Lewis Perdue-Η διαθηκη.pdf

April 24, 2017 | Author: Pakis Gkogiannos | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Lewis Perdue-Η διαθηκη.pdf...

Description

ΛΙΟΥΙΣ ΠΕΡΝΤΟΥ

Η

Δ Ι Α Θ Η Κ Η

Μετάφραση από τα αγγλικά: ΚΡΙΣΤΥ ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΙ ΒΑΝ Η ΑΘΗΝΑ

Σεφά: Ξ Ε Ν Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Τίτλος npmowfiov; T H E DA V I N C I LEGACY Συγγραφέας: LEWIS P E R D U E Copyright © 1983, 2004, Lewis Perdue Copyright © για την ελληνική γλώσσα: Ε Κ Δ Ο Τ Ι Κ Ο Σ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ABE Σόλωνος 9 8 - 106 80 Αθήνα. Τηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr

Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ISBN 960-14-1149-6

Στον μηαμηά, που μ' έμαθε να αγαπώ τις λέξεις. Από τψ αγάπη αυτή αναβλύζει ό,τι γράψω.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Η ιστορία του βιβλίου αυτού είναι κατά το ήμισυ πραγματική, γι' αυτό και θα ήθελα να ευχαριστήσω κάποιους από τους πολλούς ανθρώπους που με βοήθησαν στην ερευνά μου. Είμαι ιδιαίτερα υπόχρεος στο δρα Κάρλο Πεντρέτι του UCLA και του Πανεπιστημίου της Μπολόνια, έναν από τους πιο διάσημους παγκοσμίως ειδικούς στον Λεονάρντο ντα Βίντσι, και στη Λε'λα Σμιθ του Ιδρύματος Άρμαντ Χάμερ, που μου επέτρεψε την πρόσβαση σε πολλές πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν βιβλίο σχετικά με τον κώδικα Χάμερ, τον οποίο αγόρασε ο δρ Άρμαντ Χάμερ, πρόεδρος της Occidental Petroleum. Οι γιατροί Ριτς Μόρισον και Άντριου Κασαντέντι του Ιατρικού Κένιρου του UCLA συνέβαλαν αποφασιστικά στην ερευνά μου για τους τοξικούς παράγοντες και τα αντίδοτά τους. Είμαι επίσης ευγνώμων και σε πολλούς άλλους που με βοήθησαν, οι οποίοι, ωστόσο, πρέπει να διατηρήσουν την ανωνυμία τους για να προστατέψουν την καριέρα και τη φήμη τους. Επίσης χρωστώ ευγνωμοσύνη στη γυναίκα μου, Μέγκαν, που εξακολουθεί να ανέχεται εμένα και το γράψιμο μου. (Πόσο μάλλον, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που έγραψα το βιβλίο για την πρώτη του έκδοση το 1983.) Όπως είπα, η υπόθεση είναι κατά το ήμισυ πραγματική. Από κει και π έρα, επαφίεται στον αναγνώστη να καταλάβει ποιο είναι αυτό το ήμισυ.

Βιβλίο Πρώτο

1

Κυριακή 2 Ιουλίου ΟΤΑΝ ΣΚΟΤΩΝΕ ένιωθε ευτυχισμένος. Το μόνο που του προκαλούσε άγχος ήταν η αναμονή. Η αναμονή μέχρι να σκοτώσει. Και τώρα ήταν αγχωμένος, έτσι όπως καθόταν μες στη δροσιά του βράχου που τον προστάτευε από τον ανυπόφορο καύσωνα. Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τις μικρές σταγόνες ιδρώτα που είχαν σχηματιστεί στο πάνω χείλος του παρά τη δροσιά της σπηλιάς, αυτής της σπηλιάς που είχε φτιαχτεί από χέρι ανθρώπου. Κοίταξε κλεφτά γύρω του, φροντίζοντας να δείχνει τάχα απορροφημένος από τη λειτουργία. Ναι, σκέφτηκε, ήταν σπηλιά φτιαγμένη από ανθρώπινο χέρι - με μάρμαρο από την Έλβα, χρυσό από την Αφρική και πλουμίδια από τα πέρατα της γης. Τις απεχθανόταν τις εκκλησίες -όλες τις εκκλησίες-, αλλά ιδιαίτερα εκείνες που για να γίνουν είχε χρειαστεί να μοχθήσουν για ολόκληρη τη ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι. Σαν κι αυτή. Ήταν όλες τους κατοικίες της Λίθινης Εποχής για ανθρώπους με σκεπτικό της Λίθινης Εποχής. «Άγιος, άγιος, άγιος ο Κύριος Σαβαώθ», έψαλλε εν χορώ το εκκλησίασμα. «Πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Σου». Προσπαθώντας να κρατήσει διακριτική στάση, μουρμούρισε μαζί τους με τα αδέξια ιταλικά του. Κοίταξε γύρω του τις περίτεχνες ζωγραφικές απεικονίσεις αγίων, αγγέλων, σεραφείμ και χερουβείμ που κάλυπταν τα κοίλα τοιχώματα.

Και παρατήρησε μια χτυπητή αντίθεση σ' όλη τούτη τη μεγαλοπρέπεια: τους ανθρώπους, μεροκαματιάρηδες και μικροαστούς να κάθονται άκαμπτοι, νιώθοντας άβολα μες στα επίσημα ρούχα τους, που φορούσαν μόνο στη λειτουργία. Οι άντρες, με χέρια ροζιασμένα και μαλλιά προφανώς κουρεμένα από το χέρι της γυναίκας τους. Οι γυναίκες παχύσαρκες, κι ωστόσο αρχοντικές χάρη στο στητό τους όγκο. Κι ανάμεσα σ' όλους αυτούς, να στριφογυρίζουν νευρικά στις θέσεις τους νεαροί, που σίγουρα θα προτιμούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε αλλού. Από το άχαρο και αδιάφορο αυτό πλήθος ξεχώριζαν σαν τη μύγα μες στο γάλα κάποιοι τουρίστες -στην πλειονότητά τους Αμερικανοί, υπέθεσε- καλοντυμένοι, καλοχτενισμένοι, καλοθρεμμένοι, ακριβώς σαν κι αυτόν. Αν και ελαφρώς ψηλότερος από τους υπόλοιπους, με ύψος 1,90, μπορούσες να γελαστείς και να τον περάσεις για Αμερικανό τουρίστα. Κι είχαν γελαστεί αρκετοί, με μοιραίες γι' αυτούς συνέπειες. «Ωσαννά ο εν τοις υψίστοις». Κοίταξε το προσευχητάρι, διαβάζοντας μεγαλόφωνα. «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Μπροστά του, ένα αγοράκι γύρω στα εννιά κουνιόταν ανυπόμονα πέρα δώθε. Προφανώς βαριόταν τη θεία λειτουργία και αδιαφορούσε πλήρως για τον καθεδρικό ναό της Πίζας με τον περίφημο παρακείμενο κεκλιμένο του πύργο. «Ωσαννά ο εν τοις υψίστοις». Το εκκλησίασμα σώπασε και ο ιερέας, με κόκκινα μεταξωτά άμφια - μια και ήταν 2 Ιουλίου, η Γιορτή του Πολυτίμου Αίματος του Ιησού, συνέχισε τη λειτουργία στα ιταλικά. Ο άντρας σκούπισε τον ιδρώτα που είχε σχηματιστεί ξανά στο χείλος του και πέρασε νευρικά τα δάχτυλά του μέσα στα κατάξανθα μαλλιά του. Κι ενώ τα λόγια της λειτουργίας αιωρούνταν στα αφτιά του, έψαξε με το βλέμμα του το κεντρικό κλίτος. Σε αντίθεση με άλλους καθεδρικούς ναούς, αυτός εδώ ήταν ευήλιος χάρη στα τερά-

οτια παράθυρα οτην τριγωνική του οτεγη, που έλουζαν το εσωτερικό του στο φως. Απαλά, σχεδόν αδιόρατα, ο ογκώδης μπρούντζινος πολυέλαιος που αποκαλούσαν «λυχνία του Γαλιλαίου» ταλαντευόταν στο αεράκι. Ο άντρας έριξε μια ανυπόμονη ματιά στον καγκελωτό διάδρομο που σκαρφάλωνε σχεδόν ως την οροφή του ογκώδους καθεδρικού ναού και στη μονόφυλλη πόρτα όπου κατέληγε. Από την πόρτα τα μάτια του πλανήθηκαν αργά προς τα κάτω, στη χρυσοποίκιλτη εικόνα του Χριστού, κι ακόμα πιο κάτω, στην Αγία Τράπεζα με τον επιβλητικό της Εσταυροψένο, ύψους 1,80, που ήταν φτιαγμένος από μπρούντζο, έργο του... ανασκάλεψε τη μνήμη του... του Τζανμπολόνια. Χριστέ μου, πόσα πράγματα θα μπορούσε να έχει κάνει αυτός ο πολιτισμός αν τα καλύτερα μυαλά του δεν είχαν χαραμίσει το χρόνο τους με το να σκαλίζουν, να χύνουν σε εκμαγεία και να ζωγραφίζουν σταυρούς. «Εσθιόντων δε αυτών», έψαλε ο ιερέας, «λαβών ο Ιησούς άρτον...» Πήρε στα χέρια του τον άρτο και σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. Κοίταξε κι ο άντρας προς τα πάνω, ρίχνοντας άλλη μια κλεφτή ματιά στο κιγκλίδωμα, στην πόρτα. «Ευλογήσας», ο ιερέας σταύρωσε τον άρτο, «και έδωκεν αυτοίς και είπεν». Με τα ψυχρά γαλάζια του μάτια καρφωμένα στην Αγία Τράπεζα, ο άντρας ούτε που τρεμόπαιξε τα βλέφαρα καθώς έβαλε το χέρι στην τσέπη του γαλλικής ραφής σακακιού του και άγγιξε με τα δάχτυλά του την αλαβάστρινη λαβή του Sescepita. Καθησυχασμένος, ξανάφερε το χέρι στο μηρό του. Μπροστά του, το εννιάχρονο αγόρι κοπανούσε ανυπόμονα τις μύτες των φτηνών του παπουτσιών πάνω στο δάπεδο. Ο θόρυβος του χτυπούσε στα νεύρα. Η μυρωδιά του λιβανιού γινόταν πιο έντονη και τα χρώματα του καθεδρικού ναού πιο ζωηρά. Τα ρούχα του, υγρά, κολλούσαν πάνω στο δέρμα του. Μπορούσε να τα νιώσει, ένα ένα. Στιγμές σαν κι αυτή, οι αισθήσεις του γίνονταν πιο ευαίσθητες. Του άρεσε να σκοτώνει* τον έκανε να νιώθει πραγματικά ζωντανός.

«Και λαβών το ποτήριον», συνέχισε ο ιερέας, σηκώνοντας το δισκοπότηρο με τα δυο του χέρια, «ευχαριοτήσας, έδωκεν αυτοίς, και έπιον εξ αυτοΰ πάντες. Και είπεν αυτοίς: "Τούτο εστί το'αίμα μου"». Οι μύες του άντρα τσιτώθηκαν σαν τεντωμένα σκοινιά. «"Το της καινής και αιωνίου διαθήκης"». Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα του προς την πόρτα πάνω από την Αγία Τράπεζα. «"Το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον"». Μια στριγκλιά πραγματικού τρόμου πλημμύρισε τον καθεδρικό ναό. Ένας λεπτός άντρας, δεμένος χειροπόδαρα, εκσφενδονίστηκε προς τα κάτω, κρεμασμένος από το λαιμό με ένα χοντρό νάιλον σκοινί αναρρίχησης. «Όοοοχι!» ούρλιαξε ο άντρας στα γερμανικά καθώς έπεφτε. «Χριστέ μου! Όοοοχι!» Καθώς το σώμα ριχνόταν στο κενό σπάζοντας με το ανατριχιαστικό ουρλιαχτό του την κυριακάτικη πρωινή σιωπή, ο ξανθός άντρας σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα. Το εννιάχρονο αγόρι έπαψε τώρα να κοπανάει τα πόδια του. Το καλυμμένο με βαρύτιμα πετράδια δισκοπότηρο έπεσε από τα χέρια του ιερέα και κατρακύλησε με θόρυβο στα σκαλοπάτια του ιερού, χύνοντας τον καθαγιασμένο οίνο. Το νάιλον σκοινί τεντώθηκε, πνίγοντας τις κραυγές του άντρα καθώς η θηλιά σφιγγόταν γύρω από το λαιμό του. Με μια ακόμα ταλάντωση, το ελαστικό σκοινί αυτή τη φορά τεντώθηκε τελείως και το σώμα έπεσε κάτω και κομματιάστηκε στο μαρμάρινο δάπεδο μ' έναν πνιχτό γδούπο από κόκαλα που σπάνε. Ο ξανθός άντρας είχε φτάσει στα μισά της απόστασης που τον χώριζε από την έξοδο, όταν το σκοινί μαζεύτηκε απότομα στο αρχικό του μήκος, τραβώντας το τσακισμένο σώμα απότομα προς τα πάνω. Το εκκλησίασμα κράτησε την αναπνοή του, σε μια σιωπή που φάνηκε να καταργεί χρόνο και βαρύτητα. Για μια αποτρόπαιη στιγ-

μή, το σώμα έμεινε να αιωρείται πάνω από την Αγία Τράπεζα. Και την αμέσως επόμενη, ο λεπτός άντρας παλουκώθηκε με την κοιλιά στην κορυφή του σταυρού του Τζανμπολόνια. Αίμα κύλησε ποτάμι στην εικόνα του Χριστού και στην Αγία Τράπεζα, σχολιάζοντας καθώς αναμείχθηκε με τον οίνο που είχε χυθεί από το αναποδογυρισμένο δισκοπότηρο. Ο ιερέας σταυροκοπήθηκε και έπεσε στα γόνατα ζητώντας συγχώρεση. Κραυγές τρόμου πλημμύρισαν τον καθεδρικό ναό. Κάποιοι πιστοί έσπευσαν να βοηθήσουν τον ιερέα, ενώ οι υπόλοιποι όρμησαν προς την έξοδο, ξοπίσω από τον ξανθό άντρα. Έξω, ο ξανθός έστριψε γρήγορα αριστερά κυνηγώντας τη φιγούρα ενός μεγαλόσωμου άντρα που προχωρούσε γρήγορα από τον καθεδρικό ναό προς το κυκλικό, μαρμάρινο Βαπτιστήριο, που έστεκε στη σκιά του πύργου. Τώρα οι κραυγές δυνάμωναν, καθώς το τρομοκρατημένο εκκλησίασμα κατέκλυζε τον αύλειο χώρο του καθεδρικού ναού, ζητώντας την επέμβαση της αστυνομίας. Γρήγορα άδειασε και το Βαπτιστήριο, αφού ο κόσμος όρμησε έξο> για να δει προς τι όλη αυτή η αναταραχή. «Εξαιρετική δουλειά», είπε με ζέση ο ξανθός στον ογκώδη άντρα τον οποίο είχε ακολουθήσει μέσα στη ροτόντα, σαν βρέθηκαν μόνοι. «Ούτε κι εγώ ο ίδιος δε σε είδα να τον ρίχνεις πάνω στα κάγκελα, και κοίταγα». «Danke, mein Herr»*, αποκρίθηκε με σεβασμό ο θηριώδης άντρας. Είχε πλατύ, γερμανικό πρόσωπο και την φτιαξιά εργάτη χαλυβουργίας της Βρέμης, που είχε υπάρξει άλλωστε στο παρελθόν. Και παρόλο που είχε το ίδιο ύψος με τον ξανθό, ο Γερμανός σίγουρα ζύγιζε τουλάχιστον είκοσι πέντε κιλά περισσότερο. «Ειλικρινά», συνέχισε σε άπταιστα γερμανικά ο ξανθός, «ήταν άψογη η εκτέλεση. Το μάθημα δε θα περάσει απαρατήρητο. Ιδιαίτερα * Ευχαριστώ, κύριε μου. Γερμανικά σιο πρωτότυπο. (Σ.τ.Μ.)

μου άρεσε η ιδέα του ελαστικού σκοινιού που ήταν δεμένο γΰρω από το λαιμό του». Το πρόσωπο του Γερμανού έλαμψε. Ήταν γνωστδς ως «Ο Δάσκαλος», όχι γιατί ήταν μορφωμένος, αλλά για τα «μαθήματα» που είχε δώσει σε άλλους. «Και πάλι σας ευχαριστώ, mein Herr, αλλά με κολακεύετε υπερβολικά. Εγώ τη δουλειά μου κάνω». Χαμογέλασε με αδημονία. Ο ξανθός έχωσε το χέρι του -περιποιημένο, με άψογα κομμένα νΰχια- στο σακάκι. Αυτό που τράβηξε, ωστόσο, δεν ήταν χρήματα, αλλά ένα μακρΰ εγχειρίδιο με στρογγυλεμένη αλαβάστρινη λαβή, διακοσμημένο με χρυσό, ασήμι και πολύτιμα πετράδια. Το Μεσαίωνα οι παγανιστές ιερείς χρησιμοποιούσαν το Sescepita για τις θυσίες τους. Ήταν ανεκτίμητο. Ο Δάσκαλος ήταν γρήγορος για τον όγκο του, αλλά δεν κατάφερε να αντιδράσει εγκαίρως. Η πρώτη μαχαιριά έχυσε τα έντερά του πάνω στο κρΰο μάρμαρο του Βαπτιστηρίου. Η δεύτερη τον άφησε με ένα φρικιαστικό κόκκινο σκίσιμο σαν χαμόγελο κάτω από το σαγόνι. Γλίστρησε στο δάπεδο, με την πλάτη πάνω στην κολυμβήθρα. «Αχ, Δάσκαλε», ψιθύρισε στα γερμανικά ο ξανθός, κοιτάζοντας το φως των ματιών του μεγαλόσωμου άντρα σιγά σιγά να σβήνει. «Η ημιμάθεια είναι επικίνδυνη. Κι ακόμα πιο επικίνδυνη η γνώση». Έκανε παύση, βλέποντας τα βλέφαρα του άντρα να πεταρίζουν. «Κι όταν γνωρίζεις πάρα πολλά; Ε, τα πάρα πολλά μπορεί να σου στοιχίσουν τη ζωή». Τα μάτια του άντρα τρεμόλαμψαν σαν να ουγκατένευαν προτού κρυφτοΰν για πάντα πίσω από τα βαριά βλέφαρά του. Ο ξανθός σκούπισε γρήγορα το αρχαίο όπλο πάνω στο πουκάμισο του Γερμανού και το ξαναθηκάρωσε. Καθώς απομακρυνόταν με μεγάλες δρασκελιές από το Βαπτιστήριο, αναρωτήθηκε στιγμιαία πόσος καιρός θα περνούσε μέχρι να βρισκόταν κάποιος άλλος, που θα θεωρούσε πως ήξερε εκείνος πάρα πολλά.

2

Τετάρτη 5 Ιουλίου Η Τ Α Ν ΜΙΑ ΟΛΟΛΑΜΠΡΗ ΜΕΡΑ. Η άμμος και το νερό άστραφταν

στο φως του ήλιου που ξεχυνόταν από τον ανέφελο ουρανό, καθώς ο Βανς Έρικσον τραβούσε νότια, διασχίζοντας με ταχύτητα τη λεωφόρο Πασίφικ Κόουστ, σκυμμένος πάνω στο τιμόνι της Ίντιαν του '48, την οποία είχε μοντάρει κομμάτι κομμάτι με αυθεντικά ανταλλακτικά. Η δυνατή μοτοσικλέτα μούγκριζε ανάμεσα στα πόδια του καθώς προσπερνούσε το ένα αυτοκίνητο μετά το άλλο. Ένιωθε καλά που είχε επιστρέψει στον πολιτισμό, έστω κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να αντιμετωπίσει τους συκοφάντες και γλοιώδεις λογιστές που εργάζονταν για την πετρελαϊκή εταιρεία. Δεν είχε περάσει μισή ώρα από τη στιγμή που ο Έρικσον είχε μπει στον κακοτράχαλο δρόμο του πεδίου διερευνητικών γεωτρήσεων της κομητείας Βεντούρα, και ο διαχειριστής -ο πιο ερπετόμορφος από τους λογιστές- βγήκε τρέχοντας από το τροχόσπιτο. «Σε θέλει ο Κίνγκσμπερι», είπε λαχανιασμένα ο σαυρομούρης. «Πού ήσουν; Γιατί δεν πήρες τον ασύρματο μαζί σου; Πού είναι οι μηνιαίες αναφορές σου;» Οι προτάσεις ξεχύνονταν ορμητικές και ξεχείλιζαν απροκάλυπτη περιφρόνηση. Ο σαυρομούρης τον μισούσε, θα τον είχε απολύσει αν δεν υπήρχαν οι εξής δύο λόγοι: πρώτον ότι οι ανορθόδοξες μέθοδοι του Βανς τον είχαν αναγάγει στον καλύτερο γεωλόγο διερευ-

νητικών γεωτρήσεων που είχε ποτέ η πετρελαϊκή εταιρεία Κοντινένταλ Πασίφικ - ή ΚονΠας- και δεύτερον ότι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας, Χάρισον Κίνγκσμπερι, είχε τον Βανς σαν γιο τοΟ. Μόνο τυπικά δεν τον είχε υιοθετήσει. Πολύ γρήγορα, με εκατόν σαράντα πέντε χιλιόμετρα την ώρα, η απόσταση ως τη διασταύρωση της λεωφόρου Σάνσετ μίκρυνε, και ο Έρικσον άρχισε να κόβει ταχύτητα. Εδώ θα έβρισκε κίνηση. Δεν πειράζει -κοίταξε το καταδυτικό ρολόι που φορούσε στον καρπό του-, είχε άφθονο χρόνο στη διάθεσή του. Στρίβοντας για το σπίτι του -ένα παραλιακό μπάνγκαλοου με δυο υπνοδωμάτια, που απείχε μόλις δυο τετράγωνα από τα κεντρικά γραφεία της ΚονΠας- κοντοστάθηκε. Ίσως έπρεπε να πεταχτεί ως εκεί και να αλλάξει ρούχα. Το καρό πουκάμισο και η φόρμα που φορούσε ήταν βρόμικα και ταλαιπωρημένα έπειτα από μια βδομάδα στη ζούγκλα. Βαριανα, στέναξε. Όχι, όχι ακόμα. Δεν ήταν έτοιμος να αντικρίσει εκείνα τα φαντάσματα. Καθώς πλησίαζε στο κτίριο της ΚονΠας είδε φορτηγάκια με τα λογότυπα τηλεοπτικών σταθμών του Λος Άντζελες παρκαρισμένα μπροστά. Προφανώς μία από τις εκδηλώσεις που διοργάνωνε ο Κίνγκσμπερι για τα μέσα ενημέρωσης. Ο Βανς έκανε μερικούς ελιγμούς ανάμεσα από δύο βαν που έφραζαν τη ράμπα για τα αναπηρικά καροτσάκια, ανέβασε τη μοτοσικλέτα στο πεζοδρόμιο και έσβησε τη μηχανή. Με το που πέρασε τις πόρτες, τον πλησίασε ένας αθλητικός, συντηρητικά ντυμένος άντρας γύρω στα τριάντα. Ο Νέλσον Μπέιλι, αντιπρόεδρος της ΚονΠας, υπεύθυνος οικονομικής διαχείρισης διερευνητικών γεωτρήσεων και κάτοχος μάστερ από το Χάρβαρντ, έμοιαζε να 'χει μόλις βγει από τις σελίδες του G()*. «Έμαθα πως θα ερχόσουν», είπε ξερά ο Μπέιλι. Η έκφρασήτου, * Ανδρικό περιοδικό λάιφ οτάιλ. (Σ.τ.Ε.)

παρότι δεν ήταν φανερά εχθρική, δεν άφηνε να φάνει τίποτα που να θυμίζει χαμόγελο. «Δε φανταζόμουν πως θα με περίμενε επιτροπή υποδοχής», αποκρίθηκε σαρκαστικά ο Βανς. «Και μάλιστα της δικής σου τάξης». Ο Βανς συνέχισε να περπατά και προσπέρασε τον άντρα. Κάνοντας επιτόπου στροφή, ο Μπέιλι πρόλαβε τον Βανς κοντά στους ανελκυστήρες που πήγαιναν στον τελευταίο όροφο. Ο Βανς πάτησε το κουμπί. «Βιάζεται», είπε ο Βανς γυρνώντας να χαμογελάσει στον αντιπρόεδρο, ο οποίος δεν έκανε τίποτα για να κρύψει την ενόχληση του, που ήταν ολοφάνερη στο πρόσωπο του. «Δε νομίζω ότι συμφέρει κανέναν απ' τους δυο μας να αφήσουμε τον ιδρυτή να περιμένει». Η σκοτεινή διάθεση στην έκφραση του Μπέιλι έγινε ακόμα πιο έντονη. «Πολύ τον ξύπνιο δε μας κάνεις, κύριε; Πού θα πάει, θα την πληρώσεις κάποια απ' αυτές τις μέρες». «Τι έγινε πάλι;» του απάντησε σε έντονο ύφος ο Βανς. «Μήπως δε χρησιμοποίησα τη σωστή γραμματοσειρά στις μηνιαίες μου αναφορές;» «Ξέρεις πολύ καλά τι έγινε. Μου έστειλες την ίδια καταραμένη αναφορά με αυτή του προηγούμενου μήνα». «Σωστά», αποκρίθηκε ο Βανς. Ο ανελκυστήρας έφτασε. «Ε, λοιπόν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», είπε ο Μπέιλι καθώς έμπαιναν μέσα. «Γιατί όχι; Τα νούμερα είναι τα ίδια». «Σ' αυτή την εταιρεία έχουμε συστήματα και κανονισμούς, τα οποία υπάρχουν για κάποιο λόγο». «Βέβαια! Ό,τι πρέπει για να κρατάς μονίμως απασχολημένους δουλοπρεπείς γραφειοκράτες». «Να πάρει η οργή, Έρικσον!» εξερράγη ο Μπέιλι. «Δεν μπορεί να εξακολουθείς να γράφεις το σύστημά μας στα παλιά σου τα παπούτσια. Ο γέρος δε θα ζει εσαεί, δε θα μπορεί να προστατεύει τις εκκεντρικές σου μεθόδους όταν φύγει. Δε θα μας γλιτώσεις!»

Το ασανσέρ σταμάτησε αθόρυβα και οι συρόμενες πόρτες άνοιξαν απαλά. «Ξέρουμε τι ετοιμάζετε εσΰ κι ο γέρος με αυτό το θέμα Ντα BCντσι», είπε ατάραχα ο Μπέιλι, αλλά όχι τόσο ατάραχα ώστε να μην αντιληφθεί ο Βανς τον ψυχρό, εχθρικό τόνο στη φωνή του. «Τα ξέρουμε όλα, και, αν δεν προσέξεις, μπορεί να βρεθείς σε μια κατάσταση εκτός ελέγχου». Ο Βανς βγήκε από τον ανελκυστήρα και στράφηκε να αντικρίσει τον Μπέιλι. Τον είδε να χαμογελά καθώς έκλειναν οι πόρτες του θαλαμίσκου. Τ ι θα μπορούσε να γνωρίζει; αναρωτήθηκε ο Βανς. Ούτε κι ο ίδιος ήξερε τη σημασία που μπορεί να είχε η αναφορά του για τον Ντα Βίντσι. Εξάλλου, λόγω του ότι το θέμα αναγόταν στη σφαίρα του εσωτερισμού, ενδιέφερε μάλλον τους ιστορικούς και τους συλλέκτες έργων τέχνης παρά οποιονδήποτε άλλο. Ξέρουμε τι ετοιμάζετε εσύ και ο γέρος... Ας πάει στο διάβολο, αποφάσισε ο Βανς καθώς κατευθύνονταν προς την αίθουσα εκδηλώσεων. Μόλις μπήκε, στάθηκε για μια στιγμή στο πίσω μέρος για να προσανατολιστεί. Οι προβολείς της τηλεόρασης φώτιζαν το βήμα· η μικρή αίθουσα ήταν κατάμεστη από δημοσιογράφους και υπαλλήλους της εταιρείας ΚονΠας, συμπεριλαμβανομένων, προς μεγάλη έκπληξη του Βανς, όλων των εργαζομένων στο Ίδρυμα Κίνγκσμπερι, το μη κερδοσκοπικό παρακλάδι της εταιρείας, με έργο φιλανθρωπικό και πολιτιστικό. Στάθηκε εκεί, με το ξεθωριασμένο τζιν, τα λασπωμένα μποτάκια και το καρό πουκάμισο, και με τα δυο του χέρια έστρωσε τα σκούρα καστανά μαλλιά του, σε μια προσπάθεια να τα κάνει να δείχνουν κάπως χτενισμένα. Το μυώδες του σώμα, σκληραγωγημένο από την πολύωρη έκθεση στις κακουχίες της υπαίθρου, έδινε σχήμα στα βρόμικα ρούχα του και στο ταλαιπωρημένο καφέ δερμάτινο μπουφάν αεροπορίας που φορούσε όταν καβαλούσε τη μηχανή του. Εστιάζο-

ντας το βλέμμα του στον Κίνγκσμπερι, ο Βανς μισόκλεισε τα μάτια, τυφλωμένος από τα φώτα της τηλεόρασης. Ο Κίνγκσμπερι στεκόταν στο βήμα, προσπαθώντας να ησυχάσει το πλήθος και να το επαναφέρει στην τάξη. Τα λευκά του μαλλιά, καλοχτενισμένα όπως πάντα προς τα πίσω για να αναδεικνύουν το τέλειο V στο μέσο του μετώπου του, έλαμπαν κάτω από τους προβολείς σχεδόν σαν φώτοστέφανο. Κάτω από τα πυκνά του μαλλιά, το αριστοκρατικό του πρόσωπο ήταν χαρακωμένο από ρυτίδες, εύσημα ενός ανθρώπου που έχει συναντήσει στη ζωή του αντιξοότητες και τις έχει ξεπεράσει με στιλ. Τι άντρας, σκέφτηκε με θαυμασμό ο Βανς. Γιος Ουαλού ανθρακωρύχου, ο Κίνγκσμπερι είχε μεταναστεύσει το 1920 στις Η ΠΑ, έφηβος ακόμα. Μέσα σε πέντε χρόνια αφότου έφτασε στη Νέα Υόρκη, είχε επενδύσει σε μια σχεδόν χρεοκοπημένη εταιρεία διανομής πετρελαίου και την είχε μετατρέψει σε μια ανθούσα αλυσίδα που κάλυπτε πέντε βορειοανατολικές Πολιτείες. Δυο μέρες πριν από το μεγάλο κραχ του 1929 ήταν εκατομμυριούχος. Μια και δεν είχε παίξει στο χρηματιστήριο, οι δουλειές του επιβίωσαν μια χαρά από την οικονομική κρίση, και χρησιμοποίησε τα κέρδη για να αποκτήσει δικαιώματα εκμετάλλευσης φυσικών πόρων στην Κίνα, επεκτείνοντας τις δραστηριότητες της εταιρείας του σε γεωτρήσεις και εξόρυξη πετρελαίου. Είχε κερδίσει μια θέση στην Ιστορία πλάι στους μεγάλους πετρελαιάδες Ζαν Πολ Γκετί και Άρμαντ Χάμερ. Η δική του ήταν η μεγαλύτερη ανεξάρτητη ιδιόκτητη εταιρεία στον κόσμο, παραμένοντας ισχυρή και επιτυχημένη χάρη στην αμείωτη ενεργητικότητα του και στον ανορθόδοξο τρόπο σκέψης του. Ο Βανς έτρεμε στην ιδέα και μόνο τού τι θα γινόταν η εταιρεία όταν πέθαινε ο Κίνγκσμπερι και της έβαζαν χέρι τα ανδρείκελα με τα μάστερ - πιθανώς θα την πουλούσαν ς... απλώς δεν ήταν όπως έπρεπε. Και τα τελευταία πέντε λεπτά κερδίζαμε, όταν...

όταν ο Έρικσον πήρε την μπάλα, γύρισε ξαφνικά προς την αντίθετη κατεύθυνση, άφησε πίσω του όλους τους αμυντικούς και τράβηξε για το τέρμα. Ήταν... ήταν ηλίθιο· δεν μπορεί ένας παίκτης να αφήνει έτσι πίσω του όλους τους αμυντικούς. Κι εγώ τον είδα πρώτος. Τον είχα στο χέρι. Ήμουν πιο μεγαλόσωμος, πιο ψηλός...» η φωνή του έσβησε. Τώρα, στο αμυδρό φως της Λέσχης Καλιγούλας, το πρόσωπο του έγινε κατακόκκινο από το θυμό και την ταπείνωση σαν θυμήθηκε τον πόνο που είχε νιώσει στο στομάχι την ώρα που ο Έρικσον, σκυφτός έτσι όπως ήταν, πήγε και καρφώθηκε πάνω του. Θυμήθηκε και πόσο γαλάζιος ήταν ο ουρανός όταν γύρισε ο Έρικσον να τον βοηθήσει αφού πρώτα πέρασε το τέρμα. Τώρα μισούσε ακόμα περισσότερο τον Έρικσον. Η επανεμφάνισή του, η ανάμειξή του με τον κώδικα του Ντα Βίντσι... Ήταν σαν να επέστρεφε ένας παρ' αξίαν νικητής για του υπενθυμίσει τον εξευτελισμό του. «Ξέρω πώς νιώθεις για τον Βανς Έρικσον», είπε κατευναστικά η Καράδερς. «Καταλαβαίνω πως θέλεις να τον εκδικηθείς για την αδικία που ένιωσες, αλλά πρέπει να περιμένεις».

«Όχι, Έλιοτ, όχι ακόμα», είπε οταθερά η Καράδερς, ενώ έβαλε το χέρι της στο μηρό του και τον χάιδεψε με το γνώριμο της τρόπο. Τον ήξερε χρόνια τον Έλιοτ Κίμπαλ. Η χρηματιστηριακή εταιρεία του πατέρα του, η Κίμπαλ, Σμιθ και Φάρμπερ, είχε χειριστεί την πρώτη δημόσια εγγραφή της Αεροδιαστημικής Καράδερς. Είχε ακούσει για τις αταξίες του Έλιοτ σαν παιδί· που έκανε διαρρήξεις στα σπίτια των πλούσιων φίλων του πατέρα του για να δοκιμάσει ρίγη συγκίνησης· που είχε απαγάγει ένα νεαρό του φίλο και τον κρατούσε όμηρο για να εισπράξει τα λύτρα* και που, στα δεκάξι του, είχε παρασύρει έναν πεζό με την Κορβέτ του «για να δει πώς είναι να σκοτώνεις κάποιον». Ο Κίμπαλ ο πρεσβύτερος ξόδεψε χιλιάδες δολάρια

για την υπεράσπιση του Έλιοτ -στους καλυτέρους ποινικολόγους- και εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε προεκλογικές εκστρατείες. Ήταν η καλύτερη ετυμηγορία που θα μπορούσε κανείς να πετύχει με εξαγορά, ωστόσο ο δικαστής είχε επιβάλει στο νεαρό Κίμπαλ ποινή εξάμηνης φυλάκισης «για να δείξει ότι ακόμα και οι πλούσιοι δεν απαλλάσσονται των κυρώσεων της δικαιοσύνης». Ο πατέρας του Κίμπαλ και η κοινωνία της Βοστόνης γενικότερα ανακουφίστηκαν όταν μετά την αποφυλάκισή του ο Κίμπαλ ζήτησε δημόσια συγνώμη και εξέφρασε λύπη και μεταμέλεια για τον έκλυτο βίο του, ενώ σε μια συνέντευξη στην Boston Globe υποσχέθηκε: «Θα κάνω ό,τι μπορώ για να ζήσω συμφωνά με τις υποχρεώσεις μου ως πολίτη και θα είμαι υπεύθυνο μέλος της κοινωνίας». Για να επαληθεύσει την υπόσχεσή του, αποφοίτησε με έπαινο από το Ράτζερς και συμμετείχε στην εκδοτική ομάδα της νομικής επιθεώρησης του Χάρβαρντ. Μόνο η Καράδερς ήξερε ότι όλο αυτό ήταν προπέτασμα καπνού για να αποσπάσει την προσοχή των Αρχών από τον νέο Έλιοτ Κίμπαλ. Και η Καράδερς το ήξερε γιατί από τότε που τον είχε βοηθήσει να απαλλαγεί από την παρθενιά του, στα έντεκά του χρόνια, ο Έλιοτ της είχε εκμυστηρευτεί τις πιο απόκρυφες εμπειρίες του, φτάνοντας μέχρι του σημείου να αναπαριστά μαζί της τις σεξουαλικές εμπειρίες που είχε με γυναίκες, αγόρια και άντρες. Επίσης της μίλησε και για τη χαρά που του έδινε ο φόνος, για τη μεταφυσική φαγούρα που μόνο ο θάνατος μπορούσε να καταπραΰνει. «Υπάρχουν άνθρωποι που είναι δουλειά τους να σκοτώνουν», είπε ο Έλιοτ στην Καράδερς μετά την αποφυλάκισή του. «Αυτό θέλω να κάνω, Ντενίζ. Το θέλω πάρα πολύ, γιατί ποτέ δεν ένιωσα τόσο ζωντανός μέσα μου, ποτέ δεν ένιωσα τόσο καλά, τόσο σημαντικός όσο τη μέρα εκείνη που έλιωσα εκείνο το γέρο. Όμως δε θέλω να γίνω σαν εκείνους τους ανθρώπους στη φυλακή. Αυτοί σκοτώνουν από θυμό ή γιατί τους έπιασαν σε κάποια ληστεία. Εγώ θέλω να σκοτώνω

προς τέρψιν. Θέλω να είναι πράξη κλάσεως και... θέλω να τους σκοτώνω με τα χέρια μου και να βλέπω τα μάτια τους την ώρα που πεθαίνουν». Η Καράδερς είχε δει την ευχή του Έλιοτ Κίμπαλ να εκπληρώνεται, γιατί ακόμα και τότε, πριν από δώδεκα χρόνια, όταν το αγόρι ήταν μόλις δεκαοχτώ χρόνων, η νεοσυσταθείσα Αντιπροσωπία της Βρέμης είχε αποκτήσει εχθρούς που έπρεπε να πάρουν το μάθημά τους. Είχαν συμφωνήσει με τον Έλιοτ ότι δε θα πέθαινε κανείς αν πρώτα δεν ενέκρινε εκείνη το πρόσωπο, το χρόνο και το μέρος. Ήταν ένας θαυμάσιος διακανονισμός που είχε'κρατήσει πάνω από μια δεκαετία, παρόλο που, προς μεγάλη της απογοήτευση, οι ερωτικές προτιμήσεις του νεαρού αυτά τα χρόνια είχαν στραφεί σε νεότερες γυναίκες. «Συμμερίζομαι τα αισθήματά σου για τον Βανς Έρικσον», είπε η Καράδερς, φέρνοντας το χέρι της προς το βουβώνα του. «Μετά τη συναλλαγή μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Όχι όμως πριν». Ανασάλεψε ξαφνικά στη θέση του, ενώ το χέρι της μάλασσε τη στύση του που όλο και μεγάλωνε μέσα από το ύφασμα του παντελονιού του. Απρόθυμα, ο Έλιοτ έγνεψε καταφατικά. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Κανείς δεν ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα. Έπειτα ο Έλιοτ έσπασε τη σιωπή. «Εσύ είσαι το αφεντικό». Και πρόσθεσε μέσα του: «Προς το παρόν». Εκείνη έγνεψε. Έπειτα είπε: «Θα το κάνουμε εδώ; Ή προτιμάς να πάρουμε το συνηθισμένο μας δωμάτιο;»

6

Σάββατο 5 Αυγούστου Ε Ν Ω ΤΟ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΜΠΟΙΝΓΚ 747 της Alitalia κατευθυνόταν μου-

γκρίζοντας νότια προς το Μιλάνο, διανύοντας το τελευταίο μισάωρο της μακράς πτήσης από το Άμστερνταμ, από κάτω περνούσαν αργά οι κόκκινες κεραμοσκεπές των μικρών μεσαιωνικών χωριών της Λομβαρδίας. Κοιτάζοντας από ψηλά τα μικροσκοπικά στίγματα της ανθρωπότητας που ήταν διασκορπισμένα στη σκουροπράσινη ύπαιθρο, ο Βανς Έρισκον αναρωτήθηκε γι' άλλη μια φορά γιατί είχε πει ψέματα στον αστυνομικό στο Άμστερνταμ. Θα του ήταν αρκετά εύκολο να ανακαλύψει ότι γνώριζε τον Ουμπέρτο Τόζι, καθηγητή της Ιστορίας της Αναγέννησης στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και αυθεντία στον Λεονάρντο. Γιατί; αναρωτήθηκε. Και για εκατομμυριοστή φορά, το μυαλό του του είπε γιατί: Ήταν προσωπικό. Ήταν προσωπικό γιατί έφταιγε εκείνος. Αν -ένιωσε να του σφίγγει το στήθος ο κόμπος της ενοχής-, αν είχε πάει νωρίτερα στο σπίτι του Μαρτίνι, αν δεν είχε χάσει τόσο χρόνο πίνοντας τζιν, ο Μαρτίνι θα ήταν ζωντανός τώρα. Δεν είχε τίποτα το μυστηριώδες η απόφασή του να πει ψέματα στον αστυνομικό. Εκείνος έφταιγε που είχε πεθάνει ο Μαρτίνι κι έπρεπε τώρα ο ίδιος να φροντίσει να βρεθεί ο φονιάς. Και τη δυνατή

αυτή μηχανή της ενοχής την τροφοδοτούσε ένας θυμός που του έκαιγε το στήθος, θυμός που μπόρεσε κάποιος να κάνει τέτοιο πράγμα σ' έναν άνθρωπο σαν τον Μαρτίνι. Κι αυτός ο θυμός έκαιγε μέσα του σαν καμίνι τόσο δυνατά, που ο Βανς δε θα ριψοκινδύνευε την πιθανότητα να εκτίσει ο φονιάς μια άνετη ισόβια ποινή σε κάποια ζεστή, στεγνή φυλακή. Αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ όσο ζούσε ο Βανς Έρικσον. Όποιος κι αν ήταν, αυτός που είχε σκοτώσει τον Μαρτίνι θα το πλήρωνε. Η αστυνομία του Αμστερνταμ του είχε φερθεί ευγενικά -πολύ πιο ευγενικά απ' ό,τι θα φερόταν η αντίστοιχη αμερικανική σε κάποιον από το Άμστερνταμ-, αλλά οι υποψίες τους ότι είχε παίξει κάποιο ρόλο στο φόνο αιωρούνταν ζωηρές από την αρχή ως το τέλος της συνομιλίας. Τον είχαν ρωτήσει ξανά και ξανά, και κάθε φορά τούς έλεγε ό,τι ήθελε να τους πει... αφήνοντας έξω αρκετές λεπτομέρειες-κλειδιά, για να μην μπορέσουν να ακολουθήσουν σύντομα τα ίχνη στα οποία βρισκόταν αυτός τώρα. Τους είπε για τον άντρα που του επιτέθηκε, και τους έδωσε την ακριβή περιγραφή του. Δεν τους είπε, όμως, για τον Τόζι, ούτε τους φανέρωσε τις υποψίες του για τους θανάτους των μελετητών του Λεονάρντο στο Στρασβούργο και στη Βιέννη. Κράτησε για τον εαυτό του αυτή την πληροφορία, γιατί είχε να ξεκαθαρίσει κάποιους λογαριασμούς. Μόνο ο θάνατος του φονιά από το χέρι του Βανς Έρικσον μπορούσε να διώξει από μέσα του τις ενοχές. Βαθιά κάτω από το κέλυφος του ανεξέλεγκτου θυμού και της ενοχής που του αντάριαζε τα σωθικά φώλιαζε μια χαμηλή, σχεδόν άηχη φωνή, η φωνή του φόβου. Γιατί σαφώς και υπήρχε κάποια δολοφονική συνωμοσία με στόχο μια μικρή και εκλεκτή ομάδα ανθρώπων: άυτούς που είχαν διαβάσει τα ημερολόγια του Αντόνιο ντε Μπεάτις. Πλέον ήταν ο μοναδικός στον κόσμο που τα είχε διαβάσει. Δεν του άρεσε η αίσθηση ότι θα ήταν το επόμενο θύμα.

Τι ήξερε ο Τόζι; αναρωτήθηκε ο Βανς καθώς το 747 άρχισε να κατεβαίνει στο αεροδρόμιο Μαλπένσα του Μιλάνου. Ό,τι και να ήξερε ο Τόζι, ο Βανς προσευχήθηκε να το μάθει αρκετά σύντομα. Απόψε, στο Καστέλο Σφόρτσα στην παλιά πόλη του Μιλάνου γινόταν μια τεράστια έκθεση και συμπόσιο για τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ο Βανς το είχε προγραμματίσει εδώ και έξι μήνες να πάει. Ανυπομονούσε να ακούσει μια διατριβή για τον Λεονάρντο ως στρατιωτικό μηχανικό που υποτίθεται ότι θα παρουσίαζε ο Μαρτίνι. Το συμπόσιο ήταν μια ετήσια εκδήλωση που λάμβανε χώρα σε διάφορα μέρη της Ευρώπης τα οποία είχαν κάποια σχέση με τον Λεονάρντο. Έξι μήνες. Του φαίνονταν σαν δεκαετία, σαν μια άλλη ζωή. Έξι μήνες... πριν η Πάτι, πριν ο Μαρτίνι, πριν... Κούνησε το κεφάλι του σαν να ήθελε να διώξει τις ανεπιθύμητες σκέψεις. Από το παράθυρο έβλεπε κάτω το Μιλάνο να μεγαλώνει σταθερά.

Ο Βανς ξεμπέρδεψε εύκολα με το τελωνείο, και μια ώρα αργότερα έφτασε στη μικρή πανσιόν στην οδό Ντάντε, κάπου στη μέση της απόστασης που χώριζε τον καθεδρικό ναό από το Καστέλο Σφόρτσα, κι απ' όπου μπορούσες να πας και στα δυο με τα πόδια. Κι ενώ είχε τη δυνατότητα να μείνει στην πολυτέλεια των πέντε αστέρων, ο Βανς προτίμησε την αυθεντική ατμόσφαιρα της πανσιόν, με τους ψηλοτάβανους χώρους, τις πρωτότυπες τοιχογραφίες, έργα άγνωστων καλλιτεχνών της Αναγέννησης, που στόλιζαν τους τοίχους των αιθουσών του πρωινού, το ότι κανείς δε μιλούσε άλλη γλώσσα πέρα από τα ιταλικά, και τη γειτονιά, που συγκέντρωνε περισσότερους Ιταλούς παρά τουρίστες. Έμενε εδώ από τότε που ήταν φοιτητής. Αφοΰ αποχαιρέτισε τον ταξιτζή μ' ένα ciao, κρέμασε το σακίδιο του στον ώμο, πέρασε τις τεράστιες πύλες και μπήκε στην αυλή. Ανέβηκε πέντε σειρές σκαλοπάτια, αποφεύγοντας το μαύρο σιδερένιο

κουτί του παμπάλαιου ανελκυστήρα, που ανεβοκατέβαινε τρίζοντας στο μέσο του κλιμακοστασίου. Χτύπησε το κουδούνι κι εμφανίστηκε στην πόρτα η θυρωρός. «Σινιόρ Έρικσον!» αναφώνησε, αγκαλιάζοντάς τον διαχυτικά και σφίγγοντάς τον πάνω στο μεγάλο της στήθος. «Τι υπέροχο να σας ξαναβλέπω», είπε στα ιταλικά. «Πάει καιρός από την τελευταία σας επίσκεψη». Νιώθοντας όμορφα με το ζεστό, φιλικό της τρόπο, ο Βανς κάθισε και κουβέντιασε μαζί της, ενώ θαύμασε και τη φωτογραφία του μικρότερου γιου της, που ήταν δεκαοχτώ χρόνων κι είχε μόλις μπει στο πανεπιστήμιο. Ενόσω εκείνη τον ενημέρωνε για τα οικογενειακά της, αυτός απολάμβανε τον καπουτσίνο του. Η σινιόρα Ορσίνι καταγόταν από μια οικογένεια της οποίας τα μέλη είχαν απελευθερωθεί από τους Αμερικανούς στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κι έτρεφαν ακόμα μια ιδιαίτερη αγάπη για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και η γνώμη τους αυτή δεν είχε αλλάξει διόλου από την κομουνιστική προπαγάνδα. Λίγα λεπτά αργότερα, το πρόσωπο της συννέφιασε ξαφνικά. «Α, σινιόρε, παραλίγο να το ξεχάσω», είπε. «Ήρθε ένας άντρας εδώ νωρίς το πρωί. Ήταν τόσο νωρίς, που δεν είχαν ανοίξει ακόμα οι πόρτες, και αυτός κοπανούσε και ούρλιαζε για ώρα, ώσπου με ξύπνησε και κατέβηκα να δω τι ήθελε». Το πρόσωπο της έχασε την πρόσχαρη γαλήνη του καθώς ζάρωσε τα φρύδια της. «Μεσήλικας ήταν. Ισχυρίστηκε ότι σας γνώριζε. Όμως φαινόταν τόσο... τόσο ανάστατος. Δεν τόλμησα να ανοίξω. Μου πέρασε όμως μέσα από τα κάγκελα ένα φάκελο και είπε να τον δώσω σ' εσάς». Ο Βανς ακούμπησε με τόση δύναμη το φλιτζάνι του πάνω στο τραπέζι, που χύθηκε έξω λίγος ζεστός γλυκός καφές. Η σινιόρα Ορσίνι δε φάνηκε να το πρόσεξε. «Ήταν πολύ ταραγμένος», συνέχισε. «Έδειχνε φοβισμένος, ήταν κατάχλομος, και είπε ότι πρέπει να σας δώσω αυτό. Είπε ότι ήταν ζήτημα ζωής και θα-

νάτου». Πασπάτεψε την ποδιά της και ανέσυρε από την τσέπη έναν τσαλακωμένο φάκελο, ταλαιπωρημένο αλλά ακόμα σφραγισμένο. Παρακολουθούσε σιωπηλά τον Βανς καθώς έσκιζε το φάκελο, τον άνοιγε και διάβαζε το μήνυμα. Έλεγε: «Είναι ανάγκη να σας δω. Θα με πιάσουν κι εμένα. Συναντήστε με στις εφτά η ώρα απόψε, στη Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε». Είχε κι υπογραφή: «Τόζι». 'Οταν βρέθηκε στο δωμάτιο του -το συνηθισμένο, που έβλεπε στην αυλή- ο Βανς άρχισε να περπατάει πέρα δώθε, έβγαλε τα πράγματα από το σακίδιο του, κι έπειτα ξανάρχισε το πέρα δώθε. Θα με πιάσουν %ι εμένα. Ποιοι ήταν αυτοί; Ήξερε ο Τόζι ποιοι σκότωσαν τον Μαρτίνι; Ο Τόζι ήταν μελετητής του Ντα Βίντσι και έξοχος επιστήμονας. Ανάμεσα σε άλλα, είχε κάνει σοβαρές σπουδές φυσικής με ειδίκευση στην πυρηνική ενέργεια, ώσπου άρχισε να επικρίνει τη βιομηχανία ατομικής ενέργειας και βρέθηκε χωρίς εισόδημα. Ήταν σκληραγωγημένος άνθρωπος, άντεχε στα δύσκολαόποιος είχε καταφέρει να τον φοβίσει είχε κάνει σπουδαίο κατόρθωμα. Ώσπου να κρεμάσει το άλλο του κοστούμι και δυο μακό μπλουζάκια, ελπίζοντας πως θα ξεζάροιναν κάπως μέχρι το αυριανό συμπόσιο, το στομάχι του άρχισε να γουργουρίζει και ξανακατέβηκε στην οδό Ντάντε για να βρει κάπου να φάει. Ήταν μία το μεσημέρι όταν βρήκε τελικά ένα μικρό εστιατόριο σ' έναν παράδρομο της οδου Ματσίνι. Σχεδόν μηχανικά, έφαγε ένα ορεκτικό και ένα πιάτο σπαγγέτι αλά καρμπονάρο και τα συνόδευσε με μισό μπουκάλι λευκό χυμα κρασί. Ο Βανς τράβηξε στην άκρη μια τοΰφα μαλλιά που έπεφτε (πα μάτια του. Προσπάθησε να φανταστεί για ποιο λόγο θα μπορούσε να ενδιαφέρεται κάποιος τόσο πολΰ για ένα ημερολόγιο εξακοσίων σχεδόν χρόνων - να ενδιαφέρεται αρκετά ώστε να σκοτώσει όσους το είχαν διαβάσει.

Έβαλε άλλο ένα ποτήρι κρασί από την καράφα, έπειτα έπιασε το σακίδιο του και έβγαλε ένα πάκο φωτοτυπημένες σελίδες, που είχαν αρχίσει να ζαρώνουν και να ξεθωριάζουν από τη χρήση. Ήταν το αντίγραφο του ημερολογίου του Ντε Μπεάτις* το μουσείο είχε με φανερή απροθυμία επιτρέψει να γίνει ένα αντίτυπο, από φόβο μήπως το έντονο φως καταστρέψει τα λεπτεπίλεπτα φΰλλα. Σιγόπιε το κρασί του και ξεφύλλισε το ημερολόγιο. Που και που γύριζε τις σελίδες στο πλάι για να διαβάσει κάποια σημείωση που είχε προσθέσει ο ίδιος και, λιγότερο συχνά, κάποια που είχε συμπληρώσει ο Μαρτίνι όταν το είχε διαβάσει πριν από λίγους μήνες. Ο κόσμος συρρικνώθηκε στο μέγεθος ενός άντρα που διάβαζε σ' ένα τραπέζι. Οΰτε φως οΰτε ήχοι ούτε εικόνες παρεισέφρεαν στον κόσμο της απόλυτης συγκέντρωσής του. Ίσως να υπήρχε κάποιο κρυμμένο νόημα στα λόγια του Ντε Μπεάτις, κάτι που είχε ξεφύγει προηγουμένου στον Βανς. Όμως δεν μπόρεσε να ξεσκεπάσει τίποτα. Δεν μπορεί να ήταν το ίδιο το ημερολόγιο, αποφάσισε τελικά, αφήνοντας στην άκρη τις σελίδες. Πρέπει να υπήρχε κάτι στις χαμένες σελίδες και στο ημερολόγιο. Τόσο το ημερολόγιο όσο και ο κώδικας Κίνγκσμπερι είχαν βρεθεί -αδιάβαστα και θεωρούμενα χαμένα- στα αρχεία της βιβλιοθήκης στη Μαδρίτη, θύματα της απρόσεκτης καταγραφής, των υπερβολικά πολλών βιβλίων και του υπερβολικά μικρού χώρου. Τα είχαν ανακαλύψει και τα δύο ερευνητές που έκαναν μια ανορθόδοξη προσέγγιση στη συλλογή της βιβλιοθήκης με το να ξεφυλλίζουν απλώς, όπως και ο Βανς όταν ανακάλυψε το ημερολόγιο. Κανείς δεν είχε διαβάσει κανένα από τα δύο έργα επί αιώνες. Και τώρα, κάποιος -ποιος;- φοβόταν μήπως κάποιος αναγνώστης, διαβάζοντας το ημερολόγιο, μπορεί να συμπέραινε... τι;... μήπως πού βρίσκονταν οι σελίδες που έλειπαν από τον κώδικα Κίνγκσμπερι και είχαν αντικατασταθεί από πλαστογραφημένες; Κούνησε το κεφάλι χαζεύοντας μέσα από τις κουρτίνες του εστιατορίου την α-

πογευματινή κίνηση του πεζοδρομίου. Ναι, γι' αυτό πρέπει να δολοφονήθηκαν οι αναγνώστες του ημερολογίου. Η όλη ιδέα ότι μυστικά πεντακοσίων χρόνων και βάλε εξακολουθούσαν να αποτελούν απειλή για τον κόσμο του 20ου αιώνα φαινόταν παράλογη. Ωστόσο υπήρχαν τρεις νεκροί, και δε γινόταν να τους αγνοήσεις. Με τα ερωτηματικά να του βασανίζουν το μυαλό, άφησε στο τραπέζι δεκάξι ευρώ για το φαγητό του και έφυγε, ανοίγοντας δρόμο μέσα από τα πλήθη που συνωστίζονταν έξω στο πεζοδρόμιο. Μισόκλεισε τα μάτια στο φως της μέρας, καθώς ξαναπήρε την οδό Ντάντε με κατεύθυνση το Καστέλο Σφόρτσα. Από τον ογκώδη πλίνθινο τοίχο του πύργου κρεμόταν ένα τεράστιο πανό μ' ένα πορτρέτο του Λεονάρντο. Από κάτω, στον κυκλικό χώρο μπροστά από το κάστρο, είδε σειρές ταξί να παίρνουν και να αφήνουν επιβάτες. Αυτοί πρέπει να είναι τουρίστες, αποφάνθηκε. Οι σύνεδροι έμπαιναν από την άλλη πλευρά του τεράστιου κάστρου και περνούσαν κατευθείαν σε μια σύγχρονη κοίλη αίθουσα συνεδρίων που είχε διαμορφωθεί μέσα σε αυτό το αναγεννησιακό φρούριο. Στη σκέψη του συνεδρίου, θυμήθηκε τον Μαρτίνι. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, ο καθηγητής θα έκανε μια εισήγηση για τον Λεονάρντο ως στρατιωτικό αρχιτέκτονα και μηχανικό, ένα από τα αγαπημένα θέματα και του Βανς. Τι θα έκαναν οι διοργανωτές του συνεδρίου; αναρωτήθηκε. Η εισήγηση του Μαρτίνι ήταν το κεντρικό θέμα. Γυρεύοντας μια απάντηση στο ερώτημα αυτό, ο Βανς βρέθηκε ένα τέταρτο αργότερα να κάθεται στον προθάλαμο του γραφείου του συντονιστή του συνεδρίου. Επικρατούσε φρενήρης, σχεδόν απεγνωσμένη δραστηριότητα, πρόσεξε, καθώς βοηθοί και γραμματείς -πολλοί απ' αυτούς ιερείς και καλόγριες- έτρεχαν από το ένα μέρος στο άλλο μιλώντας ορμητικά στα ιταλικά, ενώ στις φωνές τους ήταν εμφανής η ανησυχία.

Το συνέδριο ήταν μεγάλο και τα πράγματα πήγαιναν στραβά. Η πόρτα του γραφείου του προέδρου άνοιξε απότομα και εκείνος πετάχτηκε έξω, παχύσαρκος και ογκώδης σαν τεθωρακισμένο, φωνάζοντας πίσω του άλλες δυο φράσεις σε ένα βοηθό που ήταν ακόμα μέσα στο γραφείο. « θ ε έ μου!» Χαμογέλασε στον Βανς κι έσπευσε να τον αγκαλιάσει. «Χαίρομαι που σε βλέπω! Προσπαθούσα απελπισμένα να επικοινωνήσω μαζί σου! Τα...» ξαφνικά σκυθρώπασε «...τα έμαθες...» «Ο καθηγητής Μαρτίνι», είπε ο Βανς. «Ναι... φρικτό, φρικτό», ψέλλισε ο πρόεδρος, χαμηλώνοντας το βλέμμα στο πάτωμα, πέρα απ' τις μύτες των παπουτσιών του, που κρύβονταν κάτω από μια τεράστια κοιλιά. «Ήταν...» «Ας μη μιλήσουμε γι' αυτό τώρα», τον διέκοψε ο πρόεδρος, σηκώνοντας ψηλά το χέρι του σαν τροχονόμος. «Δεν αντέχω να ακούσω άλλα. Μόλις τελειώσει αυτό... αυτό το τσίρκο», έκανε μια κίνηση με το χέρι για να δείξει το χάος που επικρατούσε στο γραφείο του, «θα τον κλάψω πολύ, αλλά τώρα... τώρα πρέπει να συνεχιστεί η ζωή στους δικούς της ρυθμούς. Στους ρυθμούς της, που», έπιασε τον Βανς από τον αγκώνα και τον οδήγησε προς την πόρτα, «πιο φρενήρεις δε γίνονται. Γι' αυτό χαίρομαι που σε βλέπω τώρα. Όχι πως», συνέχισε, για να προλάβει κάποια πιθανή παρεξήγηση, «δε χαίρομαι που σε βλέπω άλλες φορές, αλλά, να, χρειάζομαι τη βοήθειά σου. »Ήσουν ο καλύτερος μαθητής του Μαρτίνι, σωστά;» ρώτησε μόλις έφυγαν από το τρελοκομείο του γραφείου για να πάνε στη σχετική ησυχία του διαδρόμου. «Γι' αυτό θα ήθελα να αναλάβεις εσύ το αυριανό», κατέληξε χωρίς να περιμένει απάντηση από τον Βανς. «Μπορείς να παρουσιάσεις είτε τη δική σου ομιλία είτε εκείνη που είχε ετοιμάσει ο καθηγητής». «Θα ήμουν...» «Θαυμάσια!» είπε ο πρόεδρος. Προτού προλάβει όμως να προ-

σθέσει κάτι άλλο, τον απομάκρυνε τραβολογώντας τον ένας ταραγμένος υπάλληλος που χρειαζόταν τη βοήθειά του σε μια Kpidt] που είχε προκύψει. «Μήπως είδες το δρα Τόζι;» του φώναξε ο Βανς. Ο πρόεδρος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δοκίμασε στο "Εξέλσιορ". Νομίζω πως μένει εκεί», πρόλαβε να πει προτού κλείσει με θόρυβο η πόρτα του γραφείου. Ο Βανς κοίταξε το ρολόι του* ήταν μόλις τρεισήμισι. Είχε να σκοτώσει λίγη ώρα και αποφάσισε να περάσει μέρος της πηγαίνοντας στο ξενοδοχείο του Τόζι να τον επισκεφτεί. Και ίσως να μπορούσαν να ξεκαθαρίσουν τα πάντα χωρίς να χρειαστεί η μελοδραματική βραδινή συνάντηση στην εκκλησία. Τρεις ώρες αργότερα, ο Βανς ήταν πιο συγχυσμένος από ποτέ. Είχε πάρει ταξί για το «Μίλαν Εξέλσιορ», ένα πολυτελές, μοντέρνο πολυώροφο ξενοδοχείο με όλες τις ανέσεις που είναι γνωστό πως αρέσουν στους Αμερικανούς, όπως ιδιωτικό λουτρό και υπηρεσία δωματίου, που τώρα αρχίζουν να έχουν νόημα για τους Ευρωπαίους της ανώτερης τάξης. «Ο σινιόρ Τόζι πλήρωσε το λογαριασμό και αναχώρησε σήμερα το απόγευμα». Η επιφυλακτικότητα του ρεσεψιονίστ είχε κάνει φτερά μόλις του ανέμισε ο Βανς εκατό ευρώ κάτω από την πλούσια αλλά άψογα κουρεμένη του γενειάδα. «Ναι, τώρα θυμάμαι καλύτερα», είχε πει ο άντρας με ύφος ξεπατικωμένο από τις πολλές δεύτεροκλασάτες αμερικανικές ταινίες που, απ' ό,τι φαίνεται, είχε παρακολουθήσει. «Ο σινιόρ Τόζι ζήτησε συγνώμη για την πρόωρη αναχώρηση του», ο άντρας χαμογέλασε με γλοιώδη τρόπο, «και έφυγε», συμβουλεύτηκε μια απόδειξη, «γύρω στο μεσημέρι. Αναχώρησε μαζί με δύο ιερείς». Ιερείς; Παρά την ιταλική του κληρονομιά και την αγάπη του για την αναγεννησιακή τέχνη, που ως επί το πλείστον συναντά κανείς σε εκκλησίες, ο Τόζι ήταν ένας άνθρωπος ολότελα ασεβής, ο οποίος

εκδήλωνε συνεχώς την απέχθεια του για τη θρησκεία και για τους ανθρώπους που την ασκούσαν. Κάτι που είχε σχέση, είχε πει, με καθολικό σχολείο και καλόγριες με χάρακες. Ο Βανς Έρικσον περπατούσε κατά μήκος της Κόρσο Ματζέντα, ενώ το κεφάλι του γύριζε στον απογευματινό ήλιο. Ο κόσμος μετατρεπόταν σε καλειδοσκόπιο, που έμοιαζε περισσότερο με σουρεαλιστική ζωγραφική του Νταλί παρά με αριστούργημα του Ντα Βίντσι. Το βουητό της εμπορικής κίνησης της μέρας υποχωρούσε σε έναν απαλότερο, πιο ανθρώπινο τόνο παιδιών που έπαιζαν, τηλεοράσεο)ν και προετοιμασίας βραδινού φαγητού, που ακούγονταν όλα μέσα από τα μεγάλα ανοιχτά παράθυρα. Όταν φάνηκε ο γνώριμος πυργίσκος της εκκλησίας Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε, ο Βανς είδε ότι είχε φτάσει δεκαπέντε λεπτά νωρίτερα. Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το τέταρτο της ώρας για να θαυμάσει την αριστοτεχνική αποκατάσταση του Μυστικού Δείπνου του Ντα Βίντσι. Παρόλο που το αριστούργημα του Λεονάρντο είχε διασωθεί ως εκ θαύματος από το βομβαρδισμό των Συμμάχων τον Αύγουστο του 1943, είχε σχεδόν υποκύψει σε ένα λιγότερο δραματικό αλλά μακράν ισχυρότερο εχθρό: το χρόνο. Το χρώμα είχε ξεθωριάσει και άρχιζε να ξεφλουδίζει κατά τόπους. Ήταν ένας θησαυρός που θα διαβρωνόταν σιγά σιγά και με τρόπο σκληρό αν δε γινόταν κάποια προσπάθεια αποκατάστασης, η οποία, αυτή καθαυτήν, δεν είχε καμιά σχέση με θαύματα. Στην πόρτα της τραπεζαρίας, ο Βανς πλήρωσε ένα βαριεστημένο και νυσταγμένο φύλακα και μπήκε στη δροσερή, υγρή αίθουσα. Μπροστά του, φωτισμένος με το αμυδρό φως κάμποσων προβολέων, βρισκόταν ο Χριστός και οι έκπληκτοι μαθητές του, που όλοι τους αποκρίνονταν στα λόγια του δασκάλου τους: «Ένας από εσάς θα με προδώσει». Το παλιότερο ανθρώπινο δράμα, που παίζεται ένα εκατομμύριο φορές τη μέρα και ένα εκατομμύριο φορές στη ζωή μας. Η εμπιστοσύνη σε λάθος άνθρωπο - που, άπαξ και προδοθεί, δεν αποκαθίσταται ποτέ.

Ο Βανς δεν ήξερε τι πραγματικά πίστευε για τον Ιησού, αλλά ήξερε να διακρίνει την αλήθεια όταν την έβλεπε, και δεν έδιν£ δεκάρα αν αυτός ο άνθρωπος ήταν η ενσάρκωση του θεοΰ. Αυτό που είχε σημασία ήταν η αλήθεια που ερχόταν στο φως: η αλήθεια ότι όσοι αγαπάμε θα προδίδουν πάντα την εμπιστοσύνη μας. Ο Βανς έβλεπε την αλήθεια στον άνθρωπο Ιησοΰ: Ιδοΰ ένας άνθρωπος που εμπιστεύτηκε, αγάπησε και πέθανε για την πίστη του στο Θεό και στο ανθρώπινο γένος. Ένα παπούτσι έγδαρε το βρόμικο τσιμεντένιο δάπεδο πίσω του και ο Βανς στράφηκε νευρικά για να αντιμετωπίσει την πηγή του θορύβου. «Κλείνουμε τώρα, σινιόρε», είπε στα ιταλικά ο φύλακας, καταπνίγοντας ένα χασμουρητό με το λιγδιάρικο χέρι του. Στην πόρτα, ο Βανς έριξε μια τελευταία ματιά κι έπειτα βγήκε έξω. Ένας γλόμπος μέσα σε ένα μεταλλικό ανακλαστήρα που κρεμόταν πάνω από την πλατεία σ' ένα λεπτό καλώδιο ταλαντευόταν στο βραδινό αεράκι. Από πάνω μαζεύονταν σκιές και κυνηγούσαν το φως της μέρας που υποχωρούσε. Ο Βανς κοίταξε το ρολόι του. Ώρα να συναντήσει τον Τόζι στην εκκλησία. Ο λαμπτήρας έριχνε άγριες σκιές στο σκοτάδι, και ελαστικές σκιές των ποδιών του καθώς κάλυπτε με χαλαρό βήμα τα είκοσι περίπου μέτρα που τον χώριζαν από την είσοδο της εκκλησίας. Έσπρωξε τη βαριά ξύλινη πόρτα και μπήκε στο ιερό. Το σκοτάδι στο εσωτερικό ταίριαζε με τη νύχτα που έπεφτε σιγά σιγά. Ο Βανς είδε ότι μέσα υπήρχε μόνο άλλο ένα άτομο, μια σκυφτή γριά με μαύρο άχαρο φόρεμα και μια μαντίλα ριγμένη στο κεφάλι. Την παρακολούθησε να βάζει ένα κερί σε ένα μανουάλι στη δεξιά πλευρά της περίτεχνα διακοσμημένης εισόδου και να φεύγει. Ο Βανς άθελά του ρίγησε. Ήταν μόνος στον αμυδρά φωτισμένο ναό. Πήγε και κάθισε στο πλησιέστερο στην πόρτα στασίδι, σε μια θέση δίπλα στο διάδρομο και περίμενε.

Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, οΤόζι δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Θα με τιιάοονν κι εμένα. Ο δυνατότερος θόρυβος μέσα στην εκκλησία ήταν η ανάσα του Βανς, που καθώς κυλούσαν τα λεπτά γινόταν όλο και πιο κοφτή και γρήγορη. Στις εφτάμισι άρχισε να διερωτάται αν έκανε καλά που είχε αποφασίσει να χειριστεί τα πάντα μόνος. Έπρεπε να είχα ειδοποιήσει την αστυνομία αμέσως μόλις έφυγα από το ξενοδοχείο του Τόζι, παραδέχτηκε ένοχα. Αποφάσισε να το κάνει τώρα, και σηκώθηκε να φύγει. Φτάνοντας στην πόρτα, την είδε να κινείται αργά, δραματικά και να ανοίγει. Έπειτα, μέσα από το σκοτάδι εμφανίστηκε το λευκό πρόσωπο και το ακόμα λευκότερο κολάρο του ιερέα. Το υπόλοιπο σώμα του άντρα, εκτός από το λαμπερό σταυρό στο πλευρό του, είχε γίνει τεχνηέντως ένα με τις σκιές. «Ο κύριος Έρικσον;» ρώτησε ο ιερέας στα αγγλικά. Ο Βανς έμεινε να τον κοιτάζει άφωνος. «Μάλιστα. Γνωριζόμαστε;» «Όχι», είπε ο ιερέας, δίχως να κάνει καμιά κίνηση να βγει από τα σκοτάδια, «αλλά έχουμε έναν κοινό φίλο που μου ζήτησε να σας διαβιβάσω πως λυπάται πολύ που δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στο ραντεβού σας». Έπειτα ο Βανς είδε τον άντρα να ψαχουλεύει κάτι σε μια βαθιά τσέπη του ράσου του και περίμενε ότι θα του παρέδιδε κάποιο μήνυμα από τον Τόζι. Αντί γι' αυτό, ο ιερέας έβγαλε ένα πιστόλι και τον σημάδεψε.

7

Ο

ΙΕΡΕΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΣΤΑΘΕΡΑ ΤΟ ΟΠΛΟ, και μ ε α κ λ ό ν η τ ο χ έ ρ ι ση-

μάδευε τον Βανς στο πρόσωπο. «Δε θέλω να σας κάνω κακό, κΰριε Έρικσον», είπε. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του Βανς, και βγαίνοντας από τα μαΰρα σκοτάδια στάθηκε στο αμυδρό φως του ναοΰ. Ήταν κοντός, το πολΰ 1,65, μεσήλικας, με κοντοκουρεμένα ψαρά μαλλιά που σχημάτιζαν μικρά δαχτυλίδια στο κεφάλι του. Φορούσε γυαλιά με χοντρό μαΰρο σκελετό. Ο Βανς μετά δυσκολίας ανέκτησε τη φωνή του. «Τότε λοιπόν...» καθάρισε νευρικά το λαιμό του, «αφοΰ δε θέλετε να μου κάνετε κακό, γιατί δεν παίρνετε από μπροστά μου αυτό το πράμα;» Έκανε παΰση, κι έπειτα είπε: «Μήπως είναι κάτι που χρησιμοποιείτε τώρα στη λειτουργία, ας ποΰμε;» Προσπάθησε να χαμογελάσει αλλά σταμάτησε σαν είδε το πρόσωπο του άλλου να σκληραίνει. Αυτός ο ιερέας έπαιρνε στα σοβαρά τη θρησκεία του. «Θα έρθεις μαζί μου», του είπε. Ο Βανς στεκόταν ριζωμένος στη θέση του, από φόβο κι από αντίδραση. Δεν του άρεσε να του λένε που να πάει, ειδικά μ' ένα όπλο στραμμένο πάνω του. Όμως, σκέφτηκε, αυτό σημαίνει, τουλάχιστον, ότι δε σκοπεύει να με σκοτώσει... ακόμα. «Που θέλετε να πάω;» «Αυτό είναι δική μου υπόθεση». Ο ιερέας έκανε μια χειρονομία

προς την πόρτα. «Κουνήσου τώρα». Μέριαοε για να περάσει ο Βανς. Ο Βανς δίστασε. «Γρήγορα!» Ο Βανς πέρασε μπροστά από τον ιερέα και προχώρησε προς την πόρτα. Μπαίνοντας στο μικρό προθάλαμο ένιωσε στη μέση του το ψυχρό άγγιγμα πιστολιού. «Μη δοκιμάσεις να φωνάξεις βοήθεια». Ο Βανς προχώρησε προς την εξώπορτα, την έσπρωξε να ανοίξει και βγήκε έξω στη νΰχτα. Ένα λεπτό αργότερα ο Βανς άκουσε πίσω του ένα γδούπο και σύρσιμο ποδιών. Στράφηκε κι είδε τον ιερέα να προσπαθεί να ξαναβρεί την ισορροπία του, καθώς προφανώς είχε σκοντάψει στο κατώφλι. Ο Βανς το έβαλε στα πόδια. Πίσω του, ο ιερέας βλαστήμησε. Αντήχησε ένας πυροβολισμός. Ο Βανς έσκυψε γρήγορα, έστριψε στη γωνία της εισόδου και πέρασε τρέχοντας μπροστά από την εκκλησία, τραβώντας για την Κόρσο Ματζέντα. Έτρεχε σαν τρελός, προσπαθώντας να κρατάει το σακίδιο του για να μην κοπανιέται πάνω στο μηρό του. Την ώρα που έφτανε στο δρόμο, κροτάλισε άλλος ένας πυροβολισμός μέσα στο σκοτάδι. Ένιωσε τη σφαίρα να χτυπά τα χαρτιά μες στο σακίδιο του. Με γουρλωμένα μάτια, κοίταξε πίσω του και είδε την άμορφη μαΰρη μάζα των αμφίων του ιερέα να κυματίζει στις σκιές. Είδε άλλον ένα πυροβολισμό να αστράφτει από την μπούκα του όπλου, κι ο κρότος έφτασε οτ' αφτιά του τη στιγμή που η σφαίρα σφηνωνόταν ακίνδυνα στο απέναντι κτίριο. Για κάποιον που δεν ήθελε να μου κάνει κακό, ψιθύρισε από μέσα του ο Βανς, σαν να το παράκανες, κύριε. Οι δυο απανωτοί πυροβολισμοί είχαν απελευθερώσει περισσότερη αδρεναλίνη στον οργανισμό του Βανς. Άρπαξε την τσάντα του με το ένα χέρι και κατηφόρισε τρέχοντας την Κόρσο Ματζέντα, ουρλιάζοντας στα ιταλικά: «Βοήθεια, αστυνομία, φόνος!» Σε όλο το μήκος του δρόμου, άνθρωποι παρατούσαν το φαγητό τους και σηκώνονταν από τα τραπέζια τους αναφωνώντας, για να κοιτάξουν με περιέργεια από τα ανοιχτά παράθυρά τους.

Άλλος ένας πυροβολισμός αντήχησε, αλλά ο Βανς δεν είχε ιδέα που είχε πάει η σφαίρα. Ξαφνικά το μόνο που άκουγε ήταν ο θόρυβος του τρεχαλητου του. Χώθηκε στο άνοιγμα μιας πόρτας και διακινδύνευσε να ρίξει μια ματιά πίσω, προς την εκκλησία. Ανακουφίστηκε σαν είδε τον ιερέα να κοντοστέκεται στη γωνία της Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε, ακίνητος, σαν να μην ήταν σίγουρος αν έπρεπε ή όχι να συνεχίσει την καταδίωξη. Έπειτα, καθώς δυνάμωναν οι φωνές των κατοίκων της γειτονιάς, ο άντρας στράφηκε απότομα και άρχισε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τρέμοντας από φόβο, ο Βανς έμεινε στριμωγμένος στο άνοιγμα της πόρτας με τα γόνατα λυμένα, καταπίνοντας λαχανιασμένες ανάσες, νιώθοντας ξαφνικά ότι έπρεπε να ανακουφίσει και την κύστη του. Έπειτα, τρομοκρατημένος στην ιδέα ότι μπορεί να επέστρεφε ο ιερέας, βγήκε από το άνοιγμα της πόρτας και τρέχοντας άψυχα τράβηξε για το ξενοδοχείο του. Μόνο όταν ξεκλείδωσε την εξώπορτα της πανσιόν, μπήκε μέσα και κλείδωσε πίσω του επέτρεψε στον εαυτό του να ξεκουραστεί. Το ασανσέρ περίμενε στο ισόγειο. Για πρώτη φορά, μπήκε μέσα και άφησε τον παμπάλαιο ανελκυστήρα να τον μεταφέρει πάνω. Πήρε ταξί για το αστυνομικό τμήμα -δεν ήθελε να διαταράξουν τη γαλήνη της πανσιόν της κυρίας Ορσίνι- και πέρασε μιάμιση ώρα μιλώντας σ' έναν ντετέκτιβ, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά την περιγραφή του ιερέα. «Είστε σίγουρος, απόλυτα σίγουρος ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ιερέας;» τον ρωτούσε και τον ξαναρωτούσε ο ντετέκτιβ, προφανώς πιστός καθολικός. Και ο Βανς τού έλεγε και του ξανάλεγε ότι, ναι, ο άντρας φορούσε ράσα, αν και αυτό, φυσικά, δεν αποδείκνυε ότι ήταν αληθινός παπάς. «Τρομοκράτες», είπε ο ντετέκτιβ, «ή ίσως η Μαφία». Στην αστυνομία κοίταξαν την τρύπα στο σακίδιο του, του πήραν κατάθεση κι έπειτα τον άφησαν ελεύθερο, αφού πρώτα τον συμ-

βούλεψαν να μη φύγει από την Ιταλία χωρίς να τους ειδοποιήσει. Θαυμάσια, σκέφτηκε ο Βανς. Ο Βανς πήρε ταξί για το δωμάτιο του, αφοΰ πρώτα σταμάτησε κοντά στη Δημόσια Υπηρεσία Τηλεπικοινωνιών στην πλατεία Βιτόριο Εμανουέλε Β'. Ήταν λίγο μετά τις εννιάμισι όταν διέσχισε τη θαυμάσια αψίδα σε σχήμα σταυροΰ με τον περίτεχνο θόλο της από γυαλί και σίδερο. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά τον είχαν συνδέσει με τον Χάρισον Κίνγκσμπερι στα κεντρικά γραφεία της ΚονΠας στη Σάντα Μόνικα. 'Οταν ο Βανς του είχε τηλεφωνήσει την προηγουμένη για να του πει για το θάνατο του Μαρτίνι, ο Κίνγκσμπερι δεν ήταν στην πόλη, κι έτσι τώρα ανακουφίστηκε σαν άκουσε στην άλλη άκρη της γραμμής τη φωνή του μεγιστάνα του πετρελαίου. «Βανς;» ρώτησε η φωνή. «Εσΰ είσαι;» «Μάλιστα», απάντησε ο Βανς. «Εγώ...» «Φρικτό αυτό που συνέβη στον Μαρτίνι», τον έκοψε ο Κίνγκσμπερι. «Έχεις ιδέα για ποιο λόγο θέλησαν να τον σκοτώσουν; Μπορεί να έχει σχέση με την εκεί επίσκεψή σου;» «Ναι», είπε ο Βανς. «Ακούγεται τρελό, αλλά νομίζω πως έχει σχέση». Έκανε παΰση. «Έχετε τις προηγούμενες αναφορές μου για τους θανάτους στη Βιέννη και στο Στρασβούργο...» «Και πιστεύεις ότι αυτοί οι θάνατοι συνδέονται;» «Αρχικά νόμιζα πως επρόκειτο για απλή σύμπτωση, αλλά με τον Μαρτίνι και...» «Έκανα κάποια τηλεφο)νήματα στο Άμστερνταμ και στη Χάγη», τον διέκοψε και πάλι ο Κίνγκσμπερι προτού προλάβει ο Βανς να του αφηγηθεί όσα είχε ζήσει εκείνη τη νύχτα. «Κινητοποίησα την ολλανδική αστυνομία και την αντιτρομοκρατική τους υπηρεσία. Μου χρωστούν κάμποσες χάρες και τους ζήτησα να μου ανταποδώσουν μια απ' αυτές». Ο Βανς άκουγε σιωπηλός τον Κίνγκσμπερι, νιώθοντας άλλη μια φορά δέος για το δυναμισμό του ηλικιωμένου αφεντικού του. Στα ε-

βδομήντα τρία του, ο άνθρωπος δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Ναι, ήταν σίγουρο ότι σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου είχε κάποιον που του χρωστούσε χάρες. «... Η ολλανδική αστυνομία έχει διαθέσει επιπλέον προσωπικό, για να ασχοληθούν αποκλειστικά και μόνο με τη διαλεύκανση του μυστηρίου του θανάτου του Μαρτίνι», έλεγε ο Κίνγκσμπερι. «Αφεντικό;» κατάφερε τελικά ο Βανς να διακόψει το μονόλογο του Κίνγκσμπερι. «Αφεντικό, έχω κάτι σημαντικό να σας πω». Ο Βανς του εξιστόρησε τα περί της βίαιης βραδιάς και τα γεγονότα που είχαν συμβεί νωρίτερα την ίδια μέρα, που είχαν ως αποτέλεσμα να τοποθετηθεί στην ατζέντα των ομιλητών του συμποσίου για τον Ντα Βίντσι. «Είναι θαυμάσιο που σου ζήτησαν να μιλήσεις, Βανς, αλλά θέλω να τσακιστείς να γυρίσεις πίσω απόψε. Σε θέλω ζωντανό, παλιόμουτρο», του είπε στοργικά. «Στο κάτω κάτω, είσαι ο πολυτιμότερος γεωλόγος διερεύνησης που έχω. Δε με συμφέρει να σε σκοτο)σουν». «Αφεντικό», είπε ο Βανς. «Καταλαβαίνω ότι ανησυχείτε. Και το εκτιμώ. Όμως δεν μπορώ να το βάλω έτσι απλά (πα πόδια και να τα παρατήσω. Αν μη τι άλλο, θα ήταν προσβολή απέναντι στον Μαρτίνι να μην παρουσιάσω αύριο την εργασία του». Ο Βανς περίμενε κάποια απόκριση αλλά το μόνο που άκουσε ήταν σιωπή. «Αυτό είναι αλήθεια», είπε έπειτα από λίγο ο Κίνγκσμπερι. «Απόψε, όμως, θέλω να φύγεις απ' αυτό το λιγδιάρικο μέρος όπου μένεις πάντα και να πας κάπου άλλου όπου δεν έχεις ξαναμείνει, κάπου όπου δε θα σκεφτούν να οε ψάξουν». «Εντάξει», αποκρίθηκε ο Βανς. «Θα αλλάξω δωμάτιο, αλλά θα το σκεφτώ λιγάκι να φΰγω από το Μιλάνο πριν μάθ(ο κάτι περισσότερο για το τι συμβαίνει». Θα συγκρούονταν τα θέλω τους, το ήξεραν κι οι δυο. Ήταν κι οι δυο πεισματάρηδες. «Αν και δεν έχω κάνει καμιά πρόοδο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα όσον αφορά στην εύρεση των χαμένων σελίδων, τώρα μου φαίνεται πολύ πιο σημαντικό να τις βρω. Αν δεν το κάνω, τρεις καλοί άνθρο>ποι, ίσως τέσ-

σερις αν είναι νεκρός κι ο Τόζι, θα έχουν πεθάνει για το τίποτα». «Εντάξει», συμφώνησε απρόθυμα ο Κίνγκσμπερι. «Το ξέρετε πως είναι έτσι», είπε ο Βανς. «Μη μου πείτε ότι δε θέλετε αυτές τις σελίδες τώρα περισσότερο από ποτέ». «Φυσικά και μου έχουν κινήσει την περιέργεια», παραδέχτηκε ο Κίνγκσμπερι. «Αλλά δεν ξέρα) αν θέλω τόσο πολΰ την απάντηση ώστε να ρισκάρα) να σκοτωθείς εσΰ - ή οποιοσδήποτε άλλος- γι' αυτό. Εξάλλου, τι μπορείς να κάνεις εσΰ που να μην μπορούν οι Αρχές στην Ολλανδία και στην Ιταλία;» «Νομίζω πως ξέρετε την απάντηση, κύριε», είπε ο Βανς. «Είναι δυνατόν να πιστέψουν στ' αλήθεια ότι κάποιος σκοτώνει για να καλύψει το περιεχόμενο κάποιων εγγράφων που χρονολογούνται αιώνες πριν; Και να το πίστευαν, θα μπορούσαν να εντοπίσουν αυτά τα χαμένα έγγραφα ευκολότερα από μένα;» «Να πάρει ο διάβολος, Βανς», αναφώνησε ο ηλικιωμένος άντρας. «Το σιχαίνομαι όταν έχεις δίκιο... ειδικά σ' αυτό το θέμα. θ α μπορούσες να πάθεις κακό, ξέρεις». «Δε νομίζω πως χρειάζεται να μου το θυμίζετε», είπε ο Βανς ψηλαφώντας το κόψιμο πάνω από το αριστερό του μάτι, που επουλωνόταν σιγά σιγά, και φέρνοντας στο νου του την τρύπα στο σακίδιο του. «Όμως το ίδιο ισχύει και για το πρόσωπο που σκότωσε τον καθηγητή Μαρτίνι, και σκοπεύω να τον βρω, όποιος και να ναι». Νοερά, ο Βανς ήταν σαν να έβλεπε τον Κίνγκσμπερι να κάθεται στο ογκώδες γραφείο του, αγνανιεύοντας τον Ειρηνικό. Ο γέρος θα σχεδίαζε αφηρημένα με την περίτεχνη καλλιγραφία του σε μια σελίδα του σημειωματάριού του, κουνώντας το κεφάλι: Ναι, Βανς, δίκιο έχεις. Μακάρι να μην είχες. «Καταλαβαίνω», είπε ο Κίνγκσμπερι. «Συμφωνώ. Αλλά θέλω να με αφήσεις να σε βοηθήσω. Ο υπαρχηγός της ιταλικής υπηρεσίας πληροφοριών είναι παλιός φίλος, θ α του κάνω ένα τηλεφώνημα. Θέλω να δεχτείς τη βοήθειά του. Έγινα σαφής;»

Αργότερα το ίδιο βράδυ, ο Βανς αγόρασε μισό μπουκάλι Μπαρόλο και πήρε ταξί για το «Χίλτον». Θα επέστρεφε την επομένη στην πανσιόν για να πάρει τα πράγματά του. Κάθισε και ήπιε το κρασί στο νέο του δωμάτιο με τα φώτα σβηστά, παρακολουθο)ντας την κίνηση στο δρόμο από κάτω. Τελικά τράβηξε τα σεντόνια και χώθηκε στο κρεβάτι. Η νΰχτα πέρασε ανήσυχα. Ο ίδιος εφιάλτης ερχόταν και ξαναρχόταν ως την αυγή- πάντα ο ίδιος. Έβλεπε πως ήταν πάλι στη Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε, αντιμέτωπος με το όπλο του ιερέα. Την τελευταία φορά, ο ιερέας του χαμογέλασε με μια γκριμάτσα που έμοιαζε με αποκρουσακή μάσκα θανάτου και τράβηξε τη σκανδάλη απανωτές φορές. Ο Βανς ξύπνησε την ώρα που οι σφαίρες του ξέσκιζαν το σώμα.

8

Κυριακή 6 Αυγούοτου Ο ΗΛΙΟΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ έλαμπε αμείλικτα πάνω στις στέγες του Μιλάνου και στα κεφάλια των κατοίκων του, ξασπρίζοντας τα πάντα με την ένταση του. Έκλεβε την παραμικρή περίσσια σταγόνα νερού, κάνοντας το καμίνι του καύσωνα να αχνίζει και μετατρέποντας τη ζέστη σε πραγματικό μαρτύριο. Μέχρι και το σύστημα κλιματισμού που ανακούφιζε την αίθουσα συνεδρίων με διακριτικούς ψιθύρους ψυχρού αέρα υπέφερε από θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν τις δυνατότητές του. Βρίζοντας από μέσα της, η Σούζαν Στορμ σκούπιζε απαλά το πρόσωπο της με χαρτομάντιλα, προσπαθώντας να σταματήσει τον ιδρώτα, προτού αρχίσει να κυλάει και καταστρέψει το προσεγμένο της μακιγιάζ. Ο πρόεδρος του συνεδρίου για τον Ντα Βίντσι καθόταν στωικά μπροστά στο βήμα με κουμπωμένο σακάκι, όπως άρμοζε στην περίσταση. Το υπόλοιπο ακροατήριο, ωστόσο, είχε πετάξει σακάκια και γραβάτες και είχε σηκώσει τα μανίκια ψηλά. Χίλιες φορές καλύτερος ο ξηρός καύσωνας της Φλωρεντίας - ή του Λος Άντζελες, σκέφτηκε η Σούζαν. Για εκατοστή φορά εκείνη τη μέρα, μετακινήθηκε στο κάθισμά της και ίσιωσε τις ζάρες στη φούστα της. T o Haute Culture είχε ξοδέψει χρόνο και χρήμα για να τη στείλει να καλύψει το συνέδριο. Μάταιο, βαρετό, σκέφτηκε. Ήταν δυνατόν να πεθάνει κανείς από εσχάτη ανία; Οι άνθρωποι που πα-

ρευρίσκονταν σ' αυτό το συνέδριο ήταν λιγότερο ενδιαφέροντες και από τους φαντασμένους γλείφτες που έπρεπε να ψυχαγωγεί για χάρη του πατέρα της όταν ήταν πρέσβης στη Γαλλία. Κατέπνιξε ένα χασμουρητό και σκούπισε απαλά μια σταγόνα ιδρώτα που κυλοΰσε αργά στον αυχένα της. Έπρεπε να είχε χτενίσει ψηλά τα μαλλιά της σήμερα. Το δροσερό πρωινό όμως δεν προμήνυε με τίποτα το απογευματινό καμίνι. Έφερε πίσω τα χέρια, μάζεψε τα λαμπερά πυρρόξανθα μαλλιά της, τα κράτησε για μια στιγμή ψηλά σιον αυχένα της κι έπειτα τα άφησε κάτω, κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι της για να ξανάρθουν στη θέση τους. Έριξε μια ματιά στο Πιαζέ στον καρπό της: σχεδόν τρεισήμισι. Άλλος ένας ομιλητής έπειτα από αυτόν, και μετά η δεξίωση-κοκτέιλ. Και τι δε θα 'δινε αυτή τη στιγμή για ένα παγωμένο μαρτίνι. Κοίταξε γύρω της και ανακάλυψε ότι δεν ήταν η μόνη που κουτουλούσε, αναισθητοποιημένη από το δυνατό ναρκωτικό της μονότονης ομιλίας του τωρινού εισηγητή. Η ματιά της έπεσε στο πρόγραμμα. Τουλάχιστον ο επόμενος ομιλητής δεν υπέφερε από πραότητα. Αν μη τι άλλο, σκέφτηκε, παραήταν ενδιαφέρων, παραήταν επιδεικτικός για να είναι αληθινός, και φυσικά όχι αρκετά πράος, κατά τη γνώμη της, για να τον πάρει στα σοβαρά ως μελετητή του Ντα Βίντσι. Διάβολε, Σούζαν, κατηγόρησε τον εαυτό της. Άντε πάλι τα ίδια. Νοερά, γύρισε ένα μήνα πριν. Παρακολουθούσε τις βραδινές ειδήσεις, όταν είδε να βγάζουν στον αέρα μια σκηνή που είχε καταγράψει η κάμερα στη συνέντευξη Τύπου όπου ο Χάρισον Κίνγκσμπερι ανακοίνωνε ότι ο Έρικσον είχε ανακαλύψει πλαστογραφία στον προσφάτως αγορασμένο κώδικα. Έπαιζαν το απόσπασμα όπου εκείνη προκαλούσε τον Έρικσον σχετικά με τα συμπεράσματα του. Έμοιαζε με κακιά μάγισσα. Έτσι ήταν στην πραγματικότητα; Ήταν δυνατόν να ήταν αυτή; Αναλογίστηκε τον τρόπο που έπαιρνε

συνεντεύξεις από ανθρώπους και το πώς τους απηύθυνε τις ερωτήσεις και σκέφτηκε, πάλι, τον Βανς Έρικσον. Όχι, αποφάσισε, τους άλλους δεν τους ρωτούσε με τέτοια δριμύτητα όσο εκείνον. Τα τελευταία δύο χρόνια, από τότε που έγραφε στο Haute Culture, είχε πέσει επανειλημμένα πάνω του. Ο κόσμος της τέχνης ήταν μικρός και αιμομικτικός, με συνέπεια να μπλέκονται συνεχώς οι ίδιοι και οι ίδιοι μεταξύ τους. Ήταν εξίσου μικρός και αιμομικτικός με τον κόσμο της Άιβι Λιγκ* και άλλων κορυφαίων σχολείων της Ανατολικής Ακτής. Η πρώτη φορά που είχε πέσει πάνω στον Βανς Έρικσον ήταν σε ένα πάρτι αποφοίτων στο Σκίντμορ, όταν ήταν πρωτοετής. Εκείνος είχε μόλις μπει για μεταπτυχιακά στο ΜΙΤ και όλες της οι φίλες τον έβρισκαν τρομερά συναρπαστικό - όχι σαν τους τυπικούς βιβλιοφάγους του ΜΙΤ. Η συνοδός του εκείνη τη βραδιά, μια απόφοιτος του Σκίντμορ, τον φορούσε πάνω της σαν κόσμημα, ενώ εκείνος κουβαλούσε τη διόλου καλή φήμη ότι τζόγαρε περιουσίες. «Να φανταστείς ότι τον έχουν πετάξει έξω από το καζίνο του Μόντε Κάρλο επειδή παραήταν καλός!» τον κολάκευαν. Όλες εκτός από τη Σούζαν. Κι ενώ εκείνες είχαν γίνει λιώμα από τα βαθυγάλανα μάτια και το σκανταλιάρικο χαμόγελο του, εκείνη κρατούσε τις αποστάσεις της. θεωρούσε υπερβολική την αυτοπεποίθησή του, όπως υπερβολικό θεωρούσε και το θράσος του. Ποιος νόμιζε πως ήταν για να αψηφά τις συμβάσεις της κοινωνίας; Νόμιζε πως θα γλίτωνε απ' όλα αυτά; Εκείνη δεν είχε γλιτώσει. Έκανε το καθήκον της στα πολιτικά πάρτι του πατέρα της. Μπορεί να μην το απολάμβανε, αλλά έκανε το καθήκον της. Αυτός ο ξιπασμένος νεαρός με την αντισυμβατική του συμπεριφορά πρόσβαλλε την αίσθηση του καθήκοντος που είχε εκείνη.

* Ομάδα κολεγίων και πανεπιστημίων των βορειοανατολικών ΗΠΑ, όπως το Γε'ιλ, το Χάρβαρντ, το Πρίνστον, το Κολούμπια κ.ά., που φημίζονται για τις υψηλε'ς επιδόσεις των φοιτητών τους και για το κοινωνικό τους κύρος. (Σ.τ.Μ.)

Οι σκέψεις της όμως εκείνο το καυτό κυριακάτικο απόγευμα στο Μιλάνο την αναστάτωσαν. Η τηλεοπτική εκπομπή και η συμπεριφορά της γύρισαν για να τη στοιχειώσουν. Μήπως είχε άδικο για τον Έρικσον; Ήταν όλα τόσο μπερδεμένα. Πάνω στο βήμα, ο ομιλητής, ένας ασθενικός γέρος από το Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, κατέβηκε από την εξέδρα σέρνοντας τα βήματά του, υποβασταζόμενος από έναν υπάλληλο του προέδρου. Ο πρόεδρος ανέβηκε στο βήμα και άρχισε να συστήνει στο κοινό τον Βανς Έρικσον διαβάζοντας το βιογραφικό του από ένα δακτυλογραφημένο φύλλο χαρτί. Εντυπωσιακό, ομολόγησε για πρώτη φορά στον εαυτό της. Παρακολουθούσε όλη την ώρα ώσπου να ολοκληρώσει ο πρόεδρος την παρουσίασή του και να διασχίσει ο Έρικσον με μεγάλες δρασκελιές την εξέδρα για να ανέβει στο βήμα. Η δραστηριότητα σιην αίθουσα αυξήθηκε αισθητά, καθώς ο κόσμος ζωντάνεψε ξαφνικά και στάθηκε προσοχή. Νέες αφίξεις γέμισαν τα καθίσματα, που όλη μέρα ήταν ως επί το πλείστον άδεια. Αυτό το γεμάτο αυτοπεποίθηση βάδισμα. Όχι, ήταν κάτι παραπάνω από αυτοπεποίθηση. Δε δίνει δεκάρα, συνειδητοποίησε. Πραγματικά δε δίνει δεκάρα για το τι θα σκεφτεί ο κόσμος γι' αυτόν. Και από τη θέση της, στη δωδέκατη σειρά, παρακολούθησε τα μάτια του καθώς στεκόταν στο βήμα, ζωηρός, σαγηνευτικός, περιμένοντας να σβήσει το χειροκρότημα. Η Σούζαν Στορμ σιχαινόταν να παραδέχεται πως έσφαλλε, αλλά τώρα ίσως να είχε όντως σφάλει. Τουλάχιστον, σκέφτηκε την ώρα που ξεκίνησε την εισαγωγή ο Έρικσον, τουλάχιστον πρέπει να του δώσω άλλη μια ευκαιρία, μια δίκαιη ευκαιρία.

Ο Βανς χαμογέλασε, περιμένοντας να κοπάσει το χειροκρότημα. Περιέφερε το βλέμμα του στην αίθουσα και είδε ένα σωρό γνώριμα πρόσωπα. Έπειτα, στην πρώτη σειρά εντόπισε την μπέιμπι σίτερ

που είχε προσλάβει για vex τον προσέχει ο φίλος του Κίνγκσμπερι, ο αστυνομικός. Ο άντρας ήταν τεράστιος, τρομακτικός και τελείως παράταιρος εκεί μέσα. Τον περίμενε από το πρωί έξω από την πόρτα του και τον ακολουθούσε παντού σαν χαμένο κουτάβι... αν υποτεθεί ότι τα χαμένα κουτάβια κουβαλάνε πάνω τους Ούζι. Ξαφνικά ο Βανς εντόπισε τη Σούζαν Στορμ. Το στομάχι του σφίχτηκε. «Να πάρει ο διάβολος», ψιθύρισε μέσα του. Απρόθυμα, έστρεψε την προσοχή του στις σελίδες της εργασίας του Μαρτίνι, τα περιθώρια της οποίας ήταν καλυμμένα με τις βιαστικά γραμμένες σημεκόσεις του. Από κείνη την πρώτη τους συνάντηση στο Σκίντμορ... τι θα μπορούσε να είχε πει; Τι θα μπορούσε να είχε κάνει; Ό,τι και να ήταν αυτό, αποφάσισε, τώρα είχε γυρίσει να τον στοιχειώσει. Το χειροκρότημα σιγά σιγά έδωσε τη θέση του στην ησυχία και ο Βανς ξεκίνησε την ομιλία του. «Αυτή επρόκειτο να είναι η παρουσίαση του Τζεφ Μαρτίνι, όχι δική μου», ξεκίνησε. «Εγώ βρίσκομαι εδώ σήμερα ως απλός αγγελιαφόρος κι ελπίζω ότι θα τον τιμήσετε με το να βλέπετε αυτόν σήμερα αντί για μένα καθώς θα σας μιλώ, γιατί όλα όσα γνωρίζω για τον Λεονάρντο τα χρωστώ σ' εκείνον, στη γενναιοδωρία και στην ιδιοφυΐα του». Ο Βανς συνέχισε να αποτίει φόρο τιμής στον Μαρτίνι, περιγράφοντας την τεράστια συμβολή του καθηγητή στη μελέτη του Λεονάρντο και εξιστορώντας πώς τον είχε βρει ο Μαρτίνι σε μια μικρή παμπ κοντά στην πανεπιστημιούπολη του Κέμπριτζ και του είχε αλλάξει την πορεία της ζωής του. Όταν τελείο>σε ο Βανς, τα μάτια του ήταν υγρά και η φωνή του είχε απαλύνει. Είδε ότι πολλοί από το κοινό ένιωθαν την ίδια αίσθηση απώλειας. «Όμως πρέπει να συνεχίσουμε τη δουλειά του καθηγητή Μαρτίνι», είπε ο Βανς καθώς γυρνούσε τις σελίδες που είχε μπροστά του,

«και να κρατήσουμε ζωντανό το έργο του έστω κι αν εκείνος δε θα ξαναγράψει πια. »Όπως και από τους υπόλοιπους καλλιτέχνες της Αναγέννησης», ξεκίνησε χαλαρά ο Βανς, «ο κόσμος περίμενε από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι να είναι κάτι παραπάνω από καλλιτέχνης. Πράγματι, όπως και ο σύγχρονος του Μιχαήλ Άγγελος, ο Λεονάρντο ήταν έξοχος στρατιωτικός αρχιτέκτων και σχεδιαστής. Ενώ ο Μιχαήλ Άγγελος ξανασχεδίασε τα οχυρωματικά έργα της περιτειχισμένης πόλης της Φλωρεντίας, ο Λεονάρντο πήγε τα ταλέντα του βορειότερα, όπου υπηρέτησε ως στρατιωτικός μηχανικός υπό τον Καίσαρα Βοργία και στην Αυλή του κόμητος Λουδοβίκου Σφόρτσα, δοΰκα του Μιλάνου, ο οποίος και έχτισε αυτό το θαυμάσιο κάστρο όπου βρισκόμαστε σήμερα. »Και σ' αυτόν ακριβώς τον τομέα ο καθηγητής Μαρτίνι έχει... είχε επενδύσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του». Καταφεύγοντας αραιά και που στις σημειώσεις του, ο Βανς έκανε μια εισαγο)γή θίγοντας εν συντομία κάποιες σύγχρονες στρατιωτικές εφευρέσεις τις οποίες είχε επινοήσει πρώτος ο Λεονάρντο: το υποβρύχιο, το τεθωρακισμένο, αλεξίπτωτα, εξαρτήματα κατάδυσης, το ελικόπτερο και πρωτόγονες μορφές τηλεκατευθυνόμενων πυραύλων και πυροβόλων. Δε χρονοτρίβησε μιλώντας γι' αυτά, γιατί ήταν πασίγνωστα στην ομήγυρη. «Φυσικά, η τεχνολογία του 1499 δεν μπορούσε να συμβαδίσει με το μυαλό του Λεονάρντο. Οι ιδέες του ήταν μη εφαρμόσιμες την εποχή εκείνη, διότι για να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν οι εφευρέσεις του έπρεπε πρώτα να σημειωθούν πρόοδοι στη μεταλλουργία, στην ηλεκτρονική και στη χημεία. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι αυτές οι εφευρέσεις ήταν πραγματοποιήσιμες ιδέες που έπρεπε να περιμένουν τους αιώνες να τις προφτάσουν. »Αυτό το γνωρίζει καλύτερα απ' όλους η βιομηχανία Κρουπ», είπε ο Βανς βγαίνοντας πίσω από το βήμα, και στάθηκε στο πλάι, στη-

ριγμένος ανέμελα σιον αγκώνα του καθώς μιλούσε. «Παρόλο που ΐ] οικογένεια Κρουπ κατασκεύαζε όπλα και θωράκιση ήδη από το 16ο αιώνα, πέρασε δύσκολες εποχές το 19ο αιώνα, και το 1870 βρισκόταν πολύ κοντά στη χρεοκοπία, όταν ο Άλφρεντ Κρουπ ανακάλυψε ένα σκίτσο του Λεονάρντο, όπου απεικονιζόταν το οπισθογεμές πυροβόλο. »Η ιδέα του οπισθογεμούς πυροβόλου ήταν ριζοσπαστική. Πλέον οι άντρες του πυροβολικού δε θα ήταν αναγκασμένοι να εκτίθενται στα πυρά του εχθρού για να γεμίζουν τα όπλα τους από την μπούκα. Έτσι, ο Κρουπ αποφάσισε να κατασκευάσει το πυροβόλο του Λεονάρντο. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά: το σχέδιο του πυροβόλου που είχε φτιάξει ο Λεονάρντο αναζο)ογόνησε την παραγωγή εξοπλισμών Κρουπ, και η εταιρεία συνέχισε να είναι η μεγαλύτερη κατασκευάστρια όπλων σιον κόσμο, εφοδιάζοντας τα βαριά τεθωρακισμένα και το ισχυρό πυροβολικό του Blitzkrieg* του Χίτλερ. »Για σκεφτείτε το», είπε, χαμηλώνοντας τη φωνή του. «Μια ιδέα που συνέλαβε μια ιδιοφυία του 15ου αιώνα σχεδόν νίκησε τους ενωμένους στρατούς ο έναν πόλεμο του 20ού αιώνα». Έκανε παύση. Στην αίθουσα επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Μόνο το χαμηλό βουητό του κλιματιστικού ακουγόταν. «Είναι συγκλονιστικό να συνειδητοποιείς ότι η ιδιοφυΐα αυτού του ανθρώπου εξακολουθεί να μας επηρεάζει ακόμα και σήμερα. »Και είναι ακόμα πιο παράξενο αν σκεφτείτε ότι ο Λεονάρντο απεχθανόταν τον πόλεμο. Τον αποκαλούσε "bestialissima pazzia", η θηριωδέστερη τρέλα. Ωστόσο συνέχιζε να εφευρίσκει όπλα, γιατί ήξερε ότι χειρότερο από το να κάνεις πόλεμο είναι να τον χάνεις. Έτσι

* Γερμανικά σιο πραπότυιιο. Πρόκειται για το γερμανικό πόλεμο-αοτραπή, ονομασία που εδο)σε το Γ' Ράιχ τη φορά σε βλέπω να μην έχεις τι να απαντήσεις».

Η Σουζαν πήρε βαθιά ανάσα και ξεφύσησε δυνατά. «Εντάξει», της είπε. «Ανακωχή». Το κατσοΰφιασμα υποχώρησε κάπως και η έκφρασή της γλύκανε. «Εγώ θα προσέχω τι λέω κι εσύ θα προσέχεις τι γράφεις. Σύμφωνοι;» Του έγνεψε καταφατικά. «Σύμφωνοι». «Λοιπόν τι θέλεις να γίνει;» τη ρώτησε. «Ξέρω πως δε θέλεις να μου πάρεις συνέντευξη. Τ ι θέλεις; Μπορώ να σε ξεναγήσω στο Μιλάνο... ξέρεις, μια εντυπωσιακή παρουσίαση για το Μιλάνο του Λεονάρντο ή κάτι σχετικό για το περιοδικό σου, ας πούμε;» «Όχι, δεν έχω τίποτα τέτοιο κατά νου - αν και είναι καλή ιδέα, πραγματικά είναι. Αυτό που θα ήθελα να μάθω...» Έψαξε να βρει κάτι διπλωματικό να πει. «Αυτό που θα ήθελα να μάθω είναι πώς μπορείς να απασχολείσαι πλήρως σε μια άλλη δουλειά κι ωστόσο να διατηρείς τη φήμη σου στα περί τον Ντα Βίντσι». Καθόλου άσχημα, αποφάσισε. Τουλάχιστον δεν του είχε πει αυτό που σκεφτόταν: Θα ήθελα να ξέρω αν σου αξίζει η φήμη σου ή απλώς οφείλεται στην ικανότητά σου να θαμπώνεις τον κόσμο, όπως έκανες σήμερα σιην αίθουσα διαλέξεων. «Δεν ξέρω αν έχεις αυτό στο μυαλό σου», της είπε, αποδεικνύοντας την οξύνοιά του. «Θα το πάρω τοις μετρητοίς όμως. Σε αντάλλαγμα, θέλω να μου πεις γιατί ασχολείσαι εδώ και δυο χρόνια μαζί μου». «Εντάξει», συμφώνησε έπειτα από λίγο και του έτεινε το χέρι. Εκείνος το έπιασε και πρόσεξε ότι ήταν κρύο και υγρό. Ο ανθρωποφάγος που του έτρωγε τα συκώτια εντύπως για δυο χρόνια ήταν νευρικός. Ίσως, σκέφτηκε, να ήταν πράγματι ειλικρινής. «Λοιπόν, από πού ξεκινάμε;» «Τι σε βολεύει;» «Δε θα επιστρέψω αμέσως στις ΗΠΑ», της εξήγησε. «Α», είπε εκείνη. «Απαίτηση του Κίνγκσμπερι. Ο σερ Γκάουεν σε αναζήτηση του Αγίου Δισκοπότηρου;» Δεν ακούστηκε σαρκαστική.

«Σωστά», της αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο. «Γι' αυτό πρέπει να το κάνουμε εδώ, αν θες να γίνει σύντομα». «Μια χαρά μου ακούγεται». Χαμογέλασε. «Τι λες για δείπνο; Ξέρεις, ουδέτερο έδαφος, να συμφάγουμε, κι όλα αυτά;» «Μια χαρά το βρίσκω. Πότε, απόψε;» «Όχι απόψε», του είπε σε απολογητικό τόνο. «Έχω μια υποχρέωση που προηγείται». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Αΰριο βράδυ όμως είμαι ελεύθερη, ή μεθαύριο. Μπορούμε να κανονίσουμε για μεσημεριανό, αν προτιμάς». «Όχι, όχι. Το δείπνο είναι μια χαρά. Προτιμώ να τσιμπήσω κάτι γρήγορο το μεσημέρι, αλλά...» Σήκωσε το βλέμμα, και άλλαξε γνο>μη. «Τι λες για αύριο το μεσημέρι... σε κάποιο από τα καφεστιατόρια της στοάς Βιτόριο Εμανουέλε Β'; Να φάμε κάτι ελαφρύ;» «Καλώς, πού;» «Θα συναντηθούμε σία γραφεία της British Airways το μεσημέρι». Εκείνη συμφώνησε κι έστρεψε το κεφάλι της, έχοντας εντοπίσει κάποιον στην άκρη του πλήθους της δεξίωσης. «Α, να και το προηγούμενο ραντεβού μου», είπε, δείχνοντας προς το μέρος ενός ψηλού ξανθού άντρα που φάνηκε αόριστα γνώριμος στον Βανς. Άκουσε τη Σούζαν να τον φωνάζει καθώς ελισσόταν χαριτωμένα ανάμεσα στο πλήθος. Κάτι σαν Έλιοτ, του φάνηκε. Ή Έντουαρντ. Το ζεύγος εξαφανίστηκε γρήγορα μέσα στη δίνη των καλεσμένων του κοκτέιλ-πάρτι.

