Luigi Pirandello -Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα
January 5, 2018 | Author: mel2044 | Category: N/A
Short Description
Copyright: Ερρίκος Μπελιές & Εκδόσεις Ηριδανός ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ Ζωοδόχου Πηγής 79, 1 1 4 73 ΑΘΗΝΑ Τηλ./ Fax: 2 1 0...
Description
Copyright: Ερρίκος Μπελιές & Εκδόσεις Ηριδανός
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ Ζωοδόχου Πηγής 79, 1 1 4 73 ΑΘΗΝΑ Τηλ./ Fax: 2 1 0 88.39.957, Τηλ.: 2 1 0 3 8 . 4 7 . 6 6 0
ISBN 978-960-335-084-2
ΛΟΥΙΤΖΙ ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ
ΕΞΙ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΖΗΤΟΥΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΕΛΙΕΣ
ΗΡΙΔΑΝΟΣ
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Τα πρόσωπα του έργου που πρόκειται να ανέβει: Ο Πατέρας Η Μητέρα Η Κόρη Ο Γιος
Το αγόρι: Βουβό πρόσωπο Το κορίτσι: Βουβό πρόσωπο Μαντάμ Πάτσε Οι ηθοποιοί του θιάσου: Ο Θιασάρχης Η Πρωταγωνίστρια Ο Πρωταγωνιστής Η Δεύτερη Ηθοποιός Η Νεαρή Ηθοποιός Ο Νεαρός Ηθοποιός Άλλοι ηθοποιοί, άντρες και γυναίκες Ο Διευθυντής σκηνής Ο Υποβολέας Ο Φροντιστής Ο Μηχανικός Ο Γραμματέας του θιασάρχη Ο θυρωρός Τεχνικοί και υπάλληλοι του θεάτρου
Π Ρ Ω Τ Η
Π Ρ Α Ξ Η
(Όταν μπαίνουν οι θεατές, η αυλαία είναι ανοιχτή και η σκηνή όπως είναι καθημερινά, μισοσκότεινη και χωρίς σκηνικά. Αυτό για να έχει από την αρχή το κοινό την αίσθηση μιας παράστασης που δεν έχει ακόμα στηθεί κανονικά. Δύο σκαλίτσες, αριστερά και δεξιά, ενώνουν τη σκηνή με την πλατεία. Το σκέπαστρο του υποβολείου έχει αφαιρεθεί από τη θέση του και είναι ακουμπισμένο πάνω στη σκηνή, λίγο πιο πέρα από την τρύπα του. Στην άλλη πλευρά, και κοντά στο προσκήνιο, ένα τραπεζάκι και η πολυ θρόνα του Θιασάρχη με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Επίσης κοντά στο προσκήνιο, δύο τραπεζάκια, το ένα λίγο μεγαλύτερο από το άλλο και μερικές καρέκλες βαλμένες εδώ και εκεί, μήπως χρειαστούν για την πρό βα. Στις άκρες της σκηνής, αριστερά και δεξιά, για τους Ηθοποιούς. Στο βάθος της σκηνής, στο πλάι, ένα πιάνο σχεδόν κρυμμένο. Όταν σβήνουν τα φώτα, βλέπουμε να μπαίνει από την πόρτα της σκηνής ο Μηχανικός, που φοράει μπλε φόρμα και στη ζώνη του έχει κρεμασμένη εργαλειοθήκη. Παίρνει μερικά σανίδια από μια άκρη, τα φέρνει στο προσκήνιο και γονατί ζει να τα καρφώσει. Στα πρώτα χτυπήματα βγαίνει από την πόρτα των καμαρινιών ο Διευθυντής Σκηνής) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Τι κάνεις εκεί; ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Δεν βλέπεις; Καρφώνω. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Τώρα βρήκες; (Κοιτάζει το ρολόι του) Δέκα και μισή. Όπου να 'ναι έρχεται ο θιασάρχης. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Κι εγώ πότε θα δουλέψω; ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Άλλη ώρα.
ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
Πότε; ΔΙΕΤΘΤΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Πάντως, όχι τώρα που έχουνε πρόβα. Έ λ α , μάζεψε τα από 'δώ, πρέπει να ετοιμάσω τη σκηνή για τη Δεύτερη Πράξη. (Ο Μηχανικός, γκρινιάζοντας και μουρμουρίζοντας, μαζεύει τα σανίδια και φεύγει. Στο μεταξύ, από την πόρτα της σκηνής αρχίζουν να καταφθά νουν οι Ηθοποιοί, ένας-ένας ή δύο-δύο. Είναι εννέα ή δέκα, όσοι υποτίθεται ότι παίρνουν μέρος στις πρόβες για το έργο του Πιραντέλλο «Το παιχνίδι των ρόλων», όπως γράφει το όρντινο. Μπαίνουν, χαιρετιούνται μεταξύ τους. Μερικοί πηγαίνουν στα καμαρίνια, ενώ άλλοι, ανάμεσα τους και ο Υποβο λέας με το κείμενο του έργου παραμάσχαλα, στέκονται και συζητάνε στη σκηνή, περιμένοντας να έρθει ο Θιασάρχης για να αρχίσει η πρόβα. Κάθο νται ή στέκονται όρθιοι κατά ομάδες, άλλος καπνίζει, άλλος μουρμουράει για το ρόλο που του δώσανε, άλλος διαβάζει μεγαλόφωνα μια θεατρική είδηση από την εφημερίδα. Όλοι οι Ηθοποιοί, άντρες και γυναίκες, θα πρέπει να φοράνε ανοιχτόχρωμα, χαρούμενα ρούχα και αυτή η πρώτη πρό βα θα πρέπει να γίνει με μεγάλη φυσικότητα και ζωντάνια. Κάποια στιγ μή ένας κάθεται στο πιάνο και παίζει μια χορευτική μελωδία: εδώ οι νεό τεροι μπορούν να αρχίσουν να χορεύουν) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
(Χτυπάει τα χέρια του για να τους επαναφέρει στην τάξη) Άντε!
Αρκετά! Τέρμα! Έρχεται ο κύριος θιασάρχης! (Αμέσως σταματάνε και η μουσική και ο χορός. Οι Ηθοποιοί στρέφουν και κοιτάζουν προς την πλατεία, καθώς ο Θιασάρχης και σκηνοθέτης του έργου μπαίνει από την πίσω πόρτα της πλατείας και διασχίζει την αίθου σα. Φοράει σκληρό καπέλο, κάτω από τη μασχάλη του κρατάει μπαστούνι και στο στόμα του έχει χοντρό πούρο. Καθώς προχωρεί, οι Ηθοποιοί τον χαιρετάνε, ανεβαίνει μία από τις δύο πλαϊνές σκαλίτσες και φτάνει στη σκηνή. Ο Γραμματέας του του δίνει το κείμενο του έργου και το ταχυδρο μείο: εφημερίδες)
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Γράμματα; ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όχι. Αυτά έφερε ο ταχυδρόμος. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Του δίνει πίσω το κείμενο) Αυτό στο γραφείο μου.
(Κοιτάζει
γύρω και απευθύνεται στον Διευθυντή Σκηνής) Δεν βλέπουμε τί
ποτα εδώ μέσα. Πες ν' ανάψουν κάνα φως. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Μάλιστα. (Πηγαίνει να φροντίσει το θέμα. Σε λίγες στιγμές η σκηνή φωτίζεται με έντονο λευκό φως. Στο μεταξύ, ο Υποβολέας μπαίνει στη θέση του. ανάβει τη λάμπα του και ανοίγει μπροστά του το κείμενο) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Χτυπάει τα χέρια του) Ελάτε, πάμε!
(Στον Διευθυντή Σκηνής)
Λείπει κανένας; ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ
Η πρωταγωνίστρια. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Όπως πάντα. (Κοιτάζει το ρολόι του) Χάσαμε ήδη δέκα λε π τ ά . Θα της βάλεις πρόστιμο — γράψ' το! Να μάθει να έρχε ται στην ώρα της. (Προτού προλάβει να τελειώσει, από το βάθος της πλατείας ακούγεται η φωνή της Πρωταγωνίστριας) ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Ε, όχι δα! Να 'μαι! Να 'μαι! (Είναι ντυμένη στα άσπρα, φοράει τεράστιο καπέλο και στην αγκαλιά της
κρατάει ένα χαριτωμένο σκυλάκι. Προχωρεί τρέχοντας στο διάδρομο της πλατείας και ανεβαίνει μία από τις πλαϊνές σκαλίτσες) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Επίτηδες το κάνεις; Πρέπει να περιμένει ολόκληρος θίασος; ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Συγγνώμη, αλλά παιδεύτηκα πολύ να βρω αυτοκίνητο. (Κοι τάζει γύρω) Εντάξει, δεν αρχίσαμε ακόμα. Κι εγώ αργώ να βγω. (Φωνάζει στον Διευθυντή Σκηνής) Βιττόριο! Σε παρακα λ ώ , αγάπη μου, ο Περικλής (Του δίνει το σκυλάκι) στο καμα ρίνι μου. Εκνευρίζεται πολύ στην πρόβα. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Το συγκεκριμένο ζώο εκνευρίζεται στην πρόβα, άλλα ζώα εκνευρίζουν στην πρόβα! (Χτυπάει τα χέρια του, στρέφει στον Υποβολέα) Έ λ α , πάμε. «Παιχνίδι των ρόλων» του Πιραντέλλο, Δεύτερη Πράξη. (Κάθεται στη θέση του σκηνοθέτη) Πάμε. Ποιοι παίζουν; (Οι υπόλοιποι Ηθοποιοί πηγαίνουν και κάθονται στο πλάι της σκηνής, εκτός από τους τρεις που συμμετέχουν στη συγκεκριμένη σκηνή. Η Πρω ταγωνίστρια δεν έχει προσέξει την οδηγία του Θιασάρχη και κάθεται μπρο στά σε ένα από τα δύο τραπεζάκια) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στην Πρωταγωνίστρια) Παίζεις κι εσύ εδώ; ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Ε γ ώ ; Όχι... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Εκνευρισμένος) Ε, τότε, φύγε από τη μέση!
