Λιλη Ζωγραφου - Μου Σερβιρετε Ενα Βασιλοπουλο Παρακαλω.pdf

March 7, 2017 | Author: Sapas | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Λιλη Ζωγραφου - Μου &S...

Description

ΜΑΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ

Μου σερβίρετε

ΟΓΟΘΕΤΗΣ

ένα βασιλόπουλο παρακαλώ

© Αιλή Ζωγράφου, «Λογοθέτης» ’Ακαδημίας 57, Τηλ. 36 38 435

ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΑΓΑΠΗ, 1949, (’Εξαντλημένο.) Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, ΕΝΑΣ ΤΡΑΓΙΚΟΣ. 1959. 4η έκδ. 1981. (’Εξαντλημένο). ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΠΑΝΤΑ ΠΟΑΤΔΟΤΡΗ. Κολλά­ ρος 1961. (’Εξαντλημένο). ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΩΝ ΚΟΡΜΙΩΝ ΤΟΥΣ. Κολλάρος 1961. 3η έκδ. Λογοθέτης 1985. ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕΣ. 1962. (’Εξαντλημένο). Ο ΗΛΙΟΠΟΤΗΣ ΕΛΥΤΗΣ, 1971. 5η έκδ. 1980. (’Εξαντλημένο). ΠΑΙΔΕΙΑ ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ Η ΤΗΣ ΕΚΜΗΔΕΝΙΣΗΣ. 1972, 3η έκδ. Παπαζήσης 1977. ΤΙ ΑΠΟΓΙΝΕ ΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ’ΡΘΕ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΦΩΤΙΑ (Θέατρο). 1972. ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΚΑΠΟΤΕ (ΜΙΚΑΕΛ). 1965. 3η έκδ. Κολλάρος 1984. 17 ΝΟΕΜΒΡΗ - Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΦΑΓΗΣ. 1974. 4η έκδ. Λογοθέτης 1985. ΑΝΤΙΓΝΩΣΗ - ΤΑ ΔΕΚΑΝΙΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΙ­ ΤΑΛΙΣΜΟΥ. 1974. 8η έκδ. Λογοθέτης 1987. Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ - Μ. ΠΟΑΥΔΟΥΡΗ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ. 1977. 3η έκδ. 1981. (’Εξαντλημένη). Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΚΑΒΑΛΑ ΣΤ’ Α­ ΛΟΓΟ. 1981. 2η έκδ. 1983. (επανεκδίδεται). ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΟΡΝΗ. 18η έκδ. Λογοθέτης 1987. Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΟΥ Η ΑΛΗΤΙΣΣΑ, 1984, 6η έκδ. Λογοθέτης 1987. Η ΣΥΒΑΡΙΤΙΣΣΑ. 1987. 2η έκδ. Ώκεανίδα.

Λ ΙΛ Η ΖΩ ΓΡΑ Φ Ο Υ

μ ο ϋ σερβίρετε ένα β α σ ιλ ό π ο υ λ ο π α ρα κα λώ 7η ΕΚΔΟ ΣΗ

ΑΘΗΝΑ 1987

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

11

ΝΟΤΒΕΛΕΣ Σταχτοπούτα έτών πενήντα

35

Θρόνος άντίκα χαρίζεται είς ρέκτην

59

’Εδώ σερβίρεται μόνο άχνιατό πάθος καί ανόθευτη ηθική

137

Σάν Πρόλογος

Ή δύναμη τον μύθον Γυναίκες μιλώ, ακούστε Νά σάς σερβίρω ένα βασιλόπουλο είναι άδύνατο φυσικά. Εκείνο όμως πού μπορώ νά κάνω γιά σάς, είναι νά σκοτώσω τό βασιλόπουλο. Και τή Σταχτοπούτα. Αυτή ή ξευτελισμένη, αύτή ή δούλα, πού δεν έχει ίχνος περηφάνιας καί ρεαλισμού, άα, δέ μου ξεφεύγει. Όχι, τό προσέξατε; Αέν έμεινε τίποτα όρθιο γύρω μας. Χωρίς προσχήματα, χωρίς ντροπή ό πολεμόχαρος κόσμος μας καταστρέφει τό καθετί, Αδιαφορώντας γιά τή ζωή, άφανίζοντάς την. Όποια ζωή. Καί χωρίς νά λο­ γοδοτεί κανείς σε κανέναν. Γιά σφαγές θά μιλάμε τώρα; Ανθρώπων, ζώων ή φυτών. Πανέμορφα είδη έκλείπονν, πουλιά χάνονται άπό τό στερέωμα, τά μαραζωμένα δέντρα ορφανεύουν άπό έπισκέπτες, οί θάλασσες στειρώνονται καί δέ γεννούν πιά. Άλλους ήχους άπό τών μοτέρ άκοϋτε; Βόμβους μηχα­ νών, Αγκομαχητά εργοστασίων, έλικόπτερα που σεργιανούν στις ταράτσες μας, Αφθονία! Μιά άφθονία βάρβαρη πού δολοφόνησε τή ζωή τής Φύσης. Βούβανε μηνύματα πουλιών, άλλαξε τό χρώμα τ ’ ουρανού, θάμπωσε τόν ή]1

λιο, αλλοίωσε, γιά νά μην πούμε πώς άλλοτρίωσε, την άνθρωπιά καί την ευαισθησία, άκόμα καί τή φρίκη τον φόνου. Διαβάστε τίτλους ατίς έφημερίδες καί Θά δείτε τή δια­ φοροποίηση τής μετάδοσης πλι}ροφοριών πού στοχεύει στον ερεθισμό τής άδιαφορίας τού δέκτη: «Xονλ.ιγκανς σκοτώνουν τούς ομοφυλόφιλους» καί υπότιτλος, « Έξαιτίας τού μίσους τους γ ι’ αυτούς;» Αυτόματα νομιμοποιείται ή ύπαρξη τού Χούλιγκαν πού άναλαβαίνει την «κάθαρση», καθώς ή άναφορά στούς ομοφυλόφιλους έοεθίζει την καλλιεργημένη άπέχθεια καί χριστιανική σεμνοτυφία καί άνακαλεϊ την ει­ κόνα τού έγγαμον βίου. Νομίζετε πώς διαφέρει ό άναβρασμός τον Χούλιγκαν άπό τού χριστιανού άντισημίτη πού οργανώθηκε σέ Να­ ζί; Ό Σάρτρ γράφει ατό βιβλίο τον Τό Εβραϊκό Πρόβλη­ μα πώς ή μάζα θά εφεύρισκε τούς Εβραίους άν δέν υπήρχαν —ή άγράμματη μάζα— άναζητώντας ένα ση­ μείο κοινής πίστης, στη μοναξιά της, καί στην άδνναμία της νά έχει ενγενέστερα ιδανικά. Ό μισός συλλογισμός είναι λάθος. Τό σύστημα είναι πού φροντίζει, πάντα, νά στήνει στόχους βολής, γιά νά κρατά σέ εγρήγορση την πλευρά τής άνθρώπινης βαναυσότητας, προσφέροντας μύθους στά μέτρα της. Τής βαναυσότητας, φυσικά, πού κάποτε θά άξιοποιήσει. Καταλαβαίνετε πού στηρίζει τό σύστημα τή δύναμή του; Στούς μύθους, άναρίθμητονς μύθους. Κι όταν δέ βρίσκει καινούριους, άνανεώνει παλιούς, αλλά δοκιμα­ σμένα άποτελεσματικούς. Τούς πακετάρει σέ καινούριο περιτύλιγμα, κι άνάλογα μ έ τις μόδες τούς κυκλοφορεί στήν άγορά. Τούτη τή φορά διάλεξε τίς μοτοσικλέτες. Οί Χού λίγκαν ς Θά μου πείτε είναι νέο φρούτο! Κούνια πού σάς κούναγε! Ό μύθος πού πλασάρουν, «τό μίσος τους κατά των 12

ομοφυλόφιλων», δέν είναι άλλο άπό τό εβραϊκό μίσος (τού τρίτου πρό χριστιανισμού αιώνα) κατά τού ελληνι­ κού πολιτισμού, πού θά διαμορφωθεί συστηματικά στην καταλυτική μάστιγα τού χριστιανισμού, πού επιβιώνει τώρα καί δνό χιλιετίες. Οί μύθοι είναι τά κάστρα τού συστήματος. Τή θεωρία την ύχψήνει στούς άντίπαλους, άμφισβητίες, άναρχικούς, μαρξιστές, επαναστάτες μ έ ή χωρίς αιτία, άδέσμευτονς ή δογματικούς. Τί άντ έταξε ή ντροπιασμένη Δεξιά στόν Ανυπέρβλητο άγω να τής ’Εθνικής μας Αντίστασης, τού ΕΑΜ; ((Κου­ βάδες βγαλμένα μάτια άθώων πολιτών». Νά δείτε πού ένα διάταγμα, δσο ευλογημένο κι άν εί­ ναι, σάν την Αναγνώριση τής Αντίστασης, θά σπά χρό­ νια τά μούτρα του πάνω στη θηριωδία τού μύθου, τούτη τή φορά, πού ρίζωσε σαράντα τόσα χρόνια, σέ γενιές παιδιών ατά σχολειά κι άλλες τόσες φαντάρων. Τό σύστημα έγκατέλειψε τή θεωρία άπό τή στιγμή πού έπαψε νά κρατά στά χέρια της τό μονοπώλιο τής διανόησης τού κόσμον ή άρχουσα τάξη. ’Άν άναλογιστούμε τά εκατομμύρια εντύπων καί βιβλίων πού γρά­ φτηκαν άπό τήν εποχή τού Ρονσσώ καί τά συγκρίνομε μέ τίς στατιστικές τής άγραμματοσύνης τών λαών καί τήν έπιβίωση όλων τών διαβρωτικύον μύθων, θά τινάξο­ με τά μυαλά μας στόν άέρα. Μέσα σέ τούτο τόν κοαμογονικό μισό αιώνα, αλωνί­ σανε τό φεγγάρι —ή γυναικεία επανάσταση κυριάρχησε στόν κόσμο — τά παιδιά μίσησαν άθεράπευτα τούς γο­ νιούς — οί πολιτείες γέμισαν άπό άντρα εγκαταλειμμέ­ νων κι Ανεπιθύμητων γερόντων, «οίκους ευγηρίας» — οι Αρμόδιοι μοιράζουν ναρκωτικά στά Δημοτικά σχολειά τής Ιίνροχπης καί τής Αμερικής γιά νά έξουδετερώνονν όποια δυνατότητα Αντίδρασης — γεννήθηκε ένας Μάρ­ κες προδόθηκε ένας Τσέ καί δολοφονήθηκε —οίΝαζί μετεμψυχώθηκαν στούς Εβραίους. 13

Κάτι ξέχασα; Κάτι σημαντικό; Τί έπέζησε. Ποιος; Ένας άκόμη μύθος, χιλιόχρονος καί βάλε. Ή πιό άθλια πλάνη. Αυτό πού στις μέρες μας όλόγδνμνες καλλονές, στάρς, δίνοντας συνέντευξη δη­ λώνουν πώς περιμένουν: τόν ((ιδανικό άντρα» τής ζωής τους. Ποιος είναι αυτός; Μά, τό πολυφορεμένο και άφθαρ­ το βασιλόπουλο τού παραμυθιού. Ό μύθος διασχίζει τούς αιώνες άκολουθιόντας κατά πόδι τη γυναίκα. Τί κι άν π έταξε κατά τή διαδρομή δ,τι περιττό: καπέλα, ψηλά τακούνια, εσώρουχα, κορσέδες, σουτιέν, μέχρι ν ’ Απογυμνωθεί, διατηρώντας σά μοναδι­ κό της ένδυμα τή σιγουριά πώς, κάποιος την περιμένει κάπου —μά γιατί άλλο;— γιά νά την κάνει ευτυχισμένη. Πρόκειται κυριολεκτικά γιά ψύχωση πού δημιούργη­ σε μιά ψυχοσύνθεση παραίτησης άπό τήν προσωπική εύθύνη τής γυναίκας, Απέναντι στόν ίδιο τόν εαυτό της. Γιατί ποτέ κείνος πού περιμένει δέ. δημιουργεί. Καί πολύ περισσότερο δταν περιμένει νά θρέψουν οί άλλοι τήν πείνα του γιά ζωή, άν όχι τήν περιέργειά του γι' αυτήν. Πού δσο κι άν είναι πενιχρή, κάποτε θ’ Απαι­ τήσει τήν Απάντηση: Γιατί ή συνταγή άπέτυχε; Γιατί ό γάμος δέν έφερε καί τή μεγάλη ευτυχία; ϊ) μύθος παντοδύναμος, περπατώντας σάν τή δόξα θεομόναχος σ’ ένα διαλυμένο κόσμο, διαβρωτικός, έκπυρνευτικός. Ανήθικος, επενδύθηκε σέ μιά σταχτοπούτειο παιδεία μέ τή μορφή ιρυχαγωγίας. Καί ποιό παιδί δέν πέρασε άπό τή λαχτάρα γιά τή μοίρα τής άθλιας, πλήν πανέμορφης, δουλίτσας πού τραβάει τά πάνδεινα στα χέρια Απάνθρωπων Αφεντικών, πού παρ' όλα τά πλούτη τους δέν έχουν Ανθρωπιά. Μά όχι όλοι. 'Όχι όλοι οί πλούσιοι κακοί. Καί τήν τύχη, πού τήν πάς τήν τύχη; Μέ μάγια θά τήν ντύσει στά μετάξια καί θά κάνει νά λάμψει ή καλλονή της. (Γιατί όλα στή ζωή είναι καί μπίζνες). Καίνάτο τό καλό καί πανέμορφο καί ζάπλουτο 14

βασιλόπουλο πού θ' άγνοήσει όλες τίς άρχοντοποϋλες καί θά ερωτευτεί τρελά τήν πάμφτωχη άλλά καλλονή σταχτοπούτα, κάνοντάς της τή ζωή ευτυχισμένη. Αφού τήν παντρεύεται, καί κείνη αυτόματα γίνεται καί βασί­ λισσα καί πλούσια! Μπορεί νά μήν είναι καί ευτυχισμέ­ νη; Κατόπιν αύτοϋ μπορούμε νά ρίξομε τό σύνθημα: Προλετάριες τού κόσμου, πριν καί μετά τόν Μάρξ, ενωθείτε κάτω άπό τή σημαία τής άθλιότητάς σας. 'Ένα βασιλό­ πουλο υπάρχει κάπου καί γιά σάς. Πρόκειται γιά έγκλημα κατ' εξακολούθηση: Ή εξάρ­ τηση δλης τής ζωής τής γυναίκας καί τής έπιτυχίας της άπό τόν άντρα. Έξουδετεριστικός, καταλυτικός ό μύθος τήν υποδούλωσε στήν έσχατη πλάνη: Πώς κάποιος άλ­ λος θά τήν κάνει ευτυχισμένη. Όλα θά ολοκληρωθούν καί θά καλυφτούν μόνο άπό τό γάμο μ έ τό σερνικό. Ό άντροκρατούμενος κόσμος μας άπλωσε τής γής καί των ουρανών τούς ορίζοντες ατούς σερνικούς καί στις Ανησυχίες τους. Καί έξασφάλισε στή γυναίκα τήν υπέρτατη πολυτέλεια νά βρει συγκεντρωμένα άλα τά ιδανικά τής ζωής αέ εναν άντρα-σύζυγο. Όλα θά ολο­ κληρωθούν μόνο καί διά τής παρουσίας τού σερνικού. Τό γυναικείο μυαλό αδειασμένο σάν κονσερβοκούτι κενό από χιλιόχρονες πλύσεις γεμίζει μέ τήν προσδοκία ιής ευτυχίας τού γάμου, πού κοινωνία καί οικογένεια εγγυουνται. Καί δέν υπερβάλλω άν ισχυριστώ πώς ό μύ­ θος μ ασκαρέμένος σύμφωνα μ έ τίς μόδες καί τίς εποχές εισβάλλει καί στόν άπομυθοποιημένο κόσμο τής disco, ιϊγκαλιά μέ τήν κοπελιά. * *

*

Κίδε κι έπαθε τό ανθρώπινο μυαλό νά συλλάβει, μό­ λις πριν τρεις χιλιάδες χρόνια περίπου, πώς ή ζωή ύπηο ιιιπ α ι πάντοτε άπό κάποιο ζευγάρι: ’Ά λογο-φοράδα,

κότα-πετεινός, τράγος-κατσίκα, σερνικός-θηλνκιά. 'Α μέσως ή πολύτιμη διαπίστωση πέρασε στά άπαγορευμένα. Αυτή στάθηκε ή πρώτη σκοταδιστική λογοκρι­ σία στους αιώνες. Ή γυναίκα δεν πρέπει νά μάθει ποτέ —ή πρέπει νά ξεχάσει— δτι ή γαμική πράξη είναι ένα δι­ καίωμα φυσικό, όσο καί τό φαγητό καί τό ξαλάφρωμα στην τουαλέτα. Τί άπόγινε αυτή ή θεία δωρεά τής φύσης, λάβετε φάγετε τούτο μου έστίν τό σώμα πού θά καρπίσει καί θά καρπιστεΐ; Χάρισμα σέ όλους, κάτι σάν τη δωρεάν παι­ δεία! Μασκαράτα. Αιώνες τώρα τό σερνικό παρελαύνει, παγόνι ηλίθιο, μ έ άσπίδες, περικεφαλαίες, άμφια, πορ­ φύρες, κράνη, έπωμίδες, στέμματα, ρεντιγκότες, πηλή­ κια, κουρέλια καίΛακόστ. Αυτός! Γίνεται ένας ολόκλη­ ρος μύθος άπό μόνος του. Ό νικητής, ό ηγέτης, ό γόης, ό φονιάς, ό ποιητής, περιφρονητής καί κατακτητής καί ποτέ μά ποτέ ό φυσιολογικός εκπρόσωπος τον είδους του, όπως τόν κατάταξε ή Φύση, δίπλα στό άντίστοιχο είδος τον: πέος-αιδοίο. Τί άπόγιναν αυτά τά πλούτη πού κονδουνάνε τή λαχτάρα μας μ έσ ’ άπό τό πετσί μας, σάν τούς παλιούς πραματευτάδες πού γύριζαν στά χωριά μ έ άμέτρητα χρωματιστά μπιχλιμπίδια φορτωμένα σ’ ένα γάιδαρο, ξεσηκώνοντας τό γυναικόκοσμο μ ’ ένα κοινό μικρό κου­ δούνι; Υστερία, ντροπή καί άπαγόρευση γιά τις γυναίκες. Θηλιά στό λαιμό των άντρων. Σκυφτήκατε ποτέ τί δικάζουν τά δικαστήρια σέ υπο­ θέσεις μοιχείας; Τό αιδοίο τής γυναίκας. Πού, μέσα άπό τό νομικό καί κοινωνικό δίκαιο, πέρασε στην παρανομία. Μέ τά όργανα τής νπαρξης-διαιώνισης κατηγορούμε­ να, μεταφέρανε τό πρόβλημα τής σεξουαλικής διέγερσης σέ ποινικό άδίκημα πού άφορά κλητήρες, χωροφύλακες, καί (συνήθως) λάγνους δικαστές.

