January 16, 2017 | Author: ALBA ROSSA | Category: N/A
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Ο Σ
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ΛΕΚΑΤΣΑ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ # Κ Λ Α £ I Κ Α ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ I
Άλκηστη - Άντρομάχη - Βάκχες ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ II
Εκάβη - Ελένη - Ήλέχτρα ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Τό κάλεσμα της θεονύφης Το ψυχολογικά και μυητικό πλέγμα τσϋ άρον γάμου Ή Πολιτεία τοϋ "Ηλιου Ή κοινοχιημονική έπανάσταση των δούλων και 7ΐρολετάριων της Μικρασίας, 133-128 π.Χ. Ίδεοκρατία καΐ ιστορική αιτιοκρατία Νέες τομές για τη μελέτη της κοινωνικής ιστορίας τοϋ 4ον π.Χ. αιώνα Ή Μητριαρχία Και ή σύγκρουση της με την ελληνική Πατριαρχία Τί> Θείον Βρέφος Θρησκειολογική θεώρηση Διόνυσος Καταγωγή και εξέλιξη της διονυσιακής θρησκείας Έρως 'Ερμηνεία μιας μορφής της προϊστορικής και όρφικοδιονυσιακής θρησκείας Ή ψυχή Ή Ιδέα της ψυχής και της άθανασίας της και τά ϊΒψα τοϋ θανάτου Οί πόλεμοι των δούλων Στην ελληνική και ρωμαϊκή άρχαιότητα
ΠΑΝΑΓΗ
ΛΕΚΑΤΣΑ
ΔΙΟΝΥΣΟΣ Καταγωγή
και έξέλιξη
της Διονυσιακής
Θρησκείας
ΠΕΜΠΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
® Copyright ΑΙκατερίνη Π. Ρηγοπούλου - 'Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Λθήνβ'1999
του παρΑττος Ιργου στΑ αύνοΜ m ή î|d|iÎ!w îqd ότηΜονβήποτι τρ6ττό, χαΟως χαΐ ή μχτάφρχση ή &αβχινή ΤΌυ ή έκμ^τάλλευσή -π» μέ όποων&ήπστι τρόπο άναπαραγωγης Εργου Μγου ή τέχνης, αΰμφωνα μΐ τΙ< τόΟ ν. 2121/1993 κα! της AuOwûç Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, τκύ κυρώΟιρ» μέ τύ v. 100/1975. ΈτΗσης «πγορκόκται ή Αναπαραγωγή της στοηριθΟΜ(ας, ακΧώοκοίησης, έξωφύλ>ου xol γτνυαάτκρα της βλης αΙαΟητικης έμφάνισης τοΰ βφλίαυ, μΐ φωτοτυπικές, ήλητρσνιχές ή 6ττοιωΐήποτϊ £λλ*ς μχΟάίαυς, σύμφωνα μέ τδ £ρΟρο 51 ™ ν. 2121/1993. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλάγγ» 11.106 78 Αθήνα « 210-330.12.08 - 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31 e-mail:
[email protected] www.lcaslaniolis.com ISBN 960-03-2417-4
iïy/71/ ElYs^ >
«
/
s
Ό Δίας ντυμένος τή Διονυσιακή Στολή και κρατώντας στα γόνατα του τόν 'Εφηβικό Διόνυσο, ή ό Ιερατικός 'Ιωνικός Διόνυσος κρατώντας στά γόνατα του τόν παλιό Ε φ η β ι κ ό και 'Εποχικό έαυτό του: 'Από έρυθρόμορφο άττικό κρατήρα (γύρω στό 475 π.Χρ.) στή Βολωνία: Notizic dcgli Scavi 1927, 166 Tav. 16. Πρβ. Archäologische Anzeiger 1928, 131 Abh. 9. M. I. Rostovtzeff, Mystic Italy (New York 1927): μετωπική εΙκόνα. Revue des Études Grecques 1929. K9, Fi*. 5. Revue Belge de Philologie et d'Histoire 9 (1930) Pl. iv, 2.
ΠΡΟΛΟΓΙΣΜ A
Σκληρή ή μοίρα νά μιλήσω εγώ γιά τό στέρνο βιβλίο τοϋ Παναγή
Λεκατσά.
Μά και νά μήν πώ τίποτα τών άλλων τών ου καθαρευόντων καί άπ'ανδρός συνουσίας, κι άπό τά ρωμαϊκά 'βακχεία' (bacchanalia) πού άπαιτούσαν προοιμιακή άγνότητα δέκα μερώνε. Ή 'πάροδος' τών 'Βακχών' τραγουδά τή μακαριότητα τοϋ μυημένου πού κρατά τή ζωή του άμόλευτη· ή Ιδια μιλά γιά τούς 'καθαρμούς' πού σιγουρεύουν τήν όσιότητα - κ'ένα στοιχείο τών καθαρμών αύτών είναι καί τό Λουτρό, πού μαρτυριέται συνδεμένο μέ διονυσιακά δργια τών γυναικών τής Τανάγρας ( = § 3^)· Μιά δοκιμασία Σιωπής φαίνεται νά μαρτυρά ή παροιμία 'Βάκχης τρόπον' πού λέγεται έπί τών άεΐ στεγανών καί σιωπηλών, παρ'δσον al Βάκχαι σιωπώσι. Μιά κατηγορία τοϋ τουσκουλανικοϋ θιάσου, Σιγηταί, ( = § gi), μπορεί ν'άνακρατεϊ τή θύμηση τοϋ άρχαιοθιασικοϋ τούτου στοιχείου. 'Ακολούθα ή ' Α ν α χ ώ ρ η σ η ' τοϋ Μαιναδικοϋ θιάσου, πού τήν εΙκόνα της άνακρατοϋν μνημεία καί πληροφορίες. Είναι πρώτα οί άγγειογραφίες τοϋ Μαιναδικοϋ Χοροϋ, πού μιά κατηγορία τους παρουσιάζει ίεροπομπική, μέ τά διονυσιακά έμβλήματα, πορεία τής θιασικής όμάδας ( = § 14)· Ιστορώντας, άπό τήν άλλη, τήν πορεία τών Θυιάδων τής 'Αττικής γιά τά παρνασσιακά 'δργια' ( = § 53). ό Παυσανίας πληροφορεί πώς στήνουν χορούς σέ λογίς μεριές πού διαβαίνουν. Καθώς τά πρότυπα τών άττικών άγγειογραφιών τοϋ Μαιναδικοϋ Χοροϋ είναι οί χοροί τών Θυιάδων τής 'Αττικής, εικάζουμε πώς στήν "Αναχώρηση' τοϋ Μαιναδικοϋ Θιάσου έχουμε ίεροπομπική πορεία πού συναλλάζεται μέ χορούς κάθε τόσο. Μιά ζωντανότερη εικόνα της άναδίνει ή 'πάροδος' τών Βακχών πού πολλά στοιχεία της παρουσιάζουν ίεροτυπικό χαραχτήρα. Στήν άρχή της, πού είκονίζει τό ίεροπομπικό μέρος, άκούγεται κ'ή φωνή - 39 --
πού άλαργεύει τούς διαβατικούς και προστάζει τήν (εροτυπική 'εύφημίαν': τ/ς δδω, τις όδώ; τις; μελάΟροις έκτοπος ίστω,στόμα τ'εϋφημον δπας έξοσιουσθω. Ή 'Αναχώρηση παίρνει τόν τύπο τής όρειβασίας. Τόπος τών μαιναδικών 'όργίων' είναι, σταθερά, τά βουνά κ'ή πράξη ή ή θύμηση τών όργίων αύτών στοιχειώνει τόν Ταύγετο, τόν Κιθαιρώνα, τόν Παρνασσό, τό Λαφύστιον, τόν Κισσό, τό Πάγγαιο, τόν Αίμο. Τά ποιητικά έπίθετα τού Διονύσου όρειμανής, δρειοξ, δρέσκειος, ούρεσιφοίτης κ'ίσως κ'ένα λατρειακό, Άκρωρείτης, κατεβαίνουν άπό τήν 'όρειβασία' τού θιάσου. Ή λατρειακή'όρειβασία' είναι γενικότερη πράξη κι όρίζεται άπό λογΐς στοιχεία: είναι ή μακρινή παράδοση τής άρχικής βουνοζωής, οί σχετισμοί τού βουνού μέ τή Μεγάλη θεά (Όρεία) καί τόν άρσενικό πάρεδρό της, ή πληρότητα τού μυητικού "Αποκλεισμού' ( = άποχωρισμού άπό τήν κοινότητα) κ'ή όρειβατική δοκιμασία. Ή τέλεση τών μαιναδικών 'όργίων' ( = μυστικών ίεροπραξιών) γίνεται ώρα νυχτερινή, μέσα στό φώς τών λαμπάδων: λείψανο κ'έτούτο τών τελετών τής φυλετικής Μύησης πού τό δέος τού μυστηρίου τους βαθαίνει μέσα στούς φόβους τής νύχτας: σεμνότητ'Ιχει σκότος. Ό Ζαγρεύς, πού ή λατρεία του είναι δμοια μέ τή μαιναδική, χαρακτηρίζεται νυκτιπόλος καί διονυσιακοί θιασώτες λέγουνται σ'Ενα χωρίο τού 'Ηρακλείτου νυκτιπόλοι. "Ενα έπίθετο τού Διονύσου, πού εΙκάζεται άπό χωρίο τού Πλουτάρχου (Σνμπ. Προβλ. 6, 72) είναι Νυκτερινός, κ'ένας Διόνυσος Νυκτέλιος λατρεύεται στήν άκρόπολη τών Μεγάρων. Διονυσιακά Νυκτέλια άναφέρουνται μαζί μέ τά βοιωτικά "Αγριώνια': Άγριωνίοις και Νυκτελίοις, ών τά πολλά διά σκότους δράται. Οί λαμπάδες τών Μαινάδων στίς ληναΐκές Ιερουργίες ( = § 55) κ'ή παρουσία τού Δαδούχου σέ μιά τους μέ λαμπάδα στό χέρι του, μαρτυρούνε τήν ώρα τής νύχτας. ΟΙ μυστηριακές τελετές τής Λέρνας κ'οί γιορτές τού Διονύσου Αίσυμνήτου στις Πάτρες καί τού Διονύσου Βακχείου καί Διονύσου Λυσίου στή Σικυώνα στέκουν στή νύχτα. Τό δεύτερο μέρος μιας γιορτής στή Μήθυμνα λέγεται παννυχίς (τις Ιερουργίες τις τελούν γυναίκες μοναχά καί τόν όργιαστικό χαραχτήρα της τόν μαρτυρά ή παρουσία τών θύρσων). Μέ τό ίδιο όνομα συναντιέται γιορτή στήν έφεσιακή λατρεία Διονύσου τού Φλέω. Διονυσιακή γιορτή τής Δήλου έχει τό όνομα Νυκτοφυλάξια, μιά τής Πελλήνης Λαμπτήρια καί γιά τήν, άγνωστη άλλιώς, σικελική πολιτεία 'Αρβήλη παραδίνεται μιά γιορτή 'Αγρυπνία. "Ετσι κ'οί λαμπάδες πού συνοδεύουν τά δργια (καί τις άπότοκες γιορτές) είναι σταθερό έμβλημα τού Μαιναδισμοϋ καί τού Διονύσου. Εδώθε καί τά λατρειακό έπίθετα τού θεού Λαμπτήρ στήν Πελλήνη καί Φαυστήριος άλλοϋ: δτι μετά λαμπάδων άγεται αύτω τά μυστήρια. Τό δνομα τού δελφικού μήνα Δαδοψορίου βγαίνει σίγουρα άπό τις λαμπάδες τών θυαδικών 'όργίων* ( = § 53)· Ή νυχτερινή ώρα σιγουρεύει, δσο κ'ή 'όρειβασία', τή μυστικότητα τών τελετών τού Θιάσου. Σταθερό στοιχείο τών τελετών τής Φυλετικής Μύησης, ή μυ- 40 --
στικότητα τονώνεται, άπό τόν άνταγωνισμό τών φύλων, τόσο στούς άντρικούς 6σο καί στούς γυναικείους θιάσους. ΟΙ μύθοι τού Άκταίωνα καί τοϋ Πενθέα, πού σπαράζουνται κ'οΐ δυό, είκονογραφίζουν τήν τύχη έκεινοϋ πού πατεί τόν κανόνα. Ά π ό τή νυχτερινή πάλι ώρα τών μαιναδικών όργίων κι άπό τήν έπιμονή τής νυχτερινής ώρας στή διονυσιακή λατρεία, ξηγιούνται κ'οΐ σχετισμοί τών διονυσιακών παραστάσεων μέ τό μαϋρο χρώμα. Μάνα τοϋ έπώνυμου ήρωα τών Δελφών είναι ή Θυία, πού παρουσιάζεται νά καθιερώνει τά μαιναδικά όργια στούς Δελφούς, κ'είναι, έτσι, μυθική προβολή τών Θυιών ή Θυιάδων. Σ'άλλο δμως παρακλάδι μάνα τοϋ Δελφοϋ είναι μιά Μέλαινα ή Κελαινώ (ή Μελανθώ ή Μελαινίς), όνόματα πού σημαίνουν δλα τή 'Μαύρη'. Ή παραλληλία τών όνομάτων αύτών μέ τό 'Θυία* μαρτυρά μαιναδική τή 'Μέλαινα' μορφή, πού τ'δνομά της άνακρατεί τά σκοταδικά 'δργια' τών Θυιάδων. Άλλοϋ θά δούμε εναν 'Μελαναίγιδα' Διόνυσο κι άλλοϋ Ενα Διόνυσο 'Μελανθίδην'. Σέ μύθο πού σκεπάζει διονυσιακές Ιερουργίες ό Μέλανθος μονομαχεί μέ τόν Ξάνθον στόν τόπο Κ ε λ α ι ν α ί, πού θά πεϊ 'Μαϋρες'. Ό 'Ηρόδοτος βλέπει στόν Μ ε λ ά μ π ο δ α διονυσιακό ήρωα και τό δνομα Ψολόεις, πού συνδέεται μέ τά Άγριώνια τοϋ βοιωτικού 'Ορχομενού, σημαίνει τούς 'άθαλωμένους'. Τά δυό τελευταία μαρτυροϋν πραγματική ίσως, σέ διονυσιακές Ιερουργίες, τοΰ μαύρου χρώματος χρήση. Ά ς σημειωθή ώστόσο πώς τό Μαΰρο Χρώμα σημαδεύει olκουμενικά, σά σύμβολο, τό Νέο Φεγγάρι, σταθερό στά θεσπιακά νομίσματα έμβλημα τής φεγγαρικής Αφροδίτης Μελαινίδος. Ή πράξη τοϋ Μαιναδικοΰ Θιάσου δέν φαίνεται όλότελα άσχέτιστη μέ κάποια σεληνιακή Μαγεία. Σέ συνδυασμό μέ τό φεγγαρικό φυσικό τοΰ θεοΰ ( = § 3 1 ). ή ύπόθεση συνεξηγά τή χρήση τοΰ νυχτερινοΰ σκοταδιοϋ, τις λαμπάδες, καί τό μαϋρο χρώμα. § 13 Βακχική Μανία Όλολυγή - Μουσική - Χορός ό φώνημα Ιώ, πού σάν δνομα τής Ίώς μδς άνεβάζει στή σφαίρα τής προδιονυσιακής 'μανίας', δέν είναι άμεταχείριστο στή διονυσιακή πράξη. Τό μαρτυροϋν ή καίρια χρήση του στις 'Βάκχες' (στί. 576 - 581), τό έπίθετο τοΰ Διονύσου Ίόβαχχος καί τά όνόματα τής διονυσιακής στήν Αττική γιορτής Ίοβάχχεια, ένός μήνα στήν Αστυπάλαια Ίοβάχχιος καί τοϋ νεοδιονυσιακοΰ θιάσου τών Ίοβάχχων. Πιό γνώριμα ίερουργικά φωνήματα τής διονυσιακής πράξης είναι τά ενοΐ, εναι, ενόν, μακρόσυρτες καί κυματιστές Ιαχές, (τό ρήμα ενάζειν), άπ'δπου καί τά έπίθετα τοϋ θεοΰ Εύας, - 41 --
Εύαστής, Εϋιος και (άπό τό όμόλογο εύσοΓ) Εϋσιος. Συχνά, πάλι, στά διονυσιακά θέματα παρουσιάζουνται ή όλολνγή ή άλαλή ή άλαλαγή, (όλολνζειν, άλαλάζειν) ol έκστασιακές, στόν ένα ή στόν άλλο τύπο τους φωνές τών γυναικών τοϋ Αίγαιακοϋ κόσμου, 'vondenen früher die griechische Berge und Haine allgemein erklungen wären. Μιά τους, πολεμική, είναι καΐ τό έλελεν (πού ξεμένει στά "Ωσχοφόρια': § 4°) άπ'δπου τό έπίθετο τοϋ Διονύσου Έλελενς (παράβαλε καΐ τό έπίθετο Eleleides πού δίνει στις μαινάδες ό Όβίδιος) και Έλιγενς στή Σάμο (πού σχετίζεται, άν είναι σωστό, δπως καΐ τό έλελεν, μέ τό έλελίζω). Ά π ό τις έκστασιακές αύτές φωνές, ( = Ινγή = φωνή, κραυγή, βοή) βγαίνει κ'Ενα άλλο έπίθετο τοϋ θεοϋ, τό Ίνγγίης. "Ενα άλλο του έπίθετο, Βρόμιος, βγαίνει άπό τό θόρυβο και τή χλαπαταγή τοϋ θιάσου: μέλπετε τόν Διόνυσον \ βαρνβρόμων νπό τύμπανων, | ενια τον ενιον άγαλλόμεναι θεόν, I έν Φρνγίαισι βοαΐς ένοπαΐσι τε \ λωτός δταν ενκέλαδος \ Ιερός Ιερά παίγματα βρέμη... Ή Μουσική, τά Ιερά τραγούδια κι ό Χορός, έχουν και τά λατρειακά άντίστοιχά τους. 'Αξιομνημόνευτοι είναι έδώ οί σχετισμοΐ τοϋ Διονύσου μέ τις Μούσες ( = § 77)· "Οπως, πάλι, είναι ό μουσικός και τραγουδιστής, έτσι είναι κι ό χορευτής θεός, δρόμω και χοροϊσι πλανάτας έρεθίζων Ιαχαϊς τ'άναπάλλων, τρχχρερόν τε πλόκαμον είς αΙθέρα ρίπτων. Έδώ ανακαλεί κανείς τά έπίθετά του Χορενς και Χορείος, ϋν και δείχνουν περισσότερο τό θεό τής Χορωδίας. Σ'άγγεΤο, ώστόσο, μέ παράσταση ληναϊκών Ιερουργιών συναντιέται, σάν δνομα μαινάδας, τό Χορεία καί στ'Άργος δείχνανε τόν τάφο συνονόματης μαινάδας. Μόλις γεννήθηκε ό Διόνυσος χόρεψαν δλοι οί θεοί (πάντες δ'ά[θά]νατοι [χ]όρευσαν\ κι δταν χορεύει ό θεός άλάκερος ό κόσμος χορεύει μαζί του. Ό ίδιος, τέλος, είναι ό μαινόμενος θεός· τό κύριο έπίθετό του, πού τοϋ γίνεται κι δνομα, Βάκχος, καί τά παράλληλα, Βάκχιος ή Βάκχειος, Βακχενς καί Βακχέβακχος, σημαίνουν τόν θεό στήν κατάσταση τής μανίας πού καλλιεργεί ή λατρεία του καί τή δηλώνει τό ρήμα βακχεύειν. Οί προοιμιακές έγκράτειες, οί καθαρμοί κ'ή Σιωπή ( = § 12), τά βουνοτρεχάματα τά νυχτερινά, οί λαμπάδες, ή αίσθηση τής παρουσίας τοϋ θεοϋ, έτοιμάζουνε τά ξεσπάσματα τής παράκρουσης, πού τά φέρνουν οί ίερουργικές κραυγές, ό χορός, ή μουσική καί τό κρασί καί πού συναρπαστικά τά ξετυλίγει ή διονυσιακή είκονογραφία. Ό κλονισμός άρχίζει μέ τή μουσική πού ξεσπά ξαφνικά μέσα στή σιγή τοϋ βουνοϋ καί τής νύχτας. Τά τουμπανάρια, τά χάλκινα κύμβαλα, οί αύλοί, σηκώνουν όλοένα καί πιό όργιαστική τή δαιμονική μουσική, δπου σμίγουν τά 'κρόταλα', τά χεροχτυπήματα κ'οί κραυγές οί μακρόσυρτες τών Μαινάδων. Ξέφρενος τότες τις συνεπαίρνει ό χορός, μέ πηδήματα καί τινάγματα τών χεριών μανικά, μέ στριψίματα τοϋ κορμιοϋ, μ'άναρίξιμο καταπίσω τών κεφαλιών, μέ φοβερές κραυγές καί στεναγμούς: b δ' έρίγδονποι στοναχαί μανίαι τ'άλαλαΐ τ'όρίνεται ριψανχενι συν κλόνω. Μέ τά δρομοκοπήματα καί τούς χορούς τών - 4 2 -
θιάσων τους, ή βακχική μανία κυριεύει καί τά βουνά καί τ'άγρίμια: πάν δέ συνεβάκχευδρος και θήρες, ούδεν δ'ήν άκίνητον δρόμω. Μέσα στήν Εκσταση λύνεται ή τάξη τοϋ κόσμου. Οί κόρες τοϋ Μινύα δέν ύπακοϋνε στό κάλεσμα τοϋ θεοϋ και νά, άνόρατα τύμπανα, κύμβαλα κι αύλοί τΙς τρομάζουνε, κισσοί καί κλήματα σκαρφαλώνουν στούς άργαλειούς, φίδια κουλουριάζουνται μές στά πανέρια τους, κρασί καί γάλα στάζουν άπό τή σκεπή τους. Στό καράβι τών Τυρρηνών πειρατών πού σκλαβώνουν τό Διόνυσο άρχιν& νά κελαρύζει εύωδάτο κρασί, κορφή τοϋ καταρτιού ξεπετιέται ένα δίκλωνο κλήμα φορτωμένο σταφύλια βαριά, γύρω άπό τό κατάρτι άνεβαίνει κισσός, λουλούδια στεφανώνουν τούς σκαρμούς, λιοντάρι βρουχιέται στήν άκρη τοϋ καραβιοϋ, στή μέση του όρθώνεται άρκούδα. Σ'άλλη Ιστόρηση, ό θεός γυρίζει σέ φίδια τό κατάρτι καί τά κουπιά, καί μέ κισσό γιομίζει καί μέ λαλήματα αύλών τό καράβι. Τόν Διόνυσο στις 'Βάκχες', πού στέκει μπροστά του μ'άνθρώπινη είδή, τόν βλέπει ό Πενθέας σάν ταϋρο. Νϋν δ'όράς â χρή σ'όράν... Ό θεομάχος βασιλιάς θωρά δυό γήλιους νά ζυγιάζουνται στόν ούρανό καί δυό Θήβες νά στέκουν μπροστά του. Μεθυσμένος ό βακχευτής, μεθυσμένος ό θεός, μεθυσμένος ό κόσμος τους, ένας κόσμος θαυμάτων. Τό χώμα άναδίνει γιά τΙς Μαινάδες γάλα καί κρασί* μέλι καί γάλα κυλούν τά ποτάμια γι'αύτές· μέ τά χτυπήματα τοϋ θύρσου τους ξεπηδοϋν άπό τή γή πηγές νεροϋ και κρασιού* οί θύρσοι τους σταλοβολοϋνε κι αύτοί τ'όλόγλυκο μέλι. Κρατούν λυκόπουλα κι άλλα άγριμόπουλα καί τά βυζαίνουν στούς κόρφους τουςστούς ώμους τους άπιθώνουνε πράματα καί τρέχουν δίχως νά τούς πέφτουνε* στά κεφάλια τους άνεμίζουν, χωρίς νά τις καίνε, γλώσσες φωτιάς· τ'άρματα τών άντρών δέν τις λαβώνουνε- καί φονικοί στά χέρια τους γίνουνται οί θύρσοι. Ή δύναμή τους είναι τρομαχτική· καταξεσχίζουν ταύρους μέ τά χέρια τους καί παρουσιάζουνται νά ξεριζώνουν όλόκληρα δέντρα. Εύδαιμονική κατάσταση γιά τούς λάτρες τοϋ θεοϋ, ή Μανία του είναι καί τό φοβερό του δπλο. Οί άνυπάκουοι στό κάλεσμά του ή άντίμαχοι τοϋ θεοϋ, συνεπαίρνουνται ή ξολοθρεύουνται φρενοκρουσμένοι. Ή μανία του είναι συχνά έπιδημική, σάν αύτή πού συνεπαίρνει τις γυναίκες τής 'Αργολικής ( = § 3^) ή σ'άλλα παραδείγματα ( = § 5 2 ). γυναίκες τής Λακωνίας καί τής Χίου. Ό π ω ς μέ τή Σεμέλη πού σάν είχε στά σπλάχνα της τόν Διόνυσο, πλημμύριζε δλη άπό τό πνεϋμα τοϋ θεοϋ κι δσες γυναίκες τής άγγίζαν τό κορμί θεοκρουγόντανε κι αύτές: τό ίδιο γίνεται καί μέ τούς λάτρες καί τούς άντίμαχους τοϋ θεοϋ, π'δλα στοιχειώνουνται τριγύρω τους μεμιάς, γιομίζοντας άπό τή θεϊκή του παρουσία.
- 43 --
§ 14 Ό Μαιναδικός Χορός
Σημαντική συμβολή στή μελέτη τοΰ Μαιναδισμοϋ στάθηκε ή έργασία τής Lawler, γιά τόν Μαιναδικό Χορό (βλ. Βιβλιογραφ(α). Ή μελέτη της βασίζεται σέ 161 άγγεία (καί κάποια χαράγματα) άπό τούς Περσικούς Πολέμους Ισαμε τό θάνατο τοΰ "Αλεξάνδρου. Τά άγγεΤα πού μεταχειρίστηκε είναι μοναχά έρυθρόμορφα και κατά προτίμηση αττικά μέ τή συναγόμενη ύπόθεση πώς τά στορίσματά τους έχουν π ρ ό τ υ π α χ ο ρ ο ύ ς τ ώ ν ά ττ ι κ ώ ν Θ υ ι ά δ ω ν ( = § 53)» μ'δλο πού τό ποσό τής πραγματικότητας μετριάζεται άπό τΙς καλλιτεχνικές συμβάσεις. Τά πρότυπα είναι, φυσικά, πολύ μακριά άπό τήν άρχαιομαιναδική πράξη· ό μαιναδικός χορός είναι ό τυποποιημένος πιά τοΰ ήμερωμένου μαιναδισμοΰ, τοΰ άρμονισμένου μέ τήν εύκοσμία τής πόλης· πολλά του ώστόσο, χάρη στή συντηρητικότητα τής (εροτυπικής λειτουργίας του, άνακρατοΰν άρχαΐκά στοιχεία του και μδς δίνουν, έτσι, μιά κάποιαν, όσο κι ώχρή, εΙκόνα καί τοΰ άρχαίου. Μαζί μ'άλλες σειρές (μαλώματα μέ Σατύρους, σπαραγμός τοΰ Πενθέα) δέν χρησιμοποιήθηκαν, σάν πολύ άπλές γιά περιγραφή, πλήθος παραστάσεις ίεροπομπικών όμάδων, πού μαρτυροϋν ώστόσο πώς μιά φάση τοϋ μαιναδικοΰ χοροϋ είταν πομπική πορεία τών πιστών μέ τά έμβλήματα τοϋ Διονύσου στά χέρια. Τά χρησιμοποιημένα μνημεία παρουσιάζουν 357 φιγοϋρές Μαινάδων πού χορεύουνε καί μποροϋν νά καταταχτούν σέ τέσσαρους τύπους. Ό Πρώτος είναι ό Σ υ μ β α τ ι κ ό ς μ έ τ ί ς μαινάδες δπως περιγράφουνται άπό τά φιλολογικά μνημεία καί δοσμένες σ'Ιερουργικό χορό (315 φιγοϋρες). Ό δεύτερος είναι ό Δ ι α κ ο σ μ η τ ι κ ό ς , δπου οί μαινάδες παρασταίνουνται νά χορεύουν σέ θεατές, μέ τή συνοδεία μουσικοΰ καί μ'άβρά τά πατήματα ή σέ σκηνές μέ χαραχτηριστικά πού δέν είναι άποκλειστικά τοϋ θιάσου (36 φιγοϋρες). Ό τρίτος είναι ό Ε ξ α ι ρ ε τ ι κ ό ς , δπου οί χορεΰτρες παρουσιάζουν κάποια Ιδιοτυπία στό ντύσιμο, στά έμβλήματα ή στό παράστημα (6 φιγοϋρες). Τέταρτος μιά σειρά είδικοί τύποι άνάμεσα τοϋ πρώτου καί τοϋ δεύτερου: Ή μαινάδα μέ τό χέρι ή τά χέρια τά σκεπασμένα μέ πολύπτυχο χιτώνα (35 φορές στόν Συμβατικό, καμμιά στόν Διακοσμητικό, καί πάντα περίπου σ'άγγεΐα τοϋ 'Ελεύθερου Ρυθμοϋ, 460 - 440 πΧρ., δίνοντας τήν έντύπωση πώς ό χαραχτήρας εύνοήθηκε αύτή τήν περίοδο γιά νά χαθεί ύστερότερα)· ή μαινάδα μέ τήν κάποια γυμνότητα (τοΰ ποδιοΰ, τοΰ μαστοϋ ή τοΰ κόρφου)· κ'ή βαριοντυμένη μαινάδα. Ή ήλικία τών μαινάδων στούς δυό πρώτους τύπους είναι τών μεστωμένων καί τών νεαρών γυναικών, πού συμφωνά μέ τις φιλολογικές μαρτυρίες ( = § 23). Τό ντύσιμο τους, στούς Ιδιους τύπους, είναι τό καθημερινό ντύσιμο: μακρύς χιτώνας - 4 4 -
πού γίνεται πολύδιπλος μέ τό πλάτος του ή μέ τΙς δίπλες άλλου ρούχου πού τό ρίχνουν άποπάνω. Τά πιό συχνά προσθέματα είναι ή νεβρίς ( § = 1 5 ) , τό στεφάνι, τό δίχτυ τών μαλλιών, λογίς τύποι κεκρυφάλου, καί ξεχωριστά ή ταινία (μίτρα) κι ό διονυσιακός πίλος. Σχετικά μέ τό βαθμό τής παρα· φοράς συναντιούνται ήρεμες φιγούρες, συγκρατημένες, ζωηρές, έκστασιακές· καί, σχετικά μέ τήν δλη σκηνή, οί μεγάλες, χωρίς άντρες χορευτές, όμάδες γυναικών τραβούν νά πάρουν έκστασιακό χαραχτήρα. Τό βασικό βήμα τού μαιναδικοϋ χορού είναι όρμητικό περπάτημα καί τ'άκόλουθο Ινα τρέξιμο, πού δείχνουν πώς ό χορός άρχίζει μέ γοργό περπάτημα καί τραβά σέ τρεχαλητό, δσο ή ζωηράδα του άξαίνει. Ή κατεύθυνση είναι, κανονικά, καταμπρός· άραιά, καταπίσω- καί συχνά, στόν Διακοσμητικό τύπο, στριφογυριστή έπιτόπου. "Αλλες ξεκάθαρες φιγούρες του είναι τό πήδημα τ'άψήλου· τό πήδημα τού μάκρου* τό χοροπήδημα μέ σήκωμα καταπίσω τού ποδιού- καί τό τραπήδημα μέ τό πόδι καταμπρός σηκωμένο. "Ολα τούτα πάνε σέ πόδι γυμνό, κι ό μαιναδικός χορός, ίερουργικός καί παραστατικός, μπορεί νά χορεύονταν μέ τά πόδια γυμνά ή καί μ'άνάλαφρα σαντάλια. Οί μόνες ξεκάθαρες πόζες τού κορμού είναι τά λυγίσματα, μόνο πού, έξαιτίας τών καλλιτεχνικών συμβάσεων, δέν είναι εύκολο νά βρεθεί κατά ποιά μεριά πάνε. Ό γενικός τόνος στίς σκηνές τού Συμβατικού τύπου βεβαιώνει πώς ύπάρχει πολλή έλευθερία στό κούνημα τού κορμού, μέ συχνά τά τονισμένα λυγίσματά του: άλαφρά καταμπρός, βαθιά καταμπρός, πολύ στά πλάγια, λίγο καταπίσω, πολύ καταπίσω: καί κάποιες φορές στιβαρό στροβίλισμα μέ τεντωτά τά χέρια σ'όρθή μέ τά πόδια γωνία. Τά χέρια, πάλι, παρουσιάζουν έδώ τήν πιό μεγάλη έλευθερία. "Ενα μυτερό λύγισμα τού άγκώνα (πολλές φορές στό Συμβατικό κι άρκετές στόν Διακοσμητικό) μαρτυρά κάποιο γρήγορο, άπότομο, άποφασιστικό κίνημά τους. Κρατούν, κατά κανόνα έμβλήματα: τόν θύρσο ή τόν νάρθηκα, ζώα, άγγεΤα, λαμπάδες, κλαριά, καί στούς άκόλουθους προτιμημένους συνδυασμούς: θύρσο καί ζώο, μάλιστα τό φίδι· θύρσο καί λαμπάδα* θύρσο κι άγγείο, 'κάνθαρον' ή 'οίνοχόην'· θύρσο καί 'λίκνον' ( = § 78)' θύρσο καί 'κέρας' - λαμπάδα καί 'οίνοχόην*. Ό θύρσος ή ό 'νάρθηξ' κρατιέται κάθετα, όριζόντια, διαγώνια· μά ό θύρσος, τό πιό συχνά, άνάμελα, σάν κ'ή χορεύτρα νά'χει μισοχάσει τή συνείδησή της. Στίς έκστασιακές σκηνές ό θύρσος ή ό νάρθηκας άνεμίζουνται πάνου άπό τό κεφάλι καί σ'άλλες παρουσιάζουνται σάν δπλα ( = § 20). Όμοια οί λαμπάδες, πού συναντιούνται στό Συμβατικό μονάχα τύπο, κρατιούνται κάθετα, όριζόντια, διαγώνια' καί κάποτε κραδαίνουνται κι αύτές σάν δπλα. Ζώα δπως ό 'νεβρός' ή τό πανθηράκι ( = § 15) είν'άπιθωμένα πάνου σ'άνοιχτή παλάμη, ή ρίχνουνται στούς ώμους, πιασμένα άπό τό πόδι ή τά πόδια, ή κάποτε κρατιούνται άπό δυό χορεύτρες μαζί, πού τά τραβούν καθεμιά κατά τή μεριά της. Τά φίδια, τυλιγμένα στά χέρια, κρατιούνται - 4 5 -
ψηλά, καταμέτωπα ή σιμά στό κεφάλι. Ά π ό τ'άγγεία, ό κρατήρας κρατιέται σέ παλάμη άνοιχτή· ή οίνοχόη γερτή, σά γιά νά χύσει κρασί* ό 'κάνθαρος', ή διονυσιακή κούπα, καταμπρός, πλάγια, ή πλάγια πίσω* τό Ιδιο και τό 'κέρας'. Τό 'λίκνον' κρατιέται σ'άνοιχτή παλάμη κι αύτό, καταμπρός, πλάγια, καταπίσω, ή ψηλά* τό μαχαίρι κάθετα πάντα. Τά κισσόκλαδα ή τά δαφνόκλαδα κρατιούνται κάθετα ή πρόσγερτα, μέ τό χέρι μαζεμένο, Ισο, ή κυρτό, συχνότερα μέ τ'άκροδάχτυλα μόνο. Τά σχήματα τού έλεύθερου χεριού, πού δέν είναι χειρονομίες μέ στενό τό νόημα, είναι: χαλάρωμα, άκούμπισμά του στό γοφό, έτοιμοκίνητο γιά γρήγορο κίνημα, σπρώξιμο (κάποιας άλλης μαινάδας). 'Εκφραστικά κινήματα καί στάσεις, στις φιγούρες τοϋ Συμβατικού, είναι: Αύτοπαράτημα, χάιδεμα (κάποιου ζώου), σέβασμα (στόν Διόνυσο φαίνεται ή στήν εΙκόνα του), καμάρωμα, τρόμαξη, χαρά, προσφορά, συμβολικό χύσιμο κρασιού, τρομοφόβισμα (τής στιγμής), άνακράξιμο (συχνά άπό πρόσωπο πού άρχηγεύει), σάστισμα, στάνεμα, καί μιά σειρά άξεκαθάριστα άλλα. Πολλά άπό τά κινήματα αύτά ξηγιοϋνται Ισως άπό τ'δτι ό μαιναδικός χορός γίνεται στό σκοτάδι άπό μεγάλες όμάδες μέ παράφορη κίνηση, σ'άτμόσφαιρα παρακρούσεων κι όραμάτων. Οί πόζες τοϋ κεφαλιού άνακυλοϋν τό ρίξιμο καί τό γύρισμά του. "Ενα πλήθος άπό τίς φιγούρες τού Συμβατικού τύπου, κινιούνται καταμπρός μέ τό κεφάλι γυρισμένο νά κοιτάξουνε πίσω τους (συμβατικό γιά τήν όρμητική κίνηση σημάδι). Πλήθος, πάλι, φιγούρες δείχνουν τό ρίξιμο τοϋ κεφαλιού καταμπρός, καταπίσω, ή πλάγια. Τό δυνατό καταπίσω ρίξιμο τοϋ κεφαλιού είναι συχνότερο άπό τό καταμπρός, άλαφρό ή δυνατό, ρίξιμό του. Τά μαλλιά είναι γραφικά χτενισμένα σέ πλήθος μορφές άπό τίς φιγοϋρες τοϋ Συμβατικού τύπου. Ή έξαψη τοϋ χοροϋ σημαδεύεται άπό πλήθος φιγοϋρες μέ λυτά τά μαλλιά τους. Ό χορός, Ετσι, φαίνεται ν'άρχινοϋσε μέ καλοφτιαγμένα τά μαλλιά καί καθώς δυνάμωνε σέ ρυθμό καί παραφορά, τά μαλλιά, άν δέν είταν στερεωμένα μέ κεφαλόδεση, γλυστρούσανε κι άφήνουνταν νά πηγαινόρχουνται στόν άέρα λυμένα. § 15 Ή 'Ωμοφαγική Μετάληψη τοΟ Μαιναδικοϋ θιάσου
Τ
ό κεντρικό στοιχείο τής μύησης τοϋ Μαιναδικοϋ Θιάσου είναι ό 'διασπαραγμός' κ'ή 'ώμοφαγία' ένός ζώου. Μ'δλη τήν 'εύφημία' πού καλεί ό μυστικός χαραχτήρας τής Ιερουργίας αύτής καί μ'δλο τόν συγκρατημό τών 'Ελλήνων στήν περιγραφή μιάς πράξης άνυπόφορου πρωτογονισμοϋ, οί γενικές μαρτυρίες της άφθονοϋνε. Ό χορός τών Βακχών τραγουδά τήν ώμοφάγον χάριν πού κυνηγά στά βουνά, κι ό πρώτος 'Αγγελιοφόρος - 4 6 -
τους ίστορδ μιά φοβερή σκηνή 'διασπαραγμοϋ', μόνο πού ή ποιητική έλευθερία πολλαπλασιάζει τά θύματά της. Ό "Απολλώνιος ξέρει τΙς 'ώμοφάγες μαινάδες' (ώμοβόροι θνιάδες)· ό Πλούταρχος μιλεί γιά διονυσιακές τελετές, όπου ώμοφαγίαι καί διασπασμοί· κι ό Κλήμης πληροφορεί πώς τόν Διόνυσον μαινόλην όργιάζουσι Βάχχοι, ώ μ ο φ α γ lç τήν Ιερομανίαν άγοντες xal τελέσχονσι τάς χρεανομίας τών φόνων, όπου ό σχολιαστής του ξηγδ: ωμά γαρ εϊσθιον χρέα οί μνούμενοι Διονύσω. Τίς γενικές μαρτυρίες, πού μπορούν νά πολλαπλασιάζουνται, τις συμπληρώνουν οί πυκνές άγγειογραφικές και γλυπτικές παραστάσεις τοϋ 'διασπαραγμοϋ' καί πλήθος μαρτυρίες γιά τό σπάραγμα και τήν ώμοφαγία τοϋ ένός ή τοϋ άλλου θιασικοϋ ζώου. Ή μικρή λεοπάρδαλη, πού σ'άρχαιότερα χρόνια μπορούσε νά'ταν τό θύμα τοΰ μαιναδικοϋ 'διασπαραγμοϋ', παρουσιάζεται, σέ μνημεία τοϋ Ιδεατοϋ Μαιναδισμοϋ, στά χέρια τών Μαινάδων, και τό τομάρι της στούς ώμους ή ζωσμένο γύρω άπό τά στήθη τών Μαινάδων καί τοϋ Διονύσου. Ξεχωριστά προτιμημένο ζώο τό λαφόπουλο, ό νεβρός, εΙκονίζεται στά χέρια τών Μαινάδων καί τοϋ Διονύσου· τό δέρμα του σκεπάζει τούς ώμους τους καί τούς ώμους τοϋ θεοϋ· κ'Ενα ρήμα νεβρίζειν σημαίνει τόσο τό σπάραγμα τοϋ νεβροϋ δσο καί τό φόρεμα τοϋ τομαριοϋ του. "Ενα λατρειακό έπίθετο τοϋ Διονύσου είναι, στή Λέσβο, τό Κεμήλιος, σίγουρα άπό τό χεμάς, καί τό λαφόδερμα στούς ώμους του γίνεται σύμβολο τοΰ άστρόσπαρτου ούρανοΰ, μιδς λογής άστρικός του χιτώνας ( = § 29): δαίδαλε ψ έλάφοιο φέρων ώμοισι χαλύπτρην, αίθερίων, μιμηλόν έχων τύπον αΐόλων άστρων. Πολλές μαρτυρίες άναφέρουνται στό σπαραγμό καί στήν ώμοφαγία τοΰ ταύρου: ή πράξη βεβαιώνεται άπό τά δργια τοΰ Ζαγρέως ( = § 5) κ ι άπό κάποιο (δχι δμως καί λατρειακό) έπίθετο τοϋ Διονύσου, Ταυροφάγος, πού τοΰ δίνεται άπό τον συμβαίνοντος ταΐς Βάχχαις· διέσπων γαρ βονς xal ήσθιον ωμά χρέα. Λείψανο ταυροσπαρακτικών μαιναδικών όργίων λογιέται μιά διονυσιακή χειμωνιάτικη γιορτή τής άρκαδικής Κυναίθας, δπου άντρες άλειμμένοι μέ λίπος άρπάζουν ξαφνικά άπό κοπάδι βοδιών ένα ταϋρο "πού τούς βάζει στό νοϋ τους ό θεός" καί τόν κουβαλούν στό βωμό γιά θυσία. Ά λ λ α προτιμημένα ζώα τής μαιναδικής ώμοφαγίας είναι ό τράγος, ή γίδα, καί τό κατσίκι. Ό Χορός τών 'Βακχών' δρομοκοπδ μέτόν άρσενικό ( = § 3 1 ) κορυφαίο του στά βουνά άγρεύο>ν αίμα τραγοχτόνον, ώμοφάγον χάριν ίνα ρήμα αίγίζειν παραδίνεται μέ τή σημασία τοΰ 'διασπδν' τά ζώα αύτά' οί Μαινάδες κι ό Διόνυσος φοροϋνε τό δέρμα τους· καί τά μνημεία δείχνουν τό κατσίκι στά χέρια τών Μαινάδων. Τά λατρειακά έπίθετα τοΰ Διονύσου, ΑΙγοβόλος στις Ποτνιές, τής Βοιωτίας καί Μελάναιγις στήν Αττική καί στήν 'Ερμιόνη, άναφέρουνται στή γίδα καί τόν τράγο. Τό τελευταίο, σημαίνοντας τόν ντυμένο τό μαϋρο δέρμα τών ζώων αύτών, άντιστοιχεϊ στήν έπιβληματική χρήση τής 'τραγής' (αϊ χόραι Διανύσω όργιάζονσαι τραγήν - 47 --
περιήπτοντο) καί στό μύθο πώς ό Διόνυσος παρουσιάστηκε πότε στόν Μέλανθο ( = § 36) καί πότε στίς κόρες τού Έλευθήρος ( = § 55) ^ τέτοιο ντύμα. Μιά διονυσιακή Ιερουργία, (μπορεί καί γιορτή· γιατί άναφέρεται γιορτή Άσχώλια) πού ξεπέφτει σέ παιγνίδι τών διονυσιακών πανηγυριών, είναι ό άσχωλιασμός, τό πήδημα ή τό στάσιμο, ή καί τά δυό, πάνω σέ φουσκωμένο τραγασκί άλειμμένο μέ λάδι. Είναι πολύ πιθανό πώς έχουμε έδώ άπομεινάρι ίερουργικοϋ χορού γύρω άπό τόν (άλλοτινά σπαραζόμενο κ'ύστερα) θυσιαζόμενο τράγο. Σέ περιλάλητο ποίημά του γιά τήν Ήριγόνη, κόρη τού Ίκαρίου ( = § 41)» δ 'Ερατοσθένης δείχνει γιά άφετηρία μιάς τέτοιας Ιερουργίας τόν δήμο 'Ικαρία τής 'Αττικής (σημερινό 'Διόνυσο'): Ίχαριοϊ, τόθι πρώτον τράγον ώρχήσαντο. Ό αΐτιολογικός μύθος μιάς λατρείας τού Διονύσου στό "Αργός, περιγράφει πολεμιστές τής Τροίας νά βρίσκουν ένα διονυσιακό σπήλαιο, στήν Εύβοια ( = § 28) μέ ξόανο τού θεού κι άγριόγιδες μέσα του, πού τις τρώνε καί φορούν τά τομάρια τους, πιστεύεται πώς τήν ίδια λατρειακή πράξη καθρεφτίζει. "Ενας Διόνυσος Έρίφιος λατρεύεται στό Μεταπόντιο καί σέ θιάσους Όρφικοπυθαγορικών, έπίθετο πού έρχεται άπό τόν Τάραντα κ'έδώ άπό τή Λακωνία. Τούς ίδιους σχετισμούς εΙκάζεται πώς μαρτυρά καί τό έπίθετο ΕΙραφιώτης. "Υστερα άπό τή δεύτερη γέννησή του ( = § 27), σά δίνεται στήν Ίνώ καί στόν 'Αθάμαντα νά τόν άναθρέψουν, ό Διόνυσος γιά νά γλυτώσει άπό τήν Ή ρ α , μεταμορφώνεται άπό τόν Δία σέ κατσίκι. Σέ νόμισμα τής φρυγικής Λαοδίκειας, ένα κατσίκι δίπλα στόν Δία πού κρατεί τόν βρεφικό Διόνυσο είκονογραφίζει τό μύθο. Δυό μαινάδες, σέ μιάν άγγειογραφία, δείχνουν ένα λαγό στόν Διόνυσο - και δέν είναι διόλου παράξενο άν ό Λαγός, ένα άπό τά ζώα τού πανάρχαιου γυναικείου κυνηγιού, εΐτανε ζώο τής ώμοφαγίας. Ξέρουμε άπό λογίς τεκμήρια και συνειρμούς (συγκεκριμένα στό μελέτημα "Ερως) πώς είδικά τά ζώα αύτά στενοσχετίζουνται μέ τό Φεγγάρι. Στήν πράξη έτσι τής Μαιναδικής Ώμοφαγίας μπορεί νά'χουμε ένα άκόμη τεκμήριο τής τροπής τήςΘιασικής Μετάληψης σέ μετάληψη άπό τήν ούσία τού φεγγαριού, τού άνανεούμενου άνανεωτή τής ζωής, έπόπτη τών μυητικών τελετουργιών, καί πρότυπου τής μυητικής παλιγγενεσίας ( = § 9)· Πρόσθετη, τέλος, βεβαίωση τής ώμοφαγικής πράξης τού Μαιναδικού Θιάσου, φέρνουν τά λατρειακά έπίθετα τού Διονύσου Ώμηστής (λέγεται πώς ή λέξη άναγνωρίστηκε καί σέ πινακίδα τής Πύλου) καί Ώμάόιος, δπου ή πράξη τοϋ θιάσου καθρεφτίζεται σέ πράξη τού θεοϋ του. "Αναθυμάται κανείς τό πνεύμα τής 'Εταιρίας τών 'Σκυλοφάγων' άνάμεσα στούς Haida, πού 'ναι τό 'Σκυλοφάγο Πνεύμα' ( = § 4)· "Η μεταληπτική τούτη Ιερουργία τελείται στόν κορυφωμό τής έκστασιακής παράκρουσης σάν, ώρα νυχτερινή μές στά βουνά, κάτου άπό τό φώς τών πεύκινων λαμπάδων πού κρατούν, συνεπαρμένες οί Μαινάδες άπό ξέφρενο χορό κι άπό τήν άγρια τών τυμπάνων μουσική καί τών αύλών, χυμοϋνε στά - 4 8 -
ζωντανά, τά σπαράζουν καί τά τρώνε. Τά θύματα, πού, στά μνημεία τού Ιδεατού Μαιναδισμού, τά πιάνουν στά δρομοκοπήματα τού θιάσου τους, στήν πράξη τ'άνεβάζουν στά βουνά, νά τά'χουν πρόχειρα πάνου στήν ώρα. "Ομοια παρουσιάζουνται οί Μαινάδες νά τά σπαράζουν μέ τά χέρια τους, στήν πράξη τους δμως τά μαχαίρια δέ λείπουν. "Ενα στοιχείο τής άνάλογης πράξης τών Άϊσαούα είναι τό ρίξιμο τού θύματος^στή μέση τού φρενιασμένου θιάσου ( = § 6). Είναι πολλή ή πιθανότητα πώς τό ίδιο κρατεί και στήν πράξη τού Μαιναδικού Θιάσου ( = § 8). Ή εικασία στέκει στό λατρειακό έπίθετο τού Διόνυσου ΑΙγοβόλος και στόν αινιγματικό λόγο μιάς μιλησιακής έπιγραφής, ώμοφάγιον έμβαλεΐν, πού δύσκολα σηκώνει άλλη έρμηνεία. Ή πολυγνώριμη τούτη έπιγραφή τού 3ου προχριστιανικού αΙώνα παρουσιάζει τήν ώμοφαγία, άρκετά ήμερωμένη πιά, στήν πράξη τών νεότερων διονυσιακών θιάσων: δταν δέ ή Ιέρεια έπι[τελέσ]ηι τά Ιερά νπέρ τής πόλ[εω]ς [δργια], μή έξείναι ώμοφάγιον έμβαλεΐν μηδενΐ πρότερον [ή ή ιέ]ρεια υπέρ τής πόλεως έμβάλψ. Σ'δλη της τήν αγριότητα, ή παλαιολιθική αύτή Ιερουργία μαρτυριέται γιά τήν Κρήτη καί στόν 4° χριστιμνικό αΙώνα ( = § 5)· § 16 Διονυσιακή Ανθρωποφαγία
Σ
τίς 'Βάκχες' οί Μαινάδες στορίζουνται ν'άρπάζουν παιδιά άπό τά χωριά κ'ή πράξη παρασταίνεται καί σ'άγγειογραφίες. Ποιητική εΐκόνα ή υπαινιγμός σ'Ιερουργία; Τύπος τής άνθρωποφαγικής θιασικής μετάληψης (§ = 7) είναι κ'ή βρεφοφαγία. "Ενα χωρίο τής 'Σοφίας Σολομώντος' (12, 3 κέ) φαίνεται νά τή μαρτυρά άνάμεσα στούς Χαναναίους. Πιό κοντινό παράδειγμα μας παραδίνεται άπό τήν Ελλάδα. Ακόμη καί στόν 4° προχριστιανικόν αιώνα, πάνου στό βουνό τής Αρκαδίας Λύκαιον κρατούσε τελετουργική άνθρωποφαγία. Στήν πανήγυρη τού Λυκαίου Διός θυσιαζόνταν ένα παιδί - τό κρέας ή τά σπλάχνα του ψήνουνταν μ'άλλα κρέατα μαζί (γνώριμος μετριασμός τής Ιερουργικής άνθρωποφαγίας) καί τά τρώγαν. Όποιος τύχαινε νά φάει άπό τό κρέας τού παιδιού, 'μεταμορφωνόντανε* σέ λύκο κ'εφευγε στήν έρημιά, γιά νά ξαναγίνει άνθρωπος άν μέσα στά έννιά χρόνια πού άκολουθούσανε δέ δοκίμαζε σά λύκος άνθρώπινο κρέας. Οί Ιερουργοί καί τά θύματα είναι άπό όρισμένο γένος, τοϋ Λυκάονα, πού τό δνομά του σχετίζεται μέ τό Λύκαιον καί τούς λύκους. 'Εδώ εΙκάζεται ή μυητική τελετή ένός γένους ή θιάσου 'Λύκων' ή 'Λυκανθρώπων' (τό τοτεμικό γένος μετασχηματίζεται σέ θίασο δταν έπιζεϊ), μέ βρεφοφαγική μετάληψη καί μέ "Αναχώρηση' (άποτράβηγμα στήν έρημιά) τών μυούμενων - 4 9 Λ
'Λύκων*. Ή Ιερουργία καθρεφτίζεται στό μύθο τού γενάρχη Λυκάονα πού θυσίασε βρέφος στό βωμό τού ΛυκαΙου Διός καί μεταμορφώθηκε άπό τόν Δία σέ λύκο. Ή βρεφοφαγία τρέχει καί στό βάθος λογίς μαιναδικών μύθων. Ό μύθος γιά τήν άπαρχή τών Άγριωνίων τού βοιωτικού 'Ορχομενού Ιστορεί πώς οί τρείς θυγατέρες τού Μινύα, μή θέλοντας νά πάρουν μέρος στά διονυσιακά δργια τών άλλων γυναικών, κρουστήκαν άπό τό θεό μέ τή μανία του, λαχταρίσανε κρέας άνθρωπινό, σπαράξαν τό βρέφος τής μιδς τους, τόν "Ιππασο, καί τό φάγαν. Στό μύθο τών όμόλογων Άγρανίων τού "Αργούς οί γυναίκες τής χώρας κρουστήκαν κι αύτές άπό τό θεό, πού, τού άρνιόνταν τή λατρεία τους, καί, παίρνοντας τά βουνά, σπαράζαν τά βρέφη τους και τά τρώγαν. (Σημαντικοί, γιά τήν έπιμονή τής παράδοσης, είναι ετσι κ'οί κοντινοί στό Νόννο μύθοι τής Αύρας, άγαπημένης τού Διονύσου, πού σκοτώνει τό παιδί της καί τό τρώει, καί τών θυγατέρων τού ποταμού Λάμου πού, άναθρέφοντας τόν Διόνυσο, παραλίγο νά κομματιάσουν τό θείο βρέφος.) Στό βάθος τών μύθων αύτών βρίσκεται, σίγουρα, τό έθιμο νά σπαράζεται ένα όμοίωμα ( = § 37)» μά τό συνήθιο δέν θά κατακάθιζε στόν τύπο τής Βρεφοφαγίας, άν ή Βρεφοφαγία δέν βρισκόνταν καί στής μαιναδικής πράξης τό βάθος· καί κάτου άπό τό σκληρό φώς τής Βρεφοφαγίας τού ΛυκαΙου, οί βρεφοφαγικοί μύθοι παύουνε νά'ναι μύθοι μονάχα. Ή παράδοση πώς οί 'πάνθηρες' τών 'Αϊσαούα ( = § 6) σπαράζουνε βρέφη τους, βεβαιώνεται άπό τά ξαναξεσπάσματα, άνάμεσά τους, τής πράξης. Στόν ίδιο κύκλο πέφτει ή Ιστορία τού 'Ακταίωνα, τού άγοριού άπό τήν Κόρινθο, πού οί Βακχιάδες, πολεμώντας νά τό πάρουν, τό σπαράζουν. Ή όμωνυμία τού θύματος μέ τόν Θηβαίο 'Ακταίωνα πού σπαράζεται σέ συγγενική λατρεία τής "Αρτεμης ( = § 68) κ'ή πιθανή σχέση τών Βακχιαδών μέ τόν Διόνυσο, προδίνουν Ιερουργία παιδοσπαραγμού παραπλασμένη σ'έρωτική τραγωδία. Έρυθρόμορφο άττικό άγγεϊο τού 4ου αιώνα παρουσιάζει σκηνή διονυσιακής παιδοφαγίας. "Ενας γενειοφόρος μέ θρακικό ντύσιμο κρατεί στό ζερβί του γυμνό παιδικό κορμί καί μέ τό δεξί του φέρνει στό στόμα του ένα μέλος τού παιδιού ξεκορμισμένο. 'Από τή μιά του μεριά στέκει ό Διόνυσος, πού κάνει κίνημα άποστροφής κ'έμποδισμού, κι άπό τήν άλλη φεύγει άλλος άντρας, θρακικά ντυμένος κι αύτός, πού γυρίζει τό κεφάλι του καί κοιτά τρομαγμένος. Ή παρουσία τού Διονύσου μαρτυρά μυστηριακή τελετή (ό θεός παραστέκει στά δρώμενα τών μυστών), δπου ό σπαραγμός καί τό φάγωμα ένός παιδιού άνακρατιούνται σάν παράσταση μόνο. Ή άποδοκιμασία πού δείχνει τό κίνημα τού θεού μηνά τούς προχωρημένους καιρούς, δπου τό 'δρώμενον' δύσκολα ύποφέρεται καί σάν παράσταση άκόμη. Έχουμε, Ετσι, άπό πολλές μεριές μαρτυρημένη τήν τροπή ή έναλλαγή τής μαιναδικής ώμοφαγίας σέ βρεφοφαγία. 'Εδώθε ίσως ξηγιέται κ'Ενα Σχόλιο στόν Κλήμεντα πού βλέπει στό σπάραγμα καί στήν ώμοφαγία τού ζώου μιάν άναπα- 5 0 -
ράσταση "τοϋ σπαραγμού τοϋ Διονύσου άπό τΙς Μαινάδες": ώμά εϊσθιον χρέα οί μυούμενοι Διονύσω, δείγμα τούτο τελούμενοι τοϋ σπαραγμού δν ύπέστη Διόνυσος πρός τών μαινάδο/ν. "Οπως σπαράζεται καί τρώγεται στή ζωομορφική του παράσταση, έτσι σπαράζεται καί τρώγεται ό θεός στή βρεφομορφίκή παράστασή του. Συμφυρμός τών δυό πράξεων μαρτυριέται στήν Τενεδική λατρεία ένός Διονύσου "Ανθρωποσπαραχτή' (' Ανθρωποόραίστον). Έδώ περιποιούνταν μιά γκαστρωμένη γελάδα καί, άμα γεννούσε, τήν είχανε σά λεχώνα. Τό 'πλάσμα* θέλει νά πεϊ πώς τό μοσχάρι πού γέννησε είναι ένα άνθρώπινο βρέφος. Τό νιογέννητο, άληθινά, τό όμοιώνουνε μέ τόν Διόνυσο, φορώντας του τά γυναικεία ποδέματα τοϋ θεοϋ, τούς 'κοθόρνους', ύστερα τό θυσιάζουνε, κ'έκεϊνος πού τό χτύπησε μέ τό τσεκούρι κυνηγιέται μέ πετροβόλι Ισαμε τή θάλασσα (γνώριμη πράξη άποτροπής καί καθαρμού γιά τό φόνο). Ό σπαραγμός περνά στόν τύπο τής θυσίας κ'ή θυσία μπαίνει σ'ένα σύστημα άποτρεπτικών Ιερουργιών πού τό κλασσικό τους παράδειγμα τό δίνουν τά 'Βουφόνια' τής 'Αθήνας. Καθώς, έτσι, τό διπλό τσεκούρι τής θυσίας εικονίζεται στά τενεδικά νομίσματα καί γυρίζει σέ παροιμία, Τενέδιος πέλεχνς, ίσως νά'ναι ό στόχος κ'έδώ, καθώς στά 'Βουφόνια', μιάς δίκης. Ή όμοίωση τού μοσχαριοϋ μέ τόν βρεφικό Διόνυσο είναι φανερή κ'ή θυσία του άντιστοιχεί σέ μιά βρεφοθυσία. Ή πράξη δέν φαίνεται, κι άλλιώς, άγνώριμη στήν Τένεδο, γιατί παραδίνεται πώς στήν τενεδική λατρεία τού Μελικέρτη-ΠαλαΙμονα ( = § ηο) θυσιάζανε βρέφη. 'Αξιοσημείωτο, τέλος, πώς ή Βρεφοφαγία περνά στήν πράξη ή τή διαβόηση χριστιανικών αίρέσεων' πώς ξαναπροβαίνει στή θιασική Σατανολατρεία τής παλιάς Εύρώπης· καί πώς αίρέσεις άλλων θρησκειών τήν ξαναζωντανεύουν καί στίς μέρες μας άκόμη. 'Ισχυρή βεβαίωση τής Μαιναδικής Βρεφοφαγίας φέρνει ή ένδειξη μιάς γενικότερης διονυσιακής 'Ανθρωποφαγίας. Κρατώντας μπηγμένο στό θύρσο της τό κομμένο κεφάλι τού γιοϋ της Πενθέα, στίς 'Βάκχες' τού Εύριπίδη, ή "Αγαύη καλεί τις μαινάδες τού Χορού νά πάρουνε μαζί της μέρος στό φάγωμά του. Μιά άνεξάρτητη, πάλι, έκδοχή ξέρει πώς ό Πενθέας μεταμορφώθηκε σέ ταύρο άπό τόν Διόνυσο και σπαράχτηκε άπό τΙς Μαινάδες μεταμορφωμένες σέ πανθέρες. Σ'έρυθρόμορφη κύλικα, πού άπομέσα είκονίζεται ή Περσεφόνη μέ τόν ταυρόμορφο Ζαγρέα στά γόνατα (ή ή Πασιφάη μέ τόν Μινώταυρο) έχουμε είκονισμούς μαιναδικής άνθρωποφαγίας. Στή μιά, έκστασιασμένη μαινάδα άνάμεσα σέ δυό Σατύρους κρατεί μέ τό δεξί τό θύρσο της καί μέ τό ζερβί της σηκώνει καί σά νά φέρνει στό στόμα της ένα κομμένο άνθρώπινο ποδάρι' στήν άλλη, μιά μαινάδα, κ'έδώ σηκώνει μέ τό ζερβί καί σά νά φέρνει στό στόμα της ένα άνθρώπινο χέρι. (Καί στίς δυό παραστάσεις οί Σάτυροι κάνουν κίνημα άποστροφής κ'έμποδισμοϋ μέ τό χέρι.) Είδαμε στήν Τένεδο τή λατρεία ένός Διονύσου Άνθρωπο$$αίστον: Τό έπίθετο μαρτυρά τό σπαραγμό, στή λατρεία του, - 51 --
άνθρώπων. Στή Χίο, πάλι, μαρτυριέται ή λατρεία ένός "Ωμοφάγόυ' £Ωμαδίον) Διονύσου πού στή χάρη του σπάραζαν, κατά τόν τενεδικό τρόπο, άνθρώπους: εθνον δε xal έν Χίω τω Ώμαδίψ Διονύσω άνθρωπον διασπώντες καί έν Τενέδω. «"Ετσι μπορούμε νά καταλάβουμε γιατί οί "Ελληνες, δταν άνακάλυψαν στίς έκβολές τοΰ Αείγηρος ένα κελτικό θεό λατρευόμενο άπό άγριες γυναίκες πού σπαράζαν άπό μιά τους κάθε χρόνο στή χάρη του, τόν ταυτίσαν μονομιάς μέ τό Διόνυσό τους.» ΟΙ διονυσιακές αύτές Ιερουργίες θ'άνεβαίνουν σέ στάδια τοΰ αϊγαιακοΰ κόσμου πού δέν παραλλάζαν άπό τά στάδια τών τελεστών τής άνθρωποφαγικής μετάληψης τών Ινδιάνων ή, κοντινότερα, τών Κελτών, δπου ή άνθρωποθυσία είταν γιά τούς Δρυΐδες εύλάβεια καί τό φάγωμα άπό τό κρέας τοΰ θύματος έξαιρετική ευλογία. Σ'βνα πολύ ύστερότερο διονυσιακό Επος (τά Βασσαριχά τοΰ Διονυσίου), ό Διόνυσος ύποχρεώνει τούς έχθρούς τους νά φάνε Ινα λείψανο περιντυμένο μέ λαφίσιο δέρμα. 'Αναξιόπιστη σέ πολλά ή ύστερο-ελληνική φιλολογία, προσέχεται σέ Ιερουργικές πτυχές πού τό ήθος άρχαιότερων αΙώνων προτιμά νά τις σωπαίνει. Λείψανα τής άνθρωποσπαραχτικής ώμοφαγίας πρέπει νά βλέπουμε στις άνθρωποθυσίες στή λατρεία τοΰ Διονύσου. "Ενας θρύλος άρχαίων άνθρωποθυσιών στή λατρεία Διονύσου τοΰ Καλυδωνίου, πού μεταφέρεται στίς Πάτρες, παραδίνεται άπό τόν Παυσανία. 'Από τόν Ιδιον μαθαίνουμε πώς δελφικός χρησμός καθιερώνει τή θυσία, κάθε χρόνο, ένός όμορφου άγοριοΰ στή λατρεία ένός Διονύσου ΑΙγοβόλου στίς Ποτνιές τής Βοιωτίας ( = § 36). Στή Λέσβο λατρεύεται ένας Ώμοφάγος (Ήμηστής) Διόνυσος κι άκοΰμε πώς σφάζαν έδώ, σέ θυσίες τοΰ Διονύσου, άνθρώπους. Ό θρύλος ένός μυτιληναίου ιερέα τοΰ Διόνυσου, πού σφάζει κρυφά ένα ξένο του καί τιμωριέται μέ φόνους τών δικών του (ό γιός του, κάνοντας τόν ιερέα σέ τριετηρική διονυσιακή γιορτή, σκοτώνει τόν άλλο του γιό, ή γυναίκα του σκοτώνει τό γιό γιά τήν πράξη του, ό ιερέας σκοτώνει τή γυναίκα του, δσο πού θανατώνεται κι αύτός), πιστεύεται ν'άντιλαλοΰν τήν παράδοση τών θυσιαστικών γιά τόν Διόνυσο φόνων. Ό ήσκιος τοΰ "Ωμηστοΰ' Διονύσου άπλώνεται Ισαμε τήν κατάφωτη 'Αθήνα. Πριν άπό τήν ναυμαχία τής Σαλαμίνας ό Θεμιστοκλής θυσιάζει στόν "Ωμηστήν' Διόνυσο τρείς αιχμάλωτους Πέρσες. § Π Ή Ζωομορφία τοΰ ΜαιναδικοΟ θιάσου καί τά Αίγαιακά Παράλληλά της
Σ
ταθερή πράξη τοΰ Μαιναδισμοϋ είναι τό φόρεμα τοΰ τομαριοΰ τοΰ ίεροΰ ζώου. Ή παρδαλέη, ή νεβρίς, ή τραγή, είναι σταθερά έμβλήματα τής μαιναδικής, καί τής διονυσιακής γενικά, λατρείας. Τά τομάρια - 52 --
τοϋτα περιντύνουνε τό στήθος ή σκεπάζουν τούς ώμους τών Μαινάδων καί τού Διονύσου ( = § 15)· "Οτι είναι λείψανα άτονισμένου ζωομορφισμοΰ, τό μαρτυρά ή πληροφορία πώς όρισμένες μαινάδες, οί Λαφύστιες ( = § 53)» φορούσανε κέρατα (ταύρου). 'Ανεβαίνουμε, έτσι, στήν τοτεμική παράδοση, δπου ό Ιερουργός ή 6 μύστης ταυτίζεται μέ τό ζώο τού γένους ή τό Ιερό ζώο τοϋ θιάσου του, μέ τό μασκάρεμα στό ζώο τοϋτο. Ό τοτεμικός ταυτισμός ξεπηδά κάποτε στή γνώριμη Ιδέα τής μεταμόρφωσης τοϋ προσώπου σέ ζώο. Κατά μιάν έκδοχή τοϋ Πενθεϊκοϋ μύθου, ό Διόνυσος μεταμόρφωσε τόν Πενθέα σέ ταύρο καί τίς Μαινάδες σέ πανθέρες γιά νά τόν σπαράξουν (= § 14). Ό Ιδιος ταυτισμός νογιέται καί στήν πράξη τών Μαινάδων νά βυζαίνουν άγριμόπουλα στόν κόρφο τους ( = § 14) καί στό στίξιμο τής εΙκόνας τοϋ Ιερού ζώου ή φυτοϋ, πού'ναι ένας άπό τούς τύπους τών τοτεμικών έμβλημάτων ( = § g6). Μιά άπό τίς Μαινάδες πού σπαράζουν τόν 'Ορφέα είκονίζεται σ'άγγειογραφία μ'ένα 'νεβρόν' στορισμένο στό μπράτσο της καί τό στίξιμο τού κισσόφυλλου ξεμένει στήν ύστερότερη διονυσιακή λατρεία. Ή ζωομορφία τοϋ Μαιναδικοϋ Θιάσου είναι μέρος μιδς γενικότερης πράξης πού είκονίζεται στά μνημεία τοϋ αίγαιακοϋ κόσμου καί πού λείψανά της, βγαλμένα άπό θιασικά δρώμενα, άνακρατιοϋνται στήν Ιστορική 'Ελλάδα. Οί λατρειακοί χορευτές, πομπευτές, λειτουργοί τών κρητομυκηναΐκών παραστάσεων ζωομορφίζουνται σέ Λιοντάρια, Ταύρους, 'Ελάφια, Ά λ ο γ α , Τράγους, Γαδάρους, Χοίρους, Κάπρους, Πουλιά, καί σ'άνάκατα πλάσματα μέ χαραχτηριστικά περισσότερων ζώων. Οί τεχνίτες τονίζουν τό μασκάρεμα, ξεχωρίζοντας τά ζωομορφικά 'περιθέματα' άπό τ'άσκέπαστα άνθρώπινα μέλη. Μιά σύνθετη άπό τήν Κύπρο παράσταση παρουσιάζει Ιερουργίες μέ τούς τελεστές τους ταυρομορφισμένους. "Εχουμε δμοιώματα ζωομορφικών προσωπείων άπό τούς ίδιους καιρούς, καί σέ σκαραβαίο άπό τήν Κύπρο παρασταίνεται Ιερέας πού κρατεί κερατοφόρο προσωπείο. Ή έκστασιακή κίνηση τών ζωομασκαρεμένων χορευτών, οί δραματικές τους κάποτε παραστάσεις κ'ή πομπική τάξη τους, μαρτυρούν θιασική πράξη. Μιά σειρά τέτοια μνημεία είναι καί τής Λυκόσουρας ( = § 64), πού μαρτυρούν συνέχιση τών ζωομορφικών λατρειών σέ πολύ ύστερότερα χρόνια. 'Ονομαστικά λείψανα τής ζωομορφικής αύτής παράδοσης είναι τά όνόματα τών ζώων πού παίρνουν οί λειτουργοί σ'όρισμένες άρχαιοπαράδοτες λατρείες. Οί Ιερουργίες πάνου στό άρκαδικό Λύκαιον ( = § ι6) μαρτυρούνε θιασική τροπή ένός γένους 'Λύκων'. Οί κόρες πού θητεύουν στή λατρεία τής Βραυρωνίας Αρτέμιδος λέγουνται άρκτοι, ό χορός κ'ή θητεία τους άρκτεία, καί τό κιτρινωπό φόρεμά τους ξηγιέται σάν άπομεινάρι άρκτομορφίας. Ό μυητικός χαραχτήρας τών δυό αύτών λατρειών μαρτυρά θιασικές Ιερουργίες. Οί έφηβοι πού οίνοχοοϋν στή γιορτή τοϋ ταυρικοϋ θεοϋ Ποσειδώνα στήν "Εφεσο λέγουνται ταΰροι, δνομα πού θυμίζει - 5 3 -
Ενα θίασο ταυρεινάδων ή τανρεαστών στήν Ιδια πολιτεία. Οί Σιληνοί ή Σάτυροι Εχουν άλογουρές· δυό Σιληνοί σέ χαλκιδικά άγγεΐα έπιγράφουνται "Ιπ(π)ος καί Ίπ(π)αϊος· καί μιά κατηγορία τών μελών τοϋ θιάσου τών "Ιοβάκχων' ( = § 79) λέγουνται Ίπποι (πρβ. § 59)· 'Ιέρειες τής Δήμητρας καί τής Κόρης στή Λακωνία άνακρατοϋν τό δνομα πώλοι. Οί τρεϊς Ιέρειες στή Δωδώνη λέγουνται 'άγριοπεριστέρες': πέλειαι ή πελειάδες. Ιέρειες καί μύστισσες τής Δήμητρας λέγουνται μέλισσαι, πού γενικεύεται σ'δλες τις ιέρειες παραπέρα. Ό πληθυντικός τών όνομάτων κ'οί συστοιχίες μέ τίς κατηγορίες τών ΜιθραΙκών θιάσων καί τών Άϊσαούα μαρτυρούνε τή θιασική καταγωγή τους. 'Ατόφια λείψανα τής θιασικής ζωομορφίας κρατούνε οί χοροί ζωομασκαρεμένων χορευτών στήν εικονογραφία καί στήν Κωμωδία. (Ζωομορφικούς Χορούς στήν τελευταία άνακαλοϋν τά Θηρία τοϋ Κράτητος· οί Κένταυροι τοϋ 'Αριστοφάνη καί άλλων οί Αίγες τοϋ Εύπόλιδος· οί "Ορνιθες τοϋ 'Αριστοφάνη, τοϋ Μάγνητος καί τού Κράτητος. οί Πελαργοί, οί Βάτραχοι καί Σφήκες τού 'Αριστοφάνη* οί Μνρμηκες τοϋ Κανθάρου καί τοϋ Πλάτωνος* κ'οί Ίχθνες τοϋ Άρχίππου.) 'Ακούμε τέλος καί γιά ζωομιμικούς χορούς, δπως ό 'Μορφασμός', παντοδαπών ζώων μίμησις, ό 'Λέων', φοβέρας όρχήσεως είδος, κι ό 'Σκώψ' (δνομα μιάς κουκουβάγιας), είδος όρχήσεως Ιχον τινά τον τραχήλου περιφοράν κατά τήν τοϋ δρνιθος μίμησιν, δς ΰπ'έκπλήξεως 7ΐρός τήν δρχησιν άλίσκεται. Τούς ζωομορφικούς καί ζωομιμικούς αύτούς χορούς τούς πολλαπλασιάζουν οί έρευνητικές εικασίες. § 18 Ά λ λ α Παράλληλα τής Μαιναδικής Πράξης
Ο
τι ή εΙκόνα τής μαιναδικής μανίας στις 'Βάκχες' τοϋ Εύριπίδη δέν είναι πλάσμα τοϋ ποιητή, τό μαρτυρούνε, τά παράλληλά της. Τό ρίξιμο καταπίσω τοϋ κεφαλιού, (Στί. ISO, 240. 864/5), τό τρέξιμο καί τό πέσιμο τοϋ έκστασιακοϋ χορευτή (135/6), τά πράματα πού δέν πέφτουνε μέ τήν κίνηση (755 κέ), καί δυό φυσιολογικά, ή άκαΐα κ'ή άπληγωσιά τών Εκστασιασμένων — (οί Μαινάδες Εχουν φωτιά στό κεφάλι τους [757/8] καί δέν πληγώνουνται άπό τά κοντάρια πού τούς ρίχνουνε [761])—.συμπτώματα μιάς άναισθησίας πού φέρνει ή παράκρουση, ξανασυναντιούνται στούς Εκστασιασμούς τών καθυστερημένων λαών καί στά συμπτώματα τών ψυχοπαθημένων. Τά έπιμέρους δμως παράλληλα τά ξεπερνά μέ τή συνθετικότητά της ή έπίδοση τών Άϊσαούα ( = § 6) πού συνδυάζουν τήν έκστασιακή μέ τήν τοτεμική πράξη. Ό σπαραγμός, ή ώμοφαγία, τό ζωομασκάρεμα, ή ζωομίμηση καί τό φόρεμα τών τομαριών τών ζώων πού σπαρά- 54 --
ζουνται, συναπαντιούνται άπαράλλαχτα στήν πράξη τών Άΐσαούα καί τών Μαινάδων. Σκοπός είναι ή ταύτιση μέ τό Ιερό ζώο, πού τήν ύπερετ& καί τό βύζαγμα τών ζώων. "Αλλο καιρό οί 'Λιόντισσες' τών Άΐσαούα, λέει ή παράδοση, βαστούσαν λιονταράκια στόν κόρφο τους και τά βυζαΐναν. Όμοια στίς 'Βάκχες' οί νιόγεννες Μαινάδες άγκάλαισι δορκάδ' ή σκύμνους λύκων εχουσαι λευκόν έδίδοσαν γάλα, κ'οί Βασσαρίδες ( = § 56). ϊ>·ά τό Νόννο, σχνμνον όρεσαΰλοιο τεθνησαντο λεαίνης. Ό όργιαστικός χορός τών Άΐσαούα στό πανηγύρι τού Προσκυνήματος κ'ή άτμόσφαιρα τών θαυμάτων έκεΐ ξαναζωντανεύουν τούς χορούς τών Μαινάδων. Κανένας δέν μπορεί ν'άντισταθεί σ'έκεϊνο τόν τρομαχτικό χορό πού ρίχνει στόν πιό φοβερό ταραγμό* άκόμη καί πρόσωπα κρατημένα καί σοβαρά, δσο κι &ν κάμουνε ν'άντισταθούν, άφήνουνται στό τέλος νά συνεπαρθούνε. Ή γιορτή ξετυλίγεται μέσα σέ θαύματα, δμοια μ'έκεϊνα τών όργίων τού Μαιναδικού Θιάσου. Ό τ α ν ή παράτα τους μπαίνει στό Ιερό, νερό ξεπηδά ξαφνικά κοντά στόν τάφο τού ιδρυτή ή άπό τή ρίζα μιάς έλιάς πού φυτρώνει στό πλάτωμα ή άπό τά ριζώματα ένός γιγάντειου δέντρου. Ρίχνουνται καταγής οί προσκυνητές γιά νά πιούν άπό τ'δγιο νερό, τού πιό τυχερού τού φτάνει καί μόνο τά χείλη νά βρέξει. Τ'άνάβρυσμα τούτο προμηνά μιά πλούσια σοδειά' κάποτε πού'δαν αίμα άπό τή ρίζα τής έλιάς, άκολούθησε κακορίζικος χρόνος. "Εχουν άκόμα δεί ν'άναβλύζουν άπό τή γή μέλι καί γάλα. Άναθυμάται κανείς τό μέλι, τό γάλα καί τό νερό π'αναβλύζουν όλογυρίς τών Μαινάδων: ρεϊ δέ γάλακτι πέδον, ρεΐ δέ μελισσάν νέκταρι... Σύμβολα τών θεϊκών παραδείσων τ'άναβρύσματα τούτα μαρτυρούν τήν έκστασιακή ευδαιμονία. ΟΙ Άΐσαούα ξεσχίζουνε ζωντανά, καί βόδια μάλιστα, μέ τά νύχια τους, διαλαλώντας πώς είναι άπό τήν άγια τή δύναμη πού τούς πλημμυρά καί πού τούς δίνει τήν μπόρεση νά τά σπαράζουν κι άπ'άλάργου. Ό μ ο ι α κ'οί Μαινάδες πάνου στήν έκσταση προικίζονται μέ θεόδοτη δύναμη νά σπαράζουν άκόμη καί ταύρους μέ τά χέρια τους (ούχ ύπό σθένους άλλ' ό θεός ευμάρεια» έπεδίδου χεροϊν), καί μέ τούς θύρσους νά νικούν άρματωμένους. Ή παράδοση κ'ή πράξη μαρτυρούν πώς οί 'Πάνθηρες' τών Άΐσαούα σπαράζαν καί τά παιδιά τους άκόμη· καί στά σκοτάδια μιάς βαθειάς άρχαιότητας, είδαμε καί τις Μαινάδες νά σπαράζουν καί νά τρώνε τά μωρά τους. Ά λ λ ο παράλληλο δίνει μιά ταυροθυτική αίμοποσία στό Αλγέρι. Ό ταύρος δέχεται τό χτύπημα κ'ύστερα άπό κάμποσα μανιασμένα πηδήματα πέφτει σπαράζοντας παραπέρα' δσο κιόλας μακρύτερα σωριαστεί, τόσο καλλίτερη ή χρονιά τού τόπου. Μιά νέγρα χυμά καταπάνω του, άνοίγει μέ τά δυό της τήν πληγή, καί πίνει τό αίμα ζεστό, πού καταβάφει τά μάγουλά της. Ύστερα άπαρατιέται σ'έναν άγριο χορό, ένώ μιά άλλη βουτά τά χείλη της στήν πληγή, ώσπου νά πέσει σέ καταληψία. Ή μιά μετά τήν άλλη, δλες οί χορεύτρες
- 5 5 -
βρίσκουνται πεσμένες πλάι-πλάι. ΟΙ πεσμένες Μαινάδες, ύστερα άπό τήν παραζάλη τών νυχτερινών όργίων τους, μΟς είναι γνώριμη εΙκόνα.
§ 19 Μυητικός θάνατος καί "Αναβίωση
Κ
εντρικά στοιχεία τών μυητικών τελετών είναι ό πλασματικός θάνατος κ'ή πλασματική άναβίωση τοϋ μύστη, πού πεθαίνει στήν παλιά του κατάσταση κι άνασταίνεται σέ μιάν άψηλότερη σφαίρα. Στή μαιναδική πράξη ό 'θάνατος' συγκεντρώνεται στό θύμα τού Διασπαραγμού, πού σκοτώνεται στή θέση τής μυούμενης, πού μέ τή σειρά της ξαναγεννιέται σέ νέα ζωή, άφομοιώνοντας τή μυστική ( = φεγγαρική) του ούσία. Ή Ιδέα τούτη βεβαιώνεται άπό τό συγγενικό Τανροβόλιον (καί τό όμόλογο Κριοβόλιον), δπου ό μυούμενος, κατεβαίνοντας σ'ένα βαθούλωμα, περιλουζόνταν άπό τό αίμα τού ταύρου πού σφάζαν άποπάνω του καί ξανάβγαινε in aeternum renatus. Τή μυητική άναβίωση τή σημαδεύει τό ν έ ο δ ν ομ α πού παίρνει ό μύστης. Μιά σειρά μαιναδικά παρανόματα (Χορεία, Βαυβώ, Κοσκώ, Εύία) άνήκουν ίσως στήν πράξη τούτη. Μέ τή νέα ζωή δέν είναι άσχέτιστη ή έπαφή μέ τά κλαδιά καί τά φύλλα. Τά σύμβολα τούτα τής άνανέωσης τής ζωής, τονώνουν τή νέα ζωή τών μυστών πού, μέ τή σειρά της, τονώνει κι αύτή τή ζωή τής άνανεούμενης φύσης. Οί Μαινάδες στίς 'Βάκχες'κοιμούνται πάνου σέ δρυόφυλλα καί σέ τούφες έλάτων. ΟΓΙδαΤοι Δάκτυλοι στήν 'Ολυμπία κοιμούνται, πλάι στόν "Αλφειό, πάνου σέ λιόφυλλα χλωρά πού μαζεύουν. ('Αναθυμάται κανείς τό φυλλόστρωμα τού μυστικού ύπνου τού "Οδυσσέα δίπλα σ'ένα ποτάμι.) Οί νέοι τής Σπάρτης, πού ή άγωγή τους είναι μιά μακρόχρονη μύηση, κοιμούνται πάνου σέ καλαμόφυλλα πού τά κόβουνε μέ τά χέρια. Τό στρώμα τής Πυθίας εΐταν δάφνινο μιά 'στιβάς' εΐταν τό κρεβάτι τών Μάγων. Οί Αίγύπτιοι Ιερείς κοιμούνταν πάνου σέ φοινικοκλάδια. Τό έθιμο έχει πλήθος παράλληλα στίς ταφικές τελετές, πού βεβαιώνουν τό μυητικό του χαραχτήρα. Στήν ίδια έτσι τάξη θά σύρουμε τό κάθισμα τών γυναικών στά Θεσμοφόρια πάνου σέ 'στιβάδες* λυγαριάς καί τό κάθισμα έπί στιβάδων κισσού τών γιορταστών τών Μεγάλων Διονυσίων. Στό νόμο τών Ίοβάκχων ( = § 8g) ή σύναξη τών θιασωτών λέγεται στιβάς καί στήν άλλη νεοθιασική λατρεία τού Διονύσου άναφέρεται κάποτε τό Στιβάδειον, τύπος Ιερού οίκου, πού τό δνομά του άνακρατεί τή θύμηση τών διονυσιακών 'στιβάδων*. 'Ανάλογη είναι ή σημασία τής σκιάδος, τής κλαδένιας σκηνής στή λακωνική γιορτή τών Καρνείων. Τό μέρος δπου στήνεται τό Ιερό τούτο πανηγύρι μέ τά χτυπητά στοιχεία τού 'Εποχικού - 56 --
Δράματος, χωρίζεται σ'έννιά τόπους πού, καθώς 6χουν μιά λογής σκηνή, λέγουνται σκιάδες. Τό στοιχείο ξαναβρίσκεται καί σ'άλλες λακωνικές γιορτές, δπως τά Τιθηνίδια, καί τά Ύακίνθια, δπου συνδυάζεται μέ τΙς 'στιβάδες': πρώτον μέν σκηνάς ποιούνται παρά τόν θεόν, έν δε ταύταις στιβάδας έξ ΰλης, έπί δε τούτων δάπιδας ύποστροχννύουσιν, έφ αϊς τούς κατα· κλιθέντας εύωχοΰσιν. Στήν 'Αλέα τής 'Αρκαδίας γινόντανε, χρονιά παρά χρονιά, μιά διονυσιακή γιορτή, πού ή 'τριετηρική' τέλεσή της κι ό ρόλος έδώ τών γυναικών, μαρτυρούνε λείψανο μαιναδικών όργίων. Τό δνομά της Σκιέρεια φαίνεται νά σχετίζεται μέ τή 'σκιάδα'. Ή 'Σκηνή' τοΰ άθηναΐκοΰ θεάτρου φαίνεται νά'ναι ή κόρη τής 'σκιάδος' αύτής, πού κατεβαίνει άπό τήν καλύβα τοΰ μυητικοΰ ά π ο κ λ ε ι σ μ ο ΰ , τήν καμωμένη άπό κλαδιά κι άπό φύλλα. Μιά 'γλώσσα' τοΰ "Ησυχίου ξέρει πώς σκιάς είναι ή άναδενδράς, μά καί το θολώδες σκιάδων έν φ ό Διόνυσος κάθηται, καί, σ'άγγειογραφίες, ή 'σκιάς' αύτή ακολουθεί τήν παράσταση τοΰ παιδικού Διονύσου. Στό διονυσιακό μέρος τής πομπής τοΰ Πτολεμαίου Φιλαδέλφου ( = § 63), στό δεκάπηχυ άγαλμα τοΰ Διονύσου περιέκειτο καί σκιάς έκ κισσού και άμπέλου καί τής λοιπής όπώρας κεκοσμημένη... Ή λατρεία ένός Διονύσου Σκιανθίου, ένός 'Απόλλωνος Σκιαστον, καί μιάς 'Αρτέμιδος Σκιάτιδος, φαίνεται νά κατεβαίνουν άπό τό άρχαΐο τούτο μυητικό στοιχείο. Μιά άλλη έπαφή μέ τή βλαστική ζωή, είναι τό μαστίγωμα μέ κλαδιά ( = § 20), πού παίρνει ώστόσο καί τόν τύπο τής μυητικής δοκιμασίας.
§ 20 'Αποκάλυψη, Κατήχηση, Δοκιμασία, 'Αγώνες
Τ
Ις Ιερουργίες πού πλαισιώνουν τήν κεντρική μυητική πράξη, τήν Ώμοφαγία, δέν τίς γνωρίζουμε, κάποια άχνάρια ώστόσο δέ λείπουν. Ή άνακάλυψις, τό έπίσημο ξεφανέρωμα Ιερών άντικειμένων στόν νεοφώτιστο, σταθερό στοιχείο τών Μυητικών Τελετών, είναι σίγουρο κ'έδώ στοιχείο. Οί Μαινάδες φέρνουν στά 'δργιά' τους Ιερά άντικείμενα: Οί κυνηγημένες άπό τόν Λυκούργο μαινάδες ρίχνουν άπό τά χέρια τους τά θύσθλα, δπως κ'οί κυνηγημένες άπό τόν Βούτη τά Ιερά ( = § 36)· στό θεοκρίτειο Ά ή ναι' οί τρείς κορυφαίες μαινάδες τοΰ πενθεϊκοΰ μύθου άπιθώνουν τά έκ κίστης Ιερά πάνω στούς πρόχειρους βωμούς* 'Ιερά' άγγίζουν άφοΰ όρκιστοΰν καθαρότητα οί δεκατέσσαρες 'Γεραραί' πού παραστέκουν, στίς Ιερουργίες τών 'χοών', τή "βασίλισσα' ( = § 45)' Ιερά' τέλος μεταφέρει κ'ή μαινάδα Ιέρεια τής Μιλήτου ( = § 52). Μιάν 'άποκάλυψη' (ερών άντικειμένων μαρτυροϋν κ'ή σταθερή παρουσία τής μυστικής κίστεως στά Διονυσιακά Μυ- 57 --
στήρια καί τό ξεσκέπασμα τοϋ Φαλλού στά μυστήρια τών κατοπινών του θιάσων ( = § 93). "Ενα άλλο βασικό στοιχείο τών Μυητικών Τελετών, ή 'Κατήχηση', έπισημάνθηκε στά νυχτερινά αινίγματα πού λένε καί λύνουν οί γυναίκες στά μαιναδικά Άγριώνια τής Χαιρώνειας, στοιχείο πού σωστά χναρολογιέται στή συγκρότηση τής τραγωδικής 'Στιχομυθίας' (Thomson). Ή πράξη συναντιέται σέ γιορτές τού Άδώνιδος· πιθανά νά είκονίζεται στό δαχτυλίδι τών Μυκηνών πού ή παράστασή του χαραχτηρίζεται sacra conversazione- καί γιά τή μυητική χρήση τού αίνίγματος έπιφέρω τή νυχτερινή παρουσία του στή μύηση τών νέων άνάμεσα στούς Lovedu, φυλή Μπαντοϋ τής νότιας 'Αφρικής, καί μάλιστα σέ μυητικές τελετές γυναικών, πού γυρίζουν, δπως κ'οί μαιναδικές, σέ γονιμικές λατρείες (Krige). "Αλλο στοιχείο τών Μυητικών Τελετών είναι οί Δ ο κ ι μ α σ ί ε ς . Στή Σχιέρεια, γιορτή μαιναδικοϋ χαραχτήρα τής άρκαδικής 'Αλέας, ( = § 19) μαστιγώνουνται οί γυναίκες. Τό Μαστίγωμα είναι γνώριμη μυητική δοκιμασία, άπ'δπου κατεβαίνει στίς έποχικές καί γονιμικές γιορτές, μέ διπλή λειτουργία: τονωτική καί γονιμική, καθώς φέρνει σ'έπαφή μέ τό κλαρί ή τό λουρί, δπου συγκεντρώνεται ή 'δύναμη' τού δέντρου ή τοϋ ζωντανοϋ, μά καί καθαρτική κι άποτρεπτική, σάν έξιλέωση καί διώξιμο τών κακών έπιρροών ή πνευμάτων. Τή μυητική ρίζα τής πράξης τή μαρτυρά γιά τήν 'Ελλάδα τό μυητικό μαστίγωμα τών έφήβων τής Σπάρτης μπροστά στό βωμό τής Όρθίας. Ή παρουσία του καί σέ μαιναδική γιορτή μαρτυρά τήν παρουσία του στή μαιναδική γενικότερα πράξη. Ή παράδοση άξιώνει πώς τό μαστίγωμα τών γυναικών στή 'Σκιέρεια' καθιερώθηκε άπό χρησμό τών Δελφών* ό Νόννος κρατεί τήν παράδοση πώς στούς προδιονυσιακούς Δελφούς οί γυναίκες μαστιγώνουνταν μέ κισσό: ταννπλέχτοιο δέ κισσον γυιοβόροις έλίκεσσιν έμαστίζοντο γυναίκες· κ'οί θυιάδες έχουνε σημαντικό μέρος στή δελφική γιορτή 'Χάριλα', δπου χτυπιέται μιά κούκλα ( = § 4 1 )· "Ενα άλληλοδάρσιμο μέ τούς θύρσους φανερώνεται, άπό τις άγγειογραφίες, φιγούρα τοϋ Μαιναδικοϋ Χορού ( = § 14)' καί σέ πομπηιανή τοιχογραφία πού είκονίζει τό σπαραγμό τοϋ Πενθέα, οί Μαινάδες είναι άρματωμένες μέ βέργα. Οί κωμαστές, πάλι, τών διονυσιακών 'κώμων' χτυποϋν μέ τούς θύρσους τους ένας τόν άλλο* οί έν τοις βακχείοις ένθεαζόμενοι είναι ή λέγουνται, γιά τόν Ησύχιο, θνρσοπλήγες· κι ό Διόνυσος μέ τόν Ξανθία, κατεβαίνοντας στόν Ά δ η , περνοϋν άπό'να μαστίγωμα πού, στήν οίκονομία τοϋ έργου, παίρνει τόν τύπο τοϋ άνακριτικοϋ βασανισμού τών δούλων. 'Εδώθε μπορούμε ίσως νά ξηγήσουμε τήν άντικατάσταση τοϋ φυσικού θύρσου (κλαριού) μέ τόν τεχνητό θύρσο ( = καλάμι, 'νάρθηκα'). Αύτό ίσως νά μαντεύει ό Πλούταρχος γράφοντας πώς ό θεός τόν νάρθηκα τοις μεθυουσιν ένεχείρησε, κωφότατσν βέλος καί μαλακώτατον άμυντήριον, δπως έπεί τάχιστα παίονσιν ήκιστα βλάπτωσιν : δταν, μ'άλλα λόγια, ό ήμερωμός τού πρωτόγονου διονυσιασμού παραμερί- 5 8 -
ζει καί τόν βάρβαρο κλαδοδαρμό, μέ τήν έπίδραση τής όμόλογης κυβελικής λατρείας τά κλαριά άντικατασταΐνουνται άπό τ'άλαφρά κι άνώδυνα καλάμια. Λείψανο θιασικών ' Α γ ώ ν ω ν θά δοϋμε άλλού τό άγώνισμα τοϋ Δ ρ ό μ ο υ ( = § 54)· Τέλος, άναθυμάται κανείς άπό τήν άφήγηση τοϋ πρώτου 'Αγγελιοφόρου τών 'Βακχών', τήν έπιδρομή τών Μαινάδων πού λεηλατούν τά χωριά, άρπάζοντας δ,τι βρεθεί, άκόμη καί παιδιά, άπό τά σπίτια. Στήν περίοδο τοϋ μυητικού τους 'άποκλεισμοϋ', οί μυούμενοι δέν μπαίνουνε στούς νόμους τής Κοινότητας, γιατί'ναι κ'έξω άπό τόν Κόσμο: pendant le noviciat, les jeunes gens peuvent voler et piller tout à leur aise, ou se nourrir et orner aux dépens de la communauté (Van Gennep). Στό διάστημα τής μυηκής άγωγής τους οί νέοι τής Σπάρτης δχι μονάχα συγχωριούνται μά κ'ύποχρεώνουνται νά κλέβουν. 'Από τή Φυλετική Μύηση τό έθιμο κατεβαίνει στίς Μυητικές Εταιρίες, πού μποροϋν νά ληστεύουν καθώς οί Μαινάδες. Τό μυητικό έθιμο άφήνει τό σημάδι του και στό δνομα τών Μαινάδων Γεγωνοκώμαι. "Εκείνες πού άναστατώνουν μέ τίς φωνές τους τά χωριά', δέν είναι βέβαια οί Μαινάδες πού 'όργιάζουνε' σ'άπάτητες βουνοκορφές, μά οί Μαινάδες πού χυμούνε στά χωριά καί τά ληστεύουν. Σημαντικό γιά τήν ίστορία τού Δράματος είναι πώς ή μυητική τούτη πράξη άντιπροσωπεύεται κι άπό θιάσους, δπως τών Areoi τής Πολυνησίας, πού μιά κύρια λειτουργία τους είναι νά γυρίζουν τή χώρα καί νά δίνουν θεατρικές παραστάσεις: «Οί Areoi έχουνε βρεϊ τό μήνα πού θρέφει τούς άλλους. "Οταν ξεχύνουνται, σά σύννεφο άκρίδες, σέ πλούσια περιοχή, στέλνουν τούς άκολούθους τους νά σαρώσουν τίς γυροτοπιές καί νά ληστέψουν τούς δύστυχους κατοίκους. Ό τ α ν ξεκινούν άποκεΐ, τά περιβόλια πού άφήσαν ξωπίσω τους συχνά παρουσιάζουν εΙκόνα έρήμωσης καί όλέθρου». Υποψιάζομαι πώς ή θιασική γραμμή τοϋ Δράματος άνακράτησε κάτι καί στήν 'Ελλάδα. Ένας άπό τούς 'χαραχτήρες' τού λακωνικού δράματος είναι ό Όπωροκλέπτης: παρά δέ Ααχεδαιμονίοις κωμικής παιδιάς ήν τις τρόπος παλαιός, ουκ άγαν σπουδαίος, δπου έμιμε'ιτο τις έν εύτελεΐ τή λέξει κλέπτοντας τινας όπώραν ή ξενικόν Ιατρόν... Ό 'ξενικός Ιατρός' είναι ό γνώριμος 'Γιατρός' τοϋ λαϊκού Δράματος, πού 'άνασταίνει' τόν σκοτωμένο πρωταγωνιστή, πού στό θάνατο καί στήν άνάστασή του κατασταλάζει ή κεντρική μυητική Ιερουργία' κ'έτσι δέν παραξενευόμαστε βρίσκοντας δίπλα του τόν χαραχτήρα πού κρατεί τή μυητική παράδοση τής κλεψιάς: τόν Όπωροκλέπτη.
- 5 9 -
§ 21 Μανία καί Μαντική Η
'Μανία* σχετίζεται μέ τή Μαντική, δπως, για μιαν άποψη, κ'ή έτυμολογική συγγένεια τό μαρτυράει. ΟΙ τύποι τού σχετισμοΰ μαντικής και μανίας, είναι δύο: δ έκστασιασμένος μεταφέρεται στόν κόσμο τών πνευμάτων και τών νεκρών ή μέ τό στόμα του μιλεί τό πνεύμα πού τόν κυριεύει. Τόν πρώτο τρόπο οί "Ελληνες τόν μαθαίνουν περαστικά' τόν δεύτερο τόν έχουνε κληρονομήσει άπό τούς ΑΙγαίους. Κορυφαία του παραδείγματα είναι ή Κασσάνδρα στήν ποίηση, ή Σίβυλλα στό θρύλο, ή Πυθία στήν πράξη. Ή βακχεία είναι κι αύτή μιά 'κατοχή' κ'έτσι έπιτήδεια στή μαντοσύνη. " Ή βακχική καί μανιακή κατάσταση έχει μέσα της" λέει ό Τειρεσίας στις 'Βάκχες', "καί πολλή μαντική· γιατί δταν ό θεός πλημμυρίζει τά κορμιά, κάνει τούς κρουσμένους άπό τή μανία του νά προφητεύουνε τά παραπέρα." Τόν 'Ρήσο', πού τά λείψανά του τά φέρνουν οί "Αθηναίοι στήν 'Αμφίπολη, ό ποιητής τού όμώνυμου δράματος τόνε λέει προφήτην (διερμηνέα τών χρησμών) τού Βάκχου. Ό Βάκχος αύτός είναι ένας θρακικός θεός, πού ή έκστασιακή λατρεία του τόν ταυτίζει, γιά τούς "Ελληνες, μέ τόν Διόνυσο, ή Ενας Διόνυσος έκθρακισμένος. Τό μαντείο του βρισκόντανε στό ψηλότερο μέρος τής βουνοσειράς τού Παγγαίου. Ό 'Ηρόδοτος, πού τό γνώρισε, λέει πώς τό'χαν οί Σάτραι, πολεμική έθνότητα τής Θράκης, μά τούς χρησμούς τού μαντείου, πού τούς δίναν οί 'προφήτες' του Βησσοί, τούς ξεστόμιζε, δπως καί στούς Δελφούς, μιά γυναίκα. Οί Βησσοί 'προφήτες' τού μαντείου τού Παγγαίου μαρτυρούν πώς κ'Ενα περιλάλητο ίερό τών Βησσών, έθνότητας τής Ροδόπης, είταν κ'έτούτο μαντείο. Μιά πληροφορία γιά τή θράκισσα γυναίκα τού Σπάρτακου, πώς ήξερε άπό μαντική, δντας κρουσμένη άπό τή μανία τών διονυσιακών όργιασμών, μαρτυρά πώς οί Μαινάδες τής Θράκης άξιώνανε τήν κατοχική μαντική, πού σ'έπίσημο Ιερατικό μαντείο τήν άντιπροσωπεύει ή 'Πυθία' τού Παγγαίου. Έ ν α άλλο μαντείο μαρτυρά κάποιο άδυτο τού Διονύσου άνάμεσα στήν άγνωστη άπ'άλλού έθνότητα τών 'Λι,υρίων' στή Θράκη (apud Ligyreos in Thracia), δπου ό χρησμολόγος ξεστόμιζε τούς χρησμούς ύστερα άπό γερό κρασοπότι. Ό Διόνυσος παρουσιάζεται γενικά σάν ό 'μάντης τών Θρακών', καί μιά διονυσιακή μορφή, ό 'Ορφέας, είναι μάντης κ'έχει μαντεία. Ό Διόνυσος βρίσκεται στούς Δελφούς πρίν ό 'Απόλλωνας νά πάρει τόν τόπο καί τό μαντείο του ( = § 77)· γνώριμη είναι ή παράδοση πώς ό μαντικός τρίποδας, πρίν περάσει στήν κατοχή τού 'Απόλλωνα, είταν στά χέρια τού Διονύσου. Τό πιθανότερο είναι πώς ή δελφική μαντική βγαίνει, δπως κ'ή θρακική, άπό έκστασιακές λατρείες γυναικών πού συγγενεύουν ή ταυτίζουνται μέ τή διονυσιακή μανία. "Οτι - 6 0 -
πού νά'ναι, καί μ'δλο πού φαίνεται πώς, μπαίνοντας στή Ρώμη μέ τά Bacchanalia, ol βακχιασμοί σέρνουν καί κάποια μαντική, (viros velut mente capta cum jaetatione fanatica corporis vaticinari άπό τήν περιγραφή τοΰ Λίβιου: § 89) στή θρησκεία τοΰ έλλαδικοΰ Διονύσου ή λειτουργία τούτη δέν έχει θέση. Μαντείο τοΰ Διονύσου άναφέρεται μοναχά στήν 'Αμφίκλεια κι άπό τά ρωμαϊκά μόνο χρόνια. Έδώ άναφέρουνται 'όργια' κι 'άδυτο' τοΰ θεοΰ, δπου χρησμοδοτεί ίερέάς κρουσμένος άπό τό θεό του. Ό Διόνυσος δμως είναι έδώ καί θεραπευτής καί θεραπεύει μέ τόν τρόπο τής έγκοίμησης καί τών όνείρων. Ή τέχνη ώστόσο τούτη δέν είναι τέχνη του καί φαίνεται έτσι πώς χωνεύει κάποια χθόνια λατρεία. Ό τρόπος πού θεραπεύει ό Διόνυσος είναι άλλος.
§ 22 θεραπεία τής Μανίας καί Διόνυσος Λύσιος
Ο
ί λογΐς ύστερικές καί παρανοϊκές προσβολές πού σκεπάζουν, γιά τούς "Ελληνες, τό δνομα 'μανία', είναι άνωμαλίες ξεχωριστά όδυνηρές γιά τά χαμηλότερα στάδια, δπου κάθε άποκοπή ή άντίθεση τοΰ άτόμου μέ τήν όργανική ζωή τής κοινότητας, είναι κι άποφασιστική του καταδίκη. Ή πίστη, έτσι, πώς ό μαινόμενος κατέχεται άπό κάποιο πνεύμα ή θεό, μ'δλο πού τόν κατασταίνει πρόσωπο Ιερό, δέν παραμερίζει τήν άνάγκη και τό πρόβλημα τής θεραπείας. "Ενας άπό τούς τρόπους της είναι τών 'καθαρμών', πού κρατεί καί στίς άλλες άρρώστιες. Πολύ πιό άποτελεσματικός είναι ή σ υ μ φ ι λ ί ω σ η τοΰ κατεχόμενου μέ τόν θεό πού τόν κατέχει: Ό τ α ν μέ μυητικές τελετές (πού'ναι καί τελετές καθαρμού), ό παθός γίνεται μέλος θιάσου πού καλλιεργεί τή μανία. Χαραχτηριστικό παράδειγμα οί θίασοι τών Κορυβαντιώντων, στή λατρεία τών Κορυβάντων, δαιμόνων τής μικρασιατικής Μεγάλης Θεάς, πού καλλιεργούν, άλλά καί θεραπεύουν τή 'μανία'. Στίς 'Σφήκες' τοΰ 'Αριστοφάνη, ό Βδελυκλέων, γιά νά γιατρέψει τόν πατέρα του άπό τήν τρέλα του νά δικάζει τόν ρίχνει στίς κορυβαντικές τελετές, δπου ό παθός κορυβαντίζει. Έ ν α σχόλιο ξηγά πώς έκανε ως μαινόμενος καί κατεχόμενος υπό τοϋ θείου, καί είδικότερα δτι τά τών Κορυβάντων έποίει αύτω μυστήρια έπί καθαρμΰττής μανίας. Τά 'μυστήρια' τοΰτα ξέρουμε πώς περιέχουν έκστασιακό χορό, ύπνωτιστικοΰ τύπου, τών θιασωτών καί τοΰ νεοφύτου μαζί, μέ χρήση τυμπάνων κι αύλών πώς και γυναίκες είναι μέλη τών θιάσων τους· καί πώς Ινα στοιχείο τους είναι κ'ή θρόνωσις, ό ένθρονισμός τοΰ νεόφυτου, πού σημαίνει άποθέωση, ή, άλλιώς, πώς γίνεται ένας άπό τούς δαίμονες τοΰ θιάσου. Ό παθός έτσι άπό τή 'μανία', γίνεται μέλος τοΰ θιάσου τών δαιμόνων πού τή ρίχνουνε, κ'έτσι συμφιλιώνεται μαζί — 61 —
τους. « Ή θεραπεία τούτη δέν γυρεύει τόσο την άπώθηση τών ψυχωτικών καταστάσεων, βσο τό μετασχηματισμό τους (μέ τόν περιορισμό τού καταπιεστικού παράγοντα) καί τό μεταχείρισμά τους γιά μιά νέα Ισορροπία τής προσωπικότητας, πού πετυχαίνει μιάς λογής συμβίωση μέ τό πνεύμα πού τήν παρακρούει καί πού γίνεται τό προστατευτικό της πιά πνεύμα.» "Ετσι νιώθει κανείς τή σημασία ένός σχολίου στόν Πίνδαρο πού λέει τόν Διόνυσο χαθαρτιχόν τής μανίας. Ή κορυβαντική μανία είναι άντίστοιχη μέ τή διονυσιακή, άπ'δπου κ'οί λογίς πλησιασμοί τού Διονύσου μέ τή Ρέα-Κυβέλη ( = § 7^)· Ό μανιοδότης Διόνυσος είναι μαζί κι ό καΟαρτής τής 'μανίας'. Οί κρουσμένοι άπό τίς ψυχοφρενικές ταραχές, λογιούνται κρουσμένοι άπό τό θεό, πού τούς καλεί στή θιασική του λατρεία. Μπαίνοντας στόν διονυσιακό θίασο, συμφιλιώνουνται μέ τό θεό πού τούς έκρουσε καί καλλιεργούν πιά τήν άρρώστια τους σάν προνομιακή έπικοινωνία μαζί τους. Καθαρίζουνται έτσι καί θεραπεύουνται, μέ τήν έννοια πώς ή κατάστασή τους δέν είναι πιά καταπιεστική, καί πώς τό μειονέκτημα πού τούς άπόκοβε άπό τή συγκρότηση τής κοινότητας, βρίσκει μέσα στό θίασο, πού ύπερετά μαγικούς καί θρησκευτικούς της σκοπούς, τήν ώφελιμότητα καί τή δικαίωσή του. "Ετσι ό βακχευτής Διόνυσος είναι καί Λνσιος καί Λυαΐος Διόνυσος καί συλλατρεύεται στίς δυό του όψεις. Στήν Κόρινθο λατρεύουνταν μαζί, σέ ξόανα, ό Διόνυσος Βάκχειος κι ό Διόνυσος Λνσιος. Μιά νύχτα τού χρόνου στή Σικυώνα μεταφέραν τελετικά τά αγάλματα τού Διονύσου Βακχείου καί Διονύσου Λυσίου. Σ'ίερό τού Διονύσου Λυσίου στή Θήβα (πού άνοίγει μιά τό χρόνο φορά), εΐταν δυό άγάλματα, τό ένα τού Διονύσου Λυσίου, καί μ" αύτόν θά σχετίζουνται οί Λύσιοι τελεταί, πού μιά πηγή τΙς άναγράφει στόν Διόνυσο καί στή Θήβα. Τό άλλο, οί Θηβαίοι λέγανε πώς παράσταινε τή Σεμέλη μά, έπειδή ή διπλή λατρεία τής Κορίνθου καί τής Σικυώνας έρχεται άπό τή Θήβα, είναι φανερό πώς έχουμε έδώ τό άγαλμα ένός (γυναικοντυμένου: § 30) Διονύσου Βακχείου δίπλα στό άγαλμα τού Διονύσου Λυσίου. Τά έπίθετα έτσι 'Λύσιος' καί 'ΛυαΤος' δέν είναι άπό τίς λυσιμέριμνες Ικανότητες τού θεού τού Κρασιού, μ'άπό τή θιασική πράξη του πού, θεραπεύοντας τή 'μανία' μέ τήν καλλιέργειά της, τόν κάνει μανιολύτη θεό, ϊσα-ΐσα γιατί είναι θεός μανιοδότης. 'Εδώθε φαίνεται νά βγαίνει κ'ή γενικότερη θεραπευτική ίδιότητά του. Ένα έπίθετό του είναι Παιώνιος, κ'οί 'Αθηναίοι τιμούν έναν Διόνυσο Ίατρόν, λατρειακό έπίθετο πού ή παράδοση τό άνεβάζει σ'έντολή δελφικού χρησμού, μά πού φαίνεται νά κατεβαίνει άπό πλατύτερο κύκλο· γιατί άκούμε πώς ό Διόνυσος λέγεται 'πανταχού' Ίατοός καί πώς μερικοί τόποι λατρεύουνε ένα Διόνυσον Ύγιάτην.
— 62 -
§
38
Τριπλότητα toC Αρχαίου ΜαιναδικοΟ θιάσου καί Τριετηρίδες Ε ν α χαραχτηριστικό τοϋ άρχαίου ΜαιναδικοΟ θιάσου φαίνεται νά'ταν ή τριπλότητά του. ΟΙ τρεις Μινυάδες πού σπαράζουν τόν "Ιππασο ( = § 3^) είναι μυθικές προβολές τριπλόΰ μαιναδικού θιάσου, δπως ή Ίνώ, ή Αγαύη κ'ή Αύτονόη στό μύθο πού πραγματεύουνται οί 'Βάκχες' τού Εύριπίδη. 'Ορώ δέ, Ιστορεί, κατεβαίνοντας άπό τό βουνό, στόν Πενθέα ό πρώτος 'Αγγελιοφόρος τού δράματος τούτου θιάσους τρεϊς γυναικείων χορών, \ών ήρχ'ένος μεν Αύτονόη, τοϋ δευτέρου \ μήτηρ 'Αγαύη ση, τρίτου δ'Ινώ χορού και στό όμοιοθέματο θεοκρίτειο 'Λήναι' ή 'Βάκχαι', Ίνώ καύτονόα χά μαλοπάραυος Άγαύα \ τρεϊς θιάσως ές δρος τρεις άγαγον αύται έοϊσαι. Ή τριπλότητα αύτή τών θιάσων ξακολουθεΐ νά δίνει τόν τύπο της καί σέ θιάσους τών προχωρημένων αιώνων. Ή Μαγνησία τού Μαιάνδρου παίρνει κατά χρησμό τών Δελφών τρεϊς Θηβαίες μαινάδες 'άπό τό γένος τής 'Ινώς', πού δργανώνουν έκεί τρεις θιάσους ( = § 55)· Τό σύστημα δέν φαίνεται νά'ναι άποκλειστικό τών διονυσιακών θιάσων. Οί τρείς Προιτίδες ( = § 36) είναι κι αύτές προβολές τριπλού θιάσου τοϋ μαιναδικού τύπου' ένώ δμως ή μιά παράδοση τις συνδέει μέ τόν Διόνυσο, μιά άλλη, πού δείχνει σ'άρχαιότερο στάδιο, τΙς συνδέει μέ τήν "Ηρα. 'Επίγραμμα τής 'Ανθολογίας (7, 189) σχετίζει τή Σαπφώ καί τό θίασό της μέ τό μεγάλο στή Μυτιλήνη πανηγύρι τής Ήρας. 'Ομόλογοι δμως μέ τόν σαπφικό θίασο, άρα προορισμένοι γιά τήν Ιδια λειτουργία, μαρτυριούνται στή Μυτιλήνη κι άλλοι δυό συγκαιρινοί του θίασοι, τής Γοργώς καί τής 'Ανδρομέδας. Στό πανηγύρι, πάλι, τής Ήρας στήνουνται τά Καλλιστεία, προοίμιο ένός 'Ιερού Γάμου τής θεάς, κ'ή θρησκευτική έτσι λειτουργία τών θιάσων αύτών είναι ή άνάδειξη στά 'Καλλιστεία' τούτα μιάς θεονύφης πού ένσαρκώνει τήν Ήρα. Μυθική προβολή τών 'Καλλιστείων' αύτών πού τελούνται καί σ'άλλες τοϋ Ιδιου χώρου περιοχές, είναι ή 'Κρίσις', πάνω στήν Τρωϊκή Ίδη, τόπο Ιεροϋ γάμου τής θεάς, τοϋ 'Πάριδος' πού καταλήγει στό γάμο τής βραβευμένης Ελένης - 'Αφροδίτης. Κ'οί διαγωνιζόμενες έδώ θεές είναι τρεϊς, προβολές καί πάλι τριών θιάσων. Σύστοιχο Ισως χαραχτηριστικό είναι πώς τά μαιναδικά δργια είναι τ ρ ι έτη ρ ικ ά, τελούνται παναπεϊ κάθε δεύτερο χρόνο. Είναι οί περιλάλητες Τριετηρίδες τής διονυσιακής λατρείας, άπ'δπου καί μιά σειρά τριετή ρικές διονυσιακές καί τό (νεοθιασικό Ισως) έπίθετο Τριετηρικό τού Διονύσου στή Μήλο. Ή 'τριετηρίς' είναι ένα άπό τά συστήματα πού άρμονίζουν μέ έμβόλιμους μήνες τήν ήλιοχρονιά μέ τήν παλιά φεγγαροχρονιά (παλαιότερη μαρτυρία στόν Ηρόδοτο 2,4: Έλληνες διά τρίτου Ιτεος έμβόλιμον - 6 3 -
έπεμβάλλουσι τών ώρέων εΐνεκεν), μά ό σύνδεσμός της μέ τή διονυσιακή θρησκεία, ή σχέση της μέ τόν κύκλο τής 'τετραχρονιάς' (τετραετηρις ή πενταετηρίς) καί τών δυό αύτών περιόδων μέ τήν 'όχταχρονιά' (όκταετηρίς ή ένναετηρίς), πού ή τελευταία φαίνεται νά κατεβαίνει άπό τούς μινωικούς καιρούς, είναι άπό τά πιό έναγώνια άρχαιολογικά προβλήματα καί μακριά άπό κάθε λύση τους άκόμη. Είναι ώστόσο μπορετό νά παρατηρηθεί, πώς κ'οί τρεϊς αύτοί κύκλοι, σάν περίοδοι ίεροπανηγυριών, συνεπαίρνουν χρονιάτικα, άλλοτινά, πανηγύρια. Οί 'ένναετηρικές', άληθινά, γιορτές ('Δαφνηφορία' τών Θηβών, 'Στεπτήριον', "Ηρωίς' καί 'Χάριλα' τών Δελφών) κ'οί 'πενταετήρικές' ('Ολυμπιακοί 'Αγώνες, όλυμπιακά 'Ηραία' καί Πυθικοί 'Αγώνες, πού παραδίνεται πώς άλλοτινά είταν ένναετηρικοί κι αύτοί) παρουσιάζουν έντονότατα (έξόν άπό τούς Πυθικούς 'Αγώνες) στοιχεία τοΟ χρονιάτικου 'Εποχικού Δράματος ( = § 37) όρισμένα τής βασικής λειτουργίας του: τής χρονιάτικης άνανέωσης τής 'Εποχικής Βασιλείας. "Ανάλογα έτσι μπορούμε νά υποθέσουμε καί γιά τή μαιναδική μύηση, πώς είταν στήν άρχή τοΰ χρονιάτικου κύκλου. "Οταν μέ τή σταθεροποίηση τής Βασιλείας, ή λειτουργία τους άχρηστεύεται, τόσο οί γιορτές αύτές, δσο κ'ή μαιναδική μύηση, ξεκόβουνται άπό τό χρονιάτικο κύκλο τους γιά ν'άπλωθοΰνε, ή τελευταία μάλιστα κάτου άπό τήν πίεση τών πατριαρχικών συνθηκών, σέ πλατύτερους κύκλους. Μέ τήν άλλαγή τούτη μπορεί ίσως νά ξηγηθεί καί κάτι άπό τήν τριπλότητα τών μαιναδικών θιάσων. 'Ορισμένα χωρία πού ξεχωρίζουν άνάμεσα στίς Μαινάδες 'γυναίκες' καί 'παρθένους' παρακινούν στήν εικασία πώς ή τριπλότητα τών θιάσων δέν είναι ίσως άσχέτιστη μέ κάποια διαβάθμιση τής ήλικίας. "Ενα χωρίο τοΰ Διοδώρου μιλά γιά 'παρθένους' καί 'συστήματα γυναικών' σέ λείψανα μαιναδικών όργίων: διό καί παρά πολλαϊς τών έλληνίδων πόλεων ö ι à τριών έτώ ν βακχεία τε γυναικών άθροίζεσθαι και ταϊς παρθένοις νόμιμον είναι θυρσοφορείν και συνενθονσιάζειν εναζονσαις και τιμώσαις τον θεόν τάς δε γυναίκας κατά συστήματα θυσιάζειν τω θεώ και βακχεύειν καί καθόλου τήν παρουσίαν ύμνείν τον Διονύσου, μιμουμένας καί ίστορονμένας τό παλαιόν παρεδρεύειν τώ θεώ μαινάδας. Τούς τρείς θιάσους τών Θηβαίων μαινάδων στίς 'Βάκχες' τούς συγκροτούν νέαι, παλαιαί παρθένοι τ'έτ'άζνγες- στίς 'Φοίνισσες' τοΰ ίδιου λέγεται (στι. 649 κέ) πώς ό κισσός τύλιξε τό νεογέννητο Διόνυσο Βάκχιον χόρευμα Παρθένοισι θηβαιαισιν καί γυναιξί ν εύίοις· κ'οί 'Διονυσιάδες' στή Σπάρτη, πού άγωνίζουνται σ'άγώνα 'Δρόμου' ( = § 54), ρητά χαραχτηρίζουνται άπό τόν Παυσανία παρθένοι. Ή συστοιχία τών 'παρθένων' Διονυσιάδων μέ τις 'παρθένους' πού άγωνίζουνται άγώνα 'Δρόμου' στά "Ηραία' τής'Ολυμπίας γιά νά δώσουν, στήν άρχή, τή 'νύφη' τής χρονιάς ( = § 35)· παρακινά στήν εικασία πώς τό μαιναδικό θίασο τών άρχαιότερων καιρών τόν άποτελούσαν παρθένες ( = άνύ- 64 -
παντρες) μονάχο. ΤΙς εικασίες αυτές τίς στηρίζει, σέ μεγάλο βαθμό, ή τροπή τής έκλογής τής 'νύφης* ή 'βασίλισσας' τού 'Εποχικού Δράματος ( = § 37) σ'άνεπίσημο πιά θιασικό δρώμενο, μιά καί τή χρονιάτικη λειτουργία της, σά θεονύφης, τήν έχει έπίσημα άναδεχτεϊ ή Βασίλισσα τής μόνιμης πιά ιερατικής Βασιλείας ( = § 45). "Ενα άκόμη χαραχτηριστικό τών μαιναδικών 'όργίων' είναι ή χειμωνιάτικη τέλεσή τους. "Ορισμένες διονυσιακές γιορτές, μ'έντονα τά σημάδια τής μαιναδικής καταγωγής, κρατούν καί σέ προχωρημένους πιά καιρούς, τή χειμωνιάτικη θέση. Πάνω στις εικασίες πού διατυπώσαμε, ό καιρός αύτός, πού κληρονομιέται κι άπό κατοπινά μαιναδικά δργια, καλονογιέται γιά ιερουργίες πού προετοιμάζαν τίς άνοιξιάτικες τού άκόλουθου χρόνου.
*
- 65 -s
Κεφάλαιο
Τρίτο
Ο ΒΛΑΣΤΙΚΟΣ Δ Ι Ο Ν Υ Σ Ο Σ ΤΟ
ΕΠΟΧΙΚΟ
ΚΑΙ
ΤΟ
ΘΕΙΟ
Διόνυσον άείσομεν ίεραΐς èv άμέραις δώδεκα μήνας απόντα· πάρα δώρα, πάντα δ'άνθη
ΔΡΑΜΑ
§ 24 Ζευς Κρηταγενής Τ ό
πρότυπο τοϋ βλαστικοϋ θεοϋ τοϋ ΑΙγαίου είναι ό κρητικός θεός πού ταυτίζεται μέ τόν έλληνικό Δία, παίρνοντάς του τά όνόματα Ζάν και Ζεύς, δίνοντάς του γιά μάνα τή Ρέα, καί προικίζοντάς τον μέ τό μύθο μιδς γέννησης καί μιάς μυητικής περιπέτειας (τής Κρονιακής Τεκνοφαγΐας). Ό Κρόνος καταπίνει τά παιδιά πού τοϋ γεννά ή γυναίκα του Ρέαδταν έκείνη γεννά τόν Δία, τοϋ δίνει ένα λιθάρι νά καταπιεί καί τόν νιογέννητο Δία τόν παίρνει ή Γή καί τόν φέρνει στή Λύκτο, δπου τόν κρύβει στό βουνό ΑΙγαϊον. Ό κρητικός Δίας γεννιέται μέσα σ'ένα Σπήλαιο, καί γεννιέται κάθε χρονιά δπως μηνά λαμποκοπή φωτιάς άπό τό αίμα τής γέννας ( = § 28). Ή Ρέα, δπως κ'ή μάνα δλων τών Θείων Βρεφών, χάνεται άπό τή σκηνή, ύστερα άπό τή Γέννηση, καί τό νιογέννητο τό άναθρέφει μιά γίδα, ή Αμάλθεια, ή μιά χοίραινα, ή μιά 'Αμάλθεια 'νύμφη'. Μέ τήν πρωιμότητα τών Θείων Βρεφών ό Δίας μεγαλώνει σέ μιά χρονιά κ'είκόνες τοϋ έφηβικοϋ Δία παραδίνουν μαρτυρίες καί μνημεία: τό άγαλμα τοϋ Δικταίου Διός (κι όμόλογο άγαλμα στό Αίγιο) τόν παράσταινε παληκάρι άγένειαστο· ό Ύμνος τών Κουρήτων τόνε λέει 'κοϋρον* (παληκάρι)· καί τέτοιον τόν παρασταίνουν άργότερα νομίσματα τής Φαιστοϋ κι άλλων πολιτειών τοϋ Ιδιου τύπου. Στόν "Υμνο τών Κουρήτων είναι τό γονιμικό πνεύμα τού χρόνου, ό δαίμων ένιαυτός, καί στά νομίσματα, δπου παρουσιάζεται δεντρικός θεός, συνδέεται μέ μιά δενδρίτιδα 'νύμφην'. Τό δέντρο άκόμη, δπου κάθεται ό νεαρός θεός ή ή 'νύμφη' θυμίζει τό μύθο τής Γόρτυνας πώς ό Δίας έσμιξε μέ τήν Εύρώπη κάτου άπό'να πλάτανο πού φυλλοκρατοϋσε όλοχρονίς, καί τό πανύψηλο έλατο πάνω στήν Τρωική Ίδη δπου, σ'όμηρική παράσταση, σμίγει ό Δίας μέ τήν Ήρα. Τή θεογαμία αύτή τήν τελούσαν σ'ένα ποταμάκι κοντά στήν Κνωσό ίσαμε τά χρόνια τού Διοδώρου. Τό νά γεννιέται, τέλος, κάθε χρονιά, θά πεϊ πώς ό κρητικός Δίας πεθαίνει καί κάθε χρόνο. Τό θάνατό του, δπως καί τό θάνατο τών άλλων θνησκόντων θεών, τόν μαρτυρά ό τ ά φ ο ς του στήν Κρήτη πού άργότερα, δταν ό κρητικός αύτός θεός ταυτίζεται μέ τόν 'Ολύμπιο Δία, στοιχίζει στούς Κρητικούς τή διαβόησή τους γι* άξεπέραστη ψευδολογία. Γέννηση, έφήβωση, θεογαμία, θάνατος — (ό γνώριμος κύκλος τής Ιστορίας τού θνήσκοντος θεού) — είναι κ'ή Ιστορία τού κρητικοϋ τούτου Δία. "Ενα σταθερό στοιχείο τής - 69 -
Ιστορίας καί τής λατρείας τοϋ θεοϋ τούτου σάν θείου Βρέφους, είναι ή συμπαράσταση του άπό τούς Κ ο ύ ρ η τ ε ς , όπλισμένους χορευτές πού χορεύουν γύρω του καί βροντοΰν τις άσπίδες τους γιά νά μήν άκούσει, κατά τόν αίτιολογικό μύθο, τά κλάματα τού Βρέφους ό Κρόνος. Οί 'Κούρητες' είναι οί 'Κούροι', οί μυημένοι νέοι πού μυούν τά παιδιά ( = § 34) στό λατρειακό μύθο θίασος Δαιμόνων πού παραστέκουν τήν θεϊκή προβολή τών μυούμενων παιδιών: Τό Θεϊο Βρέφος. Ή μυητική αύτή 'Εταιρία θά άναδείξει κάθε χρόνο μ'άγωνιστικές δοκιμασίες τών μυούμενων παιδιών τόν πρωτοκούρην ή μέγιστον κοϋρον, μιάς λογής χρονιάτικο βασιλιά πού ένσαρκώνει τό βλαστικό πνεύμα τού χρόνου (§ = 35)· Προβολή τού 'μεγίστου' τούτου 'κούρου' είναι ό έφηβικός θεός πού στόν "Υμνο τών Κουρήτων' (πού βρέθηκε σ'έπιγραφή στό ναό τού Δικταίου Διός στό Παλαίκαστρο τής άνατολικής Κρήτης) κράζεται κάθε χρόνο νά προβάλει έπικεφαλής τού θιάσου τών δαιμόνων Κουρήτων του καί νά βοηθήσει, μέ τό χοροπήδημά του, τήν προκοπή τών καρπών καί τών ζωντανών, τή δύναμη τών παληκαριών, καί τήν εύεργετική νομοτάξη.
§ 25 Ζαγρεύς
Η
ίδια μορφή, μά μέ σκοτεινότερο χρώμα, άνασώζεται μέσα άπό τή μυστηριακή του ύπόσταση, τού Ζαγρέα, πού τή νυκτιπολική κι ώμοφαγική λατρεία του, τήν είδαμε κιόλας ( = § 5)· "Ο μύθος του μάς παραδίνεται άπό πλήθος πηγές, πού κατεβαίνουν δλες τους άπό τήν 'Ορφική θεογονία. Ό Δίας κ'ή μάνα του Ρέα (πού άπό τόν καιρό πού τόν γέννησε είπώθηκε Δήμητρα) σμίγουνε μεταμορφωμένοι σέ φίδια. 'Εδώθε γεννιέται ή Περσεφόνη, κόρη μέ κέρατα, μέ δυό πρόσωπα καί μέ τέσσερα μάτια (φεγγαρικές παραστάσεις). Σμίγοντας κ'έτούτη μέ τόν φιδόμορφο Δία, γεννά ένα βρέφος μέ κέρατα, τόν Ζαγρέα. Ό Δίας θρονιάζει τό νήπιο βασιλιά τών θεών, δίνοντάς του τό σκήπτρο, τόν κεραυνό, τή βροχή του. Μέ τή βασιλεία τού Ζαγρέα άρχινά μιά νέα περίοδος τοϋ κόσμου. Φύλακες τοϋ παιδιού όρίζει ό ίδιος τόν 'Απόλλωνα καί τούς Κ ο ύ ρ η τ ε ς , μ ά ή "Ηρα βάζει τούς Τιτάνες νά ξεγελάσουν μέ παιγνίδια τό παιδί (νά παρατήσει τόν κεραυνό του;) καί νά τό σκοτώσουν. Τά παιγνίδια είναι 'ρόμβος', σβούρα, κούκλες μέ τά μέλη κινητά, τόπι, καθρέφτης. Εϊταν ή ώρα πού κοιτιόνταν στόν καθρέφτη τό παιδί, πού οί Τιτάνες, έχοντας άλείψει μέ γύψο τά πρόσωπα, χυμήξανε πάνω του μέ μαχαίρια. Γιά νά ξεφύγει άλλάζει μορφές: γίνεται βρέφος, παληκάρι, έ φ η β ο ς - Δίας, γέρο-Κρόνος, φίδι μέ κέρατα, άλο- 70 --
γο, τίγρις, ταΟρος — τοϋ κάκου. Ή "Ηρα δίνει τό σύνθημα κ'οί Τιτάνες τό κομματιάζουν στήν ταυρίσια μορφή του. "Υστερα στήνουν λεβέτι σέ τρίποδα, βράζουν τά κομμάτια του, τά καρφώνουν σέ σουβλοπήρουνα, τά ψήνουνε, καί τά γεύουνται κιόλας. Ό Δίας νιώθει ή μαθαίνει τό κρίμα τους καί, χτυπώντας τους μέ τ'άστροπελέκι του, τούς κατακαίει ή τούς ταρταρώνει. "Η "Αθηνά γλυτώνει τήν καρδιά τού κομματιασμένου παιδιού κι ό Δίας τηνε βάζει σ'ένα γύψινο όμοίωμά του. Ή έκδοχή σίγουρα βγαίνει άπό τό κουτί'(κ«ΓΓ»7ν) τών μυστηρίων του, πού θά'κλεινε μέσα τήν καρδιά του. Γιά μιάν άλλη, ή Ρέα (ή Δήμητρα) ξανασυναρμόζει τά κομμάτια τοϋ θεού, κι ό Ζαγρέας άνασταίνεται έτσι. Είναι ή γνήσια έκδοχή καθώς μαρτυρούν όμόλογοι μύθοι. ΓΓάλλες έκδοχές ό Δίας δίνει στόν 'Απόλλωνα μέσα στόν λέβητα τά κομμάτια τού Παιδιού κ'έκείνος τά θάβει, δίπλα στόν μαντικό τρίποδά του, στόν Παρνασσό, ή κάνει σκόνη τήν καρδιά τού σκοτωμένου θεού καί τή δίνει τής Σεμέλης νά τήν πιεί, πού ξανακαταπιάνει τόν Ζαγρέα καί τόν γεννά σά Διόνυσο τώρα. Τή μυητική σημασία τοϋ μύθου θά τή δούμε, πιό πέρα: § 33· "Ας σημειώσουμε έδώ πώς, μυστηριακή μορφή τού Ίδαίου Διός, ό Ζαγρέας θά γενεί καί μυστηριακή μορφή τοϋ Διονύσου. Οί άρχαίες έτυμολογίες βλέπουν στ'δνομά του τόν 'Μεγάλο Κυνηγό' (ζάάγρεύς) κ'οί νεότερες δέν τίς ξεπεράσαν. (Μιά τέτοια πού άνατρέχει στό βουνό Ζάγρος, στηρίζεται στόν λαθεμένο ταυτισμό τού Διονύσου μέ τόν ίνδο-ίρανικό θεό Soma.) Ή άρχαία έρμηνεία, πού ή άδυναμία της είναι νά βλέπει έλληνικό τό δνομα ένός μινωικού θεού (εξόν δν είναι έλληνική μετάφραση μινωικού όνόματος), έχει δυό ούσιαστικά άντικρύσματα, τήν παράσταση τοϋ άνώνυμου προελληνικού κυνηγέτη θεού, πού καταχρηστικά λέγεται Πότνιος Θηρών, καί στόν κυνηγητικό χαραχτήρα τών ώμοφαγικών του οργίων. "Ας θυμίσουμε άκόμη έδώ τόν έντονο φεγγαρικό χαραχτήρα του Ζαγρέα καί πώς δλοι οί φεγγαρικοί θεοί είναι θεοί κυνηγέτες.
§ 26 "Αρχαιότητα καί Καταγωγή τής Διονυσιακής θρησκείας
Η
γενική Ιδέα τής έλληνικής άρχαιότητας είναι πώς ή Διονυσιακή θρησκεία έρχεται, σέ σχετικά νεότερους καιρούς, άπό τή Θράκη· γιά τόν "Ηρόδοτο έρχεται άπό τήν Αίγυπτο κ'είναι τά νεωστι είσηγμενα· γιά τόν Εύριπίδη έρχεται άπό τή Μικρασία κ'είναι ό νεωστί δαίμων. Ό όρθολογισμός τών "Ελλήνων κ'ή σοβαρότητα τοϋ ήθους τους βλέπανε σ'όρισμένα στοιχεία τής Διονυσιακής Θρησκείας μιά βαρβαρικότητα, πού τίς - 71 --
ρίζες της δέν θα τΙς θέλανε γιά δικές τους· γιά τόν Πενθέα τοϋ 5ου ΑΙώνα θά'τανε ψόγος είς "Ελληνας μέγας. Οί νεότερες έτσι γνωριμίες τους μέ τούς όμόλογους θεούς τής Θράκης, τής Μικρασίας καί τής ΑΙγύπτου, μορφώνουν τήν καλόδεχτη Ιδέα τής ν ε ό τ η τ α ς καί ξ ε ν ι κ ή ς τ ο υ κ α τ α γ ω γ ή ς πού κ'οί νεότεροι μέ πάθος τις στηρίξαν. Είναι άλήθεια πώς στόν "Ομηρο δέ γίνεται παρά συγκρατημένος λόγος γιά τόν Διόνυσο καί πώς σέ μιά κατηγορία διονυσιακών μύθων φαίνεται νά καταγράφεται ή άντίδραση πού συνάντησε μπαίνοντας στήν 'Ελλάδα. Μά ή νεότητα τοϋ θεού καί τής θρησκείας του άλαφραίνει σέ σοβαρότητα, δταν τά νεωστί τού 'Ηροδότου καί τοϋ Εύριπίδη άνεβάζουνται άπό τούς Ιδιους στή σεβαστή άρχαιότητα μορφών σάν τού Κάδμου καί τοϋ Μελάμποδος· ό λόγος έπειτα στόν "Ομηρο Ç/λ. 6, 130 κέ. 14,323 κ έ· Πρβ. 22, 46ο.Ό($. 11,325. 2 4> 74 κέ.) μαρτυρά πώς στήν 'Εποποιία δέν είναι άγνώριμος ό Διόνυσος (κι ούτε κανείς στοχάστηκε ν'άρνηθεί τήν άρχαιότητα τής όμόλογης Δήμητρας, πού δέν γίνεται περισσότερος στόν "Ομηρο λόγος γι' αύτή)· κι δσο γιά τούς μύθους τής 'άντιδιονυσιακής δράσης' ( = § 36) δείχτηκε πώς δέν είναι περιστατικά πού καθρεφτίζουνε μά έποχικοδραματικές Ιερουργίες. 'Απανωτά, άπό τήν άλλη όρόσημά, χαράζουνε τήν άρχαιότητα τοϋ Διονύσου. Ή λατρεία του στήν Τετράπολη τής "Αττικής φτάνει πιό πάνου άπό τό συνοικισμό τής χώρας. Διονυσιακές γιορτές, δπως τ"Ανθεστήρια, (μπορεί καί τά Αήναια, δπως μαρτυρά τό δνομα τού Ίωνικοϋ μηνός Ληναιώνος), τις ξέρουν οί "Ιωνες πριν άπό τήν άποικιακή έξακτίνωσή τους. Ή άνάγνωση τέλος τής μυκηναϊκής γραφής, άνάδωσε άπό δυό πινακίδες τής Πύλου τή γενική (Aiwonusojo) τοϋ δνόματος τού Διονύσου. 'Εδώ βρισκόμαστε, μαζί μέ τόν Διόνυσο, στό χώρο τής αίγαιο-έλλαδικής θρησκείας. Είναι φανερό πώς ή Ιδέα τών άρχαίων γιά τή νεότητα τοϋ Διονύσου δέν σχετίζεται μέ τήν καταγωγή τής θρησκείας του, μά μέ τήν άναβίωσή της στούς άρχαϊκούς αίώνες ( = § 52). 'Αρχαίοι, πάλι, καί νεότεροι ύποστηρίξανε μέ πάθος τήν ξενική του καταγωγή άπό τή Θράκη, άπό τήν Αίγυπτο, άπό τή Μικρασία. Ή θρακική του ώστόσο καταγωγή (τόσο άδύναμη καί καθαυτή πού χρειάστηκε ν'άνανεώνεται κατά καιρούς δυναμωμένη πότε μ'άρχαιότατους έντοπισμούς θρακικών πληθυσμών στήν κεντρική 'Ελλάδα καί πότε μέ πρόσθετες καταγωγές) πολεμήθηκε άπό όρισμένους μελετητές άποφασιστικά, καί τό σημαντικώτερο δέν συνεξηγά, μαζί μέ τά πρωτογονικά στοιχεία τής λατρείας του, τή συνθετότητα τοϋ Διόνυσου, πού κορυφώνεται στήν ίδιότητά του σά 'θνήσκοντος' θεού τού Βασιλικού θείου Δράματος, καρπού τής θεϊκής βασιλείας πού δέν μπορούμε νά τή γυρεύουμε στή Θράκη. Ή Ιδέα πώς δ Διόνυσος δέν είναι άλλος άπό τόν "Οσιρι κ'έρχεται έτσι στήν 'Ελλάδα άπό τήν Αίγυπτο (πού ξεκινά άπό τόν 'Ηρόδοτο καί γύρισε περαστικά στό φώς), λύθηκε, σάν άβάσιμη, άπό μόνη της- κι δσο γιά τή μικρασιατική ή, τελευταία, τή θρακομικρασιατική του - 72 --
καταγωγή, στηρίζουνται σ'έρμηνείες στοιχείων που σηκώνουν καί διαφορετικές έρμηνείες. Τ'άνέβασμα τοϋ όνόματος τοϋ Διονύσου άπό τίς πινακίδες τής Πύλου στή σφαίρα τής αίγαιο-ελλαδικής θρησκείας δείχνει τώρα για πατρίδα τοϋ θεοϋ τή χώρα πού πραγματικά δίνει θρησκείες στήν 'Ελλάδα: τήν Κρήτη. Ή Κρήτη, πάλι, είδαμε νά'χει ένα θεό, βλαστικό καί χρονιάτικο στή μιά λειτουργία του, τόν κρητικό Δία ( = § 24), ώμοφαγικό καί τριετηρικό στήν άλλη του, τόν Ζαγρέα ( = § 25). Ό πρώτος χωνεύτηκε στόν έλληνικό Δία, πού παράτησε τή βλαστική καί κράτησε μοναχά, σά θεός τού ούρανοϋ, τή βροχική λειτουργία. Άχνάρια τοϋ δεύτερου συναπαντιοϋνται καί στήν 'Ελλάδα, άτροφικά ώστόσο καί μυστηριακού χαραχτήρα, ώσπου οί 'Ορφικοί, παρακλάδι τού Διονυσιακού θιάσου, συγκεντρώνουνται γύρω άπό τή μορφή του. Τά δεδομένα μας, έτσι, μάς άναγκάζουν νά δεχτούμε πώς ό Διόνυσος συνεχίζει τόν άρχαιοκρητικό αύτό θεό καί στίς δυό λειτουργίες του, τήν όργιαστική καί τή βλαστική, σάν έλλαδική έπιβίωσή του. "Ετσι ξηγιούνται καλλίτερα ή λατρεία ένός 'κρητικού' (Κρησίου) Διονύσου στό "Αργός, οί στενοί σχετισμοί τού θεοϋ μέ τήν κρητική 'Αριάδνη, καί γιατί οί 'Ορφικοί, αίρετικοί τής διονυσιακής θρησκείας, συγκεντρώνουνται γύρω άπό τή μορφή τού Ζαγρέα, πού μπορεί νά λογιέται προγονική τού Διονύσου. Πλήθος άλλα στοιχεία τής Διονυσιακής θρησκείας μποροϋν νά ξηγηθούν άπό τίς προγονικές αύτές λατρείες τού δισυπόστατου κρητικού θεοϋ, πού κληρονομιοϋνται, δπως τόσα άλλα τής μινωικής θρησκείας, άπό τή μυκηναϊκή, κ'έκεϊθε άπό τήν έλληνική θρησκεία.
§ 27 Ή Γέννηση τοϋ Διονύσου
Σ
έ μιάν έκδοχή τοϋ ζαγρεϊκού μύθου πού άνακρατεΐ τή θύμηση τών άρχαίων συγγενειών, τήν καρδιά τού κομματιασμένου Ζαγρέα, πού τή γλυτώνει ή 'Αθηνά, ό Δίας τήνε κάνει σκόνη καί τή δίνει τής Σεμέλης νά τήν πιεί· κ'έκείνη πίνοντάς την ξανακαταπιάνει τόν Ζαγρέα πού ξαναγεννιέται σά Διόνυσος τώρα ( = § 25). Κατά τόν 'κανονικό' μύθο τής γέννησης τοϋ θεοϋ, ό Διόνυσος είναι καρπός τών έρώτων τοϋ Δία μέ τή θυγατέρα τού Κάδμου Σεμέλη. "Οτι ή Σεμέλη είταν στήν άρχή της θεότητα, τό μαρτυρά τό άνέβασμά της άπό τόν Διόνυσο στόν "Ολυμπο ( = § 43) τό θρόνιασμά της άνάμεσα στούς θεϊκούς έγκατοίκους του. "Οτι, πάλι, είναι χθόνια θεότητα τό μαρτυρά ό ταυτισμός της μέ τήν "Ηρωίδα' τών Δελφών (= § 76). ό ταυτισμός της, άπό τούς άρχαίους κιόλας, μέ τή γή, κι ό κεραύνιος γάμος της μέ τόν Δία. 'Επιτάφιες φρυγικές έπιγραφές τοϋ τέλους τοϋ - 73 --
3ου χριστιανικού αιώνα, παρουσιάζουν μιά θεά ΖΕΜΕΛΩ δίπλα στό θεό τοϋ ούρανοϋ ΔΙΩΣ ή ΔΕΟΣ. Τό δνομα είναι τό ίδιο μέ τής Σεμέλης καί μιά σειρά όμόριζα Ινδοευρωπαϊκά πού σημαίνουν τή 'γή' μαρτυρούν τό ίδιο νόημα καί γιά τά δύο. "Ετσι ή Σεμέλη είναι μιά μορφή τής Γής πού (μέσα άπό τούς βασιλικούς σχετισμούς τοϋ Θείου Δράματος) μεταγυρίζει σ'ήρωίδα, κόρη τοϋ Κάδμου. Ό τ α ν είχε στά σπλάχνα της τόν Διόνυσο, ξεγελάστηκε άπό τήν Ή ρ α νά γυρέψει άπό τόν Δία νά τής παρουσιαστεί καθώς παρουσιάστηκε τής "Ηρας σά μνηστήρας της, κ'έκείνος τής παρουσιάστηκε μέσα στίς φλόγες τών κεραυνών, πού τή σκοτώσαν. Ό Εύριπίδης ξέρει τό 'μνήμα* τής Σεμέλης κοντά στά άνάκτορα, έγγνς οίκων, όνομάζει τόν τόπο σηχόν καί τόν ξέρει γιά 'άβατο' χώρο. Στό βάθος τής σκηνογραφίας τών 'Βακχών' άκόμη άνεβαίνει ή φλόγα κι ό καπνός άπό τ'άλλοτινά παλάτια τής κεραυνωμένης θεονύφης. ('Επιγραφή τοΰ θηβαϊκού 'Θησαυρού* στούς Δελφούς άναφέρει τόν 'σηκόν' [=ήρώον] τής Σεμέλης κοντά σέ ιερό τοΰ Διονύσου Καδμείου [=σίγουρα τοΰ Διονύσου Κάδμου τών άνακτόρων· §39])· Στά χρόνια τοΰ Παυσανία οί Θηβαίοι δείχνανε πάνου στήν άκρόπολή τους Καδμεία τόν θάλαμον τής Σεμέλης άπό τά παλάτια τοΰ Κάδμου πού κεραυνώθηκαν, άπάτητον άκόμη τόπο. Τό 'μνήμα', ό 'σηκός', ό 'θάλαμος' και τά 'δόμων έρείπια' τών 'Βακχών', τά τυφόμενα δίου πυρός ίτι ζώσαν φλόγα, είναι τό γνώριμο άβατο, τό ένηλνσιον, ό τόπος πού τόν άγιασε τ'άστροπελέκι. 'Ερείπια πυρπολημένου μυκηναϊκού άνακτόρου, πού ταυτίστηκε μέ τό 'παλάτι τοΰ Κάδμου' ξεχώθηκαν σέ μέρος τών Θηβών πού άναγνωρίζεται πώς είτανε στή μέση τής άκρόπολης Καδμείας* κ'οί άνασκαφές άφήσανε νά παρατηρηθεί πώς ίσαμε τήν όριστική έπικράτηση τοΰ Χριστιανισμοΰ (4/5ος αιώνας) «κατεπατοΰντο πάντα τά έρείπια, πλήν τοΰ άβάτου θαλάμου τής Σεμέλης». Ή δψη τών πυρπολημένων άνακτόρων γέννησε ή βεβαίωνε τό μύθο τοΰ Κεραυνού, πού άντιστοιχοϋσε στή φύση τών δυό θεοτήτων. Τό 'Αστροπελέκι, ό μυνητής καί συνοδός τής Βροχής, είναι τύπος τής θεογαμίας τοΰ Ούρανοΰ καί τής Γής, τοϋ ούρανοΰ πού ρίχνει τή βροχή καί τής γής πού γονιμεύεται άπό τούτη. Ή Σεμέλη είναι ή Γή, ό Δίας ό Ούρανός, τό 'Αστροπελέκι ό γάμος τους, κι ό Διόνυσος, ό πυριγενης, ό πνρίπαις, ό πυρίσπορος, ό πυρόεις, ό γιός τοϋ Ούρανοΰ καί τής Γής, τοΰ Δία καί τής Σεμέλης. Ή γέννηση ένός βλαστικοΰ θεοϋ άπό τήν ένωση τοϋ Ούρανού καί τής Γής δίνει ένα βάθος καί μιά άτόφια τοΰ μύθου λαμπρότητα, πού οί ψυχροί φυσιοκρατικοί μύθοι δύσκολα βρίσκουν. Μά παρουσιάζοντας τή Σεμέλη θνητή, ό μύθος έπρεπε νά κάνει θεό τό Διόνυσο πού, γεννημένος άπό γάμο θεοΰ καί θνητής, θά'ταν κ'έκείνος θνητός* γιατί καί θεών σκότιοι φθίνουσι παίδες h θανάτω. Μιά άρχαία έρμηνεία άναγράφει τή θεότητα τοϋ Διονύσου στό ίδιο τό άστροπελέκι: ό Κεραυνός δίνει τό θάνατο γιά νά χαρίσει τήν άθανασία. Ό μύθος ώστόσο κάνει θεό - 74 -
τόν Διόνυσο μέ πιό περίπλοκο τρόπο. Κισσοί φυλάξανε τό Θείο Βρέφος άπό τή φωτιά κι ό Δίας, γιά ν'άποσωθοΰν οί μήνες τής κυοφορίας του, έραψε τό βρέφος στό μηρό του. Έκεϊθε είναι πού ξαναγεννήθηκε ό Διόνυσος, έχοντας έγκυμονηθεΐ, δχι μονάχα άπό μάνα θνητή μά κι άπό τό θεϊκό του πατέρα. Σά μιά 'δεύτερη γέννηση', τό 'πλάσμα* άνακυλά τή θύμηση μιάς μυητικής 'παλιγγενεσίας'. Είναι ώστόσο πολύ πιστευτό πώς ή θύμηση τούτη περιντύνεται ένα τύπο 'άρρενολοχείας' (couvade). Τό υΐοθετητικό τούτο έθιμο (νά καμώνεται ό πατέρας πώς κοιλοπονά στή γέννα τής γυναίκας του) δίνει μιά πλασματική γέννηση γιά νά κατασταθεί μιά φυσική συγγένεια παιδιού καί πατέρα· καί συναντιέται, τό πιό συχνά, στά μεταβατικά στάδια άπό τή Μητριαρχία, πού ξέρει τό παιδί γιά τέκνο τής μάνας του, στήν Πατριαρχία, πού τό θέλει τέκνο τού πατέρα. Ό Διόνυσος είναι ό πιό μητριαρχικός θεός τής έλλαδικής θρησκείας καί πολλά τής Ιστορίας καί τής λατρείας του άνακρατούν άχνάρια τής μετάβασης άπό τήν προελληνική μητριαρχία στήν έλληνική πατριαρχία. Μαρτυρώντας υίοθετητικό τύπο ένός τέτοιου σταδίου τών αίγαιακών πληθυσμών, ό μύθος πλέκεται όργανικά μέ τή γέννηση τού άπάτορος πρώτα βλαστικού θεού καί συνδέει, μέ σχέση Υίοΰ καί Πατρός, τό Θείο Βρέφος τής Μητέρας Θεάς τής προελληνικής μητριαρχικής θρησκείας μέ τόν Πατέρα Θεό τής έλληνικής πατριαρχικής θρησκείας. Ή Ιδια ή γέννηση άπό μηρό δέν είναι τεχνητό στοιχείο. Τά γόνατα λογιοΰνται τόποι τής γέννησης καί δοξασίες γιά μιά σειρά γέννες άπό μηρούς μαρτυρούνε λαϊκό πυρήνα. Μέ τό μύθο δμως τής γέννησής του ό Διόνυσος περιντύνεται τά χαραχτηριστικά καί τήν Ιστορία τού αίγαιακοϋ Θείου Βρέφους.
δ 28 Τό θείο Βρέφος καί τό Σπήλαιο
Η
γέννηση τού Θείου Βρέφους σ'ένα Σπήλαιο είναι σταθερό στοιχείο καί τοϋ μύθου του καί τής λατρείας. Τόν βρεφικό Δία ( = § 24) τόν κρύβει ή Γή σ'ένα σπήλαιο τοϋ βουνού Άίγαίου' κοντά στή Λύκτο. Ή ύστερότερη παράδοση ξέρει πώς ό κρητικός αύτός Ζεύς γεννιέται σ'ένα σπήλαιο τής "Ιδης ή τής Δίκτης. Άρχαιοκατέβατη παράδοση μιλεί γιά σπήλαιο τής Κρήτης, πού μέλισσες μόνο τό κατοικούν, κι δπου τό φεγγοβόλημα μιάς μεγάλης φωτιάς άπό τό λόχιο αίμα τής Ρέας, μηνά τή γέννηση τού θεού κάθε χρόνο. "Ενα "Ιδαίον άντρον' βρισκόνταν καί στήν "Ολυμπία, δπου λατρεία τής Ρέας καί τοϋ Κρόνου, κι δπου, κατά τήν Ιερατική παράδοση, φέρνουν οί Κούρητες άπό τήν Κρήτη τό θείο Βρέφος ( = § 34)· Ή μορφή του έδώ, ό Σωσίπολις, μέ τήν ΕΙλείθυια στή θέση τής Μητέρας θεάς, — 75 -
λατρεύουνται σ'ένα Ιερό' πού, δντας ναοποιημένο σπήλαιο, τούτο σίγουρα είναι τό "Ολυμπιακό "Ιδαίον' άντρον. Ό 'Ερμής γεννιέται σ'ένα σπήλαιο τής Κυλλήνης, ύψερεφές άντρον, πού τό θυμίζουν κ'οί άγγειογραφίες. ΟΙ ύπόγειοι χώροι ή τά άδυτα τών νεών δπου ίερουργεϊται ή θεία Γέννηση, είναι ύποκατάστατα Σπηλαίων. Τό Σπήλαιο δέν είναι ξέπιαστο άπό τις φεγγαρικές παραστάσεις. Περιλάλητα είναι τά Σπήλαια, έδώ κ'έκεί, τής Σελήνης καί, σέ μινωικό χάραγμα μέ σκηνή Δεντρολατρείας, μεγάλο Μισοφέγγαρο παρουσιάζεται σάν κάτου άπό τό δάπεδο τού Δεντρικού 'Ιερού, μαρτυρώντας Ισως ύπόγειο μέσα στό δεντρικό Ιερό' σπήλαιό του. Μέ τό φεγγάρι δμως στό κέντρο του, πολυπλοκότερο σύστημα άλλων συνειρμών συνεργεί στήν παράσταση τής σπηλαιϊκής γέννησης τού θείου Βρέφους. "Αν τό θείο Βρέφος γεννιέται σταθερά σ'ένα Σπήλαιο, είναι γιατί στά Σπήλαια γεννιούνταν άλλοτινά καί τ'άνθρώπινα βρέφη. Ή μνήμη άνακρατιέται άπό τή μυητική λειτουργία τού Σπηλαίου, τόπου τών παλιγγενεσιακών Μυητικών Τελετών, κι άπό τή σχέση του μέ τή Μητέρα Θεά, πού'ναι μορφή της σάν Πύλης, καθώς κ'έκείνο, τών Δύο Κόσμων. Προβολή τών παιδιών πού ξαναγεννιούνται άπό τό Σπήλαιο τής Θεάς, τό Θείο Βρέφος γεννιέται άπό τή θεά σ'ένα Σπήλαιο μέσα. Ή διπλή γέννηση τού Διονύσου παραμερίζει άπό τήν παράστασή της τό Σπήλαιο, πού δέν συναντιέται, σάν τόπος τής γέννησής του, παρά σ'Έίκόνα' τού Φιλοστράτου. Ωστόσο μένει συνδεμένο, καί πολύ στενά, μέ τήν άνατροφή καί τήν παράστασή του. Γιά τόν 'Ομηρικό "Υμνο του, ό θεός μεγαλώνει στήν άγκαλιά τών Νυμφών, πού τόν άναθρέφουν σ'ένα "εύωδιασμένο άντρο." Στή Νάξο, πού κ'έτούτη άξιώνει τή γέννηση καί τ'άνάθρεμμα τού θεού, εϊταν ένα Ιερό του άντρο. Στίς Βρασιές τής Λακωνίας άναθρέφεται σ'ένα Σπήλαιο, καί τ'δνομα τού τόπου είναι Διονύσου Κήπος. Τόν βρεφικό Διόνυσο τόν προστατεύει καί στήν Εύβοια τό σπήλαιο τού Άρισταίου. "Ενα ξόανο τού Διονύσου στό "Αργός τό φέρανε, έλεγε ή παράδοση, άπό'να 'Διονύσου σπήλαιον' στήν Εύβοια Έλληνες πού γυρίζαν άπό τήν Τροία. Τά Σπήλαια συνδέονται καί μέ τά δργια τής μαιναδικής του λατρείας. Σέ μελανόμορφη άγγειογραφία τό κολοσσικό προσωπείο τού θεού στυλοκρέμεται μέσα σέ Σπήλαιο καί μιά Μαινάδα χορεύει μπροστά του. Τό Κωρύκειον άντρον τού Παρνασσού δέν φαίνεται άσχέτιστο μέ τήν πυθωνική μορφή τού Δελφικού Διονύσου ( = § 77) καί μέ τά όργια τών Θυιάδων. Έ ν α Ιερό Σπήλαιο στήν Παφλαγονία εϊχε τή χάρη νά στήσει μποστά του ό θεός τούς χορούς τών 'όργίων' του, ω έν άμειδήτους άγιας εύνάζετο νύκτας. Σέ χάραγμα πετραδιού μιά Μαινάδα μπροστά σ'ένα Σπήλαιο δίνει ένός ζώου τόν κόρφο της νά βυζάξει. 'Εδώθε τό Σπήλαιο συμπιάνεται έπίμονα μέ τήν παράσταση καί τή λατρεία τού Διονύσου. Στή 'λάρνακα' τού Κυψέλου ό θεός παρουσιάζεται καθιστός σ'ένα άντρο. Διονυσιακή μορφή ό Λυκούργος, βασιλιάς τών Ήδωνών, πεθαίνει - 76 -
σ'ένα Σπήλαιο φυλακωμένος. Ό 'άνθρωποδαίμων' Ρήσος, ό θαμμένος στό Πάγγαιον, κοίτεται έν άντροις τής ύπαργυρου χθονός, 'προφήτης* τού Βάκχου. Στά ρωμαϊκά Βακχεία {Bacchanalia) τά θύματα χάνουνται σέ Σπήλαια μέσα. Ό 'Παιάν* τού Φιλοδήμου, πού δοξολογά τόν άνακαινισμό τής διονυσιακής λατρείας στούς Δελφούς, γυρεύει γιά τίς Πυθιάδες ένα άξιο γιά τόν Διόνυσο 'άντρον*. Ή έπιγραφή τού Τουσκουλανικού θιάσου ( = § 85) άναφέρει καί δυό άντροφυλακας, έπιστάτες τού θιασικού του άντρου. Σέ θιασική έπιγραφή τής Θεσσαλονίκης άναφέρεται ένας άρχιμαγαρευς ^ φ ρ ο ν τιστής τού Ιερού οίκου) καί πατήρ σπηλαίου. Είναι τά τεχνητά 'βακχικά άντρα' τά στολισμένα χλωρότητι ϋλης xal χλόαις άνθέων άπάσαις. Στό διονυσιακό μέρος τής πομπής τού Πτολεμαίου II στήν 'Αλεξάνδρεια, περνά κ'ένα τέτοιο βακχικό άντρο, άπ'δπου ξεφεύγουν πουλιά κι άναβρύζουν κρασί καί γάλα. Στό βασιλικό καράβι τοϋ Πτολεμαίου IV είταν κ'ένα βακχικό άντρο. Πάνου άπό τό άθηναΐκό θέατρο ό 'Αντώνιος, πού φιγουράρει κι αύτός σάν Διόνυσος ( = § 65), φτιάνει ένα βακχικό του άντρο.
§ 29 'Ανατροφή τού Διονύσου
Τ
ό θείο Βρέφος δέν άναθρέφεται άπό τή μάνα του μά, παρατημένο, άπό ζώα ή παραμάνες. Ό κρητικός Ζεύς άναθρέφεται άπό μιά γίδα, τήν 'Αμάλθεια, κ'ένα γνώριμο σφραγιδότυπο τής Κνωσού λογιέται πώς έκτυπώνει τό μύθο. Τό θέμα άπλώνεται στούς μύθους θεογέννητων ήρώων καί λογίς μυθικών ή κ'ίστορικών μορφών, μέ τυπικά παραδείγματα τούς Ιδρυτές τής Ρώμης (πού θρέφουνται άπό μιά λύκαινα) και τόν μεγάλο Κϋρο (πού άναθρέφεται άπό μιά σκύλα). Παραλλαγή τού θέματος είναι τό θρέψιμο μορφών τοϋ θείου Βρέφους ή ήρώων άπό βοσκούς πού, κατά φυσική διαδοχή, συνεχίζουν τήν άνατροφή τους άπό ζώα. Ό κανόνας δμως είναι ν'άναθρέφεται τό θείο Βρέφος άπό παραμάνες (τροφούς), θεές, νύμφες, γυναίκες. Ή Γή δέχεται, κατά τή 'Θεογονία', τό νιογέννητο Δία γιά τ'άνάθρεμμά του στήν Κρήτη· κ'ή γίδα 'Αμάλθεια, πού θρέφει μέ τό γάλα της τόν βρεφικό θεό, άνθρωπομορφίζεται έδώ σέ συνονόματη "νύμφη". Σ'άγγειογραφίες τού έλευσινιακού κύκλου ή Γή παραδίνει τόν Βρεφικό Πλούτο τής Δήμητρας ή τού 'Ερμή, δπως ή Γή πάλι παραδίνει τόν "Εριχθόνιο τής "Αθηνάς, τής άρχαίας μητέρας του, κ'έκείνη στίς κόρες τοϋ Κέκροπα νά τόν φυλάξουν. Ό Άρχέμορος, τό θείο Βρέφος τής Νεμέας, πεθαίνει στά χέρια τής παραμάνας του Ύψιπύλης. Μιά "Αρτεμη Ίαχυνθοτρόφος στήν Κνίδο καί γιορτή "Υακινθοτρόφια* στή Μίλητο, μαρτυρούν τήν "Αρτεμη 'τροφό' τοϋ Ύα- 77 -
κίνθου. Τόν "Αδωνι τόν παίρνει βρέφος ή 'Αφροδίτη - 'Αστάρτη καί τόν δίνει τής Περσεφόνης νά τόν άναθρέψει* ένώ παρακλάδια τοΟ μύθου του δίνουν τόν "Αδωνι νά τόν νοιαστούνε οί Νύμφες. Θνητές, Θεές, καί Νύμφες άναθρέφουν τό δευτερογέννητο άπό τό μηρό τοΰ Δία βρέφος τής κεραυνωμένης Σεμέλης. Ό βρεφικός Διόνυσος άναθρέφεται άπό τήν 'Ινώ, τήν άδερφή τής μάνας του, στίς Θήβες και στίς Βρασιές τής Λακωνίας. Στήν Εύβοια τόν άναθρέφει ή Νύμφη Μάκρις ή σμάρι Νυμφών ή Δρυάδων στή Νάξο οί Νύμφες Φιλία, Κορωνίς, Κληίς· στή Λέσβο ή Νύμφη Βρίσα* άκαθόριστα ποΰ οί Ύάδες (πού άναθρέφουν καί τόν Δία) ή Νύμφες γενικά τών Νερών ή, σ'άλλα άνακλαδίσματα, οί ποταμίσιες κόρες τοΰ Λάμου, ή Ρέα, ή ΜδΡέα, ή ή άδεια μορφή Μύστις. Γιά τόν άλλο κλώνο τοΰ μύθου του ό θεός άναθρέφεται άπό τις Νύμφες τής Νύσας. Ή Νύσα είναι Ινας παράδεισος, βουνό ή πεδιάδα, πού ή μυθική γεωγραφία τόν χωροθετεΐ στή Θράκη, στή Νάξο, στήν Εύβοια, στόν "Ελικώνα, στόν Παρνασσό καί, μακρινότερα, στή Συρία, τήν 'Αραβία, τήν Αίγυπτο, τήν Αιθιοπία. Τό όνομα 'Νύσα' (πού τό άρσενικό του νϋσος βρίσκεται στό δνομα τοΰ θεοΰ) δείχτηκε νά'ναι Ινδοευρωπαϊκό καί συνώνυμο μέ τά έλληνικά 'νύμφη' καί 'κόρη'. 'Νύσα' έτσι είναι ή 'Νύμφη', καί χώρα Νύσα ή 'Νυσήϊον' ό τόπος τής 'νύμφης' ή τών 'νυμφών* πού θρέφουνε τόν 'νΰσον τοΰ Δία'. "Ο Τέρπανδρος ξέρει μιά μόνο Νύσα τροφό τοΰ θεοΰ μας. Δυό έδρες τοΰ άθηναϊκοΰ θεάτρου έπιγράφουνται, ή μιά ' Υμνητριών Νύσας Νύμφης καί ή άλλη Ύμνητρίας Νύσας Τροφού· κ'Ινα κομμάτι άγγειογραφίας τοΰ Σοφίλου (πού βρέθηκε στήν 'Ακρόπολη καί παρασταίνει πομπή) παρουσιάζει τρεις γυναικείες μορφές πού έπιγράφουνται μέ τό δνομα Νϋσαι. Γενικά δμως οί νύμφες 'τροφοί' τοΰ θεοΰ είναι περισσότερες· ή μιά, οί δυό, οί τρείς, άνακεφαλαιώνουν, δπως κ'οί κορυφαίες τών θιάσων του, όμάδες (Νύσιαι και Νυσιάδες) καί στούς είκονισμούς τους είναι όλοφάνερες προβολές τών Μαιναδικών του θιάσων. 'Απάνου στό 'ήγάθεον Νυσήϊον' ό Λυκοΰργος κυνηγδ μαινομένοιο Δκονύσοιο τιθήνας· καί τό 'Κυνήγημα' τοΰ Μαιναδικοΰ θιάσου άπό κάποιον 'διώχτη' του είναι γνώριμη διονυσιακή Ιερουργία ( = § 36). Στόν όμηρικό ύμνο του οί 'νύμφες' πού τόν άναθρέφουν άκολουθοΰν στά δρομοκοπήματά του τό θεό, κατά τήν πράξη τής μαιναδικής 'δρειβασίας' : αί δ'άμ'ίποντο νύμφαι, δ δ'ίξηγεϊτο· βρόμος δ'Ιχεν άσπετον ΰλην. "Ενα δράμα τοΰ ΑΙσχύλου είχε τόν τίτλο 'Διονύσου Τροφοί' κι ό Σοφοκλής μιλεί γιά τόν τόπο δπου τριγυρίζει ό Διόνυσος μέ τις θεϊκές παραμάνες του: Ιν'ό βακχιώτας άεΐ Διόνυσος έμβατεύει θείαις άμφιπολών τιθήναις. Ό Διόνυσος στά χέρια τών 'τροφών* του είναι άγαπητό τής εικονογραφίας του θέμα. Ή άνατροφή τοΰ Θείου Βρέφους άπό γυναίκες 'τροφούς' ριζώνει στή γυναικεία λατρεία τοΰ φεγγαριού, τής Μεγάλης Θεδς καί τοΰ Θείου Βρέφους. "Η λατρεία αύτή είναι θιασική· ό θίασος κρατεί τόν τύπο τοΰ Γένους" κ'οί γυναΐ- 78 -
κες, έτσι, τοϋ θιάσου παίρνουνε τή θέση τών πολλών άρχαίων 'ταξινομικών' μανάδων. "Ετσι ξηγιέται τό γιατί ή Μάνα (ή δστερότερη 'άρχή' τής άτομικής Μητρότητας) χάνεται ξαφνικά, άφήνοντας τό Βρέφος στήν 'Ομαδική Μητρότητα, παναπεϊ σέ τροφούς: στίς πολλές γιά τούς παλιότερους καιρούς μανάδες. Μά καί τά δυό, καί τά ζώα κ'οί μανάδες-παραμάνες του δέ θά'χανε τόσο ξέφαντη θέση στήν Ιστορία τού θείου Βρέφους, άν δέν χωνεύουνταν στή μυθιΚή προβολή τής Μυητικής "Αναχώρησης, όταν τό Παιδί άποκόβεται άπό τή Μάνα του καί ζει γιά κάμποσο στήν έρημιά μέ τή συμπαράσταση τών ζωόμορφων τοτεμικών προγόνων του καί λογίς ύστερα πνευμάτων τής έρημιάς, πού γιά τό θείο Βρέφος ταυτίζουνται μέ τΙς προβολές τών πραγματικών του θιάσων. Τήν είκασία τή βεβαιώνει ή παράλληλη άνατροφή τού παιδικού Δία άπό τούς Κούρητες σέ συνδυασμό μέ τό μυητικό έθιμο πού ξεμένει στή δωρική Κρήτη, ν'άρπάζεται τό παιδί καί νά μένει μέ τόν μυητή του στήν έρημιά, δπου μαθαίνει (λείψανο τής παλιάς μυητικής 'κατήχησης') τή χρήση τών δπλων. Μιάν άλλη ένδειξη βρίσκουμε στόν ίδιο τόν διονυσιακό μύθο. Μ'έντολή τού Δία δ 'Ερμής παραδίνει τόν βρεφικό Διόνυσο στήν Ίνώ καί στόν 'Αθάμαντα νά τόν άναθρέψουν σάν κόρη: τρέφειν ώς χόρην. Σ'άποσπασματική άγγειογραφία τών παλαιότερων χρόνων τού 5ου αΙώνα, ό Δίας κρατεί τόν παιδικό Διόνυσο ντυμένο σάν κόρη, καί σ'άνάλογη παράσταση τόν παραδίνει κοριτσοντυμένο σέ μιά τροφό του. "Οτι ό Διόνυσος αύτός δέν σχετίζεται μέ τόν γυναικοντυμένο ή γνναιχίαν Διόνυσο, μαρτυριέται άπό τό παράλληλο τού παιδικού 'Αχιλλέα πού άναθρέφεται στή Σκύρο, άνάμεσα στίς κόρες τού βασιλιά Λυκομήδη, ντυμένος σάν κόρη. Τό ντύσιμο τού παιδιού ή τής κόρης μέ φορέματα τού άλλου φύλου είναι στοιχείο τών μυητικών τελετών τής ένήβωσης, άπ'δπου ξεμένει σέ λογίς 'διαβατήριες τελετές' καί σ'έποχικά πανηγύρια.
9 30 Φιδομορφική καί Ταυρομορφική Παράσταση τοϋ θείου Βρέφους
Τ
ό θείο βρέφος τής Ήλιδας, δ Σωσίπολις, καί τά κρητικά θεία βρέφη, ό Ζεύς (πού μορφή του είναι δ Σωσίπολις) κι ό Ζαγρεύς, μεταμορφώνουνται σέ φίδια. Τό συμπέρασμα είναι πώς μιά κύρια ζωομορφική παράσταση τών θεϊκών αύτών βρεφών είναι τό Φίδι. "Ετσι παρουσιάζεται κι ό Έριχθόνιος, δντας τό ίερόφιδο τής "Ακρόπολης τών "Αθηνών, πού ό Φειδίας τό εΙκόνισε μέσα άπό τήν άσπίδα τής "Αθηνάς, φιδοθεάς κι αύτής καί μάνας, άπό τόν Ήφαιστο, τοϋ Έριχθονίου. Φίδι παρουσιάζεται κι δ - 79 -
Διόνυσος: φάνηθι δράκων, τόν κράζει ό Χορός τών 'Βακχών'· δταν γεννιέται στεφανώνεται μέ φίδια άπό τόν πατέρα του* κ'οί σχετισμοί του μέ τά φίδια τονώνουνται άδιάκοπα άπό τούς φιδοχειρισμούς τού θιάσου του κι άπό τούς ταυτισμούς τής λατρείας του μέ τή λατρεία τοϋ όμόλογου φιδοθεοΰ Σαβαζίου ( = § 8ο). Ή φιδομορφική παράσταση τοϋ Θείου Βρέφους άνακρατιέται ζωντανή στό φίδι τού ίεροϋ κουτιού (χΐστη) τών Μυστηρίων. Διονυσιακά νομίσματα (χιστοφόροι) πού πρωτοπαρουσιάζουνται, τέλος τοϋ 3ου ΑΙώνα, στήν "Εφεσο, δείχνουν τήν κίστη τών βακχικών μυστηρίων καί, κάτου άπό τό μισοσηκωμένο της σκέπασμα, νά βγαίνει ένα φίδι. Ή ίδια είκόνα ξανασυναντιέται κάτου άπό τόν ένθρονισμένο Δία/Διόνυσο σ'ύστερότερα νομίσματα τής Μικρασίας. Τ ό φ ί δ ι ε ί ν α ι οικουμενικό φ ε γ γ α ρ ι κ ό έ μ β λ η μ α , ά π ό τ ή ν μ π ό ρ ε σ η πού τ ο ϋ άποδ ί ν ε τ α ι νά ξ α ν α ν ι ώ ν ε ι ( δ π ω ς τό φ ε γ γ ά ρ ι ) άλλάζ ο ν τ α ς τ ό δ έ ρ μ α . Ή φιδομορφική, έτσι, παράσταση τοϋ Θείου Βρέφους δείχνει τόν φεγγαρικό του πυρήνα. Είναι πάλι συχνές οί φορές πού τά φίδια τά συνδεμένα μέ τό Θείο Βρέφος είναι δυό, δπου μπορούμε ν'άπεικάζουμε τό ζευγάρι τής φεγγαρικής Μητέρας Θεάς καί τού φεγγαρικοϋ Θείου Βρέφους. Οίκουμενικό, σάν τό φίδι, έμβλημα τοϋ φεγγαριού είναι κι ό Ταϋρος (κ'ή Γελάδα καί τό Μοσχάρι)· κατά μιάν έρμηνεία γ ι α τ ί τ ά κ έ ρ α τ α τ ο ϋ Τ α ύ ρ ο υ κ α ί τ ή ς Γ ε λ ά δ α ς μ ο ι ά ζ ο υ ν μέ τά κ έ ρ α τ α τ ο ϋ φ ε γ γ α ρ ι ο ύ , κατά μιάν άλλη γ ι α τ ί π ρ ο σ ο μ ο ι ά ζ ο υ ν τ α ι μέ τ ό τ ε λ ε υ τ α ί ο κ α ί τό π ρ ώ τ ο τ έ τ α ρ τ ο τ ο ϋ φεγγαριού, σ υ μ β ο λ ί ζ ο ν τ α ς τόν μ ε τ α β ο λ ι σ μ ό τού ά σ τ ρ ο υ τ ο ύ τ ο υ . Συχνά έτσι τό Θείο Βρέφος είναι ταυρόμορφο ή στήν άνθρωπομορφική παράστασή του κρατεί τά ταυρομορφικά χαραχτηριστικά του. Σέ πλαστικές παραστάσεις τοϋ Çatal Hüyiik (μονοκτιριακοϋ πολίσματος τής 6/7ης Χιλιετηρίδας) τό φεγγαρικό βρέφος γεννιέται σάν ταϋρος. Στή Βαβυλώνα τό Φεγγάρι, σάν παιδί τού Enlil, λέγεται 'τό μοσχάρι τοϋ Lil' καί στό ούγγαριτικό έπος τοϋ Βάαλ καί τής 'Ανάτ, ό (ταϋρος) Βάαλ άποτάζει άπό τή (γελάδα) 'Ανάτ ένα ταυρόμορφο τέκνο. Ή Πασιφάη, πού τή φέρνει άπό τή Φοινίκη ό κρητικός ταυρόμορφος Ζεύς, γεννά άπό τήν ένωσή της μ'Ενα ταύρο, τόν Μινώταυρο: ταυρόμορφο τέκνο. 'Από τήν ένωση τού φιδόμορφου Δία μέ τή φεγγαρική Περσεφόνη (κόρη μέ κέρατα, δυό πρόσωπα καί τέσσαρα μάτια) γεννιέται ένα βρέφος μέ κ έ ρ α τ α , ό Ζαγρέας. 'Αλλάζοντας μορφές γιά νά γλυτώσει άπό τούς Τιτάνες τό βρέφος αύτό, σπαράζεται άπό τά χέρια τους στήν ταυρίσια μορφή του ( = § 23). Σ'άγγειογραφία μαιναδικοϋ 'διασπαραγμοϋ* έχουμε τήν προγονική τού Διονύσου ταυρομορφική παράσταση τού Ζαγρέα στά γόνατα τής Περσεφόνης (ή τοϋ Μινώταυρου στά γόνατα τής Πασιφάης). 'Ανακεφαλαίωση τοϋ κρητικού Δία καί τοϋ Ζαγρέα, ό Διόνυσος άνακρατεί τά ταυρομορφικά χαρα- 80 -
χτηριστικά τους. Ol Άργείοι τονε λένε Βονγενη καί στήν Τένεδο παρασταίνεται άπό'να μοσχάρι, πού τού φορούν 'κοθόρνους' καί τό θυσιάζουν ( = § 'δ)· Πλήθος ποιητικά του έπίθετα, βούκερως, δίκερως, χεραός, χερασφόρος, τανρόχερως, τανρομέτωπος, ταυρωπός, χρυσόχερως (πού τά περισσότερα είναι καί τής Σελήνης) άνακρατοϋν, παράλληλα μέ τά μνημεία, τήν άρχαία φεγγαροταυρική παράστασή του. Παραδίνεται άπό τήν άρχαιότητα πώς τά μνημεία είκονίζουν ταυρόμορφο ή κερασφόρο τό θεό, καί λογίς άπομεινάρια τους τό βεβαιώνουν. "Εχουμε έτσι παράσταση τού παιδικού Διονύσου μέ κεφάλι μοσχαριοϋ άρμοσμένο στ'άντικέφαλό του- παραστάσεις τού Διονύσου μέ κέρατα ταύρου, άνάμεσα ή πάνω σέ ταύρους, ή ντυμένον μέ δέρμα ταύρου. Σάν ταύρος δ ίδιος παρουσιάζεται στίς λογίς παραστάσεις τοϋ θύοντος ( = μανιασμένου διονυσιακού) ταύρου. Είναι ό ταύροςΔιόνυσος πού τόν κράζουν οί 'Γυναίκες τής Ήλιδας' νά παρουσιαστεί τω βοέω πόδι θύων μέ διπλή τήν έπωδική τους έπίκληση: "Αξιε Ταύρε ( = § 54)· Ό Χορός τών 'Βακχών' τόν κράζει νά φανή σάν ταύρος (φάνηθι ταύρος), κι ό Πενθέας βλέπει τόν άνθρωπόμορφο γιά τούς θεατές Διόνυσο σάν ταύρο μπροστά του: xal ταύρος ήμϊν πρόσϋεν ήγεΐσθαι δοχεΐς χαί σω χρατί κέρατα προσπεφυκέναι, γιά ν'άκούσει άπό τό θεό πώς τώρα βρήκε τήν άληθινή του βλέψη: νυν δ'όράς â χρή σ*όράν...
§ 31 Ό φεγγαρικός Διόνυσος
Α
ρσενική ύπόσταση τού φεγγαριού χναρολογιέται γιά τούς Έλληνες στό παλαιότερο δνομά του Μην, πού ξέμεινε σάν δνομα τού, φεγγαρικοϋ πρώτα, 'μήνα'. Τόν προελληνικό θεό τού φεγγαριού τόν συναντούμε στόν Έρωτα καί σ'όμόλογες μορφές, έρωτικές σάν τού Ύμέναιου καί τού Νάρκισσου, ή φαλλικές, σάν τοϋ Έρμή, καί σ'άλλες μακρυσμένες του μορφές, τού 'Απόλλωνα, τοϋ 'Ηρακλή, τών Διοσκούρων. "Ατόφιος έχει άπό νωρίς χαθεί μέ τή θηλυκοποίηση τοϋ φεγγαριού, πού καί τόν 'Μήνα' τών 'Ελλήνων τόν γυρίζει, άπό βαθειά άρχαιότητα, σέ Μήνην. Οί σχετισμοί τοϋ φεγγαριού μέ τή γενετησιακή ζωή τών γυναικών, τού δίνει τήν έπιστασία σ'δλες τΙς γυναίκειες δουλειές, πού θηλυκεύει τέλος τήν παράστασή του. Προβολή τών γυναικών καί πηγή τών γυναίκειων έργων, ή Μεγάλη Θεά ταυτίζεται, έτσι, μέ τή θηλυκή ύπόσταση τοϋ φεγγαριού καί, ζωντανοί ή ξεθωριασμένοι πιά, οί φεγγαρικοί χαραχτήρες της άνακρατιοϋνται σ'δλες τίς μορφές της. Σάν έπιβίωση τοϋ άρχικοϋ φεγγαρικοϋ θεού, τούς άναλαβαίνει, μέσα άπό τή βλαστική λειτουργία του (γιατί'ναι τό φεγγάρι ό κύριος - 81 -ι>
παράγοντας τής βλαστικής ζωής), δ παρακόλουθος τής Μεγάλης ΘεΟς, γιός της ή άγαπητικός της ή καί τά δυό, ξανασωματώνοντας Ετσι τόν άρχαίο φεγγαροθεό, πού σπάνια κρατεί τήν αύτοτέλειά του. Μ'δλη τή φθορά τών παναρχαίων φεγγαρολατρειών, άχνάρια σχετισμών τού αίγαιακοϋ έποχικού θεοϋ δέ λείπουν. Είδαμε τούς φεγγαρικούς φιδομορφικούς και ταυρομορφικούς χαραχτήρες τής τριάδας κρητικού Διός, Ζαγρέως, Διονύσου ( = § 3°)· Ό Σωσίπολις παρασταΐνεται σάν άγόρι στήν "Ηλιδα ντυμένο άστροπλούμιστο χιτώνα. Ό άστρικός χιτώνας είναι φεγγαρικό έμβλημα (στά όρφικά "Αργοναυτικά' ή 'Μήνη' λέγεται άστροχίτων), και μ'δμοιο φόρεμα παρουσιάζουνται στις άγγειογραφίες ή 'Αριάδνη κ'ή 'Αφροδίτη, φεγγαροθεές, καί, στήν άγγειογραφία τής συνάντησης τού Διονύσου κι 'Απόλλωνα στούς Δελφούς ( = § 76) κι ό Διόνυσος ό ίδιος. Ό μεγαλόδωρος αύτός θεός παρουσιάζεται κληρονόμος τών Θείων Βρεφών καί, γενικά, τών 'Θνησκόντων' βλαστικών θεών τοϋ Αίγαίου, καί σ'αύτόν ξεχωριστά θ'άναγυρέψουμε τ'άπολησμονημένα φεγγαρικά χαραχτηριστικά τους. Μιά άπό τίς άρχαιότερες ζωομορφικές παραστάσεις τού θεοϋ είναι τό Λιοντάρι. Λείψανα τής παράστασης αύτής είναι τό λιοντάρι πού παρουσιάζεται στόν 'Ομηρικό ύμνο γιά τόν Διόνυσο μέσα στό καράβι τών Τυρρηνών πειρατών πού αιχμαλωτίζουν τό θεό- ή έπίκληση τού Χοροϋ τών 'Βακχών' στό Διόνυσο νά φανεί σά λιοντάρι: φάνηθι λέων καί τό Ιερό τοϋ Διονύσου Κεχηνότος στή Σάμο, πού ή παράδοση άνεβάζει τήν ίδρυσή του στήν περιπέτεια κάποιου μ'αύτό τό θηρίο. Ό σύνδεσμος τού Διονύσου μέ τό Λιοντάρι άποδίνεται πότε στήν ώμοφαγική του έπίδοση καί πότε στούς σχετισμούς του μέ τήν Κυβέλη. Έχουμε ώστόσο άφθονη στήν άνατολική Μεσόγειο, κ' είδικότερα, στό Αιγαίο, τήν ένδειξη τών στενών σχετισμών τού θεριού τούτου μέ τό φεγγάρι. Μιλήσαμε γιά τούς φεγγαρικούς σχετισμούς τοϋ φιδιού καί τού Ταύρου κ'έξαιρετικά έντονοι είναι κ'οί σύνδεσμοι τού φεγγαριού μέ πολυγνώριμα άλλα διονυσιακά ζώα, δπως ό Τράγος, ή Γίδα, καί τό Κριάρι. Οί φεγγαροθεές, ή Σελήνη, ή Εκάτη, ή "Αρτεμη, ή Περσεφόνη, είκονίζονται μέ λαμπάδα ή λαμπάδες στά χέρια τους, όμοιώματα τής λαμπάδας τού ούρανού, πού ξαναβρίσκουνται (λαμπάδες έδώ τών όργίων του) στά χέρια τού Διονύσου. Έ ν α του έπίθετο είναι Ννχτέλιος κι άλλο (πού συνάγεται άπό χωρίο τού Πλουτάρχου) Νυχτερινός, σίγουρα άπό τή νυχτερινή τών όργίων του ώρα. "Οτι ώστόσο στά σκοτεινά τούτα έπίθετα χλωμοφέγγει κάτι άπό τό φώς τού ν υ χ τ ε ρ ι ν ο ύ φεγγαριού, τό μαρτυρούν λογίς στοιχεία. Γιά τή 'Θεογονία' ό Διόνυσος είναι χρυσοχόμης, δπως κι ό Έρως κι ό Φοίβος. Ένας ώστόσο νυχτοσκότεινος θεός δέν θά μπορούσε νά'χει, καί νά κρατά, άκόμη στούς καιρούς τοϋ Εύριπίδη, ξανθά τά μαλλιά, άν τό φεγγαρόφωτο δέν τά πότιζε μ'αύτό τό χρώμα. Ό Διόνυσος είναι γιά τόν Σοφοκλή χοραγός τών πϋρ πνειόντων άστρων καί γιά τόν Νόννο, τόν συνθέτη - 82 -
τής έποποιίας του, νυκτιφαής Διόνυσος, φντηκόμος, σύνδρομος Μήνης. Ό χαραχτηρισμός τού Σοφοκλή δηλώνεται άπό τόν Σχολιαστή πώς βγαίνει άπό τή μυστηριακή διδασκαλία (κατά γάρ τινα μυστικόν λόγον τών άστέρων έστί χορηγός), πού μαρτυρά άρχαιοπαράδοτο στοιχείο. Ό χαραχτηρισμός είναι κι άπό μόνος του σημαντικός, γιατί μιά σειρά κείμενα παρουσιάζουν τή σελήνη 'βασίλισσα', 'άρχηγό', 'ποιμένα' τών άστρων. Ή άρχαιοαιγαιακή γυναίκα τού Διονύσου είναι ή Αριάδνη ( = § 69), πού τό έπίθετό της Άριδήλα μαρτυρά τόν φεγγαρικό της χαραχτήρα. Ό φεγγαρικός χαραχτήρας τού θεού ξαναπηδά στούς καιρούς τής γενικής θεοκρασίας πού άναδείχνει τά καταθαμμένα άρχαιότερα θρησκευτικά στοιχεία. Έδώ ό Διόνυσος, ή ένας άπό τούς πολλούς Διονύσους πού ξεχωρίζει ή θεολογία, παρουσιάζεται (κ'είναι ό Διόνυσος-Ζαγρεύς) γιός τής Σ ε λ ή ν η ς . "Αλλους φεγγαρικούς χαρακτήρες τού Διονύσου θά δούμε στή Γυναικότητα τού θεού καί στήν άντίθετη πλευρά, τή φαλλικότητά του ( = § 32). Ή συνολική έτσι ένδειξη μαρτυρά γιά τόν Διόνυσο, τό πολύ καλονόητο γιά τή βλαστική λειτουργία του φεγγαρικό φυσικό του. Αύτό τόν προσιμώνει στόν καθαρό Ινδοευρωπαϊκό φεγγαροθεό, τόν Μήνα, πού κυριεύει τή Μικρασία καί πού μπαίνει, άπό τόν 40 ΑΙώνα, στήν 'Ελλάδα. Ό 'Μήν' είναι πιά ταυτισμένος μέ τόν Σαβάζιο, πού άπό τόν Ιδιο αΙώνα ταυτίζεται μέ τόν Διόνυσο* καί, μ'δλο πού οί δυό θεοί κρατούν τήν άνεξαρτησία τους, συχνά λογιούνται μορφή ό ένας τού άλλου. Ταυτισμένος μέ τόν Σαβάζιο, σέ προχωρημένους καιρούς ό Διόνυσος ταυτίζεται καί μέ τόν 'Μήνα'. Έπιγραφή τής Θάσου τών αύτοκρατορικών καιρών άναφέρει άφιέρωμα: θεώ ΜηνΙ Τνράννω Διονύσω. § 32 Ό Γυναικίας καί 6 Φαλλικός Διόνυσος
Σ
τά όργια τού Μαιναδικοϋ θιάσου πιστεύεται πώς παρουσιάζεται ένας άρσενικός κορυφαίος. Ή παρουσία του μαρτυριέται άπό τούς μύθους πού παρουσιάζουν τόν Διόνυσο έπικεφαλής τών 'τροφών' του κι άπό τΙς 'Βάκχες' (στί. 115 Βρόμιος δστις άγει θιάσους, 140 δ δ'ίξ άρχος Βρόμιος· πρβ καί 136 κέ), δπου ό λόγος γιά έναν κορυφαίο πού ένσαρκώνει τό θεό τοϋ θιάσου. Έ ν α ύστερότερο έπίθετο τού Διονύσου, Καθηγεμών, μπορεί νά κατεβαίνει άπό τό λειτούργημα τοϋ κορυφαίου τούτου. Ό Μαιναδικός έτσι θίασος μέ τόν άρσενικό κορυφαίο του, παρομοιάζει τούς θιάσους τών μαγισσών τής Εύρώπης πού ένας άρσενικός άρχηγός τους παράσταινε τόν Σατανά, τό θεό τους. Τό χαραχτηριστικό τού κορυφαίου τούτου είναι τό γυναίκειο ντύσιμό του. ΕΙκάζεται άπό τόν Πενθέα τών 'Βακχών', πού ό - 83 --
Διόνυσος τόν ντύνει γυναικεία γιά νά τόν δδηγήσει στούς μαιναδικούς θιάσους, καί Εμμεσα άπό τό ντύσιμο καί τούς 'κοθόρνους' τοΰ ήθοποιοΰ τής Τραγωδίας. Τό φαινόμενο παραλληλίζεται μ'άνάλογο μιάς φρυγικής χριστιανικής αίρεσης, τών ΚυΙντιλλιανών ή Πρισκιλλιανών, δπου μονάχα γυναίκες Εχουν τά Ιερατικά άξιώματα (έπίσκοποί τ ε παρ* αντοίς γυναίκες xal πρεσβύτεροι γυναίκες καί τά άλλα) κι δπου, κατά μιά συνέπεια, κι ό Χριστός παρασταίνεται μέ στολή καί μορφή γυναίκας. "Ετσι κι ό Διόνυσος, σά θεός γυναικείων θιάσων, είναι γυναικοντυμένος καί μέ έντονα γυναίκειο χαραχτήρα. Φορά 'κοθόρνους*, γυναικεία ποδέματα, τόν 'κροκωτόν', ριχτό γυναικείο μαντύα, καί 'μίτραν', άνάδεσμα τών μαλλιών γυναικείο. Στήν πραγματικότητα δμως ό γνναικίας Διόνυσος δέν είναι τόσο Εκτυπο δσο πρότυπο τοΰ γυναικοντυμένου κορυφαίου τοϋ Μαιναδικοΰ θιάσου: ό ά νδ ρ ο γ υ ν ι κ ό ς χ α ρ α χ τ ή ρ α ς του είναι πολύ γενικότερ ο ς κ α ί σ τ ο ι χ ε ί ο , δπως πιστεύω νά'δειξα άλλοΰ, τ ο ΰ φ ε γ γ ά ρ ι κ ο ΰ τ ο υ χ α ρ α χ τ ή ρ α . "Ολοι οί άνδρόγυνοι θεοί είναι φεγγαρικοί, έκτυπώνοντας τό άνδρόγυνο φυσικό τοΰ φεγγαριού, πού, γυρίζοντας άπό τόν άρσενικό στό θηλυκό τύπο του, περνά άπό Ινα στάδιο Ά ν δ ρ ο γ υν I α ς. Ό γυναικίτικος τύπος τοΰ Διονύσου πρωτοχαράζει στόν Όμηρικόν "Υμνο του- στά μνημεία παρουσιάζεται άπό τά τέλη τοΰ 5ου ΑΙώνα- κ'ή λατρειακή καί φιλολογική παράδοση μ'έπιμονή τόν τονίζουν. Ό Διόνυσος τής λατρείας τών 'Κλωδώνων' καί 'Μιμαλλόνων' ( = § 56) είναι Ενας 'Ψευτάντρας*: Ψευδάνωρ. Στό πρώτο δράμα τής Άυκουργείας' τοΰ Αίσχύλου ρωτιέται γιά τόν Διόνυσο: ποδαπός ό γύννις; Στίς 'Βάκχες' ό θεός είναι ό θηλύμορφος ξένος, καί μιά 'γλώσσα' τοΰ Ησυχίου δίνει στό δνομα Διονϋς (τύπο τοΰ δνόματος τοΰ Διονύσου) τήν έξήγηση: ό γνναικίας καί παράθηλυς. Ό Λουκιανός άπορε! μ'ένα τόσο γυναικίστικο γιό τοΰ μεγάλου Διός· στόν Πορφύριο ό θεός παρουσιάζεται άρρενόθηλυς· στό Νόννο γυναικείην φορέων φευδημονα μορφή» μιμηλή κροκόπεπλος έν εϊμασι φαίνετο κούρη· καί γιά τά μάτια τών Χριστιανών, πού βλέπουν τήν έλληνική θρησκεία μέσα άπό τούς ήδονιστικούς μύθους τής έλληνορωμαίκής έποχής, άνδρόγυνος ό Διόνυσος· τούτον γάρ φασι καί τα άνδρών ποιεϊν και τά γυναικών πάσχειν. Ά π ό τόν γυναικείο χαραχτήρα τοΰ Διονύσου βγαίνει κ'ή παρατονισμένη έκείνη δειλία του, πού τροφοδοτεί τήν Κωμωδία, μέ παράδειγμα τούς 'Βατράχους' τοΰ Αριστοφάνη καί τόν 'Διονυσαλέξανδρον' τοΰ Κρατίνου. Τό Εθιμο νά ντύνουνται οί άντρες γυναικεία στά Διονύσια (δπως μαρτυρά ή διαβολή γιά τόν πλατωνικό Δημήτριο στόν Πτολεμαίο Διόνυσο, δτι μόνος τών άλλων γυναικεία ουκ ένεδυσατο τοις Διονυσίοις) καί τ'άντίστοιχο νά ντύνουνται οί γυναίκες άντρικά (πού τό μαρτυρά μιά 'εΙκόνα' τοΰ Φιλοστράτου: συγχωρεί δέ ό κώμος καί γνναικί άνδρίζεσθαι καί άνδρΐ θήλυν ένδϋναι στολήν) δέν σχετίζεται μέ τόν άνδρογυνικό χαραχτήρα τοΰ - 84 -
Διόνυσου. Είδαμε άλλού ( = § 2g) πώς ή άλλαγή τοϋ φορέματος τών φύλων είναι μυητικό έθιμο πού ξεμένει σ'έποχικά πανηγύρια. Σ'άπότομη δμως άντίθεση μέ τόν γυναικίστικο χαραχτήρα του, άλλα στό βάθος σ'άπόλυτη όμολογία μ'αύτό ν, ό Διόνυσος είναι θεός έντονότατου φαλλικού χαραχτήρα. Στή Λέσβο, στή Σάμο και άλλοϋ, λατρεύεται ένας Διόνυσος Ένόρχης, έπίθετο πού σημαίνει φαλλικό χαραχτήρα. Στό Ιερό τών 'Ωρών στήν 'Αθήνα λατρεύεται Ενας Διόνυσος 'Ορθός, πού γιά τή σημασία τοϋ έπιθέτου παράβολε τό όνομα ένός φαλλικού δαίμονα Όρθάνης. Στή θεολογία τών 'Ορφικών δ Διόνυσος είναι μορφή τού "Ερωτα/Φάνη πού παρουσιάζει κι αύτός φαλλικό χαραχτήρα. Τέλος, δ Διόνυσος ταυτίζεται άνετα μέ τόν Πρίαπο, τόν πρωτοκύριο φαλλικό θεό, δταν μέ τήν Εκστρατεία τοϋ 'Αλεξάνδρου, ό Λαμψακηνός αύτός θεός, γνωρίζεται σ'δλη τήν 'Ελλάδα ( = § 83). Μιά φαλλική παράσταση τού Διονύσου, πού άκούγεται στό έπίθετο "Ορθός', μαρτυριέται άπό τούς σύκινους στή Ρόδο φαλλούς, πού όνομάζουνται, μέ τό μητρωνυμικό του, θυωνίδαι. Στά μυστήρια τής Λέρνης τελούνται, συνδεμένες μέ τόν Διόνυσο, φαλλικές Ιερουργίες καί σ'αίτιολογικούς μύθους λογΐς φαλλολατρειών, ό Διόνυσος παρουσιάζεται νά τιμωρά μ'άσθένειες τών άνδρικών όργάνων. Οί φαλλοί, πάλι, είναι πολυγνώριμα άφιερώματα στόν Διόνυσο, πού, δσο κι άν χαραχτηρίζουνται άγάλματα τω Διονΰσω, είναι παραστάσεις τού Ιδιου τοϋ Διονύσου. Κύριο στοιχείο τής λατρείας του είναι κ'οί φαλληφορίες (φαλληφορίαι, φαλληφόρια, φαλλαγωγίαι, φαλλαγώγια), πομπικές μεταφορές φαλλών καμωμένων άπό δέρμα ή ξύλο (καί μάλιστα συκιάς), πού μαρτυριούνται, γιά τά Διονύσια, τά 'Αγροτικά καί τά Μεγάλα, δχι, δμως, (χωρίς καί ν'άποκλείονται) γιά τά Λήναια, τήν κύρια γιορτή τής Κωμωδίας. Φτωχικές στήν άρχή καί στίς άγροτικές περιοχές, άνεβαίνουν ύστερα σέ πολυτέλεια καί θεαματικότητα στίς πολιτείες. ΤΙς φαλληφορίες τίς συνοδεύουν φαλλικά άσματα (τά φαλλικά) καί άπό τούς αύτοσχεδιασμούς τών 'έξαρχόντων' τους διαμορφώνεται, κατά τή γνώριμη πληροφορία τοϋ 'Αριστοτέλη, ή Κωμωδία, πού άνακρατεί "φαλλικά στοιχεία καί έντονο τόν άκόλαστο χαραχτήρα τοϋ λόγου. Ή φαλλική ύπόσταση τοϋ Διονύσου άποσχίζεται σ'έναν ξεχωριστό φαλλικό δαίμονα, τόν Φαλήν (Φαλής) ή Φάλητα (Φάλης), τό θεό τοϋ φαλλού τών "Αγροτικών Διονυσίων, πού λογιέται πώς στέκει στόν κύκλο τού θεοϋ σάν άκόλουθός του. Ή φαλλική, τέλος, φύση τοϋ θεοϋ συγκεντρώνει γύρω του λογίς φαλλικούς δαίμονες, δπως τούς Σιληνούς, Σατύρους καί Πάνες, καί, μέσα άπό τή θεατροθιασική λατρεία του, τούς ίθυφαλλικούς δειχηλιστάς τούς Ίθυφάλλονς καί τούς φαλλοφόρους. Αύτά, βέβαια, δέν θά τά περιμέναμε άπό'ναν άνδρόγυνο θεό, μά τά άντίθετα στήν έπιφάνεια βρίσκουνται ένωμένα στό βάθος. Τόσο ή Άνδρογυνία δσο κ'ή Φαλλικότητα κατεβαίνουν άπό τήν άρχαιότερη λατρεία τοϋ Φεγγαροθεού πού καί 'Ανδρόγυνος παρουσιάζεται (γιά τό λόγο πού άναφέ- 85 -
ραμε) κ α Ι π ο ύ γ ο ν ι μ ε ύ ε ι μ έ τ ό φ α λ λ ό τ ο υ (άπ'δπου κ'ή άρχή τών Φαλλολατρειών) τ Ι ς γ υ ν α ί κ ε ς . "Ολοι οί φαλλικοί θεοί άποδείχνεται νά'ναι στό βάθος τους φεγγαρικοί καί νά κρατούν αύτή τή λειτουργία. "Οτι μιά τέτοια γυναικογονιμική λειτουργία βρίσκεται καί στό βάθος τού φαλλικού χαραχτήρα τού Διονύσου μαρτυριέται άπό τό λατρειακό του έπίθετο (στή Σικυώνα κι άλλού) Χοιροφάλας. Τό έπίθετο ξηγιέται, ό χοιρόθλup, πού έρμηνεύεται άπό τό παρανόμι τοϋ γυναικείου μορίου χοίρος (καί τό θλίβειν). Τό έπίθετο μαρτυρά, άναντίλογα, μιάν άπό τις πολυγνώριμες Ιερουργίες τών γυναικών ν'άκουμπούν ένα μέρος τού κορμιού τους στό φαλλό τοϋ θεοϋ (κ'έδώ στόν ϊδιο τόν φαλλό-Διόνυσο) γιά νά κερδίζουν τή γονιμική του εύλογία. Ά π ό πού δμως ό Διόνυσος παίρνει τόν φαλλικό χαραχτήρα του, άφοϋ ούτε στή μυκηναϊκή ούτε στή μινωική περίοδο τά μνημεία μαρτυρούν φαλλολατρεϊες; Ή άπόκριση είναι πώς ή έλλειψη τών μνημείων δέν προδικάζει γιά τις περιόδους αύτές καί έλλειψη φαλλολατρειών, πρώτα γιατί, μέ τήν έξίσωση φαλλός = κέρας, οί μνημειακοί φαλλοί άντικατασταίνουνται μέ τά όμόλογα στήν φεγγαρική καταγωγή τους "Ιερά Κέρατα' τοϋ κρητομυκηναϊκοϋ κόσμου- κ'έπειτα γιατί δ φαλλός, πού δέν έπισημαίνεται μνημειακά στήν 'Ελλάδα παρά γιά τήν νεολιθική Θεσσαλία, μαρτυριέται κι αύτός κ'ή λατρεία του άπό τά Μυστήρια, άπό προελληνικούς θεούς, δπως ό 'Ερμής, κι άπό μιά παναρχαία λ ι θ ο λ ατ ρ ε ί α φαλλικού χαραχτήρα. Στίς κατηγορίες αύτές φαίνεται νά περιλαβαίνεται καί ό Έρως τών Θεσπιών, ένας άκατέργαστος λίθος συγγενικής, δπως εικάζεται, λειτουργίας μέ τόν Διόνυσον 'Χοιροψάλαν'. Ά π ό τήν προελληνική αύτή, καί φεγγαρική στήν άρχή της, φαλλολατρεία, κρατεί κι ό Διόνυσος τόν όμόλογο φεγγαροφαλλικό του χαραχτήρα.
§ 33 Ή Μυητική Σημασία τής Περιπέτειας τοϋ Ζαγρέα
Τ
ό πρώτο μέρος τοϋ ζαγρεϊκοϋ μύθου, ή γέννηση του άπό μιά σειρά αιμομικτικούς φιδογάμους, ( = § 25), άνήκει στή φεγγαρική, τό δεύτερο μέρος του, τό κομμάτιασμά του άπό τούς Τιτάνες, στή μυστηριακή μυθολογία: Σάν Ιερός λόγος' τών 'Ορφικών ξετυλίγει μέ μυθικούς δρους γνώριμα μυητικά στοιχεία. Έ ν α άπό τά οικουμενικά σύνεργα τών τελετών τής Φυλετικής, καί τής θιασικής ύστερα, Μύησης είναι τό μικρό καί πλατυσμένο ξύλο πού, δεμένο σ'ένα σχοινί, τό γυροφέρνουν στόν άέρα μ'όρμή κι άναδίνει βουΐστικό καί παράξενον ήχο. Τό δργανο (bull-roarer) στά έλληνικά λέγεται ρόμβος. Αναθυμούμαστε πώς ένα άπό τά παιχνίδια πού δί- 86 --
νουν ol Τιτάνες στόν Ζαγρέα, είναι δ 'ρόμβος' καί πώς στίς τελετές τής φυλετικής Μύησης γίνεται μιά 'άποκάλυψη' τού όργάνου τούτου. Ή παρουσία τού ρόμβου σέ λογίς μυστηριακές τελετές πού ξέρουν οί "Ελληνες, μαρτυρά πώς ή χρήση του, άνασωσμένη στά Μυστήρια, δέν έμεινε μόνο στό μύθο. (Άπό τά άλλα παιχνίδια πού μ'αύτά οί Τιτάνες ξεγελούν τόν Ζαγρέα, ή 'σβούρα' (κώνος, στρόβιλος) βρέθηκε άνάμεσα στ'άφιερώματα τού θηβαϊκού ίερού τών Καβείρων, δπου καί λατρεία τού Παιδός, κι δπου δ Κάβειρος παρουσιάζει τά χαραχτηριστικό τού Διονύσου. Ό 'καθρέφτης' (σ'άναγλυφική παράσταση τόν δείχνει μιά γυναίκα στό Θείο Βρέφος πού στή μορφή του ταυτίζουνται οί μορφές τού Διός, τού Ζαγρέως καί τού Διονύσου) είναι (φεγγαρικό) έμβλημα τής Μεγάλης Θεάς καί ξανασυναντιέται σέ μυστήρια τού Διονύσου. Οί κούκλες μέ τά κινητά μέλη, πολυγνώριμες στήν άρχαιότητα, κατεβαίνουν Ισως άπό κούκλες πού μεταχειρίζουνται σέ μυητική 'κατήχηση' γιά τήν άγωγή στή γενετησιακή λειτουργία - καί τά χρυσόμηλα τών 'Εσπερίδων, σύμβολα άθανασίας, δέν είναι άσχέτιστα μέ τό νόημα τής μυητικής παλιγγενεσίας.) Τά 'παιγνίδια', έτσι, πού μ'αύτά ξεγελούν τόν Ζαγρέα οί Τιτάνες, είναι στήν πραγματικότητα μυητικά σύνεργα, πού θά περιμέναμε νά τά ξαναβρούμε σ'άπότοκες τελετές μυστηρίων. Ό μυστηριακός λόγος ένός όρφικοϋ παπύρου πού τά μνημονεύει (πάπυρος Gurob) κ'ή βεβαίωση τοϋ Κλήμέντα πού τά άραδιάζει (καί τήσδε ύμϊν τής τελετής τά άχρεϊα σύμβολα...) μαρτυρούνε 'σύμβολα' τών Όρφικοδιονυσιακών Μυστηρίων. Συχνό άκόμη στοιχείο τών τελετών τής Φυλετικής Μύησης είναι ν'άλείβουν τό πρόσωπο, δπως έκαμαν οί Τιτάνες, ή τό κορμί μέ πηλό πού χρησιμεύει, γιά τό πρόσωπο, σά μάσκα. Ή πράξη συναντιέται στά μυστήρια τοϋ Σαβαζίου καί σ'έλλαδικούς άρχαιότατατους μύθους. Ή παράλληλη πράξη ν'άλείβουν μέ γύψο τά πρόσωπα σ'όρφικοδιονυσιακά μυστήρια μαρτυριέται άπό τόν Εύφορίωνα κι άπό σειρά χωρία τοϋ Νόννου. ( Ά ς σημειωθεί, έτσι, πώς καί τό πρώτο εϊδος τοϋ προσωπείου πού μεταχειρίστηκε όΘέσπιςεϊταν τό χρϊσαι τό πρόσωπονψιμνθίω.) Σ τ ό μ ύ θ ο , έ τ σ ι , τοϋ Ζ α γ ρ έ ω ς έ χ ο υ μ ε π ρ ο β ο λ έ ς τών τ ε λ ε τ ώ ν τής Φυλετ ι κ ή ς Μ ύ η σ η ς , δ π ο υ ό σ υ μ β ο λ ι κ ό ς θ ά ν α τ ο ς κ* ή ά ν α β ί ώση τού π α ι δ ι ο ύ π α ρ α σ τ α ί ν ο υ ν τ α ι μ'ένα ε ί κ ο ν ι κ ό του κ ο μ μ ά τ ι α σ μ α , ' β ρ ά σ ι μ ό ' του σέ λ έ β η τ α , ( ' ξ α ν α ψ ή σ ι μ ο * τών κ ο μ μ α τ ι ώ ν ) , δ ο κ ί μ α σ μ α ά π ό τ ί ς σ ά ρ κ ε ς του, ξαναβάλσιμο στό λέβητα, ξ α ν ά φ τ ι α γ μ α τοϋ παιδιοϋ καί β γ ά λ σ ι μ ό τ ο υ ζ ω ν τ α ν ο ύ κ α ί π ά λ ι . "Οτι ό μύθος καθρεφτίζει μιά τέτοια μυητική τελετή βεβαιώνεται κι άπό μιά σειρά παράλληλους μύθους. "Εχοντας καλέσει σ'έρανικό συμπόσιο τούς θεούς στό Σίπυλον τής Μικρασίας, ό Τάνταλος κομμάτιασε τ'άγόρι του, τόν Πέλοπα, έβρασε τά κομμάτια του σ'ένα λέβητα καί τά'βαλε στούς θεούς (τάχα νά - 87 -
δοκιμάσει τήν παντογνωσία τους) νά τά φάνε. 'Εξόν άπό τή Δήμητρα πού γελάστηκε κ'έφαγε άπό τόν ώμο του, οί θεοί δέν τά γευτήκαν. Ό Τάνταλος κεραυνώθηκε, ή μοίρα τής γέννησης, ή Κλωθώ (ή ή Ρέα κ'έδώ) ξανάβαλε τά κομμάτια στόν λέβητα, άπ'δπου ξανάβγαλε τόν Πέλοπα ζωντανό, μ'ένα κομμάτι άπό φίλντισι στόν φαγωμένο του ώμο. 'Ομόλογοι είναι οί μύθοι τοϋ Πελοπίδη Θυέστη καί τοϋ Τηρέα, πού τρώνε άπό τά μαγειρεμένα τους παιδιά, μονάχα πού άπό τούς μύθους αύτούς, καθώς παραδοθήκαν άπό τήν Τραγωδία πού παραμερίζει τήν άναβίωση, ξέπεσε τό στοιχείο τούτο. Ό λέβης αύτός τής Παλιγγενεσίας παρουσιάζεται καί σ'άποθεωτικές Ιερουργίες. Ή Θέτις βουτά σέ λέβητα πού βράζει τά παιδιά της άπό τόν Πηλέα, γιά νά μάθει δν είναι θεοί ή άνθρώποι. "Οταν ό Δίας έστειλε τόν βρεφικό Διόνυσο νά τόν άναθρέψουν ό Άθάμας κ'ή "Ινώ, ή Ή ρ α κρούει μέ 'μανία* τό ζευγάρι. Ό Άθάμας σκοτώνει τόν μεγαλύτερο γιό του, ό ένας ή ό άλλος τους ρίχνει τόν νεότερο, τόν Μελικέρτη, σ'ένα λέβητα πού'βραζε κ'ή 'Ινώ, ξαναβγάζοντάς τον, πέφτει μαζί του στή θάλασσα, δπου γίνουνται θεοί καί λατρεύουνται μέ τά όνόματα Λευκοθέα καί Παλαίμων. Τήν ίερουργική βάση τοϋ μύθου τή μαρτυρά ή πληροφορία πώς στήν Τένεδο θυσιάζανε παιδιά στόν Παλαίμονα (ό μυητικός θάνατος συχνά γυρίζει, στή λατρεία, σέ πραγματικό) καί, σ'έπιγραφή τών χρόνων τοϋ Τραΐανοϋ, ή παρουσία τοϋ λέβητα τής 'Αποθέωσης σέ μυστήρια τής Λευκοθέας στούς πρόποδες τοϋ Έρμου τής Κοίλης Συρίας: πατρός Νετείρου τοϋ άποθεωθέντος έν τω λέβητι δι' οί αί όρταΐ άγονται. Τό σύστημα τής μυητικής διαδικασίας τοϋ ζαγρεΐκοϋ μύθου, συναντιέται σέ λογίς λαούς, δπου τό παιδί 'κομματιάζεται' άπό δαίμονες στή μύησή του καί 'ξαναφτιάνεται' καί δπως είδαμε, στήν Κρήτη άπό τή μιά κάί στά παράλια τής Μικρασίας άπό τήν άλλη. "Ενα άλλο σύστημα, τής Κρονιακής Τεκνοφαγίας, πού καθρεφτίζεται στό μύθο τοϋ κρηταγενοϋς Δ ι ό ς ( = § 24) κ'έχει τ'άντίστοιχό του σέ πλήθος έθνολογικά παράλληλα, δπου τό παιδί στή μύησή του 'καταπίνεται' καί 'ξαναβγάζεται* άπό τά σωθικά κάποιου δαίμονα ή θεριού, συναντιέται στήν 'Ολυμπία.
§ 34 Ό Κουρήτικός θίασος καί τό θείον Βρέφος 'Μέγιστος Κούρος'
Τ
ό πρότυπο θείο Βρέφος τού αίγαιακοϋ κόσμου, ό Κρητικός Ζεύς ( = § 24), τριγυρίζεται άπό τούς Κούρητες ή κούρους, "τούς νέους πού μυηθήκανε μέ τΙς τελετές τής ένήβωσης καί πού, μέ τή σειρά τους, τώρα θά μυήσουνε κι άλλους". Ή θεωρητική ένδειξη δυναμώνεται άπό λείψανο - 88 --
τής φυλετικής Μύησης στήν Κρήτη: Τό παιδί Αρπάζεται άπό τόν 'έραστή' του πού τό φέρνει γιά ένα διάστημα στήν έρημιά και τοϋ μαθαίνει τή χρήση τών δπλων. ΟΙ Κούρητες παραστέκουν και τόν Ζαγρέα, τή μυστηριακή μορφή τοΰ Ίδαίου Διός, καί δέν είναι άλλοι άπό τούς Τιτάνες πού τόν 'κομματιάζουν'. Γιά τή μυθολογία οί Τιτάνες είναι γιοί τοΰ Ούρανοΰ καί τής Γής, παραστάτες τοΰ Κρόνου στόν πόλεμο τών θεών γιά τό ίεροτυπικό δμως πού καθρεφτίζει ή ζαγρεΐκή περιπέτεια, οί Μυητές πού άλείβουν τά πρόσωπά τους μέ γύψο. Ή ταυτότητα Κουρήτων καί Τιτάνων μαρτυριέται άπό τήν παράδοση πώς οί Κούρητες θυσιάζανε βρέφη στόν Κρόνο κι άπό ύστερότερους μυθολογικούς συνειρμούς πού παρουσιάζουν τούς Τιτάνες γιούς ένός τών Κουρήτων. Ή Ιδια παράδοση μαρτυρά τό σύνδεσμο τών Τιτάνων μέ τή Μητέρα Θεά, Ιστορώντας πώς έγκατασταθήκανε στήν περιοχή τής Κνωσοΰ, "δπου καί τώρα άκόμη δείχνεται ή μεριά καί τά θεμέλια ένός οίκου τής Ρέας κ'ένα άλσος κυπαρισσιών άφιερωμένο της άπό τ'άρχαία χρόνια". Ό σύνδεσμος μέ τή Θεά ξαναπροβαίνει, άντίστοιχα, στό μύθο καί στή λατρεία τών Κουρήτων. Στήν Κρήτη καί στήν 'Ολυμπία συνδέουνται μέ τή Ρέα, παιδοκόμοι τοΰ Θείου Βρέφους της, καί πάρεδροί της. "Ενα άρχεΐον τών Κουρήτων στήν περιοχή τής "Εφέσου συνδέεται μέ τή Λητώ καί τήν "Αρτεμη, πού παραστέκουν τή γέννησή της. Στό Ιερό τής Δέσποινας στή Λυκόσουρα, κάτου άπό τ'άγάλματα τής Δέσποινας καί τής Δήμητρας, είταν άγάλματα τών Κουρήτων. Έ ν α 'μέγαρον' τών Κουρήτων στή Μεσσήνη βρισκόνταν κοντά σέ ναό τής Είλείθυιας κ'ίδιότυπη θυσία πού τελούν (νά ρίχνουν κάθε λογής ζωντανά στή φωτιά) κατάγεται άπό τή λατρεία τής ποτνίας θηρών καί συναντιέται στή λατρεία τής "Αρτέμιδος Λαφρίας. Είναι δαίμονες πιά, άνάλογοι μέ τούς Κορύβαντες, Ίδαίους Δακτύλους, Σατύρους. Ξεκινώντας δλοι τους άπό τό Ιδιο θρησκευτικό ύπέδαφος, ξαναβρίσκουν, δταν στούς Ιστορικούς καιρούς διασταυρώνουνται οί λατρείες τους, τούς άρχαίους ταυτισμούς καί τίς συγγένειές τους. Θίασοι δμως δαιμόνων σημαίνει μυθικές προβολές Μυητικών Εταιριών, πού παρασταίνουνται τώρα άπό τ'άλλοτινά πρότυπά τους. Ό Στράβων μιλεί γι'αύτούς σάν γιά πρόσωπα πού παρασταίνουν τούς δαίμονες (έν σχήματι δαιμόνων). Στούς έλληνιστικούς άκόμη καιρούς τό 'άρχεϊον' ( = σύλλογος) τών Κουρήτων στούς πρόποδες τοϋ Σολμισσοϋ, κοντά στήν Έφεσο, τελεί κάθε χρόνο συμπόσια καί μυστικές θυσίες. Ό Ύμνος τών Κουρήτων άπό τό Παλαίκαστρο τής Κρήτης τεκμηριώνει τή λατρευτική πράξη τοΰ κουρητικοΰ θιάσου κατά τόν 2°/3° προχριστιανικόν αίώνα. Οί χορευτές καλοϋν τόν Δία να'ρθεί στή Δίκτη κι αύτή τή χρονιά, έπικεφαλής τοΰ θιάσου τών δαιμόνων Κουρήτων, σά μέγιστος κούρος. "Αν ό θίασος τών δαιμόνων Κουρήτων είναι προβολή τοΰ θιάσου τών πραγματικών Κουρήτων, δ 'μέγιστος κοΰρος' τοΰ δαιμονικού, ό έφηβος Δίας, είναι προβολή τοΰ κορυφαίου τοΰ - 89 -
πραγματικού θιάσου. Mè τή μύησή του άπό τή μυητική 'Εταιρία ή Θίασο, τό παιδί γίνηκε 'κούρος', έφηβος, παληκάρι* μέ κάποια, πάλι, διαδικασία γίνηκε τέλος 'Μέγιστος Κούρος', πρωτοστάτης κορυφαίος τού θιάσου, ένσάρκωση τού δαίμονος Ένιαυτον, πού καλιέται νά χορέψει γιά τήν προκοπή τής φυσικής, κοινωνικής, καί πολιτικής τώρα τάξης. Ποιά νά'ναι ή διαδικασία αύτή, τό μαθαίνουμε, όπως έδειξε ό Cornford, άπό τήν 'Ολυμπία. 'Εδώ λατρεύεται ό βρεφικός Ζεύς στή μορφή τού φιδοβρέφους Σωσιπόλιδος, κι άποκοντά του κ'ή Ρέα. Τή βαθειάν άρχαιότητα τής λατρείας του τή μαρτυρά ή φιδίσια μορφή του κ'ή άπουσία τού κρασιού άπό τίς προσφορές του. Μαζί μέ τό βρέφος λατρεύεται έδώ κι ό Κρόνος, ό παλιός βασιλιάς, πού λογιέται πατέρας τού Δία. Ή λατρεία τού Θείου Βρέφους καί τού Κρόνου μαρτυρά πώς ή 'Ολυμπία είταν τόπος τής Φυλετικής Μύησης πού τήν τελούσαν κατά τόν τύπο τής Κρονιακής Τεκνοφαγίας ( = § 33)· Ό βωμός, άπό τήν άλλη τών Κουρήτων κ'ή Ιερατική παράδοση πώς οί Ίδαΐοι Δάκτυλοι ή Κούρητες έρχουνται άπό τήν Κρήτη στήν 'Ολυμπία νά φυλάξουν τό Θείο Βρέφος έδώ, μαρτυρούνε τήν άλλοτινή στήν' Ολυμπία παρουσία τού Κουρητικού θιάσου. Ή Ιδια Ιερατική παράδοση τής 'Ολυμπίας ξέρει πώς οί Ίδαΐοι Δάκτυλοι ή Κούρητες άγωνίζουνται έδώ (μέ τήν παρακίνηση ένός τους, τού Ίδαίου Ηρακλή), άγώνα Δρόμου καί στεφανώνουν τόν νικητή μέ άγρίλι. Ή ίδια παράδοση άνεβάζει στό κουρητικό τούτο (καί πολυγνώριμο μυητικό) άγώνισμα τούς 'Ολυμπιακούς Αγώνες, πού ό Δρόμος δέν είναι τό άρχαιότερο μοναχά, γιά τούς Ιστορικούς καιρούς, μά καί γιά δεκατρείς 'Ολυμπιάδες τό μοναδικό άγώνισμά τους. Τό άποτέλεσμα τού μυητικού άγωνίσματος τό παρουσιάζει ή εΙκόνα τού 'Ολυμπιονίκη τών Ιστορικών χρόνων. Ό νικητής θυσιάζει στούς βωμούς κι όδηγιέται ύστερα γιά τό γιορταστικό συμπόσιο τής νίκης. Ή πορεία του είναι καί λέγεται μέ τόν πολυγνώριμο άπό τή Διονυσιακή λατρεία δρο, ένας κώμος·, συνοδεύεται άπό πομπή τών φίλων καί τών δικών πού, μέ τόν Ιδιο κορυφαίο κ"έξάρχοντα\ τραγουδά έναν καθιερωμένο έπινίκιο ύμνο. Ό κορυφαίος αύτός τής όμάδας τών κωμαστών γιά τή νίκη σ'άγώνες κουρητικής άρχής ύποστατώνει γιά μάς τόν μέγιστον κοϋρον τού κουρητικού ύμνου καί τόν πρωτοκονρην τού έφεσιακού κουρητικού θιάσου. Αξιοσημείωτος στόν έπινίκιο ύμνο είναι ό τίτλος τού άνακτος πού δηλώνει τόν βασιλιά στή θεϊκή ίδιότητά του. Είδαμε πώς ό Κρόνος είναι ό παλιός βασιλιάς καί, κατά μιάν Ιερατική παράδοση, στήν "Ολυμπία άγωνίστηκε ό Δίας μέ τόν Κρόνο γιά τή βασιλεία τού κόσμου. "Ενας λόφος της λεγόνταν 'Κρόνιος' καί στήν κορφή του κάποιοι λειτουργοί μέ τόν τίτλο 'βασιλιάδες' (βασίλαι), φέρνουν τοϋ Κρόνου προσφορές στήν άνοιξιάτικη Ισημερία. Κάθε χρόνο διαλέγεται στήν Πριήνη ένας νιός πού μέ τόν τίτλο βασιλεύς θά έπιμεληθεί όρισμένες τελετές καί μιά έπιγραφή τής Ιδιας πολιτείας παρουσιάζει έναν ίερέα Ιερη- 90 -
τένοντα ΒασιλεΙ xal Κούρησιν. "Ενας 'βασιλεύς* έπίγειος και ούράνιος, πού στή δεύτερη ύπόστασή του λατρεύεται μαζί μέ τούς Κούρητες, άφήνει νά φανεϊ πώς ό νικητής τών "Ολυμπιακών 'Αγώνων καί τό πρότυπο τού 'Μεγίστου Κούρου' τοϋ κρητικοϋ κουρητικοϋ θιάσου είναι ή ίδια ίερουργική μορφή: ένας β α σ ι λ ε ύ ς μέ τήν άρχαία σημασία τοϋ δρου. 'Ενσάρκωση τοϋ Πνεύματος τοϋ Χρόνου, τού δαίμονος Ένιαυτοϋ, ό έποχικός αύτός βασιλιάς είναι κι ό ίδιος μιάς λογής θεός, καί μιά άπολαμπή τής άρχαίας αύτής θεΐκότητας άνακρατούν οί θεϊκές τιμές πού χαίρεται καί στά Ιστορικά άκόμη χρόνια ό 'Ολυμπιονίκης ( = § 6ο).
§ 35 Τό Εποχικό Δράμα τής 'Ολυμπίας
Η
άρχαιότερη φιλολογική παράδοση άνεβάζει τήν άρχή τών 'Ολυμπιακών 'Αγώνων στόν άγώνα τοϋ Πέλοπα καί τοϋ Οίνομάου. "Οταν ό Πέλοπας πέρασε τή μυητική τελετή τοϋ Λέβητος (πού συναντιέται στήν Κρήτη μέ τόν Ζαγρέα καί στά παράλια τής Μικρασίας μέ τόν Πέλοπα: § 3θ) μελετά νά παντρευτεί τήν 'Ιπποδάμεια (ό γάμος είναι ή κατάληξη τών μυητικών τελετών τής Ένήβωσης), πού ό πατέρας της ΟΙνόμαος, ό βασιλιάς τής Πίσας στήν Ήλιδα, τήν είχε 'έρωτευτεΐ' καί σκότωνε τούς γαμπρούς πού τοϋ τή γύρευαν. Τούς καλούσε νά παρατρέξουνε σ'άμαξόδρομο, άνέβαζε στ'άμάξι τους τήν 'Ιπποδάμεια κι άφήνοντάς τους νά τόν προσπεράσουνε, τούς κάρφωνε μέ τό κοντάρι στήν πλάτη. Είχε σκοτώσει δεκατρείς μά ό Πέλοπας τόν σκότωσε κι αύτόν, πήρε τή βασιλεία καί τήν 'Ιπποδάμεια, κι άπό τούτο τ'άγώνισμα, σέ θύμηση καί τιμή, πανηγυρίζουνταν οί άγώνες. Ό Πέλοπας είναι στοιχείο παρέμβλητο στήν Ιστορία τών 'Ολυμπιακών 'Αγώνων: ή σκοτεινή τους καταγωγή λαμπραίνεται, μέ τήν παρεμβολή τού Πέλοπα, άπό τή μεγάλη παράδοση τών Πελοπιδών πού, μ'δλους τούς άφανισμούς τών 'Αχαιών, άνακράτησε άπείραχτο τό άρχαϊο της λάμπος. Ή παρουσία ώστόσο τής μορφής έχει ξεχωριστή γιά μάς σημασία: Ξεκινώντας άπό τύπο Φυλετικής Μύησης παράλληλο καί, μέ τήν παρουσία τών Κουρήτων, διάπλοκο μέ τόν τύπο τής Κρονιακής Τεκνοφαγίας, σημειώνει στούς 'Ολυμπιακούς Άγώνες, πού'δαμε στήν Κουρητική τους καταγωγή, δυό νέα στοιχεία: μιά μονομαχική βασιλοκτονία άπό τή μιά κ'έναν περίλαμπρο γάμο άπό τήν άλλη. Τή θύμηση κάποιων άρχαίων σκοτωμών στήν 'Ολυμπία τήν άνακράτησε ό Πλούταρχος, πληροφορώντας πώς στήν "Ολυμπία γινόνταν άλλοτινά (τό πάλαι) καί μονομαχίας άγων μέχρι φόνου xal σφαγής τών ήττωμένων χαι ύποπιπτόντων καί τήν ύπαινίσσεται ή πυ- 91 --
θαγορική άπαγόρεψη γιά τούς άγωνιζόμενους στήν 'Ολυμπία νά νικούν, "γιατί'ναι μολεμένοι οί νικητές", σίγουρα άπό τό μόλεμα τού άρχαΐου φόνου. Γενικότερα έθιμα έξηγούν τούς παλιούς αύτούς φόνους: ένσάρκωση τοϋ δαίμονα τής καινούριας χρονιάς, ό νικητής χρωστούσε νά μονομαχήσει μέ τόν παλιό βασιλιά, κανονικά νικητή τής περασμένης χρονιάς, καί νά τόν σκοτώσει. Ό γάμος πάλι τοϋ Πέλοπα μέ τήν 'Ιπποδάμεια, θυμίζει πώς ή 'Ιπποδάμεια, εύχαριστώντας τήν "Ηρα γι'αύτόν, καθιέρωσε πλάι στούς 'Αγώνες τών άντρών, κι'άγώνες κορασιών (παρθ&ων), τά Ήραϊα. Συγκαιρινά πραγματικά μέ τούς άντρικούς άγώνες τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια, τή μιά φορά πρίν καί τήν άλλη φορά μετά τούς άντρικούς, άγώνες καί παρθένων μ'ένα μοναχά άγώνισμα: τό μυητικό άγώνισμα τού Δρόμου πού τό βρίσκουμε κι άγώνισμα τού Μαιναδικοϋ θιάσου ( = § 54)· Είναι φανερό πώς εΐταν μυητικοί άγώνες τών κορασιών πού μπαίνανε, μαζί μέ τά παληκάρια, στή νιότη. Ή νικήτρα τών άγώνων αύτών παντρευόνταν τό νικητή 'βασιλιά* τών άντρικών κι ό 'γάμος* τους εΐταν ό 'Ιερός Γάμος τής χρονιάς, μέ τή νύφη ένσάρκωση τής Θεάς καί τό γαμπρό ένσάρκωση τού θεϊκοϋ της παρέδρου. Οί άγώνες αύτοί τών άντρών καί τών γυναικών, πού στούς Ιστορικούς καιρούς γιορτάζουνταν κάθε πού κλείναν τέσσερα χρόνια (πενταετηρις), γιορτάζουνταν, στήν άρχή κάθε χρονιά - γιατί ή τετραχρονιά είναι νεότερο σύστημα πού συνεπαίρνει στόν κύκλο της, δπως κι'ή τριετηρϊς καί ή ένναετηρίς, τίς γιορτές τού παλιοϋ χρονιάτικου κύκλου ( = § 23). Ό τ ι , πάλι, οί 'Αγώνες τελούνταν στήν άρχή σάν άνοιξιάτικη γιορτή, τό μαρτυρούν οί προσφορές τών 'βασιλέων' στόν Κρόνο πάνω στόν Κρόνιο, στήν άνοιξιάτικη Ισημερία. Μέ στοιχεία τής Φυλετικής καί τής άπότοκης θιασικής Μύησης στό βάθος τους οί 'Αγώνες τής 'Ολυμπίας άνακράτησαν, δπως έδειξε ό Cornford, τήν πιό όλοκληρωμένη, στήν άρχή της, εΙκόνα τής άνοιξιάτικης, άπό μυητική καταγωγή, γιορτής τού Νέου Χρόνου: τούς "Αγώνες πού άκολουθούσαν τή Μύηση τών παληκαριών καί τών κορασιών μέ έπαθλο τό 'Ιερό Κλαδί (φορέα τοϋ βλαστικού πνεύματος τής χρονιάς)* τήν άνάδειξη τών δυό νικητών σέ 'Βασιλιά' καί 'Βασίλισσα' τής χρονιάς* τό σκότωμα τοϋ παλιού βασιλιά καί τόν 'Ιερό Γάμο τού νέου. Σ'αύτά άναγνωρίζει κανείς τό 'Εποχικό Δράμα, πού άνακαλύψανε στά λαϊκά έθιμα τής Εύρώπης ό Mannhardt κι ό Frazer καί σέ μιά σειρά διονυσιακούς μύθους ό Bather. "Ας σημειωθεί άκόμη πώς τό άγώνισμα τοϋ Δρόμου είναι καί διονυσιακό* πώς τό δνομα τοϋ πατέρα τής 'Ιπποδάμειας ΟΙνάμαος είναι· δπως καί τοϋ ΟΙνέα τής Καλυδώνας, 'λειτουργικό' δνομα τοϋ Διονύσου* καί πώς οί 'Δεκάξι Γυναίκες τής Ήλιδας', πού έπιμελοϋνται καί τή μαιναδική γιορτή Θυία στήν "Ηλιδα είναι λείψανο Μαιναδικοϋ θιάσου πού τά δυό ήμιχόριά του συγκεντρώνουνται τό'να στή λατρεία τής 'Ιπποδάμειας (πού παραμερίζεται άπό τήν Ήρα), καί τάλλο στήν παλαιότερη τής Φυσκόας, - 92 -
έρωμένης τοϋ Διονύσου ( = § 54)· ΟΙ διονυσιακοί σύνδεσμοι, όπως προσπάθησε κιόλας νά δείξει ό Weniger (άγκαλά καί κατεβάζοντας στίς Ιστορικές χρονολογίες τήν άρχή τών Αγώνων) είναι άναντίλογοι στό βάθος τοΰ Έποχικοΰ Δράματος τής 'Ολυμπίας. Εϊναι δ,τι θά περιμέναμε άπό τις συγγένειες τοΰ Διονύσου καί τοΰ Κουρητικοϋ Διός· κι άξιοσημείωτο έτσι εϊναι πώς μιά σειρά διονυσιακοί μύθοι φανερώνουν λογίς στοιχεία ή τύπους τοϋ ίδιου δράματος στίς ,ρίζες τής Διονυσιακής θρησκείας.
§ 36 Μύθοι τής "Αντιδιονυσιακής Δράσης
Λ
ογίς έπιχώριοι μύθοι παρουσιάζουν γυναίκες ν'άντιδροϋν στό Κάλεσμα τοϋ θεοϋ, νά φρενοκρούονται άπό τόν Διόνυσο καί νά κυνηγιούνται άπό θεραπευτές ή τιμωρητές τους. Οί θυγατέρες τοΰ βασιλιά τής Τίρυνθας Προίτου κρούονται άπό 'μανία', καί παίρνουν νά περιπλανιούνται στήν Αργολική, ύστερα στήν 'Αρκαδία καί στήν άλλη Πελοπόννησο, δσο πού 'καθαρίζουνται' καί γιατρεύουνται άπό τήν "Αρτεμη κατά μιά έκδοχή (Βακχυλίδης) κι άπό τόν Μελάμποδα, διονυσιακή μορφή, κατά τήν άλλη (έπος Μελαμποδία'). Κατά τή δεύτερη έκδοχή, πού περίληψή της δίνει ό 'Απολλόδωρος, ό μάντης Μελάμπους προσφέρεται νά γιατρέψει τις κόρες τοΰ Προίτου, άν έκείνος τοΰ'δινε τό μισό τής βασιλείας. Ό Προίτος άρνήθηκε, μά τό κακό χειροτέρευε, γιατί ή μανία χτυποΰσε καί τΙς άλλες γυναίκες τοΰ τόπου του, πού παίρνανε τά βουνά καί σκοτώνανε τά μωρά πού βαστούσανε καί τά τρώγαν. Ό Προίτος δέχεται - μά ό Μελάμπους τώρα γυρεύει τά δυό τρίτα τοΰ βασιλβίου του, ένα γιά τόν έαυτό του κ'ένα γιά τό άδελφό του Βίαντα. Μπροστά στό μεγάλωμα τοΰ κακού τό παραδέχεται, τέλος, κι αυτό ό Προίτος. Τότες ό Μελάμπους, παραλαβών τους δυνατωτάτους τών νεανιών μετ'άλαλαγμοϋ καί τίνος ένθέον χορείας έκ τών δρών αύτάς εϊς Σικυώνα συνεδίωξε γιά νά τις πιάσει καί νά τΙς γιατρέψει. Πάνου στό κυνήγημα πέθανε ή μιά, τις άλλες δυό δμως τΙς έπιασε ό μάντης καί τίς έγιανε μέ καθαρμούς γιά νά παντρευτεί τέλος ό Μελάμπους τή μιά κι ό άδερφός του τήν άλλη. Τή μανίς, τώρα τών Προιτίδων γι'άλλους, ("Ακουσίλαος, Βακχυλίδης) τήν έριξε ή Ή ρ α γιατί τής περιγελάσαν τό ξόανο ή καυχηθήκαν γιά τόν πλοΰτο τοΰ πατέρα τους, (Σχολιαστές τοΰ Βιργίλιου) γιατί κλέψανε τό χρυσάφι της (σημάδι τής ένήβωσης), καί γι'άλλους ( Η σίοδος) ό Διόνυσος, γιατί δέν καλοδέχτηκαν τίς τελετές του: άξιοσημείωτο πλέγμα τής μυθικής μνήμης, δπου τή μανιοδοτική λειτουργία τής Μεγάλης Θεάς ( = § 65) τήν άναδέχεται ό σερνικός παρακόλουθός της. Ή πα— 93 -
ρουσία τοϋ Μελάμποδος ("Ελλησι γαρ δή Μελάμπους, γιά τόν 'Ηρόδοτο, έστίν ό έξηγησάμενος τού Διονύσου τό τε οϋνομα xal τήν θνσίην xal τήν πομπήν τοϋ φαλλού) κατακυρώνει στό Διόνυσο τή σφετερισμένη λειτουργία τής Μεγάλης Θεάς· κι δσο γιά τόν άδερφό τοΟ Μελάμποδα είναι στοιχείο παρέμβλητο καί δέν βαραίνει στό μύθο. Μιά νεκρογιορτή (νεχύσια) μέ τ'δνομα Άγριάνια ή Άγράνια μνημόνευσε τό θάνατο τής μιάς άπό τΙς θυγατέρες τοϋ Προίτου. Άγριάνια ή Άγράνια δμως είναι ένας άλλος τύπος τοϋ όνόματος Άγριώνια, γιορτής πού γνωρίζεται σέ λογίς μεριές τής Βοιωτίας ('Ορχομενός, Χαιρώνεια, Θήβαι) καί πού στόν "Ορχομενό σχετίζεται μ'έναν δμοιο μύθο. Οί κόρες τού Μινύα, μυθικού βασιλιά τοϋ βοιωτικού "Ορχομενού, δέν άκοϋνε τό Κάλεσμα τοϋ Διονύσου νά πάρουνε μέρος στά 'δργια' τών άλλων γυναικών καί κρούονται άπό τό θεό μέ μανία* πάνω στήν τρέλα τους λαχταρούν άνθρώπινο κρέας καί σπαράζουν τό μικρό τής μιάς τους καί τό τρώνε* γιά νά πάρουν ύστερα τά βουνά μαζί μέ τΙς άλλες μαινάδες. Γιά τήν πράξη τους ειπώθηκαν Όλεΐαι ('φόνισσες' γιά μιάν άρχαία έρμηνεία: οϊον όλοαϊ) καί οί άντρες τους, πού φυσικά τΙς κυνηγοϋν γιά νά τΙς τιμωρήσουνε, εΙπώθηκαν, άπό τό μαύρο ντύμα τοϋ 'πένθους' τους ψολόεις ('άθαλωμένοι'). Τά παραπέρα τά δίνει ή Ιερουργία τών Άγριωνίων τοϋ 'Ορχομενού πού σχετίζεται μέ τό μύθο. Στή γιορτή τούτη δ Ιερέας τοϋ Διονύσου κυνηγά μέ γυμνό σπαθί ένα θίασο γυναικών πού λέγουνται Όλεΐαι καί πού πιστεύεται πώς κατεβαίνουν άπό τό γένος τοϋ Μινύα. "Οποια προφτάσει στό κυνήγημα, ό Ιερέας τή σκοτώνει* πού γίνηκε μέ μιά στά χρόνια άκόμη τοϋ Πλουτάρχου. Μιά κατηγορία όμόλογοι μύθοι παρουσιάζουν σειρά θεομάχους νά κυνηγοϋν τούς μαιναδικούς θιάσους τοϋ θεοϋ, ν'άντιδροϋν στό ξάπλωμα τής θρησκείας του καί, γενικά, νά συνερίζουν μαζί του. Σέ πολυγνώριμη περικοπή τής 6ης Ίλιαδικής ραψωδίας παρουσιάζεται ό βασιλιάς (τών Ήδωνών σ'άλλες έκδοχές) Λυκοϋργος νά κυνηγά καί νά χτυπά μέ βουπλήγα (βουκέντρα) τΙς μαιναδικές 'τροφούς' τοϋ Διονύσου {μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθήνας) πάνου στό 'Νυσήιον', παραδεισιακό, δπου άναθρέφεται ό θεός, βουνό: τήν Νύσαν ( = § 27). 'Εκείνες άφήσαν τά Ιερά' (θύσθλα) νά πέσουν άπό τά χέρια τους καί τρέχανε χτυπούμενες (θεινόμεναι) νά γλυτώσουνε, ένώ κατατρομαγμένος ό παιδικός Διόνυσος άπό τΙς φωνές τοϋ κυνηγητή, βούτησε στή θάλασσα, δπου τόν δέχτηκε στήν άγκαλιά της ή Θέτις. Ό Λυκοϋργος τυφλώνεται άπό τόν Δία ή σέ μιάν άλλην έκδοχή τρελαίνεται, καί σκοτώνει μέ τσεκούρι τό γιό του παίρνοντάς τον γιά κλήμα. Λογίς τροπές τοϋ μύθου του τόν παρουσιάζουν ν'άκρωτηριάζει τό κορμί του πάνω στήν τρέλα του, νά φυλακώνεται σέ πέτρινο σπήλαιο τοϋ Παγγαίου καί τέλος, κομματιασμένος άπό άγρια άλογα, νά πεθαίνει. Ό βασιλιάς τής Θήβας Πενθέας, γιός τής Αγαύης, κόρης τοϋ Κάδμου, ξεφρενιάζει γιά τή διάδοση τής λατρείας τοϋ Διόνυσου άνάμεσα — 94 -
στίς γυναίκες τής χώρας του, δπου πρωτοστατοΟν ή μάνα του κ'οί άλλες δυό άδερφές τής Σεμέλης, ή 'Ινώ καί ή Αύτονόη. Φυλακίζει τόν Διόνυσο καί τίς μαιναδικές του συντρόφισσες, πού λύνουνται ώστόσο θαυματικά, καί μελετά νά κυνηγήσει μέ τ'άρματα τίς μαινάδες τού τόπου. Ξεγελασμένος δμως άπό τόν Διόνυσο ν'άνεβεΐ, ντυμένος γυναικίστικα, στόν Κιθαιρώνα νά κρυφοκοιτάξει τίς γυναίκες νά όργιάζουνε, κι άνεβασμένος άπ'τόν ίδιον σ'ένα έλατο, κατασπαράζεται άπό τίς μαινάδες πού τόν βλέπουν και πού ξεριζώνουν, γιά νά τόν κατεβάσουνε, τό δέντρο. Στό δράμα 'Βάκχαι* πού ξετυλίγει τό μύθο μας, ή 'Αγαύη γυρίζει στή Θήβα μέ καρφωμένο στό θύρσο της τό κεφάλι τού γιού, πού μέσα στήν παράκρουσή της τό περνά πότε γιά κεφάλι λιονταριού καί πότε γιά μοσχαριού, γιά νά τά πεί καί θύρσο καί κεφάλι κάπου 'νιόκοφτο κλαδί* (ίλικα νεοτόμον). Ό 'άδερφός' τού Λυκούργου Βούτης έρχεται μ'άλλους Θρακιώτες στή Νάξο καί τήν κυριεύει. Καθώς δέν είχαν γυναικείο πληθυσμό στό νησί, γυρίζουνε γυρεύοντας γυναίκες κ'έρχουνται καί στή Θεσσαλία, δπου βρίσκουνε καί κυνηγούνε τΙς τροφούς τού Διονύσου πού τελούσαν, στήν 'Αρχαία Φθιώτιδα, τά 'δργιά' τους. 'Εκείνες πετούν άπό τά χέρια τους τά Ιερά' ( = § 20) άλλες τους τρέχουν κατά τό βουνό Δρίος κι άλλες κατά τή θάλασσα, μά ό Βούτης πιάνει μιά τους, τήν Κορωνίδα, τή φέρνει στή Νάξο καί τήν παίρνει γυναίκα του, δσο πού έκείνη κράζει βοηθό της τό θεό, κι ό Βούτης κρούεται άπό τόν Διόνυσο καί σκοτώνεται πέφτοντας σ'ένα πηγάδι. 'Επικεφαλής τού μαιναδικοϋ του στρατοΰ, ό Διόνυσος έρχεται άπό τά νησιά στήν 'Αργολίδα. 'Εκεί τόν άντιμετωπίζει σέ μάχη ό βασιλιάς Περσέας πού σκοτώνει τό θεό, πετώντας τον στά βάλτα τής Λέρνας. 'Ο μύθος συμπιάνεται μ'ίερουργίες τών 'Αργιτών πού κράζουν, άπό κάποιο βάθος έκεί, τόν Διόνυσο ν'άνέβει άπό τόν "Αδη (= § 44)· Κατά μιάν άλλη παράδοση πού συνδέεται μέ τή λατρεία τοϋ Διονύσου ΚρησΙον στό "Αργός, ό θεός συμφιλιώνεται μέ τόν Περσέα. Οί γυναίκες τής Τανάγρας λούζουνται στή θάλασσα, προτοΰ ν'άρχίσουν τΙς διονυσιακές Ιερουργίες. 'Εκεί ρίχνεται καταπάνω τους ό θαλασσοδαίμονας Τρίτωνας καί κράζουν βοηθό τους τόν Διόνυσο πού παρουσιάζεται μονομιάς, παλεύει μέ τόν Τρίτωνα καί τόν νικάει. Είναι φορές πού τό θΰμα δέν είναι ό άντίμαχος τοϋ θεοϋ μά ό ίδιος ό θεός, δπως στόν άγώνα του μέ τόν Περσέα, ή κάποιος φίλος τοϋ θεοϋ, δπως στό μύθο τού Ίκαρίου. Ό Ίκάριος, φίλος καί διπλότυπο τοϋ Διονύσου, φιλοξενεί στόν δήμο 'Ικαρία τής 'Αττικής τόν Διόνυσο, πού τοϋ μαθαίνει τήν καλλιέργεια τ'άμπελιοϋ καί τις θαυματικές ιδιότητες τοϋ κρασιού του. Ό άγαθός ήρωας γυρίζει ύστερα μ'άμάξι τήν 'Αττική καί μοιράζει κρασί στούς χωρικούς πού, νιώθοντας τ'άποτελέσματα τοϋ πιοτού καί λογιάζοντας πώς ό Ίκάριος τούς έδωκε φαρμάκι νά πιοϋν, τόν σκοτώνουνε καί τό κορμί του τό θάβουν κάτου άπό'να δέντρο ή τό ρίχνουνε σέ ένα πηγάδι. 'Εδώ πέφτει κι ό μύθος τής λατρείας - 95 -
τοϋ Διονύσου ΆΙγοβόλου' στίς Ποτνιές τής Βοιωτίας. Σέ γιορτή θυσίας γιά τό θεό, οί ντόπιοι παραμεθύσανε, Ισαμε νά σκοτώσουν τόν Ιερέα τοϋ Διονύσου· άκολουθά θανατικό πού τό θεραπεύει χρησμός νά θυσιάζουν κάθε χρόνο ένα όμορφο άγόρι στό θεό πού ύστερότερα τούς άλλάζει τό θύμα μέ γίδα. Τά Εθιμα τού Έποχικοϋ Δράματος τής Ευρώπης βοηθήσαν ν'άποκατασταθεϊ ή έρμηνεία τών μύθων αύτών, πού πρώτα πιστεύουνταν πώς είναι μύθοι ιστορικοί, καθρεφτισμοί τής άντίδρασης πού βρήκε στό ξάπλωμά της ή διονυσιακή θρησκεία. "Εναν άνώτερο βαθμό τών Ιερουργιών πού καθρεφτίζουν οί μύθοι τής άντιδιονυσιακής δράσης καθρεφτίζει ό διονυσιακός μύθος τής βασιλικής μονομαχίας Ξάνθου καί Μελάνθου. Οί "Αθηναίοι κ'οί Βοιωτοί πολεμούσαν γιά τόν τόπο ΚελαιναΙ στά σύνορά τους. Ό βασιλιάς τών Βοιωτών Ξάνθος κάλεσε σέ μονομαχία τόν βασιλιά τών 'Αθηναίων Θυμοίτην, πού άρνήθηκε ώστόσο. Ό μεσσήνιος τότε Μέλανθος, άπό τό γένος τών Νηλειδών, πού βρισκόνταν στήν "Αθήνα έκεΐνο τόν καιρό, προσφέρθηκε νά μονομαχήσει μέ τόν Ξάνθο αύτός (μέ τόν δρο, φυσικά, νά πάρει, άν νικούσε, τήν άθηναϊκή βασιλεία). 'Εκεί πού μονομαχούσανε, ό Μέλανθος είδε πίσω άπό τόν Ξάνθο κάποιον φορεμένον μαύρο γιδοτόμαρο, τόν Διόνυσο βέβαια, καί κατηγόρησε τόν Ξάνθο πώς πατεί τούς μονομαχικούς κανόνες φέρνοντας καί παραστάτη. Καθώς ό Ξάνθος γύρισε νά δεϊ γιά ποιόν μιλά, ό Μέλανθος βρήκε τήν εύκαιρία νά τόν σκοτώσει καί νά πάρει τήν άθηναϊκή βασιλεία. "Εδώθε, λέγεται, καθιερώθηκαν τά "Απατούρια" (πού'χανε κάποιο σύνδεσμο μέ τά 'Ανθεστήρια) καί νά Ιδρυθεί βωμός τού ΜελαναΙγιδος Διονύσου, πού σ'άλλους μύθους ή λατρεία του συνδέεται μέ τίς άττικοβιωτικές μαινάδες "Ελευθερές', κόρες τού 'Ελευθήρος ( = § 55)·
§ 37 Τό Διονυσιακό 'Εποχικό Δράμα
Ο
λα τά στοιχεία τής άρχαιοδιονυσιακής μύησης μάς δίνουνται άπό τούς Μαιναδικούς θιάσους. 'Απ'έδώ ή άξίωση πώς φορείς τής άρχαίας Διονυσιακής θρησκείας είναι μονάχα γυναίκες. Προχωρώντας νεότερος μελετητής παραδέχτηκε, μέ βάση του τά πλήθος έθνολογικά παράλληλα, πώς οί ίδιοι οί Μαιναδικοί θίασοι γυρίζουν ύστερότερα σ'άνδρικούς, μέ τήν είσχώρηση τοϋ άρσενικοϋ στοιχείου στίς γυναικείες Ιερουργίες. Μπορεί ώστόσο ν'άντιπαρατηρηθεΐ πώς δπου σώθηκαν οί άρχαίοι Μαιναδικοί θίασοι, άνασώθηκαν καθαροί άπό κάθε άνακάτωμα άντρών καί πώς οί μικτοί θίασοι είναι γεννήματα τών ύστερότερων καιρών, δταν έπαψε πιά ή λειτουργία τών άρχαίων άνδρικών θιάσων. Σέ λογίς, έπειτα, Ιερουργίες τών - 96 -
Μαινάδων φαίνεται καθαρά ή παρουσία ξεχωριστών άνδρικών θιάσων οί 'θεομάχοι' κι όσοι άλλοι κυνηγοΟν μαιναδικούς θιάσους είναι μυθικές προβολές κορυφαίων άνδρικών θιάσων. ΤοΟτο μαρτυριέται άπό τό μύθο τών Προιτίδων (συγγενικόν άλλωστε μέ τό μύθο τών Όλειών τοΰ βοιωτικού 'Ορχομενού) πού τις κυνηγά ό Μελάμπους (διονυσιακή κι αύτός μορφή) έπικεφαλής άνδρικού θιάσου πού τρέχει καταπίσω τους μετ αλαλαγμού και bdéov χορείας. Οί πλασματικές μάχες τών Μαινάδων μ'άντρες στούς μύθους τής "Άντιδιονυσιακής Δράσης" ( = § 36) άφήνουν νά φανούν στό βάθος τών μύθων αυτών άνδρικοί θίασοι καί συνιερουργίες τών Μαινάδων μαζί τους. Λείψανα τών παράλληλων αύτών γυναικείων κι άνδρικών θιάσων έχουμε τά παράλληλα Ιερατικά σώματα άντρών καί γυναικών, σ'όρισμένες λατρείες. Είναι οί "Οσιοι τών Δελφών δίπλα στίς Θυιάδες ( = § 77). θρυλικοί Ψολόεις ( = 'άθαλωμένοι') δίπλα στίς μαιναδικές "Ολείες' τής Βοιωτίας ( = § 53)> έννιά άντρες κοντά στίς έννιά γυναίκες πού ίερατεύουν στή λατρεία τοΰ Διονύσου τοΰ ΑΙσυμνήτου στίς Πάτρες. Ποιοι δμως είναι καί ποΰ βρίσκουνται οί άνδρικοί αύτοί θίασοι πού συνιερουργοΰν μέ τούς Μαιναδικούς θιάσους; Ή μόνη άπόκριση πού μπορεί νά δοθεί είναι πώς τά μαιναδικά δργια, τά Τριετηρικά, είναι καθαρά γυναικεία μύηση, προετοιμασία γιά τίς Ιερουργίες τοΰ Έποχικοΰ Δράματος πού τελούνται κάθε χρόνο. Ποιά πάλι είναι ή μύηση τών άνδρικών θιάσων δέν τό μαθαίνουμε, δέν είναι ώστόσο δύσκολο νά τό άπεικάσουμε άπό τίς ίδιες τίς χρονιάτικες Ιερουργίες τους μέ τούς γυναικείους θιάσους. Ε ί ν α ι ο ί ί δ ι ε ς μ ' α ύ τές πού σ υ ν ά γ ο υ ν τ α ι γιά τ ή ν Κ. ο υ ρ η τ ι κ ή Μ ύ η σ η δπου ε ν α ς τοΰ ά ν δ ρ ι κ ο ΰ θιάσου ά ν α δ ε ί χ ν ε τ α ι μ'άγων ί σ μ α τ α " Μ έ γ ι σ τ ο ς Κ ο ύ ρ ο ς " , κ ο ρ υ φ α ί ο ς τοΰ θιάσου του καί δ ι ε κ δ ι κ η τ ή ς τής Π ε ρ ι ο δ ι κ ή ς Μαγικόθ ε ϊ κ ή ς Β α σ ι λ ε ί α ς ( = § 35)· Γ ^ ν καί οί άνδρικοί αύτοί θίασοι τελούν άνάλογη μέ τών Μαινάδων 'τριετηρική' προετοιμαστική μύηση δέν έχουμε άλλη ένδειξη παρά τοΰ άποσπάσματος τών 'Κρητών', τοΰ ΕύριπΙδη πού περιορίζει τήν, δμοια μέ τήν μαιναδική, τριετηρική, νυκτιπολική, κι ώμοφαγική δράση τών μυστών τοΰ Ίδαίου Διός σ'έναν μονάχα μυητικό βαθμό, τών 'βάκχων', τοΰ θιάσου τών Ίδαίων Δακτύλων ή Κουρήτων.) Οί Ιερουργίες, κοντολογίς, τών άνδρικών θιάσων μέ τούς Μαιναδικούς είναι τοΰ Έποχικοΰ Δράματος πού βοηθά τή μετάβαση άπό τόν χειμώνα στήν άνοιξη, άπό τήν περασμένη στήν έρχόμενη χρονιά, καί πού τό ξέρουμε σέ διάφορους τύπους. Σ'έναν άπό τούς τύπους αύτούς, άνθρώπινο όμοίωμα πού παρασταίνει τόν Χειμώνα, τήν Περασμένη Χρονιά, τό 'Θάνατο' (δπως συνηθίζεται καί νά λέγεται), τό μεταφέρουν έξω άπό τά σύνορα τής κοινότητας κ'έκεϊ τό κομματιάζουν ή τό ρίχνουν στά Νερά, ένώ ένα άλλο, συχνά ένα Δέντρο ή Κλαρί, παρασταίνοντας τήν "Ανοιξη, τό Καλοκαίρι, τήν Καινούρια Χρο- 9 7 7
νια ή τή 'Ζωή' (δπως συνηθίζεται και νά λέγεται), τό φέρνουν άπό τήν έξοχή στήν κοινότητα πίσω: φέρομεν ίξ δρεος Ιλιχα νεοτόμον έπί μέλαθρα, μαχάριον θήραν τραγουδά ή Αγαύη στις 'Βάκχες' γιά τό θύρσο της μέ τό μπηγμένο σ'αύτόν κεφάλι τού κομματιασμένου Πενθέα. Τό έθιμο τούτο, πολυγνώριμο στά έθιμα τής Εύρώπης, δείχτη κε άπό τόν Bather στό βάθος τών 'Βακχών' κ'είναι στό βάθος δλων τών μύθων τής "Αντιδιονυσιακής Δράσης'. Είναι, πάλι, φορές πού τή θέση τών όμοιωμάτων πού γυρίζουνε τήν παίρνουν πραγματικά πρόσωπα: έκεϊνοι πού κρατούν, στή μιά ή τήν άλλη πανήγυρη, τό Κλαδί της. Τέτοια πρόσωπα τού άρχαίου 'Εποχικού Δράματος άνιχνεύουνται στόν 'Δαφνηφόρον' τής Θηβαϊκής Δαφνηφορίας, στό παληκάρι τού δελφικού 'Στεπτηρίου' πού παρασταίνει τόν "Απόλλωνα, καί στόν Νικητή τών "Ολυμπιακών 'Αγώνων. Είναι, πάλι, φορές πού τό πνεύμα τής βλάστησης ένσαρκώνεται άπό θηλυκό πρόσωπο, πού λέγεται 'βασίλισσα', ή άπ'άρσενικό πού λέγεται 'βασιλιάς' κ'έτούτο. Στό βάθος βρίσκεται ή συζυγία τών δυό ένσαρκώσεων, πού ή ένωσή τους είναι κ'ή κορύφωση τοϋ δράματος τούτου. Στοιχεία, άλήθεια, τού 'Εποχικού Δράματος είναι πλασματικές μάχες δυό όμάδων, μονομαχία δυό άνταγωνιστών πού ένσαρκώνουν τό πνεϋμα ό ένας τής περασμένης καί ό άλλος τής νέας χρονιάς, έρωτικά δργια, κι ό γάμος, τέλος, τών δυό πρωταγωνιστών, τοϋ 'βασιλιά' καί τής 'βασίλισσας', πού άναδείχνει τό γονιμικό τής χρονιάς ζευγάρι. Λείψανα δλα τούτα μιάς διασπασμένης θιασικής πράξης, δπου θίασοι άντρών καί γυναικών άναδείχνουν τούς δυό κορυφαίους τους πού θ'άποτελέσουν τό γονιμικό τούτο ζευγάρι. "Ορισμένες, έτσι, πλασματικές μάχες καθρεφτίζουνται σέ γνώριμες διονυσιακές παραδόσεις. Στή σκηνή τής μαιναδικής έπιδρομής πού περιγράφει ό πρώτος "Αγγελιοφόρος τών 'Βακχών' οί Μαινάδες άντιμετωπίζουν σέ μάχη τούς άντρες. Σ'έναν άπό τούς μύθους τής 'Αντιδιονυσιακής Δράσης ό Διόνυσος, έπικεφαλής τοϋ γυναικείου στρατοϋ τών Μαινάδων, στήνει πόλεμο μέ τόν Περσέα, πού άρχηγεύει τό στρατό τό δικό του. Αίτιολογικός μύθος παρασταίνει τόν Μακεδόνα βασιλιά 'Αργαϊον ν'άντιπαρατάζει στούς όχτρούς του τίς έπιχώριες Μαινάδες ( = § 56). Λείψανο τών πλασματικών αύτών μαχών βρίσκεται στό Χορό τής Κωμωδίας, πού βγαίνει άπό τό "Εποχικό Δράμα. 'Εδώ ό Χορός, διπλάσιος τοϋ Χοροϋ τής Τραγωδίας, χωρίζεται κάποτε σέ δυό Άντιχόρια, πού μάχουνται μεταξύ τους. Τό ίδιο βρίσκεται ξεχωριστά στήν 'παράβασιν', κεντρικό μέρος κι άφετηρία τής Κωμωδίας- είναι ένας Χορικός "Αγών', συνδεμένος κάποτε μέ τόν άγώνα τών δυό άνταγωνιστών, σάν κορυφαίων τών δυό όμάδων. Στή 'Λυσιστράτη' μάλιστα έχουμε δυό διαφορετικά ήμιχόρια, ένα άπό γυναίκες κ'ένα άπό άντρες, σωστή εικονογράφηση τών άνταγωνιστικών διονυσιακών θιάσων. Ξεθωριασμένα άπομεινάρια τών θιασικών αύτών Ιερουργιών έχουμε τά 'σκώμματα' (σκώμματα έξ αμαξών) τών - 98 -
'Ανθεστηρίων καί τών Ληναίων. 'Από τις πλασματικές αύτές μάχες διαμορφώνεται ό πολεμικός χαραχτήρας τού Διονύσου Ç Αρεως τε μοΐραν μεταλαβών, μετέχει τινά), άπ'δπου τά έπίθετά του "Αρεως καί Ένυάλιος, πού τόν έξομοιώνουν μέ τόν "Αρη. Στό κυνήγημα, άπό τήν άλλη, τού Μαιναδικοϋ θιάσου, ή μονομαχία τών δυό άνταγωνιστών βρίσκεται σ'δλους τούς μύθους τής 'Αντιδιονυσιακής Δράσης, καί σ'όρισμένους, δπως ό άγώνας τού Διονύσου και τού Τρίτωνα ή τοϋ Διονύσου καί τοϋ Περσέα, όλοφάνερη κιόλας. Τήν ίδια έποχική μονομαχία μαρτυρά, μά γυρισμένη σέ βασιλοκτονική μονομαχία, ό μύθος τού Μελάνθου καί τοϋ Ξάνθου. Στούς ίδιους μύθους είκονίζεται τό κυνήγημα, άπό κάποιο θεομάχο βασιλιά, τού Μαιναδικοϋ Θιάσου. Σκοπός τού κυνηγήματος αύτού, πού στό βάθος του φαίνεται τό μυητικό άγώνισμα τού Δρόμου, είναι τό διάλεγμα τής νύφης τοϋ γονιμικοϋ ζευγαριού τού νέου χρόνου (Thomson). Αυτό μαρτυριέται κι άπό τόν όμόλογο μύθο τού Μελάμποδος πού κυνηγά τίς μαιναδικές Προιτίδες καί παίρνει ύστερα γυναίκα του μιάν άπ'αύτές κι άπό τό μύθο, δπου ό Βούτης, κυνηγητής τοϋ Μαιναδικοϋ Θιάσου κι αύτός, πιάνει καί παίρνει γυναίκα του τήν Κορωνίδα. 'Εκφυλισμένη ή πράξη συναντιέται σάν Ιερουργία τών 'Αγριωνίων τού Βοιωτικού 'Ορχομενού, δπου ό Ιερέας τού Διονύσου, λείψανο τού κορυφαίου τού άνδρικοϋ θιάσου, κυνηγά, κρατώντας σπαθί, τΙς Όλεϊες, γυναίκες μαιναδικοϋ θιάσου, καί σκοτώνει δποιαν τους φτάσει. Τά έρωτικά, τέλος, δργια στό Διονυσιακό 'Εποχικό Δράμα, άπό πολλά μαρτυριούνται. Σέ δράμα μέ διονυσιακό θέμα, ό Αίσχύλος λέει τίς βακχευόμενες γυναίκες χαλιμάδας πού σημαίνει, γιά τούς άρχαίους λεξικογράφους, αϊ χαλόμεναι πρός αυνονσίαν, άναίσχντοι καί θρασεϊαι, πόρναι. Οί ύποψίες γιά έρωτικά δργια τών Μαινάδων τρέχουν σ'όλόκληρο τό σώμα τών 'Βακχών', τό εύαγγέλιο τούτο τής Διονυσιακής Θρησκείας. Ό Ίων, στό δμώνυμο δράμα τού Εύριπίδη, μαθαίνοντας πώς ό Ξούθος, πού ό χρησμός τόν λέει πατέρα του, είχε έρθει στούς Δελφούς τόν καιρό τών Μαιναδικών όργίων τους καί πήρε μέρος σ'αύτά, δέν άμφιβάλλει πιά γιά τήν πατρότητά του. ΟΙ κατηγορίες γιά τά δργια τών ρωμαϊκών Βακχείων (Bacchanalia) κ'ή έρωτική σημασία πού παίρνει ό δρος δργια (= μυστικές Ιεροτελεστίες) άπό τήν Ιδέα τών άλεξανδρινών καί ρωμαϊκών καιρών γιά τήν ούσία τής Διονυσιακής Θρησκείας, βεβαιώνουν τά έρωτικά δργια τών Μαιναδικών θιάσων μέ τούς άντίστοιχους άνδρικούς θιάσους. Ό λ α τούτα άπομένουν στούς διονυσιακούς μύθους καί στά διονυσιακά πανηγύρια, διασπαρμένα, δπως είπαμε, λείψανα ένός 'Εποχικού Δράματος πού διαμόρφωνε τή βλαστική κ'έποχική πλευρά τού Διονύσου.
- 99 --
§ 38 Ό Διόνυσος θεός τής Γονιμικής 'Υγρασίας
Αγκαλά
κ'ή άνατροφή του άπό τΙς "Υάδες κ'ένα του έπίθετο "Υης δείχνουν τόν θεό μας σά θεό τής βροχής, πουθενά ό Διόνυσος δέν παρουσιάζεται νά'χει τή βροχική λειτουργία. Μιά άποψη είναι πώς τό έπίθετο τό παίρνει άπό τό σαβαζιακό φώνημα ΰης άττης μέ τούς σαβαζιακούς του συνδέσμους ( = § 8ο). Πιθανότερο εϊναι πώς ή λειτουργία τούτη (οίκουμενικά φεγγαρική) είταν τού κρητικού Διός, πού κι αύτός άναθρέφεται άπό τις 'Υάδες, καί ξεμένει κληρονομικός μονάχα τίτλος τού Διονύσου, άφοϋ, σά θεός τοϋ Ούρανοϋ, τή σφετερίζεται ό έλληνικός ύστερα Δίας ( = § 26). "Οπως καί νά'ναι, ό γιός τοϋ Ούρανοϋ καί τής Γής είναι ένας βλαστικός θεός πού σχετίζεται πρώτα άπ'δλα μέ τή γονιμική υγρασία: ού μόνον τοϋ οίνου τόν Διόνυσον, γράφει ό Πλούταρχος, άλλα καί πάσης ύγράς φύσεως ήγοϋνται κύριον και άρχηγόν, κ'οί μύθοι κ'ή λατρεία του τόν συνδέουν σταθερά μέ τις πηγές, τά βάλτα, τή θάλασσα καί μέ τά θηλυκά πνεύματα τών νερών: τΙς Νύμφες. Μέ τις πηγές τόν συνδέουν μιά πηγή Διονυσιάς, κοντά στήν Κυπαρισσία, πού τήν άνοιξε ό ίδιος μέ χτύπημα τοϋ θύρσου του στή γή, ή πηγή Κισσούσα κοντά στήν "Αλίαρτο', πού μυθευόνταν πώς έκεΐ τόν λούσαν οί 'τροφοί' του μόλις γεννήθηκε, κ'οί πηγές πού άνοίγουν, στίς 'Βάκχες', οί μαινάδες του, χτυπώντας μέ τό θύρσο τους τά βράχια. Μιά σειρά έπίθετα, Λιμναγεντ/ς, Λιμναίος, έν Λίμναις, μαρτυρούνε τόπους τής λατρείας του βαλτονεριές (λίμναι), δπως στήν 'Αθήνα, δπου τό άρχαιότερο Ιερό του, πού άνοιγε μιά φορά τό χρόνο, στούς 'Χόας' τών 'Ανθεστηρίων', εϊταν στό βαλτότοπο τής βορειοδυτικής πλευράς τής "Ακρόπολης Λίμναι, ή οί μυθικοί καί λατρειακοί σύνδεσμοί του μέ τά βάλτα τής Λέρνας. Μέ τά πηγάδια τόν συνδέουν οί μύθοι τοϋ Έποχικοϋ Δράματός του ( = § 37). Φρενοκρουσμένος ό Βούτης άπό τό θεό πέφτει καί πνίγεται σ'ένα πηγάδι - ό νεκρός Ίκάριος θάβεται κάτου άπό'να δέντρο ή ρίχνεται σ'ένα πηγάδι. Μ'ένα ποτάμι Λευκυανία στήν "Ηλιδα τόν συνδέει τό έπίθετό του Λευκυανίτης. Έ ν α έπίθετό του Πελάγιος στίς Παγασές, κι άλλο, Άκταΐος στή Χίο τόν συνδέουν μέ τή θάλασσα, καθώς κ'οί μύθοι τού "Εποχικοϋ Δράματός' του. "Οταν ό Λυκοϋργος κυνηγά τις 'τροφούς' του πάνω στό Νυσήιον, ό Διόνυσος τρομαγμένος ρίχνεται στή θάλασσα, δπου τόν παίρνει στήν άγκαλιά της ή θέτις· ό Διόνυσος καταπαλεύει στή θάλασσα τόν Τρίτωνα πού χύμησε κατά τίς Ιερές γυναίκες τής λατρείας του- δταν ό 'Ορφέας, μορφή διονυσιακή, κομματιάζεται άπό τίς Μαινάδες, τό κεφάλι του πετιέται, ή φτάνει μέ τόν Έβρο, στή θάλασσα, δπου ταξιδεύει άπάθητο ίσαμε -100-
τή Λέσβο - ό λέσβιος 'Αρίων, μιά διονυσιακή κι αύτός μορφή, πηδά στή θάλασσα άπό τό καράβι τών πειρατών ντυμένος τήν Ιερατική του στολή: μιάς λογής Διόνυσος κι ό ίδιος. Στό βάθος δλων αύτών είναι τό έθιμο τοΰ Έποχικοΰ Δράματος νά ρίχνουνε στά Νερά τό δεντρικό όμοίωμα πού βγάζουν άπό τήν κοινότητα σάν άποπομπαία παράσταση τοΰ περασμένου χρόνου ( = § 37)· "Η ιερουργία, πού φέρνει σ'έπαφή τό σύμβολο τής βλάστησης μέ τό γονιμικό στοιχείο τοΰ Νεροΰ, είναι καί μιά μαγεία τής βροχής άντάμα. Οί προβολές τής Ιερουργίας αύτής περνούν καί στό μύθο τοΰ Θείου Βρέφους μέ τό θέμα τής Κάσας, λάρναχος, πού Ταξιδεύει. Στήν κατηγορία τούτη πέφτει κι ό μύθος τής λατρείας τοΰ Διονύσου "Αισυμνήτου' στίς Πάτρες. Ένας Εύρύπυλος φέρνει άπό πελάγου μιά 'λάρνακα' πού μέσα της είταν τό ξόανο τοΰ Διονύσου. Τό δέντρο όμως δέν είναι παράσταση τοΰ βλαστικού μονάχα θεοΰ, μά καί τής θεάς παλαιότερά του. Είναι, έτσι, φορές πού ή 'Λάρναξ πού Ταξιδεύει' κλείνει μέσα της τή Μάνα (πού ξεπέφτει σ'ήρωίδα) καί τό Θείο Βρέφος. Είναι ή περιπέτεια τής Δανάης καί τοΰ Περσέα, τής Αύγής καί τοΰ Τήλεφου, τής Ροιοΰς καί τοΰ "Ανιου, κ'ή όμόλογη τής Ήμιθέας καί τοΰ Τέννη. Τοΰ ίδιου κύκλου είναι κι ό διονυσιακός μύθος τών Βρασιών τής Λακωνίας. "Οταν ή Σεμέλη γέννησε τόν Διόνυσο, ό Κάδ. μος, σέ μιάν έκδοχή, τήν έβαλε, μαζί μέ τό βρέφος, σέ 'λάρνακα' πού, ριγμένη στό πέλαγο, έφτασε μέ τά κύματα στίς Βρασιές, δπου έρχεται ή Ίώ κι άναθρέφει τόν Βρεφικό Διόνυσο (γιατί ή Σεμέλη είχε πεθάνει στό ταξίδι).
§ 39 Ό Βλαστικός Διόνυσος
Η
υγρά φύσις, δπου βασιλεύει ό Διόνυσος ( = § 38)» περιλαβαίνει κατά κύριο λόγο τούς χυμούς τής βλαστικής ζωής καί τών καρπών της· Ή πιό καθολική φυτική ένσάρκωση τοΰ Διονύσου είναι ό Κισσός, πού'ναι κ'ένας άπό τούς άρχαιότερους θύρσους τών διονυσιακών θιάσων. Έ ν α ταυτισμό τοΰ Διονύσου μέ τόν κισσό μαρτυρά τό έπίθετό του Κισσός στίς 'Αχαρνές, δπου λατρεύεται ένας Διόνυσος 'Μελπόμενος' κι δπου οί ντόπιοι, πού κατά τήν παράδοσή τους, έκεϊ πρωτοβλάστησε ό κισσός, χισσόν τόν αύτόν θεόν τιμώσι. Σέ κάποιες βοιωτικές ιερουργίες Ç Αγριατνίοις xal Νυχτελίοις ών τά πολλά διά σχότονς δράται), οί μαινόμενες γυναίκες σπαράζουνε καί τρώνε τόν κισσό, σάν ένσάρκωση, φυσικά, τοΰ Διονύσου: έδώ al ένοχοι τοις βαχχιχοϊς πάθεσι γυναίκες ευθύς έπΐ τόν χιττον φέρονται xal σπαράττουσι δραττόμεναι ταϊς χερσί xal διεσθίουσι τοις στόμασι. Στή Θήβα ό Διόνυσος λέγεται Περιχιόνιος, δντας ό κισσός πού περιτυλίγει τόν — 101 -
Διόνυσο 'στϋλον' ή Κάδμον (και Καδμεϊον) τών παλιών άνακτόρων τοϋ Κάδμου' καί μιά παράδοση (στορεΤ πώς, δταν κεραυνωθήκαν τ'άνάκτορα, κισσός πού περιτύλιξε τις κολόνες τους φύλαξε άπό τις φλόγες τό Θείο Βρέφος. Τόν Ιδιο ταυτισμό μαρτυρά τό ξαφνικό στά διονυσιακά θαύματα σκαρφάλωμα τοϋ κισσού, πού σημαίνει 'έπιφάνειαν' τού θεού στή φυτική ένσάρκωσή του. Σέ στίχο τοϋ Αισχύλου, ό 'Απόλλωνας άλλάζει τό έπίθετό του μάντις μέ τό διονυσιακό χισσεύς ( = § 77)· έπιγραφή τής Άμοργοΰ άναφέρει τή λατρεία ένός Διονύσου Κισσοχόμα· κ'έπιγραφή τών ρωμαϊκών καιρών άναφέρει γιά τόν μήνα Γαμηλιώνα στήν 'Αττική χιττώσεις Διονύσου, περιτύλιγμα ή στεφάνωμα μέ κισσό τοϋ Διόνυσου-Στύλου. Μιά σειρά έπίθετα, Άνθιστήρ (στή Θήρα), "Ανθιος (στή Φλύα τής "Αττικής), ΜελανΘΙδης (στήν "Αθήνα), κ'ή μεγάλη του γιορτή, τά 'Ανθεστήρια, σχετίζουν τόν Διόνυσο μέ τά λουλούδια. Τούς σχετισμούς του μέ τά δέντρα τούς μαρτυρούν τά έπίθετά του Δενδρεύς, "Ενδενδρος, Δενδρίτης. Είναι ό θεός τής άγριας βλάστησης καί, μ'ύστερότερες μεταφορές, έπίσχοπος καί τών ήμερων δέντρων. Ή ίδιότητά του σά "Δενδρίτη' θεού βρίσκεται στό κέντρο τής πανελληνικής του λατρείας: Διονύσω Δενδρίτη πάντες, ώς Ιπος είπεϊν, "Ελληνες θύονσι. "Ενα ξόανο πού βρέθηκε μέσα σέ πλατάνι τής Μαγνησίας τοϋ Μαιάνδρου ( = § 55) άναγνωρίστηκε πώς είτανε τοϋ Διονύσου. Στή Βοιωτία λατρεύεται ένας "Ενδενδρος Διόνυσος, στά Μέγαρα ένας Δασύλλιος, στήν 'Ηραία τής 'Αρκαδίας ένας Αύξίτης, στήν Κώ ένας θυλλοφόρος ( = Κλαδοφόρος ή Φυλλοφόρος) κ'ένας Σχυλλίτας (πού έρμηνεύεται άπό μιά 'γλώσσα' τού 'Ησυχίου: σχυλλίς· χληματις) καί σέ πολλές περιοχές ένας Φλεύς, Φλεών, Φλοϊος κι άνάλογα, έπίθετα πού σχετίζουνται μέ τή βλαστογονιμική λειτουργία. "Από τά άγρια δέντρα τούς άρχαιότερους σχετισμούς μέ τόν Διόνυσο τούς κρατούν τό 'Ελάτι καί τό Πεύκο. Σέ νομίσματα καί άγγεϊα τού 6ου καί 5ου ΑΙώνα, ένα όλόκληρο έλατο ή ένα κλαρί του παρουσιάζεται σά θύρσος στά χέρια τών Κενταύρων καί τών Σατύρων. Είναι πάνου σ'ένα έλατο πού άνεβαίνει ό Πενθέας (μορφή τοϋ Διονύσου) καί τό έλατο τοϋτο τό ξεριζώνουν στίς 'Βάκχες' οί Μαινάδες. Γιά τούς Κορίνθιους τό δέντρο τοϋ Πενθέα εϊταν ένα πεύκο καί, συμβουλευμένοι άπό δελφικό χρησμό νά βροϋν τό δέντρο τούτο καί νά τό λατρέψουν δσο καί τόν Ιδιο τό Θεό (τό δένδρον ίσα τω θεώ αέβειν), άπό τό ξύλο του φτιάνουν άγάλματα τοϋ Διονύσου 'Βακχείου' (Μανιοδότη) καί τοϋ Διονύσου 'Λυσίου' (Μανιολύτη). Οί πεύκινες λαμπάδες φέγγουν στά μαιναδικά δργια, πού ή φυσική σκηνογραφία τους, στά βουνά, είναι πάλι τά πεύκα" κ'έτσι τό κουκουνάρι πού παρουσιάζεται στήν έλληνιστική έποχή στήν κορυφή τοϋ τεχνητού θύρσου (πού ώς τότε στεφανώνεται μέ κισσό ή κληματόκλαδο) ξαναφέρνει Ισως στή ζωή παλιότερο συνήθιο. Διονυσιακά δργια στή Μελάγγεια τής 'Αρκαδίας τά τελοϋν θιασώτες μέ τό δνομα 'Μελιασταί', άπ'δπου φαί- 102 -
νεται πώς σχετίζουνται μέ τό δέντρο Μελιά, κ'Ενας άπό τούς τρεις θιάσους πού όργανώθηκαν στήν Μαγνησία, σά βρέθηκε μέσα στό πλατάνι πού'ριξε ό άγέρας ή εΙκόνα τού θεού, ( = § 55)» λέγεται τών Πλατανιστψών, πού τά δργιά τους θά σχετίζουνται μέ τήν προκοπή τού πλατάνου. 'Επιγραφή τών αύτοκρατορικών χρόνων άπό τή Θεσσαλονίκη άναφέρει Ιέρεια Διονύσου τού Πρινοφόρον (δηλαδή θιάσου Πρινοφόρων), καί θίασο Αρνοφόρων, πού (αν δέν είναι έπαγγελματικοί) θά μεταφέρουν Ισως σέ πομπές τό πρινάρι καί τό δρύ,' σάν ένσαρκωμούς τού Διονύσου. 'Δοτήρ' καί 'έπίσκοπος' καί τών ήμερων δέντρων, ό Διόνυσος κάνει νά προκόβει ή καρποφορία τους: άγνόν φέγγος όπώρας. Στή Λακωνική λατρεύεται ένας Διόνυσος Συχίτης και στή Νάξο ένας Διόνυσος Μειλίχιος (άπό τά σύκα πού τά λένε 'μείλιχα') πού τό προσωπείο του είναι άπό ξύλο συκιάς καμωμένο. Ά π ό ξύλο συκιάς είναι στή Ρόδο καμωμένοι κ'οί φαλλοί πού λέγουνται, άπό τό μητρωνυμικό του, Θνωνίδαι. Στή Λάρνακα τού Κυψέλου, πού τήν ξέρουμε άπό περιγραφή τού Παυσανία, ό Διόνυσος είκονιζόνταν άνάμεσα σέ μηλιές καί ροδιές· καί τά μήλα είναι Ιερά τού Διονύσου, πού λογιέται 'εύρετής' τους. "Ενας μύθος θέλει πώς ή Καρύα εΐταν άγαπημένη τού θεού κ'έκείνος τή μεταμόρφωσε στό συνονόματο δέντρο. Στή Θεσσαλία λατρεύεται Ενας Διόνυσος Κάρπιος, στή Μεσημβρία ένας Διόνυσος Εϋχαρπος, καί μικρασιατικές περιοχές ξέρουν τή λατρεία ένός Διονύσου Καλλιχάρπον. Ή άρχαιότερη έτσι παράσταση τού βλαστικού Διονύσου είναι τό όμοίωμα τού δέντρου: ή ξύλινη κολόνα. Στή Θήβα λατρεύεται ένας στυλος-Διόνυσος, ό ίδιος φαίνεται ό Διόνυσος Κάδμος ή Καδμείος, ένα ξύλο πού λογιόνταν πώς έπεσε άπό τόν ουρανό καί πού τό συντηρούσαν ύστερα μέ χάλκινα δεσίδια. Στά σύντελα ακόμη τού άρχαίου κόσμου οί γεωργοί στήνουνε μέσα στίς φυτειές τους Εναν άτόφιο δεντροκορμό, αυτοφυές πρέμνον, άγροιχιχόν άγαλμα, παράσταση τού Διονύσου. § 40 Ό Διόνυσος καί τό Κρασί
Υ
στερότεροι σχετισμοί συνδέουν τόν Διόνυσο μέ τό Κρασί· γιατί ό Διόνυσος άνήκει στούς παλιότερους θεούς πού δέν τό ξέρουν τό Κρασί, καί σέ προχωρημένους καιρούς Ιθυον αντώ νηφάλια, τού κάναν άοινες, παναπεί, προσφορές άκόμη. Σά θεός τής άγριας βλάστησης, ό Διόνυσος θά πρωτοσχετίζεται μέ τό άγριο, καί, μέσα ύστερα άπ' αύτό, μέ τό ήμερο κλήμα. Οί τόσο άποκλειστικοί σύνδεσμοι τού Διονύσου μέ τό κρασί θά βγαίνουν κατά μέρος άπό τήν ένθουσιαστική λειτουργία τού πιοτού στήν τέλεση τών μαιναδικών του όργίων. Ή χρήση του δέν διαψεύδεται - 103 --
στίς 'Βάκχες'· ή γή, στό ίδιο δράμα, άναδίνει, μέ τά δργια τών Μαινάδων, κρασί* οί άγγειογραφίες τού μαιναδικοϋ χοροϋ παρουσιάζουν στά χέρια τών Μαινάδων τόν 'κρατήρα', τήν 'οίνοχόη', τόν 'κάνθαρον' ( = τή διονυσιακή κούπα) καί σέ κινήματα μάλιστα πού παρασταίνουν χύσιμο κρασιού' στά Λήναια (γιορτή μαιναδικής άρχής) είκονογραφίζουνται σκηνές Ιερουργιών μέ κρασί - κ'οί ποιητές συνδέουν τό κρασί μέ τό τραγούδημα τού αύτοσχέδιου' διθυράμβου. Μά θά'ταν, άπαλλιώς, κι άκατανόητο γιά μιά θρησκεία τόσο όργιαστική νά μήν ταυτίζει τήν ένθουσιαστική ένέργεια ένός τόσο άγαθοϋ πιοτοϋ μέ τήν ένέργεια τού Ιδιου τοϋ πνεύματος τού θεοϋ της. Ή Ιδέα πώς τό κρασί είναι αίμα τοϋ σταφυλιοϋ, τό ταυτίζει μέ τό αίμα τοϋ σπαραζόμενου θύματος τής ώμοφαγίας, καί στό βάθος τών συνειρμών τό γέψιμό του είναι μετάληψη άπό τό αϊμα τού θεοϋ (αίμα σταφυλής αίμα Διονύσου). Κατά μέρος πάλι οί ειδικοί σύνδεσμοι τού Διονύσου μέ τό Κρασί θά βγαίνουν άπό τήν πρωτοχρονιάτικη χρήση τού κρασιοϋ σέ 'Ανθεστήρια, πού γι'αύτή θά μιλήσουμε παρακάτου. Λογίς γιορτές κ'έπίθετα τού Διονύσου άνακαλούν αύτούς τούς συνδέσμους. Μιά άμπελουργική γιορτή, τά Προτρνγαια, πού εΙκάζεται νά'ναι γιορτή καθιέρωσης πρίν άπό τόν Τρυγητό, συνδέει μέ τόν Διόνυσο τόν Ποσειδώνα (έορτή τοϋ Διονύσου και Ποσειδώνος) καί σχετίζεται μέ τό έπίθετο τού Διονύσου Προτρυγαίον. Μιά άλλη γιορτή πού δείχνει τόν Διόνυσο σάν τό θεό τού Κρασιοϋ (Διόνυσος θέοινος) είναι τά ΘεοΙνια, πού πρωτομαρτυριοϋνται αύθεντικά άπό τόν δρκο τών 'Γεραρών' ( = § 55)» οί φτωχές πληροφορίες μας γι'αύτή παρουσιάζουνται άνάστατες κιόλας. Στόν "Ησύχιο χαραχτηρίζουνται σά θυσία Διονύσου Άθήνησι, γιά τόν Άρποκρατίωνα 'Θεοίνια* λέγουνται τα κατά δήμονς Διονύσια, h οίς οί γενήται έπέθυον καί μιά 'γλώσσα' στόν Φώτιο άναφέρει ίερόν θεοίνιον καί ξηγά: Ιερόν Διονύσου, άφ' ού καί γένος. Κατά μιά γοητευτική θεωρία πού άρμονίζει τά στοιχεία τούτα, συνεξηγώντας τά 'Θεοίνια' καί τό προνόμιο τών 'Γεραρών' νά τά τελούν ( = § 55)» είναι «πώς πανηγυρίζουνταν μονάχα άπό κάποιους πληθυσμούς τής 'Αττικής πού μπορούσαν ν'άξιώνουν, άνάμεσα στίς παραδόσεις τών γενών τους, μιάν άρχέγονη έπίσκεψη τού θεού σάν ήρθε νά μοιράσει τό δώρο τού κρασιού του στήν 'Αττική, δπως οί Ίκαριεΐς, οί Τημαχίδαι καί άλλοι. Αύτοί θά'ταν οί παλαιότεροι του άπόστολοι· κι δπως κατέβαιναν άπό τούς πρώτους φιλοξενητές τού θεοϋ, έτσι καί τ'άμπέλια τους κατεβαίναν άπό τό πρώτο κληματόκλαδο πού χάρισε ό θεός στούς πρόγονούς τους», (Farnell). Στά Ώσχοφόρια, γιορτή πού συμπιάνεται μέ τόν Διόνυσο, δυό γυναικοντυμένα παληκάρια έπικεφαλής μιάς πομπής μεταφέρνουν κλήμα μεστόν ενθαλών σταφυλών άπό'να διονυσιακό Ιερό τής 'Αθήνας (τό 'Ληναΐον' πιθανότατα) στό φαληρικό τέμενος τής "Αθηνάς Σκιράδος. Μιά σειρά, πάλι, έπίθετα συνδέουν τόν Διόνυσο μέ τό Κλήμα, τό Σταφύλι, καί τό Κρασί του. Μέ τό Κλή-
104 --
μα τόν συνδέουν τά έπίθετα Ήμερίδης πού μαζεύεται άπό τόν Πλούταρχο· Πρόβλαστος ή Πρόχλαστος, πού τό παραδίνουν τά Σχόλια στόν Λυκόφρονα μ'άναφορά σέ θυσία τοΰ Διονύσου δταν κλαδεύουν ή σποΰνε τά κλήματα· καί Σχυλλίτης σ'έπιγραφή τής Κώ, πού ξηγιέται άπό μιά γλώσσα στόν Η σ ύ χ ι ο (σχνλλίς· χληματίς), μά πού φαίνεται νά στοιχεί περισσότερο στό έπίθετο, έδώ, τοΰ θέοΰ θνλλοφόρος ( = Κλαδοφόρος ή Φυλλοφόρος). Τόν θεό τοΰ Κλημάτου τόν μαρτυροϋν καί τά θαύματα τών 'έφημέρων αμπέλων', τών κλημάτων πού καρπίζουν σέ μιά μέρα: άμπελοι γάρ, άς χαλοϋσιν έφημέρους, άνισχούσης μέν ήμέρας χαρπόν βλαστάνουσιν ώστε δρέποντας αυτούς ές έσπέραν οϊνον άφθονον Ιχειν. Τό 'θαύμα' γίνεται σ'όργιαστικές γιορτές, δπως στίς Αίγές τής 'Αχαΐας, καί σέ διονυσιακούς παράδεισους δπως στήν Εύβοια ή (καί) στόν Παρνασσό, δπου χατά τάς έτησίους τοϋ Διονύσου τελετάς όργιαζουσών τών μυστίδων γυναιχών βλαστάνουσιν ai καλούμενοι έφήμεροι άμπελοι, πού μπορούνε νά ξηγηθούν ή μέ τό παράλληλο τών 'κήπων 'Αδώνιδος' ή μέ τήν έκστασιακή φαντασμαγορία τής άτμόσφαιρας τών 'δργίων'. Μέ τό Σταφύλι συνδέουν τόν Διόνυσο τά έπίθετα Όμφαχίτης, πού παραδίνεται άπό τόν Αίλιανό" Σταφνλίτης, άπό τόν ίδιο - Εύστάφυλος, σ'έπιγραφή τής Λεβάδειας* καί Βότρνς σέ θιασική έπιγραφή τών ρωμαϊκών χρόνων άπό τούς Φιλίππους. Τόσο οί 'έφήμεροι άμπελοι' δσο καί τά έπίθετα τοΰτα δείχνουν τό Σταφύλι ένσάρκωση τοΰ θεοΰ, καθώς καί ή 'έπιφάνειά' του σέ κάποια 'θαύματα' μέ σταφύλια. Σ'ίερό βουνό τοΰ Διονύσου στή Λακωνία, τό Λαρύσιον, άνάμεσα στ'άλλα τελούμενα μιάς διονυσιακής γιορτής πού στήνεται έκεΐ στήν άρχή τής άνοιξης είναι καί πώς βρίσκουν ένα πανώριο σταφύλι: χαι ώς βότρυν ένταϋθα άνευρίσχονσιν ώραΐον. Μέ τό Ιδιο τό Κρασί συνδέουν τό θεό τά έπίθετα θέοινος, πού άναφέραμε* 'Αχρατοφόρος, δπως λατρεύεται στή Φιγαλεία κι δπου ή εικόνα του κρύβεται, άπό τή μέση καί κάτου, μέσα σέ δάφνες καί κισσούς μαρτυρώντας κ'έδώ τό θεό τής άγριας βλάστησης· Λειβήνος, πού παραδίνεται άπό τόν 'Ησύχιο καί πού σημαίνει τό θεό τής Σπονδής (δπου παράβολε τό στίχο 284 τών 'Βακχών': ούτος θεοΐσι σπένδεται θεός γεγώς)' καί Μόρυχος, άπό τό συνήθιο ν'άλείβουνε μέ τρυγιά τό πρόσωπο τοΰ ειδώλου. Φυσικά καί τά 'θαύματα' τοΰ Κρασιοΰ δέν είναι, σέ διονυσιακούς τόπους ή διονυσιακά πανηγύρια, λίγα. Στή Νάξο, τήν άφιερωμένη στό Διόνυσο, κι δπου τό προσωπείο τοΰ Διονύσου 'Βακχέως' εϊναι άπό κληματόξυλο, μιά πηγή άναδίνει κρασί άντί νερό, καί γιά σημάδι πώς ό Διόνυσος γεννήθηκε στόν τόπο τους, οί Τήνιοι φέρνουν πώς σ'όρισμένους καιρούς ξεπηδά στήν πόλη πηγή κρασιού μέ ξεχωριστή εύωδία. 'Ανάλογα γίνουνται καί στήν "Ανδρο, δπου σέ μιά γιορτή, τά 'Θεοδαίσια' ή κάθε δεύτερο χρόνο ('τριετηρική' γιορτή μαιναδικής άρχής) τρέχει άπό μόνο του κρασί, γιά εφτά μέρες μέσα στό ιερό του. Στή γιορτή 'Θυία' στήν Ήλιδα ( = § 54). βάζουν οί — 105 -
ιερείς, μπροστά σέ μάρτυρες, τρείς άδειανούς 'λέβητας' σ'ένα 'οίκημα', τούς σφραγίζουν, δπως καί τις πόρτες τού 'οικήματος', καί τήν άλλη μέρα τούς βρίσκουν γεμάτους κρασί καί τούς τρεϊς τους. Μηχανικά τεχνάσματα γιά τέτοια 'θαύματα* δέν είναι άγνωστα στήν άρχαιότητα, μά ή άνακάλυψη μιάς σήραγγας κάτου άπό τό δάπεδο ένός Ιερού τού 5ου αΙώνα στήν Κόρινθο, πιστεύτηκε πώς δείχνει κ'έμπειρικότερους τρόπους. Ξεχωριστή σπουδαιότητα έχουν οί Ιερουργίες μέ τό Κρασί στίς δυό πρώτες μέρες τής μεγάλης γιορτής τών 'Ανθεστηρίων. Τό δνομα τής πρώτης μέρας, Πιθοίγια ή Πιθοίγια, σημαίνει άνοιγμα τών πιθαριών, πού κρατούν τό κρασί τής σοδειάς τού πρωτίτερου χρόνου. Ό κόσμος μαζεύονταν στό 'Λιμναϊον', άρχαιότατο Ιερό τού Διονύσου στή βορειοδυτική πλευρά τής 'Ακρόπολης, έκανε σπονδές στή γύρω του περιοχή, γευόνταν τό νέο κρασί καί γλεντούσε μέ χορούς καί τραγούδια. Ή γιορτή (δπως καί ή άκόλουθη τών Χοών), είχε κάτι άπό τόν χαραχτήρα τών κ ρ ο ν ι α κ ώ ν πανηγυριών, γιατί παίρνανε μέρος κ'οί δούλοι. Τό νόημα τής γιορτής τό φανερώνει ένα χωρίο τού Πλουτάρχου: τοϋ νέου οίνου Άθήνησι μεν ένόεχάττ] μηνάς Άνθεστηριωνος κατάσχονται, Πιθοίγια τήν ήμέραν καλούντες· καί πάλαι γ'ώς Ιοικεν ε ν χ ο ντ ο, τοϋ οίνου πριν ή πιειν άποσπένδοντες άβλαβη και α ω τ ή ρ ι ον ai τ ο I ς τοϋ φαρμάκου τήν χ ρ ή σ ι ν γενέσθαι. Τό άρχίνισμα τής χρήσης τού νέου κρασιού μπαίνει στόν κύκλο τών όρισμών πού κανονίζουν τή χρήση τών άλλων καρπών τής γεωργίας. Οί καρποί προστατεύουνται άπό τ α μ π ο ύ , πού σηκώνεται μέ τίς 'άπαρχές', τό άφιέρωμα τών πρωτοκαρπιών στή θεότητα πού τούς έχει στήν προστασία της, καί μέ τήν ίερουργική μ ε τ ά λ η ψ ή τους. Τό άρχίνισμα κιόλας τής χρήσης τού νέου κρασιού έχει πρόσθετους λόγους νά κρατεί τήν παράδοση, δπως δείχνουν οί λέξεις 'φάρμακον', 'άβλαβής' καί 'σωτήριος', πού φαίνουνται στοιχεία τής παλιάς δέησης (παράβαλε τό πάλα« γ'ώς ιοικεν ενχοντο) τών Πιθοιγίων. 'Φάρμακον' είναι ή φορτισμένη μέ μαγική δύναμη φαγώσιμη ή πιόσιμη ύλη. Τέτοια μαγική ύλη λογιέται καί τό Κρασί, μέ τή μεθυστική, ή, άλλιώς, ένθουσιαστική δύναμή του. Ή προκαταρκτική έτσι σπονδή στό Διόνυσο είναι ένας τύπος ά π α ρ χ ή ς, καί τό πρωτοδοκίμασμά του σ'ίερό χώρο καί σ'όρισμένη γιορτή, είναι τύπος τής ίερουργικής μ ε τ ά λ η ψ ή ς του ( = § 3)· Σκοπός καί τών δυό είναι νά σηκωθεί τό 'ταμπού' καί μέσα άπό τό δώρο τού θεού νά μή βλάψει, σάν καταστροφική, μά νά κερδηθεϊ σά ζωτική, ή δύναμή του (άβλαβή καί σωτήρων τοϋ φαρμάκου τήν χρήσιν γενέσθαι). Ή δεύτερη πάλι μέρα τών 'Ανθεστηρίων έχει τό δνομα 'Χόες' άπό τά άγγεία πού μεταχειρίζουνται τή μέρα τούτη γιά τό συμποσιακό πιόσιμο τού Κρασιού καί τούς σχετικούς του άγώνες (χόες). Τό πιόσιμο τού κρασιού πού έγκαινιάστηκε μέ τή μετάληψή του στά 'Πιθοίγια' άπλώνεται τή μέρα τούτη σ'δλη τήν πολιτεία. Είναι ένα γενικό συμπόσιο, κατανεμη— 106 -
μένο σέ μικρότερα, καί μ' άγώνες ταχυποσίας. Ή τέλεση παρουσιάζει τά άκόλουθα στοιχεία: στή θέση τοϋ κοινοϋ συμποσιακού κ ρ α τ ή ρ α , έχει κανείς τήν ίδιόσχημη έκεΐνη οίνοχόη πού λέγεται χοϋς, μ'ΐσαμε τρείς λίτρες χωρητικότητα (δση κ'ή κανονική συμποσιακή μερίδα). Τό κρασί παίρνεται άπό γενικότερο κρατήρα, κι άπό τόν 'χοϋν' έτσι, τόν άτομικό κρατήρα, χύνεται στήν κούπα. Ή Ιδιοτυπία τοϋ ά τ ο μ ι κ ο ϋ κ ρ α τ ή ρ α ζητούσε κάποιαν έξήγηση καί τή βρήκε σ'έναν άπό τούς μύθους πού φιλοξενούνε στήν Αθήνα τόν 'Ορέστη, όταν έρχεται νά κριθεί μέ τίς 'Ερινύες στόν Ά ρ ε ι ο Πάγο: γιά νά μήν πιούνε μέ τόν μολεμένο άπό τόν φόνο τής μάνας του, οί φιλοξενητές καθιερώνουν τόν άτομικό κρατήρα. Οί μύθοι ώστόσο αύτοί χρωστιοϋνται στούς Τραγικούς καί δέν έχουν έρμηνευτική άξΙα. Τήν έξήγηση τή δίνει, θαρρώ, ό κ ρ ο ν ι α κ ό ς χαραχτήρας τών 'Χοών' (δπου παίρνουνε μέρος κ'οί δούλοι). Ό χαραχτήρας αύτός μάς άνεβάζει στή Φυλετική Κοινωνία καί στό μηχανισμό, έτσι, τοϋ Γένους. Ό κοινός κρατήρας τών 'Χοών', άπ'δπου οί συμπότες γεμίζουν τούς άτομικούς κρατήρες τους, είναι ό κοινός κρατήρας τού συμποσίου τού Γένους, πού άποξεμένει στή γιορτή, λείψανο τής παλιάς ένότητάς του. Ή διάσπαση τού άρχαίου Γένους σ'οίκογένειες φέρνει, γιά τά γιορταστικά συμπόσια, τούς χωριστούς κρατήρες τών οίκογενειών δίπλα στόν κοινό κρατήρα τοϋ γένους. Ό πολλαπλασιασμός τών χωριστών αύτών κρατήρων σέ καιρούς πού ό μηχανισμός τοϋ Γένους έχει δλότελα λυθεί, είναι φυσική έπέκταση ένός συνήθιου πού παίρνει, άπό τή γιορτή, ίερουργικό χαραχτήρα - γιατί ή έξατομευτική Ιδιοποίηση τών ίερουργικών συνήθιων είναι φυσική, στά πανηγύρια, πορεία. Τό δεύτερο στοιχείο είναι άγώνες ταχυποσίας: ποιός θά'πινε γρηγορότερα τό περιεχόμενο τού 'χοϋ' του. Οί Ιδιωτικοί άγώνες έχουν γιά έπαθλα γλυκά καί στεφάνια. 'Επισημότερος άγώνας στήνεται στό Θεσμοθετείον. Κηρύχνεται μέ σάλπισμα, κι ά νικητής θά πάρει ένα άσκί μέ κρασί άπό τό χέρι τού άρχοντος 'βασιλέως'. Ή παρουσία τού 'βασιλέως' μαρτυρά άρχαιότατο στοιχείο καί, στό βάθος τοϋ παιγνιακοϋ άγώνα, ίερουργικό χαραχτήρα. Τρίτο στοιχείο είναι πώς οί πότες πίνουν σιωπώντας. Ό μύθος πού έπιχειρεί νά τό ξηγήσει τό συνδέει μέ τόν 'Ορέστη καί πάλι: γιά νά μή μολευτούν οί φιλοξενητές του μέ τήν όμιλία μαζί του. Τό πιθανότερο, πού συνεξηγά καί τούς άγώνες ταχυποσίας, είναι πώς στήν οίνοποσία τών Χοών μεταφέρουνται στοιχεία τής 'μετάληψης' τών Πιθοιγίων. Ή Σιωπή είναι, κατά κανόνα, ίερουργική προφύλαξη, κ'ή ταχυποσία σημαίνει τήν ταχύτατη (γιά προφύλαξη πάλι) άφομοίωση μιάς όρισμένης ποσότητας τοϋ φ α ρ μ ά κ ο υ . Τήν είκασία αύτή γιά τή μεταφορά στοιχείων τής μετάληψης τών 'Πιθοιγίων' στήν οίνοποσία τών 'Χοών', τή στηρίζει τό συνήθιο νά φέρνουν, μέ τό κλείσιμο τής μέρας, τά συμποσιακά στεφάνια καί τούς χόες τους στήν Ιέρεια τοϋ Λιμναίου, κ'έκεί νά σπένδουν τό ύπόλοιπο τοϋ κρασιοϋ - 107 --
τους. Ή προκαταρκτική σπονδή στόν Διόνυσο γίνεται τήν πρώτη μέρα στά περίγυρα τοϋ Ιερού* ή τελική τήν άλλη μέρα μέσα στό Ιδιο τό Ιερό τού Διονύσου. Ή άρχή και τό τέλος σημαίνουν ένότητα πράξης 1 κι άν ρωτήσουμε γιατί χωρίζουνται σέ δυό γιορτές, τήν άπάντηση τήν έχουμε στό ότι τό (ερό, τό Λιμναίο, μονάχα τή μέρα τών Χοών άνοίγει.
§ 41
Ό Άνθρωπομορψισμός τού Δεντρικού 'Ομοιώματος καί 4 Εποχικός Διόνυσος
Τ
ό δέντρο είναι στήν άρχή ένσάρκωση ένός θηλυκού πνεύματος, τής Μεγάλης Θεάς (καί παραύστερα τής 'δενδρίτιδος' Νύμφης πού τό κατοικεί) καί τ'άρχινίσματα τού άνθρωπομορφισμού του τά σημαδεύουν τά γυναικεία όμοιώματα πού τού κρεμούνε. Τό έθιμο ξεχωρίζει κάτου άπό μύθους θεαινών ή θεαινών πού ξεπέφτουν σ'ήρωίδες, πού κρεμιούνται. Είναι οί μύθοι τής Αρτέμιδος άπαγχομένης στις Καρυές, τής 'Αριάδνης, πού κρεμιέται άπαρατημένη άπό τόν Θησέα στήν Κρήτη, καί τής "Ελένης 'ΔενδρΙτιδος' πού κρεμιέται κι αύτή, σ'ένα μύθο της, στή Ρόδο. Στήν ένναετηρική γιορτή τής 'Χάριλας' στούς Δελφούς ( = § 77)» δταν ή κούκλα πού παρασταίνει τή Χάριλα χτυπηθεί μέ τό σαντάλι άπό τό 'βασιλιά', παίρνεται άπό τήν άρχηγό τών Θυιάδων ( = § 50) πού τή φέρνει σέ φαραγγότοπο* κι άφού τής περάσουν θηλειά στό λαιμό, τή θάβουν έκεΐ σάν κρεμασμένη. Ά π ό τή σφαίρα τής λατρείας τής θεάς, ή πράξη τούτη άποξεμένει στή διονυσιακή λατρεία μέ τό μύθο τής Ήριγόνης (πού τ'δνομά της μαρτυρά άνοιξιάτικη θεότητα) καί τήν άντίστοιχη άνθεστηριακή της γιορτή: τήν ΑΙώρα. Ή Ήριγόνη είναι κόρη τού Ίκαρίου, διονυσιακής μορφής, πού σκοτώνεται άπό χωρικούς τής Αττικής πού περάσαν τό κρασί του γιά φαρμάκι ( = § 36). Ή κόρη του περιπλανιόνταν (άλήτις) ψάχνοντας γιά τόν πατέρα της, όσο πού τόν βρήκε νεκρό καί κρεμάστηκε άπό τόν πόνο της, άφού καταράστηκε τήν Ιδια τύχη στίς κόρες τής Αττικής' κ'έκεϊνες, χτυπημένες άπό τήν κατάρα της, κρεμιούνταν γραμμή, δσο πού χρησμός σταμάτησε τό κακό όρίζοντας νά στηθεί ή γιορτή τής Α ι ώ ρ α ς . Στή γιορτή τούτη οί κόρες κουνούσαν κούκλες κρεμασμένες άπό τά δέντρα' κουνιούνταν σ"αίώρες' κ'οί Ιδιες τους· καί τραγουδούσαν ένα τραγούδι, Άλήτις, δνομα πού δινόνταν καί στήν Ήριγόνη καί στή γιορτή της. Τό πρώτο συνδέει τή γιορτή μέ τό κρέμασμα όμοιωμάτων στά δέντρα* τό δεύτερο είναι μιά παραπλωμένη πράξη τής άγροτικής μαγείας. "Εθνολογικά παραδείγματά της συναντιούνται πολλά καί γιά τό Αιγαίο μαρτυριέται άπό ειδώλιο αΙωρούμενης πού'ρχεται - 108 --
άπό τή μινωική Κρήτη. Ό σκοπός της είναι, λένε, γονιμικός (νά μεγαλώσουν τά φυτά και τά σπαρτά) μά καί καθαρτικός μαζί (καθάρισμα μέ τόν άέρα). ΟΙ σκοποί αύτοί, κι &ν υπάρχουν, είναι δευτερογέννητοι· ή γιορτή τής ΑΙώρας, συνδυάζοντας τό κρέμασμα 'Ομοιωμάτων και τό Κούνημα κι άνεβάζοντάς τα στό Ιδιο μυθολογικό 'αίτιο', μαρτυρά πώς τό δεύτερο βγαίνει άπό τό πρώτο: ΟΙ κοπέλες πού κουνιούνται άνθρωπομορφίζουν αύτές τή θεά, παίρνοντας τή θέση τών όμοιωμάτων. Νά'ναι χωρίς σημασία πώς άπό τή μινωική Κρήτη, άπ'δπου έρχεται τό ειδώλιο τής αΙωρούμενης, έρχουνται κ'ή 'Αριάδνη κ'ή Φαίδρα πού, κατά τό μύθο, κρεμιούνται; Ό διάμεσος τύπος πρέπει ν'άναζητηθεΐ στήν πράξη τών Καρυατίδων πού, στό βάθος μιάς παράδοσης άφήνεται νά φανεί πώς κουνιούνται άπό τό Ιερό δέντρο, πιασμένες άπ'αύτό μέ τά χέρια. "Οτι ή Αιώρα άνήκει στ"Ανθεστήρια τής 'Αθήνας κ'είδικότερα στούς 'Χόες', τήν καθαυτό διονυσιακή τους γιορτή, βγαίνει άπό στίχους τού Καλλίμαχου, άπό τό σύνδεσμο, σέ μιάν έκδοχή, τής Ήριγόνης μέ τόν 'Ορέστη (πού ό μύθος τόν σχετίζει μέ τούς 'Χόες') κι άπό τήν παράσταση άττικοϋ 'σκύφου', δπου Σάτυρος (διονυσιακή μορφή πού δέν σχετίζεται μέ τούς 'Χύτρους') κουνά, σ'αίώρα, μιά κόρη. "Ενα άλλο τεκμήριο γιά μάς είναι πώς στούς Χόες κατασταλάζουν τά στοιχεία ένός 'Εποχικού Δράματος· καί καθώς ή Ήριγόνη είναι κόρη μιάς μυθικής μορφής τού διονυσιακού 'Εποχικού Δράματος ( = § 36), ή ΑΙώρα μαρτυριέται στοιχείο τού δράματος τούτου. Φυσική, πάλι, είναι ή ύπόθεση πώς ή γιορτή τού έθίμου τούτου θά τονίζεται σημαντικά στό δήμο τής 'Αττικής 'Ικαρία, τήν πατρίδα τών ήρώων, τού μύθου της, τού Ίκαρίου καί τής Ήριγόνης. Τό πέρασμα, τώρα, άπό τά γυναικεία στά άρσενικά όμοιώματα, πού άνθρωπομορφίζουν τό δέντρο σάν μορφή τού παρέδρου τής Μεγάλης θεάς, καθρεφτίζεται στό βάθος ένός μύθου πώς ή 'Αμάλθεια κρύβει τόν βρεφικό Δία κρεμώντας τό λίκνο του στά κλαριά ένός δέντρου. "Ενα διάμεσο τύπο τόν έχουμε στό έλάτι πού άνασπούν οί Μαινάδες στίς 'Βάκχες' , μέ τόν γυναικοντυμένο πάνω του Πενθέα. Τόν άκόλουθο τύπο τόν είκονογραφίζει παράσταση τής 'Αγαύης πού κρατώντας τόν θύρσο της μέ τό μπηγμένο πάνω της κεφάλι τού γιού της, τραγουδά πώς φέρνει ένα κλαρί άπό τό βουνό: φέρομεν έξ δρεος ίλικα νεοτόμον. Ε ί ν α ι τ ό κ λ α ρ ί ή δ έ ν τ ρ ο τού ' Ε π ο χ ι κ ο ύ Δράματος, πού σ υ χ ν ά άνθρωπομορφ ί ζ ε τ α ι μ έ τ ό κ ρ έ μ α σ μ α ά ν θ ρ ω π ο ο μ ο ι ω μ ά τ ω ν . Μακρινός άπόγονος τού Κλαδιού ή Δέντρου τοϋ διονυσιακού 'Εποχικοϋ Δράματος είναι ό Στύλος, τό ύποκατάστατο τοϋ Δέντρου, πού στεφανώνεται σάν άνεικονική παράσταση τοϋ Διόνυσου μέ κισσό κι άνθρωπομορφίζεται μέ προσωπείο πού τού κρεμούν, ή τοϋ άρμόζουν, κανονικά στήν κορφή του. Οί άγγειογραφίες συχνά μάς παρουσιάζουν τόν Στύλο-Διόνυσο, άνθρωπομορφισμένο μέ προσωπείο, νά ξεπετά κλαδιά κισσού καί κλημάτου. "Εχοντας -
109 --
τή ρίζα του στό Δράμα πού μορφώνει τόν βλαστικό τούτο θεό, τό προσωπείο είναι ούσιαστικό στοιχείο τής λατρείας του κι άποξεμένει έπίτομη παράσταση τού θεού, πού μπορεί νά λέγεται, μόνος αύτός, 'ό Θεός-Προσωπείο'. Τό ξύλινο προσωπείο είναι κατά κανόνα άπό τό ξύλο τής φυτικής ένσάρκωσης τοΰ λατρευόμενου Διονύσου. Τό προσωπείο τοΰ Διονύσου Βακχέως στή Νάξο είταν άπό κληματόξυλο καί τό προσωπείο τοΰ Διονύσου Μειλιχίου ( = § 39) άπό ξύλο συκιάς καμωμένο. Στήν Ιταλία κρεμούσαν μικρά προσωπεία (oscilla) άπό τά πεύκα σέ γιορτή τοΰ Διονύσου τους (Liber : § 81), πού οί Σχολιαστές τά άνεβάζουν αιτιολογικά στήν πράξη καί στό μύθο τής 'Αιώρας'. Βγαλμένος άπό τό Κλαδί Έποχικοΰ Δράματος πού άνθρωπομορφίζεται, ό Διόνυσος ένσαρκώνει τόν γονιμικό δαίμονα τοΰ Κύκλου τών έποχών (ένιαυτοϋ) πού άνοίγει τό δράμα τούτο. Τά έπίθετά του 'Κάρπιος', Έύκαρπος', 'Καλλίκαρπος' ( = § 39) άνακαλοΰνε στή μορφή τοΰ Διονύσου τήν παράσταση τοΰ πλουτοδότη δαίμονος Ένιαυτοϋ μέ τό Κέρας τής 'Αφθονίας στό χέρι. Τόν έποχικό χαραχτήρα τοΰ θεοΰ, τόν μαρτυρούν οί σχετισμοί του μέ τίς Χάριτες, (τίς εύεργετικές καί χαρίστρες Εποχές, τίς δυό στήν άρχή καί τρείς ύστερα κατά τήν παλαιότερη διαίρεση τής χρονιάς) καί μέ τίς ΤΩρες. Οί Χάριτες τοΰ Όρχομενοΰ λογιούνταν κόρες τής 'Αφροδίτης καί τοΰ Διονύσου· οί 'Γυναίκες τής "Ηλιδας' ( = § 51) κράζουν τόν ταύρο Διόνυσο να'ρθεί μαζί μέ τίς Χάριτες (έλθεΐν συν Χαρίτεσσι), καί σέ παράσταση πού φαίνεται νά είκονογραφίζει τό άποτέλεσμα τής έπίκλησης, ό ταύρος Διόνυσος έρχεται μέ τίς τρείς Χάριτες άνάμεσα στά κέρατά του. Στήν 'Ολυμπία, τέλος, κοντά στό τέμενος τοΰ Πέλοπα, είταν βωμός τοΰ Διονύσου καί τών Χαρίτων. Μέ τό καθαυτό όνομά τους οί Εποχές, οί ΤΩραι, λατρεύουνται μαζί μέ τόν Διόνυσο στήν 'Αθήνα, όπου, στό ιερό τών 'Ωρών, είταν βωμός ένός "Ορθοΰ' Διονύσου. Στό "Αρχιλόχειον' τής Πάρου στήνεται, μ'έντολή δελφικού χρησμοΰ, βωμός στόν Διόνυσο, στίς Νύμφες, καί στίς Ώρες. Οί σχετισμοί τοΰ Διονύσου καί τών Ωρών στήν Κόρινθο, φανερώνουνται σέ μιά πινδαρική περικοπή, δπου, άνάμεσα στά άρχαία 'ευρήματα' πού έν καρδίαις ανδρών Ιβαλον τΩραι πολυάνθεμοι, τό πρώτο πού άναφέρεται είναι ό Διθύραμβος, τό τραγούδι τοΰ Διονύσου. Στό περιλάλητο άγγείο πού λέγεται τοΰ François, οί Ώ ρ ε ς προχωροΰνε κι αύτές στήν πομπή, άκολουθώντας τό θεό μας. Σ'έπίγραμμα άναφέρουνται οί Διονυσιάδες ΎΩραι στήν 'Αττική καί, γιά τήν ύστερότερη μυθολογία, τόν νιογέννητο Διόνυσο τόν στεφανώνουν οί Ώρες. Στή διονυσιακή πομπή τοΰ Πτολεμαίου Φιλαδέλφου στήν 'Αλεξάνδρεια ( = § 63) έρχόνταν, ύστερα άπό τούς Σιληνούς καί τούς Σάτυρους, ένας άντρας σέ τετράπηχο όμοίωμα, έν τραγική διαθέσει και προσώπω, φέρων χρνσοϋν Άμαλθείας κέρας, δς προσηγορενετο Ένιαυτός, άκολουθοΰσε ή Πενταετή ρίς, μακρινή εικόνα τής Μητέρας Θεάς, κ'ΰστερα οί τέσσαρες 'Ώρες', - 110 -
μ'άνάλογό τους στολισμό καί κρατώντας ή καθεμιά τούς καρπούς της. Στά ταφικά μνημεία οί είκονισμοί τών 'Ωρών άφθονούν, σύμβολα τού ξαναγεννημού τών πεθαμένων. Τό νόημα τό παραδέχουνται κ'οί Χριστιανοί πού τό γυρίζουν στή δική τους προσδοκία: "Γυρογυρίζουν οί χειμώνες καί τά καλοκαίρια, οί άνοιξες καί τά φθινόπωρα, μέ τούς άνθρώπους τους καί τά συνήθια τους καί τούς καρπούς τους. "Ολο, έτσι, τό γυρογύρισμα αύτό δέν είναι τάχα μαρτυριά γιά τήν άνάσταση τών πεθαμένων;" "Ομοια καί σέ διονυσιακές παραστάσεις ταφικών μνημείων, άνάμεσα σ'άλλους συμβολισμούς τής Διονυσιακής 'Αθανασίας, οί "Ωρες' παραστέκουν τό θεό μας. Συγκινητική παράσταση τής νίκης πάνω στό θάνατο, πού τήν τάζει τού νεκρού ή Άνάσταση τού Θεού, είναι, άνάμεσα σ'αύτά τά μνημεία, καί μιά σαρκοφάγο τού Λούβρου. Ά π ό τή μιά καί τήν άλλη μεριά στέκουν οί 'Εποχές, ένώ στήν κεντρική παράσταση δυό Νίκες κρατούν τή γνώριμη κορνίζα τής εικόνας τού νεκρού: τό Στεφάνι. Ώστόσο, μέσα στό Στεφάνι δέ θωρούμε τήν είκόνα τού νεκρού, μά τού Βρεφικού Διονύσου.
§42 Τό Διονυσιακό θείο Δράμα: θάνατος τοΟ θεού
Ο
πως οί όμόλογοι βλαστικοί θεοί, ό Διόνυσος είναι ένας Θνήσκων Θεός, πού πεθαίνει καί πού άνασταίνεται κάθε χρόνο. Αντίθετα δμως μέ τό δράμα τών άλλων Πασχόντων Θεών, δπου ύπερτονίζεται ό θάνατος τού Θεοϋ, στό Διονυσιακό Δράμα παραμερίζεται αύτό τό στοιχείο. Στούς μύθους δέν είναι ό Διόνυσος πού σκοτώνεται, μά σταθερά ό άντίμαχος τοϋ θεοϋ — ό Λυκούργος, ό Πενθέας, ό Βούτης — ή κάποτε, δπως ό Ίκάριος, ένας του φίλος. Στούς μύθους δμως αύτούς έχουμε μύθους τοϋ 'Εποχικού Δράματος, δπου ό άντίμαχος τοϋ θεοϋ δέν είναι παρά μιά άλλη μορφή του. Ό 'Θάνατος' πού διώχνεται στό 'Εποχικό Δράμα κ'ή 'Ζωή' πού φέρνεται στήν κοινότητα, είναι συχνά τό ίδιο δέντρο ή όμοίωμα πού διώχνεται σά 'θάνατος' καί ξαναφέρνεται σά 'Ζωή' πίσω. Ή κεντρική Ιερουργία τών Μεγάλων Διονυσίων — (νά φέρνουν ίσαμε τήν Άκαδήμεια τό ξόανο τοϋ Διονύσου Έλευθερέως καί νά τό ξαναφέρνουν ύστερα) — δείχτηκε πώς αύτή τήν Ιερουργία καθρεφτίζει. "Ετσι ό άντίμαχος τού θεοϋ πού σκοτώνεται είναι ό ίδιος ό Διόνυσος, μά στήν άπόβλητη μορφή του. ("Ετσι θά πρέπει Ισως νά προσεχτεί πώς έδώθε ή Τραγωδία διαμορφώνει τόν 'Τραγικό' χαραχτήρα της: Κατεβάζοντας τόν θεό-πρωταγωνιστή, φυσικά μέσα άπό τΙς μορφές τών άντίμαχων τοϋ θεοϋ, σέ ήρωα-πρωταγωνιστή, φέρνει τόν ήρωα άντι— 111 -
μέτωπο μέ μιάν υπέρτερη δύναμη σ'έναν άγώνα άπό τά πριν καταδικασμένο.) "Οτι στό πρόσωπο τού άντίμαχου τού θεού σκοτώνεται ό Ιδιος ό θεός, βεβαιώνεται άπό τόν όμόλογο μύθο τού άγώνα τού Διονύσου μέ τόν Περσέα, όπου ώστόσο δέν σκοτώνεται ό Περσέας, ό άντίμαχος τού θεού, μά ό Διόνυσος ό Ιδιος. Κατά τό μύθο τούτο, πού ο( Ιερουργίες του πλέκουνται μέ Ιερουργίες τού Θείου Δράματος ( = § 44). δ Περσέας σκότωσε τόν Διόνυσο, πετώντας τον μέσα στά βάλτα τής Λέρνας ( = § 36)· Μέ τά έπάλληλα πλέγματα τού ώμοφαγικοϋ Διασπαραγμοϋ καί τού διασπαραγμοϋ τού Έποχικοδραματικοϋ όμοιώματος, ό θάνατος τού Διονύσου, καθώς καί τών μορφών πού τόν ύποστατώνουνε, συχνά ταυτίζεται μέ τόν ώμοφαγικό διασπαραγμό, μ'άντικατάλλαγη άναφορά πότε στό μύθο τού προγονικού Ζαγρέα πού σπαράζεται άπό τούς Τιτάνες καί πότε στήν Ιδέα τού σπαραγμού τού Διονύσου άπό τίς Μαινάδες: γιατί τό ζώο ή ό άνθρωπος πού σπαράζεται στά διονυσιακά όργια ( = § § 7 - ! 5 . '6) είναι ένσάρκωση τού Διονύσου. Μιά μυθική καί λατρειακή ένδειξη τού θανάτου τού θεού είναι ή 'κατάβαση του' στόν "Αδη. Ό θάνατος τού θεού μεταπλάθεται έδώ στόν τύπο τής 'Κατάβασης' πάνω στήν άρχαία 'Κάθοδον' τής Μεγάλης Θεάς καί τονώνεται άπό τή σύγκρουση τού θανάτου τού θεού μέ τήν Ιδέα τής θεϊκής άθανασίας. Ή 'κατάβαση' τού Διονύσου μαρτυριέται ρητά γιά τήν 'Αργολίδα, δπου όρισμένες Ιερουργίες σχετίζουνται μέ τήν "Αλκυονίαν λίμνην', δι' ής φασιν Άργεΐοι Διόνυσον ές τόν "Αδην έλθείν, γιά νά άνεβάσει τή Σεμέλη. Είναι, σίγουρα, τό άπατο έκεϊνο βάθος στήν περιοχή τής Λέρνης, πού περιγέλασε δλες τίς προσπάθειες τοϋ Νέρωνα νά τό μετρήσει. Μιά λίμνη δίχως βυθό είναι ό φυσικότερος δρόμος γιά τόν "Αδη· κι άπλή φαίνεται ή πιθανολόγηση πώς ή χωρίς βυθό "Αλκυονία' τούτη 'λίμνη' δέν είναι άλλη άπό τή Λερναία λίμνην δπου πέταξε τόν Διόνυσο ό Περσέας.Έτσι ή 'λίμνη' τούτη άνακράτησε καί τά τρία στάδια τής θανατικής περιπέτειας τού θεού: τό πέταγμα τής δεντρικής ένσάρκωσής του στά Νερά ( = § 38). τό θάνατό του καί τό γύρισμα τού θανάτου του σέ 'κατάβασή' του. Μιάν δμοια 'κατάβαση' τοϋ θεού μαρτυρά τό άνέβασμά του άπό τόν "Αδη στήν Τροιζήνα, δπως θά δοϋμε, καί στή Ρόδο ( = § 44)· Στούς 'Βατράχους' τού 'Αριστοφάνη έχουμε κωμικοποιημένη τήν 'Κατάβαση' τοϋ θεοϋ, πού κατεβαίνει στόν "Αδη γιά ν'άνεβάσει, δχι τή Σεμέλη πιά, μά ποιητή γιά τήν "Αθήνα. "Οτι άπό κάποια 'λίμνη' κατεβαίνει κ'έδώ, τό μαρτυρά ό Χορός τών Βατράχων: σίγουρα τών βατράχων τής περιοχής Λίμναι, τοϋ βαλτότοπου στή βορειοδυτική πλευρά τής 'Ακρόπολης, δπου τό άρχαιότερο άθηναϊκό Ιερό τοϋ Διονύσου — πού ό ποιητής τούς μεταφέρει στήν "Αχερουσία λίμνη. Ένας άπό τούς τρείς διονυσιακούς θιάσους πού όργανώνουνται στή Μαγνησία τοϋ Μαιάνδρου δταν βρέθηκε σ'ένα πλατάνι ή εΙκόνα τοϋ θεοϋ ( = § 55). λέγεται τών Καταιβατών, δνομα πού μαρτυρά ένα 'κατέβασμα' τών θιασωτών, Ισως γιά νά - 112 --
παρασταθούν, στήν 'Κατάβασή' του, τό θεό τους. "Ενα τελευταίο τύπο πού παίρνει ό θάνατος τού θεού μάς δίνει μιά διονυσιακή γιορτή, τά Καταγώγια, πού συναντιέται σ'ίωνικές πολιτείες. 'Αναδρομή στή γιορτή τής Συράκουσας Κόρης καταγωγή δέν ώφελεΐ, γιατί δέν ξέρουμε äv ή γιορτή τούτη σχετίζεται μέ τήν 'Κάθοδο' τής Κόρης. "Επειδή, κι άπό τήν άλλη, τίποτα στό πανηγύρι τούτο δέν προδίνει τόν στυγνό χαραχτήρα τών τελετών τού Θείου Πάθους, μπορούμε νά δούμε στά 'Καταγώγια' μιά γιορτή δπου "φέρνουνε πίσω* τό θεό, άντίστοιχη σέ κάποια πραγματικά ή ύποθετικά Άναγώγια, μισεμό τού θεού άπό πελάγου. Τέτοια "Αναγώγια' καί 'Καταγώγια' έχουμε τής 'Αφροδίτης στόν "Ερυκα κι δμοια είκάζουνται σέ μινωικά μνημεία πού σχετίζουν τή θεά μ'ένα Καράβι. "Ετσι τά 'Καταγώγια' τών Ιωνικών πολιτειών, τά Ιδια Ισως τά 'Ανθεστήρια, δίνουν ένα τελευταίο τύπο τής θανατικής περιπέτειας τού θεού, δπου ή Ιδέα τής θεϊκής άθανασίας έχει νικήσει τήν παράδοση τού θανάτου καί τής άνάστασης, γυρίζοντάς τα σ'ένα μισεμό καί γυρισμό του. § 43 Τό Διονυσιακό θείο Δράμα: ό Τάφος τοϋ θεοϋ ήν έπιμονή τής Ιδέας τού θανάτου τού θεού τή μαρτυρά κ'ένας τάφος, άνάμεσα στούς τόσους τάφους τών Θνησκόντων Θεών, τού Διονύσου. Ό Διόνυσος είναι θαμμένος στούς Δελφούς, παρά τά χρηστήριον, λέει ό Πλούταρχος, ή παρά τόν 'Απόλλωνα τόν χρυσοϋν, κατά τόν Φιλόχορο* βάθρον δέ τι είναι, υπονοείται ή σορός, έν ω γράφεται' 'ένθάδε κείται θανών Διόνυσος έκ Σεμέλης'. Ή έπιγραφή, δπως κ'ή άνάλογη τού τάφου τού κρητικού Διός, είναι βέβαια φανταστική* μά ή μαρτυρία τού Πλουτάρχου, Ιερέα τών Δελφών, βεβαιώνει πώς στό άδυτο τού δελφικού ναού, είταν στ'άλήθεια ό τάφος. Στό άδυτο τούτο, κρύπτη μέ ναΐσκο άπό πάνω της, βρεθήκανε κάποιες βάσεις πού πιστεύτηκε πώς παρουσιάζουν χαραχτηριστικά ταφικού μνημείου. Ή θέση τού τάφου μέσα στό άδυτο τού ναού κ'οί σχετισμοί τού τάφου τούτου μέ τά λείψανα τού Ζαγρέα, πού τά φέρνει ό 'Απόλλων καί τά θάβει στούς Δελφούς ( = § 25), μαρτυρούνε παναρχαϊο τάφο θνήσκοντος θεού, πού ταυτίζεται μέ τόν Διόνυσο, τόν κύριο, δίπλα στόν "Απόλλωνα, μέτοχο τής δελφικής λατρείας. Μά ό Διόνυσος δέν θά άποχτούσε τάφο στό περιλάλητο Ιερό, ούτε στή Θήβα, δπου πληροφορεί γιά τάφο του μιά άλλη παράδοση, äv ό θάνατός του δέν είταν κεντρικό στοιχείο τού δράματός του. Ή άρχαιότητα τού τάφου μαρτυριέται άπό μυστικές Ιερουργίες τών "Οσίων', προσώπων Ιερού χαραχτήρα, πού θυσιάζουν έκεϊ, δταν οί - 113 -Η
δελφικές μαινάδες, ο( Θυιάδες, ίερουργούν τή γέννηση ένός Θείου Βρέφους, τοϋ Άικνίτη', μορφή τοϋ βρεφικού Διονύσου ( = § 78). Ό λόγος, έτσι, πού δέν έχουμε άρχαιότερες μαρτυρίες γιά τόν τάφο τοϋ Διονύσου στούς Δελφούς (οί παλαιότεροι πού τόν άναφέρουν, ό Δείναρχος κι ό Φιλόχορος, γράφουν ύστερα άπό τήν έκστρατεία τοϋ Αλεξάνδρου) είναι ή 'εύφημία' τών παλαιότερων καιρών, πού σπάζει άπό τόν 3° Αίώνα μέ τή νεοθιασική λατρεία τού Πάσχοντος Θεοϋ καί μέ τόν Εύημερισμό, πού έκμεταλλεύεται κάθε παράδοση γύρω άπό τάφους Θεών, γιά νά στηρίξει τή δική του θεωρία. Ή 'εύφημία* αύτή ξηγά κατά μέρος καί γιατί λείπουν, όλότελα πές, έντυπωσιακές λεπτομέρειες γύρω άπό τίς τελετές τού θανάτου τοϋ Διονύσου. Χαραχτηριστική είναι ή σιωπή τού "Ηρόδοτου πού βρίσκοντας πώς οί τελετές τού θανάτου τοϋ "Οσιρι είναι όμοιες μέ τίς τελετές τών 'Ελλήνων γιά τόν Διόνυσο, άρνιέται νά όνομάσει τόν "Οσιρι, πού θρηνιέται καί θάβεται καί πού τόν ταυτίζει μέ τόν Διόνυσο, κ'ή έξοργιστική σιωπή τής όψιμης εύλάβειας τού Παυσανία, πού σέ πολλά μάς στέρησε βαρύτιμη γνώση τής έλληνικής θρησκείας. 'Αναφέροντας ό τελευταίος τήν άργολική παράδοση πώς ό Διόνυσος κατεβαίνει στόν "Αδη άπό τήν Άλκυονία 'λίμνη* γιά νά άνεβάσει τή Σεμέλη, σωπαίνει γιά τίς χρονιάτικες έκεϊ τελετές μέ τή δήλωση πώς τά ές αυτήν τήν λίμνην Διονύσω δρώμενα έν νυκτί κατ έτος Ικαστον ουχ δσιον είς άπαντας ήν μοι γράψαι. Τά 'πάθη' τού Διονύσου είναι ένα 'μυστήριον', κι άρρητα έτσι, δπως δλες οί μυστηριακές ιερουργίες, περί ών ου θέμις τοις άμυήτοις ΙστορεΙν κατά μέρος. Γιά τούς θρήνους στό θάνατο τού Διονύσου έχουμε τή ρητή μαρτυρία τοϋ Διονυσίου τοϋ Άλικαρνασσέα πού, θαυμάζοντας τή θρησκεία τών Ρωμαίων σάν καθαρή άπό τά πένθη καί τούς θρήνους τής έλληνικής θρησκείας, έορτή τις, γράφει, ουδεμία παρ' αύτοϊς μελανείμων ή πένθιμος άγεται τυπετους έχουσα καί θρήνους γυναικών έπί θεοϊς άφανιζομένοις, ώς παρ' "Ελλησιν έπιτελεϊται περί τε Φερσεφόνης άρπαγι)ν καί τ à Διονύσου πάθη και δσα άλλα τοιαύτα. Έχουμε άκόμη καί μιάν έτυμολογία τού όνόματος Βάκχος άπό τό σημιτικό ρήμα bâkâ = 'κλαίειν', πού στηρίζεται κι άπό μία 'γλώσσα' στόν 'Ησύχιο (βάκχον κλαυθμόν Φοίνικες) καί πού σέρνει τόν Διόνυσο στόν κύκλο τών θρηνούμενων 'θνησκόντων' θεών τών έκστασιακών σημιτικών λατρειών, άν άληθεύει. 'Αλλά καί δέν θά μπορούσαμε νά δεχτούμε γιά τούς ώριμους Έλληνες τήν ύπερβολική έκείνη έμφαση τοϋ πένθους γιά τό θάνατο τοϋ θεοϋ, πού τά μινωικά μνημεία πιστεύεται πώς μαρτυρούν γιά τά άρχαιότερα στάδια τής λατρείας τοϋ αίγαιακοϋ Θνήσκοντος Θεοϋ καί πού τόσο έντονα χαρακτηρίζουν τό δράμα τών όμόλογων θεών σέ ξένες λατρείες. Ή άγωνία, οί θρήνοι κ'οί παραφορές τοϋ πένθους γιά τό θάνατο τοϋ θεού συμπερπατούν μέ κάποιαν άγνοια τής άναγκαιότητας πού ρυθμίζει τήν περιοδική έναλλαγή τών έποχών καί μέ κάποια άβεβαιότητα — 114 -
γιά τήν τύχη τοΰ κόσμου. Μέ τό θάνατο τοΰ θεοΰ, πού λογιέται αΙτία τοΰ θανάτου τής φύσης, μένει άνάκρεμος ό ρυθμός τής ζωής κι ό κόσμος κάτου άπό τή φοβέρα τοϋ τέλους. Μιά τέτοια άγνοια κι άβεβαιότητα μάς είναι άμαρτύρητα γιά τούς παλαιότερους "Ελληνες κι όλότελα άκατανόητα γιά τούς Έλληνες τών φωτισμένων καιρών τους. ΟΙ θρήνοι, πάλι, κ'οί παραφορές γιά τό θάνατο τοΰ θεοΰ δέν συμπερπατοΰν λιγότερο μέ τούς θρήνους καί τά πένθη τών κοινών θανάτων. Ή Τραγωδία μάς μαθαίνει πώς οί παραφορές έδώ δέν άπόλειψαν όλότελα άπό τούς Έλληνες, μά, άπό τή μιά περιορίζουνται στίς γυναίκες μοναχά, άπό τήν άλλη πρώιμοι νόμοι τών έλληνικών πολιτειών καί τό πνεύμα τοΰ μέτρου καί τοΰ όρθολογισμοΰ περιορίζουν τίς ύπερβολές σάν βαρβαρικές άκοσμίες. Ή νίκη, τέλος, τής Όλυμπικής 'Αθανασίας τών θεών ύποτονίζει τό στοιχείο τοΰ θανάτου τους στίς λατρείες. ΟΙ καιροί πού πεθαίναν οί θεοί, έχουν περάσει στούς όνειρικούς καιρούς πού οί άνθρωποι κερδίζαν τήν αθανασία: ή άθανασία γίνηκε πρωτοκύριο γνώρισμα τής φύσης τών θεών κι ό θάνατος πρωτοκύριο γνώρισμα τής άνθρώπινης φύσης· κ'ή Ιδέα τοΰ θανάτου τών θεών είναι τώρα τόσο άκατανόητη όσο κ'ή Ιδέα τής άθανασίας τών άνθρώπων. Ένας λόγος πού δίνεται στόν Ξενοφάνη είναι πώς όμοίως άσεβοϋσιν οί γενέσθαι φάσχοντες τούς θεούς τοις άποθανεΐν λέγουσιν, κ'ένα άνέκδοτό του, πού τρέχει πότε στούς Θηβαίους πού θρηνούν τή Λευκοθέα τους καί πότε στούς Αίγύπτιους πού θρηνούν τόν Ό σ ι ρ ι , παρουσιάζει τόν έκπρόσωπο τοΰ Ιωνικού όρθολογισμοΰ νά τούς όρμηνεύει, εΐ θεούς νομίζονσι μή θρηνεϊν, εί δε θρηνοϋσι, θεούς μή νομίζειν. Οί λόγοι τούτοι μετριάζουνε τή στάση τών Ελλήνων άπέναντι στά 'πάθη' τοϋ θεοϋ καί ξεθωριάζουν τό στοιχείο τοϋτο στό διονυσιακό Θείο Δράμα. Ή κάθαρση δμως αύτή τής Διονυσιακής θρησκείας άφηνε ένα μεγάλο κενό στόν φορέα τής λατρείας τοΰ Θνήσκοντος Θεοΰ: στή γυναικεία λατρεία. Ό θρήνος γιά τόν Θνήσκοντα Θεό, σά θρήνος καί γιά τούς άλλους άγαπημένους νεκρούς καί σάν έκλυτικός καθαρμός μιάς πολυπιεσμένης ψυχικότητας, σέ καιρούς πού ή κοινωνική μεταστοιχείωση στερεί τής γυναίκας τήν μητριαρχική υπεροχή κι άνεξαρτησία της, είναι άκαταμάχητη γυναικεία άνάγκη. Έ τ σ ι τολμώ, κι άπαλλιώς, νά ξηγώ τό γιατί, μ'δλο τόν πανελλήνιο χαραχτήρα καί τόν δυναμισμό τής λατρείας ένός Θνήσκοντος Θεοΰ σάν τόν Διόνυσο, πιάνει τόσο πολύ κι άπό τόσο νωρίς ή γυναικεία λατρεία ένός άλλου θνήσκοντος θεοΰ, τοΰ Άδώνιδος, στήν Ελλάδα. 'Ανατολικός θνήσκων θεός, ό "Αδωνις έφερνε μαζί του τό σύγνεφο τών παράφορων θρήνων (χατατνπτεσθε, χόραι, χαι χατερείχεσθε χίθωνας), πού ό έλληνικός καί έλληνοπρεπής Διόνυσος δέν τό μπορούσε νά τούς ύποφέρει.
- 115 --
§ 44 Τό διονυσιακό θείο Δράμα: 'Ανάσταση τοΟ θεοϋ
Οπως
λιγοστά ξέρουμε γιά τΙς Ιερουργίες τοϋ θανάτου τοϋ θεοϋ, έτσι λιγοστά ξέρουμε γιά τΙς Ιερουργίες τής άνάστασής του. Κατά τούς τύπους δμως τού θανάτου, μπορούμε νά βλέπουμε τήν άνάστασή του στό άνέβασμά του άπό τόν Ά δ η ή στόν δποιο θριαμβικό έρχομό ή γυρισμό του. "Ενα στοιχείο τών Ιερουργιών αύτών είναι τό 'κάλεσμα' (έπίκλησις) τού θεοϋ άπό τούς λατρευτές του. Οί 'Γυναίκες τής Ήλιδας', Ιερατικό λείψανο μάιναδικοϋ θιάσου ( = § 54)» κράζουν τόν ταϋρο-Διόνυσο νά φανεί (ίλθεΐν, ήρω Διόνυσε), καί στά Λήναια, ύστερα άπό τό σύνθημα τού *Δαδούχου', καλείτε θεόν, οί λατρευτές άνακράζουν τό θεό μέ τήν έπίκληση, Σεμελήϊε "Ιακχε Πλοντοδότα. Στήν Άλκυονία 'λίμνη', άπ'δπου άνεβαίνει άπό τόν Ά δ η ό Διόνυσος, γίνουνταν, μιά νύχτα τοϋ χρόνου, κάποιες άπόρρητές Ιερουργίες άνάκλησης τοϋ θεού πού, συναντώντας τες, ό Παυσανίας άποφεύγει νά τίς μαρτυρήσει ( = § 42)· Ά π ό τόν Πλούταρχο δμως μαθαίνουμε πώς στίς τελετές αύτές οί Άργεϊοι ρίχνανε στήν άβυσσο ένα άρνί, προσφορά στόν κλειδοκράτορα τοϋ Κάτου Κόσμου, Πνλάοχον, καί κράζανε τό θεό ν'άνεβεϊ μέ κάτι 'σάλπιγγες' μικρές πού τίς κρύβανε μέσα σέ θύρσους. Σέ μιά μινωική παράσταση βλέπουμε γυναίκα νά σαλπίζει μέ κάτι πού μοιάζει μέ 'κόγχο' καί, μέσα στόν κύκλο τών σχετικών παραστάσεων, άπεικάζεται πώς κράζει τό θεό ή τή θεά νά ξυπνήσει ή νά γυρίσει. Σέ ροδιακό πάλι διονυσιακό πανηγύρι, καθώς μαθαίνουμε άπό έπιγραφή τών ρωμαϊκών χρόνων, έχουμε κάθοδο τοϋ θεού κ'ένα ύδραυλικό μουσικό δργανο (ύδραύλης) πού έπεγείρει τόν θεόν, 'ξυπνά' παναπεΐ τό θεό ή τόν 'παρακινά' νά γυρίσει. Στόν Ιωνικό κόσμο ή έπιφάνεια τού Διονύσου γίνεται στά άνοιξιάτικα Ανθεστήρια δπου ό θεός παρουσιάζεται νά'ρχεται μέσα σ'ένα τροχοφόρο καράβι. Ή γιορτή είναι άρχαιότερη άπό τόν άποικισμό τών 'Ιώνων, κ'έτσι τό 'πλάσμα' πρωτοσχετίζεται μέ τό άθηναΐκό πανηγύρι. Είδαμε πώς ή 'Κατάβαση' τού Διονύσου στόν Ά δ η , πού τήν παρωδεί δ Αριστοφάνης στούς 'Βατράχους* του, σχετίζεται μέ τήν περιοχή έν Λίμναις, δπου τό άρχαιότερο άθηναΐκό Ιερό τοϋ Διονύσου, πού άνάγει μοναχά στούς 'Χόας' τών Ανθεστηρίων. Κατεβαίνοντας έτσι άπό μιά λιμνοτοπιά, φυσικό είναι ν'άνεβαίνει άποκεί μέσα σ'ένα καράβι. "Ετσι ξηγιέται τό τροχοφόρο καράβι πού μέσα σ'αύτό έρχεται ό Διόνυσος, τή μέρα τών Χοών καί πού μαρτυριέται άπό άγγειογραφίες γιά τήν Αθήνα κι άπό νομίσματα καί φιλολογικές μαρτυρίες γιά τή Σμύρνη: πέμπεται γάρ τις μηνΐ Ύ Ανθεστηρίων ι μεταρσία τριήρης ές άγοράν, ήν ό τοϋ Διονύσου Ιερεύς, οίον κυβερνήτης, ενθννει - 116 -
πείσματα èx θαλάττης λνονσαν. "Ενα γνώριμο 'πλάσμα* τής διονυσιακής 'Κατάβασης' είναι πώς ό θεός, άνεβαΐνοντας άπό τόν Ά δ η , άνεβάζει καί τή μάνα του Σεμέλη. Ή Κάθοδος καί ή Ά ν ο δ ο ς τής Θεάς είναι πολυγνώριμο στοιχείο τής προελληνικής θρησκείας. Μιά Κάθοδος έτσι κι Ά ν ο δ ο ς τής Σεμέλης είναι ευκολονόητη κι όλότελα άνεξάρτητη στήν άρχή, άπό τήν Κάθοδο καί Ά ν ο δ ο τού Διονύσου. Ή άναγωγή, πραγματικά, μιάς χθόνιας θεότητας πού ταυτίζεται μέ τή Σεμέλη, τελετουργείται στή γιορτή 'Ηρωίδα τών Δελφών άπό τις Θυιάδες: οί Ιερουργίες είναι μυστικές, έχ δέ τών δρω-
ΑΝΟΔΟΙ ΔΙΟΝΥΣΟΥ μελανόμορφος λήκυθος έξ 'Αθηνών βλ. Metzger: BCH 68/9 (1944/5) 296 xiÇ. τον 161ου: Recherches sur l'imagerie Athénienne. Paris 1965, 50
μένων, γράφει ό Πλούταρχος, Σεμέλης δν τις άναγωγήν είχάσειε. ("Η γιορτή είναι 'ένναετηρική', ό τεχνητός δμως χαραχτήρας τής 'ένναετηρίδος' (= § 2 3) μαρτυρά άλλοτινό χρονιάτικο κύκλο.) Μιάν 'άναγωγήν' ή δποιαν άλλη 'έπιφάνειαν' τής Σεμέλης μαρτυρά ό περίφημος διθύραμβος τού Πινδάρου γιά τούς Αθηναίους. Ή γιορτή είναι άνοιξιάτικη καί θά εΐκάζαμε τά 'Μεγάλα Διονύσια', μά ή 'έπιφάνεια' τής Σεμέλης έδώ {άχεΐ τε Σεμέλαν Ιλιχάμπυχα χοροί) θ'άνήκει σέ κάποιο θηβαϊκό περισσότερο παρά άθηναΐκό πανηγύρι. Ή Κάθοδος έτσι καί Ά ν ο δ ο ς τού θεού, πού ή τελευταία μαρτυριέται άναντίλογα άπό μιά μελανόμορφη λήκυθο, (Metzger), πλάθεται, σάν τροπή τού θανάτου του καί τής άνάστασης, πάνου στήν περιπέτεια τής άρχαίας Θεάς,κι όργανικά, έτσι, συνδέεται μαζί της. Ή Σεμέλη είναι μιά άπό τίς πολλές μορφές τής Θεάς καί, στή διονυσιακή περιπέτεια, παίρ- 117 --
νει φυσικά τή θέση τών λογίς έπιχώριων θεαινών πού άνεβοκατεβαίναν στόν Αδη. "Ετσι στά μυστήρια τής Λέρνης, άπ'δπου άνεβάζει τή Σεμέλη Ô θεός, τίποτα δέν μαρτυρά τήν παρουσία τής Σεμέλης. Ή λατρεία δμως μιάς Δήμητρας άφήνει νά φαίνεται έδώ ή "Ανοδος μιδς άρχαίας θεότητας, πού τό ρόλο της άναδέχουνται ή Σεμέλη άπό τή μιά κ'ή Περσεφόνη, ύστερότερα, άπό τήν άλλη. Στήν 'Αγορά, πάλι, τής Τροιζήνας είταν ναός τής "Αρτεμης μέ μινωική παράδοση· μέσα στό ναό είταν άγάλματα τών χθονΓων θεών κ'έδώθε, κατά τήν ντόπια παράδοση, άνέβασε ό Διόνυσος τή Σεμέλη. Είναι φανερό πώς κ'έδώ ή Σεμέλη παίρνει τή θέση μιάς άλλης χθόνιας θεάς, πού 'άνεβαίνει*. Σύστοιχα είναι τά παραδείγματα τοΰ 'Ηρακλή πού 'άνεβάζει* τήν "Αλκηστη καί τοΰ "Ορφέα (διονυσιακής μορφής) πού 'άνεβάζει' τήν Εύρυδίκη (χθόνια θεότητα καθώς μαρτυρά τό δνομά της). Τήν έπίκληση, τώρα, τοΰ θεοΰ τήν άκολουθά ή θεοφάνεια, τό θριαμβευτικό παρουσίασμά του. 'Υποχωρώντας γενικά μαζί μέ τήν ιδέα τοΰ θανάτου τοΰ θεοΰ, ή άνάσταση συγκεντρώνεται, όλοένα καί περισσότερο, στήν επιφάνεια, τό θριαμβευτικό παρουσίασμά του. Τό παρουσίασμα τούτο τοΰ θεού είδαμε νά παίρνει καί τόν τύπο τοΰ 'Γυρισμοΰ' του (Καταγώγια) άπό κάποιο ταξίδι του (*Άναγώγια) πού άντικατασταίνει τό θάνατο ή τό Κατέβασμά του στόν "Αδη. 'Επιγραφή τής Πριήνης πού κάνει λόγο γιά τήν ίερωσύνη τοΰ Διονύσου τοΰ Φλέου, μιλά γιά τά 'Καταγώγια', άπ'δπου κι ό Διόνυσος αύτός λέγεται Καταγώγιος* όρίζει πώς ό Ιερέας μπορεί νά φορά δποια θέλει στολή καί στεφάνι μαλαματένιο τόν μήνα Ληναιώνα κι Άνθεστηριώνα - καί πώς στά 'Καταγώγια' θά πηγαίνει έπικεφαλής τών συγχαταγαγόντων τόν Διόνυσον. Ά π ό τή χαρά καί τά όργιαστικά ξεφανερώματα πού συνοδεύαν άλλοτινά τόν έρχομό τοΰ θεοΰ καί πού άνακρατιοΰνται σ'όμόλογες λυδικές γιορτές, δπου οί Λυδοί μαίνονται τώ θεώ χαι χορενουσιν έπειδάν αύτοις ίαρ ένείκη ό ήλιος, πολλά άπομένουν (δπως τό μαρτυροϋν τά Ανθεστήρια μέ τόν κρονιακό χαραχτήρα τους) στίς όργανωμένες πολιτικές αύτές γιορτές, δπου έπικρατεί ή ιερατική μεγαλοπρέπειά τους. "Οπως καί νά'ναι, ή θριαμβική πορεία τοΰ Διονύσου μέσα άπό τίς Ιωνικές πολιτείες τή δεύτερη μέρα τών "Ανθεστηρίων, ή μεγαλόπρεπη πομπή τών 'συγκαταγαγόντων τόν Διόνυσον' στά Καταγώγια (πού μπορούμε νά εικάζουμε πώς ταυτίζουνται μέ τούς 'Χόας' τών Ανθεστηρίων), κι ό πανηγυρικός μέ τήν εικόνα τοΰ θεοΰ γυρισμός τής πομπής τών Μεγάλων Διονυσίων, άφήνουν νά φαίνεται στό βάθος ξωπίσω τους, ό θριαμβευτικός γυρισμός τών διονυσιακών θιάσων μέ τόν κλαδοφόρο κορυφαίο τοΰ χρονιάτικου δράματος, πιό πίσω ό θριαμβευτικός 'κώμος' τοΰ Όλυμπιακοΰ Νικητή, πιό πίσω ή θιασική πομπή πού συνοδεύει τόν 'μέγιστον κοΰρον', τήν ένσάρκωση τοΰ κρητικοΰ Διός καί, σ'άμέτρητο ξωπίσω βάθος, ό θριαμβευτικός ξαναγυρισμός τών 'άναστημένων' παληκαριών ύστερα άπό τό μυητικό θάνατό τους. - 118 --
§ 44 Τό διονυσιακό Θείο Δράμα: 'Ιερός Γάμος καί 'Ανάληψη τοϋ θεοδ Ο τ ι Ινας 'Ιερός Γάμος άκολουθά τους τύπους τής 'Ανάστασης τού Θεού, τό μαρτυρούν οί μύθοι πού συνδέουν τόν Διόνυσο μέ μιάν άγαπημένη του (τήν Άλθαία, τή Φυσκόα, τήν 'Αριάδνη). Τά όνόματα μαρτυρούν αρχαίες θεές πού ξεπέφτουν, όπως κ'ή Σεμέλη, σέ ήρωίδες. ΟΙ θεογαμίες αύτές τού Διονύσου είναι φυσικά προβολές ένός 'Ιερού Γάμου τού διονυσιακού Θείου Δράματος, όπου ό τελεστής ένσαρκώνει τόν θεογαμπρό κ'ή τελέστρια τή θεονύφη. Ό 'Ιερός αύτός Γάμος παραδίνεται άπό τήν πράξη τού Εποχικού Δράματος, δπου τό ιερουργικό κυνήγημα τού μαιναδικοϋ θιάσου άπό τόν άντίμαχο (καί μορφή, δπως είδαμε) τού θεοϋ, έχει σκοπό τό διάλεγμα μιάς νύφης. Τή λατρειακή, δμως μαρτυρία τήν έχουμε άπό τήν 'Αθήνα, δπου άρχαιοσεβάσμιες Ιερουργίες άνακρατούνε σ'άψηλή έπισημότητα τό στοιχείο τοϋτο. Ό Λόγος κατά Νεαίρας πληροφορεί πώς ή βασίλιννα, ή γυναίκα τού άρχοντος 'βασιλέως', έπρεπε, κατά ένα παλαιό μά ζωντανό πάντα νόμο, νά είναι άπό τήν 'Αττική (άστή) — (γιά ν'άντιπροσωκεύει τήν κοινότητα τής χώρας) —, καί νά μήν είχε γνωρίσει, πριν νά παντρευτεί τόν άρχοντα 'βασιλέα', άλλον άντρα* γιατί, άνάμεσα στ'άλλα πού ίερουργεί, γίνεται καί γυναίκα τού Διονύσου: τήν γε θεώ γυναίκα δοθησομένην. 'Αντίστοιχα έχουμε τήν παρθενία πού ζητιέται άπό τή γυναίκα τοϋ Flamen dialis κι άπό τή γυναίκα τού έβραίου άρχιερέα: άρχαιοβασιλικών λειψάνων καί τών δύο. Ό λόγος δμως τής ύποχρέωσης, ό γάμος της μέ τό θεό, δέ νογιέται, μιά κ'ή βασίλισσα παντρεύεται ένα θνητό, παρά μονάχα άν ό θεός εΐταν ό άντρας της ό ίδιος. Σέ ποιά γιορτή γίνεται ό γάμος τής 'βασίλισσας' δέν άναφέρεται, μπορούμε ώστόσο νά τό βρούμε. Ό άρχων 'βασιλεύς' όρίζει δεκατέσσαρες (δσοι κ'οί βωμοί έκεί τού Διονύσου) γυναίκες, πού έχουνε τόν τίτλο γεραραι καί πού τελούν τά ίερά τού Διονύσου τού έν 'Λίμναις'. Προτού ν'άγγίξουν τά Ιερά, οί 'γεραραί' όρκίζουνται άπό τή 'βασίλισσα' καί τόν ιεροκήρυκα, καί μέσα, ύστερα, στό Ιερό τελούν μαζί της κάποιες άγιες κι άπόρρητες Ιερουργίες. Τό Ιερό δμως τού Διονύσου 'έν Λίμναις' (δπου είταν στημένη ή κολόνα μέ τήν έπιγραφή γιά τά προσόντα τής 'βασίλισσας') άνοιγε μιά φορά τό χρόνο μοναχά, τή δεύτερη μέρα τών 'Ανθεστηρίων (Χόες), δταν έφτανε ό θεός μέσα σ'ένα τροχοφόρο καράβι. "Αρα τή μέρα τούτη γίνεται κι ό γάμος τού Διονύσου μέ τή 'βασίλισσα* (κ'έτσι οί Ιερουργίες πού τελούν μαζί της οί 'γεραραί' στό Άιμναΐον' μπορούμε νά δεχτούμε πώς είναι έτοιμασίες γιά τό γάμο της, φαλλικού ίσως χαραχτήρα). Πού τώρα γίνεται ό γάμος αύτός, τό φανερώνει ή "Αθηναίων Πο- 119 -
λιτεία' τοϋ 'Αριστοτέλη. Πληροφορώντας πώς ή άρχαία έδρα τοϋ άρχοντος 'βασιλέως' εϊταν τό νΰν καλούμενον Βονκόλιον, κοντά στό Πρυτανείο, προσθέτει γιά τεκμήριο, δτι ίτι xal νϋν τής τον βασιλέως γυναικός ή σύμμειξις έντανθα γίνεται καί δ γάμος. ('Σύμμειξις' είναι ή συνάντηση καί 'γάμος' ή σαρκική ένωση τοϋ Ίεροϋ Γάμου.) "Από τό ρόλο τής 'βασίλισσας' στό γάμο τοϋτο καί στήν άρχαία έδρα μάλιστα τοϋ βασιλιά, βγαίνει πώς τό πρόσωπο πού ύποστάτωνε τό ρόλο τού θεού, εϊταν ό 'άρχων βασιλεύς' ό Ιδιος. Ό άρχων 'βασιλεύς' δμως είναι άπομεινάρι τοϋ ίερέα βασιλιά τής μυκηναϊκής έποχής, καί τό άρχαΐον τάς θυσίας άπάσας ό βασιλεύς ίθυε, και τάς σεμνοτάτας καί άρρήτους ή γυνή αύτοϋ έποίει, εΐκότως, βασίλιννα ούσα. Ό σ ο γιά τό δνομα τής άρχαίας έδρας τού βασιλιά Βουκόλιον θά δούμε πώς μάς άνεβάζει στόν Ταυρομορφικό τού Ίεροϋ Γάμου τύπο ( = § 46)· Ιδέα πού τήν κάνει πολύ πιθανή ή παράσταση σ'έναν 'χούν' τής ένωσης δυό άλλων διονυσιακών ζώων γιατί τά άγγεία αύτά στορίζουνται μέ παραστάσεις σκηνών τής ήμέρας. Τό θριαμβικό, τέλος, άνέβασμα τού άναστημένου θεού στόν ούρανό (άρχικά άνέβασμα στό βουνό, τήν έδρα τού θεού καί τής θεάς), είναι σταθερό τού θείου Δράματος στοιχείο. Έ τ σ ι κ'έδώ, δταν ό Διόνυσος άνεβάζει τή Σεμέλη άπό τόν "Αδη, άνεβαίνει μαζί της στόν ούρανό (ό δέ Διόνυσος άναγαγών έξ "Αιδου τήν μητέρα καί προσαγορεύσας θυώνην, μεταντής είς ούρανόν άνήλθε, παραδίνει ό 'Απολλόδωρος)· στήν παράσταση ένός πήλινου δίσκου τού 3ου αΙώνα πΧρ. άπό τό Μπρίντιζι, μιά σκηνή άποθέωσης ένός ζευγαριοϋ μέσα στόν Ζωδιακό δείχτηκε πώς είκονίζει τόν γυρισμό τού Διονύσου καί τής Σεμέλης άπό τόν "Αδη στόν ούρανό" κ'ένα άπό τά 'στυλοπινάκια' τού ναού τού 'Απόλλωνα στήν Κύζικο, είκόνιζε Διόνυσον τήν μητέρα αύτοϋ είς ούρανόν άνάγοντα, προηγουμένου 'Ερμού, Σατύρων δέ καί Σιληνών μετά λαμπάδων προπεμπόντων αυτούς. Εδώθε ξηγιέται κ'ή άντίστοιχη περιπέτεια μέ τήν 'Αριάδνη, τήν κρητική θεονύφη του, π'άνεβαίνει μ'αύτή, δταν τήν παίρνει τού Θησέα, σ'ένα βουνό τής Νάξου, κέντρον τής λατρείας του, καί χάνεται άποκεϊ μαζί της.
§ 46 Βουκόλοι καί Βουκόλια Άρχαιοκρητικός Τύπος τοϋ Ίεροϋ Γάμου τών 'Ανθεστηρίων
Ο
ί νεότεροι διονυσιακοί θίασοι πασχίζουν νά δώσουν στόν έαυτό τους τόν τύπο τοϋ άρχαίου διονυσιακοϋ θιάσου χρησιμοποιώντας λογίς άρχαιόχρωμους τίτλους. 'Ανάμεσά τους είναι κι ό τίτλος βουκόλος, σταθερά στόν πληθυντικό βουκόλοι, κι ό τίτλος ένός ή περισσότερων άρχιβουχό- 120 --
λων (= § 9 0 · "Η άρχαιότερη φιλολογική μαρτυρία μας είναι ή έπιγραφή μιάς κωμωδίας τού Κρατίνου 'Βουκόλοι'. Σέ βαθύτερη άρχαιότητα μάς άνεβάζει τό Ιερό οίκημα δπου έδρευε άλλοτινά ό άρχων 'βασιλεύς* τής Αθήνας, δπου τελείται κάθε χρόνο ό Ιερός γάμος τού Διονύσοϋ μέ τή 'βασίλιννα*, καί πού λεγόνταν Βουκόλιον, βοΐδοκοπάδι, βοΐδόμαντρα, καί, συνεκδοχικά, οίκημα τού Βουκόλου ή τών Βουκόλων (Βονκολεϊον). "Ενας 'θάλαμος βουκόλων' είναι κι ό κεραυνωμένος θάλαμος τής Σεμέλης (Εύριπίδης, Απ. 203 μέ τή διόρθωση τού Wilamowitz, Arist. u. Athen II 42 Α. 13: ëvôov dè θαλάμοις βουκόλων J κισσω κομώντα στϋλον εύίου θεού), δπου ό κεραύνειος γάμος τής βασιλοκόρης μέ τό θεό, άνακρατεΐ τή θύμηση τόΰ βασιλικού Ιερού γάμου. "Ισαμ'έδώ είναι φανερό πώς ό τίτλος άνήκει σέ Ιερουργούς πού σχετίζουνται μέ τόν διονυσιακό Ιερό γάμο. Είδαμε νά'ναι πολύ πιθανό πώς ό Ιερός αύτός γάμος εΐταν τού ταυρομορφικού τύπου ( = § 45)' δ βασιλιάς κ'ή βασίλισσα ή ό Ιερέας κ'ή ιέρεια πού τόν τελούν φορούν τά ταυρομορφικά έμβλήματα ^ών θεών πού Ενσαρκώνουν. Μυθικές προβολές τού ταυρομορφικού τύπου τού "Ιερού Γάμου έχουμε στό μυκηναϊκό ζευγάρι τού Δία καί τής Ίώς, παραπίσω τό κρητικό ζευγάρι Ταύρου καί Πασιφάης και παραπίσω τό ζευγάρι τού κρητικού Δία καί τής Εύρώπης. Τό τελευταίο μάς όδηγά στή Φοινίκη άπ'δπου ό ταύρος Δίας άρπάζει τήν Εύρώπη, κ'ή Φοινίκη μάς βγάζει στούς άρχαιότερους Χαναναίους, στό γάμο τού ταύρου Βάαλ καί τής γελάδας 'Ανάτ, καί παραπίσω τού ταύρου Ή λ (Et) καί τής γελάδας Άσεράτ (Άστάρτης), ίσαμε τή Μεσοποταμία, δπου ό γάμος τού φεγγαροθεού τής Οδρ μέ τή γελάδα θεά Nin-khursag γιορτάζεται κάθε χρόνο. Γιά νά ξαναγυρίσουμε στήν "Ελλάδα, θυμούμαστε πώς ό φοίνικας Κάδμος, άναγυρεύοντας τήν άδερφή του Εύρώπη, όδηγήθηκε στόν τόπο πού θά'χτιζε τή Θήβα άπό μιά φεγγαροσήμαδη γελάδα. Είναι, έτσι, μιάς λογής 'βουκόλος' αύτός κι ό 'θάλαμος βουκόλών' στό παλάτι του άντιστοιχεί σ'αύτή τήν ίδιότητά του. "Ολα τούτα τραβούνε νά πούν πώς οί γυναίκες τών ταύρων θεών (καί τών ταυρόμορφων τελεστών τού Ιερού γάμου τους) είναι γελάδες θεές (κατά συνέπεια κ'οί ύποκατάστατες στόν 'Ιερό Γάμο τους γελαδόμορφες), πού στήν "Ελλάδα θά λέγουνταν βόες. Τό μαρτυρά τό συχνό έπίθετο τής Ίώς βοϋς, ή έκδοχή πώς οί Προιτίδες ( = § 36) μεταμορφωθήκαν άπό τήν "Ηρα σέ βόας καί τό έπίθετο τής γελάδας Ή ρ α ς βοώπις. Ρητή μαρτυρία γιά τΙς Μαινάδες δέν έχουμε, μ'άν όνομάζαμε τίς Λαφύστιες μαινάδες πού κερατοφορούν ( = § 50), θά τίς λέγαμε βόας κ'έκείνες. 'Εδώθε μπορούμε ν'άναθεωρήσουμε τήν παλιά έρμηνεία πώς 'βουκόλος' δηλώνει τόν λειτουργικό βοσκό τού ταύρου Διονύσου. Ό "Αργός πού φυλά καί κυνηγά τήν Ίώ είναι καί λέγεται 'βουκόλος' κι αύτός, κ'ένας 'βουκόλος' πρέπει νά'ναι κι ό Μελάμπους πού κυνηγά τίς 'βόες' Προιτίδες. Ό θεομάχος Λυκούργος κυνηγά τίς τροφούς τού Διονύσου μέ βουκέντρα (βουπλήγα) στό χέρι του, - 121 --
δργανο πού τόν χαραχτηρίζει 'βουκόλον' ένας άλλος θεομάχος, πού κυνηγά τίς Μαινάδες κι αυτός ( = § 36) είναι ό Βούτης, δνομα πού θά πει 'βουκόλος'· ό Πενθέας, στίς 'Βάκχες', τραβά γιά τίς Μαινάδες μ'ένα ταύρο όδηγό καί στό ίδιο δράμα βουκόλοι κυνηγούν τίς Μαινάδες. Είδαμε, πάλι, πώς τό ίερουργικό κυνήγημα καταλήγει τελικά σ'ενα γάμο ( = § 37)· κ ι μάς ξαναφέρνει στά 'Βουκόλια' τών Θηβών καί τής 'Αθήνας. 'Βουκόλοι' μ'άλλα λόγια είναι τά μέλη τών άνδρικών θιάσων πού κυνηγάνε τίς 'γελάδες' συντρόφισσες τοΰ θεού" κ'ένας άπ'αύτούς, ό κορυφαίος τοΰ Ίεροΰ Γάμου τελεστής, 'βουκόλος' κι αύτός, είναι άπό τό λειτούργημά του 'άρχιβουκόλος'. Τότε καί τά 'Βουκόλια' είναι οί τόποι τοΰ ταυρο-γελαδικού Ίεροΰ Γάμου. Είδαμε πατρίδα γιά τό Αιγαίο τοΰ Ταυρομορφικού Ίεροΰ Γάμου τήν Κρήτη. Σημαντικό είναι, έτσι, πώς οί Ιερουργοί αύτοί 'βουκόλοι' ξαναβρίσκουνται στή λατρεία τοΰ Ζαγρέα. Ό Κλήμης 'Αλεξανδρείας παραδίνει ενα λειτουργικό λόγο: ταύρος [πατήρ] δράκοντος καί πατήρ ταύρου δράκων / εν όρει τό κρύφιον βουκόλος τό κέντρον, άναφέροντάς τον στή γέννηση τοΰ Ζαγρέα ( = § 23). Ό πρώτος στίχος παραδίνεται καλλίτερα άπό τόν Φίρμικο Ματέρνο, ταύρος δράκοντος καί ταύρου δράκων πατήρ καί σέ λατινική μετάφραση άπό τόν Άρνόβιο, taurus draconem genuit et taurum draco. Ό δεύτερος στίχος μιλά γιά κάποιο 'βουνίσιο κρυφότοπο', γιά 'βουκόλον' καί γιά 'κέντρον'. Ό λ α τοΰτα μποροΰν νά άναφέρουνται στή ζαγρεΐκή νυκτιπολική όρειβασία ( = § 5) καί τό 'κέντρον' νά σημαίνει τή 'βουκέντρα' τοΰ βουκόλου ή τόν θύρσο* οί δροι δμως μπορούν νά'χουν κ'έρωτική σημασία καί, σέ συνδυασμό μέ τόν πρώτο στίχο, ν'άναφέρουνται σέ ιερό γάμο τοΰ ταυρομορφικού τύπου. Ή παράθεση μιλά γιά κάποιον είδωλικόν ποιητήν, μά τό νά γίνεται άπό χριστιανούς συγγραφείς πού τά 'έθνικά' μυστήρια είναι κύριος στόχος τους, συνηγορεί γιά τήν άποψη πώς οί στίχοι κατεβαίνουν, άμεσα ή έμμεσα, άπό κάποιο 'ιερόν λόγον' τών ζαγρεϊκών ( = όρφικοδιονυσιακών) μυστηρίων. 'Εδώθε καί στήν όμολογία πίστεως τών βάκχων θιασωτών τοΰ Ζαγρέα πού παραδίνει τό περιλάλητο άπόσπασμα άπό τούς 'Κρήτες' τοΰ Εύριπίδη ( = § 5): έξ ού Δ ιός Ίδαίου μύστης γενόμην / και νυκτιπόλου Ζαγρέως βροντάς / τάς ώμοφάγους δαίτας τελέσας κτλ., μιά διόρθωση γυρίζει τό άκατανόητο κι άσύντακτο βροντάς σέ βούτας (= βουκόλος): "άπ'δταν γίνηκα μύστης τοΰ Ίδαίου Διός καί βούκουλας τοΰ νυχτοπλάνητου Ζαγρέα...". Οί Κούρητες, πού μιά μυητική κατηγορία τους είναι οί 'βουκόλοι' τοΰ Ζαγρέως, δέν είναι μόνο άκόλουθοι μά καί πάρεδροι τής Ρέας. Ό τίτλος σημαίνει καί τόν γενετησιακό σύντροφο, κ'ή ιδέα ξανάρχεται σ'ένα στίχο τών 'Βακχών': ώ θαλάμευμα Κουρήτων... Ή λέξη σημαίνει τόσο 'σπήλαιο', δσο καί 'νυφικό θάλαμο' κι άφήνει τήν ιδέα πώς οί Κούρητες είναι κι άντρες τής Ρέας, μέ τήν έννοια, δικός ξέρουμε, πώς ό κορυφαίος τους Μέγιστος Κούρος ή βασιλιάς, ένώνεται μέ μιά πού παρασταΐνει τή - 122 -
Ρέα. Ό Ιερός γάμος είναι κεντρική Ιερουργία τής κρητικής θρησκείας καί στό μύθο τού Ζαγρέως, ό Ζεύς, ό γιός τής Ρέας, σμίγει μέ τή μάνα του Ρέα. "Ετσι ξηγιέται καί γιατί ό γιός τής Μητέρας Θεάς είναι σταθερά κι άγαπητικός της: Τό μυούιιενο παιδί — πού προβολή του είναι ό θείος Υιός — γίνεται κορυφαίος τού θιάσου καί θεογαμπρός, πού προβολή του είναι ό Πάρεδρός της. § 47 Ανθεστήρια
Η
έρμηνεία τού όνόματος τού πανηγυριού άπό τό άναθέσσασθαι, μέ τό νόημα μιάς ικεσίας στίς ψυχές τών νεκρών ν'άνεβούν, δέν γίνεται δεκτή, γιά λόγους ούσιαστικούς (κύρια πρόθεση τών ζωντανών είναι νά φυλαχτούν άπό τούς νεκρούς) μά καί διαλεκτικούς (ή συγκοπή τής πρόθεσης άνά δέν είναι χαραχτήρας τής ιωνικής διαλέκτου). Τό δνομα βγαίνει βασικά άπό τό άνθέω, δπως φαίνεται άπό τό παράλληλο τής Ρόδου άνθεστηριάδες (γιά τίς ώριμες νά παντρευτούν) καί σχετίζεται μέ τό έθιμο τής δεύτερης μέρας, τών 'Χοών', νά στεφανώνουν τά τριόχρονα παιδιά μέ λουλούδια. Τό δνομα συνδέει γενικότερα τό πανηγύρι μέ τό χρονιάτικο άνθισμα κι άναθυμίζει τούς σχετισμούς τού Διονύσου μέ τά λουλούδια ( = § 36). Σ'άγγειογραφία πού τόν παρασταίνει μέσα στό τροχοφόρο καράβι τού πανηγυριού, ό θεός κρατάει λουλούδι. Τό άττικό τούτο πανηγύρι συναντιέται σ'ίωνικές πολιτείες τής Μικρασίας, δείχνοντας έτσι ν'άνεβαίνει σέ πρωτίτερη άπό τήν άποικιακή έξακτίνωση περίοδο τής Ιστορίας τών Ιώνων. Ή άθηναΐκή παράδοση ξέρει τή βαθειά του αύτή άρχαιότητα, λέγοντας τά Ανθεστήρια άρχαιότερα Διονύσια (Θουκυδίδης), κατατάσσοντας τό Ιερό τού Διονύσου 'έν Λίμναις* άνάμεσα στά άρχαιότερα Ιερά τής 'Αθήνας (ό Ιδιος) ή λέγοντάς το άρχαιότατον και άγιώτατον Ιερόν τοϋ Διονύσου (Λόγος 'κατά Νεαίρας'). Παράλληλη ένδειξη είναι ή βαθύτατη άρχαιότητα τών κεντρικών "Ιερουργιών του. Ό κύριος τόπος τής γιορτής είναι (τίς δυό πρώτες μέρες καί ιδιαίτερα τή δεύτερη) τό Ιερό τού Διονύσου 4έν Λίμναις', ή, άλλιώς, τό 'Λιμναϊον', τοποθετημένο άπό τίς άνασκαφές στό βαθούλωμα πού περικλείνεται άπό τίς δυτικές πλευρές τής "Ακρόπολης, τόν Ά ρ ε ι ο Πάγο καί τήν Πνύκα. Οί άνασκαφές άνακαλύψανε μιάν έπισώρευση στοιχείων μέσα στό τέμενος άπό τούς άρχαίκούς Ισαμε τούς ρωμαϊκούς καιρούς* μά, μέσ' άπό τούτα, έπισημάνανε τά δυό κύρια χτίσματα πού παράδιναν οί πηγές, τόν ναό (νεώς) κ'ένα οίκημα (οίκος). Τά 'Ανθεστήρια γιορτάζουνταν στίς 11.12.13 τοϋ 'Ανθεστηριώνος (Φλεβάρης/Μάρτης). Οί τρείς μέρες είναι καί τρείς διαφορετικές γιορτές, Πιθοίγια, Χόες, Χύτροι, άρχίζοντας ή καθε- 123 --
μιά άπό τ'άπόσπερο τής άλλης. Στήν πρώτη, τά 'Πιθοίγια', είδαμε ( = § 37) ν'άνοίγουν πανηγυρικά τά πιθάρια τοϋ κρασιοϋ, άπ'δπου τ'δνομα τής γιορτής, γιά τή μετάληψη τοϋ νέου κρασιοϋ, πού τήν άκόλουθη μέρα, τούς 'Χοάς', γενικεύεται σέ συμποσιακό πιόσιμο μ'ίδιωτικούς, κ'έναν έπίσημο, άγώνες ταχυποσίας. Ή δεύτερη τούτη μέρα τών 'Ανθεστηρίων δέν έχει τήν άπλότητα τής πρωτίτερης ή τής άκόλουθης, μά συνθέτεται άπό πλήθος Ιερουργίες. 'Εξόν έτσι άπό τήν οίνοποσία καί τούς άγώνες της ( = § 4°). έχουμε τόν έρχομό τού Διονύσου μέσα στό τροχοφόρο καράβι τόυ ( = § 44). τ ή ν τέλεση τοϋ ίεροϋ γάμου του μέ τή 'βασίλισσα' ( = § 45)· κ ο τ ( * τ ή ν πιθανότερη είκασία καί τήν ΑΙώραν ( = § 36)· Τήν Ιδια μέρα στεφανώνουν μέ λουλούδινα στεφάνια τά παιδιά πού βρίσκουνται στόν τρίτο τους χρόνο. Τό Στεφάνωμα είναι έπαφή μέ τή βλάστηση, πού ένσωματώνει τή δύναμη τής άνανεούμενης Ζωής, κ'ή έπαφή τούτη είναι γνώριμη μυητική πράξη. Τό στεφάνωμα έδώ είναι προοίμιο γιά τήν καταγραφή τών παιδιών στούς καταλόγους τών 'φρατόρων*. Ή είσδοχή τού παιδιού στούς Φράτορες γίνεται στή γιορτή τών 'Απατουρίων, πού'ναι γιορτή τοϋ φθινοπώρου. "Αν, έτσι, ή τρίτη έπέτειος τών γενεθλίων πέφτει πρίν άπό τά 'Ανθεστήρια τής χρονιάς, τά παιδιά στεφανώνουνται στά 'Ανθεστήρια καί καταγράφουνται στά Άπατούρια τής Ιδιας άν πάλι πέφτει μετά τά 'Ανθεστήρια καί πρίν άπό τά Άπατούρια, στεφανώνουνται στά 'Ανθεστήρια τής άλλης χρονιάς καί καταγράφουνται στ'άκόλουθα "Απατούρια, πατώντας τόν τέταρτο χρόνο. Ό λ α τούτα μαρτυρούν διασπασμένα στοιχεία μιάς άρχαίας Φυλετικής Μύησης πού λείψανα τής άγωγής της σημαδεύουνται στή στρατιωτική, έδώ, θητεία τών έφήβων. (Είναι γνωστό πώς τά ά ν α γ ε ν ν η τ ι κ ά στοιχεία τών τελετών τής Φυλετικής Μύησης κατεβαίνουν, μέ τόν καιρό, στήν παιδική ήλικία.) Τήν Ιδια μέρα εϊταν συνήθιο νά στέλνουνε δώρα, καθώς καί τούς μισθούς στούς δασκάλους: x f j δέ έορτη τών Χοών ίθος έστίν 'Αθήνησι πέμπεσθαι δώρα καί τους μισθούς τοις σοφισταϊς, πού κι αύτοί καλούσαν τούς γνώριμούς τους κοντά τους. Τά δώρα μαρτυρούν τόν π ρ ω τ ο χ ρ ο ν ι ά τ ι κ ο χαραχτήρα τής γιορτής κ'οί μισθοί τών 'σοφιστών' όμοιώνουνται (άπό τήν βρεφικότητα άκόμη τού θεσμοϋ τής δασκαλικής άμοιβής), μέ δώρα. 'Αγγειογραφίες 'χόων' μέ πουλί (παράσταση τής ψυχής) ή μέ ταφική σκηνή, καί μαρμάρινος 'χοϋς' σάν ταφικό μνημείο, θυμίζουν πώς στό ήλιοβασίλεμα τών 'Χοών' κλείνουν οί άνθεστηριακοί πανηγυρισμοί κι ανοίγει ή σκοτεινή γιορτή πού ξετυλίγεται τήν τρίτη μέρα: οί 'Χύτροΐ. Τό όνομα είναι άπό τά πήλινα άγγεία (Χντροι), μέ μαγειρεμένα πολυσπόρια (πανσπερμίαν), πού τά άφιερώνανε στόν χθόνιο Έρμή, τόν συνοδό τών πεθαμένων. Ή άφιέρωση σπόρων στούς νεκρούς είναι οίκουμενική συνήθεια (άπό τήν πίστη πώς οί ψυχές τών νεκρών είναι γονιμικά πνεύματα) καί συναντιέται στά ταφικά έθιμα τών 'Αθηναίων. Άρχιιίή έτσι προσφορά στούς νεκρούς, ή 'πανσπερ- 124 --
μία* γυρίζει σέ προσφορά στό συνοδό τους. Ό μύθος πού τήν ξηγά είναι πώς οί σωσμένοι άπό τόν Κατακλυσμό τού Δευκαλίωνα, μαγειρέψανε 'χύτραν πανσπερμίας*. Τό σύνδεσμο μέ τόν Κατακλυσμό τόν ξηγά πληροφορία λεξικογράφου γιά μιά γιορτή "Υδροφόρια'· έορτή πένθιμος Άθήνησιν έπΐ τοις έν τώ χατακλνσμώ άπολομένοις, συνδυασμένη μέ τήν πληροφορία τού Παυσανία, πώς στό χάσμα τής Γής 'Ολυμπίας, στό τέμενος τού 'Ολυμπίου Διός, χυθήκαν καί φύγανε τά νερά τού Κατακλυσμού καί πώς στό μέρος αύτό ρίχνανε μελόπιττες κάθε χρόνο. Τό συμπέρασμα είναι πώς χύσιμο νερού σ'ένα χάσμα (πράξη Βροχικής Μαγείας) τή μέρα τών Χύτρων, γύρισε μέ τόν καιρό σέ χοή νερού γιά τούς νεκρούς (* ' Υδροφόρια') καί πώς οί δλες προσφορές τής γιορτής συνδέθηκαν, έδώθε, μέ τό μύθο τού Κατακλυσμού, πού συμπιανόνταν μέ τό χάσμα τής Γής 'Ολυμπίας. ΟΙ όμαδικές δμως προσφορές στούς νεκρούς σημαίνουν Ψ υ χ ο γ ι ο ρ τ έ ς , πού μέ τή σειρά τους σημαίνουν προσωρινό γύρισμα τών ψυχών στόν κόσμο. Αφήνοντας τήν έρμηνεία γιά ύστερότερα (§ = 48) άς πούμε έδώ πώς τέτοια γιορτή είναι κ'οί Χύτροι. Ά π ό τ'άπόσπερο τής παραμονής της άνεβαίναν άπό τόν Ά δ η οί ψυχές νά τριγυρίσουν στόν Άπάνου Κόσμο. Ή μέρα εΐταν, έτσι, μιαρά καί άποφράς, γιομάτη κιντύνους.Όπως καί σ'άλλες άποφράδες περιζώναν τά Ιερά μέ σκοινί (περισχοίνισμα), πού προστατεύει μαγικά σά 'φράχτης*. Ά π ό πρωί μασούσαν ράμνο, άποτρεπτικό φυτό, κι άλείβανε μέ πίσσα (άλλο άποτρεπτικό) τΙς πόρτες. Ά π ό τ'άρχίνισμά τους στ'άπόσπερο τής πρωτίτερης, τών 'Χοών', μιά κάποια σύγχυση τών πηγών, πιθανότατα καί τής ίδιας τής πράξης, μεταφέρει τόν άποφραδικό χαρακτήρα τών 'Χύτρων' καί τά προφυλάγματα πού τόν άκολουθούνε στούς 'Χόες'. Τελειώνοντας ή μέρα άποδιώχναν τΙς ψυχές μέ τό λόγο: θνραζε, χήρες, ουχέτ' 'Ανθεστήρια. Παράλληλη γραφή Κάρες κ'ή έρμηνεία πώς ό λόγος άπευθύνεται στούς δούλους, πού γιορτάζαν κι αύτοί, είναι λόγια στοιχεία καί δέν έχουν, στήν περίστασή μας, άξΙα.
§ 48 Συνθετική Έρμηνεία τών Ανθεστηρίων
Π
ολλά στοιχεία τού πανηγυριού βρήκανε κιόλας τή δική τους έρμηνεία. Απομένει ή συνθετική έρμηνεία τών Ανθεστηρίων, πού θά δείξει τήν άρχική ένότητα τών χωριστών τους στοιχείων. Πέφτοντας στήν άρχή τής άνοιξης τά Ανθεστήρια είναι πανηγύρι τής χρονιάς τού έποχικού χρόνου. Τόν πρωτοχρονιάτικο χαραχτήρα της τόν μαρτυρούνε τά δ ώ ρ α , τό 'κρονιακό* συνήθιο τής συμμετοχής τών δούλων, ή ψυχογιορτή τών Χύτρων καί, πάνου άπ'δλα, τά στοιχεία τού Εποχικού Δράματος, πού όρι- 125 --
σμένα τους είναι άναχωνεμένα στό Θείο Δράμα. ΟΙ Πρωτοχρονιές είναι οί μέρες πού πρωτοδοκιμάζουνται οί Καρποί καί τό Πιοτό τής περασμένης σοδειάς, σ α σ τ ο ι χ ε ί α κ α ί τ ο ν ω τ ι κ ά μ έ σ α τ ή ς Νέας Ζ ω ή ς πού έγκαινιάζουν οί Πρωτοχρονιές, όχι μόνο γιά τόν Κόσμο συνολικά μά κ'είδικότερα γιά τή Φυλετική Κοινότητα καί, άκόμη πιό είδικά, γιά τόν καθένα. Τό πρωτοδοκίμασμα είναι ίερουργική μετάληψη, γιά τό σήκωμα τοΰ ταμπού, κι άπλώνεται στήν ξεφαντωτική παραπέρα χρήση· γιατί οί Πρωτοχρονιές εϊναι μέρες όργιαστικής καί μεγάλης ξεφάντωσης, καί τά πιοτά, είδικότερα τό Κρασί, δπου τό ξέρουνε, είναι άπό τά κύρια ξεφαντωτικά τους μέσα. Έ τ σ ι ξηγούνται τά Πιθοίγια κ'ή άγωνιστική olvoποσία τών Χοών, πρωτοχρονιάτικη άπό τή μιά μετάληψη τοΰ Κρασιού καί ξεφαντωτική του χρήση άπό τήν άλλη. Οί σύνδεσμοι, πάλι, τής άνόδου τών ψυχών μέ τήν "Ανάσταση τοΰ Θνήσκοντος Θεοΰ εϊναι ύστερότεροι καί συμπτωματικοί, γιατί χρωστιοΰνται στή σύμπτωση τών άνοιξιάτικων 'άνόδων'. 'Αλλού προσπάθησα νά δείξω (ή Ψυχή 418 κέ.) πώς ή άνοδος τών ψυχών πέφτει στίς Πρωτοχρονιές, έπειδή, μέ τό πέρασμα άπό τή μιά στήν άλλη χρονιά, λύνεται ή τάξη τοΰ κόσμου- πώς στήν άρχή είναι έπίθεση πνευμάτων έχθρικών καί κακοποιών πώς άντιμετωπίζουνται άπό τούς άνθρώπους μέ μέσα άποτρεπτικά - καί τέλος πώς οί τρόποι τής νεκρολατρείας γυρίζουν τήν έπίθεση σέ φιλική έπίσκεψη καί φιλοξένησή τους. Μιά τέτοια άνοδος — έπίθεση — φιλοξένηση τών Ψυχών είναι κ'ή παρουσία τους στούς Χύτρους πού, άντίθετα μ'άλλες προχωρημένες Τυχογιορτές, πολλά κρατούν άπό τήν παλαιότερη στυγνότητά τους. Στήν κεντρική, άπό τήν άλλη, γιορτή, τών Χοών, πού πρέπει νά λογιέται κι ό πυρήνας τοΰ Πανηγυριού, έχουμε μιά γενική εικόνα τής έξέλιξης άπό τή Φυλετική Μύηση τών παιδιών (πού κάποια λείψανά τους έπισημαίνουνται στό στεφάνωμα καί στούς συνδέσμους τών 'Ανθεστηρίων μέ τά Άπατούρια), στό 'Εποχικό Δράμα, κι άπό τό Εποχικό στό βασιλικό Θείο Δράμα. Εύκολογνώριστα στοιχεία τοΰ Έποχικοΰ Δράματος στά 'Ανθεστήρια είναι α) τό κρέμασμα όμοιωμάτων στά δέντρα (Αίώρα), β) οί ψευτομάχες πού έπισημαίνουνται στά άντίστοιχα έφεσιακά 'Καταγώγια', γ) τά 'σκώμματα' πού συναντιούνται καί σ'άλλες διονυσιακές γιορτές, δ) ό "Αγών, πού ξεσειρίζει έδώ καί κομματιάζεται στούς άγώνες τής οινοποσίας καί ε) ό 'Ιερός Γάμος μέ νύφη τήν κορυφαία ένός Μαιναδικοΰ Θιάσου. Οί δεκατέσσαρες βωμοί τοΰ Διονύσου έκτυπώνουν περισσότερο παρά όρίζουν τόν άριθμό τών Γεραρών, γιατί οί ιερουργίες έδώ είναι άρχαιότερες άπό τά ιερά καί τούς βωμούς τους. Οί δεκατέσσαρες πάλι Γεραρές μέ τή 'βασίλισσα' έπικεφαλής (14 + 1) δίνουν τήν έντύπωση θιάσου μέ μιά Κορυφαία. Παράλληλος εϊναι ό θίασος τών 'Δεκάξι Γυναικών τής Ήλιδας', (14 [ 7 + 7 ] + 2 ) πού σέ μιά λειτουργία τους παραστέκουν τόν Ιερό Γάμο τής "Ηρας καί σ'άλλη άνακράζουν τόν Διόνυσο-Ταΰ- 126 --
ρο. Ό θίασος τών Δεκάξι Γυναικών τής "Ηλιδας είναι λείψανο μαιναδικού θιάσου κ'ένα τους όνομα είναι, φαίνεται, Θυΐαι ( = § 5ι )· "Ομοιο λείψανο μαιναδικοΟ θιάσου είναι, φαίνεται, κ'οί Γεραρές μέ τή 'βασίλισσα' καί θυμίζουνε πώς ζωντανός στά Ιστορικά χρόνια μαιναδικός θίασος τής 'Αττικής (πού μπορεί νά ταυτίζεται μέ τήν όμάδα' τών Γεραρών) είναι οί Θνιάδες. Τόν μαιναδικό πάλι χαραχτήρα τών Γεραρών τόν βεβαιώνει ή συμμετοχή τους, όπως βγαίνει άπό τόν δρκο τους ( = § 55) στά 'Θεοίνια' καί στά "Ιοβάκχεια', γιορτές μαιναδικού, κατά τά δνόματά τους, χαραχτήρα. Καθαυτά τά μαιναδικά δργια, πού'ναι χειμωνιάτικα, λείπουνε στ'άνοιξιάτικα 'Ανθεστήρια, δπου άπομένει ή συνιερουργία τοΟ μαιναδικού θιάσου μέ τούς άντρικούς: τό "Εποχικό Δράμα. (Μιά άπό τίς κύριες Ιερουργίες τοΟ "ΕποχικοΟ Δράματος, τό 'Διώξιμο τού Θανάτου' [= § 37] ένας τύπος του ξεμένει στά Μεγάλα Διονύσια λείπει όλότελα άπό τά "Ανθεστήρια, έξόν άν περιλάβουμε έδώ τό φόνο τού Ίκάριου, πού άνήκει στούς τυπικούς τού διονυσιακού 'Εποχικού Δράματος τύπους. 'Αλλά τό στοιχείο τούτο παραμερίζεται άπό τ"Ανθεστήρια, γιατί χωνεύεται στό θάνατο τού Διονύσου.) Τό έποχικό, πραγματικά, Δράμα άναχωνεύεται έδώ στόν άνώτερο τύπο τοϋ Θείου Δράματος: στήν 'Ανάσταση τού θεοϋ καί στόν 'Ιερό Γάμο. Τό δτι, πάλι, τό ρόλο τής θεονύφης τόν κρατεί ίσαμε τά Ιστορικά χρόνια ή 'βασίλισσα' (και τό ρόλο τού Διονύσου ό 'βασιλεύς'), μάς άνεβάζει στήν άρχή τής Β ασ ι λ ε I α ς, δπου 'βασίλισσα' είναι ή κορυφαία ένός γυναικείου θιάσου, ένσάρκωση τής Μεγάλης Θεάς, καί 'βασιλιάς' ό κορυφαίος ένός άνδρικοϋ θιάσου πού κερδίζει τή θέση τού θεϊκού της συνεύνου. Πανάρχαια έτσι άφετηρία τών "Ανθεστηρίων είναι τό πρωτοχρονιάτικο έποχικό δράμα ένός μαιναδικού θιάσου, πού ξεμένει στίς Γεραρές, μέ έναν άντρικό θίασο, πού δέν μένει άπ'αύτόν παρά ό άλλοτινός κορυφαίος του 'βασιλιάς' — ένα δράμα πού άπό τόν 'Ιερό Γάμο του καταβάλλεται ή 'Αθηναϊκή Βασιλεία. Μέ τή σταθεροποίηση τής Βασιλείας, οί Ιερουργίες τού 'Εποχικοϋ τούτου Δράματος μεταγυρίζουν σέ βασιλικό Θείο Δράμα μέ κεντρικά στοιχεία τό Θάνατο καί τήν 'Ανάσταση (Κατάβαση κι 'Ανάβαση, 'Αναχώρηση κι* "Επιστροφή) τοϋ θεού, καί τόν 'Ιερό Γάμο του πού ξακολουθεί νά τελείται άπό τούς παλιούς, κι άπό βαθειάν άρχαιότητα βασιλικούς, τελεστές του.
3>
- 127 --
Κεφάλαιο
Τέταρτο
ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΟΝ
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟ
ΔΙΟΝΥΣΟ
ετ αυτόν δψη κάπΐ Δελφίσιν πέτραις πηδώντα σύν πενκαισι δικόρνφον πλάκα, πάλλοντα καί σείοντα βακχεΐον κλάδον, μέγαν τ' άν"Ελλάδα.
§ 49 Ό Άρχαιοβασιλικός Διόνυσος
Εχουμε
έτσι, άνακεφαλαιώνοντας, θιάσους πρώτα γυναικών, πού ή μυητική πράξη τους, συγκεντρωμένη στή λατρεία τής Μεγάλης Θεάς, κατασταλάζει σ'έποχική μαγεία. Μιά άπό τίς Ιερουργίες της είναι νά άναδείχνουν, μέ μυητικά άγωνίσματα, τήν ένσάρκωση τής Μεγάλης Θεάς, τήν κορυφαία τους, γιά τήν περίοδο τού Εποχικού Χρόνου. Άπέναντί τους στέκουν άνδρικοί θίασοι πού, μέσα άπό όμοιες δοκιμασίες, άναδείχνουν τήν ένσάρκωση τού παρέδρου τής Μεγάλης Θεάς, τού πνεύματος τής γονιμότητας καί τού χρόνου. Μυητικά έρωτικά όργια τών γυναικείων καί άνδρικών θιάσων κατασταλάζουν στήν ένωση τής γυναίκας πού ένσαρκώνει τή θεά μέ τόν άντρα πού ένσαρκώνει τό θεϊκό σύντροφό της. Είναι τό Ιερό ζευγάρι τής χρονιάς, ή 'Νύφη' κι ό 'Γαμπρός', ή 'Βασίλισσα' κι ό 'Βασιλιάς' της. Στό τέλος τής χρονιάς σκοτώνουνται κ'οί δυό τους μαζί (τό δράμα χναρολογιέται σέ λατρεία τής Άρτεμης Τρικλαρίας τών Πατρών) ή ό άντρας μοναχά στή μονομαχία του μέ τόν 'βασιλιά' τής νέας χρονιάς, καί στή μοίρα του αύτή, δπου παίζει τό ρόλο τού άποδιοπομπαίου ή 'φαρμακού', κατασταλάζει ή μακρινή Ιερουργία τού μυητικού θανάτου. Ό σκοτωμός τού παλιού κ'ή άνάδειξη τού νέου βασιλιά, άνακρατεΐ τήν ένσάρκωση τού πνεύματος τής γονιμότητας άκμαία άπό χρόνο σέ χρόνο. Ή θεϊκότητα δμως τών βασιλικών πρωταγωνιστών μεταγυρίζει τό 'Εποχικό σέ Θείο Δράμα. Ό Θάνατος τού παλιού κ'ή άνάδειξη τού νέου βασιλιά, προβάλλουνται στό Θάνατο καί στήν Άνάσταση τού 'Εποχικού Θεού πού ένσαρκώνουν. Τό μεταγύρισμα τονώνεται, σέ λατρειακούς τύπους, άπό τίς τροπές τής έποχικής βασιλείας. Ή σταθεροποίηση τής ίερατείας τής Μεγάλης Θεάς διαμορφώνει τόν βασιλικό θίασο ή τό βασιλικό μητρικό γένος. Τά δυό τούτα δύσκολα ξεχωρίζουνται, γιατί ό θίασος είναι κομμένος πάνω στήν όργάνωση τού γένους" τό γένος παίρνει τήν όργάνωση τού θιάσου (πολλά γένη έξελίσσουνται σέ θιάσους καί θυμούμαστε τό μαιναδικό θίασο τών Όλειών άπό γυναίκες τού βασιλικού γένους τού Μινύα: = §53)' ή γυναίκες τού βασιλικού γένους είναι κορυφαίες θιάσων (δπως οί κόρες τού Κάδμου στίς 'Βάκχες'). Μέ τά Ιερατικά του προνόμια τό θιασογένος άποχτά ούσιαστική δύναμη πού τραβά σέ πολιτική έξουσία. Ή δύναμη τούτη μεταφέρεται, μαζί μέ τήν άσκηση τής βασιλείας, στόν προσωρινό τής βασίλισσας άντρα· καί, - 131 -
μέ σταθερή πρόβαση πρός τήν πολιτική έξουσία, είναι μέσο για τή σταθεροποίηση τής βασιλείας στόν άρσενικό της φορέα. Ή χρονιάτικη περίοδο τραβά νά μακρύνει, κ'ή πραγματική άνανέωση σ'&λλο πρόσωπο γίνεται συμβολική άνανέωση στό πρόσωπό του. Καθώς ή 'άναπαράσταση' είναι, γιά τή μαγικοθρησκευτική νοοτροπία, καί 'πραγμάτωση', ή συμβολική άνανέωση είναι μιά ά ν α π α ρ ά σ τ α σ η τ ή ς π ρ α γ μ α τ ι κ ή ς , πού μέ βάση τή θεΐκότητα τών πρωταγωνιστών διαμορφώνεται σέ Θείο Δράμα. Πρωταγωνιστές έδώ είναι ό βασιλιάς, πού παρασταίνει τόν Θνήσκοντα Θεό, ή βασίλισσα ή άρχιέρεια, πού παρασταίνει τή Μεγάλη Θεά, κι δ 'Αντίμαχος τοΰ Θεοΰ, πού μέ λογίς παρασταίνεται τύπους. "Ετσι τό Θεϊο Δράμα μορφώνεται καί γιά ένα διάστημα μένει β α σ ι λ ι κ ή Ι ε ρ ο υ ρ γ ί α ' γιά νά έκλαϊκευτεί ύστερα μέσα άπό τίς Ιστορικές περιπέτειες τής βασιλείας, κατασταλάζοντας είτε σέ θιασικά Μυστήρια είτε, μέσα άπό τό λύσιμο τών δρωμένων αύτών, σέ λαϊκά πανηγύρια. Ό βασιλικός χαραχτήρας τοΰ σουμεριακοΰ θείου δράματος τοΰ Ταμμούζ συνεχίζεται κι δταν τό χαραχτήρα καί τό πάθος τοΰ Ταμμούζ, τά άναδέχουνται οί λογίς θεοί τών μεσοποταμιακών πολιτειών, πού ένσαρκώνουνται στούς έπιχώριους βασιλιάδες. Στήν Αίγυπτο τό θείο δράμα ξεμένει βασιλικό μέ τή σταθερή προβολή τοΰ παλιοΰ βασιλιά στόν "Οσιρι καί τήν ένσάρκωση τοΰ Ώ ρ ο ς στόν νέο. "Εχουμε σοβαρή τήν ένδειξη τής βασιλικής καταγωγής τοΰ Φρυγικού, τοΰ Φοινικικού καί τοΰ Έβραΐκοΰ άκόμη θείου δράματος (γιατί ό Ίαβέ, στή βαθύτερη έβραϊκή άρχαιότητα, είναι θεός 'Θνήσκων' κ'έκεΐνος). Ή περιοδική κάθε όχταχρονιά άνανέωση τής μινωικής βασιλείας κι ό άποδειγμένος στόν 'Ιερό Γάμο ρόλος τοΰ βασιλιά, πού τόν τελεί σάν ένσάρκωση τοΰ 'παρέδρου' τής Μεγάλης Θεάς, δέν άφήνει άμφιβολία καί γιά τόν βασιλικό τοΰ κρητικοΰ θείου δράματος χαραχτήρα. "Οτι και τό διονυσιακό θεϊο δράμα, πού διαδέχεται τό κρητικό στούς μυκηναϊκούς καιρούς, είναι δράμα στήν άρχή του βασιλικό, τό μαρτυρά, έξόν άπό τίς σταθερά βασιλικές μορφές τών μύθων του, ό Ιερός του στήν "Αθήνα μέ τή 'βασίλισσα' γάμος. Ή άρχηγική βασιλεία τών 'Αχαιών περιντύνεται τό φωτοστέφανο τής θεϊκής βασιλείας τών Προελλήνων, μεταφέροντας στούς βασιλιάδες της τό θεϊκό χαραχτήρα καί τίς Ιερατικές λειτουργίες τών άρχαίων βασιλιάδων. 'Ενώ έτσι τό άρχαιόριζο "Εποχικό Δράμα συνεχίζεται, άνεξάρτητα άπό τΙς βασιλικές του τροπές, άπό θιάσους τοΰ άγροτικοΰ πληθυσμού, τό μέγα ναυάγιο τής μυκηναϊκής βασιλείας, άφήνει τό Ιδιο δράμα μεταπλασμένο σέ θείο δράμα. Μέ τήν έπισημοποίηση τής Διονυσιακής θρησκείας, πού λύνει τά θιασικά δρώμενα, ή θιασική πράξη καί τών δυό μένει κατά μέρος μυστηριακή καί κατά μέρος δημόσια λατρεία* ένώ μιά της γραμμή τό λαϊκεύει σέ θεατρικό δράμα, δίνοντας άπό τά στοιχεία τοΰ Έποχικοΰ Δράματος τήν Κωμωδία κι άπό τά στοιχεία τοΰ θείου Δράματος τήν Τραγωδία. - 132 --
§
54
Διόνυσος καί Πρωτοελληνικά Φύλα Τ
à έλληνικά όνόματα Διόνυσος, Πλούτος, Άρχέμορος, Σωσίπολις, Έριχθόνιος, μαρτυρούν πώς τά πρωτοελληνικά φύλα υίοθετούν τό Θείο Βρέφος τής προελληνικής θρησκείας. Τό όνομα κιόλας τού θεού μας, παρουσιάζοντάς τον σάν 'νΰσον' ή 'κούρον' τού Διός, μαρτυρούν καί τό στάδιο, δπου τό Θείο Βρέφος, πού έχει Μάνα μοναχά, άποχτά καί Πατέρα. Τά έλληνικά φύλα συντελούν στή διάλυση τής προελληνικής μητριαρχίας, πού τήν άπαρχή της τή σημαδεύει ή Ιδια ή έμφάνιση τού Θείου Βρέφους* μέσα άπό τή διάλυση άρχίζει νά προβάλλεται ό Πατέρας Θεός· καί τήν αρχαία δυάδα Μητρός καί Υιού τήν άντικατασταΐνει ή τριάδα Πατρός, Μητρός, καί Υιού τους. Έδώ φαίνεται νά σημαδεύει κι ό μύθος γιά τή δεύτερη γέννηση τού Διονύσου ( = § 2η). *Η υιοθεσία γίνεται άνάμεσα στά 1600 καί 1200, πού άπό τήν τελευταία τούτη περίοδο δυό, Ισαμε τώρα, πινακίδες τής Πύλου παρουσιάζουν τό δνομα τού Διονύσου. Είναι ό καιρός τής μεγάλης δραστηριότητας τών πρωτοελληνικών φύλων, πού ή άνακάλυψη τής γλώσσας τους κάτου άπό τή γραμμική μινωική γραφή Β, τή δείχνει περισσότερο άπ'δσο πιστευόνταν μεγάλη. Στό διάστημα τούτο ό Ζεύς κ'ή προελληνική Ή ρ α συναντιούνται στήν άργολική πεδιάδα, πού βρίσκεται κάτου άπό τήν άχαϊκή κυριαρχία, κι ό κρητικός Ζεύς παίρνει νά παραστήσει τήν παιδική ήλικία τού Δία ( = § 24). Στούς συνδυασμούς καί στό χώνεμα τών προελληνικών καί έλληνικών παραστάσεων, ό ίδιος προελληνικός θεός, πιθανότατα στή μυστηριακή του μορφή σά Ζαγρεύς, υίοθετεϊται άπό τούς Έλληνες μέ τό δνομα τού Διονύσου. Ό 'νύσος τού Διός* άνακεφαλαίωνε γιά τά έλληνικά φύλα τίς λογίς μορφές τού Θείου Βρέφους, πού οί μορφές τής μάνας του, ή Ρέα, ή Ή ρ α , ή Δήμητρα, ή 'Αθηνά, μπαίνουν στή σφαίρα τού έλληνικοϋ πανθέου. Ή υιοθεσία του είναι πραγματική, δσο κι άν μένει στήν περιφέρεια μοναχά τών θρησκευτικών παραστάσεων τών "Ελλήνων. Ό προελληνικός άγροτικός πληθυσμός μένει άφοσιωμένος στόν έποχικό του θεό, κ' οί πρωτοέλληνες δέ μένουν άνεπηρέαστοι άπό τούς θεσμούς καί τή θρησκεία τών προκατοίκων. Μιά άνταύγεια τής θεϊκότητας τής προελληνικής βασιλείας, πού άκτινώνει τή λατρεία τού Θνήσκοντος Θεού, παίζει άκόμη πάνου στήν έλληνική βασιλεία, πού ύποχρεώνεται νά άρμοστεϊ στή γυναικεία γραμμή τής διαδοχής καί νά περιντυθεϊ, γιά τό κύρος της, τό πνευματικό άξίωμα τής πρώτης. Οί προελλήνισσες γυναίκες, οί φορείς τής βασιλείας, συντηρούν τή λατρεία τοϋ Θνήσκοντος Θεού, δπως οί γυναίκες τών έβραίων βασιλέων συντηροΰν τή λατρεία τού Βάαλ. Είναι, τέλος, οίκουμενικό θρησκευτικό φαινόμενο, οί ξενόφερτοι κυρίαρχοι νά συμφιλιώ-
133 -
νουνται μέ τούς θεούς καί τούς δαίμονες τής χώρας δπου θά ζήσουν. Στό πρόσωπο έτσι τού έλληνικοϋ Διός έχουμε έναν καλόβολο Ίαβέ πού ή έγκατάστασή του σέ μια χώρα άγροτικής οικονομίας τόν ύποχρεώνει νά άνέχεται τόν Βάαλ. § 51 Έκλειψη καί Επιβίωση τοϋ Διονύσου
Η
άκόλουθη ώστόσο Ιστορία ξετυλίγει μιά σειρά περιστατικά πού άποσπρώχνουν τή θρησκεία τού έποχικοϋ θεοϋ στό σκοτάδι. Είναι ή άνάδειξη τών πρωτοελληνικών φύλων σέ κυρίαρχο πληθυσμό, ή έπιδρομή κ'ή στρατιωτική όργάνωση τών Δωριέων, κ'ή διαμόρφωση τής γαιοκτημονικής άριστοκρατίας. Σά βρέφος, σάν έφηβος, σά γυναικείος κ'είρηνικός θεός, άκόμη σά θεός ύποταγμένου άγροτικού πληθυσμού, ό έποχικός δαίμων δέν είναι τό Ιδεώδες ένός πατριαρχικού, πολεμικού κι άριστοκρατικοϋ στοιχείου. Χαραχτηριστικό είναι πώς στά όμηρικά έπη δέ γίνεται παρά λιγοστός λόγος γιά τόν Διόνυσο κι άκόμη λιγότερο γιά τήν όμόλογη Δήμητρα καί τό γιό της. Ό "Ηρόδοτος πληροφορεί πώς μέ τήν εισβολή τών Δωριέων ή λατρεία τής Δήμητρας χάθηκε άπό τήν Πελοπόννησο καί δέν άπόμεινε παρά σέ μυστήρια μόνο. Έ τ σ ι ξηγιέται κ'ή πληροφορία τού Διόδωρου πώς λογίς μυστηριακές τελετές τών "Ελλήνων, μ'άνάμεσά τους καί τά "Ελευσίνια, στήν Κνωσό τής Κρήτης νόμιμον έξ à ρ χ a I ω ν είναι φανερώς τάς τελετάς ταύτας πασι παραδίδοσθαι καί τά παρά τοις άλλοις έν άπορρήτω παραδιδόμενα παρ'αύτοϊς μηδένα κρύπτειν τών βουλομένων τά τοιαύτα γινώσκειν. Τά θρησκευτικά ιδεώδη τών κυρίαρχων συγκεντρώνουνται στούς θεούς πού όργανώνουνται στήν οικογένεια τών 'Ολύμπιων καί πού παραπλάθουνται κατ'είκόνα καί όμοίωσή τους. Τά άριστοκρατικά πάλι γένη έχουν τίς κλειστές λατρείες τους, μέ τήν ίερατεία τού άρχηγού τους. Ένας μακροπαράδοτος, τέλος, όρθολογισμός καί τό πνεύμα τού μέτρου πού όργανώνει ή άριστοκρατία, ύποπτα μόνο βλέπουνε, καί μάλιστα μέσα άπό τούς πατριαρχικούς φραγμούς, τόν φρενιασμένο θεό πού οίστρηλατεΐ τίς γυναίκες. Έ τ σ ι ό βλαστικός θεός πεθαίνει όριστικά, δπως ό κρητικός Ζεύς, ό "Υάκινθος, ό δελφικός Θνήσκων Θεός, ό Άρχέμορος, ό Έριχθόνιος· ή χάνει τό χαραχτήρα τού Θνήσκοντος, δπως ό "Αρης κι ό Πλούτος· ή άποσπρώχνεται, δπως ό Σωσίπολις, σέ σύθαμπες λατρείες. Μιά σειρά δμως νέοι παράγοντες συντελούν στήν έπιβίωση καί τή θριαμβευτική του πάλι εισβολή μέ τό προσωπείο τοϋ Διονύσου. Ή έπιβίωση τούτη στηρίζεται σέ μιά συνέχιση τής λατρείας τού Διονύσου, τοϋ δυναμικότερου έποχικοϋ θεού, σ'όρισμένα κέντρα. "Ο σύνδεσμος μέ τό γένος τού Κάδμου καί -
134 --
μέ τή λατρεία τής Σεμέλης στήν άκρόπολη τών Θηβών μαρτυρούν συνέχεια λατρείας άπό τούς αΙώνες τής προϊστορικής βασιλείας. Στά Άγριώνια τού 'Ορχομενού τούς κύριους ρόλους τούς κρατούνε πρόσωπα άπό τό γένος τού Μινύα. Ό διονυσιακός Ιερός γάμος συνεχίζεται στήν Αθήνα, σ'άδιάσπαστη γραμμή, σά βασιλική Ιερουργία. Ή λατρεία τού Διονύσου στήν Τετράπολη τής 'Αττικής άνεβαίνει πάνου άπό τό συνοικισμό τής Χώρας. Τά 'Ανθεστήρια,,πού περίλαβα!νουν τόν Ιερό γάμο, τά ξέρουν οί "Ιωνες πρίν άπό τήν άποικιακή έξακτίνωσή τους. 'Αρχαιότατη λατρεία τού Διονύσου θά δούμε, στήν "Ηλιδα, δπου καί προϊστορικές λατρείες τού Θείου Βρέφους. Ή άκρόπολη τού δωρισμοϋ, ή Λακωνική, δέ θ'άνεχόντανε όργιαστικές λατρείες, δπως τού Διονύσου καί τής "Αρτεμης, άν δέν εΐταν άπό τούς προδωρικούς αΙώνες ριζωμένες. 'Ορισμένα διονυσιακά πανηγύρια, όπως τά Άγριώνια, τά Λήναια, ή 'Θυία' έχουν έντονη τή σφραγίδα τής άρχαιομαιναδικής καταγωγής τους. Ό κύριος λόγος τής συνέχισης τής διονυσιακής λατρείας, είναι σίγουρα ό βασιλικός χαραχτήρας της, πού τή μεταβιβάζει στήν άπότοκη βασιλική Ιερατεία. Ά μ ε σ η συνέχεια φαίνεται νά κρατιέται καί στή Θράκη, δπου σίγουρα μεταφέρεται άπό μυκηναϊκούς οίκισμούς τών τόπων αύτών καί ξανατονώνεται άπό τίς Ιωνικές άποικίες. Τό ρίζωμα τής διονυσιακής λατρείας ευκολύνεται έδώ άπό όμόλογες έκστασιακές λατρείες καί, μέ τή σειρά του, τονώνει τό ξαναξέσπασμα τού Διονυσιασμού στήν 'Ελλάδα. § 52 Ή 'Αναβίωση τής Διονυσιακής θρησκείας στήν 'Αρχαϊκή 'Ελλάδα
Ο
ί γυναίκες τής Θήβας στίς 'Βάκχες' έχουνε πάρει τά βουνά, κρουσμένες άπό τή 'μανία' τού Διονύσου. Μιά άνάλογη παράδοση κρατούσε καί γιά τίς γυναίκες τού Βοιωτικού 'Ορχομενού καί τής Αργολίδας ( = § 3^)· 'Ιστορικά άντίστοιχα παραδίνει άπό τίς πηγές του ό Αίλιανός: ταϊς Λακεδαιμονίων γυναιξί ένέπεσέ τις οίστρος και ταΐς τών Χ ίων... "Ομοια οί γυναίκες τών Έπιζεφυρίων Λοκρών φρενοκρούονται κι αύτές καί έθνολογικά παραδείγματα τής παράκρουσης πού σαλαγά τίς γυναίκες στή ζούγκλα δέ λείπουν. ΟΙ μύθοι κ'οί πληροφορίες δίνουν κάποιαν εΙκόνα γιά τό ξαναξέσπασμα τού Μαιναδισμοϋ στούς άρχαΐκούς αΙώνες, πού παίρνει τή μορφή όμαδικής ύστερίας. Πάλι καί πάλι οί μελετητές τό παραλληλίζουν μέ τήν έπιδημική μανία τού χορού πού χτύπησε τήν Εύρώπη στούς πρώτους μεταμεσαιωνικούς αΙώνες. Γυναίκες κι άντρες έκεΐ, νιές καί μεγάλοι, νέοι καί γέροι, κυριεύουνται άπό τή μανία τού χορού, παρατούσαν χορεύοντας -
135 --
τά σπίτια τους, ξεχύνονταν στούς δρόμους χορεύοντας, πλήθη ένώνουνταν μέ τά πλήθη πού χόρευαν, βγαίναν άπό τίς πολιτείες χορεύοντας, καί χορεύαν στίς έρημιές, στίς έκκλησιές, στά χαλάσματα, όσο πού πέφταν μέ πόνους φριχτούς στό κορμί τους. Ανάλογη εΙκόνα σχεδιάζει τό ξέσπασμα τοΰ Διονυσιασμού στήν Ελλάδα: αντίκα γα πάσα χορεύσει... Οί σιωπηλοί κι άφανοι θίασοι ξαναβρίσκουν φ(ονή, καινούργιοι ύφαίνουνται θίασοι, όλόκληροι πληθυσμοί παρατοΰνε τά σπίτια τους νά χορέψουν στίς έρημιές, οί βακχικές λαμπάδες άνεμίζουν στίς βουνοκορφές, οί νύχτες άναστατώνουνται άπό τά 'τύμπανα' καί τά 'χάλκινα κύμβαλα', τά βουνά καί τά δάση ξαναντηχοΰν τΙς βακχικές όλολυγές, τά χώματα άναβρύζουν καί πάλι κρασί, μέλι και γάλα. Ό κύριος λόγος τής άναβίωσης αύτής, είναι πώς τά Ιδια περιστατικά πού ρίχνουν γιά τούς φυλετικούς κυρίαρχους τΙς λατρείες τοΰ Έποχικοΰ Θεοΰ στή σκιά, τόν στερεώνουν στή θρησκευτική συνείδηση τοΰ ύποταγμένου, φυλετικά καί κοινωνικά, άγροτικοΰ στοιχείου. Ό θίασος, πού χαραχτηρίζει τΙς λατρείες αύτές, άνακρατεϊ, καί μάλιστα άπέναντι στήν ένότητα κι άλληλεγγύη τών άριστοκρατικών γενών, ένα όμοίωμα τών ξεκλειδωμένων γενών καί τής χαμένης άλληλεγγύης κ'ίσότητάς τους. Συνδεμένος, άπό τήν άλλη, ό θεός αύτός μέ τόν κύκλο τής βλάστησης, είταν συνδεμένος μέ τόν μόχτο τους καί τή συντήρησή τους. Θεός, πάλι, πού γεννιόνταν άνάμεσά τους, βασανιζόνταν καί πέθαινε, συμμεριζόνταν τή μοίρα τους κ'εΐταν πολύ πιό κοντά τους άπό τούς μακρινούς κ'έγωιστικούς, άδιάφορους σάν τούς κυρίαρχους, "Ολυμπίους. "Ορισμένα, πάλι, στοιχεία τής διονυσιακής λατρείας, συγκεντρώνουν τίς άρχαίες λατρείες γύρω άπό τή μορφή τοΰ Διονύσου. Θεός τής μεταληπτικής 'κοινωνίας', έδινε στούς πιστούς του κάτι άπό τή θεϊκή του ύπόσταση, βγάζοντάς τους άπό τήν άδοξη σκοτεινιά τους. Θεός, καί πάλι, νής έκστασης, τούς έδινε τή μέθη καί τό συνεπαρμό καί, μεταμορφώνοντας τόν έχθρικό τους κόσμο σ'Ινα κόσμο θαυματικό, τούς χάριζε κάτι άπό τή θεϊκή εύδαιμονία. Ό πρωταγωνιστικός, τέλος, ρόλος τών γυναικών κ'ή θέση πού διαμορφώνει γιά τή γυναίκα ή έπικράτηση τών πατριαρχικών δρων, δέν είναι άσήμαντοι λόγοι. Τό μέγα στούς άρχαϊκούς αΙώνες κύμα τοΰ Μαιναδισμοϋ παρουσιάζεται σά θρησκευτική στόν χαραχτήρα της καί κοινωνική στήν ούσία της άνταρσία τών γυναικών πού, άπό τήν ύπεροχική θέση κ'έλευθερία τοΰ παλαιότερου κόσμου τους, ξεπέφτουν στούς δρους τής πατριαρχικής κοινωνίας. Αντίκρυ, έτσι, στά 'πάτρια Ιερά' τών άριστοκρατικών γενών καί στούς 'Ολύμπιους τών ποιητών ξενερίζει άπό τήν άβυσσο τοΰ χαοτικοΰ παρελθόντος ένας θεός πού, χωνεύοντας όλοένα τίς άγροτικές λατρείες, γίνεται ό άξονας μιάς ταξικής ένότητας τοΰ άγροτικοΰ πληθυσμοΰ, προστάτης της έτσι καί σύμβολο πού ξαναπαίρνει τόν άρχαίο χαραχτήρα τοΰ 'Σωτήρος'. Οί κοινωνικοπολιτικοί άγώνες πού θ'άκολουθήσουνε, ξεσηκωμένοι άπό τόν έμποροναυτικό πληθυσμό, θά άναδείξουν τόν Διόνυσο, -
136 --
τόν άρχαΐο βασιλικό θεό, προστάτη τής λαοκρατικής Ιδεολογίας. "Ετσι δέν είναι παράξενο πώς ή έποχή πού γίνεται λόγος, ύστερα άπό τόν 'Ησίοδο, γιά τόν Διόνυσο είναι άπό τόν έβδομο αίώνα καί πέρα, δταν άρχίζει νά διαμορφώνεται τό δημοτικό στοιχείο, νά συγκρούεται μέ τήν άριστοκρατία καί νά παίρνει τήν ήγεσία τού άγροτικού στοιχείου. Ό προσεταιρισμός ενός θεού πού άφέντευε στούς άγροτικούς πληθυσμούς εϊταν ένας καλοζυγισμένος πολιτικός υπολογισμός τής έμποροναυτικής τάξης γιά τόν προσεταιρισμό καί τήν παρακίνηση τού πιό συντηρητικού καί δυσκίνητου, τού άγροτικού, στοιχείου. Ά π ό τήν άλλη, στά μάτια τών έμποροναυτών, πού γνώρισαν τούς Θνήσκοντες Θεούς τής Μικρασίας, τής Συρίας, τής Παλαιστίνης, τής ΑΙγύπτου, ή θρησκεία τού Θνήσκοντος Θεού είχε κοσμοπολιτικό χαραχτήρα. Ένας άκόμη θεός, πού δέν ξεχώριζε άριστοκράτες καί λαϊκούς, πού δέ φθονούσε τόν ύψωμό καί δέν καταφρονούσε τόν ξεπεσμό, μά ίσομοίραζε τή θεϊκότητά του καί στά δυό, εϊταν θεός τής πολυπόθητης ισότητας κ'έτσι καθόλου ξένος στήν κοινωνικοπολιτική, γιά τήν Ισότητα, πρωτοπορία.
§ 53 Λείψανα τοΟ Μαιναδικού θιάσου Μαινάδες Βοιωτίας καί Δελφών Όλεΐαι, Λαφύστιαι, θυιάδες
Ο
μύθος τού Πενθέα, πού άφήνει έπίμονη τή φήμη τών μαιναδικών όργίων στόν Κιθαιρώνα, κ'ή λατρεία τού Διονύσου Έλευθερέως, πού ξεκινά άπό τΙς, βοιωτικές παλαιότερα, 'Ελευθερές, άνακρατούν τήν παράδοση τού άρχαίου Μαιναδισμού στή Βοιωτία. Ά τ ο ν ο λείψανό του είναι τό θηβαϊκό 'γένος' τής Ίνούς, πού προμηθεύει ίέρειες-Μαινάδες στίς διονυσιακές λατρείες ( = § 55)· Πιό ζωντανό του άπομεινάρι άπομένει ό θίασος τών γυναικών τού 'Ορχομενού πού έχουν τόν τίτλο Όλεΐαι κι άνεβάζουν τήν καταγωγή τους στό βασιλικό γένος τού Μινύα. Ά ν τό δνομα είναι άπό τό 'όλολύζω' καί συνδέεται μέ τήν όλολνγήν ( = § 14), ή άπό τό δλλνμι, καί σημαίνει τίς 'φόνισσες', οίον όλοαί, δέν μπορούμε νά πούμε. Στά Άγριώνια οΐ Όλεΐαι κυνηγιούνται άπό Ιερέα τού Διονύσου (λείψανο κορυφαίου μιάς όμάδας άνδρών πού λέγουνται, άπό τό πένθιμο ρούχο τους, Ψολόεις), πού μπορεί νά σκοτώσει δποια προφτάσει. Τόσο ό μύθος δσο κ'ή Ιερουργία (= § 36). προδίνουν γνώριμα στοιχεία τού Μαιναδισμού, πού πλουτίζουνται κι άπ'άλλες άγριωνικές Ιερουργίες: δπως ζήτηση τού θεού ( = § 14), σπάραγμα καί φάγωμα κισσού ( = § 39). θέση καί λύση αινιγμάτων ( = § 2θ). Αντίκρυ τού "Ορχομενού είναι τό βουνό Λαφύστιον, μέ τέμενος τού Λαφυ-
137 --
στίου Διός, δπου ό Άθάμας, άντρας τής Ίνούς, μελετά νά θυσιάσει τόν Φρίξο καί τήν "Ελλη. Ή ίδια λατρεία κι ό μύθος, μαζί μέ ίερουργική παράδοση άνθρωποθυσιών, ξαναβρίσκεται στήν Ά λ ο τής Θεσσαλίας. Τά Σχόλια, πάλι, στόν Λυκόφρονα παραδίνουν τή λατρεία ένός ΛαφυστΙον ή Λαφυστία Διονύσου στή Βοιωτία, άπό τό Λαφύστιον δρος, ένώ ό ίδιος ό ποιητής άναφέρει μαινάδες μέ τό δνομα Λαφύστιαι γυναίκες στήν περιοχή τού Κισσού, βουνού τής Μακεδονίας. Πιθανό είναι τό έπίθετο νά σημαίνει έδώ γενικά μαιναδικές γυναίκες- πιθανό δμως καί πώς άρχαΐος μαιναδικός θίασος τού μινυακού κλώνου, άπ'δπου καί οί Όλεϊαι, μεταφυτεύεται στή Μακεδονία, άφήνοντας κάποιο άχνάρι στή λατρεία τού Λαφυστίου Διός στή Θεσσαλία. Οί Όλείαι, πάλι, ξαναπαρουσιάζουνται στό Ιερό δράμα τών Δελφών, στό Στεπτήριον, πού άνακρατεί τή θύμηση μιάς περιοδικής άνανέωσης τής βασιλείας. Έδώ οί Όλείαι, κρατώντας λαμπάδες, όδηγούν τόν πρωταγωνιστή καί τήν όμάδα του στό μέρος πού θά βάλουν φωτιά στήν καλύβα τού Πύθωνος, τή φτιαγμένη σέ τύπο βασιλικού άνακτόρου. Ό τ ι οί Όλείαι τής δελφικής Ιερουργίας είναι οί ίδιες τού 'Ορχομενού, λίγη άμφιβολία σηκώνει. Τό ύπέδαφος τών δελφικών λατρειών είναι τό ίδιο μέ τής διονυσιακής λατρείας ( = § 77)· δράμα τούΣτεπτηρίου άνάλογο μέτό διονυσιακό δράμα' καί στούς Δελφούς, δπου μάς οδηγούν οί Όλείαι, ή μαιναδική πράξη μένει ζωντανή ίσαμε τά χρόνια τού Παυσανία. Τό παλαιότερο δνομα τών δελφικών μαινάδων είναι, σίγουρα, ΘνΙαι. Ή μυθική τους προβολή, ή ίδρύτρια τών όργίων τους, είναι ή (μάνα τού Δελφού καί κόρη τού Κασταλίου) Θυία- κι ό τόπος στούς Δελφούς, δπου τό τέμενος τής Θυίας, λεγόντανε Θυία καί Θυίαι. Έ τ σ ι τό Ιστορικό δνομα τών δελφικών μαινάδων, Θυιάδες, φτιάνεται πάνου στ'άρχαιότερο Θυϊαι. Τά όνόματα βγαίνουν άπό τό θύω, 'μανίζω', καί σημαίνουν τίς 'μαινόμενες' γυναίκες. Έ τ σ ι καί δηλώνουν τις Μαινάδες γενικά καί ειδικότερα τίς μαινάδες τών δελφικών όργίων. Ό δελφικός θίασος φαίνεται νά'χει έννιά ίσαμε δέκα τά μέλη του, καί μιάν άρχηγό έπικεφαλής, γιατί ό Πλούταρχος άναφέρει κάποιο ρόλο της στή γιορτή τής 'Χάριλας' ( = § 4 1 ) δ ίδιος τιτλοφορεί τή φίλη του Κλέα άρχηγόν καί άρχηίδα θυιάδων. Ή σημαντική τους θέση στούς Δελφούς τονίζεται στό δυτικό άέτωμα τού μεγάλου ναού δπου, άνάμεσα στ'άλλα, εικονίζεται δύσις τε Ήλιου καί Διόνυσος και al γυναίκες al Θυιάδες. Οί μαινάδες αύτές παρουσιάζουνται έδώ μέ πολλές λειτουργίες: Παίρνουνε μέρος στή γιορτή τής Χάριλας (μιάς λογής 'Διώξιμο τού Θανάτου' ( = § § 37· 4 1 · 77)' 'έγείρουσι' τόν Λικνίτην ( = § 78), ίερουργούν τήν 'άναγωγήν' τής Ήρωΐδος-Σεμέλης ( = § ηη). Ή σπουδαιότερη δμως λειτουργία τους είναι ή 'τριετηρική* ( = § 17) πάνου στόν Παρνασσό τέλεση όργίων τού καθαρού μαιναδικοϋ τύπου. Γιά τά δργια τούτα ένώνεται μέ τόν δελφικό θίασο κ'ένας θίασος άττικών Θυιάδων. Τήν άρχαιότητα τών άττικών αύτών -
138 --
Θυιάδων δέν τήν γνωρίζουμε, γιατί δέν άναφέρουνται παρά άπό τόν Παυσανία. Ή άφθονία δμως τών μαιναδικών χορών στίς άττικές άγγειογραφίες, μαρτυρούν τά ζωντανά πρότυπα τών Θυιάδων ( = §.14) κι ό Παυσανίας, έξηγώντας τό όμηρικό έπίθετο τοϋ Πανοπέως 'καλλίχορος' μέ τούς χορούς πού στήνουν οί Θυιάδες στό διάβα τους, κι άποκεΐ, τίς άνεβάζει στήν άρχαιότητα τής έποποιίας. Τά παρνασσιακά δργια τών δυό ένωμένων θιάσων είναι τριετηρικά καί πέφτουνε χειμώνα. Μήνας τους λογιέται δ δελφικός Δαδοφόριος (Νοέμβρης/Δεκέμβρης), πού θά'χει τό δνομα άπό τΙς λαμπάδες τών μαινάδων. Τόπος τους είναι τ'άκροκόρφι τοΰ Παρνασσού, πάνου άπό τό Κωρύκειον άντρον: τά δε νεφών τέ έστιν άνωτέρω τά άκρα χάί αί Θυιάδες ίπί τούτοις τω Διονύσω και τω Ά πάλλων ι μαίνονται. Τό άνέβασμα δέν είναι άκίντυνο, καί μάλιστα καρδιά τοΰ χειμώνα καί νύχτα. 'Ακούμε γιά Θυιάδες πού κλείστηκαν άπό τά χιόνια καί τόν άγέρα στόν Παρνασσό καί χρειάστηκε ν'άνεβοΰνε νά τΙς βοηθήσουν. Ή κατάσταση τοΰ συνεπαρμοϋ μεγαλώνει τά κίντυνά τους. Στόν 'Ιερό Πόλεμο, αί περί τόν Δ ιόνυσον γυναίκες, άς Θυιάδας όνομάζουσιν, έκμανεϊσαι καί περιπλανηθείσαι νυκτός, βρεθήκανε στήν "Αμφισσα, έχθρική πολιτεία* κατάκοποι δ' οΰσαι καί μηδέπω τοϋ φρονεϊν παρόντος αύταΐς, έν τή άγορψ προέμεναι τά σώματα, σποοάδην έκειντο καΟεύδονσαι. Οί γυναίκες τής πολιτείας τίς περικυκλώσαν γιά νά τίς προστατέψουν καί, δταν έκεΤνες ξυπνήσανε, τΙς συνεβγάλαν Ισαμε τά σύνορά τους. Τά γνώριμα στοιχεία τής νυχτερινής ώρας, τών λαμπάδων, τής όρειβασίας καί τής μανίας, μαρτυροϋν όλοζώντανη μαιναδική πράξη. Ό σπαραγμός κ'ή ώμοφαγία μαρτυριούνται κ'έδώ άπό τήν παράδοση πώς ό Πενθέας σπαράχτηκε στόν Παρνασσό - μ'δν κρατιέται στά χρόνια τοΰ Πλουτάρχου καί τοΰ Παυσανία, δέν μποροΰμε νά ποϋμε. Τά παρνασσιακά Δαδοφόρια έντυπωσιάσανε βαθιά τούς κλασσικούς ποιητές πού βλέπουν τή λαμπάδα τοϋ θεοΰ νά σελαγίζει στό δικόρυφό τοϋ Παρνασσοΰ μέσα στή νύχτα. Οί χριστιανικοί αΙώνες δέν άπόσβησαν τή θύμησή τους. Ένας τόπος μέ τ'δνομα 'Τουμπανάρια' στό όροπέδιο τοΰ Παρνασσοΰ, άναθυμίζει τά 'τύμπανα' τών Μαινάδων. Τό κορφοπλάτωμα τοΰτο είναι κι άγαπημένο τών Νεράιδων κ'οί ντόπιοι σκιάζουνταν νά τό σιμώσουν τή νύχτα. Όρκίζουνταν πώς άκούγαν τίς νύχτες τό βουητό τών 'τυμπάνων' τους κ'ίστορούσαν πώς, δταν διαβαίναν οί ξωτικοί τους χοροί, είταν τόσος ό χαλασμός, πού κ'οί κορφές τών έλατιών λυγούσαν ίσαμε τό χώμα. Άναθυμάται κανείς τίς 'Βάκχες', δπου οί Μαινάδες ξεριζώνουν έλατα ή τόν ούράνιον έλάτης κλάδον πού λυγά ό Διόνυσος στό χώμα.
- 139 --
§ 54 Λείψανα τοΟ ΜαιναδικοΟ θιάσου Μαινάδες τής Πελοποννήσου Διονυσιάδες, Δνσμαιναι, Λήναι, θνΐαι Ο χ ι λιγότερο έντονος στάθηκε, δπως φαίνεται, δ Μαιναδισμός τής Πελοποννήσου. Δυό γυναίκειοι θίασοι στή Σπάρτη, πού σχετίζουνται μέ τή λατρεία τού Διονύσου, λέγουνται τών Διονυσιάδων. ΟΙ Διονυσιάδες τού ένός τελούν, μαζί μ'ένα θίασο Λευκιππίδων, τήν προθυσία σ' έναν 'ήρωα' πού όδήγησε στή Σπάρτη τόν Διόνυσο (άρχαΐο θεό, παναπεί, πού τή λατρεία του τή σκεπάζει ή λατρεία τού Διονύσου). Οί Διονυσιάδες τού άλλου θιάσου, έντεκα παρθένες, στήνουν στό πανηγύρι τοϋ θεού ίερουργικό άγώνα Δρόμου. Οί θίασοι τούτοι είναι φανερά λείψανα μαιναδικών θιάσων. 'Ανάμεσα στόν άλλο πλούτο τών προελληνικών λατρειών κ'ίερουργιών, ή Λακωνική, τό κέντρο τού Δωρισμοϋ, άνακράτησε έντονα λείψανα τής μαιναδικής πράξης. Ό Βιργίλιος μιλεί γιά τόν 'βακχευόμενο άπό τίς παρθένες Ταΰγετο', κι ό Παυσανίας πληροφορεί πώς στά ριζά τού Ταϋγέτου, δπου άλλοτινά οί Βρυσέαι, εϊταν ίερό τοϋ Διονύσου, δπου μόνο οί γυναίκες μπορούσανε νά μπούν γιά νά τελέσουν άπόρρητες ίερουργίες. Τό γενικό δνομα τών Μαινάδων τής Λακωνικής είναι Δνσμαιναι, πού θά πεί οί 'παρατρελαμένες' ή 'επίφοβες στήν τρέλα τους' γυναίκες. "Ενα δράμα τού Πρατίνα είχε τόν τίτλο Καρυάτιδες ή Δνσμαιναι, κι άν ή πληροφορία είναι σωστή, πού άμφιβάλλεται τώρα, ό ταυτισμός δέν ξαφνίζει: Ό Χορός τών Καρυατίδων είναι, δπως καί τών Μαινάδων, όργιαστικός, καί κατεβαίνουν κ'οί δυό άπό τήν ίδια άρχαιότερη πράξη ( = § 64). "Εναν άρχαΐο στήν 'Αρκαδία Μαιναδισμό, πού λείψανο τής μυητικής πράξης του είδαμε στή γιορτή 'Σκιέρεια' τής 'Αλέας ( = § 28), μαρτυρά ή πληροφορία πώς στήν 'Αρκαδία οί Βάκχες λέγουνται Λήναι ( = § 55)' περισσότερα δμως για τίς άρκαδικές αύτές Μαινάδες δέν ξέρουμε γιατί ή πράξη τους έχει λυθεί σέ λογίς έκεί διονυσιακές λατρείες. "Εναν άρχαΐο στή Μεσσηνία Μαιναδισμό άντηχά τό δνομα ένός βουνοϋ Ενα, άπό τό βακχικό φώνημα ευοϊ πού, κατά ένα μύθο, έκεί πρωτακούστηκε νά κράζεται άπό τόν Διόνυσο καί τίς μαινάδες: το δνομα γενέσθαι τω δρει φασί βακχιχόν τι έπιφθεγμα ευοΐ Διοννσον πρώτον ένταϋθα αντοΰ τε είπόντος καί τών όμον τω Διονΰσω γνναικών. 'Ακούμε πώς οί 'Ηλείοι σέβουνταν τόν Διόνυσο "περισσότερο άπ'δλους τούς θεούς" καί τό σπουδαιότερο πανηγύρι στήν Ήλιδα, μέ θαύμα κρασιού λεγόντανε θυία. Τό ίδιο πανηγύρι άναφέρεται καί σάν έορτή τών θνιών, άπ'δπου βάσιμα συνάγουνται σχετισμοί μέ Μαινάδες πού λέγουνται θυΐαι. Τό δνομα είναι μαιτ< ναδικό ( = § 53)» * στοιχεία τής γιορτής (νυχτερινή ώρα, 'έπιφάνεια* -
140 -
τοϋ θεοϋ, παρουσία κρασιοϋ) μαρτυρούν μαιναδική ρίζα. ΟΙ ύποθετικές αυτές θυΐαι ταυτίζουνταν, όπως έδειξε 6 Weniger, μέ τό θίασο τών "Εκκαίδεκα Γυναικών' τής "Ηλιδας, πού πρωτοστατώντας στή λατρεία τής "Ηρας, έχουν τήν όργάνωση τών 'Ηραίων στήν 'Ολυμπία, μέ τόν όμώνυμο άγώνα Δρόμου τών παρθένων ( = § 35)· Μιλώντας για τίς γυναίκες αύτές, ό Πλούταρχος τίς λέει αί περί τόν Διόνυσον Ιεραί γυναίκες άς 'Εκκαίδεκα καλοϋσιν, έκφραση πού τή μεταχειρίζεται καί γιά τίς δελφικές θυιάδες: αί περί τόν Διόνυσον γυναίκες άς θυιάδας όνομάζουσι. Άπό τήν άλλη, ό Παυσανίας πληροφορεί πώς οί 'Δεκάξι Γυναίκες', άνάμεσα στίς άλλες λειτουργίες τους, στήνουν καί δύο Χορούς, τόν ένα γιά τήν Φυσκόα, τήν άγαπημένη τοϋ Διονύσου, καί τόν άλλον γιά τήν Ιπποδάμεια, τήν κόρη τού Οίνομάου. Αύτό σημαίνει δυό ήμιχόρια, άπό όχτώ γυναίκες καθένα τους, πού οί κορυφαίες τους ένσαρκώνουν τήν Φυσκόα ή μιά καί τήν 'Ιπποδάμεια ή άλλη. Καθώς, πάλι, ή Φυσκόα είναι ήρωίδα τής Κοίλης "Ηλιδος κ'ή 'Ιπποδάμεια τής Πισάτιδος, συνάγεται πώς ό θίασος τών Δεκάξι Γυναικών συγκροτήθηκε, στή σφαίρα τής πολιτειακής λατρείας, άπό δυό θιάσους, έναν τής "Ηλιδας, άφιερωμένον στή λατρεία τής Φυσκόας, κ'έναν τής Πισάτιδος, άφιερωμένον στή λατρεία τής 'Ιπποδάμειας, πού τήν ήσκιώνει ή λατρεία τής Ήρας. 'Ολόκληρος ό θίασος είναι πιά άφιερωμένος στή λατρεία τού Διονύσου καί τής "Ηρας (θυΐαι καί Ήρεσίδες), καί σ'είδικότερες λειτουργίες, δπα>ς στή λατρεία τών μυθικών κορυφαίων του, τής Φυσκόας καί τής 'Ιπποδάμειας, ξαναγυρίζει στίς παλιότερες μορφές του. Μέ λείψανο, έτσι, Μαιναδικοϋ Θιάσου τίς 'Δεκάξι Γυναίκες τής Ήλιδας' πού ταυτίζουνται μέ τΙς μαιναδικές Θυϊες τού συνονόματου ήλειακού πανηγυριού, δέ μένει σκοτεινό τό ζήτημα ποιές νά'ναι έκεΐνες αί τών 'Ηλείων γυναίκες πού κράζουνε σ'ένα ναό τόν ταύρο Διόνυσο να'ρθεΐ μαζί μέ τΙς Χάριτες, μέ "μανιασμένο τό ταυρίσιο του πόδι" (τω βοέω ποδί θύων). Ή έπίκληση τούτη, τό άρχαιότερο λείψανο λειτουργικού τραγουδιού τής έλληνικής θρησκείας, παραδίνεται άπό τόν Πλούταρχο: Δια τί τόν Διόνυσον αί τών *Ηλείων γυναίκες •νμνονσαι παρακαλούν 'βοέω ποδί' παραγίγνεσΟαι προς αυτάς. "Εχει ö' οΰτως ό ύμνος' Έλθει ν ή ρ ω Δ ι ό ν υ σ', άλιον ("Α λ ε ι ο ν Cobet, "Αλείων Bergk) è ς ν αό ν άγνόν συν Χαρίτεσσιν, έ ς ν αόν τ ώ ι β ο έ ω ι π ο δ I θύων : είτα δις έπάδουσιν· άξιε ταύρε. Τά χειρόγραφα παραδίνουν τή γραφή άλιον ές ναόν, πού τή στηρίζουν οί θαλασσινοί σχετισμοί τού Διονύσου. Οί Χάριτες πάλι σημαδεύουν τόν έποχικό χαραχτήρα τού θεοϋ κ'εΐδαμε, άλλοϋ, τήν είκονογράφηση τού 'θύοντος' διονυσιακού ταύρου ( = § § 3° • 4 1 )· 'Απ'αύτή τήν πλευρά είκάζει κανείς ένα έποχικό πανηγύρι άνάλογο μέ τά "Ανθεστήρια, όπου ό Διόνυσος έρχεται μ'ένα καράβι καί τελεί ένα γάμο, ταυρομορφικοϋ, δπως φαίνεται, τύπου ( = § 46). Δέν ξέρουμε δμως άν ή γιορτή είναι χρονιάτικη ή τριετή ρική, — 141 -
ούτε τήν έποχή πού πέφτει. Ό έποχικός χαραχτήρας θ'άπαιτοϋσε χρονιάτικη κι άνοιξη, δ μαιναδικός τριετηρική καί χειμώνα. Τά παραπόνου στοιχεία δδηγοΰν στήν πρώτη έκδοχή, άλλα δμως δδηγοΰνε στήν άλλη. Τό δνομα τής γιορτής είναι μαιναδικό* ή παρουσία ένός μηνός Θυίου στήν "Ηλιδα, πού θά περιλαβαίνει τή γιορτή, μπορεί νά'ναι συγγενικός μέ τόν δελφικό Δαδοφόριο* ή έπίκληση μπορεί νά συγκριθεί μέ τήν έπίκληση τού μαιναδικοϋ Χορού τών 'Βακχών' (1017): φάνηθι ταύρος. Τά στοιχεία τούτα δείχνουν, άντίστροφα, λείψανο μιάς άρχαίας μαιναδικής τελετής, δπου ό ταύρος Διόνυσος καλιόνταν νά σπαραχτεί άπό τά χέρια τών γυναικών καί νά φαγωθεί στήν ώμοφαγική μετάληψή τους. 'Αξιοσημείωτο δμως είναι πώς ή ίερουργική έπίκληση, "Αξιε Ταϋρε, ξανασυναντιέται σ'άττικές έπιγραφές, ταϋρον άξιον τοϋ θεοϋ, γιά τόν θυσιαζόμενο στά Διονύσια, γιορτή χρονιάτικη κι άνοιξιάτικη, ταύρο. Ό μύθος τής 'μανίας τών Προιτίδων' μέ κυνήγημά τους άπό τόν διονυσιακό ήρωα Μελάμποδα ( = § 36), ή άντίστοιχη γιορτή τών 'Αγρανίων κι ό μύθος τού Διονύσου πού φτάνει άπό τά νησιά μέ τό μαιναδικό του στρατό καί στήνει πόλεμο μέ τόν βασιλιά Περσέα ( = § 36), άνακρατούν τή θύμηση ένός άρχαίου στήν 'Αργολίδα Μαιναδισμού, μά Ιστορικά λείψανά του δέν ξέρουμε, έξόν ίσως μιά διονυσιακή γιορτή Τνρβην, κοντά στήν πηγή τού Έρασίνου, στό δρόμο άπό τ'Άργος γιά τήν Τεγέα, μέ θυσία στόν Διόνυσο καί τόν Πάνα.
§ 55 Λείψανα τού Μαιναδικοϋ θιάσου Μαινάδες τής 'Αττικής καί τής 'Ιωνίας Έλευθεραί, Ληναι, Γεραραί
Ε
ίδαμε τΙς άττικές Θυιάδες ( = § 53)· "Ενας πανάρχαιος μαιναδισμός έχει άφήσει στόν 'Ιωνικό κόσμο καί λογίς άλλα λείψανά του. 'Αρχαίος θίασος πού οί μαινάδες του λέγουνται Έλευθεραί ή 'Ελεύθεροι (πού σημαίνει τίς 'άμολημένες' καί σχετίζεται έτσι μέ τά δρομοκοπήματα τού Μαιναδισμού) χναρολογήθηκε στό δνομα τής άττικοβοιωτικής κώμης "Ελευθεραί' πού συνδέεται μέ τή λατρεία τού θεατρικού Διονύσου 'Ελευθερέως. 'Εδώ δμως πολυκλαδώνουνται οί μύθοι. Ένας άπόστολος τής διονυσιακής θρησκείας, ό Πήγασος άπό τΙς 'Ελευθερές, φέρνει άποκεί τό άγαλμα τού Διονύσου στήν 'Αττική, μά οί 'Αθηναίοι δέν τό καλοδέχτηκαν κι ό θεός τούς χτυπά μ'άρώστια τών γεννητικών όργάνων· δσο πού δελφικός χρησμός τούς όρίζει γιά θεραπεία τή διονυσιακή φαλλολατρεία. Ό μύθος είναι άπό τούς τυπικούς αίτιολογικούς γιά τήν έξήγηση τής θέσης πού κρατούν οί φαλλη— 142 —
φορίες στή γιορτή τών Μεγάλων Διονυσίων. Τό ούσιαστικό όμως είναι ό έρχομός τοϋ Διονύσου Έλευθερέως καί πώς ό έρχομός αύτός άναπαρασταίνεται στά Μεγάλα Διονύσια, τήν κύρια γιορτή τής Τραγωδίας. Ά π ό τόν παλαιό ναό του μέσα στό θεατρικό του περίβολο, τό άγαλμα τοϋ Διο· νύσου μεταφέρεται μέ περίλαμπρη 'πομπήν* σ'ένα μικρό ναό κοντά στήν Άκαδήμεια πάνω στό δρόμο πού όδηγά στίς 'Ελευθερές κ'έκείθε, ύστερα άπό θυσίες κ'ύμνολογήματα, ξαναγυρίζεται τ'άπόσπερο στήν Αθήνα, δπου τοποθετείται στήν 'δρχήστρα' τοϋ θεάτρου του, ή στό ναό του άπ'δπου φέρνεται στήν όρχήστρα καθημερινά, ώς τό τέλος τών διθυραμβικών καί θεατρικών παραστάσεών του. Τά Μεγάλα Διονύσια είναι ύστερότερο πανηγύρι, σίγουρα δμως όργανώνεται πάνω σ'άρχαιότερο κι άνακρατεΐ ένα άπό τ'άρχαΐκότερά του στοιχεία. Ή μεταφορά τοΰ άγάλματος στήν Άκαδήμεια κι ό ξαναγυρισμός του άποκεί (τυπική άναπαράσταση τοΰ μύθου τοΰ έρχομοϋ του), είναι, δπως παρατηρήθηκε κιόλας άπό τόν Bather, ένα στοιχείο τοΰ Έποχικοΰ Δράματος ( = § 37)» δπου ένα όμοίωμα μεταφέρεται, σάν 'Θάνατος', έξω άπό τήν Κοινότητα καί ξαναφέρνεται, σά 'Ζωή', τό Ιδιο. Στό Εποχικό δμως Δράμα διακρίναμε Ιερουργίες διπλών θιάσων, άνδρικοϋ καί γυναικείου. Μιά άχνοθύμηση τοΰ δεύτερου είδαμε νά χναρολογιέται στό δνομα ΈλενθεραΙ, τής πατρίδας τοΰ Διονύσου Έλευθερέως. Οί μαινάδες αύτές δέν είναι άλλες άπό τίς μυθικές θυγατέρες τοϋ Έλευθήρος, πού, κατά ένα μύθο, περιγελάσαν μιάν όρασιά (φάσμα) τοΰ Διονύσου πού τούς παρουσιάστηκε ντυμένος μέ μαϋρο γιδοτόμαρο, άπ'δπου κρουστή καν μέ τή μανία τοΰ θεοΰ καί γιά τή γιατρειά τους καθιερώθηκε ή λατρεία τοϋ Μελαναίγιδος Διονύσου. Ή καθιέρωση τής λατρείας αύτής, "πού στήν Αττική συνδέεται μέ τή γιορτή τών Άπατουρίων, χρωστιέται, κατά έναν άλλο μύθο τοΰ Έποχικοΰ Δράματος, στή μονομαχία τοΰ Μελάνθου καί τοΰ Ξάνθου ( = § 36). Τά Άπατούρια ( = Όμοπατόρια) είναι πανηγύρι πατριαρχικού χαραχτήρα' κι άνετα έτσι οί δυό μύθοι συμβιβάζουνται μέ τήν είκασία πώς ό Διόνυσος Έλευθερενς κι ό Διόνυσος Μελάναιγις είναι διχοκλαδώματα μιάς καί τής ίδιας μορφής, πού σάν "Ελευθερεύς' συνδέεται μέ τή μαιναδική λατρεία τών θυγατέρων τοΰ Έλευθήρος ("Ελευθερών') καί σάν 'Μελάναιγις' μέ τήν άνδροθιασική τοΰ Έποχικοΰ Δράματος λατρεία. Πρόσθετοι κρίκοι είναι πώς τά Άπατούρια είναι άπομεινάρι τής Φυλετικής Μύησης, άπ'δπου βγαίνουν οί Ιερουργίες τοΰ Έποχικοΰ Δράματος, καί πώς τό έπαθλο τών τραγωδικών άγώνων, πού βρίσκουνται κάτου άπό τήν έποπτεία τοϋ Διονύσου Έλευθερέως, παρασυγγενεύει μέ τήν παράσταση τοΰ 'Μελαναίγιδος', όντας ό τράγος. Έ ν α άπό τά μεγάλα διονυσιακά πανηγύρια τοΰ Ιωνικού κόσμου είναι τά Λήναια, πού ή διοίκησή του στήν Αττική άπό τόν άρχοντα βασιλέα μαρτυρά τήν παλαιότητά του. Ή παρουσία μηνός Ληναιώνος σέ λογίς Ιωνικούς τόπους (Δήλο, Σμύρνη, Έφεσο, Κύζικο, Λάμψακο κιά.) - 143 --
μαρτυρά πώς ο( Ίωνες ξέρουν τά Λήναια πριν άπό τήν άποικιακή έξακτίνωσή τους. Τό όνομα είναι άπό τό Λήναι (ή Ληναί) πού συναντιέται σάν δνομα Βακχών και στήν 'Αρκαδία ( = § 54)· ΠλησιασμοΙ στό λατινικό 7αniare\ 'λιανίζω', καί στό όμηρικό λάειν, δέν μπορούν νά βεβαιωθούνε. Στόν Ηράκλειτο, δπου πρωτοσυναντιέται, τό δνομα συμπερπατεΐ μέ τούς βάκχους και τΙς μυστικές νυκτιπολίες: νυκτιπόλοις, βάκχοις, λήναις, μύσταις· στήν κατοπινή φιλολογία σημαίνει τίς Μαινάδες- κι άπό τόν Η ρ ά κλειτο Ισαμε τούς Πατέρες, τό ληναίζειν κρατεί μέ τό νόημα τού βακχεύειν. "Εχουμε έτσι στά Λήναια μαιναδικά δρώμενα πού μεταγυρίζουνε σέ πανηγύρι. Τή μαιναδική καταγωγή τού πανηγυριού τή βεβαιώνουν οί άγγειογραφίες πού δείχτηκε πώς παρασταίνουνε ληναϊκές Ιερουργίες. Γύρω άπό τή δεντρική εικόνα τού θεού ( = § 39)· Μαινάδες μέ θύρσους, λαμπάδες καί τύμπανα χορεύουν έκστασιακούς χορούς καί μιά τους σηκώνει στά χέρια της ένα κατσίκι. Μιά άνάστατη τέλος πληροφορία άφήνει νά φαίνεται ό σχετισμός τών Ιερουργιών μέ μιά άγροικικήν ώδην, ή και αύτή περιείχε τόν Διονύσου σπαραγμόν, δπου εΙκάζουμε πώς περιγράφει ή συνοδεύει τό διονυσιακό πάθος. "Εχουμε έτσι στά Λήναια τή γνώριμη μαιναδική πράξη, έκστασιακό χορό καί διασπαραγμό σ'ώρα νυχτερινή, συνδυασμένα μέ τή λατρεία τοϋ βλαστικού θεοϋ καί χωνεμένα Ισως σ'ένα Ιερό δράμα. Τό λατρειακό έπίθετο τοϋ Διονύσου Ληναϊος βγαίνει έμμεσα άπό τή γιορτή καί τό Ιερό τής τέλεσής της (Ληναϊον) στήν 'Αθήνα. Κατά μιά πληροφορία τόν Διόνυσο στήν 'Αττική τόν φιλοξένησαν οί κόρες τοϋ Σημάχου, έπώνυμου τοϋ δήμου τών Σημαχιδών- κι δτι πίσω άπό τίς κόρες αύτές διανεύει κάποιος μαιναδικός θίασος, φαίνεται νά μαρτυριέται άπό Ιερατικά λείψανά του: άπό τό γένος τους, λέγεται, κατεβαίνουν όρισμένες στήν 'Αττική Ιέρειες τού Διονύσου. 'Ατόφιο λείψανο μαιναδικού θιάσου τής 'Αττικής βρίσκουμε στίς δεκατέσσαρες γυναίκες πού λέγουνται Γεραραι ('έπίτιμες') καί παραστέκουν τή γυναίκα τού άρχοντος βασιλέως στούς 'Χόας' τών 'Ανθεστηρίων (=§§43> 4^)· Ό δρκος τους πώς θά τελέσουν στήν ώρα τους τά θεοίνια καί τά Ίοβάκχεια, (xal τά θεοίνια και τά Ίοβάκχεια γεραρφ τω Διανύσω κατά τά πάτρια καί έν τοις καθήκουσι χρόνοις), τό βεβαιώνει. Οί γιορτές κ'οί Ιερουργίες τους μάς είναι άγνώριμες άλλιώς, μά ό μαιναδικός χαραχτήρας τους δέν μάς ξεφεύγει. Τής πρώτης μαρτυριέται άπό στίχο τοϋ Αίσχύλου, πού λέει τόν Διόνυσο τών Θεοινίων- 'ζεύχτη τών Μαινάδων', πάτερ θέοινε, Μαινάδων ζευκτήριε, καί τής δεύτερης άπό τό Ιδιο της τό δνομα, πού βγαίνει άπό τή μαιναδική κραυγή ίώ Βάκχε ( = § 17). Άξιοσημείωτη είναι ή άριθμητική Αντιστοιχία μέ τό θίασο τών Δεκάξι γυναικών τής Ήλιδας πού όργανώνουν τό γάμο τής Ή ρ α ς στά "Ηραία'· δυό ήμιχόρια έκεί άπό έφτά δίνουν δεκατέσσερα μέλη καί μέ τίς δυό κορυφαίες δεκάξι* έδώ τά μέλη είναι πάλι δεκατέσσερα, μά μέ μιά κορυφαία, τή βασίλισσα, -144-
δεκαπέντε· κ'ή άντιστοιχία δέν είναι άλογάριαστη, γιατί, κατά μιάν εΙκασία, οί Γεραραί είναι οί άττικές Θυιάδες (— § 53). πού μέ τ'δνομα καί μ'άλλα στοιχεία συνδέουνται μέ τίς Θυίες, τίς Δεκάξι Γυναίκες στίς διονυσιακές τους λειτουργίες ( = § 54)· Είδαμε πώς ό λειτουργικός λόγος τών ©υιών, άξιε ταύρε, συνεχίζεται σ'άττικές έπιγραφές, κι όπως, στήν πιθανότερη έρμηνεία, οί Δεκάξι ή Θυίαι, έτσι καί οί Γεραραί παραστέκουν έναν ιερό γάμο. Οί τελευταίες όρίζουνται κάθε χρόνο άπό τόν άρχοντα βασιλέα γιά τίς κεντρικές Ιερουργίες τών Χοών, πού είναι ό γάμος τής βασίλισσας μέ τήν ένσάρκωση τού Διονύσου. ΟΙ δεκατέσσαρες έτσι Γεραραί είναι λείψανο άρχαίου μαιναδικοϋ θιάσου, πού ή κορυφαία του τελεί, σ'έποχικό, πανηγύρι, έναν Ιερό μέ τόν Διόνυσο γάμο. Άχνάρια Μαιναδισμού ξαναβρίσκουμε άνάμεσα στούς Ίωνες τής Μικρασίας. 'Επιγραφή τής Μαγνησίας τού Μαιάνδρου Ιστορεί πώς μέσα σέ πλατάνι πού τό'ριξε ό άγέρας βρέθηκε ένα ξόανο τού Διονύσου καί πώς χρησμός πού ζητήθηκε γιά τό περιστατικό, όρμήνευε νά πάρουνε μαινάδες άπό τή γενιά τής Ίνοϋς, γιά νά όργανώσουν βακχικούς θιάσους καί νά καθιερώσουν, πάνου στά άρχαιοπαράδοτα, όργιακές Ιεροτελεστίες. Τέτοιες μαινάδες άπό τή θνητή γενιά τοϋ Διονύσου δοθήκανε τρείς άπό τούς Θηβαίους. Ή μιά τους, ή Κοσκώ (τ'δνομά της μπορεί νά σχετίζεται μέ τό 'κόσκινον' πού παίρνει τή θέση τού λίκνου) όργάνωσε τό θίασο τών Πλατανιστηνών ή άλλη, ή Βαυβώ (δνομα πού σχετίζεται μέ φαλλικά στοιχεία) τό θίασο τών Καταιβατών κ'ή τρίτη, ή Θεσσαλή, τόν προ πόλεως, θίασο πού σχετιζόνταν μ'ίερό τού Διονύσου έξω άπό τό κάστρο. 'Επιγραφή τής Μιλήτου άναφέρει θιάσους καί Εξημερωμένα ώμοφαγικά 'δργια' τόν 3ο πΧρ. αιώνα ( = § 19). Πολύ προχωρημένης έποχής οί θίασοι αύτοί είναι πιά ή άνάκατοι ή κι άνδρικοί (πρ. τό δνομα 'Καταιβάται'). "Οτι ώστόσο κ'ή πράξη τού καθαρού Μαιναδισμού δέν είναι άγνώριμη καί σ'αύτές τίς περιοχές, τό μαρτυρά έπίγραμμα τών έλληνιστικών καιρών στό άγαλμα μιάς Ιέρειας τής Μιλήτου. Τό έπίγραμμα καλεί τις βάκχες τής πολιτείας νά χαιρετίσουν τήν πεθαμένη ίέρεια πού τίς όδηγοϋσε στά βουνά καί στά δργια καί πού κρατούσε στίς πομπές τά Ιερά', προχωρώντας έπικεφαλής τής πολιτείας: τήν όσίην χαίρειν πολιήτιδες είπατε Βάκχαι, / Ιρείην (χρηστή τοϋτο γυναικί θέμις). / 'Υμάς κείς δρος ήγε και δργια πάντα καί Ιρά / ήνεικεν, πάσης έρχομένη προ πόλεως. / Τοΰνομα δ'εϊ τις ξένος άνείρεται· Άλκμειώνις / Ή ροδίου, καλών μοιραν έπισταμένη.
ιυ
145 --
§ 56 Λείψανα τοΟ Μαιναδικοϋ Θιάσου, Μαινάδες τής Μακεδονίας καί Θράκης Λαφύστιαι, Κλώδωνες, Μιμαλλόνες, Βασσάραι
Ο
ί καθυστερημένες περιοχές τής Μακεδονίας καί τής Θράκης φυσικό είναι ν'άνακρατούν έντονα στοιχεία τοϋ Μαιναδισμοϋ, πού μεταφυτεύεται έκεί άπό μυκηναϊκούς έποικισμούς καί ταυτίζεται μ'άνάλογη έπιχώρια πράξη. Είδαμε πώς στήν περιοχή τού Κισσοϋ τής Μακεδονίας ζεϊ άκόμη στ'άλεξανδρινά χρόνια ή πράξη ή ή θύμηση τών Λαφυστίων γυναικών, βοιωτικού μαιναδικοϋ θιάσου ( = § 53)· Τό δνομα βγαίνει άπό τό λαφύσσω ('ρουφώ', 'καταπίνω', 'καταβροχθίζω', 'σπαράζω') κι άνταποκρίνεται στό σπαραγμό καί τήν ώμοφαγία. Κατά τήν πληροφορία τού Λυκόφρονα, οί γυναίκες αύτές κερατοφοροϋν καί τά Σχόλια συμπληρώνουν: κατά μίμησιν τοϋ Διονύσου. Τά κέρατα είναι, βέβαια, ταύρου' καί, καθώς οί 'Βάκχες' γράφουνται στή Μακεδονία κι ό Εύριπίδης έχει μπροστά του σκηνές τοϋ μακεδονικοϋ Μαιναδισμοϋ, ή σκηνή πού οί Μαινάδες κομματιάζουν βοϊδοκόπαδα (στί. 734 κέ.) κινά τήν είκασία πώς ό ποιητής έχει κατανού τήν πράξη τών Λαφυστίων γυναικών καί τήν ξαναγυρίζει εικονογραφικά στήν πράξη τών Βοιωτικών προγονισσών τους. Ό σχολιαστής τού Λυκόφρονα προσθέτει πώς οί Λαφύστιες γυναίκες λέγουνταν καί Μιμαλλόνες. Είναι ένα άπό τά γενικά όνόματα τών μαινάδων τής Μακεδονίας, Κλώδωνες καί Μιμαλλόνες. Τό πρώτο, πού φαίνεται καί παλαιότερο, σχετίζεται γιά μιαν άρχαία έτυμολογία (άδύνατη δμως γιά τούς νεότερους, πού βλέπουν περισσότερο σχετισμούς μέ τό καλεϊν καί τΙς Κληδόνες) μέ τό κλώζειν (μιά λογή ξεφωνητού), καί τό δεύτερο σχετίζεται, γιά τούς άρχαίους πάλι, μέ τόν πολεμικό χαραχτήρα τών Μαινάδων, πού 'μιμούνται', έτσι, τόν άνδρικό τύπο: Ό βασιλιάς τών Μακεδόνων "Αργαίος ξεγελά τούς δχτρούς του παρουσιάζοντας Μαινάδες γιά στρατό του. Ή παράδοση φαίνεται νά βγαίνει άπό τίς ψ ε υτ ο μ ά χ ε ς τού Έποχικοϋ Δράματος ( = § 37) κ α ί δέν έχει Ιστορικό χαραχτήρα. Οί ψευτομάχες δμως έχουν κύριο στοιχείο τή μίμηση, πού δικαιολογεί τήν έτυμολογία ή παρετυμολογία. "Οτι νά'ναι, τό στοιχείο πού φαίνεται νά άνακαλεί καί τό δεύτερο δνομα, είναι οί κραυγές τού παροξυσμού πού συνοδεύουν τά δρομοκοπήματα τών Μαινάδων. "Ετσι, γιά τό Μεγάλο 'Ετυμολογικό, Μιμαλλόνες είναι al βάκχαι καί βοηδρόμοι, ήτοι ai μετά βοής καί έκπλήξεως, δ ι à τ ό κάτοχοι είναι, προΐοϋσαι δρόμω. "Εδώθε ή ίδια πηγή παραδίνει πώς (οί Μιμαλλόνες καί γενικά οί Βάκχες ή βοηδρόμοι) λέγουνται καί Γεγοονοκώμαι, έκείνες πού άναστατώνουν τά χωριά μέ τΙς φωνές τους ( = § 2θ). "Ενα άλλο δνομα τών Μιμαλλόνων καί -146-
Κλωδώνων είναι τό έθνικό Maxirai, πού θά πει 'Μακεδονίτισσες' καί, πού τήν παράστασή τους τήν έχουμε στήν εικόνα τής μεγάλης πομπής τοΰ Πτολεμαίου Φιλαδέλφου ( = § 63), δπου, άνάμεσα στούς έκπροσώπους τής διονυσιακής λατρείας, περνοΰν καί οί Μακέται, ai καλούμενοι Μιμαλλόνες καί Βασσάραι και Λυδαί, κατ ακεχνμέναι τ à ς τρίχας κ al έστεφανωμέναι τινές μ έν δ φ ε σ ι ν, ai δ έ μίλακ ι και άμπέλω και κισσώ· κατεΐχον δέ τ αϊ ς χεοσιν ai μεν έγ χειρ ίδια, ai δ' δ φ ε ι ς. Μιάν άλλη εΙκόνα τους έχουμε άπό τόν Πλούταρχο πού περιγράφει τούς βακχικούς παροξυσμούς τής 'Ολυμπιάδας στόν 'βίο' τοΰ "Αλεξάνδρου: ή δέ 'Ολυμπιάς μάλλον έτερων ζηλώσασα τάς κατοχάς καί τούς ένθουσιασμούς έξάγονσα βαρβαρικώτερον, δφεις μεγάλους χειροήθεις έφείλκετο τοίς θ ι άσο ι ς, οί πολλάκις έκ του κ ι τ τοϋ και τών μυστικών λίκνων παραναδυόμενοι και π ε ρ ιελιττ ό μ εν ο ι το ϊ ς θ ύ ρσοις τών γυναικών κ αϊ τοις ατεφάνοις έξέπληττον τούς άνδρας. Γιά τήν πράξη τών Κλωδώνων καί Μιμαλλόνων παραδίνεται άόριστα, άπό τήν ίδια περικοπή, πώς σέ πολλά της είναι δμοια τών θρακικών θιάσων, τών Ήδωνών καί τοΰ Αίμου (πολλά ταϊς Ήδωνίσι καί ταις περι τόν ΑΙμον θρήσσαις δμοια δρώσιν). Τά στοιχεία μας μαρτυρούν μαιναδική πράξη άρχαϊκοΰ τύπου: ζωομασκάρεμα, όρειβασία, ίερή μανία, διασπαραγμός, ώμοφαγία. Ή πράξη ταυτίζεται μέ τίς ντόπιες σαβαζιακές λατρείες, πού κεντρικό στοιχείο τους είναι τό Φίδι ( = § 8ο). Μέ τή λατρεία τών Κλωδώνων καί Μιμαλλόνων σχετίζεται ένας Διόνυσος Ψευδάνωρ ( = 'Ψευτάντρας'). Είναι ό γυναικίστικος Διόνυσος, πρότυπο καί προβολή τοΰ γυναικοντυμένου κορυφαίου τών μαιναδικών θιάσων ( = § 32). Τό Πάγγαιον, πάλι, καί ό Αίμος, πού μέ τήν πράξη τών θιάσων τους άκοΰμε νά συγγενεύει ή πράξη τών μακεδονικών θιάσων, είναι κύρια κέντρα τής θρακικής λατρείας τοΰ Διονύσου. Λιγοστά δμως κι άόριστα είναι δσα ξέρουμε γιά τούς θιάσους τής Θράκης. ΟΙ γυναίκες τών θιάσων αύτών λέγουνται Βασσάραι ή Βασσαρίδες, όνόματα πού γιά τούς "Ελληνες σημαίνουν γενικά τίς Μαινάδες. Τό δνομα σχετίζεται μέ μακρύ γυναικείο φόρεμα πού συνηθίζανε στή Θράκη καί στή Λυδία, καί λεγόνταν βασσάρα, ή μέ τά δέρματα τών άλεπούδων πού οί Θράκες τίς λέγανε βασσάρας. Ό Διόνυσος τών θιάσων αύτών, ή θρακικός θεός πού ταυτίζεται μέ τόν Διόνυσο, λέγεται Βασσαρεύς. Διασπασμός ένός άνθρώπου ή ά\θρώπινου όμοιώματος, άπό τούς θιάσους αύτούς, συνάγεται άπό τόν ταυτισμό τους στό δράμα τοΰ Αίσχύλου 'Βασσάραι' ή 'Βασσαρίδες' μέ τίς Μαινάδες πού σπαράζουν τόν 'Ορφέα. Ή πράξη τοΰ θρακικού Μαιναδισμοϋ ξαναθυμίζεται έντονα στούς τελευταίους αΙώνες τοΰ άρχαίου κόσμου. Ή εΙκόνα του, σά «χαραχτή σέ πετράδι» παρουσιάζεται, τόν 2° πΧρ. αΙώνα, σ'έπίγραμμα τοϋ Διοσκορίδη: καί περιδινήσασθε μακρής άνελίγματα χαίτης / - 147 --
Στρυμονιχήν άφετοι θνιάδες άμφίπολιν στόν πρώτο αΙώνα, ή γυναίκα τοϋ Σπάρτακου, παρουσιάζεται μυημένη στούς διονυσιακούς όργιασμούς' καί στούς άκόλουθους αΙώνες, ή άρχαΐα πράξη χωνεύεται, στή μυστηριακή τών νεότερων θιάσων ( = § 92). § 57 Ό Πολιτικός Διόνυσος
Σ
τιγμιότυπα τού προσεταιρισμού καί τής άνάδειξης τοϋ Διονύσου άπό τό δημοτικό στοιχείο μέσα στούς κοινωνικοπολιτικούς άγώνες πού τερματίζουν τούς άρχαΐκούς αίώνες ( = § 52) έχουμε άπό τίς πρώτες νίκες τού δημοτικοϋ στοιχείου. Τίς νίκες αύτές τίς σημαδεύει, προπομπός τής Δημοκρατίας, ή άρχαία λαοκρατική Τυραννία, πού έπιβάλλει τή λατρεία τού Διονύσου. Ό τύραννος τής Σικυώνας Κλεισθένης, έμποδισμένος άπό δελφικό χρησμό νά πετάξει άπό τή χώρα τά κόκκαλα τοϋ 'Αδράστου, σοφίζεται άλλο πομπεμό τοϋ ήρωα τής ντόπιας άριστοκρατίας. 'Από τή μιά, φέρνει άπό τή Θήβα τά κόκκαλα τοϋ θανάσιμου έχθρού του Μελάνιππου, κι άπό τήν άλλη γυμνώνει τόν "Αδραστο άπό τή λατρεία του, μεταφέροντας τίς θυσίες καί τίς γιορτές του στόν Μελάνιππο, καί τούς τραγιχούς χορούς πού τιμούσαν τά πάθη του, στή λατρεία τοϋ Διονύσου. Οί 'τραγικοί χοροί' δέν μπορεί νά'ναι άλλο άπό χορικές θρηνωδίες καί, πιθανότατα, θρήνοι γι'άρχαϊο θνήσκοντα θεό πού μεταφέρουνται στήν ήρωολατρεία. Ή Ιστορία τούτη καί τό πάθος της μαρτυρούν τήν άντίθεση άνάμεσα στήν άριστοκρατική καί λαϊκή λατρεία καί τή δραματική έπιβολή τής διονυσιακής λατρείας. Προπομποί τής Τυραννίας στήν Κόρινθο είναι οί Βακχιάδαι, Ισχυρό γένος πού κράτησε γιά καιρό αύταρχική έξουσία. Τό δνομα δμως μαρτυρά μιά σχέση μέ τόν Διόνυσο — πιθανότατα Ιερατική άπό άρχαία βασιλική Ιερατεία — κι αύτή πρέπει νά ύποθέσουμε πώς δίνει στούς Βακχιάδες τήν έξαιρετική δύναμή τους. Τούς Βακχιάδες τούς ξετοπίζει ή τυραννία τοϋ Κυψέλου, πού τήν άφιερωματική του λάρνακα στήν 'Ολυμπία τή στολίζει καί παράσταση τού Διονύσου ( = § 39)· Ό διάδοχός του Περίανδρος δοξάζεται άπό τό σύνδεσμό του μέ τόν 'Αρίονα καί μέ τή διαμόρφωση, στήν Κόρινθο, τού τεχνικοϋ Διθυράμβου. "Ολα τοϋτα μαρτυρούν παραδοσιακή άνάδειξη τοϋ Διονύσου στήν Κόρινθο, πού κορυφώνεται μέ τήν πολιτική τού τυράννου Περιάνδρου. Ξεχωριστά δραστήρια στήν ύποστήριξη τής Διονυσιακής θρησκείας παρουσιάζεται ή πολιτική τοϋ Πεισιστράτου. Αύτός άνεβάζει τόν Διόνυσο στήν έπίσημη λατρεία τής πόλης του καί τοϋ χτίζει ναό του- αύτός όργανώνει τά Μεγάλα Διονύσια, δπου καθιερώνει τήν έκτέλεση τού Διθυράμβου καί μπάζει τήν παράσταση τής Τραγωδίας· αύ- 148 --
τός, άκόμη, σχετίζει τόν Διόνυσο μέ τίς μεγαλοσέβαστες έλευσινιακές λατρείες. Τόσο στενά συνδέεται μέ τήν έπισημοποίηση τής Διονυσιακής Θρησκείας στήν Αττική, πού ή παράδοση βλέπει στό πρόσωπο τού άγάλματος ιού Διονύσου τής άθηναϊκής λατρείας τήν εΙκόνα τού Πεισιστράτου. Ά π ό τά κύρια κέντρα τής διονυσιακής λατρείας είναι κ'ή Νάξο, πού νόμισμα τού 6ου αίώνα της σημαδεύεται μέ τήν κούπα ('κάνθαρον') τού θεοϋ μας. Ή Νάξος εϊναι ένας άπό τούς τόπους πού συνερίζουν γιά τή γέννηση τού θεού' έδώ, σέ μιάν έκδοχή, άναθρέφεται ό Διόνυσος άπό τΙς νύμφες Φιλία, Κληΐδα καί Κορωνίδα' ένας άπό τούς νυσαίους παράδεισους τού θεοϋ ( = § 29) τοποθετείται κ'έδώ- λέγεται καί Διονυσίας, σάν άφιερωμένη τοϋ Διονύσου· έπώνυμος άρχων σ'αύτή παρουσιάζεται ό Ιερέας τοϋ Διονύσου. Ή πρώιμη υπεροχή τής διονυσιακής λατρείας δέν μπορεί νά'ναι άσχέτιστη έδώ μέ τήν τυραννία τοϋ Λύγδαμι, σύγχρονου καί φίλου τοϋ Πεισιστράτου. Λαϊκός στήν άναβίωσή του θεός ό Διόνυσος, συμπαραστάτης τοϋ λαϊκού στοιχείου στούς άγώνες του, γίνεται ό π ο λ ι τ ι κ ό ς θ ε ό ς τής λαοκρατίας, δπως ό Απόλλων στάθηκε τής άριστοκρατίας. Μιά σειρά λατρειακά του έπίθετα, άλλα άτόφια κι άλλα μεταγυρίζοντας σέ νέα νοήματα, μαρτυρούν τόν πολιτικό του χαραχτήρα. Δίπλα σ'ένα Διόνυσον Α ύ ξ ί τ η στήν 'Ηραία τής Αρκαδίας, λατρεύεται ένας Διόνυσος Πολίτης. Ή κοινότητα τής πολιτείας κρέμεται άπό τήν προκοπή τόσο τής βλάστησης, δσο καί τής άναπαραγωγής* μά τό δεύτερο έπίθετο μονάχα ό δημοτικός βλαστικός θεός θά μποροϋσε νά τό πάρει. Τό έπίθετο τοϋ Διονύσου Σαώτης στήν Τροιζήνα συνδέεται μέ τήν Ιδιότητα τοϋ Σωτήρα Θεοϋ* μά τό πολιτικό τώρα χρώμα του τό δείχνει ή θέση τού βωμού του κοντά στό βωμό τών Θεμίδων, τών δυνάμεων τής πολιτικής δικαιοσύνης. "Ενα Διόνυσο Δημόσιον, 'άγαπημένο τού λαοϋ', μάς τόν γνωρίζουν ύστερότερες έπιγραφές (Τράλλεις, Τέως, Μαγνησία Σιπύλου), κ'έναν Διόνυσο Δημοτελή, 'υίοθετημένον άπό τό λαό', χρησμός τής Δωδώνης στούς Αθηναίους καί έπιγραφή τής Καρύστου. Ό π ο ι α νά'ναι ή άρχική σημασία τού έπίθετου τού Διονύσου ΆΙσυμνήτης' στίς Πάτρες, έχει καί μιά πολιτική σύνδεση μέ τό νόημα 'θεός τής δικαιοκρίσης'. Λογίς πάλι ίερουργικά έπίθετα τού Διονύσου, Ίσοδαίτης ( = § 9), Λχ'ίσιος ( = § 22), Καθηγεμών (= § 32), Έλευθερευς ( = § 53)· συνδέουνται ύστερότερα μέ τό λυτρωτικό πολιτικό ρόλο του καί παίρνουν πολιτική σημασία. Όμοια στή Ρώμη, ένας θεός τής πληβειακής λατρείας, ό Liber, πού θά ταυτιστεί μέ τόν Διόνυσο ( = § 8ι), σχετίζεται, χάρη στό δνομά του, μέ τή θεά τής 'Ελευθερίας, Liberias, καί στά θεμελιώματα πολιτειών τοϋ θυσιάζουνε γιά νά φυλάξει τήν έλευθερία τών πολιτών τους.
- 149 --
§ 58 Διθύραμβος
Α
πό τόν 'Αριστοτέλη άκούμε πώς ή Τραγωδία βγήκε άπό τών έξαρχόντων τον διθύραμβον κ'ή έσωτερική ένδειξη βεβαιώνει τή μαρτυρία. Έξάρχειν σημαίνει 'άρχινίζω', 'βάζω μπροστά', 'όδηγώ', καί, ειδικότερα τό ρόλο τού τραγουδιστή πού κάνει τήν άρχή κι όδηγά όμαδικό τραγούδι. Έ ν α πρόσωπο άρχινά τό τραγούδι αύτοσχεδιάζοντας ή παίρνοντας κάποιους γνώριμους στίχους, ύστερα ή όμάδα παίρνει όλη μαζί έναν ή περισσότερους καθιερωμένους, κατά τό είδος τού τραγουδιού, στίχους, τό έφύμνιον ή τήν έπωδόν, γιά νά ξαναπάρει ό 'έξάρχων' τή συνέχεια τών στίχων του καί ν'άκολουθήσει πάλι ή όμάδα. Τό μέρος τής χορωδικής όμάδας (έφύμνιον ή έπωδός) είναι στούς χαμηλότερους τύπους πολύ περιορισμένο, μιας λογής άλληλούΐα στίς ψαλμωδίες: στά τραγούδια τού γάμου Ύμήν ώ Ύμέναιε, στούς Παιάνες Ίή Παιάν ή Ίήιε Παιάν, στούς διθύραμβους ώ διθύραμβε, στούς άδωνιακούς θρήνους ώ τον "Αδωνιν, κι άλλα σέ άλλα. Στ'άρχαιότερο γιά μάς λειτουργικό τραγούδι τής Διονυσιακής θρησκείας άκούμε γυναικείο θίασο νά κράζει τόν ταΰρο-Διόνυσο νά'ρθεΐ μέ τό διπλό, Ισως άπό τά δυό ήμιχόριά του, 'τσάκισμα': άξιε ταύρε ( = § 54). Σέ τεχνικότερα τραγούδια τό 'τσάκισμα' άπλώνεται σέ σύστημα στίχων, τήν έπωδό, περίβλεφτο στοιχείο τής Χορικής, μά πού τό όνομά του μάς άνεβάζει στόν τυποποιημένο μαγικό λόγο, τήν έπωδήν: στό 'ξόρκι'. 'Αξιοσημείωτο, τώρα, είναι πώς στήν παλαιότερη μαρτυρία γιά τόν διθύραμβο, βρίσκουμε τόν 'έξάρχοντα' καί τήν αύτοσχεδιαστική του λειτουργία. Είναι ένα άπόσπασμα τού 'Αρχιλόχου, πού άκμάζει στό πρώτο μισό τού 7ου Αιώνα: ώς Διωνύσοιο άνακτος καλόν έξάρξαι μέλος / οίδα διθύραμβον, οινω ξυγκεραννωθείς φρένας: "γιατί ξέρω νά βάζω μπροστά τό όμορφο τραγούδι τού άφέντη Διόνυσου, τόν διθύραμβο, μέ φρένα άπ'τό κρασί κεραυνωμένα". Τόσο τό έξάρξαι δσο κ'ή παρακινημένη μέ τό κρασί έμπνευση μαρτυρούν πώς δέν έχουμε έδώ φιλολογικό, μά αύτοσχέδιο τραγούδι. Τόν αύτοσχεδιαστικό μηχανισμό τού προφιλολογικού Διθυράμβου, πού τόν σημαίνουν γενικά οί 'έξάρχοντες', τόν μαρτυρά σέ μιά πρόσθετη κι ό 'Αριστοτέλης σημείωση, χαραχτηρίζοντας αύτοσχεδιαστική τήν άρχή τής Τραγωδίας (γενομένης δ'ούν άπ'άρχής αυτοσχεδιαστικής...), άπ'δπου βγαίνει πώς κι ό πρώτος ήθοποιός συνεχίζει τή λειτουργία τού 'έξάρχοντος', πού παίρνει τή θέση του, αύτοσχεδιάζοντας κ'έκείνος. Εξαιρετικά σημαντικό είναι άκόμη πώς ή πρώτη τούτη μαρτυρία γιά τόν Διθύραμβο, τόν συνδέει κιόλας μέ τή λατρεία τού Διονύσου. Ό Διθύραμβος είναι, γιά τόν 'Αρχίλοχο, "τό δμορφο τραγούδι τού Διονύσου". (Ένα μάλιστα άπό τά ξαφνιάσματα τών τελευταίων άρχαιολογικών άνακαλύ- 150 --
ψεων είναι πώς σέ κομμάτι άπό τήν έπιγραφική βιογραφία τοϋ 'Αρχιλόχου, ό ποιητής συνδέεται μέ τήν 'είσαγωγή' τής λατρείας τοϋ Διονύσου στήν πατρίδα του Πάρο.) Ό σύνδεσμος Διθυράμβου καί Διονύσου βρίσκεται καί σέ δυό άκόμη άπό τΙς άρχαιότερες μαρτυρίες. Ή μιά είναι άπό τόν 13ο Όλυμπιόνικο τοϋ Πινδάρου, δπου, παινώντας τούς Κορίνθιους γιά τά άρχαιοπαράδοτα 'εύρήματά τους', δ ποιητής άναγράφει σ'αύτούς καί τήν 'εύρεση* τοϋ Διθυράμβου: ταΐ Διονύσου πόθεν έξέφανεν / σύν βοηλάτφ χάριτες διθυράμβω; Ή τρίτη μαρτυρία είναι άπόσπασμα τοϋ Αίσχύλου: μιξοβόαν πρέπει / διθύραμβον όμαρτεϊν / σύγκωμον Διονύσω: "ταιριάζει στόν διθύραμβο, μέ τόν λογίτικο σκοπό, νά συνοδεύει τόν Διόνυσον στόν 'κώμ ο ν " \ Γιά τή βαρυσήμαντη μαρτυρία τοϋ άποσπάσματος πώς ό διθύραμβος είναι "τό τραγούδι τοϋ κώμου τοΰ Διονύσου" θά γίνει παραπέρα πλατύτερος λόγος ( = § 6ο). 'Ανακεφαλαιώνοντας έδώ, τονίζουμε πώς οί άρχαιότερες μαρτυρίες γιά τόν Διθύραμβο τόν συμπιάνουν μέ τόν Διόνυσο, σύνδεσμο πού τόν μαρτυροϋν ή καθιέρωση τών Διθυραμβικών 'Αγώνων στά Μεγάλα Διονύσια κ'ή παράσταση τής άπότοκης Τραγωδίας στό ίδιο διονυσιακό πανηγύρι. Τόν ίδιο σύνδεσμο τονίζουν κι δλες οί ύστερότερες μαρτυρίες μας, μ'δλη τήν παρουσία του καί σέ λατρείες άλλων θεών (δπως τοΰ 'Απόλλωνα) πού ή έξήγησή της δέν άθετεί τόν άρχικό, ούσιαστικό καί σταθερό, διονυσιακό του χαραχτήρα. 'Από τό άπόσπασμα τοΰ 'Αρχιλόχου βγαίνει άκόμη πώς ό 'έξάρχων' τοΰ Διθυράμβου είναι ό ίδιος ό ποιητής του. Αύτό έχει έξαιρετική σπουδαιότητα γιά τή διαμόρφωση τής Τραγωδίας, γιατί κι ό πρώτος της ήθοποιός, πού βγαίνει άπό τόν 'έξάρχοντα*, είναι καί πάλι ό ποιητής της. Ό μύθος πάλι, πού συνδέει μέ τόν 'Αρχίλοχο τήν 'είσαγωγή* τής διονυσιακής λατρείας στήν Πάρο, είναι τυπικός, παρόμοιος μέ τό μύθο τής 'είσαγωγής' τής ίδιας λατρείας στήν 'Αττική· (κ'έξ άλλου, μέ τήν άναβίωση τής Διονυσιακής Θρησκείας στούς άρχαΐκούς αΙώνες, ή λατρεία της παρουσιάζεται στούς τοπικούς μύθους νά 'είσάγεταΓ παντοΰ, δπου, καθώς ξέρουμε άπό άλλα τεκμήρια, προϋπάρχει). Έ τ σ ι , καί μ'δλο πού μιά σειρά ποιήματα τοΰ 'Αρχιλόχου τιτλοφορούνται Ίόβακχοι, δέν μπορούμε νά ποϋμε άν 'έξάρχει τόν διθύραμβον' σά θρησκευτικός λειτουργός, έπικεφαλής μιάς λατρειακής όμάδας διονυσιαστών, ή σάν κοσμικός ποιητής, έπικεφαλής μιάς όμάδας κωμαστών πού παίρνει τή θέση τής λειτουργικής όμάδας. Σέ κάθε περίσταση ό Διθύραμβος, σά χορωδικό τραγούδι σχετισμένο μέ μιάν όρισμένη λατρεία, άνήκει άρχικά σέ μιά λειτουργική όμάδα. Τή φύση τής δμάδας αύτής μάς τή δείχνει ό θιασικός χαραχτήρας τής Διονυσιακής θρησκείας. Καθώς, έτσι, ό Διθύραμβος παρουσιάζεται παντού νά τραγουδιέται άπό άνδρικές χορωδίες- νά μή σχετίζεται μέ τριετηρίδες ή άλλες σφραγίδες μαιναδισμοϋ* καί καθώς συνοδεύει τόν 'κώμον' τής άνάδειξης τοΰ νικητή τοΰ Έποχικοΰ Δράματος ( = § 6ο): ε ί ν α ι τ ό λ ε ι τ ο υ ρ γ ι κ ό - 151 --
τ ρ α γ ο ύ δ ι τ ώ ν ά ν δ ρ ι κ ώ ν δ ι ο ν υ σ ι α κ ώ ν θ ι ά σ ω ν . 'Αφού. έτσι, τό τραγούδι είναι διονυσιακό, θέμα τού Διθυράμβου είναι κάποιος άπό τούς μύθους τού Διονύσου. Μιά περικοπή τού Πλάτωνα τόν περιορίζει στή γέννησή του. Αραδιάζοντας κάποια είδη τής Χορικής, συμπληρώνει: καί άλλο, διονύσον γένεσις, οΐμαι, διθύραμβος λεγόμενος. Τό οΐμαι πιστεύεται πώς είναι είρωνικά σκεπτικιστικό γιά τή λογοπαιχτική έτυμολογία τού όνόματος άπό τό 'δύο θύραι', άναφορικά μέ τή διπλή γέννηση τού Διονύσου. Τό ίδιο δμως καλά ή λέξη θά μποροϋσε νά χρησιμοποιηθεί γιά νά μετριάσει τήν κωμική έπισημότητα μιάς πληροφορίας σέ πολυγνώριμο θέμα. "Αν είναι έτσι, ή πληροφορία τού Πλάτωνα όρίζει ένα σταθερό θέμα τού άρχαιότερου Διθυράμβου (γιατί ό νεότερος έχει άλαργέψει άπό τούς διονυσιακούς μύθους πού τόν πρωτοθρέφουν). Τό θετικό δεδομένο τής πληροφορίας στηρίζεται σέ μεγάλο βαθμό άπό τήν άνοιξιάτικη τέλεση τοϋ Διθυράμβου' γιατί ή γέννηση τοϋ Θείου Βρέφους πέφτει στήν άνοιξη πάντα. "Ενα μάλιστα άπόσπασμα άπό διθύραμβο τού Πινδάρου, συνθεμένον γιά τά Μεγάλα Διονύσια ή τά 'Ανθεστήρια, στορίζει τόν έρχομό τής άνοιξης καί τούς άνοιξιάτικους διθυραμβικούς 'χορούς' νά προσιμώνουν μέ τά τραγούδια τους τή Σεμέλη. Μά καί τ'δτι ή άρχαία παρετυμολογία πού άναφέραμε (τή μεταχειρίζεται κι ό Εύριπίδης σέ λυρικό κομμάτι τών 'Βακχών', 523 κέ.), συμπιάνει τ'δνομα τού Διθυράμβου μέ τή διπλή γέννηση τοϋ θεοϋ, είναι καί καθαυτή μιά έπίμονη παρακίνηση νά εΙκάσουμε πώς άρχικό (καί βασικό) θέμα τοϋ θρησκευτικού αύτοΰ τραγουδιού είναι ή Γέννηση τού θεού του. Ό Ύμνος, πάλι, τών Κουρήτων άπό τήν Κρήτη (= § § 24, 34) κεντρικό θέμα του έχει τή γέννηση τού κρητικοϋ Δία, τής μινωικής μορφής τού έλλαδικοϋ Διονύσου. Ή γενική έτσι ένδειξη άρμονίζεται στό νά δείξει πώς ένα, ή τό προσδιοριστικό, θέμα τού παλαιότερου Διθυράμβου εϊταν ή γέννήση τού διονυσιακού Θείου Βρέφους. Ό άφετηριακός αύτός μύθος άνοίγει πλατύ τό δρόμο τού Διθυράμβου καί στούς άλλους μύθους τοϋ Διονύσου. Καθώς μάλιστα τό θείο βρέφος μεγαλώνει γοργότατα, τό ϊδιο τραγούδι πού μιλά γιά τή γέννηση τοϋ θεού, μπορεί νά μιλά καί γιά τά νεανικά κατορθώματα ή παθήματά του. Τό παράδειγμα τό'χουμε στόν Ύμνο τών Κουρήτων καί πάλι. Έδώ ό Χορός, γύρω άπό τόν βωμό τοϋ Δικταίου Διός, ίστορεϊ τή γέννηση τοϋ κρητικοϋ θεού καί τόν κράζει νά φανεί έπικεφαλής τοϋ θιάσου τών δαιμόνων του σά μέγιστος κούρος. Δέν έχουμε μαρτυρία πού νά χαραχτηρίζει σά διθύραμβο τόν ύμνο τών Κουρήτων, ή γενική δμως ένδειξη συγκλίνει σέ κάτι τέτοιο. Ή άνοιξιάτικη τέλεση τού Ύμνου τών Κουρήτων μαρτυριέται άπό τούς στίχους πού μιλούν γιά τό παγκρατές γάνος, τήν παντοδύναμη λαμπρότητα τού ύγροϋ στοιχείου πού ζωοποιεί, γιά τήν κίνηση τών έποχών καί γιά τή γονιμότητα πού φέρνει ό χορός τοϋ θεοϋ του. 'Από τήν άλλη, ό Ύμνος τών Κουρήτων καλεί καί καλωσορίζει τόν ξαναγεννη— 152 -
μένο θεό, πού λείπει άπό τόν περασμένο χρόνο. 'Αξιοσημείωτο είναι έτσι πώς ένα άδέσποτο άπόσπασμα διθυράμβου καλωσορίζει τόν άνοιξιάτικο έρχομό τοΟ Διονύσου: άναβόασον αυτώι· j Διόνυσον άείσομεν / Ιεραΐς έν άμέραις / δώδεκα μήνας άπόντα' / πάρα δώρα, πάντα δ'άνθη. Τέλος, ό "Υμνος τών Κουρητών είναι συνθεμένος σέ μονοστροφικό έπωδικό τύπο (όμοιόμετρες στροφές πού άκολουθούνται καθεμιά άπό τήν Ιδια έπικλητική έπωδό), άρχαϊκό τύπο τών λειτουργικών τραγουδιών, πού σ'αύτόν πρέπει νά υποθέσουμε πώς είταν κι ό άρχαιότερος Διθύραμβος συνθεμένος. Είναι, έτσι, άρκετά πιθανό πώς, όπως ό Διόνυσος, είναι έπιβίωση τού κρητικού Διός, έτσι κι ό Διθύραμβος, τό λειτουργικό τραγούδι του, είναι έπιβίωση τού λειτουργικού τραγουδιού τού μινωικού θεού, πού άντιπροσωπεύεται γιά μάς άπό τόν Ύ μ ν ο τών Κουρήτων. "Ο,τι κάνει τούς πλησιασμούς αύτούς σέ μεγάλο βαθμό πιθανούς, είναι πώς κ'οί δυό θεοί είναι θνήσκοντες θεοί, πρωταγωνιστές ένός ' Ι ε ρ ο ύ Δ ρ ά μ α τ ο ς , πού είναι καί ή κεντρική λειτουργία τής θιασικής τους λατρείας. Ό Διθύραμβος, σά λειτουργικό τραγούδι τού ανδρικού διονυσιακού θιάσου, είναι τό τραγούδι τού Ιερού τούτου δράματος, πού ένα στοιχείο του είναι κ'ή γέννηση τού θεού του. Τό δράμα τούτο, δπως καί τών άλλων Θνησκόντων Θεών, είναι προβολή τών μυητικών τελετών, άπό τή Φυλετική Μύηση Ισαμε τή θιασική Μύηση πού διαμορφώνει τό ' Ε π ο χ ι κ ό Δ ρ ά μ α ( = § 3 7 ) · Τό 'Εποχικό τούτο Δράμα διαμορφώνει μέ τή σειρά του τήν Π ε ρ ι ο δ ι κ ή Βασιλεία, κ'ή άνανέωση τής Βασιλείας αύτής τό μετασχηματίζει σέ Θ ε ί ο Δ ρ ά μ α ( = § § 4-8 · 49)· Τό συμπέρασμα είναι πώς στοιχεία τών δραμάτων αύτών φορτίζουν τόσο τό μύθο δσο καί τήν όρχηστικομιμική παράσταση τού Διθύραμβου, άπ'δπου, μέ τό λύσιμο τών θιασικών δρωμένων, διοχετεύουνται στίς κοίτες άλλων ρευμάτων. Μέ τήν έπισημοποίηση τής Διονυσιακής θρησκείας, ή λατρεία της παύει νά είναι θιασική, κ'ένώ μιά γραμμή τών θιασικών δρωμένων της κρατεί τόν μυστηριακό χαραχτήρα τους, μιά άλλη τά έκλαϊκεύει. Ή πρώτη γραμμή είναι άπό τά δρώμενα τών γυναικείων, ή άλλη άπό τά δρώμενα τών άνδρικών θιάσων. Ό κάθε, έτσι, Ικανός στόν αυτοσχεδιασμό ποιητής μπορεί, δπως ό 'Αρχίλοχος, νά ξέρει νά "βάλει μπροστά (έξάρξαι) τ'δμορφο τραγούδι τού Διόνυσου" καί νά τό τραγουδά μέ τήν όμάδα τών δικών του. 'Ακολουθώντας δμως τώρα τή μεγαλόδοξη σταδιοδρομία τής θρησκείας του, πού άπό άφανη, θιασική, άγροτική, τοπική, γίνεται έπίσημη, παλλαϊκή, πολιτειακή καί πανελλήνια, ό Διθύραμβος δέν είταν καταδικασμένος ν'άτροφήσει σά λειτουργικό ή λαϊκό τραγούδι. Στό κρίσιμο σημείο τής Ιστορίας του, δταν ξεκόβεται άπό τά θιασικά δρώμενα, βρίσκει έξαίρετες συνθήκες γιά μιά νέα σταδιοδρομία: 'Από τή μιά κλαδώνεται στόν τεχνικό Διθύραμβο, κι άπό τήν άλλη στό Δράμα. Τό πρώτο κατορθώνεται στήν Κόρινθο, μέ τήν ύποστήριξη τής τυραννίας τού Περιάν- 153 --
δρου, τό δεύτερο στήν 'Αττική, μέ τή βοήθεια τής τυραννίας τοϋ Πεισιστράτου. § 59 Σιληνοί καί Σάτυροι
Ο
ϊ Σιληνοί είναι δαίμονες τών έρημότοπων, μ'άνθρώπινο κορμί, μ'αύτιά μυτερά καί μ'ούρά καί μ'όπλές κάποτε, ή κνήμες άλόγου. Χαραχτηριστικό τους είναι κι δ ισχυρός φαλλισμός τους. Τά άρχαιότερα (γύρω στά 600 πΧρ.) μνημεία μέ Σιληνούς είναι άττικά - ένα τέταρτο τού αΙώνα άργότερα παρουσιάζουνται σέ κορινθιακά άγγεία, κι άπό τά μισά τοϋ ίδιου αΙώνα είναι γνώριμοι σ'όλες τίς έλληνικές χώρες. "Εντονοι είναι οί σύνδεσμοι τους μέ τίς Νύμφες, πού παρουσιάζουνται νά τίς κυνηγούν, νά τίς άρπάζουν ή νά χορεύουν μαζί τους. ΟΙ π ο λ λ ο ί , πάλι, Σιληνοί συναλλάζουνται σταθερά μέ τόν έ ν α Σιληνό, ένώ στόν κύκλο τού Διονύσου παρουσιάζουνται άπό τό δεύτερο μισό τού 6ου ΑΙώνα. Τά μνημεία είναι λιγοστά κι ό σύνδεσμος τόσο χαλαρός δσο μιά συναπεικόνιση μόνο. Οί Σάτυροι, άπό τήν άλλη, πρωτοπαρουσιάζουνται σ'άπόσπασμα τού 'Ησιόδου νά βγαίνουν άπό τή θηλυκή γραμμή τοϋ γένους τοϋ Φορωνέως, άπ'δπου κ'οί Νύμφες τών βουνών κ'οί Κούρητες, θεοί φιλοπαίγμονες όρχηστήρες. Μυθολογική μαρτυρία μιλά γιά τόν Σ ά τ υ ρ ο ν, πού κλέβει τά κοπάδια τών Ά ρ · κάδων καί τόν σκοτώνει ό έπώνυμος τής 'Αργολίδας ήρως "Αργός. Φιλολογική, τέλος, μαρτυρία άναγράφει στόν ποιητή Άρίονα πώς παρουσίασε Σατύρους νά μιλοϋν μέ στίχους. Άπ'αύτά βγαίνει πώς οί Σάτυροι είναι μυθικές προβολές συνονόματων προσώπων, πού τελοϋν (όρχηστικές) παραστάσεις, ή δαίμονες, άλλιώς, πού παρασταίνουνται άπό συνονόματα πρόσωπα- πώς ή όμαδικότητά τους κορυφώνεται, δπως τών Σιληνών καί τών Πανών, σ'έναν έπώνομο κορυφαίο - κι ότι αφετηρία τους είναι ή 'Αργολίδα, δπου κ'οί τρεϊς μαρτυρίες μάς όδηγούνε. Έκεί μάς όδηγά καί τό Σατυρόδραμα, ή δεύτερη χρονολογικά, ύστερα άπό τό ήσιόδειο άπόσπασμα, μνημόνευσή τους: ό Χορός Σατύρων είναι σταθερό στοιχείο τού δράματος αύτοϋ καί τό δνομα Σάτυροι είναι, σίγουρα, τό άρχικό δνομά του. Στίς άγγειογραφικές δμως σκηνές άπό Σατυροδράματα, οί Σ ά τ υ ρ ο ι π α ρ ο υ σ ι ά ζ ο υ ν τ α ι ί δ ι ο ι μέ τ ο ύ ς Σ ι λ η ν ο ύ ς , ά λ ο γ ο δ α ί μ ο ν ε ς κι αύτοί μ ' ά ν θ ρ ώ π ι ν ο κορμί, άλλά μ'αύτιά μυτερά καί ο ύ ρ ά ά λ ό γ ο υ . Δίπλα στά μνημεία πού δέν ξεχωρίζουν άπό τούς Σιληνούς, οί φιλολογικές μαρτυρίες μεταχειρίζουνται τά δυό όνόματα σάν ταυτόσημα, έτσι πού άργότερα νά ξηγιοϋνται σάν παλαιό καί νέο δνομα τών ίδιων δαιμόνων: ους ήμεΐς Σατύρους λέγομεν, οί άρχαΐοι Σιληνούς έκάλουν. — 154 —
Γιά μιά θεωρία τά δυό όνόματα είναι διαφορετικές όνομασίες τών Ιδιων άλογοδαιμόνων, πού στόν Ιωνικό κόσμο τούς λένε Σιληνούς καί στήν 'Αργολίδα Σατύρους. Γιά μιάν άλλη, οί Σάτυροι είναι τραγοδαίμονες πού, δταν Ιρχουνται μέ τό Σατυρόδραμα στήν 'Αθήνα, ταυτίζουνται μέ τούς Σιληνούς καί τούς παίρνουν άλογομορφικά χαραχτηριστικά, άφήνοντας τά τραγομορφικά τους. Τό Σατυρόδραμα έρχεται στήν 'Αθήνα τό τελευταίο τέταρτο τοΰ 6ου Αίώνα άπό τή βορειανατολική Πελοπόννησο μέ τόν Πρατίνα, πού παραδίνεται σάν ό πρώτος ποιητής Σατυροδραμάτων. Έδώ άγϊιπιέται άπό τό Κοινό καί προσθέτεται στίς τριλογίες, δταν καθιερώνεται ό κανόνας τής τετραλογίας, πιθανότατα μέ τήν άναδιοργάνωση τών Μεγάλων Διονυσίων στό κλείσιμο τοΰ 6ου Αίώνα. Ή πληροφορία πώς ό Πρατίνος στάθηκε ό πρώτος ποιητής Σατυροδραμάτων θά σημαίνει βέβαια πώς έκαμε γιά τό Σατυρόδραμα δ,τι ό Θέσπις γιά τήν Τραγωδία: 'Από τό τραγούδι καί τήν δρχηση μιάς χορευτικής όμάδας Σιληνών / Σατύρων πού άναπαράσταινε κάποιο 'δρώμενον' τής 'Αγροτικής Μαγείας, διαμόρφωσε ένα τεχνικό δράμα. Ποιό είταν τό 'δρώμενον' αύτό δέν μπορούμε νά πούμε. Τό Σατυρόδραμα δέν είχε αυτόνομη έξέλιξη κ'Ισως ούτε καταβολή, γιά νά κρατήσει λείψανα τής Ιερουργικής του άφετηρίας: Π λ ά θ ε τ α ι π ά ν ο υ σ τ ό ν τ ύ π ο τ ή ς Τ ρ α γ ω δ ί α ς , μ ο ν ά χ α πού, κ ρ α τ ώ ν τ α ς τό Χ ο ρ ό τών Σ α τ ύ ρ ω ν , δ η μ ι ο υ ρ γ ε ί μ ι ά ς λ ο γ ή ς παΐζονσαν τραγ ωδ ί αν. Σέ κάθε περίσταση δμως ό σκηνικός χώρος δέν θά συνέδεε τόσο στενά τούς Σιληνούς / Σατύρους μέ τόν Διόνυσο, άν δέν είχαν κι αύτοί κάποιο ρόλο στό μεγάλο δράμα τής χρονιάτικης άνανέωσης τής φύσης άπ'δπου βγαίνουν κ'ή Τραγωδία κ'ή Κωμωδία. ΕΙκάζουμε έτσι πώς τό Σατυρόδραμα βρίσκει δημιουργημένο τόν σύνδεσμο Σιληνών / Σατύρων μέ τόν Διόνυσο καί τόν καλλιεργεί καί τόν στενεύει. Ή άπλή συναπεικόνιση άτονεϊ κ'οί άλογοδαίμονες παρουσιάζουνται ύπερέτες, μουσικοί κι άκόλουθοι τοΰ θεοΰ, ύστερα γλεντοκόποι τής μέθης του, κωμαστές του καί συγκωμαστές· καί μέλη, τέλος, τοΰ θιάσου του, βακχευτές δίπλα στις βάκχες του, φορώντας ή κρατώντας τά μαιναδικά έμβλήματα, τά πανθηροτόμαρα καί τά λαφοτόμαρα, τούς θύρσους, τά φίδια καί τά τουμπανάρια τους (χωρίς ν'άφήνουν τά δικά τους δργανα, τόν διπλαυλό καί τή λύρα). Ή σύνδεσή τους μέ τόν Διόνυσο κ'ή κατεργασία τους άπό τό Σατυρόδραμα, άλλάζουν ριζικά τόν χαραχτήρα τών Σιληνών / Σατύρων, πού άνθρωπίζουνται όλότελα στήν έκφραση, στά συνήθια καί στά καμώματά τους. Ένώ, πάλι, οί παλαιότεροι είκονισμοί δέν ξεχωρίζουν ήλικιακά τούς Σιληνούς, άπό τό πρώτο μισό τοΰ 5ου Αιώνα παρουσιάζουνται γεροντότεροι καί νεότεροι, πού στή φιλολογική παράδοση τή θέση τών νεότερων τήν παίρνουν οί Σάτυροι, έτσι πού τά δυό όνόματα νά προσφέρουνται τώρα στή διαφορά τής ήλικίας: τους ήλιχίψ τών Σατύρων προήκοντας όνομάζουσι Σιληνούς... Στόν 'Κύκλωπα' τοΰ Εύ-
155 - -
ριπίδη παρουσιάζεται μιά όμάδα Σατύρων μ'έπικεφαλής ένα γέρο-Σιληνό, πού τούς έχει παιδιά του. Ό γέρος αύτός Σιληνός συχνοπαρουσιάζεται στήν ύστερότερη παράδοση σάν παραστάτης, άρχιμύστης, καί 'τροφός' τού Διονύσου. "Αλλη μεταβολή φέρνει ή συνάντηση τών Σατύρων μέ τούς Πάνες. Στήν 'Αθήνα, δπου μορφώνεται τό Σατυρόδραμα, ή λατρεία τού Πανός έρχεται ύστερα άπό τή μάχη τού Μαραθώνα. 'Από τήν άρχή δμως τού 5ου ΑΙώνα φιλολογικές μαρτυρίες προδίνουν περισσότερους Πάνες καί, καθώς τά μνημεία μαρτυρούν τραγοδαίμονες άπό τήν άρχαΐκή έποχή, εικάζεται πώς ό Πάν, πού τό δνομά του πρωτοσυναντιέται μόλις στόν 6° Αιώνα, κορυφώνει μιάν όμαδικότητα Πανών, πού κρατεί παράλληλη τήν ύπαρξή της. 'Αττικές άγγειογραφίες τού 5ου ΑΙώνα, εικονίζουν τραγοδαίμονες καί κάποτε σέ σκηνές "Ανόδου' μιάς θεότητας, πού άναθυμίζουν άγγειογραφίες μέ σκηνές Σατυροδραμάτων. Συγγενικοί στήν παράσταση, οί άλογοδαίμονες Σάτυροι πλησιάζουνται στούς τραγοδαίμονες Πάνες, καί άπό τήν έλληνιστική έποχή ή λέξη 'σάτυρος' σημαίνει δλο καί περισσότερο άνθρωπόμορφο δαίμονα, πού τά άλογομορφικά χαραχτηριστικά τών παλαιοτέρων Σατύρων άντικατασταίνουνται, στήν παράστασή του, μέ τά τραγομορφικά χαραχτηριστικά τού Πάνα. § «Ο Πομπή - 'Αγών - Κώμος
Κ
άτου άπό τό 'Εποχικό Δράμα ( = § 37) βρίσκεται τό σχήμα πομπή άγόχν - κώμος (Cornford Thomson). 'Πομπή' είναι ή ίεροπομπική πορεία μιάς όμάδας (θιάσου, πανηγυριστών, Χορού) σ'όρισμένο τόπο δπου θά στηθεί ό άγώνας. "Αγών', πάλι είναι άγώνας άτόμων ή ομάδων στόν τόπο αύτό (ύστερότερα τό βωμό, δταν ό "Αγώνας' άντικατασταίνεται μέ τή θυσία πού τόν σφράγιζε πρώτα). 'Κώμος', τέλος, είναι ή πανηγυρική έπιστροφή τής όμάδας μέ τόν νικητή έπικεφαλής της. Τό ίδιο σχήμα βρίσκεται κάτου άπό διονυσιακά, καί λογίς όμόλογα άλλα, πανηγύρια. Στά 'Αγροτικά, έτσι, Διονύσια έχουμε 'πομπήν', 'θυσίαν' (πού παίρνει τή θέση τού 'άγώνος') καί 'κώμον'. Στά Μεγάλα Διονύσια μιά προκαταρκτική ιερουργία όδηγά τό ξόανο τού Διονύσου 'Ελευθερέως στήν 'Ακαδήμεια ('πομπή') - έκεί τελούνται θυσίες ('άγών') - κι άκολουθά πανηγυρική έπιστροφή ('κώμος'). Τήν άλλη μέρα έχουμε νέα πομπήν, τέλεση τών Διθυραμβικών "Αγώνων ('άγών') καί τό κλείσιμο τής μέρας μ'έναν κώμον. Ή πομπή τών Χοών, τής δεύτερης μέρας τών 'Ανθεστηρίων ( = § 45) είναι ένας κώμος πού όδηγά τόν Διόνυσο στό 'Βουκόλιον' γιά νά τελέσει τόν 'Ιερό Γάμο του μέ τή 'βασίλισσα', μά πάνου στό δοσμένο τυπικό μετασχηματίζεται σέ 'πομπήν', πού τόν άκόλουθο 'άγώνα' τόν σχηματίζουν οί άγώνες τής οινοποσίας, καί τόν άκόλουθο *κώ— 156 -
μον' τόν άναδέχουνται οί πολυάριθμοι κώμοι τών γιορταστών, πού κλείνουν τή μέρα τούτη. Τό ίδιο σχέδιο παρατηριέται τήν άκόλουθη μέρα τών Μεγάλων Διονυσίων, δπου έχουμε νέα πομπήν, τέλεση τών διθυραμβικών άγώνων ('άγών'), καί κλείσιμο τής μέρας μ'έναν κώμον. Τό σχέδιο παρατηριέται στήν Τραγωδία: Ή 'πάροδος', ή είσοδο τού Χορού στήν 'Ορχήστρα, είναι μιά 'πομπή'· ή ίδια ή δραματική δράση είναι ένας 'άγών' τών δραματικών προσώπων- ή 'έξοδος', τέλος, είναι μιάς λογής 'κώμος'. Στήν Κωμωδία ξανάχουμε μέ τήν 'πάροδον' τήν 'πομπήν'· έναν πραγματικό 'άγώνα' άνάμεσα στά δυό ήμιχόρια καί στούς δυό άνταγωνιστές- κ'έναν πανηγυρικό, τέλος, στήν 'έξοδον', 'κώμον'. Τό ίδιο σχέδιο ξανάρχεται στούς διθυραμβικούς καί δραματικούς άγώνες τών Μεγάλων Διονυσίων. Είδαμε πώς οί διθυραμβικοί άγώνες έδώ, ('άγών'), προοιμιάζουνται άπό μιά 'πομπήν' κ'έπιλογίζουνται άπό έναν 'κώμον'. Τή θέση τής 'πομπής' στούς τραγικούς άγώνες τήν έχει ό 'προαγών' (ή πομπή τών ποιητών καί ήθοποιών στό Ωδείο)· οί άγώνες τή θέση τού 'άγώνος'· κι ό πανηγυρισμός τού ποιητή πού νικά τή θέση τού 'κώμου*. Μέσα στό πνεύμα τής δημοκρατικής Ισότητας, πού παρακινά τήν ώφέλιμη γιά τό δημόσιο άμιλλα τών δημιουργικών δυνάμεων, δλα τραβούνε νά κοπούνε πάνου στό άρχαΐο σχήμα τού "Εποχικού Δράματος: πομπή - άγών κώμος. Τό σχέδιο δείχτηκε καί κάτου άπό τό δράμα τής 'Ολυμπίας. "Υστερα άπό τή νίκη του, ό "Ολυμπιονίκης όδηγιέται μέ πανηγυρική παράτα τών δικών καί τών φίλων του στούς βωμούς, μ'ένα παραδομένο τραγούδι (τόν καλλίνικον). Ή παράτα αύτή παραδίνεται πώς λεγόντανε κώμος· άκολουθούσε τόν άθλητικόν άγώνα- ένώ μιά 'πομπική' δδός πού όδηγούσε στήν Ά λ τ ι ν συμπληρώνει τό σχήμα μέ μιά πομπήν, πού όδηγούσε τούς άθλητές στόν άγώνα. Τί θά πει έτσι πώς ό διθύραμβος είναι τό 'Τραγούδι τού κώμου τού Διονύσου', σύγκωμος Διονύσου ( = § 58), ξηγιέται άπό τό τραγούδι τού 'κώμου' τού όλυμπιονίκη, κι αύτό, πάλι, άπό τό τραγούδι τού κρητικού Δία, πού, άπό τραγούδι τού κουρητικού θιάσου πού πανηγυρίζει τόν μέγιστον κοϋρον ( = § 34) γυρίζει σε κλητικό ύμνο τών λατρευτών του: Ό νικητής στόν άγώνα τού 'Εποχικού Δράματος, ό 'μέγιστος κούρος', ό 'Ολυμπιονίκης, ό Διόνυσος ή έκεΐνος πού ένσαρκώνει τόν 'μέγιστον κούρον' καί τόν Διόνυσο, ό μαγικός 'βασιλιάς' τής χρονιάς, όδηγιέται στό γυρισμό του άπό μιά πανηγυρική παράτα πού τραγουδά τόν θρίαμβό του. Τή συνέχεια τού "κώμου* τού 'Ολυμπιονίκη τή δίνει ή εΙκόνα τού θριαμβικού στήν πατρίδα του γυρισμού του. Γυρίζει πορφυροντυμένος πάνω σ'άρμα πού τό σέρνουν άσπρα άλόγατα καί τού γκρεμίζουν ένα μέρος άπό τό κάστρο γιά νά'μπει. Είναι τιμές θεϊκές πού, μαζί μέ τ'άλλα προνόμια, «δέν τού άναγνωρίζουνται βέβαια γιατί στάθηκε ένας καλός άθλητής», μά, γιατί σάν άπομεινάρι τού άρχαίου θεοβασιλιά, είναι τό λείψανο ένός θεού ένσαρκωμένου. Τό τέλειο άντίστοιχο τό'χουμε στόν ρωμαϊκό 'θρίαμβον', πανηγυρική τελετή τών νι- 157 --
κητών στρατηγών, μά στήν προϊστορία της τελετή άποθέωσης τών άρχαΐων βασιλέων. Μιά μεγάλη πομπή άνεβάζει έδώ τό θριαμβευτή στό Καπιτώλιο, τήν Εδρα τοϋ Δία, φορεμένον τά παράσημα τής άρχής, τά έμβλήματα τών παλαιών θεοβασιλέων τής Ρώμης. Στέκει πάνω σ'άρμα πού τό σέρνουν τέσσερα δαφνοστεφανωμένα άλόγατα* φορά πορφύρα στολιδωμένη μέ μάλαμα (τό χρώμα και τό μέταλλο τής άθανασίας)· στό δεξί του κρατά δαφνόκλαδο καί στ'άριστερό του σκήπτρο μ'άετό στήν κορφή (όμοίωμα τοΰ σκήπτρου τοΰ Δία, δπως, στίς άγγειογραφίες, οί βασιλιάδες τής Τραγωδίας)· καί πάνω άπό τό κεφάλι του ένας σκλάβος κρατεί στέμμα χρυσό, σχεδιασμένο σά στεφάνι άπό φύλλα βαλανιδιάς, τοΰ ίεροΰ δέντρου τοΰ Δία. Είναι ένας 'κώμος' ύστερα άπό νικηφόρο άγώνα του, συνέχιση τοΰ 'κώμου' τοΰ άρχαίου βασιλιά ύστερα άπό τόν νικηφόρο άγώνα του πού τόν κάνει βασιλιά κ'ένσάρκωση τοΰ θεοΰ του. Τήν τελετή αύτή οί Ρωμαίοι τήν παίρνουν άπό τούς "Ετρούσκους, λαό μ'άναντίλογους αίγαιακούς σχετισμούς, πού παραδίνουν καί τό προελληνικό δνομά της θρίαμβος (γυρισμένη στή λέξη Triumfihus). 'Ανήκει, έτσι, στό σχήμα τοΰ αίγαιακοΰ Έποχικοΰ Δράματος, πομπή - άγώνκώμος, καί στίς θεοβασιλικές του άναπτύξεις. Έ τ σ ι δέν είναι παράξενο πώς ή στενότερη έτυμολογική συνάφεια τής προελληνικής λέξης διθύραμβος είναι μέ τή λέξη θρίαμβος· καί πώς τό θρίαμβος, είναι, δπως καί τό Διθύραμβος, έπίθετο τοΰ Διονύσου, πού, σ'ένα διθύραμβο (δπως εικάζεται) τοΰ Πρατίνα, συνδυάζουνται στό έπίθετο θριαμβοδιθύραμβος κιόλας. 'Αξιοσημείωτο είναι, έτσι, καί πώς στοιχεία τοΰ άρχαίου τούτου θεοβασιλικοΰ κώμου ξεμένουν στούς 'χορηγούς' καί τούς ποιητές τών διθυραμβικών καί τραγικών άγώνων. Ό "Αλκιβιάδης σάν 'χορηγός' πήρε μέρος στήν 'πομπήν' τών Διονυσίων γιά τό Θέατρο φορώντας πορφύρα (δτε δε χορηγοίη πομπεύων έν Πορφυρίδι, είσιων είς τό θέατρον έθαυμάζετο...) καί πώς ό Δημοσθένης παράγγειλε στόν τεχνίτη, δταν είταν 'χορηγός', νά τοΰ φτιάσει γιά τήν 'πομπήν' χρυσό στέμμα καί χρυσοκλωσμένο φόρεμα (στέφανον χρυσοΰν κατασκευάσαι καί Ιμάτιον διάχρνσον ποιήσαι, δπως πομπεϋσαι έν αύτοϊς τήν Διονυσίων πομπήν...). "Αν θυμηθούμε πώς ό πραγματικός νικητής τών άγώνων αύτών είναι ό 'χορηγός', δέν βρίσκουμε άσχέτιστα τά θεοβασιλικά αύτά έμβλήματα μέ τά δμοια τοΰ Θριαμβευτή καί τοΰ 'Ολυμπιονίκη. Σέ δυό, πάλι, έπιγράμματα γιά διθυραμβικές νίκες συναντούμε τήν εικόνα τοΰ νικητή άνεβασμένου σ'ένα θριαμβικό άρμα. Στό ένα είναι πάλι ό 'χορηγός' πού φέρεται πάνου στ"άρμα τών Χαρίτων' (δρμασιν Χαρίτων φορηθείς) μέ τό κεφάλι στολισμένο μέ ταινίες καί ρόδα, καί στ'άλλο, (τοΰ Σιμωνίδη), ό Ιδιος ό ποιητής "πού άνέβηκε στό περίλαμπρο άρμα τής μεγαλόδοξης Νίκης": εύδόξον Νίκας άγλαόν άρμ'έπέβης. Κάτου άπό τις εικόνες αύτές, πραγματικές ή μεταφορικές, καλοξεχωρίζει ή άρματοφορία τοΰ Θριαμβευτή καί τοΰ "Ολυμπιονίκη. — 158 —
§ 61 Ό Θεός τών 'Αντιθέσεων Ο
Διόνυσος είναι ό θεός τών αντιθέσεων τής πρωτογονικής νοοτροπίας. Θεός τής μεταληπτικής 'κοινωνίας', χαρίζει τών πιστών του μιά νέα ζωή, πεθαίνοντας, μέσα στό θύμα τής 'κοινωνίας', ό Ιδιος. Θεός τής ύπέρτατης έξαρσης είναι καί θεός τής άκρότατης φρίκης. Ό μελιζόμενος και μή διαιρούμενος, ό πάντοτε έσϋ ιόμένος και μηδέ δ απανώμενος, πεθαίνοντας μέσα στα άτομα, μένει άθάνατος μέσα στό είδος. Τό θύμα τής θιασικής μετάληψης γυρνά σ'ένσάρκωση τού Φεγγαριού, πού άνανεώνεται μέ τούς θανάτους καί τούς ξαναγεννημούς του. Πρότυπο τής πολλαπλότητας στήν ένότητα καί τής ένότητας στήν πολλαπλότητα, είναι τό φεγγάρι πρότυπο καί τού Θανάτου καί τής 'Αναβίωσης τής μυητικής διαδικασίας. Μέσα άπό τούς μυητικούς του σχετισμούς, τό Πνεύμα τής Ώμοφαγίας άναδέχεται τίς λειτουργίες καί τίς άντιθετικότητες τού Φεγγαριού, πάνου στόν 'Κύκλο τής Ζωής καί τού θανάτου'. Ή τοτεμική, φεγγαρική, μυητική τού Κύκλου τούτου 'άρχή' ( = " Ή Ζωή είναι θάνατος κι ό Θάνατος είναι Ζωή") όρίζει τίς λειτουργίες καί τίς άντιθετικότητες τού θεού, γιά νά προβάλει, δόγμα βασικό, τής όρφικοδιονυσιακής Ιδεολογίας. Ξεκινώντας, έτσι, άπό ρίζες τοτεμικές, όργανώνεται μέσα άπό τή φεγγαρική διαδικασία τής Φυλετικής καί τής Θιασικής Μύησης, κι άπό Πνεύμα τής Ώμοφαγίας στήν άρχή, γυρνά σέ Θνήσκοντα Θεό τής βλαστικής Μαγείας. Θεός τού σπαραγμού καί τής Ώμοφαγίας είναι, έτσι, καί θεός τής Βλάστησης, βασιλεύοντας, σάν τό Φεγγάρι, τόσο μέσα στά αίματα δσο καί μέσα στούς χυμούς τής βλαστικής λειτουργίας. Ό σπαραχτής στίς χειμωνιάτικες 'τριετηρίδες' του θεός, πού άνεμίζει κομμάτια άγριμιών, ξαναγυρίζει στ'άνοιξιάτικα πανηγύρια του κρατώντας ένα λουλούδι. Θεός τής Μανίας', είναι καί θεός τής "Εμπνευσης (πού είν' ένα είδος 'μανία' κι αύτή) καί σχετισμένος έτσι μέ τίς Μούσες. Θεός πού συντροφεύεται άπό τΙς Μούσες κι άπό τις Χάριτες, καί Μουσαγέτης έτσι καί Χαριδότης θεός, είναι, καθώς καί τό Φεγγάρι, ένας θεός άνθρωποφάγος. Μαινόμενος ό ίδιος καί Μανιοδότης θεός, είναι μαζί θεός μανιολύτης. Στανευτικά ξεγεννημένος άπό μάνα θνητή, κυοφορείται καί ξαναγεννιέται άπό'ναν θεϊκό πατέρα. Είναι ένας άπό τούς άθάνατους θεούς μ'άντάμα καί θνητός θεός, γνωρίζοντας, τήν έμπειρία τού θανάτου. Ό σπαραχτής κι άνθρωποφάγος αύτός θεός είναι μαζί καί Λυτρωτής καί Σωτήρας θεός, άποθεώνοντας μέ τή μεταληπτική κοινωνία τόν άνθρωπο, καί γλυτώνοντας μέ τήν άνάστασή του κάθε χρόνο τόν κόσμο άπό τό θάνατο θανάτω θάνατον πατήσας. 'Αρμονίζοντας έτσι, τή Φύση μέ τήν κοινότητα, είναι θεός καί τής ψυχής, Ισορροπώντας τόν καταπεσμό της μέ τήν έξαρση, τίς — 159 —
αγωνίες της μέ τΙς έλπίδες. Είναι θεός βασιλικός κι αντάμα λαϊκός θεός, πού συμμερίζεται τή μοίρα τών πολλών και πού τούς μεταδίνει κάτι άπό τή θεϊκή εύδαιμονία του κι αθανασία. Μέσα άπό τήν ψυχολογία τής θιασικής λατρείας του, άνακρατεϊ στούς διαφορισμούς τό 'πλάσμα' τής Φυλετικής 'Ισότητας καί τό ύποστατώνει σά θεός τών λαϊκών γιά τή δημοκρατία κινημάτων. Ξαναϋποστατώνοντάς το μέ τή Δημοκρατική 'Ισότητα, τήν άνασώζει σάν πλασματική κι αύτή μέσα στούς κοινωνικοπολιτικούς διαφορισμούς τών έλληνιστικών καί ύστερότερων αιώνων. Ανδρόγυνος θεός είναι μαζί καί θεός φαλλικός' άκολουθιέται άπό γυναίκες συντρόφισσες κι άπό όμάδες φαλλικών δαιμόνων* στανεμένος νά γίνει θεός τών πολιτειών, άνακρατεϊ τήν τάση τού ξαναγυρισμού μέ τόν πρωτογονικότερο τρόπο στήν άγρια φύση. Θεός τής άκρότατης έντασης τής ζωής, είναι μαζί καί θεός τού θανάτου* φίλος στόν κόσμο τούτο τών ζωντανών, φίλος στόν άλλο κόσμο καί τών πεθαμένων. Μέσα στήν άρμονία καί στό λάμπος τής κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης φέρνει τήν άρρυθμία καί τά ήσκιώματα τών προπερασμένων αίώνων* μέσα στή στατική μεγαλοπρέπεια τών έλληνικών κ'έλληνισμένων θεών, άνακρατεϊ τήν άεικινησία καί τήν έτερομορφία τής προολυμπιακής δαιμονοκρατίας. Κράζεται άπό τούς λάτρες του ν'άναφανεϊ νά στοιχειώσει τήν πλάση* κ'ή 'έπιφάνειά' του πότε είναι εύεργετική, μεταμορφώνοντας τόν κόσμο σ'ένα κόσμο θαυματικό, καί πότε καταστροφική, αναστατώνοντας τόν φυσικό ρυθμό καί φέρνοντας τή συμφορά καί τόν τρόμο. 'Ατόφιος στήν ένότητά του θεός, διαφορίζεται άέναα στήν πολλαπλότητα, άναγυρίζοντάς τη στήν ένότητα πάλι. Ή κυριότερη ζωομορφική του παράσταση είναι τού Ταύρου, πού συναλλάζεται άξεδιάλυτα μέ τήν ανθρώπινη παράστασή του. Μέ τήν παράσταση τού ταύρου συναλλάζεται, φεγγαρική κι αύτή, ή τραγομορφική* στό βάθος τους διανεύει ή άρχαιότερη λεοντομορφική* καί, μέσ' άπ'δλες τους, ή φιδομορφική παράστασή του. Ό Κισσός καί τό Κλήμα, τό Κλαρί καί τό Δέντρο, πού πλαισιώνουν τίς ζωομορφίες του, φτάνουνε σ'ένα δεντρικό όμοίωμα: τόν Διόνυσο-Στύλο. Ή άνθρωπομορφική παράστασή του πού συμπιάνει σ'ένα σχήμα τήν πολυμορφία του, είναι ένα ά δ ε ι ο π ρ ο σ ω π ε ί ο : Ή παρουσία τού θεού στήν άπουσία του, κ'ή άπουσία του στήν παρουσία. 'Ολύμπιος άπό τό τέλος τών άρχαϊκών αιώνων, γίνεται μέ τό δαιμονικό του φυσικό πηγή ρευμάτων μυστικιστικών πού διασπούν τόν ορθολογισμό τού έλληνικοΰ στοχασμού, ξανανεβάζοντας πλευρές τής πρωτογονικής νοοτροπίας. Θεός τών ξαφνικών 'Επιφανειών', είναι μαζί θεός τών ξαφνικών αφανισμών* τά τραγούδια του είναι παθώ* μεστά καί μεταβολής, πλάνην τινά xai ύιαφόρησιν ίχούσης. Μέ τΙς 'φθορές' καί τΙς 'άναβιώσεις' του, μέ τούς διαφορισμούς καί τίς ξανακερδισμένες ένότητες, μέ τούς αιφνιδιασμούς καί τις άρρυθμίες του, άντιπροσωπεύει τις πιό άντίθετες μέ τόν 'Απόλλωνα άρχές, κι ώστόσο μέ κανένα θεό δέ συνδέεται, δσο μέ τόν 'Απόλ— 160 —
λωνα, στή λατρεία. Κ'οί δυό τους ξεκινούν άπό τό ίδιο φυσικό ( = § 77)» διαφορίζουνται όμως άρμοσμένοι σέ διαφορετικές νοοτροπίες. Ό 'Απόλλωνας άρμόζεται μέ τήν έλληνική, ό Διόνυσος άνακρατεϊ τήν προελληνική νοοτροπία. Καθώς ή προελληνική παράδοση μπαίνει στίς κοίτες τής έλληνικής κ'ή έλληνική άναχύνεται, άντίθετα, στίς κοίτες τής προελληνικής, οί ριζικά άντίθετοι τοϋτοι θεοί, συλλατρευόμενοι άπό βαθειάν άρχαιότητα, διασταυρώνουν καί ταιριάζουνε τούς άντιθετικούς τους χαραχτήρες. Κατάφορτος άπό τ'άχνάρια καί τίς μνήμες τών πρωτόγονων ριζών, άρμόζεται ό Διόνυσος στούς κύκλους τών έλληνικών ρυθμών καί γίνεται ένας άπό τούς θεούς τούς κορυφαίους τοϋ πολιτισμού* παίρνει σά Μουσαγέτης τή θέση τού 'Απόλλωνα* διεκδικεί, σάν έφορος τής κοσμικής τάξης, τό σκήπτρο τού Δία. Ό 'ένθουσιασμός' του, άναχυμένος στ'άπολλώνεια μέτρα τών εύρυθμιών, λευτερώνει τήν παράδοση άπό τίς στατικότητες, πλουτίζοντάς τη μέ νέες διαστάσεις τού πνεύματος καί με νέες τών αντιθέσεων Ισορροπίες. Μέσα άπό τήν όρφική κατεργασία τών στοιχείων τής θρησκείας του, είναι ό πατέρας τής προσωπικής, συνειδητής, άθάνατης Ψυχής καί μέσα άπό τ' άναπτύγματα τών πρωτογονικών του τραγουδιών πατέρας τού μεγαλοδύναμου Θεάτρου. Οί προσφορές του είναι κ'έδώ συνθέματα άντιθετικοτήτων. Ή νέα ιδέα τής Ψυχής προβαίνει μέ τή σύνθεση τών δυό πρωτόγονων ψυχών, τής άπρόσωπης, συνειδητής, άθάνατης Ψυχής τού Ζωντανού, καί τής προσωπικής, άσύνειδης, θνητής Ψυχής τού Πεθαμένου. Τό θέατρό του είναι σύνθεση κι αύτό τών δυό μεγάλων κλώνων τής ποιητικής παράδοσης, τής Επικής καί τής Λυρικής, βάση τής θιασικής δραματικής του λατρείας. Θεός τών θιάσων, πού συλλειτουργιέται ή ψυχή τών όμάδων του, είναι έτσι καί θεός τού θιασικού του καρπού, τού Δράματος, δπου συλλειτουργιέται ή ψυχή τοϋ πλήθους. Περνώντας κληρονομικά στό δράμα του, ή προσωπειακή παράστασή του άναγυρίζει τήν ένότητα σέ δεύτερη πολυμορφία. Μέ τό ξαναζωντάνεμα τών μυθικών ήρώων πού τηνε φορούν, ή προσωπειακή τούτη παράσταση συντηρεί τόν άρχέτυπο μύθο σά ζωντανή Ιστορία: ταντα δέ έγένετο μεν ουδέποτε, έστιν δ'άεί... "Ετσι κ'ή δεύτερη πολυμορφία του ξανασυνθέτει μέσα άπό τό προσωπείο του τήν πολλαπλότητα τής ζωής στήν ένότητα τού άρχέτυπου μύθου. Τέλος, άέναα προσαρμοσμένος στίς τροπές τής έλληνικής Ιστορίας, κρατεί καί άναδίνει, παλινδρομικά κι άέναα, τήν προελληνική του Ιστορία. 'Επιβίωση τού κρητικού Διός, πού ταυτίζεται μέ τόν έλληνικό, γίνεται ό γιός τώρα τού Δία* μέσα άπό τήν άρχαιοκρητική παράδοση πού ξαναζεί μέ τό θιασικό κλωνάρι του, τούς "Ορφικούς, ξαναταυτίζεται μέ τή μυστηριακή μορφή τού κρητικού Διός, τόν Ζαγρέα* καί μέσα άπό τόν Ζαγρέα, μέ τόν "Ερωτα, τόν άρχικό θεό τού Φεγγαριοϋ, τόν μεταπλασμένον σέ Έρωτα, μέσα άπό φαλλικές Ιερουργίες πού άνακράτησε κι ό Ιδιος. Ό νεότερος έτσι στήν έλληνική θρησκεία θεός, ριζώνοντας στή 11
161 —
φεγγαρολατρεία μιάς άβυθομέτρητης άρχαιότητας, είναι μαζί κι ό άρχαιότερος άπ'δλους. § 62 Ή Λαϊκότητα τής Διονυσιακής θρησκείας
Σ
τήν περίοδο τής Δημοκρατίας ή διονυσιακή θρησκεία, καθιερωμένη σάν έπίσημη θρησκεία, άπλωμένη σ'όλόκληρο τόν Έλληνικό Κόσμο, άρμοσμένη στήν εύκοσμία τής άρχαίας πόλης καί συμβιβασμένη μέ τόν έλληνικό όρθολογισμό, ξεντύνεται τήν παλιά της φρενίτιδα κι άγριότητα καί διοχετεύει μέσα άπό πνευματικά καί καλλιτεχνικά ρέματα τούς θησαυρούς τού άρχαίου ένθουσιασμού της. "Υστερα άπό τό λαμπρό αύτό μεσουράνημα, ή Διονυσιακή θρησκεία βγαίνει άπό τήν άρχαία δημοκρατική πόλη καί μπαίνει μέ κολοσσική έπιβολή στίς έλληνιστικές ήγεμονίες. Θεός τού άγροτικού, παλαιά, πληθυσμού, τού έμποροναυτικού ύστερα, καί τής δημοκρατίας άργότερα, ό Διόνυσος είναι ό λαϊκότερος θεός τής Ε λ λάδας. Δέν παραδίνεται άπό λατρείες γενών γιά νά συνδέεται μ'όρισμένο πολιτειακό κέντρο, είναι ό ά π ο λ ι ς θεός, κ'έτσι περιφανής άπό τή μιά λαϊκός θεός καί πανελλήνιος άπό τήν άλλη. Οί παραδομένοι αύτοί χαραχτήρες του συντηρούνται καί τονώνονται άπό τήν ίδιότητά του σά θεού τού Κρασιού, τής Μέθης, καί τής Κωμαστικής Χαράς· άπό τή λειτουργία του σά 'Σωτήρα* θεού· κι άπό τήν τεράστια έπιρροή τών θεατρικών, μουσικών καί χορευτικών έπιδείξεων πού μένουν σταθερά λαϊκές καί βρίσκουνται κάτου άπό τή δική του προστασία. Λαϊκός καί Πανελλήνιος θεός ό Διόνυσος μπαίνει στίς έλληνιστικές έπικράτειες φορέας καί τών δυό Ιδανικών, δπου πολώνουνται οί πόθοι τών πληθών: Τού Ήδονισμού άπό τή μιά, σά λυσιμέριμνος κι άπολαυσιακός θεός, καί τής Σωτηρίας, σάν έγγυητής τής εύδαιμονικής άθανασίας. Είναι τό Ιδανικό τού εΰ ζην τής άρχαίας πόλης καί τό τάξιμο ένός καλλίτερου κλήρου ζωής (ευδαιμονία) τών μυστηριακών λατρειών, παραμορφωμένα καί τά δυό άπό τήν κοινωνική μεταστοιχείωση πού εύνοεί τούς λιγοστούς κ'έξαθλιώνει τούς πολλούς, δουλοποιώντας καί τούς δυό τους. Τόν ήδονισμό πού καλλιεργούν οί εύνοημένοι άπό τή ζωή, τά διψασμένα πλήθη τόν μεταθέτουν σέ μιάν εύδαιμονική μετά θάνατο ζωή, δραμα πού κ'οί πρώτοι δέν τό λοξοβλέπουνε, βρίσκοντας στήν εύδαιμονική μετά θάνατο ζωή τή συνέχιση τού Εγκόσμιου ήδονισμού τους. Στά δυό τούτα Ιδανικά ό Διόνυσος άνταποκρίνεται μέ τίς δυό πλευρές τής λατρείας του, τή δημόσια άπό τή μιά καί τή θιασική άπό τήν άλλη. ΟΙ δυό τούτες πλευρές σπάζουνε φαινομενικά — γιά δεύτερη τώρα φορά ( = § 5 2 ) — τ ή ν ταξική άνισότητα, δημιουργώντας μιά πλασματικήν Ισότητα πού πολεμά ν'άναπλη— 162 —
ρώσει τήν άρχαΐα δημοκρατική Ισότητα, τή χαμένη. ΟΙ Ιδιοι, καί μιά σειρά είδικότεροι, λόγοι σιγουρεύουν γιά τή Διονυσιακή Θρησκεία τήν εύνοια τών έλληνιστικών ήγεμόνων, δσο καί τών ρωμαίων ύστερα αύτοκρατόρων. 'Υστερα άπό τή θριαμβική του δημοκρατοποίηση, ό βασιλικός θεός τών προϊστορικών λατρειών ξαναβρίσκει, στούς τελευταίους αΙώνες τοΰ κόσμου του, τό άξίωμά του τών πρώτων αΙώνων. 'Αξιοσημείωτο γιά τόν φιλόσοφο τής 'Ιστορίας είναι πώς τό πανάρχαιο άξίωμα ξαναπροβαίνει άπό τά βάθη τοΰ καιρού, μαζί μέ τήν Ιδέα τής θεϊκότητας τοΰ βασιλιά, πού τό ζωοδοτοΰσε στούς αίώνες τής προϊστορίας.
§ 63 Διόνυσος καί 'Ελληνιστικοί 'Ηγεμόνες
Ο
σύνδεσμος μέ τόν Διόνυσο είναι τό κύριο χαραχτηριστικό τής θρησκευτικής πολιτικής τών έλληνιστικών ήγεμόνων. 01 λόγοι τοΰ προσανατολισμού τους εϊναι ή λαϊκότητα τής θρησκείας του, καί μιά σειρά είδικότεροι άλλοι. "Ενας τους εϊναι ό ταυτισμός τοΰ Διονύσου μέ τόν Σαβάζιο ( = § 8ο), πού κάνει τόν Διόνυσο έθνικό θεό τής Μακεδονίας. Ό σύνδεσμος μέ τόν μακεδονικό τώρα Διόνυσο άναδείχνει τή μακεδονική τους καταγωγή κ'έδώθε τούς άρχαιοπαράδοτους τίτλους τών δυναστειών τους. Δεύτερος είναι ή άνάγκη ένιαίων λατρειών πού νά συνέχουν τίς παραπλωμένες, χωρικά καί πολιτικά, ήγεμονίες. Τρίτος, ή όμολογία τής διονυσιακής θρησκείας μέ τίς βασικές έθνικές λατρείες τών Θνησκόντων Θεών τής ΑΙγύπτου καί τής Κοντινής "Ανατολής, πού γεφυρώνει τίς έθνικές διαφορές γιά τό όφελος τών κυριάρχων. Τέταρτος ή άνάγκη τών Λαγιδών νά παρουσιαστούν, δπως κ"οί προκάτοχοι Φαραώ, ένσαρκωμοί μιάς θεότητας πού, άγκαλά κ'έλληνική, άπό νωρίς ταυτίζεται μέ τόν "Οσιρι, τό θεό τής φαραωνικής βασιλείας. Οί Σελευκίδες βασιλεύουν κι αύτοί σέ χώρα Θνησκόντων Θεών, κ'οί βασιλείς τής Περγάμου δέ θ'άφηναν δίχως άμιλλα τή διονυσιακή θεότητα τών βασιλέων τής χώρας τοΰ Νείλου. Ή τεράστια έπιβολή τών δυό αύτών βασιλειών, τής αίγυπτιακής καί τής περγαμηνής, καλλιεργεί τήν διονυσιακή θεϊκότητα σάν κύριο χαραχτηριστικό τοΰ ήγεμόνα. Ή τάση έκμεταλλεύεται ένα στοιχείο τοΰ Θείου Δράματος κ'έντυπωσιακό χαραχτηριστικό τής Διονυσιακής Θρησκείας: Τήν έπιφάνειαν τοΰ Σωτήρα Θεοΰ πού πραγματώνεται έδώ μέ τήν ένσάρκωση του στό πρόσωπο τοΰ ήγεμόνα: τοΰ Νέου Διονύσου. "Η ένσάρκωση τούτη βασίζεται στήν "Αποθέωση τοΰ ήγεμόνα. Άντικατασταίνοντας τόν παλαιότερο 'άφηρωισμό', ή άποθέωση τούτη τών έλληνιστικών ήγεμόνων ξαναζωντανεύει, μέσα στά πλαίσια τοΰ — 163 —
βαρβαρωμένου έλληνικοϋ πολιτισμοΟ, τήν άρχαία θ ε ϊ κ ό τ η τ α τοϋ βασιλιά, πού, ξετοπισμένη άπό τήν Ελλάδα, έπιζεί στήν άνατολική καί στήν αίγυπτιακή βασιλεία. "Αξιοσημείωτο γιά τή γραμμή τής άναβίωσης είναι πώς όρισμένοι ήγεμόνες, στόν ταυτισμό τους μέ τόν Διόνυσο, έκμεταλλεύουνται τόν τύπο τού Ταύρου Διονύσου, έπισημαίνοντας τόν ταυτισμό μέ δυό ταυροκέρατα, άρχαϊο θεϊκό έμβλημα τής άνατολικής βασιλείας. Ή έλληνιστική άποθέωση ξεκινά άπό τόν 'Αλέξανδρο, καί πιστεύτηκε πώς κ'οί ταυτισμοί μέ τόν Διόνυσο ξεκινούν άπό τόν Ιδιο. Ή παράδοση σχετίζει τή γέννησή του μέ τόν Διόνυσο, κ'οί Ιστοριογράφοι παρουσιάζουν τόν "Αλέξανδρο νά περιντύνεται, σ'όρισμένα περιστατικά, τή μορφή τού Διονύσου. Τό 324, πάλι, ό "Αλέξανδρος παραγγέλνει στίς συμμαχικές πολιτείες στήν 'Ελλάδα νά τόν άναγνωρίσουνε γιά θεό, περιστατικό πού τόν συνδέει μέ τόν Διόνυσο σ'άνέκδοτο τοϋ Διογένη : ψηφισαμένων 'Αθηναίων 'Αλέξανδρον Διόνυσον, 'κάμέ' Ιφη 'Σάραπιν ποιήσατε'. Μά ή καταγωγή τού 'Αλεξάνδρου άπό τόν Διόνυσο φαίνεται νά βγαίνει άπό τίς πτολεμαϊκές άναλογίες· καί τό πολύ πού μπορούν νά πούν οί βακχικές εικόνες τής Εκστρατείας του είναι πώς, γιά νά τονώσει τούς άντρες του, έπικαλεΐται τις μυθικές έκστρατεΐες τού Διονύσου στήν "Ελλάδα κ'έκμεταλλεύεται μυθικά στοιχεία πού ή έλληνική παράδοση σκόρπισε στήν 'Ανατολή, χωρίς μ'δλα αύτά νά τεκμηριώνεται καμμιά διάθεση ή έπίσημη πράξη ταυτισμοϋ τοϋ 'Αλεξάνδρου. Ή γνησιότητα, πάλι, τού άνεκδότου τοϋ Διογένη δέν είναι πιστευτή· ή λατρεία τοϋ Σεράπιδος καθιερώνεται άργότερα κ'έπειτα ό "Αλέξανδρος άποθεώνεται, όχι σά Διόνυσος, μά καθαυτός ή σά 'γιός τοϋ Δία': τό άνέκδοτο έκφράζει μοναχά τή λαϊκή διάθεση πού ταυτίζει τόν 'Αλέξανδρο μέ τόν πιό γνώριμο γιό τού Δία. Ή νεότερη, έτσι, βακχική εΙκόνα τής έκστρατείας του βασίζεται σ'άντιλεγόμενα στοιχεία. Μ'άν ό 'Αλέξανδρος δέν ταυτίζεται μέ τόν Διόνυσο πρίν τοϋ θανάτου του, ταυτίζεται δμως ύστερα άπό τό θάνατό του. ΟΙ συγγένειες τοϋ Διονύσου μ'όμόλογους άνατολικούς θεούς έχουν μορφώσει, πρίν άπό τήν έκστρατεία τοϋ 'Αλεξάνδρου, μιάν έκστρατεία τοϋ Διονύσου στήν 'Ασία. Ό 'πρόλογος' τών 'Βακχών' τού Ευριπίδη παρουσιάζει τόν Διόνυσο νά γυρίζει στή Θήβα ξεκινώντας άπό τούς πολύχρυσους κάμπους τών Λυδών καί Φρυγών κι άποδιαβαίνοντας νικητικά τάς ήλιοβλήτονς πλάκας τών Περσών, τά κάστρα τής Βακτρίας, τήν κατάγκρεμη χώρα τών Μήδων, τήν εύδαίμονα 'Αραβία κι δλη τήν παραθαλάσσια 'Ασία. Φασματική ή έκστρατεία αύτή, σαρκώνεται άπό τήν έκστρατεία τού "Αλέξανδρου κι άνακλαδίζεται σάν προβολή της ύστερα άπό τό θάνατο τοϋ κατακτητή, δίνοντας στούς Ιστοριογράφους, πάνω στήν προπαγάνδα τών Λαγιδών, νά τήν άντικαθρεφτίσουν στήν πραγματική έκστρατεία τού "Αλεξάνδρου.
-164-
δ 64 Άντιγονίδες· Λαγίδες* Σελευκίδες· Άτταλίδες* Βασιλείς Καππαδοκίας. Η
παράδοση φέρνει τούς Άντιγονίδες ζηλωτές τού Διονύσου. Ό 'Αντίγονος I δ Μονόφθαλμος "ξεσήκωσε σ'δλα τήν παράσταση τού θεοϋ, φορούσε κισσό γιά σκούφο καί διάδημα μακεδονικό, καί κρατούσε θύρσο άντί σκήπτρο". Ό γιός του Δημήτριος ό Πολιορκητής ή xal μάλιστα τών θεών έζήλον Διόνυσον, καί, κατά τόν Διόδωρο, έζήλον τήν μυθολογουμένην ποτέ γενέσθαι χατ'άνθρώπους τον Διονύσου διάθεσιν. 'Αγάλματα τού Δημητρίου τόν παρουσιάζουν μέ μικρά κέρατα ταύρου. Μά έκεί πού ή ζήλωση τού Διονύσου βρίσκει τήν άκρότερη έκφρασή της κ'ή Διονυσιακή Θρησκεία τήν άκρότερη εύνοια, είναι ή Αύλή τών Πτολεμαίων. Ό Σάτυρος παραδίνει πώς άπό τή μάνα τοϋ Πτολεμαίου Σωτήρος "Αρσινόη, οί Πτολεμαίοι γεννοκρατιούνταν άπό τόν "Υλλο, γιό τοϋ 'Ηρακλή, καί τή Δηιάνειρα, κόρη τοϋ Διονύσου. Σ'έπιγραφές τών χρόνων τοϋ Πτολεμαίου I, οί 'Διονύσου Τεχνίται' είναι οί περί τόν Διόνυσον (ή μέγαν Διόνυσον) χαι θεούς άδελφούς, μαρτυρώντας κ'ένα σύνδεσμο τοϋ Διονύσου καί τοϋ βασιλικού ζευγαριοΰ στή θιασική τους λατρεία. Μνημείο τής Διονυσολατρείας τοϋ Πτολεμαίου II, τοϋ Φιλαδέλφου, μένει ή μεγαλόπρεπη διονυσιακή πομπή, τοϋ 279, πού τήν εΙκόνα της τήν παραθέτει άπό τόν ρόδιο Καλλίξεινο δ "Αθήναιος, καί πού ξετυλίγει στούς δρόμους τής "Αλεξάνδρειας μεγάλο πλούτο τών θεμάτων τής Διονυσιακής Θρησκείας. Μέ τόν Πτολεμαίο IV, τόν Φιλοπάτορα, ή διονυσιακή ζήλωση φτάνει τό άπόγειό της. Ό μονάρχης έκεΐνος περνά τόν καιρό του μέσα σέ διονυσιακούς θιάσους καί κώμους, πού δίνουν διονυσιακούς τύπους στήν άπόλαυση καί τή διαφθορά του. Ό ίδιος καθιερώνει διονυσιακές γιορτές, τά 'Λαγυνοφόρια', άνάλογα μέ τούς 'Χοάς' μά καί μέ στοιχεία τών Μεγάλων Διονυσίων· καί τελεί μυστικές τελετές μέ τούς αύλικούς του θιάσους. "Ονομάζει τόν έαυτό του 'Νέον Διόνυσον'· έχει δερματοστιγμένο πάνω του τό φύλλο τού κισσοϋ, έμβλημα τών διονυσιακών μυστηρίων δίνει στή Διονυσιάδα φυλή τής "Αλεξάνδρειας τήν ύπεροχή, καί στούς δήμους όνόματα προσώπων τής διονυσιακής μυθολογίας. Τό 3° βιβλίο τών Μακκαβαίων μνημονεύει τΙς κρίσιμες ώρες τών "Ιουδαίων τής 'Αλεξάνδρειας, δταν ό Φιλοπάτωρ δρισε νά κρατήσουν τά πολιτικά δικαιώματα μονάχα δσοι προσχωρούσαν στά Διονυσιακά Μυστήρια, κ'οί άλλοι νά στιχθοϋν 'διά πυρός' μέ τό διονυσιακό κισσόφυλλο καί νά άπογραφούν στό ντόπιο άγροτοπλήθος. Είναι πιθανό πώς άπό σύγχυση τοϋ 'Σαβαζίου' μέ τόν *Σαβαώθ', περνούσε τόν 'Ιουδαϊσμό γιά μιάν αίρεση τοϋ Διονυσιασμού, μπορεί δμως τήν άπόφασή του νά τήν ύπαγόρευε τό γενικότερο σχέδιο νά συνενώσει -
165 -
τούς ύπηκόους του σε μιά καί τήν Ιδια, τήν προτιμημένη του, λατρεία. Μέ πολλές πιθανότητες άποδίνεται έτσι στόν Ιδιον ή βασιλική διαταγή, πού σώθηκε σ'έναν πάπυρο, νά έλεγχθοΰν οί μυητές τών διονυσιακών μυστηρίων ( = § 89)· Στόν Πτολεμαίο XII, τόν Αύλητή, πού γνωρίζεται καί σάν Πτολεμαίος Διόνυσος ή Πτολεμαίος Νέος Διόνυσος, ξανακορυφώνεται ή ήγεμονιστική, στήν Αίγυπτο, Διονυσολατρεία. Οί Σελευκίδες προσεταιρίζουνται κι αύτοί τόν Διόνυσο, τόν μυθικό κατακτητή τής 'Ασίας. Ό Σέλευκος I, ό Νικάτωρ, παρουσιάζεται σέ νομίσματα, γιά τήν όμοίωση, δπως εικάζεται, μέ τόν Διόνυσο, μέ κέρατα ταύρου. Ό Άντίοχος IV, ό Επιφανής, έπιχειρεί νά έγκαταστήσει τή διονυσιακή λατρεία μέσα στήν 'Ιερουσαλήμ: 'Αναγκάζει τούς 'Ιουδαίους νά στήσουν βωμούς μπροστά στίς πόρτες τους καί νά παίρνουνε μέρος μέ κισσούς σέ κωμαστική πομπή τού Διονύσου. Ό Ά ν τίοχος VI, ό Επιφανής, παρουσιάζεται στά νομίσματα σά Βασιλεύς Άντίοχος 'Επιφανής Διόνυσος· καί νομίσματα, άπό τήν Πτολεμαΐδα, τού Άντίοχου XII, 'Επιφανούς κι αύτού, έπιγράφουνται Βασιλέως Άντιόχου Διονύσου 'Επιφανούς Φιλοπάτορος Καλλινίκου. Οί Άτταλίδες δέν άφήνουν τούς Πτολεμαίους δίχως άμιλλα στό άξίωμα τής ένσάρκωσης τού Διονύσου. Ύστερα άπό τή νίκη του κατά τών Γαλατών, ό "Ατταλος I παρουσιάζεται συγγενής ή ένσάρκωση τού Διονύσου: ένας χρησμός τόν προσαγορεύει Τανροιο διοτρεψέος φίλον υΐόν κ'ένας άλλος ταυρόκερων κιόλας. Ή θιασική βάση τού συνδέσμου τών 'Ατταλιδών μέ τόν Διόνυσο είναι ή 'Ιωνική 'Σύνοδος τών Τεχνιτών τού Διονύσου', πού οί Άτταλίδες τής άπονέμουν άπλόχερες εύνοιες, κ* έτούτη πάλι άνταποδίνει θεϊκές τιμές σ* έκείνους. Ό Εύμένης Π έγκατασταίνει έναν κλάδο τους άπό τήν Τέω στήν Πέργαμο πού, μέ τό δνομα Άτταλισταί, άναλαβαίνουν, γιά πρώτη φορά στήν Ιστορία τών θιασικών λατρειών, τήν ήγεμονολατρεία. Ό Ιδιος ή άλλος θίασος μέ τό δνομα οί βάκχοι τοϋ εύαστοϋ θεοϋ, άφήνουν ένα βωμό άφιερωμένον άπ'αύτούς στό βασιλιά Εύμένη, θεό, σωτήρα, εύεργέτη. Ή βασιλική αύτή θιασική λατρεία άνθίζει, στήν Πέργαμο, πλάι στήν έπίσημη λατρεία, σά λατρεία τού Διονύσου Καθηγεμόνος. Ή προβολή τού Διονύσου σά βασιλικού θεού συνεπαίρνει μερικούς κι άπό τούς βασιλιάδες τής Καππαδοκίας καί τού Πόντου. Οί 'Τεχνϊται τού Διονύσου' στήν "Αθήνα τιμούν τόν βασιλιά τής Καππαδοκίας Άριαράθη καί στήνουν άνδριάντα του δίπλα στό άγαλμα τού Διονύσου. Μιά σειρά μαρτυρίες παρουσιάζουν τόν Μιθριδάτη VI τόν Εύπάτορα, τού Πόντου καί Βοσπόρου, μέ τόν τίτλο Μιθριδάτης Διόνυσος ή Νέος Διόνυσος, κι ό Κικέρων άραδιάζει τά διονυσιακά έπίθετα Εϋιος, Νύσιος, Βάκχος, Liber, πού ή άσιατική κολακεία σωριάζει στό δνομά του. Άνάμεσα στούς στίχους μιάς άφιερωματικής έπιγραφής χαλκωματένιου άγγείου άπό τή Δήλο διαβάζεται κάτω άπό τό 'Βασιλεύς Μιθριδάτης' τό πρόσθεμα Μ ΝΔ, πού φαίνεται νά σημαίνει άναπτυγμένα Μ(έγας) Ν(έος) — 166 —
Δ(ιάννσος). Αξιοσημείωτο, τέλος, για τή ΔιονυσολατρεΙα τών έλληνιστικών ήγεμόνων είναι πώς πολλές γυναίκες τών βασιλικών οίκων τής Μικρασίας Εχουν τό δνομα 'Νύσα*.
§ 65
Ό 'Αντώνιος Διόνυσος
Μ
έ κάποιους του προδρόμους στόν Μάριο καί στόν Πομπήιο, πού οί θρ(αμβο( τους άνακαλοΰν τούς κατακτητικούς θριάμβους τοΰ Διονύσου, τή διονυσιακή σταδιοδρομία τών έλληνιστικών ήγεμόνων τήν άναδέχεται ό "Αντώνιος, πρόδρομος κι αύτός όρισμένων αύτοκρατόρων. Ά π ό τά δυό πρότυπά του, τόν Η ρ α κ λ ή καί τόν Διόνυσο, άφοσιώνεται στόν δεύτερο καί προσαγορεύεται Ν έ ο ς Δ ι ό ν υ σ ο ς , γιά ν'άρμοστεΐ στήν παράδοση τών Άτταλιδών καί τών Πτολεμαίων. Τό δνομα τοΰ Διονύσου τό πρωτοπαίρνει δταν, ύστερα άπό τή νίκη τοΰ ΚασσΙου καί τοΰ Βρούτου (42 πΧρ.), έρχεται γιά άργυρολογία στή Μικρασία καί μπαίνει στήν "Εφεσο μέ διονυσιακή πομπή (σίγουρα τών 'Τεχνιτών τοΰ Διονύσου"), πού ό Πλούταρχος άνακράτησε στό 'βίον' του τή λαμπρή της εΙκόνα. "Υστερα άπό λίγο, νομίσματα κομμένα στήν "Ασία, παρουσιάζουν διονυσιακά έμβλήμανα καί πορτραίτο τοΰ "Αντωνίου μέ κισσοστέφανο στό κεφάλι. Ό τ α ν ή Κλεοπάτρα έρχεται, σάν Αφροδίτη, τό 41 πΧρ., νά τόν άπαντήσει στήν Ταρσό, άπλώνεται παντοΰ ή φήμη ώς *Αφροδίτη χωμάζει προς Διόνυσο» έπάγαθω τής 'Ασίας. Τόν χειμώνα τοΰ 39/38 τόν περνά στήν Αθήνα, δπου φτιάνει πάνω άπό τό διονυσιακό θέατρο Ινα διονυσιακό 'άντρον', δπου διασκεδάζει μ'ύπερέτες του ήθοποιούς, κι άπ'δπου παραγγέλνει ν'άνακηρυχτεί Διόνυσος σ'δλες τίς πολιτείες. Οί "Αθηναίοι τόν άναγνωρίζουν σά Νέον Διόνυσον, μετονομάζουν τά Παναθήναια "Αντωνίαια', καί, κατά μιά παράδοση, τοΰ προσφέρουν γιά γυναίκα του τήν "Αθηνά, πού τή δέχεται αύτός, άναγκάζοντάς τους νά τοΰ μετρήσουν χίλια τάλαντα προίκα. Στό διάστημα τοΰτο,ίσαμε τό 35 πΧρ.,κόβει νόμισμα στόν τύπο τών διονυσιακών χιστοφόρούν, βγαλμένο κατά τήν άρχαία συνήθεια στήν "Εφεσο ( = § 30), δπου παρασταίνεται μέ τή γυναίκα του Όκταβία ή μοναχός του.Άπό τό 35 ζεί άνοιχτά μέ τήν Κλεοπάτρα, μέτοχος τής κληρονομίας τοΰ Αλεξάνδρου, δπου άνέβαινε ό θρόνος τής έρωμένης του, καί τής κληρονομίας τοΰ Καίσαρα, πού σύζυγός του, μ'ένα τρόπο, παρουσιαζόνταν ή Κλεοπάτρα. "Αναζητώντας μιά νίκη γιά νά μοιάσει τοΰ κατακτητή Διόνυσου, νικά τόν Α ρ μένιο Άρταβάζδη τό 34· κ'ή νίκη του, δσο κι άσήμαντη, τοΰ δίνει νά γιορτάσει τόν διαβόητο θρίαμβο, δπου δ Αντώνιος κ'ή Κλεοπάτρα ποζάρουνε, — 167 -
σίγουρα, αύτός σά Διόνυσος-'Οσιρις κι αύτή σάν Κλεοπάτρα-Ίσις. Στό θρίαμβο τοΟτο ό "Αντώνιος μπαίνει στήν 'Αλεξάνδρεια "στεφανωμένος μέ κισσό, ντυμένος φόρεμα άπό κρόκο κι άπό μάλαμα, κρατώντας θύρσο, ποδεμένος μέ κοθόρνους". Παραμονές τής μεγάλης σύγκρουσης μέ τόν 'Οκτάβιο, οί 'Αθηναίοι στήνουν άγάλματα τού Νέου Διονύσου και τής Νέας Ίσιδας, τού 'Αντωνίου καί τής Κλεοπάτρας. Τό γέρμα τέλος τής μοίρας του, ό θρύλος τό συνδέει μέ τό θεό του. Πρίν άπό τή ναυμαχία τού "Ακτίου, μιά θύελλα ξεκόλλησε άπό σύμπλεγμα πού παράσταινε τή Γιγαντομαχία, πάνω στήν 'Ακρόπολη, τόν Διόνυσο καί τόν γκρέμισε άποκάτου στό θέατρό του. "Ενα χρόνο ύστερα ό 'Αντώνιος αύτοσκοτώνεται στήν 'Αλεξάνδρεια, μά "ή παράδοση γλυτώνει τόν Διόνυσο άπό τό ταπείνωμα τού νικημού του μπροστά στόν 'Απόλλωνα τού Όκταβίου". Οί Θεοί πηγαίνουν μέ τό μέρος τών νικητών, άπαρατώντας τούς νικημένους τους λάτρες. Τά μεσάνυχτα τής παραμονής, κλεισμένοι στά σπίτια τους καί περίτρομοι τΐ θ'άπογίνουν οί 'Αλεξανδρινοί, άκούσαν ξαφνικά φωνές εύαστικές καί χοροπηδήματα σατυρικά, σάμπως άόρατος θίασος νά περνούσε τούς δρόμους τους γιά νά'βγει άπό τήν πολιτεία· έν ταύτη τη νυκτΐ μεσονστ) σχεδόν, έν ήσνχία καί κατηφείς. τής πόλεως δια φόβον καί 7ΐροσδοκίαν τοϋ μέλλοντος ούσης, αίφνίδιον όργάνων τε παντοδαπών έμμελεϊς φωνάς άχουσθήναι xal βοήν δχλον μετ*εύασμών xal πηδήσεων σατυρικών, ώσπερ θιάσου τινός ουκ άθορύβως έξελσύνοντος. Έ δ ό χ ε ι δ è τοις à ναλογιζομένοις τ ό σημεΐον à π ο λ ε Ιπ ε ι ν ό θεός Άντώνιον ψ μάλιστα συν ε ξ ο μ ο ιών xal συν ο ι χ ε ιών έ αυτ όν διετέλεσεν.
— 168 —
Κεφάλαιο
Πέμπτο
Δ Ι Ο Ν Υ Σ Ο Σ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ Θ Ε Ο Ι ΠΑΛΑΙΟΙ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΣΧΕΤΙΕΜΟΙ ΤΟΥΣ άγλαέ Ζ εν Διόνυσε, πάτερ πόντου, πάτερ αϊης, "Ηλιε παγγενέτορ. Πάν αίόλε, χρυσεοφεγγές...
§ 66 Πηγή τής 'Ιερής Μανίας Ο ι κ ο υ μ ε ν ι κ έ ς δοξασίες ρίχνουν τήν αίτία τών διανοητικών ταραχών στό Φεγγάρι. Τά όνόματα μήν, μήνη, μανία, μαινάς, μαντική, φαίνεται νά μαρτυρούν ανάλογες καί στήν Ελλάδα δοξασίες. Μέ διερμηνέα τόν ποιητή τής Διονυσιακής Θρησκείας, ή Σελήνη ξηγά τό βακχικό της χαραχτήρα: είμΐ δέ Μήνη β α κ χ ι ά ς, ούχ δτι μοϋνον έν αίθέροις μήνας έλίασν), à λ λ' δ τ ι και μ α ν ί η ς μ ε δ έ ω και λΰ σ σ αν έγ ε I ρ ω. Χωνεύοντας τίς λειτουργίες τού Φεγγαριού ( = § 2ΐ), ή Μεγάλη Θεά γίνεται ή σταθερή πηγή τής Μανίας. 'Οργιαστικές λατρείες καί μυθικές προβολές παρουσιάζουν καί τή μεσογειακή Θεά κορυφαία θιάσων πού καλλιεργούν τή Μανία. Σά 'Μεγάλη Μήτηρ' σχετίζεται μέ τούς Κορύβαντες, σάν Κυβέλη μέ τούς (Κορύβαντες καί τούς) Γάλλους, σά Ρέα μέ τούς Κουρήτες κ' Ίδαίους Δακτύλους. Μορφές της είναι κ'οί λογίς θεές τού έλληνικού πανθέου. Ή πιό κοντινή της, ή Άρτεμη, άνακρατεΐ Ισχυρά στοιχεία όργιαστικού χαραχτήρα. "Ενας ποιητής τή λέει θυιάδα, φοιβάδα, μαινάδα, λυσσάδα. Ό Χορός στόν "Ιππόλυτο' άναρωτά τή Φαίδρα, τήν παρασαλεμένη άπό τόν έρωΐα, μήν τήν έκρουσε μέ τήν όργή της ή Άρτεμη, κι ό Χορός στόν ΆΙαντα' μήν έκρουσε τόν ήρωα ή Ταυροπόλος. Άγκαλά καί χωρίς πιά λατρείες όργιαστικές, ή Ή ρ α , άλλη μορφή τής Μεγάλης Θεάς, ρίχνει ώστόσο τή μανία. Θύματά της παρουσιάζουνται ή Ίώ, οί Προιτίδες, ό 'Ηρακλής· κ'ή μανία της θαμποπλέκεται, μέσα άπό τούς μύθους, μέ τή διονυσιακή μανία. Ή Ή ρ α φρενοσαλεύει τίς κόρες τού Λάμου, πού άναθρέφουν τόν βρεφικό Διόνυσο, τήν Ίνώ, τροφό κ'έτούτη τοϋ θεοϋ, καί τόν Διόνυσο τόν Ιδιο. Ά λ λ η μορφή τής Θεάς, ή Αθηνά, τρελαίνει τΙς κόρες τοϋ Έρεχθέα νά γκρεμιστούν άπό τήν Ακρόπολη, τόν ΑΙαντα νά σφάξει τά κοπάδια. Ή 'Εκάτη, μορφή τής Άρτεμης, μά πιό πολύ ή ίδια ή σεληνιακή μορφή τής Μεγάλης Θεάς, φέρνει τήν παράκρουση, τά μανικά δρομοκοπήματα, καί τούς άξαφνους τρόμους: οίσι δέ νυκτός δείματα παρίσταται και φόβοι και παράνοιαι και άναπηδήσιες έκ τής κλίνης καί φενξιες έξω, λέγει ή 'περί Ιεράς νούσου' πραγματεία, 'Εκάτης φασιν είναι έπιβολάς. . . 01 "Ερινύες — κι άλλοτινά κάθε θεά έρινύς — κροϋνε τά θύματά τους μέ τίς δαιμονικές τους μορφές καί μέ τά καταραστικά τους τραγούδια. Ή μανιοδοτική δύναμη τών Θεαινών περνά στά θηλυκά πνεύματα τών νερών καί τών δασών, στις Νύμφες, Ινδάλ— 171 -
ματα άρχαίων γυναικείων θιάσων* κι ό ποθημένος ψυχικά ή φρενικά είναι ννμφόληπτος, κυριεμένος άπό Νύμφες. Ή Ιδια δύναμη μεταφέρεται σ'άρσενικούς δαίμονες, όπως οί Κορύβαντες, πού συνοδεύουν τή μανιοδότρα Θεά, προβολή τών πραγματικών θιάσων της, ή σέ θεούς, δπιος ό Νόμιος "Απόλλων, ό Ποσειδών και ό "Αρης. Ό σχετισμός τού πρώτου μέ τή μανία μπορεί νά βγαίνει άπό τ'άρχαϊο φεγγαρικό φυσικό του καί νά τονώνεται άπό συνειρμούς μέ τό νόμιο δαίμονα Πάνα, πού τού άποδίνουνται οί 'πανικοί' οί άξαφνοι τρόμοι. Ό Ποσειδώνας είναι χθόνιος, κ'έτσι θεός τών μανιοδοτικών πηγών, άλλά καί 'ΐππιος', Ιδιότητα πού θυμίζει τούς άφηνιασμούς τών άλόγων. Ό "Αρης δμως, πριν νά γίνει ό 'χαλκοθώραξ Ένυάλιος', είναι βλαστικός καί θνήσκων θεός γυναικείων λατρειών, τού τύπου τού Διονύσου. Ένώ δμως ό Ά ρ η ς γρήγορα άφήνει τόν γυναικείο καί βλαστικό χαραχτήρα του, ό Διόνυσος χωνεύει τΙς βλαστικές λατρείες τών θεαινών καί τών ύποκατάστατών τους άρσενικών θεών, καί, γενικός κληρονόμος τού όργιαστικού στοιχείου τών λατρειών αύτών, γίνεται έκεϊνος ή κεντρική πηγή τής Μανίας. § 67 'Οργιαστικοί θίασοι καί Ζωομορφία στή λατρεία τής Μεγάλης θεβς
Λ
ογίς, μυθικοί πιά θίασοι ή πραγματικά τους ύποκατάστατα πού καλλιεργούν τήν Ιερή μανία, δπως τών Κουρήτων, τών Κορυβάντων καί τών 'Γάλλων', συνδέουνται μέ τή λατρεία τής Μεγάλης Θεάς, τής Κρήτης, τής Φρυγίας καί τής Συρίας. Γιά τούς σχετισμούς τής αίγαιακής καί μικρασιατικής Μεγάλης Θεάς βλ. § 76. "Ομοια κι ό μαιναδικός θίασος φαίνεται νά συνδέεται μέ τή Μεγάλη Θεά σ'ένα παλαιότερο στάδιό του. Οί βάκχες, στό όμώνυμο δράμα τού Εύριπίδη, λέγουνται ποτνιάδες- κι ό "Ησύχιος' ξηγά τό έπίθετο: μαινάδες καί λυσσάδες. Τό έπίθετο βγαίνει άπό τό πότνια, πού σημαίνει τήν Ισχυρή, τήν κυρίαρχη, τή δέσποινα, καί συνεκδοχικά τή σεβάσμια* καί συγκεντρώνεται στίς γυναίκες πού, άφομοιώνοντας τή 'μανίαν' τής Μεγάλης ή Ποτνίας Θεάς, γίνουνται μιάς λογής έκτυπά της. Ή καταγωγή τής Μαιναδικής μανίας άπό τήν όργιαστική λατρεία τής Μεγάλης Θεάς, μεταφέρεται, άπό τούς μύθους, καί στή διονυσιακή ύστερα μανία. Τή μανία ό Διόνυσος τήν πρωτοδοκιμάζει άπό τήν Ή ρ α , κ'έκείνη πού τόν καθαρίζει άπό τή μανία είναι ή Ρέα-Κυβέλη ή, μέ τό μητρικό γάλα της, ή ίδια πάλι ή "Ηρα ( = § 70). Ή έκφραση τής Ιερής μανίας, οί όργιαστικοί χοροί, πού είναι άπό τά κύρια στοιχεία τής μαιναδικής πράξης, άνήκουν έτσι στή μητροθεΐκή λατρεία. Τό μαρτυρούν οί κρητομυκηναΐκές παρα— 172 -
στάσεις τών γυναικείων όργιαστικών χορών, μέ τήν έπιφάνεια κάποτε τής Θεάς, κ'οί χοροί τής φρυγικής Κυβέλης. Τούς όργιαστικούς αύτούς χορούς τής Μεγάλης Θεάς στούς έλλαδικούς χώρους τούς άνακράτησε ή "Αρτεμη, ή πιό χορευτική (ποϋ "Αρτεμις ουκ έχόρευαε;) άπ'δλες τις μορφές της. Είναι φορές πού οί χοροί της, δπως τών ΚαρυατΙδων, συγχέουνται ή ταυτίζουνται μέ τούς χορούς τού Μαιναδικού Θιάσου. Ή Άρτεμη συνοδεύεται άπό θίασο νυμφών ένα κύριο στοιχείο τής μαιναδικής πράξης, ό διασπαραγμός, χναρολογιέται στήν άρχαιότερη λατρεία της ( = § 68)· κι ό αρχαϊκός Διόνυσος είναι πάρεδρός της ( = § 72). Ή εΙκόνα της στό Ιερό τής Δέσποινας στή Λυκόσουρα δέν παραλλάζει άπό τήν είκόνα τών Μαινάδων: φορά δέρμα άλαφιού, μέ τό ένα της κρατεί λαμπάδα καί μέ τ'άλλο της φίδι. Είναι ή θεά πού ό Τιμόθεος τή λέει θυιάδα, φοιβάδα, μαινάδα, λυσσάδα. Τό λαφοτόμαρο είδαμε νά'ναι ζωομορφικό έμβλημα τού μαιναδικού θιάσου ( = § ι6) κ'ή ζωομορφία έμβληματίζει σέ μεγάλο βαθμό τή λατρεία τής Θεάς, μέ φανερή κάποτε τήν τοτεμική ρίζα πού συντηρείται μέσα άπό μυητικές λατρείες. Μιά 'ύπόσταση* τής ίδια; τής Άρτεμης είναι καί ή Καλλιστώ πού μεταμορφώνεται σέ άρκούδα. Οί κόρες τής Αττικής πού θητεύουν στή λατρεία τής Βραυρωνίας Αρτέμιδος παρασταίνουν τίς άρκούδες μέ τό κροκόχρωμο φόρεμα καί μ'ένα χορό τής άρκούδας καί λέγουνται άρκτοι. Ή Δήμητρα Μέλαινα τής Φιγαλίας παρασταινόνταν καθήμενη σ'ένα βράχο: γνναικί δε έοικέναι τ'άλλα πλήν κεφαλήν κεφαλήν δε και κόμην εϊχεν ίππου, και δράκοντός τε και άλλ Cambridge 1914. Cambridge 1914 1940. Τόμ. 1 - 3. — ' A n i m a l Worship in the Mycenean Age': Journal of Hellenic Studies 14 (1894) 81 κέ. — 'Zeus, Jupiter and the O a k ' : Classical Review 17 (1903) 174 κέ. COOKE, P. Β. M., ' T h e Painting of the Villa Item at Pompei': Journal of Roman Studies 3 (1913) 157 κέ. CORNFORD, F. M., ' T h e Origin of the Olympic Games': στή Harrison, Themis 212 κέ. — The Origin of Attic Comedy. London 1914. — 'The ΆπαρχαΙ and the Eleusinian Mysteries: στόν Quiggin, 153 κέ. Cow, A. S. F., 'Ίυγξ, 'Ρόμβος, Rhombus, T u r b o ' : Journal of Hellenic Studies 54 (1934) 1 κέ. CRUSIUS O . , 'Der homerische Dionysoshymnus und die Legende von der Verwandlung der Tyrsener': Philologus 48 (1889) 193 κέ. , — ' E i n vergessenes Fragment der Rinthon': Rheinisches Museum für Philologie 45 (1890) 265 κέ. -— ' D i t h y r a m b « ' : Real - Eruyclop. d. class. Altertumswissenschaft V (1903) 1203. CUMONT FR., 'Les Mystères de Sabazius et le Judaïsme': Comptes - Rendues de Γ Academic des Inscriptions et des Belles - Lettres 1906, 63 κέ. — Les Religions Orientales dans le Paganisme Romain. Paris 4 1929. — 'La Grande Inscription Bacchique du Metropolitan Museum (II) :
Commentaire religieux de l'inscription': American Journal of Archaeology 37 (1933) 232 κέ. πρβ. Vogliano. — Recherches sur le Symbolisme Funéraire des Romains. Paris 1942. — La Stile du Danseur d'Antibes et son decor vegetal. (Étude sur le symbolisme funéraire des plantes.) Paris 1942. — Lux Perpetua. Paris 1949. CURTIUS, A. W., Das Stiersymbol des Dionysos. Köln 1892. — 'Die Geburt des Erichthonios': Archäologische Zeitung 30 (1873) 51 κέ.
- 255 --
— Pentheus. ('Wmckelmannsprogramm' C X X X V I I I ) . Berlin/Leipzig 1929. DAUX G. et BOUSQUET J . , 'Agamemnon, Telèphei, Dionysos Sphalefttas et les Attalides': Revue Archéologique 19 (1942/3) 113 κέ. 20 (1942/3) 19 κέ.
M . Ν . , The Asiatic Dionysos. London 1914. R. M., The Sanctuary of Artmis Orthia at Sparta. London 1929. DEUBNER L . , Attische Feste. Berlin 1932. DIETERICH Α . , 'Ueber eine Scene der aristophanischen Wolken' : Rheinisches Museum für Philologie 48 (1893) 275 κέ. — 'Die Entshehung der Tragödie': Archiv für Religionswissenschaft 11 (1908) 163 κέ. — Eine Mithrasliturgie. Leipzig/Berlin '1910. DIETRICH, B. C., 'Dionysos Liknites': The Classical Quarterly (N.S.) 8 (1958) 244 έκ. D I L T H E Y Κ . , 'Tod des Pentheus (Galenische Trinkschale)': Archäologische Zeitung 31 (1874) 78 κέ. DODDS, E. R., 'Maenadism in the Bacchae': Harward Theological Review 53 (1940) 155 κέ. • — Euripides: Bacchae. {Introduction and Commentary by —). Oxford 1944. •1960. — The Greeks and the Irrational. Berkeley/Los Angeles 1951. DOERPFELD W., 'Die Ausgrabungen am Westabhange der Akropolis II : Das Lenaion oder Dionysion in dem Limnae': Mitteilungen des deutschen Archäologische Instituts: Athenische Abteilung 20 (1895) 161 κέ. DAVIS, G . DAWKINS,
DREICHORABER K., 'Die Kadmos - Teiresiassrene in Euripides' Bakchen': Hermes 70 (1935) 322 κέ.
R., Weltenmanul und Himmelszeit. München 1910. Τόμ. 1 - 2 . — Orphisch - dionysische Mysteriengedanken in der christlichen Antike ("Vorträge der Bibliothek Warburg" 1922/3: II Teil). Leipzig/Berlin 1925. —'Nachleben dionysischer Mysterienriten?': Archiv für Religionswissenschaft 27 (1928) 172 κέ. Σχετικά μέ τό βιβλίο τοΟ Brunei (άν.). ELDERKIN, G . W . , Kantharos. {Studies in Dionysiac and Kindred Cults.) Princeton 1924. — ' T h e Marriage of Zeus and Hera and its Symbol' : American Journal oj Archaeology 41 (1937) 424 κέ. — Archaeological Papers V (Springfield 1943) No 1 : ' T h e Lenaion, Limnaion and Boukoleion in Athens'. — Archaeological Papers V (Springfield 1943) No 2: 'The Significance of the frescoes in the Triclinium of the Villa Hem'. —Archaeological Papers VII (Springfield 1946) No. 1: 'Griffin, Thyrsos and Akanthos as mystic symbols'. — Archaeological Papers V I I I (Springfield 1946) No. 2, 26 κέ.: ' T h e Pigna of the Vatican*. — Archaeological Papers I X (Springfield 1941) 1: 'Alexander the Great as a son of Zeus'. — Archaeological Papers I X (Springfield 1947) No. 3, 15: 'A Geometric Urn from Fortezza in Crete*. EISLER
- 256 --
EUA Ο., 'LO Stibadio Dionysiaco in pitture Pompejane': Mitteilungen des deutschen Archäologischen Instituts: Athenische Abteilung 69 (1962) 118 κέ. EVANS, A . J . , 'The Mycenaean Tree and Pillar Cult (and its Mediterranean relations)': Journal of Hellenic Studies 21 (1901) 99 κέ. FARNELL, L. R., The Cults of the Greek States. Oxford 1896 - 1909. Τόμ. 1 - 5. Ή πραγματεία γιά τή Διονυσιακή θρησκεία στόν τ. 5, 85 κέ. FAUTH W . , 'Zagreus': Real - Encyclop. für class. Altertumswissenschaft I X A ( 1 9 6 7 ) 2221 κέ. FESTUOIÈRE, A. J., 'Les Mystères de Dionysos': Revue Biblique 44 (1935) 192 κέ. 366 κέ. —"Ωμοφάγιον έμβάλλειν' : Classica et Mediaevalia 17 (1956) 31 κέ. FONTENROSE J . , Python. (A study of Delphic myth and its origins.) Berkeley 1 9 5 9 . FOUCART P., Le Culte de Dionysos en Attique. Paris 1904. FRANK J., 'The Bacchanalian - cult of 186 B . C . ' : The Classical Quarterly 21 (1927) 128 κέ. FRAENKEL C H ( A R L O T T E ) , Satyr- und Bakchennamen auf Vasenbildern. Halle 1912. FRAENKEL ED., 'Senatus consultum de Bacchanalibus': Hermes 67 (1932) 369 κέ. FRAZER, J . G . , Totemism and Exogamy. (A Treatise on Certain Early Forms of Superstition and Society.) London 1910. Τόμ. 1 - 4. — The Golden Boughι»: V : Spirits of the Com and of the Wild (London 1912) 1, 1 -34. — Pausanias's Description of Greece. London 1897. Ί 9 1 3 . Τόμ. 1 - 5. FREMESDORF F . , Das römische Haus mit Dionysos - Mosaik von dem Süd portal des Kölmer Doms. Berlin 1956. FRICKENHAUS Α . , Lenäenvasen ("Winckelmannsprogramm" L X X I I ) . Berlin 1 9 1 2 . — 'Der Schiffkarren des Dionysos in Athen': Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 27 (1912) 61 κέ. — 'Zum Ursprung von Satyrspiel und Tragödie': άν. 32 (1917) 1 κέ. FRIEDRICH J . , Kleinasiatische Sprachdenkmäler. Berlin 1932. FURTWAENGLER Α., Antiken Gemmen. Leipzig/Berlin 1 9 0 0 . Τόμ. 1 - 3 . FURUMARK Α., 'Was there a sacral kingship in Minoan Crete?': Regalità Sacra (κατ.) 369 κέ. GASTER, T H . H . , Τ h e s pi s. (Myth, Ritual and Drama in Ancient Near East*.) New York ('Anchor Books') 1961. G E L Z E R M., 'Die Unterdrückung der Bacchanalien bei Livius': Hermes 71 (1936) 275 κέ. G E R N E T L., 'Dionysus et la Réligion Dionysiaque. (Éléments hérités et traits originaux)': Revue des Études Grecques 76 (1953) 377 κέ. — et BOULANGER Α., Le Genie Grec dans la Religion. Paris 1932. GOLDMAN H., ' T h e origin of the greek Herrn': American Journal of Archaeology 46 (1942) 58 κέ. G R A E F B., De Bacchi expeditione Indica monumentis expressa. Berolini 1886. — 'Bruchstücke einer Schale von der Akropolis' : Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 6 (1891) 43 κέ. GRAILLOT H . , Le Culte de Cybile, Mire des Dieux, (à Rome et dans l'Émpire Romain). Paris 1912.
-257 17
-
G R E O O I R E H., 'Bacchos le Taureau et les origines de son culte': Mélanges Picard I (Paris 1949) 401 κέ. G R U P P E Ο., Griechische Mythologie und Religionsgeschickte. München 1 9 0 6 . Τόμ. 1 - 2 . G U T H R I E . W . K . C . , Orpheus and Greek Religion. (A study of the Orphic Movement.) London 1935. »1952. — The Greeks and their Gods. London 1949. — 'Early Greek Religion in the Light of the Dcciphermrnt of Linear B* : Bulletin of the Institute of Classical Studies of the University of London. No. 6. London 1959. H A C K I N J . , Nouvelles Recherches Archiohgiques à Begram ("Mémoires de la Delegation Archéologique Française en Afganistan" X I I I ) . Paris 1954. H A L L I D A Y , W . R . , The Greek Questions of Plutarch (with a new translation and a commentary). Oxford 1928. — Βλ. καί Allen, T. W. (άν.). H A R R I S O N , J . Ε . , Prolegomena to the Study of Greek Religion. Cambridge 1903. — Themis. (A Study of the social origin of Greek Religion)2. Cambridge 1927. — Epilegomena to the Study of Greek Religion. Cambridge 1921. — 'Mystica Vannus Iacchi': Journal of Hellenic Studies 23 (1903) 292 κέ. — 'Sophocles' Ichneutai and the όρώμενον of Kyllene and the Satyrs' : στόν Quiggin (κατ.) 136 κέ. — 'Note on the Mystica Vannus Iacchi' : Annual of the British School at Athens 10 (1914/6) 144 κέ. H A R T M A N Α . , 'Silenos und Satyros': Real · Eruyclop. d. class. Altertumswissenschaft I I A (1927) 35 κέ. H A R T W I G P., 'Der Tod des Pentheus' : Jahrbuch des deutschen Archäologischen Instituts 7 (1892) 153 κέ. HAUSSOULIER B., 'Bacchantes Milesiennes': Revue des Études Grecques 32 (1919) 256 κέ. H E I C H E L H E I M F . , 'Tierdämonen' : Real - Eruyclop. d. class. Altertumswissenschaft V I A (1936) 862 κέ. H E I G L B . , Antike Mysteriensreligionen und Urchistentum. Münster 1932. H E M B E R G B . , 'Die idaischen Dactylen': Eranos 5 0 ( 1 9 5 2 ) 4 1 κέ. H e n t z e C., Mythes et Symboles Lunaires. (Chine ancienne, Civilisations anciennes de l'Asie, Peuples limitrophes du Pacifique.) Anvers 1932. H E P D I N O H . , Attis, seine Mythen und seine Kult ("Religionsgeschichtliche Versuche und Vorarbeiten" I). Glessen 1903. H E R B I O R., Neue Beobachtungen am Fries der Mysterien - Villa in Pompeji. Baden · Baden 1958. H E R K E N R A T H E., 'Mykenische Kultszenen': American Journal of Archaeology 41 (1937) 411 κέ. H E R M A N N , Η . V., 'Zur ältesten Geschichte von Olympia': Mitteilungen des deutschen Archäologischen Instituts: Athenische Abteilung 77 (1962) 3 κέ. H E R T E R H . , 'Phallen': Real - Eruyclop. der class. Altertumswissenschaft X I X (1938) 1670 κέ. 'Phallodia': αύτ. 1672 κέ. 'Phallophorie': αύτ. 1673 κέ. 'Phallos': αύτ. 1681 κέ. H E Y D E M A N Η . , Dionysos' Geburt und Pflege ("Winckelmannsprogramms" X ) Halle 1885.
- 258 --
H I L L E R VON GAERTRINGEN, F . , De Graecorum fabulis at Thraces pertinentibus quaestiones criticae. Berlin 1886. H O C A R T , Α . M., Kingship. Oxford 1927. HOLLAND, L . B . , ' T h e mantic mechanism at Delphi': American Journal of Archaeology 37 (1933) 201 κέ. HOLLEY, Ν. M., ' T h e Floating Chest': Journal of Hellenic Studies 69 (1949) 39 κέ.. Hooke, S. H., Myth and Ritual.