(Η Πρωταγωνί
στρια σηκώνεται, πηγαίνει και κάθεται στο πλάι, μαζί με τους άλ λους. Στον Υποβολέα) Πάμε, πάμε!
ΥΠΟΒΟΛΈΑς
(Διαβάζει από το κείμενο) «Το σπίτι του Λεόνε Γκάλα. Περίερ γος χώρος, τραπεζαρία και γραφείο μαζί». ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στον Διευθυντή Σκηνής) Θα βάλουμε το κόκκινο σαλόνι. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Σ Κ Η Ν Η Σ
(Το σημειώνει) Κόκκινο σαλόνι. Μάλιστα. ΥΠΟΒΟΛΈΑς
(Συνεχίζει από το κείμενο) «Το τραπέζι στρωμένο για φαγητό. Πάνω στο γραφείο βιβλία και χαρτιά. Ράφια με βιβλία και βιτρίνες με πολύτιμα σερβίτσια. Στο βάθος πόρτα, που οδη γεί στο δωμάτιο του Λεόνε. Άλλη πόρτα στο βάθος αριστερά, που οδηγεί στην κουζίνα. Η εξώπορτα στο πλάι δεξιά». ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Σηκώνεται και δείχνει) Λοιπόν, προσέξτε: εκεί η εξώπορτα, από δώ η κουζίνα. (Στον Ηθοποιό που υποδύεται τον Σωκράτη) Εσύ μπαίνεις και βγαίνεις από 'δώ. (Στον Διευθυντή Σκηνής. Του δείχνει) Εκεί μήπως βάλουμε παράθυρο και κουρτίνες. (Ξανακάθεται) ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Σ Κ Η Ν Η Σ
(Κρατάει
σημείωση)
Μάλιστα.
ΥΠΟΒΟΛΈΑς
(Συνεχίζει) «Σκηνή Πρώτη. Λεόνε Γκάλα, Γκουίντο Βενάντσι και Φιλίππο, ο επονομαζόμενος Σωκράτης». (Στον Θια σάρχη) Θέλετε να διαβάσω όλες τις σκηνικές οδηγίες; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ε, βέβαια. Κάθε φορά θα το ρωτάς;
ΥΠΟΒΟΛΈΑς
(Διαβάζει) «Όταν ανοίγει η αυλαία, ο Λεόνε Γκάλα, φορώ ντας σκούφο μάγειρα και ποδιά, κρατάει ξύλινο πιρούνι και χτυπάει ένα αβγό σε ένα μικρό μπολ. Ο Φιλίππο, και αυτός ντυμένος μάγειρας, κάνει ακριβώς το ίδιο. Ο Γκουίντο Βενάντσι κάθεται και ακούει». ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
(Στον Θιασάρχη) Πρέπει οπωσδήποτε να φοράω σκούφο; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ενοχλημένος) Ε, ναι. Εδώ έτσι γράφει. (Δείχνει το κείμενο) ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Συγγνώμη, αλλά είναι γελοίο! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Γελοίο! Άκου 'κεί, γελοίο! Και γελοίο να είναι, τι να κάνω εγώ; Πάνε οι καλές εποχές που φέρναμε ωραία έργα από τη Γαλλία. Τώρα καταντήσαμε να παίζουμε μόνο Πιραντέλλο, που ανάθεμα κι αν τον καταλαβαίνει κανένας! Λες και το κάνει επίτηδες, να μην αρέσει το έργο ούτε στους ηθοποιούς, ούτε στο κοινό, ούτε στους κριτικούς! (Οι Ηθοποιοί γελάνε. Ο Θιασάρχης σηκώνεται,
πλησιάζει τον Πρωταγωνιστή και του φω
νάζει) Άρα, και σκούφο θα βάλεις και τ αβγό θα χτυπάς! Να
'ταν αυτό μόνο: θα σας βάλω να υποδυθείτε και το τσόφλι του αβγού που χτυπάτε! (Ξανά γέλια και ειρωνικά σχόλια από τους Ηθοποιούς) Ησυχία! Όταν εξηγώ, ν' ακούτε! (Στον Πρω ταγωνιστή) Ναι, το τσόφλι του αβγού! Το τσόφλι είναι το κενό κέλυφος της λογικής, όταν δεν τη γεμίζει πια η τυφλή λογική. Στο έργο εσύ είσαι η λογική και η γυναίκα σου το ένστικτο. Συμμετέχεις σ' ένα παιχνίδι καθορισμένων ρόλων
και εξελίσσεσαι εκούσια σε ανδρείκελο του εαυτού σου. Κα τάλαβες; ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
(Ανοίγει τα χέρια με απόγνωση)
Οχι.
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Γυρίζοντας στη θέση του) Ούτε κι εγώ. Εμπρός, πάμε παρα
κ ά τ ω . Θα τα ξαναπούμε στο τέλος. (Εμπιστευτικά) Κάντε μου τη χάρη να μιλάτε πιο πολύ στραμμένοι στο κοινό. Ε'ναι που είναι περίεργο το έργο, αν δεν ακούγεστε κι εσείς, θα πάμε κατά διαόλου. (Χτυπάει τα χέρια του) Ελάτε! Έτοιμοι; Πάμε! ΥΠΟΒΟΛΈΑς
Συγγνώμη, μπορώ να βάλω το σκέπασμα; Κάνει ρεύμα εδώ κάτω. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ναι, ναι, κάνε ό,τι θέλεις. (Ενώ ο Υποβολέας πηγαίνει, παίρνει το σκέπασμα του υποβολείου και το τοποθετεί στη θέση του, μπαίνει ο Θυρωρός του θεάτρου και διασχίζει τον κεντρικό διάδρομο της πλατείας για να αναγγείλει στον Θιασάρχη την άφιξη των έξι Προσώπων, που έχουν και αυτά μπει και ακολουθούν τον Θυρωρό από κάποια απόσταση, κοιτάζοντας γύρω τους με αμηχανία. Οποιοσδήποτε αναλάβει τη σκηνική ερμηνεία αυτού του έργου, ένα πρέπει να φροντίσει πάνω απ' όλα τ άλλα: τα έξι πρόσωπα να ξεχωρίζουν καθαρά από τους Ηθοποιούς του θιάσου. Όταν τα έξι πρόσωπα ανέβουν στη σκη νή, πρέπει να διαχωριστούν από τους Ηθοποιούς όπως αναφέρουν οι γρα πτές οδηγίες. Σε αυτό ενδεχομένως θα βοηθήσει και η διαφοροποίηση του φωτισμού στους μεν και στους δε. Πιθανώς το πιο αποτελεσματικό θα ήταν να χρησιμοποιηθούν μάσκες για τα έξι πρόσωπα, ειδικά φτιαγμένες έτσι ώστε να μην αλλοιώνονται από τον ιδρώτα, να είναι αρκετά ελαφρές για τους ηθοποιούς που θα τις φορέσουν και να αφήνουν ελεύθερα τα μάτια,
τα ρουθούνια και το στόμα. Αυτό θα συντελέσει στην ερμηνεία της βαθύ τερης έννοιας του έργου. Τα έξι Πρόσωπα δεν πρέπει να μοιάζουν με φα ντάσματα: είναι όντα μιας κατασκευασμένης πραγματικότητας, παγιω μένα δημιουργήματα της φαντασίας, επομένως πιο αληθοφανή και στέρεα από την ευμετάβλητη φυσικότητα των Ηθοποιών. Οι μάσκες δημιουργούν την εντύπωση μιας όψης που η Τέχνη κατασκεύασε σταθεροποιώντας σε καθένα από τα Πρόσωπα το βασικό του συναίσθημα: τύψη για τον πατέ ρα, εκδίκηση για την Κόρη, περιφρόνηση για τον Γιο, πόνος για τη Μητέ ρα. Ειδικά η μάσκα της Μητέρας μπορεί να έχεί κολλημένα κέρινα δά κρυα στα μάγουλα της, όπως έχουν πολλά αγάλματα σε εκκλησίες όταν αναπαριστούν την Τεθλιμμένη Μητέρα, την «Mater Dolorosa». Τα ρούχα των έξι προσώπων, ειδικά σχεδιασμένα και χωρίς εκζήτηση, πρέπει να είναι φαρδιά, λιτά και με σκληρές πτυχώσεις, όπως των αγαλμάτων: πρέ πει να μη δίνουν την εντύπωση πως φτιάχτηκαν σε κάποιο ραφτάδικο από υφάσματα που βρίσκονται εύκολα στα καταστήματα. Ο Πατέρας είναι περίπου πενήντα χρόνων. Με αραιά κοκκινόξανθα μαλλιά μπροστά, αλλά όχι φαλακρός. Με πυκνό, στριφτό μουστάκι πάνω από το ακόμα νεανικό στόμα του, συχνά μισάνοιχτο σε ένα μάταιο και αβέβαιο χαμόγελο. Με φαρδύ μέτωπο και ωχρό πρόσωπο, μάτια οβάλ γαλανά, πολύ λαμπερά και διαπεραστικά. Με παντελόνι ανοιχτόχρωμο και σακάκι σκούρο. Το ύφος του άλλοτε μελιστάλαχτο και άλλοτε με εξάρσεις ψυχρότητας και τραχύ τητας. Η Μητέρα δίνει την εντύπωση ατόμου τρομαγμένου και συντριμ μένου από ένα αφόρητο βάρος ντροπής και ταπείνωσης. Διακριτικό, κατά μαυρο φόρεμα. Όταν θα σηκώσει το βαρύ βέλο, θα αποκαλύψει ένα πρόσω πο όχι πονεμένο, αλλά σαν κέρινο. Κρατάει συνεχώς τα μάτια της χαμη λωμένα. Η Κόρη είναι δεκαοχτώ χρόνων και αναιδής στα όρια της θρασύ τητας. Εντυπωσιακά όμορφη, και αυτή ντυμένη στα μαύρα, όμως πολύ κομψή. Δείχνει φανερά την περιφρόνηση της για τη δειλή και θλιμμένη έκπληξη του νεαρού αδελφού της, που είναι ένα απεριποίητο Αγόρι δεκα τεσσάρων χρόνων, και αυτό ντυμένο στα μαύρα. Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα τρυφερή με τη μικρή αδελφή της, ένα Κορίτσι γύρω στα τέσσερα, που φοράει άσπρο φόρεμα με μαύρη μεταξωτή ζώνη. Ο Γιος είναι ένας ψηλός νέος είκοσι δύο χρόνων. Συνήθως άκαμπτος, με συγκρατημένη απαξίωση
για τον τ.ατέρα και βλοσυρή αδιαφορία για τη Μητέρα. Φοράει μοβ πανω φόρι και έχει ένα μακρύ πράσινο κασκόλ γύρω από το λαιμό του) ΘΤΡΩΡΟΣ
(Διστακτικά, στον Θιασάρχη) Συγγνώμη, κύριε... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ξαφνιάζεται) Τι είναι πάλι; ΘΤΡΩΡΟΣ
Είν' εδώ κάτι άνθρωποι και σας ζητάνε. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Θυμωμένος) Να πάρει ο διάολος, κάνω πρόβα! Και άμα κκνω πρόβα, δεν θέλω κανέναν εδώ μέσα! (Κοιτάζει προς την τλατεία) Εσείς ποιοι είστε; Τι θέλετε; ΠΑΤΕΡΑΣ
(Πλησιάζοντας τη μια σκαλίτσα που οδηγεί στη σκηνή και ακολου θούμενος από τους άλλους) Ζητάμε ένα συγγραφέα. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Θυμωμένος όσο και έκπληκτος) Συγγραφέα; Ποιο συγγραφέα; ΠΑΤΕΡΑΣ
Οποιονδήποτε, κύριε. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Εδώ δεν έχουμε κανένα συγγραφέα. Δεν κάνουμε πρόβα σε καινούργιο έργο. ΚΟΡΗ
(Ανεβαίνει χαρούμενη τη σκαλίτσα) Ακόμα καλύτερα,
κύριε, ακόμα καλύτερα! Μπορούμε να γίνουμε εμείς το καινούργιο σας έργο. ΚΑΠΟΙΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
(Ανάμεσα στα γέλια και στα σχόλια των άλλων) Άκου τι λέει!
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Ακολουθεί την Κόρη, ανεβαίνει και αυτός στη σκηνή) Nαι, vαι...
Όμως, αφού δεν υπάρχει συγγραφέας... Εκτός αν θέλετε να γίνετε εσείς...
(Στον Θιασάρχη)
(Η Μητέρα, κρατάει κοντά της το Αγόρι και το Κορίτσι. Οι τρεις ανεβαί νουν τα μισά σκαλοπάτια και στέκουν εκεί περιμένοντας. Ο Γιος παραμέ νει στην πλατεία, δυσφορώντας) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Καλά, για φάρσα ήρθατε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Το αντίθετο, κύριε. Εμείς σας φέρνουμε ένα πολύ πονεμένο δράμα. ΚΟΡΗ
Μπορεί ν' αποδειχτούμε η καλή σας τύχη. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Κάντε μου τη χάρη να φύγετε. Δεν μπορώ να χάνω την ώρα μου με τρελούς! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Πληγωμένος, αλλά μελιστάλακτος) Μα, δεν χρειάζεται να σας
το πω εγώ, κύριε, πως η ζωή είναι γεμάτη με παραλογι σμούς, που δεν χρειάζεται να φαίνονται αληθινοί, γιατί απλού στατα είναι αληθινοί. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Τι διάολο είν' αυτά που λέτε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Λέω, κύριε, πως το αντίθετο είναι πραγματική τρέλα: δηλα δή, να κατασκευάζετε παραλογισμούς που να μοιάζουν με τους αληθινούς. Επιτρέψτε μου να παρατηρήσω πως, εάν
υπάρχει τρέλα, αυτή είναι και η μόνη δικαιολογία του επαγ γέλματος σας. (Διαμαρτυρίες από τους Ηθοποιούς) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Σηκώνεται και κοιτάζει κατάματα τον πατέρα) Α, μάλιστα. Ώστε
το επάγγελμα μας είναι για τρελούς; ΠΑΤΕΡΑΣ
Ε, άμα θέλεις να δείχνεις γι αληθινό αυτό που δεν είναι, και μάλιστα χωρίς να υπάρχει ανάγκη, έτσι για παιχνίδι... Αυτή δεν είναι η δουλειά σας; Να παρουσιάζετε στη σκηνή σαν αληθινά πρόσωπα που είναι φανταστικά; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Αμέσως, εκφράζοντας και την αυξανόμενη αγανάκτηση των Ηθο
ποιών του) Σας πληροφορώ, κύριε, πως το επάγγελμα του ηθοποιού είναι από τα ευγενέστερα. Οι σημερινοί συγγραφείς μας δίνουν ανόητα έργα, με ανδρείκελα γι' ανθρώπινους χ α ρακτήρες, κι όμως, εμείς καυχιόμαστε ότι πάνω σε τούτα τα σανίδια της σκηνής έχουμε δώσει ζωή σε έργα αθάνατα! (Ικανοποιημένοι οι Ηθοποιοί τον χειροκροτούν) ΠΑΤΕΡΑΣ
(Τον διακόπτει και λέει έντονα) Να το! Αυτό λέω κι εγώ. Δη
μιουργείτε πλάσματα ζωντανά, πιο ζωντανά από 'κείνα που φοράνε ρούχα κι ανασαίνουν. Πρόσωπα όχι τόσο πραγματι κά, ίσως, αλλά πιο αληθινά. Βλέπετε πως οι απόψεις μας συμπίπτουν! (Κατάπληκτοι
οι
Ηθοποιοί ανταλλάσσουν
ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Μια στιγμή... Πριν είπατε ότι...
βλέμματα)
ΠΑΤΕΡΑΣ
Με συγχωρείτε... Σας απάντησα σ' αυτό που είπατε, ότι δεν μπορείτε να χάνετε την ώρα σας με τρελούς. Ενώ εσείς ξέρε τε καλύτερα απ' τον καθένα πως η φύση χρησιμοποιεί την ανθρώπινη φαντασία για να συνεχίσει το δημιουργικό της έργο σε ανώτερο επίπεδο. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Καλά όλ' αυτά. Όμως πού θέλετε να καταλήξετε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Πουθενά. Απλώς θέλω να σας αποδείξω ένα μόνο πράγμα: ότι, όπως γεννιέται κάτι με διαφορετικές μορφές και είναι δέντρο, πέτρα, νερό ή πεταλούδα ή και γυναίκα, έτσι μπορεί να γεννηθεί κι ένα θεατρικό πρόσωπο! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Με ψεύτικη, ειρωνική απορία) Θέλετε να πείτε ότι εσείς και οι
συνοδοί σας γεννηθήκατε θεατρικά πρόσωπα; ΠΑΤΕΡΑΣ
Ακριβώς! Και πρόσωπα ζωντανά, όπως βλέπετε. (Ο Θιασάρχης και οι Ηθοποιοί γελάνε ηχηρά, σαν να άκουσαν φοβερό αστείο) ΠΑΤΕΡΑΣ
(Θιγμένος) Λυπάμαι που γελάτε έτσι. Γιατί, όπως σας είπα,
εμείς κουβαλάμε μέσα μας ένα πονεμένο δράμα, και απόδειξη είναι αυτή η μαυροφορεμένη γυναίκα. (Καθώς μιλάει, προσφέρει το χέρι του στη Μητέρα και τη βοηθάει να ανέβει τα υπόλοιπα σκαλοπάτια. Συνεχίζει να την κρατάει από το χέρι και την οδηγεί με επίφαση τραγικής επισημότητας στην άλλη πλευρά της σκηνής, που αμέσως φωτίζεται με απόκοσμο φως. Το Κορίτσι και το Αγόρι ακολουθούν τη Μητέρα. Μετά έρχεται ο Γιος, που θα σταθεί μόνος στο
βάθος. Τελευταία προχωρεί η Κόρη, που ξεχωρίζει απο τους υπόλοιπους, έρχεται στο προσκήνιο και στηρίζεται σε ένα καδρόνι του σκηνικού. Οι κατάπληκτοι Ηθοποιοί μένουν για μερικές στιγμές βωβοί με αυτή την εξέλιξη και μετά ξεσπάνε σε χειροκροτήματα, σαν να επευφημούν μια πα ράσταση που δόθηκε για χάρη τους) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Σταματήστε! Ησυχία! (Στρέφει προς τα έξι Πρόσωπα) Κι εσείς παρακαλώ να φύγετε αμέσως από 'δώ! (Στον Διευθυντή Σκηνής) Διώξ' τους, που να πάρει ο διάολος! (Στην
αρχή
κατάπληκτος,
μετά
ενοχλημένος)
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Σ Κ Η Ν Η Σ
(Προχωρεί προς τα έξι Πρόσωπα, αλλά σταματάει σαν να τον συ γκρατεί παράξενος φόβος) Φύγετε από τη σκηνή! Άντε, άντε! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Στον Θιασάρχη) Μα, όχι... εμείς... ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Υψώνει τη φωνή του) Κι εμείς έχουμε να κάνουμε δουλειά εδώ
μέσα! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΉς
Δεν είναι σωστό να μας κάνετε τέτοιες πλάκες... ΠΑΤΕΡΑΣ
(Προχωρεί αποφασιστικά προς το μέρος τους) Απορώ με τη δυ
σπιστία σας! Ηθοποιοί είστε, δεν έχετε ξαναδεί να ζωντα νεύουν εδώ, στη σκηνή, πρόσωπα που έχει πλάσει ένας συγ γραφέας; Μήπως δεν μας δέχεστε επειδή δεν υπάρχει εκεί (Δείχνει το υποβολείο) ένα κείμενο που να μας αναφέρει; ΚΟΡΗ
(Πλησιάζοντας τον Θιασάρχη, χαμογελαστή και πειστική) Πιστέψ-
τε με, εμείς οι έξι είμαστε πολύ ενδιαφέροντα πρόσωπα, αν και εκτοπισμένα — άστεγα. ΠΑΤΕΡΑΣ
(Την παραμερίζει) Εκτοπισμένα... μάλιστα! (Αμέσως, στον θια σάρχη) Υπό την εξής έννοια: ο συγγραφέας που άρχισε να μας
δημιουργεί ανακάλυψε στη συνέχεια ότι δεν ήθελε ή, ίσως, δεν μπορούσε να μας δώσει μια ολοκληρωμένη υπόσταση για να μπούμε στον κόσμο της Τέχνης. Κι αυτό είναι εγκλημα τικό, κύριε, γιατί όποιος έχει την τύχη να γεννηθεί ζωντανό θεατρικό πρόσωπο μπορεί να περιγελάει ακόμα και το θάνα το. Ο θεατρικός ήρωας δεν πεθαίνει. Ο συγγραφέας, ο δη μιουργός πεθαίνει, αλλά το δημιούργημα του δεν πεθαίνει. Άλλωστε, για να ζήσει αιώνια ο θεατρικός ήρωας δεν χρειάζε ται ούτε εξαιρετικά προσόντα ούτε ικανότητες θαυματοποιού. Ποιος ήταν ο Σάντσο Πάντσα; Ποιος ήταν ο Μακμπέθ; Κι όμως, ζουν αιώνια γιατί, σαν ζωντανοί σπόροι, είχαν την τύχη να βρεθούν μέσα σε γόνιμη μήτρα, στη φαντασία, που τους έθρεψε, τους μορφοποίησε και τους χάρισε αιώνια ζ ω ή ! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Καλά όλ' αυτά. Όμως εδώ μέσα τι δουλειά έχετε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Θέλουμε να ζήσουμε, κύριε! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ειρωνικά) Αιώνια; ΠΑΤΕΡΑΣ
Όχι. Έ σ τ ω και για μια στιγμή. Μέσα σ' εσάς και σ' αυτούς. ΕΝΑΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Άκου τι λέει!
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Θέλουν να ζήσουν μέσα μας! ΝΕΑΡΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Ε γ ώ ευχαρίστως, αν μου τύχει αυτή. (Δείχνει την Κόρη) ΠΑΤΕΡΑΣ
Ακούστε πώς έχει η κατάσταση: το έργο πρέπει να φτια χτεί. (Στον Θιασάρχη) Όμως, αν συμφωνήσετε κι εσείς και θέλουν κι οι ηθοποιοί σας, μπορούμε ν' αρχίσουμε αμέσως και να το φτιάξουμε όλοι μαζί! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ενοχλημένος) Τι να φτιάξουμε; Εμείς εδώ δεν φτιάχνουμε έργα. Εμείς παίρνουμε τα έργα, δράματα και κωμωδίες, και τ ανεβάζουμε. ΠΑΤΕΡΑΣ
Αυτό θέλουμε κι εμείς. Γι' αυτό ήρθαμε σ' εσάς! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Και πού είναι το κείμενο σας; ΠΑΤΕΡΑΣ
Μέσα μας. (Οι Ηθοποιοί γελάνε) Το δράμα είναι μέσα μας. Εμείς είμαστε το δράμα. Και ανυπομονούμε να το παρουσιά σουμε: μας σπρώχνει πάθος ασυγκράτητο! ΚΟΡΗ
(Χλευαστικά, χαριτωμένη αλλά και αναιδής) Πάθος!
Το πάθος μου! Και πού να ξέρατε! Το πάθος μου... γι' αυτόν! (Μιλάει για τον Πατέρα και κάνει μια κίνηση σαν να τον αγκαλιάζει. Όμως παραμένει στη θέση της και ξεσπάει σε διαπεραστικά γέλια)
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Έκρηξη θυμού) Εσύ, για την ώρα, κάτσε φρόνιμα! Και μη
γελάς έτσι! ΚΟΡΗ
Α, μπα! Κυρίες και κύριοι, παρ' όλο που πενθώ γιατί ορφάνε ψα πριν δύο μόνο μήνες, επιτρέψτε μου να σας δείξω πώς τραγουδάω και χορεύω! (Γεμάτη πονηριά αρχίζει να τραγουδάει το «Prends garde de Tchou-Tchin-Tchou» του
Dave Stamper σε ρυθμό
Fox-Trot ή αργό
One-Step
που
διασκεύασε ο Francis Salabert, κάνοντας ταυτόχρονα και χορευτικά βή ματα. Το πρώτο τετράστιχο έχει ως εξής: «Les Chinois sont un people malin / de Shangai a Pekin / Us ont mis des ecriteaux partout: / prenez
garde a Tchou-Tchin-Tchou». Οι Ηθοποιοί, ιδιαίτερα οι νέοι, δείχνουν να μαγνητίζονται από την παράξενη γοητεία της. Καθώς τραγουδάει και χορεύει, μαζεύονται γύρω της, σαν να θέλουν να απλώσουν τα χέρια και να την αρπάξουν, όμως αυτή τους ξεφεύγει. Στο τέλος, όταν θα τη χειροκρο τήσουν και ο Θιασάρχης θα την επιπλήξει, η Κόρη θα παραμείνει απόμα κρη από όλους, σαν αφηρημένη) ΗΘΟΠΟΙΟΙ
Μπράβο! Μπράβο! Κι άλλο! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Θυμωμένος) Ησυχία! Καμπαρέ θα το κάνουμε εδώ μέσα; (Παίρνει παράμερα τον Πατέρα και τον ρωτάει ταραγμένος) Πείτε
μου, είναι τρελή; ΠΑΤΕΡΑΣ
Τρελή; Όχι, είναι κάτι χειρότερο! ΚΟΡΗ
(Τρέχει δίπλα στον Θιασάρχη) Χειρότερο! Χειρότερο, σας λ έ ω ! Ακούστε! Σας παρακαλώ, αφήστε μας να παίξουμε αμέσως τώρα το δράμα μας και θα δείτε πως σε κάποια στιγμή εγώ,
όταν αυτό το αγγελικό κοριτσάκι... (Αρπάζει το Κορίτσι, που στεκόταν δίπλα στη Μητέρα του, και το φέρνει μπροστά στον Θια σάρχη) Έ χ ε τ ε δει τέτοιο πανέμορφο πλάσμα; (Παίρνει το Κο ρίτσι στην αγκαλιά της και το φιλάει) Αγαπούλα μου!
(Αφήνει
κάτω το Κορίτσι και συγκινημένη λέει, σχεδόν άθελα της) Λοιπόν,
όταν αυτό το πλασματάκι το πάρει ξαφνικά ο Θεός από τη δύστυχη τη μάνα του κι αυτός εδώ ο βλαμμένος... (Αρπάζει το Αγόρι από το μανίκι και το σπρώχνει μπροστά) κάνει τη βλα κεία του, γιατί τόσο ηλίθιος είναι... (Αιώχνει το Αγόρι, σπρώ χνοντας το προς τη Μητέρα) Τότε κι εγώ θα κάνω φτερά. Δεν βλέπω την ώρα, δεν βλέπω την ώρα να πετάξω! Ύστερα απ ό,τι έγινε ανάμεσα σ' αυτόν (Με πρόστυχο κλείσιμο του ματιού δείχνει τον Πατέρα) και σ' εμένα, δεν μπορώ να ζω πια μαζί τους. Δεν αντέχω να βλέπω τη μάνα μου να υποφέρει εξαι τίας αυτού του σκοτεινού τύπου! (Δείχνει τον Γιο) Κοιτάξτε τον και θα καταλάβετε! Ψυχρός, αδιάφορος, γιατί είναι, βλέ πετε, νόμιμος γιος και μόνο περιφρόνηση δείχνει για μένα, γι' αυτόν (Δείχνει το Αγόρι) και το πλασματάκι εκεί πέρα! (Δείχνει το Κορίτσι) Γιατί εμείς είμαστε τα μούλικα! Καταλαβαίνετε; Μούλικα! (Πηγαίνει στη Μητέρα και την αγκαλιάζει από τους ώμους) Κι αυτή τη δύστυχη μητέρα, τη μητέρα ολωνών μας, αυτός δεν καταδέχεται να τη λέει δική του μάνα και την κοιτάει αφ' υψηλού, ως μάνα μόνο των τριών μούλικων! Αχ, άτιμε! (Όλο τον προηγούμενο μονόλογο da τον πει γρήγορα και με υπερβολική έξαψη. Θα φτάσει στο κρεσέντο της με τη λέξη «μούλικων» και θα προ φέρει τη λέξη «άτιμε» σαν να φτύνει) ΜΗΤΕΡΑ
(Με τρομερή αγωνία, στον Θιασάρχη) Σας παρακαλώ, κύριε, και
μόνο για χάρη των δύο αυτών παιδιών... (Κλονίζεται, δεν μπο ρεί να συνεχίσει) Ω Θεέ μου! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Τρέχει να τη συγκρατήσει, μαζί με τους Ηθοποιούς που είναι κατά
πληκτοι) Μια καρέκλα, μια καρέκλα για τη δύστυχη τη χήρα! ΗΘΟΠΟΙΟΙ
(Γύρω από τη Μητέρα) Μα, τι; Λιποθύμησε σ τ ' αλήθεια; (Ένας Ηθοποιός φέρνει ένα κάθισμα. Οι υπόλοιποι συνωθούνται γύρω έτοιμοι να βοηθήσουν. Η Μητέρα κάθεται. Προσπαθεί να αποτρέψει τον Πατέρα να σηκώσει το βέλο που της κρύβει το πρόσωπο) ΠΑΤΕΡΑΣ
Κοιτάξτε τη, κύριε, κοιτάξτε τ η ! ΜΗΤΕΡΑ
Αχ, όχι! Θεέ μου, όχι! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ή σ υ χ α ! Άσε να σε δούνε! (Της σηκώνει το βέλο) ΜΗΤΕΡΑ
(Σηκώνεται και καλύπτει το πρόσωπο με τα χέρια της απελπισμέ νη. Στον Θιασάρχη) Αχ, κύριε, μην τον αφήνετε να κάνει αυτό που έχει στο μυαλό του! Είναι φριχτή δοκιμασία για μένα. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Ξαφνιάζεται. Απόλυτα χαμένος πια) Ε γ ώ δεν καταλαβαίνω τί
ποτα. (Στον Πατέρα) Αυτή η κυρία είναι γυναίκα σας; ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, γυναίκα μου. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Και πώς είναι χήρα, αφού είστε ζωντανός;
(Οι Ηθοποιοί εκτονώνουν όλη τους την ένταση με ίνα δυνατό γέλιο) ΠΑΤΕΡΑΣ
(Πειραγμένος, αγανακτεί) Μη γελάτε! Μη γελάτε έτσι, να χαρείτε! Αυτό είναι και το δράμια της. Γ.ατί απόκτησε κι άλλον άντρα. Έναν άντρα που έπρεπε τώρα να είναι εδώ. ΜΗΤΕΡΑ
(Κραυγάζει)
Όχι!
Όχι!
ΚΟΡΗ
Ευτυχώς για κείνον, πέθανε πριν δύο μήνες — σας το είπα. Και, όπως βλέπετε, πενθούμε ακόμα. ΠΑΤΕΡΑΣ
Δεν βρίσκεται εδώ όχι γιατί πέθανε, αλλά γιατί... Ορίστε, κοιτάξτε αυτή τη γυναίκα και θα καταλάβετε το λόγο. Το δράμα της δεν είναι ότι αγάπησε δύο άντρες, επειδή δεν ήτα νε σε θέση να νιώσει κάτι γι αυτούς — εκτός, ίσως, από λίγη ευγνωμοσύνη, κι αυτήν όχι για εμένα, αλλά για εκείνον! Για τί δεν είναι γυναίκα, είναι μάνα! Και το δράμα της, πολύ βαρύ δράμα, κύριε, είναι αυτά τα τέσσερα παιδιά που από κτησε από τους δύο άντρες της. ΜΗΤΕΡΑ
Τους είχα! Λες «τους είχα», σαν να τους θέλησα ε γ ώ ! (Στον Θιασάρχη) Αυτός μου τον έδωσε τον άλλο, και με τη βία! Αυτός μ' ανάγκασε να φύγω από το σπίτι μ' εκείνον. ΚΟΡΗ
(Διακόπτει, αγανακτισμένη) Δεν είν' αλήθεια! ΜΗΤΕΡΑ
(Κατάπληκτη) Τι δεν είν' αλήθεια;
ΚΟΡΗ
Δεν είν' αλήθεια! ΜΗΤΕΡΑ
Πού το ξέρεις εσύ; ΚΟΡΗ
Δεν είν' αλήθεια! (Στον Θιασάρχη) Μην την πιστεύετε! Ξέρε τε γιατί το λέει; Για χάρη αυτουνού! (Δείχνει τον Γιο) Τρώγεται και βασανίζεται γι αυτό το γιο που τον εγκατέλειψε όταν ήταν δύο χρόνων. Και τώρα προσπαθεί απεγνωσμένα να τον πείσει ότι έφυγε γιατί αυτός (Δείχνει τον Πατέρα) την ανάγκασε. ΜΗΤΕΡΑ
Ναι, με ανάγκασε, και μάρτυρας μου ο Θεός! (Στον Θιασάρ χη) Ρωτήστε και τον ίδιο. Κάντε τον να ομολογήσει. Αυτή (Δείχνει την Κόρη) δεν μπορεί να ξέρει την αλήθεια. ΚΟΡΗ
Ε γ ώ ξέρω πως, όσο ζούσε ο πατέρας μου, πέρναγες καλά και ήσουν ευχαριστημένη. Αρνήσου το, αν τολμάς! ΜΗΤΕΡΑ
Όχι, δεν τ' αρνιέμαι... ΚΟΡΗ
Σ' αγαπούσε και σε φρόντιζε. (Στο Αγόρι, θυμωμένη) Έ τ σ ι δεν είναι; Πες το κι εσύ! Γιατί δεν μιλάς, ηλίθιο; ΜΗΤΕΡΑ
Άσε το ήσυχο το καημένο το παιδί! Γιατί θες να με βγάλεις τόσο αχάριστη, κόρη μου; Ούτε μου πέρασε απ' το μυαλό να προσβάλω τη μνήμη του πατέρα σου! Στους υπαινιγμούς αυτουνού απάντησα (Δειχνει τον Πατέρα) ότι ούτε από δικό μου σφάλμα ούτε για δική μου ευχαρίστηση εγκατέλειψα το σπίτι και το γιο μου!
ΠΑΤΕΡΑΣ
Έ χ ε ι δίκιο. Ε γ ώ το θέλησα. (Παύση) ΠΡΩΓΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
(Στους άλλους Ηθοποιούς) Ωραία παράσταση! ΠΡΩΓΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Και πιο ωραία που για μια φορά εμείς είμαστε το κοινό! ΝΕΑΡΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Πότε-πότε χρειάζεται κι αυτό. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Έχει αρχίσει να ενδιαφέρεται) Σσσς! Αφήστε ν' ακούσουμε! (Καθώς μιλάει, κατεβαίνει τη σκαλίτσα και στέκεται στην πλατεία κοι τάζοντας τη σκηνή, σαν να θέλει να παρακολουθήσει από τη μεριά του κοινού την εξέλιξη) ΓΙΟΣ
(Χωρίς να κουνηθεί από τη θέση του και χωρίς να υψώσει τη φωνή του, που είναι ψυχρή και ειρωνική) Στη συνέχεια θα ακούσετε
ένα κάρο φιλοσοφίες. Θα σας μιλήσει για τον «Δαίμονα της Εμπειρίας». ΠΑΤΕΡΑΣ
Εσύ είσαι κυνικός και ανόητος — σου το 'χω πει χίλιες φορές. (Στον Θιασάρχη) Με χλευάζει επειδή είχα πει αυτή τη φράση, «Ο Δαίμων της Εμπειρίας», για να δικαιολογηθώ. ΓΙΟΣ
(Περιφρονητικά) Στα λόγια είναι καλός! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, στα λόγια! Γιατί αυτά που εσύ λες με περιφρόνηση «λόγια» είναι συχνά παρηγοριά του ανθρώπου για κάποιο
ανεξήγητο περιστατικό ή κάποια συμφορά: τότε, τα «λό για», που μπορεί να μη σημαίνουνε και τίποτα, προσφέρουνε γαλήνη. ΚΟΡΗ
Ναι, είναι το μεγαλύτερο γιατρικό για τις τύψεις! Το μοναδικό! ΠΑΤΕΡΑΣ
Τις τύψεις; Α, όχι, εγώ τις τύψεις μου δεν τις γιάτρεψα μόνο με λόγια. ΚΟΡΗ
Αλλά και με χρήμα! Ναι. Και όχι πολύ, κύριοι. Με τις εκατό λιρέτες που θα με πλήρωνε! (Αντίδραση από τους Ηθοποιούς, που δείχνουν τη φρίκη τους) ΓΙΟΣ
(Επιτιμητικά, στην ετεροθαλή αδελφή του) Αυτό είναι πρόστυχο! ΚΟΡΗ
Α, μπα; Πρόστυχο; Μα, τα λεφτά ήταν εκεί, μέσα σ' ένα γαλάζιο φάκελο, πάνω στο μαόνινο τραπέζι, στο πίσω μέρος του οίκου της μαντάμ Πάτσε. (Στον Θιασάρχη) Ξέρετε τι εν νοώ. Μπροστά το ατελιέ για να θολώνει τα νερά: ενδύματα και εσώρουχα για κυρίες. Και στο πίσω μέρος, το «εργαστή ριο», όπου μάζευε τα φτωχά κορίτσια των καλών σπιτιών, που είχαν ανάγκη από χρήματα. ΓΙΟΣ
Και μ' αυτές τις εκατό λιρέτες που θα σου πλήρωνε, αλλά δεν σου πλήρωσε, γιατί δεν υπήρχε λόγος να σου πληρώσει, νομίζεις πως έχεις το δικαίωμα να μας βασανίζεις όλους! Και, όπως ήρθανε τα πράγματα, ούτε καν χρειάστηκε να σου τις πληρώσει.
ΚΟΡΗ
Παρά λίγο να μου τις έδινε! (Βάζει τα γέλια) ΜΗΤΕΡΑ
(Σηκώνεται) Ντροπή, κόρη μου, ντροπή! ΚΟΡΗ
Ντροπή; Μα, αυτή είναι η μοναδική εκδίκηση μου! Κύριε, τρέμω από ανυπομονησία να ξαναζήσω εκείνη τη σκηνή! Εκείνο το δωμάτιο... Εδώ η βιτρίνα με τα ρούχα, κι εκεί η ντορμέζα... ο όρθιος καθρέφτης, το παραβάν... Και μπροστά στο παράθυρο το περίφημο μαόνινο τραπέζι, με το γαλάζιο φάκελο, που είχε μέσα τις εκατό λιρέτες. Τον βλέπω αυτό το φάκελο — θα μπορούσα να τον πάρω! Ω, κύριοι, γυρίστε από την άλλη, είμαι σχεδόν γυμνή! Αλλά δεν κοκκινίζω, γιατί τώρα κοκκινίζει αυτός. (Δείχνει τον Πατέρα) Όμως, τότε που έγιναν όλ' αυτά, ήταν χλομός, πολύ χλομός. (Στον Θιασάρχη) Θέλω να με πιστέψετε, κύριε! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω τίποτα πια! ΠΑΤΕΡΑΣ
Φυσικά, αφού σας ζαλίζουν. Μπορείτε να επιβάλετε την τάξη, κύριε; Και να μ' αφήσετε να σας εξηγήσω, χωρίς να δίνετε σημασία σ' αυτά τα αίσχη που μου καταλογίζει, ενώ δεν μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω; ΚΟΡΗ
Δεν χρειάζεται να μιλήσεις — μην αρχίσεις πάλι τις ιστορίες σου! ΠΑΤΕΡΑΣ
Καμία ιστορία. Απλώς θα εξηγήσω ορισμένα πράγματα.
ΚΟΡΗ
Ωραία. Εξήγησε ό,τι θέλεις, με δικά σου λόγια! (Ο Θιασάρχης ανεβαίνει ζανά στη σκηνή να επιβάλει την τάξη) ΠΑΤΕΡΑΣ
Αυτή ακριβώς είναι η εστία του κακού. Τα λόγια! Έχουμε όλοι μέσα μας έναν κόσμο, που οι ίδιοι έχουμε φτιάξει με χιλιάδες πράγματα. Καθένας μας με το δικό του κόσμο! Άρα, κύριε, πώς μπορούμε να συνεννοηθούμε όταν στα λόγια μου εγώ βάζω την έννοια και την αξία που έχουνε για μένα, ενώ, όποιος τ' ακούει, τα δέχεται με την έννοια και την αξία που τα ίδια λόγια έχουνε για κείνον; Νομίζουμε ότι καταλαβαί νουμε ο ένας τον άλλο, κι όμως αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Ορίστε! (Δείχνει τη Μητέρα) Η συμπόνια που έδειξα σ' αυτή τη γυναίκα παρερμηνεύτηκε από την ίδια σαν ανθρώπινη σκληρότητα! ΜΗΤΕΡΑ
Μα, αφού μ' έδιωξες! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ορίστε! Την ακούτε; Νομίζει πως εγώ την έδιωξα! ΜΗΤΕΡΑ
Εσύ είσαι καλός στα λόγια. Ε γ ώ δεν μπορώ... (Στον Θιασάρ χη) Πιστέψτε με, κύριε, από την ώρα που με παντρεύτηκε — κι ένας Θεός ξέρει γιατί με παντρεύτηκε, αφού, τι ήμουν εγώ, ένα ταπεινό κορίτσι, χωρίς λεφτά, χωρίς τίποτα... ΠΑΤΕΡΑΣ
Ακριβώς! Να γιατί σ' αγάπησα! Επειδή ήσουν ταπεινή, και νόμισα... (Η Μητέρα εκδηλώνει τη διαφωνία της με κινήσεις, ο Πατέρας σταματάει, ανοίγει τα χέρια του απελπισμένος, γιατί βλέ πει την αδυναμία του να συνεννοηθεί μαζί της και στρέφει προς τον
Θιασάρχη) Να! Βλέπετε; Πάλι όχι λέει! Έχει (Χτυπάει με το δάχτυλο το μέτωπο του) πνευματική αναπηρία. Καρδιά, ναι, για τα παιδιά της. Όμως, στο μυαλό είναι κουφή, εντελώς κουφή — να σε πιάνει απελπισία! ΚΟΡΗ
(Στον Θιασάρχη) Ενώ η δική του εξυπνάδα, άλλο πράμα! Πείτε
του να σας εξηγήσει πού μας πήγε η δική του εξυπνάδα! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ω, μακάρι να μπορούσαμε να προβλέψουμε το κακό που φέρ νει ένα κακό που νομίζουμε πως κάνουμε! (Σε αυτό το σημείο η πρωταγωνίστρια, ενοχλημένη που βλέπει τον πρω ταγωνιστή να φλερτάρει την Κόρη, πλησιάζει τον Θιασάρχη) ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Συγγνώμη, θα κάνουμε πρόβα σήμερα; ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ναι, ναι. Αλλά άσε με ν' ακούσω τώρα! ΝΕΑΡΟΣ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο πράμα! ΝΕΑΡΗ ΗΘΟΠΟΙΟΣ
Ναι, έχει φοβερό ενδιαφέρον! ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Για μερικούς, ίσως! (Ρίχνει μια άγρια ματιά στον πρωταγωνιστή) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στον Πατέρα) Για εξηγήστε μου πιο καθαρά τι έχει γίνει. (Κάθεται)
ΠΑΤΕΡΑΣ
Κοιτάξτε, κύριε. Ε γ ώ είχα έναν υπάλληλο, έναν κακομοίρη που τον χρησιμοποιούσα για γραμματέα μου. Ή τ α ν πολύ αφοσιωμένος σ' εμένα και τα πήγαινε περίφημα μαζί της. (Δείχνει τη Μητέρα) ...Εννοείται, μη βάλετε κάτι κακό στο νου σας. Ή τ α ν καλός και ταπεινός σαν κι αυτήν. Ανίκανοι και οι δύο τους, όχι να κάνουν κακό, αλλά και να το σκε φτούν. ΚΟΡΗ
Έτσι, το κακό το σκέφτηκε αυτός (Δείχνει τον Πατέρα) για λογαριασμό τους, και το έκανε! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ψέματα! Ε γ ώ ήθελα το καλό τους — όπως και το δικό μου, ομολογώ. Είχαμε φτάσει σε σημείο που, μόλις έλεγα μια κουβέντα, κύριε, αυτοί ανταλλάσαν μεταξύ τους βλέμματα κατανόησης. Με το παραμικρό, ο ένας έψαχνε το βλέμμα του άλλου ζητώντας συμβουλή, για να ξέρουν πώς να ερμηνέψουν τα λόγια μου κι εγώ να μη θυμώσω. Αυτό ήταν αρκε τό, όπως καταλαβαίνετε, για να με θυμώνει συνέχεια και να φουντώνει μέσα μου μια αφόρητη απόγνωση! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Συγγνώμη... Γιατί δεν διώχνατε αυτό τον γραμματέα σας; ΠΑΤΕΡΑΣ
Μα, αυτό ακριβώς έκανα. Τον έδιωξα! Και τότε είδα αυτή την κακομοίρα να τριγυρνάει μέσα στο σπίτι σαν ζώο παρα τημένο στο δρόμο από τον αφέντη του, που το μαζεύουμε από οίκτο. ΜΗΤΕΡΑ
Βέβαια...
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Αμέσως, στρέφει προς το μέρος της για να την προλάβει) A, vαι,
θες να πεις για το γιο σου! Ε; ΜΗΤΕΡΑ
Ήδη μου είχε πάρει το παιδί μέσα από την αγκαλιά μου, κύριε... ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, αλλά όχι από κακία. Ήθελα ο γιος μου να μεγαλώσει στην εξοχή, να γίνει γερός και δυνατός! ΚΟΡΗ
(Δείχνοντας τον Γιο, ειρωνικά) Και να το αποτέλεσμα! ΠΑΤΕΡΑΣ
(Αμέσως) Δεν φταίω εγώ που έγινε έτσι. (Στον Θιασάρχη) Εγώ,
κύριε, τον έδωσα σε μια παραμάνα, μια χωριάτισσα. Η γ υ ναίκα μου δεν έδειχνε αρκετά δυνατή να τον θρέψει, και ας προερχόταν από λαϊκή οικογένεια. Άλλωστε, αυτός ήταν ο λόγος που την παντρεύτηκα. Λάθος μου, ίσως, αλλά εγώ είχα μια φοβερή εμμονή μ' αυτό που ονομάζουμε «ηθική ευ ρωστία» . (Σε αυτό το σημείο η Κόρη ξεσπάει σε διαπεραστικό γέ λιο) Κάντε τη να πάψει! Γίνεται ανυπόφορη! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Στην Κόρη) Σταματήστε, να πάρει ο διάολος! Θέλω ν' ακού
σω. (Η παρατήρηση του Θιασάρχη κόβει στη μέση το γέλιο της Κόρης, που μένει αποσβολωμένη και στη συνέχεια ξαναπαίρνει το αφηρημένο, απο στασιοποιημένο ύφος της. Ο Θιασάρχης κατεβαίνει και πάλι στην πλατεία για να βλέπει τη σκηνή από τη μεριά του κοινού) ΠΑΤΕΡΑΣ
Έ τ σ ι , λοιπόν, μου ήταν αδύνατο να τη βλέπω δίπλα μου.
(Δείχνει τη Μητέρα) Όχι τόσο γιατί η παρουσία της μου πλά
κωνε την ψυχή, όσο γιατί την έβλεπα να υποφέρει και με πλημμύριζε οίκτος και αγωνία γι' αυτή την ίδια. ΜΗΤΕΡΑ
Κι έτσι μ' έδιωξε! ΠΑΤΕΡΑΣ
Δεν την έδιωξα, την έστειλα μακριά μου! Την έστειλα σ' εκείνον, φροντίζοντας, βέβαια, να μην της λείψει τίποτα. Την έστειλα για να γλιτώσει από μένα. ΜΗΤΕΡΑ
Και για να γλιτώσεις ο ίδιος! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ναι, το παραδέχομαι κι αυτό. Έ τ σ ι αρχίσαν οι συμφορές! Αλλά εγώ το έκανα περισσότερο για καλό δικό της παρά για δικό μου. Τ' ορκίζομαι! (Βάζει το χέρι του στην καρδιά. Αμέσως μετά, στη Μητέρα) Όμως δεν έπαψα να ενδιαφέρομαι. Δεν σ' έχασα από τα μάτια μου ως την ημέρα που εκείνος σ' άρπαξε και σε πήγε σε άλλη πόλη, χωρίς εγώ να έχω ιδέα. Γιατί; Γιατί, τον ηλίθιο, τον ενοχλούσε το ενδιαφέρον, το αγνό εν διαφέρον μου για σένα. (Στον Θιασάρχη) Πιστέψτε με, κύριε, αγνό, ανιδιοτελές ενδιαφέρον. Που μ' έκανε να παρακολουθώ με τρυφερότητα την καινούργια μικρή οικογένεια που μεγά λωνε. (Δείχνει την Κόρη) Να σας τα πει αυτή! ΚΟΡΗ
Τι να πω και τι ν' αφήσω! Από τότε που ήμουν τόση δα, με κοτσιδάκια ως τους ώμους και βρακάκια που κρεμόντουσαν από τη φούστα μου — τόση δα ε γ ώ ! — τον θυμάμαι να περι μένει στην εξώπορτα του σχολείου. Ερχόταν να διαπιστώσει την ανάπτυξη μου!
ΠΑΤΕΡΑΣ
Ντροπή σου να λες τέτοιες συκοφαντίες! ΚΟΡΗ
Ναι, ε; ΠΑΤΕΡΑΣ
Συκοφαντίες! (Στρέφει οργισμένος προς τον Θιασάρχη και του λέει με ύφος απολογητικό) Όταν έφυγε αυτή, κύριε, (Δείχνει τη Μητέρα) το σπίτι μου φαινόταν άδειο. Όσο και αν ήταν ο εφιάλτης μου, μου γέμιζε το σπίτι. Βρέθηκα μόνος μου στ άδεια δωμάτια και τριγύριζα σαν την άδικη κατάρα! Και, όταν γύρισε αυτός (Δείχνει τον Γιο) που είχε μεγαλώσει μα κριά, μου ήταν ξένος, σαν να μην ήτανε παιδί δικό μου. Ί σ ω ς η έλλειψη της μάνας για τόσα χρόνια τον έκανε να μεγαλώ σει χωρίς κανένα συναισθηματικό ή ψυχικό δεσμό μ' εμένα. Έ τ σ ι , λοιπόν, όσο και να σας φανεί παράξενο, άρχισα να νιώ θω στην αρχή μια περιέργεια και στη συνέχεια μια παράξενη έλξη προς τη μικρή οικογένεια αυτηνής (Δείχνει τη Μητέρα) που, κατά κάποιον τρόπο, ήταν κι έργο δικό μου. Η σκέψη της γέμιζε το κενό που ένιωθα γύρω μου. Είχα ανάγκη, πραγ ματική ανάγκη να ξέρω πως περνούσε ήσυχα κι ευτυχισμέ να, μεριμνώντας για τις απλές φροντίδες της ζωής και τυχε ρή που είχε βρεθεί μακριά από τη δαιδαλώδη τυραννία της δικής μου ψυχής. Και, για να βεβαιωθώ, πήγαινα κι έβλεπα το κοριτσάκι την ώρα που έφευγε από το σχολείο. ΚΟΡΗ
Μάλιστα! Κι ερχόταν πίσω μου στο δρόμο, μου χαμογέλαγε και, όταν πλησιάζαμε στο σπίτι μου, με χαιρετούσε δίνοντας μου το χέρι — να, έτσι! Ε γ ώ τον κοίταγα με γουρλωμένα μάτια, γιατί δεν ήξερα ποιος ήταν. Και κάποια φορά το είπα
στη μάνα μου, που αμέσως κατάλαβε πως ήταν αυτός. (Η Μητέρα κουνάει καταφατικά το κεφάλι) Για αρκετές ημέρες δεν με άφησε να πάω στο σχολείο, αλλά, όταν ξαναπήγα, τον είδα πάλι μπροστά στην εξώπορτα —τι αστείος που ήτανε!— με ένα πακέτο στα χέρια. Με πλησίασε, με χάιδεψε στο κε φάλι και μετά άνοιξε το πακέτο κι έβγαλε ένα ωραίο ψάθινο καπέλο στολισμένο με τριαντάφυλλα. Δώρο για μένα! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Αυτά όλα είναι αφήγηση, δεν είναι θέατρο! ΓΙΟΣ
(Περιφρονητικά) Σκέτη φιλολογία! ΠΑΤΕΡΑΣ
Ε, όχι δα και φιλολογία! Αυτό είναι ζωή, πάθος ανθρώπινο! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Ί σ ω ς . Αλλά δεν είναι παράσταση! ΓΙΟΣ
Σωστά. Γιατί αυτά που είπαμε έχουν συμβεί προτού αρχίσει το έργο. Δεν λέω να τα βάλουμε στην παράσταση. Άλλωστε, (Δείχνει την Κόρη) ούτε αυτή είναι πια κορίτσι με κοτσιδάκια ως τους ώμους. ΚΟΡΗ
Και βρακάκια που κρεμόντουσαν από τη φούστα του. ΠΑΤΕΡΑΣ
Το δράμα αρχίζει τώρα: καινούργιο, πολύπλοκο! ΚΟΡΗ
(Προχωρεί μπροστά σκυθρωπή και αγέρωχη) Μόλις
πατέρας μου...
πέθανε ο
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Αμέσως, για να μην την αφήσει να μιλήσει) Πέσανε σε μεγάλη
φτώχεια, κύριε. Γύρισαν εδώ, στην πόλη, χωρίς να μου το πουν — κι αυτό από δική της βλακεία! (Δείχνει τη Μητριά) Αυτή δεν ξέρει να γράφει, αλλά θα μπορούσε να βάλει την κόρη της ή τον μικρό να μου γράψουν πως είχαν βρεθεί σε μεγάλη ανάγκη. ΜΗΤΕΡΑ
Μα, κύριε, πώς να μαντέψω ότι έκρυβε μέσα του τέτοια αι σθήματα; ΠΑΤΕΡΑΣ
Αυτό ήτανε το λάθος σου: ότι ποτέ δεν μάντεψες κανένα αίσθημα μου. ΜΗΤΕΡΑ
Μετά από τόσα χρόνια χωρισμού, και όταν είχαν γίνει όλα τ' άλλα... ΠΑΤΕΡΑΣ
Ε γ ώ φταίω που εκείνος σας πήρε και φύγατε; (Στρέφει στον Θιασάρχη) Από τη μια μέρα στην άλλη βρήκε δουλειά μακριά από 'δώ, χωρίς να ξέρω τίποτα. Μου στάθηκε αδύνατο να τους βρω. Φυσικό ήτανε ν' ατονήσει με τα χρόνια το ενδιαφέ ρον μου. Το αληθινό δράμα ξέσπασε, απρόβλεπτο και άγριο, με το γυρισμό τους. Όταν εγώ, σπαραγμένος από τις ανά γκες της σάρκας μου, που ακόμα ποθούσε... Και είναι δυ στυχία, μιζέρια απερίγραπτη για τον άντρα που ζει μόνος και που αρνιέται τις χυδαίες, ταπεινωτικές περιπτύξεις... Έναν άντρα ούτε αρκετά γέρο για να ξεγράψει τις γυναίκες, αλλά ούτε και αρκετά νέο για να τις κυνηγάει ανερυθρίαστα... Δυστυχία, μα, τι λέω: φρίκη είναι, γιατί καμία γυναίκα δεν
σου προσφέρει πια τον έρωτα της! Και, όταν φτάσεις να το καταλάβεις αυτό, πρέπει να σταματήσεις. Εύκολο να το πεις, δύσκολο να το κάνεις! Γιατί καθένας, κύριε, μπροστά στους άλλους κυκλοφορεί ντυμένος την αξιοπρέπεια του, όμως μέσα του συμβαίνουν πράγματα ανομολόγητα, που μόνο αυτός τα ξέρει. Μας νικάει ο πειρασμός και υποκύπτουμε. Και μετά σηκωνόμαστε βιαστικά και προσπαθούμε απεγνωσμένα να ξαναστήσουμε την αξιοπρέπεια μας, ακέραιη και στέρεη σαν ταφόπλακα που καλύπτει κάθε ίχνος και ανάμνηση της ντρο πής μας, κρύβοντας την ως κι από μας τους ίδιους. Αυτό συμβαίνει σε όλους, μόνο που πολλοί δεν τολμάμε να τ ομο λογήσουμε. ΚΟΡΗ
Ναι, αλλά όλοι τολμάνε να το κάνουνε! ΠΑΤΕΡΑΣ
Όλοι, αλλά στα κρυφά! Γι' αυτό θέλει πολύ θάρρος να τ' ομολογήσεις. Διότι, όποιος τ' ομολογήσει, αποκτάει τη στά μπα του κυνικού. Λάθος, κύριε, γιατί αυτός είναι ίδιος με τους άλλους — ίσως και καλύτερος, γιατί δεν φοβάται να δει στο φως της συνείδησης του το κοκκίνισμα της ντροπής που πολλοί άλλοι εθελοτυφλούν και προσποιούνται πως δεν υπάρ χει. Να έρθουμε και στη γυναίκα; Ναι, αλήθεια, πώς είναι η γυναίκα; Που σε κοιτάει με λάγνο βλέμμα κι ερεθιστικό! Που την αρπάζεις στα χέρια σου! Και πριν καλά-καλά τη σφίξεις στην αγκαλιά σου, κλείνει τα μάτια της. Σημάδι ότι παραδί νεται, σημάδι που λέει στον άντρα, «Τυφλώσου, όπως τ υ φλώθηκα κι ε γ ώ » . ΚΟΡΗ
Και όταν εκείνη δεν κλείνει πια τα μάτια; Τι γίνεται τότε;
Όταν δεν νιώθει πια την ανάγκη να κρύψει από τον εαυτό της τη ντροπή της; Όταν κοιτάζει με μάτια σκληρά και αδιάφορα τη ντροπή του άντρα που, χωρίς να νιώθει έρωτα, έχει τυφλωθεί; Ω, αηδιάζω, σιχαίνομαι όλες αυτές τις εγκε φαλικές περιπλοκές και όλη αυτή τη φιλοσοφία, που πρώτα καταγγέλλει την κτηνωδία του ανθρώπου και μετά προσπα θεί να τη δικαιολογήσει για να τον σώσει! Τι είν' αυτά που μας λέει, κύριε; Δεν μπορώ να τον ακούω! Γιατί, όταν βλέ πω έναν άντρα ν' αναγκάζεται ν' απλοποιήσει έτσι τη ζωή του, κατεβαίνοντας σε επίπεδο κτήνους, πετώντας σαν υπέρ βαρο κάθε αγνή του επιθυμία, κάθε ειλικρινές συναίσθημα και κάθε ιδεολογική του υποχρέωση, όταν το βλέπω αυτό αηδιάζω κι αγανακτώ και λέω πως οι τύψεις του είναι κρο κοδείλια δάκρυα και τίποτα παραπάνω! ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
Στα γεγονότα, ελάτε στα γεγονότα: όλα αυτά είναι φλυα ρίες! ΠΑΤΕΡΑΣ
Δεν έχετε άδικο. Όμως τα γεγονότα είναι όπως τα σακιά, δεν στέκονται άδεια. Για να σταθεί ένα γεγονός πρέπει να το γεμίσουμε πρώτα με τις σκέψεις και τα αισθήματα που το προκάλεσαν. Ε γ ώ δεν μπορούσα να ξέρω πως, όταν αυτή (Δείχνει την Κόρη) έμεινε χήρα και γύρισε φτωχιά εδώ, θ' ανα γκαζότανε να ψάξει οπουδήποτε για δουλειά, για να καταλή ξει στο ραφτάδικο της μαντάμ Πάτσε. ΚΟΡΗ
Σπουδαίος οίκος ραπτικής, και ας το λάβετε σοβαρά υπόψη σας εσείς, οι άντρες! (Απευθύνεται και στους Ηθοποιούς) Φαινο μενικά, εξυπηρετεί κυρίες της καλής κοινωνίας, αλλά τα έχει
κανονίσει τόσο καλά που κι αυτές οι καθωσπρέπει κυρίες της ανταποδίδουν την εξυπηρέτηση: της χρησιμεύουν ως βιτρίνα για τον πίσω χώρο, όπου συχνάζουν κυρίες πολύ χαμηλότε ρων κοινωνικών στρωμάτων. ΜΗΤΕΡΑ
Πιστέψτε με, κύριε, ούτε μου πέρασε ποτέ απ' το μυαλό πως εκείνη η στρίγκλα μου έδινε δουλειά γιατί είχε βάλει στο μάτι το κορίτσι μου... ΚΟΡΗ
Καημένη μαμά! Ξέρετε τι έκανε η μαντάμ Πάτσε όταν της πήγαινα τη δουλειά που είχε τελειώσει η μαμά; Μου έδειχνε όλα τα λάθη στα φορέματα που είχε ράψει, κι άρχιζε να αφαιρεί από την αμοιβή της. Και στο τέλος, όπως καταλαβαίνετε, έβγαινε ότι έπρεπε να πληρώσουμε κι από πάνω, οπότε... την ξεπλήρωνα εγώ. Ενώ η καημένη η μαμά πίστευε πως θυσιάζεται για μένα και τα δύο μικρά ράβοντας μέρα και νύ χτα τα ρούχα της μαντάμ Πάτσε! (Κινήσεις αγανάκτησης και φωνές από τους Ηθοποιούς) ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ
(Αμέσως) Και μια μέρα συναντάτε εκεί μέσα... ΚΟΡΗ
(Δείχνοντας τον Πατέρα) Ναι, αυτόν! Ω, ήτανε παλιός πελά της του καταστήματος! Υπέροχη σκηνή για να μπει στην παράσταση! ΠΑΤΕΡΑΣ
Και μετά έρχεται ξαφνικά η άλλη, η μητέρα... ΚΟΡΗ (Αμέσως, μοχθηρά)
Σχεδόν πάνω στην ώρα!
ΠΑΤΕΡΑΣ
(Φωνάζει) Όχι σχεδόν, ακριβώς πάνω στην ώρα! Γιατί, ευτυ
χώς, την αναγνώρισα έγκαιρα. Και μετά τους περιμάζεψα όλους στο σπίτι μου, κύριε. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τη θέση μας, και τη δική μου και τη δική της: ο ένας απέναντι στον άλλον! Αυτή όπως τη βλέπετε, κι εγώ να μη μπορώ να την κοιτάξω στα μάτια! ΚΟΡΗ
Κουταμάρες! Μα, είναι δυνατόν, κύριε, μετά απ' αυτό που έγινε, να έχει την απαίτηση να φέρομαι σαν φρόνιμο και σε μνό κορίτσι για ν' ανταποκρίνομαι στην άθλια εμμονή του για «ηθική ευρωστία»; ΠΑΤΕΡΑΣ
Αυτό είναι και το αληθινό μου δράμα: η πεποίθηση που έχω —η πεποίθηση που όλοι έχουμε— πως είμαι Ένας. Μονάδα! Πράμα που δεν είν' αλήθεια. Γιατί καθένας μας είναι πολλοί μαζί και όλοι αυτοί ζούνε μέσα μας. Και είμαστε ένας μ' αυτόν και ένας τελείως διαφορετικός με τον άλλον. Όμως έχουμε πάντα την ψευδαίσθηση πως είμαστε ένας και ο ίδιος για όλους, αυτός ο ένας που ευθύνεται για όλες τις πράξεις μας. Μεγάλη πλάνη αυτό! Και το διαπιστώνουμε όταν, από καλή συγκυρία, κάποια πράξη μας σκαλώνει και μας αφήνει μετέωρους. Τότε βλέπουμε πως δεν συμμετείχε όλος ο εαυ τός μας στη συγκεκριμένη πράξη, άρα θα ήτανε φριχτή αδι κία να κριθούμε αποκλειστικά από εκείνη και να βασανιστού με για όλη μας τη ζωή, λες κι η ζωή μας ήταν μόνο εκείνη η όχι ολοκληρωμένη πράξη. Καταλαβαίνετε τη δολιότητα αυ τής της κοπέλας; Μ' έπιασε αιφνιδιαστικά σ' ένα χώρο όπου δεν έπρεπε να βρίσκομαι, να προχωρώ σε μια πράξη ανοίκεια.
Ανακάλυψε ένα κομμάτι του εαυτού μου που έπρεπε να μεί νει κρυμμένο από αυτήν, και τώρα προσπαθεί να μου προσ δώσει τα στοιχεία ενός ατόμου που ποτέ δεν θα τολμούσα ν' αποκαλύψω σ' αυτήν, γιατί αποτελούν πρόσκαιρη και ποτα πή λεπτομέρεια της ζωής μου. Αυτό, κύριε, είναι που με πονάει πάνω απ' όλα. Και θα δείτε π ω ς αυτό θα χαρίσει μεγάλη αξία και στο έργο και στην παράσταση. Εξάλλου, υπάρχουν και δραματουργικές εξελίξεις σε όλους τους άλ λους. Για παράδειγμα, σ' αυτόν. (Δείχνει τον Γιο) ΓΙΟΣ
(Ανασηκώνοντας τους ώμους, περιφρονητικά) Παράτα με!
Εγώ
μένω απέξω. ΠΑΤΕΡΑΣ
Πώς μένεις απέξω; ΓΙΟΣ
Μένω απέξω γιατί δεν θέλω να είμαι μέσα: γιατί δεν μου ταιριάζει να είμαι ανάμεσα σας! ΚΟΡΗ
Ναι, μωρέ! Αυτός είναι ο άρχοντας κι εμείς οι παρακατιανοί! Βέβαια, κύριε, προσέξατε πως, κάθε φορά που τον κοιτάω με περιφρόνηση, αυτός κατεβάζει τα μάτια; Ξέρετε γιατί; Γιατί ξέρει το κακό που μου έχει κάνει! ΓΙΟΣ
(Χωρίς να την κοιτάζει) Ε γ ώ ; ΚΟΡΗ
Ναι, εσύ. Γιατί εσύ, πουλάκι μου, φταις που βγήκα στο πε ζοδρόμιο ! Εσύ! (Οι Ηθοποιοί αντιδρούν δείχνοντας τη φρίκη τους)
Εσύ, που με τη στάση σου εμπόδισες να δημιοιργηθεί μέσα στο σπίτι ένα κλίμα —δεν λέω οικειότητας, αλλ* απλώς φι λοξενίας— που θα μας έκανε να μη νιώθουμε παρείσακτοι. Ω, ναι, εμείς ήμασταν οι εισβολείς στο Βασίλειο ττ)ς δικής σου «νομιμότητας»! (Στον Θιασάρχη) Θα ήθελα, κίριε, να σας κάνω να δείτε μερικές σκηνές ανάμεσα σ' εμένα
View more...
Comments