Όσο κατέβαινε τό πνευματικό επίπεδο τής ανθρωπό­ τητας μ έ τό χριστιανικό σκοταδισμό, άνέβαιναν οί μετο­ χές τού σερνικού καί οί άπαγορεντικές άποστήσεις τον, γιά νά φτάσει τελικά νά γίνει ένας γάμος μαζί τον τό υπέρτατο είδος πολυτέλειας καί έπιτνχίας στη ζωή τής γυναίκας. Αυτός, ό κύριος, ό έξουσιαστής τής Θηλυκιάς μοίρας, παντρεύεται εφοδιασμένος μ έ πετιγκρί πολυγαμικότητας. Εκείνη, άντίθετα, μ έ γκαραντί άποκλειστικής άφοσίωσης μέχρι θανάτου, έκανε λάβαρο έκβιααμού, κατα­ ναγκασμού καί απαιτήσεων τό έπικηρυγμένο της αι­ δοίο. Μόνο πού ή ευτυχία δέν έρχόταν. Τί κάνουν τ ’ άφεντικά σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Θά ομολογήσουν τήν άπάτη; Ξέρετε κανέναν πού νά γκρε­ μίσει μόνος του τό μύθο του; Νά πει τί; «Φταίω γώ πού σού γάνωσαν τό κεφάλι μ έ μαλακίες καί ιδανικούς άν­ τρες; Υπάρχουν, κνρά μου, ίδανικοί άνθρωποι; Καί γώ σάν καί σένα, τρώγω, κοιμάμαι, ξυπνάω, κατουράω, άνασαίνω, γερνώ καί θά πεθάνω, όπως δλοι μας. Ένα άνθρωπάκι άδύνατο μπροστά στούς νόμους τής Φύσης, στις άπειλές της, στό θάνατο. Διγασμένος κι αδύνατος. Πιό διγασμένος ίσως γιά στοργή. ’Εσύ, βλέπεις, έχεις περίσσευμα στις γωνιές τής κοιλίας σου, τής ευλογημέ­ νης...» 'Αστειεύεστε! Θά χαλάσει τό μαγαζί; Αντίθετα, κάνει μιά συνεχή επίδειξη ευτυχίας. Γιατί έχει καί κείνος πει­ στεί ότι πρέπει νά πετύχει τό δίδυμο. Συχνά ό ύπανάπτυχτος σκοτώνει τή σύζυγο, γιά νά ζήσει μέ τήν έρωμένη. Στή διαβρωμένη του νοοτροπία ό φόνος —πού έλπι­ ζα ότι δέ θά άποκαλυφτεί—είναι προτιμότερος άπό τού νά χωρίσει τή γυναίκα του. Πρώτα γιατί τή θεωρεί κτή­ μα του. Κυρίως, όμως, γιατί δέ δέχεται νά ομολογήσει πιός άπότυχε. Αντίστοιχα ή γυναίκα αύτοκτονεϊ. Άρνείται νά άποκολληθεί απ ' ο,τι πίστεψε σάν ύπέρτατο ίδανικό, σάν δι­ 17

καίωμα στην ευτυχία, αά σεξουαλική της καταφυγή, μο­ ναδική καί αποκλειστική. Τόν περασμένο χειμώνα αντοκτόνησε μιά γυναίκα στή Θεσσαλονίκη μ έ δυό παιδιά. Ό άντρας της την κακοποιούσε τόσο, πού δεν άντεχε. Καί δέν άνοιξε την πόρτα νά φύγει. Τόν καταδίκασε στην αιώνια τιμωρία τής αυτοθυσίας της. «Αύτοκτονώ», τού ’γράφε, «γιατί φοβάμαι πώς κάποια στιγμή θά μ έ σκοτώσεις καί θά πας φυλακή. Γιά νά μή μείνουν λοι­ πόν τά παιδιά μας άπροστάτευτα...» Ψέματα. ’Α νεξάρ­ τητα άπό τή δική του βαναυσότητα καί εγκληματικότη­ τα, εκείνη ήταν θύμα καί άντικείμενο παθολογικό. Αποτέλεσμα σεξουαλικής υστερίας. Μισώ) την ψυχοσύνθεση πού διαμόρφωσε όλη αυτή ή κοινωνική άπάτη τών άντροκρατούμενων κοινωνιών, μ έ τήν κωμωδία τής προσδοκίας. Ή αυτοκτονία τής γυ­ ναίκας αύτής άπόδειξε γιά μυριοστή φορά δτι καί ή δύ­ ναμη τής φύσης φαλκιδεύεται καί έξουδετερώνεται άπό τήν πλύση εγκεφάλου καί τήν καλλιέργεια τών μύθων. Ή γυναίκα δέν έμαθε ποτέ, δέ διδάχτηκε ώς τώρα, δτι τό μόνο πού σέ σώζει είναι ή πίστη στόν έαυτό σου. Αντίθετα, εκπαιδεύτηκε νά περιμένει τά πάντα άπό άλλους. Πατέρα, αδερφό, σύζυγο. Αφού δλοι διαιώνιζαν τό σύστημα, έκείνη έξαργύρωνε τήν «τιμή» της, πού δέν ήταν άλλη άπό τή σεξουαλική της άποστέρηση, μ έ τήν άπαίτηση νά τής εξασφαλίζουν τή ζωή, δσο καλύτερα γι­ νόταν. Μετατρέποντας τή φυσιολογική σεξουαλική πράξη σέ άδικημα, ό σερνικός νομοθέτης μετέτρεφε τόν έαυτό του σέ μοναδικό σύμβολο κοινωνικής, υλικής καί βιολογικής εύτυχίας, κατ’ αποκλειστικότητα, μ έ τό γάμο. Ή άποκλειστικότητα γίνηκε σέ εκατομμύρια γυναίκες μιά μα­ νιακή κατάσταση πού ξεπερνοϋσε τή νοσηρότητα. 'Εκα­ τομμύρια λογοτεχνικές σελίδες, γραμμένες δλες άπό σερνικούς, πυροδοτούσαν αυτήν τή σύγχυση φρένων. Καί δέ μιλούμε γιά περασμένα ήθη καί κοινωνίες, πού ό 18

περιορισμός τής γυναίκας ατό σπίτι δικαιολογούσε αυτή τήν άρρωστημένη προσκόλληση, στό ένα καί μοναδικό άρσενικό πού δικαιούταν μ έ τό γάμο της. Γιά σήμερα λέμε. Σήμερα, άλλωστε, φτάνουν σέ τέτοια κυκλοφοριακά ύψη τά αισθηματικά ρομάντζα, τύπον «Άρλεκιν» καί τά παρόμοια. Ή «αίωνιότης» είναι μέσα ατά αισθηματι­ κά πιστεύω τών γυναικών. Αδύνατο νά τίς πείσεις πώς ή έπιθυμία γιά τόν κύριο πού τίς περιφρονεϊμπορεί θαυ­ μάσια νά μετατεθεί σέ κάποιον άλλο κύριο. Περιττό, φυ­ σικά, νά πούμε πώς ό τελευταίος πού θά πολεμούσε αυ­ τήν τή μονομανία τής άποκλειστικότητας θά ’ταν ό κύ­ ριος. Είναι εύκολο νά παραιτηθείς άπό τή μοίρα καί τόν προορισμό τού έξουσιαστή; Έτσι, σερνικοί καί θηλυκές είναι ταυτόχρονα θύματα καί θύτες. Μέ άποτέλεσμα νά ζήσουν καί νά πεθάνονν εκατομ­ μύρια γυναίκες χωρίς ίχνος χαράς, χωρίς νά νιώσουν ποτέ τή μέγιστη ευτυχία τού έρωτικού σπασμού. Παλιότερα, μάλιστα, κι αυτός άπαγορευόταν. Στήν Πελοπόν­ νησο ή γυναίκα πού έκδήλωνε κάποια συμμετοχή στή σεξουαλική της συνάντηση μ έ τό σύζυγό της έτρωγε ά­ γριο ξύλο, «γιατί έκεΐνος δέν παντρεύτηκε καμιά πουτάνα». Δέ θέλω άντιρρήσεις! Κάποτε, σέ μιά συνέντευξη πού μού ’δίνε ό Μινωτής ( Ιθ69), μού μιλούσε γιά τήν άπουσία ήθους τής εποχής. Πικραμένος βαθιά γιά κείνους πού τολμούν ν ’ άμφισβηιούν τό ήθος ένός ανθρώπου σάν καί κείνον. Μέσα στό χείμαρρο τού λόγου, καί ό Μινωτής μιλάει πάμπλουτα κι αγαπάει τούς ήχους καί τούς κυματισμούς τής πλού­ σιας φωνής του, μού είπε: « ’Ε γώ, άγαπητή μου, είχα έ­ ναν πατέρα μ έ τέτοιες αρχές, πού δέν κοιμήθηκε μ έ τή μηιίρα μου, παρά μόνο όσες φορές έπρεπε νά τεκνοιιαιήσΐΊ».

19

Κι από ενα γιοφύρι τής ’Άρτας Έντεκα όλ.όκληρα χρόνια άπασχόληαε τά σεβαστά δι­ καστήρια ή προσπάθεια μιάς χήρας νά ρίξει τή διαθήκη τού μακαρίτη συζύγου της. Πού άφησε ενα μεγάλο μέρος τής περιουσίας τον στίς δύο τον γκόμενες. ’Εκείνος: Δικαστικός καριέρας, είρηνοδίκης. Εκείνη: Γεννημένη καί μεγαλωμένη στήν επαρχία. Εκείνος: Μιά κακοήθης φάρσα τής Φύσης. Κουασιμό­ δο τόν περιγράψανε οί μάρτυρες (Ταχυδρόμος, 5.8.82) μέ μαγκωμένο τό σαγόνι σ’ έναν προτεταμένο θώρακα, μ έ άνάστημα που δεν ξεπερνονσε τό ενάμισι μέτρο, καμπούρα καί μάτια γουρλωμένα (έξώφθαλμος). Ερωμένες καί σύζυγος στήριξαν τήν επιχειρηματολο­ γία τους, καθώς καί οί δικηγόροι τους αντίστοιχα, στή φοβερή άσκήμια τον μακαρίτη. Οί γκόμενες: ’Α μύνθηκαν γιά τήν τιμή καί τήν άθωότητά τους, ίσχνριζόμενες δτι ή άσκήμια τον άπόκλειε κάθε σεξουαλική επαφή μαζί τον. Καί δτι άφοσιώθηκε σέ κείνες γιατί είχε συμπλέγματα κατωτερότητας γιά τήν έμφάνισή του. Ή σύζυγος: Μέ πιστοποιητικά άναμφισβήτητης εντι­ μότητας, άφοϋ ήταν παντρεμένη. Πώς νά τό κάνουμε! Είπε λοιπόν: «Καί οί δύο (οί άντίδικες κληρονόμος) πή­ γαιναν μ έ τόν άντρα μου, μόνο καί μόνο γιά νά τον πά­ ρουν τήν περιουσία, άφοϋ ή έμφάνισή του, τόσο άποκρονστική, δέν ήταν ικανή νά προσελκύσει μιά γυναίκα χωρίς οικονομικές βλέψεις». Αυτόματα Αναρωτιόμαστε: Καί κείνη γιατί τόν πα­ ντρεύτηκε. Εκείνη πού δέν ήταν πουτάνα σάν τις άλλες πού τόν μαδοϋσαν. Ποιά ήταν, άλήθεια, ή κυρία είρηνοδικού; Τήν Απάντηση μάς προσφέρει ή ίδια, παρουσιάζοντας στό δικαστήριο τίς επιστολές που Ακολουθούν, που τής έγραψε ό κύριος τέρας, δταν Ακόμη ήταν μόνο νποψή20

φως σύζυγος, τέσσερα χρόνια πριν τή στεφανωθεί. «...”Αν σέ πάρω, θά σέ κάνω γυναίκα μου, μόνο γιά νά μέ φροντίζεις καί νά μέ περιποιείσαι καί νά δέχεσαι ό­ λες μου τίς ιδιοτροπίες. Δηλαδή πάνω κάτω σά μιά υπη­ ρέτρια, διότι δπως σου έχω πει δέν αξίζεις τίποτα. Πρέπει νά έχεις απόλυτη πειθαρχία σέ ο,τι διατάζω καί σέ δ,τι έπιθυμήσω. Αντιρρήσεις, άντιλογίες καί έξυπνάδες δέ θέ­ λω, δέ θά έχεις πρωτοβουλίες σέ τίποτα. Οί σχέσεις, οί κι­ νήσεις σου, τά γούστα σου, τά φορέματά σου καί γενικά δλα τά προσωπικά σου ζητήματα, θά περνούν από τόν έ­ λεγχο τό δικό μου καί θά γίνονται μέ τήν άδειά μου. Παι­ διά δέ μοΰ αρέσουν. Δέ θέλω νά έχεις φιλενάδες, θέλω πλήρη ύπακοή καί υποταγή...» Καί ύστερα άπό ένα τέτοιο γράμμα, τόν παντρεύτηκε; 'Όχι, τόν παντρεύτηκε μετά άπό τό άκόλουθο, άπολανστε το! «...Έγώ ήμουν βυθισμένος μέσα στήν άνηθικότητα, είχα συνδεθεί μέ τίς πιό ανήθικες γυναίκες καί κοπέλες. Αυτά μού ήρεσαν, αυτά μού άρέσουν άκόμα, κατάλαβέ το, λοι­ πόν, δτι ό ήθικός σου χαρακτήρας δέ μέ συγκινεί. Θά προ­ τιμούσα καί έγώ νά είχες αλλάξει στό παρελθόν 2-3 άγαπητικούς καί νά ήξερες καμώματα καί έγώ νά ήμουν ό τέταρτος, παρά νά έχεις αύτή τή νοσηρά ευαισθησία καί καλογερίστικη ήθική... Σχέσεις καί επαφή θέλω, έλεγα καί σέ σένα καί σέ δλες σας... Σύ φαντάστηκες πώς μέ τήν ήθική καί τή φρονιμάδα θά μού αποσπάσεις τήν προσοχή καί τήν εκτίμηση...». Μέ τά γράμματα αυτά στό χέρι, ή έντιμος κυρία είρηνοδίκσυ σύρθηκε τρεις φορές ατά δικαστήρια άπό τό μα­ καρίτη, γιά διαζύγιο, καί κατάφερε νά μην τού τό δώ01)10’. 21

Ή δίκη γιά την κληρονομιά κράτησε έντεκα χρόνια, όπως ήδη είπαμε, γιατί κανένα δικαστήριο δέν τολμού­ σε νά άναλάβει την ευθύνη νά έκδώσει άπόψαση. Ποιόν Θά δικαίωνε; Ήταν δυνατό νά καταδικάσει, έστω καί νεκρό, έναν κύριο συνάδελφο, πού ή μοίρα τόσων ταλαίπωρων πολιτών έξαρτήθηκε άπό την κρίση του; Εύτυχώς ίόμως έφτασε κάποτε ό περίφημος φάκελος καί στόν Άρειο Πάγο. Καί δείτε την άπόφαση! «Ό ’Άρειος Πάγος θεωρεί έγκυρη τή διαθήκη καί τίς δύο “ πόρνες” τό ’ίδιο νόμιμες κληρονόμους τού ειρη­ νοδίκη, δσο καί ή νόμιμος σύζυγός του. —Διότι, συνεχίζει ή άπόφαση, μέ ποιό δικαίωμα άπαιτούσε ή ένάγουσα νά τή σεβαστεί ό σύζυγός της, εφόσον ή ίδια δέν σεβόταν τόν εαυτό της; —Πώς μπορεί ή ένάγουσα νά ισχυρίζεται δτι έχει διαφορετικό ήθος άπό τίς δύο άντιδίκους, εφόσον δέχτηκε νά συνάψει γάμο, άφοϋ έλαβε τίς παραπά­ νω επιστολές. —’Αλλά καί τό γεγονός ότι τολμάει ή ένάγουσα νά διαλαλεί τήν έξευτελισμένη της ύπαρξη, παρουσιά­ ζοντας στό άκροατήριο παρόμοια πιστοποιητικά, σάν τίς έπιστολές, είναι μιά άκόμη άπόδειξη τής άγνοιάς της γιά τό τί σημαίνει ανθρώπινο ήθος. —Πώς μπορεί νά κατηγορεί τό νεκρό, ένώ παράλλη­ λα άρνήθηκε έπανειλημμένα νά τού αποδώσει τήν έλευθερία του. Κανείς δέν είναι ιδιοκτησία κανενός, κατά τήν άποψη τού δικαστηρίου. —Τέλος, ή κατηγορία τής ένάγουσας δτι οί δύο συνκληρονόμοι της ήταν άνήθικες γιατί ήταν άδύνατο νά πάει μιά γυναίκα μέ τόν είρηνοδίκη γιά άλλο λό­ γο, έκτος άπό τό συμφέρον, λόγω τής τερατομορ­ φίας του, δέν εύσταθεΐ, έφόσον έκείνη περίμενε οχτώ ολόκληρα χρόνια γιά νά παντρευτεί αυτό τό ’ίδιο τέ­ ρας, μέ μοναδικό σκοπό τό γάμο. 22

—1Τό δικαστήριο πιστεύει δτι δικαιολογημένα ο ειρη­ νοδίκης δέν τήν ανεχόταν. Γιατί μιά γυναίκα πού μπορεί νά είναι τόσο βάναυση καί άπάνθρωπη γιά τόν εαυτό της, στερώντας του τήν έλευθερία του και έπιβάλλοντάς του μιά ζωή τόσο έξευτελιστική, δπως έκανε ή ένάγουσα γιά λογαριασμό της, δέν μπορεί νά άπαιτεί τίποτα άπό κανόναν. Τό δικαστήριο δέν μπορεί νά τής προσφέρει τίποτα. “Ί η δικαιοσύνη γιά τόν έαυτύ μας τήν κερδίζομε μέσα άπό κείνη πού άπονέμομε στούς άλλους μέ αγάπη·”». Καίτό πιστέψατε σείς πώς ή άπόφαση πού σάς παρα­ θέτω, είναι άληθινή. Καλέ, πλάκα σάς κάνω. 'Ένα δικα­ στήριο άπό σερνικούς θά δικαίωνε ποτέ τό νεκρό, μ έ παρόμοια επιχειρήματα; Μά θά ’ταν ό θρίαμβος των ήθιύν μας καί τού κοινωνικού μας ήθους. Καί έπιπλέον θά ’ταν άπύ>λυτά δικαιωμένο καί τό συμπέρασμα πού έ­ κλεισε τήν υπόθεση: «Ό νεκρός δεδικαίωται». Γιά πάρτη μου, αυτή τήν τίμια, έγώ θά τήν κρεμούσα στό Σύνταγμα άπό τό βρακί της καί θά ζητούσα νά πε­ ράσουν νά τή φτύσουν δλες οι γυναίκες. Δέ συμφωνείτε! Τό ξέρω. Καί ξέρω καί γιατί. Άπό αισθήματα ένοχης. Όλο καί κάποια άδερφή σας, θεία, ξαδέρφη ή καί θυγατέρα θάφτηκε στό ιδιωτικό της γιο­ φύρι τής ’Άρτας. I \ά νά δικαιωθεί κοινωνικά συμβιώνοντας μ έ κάποιο αντίστοιχο τέρας - όχι μορφικά πάντα. 7 / γιά νά υψώσει πάνω στό μόχθο ολόκληρης τής νιόιης της τό διαμέρισμα προίκα. 7 /, περιμένοντας, σάν τήν κυρία είρηνοδίκου, όχταειίες ίόσπου ν ’ άξιωθεί νά πατήσει τό πόδι της στήν έκκλησία, μ έ λεμονανθούς στό κεφάλι καί τή μήτρα στε­ γνή πηγή, στερεμένη.

Τά γεννητικά μας όργανα είναι κουφά Πώς νά πείσεις, τώρα, αυτήν τή γυναίκα πώς δέν Ε­ χει ήθος. Καί που νά βρεθούν δικαστές πού θά την κατα­ δίκαζαν γιά την άπονα ία του. Τό καταλνμένο ήθος των γυναικών είναι έργο των σερνικών καί συμβαδίζει μέ τήν άπονσία ήθους, γενικά, στις άντροκοατούμενες κοι­ νωνίες. Θυμάμαι πόσο νέα ήμουν όταν τό άνακάλνψα. Ό τι τό σώμα μου είχε μιαν άλλη γλώσσα, όλότελα άσχετη καί ξένη ώς πρός τά αίσθήματά μου γιά τόν έξόριστο σύζυγό μου —τόν πρώτο— πού πίστευα πώς λάτρευα. «Τί θά π εϊ άγαπώ;» ρώτησα ένα βράδυ μιά συντροφιά νεαρών άντρόγυνων τής γενιάς μου. «Καί τί σχέση έχει τό αίσθημα μ έ τό κορμί μας;» ξαναρώτησα. «Ποιος είπε δτι μόνο ό άντρας είναι πολυγαμικός; ’Ε γώ λατρεύω τόν άντρα μου, άλλά επιθυμώ νά μέ πάρει οποιοσδήποτε στήν άγκαλιά τον. Τί θά γίνω; Πέστε μου!» 'Αλήθεια παρακαλοϋσα, μπροστά στή μεγάλη άποκάλυψη. ’Αλλά, ή παρέα μου ’κλείσε τήν πόρτα. Βέβαια γνώριζα δτι ο( τρεις άπό τις τέσσερις συζύγους είχαν εραστή καί σύζυγο. Τό γεγονός δτι τό κορμί μας είναι άνεύθννο καί κου­ φό καί πώς έχει σά μοναδική του γλώσσα συνεννόησης καί εκδήλωσης τους άδένες τον, αυτό ούτε νά το άκονσομε. Και ιδίως, μήν τό προφέρομε δυνατά, όχι τιάρα, τότε, τό ' I I, πού καμιά χώρα τής Ευρώπης, σοσιαλιστι­ κή καίμή, δέ δεχόταν τόν Ράιχ. Γιά νά... καταφνγει τε­ λικά στήν Αμερική πού θά ενημερωθεί μ έ τή σειρά της πώς, άλίμονό της, θά τής χαλάσει τό μαγαζί. Οί άμερικάνοι θά προσφέρουν στήν Ευρώπη, δ,τι δέν τόλμησε ή ίδια νά κάνει: Τό «φυσικό» θάνατο τού Ράιχ, άπό καρ­ διακή προσβολή, στή φυλακή πού τόν έχει κλείσει. Τό γεγονός δτι τό κορμί δέν είχε καν έναν τρόπο νά πληροφορηθεί δτι άπό κάποια στιγμή κι έπειτα (700 21