9

Δευτέρα 7 Αυγούστου ΕΝΑ ΑΠΑΛΟ ΑΕΡΑΚΙ έπνεε μέσα από τις πανύψηλες θολωτές αψίδες της στοάς Βιτόριο Εμανουέλε Β', σαν να ζητούσε συγνώμη για την αποπνικτική ζέστη που είχε πιάσει στο Μιλάνο τις δύο προηγούμενες μέρες. Όμως ο Βανς Έρικσον δεν ένιοίθε ούτε άνεση ούτε ανακούφιση έτσι όπως είχε γείρει, ευέξαπτος και νευρικός, πάνω σία κλειστά ρολά της εισόδου των γραφείων της British Airways. Στην άλλη πλευρά της στοάς, καμιά τριανταριά μέτρα πιο πέρα, η κομψοντυμένη αλλά αναμφισβήτητα ογκώδης φιγούρα του σωματοφύλακά του τραβούσε τα βλέμματα θαυμασμού των περαστικών γυναικών. Παρόλο που προσποιούνταν πως κοιτούσε με ενδιαφέρον τα βιβλία μιας βιτρίνας, στην πραγματικότητα ο άντρας παρακολουθούσε όλα όσα αντανακλώνταν πάνω στην τζαμαρία· ο Βανς υποψιαζόταν πως τίποτα δε διέφευγε την προσοχή του. Ο Τόζι ήταν άφαντος. Κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν. Η αστυνομία του Μιλάνου είχε καλέσει τον Βανς εκείνο το πρωί για να τον ρωτήσει περισσότερα για τον άνθρωπο που του είχε επιτεθεί στη Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε. Ο Τόζι δεν είχε εμφανιστεί στο συνέδριο κι ούτε είχε επικοινο^νήσει με το γραφείο του στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Ο ντετέκτιβ που είχε ανακρίνει τον Βανς εκείνο το πρωί του είχε

φερθεί σχεδόν σαν να ήταν υπεύθυνος εκείνος για την εξαφάνιση του Τόζι. Οι υπαινιγμοί του δεν ήταν και τόσο λεπτοί: Ναρκωτικά; Μαφία; Εμπλοκή με «ανεπιθύμητα» πολιτικά στοιχεία; Είστε απολύτως σίγουρος, κύριε Έρικσον; Έπειτα είχε επιστρέψει στο συνέδριο για να ακούσει τους άλλους ομιλητές, αλλά μια ανησυχία βαριά σαν μολύβι του πλάκωνε το στήθος και ούτε να συγκεντρωθεί μπορούσε ούτε να καθίσει ακίνητος. Όλο το υπόλοιπο πρωινό είχε περιπλανηθεί από δρόμο σε δρόμο. Το περπάτημα τον βοηθούσε να σκέφτεται. Φοβόταν ότι όποιος είχε σκοτώσει τον Μαρτίνι και είχε επιτεθεί και στον ίδιο θα το ξαναπροσπαθούσε. Και ότι η αστυνομία του Μιλάνου φαινόταν να τον θεωρεί υπεύθυνο για την εξαφάνιση του Τόζι. Αν χειροτέρευαν τα πράγματα, αποφάσισε, έπρεπε να τηλεφωνήσει στον Κίνγκσμπερι και να του ζητήσει δικηγόρο. Κοίταξε το ρολόι του. Η Σούζαν Στορμ είχε αργήσει δεκατρία λεπτά. Τον άγχωνε και η σύγχυση για τα κίνητρα της γυναίκας αυτής. Γιατί, έπειτα απ' όλα αυτά τα χρόνια ανταγωνισμού, είχε γίνει ξαφνικά τόσο φιλική; Τ ι ετοίμαζε; Δεν μπορούσε να καταφέρει να την εμπιστευτεί. Κρίμα, σκέφτηκε. Είχε προσπαθήσει να τη γνωρίσει εκείνο το πρώτο βράδυ που συναντήθηκαν στο Σκίντμορ, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν εξαρχής εκρηκτική ανάμεσά τους. Ωστόσο τον είχε γοητεύσει. Από την άλλη, όμως, και ποιον άντρα δε θα γοήτευε; Μιλούσε το κάτω κεφάλι του, όχι το πάνω. Ο διαπεραστικός ήχος τακουνιών στο τσιμέντο τον έβγαλε από την ονειροπόλησή του. Στράφηκε και είδε τη Σούζαν να έρχεται βιαστική προς το μέρος του, ντυμένη κομψά με ένα εφαρμοστό πράσινο μεταξωτό φόρεμα. «Συγνώμη που άργησα», του φώναξε. Για μια στιγμή ο Βανς ξέχασε ότι αυτή ήταν η γυναίκα που δεν έχανε ευκαιρία για ευκαιρία να τον μαχαιρώνει πισώπλατα, που, μέ^ρι χτες το απόγευμα, δεν του είχε πει λέξη ευγενική. Κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της, στα ωραία ψηλά ζυγωματικά της, στον τρόπο

που έπαιρνε σχήμα το μετάξι πάνω της. Για μια στιγμή αιχμαλωτίστηκε στον αισθησιασμό της, ξαφνιάστηκε από καθαρή φυσική έλξη. Έπειτα, με μια σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση του κεφαλιού του ξανάρθε στα σύγκαλά του. Κι εκείνη ξανάγινε η στριμμένη κριτικός της τέχνης, κατά τη γνώμη της οποίας ήταν ανίκανος να κάνει κάτι σωστό. «Συγνώμη», έλεγε για δεύτερη φορά, έχοντας φτάσει πλάι του τώρα. «Δε συνηθίζω να καθυστερώ, αλλά...» «Δεν πειράζει», είπε κοφτά ο Βανς. «Μου έμεινε χρόνος να σκεφτώ λιγάκι. Έλεγα να τρώγαμε εδώ», είπε, δείχνοντας το εστιατόριο στο πεζοδρόμιο στην απέναντι πλευρά της στοάς. «Αλλά...» Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι ερωτηματικά. «Να, μοιάζεις λίγο με μέλος βασιλικής οικογένειας σήμερα». Ω διάβολε, σκέφτηκε, ήθελε να ακουστεί ανάλαφρο, αλλά του βγήκε σαν δουλοπρεπές κομπλιμέντο. «Θέλω να πω ότι πρέπει να πάμε κάπου όπου να μπορεί να εκτιμηθεί η κομψότητά σου». «Θεούλη μου, κύριε Έρικσον», τινάχτηκε με μια ελαφριά κλίση προς τα πίσω η Σούζαν, «έχεις τις καλές σου σήμερα. Τόση ευγένεια. Ακόμα και για τεχνολόγο πετρελαίου». Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, κάθονταν σε έναν άνετο πάγκο στο εστιατόριο του Ζιλ στην οδό Μοντεναπολεόνε, με τη σβησμένη μελωδία μιας όπερας του Βέρντι να ακούγεται στο βάθος. Πάνω από την όπερα ίσα που ακουγόταν η διακριτικά χαμηλόφωνη συζήτηση, το σιγανό γέλιο και ο πνιχτός ήχος ανθρώπων που δειπνούσαν, οι καλοί τρόποι των οποίων τούς απαγόρευαν να χτυπούν τα ασημένια μαχαιροπίρουνα πάνω στα πορσελάνινα πιάτα. Η Σούζαν έδειχνε να νιώθει άνετα στο περιβάλλον αυτό, κι εκτίμησε την αίθουσα χωρίς αδιάκριτες ματιές ή περιττές κινήσεις. Και τι αίθουσα, σκέφτηκε ο Βανς· η γυαλάδα και η λάμψη των κρυστάλλινων πολυελαίων, αληθινό ασήμι, σκούρα ξύλινη επένδυση και φίνα πορσελάνη χρησίμευαν απλώς για να αναδεικνύουν τους αυ-

θεντικοΰς πίνακες μεγάλων καλλιτεχνών της Αναγέννησης που κρέμονταν στους τοίχους. Ο Βανς έσκυψε μπροστά και μίλησε απαλά στη Σούζαν, δείχνοντάς της τους ζωγραφικούς πίνακες που αναγνώριζε. «Μποτιτσέλι», έγνεψε ελαφρά με το κεφάλι, γιατί το συγκεκριμένο μέρος ήταν από κείνα όπου οι ευγενικοί άνθρωποι δε δείχνουν με το δάχτυλο, «Μπραμάντε». Οι τοίχοι έμοιαζαν με λεύκωμα της Αναγέννησης. «Βανς!» Η ηχηρή φωνή έσπασε την επιμελώς καλλιεργημένη ηρεμία του εστιατορίου. Κεφάλια στράφηκαν πρώτα προς το μέρος του ανθρώπου που είχε φωνάξει, ενός αρχοντικού, κομψού, ψηλού άντρα, ντυμένου μοδάτα αλλά όχι εξεζητημένα, με μαύρα μαλλιά και μουστάκι άψογα κομμένα και χτενισμένα. «Βανς. Εσύ είσαι, στ' αλήθεια;» Ο άντρας διέσχισε την αίθουσα γλιστρώντας αθόρυβα στο δάπεδο, περνώντας με χαριτωμένες χορευτικές κινήσεις ανάμεσα από τα τραπέζια, τους βοηθούς σερβιτόρων και τον κόσμο που δειπνούσε. Ο Ζιλ Γκρατσιάνο είχε σταρένιο μεσογειακό δέρμα και λεπτά, έντονα, γαλλικά ζυγωματικά. Μια σειρά ολόισια λευκά δόντια χαμογέλασε πλατιά καθώς πλησίαζε. Τ η σιωπή έσπαγε μόνο μια άρια του Βέρντι, καθώς ο κόσμος που δειπνούσε, πολλοί απ' αυτούς ιθύνοντες του Μιλάνου, κοιτούσε όσο πιο διακριτικά τολμούσε. Ποιος ήταν αυτός ο εξαιρετικός πελάτης που για χάρη του είχε σπάσει ο Γκρατσιάνο την επιμελώς ενορχηστρωμένη γαλήνη του εστιατορίου του; Ο Γκρατσιάνο αγκάλιασε τον Βανς κι έπειτα έστρεψε την προσοχή του στη Σούζαν. «Παραείστε όμορφη γι' αυτό τον αχρείο», της είπε, πιάνοντάς της το χέρι και φέρνοντάς το με μια θεατρική κίνηση στα χείλη του. «Γιατί δεν τον διώχνετε να γευματίσουμε μαζί; θ α πω στο σεφ μου να μαγειρέψει το πιάτο του αιώνα». «Σούζαν», διέκοψε ο Βανς μ' ένα χαμόγελο, «από δω ο Ζιλ Γκρατσιάνο, ο πιο γοητευτικός ζιγκολό του Μιλάνου και ιδιοκτήτης αυτού του βρομερού εστιατορίου». «Τιμή μου», είπε εκείνη.

Κουβέντιασαν για λίγο κι έπειτα ο Γκρατσιάνο έφυγε εσπευσμένα να τους παραγγείλει κάποια ιδιαίτερα πιάτα, αφοΰ πρώτα κοντοστάθηκε για να κοιτάξει επίμονα τη Σοΰζαν. «Η τιμή είναι δική μου», της είπε αναστενάζοντας, κι αφήνοντας ένα πλατΰ χαμόγελο, αναχώρησε. Ο σωματοφύλακας του Βανς είχε καθίσει διακριτικά σ' ένα μικρό τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Το τραπέζι ήταν σχεδόν κρυμμένο πίσω από δυο φοίνικες, και ο άντρας καθόταν εντελώς ακίνητος με μόνη εξαίρεση τα μάτια του. Ο Βανς αναρωτήθηκε αν ήταν άνθρωπος. Απ' ό,τι φαινόταν, οΰτε έτρωγε οΰτε στην τουαλέτα πήγαινε. Τουλάχιστον ο Βανς δεν τον είχε δει να κάνει τίποτ' από τα δύο. «θα σε σκοτώσω», είπε η Σοΰζαν στον Βανς, σε τόνο που έλεγε ότι μισοαστειευόταν. «Νόμισα πως θα πεθάνω μόλις γΰρισαν όλοι και μας κοίταξαν». Εκείνος γέλασε. «Και γιατί εμένα; Όλη τη φασαρία ο Ζιλ την έκανε». «Μάλλον», είπε. Έπειτα, προσπαθώντας να αλλάξει θέμα, τον ρώτησε. «Έρχεσαι συχνά εδώ; Φαίνεται πως ξέρεις πολΰ καλά τον ιδιοκτήτη. Πώς είναι το επίθετο του, είπαμε;» «Γκρατσιάνο», τη βοήθησε. «Σαν τον μποξέρ. Μόνο που», χαμογέλασε πονηρά, «όταν αρχίσουν να πέφτουν μπουνιές, αποκλείεται να δεις εκεί γΰρω τον Γκρατσιάνο. Ήταν κρουπιέρης στο καζίνο του Μόντε Κάρλο τη νΰχτα που με πέταξαν έξω...» «Για ποιο λόγο;» Είχε ακούσει διάφορες ιστορίες, αλλά της είχαν φανεί όλες υπερβολικά τραβηγμένες. «Επειδή κέρδιζα πάρα πολλά». «Μα μπορούν να το κάνουν;» «Βεβαίως. Όλα τα καζίνο του κόσμου μποροΰν να σε πετάξουν έξω αν θεωροΰν ότι πρόκειται να κερδίσεις πάρα πολλά». Είδε την έκφρασή της. «Το ξέρω πως ακοΰγεται άδικο, αλλά θυμήσου ότι η δουλειά τους είναι να εξασφαλίζουν ότι φεΰγεις με λιγότερα χρήματα απ' όσα έχεις όταν μπαίνεις».

«Έκλεβες;» «Να κλέψω; Δε χρειαζόταν. Απλώς είχα καλό σύστημα και καλή μνήμη. Μπλακ-τζακ. Αυτό έπαιζα». Έκανε παύση για λίγο, για να μιλήσει με το σομελιέ. Ένα Πινό Γκρίτζο; Μάλιστα, κύριε, στη λίστα των κρασιών...Όχι, ο Βανς ήθελε κάτι ιδιαίτερο, από την περιοχή Κόλιο, Φελούγκα ει δυνατόν. Ο σομελιέ είπε ότι θα προσπαθούσε, ύστερα από μια βιαστική συνομιλία με το μετρ. «Απ' ό,τι φαίνεται, ξέρεις από κρασιά», τόλμησε να πει η Σούζαν μόλις έφυγε ο άντρας. «Με εντυπωσίασες». «Α, δεν ξέρω και πολλά», αντέτεινε ο Βανς. «Λίγα μόνο γι αυτά που μου αρέσουν. Τα υπόλοιπα... τα ξεχνάω», πρόσθεσε με ένα μεταδοτικό χαμόγελο. Η Σούζαν έπιασε τον εαυτό της να χαμογελά, και ξαφνικά ένιωσε λιγάκι ανόητη. Ένα ανεξέλεγκτο συναίσθημα που δεν της άρεσε. Και για να ηρεμήσει, μίλησε. «Μπλακ-τζακ», είπε με σταθερή φωνή. «Για πες μου, πώς νικάς την επιχείρηση χωρίς να κλέβεις;» «Είναι πολύ απλό. Έκανα επάλληλα μετρήματα των χαρτιών που περνούσαν και τα συνέκρινα με ένα ειδικό διάγραμμα οτρατηγικής που έχω αναπτύξει και απομνημονεύσει. Το διάγραμμα καθορίζει σχεδόν όλες τις πιθανές περιπτώσεις που θα μπορούσαν να παιχτούν. »Μου πήρε σχεδόν πενήντα ώρες απομνημόνευσης», εκμυστηρεύτηκε, «για να μάθω τέλεια το σύστημα. Έπειτα, πέρα απ' αυτό, χρειάζεσαι γερά νεύρα, πειθαρχία και αρκετά χρήματα. Τα καζίνο το αποκαλούν "μέτρημα". Μόλις σε εντοπίζουν, σε περικυκλώνουν και σου προτείνουν να φύγεις - πρόταση που υποστηρίζεται από κάποιους πιθηκανθρώπους τύπου Νεάντερταλ με απίστευτες φέτες μυών». «Και σου συνέβη αυτό; Εγώ θα είχα ντροπιαστεί... με όλο αυτό τον κόσμο να κοιτάει την ώρα που σε βγάζουν έξω. Δεν ένιο>σες αμήχανα;» «Τις δυο πρώτες φορές».

«"Τις δυο πρώτες φορές"; Δηλαδή έγινε κι άλλες φορές;» «Ε, ναι. Σχεδόν οε όλα τα μεγάλα καζίνο του κόσμου. Και ο Γκρατσιάνο από δω», ο Βανς έδειξε τον ιδιοκτήτη με ένα νεΰμα - «ήταν αυτός που έπρεπε να με πετάξει έξω στο Μόντε Κάρλο. »Κοίτα, δεν είναι και τόσο φοβερό», συνέχισε ο Βανς γελώντας με την έκφρασή της. «Οι μόνοι άνθρωποι που τους ενδιαφέρει να μη χάσει χρήματα το καζίνο είναι οι ιδιοκτήτες. Όσο για τους υπόλοιπους... t Αυτοί θέλουν να περνάει καλά ο πελάτης. Και σέβονται όποιον μπορεί να μπει σε μια αίθουσα τζόγου και να τους τη φέρει καπάκι. Συμφωνά με τον Γκρατσιάνο, στον κόσμο υπάρχουν ίσως δεκαεννιά άνθρωποι που μπορούν να κάνουν ό,τι έκανα εγώ. Και στους περισσότερους έχει απαγορευτεί η είσοδος, όπως και σ' εμένα. Ένας τύπος σήκωσε πάνω από είκοσι εφτάμισι χιλιάδες δολάρια μέσα σε σαράντα πέντε λεπτά στο καζίνο Φρεμόντ του Λας Βέγκας. Έχει κερδίσει πάνω από πέντε εκατομμύρια συνολικά. Τώρα όμως είναι αναγκασμένος να μεταμφιέζεται. Εγώ τα παράτησα, γιατί έβγαλα αρκετά χρήματα και δεν ήθελα να τριγυρνάω με θεατρικά μακιγιάζ κι όλες αυτές τις ανοησίες». Το κρασί έφτασε, κι ο σομελιέ το παρουσίασε με άκρα επισημότητα. Αφού ολοκλήρωσε το τελετουργικό επιθεωρώντας την ετικέτα, μυρίζοντας το φελλό, δοκιμάζοντας και σερβίροντας στα ποτήρια, ο Βανς απεφάνθη ότι το κρασί ήταν υπέροχο και έδιωξε το σομελιέ, που κουκούριζε γλοιωδώς. Καθώς η στάθμη του Πινό Γκρίτζο χαμήλωνε πλησιάζοντας στον πάτο του μπουκαλιού, η συζήτηση γινόταν πιο χαλαρή. Η Σούζαν τού μίλησε για τις σπουδές της στο Παρίσι και του διηγήθηκε πόσο σιχαινόταν να παίζει την οικοδέσποινα στις διπλωματικές φιέστες του πατέρα της. «Τώρα έχει κάποια μεγάλη εταιρική επιχείρηση, σωστά;» ρώτησε με τακτ ο Βανς. Η νέα κυβέρνηση δεν είχε πάρει με καλό μάτι τις αποκλίνουσες απόψεις του πρέσβη Στορμ.

«Έχει παρασκηνιακές δραστηριότητες», αποκρίθηκε με τέτοια απαξίωση η Σούζαν, που ο Βανς αποφάσισε να μη συνεχίσει άλλο τη συγκεκριμένη συζήτηση. Κατόπιν, η Σούζαν ρώτησε τον Βανς πώς είχε γνωρίσει τον Κίνγκσμπερι και πώς είχαν αναπτύξει τόσο στενή προσωπική σχέση. «Ήταν στον οίκο Κρίστις», εξήγησε ο Βανς. «Ο Κίνγκσμπερι προσπαθούσε να αγοράσει μια συλλογή σημειωματάριων του Ντα Βίντσι. Στο μεταξύ, εγώ συμβούλευα έναν άλλο εύπορο πλειοδότη για τα ίδια είδη. Κερδίσαμε εμείς. Κι έτσι ο γέρος αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να με έχει με το μέρος του. Όμως ταιριάξαμε και σε προσωπικό επίπεδο. Στα νιάτα του ήταν σωστός τσαμπουκάς - ακόμα είναι. Τους κάνει όλους έξω φρενών. Κάθε φορά που οι ανταγωνιστές του νόμιζαν πως τον είχαν στριμώξει, ο Κίνγκσμπερι έβρισκε έναν τρόπο να τη σκαπουλάρει, κάτι ανορθόδοξο, κάτι που αψηφούσε όλες τις αρχές που διδάσκουν οτα καλά πανεπιστήμια οικονομικο-επιχειρηματικής κατεύθυνσης». Ο Βανς τής μίλησε για τη δεκαετία του '50, την εποχή της υπεραφθονίας βενζίνης, τότε που ο Κίνγκσμπερι είχε πάει σε έναν προμηθευτή αργού πετρελαίου και είχε προσφερθεί να πληρώσει την τρέχουσα τιμή πετρελαίου. «"Είσαι τρελός", του είχε πει ο άλλος. Ναι, ήταν τρελός, εντάξει, τρελός σαν αλεπού. Ο Κίνγκσμπερι του είπε: "θέλω να είμαι σίγουρος ότι, όταν αλλάξουν τα πράγματα και προκύψει έλλειψη, εγώ θα έχω όσο πετρέλαιο θέλω. Γι' αυτό το αγοράζω τώρα από σένα". Ο προμηθευτής πλούτισε με το πετρέλαιο, που σε διαφορετική περίπτωση θα τον είχε οδηγήσει στη χρεοκοπία- και αργότερα, στα 1973, όταν έγινε το εμπάργκο πετρελαίου, τα διυλιστήρια του Κίνγκσμπερι δε σταμάτησαν ποτέ. Έκανε έξω φρενών όλες τις μεγάλες εταιρείες πετρελαίου. Το μόνο που ήθελαν ήταν να εξαφανίσουν τον ανταγωνισμό και να καταλάβουν όλη την αγορά. Φαντάζομαι ότι το παράλογο φέρσιμο του Κίνγκσμπερι διπλασίασε τη δουλειά των ψυχιάτρων των πετρελαϊκών εταιρειών».

Κάγχασε. «Εγώ πάντα έκανα τα πράγματα με "λάθος τρόπο". Ακόμα και το πετρέλαιο το βρίσκω με έναν τρόπο που όλοι μου λένε ότι δεν πιάνει - κι όμως πιάνει, και αυτό του αρέσει του Κίνγκσμπερι· ίσως στη δική μου παραφροσύνη να βλέπει λιγάκι τον εαυτό του. Διάβολε, οΰτε κι εγώ ξέρω γιατί πιάνει η μέθοδος μου. Απλώς φορτώνω τη μηχανή μου και τραβάω ίσια για τους λόφους με μερικούς γεωλογικούς χάρτες, και είναι σαν να μου μιλά η γη. Μετά γυρίζω πίσω και τους λέω που να σκάψουν. Έχω το χαμηλότερο ποσοστό στεγνών οπών σε ολόκληρη τη βιομηχανία πετρελαίου», πρόσθεσε περήφανα. Έπειτα, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι είχε μονοπωλήσει τη συζήτηση, κοίταξε τη Σοΰζαν και κοκκίνισε ελαφρώς. «Ελπίζω να μην έπληξες με την πολυλογία μου για το πετρέλαιο». «Καθόλου», αποκρίθηκε εκείνη βιαστικά. «Το εννοώ. Έχει πολΰ περισσότερο ενδιαφέρον απ' ό,τι φανταζόμουν». Κι εσΰ το ίδιο, Βανς Έρικσον, σκέφτηκε έκπληκτη. «Είσαι λίγο αποστάτης», συνέχισε. «Για να σου πω την αλήθεια, σε θαυμάζω γι' αυτό. Η δική μου η ζωή, κατά κάποιο τρόπο, ήταν μάλλον μοναστική, υποθέτω. Η μοναδική μου ανταρσία ήταν ότι έγινα δημοσιογράφος. Η οικογένειά μου ήθελε να παντρευτώ κάποιον καλό, αποδεκτό, πλούσιο νεαρό και να γίνω κυρία της καλής κοινωνίας. Αντί γι' αυτό, εγώ σπούδασα δημοσιογραφία στο Σκίντμορ. Ήθελα να πιάσω δουλειά στην εφημερίδα της Σαρατόγκα. Τα είχα κανονίσει όλα, όταν ο πατέρας μου κίνησε κάποια νήματα». Χαμήλωσε το βλέμμα της στο τραπεζομάντιλο. «Κατάφερε να ανακληθεί η πρόταση που μου είχε γίνει για τη δουλειά, Χωρίς αυτά τα χρήματα, δεν είχα τη δυνατότητα να συνεχίσω τη σχολή. Έτσι», κάρφωσε το λευκό λινό με το πιροΰνι της, «ακολοΰθησα την υπόδειξη του πατέρα μου και σποΰδασα Καλές Τέχνες στη Σορβόνη. Τελικά κατάφερα με κάποιο τέχνασμα να πιάσω δουλειά με εξευτελιστικό μισθό στην International Herald Tribune, όπου κάλυπτα τα καλλιτεχνικά στην Ευρώπη, μια ΰπουλη επιστροφή στη

δημοσιογραφία, κατά κάποιο τρόπο. Πριν από καιρό, έπιασα δουλειά στο Haute Culture». Ο Βανς χαμογέλασε. «Μου ακούγεται σαν να του την έφερες», είπε. «Πήγες με τα νερά του και εντέλει κατέληξες εκεί που ήθελες εξαρχής να είσαι». Εκείνη έγνεψε καταφατικά κι έπειτα γέλασε. Περίεργο, δεν είχε σκεφτεί ποτέ άλλοτε την οικογένειά της σαν κάτι το αστείο. Σήμερα όμως απλώς δεν της φαινόταν τόσο βαρύ. Περνούσε καλά. «Τελικά το δέχτηκε ευγενικά», συνέχισε. «Υποθέτω πως αποφάσισε ότι ο χώρος του υψηλοΰ πολιτισμού ήταν αποδεκτός για να εξαντλήσω τις επαναστατικές μου τάσεις. Πίστευε ότι θα αποσυρόμουν όσο ήμουν ακόμα επιθυμητή και θα παντρευόμουν - κατά προτίμηση πριν κλείσω τα είκοσι πέντε. Ε, τα πέρασα και δεν έχω σκοπό να αποσυρθώ. Τώρα όμως οι υποδείξεις του πατέρα μου και της υπόλοιπης οικογένειας έρχονται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Είναι καιρός να σταματήσω τα παιχνίδια, λένε, και να βρω ένα σύζυγο. Πριν καταντήσω καμιά σιτεμένη γριά γεροντοκόρη!» «Δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο, κυρία Στορμ», είπε ο Βανς Έρικσον, με μια παράξενη έκφραση. «Τσως είναι καλύτερα να παραγγείλουμε όσο είμαστε ακόμα σε θέση να διαβάζουμε καθαρά τον κατάλογο», της πρότεινε. Συμφώνησε μαζί του. Μοιράστηκαν ένα ορεκτικό με προσούτο και πεπόνι κι έπειτα παρήγγειλαν φετουτσίνι με τρούφες σε λεπτές φέτες από πάνω. Στη συνέχεια ακολούθησε μοσχάρι μιλανέζα. Συνέχισαν την κουβεντούλα τους τρώγοντας, ευγνώμονες κι οι δυο που είχε εξαφανιστεί η εχθρότητα που τους είχε ταλαιπωρήσει τόσο καιρό. Τ ο κρασί τούς έφερε μια ευχάριστη αίσθηση ζάλης. Η συζήτηση γύρισε πολλές φορές στο συνέδριο, στον Λεονάρντο, και τελικά, αφού τους μάζεψαν τα πιάτα και άρχισαν να πίνουν τον εσπρέσο τους, η Σούζαν ανέφερε τα ημερολόγια του Ντε Μπεάτις και την εκπληκτική ανακοίνωση που είχε κάνει ο Κινγκ-

σμπερι στη συνέντευξη Τΰπου πριν από μια βδομάδα στη Σάντα Μόνικα. «Τι θα κάνεις τώρα που χάθηκε το ημερολόγιο του Ντε Μπεάτις;» τον ρώτησε. Η έκφραση του Βανς σκλήρυνε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε ξεχάσει για λίγο τον Μαρτίνι, τον κλέφτη του ημερολογίου, τον εξαφανισμένο Τόζι και την ανάγκη του για σωματοφύλακα. Είδε την ανήσυχη έκφραση της Σοΰζαν. «Μην ανησυχείς», την καθησΰχασε. «Δε σου θυμώνω που με ρωτάς, απλώς... τα τελευταία λεπτά κατάφερα να τα ξεχάσω όλα αυτά». «Συγνώμη», του είπε ειλικρινά. «Κοίτα, δε χρειάζεται να μιλήσουμε τώρα γι' αυτό...» «Όχι, εντάξει. Πρέπει να το αντιμετωπίσω κάποια στιγμή». Ο Βανς κοίταξε ανέκφραστα στο τραπέζι κοντά στο παράθυρο, το σωματοφΰλακά του. «Έχω αντίγραφο», είπε στη Σοΰζαν. «Αυτή τη στιγμή που μιλάμε βρίσκεται στο χρηματοκιβώτιο του "Χίλτον". Ο Μαρτίνι είχε το μοναδικό δεΰτερο αντίγραφο, αλλά η αστυνομία του Άμστερνταμ, που έψαξε στο γραφείο του, δε βρήκε κανένα ίχνος του». Ο Βανς ένιωσε μια παράξενη αίσθηση ανακοΰφισης καθώς της αποκάλυπτε όλα αυτά. «Ενδιαφέρον», σχολίασε εκείνη. «Κι όμως, μόνο το πρωτότυπο έχει χρηματική αξία. Γιατί να θέλει κάποιος να κλέψει ένα αντίγραφο; Εν πάση περιπτώσει, η αστυνομία του Άμστερνταμ δεν αποφάνθηκε πως η δολοφονία του Μαρτίνι ήταν πράξη τυφλής βίας;» Ο Βανς αγνόησε την τελευταία της ερώτηση. «Το έκλεψαν για τις πληροφορίες που περιέχει», είπε κατηγορηματικά. Έπειτα της ανέλυσε μια αποκλειστικά δική του θεωρία: Αυτός που προκάλεσε το θάνατο του Μαρτίνι και τους θανάτους των καθηγητών στο Στρασβούργο και στη Βιέννη είτε ήθελε τις πληροφορίες του ημερολογίου είτε ήθελε να εμποδίσει τους συγκεκριμένους ανθρώπους να αποκαλύψουν όσα γνώριζαν γι' αυτό.

Η Σουζαν τράβηξε τα μαλλιά της από το πρόσωπο. «Φοβερή ιστορία», είπε. «Απίστευτη». «Δεν μπορώ να αποδείξω τίποτα ακόμα», της είπε. «Γι' αυτό και δεν ανέφερα καν στην αστυνομία τις θεωρίες μου για τη Βιέννη και το Στρασβούργο». «Οφείλω να παραδεχτώ ότι φαίνεται όντως παρατραβηγμένο. Αποκλείεται να πρόκειται για σύμπτωση;» Ο Βανς αναστέναξε. «Μακάρι να πίστευα πως ήταν. Όμως συνέβησαν πάρα πολλά». Της μίλησε για τη συνάντηση με τον Τόζι που δεν έγινε ποτέ. «Ο γραφικός χαρακτήρας στο σημείωμα ήταν του Τόζι;» τον ρώτησε. «Δεν ξέρω», είπε. «Υποθέτω ότι η αστυνομία θα το έχει ελέγξει ως τώρα* αυτοί έχουν το σημείωμα. Πού θες να καταλήξεις; Δηλαδή λες ότι μπορεί κάποιος να τον σκότωσε κι έπειτα να προσπάθησε να παγιδέψει εμένα; Όχι, όχι», είπε γρήγορα, απαντώντας ο ίδιος στην ερώτησή του. «Πρέπει να ήταν ο Τόζι. θυμάμαι την περιγραφή της θυρωρού της πανσιόν. Η περιγραφή του ανθρο')που που έφερε το μήνυμα ταίριαζε στον Τόζι και ήταν μόνος». «Νομίζω πως είναι νεκρός», είπε η Σούζαν με αιφνιδιαστική σταθερότητα. «Πραγματικά δεν ξέρω γιατί το σκέφτηκα. Έτσι μου λέει το ένστικτο μου». «Δυστυχώς, νομίζω πως μπορεί να έχεις δίκιο. Γιατί όμως;» «Γιατί; Γιατί να θέλει τόσο πολύ κάποιος να κρατήσει κρυφές τις πληροφορίες, σε σημείο να φτάσει στο φόνο; Τι γνώριζε ο Τόζι;» «Απ' όσο ξέρω», είπε ο Βανς, «ο Τόζι δε διάβασε ποτέ το ημερολόγιο, κι ούτε είχε αντίγραφο. Δεν έχω ιδέα τι ήταν αυτό που μπορεί να ήξερε και τον έβαλε σε μπελάδες». Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, να σιγοπίνουν τον καφέ και να συλλογίζονται το πρόβλημα. Η Σούζαν κοίταζε έντονα μες στο φλιτζάνι του καφέ της, λες και θα εμφανιζόταν κάποιο όραμα με την απά-

ντηση, όχι για τον Τόζι, γιατί αυτή τη οτιγμή δεν πίστευε απολύτως αυτή την ιστορία, αλλά για τον Βανς Έρικσον. Αυτός ήταν το θέμα. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ο Έλιοτ Κίμπαλ συλλογιζόταν το ίδιο θέμα. Χωμένος τεμπέλικα στο κάθισμα της Τζάγκουαρ XJ-12, δεν έλεγε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από το εστιατόριο και τη γύρω περιοχή. Ήταν σχεδόν τρεις ώρες εκεί μέσα. Τ ι στο διάβολο συζητούσαν; Αν βέβαια ήταν ακόμα εκεί, γιατί μπορεί να είχαν ξεγλιστρήσει από πουθενά πίσω. Μόνο η αχνή σκιά του ογκώδους άντρα που καθόταν κοντά στη βιτρίνα εμπόδιζε τον Κίμπαλ να μπει στο εστιατόριο να ελέγξει. Ο Κίμπαλ ήπιε και το τελευταίο Περιέ που είχε φέρει μαζί του, διαπιστώνοντας μετά πόνου ότι το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να του χειροτερέψει την πίεση στην κύστη του. Όμως διψούσε πολύ. Δεν είχε προλάβει να βρει κάποιον άλλο να παρακολουθεί τον Έρικσον, τουλάχιστον όχι ως εκείνη τη νύχτα. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Σιχαινόταν να χάνει τις ισορροπίες. Δεν είχε ακόμα τον έλεγχο της κατάστασης, και αυτό τον αναστάτωνε. Ο Τόζι δεν είχε φανεί στο συνέδριο. Του το είχε πει χτες η Σούζαν Στορμ. Έπειτα ήταν και το τηλεφώνημα της Καράδερς. «Χτες έκαναν απόπειρα κατά του Έρικσον», του είχε πει η Καράδερς. «Πρόσεχέ τον, καθάρισε' τον αν χρειασιεί. Μην τους αφήσεις όμως να τον πιάσουν αυτοί. Καλύτερα νεκρός παρά στα χέρια τους». «Ίσως αυτή να είναι η λύση που χρειαζόμαστε», είχε προτείνει ο Κίμπαλ. «'Οχι», του είχε απαντήσει σταθερά. «Θα αναστατωνόταν ο Κίνγκσμπερι. Θα ξεκινούσε τις ανακρίσεις. Δε μας συμφέρει ακόμα κάτι τέτοιο».

«Μα γιατί στο Κόμο;» ρίότησε η Σούζαν καθώς τελείωνε τον καφέ της. «Τι περιμένεις να βρεις εκεί;»

Ο Βανς κούνησε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω. Ίσως να υπάρχει κάποια ένδειξη στην έπαυλη». «Στην έπαυλη;» Ο Βανς είχε ξαναγίνει απόμακρος. Της ήταν αδύνατο να εξιχνιάσει τις σκέψεις του. «Ορίστε;» της είπε έκπληκτος. «Α, ναι... συγνώμη, μάλλον ήμουν αλλοΰ... Στην έπαυλη των Κάιτσι». «Η οικογένεια που πούλησε τον κώδικα στον Κίνγκσμπερι, σωστά;» Της έγνεψε καταφατικά. «Μα νόμιζα πως ζούσαν στην Ελβετία». «Εκεί ζουν. Στην πραγματικότητα έχουν πολλές κατοικίες. Αυτή στην ανατολική όχθη της λίμνης Κόμο, κοντά στο Μπελάτζο, είναι η λιγότερο γνωστή, και εκεί φυλάσσεται η συλλογή των σπάνιων βιβλίων τους. Ο κώδικας του Ντα Βίντσι που πούλησαν ήταν απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Δε θα μου έκανε εντΰπο)ση αν έχουν κι άλλα σχετικά με τον Ντα Βίντσι εκεί, ή...» έκανε παύση, κοιτάζοντας αφηρημένα μες στον καφέ του «...ή τις χαμένες σελίδες». «Που...» ετοιμαζόταν να τον ρωτήσει που θα έμενε στο Κόμο, αλλά τη διέκοψε ένας ψηλός, αποστεωμένος γκριζομάλλης που εμφανίστηκε πίσω από τον Βανς. «Συγνώμη που σας ενοχλώ», είπε απολογητικά. Κρατούσε στο ένα χέρι ένα καπέλο μπόουλερ και στο άλλο μια ομπρέλα. Έμοιαζε να 'χει βγει μόλις από κάποιο ραφείο της Σέβιλ Ρόου*. «Ήθελα όμως να σας πω, κύριε Έρικσον, πόσο θαυμάσια ήταν η ομιλία σας». Ο Βανς αναγνώρισε τη φωνή, συνοφρυώθηκε και στράφηκε προς το μέρος της πηγής της. «Ο κοσμήτορας Βέμπερ», είπε αυστηρά, με φωνή που ξεχείλιζε από θυμό. * Δρόμος του Λονδίνου όπου βρίσκονται ανδρικοί οίκοι μόδας, ξακουστοί για την εξαιρετική ποιότητα των ειδών τους. (Σ.τ.Μ.)

«Χτες δεν πρόλαβα να σχολιάσω την ομιλία σας, αλλά θέλω να ξέρετε ότι στο Κέμπριτζ είμαστε περήφανοι, πολύ, πολύ περήφανοι για τα επιτεύγματα σας». «Όχι, χάρη σ' εσάς, κοσμήτορα Βέμπερ», του είπε ξερά ο Βανς. «Ή μήπως τώρα φέρεστε πιο ευγενικά στους τζογαδόρους και στους άλλους αηδιαστικούς χαρακτήρες σαν κι εμένα;» Οι μΰες του προσώπου του μεγαλύτερου άντρα σφίχτηκαν. «Κατάλαβα...» είπε κοφτά ο κοσμήτορας. «Όχι, κοσμήτορα Βέμπερ», συνέχισε ο Βανς. «Δεν νομίζω πως θα καταλάβετε ποτέ. Προσπαθήσατε να με κρατήσετε έξω από το Κέμπριτζ και κάνατε ό,τι περνούσε από το χέρι σας για να μου κάνετε τα τέσσερα χρόνια που έμεινα εκεί όσο το δυνατόν πιο δυσάρεστα. Και τώρα περιμένετε να δεχτώ ευγενικά έναν έπαινο που δεν οφείλεται στο γεγονός ότι εκτιμάτε τη δουλειά μου αλλά επειδή δεν είχατε την ευκαιρία να...» «Βανς!» είπε επιτιμητικά η Σούζαν.

Azara

Χωρίς να πει κουβέντα, ο ηλικιωμένος κοσμήτορας του Κέμπριτζ έκανε μεταβολή και με αγέρωχο περπάτημα βγήκε θυμωμένος από το εστιατόριο. «Γιατί το έκανες αυτό; "Ησουν αγενής, ήταν... ήταν», τσίριζε. «Ήταν από τις πιο αηδιαστικές επιδείξεις που έχω δει ποτέ!» «Δηλαδή εσύ περίμενες να είμαι ευγενής και να του πω "Κοσμήτορα Βέμπερ, σας ευχαριστώ για τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Οι πληγές δεν αιμορραγούν πια και οι ουλές ίσα που φαίνονται"; Περίμενες να είμαι ευγενής τη οτιγμή που ξέρω ότι ο μόνος λόγος που έρχεται το)ρα να μου μιλήσει είναι επειδή θέλει να γλείψει κάποιον που πέτυχε παρ' όλες τις προσπάθειές του για το αντίθετο και τώρα θέλει να αποκομίσει το δικό του μερίδιο δόξας γι' αυτό;» «Μα ανταγωνίζεσαι τους ανθρώπους άνευ λόγου», επέμεινε εκείνη. «Θα μπορούσες πολύ απλά να τον αφήσεις να πει το ποίημά του και να φύγει. Κάνεις λες και ζεις για να προσβάλλεις σκόπιμα τους άλλους».

«Όπως όταν πλήρωσα τις σπουδές μου με χρήματα από τον τζόγο;» τη ρώτησε. «Όπως πρόσβαλα τις ευαισθησίες του στρατού χτίζοντας ένα νοσοκομείο που τους θύμιζε τα μωρά και τα παιδιά που είχαν ακρωτηριάσει; Τον κοσμήτορα Βέμπερ τον πρόσβαλα από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα επειδή απλώς νηήρχα. Δεν ήμουν ο τύπος του και έκανε ό,τι μπορούσε για να με σταματήσει. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να τηλεφωνήσει στον πρόεδρο του ΜΙΤ σε μια προσπάθεια να με αφήσει απέξω. "Ηθικά ακατάλληλος", αυτό είπε ότι ήμουν». «Ίσως και να είχε δίκιο», του πέταξε η Σούζαν. Τώρα φώναζαν δυνατά, αλλά το εστιατόριο είχε σχεδόν αδειάσει, και είχε μείνει μόνο ένα ζευγάρι που ερωτοτροπούσε σε μια απόμερη γωνιά. Ο Γκρατσιάνο, φερόμενος διπλωματικά, απουσίαζε. «Φτηνή μπηχτή από κάποια που δυο χρόνια τώρα με βασανίζει. Πρέπει να γυρίσεις λίγο πίσω και να ρίξεις μια καλή και αυστηρή ματιά στα κατορθώματά σου σε κάποιες συνεντεύξεις Τύπου, και μετά ασχολήσου με το κατά πόσο προσβάλλω άνευ λόγου τους άλλους!» Σήκωσε το χέρι της να τον χαστουκίσει, έπειτα σταμάτησε. Αντί γι' αυτό σηκώθηκε χαριτωμένα από την καρέκλα της και έσκυψε να του ψιθυρίσει στο αφτί. «Κοίτα να μεγαλώσεις». Έπειτα του γύρισε την πλάτη και προχοόρησε προς την είσοδο, όπου εξαφανίστηκε στο απογευματινό ηλιόφως.

Χριστέ μου, φαίνεται θυμωμένη! Σκέφτηκε ο Έλιοτ Κίμπαλ, αποστρέφοντας με μια γοργή κίνηση το πρόσωπο του για να μην τον αναγνωρίσει η Σούζαν. Έστριψε λίγο τον καθρέφτη του παρμπρίζ για να έχει καλύτερη οπτική γωνία, αλλά ένα ταξί Φίατ έκανε γρήγορα στην άκρη, σταμάτησε στο ρείθρο του πεζοδρομίου και την πήρε.

«Είναι ωραία γυναίκα, φίλε μου», του είπε συμπονετικά ο Ζιλ Γκρατσιάνο καθώς γλιστρούσε στη ζεστή ακόμα καρέκλα της Σούζαν. «Ναι», συμφώνησε ο Βανς. «Όμορφη απέξω, αλλά δεν ξέρω τι συμβαίνει όταν ξύσεις την επιφάνεια». Εξήγησε περιληπτικά στο συμπονετικό εστιάτορα πώς κάλυπτε δημοσιογραφικά η Σούζαν Στορμ ό,τι τον αφορούσε. Ο Ζιλ κακάρισε και κούνησε το κεφάλι του. «Ένα θα σου πω», άρχισε να λέει ο Γκρατσιάνο. «Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου άνθρωπο με τόσο ψυχρή αποφασιστικότητα και καθαρή τόλμη σαν τη δική σου στο τραπέζι του μπλακ-τζακ. Βρέθηκες σε στριμώκωλες καταστάσεις και δε σε είδα ούτε μια φορά να χάνεις την ψυχραιμία σου. Κρίμα όμως που χάνεις τον έλεγχο όταν κάθεσαι δίπλα σε μια γυναίκα». Ο εστιάτορας γέλασε και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. Μόλις τελείωσαν ένα μπουκάλι κρασί Μπρουτ για να θυμηθούν τα παλιά, αποχαιρετίστηκαν και ο Βανς έφυγε. Δεν υπάρχει καλύτερος φίλος, σκέφτηκε, από τον άνθρωπο που του έχεις σώσει τη ζωή. Έξω, η οδός Μοντεναπολεόνε έσφυζε από κίνηση. Κομψές κυρίες είχαν βγει για τα απογευματινά τους ψώνια, ενώ οι σοφέρ τους τις ακολουθούσαν φορτωμένοι με κουτιά από τους καλύτερους οίκους μόδας του Μιλάνου. Η κυκλοφορία στο στενό δρόμο με τις αραιές στροφές κυλούσε αργά μέσα από τις παράνομα παρκαρισμένες λιμουζίνες. Πίσω από τον Βανς, ο φουσκωτός περίμενε υπάκουα όσο ο πορτιέρης του Γκρατσιάνο προσπαθούσε να τους βρει ταξί. Ο σωματοφύλακας είχε αρχίσει να εκνευρίζει τον Βανς. Μιλούσε σπάνια, και το μόνο που είχε πει στον Βανς ήταν ότι τον έλεγαν Ιάκωβο (προφέροντάς το Γιάκοπο). Ο Βανς αποφάσισε ότι θα τηλεφωνούσε το βράδυ στον Κίνγκσμπερι να τον ρωτήσει αν γινόταν να πάρει πόδι ο τύπος. Τα ταξί περνούσαν το ένα μετά το άλλο γεμάτα, αλλά τον Βανς δεν τον πείραζε. Του άρεσε να παρατηρεί τα πρόσωπα που διέσχι-

ζαν αυτό τον πιο αριστοκρατικό δρόμο της πόλης με τα σκονισμένα του κτίρια στο χρώμα της άμμου, τις καταστόλιστες τέντες και τους πορτιέρηδες με τη φανταχτερή αμφίεση. Το χρήμα φαινόταν παντού, το μύριζες, το άκουγες. Χάνοντας ξαφνικά την υπομονή του, ο βανς πήγε με μεγάλες δρασκελιές στη γωνία και βρήκε ένα ταξί, μια κι εκεί δεν είχε πολλή κίνηση. Ο φουσκωτός έκλεισε την πόρτα πίσω τους και ο ταξιτζής γκάζωσε τη μηχανή. Το αυτοκίνητο προσπέρασε, αναπηδο>ντας, δυο αυτοκίνητα κι έπειτα σταμάτησε απότομα καθώς ο ταξιτζής πάτησε με δύναμη το φρένο. «"Χίλτον"», είπε ο Βανς στον οδηγό, που το είδε σαν αποστολή αυτοκτονίας. Οδηγούσε λίγο πολΰ σαν όλους τους Ιταλούς ταξιτζήδες, σαν τον δαιμονισμένο που πάει να τον ξορκίσουν. Φρένο, γκάζι. Το ταξί τινάχτηκε μπροστά, πρώτα στο ρείθρο, έπειτα ξανά στο δρόμο. Όταν έστριψαν αριστερά, η κυκλοφορία απλωνόταν σε μια λεωφόρο με τέσσερις λωρίδες και ο ταξιτζής οδηγούσε σαν κασκαντέρ. Το κεφάλι του Βανς πονούσε από την αντιπαράθεση με τη Σουζαν Στορμ. Ίσως να είχε δίκιο για τον τρόπο με τον οποίο είχε φερθεί στον Βέμπερ. Ίσως έπρεπε να είχε αφήσει το γέρο να μιλήσει από καθέδρας και να φλυαρήσει όσο ήθελε. Η Σουζαν τον είχε κάνει να νιώθει ένοχος κι αυτό δεν του άρεσε. Δεν είχε κάνει τίποτα για να νιώθει ένοχος. Ο Βέμπερ ήταν από τις λίγες κακίες που κρατούσε. Ο άνθρωπος δεν τον είχε πηδήξει τυχαία· είχε προσπαθήσει κακόβουλα και αποφασιστικά να εμποδίσει την καριέρα του Βανς. Ωστόσο, η αναποδιά στο εστιατόριο στριφογύριζε στο μυαλό του. Και το μάτι του κυκλώνα* ήταν η Σουζαν Στορμ. Την ήθελε την επιδοκιμασία της. Κούνησε το κεφάλι του σαν να 'θελε να διώξει αυ* Η φράση ισυ πρωτοτύπου είναι «eye of the storm» και εδώ ο συγγραφέας κά-

τή τη σκέψη. Δεν ήταν του στιλ του να ζητά την επιδοκιμασία των άλλων. Αν δεν ήταν τόσο χαμένος στις σκέψεις του, εντελώς εκτός πραγματικότητας, ίσως ο Βανς να είχε δει ότι ξαφνικά ο φουσκωτός είχε τεθεί σε επιφυλακή, κοιτάζοντας συνοφρυωμένος μπροστά τους ένα μποτιλιάρισμα. Ίσως ο Βανς να είχε δει τον άντρα να βάζει το χέρι του μέσα στο σακάκι και να ξεκουμπώνει τη δερμάτινη θήκη του Ούζι του. Υπήρξε μια αδιόρατη αλλαγή στη μορφή της κυκλοφορίας. Το πρόσεξε και ο οδηγός, αλλά αυτός δεν παραξενευόταν ποτέ με οτιδήποτε μπορούσε να προκαλέσει η κυκλοφορία στο Μιλάνο. Ο φουσκωτός τράβηξε κρυφά το όπλο του και το κράτησε κάτω από το στρίφωμα του σακακιού του, έτοιμο για παν ενδεχόμενο. Το παρμπρίζ εξαφανίστηκε μέσα σε πυροβολισμούς αυτόματων όπλων, ενώ οι σφαίρες ξέσκισαν το κάθισμα μπροστά στον Βανς. «Κάτω!» ήταν η μόνη διαταγή του σωματοφύλακα. Με το σε μέγεθος ταψιού χέρι του χτύπησε τον Βανς στην πλάτη και τον έριξε στο δάπεδο του μικροσκοπικού αυτοκινήτου. Κι άλλες σφαίρες ξέσκισαν το κάθισμα* ο Βανς άκουσε τον οδηγό να αγκομαχάει κι έπειτα το ταξί πήρε απότομη στροφή δεξιά και προσέκρουσε με τη μούρη πάνω σε κάτι πολύ σκληρό. Από παντού έρχονταν πυροβολισμοί. Θραύσματα γυαλιού στο μέγεθος ορυκτού αλατιού έφυγαν από το πίσω τζάμι κι εκτοξεύθηκαν στην πλάτη του Βανς καθώς πάσχιζε κάπως να κινηθεί στον περιορισμένο χώρο. Μόλις κατάφερε να δώσει τέτοια κλίση στο σώμα του ώστε να μπορεί να βλέπει, ο Βανς είδε τον φουσκωτό να ρίχνει έναν πυροβολισμό μέσα από αυτό που κάποτε ήταν παρμπρίζ. Στα διαστήματα γαλήνης που μεσολαβούσαν μεταξύ των πυροβολισμών, ο Βανς ά-

νει λογοπαίγνιο με ί ο επίθετο της Σούζαν Στορμ, αφού «storm» στα αγγλικά σημαίνει καταιγίδα, θύελλα, κατ' επέκτασιν κυκλώνας. (Σ.τ.Μ.)

κουγε τα φοβισμένα ουρλιαχτά των περαστικών και τις θυμωμένες κραυγές εκείνων που δεν το είχαν βάλει στα πόδια. Ο κόσμος ούρλιαζε να έρθει η αστυνομία. «Μείνε κάτω!» Ο τόνος του σωματοφύλακα δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις. Έκπληκτος ο Βανς παρακολουθούσε τον ογκώδη προστάτη του να πυροβολεί πρώτα προς τη μία κατεύθυνση κι έπειτα προς την άλλη, χαμηλώνοντας το σώμα του για να αποφεύγει τις σφαίρες που εκτοξεύονταν προς το μέρος του σαν να ήξερε εκ των προτέρων πότε και από πού ακριβώς θα έρχονταν. Έπειτα μια έκρηξη έκανε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου να σειστεί. Η άκρη του πορτμπαγκάζ ανασηκώθηκε κι έπειτα ξαναχαμήλωσε και χτύπησε με πάταγο πάνω στο πεζοδρόμιο, κόβοντας την ανάσα του Βανς και εξοργίζοντας, προφανώς, το σωματοφύλακά του. Ο φουσκωτός πυροβόλησε πάλι, αυτή τη φορά με λύσσα. Στροβιλιζόταν σαν δερβίσης και πυροβολούσε. Ξαφνικά πάγωσε, γουρλώνοντας με έκπληξη τα μάτια. Το Ούζι τού έφυγε από τα χέρια, γλίστρησε στο μπροστινό κάθισμα του ταξί κι έπεσε με κρότο στο δάπεδο. Ο σωματοφύλακας έφερε τα δάχτυλα στην πλάτη, ψάχνοντας να βρει την πληγή, τη στιγμή που άλλη μια σφαίρα καρφωνόταν στο στήθος του και τον εκτόξευε στο πίσω κάθισμα. Τα μάτια του, απολογητικά, συνάντησαν αυτά του Βανς, και προτού κλείσουν κατάφερε να ξεστομίσει μια λέξη: «Τρέξε». Τρέξε. Τρέξε, έτσι του είπε. Ένα εκατομμύριο φορές σε ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου ο Βανς είπε στο σώμα του να υπακούσει, αλλά εκείνο πεισματικά παρέμενε κουλουριασμένο από το φόβο σε εμβρυϊκή στάση. Άλλη μια ριπή άνοιξε τρύπες στους ώμους του φουσκωτού και τον γκρέμισε μπροστά. Ο Βανς κοιτούσε βουβός το ματωμένο σώμα του άντρα να γέρνει και έπειτα να πέφτει πάνω του. Του κόπηκε η ανάσα καθώς τον χτύπησε το βάρος του άλλου, κι έπειτα έμεινε κάτω, ακίνητος. Για μια στιγμή ο Βανς έμεινε ασάλευτος. Έπειτα, με τεράστια προ-

απάθεια, ίσιωσε το κορμί του, ανασηκώθηκε και έσπρωξε από πάνω του το άκαμπτο σώμα, ενώ συγχρόνως κουνούσε με το πόδι του το χερούλι της πίσω πόρτας. Άνοιξε την πόρτα με μια κλοτσιά και κυλίστηκε έξω από το ταξί, προχωρώντας στα τέσσερα σαν κάβουρας. Τον ακολούθησε μια σειρά σφαίρες πολυβόλου, σηκώνοντας μικροσκοπικούς πίδακες σκόνης. Ο Βανς ρίχτηκε μπροστά και κυλίστηκε στο έδαφος. Οι πίδακες τον ακολουθούσαν, τώρα όμως είχαν πυκνώσει. Πίσω του άκουσε κραυγές και κάπου στο βάθος το μονότονο σκούξιμο σειρήνων της αστυνομίας. Δεν υπάρχει περίπτωση να προλάβουν, σκέφτηκε απελπισμένος ο Βανς, πεσμένος μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο. Ήταν όπως όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με έναν οπλισμένο διαρρήκτη στο σπίτι σου και η αστυνομία σ' έχει βάλει στην αναμονή. Ασθμαίνοντας, ο Βανς τινάχτηκε όρθιος και τράβηξε προς την άκρη ενός στενού γύρω στα είκοσι μέτρα πιο πέρα. Λίγα μόλις εκατοστά μπροστά του, ένας πυροβολισμός από περίστροφο έσκασε πάνω στο τούβλο. Κάνα δυο εκπυρσοκροτήσεις αυτόματων όπλων έκαναν σκόνη ένα ακανόνιστο σχέδιο από τελείες στα τούβλα μπροστά του κι έπειτα ετοιμάστηκαν να το ξαναδοκιμάσουν. Λαχανιασμένος ξανάπεσε στα γόνατα καθώς οι σφαίρες θέριζαν το σημείο όπου πριν από λίγο ακουμπούσε το στήθος του. Δέκα μέτρα. Οι σφαίρες τον καταδίωκαν. Εντόπισε ένα σκουπιδοτενεκέ και τράβηξε κατά κει γυρεύοντας καταφύγιο, αλλά καθώς πλησίαζε τον είδε να χορεύει σαν παράλυτος από τους πυροβολισμούς. Διέσχισε τρέχοντας το δρομάκι, αποφεύγοντας κάτι απόνερα μπουγάδας που είχαν σχηματίσει ρυάκι, κι έπειτα το κατηφόρισε, πηγαίνοντας πάντα στη μέση. «Να τος», φώναξε ένας άντρας στα ιταλικά. Ο Βανς έκανε κατά τον τοίχο του στενού για να προστατευτεί, ενώ ένας πυροβολισμός αντήχησε στο σοκάκι. Ακολούθησαν κι άλλες φωνές. Σαν τρελός όρμησε κατά μήκος του στριφογυριστού σοκακιού, μια και το ελικοει-

δες πέρασμα τον έσωζε από τις διερευνητικές σφαίρες των κυνηγών του. Από φόβο μήπως οι διώκτες του επιχειρούσαν να τον κατευθύνουν προς την άλλη έξοδο του στενού, ο Βανς γλίστρησε και στραβοπάτησε, έτσι όπως έστριψε απότομα στον πρώτο παράδρομο που συνάντησε. Άκουγε πίσω του τα βήματα τους. Καθώς έτρεχε, το μυαλό του άρχισε σιγά σιγά να συνέρχεται από την παράλυση που το είχε καθηλώσει. Γίνε εφευρετικός, σκέφτηκε, ψυχρός και εφευρετικός. Έφτασε σε έναν κεντρικό δρόμο και εντόπισε μια κατακόκκινη πινακίδα του υπόγειου σιδηροδρόμου. Είχε ακόμα μποτιλιάρισμα. Βαριανασαίνοντας, άνοιξε δρόμο μέσα από ένα πυκνό πλήθος εργαζομένων που επέστρεφαν στα σπίτια τους φορτωμένοι με κάθε λογής πακέτα, χαρτοφύλακες και τσάντες. Ο θόρυβος από χιλιάδες φωνές που φλυαρούσαν γέμιζε τον αμυδρά φωτισμένο σταθμό με τη λιτή διακόσμηση. Αγόρασε εισιτήριο και πέρασε την περιστρεφόμενη θύρα κοιτάζοντας γύρω του μπας και δει κανένα ίχνος των διωκτών του. Έπειτα συνειδητοποίησε ότι δεν ωφελούσε: δεν είχε καταφέρει να δει ποτέ καλά κανέναν τους. Η σκέψη αυτή επέτεινε την παράνοια που τον είχε καταλάβει. Ποιος προσπαθούσε να τον σκοτώσει; Μήπως εκείνη η γριά στον πάγκο, που είχε στο μάγουλο μια κρεατοελιά στο σχήμα και στο χρώμα σταφίδας; Μήπως ο επιχειρηματίας που μελετούσε το ημερήσιο φύλλο της Wall Street Journal; Κούνησε το κεφάλι του, προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό του. Όχι, αποκλείεται να ήταν αυτοί. Σοβαρέψου, σκέφτηκε. Ψάξε για κάποιον που βιάζεται. Ψάξε για κάποιον που δείχνει σαν κι εσένα. Τσως να τους είχε ξεφύγει. Ίσως να τον είχαν χάσει από τα μάτια τους προτού κατέβει στον υπόγειο. Ένιωθε πιο ασφαλής εδώ, σκέφτηκε, υπήρχε πάρα πολύς κόσμος γύρω του. Κοίταξε μ' ευγνωμοσύνη δυο αστυνομικούς που στέκονταν αμέριμνα ακουμπισμένοι σε ένα κάγκελο και κουβέντιαζαν. Έπειτα, ξαφνικά, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους ζητήσει βοήθεια. Θα τον ξαναπήγαιναν στο τμήμα, και αργά ή γρήγορα θα

έπρεπε να αντιμετωπίσει τον ίδιο ντετέκτιβ που ήταν τόσο επιθετικός το πρωί, τον ντετέκτιβ που είχε υπαινιχθεί ότι η βίαιη αντιπαράθεση στην οποία είχε εμπλακεί ο Βανς πρέπει να είχε σχέση με κάποια τρομοκρατική οργάνωση ή τη Μαφία. Έπειτα θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις για τον νεκρό και θα τον ρωτούσαν περισσότερα απ' όσα μπορούσε να απαντήσει. Του ήρθε μια σκέψη που του έφερε ναυτία: Ίσως και να τον έκλειναν μέσα ως ύποπτο. Γυρνώντας την πλάτη στους αστυνομικούς, ξεμάκρυνε περνώντας με ελιγμούς μέσα από το πλήθος για να φτάσει στην αποβάθρα. Δεν τον ένοιαζε ποιο τρένο θα έπαιρνε και προς ποια κατεύθυνση. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι αυτή τη στιγμή ήθελε να βρεθεί όσο πιο μακριά γινόταν από όσους τον κυνηγούσαν εκεί έξω. «Έι! Πρόσεχε!» Ο Βανς άκουσε πίσω του θυμωμένες φωνές. Γυρνώντας, είδε έναν καλοντυμένο άντρα καμιά τριανταριά μέτρα πιο πίσω να ανοίγει δρόμο μέσα από το πλήθος, ώρα αιχμής καθώς ήταν, σπρώχνοντας με τους αγκώνες του. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Θύτης και θύμα βρίσκονταν αντιμέτωποι, και ο Βανς δεν είχε καμιά αμφιβολία τι από τα δύο ήταν ο ίδιος. Ο άντρας μόλις περνούσε την περιστρεφόμενη θύρα, αλλά είχε παραλείψει να αγοράσει εισιτήριο. Ένας υπάλληλος του υπόγειου σιδηροδρόμου τού το ζήτησε. Ο Βανς επωφελήθηκε από την καθυστέρηση για να προχωρήσει προς την άκρη της αποβάθρας. Από εκεί ήρθε ένα δροσερό κύμα αέρα, αρχικά αδύναμο, αλλά σταδιακά δυνατότερο. Ερχόταν τρένο. Ο Βανς στάθηκε στη σειρά επιβατών ανάμεσα σ' αυτόν και στην άκρη της αποβάθρας στεκόταν μόνο μια γυναίκα με φαρδιά περιφέρεια, που φορούσε βαμβακερό εμπριμέ φόρεμα. Κοίταξε πίσω του. Ο άντρας είχε αγοράσει εισιτήριο και είχε μειο>σει την απόσταση στα είκοσι μέτρα. Κοιτάχτηκαν έντονα πάνω από τα κεφάλια του πλήθους. Ο διώκτης του πρέπει να ήταν γύρω στους δυόμισι πόντους ψηλότερος από τον Βανς 1,82, 1,83 ίσως.

Το μακρινό υπόκωφο βουητό της βαριάς μηχανής έφτασε στ' αφτιά του αδύναμα, κι έπειτα δυνατότερα. Το αεράκι, συμπαρασύροντας χώμα, βενζίνη, το όζον των ηλεκτρικών σπινθήρων και κόκκους σκόνης από αποτσίγαρα και σκουπιδάκια που άφηναν πίσω τους οι άνθρωποι, δυνάμωνε τώρα και σφύριζε με τη δική του φωνή. Ο άντρας ήταν δέκα μέτρα μακριά. Τώρα ο Βανς μπορούσε να δει καθαρά το πρόσωπο του: μεσήλικας, σαρανταπεντάρης ίσως, ασημένια μαλλιά και γυαλιά με χρυσό συρμάτινο σκελετό. Το πρόσωπο του ήταν μακρύ και η έκφρασή του θύμιζε λαγωνικό. Την εντύπωση αυτή μεγέθυναν οι βαθιές ρυτίδες που διέτρεχαν κάθετα τα μάγουλά του, από τα ζυγωματικά ως την άκρη του μυτερού του πιγουνιού. Υπήρχε έχθρα στα σκούρα, φλογισμένα μάτια. Ακούστηκε ο στριγκός ήχος που κάνει το γυμνό μέταλλο όταν έρχεται σε επαφή με άλλο γυμνό μέταλλο, και ο συρμός φρέναρε απαλά και σταμάτησε. Με το που άνοιξαν οι πόρτες, το πλήθος όρμησε μπροστά. Παρά τις διαμαρτυρίες της μπροστινής του, ο Βανς χώθηκε μες στο πλήθος και μπήκε σαν σφήνα στην ουρά για το ασπροκόκκινο βαγόνι. Πίσω του το πλήθος διαμαρτυρόταν θυμωμένα καθώς ο άντρας με τη φάτσα λαγωνικού άνοιγε δρόμο σπρώχνοντας. Με την πλάτη στραμμένη στο βαγόνι, ο Βανς προχωρούσε λοξά μέσα από το πλήθος για να μπει μέσα, μικραίνοντας την απόσταση από την πόρτα σε σχέση με το διώκτη του. Την ώρα που άνοιγαν οι πόρτες του τρένου για να ξεράσουν τους επιβάτες του πρέπει να τους χώριζαν γύρω στα δεκαπέντε μέτρα. Ένας ορμητικός ανθρώπινος χείμαρρος έκοψε τη φόρα του άντρα καθώς ο Βανς συνέχισε να διαφεύγει, προχωρώντας κατά μήκος του βαγονιού μέχρι που μπλοκαρίστηκε κι αυτός στην επόμενη πόρτα. Όταν όμως έφτασε ο Βανς στην πόρτα, η πλημμύρα των εξερχόμενων επιβατών υποχώρησε κι έπειτα πήρε αντίθετη φορά, καθώς οι άδειες θέσεις γέμιζαν με κόσμο από την αποβάθρα. Την παλίρροια όμως εκμεταλλεύτηκε κι ο διώκτης του. Χώθηκε στο παλιρ-

ροίκό κΰμα και είχε σχεδόν φτάσει στην πόρτα της άλλης άκρης του ίδιου βαγονιοΰ, όταν ο Βανς τον έχασε από τα μάτια του. Σε έξαλλη κατάσταση, έψαξε για τον άντρα που τον κυνηγοΰσε. Τότε τον είδε. Ο οπλοφόρος είχε καταφέρει να μπει στο βαγόνι μαζί με το τελευταίο κΰμα των στριμωγμένων σωμάτων που ανυπομονούσαν να πάνε σπίτια τους. Οι πόρτες έκλεισαν μια φορά κι έπειτα ξανάνοιξαν απότομα αφοΰ κάπου πρέπει να είχαν πιάσει κάποιον αγκώνα ή κάποιο χαρτοφύλακα. Παίρνοντας φόρα, ο Βανς έσκυψε σαν ποδοσφαιριστής έτοιμος για επίθεση και ρίχτηκε πάνω στην πόρτα, ακριβώς την ώρα που έκλεινε. Γλίστρησε ανάμεσα σε δυο ανθρώπους κι έπειτα βούτηξε έναν κοσιουμαρισμένο κΰριο που στεκόταν μπροστά στην πόρτα. Ο Βανς και ο κύριος κατρακύλησαν έξω από το βαγόνι και έπεσαν πάνω στο έκπληκτο πλήθος που στεκόταν στην άκρη της αποβάθρας. Ο Βανς ψέλλισε ζητώντας συγνοψη και πάσχισε να σηκωθεί όρθιος. θ α θυμόταν πάντα τη διαβολική λΰσσα που φλόγιζε το βλέμμα του διώκτη του καθώς τον κοιτούσε πίσω από το τζάμι του παραθύρου την ώρα που το τρένο έφευγε από το σταθμό.

Μισή ώρα μετά την αναχώρηση της Σοΰζαν Στορμ από του Ζιλ, ο Βανς Έρικσον βγήκε με μεγάλες δρασκελιές από το εστιατόριο και κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς το δρόμο. Ο Κίμπαλ δεν περίμενε αυτή την ξαφνική αναχώρηση, και μάλιστα με τα πόδια. Βιαστικά, άφησε την Τζάγκουαρ παρκαρισμένη και πήρε στο κατόπι τον Έρικσον. Το εξασκημένο μάτι του Κίμπαλ δε χρειάστηκε πολλή ώρα να καταλάβει ότι δεν ήταν ο μόνος που ακολουθούσε τον Έρικσον. Μπροστά του, δυο άντρες, που είχαν πιάσει από ένα πεζοδρόμιο ο καθένας, παρακολουθούσαν δήθεν αδιάφορα αλλά προσεκτικά τον Αμερικανό την ώρα που ανέβαινε τη λεωφόρο ψάχνοντας για ταξί. Ο

Κίμπαλ τους πρόλαβε, παίρνοντας το επόμενο ελεύθερο ταξί μετά τον Έρικσον. Όταν όμως τους είδε από κοντά, πρόσεξε ότι κουβαλούσαν πάνω τους ασύρματους κι είχαν στα αφτιά μικρά ακουστικά στο χρώμα του δέρματος, ενώ τα σακάκια τους φούσκωναν από κάτι που μόνο χοντρό πορτοφόλι δεν ήταν. Σίγουρα επικοινωνούσαν με κάποιον που είχε σκοπό να διακόψει την πορεία του ταξί και των επιβατών του. Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ για να αποδειχτεί ότι δεν είχε άδικο. Την ώρα που το ταξί του Έρικσον πλησίαζε στην οδό Μόντε Ρόζα, εμφανίστηκε στο πεζοδρόμιο μια τριάδα, που κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι αδέλφια των άλλων μπράβων, και άνοιξαν πυρ εναντίον του ταξί που μετέφερε τον Έρικσον και το σωματοφύλακά του. Γρήγορα ο Κίμπαλ είπε στον οδηγό να τον αφήσει να κατέβει, κι έπειτα κατευθύνθηκε προς το σημείο της συμπλοκής τρέχοντας μουδιασμένα. Έδινε στόχο μόνο και μόνο επειδή έτρεχε αντίθετα με το κύμα των πανικόβλητο>ν περαστικών. Την ώρα που έφτασε στη σκηνή του δράματος -του 'χε πάρει σκάρτο μισό λεπτό- οι οπλοφόροι είχαν σκοτώσει τον ταξιτζή και το σωματοφύλακα και πλησίαζαν προσεκτικά το στραπατσαρισμένο και γεμάτο σφαίρες ταξί που είχε σφηνωθεί στη μια πλευρά ενός τραμ του Μιλάνου. Πρέπει να βρίσκονταν σε απόγνωση, σκέφτηκε ο Κίμπαλ καθώς τους πλησίαζε, επιβραδύνοντας λιγάκι το βήμα για να τραβήξει όσο το δυνατόν λιγότερο την προσοχή τους. Κανείς δε θα τολμούσε να επιτεθεί τόσο φανερά, με τόσους μάρτυρες ολόγυρα, αν δεν ήταν φοβισμένος. Οι Αδελφοί δε θα ενεργούσαν μ' αυτό τον τρόπο. Ένα σώμα κατρακύλησε έξω από το ταξί και, πεσμένο στα τέσσερα, κατευθύνθηκε σε ένα σοκάκι στην άλλη πλευρά του δρόμου. Με μια απαλή σαν μετάξι κίνηση, ο Κίμπαλ έβγαλε το τριανταοχτάρι Βάλτερ ΡΡΚ από τη χειροποίητη θήκη που φορούσε κάτω από την αριστερή του μασχάλη και κράτησε το όπλο ακίνητο στο πλευρό του, έτσι που το κατάμαυρο γυαλιστερό του φινίρισμα να γί-

νει ένα με το κοστούμι του. Έτρεξε γρήγορα προς την κολόνα μιας εισόδου απέναντι από τους οπλοφόρους και χώθηκε ανάμεσα σ' αυτή και σ' έναν ογκώδη σκουπιδοτενεκέ. Καθώς οι οπλοφόροι έστρεψαν την προσοχή τους από το ταξί στη φιγούρα που είχε τραπεί σε φυγή, σήκωσε το όπλο του. Εσένα, Βανς Έρικσον, εσένα θα ήθελα, σκέφτηκε. Αλλά το ίδιο γρήγορα άλλαξε στόχο και έριξε δυο θανάσιμους πυροβολισμούς στον κρόταφο του πρώτου οπλοφόρου την ώρα που σημάδευε με το αυτόματο πιστόλι του τον Έρικσον. Οι πυροβολισμοί άνοιξαν δυο κόκκινες τρυπούλες στο κεφάλι του άντρα. Οι σύντροφοι' του όμως ούτε που πρόσεξαν πως έπεσε κάτω, αφού έτρεχαν ήδη πίσω από τον Έρικσον και τον κυνηγούσαν. Σαν είδε τον Έρικσον να εξαφανίζεται, ο Κίμπαλ ξανάβαλε το Βάλτερ στη θήκη του. Τώρα δε θα τον πιάσουν, σκέφτηκε με κάποια απογοήτευση.

10

Τρίτη 8 Ανγονοτον Χ α ΠΡΑΣΙΝΑ ΝΕΡΑ της λίμνης Κόμο πάφλαζαν απαλά οτα πέτρινα θεμέλια του παλιού μοναστηρίου των Εκλεκτών Αδελφοον του Αγίου Πέτρου. Οι αγρότες που όργωναν το στενό φιδωτό δρόμο κατά μήκος του ανατολικού ορίου της ογκώδους έπαυλης την αποκαλούσαν απλώς «ίΐ Monastero», και το έλεγαν ψιθυριστά, μέχρι και το σκέφτονταν κρυφά, γιατί κανείς απ' όσους ζούσαν στην περιοχή της υπαίθρου δεν είχε περάσει ποτέ τους μυστηριώδεις τοίχους της. Οι μοναχοί σπάνια επιχειρούσαν να πάνε στο χωριό, κάπου ογδόντα χιλιόμετρα βόρεια, και, τις φορές που το έκαναν, δε μιλούσαν παρά μόνο για το σκοπό της επίσκεψης τους: «Αίγα καρφιά, κύριε, πέντε κιλά, παρακαλο)», ή «Ένα φορτίο πετρελαίου θέρμανσης... θα στείλουμε δικό μας όχημα να το παραλάβει». Από γενιά σε γενιά, οι ιστορίες γύρω από το μοναστήρι πολλαπλασιάζονταν, καθώς τις συντηρούσε η μυστικότητα που το περιέβαλλε: Οι μοναχοί ήταν, λέει, ιερείς που είχαν εκδιωχθεί από τον πάπα ως αιρετικοί- είχαν υποστεί βασανιστήρια στην έπαυλη από δήμιους του Βατικανού επειδή αρνούνταν να μετανοήσουν το μοναστήρι ήταν το μέρος όπου αποθήκευε ο πάπας χρυσό και κοσμήματα, και τα τεράστια κελάρια του ήταν γεμάτα με τις βάρκες που τις έδεναν εκεί και τις χρησιμοποιούσαν για να κάνουν τις δουλειές τους νύχτα. Οι ντόπιες λαϊκές παραδόσεις είχαν γεμίσει τη δεντρόφυτη έ-

παυλη των δυο χιλιάδων στρεμμάτων με λυκάνθρωπους, βρικόλακες και κάθε λογής αποκρουστικές ερπετόμορφες μεταμορφώσεις που μπορεί να πάρει ο Αντίχριστος στους εφιάλτες των ανθρώπων. Ο αδελφός Γρηγόριος δεν έφερνε καμία αντίρρηση ο αυτούς τους θρύλους. Χάρη σ αυτούς, οι κάτοικοι της γύρω από το μοναστήρι περιοχής τον σέβονταν και του μιλούσαν με δέος. Εκτός αυτού, οι φήμες τού άρεσαν επειδή είχαν και μία δόση αλήθειας, παρόλο που ο κόσμος τις μεγαλοποιούσε. Ο κυριότερος λόγος, ωστόσο, που άρεσαν οι φήμες στον αδελφό Γρηγόριο, ηγούμενο του μοναστηριού και το υψηλότερα ιστάμενο μέλος των Εκλεκτών Αδελφών του Αγίου Πέτρου, ήταν ότι ο φόβος που ενέπνεαν κρατούσε μακριά αδιάκριτα βλέμματα και περίεργους νεαρούς. Και μάλιστα ακόμα πιο αποτελεσματικά από τις υπερσύγχρονες ανιχνευτικές συσκευές και τα κοφτερά σαν ξυράφι συρματοπλέγματα με τα οποία ήταν θωρακισμένοι οι χιλιετείς πέτρινοι τοίχοι του, που έφταναν τα έξι μέτρα. Γύρω στα εννιά μέτρα πάνω από τη στάθμη της λίμνης, ο αδελφός Γρηγόριος ακουμπούσε σκεφτικός στο πέτρινο κιγκλίδωμα της σκεπαστής βεράντας που προεξείχε πάνω από το νερό και ανήκε στο κεντρικό κτίριο της έπαυλης. Ίσιωσε τα μαύρα του ράσα κάτω από το σώμα του για να καθίσει πιο άνετα, καθώς στράφηκε να αγναντέψει τη λίμνη που απλωνόταν κάτω. Υπό κανονικές συνθήκες ένιωθε ασφάλεια σ' αυτό το μέρος. Τα γεγονότα των τελευταίων έξι βδομάδων όμως τον είχαν ταράξει. Στην πραγματικότητα, η ατυχής τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα τις τελευταίες εβδομήντα δύο ώρες τού έκαιγε ακόμα περισσότερο τα σωθικά. Ήταν σφάλμα του, λάθος του. Ήταν ανοησία του να πιστέψει ότι μπορούσαν να φέρουν εκεί τον Βανς Έρικσον. Όμως λαχταρούσε την πείρα του νεότερου άντρα, τον τεράστιο θησαυρό πληροφοριών που διέθετε για τον έξοχο Λεονάρντο. Έσπρωξε το χοντρό μαύρο σκελετό των γυαλιών του ψηλότερα στη μύτη

του και σκέφτηκε άπληστα τις χιλιάδες σελίδες κωδίκων του Λεονάρντο που ξαπόσταιναν στα σπλάχνα των τεράστιων αρχείων του μοναστηρίου, κώδικες στους οποίους μόνο εκείνος είχε πρόσβαση. Έριξε πίσω την κουκούλα του και πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα κατσαρά, κοντοκουρεμένα ψαρά μαλλιά του. Ο Έρικσον μπορούσε να ξεκλειδώσει τα μυστικά που έκρυβαν αυτά τα αιώνες κλειδωμένα μυστήρια της ιδιοφυΐας του Λεονάρντο. Τα μυστικά τους είχαν μείνει σφραγισμένα από τα μέσα του 1500, την εποχή που τα είχε μεταφέρει στους Εκλεκτούς Αδελφούς ο Αντόνιο ντε Μπεάτις. Ω, πόσο είχε μοχθήσει ο γραμματέας του καρδινάλιου για να αποκτήσει όλα τα έργα της ιδιοφυΐας αυτής! Η έξυπνη κίνηση που έκανε, να επισκεφτεί τον ετοιμοθάνατο Λεονάρντο, είχε σχεδόν πετύχει· απέκτησε πολλά έργα τότε. Όμως ο Μέλτσι, ο φίλος του Λεονάρντο, εμπόδισε σθεναρά τη μεταφορά όλων τους, ακόμα κι όταν είχε εμφανιστεί ο Ντε Μπεάτις με παπική διαταγή κατάσχεσης. Ήταν δυνατόν να γνωρίζει ο Μέλτσι τη σχέση του γραμματέα με τους Εκλεκτούς Αδελφούς; Μήπως είχε αρνηθεί στα ίσια την παπική διακήρυξη επειδή ήξερε ότι δεν προερχόταν από τον πάπα αλλά από μια επίλεκτη ομάδα υπασπιστών του που ήταν πιστοί στους Εκλεκτούς Αδελφούς του Αγίου Πέτρου και όχι στον ίδιο; Ο αδελφός Γρηγόριος θύμωσε σαν έφερε στο νου του αυτό τον Αντίχριστο και όλη τη σειρά των Αντίχριστων που κατοικούσαν στο Βατικανό. Σηκώθηκε πάνω απότομα, όρθωσε το 1,65 ανάστημά του και τράβηξε για το μονοπάτι που οδηγούσε στους επίσημους κήπους. Οι Εκλεκτοί Αδελφοί θα χρειάζονταν όλες τις εφευρέσεις του Λεονάρντο -ιδιαίτερα τα όπλα του- αν επρόκειτο να ανατρέψουν τον πρίγκιπα του σκότους που είχε μεταμφιεστεί σε πονιίφικα. Τώρα τις είχαν σχεδόν όλες στην κατοχή τους. Στο διάβα των αιώνων είχαν κλέψει και σκοτώσει για τα σημειωματάρια του Λεονάρντο που τους ήταν απαραίτητα, χρησιμοποιώντας ως κατάλογο το ημερολό-

γιο του Ντε Μπεάτις. Τα γραπτά και οι εφευρέσεις του Λεονάρντο που υπήρχαν τώρα σε μουσεία ή στα χέρια ιδιωτών, όπως στην περίπτωση του πετρελαιά Κίνγκσμπερι, δεν περιείχαν τίποτα σημαντικό γι' αυτους. Τούτα τα δημοσιοποιημένα γραπτά περιείχαν κατά κΰριο λόγο το καλοκάγαθο και αβλαβές, το εκκεντρικό και εσωτερικό. Το μόνο σημαντικό έγγραφο που είχε πέσει στα χέρια ιδιώτη ήταν τα σχέδια που είχε φτιάξει ο Λεονάρντο για το κανόνι· είχαν κάνει πλούσιο τον Άλφρεντ Κρουπ. Ακόμα κι αυτό ωστόσο -τώρα ο αδελφός Γρηγόριος ρέμβαζε καθώς βάδιζε στο στρωμένο με χαλίκια σε μέγεθος μπιζελιοΰ δρόμο-, ακόμα κι αυτό το όπλο ωχριούσε σε σχέση μ' εκείνα που βρίσκονταν κλειδωμένα στα αρχεία του μοναστηρίου. Αλλά κι αυτά ήταν λιγότερο σημαντικά συγκριτικά με τα μυστικά που θα αποκαλύπτονταν από την επερχόμενη συναλλαγή. Η συναλλαγή θα ένωνε ξανά χαμένες σελίδες των σημειώσεων του Λεονάρντο, που είχε κλέψει πριν από διακόσια χρόνια ένας προδότης που κινούνταν στους κόλπους των Εκλεκτών Αδελφών και τις είχε δώσει στο Βατικανό. Μαζί, οι χαμένες αυτές σελίδες αποτελούσαν τα πλήρη σχέδια και σημειώσεις πάνω στο ισχυρότερο όπλο που εφηύρε ποτέ ο Λεονάρντο - για την ακρίβεια, ο άνθρωπος ανά τους αιώνες. Οι Αδελφοί είχαν φερθεί στον προδότη με τόσο φρικτό τρόπο, που έμεινε ζωηρά χαραγμένος στις μνήμες των τροφίμων του μοναστηρίου ως σήμερα: έκοψαν κομματάκια σάρκας από το σώμα του άντρα, έπειτα τα έψησαν και ανάγκασαν τον άτυχο άνθρωπο να τα φάει, μέχρι που τελικά πέθανε. Αυτό το βασανιστήριο το είχε επινοήσει το Βατικανό, το είχε χρησιμοποιήσει κατά την Ιερά Εξέταση και, ως εκ τοΰτου, άρμοζε στο όργανο του πάπα να πεθάνει με έναν τρόπο που είχαν καθιερώσει οι προκάτοχοι του. Αυτή η φρικαλεότητα που κρεμόταν πάνω από το τάγμα χρησίμευε για να αποτρέπει οποιονδήποτε σκεφτόταν να αποσκιρτήσει από τους Εκλεκτούς Αδελφούς και να δηλώσει πίστη στη Ρώμη. Γι'

αυτό και η παλιά εκείνη τιμωρία είχε γίνει έκτοτε υπόδειγμα τιμωρίας για τους προδότες. Ο Γρηγόριος σταμάτησε τον περίπατο του και έσκυψε να βγάλει ένα πετραδάκι που είχε σφηνωθεί στο σανδάλι του. Τα φρύδια του αυλάκωσε μια ρυτίδα. Υπήρχε και τώρα προδότης ανάμεσά τους, το ήξερε. Δε θα ήταν εύκολο να τον βρει. Το Βατικανό είχε υιοθετήσει πιο εκλεπτυσμένες και πονηρές μεθόδους δράσης κατά τη διάρκεια του μακροχρόνιου πολέμου εναντίον των Εκλεκτών Αδελφών, ενός πολέμου που χρονολογούνταν από τον 8ο αιώνα. Η Εκκλησία εκείνη την εποχή είχε γίνει δυσκίνητη και είχε χάσει τον προσανατολισμό της, αντικαθιστώντας τις άγιες εικόνες και τα θρησκευτικά αντικείμενα με την αληθινή πίστη. Οι Αδελφοί είχαν αποτελέσει την αιχμή της εκστρατείας των εικονομάχων - και είχαν χάσει. Εξαιτίας των προσπαθειών τους, αφορίστηκαν το 1378, μετά το Μεγάλο Σχίσμα, και τότε, με την οικονομική υποστήριξη ισχυρών πολιτικών εχθρών της Εκκλησίας, μετέβησαν στο Κόμο, στους λόφους που υψώνονται στους πρόποδες των ιταλικών Άλπεων, και εγκαταστάθηκαν σε αυτή την έπαυλη. Έπρεπε να πολεμήσουν με το σώμα και το πνεύμα. Μόνο το βραχώδες ορεινό έδαφος και η ασφάλεια του νεροΰ της λίμνης έσωσαν τους Αδελφούς από τις λεηλασίες των σατανικών βαρβάρων του Βατικανού. Όμως ο Σατανάς αυτοπροσώπως, ο πάπας, δεν είχε καταφέρει να τους εξολοθρεύσει. Είχαν έμπιστους κατασκόπους στις Αυλές όλων των μεγάλων βασιλείων, ακόμα και στην ίδια την οικία του πάπα. Οι Αδελφοί είχαν χρόνια πριν ανατρέψει τον Σίλβεστρο Γ' και είχαν ενθρονίσει τον πάπα Γρηγόριο ΣΤ', τον προστάτη τους. Ήταν σχεδόν ο τέλειος πάπας, αλλά δεν τήρησε τις υποσχέσεις που είχε δώσει στους Αδελφούς. Ενθρονίστηκε στη Ρώμη με την υποστήριξη των Αδελφών κι έπειτα στράφηκε εναντίον τους. Γι' αυτό κι εκείνοι συμμάχησαν με τον Ερρίκο Γ' και τον ανέτρεψαν, αλλά τους έτυχε ο Κλήμης Β'.

Και πάει λέγοντας, συλλογίστηκε πικρά ο Γρηγόριος, ξαναρχίζοντας να περπατά. Οι πάπες να στηρίζονται στις πλάτες των Αδελφών κι αργότερα να προσπαθούν να τους καταστρέψουν γιατί είχαν πάρα πολύ μεγάλη δύναμη. Αλήθεια ήταν, παραδέχτηκε, καθώς πλησίαζε στον ξενώνα· είχαν τη δύναμη να φτιάχνουν πάπες και να τους διαλύουν. Ποτέ όμως δεν μπόρεσαν να κρατηθούν στην εξουσία όσο καιρό χρειαζόταν για να αλλάξουν την πορεία της Εκκλησίας, να την ξαναφέρουν στον πραγματικό της δρόμο. Αυτό, σκέφτηκε μ' ένα αμυδρό χαμόγελο, θα άλλαζε μετά τη συναλλαγή. Θα υποβίβαζε το Σχίσμα σε μια ασήμαντη υποσημείωση στην ιστορία της Εκκλησίας. Σαν έφτασε στη βάση των πέτρινων σκαλιών που οδηγούσαν στον ξενώνα, ο Γρηγόριος στράφηκε να αντικρίσει το λαμπερό ανέφελο ουρανό πάνω από τη λίμνη και να παρατηρήσει το παιχνίδι που είχε στήσει το ηλιόφως και οι σκιές κατά μήκος των απόκρημνων, ανάγλυφων από τους παγετώνες πλαγιών. Σύντομα μέρες σαν κι αυτή θα ήταν σπάνιες. Το καλοκαίρι έδινε τη θέση του στο φθινόπωρο και η λίμνη θα γινόταν πιο μουντή και πιο ομιχλώδης. Μόλις τακτοποιούσε το θέμα του Βανς Έρικσον, δε θα υπήρχαν σύννεφα στη ζωή του, ούτε εχθρός που θα μπορούσε να του αντισταθεί. Όχι, κύριε Έρικσον, σκέφτηκε, ψάχνοντας για τα κλειδιά που άνοιγαν την κλειδωμένη σιδερένια πύλη του ξενώνα, έκανα λάθος μαζί σου. Δεν έπρεπε να προσπαθήσω να σε φέρω εδώ. Έπρεπε να σε είχα σκοτώσει επιτόπου. Σε υποτίμησα τότε, και οι αδελφοί μου σε υποτίμησαν χτες. Όμως θα σε περιποιηθώ. Θα δεις. Δεν μπορείς να μου ξεφεύγεις για πάντα. Βρήκε το σωστό κλειδί και το έβαλε στην καινούρια, γυαλιστερή μπρούντζινη κλειδαριά που είχε τοποθετηθεί στο αρχικό μαύρο σιδερένιο έλασμα. Μόλις βρέθηκε πίσω από την ογκώδη ξύλινη πόρτα, στάθηκε ήσυχα στην είσοδο και αφουγκράστηκε. Πάνω ακουγόταν ο ήχος πληκτρολογίου.

«Καθηγητά Τόζι», φώναξε ο Γρηγόριος. Το πληκτρολόγιο σταμάτησε. «Μπορώ να σας ενοχλήσω ένα λεπτό;»

Ο Βανς ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο δροσερό τζάμι του παραθύρου του βαγονιοΰ της πρώτης θέσης, καθώς το τρένο σκαρφάλωνε από τον υγρό κάμπο που αγκάλιαζε το Μιλάνο στο ψυχρότερο κλίμα των λόφων που υψώνονταν στους πρόποδες των Άλπεων. Το Κόμο ήταν μαγεία αυτή την εποχή, αγαπημένος προορισμός των ταλαιπωρημένων από τον καύσωνα Λομβαρδών. Έκλεισε τα μάτια καθώς το βαγόνι χώθηκε στο σκοτάδι ενός από τα δεκάδες τούνελ της ωριαίας διαδρομής από το Μιλάνο στο Κόμο. Θα ήταν πραγματική απόλαυση αν έκανε ταξίδι αναψυχής. Κι ωστόσο, να τον τώρα να τρέχει σαν φυγάς για να γλιτώσει από ουτε που ήξερε από ποιον. Κάποιος είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει χτες, και παραλίγο να τα είχε καταφέρει. Αν δεν είχε ενεργήσει με τέτοιο επαγγελματισμό ο σωματοφΰλακάς του, θα ήταν κι ο ίδιος -σαν τον φουσκωτό- νεκρός. Ως ο τελευταίος επιζών που είχε διαβάσει το ημερολόγιο του Ντε Μπεάτις, ο Βανς Έρικσον ήταν σταμπαρισμένος. Άνοιξε τα μάτια καθώς το τρένο ξεχύθηκε άλλη μια φορά στο φως του ήλιου. Πλούσιο πράσινο φύλλωμα περνούσε ορμητικά έξω από το παράθυρο και θάμπωνε από την ταχύτητα. Αν το τρένο έφτανε εγκαίρως, σε δεκαπέντε λεπτά θα ήταν στο Κόμο, στις 3:45. Το ταξίδι από το Μιλάνο διαρκούσε μόνο μια ώρα, αλλά του Βανς του φαινόταν σαν να ήταν συνεχώς μέσα σ' ένα τρένο από την προηγουμένη. Επειδή δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να επιστρέψει στο ξενοδοχείο του, είχε πάρει τον υπόγειο για τον κεντρικό σταθμό του Μιλάνου, όπου είχε αγοράσει ένα εισιτήριο με το πρώτο τρένο που αναχωρούσε. Τον είχε πάει στη Ρώμη. Εκεί αγόρασε ένα εισιτήριο για την Ιμπέρια, στις ακτές της Λιγυρίας. Από κει ταξίδεψε στη Γέ-

νόβα και πάλι πίσω στο Μιλάνο, ενώ κοιμόταν διακεκομμένα στο τρένο και άλλαζε συχνά βαγόνια για να βλέπει μήπως τον παρακολουθούσε κανείς. Ήταν δυσκολότερο να χτυπήσουν κινούμενο στόχο, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. Μέχρι να κουραστεί σε τέτοιο σημείο ο στόχος από τις μετακινήσεις, ώστε ν' αρχίσει να κάνει λάθη. Σε μια στάση στη Γένοβα, ο Βανς έκανε τέσσερα τηλεφωνήματα. Πρώτα άφησε ειδοποίηση στην αστυνομία του Μιλάνου ότι είχε αποφασίσει να βγει από την πόλη και να δει την ύπαιθρο* έπειτα τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο του για να τους πληροφορήσει ότι θα κρατούσε το δο>μάτιο παραπάνω από το προβλεπόμενο και να τους παρακαλέσει να του το καθαρίζουν καθημερινά. Το τρίτο τηλεφώνημα είχε μεγαλύτερη διάρκεια. Ήταν στον Χάρισον Κίνγκσμπερι. Η γραμματέας του πετρελαιά είπε στον Βανς ότι ο Κίνγκσμπερι βρισκόταν εκτός πόλης σε ένα ακόμα μακρινό ταξίδι, που θα κατέληγε στο Τορίνο της Ιταλίας σε δύο βδομάδες, ώστε να μπορέσει να υπογράψει τα συμβόλαια με κάποια ιταλικά διυλιστήρια που είχε αγοράσει η ΚονΠας. Ήθελε να του αφήσει κάποιο μήνυμα; τον ρώτησε η γραμματέας. Απογοητευμένος, ο Βανς είπε όχι, θα ξανακαλούσε. Το τέταρτο τηλεφώνημα ήταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της Σούζαν Στορμ. Δεν ήταν εκεί. Άφησε ένα μήνυμα στη ρεσεψιόν: «Πείτε, σας παρακαλώ, στην κυρία Στορμ ότι ζητώ συγνώμη». Συγνώμη; Η έντονη σκηνή στο εστιατόριο του Ζιλ ξανάπαιξε στο μυαλό του. Ναι, σκέφτηκε. Ίσως της οφείλω μια συγνώμη. Όχι, αποφάσισε. Όχι ίσως, αναμφίβολα. Σίγουρα, Ζιλ, είμαι ωραίος πελάτης. Γέλασε ειρωνικά, έκλεισε τα μάτια κι έγειρε πίσω το κεφάλι του προσπαθώντας να απαλλάξει το μυαλό του από την κούραση, να διώξει τη βαριά σκοτούρα που του είχε μουδιάσει τον αυχένα. Το Κόμο ήταν το μόνο λογικό βήμα που έπρεπε να κάνει στη συνέχεια, είχε καταλήξει. Η έπαυλη της οικογένειας Κάιτσι, εκεί όπου είχε φυλαχτεί ο κώδικας Κίνγκσμπερι, ήταν σκαρφαλωμένη στην άκρη της λίμνης γύρω στα πέντε χιλιόμε-

τρα από το Μπελάτζο. Το Κόμο αναφερόταν και σε μια παράγραφο του ημερολογίου του Ντε Μπεάτις, η οποία όμως παραήταν μπερδεμένη και αόριστη για να μπορέσει να την αποκωδικοποιήσει κανείς. Δεδομένου ότι ο γραμματέας του καρδινάλιου είχε γράψει το ημερολόγιο δυο αιώνες προτού χτίσουν την έπαυλή τους οι Κάιτσι και τριακόσια χρόνια προτού αγοράσουν τον κώδικα, δεν μπορεί να υπήρχε καμία σχέση. Ο Βανς ευχήθηκε να είχε μαζί του το αντίγραφο του ημερολογίου - η μνήμη του όσον αφορά τις λεπτομέρειές του δεν ήταν τέλεια- αλλά δεν είχε θελήσει να διακινδυνεύσει να επιστρέψει στο ξενοδοχείο για να το πάρει από το χρηματοκιβώτιο. Πιθανώς ο Ντε Μπεάτις να είχε έρθει για διακοπές στο Κόμο, συλλογίστηκε ο Βανς, όπως και όλη η αφρόκρεμα της Ευρώπης, από τον Λεονάρντο ως τον Ναπολέοντα Α', τον Μπραμάντε, τον Μαξιμιλιανό. Απλώς και μόνο για διακοπές, για κανέναν άλλο λόγο. Η παράγραφος του ημερολογίου που αφορούσε στο Κόμο δεν ήταν ούτε ιδιαίτερα μεγάλη ούτε σημαντική και, όσο και να προσπάθησε, ο Βανς δεν κατάφερε να την ανασύρει από τη μνήμη του.

Όταν τελικά το τρένο μπήκε στο Κόμο, μαζί με τον Βανς αποβιβάστηκε και μια χούφτα ταξιδιώτες: ένα ζευγάρι ηλικιωμένων φορτωμένο πακέτα με πολύχρωμο περιτύλιγμα, δυο άντρες που από τα ατσαλάκωτα κοστούμια τους έδειχναν για επιχειρηματίες και μια σκόρπια παρέα φοιτητών με σακίδια και υπνόσακους. Οι επιχειρηματίες κατευθύνθηκαν ίσια για την πιάτσα των ταξί* το γηραιό ζευγάρι συναντήθηκε μ' έναν άντρα και μια γυναίκα νεότερούς τους και οι φοιτητές τράβηξαν για το κιόσκι τουριστικών πληροφοριοίν. Όσο ο Βανς χασομερούσε λίγο κοντά στην στάση των λεωφορείων που ήταν μπροστά στο σταθμό, κοίταξε γύρω του προσεκτικά, ζυγίζοντας τους περαστικούς. Μήπως υπήρχε κάποιος που του έδινε υπερβολική προσοχή; Μήπως υπήρχε κάνα όπλο κάτω από κείνο το σακάκι,

μέσα ο' εκείνη την τσάντα χειρός; Ένα κομμάτι του εαυτοΰ του κορόιδευε αυτή τη νεοαποκτηθείσα σύνεση του, αλλά ένα άλλο, το οποίο και υπερίσχυε, είχε αρχίσει να παίζει το θήραμα, αναγνωρίζοντας πως το παιχνίδι που έπαιζε ήταν θανατηφόρο, με αυστηρές ποινές σε περίπτωση που το έχανε. Ο Βανς επιβιβάστηκε στο πορτοκαλί λεωφορείο και, αφοΰ αγόρασε εισιτήριο από το μηχάνημα στο πίσω μέρος του, κάθισε σε κάποια από τις πίσω θέσεις και περιεργαζόταν κάθε επιβάτη που ανέβαινε στο όχημα. Έπειτα, την ώρα που έκλειναν οι πόρτες, πήδησε έξω. Αυτό το θυμόταν από την ταινία Ο Άνθρωπος από τη Γαλλία· ίσως να έπιανε εδώ. Πήρε ταξί κι είπε στον οδηγό να τον πάει στο «Μετροπόλ ε Σουίς» στην πλατεία Καβουρ. Το παλιό πολυτελές ξενοδοχείο βρισκόταν ακριβώς πάνω στη λίμνη, στην καρδιά της πόλης. Υπό κανονικές συνθήκες, ο Βανς θα έμενε σε ένα λιγότερο ακριβό ξενοδοχείο, Γ' κατηγορίας, μακρύτερα από την όχθη, αλλά τώρα του χρειαζόταν η ανωνυμία του «Μετροπόλ». Εξάλλου ήξερε ότι έπρεπε να αφήσει για λίγο τις παλιές του συνήθειες, προκειμένου να ξεφύγει από εκείνους που ήθελαν να τον σκοτώσουν. Ο Βανς βγήκε από το ταξί στο Λουνγκο Λάριο Τρέντο, περίπου ένα οικοδομικό τετράγωνο από το ξενοδοχείο. Την υπόλοιπη διαδρομή την έκανε με τα πόδια, περπατώντας πλάι στο νερό κατά μήκος του σπασμένου πέτρινου πεζοδρομίου, κάτω από μια αψίδα δέντρων το>ν οποίων τα κλαδιά κρέμονταν χαριτωμένα κι από τις δυο πλευρές, σχηματίζοντας ένα τέλειο πράσινο τούνελ που διαπερνούσαν οι λαμπερές ακτίνες του ήλιου. Ήταν αργά το απόγευμα, κι ένα αεράκι σάρωνε τη λίμνη σηκώνοντας κομματάκια χαρτιού και περιτυλίγματα σε μικρούς σαν στροβίλους δαίμονες σκόνης μέσα στο ρείθρο. Κουρασμένοι τουρίστες που είχαν επιλέξει να κάνουν μεγάλες, επίπονες βαρκάδες στη λίμνη, τώρα, ευχαριστημένοι, κατέβαιναν μπουλούκια τις σκάλες των πλεούμενών τους, με τις φωτογραφικές τους μηχανές κρεμασμένες στο λαιμό.

Ζευγάρια κάθε ηλικίας κάθονταν στα πράσινα ξύλινα παγκάκια μπροστά στη λίμνη και παρακολουθούσαν τα πλήθη των εκδρομικών πλεούμενων, τις βάρκες και τα πλοιάρια-ταξί και, πιο ανοιχτά, τα ιστιοπλοϊκά στα αγκυροβολιά τους να λικνίζονται απαλά στο νερό, γνέφοντας συναινετικά ότι, ναι, σίγουρα ήταν ωραία εκείνη η ώρα, όπως ωραίο ήταν και το μέρος. Ο Βανς τους κοίταζε όλους, ζηλόφθονα, συνειδητοποιώντας με οδύνη πόσο απλά απολάμβαναν τη ζωή. Αυτούς, βλέπεις, δεν προσπαθούσε να τους σκοτώσει κανείς. Προσπέρασε το «Μετροπόλ», διέσχισε το δρόμο από το φανάρι της οδού Λουίνι και κατευθύνθηκε σ' ένα μαγαζί που πουλούσε δερμάτινα. Εκεί χρησιμοποίησε την Αμέρικαν Εξπρές που του είχε βγάλει η ΚονΠας για να αγοράσει μια μικρή βαλίτσα. Στο τεράστιο πολυκατάστημα κοντά στην οδό Τσίνκουε Τζορνάτε αγόρασε είδη τουαλέτας* και σε ένα μαγαζί ανδρικών, ένα τετράγωνο από το ξενοδοχείο του, πουκάμισα, κάλτσες, εσώρουχα και δύο πουλόβερ. Είχε ετοιμάσει και μια ιστορία για τυχόν περίεργους υπαλλήλους, ότι είχαν χαθεί οι αποσκευές του στο αεροδρόμιο, αλλά δεν τον ρώτησε κανείς. Έβαλε όλες του τις καινούριες αγορές μέσα στη βαλίτσα του. Τώρα, καλά εφοδιασμένος ώστε να αντιμετωπίσει έναν ρεσεψιονίστ που θα απορούσε αν έβλεπε πελάτη χωρίς αποσκευές, ο Βανς μπήκε στο «Μετροπόλ» και υπέγραψε στο βιβλίο πελατών αφού πρώτα γλίστρησε στο χέρι του υπαλλήλου πενήντα ευρώ για να του κλείσει δωμάτιο αμέσως. Αγόρασε ένα φύλλο της II Giorno στην αίθουσα υποδοχής του ξενοδοχείου και ακολούθησε τον γκρουμ στο δωμάτιο του. Το δωμάτιο, στον τρίτο όροφο, έβλεπε στη λίμνη και στις δασόφυτες απόκρημνες λοφοπλαγιές και, μόνο και μόνο για να σε κάνει να ζηλέψεις, σ' άφηνε να ρίχνεις και μια ματιά, από μακριά βέβαια, στις χιονοσκέπαστες Αλπεις. Η θέα σαγήνευσε τον Βανς, όπως πάντα άλλωστε- ίσως αυτό να ήταν που προσέλκυε τους πλούσιους και διάσημους εδώ. Ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλο>νει στη

δύση, κατά τη μεριά των λόφων. Σκουροπράσινες σκιές γλιστρούσαν αργά από τους λόφους στα δεξιά του, βυθίζοντας στο σκοτάδι εκείνη την πλευρά, αλλά το ζεστό κεχριμπαρένιο φως έβαφε τους λόφους στα αριστερά του με μια ήρεμη ζεστασιά που έκανε τα κτίρια και τις επαύλεις που υψώνονταν εκεί να λάμπουν χρυσαφένια. Εδο) όμως, απόψε, δεν υπήρχε ηρεμία για τον Βανς· μόνο φόβος και μελαγχολία. Φόβος για τη ζωή του' φόβος ότι είχε κάνει λάθος που είχε έρθει εδώ αντί να πάει κατευθείαν στην αστυνομία του Μιλάνου. Και γιατί στην ευχή είχε διαλέξει αυτό το μέρος; Την τελευταία φορά που είχε επισκεφτεί το Κόμο ήταν με την Π άτι. Πόσο καιρό παραμένουμε ευάλωτοι; αναρωτήθηκε καθώς γύρισε την πλάτη στο παράθυρο και άρχισε να αδειάζει το σακίδιο που είχε πακετάρει πριν από λίγα μόλις λεπτά. Πόσο καιρό μπορεί να πονούν οι άνθρωποι μέχρι να κλείσουν οι καρδιές τους την πληγή; Με την Πάτι είχαν κάνει κρουαζιέρα στο φεγγαρόφωτο μ' ένα από κείνα τα παλιομοδίτικα πλοιάρια-ταξί' θυμήθηκε τη ζεστασιά του κορμιού της όταν είχε φωλιάσει στην αγκαλιά του και του είχε πει πως τον αγαπούσε. Θυμήθηκε το βυθισμένο στον ύπνο πρόσωπο της το πρωί, όταν οι ρυτίδες της έκφρασης είχαν απαλύνει και τα μαλλιά της, κατά τύχη στρωμένα προσεκτικά, έλαμπαν στις πρώτες ακτίνες της μέρας. Κι ακόμα θυμήθηκε, την ώρα που άπλωνε μηχανικά τα είδη της τουαλέτας του στο μπάνιο και τοποθετούσε προσεκτικά τα διπλωμένα του ρούχα στα συρτάρια, τις άδειες ντουλάπες όταν είχε φύγει εκείνη. Έρημες σιδερένιες κρεμάστρες εκεί όπου κάποτε κρέμονταν τα ρούχα της. Το μόνο που είχε μείνει ήταν η ανάμνηση της αγάπης. Κούνησε αργά το κεφάλι του και έπειτα ντύθηκε για να κατεβεί για δείπνο. Κάτω, η επίσημη τραπεζαρία ήταν σχεδόν άδεια* ήταν μόλις εφτάμισι και οι πρώτοι πελάτες άρχιζαν τώρα σιγά σιγά να συρρέουν. Ο μετρ υπέδειξε στον Βανς ένα καλοφωτισμένο τραπέζι που έβλεπε

στη λίμνη μέσα από διάφανες κουρτίνες. Η τραπεζαρία του «Μετροπόλ» ήταν ένα από τα καλύτερα, για να μην πούμε ακριβότερα, μέρη να φάει κανείς στο Κόμο. Εκείνο το βράδυ, όμως, το κρασί είχε τη γεύση νερού, το προσούτο χαρτονιού. Τα τορτελίνια τού φάνηκαν σαν σβολιασμένο ζυμάρι και το μοσχάρι δεν του έκανε καμία εντύπωση. Το φαγητό ήταν καλό· αυτό το ήξερε μέσα του. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που είχε σημασία για κείνον ήταν να συνθλίψει τον πόνο στο στήθος του, να γεμίσει αυτό το κενό που απειλούσε να ρουφήξει μέσα του ολόκληρη τη ζωή του. Βαριεστημένα, τσιμπολόγησε το φαγητό του και ήπιε γουλιά γουλιά το κρασί του, κι ύστερα γύρισε στο δωμάτιο του δύσθυμος. Βυθίστηκε σ' έναν ταραγμένο ύπνο κι είδε όνειρο ότι η Πάτι προσπαθούσε να τον πυροβολήσει. Το πρωί ένιωθε καλύτερα. Ο νυχτερινός ύπνος είχε διώξει την κατάθλιψη, όπως πάντα, και βούτηξε στο πρωινό φως με νέα ελαφράδα στην περπατησιά του. Πάνω στο μικρό πεζοδρόμιο όπου επεκτεινόταν η τραπεζαρία του «Μετροπόλ» υπήρχαν γύρω στα είκοσι πέντε τραπέζια φερφορζέ, κάτω από ομπρέλες που είχαν στηθεί σε έναν ορθογώνιο χώρο μπροστά από το ξενοδοχείο, τον οποίο οριοθετούσαν θάμνοι που μεγάλωναν μέσα σε τσιμεντένιες ζαρντινιέρες κι έφταναν στο ενάμισι μέτρο. Κάθισε στη γωνία μπροστά στη λίμνη και περιεργάστηκε το μενού. Παρόλο που όταν ταξίδευε προτιμούσε συνήθο>ς την τοπική κουζίνα, εκείνο το πρωί ένιωσε ευγνώμων που έμενε σε ένα ξενοδοχείο το οποίο ικανοποιούσε ορέξεις που ζητούσαν κάτι περισσότερο από μπριός και μαρμελάδα για πρόγευμα. Παρήγγειλε τρία αβγά μελάτα, ψωμάκια με λουκάνικο και καφέ φίλτρου, κι έπειτα κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα του για να κατευνάσει τα ηχηρά πλέον γουργουρητά του στομαχιού του. Ο καφές έφτασε μέσα σε ασημένια κανάτα. Ο Βανς γέμισε το φλιτζάνι του και ξεδίπλοχτε το φύλλο της II Giorno που έφτασε μαζί με το πρόγευμα.

Έριξε μια βιαστική ματιά στους τίτλους μήπως έγραφαν για το πιστολίδι, αλλά δεν είδε τίποτα. Διάβασε για διαμαρτυρίες κατά της αμερικανικής ναυτικής βάσης στην Ιταλία, για μια πορεία κατά των πυρηνικών, για παραιτήσεις τεσσάρων ακόμα Ιταλών υπουργών, που, όπως είχε αποκαλυφθεί, ανήκαν σε μια μυστική οργάνωση, ένα ρεπορτάζ για μια σύνοδο που εξέταζε την Ιερά Σινδόνη του Τορίνο - η οποία επαναλάμβανε για μια ακόμα φορά τη βεβαιότητα ότι ανήκε στον Ιησού Χριστό-, αναγγελίες ότι ο πληθωρισμός είχε ανέβει δραματικά και ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση αυξανόταν σε όλη την Ιταλία. Ένα αεράκι φύσηξε από τη λίμνη κι έκανε τις σελίδες της εφημερίδας να κυματίσουν. Ο Βανς περίμενε να κοπάσει ο αέρας κι έπειτα γύρισε λίγες ακόμα σελίδες. Από την κορυφή της σελίδας τέσσερα ξεπήδησε ένας τίτλος κι έπεσε ορμητικά πάνω του: ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ. Ο Βανς δίπλωσε πίσω τις σελίδες και διάβασε: Έ ν α ς πράκτορας της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας της ιταλικής κυβέρνησης και ένας ιερέας εκτός σχήματος μεταξύ των τεσσάρων ατόμων που σκοτώθηκαν τη Δευτέρα το απόγευμα σε ανταλλαγή πυρών στο βορειοανατολικό Μιλάνο...

Ο Βανς διάβασε τα ονόματα των νεκρών: ο ταξιτζής, που συντηρούσε τέσσερα παιδιά και μια γυναίκα* ένας περαστικός, μαθητής λυκείου, δεκάξι μόλις χρόνων ένας ένοπλος άντρας που εργαζόταν σε εταιρεία προστασίας διευθυντικών στελεχών* κι ένας ιερέας. Ιερέας 1 Σύμφωνα με πληροφορίες της αστυνομίας, ο ιερέας είχε τεθεί εκτός σχήματος και είχε αφοριστεί α π ό την Εκκλησία το 1969 λόγω του ότι συμμετείχε σε μια διαμαρτυρία. Κατά ι η διαμαρτυρία αυτή οδή-

γησε έναν όχλο διαδηλωτών σε ε'να ναό στο Έμπολι, όπου και επιδόθηκαν στην καταστροφή αγαλμάτων, εικόνων και άλλων ιερών αντικειμένων. Ο άντρας αυτός, ο οποίος προφανώς ήταν ένας α π ό τους οπλοφόρους που επιτέθηκαν στο ταξί, δεν είχε βεβαρημένο ποινικό μητρώο.

Η κατάσταση αρχίζει να γίνεται κάτι παραπάνω από παράξενη, σκέφτηκε ο Βανς, τελειώνοντας το άρθρο. Καμία αναφορά στο πρόσωπο του -προς μεγάλη του ανακούφιση αλλά και έκπληξη- και κανένα σχόλιο από την ιταλική αντιτρομοκρατική υπηρεσία για το λόγο για τον οποίο βρισκόταν στο σημείο ο φουσκωτός. Ανακουφισμένος ο Βανς διαπίστωσε ότι μαζί με το πρόγευμα του είχε ξανάρθει και η όρεξη. Η μέρα καλυτέρευε. Ξαναδιάβασε το άρθρο για να βεβαιωθεί ότι δεν του είχε διαφύγει κάτι. Ετοιμαζόταν να βάλει την εφημερίδα πάνω το τραπέζι, όταν πήρε το μάτι του άλλο ένα αρθράκι: ΕΚΡΗΞΗ ΒΟΜΒΑΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΚΑΜΑΡΙΕΡΑ ΣΤΟ «ΧΙΛΤΟΝ». Οι κόμποι στο στομάχι του Βανς έγιναν πάλι κουβάρι, σαν να τους έστριβε το χέρι ενός εξοργισμένου πιθήκου. Κι όσο διάβαζε, σφίγγονταν κι άλλο. Η κυρία Άννα Σάντρο, 47 ετών, καμαριέρα στο «Χίλτον» του Μιλάνου πέθανε τη νύχτα της Δευτέρας, όταν εξερράγη βόμβα την ώρα που άνοιγε την πόρτα για να παραδώσει καθαρές πετσέτες σε πελάτη του ξενοδοχείου. Σύμφωνα με την αστυνομία του Μιλάνου, η βόμβα ήταν συνδεδεμένη με το χερούλι της πόρτας και ίσως να αποσκοπούσε στη δολοφονία του ενοίκου του δωματίου. Η αστυνομία του Μιλάνου αρνήθηκε να αποκαλύψει το όνομα του ενοίκου του δωματίου, αλλά α π ό τα στοιχεία που έδωσε πρόκειται για Αμερικανό που εργάζεται σε εταιρεία πετρελαίου και βρίσκεται στην πόλη για ένα συνέδριο.

«Να πάρει ο διάβολος!» μουρμούρισε ο Βανς. Αμε'σως ένιωσε πιο φοβισμένος από ποτέ. Πιο φοβισμένος απ' όταν ήταν στο Ιράκ, πιο φοβισμένος από... καρδιοχτυπώντας, προσπάθησε να θυμηθεί από πότε είχε να νιώσει αυτό τον έντονο τρόμο. Αγνωστοι που δεν είχε καταφέρει να δει καλά καλά προσπαθούσαν όντως να τον σκοτώσουν, αλλά αντί γι' αυτόν είχαν σκοτώσει αθώους ανθρώπους. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν πεθάνει γιατί είχαν βρεθεί πολύ κοντά του τη λάθος στιγμή. Κι έπειτα του ήρθαν στο νου οι θάνατοι στη Βιέννη και στο Στρασβούργο, η εξαφάνιση του Τόζι, ο άγριος φόνος του Μαρτίνι. Ο Βανς μόρφασε και κράτησε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του. Ο θάνατος θέριζε ζωές και φαινόταν αποφασισμένος να προσθέσει κι αυτόν στη λίστα του. Κούνησε το κεφάλι του και σηκώθηκε πάνω. Την είχε πάρει την απόφασή του. Χρωστούσε δικαιοσύνη στον Μαρτίνι και χρωστούσε κάτι και σε αυτούς τους άτυχους ανθρώπους στο Μιλάνο που είχαν βρεθεί ανάμεσα σ' εκείνον και στο θάνατο. Η απάντηση, το ήξερε, βρισκόταν κάπου μέσα σιο ημερολόγιο του Ντε Μπεάτις. Η αστυνομία θα γελούσε μαζί του. Ποιος θα πίστευε ότι ένα ημερολόγιο πεντακοσίων χρόνων μπορούσε να σκοτώσει τόσο πολλούς ανθρώπους; Κι αυτός ο ίδιος θα γελούσε στην ιδέα και μόνο, αν δεν είχαν ήδη χαθεί τόσοι άνθρωποι. Μπορεί να γελούσε στη σκέψη, αλλά δεν μπορούσε να γελάσει μπροστά στα πτώματα.

«Τι προσπαθείς να κάνεις;» φώναξε ο Έλιοτ Κίμπαλ, και οι φλέβες στους κροτάφους του πάλλονταν από την ένταση. «Προσπαθείς να σαμποτάρεις τα πάντα; θ α κατέστρεφες όλα όσα σχεδιάσαμε τόσο προσεκτικά;» Διέσχισε το απέριττο δάπεδο από τερακότα ξεφυσώντας, κι η ανάσα του σφύριζε σαν πίδακας ατμού από υπερθερμασμένο καζάνι. «Πώς μπορείς να κάθεσαι έτσι, να πάρει ο διάβολος!» Ο Κίμπαλ

φάνταζε πανύψηλος έτσι όπως στεκόταν όρθιος πάνω από ένα λιτό γραφείο και κοίταζε έντονα τον άντρα που καθόταν ήρεμα στην πολυθρόνα πίσω από αυτό. Πάνω από τη βαριά ανάσα του Κίμπαλ ακούγονταν οι απαλοί παφλασμοί των κυμάτων στις κολόνες που στήριζαν το μοναστήρι ακριβώς πάνω απ' τη λίμνη. Ο αδελφός Γρηγόριος σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε συγκαταβατικά τον Έλιοτ Κίμπαλ, που ήταν έτοιμος να εκραγεί. Ο ψηλός άντρας με τα κατάξανθα μαλλιά έσφιγγε και ξέσφιγγε τις γροθιές του, ενώ οι μύες του προσώπου του συσπώνταν και έτρεμαν. «Και βέβαια όχι», ψιθύρισε ο αδελφός Γρηγόριος, τόσο χαμηλόφωνα, που ο άλλος έπρεπε να κρατήσει την αναπνοή του για να τον ακούσει. «Ξεχνάς ότι εμείς δουλεύουμε πάνω από μισή χιλιετία γι' αυτό, και η οργάνωσή σου λιγότερο από έναν αιώνα». «Κοίτα, Γρηγόριε», είπε άγρια ο Κίμπαλ. «Αυτές τις αηδίες σου του τΰπου "εμείς προσπαθήσαμε περισσότερο" τις βαρέθηκα. Το γεγονός είναι ότι εδώ και αιώνες είστε ένα γαμημένο μάτσο αποτυχημένοι, κι ενώ σας δόθηκε τελικά μια ευκαιρία να βελτιώσετε την κατάστασή σας, εσείς είστε έτοιμοι να τα ξαναγαμήσετε όλα, και, μα το θεό», ο Κίμπαλ είδε τον μοναχό να μορφάζει στην επί ματαίω αναφορά του ονόματος του Θεού, «δε θα σ' αφήσω να μου πηδήξεις την Αντιπροσωπία». Μόνο το σφιγμένο του σαγόνι αποτελούσε παραφωνία σεη γαλήνια όψη του αδελφού Γρηγόριου. 'Οταν δείχνεις θυμό, έλεγε συχνά στους δόκιμους μοναχούς, πάει να πει ότι έχεις χάσει τον έλεγχο. «Νομίζω πως βρίσκεστε σε υπερένταση, κύριε Κίμπαλ. Δε βλέπω να έγινε κανένα κακό». «Όχι, ας είναι καλά οι μικρές σου αταξίες», ξεφούρνισε ο Κίμπαλ γυρνώντας την πλάτη στο γραφείο και, διασχίζοντας το αμυδρά φωτισμένο δωμάτιο, κατευθύνθηκε προς το γυμνό πέτρινο τοίχο, όπου κρεμόταν ένας απέριττος ξύλινος σιαυρός. Έκλεισε τα μάτια, πήρε μια ακανόνιστη βαθιά ανάσα και την κράτησε, προσπα-

θώντας να ξορκίσει τη λΰσσα του. «Καταρχάς», ξανάρχισε να λέει ο Κίμπαλ, σε χαμηλότερο, ελεγχόμενο πια τόνο, «δεν έπρεπε να πλησιάσετε τον Έρικσον χωρίς να μας ενημερώσετε. Ξέρεις πόσο στενή σχέση έχει με τον Κίνγκσμπερι και, να πάρει, ξέρεις πολύ καλά ότι ο Κίνγκσμπερι μπορεί να γίνει φοβερό εμπόδιο αν το θελήσει. Κι έπειτα, τη Δευτέρα... πώς στο διάβολο...» ο Κίμπαλ σταμάτησε απότομα, προσπαθώντας να ελέγξει τη μανία του που ολοένα φούντωνε. «Τι νόμισες πως θα κατάφερνες με την ενέδρα σου, έστω κι αν πετύχαινε;» «Δεν απολογούμαι για τις ενέργειές μου, ούτε σ' εσένα ούτε σε κανέναν άλλο, κύριε Κίμπαλ», δήλωσε ο αδελφός Γρηγόριος σε χαμηλό και ψυχρό τόνο. «Εμείς είμαστε εκείνοι στους οποίους όφειλαν να απολογούνται, αιώνες τώρα, βασιλείς και ιεράρχες. Δεν ανέχομαι να αμφισβητεί κανείς -ούτε εσύ ούτε οποιοσδήποτε άλλος- τα κίνητρα ή την εξουσία του θελήματος του Θεού». Ο Κίμπαλ άνοιξε το στόμα του κάτι να πει και το ξανάκλεισε γρήγορα. Δε χωρούσαν φιλονικίες με τον πραγματικό πιστό, ούτε συμβιβασμοί με αυτούς που μακέλευαν στο όνομα του Ιησού, του Αλλάχ ή του Γιαχβέ. «Μάλιστα», είπε ήρεμα ο Κίμπαλ, κι ένιωσε την πικρίλα της χολής στο λαιμό του. «Έχεις δίκιο». Οι άκρες των λεπτών, σκληρών χειλιών του αδελφού Γρηγόριου άρχισαν ν' ανασηκώνονται ελαφρώς. Πάτα τα σωστά κουμπιά, συλλογίστηκε σαρκαστικά ο Κίμπαλ- απλώς πάτα τα σωστά κουμπιά. «Σε συγχωρώ», είπε με μελίρρυτη φωνή ο αδελφός Γρηγόριος. «Και αφού το ομολογείς, απαλλάσσεσαι από την αμαρτία και τη βλασφημία σου». Ο Κίμπαλ πάσχισε να μην του γυρίσουν τα μάτια από αηδία. «Σε ευχαριστώ», είπε με όσο πιο μεταμελημένο ύφος μπορούσε. «Όπως μου έχεις πει κι εσύ κατά καιρούς, πιστεύεις ότι η Αντιπροσωπία της Βρέμης είναι όργανο του Θεού, το οποίο χρησιμοποιείς για να ανα-

γνωρίζεις το έργο Του για σένα και για τους Εκλεκτούς Αδελφούς». Τώρα ο αδελφός Γρηγόριος έγνεφε ανεπαίσθητα. Χριστέ μου, σκέφτηκε ο Κίμπαλ, πώς είναι δυνατόν να τα παίρνει στα σοβαρά όλα αυτά; «Το μόνο που θέλει η Αντιπροσωπία της Βρέμης», συνέχισε ο Κίμπαλ, «είναι να σας βοηθήσει να κάνετε το έργο του θεοΰ και, για το σκοπό αυτό, να σας συμβουλεύει όσο δουλεύετε μαζί μας. Με όλο το σεβασμό, σε προτρέπω να αποφύγεις οποιαδήποτε αντιπαράθεση με τον Βανς Έρικσον, τουλάχιστον μέχρι να ολοκληρωθεί η συναλλαγή. Εγώ...» «Δε βλέπω το λόγο γιατί να δεχτώ αυτή τη συμβουλή, κύριε Κίμπαλ», τον διέκοψε ο αδελφός Γρηγόριος. «Είναι θέλημα θεού να ολοκληρωθεί η συναλλαγή. Κανείς -ούτε εσύ ούτε εγώ ούτε ο κύριος Έρικσον ή ο ισχυρός του σύμμαχος Χάρισον Κίνγκσμπερι- δεν μπορεί να εμποδίσει το θέλημα του θεού». Ο Κίμπαλ άνοιξε θυμωμένος το στόμα του, έπειτα στριφογύρισε γρήγορα τα μάτια προς το ταβάνι κι έκανε το σταυρό του. Χαίρε Μαρία, αηδίες! σκέφτηκε ο Κίμπαλ. Πάνω του! Έχει πιάσει εκατό φορές πριν, δε θα με εγκαταλείψει τώρα ο Ιησούς. Μεγαλόφωνα, είπε: «Ναι, ναι, δίκιο έχεις. Σαν όργανα του θεού, όμως, πρέπει να προσδιορίσουμε πώς θέλει ο θεός να φερθούμε στον κύριο Έρικσον και πώς αυτή η συμπεριφορά υποστηρίζει το συνολικό θέλημά Του για την ευτυχή κατάληξη της συναλλαγής». Ο αδελφός Γρηγόριος ζάρωσε τα φρύδια. «Και για να γίνει αυτό», συνέχισε ο Κίμπαλ, «θα ζητούσα από την αγιότητά σου να προσεύχεται και να με συμβουλεύσει για το πώς πρέπει να προχωρήσουμε». Μια σιωπή γεμάτη προσμονή απλο')θηκε στο δωμάτιο. Άραγε θα έπιανε και τώρα; αναρωτήθηκε νευρικά ο Κίμπαλ. Τελικά ο ρασοφόρος μοναχός μίλησε. «Για κοσμικός που δεν πιστεύει, συχνά με εκπλήσσεις. Ίσως να προσευχήθηκα πολύ λίγο γι'

αυτό- είναι εύκολο να είσαι εστιασμένος οαο τελικό αποτέλεσμα, σε σημείο να δίνεις ελάχιστη σημασία στα μικρά βήματα που είναι απαραίτητα για να φτάσεις εκεί». Ο Κίμπαλ κατέπνιξε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. «Φυσικά πρέπει να καταλάβεις ότι αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να πάρω καμία δεσμευτική απόφαση ώστε να σε συμβουλεύσω προς κάποια κατεύθυνση». Ο Κίμπαλ έκλινε το κεφάλι του με σεβασμό. «Πρέπει να περιμένω», έκανε το σταυρό του, «να μου αποκαλυφθεί ο λόγος του Θεού». Είχε κερδίσει! Ένα βηματάκι προόδου για την Αντιπροσωπία της Βρέμης, θριαμβολόγησε σιωπηρά ο Κίμπαλ, ένα γιγαντιαίο άλμα για να απαλλαγώ από σένα και τη μακάβρια αυτοκρατορία σου, αδελφέ Γρηγόριε. Με ένα χαρακτηριστικό νεύμα του κεφαλιού του, ο αδελφός Γρηγόριος υποδήλωσε ότι η ακρόαση είχε λάβει τέλος. Ένας αδελφός συνόδευσε τον Κίμπαλ στο δωμάτιο του και θα παρέμενε απέξω για να εξασφαλίσει ότι ο Κίμπαλ θα έμενε εκεί μέχρι να σκοτεινιάσει και να έρθει η ώρα να φύγει για να επιστρέψει στο Κόμο.

Ο Βανς Έρικσον διέσχισε την είσοδο του ξενοδοχείου «Μετροπόλ» με το κεφάλι σκυφτό και τα χέρια χωμένα βαθιά στις τσέπες, με το διπλωμένο φύλλο της II Giorno κάτω από τη μασχάλη του. Χαμένος στις σκέψεις του, δεν πρόσεξε τη νεαρή γυναίκα να τινάζεται από την πολυθρόνα της μόλις τον είδε και να διασχίζει ανάλαφρα και χαριτωμένα την αίθουσα υποδοχής του ξενοδοχείου για να τον σταματήσει. Κάλυψε γρήγορα την απόσταση που τους χώριζε, προφταίνοντάς τον την ώρα που έφτανε στις σκάλες. Άπλωσε ένα χέρι με περιποιημένο μανικιούρ και τον χτύπησε στην πλάτη. «Βανς». Η εφημερίδα έπεσε στο πάτωμα καθώς έβγαλε τα χέρια του από τις τσέπες του παντελονιού του και έκανε απότομα μεταβολή. Το πρόσωπο του ήταν χλομό.

«Βανς, εγώ είμαι», του χαμογέλασε καθησυχαστικά η Σούζαν. Τώρα στεκόταν απέναντι της. Ένιωσε το λαιμό του ξερό και κατάπιε με δυσκολία. «Χριστέ μου, με κατατρόμαξες», της είπε απολογητικά. «Μπορούμε να πιούμε έναν καφέ;» Δίχως να περιμένει απάντηση, τον έπιασε από τον αγκώνα και τον οδήγησε ξανά πίσω, προς την καφετέρια. «Μόλις έφτασα, και πεθαίνω της πείνας. »Την έλαβα τη συγνώμη σου», είπε η Σουζαν όταν κάθισαν κι αφού παρήγγειλε ένα ευρωπαϊκό πρόγευμα. «Σ' ευχαριστώ πολύ». «Νομίζω πως μου χρωστάς κι εσύ μία τώρα. Μια συγνώμη». Εκείνη συνοφρυο^θηκε. «Για ποιο πράγμα;» «Επειδή προηγουμένως λίγο έλειψε να πεθάνω απ* το φόβο μου!» Τώρα της χαμογελούσε και γέλασαν κι οι δύο. Του χαμογέλασε κι εκείνη, και της άρεσε αυτό που έβλεπε: ένα σφριγηλό, όμορφο πρόσωπο με ένα σαγηνευτικό χαμόγελο και μια ακατάλυτη αίσθηση του χιούμορ, και μάλιστα για κάποιον που είχε περάσει τόσα τις προηγούμενες μέρες. Τον κοιτούσε καθώς το αεράκι χώρισε τα φύλλα ενός θάμνου και το φως του ήλιου ξεχύθηκε ανάμεσα τους και παιχνίδισε πάνω στο πρόσωπο του, ενώ τα μάτια του έπαιρναν ένα βαθύ, βαθύ γαλάζιο, το χρώμα των ωκεανών όταν βαθαίνουν τα νερά. «Εντάξει», του είπε σταθερά. «Ζητώ συγνώμη». «Δεκτή». Πού πήγε η επιφυλακτικότητα; αναρωτήθηκε η Σούζαν. Ίσως να είχε πάψει να αποτελεί απειλή για κείνον, τουλάχιστον σε σχέση με τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν. «Πώς με βρήκες;» ρώτησε ο Βανς. «Θυμάσαι, όταν δειπνούσαμε, πριν αγριέψουν τα πράγματα, που είπες ότι κατά πάσα πιθανότητα θα πήγαινες οτο Κόμο να επισκεφτείς το κάστρο των Ελβετών κληρονόμων που είχαν πουλήσει στον Κίνγκσμπερι τον κόίδικα;» «Μου φαίνεται σαν να 'χουν περάσει ένα εκατομμύριο χρόνια α-

πό τότε», είπε εκείνος, προσπαθώντας να θυμηθεί. Δεν ήταν ξεκάθαρο στο μυαλό του, αλλά και πάλι, από κείνη τη μέρα δεν είχε μείνει τίποτα άθικτο από τα γεγονότα που τον είχαν τσακίσει. «Ναι», της είπε ψέματα, «το θυμάμαι καθαρά. Όμως αυτό δεν απαντά στο πώς με βρήκες εδώ». «Έχεις μετρήσει ποτέ τα ξενοδοχεία στο Κόμο;» τον ρώτησε. «Είναι είκοσι πέντε, σύμφωνα με την τοπική τουριστική αστυνομία. Ξεκίνησα με τον κατάλογο που μου έδωσαν», του είπε, βγάζοντας ένα ωραίο, χειροποίητο δερμάτινο πορτοφόλι σε καφεκόκκινες αποχρώσεις, «και βέβαια από την αρχή του καταλόγου». Της πήρε τον κατάλογο από το χέρι. Ο κατάλογος ακολουθούσε αλφαβητική σειρά κατά κατηγορίες. Στο Κόμο υπήρχαν μόνο τρία ξενοδοχεία Α' κατηγορίας, και το «Μετροπόλ» ήταν το δεύτερο στη σειρά. Είχε ταραχτεί από την ευκολία με την οποία τον είχε βρει. Αφού μπόρεσε εκείνη, ίσως να μπορούσαν κι άλλοι. «Έξυπνο», της είπε με ειλικρίνεια. «Όμως έχε χάρη που δε μου αρέσουν τα ξενοδοχεία Δ' κατηγορίας». Εκείνη γέλασε. «Το ότι ήρθες εδώ, όμως, δεν ήταν ό,τι πιο έξυπνο μπορούσες να κάνεις. Ίσως να έχεις προσέξει ότι με ακολουθούν διάφορα ανθυγιεινά πράγματα». «Το ξέρω», συμφο>νησε η Σούζαν. «Γι' αυτό ήρθα». «Γι' αυτό...;» «Ακριβώς», είπε με ενθουσιασμό η Σούζαν. «Εδώ γίνεται χαμός. Λες να θέλω να πάω στην πατρίδα και να αφήσω να το καλύψει κάνας άλλος;» Έμειναν να κοιτάζονται κάμποση ώρα σιωπηλοί, προσπαθώντας ο ένας να διαβάσει τις σκέψεις του άλλου. Δυο άνθρωποι, που τελικά συναντιούνται και δεν ξέρουν τι κοινό τούς ενώνει. Έφτασε το πρόγευμά της. Έμειναν σιωπηλοί όση ώρα η Σούζαν έτρωγε λαίμαργα.

Ο Βανς σιγόπινε σιωπηλός τον καφέ του και την κοίταζε που έτρωγε. «Πότε ήρθες λοιπόν;» τη ρώτησε έπειτα από λίγο. «Με το πρωινό τρένο;» Εκείνη μάσησε μια μπουκιά και τη συνόδευσε με καφέ. «Χτες βράδυ», είπε, πίνοντας άλλη μια γουλιά και αφήνοντας το φλιτζάνι στο πιατάκι του τόσο απαλά, που μόλις ακούστηκε ένας αμυδρός ήχος καθώς ακούμπησαν οι πορσελάνες. «Ήρθα μαζί με τον Έλιοτ Κίμπαλ». «Ποιον;» είπε ο Βανς. Το όνομα του φάνηκε αόριστα γνοχπό. «Τον ξέρεις», είπε επιφυλακτικά, «πλούσιος, Νομική στο Χάρβαρντ. Νομίζω πως κάποτε έπαιξες ράγκμπι εναντίον της ομάδας του». Ο Βανς ανασκάλεψε τη μνήμη του. Είδε τον ξανθό άντρα που είχε συναντήσει η Σουζαν μετά τη δεξίωση του συνεδρίου. «Ξανθός, ψηλός;» τη ρώτησε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά, δαγκώνοντας το μπριός της. «Ναι», είπε αφηρημένα ο Βανς, χαμένος ακόμα στο παρελθόν. «Κάτι θυμάμαι». «Ε, αυτός φαίνεται να σε θυμάται καλά», δήλωσε. «Από που τον ξέρεις;» «Από το κολέγιο». «Είναι εδώ;» ρώτησε επιφυλακτικά ο Βανς. «Δεν ξέρω», του είπε. «Με άφησε στο ξενοδοχείο μου -μένω στη "Βίλα ντ' Έστε" στο Τσερνόμπιο- και έφυγε. Είπε ότι θα μου άφηνε μήνυμα». «Στη "Βίλα ντ' Έστε"», σφύριξε ο Βανς. «Πολΰ κυριλέ. Μπροστά του το "Μετροπόλ" μοιάζει με μοτέλ της εθνικής». «Οδοιπορικά έξοδα, το ξέχασες; Το περιοδικό πληρώνει». Ο Βανς κούνησε το κεφάλι του. Η βίλα ήταν ίσως το πιο εκλεκτό και ακριβό μέρος να μείνει κανείς στη λίμνη Κόμο. Στο παρελθόν είχε υπάρξει ιδιωτική έπαυλη για τα μέλη των βασιλικών οικογενειών

μισής ντουζίνας εθνοίν και εξακολουθούσε να παρέχει την απόλυτη πολυτέλεια και ομορφιά. «Παρά τα βασιλικά σου γούστα, λοιπόν, υποθέτω πως ετοιμάζεσαι για δυνατό άρθρο. Φαντάζομαι ότι μεγαλύτερος μπελάς θα ναι να προσπαθήσω να σε αποφύγω παρά να σε αφήσω να έρθεις μαζί μου», είπε χαμογελώντας της. «Έχεις ανεπτυγμένη αντίληψη», του είπε. «Μπορώ να γίνω μεγάλος μπελάς όταν το βάλω στο μυαλό μου». «Το ξέρω», είπε ο Βανς, και σκέφτηκε τα δύο τελευταία χρόνια. «Δε θα ήταν και η πρώτη φορά που θα μου δημιουργούσες μπελάδες». «Πράγματι, αλλά, απ' ό,τι βλέπεις, έχεις φορτωθεί πολύ σοβαρότερους μπελάδες από κείνους που σου προκάλεσα εγώ». Έγνεψε βλοσυρά σαν του κατέκλυσαν το νου οι απώλειες των τελευταίων ημερών. Οι απώλειες, οι δολοφόνοι που είχαν βάλει στο στόχαστρο εκείνον και όλους όσοι βρίσκονταν κοντά του. Αυτός κι αν ήταν πραγματικός μπελάς, κι εδώ δε θα ξεμπέρδευε με μια συγνώμη.

11

«ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΏ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ γιατί το κάνεις αυτό». Η Σούζαν Στορμ ύψωσε τον τόνο της φωνής της για να μπορέσει να την ακούσει ο Βανς πάνω από το μούγκρισμα των ισχυρών μηχανών του ιπτάμενου δελφινιού. Εκείνος της απάντησε μ' ένα νεύμα, ενώ το σκάφος απομακρυνόταν γρήγορα από την ακτή, αφήνοντας πίσω του τη χαριτωμένη κεχριμπαρένια εικόνα της Βίλας Καρλότα και το παραλίμνιο χωριό Τρεμέτζο. «Έχεις εξαγριωθεί που όλα αυτά συνέβησαν στον ευγενή κόσμο του Ντα Βίντσι, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε. Ο Βανς αναζήτησε τα έξυπνα πράσινα μάτια της, απρόθυμος να παραδεχτεί ότι είχε δίκιο. «Φυσικά έχω δίκιο», συνέχισε εκείνη. «Μην ξεχνάς ότι σε μελετάω χρόνια τώρα. Για εκκεντρικός, έχεις έντονη την αίσθηση της ευπρέπειας. Αντιδράς πολύ αμυντικά όταν πρόκειται για τις ιερές σου αγελάδες. Άνθρωποι που εσύ πιστεύεις πως δεν ανήκουν στον κόσμο του Λεονάρντο κλέβουν κώδικες, σκοτώνουν μελετητές και σε κυνηγούν». «Ε, ναι... όλα αυτά φτάνουν για να αναστατώσουν τον οποιονδήποτε», είπε αμυνόμενος ο Βανς. «Εξάλλου οι συνωμοσίες και η ίντριγκα στην εποχή του Λεονάρντο ήταν καθημερινό φαινόμενο. Θυμήσου ότι με τον Μακιαβέλι δούλευαν συχνά μαζί». «Ξέρω, ξέρω», του είπε η Σούζαν σκύβοντας μπροστά. «Εσύ ό-

μως πιστεύεις ότι δεν πρέπει να λειτουργεί έτσι ο κόσμος σήμερα». Έκανε παύση και κάρφωσε το βλέμμα της στο δικό του, κοιτάζονιάς τον διαπεραστικά. «Στην πραγματικότητα, νομίζω πως περισσότερο σ' ενόχλησε που τόλμησε κάποιος να παραβιάσει τα πρότυπά σου παρά το ότι σκοτώθηκαν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι». Την κοίταξε στα μάτια, το βλέμμα του σκληρό. «Δεν είναι αλήθεια», της είπε. Είχε θίξει κάτι προσωπικό, κι αυτό τον θύμωσε. Ο Βανς φλεγόταν μέσα του, αλλά το έκρυψε. «Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία», της είπε. «Γιατί θα το κάνω όπως και να χει». «Νομίζω πως δεν καταλαβαίνεις τι μπορεί να συμβεί», τον διέκοψε. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις κάτι που η αστυνομία δεν μπορεί;» «Δεν ξέρω, διάβολε», παραδέχτηκε ο Βανς. «Έχεις δίκιο, δεν είμαι μπάτσος. Εγώ...» «Είσαι επηρμένος», τον διέκοψε πάλι. «Πρέπει να 'χει κανείς υπερτροφικό εγώ για να πιστεύει ότι έχει πιθανότητα να επιβιώσει, πόσο μάλλον να υπερισχύσει, σ' όλο αυτό το μπάχαλο που έχεις μπλέξει». «Ακούγεσαι λες και θέλεις να με αποτρέψεις να κάνω οτιδήποτε». «Νομίζω πως αυτό πρέπει να το αφήσεις σε ανθρώπους που ξέρουν τι κάνουν. Απλώς δεν έχεις σκεφτεί τι μπορεί να συμβεί σε διαφορετική περίπτωση». «Δεν κάνει να αφήνεις τη φαντασία σου να καλπάζει σε σημείο να αναρωτιέσαι τι μπορεί να σου συμβεί ανά πάσα στιγμή», είπε ο Βανς. «Αν καθόσουν και τριβέλιζες το μυαλό σου για το τι θα μπορούσε να σου συμβεί στην εθνική, δε θα έπαιρνες ποτέ αυτοκίνητο. Αν λάμβανες υπόψη σου όλα τα φρικτά πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν στη ζωή σου, το μόνο λογικό που θα είχες να κάνεις θα ήταν να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα».

Κούνησε το κεφάλι της θλιμμένα. Η εικασία του ήταν τολμηρή, αλλά ήταν έξυπνος και πολυμήχανος. Μπορεί να τα κατάφερνε εκεί όπου ένας επαγγελματίας θα αποτύγχανε, μόνο και μόνο επειδή δεν ήξερε ότι αυτό που πήγαινε να κάνει ήταν αδύνατο. Οι ισχυρές μηχανές του ιπτάμενου δελφινιού κατέβασαν στροφές. Πλησίαζαν στην αποβάθρα του Μπελάτζο, με τις κεραμιδένιες σκεπές των γερασμένων κτιρίων του να λάμπουν έντονα ρόδινες στον πρωινό ήλιο που είχε ήδη ανέβει ψηλά. Ένα κωδωνοστάσιο που φορούσε στην κορυφή ένα γαλαζοπράσινο μπρούντζινο ημισφαίριο σαν σκούφο ορθώνονταν ολομόναχο πάνω από το χωριό. Ο Βανς παρακολουθούσε τον καπετάνιο του σκάφους να κάνει ανάποδα τις μηχανές του ιπτάμενου δελφινιού και να το φέρνει απαλά κοντά στην προβλήτα. Στα δεξιά του, σ' ένα υπαίθριο καφέ που είχε στηθεί κάτω από μια μπουκαμβίλια, σερβιτόροι μάζευαν τα πιάτα από το πρόγευμα. Στην άλλη πλευρά της προβλήτας, τρεις ιερείς έδεσαν την οχτάμετρη βενζινάκατο τους και έγειραν τον εξωλέμβιο κινητήρα έξω από το νερό. Κόντευε μεσημέρι όταν βγήκαν από το σκάφος και βρέθηκαν περιτριγυρισμένοι από τουρίστες και πλήθη μικρών παιδιών. Κάποτε το Μπελάτζο ήταν θέρετρο για λίγους κι εκλεκτούς, αγαπημένη τοποθεσία πλούσιων Άγγλων. Όμως δεν είχε γεράσει όμορφα, και σήμερα είχε καταντήσει μια κακοντυμένη και κάπως απεριποίητη ηλικιωμένη κυρία. Στα εστιατόρια η ποιότητα είχε αντικατασταθεί από δυστροπία και μέτριο φαγητό. Στους γραφικούς δρόμους, όπου άλλοτε βασίλευαν διαμάντια και πολύτιμα μέταλλα, σήμερα δέσποζαν φτηνοί, φανταχτεροί πάγκοι με σουβενίρ. Μόνο τα πλούσια ιδιόκτητα κτήματα έξω από την πόλη διατηρούσαν ακόμα την κομψότητά τους. Το Μπελάτζο είχε γίνει παγίδα για τουρίστες και βολική αποθήκη εφοδίων για τους ανθρώπους που διέμεναν ή έκαναν διακοπές στις βίλες τους. Ο Βανς έπιασε τη Σούζαν από τον αγκώνα, την απομάκρυνε από

μια στοά όπου έμποροι είχαν βγάλει πάγκους στο πεζοδρόμιο και πουλούσαν μπιχλιμπίδια και ενθύμια από την Ιταλία made in China και κατευθύνθηκε σε μια σειρά απότομα, στενά σκαλάκια που οδηγούσαν στην κορυφή του λόφου. Τα σκαλιά διέσχιζαν ελικοειδώς το παλιό τμήμα του Μπελάτζο περνώντας από τις εισόδους μικροσκοπικών μαγαζιών και εστιατορίων και τις καγκελόπορτες ιδιωτικών κατοικκον με γραφεία στο ισόγειο. Καθώς σκαρφάλωναν, ο θόρυβος των τουριστών που λυμαίνονταν την περιοχή έσβηνε. Ο Βανς άρχισε να εξηγεί στη Σούζαν κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με το πώς απέκτησε τον κώδικα Κάιτσι για λογαριασμό του Χάρισον Κίνγκσμπερι. «Ο Μπέρναρ Σάουθγουορθ είναι πληρεξούσιος και μεσίτης της οικογένειας Κάιτσι», της εξήγησε. «Όλες οι διαπραγματεύσεις για την πώληση του κώδικα Κίνγκσμπερι μέσω αυτού έγιναν. Ο κόμης Κάιτσι εμφανίστηκε μόνο και μόνο για τη μεταβίβαση του κώδικα, η οποία έλαβε χώρα στη βιβλιοθήκη του Καστέλο Κάιτσι, στην κορυφή του λόφου έξ(0 από την πόλη». «Εκείνο το τεράστιο λευκό μέγαρο που είδαμε καθώς ερχόμασταν». «Σωστά. Έχει θέα και στις τρεις πλευρές της λίμνης. Είναι εκπληκτικό. Απίστευτο». «Το Σάουθγουορθ δε μου ακούγεται για ιταλικό επίθετο», σχολίασε η Σούζαν. Εκείνη τη στιγμή κατέβαινε σβέλτα τα σκαλιά ένας διανομέας, φορτωμένος δίχτυα γεμάτα μπουκάλια ψευτο-Κιάντι, σκεπασμένα με άχυρο. Για να κάνουν χώρο στο δτανομέα να περάσει, ο Βανς και η Σούζαν μπήκαν στο άνοιγμα της πόρτας ενός μικρού μαγαζιού που προφανώς επιδιόρθωνε ηλεκτρικές συσκευές. Μέσα, ο Βανς πρόσεξε με την άκρη του ματιού του ότι δύο ιερείς τόνιζαν πόσο σημαντικό ήταν να επιδιορθωθεί κάποιο μηχάνημα γρήγορα, και μάλιστα εκείνη τη μέρα. Ο καταστηματάρχης φαινόταν τρομοκρατημένος.

Ο διανομέας του Κιάντι τους προσπέρασε, και την ώρα που ο Βανς και η Σοΰζαν ξανάρχισαν την αναρρίχηση τους, εκείνη του είπε γλυκά: «Τον άκουσες τον κακομοίρη εκεί μέσα; Ήταν τρελαμένος από το φόβο». «Μερικές φορές το κάνουν αυτό οι παπάδες στους πιστοΰς». «Όχι», κοΰνησε το κεφάλι της. «Εννοώ, φοβόταν στ' αλήθεια. Ήταν κάτι παραπάνω από σεβασμό ή κάτι τέτοιο». «Πιθανώς είναι από το μοναστήρι», είπε. «Στην περιοχή έχουν τη φήμη πως τρώνε μωρά κι άλλα τέτοια ανατριχιαστικά. Νομίζω πως είναι κατάλοιπο της Ιεράς Εξέτασης. Δε μας αφορά εμάς». Έφτασαν σε μια μικρή καλοδιατηρημένη είσοδο με μια γυαλισμένη μπρούντζινη πινακίδα που είχε χαραγμένο πάνω της: Αξιότιμος Κΰριος Μπέρναρ Σάουθγουορθ, II. «Α, μάλιστα», είπε, και θυμήθηκε την ερώτηση που του είχε κάνει προηγουμένως. «Ο Σάουθγουορθ είναι Άγγλος που ήρθε εδώ τη δεκαετία του '30, ερωτεύτηκε το Μπελάτζο και έμεινε». Ο Βανς άπλωσε το χέρι του στο λαμπερό μπρούντζινο ρόπτρο και χτύπησε δυνατά τέσσερις φορές. Η σκούρα μαονένια πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας μια πλαδαρή σαν ζυμάρι γυναίκα με στολή υπηρεσίας. «Το σινιόρε Σάουθγουορθ, per favore*», ζήτησε ο Βανς. «Momento»**. Η γυναίκα έκλεισε την πόρτα και επέστρεψε ένα λεπτό αργότερα. «Μπορείτε να ξανάρθετε αύριο;» Ο Βανς και η Σούζαν αντάλλαξαν μια γρήγορη ματιά. «Μα τηλεφώνησα σήμερα το πρωί», διαμαρτυρήθηκε ο Βανς. «Είπε ότι θα με δεχόταν». «Είναι πολύ, πολύ απασχολημένος», είπε η γυναίκα πεισματάρικα. «Πρέπει να τον δω. Είναι πολύ σημαντικό». * Παρακαλώ. Ιταλικά σιο πρωτότυπο. (Σ.τ.Μ.) ** Μια στιγμή. Ιταλικά στο πρωτότυπο. (Σ.τ.Μ.)

«Κι εγώ σας λέω ότι είναι πάρα πολΰ απασχολημένος αυτή τη στιγμή». Η φωνή της γυναίκας είχε αγριέψει τώρα. Πήγε να κλείσει την πόρτα. Ο Βανς έκανε ένα γρήγορο βήμα μπροστά και την κράτησε ανοιχτή με το πόδι του. «Θα μείνω εδώ», είπε ο Βανς. «Κι αν είναι τόσο απασχολημένος ο κύριος Σάουθγουορθ ώστε να μην μπορεί να με δει ως αύριο, θα μείνω εδώ ως τότε». Η γυναίκα τον αγριοκοίταξε. «Εμπρός», συνέχισε εκείνος. «Καλέστε την αστυνομία». «Βανς!» είπε αυστηρά η Σουζαν. «Κάνεις σκηνή». «Χαίρομαι που το πρόσεξες», είπε ο Βανς χαμογελώντας. «Ελπίζω να το προσέξει κι ο Σάουθγουορθ. Όπως οι περισσότεροι καλοαναθρεμμένοι Άγγλοι, μισεί τις σκηνές». Δυο ηλικιωμένες γυναίκες, φορτωμένες με την μπουγάδα τους, σταμάτησαν και τον κοίταζαν απροκάλυπτα. «Θέλο> να μάθω γιατί άλλαξε γνώμη», είπε ο Βανς στη Σουζαν. «Πριν από δυο ώρες του τηλεφωνήσαμε. Τι μπορεί να συνέβη;» «Δεν ξέρω. Είναι ντροπή όμως». «Το ξέρω». Ο Βανς χαμογέλασε. «Αυτό θέλω κι εγώ». «Σινιόρε, σινιόρε!» Η υπηρέτρια είχε επιστρέψει. Πίσω της ακούστηκε μια βαθιά μπάσα φωνή με στρογγυλεμένα φωνήεντα. «Άσ' τον να περάσει», είπε κουρασμένα ο Σάουθγουορθ, «άσ' τον να περάσει, αλλιώς δεν πρόκειται να ησυχάσω ποτέ». Η γυναίκα έριξε στον Βανς μια δολοφονική ματιά και άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Ο Βανς και η Σουζαν μπήκαν μέσα. Το δωμάτιο ήταν αμυδρά φωτισμένο και γεμάτο με τη βαριά επίπλωση και το σκούρο ξυλο που συναντάς σε αγγλική ανδρική λέσχη. Μύριζε ακριβό καπνό πίπας. «Καλημέρα, κΰριε Έρικσον», είπε ο Σάουθγουορθ με ψυχρό και συγκρατημένο τόνο. Ήταν αδύνατος, σχεδόν αποστεωμένος, και φορούσε ένα γκρίζο ριγέ κοστούμι και μια χρυσή αλυσίδα που συνέδεε τις τσέπες του γιλέκου. Από τα καλοχτενισμένα ασημένια του μαλ-

λιά δεν ξέφευγε οΰτε τρίχα, αλλά το περιποιημένο του μουστάκι έστριβε σχεδόν ανεπαίσθητα από θυμό. «Α, δεν ήταν ανάγκη να μας επιφυλάξετε τόσο θερμό καλωσόρισμα», είπε σαρκαστικά ο Βανς. Έδειξε τη Σοΰζαν. «Κΰριε Σάουθγουορθ, από δω η... συνεργάτιδά μου, κυρία Σοΰζαν Στορμ». Ο Σάουθγουορθ έκανε ένα νεΰμα με το κεφάλι. «Χάρηκα. Και τώρα, κΰριε Έρικσον, τι είναι αυτό το τόσο σημαντικό που σας κάνει να μπαίνετε στο γραφείο μου γαβγίζοντας την ώρα που είμαι με πελάτη;» «Θέλω να επισκεφτώ το σινιόρε Κάιτσι», είπε ο Βανς. «Θα ήθελα...» «Μάλλον αδΰνατο», τον διέκοψε ο Σάουθγουορθ. «Θα μποροΰσατε να του τηλεφωνήσετε εκ μέρους μου;» ροπησε ο Βανς. «Αποκλείεται», είπε ο Σάουθγουορθ. «Ο κΰριος Κάιτσι έχει αφήσει αυστηρότατες εντολές να μην τον ενοχλήσει κανείς. Πέρασε φοβερά δΰσκολα τις δΰο προηγοΰμενες βδομάδες, κι έπειτα ήταν και το χτεσινοβραδινό σοκ». «Το χτεσινοβραδινό σοκ;» «Ο μόνος από τους αδελφούς του που ζοΰσε ακόμα πέθανε από καρδιακή προσβολή». «Ο μόνος από τους αδελφοΰς του που ζοΰσε ακόμα;» ρώτησε ο Βανς δΰσπιστα. «Τι συνέβη στους άλλους δΰο;» «Αυτό προσπαθώ να σας πω», είπε ο Σάουθγουορθ. Νόμιζα ότι προσπαθοΰσατε να μη μου πείτε τίποτα, μουρμοΰρισε μέσα του ο Βανς. «Πριν από δυο βδομάδες, ο Ενρίκο και ο Αμέριγκο σκοτώθηκαν όταν συνεθλίβη το αεροπλάνο που οδηγοΰσε ο Ενρίκο». «Ποιος πέθανε χτες βράδυ;» «Ο Πιέτρο», είπε ο Σάουθγουορθ. «Έτσι μένει μόνο ο Γκουλιέλμο», είπε ο Βανς. Ο ασπρομάλλης πληρεξοΰσιος έγνεψε σιωπηλός. «Θεέ μου», είπε ο Βανς καθο>ς έ-

κανε αυτή τΐ] σκέψη. Κι άλλη καρδιακή προσβολή, κι άλλος συνδετικός κρίκος με τον Ντα Βίντσι που είχε σπάσει. Ο Ενρίκο ήταν εξαίρετος πιλότος, σχολαστικός με τη μηχανική φροντίδα του αεροπλάνου του. «Ξέρουμε τι προκάλεσε την πτώση;» «Ξέμεινε από καύσιμα», αποκρίθηκε ο Σάουθγουορθ. «Τότε, υποθέτω πως πρέπει να κάνω μια επίσκεψη στον Γκουλιέλμο», ανακοίνωσε ο Βανς. «Όχι!» είπε ο Σάουθγουορθ γρήγορα, υπερβολικά δυνατά. Ο δικηγόρος καθάρισε το λαιμό του. «Όχι, δεν πρέπει να το κάνετε». Ο Βανς μελέτησε το πρόσωπο του. Η φιλοπόλεμη έκφραση είχε παραχωρήσει τη θέση της στο φόβο. Τι φοβόταν αυτός ο άνθρωπος; Ξαφνικά, στην πόρτα του γραφείου του Σάουθγουορθ εμφανίστηκε ένας άλλος άντρας. «Δε θα θέλατε να επιβαρύνετε τη συνείδησή σας προκαλώντας μεγαλύτερο πόνο και θλίψη σε ένα συνάνθρωπο σας, έτσι δεν είναι;» Η ερώτηση προήλθε από έναν ψηλό ιερέα με φαρδείς ώμους, η παρουσία του οποίου έδειχνε να γεμίζει το δωμάτιο. Στο δεξί του χέρι ο ιερέας κρατούσε ένα περίστροφο. Πίσω τους, η υπηρέτρια του Σάουθγουορθ κατέπνιξε μια κραυγή. Στεκόταν πλάι στην πόρτα, ξεχασμένη απ' όλους. «Αυτό συμπεριλαμβάνεται σε κάποιο νέο μυστήριο, μήπως;» ρώτησε ο Βανς. Ο ψηλός ιερέας έκανε ένα μετρημένο βήμα μπροστά και στάθηκε πλάι στον Σάουθγουορθ. Ο δικηγόρος είδε τώρα το όπλο και χλόμιασε εμφανώς. «Δε νομίζω ότι χρειάζεται αυτό», είπε ο Σάουθγουορθ στον ιερέα. «Όχι εδο). Όχι σιο χώρο του γραφείου μου». Ο ιερέας ούτε που τρεμόπαιξε τα βλέφαρα. «Σκασμός», είπε. Ο Βανς κάρφωσε το βλέμμα του στην μπούκα του όπλου. «Αυτό το έχω ξαναζήσει», είπε. «Φαίνεται όμως ότι δεν μπορώ να συνηθίσω να με σημαδεύουν με όπλα ιερείς». Με την άκρη του ματιού του είδε τη Σούζαν* έδειχνε ψύχραιμη.

«Είσαι πολυ κακός μπελάς, κύριε Έρικσον», είπε ο ιερέας τραβώντας τον επικρουστήρα του περιστρόφου του. Ο Βανς και η Σούζαν έπεσαν στο πάτωμα την ώρα που το δωμάτιο αντηχούσε από τους βροντερούς κρότους του περιστρόφου. Πεσμένος στα τέσσερα, ο Βανς ακολούθησε τη Σούζαν πίσω από έναν καναπέ με μπροκάρ ταπετσαρία. «Ω Θεέ μου! Ω Θεέ μου! Ω Θεέ μου!» Ήταν η υπηρέτρια του Σάουθγουορθ. Είχε χτυπηθεί από την πρώτη σφαίρα. Ακολούθησε κι άλλος πυροβολισμός: μια σφαίρα πέρασε μέσα από την πλάτη του καναπέ και άνοιξε μια χαραγματιά στο ξύλινο πάτωμα. «Να πάρει ο διάβολος, άνθρωπε μου!» Ήταν ο Σάουθγουορθ. «Δώσ' το μου αυτό. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα!» Η Σούζαν και ο Βανς είχαν στριμωχτεί πίσω από τον καναπέ και άκουγαν τον καβγά. «Άσ' το, τρελοβρετανέ!» φώναζε ο ιερέας. Ο Βανς τινάχτηκε όρθιος, και γλιστρώντας προπα στο περασμένο με κερί πάτωμα, όρμησε στη συμπλοκή. Ο Σάουθγουορθ κρατούσε με τα δυο του χέρια το περίστροφο* ο ιερέας πάσχιζε να ξαναπάρει τον έλεγχο της κατάστασης, ενώ χτυπούσε το δικηγόρο με το ελεύθερο χέρι του. Η πρώτη γροθιά του Βανς πέτυχε τον ιερέα στο πλάι του κεφαλιού του, τον ζάλισε, και η δεύτερη προσγειώθηκε ακριβώς πάνω στη μύτη του κληρικού. Ακούστηκε ένας δυνατός ήχος χόνδρου που σπάει. «Μπάσταρδε!» ούρλιαξε ο ιερέας, και τα δάχτυλά του χαλάρωσαν γύρω από το όπλο. Ο Σάουθγουορθ έβαλε τα δυνατά του και τράβηξε το περίστροφο προς το μέρος του, αλλά ο ιερέας είχε συνέλθει και, επιδεικνύοντας εξαιρετική δύναμη, έστρεψε έτσι το όπλο, ώστε να σημαδεύει το πρόσωπο του δικηγόρου. Τράβηξε τη σκανδάλη. Το ουρλιαχτό του Σάουθγουορθ ηλέκτρισε την ατμόσφαιρα για ένα δέκατο του δευτερολέπτου προτού πνιγεί μέσα στον κρότο του πυροβολισμού. Ο δικηγόρος, μ' ένα σπασμό, χαλάρωσε τα δάχτυλά

του γΰρω από το όπλο και το γκριζοντυμένο του ριγωτό σώμα έπεσε στο πάτωμα, σπαρταρώντας για λίγο. Ο Βανς όρμησε να πάρει το όπλο. Το είχε σχεδόν ακουμπήσει, όταν ο ιερέας του επιτέθηκε με μια δυνατή ανάποδη, που τον πέτυχε κάτω από το σαγόνι, τινάζοντας το κεφάλι του προς τα πίσω. Μέσα από έναν πολύχρωμο γαλαξία μικροσκοπικοί φώτων που του έκαιγαν τα μάτια, ο Βανς είδε τον ιερέα να τον σημαδεύει. Γρήγορα έπεσε κάτω και κυλίστηκε στο πάτωμα, την ώρα που το όπλο εκπυρσοκροτούσε και πάλι. Η λάμψη που ξέρασε η μπούκα του καψάλισε τα μαλλιά πίσω στον αυχένα. Αμυδρά άκουσε την τραυματισμένη υπηρέτρια του Σάουθγουορθ να κλαψουρίζει, κι έξω, τους ήχους αναστατωμένων φωνών, που πνίγονταν πίσω από την κλειστή πόρτα. Κάποιος χτυποΰσε με μανία το ρόπτρο. Ο ιερέας γύρισε σαν σβούρα και ο Βανς έκανε να πιάσει ένα μπρούντζινο πορτατίφ. Ο ρασοφόρος μειδίασε δαιμονικά την ώρα που ο Βανς άρπαζε τη λάμπα* σήκωσε το όπλο. Ο Βανς τράβηξε το καλώδιο από την πρίζα κι ο θόρυβος που έκανε το διαλυμένο φις μπερδεύτηκε με τους ξηρούς κρότους της σφύρας του περιστρόφου που όπλιζε. Ο Βανς ένιωσε όλο του το κορμί να μυρμηγκιάζει από φόβο. Έπειτα αντήχησε ένας σιγανότερος πυροβολισμός, οξύτερος, όχι τόσο βροντερός όσο αυτός του περιστρόφου του ιερέα. Έπειτα άλλος ένας πυροβολισμός, κι άλλος, κι άλλος, απανωτά. Ο Βανς έμεινε να κοιτάζει έκπληκτος πρώτα να εμφανίζεται μια κόκκινη τρυπούλα κάτω από το δεξί μάτι του ιερέα, έπειτα μία στον κρόταφο του και δύο στον αυχένα του. Το περίστροφο στριφογύρισε γύρω από το δάχτυλο του που ακουμπούσε τη σκανδάλη και έπεσε με θόρυβο σιο πάτωμα, αδειάζοντας τις σφαίρες του στα σοβατεπί. Ο ιερέας έμοιαζε να βουλιάζει στο πάτωμα καθώς τα πόδια του λύγιζαν κάτω από το βάρος του. Πρώτα έπεσε στα γόνατα με ένα σφοδρό γδούπο κι έπειτα σωριάστηκε με τα μούτρα σιο πάτωμα. Ο Βανς πέταξε κάτω το πορτατίφ και στράφηκε αργά. Γονατιστή πλάι στον καναπέ ήταν

η Σοΰζαν Στορμ. Με τα δυο της χέρια κρατοΰσε με άνεση επαγγελματία ένα μικροσκοπικό αυτόματο πιστόλι με κοντόχοντρη ανασηκωμένη μΰτη. Το βλέμμα του Βανς μετατοπίστηκε από κείνη στη νεκρή υπηρέτρια του Σάουθγουορθ πλάι στην πόρτα, στον Σάουθγουορθ που κείτονταν ανάσκελα στο πάτωμα με χέρια, πόδια ανοιχιά και με μια μεγάλη τρΰπα εκεί όπου έπρεπε να είναι το πρόσωπο του, στον ιερέα κι έπειτα πίσω στη Σοΰζαν. «Δεν είναι και πολΰ υγιής όλη αυτή η κατάσταση στην οποία έχουμε μπλέξει», είπε τρέμοντας. Η Σοΰζαν σηκώθηκε όρθια και προχώρησε αργά προς το μέρος του. Σαν ήρθε και στάθηκε απέναντι του, ο Βανς ένιωσε στο πρόσωπο του το κοντανάσασμά της, που μαρτυροΰσε φόβο. «Ποΰ το βρήκες αυτό;» τη ρώτησε ο Βανς δείχνοντας το όπλο. Η Σοΰζαν αγνόησε την ερώτησή του. «Έλα, πρέπει να φΰγουμε από δω», του είπε τραχιά. Βοΰτηξε την τσάντα της και έχωσε μέσα το όπλο. Έξω, οι ήχοι του πλήθους δυνάμωναν και κάποιος έστριβε το κλειδωμένο πόμολο της πόρτας, «θα μπουκάρουν όπου να ναι», πρόσθεσε γρήγορα, «πιθανώς με την αστυνομία». «Σ' αυτό έχεις δίκιο», είπε βλοσυρά ο Βανς, χώνοντας το περίστροφο του ιερέα στη ζώνη του. «Κοίτα. Πάμε από δω». Οδήγησε τη Σοΰζαν στο πρώτο πάτωμα των γραφείων του Σάουθγουορθ, πέρασαν μέσα από την κουζίνα στο πίσω μέρος του οικήματος και βγήκαν σ' ένα δρομάκι που ανεβοκατέβαινε φιδογυριστά το λόφο, με σκαλάκια όμοια με τα μπροστινά. Άρχισαν ν' ανηφορίζουν, ανεβαίνοντας ανέμελα τα σκαλιά σαν δυο αθώοι τουρίστες που είχαν αποφασίσει να ξεφΰγουν από την πεπατημένη.

Τρέξε! έλεγε το σώμα της Σοΰζαν. Περπάτα! της έλεγε το μυαλό της. Τρέξε! πρόσταζε το ένστικτο της. Περπάτα! της έλεγε η εκπαίδευσή της. Έπιασε τον Βανς αγκαζέ για να σιγουρευτεί ότι θα περπα-

τουσε κι αυτός ακολουθώντας το ρυθμό της, αλλά όταν το έκανε, η ζεστασιά του της φάνηκε παρηγορητική, οι σκληροί, σφιχτοί μΰες καθησυχαστικοί. Συνέχισαν να σκαρφαλώνουν τα σκαλιά για πένυε λεπτά ακόμα, κι έπειτα έφτασαν στην κορυφή. Η Σουζαν στράφηκε προς το μέρος του. «Εντάξει, και τώρα τι γίνεται;» τον ρώτησε χολωμένα. «Δεν ξέρω», χαμογέλασε αδύναμα ο Βανς. «Καταστρώνω τη στρατηγική μας ενόσω προχωράμε. Αν πάμε αριστερά, θα είναι καλύτερα. Μπορούμε να τραβήξουμε κατά το Τκραν Οτέλ"· δεν είναι μακριά από δω με τα πόδια, θ α χαθούμε μέσα στο πλήθος. Κι υστέρα... υστέρα νοικιάζουμε ένα αυτοκίνητο και κάνουμε ένα ταξιδάκι στο Καστέλο Κάιτσι. Κάτι μου λέει ότι ο Γκουλιέλμο Κάιτσι θα κάνει μεγάλες χαρές που θα μας δει». Έστριψε και κατευθύνθηκε βόρεια, με μεγάλες, γρήγορες δρασκελιές. «Το φοβόμουν ότι θα είχες αυτό στο μυαλό σου», είπε κουρασμένα και έτρεξε να τον προφτάσει.

«Όχι, σινιόρε, δε νοικιάζουμε αυτοκίνητα», τους πληροφόρησε ο θυρωρός του «Γκραν Οτέλ». «Μόνο για τους πελάτες του ξενοδοχείου. Λυπάμαι». Βγήκαν από την κομψή είσοδο του ξενοδοχείου, κατέβηκαν τα μαρμάρινα σκαλιά, κι όταν βρέθηκαν στο πεζοδρόμιο, πήραν την κατεύθυνση που οδηγούσε στο κέντρο του Μπελάτζο. «Έχει πολύ περπάτημα», είπε ο Βανς. «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι πρέπει να αφήσεις την αστυνομία να ασχοληθεί μ' αυτό». Από μακριά ακούστηκε ένα δυνατό σφύριγμα από κόρνα αυτοκινήτου. «Και τι θα λέγαμε στην αστυνομία; Ότι τρεις εκ των αδελφών Κάιτσι δολοφονήθηκαν κι ότι νομίζω πως ο Γκουλιέλμο θα εί-

ναι ο επόμενος... αν δεν είναι ήδη νεκρός; Ποιος θα το πίοτευε;» Η Σούζαν ε'γνεψε. «Ωστόσο... δε νομίζω πως πρέπει να πάμε εκεί πάνω να σκαλίσουμε τα πράγματα». «Εσύ μπορείς να γυρίσεις στο Κόμο, αν θες», είπε ο Βανς, «ή μπορείς να με περιμένεις σε κάποιο καφέ εδώ στο Μπελάτζο. Εγώ όμως θα πάω εκεί πάνω να δω τον Γκουλιέλμο Κάιτσι». Μ' ένα ουρλιαχτό βασανισμένων ελαστικών, μια μαύρη Μερσεντές 450SL μπήκε με φόρα στη στροφή μαρσάροντας. Τρομοκρατημένοι, ο Βανς και η Σούζαν είδαν έναν ηλικιο>μένο εργάτη πάνω σε ένα ταλαιπωρημένο ποδήλατο με χοντρά λάστιχα και μ' ένα σκουριασμένο σιδερένιο καλάθι γεμάτο αβγά και γάλα να πηδάει από το ποδήλατο του την ώρα που η Μερσεντές έπαιρνε κλίση, πηγαίνοντας καταπάνω του. Ακούστηκε ένας μεταλλικός γδούπος όταν ο προφυλακτήρας της Μερσεντές κοπάνησε το καλάθι του ποδηλάτου, ρίχνοντας κάτω το δίτροχο. Το ποδήλατο έγειρε πάνω στο κράσπεδο, εκσφενδονίζοντας ένα διχτάκι με σπασμένα αβγά στην άλλη άκρη του πεζοδρομίου και δύο χαρτόκουτα γάλα πάνω στα γύψινα του τοίχου ενός παρακείμενου κτιρίου, όπου και άνοιξαν με μια έκρηξη λευκού αφρού. Σαστισμένος, ο ηλικιωμένος πάσχισε να ανασηκωθεί σε καθιστή στάση, την ώρα που ο οδηγός της Μερσεντές φρέναρε απότομα. «Φύγε απ' το δρόμο μου, σιχαμένε ξεδοντιάρη* είσαι τυχερός που δε σε σκότωσα!» Έπειτα ο οδηγός πάτησε γκάζι και απομακρύνθηκε με ταχύτητα, αφήνοντας μαύρες λωρίδες πάνω στο πεζοδρόμιο και την μπόχα καμένου λάστιχου στον αέρα. Ο Βανς τον κοίταζε επίμονα, βράζοντας από την οργή του. Είδε τη Μερσεντές να κόβει ταχύτητα στο χώρο στάθμευσης του «Γκραν Οτέλ» και να εξαφανίζεται στο εσωτερικό του. «Μπάσταρδε», μουρμούρισε ο Βανς, και πήγε να βοηθήσει τη

Σουζαν. Εκείνη χώρα είχε ανασηκώσει τον ηλικιωμένο, που κουνούσε το κεφάλι του. «Μια χαρά είμαι, μια χαρά», έλεγε και ξανάλεγε ο ηλικιωμένος. Έπειτα σηκο)θηκε πάνω, περπάτησε ως το ποδήλατο του, το τσούλησε στο δρόμο κι εξαφανίστηκε από μπροστά τους κάνοντας πεντάλ. «Σκληρός γερόλυκος», σχολίασε ο Βανς. «Αυτός, καθώς φαίνεται, θα μας θάψει και τους δυο». «Δε θα είναι και πολύ δύσκολο, αν σκεφτείς τις δύο προηγούμενες μέρες». «Έλα», τη διέκοψε, πιάνοντάς την αγκαζέ. Ξαναγύρισαν πίσω, τραβώντας για το «Γκραν Οτέλ». «ΓΙού πάμε;» τον ρώτησε. «Έχω μια ιδέα». «Ω διάβολε! Όχι πάλι». «Ω, ναι», είπε ο Βανς. «Πρόσεξέ με». Πλησίασαν τη Μερσεντές, που ανήκε ο ένα νεαρό Ιταλό. Το καπό γουργούριζε καθώς κρύωνε η μηχανή. «Περπάτα μαζί μου σαν να είναι δικό σου το αυτοκίνητο. Αν βγει ο παρκαδόρος, απόφυγε να τον κοιτάξεις». «Βανς, τι πάμε να...» «Μπες μέσα σαν να ήταν δικό σου», διέταξε. «Μα είναι παράνομο». «Το ίδιο και το να επιτίθεοαι σε γεροντάκια», της γύρισε. «Έχε μου εμπιστοσύνη. Κάνε σαν να είσαι ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου και κανείς δε θα μας ρίξει δεύτερη ματιά». Μπήκαν μέσα και, όπως το περίμενε ο Βανς, τα κλειδιά ήταν πάνω. «Αυτό είναι τελείως παράνομο», είπε η Σούζαν κοιτάζοντας από τον πλευρικό καθρέφτη καθώς ανηφόριζαν τον ελικοειδή δρόμο που οδηγούσε στο Καστέλο Κάιτσι. «Μας το ξανάπες». Ο τραχύς ασφάλτινος δρόμος ανέβαινε στριφογυριστά τους λόφους πάνω από το Μπελάτζο σε μια σειρά συνεχόμενες ανηφόρες και

κατηφόρες, που περνούσαν μέσα από ελαιώνες σε αναβαθμίδες, μικρά αγροτόσπιτα χτισμένα κοντά στο δρόμο, και μέσα από αμπελώνες γεμάτους σταφύλια που ωρίμαζαν. Δεν είχε πολλή κίνηση.

Ο Βανς είχε αλλάξει, σκέφτηκε η Σούζαν καθώς τον παρατηρούσε να οδηγεί. Είχε αποβάλει την οξυθυμία των δύο προηγούμενων ημερών. Τότε έδειχνε ανασφαλής -σαν να προχωρούσε ανιχνευτικά-, επιφυλακτικός και... υπερβολικά ευαίσθητος. Τώρα, σκέφτηκε κοιτάζοντας το πανέξυπνο πρόσωπο του με το μυώδες τετράγωνο πιγούνι και τα διαπεραστικά γαλάζια μάτια, είχε ξαναβρεί τον αυτοέλεγχο του. Της άρεσαν αυτά τα μάτια, ο τρόπος που ακτινοβολούσαν ζωή. θ α μπορούσα να διαβάσω κάθε του σκέψη, είπε μέσα της, αν μπορούσα να καταλάβω τη γλώσσα των ματιών του· είναι τόσο εκφραστικά. Μπροστά τους, η λευκή πέτρα του Καστέλο Κάιτσι πρόβαλλε σιγά σιγά σε όλο της το μεγαλείο, περήφανο σύμβολο μιας περήφανης οικογένειας. Ο Βανς άλλαξε ταχύτητα για να πάρει μια κλειστή στροφή-πέταλο κι έπειτα επιτάχυνε αργά, βάζοντας τρίτη. Ανασκάλεψε τη μνήμη του, μπας και θυμηθεί λεπτομέρειες για το κάστρο, βρίζοντας τον εαυτό του που δεν ήταν πιο προσεκτικός εκείνη τη μέρα που μαζί με τον Κίνγκσμπερι, τον Μαρτίνι και μια φάλαγγα δικηγόρων είχαν ανέβει μπουλούκι εκεί πάνω για να υπογράψουν τα τελικά συμβόλαια, να καταβάλουν μια επιταγή-μαμούθ και να αποκτήσουν τον κώδικα Κάιτσι, από τότε κώδικα Κίνγκσμπερι. «Το κάστρο είναι ένας συνδυασμός μεσαιωνικού φρουρίου και έπαυλης του 18ου αιώνα σαν αυτές πλάι στη λίμνη», της είπε. «Το 1427 επιδικάστηκε στον κόμη Κάιτσι ένα παλιό κάστρο του 1100, το οποίο είχε ερημωθεί από τις πολυάριθμες μάχες και πολιορκίες. Σταδιακά, με την πάροδο των αιώνο^ν, ο κόμης και οι απόγονοι του

το ανακαίνισαν και έκαναν μετατροπές καθώς και κάποιες προσθήκες στο οικοδόμημα. Στους ογκώδεις πέτρινους τοίχους που περιέβαλλαν την έκταση των εφτακοσίων στρεμμάτων, διαδοχικοί ένοικοι πρόσθεσαν μια τάφρο, που τροφοδοτούνταν από ένα υδραγωγείο, και προσθήκη την προσθήκη έγιναν και τα διαμερίσματα». Με την άκρη του ματιού του την παρακολουθούσε να ξαναγεμίζει το αυτόματο της και να ελέγχει μια δεύτερη φυσιγγιοθήκη στην τσάντα της. «Πρωτύτερα πέτυχες σπουδαίες βολές», είπε ο Βανς. «Πού τα έμαθες αυτά;» «Έκανα μαθήματα», του απάντησε. «Έκανες μαθήματα», επανέλαβε απερίφραστα ο Βανς, «κι έμαθες να είσαι τόσο ευθύβολη, να πυροβολείς τόσο, ε... επαγγελματικά;» Η Σούζαν τίναξε το κεφάλι της στο άκουσμα της λέξης «επαγγελματικά» και τον κάρφωσε με ένα καχύποπτο βλέμμα. Μπα, δεν υπονοούσε τίποτα, αποφάσισε. «Ήμουν πολύ καλή. Και επιμελής». «Αστειεύεσαι;» συμφώνησε ο Βανς. «Πάω στοίχημα ότι ο παπάς εκεί κάτω θα σου έβαζε άριστα στις τελικές εξετάσεις». «Πώς μπορείς να αστειεύεσαι;» είπε επιτιμητικά η Σούζαν, ενώ ο Βανς έκοβε ταχύτητα ψάχνοντας κάπου να παρκάρει. «Σκοτώθηκαν άνθρωποι εκεί». «Και τι να κάνουμε δηλαδή, να κλαίμε;» αντιγύρισε ο Βανς. «Όλα αυτά είναι τόσο παράλογα, που πρέπει να τα διακωμωδούμε, ώστε να μη βλέπουμε την πραγματικότητα: Ένας γεωλόγος που νομίζει πως είναι ειδικός στον Λεονάρντο ενώνει τις δυνάμεις του με μια ψηλομύτα συντάκτρια κουλτουριάρικου περιοδικού και πάνε να ξεσκεπάσουν μια συνωμοσία που σπέρνει νεκρούς δεξιά και αριστερά. Να μαστέ λοιπόν, εξοπλισμένοι με κάνα δυο πτυχία ο καθένας, μ ένα περίστροφο με μία και μοναδική σφαίρα, το μικρό σου αεροβόλο και μπόλικο θράσος».

«Και αρκετή ηλιθιότητα», πρόσθεσε εκείνη. «Α, ναι, μπόλικη κι από δαύτη», συμφώνησε μαζί της. Ο ομαλός δρόμος χειροτέρεψε όταν ο Βανς έστριψε τη Μερσεντές, βγήκε από την άσφαλτο και μπήκε στο δάσος παίρνοντας ένα χαλικόστρωτο μονοπάτι, που γρήγορα μετατράπηκε σε γυμνό, αυλακωμένο από ρόδες χώμα. Βρέθηκαν κάτω από μια κορυφογραμμή και το κάστρο δεν είχε φανεί ακόμα. Μόλις βρήκαν κάλυψη σε μια συστάδα με νεαρές λεύκες, ο Βανς έσβησε τη μηχανή. Το μούγκρισμα της εξάτμισης της Μερσεντές κόπασε απαλά και έδωσε τη θέση του στη σιωπή. Από κάτω τους, ένα υδροπλάνο πέρασε ξυστά πάνω από το νερό κοντά στο Τρεμέτζο και πήγε και κάθισε χαριτωμένα στην αποβάθρα. Κάπου μακριά ακούστηκαν γαβγίσματα σκυλιών, αλλά εκείνο που κυριαρχούσε ήταν η συνομιλία του ανέμου με τις λεύκες καθώς τα σε σχήμα καρδιάς φύλλα τους με τις πριονωτές άκρες κουτσομπόλευαν ψιθυριστά κάτι ακατάληπτο. Ξερά φύλλα και χορτάρια έτριζαν απαλά κάτω από τα πόδια τους καθώς ο Βανς και η Σούζαν προχωρούσαν αμίλητοι κατά μήκος ενός στενού στριφογυριστού μονοπατιού, που χρησιμοποιούσαν κυνηγοί, ανάμεσα στις λεύκες. Για οχτακόσια περίπου μέτρα το μονοπάτι πήγαινε παράλληλα με την άσφαλτο κι έπειτα ανέβαινε στο λόφο προς το λευκό, στο χρώμα του αλάβαστρου, κάστρο. Η θέα του κάστρου γινόταν όλο και πιο σπάνια, κρυμμένη από τα χαμόκλαδα που πύκνωναν σε μια άλλοτε καθαρισμένη έκταση, που τώρα τη διεκδικούσε η φύση. Τα δέντρα έδιναν τη θέση τους σε βάτους και θάμνους που ξεπερνούσαν σε ύψος τα κεφάλια τους. Ξαφνικά τα χαμόδεντρα χάθηκαν και μπροσιά τους εμφανίστηκαν στοργικά φροντισμένες σειρές αμπελιών και προσεκτικά οργωμένο χώμα. Κουνώντας τα χέρια του, της έκανε νόημα να σταματήσουν. Κάθισε στις φτέρνες του και η Σούζαν τον μιμήθηκε. «Πού είμαστε;» τον ρώτησε, γέρνοντας στον ο>μο του, «Στους αμπελώνες της οικογένειας Κάιτσι», ψιθύρισε ο Βανς.

Έστρεψε το κεφάλι του και βρέθηκε πολΰ κοντά στο πρόσωπο της Σουζαν. Το άρωμά της πλημμύρισε την κοντινή απόσταση ανάμεσά τους. «Οι Κάιτσι ανέκαθεν έφτιαχναν κρασί», της εξήγησε. «Αυτοί είναι οι αμπελώνες, κι όλοι τους έχουν σταφύλια για σαμπάνια. Τα κελάρια του βγάζουν μόνο σαμπάνια, την οποία δεν πουλάει ποτέ, αλλά την απολαμβάνει στα πάρτι, στις δεξιώσεις και στις εορταστικές εκδηλώσεις που διοργανώνει». Κοίταξαν τα κλήματα να γέρνουν από το βάρος των σταφυλιών που ωρίμαζαν, κι ήταν η φλούδα τους παγωμένη από τη φυσική μαγιά της ζύμωσης. Περίμεναν μήπως ακούσουν τίποτα θορύβους που θα μαρτυρούσαν την παρουσία άλλων, μήπως διακρίνουν κάποιο σημάδι ότι τους είχαν εντοπίσει. Ίσως, σκέφτηκε ο Βανς, να είχε άδικο. Ίσως να μη συνέβαινε τίποτα εδώ και να μην υπήρχαν φρουροί. Ίσως να είχε αφήσει, ακόμα μια φορά, τη φαντασία του να καλπάσει. Περίμεναν άλλα πέντε λεπτά. Τελικά τα γόνατα του Βανς άρχισαν να πονούν από την άβολη στάση. «Πάμε», είπε, και σηκώθηκε πάνω. Οι τοίχοι του κάστρου απείχαν γύρω στα δύο μέτρα. Στο νότιο άκρο του τοίχου του κάστρου είχε ανοιχτεί μια είσοδος για το θηροφύλακα και τους υπηρέτες, θ α δοκίμαζαν να μπουν από κει. Βαδίζοντας πάντα πέρα από την τελευταία σειρά κλημάτων, που έφταναν στο ύψος του στήθους, η Σούζαν και ο Βανς προχώρησαν στη νότια πλευρά του τοίχου. Στο σημείο εκείνο η πλαγιά παραήταν απόκρημνη για κλήματα και είχε παραδοθεί σε δέντρα και θάμνους. Ένα βουνό σκουπιδιών κατέβαινε από την πλαγιά. Ακόμα και οι σπουδαίοι έχουν κωλοτρυπίδες, σκέφτηκε ο Βανς. Κάτω από τη σκιά των δέντρων, ο Βανς εξέτασε τον τοίχο, που ξεπερνούσε τα δώδεκα μέτρα, ήταν λευκός και αδιαπέραστος, εκτός από το μοναδικό άνοιγμα στη βάση του. Κολλητά πάνω στον τοίχο υπήρχε ένας καλοδιατηρημένος ξύλινος στεγασμένος χώρος.

«Από δω θα μπούμε μέσα», είπε ο Βανς δείχνοντας το υπόστεγο. Το απαλό αεράκι κόπασε για μια στιγμή και άκουσαν φωνές και τους ήχους τηλεόρασης να έρχονται από το υπόστεγο. «Κάποιοι είναι εκεί μέσα», είπε η Σουζαν. «Δεν είπα ότι θα είναι εύκολο, το είπα;» αποκρίθηκε ο Βανς. «Έλα!» Κάλυψαν το ενάμισι μέτρο που τους χώριζε από την είσοδο του υπόστεγου τρέχοντας μουδιασμένα. Τώρα οι ομιλίες από μέσα δυνάμωσαν, έγιναν σχεδόν κατανοητές. Οι φωνές ήταν δυο. Μία με την τραχιά διάλεκτο των λόφων και η άλλη σε μελίρρυτο καλλιεργημένο τόνο που πρόδιδε μόρφωση - από τις φωνές εκείνες που ακούει κανείς στην εκκλησία. 'Οταν ο Βανς και η Σουζαν έφτασαν στο υπόστεγο, στριμώχτηκαν στη γωνία που σχημάτιζε η μία του πλευρά και ο ογκώδης πέτρινος τοίχος. «Εντάξει, και τώρα τι κάνουμε;» τον ρώτησε. «Περίμενε εδώ», της είπε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά και έβγαλε το αυτόματο από την τσάντα της. Ο Βανς διέσχισε τρέχοντας το ξέφωτο, έφτασε στα δέντρα και προχώρησε αργά στο σκουπιδότοπο. Εκεί πρόσεξε παρκαρισμένη σε μια άκρη μια μικρή ερπυσιριοφόρο μπουλντόζα. Στα ρουθούνια του επιτέθηκε η γνώριμη μυρωδιά μεθανίου, αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αποσύνθεσης σκουπιδιών. Ωραία, σκέφτηκε, αυτό θα διευκολύνει ακόμα περισσότερο τη δουλειά μου. Στράφηκε στην μπουλντόζα, άνοιξε το καπάκι των καυσίμων και εισέπνευσε· ήταν πετρέλαιο ντίζελ. Αρκετό για να βάλει φωτιά.

Τι στο διάβολο κάνει, αναρωτήθηκε η Σουζαν. Το σημείο όπου στεκόταν παραήταν εκτεθειμένο: μπορούσε να τη δει οποιοσδήποτε έστριβε από τη γωνία του τοίχου ή έβγαινε από την πόρτα. Ίσως έπρεπε να πάει εκεί που ήταν ο Βανς. Μετέφερε το όπλο στο άριστε-

ρό της χέρι και σκούπισε τον κρΰο ιδρώτα από τη δεξιά της παλάμη. Κοίταξε γύρω της· για κάλυψη υπήρχε μόνο ένα βαρέλι λαδιού και κάμποσα χαρτοκιβώτια. Και τότε, λες και κάποιος δαίμονας είχε διαβάσει τους χειρότερους της φόβους, άκουσε βήματα μέσα στο υπόστεγο κι έτριξαν οι μεντεσέδες της καγκελόπορτας καθώς άνοιγε. Είχε προστεθεί και τρίτος στην παρέα. Καθώς διάβαιναν την πόρτα, οι φωνές τους δυνάμωσαν αισθητά. Η Σοΰζαν έπεσε γρήγορα στα γόνατα για να μην τη δουν. Πάνω από το χείλος του βαρελιοΰ λαδιοΰ είδε το πίσω μέρος ενός κεφαλιοΰ με μαΰρα στιλπνά μαλλιά, και βλέποντάς το να γυρνά προς το μέρος της έσκυψε κάτω. Απασφάλισε το όπλο της. Ένα αναμμένο τσιγάρο πέταξε προς το μέρος της, χτΰπησε πάνω στον τοίχο και, αναπηδώντας, προσγειώθηκε στο έδαφος πλάι της. Οι άντρες γελούσαν και αστειεΰονταν - δεν ήταν φωνές ανθρώπων που έπαιρναν μέτρα προφύλαξης. Σΰντομα θα μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν. Ο ένας, προφανώς επιστάτης, έσερνε έναν τενεκέ γεμάτο σκουπίδια. Οι άλλοι δύο -τον έναν τον προσφωνούσαν «πάτερ»- γελούσαν με κάποιο αστείο που είχαν πει πιο πριν.

Στο δικό του παρατηρητήριο, ο Βανς έσκυψε γρήγορα πίσω από το τρακτέρ με το που δυνάμωσαν οι φωνές. Από το κενό ανάμεσα στην μπουλντόζα και στο έδαφος τους είδε να εμφανίζονται μέσα από το υπόστεγο. Η Σούζαν! θ α την έβλεπαν, ήταν σίγουρο. Καρδιοχτυπώντας, είδε έναν ηλικιωμένο άντρα με φαλάκρα και πυκνό μουστάκι να προχωρά έξω στον ήλιο, σπρώχνοντας ένα μεγάλο σκουπιδοτενεκέ πάνω σε ένα καροτσάκι. Γελώντας, ο άντρας σταμάτησε και στράφηκε να μιλήσει με έναν νεαρό με εργατική φόρμα -ίσως να περιποιούνταν τα κλήματα- κι έναν ψηλό με ράσο - κι άλλος παπάς. Οι άντρες τελείωσαν τη συνομιλία τους. Ο παπάς και ο νεαρός

με τη φόρμα ξαναμπήκαν μέσα, αφήνοντας τον μεγαλύτερο να αδειάσει στη χωματερή το φορτίο με τα υπολείμματα του νοικοκυριού και της κουζίνας. Δίχως να χάσει καιρό, ο Βανς μπουσούλησε κάτω από την μπουλντόζα και βρήκε την κάνουλα που χρησιμοποιούσαν για να αδειάζουν το νερό από το πετρέλαιο ντίζελ. Ήταν πεισματάρικη, αλλά υποχώρησε όταν τη χτύπησε ελαφρά με το τακούνι του παπουτσιού του. Τελικά το καύσιμο χύθηκε σ' ένα λιπαρό αρωματικό ρυάκι στο έδαφος βάφοντας σκούρο το χώμα, για να κατηφορίσει στη συνέχεια προς το σκουπιδοτενεκέ. Ο Βανς πήρε τα σπίρτα που του είχε δώσει η Σούζαν και τα ακούμπησε στο πετρέλαιο ντίζελ που κυλούσε ακόμα. Ακούστηκε ένα απαλό φουουπ! και μαύρος καπνός και φλόγες ανέβηκαν προς τον ουρανό. Ο Βανς είχε ξαναδιασχίσει τρέχοντας το ξέφωτο για να πάει κοντά στη Σούζαν, πριν προσέξουν τις φλόγες οι άντρες στο υπόστεγο, που ήταν ακόμα απορροφημένοι στα ανέκδοτά τους. Ξαφνικά τα ανέκδοτα έπαψαν και οι δυο άντρες ξεμύτισαν εξεταστικά από την πόρτα. Την αμέσως επόμενη στιγμή διέσχιζαν τρέχοντας το ξέφωτο, ενώ τα ράσα του παπά ανέμιζαν πίσω του σαν τη μαύρη γραμμή καπνού που αφήνουν τα αεριωθούμενα. «Τώρα!» διέταξε ο Βανς, καθώς τινάχτηκαν πάνω με τη Σούζαν και έτρεξαν να μπουν στο μικρό καλύβι. Από το αμυδρά φωτισμένο εσωτερικό του στεγασμένου χώρου πέρασαν γρήγορα σ' έναν ακόμα πιο αμυδρά φωτισμένο διάδρομο που διέτρεχε την εσωτερική πλευρά του τοίχου. Οι υγροί πέτρινοι τοίχοι, που φωτίζονταν αραιά και πού από λαμπτήρες λίγων βατ, έστριβαν κι από τις δύο μεριές. Από δεξιά ακούστηκαν μακρινές φωνές. Πήγαν αριστερά. Προχώρησαν προσεκτικά και προσπέρασαν μια πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στο επίπεδο των επάλξεων. Από πάνο) ξεχύθηκε ένα αδύναμο γαλαζωπό φως. Συνέχισαν να προχωρούν στο κίτρινο, μου-

ντο φως του διαδρόμου, βγαίνοντας από τη λίμνη του φωτός σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι κι έπειτα πάλι στο φως, όπου και έφτασαν σε μια ξύλινη πόρτα με σκουριασμένους σιδερένιους μεντεσέδες και μάνταλα, που ήταν κλειδωμένη με λουκέτο. Μέσα από μια ρωγμή στις παλιές, πολυκαιρισμένες σανίδες περνούσε σαν μαχαιριά μια αχτίδα φωτός. Ο Βανς έβαλε το μάτι του στο κρύο, τραχύ ξύλο και κοίταξε μέσα. «Έλα, ρίξε μια ματιά». Μέσα από τη χαραμάδα η Σούζαν είδε μια τάφρο γεμάτη τώρα με κρίνους και άλλα υδρόφιλα φυτά, κι έναν ακόμα τοίχο. Η πόρτα μέσα από την οποία κοιτούσαν έβγαζε σε ένα μονοπάτι που διέτρεχε την περιφέρεια. Στα δεξιά της είδε μια σκεπαστή γέφυρα που ένωνε τις δύο πλευρές της τάφρου και κατέληγε μέσα στο κάστρο από την είσοδο που οδηγούσε στο υπόστεγο. Στα αριστερά υπήρχε ένα γεφυράκι με κάγκελα για πεζούς. Με την κάννη του όπλου του ιερέα, ο Βανς δοκίμασε ν' ανοίξει το παλιό σκουριασμένο λουκέτο, κι αυτό υποχώρησε γρήγορα τρίζοντας. «Να πάρει ο διάβολος!» ψιθύρισε η Σούζαν. «Ό,τι έγινε έγινε», είπε ο Βανς, ενώ άνοιγε την πόρτα τόσο όσο χρειαζόταν για να γλιστρήσουν με το πλάι μέσα. «Αν μας έχει ακούσει κανείς, τώρα είναι πάρα πολύ αργά για να κάνουμε οτιδήποτε». Διέσχισαν το μονοπάτι τροχάδην, πέρασαν τη γέφυρα και διάβηκαν τρέχοντας μια αψιδωτή πόρτα στην άλλη πλευρά. Πάνω από τον εξωτερικό τοίχο πυκνός μαύρος καπνός ανέβαινε τεμπέλικα στον ουρανό σχηματίζοντας σπείρες. Πέρα από τον τοίχο άκουσαν κάποιους άντρες να φωνάζουν ο ένας οτον άλλο. «Όταν ήρθα εδώ για τις διαπραγματεύσεις, έκανα μια περιήγηση στο χώρο», είπε ο Βανς. «Υπάρχουν άλλες τρεις είσοδοι σαν κι αυτή, από τους κήπους της τάφρου, που είχαν ανοιχτεί στους τοίχους του κάστρου -οι οποίοι, σημειοπέον, έχουν τέσσερα μέτρα πάχοςούτως ώστε να έχουν οι επισκέπτες πρόσβαση στην τάφρο. Κάθε εί-

σοδος έχει το δικό της κήπο σε μια αυλίτσα στην αντικρινή πλευρά. Αυτές οι αυλές βγάζουν σε μια κεντρική αυλή σαν κι αυτές που συναντάμε στα περισσότερα μεγάλα κάστρα». Η Σουζαν έγνεψε μόλις βγήκαν από το διάδρομο και βάδισαν σιην άκρη των κήπων της αυλής. Περπάτησαν περιμετρικά και προχώρησαν κάτω από τα μπαλκόνια που στήριζαν σομόν μαρμάρινοι στύλοι. Τα μάτια της Σούζαν πετάγονταν αχόρταγα από το ένα χαρακτηριστικό του κάστρου στο άλλο, από τα διακοσμητικά ανάγλυφα στις νωπογραφίες στους τοίχους που προστάτευαν τα μπαλκόνια. «Αυτό είναι Μπερνίνι», είπε. Έκαναν πέντ έξι βήματα ακόμα και η Σούζαν ξανασταμάτησε. «Αυτό το άγαλμα», έδειξε κατά κει που ήταν η φιγούρα ενός γυμνού άντρα και μιας γυμνής γυναίκας σε ένα μαρμάρινο εναγκαλιασμό, «αυτό είναι Κανόβα. Δεν ήξερα ότι βρισκόταν εδώ». Ξάφνου, φωνές από την εξωτερική αυλή την επανέφεραν στην πραγματικότητα. Στριμώχτηκαν στο άνοιγμα μιας πόρτας και περίμεναν να φύγουν οι άντρες. Οι φωνές τούς προσπέρασαν, μιλώντας μεγαλόφωνα και όλο έξαψη για τη φωτιά. Ο Βανς σκούπισε τον ιδρώτα από το πανωχείλι του και ευχήθηκε το όπλο που είχε πάρει από τον παπά να είχε περισσότερες από μία σφαίρες. Όταν ξεμάκρυναν οι φωνές των αντρών, ο Βανς και η Σούζαν ξεμύτισαν από το άνοιγμα της πόρτας και τράβηξαν κατά κει που φαίνονταν κάτι σκάλες. «Όλα τα υπνοδωμάτια και τα σαλόνια βγαίνουν στο μπαλκόνι που βλέπει στην κύρια αυλή», της είπε βιαστικά καθώς ορμούσαν στη φαρδιά μαρμάρινη σκάλα, κι άρχισαν να την ανεβαίνουν. «Σ' ένα από αυτά πρέπει να βρίσκεται ο Κάιτσι, αν είναι ακόμα ζωντανός». Στην κορυφή της σκάλας αντίκρισαν σκεπαστές εισόδους και κίονες που ξεκινούσαν κυκλικά κι από τις δύο πλευρές. Ο Βανς και η Σούζαν περπάτησαν γύρω από την περιφέρεια κατά τη φορά των δεικτών του ρολογιού, κοιτάζοντας ερευνητικά μέσα σ' όλα τα δωμάτια.

Μα που ήταν ο κύριος του φέουδου, ο κόμης Γκουλιέλμο Κάιτσι; Έξω, κοντά στη φωτιά, οι φωνές ολοένα και δυνάμωναν. Ο Βανς υπέθεσε ότι το αέριο μεθανίου από το σκουπιδότοπο θα είχε μετατρέψει τη φωτιά σε κόλαση, που θα κρατούσε απασχολημένο σχεδόν κάθε αρτιμελές άτομο που είχε στην υπηρεσία του ο κόμης. Από μακριά ακούστηκαν σειρήνες. Προφανώς τα πυροσβεστικά οχήματα διένυαν την κοπιαστική τους πορεία, ανηφορίζοντας τον επικίνδυνο, όλο στροφές δρόμο. Έχοντας διανύσει ήδη το ένα τρίτο της περιμέτρου της αυλής, έφτασαν σε ένα δωμάτιο με κλειστές κουρτίνες. Κοιτάχτηκαν και κούνησαν το κεφάλι επιδοκιμαστικά: Αυτό πρέπει να ήταν. Από ένα μικρό χώρισμα ανάμεσα στις βαριές μεταξωτές σαν ταπετσαρίες κουρτίνες είδαν την ακίνητη φιγούρα ενός ηλικιωμένου άντρα σε ύπτια θέση, σκεπασμένου από την κορφή ως τα νύχια με λινά σεντόνια. Στο πάνω μέρος ξεπρόβαλλαν τα χέρια και οι ώμοι του άντρα με τις πιζάμες. Ο κόμης Κάιτσι δεν έδειχνε και πολύ καλά στην υγεία του. Πλάι στο κρεβάτι στεκόταν ένας κοντός ιερέας, που μιλούσε μανιασμένα στο τηλέφωνο. Τα γερά τζάμια και τα καλά σφαλισμένα παράθυρα κατέπνιγαν όλους τους θορύβους. Ο άντρας ήταν ταραγμένος και βημάτιζε πάνω κάτω καθώς μιλούσε. Έπρεπε να δράσουν γρήγορα. Αν ανακάλυπταν την εστία της φωτιάς -μόλις έβρισκαν την ανοιχτή κάνουλα στο ντεπόζιτο της μπουλντόζας- θα άρχιζαν τις έρευνες για τυχόν παρείσακτους. «Εντάξει, πάμε από δω», ψιθύρισε ο Βανς. Ξανάτρεξαν πίσω, σε μια πύλη που οδηγούσε στον εσωτερικό διάδρομο. Σταμάτησαν προτού φτάσουν στο διάδρομο, και κόλλησαν πάνω στον τοίχο για να αφουγκραστούν. Ένα σύρσιμο. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που άκουσαν. Κάποιος ήταν στην είσοδο. Το θόρυβο του συρσίματος κάλυψε η πνιχτή, ανήσυχη φωνή του ιερέα που μιλούσε στο τηλέφωνο.

Πώς θα εξουδετέρωναν το φρουρό χωρίς να θέσουν σε συναγερμό το κάστρο; «Έχω μια ιδέα», ψιθύρισε απαλά η Σουζαν στο αφτί του Βανς. «Να είσαι έτοιμος». Και προτού προλάβει να τη σταματήσει, είχε φύγει από κοντά του και περπατούσε τολμηρά στο διάδρομο, προς το μέρος του φρουροΰ. «Γρήγορα!» είπε επιτακτικά. «Από δω. Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας! Βιαστείτε, σας παρακαλώ!» Κοντοστάθηκε και βάλθηκε να κουνά τα χέρια της ανυπόμονα. Οι άντρες είναι άντρες, σκέφτηκε, ακόμα και οι παπάδες· το είχε ξανακάνει, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό σε πάρα πολλές περιπτώσεις. «Ω, σας παρακαλώ, είναι σημαντικό· κάντε γρήγορα!» Η Σουζαν υποδυθηκε όσο καλύτερα γινόταν την κόρη εν κινδΰνω. Ο φρουρός κινήθηκε προς το μέρος της επιφυλακτικά. Εκείνη έκανε δυο δοκιμαστικά βήματα προς το μέρος του. «Ω, πόσο χαίρομαι που είστε εδώ», είπε λαχανιασμένα και έπιασε τον ιερέα από το δεξί μπράτσο μόλις την πλησίασε. «Είπαν ότι θα μπορέσετε να βοηθήσετε. Ελάτε. Δεν έχουμε πολΰ χρόνο». Παρέσυρε τον άντρα προς την είσοδο, τραβώντας τον από το μπράτσο. Ο Βανς άκουγε με θαυμασμό την παράστασή της. Σπάνια γυναίκα, σκέφτηκε, ενώ κόλλησε με την πλάτη πάνω στον τοίχο, προσπαθώντας απεγνωσμένα να καταπνίξει τους ήχους της ακανόνιστης αναπνοής του. Η Σουζαν έστριψε πρώτη στη γωνία, κι ένα δέκατο του δευτερολέπτου αργότερα την ακολούθησε ένας κοντόχοντρος κοκκινοπρόσωπος ιερέας με γυαλιστερό φαλακρό κεφάλι και κόκκινα φρύδια. Καθώς έστριβε στη γωνία, προσποιήθηκε πως γλίστρησε, και έπεσε σιο πάτωμα, αρπάζοντας τον ιερέα από το χέρι. Κι ενώ ο ιερέας έκανε να την πιάσει με το άλλο χέρι, ο Βανς, σηκώνοντας το όπλο του με μια καμπύλη κίνηση, κατέβασε με δύναμη

τον υποκόπανο του, ενεργοποιώντας όλους τους μυς των ώμων και της πλάτης του. «Ουουψ!» ξεφΰοηοε δυνατά ο φαλακρός παπάς την ώρα που το χτύπημα τον βρήκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Σωριάστηκε στο δάπεδο με έναν πνιχτό γδούπο κι έμεινε ακίνητος. Ο Βανς έδο>σε το χέρι του στη Σούζαν και τη βοήθησε να σηκωθεί. «Χαίρομαι που είμαι με το μέρος σου», της είπε μειδιώντας. Ακροποδητί έτρεξαν στο δωμάτιο του Κάιτσι. Ο Βανς δοκίμασε το πόμολο- η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ο Βανς ξαναγύρισε στον αναίσθητο φρουρό, αλλά ο άντρας δεν είχε πάνο> του κλειδιά. Αφουγκράστηκαν προσεκτικά πίσω από την πόρτα, τώρα όμως ο ιερέας που ήταν μέσα μιλούσε ελάχιστα, γρυλίζοντας μόνο κάτι ναι και κάτι όχι. Τελικά αποχαιρέτισε το συνομιλητή του και κατέβασε το ακουστικό. Ο Βανς χτύπησε την πόρτα. Ένα παλιομοδίτικο κλειδί κροτάλισε στην κλειδαριά και η πόρτα άνοιξε, για να αποκαλύψει έναν ψηλό, θυμωμένο παπά, και πίσω του σε ένα κρεβάτι έναν ακίνητο άντρα, σιο πρόσωπο του οποίου ο Βανς αναγνώρισε τον κόμη Κάιτσι. «Μια γαμημένη λέξη να πεις, σου τινάζο) τα μυαλά στον αέρα», είπε ο Βανς, κραδαίνοντας το περίστροφο. Ο ιερέας γούρλωσε τα μάτια -ενο) στην έκφρασή του η έκπληξη αντικατέσιησε το θυμό- και άνοιξε το στόμα του να ουρλιάξει. Προτού προλάβει ο ιερέας να σημάνει συναγερμό, ο Βανς τον χτύπησε με το πλάι του αριστερού του χεριού στο μήλο του Αδάμ, μετατρέποντας την κραυγή για βοήθεια σε ένα στραγγαλισμένο γουργούρισμα. Κι ενο) τα χέρια του παπά σηκώνονταν να αγγίξουν το χτυπημένο του λαιμό, ο Βανς κοπάνησε με τη δεξιά του γροθιά το ηλιακό πλέγμα του άντρα. Ξεφυσώντας δυνατά, ο παπάς έπεσε σια γόνατα, προσπαθώντας λαχανιασμένος να αναπνεύσει, μάταια. Ο Βανς στάθηκε πάνω από τον άντρα, νιώθοντας το αίμα να κυ-

λάει καυτό στο κεφάλι του. «Μην ξαναπροσπαθήσεις να καλέσεις βοήθεια», τον προειδοποίησε. «Τα πράγματα μπορεί να χειρότερε'ψουν». Αρπάζοντας μια χούφτα χαρτομάντιλα από το κομοδίνο του Κάιτσι, ο Βανς τα ε'χωσε στο στόμα του παπά. Έψαξε γύρω του να βρει κάτι να κλείσει το στόμα του άντρα. Τελικά έλυσε τη ζώνη που φορούσε ο παπάς στα ράσα του, που έμοιαζε με σκοινί, και την πέρασε γύρω από το στόμα του άντρα σαν ψίμωτρο. Ο ιερέας σήκωσε τα μάτια και τον αγριοκοίταξε, μ' ένα βλέμμα που φανέρωνε πόνο από τα τραύματα μαζί με μίσος. Για μια στιγμή έμεινε χωρίς ανάσα, έτσι φιμωμένος που ήταν, έπειτα συνήλθε κι άρχισε να αναπνέει βαθιά από τη μύτη. Ο Βανς έβγαλε τη δερμάτινη ζώνη του και την τύλιξε γύρω από τα χέρια του ιερέα, πίσω από τη μέση του, δένοντάς τη σφιχτά για να μην μπορούν να ξεγλιστρήσουν τα χέρια του. «Και τώρα σήκω πάνω», τον διέταξε. «Έλα εδώ». Ο Βανς οδήγησε τον ιερέα σε έναν κενό τοίχο, τον έστησε περίπου ένα μέτρο μακριά του και τον έβαλε να σκύψει μπροστά μέχρι να ακουμπήσει το κεφάλι του στον τοίχο. «Άνοιξε τα πόδια», διέταξε ο Βανς, κι όταν ο ιερέας δίστασε, εκείνος τα κλότσησε για να έρθουν σε διάταση. «Ακίνητος». Μέχρι να τελειώσει ο Βανς, η Σουζαν είχε σύρει το σώμα του αναίσθητου φρουρού μέσα στο δωμάτιο, είχε κλείσει την πόρτα και την είχε κλειδώσει. Σε όλη τη διάρκεια της αναταραχής, ο Κάιτσι ούτε που είχε σαλέψει. Αφού έψαξαν και τους δύο ιερείς για όπλα και δε βρήκαν τίποτα, η Σουζαν και ο Βανς στράφηκαν στον χλομό σαν κερί άντρα που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. «Κόμη Κάιτσι», είπε μαλακά ο Βανς, κουνώντας απαλά τον ηλικιωμένο. «Χριστέ μου, είναι πετσί και κόκαλο. Κόμη Κάιτσι», επανέλαβε ο Βανς. Ο ηλικιωμένος στο κρεβάτι αναδεύτηκε, κάνοντας έ-

να μορφασμό και γλείφοντας τα χείλη. «Είμαι ο Βανς Έρικσον, κόμη. Με θυμάστε; Δουλεΰω για τον Χάρισον Κίνγκσμπερι». «Ο Έρικσον», είπε ο ηλικιωμένος ονειροπόλα, δίχως να ανοίξει τα μάτια. «Ναι, ναι, θυμάμαι». Κούνησε πέρα δώθε το ζαρωμένο του κεφάλι, πασχίζοντας ν' ανοίξει τα μάτια. «Έρικσον, δεν ήξερα ότι είσαι μ' αυτούς». Ο Βανς και η Σούζαν έσκυψαν πιο κοντά για να τον ακούσουν. «Αν ήξερα... δε θα... πουλούσα ποτέ... ποτέ τον κώδικα». Τα ζαρωμένα, λεπτά σαν τσιγαρόχαρτο βλέφαρα του γέρου άνοιξαν για να αποκαλύψουν δύο βλεννώδη, μουντά μάτια, που κοπίαζαν να εστιάσουν. «Με ποιους;» ρώτησε ο Βανς. «Μ' αυτούς», είπε ο Κάιτσι σηκώνοντας με κόπο το χέρι του από τα σκεπάσματα για ένα λεπτό και κάνοντας μια αδύναμη κυκλική κίνηση για να υποδηλώσει το γύρω χώρο. «Με τους Αδελφούς». Το βλέμμα του Βανς έπεσε πάνω στο κομοδίνο. Πάνω σ' ένα λευκό εμαγιέ δίσκο βρίσκονταν σκορπισμένες διάφορες βελόνες για υποδόριες ενέσεις και αμπούλες με φάρμακα. Τράβηξε μία από το σωρό. «Μορφίνη», είπε άτονα ο Βανς. «Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος. Όχι, δεν είμαι μ' αυτούς. Είμαστε εδώ για να σας βοηθήσουμε», συνέχισε. «Πολύ αργά», είπε ο κόμης, ενώ τα μάτια του προσπαθούσαν να εστιάσουν στο πρόσωπο του Βανς. «Ναι... πολύ αργά για τα αδέλφια μου... πολύ αργά για μένα... Αφήστε με ήσυχο, αφήστε με να πεθάνω». Έκλεισε τα μάτια. «Όχι!» είπε πιεστικά ο Βανς, και ταρακούνησε τον κοκαλιάρικο ώμο του Κάιτσι. «θα σας βγάλουμε από δω μέσα». «Δε θα πιάσει», είπε ο Κάιτσι, ζωντανεύοντας πάλι. «Οι Αδελφοί είναι παντού. Θα με βρουν». «Ποιοι είναι οι αδελφοί;» ρώτησε ο Βανς. «Ολόγυρα...» είπε ο Κάιτσι. «Οι Εκλεκτοί Αδελφοί του...» η φωνή του έσβησε «...Αγίου Πέτρου. Όλη η μπάσταρδη σπορά του».

«Όλοι αυτοί οι παπάδες;» ρώτησε ο Βανς. «Από το μοναστήρι;» «Ναι... ναι», απάντησε ο Κάιτσι. «Χρόνια προσπάθησα να τους σταματήσω... προσπάθησα να... προσπάθησα... Δεν μπόρεσα... τελικά νίκησαν». Η Σουζαν απομακρύνθηκε από το κρεβάτι και πήγε να ελέγξει τον αναίσθητο ιερέα. Γονάτισε από πάνω του, πήρε το σφυγμό του. Ήταν άτονος και ακανόνιστος. Κοίταξε τον ιερέα που στεκόταν ακόμα ακουμπισμένος στον τοίχο. Γουρούνια, σκέφτηκε. Βρομερά σιχαμερά γουρούνια, πώς το κάνατε αυτό σ' ένα γέρο άνθρωπο; «Ο κώδικας», έλεγε ο Κάιτσι όταν εκείνη ξαναγύρισε κοντά στο κρεβάτι. «Όλα αυτά έγιναν εξαιτίας του κώδικα;» επανέλαβε δύσπιστα ο Βανς. «Για ποιο λόγο;» «Γιατί τον πούλησα», είπε περήφανα ο Κάιτσι. «Οι Αδελφοί τον ήθελαν αιώνες τώρα, αλλά εμείς πάντα ελέγχαμε την κατάσταση». Ο Κάιτσι συνερχόταν, η φωνή του δυνάμωνε, γινόταν πιο καθαρή. «Όσο ο κώδικας έμενε στο κάστρο, όλα ήταν μια χαρά. Όταν τον πούλησα σ' εσάς, οι Αδελφοί... ο αδελφός Γρηγόριος μου είπε ότι θα το πλήρωνα... Αυτή είναι η πληρωμή μου». «Θεέ μου!» αναφώνησε ο Βανς. «Γιατί; Γιατί;» «Επειδή θα τους καταστρέψει», είπε φλογερά ο Κάιτσι. «Έφερε εσένα ως εδώ και θα φέρει κι άλλους». Ξερόβηξε και βαθιά φλέματα έκλεισαν το λαιμό του. «Θα πεθάνω γι' αυτό, αλλά ήταν το μεγαλύτερο μου κατόρθωμα». Τον ξανάπιασε δυνατός βήχας. «Θα πεθάνω με αυτοσεβασμό». Ξανάβηξε, έκλεισε τα μάτια και ανάσαινε βαριά, (πριγκά, από το στόμα. «Τι είναι αυτό που κάνουν και πρέπει να τους σταματήσουμε;» ρώτησε ο Βανς. «Η απάντηση βρίσκεται σιην αντίπερα όχθη της λίμνης», είπε κουρασμένα ο Κάιτσι. «Αυτοί...»

Και τότε οι μπαλκονόπορτες έγιναν θρύψαλα μέσα σε μια θύελλα θραυσμάτων γυαλιού από τις σφαίρες ενός αυτόματου με σιγαστήρα, που έσκισαν τις λευκές κουρτίνες, ο>θώντας τες σε έναν έξαλλο χορό. Οι σφαίρες έπεσαν με ορμή πάνω στο στρώμα και στο ασθενικό σώμα του ηλικιωμένου άντρα. Ο Βανς έκανε βουτιά για να καλυφθεί κάτω από το κρεβάτι, τη στιγμή που κάτι καυτό διαπερνούσε το μπράτσο του.

Να πάρει, να πάρει, να πάρει! Ο αδελφός Γρηγόριος έβριζε σιωπηλά την ώρα που το παλιό γκρίζο Φίατ σταματούσε στην κρεμαστή γέφυρα του Καστέλο Κάιτσι. Όταν ο οδηγός άνοιξε το παράθυρο για να μιλήσει με τον αδελφό Αντώνιο, που φρουρούσε την μπροστινή είσοδο, του ρθε στη μύτη η γλυκερή μυρωδιά φλεγόμενου πετρελαίου ντίζελ. «Ο θεός μαζί σου, αδελφέ Πέτρο», είπε ο μυώδης παπάς στον οδηγό, κι έπειτα υποκλίθηκε στον αδελφό Γρηγόριο, στο πίσω κάθισμα. Καθώς το αυτοκίνητο προχωρούσε με κλυδωνισμούς πάνω στην ξύλινη κρεμαστή γέφυρα, το μαχαίρι έστριβε κι άλλο στην πληγή του αδελφού Γρηγόριου. Οι τρεις προηγούμενες ώρες ήταν σωστή δοκιμασία. Πρώτα ήταν εκείνος ο ηλίθιος ο Κίμπαλ από την Αντιπροσωπία. Ο Γρηγόριος έβραζε μέσα του στη σκέψη πως μοιραζόταν την εξουσία με κάτι άπιστους σαν αυτόν και τα αφεντικά του. Όμως αυτό το λάθος είχαν κάνει στο παρελθόν οι Αδελφοί Γρηγόριοι. Είχαν αρνηθεί να μοιραστούν την εξουσία με τις κοσμικές Αρχές, με αποτέλεσμα να μην παραμένουν στην εξουσία το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για να πραγματοποιήσουν τους τελικούς τους στόχους. Κύριε Ιησού Χριστέ, προσευχήθηκε σιωπηλά ο Γρηγόριος καθώς σταματούσε το αυτοκίνητο στην κύρια αυλή, σε παρακαλώ, συγχώρεσε τον ταπεινό Σου υπηρέτη που συναναστρέφεται με απίστους, και εί-

θε να μου δώσεις τη δύναμη να τους συντρίψω μόλις εξυπηρετήσουν το σκοπό για τον οποίο προορίζονται. Ο Κίμπαλ ήταν η επιτομή όλων όσα ο Γρηγόριος απεχθανόταν στους άπιστους: προτεστάντης, πλούσιος, ατρόμητος μπροστά στη θεία τιμωρία. Όμως ο Κίμπαλ ήταν απλώς η αρχή των συμφορών εκείνης της μέρας. Ήταν κι εκείνο το τηλεφο')νημα που τον ενημέρωσε ότι ο αδελφός Ανουντσιο είχε σκοτωθεί κατά την επίσκεψη στο δικηγόρο του Κάιτσι, τον Σάουθγουορθ. Από την περιγραφή, ο Γρηγόριος κατάλαβε ότι ο δολοφόνος ήταν ο Βανς Έρικσον. Και τώρα αυτή η φωτιά. Πρέπει να την είχε βάλει ο Έρικσον. Τι νόμιζε πως θα πετύχαινε αυτός ο άνθρωπος; Δεν υπήρχε περίπτωση να μάθαινε τίποτα από τον Κάιτσι. Οι Αδελφοί είχαν σμπαραλιάσει το μυαλό του με διάφορα ναρκωτικά που ροκάνιζαν τον εγκέφαλο. Ο κόμης είχε πληρώσει. Ο Γρηγόριος χαμογέλασε. Ναι, είχε πληρώσει. Άλλη μια μέρα... θεραπευτική αγωγή, και θα υπέγραφε το συμβόλαιο με το οποίο θα παραχωρούσε την κυριότητα του Καστέλο Κάιτσι στην Αδελφότητα. Μετά δε θα υπήρχε κανένας λόγος να τον κρατούν ζωντανό. Ανάθεμα στον αδελφό Ανουντσιο που σκοτώθηκε! Να πάρει ο διάβολος τους αδελφούς που φρουρούσαν το κάστρο και άφησαν τον Έρικσον να τα κάνει ρημαδιό. Το Φίατ σταμάτησε κοντά σε κάτι σκάλες. Ο αδελφός Γρηγόριος καθόταν ακίνητος πίσω, πασχίζοντας να ελέγξει τη λύσσα του. Είχε θυμώσει και με τον εαυτό του που άφησε τον Έρικσον να ζήσει. Ήταν σοβαρό ολίσθημα της κρίσης του και έπρεπε να διορθωθεί. «Μπορώ να έχω το Τνγκραμ με σιγαστήρα;» ρώτησε ο αδελφός Γρηγόριος τον οδηγό του. «Ο Έρικσον ήταν δικό μου λάθος και πρέπει να το διορθώσω». Ο οδηγός έβγαλε σβέλτα το πολυβόλο από τη θήκη του, βίδωσε το σιγαστήρα, άνοιξε το κοντάκι κι έβαλε μέσα μια μεγάλη σειρά σφαίρες.

«Γαμοπο... διάβολε... διάβολε... πονάει», έλεγε ο Βανς μέσα από τα σφιγμένα του δόντια, κρατώντας το μπράτσο του. Σφαίρες συνέχιζαν να εκσφενδονίζονται στην κάμαρα του κόμη. «Έλα», είπε η Σοΰζαν, ανοίγοντάς του τα δάχτυλα, «άσε να ρίξω μια ματιά». Ο Βανς μόρφασε, αλλά την άφησε να απομακρύνει με τα δάχτυλά της τα δικά του και να τραβήξει το ύφασμα του πουκαμίσου του για να δει καλύτερα το τραύμα του. «Άου!» «Σαν μωρό κάνεις», του είπε. «Ένα μικρό σκισιματάκι είναι, επιφανειακό». «Μικρό;» ροΥτησε ο Βανς, κάνοντας μια γκριμάτσα. «Πόσο μικρό;» «Γύρω στα δέκα εκατοστά στο πίσω μέρος του μπράτσου σου. Δείχνει κάπως βαθύ, αλλά το αίμα έχει αρχίσει ήδη να πήζει». «Μάλιστα», είπε παίρνοντας το περίστροφο που είχε χώσει στη ζώνη του. «Πάμε να φύγουμε από δω μέσα, πριν εισπράξουμε πραγματικά σοβαρά τραύματα». Έξω στο μπαλκόνι άκουσαν το τρίξιμο βημάτοϊν που προχωρούσαν προσεκτικά πάνω στα σπασμένα γυαλιά, αλλά δεν μπόρεσαν να δουν κανέναν μέσα από τις κουρελιασμένες κουρτίνες, που ανέμιζαν θλιμμένα στο ελαφρύ αεράκι. Η Σούζαν πυροβόλησε. Τα βήματα σταμάτησαν. Όρμησαν έξω από το δωμάτιο και έτρεξαν προς τα δεξιά, μακριά από το διάδρομο όπου είχαν ρίξει αναίσθητο το φρουρό. «Μέσα, μέσα», άκουσαν τον άλλο παπά να φωνάζει από το δωμάτιο. «Τραβάνε βόρεια!» Πίσο) τους άκουσαν τα βήματα να τρέχουν. Ο Βανς και η Σούζαν κατηφόρισαν το διάδρομο τρέχοντας γρήγορα, και τα τακούνια τους κοπανούσαν σαν τρελά πάνω στο μαρμάρινο δάπεδο. «Εκεί!» φώναξε κάποιος στα ιταλικά, πίσω τους. Καθώς έστριβαν στο διάδρομο, μια σφαίρα έκανε θρύψαλα το τζάμι ενός παραθύρου σε σχήμα διαμαντιού δίπλα στο κεφάλι της Σούζαν. Με την

αδρεναλίνη τους στα ΰψη, περνούσαν από πόρτα σε πόρτα μέχρι που βρέθηκαν κοντά σε μια σκάλα που οδηγούσε κάτω. «Υπολογίζω πως διανύσαμε άλλο ένα τρίτο του υπόλοιπου κάστρου, από την αντίθετη πλευρά». Τα λόγια του Βανς βγήκαν πνιγμένα μέσα στο λαχάνιασμά του. «Πάω στοίχημα ότι αυτή η σκάλα οδηγεί σε κάποιο κηπάκο της αυλής». Έκοψαν ταχύτητα για να στρίψουν, όταν εντόπισαν έναν άντρα να ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες και να έρχεται προς το μέρος τους. «Σκατά», είπε ο Βανς. Προσπάθησαν να σταματήσουν για να χρησιμοποιήσουν τη γωνία για κάλυψη, αλλά οι σόλες τους δε βρήκαν αντίσταση πάνω στο σκληρό μαρμάρινο δάπεδο και τα πόδια τους γλίστρησαν κάτω από το βάρος τους. Ο Βανς και η Σουζαν έκαναν τσουλήθρα πάνω στο σχολαστικά γυαλισμένο πάτωμα. Στον κρεμ τοίχο πίσω τους, στο υψος της μέσης, έσκασε μια λευκή σειρά τρύπες σε συμμετρική απόσταση η μία από την άλλη. Αν δεν είχαν γλιστρήσει, τώρα θα ήταν νεκροί. Γΰρω τους, τα βήματα των διωκτών τους ακούγονταν πιο δυνατά. Μια γερή κουπαστή διέτρεχε τις δυο πλευρές τις σκάλας που κατέληγε στο δάπεδο. Σκαρφάλωσαν με τα τέσσερα προς τα κει, έπειτα κυλίστηκαν, και βρέθηκαν σε ασφαλή θέση τη στιγμή που ο άντρας με το αυτόματο σημάδευε και πάλι και έστρεφε πάνω τους το όπλο. Από το πάτωμα εκτινάχτηκαν ξύσματα μαρμάρου. Η Σουζαν πυροβόλησε στα τυφλά πίσω από τη γωνία. «Είναι οπλισμένοι!» φώναξε κάποιος. Προσεκτικά βήματα ανέβηκαν τις σκάλες. Έπειτα, από το διάδρομο πίσω τους ξέσπασε μια χορωδία φωνών. Ο Βανς, με μια αστραπιαία κίνηση, τράβηξε το περίστροφο από τη ζώνη του και έριξε τη μοναδική σφαίρα που είχε απομείνει στο όπλο. Η Σουζαν τον μιμήθηκε, αδειάζοντας τις σφαίρες πάνω στη στρατιά των ανθρώπων που τους επετίθεντο. Η σφαί-

ρα από το περίστροφο του Βανς βρήκε τον προπορευόμενο άντρα σιην αριστερή πλευρά του στήθους και τον έκανε να παραπατήσει και να πέσει πίσω, πάνω σε δυο άλλους. Η Σοΰζαν είχε καταφέρει να χιυπήσει τον τέταρτο άντρα τρεις φορές, αλλά, θηριώδης καθώς ήταν, αυτός συνέχιζε την επίθεσή του. Μπουσουλώντας, πήγαν και κρύφτηκαν πίσω από τη γωνία της κουπαστής, μένοντας προς στιγμήν έξω από τη γραμμή πυρός. Προσεκτικά, ο άντρας στις σκάλες έβγαλε το κεφάλι του να κοιτάξει στην πέρα γωνία της κουπαστής. Μην έχοντας άλλο όπλο, ο Βανς εκσφενδόνισε πάνω του το άδειο περίστροφο* εκείνος βούτηξε κάτω. Τα πράγματα δεν έδειχναν καλά για τη γηπεδούχο ομάδα, συλλογίστηκε βλοσυρά ο Βανς. Όμως η Σουζαν χρειάστηκε μόνο ένα δέκατο του δευτερολέπτου για να βγάλει από το αυτόματο της τον άδειο γεμιστήρα και να σπρώξει μέσα συρταρωτά έναν καινούριο. Ο Βανς είχε κουβαριαστεί και την κοιτούσε με δέος να ξαναγεμίζει το όπλο, και κρυμμένη πίσω από τη γωνία να πυροβολεί στα τυφλά πρώτα την ομάδα των τεσσάρων αντρών κι έπειτα τον άντρα πάνω στις σκάλες. Ακούστηκε μια κραυγή πόνου. «Τον πέτυχα!» φώναξε η Σοΰζαν. Έπειτα προχώρησαν μπουσουλώντας προς την άκρη της κουπαστής, ελπίζοντας οι εχθροί να αποτολμήσουν να κατέβουν τη σκάλα. Προχωρώντας αργά μπροστά από τον Βανς, η Σοΰζαν πυροβόλησε από τη γωνία της κουπαστής κι έπειτα κάτω στις σκάλες προς το μέρος του άντρα που είχε τραυματίσει. Ακοΰστηκε κι άλλη κραυγή πόνου. Πεσμένοι στα τέσσερα, σκαρφάλωσαν τις σκάλες. Πάνω στα σκαλοπάτια ήταν πεσμένος ένας κοντός, ξανθός άντρας, με τα μέλη του στρεβλωμένα και το κεφάλι γερμένο προς τα κάτω. Το βλέμμα του ήταν απλανές, απαθές μπροστά στο κόκκινο ρυάκι που κυλοΰσε από μια τρΰπα στο μέτωπο του μέσα από τα ξανθά του μαλλιά, για να καταλήξει στα κρΰα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ο Βανς ρίχτηκε να πά-

ρει το όπλο του νεκρού, ε'να κοντόχοντρο όπλο που θύμιζε κουτί. Ο Βανς το είχε δει στον κινηματογράφο: ήταν Ίνγκραμ. Άρπαξε το Ίνγκραμ την ώρα που εμφανίστηκε πάνω από to κιγκλίδωμα ο μεγαλόσωμος άντρας που είχε τραυματίσει η Σουζαν, συνοδευόμενος από δυο άλλους. Ο Βανς τράβηξε τη σκανδάλη και ψέκασε το κιγκλίδωμα, πασχίζοντας να διατηρήσει τον έλεγχο, έτσι που χόρευε το αυτόματο όπλο στο χέρι του. Οι τρεις άντρες βούτηξαν κάτω· το Ίνγκραμ ξέμεινε από πυρομαχικά. Ο Βανς πέταξε το άχρηστο όπλο, που κύλησε στις σκάλες κροταλίζοντας. Γρήγορα το ακολούθησε κι αυτός μαζί με τη Σουζαν. Μόλις έφτασαν κάτω, στάθηκαν ακίνητοι για ένα δευτερόλεπτο, αμήχανοι. Δεν ήταν η σκάλα που θυμόταν ο Βανς. Δεν υπήρχε αυλή, κανένα άνοιγμα προς τα έξω. Αντί γι' αυτό, ο διάδρομος πήγαινε προς δυο κατευθύνσεις, ενώ υπήρχε άλλη μια σκάλα που οδηγούσε κάτω. Ποιο δρόμο έπρεπε να πάρουν για να βγουν έξω; Στον τοίχο του κάστρου υπήρχαν μόνο δυο ανοίγματα και σίγουρα θα τα φρουρούσαν καλά. Η Σούζαν πυροβόλησε ξανά προς τα πάνω, στις σκάλες, κι έπειτα έβαλε καινούριο γεμιστήρα. «Πόσα από δαύτα έχεις;» ρώτησε ο Βανς έκπληκτος. «Για δημοσιογράφος, εσύ κουβαλάς σωστό οπλοστάσιο στην τσάντα σου». «Αυτός είναι ο τελευταίος», ήταν το μόνο που του είπε. «Εννέα σφαίρες». «Θαυμάσια», είπε ο Βανς σκυθρωπά. Σφαίρες άρχισαν να κατηφορίζουν τις σκάλες κροταλίζοντας. «Πάμε να φύγουμε από δω». Κατέβηκαν την επόμενη σειρά σκαλοπατκόν, αλλά προς μεγάλη τους απογοήτευση, κατέληγε σε άλλον ένα διάδρομο. «Κακό αυτό», μουρμούρισε ο Βανς. «Μια από τα ίδια». Κατευθύνθηκε προς μια βαριά ξύλινη πόρτα που είχε ένα παραθυράκι με σιδερένιες γρίλιες. Την τράβηξε, κι αυτή κινήθηκε αργά αλλά απαλά προς τα μέσα. Μπήκαν γρήγορα μέσα και βρέθηκαν σ' ένα κυκλικό πηγάδι με πέτρινα σπειροειδή σκαλοπάτια που κατέβαιναν.

«Πήγαινε εσύ πρώτος», είπε η Σουζαν. «Εγώ έχω το όπλο. Μπορώ να μας καλύψω». Ο Βανς, βλέποντας την έκφραση των ματιών της, αποφάσισε να μη διαφωνήσει. Κατέβηκαν τρέχοντας την αριστερόστροφη σπείρα. Από κάπου μακριά πάνο) τους άκουσαν μια φωνή, που έφτασε πεντακάθαρη στ' αφτιά τους χάρη στον πέτρινο σωλήνα. «Από δω πού βγαίνει;» ροπούσε η φωνή. Ριγώντας, ο Βανς την αναγνώρισε. Ανήκε στον ιερέα από τη Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε. «Δεν ξέρω, Εξοχότατε», αποκρίθηκε κάποιος άλλος. Άλλες τρεις φωνές παραδέχτηκαν ότι δεν είχαν ιδέα πού έβγαζε η σκάλα. «Τι στο διάβολο κάνατε εδώ πέρα τρεις βδομάδες τώρα, αν δεν ξέρετε πού βγάζει καθετί;» Ακούστηκε μια φλυαρία σε έντονο ύφος. «Ε, δεν πειράζει!» φώναξε ανυπόμονα έπειτα. «Κυνηγήστε τους». Η Σούζαν κι ο Βανς συνέχισαν την κατάβασή τους. 'Οταν έφτασαν στο κεφαλόσκαλο στο κάτω μέρος της σκάλας, άκουσαν τους διώκτες τους να αλληλοβρίζονται, ενώ κατηφόριζαν σαν τρελοί τα στριφογυριστά σκαλοπάτια σκοντάφτοντας. Μόλις βρέθηκαν στον ξαφνικά ψυχρό αέρα, είδαν το ιδρωμένο τους δέρμα να αχνίζει. Στο αμυδρό φως, ο Βανς γύρισε να κοιτάξει τη Σούζαν. Ήταν αναψοκοκκινισμένη από το τρέξιμο, αλλά η ανάσα της έβγαινε εύκολα, όμοια με προπονημένης αθλήτριας που ξέρει να παίρνει σωστά αναπνοές. Παρακολουθούσε προσεκτικά τη σκάλα, κρατίόντας το αυτόματο χαλαρά στο πλάι. Το μικρό κεφαλόσκαλο έβγαζε σε δύο εξόδους, μία χωρίς πόρτα, που οδηγούσε σε έναν αφώτιστο διάδρομο, και άλλη μία με μια βαριά ξύλινη πόρτα- ο Βανς την άνοιξε. Πίσω από την πόρτα υπήρχε άλλη μια σπειροειδής σκάλα, αυτή αφώτιστη. Εξαφανιζόταν μέσα σε ένα σκοτάδι που έμοιαζε με το σκοτάδι των εφιαλτών, από το οποίο δραπέτευες μονάχα όταν ξυπνούσες. «Σούζαν». Έφυγε από τη θέση της και πήγε να σταθεί δίπλα του,

στην αρχή της σκάλας. Ο Βανς ετοιμαζόταν να μιλήσει, όταν άκουσε το θόρυβο. Τα βήματα είχαν σταματήσει, και μέσα από το πέπλο της σιωπής ακούστηκε ο μεταλλικός υπόκωφος ήχος, ο γδούπος από κάτι που κατρακυλούσε αναπηδώντας στην πάνω σκάλα και συνοδεύτηκε από μια δυνατή έκρηξη που τράνταξε τους τοίχους του μικρού δωματίου. Για μια στιγμή το δωμάτιο πλημμύρισε από το φως εκατοντάδων ήλιων κι έπειτα το ωστικό κύμα, περιορισμένο από τους χοντρούς πέτρινους τοίχους, τους χτύπησε με δύναμη, σαν ατσαλένια γροθιά. Η Σούζαν ένιωσε την ανατίναξη της χειροβομβίδας να απλώνεται στο δωμάτιο και να τη σφηνώνει ανάμεσα στη βαριά δρύινη πόρτα και στο σώμα του Βανς. Η πόρτα είχε απορροφήσει την ορμή της έκρηξης, σκέφτηκε ο Βανς την ώρα που έπεφτε σαν βαρίδι μέσα στην απόλυτη σκοτεινιά. Σαν τρελός, έκανε να πιαστεί από κάπου, ψάχνοντας ψηλαφιστά μες στο σκοτάδι, και αρπάχτηκε από ένα σιδερένιο κάγκελο. Κρατήθηκε από κει για ένα δευτερόλεπτο, μέχρι που η σύγκρουση με το σώμα της Σούζαν που εκσφενδονίστηκε πάνω στο δικό του του έκοψε την ανάσα. Στραμπούλισε τον αστράγαλο του στην άκρη ενός σκαλοπατιού κι ο πόνος τον σούβλισε, αλλά έπειτα ξαναβρήκε το κάγκελο κι αυτή τη φορά κρατήθηκε γερά. Ο Βανς στάθηκε τρέμοντας στα σκαλοπάτια και βοήθησε τη Σούζαν να σηκωθεί όρθια. Άκουσε την ίδια του τη φωνή, σαν να ερχόταν από τα βάθη του ωκεανού, να ρωτάει τη Σούζαν πού ήταν το πιστόλι της. Δε φάνηκε να τον ακούει. Όταν της έπιασε τα χέρια, συνειδητοποίησε ότι το όπλο έλειπε. Είχαν χάσει τη μοναδική προστασία που τους είχε απομείνει. Τράβηξε τη Σούζαν από το χέρι, κι αυτή τον ακολούθησε στη σκοτεινιά της σκάλας. Καθώς αποκαταστάθηκε βαθμιαία η ακοή τους, άκουσαν το θόρυβο των διωκτών τους να δυναμώνει. Η κατάβασή τους ήταν αδέξια και οδυνηρή. Ο Βανς στραμπού-

λισε πάλι τον αστράγαλο του, και η Σοΰζαν σκόνταφτε συνέχεια πάνω του. Έπειτα από δυο αιωνιότητες, ο Βανς κατέβηκε το τελευταίο σκαλοπάτι, και λίγο έλειψε να πέσει κάτω, καθώς τα πόδια του προσπάθησαν να βρουν ένα ανΰπαρκτο σκαλοπάτι. Η Σοΰζαν έπεσε πάνα) στην πλάτη του. Αυτή η πόρτα, όπως και η δίδυμη της στην κορυφή της σκάλας, είχε ένα μικρό άνοιγμα με σιδερένια κάγκελα. Μέσα από τα κάγκελα ο Βανς είδε τους χώρους αποθήκευσης της σαμπάνιας του Κάιτσι. «Τώρα με ακοΰς;» ρώτησε τη Σοΰζαν. «Ναι», έγνεψε, «καλΰτερα». «Ωραία», της είπε, ενώ άνοιξε την πόρτα και την οδήγησε στη σπηλαιώδη αίθουσα με τα θολωτά ταβάνια. «Έχω μια ιδέα». Στον αμυδρά φωτισμένο χώρο υπήρχαν απανωτές σειρές σκουροπράσινων μπουκαλιού σαμπάνιας, τοποθετημένων διαγώνια, με τον πάτο τους ψηλά και το λαιμό τους προς τα κάτω να ακουμπά στις υποδοχές ξύλινων ραφιών. Ο κόμης είχε μανία να φτιάχνει τη σαμπάνιά του με τον παραδοσιακό -και πολυδάπανο- τρόπο. Ενώ οι περισσότεροι έμποροι κρασιών είχαν μηχανοποιήσει τη μέθοδο παρασκευής σαμπάνιας, ο Κάιτσι είχε διατηρήσει τις παλιές μεθόδους. Μετά το πιεστήριο και την πρώτη ζύμωση, το κρασί εμφιαλωνόταν, πωματιζόταν και τοποθετούνταν σε ράφια για τη δεύτερη ζύμωση. Κάθε μέρα ένας ειδικός επισκεπτόταν τα κελάρια, χτυπούσε απαλά την κάθε φιάλη και τη γύριζε ελαφρώς. Το απαλό αυτό χτύπημα, που γινόταν για σειρά βδομάδων, ανάγκαζε το ίζημα να ανέβει σιγά σιγά στο λαιμό της φιάλης, απ' όπου αφαιρούνταν αργότερα. Η ζωή του ειδικού θα ήταν άκρως ανιαρή αν η όλη διαδικασία δεν ενείχε το στοιχείο του κινδύνου. Η τρομακτική πίεση που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της δεύτερης ζύμωσης καθιστά την κάθε φιάλη μία εν δυνάμει βόμβα. Έτσι και χτυπούσε λίγο δυνατότερα τη φιάλη, έτσι και υπήρχε κάποια ελαττωματική φιάλη, έτσι κι

έριχνε κάτω μια φιάλη, θραύσματα γυαλισυ θα εκτινάσσονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, ωθούμενα από τη μεγάλη πίεση στο εσωτερικό της. Πολλοί τέτοιοι ειδικοί ανά τους αιώνες είχαν τυφλοϊθεί ή σκοτωθεί εκτελώντας τη λεπτή δουλειά τους. Από προηγούμενες επισκέψεις του, ο Βανς ήξερε ότι ο Κάιτσι αγόραζε τις φιάλες από έναν ντόπιο μικρό κατασκευαστή, που τις κοσμούσε με ζωγραφικές και χαρακτικές απεικονίσεις, δημιουργώντας κομψά αντικείμενα τέχνης, που έχαιραν μεγάλης εκτίμησης για την ομορφιά τους ακόμα κι όταν άδειαζε η σαμπάνια. Ωστόσο, λόγω του ειδικού γυαλιού και της χάραξης, οι συγκεκριμένες φιάλες ήταν λιγότερο γερές από αυτές του εμπορίου. Από μια ανοιχτή μεταλλική σκάλα, ο Βανς και η Σούζαν ανέβηκαν σε ένα στενό διάδρομο, μέσω του οποίου οι άνθρωποι που εργάζονταν στο κελάρι είχαν πρόσβαση στην πάνω σειρά των φιαλών. Είπε στη Σούζαν να σταθεί στην άκρη της σειράς, απέναντι από το σημείο απ' όπου είχαν μπει, κι εκείνος επέστρεψε γρήγορα στην άλλη άκρη της τεράστιας αίθουσας -με σαράντα πέντε μέτρα πλάτος και διπλάσιο μήκος- και χώθηκε κάτω από ένα μεταλλικό στενό διάδρομο ανάμεσα σε δύο ράφια. Έβγαλε με προσοχή μια φιάλη από το ράφι της, προσπαθο)ντας να έχει σταθερότητα στα χέρια και καταπνίγοντας μια έντονη παρόρμηση να το βάλει (πα πόδια. Αίγα λεπτά αργότερα, από τη σκιά της σκάλας πρόβαλε ο κοντός παπάς με τα χοντρά μαύρα γυαλιά, κοιτάζοντας γύρω του επιφυλακτικά και ψάχνοντας την αίθουσα με την μπούκα ενός Ίνγκραμ MAC-10, που κατέληγε σε ένα σιγαστήρα σε σχήμα τεράστιου λουκάνικου. Ο παπάς κοντοστάθηκε για ώρα στο άνοιγμα της πόρτας, ενώ οι φακοί των γυαλιών του σπίθιζαν στο αμυδρό φως των λαμπτήρων καθώς τα μάτια του άρχιζαν την ανιχνευτική τους πορεία προς τα πάνω. Ελάτε! Ελάτε! Παρότρυνε σιωπηλά ο Βανς και τους άλλους. Πρώτα έφτασε ένας άντρας και στάθηκε δίπλα στον αρχηγό του, κι έ-

πειτα άλλος ένας. Τα μάτια του παπά ερευνούσαν προσεκτικά τα ράφια απέναντι από τον Βανς. Ήταν ζήτημα λεπτών να τον εντοπίσουν. Το μάτι της Σούζαν έπιασε μια ανεπαίσθητη κίνηση. Κοίταξε κάτω και είδε μια ανδρική φιγούρα να κινείται κρυφά στο διάδρομο ακριβώς από κάτω της. Ο άντρας είχε δει τον Βανς και έπαιρνε την κατάλληλη θέση για να πετύχει πιο εύστοχη βολή. Η Σούζαν κοίταξε μια τον άντρα, μια τον Βανς, και ξανά τον άντρα, που ήταν μόνος στο διάδρομο. Πρέπει να είχε μπει από άλλη πόρτα. Βανς! Ήθελε να ουρλιάξει. Είδε τον παπά κι ύστερα άλλους τρεις να ξεπετάγονται στο αμυδρό φως της αίθουσας δεύτερης ζύμωσης. Αυτός που ήταν μόνος του πλησίασε κι άλλο. Η Σούζαν τράβηξε μια φιάλη από το ράφι. Ήταν βαριά. Θα μπορούσε να την πετάξει τόσο μακριά ώστε να τον πετύχει; Τους χώριζαν τριάντα ολόκληρα μέτρα. Πιάνο\αας τη φιάλη από το λαιμό σαν ζογκλέρ, σηκώθηκε γρήγορα όρθια και την εκτόξευσε στο στόχο της, την ώρα που ο άντρας, σε θέση βολής, έστρεφε την μπούκα στο κεφάλι του Βανς. Εκείνη τη στιγμή ο Βανς πετούσε τη δική του φιάλη στον αέρα κι έκανε να πιάσει άλλη μια, όταν αντήχησε πίσω του ένας δυνατός κρότος. Στράφηκε και είδε κάποιον να ρίχνει κάτω το όπλο του και να πιάνει το πρόσωπο του ουρλιάζοντας- αίμα κυλούσε μέσα από τα δάχτυλά του. Έπειτα, άλλη μια έκρηξη κι ακόμα περισσότερα ουρλιαχτά - η φιάλη του Βανς είχε πετύχει το στόχο της. Ο Βανς έστρεψε το σώμα του και έριξε άλλη μια φιάλη, κι ακόμα μία, στους άντρες, που τοίρα είχαν υποχωρήσει στο άνοιγμα της πόρτας. Αίμα έτρεχε στο πρόσωπο του παπά και πλημμύριζε τα μάτια του. Ο Βανς τού έριξε άλλη μια φιάλη, που εξερράγη πάνω στον τοίχο πλάι στην πόρτα, αναγκάζοντας τον παπά να καταφύγει στη σκάλα, όπου και έκλεισε την πόρτα. «Βόηθα με, Παναγιά μου», παρακαλούσε ο άντρας που είχε προ-

οπαθήσει να πυροβολήσει τον Βανς. Ντυμένος με εργατική φόρμα, ο άντρας στεκόταν γονατιστός μέσα σε μια λίμνη σαμπάνιας με ρόδινους λεκέδες αίματος, που ολοένα άπλωνε. Είχε σκεπάσει το πρόσωπο του με τα χέρια, ενώ κουνούσε πέρα δώθε τον κορμό του, φωνάζοντας: «Τα μάτια μου, τα μάτια μου. Αχ, Παναγιά μου, κάνε να σταματήσει ο πόνος!» Ο Βανς κατέβηκε τα μεταλλικά σκαλοπάτια και έγνεψε στη Σουζαν να τον ακολουθήσει. Όρμησε προς το μέρος του άντρα για να του πάρει το όπλο - κι άλλο Τνγκραμ. «Από πού ήρθε;» ρώτησε ο Βανς τη Σούζαν όταν πήγε δίπλα του. Του έδειξε προς την άλλη πλευρά της αίθουσας. «Υπάρχει κι άλλη πόρτα εκεί». Στ' αφτιά τους έφτασε αμυδρά ο θόρυβος τρεχαλητού. Ο Βανς κίνησε για την πόρτα, σπρώχνονιας μπροστά του τη Σούζαν. Μια ομοβροντία γάζωσε το σημείο όπου στέκονταν προηγουμένως, και αντί γι' αυτούς χτύπησε μια σειρά φιάλες. Οι φιάλες διαλύθηκαν από τις σφαίρες, αλλά οι εκρήξεις δεν έλεγαν να σταματήσουν, καθώς οι φιάλες που βρίσκονταν πλάι στις χτυπημένες έσκαγαν η μία μετά την άλλη σε μια αλυσιδωτή αντίδραση, προκαλώντας μαζικές εκρήξεις και βροχή θραυσμάτων γυαλιού και αφρού. Μια φιάλη εκεί κοντά εξερράγη και ξαφνικά η αίθουσα έγινε πιο επικίνδυνη από τους παπάδες και το στρατό τους. Διέσχισαν τρέχοντας την είσοδο και ανέβηκαν τις σκάλες, ενώ οι διώκτες τους αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά σε ένα φράγμα από φιάλες που εκρήγνυντο. «Είχα διαβάσει γι' αυτό», είπε ο Βανς, ανάμεσα σε λαχανιαστές ανάσες. «Περιστατικά όπου μια φιάλη που εκρήγνυται πυροδοτεί αλυσιδωτή αντίδραση, ικανή να καταστρέψει το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου ενός κελαριού». Ο θόρυβος από τις εκρήξεις μειωνόταν καθοίς σκαρφάλωναν προς τα πάνω. Πήραν ένα μακρύ διάδρομο κι ανέβηκαν άλλες δυο

σειρές σκαλοπάτια. 'Οταν τελικά βγήκαν έξω, τα μάτια τους ανοιγάκλεισαν στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Μόλις δέκα μέτρα μπροστά τους βρισκόταν ένα γκρίζο Φίατ, και ένας παπάς, μόνος, που ακουμπούσε νωχελικά πάνω στον ένα προφυλακτήρα σαν οδηγός λιμουζίνας που περιμένει το αφεντικό του. «Απομακρΰνσου από το αυτοκίνητο και μην πεις κουβέντα, αλλιώς σε λίγο θα είσαι ένας νεκρός παπάς», είπε ο Βανς καθώς έτρεχε γρήγορα προς το μέρος του άντρα, με το Ίνγκραμ στραμμένο πάνω του. Σχεδόν την ίδια στιγμή, σε απόσταση εβδομήντα μέτρων, πρόβαλε από το άνοιγμα μιας πόρτας ο κοντός διοπτροφόρος παπάς, συνοδευόμενος από δΰο άντρες. Ο Βανς και η Σοΰζαν πήδησαν μέσα στο Φίατ, την ώρα που σφαίρες έσκαγαν πάνω στους προφυλακτήρες του αυτοκινήτου. «Πάρ' το και κοίτα να δεις τι μπορείς να κάνεις με δαΰτο». Της έδωσε το όπλο, ενώ πάλευε με τη μηχανή του Φίατ. Δεν έπαιρνε μπρος. Η μηχανή έσβησε πέφτοντας σε ληθαργική κατάσταση κι οΰτε που κλοτσούσε καν. Η Σοΰζαν πυροβόλησε τους διώκτες τους με το Ίνγκραμ κι αυτοί σκόρπισαν. «Τη σιδεριά!» φώναξε ο κοντός παπάς. «Κατεβάστε τη σιδεριά!» Ο Βανς βρήκε το τσοκ και το τράβηξε, την ώρα που ένας φρουρός κοντά στην πΰλη πατοΰσε ένα μεγάλο κουμπί και η ογκώδης σιδερένια πΰλη άρχιζε να κατεβαίνει αργά προς το δρόμο. Η Σοΰζαν πυροβόλησε έναν άλλο φρουρό κι αυτός έπεσε στο δρόμο κουλουριασμένος σ' ένα κουβάρι την ώρα που η παλιά πΰλη με τα κάθετα κάγκελα κατέβαινε αργά τρίζοντας - απομεινάρι του Μεσαίωνα, που ενεργοποιούνταν με σΰγχρονο μηχανισμό. Με μια ορμητική κίνηση, ο Βανς έσπρωξε το λεβιέ των ταχυτήτων στην πρώτη, και το αυτοκίνητο κινήθηκε μ' ένα τίναγμα. Το πίσω τζάμι έγινε θρΰψαλα από τις σφαίρες. «Πέσε κάτω!» είπε στη Σοΰζαν, αλλά εκείνη τον αγνόησε και γονατίζοντας αψήφιστα στο μπροστινό κάθισμα κοιτοΰσε πίσω και πυ-

ροβολούσε με το 'Ινγκραμ με'σα από την τρυπά που ει'χε ανοίξει στο πίσω παράθυρο. Η πύλη συνέχιζε να κλείνει. Τα κάθετα κάγκελά της, όμοια με λόγχες, κατέληγαν σε διακοσμητικές αιχμές. «Κρατήσου», φώναξε ο Βανς. «θα περάσουμε ξυστά». Ο Βανς επιτάχυνε όσο μπορούσε να αντέξει η μικροσκοπική σαν χορτοκοπτική μηχανή του Φίατ. Είδε τη φιγούρα του άντρα που είχε τραυματίσει η Σουζαν να κείτεται μπρούμυτα στην άκρη του δρόμου* ενεργώντας ανακλαστικά, ο Βανς λοξοδρόμησε για να τον αποφύγει. Η κουκούλα του Φίατ πέρασε κάτω από τη φάλαγγα των λογχών που συνέχιζε την καθοδική της πορεία* οι αιχμές στη βάση της έγδαραν το μπροστινό μέρος της οροφής και καρφώθηκαν μέσα. Τώρα έπιαναν τα εξήντα πέντε χιλιόμετρα την ώρα, και το Φίατ ξαφνικά έκοψε ταχύτητα. Η οροφή άρχισε να υποχωρεί προς τα μέσα και μια απαίσια στριγκλιά μετάλλων που έρχονται σε επαφή γέμισε τον αέρα. Μια αιχμή διαπέρασε την οροφή, και η μηχανή του Φίατ μούγκρισε σαν ευνουχισμένος ταύρος δεμένος σε σκοινί. Η αιχμή κόπηκε. Το Φίατ απελευθερώθηκε με ένα κλαψούρισμα ευγνωμοσύνης και προχώρησε αναπηδώντας ελεύθερο από την πύλη. Καθώς έτρεχαν ολοταχώς πάνω στην κρεμαστή γέφυρα και έβγαιναν από τα τείχη, η πύλη σταμάτησε φτάνοντας κάτω, ανασκολοπίζοντας τον τραυματισμένο άντρα που είχε προσπαθήσει να αποφύγει ο Βανς. Η Σούζαν έκλεισε τα μάτια.

12

Ο Λ Α ΠΗΓΑΙΝΑΝ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΩΡΑ, σ υ λ λ ο γ ί σ τ η κ ε ι κ α ν ο π ο ι η μ έ ν ο ς

ο Χασέμι Ράφικντουστ. Τράβηξε μια γερή ρουφηξιά από το ναργιλέ, γεμίζοντας τα πνευμόνια του με το δυνατό χασίσι. Οι προετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί και το μόνο που είχε να κάνει τώρα ήταν να περιμένει. Θυμός ανάβλυσε από το στήθος του Χασέμι σαν έφερε στο νου του την εικόνα του ξανθού Αμερικάνου, αυτού του αλαζόνα μπάσταρδου, που έχει το θράσος να μου υποδεικνύει πώς πρέπει να χειριστώ αυτή την υπόθεση* που υπαινίσσεται ότι μπορεί να χρειαστώ βοήθεια για να φέρω εις πέρας αυτή τη δουλειά. Όχι, σκέφτηκε ο Χασέμι, χαμογελώντας στη σκέψη της εκδίκησής του. θ α τους κανονίσω μια για πάντα, τον Κίμπαλ και τη συμμοριουλα των ερασιτεχνών του. Και θα ναι όλα δικά μου, και ο κίνδυνος και η τιμή. Του πέρασε ο θυμός, και ο Χασέμι άνοιξε τα μάτια. Από κει που καθόταν, στο δεύτερο όροφο του σπιτιού που νοίκιαζε στην οδό Τζερμάνικο, έβλεπε τον ήλιο να δύει πάνω στους μικρούς κήπους του παλιού αυτού τομέα της Ρώμης. Έγειρε πίσω στην άνετη, μαλακή πολυθρόνα που είχε τραβήξει κοντά στο παράθυρο. Τι παράξενο ζευγάρι που ήταν ο Κίμπαλ και ο αδελφός Γρηγόριος, σκέφτηκε: ο Κίμπαλ δούλευε για μια φασιστική ομάδα πολυεθνικών εταιρειών και ο Γρηγόριος για τους θρησκευτικούς στόχους που είχε ως σταυροφόρος των απίστων. Ο Χασέμι κούνησε το κεφάλι του με απορία και φύσηξε αργά τον καπνό. Κι ακόμα μεγαλύτερο μυστήριο από το ί-

διο το μοναστήρι του αδελφού Γρηγόριου ήταν το τι κοινό μπορεί να είχαν ενδεχομένως αυτός και ο Αμερικανός. Τι συνέδεε την αχαλίνωτη απληστία των πολυεθνικών μ' ένα θρησκευτικό στόχο; Για ποιο λόγο μια φασιστική οργάνωση σαν την Αντιπροσωπία της Βρέμης να θέλει να προσλάβει ένα δολοφόνο σαν τον Χασέμι Ράφικντουστ; Όχι ότι τον ένοιαζε. Στην Κωνσταντινούπολη είχε σκοτώσει αριστερούς δημοσιογράφους για λογαριασμό δεξιών στρατηγών, και στην Άγκυρα δεξιούς στρατηγούς για τον αριστερό Τουρκικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Πίστευε ότι και οι δύο πλευρές ήταν ένα μάτσο τρελοί. Ο μόνος σωστός τρόπος να ζει ο λαός ήταν οι αυστηρότατες ισλαμικές δημοκρατίες, όπου κυβερνούσαν οι μουλάδες. Χαμογέλασε καθώς έκανε να ξαναπιάσει την πίπα του, έτριψε τα πυκνά σαν σύρμα φρύδια του, κι ύστερα ξανάκλεισε τα βλέφαρα πάνω από τα σκούρα, μελαγχολικά μάτια, που ένα μέλος του πυρήνα της Χεζμπολάχ, ατην οποία ανήκε, είχε περιγράψει ως «μάτια του Σατανά». Κι επειδή ήταν ένα χαρακτηριστικό που δεν περνούσε απαρατήρητο, τις περισσότερες φορές ήταν επιβεβλημένο να φοράει σκούρα γυαλιά. Οι τελωνειακοί μπορούσαν να παραβλέψουν το λεπτοκαμωμένο, ύψους 1,73 σκελετό του, τα κοντοκουρεμένα του μαλλιά και την ευπρεπή αμφίεση επιχειρηματία που συνήθιζε όταν ταξίδευε. Κανείς τους όμως, κι αυτό το ήξερε, δε θα ξεχνούσε ποτέ τα μάτια του. Ακόμα κι όταν ήταν μικρό παιδί μπορούσε να φοβίσει και να τρομοκρατήσει με το βλέμμα του. Ο ήλιος που χαμήλωνε στη δύση παιχνίδιζε πάνω στα κλειστά του βλέφαρα. Μία μία έφερε στο νου του τις κρυψώνες το>ν όπλων του, όλες προσεκτικά καλυμμένες, και καθεμιά τους εύκολα προσαρμόσιμη στο πρόγραμμα του θηράματος του. Ποσώς τον ενδιέφερε αν άλλαζε σχέδια η λεία του και τροποποιούσε τη διαδρομή προκειμένου να εμποδίσει τυχόν απόπειρες εναντίον του. Μια λέξη από τον Κίμπαλ και τον Γρηγόριο, κι ο άνθρωπος ήταν νεκρός. Καθώς ο ύπνος γλιστρούσε κλεφτά στο κεφάλι του, ο Χασέμι βάλ-

θηκε να συλλογιέται πώς θα μπορούσε να αποκαλεί τον εαυτό του. Ο Κάρλος ήταν «Το Τσακάλι». Ο Χασέμι θα ήταν... «Το Ξίφος του Αλλάχ». Ναι, σκέφτηκε, καθώς γλίστρησε από τα δάχτυλά του το επιστόμιο της πίπας, αυτό ήταν. Ο κόσμος θα έτρεμε σαν άκουγε για το Ξίφος του Αλλάχ.

Ο ήλιος είχε δύσει την ώρα που η Σουζαν και ο Βανς επέστρεψαν στο Κόμο. Το σκοτάδι ήταν ανακουφιστικό, τουλάχιστον τώρα δε θα τραβούσαν πάνω τους τα περίεργα βλέμματα άλλων οδηγών, που έμεναν όλοι ανεξαιρέτως με ανοιχτό το στόμα αντικρίζοντας το σμπαραλιασμένο Φίατ με τα θρυμματισμένα παράθυρα και τη βουλιαγμένη, ξεσκισμένη οροφή. Φτάνοντας κοντά στο Κόμο, ο Βανς ανακάλυψε κάτι που στα μάτια του πήρε τις διαστάσεις μεγαλύτερου θαύματος ακόμα κι από την ίδια τη διαφυγή τους από το Καστέλο Κάιτσι: χώρο να παρκάρει - όπου και έβαλε το Φίατ. Στο οημείο εκείνο δεν επιτρεπόταν το παρκάρισμα, αλλά ο Βανς αποφάσισε να φερθεί σαν Ιταλός· απλώς το άφησε εκεί. Βγήκαν κι οι δυο από το αμάξι σιωπηλοί και κατηφόρισαν το δρόμο του Λούνγκο Λάριο Τριέστε, που πλαισίωναν δενδροστοιχίες. Όταν έφτασαν στο φαρδύ πεζοδρόμιο που έβλεπε στον κυματοθραύστη και σε ένα λιμανάκι, η Σούζαν πλησίασε πιο κοντά. «Μπορούμε να ανακατευτούμε με το πλήθος», είπε, πιάνοντάς τον αγκαζέ. Βρέθηκαν περιτριγυρισμένοι από ζευγάρια νέων και ηλικιωμένων που σουλάτσαραν. Ένιωθε το χέρι της ζεστό και σταθερό στο μπράτσο του. Η Σούζαν και ο Βανς σταμάτησαν κοντά στην κουπαστή, κάνοντας τάχα πως κοιτούσαν τα σκάφη, ενώ έψαχναν με τα μάτια το πλήθος μήπως τους παρακολουθούσε κανείς. Ο Βανς αναστέναξε. Είχε αρχίσει να εξοικειώνεται σε αυτή την ξένη χώρα της ίντριγκας και της βίας. Προσαρμοζόταν στη βία και στην απάτη* γινόταν πιο επιφυλακτικός και αντιλαμβανόταν πλέον το παραμικρό

γύρω του, δίνοντας σημασία σε πράγματα που πριν του περνούσαν απαρατήρητα. Μέσα του όμως αναπτύσσονταν κι άλλα, πέρα από αυτό το πρωτόγνωρο ένστικτο επιβίωσης. Ώρα με την ώρα, γνώριζε όλο και πιο καλά τη Σούζαν Στορμ. Τώρα, καθώς στέκονταν σιωπηλοί στο μαύρο σιδερένιο κάγκελο ατενίζοντας από ψηλά τη λίμνη, σκέφτηκε με θαυμασμό πόσο ρωμαλέα είχε καταφέρει να παγιδεύσει το φρουρό έξω από την πύλη του Κάιτσι, αλλά και την ψύχραιμη συμπεριφορά της στη διάρκεια του υπόλοιπου απογεύματος. Σπάνια γυναίκα. Ένιωσε το χέρι της και το απαλό άγγιγμα του γοφού της καθώς στεκόταν κοντά του. Άραγε να έδινε στους άλλους την εντύπωση ότι ανακατευόταν μες στο πλήθος, όπως το είχε θέσει; Έπιασε τον εαυτό του να ελπίζει ότι υπήρχε κάτι παραπάνω, ίσως κάτι που θα γέμιζε τη συναισθηματική του ερήμωση. Του έσφιξε απαλά τον αγκώνα και ήρθε πιο κοντά του. Ένα ψυχρό βραδινό αεράκι φύσηξε από τη λίμνη και έπαιξε με τα μαλλιά της. Ήταν όμορφα. Φώτα από την πόλη χόρευαν ζωηρά στην κορυφή του κάθε κύματος που απλωνόταν απαλά κατά μήκος της λίμνης μέχρι που έσκαγε πάνω στον κυματοθραύστη και εξαφανιζόταν μέσα σε έναν εκτυφλωτικό, ψιθυριστό αφρό. «Το σκέφτηκα», επανέλαβε απαλά, σχεδόν σαν να ψιθύριζε. «Είχες δίκιο εξαρχής. Ήταν τρέλα εκ μέρους μου να πιστεύω ότι μπορούσα να τα κάνω όλα αυτά μόνος μου. θ α πήγαινα απόψε κιόλας στην αστυνομία αν δεν ήμουν τόσο κουρασμένος». Τον κοίταξε. Πίσω από την κούραση, τα μάτια του είχαν κάτι το δυνατό, το αποφασιστικό, μια έκφραση που είχε φτάσει να γνωρίζει καλά. Ναι, προηγουμένως ήταν σίγουρη ότι το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να πάνε στην αστυνομία. Καλύτερα να άφηναν τους επαγγελματίες να χειριστούν το όλο θέμα* καλύτερα να άφηναν αυτούς να πάθουν κακό, όχι τους ερασιτέχνες. Τώρα όμως κάτι την έτρωγε, κάτι το οποίο δεν μπορούσε να

προσδιορίσει. Κι ενώ ο Βανς είχε αποφασίσει ότι είχε δίκιο εκείνη, αυτή είχε αλλάξει γνώμη. Τώρα ήξερε ότι ήταν λάθος κίνηση να πάνε στην αστυνομία. Πιασμένοι ακόμα αγκαζέ, ο Βανς και η Σουζαν κατευθύνθηκαν προς την κατάφωτη πλατεία Καβούρ. Στις δύο πλευρές του δρόμου, πάνω στα πεζοδρόμια υπήρχαν αντικριστά καφέ, με φώτα, τραπέζια και τσιμεντένιες ζαρντινιέρες γεμάτες θάμνους. Στη βόρεια γωνία της πλατείας, πέρασαν απέναντι το δρόμο, τραβώντας για το υπαίθριο καφέ του «Μετροπόλ», αφού πρώτα κοντοστάθηκαν για να αφήσουν να περάσει ένα τσούρμο παιδιά και γονείς, που πήγαιναν στο σημείο όπου πουλούσαν παγωτό. Άκουσαν μια εύσωμη, κομψή ηλικιωμένη κυρία να διαμαρτύρεται στα ιταλικά: «Μα θα σου κόψει την όρεξη! Δεν έφαγες ακόμα το βραδινό σου». Η Σούζαν και ο Βανς κοιτάχτηκαν έκπληκτοι και γέλασαν. «Μου φαίνεται σαν να πέρασαν ένα εκατομμύριο χρόνια από τότε που φάγαμε πρωινό, εσένα;» είπε ο Βανς, κουνώντας το κεφάλι του με απορία. «Το λιγότερο», συμφώνησε η Σούζαν. «Και πεθαίνω της πείνας». Κατέβηκαν από το κράσπεδο και τράβηξαν για το «Μετροπόλ». «Περίμενε!» είπε απότομα η Σούζαν, και τράβηξε τον Βανς από το μπράτσο, κάνοντάς τον να χάσει προς στιγμήν την ισορροπία του. «Κοίτα εκεί πέρα, μεταξύ του "Μετροπόλ" και του τουριστικού γραφείου. Τι βλέπεις;» Ο Βανς μισόκλεισε τα μάτια. Ήταν τόσο πολλά τα φώτα, που δυσκολευόταν να δει οτιδήποτε δεν ήταν έντονα φωτισμένο. «Ένα περιπολικό», είπε τελικά. «Όχι, δύο περιπολικά. Ε, και;» «Συνηθίζεται να παρκάρουν περιπολικά μπροστά από το "Μετροπόλ"»: «Να πάρει ο διάβολος». «Έλα». Τον τράβηξε στην απέναντι πλευρά, σε μια στάση λεωφορείων. «Πού πάμε;» «Στο ξενοδοχείο μου».

Ο Βανς ψέλλισε πως συμφωνούσε και την ακολούθησε σιωπηλός. Αφού περίμεναν κάτι λιγότερο από δέκα λεπτά, τους πήρε ένα πορτοκαλί λεωφορείο και κάθισαν σιωπηλά πλάι πλάι καθώς το όχημα διέσχισε τη δυτική όχθη της λίμνης, πέρασε μπροστά από τη Βίλα Όλμο, μέσα από μικρούς οικισμούς σκονισμένων σπιτιών με κόκκινα τούβλα που βρίσκονταν διάσπαρτα κατά μήκος του δρόμου, στριμώχτηκε ανάμεσα στη λίμνη και στις απόκρημνες πλαγιές. Δίπλα τους περνούσαν μες στο σκοτάδι ογκώδεις βίλες με τεχνηέντως διαμορφωμένη βλάστηση για να τις κρύβει από τα μάτια του κόσμου. Για αιώνες, η λίμνη Κόμο τραβούσε τους πλούσιους σαν μαγνήτης. Οι πλούσιοι έχτιζαν τις βίλες τους στη λίμνη και έρχονταν να ζήσουν σ' αυτές επειδή εκεί είχαν εξασφαλισμένη την ησυχία τους. Οι Αρχές δεν έκαναν ερωτήσεις. Οι ιστορίες περί ακολασιών και μυστηρίων, περί ισχυρών πολιτικών συμφωνιών, περί ηπείρων που μοιράζονταν μεταξύ των ισχυρών αφθονούσαν. Πολλές από αυτές ήταν αληθινές. Τελικά, αγκομαχώντας, το λεωφορείο μπήκε στη μικρή παράκαμψη για το Τσερνόμπιο και σταμάτησε με θόρυβο. Ο Βανς και η Σούζαν κατέβηκαν γρήγορα. Η Σούζαν τον ξανάπιασε αγκαζέ και τράβηξαν βόρεια κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, περνώντας από ένα ερειπωμένο βενζινάδικο, που έμοιαζε να 'χει βγει από Τα Σταψύλια της Οργής, κι έπειτα συνέχισαν, σε μια μικρή κατηφόρα, προσπερνώντας μαγαζιά και την κομψότητα του ξενοδοχείου «Ρετζίνα», που είχε αρχίσει να γερνάει με γοργούς ρυθμούς. Σταδιακά τα φώτα του δρόμου άρχισαν να αραιώνουν και τα κτίρια του χωριού υποχώρησαν μπροστά στα δέντρα και σ' έναν ψηλό πέτρινο τοίχο στη μια πλευρά. Σύντομα έστριψαν δεξιά, παίρνοντας το δρόμο που οδηγούσε στη «Βίλα ντ' Έστε». Ξενοδοχείο σήμερα, η βίλα είχε χτιστεί στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα για τον Τολομέο Γκάλιο, τον πάμπλουτο καρδινάλιο του Κόμο και ισχυρό υπουργό του πάπα Γρηγόριου ΙΓ'. Με την πάροδο

των αιώνων είχε περάσει στα χέρια των πλουσίων και ισχυρών, συμπεριλαμβανομένης της Καρολίνας του Μπράουνσβαϊχ, πρώην συζύγου του βασιλιά Γεωργίου Δ' της Μεγάλης Βρετανίας, της οποίας η ακόλαστη συμπεριφορά αποτέλεσε το έναυσμα για τη δημιουργία θρύλων σχετικά με τις φαλσταφικές σεξουαλικές της ορέξεις. Η τελευταία ιδιοκτήτρια ήταν η αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα, μητέρα του Τσάρου Αλέξανδρου Β'. Είχε μετατραπεί σε πολυτελές ξενοδοχείο το 1873, και παρέμενε ένα από τα τελευταία στη λίμνη που διατηρούσαν μια ατμόσφαιρα κομψότητας και βασιλικής μεγαλοπρέπειας, συνοδευόμενη από μια εξίσου βασιλική και μεγαλοπρεπή τιμή. «Πώς στο διάβολο θα με μπάσεις μέσα;» ρώτησε ο Βανς. Είχαν περάσει μέσα από το γήπεδο του γκολφ, μέσα από ένα τούνελ επιβλητικών δέντρων, που ο έξυπνος φωτισμός τους εξασφάλιζε την απαιτούμενη από τους πελάτες διακριτικότητα. «Όλο και κάποιος θα προσέξει τα ρούχα μου». Η μέρα είχε απαιτήσει βαρύ φόρο αίματος: σκόνη και μικρές κηλίδες αίματος λέκιαζαν το λευκό του πουκάμισο. Το χακί παντελόνι είχε σκιστεί στο ένα γόνατο, στο σημείο που είχε γλιστρήσει. «Εσύ μπορείς να περάσεις γιατί μένεις εδώ· άλλωστε δε δείχνεις και τόσο εξαντλημένη. Τα περισσότερα αστροπελέκια εγώ τα μάζεψα σήμερα». Γέλασε ελαφρά, του είπε να μην ανησυχεί, και του αποκάλυψε τη λύση που είχε σκεφτεί. Είκοσι λεπτά αργότερα, ο Βανς έμπαινε στο δωμάτιο της από τη μεταλλική σκάλα κινδύνου της βίλας. Όσο η Σούζαν έκλεινε και κλείδωνε τα παράθυρα πίσω του και τραβούσε τις κουρτίνες, ο Βανς ξεσκόνιζε τα ρούχα του. Το δωμάτιο ήταν κομψό, διακοσμημένο σύμφωνα με την αγγλική παράδοση: σκούρα ξύλινα έπιπλα, δερμάτινη ταπετσαρία σε παραγεμισμένες πολυθρόνες, βαριά μεταξωτά, σατέν και μπροκάρ υφάσματα, κι ένα πλούσιο χαλί που έδειχνε αρκετά παχύ ώστε να καταβροχθίσει σκυλάκια ή παιδιά. Το σχέδιο της ταπετσαρίας πίσω

από την μπουαζερί ήταν συντηρητικό, και οι τοίχοι, βαμμένοι τσαγαλί ήταν διακοσμημένοι με γύψινα σε ασορτί χρώμα. Ένα φαρδύ υπέρδιπλο κρεβάτι έπιανε τον περισσότερο χώρο, ενώ γύρω από μια λάμπα που 'χε στη βάση της χερουβείμ, υπήρχε ένας καναπές και δύο καρέκλες. Απέναντι από το κρεβάτι κρεμόταν ένα αντίγραφο του Μανέ, ενώ από τον τοίχο πίσω από τον καναπέ κοίταζε ένας Πισαρό. Ο Βανς περιέφερε το βλέμμα γύρω του, ρουφώντας την πολυτέλεια. Κίνησε προς το μέρος της Σούζαν, που στεκόταν ακόμα μπροστά στις κλειστές κουρτίνες, κι έπειτα ξαφνικά κοντοστάθηκε, σαν άκουσε έναν πνιχτό λυγμό' Οι ώμοι της Σούζαν καμπούριασαν και σκέπασε το πρόσωπο της με τα χέρια. «Να πάρει ο διάβολος!» είπε θυμωμένα μέσα στα δάκρυά της. «Πάντα έτσι κάνω. Όσο τα πράγματα είναι σε αναβρασμό είμαι μια χαρά, μόλις όμως χαλαρώσουν, δεν... δεν...» Στράφηκε προς το μέρος του και σήκωσε το βλέμμα να τον κοιτάξει, ενώ δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπο της. Μηχανικά, ο Βανς άνοιξε την αγκαλιά του και την έκλεισε μέσα. Η Σούζαν πίεσε το πρόσωπο της πάνω στο στήθος του και ξέσπασε σε γοερούς λυγμούς, αναπνέοντας λαχανιαστά μέσα από το κλάμα της. Εκείνος στεκόταν εκεί, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά, προσπαθώντας να την παρηγορήσει, ξέροντας ότι το είχε ανάγκη να κλάψει. Είχε γνωρίσει ανθρώπους σαν κι αυτή στη ζωή του. Σε μια κρίση ήταν ψύχραιμοι και σκληροί σαν ατσάλι - σκέφτονταν ψυχρά, αποφάσιζαν γρήγορα και σωστά* μπορούσες να βασίζεσαι πάνω τους όταν παιζόταν η ζωή σου. Όταν όμο>ς εξαφανιζόταν η πίεση, κατέρρεαν. Ρούφηξε τη μύτη της, και σαν σήκωσε το βλέμμα της να τον κοιτάξει, τα μάτια της ήταν κόκκινα, τα χείλη της έτρεμαν καθώς πάσχιζε να ξαναβρεί τον έλεγχο της. «Πιθανώς να σκέφτεσαι ότι είμαι άλλη μια ανόητη γυναίκα», του είπε, δαγκώνοντας τα χείλη της. «Όχι», απάντησε ο Βανς σταθερά, μαλακά. «Δε νομίζω πως είσαι ανόητη. Απλώς φυσιολογική». Μέσα του ζυμώνονταν πρωτόγνοορα συ-

ναισθήματα. Εδώ υπήρχε κάποιος που τον χρειαζόταν, έστω και για λίγα λεπτά. Τον έκανε να νιώθει μέσα του ζεστασιά, και χρήσιμος, κάτι που είχε μήνες να αισθανθεί. Ήταν ένα συναίσθημα που χαιρόταν που μπορούσε ακόμα να νιώθει. Κι ωστόσο αυτή η γυναίκα στην αγκαλιά του ήταν ικανότατη να φροντίσει τον εαυτό της. Αναλογίστηκε όσα είχαν περάσει εκείνη τη μέρα και πόσες φορές θα μπορούσε να έχει σκοτωθεί αν δεν είχε ενεργήσει εκείνη με θάρρος και ευθυκρισία. Ποτέ δεν το είχε αυτό: κάποιον να νοιάζεται για κείνον. Σίγουρα όχι με την Πάτι. Η Σουζαν γλίστρησε τα χέρια της γΰρω από τη μέση του* ο Βανς την τράβηξε σφιχτά πάνω του. Τα αναφιλητά της είχαν κοπάσει τώρα. Να μαστέ, σκέφτηκε ο Βανς. Δυο επιζήσαντες που μοιραστήκαμε την εμπειρία ότι ξεγελάσαμε το θάνατο, που θα μας δένει για πάντα, μια κοινή εμπειρία που κανείς μας δε θα ξεχάσει ποτέ. Η Σουζαν σήκωσε το βλέμμα, το πρόσωπο της απείχε λίγα μόλις εκατοστά από το δικό του- την κοίταξε στα μάτια. Έκλεισε τα μάτια της. Συναίσθημα, σκέφτηκε* υπήρχε τόσο πολύ συναίσθημα στα μάτια του, τόσο πολλή... αγάπη. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα ένιωσε τα χείλη του στα δικά της. Τον έσφιξε πάνω της με δύναμη καθώς το σώμα του βρήκε το δικό της και την αγκάλιασε τόσο σφιχτά, που για μια στιγμή τής κόπηκε η ανάσα. Τράβηξε τα χείλη της. Έπειτα ο αέρας πήρε φωτιά και τους καταβρόχθισε καθώς τον οδήγησε στο κρεβάτι και τον τράβηξε πλάι της. Ένιωσε τα χέρια της να ψάχνουν, να ανιχνεύουν, να χαϊδεύουν καθώς τη φιλούσε στα χείλη, στο λαιμό. Αναστέναξε σαν της φίλησε την ευαίσθητη επιδερμίδα κάτω από το πιγούνι και άφησε μια σειρά φιλιά πάνω στα στήθη της. Με αυτό το λεπτό τρόπο με τον οποίο οι βαθμιαίες αλλαγές μοιάζουν να εκδηλώνονται αστραπιαία, τα πράγματα ξάφνου ξεκαθάρισαν. «Σ' α...» είπε διστακτικά ο Βανς. «Το ξέρω», του είπε. «Κι εγώ σ' αγαπώ».

13

Χ ΐ ΑΙ ΕΣ ΔΥΟ ΣΚΕΨΕΙΣ τριβέλιζαν και σμπαράλιαζαν το μυαλό του Κίνγκσμπερι καθώς έβγαινε αργά με τη νοικιασμένη Μερσεντές σεντάν από το μπλέξιμο της κυκλοφορίας του αεροδρομίου Φιουμιτσίνο. Συχνά απορούσε για ποιο λόγο προτιμούσαν οι ντόπιοι αυτή την ονομασία από την άλλη, την επίσημη: αεροδρόμιο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Όμως, εκείνη την καλοκαιριάτικη μέρα στη Ρώμη, το λιγότερο που τον απασχολούσε ήταν αυτό. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της μεγαλύτερης πετρελαϊκής εταιρείας στον κόσμο, ένας άντρας με τον οποίο είχε εμπλακεί σε θανάσιμη μάχη για πάνω από τρεις δεκαετίες, του είχε τηλεφωνήσει ευγενικά, σχεδόν με σεβασμό, και τον είχε προσκαλέσει σε μια ιδιωτική συνάντηση στην έπαυλη της πετρελαϊκής εταιρείας στη λίμνη Αλμπάνο, νοτιοανατολικά της Ρώμης. Ο άνθρωπος δεν του είχε φερθεί ποτέ με αβρότητα, οΰτε καν με τη στοιχειώδη, από τότε που ο Κίνγκσμπερι είχε νικήσει το νούμερο ένα του κόσμου όταν είχε πάρει τα δικαιώματα άντλησης πετρελαίου σε Λιβύη, Περού και σε μισή ντουζίνα άλλες χώρες, κι όλα αυτά μέσα σε διάστημα έξι μηνών. Δεν ήξερε να χάνει, κι αυτό για τον Κίνγκσμπερι σήμαινε ότι ήταν αδύναμος και ανασφαλής. Ο Κίνγκσμπερι κάγχασε καθώς προχωρούσε γρήγορα αλλά αποτελεσματικά μέσα από την κίνηση. Άλλοι στη θέση του κυκλοφορούσαν με λιμουζίνες με σοφέρ και περιβάλλονταν από σωματοφύ-

λακες. Ανόητοι, σκέφτηκε, μετακινώντας τον νευρώδη, ΰψους 1,97 σκελετό του στο κάθισμα του οδηγού για να βολευτεί καλύτερα. Τέτοιου είδους πολυτέλειες έκαναν άντρες -και γυναίκες, υπέθετε- μαλθακούς. Συνήθιζαν να εξαρτώνται από άλλους για να τους κάνουν τις δουλειές, και σύντομα γίνονταν κάτι αξιολΰπητα ανθρωπάκια, που διψούσαν περισσότερο για τα λιλιά, τις πολυτέλειες και τα τυχερά της δουλειάς παρά για την πρόκληση της δουλειάς καθεαυτής. Δες για παράδειγμα τον Μέριαμ Λάρσεν, συλλογίστηκε ο Κίνγκσμπερι, πατώντας την κόρνα για να ειδοποιήσει ένα πιο βραδυκίνητο όχημα να μην του κλείνει το δρόμο. Τι κατάφερε ο Λάρσεν στις τρεις δεκαετίες που ήταν πρόεδρος της μεγαλύτερης πετρελαϊκής εταιρείας στον κόσμο; Πάχυνε και έγινε μη επινοητικός μέχρι βαρεμάρας. Η εταιρεία του έκανε αισχρά κέρδη, όχι επειδή τα κέρδη είναι αισχρά, αλλά λόγω των τρόπων με τον οποίο έβγαιναν: καπέλα στις τιμές, δωροδοκίες πολιτικών, φόνοι, εκβιασμοί, στήσιμο τιμών και φτηνιάρικο πούλημα επιρροής. Οι πλαδαρές διάνοιες γιγαντιαίων εταιρειών ήταν αναγκασμένες να χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο μυ όταν η δημιουργικότητα, η επινοητικότητα και η αίσθηση περιπέτειας που διέθεταν άλλοτε μαραίνονταν κάτω από τον παράδεισο πολυτέλειας των κοιλιόδουλων. Ο Κίνγκσμπερι τα κέρδη του τα είχε κάνει -δολάριο προς δολάριο ανώτερα από την εταιρεία του Λάρσεν- με υπερηφάνεια, βρίσκοντας πετρέλαιο σε περιοχές που οι γίγαντες παραήταν τεμπέληδες για να εξερευνήσουν· ρισκάροντας τα χρήματά του σε νέες τεχνολογίες, όπου οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες φοβούνταν να βαδίσουν. Τα κέρδη του, σκέφτηκε περήφανος ο Κίνγκσμπερι, ήταν αποτέλεσμα παραγωγικότητας- του Λάρσεν, αποτέλεσμα εκβιασμού. Συνοφρυώθηκε. Με τον τρόπο που ενεργούσαν ο Λάρσεν και το σώμα των ληστών του στην Αντιπροσωπία της Βρέμης, ήταν σχεδόν σαν να προκαλούσαν τις κυβερνήσεις να τους τιμωρούν. Στην ουσία δεν πλήρωναν φόρο εισοδήματος- άρπαζαν, λεηλατούσαν και κα-

τάκλεβαν τις παγκόσμιες οικονομίες κι έκαναν τη μία γκάφα μετά την άλλη απερίσκεπτα, σαν να επρόκειτο για ένα τεράστιο ταμείο αρωγής, που στηριζόταν στον τίμιο μόχθο των φτωχών και μεσαίων τάξεων. Κάπου έπρεπε να σταματήσει αυτό. Εκείνο που ανησυχούσε περισσότερο τον Κίνγκσμπερι ήταν ότι η εταιρεία του, που πλήρωνε το μερίδιο του φόρου που της αναλογούσε κι εξακολουθούσε να σημειώνει κέρδη, κάποια στιγμή θα πιανόταν αναπόφευκτα στον ανεμοστρόβιλο τιμωριών που θα συνέτριβε αυτές τις πολυεθνικές. Ο Κίνγκσμπερι κούνησε το κεφάλι του. Απ' ό,τι φαινόταν, οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες γίνονταν ολοένα και πιο χυδαίες και προκλητικές, ανεμίζοντας μπροστά από τα μούτρα των ανά τον κόσμο νομοθετών τα ουρανοκατέβατα κέρδη τους, κραυγάζοντας για ολοένα και περισσότερες φοροαπαλλαγές, τη στιγμή που χρησιμοποιούσαν άπληστα τα δισεκατομμύριά τους, τα οποία, σημειωτέον, διέθεταν ως επί το πλείστον σε μετρητά, για να χάφτουν μικρότερες εταιρείες. Τα ανοιχτόγκριζα μάτια του άστραψαν από θυμό σαν θυμήθηκε την προσφορά που είχε κάνει πριν από έξι μήνες η εταιρεία του λάρσεν για την ΚονΠας. Ο Κίνγκσμπερι είχε δώσει αγώνα στα δικαστήρια, στις αίθουσες συμβουλίων και στα χρηματιστήρια. Μόνο η δημόσια ανακοίνωση μιας μείζονος σημασίας νέας ανακάλυψης φυσικού αερίου από την ΚονΠας, που οδήγησε τη μετοχή της στα ύψη είχε αποτρέψει την εξαγορά. Ο Κίνγκσμπερι χαμογέλασε* είχαν κερδίσει επειδή ξαφνικά είχαν γίνει πολύ μεγάλη μπουκιά για το στόμα του γίγαντα του πετρελαίου. Ο Κίνγκσμπερι και μια χούφτα άλλες μεγάλες ανεξάρτητες πετρελαϊκές εταιρείες ήταν οι μόνοι που κρατούσαν τους γίγαντες έστω και λίγο τίμιους. Πάντα ενοχλούσε τους γίγαντες απορρίπτοντας τα ψέματα που έλεγαν στο Κογκρέσο και στον αμερικανικό λαό. «Δε γίνεται να πληρώνουμε φόρους και να αντλούμε πετρέλαιο», έλεγαν. «Εγώ πληρώνω φόρους και βρίσκω περισσότερο πετρέλαιο απ' αυτούς», αντέκρουε ο Κίνγκσμπερι. Αυ-

τοί οι χοντροί γυμνοσάλιαγκες που διοικούν τις μεγάλες εταιρείες δε θα γνώριζαν τον ελεύθερο ανταγωνισμό ακόμα κι αν σκόνταφταν πάνω του κι ε'πεφταν κάτω με τους παραφουσκωμένους τους πισινούς. Η στροφή για τη λίμνη Αλμπάνο έδιωξε τις θυμωμένες σκέψεις από το μυαλό του. Έβγαλε επιδέξια τη Μερσεντές από την Αουτοστράντα με τις πολλές λωρίδες κυκλοφορίας και πήρε μια στενότερη εθνική οδό με δυο λωρίδες, που πήγαινε νότια. Τι να τον περίμενε άραγε στο Αλμπάνο; Και γιατί του είχαν πετάξει τόσο μυστηριωδώς το όνομα του Βανς Έρικσον; Ο Βανς είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί του πριν από δυο τρεις μέρες. Το μήνυμα, όμως, που του μετέφερε η γραμματέας του δεν του είχε δώσει να καταλάβει ότι επρόκειτο για κάτι ιδιαίτερα επείγον. Και το γεγονός ότι δεν υπήρχε ένα νούμερο όπου θα μπορούσε να βρει ο Κίνγκσμπερι τον Βανς δεν ήταν ασύνηθες. Ο νεότερος άντρας έφευγε συχνά σε αποστολές όπου δεν υπήρχαν τηλέφωνα. Ωστόσο τον Κίνγκσμπερι τον έτρωγε η ανησυχία. Ο ήλιος βρίσκονταν ήδη ψηλά όταν διέσχισε το Γκαντόλφο. Εκεί, ψηλά πάνω από τη λίμνη, βρισκόταν το Καστέλ Γκαντόλφο, η θερινή κατοικία του πάπα. Ο Κίνγκσμπερι έριξε μια ματιά στις οδηγίες που του είχε στείλει ο Λάρσεν, και συνέχισε ως το Αλμπάνο, όπου έστριψε τη Μερσεντές βορειοανατολικά και άρχισε να ανηφορίζει ένα φιδογυριστό δρόμο προς τους λόφους Αλμπάνι, την πιο χαρακτηριστική κορυφή με θέα στη λίμνη. Ο Λάρσεν τον συνάντησε προσωπικά. Περίμενε μέσα από τις ογκώδεις σιδερένιες πΰλες της έπαυλης. Δυο ένοπλοι φρουροί έκλεισαν τη σιδερένια πύλη πίσω από τη Μερσεντές κι έπειτα επέστρεψαν στο λευκό πέτρινο φυλάκιο τους πλάι στον εξωτερικό τοίχο της έπαυλης. Χαμογελώντας, ο Κίνγκσμπερι άπλωσε το χέρι του να ξεκλειδώσει την πόρτα του συνοδηγού. «Θα θέλατε να πάμε μια βόλτα;» Ο Λάρσεν του ανταπέδωσε το χαμόγελο, μα το δικό του ήταν ο-

δυνηρά βεβιασμένο. «Ναι, σ' ευχαριστώ», αποκρίθηκε. «Την ώρα που ερχόσουν, έκανα έναν περίπατο». Ακόμα δεν μπορείς να παραδεχτείς ότι καταδέχτηκες να χαιρετήσεις κάποιον, έτσι δεν είναι, Μέριαμ; ήθελε να του πει ο Κίνγκσμπερι. «Υγεία... είναι οι περίπατοι», είπε αντί γι' αυτό. «Ναι, υγεία», συμφώνησε ο Αάρσεν, παίζοντας το παιχνίδι. «Ειδικά όταν περπατάς σ ένα τέτοιο μέρος». Ο Κίνγκσμπερι γρύλισε μέσα του. Τα 'χε ξανακούσει κι άλλοτε. Ο Αάρσεν άρχισε να του τα ξαναεξηγεί: Πελοΰζες εξακοσίων ετών* παρεκκλήσι που έχει ευλογήσει ο ίδιος ο πάπας, έπαυλη εβδομήντα εννέα δωματίων, χτισμένη το 1602. «Κόστισε στην πετρελαϊκή εταιρεία σαράντα εκατομμύρια δολάρια - όλα απαλλασσόμενα φόρων», πρόσθεσε ο Αάρσεν. Προτού καλά καλά προλάβει ο Κίνγκσμπερι να σταματήσει τη Μερσεντές στην κυκλική είσοδο μπροστά από το γκρίζο πέτρινο μέγαρο με τις υδρίες σε σχήμα χερουβείμ και το απαραίτητο σιντριβάνι, δΰο νεαροί κατέβηκαν τρέχοντας τα μαρμάρινα σκαλιά για να ανοίξουν τις πόρτες του αυτοκινήτου. Νεαροί γλείφτες, κάτοχοι μάστερ, σκέφτηκε χλευαστικά ο Κίνγκσμπερι· προτιμοΰν να αρπαχτοΰν από τις ευκαιρίες να γίνουν καλοί ευνοΰχοι αυλικοί παρά επιχειρηματικά δαιμόνια. «Καλησπέρα, κΰριε Κίνγκσμπερι. Καλησπέρα, κΰριε Αάρσεν», τιτίβισαν οι ενθουσιώδεις νεαροί. Το εσωτερικό της έπαυλης έμοιαζε με την εικόνα που έχουν οι περισσότεροι Αμερικανοί για τους μεγιστάνες του πετρελαίου και με αυτή που προσπαθοΰν να τους πείσουν οι πετρελαϊκές εταιρείες ότι δεν υπάρχει. Αν μποροΰσαν, σκέφτηκε πικρόχολα ο Κίνγκσμπερι, αν μπορούσαν να δουν από πρώτο χέρι οι βιοπαλαιστές ιδιοκτήτες κατοικιών, άνθρωποι της μεσαίας τάξης, που δεν είχαν να ξοφλήσουν τις υποθήκες τους, τι είχαν γίνει οι φόροι που είχαν πληρώσει, θα τους

έσφαζαν έναν προς έναν. Ωραίο ως σκέψη, αλλά ακόμα καλύτερο ως προοπτική, σκέφτηκε ο Κίνγκσμπερι. Το φουαγιέ ήταν μια μεγάλη στοά με περίτεχνο μωσαϊκό δάπεδο. Δεν υπήρχαν παλτά για να τα πάρει, οπότε ο μπάτλερ εξαφανίστηκε διακριτικά πίσω από μια μπεζ-καφετιά μαρμάρινη κολόνα, αφού πρώτα έκλεισε πίσω τους την πόρτα. «Από δω», είπε λακωνικά ο Λάρσεν. Ο Κίνγκσμπερι τον ακολούθησε σε μια μακριά είσοδο στρωμένη σε όλο της το μήκος με ένα χαλί με πολύπλοκο σχέδιο σε χρυσό και μπλε ρουαγιάλ. Ο Κίνγκσμπερι επιβράδυνε λίγο το βάδισμά του για να περιεργαστεί το σχέδιο και είδε ότι ήταν το σήμα της πετρελαϊκής εταιρείας. Στο κέντρο του διαδρόμου, τέσσερις αψίδες βυθίζονταν σε μια έντονα θολωτή οροφή, απ' όπου κρεμόταν ένας ογκώδης κρυστάλλινος πολυέλαιος. «Γουότερφορντ», σχολίασε ο Λάρσεν την ώρα που περνούσαν από κάτω. Διέσχισαν δωμάτια με αγάλματα και ζωφόρους, έργα τέχνης που ο Κίνγκσμπερι αναγνώρισε ως δημιουργήματα των Μικελότσο και Χάγιεζ, και ανεκτίμητα έργα λιγότερο γνωστών καλλιτεχνών. Τελικά, αψου περπάτησαν γΰρο) στα εκατό μέτρα, έφτασαν σε μια δίφυλλη πόρτα από σκούρο καφέ βαμμένο ξυλο καρυδιάς με καλογυαλισμένες μπρούντζινες λεπτομέρειες. Ένας γεροδεμένος άντρας με γκρίζο κοστούμι, που έμοιαζε με κακή επιλογή για το ρόλο πράκτορα της CIA, τους άνοιξε την πόρτα. Την ώρα που έσκυβε να στρίψει το πόμολο, το μάτι του Κίνγκσμπερι έπιασε μια δερμάτινη θήκη όπλου περασμένη κάτω από τη μασχάλη του. Η πόρτα έκλεισε. Ο Κίνγκσμπερι στάθηκε στη μέση του δωματίου, ατενίζοντας πρώτα τη νεοκλασική επίπλωση, όλες γνήσιες αντίκες. Κάρφωσε το βλέμμα του, αδυνατώντας να πιστέψει στα μάτια του, σε μια τοιχογραφία που έφερε αναμφισβήτητα τα χαρακτηριστικά της τέχνης του Λεονάρντο, αλλά ήταν παντελώς άγνωστο έργο. Ξεχνώντας το βλέμμα του Λάρσεν, που έδειχνε να το διασκεδάζει, ο Κίνγκσμπερι προχώρησε ευλαβικά προς την τοιχογραφία και

τη μελέτησε από κοντά. Είχε αποσπαστεί από κάποιον άλλο τοίχο και τώρα διακοσμούσε αυτό το δωμάτιο, παρατήρησε. Από πού να ήταν όμως; αναρωτήθηκε. Οι ιστορικοί σημείωναν συχνά ότι σπάνιζαν τα έργα του Λεονάρντο. Πού να βρίσκονταν άραγε; Και, συγκεκριμένα, από πού είχε έρθει αυτό εδώ; «Παρακαλώ, Χάρισον, κάθισε». Ο Κίνγκσμπερι μόρφασε ακούγοντας τον Λάρσεν να χρησιμοποιεί με οικειότητα το μικρό του όνομα, ωστόσο απέσπασε απρόθυμα την προσοχή του από την τοιχογραφία και διάλεξε μια μπερζέρα με μπροκάρ ύφασμα. Ο Λάρσεν κάθισε σε ένα ανάκλιντρο με χρυσαφιά και μπορντό μπροκάρ ταπετσαρία. Η τοιχογραφία, που έστεκε τολμηρά και πανέμορφα πάνω από τη γαλαζοπράσινη μπουαζερί, δέσποζε στο δωμάτιο. «Ναι, είναι γνήσια», είπε ο Λάρσεν, ακολουθώντας το βλέμμα του Κίνγκσμπερι. «Όμως», πρόσθεσε συνωμοτικά, «δε θα θέλαμε να μάθουν οι επιτροπές του Κογκρέσου ότι την έχουμε, σωστά;» «Γνωρίζεις την άποψή μου γι' αυτό», είπε δηκτικά ο Κίνγκσμπερι. Ο Λάρσεν έγνεψε συγκαταβατικά. «Ναι, συγνώμη που το λέα>, ξέρω τη θέση σου... σε αυτό και σε δεκάδες άλλα πράγματα». Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν σιωπηλοί, αναμετρήθηκαν με τα μάτια, δυο παλαιστές που περιμένουν το σφύριγμα του διαιτητή για να ξεκινήσουν τον αγώνα. Πρώτος μίλησε ο Κίνγκσμπερι. «Όμως δεν ήρθαμε εδο) για να μιλήσουμε για τέχνη, σωστά;» «Κατά κάποιο τρόπο, ωστόσο, γι' αυτό ήρθαμε», είπε μια τρίτη φωνή. Έκπληκτος, ο Κίνγκσμπερι στράφηκε στην πολυθρόνα και κοίταξε πίσω του, προς τη γωνία του τεράστιου δωματίου. Τόσο πολύ τον είχε απορροφήσει η τοιχογραφία του Λεονάρντο, που δεν είχε προσέξει το νεαρό άντρα με τα κατάξανθα μαλλιά, που τώρα είχε πλησιάσει και καθόταν στην άλλη άκρη του ντιβανιού του Λάρσεν.

«Ο Κίμπαλ, σωστά;» είπε ο Κίνγκσμπερι, ανακτώντας την ψυχραιμία του. Ο άντρας μειδίασε. «Δεν πίστευα ότι θα με θυμόσασταν». «Πώς θα μπορούσα να μη σε θυμάμαι; Πόσος καιρός πάει», ο Κίνγκσμπερι έκανε παΰση και σούφρωσε τα χείλη του, προσπαθώντας να σκεφτεί, «πάνε πέντε χρόνια από τότε που εσυ και το αφεντικό σου με παρασύρατε ακουσία στο λημέρι σας. Στην Αντιπροσωπία της Βρέμης». Τις τελευταίες λέξεις τις πρόφερε με απροκάλυπτη ειρο)νεία. «Δε νομίζω πως είσαι δίκαιος, Χάρισον». Άντε πάλι, σκέφτηκε ο Κίνγκσμπερι. Προς τι τέτοια οικειότητα; «Απ' όσο ξέρω, δεν κάνεις ποτέ κάτι ακουσία», συνέχισε ο Λάρσεν. «Παρόλο που ένας θεός ξέρει πόσο συχνά το προσπάθησα». Όντως, σκέφτηκε ο Κίνγκσμπερι. Είχε δεχτεί να συμμετάσχει στην Αντιπροσωπία με σοβαρές επιφυλάξεις, μόνο και μόνο γιατί πίστευε ότι θα τον βοηθούσε να παρακολουθεί τι ετοίμαζαν οι εχθροί του. Το κόλπο δεν είχε πιάσει και, πέρα από λίγες επωφελείς επαφές με κυβερνητικούς αξιωματούχους σε Ιαπωνία και Ευρώπη, ελάχιστο όφελος είχε από τη συμμετοχή του. Φοβισμένη από τις τολμηρές και φιλολαϊκές απόψεις του, η Αντιπροσωπία τον απέκλεισε από τον εσωτερικό κύκλο. Ποτέ άλλωστε δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί τον είχαν προσκαλέσει εξαρχής. «Μάλιστα...» αποκρίθηκε. «Δε νομίζω πο>ς το θέμα αυτής της μυστηριώδους ιστορίας είναι η συμμετοχή μου στην Αντιπροσωπία, σωστά;» Συνοφρυώθηκε την ώρα που ο Κίμπαλ άλλαξε θέση στα πόδια του· μέσα στο σακάκι του, ο άντρας είχε μια θήκη με μαχαίρι. Η κατάσταση γίνεται όλο και πιο περίεργη, σκέφτηκε ο Κίνγκσμπερι. Ακολούθησε μια παρατεταμένη βαριά σιωπή. «Κΰριε Λάρσεν», είπε τελικά ο Κίνγκσμπερι. «Ξέρω ότι δεν έχουμε έρθει εδώ να συζητήσουμε για τοιχογραφίες. Έχω μια εται-

ρεία να διοικήσω. Γι' αυτό ας μπούμε, σας παρακαλο), στο θέμα». Το θέμα, είχε συμπεράνει ο Κίνγκσμπερι, πρέπει να ήταν κάποια πρόταση συγχώνευσης. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ο Κίνγκσμπερι θα συνειδητοποιούσε πόσο λάθος έκανε. «Πρόκειται για τον... υπάλληλο σου, Χάρισον», είπε με εκνευριστικό ΰφος ο Λάρσεν. «Τον κύριο Βανς Έρικσον». «Απ' ό,τι φαίνεται», παρενέβη ο Κίμπαλ, «έχει εμπλακεί σε μια μάλλον ασυνήθιστη δραστηριότητα για γεωλόγο εξερεύνησης κοιτασμάτων. Τις τελευταίες βδομάδες ξοδεύει μεγάλα χρηματικά ποσά και χώνεται στους κύκλους του... Ντα Βίντσι». «Είμαι ενήμερος, κύριε Κίμπαλ. Ο Λεονάρντο είναι μέρος των αρμοδιοτήτων του», είπε κοφτά ο Κίνγκσμπερι. «Ξέρατε όμως ότι έχουν συμβεί κάποια... ατυχή γεγονότα;» συνέχισε ο Κίμπαλ. «Κάποια γεγονότα που έχουν ξεπεράσει το στάδιο του απλού ενδιαφέροντος;» «Ο Βανς δεν είναι συμβατικός τύπος», είπε σε ήρεμο τόνο ο Κίνγκσμπερι. «Η μεγαλύτερη επιτυχία του, όπως και η δική μου, έγκειται στο γεγονός ότι δεν επιτρέπει στον εαυτό του να μπει στη ρουτίνα που παγιδεύει τους περισσότερους ανθρώπους». «Μπα;» χαμογέλασε μοχθηρά ο Λάρσεν. «Δηλαδή θεωρείτε πως ο φόνος είναι θεμιτός τρόπος για να ξεφεύγει κανείς από τη ρουτίνα;» Ο Κίνγκσμπερι αναπήδησε προς τα πίσω, σαν να τον είχαν χαστουκίσει. «Δε νομίζο) ότι...» «Φόνος, Χάρισον, φόνος». «Δεν το πιστεύα)!» Ο Κίμπαλ έσκυψε μπροστά και έδωσε στον Κίνγκσμπερι μια εφημερίδα διπλωμένη σε μια συγκεκριμένη σελίδα. Ήταν η II Giorno εκείνης της μέρας, από το Μιλάνο. Με κόκκινο χοντρό μαρκαδόρο είχαν κυκλώσει ένα αρθράκι. Ο Κίνγκσμπερι πήρε την εφημερίδα. Έπειτα από λίγο την έδωσε πίσω. «Δε γράφει πουθενά ότι ο Βανς καταζητείται για φόνο. Απλώς ό-

χι η αστυνομία χου Μιλάνου θέλει να τον ανακρίνει σχετικά με το φόνο τριών ειδικών στον Ντα Βίντσι, κάτι πολΰ φυσικό. Ο Βανς συνεργαζόταν στενά με αυτοΰς τους ανθρώπους, και θα μπορούσε να κινδυνεύει και ο ίδιος». Ο Λάρσεν χάρισε στον Κίνγκσμπερι ένα χαμόγελο όμοιο τσακαλιού. «Το ήξερες ότι ο Βανς ενεπλάκη σε μια ανταλλαγή πυρών με τρεις νεκρούς;» Ο Κίνγκσμπερι κούνησε αρνητικά το κεφάλι, και σκέφτηκε με μια ξαφνική σουβλιά ενοχής: Μήπως γι' αυτό του είχε τηλεφωνήσει ο Βανς; Ο Λάρσεν συνέχιζε: «Το ήξερες ότι σκοτώθηκε μια καμαριέρα από βόμβα που είχε τοποθετηθεί στο δωμάτιο του; 'Οτι ο Βανς επισκέφτηκε ένα δικηγόρο στο Μπελάτζο και λίγο αργότερα ο δικηγόρος κι ένας παπάς βρέθηκαν νεκροί από σφαίρες; Ότι η υπηρέτρια του δικηγόρου αναγνώρισε τον Βανς ως δολοφόνο; Και το ήξερες ότι ο Βανς διέρρηξε και μπήκε στο Καστέλο Κάιτσι, και ότι, όταν έφυγε, ο κόμης βρέθηκε νεκρός από σφαίρες;» «Τι θες να πεις;» αποκρίθηκε θυμωμένα ο Κίνγκσμπερι. «Ότι ο Βανς Έρισκον ευθύνεται για όλα αυτά; Έλα τώρα, Λάρσεν, για ποιον με περνάς;» Ο Λάρσεν κούνησε το κεφάλι δήθεν θλιμμένα. «Ποτέ δε σε πέρασα, Χάρισον. Τριάντα χρόνια τώρα, εσύ είσαι εκείνος που με περνά πάντα». Ο Κίνγκσμπερι αγνόησε το σχόλιο. «Τι προσπαθείς να μου πεις, Λάρσεν; Για μια φορά πάψε να ενεργείς σαν νυφίτσα και πες ό,τι έχεις να πεις ευθέως». «Η αστυνομία του Μιλάνου έχει βρει κάποιες πληροφορίες που εμπλέκουν το αγόρι σου σε όλα αυτά. Μετά το πιστολίδι, κατά το οποίο, παρεμπιπτόντως, σκοτώθηκε και ο σωματοφύλακας που του είχες διαθέσει, το έσκασε από την πόλη». Παρατηρώντας ικανοποιημένος την ανήσυχη έκφραση του Κίνγκσμπερι, συνέχισε: «Κάτσε να σου πω μια ιστοριούλα, Χάρισον. Νομίζω πως μπορεί να σου ανοίξει λιγάκι τα μάτια».

Μια ώρα αργότερα, ο Κίνγκσμπερι έφευγε από το δωμάτιο με τη νεοκλασική επίπλωση χωρίς να ρίξει οΰτε ματιά στην τοιχογραφία του Ντα Βίντσι. Το βήμα του είχε χάσει τη ζωηράδα του, κι ένιωθε ένα απΰθμενο κενό στην καρδιά. Τα είχε καταφέρει, ήταν η μοναδική σκέψ η του Κίνγκσμπερι· τελικά ο Λάρσεν τα είχε καταφέρει. Ο άνθρωπος που απεχθανόταν του είχε κάνει ματ. Ταπεινωμένος, κάθισε πίσω από το τιμόνι της νοικιασμένης Μερσεντές και, οδηγώντας αργά, γΰρισε στη Ρώμη. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε γέρος.

14

ΚΑΘΏς Ο ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑΤΙΚΟΙ ιταλικός ήλιος ανέβαινε αργά στον ουρανό, ξημέρωσε μια καινούρια μέρα, με αύρες ονείρων, ηδονή πιο φευγαλέα κι από τη δροσιά. Ο Βανς Έρικσον κατάλαβε πως είχε ξημερώσει προτού καν το δει με τα μάτια του· πίσω από τα κλειστά παράθυρα ακουγόταν ο θόρυβος ανθρώπων που μιλούσαν, δούλευαν, ζούσαν. Ο θόρυβος μπλέχτηκε μες στα όνειρά του, τελικά τράβηξε με δύναμη τα εύθραυστα νήματα της πραγματικότητας που τον ανέσυραν απαλά από τον ύπνο. Ανασήκωσε χα βλέφαρά του ίσαμε μια σχισμή κι έπειτα άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, προσπαθώντας να θυμηθεί πού βρισκόταν. Κοίταξε τη Σούζαν ξαπλωμένη πλάι του και η σύγχυση έγινε ανακούφιση. Τώρα ήξερε γιατί δεν τον είχαν επισκεφτεί χτες βράδυ οι συνεχείς εφιάλτες του. Στηριγμένος στον αριστερό του αγκώνα, ο Βανς άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στο πρόσωπο της. Το πρωινό φως που έμπαινε από τη γρίλια μέσα από τις κουρτίνες έβαφε κατά τόπους τα πυρρόξανθα μαλλιά της σ' ένα φλογερό κόκκινο. Την είδε να χαμογελά αδιόρατα στον ύπνο της. Της είχε πει πράγματι ότι την αγαπούσε; Ήταν δυνατόν να του είχε πει ότι τον αγαπούσε κι αυτή; Όλο αυτό παραήταν φανταστικό για να το χωρέσει το μυαλό του, αλλά η καρδιά του ήξερε καλύτερα. Μα εγώ δεν πιστεύω στον κεραυνοβόλο έρωτα, είπε μέσα του, κι έ-

πειτα χαμογέλασε σαν θυμήθηκε ότι επρόκειτο για κεραυνοβόλο μίσος... ήταν όμως; Και τι σημασία είχε; Ο χρόνος και πολλά ακόμα «αύριο» θα έδιναν την απάντηση. Σηκώθηκε, διέσχισε αθόρυβα το δωμάτιο και χρησιμοποίησε το τηλέφωνο του μπάνιου για να παραγγείλει πρωινό. Πεινούσε σαν λύκος. Γύρισε στο κρεβάτι, ξάπλωσε προσεκτικά και κοίταξε τη Σούζαν. Ξάφνου εκείνη άνοιξε τα μάτια της και τον έβγαλε από το ονειροπόλημά του. «Μη δείχνεις τόσο έκπληκτος», είπε η Σούζαν. «Άλλωστε, εγώ θα έπρεπε να είμαι σοκαρισμένη». Τον κοίταξε με νόημα, αξιολογώντας το θέαμα που αντίκριζε. Ξάφνου ο Βανς συνειδητοποίησε τη γύμνια του. «Η μητέρα μου με προειδοποιούσε συχνά για το τι μπορεί να συμβεί αν βρεθώ σε δωμάτιο ξενοδοχείου με ένα γυμνό άντρα», είπε απλώνοντας το χέρι της προς το μέρος του. «Μου έλεγε να μην τον αφήνω ποτέ να φύγει* έλα δω». «Μα μόλις παρήγγειλα πρωινό», διαμαρτυρήθηκε, χωρίς καμιά απολύτως πειθώ. «Πάντα λάτρευα τα κρύα αβγά», είπε καθώς γλισφούσε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του.

Η Σούζαν κρατούσε ένα πορσελάνινο φλιτζάνι, από το δίσκο που τους είχαν φέρει στο δωμάτιο, και σιγόπινε το τσάι της. «Και ο λόγος που πήρα τόσο κακούς βαθμούς στη Σορβόνη», είπε, «ήταν γιατί έφευγα συνέχεια, αναζητώντας την ιστορία που θα έκανε τους New York Times να με προσλάβουν ως ανταποκρίτρια. Ήμουν τόσο αφελής τότε». Γέλασε. Ο Βανς την κοιτούσε έκπληκτος. «Δεν μπορώ να σε φανταστώ αφελή», της είπε, απλώνοντας το χέρι του να της χαϊδέψει το μπράτσο καθώς κάθονταν πλάι πλάι στην άκρη του κρεβατιού.

Χαμογέλασε θλιμμένα. «Υποθέτω πως συνετίστηκα την τελευταία φορά που πήγα στη Βηρυτό». «Πήγες στη Βηρυτό και γύρισες πίσω ζωντανή;» τη ρώτησε ο Βανς, μην μπορώντας να πιστέψει στα αφτιά του. «Α, ναι... τρεις φορές», απάντησε αδιάφορα. «Η τελευταία φορά, όμως, ήταν η χαριστική βολή. Προσπαθούσα να πάρω συνέντευξη από έναν αρχηγό της μουσουλμανικής πλευράς και βρέθηκα καταμεσής μιας επίθεσης με όλμους. Κατατρόμαξα. Ξαφνικά μου φάνηκε πολύ ελκυστική μια ωραία, ήσυχη δουλειά». «Στη Βηρυτό έμαθες να πυροβολείς;» Έγνεψε καταφατικά. Δεν προχώρησε σε λεπτομέρειες, και ο Βανς αποφάσισε να μην τη ρωτήσει. Έμειναν να κοιτάζονται για πολλή ώρα. Έπειτα η Σούζαν τού πήρε το χέρι και του το έσφιξε, με ονειροπόλο βλέμμα. «Βρίσκεσαι πολύ μακριά», της είπε. «Πού ταξιδεύεις;» «Στη Σαρατόγκα. Σε ένα πάρτι στο Σκίντμορ, όταν σε είδα για πρώτη φορά... και σε πρόσεξα». «Έχεις αναρωτηθεί κι εσύ γι' αυτό;» Είχε εκπλαγεί. «Κι εσύ;» «Και βέβαια. Κάθε φορά που με έθαβες σε κάποιο σου άρθρο». «Ω Βανς», είπε μαλακά και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του. «Ήμουν τόσο ανόητη - τόσο κοριτσάκι. Εγώ...» Τον κοίταξε. «Το ξέρεις πως λένε ότι αγάπη και μίσος είναι το ίδιο πράγμα; Ίσως να σε ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα, αλλά σε μισούσα γιατί δεν μπορούσα να σε έχω». «Μα μπορούσες». Τον κοίταξε ερωτηματικά. «Ήταν στημένο», της εξήγησε ο Βανς. «Τυφλό ραντεβού. Σε είδα από τη στιγμή που μπήκα στην αίθουσα, αλλά... να, δεν μπορούσα να την παρατήσω έτσι στα καλά καθούμενα και να ανοίξω δρόμο για να έρθω σε σένα. Αν και ένιωθα την ανάγκη να το κάνω,

νόμιζα ότι θα ερχόσουν εσυ να συστηθείς». Σκάλισε τη μνήμη του' ήταν όλα ξεκάθαρα, κι ας είχε περάσει τόσος καιρός. «Μετά δεν ήρθες, και όλη την υπόλοιπη βραδιά έμοιαζες με τη βασίλισσα των πάγων κάθε φορά που σου 'ριχνα ματιές». Κούνησε το κεφάλι της. «Ω Βανς, αν... Αν...» Σταμάτησε. «Δε θα ήμασταν οι ίδιοι άνθρωποι», της είπε. «Δεν μπορούμε να μετανιώνουμε γι' αυτό* ίσως να μη συμπαθούσαμε περισσότερο ο ένας τον άλλο ακόμα κι αν είχαμε γνωριστεί. Οι εμπειρίες που βιώσαμε έκτοτε μας κάνουν αυτό που είμαστε τώρα, κι εμένα, εν πάση περιπτώσει, μ' αρέσει αυτό που είσαι». Τράβηξε το πρόσωπο της κοντά του και τη φίλησε.

Δυο ώρες αργότερα ο Βανς πηγαινοερχόταν στην πολυτελή κρεβατοκάμαρα, λες κι έτσι θα μπορούσε να κυνηγήσει τις σκέψεις, τις λύσεις που του είχαν διαφύγει. Η Σουζαν είχε αποτολμήσει να κατέβει στο Κόμο να του αγοράσει ρούχα, μια και τα δικά του τα είχε παρατήσει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, και να δει μήπως μπορούσε να μάθει και τίποτα παραπάνω σχετικά με τις ερωτήσεις που έκανε η αστυνομία για κείνον στο «Μετροπόλ». Ο Βανς είχε μείνει μόνος με τις σκέψεις του να τον στοιχειώνουν. Το τηλεφώνημα που είχε κάνει στον Κίνγκσμπερι ήταν χάσιμο χρόνου. Βρισκόταν είτε στην Ισπανία είτε στην Ιταλία για να κλείσει κάποια συμφωνία συγχώνευσης, του είχε πει η γραμματέας του. Θα προσπαθούσε να του μιλήσει, και μπορείτε να αφήσετε ένα τηλέφωνο; Απρόθυμα είχε αφήσει το νούμερο του δωματίου της Σούζαν. Ήταν ανώφελο* όταν έμπλεκε ο Κίνγκσμπερι με τέτοιες δουλειές, μπορεί να περνούσαν μέρες μέχρι να απαντήσει στις κλήσεις του. Κάθισε στο γραφείο-αντίκα από ξύλο κερασιάς και πήρε μια σε-

λίδα από ίο μπλοκ αλληλογραφίας του ξενοδοχείου. Αν έβαζε την όλη κατάσταση στο χαρτί, ίσως να μπορούσε να βγάλει κάποια άκρη. Όμως, παρόλο που γέμισε κάμποσες σελίδες, δεν προέκυψε λύση καμιά. Τράβηξε πίσω την πολυθρόνα, σηκώθηκε πάνω και ξανάρχισε να πηγαινοέρχεται όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο απογοητευμένος. «Να πάρει ο διάβολος!» μονολόγησε στο άδειο δωμάτιο. Μακάρι να τηλεφωνούσε ο Κίνγκσμπερι' ήξερε ότι ο μεγιστάνας του πετρελαίου μπορούσε να ξεμπερδέψει ακόμα και τον πιο περίπλοκο γρίφο. Όμως ο Κίνγκσμπερι δεν ήταν εκεί και δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Μόνο οι δυο μας, φίλε, είπε στον εαυτό του, γύρισε στο γραφείο και αντίκρισε τις σημειώσεις του. Το χρονικό των προηγουμένων ημερών είχε πιάσει πάνω από μισή ντουζίνα φΰλλα· το γραφείο είχε γεμίσει χαρτιά. Μιμούμενος τη δημοσιογραφική τακτική, είχε προσπαθήσει να φτιάξει έναν κατάλογο, τον οποίο είχε χο>ρίσει σε στήλες με «ποιος», «τι», «πότε», «πού», «γιατί» και «πώς». Γρήγορα απέκλεισε τα «πότε», «πού» και «πώς» ως άσχετα. Το μεγάλο «τι» ήταν οι φόνοι και ήξερε πότε, πού και πώς είχαν σκοτωθεί οι άνθρωποι. Δε θα το ξεχνούσε ποτέ. Έμενε το «ποιος» και το «γιατί». Ποιος; συλλογίστηκε και κάρφωσε το βλέμμα του στις σελίδες, ακουμπώντας το πιγούνι του μες στις παλάμες. Ένας μυστηριώδης άντρας στο Άμστερνταμ με ένα περίεργο σημάδι, μια μάζωξη τρελοπαπάδων. Η σκέψη ήταν σχεδόν γελοία. Όμως οι φανατικοί τσαρλατάνοι θεοσεβούμενοι από τη Μέση Ανατολή ως το Κασμίρ και τη Βόρεια Ιρλανδία είχαν αναγάγει το θρησκευτικό φανατισμό σε πραγματική δύναμη στην παγκόσμια βία. Ποιος: ο καθηγητής Μαρτίνι, καλοκάγαθοι μελετητές του Ντα Βίντσι στη Βιέννη και στο Στρασβούργο νεκροί' άλλος ένας μελετητής, ο Τόζι, εξαφανισμένος. Μια χούφτα αθώοι περαστικοί στο Μιλάνο νεκροί. Και όλα ακολουθούσαν αυτόν, έναν ελαφρώς εκκεντρικό ερασιτέχνη μελετητή του Ντα Βίντσι και γεωλόγο εξερευνήσεων κοι-

χασμάτων πετρελαίου, τρελά ερωτευμένο με μια δημοσιογράφο που κουβαλάει μαζί της πιστόλι - ή τουλάχιστον κουβαλούσε μέχρι που το έχασαν. Κούνησε αργά το κεφάλι. Το «ποιος» γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρο, αλλά εκείνο που του δημιουργούσε τη μεγαλύτερη αμηχανία ήταν το «γιατί». Ξανάβαλε σε σειρά τα χαρτιά του, ελπίζοντας να του κάνει κλικ κάποια νέα αντιπαράθεση. Οι παπάδες και ο συγγραφέας, ο Ντε Μπεάτις, ήταν καθολικοί. Ο Ντε Μπεάτις ήταν γραμματέας του καρδινάλιου της Αραγονίας. Ο Ντε Μπεάτις ήταν απορροφημένος στα γραπτά του Λεονάρντο, έγραφε ενθουσιωδώς γι' αυτά. Και λοιπόν; Ο Βανς παράτησε αυτή την κατεύθυνση. Ο Τόζι είχε πτυχίο στη Φυσική. Όπως και στην περίπτωση μου, σκέφτηκε ο Βανς, οι επίσημες σπουδές του ανήκουν σε τελείως διαφορετικό τομέα απ' αυτόν της τέχνης. Εγώ είμαι ακόμα ζωντανός, και ίσως να είναι κι ο Τόζι. Ο Βανς σημείωσε νοερά να διαβάσει το φύλλο της II Giorno που είχε φτάσει μαζί με το πρόγευμά τους. Αν είχε βρεθεί το σώμα του Τόζι, θα είχε ανακοινωθεί ο θάνατος του. Ο Μαρτίνι και οι άλλοι δύο μελετητές του Ντα Βίντσι δεν ήταν θετικοί επιστήμονες. Για ποιο λόγο να εξαιρεί κάποιος τους θετικούς επιστήμονες - ή μήπως επρόκειτο για απλή σύμπτωση; Να πάρει ο διάβολος, να πάρει ο διάβολος! Ο Βανς έσπρωξε πίσω την καρέκλα και σηκώθηκε. Πηγαίνοντας στο παράθυρο, κοίταξε προς το όμορφο τοπίο και τη λίμνη που απλωνόταν κάτω, αλλά δεν είδε τίποτ' από τα δύο. Γύρισε στο γραφείο και ξανακάθισε. Έγραψε. Θετικές επιστήμες, να είχαν άραγε κάποια σχέση; Ίσως στον κώδικα του Κίνγκσμπερι να υπήρχε κάτι για τις θετικές επιστήμες που... κάλυπτε μια ποικιλία θεμάτων, από τη σκιά και την προοπτική ως τις καταιγίδες. Καταιγίδες! Σ' αυτό το κομμάτι είχε ανακαλύψει την πλαστογραφία! Σε μια επιστημονική μελέτη των καταιγίδων. Ο Βανς έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί τις σελίδες. Υπήρχαν πολυάριθμα σκίτσα, αναφορές στην ηλεκτρική

φύση των κεραυνών. Τα σκίτσα ήταν έξοχα. Ο Λεονάρντο ήταν προικισμένος με εκπληκτικά οξεία αντίληψη. Τα σκίτσα του με πουλιά ή κύματα, ρέοντα νερά και αστραπές μαρτυρούσαν μια σχεδόν στροβοσκοπική ταχύτητα του ματιού. Τα σκίτσα με τις ασιραπές ήταν ακριβή σαν σύγχρονες φωτογραφίες, κι ακόμα πιο συνταρακτικά. Επιστήμη, επιστήμονες, η Καθολική Εκκλησία. Ίσως όλα αυτά να κατέληγαν στην αίρεση. Η Εκκλησία είχε καταδικάσει τον Κοπέρνικο για την αναίδειά του να ισχυριστεί ότι η Γη περιστρεφόταν γύρω από τον Ήλιο, και όχι το αντίθετο, όπως είχε διακηρύξει με σύνοδο η Εκκλησία. Όσον αφορά τον Ντα Βίντσι, όμως, εκτός από την οργή του Βατικανού για κάποιες μελέτες φυσιολογίας -ανατομές πτωμάτων-, δεν υπήρχαν στοιχεία ότι ο πάπας είχε κυνηγήσει την υπόθεσή του. Ή μήπως την είχε κυνηγήσει; Ίσως κάτι στις πλαστογραφημένες σελίδες... Μήπως η Εκκλησία είχε αντιληφθεί κάτι που θεωρούσε αιρετικό ή επικίνδυνο, γι' αυτό και είχε προβεί στην πλαστογραφία προκειμένου να το συγκαλύψει; Όμως δεν είχε νόημα. Και τι ήταν αυτό που μπορεί να ενδιέφερε τους τρελοπαπάδες; Απ' ό,τι είχε μάθει ο Βανς κατά την πρώτη του επίσκεψη στο Κόμο, ήταν κι οι ίδιοι μια απόβλητη ομάδα, αιρετικοί ή κάτι παρόμοιο. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονταν ότι όλο το τάγμα είχε αφοριστεί πριν από χρόνια. Όμως κανείς δεν ήξερε, και ο κόσμος δίσταζε να μιλήσει για το μοναστήρι. «Λέγονται πολλά, σινιόρε», έλεγαν οι κάτοικοι της πόλης, κι έπειτα αρνούνταν να μπουν σε λεπτομέρειες. «Οι πρόγονοι μας τους άφηναν στην ησυχία τους και το ίδιο κάνουμε κι εμείς». «Επιστήμη, επιστήμονες, καταιγίδες, Ντε Μπεάτις, ιερείς, Εκκλησία», έγραψε ο Βανς ο' ένα ξεχο)ριστό φύλλο χαρτί. Κάπου υπήρχε μια σχέση. Όμως δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ποια ήταν αυτή. Το μυαλό του γυρνούσε συνεχούς στους παπάδες, στο μοναστήρι πάνω από το Μπελάτζο στην άλλη πλευρά της λίμνης. Ίσως εκεί να

έβρισκε μια απάντηση. Όσο σκεφτόταν αυτή την εναλλακτική, τόσο πιο λογική του φαινόταν. Ναι, κούνησε κατηγορηματικά το κεφάλι του, θα επισκεπτόταν το μοναστήρι, απροειδοποίητα και σύντομα. Ο Βανς ακούμπησε ήρεμα το στιλό πάνω στη στοίβα των σημειώσεών του και έσπρωξε αργά την καρέκλα του προς τα πίσω. Σηκώθηκε και σίμωσε στο παράθυρο. Κάτι τον έτρωγε, και δεν ήταν τόσο ο φόβος μήπως τον πιάσουν στο μοναστήρι. Για μια ατέλειωτη στιγμή έμεινε να κοιτάζει γαλήνια τα ιστιοπλοϊκά που έσκιζαν τα κυματάκια της λίμνης. Μακρύτερα, το κόκκινο κουφάρι του ιπτάμενου δελφινιοΰ έλαμπε πάνω στο σκούρο πράσινο της όχθης. Ξάφνου συνειδητοποίησε ότι η ανησυχία του προερχόταν από το φόβο μήπως δεν ξαναδεί τη Σουζαν. Η παρουσία της περιέπλεκε, βέβαια, τα πράγματα, αλλά, θ ε έ μου, πόσο ευγνώμων ήταν γι' αυτή την περιπλοκή. Ο Βανς απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Έπειτα θυμήθηκε την πρόθεσή του να κοιτάξει μήπως έγραφε τίποτα η εφημερίδα για τον Τόζι, και πήγε να πάρει το φύλλο που ήταν πεταμένο πάνω στο κρεβάτι, μέσα στα ανακατεμένα σεντόνια. Βολεύτηκε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα κι άρχισε να διαβάζει προσεκτικά την εφημερίδα. Τίποτα στην πρώτη σελίδα. Παιδεύτηκε λίγο με το λεπτό χαρτί, και την άνοιξε στις μέσα σελίδες. Τα μάτια του γούρλωσαν από φρίκη σαν αντίκρισε τη φωτογραφία του και το συνοδευτικό άρθρο.

Ο Έλιοτ Κίμπαλ χαλάρωνε σε μια πολυθρόνα πλάι ο' ένα στρογγυλό τραπεζάκι για δυο, σε ένα σικ υπαίθριο καφέ της ακόμα πιο σικ Βία Βένετο. Ήταν η πέμπτη φορά που διάβαζε το άρθρο της εφημερίδας, σιγοπίνοντας Σίβας με σόδα και νιώθοντας την απόλυτη πλήρωση. Εκτός από μια μικρή φωτογραφία του Βανς Έρικσον υπήρχε κι ένα άρθρο που στην ουσία ήταν η ιστορία που είχε αφη-

γηθεί οτον ντετέκτιβ του Μιλάνου, κατευθΰνοντάς τον να τη δώσει στον Τύπο. Τρομοκράτης - έτσι είχε πει ο Κίμπαλ στον ντετέκτιβ. Ο Έρικσον είχε χρησιμοποιήσει τη θέση που είχε στην ΚονΠας ως κάλυψη για να ταξιδέψει στο εξωτερικό, όπως είχε απαιτήσει ο εντολέας μιας τρομοκρατικής οργάνωσης. Δεν ήταν φανατικός θρησκόληπτος σαν κι αυτούς για τους οποίους δούλευε. Όχι. Πίσω από τις ενέργειες του Έρικσον υπήρχε μόνο απληστία: το έκανε για τα χρήματα. Όμως μετά τις εκτεταμένες εξονυχιστικές έρευνες που γίνονταν μετά την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου στις διεθνείς μεταφορές κεφαλαίων, η μυστική του δράση ήταν το κλειδί για να βοηθάει τους φανατικούς να μετακινούν μεγάλα ποσά σε μετρητά που χρηματοδοτούσαν τρομοκρατικούς πυρήνες ανά τον κόσμο, βλέποντας τις υποψίες του να επιβεβαιώνονται, ο ντετέκτιβ προσφέρθηκε μετά χαράς να συνεργαστεί με μια διεθνή οργάνωση γνωστή για την αντίθεσή της με την τρομοκρατία. Ο Κίμπαλ χαμογέλασε. Ευφυές, απόλυτα ευφυές, σκέφτηκε, καθώς άφηνε την εφημερίδα πάνω σιο τραπέζι. Με μια κίνηση είχε εξουδετερώσει τον Έρικσον και τον προστάτη του, τον Χάρισον Κίνγκσμπερι. Το άρθρο έγραφε ότι η αστυνομία του Μιλάνου καταζητούσε τον Βανς Έρικσον και υποπτευόταν πως είχε αναμειχθεί στο θάνατο του καθηγητή Μαρτίνι στο Άμστερνταμ καθώς και στους θανάτους τοιν μελετητών του Ντα Βίντσι στο Στρασβούργο και στη Βιέννη. Επιπλέον, το άρθρο ισχυριζόταν ότι ο Έρικσον ήταν υπεύθυνος για τους πυροβολισμούς έξω από το Μιλάνο και για το θάνατο της καμαριέρας στο «Χίλτον». Όσο για τον Κίνγκσμπερι, το θέμα Βανς Έρικσον ήταν το πρώτο χτύπημα. Ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του, η χαρά του Κίμπαλ μετατράπηκε προς στιγμήν σε ενόχληση. Πού ήταν εκείνος ο καταραμένος Ιρανός τρελάρας; Και πού ήταν η Σούζαν Στορμ; Πού είχε πάει; Τον είχε βοηθήσει τόσο πολύ να εντοπίσει τον Βανς Έρικσον στο Κόμο. Αν μπορούσε να εντοπίσει εκείνη, θα εντόπιζε και τον Έρικσον.

Ε, λοιπόν, σκέφτηκε, δεν είχε και τόση σημασία τελικά. Ο Έρικσον και ο Κίνγκσμπερι είχαν εξουδετερωθεί, κι έτσι τουλάχιστον δε θα μπορούσαν να εμποδίσουν τη συναλλαγή. Ωστόσο... σιχαινόταν να τελειώνει κάτι μες στην ασάφεια. Ήθελε να βρεθεί ο Βανς Έρικσον, και να βγει απ' τη μέση. Τώρα που είχαν φτάσει στον Κίνγκσμπερι, δεν υπήρχε λόγος να μένει ζωντανός ο Έρικσον. Ο Κίμπαλ κοίταξε και πάλι το ρολόι του. Έλα, γαμημένε Ιρανέ μπάοταρδε! Δεν έχω όλη τη νύχτα στη διάθεση μου.

Με τα ρούχα δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα, σκέφτηκε η Σούζαν, που τώρα καθόταν σε μια μπερζέρα στο χώρο υποδοχής του ξενοδοχείου «Μετροπόλ», με την πλάτη γυρισμένη στη ρεσεψιόν, για να μην τη βλέπει ο υπάλληλος και οι αστυνομικοί που είχαν μαζευτεί εκεί και παρακολουθούσαν την κίνηση προς και από το δωμάτιο του Βανς Έρικσον. Είχε αγοράσει ρούχα για τον Βανς, είχε πληρώσει αδρά για να της τα παραδώσουν στο δωμάτιο της -το δωμάτιο τους, διόρθωσε τον εαυτό της- κι έπειτα είχε κινήσει να μάθει ό,τι μπορούσε σχετικά με το λόγο για τον οποίο η αστυνομία του Μιλάνου καταζητούσε τόσο επίμονα το Βανς. Δεν ήταν εύκολο. Η Σούζαν δεν είχε τολμήσει να πλησιάσει κανέναν τους ανοιχτά, από φόβο μην είχαν καμιά περιγραφή της από το περιστατικό της προηγούμενης μέρας στο Μπελάτζο. Γι' αυτό είχε πάρει ένα φύλλο της II Giorno και είχε καθίσει στο χώρο υποδοχής κάνοντας πως διαβάζει και κρύβοντας το πρόσωπο της με την εφημερίδα όταν έβλεπε να πλησιάζει κάποιος αστυνομικός. Διάβασε για πολλοστή φορά τον ίδιο τίτλο, χωρίς να την ενδιαφέρει καθόλου το άρθρο. Γύρω της, οι αστυνομικοί φλυαρούσαν μεταξύ τους- τυπική αντρική συζήτηση Ιταλών μάτσο, με κεντρικό θέμα τις γυναίκες, τα θηλυκά και τα κορίτσια. Τόσο ποικίλα ενδιαφέροντα είχαν, σκέφτηκε. Θεωρούσε τους νεαρούς Ιταλούς τους πιο αποκρουστικούς άντρες στον

κόσμο: τους κανάκευαν οι μαμάδες τους και οι αδελφές τους και τους έλεγαν ότι ήταν το σημαντικότερο πράγμα από την εποχή των panini*, κι όταν μεγάλωναν λιγάκι, το ίδιο τους έλεγαν οι σύζυγοι και οι ερωμένες τους. Το έγκλημα δε ήταν ότι τα πίστευαν όλα αυτά, και περίμεναν ότι θα τους φέρονταν με τον ίδιο τρόπο και οι Αμερικανίδες. Η προσοχή της περιπλανήθηκε στο χώρο. Άλλαξε στάση στην πολυθρόνα, σταύρωσε και ξεσταύρωσε τα πόδια της κι επανέφερε την εφημερίδα στο αρχικό της σχήμα. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στην εφημερίδα, αλλά είχαν εστιάσει κάπου μακριά. Σκέφτηκε το γάτο της, τον Κίρκεγκορ, ένα μπάσταρδο που της είχε αφήσει η διπλανή της. Σκέφτηκε την πατρίδα, την ασφάλεια του διαμερίσματος της, και ευχήθηκε να μην είχαν πεθάνει τα φυτά της μέχρι να γυρίσει πίσω. Κυρίως όμως σκέφτηκε τον Βανς Έρικσον και τα γεγονότα που τους είχαν φέρει κοντά. Στο Κόμο τον είχε ακολουθήσει πράγματι λόγω του άρθρου. Τουλάχιστον αυτό έλεγε μέσα της. Το ταξίδι σε γενικές γραμμές δεν ήταν δυσάρεστο* ο Έλιοτ Κίμπαλ οδηγούσε γρήγορα αλλά επιδέξια τη Λαμποργκίνι που είχε νοικιάσει. Δεν ήξερε κανέναν άλλο να νοικιάζει τέτοιου είδους αυτοκίνητα. Είχε εκπλαγεί που είδε τον Κίμπαλ στο συμπόσιο για τον Ντα Βίντσι στο Μιλάνο. Είχε να τον δει από το κολέγιο. Παράξενο που είχε εμφανιστεί εκεί* δε φαινόταν να έχει μεγάλο γνωστικό υπόβαθρο στον Ντα Βίντσι. Είχε γίνει ένας ψυχρός, κλειστός άνθρωπος. Κάτι πάνω του θύμιζε φίδι. Ήταν τόσο κρυψίνους. Της έδινε την εντύπωση... δίστασε..., να, πα>ς να το πει, επικίνδυνου ατόμου. Ναι, τη φόβιζε κατά κάποιον απροσδιόριστο τρόπο, την έκανε να νιώθει άβολα* το είχε αποδώσει στα νεύρα της. (Της είχε δώσει το τηλέφωνο του γραφείου του στη Βρέμη, όπου μπορούσε να του α* Σάντουιτς αλά ιταλικά. (Σ.τ.Μ.)

φήνει μηνύματα, αν ήθελε.) Τράβηξε την επαγγελματική του κάρτα μέσα από τις σελίδες του δημοσιογραφικού της σημειωματάριου και την κοίταξε γι' άλλη μια φορά. Ίσως να μπορούσε να τη βοηθήσει, σκέφτηκε. Ίσως έπρεπε να του τηλεφωνήσει. Όπως όμως είχε κάνει κι άλλες φορές εκείνη τη μέρα, δίστασε, και ξανάβαλε την κάρτα στη θήκη της στο σημειωματάριο. Μια καινούρια φωνή είχε ενωθεί τώρα με αυτές των αστυνομικών και έβγαλε τη Σουζαν από την ονειροπόλησή της. Αυτή η φωνή ήταν γνώριμη* από κάπου την ήξερε... Ξαφνικά το σώμα της έγινε άκαμπτο και το στόμα της πήρε μια γεΰση μεταλλική από το φόβο. Η καινούρια φωνή περιέγραφε μια γυναίκα που είχε εμπλακεί σε ένα επεισόδιο στο Μπελάτζο. Η Σουζαν προσπάθησε να καταπιεί το στεγνό κολλώδη κόμπο τρόμου που ένιωθε στο λαιμό. Αυτός ήταν: ο ηλικιωμένος κοντός παπάς με τα γυαλιά, εκείνος που τους είχε κυνηγήσει στο κελάρι με τις σαμπάνιες. Ο άνθρωπος που είχε προσπαθήσει να τους σκοτώσει βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα πίσω της! Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να βγει έξω. Σίγουρα θα το επιχειρούσε ξανά αν ήξερε ότι η Σουζαν βρισκόταν εκεί. Να το βάλει στα πόδια; Δε θα ωφελούσε, θα την έβλεπε. Έπρεπε να περιμένει μέχρι να τον δει να φεύγει. Άνοιξε την εφημερίδα και την κράτησε μπροστά της. Νιώθοντας το δέρμα της να μυρμηγκιάζει από το φόβο, η Σουζαν άκουσε τον άντρα να μιλάει με οικειότητα με έναν αστυνομικό. Τον γνώριζε. Βοηθούσαν τον παπά στην έρευνά του; Ήλπιζε ότι θα έφευγε ο παπάς, αλλά η ώρα τής φάνηκε ατέλειωτη. Ίσως να μην την αναγνώριζε η αστυνομία. Έπρεπε να γυρίσει στον Βανς· ήθελε να βρεθεί πάλι κοντά του. Οι φωνές των αστυνομικών και του παπά δυνάμωσαν την ώρα που αποχαιρετιούνταν. Πρέπει να κινηθώ, σκέφτηκε μηχανικά* πρέπει να φύγω από δω μέσα. Δίπλωσε το φύλλο της II Giorno και δίστασε, το σώμα της έτρεμε σαν αλεξιπτωτιστή που πηδάει πρώτη

φορά από αεροπλάνο. Μπρος, πόδια, κουνηθείτε, σήκω και φΰγε! Πίεσε τον εαυτό της να σηκωθεί από την πολυθρόνα. Ήρεμα τώρα, ήρεμα, ε'λεγε στα νεΰρα της, που είχαν γίνει κρόσσια. Διέσχισε το χώρο υποδοχής και είχε φτάσει στην έξοδο, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή. «Σινιορίνα!» ήταν ο ντετέκτιβ που μιλούσε με τον παπά. «Σταματήστε, παρακαλώ», είπε η φωνή στα ιταλικά. Εκείνη συνέχισε να περπατά, ενώ πίσω της άκουσε τα βιαστικά βήματα ανθρώπων που έτρεχαν πάνω σε χαλί. Τώρα έτρεχε. Το χολ ήταν σκοτεινό, μικρό και κατέληγε στη ρεσεψιόν της τραπεζαρίας. Οι γυάλινες πόρτες στα αριστερά ήταν κλειστές. Άλλη μια πόρτα οδηγούσε στο μικρό υπαίθριο καφέ όπου είχαν φάει πρωινό με τον Βανς. Έσπρωξε την πόρτα, αλλά ήταν κλειδωμένη. Πίσω της άκουσε τα βήματα των ντετέκτιβ. «Σινιορίνα!» Σαν τρελή ψαχούλεψε την κλειδαριά της πόρτας και κατάφερε να γυρίσει το μάνταλο. Η πόρτα άνοιξε. Η Σοΰζαν όρμησε έξω και κατέβηκε τα σκαλιά. Μερικές καρέκλες εμπόδιζαν την είσοδο στο καφέ. Τις έριξε κάτω καθώς έτρεχε ανάμεσά τους, τραβώντας για την πλατεία Καβοΰρ. Πρώτα κοίταξε προς την είσοδο του «Μετροπόλ», κι έπειτα στράφηκε κι άρχισε να τρέχει προς τη λίμνη. «Καλησπέρα, σινιορίνα». Ήταν ο παπάς. Πίσω του έτρεχαν οι ντετέκτιβ με τα πολιτικά και δΰο ένστολοι αστυνομικοί. «Δε θα σας συμβούλευα να δοκιμάσετε να το σκάσετε», είπε ο ντετέκτιβ, τραβώντας το όπλο του. Η Σοΰζαν στάθηκε τρέμοντας κι έπειτα ξαναβρήκε την ψυχραιμία της. «Είμαι Αμερικανίδα πολίτης», είπε επίσημα. «Απαιτώ να μου επιτραπεί να επικοινωνήσω με την πλησιέστερη πρεσβεία». «Δεν υπάρχει λόγος, αγαπητή μου», είπε ο παπάς. «Αν πρόκειται να με συλλάβετε, όμως, μου οφείλετε αυτό το δικαίωμα», διαμαρτυρήθηκε η Σοΰζαν.

«Μα δε συλλαμβάνεστε», είπε ο παπάς. Η Σσΰζαν στράφηκε και κοίταξε ερωτηματικά τον ντετέκτιβ και τους δύο ένστολους αστυνομικούς που στέκονταν πλάι του. «Έχει δίκιο», έσπασε την αμήχανη σιωπή ο ντετέκτιβ με τα πολιτικά. «Μα... μα τι...» «Θα πάμε μια βολτίτσα», της είπε ο παπάς. «Ω, όχι», είπε η Σούζαν και ο φόβος αντάριασε μέσα της. Την περίπτωση να τη συλλάβουν μπορούσε να τη χειριστεί. «Ω, όχι. Όχι!» Η αστυνομία την παρέδιδε στον παπά. «Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό», είπε στον ντετέκτιβ. «Δεν μπορείτε να με παραδώσετε σε αυτό τον άνθρωπο, είναι φονιάς· είναι τρελός. Να με συλλάβετε, να με πάτε φυλακή». Κοιτούσε σε κατάσταση αλλοφροσύνης τα πρόσωπα των αστυνομικών, αλλά δεν είδε καμιά συμπόνια. «Δεν είναι δυνατόν να κατηγορείτε τον αδελφό Γρηγόριο, έναν άνθρωπο του Θεού, ότι είναι φονιάς», είπε δύσπιστα ο ντετέκτιβ. Η στριγκλιά της Σούζαν θρυμμάτισε τη γαλήνη της πλατείας Καβούρ. Στα παγκάκια του πάρκου κεφάλια γύρισαν και κοίταξαν προς τα κει. Ξαφνικά βρέθηκαν όλοι πάνω της, ένα χέρι να της βουλώνει το στόμα, κάποιος να της κρατά πίσω τους αγκώνες, κρύες χειροπέδες να της σφίγγουν τους καρπούς. Κλοτσούσε σαν τρελή- χάρηκε σαν άκουσε το βογκητό ενός αστυνομικού την ώρα που το πόδι της ερχόταν σε επαφή με τους όρχεις του. Όμως κάποιος άλλος πήρε τη θέση του και της κράτησε σφιχτά τα δυο πόδια, κι όλοι μαζί την τραβολόγησαν και την έχωσαν στο πίσω κάθισμα ενός περιπολικού που είχε μόλις σταματήσει πλάι τους. Κάτι με αψύ και έντονο άρωμα της σκέπασε το στόμα και τη μύτη- σκοτάδι σηκώθηκε σαν πλέγμα τρόμου και πλημμύρισε το κεφάλι της με ύπνο.

15

Η

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ταίριαζε με τ η διάθεση του. Δεν έ-

πρεπε να την αφήσει να φύγει. Ο Βανς έστριψε, βγήκε από τον ερημικό χωματόδρομο και τράβηξε νότια προς τη λίμνη, μέσα από τη βαθμιδωτή λοφοπλαγιά με τις ελιές. Όμως η Σούζαν δεν ήταν απ' αυτούς που σ' αφήνουν να κάνεις ό,τι θέλεις εσύ- έκανε πάντα αυτό που ήθελε εκείνη. Τα ρούχα τού είχαν παραδοθεί λίγο μετά την τηλεφωνική του συνομιλία με τον Χάρισον Κίνγκσμπερι. Ο Βανς δεν τον είχε ξανακούσει ποτέ τόσο αόριστο, τόσο αποθαρρυμένο. «Παράτα τα», είχε πει ληθαργικά ο Κίνγκσμπερι. «Δε θα κατορθώσεις τίποτα αν συνεχίσεις». Το ψηλό γρασίδι θρόιζε κάτω από πόδια του Βανς. Περπατούσε προσεκτικά στο φως των άστρων, δοκιμάζοντας με τη μύτη του δεξιού του παπουτσιού την άκρη του εδάφους των αναβαθμίδων. Ελαιο)νες ορθώνονταν σαν γιγαντιαία σκαλοπάτια στην πλαγιά ενός βουνού - ενάμισι, δύο, δυόμισι μέτρα πάνω. Ο Βανς είχε πολλά να κάνει τώρα. Δεν τον έπαιρνε να τραυματιστεί παραπατώντας στην άκρη κάποιας πεζούλας του ελαιώνα. Μη θέλοντας να διακινδυνεύσει, άναψε το φακό που είχε αγοράσει στο υπαίθριο παλιατζίδικο στο Τσερνόμπιο, δοκίμασε να βρει την άκρη της πεζούλας, κάθισε με τα πόδια κρεμασμένα, κι έπειτα χαλάρωσε όσο γινόταν κι έπεσε. Το γόνατο του τον ενοχλούσε ελαφρώς εκεί που το είχε χτυπήσει τη νύχτα στο Καστέλο Κάιτσι.

Πεζούλα την πεζούλα, ο Βανς επαναλάμβανε τη διαδικασία, πλησιάζοντας αργά στο μοναστήρι, και από το πιο δύσβατο σημείο. Ήλπιζε ότι εκεί θα υπήρχαν πιο χαλαρά μέτρα ασφαλείας. Είχε έρθει στη Βαρένα νωρίτερα με φεριμπότ, κι έπειτα, από την πόλη, είχε περπατήσει βόρεια, είχε προσπεράσει τη μοναδική πύλη που υπήρχε στον περίβολο του μοναστηριού κι έπειτα είχε προχωρήσει γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο, κατά μήκος του ψηλού, ίσαμε έξι μέτρα τοίχου, μέχρι εκεί που έστριβε ο δρόμος. Στο σημείο εκείνο άφησε τον περίβολο για να διασχίσει ένα τμήμα του δάσους. Άλλο ένα σκαλοπάτι της πεζούλας, κι ακόμα ένα. Περπάτησε τρία μέτρα, έξι. Πουθενά άκρη. Τελικά συνειδητοποίησε ότι είχε βγει από τον ελαιώνα. Διέσχισε ένα στενό, φρεσκοοργωμένο χωράφι κι έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης σαν χώθηκε μέσα στα ψηλά δέντρα που είχε δει στην άκρη του δρόμου. Μες στο σκοτάδι, το φωτεινό καντράν του ρολογιού του έδειχνε δέκα. Κοίταξε μες στη σκοτεινιά και τελικά διέκρινε το περίγραμμα του πάνω μέρους του τοίχου. Όπως υπολόγιζε, πρέπει να απείχε καμιά τριανταριά μέτρα. Έκανε ένα βήμα, και για κάποιο λόγο κοίταξε τα παπούτσια του. Γυρίζοντας στο οργωμένο χωράφι, ο Βανς πήρε χούφτες χούφτες το υγρό χώμα και το έτριψε πάνω στα κατάλευκα παπούτσια του μέχρι που έγιναν ένα με τα υπόλοιπα ρούχα του. Αθόρυβα, διέσχισε κρυφά τις παρυφές του δάσους. Έφτασε στον τοίχο και ένιωσε την παρουσία της ψυχρής τραχιάς πέτρας του. Είχε χτιστεί πολύ προσεκτικά, ώστε να μην αφήνει πατήματα για να μπορεί να σκαρφαλώσει κανείς. Κοιτάζοντας γύρω του, ο Βανς εξέτασε μια λυγερόκορμη λεύκα που μεγάλωνε πολύ κοντά στον τοίχο. Τι κρίμα, σκέφτηκε, δεν υπάρχουν τεράστιες βελανιδιές με απλωτά κλαδιά πάνω από τον τοίχο. Όχι, σκέφτηκε, οι Αδελφοί παραήταν έξυπνοι για να επιτρέψουν να συμβεί κάτι τέτοιο. Ζύγιασε τη λεύκα, προχώρησε κατά κει και άρχισε να τη σκαρ-

ψαλώνει με αργές, αθόρυβες κινήσεις. Κλασική λομβαρδική λευκά, το δέντρο είχε περί τα δώδεκα μέτρα υψος και ήταν λεπτό σαν μολύβι. Έφτασε στο ύψος της κορυφής του τοίχου, και το μόνο που είδε στην άλλη πλευρά ήταν κι άλλες λεύκες. Προστάτευαν αποτελεσματικά από τον άνεμο και εμπόδιζαν τα αδιάκριτα βλέμματα. Ο Βανς έσκυψε προς το μέρος του τοίχου για να κοιτάξει καλύτερα. Στο άκρο του υπήρχε ένα αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Και πρέπει να υπήρχε, σκέφτηκε, και κάποια συσκευή ανίχνευσης, κάτι κρυμμένο, αισθητήρες, υπέρυθρες, ή κάτι τέλος πάντων. Έπρεπε να αποφύγει να πατήσει στο πάνω μέρος του τοίχου. Κοντά μισή ώρα καθόταν εκεί, νιώθοντας τα πόδια και τα χέρια του βαριά από την κούραση. Δεν είχε δει τίποτα, και ήταν έτοιμος να κάνει την κίνησή του, όταν του ήρθε πρώτα η μυρωδιά. Κοίταξε προς την κατεύθυνση που φυσούσε ο άνεμος και διέκρινε μια μικρή φλογίτσα, μια κουκκίδα στο σκοτάδι. Κάποιος έκανε τσιγάρο. Πρώτα μύρισε τον καπνό. Ο Βανς είδε τη φλογίτσα να μεγαλώνει, έπειτα εξαφανίστηκε και κρύφτηκε πίσω από τον τοίχο. Σύντομα ο Βανς άκουσε ξερά φύλλα να τρίζουν Κάτω από μπότες. Ο θόρυβος δυνάμωσε και έπειτα άρχισε να σβήνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Βανς περίμενε άλλα δέκα λεπτά. Τώρα! Σκέφτηκε. Σκαρφάλωσε όσο πιο ψηλά τολμούσε στη λεύκα, και άρχισε να γέρνει το σώμα του μπρος πίσω, κάνοντας το δέντρο να λικνίζεται. Ο λεπτός κορμός του νεαρού δέντρου έτριξε κι έκανε έναν ξερό κρότο από το ζόρισμα, κι έπειτα λύγισε απότομα προς τον τοίχο, σχημάτισε αψίδα από πάνω του και έριξε τον Βανς μες στα κλαδιά μιας άλλης λεύκας, από τη μέσα μεριά του τοίχου. Ο Βανς αρπάχτηκε από τα κλαδιά και πλησίασε στον κορμό. Από κάτω του, ο κορμός της μικρότερης λεύκας ηχούσε σαν λυγισμένο κλαδάκι έτοιμο να σπάσει. Ο Βανς προχώρησε πάνω σ' ένα κλαδί, ελπίζοντας να προλάβει να αγγίξει τον κορμό κάποιου άλλου δέντρου προτού κοπεί αυτό που καβαλούσε, τον εκσφενδονίσει στο έδαφος και τσακιστεί

ο κορμός πάνω στο σύστημα συναγερμού. Λίγα εκατοστά ακόμα, σκέφτηκε καθώς άπλωνε το χέρι του. Έπειτα ο Βανς πιάστηκε από τον κορμό του δέντρου που βρισκόταν μέσα από τον τοίχο και μετατόπισε εκεί τα βάρος του. Το δέντρο λικνίστηκε για λίγο κι έπειτα ξαναβρήκε την ισορροπία του. Δεν έφτασαν ήχοι συναγερμού σι' αφτιά του. Όταν κοίταξε από ψηλά, μέσα από τα φύλλα και το κατάμαυρο σκοτάδι, ο Βανς εντόπισε ένα αμυδρό γκρίζο μονοπάτι ακριβώς από κάτω. Ο ψυχρός νυχτερινός αέρας ψιθύριζε απαλά από τη μεριά της λίμνης, μεταφέροντας μαζί του την ψυχρά των αλπικών παγετώνων, λίγα χιλιόμετρα βορειότερα. Ο Βανς ρίγησε καθώς το αεράκι μετέτρεψε τον ιδρώτα στο δέρμα του σε παγωμένο νερό. Από κάτω, σε μια έκταση οχτακοσίων περίπου μέτρων που παρεμβαλλόταν ανάμεσα στην όχθη της λίμνης και στον τοίχο που μόλις είχε περάσει, είδε μισή ντουζίνα κτίρια. Στην άκρη του νερού μια τετραώροφη βίλα ατένιζε επιβλητικά τη νύχτα μέσα από καμιά εικοσαριά κατάφωτα ψηλά παράθυρα. Στο χώρο μπροστά από την είσοδο, ένα φωτισμένο σιντριβάνι. Δύο μικρά, απροσδιόριστης μάρκας αυτοκίνητα περίμεναν σιο κράσπεδο στη βάση μιας σειράς μεγάλων σκαλοπατιών που οδηγούσαν στη βίλα. Ο Βανς πρόσεξε ότι ο ιδιωτικός δρόμος οδηγούσε στην πύλη του περιβόλου του μοναστηριού, την οποία είχε προσπεράσει νωρίτερα, καθώς και σε ένα μεγάλο λεμβοστάσιο στην άκρη του νερού. Στα αριστερά του, καμιά ενενηνταριά μέτρα πιο πέρα, βρισκόταν ένα μακρύ πέτρινο κτίριο με απλά παράθυρα σε ίσες μεταξύ τους αποστάσεις, που θύμιζε κοιτώνες. Πιο κει υπήρχε ένα μικρότερο κτίριο παρόμοιας αρχιτεκτονικής, με τη διαφορά ότι αυτό είχε κάγκελα στα φωτισμένα του παράθυρα. Στη μέση της έκτασης υπήρχε ένα παρεκκλήσι, που φωτιζόταν εξωτερικά με προβολείς. Αίγες μοναχικές φιγούρες περπατούσαν σε μονοπάτια με διακριτικό φωτισμό, περνώντας από το ένα αμυδρά φωτισμένο σημείο σιο άλλο.

Το κυρίως κτίριο, σκέφτηκε, πρέπει να ήταν η έπαυλη· το κτίριο που θύμιζε κοιτώνες πιθανώς να ήταν αυτό ακριβώς: διαμερίσματα των μοναχών. Κατέβηκε από το δέντρο κι έπειτα προχώρησε προς την έπαυλη. Το μονοπάτι, πλαισιωμένο από καλλωπιστικούς θάμνους και παρτέρια με λουλούδια, ήταν στρωτό και βατό. Προσεκτικά, ο Βανς σήκωνε και πατούσε τα πόδια του με σταθερό ρυθμό, κι ο θόρυβος που έκανε ίσα που έφτανε στ' αφτιά του. Ανάμεικτες ευωδιές λουλουδιών που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον χτύπησαν στα ρουθούνια καθώς περπατούσε, κι έπειτα έσβησαν σαν μπήκε σε ένα άλσος με αειθαλή δέντρα που μύριζαν ρετσίνι. Ξάφνου σταμάτησε. Κάπου μακριά άκουσε το ανεπαίσθητο σύρσιμο τεμπέλικων βημάτων σιο μονοπάτι. Ο θόρυβος δυνάμωσε. Επιδέξια, ο Βανς πήδησε ένα χαμηλό φράχτη που διέτρεχε την ανηφορική πλευρά του μονοπατιού και μπήκε στο νοτισμένο χώμα ενός στενού παρτεριού. Από κει προχώρησε σ' ένα κοίλωμα ανάμεσα σε δυο αζαλέες που του έφταναν ως τον ώμο. Κάθισε στις φτέρνες του και περίμενε, ενώ τα βήματα δυνάμωναν. Τα βήματα τον πλησίαζαν από λεπτό σε λεπτό, και ο Βανς έφυγε από την κρυψώνα του και έψαξε να βρει ένα όπλο. Απελπισμένος, χτένισε το έδαφος με τα χέρια του, πασπατεύοντας το μαλακό, οργωμένο χώμα και τα λουλούδια που μεγάλωναν εκεί μέσα. Ένιωσε να τον πλημμυρίζει ανακούφιση μόλις άγγιξαν τα δάχτυλά του το περίγραμμα το>ν τούβλο)ν που πλαισίωναν το παρτέρι. Έσπρωξε ένα, κι αυτό κουνήθηκε. Ο Βανς άκουσε το φρουρό να σιγοσφυρίζει. Έσπρωξε το τούβλο και το ξανατράβηξε. Τελικά κατάφερε να το ξεκολλήσει και το πήρε στο δεξί του χέρι. Έτρεξε πίσω βιαστικά και ξαναχώθηκε ανάμεσα στις αζαλέες. Λίγα λεπτά αργότερα, η άμορφη σκοτεινή φιγούρα του φρουρού έστριβε στο μονοπάτι.

Ο Βανς πάγωσε, οι μύες του τεντώθηκαν. Ένα θόρυβο να 'κανε ο φρουρός, μια κραυγή να έβγαζε, θα τέλειωναν όλα. Μέσα από το σκοτάδι εμφανίστηκε ένας κοντός άντρας. Το πρόσωπο και τα χέρια του ξεχώριζαν λευκά στη μαυρίλα της νύχτας. Στ' αφτιά του Βανς έφτασε ο ανεπαίσθητος θόρυβος που έκανε κάποιο όπλο που κρεμόταν από τον ώμο του και χτυπούσε πάνω στη μέση του. Τώρα! Ο Βανς ρίχτηκε στο φρουρό, κουνώντας το τραχύ κρύο τούβλο σαν πέτρινη γροθιά. Το τούβλο κοπάνησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού το φρουρό, ο οποίος έπεσε καταγής με έναν υπόκωφο γδούπο, όπως σκάει μια κολοκύθα πάνω σε τσιμέντο. Ο φρουρός κατέρρευσε βουβά πάνω στο χαλικόστρωτο μονοπάτι, ενώ ο Βανς στεκόταν από πάνω του, βαριανασαίνοντας, με τα πόδια ανοιχτά και το τούβλο ακόμα στο χέρι. Η γλώσσα του είχε στεγνώσει και είχε κολλήσει στον ουρανίσκο του. Στάθηκε εκεί για κάμποσα ατελείωτα λεπτά, με το βλέμμα καρφωμένο στη μαύρη φιγούρα πάνω στο χαλικάκι. Αφού έριξε το τούβλο μες στους θάμνους, ο Βανς γονάτισε και γύρισε τον αναίσθητο άντρα ανάσκελα. Πάνω στα χαλίκια, κοντά στο κεφάλι του άντρα απλωνόταν μια σκούρα κηλίδα. Ο Βανς τράβηξε το όπλο από τον ώμο του φρουρού και άρχισε να παλεύει με το γεροδεμένο σώμα του κοντού άντρα για να του βγάλει κάτι που έμοιαζε με ράσο κι ήταν φτιαγμένο από σκληρό ύφασμα. Καλόγερος με πολυβόλο, σκέφτηκε ο Βανς. Ο καλόγερος Τακ* σε νέα εκδοχή. Λίγα λεπτά αργότερα, που του φάνηκαν μάλλον σαν ώρα, ο Βανς είχε κρύψει το σώμα του φρουρού στους θάμνους, είχε φορέσει το ράσο πάνω από τα ρούχα του και κατηφόριζε το μονοπάτι έχοντας κρεμασμένο στον ώμο το όπλο του φρουρού, που θύμιζε κουτί. Ήταν * Ο κεφάτος, φίλερις καλόγερος που ανήκε οτη ουμμορία του Ρομπέν των Δασών. (Σ.τ.Μ.)

ένας τύπος Ούζι. Ο Βανς το ήξερε από φωτογραφίες που είχε δει στο στρατό. Τώρα, με το όπλο και τη μεταμφίεση, ένιωθε πιο ασφαλής - παρόλο που το ροΰχο του φρουρού τού ερχόταν κοντό και άφηνε ακάλυπτα τα χέρια και τα πόδια του. Πόσο χρόνο είχε στη διάθεσή του μέχρι να ανακαλύψουν την απουσία του φρουρού; Το μονοπάτι έβγαζε σε ένα πλατύ ξάγναντο, αλλά ενθαρρυμένος από τη μεταμφίεσή του ο Βανς το ακολούθησε, προχωρώντας καταμεσής του. Είχε διανύσει τη μισή σχεδόν απόσταση, όταν πρόσεξε ότι περνούσε μέσα από ένα κοιμητήριο. Δεν είναι και τόσο ασυνήθιστο, σκέφτηκε ο Βανς, ιδίως για μοναστήρι. Όσο προχωρούσε, όμως, πρόσεξε σε μια μακρινή γωνιά του νεκροταφείου ένα ογκώδες μαυσωλείο από λευκό μάρμαρο, με μια σβάστικα στην κορυφή. Ίσως να μην ήταν και τόσο παράξενο, αν αναλογιστεί κανείς τη σιωπηρή στάση της Καθολικής Εκκλησίας κατά τη διάρκεια της εξολόθρευσης των Εβραίων από τους Ναζί. Ωστόσο απόρησε, και έκανε μια παράκαμψη για να πάει να δει από κοντά το λευκό οικοδόμημα που ορθωνόταν μέσα στο σκοτάδι με την τόλμη φαντάσματος. Φτάνοντας όμως στο μαυσωλείο, δεν ήταν διόλου προετοιμασμένος γι' αυτό που αντίκρισε. Με το πρόσωπο του ν' απέχει λίγα μόλις εκατοστά από την επιτύμβια επιγραφή, διάβασε και ξαναδιάβασε τι έγραφε - στα γερμανικά. Κατάπληκτος, πέρασε το δάχτυλο του πάνω από τα γράμματα, λες και θα μπορούσε να αλλάξει το όνομα έτσι και το άγγιζε. Αν πίστευε την επιγραφή, που δεν την πίστεψε, έπρεπε να δεχτεί ότι μέσα στον τάφο αναπαυόταν το σώμα του Αδόλφου Χίτλερ. Κι έπρεπε επίσης να δεχτεί ότι ο Χίτλερ είχε ζήσει πολύ μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε πεθάνει το 1957. Υποτίθεται πως υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαίωναν ότι ο φίρερ είχε πεθάνει μέσα στο καταφύγιο του. Φυσικά, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι πλαστά, αυτό όμως δεν ήταν έτοιμος να το δεχτεί. Μπερδεμένος, μην ξέροντας τι να υποθέσει, περιπλανήθηκε στο

νεκροταφείο εξετάζοντας τις ταφόπλακες, έτσι, στην τύχη. Έπειτα από μισή ώρα περιπλάνησης, συνειδητοποίησε ότι το νεκροταφείο ήταν ή το σκληρό και διεστραμμένο αστείο κάποιου παρανοϊκού μυαλού ή μέρος μιας κοσμικής απάτης με τεράστιες συνέπειες για την ιστορία του σύγχρονου πολιτισμού. Κι αυτό γιατί στο νεκροταφείο, μαζί με τον υποτιθέμενο τάφο του Αδόλφου Χίτλερ, υπήρχαν ταφόπλακες που ισχυρίζονταν πως σκέπαζαν μια τεράστια και πολυδιάστατη ποικιλία προσωπικοτήτων των τελευταίων εξακοσίων χρόνων, οι οποίες δεν είχαν τίποτα κοινό όσον αφορά τις πολιτικές ή τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, εκτός του ότι είχαν διακριθεί και αναγνωριστεί παγκοσμίως καθένας στον τομέα του - και είχαν πεθάνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Γιατί εδώ βρήκε τους τάφους της Αμέλια Έρχαρτ, του Μάρτιν Μπόρμαν, του συγγραφέα Άμπροουζ Μπιρς, του Νταγκ Χάμερσκελντ και του Γκλεν Μίλερ, του μαέστρου. Τα ονόματα δεν είχαν τέλος* κάποια τα ήξερε και κάποια άλλα δεν του έλεγαν τίποτα. Τι στο διάβολο συνέβαινε εδώ πέρα; ΙΙριν όμως προλάβει να συλλογιστεί την ερώτηση, άκουσε φωνές κάπου μακριά κι έσπευσε να γυρίσει στο μονοπάτι και να συνεχίσει την πορεία του. Το χαλικόστρωτο μονοπάτι έφευγε από το νεκροταφείο και περνούσε πάνω από ένα μικρό γκρεμό. Ο Βανς σταμάτησε σε ένα μεταλλικό προστατευτικό κιγκλίδωμα και κρυφοκοίταξε. Κάτω είδε δυο άντρες να βγαίνουν από μια χοντρή δίφυλλη ξύλινη πόρτα στη λοφοπλαγιά. Μια λυχνία υδραργύρου φοπιζε τη σκηνή με μια γαλαζωπή λάμψη. Επιστρέφοντας στο μονοπάτι για να μην τον ανακαλύψουν οι άντρες που βρίσκονταν από κάτω, ο Βανς συνέχισε τις περιπολίες του. Οι φωνές που είχε ακούσει δυνάμωσαν και, μόλις πλησίασαν, ο Βανς κατάλαβε ότι μιλούσαν αγγλικά. Έκανε το γύρο της κορυφής ενός απότομου λόφου και ετοιμάστηκε να τους συναντήσει. Θα τον αναγνώριζαν άραγε;

«... θ α πάρει κάνα μήνα ακόμα», είπε η φωνή με την καθαρά ιταλική προφορά. Η προφορά της φωνής που απάντησε ήταν καθαρά αμερικανική. «Λογικό μου ακούγεται. Θα ήμουν πιο ευχαριστημένος, ωστόσο, αν είχα μια λεπτομερέστερη αντίληψη της όλης συναλλαγής». «Λυπάμαι, ο αδελφός Γρηγόριος έχει τους λόγους του, και πολύ φοβάμαι ότι θα πρέπει απλώς να τους σεβαστούμε». «Νομίζω - buonasera». Ο Αμερικανός διέκοψε την πρότασή του και χαιρέτησε τον Βανς στα ιταλικά, προφανώς περνώντας τον για φρουρό. Ο Βανς ανταπέδωσε το χαιρετισμό και πέρασε χωρίς να σταματήσει. Το σφυροκόπημα στο στήθος του υποχώρησε βαθμιαία όταν οι άλλοι συνέχισαν το δρόμο τους. Ο Βανς εξακολούθησε να περπατά, αλλά το μυαλό του γυρνούσε σαν σβούρα. Τον Ιταλό δεν τον είχε αναγνωρίσει, τον άλλο όμως... Ο Βανς κούνησε το κεφάλι του σαν να ήθελε να διώξει κάποιο κακό όνειρο. Δεν μπορεί να ήταν αυτός. Ο Τρεντ Μπάρμπουρ, Αμερικανός, μέλος του Κογκρέσου, ισχυρός πρόεδρος της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων, είχε σκοτωθεί επιβαίνοντας σε ένα από τα αεροσκάφη που συνεντρίβησαν την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου στο Κέντρο Παγκοσμίου Εμπορίου. Ωστόσο - ο Βανς θυμήθηκε κι άλλες λεπτομέρειες- ο άνθρωπος αυτός είχε δηλωθεί νεκρός σε εκείνο το αεροπορικό δυστύχημα, αλλά το σώμα του, όπο)ς και πολλών άλλων, δε βρέθηκε ποτέ. Ακόμα ένας μυστηριώδης θάνατος, σαν κι αυτούς στο νεκροταφείο. Μόνο που ο Τρενι Μπάρμπουρ ήταν σίγουρα ζωντανός. Αν ο άντρας που είχε δει ήταν όντως ο Μπάρμπουρ. Ο Βανς έφτασε σε μια κατηφορική σκάλα που οδηγούσε στην είσοδο στη λοφοπλαγιά. Σκεφτικός, κατέβηκε το πρώτο σκαλοπάτι. Προσπάθησε να θυμηθεί, μπας κι έβρισκε τι ήταν αυτό που τους συνέδεε. Ο Γκλεν Μίλερ εξαφανίστηκε μυστηριωδώς το 1944 και δε βρέθηκε ποτέ. Την Αμέλια Έρχαρτ δεν την είχε ξαναδεί κανείς από τότε που πέταξε από το Μπέρμπανκ για να διασχίσει τον Ειρηνικό.

Το ίδιο και τον Άμπροουζ Μπιρς, το 1914. Η περίπτοιση του Χάμεροκελντ όμως, σκέφτηκε, ήταν διαφορετική. Κατέβηκε αργά τα σκαλιά, φέρνοντας τις λεπτομέρειες στο μυαλό του. Ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Νταγκ Χάμερσκελντ είχε σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα στην Αφρική το 1961. Όπως είχε σκοτωθεί και ο Μπάρμπουρ; Το σώμα του Χάμερσκελντ, όμως, είχε βρεθεί, σωστά; Μια καινούρια σκέψη ήρθε να τον κλονίσει. Κι αν υποθέσουμε πως ο Χάμερσκελντ δε σκοτώθηκε ποτέ, κι ότι κάποιος είχε αναγνωρίσει ένα άλλο σώμα ως δικό του; Έπειτα από ένα αεροπορικό δυστύχημα, οποιοδήποτε σώμα θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει μη αναγνωρίσιμο· το μόνο που χρειαζόταν ήταν να δωροδοκήσεις ένα γιατρό. Το μυαλό του έπαιρνε χίλιες στροφές. Παπάδες προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν. Είχαν σκοτώσει τους κορυφαίους μελετητές του Ντα Βίντσι στον κόσμο. Τώρα ήταν σίγουρος γι' αυτό. Και αυτοί οι ίδιοι οι τρελοπαπάδες είχαν μια συλλογή νεκρών και ζωντανών ανθρώπων. Δεν έβγαζε κανένα νόημα απ' όλα αυτά. Αφού αντιστάθηκε σε μια ξαφνική παρόρμηση να επιστρέψει στο νεκροταφείο για να δει ποιος άλλος ήταν θαμμένος εκεί, ο Βανς έφτασε στο κάτω μέρος της σκάλας, πέρασε την είσοδο στη λοφοπλαγιά και προχώρησε προς τα κει όπου ήταν το μικρό κτίριο με τα καγκελόφραχτα παράθυρα. Άνοιξε βήμα, περπατώντας αποφασισμένος αλλά δίχως να βιάζεται, για να μην τραβήξει την προσοχή σ' αυτό τον τεράστιο ανοιχτό χώρο, όπου ένιωθε τόσο ευάλωτος. Περπατούσε με σταθερό βήμα, κοιτάζοντας κάτω, σαν να είχε κάποια σημαντική αποστολή. Πλησιάζοντας στο μικρό πέτρινο κτίριο με τα καγκελόφρακτα παράθυρα κρυφοκοίταξε στην είσοδο, που τη φρουρούσαν δύο καλόγεροι με Ούζι σαν το δικό του. Να υπήρχε κάποιο σύνθημα; Κράτησε το βλέμμα του χαμηλωμένο για να αποφύγει να διασταυρωθεί με των άλλων. Καλύτερα να έδειχνε απασχολημένος και αφηρημένος παρά να έλεγε κάτι λάθος.

Πέρασε την είσοδο χωρίς απρόοπτα και εξαφανίστηκε πίσω από τη γωνία του κτιρίου, όπου και σταμάτησε για να αφουγκραστεί. Σιωπή. Το πέρασμά του δεν είχε σημάνει συναγερμό. Γλίστρησε γρήγορα μέσα στους θάμνους που φύτρωναν ολόγυρα στο κτίριο, μαζεύτηκε αθόρυβα στο σκοτάδι και περίμενε... δεν ήξερε τι.

Ύστερα από κάμποσα ατέλειωτα λεπτά, σηκώθηκε πάνω, κρυμμένος πάντα πίσω από τους ψηλούς θάμνους. Ένα μακρόστενο παράθυρο του υπογείου στο επίπεδο των ποδιών του ήταν σκοτεινό, αλλά από ένα άλλο που βρισκόταν γύρω στα δύο μέτρα από το έδαφος χυνόταν άπλετο φως. Η περιέργεια νίκησε την επιφυλακτικότητά του καθώς άπλωνε το χέρι για να πιάσει το σταυρωτό κάγκελο. Έτσι και παρακολουθούσε κανείς, θα τον έβλεπε σίγουρα μόλις σηκωνόταν. Όμως έπρεπε να μάθει τι ήταν εκεί μέσα. Ο Βανς δοκίμασε το κάγκελο για να βεβαιωθεί ότι δε θα έκανε θόρυβο όταν του εμπιστευόταν το βάρος του. Άρχισε σιγά σιγά να σκαρφαλώνει, και λίγο έλειψε να του φύγουν τα χέρια από το κάγκελο όταν κοίταξε πάνω από το περβάζι. Μέσα, ο καθηγητής Τόζι, γυμνός από τη μέση και πάνω, καθόταν στην άκρη ενός κρεβατιού που ήταν στρωμένο με κάλυμμα. Ο Βανς παρακολουθούσε με γουρλωμένα μάτια τον καθηγητή να απλώνει το χέρι του για να του κάνει ένεση ένας νοσοκόμος με λευκό σακάκι. Κάτω ακριβώς από το στέρνο του καθηγητή υπήρχε μια ραμμένη τομή γύρω στα οχτώ εκατοστά, κόκκινη και ερεθισμένη ακόμα από μια πρόσφατη, καταπώς φαινόταν, εγχείριση. Αρκεί, αποφάσισε ο Βανς, ενώ χαμήλωνε για να ξανακατέβει κάτω. Πρέπει να μπω μέσα. Κρυμμένος ακόμα από τους θάμνους, προχώρησε σιγά σιγά προς την είσοδο του κτιρίου, όπου βρίσκονταν οι δυο φρουροί. Όπως σε πολλά κτίσματα της εποχής, για να μπεις στην είσοδο έπρεπε να ανεβείς μια σειρά σκαλιά και να διασχίσεις

ένα σκεπαοτό προθάλαμο. Κάτω από τα σκαλοπάτια υπήρχε μια δευτερεύουσα είσοδος που οδηγούσε στο υπόγειο. Ο Βανς κατέβηκε αθόρυβα τα δεύτερα σκαλιά. Στην πόρτα του υπογείου κοντοστάθηκε, πτοημένος από τη μεταλλική σχάρα που κάλυπτε το μεγάλο τζάμι της πόρτας και από μια σειρά γερές κλειδαριές. Μια πιο εξονυχιστική έρευνα της περιμέτρου του κτιρίου δεν αποκάλυψε άλλη είσοδο. Ο μόνος τρόπος να μπει μέσα, αν δεν ήθελε να περάσει από τους φρουρούς, ήταν από τις σκάλες. Όλα τα παράθυρα είχαν κάγκελα. Απέρριψε την ιδέα να προσπαθήσει να ξεφύγει από τους φρουρούς μπλοφάροντας. Σκατά, σκατά, σκατά! Έβρισε σιωπηλά, και κάθισε κάτω, προσπαθώντας να βρει μια λύση. Αυτό που πρέπει να κάνεις, παλιόφιλε, είπε μέσα του, είναι να τσακιστείς και να φύγεις απ' αυτό το αλλόκοτο μέρος. Ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε να αφήσει εκεί μέσα τον Τόζι. Και τι συνέβαινε με το παράξενο κοιμητήριο και με τον Τρεντ Μπάρμπουρ; Και με τους παπάδες που σκότωναν; Ξεκρέμασε από τον ώμο του το Ούζι και το ακούμπησε πλάι του, πάνω στο περβάζι του στενού παραθύρου του υπογείου. Καθώς το άφηνε, τα δάχτυλά του άγγιξαν το τσιμέντο όπου στηρίζονταν τα κάγκελα. Θρυμματίστηκε. Έπιασε λίγο από το εύθρυπτο τσιμέντο και το έφερε κοντά στα μάτια του. Ήταν παλιό, και η εγγύτητά του με την υγρασία του εδάφους δεν του είχε κάνει καλό. Γεμάτος έξαψη, ο Βανς έπεσε στα τέσσερα ψαχουλεύοντας το τσιμέντο. Προφανώς τα κάγκελα είχαν προστεθεί κατόπιν δεύτερης σκέψης, κι ήταν πακτωμένα σε τρύπες μες στην πέτρα στο πάνω μέρος του παραθύρου και σφηνωμένα σε τσιμέντο με το οποίο είχαν περάσει το περβάζι. Με τις μεταβολές της θερμοκρασίας, η πέτρα και το τσιμέντο είχαν προφανώς διασταλεί και συσταλεί διαφορετικά, και με τα χρόνια το τσιμέντο είχε φθαρεί. Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά, ο Βανς είχε αφαιρέσει όλα τα κάγκελα. Το βρόμικο τζάμι του παραθύρου, σχεδόν αδιαφανές από την α-

μέλεια τόσων χρόνων, άνοιξε με ευκολία προς τα μέσα, αφού ο μεταλλικός του σκελετός στηρίζονταν με σφήνες στις δυο κάτω γωνίες. Προσεκτικά, ο Βανς το έσπρωξε προς τα μέσα μέχρι που ακούμπησε πάνω στον εσωτερικό τοίχο. Δεν μπορούσε να δει τίποτα μες στο δωμάτιο: ήταν πιο σκοτεινό κι από την αφέγγαρη νύχτα. Δίχως να το σκεφτεί, έβγαλε το καλογερίστικο ράσο και στριφογυρνώντας το σώμα του, πέρασε μέσα από το μακρόστενο παράθυρο με τα πόδια πρώτα, πέφτοντας μ' έναν πνιχτό γδούπο πάνω σε ένα ξύλινο καφάσι. Έπιασε με προσοχή το Ουζι και το ράσο και τα πέρασε κι αυτά από το παράθυρο κι έπειτα προσπάθησε να ξαναβάλει στη θέση τους τα κάγκελα όσο καλύτερα μπορούσε. Το παράθυρο δε θα άντεχε να υποβληθεί σε επισταμένη έρευνα, απ' την άλλη όμως, σκέφτηκε, ήταν απίθανο, απόψε ειδικά, να του κάνουν επισταμένη έρευνα. Σε ένα λεπτό τα αθλητικά παπούτσια του Βανς πατούσαν τρίζοντας πάνω σε ένα σκληρό τσιμεντένιο δάπεδο. Κοντοστάθηκε εκεί για λίγο, προσπαθώντας να προσανατολιστεί μες στο σκοτάδι, ενώ τα ρουθούνια του πλημμύρισε η μούχλα, η μυρωδιά της κλεισούρας που αναδίδει ένας χώρος που έχει πολύ καιρό να αεριστεί. Ωραία, σκέφτηκε. Μια αχρησιμοποίητη αποθήκη ήταν πολύ ασφαλέστερη. Παντού, ανακάλυψε, υπήρχαν στοιβαγμένα ξύλινα κιβώτια που τον ξεπερνούσαν στο μπόι, κι έτσι προχώρησε με ζωηρό βήμα ανάμεσα στις στοίβες. Καθώς έστριβε σε μια γωνία, εντόπισε μια λεπτή χαραμάδα φωτός οτο κάτω μέρος μιας πόρτας, και τελικά το δωμάτιο πήρε σχήμα και μορφή γύρω του, παρόλο που δε διέκρινε κανένα χρώμα, έτσι αμυδρά που 4)ωτιζόταν. Τώρα που μπορούσε να δει λιγάκι, το βήμα του απέκτησε μεγαλύτερη σιγουριά. Έφτασε στην πόρτα και έλεγξε το πόμολο και μια κλειδαριά από πάνω του. Με σύρτη! Ο Βανς ψαχούλεψε πρώτα στα δεξιά της πόρτας, έπειτα στα αριστερά, και τελικά βρήκε ένα διακόπτη, από κείνους τους παλιομοδίτικους με τα δύο κουμπιά. Πάτησε εκείνο που προεξείχε, και μια αμυδρή λάμψη από ένα σκονι-

σμένο λαμπτήρα λίγων βατ πλημμύρισε το δωμάτιο με κίτρινο φως και βαθιές απύθμενες σκιές. Ο Βανς κάρφωσε το βλέμμα του στα τραχιά ξύλινα κιβώτια ολόγυρά του. Στο φως, το ακατέργαστο ξΰλο έδειχνε τραχΰ κι είχε πάρει ένα τσαγαλί χρώμα. Άλλη μια φορά κοκάλωσε από την κατάπληξη. Τα νεΰρα του, από την υπερβολική ένταση, αρνούνταν να αντιδράσουν. Πάνω σ' όλα τα κιβώτια υπήρχε το σύμβολο της σβάστικας και των φτερών των χιτλερικών Ες Ες. Έσκυψε να εξετάσει μια λερωμένη, σκισμένη ετικέτα αποστολής. Ήταν δύσκολο να διαβάσει στο αμυδρό φως τι έλεγε το ξεθωριασμένο μελάνι πάνω στο σκούρο χαρτί, αλλά ο Βανς κατάφερε να διακρίνει το όνομα «Γκέρινγκ» πάνω στην ετικέτα. Τι στο διάβολο συνέβαινε εδώ πέρα; Ξεχνώντας προσωρινά τον Τόζι, ο Βανς σκαρφάλωσε στην κορυφή της στοίβας με τα ξύλινα κιβώτια και τράβηξε τις σανίδες τού πάνω πάνω. Το ξύλο, ξερό και σκεβρωμένο από τα χρόνια αχρηστίας, υποχώρησε εύκολα. Σμίγοντας τα φρύδια, περιεργάστηκε το περιεχόμενο του κιβωτίου και αντίκρισε την άκρη της κορνίζας ενός πίνακα. Τον ανέσυρε και σφύριξε σιγανά. Το θέαμα ήταν συναρπαστικό. Ήταν Τιτσιάνο, ένας από τους χιλιάδες ανεκτίμητους θησαυρούς τέχνης που είχαν λεηλατήσει οι Ναζί στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και που δεν είχαν βρεθεί ποτέ. Ο Γκέρινγκ ήταν διαβόητος συλλέκτης των εθνικών θησαυρών τέχνης που είχαν υπεξαιρέσει οι Ναζί, και τώρα ο Βανς είχε μπροστά του έναν από τους πλέον ανεκτίμητους. Ευλαβικά, τοποθέτησε τον Τιτσιάνο ξανά μέσα στο προστατευτικό του κιβοπιο και έβαλε τις σανίδες στη θέση τους. Γεμάτος δέος, κοίταξε γύρω του: μια αποθήκη γεμάτη κιβώτια - άραγε να είχαν όλα εξίσου συγκλονιστικό περιεχόμενο; Ξαναφόρεσε το ράσο του καλόγερου, ελπίζοντας ότι δε θα πρόσεχε κανείς τα αθλητικά του παπούτσια, που πρόβαλλαν κάτω από το στρίφωμα* ελπίζοντας ότι δε θα πρόσεχε κανείς τα χέρια του, που προεξείχαν δεκαπέντε πόντους

από τα υπερβολικά κοντά μανίκια, ελπίζοντας ότι δε θα υπήρχε κανείς να τα προσέξει. Μόλις έσβησε το φως, έβαλε το συρτή στην πόρτα της αποθήκης και έστρεψε το πόμολο, ένιωσε ήρεμος. Έλεγξε το Ουζι για να βεβαιωθεί ότι ήταν έτοιμο σε περίπτωση που χρειαζόταν να πυροβολήσει κι έπειτα βγήκε στο διάδρομο.

Ο διάδρομος διέτρεχε το κτίριο σε όλο του το μήκος. Ήταν άδειος. Ο Βανς απομακρύνθηκε από την άκρη του κτιρίου που φρουρούνταν από τους δύο μοναχούς και έφτασε γρήγορα στην άλλη άκρη, χρησιμοποιώντας μια σκάλα που ανέβαινε. Σκαρφάλωσε τα σκαλιά αποφασιστικά. Ο Τόζι πρέπει να ήταν στον επόμενο όροφο. Η σκάλα οδηγούσε σιο πίσω μέρος μιας μεγάλης κουζίνας, σκοτεινής και έρημης, που φωτιζόταν από το φως που έμπαινε από δύο παλινδρομικές πόρτες. Προσεκτικά, ο Βανς έσπρωξε τις πόρτες, πέρασε ανάμεσά τους και διέσχισε την τραπεζαρία, με το παχύ χαλί να απορροφά τον ήχο των βημάτων του. Αντίκρισε έναν προθάλαμο που οδηγούσε στην είσοδο. Οι φρουροί έξω ήταν εκτός του οπτικού του πεδίου, πίσω από τις σκούρες ξύλινες δίφυλλες πόρτες. Ο προθάλαμος ήταν άδειος. Άραγε να υπήρχαν μόνο οι δυο φρουροί στην είσοδο; Πανεύκολο, σκέφτηκε ο Βανς. Εδώ η ασφάλεια είχε περισσότερες τρύπες από ένα μαφιόζο καταδότη σε μπιλιαρδάδικο του Νιου Τζέρσι. Έτσι ήλπιζε τουλάχιστον. Μέτρησε τις πόρτες. Του Τόζι πρέπει να ήταν η επόμενη μετά την τελευταία από την μπροστινή είσοδο. Ο Βανς προχώρησε αθόρυβα προς την πόρτα. Δεν υπήρχαν κλειδαριές, μόνο ένα πόμολο και ένας ούρτης. Τράβηξε το ούρτη και δοκίμασε να στρίψει το πόμολο' γύρισε εύκολα. Η μεταλλική πόρτα άνοιγε προς τα έξο). Από μέσα ήταν αδύνα-

το να μετακινήσει κανείς τις σφήνες των μεντεσέδων. Ο Βανς χώθηκε στο σκοτεινό δωμάτιο. Είδε τον Τόζι να έχει κουλουριαστεί κάτω από τα σκεπάσματα. Πριν κλείσει την πόρτα, ο Βανς διέτρεξε με το χέρι του την εσωτερική της πλευρά. Όπως είχε φανταστεί, δεν υπήρχε πόμολο, ουτε πρόσβαση στον συρτή. Άπαξ και κλειδωνόσουν μέσα, θα έμενες εκεί μέχρι να έρθει κάποιος να σου ανοίξει. Ο Βανς τράβηξε προς τα μέσα την πόρτα, αλλά όχι τόσο ώστε να μανταλώσει. «Τόζι!» ψιθύρισε ο Βανς. Η φιγούρα στο κρεβάτι αναδεύτηκε. Ο Βανς ύψωσε λιγάκι τη φωνή του. «Καθηγητά Τόζι, ξυπνήστε!» «Ποιος», ρώτησε μια νυσταγμένη αδύναμη φωνή. «Ποιος είσαι... γιατί;» Τα σεντόνια θρόισαν. «Πήρα πολύ αργά το σημείωμά σας», είπε ο Βανς στα ιταλικά. Το θρόισμα σταμάτησε. «Βανς;» ρώτησε αβέβαια ο Τόζι. «Βανς Έρικσον;» «Σωστά, καθηγητά», αποκρίθηκε ο Βανς. «Ελάτε, ντυθείτε, θα σας βγάλω από δω μέσα». Ακολούθησε σιωπή, που διέκοπτε μόνο η ανάσα των δύο αντρών. Τελικά ο Τόζι μίλησε. «Δεν μπορώ να το κάνω», είπε θλιμμένα. «Τι θα πει δεν μπορείτε; Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να με ακολουθήσετε και να βγούμε από δω μέσα. Ελάτε, μπορούμε να το κάνουμε μαζί». «Εσύ μπορείς, νεαρέ μου φίλε», είπε κουρασμένα ο Τόζι. «Και ναρκωτικά να μη με είχαν ποτίσει, δε θα μπορούσα ποτέ να συμβαδίσω μαζί σου. Καλύτερα να σώσεις τη νεαρή σου φίλη». «Τη Σούζαν;» είπε λαχανιασμένος ο Βανς. Μες στην υπερδιέγερσή του, λίγο έλειψε να κλείσει τελεκος την πόρτα. «Είναι εδώ; Η Σούζαν Στορμ; Πώς το ξέρετε; Πότε την...» «Ηρέμησε λιγάκι, Βανς», είπε με καθησυχαστικό τόνο ο Τόζι, «και άκουσέ με». Τα σεντόνια θρόισαν ξανά, και ο Βανς είδε το θαμπό περίγραμμα του ηλικιωμένου καθηγητή να κατεβαίνει από το

κρεβάτι, να ψαχουλεύει κάτι στο ντουλάπι του κι έπειτα να τον πλησιάζει. «Πάρε αυτό», του είπε. Ο Βανς ένιωσε στο χέρι του ένα κομμάτι ταινίας. «Την έβγαλα από το καλώδιο του ραδιοφώνου τη μέρα που με έφεραν εδώ. Πίστευα ότι θα τη χρησιμοποιούσα, κι έπειτα με νάρκωσαν. Μου είναι άχρηστη τώρα. Εσύ όμως μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις». 'Οταν είδε πως ο Βανς δεν κουνήθηκε από τη θέση του, ο Τόζι τού πήρε την ταινία από το χέρι και πήγε προς την πόρτα. Την άνοιξε ελάχιστα, έσπρωξε πίσω το μάνταλο και το κόλλησε για να μείνει ανοιχτό. «Ορίστε», είπε ο ηλικιωμένος άντρας. «Μ' αυτό θα βγεις έξω». Έπειτα έκλεισε τελείως την πόρτα. Ο Τόζι ένιωσε την ένταση του Βανς. «Μην ανησυχείς», του είπε. «Μόλις μας κλειδώσουν μέσα τη νύχτα, θα φύγουν όλοι, εκτός από εκείνους τους δύο σΐϊ\ν πόρτα. Από τη στιγμή που μας κανονίζουν, βλέπεις, είναι ανώφελο να προσπαθήσουμε να φύγουμε. Για έλα τώρα, κάτσε κάτω να μου μιλήσεις λίγο. Κι έπειτα πρέπει να φύγεις». Τους «κανονίζουν»; σκέφτηκε ο Βανς. Η Σούζαν ήταν εδώ. Άραγε να την είχαν «κανονίσει» κι εκείνη; Τι σήμαινε αυτό; Οι ερωτήσεις στριφογυρνούσαν μανιωδώς μες στο κεφάλι του Βανς. Μόλις βολεύτηκε στην καρέκλα με την όρθια πλάτη που του υπέδειξε ο Τόζι, και αφού πήγε κι ο καθηγητής να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού του, έμειναν να κοιτάζονται για ένα λεπτό μέσα στο σκοτάδι. Έπειτα μίλησε ο Βανς. «Η Σούζαν είναι εδώ;» ρώτησε. «Είστε σίγουρος;» «Ναι», είπε ο Τόζι. «Την έφεραν απόψε. Έκανε μεγάλο σαματά. Απ' ό,τι φαίνεται, οι δυο σας κάνατε θρυλικά πράγματα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Σκοτώσατε μπόλικους φίλους τους, έτσι; Μακάρι να είχα κι εγώ αυτή την ευκαιρία. Α, ναι, οι στρατιώτες το κουβέντιασαν πολύ - έτσι μάθαμε για σένα και για κείνη. Δεν την είδα φυσικά, οι νέες αφίξεις απομονώνονται μέχρι να κανονιστούν». «Να "κανονιστούν"; Τ ι στο διάβολο σημαίνει αυτό;»

«Α, ναι», είπε θλιμμένα ο Τόζι. «Τι σημαίνει». Έκανε μια οδυνηρή παύση. «Λοιπόν... όταν λέω οε κανονίζουν, εννοώ αυτό που σου κάνουν για να μην μπορείς να φύγεις. Να, κοίτα», είπε, ξεκουμπώνοντας την πιζάμα του. «Πλησίασε και κοίτα, αν μπορείς να το δεις». Ο Τόζι είχε ξεκουμπώσει το σακάκι της πιζάμας του και έδειχνε την τομή που είχε δει νωρίτερα ο Βανς. «Είναι πραγματικά δαιμόνιο», είπε ο καθηγητής. «Εμφυτεύουν στο σώμα μια συνθετική μεμβράνη που περιέχει ναρκοντικό. Σύμφωνα με τον αδελφό Γρηγόριο...» «Τον αδελφό Γρηγόριο;» «Τον ηγούμενο του μοναστηριού -τον συνάντησες χτες-, λίγο έλειψε να τον σκοτώσεις. Ένας κοντός με γυαλιά;» «Ναι», είπε σε δριμύ τόνο ο Βανς, σαν θυμήθηκε τον παπά στη Σάντα Μαρία ντέλε Γκράτσιε στο Μιλάνο και στο Καστέλο Κάιτσι. «Τον θυμάμαι καλά. Είναι ο επικεφαλής εδώ;» Ο Τόζι έγνεψε καταφατικά. Ο Βανς έγειρε πίσω, προσπαθίοντας να καθίσει όσο πιο αναπαυτικά μπορούσε στην άβολη καρέκλα. «Ο Γρηγόριος», συνέχισε ο Τόζι, «είναι πολύ μεγαλομανής. Απ' ό,τι φαίνεται, φιλοδοξεί να γίνει πάπας». Ο Βανς τον κοίταξε δύσπιστα. «Αλήθεια», είπε ο Τόζι. «Και το πιο τρομακτικό είναι ότι έχει τα μέσα να το κάνει». «Δυσκολεύομαι να το πιστέψω», είπε συλλογισμένα ο Βανς. Δεν ήθελε να ακούσει παραμύθια για ένα θρήσκο Ναπολέοντα της κακιάς ώρας. «Πείτε μου όμως για τη Σούζαν». «Όπως σου έλεγα», ξανάρχισε ο Τόζι οε ενοχλητικό δασκαλίστικο τόνο, «τα εμφυτεύματα περιέχουν θανατηφόρα τοξίνη. Τουλάχιστον έτσι μας λέει ο αδελφός Γρηγόριος, και οι απτές αποδείξεις στηρίζουν τα λεγόμενα του. Η τοξίνη περιέχεται σε μια ημιπερατή συνθετική μεμβράνη, της οποίας οι πόροι παραμένουν κλειστοί για όσο διάστημα παίρνουμε μια μικρή ποσότητα υγρού από το στόμα ή ενδοφλεβίως τέσσερις φορές τη μέρα. Πρόκειται για μια βελτίω-

μένη εκδοχή των παλιών μεμβρανών αντίστροφης ώσμωσης που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς τη δεκαετία του '60». Ο Βανς άκουγε τη λεπτομερή περιγραφή του καθηγητή, βυθισμένος στη φρίκη. Οι πάντες στο μοναστήρι είχαν αυτά τα εμφυτεύματα, που απαγόρευαν σε όλους -είτε επρόκειτο για μονάχους είτε για τους «καλεσμένους» τους- να φΰγουν χωρίς άδεια. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε βέβαιο θάνατο, αφού πρόσβαση στο αντίδοτο είχαν μόνο τέσσερις βοηθοί του αδελφού Γρηγόριου, που έχαιραν της απόλυτης εμπιστοσύνης του. «Ναι, αλλά θα μπορούσε να πάει κάποιος σε ένα νοσοκομείο να του αφαιρέσουν το εμφυτευμα», πρότεινε ο Βανς. «Κι αυτό το έχουν σκεφτεί, νεαρέ μου φίλε», τον αντέκρουσε ο Τόζι. «Η λεπτή μεμβράνη είναι εύθραυστη. Ο Γρηγόριος μας λέει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αφαίρεσής της θα προκαλούσε άδειασμα του περιεχομένου της και θα σκότωνε τον ασθενή. Είναι κι άλλα, που δε μας έχει πει, φαντάζομαι». «Ίσως απλώς να παίζει με τη φαντασία σας», πρότεινε αισιόδοξα ο Βανς. «Ίσως να είναι μια μπαρουφα για να σας κρατάει πειθαρχημένους. Και, εν πάση περιπτώσει, πώς στο διάβολο γίνεται ένα μάτσο μοναχοί να διαθέτουν τις εξειδικευμένες ιατρικές γνώσεις που απαιτούνται για να αναπτύξουν τέτοιου είδους εμφυτεύματα;» «Μην ξεχνάς ότι πολλές επιστημονικές πρόοδοι, ιδιαίτερα στη γενετική, από μοναχούς πραγματοποιήθηκαν», τον διόρθωσε ο Τόζι. «Την προηγούμενη χιλιετία, διάφορα μοναχικά τάγματα ανέπτυξαν εκπληκτικά πολύπλοκες γνώσεις. Και το συγκεκριμένο τάγμα... το συγκεκριμένο τάγμα είναι το κορυφαίο σε τέτοιου είδους επιτεύγματα. Ως θύμα απεχθάνομαι τις εφευρέσεις τους, αλλά ως επιστήμων δεν μπορώ παρά να θαυμάσω την διαβολική τους ιδιοφυία». «Ποίς το ξέρετε όμως;» επέμεινε ο Βανς. «Πώς το ξέρετε ότι τα εμφυτεύματα υπάρχουν όντως; Ξέρω ότι δε θα το πιστεύατε, ιδιαίτερα τη στιγμή που σας το λένε ένα μάτσο τρελοπαπάδες».

«Είμαι σίγουρος ότι μέρος απ' όσα λέει ο αδελφός Γρηγόριος για τα εμφυτεΰματά μας είναι αποκυήματα της φαντασίας του», είπε ο Τόζι. «Όμως και το ενενήντα τοις εκατό να είναι αποκύημα της φαντασίας του, κανείς μας δεν ξέρει κατά πόσο είναι αλήθεια το δέκα τοις εκατό, και κανείς μας δεν είναι πρόθυμος να διατρέξει τον κίνδυνο να τζογάρει - κανείς, εκτός από κείνους που έχουν κουραστεί τόσο πολυ, ώστε να φτάσουν στο σημείο να αφαιρέσουν την ίδια τους τη ζωή. Γιατί αυτό ακριβώς σημαίνει η δραπέτευση: αυτοκτονία. Ακόμα κι αυτό, όμως, είναι απίθανο. Βλέπεις, ο θάνατος που προκαλεί η τοξίνη είναι οδυνηρό βασανιστήριο». Ο Βανς καθόταν σιωπηλός, προσπαθώντας να συνδυάσει τα δεδομένα. Έτσι εξηγούνταν γιατί τα μέτρα ασφαλείας ήταν μεν αυστηρά αλλά όχι υπερβολικά, γιατί υπήρχαν μόνο δΰο φρουροί έξω από αυτό το κτίριο. «Δραπέτευσε ποτέ κανείς;» ρώτησε έπειτα από λίγο ο Βανς. «Συμφωνά με τον αδελφό Γρηγόριο, όχι». «Απλώς...» ο Βανς έψαξε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Απλώς, δυσκολεύομαι να τα πιστέψω όλα αυτά». Αν και μετά τον Τιτσιάνο στο υπόγειο, μετά το νεκροταφείο ήταν έτοιμος να πιστέψει τα πάντα. «Πώς όμως;» ρώτησε ο Βανς. «Γιατί...; Προς τι όλα αυτά;» «Αυτό είναι ευκολότερο να σ' το απαντήσω», είπε ο Τόζι. «Για κάθε "καλεσμένο" που γίνεται δεκτός...» «Όσους δε γίνονται δεκτοί τους σκοτώνουν;» Ο Τόζι έγνεψε καταφατικά στο σκοτάδι. «Ναι. Για κάθε καλεσμένο που γίνεται δεκτός», συνέχισε, «διεξάγεται μια συνεδρία κατήχησης. Μας μιλούν για την ιστορία, για το σκοπό του τάγματος και μας λένε ότι έχουμε να επιλέξουμε: είτε να κάνουμε κάποια χρήσιμη δουλειά για λογαριασμό τους είτε να πεθάνουμε. Ελάχιστοι από τους επιλεγμένους "καλεσμένους" αρνήθηκαν». «Γιατί;» «Γιατί η επιλογή των "καλεσμένων" γίνεται με μεγάλη προσοχή.

Το επάγγελμα και τα ενδιαφέροντά τους έχουν άμεση σχέση με τους στόχους του μοναστηρίου και η προσφορά που τους κάνουν είναι τόσο ακαταμάχητη, που... ε, είναι ακαταμάχητη». «Δεν καταλαβαίνω», είπε πεισμωμένος ο Βανς. «Τι μπορεί να έχει ένα μοναστήρι που θα παρακινούσε εσάς ή οποιονδήποτε άλλο να εργαστεί γι' αυτούς; Ειδικά εσάς. Από τη στιγμή που σας αφόρισε ο πάπας, δεν είναι δυνατόν να γίνετε τσιράκι του». Ο ηλικιωμένος αναστέναξε. «Κάτσε να σου εξηγήσω τα πάντα. Άσε με να ξεκινήσω από την αρχή και μετά θα σου πω γιατί θα συνεχίσω να πίνω το ποτήρι με το υπόπικρο υγρό τέσσερις φορές τη μέρα για όλη μου την υπόλοιπη ζωή». Ο Τόζι του εξήγησε ότι μεταξύ των Εκλεκτών Αδελφών του Αγίου Πέτρου και της Εκκλησίας είχε επέλθει οριστική ρήξη πριν ακόμα γίνει το Σχίσμα. Οι Αδελφοί θεωρούσαν την Καθολική Εκκλησία μοχθηρή, συμβιβαστική, πανέτοιμη να δεχτεί τις κοσμικές συμβάσεις προκειμένου να αποκτήσει περισσότερα μέλη. Έμοιαζαν -και εξακολουθούν να μοιάζουν- πολΰ με τους μουσουλμάνους φονταμενταλιστές της Μέσης Ανατολής, που θεωρούν ότι ο θάνατος παραείναι ελαφριά τιμωρία σε περίπτωση παραβίασης του δόγματος τους. Η λογική των ισλαμιστών φονταμενταλιστών που δολοφόνησαν τον Ατγΰπτιο πρόεδρο Ανουάρ Σαντάτ ήταν η λογική που διέπει και το νου των Εκλεκτών Αδελφών. Οι Εκλεκτοί Αδελφοί του Αγίου Πέτρου έβρισκαν πλουσίους και ισχυρούς συμμάχους, που ήθελαν κι αυτοί, όπως οι Αδελφοί, να αντικατασταθεί ο πάπας. Στο πέρασμα των αιώνων, το τάγμα συνωμοτούσε διαρκώς, αλλάζοντας τον ένα σύμμαχο μετά τον άλλο. Τι αντιπάπες διόρισαν, τι δολοφονίες και δηλητηριάσεις καρδιναλίων σχεδίασαν, τι εξεγέρσεις κατά της Εκκλησίας ενθάρρυναν, μέχρι και με τα στρατεύματα του Καρόλου Ε' συμπορεύτηκαν, όταν λεηλάτησαν το Βατικανό, το 1527. Μέσα στα λείψανα και τα έγγραφα με τα οποία το έσκασαν τότε ήταν και τα οστά του Αγίου Πέτρου, τα οποία

αντικατέστησαν με τα οστά ενός αγνώστου, που άρπαξαν από ένα ρο)μαϊκό τάφο. «Το κυριότερο», εξήγησε ο Τόζι, «είναι ότι όλοι οι Εκλεκτοί Αδελφοί είναι απόγονοι του ίδιου του Αγίου Πέτρου, βλαστάρια ενός κρυφού και νόθου παιδιού του αποστόλου». «Αυτό είναι σκανδαλώδες», είπε κατάπληκτος ο Βανς. «Και καταρρίπτει το δόγμα της αγαμίας». «Σωστά», είπε ο Τόζι. «Αν ανακάλυπτε ο καθολικός κόσμος ότι στον τάφο του Αγίου Πέτρου κείτεται ένας άγνωστος, θα κλονίζονταν τα θεμέλια της Καθολικής Εκκλησίας, θα αμφισβητούνταν πάρα πολλά, πάρα πολλά που θεωρούν ιερά οι καθολικοί. Πιθανώς η Εκκλησία δε θα επιζούσε μιας τέτοιας αποκάλυψης». «Αυτό δηλαδή αποζητά ο αδελφός Γρηγόριος;» «Όχι. Παρόλο που δε μας το είπαν άμεσα στην κατήχηση, συμπεραίνω ότι οι Αδελφοί πρέπει να κάνουν κάτι περισσότερο από το να φανερώσουν απλώς το γεγονός ότι έχουν στα χέρια τους τα οστά του Αγίου Πέτρου. Βλέπεις», είπε ο Τόζι, μισοξαπλο>νοντας στο κρεβάτι, «οι Αδελφοί είχαν αρκετές πιθανότητες να καταστρέψουν την Εκκλησία. Στην πραγματικότητα, κατάφεραν να απομακρύνουν έναν αριθμό παπών. Όμως δεν κατάφεραν να το πετύχουν σε τέτοιο σημείο ώστε να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους. Όσες συμμαχίες σχημάτιζαν διαλύθηκαν όλες, αφού οι δήθεν σύμμαχοι εγκαθιστούσαν πιο καλόβολους πάπες, που δεν ανήκαν στο τάγμα των Αδελφών. Οι Αδελφοί πρέπει να καταφέρουν να σταθεροποιήσουν με κάποιο τρόπο την εξουσία τους. Η αδελφότητα επιχείρησε να χτίσει τη δύναμή της εκ των έσω, να περιορίσει την ανάγκη της να βασίζεται σε απίστους. Ίδρυσαν το δικό τους πανεπιστήμιο και επιστημονικά εργαστήρια, όπου συγκέντρωσαν τα λαμπρότερα διαθέσιμα μυαλά. Ομάδες Αδελφών εμφανίζονταν ξαφνικά στο κατο>φλι κάποιου διακεκριμένου επιστήμονα ή καλλιτέχνη, τον άρπαζαν και τον έφερναν στο μοναστήρι. Στην αρχή, η προληπτική κοινωνία εξέλαβε τις πα-

ράξενες εξαφανίσεις ως δαιμονικές πράξεις. Τελικά, όμως, υστέρα από ουκ ολίγες φορές που την είχαν γλιτώσει παρά τρίχα, οι Αδελφοί άρχισαν να σκηνοθετούν τους υποτιθέμενους θανάτους των θυμάτων τους, πυρπολώντας τα σπίτια τους κι αφήνοντας μέσα το σώμα κάποιου άλλου, ή κάτι τέτοιο. Αυτοί ήταν οι πρώτοι "καλεσμένοι" του μοναστηρίου. «Σταδιακά, οι Αδελφοί απέκτησαν πιο εκλεπτυσμένη συμπεριφορά. Τοποθετούσαν εγκάθετους ιερείς σε άλλα τάγματα και τους χρησιμοποιούσαν για να πιστοποιούν ότι ο θάνατος κάποιων ανθρώπων οφειλόταν σε λόγους ασθενείας. Στην πραγματικότητα, όμως, απήγαν αυτους τους ανθρώπους και τους έφερναν στο τάγμα». Στο μυαλό του Βανς άστραψε η αλλόκοτη βόλτα που είχε κάνει νωρίτερα το ίδιο βράδυ. «Το νεκροταφείο...» είπε διστακτικά. «Ναι», είπε ο Τόζι, διαβάζοντας τις σκέψεις του Βανς. «Είναι αξιοσημείωτο. Εκεί είναι θαμμένος ο Γαλιλαίος... ο πραγματικός. Ο άλλος του τάφος είναι ψεύτικος. Και εκτός από αυτόν και μια ολόκληρη στρατιά μεγαλοφυϊών... ο Μότσαρτ, ο Μοντεβέρντι... Μέχρι και ο Ερρίκος Γ' της Γαλλίας, που υποτίθεται πως δολοφονήθηκε το 1589 από ένα δομινικανό μοναχό. Μαντεύεις ποιο τάγμα εκπροσωπούσε στην πραγματικότητα ο μοναχός». «Μα αυτοί οι άνθρωποι», αντέτεινε ο Βανς. «Κανείς δεν μπόρεσε να δραπετεύσει; Δεν μπορεί να υπήρχε το εμφΰτευμα εκείνη την εποχή». «Σωστά, σο>οτά... αλλά είχαν την πρωτόγονη τότε επιστήμη με το μέρος τους, και τη στρατιά των μεγαλοφυϊών που είχαν συγκεντρώσει ακόμα και τότε. Απ' ό,τι φαίνεται, ήδη από το 1400 είχαν βρει ότι το δηλητήριο που περιείχε το μανιτάρι Amanita virosa -αγγελικός θάνατος η λαϊκή του ονομασία- εξουδετερωνόταν από ένα συγκεκριμένο απόσταγμα φυτών σαν την μπελαντόνα. Παρόλο που έπρεπε να περάσουν τετρακόσια χρόνια για να ανακαλυφθεί ότι το απόσταγμα της μπελαντόνας ήταν στην ουσία το θειικό άλας της ατρο-

πίνης και ότι το δηλητήριο του μανιταριού ήταν η μουσκαρίνη, που δεν εμπόδιζε τη χρήση τους. Καθημερινά έβαζαν μανιτάρια στο φαγητό των "καλεσμένων", κι έπειτα χορηγούσαν την ατροπινη για να εξουδετερώνει τη μουσκαρίνη. Έχασαν κάτι λίγους μέχρι να σταθεροποιήσουν τις δόσεις τους και να τις καθορίσουν ανάλογα με τη σωματική διάπλαση του "καλεσμένου", αλλά τελικά τελειοποίησαν το σύστημα, το οποίο και συνέχισαν να χρησιμοποιούν ως τις αρχές της δεκαετίας του '50». Ο Βανς κούνησε αργά το κεφάλι του. Πόσες μεγαλοφυίες είχαν χαραμιστεί στην αναζήτηση του κακού! «Στην πραγματικότητα οι Αδελφοί συνέλεξαν ό,τι σπουδαιότερο υπήρχε», είπε ο Τόζι. «Δε συγκέντρωσαν μόνο τις σκέψεις, τα έργα και τα αποτελέσματα της δημιουργικότητας κάποιων από τα λαμπρότερα μυαλά στη σύγχρονη ιστορία, αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους. Συλλέγουν ανθρώπινα όντα, όπως κάποιοι άλλοι συλλέγουν από χόμπι γραμματόσημα ή νομίσματα. »Και καθώς οι Αδελφοί συνέλεγαν όλο και περισσότερο κόσμο, το μοναστήρι μεγάλωνε. Έχτισαν στρατώνες για τους μοναχούς, και αργότερα τα διαμερίσματα των "καλεσμένων". Στη συνέχεια εξασφάλισαν μια πιο άνετη και ασφαλέστερη περιοχή στη λοφοπλαγιά για να στεγάσουν τους συμμάχους τους και να παράσχουν το πλέον ασφαλές καταφύγιο για τους συσσωρευμένους τους θησαυρούς». «Κι όμως, είδα ένα χαμένο πίνακα του Τιτσιάνο στην αποθήκη του υπογείου», έκανε μια παρεμβολή ο Βανς. «Γιατί δε βρίσκεται κι αυτός εκεί;» Ο Τόζι καθόταν ακίνητος σιο αμυδρό φως. «Όσο δύσκολο και να σου είναι να καταλάβεις, Βανς», είπε έπειτα από ένα λεπτό, «τα έργα τέχνης στο υπόγειο είναι το μικρότερο μέρος του θησαυρού που βρίσκεται εδώ μέσα. »Άγνωστα έργα του Μότσαρτ, πρωτότυπες παρτιτούρες που συ-

νέθεσε ο μέγας μουσουργός μετά τον υποτιθέμενο θάνατο του· θεωρίες των μεγαλύτερων επιστημονικών μυαλών του κόσμου, που τις μοιράστηκαν μόνο με τους Αδελφούς· έργα τέχνης μεγάλων καλλιτεχνών, που ξεπερνούν τα γνωστά τους έργα - και δημιουργήθηκαν πολύ καιρό μετά τον υποτιθέμενο θάνατο τους και την ταφή τους. Όλα αυτά περιέχονται στο ασφαλές μέρος που έχει σκαφτεί μέσα στη λοφοπλαγιά. »Όλη αυτή η επιχείρηση», συνέχισε ο Τόζι, «είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν εξπέρ οι Αδελφοί σε ό,τι είχε να κάνει με απαγωγές και δολοφονίες». «Ο τρόπος που συμπεριφέρθηκαν τις δυο προηγούμενες μέρες δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο», είπε ο Βανς. «Όχι ότι λυπάμαι, αλλά το χαρακτηριστικό σχεδόν καθεμιάς από τις απόπειρες τους ήταν η τσαπατσουλιά». Ο Τόζι έγνεψε καταφατικά. «Από κάτι κουτσομπολιά των φρουρούν που κρυφάκουσα, αυτό οφείλεται σε κάποιες συγκρούσεις σε θέματα διοίκησης που προέκυψαν ανάμεσα στον αδελφό Γρηγόριο και στην Αντιπροσωπία της Βρέμης». «Την ποια!» αναφώνησε ο Βανς με πνιγμένη φωνή. «Ο Κίνγκσμπερι ήταν μέλος αυτής της πολυεθνικής οργάνωσης!» «Σωστά», είπε ο Τόζι. «Στάσου ένα λεπτό όμως. Θα φτάσω κι εκεί. Πρέπει να μου επιτρέψεις να ο' τα πω με τη σειρά, αλλιώς θα μπερδευτούν ακόμα περισσότερο». Έτσι όπως άλλαζαν οι πολιτικές καταστάσεις με την πάροδο των αιώνων, εξήγησε ο Τόζι, παρόλο που το μοναστήρι αύξανε το θησαυρό που κατείχε σε μεγαλοφυίες, κατέστη σαφές ότι ο κόσμος είχε παραμεγαλοίοεν έτσι λοιπόν, γι* άλλη μια φορά, οι Αδελφοί έπρεπε να ψάξουν να βρουν κάποιον εξωτερικό σύμμαχο. Το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα παράδερναν, μέχρι που τελικά έκλεισαν συμφωνία με τον Άλφρεντ Κρουπ. Ακούγοντας το γνωστό επίθετο, ο Βανς ανακάθισε απότομα.

«Ο Κρουπ! Ομολογώ πως φοβάμαι να ανακαλύψω που οδηγούν όλα αυτά», είπε βλοσυρά. «Περίμενε», είπε ο Τόζι, «Αυτό που πρόκειται να σου πω, εσένα ειδικά, θα σε ενδιαφέρει πολυ». Συνέχισε: «Σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια που θα πρόσφερε στους Αδελφούς να μπουν στο Βατικανό, ο Κρουπ ζήτησε να του επιτραπεί η πρόσβαση σε αρκετά σκίτσα και εφευρέσεις του Ντα Βίντσι που δεν είχε ξαναδεί πριν». Ώστε αυτό ήταν, σκέφτηκε ο Βανς. Το κλειδί. «Βλέπεις», συνέχισε ο Τόζι, «οι Αδελφοί έχουν τη μεγαλύτερη συλλογή έργων του Λεονάρντο στον κόσμο. Ο Ντε Μπεάτις ήταν δικός τους. Όταν πέθανε ο Λεονάρντο, ο Ντε Μπεάτις κατάφερε να βγάλει απ' τη μέση τους ανθρώπους του Βατικανού στο Κλου μέσα σε λίγες ώρες. Τα περισσότερα σημειωματάρια και τα έργα του Λεονάρντο τα βούτηξαν μοναχοί από το τάγμα των Αδελφών και τα έφεραν εδώ. Το Βατικανό έφτασε την ώρα που ο Ντε Μπεάτις φόρτωνε σ' ένα κάρο τα τελευταία, στα οποία όλως τυχαίως συμπεριλαμβανόταν ο κώδικας που αγόρασε πρόσφατα ο δικός σου, ο κύριος Κίνγκσμπερι. Τα έργα αυτά μεταφέρθηκαν στο Βατικανό και υποβλήθηκαν σε μελέτη, και διάφοροι πάπες και αξιωματούχοι του Βατικανού τα έδωσαν ως δώρα ή καινοτομίες». Ο Βανς είχε μείνει άφωνος, με γουρλωμένα μάτια μες στο σκοτάδι. Ήξερε τι επρόκειτο να ακούσει. «Βλέπεις, Βανς», η φωνή του Τόζι είχε έναν παρακλητικό τόνο, σαν να του έλεγε Σε παρακαλώ, κατάλαβε τι έκανα, «η ακαταμάχητη πρόταση που μου έκανε ο αδελφός Γρηγόριος ήταν να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου εφαρμόζοντας την επιστημονική μου γνώση σε ένα μεγάλο όγκο έργων του Λεονάρντο, έργα που δεν είδε ποτέ ο σύγχρονος άνθρωπος. Δεν μπορείς να πιστέψεις για πόσα πράγματα ήταν ικανός αυτός ο άνθρωπος. Οι ιδέες που ανέπτυξε πολύ πριν αποκτήσει η τεχνολογία τη δυνατότητα να τις πραγματοποιήσει είναι

συγκλονιστικές. Απ' όσο μπόρεσα να εξετάσω τις λίγες μέρες που βρίσκομαι εδώ, πολλές ιδε'ες ήταν τόσο προχωρημένες, που ακόμα δεν υπάρχει η κατάλληλη τεχνολογία για την εφαρμογή τους». Ο Βανς ήταν σιωπηλός, δεν πίστευε στα αφτιά του. «Δεν καταλαβαίνεις;» είπε ο Τόζι. «Ως φυσικός, έχω την ευκαιρία να δω αν μπορώ να προάγω το ιδιοφυές μυαλό του Λεονάρντο σε σύγχρονη πραγματικότητα». Η φωνή του Τόζι είχε μια χροιά τρέλας, την παραφροσύνη ενός καταβεβλημένου πνεύματος, ενός ανθρώπου που είχε αναγκαστεί να πάρει μια πέρα από κάθε δύναμη απόφαση ζωής ή θανάτου έχοντας πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή του για να καταπιαστεί μ' αυτήν. Ήταν όσο κοντά στην τρέλα μπορεί να είναι ένας λογικός άνθρωπος. Ο αδελφός Γρηγόριος και οι τρελοί μοναχοί του είχαν εμφυσήσει ζωή στο παζάρι του Φάουστ. Προκειμένου να έχει πρόσβαση στη γνώση του λαμπρότερου μυαλού στον κόσμο, παρατήρησε σιωπηλά ο Βανς, ο Τόζι είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο. Σαν ένας σύγχρονος Μεφιστοφελής, ο αδελφός Γρηγόριος είχε υποσχεθεί γνώση και ζωή με αντάλλαγμα την αφοσίωση αυτού του ανθρώπου. Με θλίψη, ο Βανς παραδέχτηκε ότι, αν βρισκόταν κι αυτός σε παρόμοιες περιστάσεις, ίσως να αντιδρούσε σαν τον Τόζι. Ο Τόζι συνέχισε να μιλά, και τώρα που αφηγούνταν τα περασμένα, η τρέλα είχε χαθεί από τη φωνή του. «Όπως και οι προηγούμενες συμμαχίες», είπε, «έτσι κι αυτή με τον Κρουπ στράβωσε. Στην προκειμένη περίπτο>ση λόγω του ότι η Γερμανία είχε χάσει τον πόλεμο. Αν είχαν κερδίσει, υποθέτω πως αυτή η παπική ιστορία θα φάνταζε κάπως διαφορετική. Εν πάση περιπτώσει, η συμμαχία με τον Κρουπ εξελίχθηκε σε μια άλλη, ακόμα πιο ιοχυρή, με τον Αδόλφο Χίτλερ». «Έτσι εξηγείται το σώμα του στο νεκροταφείο». «Ναι, ω, ναι», είπε ο Ίοζι. «Ένα ολόκληρο τμήμα του νεκροταφείου είναι αφιερωμένο οτους Ναζί που εξαφανίστηκαν. Και, πίσιεψέ με, υπάρχουν κι ένα σωρό άλλοι που ζουν ακόμα στα διαμερί-

σματα πάνω στη λοφοπλαγιά. Στην πραγματικότητα, αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που το Βατικανό καθυστέρησε τόσο πολυ να καταδικάσει δημόσια τον Χίτλερ. Τόσο ο αδελφός Γρηγόριος όσο και ο πάπας είχαν προσπαθήσει να κλείσουν συμφο>νία με το φίρερ. Μόνο αφοΰ ο Χίτλερ υπέγραψε το σύμφωνο με τον αδελφό Γρηγόριο ο πάπας τον καταδίκασε. Η καταγγελία είχε μάλλον τις ρίζες της στη φούρκα ενός περιφρονημένου μνηστήρα παρά σε ηθική προσβολή. Μην ξεχνάς ότι το Βατικανό είναι κατά πρώτο λόγο πολιτικός θεσμός κι έπειτα θρησκευτικός. Η δύναμη προηγείται του πνεύματος». Ο Τόζι μιλούσε με την πίκρα ανθρώπου που έχει εκδιωχθεί από την Εκκλησία. Ήταν από τους ελάχιστους που είχαν αφοριστεί τη σημερινή εποχή ως αιρετικοί. Ο Τόζι δεν είχε αποκαλύψει λεπτομέρειες επί του θέματος και ο Βανς θεώρησε σωστό να μη ρωτήσει. Ο Βανς πλέον άκουγε την τερατώδη του αφήγηση χωρίς καμιά δυσπιστία. Τα γεγονότα είχαν αποκτήσει μια τέτοια φανταστική διάσταση, που ακόμα κι αν του έλεγε ο Τόζι ότι ο Ιησούς ζούσε στο διπλανό δωμάτιο με ένα εμφύτευμα στο στήθος, αυτός θα το πίστευε. Το ανθρώπινο μυαλό είναι τόσο αξιοθαύμαστο, συλλογίστηκε ο Βανς, τόσο ευέλικτο και ικανό να συνταιριάζει αμέσως το σημαντικότερο προτέρημά του με το μεγαλύτερο ελάττωμά του. Από τη μια πλευρά, αυτή ακριβώς η προσαρμοστικότητα επιτρέπει στο ανθρώπινο είδος να επιβιώνει. Η τάση όμως του ανθρώπου να προσαρμόζεται στις πιο σκληρές και απάνθρωπες φρικαλεότητες και να τις αποδέχεται ως θλιβερό μεν αλλά ενίοτε αναπόφευκτο μέρος της πραγματικότητας εμπεριέχει τα σπέρματα της καταστροφής. Το ανθρώπινο μυαλό, που ήταν ικανό να εξολοθρεύσει έξι εκατομμύρια Εβραίους και να στείλει έναν άνθρωπο στο φεγγάρι, σίγουρα μπορούσε να δημιουργήσει το μοντέλο και την πραγματικότητα μέσα στην οποία κυβερνούσε ο αδελφός Γρηγόριος. «Κάποια άλλα σκίτσα του Ντα Βίντσι, που έδωσε στον Χίτλερ ο προκάτοχος του αδελφού Γρηγόριου, αποδείχτηκε πως περιείχαν τις

ιδέες κλειδιά που επέτρεψαν οτους Γερμανούς να κατασκευάσουν τους πρώτους πυραύλους και να εξελίξουν σε τέτοιο σημείο τη δεξιότητα τους στον πόλεμο που διεξήγαγαν με τα υποβρύχια τους», συνέχισε ο Τόζι. «Καταλαβαίνεις βέβαια -το ξέρω- πως τα σκίτσα και οι μελέτες του Λεονάρντο δε βρίσκονταν στην τελική τους μορφή ώστε να χρησιμοποιηθούν. Το απίστευτο μυαλό του όμως κατάφερε να αναπτύξει ιδέες, μοναδικούς τρόπους προσέγγισης ενός προβλήματος, που επέτρεψαν στους σύγχρονους μηχανικούς και επιστήμονες να ολοκληρώσουν και να τελειοποιήσουν τις δικές τους εργασίες. »Ναι, ο Λεονάρντο και οι Ναζί παραλίγο να κερδίσουν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο». Έπειτα ο Τόζι χαμήλωσε τη φωνή του και είπε θλιμμένα: «Ο Λεονάρντο θα έκλαιγε αν ήξερε πώς χρησιμοποιήθηκαν οι εφευρέσεις του. Όμως», το «όμως» του Τόζι απηχούσε την υστερία ανθρώπου που προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του για μια πραγματικότητα που δημιουργείται πέρα απ' τις δυνάμεις του, «δεν μπορούσε να προβλέψει τι μπορεί να συνέβαινε και... και πρέπει να συνεχίσω τη δουλειά που κάνω εδώ... να συνεχίσω, αλλιώς θα πεθάνω». Η φωνή του Τόζι έσβησε σε μια μελαγχολική σιωπή. Βασανίζεται, σκέφτηκε ο Βανς. Πόσο πρέπει να βασανίζει το μυαλό του προσπαθώντας να αιτιολογήσει το γεγονός ότι συνεργάζεται με αυτά τα τέρατα - έστω κι αν, στην περίπτωση που δεν το έκανε, θα βρισκόταν νεκρός. «Η Αντιπροσωπία της Βρέμης», του υπενθύμισε μαλακά ο Βανς. «Τι σχέση έχει με όλα αυτά;» «Ε;» είπε ο Τόζι ξαφνιασμένος. «Η Αντιπροσωπία της Βρέμης; Ναι, φυσικά... ε, να... θα φτάσω και σ' αυτό σ' ένα λεπτάκι». Η φωνή του άντρα ξαναβρήκε λίγη από τη ζωηράδα της. «Φυσικά, μετά τον πόλεμο -στην πραγματικότητα, λίγο προτού τελειώσει- άρχισαν να εμφανίζονται εδώ σωρηδόν Ναζί και φασίστες. Οι Αδελφοί δέχτηκαν μετά χαράς επιστήμονες και μηχανικούς, αλλά από τους πολιτικούς δέχτηκαν μόνο τους πιο διακεκριμένους, ανθρώπους σαν

τον Μπόρμαν και τον Χίτλερ, αλλά και σ' αυτή την περίπτωση, μόνο αφότου τους παρέδωσαν τις συλλογές που κατείχαν από έργα τέχνης και χρυσό. Στην πραγματικότητα, το μοναστήρι μπόρεσε να δημιουργήσει το εμφΰτευμα χάρη σε αυτή την εισροή Γερμανών επιστημόνων. Ήταν μια εφεύρεση των Ναζί, την οποία εξέλιξαν μέσω εντατικών -συχνά με μοιραία κατάληξη- δοκιμών πάνω σε Εβραίους στα γερμανικά στρατόπεδα θανάτου». Ο Τόζι έμεινε σιωπηλός για μια ατέλειωτη στιγμή, σαν να σκεφτόταν τις συνέπειες της τελευταίας του δήλωσης». «Μα... πού είχα μείνει; Αναρωτιέμαι. Α, ναι, όταν χάθηκε οριστικά ο πόλεμος, προσπάθησαν να έρθουν όλοι εδώ. Ακόμα και ο Μουσολίνι προς τα δω κατευθυνόταν όταν τον συνέλαβαν κοντά στη λίμνη στο Ντόνγκο. Όπου και τον κρέμασαν», είπε ο Τόζι, με φανερή ικανοποίηση.

Έξω, η κίνηση στους χώρους του μοναστηριού είχε αυξηθεί. Εκατοντάδες φώτα φώτιζαν τους κήπους και τα μονοπάτια, σβήνοντας τις πυκνές σκιές στις οποίες είχε χωθεί αθόρυβα ο Βανς μια ώρα νωρίτερα. Όσοι είχαν βγει για μια ανέμελη νυχτερινή βόλτα ειδοποιήθηκαν να επιστρέψουν μέσα και τους αντικατέστησαν διπλές περιπολίες ένοπλων φρουρών, που περπατούσαν γρήγορα, οργανωμένα, ψάχνοντας. Είχε βρεθεί ένας φρουρός που τον είχαν χτυπήσει με ένα τούβλο στο κεφάλι και τον είχαν κρύψει μέσα στους θάμνους. Η Σούζαν πίεσε το πρόσωπο της πάνω στα παντζούρια για να δει μέσα από τις στενές χαραμάδες τι συνέβαινε. Το κεφάλι της πονούσε ακόμα από τον αιθέρα με τον οποίο την είχαν ναρκώσει στο Κόμο. Αυτό έγινε πριν... ποιος ξέρει πριν από πόσο καιρό; Της είχαν πάρει το ρολόι. Να τους πάρει ο διάβολος! Έβρισε για χιλιοστή φορά από τότε που είχε ξυπνήσει. Της είχαν στερήσει τη δυνατότητα να ξέρει τι ώρα ήταν.

Όμως, σκέφτηκε, παρακολουθώντας την ξαφνικά αυξημένη δραστηριότητα κατά μήκος του δικτύου των μονοπατιών, είχε σημειώσει κι αυτή μια μικρή νίκη: Η δόση του ηρεμιστικού που της είχαν χορηγήσει ήταν μικρή. Είχε ανακτήσει τις αισθήσεις της προτού φτάσουν στο μοναστήρι. Προσποιούμενη πως ήταν αναίσθητη, η Σουζαν τους είχε αφήσει να τη μεταφέρουν στο κτίριο. Από την όλη δραστηριότητα που άκουγε γυρο) της, συμπέρανε ότι επρόκειτο για κάποιο σημαντικό κτίριο. Μισανοίγοντας τα βλέφαρα της, έριχνε κρυφές ματιές γύρω της, και μπόρεσε να δει, θολά έστω, μια μεγάλη αίθουσα γεμάτη καλοντυμένους επισκέπτες ανάμεσα σε ιερείς με επίσημα άμφια και σε μονάχους. Την πήγαν σε ένα γραφείο του δεύτερου ορόφου και την ξάπλωσαν σε ένα δερμάτινο καναπέ. «Είναι αναίσθητη ακόμα, αδελφέ Γρηγόριε». Η ιδιότυπα τσιριχτή φωνή την μπέρδεψε. Ήταν αφύσικα ψιλή, σαν να ανήκε σε κάποιο άτομο προεφηβικής ηλικίας. Ζαλισμένη ακόμα από την ένεση, η Σουζαν είχε ξαπλώσει ήσυχα στον καναπέ και άκουγε. «Ωραία». Αυτή ήταν η φωνή του αδελφού Γρηγόριου. «Όταν ξυπνήσει, θα της κάνω μερικές ερωτήσεις και μετά θα τη στείλουμε στα διαμερίσματα της επώασης. Ρίχνε της πού και πού καμιά ματιά να δεις πότε θα ξυπνήσει». Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε; αναρωτήθηκε τώρα. Σίγουρα λίγες ώρες, τουλάχιστον τέσσερις πέντε. Είχε μείνει ξαπλωμένη, ακίνητη, όση ώρα ο αδελφός Γρηγόριος διεξήγε μια συνάντηση στο γραφείο του, της οποίας το θέμα τής είχε προκαλέσει φρίκη: μια προμελετημένη δολοφονία. Δεν μπορούσε να τους ακούσει όλους* μερικοί μιλούσαν πολύ χαμηλόφωνα. Όμως έμαθε αρκετά από τα σχόλια του αδελφού Γρηγόριου, η διαπεραστική φωνή του οποίου έφτανε πεντακάθαρα στα αφτιά της. Κάποιος ονόματι Χασέμι σχεδίαζε να δολοφονήσει ένα πολύ σπουδαίο πρόσωπο στις τέσ-

σερις η ώρα το επόμενο απόγευμα. Ο αδελφός Γρηγόριος ε'κανε συχνές αναφορές σε κάποια «συναλλαγή» και στο ότι η δολοφονία ήταν μέρος της όλης υπόθεσης. Τώρα η Σοΰζαν έβλεπε από το παράθυρο ομάδες φρουρών να οδηγούν, ή σωστότερα, να οδηγούνται από τεράστια σκυλιά με τετράγωνα σαγόνια - μαστίφ, σκέφτηκε. Κάποιον κυνηγούσαν. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, προσευχήθηκε, αν είναι ο Βανς, βοήθα τον να φύγει. Απογοητευμένη, απομακρύνθηκε από το παράθυρο και πήγε στην άλλη άκρη του μικροσκοπικού δωματίου. Εννιά τετραγωνικά όλο κι όλο, μαζί με το κρεβάτι, την καρέκλα, το νιπτήρα και το δοχείο νυκτός. Τρία βήματα, στροφή* τρία βήματα, στροφή* τρία βήματα, στροφή. Μια ματιά από το παράθυρο, στροφή* τρία βήματα, στροφή. Την είχαν μεταφέρει σε αυτό το δωμάτιο αφού πρώτα την είχε ανακρίνει ο αδελφός Γρηγόριος. Την είχε οδηγήσει εκεί ένας από τους ευνούχους - της είχαν πει ότι δούλευαν στα διαμερίσματα επώασης και ότι τους είχαν ευνουχίσει από παιδιά, για να τους προετοιμάσουν για τη συγκεκριμένη δουλειά. «Προσωρινή διαμονή», της είχαν πει. «Μέχρι να σε ετοιμάσουμε για την αναπαραγωγή». Ακόμα σιγόκαιγε ο θυμός της. Η Σούζαν θυμήθηκε την έκρηξή της μόλις το άκουσε. «Αναπαραγωγή;» Για τι στο διάβολο την είχαν περάσει; ζήτησε να μάθει. Γυναίκα, της είπε ο ευνούχος χαστουκίζοντάς τη. Και οι γυναίκες μόνο για ένα πράγμα ήταν χρήσιμες: για να κάνουν παιδιά. Τρομοκρατημένη και με το μάγουλο της να τσούζει ακόμα από το δυνατό χτύπημα του ευνούχου (Μα δεν ατροφούσαν οι μύες τους, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων; αναρωτήθηκε) δεν είπε τίποτα παραπάνω για να μην τον θυμώσει. Αντί γι* αυτό, τον ρώτησε μεταμελημένα τι την περίμενε. Της ήρθε ζάλη σαν άκουσε την τερατώδη απάντηση. Ο φόβος της μετατράπηκε σε φρίκη και τελικά σε θυμό. Ξαναγυρνώντας στο παράθυρο, άφησε την προσοχή της να οτρα-

φεί για άλλη μια φορά στους χώρους του μοναστηρίου και στην έντονη κινητικότητα που επικρατούσε. Παράξενο που δε γινόταν πολύς θόρυβος, ούτε σειρήνες οΰτε κόρνες ούτε συναγερμοί. Τίποτα. Ίσως, σκέφτηκε, δεν ήθελαν να ξυπνήσουν τον κόσμο. Κοίταξε το μικρό τετράγωνο κτίριο κοντά στους στρατώνες· όλα του τα παράθυρα ήταν ακόμα σκοτεινά, παρόλο που, όση ώρα παρακολουθούσε, είδε γύρω στους έξι εφτά ανθρώπους να ανεβαίνουν τα σκαλιά και να πλησιάζουν τους δύο φρουρούς που στέκονταν εκεί, και τώρα φωτίζονταν άπλετα από προβολείς. Απομακρύνθηκε ξανά από το παράθυρο και, για πολλοστή φορά, έψαξε μες στο σκοτάδι του δωματίου μπας και βρει κάνα όπλο, κάνα εργαλείο, κάτι που θα μπορούσε χρησιμοποιήσει για να δραπετεύσει. Καλύτερα να πέθαινε στην προσπάθειά της να δραπετεύσει παρά να τους αφήσει να τη χρησιμοποιήσουν σαν αγελάδα αναπαραγοιγής, είπε μέσα της. Να πάρει ο διάβολος! Ήταν απαίσιο. Απ' ό,τι της είχε πει ο ευνούχος, το μοναστήρι είχε αναπτύξει την τεχνητή γονιμοποίηση εκατοντάδες χρόνια πριν, για να τηρείται μεν η αγαμία των Αδελφών, αλλά να υπάρχουν και νέοι μοναχοί να αντικαθιστούν όσους πέθαιναν. Τα θηλυκά τα σκότωναν αμέσως μόλις γεννιούνταν. Μέχρι και τις γυναίκες από το «αναπαραγωγικό απόθεμα» τις σκότωναν όταν δεν μπορούσαν πια να φέρουν παιδιά στον κόσμο, και τις αντικαθιστούσαν με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής. «Είστε πολύ τυχερή γυναίκα», της είπε ο ευνούχος. «Ο αδελφός Γρηγόριος μπορούσε κάλλιστα να αποφασίσει να σας σκοτώσει. Στο κάτω κάτο), του δημιουργήσατε μπελάδες». Ας είναι ευλογημένη η ψυχούλα του, σκέφτηκε σαρκαστικά η Σούζαν. «Είναι βέβαιος, όμως, ότι το γενετικό σας υλικό είναι κατάλληλο για μας. Ίσως να έχετε δέκα ή και περισσότερα γόνιμα χρόνια. Πρέπει να θεωρείτε τον εαυτό σας τυχερό».

Τυχερό! Έψαξε ακόμα μια φορά το δωμάτιο μες στο σκοτάδι. Ένα λοστό, σκέφτηκε, το μόνο που χρειάζομαι είναι ένας λοστός να σπάσω την κλειδαριά των πανιζουριών. Μετά, όταν ηρεμήσουν όλα έξω, μπορώ να χρησιμοποιήσω ένα σεντόνι σαν σκοινί για να κατέβω τους τρεις ορόφους. Έπρεπε να γίνει απόψε, το ήξερε. Αΰριο είχαν προγραμματίσει να την «κανονίσουν». Σταμάτησε απογοητευμένη. Κι αυτή η έρευνα είχε αποβεί άκαρπη, όπως και οι άλλες. Κοντοστάθηκε στο παράθυρο τρέμοντας, ενώ τα μάτια της άρχισαν να βουρκώνουν από την οργή. Ήθελε να βγει έξω. Ήθελε να σταματήσει τη δολοφονία τους. Και πάνω απ' όλα ήθελε τον Βανς Έρικσον. Δεν είναι δίκαιο, είπε μέσα της με λυγμούς. Απλώς δεν είναι δίκαιο.

Ο Βανς στριφογύρισε στο κάθισμά του, νιώθοντας μια ξαφνική ταραχή όταν συνειδητοποίησε πόση ώρα είχε περάσει εκεί μέσα. Ο Τόζι ακόμα μιλούσε. «Κι έτσι, μετά τον πόλεμο, οι Αδελφοί προσπάθησαν να συνέλθουν από την ολέθρια συμμαχία τους με τους Ναζί...» Φυσικά, τώρα θα είχαν ανακαλύψει το σώμα του φρουρού. «Οι Αδελφοί, συμπεραίνω, συνεργάστηκαν αρχικά σε ορισμένα σχέδια των Ναζί στην προσπάθειά τους για μια επαναπροσέγγιση. Έπειτα, καθώς γερνούσαν και πέθαιναν οι πρώτοι Ναζί, κατέρρεαν κι αυτά τα σχέδια. Για άλλη μια φορά, οι Αδελφοί δεν είχαν κανένα σύμμαχο να τους βοηθήσει να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους να ανέλθουν στο Βατικανό. Οι δεκαετίες του '50 και του '60 ήταν σκληρές για τους Αδελφούς. Άλλαξαν τρεις επικεφαλής, με τον αδελφό Γρηγόριο να είναι ο τελευταίος. Ανέλαβε το 1970, ένα μόλις χρόνο πριν δικτυωθεί με την Αντιπροσωπία της Βρέμης. Στην αρχή, όλα ξεκίνησαν σιγά σιγά. Οι Αδελφοί εμπορεύονταν ή πουλούσαν στην Αντιπροσωπία εφευρέσεις και βιομηχανικές μεθόδους που είχε αναπτύξει το Γ' Ράιχ και φυλάσσονταν στο μοναστήρι. Κι αυτό εξελί-

χθηκε σε συμμαχία ευρείας κλίμακας, και συμπεραίνω ότι ετοιμάζουν κάτι σπουδαίο, που θα ουμβεί πολΰ σύντομα». «Κάτι σπουδαίο;» ρώτησε ο Βανς. «Σαν τι δηλαδή;» «Δεν ξέρω», είπε κουρασμένα ο Τόζι. «Έμαθα πολύ περισσότερα απ' όσα ενδεχομένως έπρεπε. Τις προηγούμενες μέρες, βλέπεις, ο αδελφός Γρηγόριος μου ζήτησε να τον βοηθήσω λιγάκι». «Πάνω σε τι;» «Μου έκανε ερωτήσεις φυσικής», είπε ο Τόζι, κι η φωνή του φανέρωνε ενθουσιασμό. «Ερωτήσεις σχετικά με κάποια γραπτά του Λεονάρντο. Βλέπεις, στον κώδικα που αγόρασε ο Χάρισον Κίνγκσμπερι υπήρχε αρχικά ένα κομμάτι που αναφερόταν στις καταιγίδες και τις αστραπές. Είχε αρχίσει να δουλεύει πάνω σε ένα σύστημα παραγωγής τεχνητών αστραπών. Αυτό ήταν το περιεχόμενο των χαμένων σελίδων που ψάχνεις». «Μα γιατί; Τι το σημαντικό περιείχε αυτός ο κώδικας ώστε να φτάσει κάποιος στο σημείο να κάνει πλαστογραφία για να το συγκαλύψει; Λείπουν πολλές σελίδες, γιατί;» «Δε γνωρίζω την απάντηση. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι ο κώδικας ήταν μέσα στη μικρή παρτίδα που είχε πάρει ο Ντε Μπεάτις από το Βατικανό και την είχε αποθηκεύσει στη Ρώμη. Ξέρω επίσης ότι κάποιος από τους Αδελφούς που εργαζόταν ως κατάσκοπος στο Βατικανό κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση στον κώδικα, έλυσε το δέσιμο του, και, αφού έκλεψε τις σελίδες, τις αντικατέστησε με πλαστογραφημένες. Έπειτα άρχισε να βγάζει λαθραία τις σελίδες από το Βατικανό. Μέχρι να τον πιάσουν και να τον εκτελέσουν, κατάφεραν να φτάσουν ως εδώ οι μισές, χοντρικά. Οι υπόλοιπες παραμένουν στο Βατικανό. Ο αδελφός Γρηγόριος και οι άνθρωποι του συνεργάστηκαν με την Αντιπροσωπία της Βρέμης προκειμένου να αποκτήσουν τα άλλα μισά έγγραφα». «Δεν έχει νόημα», διαμαρτυρήθηκε ο Βανς. «Για ποιο λόγο ένας ισχυρός όμιλος πολυεθνικών εταιρειών σαν την Αντιπροσωπία της

Βρέμης να συνεργαστεί με ένα τσούρμο τρελοπαπάδες για κάποια σκίτσα του Λεονάρντο; Όλες οι μείζονες βιομηχανικές εταιρείες στον κόσμο είναι μέλη της Αντιπροσωπίας της Βρέμης. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι τους χρειάζονται τα σχέδια του Λεονάρντο». Ο τόνος της φωνής του Τόζι ήταν απαλός. «Ούτε ο Άλφρεντ Κρουπ μπορούσε». «Τι προσπαθείτε να μου πείτε;» «Μόνο ότι...» ο Τόζι δίστασε. «Εσύ δεν έχεις δει όλα τα γραπτά και τα σκίτσα που έχω δει εγώ. Δεν έχεις ιδέα ότι όσα ξέρουμε για τον Λεονάρντο, κάθε του εφεύρεση που γνωρίζετ σήμερα ο κόσμος είναι τόσο ακατέργαστη, τόσο πρωτόγονη σε σχέση με αυτές που έχω δει στις συλλογές του μοναστηριού. Είναι πιθανό -κι αυτό είναι μια απλή εικασία, που ωστόσο βασίζεται στις γνώσεις φυσικής που έχω-, είναι πιθανό, λοιπόν, αυτά τα σκίτσα πάνω στη φύση της αστραπής να παράσχουν την κομβική έννοια που θα μπορέσει να τελειοποιήσει κάποιο μεγάλο και τρομακτικό όπλο μαζικής καταστροφής. Αν έχω δίκιο, το όπλο που ίσως προκύψει από το συνδυασμό των δύο μισών κομματιών της εφεύρεσης του Λεονάρντο μπορεί να κάνει τη βόμβα νετρονίου να μοιάζει με νεροπίσιολο». Ξάφνου άστραψαν προβολείς στα παράθυρα, φωτίζοντας τις φιγούρες των δύο αντρών. Ο Βανς τινάχτηκε από την καρέκλα του και πήγε και στάθηκε προσεκτικά στη μια πλευρά του παραθύρου. Κάτω, είδε να ξεχύνονται άντρες από τους στρατώνες. «Πρέπει να τον βρήκαν», είπε βλοσυρά. «Γρήγορα, καθηγητά». Γύρισε την πλάτη σιο παράθυρο. «Είπατε ότι η Σούζαν είναι εδώ. Πού είναι; Πού την κρατούν;» «Στην κυρίως έπαυλη. Κάπου στον τρίτο όροφο. Ακουσα τον αδελφό Γρηγόριο να μιλάει με κάποιον γι' αυτή νωρίτερα, όταν κλήθηκα να απαντήσω σε κάποια ερώτηση». Ο Βανς ένιωσε το σφυροκόπημα κάτω από το θοιρακά του την ώρα που έπαιρνε το Ούζι και κινούσε για την πόρτα. «Σας ευχαριστώ,

καθηγητά». Κοντοστάθηκε. «Δε θέλετε να το ξανασκεφτείτε;» Η σιλουέτα του Τόζι κούνησε το κεφάλι: όχι. «Καλά, τότε, θα επιστρέψω. Με βοήθεια». Αφαίρεσε γρήγορα την ταινία από το γλωσσίδι, τράβηξε την πόρτα να κλείσει πίσω του, και με ζωηρές δρασκελιές προχώρησε προς την εξώπορτα. Σαν έφτασε στον προθάλαμο, έσφιξε το ράσο γΰρω από τη μέση του. Πίσω από την πόρτα άκουσε φωνές, κι ήταν πολύ περισσότερες από των φρουρών που είχε δει νωρίτερα. Ο Βανς άπλωσε το χέρι κι έπιασε το πόμολο· τέρμα το κρυφτούλι. Ήταν ώρα να επιτεθεί. Άνοιξε την πόρτα με μια σπρωξιά. «Γρήγορα! Από την άλλη πλευρά!» φώναξε προτρεπτικά ο Βανς στα ιταλικά, ενώ έβγαινε από την πόρτα τρέχοντας. Έκπληκτοι, κάμποσοι φρουροί ντυμένοι όπως ακριβώς ο Βανς σήκωσαν τα Ουζι τους. Έπειτα είδαν τη οαολή του. Με το βλέμμα ακολούθησαν το απλωμένο του χέρι, που έδειχνε προς την πλευρά του κτιρίου απ' όπου είχε μπει. «Επιχείρησαν να παραβιάσουν το κτίριο!» φώναξε ο Βανς. «Στη γωνία, στην άλλη πλευρά. Από το παράθυρο του υπογείου. Βιαστείτε, ίσως μπορέσουμε να τον πιάσουμε». Δε χρειαζόταν τίποτ' άλλο. Μέσα στη γενική έξαψη, δεν κάθισε κανείς να ρωτήσει τον Βανς για ποιο λόγο ήταν μέσα στο κτίριο. «Εγώ θα μείνω εδώ να φρουρώ την είσοδο», είπε ο Βανς. «Μπρος, γρήγορα, μην τον αφήσετε να δραπετεύσει». Έξι εφτά άντρες κατέβηκαν βιαστικά τις σκάλες, εκτός από τον ένα φύλακα που φρουρούσε εξαρχής την πόρτα. «Θα μείνω να σε βοηθήσο)», είπε ο άντρας, καθώς τον πλησίαζε. «Για στάσου - τα μάτια του άντρα περιεργάστηκαν το πρόσωπο του Βανς. «Εσένα δε σε ξέρω. Ποιος...;» Καθώς ο φρουρός σήκωνε το όπλο του, ο Βανς έριξε όλο του το βάρος στο δεξί του χέρι και τον χτύπησε στο καρύδι. Ο φρουρός άνοιξε το στόμα του να ουρλιάξει, αλλά βγήκε μόνο μια πνιγμένη άναρθρη κραυγή. Ο άντρας έπιασε το λαιμό του και ο Βανς όρμησε καταπάνω του με ένα άλμα

και τις γροθιές του έτοιμες. Όμως δε χρειάστηκε* με το πρώτο κιόλας χτύπημα είχε σπάσει ο χόνδρος του λάρυγγα και η τραχεία του είχε γίνει σμπαράλια. Την ώρα που σωριαζόταν πάνω στον πέτρινο στυλό του κεφαλόσκαλου της εισόδου και γλιστρούσε φαρδύς πλατύς στο δάπεδο με γουρλωμένα, γεμάτα απορία μάτια, είχε αρχίσει ήδη να μπλαβίζει από την ασφυξία. Από το λαιμό του έβγαιναν κάτι φρικτοί ήχοι, έτσι όπως πνιγόταν και προσπαθούσε να ρουφήξει αέρα. Τρέμοντας, ο Βανς τράβηξε το σώμα στη σκιά που έριχνε ένας στύλος. Άρπαξε το Ούζι του φρουροΰ, κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες και τράβηξε για την κυρίως έπαυλη. Ολόγυρά του έτρεχαν άνθρωποι* άρχισε να τρέχει κι αυτός. Προσπέρασε γρήγορα δυο αγριεμένα μαστίφ και τους εκπαιδευτές τους* κατευθύνονταν προς τα κει όπου είχε αφήσει το σώμα του σκοπού. Καθώς έτρεχε, έβλεπε τη φωτισμένη με προβολείς έπαυλη να μεγαλώνει όλο και περισσότερο σε κάθε του βήμα. Αναπνέοντας αβίαστα παρόλο που είχε διανύσει τρέχοντας τετρακόσια μέτρα, ο Βανς διέσχισε τον κυκλικό χώρο μπροστά από την έπαυλη και ανέβηκε τα σκαλιά. Από τις σκιές που πλαισίωναν την περίτεχνα σκαλιστή μαονένια πόρτα πρόβαλαν δύο φρουροί. «Δήλωσε τη δουλειά σου!» τον προκάλεσε ο πιο μεγαλόσωμος από τους δύο. Από τον περίφρακτο χώρο του μοναστηριού ακούγονταν αναστατωμένες φωνές* είχαν ανακαλύψει το σκοτωμένο φρουρό. Προς στιγμήν η προσοχή των φρουρών αποσπάστηκε από φωνές που καλούσαν σε βοήθεια. Δεν ήξεραν αν έπρεπε να στείλουν βοήθεια ή να κάνουν περαιτέρω έλεγχο στον Βανς. «Τον αδελφό Γρηγόριο», είπε ο Βανς. «Έχω ένα επείγον μήνυμα για τον αδελφό Γρηγόριο. Έχει σχέση μ' αυτούς», ο Βανς έδειξε την αναταραχή που ακουγόταν από τους ξενώνες, «εντοπίστηκε ο παρείσακτος». Οι φρουροί τον κοίταξαν αποδοκιμαοτικά. «Πολύ καλά, θα σε

πάω εγώ», είπε ο πιο μεγαλόσωμος. «Ακολούθησε με. Τζάκομο, εσυ μείνε εδώ και μην το κουνήσεις». Ο άλλος φρουρός έγνεψε καταφατικά, ενώ ο πιο μεγαλόσωμος σύντροφος του άνοιξε την πόρτα και παραμέρισε για να περάσει ο Βανς. Ο Βανς κατάπιε με δυσκολία, για να διώξει τον κόμπο του φόβου που τον έπνιγε. Η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω του. «Ακολουθησέ με», γρύλισε πάλι ο φρουρός. Ο προθάλαμος ήταν μεγαλοπρεπής και σπηλαιώδης, αλλά διακοσμημένος με λιτό μεσαιωνικό στιλ. Σε αντίθεση με τις περισσότερες επαύλεις, τούτη εδώ δεν είχε θρησκευτικά διακοσμητικά στοιχεία- δεν υπήρχαν πίνακες που να απεικονίζουν τη γέννηση, τη βάπτιση ή τη σταύρωση του Ιησοΰ. Υπήρχε μόνο ένας τραχύς, χονδροειδής σταυρός γύρω στα δέκα μέτρα, που σκαρφάλωνε από το μουντό πέτρινο δάπεδο ως την οροφή. Στα δεξιά, μια σκάλα έβγαζε στους πάνω ορόφους. Ο άντρας που οδηγούσε τον Βανς προσπέρασε τη σκάλα, διέσχισε την κύρια αίθουσα και έπειτα έστριψε αριστερά. Στο τέλος του στενού, σκοτεινού διαδρόμου σταμάτησαν. Ο φρουρός χτύπησε την πόρτα. «Αδελφέ Γρηγόριε», είπε με σεβασμό ο άντρας μπροστά στην κλειστή πόρτα. «Σας ζητώ συγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά έχετε ένα μήνυμα». Πίσω από την πόρτα, ο Βανς άκουσε θόρυβο από χαρτιά κι έπειτα το τρίξιμο καρέκλας πάνω σε ξύλινο πάτωμα. «Αυτό είναι τελείως αντικανονικό!» είπε ξερά μια θυμωμένη φωνή καθώς άρχιζε να ανοίγει η πόρτα. Στη μισάνοιχτη πόρτα εμφανίστηκε ένα πρόσωπο. Ήταν θυμωμένο, αλλά δεν ήταν ο αδελφός Γρηγόριος. Το πρόσωπο δεν έδειξε να αναγνωρίζει τον Βανς, που στεκόταν εκεί. Ο μεγαλόσωμος φρουρός παραμέρισε για να μπορέσει ο άντρας να δει καλύτερα τον Βανς. «Αοιπόν;» είπε ανυπόμονα στον Βανς, ενώ ο θυμός του φούντωνε. «Μίλα! Και γρήγορα. Αντιμετωπίζουμε κρίση!» Ο Βανς ήξερε ότι έπρεπε να δράσει προτού προλάβει ο άντρας να δει τα αθλητικά

του παπούτσια να προβάλλουν κάτω από το υπερβολικά κοντό ράσο. Αυτός εδώ δε θα παρέβλεπε τα παπούτσια, όπως είχαν κάνει οι φρουροί μέσα στη γενική σύγχυση. Έπειτα ακούστηκαν δυνατές φωνές από την εξώπορτα, μια αναταραχή που, με το που άνοιξε η πόρτα, ξεχύθηκε στον προθάλαμο. Αυτοί, μάντεψε ο Βανς, πρέπει να ήταν οι φρουροί από τους ξενώνες.

Μια αδύναμη φωνή από την άλλη πλευρά της αυλής τράβηξε την προσοχή της Σούζαν στην πρόσοψη των ξενώνων. Μια ομάδα ρασοφόρων στριμώχτηκε στην κορυφή της σκάλας, έπειτα άρχισε να ξεχύνεται από το κεφαλόσκαλο, για να εξαφανιστεί τελικά πίσω από το κτίριο, αφήνοντας πίσω στις σκάλες δύο άντρες. Οι δυο τους πάλεψαν* ο ένας έπεσε. Ο άλλος άρχισε να τρέχει προς την έπαυλη. Ήταν παράξενα ντυμένος, πρόσεξε η Σούζαν. Φορούσε κάτι λευκά παπούτσια. Είδε τον άντρα να τρέχει γρήγορα αλλά με άνεση και να καλύπτει την απόσταση μεταξύ της κύριας έπαυλης και του ξενώνα μέσα σε λίγα λεπτά. Κάτι πάνω του της φαινόταν οικείο, αλλά προτού προλάβει να τον κοιτάξει καλύτερα, εξαφανίστηκε από το περιορισμένο οπτικό της πεδίο. Ακουσε λαχανιασμένες, γεμάτες έξαψη φωνές από την εξώπορτα στη γωνία, μα δεν μπορούσε να καταλάβει μεμονωμένες λέξεις. Έπειτα άκουσε μια γνώριμη φωνή. Ήταν ο Βανς! Είχε έρθει!

«Να τος! Εκείνος εκεί! Αυτός είναι!» Αντήχησε άγριο ποδοβολητό πάνω στον πέτρινο διάδρομο, καθώς κάποιοι άντρες έτρεχαν προς το μέρος του. Ο εύσωμος φρουρός που είχε συνοδεύσει τον Βανς ως την πόρτα τον αγριοκοίταξε κι έκανε να πιάσει το Ούζι του. Στο πρόσωπο

του άντρα που είχε ανοίξει την πόρτα του αδελφού Γρηγόριου παιχνίδισε μια έκφραση φόβου και έκπληξης, και τώρα προσπαθούσε να κλείσει την πόρτα στον κίνδυνο που καραδοκούσε απέξω. «Όχι!» φώναξε ο Βανς, σκύβοντας για να περάσει τον ώμο του μέσα από την πόρτα που έκλεινε. Έπρεπε να μπει στο δωμάτιο, ήταν η μόνη του ελπίδα. Η έφοδος του Βανς κατέλαβε εξαπίνης τον άντρα στο γραφείο, και η πόρτα άνοιξε όσο χρειαζόταν για να προλάβει να γλιστρήσει με το πλάι στο άνοιγμα ο Βανς, προτού αρχίσει να ξανακλείνει. Ο εύσωμος φρουρός είχε ξεκρεμάσει το Ουζι από τον ώμο του* ένα άλλο σώμα, από τη μέσα πλευρά, έπεσε πάνω στην πόρτα και ξαφνικά ο Βανς βρέθηκε σφηνωμένος ανάμεσα στην πόρτα και στο κούφωμα. Ο φρουρός έφερε την μπούκα του Ουζι του στο κεφάλι του Βανς. Τα βήματα στην είσοδο δυνάμωσαν, και τώρα ο Βανς μπορούσε να δει ότι είχαν τραβήξει όλοι όπλα. Βάζοντας όλη του τη δύναμη, ο Βανς λύγισε τη ράχη του, αναγκάζοντας την πόρτα να ανοίξει περισσότερο, κι έπεσε με τα γόνατα στο χώρο που δημιουργήθηκε, τη στιγμή που πυροβολούσε ο φρουρός. Το αυτόματο όπλο βρυχήθηκε μ' ένα βόμβο θυμωμένων σφαιρών, που κατέφαγαν το κούφωμα της πόρτας. Οι άνθρωποι πίσω από την πόρτα ξαφνιάστηκαν από τους πυροβολισμούς κι έπαψαν να την κρατούν. Ο Βανς σήκωσε τη δεξιά του γροθιά, και την προσγείωσε με οδυνηρή σιγουριά στα αχαμνά του φρουρού, συνθλίβοντας τους όρχεις του. Ο άντρας γρύλισε και έγειρε μπροστά' ο Βανς πετάχτηκε όρθιος, και ενώνοντας τις δυο του γροθιές πέτυχε το φρουρό ίσια στη μύτη. Τον είδε να σωριάζεται κάτω. Το Ούζι, ανίσχυρο πια, έπεσε με κρότο πάνω στο πέτρινο δάπεδο. Κι άλλα Ούζι εκπυρσοκρότησαν καθώς άρχισε να πυροβολεί η ομάδα των αντρών που κατέφθαναν τρέχοντας από τον ξενώνα. Από τους τοίχους τινάζονταν μεγάλα κομμάτια σοβά κι από το ξύλινο κούφωμα έφευγαν σκλήθρες ολόκληρες. Ο Βανς έπεσε στο πάτωμα και κυλίστηκε ως το γραφείο του αδελφού Γρηγόριου την ώρα που

πλησίαζε η συμμορία. Σαν παγωμένη εικόνα εφιάλτη, ο Βανς είδε τον εαυτό του να κυλιέται κάτω μέσα σε μια θάλασσα κόλλας, ενώ μια σειρά σφαίρες γάζωναν επακριβώς τη διαδρομή του πάνω στο σκούρο πλακόστρωτο δάπεδο του δωματίου, αφήνοντας μικροσκοπικές λευκές κηλίδες. Απελπισμένα, ο Βανς πετάχτηκε όρθιος και όρμησε μπροστά, να ξεφύγει από τη θανατηφόρα τροχιά των πυροβολισμών του πολυβόλου, που τον ακολουθούσε μέχρι που βγήκε από τη γραμμή του πυρός. «Κλείστε την πόρτα», διέταξε ο Βανς, ξεκρεμώντας από τον ώμο το δικό του Ούζι και στρέφοντάς το πάνω στον αδελφό Γρηγόριο και στο βοηθό του, που είχαν λουφάξει πίσω από την πόρτα. Τον κοίταξαν με καθαρή κατάπληξη. «Κλείστε την τώρα, ειδάλλως σας τινάζω τα γαμημένα σας μυαλά στον αέρα!» Ο Βανς είδε μια αχτίδα φόβου να τρεμοπαίζει στα μάτια τους- ο αδελφός Γρηγόριος σηκώθηκε αργά κι έκλεισε την πόρτα. «Γρήγορα!» φώναξε ο Βανς. «Αν θέλετε να ζήσετε, πείτε στους άντρες σας να μείνουν έξω». Ο αδελφός Γρηγόριος δίστασε για μια στιγμή. Ο Βανς απασφάλισε το Ούζι. «Σταματήστε!» φώναξε ο αδελφός Γρηγόριος. «Για τ' όνομα του θεού, σταματήστε». Ήταν πολύ αργά. Ο πιο γρήγορος της ομάδας των φρουρών έπεσε πάνω στην πόρτα, και λίγο έλειψε να ρίξει κάτω τον αδελφό Γρηγόριο. Ο φρουρός κοίταζε μια τον Βανς που είχε κρυφτεί πίσω από ένα μικρό καναπέ, μια τον αδελφό Γρηγόριο* και ξανά, μια τον Βανς, που κράδαινε το Ούζι, μια τον αδελφό Γρηγόριο, που ξανάβρισκε την ισορροπία του. «Αφήστε μας, αδελφέ», είπε γρήγορα ο Γρηγόριος στο συγχυσμένο φρουρό που στεκόταν εκεί, λαχανιασμένος, με τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπο του. Κάτω από την κουκούλα και τα σμιγμένα φρύδια, τα έξυπνα μάτια του φρουρού επιθεωρούσαν το δωμάτιο. Ο αδελφός Γρηγόριος έσκυψε προς το μέρος του φρουρού και κάτι του ψιθύρισε.

«Δε θέλω τέτοια!» ούρλιαξε ο Βανς, πυροβολώντας με το Οΰζι πάνω από τα κεφάλια τους. Ο αδελφός Γρηγόριος τινάχτηκε πίσω τρομοκρατημένος. Αντιδρώντας ενστικτωδώς, ο φρουρός έστρεψε το όπλο του πάνω στον Βανς· ο Βανς πυροβόλησε. Η φωτιά που ξέρασε το όπλο βρήκε το φρουρό κατάστηθα και τον γκρέμισε έξω από τη μισάνοιχτη πόρτα. «Τώρα κλείστε την τελείως και κλειδώστε την», διέταξε ο Βανς με σφιγμένα δόντια. «Κι αυτή τη φορά δε θέλω να πεις τίποτα, τίποτα απολΰτα>ς στους άντρες σου». Σιωπηλά, βλοσυρά, ο επικεφαλής του μοναστηρίου συμμορφώθηκε. Μόλις έγινε κι αυτό, ο Βανς βγήκε από την κρυψώνα πίσω από τον καναπέ. Ο άντρας που του είχε ανοίξει αρχικά την πόρτα καθόταν ακόμα λουφαγμένος κοντά σε μια βιβλιοθήκη πίσω από την πόρτα. Ήταν μεσήλικας με αραιά καστανά μαλλιά, ξεπλυμένα γκρίζα μάτια και φορούσε ένα απροσδιόριστο κοστούμι που σακοΰλιαζε ανελέητα πάνω στο λεπτό σκελετό του. Έμειναν να κοιτάζονται για λίγα λεπτά: έκπληκτοι κι οι τρεις τους, χρειάζονταν μια ευκαιρία να συνέλθουν, να αξιολογήσουν την κατάσταση, να καταλάβουν. Τελικά τη σιωπή την έσπασε ο Βανς. «Πηγαίνετε κοντά στα παράθυρα», απαίτησε. Χωρίς να πουν κουβέντα, οι δυο άντρες συμμορφώθηκαν. Το τεράστιο, σπαρτιάτικα επιπλωμένο γραφείο αντίκριζε τη λίμνη Κόμο μέσα από τρεις μεγάλες μπαλκονόπορτες που έβγαζαν ο ένα μικρό μπαλκονάκι. Ο Βανς τους έγνεψε με το Ουζι. «Τραβήξτε τις κουρτίνες», είπε απότομα στους άντρες. «Κλείστε τες τελείως». Παρόλο που φερόταν σκληρά, ο Βανς έτρεμε από τον τρόμο και την εξάντληση. Πήρε βαθιά ανάσα και έβγαλε αργά τον αέρα από τα πνευμόνια του. Βγήκε δυνατά και τρεμουλιαστά. Μόλις το άκουσε, ο αδελφός Γρηγόριος του χάρισε ένα ήρεμο, μακάριο χαμόγελο. Το θέαμα εξόργισε τον Βανς* ξαφνικά του ήρθε μια σχεδόν ανεξέλεγκτη παρόρμηση να τραβήξει τη σκανδάλη του όπλου και να κόψει στα δΰο αυτό το σατανι-

κό άνθρωπο. Συγκρατήθηκε όμως. Ο αδελφός μπορεί να ήταν το εισιτήριο του για να βγει από το μοναστήρι. «Κι εγώ φοβάμαι», είπε ο Γρηγόριος, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του Βανς. «Κι οι δυο φοβόμαστε». Του έτεινε το χέρι. «Υπάρχει μια ειρηνική λΰση για όλα αυτά. Δώσε μου το όπλο». «Ακίνητος, μαλάκα», είπε θυμωμένα ο Βανς. «Να μου λείπουν αυτές οι παπαδίσιικες ανοησίες σου». Ο Γρηγόριος έκανε ένα ακόμα βήμα. Ο Βανς ρύθμισε τον επιλογέα του Ουζι στον ένα πυροβολισμό και έριξε μια σφαίρα στα πόδια του αδελφού Γρηγόριου. Ο ιερέας πάγωσε επιτόπου, ενώ το πρόσωπο του συσπάστηκε από μίσος και λύσσα και τα χέρια του σφίχτηκαν γροθιές μέσα στις πτυχές του μαύρου του ράσου. «Καλύτερα έτσι», είπε ο Βανς. Ο άλλος άντρας που βρισκόταν στο δωμάτιο δεν είχε κουνήσει ρούπι, παρόλο που τα χέρια του έτρεμαν έτσι που είχε αρπαχτεί από την άκρη μιας καρέκλας που είχε βρεθεί μπροστά του. «Εντάξει, πήγαινε το φίλο σου σ' εκείνη εκεί την πόρτα». Ο Βανς έδειξε την πόρτα απ' όπου είχε μπει στο δωμάτιο, έστησε στον τοίχο τους δυο άντρες και τους έψαξε. Ανακάλυψε το πορτοφόλι του άγνωστου άντρα, κλειδιά αυτοκινήτου και κάτι ψιλά. Έψαξε τον αδελφό Γρηγόριο, που στεκόταν με το πρόσωπο πάνω σε μια άλλη πόρτα συνεχόμενου τοίχου με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια ψηλά. «Για να δούμε, λοιπόν, τι έχουμε εδώ πέρα;» είπε ο Βανς, δήθεν έκπληκτος σαν έβγαλε από την τσέπη του ράσου του αδελφού Γρηγόριου μια αυτόματη Μπερέτα διαμετρήματος είκοσι πέντε χιλιοστών. «Καινούρια προσθήκη στη θεία λειτουργία; Για την τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας, υποθέτο)». Ο Βανς απομακρύνθηκε από τους δύο άντρες, προχίόρησε στο γραφείο και βολεύτηκε αργά στην πολυθρόνα, κρατώντας ακόμα το Ούζι. Το αίμα του κυλούσε πια λιγότερο ορμητικά, και δεν του σφυροκοπούσε τα αφτιά σαν άγριο κύμα σε ακτή* σταθεροποιήθηκαν και τα χέρια του.

Στο μυαλό του άρχισε να διαμορφώνεται ένα απλό σχέδιο, αλλά έπρεπε να δράσει γρήγορα, όσο ακόμα τελούσαν υπό σύγχυση οι δυνάμεις ασφαλείας. «Αδελφέ Γρηγόριε», άρχισε να λέει. «Εσύ κι εγώ θα φύγουμε σύντομα από δω. Πρώτα όμως θέλω να μου φέρετε εδώ τη Σουζαν». Ο Γρηγόριος δεν έδωσε απάνιηση. «Με ακοΰς, σακί με εκκλησιαστικά σκατά;» είπε ο Βανς θυμωμένα. «Δεν υπάρχει λόγος να βλαστημάς», Η φωνή του ακούστηκε πνιχτή έτσι που μιλούσε πάνω σιον τοίχο. «Σε άκουσα. Όμως», έκανε παΰση, «είναι κάτι που νομίζω πως πρέπει να ακούσεις κι εσΰ». «Εντάξει», είπε ανυπόμονα ο Βανς. «Γρήγορα όμως». «Μπορώ να πάρω μια πιο άνετη θέση;» ζήτησε ευγενικά ο Γρηγόριος. «Θα ήθελα να σου μιλήσω πρόσωπο με πρόσωπο». «Μείνε εκεί που είσαι», είπε ο Βανς. «Συγνώμη που σε πληγώνω, αλλά δε σε εμπιστεύομαι». «Πολΰ καλά», αναστέναξε ο Γρηγόριος. «Όπως ξέρεις, έχεις μία τουλάχιστον ευκαιρία να μείνεις μαζί μας. Πραγματικά, θα προτιμούσαμε να σε έχουμε με το μέρος μας, παρά εναντίον μας. Έχεις μεγάλο ταλέντο. Είναι γνωστές οι επιστημονικές και τεχνολογικές σου δεξιότητες, και η κατάρτισή σου σε ό,τι αφορά τον Λεονάρντο είναι η πληρέστερη που υπάρχει». «Ίσως», είπε μοχθηρά ο Βανς, «τώρα που σκότωσες όλους τους άλλους». Δε θα ξεχνούσε ποτέ πώς είχε κακοποιηθεί ο Μαρτίνι. «Θα έπρεπε να σου κάνω τα ίδια». «Δεν κάναμε εμείς τα έκτροπα για τα οποία μιλάς», αποκρίθηκε αγανακτισμένα ο Γρηγόριος. «Σεβόμασταν πάρα πολύ τις γνώσεις του Μαρτίνι. Αυτές είναι πράξεις άλλων». Ο Βανς ξαφνιάστηκε. «Ποιων;» «Θα σου πω αν έρθεις με το μέρος μας». «Και γιατί να το κάνω;» «Κύριε Έρικσον, οι Εκλεκτοί Αδελφοί του Αγίου Πέτρου έχουν έ-

ναν καλλιτεχνικό θησαυρό μπροστά στον οποίο άλλες συλλογές του κόσμου μοιάζουν με νάνους. Έχουμε έργα τέχνης κι έργα μουσικά, έργα επιστημονικά που δεν έχει δει και εξετάσει ποτέ κανείς. Εδώ έχουμε εργασία και πνευματική πρόκληση που φτάνουν για να κρατήσουν τον αληθινό μελετητή ευτυχισμένο για την υπόλοιπη ζωή του. Εσυ, Βανς Έρισκον, είσαι το είδος της διάνοιας που θέλουμε. Όχι μόνο μπορείς να εκτιμήσεις τη συλλογή και τα επιτευγματά μας, αλλά μπορείς με το μυαλό σου να συνεισφέρεις στην πρόοδο ενός νέου πολιτισμού - ενός πολιτισμού του οποίου θα είμαι ο πνευματικός αρχηγός». Ο Βανς είδε με το νου του τα κιβώτια με τους θησαυρούς της τέχνης και θυμήθηκε πώς του είχε περιγράψει ο Τόζι τα γραπτά και τα σκίτσα του Λεονάρντο, που, όπως του είχε πει, διέθετε το μοναστήρι. Έπειτα όμως άκουσε ξανά την απόγνωση στη φωνή του Τόζι. Ο Βανς σκέφτηκε και τους φρικτούς ανθρώπους που είχαν βρει άσυλο στο μοναστήρι, αυτό το ζωο'ίδη βούρκο του ανθρώπινου είδους, που του είχε επιτραπεί να κρυφτεί εδώ για να ξεφύγει από τη δικαιοσύνη. Κυρίως όμως σκέφτηκε τη Σούζαν. «Όχι, αν μπορώ να το εμποδίσω», είπε ξαφνικά ο Βανς. «Ορίστε;» «Δε θα γίνεις ο πνευματικός ηγέτης κανενός, αν μπορώ να το εμποδίσω». «Αυτό είναι το θέμα, νεαρέ μου φίλε». Ο τόνος της φοινής του Γρηγόριου ήταν γλοιώδης. «Δεν μπορείς να το εμποδίσεις. Δεν υπάρχει κανένας πιθανός τρόπος να το αποτρέψεις να συμβεί. Δε γίνεται να αρνηθούμε τη μοίρα». «Μπορώ να προσπαθήσω». «Θα πεθάνεις στην προσπάθεια», αποκρίθηκε απότομα ο Γρηγόριος. «Ας είναι», είπε ο Βανς. «Προτιμώ να πεθάνω στην προσπάθεια». Ο Γρηγόριος αναστέναξε κουρασμένα. «Πόσο υπαρξιστικό. Και

πόσο μάταιο. Γιατί δεν ακοΰς τη φωνή της λογικής; Μπορώ να σε βοηθήσω. Μπορώ να σε βάλω μέσα σε όλο αυτό. Θα ήταν κρίμα να πεθάνεις. Τέτοια σπαταλημένη διάνοια. Δε θέλεις να ζήσεις;» «Όχι, αν είναι να είμαι φυλακισμένος σου». «Κΰριε Έρικσον, σε εκλιπαρώ». Η φωνή του Γρηγόριου ήταν προτρεπτική* για πρώτη φορά ακοΰστηκε τρομαγμένος. «Παρακάλα όσο θέλεις», είπε ο Βανς. «Δεν ωφελεί. Θα φΰγουμε κι οι δυο ζωντανοί από δω μέσα, αλλιώς κανείς μας». Βαθιά σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο, που την έσπαζαν μόνο οι θόρυβοι που έκανε ο Βανς καθώς ψαχοΰλευε το γραφείο του Γρηγόριου. Άνοιξε κι έκλεισε συρτάρια, πασπατεΰοντας το περιεχόμενο τους. «Α!» είπε βγάζοντας ένα ρολό ταινίας σελοφάν. Θα κολλοΰσε την κάννη του όπλου στο κεφάλι του αδελφοΰ και το δάχτυλο του στη σκανδάλη. Αν πυροβολοΰσε κάποιος τον Βανς, τα μυαλά του αδελφοΰ Γρηγόριου θα τινάζονταν στον αέρα. Παρόλο που ο Βανς ήταν ήρεμος πλέον, ήξερε ότι οι άλλοι δΰο στο δαιμάτιο δεν ήταν. Ίδρωναν από φόβο για τις ζωές τους, εξαιτίας του. Ξαφνικά τον πλημμΰρισε μια αίσθηση εξουσίας, κι έπειτα, το ίδιο ξαφνικά, ένιωσε αηδία. Η εξουσία, σκέφτηκε, διαφθείρει. Με την ταινία πο και κοίταξε αποφασιστικά γύρω της. «Μην τα παρατάς ακόμα», του είπε. «Έλα». Τον άρπαξε από το χέρι και τον τράβηξε στην άκρη της στέγης. Από κάτω, ένα στενό αφρισμένο υδάτινο μουστάκι έσκαγε πάνω (πα θεμέλια του κτιρίου. Όπως οι περισσότερες επαύλεις στο Κόμο, ήταν κι αυτή χτισμένη στην όχθη της λίμνης ως εκεί που έφτανε το νερό. Κάτω από την επιφάνεια του νερού, διαγραφόταν η απόκρημνη βουνοπλαγιά, που βυθιζόταν απότομα μες στη λίμνη. Η λίμνη του Κόμο δεν είχε παραλίες, εκτός από αυτές στα δυο της άκρα. Το έδαφος παραήταν απότομο για να διαμορφωθούν παραλίες. Σε απόσταση τριών μέτρων από την άκρη, το βάθος του νερού μπορεί να έφτανε τα έξι με δέκα μέτρα. Ή, πιθανώς, σκέφτηκε ριγώντας η Σούζαν, πολύ λιγότερο. «Ιδού η έξοδος μας», είπε. Αλαλος, κοίταξε πρώτα εκείνη κι έπειτα το νερό που απλωνόταν είκοσι με εικοσιπέντε μέτρα κάτω. «Η έξοδος μας;» «Θα πηδήξουμε», αποκρίθηκε, με μια σιγουριά που δεν ένιωθε. «Θα πηδήξουμε;» Κατάπιε με δυσκολία. Πίσω τους αντήχησαν πυροβολισμοί. Ξαφνικά ο αέρας γέμισε θάνατο. Πιασμένοι από το χέρι, πήδηξαν.

17

Τ ο ΔΩΜΑΤΙΟ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΒΟΛΟ. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει πολυτελε'ς, με μοντέρνα ιταλική επίπλωση, όπου επικρατούσε το χρώμιο, το δέρμα και το καλάμι. Ένας γνήσιος Ματίς στους ιβουάρ τοίχους φανέρωνε γούστο. Κρίμα, σκέφτηκε ο Κίνγκσμπερι καθώς σηκωνόταν από το μαραφέτι όπου καθόταν - ένα συνδυασμό καλαμιού και δέρματος, που έπαιζε το ρόλο πολυθρόνας. Δεν ήταν καθόλου του γούστου του. Κι όμως, καθώς περπατούσε ξυπόλητος πάνω στο παχύ γκριζογάλανο χαλί για να πάει στο παράθυρο που έβλεπε στην παλιά συνοικία της Μπολόνια, ήξερε ότι το πρόβλημα δεν ήταν το γούστο. «Βανς, Βανς. Τι έκανα και στους δυο μας;» Ο ηλικιωμένος άντρας αναστέναξε, σαν απομνημόνευσε άλλη μια φορά τη διάταξη των κτιρίων με τις κόκκινες σκεπές που περιέβαλλαν το Ντουόμο, θέαμα που τεμάχιζαν σε λεπτά ορθογώνια τα κάγκελα που χρησίμευαν για να κρατάνε έξω τους διαρρήκτες, αλλά τώρα κρατούσαν αυτόν μέσα. Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε γέρος. Τα εβδομήντα τρία του χρόνια έμοιαζαν να βαραίνουν πάνω στα κόκαλα του σαν μολυβένιο έρμα. Σε λίγες μέρες η εταιρεία που είχε χτίσει με τόσες θυσίες δε θα είχε πια καμία αξία και ο άνθρωπος που αγαπούσε σαν γιο του θα ήταν εγκληματίας, είτε νεκρός είτε καταδικασμένος να ζει ισόβια σαν φυγάς. Πώς είχαν συμβεί όλα αυτά; Έκλεισε τα βλέφαρά του πά-

νω στα ανοιχτόγκριζα μάτια του και τα έτριψε με σφιγμένες γροθιές. Έπρεπε να μάθει την ταυτότητα του προδότη που είχε δώσει στην Αντιπροσωπία αυτό που ήθελε. Η συζήτηση στην έπαυλη έξω από τη Ρώμη ήταν σύντομη. Ήξερε όμως ότι τα ολέθρια χτυπήματα της ζωής είναι συνήθως γρήγορα και ανελέητα. Αυτός ο νεαρός αλαζόνας, ο Κίμπαλ, του είχε δώσει ψύχραιμα και ΰπουλα το τελεσίγραφο της Αντιπροσωπίας: ο Κίνγκσμπερι θα συνεργαζόταν με την Αντιπροσωπία, αλλιώς θα καταστρεφόταν κι αυτός κι ο Έρικσον. Ο Κίμπαλ τού σκιαγράφησε τον έξυπνο τρόπο με τον οποίο είχαν σκευωρήσει εναντίον του Βανς Έρικσον και της κοπέλας, της Σούζαν Στορμ. Ασυνήθιστο αυτό το ζευγάρι, σκέφτηκε ο Κίνγκσμπερι, καθώς απομακρυνόταν από το παράθυρο και πήγαινε να καθίσει στην πολυθρόνα που σιχαινόταν. Το ψηφιακό ρολόι πάνω στο τραπέζι δίπλα του έδειχνε εννιά και πενήντα τρία. Ποτέ δεν του είχε περάσει από το νου ότι αυτοί οι δύο θα απηύθυναν έναν πολιτισμένο λόγο ο ένας στον άλλο, πόσο μάλλον ότι θα γίνονταν συνεργοί στο έγκλημα. Ως προς αυτό, το πρώτο μέρος της απαίτησης του Κίμπαλ ήταν απλό: Συνεργάσου μαζί μας, κι εμείς θα φροντίσουμε να αποκαταστήσουμε το όνομα του Βανς και να τον απαλλάξουμε από τις κατηγορίες. Αν μας πολεμήσεις, θα τον καταστρέψουμε. Η προειδοποίηση αυτή ήταν πολύ αποκρουστική, ένα είδος ψυχολογικής τρομοκρατίας που καταργούσε τα όρια του έντιμου πολέμου. Ωστόσο θα μπορούσε να το χειριστεί μόνος του. Είχε κι αυτός φίλους σε υψηλές θέσεις- θα μπορούσε να τους πολεμήσει σκληρά. Όχι, το ήξεραν κι αυτό οι εχθροί του. Τον είχαν μελετήσει καλά, όπως ένας αριστοτέχνης σκακιστής απομνημονεύει όλες τις κινήσεις του αντιπάλου του από προηγούμενους αγώνες. Τον ήξεραν αρκετά καλά για να έχουν στην άκρη έτοιμο ένα χαριστικό χτύπημα, μια ξανάοτροφη μπουνιά, που πίστευαν πως θα τον άφηνε κάτω ξερό.

Όλως περιέργως, είχαν μάθει για τις τεράστιες ποσότητες πετρελαίου που είχε ανακαλύψει στις Χιλιανές Άνδεις. Αυτό από μόνο του θα ήταν ζημιογόνο, αλλά όχι ολέθριο. Ήξεραν όμως και μέχρι ποιου σημείου είχε υπερεπεκτείνει την ΚονΠας προκειμένου να αναπτύξει αυτούς τους πόρους. Και αυτό θα ήταν ολέθριο. Ο Κίνγκσμπερι πήγε στο κουζινάκι να φτιάξει ένα φλιτζάνι τσάι. Από την άλλη, όμως, σκέφτηκε, αυτό που είχε κάνει την ΚονΠας κολοσσό ήταν ότι διακινδύνευε σε τομείς που οι άλλες εταιρείες δείλιαζαν. Είχε χρειαστεί να υποθηκεύσει ουσιαστικά την παραμικρή δραχμούλα που είχε αυτός και η εταιρεία του. Οι περισσότεροι θα χαρακτήριζαν παράτολμη αυτή του την κίνηση, αλλά στην προκειμένη περίπτωση, αν καρποφορούσε, θα ήταν, από οικονομικής άποψης, το πιο επικερδές συμβόλαιο που είχε υπογραφεί ποτέ στην ιστορία της βιομηχανίας του πετρελαίου. Είχε προχωρήσει αργά, διακριτικά. Μόνο αυτός και ο Βανς, που είχε ανακαλύψει το κοίτασμα πετρελαίου, ήξεραν το όλο σχέδιο. Οι ευθύνες είχαν διαμοιραστεί έτσι ώσιε κανένα από τα στελέχη της ΚονΠας να μη γνωρίζει το όλο σχέδιο, να μην ξέρει πόσο ριψοκίνδυνο ήταν από οικονομικής άποψης. Κι ο ίδιος ο Κίνγκσμπερι έπρεπε να προχωρήσει διακριτικά, γιατί μεγάλο μέρος των χρημάτων που είχε επενδύσει το είχε δανειστεί έναντι του πενήντα τρία τοις εκατό των προσωπικών μετοχών που είχε στην ΚονΠας. Μια σημαντική πτώση του χρηματιστηρίου -που θα ήταν αναπόφευκτη έτσι και μάθαιναν άλλοι επενδυτές για το σχέδιο προτού αρχίσει να αποδίδει- θα ακύρωνε πολλά δάνεια. Αν συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε να ακυρωθεί το έργο, και μια ακύρωση θα σήμαινε την κατ' ουσίαν καταστροφή της ΚονΠας. Και τότε δε θα του απέμενε τίποτ' άλλο παρά να την πουλήσει σε κάποια μεγάλη εταιρεία πετρελαίου. Και στην ουσία αυτό είχε εγγυηθεί η Αντιπροσωπία της Βρέμης, σκέφτηκε ο Κίνγκσμπερι καθώς άρχισε να σφυρίζει η τσαγιέρα. Γέμισε με καυτό νερό ένα μεγάλο φλιτζάνι τσαγιού από αγγλική nop-

σελάνη, παρακολούθησε τον ατμό να ανεβαίνει κι έπειτα βούτηξε μέσα ένα σακουλάκι τσάι Twinings English Breakfast και το παρακολούθησε να μουσκεύει και να βυθίζεται στον πάτο. Ευχήθηκε να είχε κανονική τσαγιέρα. Τα σακουλάκια δήλωναν έλλειψη πολιτισμού. Και τώρα όμως θα έκανε ό,τι έκανε πάντα, σκέφτηκε, παρακολουθώντας το χρυσαφένιο υγρό να διαχέεται από το σακουλάκι και να γεμίζει τον πάτο του φλιτζανιού. Η ζωή ήταν κι άλλοτε απολίτιστη και θα τα έβγαζε πέρα σε περίπτωση που ξαναγινόταν. Είχε δει τον πατέρα του να πεθαίνει από την πείνα τον κρύο χειμώνα του 1916 στο αξιοθρήνητο σπίτι τους στα βουνά της Ουαλίας. Ήταν οχτώ χρόνων τότε και είχε ορκιστεί ότι δε θα επέτρεπε ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο στον ίδιο. Είχε δει τον πατέρα του να τα παρατάει, τη στιγμή που θα μπορούσε να είχε σωθεί. Η παραίτηση σήμαινε θάνατο. Ο Κίνγκσμπερι ανακάτεψε το τσάι και έβγαλε το σακουλάκι. Ναι, σήμαινε θάνατο. Είδε μπροστά του το αυτάρεσκο χαμόγελο, εκείνο το αναθεματισμένο αυτάρεσκο, γεμάτο αυτοπεποίθηση χαμόγελο στο πρόσωπο του Κίμπαλ, την ώρα που του αποκάλυπτε τα σχέδια της Αντιπροσωπίας στην έπαυλη, στη Ρώμη. Ακόμα και τώρα, το χέρι του Κίνγκσμπερι έτρεμε τόσο πολύ, που έχυσε τρεις χρυσαφένιες σταγόνες τσάι πάνω στο γκριζογάλανο χαλί. Στην ΚονΠας υπήρχε ένας προδότης που είχε δώσει στην Αντιπροσωπία αυτό που χρειαζόταν. Φεύγοντας την προηγουμένη από την έπαυλη, κι ενόσω οδηγούσε πίσω στη Ρώμη, ο Κίνγκσμπερι σκεφτόταν ότι του είχαν κάνει ματ. Ύστερα του είχε τηλεφωνήσει ο Βανς από το Κόμο και του είχε πει για τις απόπειρες εναντίον του. Ο Βανς δεν τα είχε παρατήσει. Αυτό το αγόρι ήταν τρελό και δοσμένο στη μάχη. Αυτή του η συμπεριφορά έκανε τον Κίνγκσμπερι να σκεφτεί, και σχεδόν να πείσει τον εαυτό του, ότι υπήρχε ένας τρόπος, αν όχι να... νικήσει, τουλάχιστον να εξασφαλίσει ότι δεν επρόκειτο να νικήσει ούτε η Αντιπροσωπία της Βρέμης.

Νωρίς το πρωί, όμως, εκείνης της μέρας, ήρθαν στο ξενοδοχείο του άνθρωποι της Αντιπροσωπίας. Ο Βανς δημιουργούσε κι άλλους μπελάδες, είπαν στην πραγματικότητα κατέστρεφε κάτι δουλειές στις οποίες είχε ανάμειξη η Αντιπροσωπία. Κι έτσι πήραν τον Κίνγκσμπερι και τον πήγαν στην Μπολόνια, σε ένα από τα ακίνητα που είχαν εκεί. Θα τον κρατούσαν όμηρο, για να εξασφαλίσουν ότι ο Βανς θα έπαυε να χαλάει τα σχέδια της Αντιπροσωπίας. Αυτή ήταν η συμφωνία, σκέφτηκε ο Κίνγκσμπερι, σιγοπίνοντας το καυτό του τσάι, προσέχοντας μη ζεματιστεί. Πρέπει να σταματήσω τον Βανς. Αν δεν το κάνω, ο Βανς, η ΚονΠας κι εγώ την έχουμε πατήσει. Πώς μπορώ να το κάνω, όμως; Πώς θα μάθει ο Βανς ότι βρίσκομαι στην Μπολόνια για να έρθει; Πώς θα μπορέσει να με βρει και τι θα κάνω όταν γίνει αυτό; Ο πρωινός ήλιος ανέβαινε στο μουντό ουρανό της Μπολόνια. Ο Κίνγκσμπερι δεν ήξερε την απάντηση, αλλά πίστευε ότι ο Βανς θα πήγαινε εκεί και θα τον έβρισκε. Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του. Ακούμπησε το φλιτζάνι στο πιατάκι του. «Όταν φτάσεις εδώ, αγόρι μου», είπε μεγαλόφωνα στο άδειο δωμάτιο, «θα σπάσουμε πλάκα με αυτοΰς τους ανθρώπους. Έχω μια ιδέα».

«Να πάρει ο διάβολος!» αναφώνησε για άλλη μια φορά οτα περσικά ο Χασέμι, βηματίζοντας από τη μια άκρη του μικρού, άθλιου δωματίου στην άλλη. Ποιος στην ευχή νόμιζε πως ήταν ο ξανθός Αμερικανός; Αυτός δεν ήταν ερασιτέχνης για να χρειάζεται βοηθούς όταν επρόκειτο να σκοτώσει κάποιον. Ο Αμερικανός ιμπεριαλιστής ήταν σαν όλους τους άλλους, και αυτός, ο Χασέμι, δε θα τον άφηνε να τον σταματήσει. Θα σκότωνε τον πάπα όπως ήθελε εκείνος. Δεν τον ενδιέφεραν πια τα χρήματα. Πρέπει να βγάλει από τη μέση τον πάπα, το σύμβολο των χριστιανών σταυροφόρων που είχαν ρημάξει τη γη του.

Ο Χασέμι σταμάτησε να πηγαινοέρχεται και τράβηξε μια δυνατή τζούρα από το ναργιλέ. Το χασίσι πότισε το κεφάλι του, αφήνοντας την καρδιά του οργισμένη και έτοιμη να σκοτώσει. Δίπλα σιο ναργιλέ βρισκόταν ένα αυτόματο Μπράουνινγκτων εννιά χιλιοστών και μια δεύτερη φυσιγγιοθήκη. Αυτό ήταν το ξίφος του Αλλάχ, θα βούλωνε μια για πάντα το στόμα του τυράννου στο Βατικανό. Στάθηκε στο παράθυρο και κάρφωσε το βλέμμα του στον γκριζωπό τοίχο με τα κίτρινα μπαλώματα, στην άλλη πλευρά του στενού δρόμου. Στις κηλίδες του είδε την τοιχογραφία των ηρωικών του κατορθωμάτων, και είδε τον εαυτό του να ματαιώνει το σχέδιο «εκτάκτου ανάγκης» του ξανθού Αμερικανού. Ο Αμερικανός και οι «δικοί» του είχαν εξαπολυθεί για να του στερήσουν το δίκαιο στόχο του: μόνο ο Χασέμι, Το Ξίφος του Αλλάχ, ήταν προορισμένος να σκοτώσει τον πάπα. Αυτοί οι άπιστοι δεν ήταν αντάξιοι της δόξας, που του ανήκε δικαιωματικά. Ο Χασέμι πήγε στο σαραβαλιασμένο γραφείο που έστεκε κοντά στο παράθυρο και κάθισε. Τράβηξε ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί και έγραψε με ορνιθοσκαλίσματα: «Σκότωσα τον πάπα». Ο Χασέμι άρχιζε σιγά σιγά να παίρνει ζεστά το σχέδιο, κι αναπολώντας τις σκέψεις που είχε κάνει πριν από λίγο, τις αποτύπωσε με σπουδή στο χαρτί. Όταν θα έθαβαν τον πάπα, αυτό το γράμμα θα ήταν το δικό του κεφάλαιο στην Ιστορία. Το έγραψε γρήγορα, το σφράγισε μέσα σε ένα λιγδωμένο φάκελο και το άφησε πάνω στο γραφείο, κάτω από το κλειδί του δωματίου του, αριθμός 31. «Αλλάχου άκμπαρ, ο θεός είναι μεγάλος», είπε. Ο Χασέμι Ράφικντουστ έχωσε το Μπράουνινγκ στην τσέπη του σακακιού του, έκλεισε την πόρτα του δωματίου του και κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα, που έτριζε σε κάθε του βήμα, για να πάει στο ραντεβού του με το πεπρωμένο.

«Σωατά: Χασέμι», είπε η Σούζαν στο τηλέφωνο. Ο Βανς στεκόταν δίπλα της στο καρτοτηλέφωνο στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Ρώμης, νιώθοντας τα σωθικά του να παγώνουν κάθε φορά που έβλεπε να πλησιάζει κάποιος με στολή. Ήταν ανάγκη, διάβολε, να τηλεφωνήσει από δω, με όλη την αστυνομία να τους βλέπει; Άραγε να είχαν σημάνει κι εδώ συναγερμό; Δεν ήξερε πώς λειτουργούσε η αστυνομία στην Ιταλία. «Όχι, δεν ξέρω επίθετο», έλεγε. Είχε κολλήσει το ακουστικό οτο αφτί της, και ο Βανς δεν μπορούσε να ακούσει τη φωνή στην άλλη γραμμή. «Ναι, αλλά με τέτοιο όνομα, πρέπει να είναι... τι ακριβώς; Ιρανός ίσο>ς». Για μερικά λεπτά άκουγε χωρίς να μιλάει. «Κοίτα, Τόνι. Είμαι σίγουρη ότι θα γίνει απόπειρα κατά του πάπα, σήμερα το απόγευμα... στις τέσσερις, ναι, ναι, είμαι απολύτως σίγουρη». Ο Βανς έκλεισε τα μάτια κουρασμένα κι ευχήθηκε να γινόταν κάτι να παραταθεί αυτή η μικρή ανάπαυλα και να μπορέσει να απολαύσει έναν ωραίο ύπνο, ολόκληρη τη νύχτα. Η φωτιά στην έπαυλη του μοναστηριού είχε πιάσει για τα καλά, κι είχε εξαπλωθεί γρήγορα στο εσωτερικό της, λόγω της παλιάς, ξύλινης κατασκευής της. Όλο το ανθρώπινο δυναμικό του μοναστηριού είχε αποσπαστεί στην εστία της πυρκαγιάς για να την κατασβέσει, ενώ είχαν επιταχθεί μέχρι και οι φρουροί που τους είχαν πυροβολήσει στη στέγη. Τόσο βέβαιοι ήταν πως ο Βανς και η Σούζαν είχαν κάνει άλμα θανάτου. Όμως η Σούζαν είχε δίκιο. Το νερό στο σημείο που είχαν πέσει είχε δέκα μέτρα βάθος, κι έσκισαν την επιφάνεια, βουτώντας με τα πόδια. Κολύμπησαν εύκολα ως το λεμβοοτάσιο, και με όλο τον κόσμο του μοναστηριού να έχει πάει να βοηθήσει στην κατάσβεση, ήταν παιχνιδάκι γι' αυτούς να κλέψουν μια βενζινάκατο και να φύγουν - αφού πρώτα όμως ο Βανς τσάκισε με μια αξίνα τα φτιαγμένα από φάιμπεργκλας κύτη των δύο άλλων σκαφών. Από κει, και δί-

χως να συναντήσουν κανένα απρόοπτο στο ταξίδι, είχαν πάει στο Κόμο, όπου εγκατέλειψαν το σκάφος στη μαρίνα κοντά στη Βίλα ντελ Όλμο και μπήκαν λαθρεπιβάτες σε ένα τρένο με προορισμό τη Ρώμη. «Τόνι, θα μου κάνεις τη χάρη;» Ο Βανς πρόσεξε την ξαφνική αλλαγή στον τόνο της Σοΰζαν όσο μιλοΰσε σε αυτό το μυστηριώδη Τόνι. Είχε αρνηθεί να πει στον Βανς οτιδήποτε για εκείνον, παρά μόνο ότι θα τους βοηθούσε. «Σε παρακαλώ, Τόνι», μουρμούρισε. «Δεν έχω λεφτά! Σαν πρόσφυγας μοιάζω... όχι, πρέπει να με πιστέψεις. Σε παρακαλώ... μόλις ξεμπερδέψεις με την Ελβετική Φρουρά του Βατικανού, έλα να με συναντήσεις σε... σε κείνο το χαριτωμένο μικρό καφέ στην Πιάτσα ντέλα Ρεπούμπλικα... τι; Και βέβαια το θυμάσαι, ανόητε. Εκείνο όπου καθόμασταν το απόγευμα που μου έκανες πρόταση γάμου... Ναι, το ξέρω ότι δεν θα χα μπλέξει έτσι αν είχα πει ναι... Τόνι. Μην το λες αυτό, δεν έχουμε χρόνο αυτή τη οαιγμή. Ναι, ναι... στις δύο;... Μπορείς στη μία;... Το ξέρω ότι είναι ήδη μεσημέρι, αλλά είναι σημαντικό να σε δω. Σ' ευχαριστώ, είσαι πολύ καλός... γεια». Μ' έναν αναστεναγμό ανακούφισης, έβαλε το ακουστικό στην υποδοχή του και στράφηκε να αντικρίσει τον Βανς. «Σ' το είπα ότι θα το έκανε!» ξεφώνισε χαρούμενα, ενώ ένα ακτινοβόλο χαμόγελο έκρυψε κάπως την εξάντληση που διαφαινόταν στο πρόσωπό της. «Είναι...» Η Σούζαν σταμάτησε σαν διάβασε την έκφραση του Βανς. «Το μικρό, το χαριτωμένο μικρό καφέ όπου σον έκανε πρόταση γάμου; Ποιος διάβολο είναι αυτός ο Τόνι;»

«Πανάθεμά σε, Βανς Έρικσον!» είπε με στόμφο ο Έλιοτ Κίμπαλ ενώ πηγαινοερχόταν με μεγάλες δρασκελιές πάνω στο παχύ χαλί που κάλυπτε το δάπεδο του γραφείου της Αντιπροσωπίας της Βρέμης

στην αριστοκρατική οδό Βιτόριο Βένετο της Ρώμης. Στάθηκε α ένα γωνιακό παράθυρο για να ρίξει μια άγρια ματιά νότια, προς τα κει όπου βρισκόταν η Αμερικανική Πρεσβεία, κι έπειτα ξανάρχισε το πηγαινέλα, μονολογώντας με στόμφο πάντα: «Και να σε πάρει ο διάολος και σένα, αδελφέ Γρηγόριε!» Ο Κίμπαλ πήγε μέχρι τον μπουφέ, στην άλλη άκρη του δωματίου, κι έκανε μεταβολή για να ξαναπεράσει από τα παράθυρα. Μακάρι να είχε αφήσει την ουρά του απέξω αυτός ο γαμημένος τρελόπαπας. Τι δουλειά είχε να πλησιάσει τον Έρικσον στο Μιλάνο; Και γιατί δεν είχε μπορέσει να σκοτώσει τον Έρικσον στο μοναστήρι; Δεν μπορεί ο Έρικσον να ήταν τόσο σημαντική προσθήκη στην ανθρώπινη συλλογή του μοναστηρίου. Τρέμοντας από θυμό και απογοήτευση, ο Κίμπαλ έγειρε πάνω στο λείο γραφείο από ξΰλο τριανταφυλλιάς. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να ελέγξει τα συναισθήματά του. Αν, αν, αν. Αν ο αδελφός Γρηγόριος είχε σκοτώσει τον Έρικσον αν ο Έρικσον δεν είχε δραπετεύσει από το μοναστήρι* αν η Καράδερς τον είχε αφήσει να σκοτώσει τον Έρικσον πριν από βδομάδες αν - αν δεν ήταν αναγκασμένη η Αντιπροσωπία της Βρέμης να συνεργαστεί με τους φανατικούς του αδελφού Γρηγόριου. Από την άλλη, όμως, σκέφτηκε ο Κίμπαλ, όλα τα «αν» του κόσμου δεν άλλαζαν το γεγονός ότι αυτός έπρεπε να συνεργαστεί μαζί τους. Περισσότερο απ' όλα τον ενοχλούσε ο Ιρανός. Αυτός ήταν ακόμα πιο φανατικός με τη θρησκεία του απ' ό,τι οι Αδελφοί με τη δική τους. Ανθρώπους που ενεργούν βάσει της συνείδησης τους κι όχι βάσει διαταγών δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι, είναι αναξιόπιστοι. Από την άλλη όμως, ποιος άλλος θα ήταν τόσο τρελός ώστε να ορμήσει στον πάπα με ένα όπλο στο χέρι; Κάπως πιο ήρεμος τώρα, ο Κίμπαλ κάθισε πίσω από το γραφείο από ξΰλο τριανταφυλλιάς και ακούμπησε την πλάτη του στην πολυθρόνα από χρώμιο και δέρμα που είχε σχεδιάσει ο ίδιος. Πήρε βα-

θιά αναπνοή, έκλεισε τα μάτια και έφερε στο μυαλό του τη σειρά του σχεδίου δράσης για το απόγευμα. Οι εφεδρικοί ελεύθεροι σκοπευτές του θα φρόντιζαν να συνδέσουν τα χαλαρά σημεία του σχεδίου. Οι Αδελφοί και η Αντιπροσωπία είχαν το εναλλακτικό τους σχέδιο· και σε εβδομήντα δΰο ώρες η Αντιπροσωπία θα είχε και τα δΰο μισά τής πιο καταστροφικής επιστημονικής ανακάλυψης που είδε ποτέ ο σύγχρονος πολιτισμός. Άνοιξε αργά τα μάτια και πήρε ένα κομμάτι χαρτί πάνω από την ξΰλινη επιφάνεια του γραφείου, με τα κοκκινωπά και μαΰρα νερά. Καθώς μελετούσε το κείμενο, το χέρι του ξανάρχισε να τρέμει. Λίγο πριν από την αυγή, έγραφε η αναφορά, ο Βανς Έρικσον είχε δραπετεύσει από το μοναστήρι των Εκλεκτών Αδελφών του Αγίου Πέτρου. Ο Κίμπαλ προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό του ότι ο Έρικσον δεν αποτελούσε απειλή για τη συναλλαγή, ότι δεν υπήρχε τρόπος να μάθει για τη δολοφονία. Όμως τον έτρο>γε ακόμα η αμφιβολία. Ο Έρικσον είχε αποδειχτεί ικανός να καταφέρει πάρα πολλά- ο ταλαντούχος ερασιτέχνης είχε πετύχει, αν και είχε ελάχιστες πιθανότητες. Ένα πράγμα τον ενοχλούσε: Ο Έρικσον είχε παρασύρει και τη Σούζαν Στορμ στη δίνη του χάους όπου στροβιλιζόταν. Κρίμα, σκέφτηκε, φέρνοντας στο νου του τα όμορφα σκουροπράσινα μάτια της. Ήταν υποχρεωμένος να τη σκοτώσει κι αυτή. Τι τα θες όμως, το φιλοσόφησε γέρνοντας πίσω στην πολυθρόνα του και χαμογελώντας για πρώτη φορά εκείνο το πρωί, έτσι είναι η ζωή... και ο θάνατος. Χτύπησε τα δάχτυλά του πάνω στο χαρτί.

Το χαριτωμένο μικρό καφέ είχε καμιά ντουζίνα τραπέζια και τις διπλάσιες καρέκλες, τοποθετημένες μάλλον άτακτα πάνω στο πεζοδρόμιο της στοάς μπροστά από την Πιάτσα ντέλα Ρεπούμπλικα, που απείχε γύρω στα δέκα λεπτά με τα πόδια από το σταθμό των τρένων.

Η σκιά της στοάς πρόσφερε δροσερή ανακούφιση από τον απογευματινό ήλιο. Η ψυχρά που ανέδιδε το κρΰο μαρμάρινο δάπεδο του με τα μεγάλα τετράγωνα και η πέτρα του κτιρίου έδιναν την αίσθηση ότι ο χώρος κλιματιζόταν. Λίγα μόλις μέτρα από τη μια πλευρά της μακριάς στενής στοάς περνούσαν αυτοκίνητα, ενώ κατά μήκος της στοάς και μέσα από τα τραπέζια περνούσαν πεζοί, καθ' οδόν για την πληθώρα των εμπορικών καταστημάτων που στεγάζονταν στα κτίρια κι απ' τις δυο πλευρές του καφέ. Έφτασαν σκόπιμα νωρίς. «Δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσε ο Τόνι βλέποντας κάποιον άλλο πλάι μου», του είχε πει η Σουζαν. «Μου κάνει τεράστια χάρη, και δεν ξέρω αν θα την έκανε για άλλον - δεν ξέρω καν αν θα την κάνει για μένα». Οι διαμαρτυρίες του Βανς συνάντησαν την ακλόνητη άρνησή της: «Θα σου πω αργότερα. Δεν έχει σημασία αυτή τη στιγμή. Θα σου πο> τα πάντα, αλλά αυτή τη στιγμή πρέπει να αφιερώσουμε όλη μας την ενέργεια στο να σχεδιάσουμε τις κινήσεις μας». Αν ήταν άλλη στιγμή και με κάποιον άλλο, ο Βανς δε θα συμβιβαζόταν. Όμως η ανημπόρια που ένιωθε όντας φυγάς σε μια ξένη πόλη χωρίς χρήματα είχε διαβρώσει τη συνηθισμένη του αποφασιστικότητα. Αυτά κάνει η εξάρτηση στους ανθρώπους, σκέφτηκε μελαγχολικά, καθώς βολεύτηκε σε μια καρέκλα δυο τραπέζια πιο πέρα, με την πλάτη στραμμένη στη Σουζαν. Είχε δώσει στη Σουζαν και σε αυτό τον τΰπο, τον Τόνι, μια ώρα διορία να κάνουν κάτι* μετά θα αναλάμβανε εκείνος δράση. Κάνε κάτι -κι ας είναι λάθος- πάντα: αυτό ήταν το ρητό του. Ποτέ όμως μη μένεις αδρανής. Μια ώρα μόνο. Μια άγνωστη φωνή διέκοψε τους συλλογισμούς του Βανς. «Υπέροχη όπως πάντα, Σουζαν». Χριστέ μου! Ο Βανς στριφογύρισε τα μάτια. Τρίτη φορά που το λέει. «Ξέρεις, δεν μπόρεσα να σε βγάλω τελείως από το μυαλό μου».

Το άκαμπτο πιγούνι του Βανς σφίχτηκε ελαφρά και τα χείλη του ενώθηκαν σε μια λεπτή γραμμή. «Σε παρακαλώ, Τόνι», αποκρίθηκε γλυκά η Σουζαν. «Μην ξαναρχίζουμε τα ίδια. Το ξέρεις ότι δε θα πήγαινε καλά». «Αυτό το λες εσΰ». Η αριστοκρατική βρετανική προφορά του Τόνι με τις ακριβείς, ολοστρόγγυλες συλλαβές χτΰπησε στα νεΰρα τον Βανς. Αφηρημένα, πήρε ένα πιροΰνι από το διπλανό τραπέζι και, χωρίς να τον βλέπει ο Τόνι, παρατήρησε τον αδΰνατο, άψογα ντυμένο Άγγλο. Ήταν όμορφος, γΰρω σία σαράντα, με σκούρα μαλλιά που άρχιζαν να γκριζάρουν στους κροτάφους. Ο Βανς έπιασε ένα δόντι του πιρουνιοΰ και βάλθηκε να το στραβώνει με μανία. «Τόνι, φοβάμαι πως σήμερα δεν έχουμε χρόνο να αναμασάμε χα περασμένα. Αυτό που έχω να σου πω είναι πραγματικά επείγον», υπενθύμισε η Σοΰζαν στο συνοδό της. «Δεν έχει σχέση με το παρελθόν. Το ότι πήραμε χωριστούς δρόμους ήταν το καλύτερο και για τους δυο μας. Το γνωρίζεις», «Μπορεί να κάνεις λάθος, ξέρεις». Ο Βανς λύγισε άλλο ένα δόντι του πιρουνιοΰ σε μια τέλεια καμπύλη. «Για μας; Δε νομίζω». «Ίσως για μας», είπε ο Τόνι. «Σίγουρα για το κατεπείγον αυτής της συνάντησης». «Τι εννοείς;» «Σήμερα το πρωί, αμέσως μετά το τηλεφιόνημά σου, μίλησα με τις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες. Φαίνεται ότι έλαβαν ένα ανώνυμο τηλεφώνημα χτες βράδυ, που τους πληροφορούσε ότι πρόκειται να συμβεί ό,τι μου είπες κι εσΰ: Με διαβεβαίωσαν ότι ως τις δύο το απόγευμα... σε κάτι λιγότερο από μία ώρα από τώρα... θα έχουν συλληφθεί και προφυλακιστεί όλοι οι εμπλεκόμενοι». «Όλοι», επανέλαβε σαστισμένη η Σοΰζαν. «Ναι, αλλά...» Θυμήθηκε τις αποσπασματικές κουβέντες που είχε κρυφακούσει όσο πα-

ρίστανε την αναίσθητη. «Μέσα σ' αυτούς είναι και κάποιος Χασέμι;» «Αυτό είναι το παράξενο», αποκρίθηκε ο Τόνι. «Κατάφερα να πάρω όλων τα στοιχεία, και δεν υπάρχει κανείς με αυτό το όνομα. Είναι όλοι Ιταλοί, και κανείς τους δε χρησιμοποιεί ψευδώνυμο, απ' όσο ξέρουν. Είσαι σίγουρη ότι άκουσες καλά;» «Απολύτως», είπε η Σούζαν. «Απολύτως σίγουρη ότι κάποιος ονόματι Χασέμι πρόκειται να σκοτώσει τον πάπα». «Εξακολουθείς να μη θες να μου πεις από πού έμαθες αυτή την πληροφορία;» «Κοίτα, Τόνι, δεν έχει σημασία. Και έχω τους λόγους μου που το κρατάω κρυφό». Ο τόνος της Σούζαν ήταν πιεστικός κι επαγγελματικός. «Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο επίδοξος δολοφόνος του πάπα κυκλοφορεί ελεύθερος». «Αυτό δεν το ξέρουμε», αποκρίθηκε πεισματικά ο Άγγλος. «Πιστεύω ότι έχουμε να κάνουμε με μια υπόθεση εσφαλμένης ταυτότητας». «Όχι, διάβολε! Όχι. Δεν είναι έτσι». «Σούζαν, δεν ξέρεις αν τα πράγματα έχουν έτσι όπως τα λες εσύ. Και δε μου δίνεις αρκετές πληροφορίες για να σε βοηθήσω να εκτιμήσεις τα γεγονότα». «Τόνι», η Σούζαν έσκυψε πάνω από το τραπέζι προς το μέρος του, «ξέρεις ότι δε λέω τέτοια πράγματα αν δεν είμαι σίγουρη. Το ξέρεις». Σήκωσε το χέρι της να τον σταματήσει την ώρα που πήγε να τη διακόψει για να πει κάτι. «Και δεν ωφελεί να διαφωνούμε γι' αυτό». Προσπάθησε να ακουστεί συμφιλιωτική. «Αν όμως δεν έχεις εσύ δίκιο, αν υπάρχει έστω και μία πιθανότητα να έχω εγο), τότε δεν πρέπει λογικά να προσεγγίσουμε τη φρουρά του Βατικανού και να τους πούμε να κάνουν κάτι: Να αλλάξουν τη διαδρομή της αυτοκινητοπομπής, την ώρα, να ακυρο)σουν το όλο θέμα;» Ο Τόνι κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Φοβάμαι πως αυτό αποκλείεται. Τον ξέρεις τον πάπα* έρχεται κοντά στο ποίμνιο του αυτο-

προσώπως, κι όχι πίσω από μια φάλαγγα βοηθών και φρουρών. Ακόμα κι αν διακινδυνεύει την ασφάλειά του, η διαδρομή που θ' ακολουθήσει ανακοινώνεται μέρες πριν. Αν άλλαζε την ώρα ή τη διαδρομή, θα απογοήτευε τους χιλιάδες πιστούς που θα έχουν συγκεντρωθεί για να τον χαιρετίσουν. Ειδοποιήσαμε το Βατικανό και αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε να κάνουμε». «Τότε βοήθησε' με να βρω τον Χασέμι». «Πώς; Το Χασέμι είναι πολύ κοινό ιρανικό όνομα. Τι θες να κάνει η αστυνομία; Να συλλάβει όλους όσοι λέγονται Χασέμι;» «Όχι», είπε κουρασμένα η Σούζαν. Η δοκιμασία του προηγούμενου εικοσιτετραώρου τής απορρόφησε ξαφνικά όλη της την ενέργεια. «Όχι, ξέρεις ότι δε θα σκεφτόμουν κάτι τόσο παράλογο». «Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να παραδοθείς». «Τι!» Τα λόγια του την ξύπνησαν για τα καλά. «Τι εννοείς να παραδοθώ;» «Το βρήκα στο τηλέτυπο μου το πρωί». Ο Τόνι έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του -από τη Σέβιλ Ρόου ήταν- και τράβηξε ένα φύλλο χαρτί. Παρατηρούσε την έκφραση της Σούζαν όσο διάβαζε το κείμενο. Το μήνυμα ήταν σύντομο. Την είχαν συνδέσει με κάποιον Βανς Έρικσον, που καταζητούνταν για φόνο στο Μιλάνο και στο Μπελάτζο. «Γιατί δε μου το είπες;» τη ρώτησε ο Τόνι μόλις τελείο)σε το διάβασμα. «Κι εσύ γιατί περίμενες τόση ώρα να μου μιλήσεις γι' αυτό;» πέρασε στην αντεπίθεση εκείνη. «Γιατί ήλπιζα πως επρόκειτο για κάποιο λάθος. Πραγματικά δεν ήθελα να το πιστέψω. Α\λά...» «Αλλά ο τρόπος που αντέδρασα στο μήνυμα ήταν η επιβεβαίωση που χρειαζόσουν;» Είδε την κατάφαση στο βλέμμα του. «Ξέρω όμως ότι πρέπει να υπάρχουν κι άλλα», συνέχισε ο Τόνι. «Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Το μόνο που θέλω είναι να καθαρίσω

το όνομα σου. Μπορώ να σε βοηθήσω· μπορώ να το κάνω. Τώρα διευθύνω το τμήμα της Ρώμης». «Το ξέρω, Τόνι», είπε η Σουζαν. «Αν το κάνεις, όμως, θα καταστραφείς. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Και είσαι πρόθυμος να το κάνεις;»

Azara

Και πάλι έγνεψε καταφατικά. Του έπιασε το χέρι και το κράτησε στο δικό της. «Αγαπημένε μου, γλυκέ μου Τόνι», είπε. «Ποτέ δε θα σε άφηνα να κάνεις κάτι τέτοιο. Δε θα μπορούσα. Δε θα το έκανα ακόμα κι αν... κι αν...» «Υπάρχει άλλος;» ρώτησε ο Τόνι, ενώ τα μάτια του ικέτευαν για μια άρνηση. «Υπάρχει άλλος, Τόνι». Του έσφιξε το χέρι, καθώς εκείνος έκανε να το τραβήξει. «Δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί δεν μπόρεσε να στεριώσει η σχέση μας - γιατί δε θα στέριωνε ποτέ;» Ο Τόνι δεν είπε τίποτα. «Σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις. Σε παρακαλώ». «Τρία χρόνια τώρα προσπαθώ να καταλάβω», αποκρίθηκε έπειτα από ένα λεπτό ο Τόνι. «Κατά έναν περίεργο τρόπο, όμως, δεν το χωράει το μυαλό μου. Αυτό μπορείς να το καταλάβεις;» «Όχι, αλλά θέλω. θέλω πάρα πολύ». Έκανε παύση, καθώς ένας σερβιτόρος πλησίασε το τραπέζι τους να πάρει παραγγελία. «Τόνι», είπε η Σουζαν. «Πρέπει για λίγο ν' αφήσουμε κατά μέρος τα δικά μας. Δεν μπορείς να ζεις για πάντα στο παρελθόν μας. Δεν μπορείς». «Υποθέτω πως είναι αυτός ο Έρικσον που ανέφερε to τηλέτυπο», είπε με σταθερή φωνή. «Ναι. θέλω να σ' τα εξηγήσω όλα αυτά. θέλω να σου πω». «Δεν ξέρω αν θέλω να τα ακούσω».

«Σε παρακαλώ, Τόνι, άκουσε με. 'Οταν σου πω, θα καταλάβεις. Απλώς άκουσε με». Και χωρίς να περιμένει την άδειά του, η Σοΰζαν άρχισε. Του είπε για το Κόμο- για το μοναστήρι, τους φόνους στο Μπελάτζο και το θάνατο του κόμη Κάιτσι. Του διηγήθηκε τα ταξίδια του Βανς, τους θανάτους του Μαρτίνι και των μελετητών στο Στρασβούργο και στη Βιέννη. Ενόσω του μιλούσε, τα μάτια του Τόνι έδειχναν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Τ η διέκοψε για να διευκρινίσει κάτι, κι έπειτα: «Θα σε πείραζε να κρατήσω σημειώσεις;» Τώρα έγραφε σαν τρελός όσο εκείνη μιλούσε, διακόπτοντάς την όλο και πιο συχνά, ζητώντας της να του πει πώς γράφεται κάποιο επίθετο, να του δώσει μια ημερομηνία, κάποια ώρα, μια διεύθυνση. Του εξήγησε γιατί ο Βανς είχε ξεκινήσει την έρευνα για τα χαμένα έγγραφα* του είπε για τα έγγραφα που φυλάσσονταν στο Βατικανό, για τον Τόζι, που τον κρατούσαν αιχμάλωτο. Σύντομα ο Τόνι έπαψε να την κοιτά, κι αντί γι' αυτό συγκεντρώθηκε στη διήγησή της, για να μην του ξεφύγει κανένα γεγονός, καταγράφοντας τα πάντα στο μικρό σπιράλ σημειωματάριο του. Μόλις τελείωσε η Σούζαν, της ζήτησε να ξαναπιάσει την ιστορία από την αρχή, να του ξαναπεί τα σημεία που δεν είχε προλάβει να καταγράψει, ενώ εξακολουθούσε να βυθίζεται στην πυκνή ομίχλη της αυτολύπησης. Τελικά σήκωσε το χέρι του. «Τώρα έχω τα πάντα», είπε, και η φωνή του ακούσιηκε τελείως επαγγελματική. «Αρχικά νόμιζα πως όλα είχαν κλείσει με τις συλλήψεις των τεσσάρων δολοφόνων. Όμως από αυτά που μου είπες έβγαλα μια άκρη. Ταιριάζουν απόλυτα με κάποιες πληροφορίες από τις οποίες δεν μπορούσαμε να βγάλουμε νόημα...» «Τι είδους πληροφορίες;» «Για να έχουμε το νου μας σε ορισμένους ανθρώπους, χρησιμοποιούμε μέσα που κάποιοι υπέρμαχοι των ελευθεριών ενδεχομένως θεωρούν αθέμιτα», εξήγησε ο Τόνι. «Επίσης, μέσω των διασυνδέσε-

ών μας με τις υπηρεσίες μετανάστευσης, τήρησης της έννομης τάξης και με τις μυστικές υπηρεσίες, παρακολουθούμε στενά σημαντικούς ανθρο")πους είτε εκείνους που μπορεί να γίνουν στόχοι τρομοκρατών, καθώς επίσης και τους ίδιους τους τρομοκράτες. Διαθέτουμε ένα μοντέλο υπολογιστή υψηλής τεχνολογίας που αποθηκεύει όλο τον όγκο των πληροφοριών και μας δίνει σε καθημερινή βάση μια πρόγνωση, ένα είδος φύλλου ισοζυγισμού, αν θες, με τα ονόματα των πιθανών στόχων τρομοκρατικής επίθεσης και των πιθανότερων εκτελεστών της επίθεσης». Η Σούζαν έγνεψε. «Ελπίζω να έχετε καλύτερη τύχη με το δικό σας απ' ό,τι οι ΗΠΑ». Είχε δουλέψει με τους πράκτορες των αμερικανικών μυαττικών υπηρεσιών που είχαν προσπαθήσει να δημιουργήσουν το αντίστοιχο μοντέλο των ΗΠΑ. Το τεράστιο πρόγραμμα του υπολογιστή απορροφούσε καθημερινά δισεκατομμύρια πληροφορίες. Παγκόσμια γεγονότα και αντιδράσεις τρομοκρατικών οργανώσεων σε αυτά, δρομολόγια ταξιδιών κορυφαίων στελεχών επιχειρήσεων, κυβερνητικών αξιωματούχων, στρατιωτικών, και των μεγιστάνων του πλούτου- την κοινωνική θέση και το περιβάλλον τρομοκρατών και πιθανών τρομοκρατών και οτιδήποτε περί των τραπεζικών τους λογαριασμών στην Ελβετία· κι ένα εκατομμύριο άλλες πληροφορίες. Ο υπολογιστής τροφοδοτούνταν με κάθε λογής πληροφορίες, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να προβλέψει τρομοκρατικές επιθέσεις. Δυστυχώς, όπως συμβαίνει στην πρόβλεψη σεισμού, το σύστημα είχε προβλήματα. Σήμαινε τόσους λανθασμένους συναγερμούς όσους και ακριβείς. Φώναζε «λύκος στα πρόβατά μου» πάρα πολύ συχνά. Και εξαιτίας αυτού, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι σπάνια έδιναν σημασία στις προβλέψεις του. «Στην πραγματικότητα είχαμε αρκετή επιτυχία», σχολίασε ο Τόνι, με μια υποψία αγγλικής υπεροχής. «Αυτό που κάναμε ήταν να στρατολογήσουμε τις υπηρεσίες ενός πασίγνωστου πράκτορα στοι-

χημάτων ιπποδρομιών του Λονδίνου, χάρη στον οποίο το επίπεδο αξιοπιστίας του προγράμματος ανέβηκε λίγο πάνω από το εβδομήντα τοις εκατό. Τουλάχιστον τώρα οι πιθανότητες ακριβούς πρόβλεψης είναι πάνω από δΰο φορές περισσότερες από αυτές της λανθασμένης. »Εν πάση περιπτώσει, όπως έλεγα», συνέχισε ο Τόνι, «από τον εβδομαδιαίο ισοζυγισμό προέκυψε κάτι πολΰ περίπλοκο... Επέλεξε ένα πρόσωπο και το τοποθέτησε και στις δΰο κατηγορίες - και σ' αυτή του τρομοκράτη και στην άλλη του θΰματος τρομοκρατικής ενέργειας». Η Σοΰζαν ανασήκωσε τους ώμους της. «Λυτό δεν είναι και τόσο ασΰνηθες. Εσωτερικές μικροδιαφωνίες, διάφορες φατρίες της ίδιας τρομοκρατικής οργάνωσης να παλεΰουν για την εξουσία». «Περίπου... Το ασυνήθιστο εν προκειμένω είναι ότι δεν πρόκειται για γνωστό μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης, αλλά μάλλον για στέλεχος της Αντιπροσωπίας της Βρέμης. Γι' αυτό με συγκλόνισε η απίστευτη ιστορία σου». «Και ποιο είναι αυτό το μέλος της Αντιπροσωπίας;» «Κάποιος Έλιοτ Κίμπαλ. Τείνω να...» Σταμάτησε σαν είδε τη Σοΰζαν να γουρλώνει έκπληκτη τα μάτια της. «Τον ξέρεις;» «Ναι». Αστραπιαία το μυαλό της γΰρισε πίσο) στο Μιλάνο και στη διαδρομή με το αυτοκίνητο στο Κόμο. «Ναι. Είναι... τον γνώρισα στο κολέγιο. Είναι απίστευτα πλοΰσιος... είχε μπλέξει σε κάτι φασαρίες, όπως συμβαίνει με πολλά πλουσιόπαιδα. Και προ ημερών με πήγε με το αυτοκίνητο από το Μιλάνο στη λίμνη Κόμο». «Καθώς φαίνεται, την πάτησες». «Ο Έλιοτ Κίμπαλ», είπε συλλογισμένη. «Ποτέ δεν...» «Οΰτε εγώ. Στην πραγματικότητα το είχαμε συμπεριλάβει στο τριάντα τοις εκατό των λαθών που κάνει ο υπολογιστής. Είχαμε αποφασίσει να το αγνοήσουμε μέχρι... μέχρι τώρα». «Τόνι», η φωνή της Σοΰζαν μαρτυροΰσε την έξαψή της. Έσκυψε πάνω από το τραπέζι. «Μπορείς να σκάψεις λίγο βαθΰτερα στο κο-

μπιοΰτερ; Να μάθεις περισσότερα για τον Κίμπαλ, κάτι που ίσως μας δώσει κάποια πληροφορία για να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε αυτό τον Χασέμι;» «Πισιεΰεις πο)ς υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ αυτών των δυο; Του Έλιοτ Κίμπαλ και αυτοΰ του μυστηριώδους Χασέμι;» «Ίσως... Ναι, ναι, πρέπει να το πιστέψουμε, έτσι δεν είναι; Ξέρεις καλά, όπως κι εγώ, ότι, όταν έχεις ένα ίχνος πληροφορίας, πρέπει να υποθέσεις ότι κάπου οδηγεί. Είναι καλύτερο από το να μην κάνεις τίποτα. Αν αποδειχτεί σωστό, ίσως να έχουμε το δολοφόνο που ψάχνουμε. Αν δεν οδηγήσει πουθενά, τουλάχιστον θα έχουμε προσπαθήσει. Δε συμφωνείς;» Ο Τόνι έμεινε για λίγο να συλλογίζεται, τσιμπώντας ελαφρά το κάτω χείλος του. Τελικά, έγνεψε αργά. «Είναι μια πιθανότητα. Μια πολυ μικρή πιθανότητα. Υποθέτω, όμως, ότι είναι το μόνο που μας απομένει να κάνουμε». Κοίταξε το ρολόι του και συνοφρυώθηκε. «Είναι περασμένες δυο», είπε βλοσυρά. «Αν είναι ακριβής η πληροφορία σου, έχουμε λιγότερο από δυο ώρες στη διάθεσή μας προτού δολοφονήσουν τον πάπα». Άρπαξε το λογαριασμό από το τραπέζι, του έριξε μια βιαστική ματιά και έβγαλε χρήματα από το πορτοφόλι του να πληρώσει. Έπειτα έβαλε το χέρι στη μέσα τσέπη του σακακιού του και τράβηξε ένα λευκό φάκελο αλληλογραφίας. «Ορίστε», είπε, δίνοντάς της τον. «Εδώ μέσα είναι γύρω στις πέντε χιλιάδες ευρώ. θ α σου φτάσουν για λίγο». Διστακτικά, η Σουζαν πήρε τα χρήματα, παρακολουθώντας την έκφρασή του. «Αυτό μου ζήτησες στο τηλέφωνο», είπε ο Τόνι. Το βλέμμα του είχε σκληρύνει. Επιτέλους, ο επαγγελματίας Τόνι. «θα σ' τα επιστρέψω, ξέρεις», είπε η Σουζαν. «Δε χρειάζεται. Ως αρχηγός τμήματος, διαθέτω κάποια διόλου αμελητέα ποσά για να αποζημιώνω πληροφοριοδότες και... νομίζω πως, με όλα αυτά που μου είπες σήμερα, τα χρήματα έπιασαν τόπο». Σηκώθηκε πάνω.

«Τόνι», είπε η Σοΰζαν. «Θέλω να σου γνωρίσω τον Βανς». Για ένα λεπτό, είδε να τρεμοπαίζει στα μάτια του Τόνι μια κοφτερή σαν μαχαίρι λάμψη θυμοΰ, που έσκισε για μια στιγμή το σΰνηθες πέπλο της φλεγματικής ευγένειάς του. Ο Βανς σηκώθηκε και στράφηκε να τους αντικρίσει. Για μια στιγμή οι δυο άντρες έμειναν να κοιτάζονται βουβοί, σαν να επικοινωνούσαν σιωπηρά μεταξΰ τους, σαν να εκτιμούσαν τη δύναμη, την απειλή, τη θέση ο ένας του άλλου. Η Σούζαν κοιτούσε με αγωνία μια τον Τόνι, μια τον Βανς. «Χαίρω πολύ», είπε ο Βανς, προχωρώντας προς το μέρος του Τόνι, απλώνοντας το χέρι και καταφέρνοντας να χαμογελάσει. Τα μάτια του Άγγλου τρεμόπαιξαν για λίγο σαν κοίταξε το απλωμένο χέρι του Βανς, κι έπειτα άπλωσε κι αυτός το δικό του. «Παρομοίως», είπε ο Τόνι, γέρνοντας μπροστά και τείνοντας το χέρι. Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν στα μάτια για μια ατέλειωτη στιγμή. Πρώτος πετάρισε τα βλέφαρα ο Τόνι και απέστρεψε το βλέμμα προς το μέρος της Σούζαν. «Λοιπόν», είπε ο Τόνι, κάνοντας τάχα πως κοιτούσε το ρολόι του, «δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Πάμε να δούμε τι θα κάνουμε;» Ο Βανς έγνεψε - η Σούζαν χαμογέλασε, κι έπειτα πλήρωσε το λογαριασμό του Βανς με τα χρήματα που της είχε δώσει ο Τόνι. Περπάτησαν με τον Τόνι ως εκεί που είχε αφήσει το Φίατ του, σε έναν παράδρομο της οδού Νατσιονάλε, κάνα δυο τετράγωνα από το καφέ. Η Σούζαν κάθισε μπροστά· ο Βανς πίσω. «Έτσι και μάθαινε κανείς ότι συναντήθηκα με κάποιον από τους δυο σας, θα με κάθιζαν στο σκαμνί που δε σας παρέδωσα, παρόλο που ως επικεφαλής του τμήματος του...» συγκρατήθηκε προτού προφέρει την ονομασία «... του παραρτήματος μου, θα μου ήταν ευκολότερο να δώσω ικανοποιητικές εξηγήσεις επί του θέματος. Ωστόσο, πρέπει να φορέσετε κουκούλα για να κρύψετε την ταυτότητα σας. Μην ανησυχείτε, είναι η τυπική διαδικασία που ακολουθούμε

όταν μεταφέρεται οτα κεντρικά κάποιος πληροφοριοδότης - και πρέπει να θυμάοτε να μην πείτε κουβέντα όσο είναι κοντά σας το προσωπικό. Δε θέλω να διακινδυνεύσουμε την πιθανότητα να σας αναγνωρίσει κάποιος από τη φωνή». Η Σούζαν και ο Βανς μουρμούρισαν πως συμφωνούσαν και βολεύτηκαν στο κάθισμά τους όσο ο Τόνι διέσχιζε με επιδέξιες μανούβρες τους γεμάτους κίνηση δρόμους, οδηγώντας σαν δαιμονισμένος ταξιτζής της Ρώμης. Ήταν δυόμισι όταν έφτασαν μπροστά στο άνοιγμα μιας απλής πόρτας, βγαίνοντας από ένα στενό ελικοειδές δρομάκι κοντά στην Αρχαία Αγορά.

18

Τ ο ΗΧΟΜΟΝΩΜΕΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ είχε τρεις πλαστικές καρέκλες, ένα τραπέζι φορμάικα, που ήταν στις άκρες καμένο από τσιγάρα, και ένα τερματικό. Ο αέρας ήταν πνιγηρός, φορτωμένος με τη στυφή μυρωδιά τρομαγμένων ανθρώπων. Ήταν τρεις και έντεκα λεπτά και όλοι οι Χασέμι που είχε μπορέσει να βγάλει ο Τόνι από τη μνήμη του κομπιούτερ με διάφορα καλοπιάσματα είχαν αποδειχτεί σκέτη αποτυχία. Συμφωνά με την καταχώριση, ήταν όλοι είτε στη φυλακή είτε νεκροί ή βρίσκονταν σε άλλη χώρα. Πίσω του, ο Βανς και η Σοΰζαν παρακολουθούσαν γεμάτοι αγωνία. «Δεν μπορείς να σπάσεις τα δεδομένα που αφορούν τον Κίμπαλ για να μας δώσουν έναν πιν-συν;» ρώτησε βλοσυρά η Σούζαν. Ο Βανς στεκόταν σιωπηλά κοντά τους και παρακολουθούσε. Τι στην ευχή ήταν ο πιν-συν; Και πού είχε μάθει τόσο καλά αυτή την αργκό η Σούζαν; Τώρα ήταν σίγουρος ότι η σχέση της με τον Τόνι Φέρφαξ, εκτός από προσωπική, ήταν και επαγγελματική. Αυτό σήμαινε όμως ότι η Σούζαν ήταν ένα είδος κατασκόπου. Η Σούζαν πρόσεξε τη σαστισμένη έκφραση στα μάτια του Βανς. «Ο "πιν-συν" είναι συντομογραφία για τον πίνακα συνεργών», του εξήγησε γρήγορα η Σούζαν, και ξανάστρεψε την προσοχή της στην οθόνη, όπου ο Τόνι πληκτρολογούσε εντολές. Ο Τόνι, καταπτοημένος, κούνησε το κεφάλι του. «Χριστέ μου, είναι μεγάλος ο κατάλογος. Δε θα προλάβουμε να τον τελειώσουμε».

Κοίταξε το ρολόι του: είχαν περάσει άλλα δυο λεπτά. Είχαν ήδη επικοινωνήσει ξανά με την ασφάλεια του Βατικανού, αλλά η απάντηση ήταν προβλέψιμη: Ο πάπας θα τηρούσε πιστά το πρόγραμμα και τη διαδρομή που είχαν ανακοινωθεί. Δε θα απαρνιόταν τους πιστούς του. «Στάσου», είπε συλλογισμένα η Σουζαν. «Ας κάνουμε έναν πίνουν βάσει εθνικότητας: ιρανική, αραβική πρώτα». Κανονικά, ο Τονι είχε ένα βοηθό που του έβγαζε τις πληροφορίες που ήθελε. Λόγω του ότι δε χρησιμοποιούσε ο ίδιος το σύστημα είχε χάσει την επιδεξιότητα του, και ήταν ευγνώμων για τις προτάσεις της Σούζαν. Οι πνιχτοί ήχοι που έκαναν τα δάχτυλά του καθώς χτυπούσαν το πληκτρολόγιο γέμισαν το δωμάτιο, διατρυπώντας μια σιωπή που ζωντάνευε μόνο ο βόμβος του κλιματιστικού και οι ζορισμένες νότες της αγχωμένης τους αναπνοής. Το πράσινο κείμενο στην οθόνη του υπολογιστή τρεμόπαιξε κι έπειτα άρχισε να εμφανίζει αράδα αράδα τις πληροφορίες που του είχαν ζητηθεί: όνομα, εθνικότητα και μετά ένας κώδικας κατ' αύξοντα αριθμό, που τους επέτρεπε να βρουν τον πλήρη φάκελο. Στην οθόνη έλαμψαν δεκαεφτά ονόματα με πράσινα γράμματα. «Σκατά», είπε η Σούζαν. «Ούτε ένας Χασέμι». «Ίσως να υπάρχουν ψευδώνυμα», πρότεινε ο Τόνι. «Πρέπει όμως να περάσουμε τους φακέλους έναν έναν για να τα βρούμε». «Έχεις να προτείνεις κάτι άλλο;» ρώτησε η Σούζαν. Ο Τόνι κούνησε αρνητικά το κεφάλι και χτύπησε τον πρώτο κωδικό για να εμφανιστεί ο πρώτος φάκελος. Πρώτα εξέτασαν τον ένα φάκελο κι έπειτα τον επόμενο. Ο Βανς παρακολουθούσε αμέτοχος όσο η Σούζαν και ο Τόνι χειρίζονταν το τερματικό. Πού να βρισκόταν τώρα η αυτοκινητοπομπή του πάπα; αναρωτιόταν κάθε φορά που ολοκλήρωναν ένα φάκελο. Πού να ήταν ο δολοφόνος; Άραγε θα πετύχαινε το στόχο του αυτός ο Χασέμι, αν αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα; Μετά λύπης του, ο Βανς α-

ποφάσισε ότι αυτή τη στιγμή έβλεπε εκ των έσω τις ρωγμές που παρουσίαζαν οι πλέον οργανωμένες υπηρεσίες πληροφοριών του κόσμου, αφοΰ κάλλιστα μπορούσε να τους ξεφύγει κάποιος - κι όχι κάνας ασήμαντος. Διακυβεύονταν περισσότερα από τη ζο>ή ενός διαπρεπούς διεθνούς αρχηγού. Γιατί, αν η Αντιπροσωπία της Βρέμης και οι Εκλεκτοί Αδελφοί κατάφερναν να ενώσουν τα δύο μισά των σκίτσων του Ντα Βίντσι, θα γινόταν πραγματικότητα το πιο φοβερό όπλο που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος, και το όπλο αυτό θα περιερχόταν στα χέρια τυράννων και παραφρόνων. Ο Βανς χαμήλωσε το βλέμμα να κοιτάξει τη θαμπή φωτοτυπία που κρατούσε, λεκιασμένη από ιδρώτα από τα νευρικά του χέρια. Ήταν ένα πρόγραμμα της πορείας που θα ακολουθούσε η αυτοκινητοπομπή, τετράγωνο προς τετράγωνο, το οποίο είχαν πάρει οι άνθρωποι του Τόνι από το Βατικανό. Στις τρεις και είκοσι δύο, το ανοιχτό, τύπου τζιπ όχημα του πάπα θα έστριβε στην Κόρσο Βιτόριο Εμανουέλε Β' για να πάρει την τελική ευθεία που κατέληγε στην πλατεία του Αγίου Πέτρου. Οι άνθρωποι που προπορεύονταν του ποντίφικα ήταν ακριβείς, και τηρούσαν αυστηρά την πειθαρχία, είπε ο Τόνι. Ακολουθούσαν πιστά τις διαδρομές που τους είχαν υποδείξει, και τις τηρούσαν με την ίδια εμμονή στην ακρίβεια που χαρακτήριζε και τα δρομολόγια των τρένων την εποχή του Μουσολίνι. Τώρα ήταν τρεις και είκοσι δύο. Τριάντα οχιώ λεπτά ζωής του έμεναν του πάπα. Τελικά ο Βανς αποφάσισε να μιλήσει: «Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο;» «Τι προτείνεις;» του είπε απότομα ο Τόνι, και η βρετανική του ψυχραιμία εξαφανίστηκε. «Μήπως θες να κατέβεις τρέχοντας στην πλατεία του Αγίου Πέτρου και να ψάξεις μέσα στις δεκάδες χιλιάδες κόσμου που θα είναι εκεί; Μήπως θες να κάνεις και σωματική έρευνα σε όλους;»

«Τόνι!» του είπε επιτιμητικά η Σουζαν. Ο Τόνι την κοίταξε· οι γο)νίες του προσώπου του είχαν σκληρύνει από το θυμό· τα μάτια του πετούσαν φωτιές κάτω από τα σμιγμένα του φρύδια. «Σκεφτόμουν», άρχισε να λέει διστακτικά ο Βανς. «Ακόμα κι αν είχαμε φωτογραφία του Χασέμι, πώς θα τον βρίσκαμε;» Ο Τόνι τον κοίταξε. Πήγε να μιλήσει την ίδια στιγμή με τη Σουζαν. «Λέγε εσυ, Σουζαν», υποχώρησε ο Τόνι. «Λοιπόν, έχουμε το δρομολόγιο της αυτοκινητοπομπής», είπε η Σουζαν. «Ξέρουμε που θα βρίσκεται ο πάπας στις τέσσερις ακριβώς, την ώρα που έχει προγραμματιστεί η δολοφονία». «Επίσης ξέρουμε ότι οι στέγες και τα κτίρια όπου μπορεί να καταφύγει ένας ελεύθερος σκοπευτής με όπλο μεγάλου βεληνεκούς είναι όλα καλυμμένα», πρόσθεσε ο Τόνι. «Το Βατικανό έχει λάβει κι αυτό το πρόσθετο μέτρο ασφαλείας». «Συνεπώς, ο φονιάς πρέπει να βρίσκεται κάπου μέσα στο συγκεντρωμένο πλήθος», είπε ο Βανς. Ο Τόνι και η Σουζαν έγνεψαν καταφατικά. «Και πρέπει να είναι κοντά στον πάπα, αφοΰ προφανώς θα χρησιμοποιήσει περίστροφο, ή χειροβομβίδα ίσως, κάτι που να μπορεί να το κρύψει, σωστά; Και, συμφωνά με το δρομολόγιο, η αυτοκινητοπομπή έχει προγραμματιστεί να καταλήξει στις τέσσερις στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, όπου ο πάπας θα περάσει, όπως το συνηθίζει, μέσα από το πλήθος για να χαιρετίσει τους πιστούς αυτοπροσώπως». Ο Τόνι και η Σουζαν τον κοίταξαν και από την έκφρασή τους φάνηκε ότι συνειδητοποιούσαν τι τους έλεγε. Η συναισθηματική φόρτιση του απογεύματος, η σύγκρουση τριών ανθρώπων που είχαν εμπλακεί συναισθηματικά θέλοντας και μη είχε διαστρεβλώσει και αλλοιώσει την ψύχραιμη επαγγελματική κρίση που όφειλαν να έχουν δύο εκπαιδευμένοι μυστικοί πράκτορες στην παρούσα κατάσταση. Είχαν παραβλέψει το προφανές σημείο για το φονιά.

«Ξέρουμε που θα βρίσκεται ο πάπας στις τέσσερις», επανέλαβε ο Βανς. «Και ο φονιάς ξέρει που θα βρίσκεται ο πάπας στις τέσσερις και η Σοΰζαν μάς λέει ότι εκείνη την ώρα και στο συγκεκριμένο σημείο θα λάβει χώρα η απόπειρα. Ως εκ τοΰτου, γιατί δε στέλνουμε - στέλνεις», κοίταξε τον Τόνι, «ανθρώπους να ψάξουν την περιοχή για υπόπτους;» «Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις», τον αντέκρουσε ο Τόνι. «Υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εκεί πέρα, και...» «Κοίτα, ποιο είναι το δραστικό βεληνεκές ενός περιστρόφου;» είπε η Σοΰζαν. «Για την ακρίβεια, μιλάμε για μικρό βεληνεκές. Ο άνθρωπος μας πρέπει να βρίσκεται σε απόσταση δέκα μέτρων το πολΰ, και πιο κοντά, για να πλήξει καίρια το στόχο του. Καλΰπτουμε λοιπόν μια ακτίνα δέκα μέτρων από τη θέση όπου θα βρίσκεται ο πάπας στις τέσσερις και ξεκινάμε από κει». «Μα υπάρχει τόσος κόσμος!» διαμαρτυρήθηκε ο Τόνι. «Τόνι», διέκοψε ο Βανς. «Είναι η μοναδική μας ευκαιρία. Είναι ήδη τρεις και τριάντα τρία και, αν δεν κάνουμε κάτι, σε λιγότερο από μισή ώρα ο πάπας δε θα ζει πια». Κοίταξε τον Τόνι με μάτια που τον ρωτοΰσαν: Πάμε λοιπόν, τι σε κρατάει; Ο Τόνι ανασήκωσε απολογητικά τους ώμους. «Φοβάμαι ότι δεν είμαστε κατάλληλα εξοπλισμένοι για να ενεργήσουμε μέσα σε τόσο μικρή προθεσμία. Ως παράρτημα ξένης υπηρεσίας πληροφοριών, οι σχέσεις μας με την ιταλική κυβέρνηση είναι πολΰ λεπτές. Θα χρειαστεί να ζητήσουμε και να πάρουμε άδεια για μια τέτοια αποστολή. Και δεν υπάρχει τρόπος να γίνει αυτό μέσα σε είκοσι εφτά...» «Είκοσι έξι τώρα». «... λεπτά. Κι ακόμα κι αν γινόταν να πάρουμε άδεια, θα έπρεπε να αποκαλΰψω τις πηγές πληροφοριών μου, πράγμα το οποίο θα ισοδυναμούσε με την παράδοσή σας στις Αρχές, και δε νομίζω πως θέλετε κάτι τέτοιο, θέλετε;» Η απογοήτευση και η ανησυχία του Βανς είχε γίνει θυμός τώρα.

«Γαμώ τον Χριστό μου! Θα κολλήσεις τώρα στους γραφειοκρατικούς σου κανόνες, κι ας σκοτωθεί ο πάπας; Τι σόι χέστης είσαι τέλος πάντων, Φέρφαξ; Δεν έχεις τα κότσια να σκίσεις τα χαρτιά σου αν είναι να σώσεις μια ζωή;» Έκανε να στραφεί προς την πόρτα. «Έλα, Σουζαν», είπε, γνέφοντάς της να τον ακολουθήσει. «Πάμε να το κάνουμε μόνοι μας. Τουλάχιστον θα πέσω στη μάχη, προσπαθοϊντας. Δεν μπορώ να κάθομαι εδώ μέσα, σε αυτό το κλιματιζόμενο δωμάτιο, και να μαλακίζομαι στον υπολογιστή τη στιγμή που ο πάπας οδεύει σε ενέδρα!» «Για ένα λεπτό, κύριε Έρικσον», είπε τελικά ο Τόνι. «Δεν είπα ότι δε θα βοηθήσω καθόλου. Δεν μπορώ να διατάξω το προσωπικό μου να αναλάβει την επιχείρηση... αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν είμαι πρόθυμος να το κάνω εγώ». Φρενιτιωδώς, ο Βανς και η Σουζαν ξαναφόρεσαν τις κουκούλες στο κεφάλι τους και πέρασαν από την ασφάλεια μαζί με τον Τόνι. Μόλις βρέθηκαν οτο δρόμο, άρχισαν να τρέχουν κι οι τρεις σαν τρελοί προς το αυτοκίνητο του Τόνι. Μάγκα μου, σκέφτηκε ο Βανς καθώς απομακρύνονταν με ταχύτητα από το κράσπεδο μες στους στριγκούς βρυχηθμούς της μικροσκοπικής μηχανής του αυτοκινήτου. Αν βγούμε ζωντανοί απ' όλο αυτό, έχω να κάνω μερικές ερωτήσεις στη Σούζαν.

Ο Έλιοτ Κίμπαλ περπατούσε οργισμένος, με μεγάλες δρασκελιές, περιμετρικά της πλατείας του Αγίου Πέτρου. Σε κάθε σημείο βολής οι τέσσερις εφεδρικοί του Χασέμι έλειπαν. Τι στο διάβολο συνέβαινε; Ο ψηλός ξανθός άντρας έμοιαζε με επιτυχημένο στέλεχος επιχείρησης έτσι όπως βάδιζε με σίγουρα μεγάλα βήματα γύρω από το τεράστιο πλήθος που είχε γεμίσει την πλατεία. Η έκφραση του Κίμπαλ ήταν σίγουρη, ατάραχη και δεν πρόδιδε το θυμό και το φόβο

που κόχλαζαν κάτω από την επιφάνεια. Πρέπει να ήταν δουλειά του Ιρανού. Κατά έναν περίεργο τρόπο, ο Χασέμι είχε ανακαλύψει τους εφεδρικούς δολοφόνους και τους είχε ξεφορτωθεί. Πώς όμως; Ενώ έψαχνε με το βλέμμα το πλήθος, ο Κίμπαλ έσπαγε το κεφάλι του να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να κάνει κάτι τέτοιο ο Χασέμι. Ένα ήταν σαφές: ο Κίμπαλ τον είχε υποτιμήσει. Κρατώντας την αναπνοή του, ο Κίμπαλ χώθηκε μες στο πλήθος, αποφεύγοντας όσο μπορούσε τη σωματική επαφή. Αυτές οι λαϊκές μάζες ζέχνουν. Ζέχνουν τα σώματά τους, ζέχνει η ανάσα τους, μέχρι και οι σκέψεις που βγαίνουν αραιά και πού από το μυαλό τους ζέχνουν. Αυτή τη δουλειά όμως δεν μπορούσε να την αφήσει σε άλλους. Όπως είχε αναλάβει με δική του ευθύνη το Δάσκαλο, το ίδιο θα έκανε και με τον Χασέμι. Και στη σκέψη ότι θα σκότωνε τον Χασέμι έπαιρνε δύναμη καθώς προχωρούσε προσεκτικά και με ελιγμούς μέσα από το στριμωγμένο πλήθος που φούσκωνε και στροβιλιζόταν σαν την παλίρροια μιας απέραντης θάλασσας. Ο Κίμπαλ ξεχώριζε μέσα στο πλήθος. Με ύψος 1,90, ξεπερνούσε τους ώμους και τα κεφάλια των περισσότερων ανθρώπων στην πλατεία, και το ψηλό του παράστημα του έδινε τη δυνατότητα να έχει καλή θέα της γύρω περιοχής. Τα ξανθά μαλλιά και τα άψογα ραμμένα ρούχα του τον έκαναν να ξεχωρίζει από τους κοντούς, αδιάφορους, στην πλειονότητά τους μελαχρινούς ανθρώπους. Και καθώς άνοιγε δρόμο μέσα από το πλήθος για να φτάσει στις μπροστινές σειρές, όπου, βάσει του προγράμματος, θα σταματούσε, ο πάπας, το πλήθος πύκνωνε και η αντίσταση μεγάλωνε, εμποδίζοντάς τον να προχωρήσει. Κόσμος γύριζε και τον κοίταζε ενοχλημένος, έπειτα όμως έβλεπαν την ψυχρή, ανελέητη έκφραση και γρήγορα τον άφηναν να περάσει. Αυτός ο άνθρωπος, το ήξεραν ενστικτωδώς, μπορεί να ήταν επικίνδυνος. Ο Κίμπαλ άνοιξε δρόμο μέσα από καμπουριαστές, χοντρές γριές με κουρελιασμένες μαντίλες στα κεφάλια, νε-

αρές μανάδες με μωρά στην αγκαλιά που κλαψοΰριζαν μες στο λιοπύρι. Ο Κίμπαλ αηδίασε σαν ένιωσε τον ιδρώτα να μαζεύεται κάτω από τις μασχάλες του. Ξαφνικά σταμάτησε. Μπροστά του, θα ταν δε θα 'ταν δέκα μέτρα, στην μπροστινή σειρά, πίσω από τα σκοινιά που συγκρατούσαν το πλήθος, στεκόταν ο κοντός, νευρώδης Ιρανός δολοφόνος, μετατοπίζοντας το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. Και το ίδιο ξαφνικά ο Κίμπαλ ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Δεν αγχώθηκε στην ιδέα ότι θα σκότωνε τον Ιρανό- όχι, αυτό θα το έκανε με μεγάλη του χαρά. Όμως, διάβολε! Ξανακοίταξε το ρολόι του - έπρεπε να περιμένει σχεδόν ένα τέταρτο για να το κάνει. Αναστέναξε. Πρώτα η δολοφονία του πάπα, κι έπειτα ο θάνατος ενός δολοφόνου. Το ακονισμένο Sescepita κρεμόταν απαλά στο θηκάρι μέσα στο σακάκι του Κίμπαλ. Η σιωπή κοσιίζει, σκέφτηκε* και μόνο ο θάνατος μπορεί να την εξασφαλίσει. Εκεί κοντά, κάποιος από το πλήθος είχε φέρει μαζί του ένα τρανζίστορ και άκουγε δυνατά ειδήσεις σχετικά με την πρόοδο της αυτοκινητοπομπής του πάπα. Όλοι μιλούσαν με έξαψη, προσδοκώντας την άφιξη του ποντίφικα. Ποιος άραγε θα κατάφερνε να τον αγγίξει; Λεγόταν ότι είχαν συμβεί πολλά θαυμαστά πράγματα σε όσους είχαν αγγίξει αυτό τον άνθρωπο, αυτό τον εκπρόσωπο του Θεοΰ στη γη. Τσο)ς να της ανακούφιζε την αρθρίτιδα, σκέφτηκε μεγαλόφωνα μια καμπουριασμένη γριά με ροζιασμένα και στραβά δάχτυλα. Ίσως... ίσως... ίσως. Ο Κίμπαλ ένιωσε να φουντώνει μέσα του η οργή. Ανόητοι! Είστε όλοι ανόητοι! Ήθελε να φωνάξει, να κουνήσει τα χέρια του και να τους πει πως ήταν ένα μάτσο παλιάτσοι όλοι τους, αφοΰ πίστευαν στις ταχυδακτυλουργίες του πλέον καταφανούς τσαρλατάνου της θρησκείας. Όμως ο θυμός του παρέμεινε δεμένος, υποταγμένος στη χρόνια εξασκημένη αυτοπειθαρχία. Ο θυμός ήταν καλός μόνο όταν τον χρησιμοποιούσες προς όφελος σου, αυτό το ήξερε καλά.

Μένοντας ακριβώς πίσω από τον Χασέμι, ο Κίμπαλ πλησίασε περισσότερο. Τώρα ήταν πέντε μέτρα μακριά του. Όταν πυροβολούσε ο Ιρανός, το πλήθος θα ορμούσε καταπάνω του, και μαζί μ' αυτό και ο Κίμπαλ. «Σκοτώστε το δολοφόνο!» θα ούρλιαζε και, μέσα στη συμπλοκή που θα επακολουθούσε, το Sescepita θα γλιστρούσε απαρατήρητο μέσα από τα χέρια και τα πόδια που θα κοπανιούνταν και θα εξασφάλιζε τη σιωπή άλλου ενός δολοφόνου στον κόσμο. Χαμογέλασε. Οι πολιτικοί εγκληματίες γνώριζαν πάρα πολλά. Και η πολλή γνώση σκοτώνει. Τα λεπτά περνούσαν. Οι θόρυβοι του πλήθους σάρωναν τον Κίμπαλ σαν κύματα που σπάζουν σιην παραλία, φέρνοντάς του μνήμες άλλων εποχών, άλλων δολοφόνων. Έχουμε και λέμε: Ο Δάσκαλος ατην Πίζα- ένας πληρωμένος δολοφόνος που κολυμπούσε σε μια κατακόκκινη λίμνη του δικού του αίματος σ' ένα σοκάκι του Μιλάνου* μια σκηνή σε έναν κακοφωτισμένο διάδρομο σε κάποιο δικαστήριο στο Ντάλας. Όλοι ήταν δολοφόνοι και όλοι είχαν πεθάνει από το χέρι του Κίμπαλ ή, όπως συνέβη στην περίπτωση του δολοφόνου τού Αι Χάρβι Όσβαλντ, έμμεσα, από ανθρώπους που αργότερα ίδρυσαν την Αντιπροσωπία της Βρέμης. Ενόσω αναπολούσε τους φόνους, του ήρθε στο νου ακόμα ένας, που τον ήθελε τόσο πολύ, που του έβγαινε σχεδόν σαν ερωτικό πάθος: του Βανς Έρικσον. Και μόνο που υπήρχε αυτός ο άνθρωπος, ήταν προσβολή. Και ο Έρικσον θα την πλήρωνε αυτή την προσβολή. Πέρα από την είσοδο της πλατείας του Αγίου Πέτρου, ίσως κάνα τετράγωνο πιο κει, ο Κίμπαλ άκουγε τον αυξανόμενο βρυχηθμό του πλήθους, τα κύματα κολακείας και λατρείας. Ο πάπας ήταν κοντά.

«Είναι υποχρεωμένος να σταματήσει κάπου οτη μέση της πλατείας», είπε ο Βανς λαχανιασμένα καθώς διέσχιζαν τρέχοντας ένα ελικοειδές δρομάκι παράλληλο στην οδό Αουρέλια. Η τριάδα είχε πα-

ρατήσει το Φίατ μέσα στο κυκλοφοριακό κομφούζιο στην άλλη πλευρά του Τίβερη. Είχαν διανύσει τρέχοντας οχτακόσια μέτρα, σε ξεθεωτικό ρυθμό. Παρόλο που η Σουζαν είχε καταφέρει να προλάβει τον Βανς, ο Τόνι είχε μείνει πίσω, και τώρα σταμάτησαν για να μπορέσει να τους φτάσει. Στο πρόσωπο και στα μάτια του Βανς κυλοΰσε ιδρώτας καθώς στεκόταν εκεί και γέμιζε τα πνευμόνια του με το λιπαρό, μολυσμένο αέρα της Ρώμης. Η Σουζαν τον χτύπησε ελαφρά στον καρπό. «Τι ώρα είναι;» ρώτησε. «Τρεις και σαράντα έξι», αποκρίθηκε βλοσυρά ο Βανς, και στράφηκε να φωνάξει στον Τόνι, ενώ ο Άγγλος έτρεχε προς το μέρος τους και τα βήματά του χτυπούσαν πάνω στο ανώμαλο πέτρινο δρομάκι. «Έλα, Τόνι!» Η αναπνοή του Τόνι ήταν τραχιά και βαριά. Δυο φορές είχε σκοντάψει στην ανώμαλη επιφάνεια και είχε πέσει. Η ζωή του ήταν όλο υπολογιστές και δουλειά γραφείου* είχε άλλους να δουλεύουν γι' αυτόν και να κάνουν το τρέξιμο που χρειαζόταν. «Καλύτερα...» ο Τόνι προσπάθησε να πάρει ανάσα «...καλύτερα να συνεχίσετε χωρίς εμένα». Το πρόσωπο του ήταν χλομό και μούσκεμα στον ιδρώτα. «Δεν... δε νομίζω πως θα μπορέσω να φτάσω εγκαίρως». «Μα...» διαμαρτυρήθηκε η Σούζαν. «Συνεχίστε!» είπε ο Τόνι, με μια προτρεπτική χειρονομία. Κάθισε βαριά πάνω σε ένα πέτρινο σκαλοπάτι που οδηγούσε στη σκοτεινή, δροσερή είσοδο ενός σπιτιού* από μέσα ακούγονταν τραγουδιστές φωνές παιδιών που έπαιζαν. «Μια χαρά θα είμαι, αλήθεια. Δεν προλαβαίνετε να...» Ξάφνου το πρόσωπο του συσπάστηκε από τον πόνο. Με το δεξί του χέρι έπιασε το στήθος του. «Συνεχίστε!» είπε απελπισμένα. Η Σούζαν κοίταζε μια τον Τόνι μια τον Βανς, με φρενιτιώδες βλέμμα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έπειτα οι επευφημίες του πλήθους

στροβιλίστηκαν απαλά στον αέρα, τύλιξαν τα πέτρινα κτίρια και καταστάλαξαν γύρω τους στο δρομάκι. «Έχει δίκιο, Σούζαν», είπε ο Βανς. «Πρέπει να συνεχίσουμε». «θα γυρίσουμε», υποσχέθηκε η Σούζαν στον Τόνι σαν πήγε κοντά του και έσκυψε να τον φιλήσει στο μάγουλο, «θα γυρίσουμε». «Να, πάρε», είπε ο Τόνι, ο οποίος τράβηξε από την τσέπη του σακακιού του ένα όπλο και της το έδωσε. «Μπορεί να σας χρειαστεί». Τονωμένοι από τη σύντομη ανάπαυλα, ο Βανς και η Σούζαν έτρεξαν με ανανεωμένο σφρίγος, ορμώντας μέσα στο πλήθος που ολοένα και πύκνωνε, παρακάμπτοντας τον κόσμο σαν να έκαναν σλάλομ. Τελικά είδαν την καμπυλωτή φάλαγγα των διάστικτων γκρίζων και καφέ κιόνων που περιέβαλλαν τις δύο πλευρές της πλατείας του Αγίου Πέτρου. «Κοντά στον οβελίσκο», της υπενθύμισε ο Βανς, καθώς έτρεχε. «Σύμφωνα με το πρόγραμμα, θα κατέβει από το αυτοκίνητο του κοντά στον οβελίσκο». «Τι θα κάνουμε μόλις φτάσουμε εκεί;» «Κάτι», είπε ο Βανς, καθώς περνούσαν τρέχοντας μέσα από ένα ανθρώπινο τείχος, που γέμιζε το χώρο μεταξύ των κιόνων. «Απλώς θα πρέπει να σκεφτούμε κάτι καλό». Ανοίγοντας δρόμο μέσα από τα πλήθη, η Σούζαν και ο Βανς προχώρησαν προς τον οβελίσκο, αλλά διαπίστωσαν ότι πλέον προχωρούσαν ολοένα και πιο αργά. Ο Βανς ήταν ελαφρώς ψηλότερος από την πλειονότητα των συγκεντρωμένων και μπορούσε να δει πάνω από το δάσος των κεφαλιών που ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Μακριά, είδε να αστράφτουν τα φώτα των μοτοσικλετών της συνοδείας του πάπα, την ώρα που έμπαιναν στη Βία ντέλα Κονσιλιατσιόνε. Είχαν μόλις τρία λεπτά, σκέφτηκε ο Βανς. Όχι, διόρθωσε τον εαυτό του με απογοήτευση. Αν δεν τα κατάφερναν, ο πάπας είχε τρία μόλις ακόμα λεπτά ζωής.

Έφτασαν στο σιντριβάνι στη νότια πλευρά της πλατείας, σκουντώντας με τους αγκώνες τους ένα πλήθος θορυβωδών εφήβων για να τους αφήσουν να περάσουν και να φτάσουν στην άκρη του σιντριβανιού. Σκαρφαλώνοντας αβέβαια στο πέτρινο χείλος του σιντριβανιού, ο Βανς έψαξε με τα μάτια το πλήθος. Του μαύρισε η ψυχή. Αποκλείεται να εντόπιζαν ένα άτομο μέσα στο πλήθος. Ένα άτομο μέσα σε δεκάδες χιλιά... Ξάφνου, καμιά σαρανταριά μέτρα μπροστά του, είδε ένα καλοχτενισμένο ξανθό κεφάλι να ξεπροβάλλει από το πλήθος. «Ο Κίμπαλ!» φώναξε με έξαψη στη Σουζαν. «Εντόπισα τον Έλιοτ Κίμπαλ... Αυτός πρέπει να είναι». «Πού;» του φώναξε η Σούζαν. Ο Βανς της έδειξε. «Εκεί, πέρα από τον οβελίσκο». Η Σούζαν κοίταξε κατά κει που της έδειχνε κι έπειτα από ένα λεπτό τον είδε κι αυτή. «Μπρος, έλα», της είπε ο Βανς, πηδώντας από το χείλος του σιντριβανιού, σπρώχνοντας κατά λάθος έναν νεαρό και τη φίλη του. Η Σούζαν κι ο Βανς χώθηκαν μέσα στο πλήθος, ενώ πίσω τούς ακολουθούσε το βρισίδι του μάγκα νεαρού με τον πληγωμένο εγωισμό. «Κάτι γίνεται», της είπε γρήγορα ο Βανς καθώς πήγαιναν προς τα κει. «Νομίζω πως, αν βρούμε τον ξανθό μας φίλο, θα βρούμε και τον Χασέμι μας». Έπειτα, υψώνοντας τη φωνή, προέτρεψε: «Αστυνομία, αφήστε μας να περάσουμε, παρακαλώ· αστυνομία, σε επίσημη αποστολή». Ο κόσμος, αντιδραιντας αντανακλαστικά, τους έκανε χώρο. Μια εκκωφαντική κραυγή συγκίνησης ξέσπασε σαν βρυχηθμός σε όλη την πλατεία και, αντηχώντας από την κυκλική κιονοστοιχία, ανέβηκε στον ουρανό. Για μια στιγμή, παρασυρμένος στη δίνη των συναισθημάτων του πλήθους, ο Βανς πάγωσε. Εκεί κάτω, γλιστρώντας μακάρια προς τον οβελίσκο, βρισκόταν ο πάπας, με λευκά άμφια και λευκό κάλυμμα κεφαλής. Με λυγισμένους τους αγκώνες, εί-

χε ενώσει τα χέρια σε σχήμα σταυροΰ και τα άπλωνε στο πλήθος. Ακόμα και από απόσταση εκατό μέτρων, ο Βανς μπορούσε να δει τη ζωντάνια και το σφρίγος αυτού του ανθρώπου, μπορούσε να νιώσει το βλέμμα του που σε αιχμαλώτιζε. Δύο λεπτά.

Azara

Το απογευματινό φως γινόταν πιο έντονο και τα χρώματα βάθαιναν. Ο Χασέμι ένιωσε την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή και να φτερουγίζει σαν είδε τη λευκοντυμένη μορφή να πλησιάζει. Η αστυνομία είχε αδειάσει ένα χώρο γύρω στα τριάντα μέτρα αριστερά του, εκεί όπου επρόκειτο να σταματήσει το παπικό όχημα, εκεί όπου θα κατέβαινε ο πάπας από το όχημα για να βαδίσει μέσα στο πλήθος. Τώρα η αυτοκινητοπομπή απείχε μόλις σαράντα πέντε μέτρα. Τα διαπεραστικά μάτια του Χασέμι έψαξαν τα πρόσωπα των αστυνομικών με τα πολιτικά που περπατούσαν κατά μήκος του λευκοΰ οχήματος και παρακολούθησε τη συνοδεία των μοτοσικλετιστών να προχωρεί σε σχηματισμό σφήνας μπροστά από το αυτοκίνητο του πάπα. Χαμογέλασε και μουρμούρισε μια προσευχή. Ένα λεπτό.

Ανάθεμα τον τεράστιο Αμερικανό, σκέφτηκε η Άννα Μαρία Ντισάλβο, πασχίζοντας να δει τον πάπα. Δυο ώρες στεκόταν εκεί, 1,52 όλη κι όλη, ελπίζοντας να ρίξει μια ματιά στον πάπα, όταν πήγε και χώθηκε μπροστά της αυτός ο απότομος, καλοντυμένος ξανθός. Και να τον τώρα να στέκεται εκεί και να περιορίζει το οπτικό της πεδίο. Για άλλη μια φορά μάζεψε το θάρρος της για να τον παρακαλέσει να κάνει πιο πέρα. Πριν από λίγα λεπτά του το είχε ζητήσει ευγενικά και στα καλύτερα αγγλικά που μπορούσε, αγγλικά που είχε μάθει από τους Αμερικανούς που είχαν περάσει κατά το Β' Παγκόσμιο

Πόλεμο από τη γενέτειρα της κο\αά στη Νάπολη. Εκείνος είχε απαντήσει με ένα γρύλισμα στο αίτημά της και την είχε αγριοκοιτάξει μ' εκείνο το φρικτό, ψυχρό του βλέμμα. Άνοιξε πάλι το στόμα της να μιλήσει, αλλά ένιωσε το θάρρος της να την εγκαταλείπει. Ντράπηκε για τον εαυτό της, και βάλθηκε να παίζει νευρικά με τη λαβή της ομπρέλας που έπαιρνε πάντα μαζί της όταν είχε λιακάδα για να της κρατάει δροσιά στο κεφάλι. Στην πραγματικότητα της κρατούσε δροσιά σε όλο το σώμα, με τέτοια μεγάλη σκιά που έριχνε πάνω στο κοντό, στρουμπουλό της κορμί. Ήταν καλή ομπρέλα, σκέφτηκε, καθώς πηγαινόφερνε νευρικά τα χέρια της πάνω στην καμπυλωτή λαβή. Την είχε αγοράσει την περασμένη μόλις βδομάδα για να αντικαταστήσει την άλλη, που της είχε σπάσει. Δεν ήταν πλούσια. Δε συσσωρεύεις πλούτη πλέκοντας πουλόβερ. Για να έρθει σήμερα εδώ, είχε αφήσει στη μέση το πλέξιμο. Η εκλεκτή μπουτίκ στο Μιλάνο στην οποία πουλούσε τα πουλόβερ της θα έστελνε αύριο κάποιον να τα παραλάβει και θα απογοητευόταν βλέποντας ένα πουλόβερ λιγότερο. Και για ποιο λόγο; αναρωτήθηκε. Για να κάθομαι να βλέπω την πλάτη του ακριβού σακακιού αυτού του ξένου; Ο θυμός φούντωσε μέσα της. Κάτι έπρεπε να κάνει, αποφάσισε. Ξαναμαζεύοντας όλη της την τόλμη, ίσιωσε την πλάτη και όρθωσε το ανάστημά της.

Azara Τριάντα δευτερόλεπτα Πλησίασαν τον Κίμπαλ από πίσω. Τώρα ο Βανς ήταν σιωπηλός καθώς χωνόταν σαν σφήνα μέσα στο πλήθος. Η Σούζαν τον ακολουθούσε από κοντά. Από μακριά, προς την κατεύθυνση της οδού Αουρέλια, ακούστηκε η σειρήνα ασθενοφόρου. Κανείς τους δεν το πρόσεξε. Ποιον παρακολουθούσε με τόση προσήλωση ο Κίμπαλ; Περιστοιχισμένος από στριμα>γμένους ανθρώπους, ο Βανς σταμάτησε γύρω στα τέσσερα μέτρα από τον Κίμπαλ και σηκώθηκε στις μύτες των

ποδιών του, προσπαθώντας να δει το θήραμα του ξανθού άντρα. Κι ενώ όλοι οι άλλοι τέντωναν το κεφάλι τους για να ρίξουν μια ματιά στον πάπα, ο Κίμπαλ κοιτούσε αριστερά προς... Τα μάτια του Βανς στάθηκαν σε έναν ακίνητο, ήρεμο άντρα μέσα στο πλήθος, ένα μελαψό, μαυρομάλλη άντρα, ακίνητο και ήρεμο. Κι ενώ το υπόλοιπο πλήθος έσπρωχνε και φλυαρούσε και εκδηλωνόταν όλο και πιο μελοδραματικά όσο πλησίαζε η άφιξη του πάπα, αυτός ο άντρας περίμενε υπομονετικά. Υπερβολικά υπομονετικά. «Νομίζω πως τον βλέπω», ψιθύρισε ο Βανς στη Σούζαν. «Τι κάνουμε;» «Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να του χαλάσουμε το στόχο», είπε ο Βανς, ενώ το μυαλό του έψαχνε σαν τρελό κάποιο σχέδιο. «Μα είναι κι ο Κίμπαλ εδώ. Ίσως να είναι εφεδρικός». «Θα ασχοληθώ εγώ με τον Κίμπαλ», είπε η Σούζαν. «Εσύ πήγαινε στον άλλο».

Η Σούζαν ξεροκατάπιε με αγωνία. Ο Βανς την κοίταξε καταπτοημένος. Είχε δίκιο. «Εντάξει, αλλά έτσι και προσπαθήσει να σου κάνει κακό, να φωνάξεις "φόνος!"». Γης έδωσε ένα πεταχτό φιλί και χώθηκε μέσα στο πλήθος, κατά κει που ήταν ο Χασέμι.

Δεκαπέντε δευτερόλεπτα. «Συγνώμη, νεαρέ», είπε η Άννα Μαρία Ντισάλβο όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο ψηλός ξανθός άντρας δεν της απάντησε. «Νεαρέ!» φώναξε και τον τράβηξε από την άκρη του σακακιού. Το αυτοκίνητο του πάπα έκοψε ταχύτητα και ήταν έτοιμο να σταματήσει.

Δέκα δευτερόλεπτα. Ο Χασέμι έβγαλε τα γυαλιά ηλίου και κοίταξε τον πάπα στα μάτια. Ήθελε να δει αυτός ο άπιστος τα μάτια του Αλλάχ όταν πέθαινε. Ο Χασέμι γλίστρησε το χέρι του μέσα στην τσέπη του σακακιού του και έπιασε τη λαβή του Μπράουνινγκ. ι

Πέντε δευτερόλεπτα. «Τι στο διάβολο θες, γριά μέγαιρα!» είπε ο Κίμπαλ, κάνοντας στροφή για να αγριοκοιτάξει την Άννα Μαρία Ντισάλβο, που του ανταπέδωσε το άγριο βλέμμα. Δεν ήταν διατεθειμένη ν' αφήσει αυτό το κακότροπο κουτάβι να τη γλιτώσει έτσι εύκολα. Παναγία μου, όμως, τι μίσος είχαν αυτά τα μάτια' όμοια φιδιού ήταν - όχι, ακόμα πιο επικίνδυνα. Άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, όταν ξαφνικά ο ξανθός τίναξε το κεφάλι του πάνω και εντόπισε κάποιον πίσω του. «Ο Έρικσον!» σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Κίμπαλ. Το χέρι του γλίστρησε γρήγορα μέσα στο σακάκι του, να πιάσει το Sescepita. «Νεαρέ!» Η Άννα Μαρία Ντισάλβο τραβούσε επίμονα το μανίκι του Κίμπαλ. Ο Κίμπαλ γύρισε απότομα και τη χτύπησε στο μάγουλο με την ανάστροφη του χεριού του. Εκείνη τρέκλισε προς τα πίσω και το πλήθος εκεί κοντά έβγαλε μια άναρθρη κραυγή από την αγανάκτηση. «Άντε γαμήσου, παλιόγρια!» είπε ο Κίμπαλ και κίνησε να πάει κατά κει που ήταν ο Βανς, ο οποίος συνέχιζε να προχωρά προς τον Χασέμι. Έπρεπε να κρατήσει αυτό τον άνθρωπο μακριά από τον Ιρανό. «Έλιοτ!» η φωνή της Σούζαν αρμένισε πάνω από το πλήθος. «Αγαπητέ Έλιοτ!» Ο Κίμπαλ τίναξε απότομα το κεφάλι του προς το μέρος της. Ο Βανς πήρε το βλέμμα του από τον Χασέμι κι έριξε μια γρήγορη

ματιά στον Κίμπαλ, έπειτα στη Σουζαν και ξανά πίσω στον Χασέμι. Ανυποψίαστος για το δράμα που παιζόταν πίσω του, ο Ιρανός τράβηξε το Μπράουνινγκ από την τσέπη του σακακιού του. Η πραγματικότητα που αντιμετώπιζε ο Βανς πήρε τα χαρακτηριστικά της αργής κίνησης σε εφιάλτη. Ο Βανς όρμησε προς το μέρος του Χασέμι, ο οποίος στεκόταν τόσο κοντά του, που μπορούσε να τον αγγίξει απλώνοντας το χέρι. Η Σούζαν ρίχτηκε πάνω στον Κίμπαλ. Εκείνος της έριξε μια δυνατή ανάστροφη, που την πέτυχε στο πλάι του κεφαλιού. Γύρω της, χέρια έσπευσαν να την πιάσουν προτού χτυπήσει στο πεζοδρόμιο. Το όχημα του πάπα σταμάτησε σχεδόν μπροστά στον Χασέμι. Ο Βανς πήδησε προς το μέρος του Ιρανού, αλλά καθώς έκανε την κίνηση, εμφανίστηκε το Μπράουνινγκ κι έπειτα εκπυρσοκρότησε σαν να είχαν ανοίξει οι ουρανοί. Ο πάπας έφερε το χέρι του στην κοιλιά, στάθηκε άκαμπτος και κοίταξε τον Χασέμι στα μάτια. Ανακουφισμένος πλέον μετά τον πυροβολισμό, ο Κίμπαλ ξεθηκάρωσε το Sescepita και ρίχτηκε στον Βανς. Η συναλλαγή θα γινόταν! Ο Χασέμι ήταν καλός σκοπευτής, και ένας πυροβολισμός ήταν αρκετός. Όμως ο θόρυβος, το πλήθος και το υπερβολικό χασίσι τον είχαν επηρεάσει. Ο Χασέμι είχε σημαδέψει την καρδιά, και αντί γι' αυτήν είχε πετύχει τον πάπα στην κοιλιά. Τώρα πίεζε τη σκανδάλη συνεχόμενα, προσπαθώντας να ξανασημαδέψει. Την ώρα που ο Κίμπαλ έπεφτε πάνω στον Βανς Έρικσον, ο Χασέμι πυροβόλησε ξανά και ξανά, αλλά μετά τον πρώτο πυροβολισμό ο Βανς είχε σπρώξει με δύναμη τον Ιρανό και οι σφαίρες έφευγαν αδέσποτες. Μία χτύπησε τον πάπα στο χέρι και οι υπόλοιπες έκαναν τρελές βουτιές στο πλήθος. Άκουσε μια κραυγή πόνου, έπειτα κι άλλες κραυγές, καθώς οι άντρες της ασφάλειας όρμησαν προς το μέρος του δολοφόνου.

«Είμαι το Ξίφος του Αλλάχ!» στρίγκλισε ο Χασέμι. «Σκότωσα τον πάπα! Αλλάχου άκμπαρ!» Έπειτα το κατάπληκτο πλήθος ήρθε στα συγκαλά του και όρμησε μπροστά, καθηλώνοντας τον Ιρανό δολοφόνο στο έδαφος. Κι ενώ ο Χασέμι έπεφτε κάτω από την οργή του πλήθους, ο Βανς στράφηκε προς τη Σουζαν, και αντί για κείνη είδε το κατακόκκινο από τη λυσσά πρόσωπο του Έλιοτ Κίμπαλ να ορμάει μπροστά, ενώ κάτι μεταλλικό που κρατούσε στο χέρι άστραφτε στο φως του ήλιου. Άοπλος και ακινητοποιημένος από το στριμωξίδι του πλήθους, ο Βανς κοίταζε με τρόμο τον Κίμπαλ να έρχεται καταπάνω του με το φρικιαστικό μαχαίρι. «Είστε καλά;» ρωτούσαν οι παριστάμενοι την Άννα Μαρία Ντισάλβο ενοί τη βοηθούσαν να σηκωθεί. «Ναι, ναι», γάβγισε λυσσασμένα, βρίζοντας και τινάζοντας με δύναμη τους αγκώνες της για να ελευθερωθεί από το κράτημά τους. Κι ενώ ο ξανθός απομακρυνόταν βιαστικά, εκείνη άρπαξε την ομπρέλα από το πεζοδρόμιο. «Έι, μπάσταρδε!» φώναξε. Έπιασε την ομπρέλα της από το πάνω μέρος και έτεινε το κοντάρι προς το μέρος του ψηλού άντρα. Το κοντάρι της ομπρέλας πέρασε μέσα από τα πόδια του Κίμπαλ, ενώ η καμπυλωτή της λαβή πέτυχε τον άψογα ντυμένο άντρα στους όρχεις. Ο Κίμπαλ σταμάτησε επιτόπου και έβγαλε μια κραυγή θυμού, πόνου και έκπληξης μαζί. To Sescepita κροτάλισε πάνω στο έδαφος. Με έναν ποδοσφαιρικό ελιγμό, ο Βανς έσκυψε κάτω, χώθηκε μέσα στο πλήθος και, προσπερνώντας τη διπλωμένη στα δύο φιγούρα του Κίμπαλ, έφτασε στο σημείο που ήταν η Σούζαν. «Σε πόνεσε αυτός ο αλήτης», τη ρώτησε. Εκείνη του χαμογέλασε αδύναμα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, απλώς τραντάχτηκα λίγο. Τι... τι συνέβη;» «Αποτύχαμε. Ο Χασέμι πυροβόλησε τον πάπα».

Βιβλίο Δεύτερο

19

Ο

ΙΊΑΠΑΣ Ζ Ο Υ Σ Ε .

Ο Χασέμι Ράφικντσυσι ζούσε. Ο Βανς Έρικσον

ζούσε. Ο Έλιοτ Κίμπαλ είχε έναν πρησμένο όρχι στο μέγεθος μπάλας του γκολφ. Μακάρι να πέθαινε. Υποφέροντας από τον πόνο, ο Κίμπαλ σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε κουτσαίνοντας ως το γραφείο για να πάρει άλλη μια μπομπίνα μαγνητοταινία. Αφού στάθηκε λίγο να κοιτάξει από το παράθυρο του τον ποταμό Αρνο, που διέσχιζε σαν φίδι την Πίζα, πήρε την ταινία στον καναπέ και κάθισε προσεκτικά. Πολύ απαλά, έσκυψε και πέρασε την ταινία στις κεφαλές του φορητού μαγνητοφώνου πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι. Σε ένα λεπτό, η φωνή του Μέριαμ Αάρσεν, που είχε καταγραφεί από τα μισά της πρότασης, πλημμύρισε το άθλιο μικρό δωμάτιο. «... Η μόνη εναλλακτική είναι να τον χρησιμοποιήσουμε για παραδειγματισμό», ακούστηκε με βόμβο η φωνή. Ο Κίμπαλ έσπευσε να φτιάξει την ένταση του ήχου σαν μπήκε στη συζήτηση μια άλλη φωνή. «Δεν μπορείς. Είναι πολύτιμος για την Αντιπροσωπία. Έχει περισσότερο μυαλό απ' όλα τα υπόλοιπα μέλη μαζί». Ήταν η Ντενίζ Καράδερς, πρόεδρος της Αντιπροσωπίας της Βρέμης και πρώην ερωμένη του Κίμπαλ. «Αυτό είναι το θέμα», συνέχιζε η φωνή του Λάρσεν. Ο Κίμπαλ έγειρε πίσω στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια, πλάθοντας νοερά την εικόνα του δωματίου όπου είχε γίνει η ηχογράφηση και των προσώ-

πων των ανθρώπων που μιλούσαν. Ο Λάρσεν θα καθόταν νωχελικά σε μια πολυθρόνα στη βιβλιοθήκη του σπιτιού στην Μπολόνια- η Καράδερς θα πηγαινοερχόνταν πέρα δώθε, χειρονομώντας νευρικά με το δραματικό της τρόπο. «Το θέμα είναι», είπε με έμφαση ο Λάρσεν, «ότι βασιστήκαμε όλοι μας πάρα πολΰ στις γνώσεις και στις δεξιότητες του Έλιοτ Κίμπαλ, ώστε καταλήξαμε να εξαρτώμαστε απ' αυτόν. Μέσω αυτής της εξάρτησης διατηρεί εξουσία, μας έχει του χεριού του, και η δική του τΰχη και επιτυχίες καθορίζουν τις δικές μας». Μεσολάβησε μια παύση- ο Κίμπαλ φαντάστηκε την Καράδερς να σταματάει το πηγαινέλα της και να καρφώνει με το βλέμμα της στον Λάρσεν. Έπειτα, από τα ηχεία του μαγνητοφώνου βγήκε και πάλι η απαίσια, σιγανή φωνή του Λάρσεν. Τώρα ακουγόταν λιγότερο καθαρά* πρέπει να είχε απομακρυνθεί από το μικρόφωνο. «Και οι αποτυχίες του γίνονται και δικές μας, Ντενίζ», επέμεινε ήρεμα. «Και δε γίνεται να έχουμε αποτυχίες. Έχει υποπέσει σε ανεπανόρθωτα σφάλματα». «Ας μην το παρατραβάμε», διαμαρτυρήθηκε αγανακτισμένα η Καράδερς. «Κανείς δεν είναι αναντικατάστατος, Ντενίζ. Ούτε εσύ ούτε εγώ ούτε κι ο δικός σου, ο Έλιοτ Κίμπαλ! Η δύναμή μας είναι να είμαστε αντικαταστατοί και ο κύριος Κίμπαλ εξέθεσε σε κίνδυνο αυτή τη δύναμη και πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε μ' αυτόν». Ακολούθησε κι άλλη σιωπή- ο Κίμπαλ έβλεπε με το νου του τον Λάρσεν να χαμηλώνει το σώμα του στην πολυθρόνα και να πίνει μια γουλιά κονιάκ. «Ξέρεις, Ντενίζ», συνέχιζε η φωνή του Λάρσεν, «απογοητεύτηκα που εσύ και ο Κίμπαλ δεν καταλάβατε το νόημα του μαθήματος στην Πίζα. Στο κάτω κάτω, η Αντιπροσωπία της Βρέμης λειτούργησε αρκετά καλά από τότε και στο εξής - ακόμα κι αφότου βρέθηκε στραγγαλισμένος και ανασκολοπισμένος πάνω σ' ένα σταυρό ο θησαυροφύλακας».

«Αυτό είναι άλλο», διαμαρτυρήθηκε η Καράδερς. «Ο άνθρωπος ήταν προδότης! Αυτός...» «Ναι, ναι, πράγματι, Ντενίζ. Όμως εγώ -εμείς- θέλαμε επίσης να δώσουμε ένα μάθημα που δε θα περνούσε απαρατήρητο από κανένα μέλος της Αντιπροσωπίας, και από κανένα μέλος του προσωπικού που δουλεύει για μας. Λυπάμαι ειλικρινά που δεν το κατάλαβες αυτό, Ντενίζ. Κι ενώ θα μου λείψει ο Κίμπαλ, πολύ περισσότερο λυπάμαι που θα στερηθούμε τις υπηρεσίες σου στο συμβούλιο». «Θα τις στερηθείτε;» ξαφνικά η Καράδερς ύψωσε παραπάνω από το κανονικό τον τόνο της φωνής της. «Τι εννοείς;» «Ντενίζ, δε φαντάζομαι να πιστεύεις ότι θα σε αφήσω να συνεχίσεις ύστερα από όλη αυτή την τσαπατσουλιά που έγινε με τη δολοφονία;» «Μη γίνεσαι γελοίος, Μέριαμ». Ο πανικός που μεγάλωνε μέσα της έκανε τη φωνή της στριγκή. «Είμαι επικεφαλής της Αντιπροσωπίας. Αυτά τα θέματα πρέπει να συζητηθούν στο διοικητικό συμβούλιο... να γίνει ψηφοφορία». «Αυτό έγινε" το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν ομόφωνο». Από το μαγνητόφωνο βγήκαν κάτι πνιχτοί ήχοι* να ήταν βήματα; Ο Κίμπαλ άνοιξε τα μάτια και έσκυψε κοντά στο ηχείο, μη θέλοντας να χάσει το παραμικρό. Ακούστηκε το δυνατό μεταλλικό τρίξιμο πόμολου. «Κλείδωσες την πόρτα!» «Ναι, Ντενίζ, την κλείδωσα». Η φωνή του Λάρσεν ήταν ατάραχη. «Την κλείδωσα». «Όχι! Όχι! Όχι!» Θι στριγκλιές της Καράδερς πλημμύρισαν τα αφτιά του Κίμπαλ, ενώ η κασέτα συνέχισε απαθώς να παίζει. «Ναι», είπε κοφτά ο Λάρσεν. Ακούστηκε το «παφ» του σιγαστήρα ενός πιστολιού. «Μπάσταρδε!» «Ναι», ξανάπε ο Λάρσεν. Από το μαγνητόφωνο ακούστηκαν άλλοι τρεις πνιχτοί πυροβολισμοί, κι έπειτα ένας δυνατός γδούπος.

«Ναι». Από το ηχείο ακούστηκε ο κουδουνιστός ήχος του ποτηριού του κονιάκ, και έπειτα άλλος ένας αναστεναγμός ικανοποίησης. «Ναι, αγαπητή μου, δίκιο έχεις». Ο Κίμπαλ μόρφασε την ώρα που έκλεινε το μαγνητόφωνο, και βολεύτηκε πίσω στα μαλακά μαξιλάρια του καναπέ. Σε μια δυο μέρες θα μπορούσε να περπατάει και πάλι κανονικά, θ α ανάρρωνε, σκέφτηκε μελαγχολικά, αλλά όπλο σαν το Sescepita δε θα είχε ποτέ ξανά. Έκλεισε τα μάτια και το είδε να γλιστρά στο πεζοδρόμιο, θυμήθηκε πόσο άγρια τον είχαν ξυλοφορτοκτει οι άντρες που τον είχαν δει να χτυπάει τη γριά - και τη Σουζαν Στορμ. θυμήθηκε πώς αντιγύριζε τις γροθιές, και τις ικανοποιητικές κραυγές πόνου που είχαν αποσπάσει τα δυνατά του χτυπήματα. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να δραπετεύσει. Και τώρα ήξερε ότι η μεγαλύτερη πρόκληση που είχε να αντιμετωπίσει ήταν να μείνει ζωντανός. Η δήλωση του Λάρσεν ότι επρόκειτο να τον σκοτώσουν δεν ήταν έκπληξη για κείνον, και ως εκ τούτου είχε από καιρό κάνει σχέδια για την επιβίωσή του. Η κασέτα ήταν απλώς μέρος αυτού του σχεδίου εκτάκτου ανάγκης. Τον πυρήνα του σχεδίου του τον μαστόρευε προσεκτικά πάνω από μια δεκαετία. Στο επίκεντρο του βρισκόταν η Γκλάβνογιε Ραζβεντιβατέλνογιε Ουπραβλένιε. Γνωστή περισσότερο με τα αρχικά GRU, η οποία είναι η κεντρική διεύθυνση των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας. Ελάχιστος κόσμος γνώριζε πριν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ότι η GRU χρησιμοποιούσε έξι φορές περισσότερους μυστικούς πράκτορες από τη γνωστότερη KGB. Κι ενώ η υπόλοιπη Ρωσία είχε χαθεί στα τέλη του αιώνα σε μια τεχνολογική σύγχυση, η GRU χρησιμοποιούσε κατασκοπευτικούς πυραύλους και τεχνολογία υποκλοπής επικοινωνιών ισάξια -και ενίοτε ανώτερη- από αυτή της Αμερικής. Κι αυτό, κατά ένα μεγάλο μέρος, ήταν εφικτό χάρη στο ότι μεσολαβούσε κρυφά ο Κίμπαλ ώστε να την εφοδιάζει με πληροφορίες και τεχνολο-

γία που αποκτούσε από εταιρείες-μέλητης Αντιπροσο)πίας της Βρέμης· Αυτό επέτρεψε στον Κίμπαλ να χτίσει σημαντικές σχέσεις εντός της GRU εκ μέρους της Αντιπροσωπίας της Βρέμης, εν μέρει για τις μυστικές υπηρεσίες που μπορούσε η τελευταία να παρέχει και εν μέρει για να βοηθάει στην ανάπτυξη οικονομικών δεσμών και εμπορικών συμφωνιών. Και επιπλέον εδραίωσε μυστικές προσωπικές σχέσεις, που συνέφεραν τον ίδιο, ακόμα και όταν οι Ρώσοι συγκρούονταν με την Αντιπροσωπία. Μέσω αυτών των σχέσεων είχε μάθει πόσο απεγνωσμένα αναζητούσε η GRU νέες στρατιωτικές τεχνολογίες. Κι ενώ μέρος αυτής της απόγνωσης προερχόταν από την επιθυμία του στρατού να έχει καλύτερα, πιο σύγχρονα και πιο ισχυρά όπλα, η υπερισχύουσα ανησυχία ήταν οικονομικής φύσεως. Εν ολίγοις, οι πωλήσεις όπλων ήταν σημαντική πηγή εισοδήματος για τη Ρωσία. Η επίσημη κρατική εταιρεία όπλων, η Ροσομπορόνεξπορτ, πουλούσε στρατιωτικά όπλα αξίας είκοσι σχεδόν δισεκατομμυρίων δολαρίων σε άλλες εταιρείες, αλλά υπέφερε λόγω του ότι τα οπλικά συστήματα που πουλούσε υστερούσαν τεχνολογικά από αυτά των Η ΠΑ. Καμιά χώρα δεν ήθελε να αγοράζει στρατιωτικό εξοπλισμό από μια άλλη που θεωρούνταν ξεπεσμένη. Για την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση τα όπλα είχαν να κάνουν με την κατάκτηση του κόσμου· για τη νέα Ρωσία όλα είχαν να κάνουν με εμπορικές συμφωνίες - επιχειρήσεις και μερίδιο αγοράς. Ο Κίμπαλ ανέβασε τα πόδια του στον καναπέ και τεντώθηκε. Του πήρε λίγα λεπτά να βολευτεί, κι έπειτα έκλεισε τα μάτια και έκανε μια ανασκόπηση των άλλων λεπτομερειών του σχεδίου επιβίωσης που είχε καταστρώσει. Η GRU είχε ένα μικρό αλλά σημαντικό κέντρο στην Πίζα, όπου επεξεργαζόταν και αναμετέδιδε πληροφορίες. Ο δεύτερος τη τάξει αυτού του κέντρου επιχειρήσεων χρτοστούσε πολλές και διάφορες χάρες στον Κίμπαλ, μία εκ των οποίων και η κασέτα που είχε μόλις

ακούσει για το φόνο στο ακίνητο που διέθετε η Αντιπροσωπία της Βρέμης στην Μπολόνια. Η υποκλοπή αυτή είχε προκύψει από τους κοριούς που είχε εγκαταστήσει πριν από χρόνια η GRU, με τη βοήθεια του φυσικά. Καθώς ήταν ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά, πονώντας και αναπολώντας, ο Κίμπαλ ήξερε ότι το μόνο που τον ενδιέφερε πια ήταν να αρπάξει τον κώδικα του Ντα Βίντσι από τους Αδελφούς και να τον πουλήσει στην GRU. Αυτό θα του εξασφάλιζε μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια και φόνους. Η πίστη στην κυβέρνηση δεν είχε σημασία, σκέφτηκε καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, ο φόνος είχε. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του καθώς αποκοιμιόταν.

Στην Ιταλία κανείς δε φτιάχνει τα λαζάνια σαν τους Μπολονέζους. Κι ενώ μερικοί μαγειρεύουν κάποια φαγητά το ίδιο καλά με τους σεφ της Μπολόνια, κανείς δεν τα μαγειρεύει καλύτερα. Ο Βανς θυμήθηκε το παρατσούκλι που είχαν δώσει στην πόλη οι χορτασμένοι καλοφαγάδες του κόσμου: Μπολόνια la Grassa -Μπολόνια η Χοντρή-, εις αναγνώρισιν των αναπόφευκτων συνεπειών που έχει ένα υπερβολικά καλό πιάτο. Τώρα ένιωθε grasso. Ακούμπησε αργά το πιρούνι του στο πιάτο, και παρόλο που τα μάτια και ο ουρανίσκος του πεινούσαν ακόμα, το στομάχι του ζητούσε έλεος. Κοίταξε τη Σούζαν που τσιμπολογούσε αργά τα τορτελίνια της με κανονικό ρυθμό αντί να μπουκώνεται μέχρι σκασμού σαν τον ίδιο, προτού καν φτάσει το κυρίως πιάτο. Μπολόνια la Grassa, σκέφτηκε ο Βανς. Ήταν επίσης γνωστή κι ως Μπολόνια la Dotta -Μπολόνια η Λόγια-, έκφραση που αναγνώριζε το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια ως το παλαιότερο της Ευρώπης. La Dotta, la Grassa. Τούτες οι φράσεις τούς είχαν φέρει στην Μπολόνια αυτόν και τη Σούζαν. Ο Βανς έφαγε άλλη μια μπουκιά λαζάνια και τη συνόδευσε με μια γουλιά ντόπιο Σαντζοβέζε.

Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Είχαν καταφέρει να το σκάσουν από την πλατεία του Αγίου Πέτρου, μαζί με το υπόλοιπο τρομαγμένο πλήθος, πριν από σαράντα οχτώ ώρες ακριβώς. Με τα χρήματα που είχε δώσει ο Τόνι στη Σουζαν είχαν αγοράσει ευπρεπή ρούχα και είχαν κλείσει δωμάτιο σε μια μικρή, καθαρή πανσιόν στην οδό Νατσιονάλε, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Χωρίς να βάλουν μπουκιά στο στόμα τους, τους είχε πάρει ο ύπνος αγκαλιασμένους και είχαν κοιμηθεί ως το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Ο ύπνος τούς είχε διώξει την κούραση, και μαζί με αυτή και αρκετή από την απελπισία που τους είχε πιάσει μετά τον πυροβολισμό του πάπα. Ο ποντίφικας θα ζούσε, είπαν οι γιατροί του. Ένας λιγότερο σθεναρός άνθρωπος, είπαν, δεν υπήρχε περίπτωση να επιβιώσει μετά τη δοκιμασία. Αλλά και ο Τόνι Φέρφαξ επιβίωνε από μια δοκιμασία. Το απόγευμα η Σούζαν τηλεφώνησε σε έναν κοινό φίλο και έμαθε ότι ο Τόνι είχε πάθει ένα ήπιας μορφής έμφραγμα και ανάρρωνε στο νοσοκομείο. Τα σημαντικότερα νέα της μέρας, όμως, είχαν προέλθει από το τηλεφώνημα που είχε κάνει ο Βανς στα κεντρικά γραφεία της Κοντινένταλ Πασίφικ στη Σάντα Μόνικα. 'Οταν πήγε να κάνει υπεραστικό τηλεφώνημα στη Δημόσια Επιχείρηση Τηλεπικοινωνιών, ο Βανς είχε χρειαστεί να περιμένει, γιατί του είχαν πει ότι δεν μπορούσε να εντοπιστεί άμεσα ο Χάρισον Κίνγκσμπερι, κι ότι έπρεπε να περιμένει να τον καλέσουν πίσω. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, ο υπάλληλος της τηλεφωνικής εταιρείας είχε οδηγήσει τον Βανς σε ένα γυάλινο ηχομονωμένο τηλεφωνικό θάλαμο. Έκπληκτος, ο Βανς άκουγε την τραχιά, ψυχρή φωνή του Μέριαμ Λάρσεν. «Αυτή τη στιγμή κρατάμε τον Χάρισον Κίνγκσμπερι», είπε ο Λάρσεν στον Βανς. «Αν αποφασίσεις να συνεχίσεις να μπλέκεσαι

στις δουλειές της Αντιπροσωπίας της Βρέμης, θα τον σκοτώσουμε. Κατάλαβες;» «Φυσικά». Ο Βανς κατάπιε το θυμό που φουντώνε μέσα του και, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ανταμείφθηκε με τη φωνή του Κίνγκσμπερι. «Βανς... είσαι καλά;» «Μια χαρά, κΰριε», αποκρίθηκε ο Βανς. «Κι εσείς; Που είστε;» «Είμαι μια χαρά. Και...» Ξάφνου κάποιος διέκοψε τον Κίνγκσμπερι. Από τους συγκεχυμένους ήχους που άκουγε μέσα από το ακουστικό που είχε βουλώσει κάποιος με το χέρι, ο Βανς κατάλαβε ότι κάποιος επέπληττε τον Κίνγκσμπερι. Σε λίγα λεπτά το αφεντικό του ήταν πάλι στη γραμμή. «Βανς;» είπε με ήρεμη, κουρασμένη φωνή. «Εδώ είμαι». «Όπως μαντεύεις, το μέρος όπου βρίσκομαι πρέπει να παραμείνει κρυφό. Με προειδοποίησαν πολΰ αυστηρά να μη σου πω. Προφανώς τους έχεις ανησυχήσει πολΰ. Κατά τα άλλα, αρκεί να σου πω ότι εξακολουθώ να είμαι χοντρός και πολυμαθής. Μάλιστα, κύριε, χοντρός και πολυμαθής' και με φροντίζουν πολΰ». Η υπόλοιπη συνομιλία τελείωσε απότομα. Χοντρός και ηολνμαθής. Ο Κίνγκσμπερι είχε καλοφτιαγμένο λεπτό σώμα. Ποτέ του δεν είχε υπάρξει χοντρός. Επίσης ο πετρελαιάς δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο, και συνήθως φρόντιζε να το τονίζει. Κάτι προσπαθούσε να του πει ο Κίνγκσμπερι, και ο Βανς αποκρυπτογράφησε αμέσως το μήνυμα: στην Μπολόνια! Ο Κίνγκσμπερι ήξερε ότι για τον Βανς οι νΰξεις θα ήταν προφανείς, αφοΰ είχε σπουδάσει στην Ιταλία. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο Βανς και η Σοΰζαν είχαν ταξιδέψει την ίδια νΰχτα στην Μπολόνια με το τρένο. Είχαν κρατήσει δωμάτιο στο «Μπολόνια Εξέλσιορ», ένα άνετο ξενοδοχείο απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό, και απόλαυ-

σαν τον ήρεμο, γεμάτο ευγνωμοσύνη έρωτα που έκαναν, και που γνωρίζουν μόνο εκείνοι που έχουν γλιτώσει από το θάνατο μόνο και μόνο να τον αντιμετωπίσουν σύντομα ξανά. «Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε τώρα η Σούζαν. Καταβάλλοντας προσπάθεια, επανήλθε στο παρόν. «Τον Κίνγκσμπερι, τον Τόζι», της είπε. «Κι εμάς. Εσένα». «Ε, λοιπόν», άρχισε να του λέει, απλώνοντας το χέρι της πάνω από το στρογγυλό τραπέζι για να τον αγγίξει, «ξέρω τι σκέφτεσαι για τον Κίνγκσμπερι και για τον Τόζι. Για μένα όμως;» «Α, διάφορα», είπε ο Βανς, σφίγγοντάς της το χέρι. «Τι διάφορα;»

Azara

«Όπως γιατί δεν παρατήρησα νωρίτερα κάποια πράγματα σχετικά με σένα». «Έλα τώρα», του είπε εκνευρισμένη. «Δεν απαντάς συγκεκριμένα. θυμάσαι; Υποσχεθήκαμε τέρμα τα παιχνίδια». «Ναι... λοιπόν, απλώς αναρωτιέμαι γιατί δεν πρόσεξα νωρίτερα όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες που αποδεικνύουν πως είσαι... είσαι...» «Κατάσκοπος;» τον διέκοψε και γέλασε. «Και βέβαια θα τις είχες προσέξει αν δεν είχαμε ν' αντιμετωπίσουμε τόσο μεγάλο κίνδυνο. Από την άλλη όμως, αν δεν κινδυνεύαμε τόσο, δε θα υπήρχε και τίποτα να προσέξεις». Ο Βανς έγνεψε θλιμμένα, προσθέτοντας: «Μα δε μου είπες ποτέ γιατί το έκανες». «Γιατί, εσύ μου είπες γιατί έγραψες όλο τον κόσμο στ' αρχίδια σου και έγινες τζογαδόρος στο μπλακ-τζακ;» «Καταρχάς, ποτέ δεν τζόγαρα», είπε αμυντικά ο Βανς. «Γι' αυτό με έβαλαν στη μαύρη λίστα. Το σύστημά μου δεν είχε καμία σχέση με τον τζόγο». «Εντάξει, ξέρεις τι εννοώ», επέμεινε η Σούζαν. «Γιατί το έκανες;» «Γιατί έπρεπε. Χρειαζόμουν τα χρήματα».

«Μμμμ», του αντιγύρισε η Σούζαν. «Μπορούσες να βγάλεις χρήματα και με άλλους τρόπους. Δεν άρχισες να τζογάρεις γι' αυτό. Για άλλο λόγο το έκανες». «Ναι, ε, να...» Ο Βανς ένιωσε γυμνός μπροστά στην οξεία αντίληψη της Σούζαν. «Εντάξει, το έκανα για την πλάκα μου». Δεν ήταν σίγουρος ότι του άρεσε η ιδέα να υπάρχει κάποιος, ιδιαίτερα η γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένος, που να ξέρει τόσο καλά πώς λειτουργούσε το μυαλό του. «Για την πλάκα μου και για την πρόκληση». «Και για την περιπέτεια. Αυτό προσπαθώ να σου πω». «Και για την περιπέτεια», συμφώνησε ο Βανς. «Δηλαδή θες να μου πεις ότι μπήκες στη CIA για περιπέτεια;» Η φωνή του ακούστηκε συλλογισμένη. «Μπήκες στη CIA για να ταξιδεύεις σε μακρινές χώρες, να γνωρίζεις ενδιαφέροντες ανθρώπους και να τους σκοτώνεις; Δεν πιστεύω ότι κάποιος που κάνει με τόση προσήλωση το "σωστό" θα μπορούσε να παρακινηθεί από κάτι τέτοιο». «Κάνεις λάθος, γιατί έκανα το "σωστό"», τον αντέκρουσε η Σούζαν. «θυμήσου ότι ανέκαθεν τα μέλη της CIA, στο διοικητικό επίπεδο τουλάχιστον, ήταν απόφοιτοι των καλών πανεπιστήμιων της Ανατολικής Ακτής. Ο πατέρας μου υπηρέτησε στο Γραφείο Υπηρεσιών Στρατηγικής, προκάτοχο της CIA, κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Και αν του είχα μιλήσει γι' αυτό, ίσως και να το δεχόταν. Όμως δεν το έκανα, όχι μόνο γιατί μπορεί να είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να με εμποδίσει, σε περίπτωση που το αποδοκίμαζε, αλλά και γιατί δεν ήθελα ειδικές χάρες αν υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα να το επιδοκίμαζε». Ο Βανς τής χαμογέλασε, κουνώντας αργά το κεφάλι του. «Είσαι σπουδαία γυναίκα, Σούζαν. Σπουδαία». «Σ' ευχαριστώ». Τότε έφτασε ο σερβιτόρος με δύο πιάτα μοσχάρι σοτέ. «Ξέρεις», της είπε καθώς έτρωγε, «κατά έναν περίεργο τρόπο, νο-

μίζω πως ξέρεις πολΰ περισσότερα για τα χοΰγια μου απ' όσα ξέρω εγώ για τα δικά σου». Η Σουζαν απλώς χαμογέλασε συνωμοτικά. Κόντευε οχτώ όταν τελικά βγήκαν από το εστιατόριο και περπάτησαν στο σκοτάδι, που άρχιζε σιγά σιγά να πυκνώνει. Η Σοΰζαν γλίστρησε το μπράτσο της μέσα από το δικό του καθώς περπατούσαν. «Στ* αλήθεια πιστεύεις ότι πετΰχαμε κάτι σήμερα;» τον ρώτησε. «Βεβαίως», αποκρίθηκε εκείνος. «Ακόμα κι όταν κάνεις γεωτρήσεις για πετρέλαιο, ένα ξερό πηγάδι σοΰ λέει ποΰ να μην κοιτάξεις». «Πολΰ αισιόδοξος ακοΰγεσαι». Βγήκαν από τις σκιές της οδοΰ Τεστόνι και έστριψαν δεξιά, για να συναντήσουν ένα ποτάμι πεζών που κυλοΰσε κατά μήκος των αψιδωτών στοών της Βία \αελ Ιντιπεντέντσα και κατευθυνόταν προς το Ντουόμο. «Πρέπει να είμαι αισιόδοξος», είπε καθώς ανακατεύτηκαν με το πλήθος των βραδινών περιπατητών. «Ξεκινήσαμε με το μεγάλο μας στοίχημα και πρέπει να το παίξουμε μέχρι να κερδίσουμε ή να φαλιρίσουμε». «Νόμιζα πως δεν τζόγαρες». «Σου είπα ψέματα». Περπάτησαν σιωπηλοί για λίγο, απολαμβάνοντας τους χαλαρούς ρυθμοΰς. Νωρίτερα την ίδια μέρα γΰριζαν από εκκλησία σε εκκλησία ζητώντας από ιερείς και επιτρόπους πληροφορίες για τους Εκλεκτούς Αδελφούς του Αγίου Πέτρου. Αργά το απόγευμα είχαν καλύψει όλες τις μεγάλες εκκλησίες και τις εκκλησιαστικές επιτροπές, συμπεριλαμβανομένου του Τμήματος θεολογίας του Πανεπιστημίου της Μπολόνια. Κατ' απαίτησιν της Σοΰζαν είχαν κρατήσει άλλο ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο νότια της πόλης, στην άλλη πλευρά του σιδηροδρομικού σταθμού - για να το χρησιμοποιούν σαν τοπική διεύθυνση. Οι Εκλεκτοί Αδελφοί είχαν δικούς τους ανθρώπους

στην Μπολόνια' δεν υπήρχε περίπτωση να διαφύγει την προσοχή τους κάποιος που κατασκόπευε και ρωτούσε γι' αυτούς, και φυσικά επ' ουδενί δύο άνθρωποι τους οποίους είχαν προσπαθήσει να σκοτώσουν λίγες μόνο νύχτες πριν. Έτσι, όσα μηνύματα υπήρχαν στο ξενοδοχείο στη νότια πλευρά της Μπολόνια θα τα έπαιρναν τηλεφωνικά. Όσο για την πληρωμή του δωματίου, θα έφτανε με κάποιο μεσάζοντα. Η Σούζαν και ο Βανς δε θα ξανάμπαιναν στο ξενοδοχείο, από φόβο μήπως τους παρακολουθούσαν. «Και τι θα κάνουμε αν δε μας αφήσουν μήνυμα;» ρώτησε έπειτα από λίγο ο Βανς. «Ε», είπε με επαγγελματικό τόνο η Σούζαν, «αυτό θα σημαίνει ότι έχουν αποφασίσει να παρακολουθούν το ξενοδοχείο και να περιμένουν να εμφανιστούμε. Αν δε λάβουμε μήνυμά τους, τότε είτε πρέπει να αναγνωρίσουμε την ταυτότητα των ανθρώπων που μας την έχουν στημένη είτε πρέπει ένας από μας να μπει στο ξενοδοχείο και να τους βγάλει έξω...» «Δε μου φαίνεται διασκεδαστική εναλλακτική», σχολίασε ο Βανς. «Μπα. Με τίποτα. Ας ελπίσουμε ότι δε θα χρειαστεί να πάρουμε αυτό το δρόμο». Το ένστικτο του έλεγε στον Βανς να κρύψει κάπου μακριά τη Σούζαν για να την προστατεύσει. Εκείνο όμως που εξακολουθούσε να τον σοκάρει ήταν ότι ήξερε πως η επαγγελματίας ήταν εκείνη, κι όχι αυτός, και ότι πιθανότατα θα ήταν ικανότερη από εκείνον να επιβιώσει ολομόναχη απ' όλη αυτή την ιστορία. Δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει αυτή τη σύγχυση. «Θες να προσπαθήσουμε τη δεύτερη καλύτερη βολή μας τώρα;» ρώτησε η Σούζαν, και οι σκέψεις του Βανς ξαναγύρισαν στην αποστολή τους. «Τώρα;» τη ρώτησε σαστισμένος. «Απόψε; Μα νόμιζα πως αποφασίσαμε να...» «Το αποφασίσαμε. Αλλά στη βράση κολλάει το σίδερο. Αν το ε-

πιχειρήσουμε τώρα, ίσως οι Αδελφοί να αντιδράσουν γρηγορότερα». «Δεν ξέρω», είπε ο Βανς. «Θα μπορούσαμε, υποθέτω. Απλώς σκεφτόμουν...» «Κάτι ψυχαγωγικό;» Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε ντροπαλά, διαβάζοντας την απάντηση στα μάτια του. Της χαμογέλασε. Τι παιδί, σκέφτηκε η Σουζαν. Πώς είχε καταφέρει να κρύβει την αλήθεια, που φαινόταν στα μάτια του, όταν έπαιζε μπλακ-τζακ; Κούνησε το κεφάλι της και του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Αργότερα», είπε, σταματο>ντας για να του δώσει ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Εκεί κοντά, ένας σερβιτόρος που άφηνε έναν εσπρέσο στο τραπέζι ενός ηλικιωμένου τους κοίταξε χαμογελώντας. Χαμογέλασε και ο ηλικιωμένος* κανένας άλλος λαός δε λατρεύει τους ερωτευμένους όσο οι Ιταλοί. «Αυτό μπορεί να περιμένει για αργότερα», ψιθύρισε στον Βανς όταν ξανάρχισαν να περπατούν. Αν υπάρξει αργότερα, σκέφτηκε ξαφνικά. Κατεβαίνοντας από το κράσπεδο, οδήγησε τον Βανς απέναντι στην οδό Ουγκο Μπάσι, όπου τεμπέλιαζε μια φάλαγγα ταξί, κοντά στο άγαλμα του Ποσειδώνα. Ο οδηγός του πρώτου ταξί άφησε τη συζήτηση που είχε με άλλους τέσσερις ταξιτζήδες, όρθωσε το 1,67 όλο κι όλο ανάστημά του, και κοίταξε χαμογελώντας την όμορφη γυναίκα και το συνοδό της. Δέκα λεπτά αργότερα τους άφηνε σε έναν ήσυχο μεσοαστικό δρόμο κοντά στο Στάδιο.

«Δε μένουν εδώ», ανήγγειλε παγερά ο αδελφός Γρηγόριος στο βοηθό του. «Είναι δόλωμα, το οποίο πιθανώς χρησιμοποιούν για να παίρνουν μηνύματα». Έπρεπε να το περιμένει, είπε μέσα του ο Γρηγόριος. Ο Έρικσον και η γυναίκα παραήταν φανεροί και επίμονοι κατά τις επισκέψεις τους στα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Σαφώς οι ενέργειές τους ήταν μήνυμα στους Εκλεκτούς Αδελφούς του Αγίου Πέτρου, μια πρόκληση

για τον ίδιο, ως επικεφαλής του τάγματος. Ως τις έξι, ο Γρηγόριος είχε λάβει τρεις τηλεφωνικές κλήσεις από ιερείς που είχαν ειδοποιηθεί από τους Αδελφούς να ψάξουν να βρουν τον Έρικσον. Ο Έρικσον είχε αφήσει σε όλους τον ίδιο αριθμό τηλεφώνου ξενοδοχείου. Θυμωμένος, ο αδελφός Γρηγόριος πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές στο παράθυρο και ανοίγοντας τις κουρτίνες έριξε μια άγρια ματιά στο δρόμο. Είσαι εκεί κάτω, Βανς Έρικσον; Πώς κατάφερες να κάνεις τόσο πολλά; Ο Γρηγόριος πάλευε με τον απρόθυμο θαυμασμό του για τον ταλαντούχο ερασιτέχνη. Κάτω από το παράθυρο του, ένα σαραβαλιασμένο Φίατ χωρίς σιλανσιέ προχωρούσε στο δρόμο με εκκωφαντικό θόρυβο, αλλά ο αδελφός Γρηγόριος οΰτε που το άκουσε. Ο Βανς Έρισκον ήταν εκεί, στην πλατεία του Αγίου Πέτρου* μια φωτογραφία που είχε τραβήξει ένας τουρίστας, και κατά συνέπεια μπήκε στις εφημερίδες, τον έδειχνε να πηδάει πάνω στον Ιρανό. Πώς, μέσα σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία εκείνο το απόγευμα, είχε καταφέρει να τον εντοπίσει ο Έρικσον; Κρίμα, σκέφτηκε ο Γρηγόριος κουνώντας αργά το κεφάλι, που έπρεπε να σκοτώσουν τον Αμερικανό. Παρόλο που θα ήταν μεγάλη απώλεια, ήταν αδύνατο να τον αφήσουν να ζήσει. Είχες την ευκαιρία σου, τέκνον μου, σκέφτηκε ο Γρηγόριος καθώς γΰρισε την πλάτη στο παράθυρο για να αντικρίσει τους δΰο ψηλοΰς, γεροδεμένους άντρες που στέκονταν στη μέση του δωματίου σιωπηλοί, γεμάτοι σεβασμό. Το να σκοτώσει το εΰστροφο μυαλό αυτοΰ του Αμερικανού ήταν σαν να κατέστρεφε έργο τέχνης. Από την άλλη, όμως, ο Θεός μάς φέρνει αντιμέτωπους με τις προκλήσεις που πρέπει να ανταμώσουμε. «Εντάξει». Οι άντρες χτύπησαν προσοχή. Ήταν κι οι δυο γύρω στα είκοσι και κάτι, με τη μυϊκή μάζα που αποκτιέται μόνο με σκληρή πειθαρχημένη φυσική άσκηση. «Θέλω έναν άντρα εδώ και αρκετούς να παρακολουθούν τις εισόδους. Όχι ότι θα ωφελήσει, γιατί αμφιβάλλω αν θα ξανάρθει ποτέ εδώ ο Βανς Έρικσον». Ο αδελφός

Γρηγόριος στράφηκε στον ψηλότερο άντρα. Ήταν λίγο παραπάνω από 1,95, φορούσε σπορ ροΰχα και οι σφιχτοί μΰες του στήθους και των μπράτσων τέντωναν το ύφασμα του πουκαμίσου του, κολλώντας το εφαρμοστά πάνω στο σώμα του. «Βικέντιε». «Μάλιστα, κΰριε». «Θέλω να έρθεις σε επαφή με αυτό τον άνθρωπο στο γραφείο του δημάρχου». Ο Γρηγόριος έδωσε στον ψηλό ένα κομμάτι χαρτί πάνω στο οποίο είχε γράψει βιαστικά ένα όνομα. «Αυτός ο άνθρωπος δουλευει για το δήμαρχο, αλλά μας χρωστά και χάρες. Όπως και τα υπόλοιπα μέλη της διοίκησης της Μπολόνια, ανήκει κι αυτός στο κομουνιστικό κόμμα. Θα του πεις ότι ο Βανς Έρικσον είναι Αμερικανός πράκτορας της CIA, ένας προβοκάτορας που έχει έρθει εδώ για να συναντήσει φασιστικά στοιχεία σε μια προσπάθεια να αποσταθεροποιήσει την εδώ κομουνιστική κυβέρνηση. Να του ζητήσεις να δώσει εντολή στην αστυνομία να κυκλοφορήσει τη φωτογραφία του σε όλα τα ξενοδοχεία και τις πανσιόν της Μπολόνια, αλλά να του πεις ότι πρέπει να γίνουν όλα αθόρυβα. Χρησιμοποίησε τη φωτογραφία από το πρωτοσέλιδο της II Giorno. Βεβαιώσου ότι αυτός ο άνθρωπος θα καταλάβει ότι δεν πρέπει να σημάνει κανένας συναγερμός». «Με όλο το σεβασμό, αδελφέ Γρηγόριε», τόλμησε να πει διστακτικά ο μοναχός με το όνομα Βικέντιος. «Δε θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από τους ξενοδόχους έναν κατάλογο με τους αριθμούς διαβατηρίων και να τους συγκρίνουμε με αυτου του άντρα;» «Καλή σκέψη, Βικέντιε», είπε ευγενικά ο Γρηγόριος. Η ανακούφιση του μονάχου ήταν εμφανής. Ο αδελφός Γρηγόριος ήταν απρόβλεπτος- θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρήσει ότι μια τέτοια συμβουλή αμφισβητούσε την κρίση του. «Παρότι ισχύει ότι το διαβατήριο είναι απαραίτητο για να σε καταγράψουν στο βιβλίο των πελατών ενός ξενοδοχείου, είναι πιθανό ο πολυμήχανος αντίπαλος μας να

κατάφερε να βγάλει άλλο διαβατήριο, με ψεύτικο όνομα, και δε θέλω να το διακινδυνεύσω». «Ο Άγιος Πατε'ρας είναι σοφός», είπε με ειλικρίνεια ο Βικέντιος. «Παρακαλώ, συγχωρήστε με που ήμουν προπετής». «Συγχωρεμένος, γιε μου. Πήγαινε τώρα». Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ο άντρας έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο, με την πλάτη στητή και βήμα καθαρά στρατιωτικό. Το μοναστήρι τον είχε στείλει στον ιταλικό στρατό για να λάβει στρατιωτική εκπαίδευση και, όπως και ο σύντροφος του, είχε καταταγεί σε μια επίλεκτη μονάδα καταδρομέων, προτού λιποτακτήσει και επιστρέψει στο μοναστήρι. «Εσΰ, Πέτρο, θα μείνεις μαζί μου. Θα επιστρέψουμε στα διαμερίσματά μας και θα περιμένουμε να μάθουμε ποΰ βρίσκεται το φευγάτο θήραμά μας. Και μετά...» ο αδελφός Γρηγόριος χαμογέλασε μακάρια «... αρχίζει πραγματικά η δουλειά μας». Ο Γρηγόριος χρειάστηκε λίγα λεπτά να γράψει ένα σημείωμα στο μπλοκ αλληλογραφίας του ξενοδοχείου, κι έπειτα το δίπλωσε προσεκτικά και το έκλεισε μέσα σε ένα φάκελο πάνω στον οποίο έγραψε το όνομα του Βανς Έρικσον. Βγαίνοντας έξω, θα το άφηνε στη ρεσεψιόν. Σε ένα δεΰτερο φάκελο έβαλε διακόσια πενήντα ευρώ και, αφοΰ τον έκλεισε, έγραψε μπροστά το όνομα του υποδιευθυντή του ξενοδοχείου. Του κόστιζε ακριβά η αγορά του κλειδιοΰ. Όμως, σκέφτηκε, του Βανς Έρικσον θα του κόστιζε ακριβότερα.

Την ώρα που ο Βανς και η Σοΰζαν κατέβαιναν από το ταξί είχε νυχτώσει για τα καλά, αλλά μια λεπτή φέτα φεγγάρι έριχνε όσο φως χρειαζόταν για να προλαμβάνει τα μεγάλα σκοτεινά διαστήματα που μεσολαβούσαν μεταξΰ των φανοστατών του δρόμου. Το φθαρμένο, ανώμαλο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο ανέβαινε ελικοειδώς στο λόφο κατά μήκος ενός στενοΰ, κακοτράχαλου ασφάλτινου δρόμου. Οι φωνές

παιδιών που έπαιζαν ανακατεύονταν με τις σιγανότερες, πιο χαμηλές νότες βαρύτερων, κυρίως αρσενικών φωνών που μιλούσαν ιταλικά γρήγορα σαν πολυβόλα, έτσι όπως στριμώχνονταν στο πεζοδρόμιο και ξεχύνονταν οτον άδειο σχεδόν δρόμο. Η Σοΰζαν και ο Βανς χαιρετούσαν τους γείτονες στα ιταλικά καθώς περνούσαν, με τον Βανς να κάνει την αρχή, αφού τα ιταλικά του ήταν καλύτερα. Κι ενώ οι άντρες κάθονταν έξω σε ατέλειωτο κουβεντολόι, άκουγες τις γυναίκες στις κουζίνες τους να γελούν, να κοπανάνε κατσαρολικά και να δημιουργούν μαγικές μυρωδιές, που έβγαιναν από τα ανοιχτά παράθυρα με το κίτρινο φως και πλανιούνταν στο δρόμο. Στα μισά του δρόμου, στα αριστερά τους, έφτασαν σε ένα απλό τριώροφο σπίτι. Όπως οι περισσότερες μεσοαστικές κατοικίες που βρίσκονταν οε αυτό το δρόμο, είχε ένα φράχτη που έφτανε στο ύψος του κεφαλιού γύρω από τις δυο αυλόπορτές της -μία για τα αυτοκίνητα και μία για τους ανθρώπους-, και μπροστά μια μικρή πελούζα με λουλούδια. Σε αντίθεση όμως με τα άλλα σπίτια του δρόμου, σε τούτο δω δεν έβλεπες ζεστές φωταψίες, δεν ακούγονταν χαρούμενοι ήχοι, δεν έβγαιναν μυρωδιές επικείμενου δείπνου από τα ανοιχτά παράθυρα της κουζίνας. «Λείπει κάμποσες μέρες», είπε μια ευγενική φωνή πίσω τους. Ο Βανς και η Σούζαν στράφηκαν τρομαγμένοι αλλά δεν είδαν κανέναν. Έπειτα χαμήλωσαν το βλέμμα, και στο αμυδρό φως που έστελνε ένα μακρινό φανάρι του δρόμου είδαν έναν κοντό άντρα με λευκό πουκάμισο, σκούρο παντελόνι που συγκρατούσαν τιράντες, μια φράντζα γκρίζα μαλλιά να στεφανώνει μια φαλάκρα που έλαμπε στο σκοτάδι, κι ένα μεταδοτικό χαμόγελο, που έλαμπε μέσα από το τεράστιο πλέγμα ρυτίδων που στόλιζε το πρόσωπο του. «Συγνώμη», είπε ο ηλικιωμένος άντρας. «Δεν ήθελα να σας τρομάξω». «Δεν πειράζει», είπε ο Βανς. «Είμαστε φοιτητές του και είπαμε να κάνουμε μια επίσκεψη οτον καθηγητή».

«Μάλιοτα», είπε ο ηλικιωμένος κι έπειτα περιεργάστηκε το πρόσωπο του Βανς. «Σαν γνωστός μου φαίνεσαι, νεαρέ. Εδώ κοντά μένεις; Κάτι μου θυμίζει το πρόσωπο σου». «Όχι, εγώ...» «Θα με γελάει το γέρικο μυαλό μου», είπε ο άντρας. «Ο καθηγητής Τόζι φεύγει συχνά. Δίνει άδεια στην οικονόμο του και εμφανίζεται ξανά έπειτα από λίγες βδομάδες. Λαμπρός άνθρωπος ο Τόζι», πρόσθεσε περήφανα. «Πραγματικά αναπόσπαστο κομμάτι της γειτονιάς. θ α μας λείψει». «Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Βανς. «Νόμιζα πως είπατε ότι λείπει συχνά». «Ναι, ναι, το είπα, δεν το είπα; Λοιπόν, δε θέλω να σας παραπλανήσω. Εννοώ δεν προσπαθούσα να σας παραπλανήσω, γιατί έφυγε όντως όπως κάνει πάντα, αλλά», ο ηλικιωμένος χαμήλωσε τη φωνή του και έσκυψε συνωμοτικά προς το μέρος του Βανς, «η οικονόμος του, η Άντζελα, μου τα λέει. Βλέπετε, από τότε που πήρα σύνταξη, κάθομαι πολυ στη βεράντα μου εκεί πέρα», έδειξε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, «ή περπατάω πολυ. Και περπατάω πολυ για να βλέπω την Άντζελα. Ωραίο θέαμα! Είναι...» Έριξε μια γρήγορη ματιά στη Σοΰζαν κι έπειτα έπιασε τον Βανς αγκαζέ και τον τράβηξε λίγο πιο κάτω. «Είναι πολυ καλοφτιαγμένη, νέα, ωραία πόδια, και μεγάλα...» Τέντωσε τα χέρια του πάνω από το στήθος του, χαμογέλασε - αντρικές κουβέντες. Ο Βανς δεν κρατήθηκε και γέλασε κι αυτός μαζί του. «Η Άντζελα όμως, μου είπε πριν από δυο μέρες ότι έλαβε ένα γράμμα από τον καθηγητή με μισθοΰς έξι μηνών -έξι μηνών, το φαντάζεσαι;- που την πληροφορούσε ότι δε θα χρειαστεί άλλο τις υπηρεσίες της. Φαντάζομαι τι υπηρεσίες μπορεί να χρειαζόταν». Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε ξανά, άλλο ένα αστείο μεταξύ αντρών. «Μάλιστα, οπότε...» «Όχι, όχι, δεν τελείωσα», συνέχισε. «Από τότε που έφυγε ο κα-

θηγητής, έρχεται στο σπίτι ένας παπάς, κάθε μέρα. Έχει κλειδί της αυλόπορτας και του σπιτιού. Περνάει την αυλόπορτα, παίρνει την αλληλογραφία και φεύγει. Και χτες ήρθε ένα φορτηγό με πινακίδες από κάποιο μέρος στο βόρειο Μιλάνο και πήρε κάτι κουτιά. Όχι έπιπλα, μόνο κουτιά». Πιθανώς τα αρχεία του Τόζι, σκέφτηκε ο Βανς. «Πότε έρχεται ο παπάς;» ρώτησε ο Βανς. «Όποτε να ναι. Μέρα, νύχτα. Αλλά είναι κακός παπάς* άνθρωπος του διαβόλου, αν θες τη γνώμη μου». Ο ηλικιωμένος σταυροκοπήθηκε. «Δε σταματάει ποτέ να μιλήσει μαζί μου, και μια φορά που πέρασα από κει να του πω ένα γεια, με βλαστήμησε!» Η φωνή του άντρα έσταζε αγανάκτηση. Ώστε οι Αδελφοί είχαν μαζέψει το νοικοκυριό του Τόζι, σκέφτηκε ο Βανς και το μυαλό του έτρεχε με χίλιες στροφές. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει; Προσπάθησε να τα συνδυάσει όλα μαζί, ενώ προσποιούνταν ότι άκουγε προσεκτικά τον ηλικιωμένο, που συνέχιζε να μιλά γρήγορα, κουτσομπολεΰοντας τους γείτονές του σαν γυναικοΰλα της βρύσης. Δεν παρακολουθούσε κανείς το σπίτι, αλλά κάθε μέρα εμφανιζόταν ένας παπάς για να πάρει την αλληλογραφία. Αν ακολουθούσαν τον παπά, θα επέστρεφαν στην οργάνωση των Αδελφών. Και αν το έκαναν αυτό - η καρδιά του Βανς χοροπήδησε από την προσδοκία- ίσως να είχαν την ευκαιρία να αρπάξουν τα έγγραφα του Ντα Βίντσι. Με τα έγγραφα στο χέρι, ο Βανς ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να διαπραγματευτεί την απελευθέρωση του Κίνγκσμπερι. Είτε αυτό είτε θα κατέστρεφε τα έγγραφα: σπάνια γραπτά που είχε σχεδιάσει το χέρι ενός ανθρώπου στη μελέτη του οποίου ο Βανς είχε αφιερώσει με σεβασμό όλη του τη ζωή. Θα χρειαζόντουσαν ένα αυτοκίνητο, αλλά χωρίς δίπλωμα οδήγησης δε θα τους νοίκιαζε κανείς. Να κλέψεις ένα, Βανς, αγόρι μου, είπε μέσα του. Έτσι κι αλλιώς, είσαι χωμένος ως τα αφτιά.

Ούτε να κάθονται και να χαζεύουν στο πεζοδρόμιο μπορούσαν, ούτε να παρακολουθούν από το αυτοκίνητο: δυο άγνωστοι παρκαρισμένοι στο στενό δρόμο θα τραβούσαν την προσοχή πολύ περισσότερων γειτόνων από ενός ηλικιωμένου συνταξιούχου. Ο ήσυχος κατοικημένος δρόμος με τις άθικτες προσόψεις των σπιτιών, τους φράχτες και τις αυλόπορτες δεν προσφερόταν για κρυψώνα. Μόνο μια λύση υπήρχε: έπρεπε να διαρρήξουν το σπίτι και να περιμένουν τον παπά. Βανς Έρικσον, ο κατεξοχήν εγκληματίας: δολοφόνος, κλέφτης, διαρρήκτης. Σπουδαίο βιογραφικό! Η Σούζαν πήγε δίπλα στον Βανς, αφού πρώτα συμφώνησε ο ηλικιωμένος, γνέφοντάς της απρόθυμα. «Αυτός ο άντρας, ο παπάς που σας έλεγα πριν. Είπα ότι είχα θυμώσει τόσο πολύ μαζί του, που κράτησα τον αριθμό κυκλοφορίας του. Ο γιος τού Πιέτρο - ο Πιέτρο είναι ο φούρναρης που μένει δίπλα μου-, ο γιος του, λοιπόν, ο Ρενάτο, είναι αστυνομικός και του ζήτησα, σαν χάρη σε ένα γέρο άνθρωπο -βλέπετε, τον Ρενάτο τον ξέρω από παιδάκι-, ζήτησα λοιπόν από τον Ρενάτο να κάνει μια χάρη σε ένα γέρο άνθρωπο και του εξήγησα για τον παπά και ότι ήθελα να γράψω μια επιστολή για να διαμαρτυρηθώ για τη συμπεριφορά του ανθρώπου αυτού, κι έτσι ζήτησα από τον Ρενάτο - σας είπα ότι τον ξέρω από... μα φυσικά σας το είπα». Ο ηλικιωμένος γέλασε συγκρατημένα. Ο Βανς καταπολέμησε ένα κύμα ανυπομονησίας που φούσκωνε μέσα του, και χαμογέλασε με κατανόηση, γνέφοντας. «Ω Θεέ μου, πού είχα μείνει;» Ο άντρας κοίταξε γύρω του σαστισμένος. «Στον Ρενάτο;» τον παρότρυνε ευγενικά η Σούζαν. «Ναι, σας ευχαριστώ. Είστε πολύ όμορφη γυναίκα», είπε και χαμογέλασε πλατιά στη Σούζαν. «Ναι, ο Ρενάτο έκανε χάρη σ' αυτόν εδώ το γέρο άνθρωπο που βλέπετε και έλεγξε τα αρχεία για να βρει τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου του παπά και χτες μου έδωσε τη διεύθυνση. Κι εγώ έγραψα την επιστολή στον εφημέριο. Α,

όλα κι όλα, του έγραψα! Αυτός ο παπάς, όποιος και να ναι, την έχει πατήσει τώρα». «Ο εφημέριος;» ρώτησε ο Βανς, προσπαθώντας να μη δείξει υπερβολικό ενδιαφέρον. «Μάλιστα. Ο εφημέριος στο ναό του Αγίου Λουκά. Θα θυμώσει πολΰ, σας το λέω, που ένας από τους παπάδες του φέρεται έτσι σε αφοσιωμένους ενορίτες. Και να σκεφτείτε ότι ο ναός είναι μόλις τρία χιλιόμετρα από δω. Γιατί, αν δεν ήμουν τόσο γέρος, θα πήγαινα με τα πόδια ως εκεί και θα τα έλεγα στον προϊστάμενο της ενορίας πρόσωπο με πρόσωπο. Γιατί, εγώ...» «Σινιόρε», τον διέκοψε ο Βανς όσο πιο ευγενικά μπορούσε. «Χάρηκα πολυ που μιλήσαμε. Περισσότερο απ' ό,τι μπορείτε να φανταστείτε». Ο ηλικιωμένος έλαμψε στο άκουσμα του κοπλιμέντου. «Πρέπει να φυγουμε, όμως. Σκοπεύαμε να περάσουμε λίγα μόνο λεπτά με τον καθηγητή και μείναμε παραπάνω, θα...» «Μην ανησυχείς», ο ηλικιωμένος έπιασε ξανά αγκαζέτον Βανς και του είπε ψιθυριστά. «Κι εγώ, αν συνόδευα μια όμορφη γυναίκα σαν κι αυτή, δε θα καθόμουν να χαραμίζω το χρόνο μου ακούγοντας ένα γέρο σαν εμένα». Του έκλεισε το μάτι. «Δεν ήθελα να...» προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί ο Βανς. Ο ηλικιωμένος σήκωσε το χέρι του. «Φυσικά ήθελες. Όλα καλά όμως. Φτάνει που μ' αφήσατε να σας ζαλίζω με τις φλυαρίες μου. Ο Θεός μαζί σας». Και μ' αυτό, ξανάκλεισε το μάτι, έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε. Κοιτούσαν την πλάτη του να εξαφανίζεται μέσα σε μια αυλόπορτα στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Η Σοΰζαν πήγε δίπλα στον Βανς. «Φαίνεται πως άνοιξε η τΰχη μας», είπε γλιστρώντας το χέρι της γΰρω από τη μέση του. Την τράβηξε κοντά του. «Καιρός ήταν». «Ναι», είπε ήρεμα. «Καιρός ήταν».

20

Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ δε χάρηκε και πολυ που τον διέκο-

ψαν την ώρα του βραδινού του φαγητού. Η προοπτική όμως να εμποδίσει μια φασιστική συνωμοσία έκανε το αίμα του να βράζει, γι' αυτό και πήγε με τον ντυμένο με σπορ ρούχα ξένο στο κεντρικό αστυνομικό τμήμα της Μπολόνια. Ο σύμβουλος μπήκε μόνος στο αστυνομικό τμήμα, μίλησε στον υπαρχηγό που είχε υπηρεσία εκείνο το βράδυ, και έβγαλε τις διαταγές. Έπειτα ο μυώδης άγνωστος πήγε το σύμβουλο με το αυτοκίνητο οτο σπίτι του να τελειώσει το δείπνο του. Τα μεσάνυχτα, στην αλλαγή της βάρδιας, μοιράστηκε σε όλους τους αξιωματικούς υπηρεσίας η φωτογραφία του Βανς Έρικσον. Ο έλεγχος ξενοδοχείων για φυγάδες, εγκληματίες και αγνοούμενους ήταν υπόθεση ρουτίνας. Εκείνη τη νύχτα, όμως, οι αξιωματικοί έκαναν τη δουλειά τους με μεγαλύτερο ζήλο απ' ό,τι συνήθως. Ο καθένας τους ήθελε να είναι ο αστυνομικός εκείνος που θα εντόπιζε αυτό τον περιβόητο δολοφόνο.

Πήγε κοντά της σιγά σιγά μέσα στο όνειρο της, διο>χνοντας με απαλές κινήσεις το χνούδι του ελαφρού ύπνου. Ένιωσε τα χείλη του σια μάγουλα, στο λαιμό, στα στήθη της. Η Σούζαν αναδεύτηκε, θέλοντας να παραμείνει στην ανάλαφρη απόλαυση του ύπνου, λαχταρώ-

νιας, ωστόσο, και τις υποσχέσεις που είχαν τα φιλιά του. Γύρισε στο πλάι, και χωρίς να ανοίξει τα μάτια της βρήκε τα χείλη του. Η γλώσσα της βρήκε τη δική του κι η Σουζαν έβγαλε ένα ψιθυριστά βογκητό ηδονής καθώς την έκλεινε ο Βανς στην αγκαλιά του. 'Οταν τα χείλη του άφησαν τα δικά της και άρχισαν να χαϊδεύουν ανάλαφρα το απαλό ευαίσθητο δέρμα πίσω από τα αφτιά της, η Σούζαν άνοιξε τα μάτια. Το δωμάτιο ήταν ακόμα σκοτεινό. «Τι κάνεις;» ρώτησε με προσποιητή σοβαρότητα. «Είναι νύχτα ακόμα». «Όχι, δεν είναι», είπε ο Βανς, διακόπτοντας την εξερεύνηση της γλώσσας του στο λοβό του αφτιού της. «Είναι περασμένες έξι* κοίταξα. Το μισό πρωί έχει περάσει ήδη». «Μμμμ», αποκρίθηκε καθώς πίεσε τα στήθη της πάνω το ζεστό, μυώδες στέρνο του και σκαρφάλωσε πάνω του. «Ας μη χαραμίσουμε λοιπόν τη μέρα». Γλίστρησε προς τα κάτω να τον φιλήσει στο λαιμό και πέρασε τη γλώσσα της πάνω από τη γραμμωμένη του κοιλιά. Καθώς κινήθηκε χαμηλότερα, εκείνος βόγκηξε από ηδονή.

Ο Ενρίκο Καρνιούτσι σταμάτησε το γαλάζιο και άσπρο περιπολικό μάρκας Αλφα Ρομέο στο κράσπεδο απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό και κοίταξε το ρολόι του. Ήταν ήδη έξι και έντεκα λεπτά. Χασμουρήθηκε. Ο συνεργάτης του ήταν πεσμένος πάνω στο παράθυρο, ροχαλίζοντας σαν σπασμένη εξάτμιση που σέρνεται πάνω σε χαλικόδρομο. Άσ' τον, σκέφτηκε ο Καρντούτσι, καταπνίγοντας άλλο ένα χασμουρητό. Τσιωσε το μπλε πηλήκιο στο κεφάλι του και άνοιξε την πόρτα. Όλη νύχτα γυρνούσαν ένα ένα τα ξενοδοχεία του τομέα τους για να δείχνουν στους νυχτερινούς διευθυντές τη φωτοτυπία της φωτογραφίας του Βανς που είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα. Δεν είχαν καμία τύχη. Η φωτογραφία, τυπωμένη πάνω σε φτηνό λεπτό

χαρτί, είχε αρχίσει τώρα να λεκιάζεται και να τσαλακώνεται, αλλά η εικόνα του άντρα που αναζητούσαν ήταν ακόμα καθαρή. Ο Καρντοΰτσι βγήκε από την Άλφα Ρομέο, έκλεισε μαλακά την πόρτα για να μην ξυπνήσει το συνεργάτη του, ίσιωσε το όπλο στη λευκή δερμάτινη θήκη του και μπήκε στο πρώτο ξενοδοχείο. Απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό υπήρχαν τρία μεγάλα ξενοδοχεία. Ίσως να ήταν εδώ ο δολοφόνος, σκέφτηκε αισιόδοξα ο Καρντούτσι ενώ έσπρωχνε τη γυάλινη πόρτα για να περάσει μέσα.

Τι κάνω με αυτό τον άντρα; αναρωτήθηκε η Σουζαν Στορμ, χουζουρεΰοντας στο κρεβάτι με τα μάτια μισόκλειστα και με τη γλυκιά ανάμνηση του ερωτικού τους σμιξίματος. Παρακολουθούσε τον Βανς που στεκόταν κοντά σιην τουαλέτα και στέγνωνε τα μαλλιά του με μια πετσέτα. Μια συνοφρυωμένη έκφραση αμηχανίας πέρασε από το πρόσωπο της καθώς αναρωτιόταν πώς είχε μπορέσει να παραβλέψει τα προτερήματά του. Κανένας από χους άντρες με τους οποίους είχε σχετιστεί δεν την είχε δει τόσο σοβαρά, συνειδητοποίησε* πραγματικά σοβαρά, σαν οτιδήποτε άλλο πέρα από... από γυναίκα. Φυσικά, ορισμένοι εργοδότες της την είχαν πάρει στα σοβαρά* ήταν εξαιρετική αρθρογράφος και κάτι παραπάνω από ικανή μυστική πράκτορας μέχρι... μέχρι τη Βηρυτό. Κανείς όμως από τους άντρες με τους οποίους είχε βγει ραντεβού ή είχε εραστές δεν την είχε πάρει ποτέ στα σοβαρά. Η Βηρυτός ήταν σκέτος εφιάλτης. Είχε πάει ως δημοσιογράφος για ένα γαλλικό ειδησεογραφικό περιοδικό και είχε πέσει σε ενέδρα που είχαν στήσει κάποιοι, οι οποίοι, απ' ό,τι της είχαν πει οι ανώτεροι της στη CIA, ανήκαν σε ένα σκληροπυρηνικό παρακλάδι της Χεζμπολάχ. 'Οταν όλα τελείωσαν, είχε βρεθεί να περπατάει κατάπληκτη ανάμεσα στα ακρωτηριασμένα και σακατεμένα σώματα παιδιών εφήβων. Κρατούσαν Καλάσνικοφ που τους είχαν προμηθεύσει οι

Σύριοι και οι Ιρανοί και τα δάχτυλα τους πάνω στη σκανδάλη σκότωναν με τη σιγουριά ενηλίκων. Ήταν αλήθεια ότι αυτά τα παιδιάστρατιώτες ήταν ένοχα για ειδεχθείς πράξεις κατά ανήμπορων πολιτών, γυναικών, παιδιών και εφήβων, σαν κι αυτά. Όταν όμως, η Σοΰζαν περιπλανήθηκε ανάμεσα στα άψυχα κουτσουρεμένα μέλη, κοιτάζοντας τα τρυφερά νεαρά πρόσωπα, έβαλε τα κλάματα και αναρωτήθηκε τι είδους κόσμος είναι αυτός που στέλνει τα παιδιά του να σκοτώνονται. Ένιωσε οργή για τους γονείς που στέλνουν τα βλαστάρια τους να πολεμήσουν για χάρη τους* περίλυπη, υπέβαλε την παραίτησή της αμέσως μόλις επέστρεψε στο Παρίσι. Η καταφυγή στον εξευγενισμένο κόσμο της τέχνης ως αρθρογράφος στο Haute Culture δεν την είχε ικανοποιήσει* ουτε και μια σειρά αδιάφορων εραστών. Τώρα όμως -χαμογέλασε νωχελικά παρακολουθώντας τον Βανς να τρίβει την πλάτη του με την πετσέτα- ένιωθε κάποια* ένιωθε ελεύθερη. Η αδρεναλίνη του κινδύνου μπορεί να κάνει δυο ανθρώπους που επιβιώνουν μαζί να νομίζουν ότι είναι ερωτευμένοι. Όχι, αποφάσισε. Δεν ήταν αυτό. Ήταν ο τρόπος που εκείνος έβλεπε τα πράγματα, ο τρόπος που έκανε τα πράγματα μάλλον, παρά το τι έκανε. Της άρεσε η περιφρόνηση του Βανς για την εξουσία. Ίσως, αν ήταν τυχερή, να μπορούσε να του μοιάσει λίγο σ' αυτό.

Οι νυχτερινοί διευθυντές και των τριών μεγάλων ξενοδοχείων απέναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό δεν αναγνώρισαν τη φωτογραφία του Βανς Έρικσον. «Μπορεί να έκλεισε δωμάτιο μέρα, στην άλλη βάρδια», εξήγησαν όλοι. Όταν τους το ζήτησε ο Καρντούτσι, έλεγξαν τον αριθμό διαβατηρίου του Βανς - χωρίς αποτέλεσμα. Ο Καρντούτσι, έχοντας κατά νου την προειδοποίηση του ανωτέρου του ότι ο άντρας ίσως ταξίδευε με πλαστό διαβατήριο, έριξε περισσότερο βάρος στη φωτο-

γραφία. Γύρισε κοντά στο συνεργάτη του και τον ξύπνησε, σκουντώντας τον μαλακά. «Πήγαινε το αυτοκίνητο στα κεντρικά», είπε στον ετοιμόρροπο συνοδηγό του. «Εγώ θα περιμένω να έρθουν οι πρωινοί διευθυντές. Θα γυρίσω στο σπίτι με το λεωφορείο». Εκνευρισμένος που του είχε χαλάσει το ερωτικό όνειρο που έβλεπε, ο συνεργάτης του συμφώνησε σκυθρωπά. Το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε από το κράσπεδο και κατηφόρισε το δρόμο με τραντάγματα. Όχι ότι ο Καρντούτσι περίμενε ότι θα έβρισκε εκεί τον άνθρωπο τους, αλλά έμενε δέκα μόλις λεπτά από τη στάση ενός λεωφορείου το οποίο μπορούσε να πάρει ακριβώς μπροστά από τα ξενοδοχεία. Εξάλλου, απεχθανόταν τον υπεύθυνο υπηρεσίας στο τμήμα, που ήταν τελείως μαλάκας στην επιθεώρηση. Δεν τον πείραζε να τη χάσει, ιδίως όταν μπορούσε να γλαρώσει για λίγο στις άνετες πολυθρόνες της αίθουσας υποδοχής του ξενοδοχείου. Βολεύτηκε σε μια μαλακή πολυθρόνα κοντά στις μπροστινές πόρτες του «Μίλαν Εξέλσιορ», και στις εφτά παρά τέταρτο αποκοιμήθηκε, βλέποντας κάτι αλλοπρόσαλλα όνειρα.

Φοβερό ξενοδοχείο, σκέφτηκε ο Βανς μόλις βγήκε από το μπάνιο με το μαρμάρινο δάπεδο κι έσκυψε ν* ανοίξει το μικρό ψυγείο του υπνοδωματίου, δίπλα στην τηλεόραση. «Πορτοκαλάδα;» ρώτησε τη Σούζαν, που είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι και έβλεπε τηλεόραση. «Αμέ», συμφώνησε. «Πάντα διψάω μετά τη γυμναστική. Άκου, Βανς, είναι περασμένες εφτά και πρέπει να...» Σταμάτησε απότομα μόλις εμφανίστηκε στην οθόνη μια είδηση που αφορούσε την κατάσταση της υγείας του πάπα. Ο πάπας πήγαινε καλά. Οι σφαίρες του δολοφόνου τού είχαν τραυματίσει τα έντερα και οι γιατροί τού είχαν κάνει προσωρινή κο-

λοστομία για να δώσουν χρόνο στα τραύματα να επουλωθούν. Ο εκφωνητής είπε ότι ο πάπας είχε τις αισθήσεις του και είχε προσευχηθεί για να ικετεύσει συγχώρεση για το δολοφόνο. Ο δολοφόνος, ένας Ιρανός ονόματι Χασέμι Ράφικντουστ, είχε συλληφθεί από την αστυνομία της Ρώμης και είχε προφυλακιστεί, μέχρι να περάσει από δίκη. Ο Ράφικντουστ, είπε ο εκφωνητής με προφανή απέχθεια, καταζητούνταν στη Γερμανία για φόνο· προφανώς ήταν ύποπτος για πυροβολισμούς εναντίον Ιρανών αντιφρονούντων εκεί και υπήρχαν υποψίες ότι χρηματοδοτούνταν αδρά από τη Χεζμπολάχ, παρόλο που ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ενεργούσε αυτοβούλως. Η τηλεόραση έδειχνε τον άντρα να μεταφέρεται από ένα περιπολικό οτις φυλακές της Ρώμης. Τα μάτια του σε υπνώτιζαν, ήταν άγρια. «Είμαι το Ξίφος του Αλλάχ!» στρίγκλιζε σαν μανιακός στα ιταλικά, έπειτα στα αγγλικά και στα περσικά. «Αλλάχου άκμπαρ! Σκότωσα τον πάπα!» Ο Βανς κάθισε στην άκρη του κρεβατιού πλάι στη Σούζαν και σιγόπινε αφηρημένα την πορτοκαλάδα του, παρακολουθώντας τις ειδήσεις. Το φιλμάκι για τον Ράφικντουστ ακολούθησε ένα πρόσφατο φωτογραφικό στιγμιότυπο που απεικόνιζε το δολοφόνο και τον πάπα, κι είχε τραβηχτεί από κάποιο σημείο πίσω από τον ποντίφικα, ακριβώς πριν από τον πυροβολισμό. Το ενσταντανέ έδειχνε τον Ράφικντουστ με το όπλο ψηλά. Ο Βανς κοίταξε τη φωτογραφία και ξάφνου κόντεψε να του πέσει το ποτήρι από τα χέρια. Στην αριστερή πλευρά της, σαφώς αναγνωρίσιμο, ήταν το πρόσωπο του, παραμορφωμένο από την προσπάθεια, καθώς ριχνόταν μπροστά για να εμποδίσει τον Ράφικντουστ να πυροβολήσει. «Ω θ ε έ μου!» είπε αργά η Σούζαν. «Ω θ ε έ μου. Βανς». Έδωσαν και το όνομα του τουρίστα που είχε τραβήξει τη φωτογραφία. Αευκοί κύκλοι πάνω στην οθόνη τόνιζαν πρώτα το όπλο, έτοιμο να πυροβολήσει, έπειτα τον Ράφικντουστ, για να καταλήξουν, τέλος, σαν βρόχος γύρω από το κεφάλι του Βανς.

«Κατέστη αδύνατο για τις Αρχές να εντοπίσουν αυτό τον άντρα», έλεγε ο εκφωνητής. «Πιστεύουν όμως ότι είναι ο ίδιος καταζητούμενος που φέρεται να συνδέεται με αρκετές πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Μιλάνο και στην περιοχή γύρω από τη λίμνη του Κόμο. Οι αρχές πάντως εκφράζουν αβεβαιότητα σχετικά με το αν ο άντρας προσπαθούσε να βοηθήσει τον οπλοφόρο ή να τον εμποδίσει να πυροβολήσει τον πάπα». Το υπέρφορτο δελτίο ειδήσεων, λόγω περιορισμένου χρόνου, μετατόπισε γρήγορα την προσοχή σε άλλα θέματα, όπως τη διεθνή κατακραυγή για την απόπειρα, τηλεφωνήματα υπέρ της θανατικής ποινής, και πάει λέγοντας. Όμως ο Βανς δεν άκουσε τίποτα απ' όλα αυτά. Βουλιάζω όλο και πιο βαθιά, σκέφτηκε κατηφής. Η λατρεμένη του Ιταλία είχε μετατραπεί σε κινούμενη άμμο κάτω απ' τα πόδια του.

«Τι! Α, ναι. Καλημέρα!» Ο αξιωματικός της αστυνομίας της Μπολόνια Ενρίκο Καρντούτσι τινάχτηκε όρθιος. Είχε φτάσει ο πρωινός διευθυντής. Ήταν έξι λεπτά μετά τις εφτά. Ο Καρντούτσι χρειάστηκε μια στιγμή να διώξει από πάνω του τον ύπνο, κι έπειτα έβγαλε τη φωτογραφία του Βανς Έρικσον. Ο πρωινός διευθυντής κάρφωσε το βλέμμα του στη φωτογραφία, σήκωσε τα μάτια στην οροφή, έγλειψε συλλογισμένος το κάτω χείλος του, ψέλλισε κάτι σαν ψιθυριστά συλλογισμό και είπε: «Ναι, τον θυμάμαι». Του Καρντούτσι τού έφτιαξε το κέφι. Αυτή η υπόθεση μπορεί να ήταν η προαγωγή που θα τον έβγαζε από την αφάνεια. Είχε βρει τον άνθρωπο τους και το είχε κάνει δουλεύοντας πάνο) και πέρα από την προσταγή του καθήκοντος. Φανταζόταν τι θα έλεγε η μάνα του. «Λοιπόν», συνέχισε ο πρωινός διευθυντής. «Στην πραγματικότητα θυμάμαι τη γυναίκα που ήταν μαζί του - ωραία γυναίκα, ωραία. Πιθανώς να μη θυμόμουν τον άντρα αν δεν τον συνόδευε αυτή η θεσπέ-

σια γυναίκα. Υπέγραψαν στο βιβλίο των πελατών ως...» Μισόκλεισε τα μάτια στην προσπάθειά του να θυμηθεί το όνομα κι έπειτα κατευθύνθηκε προς τη ρεσεψιόν. Ο Καρντούτσι τον ακολούθησε, ενώ τα πόδια του ίσα που άγγιζαν το γυαλισμένο μαρμάρινο δάπεδο της εισόδου. Κι ενόσω ο πρωινός διευθυντής έψαχνε να βρει το σωστό όνομα οτο βιβλίο των πελατών -«Χτες υπέγραψαν μόνο δώδεκα άτομα», είπε γυρίζοντας τις σελίδες του βιβλίου-, ο Καρντούτσι πάσχιζε να θυμηθεί τι τους είχαν διδάξει στην αστυνομική ακαδημία. Και πάσχιζε, όχι γιατί υπήρξε κακός μαθητής -στην πραγματικότητα είχε αποφοιτήσει δεύτερος στην τάξη του-, αλλά γιατί δυσκολευόταν να καταπνίξει την εικόνα του εαυτού του να κλοτσάει την πόρτα του δωματίου και να συλλαμβάνει μόνος τον άντρα. Φανταζόταν τους πηχυαίους τίτλους, ίσως και μια φωτογραφία του. Όμως θυμήθηκε και την εκπαίδευση, θυμήθηκε και τον υπαρχηγό του, που, μόλις κόπαζαν όλοι οι τίτλοι και η δημόσια αποδοχή, θα φρόντιζε να συλληφθεί ο Καρντούτσι για υπέρβαση καθήκοντος. Απρόθυμα, ο Καρντούτσι αποφάσισε να τηλεφωνήσει στα κεντρικά και να ζητήσει βοήθεια. Ο διευθυντής επέτρεψε στον Καρντούτσι να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο, όσο εκείνος τελείωνε με το ψάξιμο του βιβλίου πελατών. «Να πάρει ο διάβολος!» είπε ο Βανς. «Γιατί πρέπει να συμβαίνουν όλα μαζί;» Τώρα είχε φορέσει το Λιβάις του και μια γαλάζια μπλούζα πόλο. Βημάτιζε πέρα δώθε στο δωμάτιο, ενώ η Σούζαν ολοκλήρωνε το ντύσιμο της, φορώντας επίσης τζιν και μια μπλε υφαντή μπλούζα με γυρισμένα μανίκια. «Το μεγάλο μας πλεονέκτημα είναι ότι δεν ξέρει κανείς ότι είμαστε εδώ», σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Βανς ενώ συνέχισε να πηγαινοέρχεται. «Κανείς, εκτός από τους Αδελφούς, και με αυτούς θα ασχοληθούμε ξεχωριστά». «Εκτός κι αν τα έχουν κάνει πλακάκια με την τοπική αστυνομία, όπως στο Μιλάνο και στο Κόμο», του έκοψε τη φόρα η Σούζαν.

Ο Βανς κοντοστάθηκε. «Ε, ποντάρω στο ότι η Μπολόνια παραείναι μακριά από το μοναστήρι. Δε φαντάζομαι να έχουν τόση επιρροή εδώ κάτω. Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί με τους ανθρώπους που μας βλέπουν - που βλέπουν εμένα, δηλαδή. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κρυβόμαστε όσο περισσότερο γίνεται μέχρι απόψε, που θα επισκεφτούμε το ναό του Αγίου Λουκά». Μπορούσαν να κλέψουν ένα αυτοκίνητο και να πάνε στην εξοχήοι δρόμοι που ανηφόριζαν τους λόφους είχαν ελάχιστη κίνηση. Θα αγόραζαν λίγο ψωμί, τυρί, κρασί και μεταλλικό νερό και θα έκαναν πικνίκ. Ναι, πικνίκ. Μόνο που... θα ήταν δύσκολο να κρύψουν ένα αυτοκίνητο. Μοτοσικλέτα, τότε. Του έλειπε η μεγάλη, κλασική του μηχανή, που αναπαυόταν στην ασφάλεια του πάρκινγκ κάτω από το κτίριο της ΚονΠας στη Σάντα Μόνικα. Πόσο μακρινή του φαινόταν τώρα αυτή η ζωή. Δέκα λεπτά αργότερα έκλεισαν πίσω τους την πόρτα και προχώρησαν στο ασανσέρ. Δεν είχαν ακούσει να πλησιάζει η πομπή των περιπολικών, μοτοσικλετών και βαν, γιατί η αστυνομία είχε έρθει αθόρυβα, έχοντας αναμμένους μόνο τους φάρους. Στο τέλος του διαδρόμου, ο Βανς πάτησε το κουμπί για να καλέσει το ασανσέρ. «Χμμ, μια σκέψη κάνω», είπε η Σούζαν. «Ναι;»

Azara

«Κι αν υποθέσουμε ότι μας αναγνωρίζει ο πρωινός διευθυντής;» Ο Βανς κούνησε το κεφάλι του. «Αμφιβάλλω. Αυτοί οι τύποι δε δίνουν σημασία στους πελάτες σε ξενοδοχεία τέτοιου μεγέθους. Το μόνο που θέλουν να ξέρουν είναι αν θα πληρώσουμε το λογαριασμό, εμείς όμως αφήσαμε προκαταβολή για να τους γλιτο>σουμε από την αγωνία». «Ωστόσο...» είπε η Σούζαν ανήσυχη. Το ασανσέρ έφτασε* η συρόμενη πόρτα άνοιξε.

Παίζοντας νευρικά με το καπάκι της θήκης που έκρυβε το περίστροφο του, ο Ενρίκο βημάτιζε πέρα δώθε στην είσοδο, όλο εκνευρισμό. Είχε τον αριθμό δωματίου των υπόπτων. Όμως δεν είχαν φτάσει ακόμα οι ενισχύσεις. Γιατί αργούσαν τόσο; Το αστυνομικό τμήμα ήταν λίγο μετά την Πιάτσα Ματζόρε, μια ευθεία από τη Βία ντελ Ιντιπεντέντσα. Τι σημασία είχε που δεν είχαν περάσει καλά καλά δέκα λεπτά από την ώρα που είχε βρει το σωστό όνομα ο πρωινός διευθυντής; Αυτό δεν ηρεμούσε το καρδιοχτύπι του. Ο Καρντούτσι παρακολουθούσε τη φωτεινή ένδειξη του ασανσέρ να προχωρά ανάλαφρα στον τρίτο όροφο και να σταματάει. Ίσως να ήταν αυτός, ονειρεύτηκε. Τότε θα έπεφταν στα χέρια μου και θα μου αναγνώριζαν ότι τους συνέλαβα ολομόναχος.

Azara

«Εντάξει», είπε ο Βανς, αφήνοντας τις πόρτες του ασανσέρ να κλείσουν χωρίς να μπουν μέσα. «Μπορεί να έχεις δίκιο». «Ε, κακό δε θα μας κάνει», είπε η Σούζαν. «Αν μη τι άλλο, θα κάνουμε και λίγη γυμναστική». Ο Βανς την ακολούθησε στην άλλη άκρη του διαδρόμου, όπου βρισκόταν η εσωτερική σκάλα. Ο ήχος των αβίαστων βημάτων τους στα τσιμεντένια σκαλιά τούς ακολούθησε σε όλη την κάθοδο από τον τρίτο όροφο ως το υπόγειο του ξενοδοχείου. Σαν έφτασαν κάτω, προχώρησαν ως τα μισά ενός μικρού διαδρόμου που ήταν γεμάτος με προσωπικό καθαριότητας, ανέβηκαν στο ισόγειο και βγήκαν σ' έναν ακάλυπτο γεμάτο σαβούρα που είχε δει ο Βανς από το δωμάτιο. Διέσχισαν τον κατασκονισμένο χώρο και πήραν ένα μονοπάτι μέσα από αυτοκίνητα και μηχανάκια παρκαρισμένα εντελώς στην τύχη. Στις τρεις πλευρές του, ο χώρος ήταν κλεισμένος με κτίρια, και σιην τέταρτη υπήρχε ένα ψηλός ξύλινος φράχτης. Καθώς πλησίαζαν το πορτόνι, έφτασαν στ' αφτιά τους θόρυβοι αυτοκινήτων που έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα και ελαστικών που στρίγκλιζαν.

Το μαρσάρισμα των μηχανών δυνάμωνε. Μόλις ο Βανς και η Σοΰζαν έφτασαν στο πορτόνι, ένα φορτηγάκι της αστυνομίας, με το γαλάζιο του φως να αναβοσβήνει απελπισμένα, πέρασε σαν σίφουνας από μπροστά, σηκώνοντας ένα σΰννεφο λεπτής σκόνης. Δυο περιπολικά και μια μοτοσικλέτα χώθηκαν μέσα στο σΰννεφο πίσω από το φορτηγάκι, γεμίζοντας με ακόμα περισσότερη σκόνη τον ακάλυπτο. «Κάτω!» φώναξε ο Βανς και τράβηξε κάτω τη Σοΰζαν, πίσω από ένα ταλαιπωρημένο κόκκινο Φίατ, που είχε αρχίσει ήδη να πιάνει σκουριά στους προφυλακτήρες. Ο Βανς κρυφοκοίταζε πίσω από το αυτοκίνητο και είδε το φορτηγάκι να ξερνάει μια ομάδα αντρών που έμπαιναν τρέχοντας στο κτίριο, ενώ πίσω τους ακολουθούσαν οι μοτοσικλετιστές και οι επιβαίνοντες στα περιπολικά. «Αυτό εμένα δεν μου μοιάζει για άσκηση», είπε φοβισμένα ο Βανς. «Πάμε να φΰγουμε από δω». Σηκώθηκαν πάνω και κίνησαν για το πορτόνι, όταν ένα τρίτο περιπολικό εμφανίστηκε βρυχώμενο και φρέναρε απότομα κλείνοντάς τους την έξοδο. «Αλτ!» είπε ένας αστυνομικός τραβώντας το αγχέμαχο όπλο του. «Συλλαμβάνεστε!» «Όχι, αν μπορώ να το αποφΰγω», είπε ο Βανς, και άλλαξε πορεία, για να κατευθυνθεί ξανά πίσω, μέσα στο λαβύρινθο των παρκαρισμένων αυτοκινήτων, σπρώχνοντας μπροστά του τη Σοΰζαν. Πίσω τους έσκασε ένας πυροβολισμός* το παρμπρίζ του κόκκινου Φίατ δίπλα τους έγινε θρύψαλα. Το περιπολικό μάρσαρε* άκουσαν τους πίσω τροχούς να σηκώνουν χαλίκι έτσι όπως έφυγε με ταχύτητα. Αντήχησαν κι άλλοι πυροβολισμοί στο όμορφο ιταλικό πρωινό. «Κάτω το κεφάλι σου!» φώναξε ο Βανς. Μια σειρά σφαίρες που ξέρασαν αυτόματα όπλα γάζωσαν το χώμα μπροστά στα πόδια τους καθώς ο Βανς άρπαζε τη Σούζαν και την

τραβούσε πίσω. Το περιπολικό σταμάτησε στα μισά της απόστασης που χώριζε το πορτόνι από την πίσω είσοδο του ξενοδοχείου. Μόλις άνοιξαν οι πόρτες, ακούστηκαν φωνές γεμάτες έξαψη και ποδοβολητό πάνω στο χώμα. «Έχεις ακόμα το όπλο του Τόνι;» ρώτησε ο Βανς. Χαμήλωσε το βλέμμα του, για να δει πως η Σούζαν το είχε ήδη βγάλει έξω. «Κάλυψε' με», της είπε. «Θα πάω να πάρω τη μοτοσικλέτα του μπάτσου». Ο Βανς διέσχισε τρέχοντας το κενό ανάμεσα σε δυο αυτοκίνητα και, ενώ οι αστυνομικοί με το πολυβόλο σταμάτησαν για να τον σημαδέψουν, η Σούζαν έριξε έναν πυροβολισμό που σήκωσε χώμα στα πόδια του και τον έκανε να βουτήξει κάτω για να καλυφθεί. Εκείνη, μπουσουλώντας γρήγορα, γύρεψε καταφύγιο πίσω από ένα άλλο αυτοκίνητο, πιο κοντά στο πορτόνι, ενώ μια βροχή από σφαίρες έπεσε με δύναμη εκεί που κρυβόταν προηγουμένως. Κι ενώ η Σούζαν τραβούσε προς το μέρος της τον κύριο όγκο των σφαιρών, ο Βανς πηδούσε από το ένα αυτοκίνητο στο άλλο, φροντίζοντας πάντα να μένει καλυμμένος πίσω τους. Ένας από τους τρεις άντρες που είχαν απομείνει από το περιπολικό έτρεξε να τραβήξει τον πεσμένο σύντροφο του σε ασφαλές μέρος ενώ οι άλλοι δύο επικεντρώθηκαν στη Σούζαν, προσπαθώντας να την κρατούν καθηλωμένη με τα αγχέμαχα όπλα τους. Ο Βανς έφτασε στη μοτοσικλέτα -μια Μότο Γκούτσι μεγάλου κυβισμού- και με μεγάλη του χαρά παρατήρησε ότι το κλειδί ήταν ακόμα στο διακόπτη. Πήδησε πάνω στη μηχανή και γύρισε το κλειδί. Πίσω του άκουσε το ποδοβολητό των αστυνομικών που ανέβαιναν τις σκάλες από το υπόγειο του ξενοδοχείου φωνάζοντας με έξαψη. Η μηχανή ξεκίνησε και τινάχτηκε μπροστά καθώς ο Βανς γκάζωσε. Η Σούζαν είχε προχωρήσει με κόπο στο πορτόνι, με δύο ομάδες αστυνομικών να την καταδιώκουν. Άκουσε το βρυχηθμό της μοτοσικλέτας και πυροβόλησε άλλη μια φορά, ενώ έτρεχε προς την έξοδο.

Η μηχανή έσκουζε με τη δεύτερη καθώς ο Βανς κατευθυνόταν προς την έξοδο και άρχιζε να κόβει ταχύτητα για να μπορέσει να πάρει τη Σούζαν. Οι άντρες που κυνηγούσαν τη Σούζαν έκαναν μεταβολή και σημάδεψαν με τα όπλα τους. Ένας τους πήρε στο κατόπι τον Βανς, οδηγώντας τη μηχανή σαν κυνηγός που τραβάει από τα κέρατα ένα ελάφι που πάει να το σκάσει. Ο άλλος στήριξε τους αγκώνες του στην οροφή του κόκκινου Φίατ και σημάδεψε προσεκτικά τη Σούζαν. Ο Βανς είδε το αλεξήνεμο της μηχανής να ραγίζει και να μετατρέπεται σε ιστό αράχνης όταν χτυπήθηκε από τη σφαίρα. Έκπληκτος, είδε τη Σούζαν να πηδάει πίσω από την ασφάλεια του ξύλινου τοίχου την ώρα που αντηχούσε ακόμα ένας πυροβολισμός. Πίσω του άκουσε κι άλλους. Κάνοντας ελιγμούς για να ξεφύγει από το στόχαστρο των αντρών πίσω του, ο Βανς έκοψε ταχύτητα για να σταματήσει τη μηχανή. Πριν προλάβει καν η μηχανή να σταματήσει τελείως, η Σούζαν πήδηξε πίσω του. Ο πίσω τροχός σπινάρισε σαν τρελός πάνω στο χώμα, κι έπειτα στρίγκλισε, όταν έπιασε πια πλακόοτρωτο. Πίσω τους αντηχούσαν πυροβολισμοί, αλλά οι σφαίρες έσκαγαν αδέσποτες πάνω στο πέτρινο πεζοδρόμιο. Έτρεχαν δυτικά στην οδό Μπολντρίνι. Η μηχανή πέρασε γέρνοντας μέσα από το πλήθος των πεζών που βόλταραν στους κήπους κοντά στην Πόρτα Γκαλιέρα, κι έπειτα τράβηξε νότια, κατά μήκος της Βία ντελ Ιντιπεντέντσα. Χάρη στην τρομερή επιτάχυνση της μηχανής, είχαν αφήσει πίσω τους τα περιπολικά. Ήξεραν όμως ότι σε όλη την Μπολόνια θα δούλευαν οι ασύρματοι* η αστυνομία θα εκδικούνταν την κλοπή της μοτοσικλέτας. Όταν βλάπτεις κάποιον δικό τους, δεν έχεις να περιμένεις έλεος απ' αυτούς. Ο Βανς πάτησε γκάζι, ανοίγοντας δρόμο μέσα στην αραιή πρωινή κίνηση. Χώριζε στα δύο τη λευκή γραμμή στη μέση του δρόμου, όταν εμφανίστηκαν μπροστά του κάτι γαλάζια φώτα που αναβό-

σβηναν. Πίσω του, είχε στρίψει στη γωνία το πρώτο αυτοκίνητο του κομβόι που τους ακολουθούσε από το ξενοδοχείο. Αν δεν μπορείς να τους νικήσεις, πήγαινε μαζί τους, σκέφτηκε ο Βανς καθώς ελευθέρωνε το ένα του χέρι για να ψαχουλέψει τους διακόπτες που βρίσκονταν παραταγμένοι πάνω στο συμπαγές ταμπλό της μηχανής. Πρώτα άρχισαν να ανάβουν στη μηχανή τα φώτα επείγουσας ανάγκης κι έπειτα η σειρήνα της. Αριστερά και δεξιά, αυτοκίνητα και φορτηγά παραμέριζαν στη λεωφόρο, ώσπου τελικά έμεινε μόνο η μοτοσικλέτα και οι διώκτες της να τρέχουν ορμητικά, με ενισχύσεις από το αστυνομικό τμήμα. Ο Βανς σχεδόν έβλεπε τις εκφράσεις των δύο αντρών στο μπροστινό περιπολικό που ορμούσε καταπάνω τους, όταν την τελευταία στιγμή έστριψε απότομα τη μοτοσικλέτα αριστερά και την έφερε κάθετα στο δρόμο τους για να μπει διαγώνια στην Πιάτσα ντελ Ότο Αγκόστο. Η Σούζαν είδε τρομοκρατημένη τα οχήματα να έρχονται καταπάνω τους, και με το ένα της χέρι αρπάχτηκε από τη μέση του Βανς, κολλώντας πάνω στην τσάντα της, που είχε μέσα το πιστόλι του Τόνι και όλα τους τα χρήματα. Οι δυο σειρές περιπολικά, με την ταχύτητα που είχαν αναπτύξει, λίγο έλειψε να συγκρουστούν μεταξύ τους στη φρενιτιώδη προσπάθειά τους να μπουν ταυτόχρονα στην Πιάτσα ντελ Ότο Αγκόστο. Ο Βανς κατευθύνθηκε προς τους ελικοειδείς στενούς δρόμους της παλιάς πόλης* η μοτοσικλέτα πήγαινε μεν γρήγορα, αλλά ήταν και ευέλικτη, κι αυτός ήξερε ότι έπρεπε να φροντίσει να λειτουργήσουν υπέρ τους όσα πλεονεκτήματα είχαν. Ο ήλιος ίσα που φώτιζε τους πάνω ορόφους των σπιτιών κατά μήκος της οδού Βεντουρίνι την ώρα που η μοτοσικλέτα χωνόταν από την έντονα φωτισμένη πλατεία στις βαριές πρωινές σκιές. Κι ενώ οι πάνω όροφοι έλαμπαν κόκκινοι από την μπογιά τους και από

τις ζεστές ακτίνες του πρωινού ήλιου, η μηχανή εκσφενδονίστηκε μέσα στις ψυχρές γκρίζες σκιές, μουγκρίζοντας θυμωμένα στους τοίχους ενός στενού δρόμου όπου μετά βίας χωρούσαν να περάσουν δίπλα δίπλα ένα Φίατ κι ένας πεζός. Η μηχανή διέσχισε σαν βολίδα την οδό Ρίγκι και ξαναγύρισε στις σκιές των στενών δρόμων. Στη διασταύρωση με την οδό Μαρσάλα ο Βανς έκανε αριστερά, και το μάτι του πήρε ένα περιπολικό που ερχόταν από δεξιά. Γκάζωσε. Σε απόσταση μικρότερη από ένα τετράγωνο πιο κάτω, εμφανίστηκε άλλο ένα περιπολικό. Έκανε πάλι δεξιά και βρέθηκε σ' ένα δρομάκι που προχωρούσε ελικοειδώς νότια. Το είχε περπατήσει πριν από χρόνια αυτό το δρομάκι, κι ένιωσε ένα κρύο χέρι να του σφίγγει τα σωθικά σαν θυμήθηκε ότι στα επόμενα τετρακόσια μέτρα δεν υπήρχε έξοδος. Έτσι και τους την είχε στήσει κάνας μπάτσος στην άλλη άκρη, είχαν τελειώσει όλα. Με τη Μότο Γκούτσι ίσα ίσα να αγγίζει τον τραχύ πλακόστρωτο δρόμο μέσα από τις βασανιστικές στροφές, ο Βανς καλόπιασε τη μηχανή μέχρι να φτάσουν στο τέλος της διαδρομής. Τώρα βρίσκονταν σε μια πλατειούλα που έβγαζε στην οδό Τζαμπόνι. Έστριψε αριστερά, κατά το πανεπιστήμιο και γκάζωσε απότομα βλέποντας ένα άλλο περιπολικό να πετάγεται από τη γωνία, ερχόμενο από το αστυνομικό τμήμα. Αυτή η Άλφα Ρομέο ήταν γρηγορότερη, και παρά την επιτάχυνση της Μότο Γκουτσι, η Άλφα Ρομέο πλεονεκτούσε έναντι τους από άποψη ταχύτητας. Ο Βανς έκανε έναν ελιγμό την ώρα που άρχισε να τους πυροβολεί ένας αστυνομικός από το αυτοκίνητο. Η μηχανή και οι δΰο τρομοκρατημένοι επιβάτες της πέρασαν ουρλιάζοντας ανάμεσα στα παλιά κτίρια, τις ατέλειωτες στοές και την Πιάτσα Βέρντι, όπου ο φαρδύτερος, διπλής κατεύθυνσης δρόμος, γινόταν μονόδρομος. Η Άλφα τούς πλησίασε επικίνδυνα και ο Βανς είδε μια σφαίρα να σφηνώνεται στον τοίχο ακριβώς μπροστά από το κεφάλι του. Η στενή σχισμή του μονόδρομου, όπως γίνεται με τους περισ-

σότερους δρόμους της Μπολόνια, είχε από τη μια μεριά ένα μεγάλο στεγασμένο πεζόδρομο και από την άλλη τους πέτρινους τοίχους των κτιρίων. Έδειχνε άδειος, αλλά, την ώρα που ο Βανς γκάζωνε τη μηχανή, βγήκε από τη Βία ντελ Γκουάστο ένα βαν Φολξβάγκεν και έφραξε το κενό. Η Σουζαν έκλεισε τα μάτια και κρατήθηκε από τον Βανς. Ο Βανς ήθελε να κλείσει κι αυτός τα μάτια μόλις συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε χώρος να σταματήσει. Έγειρε αριστερά τη μοτοσικλέτα, και παραλίγο να του ξεφύγει καθώς πήδησε ένα χαμηλό κράσπεδο κι έπειτα την οδήγησε ανάμεσα από δυο όρθια κολονάκια, που χρησίμευαν για να κρατούν τα οχήματα εκτός του πεζοδρόμου. Η μηχανή βυθίστηκε στις σκιές του στενού. Πέρασαν μέσα από τις κολόνες με ένα σφυριχτό ήχο. Πίσω τους άκουσαν τις αλαφιασμένες κόρνες και τα στριγκλίσματα επικείμενης σύγκρουσης κι έπειτα τον κουδουνιστό ήχο τζαμιών που σπάνε, καθώς το περιπολικό συγκρουόταν με το Φολξβάγκεν. Ο Βανς μείο>σε ταχύτητα για να ξαναφέρει τη μηχανή στο δρόμο. Άφησαν πίσω τους το θόρυβο θυμωμένων φωνών και το κλαψούρισμα των σειρήνων και έφτασαν στο τέλος της οδού Τζαμπόνι. Έπειτα βγήκαν από την πύλη Σαν Ντονάτο και κατευθύνθηκαν προς την ύπαιθρο. Έφτασαν στην Αουτοστράντα Α14, χωρίς να τους καταδιώκει πλέον κανείς. Μπορώντας πια να αναπνεύσει καλύτερα, ο Βανς έσβησε τα φώτα και τη σειρήνα, γκάζωσε κι άλλο και καταβρόχθισε τον τεράστιο αυτοκινητόδρομο, τραβώντας δυτικά. Στο ύψος του αεροδρομίου, ο Βανς έστριψε νότια στην Αουτοστράντα κι έπειτα πήρε την πρώτη έξοδο που συνάντησε. Είχαν διαγράψει καμπύλη εκατόν ογδόντα μοιρών γύρω από την πόλη, και ανηφόριζαν προς τους λόφους, νοτιοδυτικά. Ο δρόμος όλο και ανέβαινε ελικοειδώς. Στις απόκρημνες πλαγιές από πάνω κι από κάτω, αμπελώνες στη σειρά αγκάλιαζαν τους λό-

φους. Μια ποικιλία αγρών απλωνόταν στη γύρω περιοχή. Βοοειδή, λαχανικά, αλλά κυρίως χωράφια γεμάτα με τα δαντελωτά λευκά άνθη του άγριου καρότου. Έπειτα πήραν μια στροφή κι η Σούζαν το είδε: ένα ογκώδες, στρογγυλό πλίνθινο κτίριο με ένα φαγωμένο τρούλο σε σχήμα κρεμμυδιού και μια στρατιά από ακιδωτά επιστεγάσματα και πύργους που τον πλαισίωναν. Ακουμπούσε πάνω στην κορυφή του ψηλότερου από τους γύρω λόφους και έμοιαζε, κατά τη γνώμη όλων των επισκεπτών, με διαστημόπλοιο εξωγήινων που έκανε αναγνώριση εδάφους. Ο Βανς έκανε τη μηχανή στην άκρη. «Τι στην ευχή είναι αυτό;» τον ρώτησε η Σούζαν με κομμένη την ανάσα. «Ο ναός του Αγίου Λουκά», της είπε, κι έπειτα της έγνεψε να κατέβει. «Πάω στοίχημα ότι εδώ μέσα ~ή ίσως κάτω από το λόφο, στα βοηθητικά κτίρια- θα βρούμε τους Εκλεκτούς Αδελφούς του Αγίου Πέτρου και, αν είμαστε τυχεροί, τα σκίτσα του Ντα Βίντσι». Έσβησε τη μηχανή. «Είτε που θα σωθούμε είτε που...» «θα σωθούμε», είπε η Σούζαν καθώς κατέβαινε και τον βοήθησε να σπρώξουν τη μηχανή για να τη βγάλουν έξω από το δρόμο και να την κρύψουν μέσα σε κάτι χαρουπιές και θάμνους. Έπειτα περπάτησαν γύρω στα οχτακόσια μέτρα και κάθισαν μέσα στα χαμόκλαδα, περιμένοντας να νυχτώσει. Στην Μπολόνια, ο Ενρίκο Καρντούτσι προσπαθούσε ακόμα να εξηγήσει στον ανώτερο του για ποιο λόγο είχε επιτάξει ένα βαν Φολξβάγκεν για να συμμετάσχει στο κυνηγητό αντί να μείνει στο ξενοδοχείο και να μη μετακινηθεί. Στην υπεράσπισή του, ο Καρντούτσι συνέχισε να επιμένει: «Εσείς πηγαίνατε ανάποδα στο μονόδρομο, όχι εγώ».

21

Α η ο ΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ,

ο ναός του Αγίου Λου-

κά - το Σαντουάριο ντι Σαν Λοΰκα, όπως ήταν γνωστός - έμοιαζε με παιδικό παιχνίδι φαντασίας. Καθώς πλησίαζαν όμως στο σκοτάδι που πύκνωνε, ο επιβλητικός του όγκος που διαγραφόταν στον ουρανό έπαιρνε διαστάσεις που προκαλούσαν δέος. Το Σαντουάριο αποτελούσε πόλο έλξης τουριστών και ήταν επίσης φημισμένο για τον μήκους τρεισήμισι χιλιομέτρων στεγασμένο διάδρομο του, που ξεκινούσε από τη νοτιοδυτική πύλη της Μπολόνια, την Πόρτα Σαραγκόσα, ανηφόριζε στην απόκρημνη πλαγιά του Μόντε ντέλα Γκουάρντια και κατέληγε στο ναό. Κατά μήκος του ενός τρίτου του στεγασμένου διαδρόμου, ξεκινώντας από την κορυφή, υψωνόταν ένας ανθεκτικός τοίχος, καλυμμένος κατά διαστήματα με ζωγραφικές απεικονίσεις, γλυπτά και λιτές πόρτες. Οι πόρτες, κάποιες με αριθμούς, κάποιες χωρίς, οδηγούσαν σε γραφεία και κατοικίες των αξιωματούχων της εκκλησίας που ήταν υπεύθυνοι για οτιδήποτε είχε σχέση με το Σαντουάριο. Η διεύθυνση που τους είχε δώσει ο φλύαρος γεράκος την ώρα που κουβέντιαζαν μπροστά στο σπίτι του Τόζι αντιστοιχούσε σε μία απ' αυτές τις πόρτες με αριθμό. Ο Βανς οδηγούσε αργά και σταθερά για να ελαχιστοποιήσει το θόρυβο που έκανε η μεγάλου κυβισμού μοτοσικλέτα του. Φτάνοντας στην κορυφή ενός υψώματος, αποφάσισε να κάνει την υπόλοιπη διαδρομή με τη μηχανή σβηστή.

Ύστερα από το ατέλειωτο γουργουρητό της μηχανής, η ξαφνική νυχτερινή γαλήνη ήταν αισθητή, και την έσπαγαν μονάχα το βουητό των ελαστικών πάνω στο πλακόστρωτο και το κλαψούρισμα των γρασαρισμένων ρουλεμάν που γυρνούσαν ολοένα και πιο γρήγορα καθώς η μηχανή ανέπτυσσε ταχύτητα. Έπειτα, προτού να σταματήσει τελείως η μηχανή φτάνοντας σε μια ανηφορική πλαγιά, ο Βανς και η Σούζαν πήδησαν κάτω, την τράβηξαν παράμερα και την άφησαν εκεί. Περπάτησαν αθόρυβα στο πλακόστρωτο χέρι χέρι. Κάπου πάνω από το λόφο, ακούστηκε ο βόμβος ενός μονοκινητήριου αεροπλάνου μες στη νυχτερινή σιγαλιά. Από την Αουτοστράντα έφτανε αμυδρά ο απόηχος της κίνησης, άλλοτε δυνατότερα κι άλλοτε σιγανότερα, ανάλογα με τα ρεύματα αέρα. Ο Βανς σταμάτησε, κοίταξε τη Σούζαν και τη φίλησε απαλά. «Ό,τι και να συμβεί», της είπε, «σ' αγαπώ». Στάθηκε εκεί να κοιτάζει το πρόσωπο της στο σκοτάδι και να αναρωτιέται μήπως ήταν καλύτερα να το βάλει στα πόδια. Δεν μπορούσε όμως. Υπήρχε ο Κίνγκσμπερι, και είχε να κανονίσει και κάτι παλιούς λογαριασμούς για τον Μαρτίνι, τον Τόζι και για τους νεκρούς που έπρεπε να ζουν. «Μπρος, έλα», του είπε, καταλαβαίνοντας την αναποφασιστικότητά του. «Ας ξεμπερδεύουμε». Συνέχισαν το δρόμο τους, προσπερνώντας ένα μικρό δρομάκι στα δεξιά, που οδηγούσε μπροστά από το Σαντουάριο και ανηφόριζε στο λόφο. Είχαν σχεδόν φτάσει στην κορυφή όταν άκουσαν το θόρυβο κινητήρα μεγάλης ιπποδύναμης και ένα στρίγκλισμα ελαστικών σαν κάποιο αυτοκίνητο να κατηφόριζε με ταχύτητα από την άλλη πλευρά του λόφου. Έτρεξαν προς την κορυφή. «Το βλέπω», είπε ο Βανς. «Εσύ;» «Όχι. Αλλά κάτι μου θυμίζει... την...» «Τη Λαμποργκίνι του Έλιοτ Κίμπαλ μήπως;» «Ααμποργκίνι, εν πάση περιπτώσει».

Azara

Ο Βανς ζάρωσε τα φρύδια. «Αυτά φοβόμουν πως θα ε'λεγες». «Φυσικά στην Ιταλία υπάρχουν πολλές Λαμποργκίνι», είπε η Σουζαν. «Εδώ τις φτιάχνουν». «Το ξέρω, αλλά πόσες περιμένεις να συναντήσεις εδώ νυχτιάτικα;» Ανασήκο)σε τους ώμους της. «Κολλάει», είπε ο Βανς, μιλώντας γρήγορα. «Ο Κίμπαλ δοΰλευε για την Αντιπροσωπία της Βρέμης. Ήταν ο μεσάζων τους. Να πάρει ο διάβο\ος! Μόλις χάσαμε τη συναλλαγή. Σε λίγο η Αντιπροσωπία θα έχει τα χαρτιά της, κι εγώ δε θα έχω καμιά ελπίδα να ελευθερώσω τον Κίνγκσμπερι». Απομακρύνθηκε από κοντά της, βουλιάζοντας ξαφνικά στην απόγνωση. Δε φτάνει που είχε στραβώσει η τύχη τους, είχαν αποτύχει σε όλα. Ποτέ άλλοτε ο Βανς δεν είχε νιώσει τόσο άδειος, τόσο απελπισμένος. Όμως ο θρήνος δεν ήταν ισχυρό διεγερτικό, και η επιτακτική ανάγκη να πάρει εκδίκηση, ασχέτως πόσο μικρή μπορεί να ήταν, φουντώνε μέσα του. Αν ο αδελφός Γρηγόριος βρισκόταν στη διεύθυνση που του είχε δώσει ο γεράκος... Ο θυμός του Βανς φούντωσε και η αδρεναλίνη βρήκε καινούριο λόγο να κυκλοφορήσει στον οργανισμό του. «Αυτό θα μου πληρώσουν», είπε αποφασιστικά. «Φέρε μου το πιστόλι του Τόνι». Η Σούζαν τού το έδο>σε. Είχε κάνει οικονομία στα πυρομαχικά το πρωί: είχαν μείνει άλλες πέντε σφαίρες στο γεμιστήρα του αυτόματου. Έκαναν το γύρο του λόφου και έτρεξαν κατά μήκος του δρόμου έξω από το στεγασμένο διάδρομο, ελαττώνοντας ταχύτητα καθώς πλησίαζαν στη διεύθυνση που τους είχαν δώσει. Δεν υπήρχε παράθυρο, αλλά από τη σχισμή της πόρτας περνούσε φως. Περιμένοντας μες στα μαύρα σκοτάδια του δρόμου, έστησαν αφτί μπας κι ακούσουν ήχους δραστηριότητας, αλλά δεν άκουσαν τίποτ' άλλο πέρα από τις ανάσες τους.

Προσεκτικά, πρώτα ο Βανς κι έπειτα η Σοΰζαν, πέρασαν το χαμηλό τοιχάκι και διέσχισαν το διάδρομο με δυο βήματα. Με την πλάτη πάνω στον τοίχο εκατέρωθεν της πόρτας, αφουγκράστηκαν ακόμα μια φορά· η νύχτα εξακολουθούσε να είναι σιωπηλή. Ο Βανς γλίσιρησε προς την πόρτα, προσέχοντας να μην ακουμπήσει πάνω της, από φόβο μην τρίξει και τον προδώσει. Το όπλο κρεμόταν βαριά στο δεξί του χέρι* τον έτρωγε το δάχτυλο του να τραβήξει τη σκανδάλη σημαδεύοντας τον αδελφό Γρηγόριο. Από τη μέσα πλευρά της πόρτας έφτασε στα αφτιά του ένας αδύναμος λαρυγγικός ήχος. Ο Βανς έγειρε μαλακά πάνω στην πόρτα, προσπαθώντας να ακούσει καλύτερα, όταν ξάφνου αυτή άνοιξε αργά. Τινάχτηκε γρήγορα πίσω και ξανακόλλησε με την πλάτη στον τοίχο. Όμως δεν εμφανίστηκε κανείς, και η πόρτα άνοιξε ίσαμε μια χαραμάδα. Περίμενε, προσπαθώντας να μαζέψει θάρρος για να μπει μέσα. Το βλέμα του συνάντησε τα μάτια της Σούζαν. Του χαμογέλασε. Χριστέ μου, σκέφτηκε ο Βανς, η γυναίκα έχει ατσάλινα νεύρα! Παίρνοντας βαθιά ανάσα, ο Βανς άνοιξε την πόρτα με μια κλοτσιά κι έπειτα τινάχτηκε πίσω καθώς αυτή κοπάνησε με δύναμη πάνω στον τοίχο. Περίμενε. Εξακολουθούσε να μην ακούγεται τίποτα πέρα από ένα φιμωμένο κλαψούρισμα. Η Σούζαν έχωσε το χέρι της στο άνοιγμα της πόρτας και το τράβηξε πίσω γρήγορα. Δεν ξέσπασαν πυροβολισμοί. Τον κοίταξε με ανασηκωμένα φρύδια. Εκείνος μπήκε τολμηρά στο άνοιγμα, ενώ πίσω του ακολουθούσε η Σούζαν. Όμως δεν ήταν σε καμία περίπτο)ση προετοιμασμένοι να αντικρίσουν το θέαμα που τους υποδέχτηκε. Μπροστά τους είχαν ένα σφαγείο. Σε όλο το δωμάτιο υπήρχαν διασκορπισμένα σώματα σαν πεταμένα ρούχα. Μια γραμμή αίματος στο πάτωμα φανέρωνε τις τελευταίες κινήσεις των αντρών. Αίμα κυλούσε πάνω στο ανώμαλο έδαφος και σχημάτιζε λίμνη κάπου σε μια μακρινή γωνία. Τους είχαν ακρωτηριάσει και πετσοκόψει με κάποιου είδους λεπίδα. Στη

μέση του δωματίου, φιμωμένος και δεμένος σε μια καρέκλα, καθόταν ο αδελφός Γρηγόριος, γυμνός, μόνο με τις κάλτσες και τα παπούτσια του. Στο στήθος του ιερέα κατέβαινε μια πριονωτή ουλή, σαν κι αυτή που είχε δει ο Βανς στον Τόζι. Το μόνο που ήρθε στο μυαλό του Βανς ήταν οι φόνοι του Μάνσον. «Ιησούς Χριστός», ψιθύρισε ο Βανς με ξεραμένα χείλη, όταν ξαναβρήκε τη φο)νή του. Η Σουζαν πήγε παράμερα και έκανε εμετό. Μπροστά στα μάτια της ξαναζωντάνεψε η Βηρυτός και οι τερατώδεις βιαιοπραγίες για τις οποίες είναι ικανό το ανθρώπινο είδος. Μουδιασμένα, ο Βανς έχωσε το πιστόλι στην κωλότσεπη του τζιν του και πλησίασε τον αδελφό Γρηγόριο. Ο αέρας μύριζε θάνατο, με την οσμή κρυφών σημείων του ανθρώπινου σώματος που δεν έπρεπε να δουν ποτέ το φως της μέρας. Του Βανς του θύμισε το Ιράκ, και θα ξερνούσε αν δεν το είχε κάνει ήδη ένα εκατομμύριο φορές εκεί κάτω. Καθώς τον πλησίασε ο Βανς, τα φιμωμένα μουγκρητά και τα κλαψουρίσματα του αδελφού Γρηγόριου απέκτησαν μεγαλύτερη ένταση. Φόβος έκαιγε στα μάτια του, αλλά δεν ήταν φόβος για τον Βανς. «Τι...» Οι λέξεις έβγαιναν απρόθυμα από τον ξεραμένο λαιμό του Βανς. «Τι συνέβη;» Ο Βανς κοντοστάθηκε μπροστά στον ετοιμοθάνατο άντρα και έσκυψε να λύσει το κουρέλι που έφραζε το στόμα του. Πίσω του, η Σούζαν έβηχε και ρουθούνιζε. «Ο Κίμπαλ», είπε ασθμαίνοντας ο αδελφός Γρηγόριος, όταν του έβγαλε το κουρέλι ο Βανς. «Αυτός το έκανε. Αυτός τα έκανε όλα αυτά, ο μπάσταρδος!» Ο αδελφός Γρηγόριος έγειρε το κεφάλι του και μόρφασε από τον πόνο. «Ήρθε... ήρθε εδώ και πήρε τα...» Ο ιερέας μόρφασε πάλι. «Τα έγγραφα;» «Ναι. Κι αυτά, αλλά πήρε και το αντίδοτο!» Τα λόγια βγήκαν από το στόμα του μ' έναν άγριο σφυριχτό ήχο κι έπειτα τον έπιασαν βασανιστικοί σπασμοί.

Ο Βανς ένιωσε να τον πλημμυρίζει ένα περίεργο κράμα οίκτου και αγαλλίασης. Δεν είχε πια καμιά επιθυμία να εκδικηθεί αυτό τον ανήμπορο, γυμνό άντρα. Ωστόσο, κάπου στο σύμπαν πρέπει να υπήρχε θεία δίκη, αφού ένας άνθρωπος πέθαινε όπο>ς του άξιζε, με τις μεθόδους που είχε χρησιμοποιήσει για να υποδουλοισει τους άλλους. «Χρησιμοποίησε αυτό το όπλο», είπε ο αδελφός Γρηγόριος. «Σε παρακαλώ». Τότε ο Βανς κατάλαβε τι σήμαινε ο φόβος που είχε δει στα μάτια του ιερέα: ήταν ο φόβος για τον πόνο και το φρικτό θάνατο που προκαλούσε το δηλητήριο. Για μια στιγμή ο Βανς ένιωσε μέσα του να φουντώνει η κακία, αυτή η κακία που φωλιάζει σε κάθε ανθρώπινη καρδιά, και φαντάστηκε πως γυρνούσε την πλάτη στον ιερέα και άφηνε το δηλητήριο να εισπράξει το φόρο αίματος. Η Σούζαν παρακολουθούσε με όλο και μεγαλύτερη ψυχραιμία, ενώ το μυαλό της προσπαθούσε να αντιμετωπίσει αυτό το ειδεχθές έργο που ολοκληρωνόταν μπροστά στα μάτια της. Στηρίχτηκε πάνω στην κάσα της πόρτας. Ήθελε να κάνει κάτι. Έτσι μόνο δε θα την ξανάπιανε ναυτία. «Έχεις κάθε λόγο να θες να με σκοτώσεις», ικέτεψε αξιοθρήνητα ο αδελφός Γρηγόριος, καθώς ο πόνος βασάνιζε το σώμα του με συνεχόμενους σπασμούς. «Πρέπει να με μισείς... πρέπει, πρέπει!» Από τα μάτια του άρχισαν να αναβλύζουν δάκρυα. «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, για το Θεό», ούρλιαξε, «τράβα τη σκανδάλη!» «Τσως», είπε ο Βανς. «Θα κάνουμε μια συμφωνία». «Τι θέλεις; Δεν έχω να σου δώσω τίποτα. Είμαι τελειωμένος και το μόνο που θέλω είναι να πεθάνω γρήγορα!» «Ναι», είπε ξερά ο Βανς. «Σίγουρα αυτό θες. Υποθέτω ότι είδες κάποια θύματά σου να πεθαίνουν αργά, έτσι δεν είναι;» Ο Γρηγόριος κατάφερε να συγκατανεύσει προτού τον πιάσουν πάλι σπασμοί. «Θα κάνω αυτό που ζητάς, αν μου πεις γιατί τα έκανε όλα αυτά ο Κίμπαλ».

Ο Γρηγόριος τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη. «Ευχαρίστως, ευχαρίστως», είπε. «Νόμιζα πως τα είχατε συμφωνήσει με την Αντιπροσωπία της Βρέμης, θ α μοιραζόσασταν την εξουσία. Γιατί να σε σκοτώσει ο Κίμπαλ; Υπήρξε προδοσία στη μέση;» «Όχι... Όχι, τίποτα τέτοιο», άρχισε να λέει ο Γρηγόριος. «Ο Κίμπαλ ανακάλυψε ότι θα τον σκότωναν... ότι η αποτυχία του να σε σταματήσει ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι». «Οπότε, γνωρίζοντας που φυλάσσονταν τα έγγραφα, αποφάσισε να προλάβει την Αντιπροσωπία και να τα κλέψει», υπέθεσε ο Βανς. Ο Γρηγόριος έγνεψε καταφατικά. «Μα γιατί...» Ο Βανς έψαξε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Γιατί δεν τα έκλεβε και να φύγει; Όλο αυτό» -έδειξε με μια κυκλική κίνηση του χεριού το μακελειό- «ήταν απαραίτητο;» «Είναι διαβολικός άνθρωπος», είπε ο αδελφός Γρηγόριος, γέρνοντας το κεφάλι. «Έχει εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία που του έχει δοθεί για να μειώσει την Εκκλησία, να ρεζιλέψει τη θρησκεία μας». Η φωνή του δυνάμωσε από την αγανάκτηση. «Ήθελε να υποφέρουμε· όση ώρα σκότωνε τους αδελφούς μου, με χλεύαζε* με ταπείνωνε, και μέσω ημών ταπείνωνε τον Κΰριό μας και...» Ψευτοθεοσεβουμενος μέχρι τέλους, σκέφτηκε ο Βανς, ενώ ο ιερέας ολοκλήρωνε τον πύρινο λόγο του. Τον ρώτησε μεγαλόφωνα: «Δηλαδή χρησιμοποιεί τα έγγραφα για να διαπραγματευτεί την επιστροφή του στην Αντιπροσωπία;» «Όχι! Δεν είναι μόνο αυτό», σφύριξε μέσα από τα δόντια ο Γρηγόριος, και η αναπνοή του έβγαινε λαχανιαστά. «Αφοΰ σκότωσε τους αδελφούς μου, αφου με ταπείνωσε, καυχήθηκε μπροστά μου... ήξερε ότι ήμουν τελειωμένος. Καυχήθηκε και με λοιδόρησε, λέγοντάς μου ότι θα έδινε τα έγγραφα στους Ρώσους. "Αυτό θα καταστρέψει τα ασήμαντα σχέδιά σου, έτσι δεν είναι;" έλεγε, περπατώντας κορδωτά μπροστά μου».

Ασυναίσθητα, ο Βανς κατάλαβε ότι κοιτούσε τα ματωμένα ίχνη του Κίμπαλ που είχαν σχηματίσει ένα χρωματιστό μονοπάτι στο δάπεδο. Οΰτε που είχε προσέξει τις κοκκινωπές λωρίδες που είχαν λεκιάσει τα λευκά αθλητικά παπούτσια του. «Μου είπε: "Οι Ρώσοι τους μασάνε κάτι τΰπους σαν εσένα"», συνέχισε ο ιερέας. «Είναι ένας αλαζόνας, ματαιόδοξος άνθρωπος και μου είπε πόσο περισσότερο τον εκτιμούσαν οι Ρώσοι και πόσο καλύτερα θα του συμπεριφέρονταν αυτοί απ' ό,τι η Αντιπροσωπία της Βρέμης. Ήξερε... ήξερε πόση σημασία είχε για μένα να αποκαταστήσω επιτέλους την ιερότητα της έδρας του Αγίου Πέτρου. Ήξερε, και βεβαιώθηκε ότι τις τελευταίες μου στιγμές θα συνειδητοποιούσα ότι η ζωή μου ήταν... ήταν κάτι λιγότερο από ευτελής». Ο αδελφός Γρηγόριος αναλύθηκε σε λυγμοΰς, που διέκοπταν μόνο οι σπασμοί του πόνου. Ο Βανς έλυσε τα χέρια του άντρα, που τώρα έπεσαν άψυχα πάνω στα γόνατά του. «Την ώρα που καυχιόταν, είπε που και πότε θα έδινε τα έγγραφα στους Ρώσους;» Ο αδελφός Γρηγόριος σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε ανέκφραστα. «Που θα πήγαινε τώρα;» ρώτησε δυνατότερα ο Βανς. «Στην Πίζα», απάντησε υπάκουα ο αδελφός Γρηγόριος. «Έχει σπίτι εκεί. Το έχω επισκεφτεί. Είναι κοντά στον πύργο- υποτίθεται ότι θα συναντήσει εκεί τους Ρώσους αΰριο το πρωί - δΰο τουρίστες στον πΰργο. θ α ανταλλάξουν ένα φάκελο. Αααααχ!» Το σώμα του ιερέα συστράφηκε από ένα σπασμό. «Σκότωσε με, τώρα, σε παρακαλώ, σκότωσέ με τώρα. Σε παρακαλώ, σε ικετεΰω!» Ο Βανς τράβηξε το πιστόλι από την κωλότσεπη. «Άλλη μια ερώτηση», είπε. «Σε παρακαλώ». «Τι είδους όπλο μπορεί να φτιαχτεί από τα έγγραφα του Ντα Βίντσι;» Ο Γρηγόριος φάνηκε να μαζεΰει όσα αποθέματα ενέργειας του

είχαν απομείνει, σε μια τελευταία προσπάθεια να δώσει ειρμό στα λεγόμενά του. «Τα έγγραφα από μόνα τους δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή ενός όπλου», άρχισε να λέει. «Το περιεχόμενο των εγγράφων είναι ένας μοναδικός τρόπος θεώρησης των όπλων, μια μοναδική επινόηση, που θα επιτρέψει στους επιστήμονες να τελειοποιήσουν ένα όπλο ακτινοβολίας φορτισμένων σωματιδίων». Όπλο ακτινοβολίας φορτισμένων σωματιδίων! Αυτό ήταν η απόλυτη ακτίνα θανάτου. Από τις στοιχειώδεις αναφορές που δημοσιεύονταν κατά καιρούς σε επιστημονικά περιοδικά γι' αυτό το άκρως μυστικό όπλο, ο Βανς ήξερε ότι έμοιαζε με γιγαντιαίο θραύστη ατόμων, που επιτάχυνε ακτίνες φορτισμένων σωματιδίων σε σημείο να αγγίζουν την ταχύτητα του φωτός κι έπειτα τις κατηύθυνε με τη μορφή δέσμης ακτίνων σε ένα στόχο. Ο στόχος, δεχόμενος τέτοια ενέργεια που μπροστά της ωχριούν ακόμα και πυρηνικές εκρήξεις, απλώς θα εξαϋλωνόταν, θα εξαφανιζόταν σε έναν κατακλυσμό καθαρής ενέργειας. Το όπλο δεν άφηνε περιθώρια αστοχίας· ήταν ακριβές, χειρουργικό, και δρούσε με την ταχύτητα του φωτός. Μπορούσε να εξατμίσει πυρηνικό πύραυλο και τις κεφαλές του προτού προλάβουν να εκραγούν, ή να χρησιμοποιηθεί για επίθεση σε πόλεις και εχθρικές δυνάμεις. Το απόλυτο όπλο, σε επιθετικά και αμυντικά όπλα, θα ξαπόστελνε τα πυρηνικά σε κάποια αθέατη γωνιά των μουσείων, πλάι σε τόξα και βέλη. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία είχαν πασχίσει χρόνια να τελειοποιήσουν το οπλοστάσιο τους. Όμως και οι δύο χώρες πάλευαν επίσης με το ίδιο πρόβλημα: την ατμόσφαιρα. Ενώ τα πρωτότυπα όπλα που είχαν ήδη κατασκευαστεί ήταν φοβερά και τρομερά στο διάστημα, αχρηστεύονταν στην ατμόσφαιρα. Τα σωματίδια που έφευγαν με ταχύτητα από το όπλο συγκρούονταν με τα μόρια του αέρα και διασκόρπιζαν την ενέργειά τους σε γιγαντιαία αστροπελέκια με περιορισμένη ισχύ και βεληνεκές.

«Ο Λεονάρντο ονειρεύτηκε τη λύση της τελειοποίησης του όπλου μελετώντας την αστραπή», συνέχισε ο Γρηγόριος. «Σε μια σειρά σκίτσων, συνέλαβε την ιδέα να χρησιμοποιήσει τη Γη σαν γιγάντιο φορτισμένο ηλεκτρόδιο που θα μπορούσε να έλξει και να ωθήσει την ακτίνα σωματιδίων. Σκέφτηκε μια ακτίνα δύο φάσεων, η πρώτη να ανοίγει μια σήραγγα διαμέσου του αέρα και η δεύτερη να ακολουθεί έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα. Η πραγματική ιδιοφυΐα του, όμως, συνίστατο στο ότι έκανε το στόχο ηλεκτρόδιο. Έκανε...» ο ιερέας έβγαλε μια βαθιά και λαρυγγική κραυγή πόνου. Ο Βανς φοβήθηκε ότι δε θα έπαιρνε άλλες πληροφορίες. Τι παραπάνω όμως είχε να μάθει; Με τρεμάμενο χέρι, σήκωσε το όπλο. Τώρα διακυβεύονταν πολύ περισσότερα από τη ζωή του Χάρισον Κίνγκσμπερι. Είναι απίστευτο, σκέφτηκε ο Βανς καθώς στεκόταν πίσω από τον παπά και ακουμπούσε την κάννη του όπλου στη βάση του κεφαλιού του άντρα. Ό,τι είχε κάνει ο Λεονάρντο για τον Κρουπ πριν από εκατό χρόνια ήταν έτοιμος να το ξανακάνει τον 21ο αιώνα. Κι όλα αυτά από έναν άνθρωπο που θεωρούσε τον πόλεμο την πιο θηριώδη τρέλα. Τι θα έλεγε ο Λεονάρντο αν έμπαινε τώρα σ' αυτό το δωμάτιο; αναρωτήθηκε ο Βανς. Θα έβλεπε αυτό που περίμενε από τους ανθρώπους; Να είναι βουτηγμένοι ως τα γόνατα στο αίμα του ίδιου τους του είδους, υπόδουλοι σε ζωώδεις παρορμήσεις, δέσμιοι των ενστίκτων τους; Ή μήπως ο Λεονάρντο έβρισκε κάποιο τρόπο να υπερβεί την πραγματικότητα; Ήταν άραγε καλλιτέχνης ακριβώς γιατί μπορούσε να βρει την υπερβατική ομορφιά μέσα στο αίμα και στη βρομιά; Η Σούζαν είχε αποστρέψει το βλέμμα της και είχε κλείσει τα αφτιά της. Τι θα έλεγες, Λεονάρντο; σκέφτηκε ο Βανς και τράβηξε τη σκανδάλη.

22

Η

ΚΟΚΚΙΝΗ ΛΑΜΙΙΟΡΓΚΙΝ1

ήταν παρκαρισμένη πάνω στο πεζο-

δρόμιο ενός στενού δρόμου λίγο πιο πέρα από την Πιάτσα Γκαριμπάλνιι, κοντά στην Πόντε ντι Μέτσο, τη μεσαία γέφυρα του παλιού τομέα της Πίζας. Ήταν εύκολο να βρεις το σπίτι. Θα το έβρισκαν, ακόμα κι αν δεν τους είχε δώσει τόσο λεπτομερείς οδηγίες ο αδελφός Γρηγόριος. Ξεθεωμένοι, η Σούζαν και ο Βανς είχαν σωριαστεί στο πίσω κάθισμα του στενόχωρου ταξί μάρκας Φίατ, και με κατακόκκινα μάτια παρακολουθούσαν τη Λαμποργκίνι και την εξώπορτα του κτιρίου όπου έμενε ο Έλιοτ Κίμπαλ. Το Φίατ ξαπόσταινε κοντά σε ένα σωρό αυτοκίνητα παρκαρισμένα φύρδην μίγδην μπροστά από τις αψίδες ενός καφέ με κατεβασμένα ρολά. Η θέση που είχε παρκάρει το ταξί τούς έδινε τη δυνατότητα να βλέπουν το αυτοκίνητο του Κίμπαλ και την εξοιπορτα από απόσταση είκοσι περίπου μέτρων. Ο Βανς κοίταξε το ρολόι του: έδειχνε έξι και έντεκα. Σκέφτηκε μελαγχολικά τι είχαν περάσει με τη Σούζαν το τελευταίο εικοσιτετράωρο. Πριν όμως προλάβει να χαθεί στις αναμνήσεις, ο χείμαρρος των γεγονότων τού πλημμύρισε το νου. Οι φόνοι, τα κυνηγητά, η βίαιη σφαγή στο Σαντουάριο ντι Σαν Λούκα - όλα αυτά έπαιζαν και ξανάπαιζαν στο μυαλό του. Είχαν ξεφορτωθεί το φάρο της μοτοσικλέτας, είχαν καλύψει τα διακριτικά της με λάσπη και είχαν οδηγήσει νότια από την Μπολόνια, μακριά από

τον αδελφό Γρηγόριο, αποφεύγοντας όλες τις κύριες οδικές αρτηρίες. Είχαν ταξιδέψει στους λόφους προς τη Φλωρεντία, φροντίζοντας να μένουν πάντα στα δυτικά αυτής της σπουδαίας, ιστορικής αναγεννησιακής πόλης και να ταξιδεύουν μέσα από τους λόφους περνώντας από τις πόλεις του Ριοβέτζο και του Βέρνιο και μια ντουζίνα άλλους παλιούς πέτρινους οικισμούς, που στριμώχνονταν κοντά στο δρόμο και δεν αναφέρονταν σε κανένα χάρτη. Λίγο πριν τις έντεκα το βράδυ, είχαν ρίξει τη μηχανή βαθιά σε ένα θάμνο έξω από την Πιστόια και είχαν πάει με τα πόδια στην πόλη, όπου πήραν ένα λεωφορείο για το Έμπολι και από κει τρένο για την Πίζα. Τελικά, στις τέσσερις και τριάντα εννέα, το τρένο έφτασε στον κεντρικό σταθμό της Πίζα. Είχαν ξυπνήσει έναν κοιμισμένο ταξιτζή στην πιάτσα και είχαν διαπραγματευτεί το μίσθωμα για όλη τη μέρα. Κατά τις πεντέμισι είχαν εντοπίσει το διαμέρισμα του Κίμπαλ και είχαν στηθεί από κάτω περιμένοντας την επόμενη κίνησή του. Μόλις χάραξε, η πλατεία και οι δρόμοι που οδηγούσαν σε αυτή άρχισαν να γεμίζουν κόσμο. Καταστηματάρχες κατέφθαναν για να πλύνουν τα πεζοδρόμιά τους και να παραλάβουν εμπορεύματα από τους προμηθευτές. Εργάτες που είχαν τελειώσει τη βάρδια τους στα εργοστάσια υφαντουργίας και υαλουργίας περνούσαν με βαριά βήματα, πηγαίνοντας σπίτι για ύπνο. Όσο περνούσε η ώρα, έρχονταν κι άλλοι άνθρωποι να ανακατευτούν μαζί τους, να τους κρύψουν από τη διαπεραστική ματιά του Έλιοτ Κίμπαλ. Ο Βανς έτριψε το πρόσωπο του με τα δυο χέρια και έπειτα κούνησε το κεφάλι και ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα. Η Σούζαν είχε γείρει απαλά πάνω στον ώμο του. Αποφάσισε να την αφήσει να κοιμηθεί λιγάκι. Δεν υπήρχε λόγος να μείνουν κι οι δυο άγρυπνοι. Χαμήλωσε το βλέμμα του να κοιτάξει τους καταρράκτες των πυρρόξανθων μαλλιών της που έπεφταν απαλά στους ώμους της, και απόλαυσε τη μυρωδιά του κορμιού της. Ποτέ δεν είχε αγαπήσει άλλη τόσο πολύ... και δεν είχε ιδέα αν θα ζούσε κανείς από τους δυο τους αρκετά για να το χαρεί.

Όλη νύχτα ο Έλιοτ Κίμπαλ στριφογύριζε σαν σβούρα στο κρεβάτι του. Με το που χάραξε, τα παράτησε και πετάχτηκε από το κρεβάτι, νιώθοντας το σώμα του να μυρμηγκιάζει από λαχτάρα. Γιατί δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα; αναρωτήθηκε καθώς τεντωνόταν μεθοδικά. Κι έπειτα ξεθεώθηκε κάνοντας την πρωινή του γυμναστική. Χτύπησε πενήντα κάμψεις, διπλάσιους κοιλιακούς και ανάλογο αριθμό καμιάς ντουζίνας άλλων ασκήσεων. Ο πόνος στα αχαμνά του ήταν ανεκτός πια. Το παλιό ξύλινο πάτωμα έτριζε από την έντονη δραστηριότητα. Με τον ιδρώτα να κυλάει πάνω οτο γυμνό του κορμί, ο Κίμπαλ πήγε προς τα παράθυρα του δωματίου και τα άνοιξε διάπλατα, ρουφώντας την πρωινή δροσιά. «Γιατί δεν το έκανα νωρίτερα;» ρώτησε μεγαλόφωνα. Ήταν σαφές ότι η Αντιπροσωπία της Βρέμης τον είχε σε μικρότερη εκτίμηση απ' ό,τι του άξιζε. Έκανε μια ανασκόπηση των γεγονότων της περασμένης χρονιάς και, εξετάζοντας το ένα περιστατικό μετά το άλλο, είδε ότι έπρεπε να είχε καταλάβει πως η μετοχή του έπεφτε στα μάτια τους. «Γαμημένοι χωριάτες!» βλαστήμησε. Ο Μέριαμ Λάρσεν την περιουσία και τη δύναμή του δεν τις είχε αποκτήσει δικαιωματικά ούτε εκ γενετής, αλλά επειδή ήξερε να εκμεταλλεύεται σωστά τις καταστάσεις - ένας σύγχρονος Μακιαβέλι, που, ενώ ήταν πολύτιμος υπηρέτης για έναν πρίγκιπα, δεν άξιζε για κυβερνήτης. Ένα ελαφρύ συνοφρύωμα πέρασε από το πρόσωπο του ψηλού ξανθού άντρα καθώς στεκόταν και ατένιζε τα νωθρά νερά του Άρνου* ντρεπόταν που είχε αφήσει τον Λάρσεν να χρησιμοποιήσει ακόμα κι εκείνον για να τον βάλει να παίξει το παιχνίδι τους. Η ανόητη συγκατάθεσή του στις άξεστες μηχανορραφίες τους πολύ απλά τον είχε κατεβάσει στο επίπεδο τους. «Γουρούνια!» παραλίγο να φωνάξει.

Ύστερα όμως, κι εδώ χαμογέλασε, τους την είχε φέρει. Σε όλους τους! Είχε τα έγγραφα του Ντα Βίντσι - το δέκα το καλό. Κανείς άλλος δεν είχε καλά χαρτιά, κι όλοι τους θα είχαν να κάνουν μαζί τουνα χορέψουν στο δικό του το ρυθμό. Από την ώρα που είχε βγάλει από τη μέση αυτό το σταυροφόρο γυμνοσάλιαγκα, τον Γρηγόριο, ο Κίμπαλ είχε σκεφτεί ένα σωρό κόλπα, τα περισσότερα εκ των οποίων είχαν να κάνουν με το πώς να χρησιμοποιήσει τα έγγραφα του Ντα Βίντσι και το φάκελο που κρατούσε για τις δραστηριότητες της Αντιπροσωπίας για να ξανακερδίσει την υπόληψή του στην οργάνωση και να τους αναγκάσει να αναγνωρίσουν την ανωτερότητά του. Στο τέλος όμως αποφάσισε ότι θα έριχνε την αξιοπρέπειά του αν ασχολούνταν με την Αντιπροσωπία, αν τους επέτρεπε να κερδίσουν μια αναγνώριση που δεν τους άξιζε. Όχι, θα τους κατέστρεφε. Και θα τον βοηθούσε η GRU. Δεν είχε απλώς το κλειδί για την πιο υψηλή στρατιωτική τεχνολογία στον πλανήτη, αλλά γνώριζε καλύτερα από οποιονδήποτε τον τρόπο με τον οποίο δούλευαν οι μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες στον κόσμο. Ο Κίμπαλ γνώριζε εκ των έσο) τα περισσότερα αδύνατα σημεία των εταιρειών, τη φαλφσταφική όρεξή τους για διαφθορά, που έκανε την Enron και τη WorldCom να μοιάζουν με την Μητέρα Τερέζα. Και κανείς άλλος στον κόσμο δεν είχε τα πολεμοφόδια, τα λεπτομερή αρχεία και τους φακέλους που είχε ο Έλιοτ φακέλους που περιέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια όχι μόνο τη βρομιά που επικρατούσε στους κόλπους των εταιρειών, αλλά και την κατά σύστημα διαφθορά των αρχηγών των κυβερνήσεων ανά τον κόσμο. Άπαξ και έπεφταν στα κατάλληλα χέρια, οι φάκελοι αυτοί θα ξήλωναν τα θεμέλια του επιχειρηματικού κόσμου και των κυβερνήσεων διεθνώς ή θα χρησιμοποιούνταν εκβιαστικά για να καθοδηγήσουν αποφάσεις που θα επηρέαζαν τις ζωές δισεκατομμυρίων αν-

θροϊπων. Οι Ρώσοι θα τον βοηθούσαν. Α, ναι! Χαμογέλασε πλατιά. Θα αναγνώριζαν την αξία του. Ο Έλιοτ στεκόταν καθηλωμένος. Ήταν το πεπρωμένο του, τώρα το ήξερε. Από το πρώτο κιόλας άτομο που είχε σκοτώσει, από την πρώτη του πράξη ανυπακοής ενάντια στην κοινωνία, ήταν το πεπρωμένο του. Πάντα ήθελε να ξεφορτωθεί την ασφυκτική κουβέρτα της βυθισμένης στον πλούτο ανωνυμίας που είχε ρίξει πάνω του ο πλούσιος και διάσημος πατέρας του. Περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία, και την είχε πετύχει. Τώρα ο Έλιοτ Κίμπαλ θα αποκτούσε τη δική του φήμη, δε θα του την αρνιόταν κανείς. Αυτό το διαμέρισμα ήταν του πατέρα του, απομεινάρι της εποχής που ο γέρος του είχε μια υφαντουργική επιχείρηση στην Πίζα. Το εργοστάσιο είχε πουληθεί πριν από πολΰ καιρό, αλλά το διαμέρισμα χρησίμευε πλέον για τις διακοπές της οικογένειας. Σαν παιδί, ο Κίμπαλ είχε έρθει εδώ με τον πατέρα του, και του άρεσε η πόλη της Πίζας. Ο νεαρός Έλιοτ Κίμπαλ πέρναγε ώρες ολόκληρες να σκέφτεται πώς θα μποροΰσε να ρίξει κάποιον από τον κεκλιμένο πύργο χωρίς να τον πιάσουν. Ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να επεξεργαστεί διεξοδικά το σχέδιο του, αλλά οι παλιοί συναισθηματικοί δεσμοί με την πόλη τον έφερναν συχνά πίσω στην Πίζα, ιδίως όταν χρειαζόταν ανάπαυση, χρόνο να σκεφτεί κι ένα μέρος για να κρυφτεί. Απομακρύνθηκε από το παράθυρο και πήγε στο μπάνιο, περνώντας μπροστά από την ψηλή αρχειοθήκη του, με τέσσερα συρτάρια, τοιχώματα με αντιπυρική προστασία και κλειδαριά που άνοιγε με συνδυασμό. Χρόνια συσσο)ρευε το περιεχόμενο της, χιλιάδες σελίδες άκρως εμπιστευτικοί εγγράφων, υπομνημάτων, κασετών - που είχαν όλα συγκεντρωθεί από τις πλέον μυστικές «άκρες» των μεγαλύτερων εταιρειών στον κόσμο, την Αντιπροσωπία της Βρέμης. Α, είναι όλα εδώ, σκέφτηκε ικανοποιημένος: δολοφονικές απόπειρες, πετυχημένες και αποτυχημένες* φοροδιαφυγή· στήσιμο τιμών σχέδια

εναντίον κάθε μείζονος και ελάσσονος κυβέρνησης ανά τον κόσμο- η δηλητηρίαση του περιβάλλοντος προς χάριν του κέρδους και οι ατέλειωτες προσπάθειές τους να καταστρέψουν την ελεύθερη αγορά και τον καπιταλισμό με τις ολιγαρχικές τους πρακτικές. Άνοιξε το ντους και μπήκε μέσα. Ο Έλιοτ Κίμπαλ θα γινόταν διάσημος - για πάντα.

Μια ακτίνα φωτός κατηφόρισε τεμπέλικα από τις κορυφές των βαμμένοι στο χρώμα της ώχρας κτιρίων και έσκασε πάνω στο πίσω μέρος του Φίατ. Μες στην εκτυφλωτική λάμψη ήταν δύσκολο να δεις τη Λαμποργκίνι και αδύνατο να διακρίνεις κάποιες λεπτομέρειες κοντά στην εξώπορτα του κτιρίου του Κίμπαλ, που ήταν ακόμα βουτηγμένο στις σκιές των πρώτων πρωινών ωρών. Ο Βανς κατέβασε ως τη μέση το λερωμένο πίσω παράθυρο του ταξί, και ανοιγόκλεισε τα μάτια σαν τον χτύπησε καταπρόσωπο το έντονο φως. «Τον βλέπω!» είπε λίγο μετά τις εφτά το πρωί η Σούζαν. Ο Βανς γύρισε απότομα το κεφάλι του και κρυφοκοίταξε από το παράθυρο. Τώρα το φως του ήλιου είχε φτάσει την κόκκινη Λαμποργκίνι, και ο Βανς μπόρεσε να δει καλά τον Κίμπαλ, που έβγαινε από τη σκιερή εξώπορτά του και έμπαινε στη σφήνα φωτός. Κρατούσε ένα μαύρο χαρτοφύλακα. Το γρύλισμα της μηχανής της Λαμποργκίνι αντήχησε στο στενό δρόμο και πλημμύρισε το πρωινό. Καθώς ο Κίμπαλ κατέβαινε προσεκτικά από το κράσπεδο και κατηφόριζε το δρόμο προς την Πιάτσα Γκαριμπάλντι, ο Βανς ταρακούνησε τον ταξιτζή για να τον ξυπνήσει. Ο οδηγός πετάχτηκε από τον υπνάκο του κι έβαλε μπρος το Φίατ. Ο Κίμπαλ έστριψε δεξιά και κατευθύνθηκε βόρεια, μέσα σε ένα λαβύρινθο στενών ελικοειδών δρόμων. Ο ταξιτζής έμπασε το Φίατ στην κίνηση και ακολούθησε. Επρόκειτο περί παλιανθρώπου, του είχε εξηγήσει ο Βανς. Ο άντρας που οδηγούσε τη Λαμποργκίνι είχε κάνει πρόταση γάμου στην

αδελφή του Βανς, παρόλο που ήταν κρυφά παντρεμένος με άλλη γυναίκα. Ο ταξιτζής έδειξε μεγάλη προθυμία να βοηθήσει τον Βανς και την άλλη του αδελφή να προστατεύσουν την τιμή της ανόητης μικρότερης αδελφής τους. Οι Ιταλοί συγκινούνται περισσότερο από όλους τους λαούς του κόσμου όταν πρόκειται για θέματα καρδιάς, και αυτός ο άντρας είχε ενθουσιαστεί που είχε την ευκαιρία να ερευνήσει αυτή την υπόθεση. Α, τι ωραία θα περνούσε όταν θα διηγούνταν όλα αυτά στην Άννα γυρνώντας σπίτι. Εξάλλου, οι δυο ξένοι τον είχαν πληρώσει αδρά. Σκέψου μόνο ότι είχαν έρθει τόσο δρόμο από την Αμερική για να προστατεύσουν την αδελφή τους. Στην Πιάτσα Ντονάτι ο Κίμπαλ έκανε αριστερά κι έστριψε πάλι αριστερά στην Πιάτσα ντέι Καβαλιέρι, παίρνοντας το δρόμο για το Ντουόμο και τον κεκλιμένο πύργο. Το Φίατ δε δυσκολεύτηκε καθόλου να συμβαδίσει με τους αργούς ρυθμούς που οδηγούσε ο Κίμπαλ. Προφανώς δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι τον ακολουθούσαν. Το ταξί καταδίωξε το αυτοκίνητο του Κίμπαλ κατά μήκος της οδού Σάντα Μαρία καθώς έφτανε στην Πιάτσα Ντουόμο. Ο Κίμπαλ σταμάτησε για μια στιγμή, έστριψε αριστερά και πάρκαρε στην Πιάτσα Αρτσιβεσκοβάντο. Ο Βανς είπε στον ταξιτζή να σταματήσει σε μια πιάτσα ταξί στα αριστερά. Με το μαύρο χαρτοφύλακα στο χέρι, ο Κίμπαλ ξεπρόβαλε από το αυτοκίνητο του και προχώρησε με ζωηρό βήμα προς τον πύργο. Η πλατεία ήταν πνιγμένη στους πάγκους με αναμνηστικά, που ετοίμαζαν οι φλύαροι ιδιοκτήτες τους για να υποδεχτούν τη σφοδρή επίθεση των τουριστών που θα κατέφθαναν από στιγμή σε στιγμή. Ο πύργος άνοιγε στις οχτώ· και από τις οχτώμισι ήδη θα είχε σχηματιστεί ουρά. «Περίμενε εδώ», είπε ο Βανς στον ταξιτζή. «Δε θα αργήσουμε... ελπίζω». Καθώς ο Κίμπαλ εξαφανίστηκε στα σκαλιά της εισόδου του κεκλιμένου πύργου, ο Βανς και η Σούζαν τον ακολούθησαν με γοργό βήμα.

Κάλυψαν τα εκατό μέτρα που χώριζαν το ταξί από τον πΰργο σε μισό λεπτό. Παντελώς σαστισμένος, ο ταξιτζής αναρωτήθηκε τι μέρος του λόγου να ήταν, βλέποντας τα σώματά τους να μικραίνουν και τελικά να κατηφορίζουν τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην είσοδο του πύργου και να εξαφανίζονται. Η ανησυχία του μεγάλωνε. Ο ψηλός ξανθός άντρας με το μαύρο χαρτοφύλακα έμοιαζε σκληρός, επικίνδυνος. Ο ταξιτζής δε θα είχε καταφέρει να τη βγάλει καθαρή στα τριάντα χρόνια που δούλευε αν δεν είχε αναπτύξει μια αίσθηση κινδύνου, ένα ένστικτο για τους ανθρώπους. Για λίγο ζύγιασε την ιδέα να καλέσει μέσω του ασυρμάτου του την αστυνομία, κι έπειτα το σκέφτηκε καλύτερα. Καλού κακού, όμως, άφησε αναμμένη τη μηχανή. Μόλις βρέθηκε στο κάτω μέρος της σκάλας που οδηγούσε στην είσοδο του πύργου, ο Βανς δίστασε λίγο, κι ένιωσε στο στήθος ένα βασανιστικό φόβο. Η Σούζαν σταμάτησε πίσω του. Από μέσα ακούγονταν δύο φωνές. Μετά έγινε ησυχία. Ο Βανς κάρφωσε το βλέμμα στην τραχιά ξύλινη πόρτα με τους βαρείς σιδερένιους μεντεσέδες και τις κλάπες, κι έπειτα πήρε βαθιά ανάσα. Άπλωσε το χέρι και δοκίμασε ν' ανοίξει την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη. Με τεντωμένες τις παλάμες, ο Βανς χτύπησε ελαφρά την πόρτα. Ακούστηκαν συρτά βήματα, κι έπειτα το κροτάλισμα ενός σύρτη από μέσα. Η πόρτα άνοιξε όσο χρειαζόταν για να βγάλει ένας ηλικιωμένος το κεφάλι του έξω. «Καλημέ...» Ξάφνου, η φιλική έκφραση του ηλικιωμένου μετατράπηκε σε τρόμο και προσπάθησε να κλείσει με δύναμη την πόρτα. Ήταν φανερό πως περίμενε κάποιον άλλο. Ο Βανς έκανε ένα βήμα μπροστά και χώθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. «Συγνώμη, αλλά δεν έχουμε ανοίξει ακόμα, σινιόρε», διαμαρτυρήθηκε ο άντρας. «Ελάτε αργότερα, παρακαλώ». «Μα μόλις αφήσατε έναν άλλο να μπει». «Α, αυτόν. Αυτός... δουλεύει εδώ».

«Ε, λοιπόν», είπε ο Βανς σπροίχνοντας την πόρτα και μπαίνοντας μέσα, «ήρθαμε να κάνουμε μια δουλίτσα μαζί του». Τράβηξε απότομα το πιστόλι από την τσέπη του τζιν του και σημάδεψε τον άντρα στο πρόσωπο. «Μη βγάλεις λέξη, φίλε μου». Το βλέμμα του Βανς αρκούσε για να κάνει τον ηλικιωμένο να αποφασίσει να συμμορφωθεί. Θα το 'παίζε αργότερα κορόνα γράμματα, με τον ψηλό ξανθό άντρα και τους Ρώσους φίλους του. Έγνεψε. «Σοφή κίνηση», είπε ο Βανς. «Άντε τώρα πίσω στο γραφείο σου... κουνήσου!» Ο Βανς προχο>ρησεμαζί με τον άντρα στο γραφείο του τελευταίου και βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχαν όπλα εκεί. Την ίδια στιγμή η Σοΰζαν έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε. «Τώρα θέλω να βγάλεις όλα σου τα ροΰχα», είπε ο Βανς στον άντρα. Ο γέρος γούρλωσε τα μάτια. «Ακριβώς», είπε ο Βανς, ανταποκρινόμενος στην απορημένη έκφραση του άντρα. «Μείνε ήσυχος όμως... αυτή δε θα κοιτάζει». Με φανερή απροθυμία, ο γέρος συμμορφώθηκε. Ο Βανς μάζεψε τα ροΰχα, κι έπειτα με ένα κουτί σπίρτα που βρήκε στο παντελόνι, έστησε το σωρό στη μέση του δωματίου και του έβαλε φωτιά. Ο γέρος κοιτούσε την παράξενη σκηνή με μια έκφραση που κυμαινόταν μεταξΰ θυμοΰ, αμηχανίας και καθαρής έκπληξης. Εκεί που εξεπλάγη ακόμα περισσότερο ήταν όταν του έδωσε ο Βανς ένα χαρτονόμισμα των εκατό ευρώ. «Όταν τελειώσουν όλα, γέρο, να πας να αγοράσεις καινοΰρια ροΰχα». Στράφηκε στη Σοΰζαν και της χαμογέλασε. «Δε νομίζω να σε ενοχλήσει τώρα», είπε ο Βανς. Είναι αξιοσημείωτο το πόσο υποχωρητικοί γίνονται οι άνθρωποι όταν τους βγάζεις τα ροΰχα. Ο Βανς έκανε ένα βήμα προς την κυκλική σκάλα κι έπειτα πήγε γρήγορα κοντά στη Σοΰζαν και της έδωσε το όπλο. «Πιθανώς εσΰ να το χρειαστείς περισσότερο απ' όσο εγώ». Και αδιαφορώντας για το επίμονο βλέμμα του γυμνοΰ λιπόσαρκου γέρου, που είχε κρυφτεί πίσω από το γραφείο, ο Βανς άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά.

Τα στενά σκαλιά σκαρφάλωναν, στριφογυριστά σαν τιρμπουσόν, σε ΰψος πενήντα εφτά μέτρων. Τα ανέβηκε δυο δυο, σταματώντας σε κάθε κεφαλόσκαλο για να αφουγκραστεί. Όταν έφτασε στο τέταρτο κεφαλόσκαλο, άκουσε βήματα από πάνω του. Κι ο Κίμπαλ άκουσε τα βήματα του Βανς. «Μιχαήλ;» πλανήθηκε η φωνή του Κίμπαλ στη σπειροειδή σκάλα. «Νωρίς ήρθες», είπε ο Κίμπαλ στα ρώσικα. Ο Βανς δε μιλούσε ρώσικα. Ξαφνικά επικράτησε σιωπή, καθώς ο Κίμπαλ δεν πήρε απόκριση. Ο Βανς στάθηκε εκεί, αφουγκραζόταν περίμενε την κίνηση του Κίμπαλ· αφουγκραζόταν το βόμβο του αίματος στ' αφτιά του, αφουγκραζόταν κάτω στο ισόγειο τον κόσμο να φωνάζει και να καλημερίζεται όλο ζωντάνια. Ψύχραιμος, ο Κίμπαλ δεν κουνήθηκε. Ανυπόμονος, ο Βανς ξανάρχισε να ανεβαίνει. Έφτασε στο έκτο επίπεδο. Το μόνο που είδε ήταν η πύλη που έβγαινε στη λότζα, πλημμυρισμένη στο φως. Πού ήταν ο Κίμπαλ; Ο Βανς προχώρησε στην πύλη και κρυφοκοίταξε κι από τις δυο πλευρές. Σαστισμένος, βγήκε στον εξώστη - τον τελευταίο πριν από την κορυφή. Εκείνο που του είχε κάνει εντύπωση όταν είχε ανέβει εδώ πάνω ως φοιτητής ήταν ότι δεν υπήρχε προστατευτικό κιγκλίδωμα. Είχε αναρωτηθεί τότε πόσοι άνθρωποι να είχαν σκοτωθεί εξαιτίας αυτού. Τώρα, ο Βανς έπιασε τον εαυτό του να τρέμει από το φόβο στη θέα του ύψους που έχασκε κάτο) από τα πόδια του, καθώς έκανε το γύρο της λότζας, προσπαθώντας να μένει όσο το δυνατόν πιο κοντά στον τοίχο. Ο Βανς ήταν τόσο επικεντρωμένος στην υψοφοβία του, που δεν άκουσε τον Κίμπαλ, παρά μόνο όταν ήταν πια πάρα πολύ αργά. Στράφηκε και είδε το σώμα του Κίμπαλ, σε όλο το μεγαλείο του 1,90 του, να ορμά προς το μέρος του.

«Κίμπαλ!» Ήταν το μόνο που κατάφερε να πει προτού ο τεράστιος, κατά δέκα πόντους ψηλότερος και δέκα κιλά βαρύτερος άντρας ορμήξει πάνω του.

Azara

Παραήταν καλό για να είναι αληθινό, σκεφτόταν γεμάτος χαρά ο Κίμπαλ. Η μόνη εκκρεμότητα που παρέμενε ανοιχτή ήταν να σκοτώσει αυτό το μαλάκα τον Βανς Έρικσον. Οι θεοί είναι μαζί μου σήμερα, σκέφτηκε την ώρα που ορμούσε. Η πρώτη γροθιά του ψηλού ξανθού άντρα βρήκε τον Βανς στο πλάι του κεφαλιού και τον έστειλε φαρδΰ πλατύ κατά μήκος του στενού μπαλκονιού. Ο Βανς κοίταξε κάτω, κι αντί να δει την πέτρινη πλατφόρμα, είδε το γρασίδι, που λαμπύριζε ακόμα από την πρωινή δροσιά. Προσπάθησε να κυλιστεί προς τον τοίχο, όταν ξαφνικά ο Κίμπαλ τον έπιασε από τα πόδια και άρχισε να τον σέρνει προς την άκρη. Ο Βανς αρπάχτηκε από τη βάση ενός στύλου της λότζας και κλότσησε. Η πρώτη χτύπησε τον ξανθό άντρα στο πρόσωπο και η δεύτερη βρήκε μαλακό ιστό. Ο Βανς άκουσε τον Κίμπαλ να ξεφυσά δυνατά κι ένιωσε το σφίξιμο στα πόδια του να χαλαρώνει. Κυλίστηκε προς τον τοίχο και σηκώθηκε αβέβαια, βλέποντας τον Κίμπαλ να μαλάσσει την περιοχή γΰρω απ' το ηλιακό του πλέγμα, ενώ το πρόσο)πό του είχε γίνει μια παραμορφωμένη κατακόκκινη μάσκα λυσσάς. «Καλό χτύπημα, Έρικσον», είπε ο Κίμπαλ θυμωμένα, ενώ κινούνταν αργά προς το μέρος του Βανς. «Όμως η τύχη σου τελειώνει εδώ». Ο Κίμπαλ είχε την εκτυφλωτική ταχύτητα προπονητή πυγμαχίας και τη σβελτάδα αρπακτικού συνηθισμένου να νικάει. Μάζεψε το σώμα του κι έπεσε πάνω οτον Βανς με γυμνά χέρια. Ξάφνου ο Βανς ευχήθηκε να είχε φέρει μαζί του το όπλο. Ως εκ θαύματος, ο Βανς απέφυγε το χτύπημα του Κίμπαλ και

απέκρουσε το δεύτερο, αλλά η επόμενη κλοτσιά βρήκε το σιόχο της. Ο Βανς διπλώθηκε στα δΰο και κυλίστηκε κάτω προσπαθώντας να αμυνθεί στα έμπειρα χτυπήματα του δεξιοτέχνη δολοφόνου. Όμως δεν ωφελοΰσε. Ο Κίμπαλ είχε μελετήσει την τέχνη του φόνου όπως ακριβώς ο Βανς είχε μελετήσει τον Λεονάρντο. Και ο αγώνας ήταν άνισος. Αυτό το παιχνίδι δεν είχε κανόνες.σαν το ράγκμπι. Ο Κίμπαλ χρησιμοποιούσε χέρια και πόδια σαν ρόπαλα- από την προσπάθεια, κυλούσε ιδρώτας στο πρόσωπο του, και χαμογελούσε με μια σχεδόν σεξουαλική ικανοποίηση που χτυπούσε έναν εχθρό μετατρέποντάς τον σε ματωμένο πολτό. Τελικά σταμάτησαν τα χτυπήματα. Ο Κίμπαλ έκανε πίσω κι έμεινε να κοιτάζει το θύμα του, που πάσχιζε να σηκωθεί όρθιο. Τυφλωμένος από το αίμα που του είχε πλημμυρίσει τα μάτια, ο Βανς κατάλαβε ότι ο άλλος είχε σταματήσει να τον χτυπάει. Στάθηκε στα τέσσερα, αλλά, όταν προσπάθησε να σηκωθεί, ξανάπεσε κάτω. Ο κόσμος στροβιλιζόταν πολύ γρήγορα για να του επιτρέψει να σταθεί όρθιος. Γιατί είχε σταματήσει ο Κίμπαλ; Ο Βανς προχώρησε μπουσουλώντας μέχρι που έπεσε πάνω σε ένα στύλο. Ατσαλώνοντας τον εαυτό του για να μη νιώθει τον πόνο, αρπάχτηκε από το στύλο και σηκώθηκε όρθιος. Στάθηκε εκεί, αγκαλιάζοντας την πέτρινη κολόνα κι έχοντας κλείσει σφιχτά τα μάτια για να μην μπει μέσα το αίμα· ένιωσε ότι ξανάβρισκε τη δύναμή του. Ήταν σε καλή φυσική κατάσταση και το σώμα του μπορούσε να αντέξει στην κακοποίηση και να ανακάμψει. Αν είχε φύγει ο Κίμπαλ, υπέθεσε με τα μάτια κλειστά, τότε θα μπορούσε να κατεβεί τις σκάλες. Ο Βανς άνοιξε τα μάτια. Το ιλιγγιώδες ύψος από τον προτελευταίο όροφο έκανε το κεφάλι του να γυρίζει ακόμα περισσότερο. Προσεκτικά, έφερε το ένα χέρι στα μάτια και σκούπισε το αίμα, που του θόλωνε την όραση. Ο Κίμπαλ τού χαμογελούσε. «Φοβήθηκα ότι θα έπεφτες κάτω», του είπε φιλικά ο ξανθός άντρας. «Δεν ήθελα να μου στερήσεις αυτή την ύστατη απόλαυση».

Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του Βανς χαμογελώντας πλατιά. Σε αργή κίνηση, ο Βανς είδε το πόδι του Κίμπαλ να σχηματίζει αψίδα και να κατευθύνεται προς το μέρος του. Αρπάζοντας με τα δυο του χέρια το στΰλο, ο Βανς προσπάθησε να αποφύγει το χτύπημα με το μοναδικό τρόπο που μπορούσε: να κρεμαστεί από την άκρη του εξώστη. Το χτύπημα του Κίμπαλ αστόχησε, αλλά ο Βανς είχε ανταλλάξει έναν κίνδυνο για άλλον, χειρότερο. Ένιωσε τα πόδια του να αιωρούνται στο απόλυτο κενό, ενώ τα χέρια του γλιστρούσαν κατά μήκος του στύλου. Έτσι θα τέλειωναν όλα; Μαζί με το αίμα κυλούσε και ιδρώτας στο πρόσωπο του Βανς. Άραγε θα πονούσε πολύ; Αναρωτήθηκε αν θα πέθαινε αμέσως ή θα βασανιζόταν από αφόρητους πόνους. Άκουσε το ουρλιαχτό του, λες κι ο ήχος έβγαινε από κάποιου άλλου το λαιμό. Όμως το ουρλιαχτό σταμάτησε ξαφνικά. Το σώμα του είχε κοπανήσει πάνω στον πέτρινο πύργο. Αρπάχτηκε από το στύλο, με τα πόδια κρεμασμένα έξω, εν(5 ένας οξύς πόνος απλώθηκε ακτινωτά στα δάχτυλα του χεριού του καθώς ο Κίμπαλ τα σφυροκοπούσε με τις κλοτσιές του. Σε κάθε χτύπημα, ο Βανς κραύγαζε από τον πόνο. Και σε κάθε χτύπημα ένιωθε το κράτημά του να χαλαρώνει. Τελικά η σάρκα δεν άντεξε άλλο να κοπανιέται στην πέτρα και στις σκληρές αρθρώσεις. Ο Βανς άφησε το στύλο κι έπεσε.

«Βγάλ' τα όλα», διέταξε η Σούζαν, σε σκληρό επαγγελματικό τόνο. «Τις κάλτσες, τα σλιπ, όλα!» Ο γεροδεμένος άντρας της GRU με το πλατύ σαγόνι και το κακοραμμένο κοστούμι ένιωθε πιο άβολα για τ' ότι έπρεπε να γδυθεί μπροστά σε μια γυναίκα παρά για τ' ότι τον σημάδευαν με πιστόλι. Τον Μιχαήλ τον είχαν σημαδέψει πολλές φορές στη ζωή του, ακόμα και γυναίκες, αλλά αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Καταντροπιασμένος, γλίστρησε το φτηνό βαμβακερό σλιπ από τη χοντρή του μέση.

«Πέταξε τα εδώ, μαζί με τα υπόλοιπα», διέταξε η Σουζαν, και ο άντρας συμμορφώθηκε πειθήνια. Προσεκτικά, κρατώντας σφιχτά το αυτόματο, η Σοΰζαν έτριψε ένα σπίρτο πάνω στο πέτρινο δάπεδο και το έριξε πάνω στη στοίβα των φτηνών ρωσικών ρούχων. Δε θα έδινε χρήματα στον άντρα για να αντικαταστήσει τα πράγματά του- ας το έκανε η Μητέρα Ρωσία. Είχε απομακρυνθεί από τη μικρή πυρά, όταν άκουσε το ουρλιαχτό του Βανς. Ξεχνώντας τους γυμνοΰς ανθρώπους που είχε υπ' ευθύνη της, όρμησε έξω, ακολουθώντας τον ήχο της φωνής του. Στη βόρεια πλευρά του πύργου, κοίταξε πάνω με φρίκη και είδε τον Βανς κρεμασμένο, με τα πόδια του να αιωρούνται ανήμπορα στο κενό. Από πάνω του ζυγιαζόταν απειλητικά η ψηλή φιγούρα του Έλιοτ Κίμπαλ. Προσπάθησε να σημαδέψει με το όπλο τον ψηλό ξανθό άντρα, αλλά εκείνος πισωπάτησε γρήγορα, κι απομακρύνθηκε από την άκρη του πύργου. Λίγα λεπτά αργότερα, είδε τον Βανς να πέφτει. Ο κεκλιμένος πύργος της Πίζας γέρνει προς τα νότια. Και παρόλο που η αυξανόμενη κλίση του πύργου έχει σταθεροποιηθεί από μια σειρά ηρωικών προσπαθειών των μηχανικών, ένα αντικείμενο που πέφτει από την άκρη του τελευταίου ορόφου θα πέσει 4,3 μέτρα μακριά από τη βάση του. Ο πύργος έχει εφτά ορόφους· κάθε όροφος στη νότια πλευρά προεξέχει πάνω από εξήντα εκατοστά από τον αμέσως κατώτερο* αντιστρόφως, στη βόρεια πλευρά, ο κάθε διαδοχικός όροφος βρίσκεται περίπου εξήντα εκατοστά πιο μέσα από τον κάτω. Της κόπηκε η αναπνοή σαν είδε τον Βανς να πέφτει. Όμως έπειτα από δεκαπέντε εκατοστά τα πόδια του πάτησαν στην προεξοχή του κιονόκρανου της κολόνας ακριβώς από κάτω του. θ α ήταν ένα μικρό γκελ πριν τελικά σκάσει στο έδαφος, αν ο πύργος δεν έγερνε υπέρ του προς τα μέσα, μια χάρη που μόνο σε εκείνο το σημείο του μπορούσε να συμβεί. Παρόλο που έτρεμε σύγκορμος, ο Βανς κατάφερε να σταθερό-

ποιήσει την επισφαλή θέση των ποδιών του και πάτησε προσεκτικά με το μισό του πέλμα πάνω στο κιονόκρανο. Γέρνοντας κοντά στην πέτρα, ο Βανς ένιωσε τη βαρύτητα να τον πιέζει ελαφρά πάνω της. Τον πλημμύρισε ανακούφιση. Είχε επιβιώσει. Μέχρι στιγμής. Ο Κίμπαλ εμφανίστηκε και πάλι στην άκρη του έκτου ορόφου για να ελέγξει το έργο του. Αντί να δει όμως το απολαυστικό θέαμα του σακατεμένου κορμιού του Βανς Έρικσον να έχει σωριαστεί στο έδαφος, βρέθηκε να κοιτάζει μια γυναίκα, που φαινόταν μικροσκοπική από τόσο μεγάλο ύψος, και στεκόταν με τα πόδια σε διάταση. Σαστισμένος, ο Κίμπαλ έσκυψε ακόμα λίγο, κι αφοΰ πιάστηκε από την κολόνα για να μην πέσει, έψαξε να βρει τον Βανς. Ο μεγαλόσωμος ξανθός δολοφόνος έμεινε με ανοιχτό το στόμα όταν εντόπισε τον Βανς να έχει γαντζωθεί θαρρείς από ένα κλαράκι ακριβώς από κάτω του. Αν δεν είχαν παλέψει σ' αυτή την πλευρά, αν ο Έρικσον είχε πέσει προς τα έξω αντί να γλιστρήσει προς τα κάτω, τώρα θα ήταν νεκρός. Ο Κίμπαλ είχε γίνει έξω φρενών. Πώς ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; Μέσα στην κατάπληξή του, δεν είχε υπολογίσει τη γυναίκα που στεκόταν κάτω, στο έδαφος, ξάφνου όμως χτύπησε ένα καμπανάκι στο εκπαιδευμένο μυαλό του δολοφόνου. Σπάνια θεωρούσε τις γυναίκες απειλή, αλλά, όταν την ξανακοίταξε, είδε μια μπούκα να αστράφτει και μια αμυδρή τολΰπη εκπυρσοκρότησης να φεύγει από την κάννη ενός πράγματος που πρέπει να ήταν πιστόλι. Αντακλαστικά, ο Κίμπαλ στράφηκε πίσω να κρυφτεί. Ένιωσε ένα αφόρητο κάψιμο στο δεξιό του μηρό και το πόδι του λύγισε κάτο) από το βάρος του. Τυφλωμένος από τον πόνο, έσφιξε την πληγή με το δεξί του χέρι, μετατοπίζοντας το βάρος του στο αριστερό του πόδι. Το μόνο που κατάφερε όμως ήταν να χάσει την ισορροπία του. Έφτασε στα αφτιά του ο διαπεραστικός ήχος άλλου ενός πυροβολισμού, κι έπειτα μια δεύτερη σφαίρα διαπέρασε το σώμα του και σφηνοίθηκε στα νεύρα της μέσης του. Οι μύες στο ελαφρούς λυγισμένο αριστερό του πόδι κάμφθηκαν απρόθυμα και τε-

ντώθηκαν για τελευταία φορά, ανταποκρινόμενοι στον καταιγισμό των εντολών που έστελναν τα κατεστραμμένα νεΰρα. Το πόδι του τινάχτηκε με τόση δύναμη, που τα χέρια του έφυγαν από την κολόνα και βρέθηκε στον αέρα, να διαγράφει μια καμπύλη πάνω από το κεφάλι του Βανς. Δόξα τω θ ε ώ που είχα κάλους βαθμούς στη βολή, σκέφτηκε η Σοΰζαν. Είδε την έκπληξη να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του Κίμπαλ την ώρα που τον χτυποΰσε η σφαίρα στο μέσα μέρος του δεξιοΰ του μηροΰ. Από την πληγή αναπήδησε αμέσως ένα σιντριβάνι αίματος- τον είχε χτυπήσει στη μηριαία αρτηρία. Η Σοΰζαν είδε να τον πετυχαίνει ο δεΰτερος πυροβολισμός στη μέση, τη στιγμή που εκείνος προσπαθούσε να κάνει μεταβολή για να ξεφΰγει. Στον τρίτο και τέταρτο πυροβολισμό αστόχησε. Οι δΰο πρώτοι όμως ήταν αρκετοί. Κατέβασε άτονα στο πλευρό της το χέρι στο οποίο κρατοΰσε το όπλο και είδε τον ξανθό ψηλό άντρα να βουτάει με το κεφάλι στο κενό από το έκτο επίπεδο του πΰργου. Η οριζόντια ώθηση που του έδωσε το αριστερό του πόδι, έσπρωξε τον Κίμπαλ αρκετά προς τα έξω, ώστε κατέβηκε τρία επίπεδα προτοΰ το σώμα του σκάσει και πάλι στον κεκλιμένο πΰργο.

«Όοοοχι!» οΰρλιαξε ο Κίμπαλ. «Δε γίνεται να μου το κάνουν αυτό! Πρέπει να ζήσω!» επέμεινε, ενώ γη και ουρανός στριφογυρνούσαν τρελά γύρω από το κεφάλι του σαν μανιακά περιστρεφόμενα αλογάκια λούνα παρκ. Κι ενώ έπεφτε σκούζοντας προς τα κάτω, η κομμένη αρτηρία του ποδιού του ψέκαζε αίμα στον αέρα και πάνω στο μάρμαρο του πύργου. Η τελευταία σκέψη του Έλιοτ Κίμπαλ προτού το κεφάλι του γίνει λιώμα στη μαρμάρινη μαρκίζα του τρίτου επιπέδου ήταν η ταπεινωτική συνειδητοποίηση ότι είχε ηττηθεί από έναν ερασιτέχνη και μια γυναίκα.

Η Σουζαν έτρεξε προς τη σκάλα* έπρεπε να φτάσει στον Βανς. Τώρα άκουγε ανάστατες κραυγές, και με την άκρη του ματιού της είδε κόσμο να τρέχει κατά τον πύργο. Βρήκε κάτι σκοινιά που χρησιμοποιούνταν τις μέρες που είχε πολυκοσμία για να κρατούν τους τουρίστες στην ουρά. Έβγαλε τις μεταλλικές αγκράφες από τα εξάμετρα σχοινιά, τα τύλιξε και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Οι μΰες στις γάμπες του Βανς είχαν αρχίσει να πονούν καθώς στερεωνόταν μόνο με τις μύτες των ποδιών του πάνω στο κιονόκρανο. Σήκο)σε το βλέμμα του και είδε τις κολόνες, μόλις εξήναα εκατοστά από κει που ήταν τα χέρια του. Μακάρι να μπορούσε να τις φτάσει και να σκαρφαλώσει. Ένιωσε να επιστρέφει η δύναμη στα χέρια του και στο υπόλοιπο σώμα του, και μόνο οι κράμπες στις γάμπες του του θύμιζαν πόσο είχε εξαντλήσει το σώμα του το ξυλοκόπημα του Κίμπαλ. «Βανς!» Σήκωσε το βλέμμα και είδε τη Σουζαν να στέκεται από πάνω του. Έμοιαζε με άγγελο. «Κρατήσου λίγο ακόμα», είπε ανήσυχα, κοιτάζοντας το ματωμένο του πρόσωπο, μη ξέροντας αν το αίμα ήταν δικό του ή του Κίμπαλ. Σβέλτα, η Σοΰζαν πέρασε κάνα εξάρι φορές το σκοινί σαν θηλιά γύρω από το στΰλο και έριξε την ελεΰθερη άκρη στον Βανς. Εκείνη κράτησε σταθερά την άλλη άκρη. Η τριβή θα της εξασφάλιζε ότι θα μποροΰσε να ελέγξει την κάθοδο του στο επόμενο επίπεδο. Εκείνος πέρασε το σκοινί γύρω από τη μέση του και έκανε ένα ναυτικό κόμπο. Τα μάγουλά του είχαν μουδιάσει από την ανακούφιση. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τόσο καλά. Η Σοΰζαν τράβηξε το σώμα του ελαφρώς προς τα πάνω για να μπορέσει να ελέγξει το σΰστημα που είχε επινοήσει, κι έπειτα ο Βανς πήδησε θαρραλέα από την προεξοχή. Όταν ο Βανς πάτησε πάνω στον εξώστη, ασφαλής πλέον, η Σοΰ-

ζαν πέταξε κάτω την άκρη του σκοινιού και κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα να τον συναντήσει. Στα μισά της διαδρομής, σκόνταψε σ' ένα μαΰρο χαρτοφύλακα - του Κίμπαλ. Με το χαρτοφύλακα στο χέρι, έτρεξε στον Βανς. «Νόμισα πως είχαν όλα τελειώσει», φώναξε, χώνοντας το πρόσωπο της στο στήθος του. «Κι εγώ», αποκρίθηκε ο Βανς, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά της. «Έτσι νόμισα». Σήκωσε το βλέμμα της να τον κοιτάξει, και τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει με δάκρυα χαράς. «Ω!» φώναξε τρομαγμένη. «Το πρόσωπο σου. Μοιάζει...» «Με χάμπουργκερ, πάω στοίχημα», είπε ο Βανς, εξερευνώντας μαλακά το πρόσωπο του με τα ακροδάχτυλά του. «Σε κάνα δυο βδομάδες, όμως, θα είμαι εντάξει». Η Σούζαν κοίταξε από κοντά το πρόσωπο του, και παρότι ματωμένο και στραπατσαρισμένο, είδε τα ίδια γαλαζοπράσινα μάτια και τη γνώριμη λάμψη τους. «Σ' αγαπώ τόσο πολύ!» «Κι εγώ σ' αγαπώ!» της είπε, κι έπειτα διέκοψε το σύντομο αγκάλιασμά τους. «Καλύτερα όμως να φύγουμε από δω, δε νομίζεις;» «Ναι», είπε, και επέστρεψε στην πραγματικότητα. Έκαναν μεταβολή και πήραν το δρόμο για τη σκάλα. Η Σούζαν σταμάτησε απότομα κι έπιασε το χαρτοφύλακα, που είχε μείνει παρατημένος απον εξώστη σε μια στιγμή ανταμώματος γεμάτου ευγνωμοσύνη. «Εδώ έχω κάτι που μπορεί να σ' ενδιαφέρει». Ο Βανς πήρε την τσάντα με τρεμάμενα δάχτυλα και την άνοιξε. Εξέτασε πρώτα ένα φύλλο χαρτί κι έπειτα ένα άλλο, κι άλλο, όλα τους σχεδιασμένα από τον Λεονάρντο, όλα τους ακριβώς τα έγγραφα που έψαχναν. «Εδώ είναι», της είπε με αγαλλίαση. «Είναι όλα εδώ». «Τα πήραμε;» «Τα πήραμε».

«Και τώρα», της είπε, κλείνοντας το χαρτοφύλακα και δίνοντας της τον πίοω, «πρέπει να φύγουμε από δω». Από μακριά έσκουζαν σειρήνες περιπολικού. Κάτω στον προθάλαμο οι δύο γυμνοί άντρες απωθούσαν ένα πλήθος θεατών που προσπαθούσαν να μπουν στον πύργο. «Καλή δουλειά, κύριοι», είπε ο Βανς, χαμογελώντας. Στράφηκαν κι οι δυο τους, συνοφρυωμένοι. «Εντάξει. Φεύγουμε τώρα». Ο Βανς άνοιξε την πόρτα και χώθηκε στο μικρό πλήθος των είκοσι περίπου ατόμων, ανοίγοντας δρόμο για τη Σούζαν, που ακολουθούσε με το χαρτοφύλακα. Στα δεξιά τους, ένα μεγαλύτερο πλήθος είχε συγκεντρωθεί γύρω από το σώμα του Έλιοτ Κίμπαλ. Το ματωμένο πρόσωπο του Βανς παρουσίαζε μια αλλόκοτη μάσκα που στην κυριολεξία τρόμαζε τους ανθρώπους και τους έκανε να απομακρύνονται καθώς εκείνος και η Σούζαν πετάγονταν έξω απ' τον πύργο. Μόλις βγήκαν από το πλήθος, κοντοστάθηκαν για να προσανατολιστούν, όταν ξάφνου δυο ψηλοί άντρες τούς έκλεισαν το δρόμο. «θα πάρουμε αυτό το χαρτοφύλακα, κυρία Στορμ», είπε στα αγγλικά ένα μειλίχιο πρόσωπο λογιστή, θ α έμοιαζε ακίνδυνο αν δεν είχε μια αόριστη λάμψη ερπετού στο βλέμμα και ένα Μάγκνουμ 375 στο χέρι. Ο σύντροφος του, ένας κοντόχοντρος άντρας με τετράγωνο πιγούνι και γυαλιά ηλίου, κρατούσε κι αυτός ένα περίστροφο Μάγκνουμ. Ο Βανς ένιωσε την απελπισία να πέφτει βαριά πάνω στους ώμους του. Αυτό παραπήγαινε, παραπήγαινε. «Δώστε μου το χαρτοφύλακα είπα», φώναξε ο λογιστής. Η Σούζαν δίστασε, και ο άντρας τράβηξε τον επικρουστήρα του περιστρόφου. «Δε θέλω να σας σκοτώσω... όχι εδώ τουλάχιστον». Ο άντρας χαμογέλασε, «θα το κάνω όμως, εκτός κι αν μου δώσετε το χαρτοφύλακα». Η Σούζαν ήθελε να φωνάξει. Κοίταξε τον Βανς κι εκείνος της έγνεψε. Χωρίς να πει κουβέντα, έριξε το χαρτοφύλακα στα πόδια του

άντρα. Ο κοντόχοντρος άντρας έκανε ένα βήμα πίσω για να καλύψει το φιλαράκο του, που έσκυψε γρήγορα να πιάσει την τσάντα. Οι σειρήνες της αστυνομίας δυνάμωναν. «Πάμε να φύγουμε!» Ο λογιστής έδειξε με την κάννη του όπλου του κατά την πλατεία. Ο Βανς πρόσεξε ότι το ταξί τους είχε φύγει* στη θέση του ήταν μια λιμουζίνα μάρκας Μερσεντές. Μην έχοντας άλλη επιλογή από το να ακολουθήσουν ή να πεθάνουν, η Σούζαν και ο Βανς κατευθύνθηκαν αργά προς τη Μερσεντές, ενώ πίσω τους ακολουθούσαν από κοντά οι δυο φρουροί. Καθώς πλησίαζαν, ο οδηγός τινάχτηκε πάνω και πήγε ν' ανοίξει τις δυο πίσω πόρτες της λιμουζίνας. Ο Βανς και η Σούζαν κάθισαν στο πίσω κάθισμα, όπως τους υπέδειξαν. Δυο περιπολικά κι ένα ασθενοφόρο έφτασαν στην πλατεία ουρλιάζοντας σε ένα πανδαιμόνιο σειρήνων. Ξαφνιασμένος, ο κοντόχοντρος φρουρός έχωσε τη Σούζαν και τον Βανς στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και μπήκε ύστερα απ' αυτούς. Ο λογιστής κοπάνησε την πόρτα και πήδησε στο μπροστινό κάθισμα της λιμουζίνας, που έφυγε σαν βολίδα από το χώρο όπου είχε παρκάρει και κατευθύνθηκε με ταχύτητα δυτικά. Έτσι όπως όρμησε η λιμουζίνα μπροστά, ο Βανς και η Σούζαν τινάχτηκαν στο κάθισμα και έπεσαν πίσω στα μαξιλάρια. Ξάφνου, ο Βανς πάγωσε. Εκεί, στην άλλη πλευρά του καθίσματος, ήταν ο Χάρισον Κίνγκσμπερι. Ο Κίνγκσμπερι άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, όταν η λιμουζίνα πήρε στροφή δεξιά με ένα δυνατό ουρλιαχτό και επιτάχυνε βορειοανατολικά κατά μήκος της οδού Πιετρασαντίνα, προς την Αουτοστράντα Α12. Οι φρουροί γάβγισαν μερικές οδηγίες ο ένας στον άλλο κι έπειτα σώπασαν, παρακολουθώντας τα δύο άτομα που είχαν υπό την ευθύνη τους. Ο λογιστής καθόταν δίπλα στον οδηγό στο μπροστινό κάθισμα και σημάδευε με το όπλο του τον Βανς, που καθόταν στο πίσω κάθισμα απέναντι του. Ανάμεσα στον Βανς και σιο λογιστή, στο πτυσσόμενο κάθισμα, ήταν ένας αρχοντικός άντρας με ριγέ κοστούμι.

Καθισμένος στο άλλο πτυσσόμενο κάθισμα, πλάι στον επιχειρηματία και ακριβώς πίσω από τον οδηγό, ο κοντόχοντρος φρουρός κρατούσε βαριεστημένα το όπλο του και τρεμόπαιζε τα μάτια του πηγαινοφέρνοντας το βλέμμα στους αιχμαλώτους του. Ο Χάρισον Κίνγκσμπερι καθόταν σιην αριστερή πλευρά του πίσω καθίσματος, απέναντι απ' τον κοντόχοντρο φρουρό, η Σοΰζαν καθόταν ανάμεσα σ' αυτόν και στον Βανς στο πίσω κάθισμα. Μόλις προσαρμόστηκαν τα μάτια του οτο φως, ο Βανς αναγνώρισε στο πρόσωπο του άντρα με το ριγωτό κοστοΰμι τον Μέριαμ Λάρσεν, πρόεδρο πετρελαϊκής εταιρείας, μέλος της Αντιπροσωπίας της Βρέμης και αιώνιο εχθρό του Χάρισον Κίνγκσμπερι. Ο Βανς πρόσεξε πόσο τον σέβονταν οι φρουροί, που είχαν πάρει τέτοια θέση ώστε να τον προστατεύουν. «Καλημέρα», έσπασε τη σιωπή ο Λάρσεν, καθώς η λιμουζίνα προσπερνούσε με φόρα άλλα, πιο αργά αυτοκίνητα. «Ζήσατε ένα πολύ ενδιαφέρον πρωινό... στην πραγματικότητα μοναδικές μέρες». Πήρε το χαρτοφύλακα από το λογιστή, τον έβαλε πάνω στα γόνατά του και τον άνοιξε. «Παρόλο που πρέπει να ομολογήσω ότι αποδειχτήκατε άκρως ενοχλητικοί». Ο Λάρσεν τράβηξε μέσα από το χαρτοφύλακα μια σελίδα των εγγράφων του Ντα Βίντσι, άναψε ένα φωτάκι και την εξέτασε σια γρήγορα. Χαμογέλασε αμυδρά. «Σήμερα το πρωί μάς κάνατε μεγάλη χάρη». Κοίταξε πάλι τη σελίδα και την ξανάβαλε στη θέση της. «Είχαμε χάσει τα ίχνη του κυρίου Κίμπαλ και φοβόμασταν όχι μόνο μήπως απέφευγε τη δικαιοσύνη που του είχαμε επιφυλάξει αλλά και μήπως έκανε κάποια απερίσκεπτη κίνηση με αυτά τα πολύτιμα έγγραφα». Ο Βανς μετακινήθηκε στο κάθισμά του* ο λογιστής σήκωσε γρήγορα το πιστόλι του. «Χαλάρωσε, πιστολά», είπε ο Βανς. «Προσπαθώ απλώς να βολευτώ. Κι εσύ και οι φίλοι σου δε βοηθάτε καθόλου σ' αυτό».

«Θεούλη μου, τι φλέγμα, κΰριε Έρικσον», είπε ο Λάρσεν χαμογελώντας αυτάρεσκα. Ο Κίνγκσμπερι μετακινήθηκε στο κάθισμά του και ο Βανς τον κοίταξε αναστατωμένος καθώς ο κοντόχοντρος φρουρός σήκωσε το όπλο του, σε μια αντανακλαστική κίνηση. «Ήρεμα, ήρεμα, μικρέ», είπε ο Κίνγκσμπερι στο φρουρό, με ασυνήθιστα γερασμένη φωνή. Ο Βανς κοίταξε τον Κίνγκσμπερι και τον ρώτησε με το βλέμμα: «Τι σου έκαναν;» 'Οταν όμως εκείνος του αντιγΰρισε το βλέμμα, ο Βανς είδε μέσα στα μάτια του να καίει φωτιά και πονηριά πιο έντονα από ποτέ. Τι συνέβαινε άραγε; αναρωτήθηκε ο Βανς. «Ένας γέρος άνθρωπος είμαι», εξήγησε ο Κίνγκσμπερι στο φρουρό, «που προσπαθώ να βολευτώ. Δε μου κάνει καλό στην αρθρίτιδα να κάθομαι έτσι στριμωγμένος. Απλώς προσπαθώ να βολευτώ». Αρθρίτιδα; Ο Κίνγκσμπερι δεν υπέφερε ποτέ από αρθρίτιδα. Ο Βανς είχε ξαφνιαστεί τόσο, που δεν έπιασε την τελευταία πρόταση του Λάρσεν. «Έλεγα ότι είμαι έτοιμος να σας προσφέρο) μια θέση στην Αντιπροσωπία, κΰριε Έρικσον. Τόσο σ' εσάς όσο και στην κυρία Στορμ από δω». «Δουλειά;» επανέλαβε ο Βανς, έχοντας μείνει έκπληκτος. «Γιατί... γιατί να μας θέλατε;» «Γιατί είστε καλοί. Γι' αυτό», είπε ο Λάρσεν λακωνικά. «Καταφέρατε ό,τι δε θα μποροΰσε να καταφέρει η CIA και όλες οι βοηθητικές δυνάμεις της Αντιπροσωπίας». «Η CIA;» είπε σαν ηχώ ο Βανς. Η Σοΰζαν ήξερε τι θα επακολουθούσε. Ήταν ένας από τους λόγους που είχε εγκαταλείψει την υπηρεσία. «Φυσικά, κΰριε Έρικσον. Ξέρετε, η CIA δουλεύει συχνά για μας», είπε ο Λάρσεν. «Έχουμε... πώς να το θέσω... πολλούς κοινούς στόχους. Επιπλέον, οι κύριοι στην υπηρεσία είναι αρκετά έξυπνοι ώστε

να αναγνωρίζουν ότι εμείς κι όχι η κυβέρνηση των ΗΠΑ είμαστε το μέλλον τους. Τα λαμπρότερα μυαλά της διοίκησης και του προσωπικού της CIA έχουν ενώσει την τύχη τους μ' εμάς, αλλά πρέπει να ομολογήσω», συνέχισε ο Λάρσεν, «ότι μερικές φορές με απογοητεύουν. Είχαν αναλάβει να εντοπίσουν τον Έλιοτ Κίμπαλ και απέτυχαν». Ο Βανς είδε με την άκρη του ματιού του τον Κίνγκσμπερι να αλλάζει ξανά θέση. Αυτή τη φορά ο κοντόχοντρος φρουρός δεν κουνήθηκε. «Βρήκατε τον Κίμπαλ- βρήκατε το διαμέρισμά του». Ο Λάρσεν ακούστηκε σαν να διηγούνταν για πρώτη φορά παραμύθι σε παιδί. «Και πήρατε πίσω τα έγγραφα». «Ναι, αλλά μας βρήκατε», του υπενθύμισε ο Βανς. Ο Λάρσεν έγνεψε. «Ναι, ευτυχώς για μας. Ωστόσο, πιθανώς θα αναρωτιέστε πώς έγινε». Ο Λάρσεν ήταν τόσο ενθουσιασμένος με τον ήχο της ίδιας του της φωνής, που δεν πρόσεξε ότι ο Κίνγκσμπερι στριφογύρισε ξανά στο κάθισμα του. Ούτε πρόσεξε ότι ο Κίνγκσμπερι πλησίαζε κάθε φορά όλο και περισσότερο τον κοντόχοντρο φρουρό. «Ε, λοιπόν, είναι πολύ απλό», συνέχισε ο Λάρσεν. «Το μόνο σωστό που έκανε η (ΤΑ ήταν που συνέχισε να παρακολουθεί κάποιους πρώην συνεργάτες του Κίμπαλ, εκείνους στους οποίους πιθανώς θα στρεφόταν έπειτα από μια ρήξη με την Αντιπροσωπία. Ένας απ' αυτούς έτυχε να είναι ένας ασήμαντος ταγματάρχης της GRU με βάση την Πίζα...» «Ο Μιχαήλ...» «Αλεξάντροβιτς», ολοκλήρωσε το όνομα ο Λάρσεν. «Ναι, πολύ σωστά. Με λίγο επιπλέον ψάξιμο επιβεβαιώθηκε ότι ενδεχομένως να συνανιούσε τον Κίμπαλ σήμερα το πρωί. Ακολουθήσαμε. Φυσικά, μέχρι να φτάσουμε εδώ, εσείς... κρεμόσασταν για να σώσετε τη ζωή σας και είχατε κάνει όλη τη δουλειά για μας».

«Τι σας κάνει να πιστεύετε όχι η Σοΰζαν κι εγώ θα δουλεύαμε για την Αντιπροσωπία;» ρώτησε δύσπιστα ο Βανς. «Η ζωή. Η δική σας και του κυρίου Κίνγκσμπερι. Παλέψατε τόσο σκληρά τις τελευταίες βδομάδες για να τη σώσετε. Σκοτοίσατε, κλέψατε, είπατε ψέματα και εξαπατήσατε για να μείνετε ζωντανοί. Έπειτα απ' όλα αυτά δε νομίζω πως θα αφήσετε τον Ροΰντι», κοίταξε τον κοντόχοντρο φρουρό, « ή τον Στίβεν, πίσω μου, να δώσουν τέλος με μια σφαίρα. Θα τους αφήσετε;» «Δε νομίζω πως καταλαβαίνεις πολΰ καλά τους ανθρώπους, Αάρσεν», είπε θυμωμένα ο Βανς. «Υποθέτω πως δεν καταλαβαίνεις τι θα πει αξιοπρέπεια, ελευθερία. Θι άνθρωποι πεθαίνουν για την αξιοπρέπεια. Δεν ξέρω αν αξίζει να ζεις χωρίς...» «Ω, ελάτε τώρα, κΰριε Έρικσον. Αξιοπρέπεια; Ποιος νομίζετε πως είμαι, κάνας στρατιώτης βορά των κανονιών, έτοιμος να γίνει τροφή στα σκυλιά; Κανείς δεν πεθαίνει πλέον για την αξιοπρέπεια. Οι άνθρωποι θέλουν απλώς να ζήσουν, να έχουν πράγματα. Αν δώσεις στους ανθρώπους αρκετά ώστε να έχουν τις κοιλιές τους χορτάτες και μια στέγη πάνω από τα κεφάλια τους, αν τους δώσεις ένα γυαλιστερό καινούριο αυτοκίνητο και το τσίρκο της τηλεόρασης, δε σκοτίζονται για την αξιοπρέπεια». «Έτσι βλέπεις τους ανθρώπους;» είπε ο Βανς. «Φυσικά» είπε ο Αάρσεν. «Για δες την αδικία που υφίστανται οι άνθρωποι στις ευτελείς θεσούλες που τους χώνουν όταν δουλεύουν για μια εταιρεία. Το κάνουν γιατί τους πληρώνουμε· ξέρουν ότι, αν δεν το κάνουν, θα απολυθούν. Μια εταιρεία δεν μπορεί να ανεχτεί την παραμικρή αναστάτωση, και να τι γίνεται η αξιοπρέπεια. Οι άνθρωποι πρέπει να απαρνηθούν την αξιοπρέπεια προτού αρχίσουν να δουλεύουν για μας και, πιστέψτε με, την απαρνούνται. Γι' αυτό μη μου μιλάτε για αξιοπρέπεια. Εσείς και όλοι οι άλλοι σ' αυτό τον κόσμο θα κάνουν τα πάντα...» Η πρόταση του Αάρσεν έμεινε σιη μέση σαν είδε ένα σώμα να ορ-

μά ξαφνικά σιο μικρό χώρο της λιμουζίνας. Ήταν ο Χάρισον Κίνγκσμπερι, που είχε ριχτεί πάνω στον Ρούντι, τον κοντόχοντρο φρουρό. Ένα όπλο εκπυρσοκρότησε στο πίσω κάθισμα* ο Κίνγκσμπερι κοκάλωσε, αλλά δεν έλεγε να αφήσει το όπλο του κοντόχοντρου άντρα. Ο Βανς έσπευσε να βοηθήσει* ο Λάρσεν είχε σκύψει κάτω και είχε καλύψει το κεφάλι του, αφήνοντας στο λογιστή, που καθόταν στο προπο κάθισμα, ελεύθερο πεδίο βολής με στόχο την πλάτη του Βανς. Όμως η Σούζαν ρίχτηκε πάνω στο σώμα του Λάρσεν και έσπρωξε το χέρι του κακοποιού χτυπώντας το στον καρπό. Η σφαίρα σφηνώθηκε ακίνδυνα σιην οροφή. Με τα δυο της χέρια, η Σούζαν άρπαξε τον καρπό του άντρα και τον κοπάνησε στο μισάνοιχτο χώρισμα από πλεξιγκλάς πίσω από τον οδηγό. Άλλη μια σφαίρα σφηνο>θηκε στην οροφή. Ο Βανς έδωσε μια γροθιά στη μύτη του Ρούντι και το ικανοποιητικό τρίξιμο που άκουσε καθώς έσπαζε τον αντάμειψε. Ένα δέκατο του δευτερολέπτου αργότερα, ένιωσε το τραυματισμένο του χέρι να φλογίζεται από ένα αιχμηρό βέλος πόνου. Ο Κίνγκσμπερι είχε καταφέρει να καθηλώσει τα χέρια του άντρα, και ο Βανς επωφελήθηκε, ρίχνοντας τη μια γροθιά μετά την άλλη στο πρόσωπο και στο κεφάλι του φρουρού. Όμο)ς ο μεγαλόσωμος άντρας είχε αντοχή, και η λαβή του Κίνγκσμπερι εξασθενούσε. Με ένα λαρυγγικό γρύλισμα, ο Ρούντι έσπρωξε πέρα το σίόμα του μεγαλύτερου άντρα. Ο Βανς όρμησε να πάρει τη θέση του Κίνγκσμπερι, αρπάζοντας το οπλισμένο χέρι και κοπανώντας το πάνω στο παράθυρο. Ο φρουρός δεν έλεγε να τα παρατήσει. Η Σούζαν χτύπησε το φρουρό με το όνομα Στίβεν. Τον έγδαρε και τον γρατοούνισε, και τα νύχια της γέμισαν αίματα από το κεφάλι και το πρόσωπο του. Το όπλο ταλαντεύτηκε στο χέρι του. Κατάφερε με κάποιο τρόπο να του κρατήσει ίσιο το μπράτσο και να σημαδέψει μακριά της. Τα μάτια του οδηγού τινάζονταν όλο ανησυχία μια στο

δρόμο και μια στη μάχη που διεξαγόταν πλάι του, καθοίς η μπούκα του ισχυρού Μάγκνουμ 375 πηγαινοερχόταν πάνω από το κεφάλι του. Έτσι περιορισμένες που ήταν οι κινήσεις του, ο Στίβεν αδυνατούσε να χρησιμοποιήσει καλά το αριστερό του χέρι- ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να προστατευτεί από τις γρατσουνιές της Σοΰζαν. Τελικά, κατάφερε να αρπάξει μια μεγάλη τοΰφα από τα μακριά της μαλλιά. Η Σοΰζαν οΰρλιαξε όταν της τα τράβηξε απότομα και χτΰπησε το κεφάλι της πάνω στο κάθισμα. Μες στο ξάφνιασμά της, παραλίγο να την πετΰχει το όπλο στο κεφάλι καθώς κατέβαινε πάνω της σαν ρόπαλο. Τραβήχτηκε πέρα και άρπαξε το όπλο με τα δυο της χέρια, μπήγοντας τα δόντια της στον τένοντα στη βάση του αντίχειρά του. Εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο και προσπάθησε να ελευθερώσει το χέρι του, αλλά όσο προσπαθούσε, τόσο βαθύτερα έμπαιναν τα δόντια στη σάρκα. Η Σοΰζαν τού βούτηξε το πρόσωπο με το δεξί της χέρι, χώνοντας το δείκτη και τον μέσο στις κόγχες των ματιών του. Ένιωσε τους ελαστικούς, υγρούς σαν ζελέ βολβούς των ματιών του και τον άκουσε να σκληρίζει από τον οξύ πόνο, ενώ εκείνη προσπαθούσε να γαντζωθεί μέσα στους γλιστερούς ιστούς. Δίπλα της, ο Βανς συνέχιζε να παλεύει με το μεγαλόσωμο, κοντόχοντρο φρουρό, ενώ η ανανεωμένη του δύναμη είχε αρχίσει να εξασθενεί γρήγορα. Ο φρουρός κούνησε το αριστερό του χέρι για να ελευθερωθεί από τη σφιχτή λαβή του Βανς και σήκωσε το μπράτσο του για να του ρίξει μια δυνατή γροθιά, αλλά το χέρι του κοπανήθηκε πάνω στο παράθυρο. Ο Βανς επωφελήθηκε από αυτή τη στιγμή δισταγμού, στύλωσε τα πόδια του στο δάπεδο και, επικεντρωμένος οτο σκληρό, δυνατό άκρο του δεξιού του αγκώνα, του έριξε μια αγκωνιά με όλη του τη δύναμη. Πέτυχε τον κοντόχοντρο φρουρό πίσω από το αφτί* το όπλο έπεσε από το χέρι του άντρα κι αυτός λιποθύμησε. Μια στριγκλιά διόλου ανθρώπινη πλημμύρισε τη λιμουζίνα κα-

θώς η Σοΰζαν κάρφωνε ξανά και ξανά τα τεντωμένα της δάχτυλα στα μάτια του λογιστή. Αυτός έριξε κάτω το περίστροφο και σήκωσε τα χέρια στο πρόσωπο του για να προστατέψει τα μάτια του. Το Μάγκνουμ έπεσε στο δάπεδο στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Ο Λάρσεν το άρπαξε και πυροβόλησε τον Βανς, αλλά η Σοΰζαν του έδωσε μια σπρωξιά και η σφαίρα αστόχησε. Ο Βανς την ένιωσε να περνά ξυστά από το λαιμό του σφυρίζοντας. Ο Λάρσεν ξανασημάδεψε* ο Βανς τράβηξε το όπλο κάτω από το πεσμένο σώμα του φρουροΰ, έσκυψε χαμηλά μόλις ξαναπυροβόλησε ο Λάρσεν, κι έπειτα σημάδεψε και τον πυροβόλησε. Είδε να εμφανίζεται μια μεγάλη κόκκινη τρΰπα στο μέτωπο του προέδρου της πετρελαϊκής εταιρείας, όμοια με ρουμπίνι στο μέτωπο Ινδοΰ πρίγκιπα. Το πιστόλι γλίστρησε από τα χέρια του Λάρσεν. Σωριάστηκε κάτω και έμεινε ακίνητος, ενώ η λιμουζίνα σταμάτησε αργά σ' ένα χώρο στάθμευσης της Αουτοστράντα. Ο Βανς τινάχτηκε πάνω από το πεσμένο σώμα του Λάρσεν. «Μην κάνει κανείς καμιά ανοησία!» διέταξε, σημαδεύοντας με το περίστροφο πρώτα το φρουρό, που ακόμα ταλαντευόταν μπρος πίσω, βογκώντας και κρατώντας το δεξί του μάτι, και έπειτα τον οδηγό. «Βγάλε τα κλειδιά από τη μηχανή και δώσ' τα μου». Απρόθυμα, ο οδηγός συμμορφώθηκε. «Πάρε», είπε ο Βανς δίνοντας το περίστροφο στη Σοΰζαν, «κι έχε το νου σου». Έσπευσε να πάει κοντά στον Κίνγκσμπερι, του οποίου το αγκομαχητό πλημμύριζε την ήσυχη πλέον λιμουζίνα. Ο ηλικιωμένος πετρελαιάς ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο πίσω κάθισμα,όπου τον είχε ρίξει ο κοντόχοντρος φρουρός, ο Ρούντι. Ένας μεγάλος, υγρός κόκκινος λεκές κάλυπτε το μπροστινό μέρος του λευκού του πουκαμίσου. Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια του Βανς, έτσι όπως είχε πάρει στην αγκαλιά του τον Κίνγκσμπερι και τον κουνούσε σαν μωρό. «Οι Λάρσεν αυτού του κόσμου έχουν άδικο, Βανς. Πάντα το ή-

ξερες αυτό», είπε ο Κίνγκσμπερι, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα που σκέπαζαν τα ανοΐ)(τόγκριζα μάτια και καταφέρνοντας να χαμογελάσει. «Γι' αυτό είσαι γιος μου περισσότερο απ' όσο θα μπορούσε να είναι κάποιος φυσικός μου απόγονος. Εγο)...» Ο Κίνγκσμπερι έβηξε δυνατά, προσπαθώντας να καθαρίσει το αίμα που πλημμύριζε τα πνευμόνια του. «Ξεκουράσου, σε παρακαλώ», είπε ο Βανς. «Θα σε πάμε στο νοσοκομείο». «Βανς», ικέτεψε ο μεγαλύτερος άντρας, κι η φωνή του ακούστηκε σαν βεβιασμένος ψίθυρος. «Άκουσε με». Ο Βανς έσκυψε για να μπορέσει να ακούσει την αδύναμη φωνή του Κίνγκσμπερι. Αν και η Σούζαν δεν είχε αφήσει από τα μάτια της τους δυο άντρες που είχε υπ' ευθύνη της, η προσοχή της ήταν στραμμένη στον Κίνγκσμπερι και στον Βανς Έρικσον, που ψιθύριζαν πρόσωπο με πρόσωπο. Είδε τον Βανς να γυρνάει από την άλλη για να σκουπίσει τα δάκρυά του κι έπειτα να ξαναρχίζει την ψιθυριστή συζήτηση. Τον είδε να παραμερίζει απαλά με τα δάχτυλά του τις μακριές ασημένιες τούφες από το πρόσωπο του μεγαλύτερου άντρα και να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Η Σούζαν παρακολουθούσε, νιώθοντας δέος από τη βαθιά αγάπη που μοιράζονταν οι δυο τους. Ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό και δάγκωσε το κάτω χείλος της σαν άκουσε τον Βανς να αφήνει ένα λυγμό και να σφίγγει το κεφάλι του Κίνγκσμπερι πάνω στο στήθος του. Έπειτα από λίγα λεπτά, ο Βανς σήκοκιε τελικά το βλέμμα και τα μάτια τους συναντήθηκαν. Όταν της μίλησε, ο τόνος του ήταν γεμάτος σεβασμό. «Είπε ότι άξιζε να πεθάνει γι' αυτό», της είπε ο Βανς και τα μάτια του γέμισαν ξανά δάκρυα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

«Χΐ

ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΠΕΙΤΕ "δε

θυμάστε";» ούρλιαξε ο εκπρόσωπος των

τριών αντρών - ενός από το FBI, ενός άλλου από τη CIA, και ενός τρίτου από το Γενικό Επιτελείο. Έμοιαζαν όλοι σχεδόν ίδιοι: σκούρα κοστούμια, γυαλιστερά παπούτσια, ίδιο κούρεμα, ηλικία τριάντα και κάτι. Εκπρόσωπος τους ήταν ο άντρας από το Γενικό Επιτελείο. «Αυτό ακριβώς που σας είπα, κύριοι», αποκρίθηκε ο Βανς Έρικσον, σηκώθηκε από το γραφείο του και προχώρησε στο τεράστιο παράθυρο του κτιρίου της ΚονΠας. Από κάτω έπλεε αθόρυβα ένα μοναχικό ιστιοφόρο εκείνη την Τετάρτη κατά τα τέλη Μαρτίου. Περίμενε, είπε στο μικρό σκάφος ο Βανς, θα σου φέρω παρέα. «Ακούσαμε τι μας είπατε», ξανάπε ο άντρας του Γενικού Επιτελείου, ενώ αναρωτιόταν αν έπρεπε ή όχι να σηκωθεί για να είναι στο ίδιο ύψος με τον Έρικσον. «Ωοτόσο δυσκολεύομαι... δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, ο ιδιοκτήτης, αν θέλετε, μιας από τις μεγαλύτερες ανεξάρτητες εταιρείες πετρελαίου στον κόσμο, δε θυμάται διόλου τι έκανε αυτά τα έγγραφα». Ο Βανς γύρισε την πλάτη στο παράθυρο. «Πρέπει να καταλάβετε», είπε υπομονετικά, «ότι δεν είμαι πολύ καιρό πρόεδρος. Στην πραγματικότητα, δεν έχω συνέλθει ακόμα από το σοκ που έπαθα μόλις ανακάλυψα ότι κληρονόμησα την εταιρεία από τον ιδρυτή της». Ο Βανς χαμογέλασε. «Ίσως να μην μπορώ να θυμηθώ λόγω του σοκ».

«Σας προειδοποιώ, κΰριε Έρικσον». Ο άντρας του FBI ξαναβρήκε τη φωνή του. «Αυτά τα έγγραφα είναι υψίστης προτεραιότητας, κι εμείς...» «Όχι!» φώναξε ο Βανς. «Εγώ σας προειδοποιώ ότι, αν δεν πάψετε να ενοχλείτε εμένα και τους υπαλλήλους μου, εσείς και τα αφεντικά σας θα βρεθείτε χωρίς δουλειά! Έγινα σαφής;» Ο Βανς πήγε προς τα εκεί όπου κάθονταν οι τρεις άντρες, μπροστά από το γραφείο του, και χαμηλώνοντας το βλέμμα τους αγριοκοίταξε. «Δε νομίζω πως είστε σε θέση να μας απειλείτε κατ' αυτό τον τρόπο», είπε σαρκαστικά ο άντρας της CIA. «Έτσι λέτε;» Ο Βανς τον κάρφωσε με ένα ψυχρό, σκληρό βλέμμα. «Μήπως θυμάστε πώς πήρε το αφεντικό σας τη δουλειά του;» «Προήχθη σε αναπληρωτή διευθυντή μετά την παραίτηση του προκατόχου του». «Χαίρομαι που σας βλέπω διαβασμένους», είπε ο Βανς. «Ξέρετε όμως για ποιο λόγο παραιτήθηκε;» Ο άντρας της CIA τον κοίταξε ανέκφραστος, ενώ στα μάτια του μεγάλωνε η ανησυχία. «Ε, λοιπόν, θα σας πω εγώ. Επειδή πήρε μια μεγάλη δεσμίδα μετρητά από έναν πολΰ, πολΰ μεγάλο όμιλο επιχειρήσεων. Και ξέρετε γιατί τα πήρε αυτά τα μετρητά;» Ο άντρας κοΰνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Τα μετρητά αυτά ήταν η πληρωμή του για μια δολοφονία». Η φωνή του Βανς ξεχείλιζε θυμό και αγανάκτηση. «Κι όχι για οποιαδήποτε δολοφονία, αλλά για τη δολοφονία ενός Αμερικανού πολιτικού. Και ξέρετε κάτι; Αυτό με κάνει να θυμώνω διαολεμένα, όπως με κάνετε κι εσείς και όλα σας τα αφεντικά να θυμώνω διαολεμένα. »Αφήσιε με όμως να οας πω τι ώθησε αυτό τον άνθρωπο στην παραίτηση. Παραιτήθηκε επειδή τον έφερα αντιμέτωπο με αδιάσειστες αποδείξεις της ενοχής του και του είπα ότι ή θα παραιτηθεί ή θα τον παραδώσω στα τηλεοπτικά κανάλια και στις μεγάλες εφημερίδες». «Και γιατί δεν το κάνατε;» ρώτησε ο άντρας, με γνήσια περιέργεια. «Επειδή, μάρτυς μου ο θεός, αυτή η χώρα δε χρειάζεται τίποτ'

άλ\ο που θα της κλονίσει την πίστη», είπε ο Βανς. «Το μόνο που χρειάζεται είναι να της αφαιρείς τα γλοιώδη και βρομερά έρποντα πλάσματα όπως τους κακοήθεις όγκους, γιατί περί καρκινωμάτων πρόκειται». Ο Βανς βαριανάσαινε* από τότε που είχε ερευνήσει τα αρχεία που φύλαγε ο Έλιοτ Κίμπαλ στο διαμερισμό του στην Πίζα, κάθε φορά που σκεφτόταν το περιεχόμενο τους, ένιωθε τα σωθικά του να σφίγγονται σαν μπερδεμένη καδένα άγκυρας. Πεθαίνοντας, ο Χάρισον Κίνγκσμπερι είχε αναφέρει στον Βανς το όνομα ενός υψηλά ιστάμενου αξιωματούχου στην κρατική υπηρεσία πληροφοριών της ιταλικής αστυνομίας τον οποίο θα μπορούσε να εμπιστεύεται. Αφού πέθανε ο Κίνγκσμπερι, η Σούζαν και ο Βανς είχαν δέσει και φιμώσει τους τρεις επιζήσαντες υπαλλήλους της Αντιπροσωπίας, τους είχαν ρίξει στην άκρη του δρόμου και είχαν καλέσει την αστυνομία από έναν τηλεψο>νικό θάλαμο λίγο έξω από την οδό Ρέτζο. Από κει τηλεφώνησαν και στον άνθρωπο του Κίνγκσμπερι. Κι αυτός κανόνισε να παραδοθούν η Σούζαν και ο Βανς. Οι δίκες ήταν σύντομες και κατέληξαν σε αθωώσεις. Μια επιδρομή της αστυνομίας στο μοναστήρι είχε εμφανίσει τον ένα μάρτυρα μετά τον άλλο, οι οποίοι δικαίως είχαν κατηγορήσει τους Εκλεκτούς Αδελφούς του Αγίου Πέτρου για το θάνατο του κόμη Κάιτσι και της καμαριέρας του ξενοδοχείου στην ανταλλαγή πυρών στην αριστοκρατική περιοχή του Μιλάνου. Ένας από τους κύριους μάρτυρες ήταν ο καθηγητής Ουμπέρτο Τόζι - που είχε επιστρέψει ξανά στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια έπειτα από μια πολύωρη μικροχειρουργική επέμβαση που τον είχε απαλλάξει από τη δηλητηριώδη κάψουλα των Αδελφών. Ήταν από τους τυχερούς. Σχεδόν οι μισοί από κείνους που υποβλήθηκαν στην εγχείρηση πέθαναν μόλις τους άγγιξε το νυστέρι, όταν απελευθερώθηκε ξαφνικά το δηλητήριο. Ο Τόζι επέστρεψε ν του Μαρξ και του Ένγκελς. Αυτή η χώρα έγινε μεγάλη χάρη στον καπιταλισμό και στην ελεύθερη αγορά* όχι χάρη σε μια λεγεώνα εταιρικο>ν βασιλείων που απλώνουν παντού τα πλοκάμια τους κι έχουν περισσότερους γραφειοκράτες κι από το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων». Ήχησε ο βομβητής πάνω στο γραφείο του Βανς. «Με συγχωρείτε», είπε, πιάνοντας το ακουστικό. «Α, εντάξει, ωραία. Συνδεσέ με». Έκανε παύση για ένα λεπτό, κι έπειτα μίλησε. «Ναι, ναι, εδώ είναι αυτή τη στιγμή. Ναι, σας ευχαριστώ που καλέσατε. Μπορώ να σας απαντήσω άμεσα. Ορίστε; Όχι, δε θέλω χρήματα από την κυβέρνηση ουτε θέλω μια λεγεώνα κυβερνητικών γραφειοκρατών κι ανθρώπων πάνω από το κεφάλι μου. Όπως είπα και ξαναείπα, δημοσίως και στις επιστολές που σας έστειλα, η Αμερική θα αποκτήσει το όπλο ακτινοβολίας σωματιδίων επειδή πρόκειται να το κατασκευάσω και να σας το δώσω. Κουράστηκα με όλα αυτά τα χρήματα που σπαταλάμε αφειδώς σ' αυτή την ποντικότρυπα του Υπουργείου Άμυνας επειδή τα μισά απ' αυτά πάνε στην αναγόμοϊση του λίπους των πισινών των γραφειοκρατών. Είναι ένα όπλο που δεν πρόκειται να επιτρέψο) στην κυβέρνηση να το γαμήσει κι ουτε πρόκειται να ανεχτώ να διπλασιάσει την τιμή του καμιά επιχρυσωμένη εταιρεία. »Και, όχι, δε θα σας πω που κατασκευάζεται. Τα εξαρτήματα

του είναι ουγκεντροιμένα σε πολλά και διάφορα μέρη, και σε περίπτωση που η κυβέρνηση προσπαθήσει να εισχωρήσει σε κάποιο απ' αυτά, δεν πρόκειται να υπάρξει όπλο, οΰτε έγγραφα. Δε θα παραδώσω τα σκίτσα του Ντα Βίντσι οΰτε σ' εσάς οΰτε σε κανέναν άλλο, θα σας φτιάξω τα όπλα σας και η Αμερική θα τα έχει δωρεάν και θα τα έχει δεκαετίες ολόκληρες προτού αποκτήσουν οι Ρώσοι τα δικά τους, παρόλο που, μάρτυς μου ο θεός, σ' αυτό δε φταίει το υπερφίαλο στρατιωτικό μας κατεστημένο. «Μάλιστα, κΰριε. Μάλιστα σκοπεΰω να συνεχίσω να χρησιμοποιώ τις πληροφορίες που έχω στη διάθεσή μου. θ α τις χρησιμοποιήσω για να βεβαιωθώ ότι για πρώτη φορά έπειτα από έναν αιώνα οι Αμερικανοί θα έχουν την κυβέρνηση και τη στρατιωτική προστασία για την οποία πληρώνουν και την οποία χρειάζονται... Όχι, κΰριε. Καθόλου δε μου αρέσουν αυτά. Στην πραγματικότητα, θα προτιμοΰσα να πάω για ιστιοπλοΐα». Ο Βανς άκουσε κάτι που του έλεγε ο άλλος, και μετά χαμογέλασε. «Σας ευχαριστώ». Ο Βανς αποχαιρέτησε το συνομιλητή του και έκλεισε το τηλέφωνο. «Ήταν ο πρόεδρος», είπε ο Βανς. «Και τώρα μπορείτε να πάτε σπίτια σας, λέει, να μαζέψετε τα σκυλιά σας και να ξεκουμπιστείτε από δω μέσα».

Azara

Προς τα τέλη Μαρτίου έχει λίγη ψΰχρα για να κάνεις ιστιοπλοΐα στη Νότια Καλιφόρνια, κι ενώ είναι πραγματική πρόκληση για τον έμπειρο ναΰτη, κρατά τους περισσότερους ερασιτέχνες μακριά από το νερό. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα. Ο Βανς είχε γυρίσει αργά από την ΚονΠας, και είχαν λΰσει από τη Μαρίνα ντελ Ρέι και τραβοΰσαν για Καταλίνα. «Αυτό είναι το θέμα όμως», είπε ο Βανς καθώς έγερνε ελαφρά στο τιμόνι για να διατηρήσει την πορεία του. «Δε θέλω να τα κάνω όλα αυτά. Βαρέθηκα να πρέπει να χτυπάω κατακέφαλα τους ανθρώπους με

τις αμαρτίες τους. Δε μου αρέσει να λέω μια φορά τη βδομάδα στον πρόεδρο ότι δεν πρόκειται να του παραδώσω το πρόγραμμα για τα όπλα ακτινοβολίας φορτισμένων σωματιδίων. Δε θέλο> να έχω εγο) την ευθύνη!» Ούρλιαξε στον άνεμο για να ξεθυμάνει η απογοήτευση του. «Την έχεις όμως», του είπε η Σούζαν. Τίόρα έβλεπε καθαρά το φως του Σιπ Ροκ. Ο χρόνος τους ήταν καλός παρά τον αδύναμο άνεμο και παρότι χρειάστηκε να παρακάμψουν ένα τεράστιο ρυμουλκό. «Τι θα κάνεις τώρα;» τον ρώτησε, «θα το βάλεις στα πόδια και θα αφήσεις κάποιον άλλο να το κάνει αντί για σένα;» «Αυτό θα ήταν υπέροχο». «Για να δούμε λοιπόν», είπε αργά η Σούζαν. «Έχουμε τον Μπιλ Μάκιντος». «Πολύ νέος». «... ή τον Φίλιπ Κάρτερ». «Πολύ γραφειοκράτης». «... ή τον Τόνι Άνταμς».

Azara

«Του λείπει η τόλμη». «Τη Αι Τάιλερ...» «Σε λίγα χρόνια θα είναι ικανή να διευθύνει την εταιρεία». «Ορίστε!» του είπε η Σούζαν ενθουσιασμένη, σαν να μην ήταν η εκατοστή φορά που έκαναν την ίδια συζήτηση. «Πρέπει να περιμένεις λίγα χρόνια, κι έπειτα μπορείς να ξαναρχίσεις να περιπλανιέσαι στις άγριες ερημιές με τη μοτοσικλέτα σου». «Η ζωή ήταν πολύ πιο απλή τότε», είπε μελαγχολικά ο Βανς. «Τότε δε γνωριζόμασταν». «Ναι. Αλλά γιατί έπρεπε να πάρω την εταιρεία και τα σκίτσα του Ντα Βίντσι... και τα εκβιαστικά έγγραφα για να έχο) εσένα;» «Έχεις αμφιβολίες τώρα;» τον πείραξε. «Λοιπόν...» είπε, δήθεν συλλογισμένα. «Μπορώ να το σκεφτο);» Η Σούζαν τού έδωσε μια στα πλευρά, κι αυτός αμέσως παρεξέκλινε της πορείας του.

«Είσαι επικίνδυνη», της είπε. «Το ξέρω». «Αυτό σε κάνει ακόμα πιο επικίνδυνη». «Το ξέρω». «Κι αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα». «Το ελπίζω», είπε η Σούζαν, κι έσκυψε να τον φιλήσει. Το κατάρτι, που έφτανε τα δεκατρία μέτρα, ξέφυγε από την πορεία και τα πανιά πλατάγισαν. Ο Βανς πήγε να τα φτιάξει. «Ο καπετάνιος λέει στον υποπλοίαρχο ότι δεν πρέπει να του αποσπά την προσοχή όταν αρμενίζει», είπε. «Παραπονιέσαι;» «Όχι. Ποτέ», αποκρίθηκε ο Βανς καθώς πάσχιζε να ξαναπιάσει τον άνεμο. Τίποτα δε θα ήταν πια ίδιο, σκέφτηκε ο Βανς. Όμως η ζωή δεν είναι ποτέ ίδια. Αλλάζει συνεχώς. Υποτίθεται ότι είναι για το καλύτερο. Και σημασία έχει να απολαμβάνεις το ταξίδι, όχι απλώς τον προορισμό. «Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε η Σούζαν. «Α, κάτι που έγραψε ο Λεονάρντο». «Πες μου». «Ήταν κάπου στον κώδικα Τριβουλτσιάνο. Έγραφε: "Στα ποτάμια, το νερό που αγγίζεις είναι το τελευταίο απ' ό,τι έχει περάσει και το πρώτο απ' ό,τι έρχεται: το ίδιο ισχύει και με το παρόν". Η ζωή μοιάζει πολύ μ' αυτό». «Χμμμ. Λοιπόν, ας κρατήσουμε τότε τα κεφάλια μας πάνω από το νερό», είπε κεφάτα κι έπειτα τον ξαναφίλησε.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF