούς τους τρόπους να παρακάμπτουν το νόμο, φυσικά. Παραγγέλνεις ένα μεγάλο φορτίο πρώτης ύλης από έναν ξένο προμηθευτή που είναι διατεθειμένος να συνεργαστεί. Αυτό τιμολογείται και πληρώνεται κανο­ νικά, αλλά οι εν λόγω ύλες δεν αποστέλλονται ποτέ, και τα χρήματα καταλήγουν στον off-shore τραπεζικό λογαριασμό της επιλογής σου. Εμπεριέχει ένα ρίσκο, αλλά σε μια μεγάλη επιχείρηση με πολύπλοκη δομή και μεγάλη εμπορική κινητικότητα ο κίνδυνος είναι αμελη­ τέος. Οι εικονικές παραγγελίες μπορούν να κρυφτούν πίσω από ένα πλήθος από νόμιμες συναλλαγές, και, αν όλα τα υπόλοιπα αποτύχουν, οι “αδιάφθοροι” του οικονομικού εγκλήματος μπορούν να κάνουν τα στρα­ βά μάτια σε κάποιες περιπτώσεις». Ο Ζεν συμφώνησε με το σαρκασμό κλείνοντας το μάτι του. Η φιλαργυρία και η δολιοφθορά της Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος ήταν πλέον μια μόνιμη κατάσταση. «Ο τζίρος μιας εταιρίας, όπως αυτής του Ζεπένιο, ήταν πολύ μικρός για να συγκαλύψει επαρκώς τέτοιου είδους κομπίνα. Εδώ εμφανίζεται ο αποθανών Λουντο298

βίκο Ρουσπάντι. Δεν ενοχλοȪσε που ήταν αριστοκρά­ της, φυσικά. Αυτοδημιούργητοι επαρχιώτες όπως ο Ζεπένιο τείνουν να διατηρούν τις προκαταλήψεις της τάξης τους. Ένας τίτλος όπως “πρίγκιπας” όχι μόνο βοήθησε να τους πείσει ότι τα λεφτά τους ήταν ασφαλή στα χέρια του Ρουσπάντι, αλλά τους επιβεβαίωσε ότι αυτό που έκαναν δεν ήταν κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπονται, αφού ακόμη κι ένας ευγενής σαν εκεί­ νον ήταν αναμεμειγμένος. Η ίδια η διαδικασία δε θα μπορούσε να είναι πιο βολική. Απλώς έγραφες μια επι­ ταγή στον Ρουσπάντι για οποιοδήποτε ποσό ήθελες να μεταφέρεις. Αν προτιμούσες, φυσικά, μπορούσες να του τα δώσεις σε μετρητά. Εκείνος κατέθετε τα χρήματα στο λογαριασμό του στην Τράπεζα του Βατικανού, και αυτόματα μεταφέρονταν -αφού είχε παρακρατήσει την αμοιβή του- στον ξένο τραπεζικό λογαριασμό σου. Το εντυπωσιακό σ’ αυτόν το διακανονισμό ήταν το γεγονός ότι, ενώ το σύνολο των ενεργειών συνιστά κατάφωρη παραβίαση του νόμου, καθεμία από τις επιμέρους ενέργειες ήταν από μόνη της τελείως νόμιμη. Δεν υπάρχει κανένας νόμος που ν’ απαγορεύει σε Ιταλό πολίτη να δωρίσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάποιον άλλο. Αν ο παραλήπτης τυχαίνει να είναι ένας από τους ελάχιστους προνομιούχους που χαίρουν του δικαιώματος να έχουν λογαριασμό στο Ινστιτούτο για τα Έργα της Θρησκείας, είναι απολύτως νόμιμο να καταθέσει εκεί τα χρήματα. Και εφόσον το Ινστιτούτο βρίσκεται εκτός συνόρων, πού διοχετεύονται τα χρήμα­ τα είναι κάτι που δεν αφορά τις ιταλικές Αρχές». 299

Γέλασε με πικρία. «Μιλούν για τις διεκδικήσεις του Λονδίνου και της Φρανκφούρτης για τη μελλοντική οικονομική πρωτεύου­ σα της Ευρώπης, αλλά τι γίνεται με τη Ρώμη; ΓΙοια άλλη πρωτεύουσα μπορεί να καυχηθεί ότι φιλοξενεί στο έδα­ φος της μια off-shore τράπεζα, χωρίς νομικούς περιορι­ σμούς και τόσο κοντά στο κέντρο, και μάλιστα δίχως τελιονειακούς ελέγχους; Ο Λουντοβίκο μπορούσε να βαδίσει εκεί μέσα με ένα δισεκατομμύριο λίρες, και όταν έβγαινε, αυτό το δισεκατομμύριο είχε ουσιαστικά εξαφανιστεί! »Το μόνο αδύνατο σημείο ήταν ο ίδιος ο Ρουσπάντι. Το ποσό που έπαιρνε δε φαινόταν ως εισόδημά του και, φυσικά, δεν μπορούσε να το δηλώσει -ακόμη κι αν υπο­ θέσουμε ότι θα το ήθελε- χωρίς να προδώσει το κόλπο. Αυτός ήταν ο μοχλός που θα τραβούσα για να πιέσω τον Ρουσπάντι και ν’ αποσπάσω πληροφορίες για όλη την κομπίνα- και πρέπει να πω πως ήμουν πολύ αισιόδοξη για την επιτυχία του σχεδίου μου. Αλλά χωρίς αυτόν, ουσιαστικά δεν υφίσταται υπόθεση. Φυσικά, δεν μπο­ ρούσα να μην αναρωτηθώ αν αυτό το είχαν σκεφτεί κάποια από τα άλλα ενδιαφερόμενο μέρη. Αυτό είναι που θα ήθελα να μάθω πραγματικά, ντοτόρε. Ξεχάστε προς στιγμήν τον Ζεπένιο. Ερευνήσατε το θάνατο του Ρουσπάντι. ΙΊείτε μου, έπεσε ή τον έσπρωξαν;» Ο Ζεν χαμογέλασε. «Την ίδια ακριβώς ερώτηση είχε κάνει κι ο Σιμονέλι όταν του μίλησα στη Ρώμη». Η δικαστής τον κοίταξε ψυχρά. 300

«Εγώ είμαι η Σιμονέλι». «Φυσικά! Παρακαλώ, συγχωρήστε με! Εννοούσα ο Ζεπένιο...» Προσπάθησε να σκεφτεί καθαρά, αλλά η περιπέτεια στο τρένο και μετά στο τούνελ δεν του άφηνε περιθώ­ ριο για άλλες αναλύσεις. Το μόνο πράγμα για το οποίο ήταν βέβαιος ήταν το νήμα -φθαρμένο αλλά όχι ακόμη σπασμένο- που θα τον οδηγούσε στη λύση του μυστη­ ρίου· δεν άντεχε, όμως, το βάρος της δικαστικής ανά­ μειξης. Έτσι, αν και συμπάθησε την Αντόνια Σιμονέλι, σχεδίαζε να την καθυστερήσει για την ώρα. «Ο Ρουσπάντι δολοφονήθηκε», απάντησε. «Το ίδιο κι εκείνος που είχε βάλει το Βατικανό να τον προσέχει». Η δικαστής στύλωσε το βλέμμα της πάνω του. «Μα στις αναφορές στον Τύπο τις προάλλες λέγα­ τε ότι οι ισχυρισμοί για ύποπτες συνθήκες σχετικά με το θάνατο του Ρουσπάντι ήταν κακόβουλες και ανα­ κριβείς». «Δε με συμβουλεύτηκαν για την ακριβή διατύπωση αυτή της δήλωσης». Η Σιμονέλι κρεμόταν από τα χείλη του. Όσο πιο βρό­ μικα και πιο πονηρά ακούγονταν τα λόγια του, τόσο περισσότερο της άρεσαν. Η υπόθεση που νόμιζε ότι ήταν νεκρή είχε ζωντανέψει ξανά μπροστά στα μάτια της! «Η γνωστή ιστορία», είπε με δυσφορία. Ο Ζεν σηκώθηκε και έγειρε πάνω στο γραφείο προς το μέρος της. «Γνωστή, ναι, αλλά σε αυτή την περίπτωση επίσης μακρά και σύνθετη. Δεν είμαι βέβαιος ότι αυτή είναι η 301

κατάλληλη στιγμή για να τη χειριστούμε. Όπως σας είπα, είμαι ακόμη σοκαρισμένος από αυτό που συνέβη το πρωί, κι εσείς φυσικά θα θέλετε να επικοινωνήσετε με τις Αρχές στην Μπολόνια και πιθανώς να πάτε εκεί αυτοπροσώπως». «Το πιθανότερο». «Μέχρι αύριο, θα έχω συνέλθει τελείως, κι εσείς θα είστε πλήρως ενημερωμένη σχετικά με το θάνατο του Μάρκο Ζεπένιο. Συνεπώς, προτείνω να αναβάλ­ λουμε οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση του θέματος μέχρι τότε». Έριξε μια ματιά στο ρολόι της. «Πολύ καλά», είπε. «Αλλά, παρακαλώ, μην φαντα­ στείτε ότι αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια αναβο­ λή, ντοτόρε. Είμαι αποφασισμένη να φτάσω ως το τέλος, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες. Ελπίζω ότι θα έχω την πλήρη συνεργασία σας, αλλά αν για οποιονδήποτε λόγο υποψιαστώ ότι αυτή δεν είναι διαθέσιμη, δε θα διστάσω να χρησιμοποιήσω άλλα μέσα προκειμένου να σας αναγκάσω να πείτε την αλήθεια». Ο Ζεν σήκωσε τα χέρια του αμυντικά. «Δε θα υπάρξει κάποιος λόγος γι’ αυτό. Έχω βρεθεί σε δυσάρεστη θέση μ’ αυτή την υπόθεση, αλλά βασικά είμαι με τους καλούς». Η Αντόνια Σιμονέλι τον κοίταξε με επιφυλακτικότητα. «Δε με αφορά αυτό, ντοτόρε. Εγώ απλώς χρειάζο­ μαι ένα σύμμαχο του νόμου». Το σπίτι δεν ήταν άμεσα αναγνωρίσιμο. Η διεύθυνση, σε δρομάκι βόρεια της Σκάλα του Μιλάνου και δυτικά 302

της Βία Μόντε Ναπολεόνε και της Βία ντέλα Σπίγκα, φάνηκε αρχικά να μην είναι τίποτε περισσότερο από τέσσερις τοίχους, λίγο χαμηλότεροι από αυτούς των μοντέρνων πολυκατοικιών. Μόνο όταν το ταξί σταμάτη­ σε μπροστά, ο Ζεν παρατήρησε τις πόρτες, τα παράθυ­ ρα και τα μπαλκόνια ζωγραφισμένα πάνω στο σοβά με σκιές για να δείχνουν την προοπτική τους. Η πρόσοψη ενός αυστηρού αυστρο-γαλλικού παλάτσο των τελοίν του δέκατου όγδοου αιώνα απεικονιζόταν με λεπτομέ­ ρεια, και το γεγονός ότι η τρίτη διάσταση έλειπε σίγου­ ρα θα ήταν λιγότερο προφανές στο φως της μέρας από ό,τι ήταν κάτω από τα δυνατά φώτα του δρόμου. Πήρε κάποια ώρα στον Ζεν να εντοπίσει την πραγ­ ματική είσοδο, μια απλή ξύλινη πόρτα ένθετη μέσα στην τεράστια trompe l’oeil πλαισιωμένη από κολόνες στο κέντρο της πρόσοψης. Δεν υπήρχε πινακίδα με το όνομα, ενώ το θυροτηλέφωνο ήταν καμουφλαρισμένο στο φτέρωμα του γερακιού, πάνω από μια ψεύτικη εσοχή όπου το πραγματικό κουμπί φαινόταν σαν τη βίδα ενός ζωγραφισμένου ρόπτρου. Ο Ζεν δεν είχε καν αγγί­ ξει το κουμπί όταν, ξαφνικά, η κλειδαριά της πόρτας έκανε το χαρακτηριστικό ήχο, γεγονός που τον έκανε να καταλάβει ότι μπορούσε να την ανοίξει και να μπει μέσα. Τότε συνειδητοποίησε, έκπληκτος, τι ήταν αυτό που περίμενε να βρει: κάποιο σύγχρονο χοόρο δομημένο με τσιμέντο, ατσάλι και γυαλί. Η χαριστική βολή της αστείας πρόσοψης -είχε σιωπηλά υποθέσει- είναι ακρι­ βώς αυτή η αντίθεση με την παλιά αριστοκρατία. Ήταν η οσμή που αρχικά τον προειδοποίησε για το 303

λάθος του. Οι γλοιώδεις, μπαγιάτικες μυρωδιές που τον κατέκλυσαν μόλις δρασκέλισε το κατώφλι ήταν ασύμ­ βατες με τις συνήθειες της ζωής στα τέλη του εικοστού αιώνα. Ούτε θα μπορούσαν να αναπαραχθούν ή να αντιγραφούν. Έντονες και μυστηριώδεις, με επικαλύ­ ψεις μούχλας και χώματος, φούμο και καπνού, αποκά­ λυπταν την πολύχρονη εγκατάσταση και συνάμα την εγκατάλειψη. Κοίταξε τριγύρω τον προθάλαμο, έναν τεράστιο θολωτό χώρο, φωτισμένο φτωχά από μια λάμπα που κρεμόταν από μια αλυσίδα, τόσο πυκνά καλυμμένη από σκόνη και ιστούς αράχνης, ώστε φαι­ νόταν να είναι αυτά, παρά το σκουριασμένο μέταλλο, που κρατούσαν την κιτρινισμένη λάμπα. Ξαφνικά, θέλησε να γελάσει. Αυτό ήταν ένα πολύ καλύτερο αστείο από ό,τι η αντίθεση που είχε φανταστεί. Επρόκειτο για ένα αριστοτεχνικό εφεύρημα· είχαν συνδυά­ σει άριστα την ψευδαίσθηση με την πραγματική εικόνα. Προφανώς, το σπίτι ήταν πράγματι αυτό που προοριζό­ ταν να μοιάζει· μια αριστοκρατική κατοικία που χρο­ νολογούνταν από την περίοδο που το Μιλάνο ήταν μια πόλη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Στο τέλος του προθαλάμου, μια επιβλητική πέτρινη σκάλα οδηγούσε προς τις σκοτεινές αίθουσες του επάνω ορόφου. Δεν υπήρχε κανένας ήχος, κανένα ίχνος ζωής. «Θυμάσαι πώς να ’ρθεις εδώ;» είχε ρωτήσει η γυναίκα όταν τηλεφώνησε το απόγευμα από το ξενοδο­ χείο του. Η ίδια κοριτσίστικη φωνή όπως πριν. Εκείνη, ωστόσο, είχε παρατηρήσει αυτή τη φορά ότι εκείνος «ακουγόταν κάπως διαφορετικός». Είχε πάρει τη διεύ­ 304

θυνση από τη SIP, την τηλεφωνική εταιρία, μέσω του υπουργείου στη Ρώμη. Του ε'δωσαν επίσης τα ονόματα των άλλων δύο συνδρομητών που είχε καλέσει ο Ρουσπάντι στο Μιλάνο. Ένας, αναμενόμενα, ήταν ο ξάδελφός του, ο Ραϊμόντο Φαλκόνε. Ο άλλος ήταν ο Μάρκο Ζεπένιο. Η γυναίκα τού είχε πει να φτάσει στις οκτώ. Προφανώς, η Καρμέλα θα πήγαινε την αδελφή της στην όπερα εκείνη τη νύχτα και θα είχε φύγει μέχρι τότε. Οι σκάλες οδηγούσαν σε μια γκαλερί που διέτρεχε το κτίριο σε όλο το μήκος του πρώτου ορόφου. Απογυ­ μνωμένη από τα διακοσμητικά και τα λάφυρα που είχε σχεδιαστεί να επιδεικνύει, η αίθουσα έδειχνε άχρηστη και λίγο μακάβρια. Η επίπλωση του χώρου δεν είχε καμία χρησιμότητα. Δεν υπήρχαν καρέκλες, μόνο πολ­ λές ξύλινες συρταριέρες. Ένα τζάκι σε μέγεθος κανο­ νικού δωματίου καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος ενός τοίχου, αλλά δεν υπήρχε θέρμανση. Ο γυμνός σοβάς περιστασιακά καλυπτόταν από κάποια πορτρέτα αντρών με σχεδόν όμοια γένια, μουστάκια, γραβάτες και εκφράσεις πηγαίας θρασύτητας. «Δεν είσαι ο Λούντο!» Εκείνος στριφογύρισε. Η φωνή είχε έρθει από την άλλη πλευρά της αίθουσας, αλλά δε φαινόταν να είναι κανένας εκεί. Έπειτα πρόσεξε αυτό που στην αρχή φάνηκε με το ολόσωμο πορτρέτο της γυναίκας που είχε δει στο τρένο, με τα ανοιχτά μπλε μάτια της στραμμένα προς εκείνον, ενώ το πρόσωπό της πλαισίωναν τα φωτεινά ξανθά μαλλιά της. Την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. Ο αέρας ήταν πυκνός, λες και η ομίχλη απ’ έξω 305

έμπαινε μέσα στο σπίτι, διαστρεβλώνοντας τις αποστά­ σεις και θολώνοντας τις λεπτομέρειες. «Δεν μπορούσε να έρθει», ξεκίνησε ο Ζεν. «Μα το υποσχέθηκε!» Παρατήρησε ότι η γυναίκα στεκόταν σε μια φωτι­ σμένη πόρτα, από την οποία τον παρακολουθούσε. Καθώς την πλησίαζε, δεν υπήρχε καμιά ανησυχία στην έκφρασή της, αλλά έντονη απογοήτευση, την οποία δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει. «Του μίλησα μόλις πριν από λίγο και υποσχέθηκε ότι θα έρθει!» Φορούσε ένα ασύμμετρο φόρεμα από βαρύ μαύρο ύφασμα που τόνιζε τη χλομάδα της. Ο τρόπος της ήταν ευθύς και κοίταζε κατάματα τον Ζεν. «Υποσχέθηκε!» επανέλαβε εκείνη. «Σωστά. Αλλά δεν αισθάνεται πολύ καλά». «Είναι η κοιλίτσα του;» ρώτησε γαλήνια η γυναίκα. Ο Ζεν ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Ναι. Ναι, η κοιλίτσα, ναι. Έτσι, μου ζήτησε να έρθω εγώ αντί για εκείνον». Κινήθηκε προς εκείνον, με το βλέμμα της στυλωμέ­ νο στο πρόσωπό του. «Εσύ ήσουν», είπε. «Εγώ;» ρώτησε αμήχανα εκείνος. Εκείνη κατένευσε, σίγουρη. «Δεν ήταν ο Λούντο που τηλεφώνησε. Ήσουν εσύ». Ο Ζεν χαμογέλασε δειλά. «Ο Λούντο δεν μπορούσε να έρθει ο ίδιος, έτσι έστειλε εμένα». 306

«Και ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε όπως μια πριγκίπισσα σε παραμύθι απευθύνεται σ’ έναν απρόσκλητο επι­ σκέπτη. Ο Ζεν μπορούσε πλέον να τη μυρίσει. Η οσμή ήταν σχεδόν εξουθενωτική, ένα έντονο άρωμα σωματικών εκκρίσεων που ήταν κάθε άλλο παρά δυσάρεστο. Σε συνδυασμό με την επιβλητική φιγούρα της γυναίκας και τον αέρα μιας παιδιάστικης ειλικρίνειας, δημιουρ­ γούσε ένα συνονθύλευμα που ήταν εξαιρετικά ερωτι­ κό. Ο Ζεν άρχισε να καταλαβαίνει την έλξη του πρί­ γκιπα για την ξαδέλφη του στο Μιλάνο. «θυμάσαι που ο Λούντο είχε αναφέρει ότι θα μιλού­ σε σε κάποιον που δούλευε για κάποιο περιοδικό;» ρώτησε. Η γυναίκα συνοφρυώθηκε, λες και το να ανακαλεί τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας ήταν ένας πνευματικός άθλος ισοδύναμος με το να παίζεις σκάκι χωρίς σκακιέρα. Αμέσως μετά συνήλθε και του έσκασε ένα χαμόγελο χαράς. «Για τις κούκλες μου!» «Ακριβώς». Ο Ζεν χαμογέλασε. «Εσύ ήσουν; θέλεις να γράψεις γι’ αυτές;» αναφώ­ νησε. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και κούνησε τα λεπτά χέρια της με ενθουσιασμό, «θα έχει φωτογρα­ φίες; Χρειάζομαι χρόνο για να φροντίσω ώστε όλες να είναι όμορφες. Για να σου πω την αλήθεια, νόμιζα ότι ο Λούντο αστειευόταν». Ο Ζεν εξήγησε ότι, αν και θα ήθελαν φυσικά να 307

πάρουν φωτογραφίες σε κάποια μετέπειτα φάση, αυτή ήταν μια απλή επίσκεψη για να γνωριστούν. Αλλά η Αριάνα Φαλκόνε δεν έδειχνε να ακούει. Γύρισε και άρχισε να περπατά μέσα από την πόρτα, σαν χαμένη, γεμάτη ενθουσιασμό. «Σκέψου το μόνο! Στα περιοδικά!» Σε αντίθεση με τον ψυχρό, εγκαταλειμμένο χώρο της γκαλερί, το δωμάτιο πιο πέρα -αν και είχε σχεδόν το μέγεθος ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου- ήταν καθησυχαστικά κανονικό στην εμφάνισή του. Οι αρχιτεκτο­ νικοί κανόνες της κατοικίας είχαν αλλοιωθεί από την επιδέξια χρήση της μπογιάς και του φωτός, και η επί­ πλωση ήταν άνετη, φωτεινή και σύγχρονη. ΓΙρος δυσα­ ρέσκεια του Ζεν, στο μέρος βρίσκονταν πενήντα ή εξή­ ντα άνθρωποι, όρθιοι ή καθιστοί, σιωπηλοί, μόνοι τους ή σε ομάδες. Η παρουσία τους πανικόβαλε τον Ζεν. Η Αριάνα απορεί να είχε δεχτεί την ιστορία του χωρίς ερωτήσεις, αλλά ήταν απίθανο να αντέξει την εξέταση από το πλή­ θος. Ποτέ ο Ζεν δεν είχε νιώσει τόση αμηχανία για το κακόγουστο ντύσιμό του, καθώς παρατηρούσε τους ανθρώπους αυτούς, ο καθένας από τους οποίους φορού­ σε κάτι τόσο κομψό και εντυπωσιακό, που δύσκολα ξεχώριζες το πρόσωπο που το φορούσε. Πράγματι, μόνο όταν η Αριάνα γύρισε με μια ζωηρή κίνηση και ανακοίνωσε: «Λοιπόν, να τες!» ο Ζεν συνει­ δητοποίησε ότι επρόκειτο για κούκλες. «Κάποιες από αυτές είναι επάνω, για τα νέα ρούχα τους», συνέχισε. «Ο Ράίμόντο μου έδωσε πρόσφατα ένα 308

τεύχος του Women’s Wear Daily κι έκλεψα πολλές ιδέες. Εσείς για ποιο περιοδικό δουλεΰετε, παρεμπιπτόντως;» «Ε... το Gente». «Δεν το έχω ακοΰσει ποτέ». Πρέπει να είσαι το μόνο άτομο στην Ιταλία που δεν το έχει ακούσει, σκέφτηκε ο Ζεν. Δε γνώριζε ούτε τι είχε συμβεί στον Λουντοβίκο Ρουσπάντι. Υπήρχε κάποια σύνδεση; «Αφορά διάσημες προσωπικότητες», εξήγησε. «Σταρ». «Τα μόνα που μου φέρνει ο Ραϊμόντο είναι περιοδι­ κά μόδας. Και δεν μπορώ να βγω έξω, φυσικά, λόγω της ασθένειάς μου. Όπως και να ’ναι, πώς σας φαίνονται;» Έδειξε τριγύρω στο δωμάτιο, περιμένοντας με αγω­ νία την αντίδραση του Ζεν. «Είναι θαυμάσιο», απάντησε εκείνος. Το εννοούσε! Ό,τι κι αν σήμαινε αυτό το παράξενο σύνολο, η κλίμακα της σύλληψης και η ποιότητα της εκτέ­ λεσης ήταν πραγματικά εντυπωσιακές. Καθεμία από τις κούκλες -μια κανονικού μεγέθους ξύλινη φιγούρα- είχε ντυθεί με μια φορεσιά που όμο,ιά της δεν είχε ξαναδεί ο Ζεν. Μερικές φορές τα υφάσματα και τα χρώματα έρχο­ νταν σε έντονη αντίθεση, ενώ κάποιες άλλες έδεναν αρμονικά. Οι θαυμάσιοι συνδυασμοί των ρούχων βασί­ ζονταν σε βαριά βελούδα και αραχνοΰφαντα τούλια, ενώ τιράντες από τουίντ συγκροτούσαν μια φούστα που θα μπορούσε να είχε φτιαχτεί από μαρέγκες. Ακόμη και για κάποιον τόσο αδαή από μόδα -όπως ο Ζεν-, ήταν ξεκά­ θαρο ότι αυτά τα ρούχα ήταν πολύ ιδιαίτερα. 309

«Ο Ραϊμόντο είναι ο αδελφός σου;» ρώτησε. Το πρόσωπο της Αριάνα, που έλαμπε από ευχαρί­ στηση από το κομπλιμέντο του, ζάρωσε. Έγνεψε κατα­ φατικά. «Και με τι ασχολείται;» ρώτησε ο Ζεν. «Ασχολείται; Δε δουλεύει. Κανένας μας δε δουλεύει». Ο Ζεν χαμογέλασε δείχνοντας τις κούκλες. «Κι όλο αυτό;» Εκείνη έκανε μια γκριμάτσα. «Ω, αυτό είναι παιχνίδι, όχι δουλειά». Εκείνος περπάτησε ανάμεσα στις στημένες κούκλες με τις αληθοφανείς πόζες. Ένα κοστούμι τράβηξε την προσοχή του· το σακάκι ήταν από «ξυρισμένο» βελού­ δο που έμοιαζε με σουέντ, σε έντονα, καθαρά χρώμα­ τα. Το είχε δει πριν, και όχι πάνω σε κούκλα. «Τα φτιάχνεις, αλήθεια, όλα μόνη σου;» ρώτησε. «Φυσικά! Συνήθιζα να έχω μικρές κούκλες, αλλά αυτό ήταν πολύ χρονοβόρο, έτσι ο Ραϊμόντο μου πήρε αυτές». Έδειξε μια αντρική φιγούρα στα δεξιά του Ζεν. «Έφτιαξα αυτή τη φορεσιά πέρυσι. Είναι εμπνευ­ σμένη από κάτι που είδα σε ένα αντρικό περιοδικό μόδας που είχε αφήσει ο Ραϊμόντο. Ήταν μια δερμάτι­ νη μπλουζίτσα με τζην. Σκέφτηκα ότι θα ήταν λίγο βαρετό, κι έτσι έβαλα αυτά τα κομμάτια μέσα στο σου­ έντ, για να αποκαλύψω μια ψεύτικη φόδρα φτιαγμένη από μετάξι με μπλε στίγματα, που μοιάζει με πλυμένο ντένιμ. Τα υπόλοιπα κομμάτια είναι από ρεγιόν». ! Ο Ζεν το κοίταξε με θαυμασμό. «Είναι εξαίσιο!» 310

Το παράξενο πρόσȦπό της έγινε σκυθρωπό. «Εκείνος δεν έχει την ίδια γνώμη». «Ο αδελφός σου;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Μου κάνει εντύπωση που συμφώνησε να σε αφήσει να έρθεις. Νομίζω ότι ντρέπεται λίγο για τις κούκλες μου. Όταν μου τηλεφώνησε την περασμένη εβδομάδα και του ανέφερα τα σχόλια του Λούντο για το περιοδι­ κό, θύμωσε πραγματικά». Ο Ζεν κοίταξε το βελούδινο σακάκι, ενώ το μυαλό του έπαιρνε γρήγορες στροφές. Ήταν δυνατόν; «Και πού είναι τώρα;» ρώτησε. «Ο Ράίμόντο; Ω, είναι μακριά, στην Αφρική. Κυνη­ γά λιοντάρια». «Αυτό πρέπει να είναι επικίνδυνο». «Αυτό ακριβώς του είπα κι εγώ όταν μου το είπε. Και ξέρετε τι μου απάντησε; Μόνο για το λιοντάρι!» Κοίταξε εκείνη, μετά τις κούκλες. Η αντίθεση ανά­ μεσα στα εντυπωσιακά ρούχα τους και το κουρελια­ σμένο ένδυμά της, εμποτισμένο με τη μεθυστική μυρω­ διά των σωματικών εκκρίσεων, δε θα μπορούσε να είναι πιο έντονη. «Φοράς ποτέ κανένα από αυτά τα ρούχα εσύ;» ρώτησε ο Ζεν. Εκείνη συνοφρυώθηκε, σαν να είχε πει κάτι που δεν είχε νόημα. «Είναι ρούχα για κούκλες!» «Μα φαίνονται αληθινά!» Εκείνη ανασήκωσε χαζά τους (άμους της. 311

«Είναι απλώς κάτι για να με διασκεδάζει όσο είμαι άρρωστη. Όταν ξαναγίνω καλά, και γυρίσουν η μαμά και ο μπαμπάς, θα τις φυλάξουμε όλες». Εκείνος ε'κανε μια χειρονομία δείχνοντας ολόγυρα. «Τι μεγάλο σπίτι!» «Είναι;» τον ρώτησε με άδειο βλέμμα. Ήταν έτοιμος να πει κάτι, όταν εκείνη συνέχισε: «Ο μπαμπάκας συνή­ θιζε να λέει ότι έμοιαζε με κουκλόσπιτο, με τα παράθυ­ ρα και τις πόρτες ζωγραφισμένα στην πρόσοψη». «Γιατί είναι έτσι;» Έκανε μια προσπάθεια να θυμηθεί. «Συνέβη στον πόλεμο», είπε στο τέλος. «Μια βόμβα». «Α. Και εσΰ και ο Ραϊμόντο μένετε μόνοι σας εδώ;» «Όχι, εκείνος έχει δικό του μέρος κάπου αλλοΰ. Δε θέλει να κολλήσει την αρρώστια μου, βλέπετε». Ο Ζεν την κοίταξε σαν αυτό να ήταν απόλυτα λογικό. «Είναι κολλητική, δηλαδή;» «Έτσι λέει. Μου είπε ότι αν έμενε εδώ περισσότε­ ρο, θα κατέληγε τόσο τρελός σαν κι εμένα. Γι’ αυτό έφυγαν η μαμάκα και ο μπαμπάκας, επίσης. Διώχνω τους ανθρώπους. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Είναι η αρρώστια μου...» Η φωνή της έσβησε. «Τι είναι;» ρώτησε ο Ζεν. Εκείνη απέμεινε να ακούει, με το κεφάλι της γερμέ­ νο στη μία πλευρά. Εκείνος την κοίταξε. «Είναι κάτι;...» «Σσσς!» Άρχισε να τρέμει. «Κάποιος έρχεται!» Ο Ζεν τέντωσε τα αφτιά του, αλλά δεν μπορούσε να ακούσει τον παραμικρό ήχο. 312

«Πρέπει να είναι η Καρμέλα! Δεν ξέρω τι συνέβη! Η όπερα δεν μπορεί να τελείωσε ακόμη». Χτύπησε πανικόβλητη τα χέρια της. «Ω, τι θα κάνουμε; Τι πρό­ κειται να κάνουμε;» Ο Ζεν την κοίταζε αμήχανος. «Βγάλε το παλτό και το σακάκι σου!» ψιθύρισε εκείνη. Πετάχτηκε στην κοντινή κούκλα, έβγαλε το μπλουζάκι που φορούσε και το έδωσε στον Ζεν. Μετά έκανε κου­ βάρι το παλτό και το σακάκι του, και τα έχωσε βιαστικά κάτω από μια καρέκλα. Αισθανόμενος απόλυτα γελοίος, ο Ζεν φόρεσε με κόπο το μπλουζάκι. Η Αριάνα πήρε ένα καπέλο ψαρά από μια άλλη κούκλα και του το φόρεσε. «Τώρα στάσου εκεί και μην κουνιέσαι!» Ακούστηκαν βήματα. «Αριάνα; Α, εδώ είσαι!» Ο Ζεν αναγνώρισε αμέσως τη φωνή, λες και την άκουγε συνέχεια την προηγούμενη εβδομάδα. Ο ομιλη­ τής δεν ήταν ορατός από εκεί που έστεκε παγωμένος ο Ζεν, αλλά μπορούσε να ακούσει καθαρά το τρέμουλο στη φωνή της Αριάνα. «Ραϊμόντο!» «Ȇοιον περίμενες;» «Ȇερίμενα;... Κανέναν! Κανένας δεν έρχεται εδώ». Το παρακάνεις, σκέφτηκε ο Ζεν. Αλλά ο τραχύς τόνος του άντρα δεν αποκάλυπτε κανένα ίχνος υπο­ ψίας. «Λογικό δεν είναι;» Η γυναίκα απομακρύνθηκε από τον Ζεν. 313

«Νόμιζα ότι ήσουν στην Αφρική και κυνηγούσες λιο­ ντάρια». «Τα σκότωσα όλα», είπε μ’ ένα κοφτό γέλιο. Ο Ζεν ήδη ένιωθε το άκαμπτο σώμα του να πονά. Για να ξεχαστεί, κοίταξε το κοστούμι της κούκλας απέ­ ναντι του, ένας εξαιρετικός συνδυασμός από γούνα, δέρμα, βελούδο και μετάξι, προφανώς σχισμένα σε λωρίδες και μετά ραμμένα ασύμμετρα. «Είδες τον Λούντο;» ρώτησε ξαφνικά η γυναίκα, ενώ η αγωνία στη φωνή της ήταν ολοφάνερη. «Τον ξάδελφο Λουντοβίκο;» ψέλλισε. «Ναι, τον είδα». «Πότε; Πού; Πώς είναι; Πότε θα γυρίσει;» «Ω, θα αργήσει, φοβάμαι. Πολύ». Η φωνή του φανέ­ ρωνε εσκεμμένη σκληρότητα. «Τον πλήγωσε κάποιο λιοντάρι;» ρώτησε απελπι­ σμένη. Ο άντρας γέλασε. «Τι ανοησίες λες! Δεν ήταν λιοντάρι, ήσουν εσύ. Δεν μπορεί να αντέξει εσένα, Αριάνα. Είναι δικό σου το λάθος! Τους διώχνεις όλους με το τρελό μουρμουρητό σου. Όλους εκτός από τις κούκλες σου. Είναι οι μόνες που μπορούν να σε αντέξουν πια». «Ελπίζω να έκανες δουλειά όσο έλειπα», συνέχισε ο άντρας. «Ναι». «Τότε σταμάτα να σαχλαμαρίζεις και δείξε μου. Πού είναι; Πάνω στο εργαστήριο;» «Ναι». 314

«Πάμε τότε». Ξαφνικά, ο άντρας βρέθηκε τόσο κοντά στον Ζεν, που μπορούσε να τον ακουμπήσει. Η γυναίκα ακολού­ θησε, με το κεφάλι της χαμηλωμένο, κλαίγοντας. Δεν είχε προδώσει την παρουσία του Ζεν. «Θα πρέπει να σε προσέχω, Αριάνα», παρατήρησε ο άντρας ψυχρά. «Μου φαίνεται ότι πρόκειται να περάσεις πάλι μια από τις άσχημες φάσεις σου». «Αυτό δεν είναι αλήθεια! Ποτέ δεν έχω αισθανθεί τόσο καλά». «Βλακείες! Δεν ξέρεις αν είσαι καλά ή όχι, Αριάνα. Ποτέ δεν ήξερες και ποτέ δε θα μάθεις». Βγήκαν από μια πόρτα στην άλλη πλευρά του δωμα­ τίου. Αφού έκλεισε την πόρτα, ο Ζεν έβγαλε βιαστικά το μπλουζάκι και το καπέλο, βρήκε το παλτό και το σακάκι του, και τα ξαναφόρεσε. Η γκαλερί ήταν τόσο ψυχρή και σιωπηλή, σαν κρύπτη. Ο Ζεν περπάτησε στις μύτες των ποδιών του κατά μήκος της και κατέβη­ κε βιαστικά και αθόρυβα κάτω στον προθάλαμο, όπου άνοιξε την ξύλινη πόρτα τοποθετημένη στη ζωγραφι­ σμένη πύλη και βγήκε έξω. Η ομίχλη ήταν πυκνότερη, ένα αόρατο εμπόδιο που εμφανιζόταν σαν βρικόλακας κάθε νύχτα, ρουφώντας οτιδήποτε ρεαλιστικό, για να θρέψει το δικό της απατηλό κόσμο. Ο Ζεν εξαφανί­ στηκε μέσα της, σαν ένα δημιούργημα της φαντασίας της πόλης.

315

Κεφάλαιο 7

Τ

ο ξενοδοχείο του Ζεν βρισκόταν δίπλα στο σταθ­ μό, ένα κτίριο τριάντα ορόφων που στην ταράτσα του είχε στηθεί ένας μεγάλος αριθμός κεραιών και δορυφορικών πιάτων. Το επόμενο πρωί, ανανεωμένος, με το σώμα του να έχει απολαύσει ένα ευχάριστο μασάζ στο τζακούζι, φορώντας ένα μπουρνούζι με το όνομα του ξενοδοχείου κεντημένο με κόκκινη κλωστή, καθόταν και κοίταζε έξω από το παράθυρο τους δρό­ μους όπου οι Μιλανέζοι πήγαιναν βιαστικοί οτις δου­ λειές τους κάτω από έναν γκρίζο ουρανό. Απέναντι από το παράθυρο του Ζεν, μια ομάδα από εργάτες συγκολλούσαν και βίδωναν στη θέση τους ατσάλινες δοκούς, για να σχηματίσουν το σκελετό αυτού που, σύμφωνα με την επιγραφή στις σκαλωσιές γύρω από το εργοτάξιο, επρόκειτο να γίνει άλλο ένα ξενοδοχείο. Κρίνοντας από τη δύναμη των χειρονομιών τους, θα πρέπει να έκαναν πολύ θόρυβο, αλλά, μέσα από τα διπλά τζάμια, οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν το ελαφρύ σφύριγμα του κλιματιστικού, το μουρμουρητό ενός εκφωνητή ειδήσεων του αμερικανικού καλωδιακού δικτύου στο οποίο ήταν συντονισμένη η τηλεόραση και το σήμα κλήσης στο ακουστικό του τηλε­ φώνου που ο Ζεν κρατούσε στο αφτί του. 317

«Είμαι ένας φίλος του σινιόρ Νιέντου. Θα ήθελα να μιλήσω με το Μάγο, παρακαλώ». «Περιμένετε». Ακολούθησε ένας υπόκωφος ήχος καθώς το ακου­ στικό ακοΰμπησε πάνω σε κάτι. Ο Ζεν στράφηκε στην τηλεόραση. Πήρε το τηλεχειριστήριο και άλλαξε τυχαία κανάλια, γυρνοοντας ανάμεσα σε μια ποικιλία από τηλε­ παιχνίδια, παλιές ταινίες, συζητήσεις με διάφορους καλεσμένους, διαφημίσεις και περιγραφές αγώνων. Αναγνωρίζοντας ένα γνωστό πρόσωπο στον καταιγισμό εικόνων, δυνάμωσε την ένταση. «...ΟʌȦıįήποτε. Θα συμφωνούσατε με αυτό;» «Δε συμφωνώ με κανέναν παρά με τον εαυτό μου». «Ποια είναι η θέση σας σχετικά με το μήκος της φού­ στας;» «Αδιαφορώ. Τα ρούχα μου είναι βασισμένα στην απλότητα που χαρακτηρίζει τη φύση. Η φύση δεν ενδιαφέρεται αν οι φούστες θα είναι στενές ή μακριές αυτή τη σεζόν. Εγώ προσπαθώ να απεικονίσω στις γραμμές μου την ανεμοδαρμένη άμμο, τον παφλασμό των κυμά­ των...» Ο Ζεν πάτησε το κουμπί της σίγασης καθώς άκουσε θόρυβο στην άλλη άκρη της γραμμής. «Ο Μάγος είναι γενναιόδωρα ευτυχής να ικανοποιή­ σει το αίτημά σας. Ιδού τα λόγια του Μάγου». Αμέσως σήκωσαν το άλλο ακουστικό. «Εμπρός;» ακούστηκε μια αγορίστικη φωνή. «Νικολό, είμαι ο Αουρέλιο, ο φίλος του Γκιλμπέρτο. Είχες καμία τύχη με το μικρό γρίφο που σου έβαλα;» 318

«Ένα λεπτό». Ο Ζεν έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε το αγόρι στο άθλιο σπίτι του, σ’ ένα από τα τριτοκοσμικά προάστια της Ρώμης, σαν λευκό άγγελο που έπαιζε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, με τα μυστικά του υλικού κόσμου. «Είναι χρονολογημένο την Τετάρτη, την προηγούμε­ νη μέρα από τότε που ήρθατε να με δείτε», είπε ο Νικολό, σηκώνοντας ξανά το ακουστικό. «Το κείμενο λέει τα εξής: “Ανώνυμες πηγές στο Βατικανό επιβεβαιώ­ νουν ότι υπάρχει μια μυστική ομάδα εντός του Τάγμα­ τος της Μάλτας, που ονομάζεται Καμπάλ. Η ύπαρξη αυτής της ομάδας αποκαλύφθηκε στην Κούρια από τον Λουντοβίκο Ρουσπάντι σε αντάλλαγμα για την ασυλία του για το διάστημα πριν από το θάνατό του. Είχε ανα­ φερθεί προφορικά από τον Ζεν, Αουρέλιο, με τα αρχι­ κά Λ. Ρ.”». Ακολούθησε μακρά σιωπή. Στη συνέχεια, ο Ζεν άρχισε να γελά διστακτικά κι έπειτα ξέσπασε σε δυνα­ τά χαχανητά που έμοιαζαν με κλάματα. Ώστε αυτές ήταν οι πληροφορίες που είχε υποθέσει ότι ήταν τόσο απόρρητες, ώστε να σκοτωθεί ο Κάρλο Ρομίτζι για να μη διαρρεύσουν! Το υπουργείο δεν είχε κανένα ταυτό­ σημο αρχείο για την Καμπάλ. Οι πληροφορίες τους περιορίζονταν σε όσα είχαν ειπωθεί από τον Ζεν, ο οποίος γνώριζε μόνο ό,τι του είχαν πει από το Βατικα­ νό, που, με τη σειρά του, ήξερε μόνο όσα είχαν ειπωθεί από τον Λουντοβίκο Ρουσπάντι, ο οποίος τα είχε επι­ νοήσει όλα. 319

«Ερεύνησα τον απόρρητο φάκελο για τον Αουρέλιο Ζεν», συνέχισε ο Νικολό, «αλλά δε βρήκα τίποτα». «Εννοείς ότι δεν έχεις πρόσβαση;» «Όχι, δεν υπάρχει. Υπάρχει ένας ανοιχτός φάκελος στη βάση δεδομένων. Έκανα ένα αντίγραφο από εκεί­ νον. Μπορείς να τον πάρεις αν θες, αν και ειλικρινά φαίνεται ότι έχει μια πολύ βαρετή ζωή...» Ο Ζεν ξεροκατάπιε. «Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθειά σου, Νικολό». «Μάλλον ήταν χάσιμο χρόνου». «Καθόλου. Αντιθέτως. Όλα ξεκαθάρισαν τώρα». Κατέβασε το ακουστικό με ένα απροσδιόριστο αίσθημα μελαγχολίας. Όλα ήταν ξεκάθαρα και μισητά. Ίσως γι’ αυτό όλα έμεναν συνήθως ασαφή, επειδή βαθιά μέσα τους οι άνθρωποι τα προτιμούσαν έτσι. Είχε σίγουρα ανάμεικτα συναισθήματα που γνώριζε ότι θεωρούνταν τόσο ασήμαντος, ώστε οι δυνάμεις του κατεστημένου δεν είχαν καν μπει στον κόπο να τον παρακολουθούν στενά. Οποιαδήποτε ικανοποίηση δεν μπορούσε να υπερνικήσει το θυμό και τον πόνο. Δεν άξιζε κάτι περισσότερο; Προφανώς, όχι. Λοιπόν, μόλις είχε ακούσει τον επικήδειο του: μια πολύ βαρετή ζωή... Στο τραπέζι ήταν ακουμπισμένο ένα μήνυμα που το είχαν φέρει με το πρωινό του, το οποίο έλεγε ότι η Αντόνια Σιμονέλι περίμενε να τον δει στις έντεκα εκεί­ νο το πρωί. Ο Ζεν έριξε μια ματιά κι έπειτα έστρεψε το βλέμμα του στην τηλεόραση, όπου «ο φιλόσοφος της ντουλάπας» συνέχιζε να μιλά. Αναγνώρισε το όνομα του σταθμού -ένα ιδιωτικό κανάλι, εγκατεστημένο 320

στην πόλη- και βρήκε τον αριθμό του από τις Πληρο­ φορίες Καταλόγου. Στην άλλη γραμμή, μια νεαρή γυναίκα ακουγόταν πολύ ενθουσιασμένη που εργαζό­ ταν στην τηλεόραση. «Ναι!» «Αυτό το τοκ σόου που προβάλλεται είναι ζωντανό;» «Ζωντανό! Ζωντανό!» «Θέλω να μιλήσω στον καλεσμένο σας». «Τον καλεσμένο μας!» «Πείτε του να αφήσει έναν αριθμό όπου θα μπορώ να επικοινωνήσω μαζί του αργότερα σήμερα το πρωί». «Αργότερα! Αργότερα!» «Πείτε του ότι είναι επείγον. Ζήτημα ζωής ή θα­ νάτου!» «Ζωής! Θανάτου!» «Ναι. Το όνομα είναι Μάρκο Ζεπένιο». Προτού ντυθεί, ο Ζεν έκανε ένα ακόμη τηλεφώνημα, αυτή τη φορά στη Ρώμη. Ο Γκιλμπέρτο Νιέντου αρχικά δε συμφωνούσε με τον Ζεν, και μάλιστα να γίνουν όλα μέσα σε ένα Σάββατο, αλλά ο Ζεν είπε ότι θα πλήρωνε όλα τα έξοδα, ακόμη και τη μεταφορά στο αεροδρόμιο. Αφού έφυγε από το ξενοδοχείο, ο Ζεν περπάτησε προς το μεγάλο βουλεβάρτο που οδηγούσε από το φανταστικό μαυσωλείο του Κεντρικού Σταθμού στα πολύβουα δρομάκια της Πιάτσα ντέλα Ρεπούμπλικα. Τσως ήταν το πιο ακατάλληλο σημείο της πόλης για έναν περίπατο. Λόγω της εγγύτητάς τους με τις σιδηρο­ δρομικές γραμμές, τα βομβαρδιστικά των συμμάχων έκαναν συχνές εξορμήσεις λίγο πριν από τη λήξη του 321

πολέμου. Έτσι, μεταπολεμικά, η ανοικοδόμηση είχε πραγματοποιηθεί σε μια περίοδο που η ιταλική αρχιτε­ κτονική ήταν ακόμη επηρεασμένη από τη βάρβαρη θριαμβολογία της φασιστικής εποχής. Ωστόσο, ο Ζεν δεν ενδιαφερόταν για το περιβάλλον απλώς χρειαζό­ ταν να σκοτώσει λίγο την ώρα του. Έκανε άσκοπες βόλτες τριγύρω, χαζεύοντας τις βιτρίνες, παρατηρώντας τους περαστικούς, μένοντας αρκετή ώρα μπροστά σ’ ένα κατάστημα που πουλού­ σε ή ενοίκιαζε κοστούμια για το καρναβάλι. Τελικά, έφτασε στην Πιάτσα ντέλα Ρεπούμπλικα, της οποίας τα οβάλ και ορθογώνια παρτέρια ακόμη έδειχναν τα σημάδια της ζημιάς που είχαν υποστεί κατά τη διάρ­ κεια της κατασκευής της καινούριας γραμμής Γ του υπογείου. Σε κάποια απόσταση από την πλατεία, με­ τά τους κήπους με το γκαζόν, ορθωνόταν ένα από τα παλαιότερα και πιο πολυτελή ξενοδοχεία της πόλης. Καθώς ο Ζεν γύρισε προς τα πίσω, την προσοχή του τράβηξε ένα νεαρό ζευγάρι που περίμενε έξω από την είσοδο του ξενοδοχείου. Η γυναίκα ήταν εκθαμ­ βωτική μέσα στο κρεμ ταγέρ της, αποπνέοντας έναν ήρεμο ερωτισμό, ενώ ο συνοδός της με το αγγελικό πρόσωπο ήταν ιδιαίτερα διαχυτικός μαζί της. Ο Ζεν περιεργαζόταν το ζευγάρι με αδιακρισία. Η γυναίκα φαινόταν γνίοστή, χωρίς να μπορεί να το προσδιορί­ σει. Τόσο εντυπωσιακό ήταν το θέαμα, ώστε μόλις το τελευταίο λεπτό, καθώς το ταξί απομακρυνόταν, μεταφέροντας τη γυναίκα και το νεαρό θαυμαστή της από τη σκηνή περασμένων απολαύσεων σε αυτή των 322

μελλοντικών ηδονών, ο Ζεν αναγνώρισε την Τάνια Μπιάσιτς. Αμέσως επιβιβάστηκε σ’ ένα ταξί, το οποίο πλησία­ ζε στην είσοδο για να παραλάβει δύο Ιάπωνες που είχαν μόλις βγει από το ξενοδοχείο. Αγνοώντας τις φωνές του θυρωρού, που έμοιαζε με Λατινοαμερικανό στρατηγό μέσα στη στολή του, ο Ζεν άνοιξε την πίσω πόρτα και μπήκε μέσα. «Ακολούθησε εκείνο το ταξί!» φώναξε. Ο οδηγός γύρισε προς το μέρος του με μια βαριεστημένη έκφραση. «Βλέπεις πολλές ταινίες, ντοτό». «Αυτή η σειρά είναι μόνο για τους πελάτες μας!» βροντοφώναξε ο θυρωρός, ανοίγοντας την πόρτα ξανά. Οι δύο Γιαπωνέζοι παρακολουθούσαν σαστισμένοι. Έτσι κι αλλιώς, ήταν πολύ αργά πια. Το άλλο όχημα είχε ήδη χαθεί ανάμεσα στα κίτρινα ταξί, που κινούνταν σαν σμήνος μελισσών προς κάθε κατεύθυνση. Ο Ζεν βγήκε από το ταξί και βάδισε αργά πίσω στο δρόμο, κουνώντας το κεφάλι του. Στη γωνία του απέναντι τετραγώνου, κάτω από το ψηλό προστέγασμα, μια κόκκινη επιγραφή νέον διαφήμιζε το Μπαρ Κάπρι. Το εσωτερικό του, με τις γκρίζες επιφάνειες του τσιμέντου, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τ’ όνομά του. Ο Ζεν πήγε στο τηλέφωνο και κάλεσε τον αριθμό που του είχαν αφήσει στον τηλεοπτι­ κό σταθμό. «Ναι;» ακούστηκε σχεδόν αμέσως μια φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. Ως εκείνη την ώρα ο Ζεν δεν είχε ξεκαθαρίσει τι επρόκειτο να πει, αλλά η συνάντηση έξω από το ξενοδο­ 323

χείο ήταν καταλυτική για τη συνέχεια. Η συνάντηση με την Τάνια και το νεαρό θαυμαστή της τον είχε εξοργίσει τόσο, ώστε ήθελε να την ξανακερδίσει με οποιοδήποτε κόστος. Και το κόστος -το χρήμα- ήταν το κλειδί. Αν ο Πρίμο είχε τα χρήματα να την πάει σε ένα τέτοιο ξενο­ δοχείο, σίγουρα είναι ματσωμένος! Θα είχε πιθανώς πληρώσει και για την πτήσης της επίσης. Φυσικά, ο Πρίμο ήταν γοητευτικός, αλλά την ίδια γοητεία είχε και ο Ζεν. Αυτό που δεν είχε ήταν μετρητά, και αυτό επρόκειτο να αλλάξει. Αρκετά είχε υπάρξει κορόιδο, παραμένοντας σε μια δουλειά χωρίς νόημα, ανταμοιβή ή ανα­ γνώριση. Ήταν η επιτυχία που σέβονταν οι άνθρωποι, όχι η εργατικότητα ή η εντιμότητα. Ο Γκιλμπέρτο του φερόταν υποτιμητικά, όπως και οι συνάδελφοί του, και τώρα αποδεικνυόταν ότι η Τάνια είχε ένα ειδύλλιο με κάποιον παντρεμένο άντρα με αρκετά χρήματα για να της προσφέρει καλοπέραση. Και πολύ σωστά, επίσης, σκέφτηκε. Δεν την κατηγορούσε. Ποιος ο λόγος να τηρεί κάποιος κατά γράμμα το νόμο, όταν μπορούσε να καταλήξει σαν τον Κάρλο Ρομίτζι οποιαδήποτε στιγμή; Μήπως θα ήταν παρήγορο για τη συνείδησή του αν θυμόταν πόσο σωστά είχε συμπεριφερθεί; «Καλημέρα, ντοτόρε», είπε, παίρνοντας την τραγου­ διστή προφορά ενός διευθυντή σχολείου από την Τστρια που εκείνος και οι συμμαθητές του συνεχώς κοροΐδευαν. «Σας είδα στην τηλεόραση σήμερα το πρωί. Πολύ καλή παράσταση, αν μου επιτρέπετε να το πω». «Ποιος είναι;» «Το όνομα που έδωσα νωρίτερα ήταν Μάρκο Ζεπέ324

νιο, αλλά όπως ξέρετε, ντοτόρε, το τηλέφωνο του Μάρκο έχει κοπεί». Όσο μιλούσαν, ακούγονταν συνε­ χώς παράσιτα. «Αναρωτιέμαι γιατί», συνέχισε ο Ζεν. «Δεν πλήρωνε τους λογαριασμούς του; Ή είχε αρχίσει να κάνει ανόητα τηλεφωνήματα, όπως ο Λουντοβίκο Ρουσπάντι;» «Ποιος είστε; Τι θέλετε;» Ο Ζεν χαχάνισε. «Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες εμπειρίες, είμαι βέβαιος ότι θα καταλάβετε αν αρνηθώ να σας απαντήσω αυτή τη στιγμή. Το να παρακολουθείς τηλέ­ φωνα στο Βατικανό είναι δουλειά για επαγγελματίες όπως ο Γκριμάλντι, αλλά οποιοσδήποτε ερασιτέχνης μπορεί να κρυφακούσει ένα κινητό τηλέφωνο». Η επικοινωνία διακόπηκε. Για ένα λεπτό ο Ζεν νόμισε ότι ο άντρας το είχε κλείσει, αλλά επανήλθε αμέσως, φωνάζοντας: «Εμπρός; Εμπρός;» «Ήταν μόνο παράσιτα», τον διαβεβαίωσε ο Ζεν. «Μην ανησυχείτε, δε θα με ξεφορτωθείτε τόσο εύκολα!» «Τι ακριβώς θέλετε;» «Θα σας πω όταν συναντηθούμε σήμερα το από­ γευμα». «Αδύνατο! Έχω μια...» Ξανά η επικοινωνία διακό­ πηκε για μερικά λεπτά. «...Μέχρι τις εξίμισι ή τις επτά. Θα μπορούσα να σας δω τότε». «Πολύ καλά». «Ελάτε στο γραφείο μου», είπε ο άντρας έπειτα από μια μεγάλη παύση. «Είναι ακριβώς πλάι στην Πιάτσα ντελ Ντουόμο. Η κύρια είσοδος είναι κλειστή εκείνη 325

την ώρα, αλλά μπορείτε να μπείτε από την έξοδο κιν­ δύνου που βρίσκεται στο πίσω μέρος. Διέρρηξαν κτίριο την περασμένη εβδομάδα και η κλειδαριά δεν έχει επι­ σκευαστεί ακόμη. Είναι στη Βία Φόσκολο, δίπλα στο φαρμακείο, η πράσινη πόρτα χωρίς αριθμό. Το γρα­ φείο μου βρίσκεται στον τελευταίο όροφο». Στην Πιάτσα ντέλα Ρεπούμπλικα, ο Ζεν ανέβηκε σε ένα πορτοκαλί τραμ με δύο βαγόνια που είχε την ένδει­ ξη «Πόρτα Βιτόρια». Λίγη ώρα αργότερα, κατέβηκε στη οτάση απέναντι οτα Δικαστήρια και, τρέχοντας πάνω στο λιθόστρωτο δρόμο, ανάμεσα από τ’ αυτοκίνητα, έφτασε στην ασφά­ λεια του πεζοδρομίου. Εκείνη τη στιγμή ένα ταξί στα­ μάτησε και βγήκε η Αντόνια Σιμονέλι- φαινόταν σοβα­ ρή και αγχωμένη. «Ήταν ο Ζεπένιο τελικά», μουρμούρισε. «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για αυτοκτονία». Ακούστηκε ένα δυνατό φρενάρισμα, ενώ κάποιος φώναζε το όνομά του. Γυρίζοντας, βρήκε τον εαυτό του πρόσωπο με πρόσωπο με την Τάνια Μπιάσιτς. Ένα άλλο ταξί είχε σταματήσει πίσω από το πρώτο. Ο νεαρός άντρας που είχε φύγει από το ξενοδοχείο με την Τάνια παρακολουθούσε ανήσυχος από την πίσω θέση του ταξί. «Εντάξει, Αουρέλιο», φώναξε η Τάνια, δείχνοντας εξοργισμένη την Αντόνια Σιμονέλι. «Σε ρώτησα πριν και σε ρωτάω ξανά. Ποια είναι;» Αγκαλιασμένοι, η Τάνια και ο Ζεν περπάτησαν κατά μήκος των λιθόστρωτων δρόμων της Πιάτσα ντελ 326

Ντουόμο. Στην άλλη άκρη, οι τελευταίοι όροφοι πολ­ λών κτιρίων ήταν τελείως κρυμμένοι πίσω από μια θεό­ ρατη πινακίδα διαφημίσεων, η οποία έδειχνε τρία πρό­ σωπα σε κολοσσιαίες διαστάσεις, και ο Ζεν θυμήθηκε τις εικόνες του Μαρξ, του Λένιν και του Στάλιν που κάποτε κοίταζαν από ψηλά τις παρελάσεις της Πρωτο­ μαγιάς στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας. Αλλά όπως ο καθολικισμός, ο παλιός αντίπαλός του, ο κομμουνι­ σμός δεν ήταν πλέον ένας σοβαρός διεκδικητής στην αρένα των ιδεών. Η εικόνα που κυριαρχούσε στην Πιάτσα ντελ Ντουόμο του Μιλάνου ήταν εκείνη των United Colors of Benetton, τα τεράστια, ψυχρά χαρα­ κτηριστικά μιας Σκανδιναβής γυναίκας, μιας μαύρης και ενός βρέφους από την Ασία. Αυτές οι χαρακτηρι­ στικές μορφές της νέας τάξης -πρεσβευτές του παγκό­ σμιου καταναλωτισμού- κοίταζαν κάτω τις μάζες θέλο­ ντας να ενσαρκώσουν τις φιλοδοξίες τους και να τις εξορθολογίσουν. «Θα μηνύσουν το νοσοκομείο», είπε η Τάνια. «Μπράβο τους». «Αυτό να μείνει μεταξύ μας, αλλά προφανώς η γυναίκα του Ρομίτζι είχε ένα ειδύλλιο με τον Μπερνάρντο Τραβαλίνι». «Αστειεύεσαι!» «Όταν είχε ξεπεράσει το σοκ του θανάτου του Κάρλο, επικοινώνησε με τον Μπερνάρντο και του είπε τις υποψίες της για το τι είχε συμβεί. Αυτός και ο Ντε Ανγκέλις πήγαν στο νοσοκομείο με δύο ένστολους αστυνομικούς και τρομοκράτησαν το διευθυντή». 327

Ο Ζεν μπορούσε εύκολα να φανταστεί τη σκηνή· δύο αστυνομικοί με πολιτικά περιφέρονται στο γρα­ φείο του διευθυντή, τα λόγια τους ένα μείγμα γραφειο­ κρατικών απειλών και παράλογων υπαινιγμών, ενώ οι ένστολοι συνοδοί τους στέκονται φρουροί στην πόρτα. Ναι, ο Τζόρτζιο και ο Μπερνάρντο θα είχαν το διευθυ­ ντή του χεριού τους σε ελάχιστο χρόνο. Η ειρωνεία είναι ότι κι ο Ζεν θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι παρόμοιο, αν δεν ήταν τόσο πεπεισμένος ότι ο Κάρλο ήταν θύμα της Καμπάλ. Αλλά τώρα φαινόταν ότι η αιτία του θανάτου του Ρομίτζι ήταν άλλη. «Υπό την πίεση του Τραβαλίνι και του Ντε Ανγκέλις, ο διευθυντής ομολόγησε το όνομα του ασκούμενου που είχε επισκεφθεί τον Ρομίτζι εκείνη τη νύχτα», συνέχισε η Τάνια. «Όταν τον επισκέφθηκαν, ο ασκούμενος ισχυ­ ρίστηκε ότι εκτελούσε εντολές. Δεν είχε ποτέ εκπαιδευ­ τεί να χρησιμοποιεί τον τεχνικό εξοπλισμό για τους διασωληνωμένους ασθενείς και δεν είχε ιδέα ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Του είπαν να γυρίσει εκείνο το κουμπί σε κάποια ρύθμιση, και αυτό έκανε». «Χρειάζονταν το κρεβάτι;» Η Τάνια ανασηκωσε τους ώμους της. «Έτσι φαίνεται. Το νοσοκομείο αρνείται όλο το συμβάν, φυσικά. Η σινιόρα Ρομίτζι θα κάνει μήνυση στο νοσοκομείο. Ο ασκούμενος και ο υπεύθυνος για­ τρός απολύθηκαν, και η Εισαγγελία άνοιξε φάκελο για την υπόθεση». Είχαν διασχίσει την πλατεία και μπήκαν στο αίθριο της Στοάς Βιτόριο Εμανουέλε. Το κομψό εμπορικό 328

κέντρο ήταν σχεδόν άδειο, τα γραφεία στους επάνω ορόφους και τα καταστήματα μιας συγκεκριμένης μάρ­ κας στο ισόγειο ήταν όλα κλειστά. Η Τάνια σταμάτησε λίγο μπροστά σε μια βιτρίνα με τις τελευταίες φαντα­ στικές δημιουργίες του μυθικού Φάλκο. Με ένα σπρώ­ ξιμο, μισό παιχνιδιάρικο, μισό σοβαρό, ο Ζεν την οδή­ γησε σ’ ένα μέρος που ήταν ακόμη ανοιχτό, το Καφέ Μπίφι. Κάθισαν έξω σ’ ένα τραπεζάκι, ανάμεσα σε γλάστρες, κάτω από το διακοσμητικό στέγαστρο. Η Τά­ νια διάλεξε κοτολέτα πανέ και σαλάτα. Ο Ζεν είπε ότι θα έπαιρνε τα ίδια. «Μα αν ειδικεύεσαι σε προϊόντα από το Φρίουλι», ρώτησε ο Ζεν, συνεχίζοντας την προηγούμενη συζήτη­ σή τους, «τι κάνεις εδώ;» «Θέλουμε να διαφοροποιηθούμε, πουλώντας παρα­ δοσιακά προϊόντα μικρών παραγωγών με τους οποίους δε θα συνεργαζόταν μια μεγάλη εταιρία εξαγωγών, επειδή δεν μπορούν να παράγουν μεγάλες ποσότητες. Ο Πρίμο έχει την έδρα του εδώ στο Μιλάνο...» «Μη μου πεις ότι είναι αγρότης!» «Θεέ μου, δεν τα παρατάς ποτέ, ε;» Τον κοίταξε με νόημα, σαν να έλεγε: «Μην το παρα­ τραβάς». Ο Ζεν χαμογέλασε με έναν τρόπο που ήξερε ότι εκείνη έβρισκε ακαταμάχητο. «Ξέρεις πώς είναι οι αστυνομικοί». «Ναι», είπε εκείνη. «Είναι μπάσταρδοι». Το φαγητό τους έφτασε και για λίγο όλα τα άλλα ξεχάστηκαν. Ήταν σχεδόν δύο η ώρα, και είχαν λιμο­ κτονήσει. Αφού η αμηχανία και η ένταση της αρχικής 329

αντιπαράθεσής τους μπροστά στα Δικαστήρια είχε περάσει, δεν υπήρχε χρόνος να κάνουν τίποτε άλλο, παρά να κανονίσουν να συναντηθούν αργότερα. Έπει­ τα απ’ αυτό, ο Ζεν είχε συνοδέψει την Αντόνια Σιμονέλι στο γραψείο της, όπου της είχε δώσει μια λεπτομερή αναφορά των συνθηκών υπό τις οποίες πέθανε ο Λου­ ντοβίκο Ρουσπάντι, ενώ η Τάνια είχε πάει να μιλήσει για «δουλειές» με τον Πρίμο. Τώρα ήταν ξανά μαζί, αφήνοντας για λίγο πίσω τις άλλες ασχολίες τους. Αλλά αν και οι δύο φαίνονταν ανυπόμονοι να ξεδιαλύνουν τις υποψίες που είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας παλιών υπεκφυγών, οι εξηγή­ σεις και οι αποκαλύψεις ήρθαν απροσδόκητα μέσα από μια διάθεση ειλικρίνειας και από τις δύο πλευρές. «Λοιπόν, σχετικά με τον Πρίμο...» Η Τάνια σκούπισε τα καλοσχηματισμένα χείλη της με τη λινή πετσέτα. «Ο Πρίμο είναι ένας ατζέντης που αντιπροσωπεύει ένα δίκτυο από μικρούς παραγωγούς που εκτείνονται από τη Νάπολη ως το Καταντζάρο». Ο Ζεν κούνησε αργά το κεφάλι του. «Ω, εννοείς ότι δουλεύει για τη μαφία! Δεν είναι περίεργο που μπορεί να μένει σε εκείνο το πολυτελές ξενοδοχείο. Μάλλον είναι δικό τους». Η Τάνια κούνησε σπασμωδικά τον ποδόγυρο της φούστας της. «Αουρέλιο, πρόκειται να θυμώσω πραγματικά όπου να ’ναι. Εκτός από όλα τα άλλα, συμβαίνει επίσης να μένω κι εγώ». 330

Ο Ζεν σήκωσε τα φρύδια του, πραγματικά παραξενε μένος. «Μπα, μπα». «Είναι η μικρή μου αδυναμία». «Όχι και τόσο μικρή. Πρέπει να τα καταφέρνεις καλά». «Πράγματι, τα καταφέρνουμε- πολύ καλά. Αλλά συνειδητοποιώ ολοένα και περισσότερο ότι το μέλλον βρίσκεται στο Νότο. Εδώ, η γεωργία γίνεται όλο και πιο εμπορική, πιο βιομηχανική και μαζική. Δεν έχεις να κάνεις πια με μεμονωμένους παραγωγούς, αλλά με γεωργικές επιχειρήσεις και συνεταιρισμούς, των οποίων οι διευθυντές ενδιαφέρονται μόνο για την ποσότητα. Ο Νότος έχει γλιτώσει από όλα αυτά. Είναι απλώς πολύ φτωχός, πολύ ανοργάνωτος, πολύ μακριά από το κέντρο της Ευρώπης, σημαντικά μειονεκτήματα για τη μαζική παραγωγή, αλλά όταν πρόκειται για επώνυμα τρόφιμα τα αρνητικά γίνονται θετικά...» Σταμάτησε να μιλάει, παρατηρώντας την αφηρημένη όψη του. «Σε κάνω να βαριέσαι». «Όχι, όχι», απάντησε, προσπαθώντας να δείξει ενδιαφέρον. «Δεν πειράζει, Αουρέλιο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να ενδιαφέρεσαι για τη χονδρική πώληση τροφίμων». Εκείνος έσπρωξε το τελευταίο κομμάτι από την κοτολέτα του τριγύρω στο πιάτο του για ένα λεπτό, μετά άφησε κάτω το πιρούνι και το μαχαίρι του. «Εκπλήσσομαι που είσαι τόσο επιτυχημένη και δυ­ 331

νατή. Με κάνει να αισθάνομαι λίγο μειονεκτικά. Αλλά αυτό πρόκειται να αλλάξει». «Φυσικά. Θα το συνηθίσεις σύντομα». «Δεν εννοώ αυτό». «Τι εννοείς τότε;» «Θα δεις». Δύο καραμπινιέροι πέρασαν πλάι τους, με τα τρίκο­ χα καπέλα τους και τις μαύρες κάπες τους γεμάτες με κόκκινα σιρίτια. «Δηλαδή δουλεύει για εσάς;» ρώτησε ο Ζεν, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Η Τάνια έσπρωξε το πιάτο της στο πλάι. «Ο Πρίμο; Όχι, όχι, δεν πληρώνουμε μισθούς. Τιμές με το κομμάτι και χαμηλή επιβάρυνση, αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας. Κοίτα την Benetton. Έτσι ξεκί­ νησε. Τη διοικεί γυναίκα κι αυτή». Πήρε ένα από τα δικά της τσιγάρα, ελαφρύ, με άρωμα μέντας. Ο Ζεν είχε δοκιμάσει ένα κάποτε. Ήταν σαν να καπνίζεις αρωματικά χαρτομάντιλα. «Ο Πρίμο δουλεύει για την Ευρωπαϊκή Ένωση», πρόσθεσε. «Επισκέπτεται τα αγροκτήματα αξιολογώ­ ντας τις αιτήσεις τους για χρηματοδότηση. Πληρώνεται με προμήθεια, για να μας φέρνει σε επαφή με πιθανούς προμηθευτές». Κούνησε αδιάφορα το κεφάλι του. Είχε δίκιο, φυσι­ κά. Δεν ενδιαφερόταν για τις λεπτομέρειες της επιχεί­ ρησης που διηύθυνε εκείνη. Ενδιαφερόταν για τα απο­ τελέσματα, όμως. Η Τάνια είχε απορρίψει την ιδέα να μείνει μαζί με τον Ζεν, ισχυριζόμενη ότι το διαμέρισμά 332

του ήταν πολύ μικρό. Αλλά αν πετύχαινε με το μικρό κόλπο που είχε σχεδιάσει για εκείνο το βράδυ, θα διέ­ θετε τα χρήματα για κάτι πολύ μεγαλύτερο, ίσως με ένα ξεχωριστό διαμέρισμα για τη μητέρα του στον ίδιο όροφο. Και σαν ζευγάρι με διπλό εισόδημα, θα μπο­ ρούσαν να ξεπληρώσουν το δάνειο χωρίς δυσκολία. Κοίταξε τριγύρω στη Στοά, καπνίζοντας ευχαριστη­ μένος και δουλεύοντας την ιδέα στο μυαλό του. Αυτό ήταν ένα νέο εγχείρημα για εκείνον. Είχε λοξοδρομή­ σει και παλαιότερα. Είχε αψηφήσει τους κανόνες, είχε κάνει τα στραβά μάτια, είχε συνεργαστεί κρυφά σε διά­ φορες μικροαπάτες. Αλλά ποτέ πριν δεν είχε σχεδιάσει να εκβιάσει εν ψυχρώ για ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για προσωπικό του όφελος. Ωστόσο, κάλλιο αργά παρά ποτέ. ΓΙοιος στο διάολο νόμιζε ότι ήταν, εντέλει; Η Μη­ τέρα Τερέζα; Όχι ότι ετίθετο κάποιο σημαντικό ηθικό ζήτημα, έτσι κι αλλιώς. Η Αντόνια Σιμονέλι μπορεί να πετύχαινε να φέρει σε δύσκολη θέση το Βατικανό, αλλά δεν είχε καμία πραγματική πιθανότητα να ασκήσει δίωξη σε αυτούς που ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο του Λουντοβίκο Ρουσπάντι. Ένας από αυτούς, ο Μάρκο Ζεπένιο, ήταν ήδη νεκρός και, με το θάνατό του, ο άλλος άντρας είχε θέσει τον εαυτό του πέρα από την ψαλίδα του νόμου, σκέφτηκε ο Ζεν. Έγειρε πίσω, κοιτάζοντας ψηλά το θαυμάσιο γυάλι­ νο θόλο, ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα του δέκατου ένατου αιώνα αποτελούμενο από χιλιάδες τετράγωνα τζάμια πλαισιωμένα με σφυρήλατες σιδερένιες ράβδους. Ο θόλος υψωνόταν πενήντα μέτρα πάνω από τις αντηρί­ 333

δες της στοάς. Οι τέσσερις αψιδωτές πτέρυγες, οι νωπο­ γραφίες, το πολύχρωμο μαρμάρινο δάπεδο, η θολωτή οροφή, ο κεντρικός θόλος, όλα αυτά τα στοιχεία ήταν εμπνευσμένα από την αρχιτεκτονική των ναών. Εδώ βρί­ σκεται ο ιερός μας χώρος, είχαν πει οι οπαδοί του κατα­ ναλωτισμού, ένας χώρος φωτός και αέρα, αφιερωμένος στο εμπόριο, στην ελευθερία και την κοινωνική υπερη­ φάνεια. Συγκρίνετέ το με εκείνο το καταθλιπτικό, ερει­ πωμένο σωρό έξω, που ζέχνει αδιαφορία και προκατά­ ληψη, και μετά κάνετε την επιλογή σας. «Τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε η Τάνια. «Πρέπει να πάω στο αεροδρόμιο», απάντησε ενώ φάνηκε να δυσανασχετεί. «Φεύγεις κιόλας;» «Όχι, όχι. Έχω να παραλάβω κάτι που στάλθηκε αεροπορικά. Κάτι που χρειάζομαι για τη δουλειά μου». «Τι κάνεις εδώ, αλήθεια;» «Ακολουθώ κάποιες χαλαρές άκρες στην υπόθεση του Ρουσπάντι. Τίποτε το σπουδαίο». Εκείνη έκανε νόημα στο σερβιτόρο και ζήτησε δύο καφέδες και το λογαριασμό. Ο Ζεν ανασήκωσε ελαφρώς τα φρύδια του. «Θα το βάλω στα έξοδα», είπε εκείνη. «Αρχίσαμε τις σπατάλες;» «Στην πραγματικότητα, γλιτώνω χρήματα. Αν δεν είχα πέσει πάνω σου, θα πλήρωνα ένα πλούσιο δείπνο με τον Πρίμο, κάπου όπου ξέρουν πραγματικά να χρεώνουν». «Ενώ εγώ παίρνω ένα σνακ σε ένα καφέ, ε;» αντα­ πάντησε ειρωνικά. 334

Η Τάνια χαμογέλασε πλατιά και χάιδεψε το χέρι του. «Θα σε αποζημιώσω το βράδυ, καρδούλα μου». Το πρόσωπό του συννέφιασε. «Υπάρχει κάποιο πρόβλη­ μα;» ρώτησε εκείνη. «Να, μπορείνα μην έχω ξεμπερδέψει μέχρι τις εννιά». Εκείνη ακούμπησε το χέρι του. «Δεν πειράζει. Θα χρειαστώ λίγο χρόνο για να πάω να αγοράσω μερικά πολύ ακριβά ρούχα. Υπάρχει μια θαυμάσια νέα τουαλέτα από τον Φάλκο που με έχει τρελάνει. Ασύμμετρες λωρίδες από σουέντ, μετάξι και γούνα ραμμένες σε στρώσεις σαν μια στοίβα από παράταιρα κομμάτια, αλλά συγκρατημένα όλα μαζί, με κάποιον τρόπο που δεν μπορείς να καταλάβεις. Το είδες σ’ εκείνο το κατάστημα, πίσω μας;» Εκείνος χαμογέλασε μυστήρια. «Το έχω δει, αλλά όχι σε κατάστημα». Τον κοίταξε με ενδιαφέρον. «Είδες κάποια να το φορά;» «Όχι ακριβώς». Ο σερβιτόρος έφτασε με τους καφέδες τους, και ο Ζεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να αλλάξει λίγο το θέμα. «Είναι πολύ ακριβά τα ρούχα του;» «Εξαιρετικά ακριβά!» φώναξε εκείνη. «Αλλά καθέ­ να είναι μια αυθεντική δημιουργία. Επενδύεις σ’ ένα έργο τέχνης». Το μυστηριώδες χαμόγελο του Ζεν εντάθηκε. «Παρ’ όλα αυτά, αν ήμουν στη θέση σου, θα επένδυα τα χρήματά μου σε κάτι άλλο. Έχω ένα προαίσθημα ότι 335

η αγορά των δημιουργιών του Φάλκο πρόκειται να παρουσιάσει κάμψη». Η Τάνια χάιδεψε συγκαταβατικά το χέρι του. «Αουρέλιο, είσαι ένας αξιαγάπητος, γλυκός άντρας, αλλά δεν έχεις ιδέα από μόδα». Ο άντρας κατέβηκε από το ποδήλατο γυμναστικής και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Στο σμιλεμένο σώμα του κυλούσαν οι σταγόνες του ιδρώτα, δίνοντας έμφαση στις γραμμώσεις της μαυρισμένης σάρκας του. Τόσο ικανοποιημένος ήταν από το είδωλό του, που παρέμεινε ακίνητος θαυμάζοντας το απρόσιτο αντικείμενο πόθου. Η ιδιωτική του ζωή, το γνώριζε, απασχολούσε πολύ κόσμο. Ο ίδιος ενθάρρυνε διάφορες σκανδαλώδεις φήμες, για ν’ αποσπά την προσοχή cuxo μια αλήθεια που -τόσο συχνά σε αυτόν το μάταιο κόσμο- ωχριούσε συγκριτικά. Στην πραγματικότητα, η σεξουαλική του δραστηριότητα περιοριζόταν σε περιπτύξεις με το διεγερμένο μέλος του. Ήταν αλήθεια ότι οι μορφές που έρχονταν στο μυαλό του εκείνες τις στιγμές ήταν αντρι­ κές παρά θηλυκές, αλλά αυτό δε δήλωνε μια προτίμηση στο ίδιο φύλο, κάτι που θα μπορούσε να είναι απολύτως φυσιολογικό στον κόσμο που τώρα κινούνταν. Το φιλήδονο αντρικό σώμα, που οραματιζόταν σε τέτοιες στιγμές, δεν ανήκε σε κάποιο γνωστό του που τον είχε φλερτάρει περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά, ούτε σε κάποιον ιδανικό σύντροφο που ήλπιζε να συναντήσει κάποια μέρα. «Χωρίς τα ρούχα μου αισθάνομαι γυμνός», είχε 336

κάποτε αναφέρει σε κάποιον που του έπαιρνε συνέ­ ντευξη. Κι όμως, κυριολεκτούσε. Ακόμη και η δική του γύμνια ήταν ανεκτή μόνο όταν την αντανακλούσε ο καθρέφτης. Η ιδέα των κορμιών των άλλων ανθρώπων τού ήταν ειδεχθής. Η κρυφή φαντασίωσή του ήταν το αστραφτερό είδωλό του. Ονειρευόταν ότι εισχωρούσε μέσα σ’ αυτό και γινόταν ένα σώμα. Ρίχνοντας άλλη μια φιλάρεσκη ματιά στον καθρέφτη, γύρισε και βάδισε νευρικά ως το μπάνιο. Δέκα λεπτά αργότερα, ντυμένος με τζην και δερμά­ τινο τζάκετ, περπάτησε ως τη διπλανή πτέρυγα των γραφείων. Το ρολόι στον τοίχο έδειχνε επτά παρά είκοσι. Τα γραφεία βρίσκονταν στον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου πίσω από τη Στοά Βιτόριο Εμανουέλε και εξασφάλιζαν μια συναρπαστική θέα του εξαίσιου γυά­ λινου θόλου, που έμοιαζε με ένα φωτεινό αερόστατο στο νυχτερινό ουρανό. Είχε σβήσει όλα τα φώτα και απολάμβανε την ομιχλώδη θέα στο ημίφως. Ένιωθε έξαψη και άνοιξε λίγο το παράθυρο. Η ψυχρότητα ήταν το κλειδί για τα πάντα. Το μυστικό της επιτυχίας του οφειλόταν στην ικανότητά του να παραμένει απολύτως ήρεμος, οτιδήποτε κι αν συνέβαινε, να χειρίζεται τις καταστάσεις, έτσι ώστε οι άνθρωποι να βλέπουν μόνο ό,τι ήθελε αυτός να δουν. Σήκωσε μια πάνινη τσάντα που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και μπήκε μέσα στο ατελιέ. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με σκίτσα και φωτογραφίες, τα πατρόν διάσπαρτα στο πάτωμα. Μόνο κάποιες αχτίδες φωτός από τη Στοά εισχωρούσαν σε αυτό το εσωτερικό δωμά­ 337