π.Χ.) γίνανε νόμοι πού άπαγόρευαν τή λειτουργία του καί τήν κατατάσσανε ατά ποινικά Αδικήματα, αυτό δέν επιτρέπεται νά τό σκέπτονται ούτε οί σερνικοί. Όσο γιά τίς γυναίκες! Αυτό δά έλειπε νά σκέπτονται αυτές οί κουφάλες! ΓΙαρντόν; Βρίσκετε άνάρμοστη τήν έκφραση; Μά τί λέτε! Είναι τό χαϊδευτικό δλων των άντρων, γιά τίς γυναίκες πού ισχυρίζονται πώς σκέπτονται. Αλήθεια, μάθαμε ποτέ πώς κάποιος άντρας, δια­ νοούμενος, έπιστήμονας, άγανάχτησε, διαμαρτυρήθηκε, ούρλιαζε, γιατί τόν ξευτέλισαν κουβαλώντας τον γδυμνό ατό άστυνομικό τμήμα, κατά τίς θαυμαστές εκείνες επι­ χειρήσεις, «έπαντοφώροι μοιχεία»; Τσιμουδιά δέν έβγα­ ζε κανείς. Καί νά δείτε πού έπαναστατονν τώρα. Τώρα πού ή μοιχεία, έπιτέλους, έπαψε ν ’ Αποτελεί ποινικό Αδίκημα. Φυσικά ή Αποποινικοποίησή της δέν έπαψε νά Αποτελεί λόγο διαζυγίου σέ ολόκληρο τό χριστιανικό κόσμο. Τόν ηθικότατο χριστιανικό κόσμο μας έννοονμε. Καί έπαναστατονν γιατί συνηθέστατα οί γυναίκες Θέ­ λουν καί χωρίζουν. Οί σερνικοί σ’ ένα μεγάλο ποσοστό εκπορνεύουν τή γυναίκα υποχρεών οντάς την νά μοι­ χεύεται κρυφά. Θέλετε νά Αποκτήσετε έναν άσπονδο εχθρό, άποκαλύψετε σ’ έναν παντρεμένο πώς τόν άπα­ τά ή γυναίκα του. Όχι πώς δέν τό γνωρίζει. Αλλά τόν υποχρεώνετε νά πάψει νά υποκρίνεται δτι τό άγνοεί καί δτι τό Ανέχεται. Διότι είναι άντρας καί δλα αυτά τά ά­ γρια! Πολλές φορές δέν τό Ανέχεται μόνο άπό άνάγκη γιά βόλεμα, άλλά καί άπό γνώση. Αλλά τό «Αντρικό» τον γόητρο τού Αποκλείει τήν ομολογία. Μήπως δέν ξέ­ ρει πώς τό Ανθρώπινο σώμα πλήττει; Καί πώς δέν είναι υπεύθυνο γιά τήν άνάγκη τον γιά άλλαγή; Χωρίς αυτό νά σημαίνει δτι παύει ν ’ αγαπά τό πρόσωπο πού μ ’ αυτό συμβκόνει. Αμέτρητες μικρές συνήθειες, μυρουδιές, έκψράσεις, Ανέσεις συνδέουν τά άτομα σέ μιά ζωή χρό­ νων. 7/ αίσθηση τού οικείου χοίρον πού συνδέεται μ έ

τήν οικογένεια είναι πολύ ευχάριστη. Ό γάμος είναι άπαράδεκτος. Μιά πλασματική κατάσταση πού τή χρη­ σιμοποιεί ή κυινιυνία με πολλές άλλες— γιά νά χτίσει τό ψέμα της. Οι σερνικοί βρέθηκαν αιχμάλωτοι αυτής τής σύμβασης πού τούς εξασφαλίζει χίλια δνό προνόμια καί κολακεύει τήν ηλίθια ματαιοδοξία τους. Λέν είναι τυχαίο τό δτι τό παγκόσμιο γυναικείο κίνη­ μα θεωρήθηκε άπό ένα σύγχρονο ιστορικό σάν τό μεγα ­ λύτερο γεγονός του αιώνα μας. Καί ποιου αιώνα! ()ί γυναίκες τά καταστρέφουν σήμερα όλα καί ελπίζω πώς θά φτάσουν, παρ’ όλες τις εκτροπές καί υπερβολές, στη μεγάλη κάθαρση. Ακριβώς γιατί άνακάλυφαν αυτή τήν άπατη, άρνοϋνται σήμερα κάθε συμβιβασμό. Καί Απαιτούν νά ονομάσει ή κοινωνία τά γεγονότα, τά δρώ­ μενα καί τά δεδομένα —τις κατακτημένες έπιστημονικές γνιόσεις—με τ ’ όνομά τους. Μέ λίγα λόγια, Απορρί­ πτουν τήν κατεστημένη ηθική πού τις υποχρεώνει νά εί­ ναι ουσιαστικά Ανήθικες. Χαρακτηριστικό είναι τούτο τό γεγονός πού Θά μπο­ ρούσε νά γίνει, σπαρταριστό μονόπρακτο. Φίλος μου ομοφυλόφιλος ζεί χρόνια παντρεμένος μ έ μιάν Ανυποψίαστη κοπελιά. ((’Α νυποψίαστη σεξουαλι­ κάν. Μέ τό πρόσωπο άτσάκιστυ άπό σπασμό. Ωραία καί νέα, αυστηρών άρχών, πού ’χαν καταχωνιάσει μέσα ατά έγκατα τον είναι της κάθε αυθορμητισμό επιθυμίας. Μόνο πού κάποτε, σέ μιά κρίσιμη καμπή, άνάμεσα τριάντα-τριάντα πέντε, καί δώδεκα χρόνια μετά τό γά­ μο της, θά τήν πάρει κάποιος άγκαλιά, ίσως τό ίδιο αθώος μέ κείνην, καί θά ξεχυθούν κρουνοί οίχαρές άπό τό κορμί της. Πέρα ά π ’ αυτή τήν συνειδητή ευτυχία καί τόσο άπροσδόκητη, θά συνειδητοποιήσει παράλληλα καί τήν πλημμελή εκτέλεση τών συζυγικών καθηκόντων άπό μέρους τού συζύγου της. Ό εραστής θά τής έξηγήσει τους λόγους. Ό τι δηλαδή ό άντρας της είναι ομοφυλόφι­ λος. Ή γυναίκα τών αύστηροτάτων άρχών εξηγεί στον 2(>

άντρα της ότι πρέπει νά χωρίσουν, δχι γιατί είναι ομο­ φυλόφιλος, αλλά γιατί άγαπάει τόν άλλον. Ό ομοφυλόφιλος έρχεται καί μ έ βρίσκει πανικόβλη­ τος. Δέ θέλει νά τή χάσει. Υποκρίνεται πώς τήν άγαπά, άκόμα καί σέ μένα δπως καί στόν εαυτό του. Στην ουσία είναι τό προσωπείο τον. Όχι τόσο τό κοινωνικό. Ή ομο­ φυλοφιλία τον είναι γνωστή στό περιβάλλον που δου­ λεύουν καί οί δνό. Τό δράμα όλων τών ομοφυλόφιλων είναι ή οίκογένειά τους. Αιπήν τρέμουν. Μέ ικετεύει, λοιπόν, νά τήν πι:ίσιο νά γυρίσει κοντά του. Τού ’κρυφά τόν ένθουσιασμό μου γιά τή συμπεριφορά καί τό ήθος της. Τού εξήγησα μόνο δτι κάθε παρόμοια προσπάθεια θά ’ναι μάταιη. Κανείς δέ θά τήν πείσει πιά ν ’ άλλάξει. τή θειά νά μού φωνάζει. «Δέ σού ’πα πώς θά ’χομε κόσμο καί πρέπει νά μαγερέψω;» «Καί ποιος είναι, θεία, ό άλλος κύριος στή φωτογραφία πού ’χεις άπάνω;» «Ό άλλος μου άντρας». «Καί γιατί, θεία, αύτουνού τού ’χεις μεγάλη φωτογρα­ φία, ολόχρυση γύρω γύρω;» «Γιατί αύτός ήτανε πλούσιος, μόνο χτύπα τ’ άσπράδι καλά καλά ν’ άφρίσει». 40

Και γίνηκε τό ασπράδι μιά σαπουνάδα καί περίχυσε τό παντεσπάνι, κρίμας τό γλυκό. Καί ξεδιπλώνει κάτι τραπεζομάντιλα σάν τά χιόνια καί κάτι ποτήρια ψιλά ψιλά γυαλιά, «πρόσεχε, μωρή, τις χε­ ρούκλες σου, μή μού σπάσεις κανένα». Στήν ώρα άπάνω χτυπά ή ξώπορτα. «Ποιος νά ’ναι, θειά;» «Τώρα θά δεις δυό άρχάγγελους! Τρέχα νά χτενιστείς, ώσπου ν’ άνοίξω». Καί τό δντις πάω στό άποθηκάκι δί­ πλα στήν κουζίνα πού ’χε ή θειά μου κι ένα κρεβατάκι γιά τόν επιστάτη της. Έδώ μού ’πε θά κοιμάσαι. Καί μού ’βάλε καί σεντόνια, ή μεγάλη καρδιά. Μά δέν έπρόλαβα νά κλείσω καί νά χτενίσω τίς πλεξούδες μου, γιατί φανή­ κανε στήν αυλή οί άρχάγγελοι τού Κυρίου στ’ άλήθεια καί φορτωμένοι σάν τούς μάγους μέ τά δώρα. Καί τί δέν έκουβαλούσανε! Κρασιά, κουραμάνες καί ζαχαρωτά. Καί ώς τ’ άκουμπούνε στό τραπέζι άγκαλιάζουνε τή θειά μου κι οί δυό. Καί νά φιλεΐ ό ένας τό λαιμό της κι ό άλλος στό στόμα, καί δώσ’ του χάχανα καί γουργουρίσματα. Δέν ή­ ξερα τί νά γενώ καί δίνω μιά τής πόρτας καί τήν κλείνω. «’Έλα, μωρή», άκούω τή φωνάρα τής θειάς, «έλα νά γνωρίσεις τούς άθρώπους», καί δίνει μιά τής πόρτας καί ι ήυ ανοίγει. «Άπό δώ ή άνιψιά μου τό Κυριακιό, τούτος ι ίναι ό Μάριο κι ό άλλος ό Άλφρέντο». «I Ιώς λέγεις;» ρωτά ό ένας... χαχαχά ή θειά. «Κυρίακιιι» ... «Μπράβο, μπράβο», φωνάζανε οί άρχάγγελοι κι ανακατώνανε μισά ελληνικά μισά άλαμπουρνέζικα. «Μίλα κακομοίρα, μίλα, χαιρέτα τούς άθρώπους...» μά ί (·.> ι ίχα καταπιεί τή φωνή μου. Ό ένας άνοίγει τό σκρί­ νια v./ί παίρνει άπό μέσα κάτι μικρά ποτηράκια, ολο «) ι»ΐΐ|ΐίόια, «τά ποτήρια μου τά λέγω». ’Ανοίγει κι ένα [ΐι.'ΐιιχάλι. «Νά πίνουμε εις υγείαν Κυριάκος» ...χαχαχά ή ό, ι-Α «Μπυυμπούνα, Κυριακιό»... καί νά γελούνε δλοι, μά ιι·'ί '.![«.< ι.( αιτία είχανε. «Πιές, μωρή, νά γελάσει τό χείλι Μ«. «ιί μά οέ θά δηλητηριαστείς». 41

«Καλό, έ, καλό», ρωτούσανε of αρχάγγελοι. Επιτέ­ λους καθίσαμε στό τραπέζι, μά τά φαγιά τής θειάς μου δέν τρωγόντουσαν. Καί τί δέν έκάνανε! Άκοΰς νά ρίχνου­ νε πιοτό άπάνω στό γλυκό καί νά τ’ άνάβουνε μέ σπίρτο νά παίρνει φωτιά. Κάτι άηδίες. Καί τίς τρώγανε σάν τρε­ λοί. «Καλό, ώραιότατον». Μά άφοϋ αυτοί ήτανε ευχαρι­ στημένοι, εγώ περίσσευα. Έ γώ έβλεπα τ’ άποφάγια καί μαραινόταν ή καρδιά μου. Νά θυμούμαι τό Κωστάκι μας καί τή Χαρίκλια, τό χτικιάρικο, καί νά θωρώ ένα δάχτυλο τό κρέας στό κόκα­ λο τής μπριτζόλας. Έ ε, καί νά μπορούνε νά τά μαζώνω καί νά τούς τά κρατώ σά θά πάω πίσω. Καί κεΐ πού τά σκεφτόμουν δλα τούτα, βλέπω τή χερούκλα τού ενός άρχάγγελου νά μ’ άγκαλιάζει καί μέ τήν άλλη νά μοϋ κολ­ λά στό στόμα τό ποτήρι μέ τό κρασί. Καί κοιτάζω τή θειά, γιά νά μέ βοηθήσει, τί θά κάμω γώ, όχι πέ μου. Μά τήν ί­ δια ώρα ό άλλος άρχάγγελος είχε χώσει τήν κεφάλα του στό ντεκολτέ τής θειάς μου καί φιλούσε άνάμεσα στά δυό βυζά. Kt ή θειά ή Έργίνη νά χαχανίζει καί νά τού χαί'δεύει τά μαλλιά πού ’τανε σγουρά καί λάμπανε ώσάν τό χρυσάφι. Φαίνεται πώς μού ξέφυγε ένα lit, γιατί τού δί­ νει ή θειά ένα μπατσάκι καί μού λέει, «μάζωξε, μωρέ Κυριακιό, τά πιάτα μέ τ’ άποφάγια νά μην τά ’χομε μπρο­ στά μας». Καί σηκώνομαι στή στιγμή κι άρχίζω νά μα­ ζώνω. Κι ώς έβαστοϋσα τή στοίβα τά πιάτα νιώθω τή χε­ ρούκλα τού ’Ιταλού νά μού πασπατεύει τά μπούτια. Πώς δέν έγκρεμίστηκα μέ τά πιάτα, ό θεός τό ξέρει. Πάω στήν κουζίνα κι άπό πίσω μου ό Άλφρέντο. Φαίνεται, όμως, πώς τόν έκοίταξα τόσο άγριεμένη πού μού λέει, «παρδόν, σινιορίνα, έγώ πάω ούρήσω», καί βγαίνει στήν αύλή πού ήταν ό άπόπατος. ’Αδειάζω τ’ άποφάγια, συγυρίζω τά πιάτα στό νεροχύτη καί γυρίζω στήν τραπεζαρία, άδεια! «Θεία», λέω, μπάς κι είχανε πάει στή σάλα, αλλά άκούω πατήματα άπάνω. Τρέχω άμέσως στό καμαράκι καί κλείνω τό σύρτη. 'Ως ξεκουμπώνω τό ώραΐο μου φό42

ρέμα, χτυπά ή πόρτα. «Κυριάκο, άνοίξτε παρακαλώ». Ξαυακουμπώνω τό φουστάνι μου καί κάθομαι στό κρεβά­ τι. Καί τώρα; Τί θά γενώ τώρα; «Άνοΐξτε, Κυριάκο, έγκώ πολύ σάς ήγαπώ», ξαναλέει απόξω ό αρχάγγελος καί όώσ’ του νά σπρώχνει τήν πόρ­ τα. Συχώρα με θέ μου, μ1αυτός δέν είναι αρχάγγελος, μά ό ίδιος ό βελζεβούλ. ’Ώχου, θεία μου, καί μέ παράτησες στά χέρια τώ θερίω. Καί τότε είδα τό μπαούλο. ’Ασήκω­ το, πανάθεμά το. Μά τού δίνω μιά καί τό κολλώ στήν πόρτα. ’Άνοιξε δά, κέρατά, άν έμπορεΐς. ’Άλλη πουτάνα στήν οικογένεια δέ χρειαζούμαστε. Μά δέν έγδύθηκα μό­ νο κουβαριάστηκα στήν άκρη τού κρεβατιού. Σιγά σιγά γίνηκε ήσυχία. 'Ωραία, λέω, έπήρε το άπόφαση. Καί κεϊ άπάνω άκούω τήν κραυγή τής θειάς μου ν’ άντιλαλεϊ στό σπίτι, «άάχ, πεθαίνω, πεθαίνω μάανα μου!» Σκοτώνει τη, ό άλλος άρχάγγελος, σκοτώνει τή θειά. θεία μου, θεία μου, καί τί νά κάνω πού άπόξω περιμένει ό άλλος βελζεβούλ. Πέφτω στά γόνατα μπροστά στό κρε­ βάτι. «θέ μου, λυπήσου μας δυό έρμες κι άπροστάτευτες γυ­ ναίκες! ’Άχ, μωρέ θειά, κρίμα στήν ομορφιά σου νά χαθεί άδικα! Καί τί τούς ήθελες έσύ τούς ’Ιταλούς πού ’ναι φο­ νιάδες καί μάς έκάμανε πόλεμο». Μά έγώ τής τό ’πα άπό νωρίς, σάν έβάναμε τά φαγιά στίς πιατέλες. «Δέν είναι ί/Οροί μας, θειά;» Καί μού λέει, «ό δήμαρχος μέ παρακάλι or επειδή ξέρω ξένες γλώσσες, νά τούς πώ νά βγάλουνε (11 άy άδεια άπό τήν κομαντατούρα γιά τήν Κοινότητα. Τί Οι , νά. κάνιυ; Γιά τό καλό τού χωριού μας τούς τραπεζώWill,.. Μ

I ., κακομοίρα, έχασες έσύ τή ζωή σου γιά τό χατήρι ">'* /ωριού! Φώτισέ με, θέ μου, φώτισέ με'Άγιε Φανούριε ·. ο κανί τό θαύμα σου, φανέρωσε ένα γείτονα, έναν άν0|'*·*»ο νά μέ σούσει γιατί θά μέ σκοτώσουνε καί μένα. Κι ·'■·> ] Ακούσιο; Τί θά πώ τό πρωί στούς χωροφυλάκους; 11■■■. ακόυσα τή θειά μου νά ξεψυχά καί γώ καθόμουνα 43

άμπαρωμένη; Καί γιατί άμπαρώθηκες, θά μέ ρωτήξουνε... Καί ξανακούω δεύτερη φωνάρα τής θειάς μου: «Άάχ, αχ ή κακομοίρα... καί πήρες τήν ψυχή μου αρ­ χάγγελε!» Εφτάψυχη ’σαι, θειά μου, καί δε βγαίνει ή ψυχούλα σου νά γλιτώσεις άπό τίς μαχαιριές, καί νά κάθομαι γώ κλεισμένη κι άσφαλισμένη. Καί νά κλαίω καί νά μοιρολογοΰμαι. Φαίνεται δμως πώς άπό τό κλάμα καί τό κρασί πού μέ βάλανε καί ήπια, ασυνήθιστη εγώ, βλέπεις, απο­ κοιμήθηκα. Ξημερωμένα πιά ακούω χτύπο στην πόρτα καί τη φω­ νή τής θειάς, «’Ακόμη κοιμάσαι, μωρή, ξύπνα νά πιούμε καφέ». Έκοκάλωσα! Έδά θά βγει ή ψυχή μου! Τραβώ στά γρήγορα τό μπαούλο, ανοίγω καί θωρώ μπροστά μου ολοζώντανη τή θειά τήν Έργίνη. Μιά κούκλα, μέ τόν κότσο λυμένο, τίς βυζάρες της νά ξεχειλίζουνε άπό τίς νταντέλες τής νυχτικιάς καί τά μάτια της ίδια ήλιοι. «Δέν έπέθανες. θειά;» «Γιατί, μωρή, θά πεθάνω, λέω πώς έκουζουλάθηκες». «Δέ, δέ σέ σκότωσε;» «Ποιος, μωρή;» «Ό ’Ιταλός». «Πότε;» «Τή νύχτα, μωρέ θειά, δέν έφώναζες πεθαίνω, τελειώ­ νω, άτιμε;» «’Άντε, καλέ, εγώ έχυνα», λέει, καί τράβηξε στην κου­ ζίνα νά ψήσει καφέ. *

*

*

Κι δτι άρχιζα νά συνηθίζω καί γώ, νά τρώγω τά παρά­ ξενα φαγιά καί νά γελά τό πικραμένο μου στόμα, νά ’σου 44

κι άριβάρει ό άδερφός μου ό Κωστής, «είπε, λέει, ή μάνα νά γυρίσεις άμέσως στό χωριό». «Γιατί, μωρέ, άρρωστη ’ναι;» «Όχι, μόνο νά ’ρθεΐς άμέσως, λέει, στό σπίτι μας». Έζεματίστηκα. «Πήγαινε», μοΰ λέει ή θειά, «καί σέ λίγες μέρες θά ’ρθω γώ νά σέ ξαναπάρω». Ώς έμπήκα στό σπίτι μέ πήρε ή μάνα μου άπό τά μού­ τρα. «Ή θειά σου κι άνε τήν πούνε πουτάνα δέν έχει νά χά­ σει πράμα. Γιατί τραγανίζει τό βιός δυό άντρώ πού ’θάψε. ’Αλλά έσένα, σκύλα, ποιος θά σέ πάρει, πού βούιξε τό χω­ ριό πώς έχεις άγαπητικό ’Ιταλό;» «Καί ποιος θά μέ πάρει άν δέν έχω άγαπητικό ’Ιταλό, δέ μού λές;» «Φωτιά νά σέ κάψει πού πας νά μού κάψεις τό σπίτι!» «Ό ’Ιταλός μ’ έκαψε ή τού λόγου σου; Εμένα ό ’Ιτα­ λός μ’ άγαπά καί θά μέ πάρει, γιατί δέν κατέχει πώς έχω άδερφή τό μπάσταρδο τού πεταλωτή... Νά μού πεις δμως αύτό τό κακορίζικο ποιος θά τό πάρει...» Καί γυρίζω καί τό θωρώ καθισμένο στό παραγώνι νά μάς θωρεΐ νά μαλλιοτραβιούμαστε, μέ τό στοματάκι 'του όλόστραβο, σάν κάθε φορά πού ’θελε νά κλάψει. ’Έρμη μάνα κι άν υπάρχει θεός ας μέ συχωρέσει καί μένα καί σένα τήν αμαρτωλή. Μά πού ν’ τόνε νά τού πώ, πώς άν ήμουνα κι εγώ θεός, μέ τούς πλούσους θά ’μουνα! Ό χι, κορόιδο είναι. Κατοχή ξεκατοχή, οσοι έχουνε νά φά­ νε αύτοί γκαστρώνουνται καί δέν έχουνε άμαρτία. Εμείς μέ ’Ιταλούς ή χωρίς, μόνο σάν πεθάνουμε άπό τήν πείνα δέν άμαρτάνομε... νΑς είναι, έγώ τό ’χα πάρει άπόφαση πώς στεφάνι δέ θά ’βανα άκόμη κι άν ήθελα κλειστώ σέ μοναστήρι. Καί δέν έμετάνιωσα γώ ποτέ πού μέ ξεπαρθέ­ νεψε ό ’Ιταλός, κι άς μή μέ πήρε. Τέτοιος αρχάγγελος! Καί νά στραβωθώ, άν άγάπησα άλλο σερνικό εκτός άπό τόν ’Αλφρέντο κι άπό τ’ άδερφάκι μου τόν Κωστή! Μάρτυς μου ό θεός! 45

Καί τελειώνει ό πόλεμος! Κι ήρθε ή ’ίδια ή βασίλισσα στά χωριά μας, έ θέ μου, δόξες! Καί γώ έθάρρουνα πώς δεν υπάρχουνε πιό μεγάλα πλούτη άπό τής θειάς μου τής Έργίνης. Καί κεΐ νά δεις άμάξα καί κεΐ κεράδες μέ μετα­ ξωτά καί καπέλα καί ή ίδια ή βασίλισσα, σάν τή σοβαντισμένη κούκλα, μέ τίς μπογιές πού φορούσε στη μούρη. Καί μπουκλάκι στό μπουκλάκι ή κεφαλή της, ένα θαύ­ μα, ίδια μαξελαράκι τού καναπέ. Κι έκράτει στήν άγκαλιά της μιάν άσπρη γούνα, σγουρή ώσάν τήν κεφαλή της. Μά δέν ήτανε αύτή γούνα, μόνο σκύλος. Καί μάς έμαζώξανε στήν πλατεία καί είπε ένας γαλονάς, σάν τόν Άλφρέντο μου, πώς ή βασίλισσά μας θά πάρει δλα τά ορφανά τού πολέμου νά τά σπουδάξει, μαμές τά θηλυκά, ναυτικούς τά σερνικά. Έχτός τά πιό αδύνατα, αν δέν έκάνανε γιά τή θάλασσα, ήθελα τά κάμουν ταχυδρομικούς. Καί πήρανε αμέσως τόν Κο^τή μας καί τού δώσανε στολή καί κασκέ­ το σάν τούς άξιωματικούς. Μά τό Χαρικλιό μας όχι γιατί, σού λέει ό Πρόεδρος τής Κοινότητας, αύτό δέν είναι όρφανό μά όθονας. «Πώς θά στείλω γώ στη βασίλισσα πιστοποιητικό», μού λέει, «νά γράφει πώς γίνουνται τέτοια άνήθικα πρά­ ματα στό χωριό μας;» Έ , τέτοια άδικία δέν τή θέλει ούτε ό θεός. Καί κάθομαι καί τής γράφω μοναχή μου ένα γράμμα: Κνρία Βασίλισσα, Εϊμεθα καλά τό αύτό έπιθυμοϋμε καί γιά σάς. Τυγ­ χάνω μία όρφανή καί ή μήτηρ μου μία χήρα καί έχω καί έναν άδερφό. Μάς έτυχε δμως μία μεγάλη ατυχία. Διότι ή μήτηρ μου, άγια γυναίκα, τής συνέβη τούτο τό άτύχημα καί έγέννησε τρία χρόνια μετά τό θάνατο τού μακαρίτη τού κυρίου της. Καί τώρα έχομε ένα κο­ ριτσάκι όθονα. Τό λένε Χαρίκλια. Καί τώρα ό πρόε­ δρος δέν μάς άψήνει νά τό βάλομε στή σχολή των μαμήδων, διότι, λέει, θά σάς κακοφανεί πώς τό χωριό 46

μας είναι άνήθικο. Μά άφοϋ γεννήθηκε, βασίλιοσά μου, τί νά τό κάνουμε; Νά τό σκοτώσομε; Ό ,τι μάς πείτε θά τό κάνομε. Καί σάς χαιρετώ, ή άδερψή της ή Κυριακιό τον Κατσούλη έκ Νιοχώρι. Καί τό ’κάμε ό θεός τό θαύμα του, άφοϋ τού τό ζητήξανε οί πλούσοι, βλέπεις. Καί ήρθε στό χωριό χαρτί από τό παλάτι πώς καί τά παιδιά πού είναι δθονες, κι αυτά ορφα­ νά λογιούνται καί γι’ αύτό νά μπει στις μαμήδες καί ή Χαρίκλια μας. Καί τό πήρανε τό κορίτσι μας καί τό κλεί­ σανε στό σχολειό, γιά τρία χρόνια. Καί ξεγνοιάσαμε άπό δυό στόματα... Μά εγώ; Τίντα ’θελα γενώ, ή άμοιρη! Καί έρχεται ξανά ό σωτήρας μου ή θειά ή Έργίνη, πού νά ’ναι πούπουλο ή γή πού τή σκεπάζει. «’Έλα, μωρή, νά σε πά­ ρω στήν Αθήνα, πού ’χω φίλους βουλευτάδες νά σε τρυπώξομε σε καμιά δουλειά. Κι άμέπος άμέργον. Ή μάνα μου μού καταριότανε, «μά ήσύχασε», τής λέω, «γιατί καί τά δυό μας παιδιά έκεΐ ’ναι καί θά ’χω τήν έγνοια τους». Κάθε μέρα ερχότανε στής θειάς ένας σπουδαίος δικηγό­ ρος κι ώς έμπαινε στό διαμέρισμα ξεκούμπωνε τό παντε­ λόνι του καί πέταγε δξω τήν παντέρμη του, πού τέτοια μεγάλη δέ θά ξαναγίνηκε. Καί κυνηγούσε τή θειά μου γύ­ ρω γύρω στό τραπέζι, κι αύτή τού ’παίζε παιχνίδια, «σέ βαρέθηκα, μωρέ, δέ σέ άντέχω άλλο...» καί δώσ’ του γέ­ λια καί τρεχαλητά, ώσπου τήν έπλάκωνε δπου τήν έπρόφταινε καί πολλές φορές άπάνω στό τραπέζι, θέ μου συχώρεσέ με, πού τρώγαμε ψωμί. Μά έβάναμε όμως τραπεζομάντιλο. Αύτός μού ’φερε μιά μέρα τό χαρτί πώς μέ διορίσανε στό υπουργείο καθαρίστρια. Κλάμα έγώ ώς είδα τό χαρτί, σά νά ’χα λείψανο μπροστά μου. «Νά κα­ ταντήσω δούλα, μωρέ θειά, νά μέ δει καί κανείς χωρια­ νός, νά τό μάθει ολο τό χωριό!» «Σκάσε, μωρή, καί σκούπισε τίς μύξες σου, μήν ξερά­ σω! Μέ τό χαρτί τού δημοτικού, βουλευτή θά σέ κάμουνε; Καί καθαρίστρια, πολύ σού πέφτει...» 47

’Αλλά κλάμα έγώ καί συρομάδημα, τόν έκατάφερε ή άρχοντογυναίκα καί με βάλανε σέ γραφείο, υπάλληλος υπουργείου, ν’ άναπάψει ό θεός τήν κορμάρα της. Καί ξαναγενυήθηκα, πού λένε. Ποιος σέ ξέρει στην ’Αθήνα, πού ούτε τ’ δνομα τού χωριού μου δέν είχανε πο­ τέ ακουστά οί ’Αθηναίοι! ’Απάνω στήν ώρα περάσανε καί τά δυό χρόνια καί βγήκε ό Κωστής μας άπό τή σχολή, κοτζάμ ταχυδρομικός διανομεύς. Έ γώ είχα νοικιασμένο ένα πλυσταριό, στήν ταράτσα ενός παλιού σπιτιού. 'Ένα καμαράκι πού χωρούσε ίσα ίσα τό σομιέ πού μού ’δώσε ή θειά καί τό μπαούλο πού κου­ βάλησα άπό τό χωριό, μέ τήν προίκα μου. Τήν γκαζέρα πού μαγέρευα τήν είχα απόξω στό ταρατσάκι, γιατί δέν έχωρούσε μέσα. Τή σκέπαζα μέ μιά λαμαρίνα νά μή βρέ­ χεται. Χειμώνα ή καλοκαίρι, μέ ήλιο ή παγωνιά, εκεί μα­ γέρευα γώ άμα σχολούσα άπό τό ύπουργεϊο. Είχα δέν εί­ χα έπήρα καί τόν Κωστή στό πλυσταριό καί μέναμε μαζί. Γιά νά φάμε, άνοίγαμε τήν πόρτα καί τρώγαμε καθι­ σμένοι στήν άκρη τού σομιέ. Γιά νά μή λερωθεί ή άνάπλα πού σκεπαζόμαστε, στρώναμε άπάνω μιά εφημερίδα. Γιατί δέν έχωρούσαμε νά μπούμε πιό μέσα. Κι άμα ήτανε νά κοιμηθούμε, έβγάναμε τά παπούτσα μας, άνεβαίναμε άπάνω στό σομιέ, τραβούσαμε τήν πόρτα, βάζαμε τό μάνταλο καί πέφταμε στά ρούχα. Ή Χαρίκλια μας ήτανε τυχερή, βλέπεις. Ζούσε στή σχολή, τσάμπα ύπνο, συσσίτιο. Κοιμότανε μέ οχτώ άλλες κοπέλες σ’ ένα θάλαμο. Καί μιά φορά τή βδομάδα, πού είχε εξόδου, ερχότανε στό πλυσταριό καί τά λέγαμε. «Μά πώς χωράτε νά κοιμάστε καί οί δυό δώ μέσα;», μέ ρώτησε σάν ήρθε κι ό Κωστής νά μείνει μαζί μου. «Χωρούμε δέ χωρούμε, εδώ θά κάτσομε ώσπου ν’ άγοράσω δικό μου σπίτι. Θά φυλάμε καί τά μισθά τού Κωστή καί θά κάμω τό σκατό μου κουβάρι, μά έγώ θά πάρω σπίτι γιά νά παντρευτώ. Καί κάτεχέ το, τό ίδιο θά 48

κάνεις καί τοϋ λόγου σου, μόλις θά τελειώσεις καί θά σέ πάρουνε στό μειευτήριο, άκοϋς;» «Ποιος θά μέ πάρει εμένα!» «Ποιος θά σέ πάρει; Ό καλύτερος! Έδώ δέν είναι τό χωριό καί οί ρουφιάνοι. ’Άκου ποιος θά τήν πάρει! Πό­ σες μεσοκόμες δέν τίς έρωτεύουνται γιατροί καί τίς παντρεύουνται. Κάμε σύ ένα σπίτι, νά ’χεις τήν προίκα σου, καί θά δεις πώς θά βρεθεί κι ό γαμπρός». Καί τό δντις. Σάν έδιορίστηκε, άρχισε τό κοριτσάκι μας νά ξεθαρρεύει. ’Έβανε δλο της τό μισθό στό ταμιευτή­ ριο. Ούτε λοϋσα, ούτε άγαπητικούς, τίποτα. Άπό τά μπουρμπουάρ έκρατοϋσε μόνο τά ναύλα της γιά νά ’ρχεται νά μάς βλέπει. Καί στό νοσοκομείο τήν είχανε, σού λέει, γιά παράδειγμα, τέτοια σοβαρότητα. Καί νά δεις πού πές πές έμαθε, τό έρμο, καί νά χαμογελά. «Πρέπει», τής έλεγε ή προϊσταμένη, «νά χαμογελάς σάν παίρνεις τό βρέφος καί τό πάς στή μητέρα του, νά χαμογελάς». Καί πέντε χρόνια πιό ύ'στερα πήρε καί προαγωγή καί τήν έβάλανε στό χειρουργείο. Κι αν δέν έπλυνε κώλους καί καθίκια τό έρμο, κι αίματα, κι άπλυτες γυναίκες! Μά πάνε, μωρέ, νά ξεγεννήσουνε καί δέ βράζουνε μιά κατσαρόλα νερό νά πλύνουνε τό πράμα τους; Μά τώρα πάνε αυτά, γιατί έβγαινε άπό τό χειρουργείο κι έλεγε στόν πατέρα, «νά σάς ζήσει ό γιός». Καί τσέπωνε ολόκληρο κατοστάρι­ κο. Πολλές φορές καί δυό. Έ , στά κορίτσια τής δίνανε κανένα πενηντάρικο. Δεκάξι χρόνια ζήσαμε μέ τόν Κωστή στό πλυσταριό, εκτός άπό τά δυό πού ’κάμε φαντάρος. Κι άξιώθηκα έπιτέλους κι αγόρασα τό διαμέρισμα. Δυάρι, αλλά μεγάλο, σαράντα τετραγωνικά διαμπερές, ισόγειο, κι έτσι είχαμε κι αυλή. Έβάλαμε βέβαια καί γραμμάτια, γιατί δέν έφτάνανε τά λεφτά. ’Άσε πού δέν είχαμε καρέκλα νά κάτσομε. «Μάλιστα, σαλόνι θά παραγγείλω, δ,τι καί νά λές», εί­ πα τοϋ Κωστή. «Έγώ θά κάμω σπίτι, δχι σταϋλο». Καί ι

49

παράγγειλα κόκκινο σαλόνι, στόφα μέ καναπέ γόνδολα, δυό πολυθρόνες καί τραπεζάκι. Έπήρα καί δυό τασάκια μουράνο. Καί ατό βάθος ή κρεβατοκάμαρα, μέ δυό κρε­ βάτια ξύλινα. Μά έμεΐς έχαμε συνηθίσει καί τίς πιό πολ­ λές φορές κοιμούμαστε στό ένα μέ τόν Κωστή. Πέντε χρό­ νια κάναμε νά βγάλομε τά γραμμάτια άπό πάνω μας. Κείνο τό καλοκαίρι μου λέει ό αδερφός μου, «άφοΰ δέν Ε­ χομε πιά γραμμάτια, νά κατεβοϋμε στό χωριό σάν πά­ ρουμε την άδειά μας». Αυτός κατέβαινε πότε πότε κι Ε­ βλεπε τή μάνα μας. Έ γώ δέν είχα ξαναπάει. Είχαμε ό­ μως συμφωνήσει τά τρία αδέρφια καί τής στέλναμε άπό 150 δραχμές ό καθένας μας τό μήνα καί ζοΰσε, σου λέει, «σά βασίλισσα». «Δέν κατεβαίνω γώ στό χωριό», του λέω, «μόνο, πα­ ράτα με». «Γιατί;» «Γιατί θέλω άμα ξαναπάω στό χωριό νά ’χω ενα μαύρο παλτό μέ γούνινο γιακά καί Ενα άσπρο σκυλάκι νά τό τραβώ άπό μιάν άλυσίδα! Γιατί τρελάθη­ κα; Γιατί, σέ παρακαλώ; Αυτά πού περάσαμε τελειώσανε μιά γιά πάντα. Τώρα είμαι καί γώ κυρία. Κοτζάμ ύπάλληλος στό υπουργείο μέ δικό μου διαμέρισμα καί Επιπλα. Καί θέλω νά σκάσουνε οί χωριανές άμα θά μέ ξαναδούνε». Κείνο τό καλοκαίρι γίνηκε ή Χαρίκλια μας προϊσταμένη στό μειευτήριο. Πρώτη φορά πού γελούσε δμορφα χω ­ ρίς νά στραβώνει τό στόμα της σάν ήρθε νά μάς τό πει. Καί κρατούσε καί τρία γαλατομπούρεκα. «Έ, μήν πάρουνε τά μυαλά σου άέρα καί άρχίσεις τίς σπατάλες», τή μάλωσα. Καί πώς τό κάνουνε Ετσι, δλες οί άριστοκράτισσες πού γεννούνε στό μειευτήριο; Άκου, νά δίνουνε λεφτά ν’ άγοράζουνε καί λουλούδια! Μήστητί μου, Κύριε! «Έλα, δέν τ’ άγόρασα, μιά κυρία πού γέννησε καί τής φέρανε πολλά γλυκά μού τά χάρισε». Κι άν δέν έφάγαμε γλυκά άπό κεί κι ύστερα. Καί τό κρέας μας κάθε Κυριακή, πολλές φορές καί μεσοβδόμαδα. Μά δέ μού ’κάνε καρδιά 50

νά μή φάει κι ή Χαρίκλια. «Μά στά καλά σου είσαι πώς θά σηκωθείς μ’ αυτήν τή βροχή νά πάς στό μειευτήριο;» Ό Κωστής είχε γίνει πολύ αυστηρός καί δέν τ’ άρεσε νά βγαίνω τ’ άπογέματα άπό τό σπίτι, ακόμη κι αν έπήγαινα στής Χαρίκλιας μας. ’Αλλά μένα μ’ άρεσε νά πηγαίνω νά καθόμαστε νά τά λέμε οί δυό μας. Γιατί τώρα πιά δέν έκοιμότανε στό νοσοκομείο, αλλά σάν προϊσταμένη πού γίνηκε τής δώσανε ένα δωμάτιο στό διπλανό διώροφο πού μένανε κι οι άλλες προϊσταμένες. Παλιό βέβαια ήτανε, μά είναι άλλο πράμα νά ’χεις τό κλειδί σου νά μπαί­ νεις καί νά βγαίνεις σάν κυρία. Μέ δυό κρεβάτια, γιατί τό μοιραζόταν μέ μιά συνάδελφο, λαβουμάνο, μιά κρεμά­ στρα γιά τά ρούχα της ή κάθε μιά καί στό διάδρομο τό αποχωρητήριο γιά δλες τίς προϊσταμένες. Οί άλλες παρα­ πονιόντουσαν πώς τό πάτωμα ήτανε φαγωμένο καί δέν είχανε ένα ντούζ καί μαζωχτήκανε όλες νά κάμουνε τά παράπονά τους στή διεύθυνση. Μά ή Χαρίκλια μας δέν έπήγε αυτή. «Δέν έχω γώ παράπονο, μέ τόσα λεφτά πού μάς δίνουνε καί μέ τά μπουρμπουάρ έχω άλλο τόσο μισθό σχεδόν καί θά παραπονιούμαι κιόλας;» 'Ένα άπόγεμα πού τής πήγα λαχανοντολμάδες, τή βρήκα μέ τή συνάδελφό της πού ’κλαιγε μαύρο δάκρυ. «Τήν κακομοίρα», μού ’πε ή Χαρίκλια μας σάν έφυγε ή άλλη, «δεκαπέντε χρόνια τήν είχε ένας, άπό γιατρουδάκι, καί τώρα παντρεύεται. Μέ άλλη βέβαια!» «Τίς βλέπεις; κανείς δέν τίς παίρνει. Όλοι προίκα θέ­ λουνε. Τούς τρώνε τά καλύτερά τους χρόνια κι ύστερα...» Δίκιο είχε... «Μά νά, εγώ λέω πώς εσύ πού ’σαι σοβα­ ρή καί σ’ έχουν δλοι γιά σπουδαίο κορίτσι, μπορεί καί νά παντρευόσουνα ένα γιατρό, άν τόν είχες άγαπητικό». «Έγώ άγαπητικό; Δέ θά μέ ξευτελίσει μένα κανείς, μόνο ξέρε το!» «Μά σκέφτεσαι, μωρή Χαρίκλια, νά σ’ έπαιρνε ένας γιατρός καί νά πήγαινες στό χωριό, νά σέ δούνε, νά σκά­ 51

σουνε οί γκιόσες, τά βρωμοστόματα! Έ καί νά ’μουνα γώ στη θέση σου». «Έγώ, Κυριακιό, αν δέ φτιάξω ένα σπίτι, άντρα δέν κοιτάζω. "Αμα θά ’χω καί γώ τήν προίκα μου, νά δεις πώς θά βρεθεί κι ό γαμπρός. Κι ας μήν είναι γιατρός. Μπορεί νά ’ναι καί δικηγόρος ή άξιωματικός». Ό χι πού θά τό πώ, μά αυτό τό κορίτσι είχε μυαλό καί τιμιότητα. Ό πω ς τό ’πε καί τό ’κάνε. Τό σπίτι, λέω. Καί τί σπίτι! Παλάτι έκανε ή Χαρίκλια μας. Έδούλεψε τό έρ­ μο τριάντα ολόκληρα χρόνια, σέ τέτοια δουλειά! Χτικιό! ’Ασπρίσανε τά μαλλάκια της καί πέσανε κιόλας, μιά χουφτίτσα άπομείνανε. «’Από τήν κούραση, μάλιστα, άπό τήν κούραση, κακορίζικο». «Έ», μου ’λεγε μαλακά μα­ λακά, σάν πάντα, «μεγάλωσα κιόλας!» «Ούτε νά τό ξαναπείς! Κοριτσάκι φαίνεσαι». Κι άμα άγόρασε τό σπίτι στ1 άλήθεια ξανάνιωσε. Καί πώς τό στόλισε καί πώς τό πίπλωσε! Μόνο ατούς σινεμάδες τό ’χω δει. Τεσσάρι, κοντά ατό μειευτήριο, εδώ ’ναι ή δουλειά μου, σοϋ λέει. Σέ αρι­ στοκρατικό δρόμο. Ό χ ι σάν τό δικό μου, πού κάθε φορά πού κατουρεί ή διπλανή μας ξυπνούμε άπό τίς κλανιές της... Στήν άρχή τήν έπήγα στή γειτονιά μου σ’ ένα μα­ γαζί «’Επιπλοποιία ή Πολυτέλεια». Ό άνθρωπος σκοτώ­ θηκε νά τού κάνομε παραγγελιά. Τίποτα αυτή. «Έγώ ρώτησα», μοΰ λέει, «μιά πελάτισσα πού μέ κάλεσε σπίτι της νά τή μάθω νά περιποιείται τό μωρό της καί μοϋ ’δώσε τή διεύθυνση πού κάνει, σοϋ λέει, δλη ή άριστοκρατία τά έπιπλά της». Καί κεϊ νά δεις σκαλιστούς μπουφέδες καί πολυθρόνες, εκεί κρύσταλλα πού στραφταλίζανε. Καί πού νά δεις, μωρέ μάνα, κακομοίρα, τήν κρε­ βατοκάμαρα τής Χαρίκλιας μας. Μ’ ένα κρεβάτι σάν τήν πλατεία τού χωριού μας, μά τό σταυρό πού σού κάνω. Κι δλο σκαλισμένο κι αυτό, απάνω καί κάτω. Καί τί κομοδί­ να καί μιά τουαλέτα πού πιάνει δλο τόν τοίχο. Αύτός τής έστειλε άλλο τεχνίτη γιά τήν κουζίνα καί γέμισε τούς τοί­ χους κρεμαστά ντουλάπια. "Ως καί τά κουρτινάκια 52

άσπροκόκκινα τής τά ’φερε έτοιμα. Ό Κωστής μας δεν τό πίστευε. Μά ή Χαρίκλια λέει, «νά μην έρθει ό Κωστής πρίν νά τελειώσει δλο, νά κρεμά­ σομε καί τόν πολυέλαιο». Καί πήγαμε σέ μιά έκθεση, πέ­ ρα στή Μεσογείων. Νά σοϋ φύγει τό μυαλό. Μά έμένα ’πόμεινε τό μάτι μου σ’ ένα χρωματιστό πολυέλαιο, ίδια ζωγραφιά. Καί τήν ϊδια ώρα μοΰ λέει ή Χαρίκλια «αυ­ τόν», καί μοΰ δείχνει τόν ’ίδιο. Δέ λέω πώς υπάρχει ώραιότερος πολυέλαιος σ’ όλη τήν Αθήνα... δχι, γιά νά καταλάβεις πού σοϋ λέω. Δυό άγγελάκια κρατούνε κι άπό ένα φώς άπάνω στίς φτεροϋγες τους. Τό κάθε άγγελάκι μ’ άλλο χρώμα ντυμένο, θέ μου, άλλο ρόζ, άλλο θαλασσί, μώβ. Σκέψου δά έξι φώτα, δηλαδή δώδεκα άγγελάκια χρωματιστά καί μόνο τίς φτεροϋγες τίς έχουνε δλα σορτί, άσπρες. Σάν είδε ό έμπορας πώς κολλήσανε τά μάτια μας άπά­ νω του, «γιατί, δεσποινίς, δέν κοιτάτε καί τούς άλλους. Αύτός είναι ό άκριβότερός μας». «Πόσο άκριβός;» ρωτά ή Χαρίκλια μας. «Αύτόν», λέει, «άν πάτε στήν Πατησίων θά τόν πληρώ­ σετε πενήντα. Έδώ, έπειδής είμαστε έργοστάσιο, θά τόν πάρετε μόνο τριάντα χιλιάδες». ’Έ, θέ μου, πώς ήθελε νά ’ρθει ώρα νά ’μαστέ καί μεΐς σάν δλες τίς κυρίες. Καί άνοίγει ή Χαρίκλια τό πορτοφόλι της κι άρχίζει καί μετράει καί μετράει, «αύτόν θά μού στείλετε», λέει, «στήν οδός τάδε». Καί νά ύποκλίσεις αύ­ τός, καί νά χαιρετοϋρες!... Κι είχαμε τόσο γυαλισμένο τό παρκέ στή σαλοτραπε­ ζαρία πού καθρεφτιζότανε μέσα ό πολυέλαιος. Έξέχασα νά σοϋ πώ πώς έπήραμε καί μεταξωτό κλινοσκέπασμα, καναρίνι, γιά τήν κρεβάτα. Καί σέ κάθε κομοδίνο άπό ένα άμπαζούρ νταντελένιο. Άμέ τό μπάνιο; Όλο φιστικί, πλακάκια, μπανιέρες, άπόπατος κι άπό τ’ άλλο, κειονά πού πλύνουνε τόν κώλο τους, πού ντρεπόσουνα νά μπεις μέσα νά κατουρήσεις. 53

Τίγκα οι μπουφέδες ποτήρια, άλλα φλιτζάνια γιά τόν καφέ, άλλα γιά τό τσάι καί δυό άσημένιες πιατέλες. «Πού τά ’μαθές τόσα πράματα, Χαρικλιό! Έσύ ’σαι πιά άληθινή άριστοκράτισσα. Καί τούτο νά, τό μικρό δωμάτιο, πα­ ραδίπλα άπό τήν κρεβατοκάμαρη, τί θά τό κάνεις;» «Αυ­ τό τό ’χουνε γιά δωμάτιο τού παιδιού... Μόνο πάμε στήν κουζίνα νά ψήσομε καφέ...», ώχου, ώχου, ομορφιά τά φραμπαλαδάκια στά κουρτινάκια καί σορτί τραπεζομάν­ τιλο καί μαξελαράκια στίς καρέκλες. Καί κάτω κόκκινα τά πλακάκια καί νά λάμπουνε ίδια καθρέφτες. ’Άλλα φλιτζάνια δώ, άλλα ποτήρια, τά πρόχειρα, γιά κάθε μέρα, βέβαια. Καί βάνει ένα μπρίκι ίδια άσημένιο. Άπό ώρα σέ ώρα περιμέναμε τόν Κωστή πού ’λείπε στό χωριό, γιατί ’ταν άρρωστη ή μάνα μας κι έφυγε δυό μέρες πρίν τά τελειώσομε δλα. Αυτός κι άν είναι πού σάν έμπήκε μέσα δέν έπίστευε στά μάτια του. «Μά παλάτι έκανες, μωρή;» Τό στόμα τής Χαρικλιώς έστράβωνε χαρούμενο. «Αύτό, τέτοιο σπίτι θέλει γαμπρό βαρβάτο», έλεγε καί ξανάλεγε ό Κωστής μας, άπό τό ’να δωμάτιο στ’ άλλο. Στήν κρεβατοκάμαρη σταμάτησε ξερός. «Έδώ ’ναι, δά, σάν έκθεση πού βλέπομε άπό τίς βιτρίνες... έμά κρεβάτα, έδώ κοιμάσαι;» «Όχι! Δέν μπορώ, μωρέ Κωστή, νά τό συνηθίσω. ’Έρ­ χομαι κάθε άπόγεμα, τό ξεσκονίζω, γυαλίζω τίς πατημα­ σιές στό παρκέ καί γυρίζω στό δωμάτιο τού μαιευτηρίου. Δέν κάνω δώ μέσα... άκόμη». Κείνη τή στιγμή είδα τή βέρα στό δαχτύλι τού Κωστή. «Τί ’ναι αύτό; ’Αρραβώνα φορείς;» Ό Κωστής έσκυψε τό κεφάλι κίτρινος σάν τό λεμόνι. «Λέγε», τού φώναξα, «λέγε, σκύλε, νά μή σέ σκοτώσω», καί τόν άρπάζω άπό τά πέτα... «Ή μάνα, ή μάνα... δέ θά βγει λέει ή ψυχή της, κι άνέ βγει δέ θά ήσυχάσει, πού σάς έκαψε καί δέν παντρευτήκατε... μόνο νά δει ένα έγγόνι κι άς είναι άπό μένα...» «Άπό σένα; Καί μένα δέν, τόσα χρόνια πού...» 54

«Σταμάτα, σταμάτα σου λέω. Βοά τό χωριό γιά μάς, τό ξέρεις; Καταλαβαίνεις;» «Καί δέν έβοούσε, μωρέ άπιστε, τοσανά χρόνια; Έδά σέ πήρε ή ντροπή...» «Τί ’θελες νά κάνω, έ; ’Έτσι καί φύγεις, μού ’πε ή μά­ να, καί δέν τήν άρραβωνιαστεϊς, ώς νά βγεις στήν πόρτα έγώ θά κρεμαστώ, μόνο νά τό κατέχεις... άλλη ντροπή δέ μέ χωρά εμένα κι άς είμαι άμαρτωλή, μού λέει ή μαύρη». «Καί μέ χωρά έμένα; Ό χι νά μοϋ πεις, έγώ πού θά χωρέσω τώρα πού γέρασα, νά ’πομείνω έρημη. Καί χαθήκανε τριάντα χρόνια πού δέ μ’ άφηνες νά κοιτάξω άλ­ λον... καί γώ...» Μού ’κλείσε τό στόμα μέ τό χέρι του καί μού γύρισε τήν κεφαλή νά δώ... Ή Χαρίκλια μας έκλαιγε διπλωμένη πάνω στό μεταξωτό κλινοσκέπασμα. * *

*

Ή Χαρίκλια άφησε τό δωμάτιο τού μειευτηρίου κι ήρθε καί ζούσαμε μαζί στό δικό μου σπίτι. Κάθε Σάββατο πη­ γαίναμε στό διαμέρισμά της, τό αερίζαμε, γυαλίζαμε τά πλακάκια καί τό παρκέ, ψήναμε τόν καφέ στό γυαλιστερό μπρίκι, τόν πίναμε κι ύστερα γυρίζαμε στό σπίτι μου νά κοιμηθούμε. ’Α θήνα, 2 2 τον Φλεβάρη ’82

55

ΘΡΟΝΟΣ - ΑΝΉΚΑ, χαρίζεται εις ρέκτην..

Μάλιστα, κύριε πρόεδρε. Τεό Ταδούλης. Μάλιστα, κύριε πρόεδρε, τή σκότωσα. Τό έχω ήδη ομολογήσει. Νά εχω μετανιώσει; Καί τούτη τή στιγμή αν έκανε τό άστεϊο νά άναστηθει θά τήν ξανασκότωνα. Δεν ξέρω αν τή μισούσα τόσο. ’Άς πούμε δτι τή μισούσα, αλλά δχι δσο δφειλα, δσο αξίζει μιά άνθρώπινη ζωή. Ή δική μου ζωή. Φυσικά. Γιά νά ξαναπαντρευτώ; Έχετε χιούμορ, κύριε πρόεδρε. Φαντάζεστε πώς δεν ήξερα τίς συνέπειες τής πράξης μου; ’Αφού κάλεσα μόνος μου τή χωροφυλακή. Τό ξέρετε ή δχ1’ Πώς ύπολόγιζα στήν έπιείκεια; Μά γελάω, κύριε πρόεδρε, γιατί κανείς σας —εννοώ από τό δικαστήριο— δέ θά μπορούσε νά μέ γλιτώσει. Τό μόνο πού μ’ ενδιεφερε ήταν νά σάς έξασφαλίσω σωστά κριτήρια. ’Ακριβώς! Μέ τό νά πραγματοποιήσω τό φόνο 'Απλούστατα! Μπορούσα νά είμαι αθώος ΙΙώς νά γλίτωνα; ’Αφού εκείνη τό είχε άποφασίσει. ’Ά! ήταν άδύνατο νά ξεφύγεις άπό κάτι πού άποφάσιζε καί προγραμμάτιζε ή Τζένη. Ό χι, δχι, δέν παραλογίζομαι. Διαφύλαξα απλά τόν εαυτό μου! 59

Ψάχνω γιά έλαφρυντικά; ΓΙοΰ νά τά βρώ; ’Ασφαλώς κι έζησα σάν έντιμος πολίτης έξήντα τρία ολόκληρα χρόνια! Μέ συγχωρεΐτε, κύριε πρόεδρε, άλλά ποτέ δεν παρα­ δέχτηκα τίς χαριστικές σας έτυμηγορίες «περί προτέρου εντίμου βίου». Μέ τό φόνο που έκανα καταργώ αυτόματα τόν πρότερον έντιμο βίο μου Μά δέν είστε σέ θέση νά ξέρετε πόσον καιρό, πόσους χρόνους σκότωνα τίς νύχτες, κρυφά, άπεγνωσμένα Ό χι εκείνη πάντα. ’Από πρίν τή γνωρίσω... Καί βέβαια άγαποϋσα τή γυναίκα μου ’Ασφαλώς καί τή μισούσα. Άλλά νομίζω πώς ποτέ δέν τή μίσησα δσο έπρεπε. Όσο όφειλα στόν έαυτό μου. Γιατί τότε ξέρετε τί θά ’κανα; Θά τήν έγκατέλειπα καί θά ζούσα μέ μιάν άλλη. Άλλά δέν μπορούσα. Δέν μπορούσα νά κά­ νω τίποτα πού έκείνη δέν ένέκρινε... μπορεί καί νά τή φο­ βόμουνα. Ά ν καί άπό κάποια στιγμή κι έπειτα δέν μού άρκούσε αύτό Στήν πραγματικότητα, κύριε πρόεδρε, τήν εκδικήθηκα έν άγνοια μου άπό τή στιγμή πού τήν παντρεύτηκα. Πού νά τό φανταστώ! Γιά μένα ένας τρόπος υπήρχε νά τήν εκδικηθώ: νά τής χαλάσω τό πρόγραμμα. Πάλι τής χαλούσα τό πρόγραμμα άν χωρίζαμε. Καί θά γλίτωνα φαντάζεστε; Θά προγραμμάτιζε τό χωρισμό μας 'όπως καί τή συμβίωσή μας. Άστε πού ήταν μάταιο... άκατόρθωτο. Δέ θά ’χα τήν τόλμη Αύτό λέω. Δέν είχα τήν τόλμη νά χωρίσω άλλά βρήκα τό θάρρος νά τή σκοτώσω. Δέ θά τήν ξανάβλεπα... δέ θά ’τρεμα πιά άπό άγανάχτηση κάθε στιγμή Ναί, καί άπό φόβο. Ό λα τά σκότωσα μέ κείνο τό μα­ χαίρι. Ξέρετε, κύριε πρόεδρε; Συχνά κάνομε πρωθύστερες πράξεις. ’Έχομε ξεπεράσει τά αίτιά τους. Πού νά καταλάβετε! Έδώ δέν κατάλαβα εγώ τριάντα δύο χρόνια. ΓΓ αύτό δέν χρειάζεται κάν ν’ άπολογηθώ. Σέ τί θά όφελήσει έξάλλου! 60

Ευχαρίστως ν’ απαντήσω. Τί εννοώ μέ τό προγραμμάτιζε; Ό τι ή Τζένη καθόριζε τή μοίρα της, τή μοίρα μου. Κυριαρχούσε απάνω τους. ’Απόκλειε τό τυχαίο, τό απροσδόκητο, τό ανθρώπινο. Ό ,τι δέν τής άρεσε, δέν ίσχυε. «Αυτά», συνήθιζε νά λέει, «δέν συμβαίνουν στήν οΐκογένειά μας». ΓΙοιά αυτά! Ό λα δσα δέν τής άρεσαν. Όσα δέν ένέκρινε ή εκείνα πού ή νοοτροπία της δέ θεωρούσε σωστά. Ό ­ που άπό κάποια στιγμή κι έπειτα άρχισα νά έπιθυμώ νά μάς συμβεί κάτι μεγάλο, πολύ σοβαρό πού ή ’ίδια δέ θά ’χε προγραμματίσει. Κάτι πού δέ θά μπορούσε ούτε νά άποτρέψει. Τό μαχαίρι μου, άς πούμε. Όταν ή πρώτη φο­ ρά πού τά απάνθρωπα μάτια της δέ μέ περιφρονούσαν Ά , πόσο ξαφνιασμένα! Θαρρώ πώς σάν είδε τό μαχαί­ ρι, τό κατάλαβε... Τό ύ'φος μου; Ίσως, ίσως, ναι, άπό τό ύφος μου, άπό τήν έκφρασή μου. Καί βέβαια τή λυπόμουνα. Άλλά δχι εκείνη τή στιγμή, δχι τότε Ναί. Φοβήθηκα. Δέν έχασε τίς αισθήσεις της μέ τήν πρώτη. Μιά ζωή απροετοίμαστη. Δέν περίμενε στή ζωή της τίποτα πού δέν έπιθυμούσε, σάς τό ’πα. Κι άν, παρόλα αύτά, τό απρόοπτο ερχόταν, είχε ένα δικό της τρόπο νά τό μισεί, μέχρι πού τό στραγγάλιζε μές στό μυαλό της. Σάν τί νά σάς πώ τώρα. Ά , τά δυό της άδέρφια, μάλι­ στα, τά μισούσε θανάσιμα γιατί γίνηκαν κομμουνιστές. Δέν ξέρω πώς! ’Αρχικά πήραν μέρος στήν ’Αντίσταση, στό ΕΑΜ. Τότε... Μά προσβλήθηκε, κύριε πρόεδρε, καί ή οΐκογένειά της ολόκληρη. Έπρόκειτο γιά μιά πολύ καθώς πρέπει οικογέ­ νεια. Μέ πατέρα αντιναύαρχο. Ήταν ένα χτύπημα γι’ αυ­ τούς νά γίνουν καί τά δυό τους παιδιά κομμουνιστές. Γιά ελάτε στή θέση τους. Μά γιατί πρόσβαλαν τίς άρχές τής οικογένειας, πού ή Τζένη σεβόταν απόλυτα. Μέχρι υπερβολής θά ’λεγα. 61

Ή Τζένη; Ζοΰσε καί ενεργούσε σ’ ένα διάγραμμα αρ­ χών απροσπέλαστο. Σέ σύνορα καθορισμένα από τόν πα­ τέρα καί τή μάνα της καί πού ή ίδια τά θεωρούσε ιερά καί απαραβίαστα. Αύτός ήταν, εξάλλου, καί ό αιώνιος καυ­ γάς μέ τήν κομμουνίστρια. Πού την κοροΐδευε ξεδιάντρο­ πα. «Ή καημένη ή Τζένη έχει άρχές», έλεγε. «Τί θά πει άδερφούλα πόλεμος, κατοχή, ναζί, στρατόπεδα, εμφύ­ λιος, ατομική βόμβα! Καί χούντα ακόμα! Χαμπάρι εσύ. ’Εσύ έχεις άρχές». Κανείς δέ φώναξε ποτέ τήν αδερφή της μέ άλλο ονομα. Όλοι κομμουνίστρια τή λέγαμε. ’Εντός καί εκτός τής οι­ κογένειας. Ό χι, δέν μπορώ νά πώ δτι είχα τήν Ιδια εμπάθεια γιά τ’ αδέρφια της. Θά μπορούσα καί νά τά συμπαθώ ακόμη. ’Άν εξαιρέσουμε τήν ιδεολογία τους, κατά τά άλλα ήταν φυσιολογικά άτομ,α. Καλά ό αδερφός της πέθανε πολύ νέος στήν εξορία. Γιά τήν κομμουνίστρια λέω κυρίως. Μα άφού έτσι τήν έλεγαν δλοι, κύριε πρόεδρε. Αύτό συμβαίνει. Καταδικάζοντας δημόσια τά παιδιά τους, κομ­ μουνιστής, πόρνη, κίναιδος, διαχωρίζουν τόν εαυτό τους άπό τήν ανήθικη ή εγκληματική συμπεριφορά τών παι­ διών τους. Τά κατηγορώ, άρα έχω διαφορετική ήθική. Τό ξέρετε καλύτερα άπό μένα, κύριε πρόεδρε. Τί άλλο ήταν οί βεντέτες τιμής, λίγα χρόνια πριν; Επίδειξη ήθικής ώς πρός τήν άνηθικότητα τού θύματος! Όλοι τους! Όταν ή γυναίκα μου έλεγε ή κομμουνίστρια, άνατρίχιαζε σά νά μιλούσε γιά χολεριασμένη. ’Ακόμη καί ή μητέρα της, παρόλο τόν πουριτανισμό της, έλεγε πάντα «ή κομμουνίστρια ή πουτάνα». ' Καί βέβαια παντρευτήκαμε άπό μεγάλο έρωτα. Δικό μου φυσικά. ’Εκείνη; Μά δέν πιστεύω τώρα πιά πώς άγάπησε ποτέ της κανέναν. Μάλιστα. Κανέναν, πέρα άπό τό είδωλό της. Κι αύτό δπως ήθελε νά τό βλέπουν οΐ άλλοι. 62

Πώς νά σάς εξηγήσω! Τους χαρακτήρες δέν τους άφηγείσαι, τούς ζείς. Ό λα αλλάζουν καί μεΐς πρώτοι. Καί μα­ ζί μας οί άλλοι. ’Αλλά κυρίως ό τρόπος πού βλέπομε τούς άλλους. Μά φυσικά! Κανείς δέ βλέπει τήν κοινωνία στά σαρά­ ντα του χρόνια δπως τήν έβλεπε στά είκοσι. Πώς θέλετε, λοιπόν, νά είμαι αντικειμενικός τώρα, γιά τό ποιά ήταν ή καλλονή πού έρωτεύτηκα στά είκοσι πέντε μου καί παντρεύτηκα στά τριάντα. Ή μήπως ήξερα —τότε— πώς μ’ έβλεπε κείνη! Όμορφη! Δέ λέτε τίποτα, κύριε πρόεδρε. Πολύ ωραία γυναίκα. Ή ομορφιά της στάθηκε ί'σως καί ή κατάρα της. Καί ό χρόνος πού τήν απειλούσε καί τήν κατάλυσε μετά, αύτός ήταν ό θανάσιμος εχθρός της. Ούτε στή φύση δέν έπέτρεπε νά παρεμβαίνει στή ζωή της. Τή μισούσε. Κύριε πρόεδρε, πρέπει νά καταλάβετε ότι άπαντώντας σας δέν μπορώ νά απομονώσω τό παρελθόν άπό τό πα­ ρόν, τήν εμπειρία μου, τίς διαψεύσεις μου... μέ τόν καιρό, παρελθόν καί παρόν σμίγουνε, άλληλοερμηνεύουνται... Θέλω νά πώ πώς μέσα μου έχουν αποκρυσταλλωθεί πεποιθήσεις πού δέν είχα, κίνητρα, ακόμη καί μορφές, χαρακτήρες. Μόνο μέσα απ’ αύτό τό πρίσμα μπορώ νά μιλήσω γιά τή ζωή μας. 'Ωραία, παντρεύτηκα τή Τζένη άπό τρελό έρωτα. Τότε πίστευα αύτό πού επιθυμούσα! Πώς καί κείνη μέ λάτρευε. Κάθε άλλο φυσικά! Έ γώ , στήν πραγματικότητα, ύπήρξα άπό τήν πρώτη στιγμή, τό άντικείμενο-σύζυγος. Ναί, ήταν προκαθορισμένη ή θέση μου άπό μιά μυθο­ μανή πού σέ χρησιμοποιεί σάν έσχατη λύση γιά νά φτιάξει τό μύθο τού επιτυχημένου εαυτού της. Ερήμην σου, φυσι­ κά. Μά ήμουν τόσο έρωτευμένος πού κάθε άλλο παρά πού θά επιθυμούσα μιά τέτοια θέση. ’Απαιτώ, διατάζω, επιθυ­ μώ, νά συμπληρώσεις αύτό τό κενό τής εικόνας Μού. Ποιος είσαι; Τί επιθυμείς; Τί θά ’θελες; Μά δέ σέ ρώτησα 63

οΰτε καί θά σέ ρωτήσω ποτέ. Ή θέση σου έχει προκαθορι­ στεί. Πώς περίπου; Ό πω ς τού καναπέ απέναντι στό τζάκι! ’Άχ, τί ώραϊα πού πάει έκεΐ! Καί ό μπουφές στόν τυφλό τοίχο! Μπράβο. Καί κεϊ τό κρεβάτι. Καί δώ, στό κρεβάτι έσύ, καί στό εργοστάσιο έσύ, στό αμάξι μου οδηγός έσύ, ό σύζυγος πού μέ λατρεύει, έσύ. Ό χι, δέ μέ λατρεύεις πιά; Μέ ποιό δικαίωμα; ’Ακριβώς! Κάτι πού δέν τής άρεσε, δέν τό έπέτρεπε. Σάς είπα. Ούτε στή φύση δέ συγχωρούσε νά παρεμβαίνει καί νά τή φθείρει. Μά σάς είπα! Είχε μιά σπάνια ικανότητα νά καταργεί δ,τι τή δυσαρεστοϋσε. Γιατί δχι; ’Ακόμη καί τό χρόνο. Θά ’λεγες πώς δέν εί­ δε ποτέ πώς δίπλα στά εκατομμύρια νέα παιδιά, ζοϋσαν κι άλλα τόσα εκατομμύρια γριές καί γέροι. Κάπως έτσι. Μισούσε τό χρόνο σάν κάτι ύλικό, στά πρόσωπα καί τά κορμιά τών νέων πού άστραποβολούσαν. Καί βέβαια τή λυπόμουνα κάποια περίοδο. Πέρασα διάφορα στάδια κοντά της. Στήν αρχή ένας παράφορος, τυφλός, άνυπόφορος έρωτας. Ναί, γνωριστήκαμε τυχαία. Στόν Ερυθρό Σταυρό πού δούλευα σάν άποθηκάριος. ’Εγώ; Ένας άκοινώνητος, δειλός, ιδιωτικός υπαλλη­ λάκος, μέ μισθό πείνας Ζούσα μέ τήν άνάπηρη μητέρα μου σ’ ένα υπόγειο στά ΓΙετράλωνα. Πώς! Είχα άδέρφια! Μικροπαντρεμένοι, φτωχοί δου­ λευταράδες. ’Ήμουν, βλέπετε, ό τελευταίος καί μού ’μείνε ή μάνα. Καί κείνη στόν Ερυθρό. Μέ τό τέλος τού πολέμου είχαν τρυπώσει δλες οί νεα­ ρές άριστοκράτισσες πού μιλούσαν γαλλικά —τότε γαλλι­ κά μιλούσαν μόνο τά παιδιά τών πλουσίων. Τήν πρόσεχες αμέσως. Είχε ένα μοναδικό τρόπο νά ξεχωρίζει. Πρώτα ή 64

ομορφιά της. 'Ύστερα τό ντύσιμο. Μιά ύπέρκομψη γυναί­ κα. Τί Κατοχή καί πράσιν’ άλογα! Τότε ό κόσμος ντυνό­ ταν μέ τ’ άποφόρια τών άμερικάνων. Καί τέλος ξεχώριζε από τό τουπέ της. Είχε μιαν αυτοπεποίθηση. ’Έπλεκε σάν αράχνη γύρω της ένα μύθο —πού ολο καί τόν άπλωνε— μιας προπολεμικής αρχοντιάς, κάποιου μεγαλόσχημου πατέρα —άντιναύαρχος, άρχηγός στόλου—κάποιας παρα­ μυθένιας ζωής. Καί μεταμορφωνότανε σέ βασιλοπούλα τού παραμυθιού... Μά μόνο γιά τούς άλλους. Νά, πώς νά σάς τό έξηγήσω. Σάν έβγαινε στό δρόμο, θά ’ταν δπως βγαίνουν οί ήθοποιοί στή σκηνή καί μεταμορφώνουνται σέ ήρωες, ιππότες... Ή ιδία ήταν φοβερά δυστυχισμένη. Πρέπει νά ήταν. Φυσικά, όλα τούτα πού σάς λέω, δέν τά κατάλαβα τότε... Μόρφωση έγώ; Μιά μέση έμπορική έβγαλα στά χρόνια τής Κατοχής. Πολύ άργότερα κατάλαβα, τώρα κοντά, γέ­ ρος πιά, πόσο τρομερό πρέπει νά ’ναι γιά έναν άνθρωπο νά μή βρίσκεται ούτε μιά στιγμή σέ άρμονία μέ τόν εαυτό του. Νά μήν τόν άναγνωρίζει, νά μήν τόν παραδέχεται, νά κυνηγά ένα είδωλο ξένο στήν πραγματικότητά του, άσχετο μέ τήν αυθεντική του ύπαρξη. Ποιά φιλολογία, κύριε πρόεδρε! Έ γώ φιλολογία; Έ ­ χασα καί γώ τό πρόσωπό μου, τή γαλήνη τής μετριότητάς μου. Μού μετάγγισε τό άγχος τού μύθου της καί τής μεγαλομανίας της... Γιατί τήν παντρεύτηκα τότε! Μά ήμουν νέος, άνίδεος, πάμφτωχος καί βρισκόμουνα μπροστά σέ μιά βασιλοπού­ λα τού παραμυθιού, καλλονή! Καί νά λάμπει μές στά με­ τάξια της. Λύτό μάλιστα. Γιατί μέ παντρεύτηκε κείνη. ’Ιδού τό έρώτημα. ’Άν τήν κυνηγούσαν, λέει! "Ολοι οί σερνικοί. Διευθυ­ ντές, συνάδερφοι. Πήγαινε σέ πολυτελή κέντρα μαζί τους, σέ ρεστοράν πού δέν είχα άκούσει ποτέ ούτε τ’ δνομά τους. Κάποτε δέχτηκε νά καθίσει μαζί μου στό Σύνταγμα 65

γιά ένα παγωτό. Έ γώ παράγγειλα μιά λεμονάδα καί πά­ λι έτρεμα αν θά μ’ έφταναν τά λεφτά μου νά πληρώσω. Κείνο τό βράδυ γύριζα ευτυχισμένος στό σπίτι μου, σφυρί­ ζοντας. Μόνο σάν έπεσα στό σομιέ με τίς χαλασμένες σούστες άρχισα νά κλαίω. Πού πας, βρέ ξιπόλητε, άναρωτιόμουνα. ’Ά, ναί! Τό δτι παρ’ δλα αύτά δέν είχε παντρευτεί ήδη, ήταν γιά μένα ένα μυστήριο. Όταν τή γνώρισα δήλωνε καί φαινόταν είκοσι πέντε χρόνων, αλλά ήτανε κιόλας τριάντα πέντε. Τό ’μαθα πολύ αργότερα Ναί, πρίν τό γάμο μας, άλλά δέ μ’ ένοιαζε. ’Ήμουνα τόσο έρωτευμένος μαζί της πού δέν μ’ ένδιέφεραν καθό­ λου τά εννιά χρόνια πού μέ περνούσε. Σάς λέω. ’Ήμουνα τρελός γι’ αύτήν. Νά μού τό ομολογήσει; Ή καημένη! Νά μιά άπόδειξη πώς δέν κατάλαβε ποτέ τίποτα από άγάπη. ’Από πόσα θά γλιτώναμε αν μού τό ομολογούσε. Ή ήλικία της στάθηκε τό μαρτύριο ολάκερης τής ζωής της. Καί νά πείτε πώς δέν τό πλήρωσε; Πώς δέν τής έδωσε ή ζωή ένα μάθημα; Τί λέω; Δυό σκληρά μαθήματα, απ’ δ,τι ξέρω έγώ τουλάχι­ στο Μά γιά νά συμφιλιωθεί μέ τό χρόνο, μέ τήν πραγματι­ κότητά της. Πρώτος της έρωτας έγώ; Όχι! Τό μεγάλο έρωτα τής ζωής της τόν έζησε στή διάρκεια τής Κατοχής. Ήταν ένας άντρας ώριμος ήδη, γοητευτι­ κός καί έπιπλέον πρώην διευθυντής Τράπεζας, τής ’Ιταλι­ κής νομίζω, πού είχε πάψει νά λειτουργεί μέ τόν πόλεμο. Ή οίκογένειά της, πού ζούσε ώς τότε σέ μιά έπαρχιακή πόλη, μετακόμισε στήν πόλη τής Θεσσαλονίκης, δπου καί γνωρίστηκαν. Γιά πολλούς λόγους, άλλά κυρίως γιά νά συγκρατή­ σουν τά δυό μικρότερα άδέρφια πού τό ’χαν σκάσει άπό τό πατρικό, πήγαν στή Θεσσαλονίκη κι έντάχθηκαν στό 66

ΕΑΜ. 'Η μιά, ή κομμουνίστρια πού είπαμε, είχε κιόλας παντρευτεί καί βρισκόταν φυλακή μέ τόν άντρα της. Ό μικρός άνέβηκε στό βουνό. Τούς πήρανε από πίσω γιατί ελπίζανε νά τούς εντάξουν ξανά στά πλαίσια τής οικογένειας. Μά δέν καταλαβαίνετε τί σήμαινε αύτό γιά μιά άστική οικογένεια! Ναί, νά γυρίσομε στόν τραπεζίτη. ’Έ, τόν τύλιξε κι αυ­ τόν στό μύθο τής οικογένειας, πού άπό εύκατάστατη γινό­ ταν στή φαντασία της ζάπλουτη. Ποιος τήν εμπόδιζε νά λέει παραμύθια; Παραμύθια! Τό διώροφο πατρικό σπίτι, δπου μεγάλω­ σε, πήρε τή μαγεία τού μεγάρου μέ μαρμάρινες σκάλες. Οί όρντινάντσες τού μπαμπά γίνανε βαλέδες μέ λιβρέα. ’Ακόμα καί ή άποστασία τών άδερφιών-άνταρτών μεγά­ λωνε τίς μετοχές τής ενάρετης κι άμωμης ύπαρξής της. Φυσιολογικά, τί νά σάς πώ τώρα; Φταίνε οί γυναίκες ή κι έμείς είμαστε άσυγχώρητα ήλίθιοι. Κι αυτός φαντάζομαι, όπως κι έγώ, είχαμε κυριολεκτικά τρελαθεί μέ τήν άγνότητά της, μέ τήν παρθενικότητά της. Φανταστείτε! Ώς τό­ τε, ώς τά τριάντα της χρόνια, δέν είχε ποτέ της δει γυμνό σερνικό. Διηγότανε λοιπόν ή ίδια στήν κομμουνίστρια πώς ένα βράδυ, σέ κάποιο τους ραντεβού, άνάψανε φαίνε­ ται πολύ άπό τά χαϊδολογήματα. 'Ώσπου κάποια στιγμή ή Τζένη βρήκε κάτι μέσα στά μπούτια της. Τό ’πιασε λοι­ πόν μές στή χούφτα της, τό κοίταξε ξαφνιασμένη καί φώ­ ναξε: «Γιώργο, κοίτα, τί ’ναι τούτο δώ;» Φυσικά κι ήταν άκόμη παρθένα όταν παντρευτήκαμε. Καί καλά αυτός πού τήν ήξερε γιά είκοσι τριών χρόνων! Έ γώ δμως; Πού νόμιζα πώς ό Θεός μου ξανάφτιαξε τήν Ευα γιά νά ξαναγεννήσω τόν κόσμο... στά σαράντα της χρόνια μιά γυναίκα παρθένα. Μέ ποιά ρήτρα πληρώθηκε αύτή ή πειθαρχία, σ’ ένα κορμί τόσο ζωντανό, τόσο άνυποχώρητο, πού δέν έλεγε νά πεθάνει μέ τόσες μαχαιριές. Τί έγινε! Τύλιξε καί τόν τραπεζίτη στό μύθο της πού 67

την έρωτεύτηκε τρελά. Ποιό προσόν θέλετε καί δεν τό ’χε! Ό μεγαλόσχημος μπαμπάς πού ’γίνε άντιναύαρχος καί αρχηγός στόλου στην Αίγυπτο μέ την έξόριστη κυβέρνη­ ση, τά πλούτη τής οικογένειας, ή καλλονή τής κόρης, ή άγνότητά της. ’Αποφάσισε, λοιπόν, νά τή ζητήσει σέ γά­ μο. Πρίν παρουσιαστεί στή μάνα της, τής έξομολογήθηκε, ναί τής Τζένη, πώς λίγο πρίν τόν πόλεμο είχε άρραβωνιαστεϊ μιά όμορφη έβραιοπούλα φτώχιά, άλλά ζορίστηκε κι αυτή στά ναζιστικά στρατόπεδα μέ όλους τούς Θεσσαλονικιώτες έβραίους. Τώρα πιά όλοι γνώριζαν πώς τούς εί­ χαν εξοντώσει. Καθώς ήχούσαν οί καμπάνες τής απελευ­ θέρωσης, ό Γιώργος παρουσιάστηκε στή μητέρα της καί τή ζήτησε σέ γάμο. 'Η μητέρα τόν δέχτηκε σάν βασιλομή­ τωρ τόν υπήκοό της. Αύτό δά έλειπε! Οί δόξες θ’ άρχινοΰσαν άπό δώ κι έπειτα. Μέ τήν έπιστροφή τού άρχιναυάρXου· ’Αστειεύεστε; Ούτε νά τ’ ακούσει ή μητέρα. «Δέν μπο­ ρώ, δέν μπορώ νά πάρω μιά τόσο σοβαρή άπόφαση, μόνη μου», τού είπε. «’Άλλωστε, ό ναύαρχος δέ θ’ αργήσει νά επιστρέφει μέ τό στόλο. Έ γώ δέν μπορώ να πάρω μιά τέ­ τοια πρωτοβουλία γιά τό παιδί». Μάταια ό δυστυχής παρακάλεσε ν’ άνταλλάξουν τουλάχιστον άρραβώνες. «Ό ναύαρχος έχει άρχές», έπέμενε ή μαμά. «Θά θέλει νά παντρέψει τό παιδί μέ όλα τά πατροπαράδοτα... ύστερα μάλιστα άπό τό πλήγμα πού μάς έδωσαν τ’ άδέρφια της. Πρέπει νά γίνει μιά τελετή γάμου άντάξια μέ τήν κοινω­ νική θέση τής οίκογένειάς μας». Ν' άντιδράσει στή μάνα της ή Τζένη; Ό Γιώργος ήταν κιόλας μεγάλος, σαράντα δυό χρόνων — «καί σύ», έλεγε ή μάνα, «παιδί άκόμα». Ποτέ ή Τζένη δέν τής είπε «μα­ μά, σύνελθε, έχω περάσει κιόλας τά τριάντα». Πού τό ξέρω, κύριε πρόεδρε! ’Εδώ είναι ή αδερφή της ή κομμουνίστρια, ρωτεϊστε την. Εκείνη, άλλωστε, μου ’χει διηγηθεί τήν ιστορία. Γι’ αυτές, μάνα καί κόρη, ό χρόνος είχε σταματήσει έκεΐ πού άποφάσισαν. Στά είκοσι δύο. 68

Κανείς δέν ήξερε ποιά μοίρα περίμενε τή μοναδική Τζένη μέ τήν ακτινοβολία τοϋ άρχιναυάρχου που διέσχιζε κιό­ λας τή Μεσόγειο μέ τό στόλο έπιστρέφοντας. Μάταια προσπάθησε ό δυστυχής υποψήφιος νά πείσει τή μητέρα πώς πολλά πράματα είχαν απλοποιηθεί μέ τόν πόλεμο κι δτι οί δυό τους άγαπιόντουσαν καί τίποτ’ άλλο δέν είχε σημασία. ’Αλλά οΰτε ή Τζένη δέν μπορούσε νά διανοηθεϊ ένα γάμο χωρίς πέπλα πού θά κάλυπταν τίς μαρμάρινες σκάλες τοϋ πατρικού της. Εξάλλου, ή μάνα της τήν είχε μάθει νά δείχνει απόλυτη πειθαρχία καί σε­ βασμό στόν έγωισμό τοϋ ναυάρχου, πού ήθελε πάντα νά έχει τήν πρώτη καί τήν τελευταία λέξη. Καί τώρα, ύ'στερα άπό τά κομμουνιστικά σκάνδαλα τών άδερφιών, ή μάνα τή βεβαίωνε πώς σίγουρα ό ναύαρχος θά τά αποκλήρωνε καί θά γινόταν ή Τζένη μοναδική κληρονόμος. Μάνα καί κόρη, λοιπόν, κατέβηκαν στήν ’Αθήνα νά παρευρεθοϋν στήν ένδοξη επιστροφή τοϋ ναυάρχου. Δυστυχώς! Ό ένδοξος Όδυσσέας, δπως τόν είχαν βα­ φτίσει οί δυό τους, δέν έπέστρεψε μέ τούς νικητές. Ό καη­ μένος ό ναύαρχος είχε χαλάσει τή συνταγή. Μέγας γλε­ ντζές κι άκόμη μεγαλύτερος χαρτοπαίχτης, ελευθερωμέ­ νος άπό τό ζυγό τής οικογένειας, σά βρέθηκε στήν Αίγυ­ πτο, βούτηξε μέ τό κεφάλι στή μεγάλη ζωή ανάμεσα Κάι­ ρο καί ’Αλεξάνδρεια. Πώς; Ό πως βουτάνε δλοι! Κάποια στιγμή στριμώχτηκε στόν τζόγο καί ύπόγραψε ακάλυπτες επιταγές χιλιά­ δων λιρών. Τό σκάνδαλο, φυσικά, πνίγηκε γιά νά μήν εκτεθεί ή εξόριστη ήγεσία καί ό ναύαρχος ύποχρεώθηκε σέ παραίτηση. Καθόλου! Τό χρέος πληρώθηκε μέχρι σέντσι. Άπό τό εφάπαξ του καί τή σύνταξή του πού κατασχό­ ταν άπό τό Δημόσιο Ταμείο κατά τά τέσσερα πέμπτα «μέχρι τελικής έξοφλήσεως». Μέ λίγα λόγια ήταν άφραγ­ κος. Μέ τί μούτρα νά γυρίσει, κύριε πρόεδρε. Έτσι καί σκε69

φτύταν τήν αυταρχική του κυρία τού λύνονταν τά πόδια. Ό χι, ή Τζένη δέ μοΰ μίλησε ποτέ γι’ αυτή τήν παρα­ νοϊκή περίοδο. Τελείως παρανοϊκή. Ό ναύαρχος δεν έπέστρεφε, κά­ ποιες φήμες γιά τεράστια ποσά πού έχασε στά χαρτιά φτάσανε κιόλας στ’ αύτιά τους, μά εκείνες εκεί! Άρνιόντουσαν νά πιστέψουν σέ οτιδήποτε. Μά γιατί αυτόματα έπρεπε νά έγκαταλείψουν τά πάν­ τα. ’Από τήν παρελθοντολογική έπαρση ώς τά μελλοντι­ κά μεγαλόσχημα όνειρα. Έδώ ισχύει καί ό παράγων «αύτά δέν συμβαίνουν στήν οΐκογένειά μας». Τούς έλειπε ό νομοθέτης τής τιμής καί τού πουριτανι­ σμού. Πώς είναι δυνατό ό αυστηρός, ό αύταρχικός ναύαρ­ χος, ό πουριτανός οικογενειάρχης ν’ άπαρνηθεΐ τό ρόλο τού τυράννου τους; Μισούσαν τήν κομμουνίστρια πού προσπαθούσε νά τίς προσγειώσει. Τί τούς έλεγε! «Κόφτε τό παραμύθι τού Όδυσσέα σας καί τά πράσιν’ άλογα. Δέ βρίσκατε κανέναν άλλο νά ικα­ νοποιήσει τίς ποιητικές σας εξάρσεις; Ό Όδυσσέας είναι τό σύμβολο τού κλεφταρά, τής απάτης, τού άγαπητικού, τού ιερόσυλου». Καταλαβαίνετε! Θηρίο ή Τζένη. «Έσύ είσαι ή κυνική καί ιερόσυλη», τής έλεγε. Καί ή κομμουνίστρια τό βιολί της. «Βγές καί λιγάκι, άδερφούλα, από τή μυθολογία τού Δημοτικού. Καί παρακάλα νά βρεθεί κανένα υποψήφιο θύμα νά σάς τόν στείλει πακέτο. Γιατί αλλιώς ναύαρχο δέ βλέπετε». «Έσύ τρέμεις μή γυρίσει», φώναζε άγανακτημένη ή Τζένη, «γιατί τό ξέρεις πώς θά σέ σκοτώσει!» «Μωρέ άκου με πού σού λέω, ό αλητάμπουρας ό Όδυσσέας γύρισε κατά σύμπτωση στήν ’Ιθάκη». «Δέ μού κάνουν εντύπωση οι άχρειότητές σου. Δέ σε­ βαστήκατε τίποτα οί κομμουνιστές γιά νά σεβαστείτε καί τή μυθολογία μας», τής πετούσε μέ άχτι ή Τζένη. Γέλια ή κομμουνίστρια: «Ό συνετός Άντίνοος, άδερ70

φούλα, σάν Εμαθε με ποιόν είχε νά κάνει, τόν νάρκωσε γιά νά τόν ξεφορτωθεί καί τόν Εστειλε άρον άρον στήν ’Ιθάκη καί τήν κυρία του. ’Από τό πλοίο τόν πέταξαν στή στεριά, μήν τους ξυπνήσει, χωρίς σώβρακο. Μόνο, τό κα­ λό πού σου θέλω, παντρέψου τόν τραπεζίτη Εγκαίρως για­ τί δέ σέ βλέπω καλά...» Φυσικά, οί δυό ερωτευμένοι άλληλογραφούσαν. Έ , τότε δέν ήταν κι εύκολη ή ζωή, κύριε πρόεδρε, ούτε καί τά ταξίδια. Ή Ελλάδα φλεγόταν στό μεταξύ. Φυσικά καί κατέβηκε μιά δυό φορές στήν ’Αθήνα ό Γιώργος. Μέ τήν ελπίδα νά μεταπείσει τήν πεθερά νά παντρευτούν, μιά καί ό ναύαρχος δέ γύρισε μέ τό στόλο. ’Ανένδοτη ή μάνα. Τώρα πιά κανένας γάμος δέν τή σύμφερε τήν ίδια τή μητέρα. Μά γιατί τό ’νιώθε πώς ό κύριος ναύαρχος κάπου δέν τήν άντεχε πλέον. Καί τό μόνο της όπλο γιά νά τόν ξαναφέρει κοντά της ήταν νά τού στέλνει πύρινα γράμματα καί νά τού θίγει τίς χορδές τής οικογενειακής τιμής πού πή­ γαινε κατά διαβόλου... Παλιά, δταν ό ναύαρχος τό παραξήλωνε στά «ύπηρεσιακά» ταξίδια, μ’ αύτή τήν άπειλή τόν ξανάφερνε πίσω. ’Ά, όλα κι δλα! Ή τιμή τού ναύαρχου ήταν δ,τι πολυτιμό­ τερο είχε. Κι δ,τι τόν σύνδεε σά βέρα γάμου μέ ολόκληρη τή ζωή. Τόν βομβάρδιζε λοιπόν καί τώρα μέ γράμματα πού περιγράφανε τή βιβλική καταστροφή πού επληξε τήν οικογένεια. Τό δνομά του κηλιδωνόταν άπό τούς δυό αντάρτες —κομμουνιστές— τά ’ίδια τά παιδιά σου— πού μπαινοβγαίνουνε στίς φυλακές σάν κοινοί Εγκληματίες. ’Άσε πιά τό παραλήρημά της μέ τήν πρωτοκόρη, τό θαύ­ μα τής άρετής πού κινδύνευε νά μείνει γεροντοκόρη. Έταν κιόλας τριάντα χρόνων. Ό ναύαρχος; Δέν Εδινε δεκάρα γιά κανέναν τους. Είχε περάσει άπό βαθιά πηγάδια άπόγνωσης, δπως Εξομολο­ γήθηκε κάποτε στήν κομμουνίστρια, γιά νά τόν άγγίξουν πιά τέτοιες μπουρμπουλήθρες. 71

«Πέρασα», τής διηγόταν ό ναύαρχος, «μιά νύχτα όλάκαιρη μέ τό φώς άναμμένο ατό δωμάτιό μου, καί τό περί­ στροφο πού μοΰ ’χε άφήσει ό υπουργός ναυτικών νά γυα­ λίζει πάνω στό τραπέζι άμείλικτο. Κανονικά έπρεπε, όφειλα, μοΰ είχε πει, νά αύτοκτονήσω. Κι άφοΰ έδάκρυσα επανειλημμένα καθώς σκεφτόμουν μέ ήδονή πόσο θά σπαράζατε γιά τό θάνατό μου, έσεΐς ή οικογένεια, διαπί­ στωσα πώς ή μετά τό θάνατό μου λύπη σας δέ μ’ ένδιέφερε καθόλου. Σιγά σιγά άρχισα ν’ αναρωτιέμαι σέ ποιόν οφειλα, τί, καί γιατί; Στό δπλο μου, είχε πει ό ναύαρχος. Άκοΰς στό δπλο μου! Καί τί σήμαινε τό δπλο μου μπρο­ στά σέ μιάν ανθρώπινη ζωή πού δέ θά έπαναληφτεΐ ποτέ; Δέ θά σού περιγράφω τήν πορεία τής σκέψης μου μπρο­ στά στην εντολή ν’ αύτοκτονήσω. Δέ φαντάζεσαι πόσο εκ­ μηδενίζονται τά πράγματα αντιμέτωπα στό θάνατο καί πώς γελοιοποιούνται άλλα. ’Αλλά είχε ξημερώσει πιά ό­ ταν σηκώθηκα άνάλαφρος, έβγαλα τή στολή, γιατί έπρε­ πε νά αύτοκτονήσω καταστόλιστος, φόρεσα τίς πιτζάμες μου καί τηλεφώνησα νά μοΰ φέρουν τό προυινό μου. Τό­ τε κάθισα κι έγραψα τήν παραίτησή μου». «Καί γιατί, μπαμπά, έπρεπε νά αύτοκτονήσεις καταστόλιστος;» «Γιατί, παιδί μου, προεκτείνουν τή φάρσα τής κοινωνικής απάτης καί πέρα άπό τή ζωή μας». Έ γώ , κύριε πρόεδρε, παρουσιάζω έναν ανώτατο αξιω­ ματικό αναρχικό; Έδώ είναι ή κόρη του καί δέν έχετε παρά νά τή ρωτήσετε. Εμένα δέ μοΰ φαίνεται περίεργο τό ξεγύμνωμα τού πατέρα μπροστά στήν κομμουνίστρια. Τό θεωρώ μάλιστα φυσικό. Στό στρατό, στά νοσοκομεία καί στή φυλακή, κύριε πρόεδρε, δημιουργούνται άρρηκτες φιλίες καί προκαλούνται βαθύτατα ειλικρινείς εξομολογήσεις. Ό έκπτωτος καί ή κομμουνίστρια ήταν δυό άπόβλητοι —γιά διαφορετικούς λόγους ό καθένας— καί άπό τήν οικογένεια καί άπό τήν κοινωνική τους τάξη. ’Άν καί γώ πιστεύω πώς άπό κά72

ποια στιγμή είχαν διαλέξει τήν άποβολή τους καί πώς τό γούστερναν πολύ. Μά αντίθετα, κύριε πρόεδρε. Τά επιχειρήματα αυτά δείχνουν πόσο δυσκολεύτηκε νά γλιτώσει άπό τήν άποκατάσταση τής τιμής του μέ τό θάνατο. Δέ βρέθηκα ποτέ σέ παρόμοια θέση γιά νά ξέρω άν θά χρησιμοποιούσα παρόμοια έπιχειρήματα. Αυτός εξευτέλι­ ζε τούς θεσμούς πού τόν δέσμευαν, πατρίδα, έθνος, τιμή τών οπλών. Καί βέβαια τά έξευτέλιζε. «Τί θά πεΐ, παιδί μου, πατρίδες καί τιμή καί μάς γανώνουν μιά ζωή τό κεφάλι μέ δαϋτα», τής έλεγε. «Ξέρεις γιατί; Γιά νά μπορούν νά μάς στέλνουν στό μακελειό γιά κάποιο πρόσχημα πού μάς πείθουν τελικά οτι είναι δικό μας. Αύτοί οί ίδιοι πού μάς πουλούν ομαδικά, άνάλογα μέ τίς προσφορές πού τούς γίνονται καί τ’ ανταλλάγματα πού είσπράττουν. Καί εκμεταλλεύονται τό ίδιο τή σκλα­ βιά μας δπως καί τούς άπελευθερωτικούς μας αγώνες! Κατάλαβες! Νά αύτοκτονήσεις, λέει, γιά τήν τιμή σου. Μέ ποιά κριτήρια τήν κοστολόγησες, κύριε προϊστάμενε, τή δική μου τιμή. ’Άκου εκπροσωπεί τό έθνος! Τό έθνος σάς χρειάζεται, ετοιμαστείτε νά πεθάνετε. Τό έθνος τώρα πιά δέ σάς χρειάζεται, καί καταδικάζεστε πάλι νά πεθάνετε. Καί μεΐς είμαστε δώ νά εξαργυρώσουμε τήν πραγματο­ ποίηση τού ιερού σας καθήκοντος. Καί ποιος θά μού δώ­ σει εμένα πίσω τά δεκατρία χρόνια τών χαρακωμάτων τού πρώτου παγκοσμίου πολέμου; Καί τώρα στά πενήντα τέσσερά μου θ’ αύτοκτονούσα! ’Αλλιώς λέει, θά μέ περιφρονούσαν. Τήν είχα χεσμένη τήν περιφρόνησή τους. Καί τί καταλάβαιναν τώρα τά εκατομμύρια τών νεκρών τού δεύτερου πολέμου; Τούς εκτιμούσε ό υπουργός ναυτικών τής Ψωροκώσταινας. Μωρ’ τί μάς λές! Γιά ένα πράμα σέ βεβαιώνω. Ά ν δέ βρεις τό κουράγιο ή τή βλακώδη φιλο­ τιμία νά πεθάνεις —συντροφιά μέ τό περίστροφο μιά ολό­ κληρη νύχτα—δέν μπορείς νά φαντασθείς πόσο εύκολότε73

ρη γίνεται ή ζωή κι από πόσες βλακώδεις ηλιθιότητες απαλλάσσεσαι». ’Άν δέ σάς τά πώ αυτά, πώς θά καταλάβετε, κύριε πρόεδρε, την κωμικοτραγική θέση δυό γυναικών πού έπιμένανε ναί καί καλά ν’ άρνούνται τήν καινούρια πραγμα­ τικότητα τής ζωής τους. Πού θέλετε νά ξέρω τ£ γίνανε οί άρχές τού ναυάρχου; Έ γώ τόν γνώρισα ένα έρείπιο, φορτωμένο μέ τήν ευθύνη τής οικονομικής κατάρρευσης τής οικογένειας καί τό μί­ σος της. Καί βέβαια γύρισε κάποτε. ’Αλλά πολύ άργά γιά τόν Γιώργο καί τή Τζένη. Μητέρα καί κόρη δέν ήθελαν καί δέν πληροφορήθηκαν ποτέ τήν κατάρρευση τού κόσμου. Ήξεραν τά πάντα γύρω άπό τό ναύαρχο, τά ψιθύριζαν ξορκίζοντας τα, μέ τήν παρηγοριά πώς ό κόσμος τούς κουτσομπόλευε γιατί τούς φθονούσε, μέ πρωτοπόρο τήν κομμουνίστρια, πού προσπαθούσε νά τίς προσγειώσει. Τό γεγονός πώς ό Όδυσσέας τους δέν έπέστρεφε τό θεωρού­ σαν προσωρινό, γιά τόν άπλούστατο λόγο πώς δέν ήταν δυνατό νά ζήσουν αύτές χωρίς τυραννικές δεσμεύσεις, άλ­ λα καί ό ναύαρχος χωρίς υποτακτικούς. Ή ζωή δμως κυλά καί προχωρεί, άκόμα καί σέ πο­ τάμια αίμα, άγνοώντας σοφούς ή άνόητους τό ίδιο. Καί δέν τό κατάλαβαν ούτε δταν οί έφημερίδες έγραψαν πώς, άπό τούς εβδομήντα χιλιάδες Θεσσαλονικιούς έβραίους πού μεταφέρανε οί ναζί στά στρατόπεδα, έπιστρέψανε εφτά. Ή δεκαεφτά, δέ θυμάμαι άκριβώς, κύριε πρόεδρε. Πάντως, άνάμεσα σ’ αυτούς τούς ελάχιστους έπιζήσαντες βρισκόταν και ή Έλβίρα, Ή μνηστή τού Γιώργου, πρώην τραπεζίτη καί τώρα άνεργου καί επίδοξου συζύγου τής πολύφερνης καί ώραίας Τζένη. Τί νά σάς πώ! Φαίνεται δτι ή Έλβίρα έμοιαζε μέ έρεί­ πιο, παρά τά τριάντα τέσσερα της χρόνια. Πήγε κατευ­ θείαν στό σπίτι τού άρραβωνιαστικού. Τί άλλο νά ’κάνε; ’Έτσι κι άλλιώς δέν είχε κανέναν άλλο στόν κόσμο. Ή οί74

κογένεια τή δέχτηκε σάν ένα πολύ ανεπιθύμητο φάντα­ σμα. Εξάλλου δέ διέφερε καί πολύ άπό ένα αληθινό. Τί­ ποτα πιά άπάνω της δέν πρόδιδε άν ή κοπέλα αύτή τών τριάντα τεσσάρων χρόνων υπήρξε ποτέ νέα ή δμορφη. 'Έ ­ να πατσαβουριασμένο πετσί σάν ξερό βρώμικο χόρτο σκέ­ παζε τό πρόσωπό της. Τό πρώτο πράμα πού αντίκρισαν τά στεγνά μάτια της ήταν μιά μεγάλη φωτογραφία κάποιας άγνωστης καλλο­ νής πάνω στό γραφείο τού Γιώργου. Καί κείνος, άπό τό φόβο μην παρασυρθεί άπό τή συμπόνια πού τού προκαλοΰσε ή Έλβίρα, τής τά ξεφούρνισε δλα άπό τήν πρώτη στιγμή. Ή οικογένεια δλη πού έβλεπε τή μέλλουσα πολύ­ φερνη νύφη, τή Τζένη φυσικά, πιό ρεαλιστικά γιά τό Αμ­ φίβολο μέλλον τού Γιώργου, τού παραστάθηκε γενναία. ’Άφησε νά εννοηθεί δτι οί αρραβώνες είχαν απόλυτα επί­ σημο χαρακτήρα. Καί ή Έλβίρα έπρεπε νά δείξει κατα­ νόηση, μιά καί κανείς δέν πίστευε πώς μπορούσε νά γυρί­ σει άπό τό στρατόπεδο. Καί τώρα νά πού ό Γιώργος ήταν δεσμευμένος μέ τήν πολύ αξιοπρεπή καί μέ αυστηρότατες αρχές οικογένεια τής Τζένη, πού έλαμπε στό κάντρο της άπό νιότη κι ομορφιά. Ό χι, δέν τή διώξανε! Ή Έλβίρα μπορούσε νά μείνει γιά μερικές μέρες στό σπίτι τού αρραβωνιαστικού της ώ­ σπου νά βολευτεί κάπου. Ούτε λόγος. Θά τήν κρατούσαν γιά πολύ, δσο ήθελε, άλλά δπου νά ’ναι θά ’φτάνε καί ό άρχιναύαρχος άπό τό Κάιρο, δπου παρελάμβανε πολεμι­ κό υλικό —έτσι έγραφε ή Τζένη στόν Γιώργο—καί μπορεί ή παρουσία της νά δημιουργούσε κάποια παρεξήγηση άπό τόν πουριτανό άρχιναύαρχο.... νά τέτοια... ’Αμέσως! Ό Γιώργος έγραψε στή Τζένη δτι έπρεπε νά παντρευτούν τό γρηγορότερο, γιά νά τόν βγάλει καί άπό τή δύσκολη θέση του Απέναντι στήν Έλβίρα. Τό δί­ λημμα ορθώθηκε τεράστιο μπροστά στή Τζένη, γιατί δέ φανταζόταν άκόμη τί άλλο τήν περίμενε. ΙΙώς θά ομολο­ γούσε στόν Γιώργο τήν οικονομική, άν δχι τήν ήθική κα­ 75

τάρρευση τής οικογένειας; Καί γιά τήν καθόλου σίγουρη πιά επιστροφή του ναυάρχου; Τί θά ’λεγε; Πώς θά εξέθετε τό γόητρό τους; 'Γό πρόβλημα, κύριε πρόεδρε, λύθηκε μόνο χάρη στήν αγιάτρευτη ήλιθιότητα τών γυναικών. Πρώτα δημοσιεύ­ τηκε ένας νόμος, πού διαφοροποίησε πολύ τόν ρεαλισμό τής επίσης καταρρέουσας οικονομικά οικογένειας τού Γιώργου. Νά σάς τόν πώ: Οί έπιζήσαντες έβραϊοι θά κληρονο­ μούσαν όλους τούς συγγενείς μέχρι απροσδιορίστου βαθ­ μού. Ή άνεπιθύμητη Έλβίρα βρέθηκε μονομιάς πάμπλουτη. Αύτό άλάφρυνε τίς τύψεις τού Γιώργου γιά τήν προδοσία του, άν καί άρχισε νά νιώθει τήν ανεπαίσθητη πίεση τής οΐκογένειάς του. Πού απελπισμένη πιά άπό τά νάζια τής Τζένη, τίς αντιρρήσεις τής μαμάς καί τόν ά­ φαντο Όδυσσέα της, πού ολο έρχόταν κι ολο δέν έφτανε, άρχισε νά βλέπει τήν Έλβίρα σάν καλούλα, σάν συμπαθητικούλα καί, στό κάτω τής γραφής, σάν ένα καί στό χέρι. Ό χι ό Γιώργος! Ούτε πού τόλμησαν νά τού τό πούν. ’Αντίθετα εκείνος έγραψε τής Τζένη μιάν άπελπισμένη έκ­ κληση νά άγνοήσουν τούς πάντες καί νά κλεφτούνε αμέ­ σως. Τήν ενημέρωσε ντόμπρα γιά τούς κινδύνους τής ά­ γνωστης ακόμα σε έκταση κληρονομιάς τής Έλβίρας, Ι­ σως μέ τήν ελπίδα νά τή φοβίσει. Δέν ξέρω κατά πόσο ή Τζένη σκέφτηκε σοβαρά νά τόν ακολουθήσει, δπως τουλάχιστο ισχυρίστηκε στήν κομμουνίστρια. Πάντως, δυό μέρες αργότερα πήρε ένα δεύτε­ ρο γράμμα, άπό τήν Έλβίρα τούτη τή φορά. «Ξέρω», τής έγραφε, «πόσο αγαπιέστε μέ τόν Γιώργο. Ό πως ξέρω δτι είστε ένα προνομιούχο πλάσμα σέ σύγκριση μέ μένα. Πο­ λύ νέα, τουλάχιστο δέκα χρόνια νεότερη άπό μένα, μ’ έ­ ναν πατέρα πανίσχυρο, τή θαυμάσια κυρία μητέρα σας πού σάς λατρεύει, τ’ άδέρφια σας καί επιπλέον είστε πολύ πλούσια. ’Αντίθετα μέ μένα πού είμαι κιόλα τριάντα τεσ­ σάρων χρόνων πού μετράνε έκατό, καμιά ελπίδα νά γίνω 76

μάνα γιατί μέ υπέβαλαν σέ στείρωση στό στρατόπεδο, καί τό χειρότερο, δέν έχω κανέναν στόν κόσμο. Μπορεί νά μέ θεωρείτε τρελή καί μπορεί νά ’μαι, άφοϋ σάς γράφω γιά νά σάς παρακαλέσω γονατιστή νά μου άφήσετε τόν Γιώρ­ γο. Εϊσαστε τόσο νέα, έχετε δλη τή ζωή μπροστά σας. ’Άλλοι άξιόλογοι άντρες θά σάς αγαπήσουν καί θά σάς κάνουν ευτυχισμένη. ’Αφήστε μου τόν Γιώργο. Όταν τόν άφήσετε σείς, μέ δική σας πρωτοβουλία, θά μέ λυπηθεί καί δέ θά μέ διώξει. Ξέρετε πόσο είναι καλός. Μπορεί καί νά μέ παντρευτεί. Λυπηθείτε με». Ή Τζένη έκλαιγε μιά όλόκληρη νύχτα. Δέν ξέρω αν καί πόσο άγαποϋσε τόν Γιώργο. ’Αλλά βρέθηκε φυλακι­ σμένη στά άλλεπάλληλα ψεύδη της. Ό λα τά προνόμια πού τής απέδιδε ή έβραία ήταν πλασματικά έκτος άπό τήν ομορφιά της. Μέ τήν Έλβίρα ήταν συνομήλικη. Και­ ρό τώρα ό Γιώργος τής ζητούσε ένα πιστοποιητικό γέννη­ σης γιά νά έχει έτοιμες τίς άδειες γάμου. ’Αλλά δέν τόλ­ μησε ποτέ νά τού τό στείλει! Πού νά καταλάβει τί πάει νά πεί αγάπη. Ό μύθος της σωριαζόταν σέ ερείπια καί τήν έ­ θαβε, γιά πρώτη φορά. Τί ν’ άπόγινε ή Έβραία! Είναι ίσως ό μοναδικός άν­ θρωπος πού πιστεύει τήν Τζένη μεγαλόψυχη. Καί λίγα χρόνια αργότερα πίστευε καί ή ίδια πώς είχε παραχωρή­ σει τόν Γιώργο στήν Έλβίρα. Μά φυσικά παντρεύτηκαν σέ μερικούς μήνες. Έ γώ πρέπει νά γνώρισα τή Τζένη κανένα χρόνο άργότερα. ’Αλλαγμένη; Ή ίδια δχι. Είχε βρει δμως καινούρια ύλικά γιά νά ανανεώσει τό μύθο της. Καί πρώτα άπ’ δλα κατοικούσε σ’ ένα θαυμάσιο άρχονηκό στήν περιοχή τού Συντάγματος. Γεγονός πού προϋπόθετε μεγάλη οικονομι­ κή άνεση. Δέν έγινε κανένα θαύμα. «Όπου κακομοίρης, τυχοδιώ­ κτης καί άπατεώνας, βρίσκει περίθαλψη στό φιλόπτωχου ταμείον τής Δεξιάς, φτάνει νά δηλώνει έθνικόφρων», έλε­ 77

γε ή κομμουνίστρια. «Τό κατεστημένο υποστηρίζει τους δικούς του ακόμη κι αν είναι έγκληματίες, δχι τόν καημέ­ νο τόν μπαμπά πού βαρυνόταν γιά ένα χαρτοπαιχτικό πταίσμα! Καί γίναμε πάλι καθωσπρέπει!» Πράγματι, ή κυβέρνηση κάλυψε τόν άτακτο αλλά έθνικόφρονα αντιναύαρχο, επιτάσσοντας γι’ αύτόν έναν όρο­ φο στό παλιό αρχοντικό. Τελείως νόμιμο. Ή έπίταξη ακατοίκητων ή έγκαταλειμμένων σπιτιών καί διαμερισμάτων είχε εφαρμοστεί άπό την Κατοχή καί συνεχιζόταν στά πρώτα μετακατοχικά χρόνια. Καλά, ό ναύαρχος είχε επιστρέφει θέλοντας καί μη. ’Αγνώριστος, κατά τήν κομμουνίστρια. Είχε παραιτη­ θεί άπ’ όλα τά προσχήματα. ’Αντίθετα μέ τή Τζένη, αύτός δέν έκανε καμιά προσπάθεια νά κρύψει τό αληθινό του πρόσωπο. Αύτό έξάλλου τόν απάλλασσε άπό τού ν’ άναλάβει ξανά εύθύνες άπέναντι στήν οικογένεια. Κανένα φτιασίδι καί κανένα πρόσχημα πού νά καλύπτει τήν κατάρρευσή του. 'Όχι, δέ νομίζου ότι τούς αφηγήθηκε τί τού συνέβη, ί­ σως γιατί τό θεωρούσε φυσικό νά γνωρίζουν τά πάντα. Ούτε κι έκανε τόν κόπο νά τά διαψεύσει όμως. «Ταπεινός, πράος», μού διηγόταν ή κομμουνίστρια. Βέβαια, ώσπου νά γυρίσει ό πατέρας της είχε αποφυ­ λακιστεί εκείνη. Μόνο ό άντρας της είχε ζοριστεί. «Ένας πατέρας άλλιώτικος. Χο^ρίς ύφος καί τουπέ. Κακόμοιροι οι καραβανάδες! Έτσι καί τούς βγάλεις τά στρατιοκτικά σού θυμίζουν γυμνοσάλιαγκα. Καμιά εκζή­ τηση καί, τό σπουδαιότερο, χωρίς καμιά διάθεση νά επι­ βληθεί πιά σέ κανένα μας, μέ τήν παλιά του σκληρότητα. ’Άσε πού θά ’ταν μάταιο. Είχαμε όλοι ένηλικιωθεί πιά». Φαίνεται πώς ή μητέρα καί ή Τζένη τρόμαζαν νά πι­ στέψουν σέ μιά τέτοια αλλαγή. ’Αλλά κεί πού κινδύνεψε ή γυναίκα του νά πεθάνει ήταν σάν είδε πόσο φυσιολογικά καί φιλικά φέρθηκε στήν κομμουνίστρια. Σχεδόν άπόπλη78

κτη παρακολουθούσε τόν ομαλότατο διάλογό τους. «Ή μαμά», μου ’λεγε γελώντας εκείνη, «ήταν σίγουρη πώς ό μπαμπάς θά ’βγάζε, μόλις μ’ έβλεπε νά μπαίνω, τό περί­ στροφό του καί θά μ’ έκτελούσε. Ά χ , πώς τό γλέντησα! Τού ’πα πώς έχω δυό παιδιά, ένα γιό καί μιά κόρη, πώς δεν ξέρω πού βρίσκεται ό άντρας μου, άλλά δέ μ’ ένδιαφέρει καθόλου γιατί είμαι αποφασισμένη νά τόν χωρίσω μόλις ξανασμίξουμε». «Γιατί;», μέ ρώτησε κείνος γαλήνια. «Γιατί, μπαμπά, ό κάθε άνθρωπος, καί μάλιστα ό νέος, κάνει σπασμωδικές έπιλογές μέσα σ’ έναν πόλεμο. Περνάει βίαια στήν ώριμότητα, άφύσικα θά ’λεγα. Μέ τόν καιρό κατασταλάζει, ισορροπεί». «Καί πού είναι τά παιδιά σου», μέ ρώτησε. «Σπίτι, μπαμπά». «Γιατί δέν τά ’φερες;» «Γιατί δέν ήξερα άν τά ’θελες». «Έτσι κι άλλιώς», πετάχτηκε ή μάνα, «δέν τά θέλω εγώ. Δέ θά τό κάνομε δώ μέσα φυτώριο κομμουνιστών. Στό είπα», συνέχισε έπιθετικά, «δτι ή κόρη σου είναι κομμουνίστρια». Ό πατέρας δέ μίλησε, κατέβασε τό κεφάλι. Ή μαμά, εΐλικρινά άπορημένη φώναξε: «Καί δέν ξέρω, τί σέ κρατά άκόμη καί δέν τής σπας τό κεφάλι». «Δέν είναι μόνο κομμουνίστρια», συμπλήρωσε ή Τζέ­ νη, «είναι καί πόρνη. Κηλιδώνει τήν οικογένεια καί κατα­ στρέφει τη φήμη μας. Νά δείτε πού έξαιτίας της δέ θά μπορέσω νά παντρευτώ». «Μά γλυκιά μου άδερφούλα», τής είπα ξεθαρρεμένη άπό τή σιωπηλή συμπαράσταση τού μπαμπά, θαρρώ πώς είχες ολα τά χρονικά περιθώρια νά παντρευτείς πριν βγώ εγώ στό κλαρί...» Μάλλον είχε δίκιο, κύριε πρόεδρε. Άλλά φαίνεται πώς μέ τόν καιρό ό κομμουνισμός τών δυό άδερφιών γίνηκε ή 79

σωτηρία δλων. Τά προσωπικά σφάλματα τού καθενός πού χάλασαν τή ζωή του, άκόμη καί τού πατέρα, δλα ξεχάστηκαν καί οί συνέπειες τους αποδόθηκαν στους κομ­ μουνιστές τής οικογένειας. Ό χι, δέν είναι παράλογο. Ή μητέρα μάλιστα σκέφτηκε νά επισημοποιήσει τήν άποψη. Νά, μέ τήν έλπίδα πάντοτε νά βγάλει τόν πατέρα άπό τήν απαράδεκτη άπάθειά του, του πρότεινε νά άποκηρύξει τά δυό αδέρφια άπό τίς εφημερίδες, δηλώνοντας πώς ή οικογένεια διατηρούσε πάντα τίς βαθιές έθνικόφρονες αρ­ χές της. Κάθε άλλο! Ό πατέρας θ’ άρνιόταν παθητικά ν’ άναλάβει τόν παλιό του ρόλο πού συντόνιζε τίς πατροπαράδοτες σχέσεις αφέντη πατέρα - οικογένειας. Μά είχε αύτοκαθαιρεθεΐ τελείως συνειδητά. Άπό αδιαφορία στά πάντα καί γιά δλους. «Ή θητεία μου τού οικογενειάρχη τέλειωσε. Κανένας πιά δεν είναι ικανός νά μέ άνακαλέσει στά όπλα», έλεγε στήν κομμουνίστρια. «Τριάντα πέντε χρόνια κράτησα δλους τούς κα­ νόνες τού παιχνιδιού, σάν μπαμπάς, σά σύζυγος, έ, φτά­ νει! Τί στό διάβολο, δέ θά χειραφετηθείτε σείς ποτέ;» Δέν ξέρω αν ήταν αναρχικός, κύριε πρόεδρε. Καταλά­ βαινε όμως πολύ καλά γιατί θέλανε νά τόν άνακαλέσουνε στήν τάξη τού παλιού αύταρχισμού. Δέν μπορούσε νά ξαναγίνει αυταρχικός χωρίς ν’ άναλάβει καί τήν οικονομική άποκατάσταση τής οικογένειας. Πράμα αδύνατο, φυσικά. Εκείνες δμως ήταν έτοιμες νά τού συχωρέσουν τό θλιβερό παρελθόν τής Αίγύπτου, φτά­ νει νά τόν ξανάβλεπαν πάλι παντοδύναμο τιμωρό. Τιμωρό, κύριε πρόδρε. Γιατί ή άντικομμουνιστική δια­ στροφή τών γυναικών παραχώρησε τώρα τή θέση της σέ μιάν άπέραντη άπογοήτευση, κυρίως γιά τή Τζένη. Μά είναι απλό. Ή Τζένη περίμενε νά τής έξαργυρώσει ό πατέρας της τήν ένάρετη νιότη της. Πού δέν πρόδωσε 80

ούτε μιά φορά τίς προπολεμικές αδυσώπητες αρχές που έπέβαλε στήν οικογένεια του. Πώς νά τίς έξαργυρώσει; ’Αποκληρώνοντας τά δυό της αδέρφια καί κάνοντας ένα γάμο γιά τήν πρωτοκόρη του, ανάλογο μέ τό κοινωνικό τους επίπεδο. Μά κείνες άρνιόντουσαν πώς τό έδαφος είχε υποχωρή­ σει κάτω άπό τά πόδια του, πρώτον. Τό δεύτερο στάθηκε καί τό μεγάλο πλήγμα γιά τήν Τζένη: Ό τι ή κομμουνίστρια πού έφτυσε πάνω στίς αρχές τής οικογένειας, δπως ισχυριζόταν ή ίδια, Ναί κατά τήν άποψη τής Τζένης δχι μόνο δέν τιμωρή­ θηκε, άλλά τελικά απόλαυσε μιά ελεύθερη ζωή, παν­ τρευόταν, ξεπαντρευόταν, άπόχτησε παιδιά καί παρ’ δλη τή φτώχεια της έδειχνε χαρούμενη κι Ισως νά ’ταν κι ευ­ τυχισμένη. Γιά νά μήν άναφέρομε τό κύριο έγκλημά της: Ό τι είχε γεννηθεί δέκα χρόνια άργότερα άπό τή Τζένη. Τί περίμενε; Τόν αποκεφαλισμό της. Τώρα γίνανε δυό οί κατηγορούμενοι. Φυσικά! 'Ένας πατέρας πού δέν έστηνε στόν τοίχο τούς αποστάτες τής οικογενειακής έθνικοφροσύνης ήταν άπαράδεκτος πιά. Όσο γιά τήν κόρη... Τί θέλατε νά γίνει; Άνάλαβε ή Τζένη νά αναβιώσει τούς σιδερένιους νόμους τής πειθαρχίας πού άτονήσανε μέ τήν παραίτηση τού πατέρα. Πού τελικά υποτάχτηκε καί ό ίδιος στή Τζένη πού άνάλαβε τά ήνία τής οικογένειας. Δέν είχε νά διαλέξει. Δεχότανε τά πράματα δπως έρ­ χονταν. ’Αφήνοντας της τήν έξουσία τής άφηνε καί τίς ευ­ θύνες τής συντήρησης τής οικογένειας. Όχι! Ή Τζένη τώρα είχε μιά μεγάλη θέση, πάλι χάρη στήν επέμβαση τού κατεστημένου καί τό παλιό γόητρο τού άντιναυάρχου, πού δέν έπρεπε νά τόν άφήσουν νά κουρελιαστεί τελείως. Ή πρώτη της δυναμική έπίδειξη στάθηκε πολύ θεαμα­ τική μέ τήν εύκαιρία ενός τραγικού πλήγματος. "Οταν πέθανε ό γιός στό Μακρονήσι άπό τά βασανιστή­ 81

ρια καί ειδοποίησαν τήν οικογένεια, ή Τζένη άνάλαβε τήν πρωτοβουλία. ’Απαγόρεψε σε όλους κάθε άνάμειξη. Κα­ νένα αγγελτήριο θανάτου στόν τύπο καί κανείς μέ μαύρα. Γιατί αν πενθούσαν, έπρεπε νά ομολογήσουν στόν κόσμο πώς είχαν έναν αδελφό κομμουνιστή πού πέθανε εξόρι­ στος. Καί δέν ακούστηκε ποτέ νά γίνει κομμουνιστής ό γόνος κάποιας αριστοκρατικής οικογένειας. Ό χι, δέν είχαμε ακόμη παντρευτεί. Είμαστε άρραβωνιασμένοι. Τότε τή γνώρισα, Τήν κομμουνίστρια. Μουλιασμένη άπό τό κλάμα. «Δές τους», φώναζε. «Δές μιά αδερφή καί μιά μάνα. Δές τήν αριστοκρατία τών καραβανάδων πού μπορούν καί καταρ­ γούν σαρκικά καί συναισθηματικά έναν άνθρωπο. Σά γουρούνες. Ούτε κρυφά δέν κλαίνε γι’ αύτόν. Ό χι τό γιό τους, όχι τόν αδερφό τους. Μά γιά ένα παλικάρι είκοσι τριών χρόνων πού έπαθε εσωτερική αιμορραγία άπό τό ξύλο. ’Από τίς κλοτσιές, βρέ παναθεματισμένες, άλλων συνομηλίκων του φαντάρων πού ’χουν γίνει βασανιστές. Μά κανείς σας, λοιπόν, δέ γέννησε αύτό τό παλικάρι πού τού κουρελιάσανε τό κορμί όπως κουρελιάζουνε καί τήν Ελλάδα; Δέν πονούν, ρέ μάνα, τά σπλάχνα σου γιά τίς διαμελισμένες σάρκες τού γιού σου... Είστε χειρότερες κι απ’ αυτούς. Κι άπό τούς ασφαλίτες κι άπό τούς ναζίδες. Γιατί αυτοί δέν ξέρουν τί θά πει γέννα. Τό αγόρι μας, πάει τό άγόρι μας χάθηκε καί σάς μισώ, σάς μισώ, θά σάς μι­ σώ σ’ όλη μου τή ζωή», φώναζε έξαλλη καί κατρακυλού­ σε τίς σκάλες. «Κανείς δέ χρειάζεται τήν αγάπη μιάς πόρνης», τής φώναξε ή μάνα της κλείνοντας πίσω της τήν πόρτα. Κι ύ­ στερα όρμησε στό δωμάτιο τού ναυάρχου. «Τήν ακόυσες; Νά τήν αποκληρώσεις, νά μήν ξαναπατήσει δώ μέσα». Ό ναύαρχος πήρε ό,τι βρήκε μπροστά του καί τής τό πέταξε στό κεφάλι. «’Έξω άπό τό δωμάτιό μου, μέγαιρα, φόνισσα. Ό γιός 82

σου βρε, ό γιος σου δολοφονήθηκε. Ό γιος σου! Δέν τό κατάλαβες; Καί βρήκες τήν ώρα νά μου ζητήσεις τήν άποκλήρωση τού άλλου σου παιδιού». Δέν ξέρω. Μέ τό ναύαρχο στήν άρχή δέ βλεπόμουνα καθόλου. Τον είχαν εκεί έγκαταλειμμένο και τού πήγαι­ ναν ένα πιάτο φαγητό. Ένας θεός πού παύει νά είναι χο­ ρηγός προκαλεΐ τήν περιφρόνηση. Ούτε κάν τόν οίκτο. Ό χι, τά κατάλαβα πολύ άργότερα. Σέ μένα παίζανε πάντα τήν κωμωδία τού απρόσιτου μπαμπά. ΓΙού είναι πολύ δυσαρεστημένος μ’ αύτόν τό γάμο. «Σέ βρίσκει πο­ λύ κατώτερό μου, νά αύτό ’ναι», μού ξομολογιόταν ψιθυ­ ριστά ή Τζένη. Στήν πραγματικότητα, δμως, δέν έδιναν πεντάρα γι’ αύτόν καί τά αίσθήματά του. Κι έτσι δέν έμα­ θα ποτέ αν έκλαψε τό γιό του στήν άπομόνωση πού είχε αύτοκαταδικαστεΐ. Τί νά ’κανα έγώ, κύριε πρόδρε. Δέν έβλεπα, δέν ακόυα τίποτα. ’Ήμουνα τρελός γιά τή Τζένη. Τό δτι δέν μέ παντρεύτηκε άπό αγάπη τό κατάλαβα πολύ άργότερα. Νά σάς πώ γιατί μέ παντρεύτηκε; ’Ήμουν πολύ ταπει­ νός, πολύ φτωχός, όλότελα ασήμαντος, αλλά οπωσδήπο­ τε κατώτερός τους καί, κατά συνέπεια, ό μοναδικός άπό τούς θαυμαστές της πού δέ θά ντρεπότανε νά τού άποκαλυφτεϊ ή άθλιότητά τους. Καί γενικά ό ξεπεσμός τους. Θυ­ μάμαι πώς είχα τέτοιο τρόμο μή μετανιώσει καί διαλύσει τόν αρραβώνα μας πού μόνο αφού παντρευτήκαμε άρχισα νά νιώθω τήν παγωνιά τών μεγάλων δωματίων πού ζούσαν. Ού'τε ένα έπιπλο. Ό ναύαρχος άρνήθηκε νά τούς δώ­ σει λεφτά νά μετακομίσουν τήν επίπλωση άπό τήν έπαρΧ
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF