February 4, 2018 | Author: Eleni Sylvia | Category: N/A
)
Π Α Ν ΕΠ ΙΣΤΗ Μ ΙΟ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ
OXFORD UNI VE R S I T Y PRESS
ΙΣΤΟΡΙΑ TOY
ΒΥΖΑΝΤΙ ΟΥ
το υ Β υ ζ α ν τ ίο υ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ CYRIL MANGO:
Ιστορία του Βυζαντίου
Τίτλος πρωτοτύπου: Cyril Mango, The Oxford History o f Byzantium, Oxford University Press, 2002
Διεύθυνση σειράς: Χάρης Βλαβιανός
Η παρούσα έκδοση είχε την οικονομική υποστήριξη του Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου
ISBN: 960-211-742-7 © Oxford University Press 2002 © Εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης 2002 The Oxford History of Byzantium was originally published in English in 2002. This transla tion is published by arrangement with Oxford University Press. Η Ιστορία του Βυζαντίου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά το 2002. Η παρούσα μετάφραση δημοσιεύεται κατόπιν συμφωνίας με τις Εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. © For the Greek language Nefeli Publishers 6, Asklipiou str, Athens 106 80, tel: +30 210 3639962 - fax: +30 210 3623093 © Γ ι α την ελληνική γλώσσα, εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Ασκληπιού 6, Αθήνα 106 80, τηλ.: 210 3639962 - fax: 210 3623093 e-mail:
[email protected] - www.nnet.gr
i ■
Π Α Ν ΕΠ ΙΣΤΗ Μ ΙΟ Τ Η Σ ΟΞΦ Ο ΡΔΗ Σ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Cyril Mango ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Όλγα Καραγιώργου ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
Γιασμίνα Μωυσείδου
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ ΝΕΦΕΛΗ
ΑΘΗΝΑ 2 0 0 6
Πρόλογος
Δεν πρόκειται, να επαναλάβω τη στερεότυπη φράση ότι οι βυζαντινές σπουδές ήταν και συνεχίζουν να είναι αδικαιολόγητα παραμελημένες. Αυτό μπορεί να ίσχυε πριν από 100, ίσως και 50 χρόνια, αλλά σίγουρα δεν αντικατοπτρίζει τη σημερινή πραγματικότητα. Η περιφρονητική μεταχείριση του Βυζαντίου από μελετητές όπως ο Μοντεσκιέ και ο Εδουάρδος Γίββων διατήρησε κάποια από την κακεντρέχειά της και στη βικτωριανή εποχή, αλλά άρχισε να απορρίπτεται πολύ πριν το τέλος του 19ου αιώνα, προς όφελος μιας πιο θετικής θεώρησης. Οι βυζαντινές σπουδές δεν απουσιάζουν πια από τα πανεπιστημιακά πρόγραμμα σπου δών, έστω και εάν δεν εμφανίζονται σε πλήρη ανάπτυξη όπως κάποιοι θα επιθυμούσαν. Ο βυζαντινός πολιτισμός αποτελεί σήμερα αντικείμενο μελέτης σε πολλά ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια' περισσό τερα από μία δωδεκάδα διεθνή επιστημονικά περιοδικά είναι αφιερω μένα αποκλειστικά στην παρουσίαση υλικού βυζαντινολογικού ενδιαφέ ροντος' ο όγκος της σχετικής βιβλιογραφίας έχει αυξηθεί σε ανησυχη τικό βαθμό' ο αριθμός των συνεδρίων, των συμποσίων, των συνεδρίων στρογγυλής τραπέζης και των «συναντήσεων εργασίας» έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις εκθέσεις βυζαντινών αντικειμένων τέχνης. Στο τελευταίο Διεθνές Συμπόσιο Βυζαντινών Σπουδών (Παρίσι, 2001) συμμετείχαν 1.000 σύνεδροι. Η «αποκατάσταση» του Βυζαντίου αποτελεί ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ιστορικής σκέψης και των αισθητικών τάσεων κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα. Αυτό που αρχικά εθεωρείτο ως μονότονη αφήγηση δολοπλοκιών, παρακμής και ηθικού ξεπεσμού έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα αισθησιακό και πολύχρωμο έπος' αυτό που κατά τον Γίββωνα ήταν προκατάληψη εμφανίζεται τώρα ως πνευματικότητα' μια τέχνη που αρχικά είχε διακωμωδηθεί ως αδέξια και άψυχη αποτέλεσε στις αρχές του 20ού αιώνα πηγή έμπνευσης στην εκστρατεία ενα ντίον του απονεκρωμένου ακαδημαϊκού κλασικισμού. Σημειώθηκαν, άρα γε, αυτές οι αλλαγές, επειδή είμαστε τώρα πολύ καλύτερα πληροφορημένοι απ’ ό,τι οι προπαππούδες μας; Οι γνώσεις μας για τον «υλικό πο-
8
Π ΡΟΛ ΟΓΟΣ
λιτισμό» του Βυζαντίου σίγουρα έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά μετά το 1850, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο για τις γραπτές πηγές μας. Ουσιαστικά όλα τα βυζαντινά κείμενα που διαβάζουμε σήμερα ήταν εξίσου προσιτά και το 1850, σε περίπτωση που κάποιος επιθυμούσε να τα συμβουλευτεί. Το Βυζάντιο δεν έχει αλλάξει: αυτό που άλλαξε είναι η στάση μας, η οποία αναμφίβολα θα αλλάξει και πάλι στο μέλλον. Το Βυζάντιο δεν έχει ανάγκη υπεράσπισης. Ο καίριος ρόλος του στην ιστορία της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής αποτελεί ιστορικό προη γούμενο. Η φιλολογική του παράδοση (αν μπορούμε να χρησιμοποιήσου με αυτό τον όρο για το σύνολο των γραπτών πηγών) είναι εκτενέστατη και έχει υποστεί ελάχιστες σημαντικές απώλειες. Η παρακαταθήκη του σε λίθινα, ζωγραφικά και άλλα υλικά κατάλοιπα είναι πιο αποσπασμα τική, αλλά αρκετά αντιπροσωπευτική αυτού που δεν υπάρχει πια. Με αυτά τα δεδομένα είναι δυνατό —αν και δεν θα συμφωνήσουν όλοι με το αποτέλεσμα— να διατυπώσει κανείς μια καλά τεκμηριωμένη άποψη για το βυζαντινό επίτευγμα σε σύγκριση με άλλους σύγχρονους πολιτισμούς, κυρίως σε .σύγκριση με τον πολιτισμό της μεσαιωνικής Δύσης και του Ισλάμ. Πολύ σπάνια έχουν επιχειρηθεί τέτοιου είδους συγκρίσεις. Η έντονη επιθυμία να ερμηνευτούν και να αμφισβητηθούν εκ νέου καθιερωμένες απόψεις δεν έχει επηρεάσει τη βυζαντινή ιστορία περισ σότερο απ’ ό,τι την ιστορία άλλων ιστορικών περιόδων. Σε πολλά ζη τήματα γενικότερης σπουδαιότητας δεν υπάρχει πια ομοφωνία εκ μέ ρους των ερευνητών. Κατά συνέπεια, δεν προσπάθησα να επιβάλω ούτε τις δικές μου απόψεις ούτε μια κοινή γραμμή στα κείμενα που δημο σιεύονται σε αυτό τον τόμο. C. Μ.
Ε υ χ α ρ ισ τίε ς
Ο επιμελητής της έκδοσης Cyril Mango θα ήθελε να ευχαριστήσει ιδιαί τερα τη Marlia Mundell Mango για τον σχεδίασμά της εικονογράφησης αυτού του τόμου καθώς και τους επιστήμονες ή/τα ερευνητικά κέντρα για την υποστήριξή τους και τη βοήθειά τους στην αναζήτηση και τον εντοπισμό μεμονωμένων φωτογραφιών και σχεδίων:
Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου (Αθήνα) S. Assersohn (OUP, Οξφόρδη) J. Baity (Βρυξέλλες) L. Brubaker (Μπέρμιγχαμ) Μονή Αγ(ας Αικατερίνης, Σινά A. Ertug (Κωνσταντινούπολη) A. Guillou (Παρίσι) R. Hoyland (Οξφόρδη) C. Lightfoot (Νέα Τόρκη) J. McKenzie (Οξφόρδη) X. Πέννας (Αθήνα) Γ. Πετσόπουλος (Λονδίνο) Μ. Piccirillo (Μήδαβα)
Ν. Pollard (Οξφόρδη) J. Raby (Οξφόρδη) L. Schachner (Οξφόρδη) I. Sevcenko (Κέμπριτζ, Μασσαχουσέτη) J. Shepard (Οξφόρδη) R. R. R. Smith (Οξφόρδη) Α.-Μ. Talbot, Βιβλιοθήκη και Συλλογή του Dumbarton Oaks (Ουάσινγκτον) Ν. Thierry (Etampes) S. Tipping (OUP, Οξφόρδη) L. Treadwell (Οξφόρδη)
To Ευρετήριο της αγγλικής έκδοσης συνέταξε η Meg Davies.
Π ε ρ ιε χ ό μ ε ν α
Κατάλογος ειδικών κεφαλαίων
12
Κατάλογος έγχρωμων πινάκων
13
Κατάλογος χαρτών και σχεδίων
17
Συγγραφείς
19
Εισαγωγή
21
CYRI L MANGO
1. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τον Κωνσταντίνο έως τον Ηράκλειο (306-641)
43
P E T E R SARRI S t
2. Η ζωή στην πόλη και στην ύπαιθρο
103
CLI VE FOSS
3. Νέα θρησκεία, παλαιός πολιτισμός
134
CYRI L MANGO
4. Η άνοδος του Ισλάμ
171
ROBERT HOYLAND
5. Ο αγώνας για επιβίωση (641-780)
181
WARREN TREADGOLD
6. Εικονομαχία
212
PATRI CI A KARLI N- H AY TER
7. Η Μεσαιωνική Αυτοκρατορία (780-1204)
232
PAUL MAGDALI NO
8. Η αναβίωση των γραμμάτων και των τεχνών
286
CYRI L MANGO
9. Διαδίδοντας τον Λόγο του Θεού: Οι βυζαντινές ιεραποστολές J ONATHAN SHEPARD
314
12
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
10. Ο διαμελισμός (1204-1453)
336
S T E P HE N W. RE I NE RT
11. Τα γράμματα και οι τέχνες την εποχή των Παλαιολόγων
380
IΗ Ο R SEVCENKO
12. Προς την κατεύθυνση ενός ελληνοφραγκικού πολιτισμού ELI ZABET H J E F F R E YS ΚΑΙ
392
CYRI L MANGO
Χρονολογώ
415
Επιλεγμένη βιβλιογραφία
423
Προέλευση εικόνων Ευρετήριο
Όψεις της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου
'
431 435
41
CYRI L MANGO
Η κοινωνική θέση και τα σύμβολά της
90
MARLI A MUNDELL MANGO
Κωνσταντινούπολη
96
CYRI L MANGO
Το προσκύνημα των ιερών τόπων
165
MARLI A MUNDELL MANGO
Εικόνες
209
CYRI L MANGO
Εμπόριο
224
MARLI A MUNDELL MANGO
Μοναχισμός MARLI A MUNDELL MANGO
280
Κ α τ ά λ ο γ ο ς έ γ χ ρ ω μ ω ν π ιν ά κ ω ν
Ψηφιδωτό πλαίσιο με φυτική σπείρα. Μεγάλο Παλάτι, Κωνστα ντινούπολη. 6ος αιώνας. 145 Cyril Mango
Αυτοκρατορικό παλάτι Ραβέννας. Ναός Αγίου Απολλιναρίου του Νέου. 6ος αιώνας.
145
Scala, Φλωρεντία
Εσωτερική άποψη του ναού του Αγίου Βιταλίου, Ραβέννα.
146
Dagli Orti / Αρχείο Τέχνης
Ψηφιδωτό με την αυτοκράτειρα Θεοδώρα και την ακολουθία της, Άγιος Βιτάλιος, Ραβέννα.
147
Dagli Ortiy Αρχείο Τέχνης
Εξωτερική άποψη του ναού της Αγίας Σοφίας, Κωνσταντινούπολη. 6ος αιώνας.
148
F.H.C. Birch /Sonia Halliday Photographs
To θέατρο της Σίδης. 2ος αιώνας.
149
F.H.C. Birch /Sonia Halliday Photographs
Επιχρυσωμένος αργυρός δίσκος. 6ος αιώνας.
150
Dumbarton Oaks, Ουάσινγκτον
Η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος, Κωνσταντινούπολη, 381. Μικρογραφία. Περίπου 880 μ.Χ.
150
Ε θνική Β ιβλιοθήκη Γ α λλίας, cod. gr. 510 f. 355r
Λουτρό της περιόδου των Ομμεϋαδών, Qusayr ‘Amra. Τοιχογραφία. Περίπου 715 μ.Χ.
151
Marlia Mundell Mango
Παλάτι της περιόδου των Ομμεϋαδών, Khirbet al-Mafjar κοντά στην Ιεριχώ. Ψηφιδωτό δάπεδο. Περίπου 743 μ.Χ. Scala, Φλωρεντία
151
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΓΧΡΩΜΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ
Το καθολικό της Μονής Λατόμου, Θεσσαλονίκη. Ψηφιδωτό, 6ος αιώνας. ,
151
Cyril Mango
Η κεφαλή του αρχαγγέλου Γαβριήλ, Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη.
151
Cyril Mango
Εσωτερική άποψη του Θόλου του Βράχου των Ομμεϋαδών, Ιερουσαλήμ. 691-2 μ.Χ.
152
Jean-Louis Nou/AKG Λονδίνο
Εικόνα που απεικονίζει τον Θρίαμβο της Ορθοδοξίας. 15ος αιώνας.
289
© British Museum
Λεπτομέρεια της Pala d’ Oro, Άγιος Μάρκος, Βενετία. 1105.
290
Scala, Φλωρεντία
Ο Μανουήλ Κομνηνός με τη Μαρία της Αντιόχειας. Μικρογραφία.
291
© Biblioteca Apostolica Vaticana, MS gr. 1176
To όραμα του Ιεζεκιήλ. Μικρογραφία. Περίπου 880 μ.Χ.
292
Biblioteque rationale de France, MS gr. 510 f. 438v
Ο Μωυσής παραλαμβάνει τις Δέκα Εντολές. Μικρογραφία. 10ος αιώνας.-
293
© Biblioteca Apostolica Vaticana, Cod. Reg. Gr. 1 f. 155v
Προτομές των μικρών προφητών.Μικρογραφία. 10ος αιώνας.
294
Biblioteca Nationale Universitaria, Τορίνο, MS Β.1.2 f. llv-12r/Index, Φλωρεντία
Ελεφαντοστέϊνο τρίπτυχο σε ελεφαντοστούν που παριστάνει τη Δέηση. 10ος αιώνας.
295
Scala, Φλωρεντία
Δισκοπότηρο από σαρδόνυχα και επιχρυσωμένο άργυρο. Άγιος Μάρκος, Βενετία, Ιος/ΙΟος αιώνας.
295
Scala, Φλωρεντία
Η Πεντηκοστή. Ψηφιδωτό στον ναό του Οσίου Λουκά στη Φωκίδα. 11ος αιώνας.
296
Tony Gervis / Picture Library Robert Harding
Η Δέηση. Ψηφιδωτό, Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη. 13ος αιώνας. Dagli Orti / The Art Archive
401
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΓΧΡΩΜΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ
Μεταξωτό λάβαρο με τον αρχάγγελο Μιχαήλ.
Γ5
402
Galleria Nazionale delle Marche, Ουρμπίνο, φωτ.: Soprintendenza P.S.A.D. delle Marche/ Index, Φλωρεντία
Η Κοίμηση της Θεοτόκου, ναός της Αγίας Τριάδας, Σοποτσάνη, Σερβία. Περίπου 1265.
402
Scala, Φλωρεντία
Το κάστρο Rumeli Hisari, Βόσπορος, 1452.
403
Τ. Bognar / Art Directors & TRIP
To αρχικό γράμμα B από λατινικό ψαλτήριο. Περίπου 1235.
404
Biblioteca Riccardiana, Φλωρεντία, MS Rice 323c 14v, φωτ.: Donato Pineider
Η Σταύρωση. Εικόνα. 13ος αιώνας.
405
Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά
Ο Δαβίδ παίζει άρπα. Μικρογραφία από ψαλτήριο. 10ος αιώνας.
406
Biblioteque nationale de France, MS gr. 139
Ο Δαβίδ παίζει άρπα. Μικρογραφία σε ψαλτήριο του 13ου αιώνα.
406
© Biblioteca Apostolica Vaticana, Cod. Pal. Gr. 381b f. 1v-1lr
Τρίπτυχο της Pieta, που αποδίδεται στον Νικόλαο Τζαφούρη, Κρήτγ]. 1489-1500.
407
Ashmolean Museum, Οξφόρδη
Η Κοίμηση και η Ανάληψη της Θεοτόκου, του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Σύρος. Περίπου 1567. Κώστας Ξενικάκης
408
Κ α τ ά λ ο γ ο ς χ α ρ τώ ν κ α ι σ χε δ ίω ν
ΧΑΡΤΕΣ
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, περίπου 390
60
Η εμπόλεμη ζώνη μεταξύ Βυζαντίου και Περσίας
69
Η αυτοκρατορία του Ιουστινιανού το 565
82
Προ-ισλαμική Αραβία
172
Η αυτοκρατορία το 780
182
Οι βόρειοι γείτονες της αυτοκρατορίας
241
Η αυτοκρατορία στα μέσα του 11ου αιώνα
242
Η αυτοκρατορία κατά τον 12ο αιώνα _ 1 Η αυτοκρατορία στο β' μισό του Μου αιώνα
254 356
ΣΧΕΔΙΑ
Πολεοδομικό σχέδιο Κωνσταντινουπόλεως
95
Πολεοδομικό σχέδιο Αντιόχειας
95
Πολεοδομικό σχέδιο Αλεξανδρείας
95
Δημόσια λουτρά στην Αλεξάνδρεια
108
Πολεοδομικό σχέδιο Εφέσου
111
Κάτοψη και αναπαράσταση του καταστήματος ενός βαφέα υφασμάτων στις Σάρδεις
117
Πολεοδομικό σχέδιο Σίδης
119
Πολεοδομικό σχέδιο Απάμειας
119
Πολεοδομικό σχέδιο Πρώτης Ιουστινιανής
124
Πολεοδομικό σχέδιο Dar Qita
127
Τοπογραφικό σχέδιο της Ιερουσαλήμ με τους κύριους σταθμούς των προσκυνηματικών ταξιδιών
165
ι8
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΩΝ
Τοπογραφικά που εμφανίζουν τη συρρίκνωση ορισμένων πόλεων στην πάροδο του χρόνου
199
Τοπογραφικό σχέδιο Θεσσαλονίκης
200
Οι κύριοι τύποι αμφορέων που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά προϊόντων στην ανατολική Μεσόγειο κατά την' Υστερη Αρχαιότητα 225 Τύποι μεσαιωνικών αμφορέων για τη μεταφορά προϊόντων
225
Κάτοψη της Ροτόντας στην Πρεσθλάβα
237
Τοπογραφικό σχέδιο Αμορίου
268
Σχέδιο της Αγοράς της Κορίνθου
268
Τειχισμένες μονάδες του μοναστηριακού συγκροτήματος (λαύρας) των Κελλίων στην Αίγυπτο
282
Σχεδιαστική απόδοση της κοινοβιακής Μονής του Αγίου Μαρτυ ρίου 282 Κάτοψη της Μονής του Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα
283
Αναπαράσταση της εξωτερικής ανατολικής πλευράς και κάτοψη της Αγίας Σοφίας Κιέβου
333
O C L I VE F o s s είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Μασσαχουσέτης στη Βοστώνη και συγγραφέας των έργων B yzantine a n d Turkish Sardis (1976)' Ephesus a fter A ntiquity (1979). O R O B E R T HOYLAND είναι υπότροφος του Leverhulme Research Fellowship, μέλος του Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστη μίου της Οξφόρδης και συγγραφέας των έργων S eein g Islam as Others Saw It (1997) ' Arabia a n d th e Arabs fr o m th e Bronze A ge to th e C om ing o f Islam (2001). H E L I Z A B E T H J E F F R E Y S είναι καθηγήτρια της Βυζαντινής και Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στην έδρα Bywater και Sotheby στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και μέλος του κολλεγίου Exeter. Έχει συνεργαστεί στη συγγραφή των έργων Studies in Jo h n M alalas (1990)’ The War o f Troy (1996)’ D igenis Akritis (1998). H P ATRI CI A K a r l i n - H A Y T E R έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια του Μπέρμπιγχαμ και του Μπέλφαστ και είναι συγγραφέας των έργων Vila E uthym ii P a tria rch a e C onstantinopolitani (1970)’ Studies in Byzan tin e P olitica l H istory (1981). O P AUL MAGDALI NO είναι καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του St Andrews και συγγραφέας των έργων The Empire o f M anuel I K om nenos (1993)' C onstantinople m ed ieva le (1996). 0 C Y R I L M a n g o είναι ομότιμος καθηγητής της έδρας Bywater και Sotheby στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέας των έργων B yzantium : The Empire o f New R om e (1980)' Le D eveloppem ent urbain d e C onstantinople, TVe-Vlle siecles (1985)' (σε συνεργασία με τον R. Scott), The C hronicle o f T heophanes C onfessor (1997).
H MAR L I A M U N D E L L - M A N G O είναι λέκτορας της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μέλος του κολεγίου St John’s και συγγραφέας των έργων S ilver fr o m E arly Βγζαη-
ΣΥ ΓΓ ΡΑ Φ Ε ΙΣ
tium : The K aper K oraon a n d R elated Treasures (1986)’ (σε συνεργασία με την A. Bennett), The Sevso Treasure. P art I (1994). O S T E P H E N W. R E I N E R T είναι αναπληρωτής καθηγητής Βυζαντι νών και Πρώιμων Τουρκικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Rutgers, συγγραφέας πολυάριθμων άρθρων και κύριος επιμελητής έκδοσης του έργου To H ellenikon: S tudies in H onor o f Speros Vryonis, Jr. (1993).
0 P E T E R S AR R I S είναι λέκτορας Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανε πιστήμιο του Κέμπριτζ, μέλος του κολλεγίου Trinity και συγγραφέας του έργου E conom y a n d S ociety in th e Age o f Ju stin ia n : The Oxford H istory o f M edieval Europe, 500-700 (ετοιμάζεται). v
O l H O R S E VCENKO είναι ομότιμος καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας
στο Πανεπιστήμιο Harvard (Dumbarton Oaks) και συγγραφέας των έργων La Vie in tellectu elle et p olitiq u e a B yzance sous les p rem iers P aleolo gu es (1962)' B yzantium a n d th e Slavs in Letters a n d C ulture (1991). O J O N A T H A N S HE P AR D ήταν λέκτορας Ρωσικής Ιστορίας στο Πα νεπιστήμιο του Κέμπριτζ, συνεκδότης του έργου B yzantine D iplom acy (1992) και συγγραφέας (σε συνεργασία με τον S. Franklin) του έργου The E m ergen ce o fR u s, 750-1200 (1996). Ο WA R R E N T R E ADGO L D είναι καθηγητής Ιστορίας της Ύστερης
Αρχαιότητας και του Βυζαντίου στο Πανεπιστήμιο Saint Louis και συγγραφέας των έργων B yzantium a n d its Army (1995)’ A H istory o f th e B yzantine State a n d S ociety (1997).
Εισ α γ ω γ ή CYRIL
M AN GO
Βυζάντιον, λατινιστί Byzantium, ήταν η ονομασία μιας ελληνικής αποι κίας στο στόμιο του θρακικού Βοσπόρου, σε μια θέση εξαιρετικής φυσι κής ομορφιάς και σπουδαίας στρατηγικής σημασίας. Περίπου μία χιλιε τία μετά την ίδρυσή του, ο Μέγας Κωνσταντίνος επέλεξε το Βυζάντιο ως την αυτοκρατορική του έδρα (324 μ.Χ.) και το μετονόμασε σε C onstantinopolis nova (ή altera) R om a. Μια ενέργεια αυτού του είδους δεν ήταν ασυνήθιστη για την εποχή: ο μέγας προκάτοχος του Κωνσταντίνου, ο Διοκλητιανός (284-305), είχε ήδη εγκαταστήσει την έδρα του στη Νικο μήδεια (σημερινό Izmit) και είχε προσπαθήσει «να την κάνει αντάξια της Ρώμης». Αλλά ενώ η Νικομήδεια και ορισμένες άλλες εφήμερες πρω τεύουσες έχασαν σύντομα το κύρος τους, η Κωνσταντινούπολη αποδεί χθηκε μακροπρόθεσμα επιτυχής επιλογή και παρέμεινε «η Βασιλεύουσα Πόλη» για τους επόμενους 11, ή μάλλον 16 αιώνες, εάν συνυπολογίσουμε και τους πέντε αιώνες υπό τους Οθωμανούς σουλτάνους. Από ιστορική άποψη, η εμπνευσμένη ενέργεια του Κωνσταντίνου εξελήφθη ως κάτι που στην πραγματικότητα δεν ήταν, δηλαδή ως translatio imperii, ένα νέο ξεκίνημα σε νέο χώρο υπό την αιγίδα μιας νέας θρησκείας —μια. ανανέωση, ωστόσο, που δεν προκάλεσε καμία ρήξη με το παρελθόν. Η Νέα Ρώμη εμπεριείχε την Παλαιά. Υπήρχαν εξάλλου φήμες ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε το Παλλάδιο της Τροίας κρυφά από τη Ρώμη και το έθαψε κάτω από τον επιβλητικό κίονα από πορφυρίτη λίθο τον οποίο ανήγειρε στην Κωνσταντινούπολη, και ο οποίος παρά τις διάφορες περιπέτειές του ανά τους αιώνες, στέκεται ακόμα στη θέση του. Η Ανθούσα, η μυστηριακή θεά Τύχη στην οποία ήταν αφιερωμένη η Κωνσταντινούπολη, ήταν αντίγραφο της θεάς Flora στην οποία ήταν αφιερωμένη η Ρώμη. Οι διάδοχοί του Κωνσταντίνου συνέχισαν να θεωρούν τους εαυτούς τους ως τους νόμιμους αυτοκράτορες της Ρώμης, ακριβώς όπως και οι υπήκοοί τους συνέχισαν να αυτοαποκαλούνται «Ρωμαίοι», ακόμη και όταν είχαν προ πολλού πάψει να χρησιμοποιούν τη λατινική γλώσσα. Ποτέ δεν προσπάθησαν να οικειοποιηθούν κάποια άλλη καταγωγή. Για
CYRIL MANGO
να χρησιμοποιήσω ένα τυχαίο παράδειγμα, τον 11ο αιώνα, ο πολυμαθής Μιχαήλ Ψελλός, όταν του ζητήθηκε να εκπονήσει ένα βασικό εγχειρίδιο ιστορίας για τη διδασκαλία του μαθητή του, του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η', άρχισε την αφήγησή του με τον Ρωμύλο και τον Ρέμο, περιήλθε βιαστικά τους βασιλείς και υπάτους, και στη συνέχεια περιέγραψε με περισσότε ρες λεπτομέρειες τη διαδοχή των αυτοκρατόρων από τον Ιούλιο Καίσαρα, ιδρυτή της μοναρχίας, μέχρι τον Βασίλειο Β' και τον Κωνσταντίνο Η7. Ο Αύγουστος, περισσότερο και από τον Κωνσταντίνο, ήταν το πρόσωποκλειδί, καθώς η βασιλεία του συνέπεσε με την ενσάρκωση του Χριστού, το κεντρικό συμβάν της παγκόσμιας ιστορίας. Ο χριστιανισμός και η ρωμαϊκή μοναρχία είχαν ουσιαστικά την ίδια ημερομηνία γέννησης. Η διεκδίκηση της ρωμαϊκότητας άρχισε να φθίνει μόνο κατά την εποχή των σταυροφοριών, όταν η Ανατολική Αυτοκρατορία >$αι η Δύση αναγκάστηκαν να έρθουν σε μια σταδιακά αυξανόμενη, αν και άμοιρη αισθημάτων επαφή. Για τους Δυτικούς το βασίλειο της Κωνσταντινου πόλεως ήταν όχι μόνο ξεκάθαρα ελληνικό, αλλά και σχισματικό. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι Έλληνες διανοούμενοι αντέδρασαν οικειοποιούμενοι τη δόξα της αρχαίας Ελλάδας (βλ. κεφάλαιο 11). Θα ήταν, ωστόσο, λάθος να πούμε ότι το ζήτημα της «εθνικής ταυτότητας» ήταν από τα πιο σημαντικά της εποχής. Το μέγα θέμα, για το οποίο χύθηκαν ωκεανοί από μελάνι, ήταν αυτό της θρησκείας —η υπακοή στον Πάπα, η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, το Καθαρτήριο, η αγαμία των κληρι κών, ο ένζυμος ή άζυμος άρτος της Θείας Ευχαριστίας. Αυτά ήταν τα ζητήματα που χώριζαν τους Έλληνες από τους Λατίνους. Εάν ήταν δυ νατόν να επιλυθούν, τότε η χριστιανοσύνη θα ενωνόταν ξανά με μια νέα ρωμαϊκή ταυτότητα υπό τον Πάπα. Στα μέσα του 14ου αιώνα, ο Sir John Mandeville μπορούσε ακόμα να κάνει λόγο για ((τον αυτοκράτορα της Ελλάδας», αλλά ένας χαρακτηρι σμός αυτού του είδους δεν άρμοζε πλέον στο λόγιο περιβάλλον της Ανα γέννησης. Ο όρος «Ελλάδα» δήλωνε τότε την αρχαία Ελλάδα ή απλώς τα εδάφη της που κατείχαν πλέον οι Τούρκοι. Το βασίλειο της Κωνσταντι νουπόλεως, το οποίο είχε πάψει να υφίσταται από το 1453, χρειαζόταν ένα ιδιαίτερο όνομα και έτσι προέκυψε το επίθετο byzantinus. Ήταν λιγότερο βαρύγδουπο από το constan tin opolitan u s και είχε έναν ευχάριστο ((κλα σικό» τόνο. Τώρα γινόταν λόγος για scn p tores byzantini, historia byzantina, im perium byzantinum , αν και η πιο πρώιμη εκτεταμένη ((βυζαντινή» ιστορία, με συγγραφέα κάποιον ονόματι Louis Cousin (1672-4), έφερε τον τίτλο H istoire d e C onstantinople. Το πρώτο αγγλικό βιβλίο που χρησιμο ποίησε τη λέξη ((Byzantine» στον τίτλο του ήταν, εάν δεν απατώμαι, το έργο του George Finlay, H istory o f th e B yzantine Empire fr o m 716 to 1057 (1853). To ουσιαστικό Byzantium, με την έννοια της αυτοκρατορίας και
ΕΙΣΑ Γ Ω Γ Η
23
όχι της πόλης, άρχισε να χρησιμοποιείται συχνότερα στα αγγλικά μόνο κατα τον 20ό αιώνα, παρότι στα γαλλικά, στα γερμανικά και στα ρωσικά ο όρος, με αυτήν ακριβώς την έννοια, είχε χρησιμοποιηθεί νωρίτερα. Το «Βυζάντιο», λοιπόν, είναι ένας εξυπηρετικός όρος, εφ’ όσον δεν προκαλεί δυσκολίες. Σε κάθε εύλογο προσδιορισμό της έννοιας, το Βυ ζάντιο θα πρέπει να θεωρηθεί ως η άμεση συνέχεια· της Ρωμαϊκής Αυ τοκρατορίας στο ανατολικό ήμισυ της λεκάνης της Μεσογείου, δηλαδή στο τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που ήταν ελληνιστικό σε ό,τι αφορά στον πολιτισμό και τη γλώσσα. Το Βυζάντιο ήταν μια συνέχεια χωρίς σημείο εκκίνησης, παρά ταύτα μερικές συμβολικές χρονολογίες έχουν προταθεί ως ορόσημα των ακαθόριστων γενεθλίων του: η άνοδος του Διοκλητιανού (284 μ.Χ.), η ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως (324) ή τα επίσημα εγκαίνιά της (330), η υιοθέτηση του χριστιανισμού ως επί σημης —αν και όχι αποκλειστικής·— θρησκείας της αυτοκρατορίας (385), η διαίρεση της αυτοκρατορίας σε δύο διοικητικώς ανεξάρτητα τμήματα, το ανατολικό και το δυτικό (395), η κατάργηση του δυτικού μισού της αυτοκρατορίας (476), ακόμα και η ανάρρηση του Λέοντος Γ' (716), ενός αυτοκράτορα που μνημονεύεται και στον τόμο The Cambridge Medieval History. Αντιρρήσεις, λιγότερο ή περισσότερο πειστικές, έχουν διατυπω θεί για όλες αυτές τις ημερομηνίες. Αυτό, ωστόσο, δεν δίνει λύση σε ένα s πρόβλημα που μάλλον έχει περισσότερη σχέση με το συναίσθημα παρά με το είδος των «αντικειμενικών» κριτηρίων που πρέπει να διέπουν την κατάτμηση της ιστορικής έρευνας σε περιόδους. Για εμάς, η Ρώμη, η πηγή του πολιτισμού μας, ανήκει εξ ορισμού στον κλασικό κόσμο. Επι κοινωνούμε με το πνεύμα της Ρώμης καθώς αντικρίζουμε τα ανάγλυφα του Βωμού της Ειρήνης (Ara Pacis), τα ανάγλυφα του κίονα του Τραϊανού ή το έφιππο άγαλμα του Μάρκου Αυρηλίου. Όταν όμως παρατηρούμε το περίφημο ψηφιδωτό που απεικονίζει τον Ιουστινιανό στο ναό του Αγίου Βιταλίου της Ραβέννας, νιώθουμε ότι βρισκόμαστε σε ένα διαφορετικό κόσμο. Δεν πρόκειται πια για τη φυσιοκρατική απόδοση μιας τελετουρ γικής πράξης (την προσφορά ενός δίσκου), αλλά για μια εικόνα. Ο Ιου στινιανός φέρει φωτοστέφανο. Ο ίδιος, καθώς και όλα τα μέλη της ακο λουθίας του, μας κοιτούν μετωπικά μπροστά από χρυσό βάθος.. Δεν αντι λαμβανόμαστε αμέσως ότι ο στόχος του καλλιτέχνη ήταν να αποδώσει μια πομπή που κινείται προς τα δεξιά και γ ι’ αυτό το λόγο οι μορφές, αν και μετωπικές, φαίνεται σαν να πατούν η μία στα πόδια της άλλης. Ο Ιουστινιανός στον Αγιο Βιτάλιο μας φαίνεται απολύτως Βυζαντινός· ο πραγματικός Ιουστινιανός όμως, ένας γηγενής λατινόφωνος που κατέκτησε την Ιταλία και τη Βόρεια Αφρική και κωδικοποίησε τον ρωμαϊκό νόμο, θεωρούσε τον εαυτό του ως Ρωμαίο αυτοκράτορα με όλη τη σημα σία της λέξης, και έτσι ακριβώς τον είδαν και οι επόμενες γενεές.
I
I
•J
Ο α ν το κ ρ ά τω ρ Α ύγουστος, τον οπ ο ίο οι Β υ ζ α ν τιν ο ί θεω ρούσαν ω ς τον ιδρυτή της μ ο ν α ρ χ ία ς τους, κ α τ ά τη δ ιά ρ κ ε ια μ ια ς ιερ ο τε λ ε σ τία ς. Α νάγλυφο α π ό τον Β ω μ ό της Ε ιρήνης (Ara P a d s), Ρ ώ μ η , έτος 9 π.Χ.
Πού ακριβώς τοποθετούμε λοιπόν τη διαχωριστική γραμμή; Εάν εγκαταλείψουμε την άκαρπη αναζήτηση ενός συγκεκριμένου χρονικού σημείου κατά το οποίο η Ρώμη μετατράπηκε σε Βυζάντιο και αναζητή σουμε μια ευρύτερη περίοδο ή περιόδους κατά τις οποίες σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές, τότε δύο τέτοιες «διαχωριστικές ζώνες» έρχονται στο προσκήνιο. Η πρώτη μπορεί να τοποθετηθεί στον 4ο αιώνα, η δεύ τερη μεταξύ των ετών 575 και 650. Καθεμία είχε διαφορετικό χαρακτή ρα. Η πρώτη τομή ήταν περισσότερο πολιτιστική παρά πολιτική και σχετιζόταν με την υιοθέτηση του χριστιανισμού ως επίσημης ιδεολογίας του κράτους. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι και άλλες πολύ ουσιαστικές αλλαγές δεν έλαβαν χώρα περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα: μια γενική ανασυγκρότηση του κρατικού μηχανισμού —διοικητικού, στρατιωτικού και δημοσιονομικού (ήδη κατά την περίοδο του Διοκλητιανού), η αύξηση της κεντρικής γραφειοκρατίας, η μετακίνηση της κύριας αυτοκρατορικής κατοικίας στην Κωνσταντινούπολη, η εμφάνιση μιας νέας ανώτερης τάξης που βασιζόταν στις αυτοκρατορικές υπηρεσίες. Ωστόσο, μετά από μια συνολική επισκόπηση, αυτό που ξεχωρίζει δεν είναι ο πολλαπλα σιασμός των επαρχιακών διοικητικών μονάδων ή η πραγματοποίηση της φορολογικής απογραφής ή η νομισματική μεταρρύθμιση, αλλά, κυρίως, η επιβολή της νέας ιδεολογίας σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας και η καταστολή των αποστατών. Η δεύτερη τομή ήταν πιο απτή και επώδυνη. Σηματοδοτήθηκε όχι μόνο από τεράστιες εδαφικές απώλειες, τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην
■·.
I
ψ
ρϊς
γ._·- '
1m k | |
M i®
ψΜψ
ills Χβ’1(Wf wee 11: /
Εγγύς Ανατολή, αλλά και, από την κατάρρευση του αστικού τρόπου ζωής, που αποτελούσε το κύριο γνώρισμα της αρχαιότητας (βλ. Κεφάλαιο 2). Πολλές πόλεις εξαφανίστηκαν από τον χάρτη' άλλες συρρικνώθηκαν σε μια οχυρωμένη ακρόπολη ή μετακινήθηκαν σε παρακείμενους λόφους. Οι εκλεκτοί, που μέχρι τότε ήταν οι στυλοβάτες της επαρχιακής διοίκησης και των γραμμάτων, έπαψαν να έχουν ενεργό δράση. Ο τρόπος ζωής προσέλαβε χαρακτήρα αγροτικό και στρατιωτικό. Μεταξύ αυτών των δύο «διαχωριστικών ζωνών» που υποδείξαμε το ποθετείται η περίοδος την οποία έχουμε μάθει να αποκαλούμε Ύστερη Αρχαιότητα. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της έγινε αντιληπτός μόλις τα τελευταία 50 χρόνια, όπως μαρτυρούν τα προγράμματα σπουδών σε πολλά πανεπιστήμια, αλλά και το πλήθος των σχετικών ακαδημαϊκών συγγραμμάτων που εκδόθηκαν σε αυτό το διάστημα. Είναι αλήθεια ότι τα ίδια τα χρονολογικά όρια της Ύστερης Αρχαιότητας είναι κάπως θολά: ορισμένοι ερευνητές τοποθετούν την έναρξή της περί το 200 μ.Χ., άλλοι την επεκτείνουν μέχρι το έτος 1000. Συνήθως όμως περιορίζεται στα έτη 284-602 μ.Χ., όπως συμβαίνει στο μνημειώδες έργο του Α.Η.Μ. Jones με τίτλο Later Roman Empire, ή στα έτη 284-641 μ.Χ., όπως περιγράφεται στο εξίσου σημαντικό έργο με τίτλο Prosopography of the Later Roman Empire.
Ως δ ιά δοχ ος το υ Α ύγουστον, ο Ι ο υ σ τ ιν ια ν ό ς π ροσφ έρ ει έναν δ ίσ κ ο σ το ν ναό το υ Α γίου Β ιτ α λ ίο υ σ τ η Ρ αβ έννα. Σ τ έ κ ε τ α ι π ίσ ω α π ό τον επ ίσ κ ο π ο Μ α ξ ιμ ια ν ό κ α ι δυο δια κόνους π ου προπ ορεύοντα ι. Η τ α υ τ ό τη τ α τω ν υπ όλοιπ ω ν εικ ο νιζο μ ένω ν έχει π ρ ο κ α λ έ σ ε ι π ολλές σ υ ζη τή σεις. Ο γενειοφ όρος άνδρας σ τ α α ρ ισ τ ε ρ ά το ν Ιο υ σ τ ιν ια ν ό ν ίσ ω ς να ε ίν α ι ο σ τ ρ α τη γ ό ς Β ελ ισ α ά ρ ιο ς. Ψ ηφ ιδω τό, π ε ρ ίπ ο υ 545 μ.Χ.
CYRIL MANGO
Η Ύστερη Αρχαιότητα αγκαλιάζει ολόκληρο τον ρωμαϊκό κόσμο, λατινικό και ελληνικό. Περιλαμβάνει τη Ρώμη, το Μιλάνο, τους Τρεβήρους, τη Ραβέννα, την Καρχηδόνα, αλλά και την Κωνσταντινούπολη, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Έφεσο. Εκπροσωπείται τόσο, από τον άγιο Αυγουστίνο όσο και από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, από τον Αμβρόσιο όσο και από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, από τον Αμμιανό όσο και από τον Προκόπιο. Αν εξαιρέσει κανείς τη γλωσσική ανομοιομορφία, το πολιτιστικό περιβάλλον της Ύστερης Αρχαιότητας ήταν σχετικά ομοιογενές. Είναι αλήθεια ότι το γλωσσικό σχίσμα στους κόλπους της αριστοκρατίας ήταν κάπως βαθύτερο απ’ ό,τι στις μέρες του Κικέρωνα (ο Αυγουστίνος γνώριζε λίγα ελληνικά, ενώ στην Ανατολή ελάχιστοι ήταν εκείνοι που σταμάτησαν να μαθαίνουν έστω και κάποια στοιχειώδη λατινικά), αλλά ένα ποσοστό πολιτιστικής επικοινωνίας δια τηρήθηκε, η εκπαίδευση της αριστοκρατίας βασίστηκε στις ίδιες αρχές και μεταφράσεις γίνονταν και στις δύο γλώσσες. Ο Αμμιανός, Έλληνας στην καταγωγή, επέλεξε να συγγράψει στα λατινικά. Στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, η γνώση της λατινικής ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την παρακολούθηση νομικών σπουδών και την ανάληψη υπηρεσίας σε ορισμένους τομείς της κεντρικής διοίκησης μέχρι και το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα. Το πιο έγκυρο εγχειρίδιο λατινικής γραμματικής, το έργο Institution's του Πρισκιανού, γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπως επίσης ο Θεοδοσιανός και ο Ιουστινιάνειος Κώδικας. Η Ύστερη Αρχαιότητα προσέφερε το πολιτιστικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν τόσο η Μεσαιωνική Δύση όσο και η Μεσαιωνική Ανατολή. Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι δύο κόσμοι ακολού θησαν στη συνέχεια εντελώς διαφορετικές πορείες ή, με άλλα λόγια, γιατί το Βυζάντιο, το οποίο αποτελούσε αναμφισβήτητα μέρος της Ευ ρώπης, παρεξέκλινε από αυτό που, σωστά ή όχι, θεωρούμε ως την κεντρι κή οδό της ευρωπαϊκής προόδου. Τούτο δεν είναι ένα ερώτημα που θα απασχολήσει άμεσα το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά ο προβληματισμένος αναγνώστης θα επιθυμούσε μάλλον να το έχει κατά νου. Η χρονική στιγμή του τέλους του Βυζαντίου έχει προκαλέσει πολύ λιγότερες συζητήσεις, αφού αυτή τοποθετείται ομόφωνα στην 29η Μα'ίου 1453, ημέρα Τρίτη. Η αυλαία πέφτει καθώς οι Γενίτσαροι περνούν μέ σα από το χάλασμα των χιλιόχρονων Θεοδοσιανών τειχών και ένα υ περφυσικό φως ανεβαίνει από τον τρούλο της Αγίας Σοφίας προς τον ουρανό. Εάν θεωρήσουμε το Βυζάντιο ως κράτος, δηλαδή ως ανεξάρτη τη πολιτική οντότητα, τότε το έτος 1453 αποτελεί πράγματι το αναγκα στικό και δραματικό τέλος. Εάν όμως ακολουθήσουμε την άποψη του Arnold Toynbee και ορίσουμε το Βυζάντιο περισσότερο ως πολιτισμό παρά ως κράτος, η ιστορία δεν τελειώνει σε αυτή τη χρονική στιγμή.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Διευρύνεται γεωγραφικά για να αγκαλιάσει όλες τις ορθόδοξες χώρες —Ρωσία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, καθώς και τον υπόδουλο ελλη νισμό— και εκτείνεται χρονικά, εάν όχι μέχρι σήμερα, τουλάχιστον μέχρι το 1800, όταν η εξάπλωση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και του ευρωπαϊκής εμπνεύσεως εθνικισμού υπονόμευσαν οριστικά αυτό που ακόμα αναγνωριζόταν ως βυζαντινός τρόπος ζωής. Απομένει να γραφτεί μια ιστορία για το Β υ ζά ντιο μ ε τά το Β υζά ντιο (B yzance apres B yzance), για να παραπέμψουμε στον τίτλο του γνωστού έργου του Nicolae Iorga (1935), που θα λάβει υπόψη της όλες τις πολυσύνθετες τοπικές ιδιαιτε ρότητες. Είμαστε σε θέση να εξιστορήσουμε τα όσα συνέβησαν στο Βυζάντιο, επειδή υπήρχε μια (λιγότερο ή περισσότερο) συνεχής βυζαντινή ιστοριο γραφική παράδοση, διατυπωμένη σε πολύ γενικές γραμμές για ορισμένες περιόδους ή με περισσότερες λεπτομέρειες για άλλες. Το είδος αυτής της ιστοριογραφίας και ο βαθμός στον οποίο διασώθηκε καθορίζουν την έκτα ση των γνώσεών μας. Σε ό,τι αφορά το είδος της, μπορεί να χωριστεί σε τρεις κατηγορίες: στην κλασικίζουσα ιστοριογραφία (που σε τελευταία ανάλυση βασίστηκε σε πρότυπα όπως ο Θουκυδίδης και ο Πολύβιος), στη χρονογραφία και στην εκκλησιαστική ιστορία. Η «ιστορία» είχε ως κύριο στόχο να εκθέσει με τρόπο λογικό και ξεκάθαρο όλα εκείνα τα γεγονότα τα οποία ο συγγραφέας είχε (κατά προτίμηση) βιώσει προσωπικά: συ νεπώς η διήγηση περιοριζόταν σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό πλαίσιο. Η χρονογραφία, που είχε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, έτεινε προς το άλλο άκρο: γραμμένη στο καθημερινό γλωσσικό ιδίωμα, είχε σκοπό να εξιστορήσει όλα όσα είχαν συμβεί από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι την εποχή του συγγραφέα. Οι αναφορές της στα γεγονότα ήταν οργανω μένες χρονολογικά, συνήθως σύντομες, και δεν παρουσίαζαν τα γεγονότα σε αιτιώδη συνάφεια. Η χρονογραφία αντιμετωπιζόταν κυρίως ως ηθι κοπλαστικό παρά ως λογοτεχνικό έργο, γεγονός που σημαίνει ότι στα διακά εμπλουτιζόταν και επανακυκλοφορούσε, ενώ οι παλαιότερες εκδο χές της συχνά παραμερίζονταν. Η εκκλησιαστική ιστορία, που ως είδος εμφανίστηκε το 300 μ.Χ. με τον Ευσέβιο Καισαρείας, επικεντρωνόταν σε ζητήματα διαδοχής επισκόπων και ιδιαίτερα σε δογματικές διαμάχες, συμπεριλαμβάνοντας όμως και κάποια κοσμικά γεγονότα. Είχε το μο ναδικό χαρακτηριστικό να περιλαμβάνει αποσπάσματα από πρωτότυπα επίσημα κείμενα γεγονός που την καθιστούσε το πιο λόγιο ανάμεσα στα προσφερόμενα είδη ιστοριογραφίας. Δυστυχώς, η εκκλησιαστική ιστορία σε ελληνική γλώσσα σταμάτησε να γράφεται περί το 600 μ.Χ. Στον βυζαντινό κόσμο δεν υπήρξαν παρά ελάχιστα τοπικά ή μοναστικά χρονι κά, σαν εκείνα που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα στη Δύση.
CYRIL MANGO
Τα χίλια χρόνια του Βυζαντίου καλύπτονται άνισα στη σωζόμενη ιστοριογραφία. Ορισμένες περίοδοι, όπως η σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού (361-363) ή η πιο μακροχρόνια του Ιουστινιανού (527-565), φωτί ζονται επαρκώς· άλλες παραμένουν σκοτεινές. Κατά περίεργο τρόπο, ο 4ος και ο 5ος αιώνας, συμπεριλαμβανομένης και της βασιλείας του Κωνσταντίνου, παρουσιάζονται πολύ φτωχά σε όλες τις σωζόμενες α φηγηματικές πηγές, εκτός των εκκλησιαστικών ιστοριών. Ο 7ος και ο 8ος αιώνας είναι ως γνωστόν ιδιαίτερα σκοτεινοί, αλλά ακόμη και ο 9ος αιώνας, —εποχή που η αυτοκρατορία άρχιζε να αναρρώνει από τις κακοτυχίες της— εξιστορείται σε κείμενα που συντάχθηκαν 100 χρόνια μετά τα διαδραματιζόμενα γεγονότα. Τα ιστορικά στοιχεία πληθαίνουν μετά τα μέσα του 10ου αιώνα περίπου και είναι άφθονα την εποχή των Παλαιολόγων, μία από τις λιγότερο σπουδαίες περιόδους της βυζαντινής ιστορίας. Εκτός από την άνιση πραγμάτευση, οι αφηγηματικές πηγές περιέ χουν συχνά αρκετές παραποιήσεις εξαιτίας τόσο των θεολογικών όσο και των δυναστικών σκοπιμοτήτων. Οι αιρετικοί αυτοκράτορες συνήθως δυσφημούνται, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις του μονοθελήτη Κώνσταντος Β (641-668) και των εικονομάχων αυτοκρατόρων, παρόλο που αυτοί αγωνίστηκαν γενναία και με επιτυχία για τη διατήρηση της αυ τοκρατορίας, ενώ η λιγότερο αξιόλογη βασιλεία της Ειρήνης (780-802) παρουσιάζεται με λαμπρά χρώματα, επειδή η αυτοκράτειρα πρωτοστά τησε στην παλινόρθωση της ορθοδοξίας. 0 Νικηφόρος Α' (802-811), ένας πανέξυπνος μεταρρυθμιστής, αμαυρώνεται επειδή ανέτρεψε την Ειρήνη. Ο Μιχαήλ Γ' (842-867), ειδικότερα, μεταμορφώνεται σε άλλον Νέρωνα, μέθυσο και ακόλαστο, για να δικαιολογηθεί η δολοφονία του από τον Βασίλειο Α', ιδρυτή της μακρόβιας «μακεδονικής» δυναστείας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η διαστρέβλωση είναι τόσο εκτεταμένη, ώστε πιθανότατα δεν θα μάθουμε ποτέ τα πραγματικά γεγονότα. Όλα τα είδη της βυζαντινής ιστοριογραφίας δείχνουν ιδιαίτερο ενδια φέρον για τις πράξεις των αυτοκρατόρων και των στασιαστών, τη διε ξαγωγή των πολέμων, το παρασκήνιο της Αυλής και τις διχόνοιες ανά μεσα στους επισκόπους. Αναπόφευκτα, όλα αυτά αποτελούν το υλικό της βυζαντινής ιστορίας όπως αυτή γράφεται σήμερα. Φυσικά, υπάρχουν και άλλες πηγές που προσφέρουν ορισμένες περιστασιακές πληροφορίες, όπως τα αυτοκρατορικά διατάγματα, οι Βίοι αγίων (ένα ιδιαίτερα γόνι μο, αν και τυποποιημένο και συχνά ψευδολόγο λογοτεχνικό είδος), η επιστολογραφία, οι αποφάσεις των συνόδων, τα αντιρρητικά συγγράμ ματα, οι δημόσιες αγορεύσεις, η ποίηση και, βέβαια, η ιστοριογραφία σε μη ελληνική γλώσσα —στη λατινική, την αραβική, τη συριακή, την αρμενική. Ακόμη όμως και αφού λάβουμε υπόψη όλο αυτό το ετερόκλητο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
υλικό, στο προσκήνιο εξακολουθεί να παραμένει η ιστορία των αυτοκρατόρων, των δολοπλοκιών και των μαχών. Αυτό το είδος της αφήγησης συγκινεί αρκετούς αναγνώστες ακόμα, αλλά οι περισσότεροι επαγγελματιες ιστορικοί, όποια και αν είναι τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τους, θα προτιμούσαν μια διαφορετική αφήγηση που θα αποκάλυπτε τους κρυμ μένους μηχανισμούς —οικονομικούς, κοινωνικούς και δημογραφικούς— οι οποίοι υποκίνησαν τη γεγονοτολογική ιστορία (histoire even em en tielle), τη μόνη που γίνεται αντιληπτή. Από το να ερευνήσει κανείς εάν ο Μιχαήλ Γ' ήταν μέθυσος ή όχι, περισσότερο διδακτικό θα ήταν να εξηγήσει τους παράγοντες που καθόρισαν την αναγέννηση της αυτοκρατορίας τον 9ο αιώνα. Εάν από αυτήν την άποψη η βυζαντινή ιστοριογραφία φαίνεται ως ο πιο οπισθοδρομικός τομέας των μεσαιωνικών σπουδών, το λάθος δεν έγκειται στους θεράποντές της. Η λεπτομερέστατη γνώση που έχουμε για την κοινωνία και την οικονομία της Δυτικής Ευρώπης οφείλεται κυρίως σε έγγραφα που έχουν διασωθεί κατά χιλιάδες —καταστατικοί χάρτας, αρχεία ενοριών, φορολογικοί κατάλογοι, διαθήκες, συμβόλαια κ.λπ. Για το Βυζάντιο διαθέτουμε μόνο μικρούς θύλακες εγγράφων, εξαιρώντας βεβαίως τις πλούσιες αλλά μυστηριώδεις μαρτυρίες τις οποίες προσφέρουν οι αιγυπτιακοί πάπυροι μέχρι και την αραβική κατάκτιηση. Από τους Μέσους Χρόνους σώζονται μόνο ορισμένα μοναστικά αρχεία που αφορούν τη γαιοκτησία (κυρίως από το Άγιον Όρος, τη νότια Ιταλία, τη Χίο, την Πάτμο και λίγα από τη Μικρά Ασία), ένας μικρός αριθμός καταστατικών ίδρυσης μονών (τυπικά), ιταλικά έγγραφα που αναφέρονται στο εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου, ένας κατάλογος των υποθέσεων που εκδίκασε το Πατριαρχείο τα έτη 1315-1402, και ελάχιστα ακόμα στοιχεία. Ελάχιστες είναι οι ελπίδες ότι αυτό το πε νιχρό και τυχαίο υλικό θα αυξηθεί κάποτε, ενώ παράλληλα είναι αδύνα τον να αποκατασταθεί η έλλειψη —σχεδόν απόλυτη— λίθινων επιγρα φών, οι οποίες αποτελούν μια τόσο πλούσια πηγή πληροφοριών για την κοινωνία, τους θεσμούς και τη θρησκεία της κλασικής αρχαιότητας. Σε αντίθεση με τα λίγα διασωθέντα έγγραφα, υπάρχει αρκετά μεγά λος αριθμός μολυβδοβούλλων (περίπου 50.000) αρχικά συνημμένων σε έγγραφα τα οποία έχουν αρχίσει να δημοσιεύονται και να χρησιμοποιού νται ως ιστορικές πηγές. Οι πληροφορίες που μας παρέχουν περιορίζο νται κυρίως σε ονόματα και τίτλους, αλλά ενίοτε δίνουν στοιχεία και για άλλους τομείς, π.χ. για το εμπόριο —αυτό συμβαίνει με τις σφραγίδες των κομμερκιαρίων (com m ercia rii ), εάν δεχθούμε ότι αυτοί ήταν υπάλλη λοι των τελωνείων (για μια διαφορετική άποψη βλ. παρακάτω, σελ. 202). Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη μελέτη της νομισματικής είναι επίσης εξαιρετικά. Ο ιστορικός του Βυζαντίου μαθαίνει να άξιο-
2g
CYRIL MANGO
ποιεί πληροφορίες όπως η καθαρότητα του μετάλλου των νομισμάτων, η σχεδόν παντελής απουσία μικρών υποδιαιρέσεων κατά τη διάρκεια των «σκοτεινών αιώνων», η γεωγραφική κατανομή και σύνθεση των νομι σματικών θησαυρών, καθώς και η σημασία της εύρεσης βυζαντινών νομισμάτων πέρα από τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Τέλος, υπάρχει και η αρχαιολογία, η οδός που υπόσχεται τα μέγιστα στην ενδεχόμενη διεύρυνση των γνώσεών μας. Χάρη στην αρχαιολογία έχουμε ήδη κερδίσει αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε απτή αναπαράσταση της αστικής ζωής στην Ύστερη Αρχαιότητα σε πολλά κέντρα της ανατολικής αυτοκρατορίας —σε ορισμένα πολύ σημαντικά, όπως η Έφεσος, σε άλλα μεσαίας σπουδαιότητας, όπως οι Στόβοι στη Μακεδονία ή η Σκυθόπολη στην Παλαιστίνη, αλλά και σε ορισμένα ελάσσονος σημασίας, όπως το Ανεμούριο στην Ισαυρία. Οι πόλεις αυτές είχαν ένα κλασικό παρελθόν και ο πρωταρχικός στόχος της ανασκαφής τους ήταν η αποκάλυψη αρχαίων μνημείων, ελληνικών, ελληνιστικών ή αυτοκρατορικών ρωμαϊκών. Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, παρατη ρήθηκε ότι η ρωμαϊκή τους φάση επεκτείνεται και στην Ύστερη Αρχαιό τητα καθώς οι ναοί και τα γυμνάσια εγκαταλείπονται ή αλλάζουν χρήση, ναοί και επισκοπικά μέγαρα κτίζονται, ενώ λουτρά και θέατρα εξακο λουθούν να λειτουργούν. Αυτό που βλέπει ο σημερινός επισκέπτης στην Έφεσο είναι η πόλη όπως ήταν επί Ιουστινιανού. Γνωρίζουμε λιγότερα για τα χωριά, αν και αυτά της Βόρειας Συρίας, τα οποία κτίστηκαν τόσο στέρεα όσο και οι πόλεις και συνεχίζουν να υφίστανται μέχρι σήμερα, έχουν προσελκύσει σε ικανό βαθμό το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων. Αντιθέτως, η αρχαιολογία του μεσαιωνικού Βυζαντίου παραμένει κα τά μεγάλο μέρος άγνωστη. Από τις τέσσερις πόλεις που αναφέραμε ως παραδείγματα, οι Στόβοι και το Ανεμούριο δεν είχαν μεσαιωνικές φά σεις, ενώ η Σκυθόπολη πέρασε, βέβαια, στους Άραβες. Μόνο η Έφεσος επέζησε ως βυζαντινή πόλη, αλλά είναι σχεδόν αδύνατον να τη φαντα στούμε, με εξαίρεση τα περιορισμένα τείχη και τον συρρικνωμένο κα θεδρικό ναό της. Η πόλη ενσωμάτωσε πολλά από τα εναπομείναντα ερείπια και φαίνεται ότι τα σπίτια κτίζονταν από απλά και φτηνά υλικά. Περιμένουμε να βρούμε διάσπαρτες μικρές εκκλησίες και πολλές μονές, αλλά μόνο μία ή δύο είναι ορατές. Για μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα μιας βυζαντινής πόλης θα πρέπει να στραφούμε στην Κόρινθο και στην Αθήνα, ή και στη Χερσώνα της Κριμαίας, αλλά ακόμη και τότε δεν θα είναι εφικτή μια κατανοητή συνολική θεώρηση. Η έλλειψη μνημειακότητας και η προχειρότητα των οικοδομών δεν αποκλείουν την ύπαρξη έντονης οικονομικής δραστηριότητας αλλά αναμφίβολα δεν κεντρίζουν το ενδιαφέρον του αρχαιολόγου. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι μια μέρα η πραγματικότητα του μεσαιωνικού Βυζαντίου θα αποκαλυφθεί με
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
πιο ολοκληρωμένο τρόπο από την αρχαιολογική σκαπάνη, και όχι μόνο με τη διαμεσολάβηση των γραπτών πηγών. «Μεγαλειώδες Βυζάντιο [...] όπου τίποτα δεν αλλάζει», έγραψε ο Yeats. Αυτή η άποψη αποτελεί πλάνη, την οποία οι ιστορικοί προσπαθούν να ανατρέψουν εδώ και αρκετό καιρό. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το Βυζάντιο άλλαξε —κοινωνικά, οικονομικά, στρατιωτικά, τόσο εξαιτίας μιας εσωτερικής δυναμικής όσο και εξαιτίας της ανάγκης να ανταποκριθεί σε συνεχείς εξελίξεις πέραν των συνόρων του. Δεν είναι εύκολο, ωστόσο, να περιγράψει κανείς σωστά και να κατανοήσει τη φύση αυτών των αλλαγών. Παλαιότερα, για παράδειγμα, θεωρούσαμε ότι η «υγιής» κατάσταση της αυτοκρατορίας κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα οφειλόταν στην επικράτηση εγγείων κτήσεων μικρού μεγέθους, με ιδιοκτήτες ρωμαλέους στρατιώτες που υπεράσπιζαν τη χώρα τους όταν δεν καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, και ότι αυτό το εξαίρετο σύστημα ανατράπηκε από την οικειοποίηση των μικρών ιδιοκτησιών από άπληστους ισχυρούς, γεγονός που οδήγησε στην ηθική κατάπτωση και στη γενικότερη παρακμή του 11ου αιώνα. Οι αυτοκράτορες του 10ου αιώνα προσπάθησαν βέβαια με τη νομοθεσία τους να περιορίσουν την καταπάτηση των αγροτικών κοινοτήτων από τους ισχυρούς, αλλά πόσο εκτεταμένο και σημαντικό για την οικονομία ήταν το καθεστώς των μικρών ιδιοκτησιών; Πώς εξηγείται ότι, το 860 περίπου, η χήρα Δανιηλίς κατείχε, όπως λέγεται, «ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της Πελοποννήσου», συμπεριλαμβανομένων και πολλών εκατοντάδων σκλά βων; Γιατί η οικονομική δραστηριότητα ήταν ολοφάνερα πιο έντονη και ο πλούτος μεγαλύτερος κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα απ’ ό,τι σε προηγούμενες περιόδους; Οδηγήθηκε το Βυζάντιο σε οικονομική αυτο κτονία με τη μεταβίβαση του διεθνούς θαλάσσιου εμπορίου στις ιταλι κές δημοκρατίες ή μήπως η αυτοκρατορία ωφελήθηκε από αυτή τη διευθέτηση; Το είδος των πηγών που διαθέτουμε δεν μας επιτρέπει να δώσουμε ξεκάθαρη απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις και είναι σίγουρο ότι η έρευνα αυτών των ζητημάτων θα συνεχιστεί για πολύ καιρό ακό μα. Ας ελπίσουμε ότι κάποτε θα αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη οικο νομική ιστορία της αυτοκρατορίας, στην οποία οι μαρτυρίες τόσο των γραπτών πηγών όσο και της αρχαιολογίας θα αντιμετωπίζονται με τη δέουσα σημασία. Από μία άποψη, ωστόσο, ο Yeats είχε δίκιο. Όσες αλλαγές και αν έγιναν κάτω από την επιφάνεια, η αυτοκρατορία εξακολούθησε να προ βάλλει ένα προσωπείο επιμελώς αναλλοίωτο, το οποίο αποτελούσε ου σιαστικό στοιχείο της μυστηριώδους γοητείας της. Ήταν καθήκον του αυτοκράτορα, σύμφωνα με τον ιστορικό Ζωναρά την περίοδο των Κο-
31
32
C Y R IL MANGO
μνηνών, «να διατηρήσει, τις αρχαίες συνήθειες της πολιτείας». Εάν κά ποιος ζούσε, λόγου χάρη, τον 9ο ή τον 10ο αιώνα, δεν χρειαζόταν να είναι διανοούμενος για να ξέρει ότι το παρελθόν —όχι το απόμακρο παγανιστικό παρελθόν, αλλά το χριστιανικό παρελθόν της 'Ύστερης Αρχαιό τητας— ήταν πιο ένδοξο από το παρόν. Αρκούσε να δει κάποιος την Αγία Σοφία για να καταλάβει ότι ένα τόσο καταπληκτικό τεχνολογικό επίτευγμα δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί, και το ότι ο Ιουστινιανός κατόρθωσε να το εκτελέσει με υπερφυσική βοήθεια. Το παρελθόν επι κύρωνε το παρόν και έπρεπε συνεχώς να προβάλλεται μέσω μιας δια δικασίας που ονομαζόταν παλινόρθωση, αποκατάσταση η ανανέωση, και όχι μέσω οποιαδήποτε ριζικής αλλαγής (κ α ινο το μ ία ς, νεω τερισμόν), η οποία ήταν ανατρεπτική και επικίνδυνη. Γι’ αυτόν τον λόγο, σε επίσημες περιστάσεις ο αυτοκράτορας δειπνούσε σε μια αίθουσα την Οποία φέρε ται να είχε κτίσει ο Μέγας Κωνσταντίνος, μισοξαπλωμένος σε ανάκλι ντρο όπως γινόταν στην αρχαιότητα, και παρακολουθούσε στις καλένδες του Ιανουάριου μια παράσταση «Γότθων» χορευτών, αν και κανένας δεν θυμόταν πια την ύπαρξη των Γότθων. Κατ’ ανάλογο τρόπο, οι αξιωματούχοι της μεσοβυζαντινής αυτοκρατορικής αυλής έφεραν ρωμαϊκούς τίτλους, όπως ύπατος, πατρίκιος, μάγιστρος, κοιαίστωρ, και ελάμβαναν ως διακριτικά της εξουσίας τους τέτοια απαρχαιωμένα αντικείμενα ό πως πόρπες, ελεφάντινα δίπτυχα και χρυσά περιλαίμια, όμοια με εκείνα που φορούσαν οι αξιωματικοί του στρατού στην 'Ύστερη Αρχαιότηταστα νομίσματα δε, διατηρήθηκαν για αρκετό καιρό κάποιες σχεδόν α κατανόητες λατινικές επιγραφές, παρότι η λατινική γλώσσα είχε πάψει να χρησιμοποιείται προ πολλού. Η επίπλαστη σταθερότητα της αυτοκρατορίας συναγωνίστηκε την ασυνήθιστη μακροζωία της. Το Βυζάντιο υπήρξε πραγματικά το μόνο οργανωμένο κράτος δυτικότερα της Κίνας που διέθετε αδιάλειπτη ιστο ρική πορεία από την αρχαιότητα μέχρι την αυγή της σύγχρονης εποχής. Η μακροζωία του είναι όντως το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του. Οπωσδήποτε, θα μπορούσε να είχε καταρρεύσει εύκολα σε αρκετές πε ριπτώσεις, ιδιαίτερα το 626 για παράδειγμα, όταν η Κωνσταντινούπολη παραλίγο να πέσει στα χέρια των Αβαρών και των Περσών, ή το 717-18, όταν μια ισχυρή επίθεση των Αράβων εναντίων της Πόλης απέτυχε, εξαιτίας μάλλον ενός αναπάντεχα δριμέως χειμώνα και της βοήθειας που έλαβαν οι επιτιθέμενοι από τους Βουλγάρους, ή τέλος το 1090-1, όταν η ξαφνική παρέμβαση νομάδων Κουμάνων απέτρεψε τη θανάσιμη απειλή Πετσενέγγων και Τούρκων. Αλλά ακόμη και νωρίτερα, κατά τη διάρ κεια του 5ου αιώνα, το ανατολικό μισό της αυτοκρατορίας θα μπορούσε να είχε περιέλθει στον έλεγχο Γερμανών πολεμάρχων, με συνέπειες που δεν μπορούν να υπολογιστούν τώρα. Αληθεύει, εξάλλου, ότι η σύμβαση
I
I
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
του να μιλάει κανείς για Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέχρι και το 1453 αποκρύπτει την ολοφάνερη κατάλυση της αυτοκρατορικής αρχής το 1204 ή μάλλον ορισμένες δεκαετίες πριν τη μοιραία αυτή ημερομηνία. Ακόμα όμως και αν η αυτοκρατορία επέζησε εννέα και όχι έντεκα αιώνες, το γεγονός εξακολουθεί να είναι αξιοσημείωτο και δηλώνει ότι το κράτος ήταν σε θέση να αποσπάσει την αφοσίωση ή τη συγκατάθεση των κα τοίκων του, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν τους φόρους τους, να υπηρετήσουν στον στρατό (τουλάχιστον μέχρι τον 11ο αιώνα) και να σεβαστούν την εξουσία του αυτοκράτορα. Είναι ίσως περισσότερο αξιοσημείωτο ότι μέχρι και το τέλος του 12ου αιώνα η αυτοκρατορία δεν υπέστη κατακερματισμό, όπως συνέβη στο γειτονικό χαλιφάτο των Αββασιδών. Τπήρξαν βέβαια αρκετές επανα στάσεις, αλλά είχαν ως στόχο την κατάληψη του θρόνου και όχι την απόσπαση ενός συγκεκριμένου εδαφικού τμήματος. Κανένας τολμηρός στρατηγός δεν σκέφτηκε ποτέ να ανακηρύξει μια ανεξάρτητη Καππα δοκία. Τα πρώτα αυτονομιστικά κινήματα κάνουν την εμφάνισή τους μόνο κατά την περίοδο των Κομνηνών, όταν η ιδέα του μοναδικού κρά τους αρχίζει να διαβρώνεται σταδιακά από την πρακτική της διανομής των αυτοκρατορικών γαιών τόσο σε μέλη του βασιλικού οίκου όσο και σε ξένους μισθοφόρους. Ο εδαφικός κατακερματισμός της αυτοκρατορίας, που επιταχύνθηκε κατά την Δ' Σταυροφορία, στην πραγματικότητα είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Η συνεκτικότητα της αυτοκρατορίας μέχρι και τον 12ο αιώνα προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση, εάν λάβουμε υπόψη την εθνολογική ποικιλία της. Για τη σύσταση και τη γεωγραφική κατανομή των συστα τικών πληθυσμιακών ομάδων της μπορούμε να μιλήσουμε μόνο σε γε νικές γραμμές, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δίπλα στο παλιό γη γενές στοιχείο υπήρχαν πολυάριθμοι Σλάβοι (σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο), Καυκάσιοι (Αρμένιοι, Γεωργιανοί και Λαζοί) και διάφοροι άλλοι Ανατολίτες, κυρίως Σύροι, Τούρκοι και χριστιανοί Άραβες. Μι κρότερες ομάδες πληθυσμού αποτελούσαν οι Ιουδαίοι, Αθίγγανοι, νομά δες Βλάχοι, καθώς επίσης δυτικοί ταξιδιώτες και τυχοδιώκτες. Η γνω στή αυτοκρατορική πρακτική της μεταφοράς ολόκληρων πληθυσμών για να αντιμετωπιστεί το δημογραφικό έλλειμμα της μιας ή της άλλης περιοχής (π.χ. στην Πελοπόννησο περί το 800) περιέπλεκε ακόμη πε ρισσότερο την εικόνα. Από τις εθνικές ομάδες, αυτή των Σλάβων, ίσως η πολυπληθέστερη, είχε τη μικρότερη επίδραση στη σύνθεση της αρι στοκρατίας, ενώ οι Καυκάσιοι αντιπροσωπεύονταν τόσο έντονα, ώστε είχαν σχεδόν καταλάβει την αυτοκρατορία την εποχή του μεσαιωνικού μεγαλείου της, εφοδιάζοντάς την με αυτοκράτορες και αυτοκρατειρες (ο Λέων Ε', η σύζυγος του Θεόφιλου, Θεοδώρα, και οι ισχυροί συγγενείς
33
CYRIL MANGO
της, ο Βασίλειος Α' και οι απόγονοί του, ο Ρωμανός Α', ο Ιωάννης Α' Τζιμισκής), με σημαίνοντες υπουργούς, όπως ο Στυλιανός Ζαούτσης την περίοδο της βασιλείας του Λέοντος ΣΤ', με πληθώρα στρατιωτικών διοικητών και πολλούς από τους ισχυρούς γαιοκτήμονες με επώνυμα όπως Φωκάς (τουλάχιστον εν μέρει), Σκληρός, Κουρκούας, Κρινίτης, Μωσηλέ, Βούρτζης, Ταρωνίτης, Τορνίκιος κ.λπ. Μελέτες γενικού χαρακτήρα δεν πρόκειται να μας βοηθήσουν να κα ταλάβουμε για ποιο λόγο αυτό το συνονθύλευμα εθνοτήτων αυτοπροσδιοριζόταν μέσω της αυτοκρατορίας. Μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις ίσως μας διαφωτίσουν περισσότερο. Στην περίπτωση του Κεκαυμένου, για παράδειγμα, έχουμε έναν συνταξιούχο στρατιωτικό αρμενογεωργιανής καταγωγής μ’ ένα φαινομενικά καθ’ όλα ελληνικό όνομα («ο καμέ νος»). Οι πρόγονοί του είχαν υπηρετήσει την αυτοκρατορία, αν και όχι πάντα πιστά, για τουλάχιστον τέσσερις γενιές. Έχοντας μέτρια μόρφω ση, συνέγραψε περί το 1070 το περίφημο έργο του με τίτλο Σ τ ρ α τ η γ ικ ό ν , ένα από τα πιο αποκαλυπτικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου. Ο Κεκαυμένος έχει να πει αρκετά σχετικά με την υπακοή στον αυτοκράτορα, την οποία συστήνει. «Κανένας», γράφει, «δεν τόλμησε ποτέ να στασιά σει εναντίον του αυτοκράτορα και της ρωμαϊκής αρχής, με σκοπό να ανατρέψει την ειρήνη, χωρίς να καταστραφεί τελικά ο ίδιος. Γ ι αυτόν τον λόγο σας ικετεύω, αγαπημένα μου τέκνα, να παραμείνετε στο πλευρό του αυτοκράτορα και στην υπηρεσία του: γιατί ο αυτοκράτορας στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως είναι πάντα ο νικητής». Η νομιμοφρο σύνη, με άλλα λόγια, υπαγορευόταν από τη σύνεση: η ανταρσία ήταν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη. Ωστόσο, ο Κεκαυμένος δεν ήταν πάντα υπέρμαχος του αυτοκρατορικού ιδεώδους, ούτε επιθυμούσε την επέκταση της αυτο κρατορίας εις βάρος άλλων. Απευθυνόμενος σε «τοπάρχες» (κυβερνήτες αυτόνομων πριγκιπάτων στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας), τους προ τρέπει να διατηρήσουν κάποια απόσταση, διαφορετικά ο αυτοκράτορας θα αρπάξει τις ιδιοκτησίες τους χωρίς καν να τους ευχαριστήσει. Μερικά χρόνια μετά τον Κεκαυμένο, ένας ακόμα Γεωργιανός κοντοτιέρος, ο Γρηγόριος Πακουριανός, ο οποίος είχε υπηρετήσει πιστά την αυτοκρατορία, είχε αναρριχηθεί στο πολύ σπουδαίο αξίωμα του «μεγά λου δομεστίκου της Δύσεως» και είχε ανταμειφθεί με τεράστιες εκτά σεις γης, ίδρυσε το μοναστήρι του Backovo στη σημερινή Βουλγαρία (1083). Αυτός, παρότι διακηρύττει την ακλόνητη πίστη του στη θρησκεία των Ελλήνων, απαγορεύει επισήμως τη συμμετοχή Ελλήνων μοναχών ή ιερωμένων στο μοναστήρι του, επειδή οι Έλληνες είναι άπληστοι και αναξιόπιστοι. Ο Πακουριανός πέθανε πολεμώντας για την αυτοκρατο ρία, αλλά ποτέ δεν έμαθε να βάζει την υπογραφή του στα Ελληνικά (υπέγραφε Αρμένικα).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Θεωρούμε ότι και τα δύο προαναφερθέντα παραδείγματα είναι αρκετα χαρακτηριστικά. 0 Κεκαυμένος, αν και είχε συναίσθηση της καταγωγής του, είχε σχεδόν αφομοιωθεί, ενώ ο Πακουριανός, που δεν είχε ακόμα μπει σε αυτή τη διαδικασία, ήταν ένας ξένος ανάμεσα σε Έλληνες, τους οποίους αντιμετώπιζε με μεγάλη δυσπιστία. Ενώ οι.συγκεκριμένοι απο δείχθηκαν νομιμόφρονες, είναι σίγουρο ότι αρκετοί Αρμένιοι ευγενείς που επανεγκαταστάθηκαν στην Καππαδοκία μετά την προσάρτηση του βασιλείου τους στην αυτοκρατορία (1045) έτρεφαν βαθιά απέχθεια για το Βυζάντιο, όπως στην περίπτωση του εκθρονισμένου βασιλιά Κακικιου Β', ο οποίος διέταξε να εκτελέσουν τον Έλληνα μητροπολίτη Καισαρείας όταν έμαθε ότι ο τελευταίος είχε το θράσος να ονομάσει τον σκύλο του Αρμένη. Στη δυσαρέσκεια τέτοιων ευγενών οφείλεται, κατά πάσα π ι θανότητα, και η ταχύτατη κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους, οι οποίοι κατάφεραν σε 10 χρόνια αυτό που οι Άραβες δεν μπόρεσαν να επιτύχουν στη διάρκεια δύο αιώνων. Το 1071, ο Σουλεϊμάν ιμπν Κουτλουμούς εγκαταστάθηκε στη Νίκαια και έκανε επιδρομές στις ακτές του Βοσπόρου. Ο στρατηγός Τατίκιος, τον οποίο ο Αλέξιος Α' έστειλε εναντίον του, ήταν επίσης Τούρκος. Τπό μια ευρύτερη οπτική, το τέλος του 11ου αιώνα αποτέλεσε για το Βυζάντιο ένα ιδιαίτερα σημαντικό σημείο καμπής. Εάν κοιτάξουμε στη Δύση, θα δούμε ότι η υπό εξέταση περίοδος οδήγησε στην αποκαλούμενη Αναγέννηση του 12ου αιώνα —δηλαδή στην εποχή των πρώτων γοτθι κών ναών, των πανεπιστημίων, του επιστημονικού ορθολογισμού και της αναζωογόνησης, μεταξύ άλλων, των νομικών σπουδών και της δημώδους ποίησης. Είναι ξεκάθαρο ότι παρόμοιες τάσεις είχαν αρχίσει να εμφα νίζονται και στο Βυζάντιο: έμποροι εισέρχονταν στην άρχουσα τάξη (που με κάποια ασάφεια αποκαλούνταν «σύγκλητος»), οι νομικές σπουδές προωθούνταν έστω και προσωρινά, ποιητικά έργα στη δημώδη γλώσσα έκαναν δειλά την εμφάνισή τους, η φιλοσοφία του Αριστοτέλη διδασκό ταν στην Κωνσταντινούπολη από έναν Ιταλό (τον Ιωάννη Ιταλό), και μια νέα κοσμική αντίληψη των πραγμάτων παρουσιάσθηκε από ορισμένους διανοούμενους όπως ο Μιχαήλ Ψελλός και ο δημόσιος υπάλληλος και ποιητής Χριστόφορος Μυτιληναίος (ο οποίος τόλμησε να χλευάσει ακόμη και τη συλλογή αμφιλεγόμενων λειψάνων αγίων). Το ξεκίνημα ήταν πολλά υποσχόμενο, αλλά απέβη άκαρπο. Για ποιον λόγο άραγε; Έ φται ξαν η ανικανότητα της διακυβέρνησης, η κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας και ο στρατιωτικός όλεθρος, η αποκατάσταση των οποίων (και μάλιστα μόνο εν μέρει) απαίτησε την πλήρη προσοχή και επινοη τικότητα του Αλεξίου Α' Κομνηνού; Ή μήπως (όπως υποστήριξε ο εκλιπών Paul Lemerle), υπαίτιος ήταν ο ίδιος ο Αλέξιος —ένας «ψευδής σωτήρας» που υποβάθμισε την εκκολαπτόμενη αστική τάξη, δώρισε τα
35
36
CYRIL MANGO
πιο εύφορα εδάφη της αυτοκρατορίας στους συγγενείς και στενούς φί λους του, παρέδωσε το διεθνές εμπόριο και τη ναυτιλία στους Βενετούς, απαγόρευσε τη διδασκαλία της αριστοτέλειας λογικής, ανέθεσε την εκ παίδευση σε μια σκοταδιστική Εκκλησία και έκαψε αιρετικούς; Όποια εξήγηση και αν υιοθετήσει κανείς, γεγονός παραμένει ότι το Βυζάντιο δεν μπόρεσε να βιώσει την πολιτιστική άνθηση που έλαβε χώρα στη Δύση και σταδιακά έμενε όλο και περισσότερο πίσω. Πριν από μισόν αιώνα ήταν ακόμη συνηθισμένος ο ισχυρισμός ότι το πολιτικό επίτευγμα του Βυζαντίου ήταν η άμυνα της Ευρώπης (ή της χριστιανοσύνης) απέναντι στις συνεχείς επιθέσεις από την Ασία, κάτι που δεν είναι πλέον αποδεκτό. Σήμερα εξυμνούμε το Βυζάντιο όχι τόσο επειδή απέκρουσε τους Ασιάτες, αλλά πολύ περισσότερο επειδή υπήρξε μια πολυεθνική και πλουραλιστική κοινωνία. Το Βυζάντιο ήταν σίγουρα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, πολυεθνικό: ο πλουραλισμός του, ωστόσο, προέκυψε περισσότερο από ανάγκη παρά από πολιτικό σχεδίασμά. Πα ρεκκλίσεις σε θέματα θρησκευτικής πίστης και λατρείας δεν ήταν ανε κτές, εκτός εάν η επιβολή ομοιομορφίας δεν ήταν εφικτή. Ακόμη και οι Ιουδαίοι, μια νόμιμη αίρεση στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αντιμετώπιζαν συνεχείς πιέσεις προσηλυτισμού. Τελικά, επειδή όλες αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν, οι Ιουδαίοι, που έπαιζαν πολύτιμο ρόλο στην οικονομία, αφέθηκαν στην ησυχία τους, αν και περιφρονητικά. Οι μουσουλμάνοι έμποροι και αιχμάλωτοι πολέμου μπορούσαν να έχουν τους δικούς τους χώρους λατρείας, αφού η άρνηση ενός τέτοιου δικαιώματος θα προκαλούσε αντίποινα. Το Βυζάντιο ήταν λιγότερο ανεκτικό από το Ισλάμ και μόνο ελάχιστα πιο ανεκτικό από τον χριστιανισμό της Δύσης. Η πολιτιστική κληρονομιά του Βυζαντίου δεν μπορεί να συνοψιστεί με την αναφορά ονομάτων μεγάλων στοχαστών, ποιητών, ή καλλιτεχνών. Στο Βυζάντιο δεν υπήρχε κανένας Αβελάρδος ή Ακινάτης, Χριστιανός του Τρουά (Chretien de Troyes) ή Δάντης, Νικόλαος Πιζάνος (Nicola Pisano) ή Τζιότο (Giotto). Οι λίγοι Βυζαντινοί λόγιοι που διακρίθηκαν πέραν του μέτριου, όπως ο Φώτιος τον 9ο αιώνα, ο Ψελλός τον 11ο αιώνα, ο Πλανούδης ή ο Γρηγοράς τον 13ο-14ο αιώνα, τα κατάφεραν όχι τόσο εξαιτίας της πρωτοτυπίας τους, αλλά κυρίως εξαιτίας της πολυμάθειας και του ογκώδους συγγραφικού έργου τους. Η βυζαντινή τέχνη είναι α νώνυμη. Στον τομέα των γραμμάτων, η βιογραφία των συγγραφέων, α κόμη και σε περιληπτική μορφή, έπαψε να έχει ενδιαφέρον μετά τον 6ο αιώνα και ο διαχωρισμός των συγγραφέων (στις περιπτώσεις που γινόταν κάτι τέτοιο) επιτυγχανόταν με τους τίτλους τους, πολιτικούς ή εκκλησια στικούς: διάκονος, σκευοφύλακας, λογοθέτης, μάγιστρος ή άλλο. Σε πολ λές περιπτώσεις είναι ακόμη αδύνατον να ξεχωρίσουμε όλους τους συνώ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
νυμους με το όνομα Γεώργιος, Γρηγόριος, Συμεών κ.λπ. και να προσδιο ρίσουμε έστω κατά προσέγγιση τη χρονική περίοδο της δράσης τους. Εξαιτίας της απουσίας του ατομισμού, ο βυζαντινός πολιτισμός μπο ρεί να θεωρηθεί ως ένα ιδιαίτερα πυκνά υφασμένο σώμα σκέψης που εκφράστηκε μέσα από τους θεσμούς της κυβέρνησης, της Εκκλησίας και του μοναχισμού και αντικατοπτρίστηκε στις σφαίρες της συγγραφής και της τέχνης. Σύμφωνα με τη διατύπωση του ρώσου στοχαστή του 19ου αιώνα Κ. Leont’ev, βυζαντινισμός σημαίνει μοναρχία, χριστιανισμός ενός συγκεκριμένου είδους, υποτονική εκτίμηση όλων των επίγειων πραγμά των και άρνηση της πιθανότητας ευζωίας σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτές οι σκέψεις είναι γενικώς εύστοχες, αλλά χρειάζονται κάποια διευθέτηση και επεξήγηση. Ο χριστιανισμός θα πρέπει να τοποθετηθεί σε πρώτη θέση, με κύριο χαρακτηριστικό το ότι ήταν ένα στατικό σύστημα δογμά των, όπως αυτά είχαν αναπτυχθεί διεξοδικά από τους Πατέρες της Εκ κλησίας και είχαν αποσαφηνιστεί στις Επτά Οικουμενικές Συνόδους. Ως τέλειο, το σύστημα αυτό δεν αποδέχθηκε καμία περαιτέρω εξέλιξη. Από όλα τα κύρια χριστιανικά δόγματα, ο βυζαντινός χριστιανισμός μπορεί να θεωρηθεί ο πιο αυθεντικός υπό την έννοια ότι είναι αυτός που βρίσκεται περισσότερο κοντά στο δόγμα της εποχής των Πατέρων. Αρνούμενος ωστόσο οποιαδήποτε εξέλιξη μετά το 787, υιοθέτησε ανακόλουθη στάση, εκτός από το ότι περιόρισε και τον ρόλο του Αγίου Πνεύματος. Η μοναρχία θα πρέπει να τοποθετηθεί στη δεύτερη θέση, αφού η αναγκαιότητά της ήταν συνακόλουθο της θρησκείας. Αφού η επίγεια διακυβέρνηση ήταν αντανάκλαση της επουράνιας, κανένα άλλο σύστημα δεν ήταν αρεστό στον Θεό και επομένως άξιο να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης. Η τελευταία βυζαντινή πραγματεία για την πολιτική φιλο σοφία γράφτηκε τον 6ο αιώνα και παρέμεινε χωρίς αναγνωστικό κοινό. Αντιθέτως, το κάτοπτρο ηγεμόνος το οποίο συνέθεσε ο διάκονος Αγαπη τός την ίδια περίοδο, που προσδιόριζε με απλούς όρους τις ιδιότητες του ιδανικού αυτοκράτορα, αποδεχόμενο παράλληλα τη θεόσταλτη υπόστασή του, είχε μακροχρόνια απήχηση. Εθεωρείτο δεδομένο ότι ο αυτοκράτορας ήταν επιλεγμένος από τον Θεό και συνεπώς υπόλογος μόνο σε Εκείνον, και υπεύθυνος για την πνευματική και την υλική ευημερία των υπηκόων του, με την πρώτη να θεωρείται σαφώς η σπουδαιότερη. Το βυζαντινό δόγμα της μοναρχίας συνεπαγόταν διάφορα παράδοξα τα οποία μάλλον δεν αντιμετωπίστηκαν με ικανοποιητικό τρόπο. Κατ’ αρχήν, ο αυτοκράτορας ήταν θεωρητικώς ο άρχοντας όλων των ανθρώ πων ή, τέλος πάντων, όλων των χριστιανών. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ίσχυε στην πραγματικότητα. Για να δικαιολογηθεί η παρουσία ανεξάρτητων χριστιανικών κρατών, άρχισε να υιοθετείται το εφεύρημα της «οικογέ νειας των πριγκίπων»: ο αυτοκράτορας παρουσιαζόταν ως ο pa terfam i-
CYRIL MANGO
lias, ενώ οι άλλοι άρχοντες ως τα παιδιά ή τα ανίψια του. Δεύτερον, εάν ο Θεός επέλεγε τον αυτοκράτορα, τότε γιατί αυτός ήταν ενίοτε ένας κα κόβουλος άνθρωπος (π.χ. ο Φωκάς), παγανιστής (π.χ. ο Ιουλιανός), αι ρετικός (π.χ. Κωνστάντιος Β', Βάλης κ.ά.) ή, υπό τους οθωμανούς σουλ τάνους, μουσουλμάνος; Η απάντηση ήταν απλή: για να τιμωρηθούν οι χριστιανοί για τις αμαρτίες τους. 'Οφείλε κανείς να υπακούει έναν τέ τοιον αυτοκράτορα; Ναι (βλ. Π ρος Ρ ω μ α ίο υ ς ΙΓ': 1-4: «αί δέ ούσαι έξουσίαι υπό τοϋ Θεοϋ τεταγμέναι είσ ίν...»), αν και την περίοδο της Εικονομαχίας οι ιδεολογικά ακραίοι εξέταζαν το ενδεχόμενο ανατροπής του καθεστώτος (βλ. Κεφάλαιο 6). Ένα ακόμη πιο δύσκολο θέμα αφορούσε τη θέση της Εκκλησίας, του sa cerd otiu m έναντι του im perium . Όσες συζητήσεις κι αν γίνουν σχετικά με το θέμα του βυζαντινού «καισαροπαπισμού», παραμένει γεγονός ότι ο αυτοκράτορας, αρχής γενομένης από τον Κωνσταντίνο, είχε πραγματικό έλεγχο της Εκκλησίας, ότι αυτός και μόνο συγκαλούσε τις συνόδους, στις οποίες και προήδρευε, εξέδιδε δεσμευτικά ανακοινωθέντα δογμα τικού περιεχομένου (όπως το Ε νω τικόν του Ζήνωνος ή η Έ κθεσις του Ηρακλείου), διόριζε πατριάρχες και μητροπολίτες, είχε το προνόμιο να εισέρχεται στο Ιερό, ακόμη και να κάνει κήρυγμα εάν το επιθυμούσε .(όπως έκανε ο Λέων ΣΤ'), αν και δεν μπορούσε να τελέσει τη λειτουργία. Ο αυτοκράτορας νομοθετούσε σε καθημερινή βάση για θέματα που θα έπρεπε κανονικά να απασχολούν αποκλειστικά την Εκκλησία (όπως ο γάμος των ιερωμένων, οι ιερείς ιδιωτικών ναών, το κατώτατο επιτρε πόμενο όριο ηλικίας για την είσοδο σε μοναστήρι κ.λπ.) με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το εκκλησιαστικό δίκαιο επηρέαζε την καθημερινή συμπεριφορά των ανθρώπων οι οποίοι δεν ανήκαν στον κλήρο, χωρίς κανέναν σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στον κοσμικό και εκκλησιαστικό βίο. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις κατά τις οποίες ορισμένοι κλη ρικοί αντιτάχθηκαν στον αυτοκράτορα σε θέματα δόγματος ή ηθικής (με αποτέλεσμα να εκδιωχθούν πάραυτα για ανυπακοή), ενώ στην παλαιολόγεια περίοδο περισσότεροι του ενός αυτοκράτορες δεν κατάφεραν να επιβάλουν την Ένωση με τη Ρώμη, φοβούμενοι τη λαϊκή αντίθεση. Μπο ρούμε επίσης να αναφέρουμε τη μεμονωμένη (κατά πάσα πιθανότητα) περίπτωση του πατριάρχη Φωτίου, ο οποίος συμπεριέλαβε σε ένα νομι κό βιβλίο μια γραπτή δήλωση που είχε κοινά στοιχεία με το δυτικό δόγμα των «δύο Εξουσιών», αλλά το συγκεκριμένο βιβλίο, που ονομα ζόταν Ε ισ α γ ω γή , δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ και η νομική αυτή διάταξη δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή. Αυτές οι εξαιρέσεις δεν ανατρέπουν τον κανόνα: η Εκκλησία και το Κράτος ήταν τόσο άρρηκτα συνδεδεμένα, ώστε να στερήσουν στο Βυζάντιο αυτή την ένταση ανάμεσα στο πνευ ματικό και στο λαϊκό στοιχείο, η οποία συνέβαλε τόσο πολύ στη δια
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
μόρφωση της δυτικοευρωπαϊκής συνείδησης. Στη σύγχρονη εποχή, οι ορθόδοξες εκκλησίες έχουν ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι υποταγής, είτε υπό τους οθωμανούς σουλτάνους είτε υπό τους Ρώσους τσάρους είτε υπό τον σοβιετικό κομμουνισμό. Ούτε ο μοναχισμός, που γνώρισε ιδιαίτερη εξάπλωση στον βυζαντινό κόσμο, δεν προσέφερε το αναγκαίο αντίβαρο. Μια μεμονωμένη προσπά θεια, να δημιουργηθεί μια μοναστική ομάδα πίεσης που θα επηρέαζε την αυτοκρατορική πολιτική και θα ασκούσε κριτική στη σφαίρα της ηθικής και του δόγματος, έγινε από τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη ενάντια σε αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ως ένοχη μαλθακότητα της επίσημης Εκκλη σίας απέναντι στον γάμο του μοιχού Κωνσταντίνου ΣΤ' (795) με την ερωμένη του και, αργότερα, απέναντι στην επανεμφάνιση της Εικονομαχίας (815). Ο Θεόδωρος, ένας άνδρας με πεισματική αποφασιστικό τητα και σπουδαίες οργανωτικές ικανότητες, κατάφερε να εκμεταλλευ τεί το αυξανόμενο γόητρο του μοναχισμού μετά την αξιοθρήνητη συμπε ριφορά των επισκόπων κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της Εικονομαχίας: στη Δεύτερη Σύνοδο της Νίκαιας (787) επιτράπηκε για πρώτη φορά η συμμετοχή ηγουμένων μονών στις ηγετικές τάξεις της Εκκλη σίας. Η πρωτοβουλία του Θεόδωρου πήγε, ωστόσο, χαμένη. Οι μοναχοί αν και εξακολουθούσαν να χαίρουν εκτίμησης και και παρότι δέχθηκαν βοήθεια Από διάφορους αυτοκράτορες για να εξελιχθούν πνευματικά, δεν κατόρθωσαν ,ούτε μεμονωμένα ούτε σε συλλογικό επίπεδο να ασκήσουν την επιρροή που πάσχιζε να τους εξασφαλίσει ο Θεόδωρος. Ούτε η σκανδαλώδης συμπεριφορά του Μιχαήλ Τ' (εάν πιστέψουμε τις πηγές μας), αλλά ούτε και ο φόνος που ανέβασε στον θρόνο τον Βασίλειο Α' δεν επικρίθηκαν από τους μοναχούς. Ο τέταρτος γάμος του Δέοντος ΣΤ' σκανδάλισε το εκκλησιαστικό κατεστημένο, αλλά ο πνευματικός του, ένας μοναχός ιδιαίτερης αγιότητας ονόματι Ευθύμιος, πήρε το μέρος του αφέντη του. Και η συνέχεια ήταν παρόμοια. Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει αρκετούς λόγους για τους οποίους ένα αποτελεσματικό «κόμμα» μοναχών δεν μπόρεσε τελικά να δημιουργηθεί. Ο θεσμός ήταν τόσο κατακερματισμένος, ώστε να μην μπορεί να προβληθεί ως μία ενιαία δύναμη. Δεν υπήρχαν μοναστικά τάγματα, όπως στη Δύση, με κοινή οργάνωση και συγκεκριμένους στόχους. Τα μοναστήρια όφειλαν την ύπαρξή τους σε διάφορους πάτρωνες. Ορισμένα ήταν αυτοκρατορικά (δηλαδή αυτοκρατορικές δωρεές), άλλα επισκοπικά, ενώ πολλά από αυ τά τα διαχειρίζονταν λαϊκοί για το προσωπικό τους κέρδος, όμως κατά τον όψιμο Μεσαίωνα η γενική τάση ήταν να αυτονομούνται τα μοναστή ρια (αυτά ονομάζονταν α υ τε ξο ύ σ ια ή α υτο δέσπ ο τα ) για να αποφεύγουν την εκμετάλλευση από εξωμοναστικά στοιχεία. Τα βυζαντινά μοναστή ρια εξελίχθηκαν σταδιακά σε γαιοκτητικούς οργανισμούς, με κύριο στό
CYRIL MANGO
χο τη διατήρηση και την αύξηση των κληροδοτημάτων τους, γεγονός που εξηγεί γιατί ορισμένα από αυτά επέζησαν έως τις μέρες μας. Οι υπη ρεσίες τους σε άλλους σκοπούς, όπως η εκπαίδευση, έχουν υπερεκτιμηθεί. Ακόμη και στο Άγιον Όρος, μια «πολιτεία» 20 μοναστηριών, μερικά απο τα οποία είναι αρκετά πλούσια, το πρώτο σχολείο ιδρύθηκε μόλις το 1753 και έκλεισε οριστικά οκτώ χρόνια αργότερα. Το σχολείο δημιούρ γησε μόνο προβλήματα και αποτέλεσε εμπόδιο στην επιδίωξη της «αγ γελικής ζωής». Εάν κάποιος έπρεπε να ονομάσει μία και μοναδική αρχή ως το θε μέλιο της ενάρετης ζωής, έτσι όπως την αντιλαμβάνονταν οι Βυζαντινοί, αυτή θα ήταν η αρχή της τάξης. Έκδηλη σε όλο της το μεγαλείο στην ουράνια βασιλεία, αυτή η αρχή διαπότιζε ολόκληρο τον κόσμο. Η απου σία τάξης (αταξία), δηλαδή η έλλειψη προγραμματισμού και η ανατα ραχή, ήταν το χαρακτηριστικό των βαρβάρων και των δαιμόνων. Στα των ανθρώπων η τάξη προϋπέθετε την τήρηση εδραιωμένων κανόνων. Το βιβλίο το οποίο στα αγγλικά είναι γνωστό ως Book of Ceremonies του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου περιγράφεται ως «Έκθεσις περί της βασιλείου τάξεως» και στον μονοσέλιδο πρόλογό του η λέξη «τάξη» και τα παράγωγά της αναφέρονται οκτώ φορές. Είναι απολύτως σίγουρο ότι η περιφρόνηση της καθεστηκυίας τάξης θα υποτιμούσε τον αυτοκρατορικό θεσμό και θα τον υποβίβαζε στην άξεστη διακυβέρνηση των μαζών. Ακόμα και αν η τάξη, ως αρετή, είχε μεγαλύτερη βαρύτητα στη συμπεριφορά του αυτοκράτορα παρά στη συμπεριφορά των κοινών θνητών, ωστόσο και οι τελευταίοι πειθαρχούσαν σε αυτήν, κυρίως κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους στην εκκλησία. Ο πλήρης κύκλος των φάσεων του εκκλησιαστικού έτους με τις κινητές και σταθερές εορτές, την καθημερινή μνημόνευση των αγίων, τις προκαθορισμένες αναγνώ σεις κειμένων, ύμνων και λιτανεύσεων, ήταν για κάθε χριστιανό η ανώ τατη εκδήλωση της αρμονικής και εύτακτης σχέσης ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο. Ο βυζαντινισμός, όπως σωστά παρατήρησε ο Leont’ev, ενδιαφερόταν ελάχιστα για την ευημερία του ανθρώπου και, κυρίως, δεν είχε κανένα πρόγραμμα για το μέλλον. Δεν υπήρχε καμία προσδοκία σχετικά με την ολοκλήρωση μίας χιλιετίας στη γη ή για κάποια φυσική ή πνευματική βελτίωση. Το μόνο που μπορούσε κανείς να προσμένει ήταν οι καταλη κτικές συσπάσεις ενός κουρασμένου και αμαρτωλού κόσμου, λίγο πριν τη Δευτέρα Παρουσία. Η ετυμηγορία του Κριτή θα ήταν τελεσίδικη. Αρνούμενοι το δόγμα του Καθαρτηρίου (ομολογουμένως μεταγενέστερη ε πινόηση), οι Βυζαντινοί επιβεβαίωσαν ότι στον άλλο κόσμο, όπως και σε αυτόν, δεν θα υπήρχε καμία εξέλιξη.
Όψεις της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου C Y R IL M A N G O
Χ ρνσό μ ε τ ά λ λ ιο του Κ ω ν στα ντίνον, όπ ου εικ ο ν ίζ ε τα ι μ ε τον θεά Ή λιο. Ν ομ ισ μ ατοκ οπ είο Τρεβήρων, 313 μ.Χ. Κολοσσιαία μαρμάρινη κεφαλή του Κωνσταντίνου, σήμερα στο Μουσείο
'· ■
Οι αυτοκράτορες της Τετραρχίας υιοθέτησαν σκο πίμως μια κάπως αγριωπή εικόνα τύπου Mussolini, με χονδρό λαιμό, κοντά και σκληρά γένια, και βλο συρή έκφραση, ενδεικτική των στρατιωτικών κα κουχιών και της αποφασιστικότητας. Ο Κωνστα ντίνος προτίμησε να εμφανιστεί ως ο «ιδρυτής της ειρήνης» (jundator quietis), πάντα με νεανικό και φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο κατά το πρότυπο του Αυγούστου. Η κολοσσιαία μαρμάρινη κεφαλή του από την Basilica Nova στη Ρώμη (περίπου 315), οκτώ φορές μεγαλύτερη του φυσικού μεγέθους, με τη γαμψή μύτη, το προεξέχον σαγόνι και τους διεσταλμένους οφθαλμούς, δεν είναι σίγουρο ότι ανταποκρίνεται στα πραγματικά φυσιογνωμικά χαρα
τ ο ν Κ α π ιτ ω λ ίο υ σ τ η Ρ ώ μ η. Η μ ύ τη είνα ι η α υ θ εντικ ή το υ γλυπτού.
κτηριστικά του' εξωτερικεύει, ωστόσο, την ήρεμη μεγαλοπρέπεια που ταιριάζει σε ένα λατρευτικό άγαλμα. Η ταύτισή του αρχικά με τη θεότητα του Απόλλωνα- Ήλιου εκφράστηκε στα νομίσματά του, με την προτομή του να επικαλύπτει μερικώς αυτήν του Sol Invictus, και μετά το 324 λιγότερο απροκά λυπτα με την κεφαλή του να ατενίζει τον ουρανό, στάση που φέρνει στο νου τις παραστάσεις του Με γάλου Αλεξάνδρου. ΟΚωνσταντίνος έγινε χριστιανός άγιος, και μά λιστα ισαπόστολος, ο μόνος αυτοκράτορας στον ο ποίο αποδόθηκε τέτοια τιμή, και αποτέλεσε το κε ντρικό πρόσωπο σε αρκετούς Βίονς που έχουν ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα. Παρ’ όλα αυτά,
42
CYRIL MANGO
ο ίδιος σκότωσε τη σύζυγό του και τον μεγαλύτερο γιο του, βαφτίστηκε από έναν αιρετικό και μετά θά νατον εισήλθε στο παγανιστικό πάνθεο. Στην Αγορά (forum) της Κωνσταντινουπόλεως που έφερε το όνο μά του το άγαλμά του ως θεού Ήλιου, τοποθετημένο σε κίονα από πορφυρίτη λίθο, ήταν αντικείμενο δη μοσίας λατρείας. Δεν πρέπει λοιπόν να απορεί κα νείς με τις ποικίλες ερμηνείες της προσωπικότητάς του. Ήταν κακοποιός και καιροσκόπος ή «ένας ει λικρινής άνδρας που αναζητούσε την αλήθεια στο κατώφλι ενός σκοτεινού αιώνα;» (A. Piganiol) Ως άγιος, ο Κωνσταντίνος εμφανίζεται συχνά στον διάκοσμο των βυζαντινών εκκλησιών. Στο ψη φιδωτό του 10ου αιώνα στην Αγία Σοφία της Κων σταντινουπόλεως, εικονίζεται να αφιερώνει στην Παναγία ένα μοντέλο της πόλης την οποία ίδρυσε. Παραμένει αγένειος, ίσως σύμφωνα με το αρχαιο πρεπές πνεύμα της εποχής, αλλά έχει μακριά μαλ λιά, φωτοστέφανο και φέρει τα επίσημα αυτοκρατορικά ενδύματα. Στη Μέση Βυζαντινή εποχή όμως εικονίζεται συνήθως γενειοφόρος, όπως θα ταίριαζε σε κάθε ενήλικα, συνοδευόμενος από τη μητέρα του, αγία Ελένη, με την οποία κρατά τον Τίμιο Σταυρό τον οποίο εκείνη ανακάλυψε.
Ο Κ ω ν σ τα ν τίν ο ς σ ε ψ ηφ ιδω τό σ τ ο τύ μ π α ν ο της ν ό τια ς π ύλης τ ο ν εξω νάρθ η κα της Α γίας Σ οφ ία ς. Κ ω νστα ντινούπ ολη .
Οι ά γ ιο ι Κ ω ν σ τα ν τίν ο ς κ α ι Ε λένη. Τ οιχ ο γ ρ α φ ία α π ό τον Ναό τη ς Α σίνον, Ν ικη τάρι, Κ ύπρος, 1106.
« «I
1
Η Α ν α το λ ικ ή Ρ ω μ α ϊκ ή Αυ το κ ρ α το ρ ία από τον Κ ω νσ τα ντίνο μέχρι τον Ηράκλειο (306- 641) PETER SARRIS
αΈτσι. λοιπόν ηττήθηκε ο Λικίνιος από τον Κωνσταντίνο στη Νικομή δεια, και παραιτήθηκε από κάθε ελπίδα, αφού κατάλαβε ότι δεν είχε αρκετούς άνδρες για να συνεχίσει τη μάχη. Βγαίνοντας από την πόλη, λοιπόν, γονάτισε μπροστά στον Κωνσταντίνο ως ικέτης, και δίνοντάς του την πορφύρα, τον αναγνώρισε ως αυτοκράτορα και κύριο... Ο Κωνστα ντίνος έστειλε τον Λικίνιο στη Θεσσαλονίκη για να ζήσει τάχα εκεί με ασφάλεια, αλλά σύντομα παρέβη τον όρκο του, όπως το συνήθιζε, και διέταξε να,τον κρεμάσουν. Ολόκληρη η αυτοκρατορία ανήκε τώρα μόνο στον Κωνσταντίνο». Έ τσι περιγράφει ο παγανιστής ιστορικός Ζώσιμος, περί το 500 μ.Χ., την τελική νίκη του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κωνστα ντίνου ενάντια, στον τελευταίο από τους αντιπάλους του. Αυτή η νίκη σήμανε την αδιαφιλονίκητη επικράτηση του Κωνσταντίνου στις ανατο λικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την πλουσιότερη και πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή ολόκληρου του ρωμαϊκού κόσμου. Ο Κωνσταντίνος προσέθεσε αυτές τις πολύτιμες εκτάσεις στις δυτι κές επαρχίες, τις οποίες είχε θέσει υπό τον έλεγχό του ύστερα από μια μακρόχρονη περίοδο αβεβαιότητας και διαμαχών, η οποία είχε ξεκινήσει τδτέτος 306. Θΐ χριστιανικές πηγές παρουσιάζουν ορισμένες φορές την άνοδο του Κωνσταντίνου ως το αποτέλεσμα θεόπνευστης αποστολής: ο Ζώσιμος, ωστόσο, μας υπενθυμίζει ότι αυτό το γεγονός μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο στο πλαίσιο των στυγνών και καιροσκοπικών ελιγμών φιλόδοξων ανδρών, που χαρακτηρίζουν την πολιτική κατάσταση της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Είναι δύσκολο να αποκατασταθεί με βεβαιότητα η λεπτομερής αφή γηση αυτής της διαμάχης για επιβολή, μπορεί όμως να σκιαγραφηθεί το γενικότερο πλαίσιό της. Από το 293 μέχρι το 305, σύμφωνα με μια διευθέτηση στην οποία προέβη ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, γνωστή στους ιστορικούς ως «Τετραρχία» («η αρχή των τεσσάρων»), η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρισκόταν υπό την εξουσία δύο αυτοκρατόρων, καθένας
44
Οι Τ ετράρχες (ο Δ ιοκ λη τια νός κ α ι οι ομ ό λ ο γ ο ί τον). Α υτά τα αγάλματα από α ιγ υ π τ ια κ ό π ορφ υρίτη λίθο, τ α ο π ο ία ή τα ν α ρ χ ικ ά π ρ ο σ α ρ τη μ ένα σε κίονες, μ ετα φ έρθη κ αν σ τ η Β ε ν ε τία μ ε τ ά την ά λ ω σ η της Κ ω ν σ τ α ν τ ινονπ όλεω ς α π ό τους Σ ταυροφ όρους το 1204 κ α ι εξακολουθούν να β ρ ίσ κ ο ν τ α ι σ τ η ν π λ α τ ε ία μ π ρ ο σ τ ά α π ό τη ν εκ κ λη σ ία του Α γιον Μ άρκον.
PETER SARRIS
από τους οποίους έφερε τον τίτλο του αυγούστου. Ο γηραιότερος εκ των δύο είχε την έδρα του στην Ανατολή, ο άλλος στη Δύση. Κάθε αύγουστος είχε υπό τις διαταγές του έναν καίσαρα, έναν αντι καταστάτη δηλαδή, που με τη σειρά του θα έπαιρνε ο ίδιος τη θέση του αυγού στου. Το 305, ο εμφανώς ασθενής αύγου στος Διοκλητιανός στο ανατολικό τμή μα της αυτοκρατορίας, και ο ομόλογός του Μαξιμιανός στο δυτικό τμήμα πα ραιτήθηκαν. Κατά συνέπεια, τους διαδέ χτηκαν οι αντίστοιχοι καίσαρες: ο Γαλέριος στην Ανατολή και ο Κωνστάντιος στη Δύση. Ο Γαλέριος διόρισε ως καί σαρα στην Ανατολή τον μεγαλύτερο α νιψιό του, Μαξιμίνο. Στη Δύση, επέβα λε ως καίσαρα στον Κωνστάντιο έναν αξιωματικό του δικού του περιβάλλο ντος, που ονομαζόταν Σεβήρος. Το 306, ο Κωνστάντιος πέθανε στην Τόρκη, κατά τη διάρκεια της εκστρα τείας του εναντίον των Πικτών. Παρά τις νόμιμες αξιώσεις του Σεβήρου, ο στρατός του Κωνσταντίου στη Βρετανία ανακήρυξε ως αρχηγό τον γιο του Κωνσταντίου, Κωνσταντίνο. Αυτή η σφε τεριστική πράξη ξεσήκωσε και άλλους σε παρόμοιες ενέργειες, και ο στρατός στη Ρώμη ανακήρυξε στη συνέχεια ως αύγουστο κάποιον Μαξέντιο γιο του πρώην αυτοκράτορα της Δύσης Μαξιμιανού, ο οποίος και φρόντισε να αποκτήσει ουσιαστικό έλεγχο της Ιταλίας και της Α φρικής. Ως γηραιότερος αύγουστος, ο Γαλέριος προσπάθησε μάταια να επι βάλει την τάξη. Αγνοώντας την πραγματική δύναμη του Μαξεντίου στην κεντρική Μεσόγειο, διόρισε έναν άλλον αυτοκράτορα στη Δύση, τον Λικίνιο, πρώην συνάδελφό του στον στρατό, αφού πρώτα έπαψε να υποστη ρίζει τον Σεβήρο. Υπήρχαν, λοιπόν, πέντε αύγουστοι: ο Γαλέριος και ο Μαξιμίνος στην Ανατολή, ο Λικίνιος, ο Κωνσταντίνος και ο σφετεριστής Μαξεντιος στη Δύση. Η θεσμική και πολιτική διευθέτηση την οποία είχε εισαγάγει ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός μόλις 20 χρόνια νωρίτερα έπαψε να υφίσταται.
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΐΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
Το 310, σε μια τελευταία προσπάθεια να περισώσει κάτι από το ναυάγιο, ο Γαλέριος έθεσε ως στόχο να αποσπάσει τη Ρώμη από τον έλεγχο του Μαξεντίου, με μια στρατιωτική εκστρατεία που κατέληξε σε επονείδιστη αποτυχία. Το 311 ο Γαλέριος πέθανε και η ισχύς του στη Μικρά Ασία και στην Ανατολή περιήλθε ολοκληρωτικά στον Μαξιμίνο, αλλά με τον Λικίνιο να ασκεί έλεγχο στις ευρωπαϊκές επαρχίες που άλλοτε βρίσκονταν υπό την εξουσία του αυγούστου της Ανατολής. Ο θάνατος του Γαλερίου προλείανε το έδαφος για τη διαδικασία κατά την οποία οι υπόλοιποι αύγουστοι επιχειρούσαν να εξοντώσουν ο ένας τον άλλον μια για πάντα. Το 312 ο Κωνσταντίνος κατάφερε να πετύχει αυτό που δεν κατόρθωσε ο Γαλέριος, δηλαδή να νικήσει τον πιο σημαντικό δυτικό αντίπαλό του, τον σφετεριστή Μαξέντιο στη μάχη της Μιλβίας γέφυρας. Αυτή η με γαλειώδης νίκη προσέφερε στον Κωνσταντίνο τον έλεγχο της Ρώμης. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος απέδωσε τον θρίαμβό του στο γεγονός ότι πριν από τη μάχη είχε εγκαταλείψει τη θρησκεία των προγόνων του και είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό. Σίγουρα από το 312 και εξής, ο Κων σταντίνος φαίνεται να εκδηλώνει δημόσια την υποστήριξή του στη χρι στιανική Εκκλησία και να την ευνοεί με ολοένα και μεγαλύτερη γενναιο δωρία. Το 313, με μια αντίστοιχη κίνηση, ο Λικίνιος νίκησε τον Μαξι μίνο στη Θράκη και στη συνέχεια αυτοαναγορεύθηκε κυβερνήτης της Ανατολής. Ακολούθησαν διάφορες στρατιωτικές συγκρούσεις ανάμεσα στους δύο εναπομείναντες αυγούστους. Ο Κων σταντίνος, ωστόσο, οργάνωσε τις ενάντιοϊΓτου Αικινίου μ,ετά το 32.3,_____ π ρώτα σττην ΑδριανούπολτΊ, και ύστερα, το 324 στη Χρυσούπολη κοντά στη Νικομήδεια. Σε ανάμνηση της νίκης του και προς τιμήν του, ο Κωνσταντίνος διέταξε να μετονομαστεί σε Κωνσταντινούπολη η αρχαία ελληνική αποικία του Βυζαντίου, στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου κοντά στη Νικομήδεια. Στη συνέχεια αποφά σισε ότι η πόλη θα έπρεπε να κοσμηθεί με δημό σια κτήρια αντάξια μιας αυτοκρατορικής πόλης. Μετά από περίπου πέντε χρόνια, κρίθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος της αρχικής φάσης αυτού του σχεδίου είχε ολοκληρωθεί σε ικανοποιητικό βαθ μό, και «η πόλη του Κωνσταντίνου» εγκαινιάστιηκε επισήμως στις 11 Μαΐου του 330. Ο Κωνστα ντίνος εγκαθίδρυσε εκεί μια σύγκλητο και παρέ-
45
Ο θρύλος το ν α γ ίο υ Κ ω ν σ τα ν τίν ο ν π α ρ ο υ σ ιά ζ ε τα ι εδώ σ ε τ ρ ία ε π ε ισ ό δ ια : το όνειρο το ν Κ ω ν σ τ α ν τ ίν ο ν η μ ά χ η σ τ η Μ ιλβ ία γέφ υρα μ ε την ε μ φ ά νισ η σ το ν ουρανό του νικηφ όρου σ η μ ε ίο υ τον σ τα υ ρ ό ν η εύρεση το ν Τ ίμ ιο υ Σ τα ύ ρ ο ν α π ό τη ν α ν το κ ρ ά τε ιρ α Ελένη.
PETER SARRIS
μείνε στην πόλη τον περισσότερο καιρό μέχρι τον θάνατό του το 337. Η ιστορία του πολιτισμού τον οποίο ονομάζουμε βυζαντινό είναι άρ ρηκτα συνδεδεμένη με την προσωπικότητα του αυτοκράτορα Κωνστα ντίνου. Η πόλη του Κωνσταντίνου ήταν αυτή που θα τελούσε χρέη πρω τεύουσας και προμαχώνα στη μεσαιωνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Κυ ρίως η μεταστροφή του Κωνσταντίνου στον χριστιανισμό, η επισημοποίηση της νέας πίστης ως της πλέον προσφιλούς θρησκείας στο Ρωμαϊκό κράτος και η εξάπλωση της εξουσίας του Κωνσταντίνου στο ελληνοκε ντρικό ως προς τον πολιτισμό ανατολικό ήμισυ του ρωμαϊκού κόσμου επέτρεψαν τον συγκερασμό της χριστιανικής θρησκείας, της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής παράδοσης και της ελληνικής διανόησης, η οποία έμελλε να σφραγίσει τη σκέψη του νεοπαγούς βυζαντινού κόσμου. Σε αυτό το σημείο, όμως, αξίζει να κάνουμε μια μικρή παύση, για να θυμηθούμε ότι ο Κωνσταντίνος δεν θεωρούσε τον εαυτό του ιδρυτή μιας νέας αυτοκρατορίας, πολλώ μάλλον ενός νέου πολιτισμού. Ο Κωνσταντί νος ήταν ένας λατινόφωνος που ήρθε στην Ανατολή ως ξένος. Αποκα τέστησε, δεν κατακερμάτισε, την ενότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατο ρίας, την οποία εξούσιαζε ένας μόνο άρχοντας ως dom in u s orbis terrarum — «κύριος του κόσμου». Όταν ασπάστηκε τον χριστιανισμό, ο Κωνστα ντίνος φαίνεται να είχε ελάχιστη γνώση για τη φύση της θρησκείας. Αρχικά τουλάχιστον, σε ό,τι αφορά τη δημόσια εικόνα του και την προ παγάνδα, εξακολούθησε να χρησιμοποιεί τύπους, εκφραστικά μέσα και μοτιβα τα οποία, αν και δεν ήταν αποκλειστικά παγανιστικά, έβρισκαν ανταπόκριση στους ειδωλολάτρες. Μέχρι και το 323, οι αξιωματούχοι του Κωνσταντίνου έκοβαν νομίσματα αφιερωμένα στην παγανιστική λατρεία του Ήλιου {Sol Invictus). Ο Κωνσταντίνος ήταν αρκετά προσε κτικός, ώστε να μην προσβάλλει τα ισχυρά ειδωλολατρικά στοιχεία στην άρχουσα τάξη της αυτοκρατορίας του, καθώς χρειαζόταν τη συνεργασία και την υποστήριξή τους. Παρ’ όλα αυτά είναι λογικό να θεωρήσουμε ως αφετηρία της ιστορίας του Βυζαντίου τη νίκη του Κωνσταντίνου εναντίον του Λικινίου. Διότι η στρατιωτική δεινότητα του Κωνσταντίνου δημιούργησε τις προϋποθέ σεις για την ανάδυση του βυζαντινού κόσμου, ενώ και η εδραίωση της εξουσίας του στην Ανατολή επιτάχυνε μια σειρά από κοινωνικές διαδι κασίες που οδήγησαν τελικά στην εμφάνιση ενός εντελώς νέου τύπου κοινωνίας. Από το 324, ο Κωνσταντίνος εξούσιαζε μια αυτοκρατορία που εκτει νόταν από τη Μεσοποταμία, τη Συρία και την Αίγυπτο στα ανατολικά μέχρι την επαρχία της Βρετανίας στη Δύση, και από τη Βόρεια Αφρική στα νότια μέχρι τον Δούναβη και τον Ρήνο στον βορρά. Κατά μήκος αυτών των βόρειων και νότιων συνόρων, η αυτοκρατορία αντιμετώπισε
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
σχεδόν πρωτόγονες φυλές ανθρώπων, όπως τα διάφορα γερμανικά φύλα πέρα από τον Ρήνο ή οι Βέρβεροι και οι Άραβες της Βόρειας Αφρικής και της Αραβίας αντίστοιχα. Στ’ ανατολικά, η αυτοκρατορία ήρθε σε σύγκρουση με την κάπως πιο επικίνδυνη δύναμη του αρχαίου περσικού πολιτισμού. Στην πραγματικότητα σε σχέση με τα δομικά της χαρακτη ριστικά, τον 4ο αιώνα ίσχυε ό,τι ακριβώς και κατά τον 2ο αιώνα. Ωστόσο η αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη των προγόνων του του 2ου αιώνα, ή μάλλον ο ρωμαϊκός κόσμος είχε πρόσφατα βιώσει μια περίοδο πλήρους μεταμόρφωσης. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του 1ου και του 2ου αιώνα βασιζόταν στην ύπαρξη των πόλεων. Με άλλα λόγια, οι ανώτερες τάξεις της περιφέρειας ζούσαν σε μεγαλόπρεπα αστικά κέντρα, τις λεγάμενες civitates σ τα λα τινικά ή π ό λεις στα ελληνικά, και ήταν οργανωμένες σε αστικά συμβού λια (curiae ή βουλαί). Ο αυτοκράτορας διοικούσε κυρίως μέσω των αστι κών αυτών συμβουλίων, καθώς η βούλησή του μεταφερόταν στους συμ βούλους από τους κυβερνήτες που διόριζε ο ίδιος, και οι οποίοι με τη σει ρά τους ενημέρωναν τον αυτοκράτορα και τη σύγκλητο στη Ρώμη σχε τικά με την κατάσταση των επαρχιών. Αυτό το σύστημα της εκχώρησης (ως έναν βαθμό) εξουσιών στην περιφέρεια διευκόλυνε τη διακυβέρνηση μιας τόσο εκτεταμένης.αυτοκρατορίας. Εάν σε περιφερειακό επίπεδο οι κοινότητες απολάμβαναν έναν υψηλό βαθμό αυτονομίας, τα ανώτατα κρατικά αξιώματα ήταν ουσιαστικά το μονοπώλιο μιας ιδιαίτερα συντη ρητικής συγκλητικής τάξης εδραιωμένης στην Ιταλία και προσανατο λισμένης στη Ρώμη. Αυτό το κληρονομικό σύστημα αντιμετώπισε μεγάλες πιέσεις στα μέσα και στο τέλος του 3ου αιώνα. Οικονομικές και πολιτιστικές επαφές ανάμεσα στη Ρώμη και τους διάφορους βαρβαρικούς λαούς πέρα από τον Ρήνο και τον Δούναβη υπονόμευσαν τη σχετική κοινωνική ισονομία την οποία εγγενώς απολάμβαναν αυτοί οι πληθυσμοί και είχαν ως αποτέ λεσμα να δημιουργηθούν μεγαλύτερές φυλές και συνομοσπονδίες. Ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή οι στρατιωτικές απειλές των βορείων φυλών δεν ήταν μαζικές αλλά μάλλον μεμονωμένες από τον 3ο αιώνα και μετά ευρύτερες συμμαχίες κατά της Ρώμης έκαναν την εμφάνισή τους. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, δηλαδή στα τέλη του 2ου αιώνα, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε επεκτείνει τα ανατολικά σύνορά της εις βάρος των Περσών. Αυτή η ήττα από τους Ρωμαίους οδήγησε στην πτώση της άρχουσας Παρθικής δυναστείας και σε μια σύγκρουση ανά μεσα στις διάφορες αριστοκρατικές ομάδες για την απόκτηση κυριαρχι κής ισχύος. Το 205-206 σημειώθηκε μια σημαντική επανάσταση με υ ποκινητή έναν αριστοκράτη ονόματι Papak. Ο Papak πέθανε περίπου το 208, αλλά μέχρι το 224 ο γιος του, Αρδασίρ Σαπώρης, είχε καταφέρει να
PETER SARRIS
επικρατήσει σε ολόκληρο τον περσικό κόσμο. Τον Σεπτέμβριο του 226, στο παλάτι της Κτησιφώντος, ο Αρδασίρ εστέφθη πρώτος σάχης της δυναστείας των Σασσανιδών. Σύντομα έθεσε ως στόχο του να ενώσει την περσική αριστοκρατία υπό την ηγεσία του, οργανώνοντας μια σειρά επιθέσεις εναντίον των Ρωμαίων, χάρη στις οποίες θα αυξανόταν το γόητρό του. Την ίδια επιθετική πολιτική ακολούθησε επίσης ο γιος και διάδοχός του, Σαπώρης Α', ο οποίος το 260 οργάνωσε μια τολμηρή εκστρατεία εναντίον της Συρίας, κατά την οποία λεηλάτησε την Αντιό χεια και αιχμαλώτισε και ταπείνωσε τον αυτοκράτορα Βαλεριανό. Ήταν ιδιαίτερα ατυχές γεγονός για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ότι η περίοδος των πιο έντονων περσικών επιθέσεων συνέπεσε με μια σειρά εκτεταμένες επιδρομές σε ρωμαϊκά εδάφη από τους βαρβάρους των βόρειων συνόρων. Αυτή ήταν μια κατάσταση για την οποία ούτε ο στρα τός ούτε ο αυτοκράτορας ούτε η ρωμαϊκή σύγκλητος είχαν προετοιμαστεί και την οποία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν. Η αδυναμία μιας σειράς αυτοκρατόρων να επιληφθούν αυτής της στρατιωτικής κρίσης οδήγησε σε πολιτική αστάθεια, καθώς ο ένας μετά τον άλλον οι αυτοκράτορες εκθρονίζονταν και δολοφονούνταν από τους ίδιους τους στρα τιώτες τους. Οι τοπικές κοινωνίες άρχισαν σταδιακά να στηρίζονται στα δικά τους εφόδια, γεγονός που οδήγησε στην εμφάνιση διάφορων ιδιαί τερων (αν και όχι κατ’ ανάγκην αυτονομιστικών) καθεστώτων, όπως το γαλατικό βασίλειο στη Δύση μεταξύ 258 και 274 και το κράτος της Παλμύρας στην Ανατολή για ορισμένα χρόνια μέχρι το 272. Ως αντίδραση σε αυτή την κρίση έλαβε χώρα μια κοινωνική επανά σταση. Ο αυτοκράτορας, που μέχρι εκείνη τη στιγμή διοριζόταν απο τη σύγκλητο, άρχισε να διορίζεται από τον στρατό, ο οποίος βέβαια διόριζε δικούς του βαθμοφόρους. Έ τσι κυβέρνησαν αυτοκράτορες που προέρχο νταν από τις τάξεις του στρατού, ταπεινής καταγωγής, ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι στην αυτοκρατορική ιδεολογία, που όμως δεν ανέχονταν την αποτυχία. Το αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας σημειώθηκε το έτος 284 με τη μορφή του Διοκλητιανού, ο οποίος παραμέρισε τους αντιπάλους του, εδραίωσε τον εαυτό του ως αυτοκράτορα και εξαπελυσε σειρά επι τυχημένων επιθέσεων εναντίον των εχθρών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της αυτοκρατορίας. Έχοντας αποκαταστήσει την ειρήνη στην αυτοκρατορία, ο Διοκλητιανός είχε την ευκαιρία να παγιώσει διοικητικές αλλαγές. Η δημιουργία της «Τετραρχίας», δηλαδή του συστήματος των πολλαπλών αρχόντων το οποίο αναφέρθηκε παραπάνω, πρόσφερε στην αυτοκρατορία πιο υ πεύθυνα ηγετικά στελέχη κοντά σε εκείνα τα γεωγραφικά σημεία που ήταν επιρρεπή σε προβλήματα. Οι αύγουστοι και οι καίσαρές τους κα τοικούσαν σε παραμεθόριες αυτοκρατορικές πρωτεύουσες, όπως οι Τρε-
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
βήροι στη Δύση ή η Αντιόχεια στην Ανατολή. Παράλληλα, επαναδιαρθρώθηκε το διοικητικό και φορολογικό σύστημα για να διευκολυνθεί ο αυτοκρατορικός έλεγχος των επαρχιών. Οι στρατιωτικές και πολιτικές διοικήσεις των επαρχιών ήταν ξεχωριστές και το πλήθος του στρατού αυξήθηκε. Η έκταση των επαρχιών μειώθηκε ενώ αυξήθηκε ο αριθμός τους, με σκοπό να ενταθεί ο έλεγχος των αστικών συμβουλίων από την κεντρική εξουσία. Εξαιτίας της αύξησης του στρατού και της ανώτατης αυτοκρατορικής γραφειοκρατίας, ο αριθμός των υψηλόβαθμων στρατιω τικών και πολιτικών αξιωματούχων που διορίζονταν απ’ ευθείας από την κεντρική αυτοκρατορική αρχή φαίνεται ότι διπλασιάστηκε. Αυτές οι θέσεις καλύπτονταν κυρίως από μέλη του κυρίαρχου κοινωνικού στρώ ματος στα επί μέρους επαρχιακά αστικά συμβούλια. Η πρόσβαση αυτών των αξιωματούχων στη συγκλητική τάξη διευκολυνόταν ολοένα και πε ρισσότερο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προέκυψε μια νέα αριστοκρατία αυ τοκρατορικών υπαλλήλων. Ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε να προωθήσει αυτές τις εξελίξεις. Η διαδικασία της δημιουργίας μιας ανώτερης τάξης επιταχύνθηκε στην ανατολική Μεσόγειο, όταν ο αυτοκράτορας ίδρυσε σύγκλητο στην Κων σταντινούπολη. Για να εδραιώσει την πολιτική ισχύ του στις ανατολικές επαρχίες, ο Κωνσταντίνος έπρεπε οπωσδήποτε να αποκτήσει προσωπι κές σχέσεις και οπαδούς ανάμεσα στους επιφανείς διοικητές της γρα φειοκρατίας του ανατολικού κράτους και στους προεξάρχοντες των αστι κών συμβουλίων. Αυτό προσπάθησε να το επιτύχει κολακεύοντάς τους, προσφέροντάς τους εκδουλεύσεις και προβολή. Ο Κωνσταντίνος γνώριζε πολύ καλά ότι οι φίλοι όχι μόνο μπορούσαν, αλλά έπρεπε να εξαγορα στούν. Ένας καλός τρόπος για να το επιτύχει ήταν να τους παραχωρήσει την είσοδό τους στη νέα συγκλητική τάξη. Για να προσελκύσει άνδρες κύρους στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτο κράτορας δώρισε οικόπεδα σε όσους έκτιζαν ιδιωτικές κατοικίες στην πόλη. Το 332 καθιέρωσε ένα τακτικό σιτηρέσιο που προερχόταν από την πλούσια συγκομιδή του αιγυπτιακού καλαμποκιού. Η ίδρυση της Κων σταντινουπόλεως και η δημιουργία της συγκλήτου της δεν προέκυψαν απλώς για να αυτοεξυμνηθεί ο Κωνσταντίνος: ήταν αμφότερες προσε κτικά υπολογισμένες ενέργειες στο πλαίσιο μιας πραγματιστικής πολι τικής (R ealpolitik ). Η μακροπρόθεσμη συνέπεια αυτών των πολιτικών πράξεων ήταν να συγκεντρωθεί η υπαλληλική αριστοκρατία της Ανατο λικής Μεσογείου σε μια ενιαία πολιτική κοινότητα και να δημιουργηθεί έτσι η αίσθηση κοινών ενδιαφερόντων και κοινής ταυτότητας στις άρχουσες τάξεις των ανατολικών επαρχιών. Χάρη σε αυτή την κοινή ταυτό τητα, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, αναδύθηκε η ανώτατη συ γκλητική τάξη που έμελλε να ενοποιήσει τον πρώιμο βυζαντινό κόσμο.
5°
Στην απέναντι σελίδα: Α γάλμ ατα κ α τώ τερ ω ν δ ικ α σ τ ώ ν α νεγείρονταν σ τ ις π ό λ εις το ν Α νατολικού Ρ ω μ α ϊκ ο ύ Κ ράτους μ έ χ ρ ι κ α ι τον 6ο α ιώ ν α κ α ι συνήθω ς χ α ρ α κ τη ρ ίζ ονταν α π ό μ ια α υ σ τ η ρ ή έκ φ ρα σ η π ο υ υποδήλω νε α μ ε τ α κ ίν η τη α κ ε ρ α ιό τη τα . Σ τ η φ ω τογρ α φ ία , το ά γ α λ μ α το υ κυβερνήτη P alm atu s σ τ η ν Α φ ροδισιά δα τη ς Κ α ρ ία ς (δ υ τ ικ ή Μ ικρά Α σία), το υ τέλους τ ο ν 5ον ή τω ν αρχώ ν του 6ου αιώ να .
PETER SARRIS
Ο Κωνσταντίνος γνώριζε επίσης αρκετά καλά μέχρι ποιο σημείο τα υλικά κίνητρα θα προωθούσαν τις θέσεις της νέας του θρησκείας. Το 312 δήλωσε επίσημα ότι όσοι προσχωρούσαν στον χριστιανικό κλήρο θα απαλλάσσονταν από τις υποχρεώσεις τους προς το συμβούλιο της γε νέθλιας πόλης τους, πολιτική που φαίνεται να προκάλεσε ταχεία συρροή ανδρών υψηλής κοινωνικής θέσης στους κόλπους της Εκκλησίας. Οι κρατικές επιχορηγήσεις προς την Εκκλησία επιτρέπονταν. Μετά τη νίκη του εναντίον του Λικινίου, ο Κωνσταντίνος εξουσιοδότησε τους αρχηγούς των χριστιανικών κοινοτήτων να λάβουν από το αυτοκρατορικό ταμείο όσα χρήματα χρειάζονταν για να επεκτείνουν, να εξωρα'ίσουν ή να κα τασκευάσουν χώρους λατρείας. Παράλληλα, οι Άγιοι Τόποι περιέρχο νταν και πάλι με μεγαλειώδη τρόπο στον νέο περιούσιο λαό του Θεού, με την ανέγερση του ναού του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ και του ναού της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ. Κανένας δεν θα πρέπει να κρίνει τον Κωνσταντίνο με αυστηρότητα επειδή φαίνεται να μην είχε κατανοήσει πλήρως τον χριστιανισμό. Πολ λά από τα βασικά δόγματα της θρησκείας δεν είχαν βρει ακόμη την τελική τους διατύπωση, ενώ το σύνολο των κειμένων που θα συναποτελούσαν την Αγία Γ ραφή δεν είχε καθοριστεί. Η υιοθέτηση ωστόσο του χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο αποτέλεσε ένα βασικό σημείο καμπής στην τρέχουσα προσπάθεια για αποσαφήνιση και καθορισμό της πίστης. Διότι ο εκχριστιανισμός του αυτοκράτορα σήμαινε ότι οι δυνά μεις καταναγκασμού του Ρωμαϊκού κράτους θα μπορούσαν τώρα να α ναπτυχθούν προς όφελος εκείνης της θεολογικής ή εκκλησιαστικής φα τρίας που θα κατάφερνε να αποσπάσει την εύνοιά του. Ιερωμένοι οι οποίοι είχαν αποδοκιμάσει τους διωγμούς που οι ίδιοι είχαν υποστεί υπό το καθεστώς ειδωλολατρών αυτοκρατόρων, τώρα δεν δίσταζαν κα θόλου να χρησιμοποιήσουν την ίδια ακριβώς βίαιη εξουσία εναντίον των χριστιανών αντιπάλων τους. Το 325 ο αυτοκράτορας προήδρευσε της Συνόδου της Νίκαιας, η οποία συνήλθε με κύριο σκοπό να εξετάσει τη σχέση του Θεού-Πατέρα προς τον Θεό-Τιό. Η συμμετοχή του αυτοκρά τορα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από το αν η θέση την οποία φαί νεται να υποστήριξε ο Κωνσταντίνος στη Νίκαια θεωρήθηκε τελικά ως αιρετική από τους επερχόμενους αυτοκράτορες και τις μελλοντικές συ νόδους. Τα διατάγματα τέτοιων «Οικουμενικών Συνόδων» είχαν την ισχύ αυτοκρατορικών νόμων. Η διαφωνία σήμαινε εναντίωση όχι μόνο στη θέληση του Θεού, αλλά και στη θέληση του ίδιου του αυτοκράτορα. Αυτές οι μεθοδεύσεις ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές για τις θέσεις του χριστιανισμού. Όμως τα συμφέροντα της θρησκείας αναμφίβολα προάγονταν χάρη στη σχέση της με έναν αυτοκράτορα ο οποίος, κατά το έτος θανάτου του, το 337, είχε αποκαταστήσει την ειρήνη και την ενότητα στον
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΤΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
ρωμαϊκό κόσμο και, στην ανατολική Μεσόγειο, είχε καταπιαστεί με τη δη μιουργία μιας πολιτικής κοινότητας κύρους και επιρροής, της οποίας τα μέλη είχαν κάθε λόγο να τιμούν τη μνήμη του. Η ένδειξη πίστης και υ ποταγής στον Κωνσταντίνο, στην πο λιτική και στη δυναστεία του, συνδε όταν πολύ περισσότερο με τις στρα τιωτικές επιτυχίες και τη γενναιοδω ρία των χορηγιών παρά με τα θρη σκευτικά ζητήματα. Αυτή η αφοσίωση στη μνήμη του Κωνσταντίνου εκφράστηκε με βίαιο τρόπο πολύ σύντομα μετά τον θάνατό του. Ο Κωνσταντίνος φαίνεται ότι εί χε σκεφτεί να μοιράσει την αυτοκρα τορία στους τρεις γιους του: τον Κων σταντίνο Β', τον Κωνστάντιο Β'-και τον Κώνσταντα, καθώς επίσης στους εγγονούς της μητριάς του, Θεοδώρας. Για τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου ακολούθησε μια αβέ βαιη περίοδος μεσοβασιλείας, ώσπου τον Σεπτέμβριο του 337 οι γιοι του αυτοανακηρύχθηκαν αύγουστοι. Ό μως, προηγήθηκε μια ανταρσία στους στρατιωτικούς κόλπους της Κωνστα ντινουπόλεως. Οι στρατιώτες απαίτη σαν να μην τους κυβερνήσει «κανένας άλλος εκτός από τους γιους του Κων σταντίνου», και οι εγγονοί της Θεο δώρας, μαζί με πλήθος συγγενών και υποστηρικτών τους, σφαγιάσθηκαν. Ανάμεσα στους ελάχιστους επιζώντες ήταν ο Γάλλος και ο Ιουλιάνός, οι δύο μικρότεροι γιοι του εκτελεσθέντος ετεροθαλούς αδελφού του Κων σταντίνου, Ιουλίου Κωνστάντιου. Ο Ιουλιανός θεωρήθηκε πάρα πολύ μι κρός για να δολοφονηθεί, ενώ ο ετερο-
51
PETER SARRIS
52
Θαλής αδελφός του, Γάλλος, ήταν αρκετά άρρωστος, ώστε η δολοφονία του να θεωρηθεί περιττή. Το φθινόπωρο του 337, οι γιοι του Κωνσταντίνου συναντήθηκαν στην Παννονία, στα Βαλκάνια, για να μοιράσουν την αυτοκρατορία μεταξύ τους. Ο Κωνστάντιος Β', ο μεσαίος αδελφός, ανέλαβε τον έλεγχο των ανατολικών επαρχιών και της Θράκης. Ο Κώνστας πήρε το υπόλοιπο των Βαλκανίων, καθώς και την Ιταλία και την Αφρική, ενώ ο μεγαλύ τερος, και κατά πάσα πιθανότητα νόθος γιος, ο Κωνσταντίνος Β', ανέ λαβε τη Βρετανία, τη Γαλατία και την Ισπανία. Ολοφάνερα δυσαρεστημένος με αυτή τη μοιρασιά, ο Κωνσταντίνος Β' οργάνωσε μια ανεπιτυχή επίθεση εναντίον της Ιταλίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ίδιος σκοτώθηκε κοντά στην Ακυληία, ενώ οι προηγούμενες κτήσεις του περι ήλθαν στον νεότερο αδελφό του. Στα ανατολικά, ο Πέρσης σάχης Σαπώρης Β' θέλησε να εκμεταλλευτεί την πολιτική αποδιοργάνωση που προκαλεί συνήθως η μεταβίβαση εξουσίας και οργάνωσε μια σειρά επιθέ σεις στην παραμεθόρια πόλη Νίσιβη. Η πρώτη από αυτές πρέπει να πραγματοποιήθηκε ήδη το καλοκαίρι του 337, ενώ δύο ακόμα περσικές επιδρομές έγιναν το 346 και το 350. Αυτές ο Κωνστάντιος Β' τις αντι μετώπισε με επιμονή και επιτυχία από τη βάση του στην Αντιόχεια. Q Κωνστάντιος ήταν ένας καχύποπτος άνδρας και ως χριστιανός λι γότερο ρεαλιστής από τον πατέρα του. Οι στρατιωτικές του ικανότητες, ωστόσο, σε συνδυασμό με την ευσυνειδησία του ως ηγεμόνα κέρδισαν τον θαυμασμό πολλών από τους υπηκόους του των ανατολικών επαρχιών. Αυτό το παραδέχεται ακόμη και ο ειδωλολάτρης ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος, ο οποίος στην αφήγησή του καλύπτει την τελευταία περίο δο της βασιλείας του Κωνσταντίου. Για μία ακόμη φορά το μυστικό της επιτυχίας του Κωνσταντίου φαίνεται ότι ήταν ο συνδυασμός της στρα τιωτικής δεινότητας και της συνετής χρήσης των χορηγιών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίου, η Κωνσταντινούπολη εξωραΐ-
Χ ρυσό μ ε τά λ λ ιο το υ Κ ω ν σ τ α ν τ ίο υ Β ' α π ό το ν ο μ ισ μ α το κ ο π είο * ϊη ς Ν ικομήδειας, π ε ρ ίπ ο υ 355. Σ τ ο ν ο π ισθ ότυ π ο, η π ρ ο σ ω π ο π ο ίη σ η τη ς Κ ω ν σ τα ντινο υ π ό λ εω ς π ου α κ ο υ μ π ά ε ι το π ό δ ι της σ τη ν π λώ ρη ενός πλοίου.
Ύ ■'
a.
ί
.
m LΜ \
V 7 /
4 W ‘
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
στηκε ακόμα περισσότερο, η σύγκλητός της διευρύνθηκε σημαντικά και οι συγκλητικοί της απολάμβαναν τιμές ισάξιες με αυτές των ομολόγων τους στη Ρώμη. Ενώ ο Κωνστάντιος Β' φαίνεται να συνέχισε τα κατορθώματα του πα τέρα του, ο αδελφός του, Κώνστας, δεν διαχειρίστηκε τις κρατικές υποθέ σεις με την ίδια σύνεση στη Δύση. Κατηγορήθηκε για τους κακούς συμ βούλους του ενώ το αυλικό περιβάλλον του επικρίθηκε αυστηρά για ατα σθαλίες. Αν και, ως γνωστόν, ο Κώνστας νομοθέτησε εναντίον της ομο φυλοφιλίας, μεταγενέστερες πηγές αναφέρουν ότι διατηρούσε ένα είδος αρσενικού χαρεμιού με αιχμαλώτους πολέμου. Το 350 ανατράπηκε ύστερα από πραξικόπημα και αντικαταστάθηκε από έναν αξιωματικό του στρα τού γερμανικής καταγωγής που ονομαζόταν Μαγνέντιος. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε αναπόφευκτα την οργή του Κωνσταντίου, ο οποίος το 351 κα ταδίωξε τον στρατό του σφετεριστή πρώτα στα Βαλκάνια, μετά στην Ιτα λία καιτελικά στη Γαλατία, όπου το 353 ο Μαγνέντιος ηττήθηκε οριστικά. Με την παραμονή του Κωνσταντίου στη Δύση προέκυψε το θέμα του ποιος θα είχε την επίβλεψη της Ανατολής, όπου οι Πέρσες αποτελούσαν μόνιμη απειλή. Όντας ο ίδιος άτεκνος, ο Κωνστάντιος έπρεπε να στρα φεί στους βασιλικούς απογόνους που επέζησαν της σφαγής του 337, και το 351 διόρισε ως καίσαρα τον Γ άλλο. Η περίοδος βασιλείας του Γ άλλου ,στην Ανατολή χαρακτηρίζεται κυρίως από την έφεσή του στην άσκηση άσκοπης βίας. Σύμφωνα με τον Αμμιανό, «ξεπερνώντας τα όρια της εξουσίας που του δόθηκε... [προκάλεσε]... γενική αταξία λόγω της υ περβολικής του σκληρότητας». Ο Κωνστάντιος δεν μπορούσε να επιτρέ ψει την αποξένωση της Ανατολής και το 354, με χαρακτηριστική διορα τικότητα, κάλεσε επιτακτικά τον Γ άλλο κοντά του και διέταξε την εκτέ λεσή του. Ασχολήθηκε στη συνέχεια με μια σειρά εκστρατείες εναντίον βαρβάρων στασιαστών κατά μήκος του ποταμού Ρήνου. Το 355, διόρισε ως καίσαρα τον ετεροθαλή αδελφό του Γάλλου, Ιουλιανό, στον οποίο εμπιστεύθηκε την επίβλεψη της Γαλατίας, καθώς ο ίδιος αναχώρησε σε εκστρατεία στο σύνορο του Δούναβη. Ο Κωνστάντιος θα πρέπει να είχε καταλάβει ότι ο Ιουλιανός δεν είχε ιδιαίτερους λόγους να τον συμπαθεί. Στο κάτω κάτω, ο αυτοκράτορας ήταν συνένοχος στον θάνατο σχεδόν όλων των στενών συγγενών του Γουλιανού, ενώ από το 342 μέχρι το 348, τόσο ο Γ άλλος όσο και ο ΙουΑ'-ανός ήταν ουσιαστικά έγκλειστοι σε ένα παλάτι της Καππαδοκίας. Από το 348, όμως, δόθηκαν στον Ιουλιανό κάποια περιθώρια ελευθερίας και του επετράπη να ταξιδέψει πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και μετά στη Νικομήδεια, στην Έφεσο και για σύντομο χρονικό διάστημα στην Αθήνα, όπου είχε την ευκαιρία να αποκτήσει πλούσια παιδεία. Αυτός ο εικοσιτετράχρονος φιλομαθής νεαρός δεν φαινόταν σε καμιά περίπτωση
53
PETER SARRIS
54
Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο τελευταίος παγανιστής αυτοκράτορας, είχε επιλέξει να εικονίζεται στα νομίσματα του με τη γενειάδα φιλοσόφου, εξαιτίας της οποίας διακωμωδήθηκε αρκετά. Η παράσταση ταύρου στον εμπροσθότυπο παραμένει αινιγματική. Σύμφωνα με μια ερμηνεία πρόκειται για τον ιερό ταύρο 'Απη. Χάλκινο νόμισμα της Κωνσταντινουπόλεως,
361-363.
ικανός να απειλήσει, έναν τόσο σκληραγωγημένο στρατιωτικό ό πως ο Κωνστάντιος, που σίγουρα είχε όλο τον στρατό με το μέρος του. Το 359, οι Πέρσες κατέλαβαν το σημαντικό παραμεθόριο οχυρό της Άμιδας και τον επόμενο χρόνο εκπόρθησαν δύο ακόμα ρωμαϊκά φυλάκια. Ο Κωνστάντιος αναγκάστηκε να επιστρέφει στην Αντιόχεια και να προετοιμαστεί για πό λεμο. Από το 357, και από τότε που ο Κωνστάντιος εξεστράτευσε στον Δούναβη, ο Ιουλιανός ήταν ουσιαστικά ο μοναδικός εκπρόσωπος της αυτοκρατορικής εξουσίας στις δυ τικές επαρχίες, ευθύνη στην οποία ανταποκρίθηκε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. 'Υστερα από διάφορες εντυπωσιακές εκστρατείες, ο Ιουλιανός κατάφερε να εκκαθαρίσει τη Βόρεια Γαλατία από τους βαρβάρους επιδρομείς και να επιδείξει την ισχύ του ρωμαϊκού στρατού πέρα από τον ποταμό Ρήνο. Παράλληλα, αναδιορ γάνωσε το φορολογικό σύστημα στη Γαλατία προς όφελος τόσο του αυτοκρατορικού ταμείου όσο και των φορολογού μενων υποτελών. Ο Ιουλιανός αποδεικνυόταν όχι μόνο ένας γενναίος στρατηγός, αλλά και ένας ικανός και δίκαιος δια χειριστής. Η επιτυχία του Ιουλιανού στη Γ αλατία φαίνεται να θο ρύβησε κάπως τον Κωνστάντιο. Κατά συνέπεια, στις αρχές του 360, ο αυτοκράτορας διέταξε ένα σημαντικό τμήμα του στρατού του Γουλιανού να μετακινηθεί ανατολικά για τις ανάγκες του περσικού πολέμου. Ο Ιουλιανός θα πρέπει να ερμήνευσε αυτή την κίνηση ως εσκεμμένη προσπάθεια υπονόμευσης της θέσης του. Πολύ σύντομα, πράγματι, ο στρατός του Ιουλιανού επρόκειτο να μετακινηθεί προς ανατολάς σε αριθμό όμως που ο Κωνστάντιος δεν είχε καν υποψια στεί. Διότι τον Φεβρουάριο του 360, τα στρατεύματα του Ιουλιανού τον ανακήρυξαν αύγουστο. Ο Κωνστάντιος δεν θέλησε να ανεχθεί την παρα μικρή μείωση της δικής του εξουσίας, και το 361 ο Ιουλιανός και ο στρα τός του ξεκίνησαν μια μακρά εκστρατεία προς ανατολάς, για να επιλύ σουν το ζήτημα του αυτοκρατορικού τίτλου με τη δύναμη των όπλων. Ο Κωνστάντιος, από την άλλη πλευρά, εγκατέλειψε την Αντιόχεια, «ανυπομονώντας όπως πάντα» γράφει ο Αμμιανός, «να αντιμετωπίσει άμεσα την πρόκληση του εμφυλίου πολέμου». Καθώς όμως αυτός και ο στρατός του συνέχιζαν την προέλασή τους στην Κιλικία, ο Κωνστάντιος αρρώστησε με υψηλό πυρετό που προκάλεσε τελικά τον θάνατό του. Οι σύμ βουλοι του εκλιπόντος αυτοκράτορα συμφώνησαν να αναγνωρίσουν τον Ιουλιανό ως τον ανώτατο άρχοντα του ρωμαϊκού κόσμου και έστειλαν δύο αξιωματικούς για να τον προσκαλέσουν «να αναλάβει πάραυτα την ηγε-
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
σία της Ανατολής, η οποία ήταν έτοιμη να πειθαρχήσει στις εντολές του». Ο Ιουλιανός έσπευσε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη. Η βασιλεία του Ιουλιανού μετά βίας θα ξεπερνούσε τελικά τους 18 μήνες. Ωστόσο η περίοδος αυτή γοήτευσε έντονα τόσο τους σύγχρονους όσο και τους μεταγενέστερους ιστορικούς ερευνητές. Αμέσως μετά τον θάνατο του θείου του, αποφάσισε να αποκαλύψει δημόσια κάτι που ήταν ήδη γνωστό στον κύκλο των στενών φίλων του, ότι δηλαδή κατά τη διάρ κεια των σπουδών του, πρώτα στη Νικομήδεια το 351 και μετά στην Έφεσο, είχε απορρίψει τον Θεό του Κωνσταντίνου και είχε ενστερνιστεί τα μυστήρια του νεοπλατωνικού παγανισμού. Μόλις έφθασε στην Κων σταντινούπολη, ο Ιουλιανός κήρυξε θρησκευτική ανοχή, αφαίρεσε τα προ νόμια τα οποία κατείχαν η χριστιανική Εκκλησία και ο κλήρος, και διέ ταξε να αναβιώσει η λατρεία στους παγανιστικούς ναούς των πόλεων της αυτοκρατορίας. Ο Ιουλιανός θέλησε να παρουσιάσει αυτή τη διακήρυξη ως αποκατά σταση της δημοσίως απαγορευμένης λατρείας εκείνων των θεών οι οποίοι είχαν χαρίσει στη Ρώμη το παρελθόν της μεγαλείο. Ωστόσο έχει σημασία να καταλάβουμε μέχρι ποιο σημείο, ακόμη και για πολλούς μη χριστια νούς, ο παγανισμός του Ιουλιανού φάνταζε ως ένα παράξενο και πιθανό τατα εκφυλισμένο αμάλγαμα. Ο Ιουλιανός είχε ανατραφεί ως χριστιανός: ο παγανισμός του, λοιπόν, έμοιαζε με μια ξένη γλώσσα που, ακόμη και αν κάποιος μάθει να τη μιλά με μεγάλο ενθουσιασμό, αυτή εξακολουθεί να ηχεί παράξενα στα αυτιά του αυτόχθονος. Ο Ιουλιανός ήταν οπαδός ενός εκλεπτυσμένου παγανισμού που σε συμβολικό επίπεδο μόνο προσέγγιζε
55
Ο Ιουλια νός μ ε α ν το κ ρ α το ρ ικ ό ένδυμα π α ρ α κ ο λ ο υ θ εί τη θ υ σ ία ενός ταύρου. Σ τ α δ ε ξ ιά ε ικ ο ν ίζ ε τ α ι φ λέγόμενος βω μός μ έ σ α σε κ όγχ η π ο υ ε π ισ τ έ φ ε τ α ι α π ό τ ρ ία π α γ α ν ισ τ ικ ά είδω λα.
56
i
PETER SARRIS
τους μύθους κοα τους θρύλους της ελληνορωμαϊκής παράδοσης. ΓΊαρότι έπρεπε να ασκείται η λατρεία κάθε ξεχωριστής θεότητας, ο απώτερος σκοπός αυτής της διαδικασίας ήταν να οδηγήσει σε μια σαφέστερη αντί ληψη της μίας και μοναδικής θεϊκής αρχής όπως ενσαρκωνόταν σε ό,τι ο Ιουλιανός περιέγραφε ως «ο δημιουργός... ο κοινός πατέρας και βασιλιάς όλων των ανθρώπων)). . Αυτή η νοησιαρχία, εμποτισμένη από μια μονοθεϊστική τάση που ήταν έκδηλη από καιρό στον ύστερο παγανισμό, θα πρέπει να είλκυε ιδιαίτερα τους μορφωμένους αριστοκράτες της αυτοκρατορίας. Η υψηλοφροσύνη του Ιουλιανού, όμως, συμβάδιζε με μια αρέσκεια προς τις θεαματικές τελετές, στις θυσίες και τη μαγεία, που τα μέλη της αριστο κρατίας θεωρούσαν χυδαία. Σύμφωνα με τον Αμμιανό, ο Ιουλιανός ήταν «περισσότερο προληπτικός παρά ειλικρινής τηρητής των επιταγών της θρησκείας και οδηγούσε στον βωμό αμέτρητα ζώα χωρίς να υπολογίζει τα έξοδα». Οι ειδωλολατρικοί ναοί, ωστόσο, και οι σχετικές παγανιστικές λατρείες δεν είχαν περιέλθει σε αχρηστία μόνο και μόνο επειδή την εξουσία ασκούσαν χριστιανοί αυτοκράτορες. Η εγκατάλειψη οφειλόταν ως ένα βαθμό στην έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά των ίδιων των ειδωλολατρών για την οργάνωση μεγαλόπρεπων και ακριβών δημόσιων επιδείξεων παγανιστικής θρησκευτικότητας. Εαν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του Ιουλιανού ήταν αντίθετες με το ρεύμα της εποχής, το ίδιο συνέβαινε και με ορισμένες από τις επιδιώξεις του στον πολιτικό τομέα. Η πολιτική του Ιουλιανού χαρακτηρίζεται από την απόφασή του να ανατρέψει τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου. Το μέγεθος και η πολυτέλεια της αυτοκρατορικής αυλής περιορίστηκαν. Ο αυτοκράτορας θα ξαναγύριζε στον ρόλο του α νώτατου δικαστικού, αντί του δεσπότη, του ρωμαϊκού κόσμου. Η κεντρική εξουσία θα περιοριζόταν σταδιακά και η διοίκηση της αυτοκρατορίας θα περιερχόταν εκ νέου στην αυτοδιαχείριση των αστικών συμβουλίων. Τέ τοιες συντηρητικές φιλοδοξίες ίσως να θεωρούνταν αξιέπαινες από με ρικούς. Αλλά η δυνατότητα να δραπετεύσει κανείς από τα επαχθή καθή κοντα της δημοτικής αρχής, να ανέλθει τα αξιώματα της κεντρικής διοί κησης, να αποκτήσει την εμπειρία και να βιώσειτη χλιδή της Αυλής, είχε δημιουργήσει για τα μέλη της νέας αυτοκρατορικής αριστοκρατίας ευ καιρίες τις οποίες δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να χάσουν. Έ τσι, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, κατά τη διάρ κεια του ταξιδιού του από την Κωνσταντινούπολη προς την Αντιόχεια το 362, ο Ιουλιανός έγινε δεκτός με μικρότερο ενθουσιασμό στις πόλεις από τις οποίες πέρασε, εξαιτίας των αντιδράσεων που είχαν προκαλέσει η θρησκευτική και η λαϊκή πολιτική του. Η αποκορύφωση ήταν η έντονη διένεξη που προέκυψε ανάμεσα στον Ιουλιανό και στους πολίτες της
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
Αντιόχειας. Οι θυσίες τις οποίες ο Ιουλιανός πραγματοποίησε εκεί προς τιμήν του θεού Άδωνη, σε μια περίοδο κατά την οποία η πόλη υπέφερε από έλλειψη τροφίμων, σε συνδυασμό με τις αδέξιες προσπάθειές του να επιλύσει το πρόβλημα της σιτοδείας, ενόχλησαν εξίσου τους χριστιανούς και τους ειδωλολάτρες κατοίκους της πόλης. Η δημόσια γελοιοποίηση την οποία υπέστη ο Ιουλιανός τον επηρέασε τόσο βαθιά στη συνέχεια, ώστε κατά την επιστροφή του στην περιοχή δήλωσε ότι εφεξής θα διέ μενε στην Ταρσό και όχι στην Αντιόχεια. Το ταξίδι του Ιουλιανού στην Ανατολή το 362 δείχνει, ωστόσο, ότι ο αυτοκράτορας είχε συναίσθηση των δυσκολιών τις οποίες θα αντιμετώ πιζε για την πραγματοποίηση των φιλοδοξιών του. Διότι βασικός σκοπός του φαίνεται ότι ήταν να επιχειρήσει αυτό που και άλλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν κάνει στο παρελθόν προκειμένου να κερδίσουν την υ ποστήριξη των ελληνόφωνων πόλεων της Ανατολής: να εκστρατεύσει, δηλαδή, εναντίον του παραδοσιακού εχθρού του ελληνικού κόσμου, της αυτοκρατορίας των Περσών. Το 363, με έναν στρατό 65.000 ανδρών, ο Ιουλιανός εισέβαλε στην περσική επικράτεια και μετά από σειρά θεαμα τικών νικών, τις οποίες μας εξιστορεί από πρώτο χέρι ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, έφθασε σε απόσταση αναπνοής από την πρωτεύουσα των σά χηδων, την Κτησιφώντα. Τπό το βλέμμα των υπερασπιστών της πόλης, ο Ιουλιανός προ'ίστατο αθλητικών και εορταστικών εκδηλώσεων. Μια λα μπρή νίκη που θα αποδείκνυε περίτρανα την ανωτερότητα της θρησκείας του φαινόταν να είναι κιόλας δική του. Πολύ σύντομα, όμως, ο Ιουλιανός και οι συνεργάτες του κατάλαβαν ότι η πόλη ήταν από κάθε άποψη απόρθητη. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, «από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, η κατάσταση άρχισε να ξεφεύγει από τα χέρια του σαν την άμμο που γλιστρά κάτω από τα πόδια ή σαν τη φοβερή καταιγίδα που χτυπά ένα καράβι». Ακριβώς σε αυτό το σημείο ο Ιουλιανός έκανε ένα μοιραίο λάθος. Αντί να υποχωρήσει ακολουθώντας την ίδια οδό, αποφάσισε να κάψει τα πλοία με τα οποία ο στρατός του είχε διασχίσει τον Ευφράτη και τους παραποτάμους του και στη συνέχεια να εξαπολύσει νέες επιθέσεις στα περσικά εδάφη. Με αυτή την τακτική ο στρατός του Ιουλιανού, που ήδη είχε αρχίσει να χάνει το ηθικό του, βρέθηκε ξαφνικά χωρίς εφόδια και αντιμέτωπος με επιδρομές και ενέδρες. Κατά τη διάρκεια μιας ανάλο γης επίθεσης, στις 26 Ιουνίου, ο ίδιος ο αυτοκράτορας πληγώθηκε θα νάσιμα από μια λόγχη που διαπέρασε τα πλευρά του. Ο Ιουλιανός με ταφέρθηκε στη σκηνή του όπου και πέθανε το ίδιο βράδυ, εκφράζοντας ικανοποίηση, σύμφωνα με τον Αμμιανό, που τουλάχιστον αξιώθηκε έναν ενάρετο θάνατο στο πεδίο της μάχης, αντί ενός θανάτου «εξαιτίας κά ποιας μυστικής συνωμοσίας». Κάποιοι άλλοι δεν ήταν τόσο σίγουροι γ ι’
58
Ε σ ω τε ρ ικ ή άπ οψ η τ ο ν β α π τ ισ τ η ρ ίο ν σ τ η Ν ίσιβ η (Nusaybin, σ τη ν α ν α το λ ικ ή Τ ουρκία), π ο υ κ τ ίσ τ η κ ε α π ό τον ε π ίσ κ ο π ο Β ο λ ά γ η σ ο το 359, τ έ σ σ ε ρ α χ ρόνια π ρ ιν τη ν π α ρ ά δ ο σ ή τη ς π όλης σ το υ ς Π έρσες ύ σ τε ρ α α π ό την α π ο τ υ χ ία τη ς ε κ σ τ ρ α τ ε ία ς του Ιουλιανού.
PETER SARRIS
αυτό: υπήρχαν φήμες era ο αυτοκρατορας είχε στην πραγματικότητα χτυπηθεί από έναν από τους δικούς του χριστιανούς στρατιώτες. Ένας ιστορικός θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηρίσει τον Ιουλιανό ως έναν αθεράπευτο ιδεαλιστή, του οποίου η πολιτική ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Βέβαια, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς με ποιον τρόπο η πολιτική του θα μπορούσε να αποβεί επιτυχής. Όμως, όσο εκκεντρικός κι αν ήταν ο παγανισμός του Ιουλιανού, η επιβολή του σίγουρα δεν θα ήταν ακατόρθωτη ιδιαίτερα σε μιαν αυτοκρατορία στην οποία ο χριστια νισμός δεν ήταν παρά μία ακόμα θρησκεία, ανεκτή αλλά όχι προνομιού χος, ανάμεσα σε πολλές άλλες. Το όλο εγχείρημα εξάλλου θα ήταν πολύ ευκολότερο, εάν ο Ιουλιανός είχε στο περσικό μέτωπο τις' ίδιες στρα τιωτικές επιτυχίες που είχε και στη Γαλατία. Όπως αποδείχθηκε κα τά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνστα ντίνου, αυτό που εξασφάλιζε την αφοσίωση των υπηκόων ενός αυτοκράτορα ήταν κυρίως οι στρατιωτικές του επιτυχίες και όχι οι θρη σκευτικές του προτιμήσεις. Είναι χαρακτηρι στικό ότι μετά τον θάνατο του Ιουλιανού οι αξιωματικοί του πρόσφεραν κατ’ αρχήν το στέμμα σ’ έναν ηλικιωμένο ειδωλολάτρη συ νάδελφό τους, τον Σαλούτιο. Μόνο μετά την άρνηση του Σαλουτίου δόθηκε το στέμμα στον χριστιανό αξιωματικό Ιοβιανό, ο οποίος δια πραγματεύτηκε την αποχώρηση του στρατού του από την Περσία με αντάλλαγμα την πα ράδοση της μεθοριακής πόλης Νισίβεως και τμήματος των ρωμαϊκών εδαφών. Έκτοτε δεν κυβέρνησε τον ρωμαϊκό κόσμο ειδωλο λάτρης, και η Εκκλησία φρόντισε ιδιαίτερα γ ι’ αυτό. Γύρω στα τέλη του 4ου αιώνα, η σχετική αδιαφορία απέναντι στα ειδωλολατρικά κατάλοιπα, η οποία χαρακτήριζε την πολιτική των χριστιανών αυτοκρατόρων πριν τον Ιουλιανό, άρχισε να αντικαθίσταται στα διακά από μια σκληρή αποφασιστικότητα για τον πλήρη εκχριστιανισμό της κοινωνίας και της πολιτείας είτε με συναίνεση είτε με εξαναγκασμό. Ο Ιοβιανός οδήγησε τον καταπτοημένο ρωμαϊκό στρατό μέσω Αντιόχειας στην Κων σταντινούπολη, αλλά πέθανε στα περίχωρά
Η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (306-641)
της στις 17 Φεβρουάριου του 364. Το στέμμα πέρασε στον στρατηγό Βαλεντινιανό, ο οποίος μοιράστηκε την αυτοκρατορία με τον αδερφό του, Βάλεντα. Ο τελευταίος ανέλαβε την Ανατολή, ενώ ο Βαλεντινιανός κατευθύνθηκε προς τη Δύση, όπου λόγω της απουσίας του στρατού του Ιουλιανού είχαν αρχίσει πάλι οι επιδρομές των βαρβάρων κατά μήκος του Ρήνου και του Δούναβη. Ο Βαλεντινιανός πέρασε τα επόμενα 11 έτη της βασιλείας του οργανώνοντας επιτυχείς στρατιωτικές εκστρατείες. Στην Ανατολή, ο Βάλης έπρεπε να αντιμετωπίσει τόσο μια νέα περσική απειλή όσο και την ανταρσία του Προκοπίου, ενός συγγενή και υποστηρικτή του εκλιπόντος Ιουλιανού. Ο Προκόπιος ηττήθηκε και στη συνέ χεια ο Βάλης κατατρόπωσε τους βαρβάρους συμμάχους του επίδοξου σφετεριστή πέρα από τον Δούναβη το 369. Το 375, κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας στον Δούναβη, ο Βαλεντινιανός πέθανε. Ως διάδοχό του στον θρόνο προόριζε τον μεγαλύτερο γιο του, τον δεκαεξάχρονο Γ ρατιανό, τον οποίο είχε αφήσει στους Τρεβήρόυς της Βόρειας Γαλατίας. Πράγματι, κατά ασυνήθιστο τρόπο, ο Γρατιανός έλαβε τον τίτλο του αυγούστου το 367. Αντί να σεβαστεί αυτές τις επιθυμίες, ο στρατός του Βαλεντινιανού στον Δούναβη ανακήρυξε ως αυτοκράτορα τον τετράχρονο γιο του, Βαλεντινιανό Β', του οποίου η Αυλή ήταν, εγκατεστημένη στη Βόρεια Ιταλία. Πάντως, αυτοί που εξακολού θησαν να ασκούν τον ουσιαστικό έλεγχο στη Γαλατία ήταν οι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος του Γρατιανού. Το 383, όμως, το καθεστώς του Γ ρατιανού ήρθε αντιμέτωπο με μια ανταρσία στη Βρετανία υπέρ ενός αξιωματικού ισπανικής καταγω γής που ονομαζόταν Μάγνος Μάξιμος, στο στρατόπεδο του οποίου προσχώρησε σύ ντομα όλος ο στρατός του Γ ρατιανού. Κατά συνέπεια, η Βρετανία, η Γα λατία και η Ισπανία περιήλθαν στον ουσιαστικό έλεγχο ενός στασιαστή, ενώ η Αυλή του Βαλεντινιανού Β' παρέμενε απομονωμένη στην Ιτα λία. Ο Μάξιμος ζήτησε από τον νέο αυτοκράτορα της Ανατολής, τον Θε οδόσιο Α', ο οποίος είχε διαδεχτεί τον Βάλεντα το 379, να αναγνωρίσει τον τίτλο του. Ο Θεοδόσιος αρνήθηκε. Το 387, ο Μάξιμος πέρασε τις Άλπεις με σκοπό να καταλάβει την Ιταλία και την Αφρι κή, προκαλώντας την εισβολή του Θεοδοσίου στη
59
Α ργυρός δ ίσ κ ο ς (missorium) π ου εικ ο ν ίζ ε ι τον Θ εοδόσιο Α' να π α ρ α δ ίδ ε ι έγγρα φ ο διορισ μ ού σε κ ά π ο ιο ν α ξιω μ α το ύ χ ο . Ο α ντο κ ρ ά το ρ α ς π λ α ισ ιώ ν ε τ α ι α π ό τους νεαρούς α υ γ ο ύ σ το ν ς Α ρκάδιο κ α ι Β α λ ε ν τιν ια ν ό Β '. Σ το κάτω τμήμα η π ρ ο σ ω π ο π ο ίη σ η τη ς γενναιόδω ρη ς Γης. Έ τος 388.
ψ ί S· , ‘ jM y_
_
p
ι
i
,.·ν ■ ,J~· J
—r Χ άρτης της Ρ ω μ α ϊκ ή ς Α υτοκρατορίας, π ε ρ ί τ
ΣΑΞΟΝΕΣ
S z, J.
,
■dls£
ΤρέβηροΛ
Π α ρ ιο 10ι
lyA/l0/
Αργεντοραντονο/
ΟΥΝΝΟΙ
J
■J;
Λούγδουνο
?L
Βουρδίγαλα
J;
πάδ\
Σόλων* Σπλων
Ραβέννα Ρώμη
8
..Ο ...'
Ταρράκων
Οστια
Lr : -
/
Καισάρεια
-
ρ ς ικ ε λ ια
ρήγιον
Σαλαμίς
Πτσλεμάΐςο
Κυρήνη
500
750
f
ευ