τιο, αλλά εκείνος κινούνταν με απόλυτη σιγουριά ανά­ μεσα από κούκλες γεμάτες με καρφίτσες και πάγκους σκεπασμένους με μεταξωτά και βελούδα, κασμίρια και μάλλινα, δέρματα και τουίντ. Καθώς περνούσε, άφηνε τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν κάθε ύφασμα, ενώ έτρε­ με από αισθησιασμό. Αυτό που μοιραζόταν με τον πατέρα του ήταν το πάθος για τα υφάσματα· τον τρόπο που τα βλέπεις, τον τρόπο που τα κοιτάζεις, τον τρόπο που μυρίζουν. Η μητέρα του είχε αργότερα αποκαλύψει ότι ο Ουμπέρτο συνήθιζε να φέρνει δείγματα στο σπίτι από τα κλωστήρια και να χαϊδεύει τα παιδικά μάγουλα του αγοριού με αυτά. Η ιδέα ήταν να εκπαιδεύσει τον Ραϊμόντο για τη διαδοχή του στην οικογενειακή επιχείρη­ ση κλωστοϋφαντουργίας. Αλλά το παιδί είχε παρεξηγήσει τη στάση του. Νόμιζε ότι ο πατέρας του τον χάιδευε, εκφράζοντας μια αγάπη που σε άλλη περίπτωση σπάνια θα εκδήλωνε. Στην πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο, έκανε μια σύντομη παύση και αφουγκράστηκε. Όλα ήταν ήσυχα. Ξεκλείδωσε την πόρτα, βγήκε έξω και την έκλεισε πίσω του με δύναμη για να βεβαιωθεί ότι είχε κλείσει καλά. Έβγαλε ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια μιας χρήσης από την τσάντα και τα φόρεσε, μετά έβγαλε το καλέμι και το σφυρί. Δουλεύοντας το καλέμι μέσα στη σχισμή ανάμεσα στην κλειδαριά και στον παραστάτη της πόρ­ τας, το χτύπησε επανειλημμένα, ώσπου η κλειδαριά έσπασε. Ύστερα ξανάβαλε το καλέμι και το σφυρί στην τσάντα, έβγαλε τα γάντια με απέχθεια -του θύμι­ 338

ζαν προφυλαχτικά- και ξαναπήγε μέσα, αφήνοντας την πόρτα ελαφρώς ανοιχτή. Καθώς περνούσε από τους πάγκους εργασίας, τα δάχτυλά του ακούμπησαν ένα πατρόν που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει για ένα λεπτό. Σταμάτησε για να το αγγίξει, θωπεύοντας την επιφάνεια του υφάσματος όπως ένας εραστής τις γραμμές του σώματος του συντρόφου του. Ένα αχνό χαμόγελο αναγνώρισης μαλάκωσε τις άκαμπτες γραμμές των χειλιών του. Φυσικά! Ήταν το πατρόν για την καινούρια γραμμή τζην που επρόκειτο να λανσάρει τον επόμενο χρόνο, μια κίνηση υπολογισμένη για να επιβεβαιώσει τις επα­ ναστατικές τάσεις του ατελιέ. Όχι ότι η ζήτηση για τις υπάρχουσες γραμμές είχε μειωθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Αντίθετα, η δουλειά ολοένα αυξανόταν. Άλλω­ στε, γνώριζε πολύ καλά πως έπρεπε ν’ αποσύρει ένα πετυχημένο σχέδιο πολύ νωρίς, για να μη θεωρηθεί παρωχημένο. Μ’ αυτό τον τρόπο βρισκόταν πάντα ένα βήμα μπροστά. Κατάφερνε να εκπλήσσει- δεν ακολου­ θούσε καμία τάση, δημιουργούσε τη δική του. Στην παρούσα περίπτωση, αυτό σήμαινε να εγκατα­ λείπει τις πολυχρωμίες, τους πολύπλοκους συνδυα­ σμούς για τα οποία είχε γίνει διάσημος, για χάρη κάτι ανεπιτήδευτου και δημοφιλούς, κάτι δυνατού και απλού, όπως το τζην. Το γεγονός, όμως, ότι ήταν ανθε­ κτικά και φτηνά ωθούσε τους σχεδιαστές να ανεβά­ σουν τις τιμές τους για να πουλήσουν την τιμή αντί για το ρούχο. Μια τέτοια λύση ήταν άξια των συμβατικών εγκεφά­ 339

λων που διηύθυναν τους μεγάλους οίκους μόδας. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να κατοχυρώσει την μπράντα μιας γραμμής τζην και να τα πουλήσει υπερτι­ μημένα, κατά πεντακόσια τοις εκατό - οποιοσδήποτε, με ένα όνομα όπως Αρμάνι ή Βαλεντίνο... Ήταν στο χέρι εκείνου, του εκκολαπτόμενου, να καταφέρει μια πραγματικά επαναστατική πρόοδο. Οι άκρες των δάχτυλων του θώπευσαν το μαλακό βουρτσισμένο μετάξι που είχε βάψει ώστε να μοιάζει με φορεμένο και ξεβαμμένο τζην. Φυσικά κανένας σώφρων δε θα ήταν προετοιμασμένος να πληρώσει τιμές «Φάλκο» για ένα πραγματικό τζην, που θα κρατούσε για χρόνια. Παρόλο που η διαφορά τους δε φαινόταν με γυμνό μάτι, το «μεταξένιο» τζην θα γινόταν άθλιο ύστερα από λίγο. Οι άνθρωποι θα «σκότωναν» γι’ αυτά. Πίσω στο δικό του άδυτο, κάθισε στο γραφείο του και κοίταξε το ρολόι του στο φως του παραθύρου. Επτά παρά πέντε. Άνοιξε το μεσαίο συρτάρι του γραφείου και έβγαλε το πιστόλι που είχε φέρει από το σπίτι. Το όπλο ανήκε στον πατέρα του, ένα υπηρεσιακό ρεβόλ­ βερ που το είχε παράνομα κρατήσει για σουβενίρ στο τέλος του πολέμου. Από όσο γνώριζε, ο Ουμπέρτο δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ το όπλο εν θερμώ, όχι ότι θα τον είχε βοηθήσει πολύ απέναντι στα Καλάσνικοφ των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Αλλά αυτό ακριβώς θα έκανε τις Αρχές να αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη συμπά­ θεια το γιο του, όταν αυτός θα αντιδρούσε επιπόλαια σε μια παρόμοια κατάσταση. Όχι ότι κάποιος θα πολυσκεφτόταν το όλο θέμα. Οι διαρρήξεις και οι ληστείες 340

αποτελούσαν καθημερινή πρακτική στο γεμάτο από πρεζόνια κέντρο του Μιλάνου. Τι ήταν πιο φυσικό από το να κρατά το παλιό υπηρεσιακό πιστόλι του πατέρα του στο γραφείο του, αφού συχνά δούλευε μέχρι αργά εκεί, και μάλιστα μόνος; Και σίγουρα θα το χρησιμο­ ποιούσε σε μια δύσκολη περίπτωση... «Περπατούσα προς το γραφείο μου, κύριε αστυνό­ με, όταν άκουσα ένα θόρυβο στο έξω γραφείο. Μόλις είχα κάνει ντους. Υποθέτω ότι γι’ αυτό δεν είχα ακούσει τη φασαρία από την παραβίαση της πόρτας. Έτρεξα στο γραφείο και έβγαλα το πιστόλι που είχα φυλά­ ξει εκεί, αφότου είχε γίνει διάρρηξη στο κτίριο την προηγούμενη εβδομάδα...» Έπειτα από αυτό, αν ο επι­ σκέπτης αποδεικνυόταν ότι είχε όπλο -κάτι που θα επι­ βεβαίωνε εύκολα αφού θα τον πυροβολούσε-, θα είχε άλλοθι. Αν δεν είχε όπλο, θα μπορούσε να είναι πιο δύσκολο, αν και συνέβαιναν ατυχήματα σε αυτές τις περιστάσεις. Ωστόσο, αυτό ήταν απίθανο. Το πιθανό­ τερο, θα οπλοφορούσε. Ακουγόταν σαν τον Ζεπένιο: ένας επίδοξος τραμπούκος που ξεστομίζει σκληρά λόγια και φτηνές απειλές. Σε ένα τέτοιο κάθαρμα, ένα όπλο ήταν σαν μια κάρτα Αμέρικαν Εξπρές. Έλεγε κάτι για εσένα. Οι άνθρωποι σου συμπεριφέρονταν με σεβασμό και έλεγαν: «Αυτό είναι απολύτως ικανοποιη­ τικό, κύριε». Δεν άφηνες το σπίτι σου χωρίς αυτό. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνεις ήταν να φορέσεις τα λαστιχένια γάντια και να πυροβολήσεις με το όπλο του θύματος στους τοίχους και στα έπιπλα, και μετά να βάλεις τα γάντια στα χέρια του νεκρού, δικαιολογώ­ 341

ντας έτσι την έλλειψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, και να φωνάξεις την αστυνομία. Αν του έβαζαν οτιδήποτε περισσότερο από ένα πρόστιμο για παράνομη κατοχή όπλου, αυτό θα ξεσήκωνε τις διαμαρτυρίες των καλών κατοίκων του Μιλάνου. Τι, ένας εξέχων σχεδιαστής θα απειλούνταν από κάποιο μαστουρωμένο τραμπούκο στο ίδιο το γραφείο του χωρίς καν να του επιτραπεί να υπερασπίσει τον εαυτό του; Σε τι κόσμο ζούμε; Ακούμπησε το όπλο πάνω στο γραφείο και κάθισε πίσω στην περιστρεφόμενη καρέκλα του, σκεπτόμενος τον πατέρα του. Οι γονείς του δεν ταξίδευαν συχνά στις σκέψεις του. Πράγματι, οι άνθρωποι τον είχαν αποκαλέσει ψυχρό και απαθή όταν συνέβη η τραγωδία, αλλά θα ήταν περισσότερο αληθές να ειπωθεί ότι είχε αισθαν­ θεί ελάχιστα ή τίποτα και ότι αρνούνταν -αυτό ήταν το σκάνδαλο, φυσικά- να προσποιηθεί το αντίθετο. Ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να κάνει κάποιον να καταλάβει τις απόψεις του πάνω στο θέμα, που όλες συνέκλιναν στο γεγονός ότι δε θεωρούσε τον Ουμπέρτο και την Κιάρα γονείς του, παρά μόνο από γενετικής πλευράς. Τα παι­ διά τους ήταν ο Ραϊμόντο και η αδελφή του Αριάνα. Εκείνος, ο Φάλκο, δεν τους χρωστούσε τίποτε. Ο ξάδελφός του, ο Λουντοβίκο Ρουσπάντι, ήταν έμπνευση για εκείνον. Δεν υπήρχε φυσιολογικός τρό­ πος να είσαι αριστοκράτης στο τέλος του εικοστού αιώνα. Η αριστοκρατία αφορούσε τη γη και τον πόλε­ μο, τα άλογα και το κυνήγι, προνόμια, βαρβαρότητα και ανευθυνότητα. Αυτός ο κόσμος είχε χαθεί εδώ και πολύ καιρό, κατεστραμμένος από την αστική τάξη στην 342

οποία ανήκε η οικογένεια Φαλκόνε. Με την απάντησή του, ο Λουντοβίκο Ρουσπάντι τον προέτρεπε να συνε­ χίσει σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε, ανάξιος και εγωι­ στής μέχρι το τέλος, επαληθεύοντας μια πραγματικότη­ τα που δεν είχε καμία υπόσταση εκτός από τη δική του παράσταση. Είχε κάνει όλους τους υπόλοιπους στον κύκλο του Ραϊμόντο να φαίνονται άχρωμοι και ανιαροί. Όταν ο Ουμπέρτο και η Κιάρα έγιναν μάρτυρες της πάλης των τάξεων -ο πατέρας του πέθανε σε έναν καταιγισμό πυρών πάνω στο παρμπρίζ της Μερσεντές τους, η μητέρα τους υπέκυψε στα τραύματά της λίγες μέρες αργότερα-, είχε θυμηθεί τη συμπεριφορά του Λουντοβίκο τη στιγμή της δικής του απώλειας. Ωστόσο, εκείνος θα πρέπει να το είχε χειριστεί άσχημα. Κανέ­ νας δεν είχε κατηγορήσει τον Λουντοβίκο για υποκρι­ σία, ακόμη κι αν είχε γυρίσει και είχε κλείσει το μάτι ξεκάθαρα στον ξάδελφό του, αφού έκανε κάποια σοβαρά σχόλια για το μεγαλύτερο αδελφό του, σαν να έλεγε: «Εμείς ξέρουμε ότι δεν είναι αλήθεια, σωστά;» Εκείνος, αντίθετα, είχε κάνει το λάθος να μην κρύβει τα ειλικρινή συναισθήματά του, και γι’ αυτό δεν είχε συγχωρεθεί ποτέ. Αυτό που κανένας δεν μπορούσε να αρνηθεί ήταν ότι είχε ξεπεράσει την ορφάνια του, ενώ της αδελφής του της Αριάνα της είχε στοιχίσει πολύ. Λάτρευε τους γονείς τους, ιδιαίτερα τη μητέρα της, με την οποία είχε πάντα στενή σχέση. Ο Ραϊμόντο ποτέ δεν είχε κρύψει το γεγονός ότι αποδοκίμαζε την παιδιάστικη εξάρτησή της, εκείνη τη σωματική οικειότητα που είχε παραταθεί σε 343

μεγάλο μέρος της εφηβείας της. Το είχε βρει υπερβολι­ κό και άρρωστο, και είχε αποδειχθεί σωστός. Όταν οι τοίχοι της συναισθηματικής εξάρτησής της είχαν συντρί­ βει βίαια από τις σφαίρες των τρομοκρατών, η Αριάνα είχε καταρρεύσει, αγγίζοντας την παράνοια. Όλο αυτό είχε αποσιωπηθεί από τις υπηρεσίες απο­ κλειστικών και ιδιωτικών «ιδρυμάτων περίθαλψης», που υπήρχαν γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, καθώς και από τη χρήση ευφημισμών όπως «εξάντληση από τη θλίψη» και «συναισθηματική κόπωση». Η Αριάνα Φαλκόνε είχε τρελαθεί - αυτή ήταν η αλήθεια- μια αλήθεια που δε λυπήθηκε να της εκφράσει καταπρόσωπο ο αδελφός της λίγο μετά την κηδεία. Αρκετά! Πάντοτε μισούσε την υπερβολική φασαρία που γινόταν για την Αριάνα, ο τρόπος με τον οποίο ικανοποιούνταν κάθε επιθυμία και καπρίτσιο της. Αυτή η εξαιρετική ευαι­ σθησία ήταν ακριβώς άλλο ένα απτό παράδειγμα ασφάλειας, ανταλλάσσοντας τους βίαιους θανάτους των γονιών τους για τους δικούς της εγωιστικούς σκο­ πούς, και προσπαθώντας -εν μέρει επιτυχώς- να τον κάνει να φαίνεται ψυχρός και άκαρδος συγκριτικά. Όσο συντομότερα αντιμετώπιζε την πραγματικότητα της νέας κατάστασής τους τόσο το καλύτερο. Οι γονείς τους ήταν νεκροί κι εκείνος είχε αναλάβει τα πάντα. Αυτό που χρειαζόταν η Αριάνα ήταν μια αλληλουχία έντονων, δραματικών καταστάσεων για να την επανα­ φέρει στην πραγματικότητα, και αυτά ήταν που είχε ξεκινήσει να κάνει. Αν και είχε εφαρμόσει αυστηρά αυτή τη θεραπεία, η 344

Αριάνα είχε αρνηθεί πεισματικά να ανταποκριθεί. Ένα χρόνο μετά το θάνατό τους, της είχε δώσει μια τελευ­ ταία ευκαιρία, διατάζοντάς τη να εμφανιστεί σε ένα μνημόσυνο που πραγματοποιήθηκε στην τοπική εκκλη­ σία. Όχι μόνο είχε αρνηθεί, αλλά είχε προβάλει σαν δικαιολογία ότι ήθελε να παίξει με τη συλλογή της από κούκλες, που φυλούσε στο όμορφο ξύλινο κουκλόσπιτο που της είχαν δώσει οι γονείς της για τα όγδοα γενέθλιά της. Η ανταπόκριση του αδελφού της ήταν γρήγορη και αποφασιστική. Δένοντάς τη σε μια καρέκλα, είχε λούσει με παραφίνη το κουκλόσπιτο με τις κούκλες και του είχε βάλει φωτιά μπροστά στα μάτια της. Εντούτοις, η επιμονή της Αριάνα φαινομενικά δεν είχε όρια. Δεν ήθελε ν’ αποδεχθεί ότι ήταν καιρός να σταματήσει εκείνα τα ντροπιαστικά και αυτάρεσκα παιχνίδια της, και είχε βυθιστεί σε μια κατάσταση που πλησίαζε την κατατονία. Η συνακόλουθη θεραπευτική αγωγή σε μια από τις ιδιωτικές κλινικές είχε αποδειχθεί τόσο μακροχρόνια, που ο Ραϊμόντο είχε τελικά αναγκαστεί να υποκύψει, ενάντια σε αυτό που πίστευε ότι ήταν σωστό. Βρήκε ένα γιατρό που ήταν διατεθει­ μένος να γνωματεύσει ότι η Αριάνα ήταν υγιής, ώστε να επιστρέφει στο σπίτι, και να συνταγογραφήσει μια ατελείωτη λίστα από ηρεμιστικά που την κρατούσαν λίγο ως πολύ υπάκουη. Η θεία τους Καρμέλα, μια δεσποτική γριά μάγισσα που όσο μπορούσε κανείς να θυμηθεί διήγε βίο γεροντοκόρης σε μια ψυχρή βίλα, είχε κληθεί να αντικαταστήσει τους επαγγελματίες που την πρόσεχαν. Ο Ραϊμόντο είχε μετακομίσει σε ένα 345

μικρό μοντέρνο διαμέρισμα κοντά στο πανεπιστήμιο, όπου εγγραφόταν ξανά και ξανά για χρόνια, χωρίς ποτέ να πηγαίνει στις εξετάσεις. Το τεράστιο παλάτσο που είχε αγοράσει ο πατέρας του Ουμπέρτο τη δεκαε­ τία του είκοσι, για να προσδώσει αίγλη στα πλουτη της οικογένειας, είχε παραχωρηθεί στην Καρμέλα και την Αριάνα. Ένα νέο κουκλόσπιτο είχε αγοραστεί και είχε εξοπλιστεί με κούκλες. Δεν ήταν ακριβώς το ίδιο, αλλά η Αριάνα ευτυχώς δε φαινόταν να είχε παρατηρήσει τη διαφορά ή να θυμόταν τι είχε συμβεί στο αυθεντικό. Περνούσε τις μέρες της ράβοντας ρούχα για τις κού­ κλες, βασισμένα σε ιδέες επιλεγμένες από τα πεταμένα περιοδικά της Καρμέλα. Αυτό που συνέβη κατόπιν ήταν τελείως απρόβλεπτο. Όλο το πράγμα είχε σχεδιαστεί ως αστείο. Ο Πάολο, ένας γνώριμος του Ραϊμόντο, πάντοτε ονειρευόταν να γίνει σχεδιαστής μόδας, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις των γονιών του. Ήταν εκείνος που είχε πει στον Ραϊμόντο για το διαγωνισμό που διοργάνωνε ένα κορυφαίο περιοδικό μόδας για να αναζητήσει τους «σχεδιαστές του αύριο». Εκείνος θα υπέβαλε ένα φάκελο από σχέ­ δια και σκίτσα, τα οποία περιέγραφε στους φίλους του σε κάθε ευκαιρία. Αν νικούσε, εξηγούσε, οι γονείς του θα ήταν υποχρεωμένοι να τον αφήσουν να ακολουθή­ σει το ταλέντο του, αντί να βρει δουλειά σε μια τράπε­ ζα. Ένα βράδυ, όταν η Αριάνα είχε πέσει για ύπνο, ο Ραϊμόντο δανείστηκε μερικές από τις κούκλες της, τους είχε βγάλει τα κεφάλια για να φαίνονται σαν κούκλες μόδιστρων και μετά τις φωτογράφησε προσεκτικά με 346

ένα φακό κοντινής λήψης. Ύστερα, πήγε τις φωτογρα­ φίες σε ένα εργαστήριο και τους έβαλε να τις αναπαραγάγουν σαν σχέδια μόδας, τα οποία παρουσίασε θριαμβευτικά στον Πάολο ως τη δική του συμμετοχή. Αν ο Πάολο είχε δεχτεί το αστείο του, ο Ραϊμόντο θα είχε ομολογήσει την αλήθεια, θα είχε γελάσει πολύ, και αυτό θα ήταν όλο. Προς κατάπληξή του, ωστόσο, ο Πάολο είχε αντιδράσει με ένα χείμαρρο ύβρεων. Ισχυ­ ριζόταν πως τα σχέδια του Ραϊμόντο ήταν ανέφικτες ανοησίες. Κανένας δε θα μπορούσε ποτέ να φτιάξει τέτοια πράγματα, πόσω μάλλον να τα φορέσει. Εν συντομία, θα ήταν προσβολή να τα υποβάλει για το δια­ γωνισμό. Ως εκείνο το λεπτό, ο Ραϊμόντο δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά ο Πάολο είχε υπάρξει τόσο δυσάρεστος, ώστε έστειλε τα σχέδια για να τον πεισμώσει. Όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα τρεις μέρες αργότερα, ο Ραϊμόντο είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να μην το πιστέψει. Το αστείο είχε τραβήξει αρκετά - είχε παρατραβήξει, στην πραγματικότητα. Έπρεπε να βάλει αμέσως ένα τέλος. Αυτό όμως δεν ήταν εύκολο, όχι με τόσο κόσμο να πηγαινοέρχεται διαρκώς. Ο Πάολο δε θα μπορούσε να είχε κάνει μεγαλύτερο λάθος... Τα σχέδια που είχε υπο­ βάλει ο Ραϊμόντο είχαν χαρακτηριστεί τολμηρά, με ασυ­ νήθιστες φόρμες, τα οποία, όμως, έδεναν αρμονικά το μοντέρνο με το κάζουαλ. Πολλοί από τους κορυφαίους οίκους μόδας της πόλης τού πρόσφεραν συμβόλαια, λίγο πολύ με τους δικούς του όρους. 347

Αν η Αριάνα είχε σώας τα φρένας, θα την είχε αφή­ σει να πάρει το βραβείο και να καρπωθεί τη φήμη και τον πλούτο που το συνόδευαν. Τουλάχιστον, του άρεσε να σκέφτεται ότι θα το έκανε. Θα το είχε σίγουρα σκεφτεί. Στην κατάστασή της, όμως, αυτό αποκλειόταν. Η αδελφή του ήταν ανίκανη να υποστεί τη δοκιμασία της δημόσιας έκθεσης. Εκτός από τη θεία Καρμέλα και τον ίδιο τον Ραϊμόντο, το μόνο άτομο που έβλεπε ποτέ ήταν ο ξάδελφός της Λουντοβίκο, τον οποίο φλέρταρε σαν μαθητριούλα. Ήταν πάντοτε πιο χαρούμενη πριν, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τις επισκέψεις του, που είχαν γίνει αρκετά συχνές. Προφανώς, ο Λουντο­ βίκο είχε κάποια επαγγελματικά ενδιαφέροντα στο Μιλάνο, αν και δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρα ποια ήταν αυτά. Ανεξάρτητα από τη διάθεσή της, όταν ήταν αυτός τριγύρω, η Αριάνα θα μπορούσε να φανεί σχεδόν φυσιολογική· αλλά αυτό ήταν ψευδαίσθηση, φυσικά. Η Αριάνα ζούσε σε έναν κλειστό κόσμο, μιλώντας μόνο στις κούκλες της. Δεν είχε δει τηλεόραση από τη μέρα που ένα ρεπορτάζ για κάποια τρομοκρατική επίθεση της είχε προκαλέσει βαθιά κατάθλιψη. Δεν άκουγε ραδιόφωνο και δε διάβαζε εφημερίδες. Κατά τη δική της άποψη, ο κόσμος της ήταν ιδανικός· ήταν γαλήνιος, θερμός και αμετάβλητος. Δεν υπήρχαν δυσάρεστες εκπλήξεις. Η αγάπη οπλιζόταν με σιγουριά και ασφά­ λεια, κτίζοντας γύρω της ένα τείχος σιωπής. Αν ο Ραϊμόντο παραδεχόταν την αλήθεια, θα σκό­ τωνε τη χήνα με τα χρυσά αβγά. Αλλά δεν ήταν στ’ αλήθεια μόνο θέμα χρημάτων. Η περιουσία της οικο­ 348

γένειας Φαλκόνε, αν και δεν ήταν πλέον αυτή που είχε υπάρξει όταν ο Ουμπέρτο διηύθυνε την επιχείρηση, ήταν ακόμη σε τελείως διαφορετικό επίπεδο από αυτές των ξαδέλφων τους. Όχι, ήταν το αρχικό στοι­ χείο -αυτό του αστείου, της περίτεχνης φάρσας- που τον έπεισε στο τέλος. Αν άξιζε να κοροϊδέψει τον Πάολο, η ευκαιρία να τους κοροϊδέψει όλους ήταν τελείως ακαταμάχητη. Του πήρε καιρό να ορθοποδήσει. Τα ανεξάρτητα συμβόλαια δε δούλεψαν στο τέλος. Όταν ο εμπλεκόμε­ νος οίκος ζητούσε μικρές αλλαγές σε διάφορες λεπτο­ μέρειες, ήταν αναγκασμένος να αρνείται, για τον απλό λόγο ότι ήταν ανίκανος να σχεδιάζει. Η υπεροψία και η αδιαλλαξία του προκάλεσε κατακρίσεις στην αρχή, αλλά μακροπρόθεσμα το επεισόδιο απλώς ενίσχυε τη θέση του, αυξάνοντας τη φήμη του ως μια απειθάρχητη, ασυμβίβαστη ευφυΐα που δούλευε μόνος τη νύχτα και μετά εμφανιζόταν με ένα μάτσο σχέδια και έλεγε: «Πάρτε τα ή αφήστε τα!» Όταν λάνσαρε τη δική του πρετ-α-πορτέ, τον επόμε­ νο Μάρτιο, σημείωσε μέτρια επιτυχία. Ο κόσμος της μόδας στην Ιταλία κυριαρχείται από μια χούφτα από μεγάλα ονόματα, τα οποία συνάπτουν αποκλειστικά συμβόλαια με παραγωγούς υφασμάτων. Σ’ αυτές τις εσωτερικές συμφωνίες ο Τύπος της μόδας αφιερώνει άρθρα σε αναλογία με το διαφημιστικό χώρο που αγο­ ραζόταν και με συμφωνίες παραχώρησης δικαιωμάτων για αρώματα, ρολόγια, αναπτήρες, γυαλιά, μαντίλια και βαλίτσες, γεγονός που κάνει αυτούς τους βαρόνους 349

της μόδας πολυεκατομμυριούχους χωρίς να χρειαστεί να κουνήσουν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι. Αυτό που πλάσαραν ήταν μια εικόνα της haute couture, της πρώ­ της σειράς των μεγάλων σχεδιαστών, η οποία επιδεικνυόταν τρεις φορές το χρόνο στη Ρώμη και στο εξωτε­ ρικό. Αυτά τα σχέδια πωλούνταν δεκάδες δισεκατομ­ μύρια λίρες, ήταν όμως απρόσιτα για οποιονδήποτε εκτός από τους μεγιστάνες του πλούτου -οι περισσότε­ ροι στην Αμερική και στα κράτη του Περσικού Κόλ­ που-, αλλά η εικόνα της πολυτέλειας και της αποκλει­ στικότητας ήταν διαθέσιμη σε οποιονδήποτε ήταν προ­ ετοιμασμένος να πληρώσει ένα μέτριο ποσό για ένα προϊόν με «ετικέτα σχεδιαστή» που θα μπορούσε να είχε φτιαχτεί σε ένα κορεάτικο κάτεργο γεμάτο ιδρώ­ τα. Ο ιδρώτας δεν κολλούσε, το σικ όμως έμενε- αυτή ήταν η σύλληψη. Ως ιδιοκτήτης μιας κλωστοϋφαντουργίας, ο Ραϊμόντο Φαλκόνε βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση για να σπάσει το καρτέλ των πρώτων υλών. Το πρόβλημα εστιαζόταν στην παραγωγή της επιθυμητής εικόνας. Ξεκάθαρα δεν μπορούσε να ασχοληθεί με την κοπτική. Όπως λέει η λέξη, αυτό σημαίνει να μπορείς να κόβεις, να πηγαίνεις σε ένα δοκιμαστήριο με τον πελάτη, να παίρνεις ένα κομμάτι ύφασμα και ένα ψαλίδι, και να δημιουργείς από πρωτογενή υλικά. Αυτό δεν αποτελούσε πιθανότητα για κάποιον που δεν μπορούσε να κόψει ούτε ένα κομμάτι πανετόνε χωρίς να αφήνει το γλυκό να μοιάζει σαν να είχε καθίσει κάποιος επάνω του. Η απότομη άνοδός του στο χώρο της μόδας, σαν 350

από πουθενά, έδινε τροφή για σχόλια. Οι άνθρωποι ήταν φυσικά περίεργοι γι’ αυτόν, για το παρελθόν του, για τις μεθόδους εργασίας του, για τη φιλοσοφία του. Σε μια συνέντευξή του στην τηλεόραση έλεγε ένα σωρό ψέματα: «Το θεωρούσα πάντα ένα χόμπι, συνήθιζα να σκιτσάρω ιδέες στο πίσω μέρος ενός φακέλου και μετά να τον χάνω κάπου...» Συνειδητοποίησε ότι αυτό που πραγματικά ήθελαν οι άνθρωποι από τα ρούχα τους ήταν ένα είδος θαυματουργής μεταμόρφωσης, σαν αυτή που επιχειρούσε ο Φάλκο. Ήθελαν να μπορούν να φορούν μια νέα προσωπικότητα όπως φοράς ένα πουκάμισο. Η μόδα δεν ήταν μόνο για να προσελκύεις ερωτικούς συντρόφους ή να επιδεικνύεις τον πλούτο σου. Ήταν μια αναζήτηση για μεταμόρφωση, υπέρβα­ ση. Και ποιος καλύτερος να την προσφέρει από έναν άντρα που φαινόταν να είναι απελευθερωμένος από τις δεσμεύσεις των κοινών θνητών; Από εκείνο το λεπτό, δεν είχε ξανακοιτάξει πίσω. Δε χρειαζόταν τίποτε περισσότερο από μια περιστασιακή γκρίνια, έναν ασήμαντο έπαινο από εκείνον για να συνεχίζει να εργάζεται η Αριάνα. Λογοκριμένα αποσπάσματα από περιοδικά μόδας, από τα οποία όλες οι αναφορές στις δημιουργίες του Φάλκο είχαν φυσικά αφαιρεθεί, την κρατούσαν ενήμερη για τα χρώματα, τις γραμμές και τα υφάσματα που ήταν στη μόδα. Όταν είχε πετύχει να την πείσει ότι χρειαζόταν μεγάλες κού­ κλες για να παίζει τώρα, αφού ήταν πια μεγάλο κορίτσι, το κόλπο της φωτογράφησης και των εκτός του σπιτιού σκίτσων θα μπορούσαν να καταργηθούν. Κάθε τόσο 351

αφαιρούσε μια επιλογή από τα ρούχα που εκείνη είχε φτιάξει και τα παρέδιδε στους υφισταμένους του, μια στεγανή, υψηλά αμειβόμενη και πολύ έμπιστη ομάδα που ανακούφιζε το σχεδιαστή από την κουραστική καθημερινή δουλειά- να υλοποιεί τις δημιουργίες του από τα αρχικά μοντέλα. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να γυρίζει τη χώρα, να εμφανίζεται σε καταστήματα και στην τηλεόραση, να λέει στους ανθρώπους ότι ήταν ό,τι φορούσαν και ότι στο τέλος του εικοστού αιώνα ήταν ιδεολογικά άξεστο να ισχυρίζεσαι το αντίθετο. Ανακάθισε ξαφνικά, ακούγοντας με προσήλωση έναν απόμακρο μεταλλικό ήχο. Για άλλη μια φορά, ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του. Γνώριζε τι ήταν: το πεταμένο ερμάρι αρχειοθέτησης που βρισκόταν στο πλατύσκαλο του πρώτου ορόφου. Όταν έφτασε, έχο­ ντας σπάσει το λουκέτο που χρησιμοποιούνταν μετά τη διάρρηξη για να ασφαλίζει την έξοδο κινδύνου, τράβη­ ξε το ερμάρι από τον τοίχο, έτσι ώστε σχεδόν απέκλειε το δρόμο προς τα πάνω. Το ελαφρύ κουδούνισμά του ήταν ένας πολύ καλός συναγερμός γι’ αυτόν. Πήρε το πιστόλι και πήγε με γρήγορα, ελαφρά βήματα μέσα στο εργαστήριο, όπου γονάτισε πίσω από ένα από τα τραπέζια παρακολουθώντας την πόρτα. Μόλις θα άνοιγε, ο εισβολέας θα ήταν παγιδευμένος σε ένα ορθογώνιο από φως, κοιτάζοντας σε μια σκο­ τεινή, άγνωστη περιοχή όπου οι μόνοι αναγνωρίσιμοι στόχοι ήταν οι κούκλες. Εκείνος, όμως, θα ήταν έτοι­ μος, καθώς τα μάτια του θα είχαν ήδη συνηθίσει στο λιγοστό φως στη Στοά, και το πιστόλι θα είχε στερεω­ 352

θεί στην άκρη του τραπέζιου, στραμμένο στο στόχο του. Θα ήταν σαν να πυροβολείς λαγούς που βγαίνουν από τη φωλιά τους. Ύστερα συνέβη ένα θαύμα. Έτσι, τουλάχιστον, το ερμήνευσε εκείνη τη οτιγμή αγωνίας. Αργότερα συνει­ δητοποίησε ότι όλο το σκηνικό δε θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα, ωστό­ σο όσο κράτησε, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο- μόνο θόρυβος και φως. Αυτό το φως θα έβλεπες αν έγδερναν τα μάτια σου, τα έβαζαν σε οξύ και έριχναν λέιζερ πάνω τους. Όσο για το θόρυβο... Όταν ήταν αγόρι, κάποτε του είχαν επιτρέψει να ανεβεί στο καμπαναριό της εκκλησίας. Έπειτα από ατελείωτες στροφές, η σπειροειδής σκάλα πλάταινε σε ένα άνοιγμα όπου κρέμονταν οι καμπάνες. Όταν χτυ­ πούσαν τα γλωσσίδια των καμπανών, μπορούσαν να ακουστούν σχεδόν σε όλη την πόλη. Αναρωτιόταν έκτοτε πώς θα ακούγονταν αν άρχιζαν να χτυπούν όσο στε­ κόταν εκεί. Τώρα γνώριζε- όλο το σώμα του δονούνταν και κουδούνιζε, κάθε κύτταρο έτρεμε στον απόηχό τους. Άλλο ένα χτύπημα και θα τον σκότωνε, σκέφτηκε καθώς είχε κουλουριαστεί στο πάτωμα, κρατώντας το κεφάλι του μέσα στα χέρια του. Δεν υπήρξε όμως άλλο. Σάστισε για λίγο. Όταν το γλωσσίδι έμπαινε σε κίνηση τόσο βίαια, ήταν βέβαιο ότι θα επέστρεφε για να χτυ­ πήσει την άλλη πλευρά. Χέρια κινήθηκαν απαλά και γρήγορα πάνω σε όλο το σο)μα του, όπως ένας ράφτης που κάνει πρόβα στον πελάτη του. Άνοιξε τα μάτια του. Μια ψηλή φιγούρα με 353

άμφια στεκόταν από πάνω του, με ένα ρεβόλβερ σε κάθε χέρι. Πάνω από το λευκό κολάρο υψωνόταν μια κακόγουστη πλαστική μάσκα καρναβαλιού που είχε τα εγκάρδια και καλοκάγαθα χαρακτηριστικά του Ιωάννη Παύλου Β'. Από την άλλη πλευρά της μάσκας, ο Αουρέλιο Ζεν επόπτευε την κατάσταση με ένα αίσθημα ικανοποίησης και ανακούφισης. Από τη στιγμή που είχε παραλάβει το πακέτο εκείνο το απόγευμα στο Λινάτε, είχε μεγάλες αμφιβολίες για την κατάληξη αυτής της περιπέτειας. Δεν είχε ιδέα πώς ήταν οι χειροβομβίδες κρότου, αλλά αφού του είχε πει ο Γκιλμπέρτο ότι κόστιζαν πολύ, περίμενε κάτι αρκετά εντυπωσιακό. Γυαλιστεροί κύλινδροι από ανοξείδωτο ατσάλι που ενεργοποιούνται με ελατή­ ριο, με μηχανισμό χρονοκαθυστέρησης ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Πίστευε, όμως, ότι θα ήταν βαριές, και η μεταλλική βαλίτσα που θα έγραφε «ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΚΡΗΚΤΙΚΑ», ασήκωτη. Αντί για βαλίτσα, ο υπάλληλος της αεροπορικής εταιρίας τού είχε πετάξει βαριεστημένα ένα παραφουσκωμένο φάκελο που, ωστόσο, έδινε την εντύπίϋση ότι ήταν άδειος. Ο Ζεν αισθανόταν εξαπατημένος, ένα αίσθημα που επιδεινώθηκε όταν άνοιξε το φάκελο μέσα στο ταξί καθ’ οδόν για την πόλη. Μέσα, βρήκε δύο γκρι πλαστικούς σωλήνες, στο μέγεθος ενός σωληνάριου οδοντόκρεμας, πιασμένους μαζί με ένα λάστιχο που το είχαν περάσει πολλές φορές γύρω τους. Στη μια άκρη τους, μια κόκκινη πλαστική τάπα εξείχε μερικά εκατο­ 354

στά από το σωλήνα, ενώ όλες οι χειροβομβίδες ήταν ασφαλισμένες. Στο φάκελο υπήρχε και ένα σημείωμα με το ζωηρό γραφικό χαρακτήρα του Γκιλμπέρτο. Προς αποφυγή ατυχημάτων, να αφαιρέσεις την ασφάλεια την τελευταία στιγμή. Μόλις βγάζεις την κόκκινη τάπα, έχεις τρία δευτερόλεπτα να ρίξεις τη χειροβομβίδα και να φύγεις. Τα αποτελέσματα διαρκούν πέντε δευτερόλεπτα ή περισσότερο, ανά­ λογα με τη φυσική κατάσταση των αντιπάλων, το βαθμό ετοιμότητας, το επίπεδο εκπαίδευσής τους κ.λπ. Μία είναι αρκετή για ένα μεσαίων διαστάσεων δωμάτιο. Για μεγαλύτερους χώρους, μπορεί να χρεια­ στούν δύο.

Ακριβώς όπως τα αποσμητικά χώρου, σκέφτηκε αηδια­ σμένος ο Ζεν. Τετρακόσιες χιλιάδες λίρες η καθεμία, τόσο του τις χρέωσε ο Γκιλμπέρτο! «Κι αυτή είναι τιμή κόστους, Αουρέλιο. Στην πραγματικότητα, κάτω από το κόστος· τόσο τις πλήρωσα τρεις μήνες πριν. Ένας Θεός ξέρει πόσο θα κοστίσει η αντικατάστασή τους». Οι χει­ ροβομβίδες αυτές είχαν αγοραστεί από ένα συνάδελφο του Ζεν. Η υψηλή τιμή τους οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν δυσεύρετες στην αγορά, σε αντίθεση με τον εξο­ πλισμό στρατιωτικής ή αστυνομικής χρήσης που υπήρ­ χε σε αφθονία και πωλούνταν σε καλές τιμές, με τερά­ στια έκπτοοση. Οι χειροβομβίδες κρότου, όμως, προορί­ ζονταν μόνο για λίγες ειδικές μονάδες της αστυνομίας και των καραμπινιέρων. Ο προμηθευτής του Νιέντου 355

είχε σχέσεις με την αντιτρομοκρατική ομάδα DIGOS του υπουργείου Εσωτερικών, τα μέλη της οποίας είχαν πεσμένο ηθικό, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γεγονός που εξηγούσε γιατί και το υπουργείο κατέφευ­ γε σε ιδιωτικές εταιρίες, όπως όλοι οι άλλοι. Ωστόσο, ο Ζεν παραδέχτηκε αργότερα πως οι χει­ ροβομβίδες μπορεί να μην ήταν εντυπωσιακές σε όψη, είχαν, όμως, μεγάλη αποτελεσματικότητα. Ακόμη και από την άλλη πλευρά της πόρτας ήταν εντυπωσιακές· έμοιαζαν με πυροτέχνημα. Δεν ήξερε πόσο μεγάλο ήταν το δωμάτιο, από τη στιγμή, όμως, που κόστιζαν σχεδόν μισό εκατομμύριο λίρες η καθεμία, ο Ζεν απο­ φάσισε ότι μία θα ήταν αρκετή. Και πράγματι ήταν. Όταν μπήκε μέσα, ο Φαλκόνε ήταν ξαπλωμένος στο πάτωμα, με τα χέρια στο κεφάλι και τα γόνατα λυγισμένα, σαν θύμα της Πομπηίας. Αφήνοντας κάτω το ψεύτικο ρεβόλβερ του, ο Ζεν πήρε το πιστόλι που κρα­ τούσε ο άντρας και έψαξε γρήγορα για άλλα όπλα. Μετά, πήρε πάλι το δικό του και απομακρύνθηκε. 'Επειτα από λίγα δευτερόλεπτα, ο Φαλκόνε βόγκηξε και έτριψε τα μάτια του σαν να ξυπνούσε. Κοίταξε τον Ζεν με απορία, ενώ εκείνος του χαμογελούσε πίσω από την ανωνυμία της μάσκας του. Όσο για τα ρούχα του, δεν ήταν σίγουρος. Απλώς πίστευε ότι κάποια μεταμφίεση ήταν απαραίτητη. Δεν ήθελε να αποκαλύψει την ταυτότητά του πολύ νωρίς, τουλάχιστον όχι προτού μάθει όσα μπορούσε. Αυτός ήταν ο πρώτος εκβιασμός του και ήθελε να τον κάνει σωστά. Το μόνο στοιχείο που είχε να διαπραγματευτεί θα ήταν σίγουρα 356

αρκετό για να αποσπάσει αρκετά χρήματα, όσο, όμως, το θύμα του δε γνώριζε ποιος ήταν και τι ήθελε, μπορεί εν δυνάμει να προέκυπταν και άλλες επικερδείς πλη­ ροφορίες. Τουλάχιστον, η ψυχολογία της κυριαρχίας που θα δημιουργούσε θα λειτουργούσε προς όφελος του Ζεν όταν θα ε'φτανε η ώρα της διαπραγμάτευσης. Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκε το κατάστημα με τις φανταχτερές στολές που είχε δει το πρωί στη Βία Πιζάνι. Εκείνη την περίοδο είχε μεγάλη ποικιλία, ο Ζεν, όμως, τελικά είχε επιλέξει τη στολή του κληρικού. Η μάσκα, μια χοντροκομμένη παρωδία των σλαβικών χαρακτηριστικών του Βοϊτίλα, ήταν ένα πολύ συνηθι­ σμένο αξεσουάρ. Ωστόσο, έμενε να δει τι αποτέλεσμα θα είχε. Όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρξε κανένα πρό­ βλημα- ο Φαλκόνε δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. «Αργεί ακόμα το καρναβάλι», παρατήρησε στο τέλος, στην προσπάθειά του να συνέλθει. «Είναι για το καλό σου», του εξήγησε ο Ζεν μιλώ­ ντας τραγουδιστά όπως και στο τηλέφωνο. «Για το δικό σου καλό, εννοείς». Η πλαστική μάσκα κουνήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυ­ ρίας, δημιουργώντας μια μακάβρια αντίθεση με την καλοκάγαθη πατρική έκφρασή της. «Αν δε φορούσα τη μάσκα, μπορεί να με αναγνώρι­ ζες», είπε ο Ζεν, «και μετά θα έπρεπε να σε σκοτώσω». Σταμάτησε για λίγο, ώσπου να κατακαθίσει αυτή η απειλή. «Φυσικά, μπορεί να αποφασίσουμε να σε καθαρίσουμε έτσι κι αλλιώς. Αυτό εξαρτάται από σένα, 357

αν θα καταφέρεις να δώσεις μια ικανοποιητική εξήγη­ ση για το ρόλο σου στην υπόθεση Ρουσπάντι». Ο Φαλκόνε προσπάθησε να γελάσει. «Τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτό; Δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο που να αποδεικνΰει ότι έχω κάποια σχέση με την υπόθεση Ρουσπάντι». «Οι αποδείξεις είναι για τους δικαστές. Εγώ δεν είμαι δικαστής, αλλά εκτελεστής. Η ποινή έχει ήδη αποφασιστεί. Αν δε με πείσεις για το αντίθετο μέσα στα επόμενα -λίγα- λεπτά, θα εκτελεστεί». Οι σκιές στο πάτωμα δημιουργούσαν λιμνούλες, με τον Φαλκόνε να τρέμει σαν ψάρι έξω από αυτές. «Μα, για όνομα του Θεού, τι έχω κάνει; Τι έχω κάνει;» «Χρησιμοποίησες το όνομά μας επί ματαίω! Έχεις συκοφαντήσει την οργάνωσή μας όσον αφορά τους στόχους και τις δραστηριότητές μας, δημιουργώντας μας σημαντικά προβλήματα. Εν ολίγοις, αποπειράθηκες να μας χρησιμοποιήσεις προς όφελος σου». Το δια­ περαστικό βλέμμα της μάσκας στράφηκε στον Φαλκό­ νε. «Η Καμπάλ δεν επιτρέπει σε κανέναν να την εκμε­ ταλλεύονται». Ακόμη μια φορά ο Φαλκόνε προσπάθησε να γελά­ σει, χωρίς αποτέλεσμα. «Άκου, έχει γίνει ένα τρομερό λάθος! Δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε οργάνωση με το όνομα Καμπάλ! Ο Ρουσπάντι μου είπε ότι την είχε βγάλει από το μυαλό του για να πείσει το Βατικανό να του δώσει άσυλο. Ήταν πολύ περήφανος για την εξυπνάδα του- τον πίστευαν οι 358

ιερείς και ζητούσαν κι άλλες πληροφορίες. Νόμιζα ότι αυτό ήταν όλο, μια φάρσα!» «Δεν είπες αυτό στην αστυνομία». Αμέσως, ο Φαλκόνε μαζεύτηκε. «Τ ι;» «Στον αξιωματικό της αστυνομίας από το υπουργείο Εσωτερικών που του είχε ζητήσει το Βατικανό να ερευ­ νήσει την υπόθεση Ρουσπάντι. Δεν του είπες ότι πίστευες πως επρόκειτο για φάρσα. Αντίθετα, έκανες ό,τι μπορούσες για να τον πείσεις ότι η Καμπάλ κρυβό­ ταν πίσω από την υπόθεση». Του Φαλκόνε του κόπηκε η ανάσα. «Το γνωρίζεις αυτό;» «Θα κερδίσουμε πολύ χρόνο αν απλώς υποθέσεις ότι τα γνωρίζουμε όλα. Τώρα απάντησε στην ερώτησή μου! Γιατί πήρες τέτοιο ρίσκο -μπήκες κρυφά σ’ ένα εξομολογητήριο στον Αγιο Πέτρο, για να τοποθετήσεις έναν ασύρματο- απλώς και μόνο για να δυσφημήσεις μια οργάνωση της οποίας την ύπαρξη αγνοούσες, όπως ισχυρίζεσαι τώρα». «Ποτέ δεν είχα την πρόθεση να δυσφημήσω κανέναν...» «Τα κατάφερες, όμως! Το υπουργείο Εσωτερικών άνοιξε ακόμη και φάκελο για εμάς. Ευτυχώς, ένας από τους άντρες μας μπόρεσε να τον εξαφανίσει, οι συνέ­ πειες, όμως, θα μπορούσαν να ήταν τραγικές. Σε ρωτάω για τελευταία φορά: γιατί;» Ο Φαλκόνε κοίταξε το πιστόλι στο δεξί χέρι του Ζεν που τον σημάδευε. Για πρώτη φορά, συνειδητοποίησε 359

ότι επρόκειτο να πεθάνει, και μάλιστα από το δικό του όπλο, ή μάλλον του πατέρα του. «Ήταν όλα μια μπλόφα!» φώναξε. «Εμείς πιστεύα­ με ότι η αστυνομία γνώριζε περισσότερα από όσα απο­ κάλυπτε. Σκοπός μας ήταν να πείσουμε τον αρμόδιο αξιωματικό ότι ο θάνατος του Ρουσπάντι εξυπηρετού­ σε πολιτικά συμφέροντα, στρέφοντας, έτσι, τις υποψίες στον οποιονδήποτε, από το δικό του αφεντικό μέχρι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας». Η παπική μάσκα συγκατένευσε σε μια αισχρή παρωδία ενός ιερέα την ώρα της εξομολόγησης. «Ποιοι είναι οι “εμείς”; Και γιατί θα έπρεπε να νοιάζεστε για την τακτική που θα ακολουθούσε η αστυ­ νομία;» «Εννοούσα την οικογένεια Ρουσπάντι. Ο Ρουσπάντι ήταν μακρινός ξάδελφος μας, και ανησυχούσαμε ότι...» Ένα τραχύ γέλιο ακούστηκε πίσω από τη μάσκα. «Έλα τώρα! Είχες μάλλον περισσότερους λόγους να ανησυχείς από αυτόν της συγγένειας, έτσι δεν είναι;» «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς». «Τότε άσε με να σου εξηγήσω. Την περασμένη Παρασκευή, εσύ και ο Μάρκο Ζεπένιο δολοφονήσατε τον Δουντοβίκο Ρουσπάντι, σπρώχνοντάς τον από το πάνω υπερώο του Αγίου Πέτρου...» «Δεν τον σπρώξαμε!» Πολύ αργά, συνειδητοποίησε ότι είχε πέσει σε πα­ γίδα. «Πολύ σωστά», συνέχισε θριαμβευτικά ο Ζεν. «Τον δέσατε στο κιγκλίδωμα με πετονιά, ώστε, όταν ανακτού­ 360

σε τις αισθήσεις του και προσπαθούσε να ελευθερωθεί, να έπεφτε. Τέσσερις μέρες αργότερα σκοτώσατε με ηλε­ κτροπληξία τον Τζοβάνι Γκριμάλντι στο ντους...» «Εγώ δεν έχω καμία σχέση μ’ αυτό!» Φώναξε αυθόρμητα, επιβεβαιώνοντας την αθωότη­ τα του, κάτι που πίστευε απόλυτα! Αν και εκείνος είχε συνδέσει το καλώδιο του ηλεκτρικού στο ρεύμα και είχε ακούσει τις κραυγές του άντρα καθώς πέθαινε, ο θάνατος του Γκριμάλντι εξυπηρετούσε τα συμφέροντα μόνο του Ζεπένιο. Η φωτοτυπία του αντίγραφου των συνομιλιών που είχε δει το απόγευμα της Δευτέρας επιβεβαίωνε ότι δεν υπήρχε τίποτα ενοχοποιητικό για εκείνον, από τη στιγμή μάλιστα που ο Γκριμάλντι είχε προφανώς ξεγελαστεί από τη γυναικεία αμφίεσή του, σε σημείο που είχε κάνει μια απόπειρα -με μισή καρ­ διά, όμως- να του ριχτεί. Μπορεί να ήταν αυτό που είχε σφραγίσει τη μοίρα του ανθρώπου της Βιτζιλάντσα. Τον είχε σοκάρει το γεγονός ότι είχε γίνει αντικείμενο αυτού του είδους της προσοχής, μόνο και μόνο επειδή είχε φορέσει μια φού­ στα και μια μπλούζα. Φυσικά, αυτό απλώς επιβεβαίωνε τον ισχυρισμό του ότι οι προκαθορισμένες κατηγορίες ήταν μια ψευδαίσθηση· ήσουν αυτό που φαινόσουν να είσαι. Ωστόσο, άλλο να μιλάς θεωρητικά γι’ αυτά τα πράγματα και άλλο να βλέπεις έναν άντρα να σε κοι­ τάζει από πάνω ως κάτω με εκείνο τον ανόητα αυτάρε­ σκο, γνωστό τρόπο. Δεν υπήρχε τίποτε το σεξουαλικό στο γυναικείο ντύσιμό του. Ήταν μόνο μια επέκταση των πιθανοτήτων που ήταν ανοιχτές για εκείνον, ένα 361

μπέρδεμα των διακρίσεων που είχε ήδη κηρύξει ασή­ μαντες. Θα προτιμούσε να είχε ντυθεί σαν παιδί, αν μπορούσε- αυτό θα τον ευχαριστούσε περισσότερο. Ο Τζοβάνι Γκριμάλντι, όμως, είχε κάνει το λάθος να τον προσεγγίσει σεξουαλικά, και όταν ο Μάρκο είχε πει ότι θα έπρεπε να αναλάβουν δράση, εκείνος είχε συμφωνήσει, παρόλο που δεν κινδύνευε. Η τηλεφωνική συνομιλία του Αουντοβίκο με την Αριάνα, που τον είχε αρχικά υποχρεώσει να παρέμβει, ήταν καταγεγραμμένο στο αντίγραφο, ο Λούντο, όμως, εξακολουθούσε να είναι προσεκτικός και δεν είχε πει τίποτα που θα κέντριζε το ενδιαφέρον κάποιου τρίτου. Αντίθετα, λίγες μέρες πριν από το θάνατό του, ο Ρουσπάντι δεν ήταν ούτε κατ’ ελάχιστον προσεκτικός, και το όνομα του Ζεπένιο φιγουράριζε στο αντίγραφο, το οποίο, αν έπεφτε στα χέρια της αστυνομίας, εκείνοι θα τον υπο­ χρέωναν διά της βίας να πει την αλήθεια μέσα σε ελά­ χιστο χρόνο. Αυτός ήταν άλλος ένας λόγος που είχε αποφασίσει να συνεργαστεί, παρόλο που κάποια στιγ­ μή συνειδητοποίησε ότι τα συμφέροντά του θα είχαν εξυπηρετηθεί καλύτερα αν σκότωνε τον Ζεπένιο. «Εγώ δεν έχω καμία σχέση μ’ αυτό!» επανέλαβε. Ο ψεύτικος πάπας φάνηκε να καταλαβαίνει. «“Είσαι ό,τι φοράς”. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι έπαιρνες τόσο σοβαρά το δικό σου σλόγκαν! Πολύ καλά λοιπόν. Η συνεργός του Ζεπένιο δεν ήσουν εσύ, αλλά μια γυναίκα παρόμοιας σωματικής διάπλασης. Χθες συνέβη και κάτι άλλο παράξενο- μια νεαρή γυναί­ κα -προφανώς- έσπρωξε τον Μάρκο Ζεπένιο έξω από 362

το τρένο καθώς περνούσε από το τούνελ των Απεννίνων. Μια αρκετά επεισοδιακή εβδομάδα είχαν αυτά τα κορίτσια, όποια και αν είναι». Ο Ραϊμόντο Φαλκόνε είχε δει κάποτε να σφάζουν ένα γουρούνι, στον κήπο της βίλας όπου έμενε η Καρ­ μέλα. Το ζώο κρεμόταν από ένα τσιγκέλι. Είχαν βάλει το μαχαίρι κάτω από το ροζ ζαρωμένο πρωκτό του και είχαν σκίσει την κοιλιά, από την οποία είχαν βγει αμέ­ σως τα εντόσθια. Τα λόγια του ψεύτικου πάπα ασκού­ σαν παρόμοια επίδραση επάνω του. Ο άντρας δεν είχε υπερβάλει- πράγματι, τα γνώριζε όλα. Ή μάλλον όχι όλα. Γνώριζε για τον Ρουσπάντι και τον Γκριμάλντι. Ήξερε ακόμη και για τον Ζεπένιο. Αυτό, όμως, ήταν μόνο ένα ψήγμα του πραγματικού μυστικού, το κλειδί για όλα τα άλλα και ο λόγος που είχε αρχικά προτείνει στον Ζεπένιο να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να επισκεφτούν τον πρίγκιπα στη Ρώμη. Ήταν ο ίδιος ο Ρουσπάντι που είχε φέρει αρχι­ κά σε επαφή τον Φαλκόνε με τον Ζεπένιο, όταν είχε μάθει ότι ο ξάδελφός του είχε αφήσει το αρχοντικό της οικογένειας στην τρελή Αριάνα και είχε μετακομίσει σε μια καινούρια πολυκατοικία, όπου διέμενε κι ένας από τους πελάτες του της εταιρίας εξαγωγής συναλ­ λάγματος που διηύθυνε κάποτε. Στην αρχή, ο πρίγκι­ πας είχε απλώς ζητήσει από τον Φαλκόνε να μεταφέρει τις απαιτήσεις και τις απειλές του στον Μάρκο Ζεπέ­ νιο, ο οποίος με τη σειρά του θα τις μετέφερε στους άλλους άντρες, τη δράση των οποίων ερευνούσε η Αντόνια Σιμονέλι. Όταν ο Ραϊμόντο είχε αρνηθεί να 363

συνεχίσει, ο ξάδελφός του του είχε υπενθυμίσει ότι τον συνέφερε και εκείνον να τακτοποιηθούν όλα ήρεμα. Ένα μείζον σκάνδαλο θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στα μέλη της οικογένειας, πόσω μάλλον σε ένα νεαρό σχε­ διαστή σε μια ευαίσθητη φάση της καριέρας του- μόλις είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός στον κόσμο, παρέμενε, ωστόσο, εντός πεδίου βολής των ζηλόφθονων αντιπά­ λων που θα εκμεταλλεύονταν το οτιδήποτε προκειμένου να σαμποτάρουν την ανοδική του πορεία. Εκείνη τη στιγμή ο Φαλκόνε το είχε εκλάβει ως υπενθύμιση, κι όχι ως απειλή, και είχε συμφωνήσει να δράσει ως μεσάζων. Ο Ζεπένιο, από την πλευρά του, είχε αρνηθεί να συμμορφωθεί με τους συγκεκριμένους όρους που είχε θέσει ο Ρουσπάντι, ισχυριζόμενος ότι χρειαζόταν περισσότερο χρόνο και ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να παρενέβαιναν άνθρωποι με επιρροή, αλλάζοντας τα δεδομένα. Με τον Φαλκόνε ο Ζεπένιο ήταν λιγότερο διπλωμάτης, ελπίζοντας ίσως ότι κάτι από αυτά θα έφτανε στον πρίγκιπα. «Ήταν μια επαγγελματική συμφωνία. Έκανε τη δουλειά, τον πληρώσαμε αδρά. Αν ο μπάσταρδος τα σκότωσε, άσ’ τον να τα βγάλει πέρα μόνος του. Έχω ήδη αρκετά προβλήματα, εκτός από το οργανωμένο σχέδιο να μην αποδοθεί δικαιοσύνη». Ο Ραϊμόντο δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα, μέχρι τη μέρα που ο Ρουσπάντι έκανε μια έμμε­ ση αναφορά στις κούκλες της Αριάνα. Λίγες μέρες αργότερα, είχε αναφερθεί ξανά στις κούκλες, και συγκεκριμένα στα «πραγματικά πανέξυπνα» κοστού­ 364

μια τους. Ιΐανικοβλημένος, ο Φαλκόνε είχε κατεβάσει το ακουστικό. Όταν το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, εκεί­ νος δεν το σήκωσε. Δεν απαντούσε όλη την επόμενη εβδομάδα, αλλά όταν είχε περάσει να πάρει κάτι κοστούμια από την Αριάνα, εκείνη του είχε πει ότι την είχε πλησιάσει ένας δημοσιογράφος, επειδή ήθελε να γράψει ένα άρθρο για εκείνη και τις κούκλες της. Το υπονοούμενο ήταν ξεκάθαρο. Αν δεν ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις του, ο Ρουσπάντι θα αποκάλυπτε στον κόσμο ότι ο Φάλκο ήταν ένας υποκριτής που είχε ξεγε­ λάσει τους πάντες, εκμεταλλευόμενος το ταλέντο της ψυχικά διαταραγμένης αδελφής του, την οποία κρατού­ σε κλειδωμένη στο σπίτι. Ήταν τότε που είχε αποφασίσει ότι ο ξάδελφός του έπρεπε να πεθάνει. Ο Ρουσπάντι δεν τα είχε υπολογί­ σει σωστά. Ούτε για ένα λεπτό δεν είχε σκεφτεί ο Φαλ­ κόνε να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του πρίγκιπα, που συμπεριλάμβαναν πλέον ιδιωτικά αεροπλάνα για να τον βγάλουν λαθραία από τη χώρα και κρησφύγετα στην Ελβετία ή στη Σουηδία, όπου θα μπορούσε να κρυφτεί ώσπου να ξεχαστεί η υπόθεση. Δεν ήταν μόνο η καριέρα του που κινδύνευε, αλλά και ο ίδιος! Δεν ήταν πλέον ο Φαλκόνε, αλλά ο Φάλκο. Αν επρόκειτο να αποκαλυφθεί πως ο Φάλκο ήταν απατεώνας, τότε τι θα έκανε; Όσο ο Λουντοβίκο Ρουσπάντι έμενε ζωντα­ νός, η ύπαρξη του Φάλκο κρεμόταν από μια κλωστή. Όπως και τώρα, σκέφτηκε. Ο ψεύτικος πάπας στε­ κόταν ακίνητος, με τα πιστόλια στραμμένα στον Ράίμόντο, που κοίταζε έκπληκτος. 365

«Μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε μια τέτοια οργάνωση σαν την Καμπάλ», είπε κουρασμένα ο Φαλκόνε. «Αν σας έχω προσβάλει ή αν σας έχω φέρει κατά λάθος σε δύσκολη θέση, ζητώ συγγνώμη. Αν υπάρχει κάποιος τρόπος να επανορθώσω, είμαι κάτι παραπάνω από διατεθειμένος να το κάνω». Ο άντρας με τη στολή του κληρικού σήκωσε αργά τα χέρια του σημαδεύοντάς τον με τα πιστόλια. «Όχι!» τσίριξε ο Φάλκο τρομοκρατημένος. «Για όνομα του Θεού, συγχωρέστε με, σας ικετεύω!» Το ανέκφραστο βλέμμα της μάσκας ήταν στυλωμένο πάνω του. «Εγώ; Εγώ δεν έχω καμία σχέση μ’ αυτή την ιστορία». Ο Φαλκόνε σύρθηκε στο πάτωμα, τελείως εξευτελι­ σμένος. «Εννοούσα να με συγχωρέσει η Καμπάλ». Ο ψεύτικος πάπας γέλασε. «Η Καμπάλ δεν υπάρχει», είπε και έβγαλε τη μάσκα του. Ο Φαλκόνε έμεινε έκπληκτος. Χλομός, σχεδόν ανί­ κανος να αντιδράσει, απλώς κοίταζε. Εκείνος, που είχε ξεγελάσει τους πάντες τόσο καιρό, είχε ξεγελαστεί από ένα χαζό με ρούχα που πρέπει να είχε σχεδιάσει η μητέρα του! Απίστευτο! Πώς είχε επιτρέψει να συμβεί αυτό; Τίποτε δεν άξιζε πια σ’ αυτή τη ζωή. «Μην ανησυχείτε, ντοτόρε, είστε ασφαλής», τον καθησύχασε ο Ζεν. «Ακόμα και οι πιο έξυπνοι στο Βατικανό εξαπατήθηκαν από τον Ρουσπάντι. Ο Τύπος είχε εξαπατηθεί με το ανώνυμο γράμμα του Γκριμάλ366

ντι. Εγώ ο ίδιος την πάτησα όταν το Βατικανό φάνηκε να συγκαλύπτει το όλο θέμα, όπως και οι ανώτεροι του υπουργείου, όταν τους μετέφερα την ιστορία». Ο Φαλκόνε τον παρατηρούσε από το πάτωμα όπου βρισκόταν. «Έχεις αρχίσει να συνέρχεσαι από το σοκ, έτσι δεν είναι;» συνέχισε ο Ζεν. «Και αναρωτιέσαι για ποιο λόγο μπήκα σ’ όλο αυτό τον κόπο. Στο κάτω κάτω, όλοι οι άλλοι είχαν τους λόγους τους. Ο Ρουσπάντι χρησιμο­ ποίησε την Καμπάλ για να μπει στο Βατικανό. Ο Γκριμάλντι τη χρησιμοποίησε για να ξεκινήσει και πάλι τις συζητήσεις σχετικά με το θάνατο του Ρουσπάντι, έτσι ώστε να μπορέσει να πιέσει εσένα και τον Ζεπένιο. Εσείς οι δύο τη χρησιμοποιήσατε για να με οδηγήσετε σε αδιέξοδο. Εγώ, όμως, τι έχω να κερδίσω; Αυτό ανα­ ρωτιέσαι, έτσι δεν είναι, ντοτόρε;» Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. «Φυσικά, θα μπορούσα να πω ότι απλώς παίρνω το αίμα μου πίσω για εκείνη τη φάρσα στο εξομολογητή­ ριο. Τα γόνατά μου πονούσαν για καιρό. Πού ήσουν, αλήθεια;» Ο Φαλκόνε χαμογέλασε αχνά. Δεν ήξερε τι ήθελε αυτός ο άντρας, αισθανόταν, όμως, ότι δεν κινδύνευε πλέον. «Σε ένα αυτοκίνητο στο λόφο Τζανίκολο. Ήταν ιδέα του Μάρκο. Εκείνος έφερε και εγκατέστησε τον εξοπλισμό. Βέβαια, είχαμε κάποια απρόοπτα, όπως το περιπολικό που πέρασε από δίπλα μας με τη σειρήνα του αναμμένη». 367

«Όσα μου είπες για το Βατικανό -τα σχίσματα και τις διαμάχες, τις διάφορες ομάδες που θεσιθηρούνακοΰστηκαν πολύ αληθινά». «Μου τα είχε πει όλα ο Λουντοβίκο. Εκείνος γνώρι­ ζε όλους τους ιδιόρρυθμους στη Ρώμη, τόσο του χώρου της πολιτικής όσο και της Εκκλησίας. Βέβαια, στην πραγματικότητα, αυτοί οι άνθρωποι είναι ακίνδυνοι, όπως κι εκείνοι που θέλουν να επαναφέρουν τη μοναρ­ χία. Το μόνο που έκανα ήταν να τους αναδείξω σε σημαντική απειλή». Ο Ζεν έγνεψε καταφατικά. «Απ’ ό,τι φαίνεται, είχες πολύ καλή σχέση με τον ξάδελφό σου. Και η Αριάνα είναι ακόμη ερωτευμένη μαζί του, έτσι δεν είναι;» Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του Φαλκόνε. «Τι;»

Ο Ζεν έπαιζε αδιάφορα ένα πιστόλι. «Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Δεν έχω έρθει εδώ με την επαγγελματική μου ιδιότητα». «Τι θέλεις;» ρώτησε ο Φαλκόνε. «Χρήματα», απάντησε ο Ζεν. «Είμαι ένας διεφθαρ­ μένος μπάτσος. Έχεις διαβάσει γι’ αυτούς στις εφημε­ ρίδες, τους έχεις δει στην τηλεόραση. Τώρα, για λίγο καιρό μόνο, μπορείς να έχεις έναν δικό σου στο σπίτι ή στο γραφείο». Ο Ραϊμόντο Φαλκόνε σηκώθηκε, κοιτάζοντας τον Ζεν. «Πόσα;» Ο Ζεν άφησε το τσιγάρο του να πέσει στο πάτωμα 368

και το έσβησε με τη μύτη του παπουτσιού του. Ο Φαλ­ κόνε τον παρακολουθούσε με αγωνία, για να βεβαιω­ θεί ότι είχε σβήσει πλήρως· η φωτιά στο ατελιέ ήταν ο μεγαλύτερος φόβος κάθε σχεδιαστή. «Πόσο νομίζεις ότι αξίζει;» Ο Φαλκόνε μισόκλεισε τα μάτια του. «Πόσο αξίζει τι;» Ο Ζεν κοίταξε μέσα από το παράθυρο του γραφείου το φωτισμένο θόλο της Στοάς, που υψωνόταν στην εντός ολίγου πυκνή ομίχλη. «Σκότωσες τον ξάδελφό σου για να μην αποκαλυφθείτο μυστικό σου», είπε σαν να μονολογούσε. «Αυτό το κάνει πολύτιμο». Ο Φαλκόνε ένιωσε το αίμα του να παγώνει, κατάφερε, όμως, να κρατήσει την ψυχραιμία του- δεν υπήρχε ανάγκη να φοβάται. Δεν κινδύνευε. Το μόνο που ήθελε αυτός ο διεφθαρμένος, είρων μπάσταρδος ήταν χρήμα­ τα. Δώσ’ του όσα θέλει και στείλ’ τον στο διάολο. «Είχαμε συμφωνήσει πενήντα εκατομμύρια για το αντίγραφο», είπε αποφασιστικά, μιλώντας ως επιχειρη­ ματίας. «Δεν έχω πλέον το αντίγραφο». Ο Φαλκόνε δεν μπορούσε να μη χαμογελάσει. Το γνώριζε αυτό. Καθώς έσπρωχνε τον Ζεπένιο έξω από το τρένο, εκείνος, αντί να κρατηθεί από την πόρτα, έσφιγγε στην αγκαλιά του το αντίγραφο, πιστεύοντας ότι κι αυτό ήταν μέρος του σχεδίου. Σύμφωνα με αυτό, ο Ζεπένιο θα ανέβαινε στο pendolino στη Φλωρεντία, θα έπιανε κουβέντα με τον Ζεν και θα του αποσπούσε 369

το αντίγραφο. Ο Φαλκόνε, ντυμένος γυναίκα και πάλι, θα πήγαινε στον προθάλαμο καθώς πλησίαζαν το τού­ νελ των Απεννίνων και θα έσβηνε τα φώτα. Τότε, ο Ζεπένιο θα άλλαζε βαγόνι, έχοντας πλέον το αντίγρα­ φο, ο Φαλκόνε θα πήγαινε στη θέση όπου καθόταν ο Ζεν και θα τον πυροβολούσε. Ή τουλάχιστον αυτό νόμιζε ο Ζεπένιο ότι θα γινό­ ταν. Ο Φαλκόνε, όμως, είχε άλλα σχέδια, τα οποία και εφάρμοσε. Καθώς έσπρωχνε τον αιφνιδιασμένο συνερ­ γάτη του έξω από το τρένο, είχε πάρει τις υπόλοιπες σελίδες του αντιγράφου που είχε καταφέρει να κρατή­ σει ο Ζεπένιο όταν ο Φαλκόνε του το είχε αρπάξει στην τουαλέτα. Ευτυχώς, μεταξύ αυτών ήταν και η τηλεφω­ νική συνομιλία του Ρουσπάντι με την Αριάνα. Είχε κάψει τη συγκεκριμένη σελίδα, είχε πετάξειτις στάχτες στη λεκάνη της τουαλέτας και είχε τραβήξει το καζα­ νάκι. Αυτό δεν ήταν απαραίτητο, ήθελε, όμως, να είναι σίγουρος. Μετά είχε πετάξει τις υπόλοιπες σελίδες έξω από το παράθυρο και είχε ετοιμαστεί για να αντιμετω­ πίσει τον Ζεν και το προσωπικό του τρένου. Όπως ήταν αναμενόμενο, το μόνο που είχαν προσέξει όλοι ήταν ο πισινός του. «Δε με ενδιαφέρει το αντίγραφο», είπε. «Δεν υπάρχει λόγος να σε ενδιαφέρει», συμφώνησε ο Ζεν. «Το όνομά σου δεν αναφέρεται πουθενά. Της αδελφής σου, όμως, υπάρχει στο αντίγραφο». Για μια στιγμή, ο Φαλκόνε ήλπιζε πως είχε παρακούσει, αν και ήξερε ότι δεν ήταν έτσι. «Και οι κούκλες της αναφέρονται», πρόσθεσε ο Ζεν. «Και το όνομα του δημοσιο­ 370

γράφου που υποτίθεται ότι ήθελε να γράψει γι’ αυτές. Αυτός νόμιζε ότι ήμουν όταν πήγα εκεί χθες. Αυτό που πραγματικά με συγκλόνισε ήταν που πίστευε ότι ο Ρουσπάντι ήταν ακόμη ζωντανός». Ο Φαλκόνε άκουγε τον Ζεν με τα χέρια σταυροομένα και το βλέμμα στραμμένο ψηλά, σαν γύψινο άγαλμα αγίου. «Κάτι απόλυτα «φυσιολογικό, αφού ζει αποκομμένη από τον κόσμο. Θα το γνώριζε μόνο αν της το έλεγε κάποιος». Ο Φαλκόνε δεν αντέδρασε. «Και σ’ αυτή την περίπτωση, αν μάθαινε δηλαδή ότι ο αγαπημένος ξάδελφός της Λούντο ήταν νεκρός και τον τρόπο με τον οποίο πέθανε, οι συνέπειες θα ήταν πολύ σοβαρές. Έδειξε με τα χέρια του το ατε­ λιέ. «Κατ’ αρχήν, δε θα είχες καινούρια σχέδια για κάποιο σημαντικό...» Εκείνη τη στιγμή, ο Φαλκόνε όρμησε πάνω στον Ζεν, αρπάζοντας το πιστόλι που κρατούσε στο δεξί του χέρι. Ο επιθεωρητής προσπάθησε να τον απομακρύνει από πάνω του, ο Φαλκόνε, όμως, τον είχε γραπώσει γερά σαν σκύλος. Στο τέλος, αναγκάστηκε να τον χτυ­ πήσει στο κεφάλι με το άλλο πιστόλι για να τον αφήσει. «Δεν είναι ανάγκη να το κάνουμε αυτό», του είπε ο Ζεν. «Το μόνο που θέλω είναι ένας λογικός συμβιβα­ σμός. Θα τα βρούμε. Δεν είμαι φιλάργυρος». Ο Φαλκόνε, όμως, δεν άκουγε. Ζαλισμένος από το χτύπημα, χύμηξε ξανά καταπάνω του. Ο Ζεν τράβηξε τη σφύρα στο ρεβόλβερ του και τον σημάδεψε. «Μην πλησιάζεις!» Ακούστηκε ένα εκκωφαντικός θόρυβος. Αυτή τη φορά και οι δύο άντρες τρόμαξαν, περισσότερο, όμως, ο 371

Φαλκόνε, που δεν είχε συνελθεί ακόμη από το προηγού­ μενο χτύπημα. Ο Ζεν, όμως, που είχε νιώσει την κίνηση του πιστολιού στο χέρι του, συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί. Ο Φαλκόνε δεν είχε χτυπηθεί, δόξα τω Θεώ, το πρό­ σωπό του, όμως, είχε μια τρομαγμένη έκφραση, σαν να είχε μόλις επιστρέψει από την Κόλαση. «Έγινε κατά λάθος!» προσπάθησε να τον καθησυ­ χάσει ο Ζεν. «Μπέρδεψα τα πιστόλια. Πυροβόλησα με το δικό σου. Το δικό μου είναι ψεύτικο». Ο Φαλκόνε, όμως, είχε κάνει μεταβολή και είχε πάει τρέχοντας στο άλλο δωμάτιο. «Γύρνα πίσω!» φώναξε ο Ζεν, που είχε αρχίσει να τρέχει πίσω του. «Δεν κινδυνεύεις! Το μόνο που θέλω είναι χρήματα!» Όταν έφτασε στην πόρτα του γραφείου, διαπίστωσε ότι ήταν άδειο. Κοίταξε στο γυμναστήριο και το μπά­ νιο, αλλά ο Φαλκόνε δε φαινόταν πουθενά. Μόνο τότε πρόσεξε το ανοιχτό παράθυρο. Τα γραφεία περιέβαλ­ λαν το νότιο τμήμα του αιθρίου, ενώ οι κάτω όροφοι βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο με τη θολωτή οροφή. Αυτός ο όροφος ήταν ο τελευταίος και απείχε ελάχιστα από τις σιδερένιες δοκούς που στήριζαν τα μεγάλα κομμάτια γυαλί. «Σκατά!» φώναξε ο Ζεν. Είχε εκνευριστεί με την αδεξιότητά του, τη μη πολι­ τισμένη συμπεριφορά του, την άνευ ορίων ανικανότητά του. Μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτε σωστά; Τι θα σκεφτόταν η Τάνια γι’ αυτόν, τη στιγμή που της είχε υποσχεθεί ότι θα άλλαζαν τα πράγματα; Τίποτε δεν είχε αλλάξει. Τίποτε δε θα άλλαζε ποτέ. Φανερά απο­ 372

γοητευμένος, πυροβόλησε με το πιστόλι ξανά και ξανά, σαν να ήθελε να γεμίσει το νυχτερινό ουρανό με και­ νούρια αστέρια. Οι επαναλαμβανόμενοι πυροβολισμοί έκαναν τον Φαλκόνε να τρέξει πιο γρήγορα. Είχε φτάσει στο θόλο και είχε αρχίσει να ανεβαίνει τη μεταλλική σκάλα που οδηγούσε από το στενό διάδρομο πάνω, στην κεκλιμέ­ νη γυάλινη επιφάνεια του θόλου. Μες στην ομίχλη, ο Ζεν μόλις που διέκρινε τον Φαλκόνε να ελίσσεται σβέλτα πάνω στα φωτισμένα κομμάτια γυαλί, ώσπου χάθηκε. Κάτω, στο εμπορικό κέντρο, το κλίμα ήταν καθαρά χρι­ στουγεννιάτικο. Τα καταστήματα, οι καφετέριες και τα ταξιδιωτικά πρακτορεία έσφυζαν από κόσμο. Κάποιοι έκαναν τα ψώνια τους, άλλοι γευμάτιζαν ή απολάμβα­ ναν τον καφέ τους και ορισμένοι έκλειναν εισιτήρια για τις διακοπές τους, δραστηριότητες συνηθισμένες αυτή την εορταστική περίοδο, οι οποίες επιβεβαίωναν ότι το χρήμα άλλαζε χέρια με έναν τρόπο υπολογισμέ­ νο να χαροποιήσει τους συναλλασσόμενους. Όποιος τολμούσε να παρέμβει θα είχε εκδιωχθεί πολύ γρήγο­ ρα από τους άντρες της ασφάλειας, που είχαν προσληφθεί για να κρατούν έξω από αυτό το ναό του κατανα­ λωτισμού τους ζητιάνους, τους ναρκομανείς, τους πλα­ νόδιους τραγουδιστές και τους φανατικούς πιστούς. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι σκέφτηκαν προς στιγμήν να διαμαρτυρηθούν όταν άκουσαν το γυαλί να θρυμματίζεται. Οι βιτρίνεςτων καταστημάτων συμβόλι­ 373

ζαν το κοινωνικοοικονομικό τείχος που υψωνόταν ανυ­ πέρβλητο μπροστά στους φτωχούς· μπορούσαν να κοι­ τάζουν τα εμπορεύματα όσο ήθελαν, δεν μπορούσαν, όμως, να τα αποκτήσουν. Κάποιες φορές, ειδικά τα Χριστούγεννα, το χάσμα ανάμεσα στον εικονικό εντυ­ πωσιακό τρόπο ζωής και στον πραγματικό γινόταν τόσο μεγάλο, που κάποια τρελαμένη ψυχή θα μπορού­ σε να πάρει ένα σφυρί και να ορμήσει. Ακόμη και το ουρλιαχτό φάνηκε στην αρχή απόλυτα ενταγμένο σε αυτό το σενάριο, ώσπου κάποιοι αντιλήφθηκαν ότι δεν προερχόταν από την άλλη πλευρά του τείχους, αλλά από κάπου αλλού, για την ακρίβεια από ψηλά. 'Οταν σήκωσαν το βλέμμα τους στην οροφή, έμειναν έκπληκτοι. Σε ελάχιστο χρόνο όλοι στο εμπο­ ρικό κέντρο κοίταζαν προς τα πάνω, ένα εξαιρετικό θέαμα για κάποιον που βρισκόταν ψηλά, αφού θύμιζε μια έκταση γεμάτη ηλιοτρόπια. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η κατανομή των ανθρώπων στο εμπορικό κέντρο ήταν σχετικά ίση, άρχισαν, όμως, να σκορπίζονται και να μαζεύονται προς τα πίσω, σχη­ ματίζοντας ομάδες κοντά στους τοίχους και εκκενώνο­ ντας ραγδαία το αίθριο, όπου το οικόσημο του Οίκου της Σαβοΐας φιγουράριζε στο μάρμαρο. Το αίθριο εκκενώθηκε σαν να επρόκειτο να δοθεί μια αυτοσχέ­ δια παράσταση, μια επίδειξη ικανοτήτων ή κάτι παρό­ μοιο. Το ενδιαφέρον του πλήθους ήταν στραμμένο ψηλά επάνω, εκεί όπου η απέραντη, σκοτεινή διαφά­ νεια του θόλου κυριαρχούσε στο φωτισμένο χώρο από κάτω. Ύστερα από το αρχικό σοκ, είχαν ηρεμήσει 374

κάπως, με το σκεπτικό ότι το σώμα που έπεφτε προς τα κάτω ανάμεσα στα θραύσματα γυαλιού ήταν ένα θέαμα με σκοπό να εντυπωσιάσει τους παρευρισκομένους, μια ψευδαίσθηση, μια απάτη. Πρακτικά, κανένας δε θα μπορούσε να πέσει από το συμπαγή θόλο. Ήταν όλα απλώς ένα κόλπο. Ένα λεπτό πριν από την πρόσκρου­ ση, το σώμα που έπεφτε θα τραβιόταν προς τα επάνω, χάρη στο αόρατο σύρμα που το συγκρατούσε, ενώ τα θραύσματα του γυαλιού που το συνόδευαν -παγάκια σε ακανόνιστο σχήμα- θα έσπαζαν σε κομμάτια πάνω στο μαρμάρινο δάπεδο και έπειτα από λίγο θα έλιωναν. Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, όλα αποδείχθη­ καν άκρως αληθινά.

375

Mia Kpau OI£S OTI) BaTIKavou 4JI)Aa, Kc« alTO TO 9 oAo{va K lTOU ~Ol) y TO 9ufJa, 0 KTO fJ{AOS AOUp{AIO HOV, aVTA opyavwol IlTlTOTWV ~£le; fJ£oa ypacpa lT

BI~AI09~KI'

TrIV £lJP£O apxil;£1 va fJ{vl') TOU af.1apTwA EX£I M£IO£ oK£la £X£I TI')e; lTPOO

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF