Mango Ιστορία του Βυζαντίου Part 2

February 4, 2018 | Author: Eleni Sylvia | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

δεύτερο μέρος...

Description

ta

7

Η Μεσαιωνική Αυτοκρατορία (780-1204) PAUL MAGDALINO

Το Βυζάντιο στον μεσαιωνικό κόσμο Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία το έτος 780 αποτελούσε ένα ασήμαντο εδα­ φικό κατάλοιπο του παλιού εαυτού της, το οποίο περιοριζόταν στη Μικρά Ασία, στις παράκτιες περιοχές των Βαλκανίων και της Κριμαίας, στα ελληνικά νησιά, στη Σικελία και στο νοτιότατο άκρο της Ιταλικής χερ­ σονήσου. Από την άποψη της εκκλησιαστικής γεωγραφίας, τα όρια της αυτοκρατορίας συνέπιπταν με αυτά ενός μόνο από τα πέντε αρχαία πατριαρχεία της Εκκλησίας. Τα τρία ανατολικά πατριαρχεία των Ιερο­ σολύμων, της Αντιόχειας και της Αλεξανδρείας βρίσκονταν υπό αραβική κατοχή για περισσότερο από έναν αιώνα, μαζί με τα πλούσια εδάφη της Συρίας, της Αιγύπτου, και της Παλαιστίνης, τα οποία από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα είχαν αποτελέσει τον πυρήνα της οικονομίας και του πολι­ τισμού της αυτοκρατορίας. Οι πολυάριθμες χριστιανικές κοινότητες που βρίσκονταν στη δικαιοδοσία των πατριαρχείων της Ανατολής είχαν συρρικνωθεί καθώς μέρος του ποιμνίου είχε ενταχθεί στους κόλπους του Ισλάμ και απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από την Κωνσταντι­ νούπολη, καθώς η αραβική γλώσσα αντικατέστησε την ελληνική στη διοίκηση και στην πνευματική παραγωγή. Σ τη Δύση, αρκετά από τα ευρωπαϊκά αυτοκρατορικά εδάφη —η Σικελία και εκείνα τα τμήματα της ηπειρωτικής Ιταλίας και Ελλάδας που παρέμεναν υπό αυτοκρατορικό έλεγχο— βρίσκονταν από παλιά στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου της Ρώμης, αλλά χαρακτηριστικό της νέας τάξης πραγμάτων ήταν ότι οι εκκλησιαστικές αρμοδιότητες άρχισαν τώρα να ευθυγραμμίζονται με την πολιτική πραγματικότητα. Το μεγαλύτερο τμήμα της λατινόφωνης χριστιανοσύνης είχε τεθεί ήδη από καιρό εκτός αυτοκρατορικού ελέγχου’ από τα μέσα του 8ου αιώνα, η ίδια η Ρώμη και τα εδάφη της Ρωμαϊκής Εκκλησίας στην κεντρική Ιταλία έπαψαν ουσιαστικά να ανήκουν στην αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως. Η αντίθεση του πάπα στην εικονομαχία, αλλά πολύ περισσότερο η αδυναμία των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου να προστατεύσουν τον παπισμό από τις αθέμιτες υπερβά­

I I

Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ ΙΑ (780-1204)

σεις του πρόσφατα επιθετικού λομβαρδικού βασιλείου είχαν ως αποτέ­ λεσμα να στραφούν οι πάπες προς τους νέους καρολίγγειους άρχοντες των Φράγκων, τον ΓΤιπίνο και τον γιο του, Καρλομάγνο, και να τους καλέσουν να παρέμβουν στην Ιταλία. Ο παπισμός ήταν θεωρητικά αντί­ θετος στην αντικατάσταση της μιας αυτοκρατορίας από την άλλη, και εκείνη την περίοδο η Ρωμαϊκή Εκκλησία χρησιμοποίησε το εφεύρημα της λεγάμενης Κωνσταντίνειας Δωρεάς για να υποστηρίξει ότι με την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως ο Κωνσταντίνος είχε εκχωρήσει την αυτοκρατορική ευθύνη της Ιταλίας στον πάπα. Το τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο, ήταν να αναλάβει ο Καρλομάγνος όχι μόνο το βασίλειο των Λομβαρδών στην Ιταλία, αλλά και τον ρόλο του αυτοκράτορα προστάτη της Εκκλησίας. Μετά τον θάνατο του Λέοντος Δ ', η χήρα του, Ειρήνη, που ανέλαβε την εξουσία στο πλευρό του νεαρού γιου τους, Κωνσταντίνου, προσπάθησε να θέσει τέλος στην αυξανόμενη απομόνωση της αυτοκρατορίας από τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Άρχισε εκ νέου τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες είχαν διακοπεί ξαφνικά μετά τον θάνατο του Πιπίνου το 768, για μια επιγαμία με τους Καρολίδες, και τις προετοιμασίες για τον γάμο του Κωνσταντίνου με την κόρη του Καρλομάγνου, Ροτρούδη. Με περισσό­ τερη προσοχή, έθεσε τέλος στην επίσημη εικονομαχική πολιτική της βυζαντινής Εκκλησίας και μετά τον θάνατο του πατριάρχη Παύλου το 784 εξασφάλισε τη διαδοχή στον πατριαρχικό θρόνο του Ταρασίου, ενός ανθρώπου ο οποίος ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί της για να συ­ γκληθεί μια Οικουμενική Σύνοδος με σκοπό την αναστήλωση των εικό­ νων και την ενότητα της Εκκλησίας. Μετά από μια άκαρπη συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη το 786, η σύνοδος ολοκλήρωσε τις εργασίες της στη Νίκαια το επόμενο έτος. Ήδη όμως ο Καρλομάγνος είχε ανακαλέσει τον αρραβώνα της κόρης του και ήρθε σε σύγκρουση με τα βυζαντινά συμφέροντα στη Νότια Ιταλία και στην Αδριατική. Το 788 οι Φράγκοι νίκησαν το βυζαντινό εκστρατευτικό σώμα που είχε σταλεί για να αποκαταστήσει στην εξουσία τον Λομβαρδό βασιλιά Αδέλχη. Τπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι παράξενο που ο Καρλομάγνος αρνήθηκε να αναγνω­ ρίσει τη Σύνοδο της Νίκαιας, αφού κανείς δεν είχε ζητήσει τη γνώμη του γ ι’ αυτήν, ενώ από τα πρακτικά της συνόδου είχε αφαιρεθεί κάθε ανα­ φορά στο όνομά του. Εάν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήλπιζαν ότι θα δημιουργούσαν ρήξη ανάμεσα στον Καρλομάγνο και στον πάπα, επρόκειτο να απογοητευθούν η σχέση τους παρέμεινε στενή και κορυφώθηκε με το περίφημο γεγονός της ημέρας των Χριστουγέννων του έτους 800, όταν ο πάπας Λέων Τ ' έστεψε τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα. Ποιος πήρε την πρωτοβουλία γ ι’ αυτό το βήμα και ποιος έκανε χάρη σε ποιον είναι ερωτήματα που συνε-

2 33

Ii

I ; 234

i

PAUL MAGDALINO

χίζουν να παραμένουν αναπάντητα. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι το Βυζάντιο προσβλήθηκε έντονα, ή ότι, ακόμη και χωρίς την τυπικότητα του τίτλου, ο Κάρολος είχε αυτοκρατορική αίγλη εξαιτίας των κατορθω­ μάτων του που ισοδυναμούσαν και ξεπερνούσαν τα αντίστοιχα οποιοσδή­ ποτε σύγχρονου Βυζαντινού αυτοκράτορα. Ο Καρλομάγνος προήδρευσε της δικής του μεταρρυθμιστικής Εκκλησιαστικής συνόδου το 794. Στο μεγάλο συνονθύλευμα των γερμανικών βασιλείων που αποτελούσαν την κληρονομιά της δυναστείας του, προσέθεσε και άλλα μετά από συνεχείς πολεμικές επιτυχίες. Σχεδόν τερμάτισε την πολιτική ύπαρξη δύο λαών που είχαν προκαλέσει μεγάλα δεινά στην αυτοκρατορία: των Λομβαρδών, προσαρτώντας το ιταλικό βασίλειό τους το 774, και των Αβάρων, εισβάλ­ λοντας στο βασίλειό τους στον μέσο Δούναβη το 791 και υποτάσσοντάς το ολοκληρωτικά το 795-796. Με αυτό τον τρόπο εξασφάλισε στους Φράγκους τους εκπληκτικούς θησαυρούς που οι Άβαροι αυτοί είχαν συγκε­ ντρώσει από λεηλασίες ή από φόρους υποτελείας που κατά κύριο λόγο εισέπρατταν από το Βυζάντιο. Αντάλλαξε διπλωματικές αποστολές με τον χαλίφη των Αββασιδών Χαρούν αλ-Ρασίντ, ο οποίος τον αναγνώρισε ως προστάτη της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα, αφού ο Καρλομάγνος είχε κάνει εντυπωσιακές δωρεές στην εκκλησία των Ιερο­ σολύμων σε μια περίοδο που η βυζαντινή κυβέρνηση αδυνατούσε να προ­ σφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Η Αυτοκρατορία των Καρολιδών δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με το χαλιφάτο των Αββασιδών σε υλικό ή πνευματικό επίπεδο, ούτε σε σχέση με το μέγεθος της απειλής που συνιστούσε για το Βυζάντιο. Η κυριαρχία των Αββασιδών εκτεινόταν από την Τυνησία μέχρι την Κ ε­ ντρική Ασία, περιλάμβανε όλα τα αρχαία κέντρα πολιτισμού στην Εγγύς Ανατολή και κυριαρχούσε στους κύριους εμπορικούς οδικούς άξονες που ένωναν τη Μεσόγειο με την Άπω Ανατολή. Το χαλιφάτο ήταν ένα από τα πιο γραφειοκρατικά και αστικά κράτη σε ολόκληρο τον κόσμο. Ε ίχε κοινά σύνορα με το Βυζάντιο σε μεγάλη έκταση, από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο, και την θρησκεία του Μωάμεθ που αποτελούσε σο­ βαρή πρόκληση για τον ορθόδοξο χριστιανισμό καθώς πρέσβευε έναν εναλλακτικό μονοθεϊσμό που είχε ως έναν από τους βασικότερους στό­ χους του την κατάκτηση και τον προσηλυτισμό του χριστιανικού κόσμου, διακηρύττοντας τον ιερό πόλεμο (jihad), τον αγώνα εναντίον των απί­ στων ως μέσο πνευματικής σωτηρίας. Οι Αββασίδες, με πρωτεύουσα τη Βαγδάτη και σαφή πολιτικό προσανατολισμό προς το Ιράν, δεν έδιναν στην κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως την ίδια προτεραιότητα που είχαν δώσει οι Ομμεϋάδες προκάτοχοί τους, ωστόσο προωθούσαν τον ιερό πόλεμο με όλο και πιο δυναμικό τρόπο, είτε ηγούμενοι εκστρατειών είτε αναθέτοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις στους εμίρηδες της Συρίας

_\()

Η Μ Ε Σ Α Ι Ω Ν Ι Κ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ι Α (780-1204)

και της Βόρειας Αφρικής. Αυτό ισοδυναμούσε με μόνιμη πίεση από ενιαύσιες επιδρομές στη Μικρά Ασία, το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας είχε μεταβληθεί σε ζώνη πολέμου, ενώ στο θαλάσσιο μέτωπο τα νησιά της Μεσογείου, που ήταν όλα χριστιανικά στις αρχές του 9ου αιώνα, αντιμετώπιζαν όλο και πιο πιεστικές επιθέσεις·. Έ τσ ι το 827, οι Αγλαβίδες Άραβες της Τυνησίας (al-Ifriqqiya) άρχισαν τη μακρόχρονη κατάκτηση της Σικελίας, ενώ μια ομάδα πολιτικών εξόριστων από τη μουσουλμανική Ισπανία εισέβαλε επιτυχώς στην Κρήτη. Το Βυζάντιο έχασε έτσι τις δύο κύριες νησιωτικές κτήσεις του στην κεντρική και στη Δυτική Μεσόγειο, με ολέθριες συνέπειες για την ασφάλεια της Ιταλίας, της Ελλάδας και όλων των παράκτιων περιοχών του Αιγαίου και της Αδριατικής. Η απειλή από την Αυτοκρατορία των Καρολιδών δεν ήταν σε καμία περίπτωση της ίδιας κλίμακας. Υπάρχουν, ωστόσο, παραλληλισμοί στον τρόπο με τον οποίο τόσο οι Αββασίδες όσο και οι Καρολίδες αμφισβή-, τησαν τα δικαιώματα του Βυζαντίου στην κληρονομιά της ελληνορωμαϊ­ κής αρχαιότητας. Και οι δύο δυνάμεις οικειοποιήθηκαν περιοχές που αποτελούσαν τον πυρήνα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, αλλά τις εξούσια­ ζαν από κέντρα που βρίσκονταν μακριά από τη Μεσόγειο και με πολι­ τιστικές παραδόσεις που δεν ταυτίζονταν με αυτές της Ρώμης. Και οι δύο επίσης οικειοποιήθηκαν μεγάλο μέρος του αρχαίου πολιτισμού, ώστε οι προπαγανδιστές τους να μπορούν να διατείνονται ότι η σοφία των αρ­ χαίων, αλλά και ή παγκόσμια κυριαρχία, είχαν εγκαταλείψει τους Έ λλη­ νες και είχαν βρει καινούργια πατρίδα. Η αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ Χαρούν αλ-Ρασίντ και Καρλομάγνου είχε λοιπόν ιδιαίτερη βαρύτητα για το Βυζάντιο, καθώς υποδείκνυε ότι η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρα­ τορίας στην Κωνσταντινούπολη δεν μονοπωλούσε πια το ενδιαφέρον των άλλων μεγάλων δυνάμεων του ύστερου ρωμαϊκού κόσμου, αλλά με γοργό ρυθμό γινόταν η μικρότερη και πιο αδύναμη. Ένας παρατηρητής της διεθνούς κατάστασης κατά το έτος 800 θα είχε εύκολα καταλήξει στο συμπέρασμα ακόμα και ότι εάν το τέλος του ρωμαϊκού κόσμου δεν ήταν άμεσο, το μέλλον του, τουλάχιστον όσον αφορά το δυτικό τμήμα του, ήταν απόλυτα συνδεδεμένο με τη Λατινική Ευρώπη και το Ισλάμ. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο Χαρούν αλ-Ρασίντ όσο και ο Καρλομάγνος έγιναν ήρωες στα λογοτεχνικά έργα και τους θρύλους, ενώ κανένας σύγχρονος Βυζαντι­ νός ηγεμόνας δεν φημίστηκε για το μεγαλείο του, με εξαίρεση ίσως την αυτοκράτειρα Ειρήνη που δοξάστηκε από τους εικονολάτρες μετά την αναστήλωση των εικόνων. Π ερί το έτος 800, η αυτοκρατορία δοκιμαζόταν από ταπεινωτικές στρατιωτικές ήττες, σφετερισμούς και σύντομες πε­ ριόδους βασιλείας αυτοκρατόρων που όλοι, εκτός από την Ειρήνη, είχαν κακές σχέσεις με την Εκκλησία. Η κατάσταση είχε επιδεινωθεί τόσο

I I

235

236

Ένα από τα πολλά λίθινα οροθέσια που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας τον Συμεών (904) στα σύνορα Βυζαντίου και Βουλγαρίας. Το εικονιζόμενο βρέθηκε περίπου 20 χιλιόμετρα βόρεια της Θεσσαλονίκης.

I

PAUL MAGDALINO

πολύ κατά το έτος 813, ώστε μια σημαίνουσα ομάδα πολιτικής πίεσης στην Κωνσταντινούπολη και στους κόλπους του στρατού έπεισε τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε ' ότι η λύση βρισκόταν στην επαναφορά της εικονομαχίας που φαινομενικά είχε εξασφαλίσει στον Λέοντα Γ ' και στον Κωνσταντίνο Ε ' μακρόχρονες βασιλείες, σίγουρη δυναστική διαδοχή και στρατιωτική επιτυχία, κυρίως εναντίον των Βουλγάρων. Η δυσπραγία της αυτοκρατορίας δεν οφειλόταν μόνο στους περιορι­ σμούς που τις επέβαλαν οι υπερδυνάμεις στ’ ανατολικά και στα δυτικά της, αλλά και στις πιέσεις, ιδιαίτερα έντονες μάλιστα, που δεχόταν από τη μέτριου μεγέθους δύναμη στον βορρά, με την οποία έπρεπε να μοι­ ραστεί την κυριαρχία στη Βαλκανική χερσόνησο. Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάκαμψη της αυτοκρατορίας ήταν η παρουσία στα νότια του Δού­ ναβη του βουλγαρικού χαγανάτου με πρωτεύουσα την Πλίσκα και νότια σύνορα στην κοιλάδα του Έβρου/Μαρίτσας, σε απόσταση τριών μόλις ημερών οδοιπορίας από την Κωνσταντινούπολη. Εκμεταλλευόμενο τα εσωτερικά προβλήματα της αυτοκρατορίας και τους πολέμους εναντίον των Αράβων, το βουλγαρικό κράτος είχε ήδη καταφέρει, κατά το 780, να επιζήσει σε στενή γειτνίαση με το Βυζάντιο για σχεδόν έναν αιώνα, και αυτό το κατόρθωμα του είχε προσδώσει τον χαρακτήρα μιας ανθεκτικής πολιτικής οντότητας. Η τουρκικής καταγωγής άρχουσα τάξη του συνδύα­ ζε τη στρατιωτική αγριότητα των λαών της στέπας με τη γεωργική επινοητικότητα των Σλάβων αγροτών τους οποίους εξούσιαζαν και τις δεξιοτεχνίες του πολιτισμού που είχαν αποκτήσει από Έλληνες εμπόρους, αιχμαλώτους και αποστάτες. Οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος Ε ', Ειρήνη και Νικηφόρος Λ' προσπάθησαν και κατάφεραν σε ικανοποιητικό βαθμό να αυξήσουν την έκταση του αυτοκρατορικού ελέγχου στην παραμεθό­ ρια περιοχή της Θράκης, με οχυρώ­ σεις και μεταφορές πληθυσμού, αλλά το έργο τους έμεινε ημιτελές όταν ο Νικηφόρος Α' και ο στρατός του πα­ γιδεύτηκαν από τον Βούλγαρο χαγάνο Κρούμο σε μια κοιλάδα κοντά στη Σερδική (σημερινή Σόφια) το 811 — ο Νικηφόρος ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας μετά τον Βάλη (378) που πέθανε σε μάχη εναντίον ξένου εχθρού. Ο Κρούμος μετά τη νίκη του εξακολού­ θησε να τρομοκρατεί τη Θράκη και να απειλεί την Κωνσταντινούπολη. Ο α-

Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ ΙΑ (780-1204)

237

Σ τα τέλη του 9ον αιώνα, ο Συμεών της Βουλγαρίας μετέφερε την έδρα τον στην Πρεσθλάβα, την οποία διακόσμησε με πολλά κτήρια, ανάμεσα τους και εκκλησίες. Η Ροτόντα, που βρίσκεται στην περιφέρεια της πόλης, δεν έχει αντίστοιχη της στη βυζαντινή αρχιτεκτονική της εποχής.

ναπάντεχος θάνατός του από αποπληξία ανακούφισε προσωρινά τους Βυ­ ζαντινούς, αλλά η τριακονταετής συνθήκη ειρήνης που υπογράφτηκε το 816 επανέφερε τη συνοριακή γραμμή μεταξύ των κρατών στο σημείο που βρισκόταν στα μέσα του 8ου αιώνα, δίδοντας την ευκαιρία στους διαδό­ χους του Κρούμου να εκμεταλλευτούν την ειρήνη με το Βυζάντιο για να επεκταθούν βορειοδυτικά μέχρι τον Δούναβη και νοτιοδυτικά προς την Αδριατική. Ο εκχριστιανισμός της Βουλγαρίας ήταν αναπόφευκτος. Το γεγονός ότι ο χαγάνος Βόρης (852-889, 893), που βαφτίστηκε με το όνομα Μιχαήλ περί το 865, ασπάστηκε τη χριστιανική θρησκεία στη βυζαντινή της μορφή έχει ερμηνευθεί ως θρίαμβος της βυζαντινής διπλωματίας. Α μφι­ σβητείται, ωστόσο, κατά πόσο το Βυζάντιο θα είχε αναλάβει τον εκχρι-

Ο Ιωάννης Τζιμισκής επιστρέφει θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη. Τον αντοκράτορα προηγείται μια εικόνα της Θεοτόκον, που μεταφέρεται πάνω σε άρμα. Μικρογραφία της Χρονογραφίας του Ιωάννη Σκνλίτζη, που ιστορήθηκε στη Νότια Ιταλία στα τέλη του 12ου αιώνα.

Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ ΙΑ (780-1204)

στιανισμό της Βουλγαρίας εάν αυτός δεν περιλαμβανόταν στα σχέδια της φραγκικής Εκκλησίας και του παπισμού, ή εάν το Βυζάντιο ωφελήθηκε από αυτή την ενέργεια όσο ωφελήθηκε η Βουλγαρία. Παρά τα επιχειρή­ ματα που πρόβαλε στον αυτοκράτορα και στον πατριάρχη Κωνσταντι­ νουπόλεως για να τους πείσει ότι συμβαίνει το αντίθετο, ο νεοφώτιστος βασιλιάς χρησιμοποίησε τον χριστιανισμό για να προσδιορίσει τη δια­ φορετική ταυτότητα του βασιλείου του, τόσο πολιτιστικά μέσω της α­ νάπτυξης μιας σλαβονικής θρησκευτικής λογοτεχνίας όσο και εδαφικά μέσω της ίδρυσης νέων επισκοπών υπό τη δικαιοδοσία μιας ημιαυτόνο­ μης αρχιεπισκοπής Βουλγαρίας. Οι νέες επισκοπές ήταν πολυάριθμες στις παραμεθόριες περιοχές, και έτσι χρησιμέυσαν να καθοριστεί η δι­ χοτόμηση της Βαλκανικής χερσονήσου προς όφελος της Βουλγαρίας, ό­ πως προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο το όνομα Βουλγαρία κατέληξε να χρησιμοποιείται για να περιγράφει μια μεγάλη έκταση γης που εκτει­ νόταν από τη σημερινή κεντρική Αλβανία μέχρι την ενδοχώρα της Κων­ σταντινουπόλεως. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε για το Βυζάντιο ούτε και όταν τον νεοφώτιστο βασιλιά διαδέχθηκε ο γιος του, ο οποίος προ­ οριζόταν για το μοναστικό σχήμα και είχε σπουδάσει στην Κωνσταντι­ νούπολη. Ίσως και εξαιτίας της ανατροφής του, ότι ο Συμεών φάνηκε αποφασισμένος να αποδείξει σε εκείνους τους υπηκόους του που νοσταλ­ γούσαν την ειδωλολατρία ότι δεν ήτα,ν ένα ανδρείκελο των Βυζαντινών με ράσα. Το γεγονός ότι είχε γνωρίσει το Βυζάντιο από κοντά του είχε δημιουργήσει την επιθυμία να καταλάβει τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ή έστω να ηγηθεί μιας άλλης παρόμοιας αυτοκρατορίας. Παρότι είχε δεσμευτεί να συνυπάρχει ειρηνικά με το Βυζάντιο, για περισσότερο από το μισό της τριαντατριάχρονης βασιλείας του πολέμησε τους ηγε­ μόνες του Βυζαντίου, επειδή θεωρούσε ότι του στέρησαν δόλια τα νόμιμα δικαιώματα στον θρόνο. Από το 913, όταν ο πατριάρχης Νικόλαος Μυ­ στικός προσπάθησε να τον κατευνάσει τελώντας κάποιο είδος στέψης εκτός των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως, ο Συμεών ανέμενε αφενός να αναγνωρισθεί ως αυτοκράτωρ (βασιλεύς στα ελληνικά, tsar στα σλαβονικά) και αφετέρου να συγγενέψει με τον νεαρό Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' δίνοντάς του ως γυναίκα την κόρη του. Τελικά, δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει την ύστατη φιλοδοξία του, αλλά κυνηγώντας την ανταγωνίστηκε επάξια το Βυζάντιο στη διπλωματία και το νίκησε επανειλημμένα στο πεδίο της μάχης. Και παράλληλα δεν κατέστρεψε τη χώρα του: είναι φανερό ότι ο γιος του, Πέτρος, κληρονόμησε ένα βασίλειο που είχε συνοχή και στρατιωτική δύναμη, περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο στην Ευρώπη του 10ου αιώνα. Ως τίμημα της συνθήκης ειρήνης με τον Πέτρο, μετά τον θάνατο του Συμεών, ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α' ήταν διατεθειμένος να του δώσει ως σύζυγο την εγγονή του, να τον α-

Γ

240

PAUL MAGDALINO

/ ναγνωρίσει ως β α σ ιλ έα , να του πληρώνει ενιαύσιο φόρο υποτελείας και να χορηγήσει στη βουλγαρική Εκκλησία την πατριαρχική υπόσταση. Η συνθήκη ειρήνης που υπογράφτηκε το 927 διήρκεσε 40 χρόνια, και στο τέλος αυτής της περιόδου, έναν αιώνα μετά τη βάπτιση του ΒόρηΜιχαήλ, η Βουλγαρία είχε αρχίσει να αποτελεί ένα μόνιμο μόρφωμα ανάμεσα στα κράτη της Ευρώπης, τουλάχιστον όσο και οποιοδήποτε από τα φραγκικά βασίλεια που είχαν απομείνει από την αυτοκρατορία του Καρλομάγνου. Ωστόσο, το Βυζάντιο ήταν απόλυτα αντίθετο στη συμ­ βίωση. Μετά την ανατροπή του Ρωμανού Α' το 944, ο Κωνσταντίνος Ζ' κατήγγειλε ως αντικανονικό τον γάμο του Πέτρου με τη Μαρία Λεκαπηνή. Η άποψη που καταγράφεται για τη Βουλγαρία στην πραγματεία του Κωνσταντίνου με θέμα την εξωτερική πολιτική, με τίτλο D e ad m in istran do im perio, εναρμονίζεται πλήρως με την άποψη την οποία είχε εκφράσει περίπου 50 χρόνια νωρίτερα ο πατέρας του, Λέων Σ Τ ', σε μια γενική επισκόπιση της πολεμικής τακτικής εναντίον των εχθρών της αυτοκρα­ τορίας: κατά δηκτικό τρόπο, το βουλγαρικό βασίλειο δεν συμπεριλαμβάνεται στον χάρτη παρά μόνο ως μαύρη τρύπα στο κέντρο του δικτύου των σχέσεων της αυτοκρατορίας στην Ανατολική Ευρώπη, οι Βούλγαροι δεν αναφέρονται ούτε ως χριστιανοί σύμμαχοι ούτε ως βάρβαροι εχθροί, αλλά κατατάσσονται ανεπιφύλακτα μαζί με τα άλλα βαρβαρικά έθνη στον βορρά της αυτοκρατορίας και αναγνωρίζονται ως στόχος για επιθέσεις της. Πράγματι, οι Βυζαντινοί ηγεμόνες του 10ου αιώνα δεν δίσταζαν να στρέψουν έθνη ειδωλολατρών εναντίον της χριστιανικής Βουλγαρίας. Οι Μαγυάροι και οι Πετσενέγγοι χρησιμοποιήθηκαν εναντίον του Συμεών, ενώ το 967 ο Νικηφόρος Β ', αφού αποφάσισε να μην ανανεώσει τη συνθήκη ειρήνης με τον Πέτρο, ενέπλεξε στον πόλεμο με τη Βουλγαρία τους Ρώ­ σους υπό την ηγεσία του Σβιατοσλάβου του Κιέβου. Ο Σβιατοσλάβος υπερέβη κατά πολύ τα όρια της αποστολής του, καταλαμβάνοντας τη Βουλγαρία και υποβιβάζοντάς την, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βόρη, γιου του Πέτρου, σ’ ένα προτεκτοράτο της τεράστιας Ανατολικής Ευρωπαϊκής Αυτοκρατορίας την οποία σχεδίαζε να κυβερνά από τον Δούναβη. Ωστόσο, αυτή η κατάληψη της Βουλγαρίας από τους Ρώσους έδωσε στον διάδοχο του Νικηφόρου, Ιωάννη Α' Τ ζιμισκή, την ευκαιρία να εντάξει τη διάλυση του βουλγαρικού βασιλείου στη νικηφόρα εκστρατεία του εναντίον του Σβιατοσλάβου το 971. Η τελετή κατά την οποία αφαιρέθηκαν από τον Βόρη τα βασιλικά διάσημα αποτέλεσε τμήμα του θριάμ­ βου που γιόρτασε ο Τζιμισκής κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντι­ νούπολη. Η βουλγαρική πρωτεύουσα, Πλίσκα, αποτέλεσε την έδρα βυ­ ζαντινού στρατιωτικού διοικητή. Όμως η κατάληψη της πρωτεύουσας της Βουλγαρίας άφησε άθικτο το μεγαλύτερο τμήμα του κράτους, ιδιαίτερα το δυτικό. Κατά τη διάρκεια των εμφύλιων πολέμων που ξέσπασαν μετά τον

4LIN0

Ιτ^ν

π

Η αυτοκρατορία στα μέσα τον 11ον αιώνα

θεοδοσία

*ΚΑΖΟΥ

(Κόφα)

Χερςωνος Χερσών

I

nnu^>

Νικόπαλις

Πλίσκα „ ( #

ΠΑΡΙ ΣΤΡΙ ΟΥ

TS & & |

%

Ασπάλαθος

°

&



Α γ χ ία λ ο ο ^ ,^

^

Ρ»



“ Ρ^ 4

πέ ο . , % \ ν ^ ο ύ ^ Α δριανούπο^§ § ° fy /T o fi'

:

°»ο

^

° ΚΟΛΩΝΕΙΑΣ



\

^

ΙΤΑΛΙΑΣ Λάρι°

Κ έρ κ υ ρ α

ΚΑΤΕΠΆΝΙΚΙΟΝI

Ν ικό π ο λίς °

V

^ανα

Ζάκυνθος

- W Κ όρ,νθος°

^Ταυρομένιον

^ '^

υός

^ * έ ^ ΣμύΡνΠ ^

Χ ίο ς

Κ εφ α λ λ η ν ία

ΜΕΛΙΤΗΝΗ

/ * * * £ & .οΠεΡΙ Τ ς

X| 0ν

^Π τος

Σ ε λ ε ύ κ εια Q J Αντιόχεια -y i

ΚΙΒΥΡΡΑΙ

Γ

° αλέπ[

Αττάλεια

ν

ά

* Κ ύπρος

Συρακούσαι

§ ° Ν Δο& ιμ) ό ο Μ σ ψ ο υ εσ ίία

5· °

Σ ά μ ο ς - ρ ’Ε r- Θ ά σο ς - - ο .* * .: Νίκαια ο *ο Θεσσαλονίκη Αβυδβ^ 0Α 0 Δορι ο Βέρροια , V >° ° Φ 1* ι a * p f i L ^ Λ ήμνος ?■ ο Αδραμυττ,ον

Βάρις ° ίά ρ α ντα ς ο

Λ 1, οθεοδοσιούπολις

Κολώνεια

:: _ , ° p W Βερόη Δ ε β ε λ τ ο ^ ^ Σερδικη μ α κ ε δ coni ax

[

Ροσσάνο ο

§

ιστρα

Ά

i

ΟΑαμασκός

975 0οΤιβεριάς Καισάρεια οΝ αζρρέτ

Ιεροσόλυμα ο

Τιβιον (Ντβιν)

Η Μ Ε Σ Α Ι Ω Ν Ι Κ Η Α Τ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ι Α (78 0-1204)

I

θάνατο του Τ ζιμισκή το 976, οι Βούλγαροι ευγενείς ανασυντάχθηκαν υπό την ηγεσία των γιων ενός Αρμένιου αξιωματούχου, ένας από τους οποίους, ο Σαμουήλ, αυτοανακηρύχθηκε ηγεμόνας ενός αναγεννημένου βουλγαρι­ κού βασιλείου με κέντρο αρχικά την Πρέσπα και στη συνέχεια την Α χρί­ δα. Ο Βασίλειος Β ' (976-1025) αναγκάστηκε να αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του για να καταστρέψει τη δυναστεία του Σαμουήλ. Η κατάκτηση της Βουλγαρίας πρόσφερε αρκετά νέα εδάφη στην αυ­ τοκρατορία, απομάκρυνε μια σοβαρή απειλή από την ενδοχώρα της Κων­ σταντινουπόλεως και αποκατέστησε τις χερσαίες επικοινωνίες ανάμεσα στο Αιγαίο και την Αδριατική. Οι βαλκανικοί πόλεμοι του Ιωάννη Α' και του Βασιλείου Β ' μετέτρεψαν την αυτοκρατορία σε μια υπερδύναμη σε δύο ηπείρους. Αυτοί οι πόλεμοι, ωστόσο, ήταν ιδιαίτερα δύσκολοι και η έκβασή τους δεν θα ήταν νικηφόρα εάν η αυτοκρατορία δεν είχε, εν τω μεταξύ, βελτιώσει τη θέση της σε άλλα μέτωπα, ιδιαίτερα στην Ανατολή, όπου τα σύνορα με το Ισλάμ προωθήθηκαν κατά την περίοδο από το 931 μέχρι το 968. Αυτό ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της αυξημένης αποτελεσματικότητας του βυζαντινού στρατού, οφειλόταν όμως και στην πολιτι­ κή παρακμή των ισχυρών γειτόνων της αυτοκρατορίας. Ενώ στο Βυζά­ ντιο του έτους 1000 μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει ακόμη το Βυζάντιο του έτους 800, με τη διαφορά ότι αυτό ήταν τώρα μεγαλύτερο και ισχυ­ ρότερο, οι αυτοκρατορίες του Χαρούν αλ-Ρασίντ και του Καρλομάγνου είχαν υποστεί αλλαγές προς το χειρότερο. Τόσο το χαλιφάτο των Αββασιδών όσο και η Αυτοκρατορία των Καρολιδών είχαν κατακερματιστεί σε μικρότερα κρατίδια και οι δυναστείες που τα είχαν δημιουργήσει είχαν χάσει την πραγματική εξουσία. Το Ισλάμ είχε διαμελιστεί από θρησκευτικές διαμάχες, που όλες είχαν εκφραστεί σε πολιτικό επίπεδο, ανάμεσα στους σουνίτες και σε διάφορες ομάδες σιϊτών, από τοπικά κινήματα στη Συρία, στην Αίγυπτο, στο Ιράκ και στο Ιράν, και από έντονες μη αραβικές πολιτιστικές παραδόσεις, κυρίως στο Ιράν και ανά­ μεσα στους Τούρκους, οι οποίοι εξαιτίας του ρόλου που έπαιζαν στον στρατό του χαλίφη έκαναν όλο και πιο έντονη την παρουσία τους στην καρδιά του χαλιφάτου. Έ τσ ι, αντί για έναν ιερό πόλεμο (jihad) που υποστηριζόταν με χρήματα και στρατιώτες από όλο τον ισλαμικό κόσμο, το Βυζάντιο αντιμετώπιζε τώρα στ’ ανατολικά του σύνορα ανεξάρτητα τοπικά εμιράτα — όπως το εμιράτο των Χαμδανιδών στο Χ α λέπ ι— τα οποία όσο πολεμοχαρή κι αν ήταν δεν μπορούσαν να υπερνικήσουν το σύνολο των δυνάμεων της αυτοκρατορίας. Σ τη Δύση, η αυτοκρατορία του Καρλομάγνου είχε καταρρεύσει από τις απαιτήσεις των πολλών κληρο­ νόμων, από τις καταστροφικές συνέπειες των επιδρομών των Βίκινγκς, των Μαγυάρων και των Σαρακηνών, καθώς και από τον βίαιο ανταγω­ νισμό μεταξύ των μελών της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Μόνο στην

243

PAUL MAGDALINO

ανατολική Φραγκία η φραγκική μοναρχία κατόρθωσε υπό την ηγεσία μιας νέας δυναστείας και ύστερα από επιτυχείς πολέμους εναντίον των ειδωλολατρών Σλάβων και Μαγυάρων, να αποτελέσει, μετά την αυτοκρατορική στέψη του Όθωνος Α' το 962 μια νέα πρόκληση για τους Βυζαντινούς στην Ιταλία. Ωστόσο, αυτή η πρόκληση αποσκοπούσε σε γαμικό συναλλάγιο και εξομαλύνθηκε το 972, όταν ο Όθων Β ' νυμφεύθηκε τη Θεοφανώ, συγγενή του Ιωάννη Α'. Ο γιος του Όθωνος και της Θεοφανούς, Έλληνας κατά το ήμισυ, αξίωσε τον σεβασμό που άρμοζε σ έναν δυτικό αυτοκράτορα με αισθητική και ύφος που παρέπεμπε εμφανώς στην αυτοκρατορική αυλή του ομολόγου του στην Ανατολή, Βασιλείου Β ', την ανιψιά του οποίου ετοιμαζόταν να παντρευτεί πριν τον πρόωρο θάνατό του το 1002. Η συντριπτική ήττα του Όθωνος Β' από δυνάμεις Σαρακηνών στην Καλαβρία το 982 επιβεβαίωσε αυτό που ήταν ήδη σαφές από το 870, ότι δηλαδή το Βυζάντιο ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε να αντισταθεί στη μουσουλμανική επιθετικότητα στην κεντρική και νότια Ιταλία. Η ανακατάληψη της Κρήτης το 961 έκανε εφικτή την ανάκτηση της Σικελίας. Οι πάπες, οι δημοκρατίες Αμάλφη, Νεάπολη, Γαέτα και Βενετία, οι Λομβαρδοί πρίγκιπες του Βενεβέντου και της Καπύης, και οι αυτοκράτορες της δυναστείας του Όθωνος όφειλαν να παραδεχτούν ότι η ενισχυμένη βυζαντινή παρουσία στην Ιταλία και οι καλές σχέσεις με την αυτοκρατορία ήταν μια αναπόφευκτη αναγκαιότητα. Το Βυζάντιο του 10ου αιώνα απολάμβανε τα οφέλη των αντοχών που είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια του αγώνα του για επιβίωση τον 7ο και τον 8ο αιώνα, ως υπόδειγμα συνοχής και σταθερότητας σε σύγκριση με τους γίγαντες που το είχαν επισκιάσει το 800. Εδαφικά ήταν περισσότερο συμπαγές απ’ ό,τι το κράτος των Καρολιδών ή των Αββασιδών, και σε αντίθεση με αυτά δεν ήταν ένα δυναστικό κράτος, δεν αποτελούσε δηλαδή το δημιούργημα μιας δυναστείας και η ταυτότητα ή η επιβίωσή του δεν ήταν εξαρτημένες από τη συνέχεια ή την αντικατάσταση αυτής της δυ­ ναστείας. Σ ε αντίθεση με τις περισσότερες μεσαιωνικές αυτοκρατορίες, το Βυζάντιο δεν διατηρούσε τη συνοχή του με επιθετικούς πολέμους που θα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες μιας στρατιωτικής αριστοκρατίας σε νέες εδαφικές κατακτήσεις και λάφυρα. Το Βυζάντιο διέθετε τη θρησκευτική ενότητα η οποία έλειπε από το χαλιφάτο" η εικονομαχική διαμάχη, που έλαβε τέλος με την οριστική αναστήλωση των εικόνων το 843, είχε σφυ­ ρηλατήσει έναν στέρεο δεσμό ανάμεσα στην ορθοδοξία και στην πολιτική ταυτότητα. Παράλληλα, το Βυζάντιο είχε τη διοικητική διάρθρωση (γρα­ φειοκρατικό μηχανισμό, τακτικό στρατό, εκτενές φορολογικό σύστημα) η οποία έλειπε από το βασίλειο των Καρολιδών. Η αυτοκρατορική της πρωτεύουσα και η ιερή της πόλη ταυτίζονταν, γεγονός που δεν ίσχυε ούτε στον λατινόφωνο χριστιανικό κόσμο ούτε στο Ισλάμ. Η πρωτεύουσα των

-UNO

ρυ-

Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Τ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ι Α (780-1204)

Αββασιδών, Βαγδάτη, ίσως συναγωνιζόταν ή και ξεπερνούσε την Κων­ σταντινούπολη σε πλούτο, παιδεία και ανακτορική δύναμη, η Κωνσταντι­ νούπολη όμως ήταν κατά 400 χρόνια παλαιότερη- τα κτήρια και οι δημό­ σιες τελετές της δήλωναν ρητώς ότι αυτή ήταν ακόμη η Ρωμαϊκή Αυ­ τοκρατορία του Κωνσταντίνου, ασχέτως της γεωγραφικής της συρρίκνω­ σης, και ότι υπήρχε πολύ πριν οι Φράγκοι και οι Άραβες κάνουν την εμφάνισή τους στην ιστορία, όταν ακόμη η Βαγδάτη δεν ήταν παρά μια ακατοίκητη περιοχή στο άνω ρου του ποταμού που την ένωνε με την πρωτεύουσα της διαλυμένης πια Περσικής Αυτοκρατορίας. Εντός των μέχρι στιγμής απόρθητων τειχών της «βασιλεύουσας πό­ λης», το Βυζάντιο είχε αποκτήσει πολύ πιο πλούσια πολιτική κουλτούρα από κάθε άλλο κράτος — με εξαίρεση τα κράτη της Άπω Ανατολής. Ενδεικτικό της δύναμης που το Βυζάντιο αντλούσε από το παρελθόν του είναι το γεγονός ότι η επέκτασή του κατά τον 10ο αιώνα συνέπεσε με μια κυβερνητική προσπάθεια να διασωθεί και να κωδικοποιηθεί η γραπτή παράδοση από την αρχαιότητα μέχρι τον 6ο αιώνα, καθώς και οι γραπτές και προφορικές μαρτυρίες των πρόσφατων πρακτικών που σχε­ τιζόταν με τον στρατό, την εθιμοτυπία και τη διπλωματία. Το 1025, έτος θανάτου του Βασιλείου Β ', η αυτοκρατορία εκτεινόταν από την Κρήτη μέχρι την Κριμαία και από τα Στενά της Μεσσήνης στη Σικελία και τον ποταμό Δούναβη μέχρι τους ποταμούς Αράξη, Ευφράτη και Ορόντη. Η μόνη.ξένη δύναμη που προσέβαλε αυτά τα σύνορα ήταν η Γερμανική Αυτοκρατορία των διαδόχων του Όθωνος Γ ', Ερρίκου Β ' και Κορράδου Β ', οι οποίοι επιτέθηκαν στις βυζαντινές κτήσεις στη Νότια Ιταλία και υποκίνησαν ντόπιους επαναστάτες, αλλά, καθώς η βάση των επιχειρήσεών τους βρισκόταν αρκετά μακριά, η παρέμβασή τους δεν ήταν αποτελεσματική. Οι σχέσεις της αυτοκρατορίας με δύο από τους βόρειους γείτονές της, τους Μαγυάρους και τους Ρώσους, είχαν σε γενι­ κές γραμμές βελτιωθεί μετά τον εκχριστιανισμό τους στα τέλη του 10ου αιώνα. Οι Ρώσοι έλαβαν τον χριστιανισμό από το Βυζάντιο, μαζί με την Άννα, την αδερφή του Βασιλείου Β ', η οποία παντρεύτηκε τον πρίγκιπα του Κιέβου, Βλαδίμηρο, ενώ η μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο Κ ίεβο και στην Κωνσταντινούπολη απέκλεισε την επανεμφάνιση των προβλημά­ των που είχαν προκύψει μετά τον εκχριστιανισμό της Βουλγαρίας. Η απόσταση έπαιξε επίσης ρόλο στη δυνατότητα συνύπαρξης της αυτοκρα­ τορίας με το χαλιφάτο των σιϊτών Φατιμιδών, οι οποίοι, αφού ανέλαβαν την εξου*σία της Αιγύπτου (969), αναδείχθηκαν ως η κύρια δύναμη στον ισλαμικό κόσμο. Ο βασικός αντίπαλος των Φατιμιδών του Κάιρου ήταν οι Αββασίδες της Βαγδάτης. Το Βυζάντιο και οι Φ ατιμίδες είχαν συγκρουστεί στη Συρία, και μάλιστα ο παράφρων χαλίφης αλ-Χακίμ επ ι­ δείνωσε τις σχέσεις διώκοντας χριστιανούς και καταστρέφοντας εκκλη-

245

246

Στην απέναντι σελίδα: Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β'. Στα πόδια τον οι εχθροί δηλώνουν υποταγή καθώς ο αρχάγγελος Γαβριήλ τον στέψει ο αρχάγγελος Μιχαήλ τον εγχειρίζει μια λόγχη. Μικρογραφία σε ψαλτήριο, Βενετία.

PAUL MAGDALINO

σίες, συμπεριλαμβανομένης και της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα. Η αρμονική συνύπαρξη των δύο, όμως, έγινε εφικτή όταν ο Βασίλειος Β ', αφού διασφάλισε τα ανατολικά σύνορα, σταμάτησε την ανακατάληψη της Εγγύς Ανατολής την οποία είχαν επιδιώξει πιο έντονα οι προκάτοχοί του, Νικηφόρος Β ' και Ιωάννης Α', και επιδόθηκε αντ’ αυτού στην εξόντωση της Βουλγαρίας και, κατά το τέλος της βασιλείας του, στην ανακατάληψη της Σικελίας. Οι προβλέψεις για το Βυζάντιο το έτος 1025 δεν μπορούσαν, επομέ­ νως, να είναι περισσότερο ελπιδοφόρες. 25 χρόνια αργότερα η αυτοκρα­ τορία είχε επεκταθεί κάπως στ’ ανατολικά, με την προσάρτηση της πό­ λης της Έδεσσας και των αρμενικών βασιλείων του Ανίου και του Καρς. Το 1080, όμως, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, καθώς έχανε ταχύ­ τατα τον έλεγχο όλων των ασιατικών εδαφών της και είχε έντονα κλο­ νιστεί στα Βαλκάνια. Οι εξηγήσεις γ ι’ αυτή την καταστροφική ανατροπή βρίθουν, ξεκινώντας από αυτές τις οποίες προτείνουν οι Βυζαντινοί συγ­ γραφείς στα τέλη του 11ου αιώνα. Είναι σίγουρο ότι υπήρξε αφενός αμέλεια εκ μέρους της ηγεσίας και αφετέρου ανεπάρκεια του συστήμα­ τος, παρότι είναι ευκολότερο να διακρίνει κανείς τα συμπτώματα παρά τις αιτίες. Οι ιστορικοί του 20ού αιώνα προσπάθησαν να εξηγήσουν την κρίση αναφερόμενοι στην οικονομική και στην στρατιωτική ανικανότητα που προέκυψε από την ανάπτυξη του φεουδαλισμού, στην παρακμή της ελεύθερης γεωργίας και στη σύγκρουση της πολιτικής και της στρατιω­ τικής αριστοκρατίας. Αυτές οι εξηγήσεις, ωστόσο, άντεξαν λιγότερο στον χρόνο απ’ ό,τι οι αφηγήσεις του 11ου αιώνα για την αναποτελεσμα­ τική διοίκηση την οποία άσκησαν ανεύθυνοι άνθρωποι. Σ ε δομικό επ ί­ πεδο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε έρθει η σειρά του Βυζαντίου να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της υπερβολικής επέκτασής του. Οι δυ­ νάμεις που υποβοηθούσαν την επιβίωση του Βυζαντίου ήταν αναλώσιμες ή αχρηστεύονταν στον γεωγραφικά λιγότερο συμπαγή, πολιτιστικά πιο ποικίλο και κοινωνικά πιο σύνθετο οργανισμό στον οποίο είχε μετατρα­ πεί η αυτοκρατορία μετά τους νικηφόρους πολέμους, τις εδαφικές προ­ σαρτήσεις και την αυξανόμενη ασφάλεια. Ωστόσο, το Βυζάντιο παρέμε­ νε, ίσως περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, η ίδια αυτοκρατορία σε μια περίοδο όπου ξαφνικά οι εχθροί του δεν ήταν πια οι ίδιοι. Το Βυζάντιο είχε αντιμετωπίσει επιτυχώς γειτονικά έθνη με κρατική οργάνωση, τα οποία μπορούσε να χειριστεί από θέση ισχύος που πήγαζε από τη δική του ανώτερη κρατική δομή. Ήταν όμως λιγότερο έτοιμο να αντιμετω­ πίσει εχθρούς που λειτουργούσαν εκτός κρατικών δομών, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των τριών επιδρομέων που επιτέθηκαν εναντίον του στα μέσα του 11ου αιώνα: των Πετσενέγγων, των Σελτζούκων Τούρκων και των Νορμανδών.

248

PAUL MAGDALINO

Η πιο άμεση απειλή, τόσο εναντίον της ενδοχώρας όσο και εναντίον των εδαφών που είχε προσαρτήσει ο Βασίλειος Β ', προήλθε από τους Πετσενέγγους, τη φυλετική συνομοσπονδία που εξούσιαζε τη δυτική ποντική στέπα από τα τέλη του 9ου αιώνα. Οι Πετσενέγγοι είχαν τρο­ μακτική φήμη ανάμεσα στους γείτονές τους, τους Μαγυάρους, τους Χαζάρους και τους Βουλγάρους, σε αντίθεση με τους οποίους παρέμεναν ανένδοτοι ειδωλολάτρες και νομάδες. Η κατάληψη της Βουλγαρίας από το Βυζάντιο τους έφερε σε άμεση επαφή με την αυτοκρατορία που ήταν τώρα ο βασικός γείτονάς τους στον κάτω Δούναβη. Αρχικά η βυζαντινή πολιτική ήταν να τους κρατήσει εκτός των εδαφών της, χρησιμοποιώ­ ντας πολυάριθμες στρατιωτικές δυνάμεις κατά μήκος των συνόρων. Ύ ­ στερα όμως από σειρά καταστροφικών επιδρομών κατά την περίοδο 1033-1036, μία από τις οποίες έφτασε μέχρι και στη Θεσσαλονίκη, η κυβέρνηση του Μιχαήλ Δ ' (1034-1042) θέσπισε τρία μέτρα προκειμένου να οργανώσει ορθολογικά την άμυνα των συνόρων: τη μείωση του αριθ­ μού των συνοριακών φρουρών, τη δημιουργία μιας ακατοίκητης και ακαλλιέργητης «κενής ζώνης» στα νότια του Δούναβη και την οικονομι­ κή ενίσχυση αγορών που βρίσκονταν κοντά στα συνοριακά οχυρά. Σ ε αυτές, οι νομάδες θα μπορούσαν να προμηθεύονται τα γεωργικά και

Ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος και η σύζυγός ταυ, Ζωή, προσφέρουν δωρεά στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας. Η μορφή τον Κωνσταντίνον αντικατέστησε τη μορφή ενός προηγούμενου αντοκράτορα, μάλλον του Ρωμανού Γ', του οποίου το πρόσωπο αναγκαστικά άλλαξε. * Δεν είναι σαφές για ποιον λόγο φιλοτεχνήθηκαν εκ νέου και τα πρόσωπα του Χριστού και της Ζωής. Ψηφιδωτό στο νότιο υπερώο της Αγίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη.

Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ ΙΑ (780-1204)

βιοτεχνικά αγαθά που διαφορετικά θα προσπαθούσαν να αποκτήσουν οργανώνοντας επιδρομές. Αυτή η πολιτική φαίνεται ότι απέδωσε μέχρι το 1046, οπότε οι Πετσενέγγοι ωθήθηκαν προς τα δυτικά από τις κινή­ σεις των Ογούζων Τούρκων. Μια προσπάθεια του αυτοκράτορα Κων­ σταντίνου Θ' Μονομάχου (1042-55) να τους αποδυναμώσει κατά τον πα­ ραδοσιακό τρόπο του «δια ιρεί και βασίλευε», υποδαυλίζοντας την αντι­ παλότητα ανάμεσα σε δύο φυλάρχους, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα και, αφού το Βυζάντιο έπαθε τα χειρότερα στη φοβερή σύγκρουση που ακο­ λούθησε, μια τριακονταετής συνθήκη ειρήνης υπογράφτηκε το 1033. Σύμφωνα με τους όρους αυτής της συνθήκης, οι μετανάστες νομάδες μπορούσαν να παραμείνουν στον νέο τόπο διαμονής τους, στην ενδοχώρα της Μαύρης Θάλασσας στα νότια του Δούναβη, περιοχή πολύ κοντινή στον αρχικό πυρήνα του βουλγαρικού βασιλείου. Η αυτοκρατορία δια­ τηρούσε μεν τον έλεγχο των πόλεων του Δούναβη, αλλά η δυσάρεστη ομοιότητα με τις απαρχές του βουλγαρικού εφιάλτη τον 7ο αιώνα δεν θα πρέπει να πέρασε απαρατήρητη στους κατοίκους της Κωνσταντινουπό­ λεως. Ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Α' Κομνηνός (1057-1059) προσπάθησε χωρίς μεγάλη επιτυχία να επιβάλει έναν πιο ευνοϊκό διακανονισμό, αλλά μια επανάσταση με τη συμμετοχή Πετσενέγγων και ντόπιων Βλάχων, στη δεκαετία του 1070, αφαίρεσε τ ις πόλεις του Δούναβη από τον αυτοκρατορικό έλεγχο. Οι κρυφές συνεννοήσεις που ακολούθησαν ήταν δυ­ σοίωνες και, όταν επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες μετά τη λήξη της τριακονταετούς ανακωχής το 1083, οι Πετσενέγγοι συνασπίστηκαν σε κοινό αγώνα με κοινότητες δυσαρεστημένων αιρετικών στις νότιες πλα­ γιές της οροσειράς του Αίμου. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός (1081-1118) αποφάσισε το 1087 να μεταφέρει τον πόλεμο στα βόρεια της οροσειράς, επιχειρώντας να επαναλάβει την επιτυχημένη εκστρατεία του Ιωάννη Α' Τ ζιμισκή το 971, αλλά σε μια ένοπλη σύγκρουση στο Δορύστολο (Δρίστρα), όπου ο Τζιμισκής είχε καταφέρει το τελικό νικηφόρο χτύπημα εναντίον του Σβιατοσλάβου, κατατροπώθηκαν οι βυζαντινές δυνάμεις, ενώ ο Αλέξιος μόλις κατάφερε να δραπετεύσει. Η ανακωχή που όριζε τα σύνορα στην οροσειρά του Αίμου έχασε πολύ σύντομα την ισχύ της, καθώς οι Πετσενέγγοι επέδραμαν όλο και βαθύτερα στη Θρά­ κη, φτάνοντας μέχρι τα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως το 1091. Η δύναμη του αυτοκρατορικού στρατού ήταν πολύ μικρότερη και η κατά­ σταση διασώθηκε όταν εμφανίστηκε ένα μεγάλο στίφος Κουμάνων, ενός έθνους της στέπας το οποίο τώρα καταδίωκε τους Πετσενέγγους. Σ ε αυτή την περίσταση, οι Κουμάνοι πείσθηκαν να στραφούν εναντίον των Πετσενέγγων (αν και θα μπορούσαν εξίσου εύκολα να είχαν ταχθεί στο πλευρό τους) και τους νίκησαν στο όρος Λεβούνιο, ανατολικά του Έβρου. Τρία χρόνια αργότερα επέστρεψαν ως επιδρομείς. Αντικατέστησαν τους

250

PAUL MAGDALINO

Πετσενέγγους ως μια μόνιμη απειλή στον βορρά και το 1122, είτε αυτοί είτε τα υπολείμματα των Πετσενέγγων, εισέβαλαν με μεγάλη ισχύ στη Θράκη. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β' Κομνηνός (1118-43), όμως, τους συνετριψε στη Στάρα Ζαγορά σε μια προσεκτικά οργανωμένη εκστρα­ τεία. Αυτή η νίκη επιβεβαίωσε την αποκατάσταση του συνόρου του Δούναβη, η οποία είχε αρχίσει το 1092. Η διευθέτηση που είχε προκύψει στα μέσα του 11ου αιώνα, δηλαδή η ύπαρξη μιας εμπορικής ζώνης στον Δούναβη και μιας κενής περιοχής στα νότια, φαίνεται ότι επανακαθιερώθηκε με σημαντική επιτυχία. Μέχρι το 1185, ο κάτω Δούναβης απο­ τελούσε το συγκριτικά πιο ήσυχο και σταθερό τμήμα των συνόρων της αυτοκρατορίας. Αυτό ίσως οφειλόταν εν μέρει και στη συνεργασία των Ρώσων πριγκίπων, που είχαν μερίδιο στον εμπορικό πλούτο των πόλεων του Δούναβη. Ουσιαστικά όμως οφειλόταν στο γεγονός ότι οι Πετσενέγγοι και οι Κουμάνοι ήταν γνώριμοι εχθροί: ο νομαδικός τρόπος ζωής τους, η πρωτόγονη θρησκεία τους, οι στρατιωτικές τους επιδόσεις, το περιβάλλον της στέππας όπου κατοικούσαν και ο άπατρις βίος τους ήταν όλα γνωρίσματα που ταίριαζαν σ’ ένα εθνικό στερεότυπο το οποίο ο ελληνορωμαϊκός κόσμος είχε αντιμετωπίσει από την αρχή της ιστορίας του και το οποίο οι διανοούμενοι Βυζαντινοί ιστορικοί, αρκετά ρεαλιστι­ κά, διαιώνισαν, αποκαλώντας «Σκύθες» όλους τους βόρειους βαρβάρους. Το πρόβλημα των Πετσενέγγων μπορούσε να επιλυθεί, καθώς το Βυζάντιο μπορούσε να τους αναχαιτίσει' οι Πετσενέγγοι δεν είχαν θεσμι­ κή υποστήριξη από τον υπόλοιπο κόσμο των «Σκυθών». Τα πράγματα ήταν διαφορετικά με τους εξισλαμισμένους Τούρκους που επιτέθηκαν με βία στην αυτοκρατορία από τα ανατολικά στα μέσα του 11ου αιώνα. Αυτοί ήταν επίσης νομάδες που αναζητούσαν λάφυρα και νέα μόνιμα βοσκοτόπια, και η Μικρά Ασία μπορούσε να προσφέρει και τα δύο σε αφθονία. Παράλληλα, ήταν επιδρομείς που είχαν έναν θρησκευτικό στόχο και φυλετικές διασυνδέσεις με το δυναστικό καθεστώς το οποίο στα μέσα του 11ου αιώνα ανέλαβε και ανανέωσε το χαλιφάτο των Αββασιδών. Ο αρχηγός των Σελτζούκων, Τογρούλ, και οι διάδοχοί του, Αλπ Αρσλάν και Μαλίκ Σαχ, που τον διαδέχτηκε ως η δύναμη (σουλτάνος) δίπλα στον χαλίφη, ενδιαφέρονταν κυρίως να επανενώσουν το Ισλάμ υπό το λάβαρο της αυστηρής ορθοδοξίας των σουνιτών και η άμεση προτεραιότητά τους ήταν η επανενοποίηση του κράτους των Φατιμιδών και όχι η κατάκτηση του Βυζαντίου. Ωστόσο, προτιμούσαν να εκτρέπουν τις αρπακτικές δια­ θέσεις των νομάδων Τουρκομάνων εναντίον των χριστιανικών εδαφών στη Γεωργία, στην Αρμενία και στο Βυζάντιο, παρά να τους αφήνουν ανεξέλεγκτους ανάμεσα στους μόνιμους μουσουλμανικούς πληθυσμούς του Ιράκ, του Ιράν και της Συρίας. Αυτός ακριβώς ο συνδυασμός της νομαδικής ελεύθερης πρωτοβουλίας με την κεντρική υποστήριξη από την

I

I

Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΤΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)

ανώτερη ισλαμική αρχή καθιστούσε τους Τουρκομάνους φοβερή απειλή σε μια περίοδο όπου οι βυζαντινές κυβερνήσεις ασχολούνταν με τη δική τους εσωτερική ασφάλεια. Οι επιδρομές τις οποίες εξαπέλυαν ταυτοχρόνως διάφορες ομάδες νομάδων πολεμιστών δεν επέτρεπαν στο Βυζάντιο να συγκεντρώσει δυνάμεις και πόρους για να οργανώσει αντίσταση. Όταν τελικά ανέβηκε στον θρόνο ένας αυτοκράτορας που έδωσε προτε­ ραιότητα στο ανατολικό μέτωπο, η αντίσταση την οποία οργάνωσε τον οδήγησε σε άμεση σύγκρουση με τον σουλτάνο Αλπ Αρσλάν στη μάχη του Ματζικέρτ (1071). Η αιχμαλωσία του Ρωμανού Δ ' Διογένη ήταν η πιο ταπεινωτική ήττα που είχε δοκιμάσει ποτέ βυζαντινός αυτοκράτορας μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Α' 260 χρόνια νωρίτερα. Η επιείκεια που έδειξε ο σουλτάνος απελευθερώνοντας τον αυτοκράτορα συνάπτοντας συνθήκη ειρήνης και με ελάχιστα ανταλλάγματα, έκανε την ήττα να φαντάζει ακόμα χειρότερη. Η απελευθέρωση του αυτοκράτορα οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα σε αυτόν και στους διοικητικούς κύκλους της Κωνσταντινουπόλεως, που τον απέρριψαν προωθώντας τον συναυτοκράτορά του, Μιχαήλ Ζ' Δούκα. Η κυβέρνηση του Μιχαήλ 71 κατάφερε να εξουδετερώσει τον Ρωμανό, απέτυχε όμως να εξασφαλίσει την αφοσίωση του στρατού στο σύνολό του. Καθώς ο εμφύλιος πόλεμός άρχισε ξανά, οι Τούρκοι όχι μόνο προήλασαν ανενόχλητοι, αλλά διείσδυσαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα Βυζαντινών στρατηγών που επιθυμούσαν να τους στρατολογήσουν υπέρ ή εναντίον του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Οι πόλεις και τα χωριά στην ενδοχώρα ύστερα από έναν και πλέον αιώνα ειρηνικών συν­ θηκών διαβίωσης χωρίς εχθρικές επιδρομές, δεν ήταν σε θέση να προφυλαχθούν ενώ οι ντόπιοι γαιοκτήμονες φρόντιζαν περισσότερο για τα συμφέροντά τους στην αυτοκρατορική αυλή παρά για τη διατήρηση των κτημάτων τους. Έ τσ ι, 20 χρόνια μετά τη μάχη του Ματζικέρτ, οι Τούρ­ κοι εγκαταστάθηκαν στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας και έπαψαν να διαβιούν ως νομάδες: ένας κλάδος της οικογένειας των Σελτζούκων δημιουργούσε τον πυρήνα ενός ανεξάρτητου σουλτανάτου πίσω απο τις ογκώδεις ρωμαϊκές οχυρώσεις της Νίκαιας, στην ασιατική ενδοχώρα της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ στη Σμύρνη ένας εμίρης ονόματι Τζαχάς, που είχε υπηρετήσει για αρκετό καιρό το Βυζάντιο, ναυπηγούσε για τον εαυτό του στόλο με τον οποίο επιχειρούσε να καταλάβει τα νησιά του Αιγαίου. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται για το Βυζάντιο από το 1092, όταν ο θάνατος του Μαλίκ Σαχ επέσπευσε τη διάσπαση του σελτζουκικού κόσμου σε αρκετά πριγκιπάτα. Μετά την εξάλειψη της απειλής των Κουμάνων στα Βαλκάνια το 1094, ο Αλέξιος Α' μπορούσε να στρέψει όλη του την προσοχή στην Ανατολή. Οι στρατιές της Πρώτης Σταύρο-

251

Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ ΙΑ

(780-1204)

φορίας, που έφτασαν το 1096-7 ως απάντηση των επικλήσεων του προς τον πάπα Ουρβανό Β ', τον βοήθησαν να ανακαταλάβει τη Νίκαια και, λίγο πριν προωθηθούν προς την Αντιόχεια, οι δυνάμεις του ολοκλήρωσαν την εκδίωξη των Τούρκων από τις παράκτιες πεδιάδες και τις παραπο­ τάμιες κοιλάδες της δυτικής και νότιας Ανατολίας. Ωστόσο, ο Αλέξιος δεν ωφελήθηκε από τις κατοπινές κατακτήσεις των Σταυροφόρων, οι οποίες στην πραγματικότητα περιέπλεξαν έντονα τις προσπάθειές του να ανακαταλάβει χαμένα εδάφη στην Ανατολή. Εκτός από την Κ ιλικία , στη νοτιοανατολική γωνία της Μικράς Ασίας, η οποία επανήλθε με άστα­ το τρόπο στην αυτοκρατορική αρχή μεταξύ 1137 και 1180, δεν σημειώ­ θηκε καμία περαιτέρω αλλαγή των συνόρων έτσι όπως αυτά είχαν ορι­ στεί στα τέλη του 11ου αιώνα. Αυτή η αποτυχία ανάκτησης των εδαφών που αποτελούσαν τον ηπειρωτικό πυρήνα της μεσαιωνικής αυτοκρατο­ ρίας προκαλεί έκπληξη δεδομένης της ανάκαμψης της αυτοκρατορίας σε άλλους τομείς. Τπό τη δυναμική ηγεσία του Αλεξίου Α' Κομνηνού, γιου του Ιωάννη Β ' και εγγονού του Μανουήλ Α', το Βυζάντιο ανέκτησε το κύρος μιας μεγάλης δύναμης στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο και στον ευρύ­ τερο χώρο της Μεσογείου, ικανής να αναπτύσσει και να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά πολυάριθμες στρατιές, επιβλητικούς στόλους και φαι­ νομενικά απεριόριστες ποσότητες χρυσού. Τρεις αιτίες μπορούν ίσως να προταθούν γ ι’ αυτή την αποτυχία. Κατ’ αρχάς, η αυτοκρατορία αναγκαζόταν σχεδόν συνέχεια να αμύνεται ενα­ ντίον της αδιάκοπης νομαδικής πίεσης από τις επιδρομές και την ανα­ ζήτηση βοσκής στα πεδινά. Με μία αξιοσημείωτη και καταστρεπτική εξαίρεση, όλες οι εκστρατείες στην τουρκική Ανατολία των οποίων ηχή­ θηκαν ο Αλέξιος, ο Ιωάννης και ο Μανουήλ ήταν στην ουσία επιδείξεις δύναμης ή πολεμικά αντίποινα παρά συστηματικές επιχειρήσεις ανακα­ τάληψης εδαφών, αν και όπως ήταν φυσικό, οι εφήμερες νίκες αποκτού­ σαν μεγάλη δημοσιότητα. Κατά δεύτερο λόγο, το Βυζάντιο ήλπιζε να εκμεταλλευτεί την αντιπαλότητα ανάμεσα στα δύο τουρκικά κράτη που συναγωνίζονταν να εξουσιάσουν τους Τουρκομάνους νομάδες: το Σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ, το οποίο μετά την Πρώτη Σταυροφορία μετακινήθηκε στην κεντρική και νότια Μικρά Ασία, με πρωτεύουσα το Ικόνιο (σημερινή Konya), και το εμιράτο που ίδρυσε ένας φύλαρχος ονόματι Ντανισμέντ στις βόρειες και ανατολικές περιοχές του οροπεδίου. Μολονότι το βυζαντινό συμφέρον ήταν να διατηρηθεί μια ισορροπία ανάμεσα στα δύο, η αυτοκρατορία συντασσόταν συνήθως με τους Σελτζούκους εναντίον των Ντανισμεντιδών, αφού οι τελευταίοι ήταν περισ­ σότερο αφοσιωμένοι στον ιερό πόλεμο, όπως δηλώνει το όνομα Γαζής (Ghazi) (πολεμιστής της πίστης) το οποίο υιοθέτησαν οι περισσότεροι από αυτούς. Το 1161, όταν ο Σελτζούκος σουλτάνος Κ ιλίτζ Αρσλάν Β'

2 53

Στην απέναντι σελίδα: Έδεσσα (σημερινή Urfa), πύλη Harran. Επάνω από την πύλη υπήρχε ανάγλυφη επιγραφή πον έφερε το όνομα του αυτοκράτορα Αλεξίου Α ' και μνημόνευε την εκδίωξη της τουρκικής φρουράς το 1095. Μόνο ένα μικρό τμήμα της επιγραφής διατηρείται επάνω από τη δεξιά παραστάδα της πύλης.

π Ηράκλε,α ζ ^ Γ ^ Β Ζ καλλιποΜς ... Νίκαια Βάριςο *>>\χ Δυρράχιον υ O' ,... Κύζιι ____ .Β? δενάΟο ; ΟΘεσ0αλ?ν / ϊ η „ & ■ S » * 5 Προύσα Δαρ°ύλαιον »ΑΘΩΣ ΟΑβυδος Τάρα™ ° Β ρ ? ν δ ή Χ ό ΑυΚλα^ ° ρ ΐάθ Βέρ?Β Λήμνος ρ Αδραμύττιον Αμόριον0| V? .47 ΟΛάρισα Λέσβος οΠεργαμος Φιλομήλιον 1 η / ΓΓΑ Α/ί σ'δ ' ,?μμρνη ,Σάρδεις Μυριοκέιραλον ^ ρ ρ ρ Ν κ ο - ς λ ,ς O r r \» ' Α1 ο 0 ~— '

\\\

uΟ. ^,Π ρ ίλ ε π οος ιραχιον «

%' Λ

οΣέρραΙ' ,

Εύβοια .Εύβοια

ο ^ Τ ΓΟΐΣάμ°*

Υ ^ η ν ία Κόρινθος

-

^ °Κ Συρακούσαι

χίΙςψ·Εφεα } :"0Ό ? ^ δε_% χίος ςΑντιό)

Ρ>

£ οζΟνΠάτμος J > '

Αμ,δα ° Σαμόσατα (Σάμσατ)

ΟΈδεσπα

ο.

Χαρραν

Χαλέπι

\\ \*

Λ

b

■V

Μ Κρήτη

Τα σύνορα της αυτοκρατορίας υπό τους Κομνηνούς Τα σύνορα της αυτοκρατορίας επί Αλεξίου Τα σύνορα της αυτοκρατορίας επί Ιωάννη Β', περί το 7 Τα σύνορα της αυτοκρατορίας επί Μανουήλ Α', περί το 1180 Εδάφη με υψόμετρο άνω των 1000 μέτρων

4

is

Κύπρος

όΚωνσταντία ^Τρίπολις ο

ο Δαμασκός

Κάντια (Χάνδακας)

ΜΕΣΟΓ ΕΙ ΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑ

Έμεσα

Ιεροσόλυμα

Η Μ Ε Σ Α ΙΩ Ν ΙΚ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ ΙΑ (780-1204)

ήρθε στην Κωνσταντινούπολη αναζητώντας την υποστήριξη του Μανου­ ήλ Α', ο αυτοκράτορας τον υιοθέτησε επίσημα ως γιο του στο πλαίσιο μιας συνθήκης που όριζε ότι, με αντάλλαγμα γενναιόδωρες επιχορηγή­ σεις, ο Κ ιλίτζ Αρσλάν Β' θα επέστρεφε στην αυτοκρατορία όλα τα εδάφη που είχε αφαιρέσει από τους Ντανισμεντίδες. Όμως, αυτός δεν κράτησε τον λόγο του και έθεσε ολόκληρη την τουρκική Μικρά Ασία υπό την εξουσία του, γεγονός που έκανε τον Μανουήλ ν’ αλλάξει πολιτική. Το 1175, ο αυτοκράτορας επεξέτεινε τα σύνορα προς το οροπέδιο, οικοδο­ μώντας και επανδρώνοντας οχυρά στο Δορύλαιο και στο Σουβλαίο. Το επόμενο έτος, ηγήθηκε μιας τεράστιας εκστρατείας για να κατακτήσει το Ικόνιο, η οποία όμως κατέληξε σε οικτρή αποτυχία όταν τα βυζαντινά στρατεύματα έπεσαν σε ενέδρα σε μια ορεινή διάβαση στο Μυριοκέφαλο. Αυτό ήταν ένα ταπεινωτικό τέλος στη μόνη σοβαρή στρατιωτικού χα­ ρακτήρα προσπάθεια που οργανώθηκε με σκοπό να αντιστρέφει τη δια­ δικασία κατάληψης της κεντρικής Μικράς Ασίας από τους Τούρκους. Το ότι μια τέτοια σύγκρουση δεν είχε επιχειρηθεί νωρίτερα εξηγείται επίσης από το γεγονός ότι η ανάκτηση της Ανατολίας αποτελούσε τμήμα μόνο μιας ευρύτερης στρατηγικής για την πολιτική αποκατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η στρατηγική επικεντρωνόταν στις περιοχές ανατολικώς του Σελτζουκικού σουλτανάτου, τις οποίες το Βυζάντιο είχε ανακαταλάβει από τους Άραβες στον 10ο αιώνα και είχε εποικίσει με Αρμένιους και Σύρους. Ο κύριος όγκος των Τούρκων που συνέρρευσε στη Μικρά Ασία προσπέρασε αυτές τις περιοχές, αφήνοντας τη δομή της τοπικής στρατιωτικής εξουσίας σχεδόν άθικτη στα χέρια της ντόπιας αρμενικής αριστοκρατίας, η παρουσία της οποίας διεκόλυνε κατά πολύ το πέρασμα της Πρώτης Σταυροφορίας και την εγκαθίδρυση σταυροφορικών πριγκιπάτων στην Έδεσσα και στην Αντιόχεια. Τα καταλοιπα της βυζαντινής υποδομής στην περιοχή αποτελούσαν μια πολλά υποσχό­ μενη βάση για την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής εξουσίας στην περιοχή, και έτσι εξηγείται γιατί η βυζαντινή κυβέρνηση επένδυσε τόσο πολύ στην προσπάθεια να ανακαταλάβει την Αντιόχεια. Γενικότερα, η ίδια η ύπαρξη των σταυροφορικών κρατών, στην Αντιόχεια πρώτα και στην Έδεσσα, και έπειτα στα Ιεροσόλυμα και στην Τρίπολη, αμφισβη­ τούσε τον ρόλο του Βυζαντίου ως χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ανα­ τολής. Τόσο για την αξιοπιστία της όσο και για την ασφάλειά της, η αυτοκρατορία έπρεπε να ασκήσει κάποιο είδος εξουσίας σε αυτά τα προκεχωρημένα φυλάκια της δυτικής χριστιανοσύνης που τώρα πλαγιοκοπούσαν το Βυζάντιο από δύο μεριές. Η τρίτη μεγάλη εξωτερική πρόκληση για το Βυζάντιο κατά τον 11ο και 12ο αιώνα προήλθε από τη λατινική Δύση, και μάλιστα όχι από την αναβίωση της Φραγκικής Αυτοκρατορίας στη Γερμανία, αλλά από νέες

2 55

256

,

PAUL MAGDALINO

ομάδες εχθρών, που σχηματίστηκαν μετά τον κατακερματισμό του Δυ­ τικού Φραγκικού Βασιλείου και τον 9ο και τον 10ο αιώνα. Οι Νορμανδοί τυχοδιώκτες που εμφανίστηκαν στα σύνορα της βυζαντινής Νότιας Ιτα­ λίας στις αρχές του 11ου αιώνα ήταν απόγονοι των Βίκινγκς που είχαν εγκατασταθεί στις εκβολές του Σηκουάνα ως υποτελείς των Καρολιδών. Η επίδρασή τους στην ιταλική και στη βυζαντινή ιστορία αντικατοπτρί­ ζει την καταγωγή τους από τους Βίκινγκς, αλλά και το φραγκικό πα­ ρελθόν τους. Ήταν άρπαγες και μισθοφόροι που δεν συνήπταν μακροπρό­ θεσμες συμμαχίες και δεν είχαν μόνιμο τόπο κατοικίας, που αρνούνταν επίμονα να αφοσιωθούν αποκλειστικά σε κάποια από τις δυνάμεις που ευκαιριακά υπηρετούσαν, είτε αυτή ήταν το Βυζάντιο είτε ο πάπας είτε οι Λομβαρδοί πρίγκιπες της Καπύης και του Βενεβένδου είτε οι επαναστά­ τες της Απουλίας που στράφηκαν εναντίον των Βυζαντινών και δεν είναι μόνο οι Βυζαντινοί συγγραφείς που τους αναφέρουν ως ακατανόμαστους βαρβάρους. Από την άλλη, είχαν ενσωματωθεί πλήρως στη μετα-καρολίδεια πολιτιστική παράδοση και θρησκευτική μεταρρύθμιση· ένιωθαν έντονα την ανάγκη να ορίσουν την επικράτειά τους και την εξέφραζαν -αναπαράγοντας τις δομές κυριότητας και υποτέλειας τις οποίες είχαν μεταφέρει από τη «φεουδαλική» Γαλλία. Όταν άρχισαν να δημιουργούν σταθερές εγκαταστάσεις, εξασφάλισαν τον μετά δυσφορίας σεβασμό των ντόπιων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και των εκκλησιαστικών ηγετών, συμπεριλαμβανομένου, τελικά, και του πάπα, ο οποίος αναγνώρισε ότι στο μέλλον αυτοί θα μπορούσαν να υπάρξουν χρήσιμοι υποτελείς της Εκκλησίας που θα υπερασπίζονταν τα συμφέροντά της αποτελεσματικό­ τερα από τη Γερμανική ή τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η έλευση των Νορμανδών στη Νότια Ιταλία συνέπεσε με μια περίοδο αυξανόμενης έντασης στις σχέσεις του Πάπα και των δύο δυνάμεων: με τη Γερμανία, επειδή ο ανήλικος Ερρίκος Δ ' αντιτασσόταν στις μεταρρυθμίσεις της Εκκλησίας- με το Βυζάντιο, εξαιτίας της παλαιάς διαμάχης για την εκκλησιαστική δικαιοδοσία στη Νότια Ιταλία, και ακόμα εξαιτίας της αντιπαράθεσης για το δόγμα δηλαδή για το πρωτείο του πάπα και την τέλεση της λειτουργίας, που οδήγησαν σε δραματική ανταλλαγή αφορισμών το 1054, οπότε και η αρχή του σχίσματος ανάμεσα στην Ανατολική και στη Δυτική Εκκλησία. Το 1059, ο πάπας Νικόλαος Β' απένειμε στον σημαντικότερο αρχηγό των Νορμανδών, Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, τον τίτλο του Δούκα της Απουλίας. Αυτός, μαζί με τον νεότερο αδερφό του, Ρογήρο, προχώρησε στην κατάκτηση της Νότιας Ιταλίας και Σικελίας εις βάρος των Βυζαντινών, των Λομβαρδών και των μουσουλμάνων. Τον Απρίλιο του 1071, τέσσερις μήνες πριν την ήττα των Βυζαντινών στο Ματζικέρτ, ο Ροβέρτος Γυϊσκάρδος ολοκλήρωσε την κατάκτηση των βυζαντινών ηπειρωτικών εδαφών κυριεύοντας την Βάρι. Το Βυζά-

r

m v i ΔυI :_ανδοί ι ι Ιταείχαν rpt-

Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)

ντιο αντέδρασε προτείνοντας ένα γαμικό συναλλάγιο, το οποίο ο Γυισκάρδος αποδέχτηκε τελικά το 1074. Δύο χρόνια αργότερα ο Νορμανδός ηγεμόνας έστειλε την κόρη του, Ολυμπιάδα, στην Κωνσταντινούπολη για να παντρευτεί όταν θα ενηλικιωνόταν — η ίδια αλλά και ο γαμπρός— τον Κωνσταντίνο, γιο του Μιχαήλ Ζ ' Δούκα. Το γεγονός ότι ο Γυϊσκάρδος, που είχε ξεκινήσει ως άκληρος πολέμαρχος, ήταν τώρα σε θέση να μην δέχεται ως μέλλοντα γαμπρό του τον διάδοχο του βυζαντινού θρόνου υποδηλώνει πόσο χαμηλά είχε πέσει η αυτοκρατορία και πόσο ψηλά είχε φτάσει εκείνος. Οι Βυζαντινοί οπωσδήποτε φοβούνταν μια πιθανή εισβο­ λή των Νορμανδών, αλλά από την άλλη προτιμούσαν να πολεμήσει ο Γυϊσκάρδος τους Τούρκους παρά οι ίδιοι. Παρατηρούμε σε αυτή την περίπτωση ένα βασικό και ίσως μοιραίο παράδοξο στις σχέσεις του Βυζαντίου με τη Δύση: το Βυζάντιο επέμενε να χρησιμοποιεί εκείνα τα στοιχεία της δυτικής κοινωνίας απέναντι στα οποία ήταν εντελώς ανίσχυρο. Παρά τις άσχημες εμπειρίες του με τον Γυϊσκάρδο και άλλους Νορμανδούς, συνέχισε να επιστρατεύει Νορμανδούς και άλλους δυτικούς ιππότες, θεωρώντας αναμφίβολα ότι αν τους πλήρωνε θα μπορούσε να τους ελέγχει. Οι πηγές, φυσικά, δεν προβάλλουν τους πολλούς που υ7ΐηρέτησαν με αφοσίωση, αλλά ο θόρυβος που ακολουθεί όσους δημιούργη­ σαν προβλήματα υποδηλώνει ότι το Βυζάντιο παρέβλεψε την απροθυμία των Δυτικών να ενστερνιστούν τσ βυζαντινό όραμα με αντάλλαγμα τα χρήματα. Η ανατροπή του Μιχαήλ Ζ' το 1078 έδωσε στον Γυϊσκάρδο το τέλειο πρόσχημα για να εισβάλει στα Βαλκάνια προς υποστήριξη του συμμά­ χου του, πράγμα το οποίο έκανε και το 1081 με τις ευλογίες του πάπα Γρηγορίου Ζ '. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια ο Αλέξιος Α' αντιμετώπισε τον Ροβέρτο Γυϊσκάρδο και τον γιο του, Βοημούνδο, σε αρκετές μάχες, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν άσχημο τέλος για τον Αλέξιο. Μόνο μετά τον θάνατο του Γυισκάρδου, κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας που έπληξε τον στόλο του, το Βυζάντιο μπόρεσε να απαλλαγεί από μια σοβαρή απειλή στα βαλκανικά εδάφη που τώρα παρείχαν στην αυτοκρα­ τορία το μεγαλύτερο μέρος των προσόδων της. Παρ’ όλα αυτά, ο Αλέξιος δεν δίστασε να καλέσει τους ιπ π ό τες της δυτικής χριστιανοσύνης, συ­ μπεριλαμβανομένων του Βοημούνδου και άλλων Νορμανδών από τη νό­ τια Ιταλία, για να τον βοηθήσουν να ανακαταλάβει τη Μικρά Ασία από τους Τούρκους. Είναι πλέον γενικώς αποδεκτό ότι ο πάπας Ουρβανός Β' κήρυξε την Πρώτη Σταυροφορία το 1095-6 ως απάντηση στην έκκληση βοήθειας που απηύθυνε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας. Το ότι οι βασικό­ τερες σύγχρονες πηγές δεν αναφέρουν αυτή την έκκληση οφείλεται στο γεγονός ότι και οι δύο πλευρές επιθυμούσαν να την ξεχάσουν. Οι Λατίνοι δεν ήθελαν να παραδεχτούν ότι ο «αξιολύπητος αυτοκράτορας» είχε την

2 58

PAUL MAGDALINO

παραμικρή θετική συμβολή στην ηρωική και θεία αποστολή τους, ενώ οι Βυζαντινοί ήταν πρόθυμοι να παρουσιάσουν αυτή την επιχείρηση ως μια αυθαίρετη εισβολή στον αυτοκρατορικό χώρο, και μια αριστουργηματική κίνηση περιορισμού των ζημιών εκ μέρους του αυτοκράτορα. Ειδικότερα, αρχίζει τώρα να γίνεται σαφές ότι η οικειοποίηση της Αντιόχειας από τον Βοημούνδο, κατά παράβαση του όρκου που είχε δώσει, να αποκαταστήσει όλες τις πρώην αυτοκρατορικές κτήσεις οι οποίες θα ανακα­ ταλαμβάνονταν στη διάρκεια της σταυροφορίας, ήταν το αποτέλεσμα μιας ανεπίσημης συμφωνίας του με τον Αλέξιο. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας, όμως, κλόνισε αυτή τη συμφωνία όταν δεν ένωσε τις δυνάμεις του με τις δυνάμεις των σταυροφόρων κατά την πολιορκία της πόλης, επειδή κάποιοι λιποτάκτες, συμπεριλαμβανομένου και ενός από τους αρχηγούς της σταυροφορίας, τον έπεισαν ότι η κατάσταση εκεί ήταν απελπιστική. Όποιοι κι αν ήταν οι σκοποί για τους οποίους οργανώθηκε η σταυρο­ φορία, το αποτέλεσμα για το Βυζάντιο ήταν η προς ανατολάς επέκταση των νορμανδικών κτήσεων στη Νότια Ιταλία και η ένταση του σχίσματος ανάμεσα στις Εκκλησίες, καθώς οι Λατίνοι επίσκοποι απέκλεισαν τους Έλληνες ιερωμένους από τις συριακές επισκοπές που δεν είχαν υπαχθεί ποτέ στη δικαιοδοσία του πάπα. Ο Αλέξιος βρήκε άλλους συμμάχους από τους κόλπους των σταυροφόρων και είχε τα απαραίτητα μέσα για να ασκήσει στρατιωτική πίεση στον Βοημούνδο, αλλά ο τελευταίος φρόντισε να ταυτίσει τις επιδιώξεις του με τις επιδιώξεις ολόκληρης της λατινικής χριστιανοσύνης. Το 1105 επέστρεψε στην Ευρώπη και, με τις ευλογίες του πάπα, συγκέντρωσε στρατό με τον οποίο διέσχισε την Αδριατική το 1107, με σκοπό να υποτάξει το Βυζάντιο καθ’ οδόν προς τη Συρία. Ο Αλέξιος, αποφεύγοντας την άμεση στρατιωτική σύγκρουση, εξουθένωσε τον στρατό των εισβολέων και τον παγίδευσε στα αλβανικά όρη. Αν η συμφωνία ειρήνης την οποία απέσπασε από τον Βοημούνδο με τη Συνθή­ κη της Δεαβόλεως (1108) είχε εφαρμοστεί, τότε η Αντιόχεια θα επέστρε­ φε στην αυτοκρατορική εξουσία και οι Φράγκοι θα ήταν υποτελείς της αυτοκρατορίας στα σύνορα με τους Τούρκους. Ο Βοημούνδος, όμως, δεν επέστρεψε στη Συρία και οι διάδοχοί του αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τη συνθήκη. Στην πραγματικότητα, ο Αλέξιος και οι διάδοχοί του δεν εγκατέλειψαν ποτέ την ιδέα ότι οι επεκτατικές διαθέσεις της Λατινικής Ευρώπης μπορούσαν να επιστρατευθούν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αυτοκρατορίας. Συνολικά, ωστόσο, η αυτοκρατορική πολίτικη του 12ου αιώνα προς τους Λατίνους ήταν αμυντική και επικεντρωνόταν στην εφαρμογή των μαθημάτων ασφαλείας τα οποία είχε διδάξει το τραύμα των νορμανδικών εισβολών και της σταυροφορίας. Ένα από αυτά ήταν ότι οι φραγκικές αποικίες στη Συρία και στην Παλαιστίνη δεν μπορού-

$

Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)

2 59

σαν να αντιμετωπιστούν ξέχωρα από την υπόλοΐ7τη Λατινική Ευρώπη. Ένα άλλο ήταν η ανάγκη προληπτικής διπλωματίας ώστε να εμποδι­ στούν οι ηγεμόνες της Νότιας Ιταλίας να παρέμβουν στη Συρία ή να οργανώσουν μία ακόμα επίθεση εναντίον του Βυζαντίου. Γ ι αυτόν τον σκοπό, ο Αλέξιος Α' και οι διάδοχοί του καλλιέργησαν καλές σ χ έσ εις με τους Γερμανούς αυτοκράτορες, που είχαν τους δικούς τους ιστορικούς λόγους να αρνούνται να αναγνωρίσουν τη νορμανδική κατοχή της Νότιας Ιταλίας και τη νομιμότητα του βασιλικού τίτλου τον οποίο ο ανιψιός του Γυισκάρδου, Ρογήρος Β ', έλαβε από τον πάπα το 1140. Εξαιτίας των νορμανδικών εισβολών κατέστη επίσης σαφές ότι το Βυζάντιο όφειλε να ανακόψει τις διπλωματικές επαφές των Νορμανδών με τους υποτελείς

Ο Αλέξιος Α παραδιδει στους Πατέρες της Εκκλησίας (που εικονίζονται στην απέναντι σελίδα τον χειρογράφου) την ανασκευή των αιρέσεων την οποία είχε ανασυνθέσει ένας σύγχρονος θεολόγος, ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός.

$

200

Στην απέναντι σελίδα: Ο βασιλιάς Ρογήρος Β ' της Σικελίας, με περιβολή βυζαντινού αντοκράτορα, στέφεται από τον Χριστό. Ψηφιδωτό, περίπου 1148. Παλέρμο, Martorana.

PAUL MAGDALINO

της αυτοκρατορίας Σέρβους και την Αυλή του βασιλιά της Ουγγαρίας. Το 1105, ο Αλέξιος έδωσε ως γυναίκα στον γιο του, Ιωάννη Β ', μια Ουγγαρέζα πριγκίπισσα γεγονός που δημιούργησε ένταση και συχνά εχθρότητα ανάμεσα στις δύο δυναστείες. Τέλος, οι εμπειρίες αναμετρή­ σεων με τους Νορμανδούς και η σταυροφορία είχαν αποδείξει ότι η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να βασίζεται στον δικό της πολεμικό στόλο, και ήταν αναγκαίο να είναι σε θέση να καλεί τον στόλο ενός αξιόπιστου συμμάχου. Έ τσ ι, κατά τη διάρκεια του πολέμου με τον Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, ο Αλέξιος Α' υπέγραψε συνθήκη καθοριστικής σημασίας με τη Βενετία, παραχωρώντας στους Βενετούς σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους προνόμια άνευ προηγουμένου- σε αυτά περιλαμβανόταν εμπορική συνοικία στην Κωνσταντινούπολη με τμήμα προκυμαίας και η απαλλαγή από την καταβολή του φόρου του 10% επί των πωλήσεων. Οι δημοκρα­ τίες της Βενετίας και της Αμάλφης, κατ’ όνομα υποτελείς της αυτοκρα­ τορίας, είχαν διατηρήσει εμπορική παρουσία στο Βυζάντιο για δύο πε­ ρίπου αιώνες. Οι παραχωρήσεις του Αλεξίου στη Βενετία έθεσαν αυτή την παρουσία σε νέα βάση, η οποία αποτέλεσε προηγούμενο για κατο­ πινές, λιγότερο γενναιόδωρες παραχωρήσεις προς την Πίζα και τη Γ έ ­ νουα, και έτσι αύξησε κατά πολύ αφενός τον αριθμό των Ιταλών στην αυτοκρατορία και αφετέρου τη διεξαγωγή του εμπορίου της από αυτούς. Η ανάγκη για δυναμική διπλωματική απάντηση στην επέκταση της λατινικής χριστιανοσύνης έγινε ακόμη πιο επιτακτική μετά τα γεγονότα της Δεύτερης Σταυροφορίας, η οποία οργανώθηκε το 1145 ως αντίδραση στην πρώτη κύρια καταστροφή την οποία αντιμετώπισαν τα σταυροφο­ ρικά κράτη, την κατάληψη της Έδεσσας από τους μουσουλμάνους. Της σταυροφορίας ηγήθηκαν οι βασιλείς Λουδοβίκος Ζ' της Γαλλίας και Κορράδος Γ ' της Γερμανίας, οι οποίοι δεν έδειξαν κανέναν απολύτως σεβασμό στον νεαρό Μανουήλ Α', καθώς προσπέρασαν με τον πολυά­ ριθμο στρατό τους την Κωνσταντινούπολη. Ο Ρογήρος Β ' εκμεταλλεύ­ τηκε την κρίση για να καταλάβει την Κέρκυρα, από όπου οι δυνάμεις του λεηλάτησαν συστηματικά την ηπειρωτική Ελλάδα. Η υπόληψη του Βυ­ ζαντίου επλήγη και από το γεγονός ότι ο στρατός των Σταυροφόρων αποδεκατίστηκε από τους Τούρκους στη Μικρά Ασία. Το Βυζάντιο δι­ δάχθηκε ότι δεν είχε την πολυτέλεια να απομονώνεται, αφού θα έπρεπε να αποτρέψει την οργάνωση μίας ακόμα εκτεταμένης σταυροφορίας. Το επεισόδιο αυτό επιβεβαίωσε επίσης τη στρατηγική σημασία της Ιτα­ λίας, ιδιαίτερα του νότου, για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Ο πρωταρχικός στόχος του Μανουήλ ήταν το μοίρασμα της Ιταλίας ανάμεσα στο Βυζάντιο και στη Γερμανική Αυτοκρατορία, με το Βυζάντιο να λαμβάνει την ακτή της Αδριατικής. Ωστόσο, η μονομερής επιδίωξη αυτού του στόχου εκ μέρους του όχι μόνο απέτυχε, ύστερα από

UNO XC. jLLOC

/VCX

r l

‘- f i f e l it

terrr.v

mm f'M lv k n f

^ P |S i i

.j V

m

"> t l , * _ j

m

iit f i

\WmMmim

202

PAUL MAGDALINO

κάποια παροδική αρχική πρόοδο, αλλά προκάλεσε και την εχθρότητα του νέου Γερμανού αυτοκράτορα, Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα, τα σχέδια του οποίου για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας απέκλειαν οποιαδή­ ποτε συνεργασία με το Βυζάντιο. Ο Μανουήλ αναγκάστηκε να αντιμε­ τωπίσει τον Φρειδερίκο ως τον βασικό εχθρό του και να δημιουργήσει ένα δίκτυο σχέσεων με άλλες δυτικές δυνάμεις, που περιλάμβαναν τον πάπα, το βασίλειο των Νορμανδών (των παλαιών εχθρών του Μανουήλ), την Ουγγαρία, αρκετούς πλούσιους άρχοντες και πόλεις σε ολόκληρη την Ιταλία και, προ πάντων, τα κράτη των σταυροφόρων με τους ηγεμόνες των οποίων σύναψε γαμικά συναλλάγια καθώς πάντρεψε δύο ανιψιές του με βασιλείς των Ιεροσολύμων ενώ νυμφεύθηκε και ο ίδιος, σε δεύτερο γάμο, μια πριγκίπισσα της Αντιόχειας. Οι γενναιόδωρες επιδοτήσεις του και η εξαγορά αιχμαλώτων από τους μουσουλμάνους βοήθησαν στη διατήρηση της άμυνας των λατινικών αποικιών οι οποίες κινδύνευαν από την «αντι-σταυροφορία» του Νουρεδίν και του Σαλαδίνου. Η εξαφάνιση του χαλιφάτου των Φατιμιδών (1170) και η συνακόλουθη ενοποίηση της Αιγύπτου με τη Συρία υπό τον Σαλαδίνο σήμαινε ότι η καταστροφή του βασιλείου της Ιερουσαλήμ ήταν μόνο ζήτημα χρόνου' το ότι αυτό δεν συνέβη νωρίτερα οφειλόταν κατά κάποιον τρόπο στην υποστήριξη του Μανουήλ. Το σθένος της δυναστείας των Κομνηνών, καθώς επίσης η διπλωματία και οι εκστρατείες του Αλεξίου, του Ιωάννη και του Μανουήλ, σταθερο­ ποίησαν τα νέα σύνορα της αυτοκρατορίας γύρω από τα οποία υπήρχε πια ένας κύκλος από περισσότερο ή λιγότερο υπάκουους γείτονες, συμπερι­ λαμβανομένου ακόμη και του σουλτάνου του Ρουμ. Το Βυζάντιο φάνταζε εντυπωσιακό το 1180, όταν ο Μανουήλ πέθανε αμέσως μετά τον εορτασμό για τον αρραβώνα του γιου του, Αλεξίου Β ', με την κόρη του βασιλιά της Γαλλίας. Ο γιος του Μανουήλ, όμως, ήταν ανήλικος και οι επίτροποί του που δεν ήταν καθόλου αγαπητοί στον λαό ανατράπηκαν κατά τη διάρκεια ενός βίαιου πραξικοπήματος (1182). Τρία χρόνια αργότερα, ο σφετερι­ στής, Ανδρόνικος Α' Κομνηνός, σκοτώθηκε σε μια λαϊκή εξέγερση ενώ ο διάδοχός του, Ισαάκιος Β' Αγγελος, επέζησε αρκετών επαναστάσεων μέχρι το 1195 οπότε έπεσε θύμα συνωμοσίας και αντικαταστάθηκε από τον αδερφό του, Αλέξιο. Αυτή η ταραχώδης διαδοχή εξασθένισε τη δυ­ ναστική συνέχεια και συνοχή στην οποία βασιζόταν πλέον η δύναμη του Βυζαντινού κράτους. Αρπαγές γείτονες και φιλόδοξοι υποτελείς εκμε­ ταλλεύτηκαν την ευκαιρία. Μια επίθεση των Σικελών στην καρδιά της αυτοκρατορίας το 1185 αποκρούστηκε και οι πόλεις τις οποίες αυτοί είχαν κυριεύσει, το Δυρράχιο και η Θεσσαλονίκη, επανακαταλήφθηκαν, αλλά οι ακριτικές περιοχές του Βυζαντίου είχαν αρχίσει να χάνονται. 0 βασιλιάς της Ουγγαρίας και ο Τούρκος σουλτάνος κατέλαβαν όμορα

yj yj

tv j

Ji

:εν

. y.

.

7 .

W J-

εόαφη της μεοοριου, οι ^ερροι και οι Αρμένιοι πρίγκιπες αποτιναςαν την αυτοκρατορική δεσποτεία ενώ ο εκδιωχθείς αυτοκρατορικός διοικητής της Κιλικίας, Ισαάκιος Κομνηνός, ανέλαβε ως ανεξάρτητος κυβερνήτης την διοίκηση της Κύπρου. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι οι Βλάχοι της οροσειράς του Αίμου επαναστάτησαν υπό την ηγεσία των αδερφών Π έ­ τρου και Ασάν. Με την υποστήριξη των Κουμάνων στα βόρεια του Δού­ ναβη και με το πλεονέκτημα των αδιαπέραστων ορεινών οχυρών τους, οι επαναστάτες αντιμετώπισαν με επιτυχία όλες.τις αυτοκρατορικές αντε­ πιθέσεις και επεξέτειναν το πεδίο των επιχειρήσεών τους νοτιότερα προς τη Θράκη. Η ενδοχώρα της Κωνσταντινουπόλεως ήταν εκτεθειμένη στις επιδρομές ενός εχθρού που συνειδητά αναδημιουργούσε το βουλγαρικό βασίλειο του Συμεών και του Σαμουήλ, χωρίς ωστόσο να ανησυχεί αν θα κερδίσει την αναγνώριση από την Κωνσταντινούπολη. Όπως και ο Σέρβος ομόλογός του, Στέφανος, ο Καλοϊωάννης της Βουλγαρίας, αδερφός και διάδοχος του Πέτρου και του Ασάν, επιδίωξε και κατάφερε να λάβει το βασιλικό στέμμα από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ '. Οι Βυζαντινοί ηγεμόνες μετά τον Μανουήλ πολλαπλασίασαν τα προβλήματά τους αντιστρέφοντας τη συμμαχία του τελευταίου με τα κράτη και το κίνημα των σταυροφόρων. Αυτό εμφανίζεται ως η φυσική συνέ-

1 ενική άποψη των οχυρώσεων της Τραπεζούντας, η οποία αποσχίσθηκε από την αυτοκρατορία το 1204, λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους.

264

PAUL MAGDALINO

πεια της ανόδου του Σαλαδίν καί, της αντι-λατινικής αντίδρασης που σημειώθηκε μετά τον θάνατο του Μανουήλ, με αποκορύφωση τη σφαγή των Λατίνων της Κωνσταντινουπόλεως όταν στον θρόνο ανέβηκε ο Αν­ δρόνικος. Τόσο ο Ανδρόνικος Α' όσο και ο Ισαάκιος Β' φαίνεται να πίστευαν ότι μια συμμαχία με τον νικητή Σαλαδίνο θα έφερνε ουσιαστι­ κά κέρδη όχι μόνο στην ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και στην αυτοκρατο­ ρία, στη Συρία και στην Παλαιστίνη. Όμως, η προσδοκία αποδείχθηκε απατηλή και, επενδύοντας σε αυτήν, το Βυζάντιο παραιτήθηκε από την ευκαιρία να εμποδίσει, να εκτρέφει ή να επηρεάσει την πορεία της Τρίτης Σταυροφορίας, με αναπόφευκτη συνέπεια την κατάληψη της Ιε­ ρουσαλήμ από τον Σαλαδίνο το 1187. Επίσης, προσπαθώντας να εμπο­ δίσει το πέρασμα του γερμανικού σταυροφορικού στρατού υπό την ηγε­ σία του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα (1189-1190), ο Ισαάκιος Β ' απέκτη­ σε τη φήμη εχθρού της σταυροφορίας, κάτι που δεν ωφέλησε καθόλου το Βυζάντιο. Αυτή η φήμη θα πρέπει να επηρέασε έναν άλλον σταυροφόρο βασιλιά, τον Ριχάρδο Α' της Αγγλίας, γνωστό ως Λεοντόκαρδο, όταν αποφάσισε να μην επιστρέφει στην αυτοκρατορία την Κύπρο, την οποία απέσπασε από τον επαναστάτη Ισαάκιο Κομνηνό. Η φήμη πιθανότατα ενίσχυσε και την αντιπάθεια την οποία ο γιος του Μπαρμπαρόσα, Ερρί­ κος Σ Τ ', έδειξε προς το Βυζάντιο όταν ανέβηκε στον θρόνο μετά τον απρόσμενο θάνατο του πατέρα του στη σταυροφορία. Ο Ερρίκος, ο ο­ ποίος πρόσθεσε το βασίλειο της Σικελίας στις κτήσεις του στην κεντρι­ κή Ιταλία, ήταν ο πιο κραταιός ηγεμόνας στη Μεσόγειο. Ακόμη και αν δεν σκόπευε να πραγματοποιήσει την απειλή του και να κατακτήσει το Βυζάντιο, ήταν οπωσδήποτε αποφασισμένος να το υποχρεώσει να πλη­ ρώσει τη νέα σταυροφορία την οποία οργάνωσε, με σκοπό να εκπληρώσει όλους τους στόχους της Τρίτης Σταυροφορίας. Αυτό το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε μετά τον ξαφνικό θάνατό του το 1197 και η Τέταρτη Σταυ­ ροφορία, την οποία κήρυξε ο πάπας Ιννοκέντιος Γ ', έμελλε αρχικά να μετακινηθεί διά θαλάσσης από τη Βενετία εναντίον της Αιγύπτου χωρίς να εμπλέξει καθόλου τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ωστόσο όταν προέκυψαν οικονομικές δυσχέρειες η ιδέα ότι το Βυζάντιο όφειλε να πληρώσει τα σχετικά έξοδα φάνηκε ιδιαίτερα ελκυστική άποψη καθώς ένας διεκδι­ κητής του θρόνου, ο Αλέξιος, γιος του εκθρονισμένου Ισαάκιου Β ' Α γγέ­ λου, αναζήτησε βοήθεια εναντίον του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ '. Το απο­ τέλεσμα ήταν η αλλαγή πορείας της Τέταρτης Σταυροφορίας, που κα­ τέληξε στη λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως και στην εκλογή ενός Λατίνου αυτοκράτορα από τους σταυροφόρους.

ί

!

JS ο

; του

μ γ : :ο

β-αν

h

L

C Γ

Η Μ Ε Σ Α Ι Ω Ν Ι Κ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ι Α (78 0-1204)

Γ η, θάλασσα και άνθρωποι Μεταξύ 780 και 1204, ο χάρτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας άλλαξε δραματικά. Εκτός του ότι η αυτοκρατορία αντιμετώπισε ακραίες εδα­ φικές μεταβολές (επέκταση-συρρίκνωση), το γεωγραφικό κέντρο βάρους της μετακινήθηκε οριστικά από τη Μικρά Ασία στα Βαλκάνια. Ταυτό­ χρονα, ορισμένα άλλα βασικά χαρακτηριστικά έμειναν αναλλοίωτα. Το τοπίο παρέμεινε τυπικό της βόρειας μεσογειακής ζώνης, κατάλληλο για αγροτική οικονομία επικεντρωμένη στην παραγωγή σιτηρών, οίνου και ελαίου που συμπληρώνεται με εκτεταμένη κτηνοτροφία και ακαλλιέργη­ τες εκτάσεις των δασών και υδροβιότοπων. Το Βυζάντιο ήταν αυτάρκες σε οτιδήποτε χρειαζόταν, εκτός από τα μπαχαρικά της Άπω Ανατολής και τις γούνες που εισάγονταν από τη Ρωσία. Η οικονομία του υποστή­ ριζε έναν πληθυσμό που αν και διπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου, συνέχισε να ακολουθεί το ίδιο μοντέλο εγκατάστασης και έχει την ίδια εθνολογική σύσταση από Έλληνες, Αρμένιους, Σύρους, Ε ­ βραίους, Σλάβους, Άραβες και Τούρκους. Οι διαρκείς μεταλλαγές των χερσαίων συνόρων της αυτοκρατορίας εξισορροπούνταν από την αξιοση­ μείωτη σταθερότητα των ακτογραμμών της, της πρωτεύουσάς της και από τη διαχείρηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών στα εδάφη της σύμφωνα με τα συμφέροντα του κράτους. Εκτός από ορισμένα τμήματα της ακτογραμμής, που προστέθηκαν ή αφαιρέθηκαν ακολουθώντας τις αντίστοιχες εδαφικές μεταβολές, η αυ­ τοκρατορία κατείχε, από το 780 μέχρι το 1180, όλες τις ακτές της βο­ ρειοανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Η ακτογραμμή της είχε περίπου το ίδιο μήκος με εκείνες της αυτοκρατορίας των Αββασιδών και των Καρολιδών στο απόγειό τους, ενώ αναλογικά προς την εδαφική της έκταση το μήκος των ακτογραμμών της ξεπερνούσε κατά πολύ το μήκος των ακτογραμμών οποιουδήποτε άλλου μεσαιωνικού κρά­ τους. Τα γονιμότερα εδάφη της αυτοκρατορίας και τα περισσότερα από τα αστικά κέντρα της βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, ενώ τα παράκτια εδάφη της αντιστοιχούσαν σχεδόν απόλυτα στις περιοχές των ελληνικών αποικιών του 7ου και 8ου αιώνα π.Χ . Η ναυσιπλοΐα ήταν ο πιο αποτε­ λεσματικός και ανέξοδος τρόπος μεταφορών και επικοινωνίας. Από όλα αυτά καθίσταται εμφανές ότι η θάλασσα είχε πρωταρχική σημασία για την ευημερία, την ύπαρξη, αλλά και την ίδια την ταυτότητα του Βυζα­ ντίου. Προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη το ότι η ναυσιπλοΐ'α και οι θαλάσσιες επικοινωνίες δεν φαίνεται να έχαιραν της ανάλογης εκτίμησης στην πο­ λιτική, στην κοινωνία και στον πολιτισμό του Βυζαντίου. Το ναυτικό δεν αποτελούσε την «ανώτερη υπηρεσία» στις ένοπλες δυνάμεις, μόνο ένας από τους πολλούς στρατιωτικούς αξιωματούχους που επιχείρησαν να

265

206

PAUL MAGDALINO

καταλάβουν την εξουσία ήταν διοικητής του στόλου και το θαλάσσιο εμπόριο δεν φαίνεται να αποτέλεσε ποτέ βασικό τρόπο ή πηγή μεγάλου πλούτου ή κοινωνικής καταξίωσης, σε ολοφάνερη αντίθεση με τις Ιταλι­ κές δημοκρατίες της Βενετίας, της Αμάλφης, της Πίζας και της Γένο­ βας, οι οποίες πλήρωναν δεόντως το κενό της αυτοκρατορίας στον τομέα αυτόν. Αυτή η εμφανής δυσαναλογία ανάμεσα στη μεγάλη εξάρτηση της αυτοκρατορίας από τη θάλασσα και στην υποτίμηση των ναυτικών δρα­ στηριοτήτων αποτελούσε εν μέρει κληρονομιά του αρχαίου κόσμου, ειδ ι­ κότερα της αυτοκρατορικής Ρώμης με τον πολυάριθμο στρατό ξηράς και τους γαιοκτήμονες αριστοκράτες της συγκλήτου. Η υπεροχή της γης ενισχύθηκε επίσης από τον καθοριστικό ρόλο τον οποίο διαδραμάτισαν ο στρατός ξηράς και η ενδοχώρα της Μικράς Ασίας στον αγώνα για επ ι­ βίωση εναντίον των Αράβων. Ε κεί ακριβώς είχαν την έδρα τους τα στρα­ τεύματα των θεμάτων, εκεί είχαν τα κτήματά τους, τους ακολούθους τους, τις ευκαιρίες για συμμετοχή στη λεία του πολέμου και το ηρωικό πα­ ρελθόν τους οι σημαντικότερες οικογένειες ευγενών του μεσαιωνικού Βυ­ ζαντίου. Είναι δύσκολο να βγάλει κανείς συμπεράσματα για την οικο­ νομία μιας τόσο εκτεταμένης περιοχής όπως το οροπέδιο της Ανατολίας, τμήματα του οποίου είχαν αναμφισβήτητα εξαιρετική αγροτική παρα­ γωγή. Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του οροπεδίου ήταν καταλληλότε­ ρο για κτηνοτροφικά αγροκτήματα, ιδιαίτερα υπό τις ταραχώδεις συν­ θήκες που συνεπάγονταν οι αραβικές επιδρομές, και από όλα τα προϊό­ ντα του, αυτά που μπορούσαν να διοχετευθούν επικερδώς στην αγορά σε οποιαδήποτε απόσταση ήταν αυτά που μπορούσαν να μετακινηθούν μόνα τους, δηλαδή τα ίδια τα ζώα. Οποιοδήποτε άλλο πλεόνασμα προϊόντων έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για τον ανεφοδιασμό των στρατευμάτων που ήταν εγκατεστημένα εκεί ή εκείνων που περνούσαν από την περιοχή κατευθυνόμενα προς το ανατολικό μέτωπο. Θα μπορούσε λοιπόν να ει­ πωθεί ότι από τον 8ο μέχρι τον 11ο αιώνα το Βυζάντιο είχε δύο οικονο­ μίες: αυτή της ενδοχώρας της Μικράς Ασίας και αυτή των παράκτιων περιοχών. Η πρώτη, ηπειρωτική και προσαρμοσμένη στις ανάγκες της άμυνας του ανατολικού συνόρου, χάθηκε εντελώς μετά την κατάληψη του οροπεδίου της Ανατολίας από τους Τούρκους και δεν αντικαταστάθηκε από κάποια αντίστοιχη στη Δύση ούτε ύστερα από την ανάκτηση των Βαλκανίων, καθώς τα δυτικά εδάφη δεν απέκτησαν ποτέ ξανά τη σημα­ σία που είχαν για την αυτοκρατορία κατά την Ύ στερη Αρχαιότητα. Το προβάδισμα, ωστόσο, το οποίο διέθετε η Ανατολία όλους αυτούς τους αιώνες, εμπόδισε την αυτοκρατορία να ταυτιστεί ολοκληρωτικά και να επενδύσει στην οικονομία του Αιγαίου και της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας, που σε τελική ανάλυση ήταν η οικονομία η οποία χρηματο­ δοτούσε την πολυέξοδη διπλωματία της αυτοκρατορίας και τον μισθό-

ln o

Ϊ'Ο

φορικό στρατό, κάλυπτε τις υπερβολικές δαπάνες της αυτοκρατορικής και εκκλησιαστικής αριστοκρατίας και τροφοδοτούσε τον αυξανόμενο πληθυσμό της Κωνσταντινουπόλεως. Με πληθυσμό που το 780 μάλλον πλησίαζε τις 70 χιλιάδες και το 1204 θα είχε ξεπεράσει τις 300 χιλιάδες, η Κωνσταντινούπολη ήταν ο κύριος καταναλωτής των ειδών διατροφής που παράγονταν στις ακτές του Α ι­ γαίου και της Μαύρης Θάλασσας. Κατ’ αναλογία, το αυτοκρατορικό παλάτι, που στην ουσία ήταν μια μικρή πόλη εντός της Πόλης, απορρο­ φούσε τον μεγαλύτερο όγκο του μεταξιού που παραγόταν στην κεντρική Ελλάδα, η οποία αποτελούσε το σημαντικότερο κέντρο μεταξουργίας στην Ευρώπη του 11ου και 12ου αιώνα. Αποκαλούμενη συνήθως «Β ασι­ λεύουσα» και «μεγαλούπολη», η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν απλώς η έδρα των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών αρχών και των εκτετα­ μένων επιτελείων τους, αλλά η ταυτότητα του Βυζαντίου. Στην ουσία υφίστατο εις βάρος όλων των άλλων πόλεων στην επικράτεια της αυ­ τοκρατορίας. Ένας Άραβας ταξιδιώτης του 10ου αιώνα εντυπωσιάστηκε από την αντίθεση ανάμεσα στην αγροτική και αραιοκατοικημένη Μικρά Ασία και στη μεγαλύτερη αστική πυκνότητα όλων των περιοχών του ισλαμικού κόσμου. Οι συγγραφείς του 12ου αιώνα έχουν πιο θετικές εντυπώσεις από όσα οι ίδιοι ή οι πληροφοριοδότες τους είδαν, ειδικά στην ευρωπαϊκή πλευρά. Ωστόσο, με την πιθανή εξαίρεση της Θεσσα­ λονίκης, η μόνη άλλη επαρχιακή πόλη με υπόσταση αστικού κέντρου αντάξιου της Κωνσταντινουπόλεως ήταν η Αντιόχεια κατά την περίοδο

Η μεταφορά της αυτοκρατορικής αυλής από το Μέγα Παλάτια στο Π αλάτι των Βλαχερνών ανάγκασε τον Μανουήλ Α ' να επεκτείνει τα χερσαία τείχη. Σ το βάθος ορθώνεται η πρόσοψη τον παλαιολόγειον Tekfar Sarayi.

Τοπογραφικό σχέδιο του Αμορίου που υπήρξε μέχρι την καταστροφή του από τους Αραβες το 838 πρωτεύουσα του θέματος των Ανατολικών και μία από τις κύριες βυζαντινές στρατιωτικές βάσεις στη Μικρά Ασία. Με διάμετρο λίγο παραπάνω από ένα χιλιόμετρο, το Αμόριο εθεωρείτο μεγάλη πόλη για τα δεδομένα του Μεσαίωνα.

Κάτω: Τμήμα της αρχαίας αγοράς της Κορίνθου με βυζαντινές εγκαταστάσεις του 11ουΓ12ου αιώνα.

Ρωμαϊκό προάστειο εκτός των τειχών Ο Σκάμμα AG © Σκάμμα G © Σκάμμα L Ο Σκάμμα LC 0 Σκάμμα ST © Σκάμμα ΤΤ « Σκάμμα UU Θ Σκάμμα ΧΑ/ΧΒ Θ Σκάμμα XC/XD

Βόρεια Νεκρόπολη ___ κατάλοιπα & νριχοποϊίας Σύγχρονο νεκροταφείο

Λαξευμένοι τάφοι >,<



Σύγχρονο χωριό

Από το

*

ι

,'

Περίβολός

Emircfeg

Φρούριο

Εκκλησία.. °% στην Κάτω Πόλη (βασιλική)

1:

Κτήριο μεγάλων διαστάσεων Δυτική Νεκρόπολη Προς Davulga

ι

Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΤΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)

L

της ανάκτησής της από την αυτοκρατορία στα έτη 969-1085. Πριν τον 12ο αιώνα, όταν σε συνδυασμό με την αύξηση της εμπορικής δραστη­ ριότητας της Ιταλίας αναπτύχθηκαν οι πόλεις της κεντρικής Ελλάδας, τα πιο εύπορα αστικά κέντρα βρίσκονταν στην παραμεθόρια ζώνη: στην Ιταλία (Αμάλφη, Βενετία, Βάρις), κατά μήκος του κάτω Δούναβη, στη Νότια Κριμαία, στην Αρμενία, καθώς επίσης και· στη Μικρά Ασία, στην Αττάλεια και στην Τραπεζούντα, που ήταν οι κυριότεροι ενδιάμεσοι σταθμοί εμπορίου με τον ανατολικό ισλαμικό κόσμο. Αυτή η ευημερία των αστικών κέντρων στις παρυφές της αυτοκρατο­ ρίας οφειλόταν εν μέρει στη δυσκολία επιβολής φορολογίας σε περιοχές που βρίσκονταν τόσο μακριά από το κέντρο' οφειλόταν, ωστόσο, και στο ενδιαφέρον της αυτοκρατορίας να διατηρήσει τη σταθερότητα στις πα­ ραμεθόριες περιοχές. Το Βυζάντιο δεν διέθετε ούτε την ανεπτυγμένη πολιτική ιδεολογία ούτε τον κατασταλτικό μηχανισμό του σύγχρονου ολοκληρωτικού κράτους, και η οικονομία ήταν σε περιορισμένη μόνο κλίμακα αντικείμενο κρατικής διαχείρισης. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχε ανθρώπινος ή υλικός πόρος για τον οποίο το κράτος να μην έχει αξιώσει δικαίωμα ελέγχου και εκμετάλλευσης, και σχεδόν όλες οι οικονομικές η κοινωνικές εξελίξεις προέκυψαν από την κρατική διαχείριση των πόρων και για πολιτικούς σκοπούς. Η φύση αυτής της διαχείρισης άλλαξε κατά τον 12ο αιώνα, όταν ολοένα μεγαλύτερο τμήμα της περιήλθε στα χέρια κοσμικών ή εκκλησιαστικών μεγιστάνων, οι οποίοι είτε εξαιρούνταν απο το αυξανόμενο βάρος της φορολογίας και των αγγαρειών είτε αποκτούσαν δικαίωμα κατοχής και εκμετάλλευσης μεγάλων τμημάτων γης, τα οποία αποτελούσαν κρατική περιουσία. Ωστόσο, οι σκοποί παρέμειναν ίδιοι: μεγιστοποίηση της φορολογικής εκμετάλλευσης και της στρατολόγησης, διασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία και τον ανεφοδιασμό της Κωνσταντινουπόλεως και την ασφάλεια του πολιτεύματος. Η μόνιμη μέριμνα του Βυζαντίου, όπως και όλων των μεσαιωνικών κυβερνήσεων, ήταν να διατηρήσει την παραγωγικότητα της αγροτικής γης, απαγορεύο­ ντας την εγκατάλειψή της από τους αγρότες. Ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι άλλα μεσαιωνικά κράτη, το Βυζάντιο συνήθιζε να επιλύει προ­ βλήματα εργατικού δυναμικού, στρατολόγησης και ασφάλειας με εκτε­ ταμένες μετακινήσεις πληθυσμού από μια περιοχή στην άλλη. Το Βυζά­ ντιο είχε καταφέρει επίσης να διατηρήσει ένα καθεστώς στο οποίο η δύναμη της αριστοκρατίας — ο πλούτος και το κύρος— ήταν άμεσα εξαρ­ τημένη από την κεντρική εξουσία. Γ ια κάποιο διάστημα, κατά τη διάρ­ κεια του 9ου και 10ου αιώνα, φάνηκε ότι οι σημαντικές οικογένειες της Μικράς Ασίας που κατείχαν στρατιωτικές θέσεις καίριας σημασίας επρόκειτο να συγκροτήσουν μια ισχυρή τάξη μεγαλογαιοκτημόνων, παρό­ μοια με τη φεουδαλική αριστοκρατία της μεσαιωνικής Δύσης, με ισχυρά

269

270

PAUL MAGDALINO

ερείσματα στα μεγάλα ντόπια υποστατικά και ντόπιους ακολούθους. Κα­ θώς όμως δύο από αυτές τις οικογένειες, οι Φωκάδες και οι Σκληροί, λίγο έλειψε να αποσπάσουν την εξουσία από τον Βασίλειο Η μεταξύ 976 και 989, ο Βασίλειος έθεσε ως στόχο του να αποδυναμώσει τη σχέση ανάμεσα στην αριστοκρατία και την ιδιοκτησία της γης, δημεύοντας τα κτήματά τους, αφαιρώντας τους τις ευκαιρίες για απόκτηση γης μέσω αγοράς ή στρατιωτικής κατάκτησης, και αναθέτοντάς τους βραχυχρόνιες στρατιωτικές αρμοδιότητες μακριά από τις δικές τους περιφέρειες. Ο ρι­ σμένες σημαντικές βυζαντινές οικογένειες εξακολούθησαν να διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με συγκεκριμένες περιοχές, κυρίως στην Αδριανούπολη και την Τραπεζούντα, αλλά σε γενικές γραμμές τον 11ο και 12ο αιώνα η βυζαντινή αριστοκρατία δεν παρουσίαζε καθόλου τοπικιστικές τάσεις. Αυτό το φαινόμενο συνέβαλε κατά πάσα πιθανότητα στην πτώση της βυζαντινής Μικράς Ασίας και σίγουρα επηρέασε την ικανότητα της αυ­ τοκρατορίας να ξεπεράσει την απώλεια της ιδιαίτερης πατρίδας τόσο πολλών υψηλόβαθμων υπαλλήλων της.

Αυτοκράτορες και δυναστείες Το μεσαιωνικό Βυζάντιο κληρονόμησε από την αυτοκρατορική Ρώμη μια θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στην αυτοκρατορική αρχή και στο πρόσωπο και στην οικογένεια του αυτοκράτορα. Ήταν πάρα πολύ εύκολο για έναν επιτυχημένο και πολιτικά δαιμόνιο στρατηγό να αφαιρέσει την εξουσία από έναν αδύναμο ή μη δημοφιλή ηγεμόνα και στη συνέχεια να αποδείξει ότι ο σφετερισμός του αποτελούσε θεία επιταγή. Από τους 39 αυτοκράτορες της περιόδου 780-1204, οι 19 εκθρονίστηκαν βίαια: έξι από αυτούς δολοφονήθηκαν απροκάλυπτα και άλλοι δύο πέθαναν ύστερα από την τύφλωσή τους, που αποτελούσε τη συνήθη μέθοδο αποκλεισμού από τα αξιώματα. Πιθανολογείται ότι ο θάνατος τριών ακόμα αυτοκρατόρων οφειλόταν σε δολοφονική ενέργεια, ενώ τουλάχιστον οκτώ από τις εκατοντάδες αποτυχημένες συνωμοσίες και επαναστάσεις ανάγκασαν την τότε κυβέρνηση να εμπλακεί σε σημαντικές στρατιωτικές αναμετρή­ σεις. Παρ’ όλα αυτά, το Βυζάντιο, όπως και η αρχαία Ρώμη, αναγνώριζε την ιδιαίτερη κοινωνική θέση της αυτοκρατορικής οικογένειας και την αρχή ότι ο κάθε αυτοκράτορας οφείλει να υποδείξει τον διάδοχό του προς όφελος της δημόσιας σταθερότητας. Οι περισσότεροι επιτυχημένοι σφε­ τεριστές ανήκαν στον κύκλο των στενών συνεργατών του αυτοκράτορα και σχεδόν όλοι προσπάθησαν να παγιώσουν την κατάληψη της εξουσίας εκ μέρους τους, δημιουργώντας σχέσεις επιγαμίας με την οικογένεια ενός προηγούμενου αυτοκράτορα.

271

Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΤΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)

Εάν η δυναστική διαδοχή δεν αποτελούσε τον κανόνα μέχρι τον 8ο αιώνα, τα πράγματα σίγουρα άλλαξαν στα επόμενα 400 χρόνια. Ένα βασικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται ότι έκανε η δυναστεία των Ισαύρων: σύμφωνα με ένα έθιμο, το οποίο μάλλον θεσμοθετήθηκε επί Κωνσταντίνου Ε ' (741-775), ο εγγονός του, Κωνσταντίνος Σ Τ ' (780-797), «γεννήθηκε στην πορφύρα», δηλαδή σε ένα ειδικό δωμάτιο του παλατιού οι τοίχοι του οποίου ήταν επενδυμένοι με πλάκες από τον σπάνιο πορφυ­ ρίτη λίθο. Το να είναι κανείς «πορφυρογέννητος» σήμαινε ότι απολάμβα­ νε ένα προνομιακό ξεκίνημα σε κάθε ανταγωνισμό για την απόκτηση του θρόνου. Η δυναστεία των Ισαύρων θα είχε μάλλον συνεχιστεί εάν ο Κωνσταντίνος Σ Τ ' δεν είχε εκθρονιστεί από τη μητέρα του, Ειρήνη, η οποία με αυτό τον τρόπο προκάλεσε τη δική της καθαίρεση. Εάν ο άνθρω­ πος που την εκθρόνισε, ο Νικηφόρος Α' (802-811), ο γιος του, Σταυράκιος (811), και ο γαμπρός του, Μιχαήλ Ραγκαβές (811-813), απέτυχαν να ιδρύσουν μια κύρια δυναστεία, αυτό οφείλεται κυρίως στις πολεμικές αποτυχίες τους εναντίον των Βουλγάρων. Ο Λέων Ε ' ο Αρμένιος (813820), που εκθρόνισε τον Μιχαήλ Α', ήταν πιο επιτυχής αλλά έπεσε θύ­ μα ενός εξίσου ισχυρού άνδρα, του Μιχαήλ Β' της δυναστείας του Αμορίου, ο οποίος φθόνησε την επιτυχία του και πολύ σύντομα τον δολοφό­ νησε. Σ τη συνέχεια, ο Μιχαήλ αντιμετώπισε μια μαζική επανάσταση με υποκινητή έναν άλλον ισχυρό, τον Θωμά τον Σλάβο. Ο Μιχαήλ Β ' (820829), όμως, νίκησε τελικά τον Θωμά και καταξιώθηκε παίρνοντας ως δεύτερη σύζυγό του την Ευφροσύνη, κόρη του Κωνσταντίνου Σ Τ '. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Θεόφιλος (829-842), ο οποίος στη συνέχεια όρισε ως διάδοχο τον νεαρό γιο του, Μιχαήλ Γ ' (842-867). Η καταστροφή του Μιχαήλ δεν προήλθε από το νεαρό της ηλικίας του, αλλά από την επιλογή ! ««ir/

■.'•/■νητ "Τ' 1 Μ »ά V· τί

ρ ΛΤ « · » ,7Ι'ίΕ>7»>«“

' Ιάχίτ»» Φ'Α· ' i j oni rr■ ΚαίΤΌοαΚέαψιτφ™ ,λ0

·

'

Υγρόν πυρ εκσφενδονίζεται από έναν σίφωνα εναντίον εχθρικόν πλοίου. Η μικρογραφία εικονογραφεί επεισόδιο από τη ναυτική πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τον Θωμά τον Σλάβο το 821 -822 . Μικρογραφία από εικονογραφημένο χειρόγραφο της Χ ρ ο ν ο γ ρ α φ ία ς τον Ιωάννη Σκνλίτζη.

272

PAUL MAGDALINO

του να στέψει, συναυτοκράτορα έναν εντελώς ξένο στους αυτοκρατορικούς κύκλους, τον Βασίλειο τον Μακεδόνα. Η δυναστεία την οποία ίδρυσε ο Βασίλειος Α' (867-886) διήρκεσε περισσότερο από δύο αιώνες. Ο Μιχαήλ Ψελλός έγραψε: «Θεωρώ ότι καμία οικογένεια δεν έχει ευνοηθεί τόσο πολύ από τον Θεό όσο αυτή». Υπήρχαν βέβαια κάποιες στιγμές κλυδωνισμού. Ο Λέων Σ Τ ', ύστερα από τρεις γάμους, προκάλεσε σκάνδαλο στην Εκκλησία νυμφευόμενος τη γυναίκα που τελικά του χάρισε τον άρρενα διάδοχο. Αρκετοί φιλόδοξοι τυχοδιώκτες εκμεταλλεύτηκαν το νεαρό της ηλικίας του νεαρού Κωνσταντίνου Ζ' (912-913), με πρώτο τον θείο του, Αλέξανδρο (912-913), και τελευταίο τον διοικητή του αυτοκρατορικού στόλου, Ρωμανό Λεκαπηνό, ο οποίος όχι μόνο κατάφερε με επιδέξιο και έξυπνο τρόπο να αναλάβει τον ρόλο του πρεσβύτερου συναυ­ τοκράτορα και να παντρέψει τον Κωνσταντίνο με την κόρη του, Ελένη, αλλά και να στέψει τους γιους του και να τους προτάξει του Κωνσταντίνου. Το ατόπημα των γιων να ανατρέψουν τον πατέρα τους και να προσκαλέσουν τον Κωνσταντίνο να συμπράξει μαζί τους (944) απέτρεψε την εγκα­ θίδρυση της δυναστείας των Λεκαπηνών. Αργότερα ο πρόωρος θάνατος του γιου του Κωνσταντίνου, Ρωμανού Β' (959-962), ενθάρρυνε τους στρα­ τιωτικούς διοικητές να αναλάβουν την ανώτατη εξουσία εις βάρος των νεότερων γιων του, Βασιλείου και Κωνσταντίνου. Ο Νικηφόρος Β ' Φωκάς (963-969) και ο δολοφόνος και διάδοχός του Ιωάννης Α' Τζιμισκής (969976) υποβάθμισαν τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο σε ρόλους ανδρεί­ κελων και, παρότι οι βασιλείες τους ήταν σύντομες, άφησαν παρακατα­ θήκη φιλοδοξίας στους συγγενείς και συνεργάτες τους. Ο Βασίλειος Β' (976-1025) χρειάστηκε 13 χρόνια για να τερματίσει τις απόπειρες σφετερισμού του Βάρδα Σκληρού και του Βάρδα Φωκά. Ο ίδιος ο Βασίλειος προκάλεσε νέα προβλημάτα στη δυναστεία παραμένοντας ανύπαντρος, οπότε μετά τον θάνατό του η διαδοχή πέρασε στον ηλικιωμένο αδερφό του, Κωνσταντίνο Η' (1025-1028), και στις κόρες του τελευταίου, Ζωή (1028-1052) και Θεοδώρα (1042-1056). Οι επόμενοι τέσσερις αυτοκράτορες ανήλθαν στον θρόνο εξαιτίας της ιδιαίτερης σχέσης που είχαν με τη Ζωή: ο Ρωμανός Γ ' ο Αργυρός (1028-1034), ο Μιχαήλ Δ ' (1034-1042) και ο Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος (1042-1055) ως σύζυγοί της και ο Μ ι­ χαήλ Ε ' (1042) ως θετός γιος της. Αυτή η διευθέτηση δεν ήταν κα­ θόλου ικανοποιητική ούτε για τις αυτοκράτειρες, που αποκλείονταν από την άσκηση εξουσίας (εκτός από τη σύντομη περίοδο συμβασιλείας τους το έτος 1042, που όμως δεν θεωρήθηκε επιτυχημένη) ούτε για τους αυτοκράτορες, των οποίων το κύρος εξαρτιόταν από τη Ζωή. Ήταν εξάλλου γνωστό, μετά τον δεύτερο γάμο της, ότι η Ζωή δεν επρόκειτο να αποκτή­ σει παιδί. Αυτό όμως που είναι αξιοσημείωτο σε τελική ανάλυση είναι η δύναμη

I

Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)

της αρχής της δυναστικής διαδοχής, η οποία βοήθησε τη «μακεδονική» δυναστεία να ξεπεράσει όλες αυτές τις περιπέτειες και εμπόδισε τους παρείσακτους να θέσουν εκτός διαδοχής τους ανηλίκους και τις γυναίκες. Ο σεβασμός προς τη δυναστεία ήταν τόσο βαθύς προς το τέλος της, ώστε μετά τον θάνατο της Ζωής και του τελευταίου συζύγου της, Κωνσταντί­ νου Θ', η Θεοδώρα βασίλευσε μόνη και χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί η αρχή της (1055-1056). Πέρασαν 25 χρόνια σφοδρών προβλημάτων, πριν το Βυζάντιο ανα­ πληρώσει το κενό που άφησε η «μακεδονική» δυναστεία. Ο Μιχαήλ Σ Τ ' (1056-1057), ο γηραιός γραφειοκράτης τον οποίο η Θεοδώρα υπέδειξε ως διάδοχο, δεν ήταν παρά λύση ανάγκης. Ο Μιχαήλ ανατράπηκε από τον Ισαάκιο Α' Κομνηνό (1057-1059), ο οποίος, όταν παραιτήθηκε, προτίμη­ σε να ανεβάσει στον θρόνο τον Κωνσταντίνο Δούκα παρά ένα μέλος της δικής του οικογένειας. Ο Κωνσταντίνος Γ (1059-1067) και ο αδερφός του, ο καίσαρας Ιωάννης Δούκας, έκαναν προσπάθειες να ξεκινήσουν μια νέα δυναστεία, αλλά ο γιος του Κωνσταντίνου, Μιχαήλ Ζ ', δεν ήταν ικανός να ανταποκριθεί κατά την κρίσιμη περίοδο. Παρότι ο Ιωάννης

2 73

Αντοκράτορας εικονίζεται σε στάση προσκύνησης μπροστά στον ένθρονο Χριστό και η Παναγία μεσολαβεί για να εισακουστεί η προσευχή του. Ο αντοκράτορας ταυτίζεται συνήθως με τον Λέοντα Σ Τ ', αλλά είναι πιθανό να πρόκειται και για τον Βασίλειο Α'. Ψηφιδωτό στον νάρθηκα της Α γίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη, τέλη 9ον ή αρχές 10ου αιώνα.

274

Ψηφιδωτή σύνθεση που εικονίζει τον Ιωάννη Β ' και την Ουγγαρέζο συζνγό τον Ειρήνη. Το ψηφιδωτό είναι εικονογραφικά παρόμοιο με εκείνο τον Κωνσταντίνον Θ' και της Ζωής πον βρίσκεται στο ίδιο σημείο του ναού, αλλά ποιοτικά καλύτερο — μάλιστα η προσωπογραφία της κοκκινομάλλας Ειρήνης είναι πολύ εντυπωσιακή. Νότιο υπερώο της Α γίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη.

PAUL MAGDALINO

Δούκας, χάρη στην πανωλεθρία στο Ματζικέρτ, έθεσε τέλος στις δυνα­ στικές φιλοδοξίες του Ρωμανού Δ ' του Διογένη (1068-1071), ο οποίος παντρεύτηκε τη χήρα του Κωνσταντίνου Γ και έκανε δύο παιδιά μαζί της, και δεδομένου ότι ο Νικηφόρος Γ ' Βοτανειάτης (1078-1081) που ανέτρεψε τον Μιχαήλ Ζ' δεν είχε απογόνους, οι Δούκες κατάφεραν να μείνουν στην ιστορία ως μία από τις πιο διακεκριμένες αυτοκρατορικές οικογένεις του Βυζαντίου μόνο μέσω της σχέσης που ανέπτυξαν με τον επόμενο επιτυχημένο σφετεριστή, Αλέξιο Α' Κομνηνό (1081-1118). Η δυναστική διαδοχή που ξεκίνησε με τον Αλέξιο Α' διατηρήθηκε για περισσότερο από έναν αιώνα, από τους άρρενες απογόνους. Οι Κομνηνοί ήταν επίσης η πιο μακροχρόνια και η τελευταία αυτοκρατορική δυνα­ στεία από την άποψη ότι, σχεδόν χωρίς καμία εξαίρεση, όλοι οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινουπόλεως και των βυζαντινών διάδοχων κρα­ τών από το 1118 μέχρι το 1461 κατάγονταν από τον Αλέξιο και χρησι­ μοποιούσαν το όνομα Κομνηνός. Η ξεκάθαρη χρήση ενός επιθέτου ήταν μια σημαντική διαφοροποίηση από τα μέχρι τότε γνωστά δυναστικά προηγούμενα. Αυτή η ασυνήθιστη εξέλιξη στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου δεν οφειλόταν μόνο στη μακρόχρονη βασιλεία του Αλεξίου Α' και στην επιτυχημένη αντιμετώπιση εκ μέρους του των εξωτερικών εχθρών και των συνωμοσιών, αλλά και στην επιλογή την οποία συστη­ ματικά προσπάθησε να πραγματώσει καθιστώντας την αυτοκρατορική οικογένεια δομικό στοιχείο του αυτοκρατορικού θεσμού. Με το είδος δυ­ ναστικής διαδοχής το οποίο επέβαλε ο αυτοκρατορικός χαρακτήρας δεν μεταβιβαζόταν μόνο κάθετα, από γενιά σε γενιά, αλλά εκτεινόταν και

παράπλευρα σε όλους τους συγγενείς και. στις οικογένειες με τις οποίες αυτοί δημιουργούσαν σχέσεις επιγαμίας, με πρώτους τους Δούκες, την οικογένεια της ίδιας της συζύγου του Αλεξίου, Ειρήνης. Η δυναστεία των Μακεδόνων δεν είχε επιδιώ ξει, ή τουλάχιστον δεν είχε δώσει προ­ τεραιότητα στις σχέσεις που προέκυπταν από επιγαμίες με άλλες οικο­ γένειες, αλλά ο Αλέξιος τις καλλιέργησε επιμελώς. Το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση, μετά από μία γενιά, μιας νέας τάξης αριστοκρατών που τη χαρακτήριζαν τα τεράστια πλούτη, ο πριγκιπικός τρόπος ζωής, τα υψη­ λά στρατιωτικά αξιώματα, οι δεσμοί συγγένειας εξ αίματος με τον αυτοκράτορα και μια ιεραρχία τίτλων βασισμένη στο επίθετο σ εβα σ τό ς , το ελληνικό αντίστοιχο του «augustus». Ο Αλέξιος Α' και ο γιος του, Ιωάννης Β ' (1118-1143), κατόρθωσαν να διευρύνουν τη δυνατότητα α­ πρόσκοπτης διαδοχής και εκτός της αυτοκρατορικής οικογένειας. Όμως στους κόλπους της αυτοκρατορικής οικογένειας που συνέχεια αποκτούσε νέα μέλη γεννιώταν αμφισβήτηση η οποία αποδείχθηκε μοιραία όταν ο Μανουήλ Α' (1143-1180) πέθανε αφήνοντας έναν ενδεκάχρονο γιο, τον Αλέξιο. Καθαιρώντας και δολοφονώντας τον Αλέξιο Β ' (1180-1183), ο Ανδρόνικος Α' (1183-1185), εξάδερφος του Μανουήλ, κατέστησε αδύνατη

Άποψη της ανατολικής πλευράς των τριών εκκλησιών της Μονής του Χριστού Παντοκράτορα (σημερινό Zeyreh Kilise Camii), που αποτελεί το βασικό ίδρυμα της δυναστείας των Κομνηνών. Η μεγαλύτερη από τις τρεις εκκλησίες, στα αριστερά, κτίστηκε από την αντοκράτειρα Ειρήνη (1118-1124), η μικρότερη στα δεξιά λίγο αργότερα, από τον Ιωάννη Β'. Η μεσαία εκκλησία αποτέλεσε και μαυσωλείο της οικογένειας.

276

PAUL MAGDALINO

όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για όσους τον διαδέχθηκαν —τον Ισαάκιο Β' Άγγελο (1185-95), τον αδερφό του Ισαάκιου Αλέξιο Γ ' (1195-1203), τον γιο του Ισαάκιου Αλέξιο Δ ', και τον δολοφόνο του τελευταίου, Αλέξιο Ε ' Δούκα «Μούρτζουφλο» (1204)— την πλήρη αφοσίωση της αυτοκρατορικής αριστοκρατίας που θα εμπόδιζε την κατάληψη της Κωνσταντι­ νουπόλεως από τους σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας. Οι Βυζαντινές αυτοκράτειρες έχουν προσελκύσει το έντονο ενδιαφέρον 'της επιστημονικής κοινότητας τα τελευταία χρόνια και είναι σαφές ότι, τόσο στον Μεσαίωνα όσο και στην Ύ στερη Αρχαιότητα, ο γ ν να ικ ω νίτη ς του παλατιού διαδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο στα παρασκήνια της αυτοκρατορικής και δυναστικής πολιτικής. Είναι επίσης σαφές ότι οι αυτοκράτειρες ήταν πρόσωπα σημαντικά ως σύζυγοι ή μητέρες και εμφανί­ ζονταν στο κέντρο των εξελίξεων όταν οι γιοι τους ήταν ανήλικοι (όπως η Ειρήνη για τον Κωνσταντίνο Σ Τ ', η Θεοδώρα για τον Μιχαήλ Γ ', η Ζωή για τον Κωνσταντίνο Ζ ', η Θεοφανώ για τον Βασίλειο Β' και τον Κων­ σταντίνο Η', η Ευδοκία για τον Μιχαήλ Ζ ', η Μαρία για τον Αλέξιο Β'), ή όταν εξέλιπαν οι άρρενες διάδοχοι, όπως συνέβη με τη Ζωή και τη Θεοδώρα στο τέλος της «μακεδονικής» δυναστείας. Η χήρα μητέρα του Αλεξίου Α', Αννα Δαλασηνή, αποδείχθηκε αναντικατάστατη στη δη­ μιουργία σχέσεων με άλλες οικογένειες, που διευκόλυναν την άνοδο και την εδραίωση της δυναστείας των Κομνηνών. Ήταν επίσης ζωτικής σημασίας για την αρχική επιτυχία του Αλεξίου το γεγονός ότι μπόρεσε να την αφήσει επικεφαλής της δημόσιας διοίκησης στην Κωνσταντινού­ πολη όταν αυτός έφυγε για να πολεμήσει τους εχθρούς της αυτοκρατο­ ρίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αργότερα, ο Αλέξιος εμ π ι­ στευόταν τη γυναίκα του, Ειρήνη Δούκαινα, σε θέματα εσωτερικής α­ σφάλειας. Η βοήθεια που προσέφεραν οι δύο γυναίκες στο καθεστώς έχει εξιστορηθεί με ενθουσιώδεις περιγραφές από την πρωτότοκη κόρη του Αλεξίου Άννα στη βιογραφία του πατέρα της, την Α λ εξίά δ α , ένα έργο μοναδικό όχι μόνο ως δείγμα γυναικείας λογοτεχνίας στο Βυζάντιο, αλλα και ως έκφραση ανεκπλήρωτης φιλοδοξίας από μια γυναίκα που ένιωθε ότι είχε γεννηθεί για να ασκήσει αυτοκρατορική εξουσία.

Εκκλησία και κράτος Το Βυζάντιο χαρακτηρίζεται δικαίως ως θεοκρατικό κράτος. Οι Βυζα­ ντινοί, συμπεριλαμβανομένου και του αυτοκράτορα, θεωρούσαν ως ανώ­ τατο άρχοντά τους τον Χριστό, τον Βασιλέα των Βασιλέων. Ο Χριστός είχε, ως γνωστόν, πει «Το βασίλειό μου δεν είναι σε αυτόν τον κόσμο», και είχε χρησιμοποιήσει ένα ρωμαϊκό νόμισμα με το πορτρέτο του αυ-

Η Μ Ε Σ Α Ι Ω Ν Ι Κ Η Α Υ Τ Ο Κ Ρ Α Τ Ο Ρ Ι Α (78 0-1204)

ι -ου

τοκράτορα, για να υπογραμμίσει τα εντελώς διαφορετικά δικαιώματα του καίσαρα και του Θεού. Σύμφωνα με αυτές αλλά και με άλλες β ιβ λ ι­ κές αναφορές, οι χριστιανοί του Βυζαντίου παραδέχονταν ότι υπήρχε σαφής διαφορά ανάμεσα στην αυτοκρατορία τους και στο βασίλειο του Χριστού. Το βασίλειο του Χριστού άλλωστε επρόκειτο να ιδρυθεί στο μέλλον, στη Δευτέρα Παρουσία, και επρόκειτο να αντικαταστήσει όλα τα επίγεια βασίλεια, συμπεριλαμβανομένου και του βασιλείου της Ρώ ­ μης, του τελευταίου σε σειρά τεσσάρων παγκόσμιων αυτοκρατοριών που αναφέρονται στο Β ιβλίο των Προφητειών του Δανιήλ. Η παρουσία του Χριστού στη γη μετέτρεψε σε πραγματικότητα το Ουράνιο Βασίλειο, το οποίο εκπροσωπούσε στη γη η Εκκλησία. Το κατοικούσαν άγιοι άνδρες που διήγαν τον αγγελικό βίο του μοναχικού ή του κοινοβιακού ασκητι­ σμού, ενώ το βίωναν όλοι οι πιστοί κατά τη διάρκεια της Θείας Ευχα­ ριστίας, η οποία τελείτο σε κτήρια που είχαν κοσμηθεί σαν μικροί πα­ ράδεισοι, με πολυάριθμα πορτρέτα αγγέλων και αγίων, με κυρίαρχη την εικόνα του Χριστού, ο οποίος σκοπίμως δεν έφερε αυτοκρατορικά ενδύ­ ματα. Η Εκκλησία είχε τον δικό της χώρο, την ιεραρχία της, τους δικούς της κανόνες, την τεράστια περιουσία της, τις δικές της εκλογικές δια­ δικασίες και συνελεύσεις. Γ ια να διασφαλίσει την ακεραιότητά της όφειλε να διατηρήσει όλους αυτούς τους θεσμούς απαλλαγμένους από οποιαδήποτε παρέμβαση της κοσμικής εξουσίας και να ελέγχει τις ηθι­ κές παρεκτροπές των ηγεμόνων. Σ ε αυτές τις βασικές αρχές, το Βυζά­ ντιο συμφωνούσε απόλυτα με τη δυτική χριστιανοσύνη. Η Δύση εξάλλου ήταν, αυτή που ουσιαστικά είχε προσφέρει στο Βυζάντιο παραδείγματα στο θέμα του σεβασμού που οι αυτοκράτορες όφειλαν να αποδίδουν προς την ιεροσύνη: από τον θρύλο της μετάνοιας του Κωνσταντίνου και της βάπτισής του από τον πάπα Σύλβεστρο Α' και από την στάση του αγίου Αμβροσίου, ο οποίος απαγόρευσε στον Θεοδόσιο Α' να εισέλθει στο ιερό της εκκλησίας, καθώς ο τελευταίος είχε δώσει διαταγή να σφαγιασθεί ο λαός στον ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, κατά τρόπο που παραμένει απαράμιλλος στη Δύση, το Βυ­ ζάντιο ταύτισε τη χριστιανική φάση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όχι με το τελευταίο από τα τέσσερα επίγεια βασίλεια, αλλά με την «πέμπτη μοναρχία» του Χριστού, με τον οποίο ο αυτοκράτορας «συμβασιλεύει», κάτι που παραπέμπει σαφώς στη χιλιόχρονη βασιλεία των αγίων, μία από τις προφητείες του βιβλίου της Αποκάλυψης. Αυτή η ιδέα της αυτοκρατορικής συμμετοχής στο Βασίλειο των Αγίων εκφραζόταν με πολ­ λούς τρόπους: με την ανακήρυξη του Μεγάλου Κωνσταντίνου ως «δεκάτου τρίτου αποστόλου»' με την επίσημη χρήση του επιθέτου «θείος» ή «άγιος» στην προσφώνηση του βασιλεύοντος αυτοκράτορα' με τον σχε­ δόν ιερατικό ρόλο που αναλάμβανε ο αυτοκράτορας όταν εισερχόταν στο

I

I

278

PAUL MAGDALINO

ιερό στην έναρξη της λειτουργίας, ευλογούσε τους υπηκόους του και εκφωνούσε κηρύγματα (silentia)' στα χρυσά νομίσματα, τα οποία μετά την Εικονομαχία υιοθέτησαν ξανά τον τύπο που είχε πρωτοκαθιερωθεί το 692, όπου στον εμπροσθότυπο (την κύρια όψη του νομίσματος) εικονιζόταν ο Χριστός και στον οπισθότυπο ο αυτοκράτορας- στον Νομοκάνονα, το σημαντικό σώμα του εκκλησιαστικού κανονικού δικαίου που προερχόταν από την αυτοκρατορική νομοθεσία. Η σύνδεση Εκκλησίας και Κράτους ήταν ακόμη πιο φανερή στα περίφημα παρεκκλήσια του αυτοκρατορικού παλατιού. Αυτά είχαν τους δικούς τους ιερωμένους, οι οποίοι μπορούσαν να πεισθούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον αυτοκράτορα, όπως να τελέσουν έναν γάμο αντίθετο προς το εκκλησια­ στικό δίκαιο, στον οποίο αντιδρούσε ο πατριάρχης. Στα παρεκκλήσια του παλατιού φυλάσσονταν, επίσης, μερικά από τα πιο πολύτιμα ιερά λ εί­ ψανα για τα οποία φημιζόταν η Κωνσταντινούπολη. Στο παρεκκλήσι της Παναγίας του Φάρου, για παράδειγμα φυλάσσονταν όλα τα κειμήλια που οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ότι σχετίζονταν με το Πάθος και τη Σταύ­ ρωση του Χριστού. Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, αυτά τα αντικεί­ μενα μεταφέρθηκαν στο Παρίσι και τοποθετήθηκαν σ’ ένα παρεκκλήσι το οποίο ανήγειρε γ ι’ αυτόν τον σκοπό ο Λουδοβίκος Θ' (άγιος Λουδο­ βίκος), ο οποίος ενσάρκωνε τη διαπλοκή της καθολικής Εκκλησίας με το εθνικό κράτος. Ο άγιος Λουδοβίκος, όμως, ανήκε σε μια πολιτική και θρησκευτική παράδοση που προσδιοριζόταν από τη Γρηγοριανή μεταρρύθμιση του 11ου αιώνα, η οποία διατύπωσε σαφή θεσμικό διαχωρισμό ανάμεσα στην παγκόσμια θεία ιεραρχία με επικεφαλής τον πάπα στη Ρώμη και στα εφήμερα καθεστώτα των εθνικών ηγεμόνων. Αυτός ο διαχωρισμός ήταν αδιανόητος στο Βυζάντιο, όπου το παλάτι του αυτοκράτορα απείχε μόλις ένα οικοδομικό τετράγωνο από το πατριαρχικό μέγαρο. Το Βυζάντιο είχε κι αυτό τα μεταρρυθμιστικά κινήματά του και τους δυναμικούς θρησκευτικούς ηγέτες του, κυρίως τον μέγα Φώτιο τον 9ο αιώνα και τον Μιχαήλ Κηρουλάριο τον 11ο αιώνα, οι οποίοι προέβαλλαν την ανω­ τερότητα των πνευματικών ηγετών. Είναι ενδεικτικό, ωστόσο, ότι και οι δύο άνδρες είχαν δραστηριοποιηθεί στην πολιτική πριν αναλάβουν τις εκκλησιαστικές τους αρμοδιότητες. Η αποτυχία του κινήματος της Ε ικονομαχίας αποτέλεσε ως ένα σημείο θρίαμβο της Εκκλησίας ενάντια στην «τυραννία» της κοσμικής αυτοκρατορικής εξουσίας. Οι αυτοκράτορες, ωστόσο, συνέχισαν να επιβάλλουν την εκκλησιαστική πολιτική και τους κληρικούς της αρεσκείας τους καθώς οι πράξεις τους είχαν επίπτωση μόνον στην υστεροφημία τους. Σ ε κάθε περίπτωση, οι πιο παρεμβατικοί αυτοκράτορες ήταν και οι πιο ευσυνείδητοι μεταρρυθμι­ στές. Ενώ το αποτέλεσμα της Γρηγοριανής μεταρρύθμισης στη Δύστ

Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (780-1204)

ήταν ο αποκλεισμός των ηγεμόνων από θέματα που ενέπιπταν στη δι­ καιοδοσία της Εκκλησίας, οι εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις στο Βυ­ ζάντιο κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα οδήγησαν στην επίσημη αναγνώ­ ριση του αυτοκράτορα ως επιστημονάρχη της Εκκλησίας, δηλαδή ανώ­ τατου ρυθμιστή των εκκλησιαστικών θεμάτων.

Μ ο ν α χ ισ μ ό ς M A R L IA

M U N D E L L -M A N G O

0 μοναχισμός εκκινεί στην Α ίγυπ το στα τέλη του 3ου αιώνα, όταν κάποιοι ευσεβείς άνδρες αποσύρονται στην έρημο για να ζήσουν προσευχόμενοι μα­ κριά α π ’ τον κόσμο. Ο Α θανάσιος, πατριάρχης Α ­

Πολλά μοναστήρια που ιδρύθηκαν από άγιους

λεξανδρείας, έκανε ευρύτερα γνωστό τον μοναχισμό

άνδρες, είχαν τον ασκητισμό ως προϋπόθεση για τη

όταν συνέταξε τη βιογραφία του αγίου Αντωνίου, ο

λειτουργία τους. Η Ουρανοδρόμος Κ λ ίμ α ξ , σύγ­

οποίος γεννήθηκε περί το 250. Σ τις αρχές του 5ου αιώνα, ο επίσκοπος Κύρρου Θεοδώρητος αφηγείται

γρα μμα των αρχών του 7ου αιώνα, το οποίο συνέ­

λεπτομερώ ς, στο έργο του Ε κ κ λ η σ ια σ τικ ή Ι σ τ ο ­ ρία, την εξάπλω ση του μοναχισμού από την Α ίγ υ ­

ταξε ο Ιωάννης Σχολαστικός, που έζησε απομονω­ μένος στην έρημο για 40 χρόνια, περιγράφει πώ ς

π το στην Π αλαιστίνη, στη Μ εσοποταμία, στη Σ υ­

μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί δια του ασκητισμού. Ορισμένες φορές τα επίπονα επιτεύγματα ενός ά­

ρία και στη Μ ικρά Α σία. 0 μοναχισμός επεκτάθη­

γιου ανδρα προκαλούσαν ευρύτερο ενδιαφέρον και

Εικόνα της Ο υ ρ α ν ο δ ρ ό μ ο υ Κ λ ίμ α κ α ς που δια της απαρνήσεως των εγκοσμίων οδηγεί απο τη γη στον ονρανο. Ι α 30 σχαλια της αντιστοιχούν στα 30 χρόνια της κρυφής ζωής τον Χριστού, σε αντίθεση με τη δημόσια παρουσία του. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, το πρώτο σκαλί, για παράδειγμα, είναι η άρνηση της ζωής, το τρίτο το προσκύνημα ιερών τόπων, το 27ο η απομόνωση, και ούτω καθ’ εξής. Οι αμαρτωλοί πέφτουν στα χέρια των δαιμόνων που παραμονεύουν κάτω από τη σκάλα. 11ος αιώνας. Σινά, μονή Α γίας Αικατερίνης.

ί

κε και σε π ιο απομακρυσμένα μέρη, τοσο προς τα δυτικά όσο και προς τ ’ ανατολικά, όπω ς στην Κίνα, όπου έφτασε τον 7ο αιώνα.

«

ζ8ι

Μ Ο Ν Α ΧΙΣΜ Ο Σ

To χρνσόβονλλο το οποίο ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α ' Κομνηνός παρέδωσε στον Χριστόδουλο, τον ιδρυτή της Μονής Γΐάτμου το 1088. Απαριθμεί αυτοκρατορικές δωρεές γης και φορολογικές απαλλαγές σύμφωνα με το νέο ιδρυτικό καταστατικό. Πάτμος, Βιβλιοθήκη της Μονής τον Αγίου Ιωάννη τον Θεολόγον.

Α ρ ισ τ ε ρ ά : Ο ΰ > Τ * * ϊ> «

' n . m ' j ' “ 7*

X ^



y

·** ‘■

'

.X* >v

.

t

/

»

*^ν νον*,.



;

;

»*'

x

x 'y .. ^_

ΐ*Λ"*' ."·

^

H L ·»

Ή

ί^ Ά τ » * «k^»v»6\s>TiiCfc J** ·'■»r *" ■ s i'~ fc ( r : *TTiTOrff/?



- Γ "*~ % ·^ ,·η,10""*·',·''' · 'τ’’’

;^»ίΟ-.ν1(Λ'- · 'ίτττβΐηΡ'ί·'ΐ*ψ r*^

f «ν>Γ"

h··^ JL

C5ci Itr-l..

W··λ*«£ίΑα^*-r»rT; j® C «Λ^-ί O

& d !M •i-■v‘

5$ I

•~r -»- ‘W

'β**π*4&&*

Ι Ι ,,^ Γ

ifc a v ^ .

F K g

11· 1:

3 -c t

Το συμβόλαιο πώλ.ησης της νήσον Γυμνοπελαγίσιας από δύο μοναχούς στον άγιο Αθανάσιο, ιδρυτή της Μονής της Λαύρας, για 70 ν ο μ ίσ μ α τ α . Το πωλητήριο, με ημερομηνία Σεπτέμβριος του 993, φέρει τις υπογραφές επτά μαρτύρων. Αθως, Μονή της Λαύρας.

Sf3r r-^T J

Δ ε ξ ιά :

i

•f *

.

*

.

- .

'

tf**' *Λ“’ wtym#

*W T“r7 c-

Χ \ β < - ^ · V f *-j* 6

. ·■

r * * e u Τ ^Λ -rr**'t?.*'J e-f -rr*
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF