Λένα Διβάνη ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ Το Σύστημα Διεθνούς Προστασίας Της Κοινωνίας Των Εθνών

January 16, 2017 | Author: Ifathas | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Λένα Διβάνη ΕΛΛΑΔΑ &Ka...

Description

ΛΕΝΑ ΔΙΒΑΝΗ 

ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ  Το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών    ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ    ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ  ΑΘΗΝΑ 1995   

 

Digitized by 10uk1s 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ  Α.Δ.Χ.Μ. = Ανώτατη Διοίκηση Χωροφυλακής Μακεδονίας  A.S.E.E.R. = American Slavic and East European Review  B.H.R. = Bulgarian Historical Review  B.S. = Balkan Studies  C.E.A. = Contemporary European Affairs  Γ.Δ. = Γενική Διοίκηση  D.B.F.P. = Documents of British Foreign Policy  Δ.Δ.Δ.Δ. = Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης  Ε.Β. = Études Balkaniques  E.E.Q.= East European Quarterly  E.S.‐E. = L'Europe du Sud‐Est  F.O.P.= Foreign Office Papers  Φ.Ο. = Φόρεϊν Όφις (βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών)  J.C.H. = Journal of Contemporary History  J.H.D. = Journal of the Hellenic Diaspora  H.J. = The Historical Journal  M.E. = Μικτή Επιτροπή  M.R. = Macedonian Review  N.P. = Nationality Papers  P.V. = Procès Verbaux, Conférence de Lausanne sur les affaires du Proche Orient (1923)  R.G.D.I.P. = Revue Générale de Droit International Public  S.S.J. = South Slav Journal 

Digitized by 10uk1s 

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ  Η μελέτη αυτή, που επιχειρήθηκε σε μια δύσκολη εποχή εθνικιστικών συγκρούσεων, αφιερώνεται  σε  όλους  εκείνους  —  ιστορικούς  και  μη  —  που  προσπαθούν  να  αντιπαραθέσουν  έναν  ψύχραιμο,  «επιστημονικό»  λόγο  στις  πολεμικές  κάθε  πλευράς.  Αποφάσισα  να  προχωρήσω  έχοντας  πλήρη  συνείδηση  του  ότι  τα  μειονοτικά  προβλήματα  ανέκαθεν  επέστρεφαν  ως  μπούμερανγκ  εναντίον  όσων επιχειρούσαν να τα προσεγγίσουν και παρά τη σχετική έλλειψη ή τη μονομέρεια των πηγών  που  είχα  στη  διάθεσή  μου  (τα  αρχεία  των  βαλκανικών  κρατών  λ.χ.,  που  θα  μας  έδιναν  πλούσιο  υλικό  για  τις  περιπέτειες  των  ελληνικών  μειονοτήτων,  δεν  είναι  προσιτά).  Το  ερέθισμα  ήταν  οι  καινοτόμες  προσπάθειες  της  ΚτΕ  να  εξασφαλίσουν  προστασία  σε  όλους  τους  μειονοτικούς  πληθυσμούς  των  Βαλκανίων  και  της  Α.  Ευρώπης  —  κάτι  που  επιχειρείται  ξανά  στις  μέρες  μας.  Ο  στόχος ήταν να συγκεντρωθούν για πρώτη φορά σ' έναν τόμο και να αναλυθούν όλα τα μειονοτικά  προβλήματα της μεσοπολεμικής Ελλάδας καθώς επίσης και να αποτιμηθεί ο ρόλος που έπαιξαν στη  βαλκανική εξωτερική πολιτική εκείνης της εποχής. Αυτός είναι και ο λόγος που ασχολήθηκα μόνο με  τις  εθνικές  μειονότητες,  δηλαδή  αυτές  που  προσπάθησαν  να  πατρονάρουν  κατά  καιρούς  τα  υποτιθέμενα  συγγενικά  τους  κράτη.  Σ'  αυτές  συμπεριέλαβα  και  τους  Κουτσόβλαχους  γιατί  ενίοτε  χρησιμοποιήθηκαν από τη Ρουμανία και την Ιταλία  — αν και αμφισβητείται έντονα η ένταξή τους  στις  εθνικές  μειονότητες.  Για  τα  αναπόφευκτα  κενά  απολογούμαι  εκ  των  προτέρων  και  ελπίζω  σ'  ένα δημιουργικό διάλογο που θα φωτίσει όλα όσα έμειναν σκοτεινά μέχρι τώρα.  Σ'  αυτό  το  σημείο  θα  πρέπει  να  εκφράσω  τις  θερμές  μου  ευχαριστίες  στο  Greek  Institute  (Cambridge,  Mass.)  και  το  διευθυντή  του  Θανάση  Αναγνωστόπουλο,  που  μου  έδωσαν  την  οικονομική  δυνατότητα  να  κάνω  το  μεγαλύτερο  κομμάτι  της  βιβλιογραφικής  έρευνας  στο  Πανεπιστήμιο  του  Harvard  στη  Βοστώνη.  Την  έρευνά  μου  στο  αρχείο  της  ΚτΕ  στη  Γενεύη  διευκόλυναν  αφάνταστα  η  διευθύντρια  και  το  προσωπικό  των  αρχείων.  Τους  ευχαριστώ  για  την  ταχύτητα,  την  οργάνωση  και  την  αποτελεσματικότητά  τους.  Οφείλω  επίσης  έναν  καλό  λόγο  στους  υπεύθυνους και το προσωπικό του αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών, που προσπαθεί, παρά τις  δυσκολίες  και  τα  χρονίζοντα  προβλήματα,  να  εξυπηρετήσει  την  ιστορική  έρευνα.  Το  Κέντρο  Σπουδών  Νοτιοανατολικής  Ευρώπης  βοήθησε  σε  κάθε  περίπτωση  με  τον  καλύτερο  τρόπο  την  έρευνά  μου.  Ακόμα,  ένα  μεγάλο  ευχαριστώ  στα  μέλη  του  Τομέα  Διεθνών  Σπουδών  της  Νομικής  Σχολής  για  τη  φιλική  και  την  επιστημονική  συμπαράσταση  που  μου  προσέφεραν  καθ'  όλη  τη  διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής αυτής της μελέτης.  Στην  Αρετή  Μπουκάλα  που  διόρθωσε  και  επιμελήθηκε  το  δύσκολο  αυτό  δακτυλόγραφο  και  τον  εκδότη  της  Νεφέλης  Γιάννη  Δουβίτσα,  που  αγαπάει  πολύ  την  ιστορία,  το  τελευταίο  ευχαριστώ  —  αλλά με κεφαλαία.  ΛΕΝΑ ΔΙΒΑΝΗ  Απρίλιος 1995 

Digitized by 10uk1s 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ  Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ:  ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ  Η  δημιουργία  της  ΚτΕ  ήταν  κατά  κάποιο  τρόπο  η  απάντηση  του  αμερικανικού  και  του  βρετανικού  φιλελευθερισμού  στις  τρομερές  απώλειες  της  ανθρωπότητας  εξαιτίας  της  πρώτης  παγκόσμιας  σύρραξης.  Συνδέθηκε  με  το  όνομα  του  Ουίλσον  όχι  μόνο  γιατί  αυτός  ήταν  ο  πνευματικός  της  πατέρας, αλλά και για τους σκληρούς αγώνες που έδωσε για την υλοποίησή της. Για τον οραματιστή  αμερικανό Πρόεδρο ήταν σαφές ότι χωρίς την αναδιάρθρωση της παλιάς τάξης πραγμάτων, χωρίς  ένα  νέο  κοινωνικό  συμβόλαιο  που  θα  καθόριζε  τα  δικαιώματα  των  εθνών  και  θα  προσέφερε  την  αναγκαία  πολιτική  και  νομική  οργάνωση  του  κόσμου,  τα  θεμέλια  του  δυτικού  πολιτισμού  θα  σείονταν  απειλώντας  αξίες  και  θεσμούς.  Με  την  ΚτΕ  η  Δύση  απαντούσε  και  στη  γοητεία  της  Οκτωβριανής Επανάστασης και στους επικίνδυνους αναχρονισμούς της αντίδρασης.1  Πέραν αυτού  η πρώτη διεθνής οργάνωση θα βοηθούσε την Αμερική να βγει από τον παραδοσιακό απομονωτισμό  της, θα συντελούσε τα μάλα στην αποαποικιοποίηση και την κοινωνική δικαιοσύνη και ασφαλώς θα  ήταν το ιδανικό εργαλείο για την υλοποίηση των συνθηκών ειρήνης.  Το  πρόβλημα  ήταν  ότι  το  όραμα  του  Ουίλσον  δεν  είχε  πολλούς  φανατικούς  οπαδούς  εκείνη  την  εποχή.  Η  Μεγάλη  Βρετανία  έφτασε  στο  τέλος  του  πολέμου  χωρίς  συγκεκριμένα  σχέδια.  Οι  συντηρητικοί  πολιτικοί  της  κύκλοι  πίστευαν  ότι  η  ίδρυση  ενός  διεθνούς  οργανισμού  θα  λειτουργούσε απειλητικά για θέματα όπως η ρύθμιση των Εντολών, ο αφοπλισμός, τα μέτρα κατά  τρίτων  κ.λπ.2  Με  λίγα  λόγια  η  ΚτΕ,  αν  έπρεπε  να  γίνει,  θα  μπορούσε  μεν  να  συντονίζει  τη  διεθνή  συνεργασία αλλά χωρίς αποφασιστικές αρμοδιότητες. Για τον Λόυντ Τζωρτζ η ΚτΕ όφειλε να αρχίσει  συντηρητικά ως ένα συμβουλευτικό όργανο υπό τον απόλυτο έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων. Το  παιγνίδι τελικά κέρδισε ο πιο αποφασισμένος. Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου σήμαινε τόσο πολλά  για  τον  Ουίλσον  που  δεν  δίστασε  να  εκβιάσει  σχεδόν  τους  συμμάχους  του  ότι  θα  υπογράψει  χωριστή ειρήνη με τους Γερμανούς αν δεν τον βοηθήσουν. Οι ρεαλιστές Βρετανοί αποφάσισαν να  συμπλεύσουν χρησιμοποιώντας την υποχώρησή τους για να εξασφαλίσουν μια συμφέρουσα λύση,  μεταξύ άλλων και στο καυτό πρόβλημα της τύχης των αποικιών.3  Η  Γαλλία  ήταν  επίσης  διστακτική.  Διατηρούσε  κάποιες  επιφυλάξεις  ως  προς  τη  στάση  τής  υπό  δημιουργία  οργάνωσης  απέναντι  στη  Γερμανία.  Κατά  τον  Κλεμανσώ  «το  μόνο  που  ψάχνει  η  Γερμανία  είναι  η  ευκαιρία  να  μας  εκδικηθεί»,  γι'  αυτό  απαιτούσε  γραπτές  εγγυήσεις  και  επίσημο  ηθικό στιγματισμό των Γερμανών ως πρωταιτίων του πολέμου. Για να καταλαγιάσει τους γαλλικούς  φόβους,  ο  Ουίλσον  αναγκάστηκε  να  δεχτεί  την  κατάληψη  της  αριστερής  όχθης  του  Ρήνου  και  να  εγγυηθεί τη βοήθειά του σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης.4  Δυστυχώς  όμως  οι  ενδοαμερικανικές  διαμάχες  οδήγησαν  το  διεθνιστή  Ουίλσον  στην  ήττα  και  την  Αμερική πίσω στον παραδοσιακό της  απομονωτισμό. Η τάση που επεκράτησε ήταν ότι  οι ΗΠΑ  θα  μπορούσαν να κρατήσουν τη θέση τους ως υπερδύναμη με οικονομικά παρά με πολιτικά μέσα. Έτσι  οι  Αμερικανοί  διαχώρισαν  τη  θέση  τους  από  την  ΚτΕ  —  εκτός  από  το  ανθρωπιστικό  της  έργο  στο  οποίο συμμετείχαν πρόθυμα — παραχωρώντας στη Μεγάλη Βρετανία τον ηγετικό ρόλο. Σ' αυτό το  σημείο  η  ίδρυση  του  νέου  οργανισμού  κινδύνευσε  να  ματαιωθεί  αλλά  επεβίωσε  χάρη  στον  ενθουσιασμό  της  ευαισθητοποιημένης  ευρωπαϊκής  κοινής  γνώμης  και  την  ισχυρή  επιρροή  των  φιλελεύθερων  πολιτικών  κύκλων.  Η  βρετανική  αντιπροσωπεία,  με  επικεφαλής  το  λόρδο  Σέσιλ,  ανέλαβε να διαμορφώσει τον καταστατικό χάρτη της ΚτΕ και να τοποθετήσει στην κορυφαία θέση  μια  εξέχουσα  προσωπικότητα  με  παγκόσμια  ακτινοβολία,  ικανή  να  παίξει  ανεξάρτητο  και  σημαίνοντα  ρόλο  στις  διεθνείς  διαφορές.  Τα  Χριστούγεννα  του  1918  η  υπ'  αριθμόν  ένα  υποψηφιότητα ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος απέρριψε την τιμητική προσφορά γιατί ήταν  πιο  απαραίτητος  στην  πατρίδα  του  παρά  στην  ανθρωπότητα  εκείνη  την  κρίσιμη  στιγμή. 5  Συζητήθηκαν  τότε  και  άλλες  σημαντικές  υποψηφιότητες  —  από  τον  Γιαν  Σματς  μέχρι  τον  ίδιο  το  Digitized by 10uk1s 

λόρδο  Σέσιλ  —  αλλά  αφού  δεν  βρέθηκε  διαθέσιμος  κανένας  κατάλληλος,  έγινε  αναγκαστικά  μια  «διόρθωση» στις αρμοδιότητες του Γενικού Γραμματέα. Τώρα ζητούσαν έναν πολιτικό με πείρα στη  δημόσια διοίκηση και βρήκαν το έμπειρο στέλεχος του Φόρεϊν Όφις σερ Έρικ Ντράμοντ, μέλος της  βρετανικής  αντιπροσωπείας,  άνθρωπο  εμπιστοσύνης  των  Γάλλων  και  των  Αμερικανών  επίσης.  Ο  Ντράμοντ αποδείχτηκε τελικά άριστη επιλογή. Διατηρούσε μεν πάντα μια στενή επαφή με το Φ.Ο.,  αλλά φρόντιζε παράλληλα τις ισορροπίες του με τους Γάλλους που είχαν διαφορετική άποψη για το  ρόλο της ΚτΕ. Μέσω του προσωπικού της Γραμματείας διατήρησε επίσης έναν υπόγειο σύνδεσμο με  όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης και της Αμερικής.6  Η  ΚτΕ  άρχισε  επίσημα  τη  λειτουργία  της  τον  Ιανουάριο  του  1920  και  έκανε  την  τελευταία  της  συνεδρίαση τον Απρίλιο του 1946. Η πιο δημιουργική της περίοδος ήταν η εξαετία 1924‐1930. Τότε  οι  υπουργοί  Εξωτερικών  άρχισαν  να  συγκεντρώνονται  στη  Γενεύη  κάθε  Σεπτέμβριο  μεταμορφώνοντάς  τη  σ'  ένα  σπουδαίο  διεθνές  forum.  Το  μεγάλο  πρόβλημα  όμως  ήταν  ότι  η  νέα  αυτή διεθνής οργάνωση δεν ήταν και τόσο διεθνής στην πραγματικότητα. Κατά διαστήματα έλειπαν  μεγαθήρια  όπως  οι  ΗΠΑ,  η  ΕΣΣΔ,  η  Γερμανία  και  η  Ιαπωνία.  Ο  λόγος  ήταν  ότι  η  ΚτΕ  συνδέθηκε  υπερβολικά  στενά  με  τις  συνθήκες  ειρήνης  και  τους  Αγγλογάλλους,  δηλαδή  με  το  Status  quo  των  Βερσαλλιών, αποκτώντας έτσι φανατικούς φίλους —τους οπαδούς του status quo — και εμπαθείς  εχθρούς — τις αναθεωρητικές δυνάμεις.  Η Γερμανία την αποκαλούσε «Κοινωνία των Εχθρών» και όταν αποφάσισε το 1926 να μετάσχει ως  πλήρες μέλος, στόχευε όχι στη διατήρηση της ειρήνης, αλλά στη σταδιακή αλλαγή της ισορροπίας  δυνάμεων μέσα από τη συνεργασία της με τις μικρότερες δυνάμεις εναντίον των νικητών. Η αρχική  ευφορία στο γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών είχε πια υποχωρήσει τελείως το 1929. Οι νικητές του  πολέμου  δέσποζαν  ακόμα  πλήρως  και  ο  γερμανικός  τύπος  κατηγορούσε  ανοιχτά  την  ΚτΕ  ότι  δεν  αντιμετώπιζε  τη  χώρα  τους  ισότιμα  και  δίκαια.  Έτσι  η  Γερμανία  απεκδύθηκε  το  μανδύα  της  μετριοπάθειας  που  χρησιμοποίησε  στην  αρχή  και  άρχισε  να  συγκρούεται  φανερά.  Το  1933  η  αποχώρησή της ήταν ζήτημα χρόνου.7  Η  Σοβιετική  Ένωση  από  την  άλλη  μεριά  θεωρούσε  —και  όχι  τελείως  αδικαιολόγητα...—  την  ΚτΕ  «ιερά  συμμαχία  της  μπουρζουαζίας  για  την  καταπίεση  της  προλεταριακής  επανάστασης».  Όπως  κατήγγειλε  και  ο  κομισάριος  για  τις  εξωτερικές  υποθέσεις  Τσιτσέριν,  οι  καπιταλιστές  ζητούσαν  εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στη ρωσική μεθόριο αλλά όχι στην Ιρλανδία, στην Αίγυπτο ή  την Ινδία. Βεβαίως η ΕΣΣΔ απεχθανόταν τους  καπιταλιστές αλλά χρειαζόταν τα κεφάλαιά τους για  την  ανοικοδόμησή  της,  όπως  και  τη  βοήθειά  τους  σε  ανθρωπιστικές  προσπάθειες  όπως  ο  επαναπατρισμός των αιχμαλώτων και τραυματιών του πολέμου. Άρχισε λοιπόν ένα δειλό φλερτ το  1927 με την αποστολή σοβιετικού εκπροσώπου στη Διάσκεψη της Γενεύης για τον Αφοπλισμό που  γινόταν υπό την αιγίδα της ΚτΕ. Ο πιο «δυτικός» Λίτβινωφ άρχισε πια να εμφανίζεται συστηματικά  στα διεθνή fora αποζητώντας τη δυτική αναγνώριση. Η πραγματική όμως μεταστροφή έλαβε χώρα  το 1933 με την αποχώρηση της Γερμανίας και την άρνηση της Ιαπωνίας να δεχτεί περιορισμό των  εξοπλισμών.  Τότε  οι  Σοβιετικοί  εγκατέλειψαν  τις  ακραίες  θεωρίες  τους  που  εξίσωναν  τη  σοσιαλδημοκρατία  με  το  φασισμό  και  άρχισαν  να  αναζητούν  συνοδοιπόρους  ανάμεσα  στους  οπαδούς του status quo. Στις 19.9.1933 η ΕΣΣΔ έγινε μέλος της ΚτΕ. Το πρόβλημα ήταν όμως ότι οι  Αγγλογάλλοι ποτέ δεν εμπιστεύτηκαν πραγματικά τους Σοβιετικούς. Η εξάπλωση του κομμουνισμού  υπήρξε γι' αυτούς ένας πραγματικός εφιάλτης και φυσικά υπονόμευσε κάθε ειλικρινή προσπάθεια  συνεργασίας σπρώχνοντας τελικά την ΕΣΣΔ στην αγκαλιά της Γερμανίας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό  ότι η τελευταία πράξη της ΚτΕ ήταν η αποπομπή της ΕΣΣΔ λόγω της επίθεσης κατά της Φινλανδίας.8  Οι  μεγάλοι  αγνοημένοι  μέχρι  τότε,  τα  μικρά  κράτη,  παρόλο  που  εξακολουθούσαν  να  μην  έχουν  σημαντική  επιρροή,  βρήκαν  μια  πολύ  ελκυστική  αρένα  στη  Γενεύη.  Κάθε  υπουργείο  Εξωτερικών  δημιούργησε ειδικό τμήμα για την ΚτΕ με φιλόδοξα στελέχη και προσπάθησε να κάνει την καλύτερη  δυνατή  εντύπωση  για  να  εξασφαλίσει  ειρηνική  επιβίωση,  εγγυητές  για  εξωτερικό  δανεισμό  και  Digitized by 10uk1s 

κυρίως  απαλλαγή  απ'  το  βραχνά  της  αποκλειστικής  εξάρτησης  από  τις  Μεγάλες  Δυνάμεις.  Αυτό  ήταν  άλλωστε  και  το  αρχικό  όραμα  που  οδήγησε  στη  γέννηση  της  ΚτΕ:  η  αντικατάσταση  του  (διε)φθαρμένου παραδοσιακού πολιτικού συστήματος με τις διεθνείς ίντριγκες και τις θνησιγενείς  συμμαχίες  συμφερόντων  από  μια  παγκόσμια  οργάνωση  που  θα  έλυνε  δίκαια  και  αμερόληπτα  τα  προβλήματα μικρών και μεγάλων κρατών κρατώντας μακριά την απειλή του πολέμου.  Αυτό το ρομαντικό όραμα ουδέποτε υλοποιήθηκε — όπως ήταν φυσικό. Η ΚτΕ μπορεί να «φόρεσε  τα φιλελεύθερα ρούχα του Ουίλσον», αλλά στην ουσία η πρακτική της ήταν η συνέχιση της παλιάς  διπλωματίας  με  σύγχρονο  τρόπο.  Οι  δυνάμεις  που  τη  δημιούργησαν  και  την  ήλεγχαν  μέσω  του  Συμβουλίου,  την  ακινητοποιούσαν  τελείως  αν  δεν  υπήρχε  ομόφωνη  συγκατάθεσή  τους.  Όμως  η  ομοφωνία ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί σ' ένα forum όπου συμβίωναν αναθεωρητικές χώρες  και  νικητές,  σοσιαλιστές  και  αστοί  που  έτρεμαν  ο  ένας  τον  άλλον  —  για  να  μην  αναφέρουμε  την  αγγλογαλλική  αντιπαλότητα.  Έτσι  η  ΚτΕ  έδρασε  αποτελεσματικά  μόνο  όταν  οι  Μεγάλες  Δυνάμεις  της  εποχής  δεν  είχαν  αντιρρήσεις.  Η  Ελλάδα  χρησίμευσε  δυστυχώς  ως  απόδειξη  και  στις  δύο  περιπτώσεις.  Όταν  δέχτηκε  αδικαιολόγητη  επίθεση  του  Μουσολίνι  το  1923  με  αφορμή  τη  δολοφονία του στρατηγού Τελίνι9, η Ιταλία κατόρθωσε να βγάλει τελείως έξω από το παιγνίδι την  ΚτΕ. Το ζήτημα χειρίστηκε τελικά η αναρμόδια Πρεσβευτική Διάσκεψη ρίχνοντας όλα τα βάρη στο  θύμα της επίθεσης, δηλαδή την Ελλάδα. Αντίθετα στην ελληνοβουλγαρική κρίση του 192510  η ΚτΕ  λειτούργησε υποδειγματικά και τιμώρησε δικαίως τον επιτιθέμενο, δηλαδή την Ελλάδα. Οι έπαινοι  ακούστηκαν  τότε  στον  υπερθετικό.  Ξαφνικά  η  Γενεύη  έμοιαζε  με  μαγικό  κλειδί  για  την  ασφάλεια  όλων  των  εθνών.  Οι  θριαμβολογούντες  λησμόνησαν  φυσικά  να  λάβουν  υπόψη  τους  ότι  στο  ελληνοβουλγαρικό  συνοριακό  επεισόδιο  δεν  υπήρχε  ανάμιξη  των  Μεγάλων  Δυνάμεων  ούτε  αντικρουόμενα  συμφέροντά  τους.  Υπήρχαν  μόνο  δύο  μικρές  βαλκανικές  χώρες  χωρίς  ισχυρούς  φίλους. Επρόκειτο δηλαδή για μια απλούστατη περίπτωση χωρίς νομικές και πολιτικές περιπλοκές.  Από το 1929, με την οικονομική καταστροφή που σκίασε την εικόνα της μεταπολεμικής ευφορίας,  ώς το 1933, η λέξη «κρίση» ακουγόταν ολοένα και πιο συχνά.11  Η ΚτΕ παρακολουθούσε αμήχανα τη  Γερμανία και την Ιαπωνία να την εγκαταλείπουν, τη διάλυση της διάσκεψης για τον αφοπλισμό, την  ανυπαρξία ουσιαστικής απάντησης στην επιθετικότητα της Ιταλίας, της Ιαπωνίας και της Γερμανίας.  Η διεθνής κοινότητα, που άλλωστε είχε ήδη στραφεί συμπληρωματικά στα παραδοσιακά σχήματα  ισορροπίας  δυνάμεων  από  την  εποχή  του  Λοκάρνο,  συνειδητοποίησε  οδυνηρά  ότι  η  ΚτΕ  ήταν  ανίκανη  να  αντισταθεί  στην  επιθετικότητα  των  Μεγάλων  Δυνάμεων  και  φυσικά  ήταν  αδύνατο  να  αντιμετωπίσει την απειλή του πολέμου. Τελικά η πρώτη διεθνής οργάνωση ήταν μια προσευχή για  την ειρήνη που δεν εισακούστηκε.12 

Digitized by 10uk1s 

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ   

 

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1  Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ  ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΩΝ  Α) ΟΙ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ  1. Η μειονοτική προστασία ως προϊόν ανάγκης και συγκυρίας  Η εξέλιξη της Ανατολικής Ευρώπης ακολούθησε μια πολύ διαφορετική διαδικασία από την εξέλιξη  της  Δυτικής.  Στη  Δυτική  Ευρώπη  μετά  το  τέλος  της  μεγάλης  μετανάστευσης  υπήρξε  μια  σχετική  σταθερότητα  των  πληθυσμών.  Μόλις  διαλύθηκαν  οι  φεουδαρχικές  μεσαιωνικές  δομές  και  υπερίσχυσαν οι κεντρομόλες, ενοποιητικές, έκανε την εμφάνισή του το εθνικό αίσθημα κυρίως ως  αντίδραση  στην  παπική  κυριαρχία.  Την  εποχή  της  Γαλλικής  Επανάστασης  και  των  εθνικισμών  λοιπόν,  τα  εθνικά  κινήματα  της  περιοχής  είχαν  χαρακτήρα  πολιτικό  και  εδαφικό  και  δεν  έδιναν  ιδιαίτερη σημασία στη φυλή ή τη γλώσσα.  Στην  Ανατολική  Ευρώπη  αντίθετα  είχαμε  μεγάλες  και  συνεχείς  μετακινήσεις  πληθυσμών  με  συνακόλουθες αναμίξεις φυλών, θρησκειών και γλωσσών μέχρι πρόσφατα. Σε πολλές περιπτώσεις  οι  διάφορες  ομάδες  δεν  αφομοιώθηκαν  είτε  λόγω  προσωρινότητας  είτε  λόγω  πολιτικής  των  κρατούντων.  Κατ'  αυτό  τον  τρόπο  εκεί  επεκράτησε  η  έννοια  της  εθνικότητας  ως  προσδιορισμού  φυλετικής,  γλωσσικής  και  θρησκευτικής  συγγένειας,  χωρίς  όμως  αναγκαστική  σύνδεση  με  τον  τόπο.1  Τα νέα έθνη της Ανατολικής Ευρώπης μπορεί να συνειδητοποιήθηκαν πολύ αργότερα από τα  λεγόμενα  παλαιά,  αλλά  το  έκαναν  με  πολύ  ταχύτερους  ρυθμούς  καθοδηγούμενα  από  ελίτ  επηρεασμένες από τις ευρωπαϊκές ιδέες.2  Στη διαδικασία της συνειδητοποίησης έπαιξαν ρόλο ένας  ή περισσότεροι παράγοντες, όπως η θρησκεία, η γλώσσα, η κοινωνική δυσαρέσκεια, η οικονομική  καταπίεση κ.λπ. Πολύ βοηθητική υπήρξε επίσης η ανάπτυξη της επικοινωνίας που συντελούσε στην  ταχύτερη διάδοση των ιδεών.  Η έννοια της μειονότητας διαμορφώθηκε μαζί με την έννοια του εθνικού κράτους γιατί η σύμπτωση  των κρατικών με τα εθνικά σύνορα δεν ήταν παρά μία ακόμα δημοφιλής ουτοπία. Όταν δε το εθνικό  κράτος  άρχισε  να  αποκτά  κάποια  χαρακτηριστικά  κράτους  προνοίας,  άνοιξε  και  ο  δρόμος  για  την  προστασία των μειονοτικών ομάδων.3  Οι  πρώτες  εγγυήσεις  προστασίας  αφορούσαν  τις  θρησκευτικές  μειονότητες 4   που  ενίοτε  ταυτίζονταν με τις εθνικές, ιδίως στα Βαλκάνια. Η πρώτη εγγύηση που δόθηκε σε εθνική μειονότητα  περιλαμβανόταν  στην  τελική  πράξη  του  Συνεδρίου  της  Βιέννης  όπου  η  Ρωσία,  η  Πρωσία  και  η  Αυστρία  εγγυήθηκαν  την  προστασία  των  πολωνικής  καταγωγής  υπηκόων  τους. 5   Το  μεγάλο  θεωρητικό ζήτημα  που  προέκυψε τότε  εξακολουθεί  να  υφίσταται κατά κάποιο τρόπο και σήμερα,  μιας  και  δεν  έχει  διατυπωθεί  ακόμα  ένας  πλήρης  και  ικανοποιητικός  ορισμός  της  εθνικής  μειονότητας.  Όλοι  συμφωνούν  ότι  για  να  αποτελέσει  μια  ομάδα  έθνος  προϋποτίθενται  κάποιες  αναγκαίες συνθήκες, όπως φυλετική συγγένεια, κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, κοινή ιστορία, κοινή  παράδοση εκφρασμένη σε μύθους και τραγούδια κ.λπ. Κανένα απ' αυτά τα κριτήρια όμως δεν είναι  απολύτως  ασφαλές.  Υπάρχουν  Έλληνες  που  δεν  μιλούν  ελληνικά  και  δεν  είναι  χριστιανοί  Ορθόδοξοι, για να χρησιμοποιήσουμε ένα πρόχειρο παράδειγμα. Το ασφαλέστερο κριτήριο τελικά  φαίνεται να είναι η πίστη των ανθρώπων ότι ανήκουν σ' ένα έθνος — μια πίστη που διαμορφώνεται  μέσα από κοινά χαρακτηριστικά και κοινούς αγώνες.6  Ως προς την καθιέρωση της μειονοτικής προστασίας μπορούμε να πούμε ότι σε ολόκληρο τον 19ο  αιώνα βλέπουμε να διαμορφώνονται δύο τάσεις: α) Η παροχή πολυμερών εγγυήσεων απέναντι στις  μειονοτικές  ομάδες  και  β)  Η  καθιέρωση  διακρίσεων  μεταξύ  των  κρατών.  Βλέπουμε  δηλαδή  ότι  οι  Digitized by 10uk1s 

υποχρεώσεις μειονοτικής προστασίας βάρυναν συνήθως κάποια κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, τα  θεωρούμενα αδύνατα, αυταρχικά ή ασταθή, δηλαδή «δευτέρας τάξεως». Τα «φιλελεύθερα» κράτη  της Δυτικής Ευρώπης εθεωρούντο φυσικά υπεράνω υποψίας καταπιέσεων...7  Στο τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου, που δεν προκλήθηκε μεν από τους εθνικούς ανταγωνισμούς  αλλά  τους  όξυνε  πάρα  πολύ,  ο  Ουίλσον  έφερε  στην  επιφάνεια  την  αρχή  της  αυτοδιάθεσης  των  λαών.  Λέγεται  ότι  ποτέ  άλλοτε  δεν  έγινε  τόση  προσπάθεια  χάραξης  του  χάρτη  πάνω  σε  εθνικές  γραμμές  —  πλην  επί  ματαίω.  Δημιουργήθηκαν  νέα  κράτη,  έγιναν  εδαφικές  ανακατατάξεις,  έγιναν  μέχρι  και  ανταλλαγές  πληθυσμών  αλλά  βεβαίως  το  ιδανικό  «ένα  κράτος,  ένα  έθνος»  δεν  ήταν  εφικτό. Τα νέα κράτη ήταν επίσης πολυεθνικά σε κάποιο βαθμό, δεν είχαν διοικητική εμπειρία και  δυστυχώς  παρουσίαζαν  μεγάλη  δυσανεξία  απέναντι  στις  μειονότητές  τους.8  Άλλωστε  οι  δομές  έχουν πια αλλάξει. Οι ημιαυτόνομες τοπικές κυβερνήσεις των πολυεθνικών αυτοκρατοριών έδωσαν  τη  θέση  τους  στο  κεντρικό  κράτος.  Η  γραφειοκρατία  ανήκε  πλέον  στην  πλειονότητα,  ήταν  εγκατεστημένη στην πρωτεύουσα και σκοπό είχε την επιβολή των εθνικών χαρακτηριστικών της. Ο  στρατός ήταν ακόμα πιο εθνικοποιημένος από τη διοίκηση και σε διαρκή ετοιμότητα.9  Ήταν λοιπόν  ανάγκη μεγάλη να προστατευτούν οι μειονότητες για να λιγοστέψουν οι τριβές και να προστατευτεί  η ανθρωπότητα απέναντι στο ενδεχόμενο νέας αιματηρής σύρραξης.  Πρέπει να αναφερθούμε όμως σ' αυτό το σημείο στον πολύ καθοριστικό —και σχετικά άγνωστο—  ρόλο  που  διαδραμάτισαν  οι  Εβραίοι  ως  ισχυρότατη  ομάδα  πίεσης  στη  Συνδιάσκεψη  της  Ειρήνης  υπέρ  της  δημιουργίας  ενός  διεθνούς  συστήματος  που  να  προστατεύει  αυτούς  και  τις  υπόλοιπες  μειονότητες  από  την  κρατική  αυθαιρεσία.10  Στο  Παρίσι  το  εβραϊκό  λόμπυ  είχε  στείλει  επίσημη  αντιπροσωπεία11  για  να  συζητήσει  τη  λύση  Μπάλφουρ  περί  ιδρύσεως  εβραϊκού  κράτους  στην  Παλαιστίνη.  Ακόμα  και  το  κράτος  αυτό  όμως  δεν  θα  ήταν  αποτελεσματική  λύση  στα  προβλήματά  τους.  Υπενθυμίζουμε  ότι  περί  τα  10.000.000  Εβραίοι  ζούσαν  σε  συνθήκες  έκρυθμες  κυρίως  στα  εδάφη των διαλυμένων αυτοκρατοριών και είχαν την υποψία ότι τα νέα κράτη θα ήταν ακόμα πιο  δυσανεκτικά  απέναντι  στις  μειονότητες  από  τους  πολυεθνικούς  γίγαντες  εντός  των  οποίων  είχαν  μάθει  να  επιβιώνουν.  Κινητοποίησαν  λοιπόν  όλα  τα  μέσα  που  είχαν  στη  διάθεσή  τους  εκείνη  την  κρίσιμη και ρευστή εποχή για να αποτρέψουν τη βίαιη γλωσσική και θρησκευτική αφομοίωσή τους.  Ευτυχώς  γι'  αυτούς,  το  εβραϊκό  λόμπυ  στη  Συνδιάσκεψη  ήταν  πολύ  ισχυρό.  Εκτός  από  τα  ηχηρά  ονόματα της επίσημης αντιπροσωπείας12, Εβραίοι ήταν ακόμα ο βαρόνος Σονίνο από την Ιταλία, ο Ε.  Μόνταγκιου από τη Μεγάλη Βρετανία, ο ισχυρός αμερικανός οικονομικός και πολιτικός παράγων Χ.  Μόργκενταου  και  άλλοι  πολλοί.  Ο  λόρδος  Σέσιλ13  ήταν  επίσης  μια  καθοριστική  παρουσία  στο  πλευρό τους. Η φωνή των Εβραίων όμως στη Συνδιάσκεψη ήταν ο ίδιος ο Πρόεδρος Ουίλσον. Αυτός  ήταν  που  συνεσκέφθη  με  όλα  τα  κορυφαία  στελέχη  του  αμερικανοεβραϊκού  Κογκρέσου  και  τους  διαβεβαίωσε ότι τα δικαιώματά τους θα διασφαλιστούν. Απ' αυτόν έγινε η προσπάθεια να περάσει  μια  γενική  μειονοτική  πρόβλεψη  —με  έμφαση  στη  θρησκευτική  ελευθερία—  στον  Καταστατικό  Χάρτη (Covenant) της ΚτΕ. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε γιατί ήταν πολύ γενική και φόβισε μέχρι και  το λόρδο Σέσιλ, που δεν λησμονούσε ότι αντιπροσώπευε μια Αυτοκρατορία... Ο Βενιζέλος τότε είχε  ζητήσει να μη γίνει καμία συζήτηση σ' εκείνο το στάδιο για ένα τόσο περίπλοκο θέμα — όπερ και  εγένετο.14  Η  επόμενη  προσπάθεια  ήταν  να  περάσουν  όροι  μειονοτικής  προστασίας  στις  εδαφικές  συνθήκες,  αρχής  γενομένης  από  την  Πολωνία,  μια  χώρα  που  φιλοξενούσε  εκατομμύρια  Εβραίων  και  για  την  οποία υπήρχαν ήδη κάποιες καταγγελίες καταπιέσεων. Η συνθήκη που αναγκάστηκε να υπογράψει  η  Πολωνία  για  να  κερδίσει  την  ανεξαρτησία  της  έγινε  το  πρότυπο  για  όσες  ακολούθησαν  και  την  υποχρέωνε να αναγνωρίσει τις εγγυήσεις που οι Μεγάλες Δυνάμεις θα έκριναν απαραίτητες για την  προστασία φυλετικών, γλωσσικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.15  Τα  μικρά  κράτη  θεώρησαν  τη  μονόπλευρη  αυτή  επιβολή  προσβλητική  διάκριση  εναντίον  τους  και  Digitized by 10uk1s 

διαμαρτυρήθηκαν  εντονότατα  με  αποκορύφωμα  το  διάβημα  του  πολωνού  πρωθυπουργού  Παντερέφσκι  και  του  πρωθυπουργού  της  Ρουμανίας  Μπρατιάνου  ενώπιον  της  Ολομέλειας  στις  31.5.19.  Ο  τύπος  χαρακτήρισε  το  γεγονός  «επανάσταση  των  μικρών  δυνάμεων». 16   Οι  διαμαρτυρόμενοι  επικαλέστηκαν  μέχρι  και  τα  14  σημεία  του  Ουίλσον  για  να  τεκμηριώσουν  τη  θεωρία  τους  περί  απαράδεκτης  ανισότητας.  Μην  ξεχνάμε  ότι  η  Ιταλία,  όταν  έγινε  λόγος  για  την  προστασία  της  γερμανικής  μειονότητας  στο  έδαφός  της,  απάντησε  ότι  η  θέση  της  ως  μεγάλης  δύναμης  δεν  της  επιτρέπει  να  δεχτεί  τέτοιες  υποχρεώσεις!  Η  απάντηση  που  πήραν  οι  αγανακτισμένοι ανατολικοί ήταν  σαφής και κάπως κυνική. Ήρθε από τον Ουίλσον αυτοπροσώπως  και  νομιμοποιούσε  τη  διάκριση  ανάμεσα  σε  μεγάλες  και  μικρές  δυνάμεις:  «Δεν  μπορούμε  να  κλείσουμε τα μάτια στο γεγονός ότι σε τελευταία ανάλυση η στρατιωτική και ναυτική δύναμη των  Μεγάλων  Δυνάμεων  θα  εγγυηθεί  τελικά  την  ειρήνη  του  κόσμου». 17   Με  άλλα  λόγια,  εμείς  πληρώσαμε για τον πόλεμο, εμείς θα επιβάλουμε τους όρους της ειρήνης.  2. Η διαδικασία: Τύπος και ουσία του συστήματος  Το  σύστημα  προστασίας  των  μειονοτήτων  υπό  την  αιγίδα  της  ΚτΕ  ήταν  κάπως  πολύπλοκο.  Κατ'  αρχάς τα δεσμευόμενα κράτη χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες:  • Τα  ηττημένα  κράτη  που αναγκάστηκαν να υπογράψουν μαζί με τις συνθήκες ειρήνης και όρους  μειονοτικής  προστασίας.  Η  Αυστρία  υπέγραψε  τη  Συνθήκη  του  Αγίου  Γερμανού  στις  20.9.1919,  η  Βουλγαρία  τη  Συνθήκη  του  Νεϊγύ  στις  27.11.1919,  η  Ουγγαρία  τη  Συνθήκη  του  Τριανόν  στις  4.6.  1920 και η Τουρκία τη Συνθήκη της Λωζάνης στις 24.7. 1923.  •  Τα  νέα  και  διευρυμένα  κράτη  υπέγραψαν  ειδικές  μειονοτικές  συνθήκες  με  τους  Συμμάχους.  Η  Πολωνία  πρώτη  υπέγραψε  συρόμενη  στις  28.6.1919.  Η  Τσεχοσλοβακία  και  η  Γιουγκοσλαβία  στις  10.9.1919,  η  Ρουμανία  στις  9.12.1919  —με  επέκταση  στις  28.10.1920  για  τη  Βεσσαραβία  —  και  η  Ελλάδα στις 10 Αυγούστου 1920.  •  Τα  κράτη  που  προσχώρησαν  αργότερα  στο  σύστημα  υπό  διαφορετικές  συνθήκες.  Στην  πρώτη  ολομέλεια  της  ΚτΕ,  κατά  τη  διαδικασία  αποδοχής  νέων  μελών,  ζητήθηκε  από  τα  υποψήφια  κράτη‐μέλη να υπογράφουν ανάλογες μειονοτικές συνθήκες. Αυτό δεν γενικεύτηκε, σκοντάφτοντας  πάλι στη γνωστή θεωρία ότι είναι προσβολή στην κρατική κυριαρχία, αλλά κατόρθωσε να επιβληθεί  στα πιο αδύναμα κράτη όπως η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία, καθώς και στην Αλβανία. Όταν  συζητιόταν  η  προσχώρηση  της  Αλβανίας 18   το  Δεκέμβριο  του  1920,  η  Ελλάδα  ζήτησε  να  της  αναγνωριστεί  ειδικό  δικαίωμα  καταγγελίας  των  μειονοτικών  παραβιάσεων  στη  χώρα  αυτή.  Η  Αλβανία το αρνήθηκε μετά βδελυγμίας αλλά δέχτηκε εντούτοις το δικαίωμα της ΚτΕ να παρεμβαίνει  υπέρ των μειονοτήτων με στόχο τη διαφύλαξη της διεθνούς ειρήνης. Ένα ακόμα αίτημα της Ελλάδας  που  απερρίφθη  ήταν  η  μόνιμη  εγκατάσταση  διεθνούς  επιτηρητή  της  εφαρμογής  της  μειονοτικής  προστασίας.19  •  Τα  κράτη  που  συμμετείχαν  μερικώς  στο  σύστημα,  όπως  η  Φινλανδία  (η  προστασία  αφορούσε  μόνο  τα  νησιά  Άαλαντ)  και  η  Γερμανία,  που  υπέγραψε  μια  διμερή  συμφωνία  με  την  Πολωνία  παρέχοντας ένα ειδικό μειονοτικό καθεστώς στην Άνω Σιλεσία.  Με την προσχώρησή της στο σύστημα κάθε μειονοτική χώρα υποχρεωνόταν να εξασφαλίσει:  • Συνταγματική ισχύ στη Συνθήκη.  • Ιθαγένεια σε όλα τα άτομα που γεννήθηκαν στη χώρα αυτή και δεν έχουν καμία ιθαγένεια.  • Ισότητα αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων όλων των υπηκόων της.  Digitized by 10uk1s 

• Προστασία της ζωής, της ελευθερίας και της θρησκευτικής λατρείας όλων των υπηκόων της χωρίς  εξαίρεση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας ή θρησκείας.  • Ελεύθερη χρήση της γλώσσας των μειονοτήτων.  •  Ελεύθερη  ίδρυση  θρησκευτικών  ιδρυμάτων  και,  όπου  υπήρχε  αρκετό  ποσοστό  μειονοτικού  πληθυσμού, ελεύθερη ίδρυση σχολείων στη γλώσσα της μειονότητας.  • Ανάλογη ροή εθνικών πόρων στις μειονοτικές περιοχές.  Η  εξασφάλιση  αυτών  των  όρων  συνιστούσε  διεθνή  υποχρέωση  κάθε  χώρας  η  οποία  ήταν  πλέον  υποχρεωμένη  να  λογοδοτεί  στην  ΚτΕ  και  όχι  στα  συγγενικά  κράτη.  Σ'  αυτό  το  σημείο  ακριβώς  έγκειται  ο  πρωτοποριακός  χαρακτήρας  του  συστήματος  αυτού,  στο  ότι  δηλαδή  θεωρεί  πως  τα  μειονοτικά  προβλήματα  έχουν  ένα  διεθνή  χαρακτήρα  και  υπεύθυνη  για  τη  λύση  τους  είναι  η  διεθνής  κοινότητα  και  κανένας  άλλος.20  Σύμφωνα  με  την  ιδεαλιστική  σύλληψη  της  ΚτΕ,  η  διεθνής  αντιμετώπιση  των  μειονοτικών  προστριβών  θα  ουδετεροποιούσε  το  πρόβλημα  και  θα  διευκόλυνε  τη  λύση  του  συνδυάζοντας  τα  συμφέροντα  της  μειονότητας,  του  κράτους  που  τη  φιλοξενεί,  του  συγγενικού  της  κράτους  και  της  διεθνούς  κοινότητας!  Ίσως  πρέπει  να  αποδώσουμε  μέρος  της  υπερβολικής αυτής ελπίδας της διεθνούς κοινότητας στη μεταπολεμική ευφορία...  Τα δικαιώματα που αναγνωρίζονταν στις μειονότητες ήταν δύο ειδών: α) δικαιώματα των ατόμων,  που κατοχύρωναν την προστασία τους από τις διακρίσεις, και β) δικαιώματα των ατόμων ως μελών  μειονοτικών  ομάδων  που  χρειάζονταν  ειδικά  θετικά  μέτρα  για  την  προστασία  της  γλώσσας,  της  θρησκείας τους κ.λπ. Για τη δεύτερη αυτή κατηγορία οι γνώμες στασιάζονται. Κάποιοι πιστεύουν ότι  και τα δικαιώματα που προστατεύουν τα ειδικά χαρακτηριστικά μιας ομάδας παραμένουν ατομικά  δικαιώματα.  Ο  Ουίλσον,  κατ'  αυτούς,  ήταν  πολύ  φιλελεύθερος  για  να  υιοθετήσει  συλλογικά  δικαιώματα,  πράγμα  που  αποδεικνύει  και  η  ορολογία  που  χρησιμοποιήθηκε  στις  μειονοτικές  συνθήκες.21  Άλλοι διαφωνούν ριζικά και πιστεύουν ότι η ΚτΕ προστάτευε συνδυασμό ατομικών και  συλλογικών  δικαιωμάτων. 22   Όποια  θεωρία  και  να  υιοθετήσει  κανείς,  είναι  σίγουρο  ότι  τα  δικαιώματα της δεύτερης κατηγορίας αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του συστήματος.  Η  αρμοδιότητα  για  την  εύρυθμη  λειτουργία  του  συστήματος  ανήκε  στο  τμήμα  μειονοτήτων  της  Γραμματείας  και  στο  Συμβούλιο  της  ΚτΕ.  Όταν  η  διαφορά  ήταν  αδύνατο  να  διευθετηθεί  κατέληγε  —σπανίως— στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.  Μια καταγγελία μπορούσε να προέλθει από οποιαδήποτε πηγή.23  Ο πρώτος της αποδέκτης ήταν η  Γραμματεία  (τμήμα  μειονοτήτων),  η  οποία  και  έκρινε  αν  μπορούσε  να  γίνει  αποδεκτή.  Το  τμήμα  αυτό  έπαιξε  το  ρόλο‐κλειδί  στα  μειονοτικά  ζητήματα.  Ήταν  ένα  μικρό  και  ευέλικτο  όργανο  με  επικεφαλής διαδοχικά δύο πολύ δραστήριους διευθυντές, τον νορβηγό Έρικ Κόλμπαν στην αρχή και  τον ισπανικής καταγωγής Πάμπλο ντε Αθκάρατε από το 1930. Αμφότεροι πήραν την αποστολή τους  πολύ  σοβαρά,  ταξίδευαν  συχνά  για  να  διαπιστώνουν  αυτοπροσώπως  τις  συνθήκες  υπό  τις  οποίες  ζούσαν  οι  μειονότητες  και  διατηρούσαν  επαφές  με  τις  κυβερνήσεις  όλων  των  ενδιαφερόμενων  κρατών. 24   Το  μυστικό  της  επιτυχίας  τους  ήταν  η  διακριτικότητα,  οι  διαπραγματεύσεις  και  οι  συμβιβασμοί. Τα έμπειρα αυτά στελέχη κατενόησαν πολύ γρήγορα ότι η διεθνής κοινότητα δεν είχε  δυνατότητα  επιβολής  των  μειονοτικών  συνθηκών.  Στηριζόταν  μόνο  στο  κύρος  της  ΚτΕ  και  στην  πειθώ των στελεχών της.25  Οι λόγοι ένεκα των οποίων μπορούσε να απορριφθεί μια καταγγελία ήταν η χρήση βίαιης γλώσσας,  η  ανωνυμία  του  καταγγέλλοντος,  η  αναφορά  της  σε  ήδη  εξετασθέντα  περιστατικά  και  τέλος  κάθε  υπόνοια  πολιτικής  σκοπιμότητας.  Γενικά  το  κριτήριο  ήταν  χαλαρό  και  η  Γραμματεία  έφτανε  να  αποδέχεται  περί  το  55%  των  καταγγελιών,  δηλαδή  ένα  μεγάλο  αριθμό  για  τις  συνθήκες  της  Digitized by 10uk1s 

εποχής. 26   Μόλις  η  καταγγελία  γινόταν  αποδεκτή,  η  Γραμματεία  την  κοινοποιούσε  στην  ενδιαφερόμενη χώρα και περίμενε τα σχόλιά της εντός δύο μηνών. Το κείμενο της καταγγελίας και η  απάντηση  του  καταγγελλόμενου  κράτους  κυκλοφορούσαν  εν  συνεχεία  σε  όλα  τα  μέλη  του  Συμβουλίου.  Πρέπει  να  τονιστεί  ότι  σ'  αυτό  ακριβώς  το  σημείο  σταματούσε  κάθε  επαφή  με  τον  καταγγέλλοντα — γεγονός που στηλίτευσαν κατά κόρον οι εκπρόσωποι των μειονοτήτων.27  Κάθε  μέλος  του  Συμβουλίου  είχε  το  δικαίωμα,  όπως  είπαμε,  να  βάλει  στην  agenda  του  κάθε  καταγγελία που είχε γίνει αποδεκτή. Για να αποφευχθεί όμως η δυσάρεστη μετατροπή των μελών  του  Συμβουλίου  σε  κατηγόρους,  ο  εκάστοτε  πρόεδρος  μαζί  με  δύο  άλλα  μέλη  της  επιλογής  του  εξέταζαν το δέον γενέσθαι για κάθε καταγγελία.28  Οι περίφημες τριμελείς αυτές επιτροπές έψαχναν  να βρουν μια συμβιβαστική λύση μέχρι την επόμενη  σύνοδο του Συμβουλίου ώστε  η  υπόθεση να  σταματήσει  σ'  αυτό  το  στάδιο.  Η  παρέμβασή  τους  ήταν  τόσο  επιτυχημένη  που  σπανιότατα  οι  καταγγελίες έφταναν να συζητηθούν από την ολομέλεια του Συμβουλίου.  Μία εναλλακτική και καταχρηστική οδός για να φέρει ένα κράτος στην agenda του Συμβουλίου μία  μειονοτική καταγγελία ήταν να επικαλεστεί το άρθρο 11 της σύμβασης της ΚτΕ.29  Αυτή την πλαγία  οδό χρησιμοποίησαν συχνά τα αναθεωρητικά κράτη για να διαπομπεύσουν τους αντιπάλους τους.  Κλασική  είναι  η  περίπτωση  της  Αλβανίας  που  το  1928  επικαλέστηκε  το  άρθρο  11  για  να  διαμαρτυρηθεί  για  τις  καταπιέσεις  των  Τσάμηδων  στην  Ήπειρο.  Το  Συμβούλιο  αρνήθηκε  να  το  δεχτεί  με  το  αιτιολογικό  ότι  η  προστασία  των  μειονοτήτων  δεν  έπρεπε  να  γίνει  πρόσχημα  για  την  ανάμιξη ξένης χώρας  στα  εσωτερικά μιας άλλης. Έτσι σταμάτησε  και η κατάχρηση του άρθρου 11  από τα αναθεωρητικά κράτη.30  Στις  σπάνιες  περιπτώσεις  που  μια  καταγγελία  συζητιόταν  από  την  ολομέλεια  του  Συμβουλίου,  το  κατηγορούμενο κράτος μπορούσε να συμμετέχει ως μέλος στη συζήτηση, πράγμα που σημαίνει ότι  η  ομοφωνία  εξαρτιόταν  και  απ'  αυτό.  Δηλαδή  τα  μόνα  μέτρα  που  λαμβάνονταν  τελικά  ήταν  αυτά  στα οποία συμφωνούσε το ενδιαφερόμενο κράτος!  Η μόνη περίπτωση λήψεως μέτρων χωρίς τη συναίνεση του ενδιαφερόμενου κράτους ήταν όταν η  υπόθεση  έφτανε  —σπανιότατα—  στο  ΔΔΔΔ,  που  ήταν  και  το  τελευταίο  σκαλοπάτι  της  διαδικασίας.31  Βλέπουμε  δηλαδή  ότι  η  αποτελεσματικότητα  του  συστήματος  εξαρτιόταν  κυρίως  από την αθόρυβη δουλειά που έκαναν οι τριμελείς επιτροπές βοηθούμενες και από το μειονοτικό  τμήμα της Γραμματείας.32  Αυτές έβρισκαν διακριτικούς τρόπους να πιέσουν τις κυβερνήσεις και να  βελτιώσουν την κατάσταση των μειονοτήτων στο βαθμό που ήταν δυνατόν, κρατώντας παράλληλα  και  τα  προσχήματα.  Εκτός  των  άλλων,  απέφευγαν  έτσι  να  υπονομεύσουν  και  το  κύρος  της  ΚτΕ  σε  περίπτωση αποτυχίας.  Οι  μειονότητες  όμως,  εξωθημένες  και  από  τα  αναθεωρητικά  κράτη  που  τις  χρησιμοποιούσαν  ως  μοχλούς  πιέσεως,  ήταν  τρομερά  δυσαρεστημένες  με  τη  μυστικότητα  και  τη  διακριτικότητα  της  διαδικασίας.  Κατά  την  αναφορά  του  Ρ.  Ραφαήλ,  επιτετραμμένου  στην  πρεσβεία  της  Βέρνης,  «τα  πλείονα  εκ  μέρους  των  παράπονα  είναι  ότι  αύται  δεν  αντιπροσωπεύονται  ποσώς  εις  την  διαδικασίαν,  δεν  είναι  εις  θέσιν  να  υποστηρίξωσι  τα  συμφέροντά  των,  ουδέ  λαμβάνουσι  ποτέ  γνώσιν  αν  και  μέχρι  ποίου  σημείου  αι  αιτήσεις  αυτών  εγένοντο  δεκταί.  Πράγματι  η  ΚτΕ  τας  υποβαλλομένας αναφοράς θεωρεί ως απλάς πηγάς πληροφοριών και προβαίνει εις εξέτασιν αυτών  χωρίς  να  έλθη  μετ'  αυτών  εις  οιανδήποτε  επαφήν.  Το  σύστημα  ούτο,  μολονότι  έχει  πολλά  τρωτά,  νομίζει  ορθόν  διότι  αποφεύγει  ούτω  να  φέρη  αντιμετώπους  τας  κυβερνήσεις  με  τας  μειονότητας,  πράγμα  που  θα  εγέννα  μοιραίως  προστριβάς».33  Το  4ο  συνέδριο  των  ευρωπαϊκών  μειονοτήτων,  που  έλαβε  χώρα  στη  Γενεύη  στις  29‐31  Αυγούστου  1928,  διαδήλωσε  την  απογοήτευση  35  εκατομμυρίων μειονοτικών για την τραγική αδυναμία της ΚτΕ να τους προστατεύσει.34  Η  δυσαρέσκεια  των  μειονοτήτων  και  των  συγγενικών  τους  κρατών  έφτασε  στο  Συμβούλιο  διά  Digitized by 10uk1s 

στόματος  του  καναδού  και  του  γερμανού  εκπροσώπου.  Ο  γαλλοκαναδός  Ραούλ  Νταντουράν,  ευαισθητοποιημένος  ο  ίδιος  ως  μέλος  μειονοτικής  ομάδας,  προειδοποίησε  το  Συμβούλιο  ότι  στη  σύνοδο  του  Μαρτίου  1929  θα  ζητούσε  ουσιαστικές  αλλαγές. 35   Ο  Γ.  Στρέσεμαν,  υπουργός  Εξωτερικών  της  Γερμανίας 36 ,  μόλις  είχε  κάνει  ακόμα  ένα  θεαματικό  καβγά  με  την  πολωνική  αντιπροσωπεία και είχε δηλώσει επίσης την πρόθεσή του να κινήσει θέμα αλλαγής της διαδικασίας.  Ο  Στρέσεμαν  μάλιστα  σκόπευε  να  «επιβάλει»  τη  διεξαγωγή  της  όλης  συζήτησης  επί  τη  βάσει  του  άρθρου 16 της μειονοτικής συνθήκης που υπέγραψε η Ελλάδα στις Σέβρες το 1920, σύμφωνα με το  οποίο αν η πλειοψηφία των μελών του Συμβουλίου συμφωνήσει στην τροποποίηση των διατάξεών  της,  τότε  οι  Μεγάλες  Δυνάμεις  (ΗΠΑ,  Μεγάλη  Βρετανία,  Γαλλία,  Ιταλία  και  Ιαπωνία)  οφείλουν  να  δώσουν τη συγκατάθεσή τους.37  Απώτερος σκοπός του ήταν να ξεπεράσει τις γνωστές αντιρρήσεις  των  υπερασπιστών  του  status  quo  που  δεν  επιθυμούσαν  καμιά  περαιτέρω  υπονόμευση  της  κρατικής  κυριαρχίας.  Ο  Μπριάν  άλλωστε  δήλωνε  ανοιχτά  ότι  «αν  ένας  οργανισμός  παρεμβαίνει  στην  ιδιωτική  ζωή  των  κρατών,  διακινδυνεύει  να  αντιμετωπίσει  πολύ  μεγαλύτερη  αντίσταση  εκ  μέρους  των».38  Τα  ίδια  λίγο‐πολύ  πίστευε  και  το  Φ.Ο.  Με  λίγα  λόγια  ήταν  πολύ  δύσκολο  να  επιτευχθεί σοβαρή αλλαγή της μειονοτικής διαδικασίας χωρίς τη συγκατάθεση των μεγάλων και με  τη  λυσσώδη  κυριολεκτικά  αντίδραση  των  μικρών  κρατών  που  ήδη  έφεραν  πολύ  βαρέως  τις  μειονοτικές τους υποχρεώσεις.  Πραγματικά  η  Πολωνία  πέρασε  στην  αντεπίθεση  πρώτη  απ'  όλους  τους  αδικημένους  μικρούς  εγγράφοντας στην ίδια σύνοδο του Συμβουλίου που θα συζητούσε τις τροποποιήσεις πρότασή της  με  θέμα  «Συνομολόγησις  συμφωνίας  περί  μειονοψηφιών,  συμπεριλαμβανουσών  πάντα  τα  κράτη,  όσα είναι μέλη της ΚτΕ». Αυτή η πρόταση ξεσήκωσε μεγάλο θόρυβο και ανησυχία γιατί κανείς δεν  σκόπευε να  γενικεύσει το σύστημα προστασίας.  Έτσι  η  Πολωνία, αφού αποκάλυψε την  υποκρισία  των  δήθεν  προστατών  των  μειονοτήτων,  συμφώνησε  να  την  αποσύρει  έναντι  υποσχέσεως  ότι  δεν  επρόκειτο να ληφθεί καμία απόφαση δυνάμενη να βλάψει τα συμφέροντά της.39  Όπως ήταν αναμενόμενο, τα κράτη με τις μειονοτικές υποχρεώσεις φρόντισαν να οργανώσουν από  κοινού την άμυνά τους ώστε να είναι πιο αποτελεσματική. Μετά από αλλεπάλληλες συναντήσεις, η  ελληνική,  η  πολωνική,  η  τσεχοσλοβακική,  η  ρουμανική  και  η  γιουγκοσλαβική  κυβέρνηση  κοινοποίησαν  τις  απόψεις  τους  και  ζήτησαν  να  λάβουν  μέρος  στη  συζήτηση  που  τους  αφορούσε  άμεσα.  Η  Ελλάδα  διαδήλωσε  τότε  τη  δυσαρέσκειά  της  για  την  υφιστάμενη  ανισότητα  μεταξύ  των  κρατών: «Η Ελλάς αριθμούσα εν Κύπρω, Δωδεκανήσω, Αλβανία και Κωνσταντινουπόλει σημαντικάς  μειονότητας  ανερχομένας  εις  600‐700  χιλιάδας  περίπου,  βλέπει  αυτάς  τελείως  απροστατεύτους  τόσον  λόγω  ανυπαρξίας  συνθηκών  περί  μειονοτήτων  δεσμευουσών  την  Ιταλίαν  και  την  Μ.  Βρετανίαν, αφ' ενός, και αφ' ετέρου λόγω του ότι η μεν Τουρκία συστηματικώς αδιαφορεί διά την  εφαρμογήν των διατάξεων, η δε Αλβανία διά πιεστικών μεθόδων εμποδίζει την εξάσκησιν υπό των  ελληνικών  μειονοτήτων  των  εκ  των  συνθηκών  δικαιωμάτων  των.  Αντιστρόφως  η  Ελλάς  είναι  υποχρεωμένη να ενάγεται εκάστοτε και δι' ασημάντους ή ανυπάρκτους αφορμάς προ της ΚτΕ υπό  των εν Ελλάδι βιουσών εντελώς ασημάντων αλβανικών μειονοτήτων».40  Ένα  σημείο  στο  οποίο  επέμειναν  ιδιαιτέρως  τα  έχοντα  μειονοτικές  δεσμεύσεις  κράτη  ήταν  ότι  η  καταγγέλλουσα μειονότητα δεν πρέπει να έχει την εντύπωση ότι είναι μέρος της υπόθεσης («part to  the case») ούτε καν ως πηγή πληροφοριών. Το πολύ πολύ να την ενημερώνουν αν έγινε δεκτή ή όχι  η καταγγελία της. Και φυσικά δήλωσαν ότι δεν θα δέχονταν καμιά αλλαγή χωρίς consensus.41  Οι κύκλοι της Γραμματείας ήταν επίσης απρόθυμοι να αλλάξουν οτιδήποτε ουσιαστικό. Το μόνο που  συζητούσαν ήταν να δοθεί κάποια παραπάνω δημοσιότητα στα πορίσματα των τριμελών επιτροπών  και τις ληφθείσες αποφάσεις. Το τότε διακεκριμένο στέλεχος και κατοπινός πρόεδρος Π. Αθκάρατε  πίστευε μάλιστα ότι η δημόσια διαμάχη μεταξύ μειονοτικών και φιλοξενουσών χωρών θα έβλαπτε  σοβαρά την ειρηνική τους συμβίωση.42  Digitized by 10uk1s 

Τελικά  κατά  την  επίσημη  συζήτηση  του  θέματος43  οι  καναδικές  προτάσεις  δεν  κατόρθωσαν  να  βρουν  πολλούς  υποστηρικτές.  Ο  Τσάμπερλαιν  και  ο  Μπριάν  δεν  δέχτηκαν  παρά  τις  εξής  μικρές  βελτιώσεις:  • Σε έκτακτες περιπτώσεις οι τριμελείς επιτροπές μπορούν να είναι έως και πενταμελείς.  • Ο καταγγέλλων δικαιούται να πληροφορηθεί αν η καταγγελία του έγινε ή όχι δεκτή.  •  Όλα  τα  μέλη  του  Συμβουλίου  ενημερώνονται  για  τα  αποτελέσματα  της  έρευνας  κάθε  τριμελούς  επιτροπής.  • Αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να δημοσιευτούν, αν συμφωνεί και η ενδιαφερόμενη κυβέρνηση.  • Ο Γ.Γ. θα τυπώνει ετησίως πληροφορίες για τον αριθμό των καταγγελιών που έγιναν δεκτές κ.λπ.44  Το συμπέρασμα είναι ότι δεν άλλαξαν πολλά πράγματα. Το Συμβούλιο ισορροπούσε τις κινήσεις του  έτσι  ώστε  να  μη  δυσαρεστήσει  κανέναν  αλλά  παρέμεινε  προσηλωμένο  στην  ιδέα  της  κρατικής  κυριαρχίας και δεν παραχώρησε άλλο locus standi στις μειονότητες απ' αυτό του πληροφοριοδότη.  Άλλωστε, όπως διευκρίνισε και ο Α. Μπάλφουρ το 1920, «τα βασικά μέσα στη διάθεση της ΚτΕ είναι  ο  διάλογος,  η  διερεύνηση,  η  μεσολάβηση  και  εν  τελευταία  αναλύσει,  αλλά  μόνο  εν  τελευταία,  κάποιας μορφής πίεση».45 

Β) ΤΑ ΟΡΙΑ TOT ΣΤΣΤΗΜΑΤΟΣ  1. Εγγενή προβλήματα  Το σύστημα έδειξε τα όριά του πολύ νωρίς. Μέσα σε λίγα χρόνια από την έναρξη λειτουργίας του  ήταν  όλοι  δυσαρεστημένοι  μαζί  του.  Τα  μειονοτικά  κράτη  το  κατηγορούσαν  για  ανεπίτρεπτη  μεροληψία  και  οι  μειονότητες  για  απαράδεκτη  ανεπάρκεια.  Από  το  1932  και  μετά  μειώθηκε  δραστικά  ο  αριθμός  των  καταγγελιών.  Το  1933  η  Πολωνία,  η  Ελλάδα,  η  Τσεχοσλοβακία  και  η  Ρουμανία  συνυπέγραψαν  αίτημα  διεύρυνσης  του  συστήματος  μειονοτικής  προστασίας  προς  την  Επιτροπή Πολιτικών Υποθέσεων. Το 1934 η Πολωνία, αγανακτισμένη από τις ογκούμενες γερμανικές  πιέσεις  σηματοδότησε  την  αρχή  του  τέλους  δηλώνοντας  ότι  αν  δεν  γενικευτεί  το  σύστημα  μειονοτικής προστασίας, η ίδια θα σταματήσει να δεσμεύεται από τις συμφωνηθείσες υποχρεώσεις  της.  Ακολούθησαν  η  Τουρκία  και  η  Γιουγκοσλαβία,  με  το  αιτιολογικό  ότι  το  σύστημα  έδωσε  «μια  πρώτης  τάξεως  ευκαιρία  σε  επαγγελματίες  προβοκάτορες  να  οργανώνουν  την  εκστρατεία  τους  ενάντια  στη  χώρα  μας».46  Το  1935  οι  καταγγελίες  σχεδόν  εξαφανίστηκαν.  Η  γενικότερη  κρίση  της  ΚτΕ  οδήγησε  το  μειονοτικό  τμήμα  της  Γραμματείας  σε  πλήρη  υποβάθμιση,  γεγονός  που  οριστικοποιήθηκε το 1939 με τη συγχώνευσή του στο Τμήμα Γενικών Υποθέσεων.47  Ήταν  μια  αποτυχία  λοιπόν  αυτή  η  πρώτη  προσπάθεια  διεθνοποίησης  των  μειονοτικών  προβλημάτων;  Η  απάντηση  είναι  ότι  η  ΚτΕ  δεν  ξεκαθάρισε  αρκετά  τους  στόχους  της  ώστε  να  μπορούμε να κρίνουμε αν τους πέτυχε ή όχι. Με άλλα λόγια ποτέ δεν αποσαφήνισε τη φιλοσοφία  του  συστήματός  της.  Πίστευε  δηλαδή,  για  να  χρησιμοποιήσουμε  τα  λόγια  του  Στρέσεμαν,  ότι  «το  μέλλον των εθνικών μειονοψηφιών έγκειται εις την βαθμιαίαν απορρόφησιν και αφομοίωσιν αυτών  υπό των περιβαλλουσών ταύτας εθνικών πλειονοψηφιών, ή τουναντίον ότι η εθνική και πνευματική  ανάπτυξις  των  μειονοψηφιών  πρέπει  να  τείνει  προς  το  Ελβετικόν  ιδεώδες,  καθ'  ο  φύλα  διάφορα  κατά  την  γλώσσαν,  την  θρησκείαν  και  την  πνευματικήν  ανάπτυξιν  δύνανται  να  αποτελώσιν  πολιτικώς  συγκεκροτημένον  κράτος,  απόλυτον  τρέφον  σεβασμόν  προς  την  κατά  μέρος  προσωπικότητα των αποτελούντων τούτο φύλων».48  Digitized by 10uk1s 

Επί  του  ερωτήματος  αυτού  είχαμε  πολλές  και  αντιφατικές  απαντήσεις.  Μία  χαρακτηριστικά  επαμφοτερίζουσα  απάντηση  προήλθε  από  το  ΔΔΔΔ  και  υποστήριζε  ότι  οι  μειονοτικές  συνθήκες  «είχαν σκοπό να εξασφαλίσουν σε κοινωνικές ομάδες ενσωματωμένες σ' ένα κράτος, του οποίου το  μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού διαφέρει ως προς τη φυλή, τη γλώσσα ή τη θρησκεία, ειρηνική  συνύπαρξη και ευκαιρία αρμονικής συνεργασίας με αυτόν τον πληθυσμό, διατηρώντας ταυτόχρονα  τα χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν».49  Διαφορετική όμως ήταν η αντίληψη του Τσάμπερλαιν, ενός από τους μοχλούς της ΚτΕ, που δήλωνε  μαζί με το βραζιλιάνο Μέλο‐Φράνκο το 1926: «Μου φαίνεται προφανές ότι αυτοί που έφτιαξαν το  σύστημα  δεν  είχαν  στο  μυαλό  τους  τη  δημιουργία  μιας  ομάδας  μόνιμα  ξένης  μέσα  σε  μια  χώρα.  Αντίθετα  ευχήθηκαν  τα  μέλη  αυτής  της  ομάδας  να  έχουν  ένα  βαθμό  νομικής  προστασίας  που  να  εγγυάται  το  απρόσβλητο  των  προσώπων  σε  κάθε  τομέα  δραστηριότητας  και  που  να  προετοιμάζει  σταδιακά το δρόμο για μια πλήρη εθνική ενότητα».50  Και στην πράξη η Βρετανία κράτησε ένα ρόλο  μεσολαβητή  ανάμεσα  στα  μειονοτικά  κράτη  και  τις  μειονότητες  έχοντας  κατά  νου  την  προσωρινότητα του συστήματος.51  Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε το γεγονός ότι υποστήριξε και τις  ανταλλαγές των πληθυσμών.  Την  ίδια  πάνω‐κάτω  στάση  τήρησε  και  η  Γαλλία,  ο  δεύτερος  μοχλός  της  ΚτΕ.  Ένας  σημαντικός  παράγοντας εδώ ήταν η φιλοδοξία της Γαλλίας να παίξει τοπικό ηγετικό ρόλο στην Α. Ευρώπη και τα  Βαλκάνια  προσδένοντας  στο  άρμα  της  κράτη  όπως  η  Ρουμανία,  η  Γιουγκοσλαβία  κ.λπ.,  τα  οποία  είχαν  μεγάλα  προβλήματα  μειονοτήτων.  Συνετέλεσε  επίσης  και  η  διαρκής  κόντρα  της  με  τη  Γερμανία, την υποτιθέμενη «προστάτιδα» των μειονοτήτων.  Άλλες  μεγάλες  και  μεσαίες  δυνάμεις  της  εποχής  ήταν  εξίσου  απρόθυμες  να  ανακινούν  συχνά  μειονοτικά  προβλήματα.  Η  Ιταλία  και  η  Ισπανία,  λόγου  χάριν,  είχαν  οι  ίδιες  σοβαρά  μειονοτικά  προβλήματα,  όπως  το  Τυρόλο,  η  Καταλωνία  κ.λπ.  Γνωρίζοντας  λοιπόν  τη  δυσαρέσκεια  των  ανατολικοευρωπαϊκών  χωρών  για  την  ανισότητα  του  συστήματος,  σπανίως  το  ανακίνησαν  για  να  μην καταλήξει εις βάρος τους...52  Οι  μειονότητες  όμως  διαφωνούσαν  ριζικά  με  αυτή  την  οπτική.  Πίστευαν  ότι  η  ΚτΕ  θα  τους  εξασφάλιζε συνεχή προστασία — οι μειονοτικές συνθήκες άλλωστε δεν είχαν ημερομηνία λήξεως.  Πρέπει να επισημάνουμε δε ότι η διεθνής κοινότητα μάλλον τους ενθάρρυνε να το πιστεύουν. Όπως  χαρακτηριστικά  τόνιζε  στην  κυβέρνησή  του  ο  βούλγαρος  αντιπρόσωπος,  «με  μεγάλη  ευχαρίστηση  παρατηρεί κανείς ότι σ' αυτές τις συζητήσεις [περί της τροποποιήσεως της μειονοτικής διαδικασίας  το  1929]  ουδείς  ανέφερε  ή  απέδειξε  στο  Συμβούλιο  ότι  σκοπός  των  συνθηκών  υπήρξε  η  καταστροφή  των  ιδιαιτέρων  χαρακτηριστικών  μιας  χώρας  διά  της  αφομοιώσεως.  Αντιθέτως  διάφοροι ομιλητές τόνισαν ότι είναι προς το συμφέρον κάθε χώρας να διατηρήσουν οι μειονότητές  της  την  εθνική  και  πολιτιστική  τους  φυσιογνωμία,  παραμένοντας  πιστά  συνδεδεμένες  στο  κράτος  που ανήκουν».53  Οι μειονότητες όμως οι ίδιες χρησιμοποίησαν συχνά κακόβουλα τα μέτρα για την προστασία τους.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι τσάμηδες τσιφλικάδες της Ελλάδας που ζητούσαν τη βοήθεια  της ΚτΕ για να αποφύγουν την αγροτική μεταρρύθμιση, δηλαδή για οικονομικούς λόγους.54  Άλλοτε  πάλι  οι  μειονότητες  έβλεπαν  περιφρονητικά  το  κράτος  στο  οποίο  ζούσαν  γιατί  ανήκαν  σε  πρώην  ηγετικό  έθνος.  Χαρακτηριστικό  παράδειγμα  οι  γερμανικές  μειονότητες  και  οι  Ούγγροι  της  Ρουμανίας  που  δεν  άντεχαν  να  βλέπουν  τους  μέχρι  χτες  υποχείριους  λαούς  να  τους  εξουσιάζουν.  Έτσι  έπαιξαν  το  παιγνίδι  των  αναθεωρητικών  χωρών  δυναμιτίζοντας  κάθε  πιθανότητα  ειρηνικής  συνύπαρξης.  Πρέπει  να  τονίσουμε  δε  ότι  έτσι  έδιναν  κάθε  δικαίωμα  στις  μειονοτικές  χώρες  να  αρνηθούν  την  τήρηση  των  υποχρεώσεών  τους  με  το  αιτιολογικό  ότι  η  μειονότητα  δεν  είναι  πιστή  στα συμφέροντα του κράτους που τη φιλοξενεί.55 

Digitized by 10uk1s 

Οι  πραγματικά  καταπιεζόμενοι  αντίθετα  δεν  μπορούσαν  συχνά  να  αξιοποιήσουν  τις  δυνατότητες  του συστήματος λόγω έλλειψης πληροφόρησης αλλά και παιδείας. Οι άνθρωποι αυτοί, φτωχοί και  φιλήσυχοι  κατά  κύριο  λόγο,  είχαν  πάντα  το  φόβο  ότι  αν  διεκδικήσουν  κάτι  θα  στραφεί  εναντίον  τους...56  Ενστικτωδώς  όλοι  γνώριζαν  —και  οι  Εβραίοι  καλύτερα  απ'  όλους—  ότι  καμία  διεθνής  οργάνωση δεν μπορεί να τα βάλει με το χωροφύλακα του χωριού...  Ένα  άλλο  θολό  σημείο  της  φιλοσοφίας  του  συστήματος  ήταν  ότι  δεν  ξεκαθάριζε  αν  ο  στόχος  του  ήταν  να  αποδώσει  δικαιοσύνη  ή  να  διαφυλάξει  την  ειρήνη.57  Αν  ήθελε  να  αποδώσει  δικαιοσύνη,  τότε ήταν θανάσιμο σφάλμα να αναθέσει αυτό το έργο σε ένα κατεξοχήν πολιτικό όργανο όπως το  Συμβούλιο.  Αυτό  τόνιζε  και  μια  μελέτη  που  εκπόνησαν  τα  ίδια  τα  στελέχη  του  τμήματος  μειονοτήτων το 1940 ως μία γενική αποτίμηση του έργου τους. Στη μελέτη αυτή υποστήριζαν ότι το  Συμβούλιο,  εκτός  του  ότι  φόρτισε  πολιτικά  τη  φυσική  αντιπαλότητα  μειονοτήτων‐μειονοτικών  κρατών, δυσφήμισε και την ΚτΕ ολόκληρη με την αναποτελεσματικότητά του.58  Χωρίς  να  υποτιμούμε  τα  παραπάνω  προβλήματα,  το  σοβαρότερο  αίτιο  δυσλειτουργίας  του  συστήματος  ήταν  η  μονομερώς  επιβληθείσα  υποχρέωση  μειονοτικής  προστασίας  στα  αδύνατα  κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Από τη δημοσίευση του περίφημου γράμματος του Κλεμανσώ προς  τον  αγανακτισμένο  Παντερέφσκι59  στις  23.6.1919  τα  μικρά  κράτη  κατάλαβαν  ότι  η  νοοτροπία  του  Concert of Europe ζει και βασιλεύει παρά το φιλελεύθερο ένδυμα της ΚτΕ. Θεώρησαν λοιπόν ότι οι  μειονοτικές  συνθήκες  δεν  ήταν  παρά  μία  ακόμα  διάκριση  εις  βάρος  τους.  Είναι  ενδεικτικό  ότι  χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα η διαφορά πολιτιστικής και κοινωνικής ανάπτυξης Ανατολής‐Δύσης  και  όχι  το  πιο  εύλογο  περί  μεγάλης  επιμιξίας  πληθυσμών  στην  Ανατολική  Ευρώπη.  Αντέδρασαν  λοιπόν όπως θα αντιδρούσε κάθε αδικημένος: η Πολωνία, όπως είδαμε, κατήγγειλε διά του τύπου  και  του  κοινοβουλίου  της  το  «δεσποτισμό  των  Μεγάλων  Δυνάμεων»  τονίζοντας  ότι  το  σύστημα  αυτό  θα  παρεμποδίσει  την  ομαλή  διαδικασία  της  αφομοίωσης,  θα  υπονομεύσει  την  ενότητα  της  χώρας και θα ενθαρρύνει τους πολίτες να στραφούν εναντίον της χώρας τους. Δεν έδειξε δε καμιά  μετριοπάθεια απέναντι στα προβλήματα των μειονοτήτων της.60  Η Ουγγαρία δεν συζήτησε το θέμα  στο κοινοβούλιό της εις ένδειξη πένθους. Η Γιουγκοσλαβία δήλωσε ότι συμφώνησε να υπογράψει  έχοντας  κατά  νου  τις  επιπτώσεις  που  θα  είχε  η  άρνησή  της.  Καθ'  όλη  δε  τη  διάρκεια  του  Μεσοπολέμου διεκήρυττε ότι ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν οι μειονοτικές συνθήκες όσο η Σόφια  τις χρησιμοποιούσε ως όπλο εναντίον της εδαφικής της ακεραιότητας. Και φυσικά, όπως θα δούμε  παρακάτω, ουδέποτε αναγνώρισε ύπαρξη βουλγαρικής μειονότητας στο έδαφός της.61  Η Ρουμανία,  αφού δυσφήμισε διά στόματος Μπρατιάνου τις μονομερείς συνθήκες, στη συνέχεια αντιμετώπισε  με  αρνητισμό  όλες  τις  καταγγελίες  (κυρίως  των  Ούγγρων)  εναντίον  της.  Η  Τουρκία  κατέληξε  να  δεχτεί τους μειονοτικούς όρους της Λωζάνης μετά από πύρινους λόγους του Ισμέτ Ινονού εναντίον  της ξένης παρέμβασης στα εσωτερικά μιας χώρας που «υπέφερε πολύ από τους χριστιανούς».62  Οι  Βαλτικές  χώρες  ήταν  πολύ  αδύνατες  για  να  παρουσιάσουν  οποιαδήποτε  αντίδραση,  το  ίδιο  αδιαμαρτύρητα  δε  υπέγραψε  και  η  Τσεχοσλοβακία.  Όλες  πάντως  είχαν  την  απορία  γιατί  να  μην  προστατεύονται  οι  Πολωνοί  στη  Γερμανία,  οι  Αυστριακοί  και  οι  Σλοβένοι  στην  Ιταλία,  οι  Γερμανοί  στην Αλσατία και τη Λωραίνη...  Τέλος,  πρέπει  να  τονίσουμε  ότι  η  επιχειρηθείσα  για  πρώτη  φορά  διεθνοποίηση  του  προβλήματος  των μειονοτήτων δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Αν και πρέπει να παραδεχτούμε ότι μετρίασε  αισθητά το επίπεδο της έντασης, το αίσθημα της κοινότητας και της αδελφότητας δεν ήταν δυνατό  να το μετριάσει. Κανένας δεν μπορούσε να πείσει την Ελλάδα, λ.χ., ότι το μέλλον των Ελλήνων της Β.  Ηπείρου και της Κωνσταντινούπολης δεν την αφορούσε.  2. Η κατάχρηση του συστήματος από τις αναθεωρητικές χώρες  Οι  αναθεωρητικές  χώρες  ανακάλυψαν  γρήγορα  ότι  μπορούσαν  να  χρησιμοποιήσουν  το  σύστημα  μειονοτικής προστασίας ως ένα ακόμη όπλο στην προσπάθειά τους να υπονομεύσουν το καθεστώς  Digitized by 10uk1s 

των  Βερσαλλιών.  Όσες  απ'  αυτές  αναγκάστηκαν  να  υπογράψουν  οι  ίδιες  μειονοτικές  δεσμεύσεις,  όπως η Βουλγαρία με τη συνθήκη του Νεϊγύ, το έκαναν α) γιατί ως ηττημένες χώρες προσπαθούσαν  να «καλοπιάσουν» τη διεθνή κοινότητα για να μην πέσουν πάνω τους βαρύτερες οι συνέπειες της  ήττας63  και  β)  γιατί  είχαν  και  οι  ίδιες  μειονότητες  στα  γειτονικά  κράτη,  τις  οποίες  σκόπευαν  να  χρησιμοποιήσουν ως μοχλό πίεσης. Όπως θα δούμε αναλυτικά στο σχετικό κεφάλαιο, η Βουλγαρία  κυριολεκτικά  χρησιμοποίησε  τα  μακεδονικά  και  θρακικά  κομιτάτα  ως  όπλο  στον  κρόταφο  των  γειτόνων  της,  με  αποτέλεσμα  να  πυροδοτεί  ανά  πάσα  στιγμή  εστίες  έντασης  στα  Βαλκάνια.64  Ο  βομβαρδισμός  μειονοτικών  καταγγελιών  στη  Γενεύη  εκ  μέρους  των  βουλγαρικών  ή  μακεδονικών  μειονοτήτων65  είχε αρχίσει από ένα σημείο και πέρα να προξενεί δυσφορία.  Το ρεκόρ όμως φαίνεται ότι έσπασε κατά γενική ομολογία η μικρή Αλβανία, η οποία προσχώρησε  στην  ΚτΕ  και  στο  σύστημα  μειονοτικής  προστασίας,  ενώ  ακόμα  οι  Γιουγκοσλάβοι  κατείχαν  ένα  τμήμα  της  στα  Βορειοανατολικά  και  οι  Έλληνες  την  περιοχή  της  Κορυτσάς.  Ο  ίδιος  ο  Αθκάρατε  επισημαίνει  στο  βιβλίο  του  τις  συνεχείς  διαμάχες  που  υποδαύλιζε  η  Αλβανία  με  αφορμή  τους  Τσάμηδες:  «Ήταν  προφανές  ότι  ο  παρεμβατισμός  της  αλβανικής  κυβέρνησης  και  η  κακόβουλη  πολιτική της Ιταλίας ήταν τα γενεσιουργά αίτια της έντασης».66  Παρ' όλη δε τη φασαρία που έκανε  υπέρ των δικών της μειονοτήτων στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, η ίδια συστηματικά απέρριπτε  τις κατηγορίες που της προσήπταν οι μειονοτικοί που ζούσαν στο έδαφός της.67  Η Ουγγαρία χρησιμοποίησε επίσης τους συμπατριώτες της για να πλήξει τη Ρουμανία και η Ιταλία  ενθάρρυνε  με  κάθε  τρόπο  τη  μειονοτική  αναταραχή  στην  περιοχή  της  Μακεδονίας  για  να  υπονομεύσει τη γαλλόφιλη Γιουγκοσλαβία.  Τη  μεγαλύτερη  κατάχρηση  όμως  έκανε  ένα  κράτος  που  δεν  δεσμευόταν  το  ίδιο  από  μειονοτικές  συνθήκες, η Γερμανία. Όταν η μεγάλη ηττημένη αποφάσισε να μπει στη λέσχη των νικητών, την ΚτΕ,  το 1926, η κοινή της γνώμη απαιτούσε να αναμιχθεί ενεργά υπέρ των γερμανικών μειονοτήτων στο  εξωτερικό.68  Ο  Φον  Μπύλοου,  υπεύθυνος  για  την  ΚτΕ  στο  γερμανικό  Υπουργείο  Εξωτερικών,  είχε  δηλώσει κάποτε ότι είναι αδύνατο να συμβιώσουν δύο έθνη χωρίς να προσπαθήσει να συντρίψει το  ένα  το  άλλο.  Επομένως  ο  φυσικός  ρόλος  της  Γερμανίας  ήταν  να  υπονομεύσει  τα  κράτη  που  φιλοξενούσαν τους συμπατριώτες της και δι' αυτών το καθεστώς των συνθηκών της ειρήνης. Για το  σκοπό  αυτό  χρησιμοποίησε  όλα  τα  μέσα.  Με  την  υποκίνηση  της  Ένωσης  Γερμανών  Εξωτερικού  (League of Germans Abroad) οι απανταχού μειονότητες συσπειρώθηκαν και οργάνωσαν την επίθεσή  τους απέναντι στις μειονοτικές χώρες με ετήσια συνέδρια, με ίδρυση μόνιμης γραμματείας για τη  νομική κ.λπ. υποστήριξη των καταγγελιών, με συνεχή εμπρηστικά δημοσιεύματα στον διεθνή τύπο  και  βέβαια  με  πιέσεις  για  την  τροποποίηση  της  μειονοτικής  διαδικασίας  με  στόχο  τη  μεγαλύτερη  δημοσιότητα το 1929.69  Όπως είναι φανερό, η ομαλή ζωή και η ενσωμάτωση των μειονοτήτων δεν ενδιέφερε και πολύ τη  Γερμανία και τα άλλα αναθεωρητικά κράτη. Ο σκοπός τους ήταν να διατυμπανιστεί η δυσαρέσκεια,  να  φουντώσει  η  εθνικιστική  διαμάχη  και  να  διαταραχτεί  το  status  quo,  δηλαδή  ό,τι  ακριβώς  προσπάθησε  να  καταπολεμήσει  η  ΚτΕ.  Η  παραδοσιακή  έλλειψη  ευαισθησίας  της  Γερμανίας  απέναντι στα προβλήματα των μειονοτήτων απεδείχθη άλλωστε περίτρανα από το 1934 και μετά,  όταν ακόμα και η ΚτΕ δεν μπόρεσε να προφυλάξει από τις διώξεις τους Εβραίους που ζούσαν στο  έδαφός της.  Η  εξοργιστική  αυτή  στάση  της  Γερμανίας  και  των  άλλων  αναθεωρητικών  χωρών  οδήγησε  κατά  τη  διάρκεια  του  Β'  Παγκοσμίου  πολέμου  τον  εξόριστο  πολωνό  πρωθυπουργό  Μπένες  να  δηλώσει  απερίφραστα ότι η χώρα του ποτέ πια δεν θα δεχόταν μειονοτικές συνθήκες και ότι προτιμούσε τη  μεταφορά όλων των μειονοτικών πληθυσμών μακριά από το πολωνικό έδαφος.70  Πράγματι, η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης το 1946 στο Παρίσι ευνόησε τη μεταφορά των μειονοτικών  Digitized by 10uk1s 

πληθυσμών  και  τις  διακρατικές  ρυθμίσεις  μειονοτικών  προβλημάτων.  Ο  Χάρτης  των  Ηνωμένων  Εθνών  δεν  μνημονεύει  τις  μειονότητες.  Υπογραμμίζει  απλώς  ότι  η  προστασία  των  ανθρωπίνων  δικαιωμάτων  πρέπει  να  γίνεται  χωρίς  διάκριση  ως  προς  τη  φυλή,  τη  γλώσσα,  το  φύλο  ή  τη  θρησκεία. Το ίδιο ισχύει για την Παγκόσμια Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η σημασία των  εθνικιστικών ανταγωνισμών σκιάστηκε τότε από τη μείζονα σύγκρουση κομμουνιστικού μπλοκ και  Δύσης για να επιστρέψει σταδιακά στην επικαιρότητα με δραματικό τρόπο στο τέλος της δεκαετίας  του '80, με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι εθνικιστικές έριδες ήταν άλλωστε ανέκαθεν  ένας πολύ βολικός τρόπος νομιμοποίησης και διευκόλυνσης της ξένης διείσδυσης. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2  Η ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ  ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ  Α) ΟΙ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΕΣ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΗΤΤΗΜΕΝΗΣ ΝΙΚΗΤΡΙΑΣ  1. Από τη θρησκευτική προστασία του 1830 ώς τη Σύμβαση των Σεβρών του 1920  Η  Ελλάδα  μπορεί  να  χρησιμοποιηθεί  ως  χαρακτηριστικό  παράδειγμα  χώρας  επί  της  οποίας  επιβλήθηκαν  όροι  μειονοτικής  προστασίας  για  κάθε  εδαφική  της  διεύρυνση  από  τις  Μεγάλες  Δυνάμεις.  Η αρχή έγινε πολύ νωρίς, το 1830. Η πρώτη μειονοτική δέσμευση της Ελλάδας καθορίστηκε από το  3ο  Πρωτόκολλο  του  Λονδίνου1  της  22.1/3.2.1830,  αφορούσε  τους  καθολικού  δόγματος  κατοίκους  της Ελλάδας και θέσπιζε θρησκευτική, αστική και πολιτική ισότητα αδιακρίτως πίστεως. Τον έλεγχο  της εφαρμογής της μειονοτικής προστασίας θα είχαν οι Αγγλογάλλοι. Αυτή η μειονοτική δέσμευση  αντικαταστάθηκε με τους γενικούς όρους περί μειονοτικής προστασίας της Συνθήκης των Σεβρών το  1920.  Η  προστασία  των  καθολικών  επεκτάθηκε  και  στα  Ιόνια  νησιά  με  το  άρθρο  4  της  Συνθήκης  του  Λονδίνου της 17/29 Μαρτίου 1864.2  Η ελληνοτουρκική Συνθήκη της  Κωνσταντινουπόλεως της 20.6/2.7.1881, με την οποία περιελήφθη  στα  όρια  του  ελληνικού  κράτους  η  Θεσσαλία  και  μέρος  της  Ηπείρου3,  εξασφάλιζε  τη  θρησκευτική  ελευθερία  και  την  κοινοτική  αυτονομία  των  Μουσουλμάνων  της  προσαρτηθείσας  περιοχής  με  το  άρθρο 8.  Οι  επόμενοι  μειονοτικοί  όροι  περιέχονταν  στις  επιστολές  που  αντήλλαξαν  ο  Βενιζέλος  και  ο  Μαγιορέσκου  στο  Βουκουρέστι4  την  23.7/5.8.1913  και  για  πρώτη  φορά  αφορούσαν  γλωσσική  (ή  κατ'  άλλους  εθνική)  μειονότητα,  τους  ρουμανίζοντες  Κουτσόβλαχους.  Δι'  αυτών  «η  Ελλάς  συγκατατίθεται  να  παράσχη  αυτονομίαν  εις  τας  των  Κουτσοβλάχων  σχολάς  και  εκκλησίας  τας  ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν Επισκοπής διά  τους  Κουτσοβλάχους  τούτους,  της  Ρουμανικής  Κυβερνήσεως  δυναμένης  να  επιχορηγή,  υπό  την  επίβλεψιν  της  Ελληνικής  Κυβερνήσεως,  τα  ειρημένα  ενεστώτα  και  μέλλοντα  θρησκευτικά  και  εκπαιδευτικά  καθιδρύματα».5  Ο  Βενιζέλος  έκανε  αυτές  τις  παραχωρήσεις  για  να  καταλαγιάσει  τις  ρουμανικές ενστάσεις ως προς την πιθανολογούμενη εκχώρηση της Ηπείρου στην Ελλάδα. Κατά μία  θεωρία και οι προβλέψεις αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 12 της Συνθήκης των Σεβρών του  1920.6  Με  το  άρθρο  11  της  Σύμβασης  των  Αθηνών  της  1/14  Νοεμβρίου  του  1913  εξασφαλιζόταν  η  θρησκευτική ελευθερία και η κοινοτική αυτονομία των Μουσουλμάνων των Νέων Χωρών.  Digitized by 10uk1s 

Πάντως  το  πρόβλημα  των  μειονοτήτων  προέκυψε  ουσιαστικά  για  την  Ελλάδα  μετά  τους  Βαλκανικούς  πολέμους.  Μεγάλες  μετακινήσεις  πληθυσμών  σημάδεψαν  αυτή  την  περιοχή  των  Βαλκανίων από τις αρχές του αιώνα και συνεχίστηκαν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '20.  Η  Βουλγαρία7,  ο  κατεξοχήν  επιθετικός  γείτονας  της  Ελλάδας  τότε,  είχε  δείξει  από  την  εποχή  του  Μακεδονικού  αγώνα  ότι  είχε  σκοπό  να  παίξει  εξοντωτικά  σκληρό  παιχνίδι  διεκδικώντας  την  πολυπόθητη  έξοδο  στο  Αιγαίο.  Ένα  μέτρο  των  προθέσεών  της  ήταν  η  σφαγή  των  Ελλήνων  στην  Ανατολική  Ρωμυλία  το  1906,  μια  σφαγή  που  έγινε  χωρίς  το  φόβο  των  αντιποίνων,  μιας  και  στην  Ελλάδα δεν υπήρχαν βουλγαρικές κοινότητες.8  Έτσι, αμέσως μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου,  Έλληνες  από  τις  περιοχές  Μελενίκου,  Στρώμνιτσας,  Αλεξανδρούπολης  και  Ξάνθης  άρχισαν  να  εισρέουν  στην  ελληνική  Μακεδονία  για  να  σώσουν  τα  κεφάλια  τους.  Αργότερα  προστέθηκαν  σ'  αυτούς και Έλληνες από τη βουλγαροκρατούμενη Θράκη.9  Κατά  τον  Α'  Παγκόσμιο  πόλεμο  η  Βουλγαρία  μπήκε  στην  Ανατολική  Μακεδονία  «με  σαφέστατον  σκοπόν.  Την  εκκένωσιν  της  Μακεδονίας  υπό  των  ενόπλων  υπερασπιστών  και  των  ελλήνων  αυτής  κατοίκων».10  Όσοι  Έλληνες  δεν  απωθήθηκαν  προς  τη  θάλασσα  και  την  Κεντρική  και  τη  Δυτική  Μακεδονία, μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία όπου κατά ένα μεγάλο ποσοστό εξολοθρεύτηκαν.11  Όσο  για  τη  Θράκη,  στα  έξι  συνολικά  χρόνια  που  έμειναν  οι  Βούλγαροι  εκεί  εκτόπισαν  το  μεγαλύτερο  μέρος  του  ελληνικού  πληθυσμού  και  εγκατέστησαν  Βούλγαρους  από  την  παλιά  Βουλγαρία  στα  εκκενωθέντα  χωριά  για  να  αλλάξουν  τη  σύνθεση  του  πληθυσμού  τάχιστα.  Ο  αριθμός  των  εκτοπισθέντων  Ελλήνων  από  την  Ανατολική  και  τη  Δυτική  Θράκη  υπολογίστηκε  σε  250.000  περίπου.12  Μετά  την  ήττα  της  Βουλγαρίας  και  την  υπογραφή  της  ανακωχής  το  Σεπτέμβριο  του  1918,  η  χώρα  αυτή ετοιμάστηκε να  παραδώσει όχι  μόνο τα εδάφη που  είχε  κατακτήσει στον πόλεμο αυτό αλλά  και κάποια κέρδη της από τους βαλκανικούς πολέμους. Ο Βενιζέλος με το περίφημο υπόμνημά του  της  30.12.191813  έκανε  γνωστές  τις  ελληνικές  διεκδικήσεις,  βασικό  μέρος  των  οποίων  ήταν  και  η  Ανατολική  και  η  Δυτική  Θράκη.  Στην  περιοχή  αυτή,  που  υπήρξε  πάγιος  στόχος  της  βουλγαρικής  εξωτερικής πολιτικής, υπήρχε μακραίωνη ελληνική παρουσία. Ο Βενιζέλος προσκόμισε στοιχεία που  απεδείκνυαν  την  οικονομική,  πολιτιστική  και  πληθυσμιακή  πρωτοκαθεδρία  της  Ελλάδας  σε  ολόκληρη τη Θράκη.14  Στην  πρώτη  συνάντηση  της  Επιτροπής  με  θέμα  τα  εδαφικά  προβλήματα  της  Ελλάδας,  το  Φεβρουάριο  του  1919,  το  κλίμα  ήταν  θερμότατα  φιλελληνικό. 15   Ο  Βενιζέλος  παρουσίασε  τις  ελληνικές  προτάσεις  και  βρήκε  ευμενή  αντιμετώπιση  από  τους  Βρετανούς  και  τους  Γάλλους.  Όλοι  συμφωνούσαν ότι η Τουρκία έπρεπε να αποχωρήσει από την Ευρώπη. Η Βρετανία όμως δεν έβρισκε  κανένα λόγο να κερδίσει η Βουλγαρία κάτι από την όλη υπόθεση.16  Παρόλο που η νέα κυβέρνηση  Μαλίνωφ προσπάθησε να περάσει το επιχείρημα του αθώου και αμέτοχου βουλγαρικού λαού που  δεν  πρέπει  να  πληρώσει  τα  σφάλματα  της  ηγεσίας  του,  το  κλίμα  ήταν  μάλλον  βαρύ  για  τη  βουλγαρική  αντιπροσωπεία. 17   Η  μόνη  χώρα  που  τους  στήριξε  ήταν  η  Αμερική  που  πρότεινε  υιοθέτηση των συνόρων του 1915 προς μεγάλο εκνευρισμό των Άγγλων. Να μη λησμονούμε ότι ο  Βενιζέλος δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Αθήνα με άδεια χέρια...  Τελικά με τη Συνθήκη του Νεϊγύ, που υπεγράφη το Νοέμβριο του 1919, η Βουλγαρία παραιτήθηκε  υπέρ  των  Μεγάλων  Δυνάμεων  από  κάθε  δικαίωμα  και  τίτλο  επί  των  εδαφών  της  Θράκης  που  κατείχε,  και  οι  Μεγάλες  Δυνάμεις  ανέλαβαν  να  της  εξασφαλίσουν  οικονομική  διέξοδο  στο  Αιγαίο  πέλαγος. Ο έλεγχος της περιοχής πέρασε προσωρινά σε διασυμμαχική επιτροπή.  Παράλληλα όμως με το εδαφικό έπρεπε να λυθεί και το μειονοτικό πρόβλημα. Κατά το σχεδιασμό  της συνθήκης του Νεϊγύ από την Επιτροπή για τις Νέες Χώρες και την Προστασία των Μειονοτήτων,  ήταν φανερό σε όλους τους αρμόδιους ότι οι Έλληνες και οι Βούλγαροι θα ήταν πολύ δύσκολο να  Digitized by 10uk1s 

συμβιώσουν ειρηνικά με τόσο αίμα που τους χώριζε. Έτσι όταν οι εκπρόσωποι των ενδιαφερόμενων  κρατών κλήθηκαν να υποβάλουν τις προτάσεις τους σχετικά, ο Βενιζέλος στις 9.8. 1919 εισηγήθηκε  αμοιβαία  εθελοντική  μετανάστευση  των  ελληνοβουλγαρικών  πληθυσμών.18  Στόχος  του  Βενιζέλου  ήταν  γενικώς  «η  συγκέντρωσις  εις  τα  αυτά  εδάφη  των  ομοφύλων  και  της  κατά  το  δυνατόν  υπαγωγής εις έκαστον κράτος αμιγών πληθυσμών ανηκόντων εις την αυτήν εθνικότητα» και ειδικώς  «η ενσφήνωσις ελληνικών πληθυσμών εκεί όπου οι αλλογενείς τοιούτοι είναι συμπαγείς».19  Η ιδέα  υιοθετήθηκε  αμέσως  από  την  Επιτροπή.  Σκέφτηκαν  μάλιστα  να  την  επεκτείνουν  σε  γενικότερη  ανταλλαγή  πληθυσμών  μεταξύ  Ελλάδας,  Τουρκίας,  Βουλγαρίας  και  Γιουγκοσλαβίας  ώστε  να  επιλυθεί αποτελεσματικά το μειονοτικό πρόβλημα σε ολόκληρη την περιοχή. Η Γιουγκοσλαβία όμως  αρνήθηκε  σθεναρά  να  μετάσχει  φοβούμενη  μη  φύγουν  όλοι  οι  Βούλγαροι  από  το  δικό  της  τμήμα  της  Μακεδονίας.  Έτσι  η  ανταλλαγή  περιορίστηκε  στην  Ελλάδα  και  τη  Βουλγαρία.20  Οι  όροι  της  ανταλλαγής ρυθμίστηκαν με τη Σύμβαση του Νεϊγύ που υπεγράφη στις 27.11.1919 σε εκτέλεση του  άρθρου 56 της Συνθήκης του Νεϊγύ.  Εκτός  από  την  ανταλλαγή  πληθυσμών,  η  Επιτροπή  επέβαλε  με  την  ευκαιρία  όρους  μειονοτικής  προστασίας στη Βουλγαρία. Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ η Βουλγαρία έδινε εγγυήσεις για τη ζωή και  την  ελευθερία  όλων  των  κατοίκων  της  χωρίς  διακρίσεις  εθνικότητας,  γλώσσας,  θρησκείας.  Εξασφάλιζε  επίσης  ίσα  πολιτικά  δικαιώματα,  ελεύθερη  χρήση  της  γλώσσας  στον  ιδιωτικό  βίο  και  τέλος  το  δικαίωμα  των  μειονοτήτων  να  διατηρούν  θρησκευτικά,  κοινωνικά  και  εκπαιδευτικά  ιδρύματα στη Βουλγαρία. Η Βουλγαρία δεν είχε σοβαρές αντιρρήσεις να υπογράψει γιατί σκόπευε  να χρησιμοποιήσει εξαντλητικά το χαρτί των μειονοτήτων της και γιατί ήθελε να βελτιώσει λίγο την  εικόνα της αγριότητας που είχε δώσει κατά τη διάρκεια του πολέμου.21  Από  το  φθινόπωρο  του  1919,  πριν  ακόμα  επισημοποιηθεί  η  αποχώρηση  της  Βουλγαρίας  από  τη  Θράκη, η διαδικασία της παλιννόστησης των Ελλήνων της περιοχής είχε αρχίσει. Οι ελληνικές αρχές  έσπευσαν  τότε  να  εξασφαλίσουν  μεταφορικά  μέσα  και  ιατροφαρμακευτική  βοήθεια  για  όσους  ήθελαν  να  επιστρέψουν  στις  περιουσίες  τους.  Λόγω  της  εθνικής  αναγκαιότητας  να  ξαναπάρει  η  Θράκη  τον  ελληνικό  της  χαρακτήρα  ενθάρρυναν  με  όλα  τα  μέσα  τους  απρόθυμους.22  Ευτυχώς  υπήρχαν  εύφορα  εδάφη  και  εγκαταλελειμμένα  τουρκικά  χωριά  για  να  εγκατασταθούν  οι  πρόσφυγες.  Με  τη  μελλοντική  ανταλλαγή  πληθυσμών  θα  είχαν  στη  διάθεσή  τους  σύντομα  και  εκκενωμένα  βουλγαρικά  χωριά.23  Από  τους  βούλγαρους  εποίκους  ζητήθηκε  να  επιστρέψουν  στην  πατρίδα τους.24  Στις  περιοχές  που  κατείχε  ο  γαλλικός  στρατός  επέστρεψαν  στην  αρχή  μόνο  οι  πρόκριτοι  και  μέχρι  την άνοιξη του 1920 σκόπευαν να επιστρέψουν όλοι. Σύμφωνα με τις αναφορές του κυβερνητικού  αντιπροσώπου  Δυτικής  Θράκης  προς  τον  υπουργό  Εξωτερικών  το  Νοέμβριο  του  1919,  οι  γαλλικές  αρχές, που διοίκησαν τη Θράκη από τα μέσα Οκτωβρίου του 1919 μέχρι το Μάιο του 1920, έδειξαν  πνεύμα συνεργασίας με τις ελληνικές.25  Κατορθώσαμε επίσης να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του  τουρκικού πληθυσμού της περιοχής, γεγονός που θα έδινε μεγάλο πλεονέκτημα στην Ελλάδα για τη  διεκδίκηση  της  Θράκης. 26   Πράγματι  στις  31.12.1918  οκτώ  τούρκοι  Μουσουλμάνοι,  μέλη  του  βουλγαρικού κοινοβουλίου από τη Δ. Θράκη, έστειλαν επιστολή στον Βενιζέλο καταγγέλλοντας την  απάνθρωπη  βουλγαρική  μεταχείριση  και  ζητώντας  την  προστασία  της  Ελλάδας  που  υπήρξε  ανέκαθεν  φιλελεύθερη  απέναντί  τους.  Το  Σεπτέμβριο  του  1919  έφτασαν  στον  Βενιζέλο  στη  Συνδιάσκεψη  πολλά  τηλεγραφήματα  μουφτήδων  που  έδειχναν  «πλήρη  ευχαρίστησιν  και  ενθουσιασμόν διά την απόλυτον ευνομίαν, ισοπολιτείαν και δικαιοσύνη ων απολαύομεν παρά της  πατρικής  ελληνικής  κυβερνήσεως». 27  Αυτό  ήταν  ένα  μεγάλο  όπλο  του  Βενιζέλου  στον  αγώνα  δρόμου  για  τις  εντυπώσεις  που  έδιναν  όλα  τα  ενδιαφερόμενα  κράτη  για  να  διεκδικήσουν  ό,τι  ήθελαν ανετότερα στη Συνδιάσκεψη.28  Το πρόβλημα που γεννούσε μεγαλύτερη ανησυχία στον Βενιζέλο ήταν οι πληροφορίες που είχε ότι η  Βουλγαρία  υποκινεί  το  λαό  και  το  στρατό  της  σε  δράση  ενόψει  της  επίσημης  κατάληψης  της  Digitized by 10uk1s 

περιοχής  από  τον  ελληνικό  στρατό. 29  Έντονες  φήμες  ήθελαν  τη  Βουλγαρία  να  καταστρατηγεί  συστηματικά  τους  όρους  του  αφοπλισμού  χρησιμοποιώντας  διάφορα  ψευτοσωματεία  για  να  οργανώσουν στρατιωτικά το λαό.30  Εν τω μεταξύ ο Βενιζέλος ζητούσε συνεχώς και πιεστικά από τους συμμάχους άδεια κατάληψης της  Ανατολικής  Θράκης  από  τον  ελληνικό  στρατό.31  Τελικά  τον  Ιούλιο  του  1920  ο  ελληνικός  στρατός  μπήκε  στην  Α.  Θράκη.  Η  Ελλάδα  απέκτησε  δικαιώματα  με  την  ειδική  για  τη  Θράκη  Συνθήκη  των  Σεβρών  της  10.8.1920,  η  οποία  δεν  επικυρώθηκε  τότε  αλλά  διατηρήθηκε  σε  ισχύ  με  το  ειδικό  Πρωτόκολλο  XVI  της  Λωζάνης  της  24  Ιουλίου  192332  και  επικυρώθηκε,  όπως  θα  δούμε,  στις  6  Αυγούστου 1924.  Η  ημερομηνία  αυτή  σηματοδότησε  και  την  επίσημη  έναρξη  της  ισχύος  των  μέτρων  μειονοτικής  προστασίας στην Ελλάδα. Η Ελλάδα δεσμεύτηκε να προστατεύσει τις μειονότητές της με την Ειδική  Σύμβαση των Σεβρών που υπεγράφη στις 10 Αυγούστου 1920, δηλαδή την ίδια μέρα που υπεγράφη  η Συνθήκη των Σεβρών που ρύθμιζε τις ελληνοτουρκικές διαφορές.33  Η σύμβαση αυτή, εκτός από  τις προστατευτικές διατάξεις που ανευρίσκονται σε όλες τις σχετικές συνθήκες, περιείχε και κάποιες  διατάξεις ειδικώς για την Ελλάδα:  •  Καταργούσε  στο  προοίμιο  τον  αγγλογαλλικό  έλεγχο  επί  της  εφαρμογής  της  μειονοτικής  προστασίας  που  είχε  επιβληθεί  με  το  3ο  Πρωτόκολλο  της  3.2.1830,  διότι  οι  γενικές  διατάξεις  της  Σύμβασης των Σεβρών υπερκάλυπταν τις εγγυήσεις του.  •  Παρείχε  τοπική  αυτονομία  υπό  τον  έλεγχο  της  ελληνικής  κυβερνήσεως  στις  κουτσοβλαχικές  κοινότητες  ως  προς  τα  θρησκευτικά,  σχολικά  και  φιλανθρωπικά  ζητήματα.  Κατά  μία  ερμηνεία  η  χωριστή  αναφορά  των  Κουτσοβλάχων  έγινε  για  να  υποκατασταθούν  οι  εγγυήσεις  των  επιστολών  Βενιζέλου‐Μαγιορέσκου του 1913 από τις εγγυήσεις της Σύμβασης αυτής.  • Με το άρθρο 13 μετέφερε στην Ελλάδα τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η Τουρκία έναντι των  μοναχών του Αγίου Όρους με τη Συνθήκη του Βερολίνου του 1878 — με τη διαφορά ότι αφορούσε  μόνο  τις  μειονοτικές  μοναχικές  κοινότητες.  Επέλυε  δε  συγχρόνως  οριστικώς  υπέρ  της  Ελλάδας  το  ζήτημα της κυριαρχίας επί του Αγίου Όρους, που είχε μείνει εκκρεμές από τη Συνθήκη του Λονδίνου  του 1913.  •  Εξασφάλιζε  το  ιδιότυπο  θρησκευτικο‐κοινωνικό  συστηματοποιώντας τις εγγυήσεις του 1881 και του 1913.34 

καθεστώς 

των 

Μουσουλμάνων, 

Πρέπει  να  τονίσουμε  ότι  η  προστασία  αφορούσε  αποκλειστικά  και  μόνο  τους  μειονοτικούς  πληθυσμούς που κατοικούσαν στα νέα εδάφη που προσάρτησε η Ελλάδα από το 1913 και μετά. Η  ισχύς της Συμβάσεως συμφωνήθηκε να αρχίσει μόλις καθοριστεί οριστικά η τύχη της Θράκης. Αυτό  έγινε τελικά στις 6 Αυγούστου 1924.  2. Οι μειονοτικοί όροι της Λωζάνης  Εν  τω  μεταξύ  και  όσο  η  Ελλάδα  έδινε  τη  μάχη  της  σε  διπλωματικά  και  στρατιωτικά  πεδία,  ο  Βενιζέλος  ηττήθηκε  στις  εκλογές  της  14.11.1920  και  το  όνειρο  της  Μεγάλης  Ελλάδας  άρχισε  να  γίνεται  εφιάλτης.35  Εγκαταλελειμμένη  η  Ελλάδα  στρατιωτικά  να  σηκώσει  μόνη  της  το  βάρος  της  μικρασιατικής  εκστρατείας  και  απογυμνωμένη  από  τα  διπλωματικά  ερείσματα  του  Βενιζέλου,  οδηγήθηκε το φθινόπωρο του 1922 σε ταπεινωτική ήττα από το στρατό του Κεμάλ και αναγκάστηκε  να αντιμετωπίσει την καινούρια Τουρκία ως νικήτρια στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης.36  Την  Ελλάδα  εκπροσώπησε  στη  Συνδιάσκεψη  ξανά  ο  Βενιζέλος  μετά  από  παράκληση  της  Digitized by 10uk1s 

Επανάστασης.  Η  Τουρκία  διεκδίκησε  εκεί  σθεναρά  ολόκληρη  τη  Θράκη  αλλά  θεωρήθηκε  αμφισβητούμενο μόνο το μέλλον της Ανατολικής. Τελικά έγινε δεκτό ότι η Τουρκία θα διατηρούσε  την Ανατολική Θράκη με ορόσημο τον Έβρο.  Στον  αγώνα  διεκδίκησης  της  Δυτικής  Θράκης  μπήκαν  δυναμικά  και  οι  Βούλγαροι,  που  είχαν  αναθαρρήσει  από  την  εποχή  της  εκλογικής  ήττας  του  Βενιζέλου  και  ήλπιζαν  να  επανακτήσουν  το  χαμένο έδαφος.37  Ο Σταμπολίνσκι έδινε δεξιά και αριστερά συνεντεύξεις όπου διαδήλωνε στροφή  της χώρας του προς τη Δύση με την είσοδό της στην ΚτΕ. Τόνιζε δε ότι έχουν διαρραγεί τελείως οι  δεσμοί τους  με τη Γερμανία  και το  σοβινισμό και  ότι ελπίζουν  «νέο διακανονισμό της εν τω Αίμω  καταστάσεως επί βάσεων νέων και δικαίων. Η πρώτη δε των βάσεων τούτων δέον να είναι η έξοδος  της  Βουλγαρίας  εις  το  Αιγαίον». 38   Παράλληλα  φρόντιζαν  να  βομβαρδίζουν  κυριολεκτικά  τη  Γραμματεία  της  ΚτΕ  (Τμήμα  Μειονοτήτων)  με  καταγγελίες  Βουλγάρων  που  έφυγαν  από  τις  εστίες  τους  στην  ελληνική  Μακεδονία  λόγω  διώξεων  από  τις  ελληνικές  αρχές  κ.λπ.  Η  προπαγανδιστική  εκστρατεία  της  ήταν  τόσο  μεγάλη  ώστε  η  Ελλάδα  αποφάσισε  να  αντιδράσει  δυναμικά  καταγγέλλοντας επίσης τους διωγμούς των Ελλήνων της Βουλγαρίας.39  Ως εναλλακτική λύση οι Βούλγαροι προωθούσαν την αυτονόμηση ολόκληρης της Θράκης. Όλα αυτά  με μεγάλο τακτ για να μην κατηγορηθούν πάλι για ιμπεριαλιστικές τάσεις και ξυπνήσουν την έχθρα  των  γειτόνων  τους.40  Τελικά  το  αίτημα  της  Βουλγαρίας  απερρίφθη  οριστικά  και  η  Δυτική  Θράκη  έμεινε σε ελληνικά χέρια με την προϋπόθεση παραχώρησης οικονομικής διεξόδου της Βουλγαρίας  προς το Αιγαίο.41  Το  μεγάλο  πρόβλημα  της  Ελλάδας  εκείνη  τη  στιγμή  όμως  ήταν,  εκτός  από  την  οριστική  απώλεια  παραδοσιακών εστιών του ελληνισμού στα μικρασιατικά παράλια, η τύχη των ελλήνων προσφύγων  «ους η αγριότης των Τούρκων και η αδιαφορία των ιθυνόντων την τύχην του κόσμου μετέβαλον εις  αλήτας και σκιάς ανθρωπίνους».42  Το πρόβλημα είχε ξεκινήσει από τους Νεότουρκους στο πλαίσιο  εκμοντερνισμού  της  καταρρέουσας  Αυτοκρατορίας.  Μετά  την  εθνικιστική  έξαρση  των  Βαλκανικών  πολέμων  στόχος  των  Νεοτούρκων  ήταν  πλέον  η  εθνική  καθαρότητα.  Οι  μέθοδοι  που  χρησιμοποίησαν ήταν οι διώξεις, οι σφαγές και οι ανταλλαγές πληθυσμών. Οι έλληνες υπήκοοι της  Τουρκίας  τα  δοκίμασαν  όλα  στην  πλάτη  τους.  Στην  Ανατολική  Θράκη  οι  κάτοικοι  των  ελληνικών  χωριών από το 1913 και μετά υπέστησαν άγριους διωγμούς και εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν  μαζικά  την  περιοχή.  Περί  τα  60.926  άτομα  έφυγαν  εκείνη  την  εποχή. 43   Σύντομα  οι  διώξεις  εξαπλώθηκαν  στα  μικρασιατικά  παράλια  με  αποτέλεσμα  χιλιάδες  Έλληνες  να  καταφύγουν  στη  Μυτιλήνη,  στη  Χίο  και  αλλού.  Υπό  αυτά  τα  θλιβερά  δεδομένα  ο  Βενιζέλος  ανταποκρίθηκε  θετικά  στην  πρόταση  που  του  έκανε  τότε  ο  τούρκος  πρέσβης  στην  Αθήνα  για  προαιρετική  ανταλλαγή  πληθυσμών  υπό  την  επίβλεψη  Μικτής  Επιτροπής  με  έδρα  τη  Σμύρνη.  Το  πράγμα  δεν  προχώρησε  πολύ  τότε  λόγω  περιπλοκότητας  του  περιουσιακού  διακανονισμού  και  οι  τουρκικές  διώξεις  ξανάρχισαν.  Όταν  πια  η  Ελλάδα  μπήκε  στον  πόλεμο,  οι  Έλληνες,  μη  αντέχοντας  τη  σκιά  του  θανάτου, κατέφευγαν στη Σμύρνη και από κει περνούσαν στην Ελλάδα κατά χιλιάδες.  Έτσι όταν ο Βενιζέλος δέχτηκε την τουρκική πρόταση στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης, δεν είχε στην  πραγματικότητα  μεγάλα  περιθώρια  επιλογής,  αφού  το  μεγαλύτερο  μέρος  των  Ελλήνων  ήταν  ήδη  στοιβαγμένο  κάτω  από  απάνθρωπες  συνθήκες  στην  Ελλάδα. 44   Με  την  επισημοποίηση  της,  αναγκαστικής45  αυτή  τη  φορά,  ανταλλαγής  θα  έφευγαν  τουλάχιστον  και  οι  Μουσουλμάνοι  της  Ελλάδας αφήνοντας χώρο για να εγκατασταθούν οι έλληνες πρόσφυγες.  Από  την  αναγκαστική  αυτή  ανταλλαγή  εξαιρέθηκαν  οι  έλληνες  ορθόδοξοι  κάτοικοι  της  Κωνσταντινούπολης  και  οι  Μουσουλμάνοι  της  Δυτικής  Θράκης.  Έτσι  υπήρχε  πλέον  επισήμως  και  πρόβλημα προστασίας των μειονοτήτων αυτών —και όχι μόνο— από την Τουρκία και την Ελλάδα. Η  Ελλάδα βεβαίως, όπως είδαμε, είχε συνάψει Συνθήκη για την προστασία των μειονοτήτων της στις  Σέβρες  στις  10.8.1920,  η  οποία  δεν  είχε  αρχίσει  να  ισχύει  ακόμα.  Οι  Τούρκοι  όμως  δεν  είχαν  Digitized by 10uk1s 

υπογράψει μέχρι στιγμής τίποτε αντίστοιχο — εκτός από το άρθρο 5 του Εθνικού Συμβολαίου που  ετοίμασαν οι εθνικιστές μετά την ανακωχή του Μούδρου46, το οποίο δεν ήταν παρά μια διακήρυξη  καλών προθέσεων...  Στη  Συνδιάσκεψη  της  Λωζάνης  οι  Τούρκοι  δεν  ήθελαν  να  αναλάβουν  καμία  απολύτως  δέσμευση  απέναντι  στις  μειονότητές  τους.  Η  θεωρία  τους  ήταν  ότι  με  την  ανταλλαγή  πληθυσμών  και  τις  πληθυσμιακές ανακατατάξεις εξαιτίας του πολέμου δεν υπήρχε πια σοβαρό πρόβλημα μειονοτήτων  στην  Τουρκία.  Τελικά  αναγκάστηκαν  να  υπογράψουν  μειονοτικούς  όρους  ανάλογους  με  εκείνους  των  άλλων  κρατών  ενσωματωμένους  στη  Συνθήκη  της  Λωζάνης  (άρθρα  37‐45).  Οι  διατάξεις  της  Συνθήκης  των  Σεβρών  για  τις  μειονότητες  της  Ελλάδας,  με  τις  ελάχιστες  τροποποιήσεις  της  του  πρωτοκόλλου 16 της Λωζάνης47, συμφωνήθηκε να τεθούν σε εφαρμογή μαζί με την έναρξη ισχύος  της Συνθήκης της Λωζάνης. Αυτό έγινε, όπως είπαμε, τον Αύγουστο του 1924. Η ΚτΕ έθεσε υπό την  αιγίδα της και αυτές τις μειονοτικές εγγυήσεις το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. 

Β) ΝΕΕΣ ΧΩΡΕΣ, ΝΕΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ, ΝΕΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ  1. Τα εσωτερικά προβλήματα της μετaπoλεμικής Ελλάδας  Το  καλοκαίρι  του  1922  υπήρξε  ορόσημο  στη  ζωή  της  Ελλάδας.  Ο  καταλύτης  ήταν  βέβαια  η  καταστροφή του ελληνισμού στα μικρασιατικά παράλια, αλλά ο αντίκτυπος αυτής της εθνικής ήττας  ανέτρεψε  άρδην  το  πολιτικό  τοπίο  στο  εσωτερικό  της  Ελλάδας.  Το  φιλομοναρχικό  καθεστώς  ανετράπη  από  την  Επανάσταση.  Ο  βασιλιάς  Κωνσταντίνος  παραχώρησε  τη  θέση  του  στο  γιο  του  Γεώργιο  Β'  και  έσπευσε  να  φύγει  στο  εξωτερικό.  Αυτό  όμως  δεν  ήταν  αρκετό.  Το  λαϊκό  ανάθεμα  αναζητούσε  εξιλαστήρια  θύματα,  ένα  μέσο  για  να  εκτονώσει  τη  συμφορά  και  να  αποδώσει  «επαναστατική δικαιοσύνη». Η δίκη και η εκτέλεση των έξι υπεγράφη στις 15.11.22 από τον αρχηγό  της  Επανάστασης  Ν.  Πλαστήρα  «παρά  την  φρικαλέαν  εντύπωσιν  η  οποία  θα  εδημιουργείτο»  στη  διεθνή  κοινότητα  και  παρόλο  που  «η  θέσις  του  Βενιζέλου  εις  τας  εν  Λωζάνη  συζητήσεις  διά  την  συνθήκην  ειρήνης  θα  καθίστατο  δυσχερής».48  Η  εκτέλεση  των  υπευθύνων  για  την  καταστροφή  εξόργισε  τους  ξένους,  ικανοποίησε  τους  εξαθλιωμένους  πρόσφυγες  και  σφράγισε  με  αίμα  το  διχασμό.  Η  λεγόμενη  βενιζελική  παράταξη  έδιωξε  και  το  νέο  βασιλιά  και  ανακήρυξε  τη  Δημοκρατία  στις  25.3.1924 μετά από δημοψήφισμα. Το κοινό μέτωπο εναντίον της συγκεκριμένης δυναστείας ήταν  άλλωστε  κατά  πάσα  πιθανότητα  το  μοναδικό  πράγμα  που  συνέδεε  τον  ποικίλων  ιδεολογικών  αποχρώσεων  δημοκρατικό  χώρο.49  Ο  ίδιος  ο  Βενιζέλος,  αφού  επανήλθε  στην  ενεργό  πολιτική  για  ένα  μήνα  το  χειμώνα  του  1924,  παραιτήθηκε  και  ξαναπήρε  το  δρόμο  της  αυτοεξορίας,  κινώντας  ωστόσο ακόμα τα νήματα έμμεσα και παρασκηνιακά.  Η  κατάσταση  της  οικονομίας  της  χώρας  ήταν  ανάλογη.  Τα  τεράστια  πολεμικά  της  χρέη  σε  συνδυασμό  με  τις  ανάγκες  για  την  αποκατάσταση  των  προσφύγων  έσπρωχναν  πιεστικά  τους  αρμόδιους  προς  αναζήτηση  νέων  δανείων  στις  ξένες  χρηματαγορές.  Η  εξασφάλιση  του  πολυπόθητου  δανείου  όμως  ήταν  εξαιρετικά  επισφαλής  γιατί  οι  πιθανοί  χρηματοδότες  ήταν  διστακτικοί. «Τους φοβίζει η κατά της Επαναστάσεως αύξουσα αντίδρασις, το ανοργάνωτον και οι  διαιρέσεις των φιλελευθέρων»50, οι στρατιωτικές κυβερνήσεις, η αστάθεια.  Τον Οκτώβριο του 1922 ο Βενιζέλος έκανε έκκληση στην παγκόσμια κοινή γνώμη μέσω του τύπου.  Απευθύνθηκε  ειδικά  στους  Αμερικανούς  που  δεν  είχαν  απώλειες  πολέμου.  Πραγματικά  ο  Αμερικανικός  Ερυθρός  Σταυρός  κινητοποιήθηκε  αμέσως  διαθέτοντας  2,5  εκατομμύρια  δολάρια  περίπου για την περίθαλψη των ελλήνων προσφύγων από τον Οκτώβριο του 1922 ώς τον Ιούνιο του  1923.51  Αυτό το ποσό όμως δεν ήταν αρκετό. Οι επιδημίες απειλούσαν τη ζωή τους52  καθώς ζούσαν  Digitized by 10uk1s 

σε επιταγμένα σχολεία, μοναστήρια, αποθήκες, παράγκες και σπίτια, τρεφόμενοι με «ταριχευμένες  τροφές», φορώντας αμερικάνικα αποφόρια, με στοιχειώδη ιατρική φροντίδα.53  Τον Ιούνιο του 1923 αγωνιώδη τηλεγραφήματα έφταναν από την Ελλάδα στον Βενιζέλο στη Λωζάνη.  Ζητούσαν  να  αρχίσει  η  εφαρμογή  της  Σύμβασης  περί  ανταλλαγής  από  την  υπογραφή  και  όχι  από  την επικύρωσή της, γιατί είχαν τεράστιο πρόβλημα εγκατάστασης των προσφύγων. Αν δεν έφευγαν  σύντομα  οι  Μουσουλμάνοι  από  τα  σπίτια  και  τα  χωράφια  τους,  πού  θα  έμπαιναν  οι  πρόσφυγες;  Έπειτα  με  τη  χρονοτριβή  θα  χανόταν  μια  ολόκληρη  σοδειά.  Κατέληγαν  ρωτώντας  τον  αν  ήταν  δυνατό  να  απομακρυνθούν  μαζικά  οι  Μουσουλμάνοι  από  τα  χωριά  τους  πριν  φτάσει  η  Μικτή  Επιτροπή  που  θα  επόπτευε  την  ανταλλαγή  για  να  κερδηθεί  πολύτιμος  χρόνος.  Αντί  του  Βενιζέλου  τους  απάντησε  ο  Κακλαμάνος  στις  20.7.1923  σε  μια  επιστολή  χαρακτηριστική  της  διάστασης  απόψεων και φιλοσοφίας της στρατιωτικής κυβέρνησης, που βάδιζε με το «δίκαιο της ανάγκης» και  των  διπλωματών,  που  είχαν  επιφορτιστεί  να  βελτιώσουν  τη  δύσκολη  διπλωματική  θέση  της  Ελλάδας  στο  εξωτερικό:  «Ομολογώ  ότι  καταλαμβάνομαι  υπό  δέους  μόνο  από  την  ιδέα  ότι  πριν  ακόμα  υπογραφή  ειρήνη  σκεπτόμεθα  σοβαρώς  να  παραβιάσωμεν  σύμβασιν  ανταλλαγής  πληθυσμών, ήτις περιέχει διατάξεις επωφελείς ημίν μεγίστης σπουδαιότητος».54  Η διάσταση αυτή  προξένησε  μεγάλους  κλυδωνισμούς  στην  ομαλή  πορεία  της  Ελλάδας  τα  πρώτα  κρίσιμα  μεταπολεμικά χρόνια.  Η μόνη αποτελεσματική λύση για το προσφυγικό πρόβλημα θα ήταν ένα δάνειο με ειδικούς όρους  υπό την εγγύηση της ΚτΕ. Η πρόταση για διεθνές δάνειο έγινε αρχικά από τον Ύπατο Αρμοστή για  τους πρόσφυγες Φ. Νάνσεν το Νοέμβριο του 1922. Ο μεγάλος αυτός ανθρωπιστής πίεσε στο βαθμό  που μπορούσε τη διεθνή κοινότητα συγκλονισμένος από το δράμα των μικρασιατών προσφύγων.55  Οι  εκκλήσεις  του  δεν  είχαν  σπουδαία  αποτελέσματα,  όπως  και  οι  εκκλήσεις  της  ελληνικής  κυβερνήσεως  το  Φεβρουάριο  του  1923.  Η  ΚτΕ  και  η  Μεγάλη  Βρετανία  που  κινούσε  τα  νήματα  κατέστησαν φανερές τις προθέσεις τους να χρησιμοποιήσουν το δάνειο για να υπαγορεύσουν στην  Ελλάδα  συγκεκριμένους  όρους,  όπως  η  ομαλοποίηση  της  πολιτικής  ζωής  με  επιστροφή  στον  κοινοβουλευτισμό,  μείωση  των  στρατιωτικών  δαπανών  και  έλεγχο  στη  διαχείριση  του  δανείου.56  Όπως  θα  δούμε  στη  συνέχεια,  το  δάνειο  χρησιμοποιήθηκε  εμμέσως  από  την  ΚτΕ  και  σε  άλλες  περιπτώσεις.  Χαρακτηριστική  είναι  η  ψυχολογική  πίεση  για  τη  σύναψη  του  Πρωτοκόλλου  Πολίτη‐Καλφώφ για την  προστασία  των ελληνοβουλγαρικών μειονοτήτων  που θα αποκαθιστούσε,  υποτίθεται, την ειρήνη μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας.57  Τελικά  τον  Ιανουάριο  του  1924  ο  Πλαστήρας  παρέδωσε  την  εξουσία  στην  Εθνοσυνέλευση.  Η  επιστροφή  στην  κοινοβουλευτική  ομαλότητα  μαζί  με  την  αρχόμενη  μείωση  των  στρατιωτικών  δαπανών έδωσε θετική χροιά στις συζητήσεις για το προσφυγικό δάνειο και κατέληξε στην έκδοσή  του  υπό  την  εγγύηση  της  ΚτΕ  ότι  τα  χρήματα  θα  διοχετευτούν  αποκλειστικά  και  μόνο  στην  αποκατάσταση  των  προσφύγων  και  βεβαίως  ότι  θα  μπορέσουν  εν  καιρώ  οι  χρηματοδότες  να  τα  πάρουν πίσω χωρίς προβλήματα.  Σ'  αυτό  το  πλαίσιο  ιδρύθηκε  η  Επιτροπή  Αποκατάστασης  Προσφύγων  (ΕΑΠ)  με  πρόεδρο  τον  Χ.  Μόργκενταου,  αμερικανό  εκπρόσωπο  των  οργανώσεων  περιθάλψεως  διορισμένο  από  το  Συμβούλιο  της  ΚτΕ,  και  μέλη  τον  σερ  Τζων  Κάμπελ,  διορισμένο  επίσης  κατευθείαν  από  το  Συμβούλιο, την Ε. Δέλτα και τον Περικλή Αργυρόπουλο, διορισμένους από την ελληνική κυβέρνηση  με  έγκριση  του  Συμβουλίου.  Η  ΕΑΠ,  που  εγκαινίασε  τη  λειτουργία  της  το  Νοέμβριο  του  1923,  λάμβανε τις αποφάσεις της αυτόνομα με πλειοψηφία και έδινε ανά τρίμηνο αναφορά αποκλειστικά  και  μόνο  στην  ΚτΕ  περί  των  πεπραγμένων  της.  Η  ελληνική  κυβέρνηση  ανέλαβε  να  της  εκχωρήσει  έκταση περί τα 500.000 εκτάρια κατάλληλα για αγροτική αποκατάσταση και ασφαλώς ολόκληρο το  προϊόν  του  προσφυγικού  δανείου. 58   Το  έργο  της  ήταν  να  αποκαταστήσει  τους  αγροτικής  προελεύσεως  πρόσφυγες  κυρίως.  Η  ΕΑΠ  δούλεψε  σκληρά  υπό  αντίξοες  και  ασταθείς  πολιτικές  συνθήκες  και  με  ανεπαρκή  προϋπολογισμό.  Στις  επιχειρήσεις  της  περιέλαβε  τελικά  και  τους  Digitized by 10uk1s 

πρόσφυγες  από  τη  Βουλγαρία  που  επωφελήθηκαν  από  τη  Σύμβαση  του  Νεϊγύ  καθώς  και  έλληνες  φυγάδες από την Κωνσταντινούπολη και αλλού. Για την ολοκλήρωση του έργου της χρειάστηκε ένα  ακόμη  δάνειο  που  εγκρίθηκε  με  λιγότερες  δυσκολίες  το  1927.  Απορρόφησε  επίσης  μεγάλο  τμήμα  του  κρατικού  προϋπολογισμού.59  Οι  σχέσεις  της  ΕΑΠ  με  τις  ελληνικές  κυβερνήσεις  πέρασαν  από  περιόδους κρίσης αλλά σε γενικές γραμμές συνεργάστηκαν αποτελεσματικά.60  Η  ΕΑΠ  χρηματοδότησε  μεγάλα  έργα  υποδομής  (οδοποιία,  αποξηραντικά  έργα,  οικοδομικά  έργα,  επικοινωνίες  κ.λπ.)  καθώς  και  την  ανάπτυξη  της  υφαντουργίας  και  χειροτεχνίας  από  τους  πρόσφυγες  και  πήρε  μέτρα  για  την  καταπολέμηση  της  μαλάριας  που  μάστιζε  τη  Μακεδονία.  Εγκατέστησε, μέχρι το 1930 που έλαβε τέλος η αποστολή της, περί τις 170.000 οικογένειες και πάνω  από 650.000 άτομα κατασκευάζοντας πάνω από 2.000 αγροτικούς οικισμούς και αστικές γειτονιές.61  Εξαιτίας  του  προσφυγικού  προβλήματος  η  αγροτική  μεταρρύθμιση  που  είχε  αρχίσει  από  το  1917  προχώρησε  με  ταχύτατους  ρυθμούς.  Μέχρι  το  1938  είχαν  απαλλοτριωθεί  συνολικά  1.724  μεγάλα  αγροκτήματα έκτασης 12 εκατομμυρίων στρεμμάτων υπέρ 130.000 γηγενών οικογενειών. Άλλα 8,3  εκατομμύρια  στρέμματα  μοιράστηκαν  σε  143.591  προσφυγικές  οικογένειες,  προερχόμενα  κυρίως  από  μουσουλμανικά  ή  βουλγαρικά  εγκαταλειφθέντα  κτήματα. 62   Η  αγροτική  μεταρρύθμιση  εφαρμόστηκε  φυσικά  και  στα  μεγάλα  συνήθως  τσιφλίκια  που  κατείχαν  οι  μη  ανταλλάξιμοι  Μουσουλμάνοι  στην  Ήπειρο  και  τη  Δ.  Θράκη.  Το  γεγονός  καταγγέλθηκε,  όπως  θα  δούμε  στη  συνέχεια, πολλές φορές στα αρμόδια όργανα της ΚτΕ καθώς και από τον τύπο της Αλβανίας και της  Τουρκίας  ως  παραβίαση  των  μειονοτικών  εγγυήσεων  που  είχε  υπογράψει  η  Ελλάδα.  Φυσικά  επρόκειτο για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και η ελληνική αντιπροσωπεία δεν δυσκολεύτηκε  να  αποδείξει  ότι  επρόκειτο  για  ένα  αναγκαίο  μέτρο  που  έπληττε  περισσότερο  τους  Έλληνες  παρά  τους μειονοτικούς.63  Η  απαλλοτρίωση  των  γαιών  και  η  προσεκτική  εγκατάσταση  των  ελλήνων  προσφύγων  ήταν  επίσης  ένα από τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι ελληνικές αρχές για να αφομοιώσουν τις λεγόμενες νέες  χώρες,  δηλαδή  τα  εδάφη  που  απέκτησε  η  Ελλάδα  από  το  1913  και  μετά.  Η  ομαλή  ενσωμάτωση  αυτών των περιοχών στον υπόλοιπο εθνικό κορμό ήταν ένα σύνθετο έργο που απαιτούσε έμπειρα  και  ικανά  στελέχη,  χρήματα  και  κυρίως  ξεκαθαρισμένους  στόχους  περί  της  ακολουθητέας  μειονοτικής πολιτικής, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των νέων χωρών ήταν η μεγαλύτερη  εθνολογική  ανομοιογένεια  που  παρουσίαζαν  συγκριτικά  με  την  υπόλοιπη  Ελλάδα.  Σύμφωνα  με  στατιστικά  στοιχεία64  στην  ελληνική  Μακεδονία,  την  Ήπειρο  και  τη  Θράκη  ζούσαν  τότε  Έλληνες  (ντόπιοι και πρόσφυγες) αλλά και Σλαβόφωνοι (ελληνόφρονες ή βουλγαρόφρονες), Μουσουλμάνοι  (αλβανικής  ή  τουρκικής  καταγωγής),  Κουτσόβλαχοι  (ελληνόφρονες  ή  ρουμανίζοντες),  Εβραίοι,  Αρμένιοι και ρώσοι αντεπαναστάτες!  Οι  ελληνικές  αρχές  κατέβαλαν  προσπάθειες  για  να  αφομοιώσουν  αυτόν  τον  ετερογενή  πληθυσμό  που  κατοικούσε  παρά  την  ελληνική  μεθόριο  και  εθεωρείτο  ένας  οιονεί  κίνδυνος  σε  περίπτωση  αναταραχής  στην  περιοχή.65  Στις  18.9.1923,  δηλαδή  αμέσως  μετά  την  υπογραφή  της  συνθήκης  ειρήνης στη Λωζάνη, έγινε ειδική σύσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών με συμμετοχή του Προέδρου  της  Κυβερνήσεως,  του  υπουργού  Εξωτερικών  και  των  Γενικών  Διοικητών  Κεντρικής  και  Δυτικής  Μακεδονίας.66  Το  αντικείμενο  ήταν  η  λήψη  μέτρων  για  την  ενσωμάτωση  των  ευαίσθητων  αυτών  περιοχών.  Αυτό  που  αποφασίστηκε  τελικά  ήταν:  α)  Να  συσταθεί  Υπουργείο  Νέων  Χωρών  και  να  αποκεντρωθεί η διοίκηση ώστε να έχει μεγάλη ευελιξία. Στο ίδιο πλαίσιο είχε ξεκινήσει και ο θεσμός  των Γενικών Διοικήσεων Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, Αιγαίου και Κρήτης. Όπως αποδείχτηκε στη  συνέχεια, από την ποιότητα του Γενικού Διοικητή και των άλλων κορυφαίων δημοσίων λειτουργών  και  από  την  ευρύτητα  του  πνεύματός  τους  εξαρτήθηκε  εν  πολλοίς  το  αφομοιωτικό  έργο  κάθε  περιοχής.  Υπήρξαν  πολλοί  στενόμυαλοι  και  αντιδραστικοί  που  όξυναν  τις  αντιθέσεις  αντί  να  τις  εξαφανίσουν βλέποντας πίσω από κάθε αλλοεθνή έναν εχθρό67  και άλλοι με διορατικό πνεύμα και  όραμα  που  έβλεπαν  ότι  για  να  συμβιώσει  ένα  κράτος  με  τους  μειονοτικούς  και  να  τους  Digitized by 10uk1s 

δημιουργήσει εθνική συνείδηση πρέπει να έχει «πατρική συμπεριφορά» απέναντί τους και, κυρίως,  συγκροτημένο πρόγραμμα. Τυπική περίπτωση οραματιστή και υπεύθυνου Γενικού Διοικητή ήταν ο  Αχ. Καλεύρας, που ανέλαβε την ευαίσθητη  περιοχή της Ηπείρου με την  επιστροφή του  Βενιζέλου.  Μέχρι  τότε  έφταναν  συχνά  καταγγελίες  Τσάμηδων  στα  μειονοτικά  όργανα  της  ΚτΕ  επικαλούμενες  ψεύδη και αλήθειες. Ο Καλεύρας, πιστεύοντας ότι αν κρατάς ευχαριστημένους και ασφαλείς τους  μειονοτικούς δεν υποκύπτουν στις ξένες προπαγάνδες, πρότεινε αμέσως μια σειρά μέτρων που θα  ικανοποιούσαν  απολύτως  τους  Τσάμηδες  και  επέβαλε  συντονισμό  όλων  των  αρμοδίων  για  το  ευαίσθητο  αυτό  έργο.  Είναι  πολύ  χαρακτηριστικό  ότι  ξεσήκωσε  θύελλες  διαμαρτυριών  από  τα  τοπικά  όργανα  της  Χωροφυλακής  που  είχαν  συνηθίσει  να  φέρονται  ως  αποικιοκράτες  στους  αλλογενείς, στους κομμουνιστές και γενικώς σε όσους θεωρούσαν Έλληνες δευτέρας διαλογής.68  β)  Να  δώσουν  κίνητρα  στους  δημοσίους  υπαλλήλους  να  πάνε  στις  περιοχές  αυτές.  Μέχρι  στιγμής  όσοι παλιοελλαδίτες υπάλληλοι κατέληγαν στις Νέες Χώρες θεωρούσαν τη μετάθεσή τους ένα είδος  τιμωρίας  και  η  απόδοσή  τους  ήταν  ανάλογη.  Είχαν  χαμηλό  επίπεδο,  ελάχιστη  γνώση  των  ειδικών  προβλημάτων της περιοχής και μηδενικό όραμα. Όπως υπογραμμίζει και η αναφορά του υπουργού  Στρατιωτικών  Κ.  Νίδερ  στις  25.8.1925  για  τη  Μακεδονία,  «όταν  ηλευθερώθη  υπό  της  Ελλάδος  παρουσίαζε  μωσαϊκόν  εθνικών  συνειδήσεων,  ελληνιζόντων,  βουλγαριζόντων,  σερβιζόντων,  ρουμανιζόντων κ.λπ., οίτινες όμως ήσαν έτοιμοι ως εκ της ρευστής συνειδήσεώς των, επιβληθείσης  εκάστοτε εκ  των γνωστών περιστάσεων και συνθηκών  επί Τουρκοκρατίας,  να διαμορφώσωσιν την  συνείδησιν  και  να  προσδεθώσι  εις  το  άρμα  του  χριστιανικού  έθνους  εκείνου  το  οποίον  θα  τους  παρείχε την ασφάλειαν ζωής, τιμής και περιουσίας και υπό το οποίον, ως νομοταγέστατος λαός θα  απελάμβανον χρηστήν διοίκησην. Δυστυχώς το ελληνικόν κράτος δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα και  αντί  να  προτιμήσει  διά  τας  κρατικάς  θέσεις  αυτάς  τους  αρίστους  με  συνείδησιν  της  εθνικής  αποστολής,  έστειλεν  τους  χειρότερους  εν  είδει  τιμωρίας.  Σ'  αυτό  συνετέλεσαν  πολύ  και  οι  μικροκομματικές διαμάχες που μετέβαλαν τις μακεδονικές  επαρχίες εις τιμάρια των  κατά καιρούς  διοριζομένων  σατραπίσκων». 69   γ)  Να  συνεργαστεί  το  Υπουργείο  Παιδείας  με  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  ώστε  να  επιτευχθεί  ταχεία  διάδοση  της  ελληνικής  γλώσσας  στους  ξενόφωνους.  Αυτός  ήταν  πρωταρχικός  στόχος  για  την  Ελλάδα,  όπως  και  τις  άλλες  βαλκανικές  και  μη  χώρες  που  είχαν  δυτικοευρωπαϊκά  πρότυπα.70  Το  πρώτο  και  βασικό  βήμα  σύμφωνα  με  τις  εκθέσεις  των  ειδικών  ήταν  η  ίδρυση  βρεφονηπιακών  σταθμών  και  νηπιαγωγείων  στις  ευαίσθητες  εθνολογικά  περιοχές.  Εκεί καλό θα ήταν να προσφέρεται γάλα (ελκυστικό στοιχείο, το οποίο επιπλέον θα μείωνε και τη  θνησιμότητα  των  βρεφών)  και  να  διδάσκεται  μια  απλή  και  κατανοητή  δημοτική,  χρηστική  στην  καθημερινή ζωή. Αυτό για την πολύ νέα γενιά. Για τους μεγαλύτερους έπρεπε να ιδρυθούν σχολεία,  ικανά σε αριθμό και στελεχωμένα με προσωπικό ειδικά εκπαιδευμένο στη διδασκαλία ξενοφώνων.  Έπρεπε  επίσης  να  εκτυπωθούν  βιβλία  στα  ελληνικά  που  να  μη  θίγουν  το  θρησκευτικό  και  εθνικό  αίσθημα των μειονοτικών, αλλά να καλλιεργούν την αγάπη προς την Ελλάδα. Καλό θα ήταν επίσης  να  ιδρυθούν  σχολές  πρακτικές  που  συνδυάζουν  την  εκμάθηση  της  γλώσσας  με  μια  χρήσιμη  τέχνη  (γεωπονία, χειροτεχνία, οικοκυρική κ.λπ).71  Με  στόχο  τη  διαφώτιση  των  ξένων  μειονοτήτων,  την  παρακολούθηση  των  υπόπτων  και  την  προστασία  από  τη  διείσδυση  της  ξένης  προπαγάνδας,  συστήθηκε  για  πρώτη  φορά  στην  Ελλάδα  υπηρεσία  πληροφοριών  με  την  ονομασία  Υπηρεσία  Γενικής  Ασφαλείας  του  Κράτους  (ΥΓΑΚ).  Η  υπηρεσία  αυτή,  υπό  τη  διεύθυνση  του  Γ.  Φεσσόπουλου,  υπαγόταν  αρχικά  στον  πρόεδρο  της  κυβέρνησης  και  αργότερα  στο  Υπουργείο  Εσωτερικών.  Μετά  την  πτώση  της  δικτατορίας  του  Παγκάλου  η  ΥΓΑΚ  διαλύθηκε  λόγω  και  του  ανταγωνισμού  της  με  τη  Χωροφυλακή.  Κατά  τον  Φεσσόπουλο,  «τα  κόμματα  πολλάκις  εσκέφθησαν  να  επανιδρύσουν  την  Γενικήν  Ασφάλειαν  του  Κράτους, αλλά ουδέποτε ετόλμησαν, διότι εφοβούντο μη χάσουν τας ψήφους των βουλγαριζόντων  και των κομμουνιστών».72  Με την παλινόρθωση της βασιλείας στην Ελλάδα, και μετά από εισήγηση  του  Γενικού  Επιτελείου  Στρατού,  ξανασυστήθηκε  η  υπηρεσία,  υπαγόμενη  αρχικώς  στο  ΓΕΣ  και  αργότερα στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως.73 

Digitized by 10uk1s 

Την αφομοίωση των μειονοτικών υπηκόων της Ελλάδας επηρέασε αρνητικά και η μικροκομματική  διαμάχη  για  την  ψήφο  τους.  Οι  μειονοτικοί,  αντίθετα  με  τους  πρόσφυγες,  θεωρούσαν  το  βενιζελισμό  εθνικιστική  δύναμη,  άρα  εχθρική,  με  αποτέλεσμα  να  στραφούν  ψυχολογικά  στις  αντιβενιζελικές  δυνάμεις.74  Οι  δυνάμεις  αυτές,  αν  και  ιδεολογικώς  ήταν  εθνικιστικές,  στράφηκαν  προς  τις  μειονότητες  για  ψηφοθηρία,  πολλές  φορές  χωρίς  να  υπολογίζουν  τα  αποτελέσματα  των  πράξεών  τους.  Χαρακτηριστική  ήταν  η  περίπτωση  του  Φ.  Δραγούμη,  ο  οποίος,  αφού  πέρασε  από  διάφορες  πολιτικές  θέσεις,  κατέληξε  ανεξάρτητος  υποψήφιος  που  περιερχόταν  τη  Μακεδονία  επικρίνοντας την κυβέρνηση για τις διακρίσεις της απέναντι στις μειονότητες και ζητώντας «τοπική  αυτοδιοίκηση» και «αποκέντρωση» για τις περιοχές όπου ζούσαν αυτές.75  Στις εκλογές του Ιουνίου  1935  εμφανίστηκε  ανεξάρτητο  Μακεδονικό  Κόμμα,  που  αργότερα  ονομάστηκε  Μεταρρυθμιστικό  Εθνικό Κόμμα με ιδρυτή και αρχηγό τον Σ. Γκοτζαμάνη. Το κόμμα αυτό έβγαλε 4 βουλευτές το '36 με  συνθήματα  υπέρ  της  αποκέντρωσης  και  αυτοδιοίκησης  της  Μακεδονίας  που  προσείλκυσαν  τους  βουλγαρόφωνους.76  Πάντως  είναι  πολύ  ενδιαφέρον  το  γεγονός  ότι  οι  βενιζελικοί,  παρά  τη  μικρή  δημοτικότητά  τους  στους  μειονοτικούς  πληθυσμούς,  υπήρξαν  παρ'  όλα  αυτά  πολύ  περισσότερο  ευαισθητοποιημένοι  στα  προβλήματά  τους  και  ανέθεσαν  στα  καταλληλότερα  στελέχη  τους  να  διαχειριστούν τον ευαίσθητο αυτό τομέα με ορθολογισμό.  Ένας άλλος παράγοντας που τροφοδότησε τη μειονοτική δυσαρέσκεια, όπως θα δούμε αναλυτικά  παρακάτω,  ήταν  η  αναπόφευκτη  αντιπαλότητα  ελλήνων  προσφύγων  και  μειονοτικών.  Επειδή  οι  ελληνικές  αρχές  για  λόγους  ανάγκης  και  τακτικής  εγκατέστησαν  τους  Έλληνες  πρόσφυγες  στις  περιοχές  όπου  ζούσαν  οι  ξενόφωνοι,  συχνά  αυτές  οι  δύο  ομάδες  κατέληγαν  στη  σύγκρουση.77  Οι  χωροκατακτητικές  τάσεις  των  προσφύγων  υπήρξαν  η  αφορμή  για  πολλές  μειονοτικές  καταγγελίες  εναντίον  της  Ελλάδας  στην  ΚτΕ.78  Υπήρξαν  επίσης  αρκετά  κρούσματα  λίγο  ή  πολύ  μεροληπτικής  συμπεριφοράς  των  υπαλλήλων  της  υπηρεσίας  εποικισμού 79   καθώς  και  της  ΕΑΠ  υπέρ  των  προσφύγων.  Τέλος, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της μη ομαλής ενσωμάτωσης των μειονοτήτων  καθ' όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου ήταν η επέμβαση των συγγενικών κρατών, όπως θα δούμε  αναλυτικά στη συνέχεια.  2. Η επισφαλής διεθνής θέση της Ελλάδας  Η  Ελλάδα  την  επομένη  της  υπογραφής  της  Λωζάνης  βρέθηκε  σε  μια  πολύ  παράδοξη  θέση  ως  ηττημένη νικήτρια που ήταν. Από τη μια μεριά είχε να αντιμετωπίσει τις συμμαχικές της νικήτριες  χώρες, όπως η Γιουγκοσλαβία και η Ρουμανία, που είχαν διευρυνθεί από άποψη εδάφους αλλά και  γοήτρου τόσο ώστε να μην τη θεωρούν πια πολύ υπολογίσιμο εταίρο. Από την άλλη πλευρά ήταν  διαρκώς στο στόχαστρο των ηττημένων αναθεωρητικών κρατών, που φαίνονταν αποφασισμένα να  μην  επιτρέψουν  παγίωση  της  ειρήνης  και  των  συνόρων  που  επέβαλλαν  οι  νικητές  στην  περιοχή.  Αλλά ας δούμε πώς είχε ακριβώς η κατάσταση.  Η  κατεξοχήν  σύμμαχος  της  Ελλάδας  από  την  εποχή  των  Βαλκανικών  πολέμων,  η  Σερβία,  που  επωφελήθηκε από τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας για να μεταμορφωθεί σε Βασίλειο των Σέρβων,  Κροατών και Σλοβένων80, είχε πια ένα‐άλλο βάρος στη βαλκανική ισορροπία δυνάμεων εξαιτίας της  μεγάλης εδαφικής της διεύρυνσης και της σύνδεσής της με τη Γαλλία. Όπως θα δούμε στη συνέχεια,  η  Γαλλία  εκείνη  την  εποχή  προσδοκούσε  να  ελέγξει  τη  Βαλκανική  δημιουργώντας  έναν  κλοιό  φιλικών της χωρών στην περιοχή. Οι χώρες αυτές ήταν κυρίως η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία81.  Ήταν λοιπόν φυσικό να προσπαθήσει η αναβαθμισμένη γείτων να επωφεληθεί από αυτόν τον νέο  συσχετισμό δυνάμεων για να ικανοποιήσει τα εξής μαξιμαλιστικά αιτήματά82  της από την Ελλάδα:  α)  Απόδοση  των  απαλλοτριωμένων  γαιών  της  μονής  Χιλιανδαρίου,  β)  διεύρυνση  της  ελευθέρας  ζώνης  στο  λιμάνι  της  Θεσσαλονίκης  και  αναγνώρισή  της  ως  σερβικό  έδαφος,  γ)  έλεγχο  της  σιδηροδρομικής  γραμμής  Γευγελής‐Θεσσαλονίκης,  και  δ)  αναγνώριση  της  σερβικής  μειονότητας  Digitized by 10uk1s 

στην  Ελλάδα. 83   Η  Ελλάδα  παρά  τις  καλές  της  προθέσεις  δεν  μπόρεσε  να  ανταποκριθεί  στα  υπερβολικά  γιουγκοσλαβικά  αιτήματα  με  αποτέλεσμα  το  πάγωμα  των  σχέσεων  μεταξύ  των  δύο  χωρών.  Το  πάγωμα  έφτασε  να  γίνει  κίνδυνος  ρήξης  με  την  υπογραφή  του  ελληνοβουλγαρικού  Πρωτοκόλλου Πολίτη‐Καλφώφ για τις μειονότητες το 1924.84  Η Αλβανία85  ζούσε σε μεγάλο πολιτικό αναβρασμό από τη στιγμή που κέρδισε την ανεξαρτησία της  με  τη  μεσολάβηση  της  Ιταλίας.  Ένας  βασικός  λόγος  ήταν  ότι  η  εν  λόγω  μεσολάβηση  δεν  ήταν  αφιλοκερδής.  Ο  Μουσολίνι  είχε  σκοπό  να  ελέγξει  απολύτως  τη  νέα  αυτή  και  αδύναμη  χώρα  προσφέροντας  ως  αντίδωρο  τη  διεθνή  στήριξη  και  τα  χρήματα  που  χρειαζόταν  η  Αλβανία  για  να  οργανωθεί σε κράτος. Ο άνθρωπος που δέχτηκε να παίξει το παιγνίδι της Ιταλίας, ο Άχμετ Ζώγου86,  αρχηγός  φατρίας  που  κατέληξε  να  γίνει  βασιλιάς  σε  λίγα  χρόνια,  υπέγραψε  το  1924  μυστικές  εμπορικές  συμφωνίες  που  υπονόμευσαν  την  ανεξάρτητη  οικονομία  της  Αλβανίας.  Δεδομένης  λοιπόν της πολιτικής αστάθειας της χώρας αυτής, η προσέγγιση με την Ελλάδα ήταν πολύ δύσκολη.  Το  πρόβλημα  της  μεγάλης  ελληνικής  μειονότητας  της  Βόρειας  Ηπείρου,  που  πέρασε  από  πολλά  στάδια  μέχρι  να  ενσωματωθεί  τελικά  στην  Αλβανία,  απασχολούσε  την  Ελλάδα  και  φόβιζε  την  Αλβανία τόσο ώστε να μετατρέψει με τη βοήθεια της Ιταλίας τους Τσάμηδες σε αντίπαλο δέος και  μέσο πίεσης.87  Η  Βουλγαρία  μετά  από  δύο  απανωτές  ήττες,  με  πληγωμένο  ηθικό  και  μειωμένη  στρατηγική  σημασία, ένιωθε να απειλείται από τις γειτονικές νικήτριες με τις οποίες δεν είχε ούτε κοινή γλώσσα  ούτε  κοινούς  στόχους.  Από  την  υπογραφή  της  Συνθήκης  του  Νεϊγύ  και  μετά  η  Βουλγαρία  προσπαθούσε να αναθεωρήσει τους όρους της ήττας.88  Με την Ελλάδα είχε χιλιάδες προβλήματα:  περιπλοκές  εκ  της  ανταλλαγής  πληθυσμών,  εκατέρωθεν  καταγγελίες  για  παραβιάσεις  των  μειονοτικών  συνθηκών,  άρνηση  της  Βουλγαρίας  να  δεχτεί  την  οικονομική  διέξοδο  στο  Αιγαίο  ζητώντας  έναντι  εδαφική,  άρνηση  της  Βουλγαρίας  να  καταβάλει  τις  πολεμικές  αποζημιώσεις  που  όφειλε  στην  Ελλάδα  και  άρνηση  της  Ελλάδας  να  της  επιτρέψει  να  απαλλαγεί  δολίως  από  την  απαγόρευση του επανεξοπλισμού. Το μόνο που διέσωζε τις εκρηκτικές ελληνοβουλγαρικές σχέσεις  ήταν ότι οι βουλγαροσερβικές ήταν χειρότερες!89  Με την Τουρκία μας χώριζαν, εκτός από τη συναισθηματική φόρτιση του πρόσφατου παρελθόντος,  πολλά εκκρεμή προβλήματα που δεν  ρύθμισε η Συνθήκη της Λωζάνης. Χιλιάδες μικρά  και μεγάλα  θέματα περίμεναν να διευκρινιστούν μέσα από ατελείωτες διαπραγματεύσεις της Μικτής Επιτροπής  που  επέβλεπε  την  ανταλλαγή  πληθυσμών.  Τα  μεγαλύτερα  προβλήματα  ήταν  ποιοι  θα  χαρακτηρίζονταν  «εγκατεστημένοι»  (établis)  και  πώς  θα  γινόταν  η  εκτίμηση  των  περιουσιών  2  εκατομμυρίων  προσφύγων.  Η  Ελλάδα  εν  προκειμένω  είχε  να  αντιμετωπίσει  την  κωλυσιεργία  των  Τούρκων  εκπροσώπων  της  Μ.Ε.  και  τη  μεροληψία  των  ουδετέρων  μελών  της90.  Κάθε  προσπάθειά  της  να  φανεί  υποχωρητική  για  να  συντομεύσει  τις  διαδικασίες,  κατέληγε  στην  αποθράσυνση  της  Τουρκίας και την αδιαλλαξία.  Είναι φανερό πως η Ελλάδα είχε μεγάλα εμπόδια να ξεπεράσει για να πετύχει ειρηνική συνύπαρξη  με  τους  πιο  κοντινούς  γείτονές  της.  Το  χειρότερο  είναι  ότι  για  πρώτη  φορά  σχεδόν  δεν  έχει  δεδομένη  ούτε  τη  στήριξη  μιας  Μεγάλης  Δύναμης.  Η  μέχρι  πρόσφατα  προστάτις  της,  η  Μεγάλη  Βρετανία,  δεν  ήταν  πια  διατεθειμένη  να  προχωρήσει  σε  διμερείς  δεσμεύσεις  και  φαινόταν  αποφασισμένη να αρκεστεί στον έλεγχο της ελληνικής οικονομίας και μόνο.91  Η  Γαλλία  από την άλλη μεριά είχε στραφεί στη δημιουργία υγειονομικής ζώνης μεταξύ Γερμανίας  και  Ρωσίας.  Σ'  αυτό  το  πλαίσιο  δημιουργήθηκε  υπό  την  αιγίδα  της  η  Μικρή  Συνεννόηση  από  την  Τσεχοσλοβακία,  τη  Ρουμανία  και  τη  Γιουγκοσλαβία.92  Η  Ελλάδα,  αποθαρρημένη  από  τη  γαλλική  στάση κατά τις κρίσιμες στιγμές της μικρασιατικής εκστρατείας, έμεινε έξω από το σχήμα. Η Γαλλία  την πίεζε να της επιστρέψει τα πολεμικά χρέη, ενώ η μόνη βοήθεια που ήταν διατεθειμένη να της  παράσχει ήταν η μεσολάβησή της για να προσεγγίσει τη Γιουγκοσλαβία. Το πρόβλημα ήταν ότι όλες  Digitized by 10uk1s 

τις υποχωρήσεις θα έπρεπε να τις κάνει η ασθενέστερη Ελλάδα...  Με την Ιταλία τα προβλήματα είχαν λάβει πιο οξεία μορφή. Η χώρα αυτή βγήκε από τον πόλεμο με  την αίσθηση του αδικημένου και με μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Ο Μουσολίνι,  που ανήλθε στην εξουσία το 1923 για να αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή της Ιταλίας, στόχευε στον  έλεγχο  της  Μεσογείου  και  των  Βαλκανίων,  σκόπευε  δηλαδή  να  ανταγωνιστεί  ανοιχτά  τη  Γαλλία.  Αποφάσισε  λοιπόν  να  κάνει  την  πρώτη  του  διεθνή  επίδειξη  δύναμης  στην  πλάτη  της  αδύνατης  διπλωματικά  Ελλάδας.  Η  αφορμή  του  δόθηκε  από  το  άτυχο  γεγονός  της  δολοφονίας  του  ιταλού  στρατηγού  Τελίνι  και  της  συνοδείας  του  σε  ελληνικό  έδαφος.  Ο  στρατηγός  ήταν  επικεφαλής  της  επιτροπής  χαράξεως  της  ελληνοαλβανικής  συνοριακής  γραμμής  βάσει  του  Πρωτοκόλλου  της  Φλωρεντίας.  Αμέσως μετά το άτυχο συμβάν οι ελληνικές αρχές  έδωσαν ειλικρινείς διαβεβαιώσεις  ότι  θα  διεξαχθούν  ανακρίσεις  για  να  ανευρεθούν  οι  ένοχοι.  Η  Ιταλία  όχι  μόνο  δεν  αρκέστηκε  σ'  αυτές αλλά προχώρησε αυθαίρετα στην κατάληψη της Κέρκυρας. Το επεισόδιο έληξε χωρίς ανάμιξη  της  ΚτΕ93,  με  αποτέλεσμα  η  Ελλάδα  να  αναγκαστεί  να  πληρώσει  σε  ώρα  μεγάλης  οικονομικής  δυσπραγίας σημαντική αποζημίωση.  Όλα  τα  μέτωπα  ανοιχτά  λοιπόν  και  η  εξασθενημένη  από  τους  αλλεπάλληλους  πολέμους  και  το  εμφύλιο  χάσμα  Ελλάδα  δεν  είχε  την  ισχυρή  ηγεσία  που  ήταν  αναγκαία  για  να  επιβιώσει.  «Η  παρούσα  κυβέρνηση  αποτελείται  από  άπειρους  στρατιωτικούς  που  δεν  κατέχουν  τίποτε  από  διπλωματία»,  αποφάνθηκαν  οι  διπλωμάτες  κατά  τη  διάρκεια  της  ελληνοϊταλικής  κρίσης  του  '2394  και είχαν δίκιο. Ο μεγάλος απών, ο Βενιζέλος, βρισκόταν πια σε αυτοεξορία. Είναι γεγονός ότι, παρά  την πεισματική εμμονή του να κρατηθεί μακριά από την πολιτική, φρόντιζε να κινεί τα νήματα από  το  εξωτερικό  και  εμφανιζόταν  ως  διά  μαγείας  όταν  τα  πράγματα  έφταναν  σε  αδιέξοδο.  Χαρακτηριστικά η κυβέρνηση τον παρακάλεσε να την εκπροσωπήσει ενώπιον των οργάνων της ΚτΕ  για  να  την  απαλλάξει  χωρίς  βαριές  επιπτώσεις  από  το  λάθος  της  υπογραφής  του  Πρωτοκόλλου  Πολίτη‐Καλφώφ.95  Στο προσωπικό κύρος του Βενιζέλου στηριζόταν και ο Γονατάς όταν του ζητούσε  να μεσολαβήσει για να πετύχει η Ελλάδα το προσφυγικό δάνειο που θα τη βοηθούσε να σταθεί στα  πόδια της.96  Η  αόρατος  χειρ  του  Βενιζέλου  φυσικά  δεν  αρκούσε.  Με  ανυπόληπτες 97   στο  εξωτερικό  και  αμφισβητούμενης  νομιμότητας  κυβερνήσεις,  η  μοναδική  διέξοδος  της  Ελλάδας  εκείνη  την  εποχή  ήταν  να  στηριχτεί  στη  συλλογική  προστασία  του  καινούριου  διεθνούς  οργανισμού,  της  ΚτΕ.  Βάσει  αυτού του σκεπτικού ο υπ' αριθμόν ένα στόχος της εξωτερικής μας πολιτικής ήταν αναπόφευκτα η  διατήρηση  ενός  πολύ  καλού  προφίλ  στη  Γενεύη.  Είναι  περιττό  να  επαναληφθεί  ότι  την  αναγκαιότητα  αυτή  τόνιζαν  κυρίως  τα  πρωτοκλασάτα  στελέχη  του  Υπουργείου  Εξωτερικών,  οι  έμπειροι  βενιζελικοί  διπλωμάτες,  όπως  ο  Πολίτης  και  ο  Κακλαμάνος,  που  αυτονομημένοι  διαμόρφωναν πια την εξωτερική πολιτική ελλείψει σταθερής πολιτικής ηγεσίας.  Ο πιο πρόσφορος τρόπος να κερδηθεί το παιγνίδι των εντυπώσεων στην ΚτΕ ήταν η προσήλωση στο  πνεύμα των συνθηκών της ειρήνης και η τήρηση των μειονοτικών υποχρεώσεων που είχε αναλάβει  η  Ελλάδα.  Στο  εσωτερικό  αυτό  μεταφράστηκε  σε  δημιουργία  μιας  επιτροπής  στο  πλαίσιο  του  Υπουργείου  Εξωτερικών  με  αντικείμενο  την  εποπτεία  της  εφαρμογής  των  συνθηκών.  Κατά  τη  μαρτυρία του Ν. Πολίτη,  από τη  στιγμή που η  Ελλάδα αναγκάστηκε να  υπογράψει τις μειονοτικές  συνθήκες, ο Βενιζέλος κι αυτός άρχισαν να σχεδιάζουν «ειδικήν υπηρεσίαν Κοινωνίας Εθνών εν τω  Υπουργείω  των  Εξωτερικών.  Της  υπηρεσίας  ταύτης  κύριο  μέλημα  θα  ήτο  η  επισταμένη  παρακολούθησις  του  ζητήματος  των  μειονοτήτων,  ο  συντονισμός  ενεργειών  μετά  των  λοιπών  ενδιαφερομένων Υπουργείων και η μεθοδική ποδηγέτησις των κατά τόπους αρχών επί τω σκοπώ να  ευρεθή η Ελλάς, όταν η περί μειονοτήτων σύμβασις θα ετίθετο εν ισχύι, εις θέσιν να εκτελέση τας  διεθνείς αυτής υποχρεώσεις, αποφεύγουσα πάσαν ανάμιξιν εις τα εσωτερικά της χώρας πράγματα  τόσο των ξένων κυβερνήσεων, όσο ακόμη και της ΚτΕ, εις το Συμβούλιον της οποίας το άρθρον 16  της Συμβάσεως δίδει απεριόριστα δικαιώματα ελέγχου».98  Digitized by 10uk1s 

Στην  ομάδα  που  στελέχωσε  το  τμήμα  ΚτΕ  συμμετείχαν  εκτός  από  τον  Α.  Παπαναστασίου,  ο  καθηγητής  Γ.  Χαριτάκης,  ο  Γενικός  Διευθυντής  του  Υπουργείου  Περικλής  Αργυρόπουλος,  ο  διεθνολόγος  Γ.  Τενεκίδης  ως  νομικός  σύμβουλος  και  γραμματέας,  ο  νεαρός  τότε  και  φέρελπις  διπλωμάτης  Γ.  Πιπινέλης.99  Το  Υπουργείο  δεν  σταμάτησε  να  εφιστά  την  προσοχή  των  εκάστοτε  κυβερνήσεων στο γεγονός ότι η πορεία της χώρας θα διευκολυνόταν πολύ αν γινόταν προσεκτικός  χειρισμός των ευαίσθητων διεθνώς θεμάτων, όπως ήταν οι μειονότητες.  Παράλληλα δημιουργήθηκε και ο ελληνικός σύλλογος Κοινωνίας των Εθνών με επιφανή μέλη, όπως  ο  Κ.  Βαρβαρέσσος,  ο  Φωκίων  Νέγρης,  ο  Δ.  Γλυνός,  οι  καθηγητές  Σ.  Σεφεριάδης  και  Ν.  Σαρίπολος  κ.λπ.100  Η  Ελλάδα  είχε  διαπιστεύσει  στην  ΚτΕ  μόνιμη  γραμματεία  η  οποία  απασχολούσε  εκλεκτά  στελέχη  σαν τον Ν. Πολίτη,101  που εκπροσωπούσε την Ελλάδα στο Συμβούλιο από το 1920, τον Δενδραμή,  τον Κακλαμάνο, τον Ρωμανό κ.λπ. Από τα μόνιμα στελέχη της ίδιας της ΚτΕ Έλληνας ήταν μόνο ο Θ.  Αγνίδης102  που  υπηρετούσε  στη  Γραμματεία  (Τμήμα  Πολιτικών  Υποθέσεων  και  Μειονοτήτων).  Ο  Αγνίδης,  αν  και  σε  καμία  περίπτωση  δεν  εκπροσωπούσε  τα  ελληνικά  συμφέροντα,  έπαιζε  ρόλο  συνδετικού  κρίκου  με  την  ελληνική  αντιπροσωπεία  και  διευκόλυνε  τη  ροή  πληροφοριών  μεταξύ  Ελλάδας και ΚτΕ.  Η  Ελλάδα,  παρόλο  που  συμμετείχε  διά  του  Βενιζέλου  στις  ιδρυτικές  διαδικασίες  της  ΚτΕ,  δεν  κατόρθωσε  τελικά  να  εκπροσωπηθεί  ικανοποιητικά  στα  όργανά  της.  Υπήρξε  μη  μόνιμο  μέλος  του  Συμβουλίου το 1920 και μόνο για ένα χρόνο, όταν η Ρουμανία ήταν επί έξι χρόνια, η Γιουγκοσλαβία  και η Τουρκία επι τρία κ.λπ.103  Από  τη  μεριά  τους  οι  δυνάμεις  που  ήλεγχαν  την  ΚτΕ  είχαν  πλήρη  επίγνωση  της  αναγκαστικής  πρόσδεσης της Ελλάδας στο άρμα της ΚτΕ ελλείψει άλλων διεθνών ερεισμάτων και φρόντισαν να το  εκμεταλλευτούν κατάλληλα. Όπως ανέφερε στο υπουργείο του ο βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα,  «θα  ήταν  υπερβολή να αποδώσωμεν  τας ομολογίας της  ελληνικής αφοσιώσεως και εμπιστοσύνης  εις την ΚτΕ και όλα τα έργα της εις γνήσιον αλτρουισμόν. [...] Αλλά εφόσον η Ελλάς αναγνωρίζει ως  εποικοδομητικόν  διά  τα  συμφέροντά  της  να  βαδίζη  εις  στενήν  πάντοτε  συνεργασίαν  με  την  ΚτΕ,  τούτο μου φαίνεται ως θετικόν κέρδος και ως τάσις η οποία δύναται επωφελώς να ενθαρρυνθή».104  Έτσι την πίεσαν να επανέλθει στο ομαλό κοινοβουλευτικό σύστημα, να περικόψει τις στρατιωτικές  δαπάνες, να μη δίνει αφορμές για μειονοτικές καταγγελίες κ.λπ.  Πολύ  ενδεικτικό  για  τον  μεγάλο  ρόλο  που  έπαιξε  εκείνη  την  εποχή  η  ΚτΕ  στα  ελληνικά  πράγματα  είναι το γεγονός ότι ο Ε. Βενιζέλος, όταν αποφάσισε να επανέλθει στην πολιτική το 1928, απηύθυνε  επιστολές  προς  όλους  τους  κορυφαίους  της  οργάνωσης  γιατί  φοβόταν  ότι  υπήρχε  μια  αρνητική  προδιάθεση  εναντίον  του.  Ο  Αγνίδης  με  ιδιωτική  επιστολή  τον  καθησύχασε:  «Θα  είχατε  άδικο  να  νομίζετε ότι οι κύκλοι της Γενικής Γραμματείας τρέφουν απέναντί σας μίσος ή έστω ανευλάβειαν. Το  πολύ  να  ενόμισαν  μερικοί  αναμφισβητήτως  καλής  θελήσεως  φίλοι  σας  ότι  ίσως  επάνοδός  σας  θα  διηύρυνε  το  ιστορικόν  πλέον  χάσμα  μεταξύ  των  δύο  μερίδων  του  ελληνικού  λαού».105  Κατά  την  τελευταία  του  τετραετία  στην  κυβέρνηση  ο  Βενιζέλος  φρόντισε  να  βελτιωθεί  πολύ  η  θέση  των  μειονοτήτων, ώστε να είναι άψογη η εικόνα της κυβέρνησής του στο εξωτερικό. Στο πλαίσιο αυτής  της  απόφασης  διόρισε  Γενικούς  Διοικητές  με  ευαισθησίες  και  εμπειρία  στις  μειονοτικές  ζώνες  και  ίδρυσε  ένα  γραφείο  μειονοτήτων  παρά  τω  πολιτικώ  γραφείω  του  πρωθυπουργού,  επιφορτισμένο  να  παρακολουθεί  και  να  συντονίζει  το  έργο  της  ενσωμάτωσής  τους.  Επικεφαλής  ήταν  ο  Κ.  Στυλιανόπουλος, ο οποίος κατέγραψε την κατάσταση των μειονοτήτων της Ελλάδας μόλις ανέλαβε  τα καθήκοντά του.106  Την ίδρυση αυτού του γραφείου ο Έρικ Ντράμοντ χαρακτήρισε «έξοχο βήμα  που θα έχει λαμπρά αποτελέσματα».107  Το  γεγονός  ότι  επί  των  ημερών  του  Βενιζέλου  το  μειονοτικό  πρόβλημα  ήταν  σε  ύφεση,  δεν  Digitized by 10uk1s 

οφειλόταν  μόνο  στην  έξωθεν  καλή  μαρτυρία  που  είχε  την  εξυπνάδα  να  κερδίσει.  Όπως  θα  αποδείξουμε στη συνέχεια, οι μειονότητες στην Ελλάδα, όπως και αλλού, χρησιμοποιήθηκαν κατά  κόρον  ως  μοχλοί  πίεσης  στις  σχέσεις  των  συγγενικών  τους  χωρών  με  τα  κράτη  όπου  ζούσαν.  Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Τουρκίας. Από το 1923 και μετά χίλια προβλήματα είχαν  απασχολήσει  την  ΚτΕ  και  τους  λειτουργούς  της  σχετικά  με  την  ανταλλαγή  και  τις  μειονοτικές  παραβιάσεις.  Μετά  την  ελληνοτουρκική  προσέγγιση  που  προώθησε  ο  Βενιζέλος,  οι  διεθνείς  καταγγελίες εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας. 

Digitized by 10uk1s 

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ   

 

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1  ΕΥΗΜΕΡΟΥΣΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ  ΦΙΛΙΑΣ  α) Οι Κουτσόβλαχοι στην Ελλάδα  Περί της καταγωγής των Κουτσόβλαχων υπάρχουν πολλές και διαφορετικές απόψεις. Όταν άρχισε ο  πυρετός  στη  Μακεδονία,  η  Ρουμανία  στηρίχτηκε  σε  μία  απ'  αυτές  —κατά  την  οποία  οι  Κουτσόβλαχοι  είναι  Ρουμάνοι  που  κατέφυγαν  στο  νότο  για  να  ξεφύγουν  από  τις  βαρβαρικές  επιδρομές1—  για  να  χρησιμοποιήσει  τη  μειονότητα  ως  όργανο  της  εξωτερικής  της  πολιτικής.  Το  λεγόμενο  κουτσοβλαχικό  ζήτημα  ξεκίνησε  επίσημα  με  την  ίδρυση  του  μακεδονορουμανικού  κομιτάτου  το  1860.2  Δύο  χρόνια  αργότερα  ο  ρουμανίζων  δάσκαλος  Απόστολος  Μαργαρίτης,  με  ρουμανική αρωγή3, άρχισε περιοδείες με στόχο να ξεσηκώσει τους ντόπιους και να τους συνδέσει  με την υποτιθέμενη πατρίδα τους δημιουργώντας σχολεία και εκκλησίες. Τριάντα χρόνια αργότερα  λειτουργούσαν 24 δημοτικά σχολεία, 3 γυμνάσια και μία εμπορική σχολή στην περιοχή με σκοπό να  προσηλυτίσουν  τα  φτωχά  Βλαχόπουλα,  χωρίς  ωστόσο  μεγάλη  επιτυχία.4  Ισάριθμες  ρουμανικές  εκκλησίες προσπαθούσαν να τους προσεταιριστούν διά της θρησκευτικής οδού.5  Το  1905  για  λόγους  τακτικής  η  Πύλη  αναγνώρισε  τους  Κουτσόβλαχους  ως  ρουμανικό  μιλιέτ,  προσφέροντας ένα απροσδόκητο δώρο στη ρουμανική προπαγάνδα. Επακολούθησαν συγκρούσεις  στη  Μακεδονία  με  συνακόλουθη  ψύχρανση  των  ελληνορουμανικών  σχέσεων. 6   Η  Ελλάδα  αναγκάστηκε να επαναπροσεγγίσει τη Ρουμανία κατά τους Βαλκανικούς πολέμους γιατί χρειαζόταν  συμμάχους  απέναντι  στη  Βουλγαρία.7  Όταν  το  Δεκέμβριο  του  1912  η  Ρουμανία  αντιδρούσε  στην  παραχώρηση της Ηπείρου στην Ελλάδα8, ο Βενιζέλος αποφάσισε να κερδίσει την εύνοιά της με ένα  αντίδωρο.  Με  τις  περίφημες  πλέον  επιστολές  Βενιζέλου‐Μαγιορέσκου  που  αντηλλάγησαν  στο  Βουκουρέστι στις 23.7/5.8.1913 και εν συνεχεία περιελήφθησαν στο παράρτημα της Συνθήκης του  Βουκουρεστίου,  «η  Ελλάς  συγκατατίθεται  να  παράσχη  αυτονομίαν  εις  τας  των  Κουτσοβλάχων  σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψη την  σύστασιν επισκοπής διά τους Κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να  επιχορηγή,  υπό  την  επίβλεψιν  της  Ελληνικής  Κυβερνήσεως,  τα  ειρημένα  ενεστώτα  και  μέλλοντα  θρησκευτικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα».9  Πέραν των επιστολών η Ελλάδα έτεινε χείρα φιλίας  και έργω. Χαρακτηριστικά αναφέρω την προσπάθεια του Μητροποπολίτη Βεροίας και Ναούσης να  πείσει τους ελληνόφρονες Βλάχους «ίνα χάριν της συνθήκης του Βουκουρεστίου υποχωρήσωσι και  όπου εις τας βλαχοφώνους κοινότητας υπάρχουν δύο εκκλησίαι και δύο σχολεία μοιρασθώσιν ανά  εν εις τους Ελληνόβλαχους και ρουμανίζοντας. Όπου δε υπάρχει μία εκκλησία να λειτουργώσιν εκ  περιτροπής  και  όπου  εν  σχολείον  να  χωρισθή  εις  δύο». 10   Ταυτοχρόνως  η  Γενική  Διοίκηση  Μακεδονίας  φρόντισε  να  ενημερώσει  τους  πολυπληθείς  Ελληνόβλαχους  ότι  η  υπογραφή  της  συνθήκης οφειλόταν σε λόγους εθνικού συμφέροντος και δεν αποτελούσε προδοσία τους.11  Το  κλίμα  επιβαρύνθηκε  λίγα  χρόνια  αργότερα  από  έναν  απροσδόκητο  παράγοντα,  την  Ιταλία,  η  οποία  χρησιμοποίησε  τους  Κουτσόβλαχους  προβάλλοντας  την  υποτιθέμενη  λατινική  καταγωγή  τους. Το καλοκαίρι του 1917, όταν τα ιταλικά στρατεύματα αιφνιδίως επεξέτειναν την κατοχή τους  από  το  αλβανικό  έδαφος  ώς  την  Ήπειρο 12 ,  πρωτοεμφανίστηκε  στα  βλαχοχώρια  ο  διαβόητος  τυχοδιώκτης Αλκιβιάδης Διαμάντης, ρουμανοδιδάσκαλος και πράκτορας πότε της ιταλικής και πότε  της ρουμανικής προπαγάνδας. Η ιδέα που προωθούσε τότε σε συνεργασία με τις ιταλικές αρχές και  ένα  πυρήνα  Ρουμανόβλαχων  με  επίκεντρο  τη  Βωβούσα,  ήταν  να  αυτονομηθούν  οι  περιοχές  όπου  ζούσαν  οι  εθνολογικά  διαφορετικοί  Κουτσόβλαχοι  σε  ένα  καντόνι  υπό  την  αιγίδα  της  Ιταλίας.  Η  Ιταλία που ψάρευε τότε σε θολά ανθελληνικά νερά βοήθησε τον Διαμάντη να παίξει το παιγνίδι του  — προμήθευε με τρόφιμα τους επίδοξους  ελευθερωτές των Κουτσόβλαχων, διόριζε  προξένους σε  πολλά  κουτσοβλαχικά  χωριά,  ενίσχυε  τις  φήμες  που  ήθελαν  την  Ιταλία  και  τη  Ρουμανία  να  Digitized by 10uk1s 

συνεργάζονται  στα  Βαλκάνια  με  ένα  λατινικό  ιταλορουμανικό  κράτος.13  Το  αποτέλεσμα  ήταν  το  φθινόπωρο του 1918 ομάδα Βλάχων της Πίνδου να ανακηρύξουν στην Κορυτσά τη Δημοκρατία της  Πίνδου  που  έζησε  για  μία  μέρα!  Η  ομάδα  των  ρουμανιζόντων  μάλιστα  αντιστάθηκε  ενόπλως  στο  ελληνικό στρατιωτικό απόσπασμα που είχε μεταβεί στη Βωβούσα για να παραλάβει το χωριό από  τους  αποχωρούντες  Ιταλούς.14  Η  πλειονότητα  των  ελληνοφρόνων  Βλάχων  ωστόσο  αντέδρασε  με  αποτέλεσμα δέκα περίπου οικογένειες από τη Βωβούσα να μετοικήσουν αναγκαστικά στη Β. Ήπειρο  επειδή εξετέθησαν ανεπανόρθωτα ως όργανα της ιταλικής προπαγάνδας.15  Η  Ιταλία  δεν  κατέθεσε  εύκολα  τα  όπλα.  Το  Φεβρουάριο  του  1919  η  ιταλική  πρεσβεία  στο  Βουκουρέστι  ενθάρρυνε  εθνικιστικές  μακεδονορουμανικές  οργανώσεις  να  στείλουν  στη  Συνδιάσκεψη της Ειρήνης υπόμνημα με αίτημα την αυτονομία των βλαχόφωνων περιοχών Πίνδου  και  Θεσσαλίας  ή  προσάρτησή  τους  στην  Αλβανία.16  Η  Ελλάδα  δεν  θορυβήθηκε  πολύ  γιατί  οι  ρουμανικές  αρχές  θεωρούσαν  τη  λύση  της  αυτονόμησης  ουτοπική  και  δεν  τη  στήριζαν.  Ας  μη  λησμονούμε  ότι  η  Ρουμανία  περιστοιχιζόταν  από  εχθρούς  εκείνη  τη  στιγμή  και  είχε  ανάγκη  την  ελληνική  φιλία.  Όταν  το  όλο  θέμα  μαθεύτηκε  στα  ελληνικά  κουτσοβλαχικά  χωριά,  «διά  συλλαλητηρίων  εξεδήλωσαν  την  αγανάκτησίν  των  και  υπέβαλον  ψήφισμα  τηλεγραφικώς  εις  τον  Ουίλσονα, Κλεμανσώ κ.λπ., δι' ων απεκήρυσσον τας υπούλους ενεργείας της αργυρωνήτου και εις  ξένην υπηρεσίαν ανθελληνικής επιτροπής». Τόνιζαν δε ότι «ανέπτυξαν συν τω χρόνω μίαν ελληνικήν  ζωήν και έναν ελληνικόν πολιτισμόν, όστις μέχρις εσχάτων ακόμα εσκόρπιζε την ευεργετικήν λάμψιν  του καθ' όλην την Βόρειο Μακεδονία».17  Στη  Συνδιάσκεψη  της  Ειρήνης  η  Ελλάδα,  όπως  και  τα  υπόλοιπα  νέα  ή  διευρυμένα  κράτη  της  Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων18, αναγκάστηκε να υπογράψει ειδική συνθήκη προστασίας  των μειονοτήτων που ζούσαν στο έδαφός της, εγκαινιάζοντας έτσι το νέο, ουιλσονικής εμπνεύσεως,  διεθνές σύστημα μειονοτικής προστασίας υπό την αιγίδα της ΚτΕ. Η ειδική μειονοτική συνθήκη των  Σεβρών  που  υπέγραψε  η  Ελλάδα  με  τους  Συμμάχους  στις  28.7/10.8.1920,  εκτός  από  τις  γενικές  προστατευτικές  διατάξεις,  είχε  και  κάποιες  ειδικές  προβλέψεις  για  τους  Κουτσόβλαχους.  Παρείχε  τοπική  αυτονομία  στις  κοινότητές  τους,  εφόσον  τη  ζητούσαν  φυσικά,  ως  προς  τα  σχολικά,  τα  θρησκευτικά και τα φιλανθρωπικά ζητήματα. Κατά τη γνώμη του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών  οι διατάξεις της Συνθήκης των Σεβρών υποκατέστησαν τις επιστολές Βενιζέλου‐Μαγιορέσκου. Αυτό  είχε σημασία γιατί από τη φρασεολογία των  επιστολών σώθηκε  μόνο ο όρος  «αυτονομία υπό τον  έλεγχο  της  ελληνικής  κυβερνήσεως»  και  δεν  γινόταν  λόγος  για  δικαίωμα  επιχορήγησης  από  τη  ρουμανική κυβέρνηση και για Επισκοπή.19  Είναι  γεγονός  ότι  μετά  τη  Συνθήκη  της  Λωζάνης  του  1923  το  πρόβλημα  των  150.000‐200.00020  Κουτσόβλαχων  που  ζούσαν  στην  ελληνική  επικράτεια  φαινόταν  εντελώς  ασήμαντο  στις  ελληνικές  κυβερνήσεις.  Πολύ  πιο  φλέγοντα  προβλήματα  προκαλούσαν  οι  Βουλγαρόφωνοι  που  χρησιμοποιήθηκαν  ως  όργανο  του  βουλγαρικού  αλυτρωτισμού  και  οι  Τσάμηδες  της  Θεσπρωτίας  που  αρνήθηκαν  να  υπαχθούν  στην  ελληνοτουρκική  ανταλλαγή  πληθυσμών  επικαλούμενοι  την  αλβανική τους καταγωγή. Οι Κουτσόβλαχοι, σε αντίθεση με τις άλλες μειονοτικές ομάδες, είχαν στο  μεγαλύτερο  ποσοστό  τους  ελληνικό  εθνικό  αίσθημα. 21   Το  γεγονός  αυτό  καθιστούσε  μη  ανησυχητικούς  τους  υπάρχοντες  πυρήνες  των  ακραιφνών  ρουμανιζόντων,  που  σύμφωνα  με  εκτιμήσεις  της  Γενικής  Διοίκησης  Θεσσαλονίκης,  δεν  ξεπερνούσαν  σε  καμία  περίπτωση  τις  1.000  οικογένειες22,  εντοπισμένες  κυρίως  στην  περιφέρεια  Γρεβενών  (στα  χωριά  Αβδέλλα,  Σαμαρίνα,  Περιβόλι,  Σμίξι  και  Κρανιά)  καθώς  και  σε  χωριά  της  Καστοριάς,  της  Βέροιας,  της  Έδεσσας,  όπου  λειτουργούσαν με φιλική ανοχή των ελληνικών αρχών ρουμανικές κοινότητες23.  Μεγάλο  ρόλο  έπαιξε  και  το  γεγονός  ότι  η  Ρουμανία  είχε  η  ίδια  μεγάλο  μειονοτικό  πρόβλημα.  Το  30% του πληθυσμού της ήταν αλλόφυλοι από τις νέες περιοχές που προσαρτήθηκαν στη χώρα και  στην  πλειονότητά  τους  αμφισβητούσαν  μαχητικά  την  ενσωμάτωσή  τους.  Επιβαρυντικό  στοιχείο  ήταν επίσης και η γεωγραφική θέση των μειονοτικών πληθυσμών που μπορούσε να τους μεταβάλει  Digitized by 10uk1s 

σε  αιχμή  του  αλυτρωτικού  δόρατος  των  γειτονικών  χωρών.24  Επιπλέον  η  Ρουμανία  ανήκε  στο  γκρουπ των αδικημένων και διαμαρτυρόμενων κρατών στα οποία επιβλήθηκαν άνωθεν μειονοτικές  υποχρεώσεις  και  τα  οποία  συνέπηξαν  μέτωπο  στα  όργανα  της  ΚτΕ  με  στόχο  να  περιορίσουν  τις  επιπτώσεις  των  επαχθών  διεθνών  δεσμεύσεών  τους  σχετικά  με  τις  μειονότητες.25  Η  Ρουμανία  συνεργάστηκε με την  Ελλάδα το 1928  εναντίον των γερμανικών  πρωτοβουλιών που  στόχευαν στη  μεγαλύτερη δημοσιοποίηση της διαδικασίας μειονοτικής προστασίας ενώπιον της ΚτΕ.26  Και οι δύο  χώρες ένιωθαν το βάρος της απειλής των ρεβιζιονιστικών κρατών που προσπαθούσαν με όπλο τις  μειονότητες  να  αναθεωρήσουν  το  εδαφικό  status  quo  των  συνθηκών  της  ειρήνης.  Είναι  χαρακτηριστικό  το  γεγονός  ότι  καμία  καταγγελία27  ενώπιον  της  ΚτΕ  δεν  έγινε  από  τη  Ρουμανία  εναντίον της Ελλάδας με αφορμή τους Κουτσόβλαχους, ούτε από την Ελλάδα κατά της Ρουμανίας με  αφορμή τυχόν παράπονα της μεγάλης ελληνικής παροικίας εκεί.28  Τέλος  ένα  γεγονός  που  καθιστούσε  τη  Ρουμανία  ακίνδυνη  ήταν  το  ότι  δεν  είχε,  αντίθετα  από  την  Αλβανία  και  τη  Βουλγαρία,  κοινά  σύνορα  με  την  Ελλάδα  και  επιπλέον  δεν  αμφισβητούσε  το  εδαφικό καθεστώς των συνθηκών. Εξαιτίας αυτών των δεδομένων η στάση που κράτησε η Ρουμανία  καθ'  όλη  τη  διάρκεια  του  Μεσοπολέμου  ήταν  μετριοπαθέστατη.  Φαίνεται  ότι  και  η  ίδια  δεν  θεωρούσε  τους  Κουτσόβλαχους  κανονική  μειονότητα  επειδή  «δεν  περικλείουν  πολιτικό  χαρακτήρα».29  Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν φρόντισε να διατηρήσει ή και να διευρύνει ακόμα  τους  δεσμούς  της  με  την  ομάδα  ρουμανιζόντων  Βλάχων  που  μπορούσε  να  επηρεάσει.  Απλώς  το  έκανε  με  τα  νόμιμα  μέσα,  τα  ρουμανικά  εκπαιδευτικά  και  εκκλησιαστικά  ιδρύματα  υπέρ  των  οποίων η Ρουμανία διέθεσε πολύ χρήμα.  Στις  αρχές  της  δεκαετίας  του  '20,  23  κουτσοβλαχικά  σχολεία  λειτουργούσαν  στις  περιφέρειες  Γιαννιτσών, Γρεβενών, Εδέσσης, Καστοριάς, Φλώρινας και Κοζάνης, από τα οποία 4 δημοτικά μετά  νηπιαγωγείων, 3 τριτάξια δημοτικά, 4 διτάξια δημοτικά, 6 μικτά δημοτικά και 6 μονοτάξια δημοτικά.  Στα Γρεβενά λειτουργούσε επίσης και ένα γυμνάσιο. Υπήρχαν ακόμα η εμπορική σχολή Ιωαννίνων  και  Θεσσαλονίκης,  ένα  δημοτικό  στη  Βωβούσα  και  ένα  στη  Θεσσαλονίκη.30  Τα  σχολεία  αυτά  συντηρούνταν  από  τις  κουτσοβλαχικές  κοινότητες  με  τη  συνδρομή  της  Ρουμανίας  και  παρείχαν  δωρεάν  εκπαίδευση  σε  αξιοπρεπείς  κτιριακές  εγκαταστάσεις.  «Μετά  την  αποπεράτωσιν  των  μαθημάτων  (των  δημοτικών  σχολείων),  οι  μαθηταί  εισάγονται  εις  το  εν  Γρεβενοίς  λειτουργούν  ρουμανικόν  γυμνάσιον  όπου  επί  τετραετίαν  συσσιτούνται  και  εκπαιδεύονται  επίσης  δωρεάν  και  κατόπιν  αναχωρούσι  διά  Ρουμανίαν,  όπου  εγγράφονται  εις  τα  Πανεπιστήμια.  [...]  Μετά  ταύτα  λαμβάνεται  μέριμνα  από  την  Ρουμανικήν  Κυβέρνησιν  ώστε  να  τοποθετούνται  εις  αναλόγους  δημοσίας θέσεις αμειβόμενοι ικανοποιητικώς. [...] Πάντα ταύτα ως είναι φυσικόν έλκουσι περί την  προπαγάνδαν τας πτωχοτέρας οικογενείας των χωριών της Πίνδου, οίτινες υπό τας σημερινάς ιδίως  περιστάσεις  καθ'  ας  στερούνται  και  του  επιουσίου,  μετ'  ευχαριστήσεως  δέχονται  τους  προσηλυτιστάς  και  εγγράφουσιν  αθρόως  τα  τέκνα  των  εις  τα  σχολεία.  [...]  Παραλλήλως  προς  τα  ρουμανικά  λειτουργούσι  και  ελληνικά  τοιαύτα  χωρίς  όμως  να  δύνανται  να  επιτελέσωσι  τον  προορισμόν των και πρωτίστως τον προπαγανδιστικόν, διότι στερούνται των πάντων. Εις πολλά των  χωρίων  τούτων  οι  τέσσερες  τοίχοι  είναι  ημιτελείς.  [...]  Άπαντα  τα  σχολεία  των  χωρίων  τούτων  στερούνται  ολοτελώς  των  απαραιτήτων  μέσων  της  μορφώσεως.  [...]  Οι  δημοδιδάσκαλοί  μας  παρ'  όλην  την  φιλοτιμίαν  που  τους  διακρίνει  είναι  φυσικόν  να  μην  εργάζονται  μετά  του  προσήκοντος  ζήλου λόγω της κακής πληρωμής αυτών».31  Παρ' όλα αυτά όμως, όπως μαρτυρεί και ο Ε. Αβέρωφ, η  ρουμανική προπαγάνδα διά των σχολικών παροχών δεν γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Φυσικά κάποια  άπορα  παιδιά  υπέκυπταν  στις  ευκολίες  αλλά  η  τοπική  αντίδραση  των  Ελληνοβλάχων  ήταν  τόσο  μεγάλη που λίγοι σχετικά μπόρεσαν να την αγνοήσουν χάριν των υλικών αγαθών.32  Οι τοπικές αρχές στις περιοχές αυτές όμως (χωροφύλακες, δάσκαλοι και παπάδες κυρίως) έβλεπαν  με  φόβο  τη  χαλαρή  στάση  των  ελληνικών  κυβερνήσεων  απέναντι  στη  ρουμανική  προπαγάνδα.  Στερούμενοι  της  ευρείας  και  κοσμοπολίτικης  οπτικής  γωνίας  και  της  πληροφόρησης  που  είχαν  τα  στελέχη  του  αρμόδιου  Υπουργείου  Εξωτερικών  και  της  εκάστοτε  κυβέρνησης,  ένιωθαν  συχνά  Digitized by 10uk1s 

ξεχασμένοι  και  μόνοι  φρουροί  του  ελληνισμού  στην  περιφέρεια.  Δεν  είχαν  καν  επίγνωση  των  διεθνών  δεσμεύσεων  που  είχε  αναλάβει  η  Ελλάδα  ενώπιον  της  ΚτΕ,  ούτε  μπορούσαν  να  υπολογίσουν το τεράστιο κόστος που θα είχε για τη χώρα μια διεθνής καταγγελία για μειονοτικές  παραβιάσεις. 33   Έτσι  συχνά  αντιδρούσαν  δυσανάλογα  στα  ερεθίσματα  των  ρουμανιζόντων  και  προκαλούσαν πονοκεφάλους στα αρμόδια υπουργεία.  Χαρακτηριστική  είναι  η  περίπτωση  του  διευθυντή  Χωροφυλακής  Χ.  Φακούνη  που  συνέλαβε  και  παρέπεμψε  στο  στρατοδικείο  7  Βλάχους  στο  χωριό  Κρανιά  επειδή  «οργάνωσαν  πομπωδώς  υποδοχήν  εις  τον  αφιχθέντα  εκεί  ρουμανίζοντα  ιερέα...  Ήρξαντο  κρούοντες  δαιμονιωδώς  τον  κώδωνα  του  κεντρικού  ναού  και  τρόπον  τινά  δεικνύοντες  περιφρόνησιν  και  προς  τους  αντιφρονούντες  κατοίκους  και  προς  τας  αρχάς  του  κράτους».34  Το  ζήτημα  πήρε  διαστάσεις  τόσο  δυσανάλογες  ώστε  προκλήθηκαν  διεθνείς  διαμαρτυρίες.  Ως  εκ  τούτου  η  Ανωτέρα  Διοίκηση  Χωροφυλακής Μακεδονίας κατέστησε υπεύθυνους τους κατά τόπους προϊσταμένους να φροντίζουν  να  μην  προκαλούν  παράπονα  των  ρουμανιζόντων  Κουτσόβλαχων,  έχοντας  κατά  νουν  ότι  αυτοί  «προστατεύονται υπό φίλου κράτους, της Ρωμουνίας, μεθ' ης κοινά μόνον συμφέροντα και ουδέν  εκκρεμές ζήτημα υπάρχει.»35  Όσο  όμως  τα  τοπικά  όργανα  αμαύρωναν  κάποτε  τη  φιλελεύθερη  εικόνα  της  Ελλάδας  τόσο  τα  κορυφαία  κυβερνητικά  στελέχη  και  —κυρίως—  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  δεν  έχαναν  ευκαιρία  να  τονίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις το δέον γενέσθαι. Ενδεικτική είναι η εγκύκλιος που έστειλε το  Υπουργείο  Εσωτερικών  «προς  απάσας  τας  αρχάς»  το  1924  και  η  οποία  περιέγραφε  γλαφυρά  την  κρίσιμη  περίοδο  που  διερχόταν  η  Ελλάδα  εκείνη  την  εποχή:  «Η  Ελλάς  μόλις  εξελθούσα  εκ  μιας  μεγάλης  καταστροφής  και  έχουσα  την  επιτακτικήν  ανάγκην  να  αποκαταστήση  ένα  και  ήμισυ  εκατομμύρια ατυχεστάτων τέκνων της, ευρίσκεται εις την κατάστασιν του αναρρωνύοντος. [...] Έχει  ακόμα  άλυτα  ζητήματα  προς  τους  χτεσινούς  αντιπάλους  της,  η  λύσις  των  οποίων  δεν  είναι  τόσον  ευχερής,  και  δεν  δύναται,  ως  άλλοτε,  να  στηριχθή  εις  την  σθεναράν  υποστήριξιν  συμμάχων  παντοδυνάμων. Οφείλει συνεπώς υπέρ ποτε σήμερον να εκτελή τας υποχρεώσεις του Κράτους προς  τας εν τη χώρα της μειονοψηφίας και να προσέχη όπως μη δημιουργή αφορμάς δυσαρεσκειών, είτε  προς  έθνη  φιλικά,  ων  η  υποστήριξις  πάντοτε  μας  είναι  αναγκαία,  είτε  προς  τους  χθεσινούς  αντιπάλους, των οποίων την προσφυγήν εις την Κοινωνίαν των Εθνών, ή την ενέργειαν αντιποίνων  πρέπει παντί τρόπω ν' αποφεύγωμεν. Πολλάκις μέχρι σήμερον επιπόλαιος πατριωτικός φανατισμός  περιήγαγε  την  κυβέρνησιν  εις  δυσχερή  θέσιν  και  εζημίωσε  το  Έθνος  είτε  διά  της  επιβολής  κυρώσεων βαρυτέρων, είτε δι' αντιποίνων κατά των Ελλήνων του εξωτερικού. [...] Το συμπέρασμα  του ανωτέρω είναι ότι πάσαι αι αρχαί πρέπει να συμπεριφέρονται μετά περισκέψεως προς τας εν  εδάφει μας αλλοεθνείς μειονότητας. Είναι ανάγκη να εμπνευσθή εις αυτούς αίσθημα εμπιστοσύνης  προς  την  ελληνικήν  διοίκησιν».36  Είναι  χαρακτηριστικό  ότι  την  ίδια  γραμμή  κράτησε  με  ευλάβεια  και ο υπερπατριώτης Πάγκαλος.37  Παρά την ευνοϊκή μεταχείριση των ελληνικών αρχών απέναντι στους Κουτσόβλαχους, κατά καιρούς  ακούγονταν δυνατές φωνές διαμαρτυρίας για υποτιθέμενους διωγμούς τους, κυρίως εκ μέρους των  λεγομένων  μακεδονορουμανικών  οργανώσεων.  Με  την  παραμικρή  φανταστική  ή  πραγματική  αφορμή  τα  δημοσιογραφικά  όργανα  των  εθνικιστικών  αυτών  οργανώσεων  εξαπέλυαν  δριμείες  επιθέσεις  κατά  του  ελληνικού  (αλλά  και  του  σερβικού)  κράτους  για  διωγμούς  εναντίον  των  «μακεδονορωμούνων».  Οι  οργανώσεις  αυτές,  πιθανότατα  συνδεδεμένες  με  τις  βουλγαρομακεδονικές σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία38, είχαν μάλλον θολή ιδεολογία39, αλλά σε  κάθε  περίπτωση  εξυπηρετούσαν  τους  σκοπούς  των  αναθεωρητικών  κρατών,  έχοντας  διαρκώς  στο  στόχαστρο τις χώρες‐οπαδούς του status quo, δηλαδή την Ελλάδα και κυρίως τη Γιουγκοσλαβία. Τα  βέλη  τους  έπλητταν  και  την  ίδια  τη  Ρουμανία,  την  οποία  κατηγορούσαν  για  ξεπούλημα  των  Κουτσόβλαχων στο βωμό των καλών σχέσεων με την Ελλάδα. Κι επειδή οι ρουμανικές διπλωματικές  και  προξενικές  αρχές  δεν  τους  ακολουθούσαν  στις  ακρότητες,40  εισέπρατταν  ειρωνικά  σχόλια  και  επιθέσεις  από  τον  μακεδονορουμανικό  τύπο.  Ενδεικτικώς  αναφέρω  το  καυστικό  σχόλιο  της  Digitized by 10uk1s 

εφημερίδας  Διμινεάτσα  Βουκουρεστίου  στις  30.9.24,  κατά  το  οποίο  «ο  υπουργός  Εξωτερικών  της  Ρουμανίας  ρυθμίζει  τις  υποθέσεις  της  ανθρωπότητος  και  δεν  έχει  καιρό,  ούτε  επιθυμία  να  ασχοληθεί  με  τα  προβλήματα  των  Ρουμάνων».  Εντελώς  άχρηστος  χαρακτηρίστηκε  επίσης  ο  ρουμάνος  πρέσβης  στην  Αθήνα  Λάγκα  Ρασκάνου  από  τη  μηνιαία  επιθεώρηση  Βαλκανική  χερσόνησος (Peninsula Balcanica), όργανο της Μακεδονορωμουνικής Εταιρείας.41  Μια  κατάσταση  που  έγινε  αφορμή  προπαγανδιστικής  εκμετάλλευσης  εκ  μέρους  των  εθνικιστικών  κουτσοβλαχικών οργανώσεων ήταν η μεταναστευτική κίνηση μέρους του βλάχικου πληθυσμού προς  τη Δοβρουτσά κατά το έτος 1925.42  Πραγματικά τη χρονιά αυτή έγιναν κρούσεις προς τις ελληνικές  αρχές και εκ μέρους των κρατικών ρουμανικών αρχών και εκ μέρους των ίδιων των Κουτσόβλαχων.  Η  ρουμανική  πρεσβεία  ζήτησε  συγκεκριμένα  τη  συγκατάθεση  της  ελληνικής  κυβέρνησης  για  μετανάστευση στη Ρουμανία 1.500 κουτσοβλαχικών οικογενειών με στόχο την τελική εγκατάστασή  τους  στη  Δοβρουτσά.  Ο  λόγος,  όπως  τον  διατύπωσαν  ευγενικά  οι  Ρουμάνοι,  ήταν  «η  στενή  οικονομική κατάσταση των Βλάχων μετά την εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή».43  Αυτό  που  δεν  είπαν  expressis  verbis  ήταν  ότι  επιθυμούσαν  να  αλλάξουν  την  εθνολογική  σύνθεση  του  πληθυσμού  της  διαφιλονικούμενης  Δοβρουτσάς  και  να  ικανοποιήσουν  τα  μακεδονορουμανικά  κομιτάτα, ενισχύοντας ταυτόχρονα την εικόνα του φύλακα‐αγγέλου των Κουτσόβλαχων.  Είναι αλήθεια ότι μετά την εισροή του τεράστιου προσφυγικού κύματος στην Ελλάδα οι συνθήκες  διαβίωσης του ποιμενικού αυτού πληθυσμού είχαν δυσχερανθεί σε κάποιο βαθμό. Τα λιβάδια των  ανταλλάξιμων  Τούρκων  που  χρησιμοποιούσαν  μέχρι  τότε  για  βοσκοτόπια,  εν  μέρει  αυθαιρέτως,  διατέθηκαν  αναγκαστικά  και  νομίμως  για  την  αποκατάσταση  των  προσφύγων.  Ο  περιορισμός  των  κτηνοτροφικών  εκτάσεων  και  η  παράδοση  αυτών  στη  γεωργία  ήταν  αναπόφευκτος.  Οι  Κουτσόβλαχοι  είχαν  να  αντιμετωπίσουν  επιπλέον  και  τον  εμπορικό  ανταγωνισμό  των  προσφύγων  και  κάποτε  και  την  παρουσία  τους  μέσα  στα  σπίτια  τους.44  Το  γεγονός  αυτό  προσπάθησαν  να  εκμεταλλευτούν: α) η Ρουμανία που ζητούσε αντίβαρο στη βουλγαρική παρουσία στη Δοβρουτσά45  και  υποσχόταν  μια  νέα  γη  της  επαγγελίας  στους  ταλαιπωρημένους  Κουτσόβλαχους  της  Ελλάδας  αλλά και των άλλων βαλκανικών χωρών, β) ντόπιοι κουτσοβλαχικοί παράγοντες που είδαν μεγάλες  προοπτικές κερδοσκοπίας από την επικείμενη μετανάστευση,46  και γ) ο μακεδονορουμανικός τύπος  που  ξεσπάθωσε  κυριολεκτικά  εναντίον  της  Ελλάδας  κατηγορώντας  την  ότι  έφτασε  τους  Κουτσόβλαχους σε σημείο οικονομικής εξαθλίωσης αναγκάζοντάς τους να ξεριζωθούν.47  Οι  κατηγορίες  κατά  των  ελληνικών  αρχών  ήταν  καταφανώς  κακόβουλες.  Στην  πραγματικότητα,  μόλις έγιναν γνωστά τα πρώτα παράπονα των κτηνοτρόφων Κουτσόβλαχων, ο υπουργός Γεωργίας Γ.  Μαρής έστειλε εγκύκλιο στις αρμόδιες υπηρεσίες να προσέξουν τις καταγγελίες για παρενοχλήσεις  των Κουτσόβλαχων από τους πρόσφυγες με την κατάληψη μεγαλύτερων εκτάσεων από τις νομίμως  παραχωρηθείσες.  Τόνιζε  δε  ότι  η  καταστροφή  της  κτηνοτροφίας  θα  βλάψει  και  την  ελληνική  οικονομία. 48   Να  μη  λησμονούμε  άλλωστε  ότι  τα  θλιβερά  επακόλουθα  της  μικρασιατικής  καταστροφής  τα  υπέστη  ολόκληρος  ο  ελληνικός  λαός.  Στο  αίτημα  της  Ρουμανίας  και  των  κουτσοβλαχικών  επιτροπών  να  διευκολυνθεί  η  μετανάστευση,  η  Ελλάδα  ανταποκρίθηκε  πρόθυμα  γιατί  θα  απαλλασσόταν  από  μια  σημαντική  και  θορυβούσα  μερίδα  ρουμανιζόντων. 49   Για  να  χρησιμοποιήσουμε  τα  λόγια  του  Αναπληρωτή  Γενικού  Διοικητή  Θεσσαλονίκης,  «προκειμένου  να  έχωμεν  διαρκή  παράπονα  χωρίς  ποσώς  να  παρενοχλούνται  και  με  τον  σκοπόν  πάντοτε  της  δημιουργίας  θορύβου  αποβαίνοντος  φαίνεται  αυτοίς  λίαν  προσοδοφόρου,  σκοπιμώτερον  θα  ήτο  εάν,  οικεία  βουλήσει,  απεφάσιζον  να  μεταναστεύσωσιν,  έστω  και  επί  τω  όρω  της  εκ  Ρουμανίας  μεταναστεύσεως ίσου αριθμού ελληνικών οικογενειών ασκουσών την γεωργιαν».50  Μέχρι  το  1929  έφυγαν  περί  τις  2.000  οικογένειες  ρουμανιζόντων.  Η  υπόθεση  της  μετανάστευσης  όμως  δεν  εξελίχτηκε  ομαλά.  Φαίνεται  ότι  οι  πρώτες  οικογένειες  των  μεταναστών  στη  Δοβρουτσά  δεν  βρήκαν  τη  γη  της  επαγγελίας  που  τους  είχαν  υποσχεθεί.  Αντίθετα  βρέθηκαν  εγκατεστημένοι  —συχνά  σε  σκηνές—  στα  ρουμανοβουλγαρικά  σύνορα  χωρίς  καμία  οργάνωση,  γεγονός  που  Digitized by 10uk1s 

οδήγησε  πολλούς  στη  μεταμέλεια  και  στην  προσπάθεια  ανεύρεσης  τρόπου  επιστροφής  στην  Ελλάδα.  Παρ'  όλα  αυτά  και  παρόλο  που  η  Ρουμανία  μετά  την  εγκατάσταση  των  πρώτων  2.000  οικογενειών,  δεν  δεχόταν  άλλες,  το  μεταναστευτικό  ρεύμα  Κουτσόβλαχων  από  την  Ελλάδα  δεν  σταματούσε.  Προσπαθώντας  να  διευκρινίσουν  τα  αίτια  οι  ρουμανικές  αρχές  έστειλαν  επιτόπου  τριμελή  αντιπροσωπεία  την  άνοιξη  του  '29.  Διαπίστωσαν  τότε  ότι  οι  επιτήδειοι  ρουμανίζοντες  μεσάζοντες  για  προσωπικά  οφέλη  πίεζαν  τις  κουτσοβλαχικές  οικογένειες  να  πουλήσουν  τις  περιουσίες  τους  και  να  φύγουν  χωρίς  την  άδεια  της  ρουμανικής  κυβερνήσεως  από  το  ελληνικό  έδαφος «όπου ζουν θαυμάσια, με πλήρη ελευθερία και φθήνεια».51  Το  καλό  ελληνορουμανικό  κλίμα  δεν  κατόρθωσε  να  διαταράξει  ούτε  ο  ανεξιχνίαστος  φόνος  ρουμανόβλαχου  στρατιώτη  στη  Βέροια  το  χειμώνα  του  1932.  Ελληνικοί  εθνικιστικοί  κύκλοι  απέδωσαν τότε τη δολοφονία σε φανατικούς ρουμανίζοντες που σκότωσαν τον νεαρό συμπατριώτη  τους γιατί δυσφήμιζε τη Δοβρουτσά και απέτρεπε τη μετανάστευση προς τα εκεί.52  Σε μια περιοχή  βεβαρημένη  από  μειονοτικά  προβλήματα  όπως  η  Βέροια,  η  ατμόσφαιρα  στο  δικαστήριο  ήταν  βαριά.  Στον  ελληνικό  ημερήσιο  τύπο  εμφανίζονταν  καυστικά  άρθρα  κατά  της  ρουμανικής  προπαγάνδας  και  εντέλει  τα  ελληνικά  δικαστήρια  καταδίκασαν  τους  φερόμενους  ως  ύποπτους  Κουτσόβλαχους  προκαλώντας  κύμα  αντίδρασης  του  ρουμανικού  εθνικιστικού  τύπου  που  ζητούσε  παρέμβαση του Τιτουλέσκου.53  Η παρέμβαση  έγινε αλλά ήταν συμβιβαστική και εντέλει  υπέρ της  Ελλάδας.  Σύντομα  ο  φιλοκυβερνητικός  ρουμανικός  τύπος  φιλοξένησε  άρθρα  υπέρ  της  παραδοσιακής ελληνορουμανικής φιλίας54  και η ρουμανική κυβέρνηση εξέφρασε δημόσια τη λύπη  της για τα επεισόδια. Η αντίδραση του ρουμανικού εθνικιστικού τύπου μπορεί να συνοψιστεί στις  καταληκτικές  φράσεις  άρθρου  της  Κουρεντούλ:  «Αφήστε  μας  ήσυχους  με  το  πρωτόκολλο  και  την  ευγένεια κ. Τιτουλέσκου. Οι δικαστές της Ελλάδος διέπραξαν μίαν ατιμίαν!».55  Πρέπει  να  σημειώσουμε  εδώ  ότι  η  ρουμανική  κυβέρνηση  απέφευγε  μεν  να  φτάσει  σε  ακρότητες,  αλλά φρόντιζε διακριτικά μα συστηματικά να διατηρεί το ρόλο της προστάτιδος των Κουτσόβλαχων  διεκδικώντας  προνόμια  για  λογαριασμό  τους.  Το  1929,  λ.χ.,  πίεσε  την  κυβέρνηση  Βενιζέλου  να  παραχωρήσει  μεγαλύτερα  εκπαιδευτικά  προνόμια  στη  μειονότητα. 56   Το  ελληνικό  Υπουργείο  Εξωτερικών  απέκρουσε  το  αίτημα  υπενθυμίζοντας  ότι  σε  όλες  τις  υπόλοιπες  βαλκανικές  χώρες  —ακόμα και τις συμμαχικές όπως η Γιουγκοσλαβία— η μειονότητα διωκόταν και οι Κουτσόβλαχοι  που  ζούσαν  εκεί  αναγκάζονταν  να  στέλνουν  τα  παιδιά  τους  στα  ελληνικά  σχολεία.57  Στην  Ελλάδα  αντίθετα  συνέβη  το  πρωτοφανές  να  αυξηθούν  τα  κουτσοβλαχικά  σχολεία  από  26  σε  29  μέσα  σε  ελάχιστα  χρόνια  και  παρ'  όλη  τη  μετανάστευση  τμήματος  του  πληθυσμού  προς  τη  Δοβρουτσά.58  Έτσι  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  ανέθεσε  στην  πρεσβεία  Βουκουρεστίου  να  τονίσει  στη  ρουμανική  κυβέρνηση «ότι δεν δύναται να επιμείνη περαιτέρω εις αιτήματα υπερβαίνοντα τα ανεγνωρισμένα  εις  πάσαν  μειονότητα.  [...]  Ο  κυριώτερος  λόγος  αρνήσεως  ημών  έγκειται  εις  το  ότι  είναι  πλέον  ή  πιθανόν  ότι  θα  επικαλεσθούν  υπέρ  αυτών  το  προηγούμενον  άλλοι  γείτονες  οίτινες  θέλουν  να  εκμεταλλεύονται τα ζητήματα των μειονοτήτων διά πολιτικούς σκοπούς».59  Πόσο μάλλον που προ  εξαμήνου οι δύο χώρες αγωνίστηκαν στη Γενεύη κατά των μειονοτικών συνθηκών που τις δέσμευαν  και θα ήταν αστείο να επιχειρήσει η Ρουμανία ξαφνικά να τις επεκτείνει.60  Το  άριστο  ελληνορουμανικό  κλίμα  διατηρήθηκε  αδιατάρακτο  μέχρι  το  καλοκαίρι  του  1936.  Το  αυταρχικό  καθεστώς  της  4ης  Αυγούστου  όμως  είχε  επιπτώσεις  στη  ζωή  όλων  των  μειονοτικών  πληθυσμών,  συμπεριλαμβανομένων  και  των  Κουτσόβλαχων.  Η  σχετική  ανοχή  που  είχε  επιδείξει  η  Ελλάδα και η κατά το δυνατόν προσήλωση στο πνεύμα και το γράμμα των διεθνών, μειονοτικών της  υποχρεώσεων,  είχε  προκαλέσει  την  αγανάκτηση  κάποιων  υπερεθνικιστικών  κύκλων  και  τοπικών  οργάνων  (χωροφυλάκων,  κοινοτικών  αρχόντων,  δασκάλων  κ.λπ.)  που  δεν  έβλεπαν  την  ώρα  να  συμμορφώσουν τους εχθρούς και υπονομευτές του ελληνισμού στα σύνορα. Η μισαλλοδοξία, που  είναι χαρακτηριστικό των αυταρχικών  καθεστώτων, οδήγησε  σε  μια γενική σκλήρυνση της  στάσης  του  κράτους  απέναντι  στους  μειονοτικούς  πληθυσμούς  και  κυρίως  επέτρεψε  την  ασυδοσία  των  τοπικών  εκπροσώπων  του  σε  πολλές  περιπτώσεις.  Είναι  ενδεικτική  η  γλώσσα  και  το  περιεχόμενο  Digitized by 10uk1s 

του  κάτωθι  υπομνήματος  της  Γ.Δ.  Ηπείρου  προς  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  στις  12.12.1936:  «Λαός  επαρχιών  τούτων  ησθάνθη  βαθέως  την  ύπαρξιν  πραγματικής  εννοίας  κράτους  με  σταθεράν  κατευθυντήριον  γραμμήν  μετά  την  4ην  Αυγούστου.  Συνεπεία  τούτου  το  αλβανόφωνον  στοιχείον,  όπερ άλλοτε θρασυτάτην ενήργει προπαγάνδαν αντεθνικήν, περιέστειλεν ήδη τας ενεργείας του».61  Σ'  αυτό  το  πλαίσιο  ελήφθησαν  μέτρα  με  στόχο  την  επιτάχυνση  της  αφομοίωσης  των  ξενόφωνων  πληθυσμών.  Τα  δύο  σημαντικότερα  ήταν  η  επιβεβλημένη  παρακολούθηση  νυχτερινών  ελληνικών  σχολείων ακόμα και για τους ξενόφωνους γέροντες και το δεύτερο η απαγόρευση δημόσιας χρήσης  των  ξένων  ιδιωμάτων  επ'  απειλή  προστίμων  και  φυλακίσεων.  Δυστυχώς,  ενώ  ήταν  γνωστό  «ότι  η  πλειονοψηφία  των  Βλάχων  αποτελείται  από  ελληνόφρονας,  πρωτοστατήσαντας  εις  τον  εθνικόν  αγώνα  και  τας  εθνικάς  ευεργεσίας»62,  η  διαταγή  του  Γενικού  Διοικητή  Μακεδονίας  υπ'  αριθμόν  12277/1936  εφαρμόστηκε  και  στην  περίπτωσή  τους,  προκαλώντας  συλλήψεις  για  δημόσια  χρήση  του  βλαχικού  ιδιώματος  και  πιέσεις  εναντίον  των  οικογενειών  που  έστελναν  τα  παιδιά  τους  στα  ρουμανικά σχολεία. Φυσικά η Ρουμανία έλαβε αμέσως γνώση και διαμαρτυρήθηκε έντονα διά της  πρεσβείας της για τις παραβιάσεις των μειονοτικών συνθηκών.63  Λιγότερο  ευγενής  ήταν  η  αντίδραση  του  ρουμανικού  εθνικιστικού  τύπου.  Το  άρθρο  του  Κουτσόβλαχου Ι. Μπιτσιόλα στην Κουρεντούλ στις 15.5.1937, αφού στηλίτευε τις ελληνικές αρχές,  κατέληγε με έμμεσες πλην σαφείς απειλές κατά της ελληνικής παροικίας στη Ρουμανία.  Οι διπλωμάτες και η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εξωτερικών όμως, λόγω της κοσμοπολίτικης  παιδείας  και  της  επίγνωσης  των  πιθανών  επιπτώσεων  εις  βάρος  της  διεθνούς  εικόνας  της  χώρας,  προσπάθησαν  κατ'  επανάληψιν  να  συνετίσουν  τους  φανατισμένους  τοπικούς  παράγοντες.  Για  τις  διώξεις λόγω χρήσης ξένων ιδιωμάτων δημοσίως επεσήμαναν ότι «τοιαύται αστυνομικαι διατάξεις  και  ποινικαί  διώξεις  αντίκεινται  εις  ρητάς  υποχρεώσεις  περί  σεβασμού  των  δικαιωμάτων  των  εν  Ελλάδι  μειονοτήτων  ας  έχει  αναλάβει  η  Ελλάς,  δύνανται  δε  να  μας  εκθέσουν  διεθνώς.  Οι  διωκόμενοι ξενόγλωσσοι δύνανται να προσφύγουν ενώπιον της ΚτΕ προσάγοντες ως αποδείξεις τα  κείμενα των δημοσιευθεισών αστυνομικών διατάξεων».64  Οι διπλωμάτες προσπάθησαν επίσης να  επισημάνουν —χωρίς να προκαλέσουν— ότι η αστυνόμευση και η όξυνση ποτέ δεν βοήθησαν την  αφομοίωση ξένου πληθυσμού.65  Παράλληλα προσπαθούσαν να  εξηγήσουν  στις ρουμανικές αρχές  ότι  τα  μέτρα  δεν  είχαν  στόχο  τους  Κουτσόβλαχους  αλλά  τους  απειλητικούς  για  την  ασφάλεια  του  ελληνικού  κράτους  Βουλγαρόφωνους.66  Η  αντιπρόταση  της  Ρουμανίας  βέβαια  ήταν  «να  επιτραπή  σιωπηρώς  εις  αυτάς  η  άδεια  της  αναρτήσεως  της  σημαίας  και  της  ομιλίας  της  κουτσοβλαχικής  γλώσσης  καθόσον  αι  κουτσοβλαχικαί  μειονότητες  δεν  αποβλέπουσι  εις  ενεργείας  δυναμένας  να  θίξωσι την ελληνικήν κυβέρνησιν».67  Από  τα  πλέον  αξιοσημείωτα  ευρήματα  του  αρχειακού  υλικού  της  εποχής  είναι  και  επιστολή  του  ίδιου  του  Μεταξά  προς  τον  Γ.Δ.  Ηπείρου  Καβδά  με  αφορμή  τα  παράπονα  που  του  έκανε  ανεπισήμως και φιλικώς διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ρουμανίας για το πρόστιμο που επεβλήθη  σε  διευθυντή  μειονοτικής  σχολής  λόγω  δημόσιας  χρήσης  της  διαλέκτου.  Ο  αρχηγός  της  4ης  Αυγούστου  εκπλήσσει  με  τον  —έστω  και  προσχηματικό—  φιλελευθερισμό  του  όταν  επισημαίνει:  «Εις  την  αποστολήν  της  διοικήσεως  εις  τας  βορείους  ιδία  επαρχίας  περιλαμβάνεται  βεβαίως  η  προσπάθεια του εξελληνισμού των ξένων στοιχείων. Αλλ' η προσπάθεια αύτη δέον να εκδηλούται  διά  μέτρων  τα  οποία  δεν  είναι  αντίθετα  προς  υποχρεώσεις  τας  οποίας  διά  διεθνών  συμβάσεων  ανέλαβεν  η  Ελλάς,  η  παραβίασις  των  οποίων  δύναται  να  δημιουργήση  ημίν  πράγματα.  [...]  Η  διάδοσις  της  ελληνικής  γλώσσης  επιβάλλεται  να  γίνη,  αλλά  δέον  να  επιδιωχθή  αύτη  διά  της  εξυψώσεως  του  εθνικού  αισθήματος  και  της  αγάπης  προς  την  ελληνικήν  γλώσσαν,  ήτις,  μετά  ικανοποιήσεως πληροφορούμαι ότι καλλιεργείται εν τοις σχολείοις, διά νυχτερινών σχολών εις τας  οποίας  η  προσέλευσις  πρέπει  να  επιτυγχάνηται  διά  καταλλήλου  προωθήσεως,  αλλ'  ουχί  δι'  απειλών,  διά  διαλέξεων  και  επιτηδείων  συστάσεων,  ουδέποτε  όμως  διά  διαταγών  οία  η  ανωτέρω».68  Digitized by 10uk1s 

Παρ'  όλες  όμως  τις  καλές  προθέσεις  της  ηγεσίας,  ειδικά  απέναντι  στους  Κουτσόβλαχους,  από  το  1936  και  μετά  άρχισε  αναμφισβήτητα  να  δημιουργείται  έδαφος  ευνοϊκό  για  σύγκρουση  των  ρουμανιζόντων  Κουτσόβλαχων  με  τους  ελληνόφρονες  αδελφούς  τους  και  τις  ελληνικές  αρχές.  Η  ερμηνευτική  μου  υπόθεση  είναι  ότι  από  την  εποχή  εκείνη  αρχίζουν  να  εξασθενούν  ή  να  εξαλείφονται  οι  αναγκαίες  και  ικανές  συνθήκες  που  ορίσαμε  ως  απαραίτητες  για  την  ειρηνική  συμβίωση μιας μειονότητας μέσα σε ένα ετερογενές κράτος, δηλαδή α) οι καλές σχέσεις συγγενικού  κράτους  με  το  κράτος  που  φιλοξενεί  τη  μειονότητα  στο  έδαφός  του,  β)  η  ανυπαρξία  εδαφικών‐αλυτρωτικών αιτημάτων άρα και κοινών συνόρων, γ) η επιθυμία διαφύλαξης του status  quo  στην  ευρύτερη  γεωγραφική  περιοχή,  και  δ)  η  ομαλή  διαβίωση  της  μειονότητας  εντός  του  κράτους σε συνθήκες ισότητας και δικαιοσύνης.  Στην  προκειμένη  περίπτωση  οι  ελληνορουμανικές  σχέσεις  δεν  διαταράχτηκαν  μεν  ανοιχτά,  αλλά  από τα μέσα της δεκαετίας του '30 και μετά άρχισε να θολώνει το κοινό όραμα που ένωσε τις δύο  χώρες μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο: η πίστη στο καθεστώς των Συνθηκών και οι κοινοί αγώνες στο  πλευρό  της  Γαλλίας  και  της  Αγγλίας.  Στην  Ελλάδα  το  αυταρχικό  καθεστώς  του  βασιλιά  και  του  Μεταξά, μολονότι προσηλωμένο σταθερά στη βρετανική πολιτική, εισήγαγε τον μουσολινικό αέρα  στη  δημόσια  ζωή  και  ενίσχυσε  το  κλίμα  του  τύπου  «ο  σώζων  εαυτόν  σωθήτω»  στα  Βαλκάνια.  Στη  Ρουμανία  η  επανεμφάνιση  του  θαυμαστή  του  Μουσολίνι  Καρόλου  Β'  στο  θρόνο  το  1930  συνοδεύτηκε  από  περιφρόνηση  για  τον  κοινοβουλευτισμό  και  τους  θεσμούς  του  και  άνοιξε  το  δρόμο  για  τη  βασιλική  δικτατορία  του  1938.  Σε  μια  χώρα  με  μεγάλα  μειονοτικά  προβλήματα  και  μεγάλες  ταξικές  αντιθέσεις  όπως  αυτή,  οι  συνθήκες  πολιτικής  αποσύνθεσης  ευνόησαν  την  εμφάνιση ενός κινήματος με φασιστικές δομές, τη Σιδηρά Φρουρά του Κορνέλιου Κοντρεάνου και  των πρασινοχιτώνων του.69  Η Σιδηρά Φρουρά στις εκλογές του 1937 ήταν η τρίτη πολιτική δύναμη  της  χώρας  και  εξασφάλισε  χρηματική  βοήθεια  από  τη  Γερμανία.  Η  σκιά  του  Άξονα  είχε  πλέον  απομακρύνει πολύ τη Ρουμανία από την παραδοσιακή της σύνδεση με τη Γαλλία. Το καθεστώς των  Βερσαλλιών  άρχισε  να  εμφανίζει  ρωγμές.  Είναι  πολύ  ενδεικτικό  του  κλίματος  το  γεγονός  της  ανάκλησης του υπουργού Εξωτερικών  Ν.  Τιτουλέσκου από τον Κάρολο τον Αύγουστο του  1936.  Ο  διεθνώς  γνωστός  πολιτικός  ήταν  το  σύμβολο  των  δεσμών  της  Ρουμανίας  με  τη  Γαλλία,  τη  μικρή  Entente και το σύστημα συλλογικής ασφάλειας της Κοινωνίας των Εθνών.  Η  άνοδος  της  επιρροής  της  Σιδηράς  Φρουράς  ανέβασε  φυσικά  και  τις  μετοχές  των  κάθε  λογής  εθνικιστών  στη  Ρουμανία.  Έτσι,  ενώ  μέχρι  τότε  οι  μακεδονορουμανικές  οργανώσεις  δεν  ενθαρρύνονταν  να  παίξουν  τον  προβοκατόρικο  ρόλο  τους,  τώρα  έχουν  το  πολιτικό  πράσινο  φως.  Σύμφωνα  με  τις  πληροφορίες  της  πρεσβείας  Βουκουρεστίου  «οι  Κουτσόβλαχοι  είναι  κατά  το  πλείστον  μέλη  της  Σιδηράς  Φρουράς  και  δη  εκ  των  δραστηριοτέρων  αυτής  μελών».70  Μάλιστα  η  εφημερίδα  Μακεδονία  που  κυκλοφορούσε  μόνο  στους  κουτσοβλαχικούς  κύκλους,  άρχισε  να  δημοσιεύει πολεμικά άρθρα με τίτλους όπως «Θέλουμε τη Μακεδονία. Ντούτσε, σε περιμένουμε!»,  υπογραμμίζοντας ότι ο στόχος της ήταν «η διάσωσις και η στερεοποίησις του εθνικού ρουμανικού  στοιχείου διά της ανακηρύξεως της ανεξαρτησίας της Μακεδονίας υπό λατινικήν προστασία».71  Οι  πληροφορίες συνέδεαν ολοένα και πιο συχνά την προπαγάνδα των Ρουμανόβλαχων με την Ιταλία,  κι έλεγαν ότι ο Μουσολίνι είχε εκδηλώσει μεγάλο ενδιαφέρον για τις κουτσοβλαχικές νησίδες στη  Μακεδονία, τις οποίες αποκαλούσε «σταθμούς λατινικότητας».72  Ο Τσιάνο μάλιστα υποσχέθηκε ότι  στην «προσεχή ιταλική εξάπλωσιν εις Μακεδονίαν το ρουμανικόν στοιχείον θα είναι το κυρίαρχον  στοιχείον που θα κυβερνήσει».73  Ιδού  δηλαδή  πεδίον  δόξης  λαμπρό  για  τους  ρουμανίζοντες  Κουτσόβλαχους  στην  Ελλάδα  και  μάλιστα  την  πιο  κατάλληλη  στιγμή:  την  εποχή  της  τεταρταυγουστιανής  αστυνομικής  καταστολής  που  έκανε  ασφυκτικό  το  περιβάλλον  στους  μειονοτικούς  πληθυσμούς.  Οι  ελληνικές  αρχές  από  καιρό  είχαν  σποραδικές  πληροφορίες  για  ανάμιξη  της  φασιστικής  Ιταλίας  στη  ρουμανοβλαχική  προπαγάνδα  αλλά  από  το  1939  και  μετά  οι  υποψίες  έγιναν  βεβαιότητα.  Ας  μην  ξεχνάμε  ότι  το  Πάσχα  εκείνης  της  χρονιάς  η  Ιταλία  εισέβαλε  στην  Αλβανία,  το  τελευταίο  θύμα  της  πολιτικής  του  Digitized by 10uk1s 

«κατευνασμού», και άρχισε μπροστά στα μάτια όλης της Ευρώπης τη συστηματική ιταλοποίηση της  χώρας με εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της, διάβρωση της οικονομίας, αποστολή διοικητικών  στελεχών και υποχρεωτική διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας.74  Ο πρέσβης Κ. Κόλλας από το Βουκουρέστι συμβούλευε τις ελληνικές αρχές λίγο πριν από το ιταλικό  τελεσίγραφο:  «Θα  ήτο  λίαν  σκόπιμον,  νομίζω,  εάν  η  Ελληνική  Δημόσια  Ασφάλεια  ήθελε  μετά  πολλής λεπτότητος παρακολουθήση τα εν Ελλάδι αναμεμιγμένα πρόσωπα εις την κίνησιν αυτήν».75  Οι  συστάσεις  του  πρέσβη  Κόλλα  μάλλον  περίττευαν  καθόσον  τα  κατώτερα  όργανα  της  χωροφυλακής  είχαν  ήδη  στενέψει  τον  κύκλο  γύρω  από  τους  ρουμανίζοντες  παρακολουθώντας  άγρυπνα τις κινήσεις τους.76  Η παρακολούθηση εντάθηκε περισσότερο μετά τον ενθουσιασμό που  έδειξαν ορισμένοι ρουμανίζοντες μόλις έμαθαν ότι η Σιδηρά Φρουρά μπήκε στο κυβερνητικό σχήμα  στη  Ρουμανία.  Το  γεγονός  αυτό  μαζί  με  την  επιδίωξη  εξαφάνισης  των  αιγών  από  το  Υπουργείο  Γεωργίας δημιούργησε πικρία στους Κουτσόβλαχους και έδωσε έδαφος στην προπαγάνδα.  Μετά  την  έναρξη  του  ελληνοϊταλικού  πολέμου  οι  ελληνικές  αρχές  έλαβαν  αυστηρά  μέτρα,  συλλαμβάνοντας και εκτοπίζοντας όσους θεωρούσε 5η φάλαγγα των Ιταλών.77  Τα μέτρα, εκτός του  ότι προκάλεσαν επίσημες ρουμανικές διαμαρτυρίες78, αδίκησαν και πίκραναν τους πολλούς πιστούς  στην Ελλάδα Βλάχους. Διότι, αν υπήρξαν κάποιοι που πράγματι δικαιώθηκαν με την ιταλική επίθεση  και συνεργάστηκαν με τον ιταλικό στρατό, οι περισσότεροι στάθηκαν στο πλευρό των αγωνιζόμενων  Ελλήνων είτε πολεμώντας είτε βοηθώντας στον ανεφοδιασμό του ελληνικού στρατού στην Πίνδο.79  Η  γερμανική  επίθεση  στις  6  Απριλίου  1941  βρήκε  τον  ελληνικό  στρατό  να  πολεμάει  παρά  την  ηττοπαθή  του  ηγεσία  και  ενέτεινε  το  κυβερνητικό  χάος  που  επικρατούσε  μετά  το  θάνατο  του  Μεταξά. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος ενός δεύτερου πανίσχυρου επιτιθέμενου και  παραδόθηκε  ακέφαλη  στα  στρατεύματα  κατοχής,  μιας  και  η  επίσημη  κυβέρνηση  πήρε  νωρίς  το  δρόμο  της  εξορίας80,  αφήνοντας  τον  ελληνικό  λαό  υπό  την  αμφίβολη  προστασία  της  πρώτης  κυβέρνησης  συνεργατών  του  στρατηγού  Τσολάκογλου.  Η  ηττημένη  Ιταλία  επανήλθε  ως  κατοχική  δύναμη και μάλιστα με παραχωρημένη από τον Χίτλερ απόλυτη προτεραιότητα στην Ελλάδα. Το Γ'  Ράιχ ευτυχώς δεν κράτησε τις σχετικές υποσχέσεις του και τελικά έπαιξε ένα ρόλο διαιτητή για να  εμποδίσει  τους  βούλγαρους,  ιταλούς  και  ρουμάνους  εταίρους  του  να  συγκρουστούν.  Ο  κύριος  αντίπαλος  της  Ιταλίας  ήταν  βεβαίως  η  Βουλγαρία  που  από  πολύ  νωρίς  κατέστησε  σαφές  ότι  εποφθαλμιούσε  μεγάλο  τμήμα  της  Μακεδονίας  και  της  Θράκης.  Ο  Τσιάνο  όμως  είχε  επίσης  εκδηλώσει επανειλημμένως ενδιαφέρον για «ένα μεγάλο κομμάτι της βορειοδυτικής Ελλάδας» και  για  τα  Επτάνησα.  Τέλος  η  Ρουμανία  εκδήλωσε  κι  αυτή  εδαφικές  βλέψεις  με  έρεισμα  τους  «Μακεδονορουμάνους».81  Έτσι  η  Γερμανία  φρόντισε  να  καταστήσει  σαφές  ότι  δεν  μπορούσε  να  ληφθεί  καμία  οριστική  απόφαση  για  εδαφικά  αιτήματα  εκείνη  την  εποχή  αποφεύγοντας  τη  δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων.  Οι  περιοχές  εντός  των  οποίων  ζούσε  η  μεγάλη  μάζα  των  κουτσοβλαχικών  πληθυσμών,  δηλαδή  συμπαγή  χωριά  στην  οροσειρά  της  Πίνδου,  όπως  και  στον  Όλυμπο  και  το  Βέρμιο  και  πόλεις  της  Κεντρικής  και  της  Δυτικής  Μακεδονίας,  της  Θεσσαλίας  και  της  Ηπείρου,  όπως  Γρεβενά,  Τρίκαλα,  Βέροια,  Γιάννενα  κ.ά.,  εντάχθηκαν  κατά  κύριο  λόγο  στην  ιταλική  ζώνη  κατοχής.  Το  γεγονός  εκμεταλλεύτηκαν όσοι Βλάχοι ήταν ήδη συνδεδεμένοι με την ιταλική προπαγάνδα για να βγουν στο  προσκήνιο  αναφανδόν.  Ας  μη  λησμονούμε  την  ψυχολογική  κατάσταση  ολόκληρου  του  ελληνικού  λαού που δέχτηκε ως νικητές τους ηττημένους Ιταλούς, που ζούσε χωρίς πραγματική ηγεσία σε μια  χώρα έρμαιο στον επεκτατισμό των γειτόνων, που ήδη δεν είχε τα στοιχειώδη για να διατηρηθεί στη  ζωή.  Αυτό  το  ζοφερό  κλίμα  επέτρεψε  στον  ήδη  διαβόητο  Αλκιβιάδη  Διαμάντη82  να  κάνει  τη  θριαμβευτική επανεμφάνισή του στην περιοχή των Γρεβενών διεκδικώντας τον τίτλο του ηγέτη των  Κουτσόβλαχων  και  τη  δημιουργία  του  αυτόνομου  πριγκιπάτου  της  Πίνδου.  Ο  Διαμάντης  και  οι  συνεργάτες  του  αποπειράθηκαν  με  την  ενθάρρυνση  —ή  κατά  περιοχές  την  ανοχή—  των  ιταλικών  αρχών  κατοχής  να  εκμαυλίσουν  τους  Κουτσόβλαχους  ώστε  να  διαχωρίσουν  τη  θέση  τους  από  την  Digitized by 10uk1s 

Ελλάδα.83  Μέχρι  το  1943  που  η  Ιταλία  αποσύρθηκε,  όργωναν  τα  βλαχοχώρια  προσπαθώντας  να  αποσπάσουν  δηλώσεις  ρουμανικής‐λατινικής  καταγωγής  και  να  στρατολογήσουν  παιδιά  για  τα  σχολεία  τους  και  άντρες  για  τη  «λεγεώνα».84  Τα  κέρδη  τους  όμως  ήταν  λίγα  και  προσωρινά.  Το  γεγονός  ότι  οι  Κουτσόβλαχοι  έζησαν  στην  Ελλάδα  κάτω  από  τις  καλύτερες  προϋποθέσεις  τους  βοήθησε να διατηρήσουν το ελληνικό εθνικό φρόνημα ακόμα και σ' αυτές τις αντίξοες συνθήκες.85  Ακόμα  και  οι  ρουμανίζοντες  Βλάχοι  στη  μεγάλη  τους  πλειοψηφία  αρνήθηκαν  να  ακολουθήσουν  τους ταραξίες του Διαμάντη, πιστεύοντας ότι «οι κουτσοβλαχικοί πληθυσμοί πρέπει και εφεξής, ως  και κατά αιωνόβιον παρελθόν, να συζήσουν αρμονικά μετά του άλλου όγκου μετά του οποίου έχουν  συνυφανθεί και ότι οι τα αντίθετα πράττοντες εγκληματούν».86  Απλώς προσπαθούσαν σταθερά να  διατηρήσουν  τους  δεσμούς  των  Βλάχων  με  τη  Ρουμανία  με  το  θέλγητρο  του  επισιτισμού.  Οι  ρουμανικές  αρχές  κράτησαν  επίσης  μετριοπαθή  στάση  και  κάλεσαν  τους  Κουτσόβλαχους  που  μπορούσαν  να  επηρεάσουν  να  μείνουν  μακριά  από  τις  εμφύλιες  έριδες  των  Ελλήνων  για  να  μη  δυσκολέψουν αργότερα τη θέση τους στη χώρα.87 

β) Οι Έλληνες στη Ρουμανία  Μετά  την  πτώση  του  Βυζαντίου  οι  ρουμανικές  χώρες  που  είχαν  κάποια  αυτονομία  προσείλκυσαν  τους  Έλληνες  εμπόρους  και  λογίους  για  πολλούς  λόγους.88  Γειτόνευαν  με  την  Κεντρική  Ευρώπη,  έδιναν μεγάλες ευκαιρίες για εμπορικά ανοίγματα και διέθεταν φωτισμένους ηγεμόνες, μετέχοντες  της ελληνικής παιδείας, όπως ο Κωνσταντίνος Καντακουζηνός (1640‐1716) και ο Κ. Μπασσαράμπας  (1688‐1714). Η παρουσία Ελλήνων εμπόρων, ιερωμένων και διδασκάλων από την άλλη μεριά έδωσε  νέες διαστάσεις στη φωτισμένη ηγεμονία και οδήγησε βαθμιαία στην αποδυνάμωση της επιρροής  του σλαβισμού.  Ο ελληνισμός άσκησε μεγάλη επίδραση στη Βλαχία καθ' όλο τον 17ο αιώνα, προετοιμάζοντας έτσι  τη  φαναριώτικη  περίοδο.  Μνημείο  της  επιρροής  αυτής  ήταν  η  Αυθεντική  Ακαδημία  του  Βουκουρεστίου,  όπου  από  τον  καιρό  της  ίδρυσής  της  μέχρι  το  τέλος  της  είχε  μόνο  έλληνες  διδασκάλους.89  Λόγω του μεγάλου βιβλιογραφικού κενού επί του θέματος, η ευεργετική παρουσία του ελληνισμού  στις  ρουμανικές  χώρες  δεν  έχει  αποτυπωθεί  και  εκτιμηθεί  ικανοποιητικά.  Το  σίγουρο  είναι  ότι  η  παλαιόθεν ακμάζουσα ελληνική παροικία της Ρουμανίας από το τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου  και μετά δεν βρισκόταν πια στην ακμή της. Δυστυχώς στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών, που  περιέχουν και τη σχετική αλληλογραφία με την πρεσβεία Βουκουρεστίου και τα ελληνικά προξενεία,  δεν βρίσκονται καταγεγραμμένα ακριβή στοιχεία γι' αυτό το σημαντικό και παραγωγικό κομμάτι του  ελληνισμού — μολονότι πολύς λόγος γινόταν εκείνη την εποχή για τους μειονοτικούς πληθυσμούς.  Οι Έλληνες εκεί δεν αποτελούσαν βέβαια μειονότητα γιατί στην πλειονότητά τους διατηρούσαν την  ελληνική  ιθαγένεια.  Επίσης  είναι  φανερό  ότι  οι  άριστες  ελληνορουμανικές  σχέσεις  δεν  γέννησαν  καμία ανησυχία ούτε στους Έλληνες της Ρουμανίας ούτε στις ελληνικές κυβερνήσεις. Επειδή όμως η  ίδια  εντυπωσιακή  έλλειψη  στοιχείων  παρατηρείται  και  στην  περίπτωση  των  Ελλήνων  της  Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και σε μικρότερο βαθμό της Τουρκίας και της Αλβανίας, κατά την  άποψή  μας  ερμηνεύεται  ως  μια  ένδειξη  της  κάπως  αμυντικής  ελληνικής  στάσης  σε  θέματα  εξωτερικής  πολιτικής.  Είναι  χαρακτηριστικό  το  γεγονός  ότι  συχνότατα  οι  ρουμάνοι  διπλωμάτες  παρενέβαιναν υπέρ των  Κουτσόβλαχων της  Ελλάδας, ενώ το πλαίσιο μειονοτικής προστασίας  που  εγκαινίασε  η  ΚτΕ  απαγορεύει  ρητώς  μεσολαβήσεις  από  τα  λεγόμενα  συγγενή  κράτη.  Αντίθετα  η  Ελλάδα  που  είχε  κάθε  δικαίωμα  και  υποχρέωση  να  παρεμβαίνει  υπέρ  των  υπηκόων  της  στο  εξωτερικό, αναφερόταν σ' αυτούς σπανιότατα και όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι.  Μία  τέτοια  σπάνια  και  χαρακτηριστική  περίπτωση  αφορούσε  τα  ελληνικά  σχολεία  της  Ρουμανίας.  Σύμφωνα με την έκθεση του Κ. Κόλλα της πρεσβείας Βουκουρεστίου της 20.10. 193090, οι ελληνικές  Digitized by 10uk1s 

κοινότητες στη Ρουμανία διέθεταν την εποχή εκείνη την παρακάτω ακίνητη περιουσία:  •  Στο  Βουκουρέστι,  όπου  ζούσαν  16.000‐18.000  Έλληνες,  υπήρχε  η  γνωστή  εννεατάξιος  αστική  σχολή αρρένων, για τη συντήρηση της οποίας η ελληνική κοινότητα έδινε 1.000.000‐1.500.000 λέι,91  και ένα επτατάξιο παρθεναγωγείο.  • Στη Βράιλα η εκκλησία του Ευαγγελισμού είχε στην ιδιοκτησία της πεντατάξιο παρθεναγωγείο και  επτατάξιο αρρεναγωγείο.  •  Στο  Γαλάτσι  η  εκκλησία  της  Μεταμορφώσεως  είχε  στην  ιδιοκτησία  της  εξατάξια  αστική  σχολή  αρρένων, εξατάξια σχολή θηλέων και πεντατάξιο κλασικό γυμνάσιο.  • Στο Καλαφάτ η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής διέθετε ένα δημοτικό σχολείο.  • Στην Κωστάντζα η εκκλησία της Μεταμόρφωσης διέθετε ένα επτατάξιο σχολείο αρρένων και ένα  εξατάξιο θηλέων.  • Στην Τούλτση η εκκλησία του Ευαγγελισμού είχε οκτατάξιο σχολείο αρρένων και θηλέων.  • Στη Σουλινά η εκκλησία του Αγίου Νικολάου είχε ένα μικτό πεντατάξιο δημοτικό σχολείο και ένα  νηπιαγωγείο.  • Στο Μπαζαρζίκ η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είχε ένα μικτό τετρατάξιο.  Σ' αυτά τα σχολεία που συντηρούνταν εξ ολοκλήρου από τις αντίστοιχες ελληνικές κοινότητες, δεν  επιτρεπόταν η φοίτηση παρά μόνο στα τέκνα των ελλήνων υπηκόων. Αυτό σημαίνει ότι εθεωρούντο  ξένα  σχολεία  και  όχι  μειονοτικά,  δηλαδή  ότι  είχαν  το  δικαίωμα  να  έχουν  έλληνες  διευθυντές,  να  προσλαμβάνουν  ελεύθερα  έλληνες  ή  ρουμάνους  καθηγητές  και  να  ακολουθούν  δικό  τους  πρόγραμμα.  Πραγματικά  μέχρι  το  τέλος  του  Α'  Παγκοσμίου  πολέμου  τα  ελληνικά  σχολεία  λειτουργούσαν  σε  συνθήκες  πλήρους  ελευθερίας.  Μετά  άρχισαν κάποιες προσπάθειες  παρέμβασης των ρουμανικών  αρχών  με  στόχο  την  αύξηση  της  διδασκαλίας  της  ρουμανικής  γλώσσας,  της  ιστορίας  και  της  γεωγραφίας.  Ας  μη  λησμονούμε  ότι  η  Ρουμανία  είχε  πλέον  μεγάλο  πρόβλημα  αφομοίωσης  των  πολλών  και  σημαντικών  μειονοτικών  ομάδων  της  και  ο  πιο  πρόσφορος  τρόπος  αφομοίωσης  ήταν  και  είναι  η  παιδεία.  Εις  εφαρμογήν  αυτού  στις  17.12.1925  ψηφίστηκε  ο  νόμος  περί  ιδιωτικής  εκπαιδεύσεως για να εφαρμοστεί σε όλα ανεξαιρέτως τα κοινοτικά, δηλαδή μειονοτικά, σχολεία της  χώρας. Κατ' αυτόν ο διευθυντής και οι καθηγητές έπρεπε να είναι ρουμανικής υπηκοότητας και το  πρόγραμμα να εγκρίνεται από το ρουμανικό Υπουργείο Εξωτερικών.92  Η  ελληνική  πρεσβεία  Βουκουρεστίου  διεβίβασε  τη  δικαιολογημένη  αγανάκτηση  των  ελληνικών  κοινοτήτων.  Τόνισε  ότι  τα  ελληνικά  σχολεία  δεν  ήταν  μειονοτικά  αλλά  ξένα  σχολεία,  στα  οποία  φοιτούν  αποκλειστικώς  έλληνες  υπήκοοι  —  ούτε  καν  Έλληνες  την  καταγωγή  ρουμάνοι  υπήκοοι.  Στην  Ελλάδα  το  αντίστοιχο  ξένο  σχολείο,  η  ρουμανική  εμπορική  σχολή  Θεσσαλονίκης,  μπορεί  να  έχει  ρουμάνους  διδάσκοντες,  ενώ  επιτρέπεται  η  φοίτησις  και  σε  έλληνες  υπηκόους,  όπως  και  σε  Αλβανούς, Βούλγαρους ή Σέρβους.93  Οι  ρουμάνοι  αρμόδιοι  απάντησαν  τότε  ότι  ο  νόμος  είχε  στόχο  την  ασφάλεια  της  χώρας  απέναντι  στην ξένη προπαγάνδα και έπρεπε να εφαρμοστεί ενιαία σε όλα τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα  χωρίς ρωγμές για να είναι αποτελεσματικός. Επειδή όμως οι αγαθές σχέσεις της Ρουμανίας με την  Ελλάδα  αποτελούσαν  εγγύηση,  δέχτηκαν  να  εξαιρέσουν  σιωπηρώς  τα  ελληνικά  σχολεία  από  την  Digitized by 10uk1s 

εφαρμογή  του  νόμου.94  Έτσι  από  την  επόμενη  σχολική  χρονιά  και  μετά  η  ελληνική  πρεσβεία  επιτύγχανε ετήσια αναστολή της εφαρμογής του.  Από τα στοιχεία που είχαμε στη διάθεσή μας, οι ρουμανικές αρχές δεν έφεραν κανένα άλλο σοβαρό  πρόσκομμα  στο  βίο  των  Ελλήνων  που  φιλοξενούσε  στο  έδαφός  της.  Μόνο  που  τους  χρησιμοποιούσαν ρηματικά όποτε χρειαζόταν για να αποσπάσουν από τις ελληνικές αρχές ευνοϊκά  μέτρα για τους ρουμανίζοντες.95 

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2  ΟΙ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΩΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑΚΟ ΜΕΣΟ ΠΙΕΣΗΣ  Α) ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ  1. Οι «σερβίζοντες» Σλαβόφωνοι στην Ελλάδα  Το  «Βασίλειο  των  Σέρβων,  Κροατών  και  Σλοβένων»  δημιουργήθηκε  το  1918  με  πυρήνα  το  προπολεμικό  βασίλειο  της  Σερβίας,  το  πρώην  ανεξάρτητο  κράτος  του  Μαυροβουνίου  και  προσαρτήσεις μεγάλων τμημάτων της Αυστροουγγαρίας, όπως η Κροατία, η Σλοβενία, η Δαλματία,  η  Βοσνία‐Ερζεγοβίνη  κ.λπ.1  Ήταν  το  πρώτο  πολυεθνικό  κράτος  που  δημιουργήθηκε  στα  Βαλκάνια  στο όνομα της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών.  Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης η νέα Γιουγκοσλαβία είχε —εκτός των άλλων— να αντιμετωπίσει τη  δυσαρέσκεια  του  συνόλου  σχεδόν  των  όμορων  κρατών.  Με  την  Ιταλία  τη  χώριζε  η  Ίστρια,  με  την  Αυστρία η Καρίνθια, με την Ουγγαρία η Βοϊβοδίνα, με την Αλβανία το Κόσσοβο, με τη Ρουμανία το  Μπανάτ.2  Το μεγάλο της πρόβλημα όμως ήταν το μέλλον της Μακεδονίας, της οποίας είχε κερδίσει  σημαντικότατο τμήμα3  κατοικημένο, κατά τη βουλγαρική επιχειρηματολογία, σε μεγάλο βαθμό από  βουλγαρικούς  πληθυσμούς.  Το  παράπονο  των  Βουλγάρων  ήταν  ότι  η  Γιουγκοσλαβία  κατάφερε  να  αποσπάσει  το  39%  των  μακεδονικών  εδαφών  ενώ  ήταν  η  διεκδικήτρια  χώρα  με  τις  λιγότερες  ιστορικές περγαμηνές.4  Η Γιουγκοσλαβία απαντούσε στα επιχειρήματα αυτά ότι η Μακεδονία ήταν  αρχαία σερβική γη κατοικημένη από Σέρβους, των οποίων η εθνική συνείδηση «θόλωσε» σε κάποιο  βαθμό λόγω της μακροχρόνιας βουλγαρικής προπαγάνδας.5  Ο Πάσιτς μάλιστα ξεκαθάρισε αμέσως  στη Συνδιάσκεψη ότι η χώρα του δεν μπορούσε να  δώσει  σε πληθυσμούς  που θεωρούσε  καθαρά  σερβικούς6  το status της μειονότητας.  Οι  γιουγκοσλαβικές  θέσεις  πέρασαν  στη  Συνδιάσκεψη  προκαλώντας  την  οργή  των  Βουλγάρων7  χάρη  στη  μεγάλη  υποστήριξη  της  Γαλλίας.  Η  Γαλλία,  φανερά  αποφασισμένη  να  αναλάβει  ηγετικό  ρόλο στις ευρωπαϊκές υποθέσεις και βαθιά επηρεασμένη από τη γερμανοφοβία και τη ρωσοφοβία  της,  προσπάθησε  εξαρχής  να  δημιουργήσει  ένα  cordon  sanitaire  γύρω  από  αυτές  τις  δύο  επικίνδυνες χώρες. Το ρόλο του εξουδετερωτή κλήθηκαν να παίξουν η Ρουμανία, η Τσεχοσλοβακία  και η Γιουγκοσλαβία, οι οποίες σχημάτισαν τη λεγόμενη Μικρή Συνεννόηση.8  Έτσι η Γιουγκοσλαβία  βρέθηκε  κατεξοχήν  αντιμέτωπη  με  την  ανταγωνίστρια  της  Γαλλίας,  τη  φασιστική  Ιταλία  που  φιλοδοξούσε επίσης  να παίξει ηγετικό ρόλο στην περιοχή, εμψυχώνοντας τον αναθεωρητισμό της  Αλβανίας και της Βουλγαρίας.9  Παρά  τη  γαλλική  υποστήριξη  όμως  η  Γιουγκοσλαβία  δεν  κατόρθωσε  να  αποφύγει  την  υπογραφή  μειονοτικών  εγγυήσεων  στο  πλαίσιο  της  ΚτΕ.  Είναι  προφανές  ότι  με  τόσο  μεγάλο  μειονοτικό  πρόβλημα και τόσο κακές σχέσεις με τα γειτονικά της κράτη, η Γιουγκοσλαβία υπέγραψε μόνο και  μόνο γιατί φοβόταν τις επιπτώσεις που θα είχε ενδεχόμενη άρνησή της. Παράλληλα όμως φρόντισε  να απαγορεύσει με κάθε τρόπο τη βουλγαρική ταυτότητα στη Βαρδάρ Μπανοβίνα, όπως ονόμασε  το  τμήμα  της  Μακεδονίας  που  προσάρτησε.  Εγκατέστησε  γρήγορα  ένα  δίκτυο  αστυνόμευσης  και  προπαγάνδας  στην  περιοχή  μαζί  με  σέρβους  εποικιστές.  Το  εκπαιδευτικό  σύστημα  σχεδιάστηκε  επίσης  ως  αρωγός  του  εκσερβισμού  της  νεολαίας.  Η  ηγεσία  των  βουλγαρόφιλων  της  Μακεδονίας  του  Βαρδάρη  φυλακίστηκε  ή  αναγκάστηκε  να  εκπατριστεί,  με  αποτέλεσμα  να  θεωρηθεί  ως  μοναδικό  εναλλακτικό  καταφύγιο  των  μειονοτικών  πληθυσμών  η  ουδέτερη  μακεδονική  ταυτότητα.10  Το  αντιβουλγαρικό  μένος  των  Σέρβων  ετροφοδοτείτο  από  τις  συνεχείς  και  βίαιες  επιθέσεις  που  δέχονταν  οι  παραμεθόριες  περιοχές  της  από  τα  αντάρτικα  βουλγαρομακεδονικά  σώματα, τους διαβόητους κομιτατζήδες.11 

Digitized by 10uk1s 

Από  πολύ  νωρίς  η  Ελλάδα,  η  Ρουμανία  και  η  Γιουγκοσλαβία,  που  υπήρξαν  τα  θύματα  των  επιθέσεων  αυτών,  έκαναν  διάβημα  ενώπιον  της  ΚτΕ  ζητώντας  διεθνή  προστασία.12  Η  Βουλγαρία  στις  κατηγορίες  αυτές  απαντούσε  πάντα  με  δύο  φωνές:  με  τη  βίαιη  και  ακραία  φωνή  των  βουλγαρομακεδονικών  κομιτάτων  και  την  επίσημη  και  διπλωματικότερη  της  βουλγαρικής  κυβέρνησης.  Τα  κομιτάτα  κατηγορούσαν  τη  Γιουγκοσλαβία  κυρίως  ότι  «δεν  εξασφάλισε  στους  πολίτες  της  το  ελάχιστο  εκείνο  όριο  δικαιωμάτων  άνευ  των  οποίων  είναι  αδύνατος  ο  ομαλός  ατομικός  και  κοινωνικός  βίος».13  Η  επίσημη  βουλγαρική  κυβέρνηση  από  τη  μεριά  της  υποστήριζε  μονίμως ότι δεν ενθάρρυνε κατ' ουδένα τρόπο τη δράση των κομιτάτων. Σύμφωνα με τα λεγόμενα  της  βουλγαρικής  αντιπροσωπείας  στην  ΚτΕ,  τα  μέλη  των  οργανώσεων  αυτών  ήταν  πρόσφυγες  διωγμένοι  βίαια  από  τη  Γιουγκοσλαβία,  την  Ελλάδα  και  τη  Ρουμανία,  ζούσαν  σε  συνθήκες  εξαθλίωσης  στις  παραμεθόριες  περιοχές  και  ήταν  αδύνατο  να  ελεγχθούν  με  μόνο  μέσο  τον  ανεκπαίδευτο εθελοντικό στρατό των 10.000 ατόμων που μπορούσε να διατηρεί η Βουλγαρία μετά  τη Συνθήκη του Νεϊγύ. Παρ' όλα αυτά, τόνιζε ο βούλγαρος εκπρόσωπος, «ειδικά για τα σύνορα με τη  Γιουγκοσλαβία έχουν ληφθεί ειδικά μέτρα γιατί νυν γιουγκοσλαβικές περιοχές όπως το Κράτοβο, το  Ράντοβιτς  κ.λπ.  έχουν  επαναστατική  παράδοση  και  μεγάλους  δεσμούς  με  τη  Βουλγαρία,  με  αποτέλεσμα να μοιάζουν με ηφαίστεια έτοιμα να εκραγούν».14  Η  ΚτΕ  προσπαθούσε  να  κρατήσει  ένα  ρόλο  εξισορροπητικό  στις  διαφορές  Βουλγαρίας‐Γιουγκοσλαβίας  ως  προς  τη  Μακεδονία.  Από  τη  μία  πλευρά  έβλεπε  τη  σερβική  αδιαφορία  απέναντι  στους  βουλγαρόφιλους  μειονοτικούς  πληθυσμούς  και  την  εθνική  ισοπέδωση  που  υφίσταντο.  Από  την  άλλη  έβλεπε  επίσης  την  εξοργιστική  δράση  των  συμμοριών  που  λυμαίνονταν τα σύνορα διαιωνίζοντας το λεγόμενο μακεδονικό πρόβλημα, καθώς και την υποκρισία  της  επίσημης  Βουλγαρίας  που  τις  υπέθαλπε  με  στόχο  να  ανατρέψει  το  status  quo.  Άλλωστε  είχε  επικρατήσει  στα  διεθνή  όργανα  —και  δικαίως—  η  αντίληψη  ότι  μία  μειονοτική  ομάδα  αξίζει  προστασία μόνο όσο είναι νομιμόφρων και δεν υπονομεύει το κράτος όπου ζει.15  Αυτό που έκαναν  συνήθως  οι  αρμόδιοι  της  ΚτΕ,  όταν  δεν  απέρριπταν  τις  καταγγελίες  των  κομιτάτων16,  ήταν  να  τις  διαβιβάζουν  στο  Πολιτικό  Τμήμα  «ως  θίγουσες  πολιτικά  ζητήματα,  ήτοι  την  αυτονομίαν  της  Μακεδονίας, δι' ο το τμήμα Μειονοτήτων είναι αναρμόδιον, το δε Πολιτικόν τας τοποθετούσε στο  αρχείον».17  Η  Ελλάδα  ως  τρίτο  σκέλος  του  τριγώνου,  έβλεπε  πάντα  με  ικανοποίηση  την  ένταση  στις  σερβοβουλγαρικές  σχέσεις.  Είναι  γνωστό  ότι  ο  εφιάλτης  των  μη  σλαβικών  λαών  της  Βαλκανικής  ήταν  ανέκαθεν  η  ένωση  των  Σλάβων  που  θα  άλλαζε  όλες  τις  ισορροπίες.  Η  προσέγγιση  Βουλγαρίας‐Γιουγκοσλαβίας  εκείνη  την  εποχή  ήταν  ακόμα  πιο  επικίνδυνη  μιας  και  οι  δύο  αυτές  χώρες επιθυμούσαν άνοιγμα στη θάλασσα εις βάρος των ελληνικών εδαφών: η Γιουγκοσλαβία είχε  στόχο  τη  Θεσσαλονίκη  και  το  πολύτιμο  λιμάνι  της  και  η  Βουλγαρία  τη  Θράκη.  Ευτυχώς  για  την  Ελλάδα  οι  διαφορές  τους  αποδείχτηκαν  αγεφύρωτες  για  το  μεγαλύτερο  διάστημα  του  Μεσοπολέμου.18  Σε  δύο  περιπτώσεις  όμως  η  προσέγγιση  αυτή  επιχειρήθηκε  και  απείλησε  το  ελληνικό  Υπουργείο  Εξωτερικών. Η πρώτη εξελίχτηκε από το 1919, δηλαδή από την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ,  μέχρι το 1923 που δολοφονήθηκε ο Σταμπολίνσκι.19  Ο μεγάλος βούλγαρος ηγέτης προσπάθησε στο  σύντομο διάστημα της διακυβέρνησής του να ελέγξει τη δράση των κομιτάτων και να συμφιλιωθεί  με  τη  Γιουγκοσλαβία  με  στόχο  να  διεκδικήσουν  από  κοινού  εδάφη  της  Ελλάδας  μόλις  εμφανιστεί  ευκαιρία. Για πρώτη φορά τότε δημοσιεύτηκε νόμος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αρ. 141 στις  22.9.21  κατά  των  συμμοριών  και  ο  βουλγαρικός  τύπος  αρθρογραφούσε  περί  της  αδικίας  που  υπέστησαν  οι  Σλάβοι  στερούμενοι  διεξόδου  στη  θάλασσα.  Όλα  αυτά  ενόψει  των  δυσχερειών  που  είχε η Ελλάδα στη Μ. Ασία και την πιθανολογούμενη αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών.20  Τον  Ιούνιο  του  1923  όμως  ο  μεγάλος  αυτός  μεταρρυθμιστής  έχασε  τη  μάχη  με  τα  ακραία  εθνικιστικά  στοιχεία.  Η  δολοφονία  του  σηματοδότησε  το  τέλος  της  προσέγγισης  των  Σλάβων,  την  απόλυτη  επικράτηση  της  ΕΜΕΟ  στο  σχεδιασμό  της  βουλγαρικής  εξωτερικής  πολιτικής  και  την  απαρχή  μιας  Digitized by 10uk1s 

εποχής ακόμα σφοδρότερων εθνικιστικών αγώνων με τα γειτονικά κράτη.21  Κατόπιν τούτων η Ελλάδα παρέμενε η μοναδική γειτονική χώρα που δεν είχε καμία βασική διαφορά  να  τη  χωρίζει  με  τη  Γιουγκοσλαβία.  Αντίθετα  οι  δύο  χώρες  είχαν  πολλούς  λόγους  φιλίας  και  συνεργασίας. Ανήκαν αμφότερες στους νικητές, στις χώρες που είχαν διευρύνει τα σύνορά τους και  επιθυμούσαν  την  παγιοποίηση  των  συνόρων  αυτών.  Είχαν  επίσης  έναν  μεγάλο  κοινό  εχθρό,  τη  Βουλγαρία,  απέναντι  στην  οποία  προσπάθησαν  κατ'  αρχάς  να  κρατήσουν  κοινή  στάση.  Το  σημείο  αιχμής  ήταν  ασφαλώς  η  εθνική  ταυτότητα  των  σλαβόφωνων  πληθυσμών  της  Γιουγκοσλαβίας  και  της Ελλάδας τους οποίους η Βουλγαρία θεωρούσε όλους γενικώς ομοεθνείς της. Έφτασαν κάποιοι  βουλγαρικοί κύκλοι να υποστηρίξουν ότι δεν υπήρχε ούτε ένας Σέρβος σε ολόκληρη τη σερβική, τη  βουλγαρική  και  την  ελληνική  Μακεδονία!22  Μπροστά  σε  τόσο  ακραίες  θέσεις  η  γιουγκοσλαβική  κυβέρνηση ζητούσε πιεστικά τη βοήθεια της Ελλάδας. Κατά τα λεγόμενα του Μαρίνκοβιτς το 1924,  «αν η Ελλάς θεωρεί τους σλαβικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας Έλληνες, δεν έχουμε πρόβλημα.  Αν  όμως  τους  αναγνωρίσει  ως  Βουλγάρους  θα  αντιδράσουμε.  Θα  συμπράξουμε  με  τη  Βουλγαρία  και  θα  διεκδικήσουμε  από  κοινού  την  ελληνική  Μακεδονία».23  Ως  αντίδωρο  η  Γιουγκοσλαβία  αρχικά  δεν  διεκδίκησε  ρόλο  προστάτιδας  των  Σλαβοφώνων  της  Ελλάδας  και  της  «επέτρεψε»  να  τους αποκαλεί όπως επιθυμούσε: έλληνες Σλαβόφωνους, σλαβόφιλους, ντόπιους δίγλωσσους κ.λπ.,  αλλά όχι Βούλγαρους.  Το 1924 όμως η Ελλάδα με έναν κακό διπλωματικό χειρισμό αθέτησε αυτή την άγραφη συμφωνία  και  βρέθηκε  στο  κέντρο  των  γιουγκοσλαβικών  πυρών.  Εκείνη  την  εποχή  η  ελληνοβουλγαρική  ανταλλαγή  πληθυσμών  που  προέβλεπε  η  Συνθήκη  του  Νεϊγύ  εξελισσόταν  ανωμάλως  εξαιτίας  της  μεγάλης έντασης στις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Η Μικτή Επιτροπή που επέβλεπε την ανταλλαγή  εκ  μέρους  της  ΚτΕ  δεχόταν  αλλεπάλληλα  παράπονα  για  παρεμβάσεις  και  καταχρήσεις  και  από  τις  δύο  πλευρές.  Πρότεινε  λοιπόν  σε  αμφοτέρους  να  εξουσιοδοτήσουν  την  ήδη  υπάρχουσα  Μικτή  Επιτροπή που γνώριζε σε βάθος την κατάσταση, να βοηθήσει τη σωστή εφαρμογή των μειονοτικών  συνθηκών. Η Ελλάδα, πιεσμένη από την πολύ κακή συγκυρία μετά το επεισόδιο Τελίνι, τα επεισόδια  του Τερλίζ24  και τη συνειδητοποίηση της διεθνούς  απομόνωσής της, συμφώνησε περισσότερο για  να  αποκτήσει  την  έξωθεν  καλή  μαρτυρία  της  ΚτΕ. 25   Ας  μη  λησμονούμε  ότι  την  ίδια  εποχή  προσπαθούσε να εξασφαλίσει την έγκριση της ΚτΕ για προσφυγικό δάνειο. Είναι χαρακτηριστικό ότι  την  1η  Σεπτεμβρίου  1924  στην  agenda  της  5ης  Συνέλευσης  υπήρχε  το  θέμα  του  ελληνικού  προσφυγικού δανείου, καταγγελίες της Βουλγαρίας για κακή εφαρμογή των μειονοτικών συνθηκών  και το αίτημα των βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων για ανεξαρτησία της Μακεδονίας.26  Ο  κοσμοπολίτης  Ν.  Πολίτης  στην  προσπάθειά  του  να  βελτιώσει  το  διεθνές  προφίλ  της  Ελλάδας  υπέγραψε  στις  29  του  ίδιου  μηνός  το  διαβόητο  Πρωτόκολλο  Πολίτη‐Καλφώφ,  πιστεύοντας  ότι  επρόκειτο  για  «απλήν  εκτελεστικήν  πράξιν  της  περί  μειονοτήτων  συμβάσεως,  μη  προσθέτουσα  τίποτε  το  ουσιαστικώς  νέον  εις  τας  ήδη  παρ'  ημών  αναληφθείσας  διεθνείς  υποχρεώσεις».27  Η  ελληνική  κυβέρνηση  συνειδητοποίησε  ταχύτατα  ότι  η  υπογραφή  του  πρωτοκόλλου  αυτού  ήταν  μέγα  σφάλμα.  Αμέσως  μετά  την  υπογραφή  του,  η  Βουλγαρία  άρχισε  να  θριαμβολογεί  ότι  η  Μακεδονία  αναγνωρίστηκε  ως  βουλγαρική  περιοχή 28   με  αποτέλεσμα  να  εξαγριώσει  τη  Γιουγκοσλαβία.  Ο  έλληνας  πρέσβης  στο  Βελιγράδι  Τσαμαδός,  που  κλήθηκε  να  εξηγήσει  στον  Μαρίνκοβιτς τους λόγους της υπογραφής ενός τέτοιου πρωτοκόλλου, έδωσε μια απάντηση κόκκινο  πανί:  «Βάσις  της  συνεννοήσεως  ετίθετο  παρ'  ημών  ότι  δεν  υπήρχον  σερβικοί  πληθυσμοί  εν  τη  ελληνική Μακεδονία ως γνωστόν και ότι οι σλαβικοί πληθυσμοί αυτής δέον να θεωρηθώσιν μάλλον  ανήκοντες  εις  την  βουλγαρικήν  εθνότητα  και  λόγω  γλώσσης  και  λόγω  εθνικής  συνειδήσεως».29  Ο  Μαρίνκοβιτς του απάντησε οργισμένα ότι όταν μοιράστηκε η Μακεδονία, ο Πάσιτς και ο Βενιζέλος  σιωπηρώς συμφώνησαν ότι οι πληθυσμοί της ήταν ελληνικοί στα νότια της οροθετικής γραμμής και  σερβικοί στα βόρεια. Το δόγμα της σερβικότητας του πληθυσμού αυτού ήταν η βάση της σερβικής  πολιτικής και η Ελλάδα τη δυναμίτιζε με το Πρωτόκολλο. Ο Μαρίνκοβιτς τελείωσε με απειλές: «Αν  επιμείνετε,  θα  επιζητήσωμεν  διά  συνεννοήσεως  μετά  της  Βουλγαρίας  να  επιτύχωμεν  το  Digitized by 10uk1s 

ποθούμενον διαιρούντες την ελληνικήν Μακεδονίαν εις σφαίρας επιρροής».30  Κατόπιν  τούτων  η  Γιουγκοσλαβία  προχώρησε  περισσότερο  απειλώντας  την  Ελλάδα  ότι  θα  καταγγείλει  την  ελληνοσερβική  συνθήκη  του  1913.  Ο  σέρβος  πρέσβης  στην  Αθήνα  εξήγησε  στο  ελληνικό  Υπουργείο  Εξωτερικών  τις  βασικές  αντιρρήσεις  της  κυβέρνησής  του:  Βάσει  του  πρωτοκόλλου αυτού όποιος δήλωνε Βούλγαρος εδικαιούτο ειδική μεταχείριση και προστασία. Αυτό  θα  οδηγούσε  πολλούς  Σλαβόφωνους  χωρίς  βουλγαρικές  ρίζες  να  δηλώσουν  καιροσκοπικά  Βούλγαροι. Αυτό με τη σειρά του θα οδηγούσε τη Βουλγαρία στην παγίωση της θεωρίας της ότι οι  Σλάβοι  της  Μακεδονίας  είναι  Βούλγαροι. 31   Η  Γιουγκοσλαβία  επέμενε  ότι  τα  προνόμια  αυτά  απέναντι  στους  Βουλγάρους  έπρεπε  να  καταργηθούν  ή  να  επεκταθούν  και  στους  σερβικούς  πληθυσμούς  της  Ελλάδας.  Αυτή  ήταν  και  η  πρώτη  φορά  που  η  Γιουγκοσλαβία  μίλησε  για  «σερβικούς  πληθυσμούς»  στην  ελληνική  Μακεδονία.  Στη  συνέχεια  θα  θυμόταν  ή  θα  ξεχνούσε  αυτούς τους «Σέρβους» ανάλογα με τη φάση που περνούσαν οι ελληνοσερβικές σχέσεις.  Μετά  την  αναγγελία  της  υπογραφής  του  Πρωτοκόλλου  Πολίτη‐Καλφώφ  κλίμα  ανησυχίας  επεκράτησε  στις  παραμεθόριες  ζώνες.  Πολύ  αναστατωμένες  οι  τοπικές  αρχές  ανέφεραν  ότι  οι  κάτοικοι  εκεί  χωρίστηκαν  σε  τρεις  ομάδες:  τους  βουλγαρίζοντες  που  θριαμβολογούσαν,  τους  σερβίζοντες  που  ένιωθαν  απροστάτευτοι  και  τους  Έλληνες  και  ελληνόφρονες  που  ένιωθαν  παραμερισμένοι.32  Η ελληνική κυβέρνηση παρά την αρχική της θέση ότι «ουδεμία νέα κατάστασις  δημιουργήθηκε υπέρ των βουλγαρικών μειονοψηφιών», τελικά αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι το  Πρωτόκολλο «εξεφυλίσθη ευθύς αμέσως εις πράξιν πολιτικήν διπλωματικής φύσεως και της πλέον  απεχθούς  και  επικινδύνου  φυλετικής  και  διεθνούς  πάλης». 33   Η  μοναδική  λύση  ήταν  να  υπαναχωρήσει και να μην προχωρήσει στην εφαρμογή του εν λόγω πρωτοκόλλου. Ο φόβος για τη  σερβική  αντίδραση  οδήγησε  τον  μεγάλο  εξόριστο,  τον  Βενιζέλο,  να  υποδείξει  στην  ελληνική  κυβέρνηση: «Συνιστώ ανεπιφυλάκτως ακύρωσιν πρωτοκόλλου υπό της Εθνοσυνελεύσεως [...] δέον  δε να ανακοινωθή αυτοίς [στους Σέρβους] εμπιστευτικώς ως γενόμενη προς ικανοποίησιν σερβικής  αντιλήψεως».34  Αυτό όμως δεν ήταν εύκολο και χρειαζόταν έξυπνη μεθόδευση γιατί μπορούσε να  οδηγήσει σε σύγκρουση αφ' ενός με τη Βουλγαρία και αφ' ετέρου με τους μηχανισμούς της ΚτΕ, από  την οποία περιμέναμε βοήθεια για το προσφυγικό δάνειο.35  Η  Γιουγκοσλαβία  «τιμώρησε»  τελικά  την  Ελλάδα  με  καταγγελία  της  ελληνοσερβικής  συνθήκης36  στις 15 Νοεμβρίου 1925. Η αφορμή υπήρξε μεν το Πρωτόκολλο Πολίτη‐Καλφώφ, αλλά υπήρχαν και  άλλοι  λόγοι  που  την  ώθησαν  στην  ενέργεια  αυτή.  Στην  ουσία  ο  συσχετισμός  δυνάμεων  των  δύο  χωρών είχε διαφοροποιηθεί εις όφελος της Γιουγκοσλαβίας, που ήταν πλέον πολύ μεγαλύτερη σε  έκταση και έπαιζε ρόλο τοπικής υπερδύναμης στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα εξασθενημένη μετά την ήττα  της  στη  Μ.  Ασία  δεν  είχε  πια  μεγάλη  αξία  ως  σύμμαχος  για  τη  Γιουγκοσλαβία.  Ήθελε  λοιπόν  να  εκμεταλλευτεί  την  αλλαγή  αυτού  του  συσχετισμού  υπέρ  της  και  να  επαναδιαπραγματευτεί  μια  συνθήκη  με  νέους  όρους.  Οι  βασικές  της  απαιτήσεις  ήταν:  α)  η  απόδοση  των  απαλλοτριωθέντων  γαιών  της  μονής  Χιλιανδαρίου,  β)  ευνοϊκή  ρύθμιση  της  ελευθέρας  ζώνης  στο  λιμάνι  της  Θεσσαλονίκης 37 ,  γ)  ευνοϊκός  διακανονισμός  της  λειτουργίας  της  σιδηροδρομικής  γραμμής  Θεσσαλονίκης‐Γευγελή, 38   και  δ)  σύναψη  ειδικής  συμφωνίας  που  θα  εξασφάλιζε  τη  διέλευση  πολεμικού υλικού προς τη Γιουγκοσλαβία σε περίπτωση πολέμου.39  Την υπόθεση ότι η Γιουγκοσλαβία άρχισε να χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης τους Σλαβόφωνους της  Ελλάδας αποδεικνύει το γεγονός ότι δεν τη σταμάτησε ούτε η μη επικύρωση του Πρωτοκόλλου από  την  ελληνική  Βουλή.40  Μετά  την  καταγγελία  της  συνθήκης  του  1923  κατηγόρησε  ευθέως  την  Ελλάδα  γιατί  είχε  δώσει  άδεια  εγκατάστασης  βουλγαρικού  προξενείου  στη  Θεσσαλονίκη,  δηλαδή  άφησε  «τον  κλέφτη  ενώπιον  της  θύρας  της  Σερβίας».41  Εν  συνεχεία  ζήτησε  μια  ειδική  συμφωνία  προστασίας  των  σερβικών  μειονοτήτων  της  Ελλάδας.  Οι  έλληνες  διπλωμάτες  στην  αρχή  δεν  είχαν  μεγάλες  αντιρρήσεις  επί  του  θέματος  προκειμένου  να  κατευναστεί  η  Γιουγκοσλαβία.  Μετά  όμως  αντελήφθησαν  ότι  αυτό  θα  ήταν  ένα  ακόμη  θανάσιμο  λάθος,  μιας  και  θα  χώριζε  την  ελληνική  Digitized by 10uk1s 

Μακεδονία σε δύο ζώνες επιρροής: μία σερβική και μία βουλγαρική. Σε κάθε περίπτωση κράτησαν  χαμηλό  προφίλ  δηλώνοντας  ότι  επιθυμούν  την  ταχεία  σύναψη  μιας  νέας  συμφωνίας  με  τη  Γιουγκοσλαβία.  Φαίνεται  όμως  ότι  η  γείτων,  με  την  αυτοπεποίθηση  που  της  παρείχε  η  γαλλική  υποστήριξη,  ήταν  αποφασισμένη να σκληρύνει τη στάση της μέχρι να πετύχει αυτά που επιθυμούσε. Στράφηκε λοιπόν  πιο συστηματικά στους Σλαβόφωνους της Μακεδονίας — ειδικά αυτούς που ζούσαν σε συμπαγείς  ομάδες κατά μήκος της ελληνοσερβικής μεθορίου μακριά από τη Βουλγαρία. Το σερβικό προξενείο  στη  Θεσσαλονίκη  συντονίστηκε  με  τις  σερβικές  αρχές  των  παραμεθόριων  περιοχών  σε  μια  προσπάθεια προσεταιρισμού των μειονοτικών αυτών πληθυσμών. Τύπωσε φυλλάδια και άρχισε να  διασπείρει  φήμες  ότι  όσοι  δηλώσουν  Σέρβοι  την  καταγωγή  θα  πάρουν  δωρεάν  γη  και  θα  έχουν  δασκάλους  και  παπάδες  να  τους  προστατεύουν. 42  Σύμφωνα  με  πληροφορίες  του  Υπουργείου  Εσωτερικών,  παρακινούσαν  επίσης  άνεργους  Σέρβους  να  μπαίνουν  από  τα  ελληνικά  σύνορα  προς  αναζήτηση  εργασίας  στις  πόλεις  Θεσσαλονίκη,  Βέροια,  Έδεσσα,  Σέρρες,  Ξάνθη  και  Αικατερίνη.  Οι  περισσότεροι  περνούσαν  λαθραία  τα  σύνορα  που  ήταν  πολύ  δύσκολο  να  φυλαχτούν  λόγω  της  μεγάλης απόστασης μεταξύ των φυλακίων.43  Ο  σερβικός  τύπος  άρχισε  μαχητική  αρθρογραφία  υπερασπίζοντας  «τις  καταπιεσμένες  σερβικές  μειονότητες  στην  Ελλάδα»,  τις  οποίες  υπολόγιζαν  να  αριθμούν  περί  τους  450.000  (!),  ενώ  είναι  γνωστό  ότι  δεν  υπήρχε  πουθενά  συμπαγής  σερβική  παροικία  εκτός  των  1.500  Σέρβων  της  Θεσσαλονίκης. 44   Μεγάλο  ρόλο  έπαιξε  η  εφημερίδα  Γιούζνα  Σβέσδα  του  Μοναστηρίου  που  κυκλοφορούσε  σε  ολόκληρη  τη  Μακεδονία  προσπαθώντας  να  πείσει  τους  Σλαβόφωνους  να  ζητήσουν σχολεία και εκκλησίες στη γλώσσα τους.45  Ο αρχηγός του Επιτελείου Στρατού Μαζαράκης  ανησύχησε  τόσο  πολύ  που  ζήτησε  από  την  κυβέρνηση  να  απαγορεύσει  την  κυκλοφορία  της  εφημερίδας  αυτής  στην  Ελλάδα46,  αφού  πρώτοι  οι  Σέρβοι  είχαν  απαγορεύσει  την  κυκλοφορία  ελληνικών εφημερίδων στη σερβική Μακεδονία. Επεσήμανε επίσης στην πολιτική ηγεσία το γεγονός  ότι  η  σερβική  προπαγάνδα  προέτρεπε  πολλούς  Σλαβόφωνους  της  κλάσεως  1925  να  μεταναστεύσουν στη Γιουγκοσλαβία για να αποφύγουν τη στράτευση.47  Ως αποκορύφωμα όλων αυτών στις 20.8.1925 κάποιοι κάτοικοι του χωριού Ναλμπακόι της Κοζάνης  έστειλαν  καταγγελία  στην  ΚτΕ  εναντίον  της  Ελλάδας.  Την  κατηγορούσαν  ότι  απαλλοτρίωσε  μέρος  της κτηματικής τους περιουσίας. Ζητούσαν επίσης άνοιγμα σερβικού σχολείου και εκκλησίας για να  αντισταθούν στη βίαιη αφομοίωση που τους επέβαλε η Ελλάδα.48  Οι ελληνικές αρχές ανησύχησαν  για  την  τροπή  που  πήραν  οι  ελληνοσερβικές  σχέσεις  και  φρόντισαν  να  ζητήσουν  περισσότερες  πληροφορίες  επί  του  θέματος  από  τη  Γενική  Διοίκηση  Θεσσαλονίκης.  Στις  21.1.26  λοιπόν  το  Υπουργείο Εξωτερικών πληροφορήθηκε ότι το σερβικό προξενείο συμβούλευσε τους κατοίκους του  Ναλμπακόι  να  προσφύγουν  στην  ΚτΕ.  Κατά  πάσα  πιθανότητα  συνεργάστηκε  με  5  κατοίκους,  οι  οποίοι έπεισαν άλλους 33 αγράμματους να συνυπογράψουν το κείμενο νομίζοντας ότι διεκδικούν  χωράφια.  Το  προξενείο  στόχευε  προφανώς  στη  δημιουργία  εντυπώσεων  ότι  υφίσταται  σερβική  μειονότητα στην  Ελλάδα.  Γι' αυτό και  τους έβαλε να ζητήσουν  σερβικό  σχολείο και εκκλησία, ενώ  ήταν γνωστό ότι ουδέποτε λειτούργησε σερβικό σχολείο στην περιοχή της ελληνικής Μακεδονίας.49  Οι  λίγοι  Σλαβόφωνοι  που  αναζήτησαν  προστασία  στο  σερβικό  προξενείο  ζούσαν  όλοι  στη  Δυτική  Μακεδονία  κοντά  στη  συνοριακή  γραμμή,  προφανώς  γιατί  φαντάζονταν  ότι  από  κει  εύκολα  μπορούσαν να τους προστατεύσουν οι ξένοι. Οι σέρβοι διπλωμάτες είχαν φροντίσει να διαρρεύσει  η  φήμη  ότι  θα  τους  παράσχουν  όλες  τις  δυνατές  διευκολύνσεις  και  προνόμια  αν  «γραφούν»  Σέρβοι.50  Μετά απ' αυτές τις πληροφορίες ο εκπρόσωπος της Ελλάδας Δενδραμής κατήγγειλε τις κατηγορίες  ως  κατασκευασμένες.  Οι  άνθρωποι  που  τις  υπογράφουν,  υποστήριξε,  δεν  γνωρίζουν  γραφή  και  ανάγνωση, άρα δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν τι ακριβώς υπέγραψαν. Επί της ουσίας υπογράμμισε  ότι  τα  μουσουλμανικά  κτήματα  ανήκαν  στους  πρόσφυγες  μιας  και  ήταν  περιουσίες  των  Digitized by 10uk1s 

ανταλλαγέντων. Οι καταγγέλλοντες παρανόμως τα είχαν πάρει και τα εκμεταλλεύονταν. Ο λόγος δε  για τον οποίο δεν υπήρχαν σερβικά σχολεία στην περιοχή ήταν ότι ούτε ένας κάτοικος δεν μιλούσε  τη  σερβική  γλώσσα  σε  ολόκληρη  την  ελληνική  Μακεδονία.  Την  ελληνική  οπτική  συμμερίστηκε  τελικά και το τμήμα Μειονοτήτων της Γραμματείας.51  Πολύ βοήθησε και επιστολή άλλων κατοίκων  του  Ναλμπακόι  που  κατήγγειλαν  τους  συντοπίτες  τους  για  παραχαράκτες  της  αλήθειας:  πρώτη  φορά άκουγαν ότι υπάρχουν Σέρβοι στο χωριό τους!52  Από  την  ιστορία  αυτή  οι  ελληνικές  αρχές  οδηγήθηκαν  σε  δύο  συμπεράσματα:  α)  ότι  η  Γιουγκοσλαβία  είχε  την  πρόθεση  να  χρησιμοποιήσει  και  το  μειονοτικό  χαρτί  ως  ευκαιριακό  μέσο  πίεσης και β) ότι κάποιοι Σλαβόφωνοι στράφηκαν ψυχολογικώς στην προστασία της γείτονος, αφ'  ενός  γιατί  αυτή  δραστηριοποιήθηκε  και  αφ'  ετέρου  γιατί  ένιωσαν  κάπως  ξεχασμένοι  από  το  ελληνικό  κράτος.  Ο  Γενικός  Διοικητής  Θεσσαλονίκης53  απέδιδε  μεγάλο  μέρος  της  ευθύνης  στη  «δημιουργία  προστριβών  και  πιέσεων  εκ  μέρους  των  εποικιστικών  ιδία  αρχών  ως  και  των  προσφύγων,  παρά  τας  επανειλημμένας  εμπιστευτικάς  διαταγάς  ημών  και  οδηγίας  περί  της  τηρητέας  συμπεριφοράς  έναντι  των  ξενοφώνων,  καθ'  όσον  φρονούμεν  ότι  είνε  πασίδηλον  ότι  η  προς  τους  ξενόφωνους  καλή  και  αμερόληπτος  συμπεριφορά  των  αρχών  θα  είχε  σοβαρά  αποτελέσματα αφομοιώσεως».54  Φαίνεται  ότι  ο  Γ.Δ.  Θεσσαλονίκης  είχε  απόλυτο  δίκιο.  Το  περιστατικό  του  χωριού  Ναλμπακόι  άλλωστε  δεν  ήταν  το  μοναδικό.  Τον  Οκτώβριο  του  1925  οι  πρόσφυγες  που  εγκαταστάθηκαν  στο  χωριό Βοστεράνη Φλώρινας δεν αρκέστηκαν στην καλλιέργεια των αγρών που τους παραχώρησε η  υπηρεσία εποικισμού, αλλά επεκτάθηκαν σε αγρούς που ανήκαν από πολλά χρόνια στους γηγενείς  με  τη  δικαιολογία  ότι  ήταν  μουσουλμανικά  κτήματα.  Οι  εποικιστικές  αρχές  δικαίωσαν  τους  πρόσφυγες με αποτέλεσμα οι απελπισμένοι κάτοικοι να ζητήσουν όλοι —εκτός τριών οικογενειών—  τη  σερβική  υπηκοότητα.  Ευτυχώς  ο  διοικητής  χωροφυλακής  Μπανίτσης  τους  σταμάτησε  υποσχόμενος να δώσει λύση στο πρόβλημά τους.55  Παρά τη συνεχιζόμενη ένταση η Γιουγκοσλαβία, για λόγους ιδίου συμφέροντος, συνέπλευσε με την  Ελλάδα  σ'  ένα  ζήτημα  που  προέκυψε  μετά  την  πανηγυρική  απόρριψη  του  Πρωτοκόλλου  Πολίτη‐Καλφώφ  ενώπιον  του  Συμβουλίου  το  Μάρτιο  του  1925.  Για  να  τηρήσει  τουλάχιστον  τα  προσχήματα,  το  Συμβούλιο  απηύθυνε  τότε  στην  Ελλάδα  σειρά  ερωτημάτων  περί  του  τρόπου  που  εφάρμοζε  τις  μειονοτικές  συνθήκες  της.56  Εκμεταλλευόμενη  την  ευκαιρία  η  Βουλγαρία  προέβαλε  εκείνη τη στιγμή πιεστικά το αίτημά της να ιδρυθούν σχολεία για τους Σλαβόφωνους της Ελλάδας. Η  Ελλάδα  δήλωσε  πρόθυμη  να  ιδρύσει  μειονοτικά  σχολεία  στην  τοπική  διάλεκτο  των  Σλαβόφωνων  εφόσον  το  ζητήσουν  οι  ίδιοι  και  αφού  ολοκληρωθεί  η  ελληνοβουλγαρική  ανταλλαγή  πληθυσμών.  Εις επίρρωσιν αυτού φρόντισε να τυπώσει ένα αλφαβητάριο για χρήση των σλαβόφωνων μαθητών  του δημοτικού, το ονομαζόμενο abecedar. To εν λόγω αναγνωστικό ήταν τυπωμένο με λατινικά και  όχι  κυριλλικά  στοιχεία  και  προσπαθούσε  να  αποτυπώσει  γραπτώς  την  προφορική  διάλεκτο  των  ντόπιων Σλαβόφωνων της Μακεδονίας που κατά την επίσημη ελληνική άποψη ήταν μια ρευστή και  εύπλαστη διάλεκτος, μίγμα της βουλγαρικής και της σερβοκροατικής κυρίως αλλά με στοιχεία όλων  των βαλκανικών γλωσσών.57  Η Βουλγαρία αντιθέτως πίστευε ότι οι Σλαβόφωνοι μιλούσαν μια καθαρά βουλγαρική διάλεκτο και  αποκήρυξαν το abecedar ως άχρηστο κατασκεύασμα. Στις συζητήσεις που επακολούθησαν επίσημα  και  ανεπίσημα  μεταξύ  των  αξιωματούχων  της  ΚτΕ,  οι  διατυπωθείσες  γιουγκοσλαβικές  απόψεις  ενίσχυσαν τις ελληνικές. Κατά τους Σέρβους η διάλεκτος των Σλαβόφωνων ήταν ένα σλαβικό ιδίωμα  ομοιάζον  μορφολογικώς  μεν  στη  βουλγαρική  γλώσσα,  αλλά  ουσιαστικώς  στη  σερβοκροατική  —  τόσο που μπορούσε να θεωρηθεί παρακλάδι της.58  Το γλωσσικό αυτό κράμα εμφάνιζε σημαντικές  διαφορές από περιοχή σε περιοχή. Επομένως ήταν παράλογο να πιέζονται οι Σέρβοι και οι Έλληνες  να διδάξουν βουλγαρικά στους υπηκόους τους. Ήταν επίσης παράλογο να διδαχτεί μια προφορική  γλώσσα που δεν διέθετε ούτε ίχνος γραπτής έκφρασης.59  Digitized by 10uk1s 

Στην πραγματικότητα η Γιουγκοσλαβία δεν ήθελε κανένα μειονοτικό σχολείο για τους Σλαβόφωνους  να  λειτουργήσει  στην  ελληνική  Μακεδονία.  Όπως  δήλωσε  χαρακτηριστικά  ο  Μαρίνκοβιτς  στην  Αθήνα  στις  11.12.1930,  «αν  αναγνωρίσωμεν  την  ύπαρξιν  ελαχίστων  έστω  μόνον  βουλγαρικών  σχολείων εν τη ελληνική και σερβική Μακεδονία, θα έχωμεν παρά τον βούλγαρον διδάσκαλον τον  κομιτατζήν  με  βόμβας  και  τρομοκρατικάς  αποπείρας».60  Η  αναπόδραστη  σύμπραξη  Ελλήνων  και  Σέρβων επί του θέματος επηρέασε τους αρμόδιους της ΚτΕ καθοριστικά. Στις 9.12.25 ο Μολόνι του  Τμήματος  Μειονοτήτων  συνέταξε  το  σχετικό  υπόμνημα:  «Εγώ  πιστεύω  ότι  τελικά  δεν  υπάρχει  ενιαία  διάλεκτος  και  ότι  μοιάζει  και  στη  σερβική  και  στη  βουλγαρική  γλώσσα.  Επίσης  ότι  η  εθνικότητα  κάποιου  δεν  έχει  αναγκαστικά  σχέση  με  τη  γλώσσα  που  μιλάει.  Οι  Έλληνες  με  το  αλφαβητάρι αυτό βάζουν τέρμα στην ατελείωτη βουλγαρογιουγκοσλαβική διαμάχη, στερεώνοντας  επιπλέον τη θέση τους σ' αυτή την ευαίσθητη περιοχή».61  Στις 25 Ιουνίου του 1925 όμως η εύθραυστη ελληνική δημοκρατία δέχτηκε ένα ακόμα πλήγμα από  τον  Θ.  Πάγκαλο,  τον  βενιζελικό  αρχηγό  του  Γενικού  Επιτελείου  Στρατού,  που  ανάγκασε  σε  παραίτηση  την  κυβέρνηση  Μιχαλακόπουλου  για  να  αναλάβει  ο  ίδιος.  Αφορμή  στάθηκε  η  ένταση  στις  ελληνογιουγκοσλαβικές  σχέσεις.  Κατά  τη  γνώμη  της  ανακριτικής  κοινοβουλευτικής  επιτροπής  που  εξέτασε  εκ  των  υστέρων  τους  λόγους  της  συνταγματικής  αυτής  εκτροπής,  ο  Πάγκαλος  «επωφελήθη  της  ανησυχίας  της  κοινής  γνώμης,  της  προκληθείσης  λόγω  της  καταγγελίας  της  μετά  της Σερβίας συμμαχίας».62  Στην πραγματικότητα ο στρατηγός με το θερμό ταμπεραμέντο δεν είχε  καταφέρει  να  αποδεχτεί  τους  εδαφικούς  διακανονισμούς  της  Λωζάνης  και  ευελπιστούσε  ότι  θα  κατόρθωνε  να  τους  ανατρέψει.  Η  βρετανοτουρκική  ένταση  με  επίκεντρο  τη  Μοσούλη 63  αναπτέρωσε  τις  ελπίδες  του  και  τον  οδήγησε  στον  επανασχεδιασμό  της  ελληνικής  εξωτερικής  πολιτικής  με  στόχο  τη  συμμετοχή  στην  επικείμενη  αγγλοτουρκική  σύρραξη  και  αναδιανομή  των  εδαφών της Ανατολικής Θράκης και Ανατολίας.  Το πρώτο του βήμα ήταν η προσέγγιση της Ιταλίας, μιας χώρας που είχε ήδη δηλώσει τις βλέψεις  της στην Ανατολία και ήταν αποφασισμένη να ψαρέψει στα θολά νερά της κρίσης της Μοσούλης. Η  προσέγγιση του Πάγκαλου με την Ιταλία έφερε τις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις σε μεγαλύτερο  αδιέξοδο.  Ο  στρατηγός  όχι  μόνο  στράφηκε  στον  μεγαλύτερο  εχθρό  των  Σέρβων,  την  Ιταλία,  αλλά  κριτικάρησε πολύ σκληρά την κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου για τις απαράδεκτες υποχωρήσεις που  έκανε στις ελληνοσερβικές διαπραγματεύσεις για την ελευθέρα ζώνη.64  Οι ακραίες αυτές επιλογές  οδήγησαν  τον  υπουργό  Εξωτερικών  Κ.  Ρέντη  σε  παραίτηση.  Τον  Οκτώβριο  του  1925  το  ελληνοβουλγαρικό  επεισόδιο  στο  Πετρίτσι65  απέδειξε  ότι  η  εξωτερική  πολιτική  δεν  γίνεται  από  θερμόαιμους και ότι η Ελλάδα ήταν διεθνώς απομονωμένη.  Η  διεθνής  κατακραυγή  και  η  αυστηρή  αντιμετώπισή  του  από  την  ΚτΕ  δεν  πτόησαν  τον  φιλόδοξο  στρατηγό. Αυτό που τον ανησύχησε ήταν η επαπειλούμενη προοπτική προσέγγισης Γιουγκοσλαβίας  και  Βουλγαρίας  που  θα  άφηνε  ακάλυπτα  τα  νώτα  του  σε  περίπτωση  ελληνικής  επίθεσης  εναντίον  της Τουρκίας. Εξάλλου ο Νίνσιτς, υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, είχε δηλώσει ότι στην  ιταλοελληνική προσέγγιση θα απαντούσε με συνεννόηση Βουλγαρίας‐Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας,  εκμεταλλευόμενος για μια ακόμη φορά τη φοβία της Ελλάδας μπροστά στη σλαβική συμπαράταξη.  Για  να  αναθερμάνει  λοιπόν  τις  σχέσεις  του  με  τη  Γιουγκοσλαβία,  ο  Πάγκαλος  έκανε  στροφή  180  μοιρών  και  της  προσέφερε  γην  και  ύδωρ. 66   Το  Φεβρουάριο  του  1926  ξανάρχισε  τις  διαπραγματεύσεις  για  την  ελευθέρα  ζώνη  και  την  ανανέωση  της  συνθήκης  συμμαχίας  του  1913,  έτοιμος για κάθε δυνατή υποχώρηση. Ήταν φανερό ότι αυτή τη φορά η Γιουγκοσλαβία είχε το πάνω  χέρι και αυτό μεγάλωσε την «απληστία» της.67  Τελικά το ζήτημα της Μοσούλης έληξε με την επίσημη παραχώρησή της στο Ιράκ και την αποδοχή  των  τετελεσμένων  από  την  Τουρκία  που  επισφραγίστηκε  από  τη  βρετανοτουρκική  συνθήκη  του  Ιουνίου  1926.  Ο  Πάγκαλος  παρ'  όλα  αυτά  συνέχισε  να  οργανώνει  τη  μελλοντική  του  επίθεση  εναντίον  της  Τουρκίας  πρόθυμος  να  φτάσει  σε  απαράδεκτες  παραχωρήσεις  απέναντι  στη  Digitized by 10uk1s 

Γιουγκοσλαβία. Το κλίμα εναντίον των ακραίων διπλωματικών του επιλογών είχε οξυνθεί πολύ τον  Αύγουστο  του  1926  όταν  στις  17  αναγγέλθηκαν  τα  συμφωνηθέντα:  ευρύτατα  προνόμια  στην  ελευθέρα  ζώνη  και  τη  λειτουργία  της  σιδηροδρομικής  γραμμής  Θεσσαλονίκης‐Γευγελής  και  συνεργασία  των  δύο  κρατών  σε  περίπτωση  πολέμου  στην  περιοχή.68  Η  Ελλάδα  αναλάμβανε  την  υποχρέωση  να  εξασφαλίσει  πλήρως  το  γιουγκοσλαβικό  εμπόριο  με  μοναδική  επιφύλαξη  να  μη  θίγονται  τα  κυριαρχικά  δικαιώματά  της.  Πέραν  αυτών  ο  Πάγκαλος  με  δήλωση  αναγνώριζε  την  ύπαρξη σερβικής μειονότητας στην Ελλάδα και της έδωσε εγγυήσεις.69  Η  αγανάκτηση  των  διπλωματών,  του  τύπου  και  του  στρατού  ακόμα  μετά  την  αναγγελία  στοίχισε  στον φιλόδοξο στρατηγό την πτώση του. Η νέα οικουμενική κυβέρνηση αρνήθηκε να επικυρώσει τη  συμφωνία,  προτείνοντας  νέες  διαπραγματεύσεις.70  Η  Ελλάδα  όμως  εξακολουθούσε  να  είναι  σε  διεθνή απομόνωση, μη μπορώντας να ξεπεράσει τις ελληνοτουρκικές διαφορές και να χαράξει μια  νέα εξωτερική πολιτική υπερβαίνοντας τις δυσχέρειές της σε βαλκανικό και διεθνές επίπεδο.  Το 1928, όταν ο Βενιζέλος επέστρεψε θριαμβευτής στην ελληνική πολιτική σκηνή, υπήρξε μια ριζική  αναδιάρθρωση  των  εξωτερικών  σχέσεων  της  χώρας.  Οι  δύο  βασικοί  άξονες  της  νέας  εξωτερικής  πολιτικής  του  ήταν:  α)  η  ελληνοτουρκική  προσέγγισης,  και  β)  η  επισφράγιση  της  ήδη  δρομολογημένης  ελληνοϊταλικής  φιλίας.  Το  ελληνοϊταλικό  σύμφωνο  που  υπεγράφη  στις  23  Σεπτεμβρίου 1928 είχε αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, και να «υπενθυμίσει στους Γιουγκοσλάβους ότι  οφείλουν  να  ρυθμίσουν  άνευ  χρονοτριβής  τις  σχέσεις  των  με  την  Ελλάδα».71  Όπως  είπε  ο  ίδιος  ο  Βενιζέλος  στο  βασιλιά  Αλέξανδρο,  «θα  παράσχωμεν  πάσαν  αναγκαίαν  ευκολίαν  εις  το  σερβικό  εμπόριο αρκεί να μη ζητηθώσιν πράγματα θίγοντα την κυριαρχίαν μας, τα ζωτικά ημών συμφέροντα  ή και απλώς προσκρούοντα εις την εθνικήν ευθιξίαν».72  Εκείνη  τη  στιγμή  η  Ελλάδα  θα  μπορούσε  να  διαπραγματευτεί  ισότιμα  με  το  Βελιγράδι  —  έχοντας  άλλωστε  και  τις  ευλογίες  των  Γάλλων  που  δεσμεύτηκαν  να  διευκολύνουν  τον  ελληνοσερβικό  διάλογο. 73   Τελικά,  μετά  από  αρκετούς  κυβερνητικούς  δισταγμούς,  το  Βελιγράδι  υπεχώρησε,  πιεζόμενο και από επιχειρηματικούς κύκλους που επιθυμούσαν ταχεία εξομάλυνση. Η εξομάλυνση  αυτή άλλωστε ήταν προαπαιτούμενη εκ μέρους και των οικονομικοπολιτικών κύκλων της Ευρώπης  για  τη  σύναψη  διεθνούς  δανείου  που  χρειαζόταν  η  Γιουγκοσλαβία.74  Στις  11  Οκτωβρίου  1928  υπεγράφη το ελληνογιουγκοσλαβικό  Πρωτόκολλο που σηματοδοτούσε τη λύση των προβλημάτων  μεταξύ  των  δύο  χωρών  και  θεωρήθηκε  από  τους  βουλγαρικούς  κύκλους  ως  αποτελεσματική  συμμαχία‐cordon sanitaire εναντίον της.  Το ζήτημα των μειονοτήτων ανέκυψε πολλές φορές ως πρόσκομμα κατά τη διάρκεια της επίσκεψης  Βενιζέλου στο Βελιγράδι. Μεταξύ των άλλων σερβικών αιτημάτων ήταν η άδεια ιδρύσεως σερβικού  σχολείου  στη  Θεσσαλονίκη.  Ο  Βενιζέλος  απάντησε  ότι  «ισάριθμοι  Έλληνες  υπήκοοι  εν  Βελιγραδίω  και  εν  Μοναστηρίω  θα  εδικαιούντο  εις  ομοίαν  παραχώρησιν,  συνεπώς  μόνο  επί  τη  βάσει  της  αμοιβαιότητος θα εδεχόμην να εξετάσω το αίτημα τούτο».75  Η αξίωση αποσύρθηκε πάραυτα αλλά  οι  Σέρβοι  επανήλθαν  δριμύτεροι  απαιτώντας  να  τηρηθεί  η  υποχρέωση  που  είχε  αναλάβει  ο  Πάγκαλος  τον  Αύγουστο  του  '26,  δηλαδή  να  αναγνωρίσει  σερβική  υπηκοότητα  σε  450  περίπου  αρχηγούς οικογενειών που την εδικαιούντο. Ο Ν. Πολίτης, που χειρίστηκε τελικά το θέμα, απάντησε  στον  εκπρόσωπο  του  σερβικού  Υπουργείου  Εξωτερικών  ότι  κατ'  αρχάς  δεν  δεσμευόταν  από  τις  συμφωνίες  του  Πάγκαλου,  οι  οποίες  άλλωστε  αφορούσαν  μόνο  150  οικογένειες  και  όχι  450!  Για  λόγους όμως καλής θελήσεως δέχτηκε να συζητήσει για 150 πρόσωπα — υπό την προϋπόθεση ότι  θα υπάρχει πραγματική βάση της αιτήσεως για σερβική υπηκοότητα.76  Γεγονός είναι ότι οι πιέσεις  σ' αυτή την κατεύθυνση μοναδικό σκοπό είχαν να κάνουν την Ελλάδα πιο υποχωρητική στα άλλα,  ουσιαστικότερα αιτήματα.  Στην  πραγματικότητα  ακριβώς  το  ζήτημα  της  προστασίας  των  μειονοτήτων  ανάγκασε  την  Ελλάδα  και τη Γιουγκοσλαβία να συμπαραταχθούν αμυνόμενες το 1929. Ήταν την εποχή που ο εκπρόσωπος  Digitized by 10uk1s 

του  Καναδά  στην  ΚτΕ  υπέβαλε  προτάσεις  βελτίωσης  του  υπάρχοντος  συστήματος  μειονοτικής  προστασίας,  υποβοηθούμενος  από  τη  γερμανική  αντιπροσωπεία.  Στόχος  των  προτάσεων  ήταν  να  δοθεί  μεγαλύτερη  δημοσιότητα  στα  μειονοτικά  παράπονα.  Κατά  τις  εκτιμήσεις  κύκλων  της  ΚτΕ,  ο  πραγματικός σκοπός ήταν να διατηρηθεί ο ανταγωνισμός μειονοτήτων και μειονοτικών κρατών και  να  μην  επιτευχθεί  η  αφομοίωση.77  Ας  μη  λησμονούμε  ότι  στη  μειονοτική  δυσαρέσκεια  είχαν  στηρίξει  οι  αναθεωρητικές  χώρες  τις  ελπίδες  τους  για  αποσταθεροποίηση  του  καθεστώτος  των  Βερσαλλιών.  Η  κίνηση  συνοδεύτηκε  με  καταιγισμό  άρθρων  του  μειονοτικού  τύπου,  που  κατήγγειλαν  συνεχείς  παραβιάσεις  των  μειονοτικών  συνθηκών,  ώστε  να  δημιουργηθεί  ευνοϊκό  κλίμα υπέρ των συζητούμενων μεταρρυθμίσεων.78  Για  να  αντιδράσουν  η  Ελλάδα,  η  Γιουγκοσλαβία,  η  Ρουμανία,  η  Πολωνία  και  η  Τσεχοσλοβακία  συνέπηξαν  μέτωπο  εναντίον  «των  ανατρεπτικών  του  διεθνούς  καθεστώτος  σχεδίων  των  πρώην  εχθρικών  χωρών».79  Λόγω  της  σθεναράς  αντιδράσεως  των  πέντε  αλλά  και  της  γενικής  αντίληψης  στους  κύκλους  της  ΚτΕ  ότι  η  μεγάλη  δημοσιότητα  βλάπτει  εντέλει  την  ομαλή  ενσωμάτωση  των  μειονοτήτων  στα  κράτη  που  ζούσαν,  οι  αλλαγές  που  υιοθετήθηκαν  τελικά  ήταν  ελάχιστες  και  όχι  ουσιαστικές.  Από  την  όλη  ιστορία  αυτό  που  έμεινε  ήταν  η  διαπίστωση  της  ανάγκης  στενής  συνεργασίας των πέντε μειονοτικών κρατών σε μια τακτική βάση. Ο Ν. Πολίτης το είχε προτείνει το  1929 και τελικά έγινε αποδεκτό από τον Μαρίνκοβιτς και τους υπόλοιπους στις αρχές του 1930.80  Το μειονοτικό πρόβλημα ήταν ένα από τα πιο ακανθώδη ζητήματα όταν έγινε στην Αθήνα η πρώτη  βαλκανική διάσκεψη το 1930. Επρόκειτο για την υλοποίηση του οράματος του Α. Παπαναστασίου,  που στόχευε στη δημιουργία ενός —μη κρατικού και ανεπίσημου αρχικά— βαλκανικού forum, στο  οποίο  θα  εξομαλύνονταν  οι  διαφορές  μεταξύ  των  κρατών  και  θα  προβάλλονταν  τα  κοινά  συμφέροντα.81  Απώτερος σκοπός ήταν η ενοποίηση των βαλκανικών χωρών σε μια ομοσπονδία.82  Ο Παπαναστασίου προσπάθησε να θέσει την όλη πρωτοβουλία υπό την αιγίδα της ΚτΕ πιέζοντας τη  Γραμματεία  διά  του  Έλληνα  Δ.  Αγνίδη  να  στείλει  ένα  μέλος  της  ως  παρατηρητή.  Ο  Έρικ  Ντράμοντ  όμως  ήταν  πολύ  διστακτικός.  Τον  φόβιζε  το  γεγονός  ότι  οι  μετέχοντες  δεν  εκπροσωπούσαν  επισήμως τη χώρα τους και σε μερικές περιπτώσεις ούτε καν τη συγκατάθεσή της δεν είχαν. Το άλλο  μεγάλο  πρόβλημα  ήταν  η  απροθυμία  κάποιων  χωρών  να  συμμετάσχουν.  Η  Βουλγαρία,  λ.χ.,  έθετε  ως προϋπόθεση της συμμετοχής της τη λύση του προβλήματος των μειονοτήτων.83  Η Γιουγκοσλαβία ήταν αρνητική στην ιδέα για τον ίδιο λόγο. Το μόνο που δεν χρειαζόταν σ' εκείνη  τη συγκυρία ήταν να γίνεται δημόσια αντικείμενο κριτικής για κακή μεταχείριση των μειονοτήτων.84  Υπενθυμίζουμε ότι ο βασιλιάς Αλέξανδρος  έχει επιβάλει πλέον  την προσωπική δικτατορία του για  να αποσοβήσει τις καταστροφικές εθνικιστικές διαμάχες που υπονόμευαν την ενότητα της χώρας. Η  προσέγγιση  των  βαλκανικών  κρατών  δεν  μπορούσε  κατά  τη  γνώμη  του  να  προετοιμαστεί  από  ανεύθυνους  παράγοντες.  Αυτό  που  θεωρούσε  πρέπον  ο  αυταρχικός  «πατέρας  του  γιουγκοσλαβισμού» ήταν να εμπλουτιστεί η Μικρή Συνεννόηση με την Ελλάδα και την Τουρκία και  να κρατηθεί η Ιταλία μακριά. Έτσι η ομάδα που εστάλη τελικά να εκπροσωπήσει τη Γιουγκοσλαβία  ήταν μια ομάδα επιλεγμένη από το Υπουργείο Εξωτερικών καθόλου αντιπροσωπευτική των τάσεων  που υπήρχαν εκείνη την εποχή στη χώρα.85  Στην  πορεία  των  διασκέψεων  η  Βουλγαρία  έκανε  παν  δυνατόν  για  να  εξασφαλίσει  προβολή  του  μειονοτικού προβλήματος. Αρχικά κράτησε μια τελείως αδιάλλακτη στάση διατεινόμενη ότι πρώτα  έπρεπε  να  επιλυθεί  το  μειονοτικό  και  μετά  να  συζητηθούν  όλα  τα  υπόλοιπα.  Αυτή  η  στάση  όμως  ήταν  ανατρεπτική  του  κλίματος  που  είχε  επιβληθεί  στις  διασκέψεις,  κατά  το  οποίο  προβάλλουμε  όσα  μας  ενώνουν86  και  μετά  ξεδιαλύνουμε  όσα  μας  χωρίζουν.  Στη  δεύτερη  διάσκεψη  που  έγινε  στην  Κωνσταντινούπολη  οι  Βούλγαροι  πρότειναν  να  αναβληθεί  η  συζήτηση  για  το  σχέδιο  του  Βαλκανικού Συμφώνου μέχρι να επιλυθούν οι μειονοτικές τους διαφορές με τους Γιουγκοσλάβους  με  διμερείς  συναντήσεις.  Κατά  παράδοξο  τρόπο  η  γιουγκοσλαβική  ομάδα87  δέχτηκε  την  πρόταση  προς  μεγάλο  πανικό  των  Ελλήνων  που  ξαναθυμήθηκαν  τη  φοβία  τους  απέναντι  στους  ενωμένους  Digitized by 10uk1s 

Σλάβους.  Όμως  η  γιουγκοσλαβική  κυβέρνηση  αποκήρυξε  τους  αντιπροσώπους  της  και  ο  μετά  πολλών  εμποδίων  σερβοβουλγαρικός  διάλογος  δεν  έγινε  ποτέ.  Ο  Μαρίνκοβιτς  άλλωστε  είχε  ξεκαθαρίσει  τις  απόψεις  του:  τόσο  σοβαρά  πολιτικά  θέματα  δεν  τα  συζητούν  ανεύθυνοι  παράγοντες.  Έτσι  στην  τρίτη  διάσκεψη  του  Βουκουρεστίου  η  Βουλγαρία  αρνήθηκε  για  μια  ακόμη  φορά να συζητήσει το προσχέδιο για το Βαλκανικό Σύμφωνο.  Παρ' όλα αυτά το προσχέδιο συζητήθηκε και έγινε δεκτό από τη διάσκεψη. Η Γιουγκοσλαβία όμως  είχε  τεράστιο  πρόβλημα  με  το  άρθρο  4  του  σχεδίου  που  αναφερόταν  στις  μειονότητες.  Έφτασε  μάλιστα μέχρι το σημείο να ζητήσει αναβολή των διασκέψεων.88  Το εν λόγω άρθρο επαναλάμβανε  κατά  βάση  τις  συμβατικές  υποχρεώσεις  των  συνθηκών  της  ειρήνης  με  την  εξής  διαφορά:  οι  μειονοτικές  διαφορές  πριν  φτάσουν  στη  Γενεύη  θα  εξετάζονταν  από  επιτροπή  αποτελούμενη  από  αντιπροσώπους  των  βαλκανικών  δυνάμεων.  Η  Βουλγαρία  σκέφτηκε  να  εκμεταλλευτεί  το  άρθρο  4  στην  επόμενη  διάσκεψη  της  Θεσσαλονίκης.  Συγκεκριμένα  ζήτησε  μετατροπή  του  ώστε  τα  μειονοτικά  ζητήματα  να  μην  εξετάζονται  από  την  εξαμελή  επιτροπή  αλλά  από  τα  δύο  ενδιαφερόμενα  κράτη.  Ήθελε  δηλαδή  να  έχει  το  δικαίωμα  να  ζητάει  εξηγήσεις  από  το  γειτονικό  κράτος,  να  ερευνά  επί  του  εδάφους  του  και  εν  ολίγοις  να  προστατεύει  επίσημα  τη  βουλγαρική  μειονότητα,  πράγμα  που  αντίκειται  εντελώς  στην  έννοια  της  μειονοτικής  προστασίας  όπως  την  καθόρισαν οι συνθήκες.89  Η προοπτική αυτή τρομοκράτησε και το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών  φυσικά.  Τελικά  τα  οράματα  του  Παπαναστασίου  και  των  ομοϊδεατών  του  δεν  ευοδώθηκαν.  Οι  επίσημες  κυβερνήσεις  της  Ελλάδας  και  της  Τουρκίας  πίεσαν  τη  Ρουμανία  και  τη  Γιουγκοσλαβία  να  υπογράψουν  ένα  τετραμερές  βαλκανικό  σύμφωνο  το  193490,  αφήνοντας  έξω  τη  ρεβιζιονιστική  Βουλγαρία. Ένας πρόσθετος λόγος ήταν η παρά τις επιφανειακές αντιξοότητες σαφώς προωθούμενη  από όλες τις μεριές προσέγγιση Βουλγαρίας‐Γιουγκοσλαβίας.91  Τα μηνύματα έρχονταν από όλες τις  κατευθύνσεις.  Η  ελληνική  πρεσβεία  στη  Σόφια  έφτασε  το  Νοέμβριο  του  '33  να  τους  κοινοποιήσει  πληροφορίες της ότι οι Πρωτογεροφικοί και τα θρακικά κομιτάτα συντονίζουν τη δράση τους ώστε  να πετύχουν συνεργασία με τη Γιουγκοσλαβία. Ο κοινός στόχος θα ήταν η εδαφική τους επέκταση  εις βάρος της Τουρκίας και της Ελλάδας.92  Πάντως μετά την υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου  οι  ελληνογιουγκοσλαβικές  σχέσεις  βελτιώθηκαν  πολύ,  πράγμα  που  σημαίνει  ότι  δεν  ξανάγινε  για  μεγάλο χρονικό διάστημα προσπάθεια πατροναρίσματος του σλαβόφωνου στοιχείου της Ελλάδας.  Όπως  έχουμε  προαναφέρει,  το  μεταξικό  καθεστώς  θεώρησε  πολύ  επικίνδυνες  τις  αναφομοίωτες  σλαβόφωνες  μάζες  κατά  μήκος  των  συνόρων  και  αποφάσισε  να  λάβει  σειρά  σκληρών  μέτρων  για  την ταχεία αφομοίωσή τους. Τα μέτρα άρχιζαν από την υποχρεωτική φοίτηση όλων των αλλοφώνων  σε ειδικά νυχτερινά σχολεία και έφταναν μέχρι κολασμού όσων χρησιμοποιούσαν δημόσια το ξένο  ιδίωμα  και  εκτοπισμό  των  πλέον  υπόπτων.93  Με  τόσο  αυταρχικά  μέτρα  ήταν  αδύνατο  φυσικά  να  επιτευχθεί  κανενός  είδους  αφομοίωση.  Το  μόνο  που  κατόρθωσαν  ήταν  να  αποξενώσουν  ακόμα  περισσότερο τους πληθυσμούς αυτούς με οδυνηρά αποτελέσματα κατά τη διάρκεια της κατοχής.94  Την  καταπίεση  των  Σλαβόφωνων  της  Ελλάδας,  εκτός  από  τα  Μακεδονικά  Κομιτάτα  σε  όλο  τον  κόσμο95, στηλίτευε κυρίως η Βουλγαρία που θεωρούσε τον εαυτό της μητρικό τους έθνος. Φυσικά  το  σύστημα  μειονοτικής  προστασίας  της  ΚτΕ  έχει  ήδη  ατονήσει  τελείως,  με  αποτέλεσμα  οι  μειονοτικές καταγγελίες να μην έχουν πλέον δυνατότητες διεθνούς δημοσιότητας.  Την  καταπίεση  των  Σλαβόφωνων  ξαναθυμήθηκαν  όχι  τυχαία  και  οι  Γιουγκοσλάβοι  την  άνοιξη  του  1938. Στις 19.4 ο πρέσβης Λαζάρεβιτς,  ενόψει της υπογραφής της ελληνοτουρκικής συνθήκης  στις  24.4.38  που  διηύρυνε  τις  συμμαχικές  υποχρεώσεις  των  δύο  χωρών,  επισκέφθηκε  τον  ίδιο  τον  Μεταξά. Του επέστησε με την ευκαιρία την προσοχή στις καταχρήσεις των κατωτέρων οργάνων της  χωροφυλακής εναντίον των Σλαβόφωνων που ζούσαν περί τη Φλώρινα και την Καστοριά. Φρόντισε  φυσικά ταυτόχρονα να τονίσει ότι δεν επρόκειτο για επίσημο διάβημα, αλλά για φιλική παράκληση  Digitized by 10uk1s 

του  Στογιατίνοβιτς.  Ο  Μεταξάς  του  απάντησε  ότι  «ούτε  φιλικώς  δεν  πρέπει  να  αναμιγνύωνται  εις  τοιαύτα ζητήματα, ότι τα σύνορά μας εις Δυτικήν Μακεδονίαν διεχώρισαν οριστικώς τα δύο έθνη,  και ότι όπως και ημείς ουδόλως ανεμίχθημεν εις ζητήματα Ελλήνων κατοικούντων προς Βορράν των  συνόρων  τούτων  και  ιδίως  εις  Βιτώλια,  ούτω  και  αυτοί  δεν  δύνανται  να  αναμιγνύωνται».96  Ο  έλληνας πρωθυπουργός, ενδεχομένως υποψιαζόμενος ότι η ανησυχία της Γιουγκοσλαβίας εξαιτίας  της  μεγαλύτερης  ελληνοτουρκικής  προσέγγισης  ήταν  μία  από  τις  αφορμές  των  μειονοτικών  παραπόνων, φρόντισε να ξεκαθαρίσει παράλληλα στον σέρβο διπλωμάτη ότι «η εν λόγω συνθήκη  δεν  υποκρύπτει  απολύτως  τίποτα  το  δυνάμενον  να  θίξη  την  Νοτιοσλαβίαν».  Ο  Μεταξάς  φρόντισε  επίσης  να  επιστήσει  τη  προσοχή  του  Γενικού  Επιθεωρητή  Ξένων  και  Μειονοτικών  Σχολείων  στα  παράπονα των σερβικών διπλωματικών αρχών Θεσσαλονίκης εξαιτίας της παρεμβολής εμποδίων εκ  μέρους  των  ελληνικών  αρχών  στη  λειτουργία  της  σερβικής  σχολής  Θεσσαλονίκης,  παρακαλώντας  τον  να  είναι  ελαστικότερος  λόγω  ελληνογιουγκοσλαβικής  φιλίας. 97   Άλλωστε  θεωρούσε  —και  ορθά—  ότι  ως  προς  το  σερβικό  σχολείο  οι  σερβικές  διπλωματικές  αρχές  είχαν  δικαίωμα  να  παρέμβουν.  Εν  κατακλείδι  διαπιστώνουμε  ότι  η  Γιουγκοσλαβία  δεν  χρησιμοποίησε  εναντίον  της  Ελλάδας  το  σύστημα  μειονοτικής  προστασίας  της  ΚτΕ  παρά  μόνο  ελάχιστες  φορές.  Ας  μη  λησμονούμε  ότι  θεωρούσε  το  σύστημα  άδικο  και  προσπαθούσε  και  η  ίδια  να  αποδεσμευτεί  από  τις  σχετικές  υποχρεώσεις.  Τις  φορές  που  το  έκανε,  και  δη  στην  περίπτωση  της  υπογραφής  του  ελληνοβουλγαρικού  Πρωτοκόλλου  για  τις  μειονότητες,  ο  προφανής  στόχος  της  ήταν  η  πίεση  δι'  αντιπερισπασμού.  Όταν  οι  ελληνοσερβικές  σχέσεις  ήταν  ομαλές,  οι  «σερβίζοντες»  της  Ελλάδας  εξαφανίζονταν από το διπλωματικό λεξιλόγιο της Γιουγκοσλαβίας για να επανέλθουν με τα πρώτα  σημεία δυσαρμονίας.  2. Οι Έλληνες στη Γιουγκοσλαβία  Οι  Έλληνες  άρχισαν  να  μεταναστεύουν  στις  γιουγκοσλαβικές  επαρχίες  από  τον  16ο  αιώνα.  Προτιμούσαν  να  εγκαθίστανται  κυρίως  κατά  μήκος  των  μεγάλων  χερσαίων  και  υδάτινων  οδών.98  Πολλοί  απ'  αυτούς  ήταν  Βλαχόφωνοι99  και  διακρίθηκαν  στο  σύνολό  τους  για  την  έντονη  εθνική  συνείδησή τους. Επιδόθηκαν με μεγάλη επιτυχία κυρίως στο εμπόριο αλλά υπήρχαν στις τάξεις τους  και  διακεκριμένοι  χρηματιστές,  τραπεζίτες  και  βιοτέχνες.  Το  πιο  ονομαστό  κέντρο  του  ελληνισμού  της  πρώτης  εποχής  ήταν  η  Μοσχόπολη.100  Δυστυχώς  μετά  τον  ρωσοτουρκικό  πόλεμο  του  1768  οι  Μοσχοπολίτες  εξαναγκάστηκαν  να  εγκαταλείψουν  την  πόλη  τους.  Η  Συνθήκη  του  Κιουτσούκ‐Καϊναρτζή (1774) που επισφράγισε τη λήξη του πολέμου οδήγησε στη μετανάστευση κι  άλλους  Έλληνες  —  ιδιαίτερα  προς  τις  περιοχές  που  ήλεγχε  η  Αυστροουγγαρία.  Οι  Αυστριακοί  την  εποχή  εκείνη  θεωρούσαν  τιμητικό  να  φιλοξενούν  Έλληνες  στις  επαρχίες  που  είχαν  υπό  την  κυριαρχία τους.  Το  τελευταίο  μεταναστευτικό  ρεύμα  σημειώθηκε  από  το  1804  ώς  το  1830.  Οι  Έλληνες  μεταναστεύουν  στην  ημιαυτόνομη  τότε  Σερβία,  άλλοι  για  να  πλουτίσουν  και  άλλοι  για  να  μην  υποστούν τις συνέπειες της καταστολής του κινήματος στη Μακεδονία το 1821‐22.  Τα μεγαλύτερα ελληνικά κέντρα στις σερβικές επαρχίες ήταν τα εξής:  •  Νίσσα  (Νις).  Υπήρξε  η  πρώτη  ελληνική  παροικία  αποτελούμενη  από  50  οικογένειες,  που  συμμετείχαν ενεργά στη ζωή της πόλης. Ήκμασε μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα.  • Κραγκούγιεβατς. Εκεί ήταν εγκατεστημένοι κυρίως φιλήσυχοι έμποροι από τη Θράκη.  • Ποζάρεβατς, όπου ζούσαν 23 οικογένειες από τη Βόρεια Ελλάδα. 

Digitized by 10uk1s 

• Σμεντέροβο. Οι λίγοι σχετικά Έλληνες που ζούσαν εκεί έκαναν πολύ αισθητή την παρουσία τους  στην πόλη. Είχαν μάλιστα και δικό τους νεκροταφείο.  • Σάμπατς, όπου ζούσαν 37 ελληνικές οικογένειες.  • Βελιγράδι, που ήταν και η σημαντικότερη εστία Ελλήνων με 109 οικογένειες στα μέσα του 19ου  αιώνα. Οι Έλληνες ήλεγχαν ολόκληρο το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της πόλης. Μεταξύ τους  ήταν γνωστοί ευεργέτες, όπως η οικογένεια Κίκη που χάρισε μεγάλο νοσοκομείο στο Βελιγράδι κ.ά.  Στις αυστροκρατούμενες περιοχές ελληνικές εστίες υπήρχαν στις εξής πόλεις:  • Σεμλίνο101. Η σημαντικότατη αυτή ελληνική παροικία αριθμούσε περί τα 1.000 άτομα. Ο μεγάλος  αριθμός αποδίδεται στη μεγάλη εμπορική σημασία της πόλης.  • Βούκοβαρ, που φιλοξενούσε 60 οικογένειες το 1780.  • Καρλοβίκια, που φιλοξενούσε 80 οικογένειες το 1770.  •  Νόβι  Σαντ  (Βοϊβοδίνα),  όπου  ζούσαν  120  οικογένειες  από  τη  Δ.  Μακεδονία  κάνοντας  εμπόριο  γουναρικών και κατεργαζόμενοι ευγενή μέταλλα.  • Οσιγιέκ (Κροατία), όπου ζούσαν 50‐60 οικογένειες το 1785.  • Ζάγκρεμπ, Μιτροβίτσα κ.λπ.  Οι  Έλληνες  ανήκαν  κοινωνικά  —και  εν  πολλοίς  αποτελούσαν—  την  αστική  τάξη  των  γιουγκοσλαβικών επαρχιών. Η ελληνική γλώσσα ως εκ τούτου αναδείχτηκε σε αγαπημένη γλώσσα  του  εμπορίου  και  ήταν  πολύ  διαδεδομένη  στην  ανώτερη  τάξη.  Οι  Έλληνες  πρόσεχαν  πολύ  την  εκπαίδευση των παιδιών τους. Δι' αυτής διατηρούσαν την εθνική τους συνείδηση λαμβάνοντας εκ  παραλλήλου  τις  απαραίτητες  γνώσεις  για  το  εμπόριο.  Οι  διευθυντές  των  ελληνικών  σχολείων  διορίζονταν  από  τις  αντίστοιχες  κοινότητες  και  ήταν  υπεύθυνοι  για  τη  διοίκησή  τους.  Ελληνικό  σχολείο υπήρχε στο Βελιγράδι από το 1700. Υπήρχε επίσης εμπορική σχολή. Σχολείο υπήρχε και στο  Σάμπατς ώς τις αρχές του 20ού αιώνα. Ελληνικά όμως διδάσκονταν και σε σερβικά σχολεία. Από τα  μέσα του 19ου αιώνα όμως οι Έλληνες άρχισαν να ενδιαφέρονται για τη σερβική γλώσσα. Αρχίζει  δηλαδή  η  σταδιακή  αφομοίωσή  τους.  Άλλωστε  εκείνη  την  εποχή  ο  αριθμός  των  αποδήμων  ελαττώνεται. Ο κυριότερος λόγος ήταν ότι η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της και προσείλκυσε  τα σκόρπια παιδιά της. Υπήρχαν όμως και οικονομικοί λόγοι. Τα ατμόπλοια που διεξήγαγαν τότε το  εμπόριο  μεταξύ  Ανατολής‐Δύσης  δεν  χρειάζονταν  ενδιάμεσους  σταθμούς,  με  αποτέλεσμα  να  μειώνεται το εμπορικό ενδιαφέρον των πόλεων όπου ζούσαν και δρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες.  Μετά  τους  Βαλκανικούς  πολέμους  και  τη  διανομή  της  Μακεδονίας  ανάμεσα  στην  Ελλάδα,  στη  Βουλγαρία και τη Σερβία, η Σερβία αποφάσισε να εκσερβίσει δραστικά το κομμάτι της Μακεδονίας  που κέρδισε. Θύμα της απόφασης αυτής υπήρξε και ο ακμάζων ελληνισμός της περιοχής. Οι Σέρβοι  φρόντισαν  να  ελαχιστοποιήσουν  τα  ίχνη  της  ελληνικής  παρουσίας.  Τα  κοινοτικά  ιδρύματα  και  τα  νοσοκομεία  έκλεισαν,  η  ελληνική  γλώσσα  έπαψε  να  διδάσκεται  στα  σχολεία  και  να  τυπώνεται  σε  εφημερίδες, τα εναπομείναντα Ελληνόπουλα δεν βαφτίζονταν πια με ελληνικά ονόματα. Η ζωή των  Ελλήνων  επί  τουρκοκρατίας  έμοιαζε  με  χαμένο  παράδεισο.  Πολλοί  απ'  αυτούς  κατέφυγαν  στην  Ελλάδα και σχημάτισαν συλλόγους. Τη Θεσσαλονίκη είχαν έδρα οι σύλλογοι των Μοναστηριωτών,  των  Δοϊρανιωτών, των Στρωμνιτσιωτών και των  Γευγελιωτών.  Οι σύλλογοι αυτοί εκμεταλλεύτηκαν  στο  μέτρο  των  δυνατοτήτων  τους  το  νέο  διεθνές  forum  που  προσέφερε  η  ΚτΕ  στους  μειονοτικούς  πληθυσμούς.  Digitized by 10uk1s 

Η  πρώτη  επίσημη  διαμαρτυρία  έφτασε  στη  Γενεύη  το  1920.  Ήταν  μια  καταγγελία  του  Διοικητικού  Συμβουλίου της Ένωσης Μοναστηριωτών Θεσσαλονίκης και Φλώρινας που διαμαρτύρονταν για τον  απόλυτο εκσερβισμό που επεχειρείτο στο Μοναστήρι από τους Σέρβους.102  Τα 18 ελληνικά σχολεία  που  εκπαίδευαν  2.500  μαθητές  έκλεισαν,  το  ίδιο  και  η  εφημερίδα  Ελληνικό  Φως.  Ζήτησαν  λοιπόν  από  τη  διεθνή  κοινότητα  να  βοηθήσει  την  ένωση  του  Μοναστηρίου  με  τη  Θεσσαλονίκη.  Ο  Έρικ  Ντράμοντ τους απάντησε ότι η Γιουγκοσλαβία έχει υπογράψει μειονοτικές συνθήκες και υπόκειται  πλέον σε διεθνή έλεγχο. Μπορούσαν λοιπόν να καταγγείλουν τις παραβιάσεις αλλά όχι να ζητούν  εδαφικές μεταβολές.  Η  πρωτοβουλία  αυτή  δεν  οφειλόταν  σε  υποκίνηση  ούτε  καν  είχε  εξασφαλίσει  έγκριση  του  ελληνικού κράτους. Αντίθετα οι ελληνικές αρχές όχι μόνο δεν έβλεπαν θετικά τέτοια μαξιμαλιστικά  αιτήματα  αλλά  στην  κυριολεξία  λησμόνησαν  τους  εναπομείναντες  στη  Γιουγκοσλαβία  Έλληνες.  Όπως έγραφαν και οι ίδιοι με παράπονο στον υπουργό Εξωτερικών, «προβάλλεται πάντα το φάσμα  της διαταράξεως των συμμαχικών σχέσεων».103  Το  1925  οι  εν  λόγω  σύλλογοι  απευθύνθηκαν  ξανά  στις  ελληνικές  αρχές  διότι  η  καταγγελία  της  ελληνοσερβικής  συνθήκης  συμμαχίας  τους  φάνηκε  ιδεώδης  αφορμή  για  να  ζητήσει  η  Ελλάδα:  α)  επιστροφή  των  κατασχεθέντων  ελληνικών,  κοινοτικών  περιουσιών,  β)  επαναλειτουργία  των  κοινοτικών  ιδρυμάτων,  γ)  πλήρη  αναγνώριση  των  δικαιωμάτων  που  παρείχε  στις  μειονότητες  η  ΚτΕ.104  Ματαίως ήλπισαν βεβαίως διότι το πρώτο μέλημα της Ελλάδας τότε ήταν να κατευναστεί η  γιουγκοσλαβική οργή και  όχι να προστεθεί ακόμα  ένας λόγος προστριβής.  Οι  έλληνες διπλωμάτες  αναγνώριζαν  ότι  θα  «είχε  βεβαίως  πολύ  μεγάλη  σημασίαν  η  διατήρησις  του  ανθούντος  άλλοτε  ελληνισμού της περιοχής Μοναστηρίου, αλλά η εκείθεν ακουσία ή εκουσία διαρροή προς την εγγύς  ελευθέραν  Ελλάδα  των  ομογενών  και  ο  επίσης  μοιραίος  εκσερβισμός  της  νέας  γενεάς,  κάμνουν  ούτως ώστε και τούτο να είναι ανεφικτον».105  Έτσι  οι  εναπομείνασες  εστίες  ελληνισμού  εξαφανίστηκαν  σιγά  σιγά  και  το  Μοναστήρι  παρήκμασε  τελείως. Το 1933 οι έλληνες επισκέπτες έβλεπαν την καθοριστική παρουσία της Χωροφυλακής, την  εξαφάνιση  της  ελληνικής  γλώσσας,  τη  βαρύτατη  φορολογία  των  μικρών  καταστηματαρχών,  το  άλλοτε  ακμάζον  ελληνικό  παρθεναγωγείο  να  λειτουργεί  ως  σερβική  θεολογική  σχολή  και  τις  ελληνικές  εκκλησίες  να  λειτουργούν  στα  σέρβικα.  Μάθαιναν  επίσης  ότι  κάθε  Σέρβος  αξιωματικός  που παντρευόταν Ελληνίδα επροικοδοτείτο με 50.000 δηνάρια.106  Οι ελληνικές αρχές θεώρησαν το  κακό  αναπόφευκτο  και  παρηγορήθηκαν  με  τη  σκέψη  ότι  η  ελληνική  παρουσία  «εξασφαλίζεται  πλέον  διά  της  αραιάς  μεν  αλλ'  οπωσδήποτε  σημειούμενης  έστιν  ότε  εγκαταστάσεως  νέων  εξ  ελευθέρας  Ελλάδος  εμπορικών  ή  βιοτεχνικών  παραγόντων,  εθνικώς  ακμαιοτέρων  της  φθινούσης  μειονότητος».107  Η  ανωτέρω  πολιτική  επιλογή  πάντως,  συμπληρωμένη  από  τη  μεταπολεμική  προσέγγιση  Ελλάδας‐Γιουγκοσλαβίας,  είχε  ως  αποτέλεσμα  να  μην  έχουμε  στα  χέρια  μας  ούτε  καν  ακριβή  στοιχεία για τον ελληνισμό της Γιουγκοσλαβίας. 

Digitized by 10uk1s 

Β) ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ  1. Οι Μουσουλμάνοι στη Δυτική Θράκη  Η  Τουρκία  έχασε  το  μεγαλύτερο  μέρος  της  Δ.  Θράκης  στους  Βαλκανικούς  πολέμους  και  το  1915  έδωσε  ό,τι  της  είχε  μείνει  στη  Βουλγαρία  ως  αντίδωρο  για  την  είσοδό  της  στον  πόλεμο  με  τις  Κεντρικές  Δυνάμεις.1  Μετά  την  ήττα  της  Γερμανίας  στον  Α'  Παγκόσμιο  πόλεμο,  οι  συμμαχικές  δυνάμεις  προήλασαν  στη  Μακεδονία  αναγκάζοντας  τη  Βουλγαρία  να  υποχωρήσει  στα  παλιά  της  σύνορα.  Η  περιοχή  της  Δυτικής  Θράκης  κατελήφθη  από  γαλλικά  στρατεύματα  και  ετέθη  προσωρινώς  υπό  διασυμμαχική  διοίκηση,  επικεφαλής  της  οποίας  ήταν  ο  στρατηγός  Σαρπύ.  Αυτό  που  περίμεναν  με  αγωνία  όλοι  οι  ενδιαφερόμενοι  ήταν  η  τελική  απόφαση  της  Συνδιάσκεψης  της  Ειρήνης για το μέλλον της περιοχής. Η Ελλάδα ήταν οπωσδήποτε η κατεξοχήν διεκδικήτρια.  Ο  Βενιζέλος,  έχοντας  συνείδηση  της  κρισιμότητας  αυτής  της  μεταβατικής  περιόδου,  επέλεξε  τον  άλλοτε  ελληνοοθωμανό  βουλευτή  Χ.  Βαμβακά  ως  αντιπρόσωπο  της  Ελλάδας  στη  Διασυμμαχική  Διοίκηση  της  Θράκης.2  Αποστολή  του  ήταν  να  καταγράψει  τα  προβλήματα  της  ευαίσθητης  αυτής  περιοχής  και  να  κερδίσει  την  εμπιστοσύνη  των  Γάλλων,  των  Μουσουλμάνων,  των  Αρμενίων,  των  Εβραίων  κ.λπ.  αποσταθεροποιώντας  ταυτόχρονα  τα  βουλγαρικά  ερείσματα.  Κι  αυτό  γιατί,  όπως  αποδείχτηκε αργότερα, οι Βούλγαροι είχαν μεν υποχωρήσει προς στιγμήν, καιροφυλακτούσαν όμως  για  την  κατάλληλη  ευκαιρία,  που  θα  τους  επέτρεπε  να  ξαναδιεκδικήσουν  με  διπλωματικά  ή  άλλα  μέσα τη Δ. Θράκη. Επίδοξη διεκδικήτρια παρέμενε φυσικά και η Τουρκία.3  Το  φθινόπωρο  του  1919  ο  ενθουσιώδης  και  έμπειρος  Βαμβακάς  είχε  ήδη  δρομολογήσει  την  επιστροφή  των  Ελλήνων  προσφύγων  και  είχε  κερδίσει  την  εμπιστοσύνη  των  ντόπιων  Μουσουλμάνων  εναντίον  των  Βουλγάρων. 4   Γνώριζε  καλά  ότι  η  ΚτΕ  είχε  μεγάλη  ευαισθησία  απέναντι στις μειονότητες και ότι ο σοβαρότερος διεκδικητής θα ήταν εκείνος που θα είχε την πιο  φιλελεύθερη συμπεριφορά απέναντι στον μικτό πληθυσμό της περιοχής. Εξ ου και οι διαταγές προς  όλες  τις  τοπικές  αρχές  ήταν  «να  τηρήσωσιν  όσον  δυνατόν  ευμενεστέραν  στάσιν  απέναντι  Οθωμανών. Τοιαύτη θα ηδύνατο να επιδράση επί Οθωμανών Δυτικής Θράκης και διαθέση αυτούς  έτι ευμενέστερον υπέρ ημών».5  Τόση σημασία είχε η καλή έξωθεν μαρτυρία των μειονοτικών ώστε  το  ελληνικό  Υπουργείο  Εξωτερικών  ανέσυρε  από  τα  αρχεία  του  όσα  επαινετικά  τηλεγραφήματα,  δηλώσεις κ.λπ. είχε λάβει κατά καιρούς από μειονοτικές ομάδες με στόχο να βελτιώσει το προφίλ  της  χώρας  στη  Συνδιάσκεψη.  Στο  ίδιο  πλαίσιο  εντάσσεται  και  η  απόφαση  του  Βενιζέλου  να  επιστρέψει τα κτήματα των παλιννοστούντων Μουσουλμάνων.6  Ως  προς  τη  συμπεριφορά  της  απέναντι  στους  αλλοεθνείς,  η  επίδοξη  διεκδικήτρια  Βουλγαρία  είχε  ευτυχώς  κάκιστη  προϊστορία.  Οι  Έλληνες  και  οι  Μουσουλμάνοι  της  Θράκης  είχαν  οδυνηρές  αναμνήσεις της πρόσφατης βουλγαρικής κατοχής και οι καταγγελίες για παραβιάσεις ακόμα και των  στοιχειωδών  ανθρωπιστικών  κανόνων  συνέχιζαν  να  έρχονται  στη  Συνδιάσκεψη. 7   Έτσι  οι  πιθανότητες  της  Βουλγαρίας  ήταν  σαφώς  μικρές.  Επιπλέον  για  μια  σημαντική  μερίδα  Μουσουλμάνων,  προσκολλημένων  στην  παλιά  τάξη  πραγμάτων,  η  άνοδος  των  μεταρρυθμιστών  κεμαλικών  στην  εξουσία  καθιστούσε  την  προσάρτηση  στην  Τουρκία  δυσάρεστη  ως  προοπτική.  Όπως  ενημέρωσε  ο  Βαμβακάς  τον  Βενιζέλο,  «πολλοί  αυτόχθονες  Οθωμανοί  πιεζόμενοι  από  κεμαλιστάς προσφεύγουσιν εις  ημετέρους ζητούντες συμβουλήν περί  πρακτέου. Διότι αυτόχθονες  Μουσουλμάνοι  όλης  Θράκης  εβαρύνθησαν  από  ανόμους  φορολογίας  και  αφαιμάξεις  Βουλγάρων  και Νεοτούρκων».8  Οι  Μουσουλμάνοι  της  Δυτικής  Θράκης  ζούσαν  συγκεντρωμένοι  σε  ειδικές  γειτονιές  στις  μεγάλες  πόλεις  και  κυρίως  στην  Ξάνθη,  στην  Κομοτηνή  και  την  Αλεξανδρούπολη.  Στην  ύπαιθρο  είχαν  σχηματίσει  αμιγώς  μουσουλμανικά  χωριά  αλλά  κάποτε  ζούσαν  και  σε  μικτά.  Κύρια  απασχόλησή  Digitized by 10uk1s 

τους ήταν η γεωργία και η καπνοκαλλιέργεια. Πριν από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης η  κατανομή τους στους τρεις νομούς ήταν η παρακάτω:9      Τούρκοι  Πομάκοι  Αθίγγανοι  Κιρκάσιοι 

Νομός Ξάνθης 30.328 14.824 500 —

Νομός Ροδόπης 50.000 8.000 1.500 2.000

Νομός Έβρου 10.571 675 505 —

Εκτός από τους συντηρητικούς Μουσουλμάνους που στράφηκαν στην Ελλάδα από αντίδραση στις  κεμαλικές  μεταρρυθμίσεις,  υπήρχε  και  μια  άλλη  μουσουλμανική  ομάδα  που  καλωσόρισε  την  ελληνική  παρουσία  στη  Δ.  Θράκη:  Οι  Πομάκοι,  «ορεσίβιοι  Μουσουλμάνοι,  σλάβοι  την  καταγωγήν  και ασπασθέντες τον ισλαμισμόν, διακρινόμενοι διά την λιτότητα και την εργατικότητά των ου μην  αλλά  και  διά  τον  φανατισμόν  των  και  την  τυφλήν  προς  τον  Προφήτην  αφοσίωσιν».10  Οι  Πομάκοι,  που  κατοικούσαν  σε  συμπαγείς  κοινότητες  στη  Δ.  Ροδόπη  και  την  κοιλάδα  του  Νέστου,  επιθυμούσαν  την  ασφάλεια  και  την  ελευθερία  τους  και  πίστευαν  ότι  μπορούσαν  να  έχουν  περισσότερη εμπιστοσύνη στην Ελλάδα παρά στη συγγενή, τουλάχιστον γλωσσικά, Βουλγαρία που  τους προξενούσε φόβο ή την Τουρκία, που περνούσε μέσα από επώδυνη διαδικασία αλλαγής.11  Η  στάση  τους  αυτή  πρέπει  να  αποδοθεί  και  στη  μεγάλη  προσπάθεια  προσεταιρισμού  τους  από  τις  τοπικές  ελληνικές  αρχές  μετά  από  αυστηρές  οδηγίες  του  Βενιζέλου  για  παροχή  κάθε  δυνατής  βοήθειας  και  περίθαλψης  στους  Πομάκους  που  κατέφευγαν  στο  ελληνικό  έδαφος.12  Έτσι,  όταν  κυκλοφόρησαν  οι  πρώτες  φήμες  ότι  η  Θράκη  επιδικάστηκε  στην  Ελλάδα,  οι  περισσότεροι  Μουσουλμάνοι έδειχναν ικανοποιημένοι.13  Πραγματικά,  το  Μάιο  του  1920,  ο  διασυμμαχικός  στρατός  κατοχής  αντικαταστάθηκε  από  τον  ελληνικό  στρατό  με  επικεφαλής  τον  αντιστράτηγο  Εμμ.  Ζυμβρακάκη,  ο  οποίος  κατέλαβε  επίσης  σχεδόν  ολόκληρη  την  Ανατολική  Θράκη.  Με  τη  Συνθήκη  των  Σεβρών,  που  υπεγράφη  στις  10  Αυγούστου  του  1920,  η  παραχώρηση  ολόκληρης  της  Θράκης  στην  Ελλάδα  επισημοποιήθηκε  και  άρχισε  το  επίπονο  έργο  της  ανασυγκρότησης  αυτής  της  πολύπαθης  περιοχής  από  τις  ελληνικές  αρχές.  Με  την  Ειδική  Σύμβαση  των  Σεβρών,  που  υπεγράφη  την  ίδια  μέρα,  η  Ελλάδα,  όπως  προαναφέρθηκε, παρείχε εγγυήσεις στις μειονοτικές ομάδες που ζούσαν στο έδαφός της. Για τους  Μουσουλμάνους  ειδικότερα  εξασφάλιζε  το  ιδιότυπο  θρησκευτικο‐κοινωνικό  καθεστώς  τους,  συστηματοποιώντας τις προϋπάρχουσες εγγυήσεις.14  Δυστυχώς  όμως  η  θριαμβευτική  πορεία  της  Ελλάδας  αναχαιτίστηκε  από  μια  σειρά  δυσμενών  συγκυριών:  εκλογική  ήττα  του  Βενιζέλου,  επιστροφή  του  Κωνσταντίνου,  άνοδος  των  κεμαλικών  δυνάμεων και συνακόλουθη αδυναμία των συμμάχων να επιβληθούν. Η αναθεώρηση της Συνθήκης  των Σεβρών ήταν αναπόφευκτη.15  Το Πρωτόκολλο των Μουδανιών, που επισφράγισε την ελληνική  ήττα  στο  μικρασιατικό  μέτωπο  και  υπεγράφη  τον  Οκτώβριο  του  1922,  ανάγκασε  τον  ελληνικό  στρατό να αποσυρθεί από την Ανατολική Θράκη. Ο αντίπαλος της Ελλάδας στη Λωζάνη δεν θα ήταν  πια μια Τουρκία νικημένη αλλά μια νικήτρια χώρα με απαιτήσεις.16  Στα άρθρα 37‐44 η Συνθήκη της Λωζάνης, που υπεγράφη στις 24 Ιουλίου του 192317, περιείχε, παρά  τις  αρχικές  αντιρρήσεις  της  Τουρκίας 18 ,  μειονοτικές  εγγυήσεις  υπέρ  των  υπηκόων  της  που  διαφέρουν  ως  προς  την  εθνικότητα,  τη  γλώσσα,  τη  φυλή  ή  το  θρήσκευμα.  Η  προστασία  αυτή  αφορούσε  τους  έλληνες  ορθόδοξους  κατοίκους  της  Κωνσταντινούπολης,  γιατί  οι  υπόλοιποι  1.400.000  Έλληνες,  που  ζούσαν  εκεί  από  τον  10ο  αιώνα  π.Χ.  περίπου,  εξαναγκάστηκαν  να  ξεριζωθούν και να καταφύγουν στην Ελλάδα. Το άρθρο 45 προέβλεπε ανάλογες εγγυήσεις για τους  Μουσουλμάνους  της  Ελλάδας,  δηλαδή  την  ομάδα  που  κατοικούσε  στη  Δ.  Θράκη  και  η  οποία  εξαιρέθηκε  της  συμφωνηθείσας  αναγκαστικής  ανταλλαγής  πληθυσμών.  Υπενθυμίζουμε  ότι  την  Digitized by 10uk1s 

Ελλάδα  δέσμευε  η  προαναφερθείσα  Ειδική  Σύμβαση  των  Σεβρών  για  την  προστασία  των  μειονοτήτων, η οποία τέθηκε σε ισχύ μαζί με την Συνθήκη της Λωζάνης. Η ΚτΕ ανέλαβε και σ' αυτή  την  περίπτωση  την  υψηλή  εποπτεία  της  τήρησης  των  συμβατικών  υποχρεώσεων  των  δύο  χωρών  απέναντι στους μειονοτικούς τους πληθυσμούς.  Την αναγκαστική ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών συμφωνήθηκε να εποπτεύσει Μικτή  Επιτροπή  αποτελούμενη  από  έλληνες  και  τούρκους  αντιπροσώπους  μαζί  με  ουδέτερα  μέλη  διορισμένα από την ΚτΕ. Αυτό το όργανο θα είχε έδρα την Κωνσταντινούπολη και θα ήταν αρμόδιο  για την επίλυση των όποιων διαφορών προέκυπταν από την ανταλλαγή. Θα φρόντιζε επίσης για την  εφαρμογή  των  μειονοτικών  εγγυήσεων  όσο  διαρκούσαν  οι  εργασίες  του.  Η  τριμελής  τουρκική  αντιπροσωπεία,  στελεχωμένη  από  άνδρες  με  εμπειρία  και  γνώση  του  αντικειμένου  τους,  κράτησε  εξαρχής  σκληρή  στάση  και  εκμεταλλεύτηκε  κάθε  ελληνικό  ολίσθημα  για  να  δημιουργήσει  εντυπώσεις  υπέρ  της.  Να  σημειωθεί  ότι  η  Τουρκία  είχε  τη  σωφροσύνη  να  διατηρήσει  την  ίδια  ομάδα μέχρι την ολοκλήρωση της ανταλλαγής. Αν συνυπολογίσει κανείς και το γεγονός ότι από το  1924  ώς  το  1930  η  Τουρκία  είχε  την  ίδια  κυβέρνηση  και  τον  ίδιο  υπουργό  Εξωτερικών,  θα  αντιληφθεί  το  συγκριτικό  της  πλεονέκτημα  απέναντι  στην  Ελλάδα  των  διαδοχικών  και  ασταθών  κυβερνήσεων,  που  άλλαζε  κάθε  τόσο  υπουργούς  Εξωτερικών  και  αντιπροσώπους  στη  Μικτή  Επιτροπή...19  Η  Μικτή  Επιτροπή  πάντως  συνετέλεσε  ώστε  οι  μειονοτικές  διαφορές  Ελλάδας  και  Τουρκίας  να  μη  φτάνουν  σχεδόν  ποτέ  στα  αρμόδια  όργανα  της  ΚτΕ.  Οι  ευρείες  αρμοδιότητές  της  ως  προς  τους  έλληνες  ορθόδοξους  της  Κωνσταντινούπολης  και  τους  Μουσουλμάνους  της  Δ.  Θράκης  διευρύνθηκαν  ακόμα  περισσότερο  με  τις  ελληνοτουρκικές  διαπραγματεύσεις  και  την  κατέστησαν  ένα είδος ασφαλιστικής δικλείδας.  Οι 106.00020  Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης ήταν το 27% του πληθυσμού της περιοχής εκείνη  την  εποχή,  δεδομένου  ότι  είχαν  έρθει  145.000  έλληνες  πρόσφυγες  και  έφυγαν  οι  περισσότεροι  Βούλγαροι  με  το  διακανονισμό  του  Νεϊγύ.  Οι  εναπομείναντες  Μουσουλμάνοι  είχαν  κάθε  λόγο  να  συνεργαστούν με τις ελληνικές αρχές για να ζήσουν ειρηνικά στο εξής. Άλλωστε και το πνεύμα των  ελληνικών  αρχών  ήταν  να  «καθησυχάσωσι  Μωαμεθανούς  κατοίκους  και  διαβεβαιώσωσι  τούτους  ότι θέλουσι παραμείνει ανενόχλητοι συμφώνως προς Σύμβασιν Λωζάνης».21  Ήταν οργανωμένοι σε  τρεις  μουσουλμανικές  κοινότητες  (Κομοτηνής,  Ξάνθης  και  Διδυμοτείχου)  διοικούμενες  από  συντηρητικούς  μουσουλμάνους  Μουφτήδες  διακείμενους  εχθρικά  προς  τους  κεμαλικούς.  Τη  δικαστική  εξουσία  που  πήγαζε  από  τον  ισλαμικό  νόμο  ασκούσαν  οι  τρεις  μουφτήδες  που  εμισθοδοτούντο από την Ελλάδα. Αυτοί είχαν αρμοδιότητα επί παντός ζητήματος σχετιζομένου με  το  οικογενειακό  δίκαιο  του  πνευματικού  τους  ποιμνίου.  Σε  καθεμία  από  τις  3  μουφτείες  υπήρχε  συμβούλιο, εκλεγόμενο από τους Μουσουλμάνους, αρμόδιο για τη διαχείριση της περιουσίας των  μουσουλμανικών  κοινοτήτων  και  των  υπαγομένων  σε  αυτές  ταμείων,  σχολείων  και  λοιπών  καθιδρυμάτων.  Η  Γενική  Διοίκηση  Θράκης  άφησε  εξ  ολοκλήρου  σε  μουσουλμανικά  χέρια  τη  διοίκηση  εξασφαλίζοντας  μόνο  τη  χρηστή  διαχείριση.  Όλα  δε  τα  βακουφικά  κτήματα,  αστικά  και  αγροτικά,  που  είχαν  καταληφθεί  από  τους  πρόσφυγες  λόγω  αδηρίτου  ανάγκης,  αποδόθηκαν  στις  μουσουλμανικές κοινότητες μετά το 1925.22  Οι  Μουσουλμάνοι  εκπαίδευαν  τα  παιδιά  τους  σε  10123  μουσουλμανικά  γραμματοδιδασκαλεία,  δηλαδή στοιχειώδη λαϊκά σχολεία, ένα ημιγυμνάσιο στην Κομοτηνή, μια πεντατάξια αστική σχολή  στην  Ξάνθη  και  10  δημοτικά  στην  περιφέρεια  Αλεξανδρουπόλεως.  Οι  3.819  περίπου  μαθητές  των  σχολείων αυτών έπαιρναν δωρεάν βιβλία από την τουρκική κυβέρνηση. Υπέρ της εκπαιδεύσεως των  Μουσουλμάνων  αναγραφόταν  στον  προϋπολογισμό  της  Γενικής  Διοικήσεως  ειδικό  κονδύλι,  οι  δε  δήμοι  και  οι  κοινότητες  διέθεταν  σημαντικά  ποσά  ετησίως  υπέρ  των  μειονοτικών  σχολείων  της  περιφέρειάς  τους  για  την  επισκευή  των  σχολικών  κτιρίων  και  το  διορισμό  διδασκάλων,  όπου  οι  μουσουλμανικές  κοινότητες  δεν  είχαν  τους  ανάλογους  πόρους. 24   Κατά  τη  σχολική  χρονιά  Digitized by 10uk1s 

1929‐1930, λ.χ., η Ελλάδα διέθεσε 4.489.000 δρχ. για τη λειτουργία των μουσουλμανικών σχολείων  και  ναών.  Η  μουσουλμανική  μειονότητα  είχε  πλήρη  ελευθερία  να  επιλέγει  και  να  διορίζει  τους  δασκάλους  της.  Οι  ελληνικές  αρχές  απλώς  ενέκριναν  τους  διορισμούς.  Τα  μειονοτικά  σχολεία  καθόριζαν  ελεύθερα  το  πρόγραμμά  τους  «αρκεί  η  εν  τοις  σχολείοις  διδασκαλία  να  μην  αντιβαίνη  προς τας θεμελιώδεις διατάξεις της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας και να προσαρμόζηται κατά το  δυνατόν  προς  τας  στοιχειώδεις  παιδαγωγικάς  και  υγειονομικάς  αρχάς». 25   Όλα  τα  μαθήματα  διδάσκονταν στην τουρκική γλώσσα. Στην τουρκική δίνονταν τα παραγγέλματα της γυμναστικής και  γράφονταν οι έλεγχοι και τα σχολικά μητρώα. Οι μειονοτικοί χρησιμοποιούσαν ελεύθερα τη γλώσσα  τους  στις  προσωπικές  και  εμπορικές  τους  σχέσεις,  στα  επίσημα  έγγραφα  των  μουφτειών,  στις  δικαστικές  αποφάσεις,  στα  πρακτικά  δικών  κ.λπ.  Η  ελληνική  γλώσσα  διδασκόταν  μόνο  μία  ώρα  ημερησίως και όχι σε όλα τα σχολεία! Λόγω οικονομικών δυσχερειών η ελληνική διοίκηση διόρισε  ελληνοδιδασκάλους  μόνο  στα  σχολεία  Αλεξανδρούπολης,  Κομοτηνής,  Ξάνθης  και  Διδυμοτείχου.  Ζήτησε επίσης από τους Δήμους να μισθοδοτήσουν, ει δυνατόν, δασκάλους ελληνικών στα σχολεία  της περιφερείας τους. Έτσι διορίστηκαν 10 δάσκαλοι που πήγαιναν σε 2‐3 σχολεία ο καθένας. Όπου  ο  διορισμός  ελληνοδιδασκάλων  απεδείχθη  αδύνατος,  ζητήθηκε  από  τους  μουσουλμάνους  δασκάλους να διδάξουν ελληνικά με φαιδρά αποτελέσματα...26  Ως  προς  τις  σχέσεις  τους  με  την  Ελλάδα,  ένδειξη  του  καλού  κλίματος  που  είχε  δημιουργήσει  η  ελληνική  διοίκηση  ήταν  ότι  μόνο  200  περίπου  άτομα  έκαναν  χρήση  του  παρασχεθέντος  από  το  άρθρο  3  της  περί  μειονοτήτων  Συνθήκης  των  Σεβρών  δικαιώματος  επιλογής  της  τουρκικής  υπηκοότητας,27  Περισσότερο επιφυλακτικοί απέναντι στην ελληνική διοίκηση και συνδεδεμένοι με  την Τουρκία φαίνονταν να είναι οι εύποροι αστοί των μεγάλων πόλεων και ιδίως οι Μουσουλμάνοι  της  Κομοτηνής.  Οι  Μουσουλμάνοι  της  υπαίθρου  αντίθετα  χαρακτηρίζονταν  «εργατικοί,  σιωπηλοί,  ανεχόμενοι  μοιρολατρικώς  ό,τι  η  τύχη  τους  επιφυλάσσει».28  Αυτοί,  οι  πιο  προσηλωμένοι  στις  παραδοσιακές αξίες της  θρησκείας τους που απαγόρευε το συγχρωτισμό με  αλλοθρήσκους, αυτοί  ήταν  που  υποχρεώθηκαν  να  συμβιώσουν  με  τους  χριστιανούς  πρόσφυγες  για  ένα  διάστημα.  Το  μοιραίο αποτέλεσμα ήταν να δυσανασχετήσουν. Το κλίμα μεταξύ ελλήνων προσφύγων και ντόπιων  Μουσουλμάνων ήταν συχνά τόσο έντονο που οι μεγάλες κρίσεις απεφεύχθησαν λόγω της εντατικής  αστυνόμευσης της περιοχής. Υπενθυμίζουμε ότι η Δ. Θράκη μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης περνούσε  μια  δύσκολη  μεταβατική  περίοδο.  Οι  συνεχείς  πληθυσμιακές  ανακατατάξεις  και  η  κινητικότητα  είχαν  επιτρέψει  σε  πλήθος  κακοποιών  να  δρουν  ανενόχλητοι.  Βούλγαροι  κομιτατζήδες  των  Θρακικών Κομιτάτων και άλλα ακραία εθνικιστικά στοιχεία έκαναν επιθέσεις στα μεταφορικά μέσα,  λήστευαν  τους  επιβάτες,  έκαναν  ομαδικούς  φόνους  αντιφρονούντων.  Το  τοπίο  συμπλήρωναν  τα  κακοποιά  στοιχεία  που  δραπέτευσαν  από  τις  μικρασιατικές  φυλακές  κατά  την  εκκένωση  της  περιοχής και κατέφυγαν στη Θράκη οργανωμένα σε συμμορίες που λυμαίνονταν τα μουσουλμανικά  χωριά. Η τάξη άρχισε να αποκαθίσταται κάπως μόνο μετά το 1924.29  Η  πρώτη  τουρκική  καταγγελία  στη  Μικτή  Επιτροπή  αφορούσε  το  «σφετερισμό  των  τουρκικών  περιουσιών» από το ελληνικό κράτος υπέρ των ελλήνων προσφύγων. Η καταγγελία έγινε την εποχή  που  η  Ελλάδα  ζητούσε  απεγνωσμένα  τη  βοήθεια  της  ΚτΕ  και  άλλων  διεθνών  ανθρωπιστικών  οργανώσεων για να αποκαταστήσει τον τεράστιο αριθμό των προσφύγων της.30  Τα προβλήματα της  χώρας  ήταν  ιδιαζόντως  αποθαρρυντικά.  Η  ανταλλαγή  καθυστερούσε,  η  σοδειά  της  χρονιάς  κινδύνευε  να  χαθεί  και  ο  χειμώνας  απειλούσε  με  αρρώστιες  και  πείνα  τους  στοιβαγμένους  σε  απάνθρωπες συνθήκες πρόσφυγες.31  Η μόνη δυνατή αντιμετώπιση ήταν η προσωρινή εγκατάσταση  προσφυγικών  οικογενειών  στις  υπάρχουσες  κατοικίες,  αφού  εξαντλήθηκαν  πρώτα  τα  επιταγμένα  σχολεία,  εκκλησίες,  στάβλοι,  αποθήκες,  παραπήγματα  κ.λπ.32  Η  Δ.  Θράκη  ήταν  άλλωστε  η  πρώτη  περιοχή  που  συναντούσαν  όσοι  περνούσαν  από  ξηράς  τα  ελληνοτουρκικά  σύνορα  και  ήταν  αναπόφευκτο να κρατήσει ένα μεγάλο αριθμό προσφύγων33  αφού η Μακεδονία ήταν ήδη γεμάτη.  Έτσι τα μουσουλμανικά σπίτια χρησιμοποιήθηκαν για την προσωρινή στέγαση των προσφύγων μαζί  με  τζαμιά,  σχολεία  και  στάβλους.34  Το  ίδιο  άλλωστε  έγινε  σε  όλη  την  Ελλάδα.  Η  Τουρκία  όμως,  αγνοώντας  ηθελημένα  τα  τραγικά  πραγματικά  περιστατικά,  ισχυριζόταν  ότι  η  Ελλάδα  χρησιμοποιούσε τους πρόσφυγες έτσι ώστε να εξαναγκάσει και μη ανταλλάξιμους Μουσουλμάνους  Digitized by 10uk1s 

να  εγκαταλείψουν  την  Ελλάδα.  Η  τουρκική  αντιπροσωπεία  απείλησε  να  φύγει  εις  ένδειξιν  διαμαρτυρίας από τη Μικτή Επιτροπή γιατί 8.000 Μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν δήθεν να φύγουν  εκείνη  την  εποχή  από  τη  Μακεδονία  και  τη  Θράκη  χωρίς  πιστοποιητικό  ανταλλαγής.  Ο  τουρκικός  τύπος  καθημερινά  δημοσίευε  καταγγελίες  κατά  της  Ελλάδας  για  παραβιάσεις  των  υποχρεώσεων  που  ανέλαβε  στη  Λωζάνη.  Αναφερόταν  επίσης  σε  εκτοπισμό  των  Μουσουλμάνων  κατά  μήκος  του  Έβρου με την οικοδόμηση νέων χωριών για τους πρόσφυγες.35  Όταν  η  καταγγελία  της  τουρκικής  κυβέρνησης  έγινε  γνωστή  στην  ΚτΕ  και  κοινοποιήθηκε  στην  ελληνική  αντιπροσωπεία,  ο  Πρόεδρος  της  ελληνικής  κυβέρνησης  τηλεγράφησε  στις  Γενικές  Διοικήσεις  Θράκης,  Μακεδονίας,  Ηπείρου  και  Κρήτης  ζητώντας  να  σταματήσουν  επειγόντως  τα  τυχόν  πιεστικά  μέτρα  κατά  των  Μουσουλμάνων  γιατί  δυσφήμιζαν  την  Ελλάδα  στη  Μικτή  Επιτροπή.36  Η  έξωθεν  καλή  μαρτυρία  ήταν,  όπως  προαναφέρθηκε,  απαραίτητη  εκείνη  την  εποχή  στην Ελλάδα για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της ΚτΕ και την έγκριση του προσφυγικού δανείου.37  Στις  16.11.23  η  Ελλάδα  έστειλε  την  απάντησή  της  στη  Γραμματεία  της  ΚτΕ.  Αρνήθηκε  κάθε  κατηγορία για καταπιέσεις των Μουσουλμάνων. Αντιθέτως ισχυρίστηκε ότι όλοι οι αλλοεθνείς ήταν  κατάπληκτοι  από  την  ανεκτικότητα  και  τη  φιλία  που  έδειξαν  οι  Έλληνες  στους  Μουσουλμάνους.  Απέδειξε δε ότι τα βάρη των προσφύγων τα μοιράστηκαν εξίσου όλοι οι Έλληνες. Στην Αθήνα, λ.χ.,  όπου δεν ζούσαν Μουσουλμάνοι, όλοι υποχρεώθηκαν να φιλοξενήσουν πρόσφυγες στα σπίτια τους  ή  να  πληρώσουν  για  καταυλισμούς  στα  νέα  προάστια.  Κατηγόρησε  παράλληλα  την  Άγκυρα  ότι  κρατούσε ακόμα πολλές χιλιάδες αιχμαλώτων σε στρατόπεδα στα βάθη της Ασίας. Ήταν γνωστό ότι  οι  Τούρκοι  ήταν  που  έκαναν  κατασχέσεις  κινητών  περιουσιών  και  κρατούσαν  χιλιάδες  πρόσφυγες  συγκεντρωμένους σε κακή κατάσταση.38  Τη  σκληρή  αυτή  πραγματικότητα  αντιλαμβάνονταν  ευτυχώς  κάποιοι  σημαντικοί  διεθνείς  λειτουργοί, όπως ο πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων Χένρυ Μόργκενταου, ο  οποίος υπεράσπισε τις ελληνικές θέσεις, προτρέποντας τους ενδιαφερομένους να μην πιστεύουν τις  τουρκικές  καταγγελίες:  «Σας  διαβεβαιώ»,  διευκρίνιζε  στο  λόρδο  Σέσιλ,  «ότι  πρόκειται  για  τυπικό  τουρκικό  κόλπο, δηλαδή να κατηγορείς τον αντίπαλό σου με τον πιο παραφουσκωμένο τρόπο για  πράγματα  που  εσύ  έχεις  διαπράξει.  Έτσι  όταν  ο  αντίπαλος  σε  πάει  στα  δικαστήρια,  οι  κατηγορίες  του φαίνονται πια κατασκευασμένες για να διασκεδάσουν τις προηγούμενες τουρκικές κατηγορίες.  Ελπίζω ότι τώρα πια οι έξυπνοι άνθρωποι της ΚτΕ θα έχουν μάθει τα τουρκικά κόλπα».39  Τουρκικές  καταγγελίες  έγιναν  επίσης  λόγω  της  αγροτικής  μεταρρύθμισης  που  αναγκαστικά  ολοκληρώθηκε σ' εκείνη την περίοδο για να αποκατασταθούν οι πρόσφυγες. Τα μεγάλα τσιφλίκια  των  Μουσουλμάνων  επρόκειτο  να  απαλλοτριωθούν,  όπως  και  όλων  των  ελλήνων  υπηκόων  άλλωστε.  Η  ελληνική  αντιπροσωπεία  στην  ΚτΕ  ενημέρωσε  τους  διεθνείς  λειτουργούς  περί  της  αναγκαιότητας και προοδευτικότητας του μέτρου. Τελικά έγινε αντιληπτό ότι το μέτρο ήταν γενικής  εφαρμογής και δεν είχε στόχο τους μειονοτικούς πληθυσμούς.40  Οι αλλεπάλληλες κατηγορίες Ελλήνων και Τούρκων όμως ανάγκασαν το Συμβούλιο να ασχοληθεί με  τις ελληνοτουρκικές διαφορές στη σύνοδο των Βρυξελλών στις 31.10.24. Συμφώνησαν τότε όλες οι  ενδιαφερόμενες  πλευρές  να  διεξαχθεί  έρευνα  από  το  Συμβούλιο  για  την  κατάσταση  των  δύο  μειονοτικών  ομάδων.  Από  τις  κυβερνήσεις  της  Ελλάδας  και  της  Τουρκίας  αρχικά  ζητήθηκε  να  στείλουν τις αναφορές τους και εν συνεχεία να διευκολύνουν την επιτόπια συλλογή των στοιχείων.41  Οι  αναφορές  των  δύο  χωρών  έφτασαν  το  Δεκέμβριο  του  1924.  Την  άνοιξη  του  1925  τα  δύο  ουδέτερα μέλη της Μικτής Επιτροπής, οι Έκστραντ και Ντε Λάρα, επισκέφθηκαν τη Δ. Θράκη και την  Κωνσταντινούπολη για να ερευνήσουν τα πραγματικά περιστατικά και να συντάξουν την αναφορά  τους  χρησιμοποιώντας  πολύ  συγκεκριμένα  κριτήρια.  Αυτό  που  εξέτασαν  ήταν  κατά  πόσον  οι  εν  λόγω μειονοτικοί πληθυσμοί ασκούσαν ελεύθερα τα εξής δικαιώματα:  Digitized by 10uk1s 

1.Το δικαίωμα να παραμείνουν στη χώρα,  2.Το δικαίωμα να επιστρέψουν στη χώρα,  3.Το δικαίωμα να μετακινούνται εντός της περιοχής που εξαιρέθηκε της ανταλλαγής,  4.Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας,  5.Το δικαίωμα της ελεύθερης διάθεσης της ιδιοκτησίας,  6.Το δικαίωμα να εγκαταλείψουν τη χώρα.  Ως  προς  τους  Μουσουλμάνους  της  Δυτικής  Θράκης  απεφάνθησαν,  αφού  επισκέφθηκαν  πολλές  πόλεις  και  χωριά  και  μίλησαν  με  μειονοτικούς  και  τοπικές  αρχές,  ότι  απολαμβάνουν  πλήρως  των  τριών πρώτων δικαιωμάτων. Τα ίδια ίσχυαν και για το υπ' αριθμόν 6 δικαίωμα. Βεβαίως η εισροή  μεγάλου  αριθμού  προσφύγων  και  η  αναγκαία  επίταξη  οικιών  και  τροφίμων  δεν  επέτρεπε  στους  Μουσουλμάνους να διαθέτουν ελεύθερα τις ιδιοκτησίες τους (νο 4). Το γεγονός ότι η θρησκεία τους  δεν  επέτρεπε  τη  συμβίωση  με  αλλόθρησκους,  καθιστούσε  αρκετά  δυσχερή  τη  θέση  της  μειονότητας.42  Για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ομολόγησαν ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν  τους διευκόλυνε να συλλέξουν τις αναγκαίες πληροφορίες.  Το  Δεκέμβριο  του  1925  η  Ελλάδα  και  η  Τουρκία  δήλωσαν  στον  Γενικό  Γραμματέα  της  ΚτΕ  ότι  άρχισαν  διμερείς  διαπραγματεύσεις  για  την  επίλυση  των  διαφορών  τους  και  επιθυμούσαν  να  διακοπεί  η  σχετική  διαδικασία  από  το  Συμβούλιο.  Οι  διαπραγματεύσεις  αυτές  οδήγησαν  στη  συμφωνία  Εξηντάρη‐Χαμντί  τον  Ιούνιο  του  1925.  Δι'  αυτής,  μεταξύ  άλλων,  συμφωνήθηκε  και  η  απομάκρυνση  των  προσφύγων  από  την  περιοχή  της  Δ.  Θράκης.43  Παρόλο  που  η  συμφωνία  αυτή  δεν  εφαρμόστηκε  ποτέ  λόγω  της  έντασης  που  επακολούθησε,  οι  ελληνικές  αρχές  φρόντισαν  να  μεταφέρουν αλλού 40.000 από τους 100.000 των μικρασιατών προσφύγων και να επιταχύνουν την  εκκένωση  των  επιταχθέντων  μουσουλμανικών  περιουσιών.  Σύμφωνα  με  τον  εμπιστευτικό  πίνακα  του  Διευθυντή  Εποικισμού  Θράκης,  τον  Ιούνιο  του  1926  τα  κατεχόμενα  ακίνητα  παρόντων  Μουσουλμάνων ήταν τα κάτωθι: 870 δωμάτια, 1 τέμενος, 2 σχολεία, 146 στάβλοι, 87 αχυρώνες, 344  αγροί  μικροϊδιοκτητών,  49.161  βοσκές.  Για  να  διαπιστωθεί  ο  ταχύτατος  ρυθμός  σημειώνουμε  ότι  ελάχιστους μήνες πριν οι ανωτέρω αριθμοί ήταν πολύ μεγαλύτεροι.44  Το  1928  οι  μουσουλμανικές  περιουσίες  είχαν  ελευθερωθεί  εντελώς.  Από  τις  μεγάλες  ιδιοκτησίες  Μουσουλμάνων  εξαγοράστηκαν  μέχρι  το  1928  περί  τα  180.000  στρέμματα  και  ήταν  υπό  διαπραγμάτευση άλλα 125.000.45  Οι πρόσφυγες είχαν εγκατασταθεί σε δικούς τους οικισμούς και  οι  αγροί  που  καλλιεργούσαν  ήταν  οι  παλιές  ιδιοκτησίες  των  φυγάδων  Μουσουλμάνων  και  των  ανταλλαγέντων Βουλγάρων, δηλαδή γαίες που είχαν περιέλθει στο Δημόσιο. Τους δόθηκαν επίσης  για  εκχέρσωση  κοινοτικές  βοσκές,  στις  περιοχές  όπου  περίσσευαν  και  οι  ντόπιοι  κτηνοτρόφοι  τις  νοίκιαζαν  σε  ετεροδημότες  κτηνοτρόφους.46  Δυστυχώς  όμως  η  Τουρκία  χρησιμοποίησε  για  μία  ακόμα  φορά  τα  πραγματικά  περιστατικά  ως  πρόσχημα  για  την  υπονόμευση  της  ελληνικής  μειονότητας  της  Πόλης.  Αγνοώντας  τις  κινήσεις  καλής  θελήσεως  της  Ελλάδας,  προχώρησε  σε  κατασχέσεις ελληνικών περιουσιών μεγάλης αξίας, τις οποίες ονόμασε αντίποινα. Σημειώνουμε ότι  η Μικτή Επιτροπή έπαιξε αρνητικό ρόλο στην όλη υπόθεση. Τα ουδέτερα μέλη παρέμεναν συνήθως  άβουλοι θεατές των ελληνοτουρκικών αντεγκλήσεων αποφεύγοντας να πάρουν θέση παρά μόνο για  τα επουσιώδη θέματα. Η ελληνική αντιπροσωπεία από την άλλη μεριά χειροτέρεψε τα πράγματα με  την άσκοπη υποχωρητικότητά της και τη σύγχυσή της κάθε φορά που άλλαζε σύνθεση.47  Τη μεγάλη βελτίωση της θέσης των Μουσουλμάνων της Δ. Θράκης επιβεβαίωσε πάντως μετά από  επιτόπια  έρευνα  αντιπροσωπεία  της  Μικτής  Επιτροπής  υπό  την  προεδρία  του  Χόλσταντ.  Το  Digitized by 10uk1s 

Δεκέμβριο του 1928 έκανε την αναφορά της επισημαίνοντας τα κάτωθι:  • Η κατάληψη των οικιών και των μικρών αγροτικών ιδιοκτησιών από τους πρόσφυγες είχε σχεδόν  τελειώσει.  • Οι μεγάλες αγροτικές ιδιοκτησίες είχαν εξαγοραστεί από την ελληνική κυβέρνηση.  • Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος είχε δώσει μεγάλα δάνεια στους Μουσουλμάνους της Θράκης.  •  Είχαν  δοθεί  αποζημιώσεις  για  τα  απαλλοτριωθέντα  (έμενε  μόνο  να  ολοκληρωθεί  η  αποζημίωση  όλων για χρήση και κατοχή οικιών, γεωργικών εργαλείων, αγρών κ.λπ.).48  Φυσικά οι διαπιστώσεις της Μικτής Επιτροπής δεν είχαν τελικά καμία επίπτωση. Η άτολμη Επιτροπή  αδρανούσε  όταν  οι  δύο  κυβερνήσεις  διαφωνούσαν  επί  ενός  θέματος.  Κατά  το  διάστημα  δε  του  ιδιόρρυθμου παγκαλικού καθεστώτος οι ελληνοτουρκικές σχέσεις οξύνθηκαν ακόμα πιο πολύ γιατί  εξέλιπε και η παραδοσιακή ελληνική υποχωρητικότητα. Ο στρατηγός είχε βάλει στο στόχαστρο την  Τουρκία, πιστεύοντας ότι η συνθήκη της Λωζάνης δεν ήταν έντιμη και ότι η Α. Θράκη «θυσιάστηκε»  γιατί  δείλιασε  η  Ελλάδα  την  κρίσιμη  στιγμή.  Έτσι  προχώρησε  στις  πιο  ετερόκλητες  συμμαχίες  και  έκανε παράλογες υποχωρήσεις απέναντι σε γειτονικές χώρες με στόχο να εξασφαλίσει συμμάχους  στον αγώνα του για την αναθεώρηση του συμφωνηθέντος εδαφικού καθεστώτος.49  Μετά  την  εκπνοή  των  αλυτρωτικών  οραμάτων  και  την  άδοξη  λήξη  του  παγκαλικού  καθεστώτος,  η  Ελλάδα κατέβαλε εκ νέου προσπάθεια συμβιβασμού και διαπραγματεύσεων, η οποία οδήγησε στη  Συμφωνία των Αθηνών στις 1.12.26. Η εφαρμογή της συμφωνίας αυτής, που αφορούσε κυρίως τον  περιουσιακό  διακανονισμό,  βρήκε  πολλά  εμπόδια.  Το  πιο  μεγάλο  ήταν  οι  πιέσεις  119  γνωστών  Μουσουλμάνων  που  απαιτούσαν  επιστροφή  των  περιουσιών  τους  —  πράγμα  απαράδεκτο  και  άδικο  για  την  ελληνική  πλευρά.  Η  κατάσταση  έγινε  αδιέξοδη  για  πολλοστή  φορά  και  τα  τουρκικά  παράπονα για δημιουργία εντυπώσεων πολλαπλασιάστηκαν.  Ένα από τα πάγια τουρκικά παράπονα ήταν η υποτιθέμενη ενίσχυση των αντικεμαλικών στοιχείων  της Δ. Θράκης εκ μέρους της ελληνικής διοίκησης. Όπως προαναφέραμε, οι Μουσουλμάνοι της Δ.  Θράκης  ήταν  σε  μεγάλο  βαθμό  παλαιών  αρχών  και  απόλυτα  προσκολλημένοι  στην  ισλαμική  παράδοση. Η επανάσταση του Κεμάλ δεν κατάφερε να τους κερδίσει. Οι μεγάλες καινοτομίες των  κεμαλιστων50, όπως η κατάργηση των ιεροδιδασκαλείων, ο έλεγχος των θρησκευτικών οργανώσεων,  η  κατάργηση  των  παλιών  τίτλων,  η  υιοθέτηση  του  ελβετικού  αστικού  κώδικα  και  γενικά  η  απομάκρυνση από τη θρησκεία και η υιοθέτηση ξένων προς την ισλαμική παράδοση πολιτιστικών  προτύπων, τους τρόμαξαν και τους έκαναν να αντιδράσουν. Έτσι η Δ. Θράκη υπήρξε αναπόφευκτα  το  θέατρο  της  διαμάχης  Νεοτούρκων  και  συντηρητικών.  Τους  νεότουρκους  μεταρρυθμιστές  καθοδηγούσε αρχικά ο δάσκαλος Μεχμέτ Χιλμί, ο οποίος τον Ιούνιο του 1924 άρχισε να εκδίδει την  εφημερίδα  Νέο  Φως  (Yeni  Ziya),  όργανο  των  καπνεργατών.  Ο  ίδιος  εξέδωσε  αργότερα  την  εφημερίδα Νέο Βήμα (Yeni Adim) που προπαγάνδιζε υπέρ του κεμαλισμού.51  Τις  τάξεις  των  ντόπιων  συντηρητικών  Μουσουλμάνων  ήρθαν  να  πυκνώσουν  150  περίπου  τούρκοι  φυγάδες  που  πολέμησαν  το  νέο  τουρκικό  καθεστώς  και  κατέφυγαν  στο  ελληνικό  έδαφος  αφού  έχασαν  το  παιγνίδι.  Οι  άνθρωποι  αυτοί,  αντιμαχόμενοι  τους  κεμαλιστές,  είχαν  βοηθήσει  την  προσπάθεια του ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία και δικαίως προσδοκούσαν ηθική ανταμοιβή από  την Ελλάδα. Επειδή τύχαινε οι φυγάδες να είναι άτομα σημαντικής μορφώσεως, πολλοί απ' αυτούς  χρησιμοποιήθηκαν  ως  δάσκαλοι  από  τη  μουσουλμανική  κοινότητα  που  δεν  διέθετε  πολλά  μορφωμένα μέλη. Ο γνωστότερος απ' αυτούς ήταν ο Μουσταφά Σάμπρι που εξέδωσε το 1927 στην  Ξάνθη την εφημερίδα Αύριο (Yarin).52  Σημειωτέον ότι κατά τη δεκαετία του '20 κυκλοφορούσαν στη  Δ. Θράκη και άλλα 8 έντυπα, τα περισσότερα αντικεμαλικής κατεύθυνσης.  Digitized by 10uk1s 

Οι  δύο  παρατάξεις,  εκπροσωπούμενες  η  μεν  από  τους  μουφτήδες  και  η  δε  από  τα  όργανα  του  τουρκικού προξενείου, αλληλοδιώκονταν με θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Η ελληνική διοίκηση βρέθηκε  πολλές  φορές  στο  επίκεντρο  αυτής  της  εμφύλιας  διαμάχης  να  κατηγορείται  αμφοτέρωθεν  για  μεροληψία  ενώ  προσπαθούσε  να  κρατήσει  ουδέτερη  στάση.  Οι  αντικεμαλικοί  θεωρούσαν  αυτονόητο ότι θα είχαν εξασφαλισμένη την εύνοια των ελληνικών αρχών καθότι «αναμφιβόλως το  ρεύμα  του  Κεμαλισμού  αντιτίθεται  προς  την  πολιτικήν  της  κυριάρχου  Ελληνικής  Κυβερνήσεως».53  Οι ελληνικές αρχές όμως δεν υιοθετούσαν πάντα την πλέον αυτονόητη επιλογή...  Ένα  από  τα  κομβικά  σημεία  της  διαμάχης  ήταν  και  η  καθιέρωση  των  λατινικών  χαρακτήρων  στην  τουρκική  γλώσσα.  Αρχικά  είχε  απαγορευθεί  στα  μουσουλμανικά  σχολεία  της  Δ.  Θράκης  η  διδαχή  της  γλώσσας  με  τους  δυτικούς  χαρακτήρες,  μιας  και  αυτή  ήταν  η  επιθυμία  της  πλειονότητας  των  ντόπιων  Μουσουλμάνων. Το 1929 όμως  η  ελληνική κυβέρνηση το επέτρεψε μετά από πιέσεις της  Τουρκίας  και  των  κεμαλικών  της  Θράκης. 54  Οι  μουφτήδες  αντέδρασαν  αμέσως  με  οργισμένο  υπόμνημα στη Γ.Δ. Θράκης: «Οι Μουσουλμάνοι της Δ. Θράκης καλώς εννοούσιν ότι η θρησκεία των,  η παιδεία των, αι παραδόσεις των και η κοινωνική αυτών υπόστασις δεν είναι παίγνιον εις χείρας  Τουρκίας.  [...]  Δεν  δικαιούνται  να  μεταχειρίζωνται  ως  μέσον  προς  επίτευξιν  των  ασεβών  αυτών  σκοπών  τα  σχολεία  ημών,  τα  οποία  τυγχάνοντα  ιδιοκτησίαι  των  μουσουλμανικών  βακουφίων  αναγνωρίζονται  ως  ισλαμικά  καθιδρύματα  και  διά  τον  λόγον  αυτόν  ακριβώς  απολαύουσιν  προνομίων και κυβερνητικών παραχωρήσεων».55  Σ'  αυτό  το  σημείο  δεν  μπορούμε  παρά  να  επισημάνουμε  τις  παράδοξες  επιλογές  των  ελληνικών  αρχών  ως  προς  τη  μειονότητα  της  Δ.  Θράκης.  Είναι  σαφές  ότι  η  ύπαρξη  μιας  μουσουλμανικής  μειονότητας στα ελληνοτουρκικά σύνορα ήταν μία δυνάμει απειλή για την ειρήνη. Το γεγονός ότι η  μειονότητα  αυτή  είχε  σε  μεγάλο  βαθμό  αντιτουρκικό  προσανατολισμό  ήταν  ένα  απροσδόκητο  δώρο.  Ας  μη  λησμονούμε  ότι  η  συνθήκη  της  Λωζάνης  ομιλούσε  περί  Μουσουλμάνων  και  όχι  περί  Τούρκων. Το σύστημα προστασίας μειονοτήτων της ΚτΕ στηριζόταν άλλωστε στον αποκλεισμό των  παρεμβάσεων  του  συγγενικού  προς  τη  μειονότητα  κράτους.  Η  ελληνική  διοίκηση  όμως,  κατά  περίεργο  τρόπο,  βοήθησε  ή  έστω  επέτρεψε  στο  τουρκικό  προξενείο,  ακόμα  και  πριν  από  την  περίοδο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, να διχάσει με κεμαλική προπαγάνδα την κοινότητα και  να  διεισδύσει  σ'  αυτήν  εγκαθιστώντας  σε  καίριες  θέσεις  κεμαλιστές. 56   Έτσι  παρατηρούμε  το  παράδοξο  να  καταγγέλλονται,  λ.χ.,  οι  ελληνικές  αρχές  ότι  διώκουν  τη  χρηματοδοτούμενη  από  το  τουρκικό  προξενείο  εφημερίδα  Yeni  Adim,  όταν  την  ίδια  εποχή  η  εφημερίδα  δημοσίευε  ελεύθερα  ψεύδη  του  τύπου  «τα  χωριά  μας  έγιναν  τόποι  δράματος...  κανένας  πρόσφυγας  δεν  εκκένωσε  τα  σπίτια και τα χωράφια»57  κ.λπ.  Η  πλάστιγγα  έγειρε  καθοριστικά  υπέρ  των  κεμαλικών  μετά  την  ελληνοτουρκική  προσέγγιση  που  υπήρξε  αποτέλεσμα  των  τολμηρών  επιλογών  του  Βενιζέλου.  Ο  θριαμβευτικά  επανεκλεγείς  πρωθυπουργός τοποθέτησε το 1929 στην Άγκυρα τον πρέσβη Σ. Πολυχρονιάδη για να βοηθήσει τη  λύση  των  αποτελματωμένων  στη  Μικτή  Επιτροπή  οικονομικών  διαφορών.  Αυτός  επέστησε  την  προσοχή  της  ελληνικής  κυβέρνησης  στις  κακές  επιπτώσεις  που  είχε  στην  ελληνική  μειονότητα  η  ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και πρότεινε άμεσο διακανονισμό.58  Έτσι τον Ιούλιο του 1930  υπεγράφη  το  Σύμφωνο  της  Άγκυρας  που  ρύθμιζε  εις  βάρος  της  Ελλάδας  τις  περιουσιακές  εκκρεμότητες από την ανταλλαγή. Ένας από τους σημαντικότερους λόγους που προβλήθηκαν τότε  ως  δικαιολογητική  βάση  ήταν  η  ανάγκη  να  τεθεί  τέλος  στη  διαρροή  των  Ελλήνων  από  την  Κωνσταντινούπολη  εξασφαλίζοντάς  τους  μια  ανεκτή  ζωή.  Η  Ελλάδα  δεν  ήταν  εις  θέσιν  να  αποκαταστήσει και τους Έλληνες της Πόλης με όλα τα βάρη που σήκωνε.59  Όπως θα αναλύσουμε  στο  σχετικό  κεφάλαιο,  ο  στόχος  αυτός  δεν  επετεύχθη  ποτέ.  Η  Τουρκία  πιστή  στη  στρατηγική  του  αφανισμού  των  μειονοτικών  πληθυσμών,  συνέχισε  να  πιέζει  ποικιλοτρόπως  τους  Έλληνες  της  Πόλης,  απολαμβάνοντας  παράλληλα  πλήρως  τα  δικαιώματα  που  της  έδινε  η  νέα  ελληνοτουρκική  φιλία. 

Digitized by 10uk1s 

Ένα  απ'  αυτά  ήταν  η  απαλλαγή  της  από  τον  πονοκέφαλο  των  150  ανεπιθύμητων  αντικεμαλικών  πλησίον  των  συνόρων  της.  Η  πρώτη  απαίτηση  του  τουρκικού  προξενείου  ήταν  η  άμεση  απομάκρυνσή  τους  από  τη  Δ.  Θράκη.  Μετά  από  σύσταση  της  ελληνικής  κυβερνήσεως  οι  αντικεμαλικοί  αναγκάστηκαν  να  καταφύγουν  στην  Αθήνα  το  Μάρτιο  του  1931  παίρνοντας  11.875  δρχ. εφάπαξ επίδομα μετεγκατάστασης. Τη λίστα των ανεπιθύμητων υπέδειξε ο τούρκος πρόξενος  βοηθούμενος  και  από  την  ελληνική  χωροφυλακή.  Ο  πρόξενος  μάλιστα  έφτασε  στο  σημείο  να  ζητήσει να εκτοπιστούν εκτός των φυγάδων και Μουσουλμάνοι ελληνικής υπηκοότητας, απαίτηση  καταφανώς αντιβαίνουσα προς τις διεθνείς μειονοτικές υποχρεώσεις της Ελλάδας.60  Όλα αυτά ενώ  η Yeni Adim συνέχιζε να επιτίθεται κατά της Ελλάδας!  Η  ελληνική  κοινή  γνώμη  ταράχτηκε  από  την  τύχη  των  αντικεμαλικών  της  Δ.  Θράκης,  κυρίως  γιατί  ήταν  γνωστό  ότι  είχαν  προσφέρει  υπηρεσίες  στην  Ελλάδα.  Ένας  άλλος  λόγος  ήταν  ότι  οι  παραχωρήσεις  ήταν  μονόπλευρες.  Η  Τουρκία  δεν  προχώρησε  ποτέ  στην  απομάκρυνση  του  παπα‐Ευθύμ  από  την  Πόλη  ούτε  απέδωσε  τις  εκκλησίες  που  παρανόμως  κατείχε.  Κατόπιν  τούτου  εμφανίστηκαν  πολλά  επιθετικά  άρθρα,  ιδίως  στον  αντιπολιτευόμενο  τύπο,  που  καταλόγιζαν  στην  ελληνική  κυβέρνηση  έλλειψη  «ίχνους  εθνικής  αξιοπρέπειας».61  Η  κριτική  όμως  δεν  φόβισε  τον  Βενιζέλο που δήλωσε στη Βουλή ότι «την κοινήν γνώμην αν δεν την έχω σύμφωνον, εννοώ να την  διαπαιδαγωγήσω και όχι να παρασύρομαι απ' αυτήν».62  Ο  ηγέτης  των  αντικεμαλικών  Μουσταφά  Σάμπρι  εξορίστηκε  κι  αυτός.  Το  τουρκικό  προξενείο  ενορχήστρωσε ελεύθερα την επικράτηση των κεμαλικών μεταρρυθμίσεων μέσω των δασκάλων που  εξαναγκάστηκαν  πλέον  να  συνεργαστούν  στενά  με  τις  τουρκικές  αρχές.63  Στην  Ξάνθη  ιδρύθηκε  σχολείο  κεμαλικών  προδιαγραφών.  Πολλαπλασιάστηκαν  ταυτόχρονα  και  οι  οργανώσεις  της  τουρκικής  νεολαίας  που  ήταν  τα  φυτώρια  για  τη  γαλούχηση  των  τουρκιστών  και  την  εθνική  απορρόφηση των μουσουλμάνων Πομάκων.64  Ο διευθυντής της  Yeni Adim  Μεχμέτ Χιλμί αφέθηκε  να  προπαγανδίζει  ελεύθερα  ενώ  ήταν  γνωστό  ότι  τον  χρηματοδοτούσε  η  Άγκυρα,  η  οποία  του  πρόσφερε  και  το  πιεστήριο.  Εν  ολίγοις  η  ελληνική  κυβέρνηση  επέτρεψε  την  ανεξέλεγκτη  δράση  τουρκικού  προξενείου  στην  Κομοτηνή  χωρίς  να  ζητήσει  τουλάχιστον  για  λόγους  αμοιβαιότητας  ίδρυση προξενείου της Ελλάδας στην ταλαιπωρημένη Ίμβρο.65  Τον Οκτώβριο του 1931 ο Ισμέτ Ινονού και ο Τεβφήκ Ρουσδή Αράς επισκέφθηκαν την Αθήνα. Όταν  συζητήθηκε  το  μειονοτικό  ζήτημα,  οι  Τούρκοι  επίσημοι  ζήτησαν  επιπλέον  την  κατάργηση  των  θρησκευτικών  δικαστηρίων,  εν  ανάγκη  και  μετά  από  ένα  είδος  δημοψηφίσματος  μεταξύ  της  νεολαίας.  Ο  Βενιζέλος  όμως  δεν  μπορούσε  να  το  δεχθεί  δεδομένου  ότι  η  κατάργηση  αυτή  θα  αποτελούσε  παραβίαση  των  διεθνών  μειονοτικών  δεσμεύσεων  της  Ελλάδας  και  επιπλέον  θα  προσέκρουε  και  στην  αντίδραση  των  μουσουλμάνων  βουλευτών  και  του  συνόλου  των  Παλαιομουσουλμάνων της Δ. Θράκης.66  Σημειωτέον ότι το 1930 αυτή η ομάδα ίδρυσε την Ένωσιν  Μουσουλμάνων  Ελλάδος  με  σκοπό  να  αγωνιστεί  για  τη  διατήρηση  των  κεκτημένων  της  δικαιωμάτων που απειλούνταν από την εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων.  Γεγονός είναι ότι μετά την ελληνοτουρκική προσέγγιση που έδωσε πράσινο φως στην τουρκοποίηση  της μουσουλμανικής μειονότητας της Δ. Θράκης, κανένα απολύτως παράπονο δεν ακούστηκε από  εκείνο  το  μέτωπο.  Η  Τουρκία  είχε  κάθε  λόγο  να  αισθάνεται  ικανοποιημένη  γιατί  υλοποίησε  πολύ  εύκολα  όλους  τους  στόχους  της.  Κέρδισε  πολλά  για  τη  μειονότητα  της  Θράκης  χωρίς  να  παραχωρήσει απολύτως τίποτα στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης. Η Τουρκία είχε επίσης κάθε  λόγο να αποφεύγει τις αναφορές σε διεθνείς μειονοτικές δεσμεύσεις, αφού δεν είχε καμία πρόθεση  να τις σεβαστεί.  Έτσι  τον  Ιανουάριο  του  1933  ο  Τούρκος  πρέσβης  στην  Αθήνα  δήλωνε  στον  τύπο:  «Η  τουρκική  κυβέρνησις ουδέν παράπονον έχει από την συμπεριφοράν της ελληνικής κυβερνήσεως απέναντι της  τουρκικής  μειονότητος  της  Δ.  Θράκης,  η  οποία  ζει  ησύχως  υπό  τους  ελληνικούς  νόμους». 67  Digitized by 10uk1s 

Πραγματικά, σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίνει το Υπουργείο Εξωτερικών, οι Μουσουλμάνοι  χρησιμοποιούσαν ελεύθερα τη γλώσσα τους σε κάθε είδους συναλλαγή, βελτίωναν την οικονομική  τους  θέση,  εξέδιδαν  τις  εφημερίδες  τους,  προσλαμβάνονταν  σε  δημόσιες  υπηρεσίες 68   και  συμμετείχαν  σε  ευρεία  κλίμακα  στη  διοίκηση  των  Δήμων  και  των  Κοινοτήτων.  Στις  δημοτικές  εκλογές του 1926 εξελέγησαν στη Δ. Θράκη 175 δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι, 15 πρόεδροι  κοινοτήτων και 5 δημοτικοί πάρεδροι.69  Στο ελληνικό Κοινοβούλιο τη μειονότητα εκπροσωπούσαν  4 βουλευτές και 2 γερουσιαστές. Να σημειωθεί εδώ ότι οι βενιζελικοί το 1923 εφήρμοσαν ένα νέο  εκλογικό  σύστημα  βάσει  του  οποίου  οι  Μουσουλμάνοι  και  οι  Εβραίοι  ψήφιζαν  χωριστά  για  19  έδρες. Η καινοτομία αυτή αποδόθηκε στην εφαρμογή των μειονοτικών υποχρεώσεων της Ελλάδας  και  εφαρμόστηκε  για  πρώτη  φορά  το  Δεκέμβριο  του  1923.  Εν  συνεχεία  ατόνησε  μέχρι  που  ο  Βενιζέλος  την  ξανάφερε  στην  επιφάνεια  παρά  τις  διαμαρτυρίες  των  αντιβενιζελικών  και  των  Εβραίων. Το 1933 όμως το Εκλογοδικείο θεώρησε αντισυνταγματική τη χωριστή ψήφο. Ως προς τις  πολιτικές τους προτιμήσεις μπορούμε να πούμε ότι οι Μουσουλμάνοι ψήφιζαν κυρίως τα κόμματα  του βενιζελικού χώρου και με αυτά εκλέγονταν οι εκπρόσωποί τους. Μετά την πτώση του Βενιζέλου  όμως άρχισαν να στρέφονται και στο αντίπαλο στρατόπεδο. Κατά μία άποψη, αυτό αντικατοπτρίζει  τη φυσιολογική τους επιθυμία να διατηρήσουν αγαθές σχέσεις με τις ελληνικές αρχές.70  2. Οι έλληνες Ορθόδοξοι στην Κωνσταντινούπολη  Όπως  διαπιστώσαμε,  η  συνθήκη  ανταλλαγής  ελληνοτουρκικών  πληθυσμών,  που  επιχείρησε  με  καινοφανή  και  μάλλον  σκληρό  τρόπο  να  λύσει  σημαντικό  τμήμα  των  διαφορών  των  δύο  λαών,  υπήρξε  απλώς  η  απαρχή  πολυετών  αντεγκλήσεων,  ιδίως  ως  προς  το  ζήτημα  των  ελλήνων  Ορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η ζωντανή και ευημερούσα κοινότητα ήταν πλέον καρφί  στο μάτι της νέας Τουρκίας. Οι πανηγυρισμοί των ομογενών με την είσοδο του ελληνικού στρατού  και η  βοήθειά τους στη μικρασιατική  επιχείρηση της Ελλάδας  θεωρήθηκαν ύστατη πρόκληση.71  Η  καχυποψία των Τούρκων γιγαντώθηκε. Οι Έλληνες έφτασαν να απειλήσουν το τουρκικό έδαφος με  τα αλυτρωτικά οράματά τους. Μετά το τέλος αυτού του πολέμου ήταν φανερό ότι ο ελληνισμός θα  απειλούνταν  με  εξαφάνιση  από  τις  παραδοσιακές  του  εστίες  στην  Ανατολή.  Ήδη  από  το  1919  η  απειλή  της  βίας  είχε  αναγκάσει  χιλιάδες  Έλληνες  που  ζούσαν  στα  μικρασιατικά  παράλια  να  καταφύγουν  κατά  κύματα  στην  Ελλάδα  για  να  σωθούν.  Μετά  την  ολοκλήρωση  της  καταστροφής  περί το ένα εκατομμύριο Έλληνες είχε ήδη πάρει το δρόμο της προσφυγιάς.  Ο Ισμέτ Ινονού στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης, με τον αέρα του νικητή, είχε καταστήσει σαφές ότι  δεν θα ανεχόταν καμιά αμφισβήτηση  της εθνικής  κυριαρχίας της Τουρκίας και καμιά ανάμιξη των  ξένων στα εσωτερικά της χώρας του με οποιαδήποτε μειονοτική αφορμή. Όπως τόνισε και ο Νάνσεν  στον Βενιζέλο72, ήταν επίσης σαφές ότι η Τουρκία δεν θα επέτρεπε την επιστροφή των προσφύγων  στις  εστίες  τους.  Οι  κεμαλιστές  δεν  μπορούσαν  να  ανεχθούν  μειονοτικούς  πληθυσμούς  με  τόσο  βαθιά  εθνική  συνείδηση  όσο  οι  Έλληνες,  τους  οποίους  θεωρούσαν  αιχμή  του  εχθρικού  δόρατος  εναντίον  του  νεογέννητου  εθνικού  τουρκικού  κράτους.73  Η  Ελλάδα  παραδέχτηκε  τελικά  ότι  η  μοναδική λύση ήταν η αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών.  Η  τουρκική  αντιπροσωπεία  επέμενε  να  φύγουν  όλοι  οι  Έλληνες  που  ζούσαν  σε  τουρκικό  έδαφος,  των Ελλήνων της Πόλης συμπεριλαμβανομένων. Αντίθετα από την πρώτη στιγμή είχαν εξαιρέσει της  ανταλλαγής  τον  μουσουλμανικό  πληθυσμό  της  Δυτικής  Θράκης.  Τελικά  μετά  από  πιέσεις  των  Βρετανών και λόγω του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της Κωνσταντινούπολης, η Τουρκία δέχτηκε να  εξαιρεθούν της ανταλλαγής και οι Έλληνες οι εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη πριν από το  1918,  ως  εξισορρόπηση  της  τουρκικής  παρουσίας  στη  Θράκη.74  Εξαιρέθηκαν  επίσης  οι  έλληνες  κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου.  Η σύμβαση της ανταλλαγής υπεγράφη στις 30.1.23, έξι μήνες πριν από την υπογραφή της Συνθήκης  της  Λωζάνης  γιατί  θεωρήθηκε  επείγουσα  η  αποκατάσταση  των  προσφύγων.  Παρ'  όλα  αυτά  Digitized by 10uk1s 

δυστυχώς  ο  μηχανισμός  άρχισε  να  λειτουργεί  κανονικά  μετά  από  9  μήνες.  Η  ενδεκαμελής  Μικτή  Επιτροπή  που  επέβλεπε  την  ανταλλαγή  έστειλε  μόνο  192.356  Έλληνες  στην  Ελλάδα  μέχρι  το  καλοκαίρι  του  1925  που  τελείωσε  το  έργο  της.  Οι  περισσότεροι  έλληνες  ανταλλάξιμοι  είχαν  ήδη  φύγει.  Ένα  από  τα  πρώτα  προβλήματα  ανεφύη  στη  Μικτή  Επιτροπή  όταν  έπρεπε  να  διευκρινιστεί  τι  εννούσαν οι Τούρκοι όταν δέχτηκαν να μείνουν στην Πόλη όσοι Έλληνες ήταν εγκατεστημένοι πριν  από το 1918. Σημειωτέον ότι αυτή η χρονολογία επελέγη για να μην επωφεληθούν όσοι ομογενείς  κατέφυγαν  στην  Πόλη  από  την  ανακωχή  και  μετά.  Σύμφωνα  με  βρετανικές  πηγές  οι  Έλληνες  της  Πόλης το 192275  ήταν περί τους 400.000, από τους  οποίους οι 150.000 έφυγαν έντρομοι  μέχρι το  1923.  Οι  Τούρκοι  όμως  ήταν  αποφασισμένοι  να  δεχτούν  επιλεκτικά  μόνο  ένα  τμήμα  αυτού  του  πληθυσμού. Με στόχο λοιπόν την ελαχιστοποίηση του τμήματος αυτού δήλωσαν τον Αύγουστο του  1924 ότι θεωρούσαν εγκατεστημένους (établis) μόνο όσους είχαν συμμορφωθεί προς τις διατάξεις  του  τουρκικού  νόμου  στις  14.8.1914  περί  «νοφουσίου»  (πιστοποιητικού  ιθαγενείας)  και  είχαν  εγγραφεί στα δημοτολόγια της Πόλης.76  Στη  διαμάχη  που  ακολούθησε  στο  πλαίσιο  της  Μικτής  Επιτροπής,  η  γνώμη  των  ουδέτερων  μελών  ήταν  αρχικά  υπέρ  της  ελληνικής  άποψης,  που  έδινε  στη  λέξη  «εγκατεστημένοι»  όχι  νομική  αλλά  ουσιαστική  διάσταση.  Με  λίγα  λόγια  θεωρούσε  εγκατεστημένους  όσους  έμεναν  συνεχώς  σε  μια  συγκεκριμένη  περιοχή  όπου  ασκούσαν  και  τις  επαγγελματικές  τους  δραστηριότητες.77  Το  ζήτημα  εξετάστηκε και από το Νομικό Τμήμα της Μικτής Επιτροπής, το οποίο συμφώνησε με τις ελληνικές  απόψεις. Οι τουρκικές αρχές όμως ήταν αποφασισμένες να μειώσουν τον αριθμό των Ελλήνων της  Πόλης  έστω  και  με  τη  βία.  Επιπλέον  ο  πανθομολογουμένως  ανίκανος  Ντε  Λάρα  της  Μικτής  Επιτροπής υπαναχώρησε και το όλο θέμα οδηγήθηκε σε αδιέξοδο.  Τον  Οκτώβριο  του  1924  οι  τουρκικές  αρχές  συνέλαβαν  και  ετοιμάστηκαν  να  απελάσουν  4.452  Έλληνες,  χρίζοντάς  τους  ανταλλάξιμους  βάσει  του  προαναφερθέντος  σκεπτικού.  Η  Ελλάδα,  αφού  δεν είδε να ευαισθητοποιείται η Μικτή Επιτροπή στις καταγγελίες της, ζήτησε τη βοήθεια της ΚτΕ.  Οι  κρατούμενοι  απελευθερώθηκαν  μετά  απ'  αυτό  το  διάβημα  και  στις  27.10.1924  το  ζήτημα  των  «εγκατεστημένων»  συζητήθηκε  από  το  Συμβούλιο.78  Η  Τουρκία  προσπάθησε  να  μετατοπίσει  το  πρόβλημα  ισχυριζόμενη  ότι  αυτοί  που  χρειάζονταν  πραγματικά  διεθνή  προστασία  ήταν  οι  Μουσουλμάνοι  της  Θράκης,  των  οποίων  οι  περιουσίες  κατασχέθηκαν  από  τους  πρόσφυγες.  Ζήτησαν μάλιστα να διεξαχθεί και έρευνα επιτόπου.79  Η ελληνική αντιπροσωπεία αφού τόνισε τον  προσωρινό  χαρακτήρα  της  χρήσης  μουσουλμανικών  περιουσιών  από  τους  πρόσφυγες,  δέχτηκε  ευχαρίστως  να  ερευνηθεί  το  θέμα  από  ειδική  επιτροπή.  Το  Συμβούλιο  μετά  ταύτα  αποφάσισε  να  παραπέμψει  το  θέμα  των  εγκατεστημένων  στο  ΔΔΔΔ80  αν  δεν  βρισκόταν  λύση  στο  πλαίσιο  της  Μικτής  Επιτροπής.  Στις  16.11.1924  η  Μικτή  Επιτροπή  παραδέχτηκε  το  αδιέξοδο  και  συμφώνησε  στην παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Στις 21.2.1925 το Δικαστήριο αυτό  δικαίωσε  τις  ελληνικές  απόψεις,  θεωρώντας  «εγκατεστημένους»  όσους  έφτασαν  στην  Πόλη  πριν  από τις 30.10.1918 έχοντας πρόθεση να εγκατασταθούν εκεί για μια μακρά περίοδο.81  Η απόφαση  αυτή δεν εφαρμόστηκε αμέσως γιατί τα δύο κράτη ήταν σε διαπραγματεύσεις επ' αυτού και άλλων  προβλημάτων. Η Τουρκία αποδέχτηκε την ελληνική εκδοχή μόνο στις 21.6.1925.  Ένα  άλλο  μεγάλο  πρόβλημα  που  βρήκε  ευκαιρία  να  εκθέσει  ενώπιον  του  Συμβουλίου  η  ελληνική  αντιπροσωπεία  ήταν  το  μέλλον  των  40.000  Ελλήνων  της  Κωνσταντινούπολης  που  είχαν  εγκαταλείψει  την  Πόλη  πριν  από  τη  Συνθήκη  της  Λωζάνης  φοβούμενοι  τουρκικά  αντίποινα.  Οι  άνθρωποι  αυτοί  κατέφυγαν  με  όποιο  τρόπο  μπορούσαν  —και  συνήθως  χωρίς  επίσημα  διαβατήρια—  στο  ελληνικό  έδαφος.  Μετά  τη  συνθήκη  της  ειρήνης  όμως  απαιτούσαν  να  αναγνωριστούν από τη Μικτή Επιτροπή ως μη ανταλλάξιμοι δεδομένου ότι είχαν όλα τα προσόντα.  Απαιτούσαν  επίσης  ευλόγως,  βάσει  του  άρθρου  16,  να  τους  επιτραπεί  η  άμεση  επιστροφή  τους  στην Πόλη και τις περιουσίες τους. Η τουρκική αντιπροσωπεία όμως εξαρχής ξεκαθάρισε ότι δεν θα  Digitized by 10uk1s 

επέτρεπε την επιστροφή τους και απαγόρευσε στη Μικτή Επιτροπή να παρέμβει στο θέμα. Ο λόγος  ήταν  ότι  τους  θεωρούσε  εχθρούς  του  καθεστώτος.  Να  σημειωθεί  επιπλέον  ότι  οι  φυγάδες,  που  ζούσαν  πια  στην  Ελλάδα,  δεν  δικαιούνταν  ούτε  τη  στοιχειώδη  βοήθεια  που  είχαν  οι  πρόσφυγες,  μιας  και  δεν  θεωρούνταν  ανταλλάξιμοι.  Έτσι  ζούσαν  πενόμενοι  ενώ  είχαν  εγκαταλείψει  μεγάλες  περιουσίες στην Πόλη. Τις περιουσίες αυτές είχαν οικειοποιηθεί τα στελέχη του νέου καθεστώτος.82  Για  να  αντιδράσουν  δυναμικά  οι  φυγάδες  Κωνσταντινουπολίτες  σχημάτισαν  την  «Επιτροπή  προάσπισης  των  δικαιωμά  των  των  Ελλήνων  Τούρκων  υπηκόων  της  Κωνσταντινούπολης  που  διαμένουν προσωρινά στην Ελλάδα».83  Η επιτροπή αυτή κατήγγειλε τρεις φορές την Τουρκία στην  ΚτΕ  για  αυστηρή  ερμηνεία  των  συνθηκών  και  παραβίαση  των  στοιχειωδών  ανθρωπίνων  και  μειονοτικών  δικαιωμάτων  τους.84  Η  Τουρκία  απαντούσε  σε  κάθε  περίπτωση  ότι  το  θέμα  εμπίπτει  στις αρμοδιότητες της Μικτής Επιτροπής.  Τον  Ιούνιο  του  1925  όμως,  μετά  από  διαπραγματεύσεις  της  ελληνικής  και  της  τουρκικής  αντιπροσωπείας  στη  Μικτή  Επιτροπή  σχετικά  με  τις  διαφορές  που  προέκυπταν  για  τα  θέματα  της  ανταλλαγής, ο Εξηντάρης και ο Χαμντί Μπέης έφτασαν σε συμφωνία. Δι' αυτής ξεκαθαριζόταν μεν  σχετικά  ευνοϊκά  για  την  Ελλάδα  ο  ορισμός  του  «εγκατεστημένου»85,  αλλά  παράλληλα  έκλεινε  το  δρόμο  της  επιστροφής  σε  όσους  είχαν  φύγει  χωρίς  διαβατήριο  από  την  Πόλη,  δηλαδή  σχεδόν  σε  όλους  τους  φυγάδες.  Η  μόνη  θετική  όψη  της  συμφωνίας  γι'  αυτούς  ήταν  η  δυνατότητα  ρευστοποίησης  της  κινητής  και  ακίνητης  περιουσίας  τους  εντός  τεσσάρων  χρόνων  δι'  αντιπροσώπων.86  Η αγωνιστική επιτροπή των φυγάδων αρνήθηκε να αποδεχτεί τα συμφωνηθέντα και βομβάρδισε τη  Μικτή  Επιτροπή  με  διαμαρτυρίες  που  κλόνισαν  την  αρχικά  μάλλον  θετική  στάση  των  ουδέτερων  μελών. Με λίγα λόγια η επιτροπή είχε να αντιμετωπίσει την Τουρκία αλλά και την Ελλάδα με μόνο  και  αμφιθυμικό  σύμμαχο  τα  ουδέτερα  μέλη.  Να  σημειωθεί  ότι  η  συμφωνία  αυτή  που  έγινε  επί  κυβερνήσεως Μιχαλακόπουλου δεν ήταν πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα, πράγμα που οδήγησε τον  επόμενο  υπουργό  Εξωτερικών  Μ.  Ρέντη  σε  δεύτερες  σκέψεις. 87   Το  αυταρχικό  καθεστώς  του  Πάγκαλου88  και η μεγάλη όξυνση που προκάλεσε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πάγωσαν οριστικά  τη  συμφωνία  Εξηντάρη‐Χαμντί.  Το  μέλλον  όμως  δεν  επεφύλασσε  ευχάριστες  εκπλήξεις  για  τους  ξεριζωμένους κωνσταντινουπολίτες Έλληνες. Στις 23.5.1927 η Τουρκία τους στέρησε την ιθαγένεια.  Η Ελλάδα δεν ήταν τότε σε θέση να αντιδράσει. Τέλος, η συμφωνία Αράς‐Πολυχρονιάδη του 1930  επισημοποίησε με τα άρθρα 12 και 28 αυτή τη δυσάρεστη εξέλιξη.89  Εν τω μεταξύ οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ζούσαν δύσκολες ώρες αγωνιώντας για το άμεσο  μέλλον  «διότι  η  πλειονότης  των,  πεπεισμένη  περί  του  αδυνάτου  της  εν  Τουρκία  παραμονής  της,  διαισθάνεται  ότι,  εάν  ουσιώδης  οπωσδήποτε  μεταβολή  των  πραγμάτων  δεν  μεσολαβήση,  θ'  αντιμετώπιση εν μέλλοντι την πικράν  ανάγκην του  εκπατρισμού».90  Η τάση τους να εκπατριστούν  είχε  πολλές  και  ποικίλες  αφορμές.  Μία  εκ  των  σπουδαιοτέρων  ήταν  η  υποχρέωση  των  ομογενών  νέων  να  υπηρετήσουν  τη  θητεία  τους  στον  τουρκικό  στρατό.  Είχε  γίνει  ήδη  γνωστή  η  σκληρή  μεταχείριση  που  τους  επεφύλασσαν  οι  Τούρκοι  αξιωματικοί.  Έτσι,  όποιοι  πλησίαζαν  την  κρίσιμη  ηλικία εγκατέλειπαν την Τουρκία συμπαρασύροντας και την οικογένειά τους. Αλλά αυτή δεν ήταν η  μόνη δυσκολία. Συνετέλεσαν και η βαριά φορολογία, και η διά ποικίλων προφάσεων απαγόρευση  άσκησης των περισσότερων επαγγελμάτων και κυρίως η εδραίωση της πεποίθησης ότι ο απώτερος  σκοπός των Τούρκων ήταν η εξαθλίωση των μειονοτήτων.  Εν  τω  μεταξύ  οι  βασανιστικές  ελληνοτουρκικές  διαπραγματεύσεις  είχαν  ξαναρχίσει.  Η  νέα  συμφωνία  που  έγινε  το  Δεκέμβριο  του  1926  από  τον  Αργυρόπουλο  και  τον  Σαράτσογλου  ήταν  λιγότερο συμφέρουσα για την Ελλάδα από την προηγούμενη που πάγωσε επί Παγκάλου. Δι' αυτής η  Ελλάδα  συμφωνούσε  να  δώσει  500.000  λίρες  για  να  ισοσκελίσει  την  περιουσιακή  διαφορά  Μουσουλμάνων  και  Ελλήνων.  Παρά  την  επίτευξη  αυτής  της  αρχικής  συμφωνίας,  οι  Digitized by 10uk1s 

διαπραγματεύσεις σκάλωσαν ξανά σε διάφορα σημεία, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να σκληρύνουν  εκ νέου τη στάση τους απέναντι στη μειονότητα αγνοώντας τις διεθνείς τους δεσμεύσεις. Σύμφωνα  με  την  αναλυτική  κατ'  άρθρον  έκθεση  των  τουρκικών  παραβιάσεων  από  το  ελληνικό  Γενικό  Προξενείο Κωνσταντινουπόλεως91  οι κυριότερες κατ' άρθρα παραβιάσεις ήταν οι εξής:  ΑΡΘΡΟ  38:  Παρά  τις  διατάξεις  του  που  εξασφάλιζαν  στις  μειονότητες  ελευθερία  κυκλοφορίας  και  παρά τις ειδικά για τους Έλληνες διατάξεις του άρθρου 16 της Συμβάσεως ανταλλαγής πληθυσμών  που κατοχύρωναν το δικαίωμα επιστροφής των αναχωρησάντων αλλά μη ανταλλαξίμων Ελλήνων, η  τουρκική κυβέρνηση ούτε στους τελευταίους επέτρεπε να επιστρέψουν ούτε στους υπόλοιπους να  κυκλοφορούν  ελεύθερα.  Σημειωτέον  ότι  η  απαγόρευση  αυτή  έθιγε  τα  περιουσιακά  δικαιώματα  όσων είχαν ακίνητη περιουσία εκτός της εξαιρεθείσας από την ανταλλαγή ζώνης. Έπληξε επίσης το  80% των εμπόρων.  ΑΡΘΡΟ  39:  Παρά  τις  διατάξεις  του  άρθρου  αυτού,  οι  μη  μουσουλμάνοι  τούρκοι  υπήκοοι  δεν  μετείχαν καθόλου στην πολιτική ζωή της χώρας. Ούτε ένας της κατηγορίας αυτής δεν κατείχε αιρετό  αξίωμα,  ούτε  καν  μετείχε  στην  ομάδα  των  εκλεκτόρων.  Τα  μέλη  των  μειονοτήτων  αποκλείονταν  επίσης από τις δημοσιοϋπαλληλικές θέσεις δυνάμει του νόμου περί δημοσίων υπαλλήλων, ο οποίος  μόνο στους κεμαλικούς επέτρεπε την κατάληψη δημόσιας θέσης. Οι μειονοτικοί, και δη οι Έλληνες,  ήταν  αποκλεισμένοι  επίσης  από  τις  υπηρεσίες  που  ήλεγχε  το  κράτος,  όπως  η  υπηρεσία  των  σιδηροδρόμων, οι τράπεζες, η εταιρεία υδρεύσεως, φωτισμού κ.λπ. Υπάλληλοι ομογενείς με πολλά  χρόνια  υπηρεσίας  αποπέμφθηκαν  σκαιότατα  με  μόνη  αιτιολογία  την  εθνικότητά  τους.  Έμειναν  μόνον  όσοι  λόγω  ειδικότητας  δεν  μπορούσαν  να  αντικατασταθούν.  Το  δικαίωμα  ασκήσεως  του  επαγγέλματός  τους  στερήθηκαν  επίσης  πολυάριθμοι  έλληνες,  εβραίοι  και  αρμένιοι  δικηγόροι,  με  μοναδική αιτιολογία ότι δικηγόρησαν μετά την ανακωχή ενώπιον των συμμαχικών δικαστηρίων.92  Όσον  αφορά  τη  χρήση  της  γλώσσας  των  μειονοτήτων  στο  εμπόριο,  την  οποία  εξασφάλιζε  η  παράγραφος  4  του  ίδιου  άρθρου,  τα  πράγματα  δεν  ήταν  καλύτερα.  Από  τις  τουρκικές  αρχές  επιβλήθηκε  η  τουρκική  γλώσσα  στην  τήρηση  των  βιβλίων  και  την  εμπορική  αλληλογραφία.  Αυτό,  εκτός  των  άλλων,  οδήγησε  στην  αντικατάσταση  των  ομογενών  υπαλλήλων  που  δεν  γνώριζαν  τούρκικα  από  Τούρκους.  Είναι  φανερό  ότι  επρόκειτο  για  μια  συντονισμένη  προσπάθεια  των  κεμαλικών  να  δημιουργήσουν  μια  τουρκοκεντρική  οικονομία  έξω  από  τον  έλεγχο  του  ελληνικού  εμπορικού κατεστημένου.  Περιττό  να  προστεθεί  ότι  η  χρήση  άλλης  πλην  της  τουρκικής  γλώσσας  ενώπιον  των  δικαστηρίων  ήταν αδύνατη, παρά τις εγγυήσεις της τελευταίας παραγράφου του άρθρου αυτού.  ΑΡΘΡΟ 40: Παραβιάζοντας τις διατάξεις του άρθρου αυτού, η τουρκική κυβέρνηση προσπαθούσε με  σειρά μέτρων να εκτουρκίσει τα μειονοτικά σχολεία και να διαδώσει δι' αυτών την τουρκική γλώσσα  με έξοδα των μειονοτικών κοινοτήτων! Η Τουρκία δεν περιορίστηκε να επιβάλει τη διδασκαλία της  τουρκικής γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία, αλλά με τη συνεχή αύξηση των ωρών διδασκαλίας στα  τουρκικά  κατέστησε  δύσκολη  την  επαρκή  κατάρτιση  των  μαθητών  στην  ελληνική  γλώσσα.  Στα  σχολεία στοιχειώδους εκπαιδεύσεως η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας απορροφούσε από 8‐12  ώρες στις 30. Στα τουρκικά διδάσκονταν επίσης τα μαθήματα της ιστορίας, της γεωγραφίας και των  πατριωτικών γνώσεων.  Με σειρά παράνομων εγκυκλίων επιβλήθηκαν στα μειονοτικά σχολεία οι παρακάτω υποχρεώσεις:  1)  Όλοι  οι  διευθυντές  και  οι  δάσκαλοι  που  πήραν  πτυχίο  μετά  την  ανακωχή  υποχρεώθηκαν  να  υποβληθούν σε εξετάσεις στην τουρκική γλώσσα. 2) Τα μειονοτικά σχολεία δεν αναγνωρίστηκαν ως  κοινοτικά  αλλά  ως  ιδιωτικά  σχολεία.  Εξαιτίας  αυτού  οι  κοινότητες  αναγκάζονταν  συχνά  να  προσλάβουν με αδρή αμοιβή Τουρκόφωνους που υποδείκνυαν οι τουρκικές αρχές για να παίξουν το  ρόλο  του  διευθυντή,  στο  όνομα  του  οποίου  λειτουργούσε  η  σχολή.  Το  πρόσωπο  αυτό  λεγόταν  Digitized by 10uk1s 

ιδρυτής και ήταν ο μόνος αρμόδιος για το διακανονισμό διαφόρων σχολικών προβλημάτων. Έτσι οι  κοινότητες βρέθηκαν να μη δικαιούνται να παρακολουθούν τα σχολεία που χρηματοδοτούσαν και  βεβαίως  να  μην  ελέγχουν  τις  πράξεις  των  «ιδρυτών».  3)  Οι  σφραγίδες,  οι  επιγραφές,  τα  βιβλία  εγγραφών, οι έλεγχοι και τα διπλώματα ήταν αποκλειστικά στην τουρκική γλώσσα. Το ίδιο ίσχυε και  για τα λογιστικά βιβλία. 4) Τα παραγγέλματα της γυμναστικής δίνονταν αναγκαστικά στα τουρκικά,  γι'  αυτό  και  οι  γυμναστές  έδιναν  εξετάσεις  στη  γλώσσα  αυτή.  5)  Οι  δάσκαλοι  της  τουρκικής  διορίζονταν από τις τουρκικές αρχές, οι οποίες καθόριζαν και τις αποδοχές τους. Οι ελληνορθόδοξες  κοινότητες απλώς πλήρωναν. Έτσι οι αποδοχές του τουρκικού προσωπικού απορροφούσαν τον μισό  σχεδόν  προϋπολογισμό  των  μειονοτικών  σχολείων  και  η  παραμικρή  καθυστέρησή  τους  συνεπαγόταν την αναστολή της λειτουργίας των σχολείων αυτών. 6) Τα διδακτικά βιβλία περνούσαν  από  αυστηρό  σοβινιστικό  έλεγχο,  με  αποτέλεσμα  τα  Ελληνόπουλα  να  χρησιμοποιούν  βιβλία  που  έθιγαν  συχνά  τα  εθνικά  τους  αισθήματα.  7)  Απαγορεύτηκε  η  λειτουργία  εμπορικών  ή  άλλων  τεχνικών σχολών των μειονοτήτων. Απαγορεύτηκε επίσης η λειτουργία του φημισμένου Ελληνικού  Φιλολογικού  Συλλόγου,  του  οποίου  η  πλούσια  βιβλιοθήκη  και  η  περιουσία  κατασχέθηκαν,  το  δε  μέγαρο που τον στέγαζε κατελήφθη και χρησιμοποιήθηκε ως λέσχη του Λαϊκού Κόμματος. 8) Όσα  μαθήματα  διδάσκονταν  στην  τουρκική  γλώσσα  θεωρήθηκαν  πρωτεύοντα  μαθήματα.  Οι  μαθητές  που  δεν  περνούσαν  τις  εξετάσεις  σ'  αυτά  δεν  έμεναν  απλώς  μετεξεταστέοι  αλλά  απορρίπτονταν,  ακόμα κι αν είχαν ικανοποιητικούς βαθμούς στα υπόλοιπα μαθήματα.  Σημειώνουμε  επίσης  ότι  με  διάφορες  αφορμές  διέκοψαν  τη  λειτουργία  φημισμένων  ελληνικών  σχολείων,  όπως  το  Ζάππειο  Παρθεναγωγείο,  το  Πατριαρχικό  Κολλέγιο,  η  Εμπορική  Σχολή  της  Χάλκης,  το  Λύκειο  Αποστολίδη  κ.λπ.  Το  αποτέλεσμα  ήταν  να  πέσει  το  επίπεδο  των  γνώσεων  που  παρείχαν  τα  μειονοτικά  σχολεία  στα  Ελληνόπουλα  και  μαζί  του  και  ο  αριθμός  των  μαθητών  τους.  Από 24.296 μαθητές το έτος 1920‐21 έφτασε τους 5.923 το 1928!93  Η  αποξένωση  των  μειονοτικών  από  τη  γλώσσα  τους  επιβλήθηκε  και  από  τις  εθνικιστικές  κινήσεις  των Τούρκων. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την απόφαση ομάδας φοιτητών της Νομικής Σχολής να  διενεργήσουν  συστηματική  προπαγάνδα  για  επιβολή  της  τουρκικής  γλώσσας  στους  δημόσιους  χώρους, με το αιτιολογικό ότι οι ξένες γλώσσες έθιγαν τα πατριωτικά αισθήματα των Τούρκων.  ΑΡΘΡΟ  41:  Οι  τουρκικές  αρχές  δεν  πήραν  κανένα  μέτρο  για  να  εξασφαλίσουν  τη  διδασκαλία  της  μητρικής  γλώσσας  στους  μειονοτικούς  μαθητές  που  φοιτούσαν  στα  τουρκικά  κρατικά  σχολεία  της  στοιχειώδους  εκπαιδεύσεως.  Όλα  αυτά  παρά  το  γεγονός  ότι  είχε  επιβληθεί  στην  Τουρκία  ειδικός  φόρος παιδείας, που βάρυνε και τους ξένους υπηκόους και τα ξένα ιδρύματα και εταιρείες.  ΑΡΘΡΟ  42:  Ασύστολη  ήταν  η  παραβίαση  αυτού  του  άρθρου  που  εξασφάλιζε  τη  ρύθμιση  των  ζητημάτων  προσωπικού  και  οικογενειακού  χαρακτήρα  σύμφωνα  με  τα  ήθη  και  τα  έθιμα  των  μειονοτήτων. Αυτό οφειλόταν εν πολλοίς στην προσπάθεια δυτικοποίησης της χώρας που άρχισε με  την κατάργηση του χαλιφάτου, την κατάργηση του φεσιού και των ιεροδικαστηρίων, την υιοθέτηση  του  γρηγοριανού  ημερολογίου  κ.λπ.  Τον  Οκτώβριο  του  1926  ψηφίστηκε  για  πρώτη  φορά  αστικός  κώδικας,  αντιγραφή  του  ελβετικού,  που  καταργούσε  την  πολυγαμία,  την  αποπομπή  της  συζύγου  κ.λπ.94  Μεταξύ  των  άλλων  όμως  καταργήθηκε  και  το  ευνοϊκό  για  τις  μειονότητες  σύστημα  του  μιλιέτ  που  επέτρεπε  τη  ρύθμιση  των  ανωτέρω  θεμάτων  σύμφωνα  με  τα  θρησκευτικά  έθιμα  κάθε  μειονότητας. Οι Έλληνες, όπως και οι λοιπές μειονότητες, αντέδρασαν έντονα, ειδικά στην επιβολή  του  πολιτικού  γάμου  και  την  κατάργηση  του  θρησκευτικού.  Οι  Τούρκοι  παρ'  όλα  αυτά  ήταν  αποφασισμένοι  να  προχωρήσουν  στην  εφαρμογή  του  νέου  αστικού  κώδικα.  Για  να  υπερφαλαγγίσουν  όμως  τις  υποχρεώσεις  που  επέβαλε  το  άρθρο  42  προσπάθησαν  και  τελικά  κατόρθωσαν να αποσπάσουν τη συγκατάθεση των Ελλήνων με τεχνάσματα και πιέσεις.  Το  Σεπτέμβριο  του  1926  η  Ελλάδα  κατήγγειλε  στην  ΚτΕ  τις  τουρκικές  παραβιάσεις  του  άρθρου  42  και  44  της  Συνθήκης  της  Λωζάνης. 95   Η  Τουρκία  απάντησε  ότι  το  θέμα  ήταν  άσχετο  με  τις  Digitized by 10uk1s 

μειονότητες,  ότι  ο  νέος  αστικός  κώδικας  θα  εφαρμοζόταν  δημοκρατικά  σε  όλους  τους  πολίτες  και  ότι  οι  Έλληνες  της  Κωνσταντινούπολης  είχαν  συμφωνήσει  στην  εφαρμογή  του.  Σύμφωνα  όμως  με  την απάντηση του μειονοτικού τμήματος της Γραμματείας της ΚτΕ, ήταν νομικώς αμφισβητούμενο  το αν μία μειονότητα έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί από τα δικαιώματα που της δίνουν οι διεθνείς  συνθήκες.96  Οι περιπέτειες τον Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως  Ένα  άλλο  οδυνηρό  ζήτημα  για  τον  τουρκικό  εθνικισμό  ήταν  το  Πατριαρχείο.  Η  τουρκική  αντιπροσωπεία  είχε  διατυπώσει  ήδη  από  το  τέλος  του  1922  την  επιθυμία  της  να  μετακινηθεί  το  Πατριαρχείο  από  το  έδαφός  της.  Το  επιχείρημα  που  προέβαλε  ήταν  ότι  μια  επανάσταση  συντελέστηκε  στην  Τουρκία  με  κύριο  άξονα  το  διαχωρισμό  του  κράτους  από  την  εκκλησία.  Το  Πατριαρχείο,  που  πάντα  διαδραμάτιζε  πολιτικό  ρόλο  υπό  θρησκευτικό  μανδύα,  δεν  είχε  πια  θέση  στη  νέα  Τουρκία.97  Τον  Ιανουάριο  του  1923  επανέλαβε  επίσημα  την  πρότασή  της,  αφήνοντας  να  εννοηθεί  ότι  αν  γινόταν  δεκτή,  θα  μπορούσε  να  εξαιρεθεί  της  ανταλλαγής  μεγαλύτερος  αριθμός  Ελλήνων  της  Πόλης.  Για  να  γίνει  κατανοητή  η  στάση  τους  μάλιστα,  οι  Τούρκοι  υπογράμμιζαν  στις  διεθνείς αντιπροσωπείες πόσο απαράδεκτα αντιτουρκική στάση είχε κρατήσει το Πατριαρχείο κατά  τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου. Είναι αλήθεια ότι από το 1919 και μετά το Πατριαρχείο  αναγκάστηκε  να  βγει  από  την  ουδετερότητα  και  μετά  την  ανακωχή  του  Μούδρου  να  ταυτιστεί  ανοιχτά με την τύχη του ελληνισμού. Την άνοιξη του 1919 έστειλε αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη  στο  Παρίσι  για  να  καταγγείλει  τις  τουρκικές  ακρότητες  εναντίον  των  Ελλήνων  και  να  ζητήσει  αυτονομία  για  όλα  τα  κέντρα  του  ελληνισμού  στην  Ανατολή  και  δη  την  Κωνσταντινούπολη.98  Ο  Πατριάρχης Μελέτιος IV, που ανέλαβε από το Δεκέμβριο του 1921, έδωσε τη χαριστική βολή με τον  απερίφραστο αντιτουρκισμό του.  Η  ελληνική  αντιπροσωπεία  αρνήθηκε  σθεναρά  την  τουρκική  λογική.  Το  Οικουμενικό  Πατριαρχείο  ήταν η ανώτατη αρχή των Ορθοδόξων όλου του κόσμου και ασκούσε αφ' ενός μεν τα απορρέοντα  από  τους  ιερούς  κανόνες  και  έθιμα  θρησκευτικά  του  καθήκοντα  και  αφ'  ετέρου  είχε  κάποιες  αρμοδιότητες  πολιτικής,  δικαστικής  και  διοικητικής  φύσεως  που  του  είχαν  παραχωρηθεί  από  την  Πύλη. Αν οι κοσμικές αρμοδιότητες του Πατριαρχείου ενοχλούσαν τη νέα Τουρκία, μπορούσε να τις  αφαιρέσει.  Η  μεταφορά  του  Πατριαρχείου  όμως  θα  ήταν  «ένα  σοκ  στη  συνείδηση  όλου  του  πολιτισμένου κόσμου».99  Ο Ισμέτ Ινονού άργησε πολύ αλλά στο τέλος αποδέχτηκε το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα δεν θα  επέτρεπε  τη  μετακίνηση  της  έδρας  του  Πατριαρχείου.  Τόνισε  όμως  ότι  θα  επιτραπεί  στο  Πατριαρχείο  να  παραμείνει  μόνον  εφόσον  αποπεμφθεί  ο  Μελέτιος 100   και  φυσικά  υπό  την  προϋπόθεση ότι θα περιοριστεί στις καθαρά θρησκευτικές του αρμοδιότητες. Ο Βενιζέλος δέχτηκε  και  τους  δύο  όρους.  Το  όλο  θέμα  λύθηκε  σε  ρηματικό  επίπεδο.  Στο  κείμενο  της  Συνθήκης  της  Λωζάνης  δυστυχώς  δεν  υπάρχει  αναφορά  στο  Πατριαρχείο.  Αυτό  δεν  σημαίνει  φυσικά  ότι  η  δέσμευση αυτή δεν είχε τυπική ισχύ. Πρόκειται για μια επίσημη, ρητή, προφορική, αμφοτεροβαρή  διεθνή συμφωνία.101  Το  αναπόφευκτο  κενό  που  μεσολάβησε  από  την  αποχώρηση  του  Μελετίου  μέχρι  την  εκλογή  του  νέου  Πατριάρχη,  επέτρεψε  να  διαφανούν  οι  προθέσεις  της  νέας  Τουρκίας  απέναντι  στο  θεσμό.  Χαρακτηριστική  ήταν  η  ενθάρρυνση  που  έδωσαν  στον  διαβόητο  παπα‐Ευθύμ,  έναν  καραμανλή  Ορθόδοξο ιερέα της Ανατολής με κεμαλικές διασυνδέσεις που τον γλίτωσαν από την ανταλλαγή102,  ο  οποίος  ίδρυσε  το  1922  την  Τουρκική  Ορθόδοξη  Εκκλησία  με  στόχο  να  ανταγωνιστεί  και  να  υποβαθμίσει  το  Πατριαρχείο.103  Ο  παπα‐Ευθύμ  προσπάθησε  χωρίς  επιτυχία  να  βρει  ερείσματα  στην Ιερά Σύνοδο, χρησιμοποιώντας αρχικά το επιχείρημα ότι μόνον ο ίδιος θα μπορούσε να σώσει  το  Πατριαρχείο  με  τις  προσβάσεις  του  στην  κεμαλική  Τουρκία.  Όταν  αυτό  δεν  τελεσφόρησε,  αποφάσισε  να  εισβάλει  πραξικοπηματικά,  με  την  ανοχή  των  τουρκικών  αρχών,  στο  Πατριαρχείο.  Digitized by 10uk1s 

Αυτή  ακριβώς  η  ακραία  θεατρική  συμπεριφορά  του  παπα‐Ευθύμ  όξυνε  τη  δυσαρέσκεια  της  διεθνούς κοινής γνώμης και ανάγκασε τον τουρκικό τύπο και τις αρχές να αποστασιοποιηθούν, για  να μην εκτεθούν ανεπανόρθωτα.  Ο  νέος,  και  πιο  αποδεκτός  στους  Τούρκους,  Πατριάρχης  Γρηγόριος  δυστυχώς  πέθανε  ένα  χρόνο  σχεδόν  μετά  την  εκλογή  του.  Με  το  διάδοχό  του  Κωνσταντίνο  προέκυψαν  ακόμα  μεγαλύτερα  προβλήματα, όταν η τουρκική αντιπροσωπεία στη Μικτή Επιτροπή τον κατέταξε στην κατηγορία των  ανταλλαξίμων. Το επιχείρημα της ελληνικής πλευράς ότι τα μέλη της Ιεράς Συνόδου δεν μπορούσαν  να  κριθούν  με  το  κριτήριο  των  υπολοίπων,  έπεσε  στο  κενό.  Η  Μικτή  Επιτροπή  απέφυγε  να  πάρει  θέση  προβάλλοντας  την  ιδιότητα  του  κρινόμενου  προσώπου  ως  λόγο  αναρμοδιότητας.104  Ως  εκ  τούτου  και,  επιπλέον,  επειδή  οι  τουρκικές  αρχές  προχώρησαν  αυθαιρέτως  στην  απέλαση  του  Κωνσταντίνου,  η  Ελλάδα  αναγκάστηκε  να  καταφύγει  στην  ΚτΕ  επικαλούμενη  απειλή  κατά  της  ειρήνης σύμφωνα με το άρθρο 11 της Σύμβασης.105  Η  Τουρκία  αρνήθηκε  να  λάβει  μέρος  στη  διαδικασία  με  το  επιχείρημα  ότι  θα  νομιμοποιούσε  έτσι  την παράνομη ελληνική παρέμβαση στα εσωτερικά της. Το Πατριαρχείο, κατά την άποψή της, ήταν  θεσμός  εσωτερικός  της  Τουρκίας,  άρα  το  Συμβούλιο  ήταν  αναρμόδιο  να  συζητήσει  το  θέμα.  Παρ'  όλα αυτά το θέμα συζητήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου στις 14.3.1925.106  Το Συμβούλιο εξέτασε τη  νομική  βάση  των  ισχυρισμών  της  Τουρκίας  και  ζήτησε  επιπλέον  τη  συμβουλευτική  γνώμη  του  Διεθνούς  Δικαστηρίου  της  Χάγης  επί  του  θέματος.  Το  Μάιο  του  1925  όμως  ο  Πατριάρχης  παραιτήθηκε  προς  μεγάλη  ανακούφιση  των  Τούρκων  που  επέτρεψαν  ως  αντίδωρο  την  παραμονή  οκτώ  ανταλλάξιμων  αρχιεπισκόπων.  Οι  δύο  χώρες  αναγκάστηκαν  από  τη  συσσώρευση  πολλών  εσωτερικών  και  εξωτερικών  προβλημάτων  τους  να  αποφορτίσουν  την  ατμόσφαιρα  και  να  ξαναρχίσουν  το  διάλογο.  Έτσι,  πριν  εκδοθεί  η  απόφαση  του  Δικαστηρίου,  η  Ελλάδα  ανακοίνωσε  στην  ΚτΕ  ότι  λύθηκε  η  διαφωνία  της  με  την  Τουρκία  και  απέσυρε  την  καταγγελία  της.107  Αυτό  θεωρήθηκε σφάλμα γιατί στέρησε από το Πατριαρχείο μια διεθνή κατοχύρωση της άποψης ότι είναι  ένας διεθνής θεσμός με παγκόσμια ακτινοβολία και όχι μια τουρκική εσωτερική υπόθεση.108  Μετά  την  τρικυμιώδη  αυτή  περίοδο,  ο  νέος  Πατριάρχης  Βασίλειος  Γ'  ακολούθησε  μια  πιο  συμβιβαστική  στάση  απέναντι  στις  τουρκικές  αρχές.  Κατ'  αυτόν  τον  τρόπο  το  Πατριαρχείο  κατόρθωσε  να  επιβιώσει  χωρίς  μεγάλες  εντάσεις.  Η  ταπεινή  αυτή  στάση  ενόχλησε  μερικές  φορές  μια  μερίδα  ομογενών  που  εξακολουθούσαν  να  βλέπουν  στο  πρόσωπο  του  Πατριάρχη  τον  Εθνάρχη.109  Η επίσημη Τουρκία έδειχνε μεν ικανοποιημένη από τη στάση του Βασιλείου, αλλά δεν  μείωνε  τις  συνεχείς  παρενοχλήσεις  και  τις  προσπάθειες  υποβιβασμού  του  θεσμού. 110   Ο  παπα‐Ευθύμ  συνέχιζε  να  εξευτελίζει  την  εκκλησία  ανενόχλητος.  Μάλιστα,  αντί  τιμωρίας,  του  προσφέρθηκε  ο  έλεγχος  δύο  σπουδαίων  χριστιανικών  ναών  της  Πόλης  και  της  κτηματικής  τους  περιουσίας  παρά  τις  διαμαρτυρίες  της  κοινότητας.  Κάθε  απόπειρα  του  Πατριαρχείου  να  συνεννοηθεί  με  τις  υπόλοιπες  ορθόδοξες  εκκλησίες  προσέκρουε  στην  άρνηση  της  τουρκικής  κυβέρνησης. Την επιμονή της να υποβιβάσει τον Πατριάρχη από παγκόσμια κεφαλή της ορθοδοξίας  σε πρωθιερέα της ελληνικής κοινότητας της Πόλης απέδειξε αποκαλώντας τον Βασίλειο «αρχίπαπα  των Ρωμιών».111  Ίμβρος και Τένεδος  Εκτός  από  τους  Έλληνες  της  Πόλης  και  το  Πατριαρχείο,  υπήρχε  μια  τρίτη  ομάδα  βαρύτατα  πληττομένων  από  την  τουρκική  αδιαφορία  απέναντι  στις  διεθνείς  μειονοτικές  δεσμεύσεις:  οι  μη  ανταλλάξιμοι  έλληνες  κάτοικοι  της  Ίμβρου  και  της  Τενέδου.112  Για  τα  νησιά  αυτά  η  Συνθήκη  της  Λωζάνης είχε προβλέψει ειδικό καθεστώς αυτονομίας με το άρθρο 14. Κατ' αυτό τα νησιά θα είχαν  έναν  ειδικό  διοικητικό  οργανισμό  αποτελούμενο  από  τοπικούς  παράγοντες,  ο  οποίος  θα  εγγυάτο  την προστασία του προσώπου και της περιουσίας των μη Μουσουλμάνων. Η τήρηση της τάξης θα  ήταν  επίσης  αρμοδιότητα  των  αυτοχθόνων.  Η  Τουρκία  αγνόησε  τις  συμβατικές  της  υποχρεώσεις  Digitized by 10uk1s 

από την πρώτη στιγμή που εγκαταστάθηκε στα νησιά, δηλαδή τον Οκτώβριο του '23.113  Ανέλαβε η  ίδια  τη  διοίκηση  αφού  πρώτα  φρόντισε  να  απαγορεύσει  την  επιστροφή  και  να  κατασχέσει  την  περιουσία  1.500  Ιμβρίων  που  είχαν  καταφύγει  στη  Λήμνο  και  τη  Θεσσαλονίκη.  Αποδυνάμωσε  δε  πλήρως  τον  ελληνικό  πληθυσμό  των  νησιών  καταρτίζοντας  λίστα  από  64  επιφανείς  ντόπιους  που  χαρακτηρίστηκαν ανεπιθύμητοι.114  Εν  συνεχεία  στόχος  τους  υπήρξε  η  νέα  γενιά  Ελλήνων  των  νησιών.  Το  μέτρο  της  στράτευσής  τους  ήταν  ένα  πολύ  έξυπνο  τέχνασμα.  Όποιος  έμενε  και  δεχόταν  να  στρατευτεί,  μεταφερόταν  στη  Μ.  Ασία  εκτελώντας  βαριά  χειρωνακτικά  έργα  και  όποιος  φοβόταν  και  κατέφευγε  στην  Ελλάδα,  δεν  μπορούσε πια να επιστρέψει.  Για  τη  μαθητιώσα  νεολαία  επεφύλαξε  άλλη  δυσάρεστη  έκπληξη:  επέβαλε  υποχρεωτική  τουρκική  εκπαίδευση  αφήνοντας  μόνο  μία  ώρα  ημερησίως  για  το  μάθημα  των  ελληνικών.  Δυστυχώς  οι  μη  μουσουλμανικοί πληθυσμοί των νησιών δεν μπορούσαν να επικαλεστούν τα μειονοτικά δικαιώματα  που  απέρρεαν  από  τη  Συνθήκη  της  Λωζάνης,  γιατί  το  άρθρο  14  που  καθόριζε  το  ειδικό  καθεστώς  αυτονομίας  δεν  συνδεόταν  άμεσα  με  τα  άρθρα  τα  σχετικά  με  τη  μειονοτική  προστασία.  Ερμηνεύοντας  κατά  βούλησιν  λοιπόν,  οι  Τούρκοι  θεώρησαν  ότι  δεν  δεσμεύονταν  να  διατηρήσουν  μειονοτικά  σχολεία  στα  νησιά.  Ως  επισφράγισμα  μετέτρεψαν  και  το  Σχολαρχείο  της  Ίμβρου  σε  τουρκική  κυβερνητική  σχολή.  Έτσι  οι  Έλληνες  ή  κατέφευγαν  στην  Ελλάδα  για  να  αποφύγουν  τον  αφελληνισμό των παιδιών τους ή τον υπέμεναν στωικά. Όπως και στην περίπτωση της στράτευσης,  και οι δύο επιλογές λειτουργούσαν εις όφελος της Τουρκίας.  Η  Ελλάδα  παρακολουθούσε  με  αγωνία  την  υποβάθμιση  του  ελληνισμού  στα  νησιά,  αλλά  ομολογουμένως  δεν  αντέδρασε  πολύ  δραστικά.  Το  Μάρτιο  του  1925  με  υπόμνημά  της  στην  ΚτΕ  έκανε τον θλιβερό απολογισμό του εκτουρκισμού των νησιών αλλά δεν προχώρησε σε ουσιαστική  καταγγελία.  Αυτό  έγινε  προφανώς  γιατί  εκείνη  την  εποχή  ξανάρχιζε  ο  διάλογος  που  το  καλοκαίρι  κατέληξε  στη  συμφωνία  Εξηντάρη‐Χαμντί.  Οι  ίδιοι  οι  έλληνες  κάτοικοι  των  νησιών  ένιωθαν  απροστάτευτοι  και  προσπαθούσαν  να  κινήσουν  την  προσοχή  της  Ελλάδας  στο  δράμα  τους.  Τον  Ιούνιο του 1927, που η Τουρκία αποφάσισε επιτέλους να δημιουργήσει τον ειδικό οργανισμό που  προέβλεπε το άρθρο 14, η ιμβρακική ένωση «Η αγάπη» κατήγγειλε στον έλληνα πρωθυπουργό ότι  επρόκειτο  για  κοροϊδία. 115   Τα  νησιά  υποβιβάζονταν  διοικητικά  σε  υποδιοικήσεις,  δηλαδή  στερούνταν πλέον και των τοπικών τους δικαστηρίων. Όρος δε απαράβατος για την υποψηφιότητα  των δημοτικών αρχόντων ήταν η άριστη γνώση της τουρκικής, όταν ελάχιστοι Έλληνες την είχαν.  Ακόμα  και  το  στοιχειώδες,  την  ίδρυση  δηλαδή  υποπροξενείου  στην  Ίμβρο,  δεν  ζήτησε  η  ελληνική  κυβέρνηση — κι ας της δόθηκε αυτή η δυνατότητα. Η ύπαρξη υποπροξενείου θα ήταν ο μοναδικός  τρόπος  να  διατηρηθεί  ψηλά  το  φρόνημα  του  ελληνισμού,  να  συλλέγονται  από  πρώτο  χέρι  πληροφορίες  για  την  πορεία  των  εκεί  Ελλήνων  και  να  παρακολουθείται  εκ  του  σύνεγγυς  η  εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάνης.116  Έτσι η Τουρκία παρέμεινε ανενόχλητη να συρρικνώνει τον  ελληνικό πληθυσμό των νησιών. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το 1912 στην Ίμβρο ζούσαν 9.207  Έλληνες και στην Τένεδο 5.420, ενώ το 1927 είχαν μείνει μόνο 6.762 και 1.631 αντιστοίχως. Και όσο  οι  Έλληνες  έφευγαν,  κατέφθαναν  από  την  Ασία  Τούρκοι  να  εγκατασταθούν  στα  νησιά  και  να  εξαφανίσουν κάθε ελληνικό χρώμα.  Η ελληνοτουρκική προσέγγιση  Τον  Αύγουστο  του  1928  οι  βουλευτικές  εκλογές  επανέφεραν  στην  εξουσία  τον  Βενιζέλο  με  συντριπτική  πλειοψηφία.  Δέκα  μέρες  μετά  τον  εκλογικό  του  θρίαμβο  ο  Βενιζέλος  έγραφε  στον  τούρκο  πρωθυπουργό:  «Επιθυμώ  να  σας  διαβεβαιώσω  διά  την  ζωηράν  μου  επιθυμίαν  όπως  συντελέσω εις την διευθέτησιν των σχέσεων των δύο χωρών μας, η οποία θα τους εξασφάλιζε μίαν  στενήν  φιλίαν,  την  οποίαν  θα  ήρχετο  να  καθιερώση  ένα  σύμφωνο  φιλίας,  μη  επιθέσεως  και  Digitized by 10uk1s 

διαιτησίας, όσον το δυνατόν ευρυτέρας εκτάσεως».117  Πραγματικά το χειμώνα της ίδιας χρονιάς ξανάρχισε ο ελληνοτουρκικός διάλογος με τις πιο ευνοϊκές  προοπτικές αυτή τη φορά. Ενώ όμως θα περίμενε κανείς να σταματήσουν οι προκλητικές ενέργειες  εις  βάρος  της  ελληνικής  κοινότητας,  οι  τουρκικές  αρχές  συνέχιζαν  τη  συστηματική  προσπάθεια  εξόντωσής της, όπως τόνιζε ο Γενικός Πρόξενος Κωνσταντινουπόλεως Σακελλαρόπουλος. Η τουρκική  τακτική μάλιστα είχε μια ιδιορρυθμία που την καθιστούσε πιο επικίνδυνη: δεν άφηνε επίσημα ίχνη,  «δεδομένου  ότι  οι  Τούρκοι  αποφεύγουσι  πάντοτε  επιμελώς  να  εκδίδωσιν  επισήμους  διαταγάς  ή  εγκυκλίους  παραβιαζούσας  δικαιώματα  μειονοτήτων.  Την  εξοντωτικήν  κατά  του  ομογενούς  στοιχείου  τακτικήν  διεξάγουν  επί  τη  βάσει  απορρήτων  και  ουδέποτε  δημοσιευμένων  εγκυκλίων  ή  διαταγών.»118  Τόση ήταν η αγανάκτηση του προξένου που συμβούλεψε το Υπουργείο Εξωτερικών  και  τους  αρμόδιους  να  αλλάξουν  γραμμή  πλεύσης:  «Υπό  τοιούτους  όρους  φρονώ  ότι  θα  ήτο  ενδεδειγμένη  η  συστηματική  παρακολούθησις  και  καταγγελία  διά  των  ελληνικών  και  κυρίως  διά  των  ξένων  εφημερίδων  παντός  μέτρου  ερχομένου  εις  σύγκρουσιν  προς  τας  περί  μειονοτήτων  συμβατικάς  υποχρεώσεις  της  Τουρκίας  και  τείνοντος  εις  τον  εκτουρκισμόν  και  την  εκρίζωσιν  της  πολυπαθούς  μειονότητος  [...]  χωρίς  να  παρεμποδίση  τας  καλλιτέρας  μεταξύ  των  δύο  κρατών  πολιτικάς  σχέσεις».119  Ο  Βενιζέλος  όμως  είχε,  ως  γνωστόν,  πολύ  διαφορετικές  απόψεις:  «Διά  την  υπεράσπισιν  των μειονοψηφιών  εν Τουρκία δεν  στηρίζομαι διά το μέλλον ουδέ πόρρωθεν εις την  σύμβασιν  των  μειονοψηφιών.  Οι  Έλληνες  θα  τύχουν  υποστηρίξεως  εκ  μέρους  της  τουρκικής  κυβερνήσεως  αναλόγως  προς  την  ανάπτυξιν  των  φιλικών  και  στενών  σχέσεων  μεταξύ  των  δύο  κρατών».120  Την άποψη αυτή επέβαλε τις παραμονές της υπογραφής του Συμφώνου του 1930 και στο ελληνικό  στοιχείο  της  Πόλης,  που  ζητούσε  μέσω  του  τύπου  να  συμπεριληφθούν  σε  αυτό  διασαφηνιστικοί  όροι των διατάξεων περί προστασίας των μειονοτήτων. Ο Βενιζέλος το θεώρησε επιπόλαιο αίτημα:  «Απορώ πώς παρ' όλα τα παθήματα αυτών, ομογενείς Κωνσταντινουπόλεως δεν απέκτησαν ακόμα  πλήρη  συναίσθησιν  νέας  καταστάσεως  διατυπούντες  τοιαύτα  αιτήματα...  Δεν  πρέπει  οι  ομογενείς  μας  να  δημιουργούν  δυσχερείας,  αι  οποίαι  μπορούν  να  θέσουν  εις  κίνδυνον  το  έργον  της  ελληνοτουρκικής  συμφιλιώσεως  και  θα  είναι  από  πάσης  απόψεως  ολέθριον  να  πάρη  ο  νους  των  αέρα».121  Στις  10.6.1930  υπεγράφη  η  συμφωνία  Πολυχρονιάδη‐Ρουσδή  Αράς.  Αμφότεροι  δέχτηκαν  ότι  ήταν  δύσκολο να αποσαφηνιστεί το ακριβές κόστος των ελληνικών και των μουσουλμανικών περιουσιών.  Η  Ελλάδα  όχι  μόνο  δέχτηκε  να  τις  θεωρήσει  ισοδύναμες,  αλλά  συμφώνησε  να  δώσει  επιπλέον  425.000  λίρες  για  αποζημιώσεις  συγκεκριμένων  κατηγοριών.  Η  λύση  που  δόθηκε  καθ'  υπέρβασιν  των συνθηκών του 1923 ήταν καταφανώς ασύμφορη για την Ελλάδα. Η ελληνική πλευρά φαίνεται  ότι είχε κατά νου το διαρκές αδιέξοδο στο οποίο μοιραίως θα κατέληγε κάθε διαπραγμάτευση και  προτίμησε μια λύση σαν του γόρδιου δεσμού: «Αν η Τουρκία εις ζήτημα ως του οθωμανικού χρέους,  έχουσα  έναντι  αυτής  ηνωμένας  τας  Μεγάλας  Δυνάμεις  ματαιώνει  μέχρι  σήμερον  οιονδήποτε  δίκαιον διακανονισμόν του θέματος, είναι προφανές ότι ουδένα έχει λόγον ν' αφήση να τερματιστή  εργασία,  εξ  ης  θα  εξήρχετο  οφειλέτις  ημών  και  διά  σημαντικά  ποσά...».122  Αυτό  που  έμενε  να  αποδειχτεί  ήταν  αν  πράγματι  οι  καλές  ελληνοτουρκικές  σχέσεις  θα  οδηγούσαν  στην  ευημερία  της  ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία.  Δυστυχώς η υπόθεση του Βενιζέλου δεν επαληθεύτηκε. Είναι αλήθεια ότι ο ελληνισμός της Πόλης  αντιμετωπίστηκε  με  περισσότερη  χαλαρότητα  από  το  1930  και  μετά.  Οι  Έλληνες  μπορούσαν  να  κινούνται  πιο  ελεύθερα  στη  χώρα,  απελευθερώθηκαν  οι  τραπεζικοί  τους  λογαριασμοί,  εκπροσωπούνταν με έναν αντιπρόσωπο στην τουρκική Βουλή, έπαιρναν συμβολικά μικροποσά για  τα ελληνικά σχολεία.123  Αυτά όμως ήταν μόνο η επίφαση. Ουσιαστικά οι τουρκικές αρχές συνέχισαν  κανονικά το έργο της υπονόμευσης κάθε μειονοτικού στοιχείου, παρά την ελληνοτουρκική φιλία και  τις  καλές  προθέσεις  του  ίδιου  του  Ατατούρκ  ενδεχομένως.124  Το  1935  οι  Έλληνες  πιέστηκαν  να  Digitized by 10uk1s 

πάρουν  τουρκικά  ονόματα  και  να  μιλούν  τουρκικά.  Τα  ελληνικά  σχολεία  που  επιβίωσαν,  6  λύκεια  και 38 δημοτικά το 1933‐34, λειτουργούσαν  υπό άθλιες  συνθήκες, διδάσκοντας όλα τα μαθήματα  στην  τουρκική  γλώσσα  —  πλην  του  μαθήματος  της  ελληνικής  γλώσσας  φυσικά.  Το  1934,  με  την  εφαρμογή των νόμων περί Επιτηδευμάτων που ψηφίστηκαν το 1932 και επέβαλαν τον εκτουρκισμό  της  οικονομίας,  οι  έλληνες  υπήκοοι  που  ζούσαν  στην  Πόλη  δεν  μπορούσαν  να  ασκήσουν  πια  το  επάγγελμά τους και αναγκάστηκαν να φύγουν.125  Ανάλογη ήταν η στάση της Τουρκίας απέναντι στο Πατριαρχείο. Το 1931 ο Κεμάλ διαβεβαίωσε τον  Βενιζέλο  ότι  ο  παπα‐Ευθύμ  θα  έμενε  μακριά  από  το  Φανάρι.  Ενώ  όμως  ο  Βενιζέλος  συνειδητά  προχώρησε στην απομάκρυνση των αντικεμαλικών από τη Δυτική Θράκη, το τουρκορθόδοξο κίνημα  δεν  σταμάτησε  να  μπλέκεται  στις  υποθέσεις  των  Ελλήνων.  Ο  Πατριάρχης  Φώτιος  που  εξελέγη  το  1930  δεν  όξυνε  τις  σχέσεις  του  Πατριαρχείου  με  τις  τουρκικές  αρχές,  αλλά  δεν  αποκόμισε  και  σπουδαία  οφέλη  από  την  ελληνοτουρκική  φιλία.  Αντίθετα  αντιμετώπισε  οικονομικά  και  πάσης  φύσεως126  προβλήματα.  Το  1935  εκδόθηκε  ο  νόμος  περί  βακουφίων  με  τον  οποίο  τα  κοινωφελή  ιδρύματα που μπορούσαν να ιδρύουν και να ελέγχουν οι μη μουσουλμανικές κοινότητες σύμφωνα  με  το  άρθρο  40  της  Συνθήκης  της  Λωζάνης,  τέθηκαν  υπό  την  εποπτεία  της  Γενικής  Διεύθυνσης  Βακουφίων. Το 1937 κανονισμός της διοίκησης όρισε ότι τα εν λόγω ιδρύματα θα εδιοικούντο όχι  πλέον από αιρετό σώμα, αλλά από εκπρόσωπο επιλεγμένο από τη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων.127  Μετά  το  θάνατο  του  Κεμάλ  οι  συνθήκες  ζωής  των  Ελλήνων  της  Πόλης  δυσχεράνθηκαν  ακόμα  περισσότερο. Στην προεδρία τον διαδέχτηκε ο στενότατος συνεργάτης του Ισμέτ Ινονού, επί πολλά  χρόνια  πρωθυπουργός,  ο  οποίος  προσπάθησε  έκτοτε  με  επιδέξιους  ελιγμούς  να  οδηγήσει  την  Τουρκία  μακριά  από  τους  διεθνείς  σκοπέλους  που  την  απειλούσαν  στα  Βαλκάνια,  στη  Μέση  Ανατολή,  στη  Μεσόγειο  και  τη  Σοβιετική  Ένωση.  Στην  Ελλάδα  οι  διάδοχοι  του  Βενιζέλου  προσπάθησαν  κι  αυτοί  από  τη  μεριά  τους  να  επιβιώσουν  με  το  όπλο  της  ουδετερότητας  εξακολουθώντας να ελπίζουν στη βοήθεια της Τουρκίας σε περίπτωση εμπλοκής στον πόλεμο. Όταν  τελικά  η  Ελλάδα  έγινε  στόχος  του  Άξονα,  η  Τουρκία  απέφυγε  να  εκπληρώσει  τις  συμβατικές  της  υποχρεώσεις. Οι Έλληνες της Τουρκίας κατά τη διάρκεια του πολέμου επιβεβαίωσαν αυτό που είχαν  ήδη καταλάβει: Η Τουρκία ήταν αποφασισμένη να απαλλαγεί απ' αυτούς πάση θυσία και κανένας  δεν ήταν σε θέση να τους προστατεύσει αποτελεσματικά.128 

Digitized by 10uk1s 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3  ΟΙ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΩΣ ΟΠΛΟ ΤΩΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ  Α) ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟΑΛΒΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ  1. Οι Τσάμηδες στη Θεσπρωτία  Η  περιοχή  που  κατά  τη  διάρκεια  της  Τουρκοκρατίας  ονομαζόταν  Τσαμουριά,  αντιστοιχεί  στο  κομμάτι  της  Ηπείρου  που  κείται  ανάμεσα  στις  εκβολές  του  Αχέροντα  και  τους  πρόποδες  της  Ολύτσικας,  αποτελούμενη  από  τις  επαρχίες  Παραμυθίας,  Πάργας,  Φιλιατών  και  Μαργαριτίου.  Πρόκειται  δηλαδή  για  τη  σημερινή  Θεσπρωτία.  Εκεί  ζούσαν  20.3191  αλβανόφωνοι  μουσουλμάνοι  Τσάμηδες, για την προέλευση των οποίων υπάρχουν διάφορες ερμηνείες. Κατά τη μία εκδοχή, μετά  την  τουρκική  κατάκτηση  της  περιοχής  το  1449  ελάχιστος  αριθμός  Τούρκων  εγκαταστάθηκε  στην  περιοχή.  Αυτοί  οι  λίγοι  όμως  εξισλάμισαν  βιαίως  πολλούς  από  τους  έλληνες  χριστιανούς  που  ζούσαν  εκεί.  Οι  νεοφώτιστοι  μουσουλμάνοι  που  απολάμβαναν  πολλά  οικονομικά  προνόμια,  εδίωξαν  με  τη  σειρά  τους  αγρίως  όσους  Χριστιανούς  αντιστάθηκαν.  Σε  κάθε  περίπτωση  πάντως  κατά  τη  διάρκεια  ολόκληρης  της  Τουρκοκρατίας  δεν  εγκαταστάθηκε  στην  περιοχή  οθωμανός  Τούρκος ή Αλβανός από την Αλβανία. Οι Τσάμηδες ήταν όλοι εξισλαμισθέντες ντόπιοι και γι' αυτό  υπήρχαν μεγάλες συγγένειες ανάμεσα στις μουσουλμανικές και τις χριστιανικές οικογένειες.2  Υπάρχει όμως και ο αντίλογος όσων υποστηρίζουν ότι κατά τον 13ο και τις αρχές του 14ου αιώνα ή  και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, Αλβανοί πέρασαν στην παλαιά Ήπειρο και την Άρτα και εν  συνεχεία εξαπλώθηκαν στα παράλια μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο αλλά και στα μεσόγεια μέχρι την  Ολύτσικα. Αυτοί, όπως και οι εξισλαμισθέντες, μιλούσαν την αλβανική γλώσσα. Αν και παρέμειναν  αρκετοί Αλβανοί σε όλη  την  Ήπειρο,  πάντα  ήταν  πολύ λιγότεροι από τους  ντόπιους. Οι  Οθωμανοί  προσπάθησαν  πάση  θυσία  να  προσεταιριστούν  τους  Αλβανούς  διά  του  θρησκευτικού  προσηλυτισμού και οι Αλβανοί έσπευσαν να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες πλουτισμού που τους έδινε  η αυτοκρατορία. Έτσι θεμελιώθηκε η συνεργασία Αλβανών και Τούρκων με αποτέλεσμα να ριζώσει  η  αντιπαλότητα  χριστιανών  και  μουσουλμάνων  Τσάμηδων  στη  Θεσπρωτία.  Αυτό  βέβαια  δεν  σημαίνει  ότι  ο  μικτός  πληθυσμός  της  περιοχής  δεν  ζούσε  αρμονικά  τις  περισσότερες  φορές  ως  αποτέλεσμα  του  «αρχαίου  συγχρωτισμού»  τους. 3   Άλλοι  πάλι  διακρίνουν  ύπαρξη  φυλετικής  διαφοράς ανάμεσα στους Αλβανόφωνους και τους Ελληνόφωνους της περιοχής και προβάλλουν ως  απόδειξη το γεγονός ότι οι δύο ομάδες δεν συγχωνεύτηκαν ποτέ, ούτε μετά τη λήξη της τουρκικής  κυριαρχίας.4  Η επίσημη άποψη πάντως των ελληνικών αρχών περί της  προελεύσεως των Τσάμηδων  στις αρχές  της  δεκαετίας  του  '20  έκλινε  υπέρ  της  ελληνικότητας  του  πληθυσμού  αυτού  που  εξισλαμίστηκε  βιαίως  με  αποτέλεσμα  να  συνδεθεί  με  την  Τουρκία,  όπως  και  οι  μουσουλμάνοι  της  Κρήτης.  Τη  χρήση της αλβανικής γλώσσας εξηγούσαν με τους γάμους που έγιναν μεταξύ εξισλαμισθέντων και  Αλβανών λόγω κοινού θρησκεύματος και απομόνωσης από τον υπόλοιπο πληθυσμό της περιοχής.5  Όταν  η  περιοχή  που  κατοικούσαν  οι  Τσάμηδες  πέρασε  στην  Ελλάδα  μετά  τους  Βαλκανικούς  πολέμους, οι περισσότεροι επέλεξαν την ελληνική ιθαγένεια, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης  των Αθηνών του 1913. Ελάχιστοι πήραν τουρκική υπηκοότητα και πέρασαν στην Τουρκία. Αργότερα  το  γεγονός  αυτό  χρησιμοποιήθηκε  από  τους  ίδιους  ως  απόδειξη  του  ισχυρισμού  τους  ότι  τίποτα,  πέραν της θρησκείας, δεν τους συνδέει με τους Τούρκους. Φυσικά υπάρχει και μια άλλη εξήγηση:  Μένοντας  στην  Ελλάδα  οι  Τσάμηδες  μπορούσαν  να  διατηρήσουν  τα  μεγάλα  τσιφλίκα  τους  στην  Ήπειρο.6  Τα μεγάλα προβλήματα με τους Τσάμηδες όμως εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της Συνδιάσκεψης  Digitized by 10uk1s 

της Ειρήνης, μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου. Οι Αλβανοί, που αγωνίζονταν να κερδίσουν  περισσότερα  ερείσματα  για  το  νεογέννητο  κράτος  τους,  αντιμετώπιζαν,  όπως  θα  δούμε  στη  συνέχεια,  εκτός  των  άλλων  και  το  πρόβλημα  της  ελληνικότητας  της  Β.  Ηπείρου.  Η  ιδέα  να  χρησιμοποιήσουν  ως  αντιπερισπασμό  και  όπλο  κατά  της  Ελλάδας  τους  Τσάμηδες  της  γειτονικής  τους  Θεσπρωτίας  ήταν  ένας  σχεδόν  αναπόφευκτος  πειρασμός.  Έτσι  από  το  Δεκέμβριο  του  1922  άρχισαν  να  δημοσιοποιούν  στον  τύπο  και  τους  ευαίσθητους  στα  μειονοτικά  κύκλους  της  ΚτΕ  την  αγανάκτησή τους «γιατί η Ελλάδα αναγκάζει τους Τσάμηδες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να  τακτοποιηθούν οι πρόσφυγες απ' τη Μ. Ασία».7  Αυτό  ήταν  το  πρώτο  βήμα  στην  προσπάθειά  τους  να  καταφέρουν  να  εξαιρέσουν  τους  μουσουλμάνους  Τσάμηδες  από  την  αναγκαστική  ανταλλαγή  των  Μουσουλμάνων  της  Ελλάδας  με  τους  έλληνες  Ορθόδοξους  της  Μ.  Ασίας,  με  σκοπό  να  τους  αξιοποιήσουν  πολιτικά  στη  συνέχεια.  Ενδεικτικά  των  αλβανικών  προθέσεων  ήταν  τα  λόγια  του  Τουρχάν  Πασά,  διανοούμενου  και  τέως  πρωθυπουργού της Αλβανίας, στη Συνδιάσκεψη: «Οι Έλληνες ζητούν το τμήμα της Νοτίου Αλβανίας  που ονομάζουν Β. Ήπειρο, ισχυριζόμενοι ότι έχει πληθυσμό 120.000 Έλληνες και 80.000 Αλβανούς.  Εμείς  αμφισβητούμε  αυτούς  τους  αριθμούς  και  αποδεικνύουμε  ότι  οι  Έλληνες  της  περιοχής  δεν  υπερβαίνουν  τους  20.000.  [...]  Οι  Έλληνες  ίσως  διεκδικούν  τη  Β.  Ήπειρο  για  να  ντροπιάσουν  τους  Αλβανούς και να τους αναγκάσουν να αποσύρουν τη δίκαιη διεκδίκησή τους επί της Νοτίας Ηπείρου  και  ειδικά  επί  της  Τσαμουριάς  που  είναι  κατά  βάσιν  αλβανική».8  Η  αλήθεια  βέβαια  είναι  ότι  η  Ελλάδα  ποτέ  δεν  είχε  συνδέσει  τη  διεκδίκησή  της  επί  της  Β.  Ηπείρου  με  τους  Τσάμηδες  της  Θεσπρωτίας μέχρι τη στιγμή που η Αλβανία τους έβαλε στο παιγνίδι.  Στην  προσπάθειά  της  να  κρατήσει  τη  μειονότητα  των  Τσάμηδων  στην  Ελλάδα,  η  αλβανική  αντιπροσωπεία  είχε  τον  ισχυρό  σύμμαχο  που  χρειαζόταν:  την  Ιταλία.9  Στις  19.1.1923  ο  Μοντάνα  επεσήμανε  στη  Συνδιάσκεψη  ότι  οι  Μουσουλμάνοι  αλβανικής  καταγωγής  δεν  έπρεπε  να  σταλούν  στην  Τουρκία  στο  πλαίσιο  της  ελληνοτουρκικής  ανταλλαγής.  Ο  Κακλαμάνος  τότε  έσπευσε  να  διευκρινίσει  ότι  η  Ελλάδα  δεν  είχε  πρόθεση  να  στείλει  Αλβανούς  στην  Τουρκία. 10  Ο  ίδιος  ο  Βενιζέλος  τον  Αύγουστο  της  ίδιας  χρονιάς  διαβεβαίωσε  τον  Έρικ  Ντράμοντ,  Γενικό  Γραμματέα  της  ΚτΕ,  ότι  δεν  θα  συμπεριληφθούν  στους  ανταλλάξιμους  όσοι  Μουσουλμάνοι  έχουν  αλβανική  καταγωγή.11  Γεννιέται  ασφαλώς  εν  προκειμένω  το  ερώτημα  γιατί  η  ελληνική  αντιπροσωπεία  δέχτηκε  με  τόση  ευκολία  να  κρατήσει  μια  μειονοτική  ομάδα  στα  σύνορά  της,  όταν  η  Σύμβαση  της  ανταλλαγής  πληθυσμών  της  έδινε  το  δικαίωμα  να  απαλλαγεί  απ'  αυτήν.  Υπενθυμίζουμε  ότι  η  ανταλλαγή  περιελάμβανε «Τούρκους υπηκόους ελληνο‐ορθόδοξου θρησκεύματος κατοικούντες επί τουρκικού  εδάφους  και  Έλληνες  υπηκόους  μουσουλμανικού  θρησκεύματος  κατοικούντες  επί  ελληνικού  εδάφους»,  δηλαδή  δεν  έκανε  μνεία  της  καταγωγής  των  ανταλλάξιμων  Μουσουλμάνων. 12   Αν  μάλιστα συνεξετάσει κανείς τις διαφανείς προθέσεις της Αλβανίας να χειριστεί τη μειονότητα και τις  μεγάλες  κτηματικές  περιουσίες  που  διέθεταν  οι  Τσάμηδες,  οι  οποίες  θα  έμεναν  στην  Ελλάδα  σε  περίπτωση ανταλλαγής τους, η ερμηνεία αυτής της στάσης είναι ακόμα δυσχερέστερη. Κατά πάσα  πιθανότητα πάντως ήταν απόρροια του διαλλακτικού και ευαισθητοποιημένου περί τα μειονοτικά  προφίλ  που  προσπαθούσε  να  χτίσει  η  Ελλάδα  στη  Συνδιάσκεψη.13  Σημειώνουμε  επίσης  ότι  ο  Κακλαμάνος δεν εννοούσε γενικώς και αορίστως όλους τους Μουσουλμάνους της Θεσπρωτίας όταν  αποδέχτηκε  την  εξαίρεσή  τους.  Όπως  αποδείχτηκε  αργότερα,  είχε  κατά  νου  να  εξαιρέσει  μόνον  όσους απεδείκνυαν επισήμως την άμεση αλβανική καταγωγή τους, δηλαδή λίγους.14  Η Αλβανία έφερε ξανά το ζήτημα στο Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 11 το Δεκέμβριο του  1923.  Κατήγγειλε  τότε  την  πρόθεση  της  Ελλάδας  να  παραβιάσει  τις  υποσχέσεις  της  εκδιώκοντας  όλους  τους  Τσάμηδες15  και  ζήτησε  να  αποσταλεί  επιτόπου  ειδική  επιτροπή  με  συμμετοχή  ενός  Αλβανού, αρμόδια να αποφασίσει ποιοι θα εξαιρεθούν της ανταλλαγής. Παράλληλα είχε φροντίσει  να  δει  το  φως  της  δημοσιότητας  ένα  «υπόμνημα  των  εν  τω  ελληνικώ  κράτει  Αλβανών»  που  Digitized by 10uk1s 

ζητούσαν από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας να μην επιτρέψει να «ανταλλαγούν με κράτος οίον το  τουρκικόν,  με  το  οποίον  ουδέν  τους  συνδέει.  Δεν  συντρέχει  ούτε  το  ομόφυλον,  ούτε  το  ομόγλωσσον, ούτε  ίδιον  εθνικόν αίσθημα, παρά απλή μόνον θρησκευτική σύμπτωσις  και  αύτη  ως  γνωστόν αρκετά παρηλλαγμένη». Στη συνέχεια οι υπογράφοντες ζητούσαν «ελευθέραν χρήσιν και  κάρπωσιν της περιουσίας των, πληρωμή των μισθωμάτων των επιταγμένων κτημάτων και πληρωμή  των απαλλοτριωθέντων κτημάτων καθώς και απαλλαγή από της αναγκαστικής εγκαταστάσεως των  προσφύγων εις αλβανικά οικήματα».16  Το ζήτημα των κτημάτων των Τσάμηδων δημοσιοποιήθηκε  τότε για πρώτη φορά αλλά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, απασχόλησε τις δύο χώρες και την ΚτΕ επί  μακρό  χρονικό  διάστημα.  Υπενθυμίζουμε  ότι  μετά  την  εισροή  του  προσφυγικού  κύματος  στην  Ελλάδα,  με  το  νομοθετικό  διάταγμα  στις  15.2.1923  «περί  αποκαταστάσεως  ακτημόνων  καλλιεργητών», θεσπίστηκε η παραχώρηση δημοσίων, δημοτικών, κοινοτικών κτημάτων, καθώς και  η  αναγκαστική  απαλλοτρίωση  ιδιωτικών,  με  στόχο  την  αποκατάσταση  των  προσφύγων  και  των  ακτημόνων.17  Οι  τσιφλικάδες  Μουσουλμάνοι  καθόλου  δεν  ήθελαν  να  δουν  τα  κτήματά  τους  να  μοιράζονται στους πρόσφυγες και ξεκίνησαν ένα μεγάλο αγώνα με θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να  το πετύχουν.18  Η Ελλάδα διευκρίνισε ενώπιον του Συμβουλίου τον αναπόφευκτο και τον προοδευτικό χαρακτήρα  της  απαλλοτριώσεως  των  μουσουλμανικών  κτημάτων 19   και  πρότεινε  να  ανατεθεί  στην  ήδη  υπάρχουσα  Μικτή  Υποεπιτροπή  και  το  ζήτημα  της  ανταλλαξιμότητας  των  Μουσουλμάνων  αλβανικής  καταγωγής.  Παρά  τους  ισχυρισμούς  της  Αλβανίας  ότι  η  υπάρχουσα  Υποεπιτροπή  δεν  ήταν  ουδέτερη  λόγω  ελληνοτουρκικής  συμπαιγνίας  στο  θέμα  των  Τσάμηδων,  η  ελληνική  πρόταση  έγινε δεκτή.  Πραγματικά το Μάρτιο του 1924 η Μικτή Επιτροπή αποφάσισε να αναστείλει την ανταλλαγή μέχρι  να  φτάσει  στην  Ήπειρο  η  αποστολή  και  να  προσδιορίσει  τους  ανταλλάξιμους.  Η  αποστολή  με  επικεφαλής  τον  Σουηδό  Ε.  Έκστραντ  έφτασε  στις  17  Απριλίου  και  έμεινε  ένα  μήνα  περίπου  στην  περιοχή.  Η  εντύπωση  που  απεκόμισε  ήταν  ότι  πολύ  λίγοι  Μουσουλμάνοι  ήταν  αλβανικής  καταγωγής  και  ότι  υπήρχε  κίνδυνος  να  εξαιρεθούν  οι  πολλοί  που  επιθυμούσαν  να  πάνε  στην  Τουρκία για να ωφεληθούν οι λίγοι που επιθυμούσαν να μείνουν.20  Έτσι αποφάσισαν να εξετάσουν  βάσει  των  κάτωθι  συγκεκριμένων  κριτηρίων  την  ανταλλαξιμότητα  ή  μη  κάθε  υποψηφίου:  α)  Τη  χώρα καταγωγής του, β) τη γλώσσα του, γ) την εθνική του συνείδηση, και δ) δευτερευόντως βάσει  των εθίμων, των ενδυμασιών κ.λπ.  Η  αλβανική  κυβέρνηση  δυσαρεστήθηκε  με  τα  πρώτα  πορίσματα  της  διεθνούς  επιτροπής  και  φρόντισε να διαμαρτυρηθεί στον τύπο και στην ΚτΕ21, ισχυριζόμενη ότι ήταν άχρηστη η έρευνα για  την  καταγωγή  ενός  αυτόχθονος  πληθυσμού  καταφανώς  αλβανικής  καταγωγής.  Η  βιασύνη  της  να  διαμαρτυρηθεί πριν ολοκληρωθεί καν η έρευνα, προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια των μελών της  Γραμματείας  της  ΚτΕ,  η  οποία  αντί  να  κοινοποιήσει  την  αλβανική  καταγγελία  στο  Συμβούλιο  σύμφωνα με τον κανονισμό, τηλεγράφησε στην αλβανική κυβέρνηση και της υπενθύμισε τα μέχρι  στιγμής πορίσματα της Μικτής Επιτροπής που κάθε άλλο παρά αυτονόητη θεωρούσαν την αλβανική  καταγωγή των Τσάμηδων.22  Όταν το ζήτημα συζητήθηκε ξανά στο Συμβούλιο το Σεπτέμβριο του 1924, η Αλβανία κράτησε ακόμα  πιο  επιθετική  στάση.  Ζήτησε  να  μη  ληφθεί  υπόψη  η  δεδηλωμένη  επιθυμία  της  πλειονότητας  των  Τσάμηδων να ζήσουν στην Τουρκία επειδή ήταν προϊόν πιέσεων23  και άσκησης βίας. Υπογράμμισε  ότι οι Τσάμηδες ήταν τα κατεξοχήν θύματα ληστρικών και τρομοκρατικών ομάδων που λυμαίνονταν  την  περιοχή.  Ζήτησε  επίμονα  συμμετοχή  Αλβανού  στην  Επιτροπή  και  υιοθέτηση  της  γλώσσας  ως  μοναδικού  κριτηρίου  ανταλλαξιμότητας.24  Τέλος  απείλησε  για  πρώτη  φορά  ανοιχτά  με  εξέγερση  του  αλβανικού  λαού  εναντίον  των  Ελλήνων  της  Β.  Ηπείρου,  αν  δεν  σταματήσει  ο  διωγμός  των  Τσάμηδων.25 

Digitized by 10uk1s 

Η Ελλάδα απάντησε ότι η Επιτροπή Έρευνας ήταν ο καλύτερος συνήγορός της με τα πορίσματά της.  Εξήγησε δε γιατί, κατά τη γνώμη της, τα κριτήρια της γλώσσας και της καταγωγής ήταν σαθρά, σε  αντίθεση  με  το  ασφαλέστερο  κριτήριο  της  εθνικής  συνείδησης.26  Αρνήθηκε  να  δεχτεί  συμμετοχή  Αλβανού στην επιτροπή, διότι το πρόβλημα, σύμφωνα με τις μειονοτικές συνθήκες, ήταν ανάμεσα  στην  Ελλάδα  και  την  ΚτΕ.  Η  Αλβανία  δεν  είχε  θέση.  Τέλος  ζήτησε  αμυνόμενη  να  ληφθούν  μέτρα  υπέρ της ελληνικής μειονότητας στη Β. Ήπειρο.27  Το Συμβούλιο αποφάσισε τελικά: α) να εξετάσει το θέμα στο πλαίσιο της μειονοτικής συνθήκης που  δέσμευε  την  Ελλάδα  και  η  οποία  είχε  πλέον  τεθεί  σε  ισχύ28,  β)  να  ζητήσει  από  την  Ελλάδα  να  αποφύγει  de  facto  λύση  του  προβλήματος  των  Τσάμηδων,  και  γ)  να  συλλέξει  περισσότερες  πληροφορίες  πριν  λάβει  αποφάσεις  επί  της  ουσίας.29  Για  να  πάρει  τις  πληροφορίες  αυτές  το  Συμβούλιο, διόρισε στη σύνοδο του Δεκεμβρίου τα ουδέτερα μέλη της Μικτής Επιτροπής, τους Ντε  Λάρα, Έκστραντ και Γουίντιγκ, ως εντολοδόχους με αποστολή την προστασία των Τσάμηδων. Αυτοί  θα  ανέθεταν  με  τη  σειρά  τους  την  έρευνα  στους  ουδέτερους  προέδρους  των  τοπικών  μικτών  υποεπιτροπών με τη βοήθεια Αλβανού ελληνικής υπηκοότητας.  Είναι  φανερό  ότι  το  κλίμα  στη  σύνοδο  του  Δεκεμβρίου  ήταν  λιγότερο  ευνοϊκό  για  την  Ελλάδα  απ'  όσο περίμενε η ελληνική αντιπροσωπεία. Το θέμα των Τσάμηδων δεν λύθηκε οριστικά στη σύνοδο  αυτή 30 ,  αλλά  πήρε  παράταση.  Επιπλέον  προστέθηκε  και  Αλβανός  εκπρόσωπος  στις  μικτές  υποεπιτροπές.  Η αλήθεια είναι ότι δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια  ελληνικής αντίδρασης, μιας και  στην ίδια συνεδρίαση ήταν να συζητηθεί και το καυτό ζήτημα των établis της Κωνσταντινούπολης.  Σε γενικές γραμμές πάντως η Ελλάδα είχε κατορθώσει μέχρι στιγμής να κερδίσει την εμπιστοσύνη  των λειτουργών της ΚτΕ με την ευέλικτη στάση της. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι δύο μήνες πριν,  τον  Οκτώβριο  του  1924,  η  ελληνική  κυβέρνηση  είχε  ζητήσει  από  το  Συμβούλιο  την  άδεια  να  ολοκληρώσει τη μεταφορά 1.000‐1.500 Τσάμηδων που είχαν ήδη εγκαταλείψει τα σπίτια τους και  περίμεναν  στην  ακτή  τα  μεταγωγικά  πλοία  για  να  περάσουν  στην  Τουρκία.  Το  Συμβούλιο  συμφώνησε  αμέσως,  παρά  το  γεγονός  ότι  δεν  είχε  αποσαφηνιστεί  ποιοι  ήταν  οι  ανταλλάξιμοι  και  ποιοι όχι, γιατί είχε πειστεί ότι οι άνθρωποι αυτοί ήθελαν να ζήσουν στην Τουρκία και ότι η Ελλάδα  δεν προσπαθούσε να δημιουργήσει τετελεσμένα εις βάρος κανενός.31  Από  τα  αρχεία  του  Υπουργείου  Εξωτερικών  φαίνεται  ότι  οι  πληροφορίες  που  είχε  η  ελληνική  κυβέρνηση  από  τις  τοπικές  αρχές  ήταν  αμφιλεγόμενες.  Από  τη  μια  έφταναν  εκτιμήσεις  που  υποστήριζαν  ότι  «οι  ανταλλακτέοι  Μουσουλμάνοι  έχουσι  διαιρεθή  εις  δύο  μερίδας,  εις  την  των  επιθυμούντων την ανταλλαγήν, οίτινες ανέρχονται  περίπου εις  85% και  εις τους μη  επιθυμούντας  την  ανταλλαγήν,  οίτινες  είναι  οι  υπόλοιποι  15%». 32   Πραγματικά,  όσο  και  να  υπερέβαλαν  τα  νούμερα  αυτά,  σημαντικός  αριθμός  Τσάμηδων,  μεταξύ  των  οποίων  πρόκριτοι  και  μουφτήδες,  τάχθηκαν  υπέρ  της  ανταλλαγής  και  ετοιμάστηκαν  να  φύγουν  για  την  Τουρκία.  Από  την  άλλη  υπήρχαν  και  αναφορές  που  υποστήριζαν  ότι  στην  αρχή  οι  πιο  φανατικοί  θρησκευτικά  Τσάμηδες  δυσπιστούσαν στο δυτικό άνοιγμα της Αλβανίας προς τους Ιταλούς και τους Αυστριακούς αλλά στη  συνέχεια, αφού η Τουρκία απομακρύνθηκε από την περιοχή και αφού υπέστησαν πλύση εγκεφάλου  ότι  δεν  έχουν  άλλους  δεσμούς  με  την  Τουρκία  πλην  της  θρησκείας,  στράφηκαν  πλέον  στην  Αλβανία.33  Το  Υπουργείο  Εξωτερικών  είχε  επίσης  πληροφορίες  για  την  έντονη  ανάμιξη  της  αλβανικής  κυβέρνησης  με  στόχο  να  ακυρωθεί  η  ανταλλαγή.34  Διέδιδαν,  λ.χ.,  ότι  η  Τουρκία  βρισκόταν  σε  κατάσταση  αποσύνθεσης  και  έχει  τόσο  κακό  κλίμα  που  όσοι  πάνε  να  ζήσουν  εκεί  είναι  καταδικασμένοι.  Το  γραφείο  Τύπου  της  αλβανικής  κυβέρνησης  με  διευθυντή  τον  Δερβίς  Χίμα  συντόνισε  επιθετική  εκστρατεία  του  αλβανικού  τύπου  κατά  της  Ελλάδας.  Άρθρα  προανήγγελλαν  συνεχώς  προσφυγικό  κύμα  Τσάμηδων  που  σκόπευαν  να  καταφύγουν  στην  Αλβανία  για  να  γλιτώσουν τη βίαιη ανταλλαγή. Η ελληνική κυβέρνηση μάλιστα, φοβούμενη μήπως προκληθεί κάτι  τέτοιο  για  δημιουργία  εντυπώσεων,  διέταξε  επιφυλακή  στα  σύνορα  ώστε  να  μην  μπορεί  να  Digitized by 10uk1s 

διαφύγει  κανείς  στο  αλβανικό  έδαφος. 35   Το  έργο  αυτό  βοηθούσαν  και  προπαγανδιστές  των  αλβανικών  οργανώσεων  των  ΗΠΑ.36  Γενικώς  φαίνεται  ότι  ολόκληρο  το  1925  έγινε  μια  μεγάλη  προσπάθεια  από  τη  μεριά  της  Αλβανίας  να  ελέγξει  τους  Τσάμηδες  με  κάθε  μέσο:  προπαγάνδα,  εξαγορές,  μέχρι  και  πράξεις  βίας,  όπως  η  δολοφονία  του  προέδρου  της  κοινότητας  Βάρφανης  Χουσεΐν Ρουστάν, ο οποίος εκδηλώθηκε υπέρ της ανταλλαγής.37  Σε διεθνές επίπεδο η προσπάθεια αυτή στηρίχτηκε σε βομβαρδισμό της ΚτΕ και των λειτουργών της  με  παράπονα  για  την  «απάνθρωπη  συμπεριφορά  της  Ελλάδας  απέναντι  στους  Τσάμηδες».  Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επιστολή στις 22.11.25 του αλβανού υπουργού Εξωτερικών Βρυώνη  προς  τον  Γ.Γ.  της  ΚτΕ,  με  την  οποία  του  απεκάλυπτε  την  κρυφή  συμφωνία  των  ελλήνων  και  των  τούρκων  αντιπροσώπων  στη  Μικτή  Επιτροπή  για  αναγκαστική  ανταλλαγή  5.000  Αλβανών  από  την  Ελλάδα  στην  Τουρκία.38  Η  Μικτή  Επιτροπή  διέψευσε  ομοφώνως  και  πανηγυρικά  τον  Βρυώνη  —κανείς  δεν  φεύγει  αναγκαστικά  από  την  Ελλάδα—  αλλά  ο  σπόρος  της  αμφιβολίας  έμεινε.  Παρόμοιο στόχο είχε και η επιστολή του πρέσβη στην Αθήνα Μ. Φρασέρι προς τον Γ.Γ. της ΚτΕ, με  την οποία ζητούσε την περιουσιακή αποκατάσταση 110 αλβανικών οικογενειών που διέφυγαν στην  Αλβανία  «για  να  γλυτώσουν  τη  μοίρα  των  συμπατριωτών  τους  που  μεταφέρθηκαν  βιαίως  στη  Μ.  Ασία».39  Η  επιστολή  στάλθηκε  στις  5  Δεκεμβρίου  ώστε  να  επηρεάσει  αρνητικά  τη  σύνοδο  του  Συμβουλίου που επρόκειτο να γίνει σε λίγες μέρες. Ο Δενδραμής απάντησε φυσικά ότι η Αλβανία  δεν είχε κανένα νόμιμο δικαίωμα να αναμιχθεί με τα ζητήματα της ανταλλαγής μιας και ανήκαν στη  δικαιοδοσία  της  Μικτής  Επιτροπής.40  Ως  αποκορύφωμα  στις  14  Δεκεμβρίου  ο  Μέντι  Φρασέρι  ζήτησε  από  την  ΚτΕ  δάνειο  120.000  λιρών  για  να  αποκαταστήσει  τους  πρόσφυγες  που  εισέρρεαν  στο  έδαφός  της  διωγμένοι  από  Σέρβους  και  Έλληνες.41  Τέτοιο  δάνειο  δεν  πήραν  ποτέ,  αλλά  λέγε  λέγε κάτι μένει πάντα...  Από τη μεριά τους οι ελληνικές αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να στηρίξουν και να ενθαρρύνουν  όσους  Τσάμηδες  προτιμούσαν  να  ανταλλαγούν,  «καθόσον  η  παρουσία  των  εν  Ηπείρω  παρέχει  τόσον  εις  την  αλβανικήν  επικράτειαν,  όσο  και  εις  τα  υποστηρίζοντα  ταύτην  κράτη,  αδιάλειπτον  αφορμήν ουχί μόνον επεμβάσεως εις τα εσωτερικά της Ελλάδος προς προστασίαν δήθεν αλβανικών  πληθυσμών, αλλά και εδαφικών διεκδικήσεων επί γνησίας ελληνικής χώρας».42  Κατά τη γνώμη του  Υπουργείου  Στρατιωτικών  επίσης,  η  ύπαρξη  της  μειονότητας  αυτής  απειλούσε  τη  στρατιωτική  ασφάλεια της μεθορίου. Ένα άλλο πρόβλημα ήταν οι πιέσεις που ασκούσε η ΕΑΠ, η οποία ήθελε να  λυθεί σύντομα το πρόβλημα των Τσάμηδων ώστε να εγκατασταθούν πρόσφυγες στην περιοχή.43  Το  Φεβρουάριο  του  1925  ο  Γενικός  Διοικητής  Ηπείρου  έστειλε  επιτροπή  στην  Τσαμουριά  για  να  πείσει τους Μουσουλμάνους να φύγουν και να βοηθήσει τους Μουφτήδες που προπαγάνδιζαν την  ανταλλαγή.44  Βλέποντας δε ότι οι Εντολοδόχοι δεν είχαν στοιχεία αποδεικτικά της καταγωγής των  Τσάμηδων,  πρότειναν  μια  συμβιβαστική  λύση:  Να  επιτραπεί  η  ανταλλαγή  όσων  επιθυμούσαν  να  φύγουν,  αφού  συμφωνήσει  και  η  Τουρκία  να  τους  δεχτεί. 45   Παράλληλα  εγκατέστησε  18.000  πρόσφυγες  από  τη  Μ.  Ασία  στα  χωριά  των  Μουσουλμάνων  που  θεωρήθηκαν  ανταλλάξιμοι  και  ετοιμάστηκαν να φύγουν για την Τουρκία. Από τη στιγμή όμως που η υπόθεση της ανταλλαγής τους  πάγωσε  μέχρι  να  αποφανθούν  οι  Εντολοδόχοι  οριστικά  περί  της  καταγωγής  τους,  τα  περιουσιακά  στοιχεία  που  είχαν  εγκαταλείψει  ή  πουλήσει  δεν  ξαναγύρισαν  αυτόματα  στα  χέρια  τους.  Οι  πρόσφυγες  που  ήταν  εγκατεστημένοι  στα  σπίτια  τους  και  τα  χωράφια  τους  δεν  ήταν  εύκολο  να  φύγουν μέχρι να βρεθεί κατάλληλος τόπος γι' αυτούς.46  Τον Ιούνιο του 1925 οι Εντολοδόχοι έκαναν περιοδεία σε όλη την Ήπειρο. Σύμφωνα με την αναφορά  τους, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της περιοχής ήταν 20.160 άτομα, εγκατεστημένα σε 63 πόλεις  και χωριά. Απ' αυτούς 2.993 κρίθηκαν ανταλλάξιμοι και φύγανε. Το πρόβλημα της καταγωγής τους  πάντως  απεδείχθη  μάλλον  περίπλοκο.  Σίγουρα  η  Ελλάδα  ήθελε  να  φύγουν  όσο  το  δυνατόν  περισσότεροι. Ένα μεγάλο τμήμα των Τσάμηδων επιθυμούσε πραγματικά να ζήσει στην Τουρκία. Οι  περισσότεροι  όμως  δεν  είχαν  ιδέα  από  πού  κατάγονται.  Συνήθως  τη  στάση  τους  καθόριζε  το  Digitized by 10uk1s 

πρόβλημα  της  περιουσίας  τους.  Όσοι  πίστευαν  ότι  πηγαίνοντας  στην  Τουρκία  θα  πάρουν  γη,  δήλωναν Τούρκοι κι όσοι πίστευαν ότι έτσι θα κρατήσουν ατόφιες τις περιουσίες τους στην Ήπειρο,  δήλωναν Αλβανοί. Οι περισσότεροι πάντως δήλωναν απλώς Μουσουλμάνοι!47  Στις  10  Δεκεμβρίου  1925  το  ζήτημα  των  Τσάμηδων  συζητήθηκε  ξανά  από  το  Συμβούλιο  στην  37η  σύνοδό  του.  Ο  εκπρόσωπος  της  Αλβανίας  εξαπέλυσε  δριμεία  επίθεση  κατά  της  Μικτής  Επιτροπής  και των Εντολοδόχων. Τους κατηγόρησε48  ότι δεν έκαναν το καθήκον τους και ότι στην ουσία έγιναν  όργανα  των  Ελλήνων  και  των  Τούρκων:  «Για  την  Ελλάδα  ο  διωγμός  των  Αλβανών  σημαίνει  την  κατάσχεση  τεραστίων  περιουσιών,  που  μπορούν  να  διατεθούν  στους  πρόσφυγες  από  τη  Μ.  Ασία.  Όσο για την Τουρκία, αφ' ενός θα προσθέσει τις περιουσίες που θα αφήσουν πίσω τους οι Αλβανοί  στον  τουρκικό  λογαριασμό  και  αφ'  ετέρου  θα  γεμίσει  με  Αλβανούς  τα  (πληθυσμιακά)  κενά  που  δημιούργησε  ο  πόλεμος  και  η  ανταλλαγή  πληθυσμών».49  Το  υπόμνημά  του  κατέληγε  με  πολύ  απειλητικό  τρόπο:  Αν  η  Ελλάδα  δεν  σεβαστεί  τους  Τσάμηδες,  η  μόνη  λύση  που  μένει  είναι  η  αναγκαστική ανταλλαγή βορειοηπειρωτών Ελλήνων και αλβανών Τσάμηδων. Αν κι αυτό δεν μπορεί  να  πραγματοποιηθεί,  δεν  μας  μένει  παρά  να  εγκαταστήσουμε  τους  δικούς  μας  πρόσφυγες  στα  ελληνικά χωριά στη Βόρεια Ήπειρο, πράγμα που ίσως οδηγήσει σε πόλεμο με την Ελλάδα.50  Οι Εντολοδόχοι δήλωσαν ότι διάβασαν αυτό το υπόμνημα με έκπληξη και λύπη γιατί βασιζόταν σε  ανακρίβειες  και  κατασκευασμένες  πληροφορίες. 51   Πέραν  τούτου  επανέλαβαν  ότι  κάνουν  το  καθήκον τους ερευνώντας και μη επιτρέποντας την αναγκαστική ανταλλαγή κανενός, αλλά χωρίς να  καταλήξουν  ακόμα  σε  ασφαλή  συμπεράσματα  ως  προς  την  καταγωγή  των  Τσάμηδων.  Έτσι  οι  οριστικές αποφάσεις αναβλήθηκαν πάλι για την επόμενη σύνοδο του Συμβουλίου.  Σ' αυτό το σημείο όμως παρενέβη ο «μέγας φίλος της Αλβανίας» στρατηγός Πάγκαλος και ανέτρεψε  τα προγνωστικά. Στις 23 Ιανουαρίου 1926 σε γεύμα που είχε με τον Έρικ Κόλμπαν, επικεφαλής του  μειονοτικού τμήματος της Γραμματείας της ΚτΕ, του δήλωσε ότι θα δώσει ριζική λύση στο πρόβλημα  των  Τσάμηδων  γιατί  δεν  επιθυμούσε  να  συνεχιστεί  η  προβληματική  διεθνής  εικόνα  της  Ελλάδας.  Συμφώνησε  δε  με  τον  Κόλμπαν  ότι  εν  προκειμένω  δεν  χρειαζόταν  να  μείνει  άλλο  στην  Ήπειρο  η  μικτή  υποεπιτροπή:  η  ανταλλαγή  των  Τσαμηδων  ματαιώνεται.52  Η  ξαφνική  αυτή  απόφαση  του  στρατηγού Πάγκαλου οφειλόταν, όπως έχουμε ήδη αναλύσει, στην επιθυμία του να εξομαλύνει τις  σχέσεις  του  με  τους  Αλβανούς  και  τους  Γιουγκοσλάβους,  ώστε  να  τους  έχει  στο  πλευρό  του  σε  ενδεχόμενη  νέα  ελληνοτουρκική  σύρραξη.  Έτσι,  εκτός  από  τις  καταστροφικές  παραχωρήσεις  που  έκανε  στους  Γιουγκοσλάβους,  έθεσε  σε  κίνδυνο  και  τα  συμφέροντα  των  Βορειοηπειρωτών,  διορίζοντας  πρέσβη  στα  Τίρανα  τον  φιλοαλβανό  στρατηγό  Κοντούλη  και  διαλύοντας  τα  βορειοηπειρωτικά  σωματεία.  Ασφαλώς  ο  Πάγκαλος  πίστευε  ότι  με  την  εξομάλυνση  των  ελληνοαλβανικών  σχέσεων  θα  είχαμε,  εκτός  των  άλλων,  βελτίωση  και  στις  εμπορικές  σχέσεις53  καθώς  και  στη  ζωή  της  μειονότητας.  Αυτά  όμως  ήταν  μόνο  προσδοκίες.  Μετά  το  τέλος  του  αυταρχικού του καθεστώτος ο Πάγκαλος εκλήθη σε απολογία για τις επιλογές του αυτές αλλά, όπως  συμβαίνει  σε  αυτές  τις  περιπτώσεις,  η  χώρα  είχε  ήδη  πληρώσει  τις  επιπτώσεις.54  Στην  ΚτΕ  ο  Ν.  Πολίτης έκανε ιδιωτικά έναν υπαινιγμό στον Κόλμπαν ότι η Ελλάδα μπορεί να μην αναγνωρίσει τις  αποφάσεις  του  δικτάτορα,  αλλά  ο  Κόλμπαν  του  απάντησε  αυστηρά  ότι  ήδη  είχαμε  αθετήσει  μια  διεθνή  πράξη  που  αφορούσε  μειονοτικούς  πληθυσμούς  (εννοώντας  το  Πρωτόκολλο  Πολίτη‐Καλφώφ) και δεν μας συνέφερε καθόλου να το επαναλάβουμε. Φυσικά η Ελλάδα ποτέ δεν  επιχείρησε επισήμως κάτι ανάλογο.55  Στη σύνοδο του Μαρτίου 1926 η Ελλάδα δήλωσε και επίσημα την πρόθεσή της να δεχτεί όλους τους  Τσάμηδες στο έδαφός της. Φαίνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε πιέσεις υπέρ της παραμονής  των Τσάμηδων και από τον πρόεδρο της ΕΑΠ Κάμπελ. Ο Κάμπελ πίεσε επίσης να απομακρυνθούν οι  περισσότερες  προσφυγικές  οικογένειες  από  την  Τσαμουριά,  αφού  δεν  ήταν  σωστό  να  απαλλοτριωθούν τα μικρά αλβανικά κτήματα για να τους δοθούν. Οι ελληνικές αρχές κατάλαβαν τις  απόψεις του και πράγματι άρχισαν την απομάκρυνση των προσφύγων. Φυσικά αυτό δεν σήμαινε,  Digitized by 10uk1s 

όπως  έγραφε  ο  ίδιος  ο  Κάμπελ  στον  Γουίντιγκ,  «ότι  επιτρέψαμε  στον  Φρασέρι  να  μας  χρησιμοποιήσει  ως  όπλο  εναντίον  της  ελληνικής  κυβερνήσεως,  όπως  είχε  σκοπό.  Ούτε  ότι  θα  επιτρέψουμε  στους  τσιφλικάδες  Τσάμηδες  να  έχουν  χωριστή  μεταχείριση  από  τον  υπόλοιπο  ελληνικό λαό».56  Βεβαίως τα περίπλοκα προβλήματα δεν λύνονται με μαγικό τρόπο. Έτσι και η υπόθεση αυτή άφησε  πολλές εκκρεμότητες, η πιο γνωστή των οποίων αφορούσε τις περιπέτειες των κατοίκων των χωριών  Γαρδίκι και Δραγουμή (ή Δραγούμι) και έμελλε να συζητηθεί επί μακρόν στο μέλλον. Συνοπτικά το  πρόβλημα  είχε  ως  εξής:  Κατά  την  αθρόα  άφιξη  των  μικρασιατών  προσφύγων  ένας  αριθμός  στάλθηκε  στην  Τσαμουριά  για  εγκατάσταση  μετά  την  επικείμενη  ανταλλαγή  πληθυσμών.  Το  1924  πολλοί Τσάμηδες, και δη από τα χωριά Γαρδίκι και Δραγουμή, μάζεψαν τα πράγματά τους και πήγαν  στην  Πάργα  όπου  περίμεναν  πλοία  για  να  τους  μεταφέρουν  στην  Τουρκία.  Στις  εκκενωθείσες  περιουσίες  τους  η  εποικιστική  υπηρεσία  Πρεβέζης  εγκατέστησε  κάποιες  γεωργικές  οικογένειες  προσφύγων,  οι  οποίες  έκτοτε  καλλιέργησαν  με  ζήλο  μέρος  των  εγκαταλειφθέντων  κτημάτων  και  έγιναν  αυτάρκεις.  Από  το  1925  και  μετά  που  ματαιώθηκε  η  ανταλλαγή,  οι  Τσάμηδες  άρχισαν  να  επιστρέφουν  στα  σπίτια  τους  ζητώντας  τα  σπίτια  και  τα  χωράφια  τους  πίσω.  Οι  πρόσφυγες  αρνήθηκαν να παραχωρήσουν αμαχητί τα προϊόντα του μόχθου τους. Η διαμάχη μεταξύ τους ήταν  πια αναπόφευκτη και έφτασε μέχρι τη Γενεύη για να λυθεί.57  Σε κάθε περίπτωση πάντως, μετά τη θεαματική κίνηση του Πάγκαλου στο πρόβλημα των Τσάμηδων,  οι ελληνοαλβανικές σχέσεις παρουσίασαν σημαντική βελτίωση, φανερή και από τον ημερήσιο τύπο  που  χαμήλωσε  αμέσως  τους  τόνους.  Οι  Αλβανοί  όμως  παρ'  όλη  την  επιτυχία  τους  συνέχισαν  να  πιέζουν  την  Ελλάδα  μέχρι  να  πετύχουν  το  σύνολο  των  αιτημάτων  τους.58  Η  προσέγγιση  οδήγησε  στην υπογραφή 4 διμερών συμβάσεων στις 25.6 και στις 13.10.1926. Το ελληνικό Κοινοβούλιο όμως  αρνήθηκε  να  επικυρώσει  ως  επιζήμια  τη  μία  απ'  αυτές,  κατά  την  οποία  οι  Αλβανοί  υπήκοοι  δικαιούνταν  μεγαλύτερη  αποζημίωση  για  τα  εκτάσεως  1.000.000  στρεμμάτων  απαλλοτριωμένα  κτήματά  τους  από  αυτή  που  προέβλεπε  η  αγροτική  νομοθεσία.59  Δηλαδή  περισσότερη  απ'  αυτή  που θα έπαιρναν οι αντίστοιχοι Έλληνες! Το γεγονός της μη επικύρωσης προκάλεσε την μήνιν των  Αλβανών και τα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται ξανά απειλητικά στις σχέσεις των δύο χωρών.  Το  πλέον  πρόσφορο  όπλο  πίεσης  κατά  της  Ελλάδας  ήταν  φυσικά  οι  Τσάμηδες.60  Καθ'  όλη  τη  διάρκεια του 1927 άρχιζαν να εμφανίζονται στη Γραμματεία της ΚτΕ προσφυγές κατά της Ελλάδας  υπογεγραμμένες από κατοίκους των χωριών Γαρδίκι και Δραγουμή, από αντιπροσώπους 16 χωριών  της  περιφερείας  Φιλιατών,  από  30  οικογένειες  Μουσουλμάνων  της  Πάργας  κ.λπ.61  Οι  κυριότερες  κατηγορίες  που  εκτόξευαν  κατά  της  Ελλάδας  αφορούσαν:  α)  Τα  περιοριστικά  μέτρα  που  εφαρμόστηκαν  στα  αγροτικά  κτήματά  τους  υπέρ  των  προσφύγων  και  διατηρούνταν  ακόμα.  Ειδικότερα οι κάτοικοι των χωριών Γαρδίκι και Δραγουμή έχουν στερηθεί και σπίτια και χωράφια τα  οποία  νέμονταν  οι  πρόσφυγες,  β)  Την  πίεση  που  ασκούσε  η  ελληνική  κυβέρνηση  αποφασίζοντας  τελικά να θεωρήσει ανταλλάξιμες τις 30 οικογένειες της Πάργας, τις οποίες αναγκάζει να φύγουν για  την Τουρκία κατάσχοντας τις περιουσίες τους. γ) Τους πρόσφυγες που παρέμεναν στην Τσαμουριά  δυσκολεύοντας  τη  ζωή  των  Τσάμηδων.  δ)  Την  επιμονή  της  Ελλάδας  να  στρατολογήσει  τους  Τσάμηδες, ακόμα και αυτούς που είχαν εκπληρώσει τη στρατιωτική τους θητεία στην Τουρκία, ε) Το  γεγονός ότι τα δημοτικά και κοινοτικά τους συμβούλια δεν ήταν αιρετά αλλά διορισμένα. Το ίδιο και  οι  Μουφτήδες,  στ)  Την  απληστία  των  χωροφυλάκων  της  περιοχής  που  στεγάζονταν  και  διατρέφονταν  εις  βάρος  τους.  ζ)  Το  νόμο  περί  απαλλοτριώσεων  που  εφαρμοζόταν  μεροληπτικά  κατά  των  Τσάμηδων.  η)  Το  γεγονός  ότι  δεν  υπήρχε  στην  Τσαμουριά  ούτε  ένα  σχολείο  αλβανικής  γλώσσας.62  Η  Αλβανία  στην  προσπάθειά  της  να  δυσφημήσει  την  Ελλάδα,  έκανε  αίτηση  στην  ΚτΕ  να  της  επιτραπεί  διά  του  αλβανικού  Ερυθρού  Σταυρού  να  επισιτίσει  τους  εγκαταλελειμμένους  από  την  Ελλάδα  Τσάμηδες  με  αραβόσιτο.  Η  ελληνική  αντιπροσωπεία  διαμαρτυρήθηκε  έντονα  και  το  όλο  Digitized by 10uk1s 

θέμα ματαιώθηκε γιατί θεωρήθηκε ως προσπάθεια της Αλβανίας να διεισδύσει στη μειονότητα και  να αναθερμάνει εθνικιστικές έριδες.63  Κατόπιν τούτων ο Α. Μιχαλακόπουλος συνάντησε στο Παρίσι τον υπουργό Εξωτερικών της Αλβανίας  και τον απείλησε κατά κάποιο τρόπο ότι θα ανακαλέσει την απόφαση του δικτατορικού καθεστώτος  για τους Τσάμηδες, αν εξακολουθήσει να υφίσταται τέτοιες πιέσεις.64  Παράλληλα έστειλε στην ΚτΕ  την  απάντηση  της  Ελλάδας  στις  κατηγορίες:  α)  Οι  24  (και  όχι  30)  οικογένειες  της  Πάργας  είχαν  επιλέξει με τη συνθήκη των Αθηνών την τουρκική ιθαγένεια αλλά για διάφορους λόγους δεν έφυγαν  για την Τουρκία. Εν συνεχεία ανακάλεσαν την απόφασή τους και ξαναεπέλεξαν την ελληνική. Μόλις  έφτασε  στην  Πάργα  η  υποεπιτροπή  ανταλλαγής,  αυτοί  έσπευσαν  πρώτοι  να  ζητήσουν  άδεια,  ως  Οθωμανοί αυτή τη φορά, για να φύγουν στην Τουρκία, αφού πούλησαν πρώτα τις περιουσίες τους.  Η  επιτροπή  χορήγησε  την  άδεια  και  700  απ'  αυτούς  έφυγαν.  Οι  υπόλοιπες  24  οικογένειες  (η  ανταλλαγή  των  οποίων  δεν  ολοκληρώθηκε  λόγω  γραφειοκρατικών  εμπλοκών  μεταξύ  της  Μικτής  Επιτροπής και της υποεπιτροπής, που εν τω μεταξύ διέκοψε τη λειτουργία της) ισχυρίζονται τώρα  ότι  είναι  αλβανικής  καταγωγής  και  δεν  επιθυμούν  να  φύγουν.  Με  λίγα  λόγια  οι  άνθρωποι  αυτοί,  που η Ελλάδα τους θεωρούσε Τούρκους και γι' αυτό επέμενε να ανταλλαγούν, εμφανίζονταν μία ως  Αλβανοί  και  μία  ως  Τούρκοι,  κατά  τα  συμφέροντά  τους.65  β)  Οι  κάτοικοι  των  χωριών  Γαρδίκι  και  Δραγουμή  με  το  θόρυβο  που  δημιουργούσαν  προσπαθούσαν  να  επωφεληθούν  όχι  μόνο  την  αξία  των κτημάτων που πούλησαν οικειοθελώς πριν φύγουν, αλλά και τα προϊόντα της συστηματικής και  φιλόπονης  εργασίας  των  προσφύγων.  Τα  δε  σπίτια  τους  ουδείς  τους  τα  στέρησε,  μιας  και  οι  πρόσφυγες  έμεναν  συνήθως  σε  καλύβες  και  ερειπωμένες  αποθήκες,  γ)  Όσο  για  τους  πρόσφυγες,  μόλις  ματαιώθηκε  η  ανταλλαγή,  οι  περισσότεροι  μεταφέρθηκαν  στην  Κρήτη,  στη  Μακεδονία  κ.α.  Στην  Ήπειρο  έμειναν  ελάχιστοι,  κυρίως  στα  Ιωάννινα  και  την  Πρέβεζα,  ενώ  συνεχίζονταν  οι  προσπάθειες για την εξεύρεση μέρους καταλλήλου για την τελική τους εγκατάσταση, δ) Ως προς τις  στρατιωτικές  υποχρεώσεις,  από  τους  Τσάμηδες  απαιτήσαμε  ό,τι  από  όλους  τους  Έλληνες,  ε)  Η  Διοίκηση της Χωροφυλακής πήρε αυστηρά μέτρα και μέχρι τώρα δεν υπήρξε κανένα παράπονο. Αν  τα  όργανα  ζητούσαν  στέγη  από  τους  προέδρους  των  Κοινοτήτων,  αυτό  οφειλόταν  στην  έλλειψη  ξενοδοχείων, στ) Σχολεία στην Τσαμουριά ουδέποτε υπήρξαν ούτε επί Τουρκοκρατίας και ουδέποτε  μας ζητήθηκαν, ζ) Το γεγονός ότι οι Τσάμηδες δεν εκπροσωπούνταν στο Κοινοβούλιο οφείλεται στο  ότι ενώ ο απαραίτητος αριθμός ψήφων για κάθε βουλευτή είναι 22.000, αυτοί δεν ξεπερνούν τους  18.000‐20.000 και είναι μοιρασμένοι σε διάφορες εκλογικές περιφέρειες. Όσο για τις δημοτικές και  κοινοτικές  εκλογές,  δεν  έγιναν  γιατί  εκκρεμούσε  η  διαδικασία  ανταλλαγής.  Από  τότε  που  ρυθμίστηκε το θέμα, έχουν αρχίσει ήδη να γίνονται σταδιακά εκλογές.66  Οι  περισσότερες από αυτές τις καταγγελίες δεν  είχαν καμία τύχη στην ΚτΕ.67  Στην  περίπτωση των  κατοίκων  των  χωριών  Γαρδίκι  και  Δραγουμή  και  των  16  χωριών  των  Φιλιατών,  η  Γραμματεία  δέχτηκε  τις  εξηγήσεις  της  Ελλάδας  και  την  παρακάλεσε  να  την  ενημερώνει  για  την  εξέλιξη  των  υποθέσεων αυτών. Η περίπτωση των 30 οικογενειών από την Πάργα παρεπέμφθη στο νομικό τμήμα  για εξέταση.68  Την ίδια εποχή που οι Αλβανοί εξωθούσαν τους Τσάμηδες να καταγγείλουν στην ΚτΕ την Ελλάδα ότι  τους  στερεί  τη  μόρφωση,  οι  ίδιοι  άρχισαν  εκβιαστικό  διωγμό  κατά  των  άλλοτε  ευημερούντων  ελληνικών  σχολείων  της  Β.  Ηπείρου.  Η  αλήθεια  είναι  βέβαια  ότι  υπήρχε  ένα  πρόβλημα  με  την  εκπαίδευση των Τσάμηδων. Οι χριστιανοί μαθητές στην περιοχή υφίσταντο τις συνέπειες του νόμου  περί υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως. Ο νόμος αυτός όμως δεν μπορούσε να εφαρμοστεί εύκολα στα  παιδιά των Μουσουλμάνων. Ένα ενδεικτικό πρόβλημα ήταν ότι το Κοράνι απαγόρευε τη συνύπαρξη  αγοριών και  κοριτσιών  στα δημοτικά  σχολεία. Έτσι  οι  Μουσουλμάνοι δεν άφηναν τα  παιδιά τους,  και ειδικά τα κορίτσια, να παρακολουθούν τα ελληνικά σχολεία παρά τις πιέσεις που δέχονταν. Ο  επιθεωρητής  των  δημοτικών  σχολείων  Παραμυθίας  προσπάθησε  να  προσελκύσει  τα  μουσουλμανόπαιδα  διορίζοντας  δάσκαλο  της  μουσουλμανικής  θρησκείας  στα  χωριά  με  μικτό  πληθυσμό. Το μέτρο όμως δεν είχε μεγάλη επιτυχία και τα μουσουλμανόπαιδα εξακολουθούσαν να  Digitized by 10uk1s 

προτιμούν  τα  παράνομα  μουσουλμανικά  σχολεία  των  χοτζάδων.69  Το  1928  μάλιστα  ο  γνωστός  φιλοαλβανός  πράκτορας  Μουσά  Ντέμης 70   από  τις  Φιλιάτες  κατόρθωσε  να  στείλει  20  τέκνα  Μουσουλμάνων σε αλβανικά σχολεία. Αυτό φόβισε τις ελληνικές αρχές γιατί πίστευαν ότι σε λίγο τα  παιδιά  αυτά  θα  επέστρεφαν  ως  εκπαιδευμένοι  δάσκαλοι  με  αποστολή  να  υποδαυλίσουν  τα  εθνικιστικά αισθήματα της μειονότητας εναντίον της Ελλάδας.  Τα ελληνοαλβανικά προβλήματα λοιπόν ήταν πολλά και δυσεπίλυτα παρά τον μεσολαβητικό ρόλο  που  αποφάσισε  από  ένα  σημείο  και  μετά  να  παίξει  η  Ιταλία71.  Γι'  αυτό  η  Αλβανία  επιχείρησε  να  πιέσει πιο ανοιχτά την ελληνική κυβέρνηση το Μάιο του 1928: Κατέθεσε στη μειονοτική Γραμματεία  της  ΚτΕ  καταγγελία  κατά  της  Ελλάδας  επικαλούμενη  το  άρθρο  11.  Η  καταγγελία  αυτή  είχε  δύο  άξονες: τις αποζημιώσεις για τα αλβανικά κτήματα στην Ελλάδα —που ήταν το ζητούμενο— και την  κακή  μεταχείριση  των  Τσάμηδων  —  που  ήταν  μάλλον  το  εκβιαστικό  χαρτί  για  να  επιτευχθεί  το  ζητούμενο.  Η  κίνηση  αυτή  δεν  ωφέλησε  τελικά  την  Αλβανία,  που  είχε  ήδη  αποκτήσει  κακό  όνομα  στα  διεθνή  όργανα.  Η  ελληνική  κυβέρνηση  για  μια  ακόμη  φορά  «αναγκάστηκε  να  αναβάλη  την  κύρωσιν των συμβάσεων αναμένουσα καλλιτέρευσιν της ατμόσφαιρας», αμφισβητώντας πλέον και  τη  σκοπιμότητα τέτοιων  συμβάσεων.  Όπως  ενημέρωσε το Φόρεϊν Όφις η πρεσβεία του  Λονδίνου,  «τα  αλβανικά  κτήματα  εν  Ελλάδι,  εκτάσεως  συνολικής  κατά  μεν  τας  αλβανικάς  πληροφορίας  500.000  στρεμμάτων,  υπεβλήθησαν  ως  εικός  και  αυτά  κατά  την  μεταπολεμικήν  περίοδον,  είτε  εις  προσωρινά  μέτρα  επισχέσεως  χάριν  των  προσφύγων,  είτε  κυρίως  εις  την  συμφώνως  τω  αγροτικώ  νόμω  καταναγκαστικήν  απαλλοτρίωσιν.  Συμφώνως  προς  τας  γενικάς  αρχάς  του  Διεθνούς  Δικαίου,  ουδεμία  υποχρέωσις  υπάρχει  εις  ημάς  καλλιτέρας  μεταχειρίσεως  των  ξένων  από  τους  ημέτερους  ιδιοκτήτας. [...] Εις δε τα σχετικά αυτών υπομνήματα σκοπίμως ίσως δεν εγένετο σαφώς διάκρισις  μεταξύ  Αλβανών  υπηκόων  και  Ελλήνων  πολιτών  Αλβανών  το  γένος,  εις  τρόπον  ώστε  να  διεκδικήσωσιν ενδεχομένως την εξαιρετικήν ταύτην μεταχείρισιν και υπέρ Ελλήνων ακόμη πολιτών,  αποκτώσης ούτω της αλβανικής μειονότητος μίας πλεονεκτικής θέσεως εν μέσω του πληθυσμού της  Ελλάδος.  [...]  Εάν  ημείς,  όλως  εξαιρετικώς  και  δι'  ειδικών  συμφωνιών,  παρεχωρήσαμεν  πλεονεκτήματα  τινά  εις  τους  Βρετανούς  και  Ιταλούς  υπηκόους,  ων  τα  κτήματα  εν  Ελλάδι  απηλλοτριώθησαν,  επράξαμεν  τούτο  α)  διότι  επρόκειτο  περί  ελαχίστων  περιπτώσεων,  β)  κατόπιν  ανταλλαγμάτων  και  γ)  λόγω  των  ειδικών  οικονομικών  και  πολιτικών  συμφερόντων  άτινα  συνδέουσιν ημάς προς τας εν λόγω Μεγάλας Δυνάμεις».72  Πριν  συζητηθεί  το  θέμα  στο  Συμβούλιο,  ο  υπουργός  Εξωτερικών  της  Αλβανίας  ζήτησε  από  τον  Ντράμοντ να παραπέμψει το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ο Γ.Γ. της ΚτΕ του απάντησε  ότι  αυτός  δεν  είχε  αντίρρηση  για  μια  συμβουλευτική  γνώμη,  αν  συμφωνούσε  και  η  Ελλάδα  επ'  αυτού.73  Άλλωστε  ανάλογο  ζήτημα  απαλλοτριώσεων  είχε  απασχολήσει  επί  μακρόν  το  Συμβούλιο.  Υπήρχαν  απαιτήσεις  των  Γάλλων  στη  Λετονία,  των  Αυστριακών  και  των  Ούγγρων  στην  Τσεχοσλοβακία  και  διαφόρων  στη  Ρουμανία.  Οι  νομικοί  διαφωνούσαν  αλλά  δεν  υπήρχε  διεθνής  νομολογία.  Ο  Ντράμοντ  πάντως  δεν  πίστευε  ότι  οι  ξένοι  υπήκοοι  μπορούν  να  διεκδικούν  περισσότερα από τους ντόπιους.74  Σε  κάθε  περίπτωση  η  Αλβανία  προξένησε  δυσαρέσκεια  στους  κύκλους  της  ΚτΕ  κυρίως  για  την  αλόγιστη χρήση του άρθρου 11. Η Ιταλία η ίδια άφησε να εννοηθεί ότι κάθε άλλο παρά ενεθάρρυνε  την  αλβανική  προσφυγή.  Συμβούλευσε  δε  και  τις  δύο  πλευρές  να  βρουν  λύση  με  διαπραγματεύσεις. 75   Η  Μεγάλη  Βρετανία  ήταν  επίσης  αρνητική  απέναντι  στην  αλβανική  παρέμβαση,  γεγονός  που  αποδείχτηκε  και  από  τη  συμμετοχή  του  Τσάμπερλαιν  στην  τριμελή  επιτροπή.76  Πραγματικά στις 9 Ιουνίου το Συμβούλιο στηλίτευσε την επίκληση του άρθρου 11 από  την  Αλβανία,  υπενθυμίζοντάς  της  ότι  ο  σκοπός  του  διεθνούς  συστήματος  μειονοτικής  προστασίας  ήταν  να  μη  μεταβληθούν  οι  μειονότητες  σε  μοχλό  ξένης  επέμβασης  στα  εσωτερικά  των  κρατών.77  Όσο για την υπόθεση των απαλλοτριώσεων συνέστησε διαπραγματεύσεις στα δύο ενδιαφερόμενα  κράτη.  Η  Αλβανία  κατόπιν  τούτων  δήλωσε  ότι  επιθυμεί  τη  φιλία  της  Ελλάδας,  «της  πρεσβυτέρας  αδελφής»  της,  και  παραδέχτηκε  ότι  έκανε  λάθος  που  επικαλέστηκε  το  άρθρο  11.  Για  τη  νίκη  της  Digitized by 10uk1s 

Ελλάδας πανηγύρισε δεόντως την επομένη ο ελληνικός τύπος. Η Αλβανία δεν είχε πια το δικαίωμα  να ασχολείται με τους Τσάμηδες, δηλαδή με έλληνες πολίτες, χρησιμοποιώντας με δόλιο τρόπο την  ΚτΕ. Η νίκη της Ελλάδας ήταν επίσης νίκη όλων των μειονοτικών κρατών που ζούσαν πάντα με τον  εφιάλτη της ξένης παρέμβασης στα εσωτερικά τους.  Στη συνέχεια, βοηθούσης και της επανεκλογής του Βενιζέλου, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις πέρασαν  σε  μια  ομαλότερη  φάση.  Ο  Βενιζέλος,  στο  πλαίσιο  της  συμφιλίωσης  της  Ελλάδας  με  όλους  τους  γείτονές  της,  δήλωσε  ότι  επιθυμούσε  τη  φιλία  της  Αλβανίας  και,  ως  πρώτο  βήμα,  αποθάρρυνε  τη  συνέχιση  της  λειτουργίας  των  βορειοηπειρωτικών  σωματείων.  Οι  Αλβανοί  με  τη  σειρά  τους  δημοσιοποίησαν τη χαρά τους για την άνοδο ενός μεγάλου ηγέτη στην εξουσία. Τον Οκτώβριο του  1928  δημοσιεύτηκαν  στην  Εφημερίδα  της  Κυβερνήσεως  οι  νόμοι  που  κύρωναν  τις  τρεις  εκκρεμούσες συμβάσεις. Το ζήτημα των κτημάτων έμεινε προσωρινώς εκτός συμφωνίας εν αναμονή  πιο ευνοϊκών συνθηκών. Αυτές οι συνθήκες όμως δυστυχώς δεν δημιουργήθηκαν, παρά τις ελπίδες  που γέννησε το φθινόπωρο του '28. Με την είσοδο του επόμενου έτους καινούρια κρίση ξέσπασε  στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Επίκεντρο αυτή τη φορά ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας.  Παρ'  όλα  αυτά  όμως  βλέπουμε  ότι  δεν  υπάρχει  ανάλογη  με  την  προαναφερθείσα  χρησιμοποίηση  των  Τσάμηδων  από  την  Αλβανία.  Ο  λόγος  πρέπει  να  αναζητηθεί  στη  θεαματική  βελτίωση  των  συνθηκών  ζωής  αυτού  του  μειονοτικού  πληθυσμού,  που  δεν  άφηνε  σχεδόν  κανένα  περιθώριο  πικρίας, δυσαρέσκειας και πολιτικής εκμετάλλευσης. Αυτό το αξιοθαύμαστο έργο υπήρξε ο καρπός  των επίμονων προσπαθειών του καινούριου Γενικού Διοικητή Ηπείρου Α. Καλεύρα και του Επάρχου  Παραμυθίας.  Εφαρμόζοντας  τις  βενιζελικές  αρχές  στην  κρίσιμη  αυτή  παραμεθόρια  περιοχή,  διαπίστωσαν ότι «από την Τσαμουργιάν έλειψεν το πνεύμα της σταθεράς και ενιαίας διευθύνσεως  της  αντιπροπαγανδιστικής  προσπαθείας,  ανεξαρτήτως  αν  καλώς  ή  κακώς  πληροφορούμενον  το  Υπουργείον  [Εξωτερικών]  έδιδεν  ταύτην  ή  εκείνην  την  κατεύθυνσιν.  Ο  αξιωματικός  της  χωροφυλακής  είχεν  ιδίαν  εθνικήν  πολιτικήν.  Αι  τοπικαί  στρατιωτικαί  αρχαί  είχον  ωσαύτως  ιδίαν  εθνικήν πολιτικήν, ως επίσης οι εκπαιδευτικοί και οι εποικιστικοί υπάλληλοι.78  Ουδεμία μεταξύ των  υπήρχεν  επαφή  και  απουσίαζεν  εντελώς  το  πνεύμα  της  συνεργασίας.  Ούτω  δεν  υφίστατο  συντονισμένη κατεύθυνσις. Και όταν λάβη τις υπ' όψιν το ατύχημα ότι εις τας απομεμακρυσμένας  επαρχίας του Κράτους [...] δεν αποστέλλονται οι άριστοι, αλλά τουναντίον ενίοτε οι υπό δυσμένειαν  διατελούντες,  ημπορείτε  να  φανταστείτε  την  εν  Τσαμουργιά  κατάστασιν.  [...]  Η  αλβανική  προπαγάνδα  προσπαθεί  να  εκμεταλλευθή  παν  ολίσθημα  και  πάσαν  ανωμαλίαν,  γεννώσαν  και  τροφοδοτούσαν την δυσφορίαν του μουσουλμανικού πληθυσμού. [...] Όλα τα ανωτέρω απετέλεσαν  έναυσμα  εις  το  να  εύρη  πρόσφορον  έδαφος  η  αλβανική  προπαγάνδα  και  να  δημιουργήσει  πράγματα εις την χώρα».79  Ο Έπαρχος Παραμυθίας, αναζητώντας πιο πρακτικά την πηγή της δυσαρέσκειας των Τσάμηδων που  τους  καθιστούσε  ευάλωτους  στην  αλβανική  προπαγάνδα,  κατέληξε  στο  συμπέρασμα  ότι  τα  περισσότερα παράπονα ξεκινούσαν από τις αδικίες που έγιναν κατά την εσπευσμένη εφαρμογή του  αγροτικού νόμου στην περιοχή.80  Τα χρονικά περιθώρια ήταν πολύ μικρά, η κατάσταση επείγουσα  και  τα  λάθη  αναπόφευκτα.  Οι  αποζημιώσεις  επίσης  ήταν  κάπως  δυσανάλογες  με  την  αξία  των  κτημάτων.  Πρότεινε  λοιπόν  άμεση  λύση  των  αδικιών  που  έγιναν  σε  μικροϊδιοκτήτες  έως  25  στρεμμάτων. 81   Η  νέα  ηγεσία  φρόντισε  επίσης  να  αποδεσμεύσει  κατά  το  δυνατόν  τα  μουσουλμανικά  κτήματα  στο  Γαρδίκι  από  τις  προσφυγικές  οικογένειες,  φροντίζοντας  όμως  να  τις  αποκαταστήσει αλλοτρόπως ώστε να μην απομακρυνθούν από την περιοχή, όπου ήταν εθνολογικώς  χρήσιμες.  Πρότεινε  επιπλέον  να  δοθεί  έμφαση  στην  εκπαίδευση  των  Μουσουλμάνων  της  Τσαμουριάς:  «Να  δοθή  μεγάλη  σημασία  εις  την  ύπαρξιν  και  λειτουργίαν  νηπιαγωγείων  εις  όλα  εν  γένει  τα  μουσουλμανικά  χωρία,  να  διορισθώσιν  εις  ταύτα  οι  προταθέντες  υπό  του  κ.  Επιθεωρητού  Δημοτικών Σχολείων χοτζάδες ως διδάσκαλοι των θρησκευτικών και να ληφθώσιν τα μέτρα εκείνα,  Digitized by 10uk1s 

άτινα συντελούσιν εις την αυθόρμητον εισροήν μουσουλμανοπαίδων εις τα σχολεία».82  Στο πλαίσιο  της πολιτικής προσέλκυσης των μουσουλμάνων μαθητών υπέδειξε επίσης δωρεάν διανομή βιβλίων,  παροχή  μεσημεριανού  φαγητού  στους  μαθητές,  φορολογικές  διευκολύνσεις  στους  γονείς  των  θηλέων μαθητριών, ανέγερση νέων κτιρίων και ειδικές αμοιβές στους δασκάλους ώστε να είναι οι  άριστοι.83  Φρόντισε επίσης με συναπόφαση των Υπουργείων Παιδείας, Εξωτερικών και της Γενικής Διοικήσεως  Ηπείρου να μην εφαρμοστεί ο νόμος για τη συνεκπαίδευση αρρένων και θηλέων στην περιφέρεια  αυτή, ώστε να μπορούν τα μουσουλμανόπαιδα να φοιτούν στα ελληνικά σχολεία. Στην προσπάθεια  αυτή  είχε  να  αντιμετωπίσει  τη  στενόμυαλη  αντίδραση  του  υπομοίραρχου  της  Χωροφυλακής  Δημητρόπουλου, ο οποίος έκανε αυθεντική ερμηνεία του Κορανίου και κατέληξε στο συμπέρασμα  ότι δεν απαγορεύει στους Μουσουλμάνους το συγχρωτισμό αγοριών και κοριτσιών!84  Η αντίδραση  της  Χωροφυλακής  ήταν  τόσο  μεγάλη  που  έφτασε  στο  σημείο  να  δημοσιεύσει  την  κριτική  του  Γ.Δ.  Ηπείρου  και  του  Επάρχου  Παραμυθίας  στον  τύπο,  ώστε  να  τους  διασύρει.  Ευτυχώς  το  Υπουργείο  Εξωτερικών τους στήριξε και υπέδειξε στο Υπουργείο Εσωτερικών να κάνει ανακρίσεις για τον τρόπο  που διέρρευσε η αναφορά.85  Ένα άλλο βασικό μέλημα της νέας διοίκησης ήταν η παγίωση της δημόσιας ασφάλειας στην Επαρχία  αυτή, η οποία κυριολεκτικά εληστοκρατείτο. Έτσι ο κόσμος ξαναβρήκε την εμπιστοσύνη του προς το  κράτος. Ευνόησε επίσης τη συμμετοχή των Μουσουλμάνων στα κοινοτικά συμβούλια.86  Φυσικά  ακόμα  και  μετά  από  μια  τόσο  εντυπωσιακή  επίδειξη  καλής  θελήσεως,  τα  παράπονα  δεν  έλειψαν.  Το  Φεβρουάριο  και  τον  Απρίλιο  του  1930  έφτασαν  στην  ΚτΕ  δύο  καταγγελίες  υπογεγραμμένες  από  μικροϊδιοκτήτες  Μουσουλμάνους  αλβανικής  καταγωγής.  Η  καταγγελία  αφορούσε την παραβίαση του αγροτικού νόμου εκ μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως. Ο αγροτικός  νόμος  επέτρεπε  απαλλοτριώσεις  μόνο  σε  μεγαλύτερες  από  30  εκτάρια  ιδιοκτησίες,  αλλά  οι  ελληνικές  αρχές  απαλλοτρίωσαν  και  μικρότερα  κτήματα  στην  Τσαμουριά. 87   Η  ελληνική  αντιπροσωπεία απάντησε ότι ο αγροτικός νόμος του 1926, με τα άρθρα 3 και 5, διαφοροποιούσε τις  περιοχές Θεσσαλίας, Άρτας, Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης. Σ' αυτές τις περιοχές επέτρεπε την  απαλλοτρίωση  και  στα  κάτω  των  30  εκταρίων  κτήματα.  Ο  λόγος  ήταν  ότι  σ'  αυτές  τις  περιοχές  εγκαταστάθηκαν  κατά  κύριο  λόγο  οι  πρόσφυγες  και  υπήρχε  ακόμα  μεγαλύτερη  ανάγκη  για  γη.  Υπογράμμισε  τέλος  ότι  ο  αγροτικός  νόμος  εφαρμοζόταν  εξίσου  σε  Χριστιανούς  και  Μουσουλμάνους.  Ακόμα  σημείωνε  ότι  οι  Μουσουλμάνοι  παρέλειψαν  να  αναφέρουν  ότι  ανάλογη  καταγγελία  τους  είχε  απορριφθεί  από  το  Συμβούλιο  της  Επικρατείας.  Η  Ελλάδα  έκλεινε  την  απάντησή  της  υπενθυμίζοντας  τη  μεγάλη  ευαισθησία  που  είχε  επιδείξει  μέχρι  τότε  απέναντι  στα  μειονοτικά προβλήματα.88  Εξαιτίας αυτής της ευαισθησίας στη συνέχεια ανετέθη σε υψηλόβαθμο υπάλληλο του Υπουργείου  Γεωργίας να καταρτίσει έκθεση περί των επιπτώσεων του αγροτικού νόμου στις μειονότητες.89  Ο εν  λόγω πρότεινε μετά από έρευνα σειρά μέτρων ως προς τα απαλλοτριωθέντα κτήματα, με στόχο τη  βελτίωση  της  ζωής  της  μειονότητας.  Τα  μέτρα  αυτά  πέρασαν  από  τη  Βουλή  τον  Ιούνιο  του  1930  (ειδικός  νόμος  νο  4816)  και,  κατά  τη  γνώμη  και  της  τριμελούς  επιτροπής  που  ερεύνησε  την  καταγγελία, οι Τσάμηδες είχαν αρχίσει ήδη να επωφελούνται πολύ.90  Πραγματικά  τα  εκκρεμή  κτηματικά  τους  ζητήματα  φάνηκαν  να  διευθετούνται  κατά  ευνοϊκό  τρόπο  με το νόμο αυτό που διπλασίασε την αρχική τιμή για τα απαλλοτριωθέντα κτήματά τους και τους  έδινε  δικαίωμα  χρηματικών  βοηθημάτων.  Με  το  νόμο  5136  του  1931  οι  Τσάμηδες  απέκτησαν  επίσης το δικαίωμα απευθείας συνεννοήσεως των ενδιαφερομένων για την εκποίηση των κτημάτων  τους. 91   Έγινε  προσπάθεια  να  αποζημιωθούν  όλοι  για  τα  επιταχθέντα.  Με  διοικητικά  μέτρα  «πατρικής  φροντίδας»  έγινε  προσπάθεια  να  τους  δοθεί  κάθε  είδους  ανακουφιστική  φροντίδα:  προσωρινή  αναστολή  πληρωμής  φόρων  προς  το  Δημόσιο,  δωρεάν  συσσίτιο  για  τους  μαθητές  του  Digitized by 10uk1s 

ιεροδιδασκαλείου Φιλιατών, μεσολάβηση σε αλληλοσυγκρουόμενα κοινοτικά συμφέροντα κ.λπ. Ως  προς την προσωπική τους κατάσταση ελήφθη ένα θετικό μέτρο: Τα υπό του μουσουλμανικού νόμου  προβλεπόμενα  ζητήματα  οικογενειακής  και  προσωπικής  φύσεως  θα  δικάζονταν  από  τους  μουφτήδες.  Τις  αποφάσεις  των  μουφτήδων  θα  εκήρυττε  εν  συνεχεία  εκτελεστές  ο  πρόεδρος  πρωτοδικών.92  Πρέπει να σημειωθεί σ' αυτό το σημείο ότι οι περισσότερες από αυτές τις νεωτεριστικές εισηγήσεις  δεν  υλοποιήθηκαν  ποτέ  πλήρως  ώστε  να  αποδώσουν  τους  αναμενόμενους  καρπούς.  Άλλες  ανακλήθηκαν από τις επόμενες κυβερνήσεις και άλλες εμποδίστηκαν από τη γραφειοκρατία και την  παλινωδία  της  διοίκησης.  Είναι  ενδεικτικό  το  γεγονός  ότι  το  ζήτημα  των  αποζημιώσεων  των  απαλλοτριωθέντων  κτημάτων,  μολονότι  εκτιμήθηκε  από  όλους  ως  υπ'  αριθμόν  1  παράγοντας  δυσαρέσκειας που καθυστερούσε την αφομοίωση των Τσάμηδων και τους παρέδιδε στην αλβανική  και την ιταλική προπαγάνδα, ουδέποτε λύθηκε ικανοποιητικά. Το ζήτημα της εκπαίδευσης είχε την  ίδια  τύχη.  Οι  άξιοι  και  φλογεροί  πατριώτες  δάσκαλοι  ποτέ  δεν  έφτασαν  στην  Τσαμουριά  και  τα  απαραίτητα νηπιαγωγεία ποτέ δεν ιδρύθηκαν. Έτσι η ελληνική γλώσσα ποτέ δεν μιλήθηκε από τους  Μουσουλμάνους.  Πρόκειται  για  το  πιο  παλιό  σύμπτωμα  της  ελληνικής  πολιτικής  που  στερείται  συνέχειας και συνέπειας ειδικά στα ευαίσθητα εθνικά ζητήματα.  Από  το  1934  και  μετά  λοιπόν  η  κατάσταση  άρχισε  να  χειροτερεύει  ξανά,  γεγονός  που  μπορεί  να  αποδοθεί σε μια σειρά παραγόντων: ένας βασικός παράγοντας ήταν η επιδείνωση της κατάστασης  των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια, τα ελληνικά σχολεία, που  το 1925 ήταν 78  και το 1933 μόλις 10,  κινδύνευσαν  να κλείσουν  όλα οριστικά εξαιτίας του νόμου  περί  ιδιωτικής  εκπαίδευσης  που  εισήγαγε  η  αλβανική  κυβέρνηση  για  να  πλήξει  τα  ξενόφωνα  σχολεία.93  Η παραβίαση αυτή των στοιχειωδών μειονοτικών της υποχρεώσεων καταγγέλθηκε τότε  στην ΚτΕ και άρχισε να διερευνάται από την τριμελή επιτροπή. Έτσι η Αλβανία, ενώ εκκρεμούσε η  απόφαση  εναντίον  της,  για  μια  ακόμα  φορά  χρησιμοποίησε  τους  Τσάμηδες  για  να  καλύψει  τις  παρεμβάσεις της κατά του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου.  Η  αρχή  έγινε  με  επίθεση  του  αλβανικού  τύπου  που  περιέγραφε  με  ζοφερό  τρόπο  τις  πιέσεις  που  ασκούσε  η  Ελλάδα  στους  Τσάμηδες  για  να  τους  αναγκάσει  να  φύγουν.  Μετά  το  πρώτο  κύμα  δημοσιευμάτων  έφτασε  στην  ΚτΕ  τηλεγράφημα  της  μουσουλμανικής  κοινότητας  Φιλιατών  που  κατήγγειλε  «τα  ψεύδη  του  αλβανικού  τύπου  που  μοναδικό  στόχο  είχαν  τη  δικαιολόγηση  της  κακοποίησης  των  Βορειοηπειρωτών». 94  Στις  21.11.1934  όμως  έφτασε  ένα  άλλο  τηλεγράφημα,  σταλμένο  από  τους  ίδιους  Τσάμηδες,  το  οποίο  κατήγγειλε  το  προηγούμενο  ως  προϊόν  πιέσεων  εκ  μέρους των ελληνικών αρχών! Το πρόβλημα ήταν όμως ότι ακόμα και οι πιο δύσπιστοι σε τέτοιου  είδους  «αυθόρμητα  τηλεγραφήματα»  λειτουργοί  της  ΚτΕ  διαπίστωσαν  ότι  οι  υπογραφές  τους  δεν  έμοιαζαν  καθόλου  με  τις  υπογραφές  που  είχαν  βάλει  στο  πρώτο  τηλεγράφημα...95  Στις  19.11  και  στις 10.12 ήρθαν άλλες δύο καταγγελίες εναντίον της Ελλάδας, προερχόμενες η μεν από τσάμηδες  μετανάστες  και  η  δε  από  κατοίκους  της  Παραμυθίας.  Ακολούθησε  στις  31.5.1935  καταγγελία  της  αλβανικής κυβέρνησης με το ίδιο περιεχόμενο.96  Η  Ελλάδα  στην  απάντησή  της  απεκάλυψε  τη  γνωστή  μέθοδο  της  Αλβανίας  να  βάζει  μπροστά  ένα  μειονοτικό  αίτημα  κάθε  φορά  που  θέλει  να  ασκήσει  πολιτική  πίεση  στην  Ελλάδα.  Ήταν  άλλωστε  πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα περισσότερα παράπονα ήταν τα ίδια εκείνα που έγιναν κατά  το  διάστημα  1924‐28,  εξαφανίστηκαν  μετά  την  ήττα  της  Αλβανίας  το  1928  και  επανεμφανίστηκαν  μόλις  ανέκυψε  πρόβλημα  με  τα  σχολεία  της  Βορείου  Ηπείρου.  Φαίνεται  ότι  τα  ελληνικά  επιχειρήματα έπεισαν τη διεθνή κοινότητα. Η τριμελής επιτροπή θεώρησε αδικαιολόγητη τη βροχή  καταγγελιών  εναντίον  της  Ελλάδας  «δεδομένου  ότι  μια  σειρά  αναλόγων  καταγγελιών  έχουν  ήδη  κατατεθεί  στο  παρελθόν  και  έχουν  εξεταστεί  από  άλλες  τριμελείς  επιτροπές  χωρίς  να  καταλήξουν  στο Συμβούλιο».97  Έτσι, ενώ οι Βορειοηπειρώτες κέρδισαν, όπως θα δούμε, τη διεθνή μάχη για τα  ελληνικά  σχολεία  στην  Αλβανία,  οι  καταγγελίες  εναντίον  της  Ελλάδας  δεν  συζητήθηκαν  ποτέ  στο  Digitized by 10uk1s 

Συμβούλιο.  Ένας  άλλος  παράγοντας  όξυνσης  της  συμβίωσης  Τσάμηδων  και  Ελλήνων  ήταν  η  αλλαγή  του  πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα και στην Αλβανία που είχε αντίκτυπο και στη ζωή της μειονότητας.  Στην  Ελλάδα  μετά  την  πτώση  του  βενιζελισμού  παρατηρήθηκε  μια  συντηρητική  στροφή98  που  κατέληξε  στην  επιβολή  του  αυταρχικού  καθεστώτος  της  4ης  Αυγούστου.  Οι  εξελίξεις  αυτές  σε  πολιτικό  επίπεδο,  όπως  έχουμε  ήδη  αναλύσει,  σήμαιναν  και  αλλαγή  φρουράς  στις  τοπικές  αρχές  που  ήλεγχαν  άμεσα  την  καθημερινή  ζωή  των  μειονοτικών  Ελλήνων.  Το  φθινόπωρο  του  1935  ιδρύθηκε  η  Διεύθυνση  Χωροφυλακής  στην  Τσαμουριά  με  στόχο  να  καταπολεμήσει  την  αλβανική  προπαγάνδα.99  Τα  φιλελεύθερα  οράματα  του  βενιζελικού  Καλεύρα  έδωσαν  τη  θέση  τους  στην  καχυποψία και την άμυνα. Ο νέος Γενικός Διοικητής Ηπείρου Χ. Παναγιωτάκος τον Απρίλιο του 1936  ζήτησε  από  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  να  ανακαλέσει  την  υπ'  αριθμόν  α/2026/174/9  ε.ε.  διαταγή  του  προς  τη  Γ.Δ.  Ηπείρου  που  απαγόρευε  τη  λήψη  οποιουδήποτε  πιεστικού  μέτρου  κατά  των  Τσάμηδων, διότι διέβλεπε κίνδυνο να εξεγερθούν «εφόσον δεν θα είχον να αντιμετωπίσουν αμέσως  την  άκαμπτον  δύναμιν  του  Κράτους  και  τας  βαρυτάτας  συνεπείας  των  πράξεών  των».100  Την  ίδια  εποχή  ο  Έπαρχος  Παραμυθίας  ζήτησε  να  σταλούν  μυστικοί  πράκτορες  στα  Τσαμοχώρια  γιατί  υπήρχαν φήμες για εξέγερση.101  Οι  φήμες  περί  εξεγέρσεως  των  Τσάμηδων  δεν  μπορούν  να  αποδοθούν  βεβαίως  μόνο  στην  καχυποψία  των  ελληνικών  τοπικών  αρχών.  Η  υπόθεση  ξεκίνησε  μετά  τη  συμφωνία  Ιταλίας  και  Αλβανίας  και  την  ανάληψη  του  ιταλικού  Υπουργείου  Εξωτερικών  από  τον  Τσιάνο  που  έδωσε  επιθετική  χροιά  στην  ιταλική  εξωτερική  πολιτική.  Σύμφωνα  με  πληροφορίες  της  ελληνικής  πρεσβείας  στα  Τίρανα,  σε  όλη  την  έκταση  της  ελληνοαλβανικής  μεθορίου  είχαν  οργανωθεί  αντάρτικα  σώματα  Τσάμηδων  και  γινόταν  προσπάθεια  να  επεκταθεί  η  οργάνωση  στην  ελληνική  Τσαμουριά. Η ιταλική προπαγάνδα ενίσχυε την οργάνωση αυτή με χρήματα και όπλα και φρόντιζε  μέσω των πρακτόρων της να δημιουργήσει στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Ελλάδας την  εντύπωση  ότι  η  Ιταλία  θα  βοηθούσε  την  Αλβανία  να  καταλάβει  την  Ήπειρο  μόλις  βρισκόταν  η  κατάλληλη  ευκαιρία. 102   Αυτές  τις  έντονες  φήμες  φρόντισε  να  μεταφέρει  ο  διευθυντής  του  Υπουργείου Εξωτερικών Γ. Κούστας στον Αλβανό πρεσβευτή Βίλα το Μάιο του 1936, τονίζοντας ότι  «τούτο  δεν  έπαυσε  να  δίδη  ελπίδας  εις  τους  απλοϊκούς  χωρικούς  της  Τσαμουργιάς  οίτινες  ωθούμενοι υπό ωρισμένων πρακτόρων έφθασαν μέχρι του σημείου να γίνωσι προκλητικοί κατά των  αρχών  και  να  αρνηθώσι  την  καταβολήν  φόρων».103  Φυσικά  ο  Βίλα  διαμαρτυρήθηκε  έντονα  αλλά  αυτό είχε μικρή σημασία.  Στο  πλαίσιο  της  νέας  πολιτικής  της  επαγρύπνησης  η  Γενική  Διοίκηση  Ηπείρου  πρότεινε  στο  Υπουργείο  Εσωτερικών  ίδρυση  νέου  Νομού  Θεσπρωτίας  με  έδρα  την  Ηγουμενίτσα.  Οι  λόγοι  που  προβλήθηκαν  ήταν  ότι  η  περιφέρεια  αυτή  ήταν  κατοικημένη  από  συμπαγή  μάζα  17.311  Αλβανομουσουλμάνων, ενώ εστερείτο συγκοινωνίας και ανάπτυξης γενικώς. Επιπλέον «το σύστημα  των  Επάρχων  έχει  χρεωκοπήσει,  καθόσον  οι  εκάστοτε  τοποθετούμενοι  κατώτεροι  υπάλληλοι  της  Διοικήσεως,  ούτε  γενικάς  γνώσεις  είχον,  ούτε  επιβολήν,  ούτε  περί  τακτικής  εγνώριζον».  Με  την  ίδρυση  του  νέου  νομού  «θα  υπάρχη  υπεύθυνος  αντιπρόσωπος  της  κυβερνήσεως  όστις  [...]  θα  καθορίζη  εις  την  ευπαθήν  αύτην  περιφέρειαν  την  τηρητεαν  ενιαίαν  εθνικήν  πολιτικήν  έναντι  της  μειονότητος». 104   Ο  νέος  Γενικός  Διοικητής  αναζητούσε  επιπλέον  δασκάλους  «εγνωσμένου  πατριωτισμού και ψυχικού σθένους» για να διδάξουν το Κοράνι ελληνιστί στο πλαίσιο της πολιτικής  της 4ης Αυγούστου να μη μιλιέται δημόσια κανένα ξένο ιδίωμα.105  Η  ογκούμενη  ένταση  μεταξύ  Χριστιανών  και  Μουσουλμάνων  έγινε  αντικείμενο  άμεσης  εκμετάλλευσης  από  την  Ιταλία,  που  είχε  ήδη  βάλει  σε  εφαρμογή  τα  επεκτατικά  της  σχέδια  στα  Βαλκάνια  μετατρέποντας  την  Αλβανία  σε  προτεκτοράτο.  Ο  Μουσολίνι  άλλωστε  είχε  φροντίσει  να  ζητήσει  από  την  αλβανική  κυβέρνηση  πληροφορίες  για  την  κατάσταση  της  Τσαμουριάς.  Η  κινητικότητα στα ελληνοαλβανικά σύνορα εντατικοποιήθηκε, ενώ είχε ξεκινήσει παράλληλα ανοιχτή  Digitized by 10uk1s 

εκστρατεία  των  ιταλικών  και  αλβανικών  μέσων  ενημέρωσης  που  κατηγορούσαν  την  Ελλάδα  ως  διώκτρια  των  Τσάμηδων.  Η  δολοφονία  του  διαβόητου  ληστή  Νταούτ  Χότζα  στα  ελληνοαλβανικά  σύνορα υπήρξε η πιο κατάλληλη αφορμή. Με οδηγίες του Τσιάνο τα μέσα εξωράισαν τη μορφή του  νεκρού που μετατράπηκε σε «παλαιό αγωνιστή του αλβανικού αλυτρωτισμού της Τσαμουριάς που  θυσιάστηκε για τους Αλβανούς». Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών έβαλε τα πράγματα στη θέση  τους  υπενθυμίζοντας  τις  καταδίκες  που  είχε  εις  βάρος  του  ο  Χότζας  για  ληστείες,  βιασμούς  και  απόπειρες ανθρωποκτονίας.106  Μόλις ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, οι Τσάμηδες δέχτηκαν τους Ιταλούς ως απελευθερωτές.  Όπως σημειώνεται σε μια έκθεση του ΕΑΜ για τους Τσάμηδες το 1944, «οι φασίστες τυχοδιώκτες  Νουρί  και  Μαζάρ  Ντίνο  βρίσκουν  εύκολη  λεία  για  τα  φασιστικά  τους  σχέδια  μεγάλη  μερίδα  του  τσάμικου  λαού  που  διψούσε  διά  την  εθνική  λύτρωσή  του.  Δημιουργούν  έτσι  την  ανεξάρτητη  Τσαμουργιά, εγκαθιδρύουν κρατική εξουσία με χωροφυλακή και προβαίνουν σε επιστράτευση των  Τσάμηδων  με  την  επίσημη  και  ανοιχτή  ενίσχυση  των  ιταλικών  αρχών  με  άμεσο  και  αντικειμενικό  σκοπό  να  χτυπήσουν  το  εθνικοαπελευθερωτικό  κίνημα  της  Ελλάδας  και  της  Αλβανίας.  Με  την  κατάρρευση  του  ιταλικού  φασισμού  το  φασιστικό  αυτό  συγκρότημα  περνάει  στα  χέρια  των  Γερμανών, που από την πρώτη στιγμή τους έσπρωξαν σε ανοιχτές θηριωδίες και πλιατσικολογήματα  για  να  τους  δέσουν  πιο  πολύ  στο  εγκληματικό  και  καταστρεφτικό  τους  έργο.  Δεκάδες  χριστιανικά  χωριά της Παραμυθιάς, του Φαναριού και των Φιλιατών πυρπολήθηκαν, χιλιάδες ζώα αρπάχτηκαν.  [...]  Οι  Τσάμηδες  Μπαλίστες  είχαν  γίνει  για  τις  επαρχίες  αυτές  ό,τι  οι  Γερμανοτσολιάδες  για  την  υπόλοιπη  Ελλάδα».107  Η  συμβίωσή  τους  με  τους  Έλληνες  μετά  την  απελευθέρωση  της  Ελλάδας  έμοιαζε  πια  αδύνατη  με  τόσο  αίμα  που  χώριζε  τις  δύο  κοινότητες.  Η  βεβαιότητα  αυτή  μαζί  με  το  φόβο της πληρωμής για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν108  οδήγησαν μαζικά τους Τσάμηδες  στην οδό της αυτοεξορίας.  2. Οι έλληνες Ορθόδοξοι στη Βόρεια Ήπειρο  Η Αλβανία, οι κάτοικοι της οποίας πιστεύουν ότι κατάγονται από την αυτόχθονη φυλή των Ιλλυριών,  ήταν  η  τελευταία  χώρα  των  Βαλκανίων  που  έγινε  ανεξάρτητο  κράτος.  Η  αργοπορημένη  εθνική  αφύπνιση  των  εξισλαμισμένων  Αλβανών  οφείλεται  εν  πολλοίς  και  στο  γεγονός  ότι  η  θέση  του  μουσουλμανικού  στοιχείου  υπήρξε  προνομιακή  στο  πλαίσιο  της  Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας.109  Ένας άλλος λόγος ήταν η έλλειψη ενότητας που χαρακτήριζε τον αλβανικό λαό. Όπως είναι γνωστό,  οι Αλβανοί δεν είχαν κοινή θρησκεία αφού ήταν μοιρασμένοι σε τρεις θρησκευτικές ομάδες: τους  Μουσουλμάνους  (70%),  τους  Ορθόδοξους  (20%)  και  τους  Καθολικούς  (10%).  Πέραν  των  θρησκευτικών είχαν και τις φυλετικές διαφορές Γκέκηδων και Τόσκηδων. Επιπλέον δεν ζούσαν όλοι  υπό  τις  ίδιες  οικονομικο‐κοινωνικές  συνθήκες:  στα  νότια  κυριαρχούσε  η  φεουδαρχική  οργάνωση,  ενώ  στο  βορρά  επεκράτησε  η  πατριαρχική  κοινωνία  και  η  οργάνωση  σε  φάρες.  Δεν  είχαν  ακόμα  μεγάλη  εθνολογική  ομοιογένεια  λόγω  της  ανάμιξης  του  ντόπιου  πληθυσμού  με  τους  γειτονικούς  Έλληνες, Σέρβους, Βλάχους και της αλλοίωσης που έφερε η επαφή με τους Οθωμανούς. Δεν είχαν  τέλος  κοινή  παιδεία:  υπήρχαν  ελληνικά  σχολεία,  ιταλικά  σχολεία  και  μουσουλμανικά  σχολεία.  Γραπτή αλβανική γλώσσα δεν είχε εμφανιστεί. Το πρώτο εθνικό αλβανικό σχολείο άνοιξε μόλις το  1887 στην Κορυτσά.110  Στα  μέσα  του  19ου  αιώνα,  χάρη  στην  ανάπτυξη  κάποιας  αλβανικής  αστικής  τάξης,  άρχισε  να  εμφανίζεται  ένας  πυρήνας  που  έμελλε  να  ηγηθεί  της  εθνικής  αφύπνισης  αυτού  του  λαού.  Το  ορόσημο  όμως  υπήρξε  η  Συνδιάσκεψη  του  Βερολίνου  το  1878.  Η  συνθήκη  που  υπεγράφη  τότε  επισημοποίησε  πλήθος  εδαφικών  ανακατατάξεων  στη  Βαλκανική  και  κινητοποίησε  το  φόβο  του  διαμελισμού  στους  Αλβανούς.111  Τότε  σχηματίστηκε  η  Αλβανική  Ένωση  για  την  Προστασία  των  Δικαιωμάτων  του  Αλβανικού  Έθνους112  ή  Λίγκα  του  Πρίζρεν,  με  στόχο  την  ίδρυση  αυτόνομου  κράτους στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας. Με λίγα λόγια ο φόβος του επεκτατισμού των γειτονικών  χριστιανικών κρατών κινητοποίησε τον εθνικισμό των Αλβανών και όχι ο τουρκικός ζυγός.113  Digitized by 10uk1s 

Η  Λίγκα  στις  15.6.1878  απηύθυνε  υπόμνημα  στις  Μεγάλες  Δυνάμεις  απαιτώντας  την  ακεραιότητα  του  αλβανικού  εδάφους,  θέτοντας  έτσι  για  πρώτη  φορά  αλβανικό  ζήτημα  διεθνώς.  Το  1881  διαλύθηκε μετά από ανοιχτή σύγκρουση με την Πύλη αλλά είχε ήδη σπείρει το σπόρο της.  Ένας  άλλος  καθοριστικότατος  παράγοντας  στην  υπόθεση  της  αλβανικής  ανεξαρτησίας  ήταν  η  παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Από το τέλος του 19ου αιώνα η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία  ανταγωνίζονταν  να  επικρατήσουν  στην  περιοχή.  Η  Αυστροουγγαρία  ήθελε  να  φτάσει  ώς  τη  Θεσσαλονίκη και να κρατήσει υπό έλεγχο τη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Η Ιταλία από τη μεριά της  ήθελε να προσεταιριστεί τους Αλβανούς για να κρατήσει την Αυστροουγγαρία και τη Σερβία μακριά.  Και τέλος υπήρχαν και τα γειτονικά χριστιανικά κράτη με τις διεκδικήσεις τους: η Γιουγκοσλαβία στο  βορρά και η Ελλάδα στο νότο.  Η  Ελλάδα  μπήκε  στο  παιγνίδι  μετά  τον  ιταλοτουρκικό  πόλεμο  και  την  εξέγερση  των  Αλβανών  στο  Κόσσοβο  το  1912.  Η  εξέγερση  εκείνη  απέτυχε  αλλά  οδήγησε  στον  εδαφικό  προσδιορισμό  της  Αλβανίας  για  πρώτη  φορά:  την  Αλβανία  αποτελούσαν  τα  βιλαέτια  Κόσσοβου,  Σκόδρας,  Μοναστηρίου  και  Ιωαννίνων.  Έτσι  από  εκείνη  τη  στιγμή  η  Αλβανία  και  η  Ελλάδα  βρέθηκαν  να  διεκδικούν  την  ίδια  περιοχή  —  αυτή  που  οι  Έλληνες  αποκαλούσαν  Β.  Ήπειρο  και  οι  Αλβανοί  Ν.  Αλβανία.114  Σ' αυτή την περιοχή, εκτός της καθαρά ελληνικής μειονότητας, ζούσε ένας χριστιανικός  ορθόδοξος πληθυσμός που η κάθε χώρα τον θεωρούσε δικό της. Κατά τη διατύπωση του Βενιζέλου,  «σημαντικό τμήμα αυτού του πληθυσμού είχε μητρική γλώσσα την αλβανικήν και πιθανότατα ήταν  αλβανικής  καταγωγής.  Αλλά  ο  καθοριστικός  παράγοντας  ήταν  η  κουλτούρα  τους  και  η  θρησκεία  τους κι αυτή ήταν ελληνική». Η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα του πολιτισμού, του εμπορίου, της  εκκλησίας.  Όλοι  σχεδόν  οι  εξ  Ηπείρου  εθνικοί  ευεργέτες  —Αρσάκης,  Ριζάρης,  Πάγκας  κ.λπ.—  άφησαν τις περιουσίες τους για την ενίσχυση της ελληνικής εκπαίδευσης στη Β. Ήπειρο, έτσι ώστε  και  οι  μικρότερες  και  οι  φτωχότερες  κοινότητες  είχαν  το  σχολείο  τους.  Το  γεγονός  αυτό  συν  την  έλλειψη  κοινής  αλβανικής  ιστορικής  παράδοσης  και  γραπτών  μνημείων  της  αλβανικής  γλώσσας  έστρεψαν τους περισσότερους Ορθόδοξους προς τον ελληνισμό.115  Οι Αλβανοί αντίθετα ισχυρίζονταν ότι οι Χριστιανοί της Β. Ηπείρου, εκτός των 16.000 Ελληνοφώνων  που είχαν ελληνική εθνική ταυτότητα, ήταν Αλβανοί ως προς το αίμα, τη γλώσσα, τα έθιμα και τα  αισθήματα.  Είναι  φανερό  ότι  οι  αλβανόφωνοι  Χριστιανοί  της  Β.  Ηπείρου  ήταν  το  μήλο  της  έριδας  μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών. Αν πήγαιναν με τη μεριά της Ελλάδας, της έδιναν το προβάδισμα  της πλειοψηφίας, αν στρέφονταν στην Αλβανία ήταν η καλύτερη άμυνά της απέναντι στις ελληνικές  διεκδικήσεις.  Αυτός  ήταν  ο  λόγος  που  προσπάθησαν  τόσο  επίμονα  οι  Αλβανοί  στη  συνέχεια  να  αποσυνδέσουν την παιδεία τους και την εκκλησία τους από την ελληνική επιρροή.116  Οι  Βαλκανικοί  πόλεμοι  επέτρεψαν  σ'  αυτά  τα  αντικρουόμενα  συμφέροντα  να  διαδράσουν:  οι  Αλβανοί,  χωρίς  στιβαρή  ηγεσία,  πολέμησαν  στο  πλευρό  των  Τούρκων  διακηρύσσοντας  ότι  πολεμούσαν  κυρίως  για  την  εδαφική  τους  ακεραιότητα.  Από  την  άλλη  μεριά  οι  Σέρβοι  προσπάθησαν να βγουν στην Αδριατική, επιδίωξη απαράδεκτη και για τους Αυστροϊταλούς αλλά και  τους  Βρετανούς,  γιατί  σήμαινε  επέκταση  της  ρωσικής  επιρροής.  Έτσι  μπροστά  στο  φόβο  του  διαμελισμού  αποφασίστηκε  η  γέννηση  του  καινούριου  κράτους  το  Νοέμβριο  του  1912  με  τις  ευλογίες της Αυστρίας και της Ιταλίας.117  Η  Ελλάδα  δεν  είχε  καμία  αντίρρηση  για  την  ίδρυση  του  νέου  κράτους,  αν  εξαιρέσει  κανείς  την  Β.  Ήπειρο118, την οποία κατέλαβε ο ελληνικός στρατός από το Δεκέμβριο του 1912 ως το Μάρτιο του  1913.  Τότε  η  Συνθήκη  του  Λονδίνου  ανέθεσε  τη  ρύθμιση  των  συνόρων  της  Ελλάδας  στις  Μεγάλες  Δυνάμεις.  Το  πρόβλημα  ήταν  ότι  οι  Δυνάμεις  σκόπευαν  να  δώσουν  στην  Ελλάδα  τα  νησιά  του  Αιγαίου  με  την  προϋπόθεση  να  ενταχθεί  η  Β.  Ήπειρος  στην  Αλβανία.  Ο  Βενιζέλος  δεν  μπορούσε  παρά να δεχτεί τον εκβιασμό του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας (17.12.1913) με το οποίο οι πόλεις  της  Κορυτσάς,  του  Αργυροκάστρου,  του  Δελβίνου,  του  Λεσκοβικίου,  των  Αγίων  Σαράντα,  της  Digitized by 10uk1s 

Μοσχοπόλεως, της Χειμάρρας, του Πωγωνίου κατακυρώθηκαν στην Αλβανία. Εκκένωσε λοιπόν τη Β.  Ήπειρο  ζητώντας  εγγυήσεις  για  τη  γλώσσα,  τη  θρησκεία  και  την  περιουσία  των  Ελλήνων.119  Η  αντιπολίτευση  τότε  εντελώς  δημαγωγικά  στηλίτευσε  την  απόφαση  του  Βενιζέλου  ως  δειλή  και  πανικόβλητη.120  Η  Ελλάδα  μπορεί  υπό  τις  συνθήκες  εκείνες  να  υποχώρησε,  αλλά  οι  Βορειοηπειρώτες  δεν  είχαν  καμία  διάθεση  να  συμβιβαστούν  παρά  την  απογοήτευσή  τους  μετά  την  ελληνική  «προδοσία».  Οργανώθηκαν  σε  ιερούς  λόχους  και  στις  28.2.1914  ανακήρυξαν  την  ανεξαρτησία  τους  υπό  την  ηγεσία του Γ. Ζωγράφου. Στις 18.5.1914 στην Κέρκυρα η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου παραχώρησε με  το  γνωστό  Πρωτόκολλο  μεγάλο  βαθμό  αυτονομίας  στους  Βορειοηπειρώτες.121  Η  επικύρωσή  του  όμως καθυστέρησε λόγω του χάους που κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Αλβανία και την αντίδραση  των  Βορειοηπειρωτών.  Έτσι  ξέσπασε  ο  Α'  Παγκόσμιος  πόλεμος  χωρίς  να  εφαρμοστεί  το  εν  λόγω  Πρωτόκολλο.  Ο  Βενιζέλος  επιθυμούσε  να  συνεννοηθεί  με  την  Ιταλία  στη  βάση  των  κοινών  τους  συμφερόντων  στην  Αλβανία.  Προτιμούσε  να  κάνει  βήματα  έχοντας  εξασφαλίσει  από  πριν  τη  συναίνεση  των  Μεγάλων  παρά  να  δημιουργεί  τετελεσμένα  γεγονότα.  Ο  στόχος  των  Μεγάλων  Δυνάμεων  μόλις  ξέσπασε  ο  πόλεμος  ήταν  να  χρησιμοποιήσουν  ως  δόλωμα  τη  Β.  Ήπειρο  για  να  προσελκύσουν  την  Ελλάδα και τη Σερβία, παραχωρώντας ένα νότιο τμήμα στη μία κι ένα βόρειο στην άλλη. Οι Ιταλοί  θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα απόλυτα ελεγχόμενο μουσουλμανικό κράτος στο κέντρο.122  Σ' αυτό το  πλαίσιο τον  Οκτώβριο του  1914 οι ελληνικές δυνάμεις προήλασαν στη Β. Ήπειρο με τη  συγκατάθεση  των  Μεγάλων  Δυνάμεων  και  της  Ιταλίας  που  κατέλαβε  τη  Βαλόνα.  Ο  διχασμός  της  Ελλάδας που επακολούθησε και η παράδοση του Ρούπελ στους Βούλγαρους, έδωσαν δυστυχώς την  ευκαιρία στους Ιταλούς, που είχαν αλλάξει πια πολιτική, να διώξουν την Ελλάδα από τη Β. Ήπειρο  τον  Αύγουστο  του  1916,  με  το  πρόσχημα  ότι  δεν  θα  μπορούσε  να  αντισταθεί  στους  Βούλγαρους.  Αμέσως η Ιταλία έκλεισε τα ελληνικά σχολεία, κατέβασε τις σημαίες της Ελλάδας κ.λπ. Στις 3.6.1917  η  Ιταλία  τάχθηκε  υπέρ  μιας  ενιαίας  και  ανεξάρτητης  Αλβανίας  υπό  την  προστασία  του  Ιταλού  βασιλιά, ενώ τα γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν την περιοχή της Κορυτσάς. Οι Ιταλοί αποχώρησαν  από  την  περιοχή  μετά  την  εκθρόνιση  του  Κωνσταντίνου  γιατί  δεν  είχαν  πια  πρόσχημα  και  το  βορειοηπειρωτικό ζήτημα παρέμεινε εκκρεμές.  Το μέλλον της Αλβανίας ξανατέθηκε επί τάπητος στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης. Ο Βενιζέλος ζήτησε  τότε προσάρτηση της Β. Ηπείρου μετά από δημοψήφισμα. Οι αντιρρήσεις ήρθαν από τη μεριά των  Αμερικάνων, που δεν επέτρεπαν ούτε εγκαθίδρυση ιταλικού προτεκτοράτου, ούτε ελληνικό μερίδιο  στην Αλβανία. Αντιρρήσεις ακόμα μεγαλύτερες είχε και η Ιταλία, γιατί δεν ήθελε να έχει η Ελλάδα  τον πλήρη έλεγχο των Στενων της Κέρκυρας.123  Ο  Βενιζέλος  για  να  μετριάσει  τον  ιταλικό  αρνητισμό,  και  μάλιστα  ενόψει  της  μικρασιατικής  εκστρατείας,  έκανε  προσπάθεια  να  προσεγγίσει  απευθείας  τη  Ρώμη  τονίζοντας  τα  κοινά  συμφέροντα  των  δύο  χωρών.  Η  Ιταλία  εκείνη  τη  στιγμή  ήταν  δεκτική  γιατί  πιεζόταν  από  τους  Συμμάχους που έφερναν αντιρρήσεις στις επεκτατικές της βλέψεις. Τελικά ο Βενιζέλος συμφώνησε  με  τον  υπουργό  Εξωτερικών  Τιτόνι  να  στηρίξει  η  Ιταλία  τις  ελληνικές  διεκδικήσεις  στη  Β.  Ήπειρο,  περιλαμβανομένης  της  Κορυτσάς,  στην  Ανατολική  και  τη  Δυτική  Θράκη  και  τη  Μικρά  Ασία  και  να  παραχωρήσει  τα  Δωδεκάνησα  —  πλην  της  Ρόδου.  Έναντι  η  Ελλάδα  θα  αναγνώριζε  την  ιταλική  κατοχή  στην  περιοχή  της  Νέας  Εφέσου  ώς  την  Αττάλεια,  τη  δημιουργία  προτεκτοράτου  στην  Αλβανία  και  την  προσάρτηση  του  λιμανιού  της  Αυλώνας.  Τα  Στενά  της  Κέρκυρας  θα  έμεναν  για  πάντα  ουδέτερα.124  Δυστυχώς  η  συμφωνία  αυτή  συνδέθηκε  με  τη  Συνθήκη  των  Σεβρών,  η  οποία  δεν επικυρώθηκε ποτέ.  Εν  τω  μεταξύ  το  Δεκέμβριο  του  1918  σχηματίστηκε  στο  Δυρράχιο  μια  προσωρινή  κυβέρνηση  που  ανέλαβε  την  υπεράσπιση  της  Αλβανίας  στη  Συνδιάσκεψη.  Μόλις  μαθεύτηκε  η  συμφωνία  Digitized by 10uk1s 

Βενιζέλου‐Τιτόνι, έγινε νέα Παναλβανική Συνδιάσκεψη τον Ιανουάριο του 1920, η οποία κάλεσε τις  ξένες  δυνάμεις  να  μην  παρεμβαίνουν  και  τα  στρατεύματα  κατοχής  να  αποχωρήσουν  από  το  αλβανικό  έδαφος.  Η  στάση  των  Αλβανών  απέναντι  στους  Βορειοηπειρώτες  σκλήρυνε  απότομα  με  αποτέλεσμα πολλές οικογένειες να αναγκαστούν να περάσουν τότε τα σύνορα.  Με τη συμπαράσταση του Ουίλσον125  οι Αλβανοί κατόρθωσαν να απελευθερώσουν τα εδάφη τους  από τα στρατεύματα κατοχής. Οι Γάλλοι, που ευνοούσαν τις ελληνικές βλέψεις στη Β. Ήπειρο, πριν  αποχωρήσουν από την Κορυτσά πρότειναν να τους διαδεχτεί ο ελληνικός στρατός. Ο Βενιζέλος που  εξακολουθούσε  να  εναντιώνεται  στα  τετελεσμένα,  τηλεγράφησε  στη  Μικτή  Ταξιαρχία  που  όδευε  εκεί  να  μην  προχωρήσει  πέραν  των  ορίων  του  Συμφώνου  της  Φλωρεντίας  αν  δεν  λάβει  νεότερες  οδηγίες.  Πράγματι  ο  ελληνικός  στρατός  έμεινε  στην  Καπεστίτσα,  προφανώς  γιατί  δεν  εξασφάλισε  ούτε τη συναίνεση των Βρετανών, και δεν έφτασε ποτέ στην Κορυτσά. Ο Βενιζέλος προχώρησε στην  υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Καπεστίτσας στις 28.5.1920, το οποίο εξασφάλιζε τα δικαιώματα  του ελληνισμού της περιοχής και έναρξη συζητήσεων για το Βορειοηπειρωτικό.126  Στο  εξής  η  Αλβανία  είχε  μία  κυβέρνηση  που  ασκούσε  εξουσία  στο  μεγαλύτερο  τμήμα  που  οροθέτησε η συνθήκη του Λονδίνου — αν εξαιρέσει κανείς 14 χωριά της περιοχής της Κορυτσάς που  ήταν  υπό  ελληνική  κατοχή  και  το  μοναστήρι  Σαν  Ναούμ  που  κρατούσε  η  Γιουγκοσλαβία.127  Αυτό  ήταν  προϋπόθεση  αναγνώρισης  του  κράτους  κατά  το  Διεθνές  Δίκαιο.  Ο  διακεκριμένος  αλβανός  πολιτικός Φαν Νόλη πήγε στη Γενεύη να υπερασπίσει τη χώρα του και να διεκδικήσει την είσοδό της  στην ΚτΕ. Συμπαραστάτης του ήταν πλέον η Ιταλία που, μη μπορώντας πια να ελέγξει την Αλβανία  απευθείας, έγινε ένθερμη οπαδός της αλβανικής ανεξαρτησίας για να την ελέγχει εμμέσως.  Το Δεκέμβριο του 1920, όταν συζητήθηκε το θέμα της εισόδου της Αλβανίας στην ΚτΕ, η Γαλλία, η  Ελλάδα  και  η  Σερβία  ζήτησαν,  χωρίς  να  εισακουστούν,  να  δοκιμαστεί  πρώτα  το  νέο  κράτος  και  η  δυνατότητά  του  να  επιβιώσει  ως  ανεξάρτητο. 128   Η  Ελλάδα  τότε  προσπάθησε  να  τονίσει  την  αναγκαιότητα της διατήρησης των σχολικών, εκκλησιαστικών και κοινωνικών προνομίων που είχε το  ελληνικό έθνος σε όλα τα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.129  Η  αλβανική  αντιπροσωπεία  διεβεβαίωσε  τότε  την  ΚτΕ  ότι  έχει  λάβει  όλα  τα  μέτρα  για  να  προστατεύσει  τις  μειονότητές  της  που  ήδη  ζούσαν  σε  πλήρη  θρησκευτική  και  εκπαιδευτική  ελευθερία. Στις εκλογές της, που διεξάγονταν με το σύστημα της απλής αναλογικής, μπορούσαν να  εκπροσωπούνται  πολύ  εύκολα  οι  μειονότητες.  Τόνισε  επιπλέον  ότι  στην  Αλβανία  ζούσαν  15.000  Έλληνες130  εν  πλήρη  ελευθερία  και  γι'  αυτό  η  Αλβανία  «δικαιούται  να  έχει  ένα  λόγο  για  την  τύχη  των  εκατοντάδων  χιλιάδων  Αλβανών  που  για  πολιτικούς  λόγους  έμειναν  υπό  γιουγκοσλαβική  και  ελληνική κατοχή»!131  Δυστυχώς  τα  γεγονότα  διέψευσαν  τις  φιλελεύθερες  αλβανικές  διακηρύξεις  πολύ  σύντομα.  Τον  Οκτώβριο  του  1921  που  υπέγραψε  η  Αλβανία  τη  Δήλωση  περί  προστασίας  των  μειονοτήτων132,  βρίσκονταν  στη  Γενεύη  ο  Μητροπολίτης  Αργυροκάστρου  Βασίλειος  και  ο  Δ.  Δουλής  για  να  καταγγείλουν στα μέλη της Συνέλευσης την εκδίωξη του Μητροπολίτη Κορυτσάς και τις καταλήψεις  εκκλησιών  και  σχολείων,  τα  οποία  οι  αλβανικές  αρχές  ανάγκασαν  να  λειτουργούν  στην  αλβανική  γλώσσα. Το Δεκέμβριο του 1921 έφτασε καταγγελία από τη Χειμάρρα ότι σταμάτησε η λειτουργία  των ελληνικών σχολείων.133  Η ίδια  η επιτροπή της ΚτΕ που ερευνούσε τις συνθήκες  στην Αλβανία  ανέφερε  το  Νοέμβριο  του  1921  ότι  η  αλβανική  κυβέρνηση  έφερνε  εμπόδια  στη  διδασκαλία  της  ελληνικής  γλώσσας  στα  σχολεία  γιατί  φοβόταν  την  επιρροή  των  δασκάλων,  που  ήταν  στην  πλειονότητά  τους  υπέρ  του  πανηπειρωτικού  κινήματος.  Σημείωνε  επίσης  ότι  οι  Αλβανοί  ήθελαν  πράγματι  να  απελευθερωθούν  από  την  επιρροή  του  Πατριαρχείου  γιατί  το  έβλεπαν  ως  όπλο  των  Ελλήνων.134  Σύμφωνα  με  ένα  σύντομο  ιστορικό  του  εκκλησιαστικού  ζητήματος  που  ανέφερε  σ'  ένα  πολύ  Digitized by 10uk1s 

ενδιαφέρον υπόμνημά του προς την ΚτΕ ο Φινλανδός Σέντερχολμ, μέλος της επιτροπής έρευνας για  την Αλβανία, η πρώτη αντίδραση προήλθε το 1919 από την αλβανική κοινότητα της Βοστώνης υπό  την ηγεσία του Φαν Νόλη. Ο Φαν Νόλη και άλλοι ορθόδοξοι αλβανοί κληρικοί ήρθαν στην Κορυτσά  και  προσπάθησαν  να  δημιουργήσουν  εθνική  αλβανική  εκκλησία  με  τη  βοήθεια  των  αλβανικών  αρχών.  Βασικός  στόχος  τους  ήταν  να  απομακρύνουν  το  ορθόδοξο  στοιχείο  της  Αλβανίας  από  την  επιρροή  του  Οικουμενικού  Πατριαρχείου.  Αυτό  γιατί,  σύμφωνα  με  τους  εθνικιστές  Αλβανούς,  «ο  Ορθόδοξος  Αλβανός  ο  θεωρών  εαυτόν  εθνικόφρονα  υπεχρεούτο  να  πολεμήση  κατά  του  Πατριάρχου  ως  του  κυριοτέρου  οργάνου  της  Ελληνομανίας  και  εναντίον  της  Ελλάδος.  [...]  Η  κατάστασις  την  οποίαν  περιεγράψαμεν,  εδημιούργει  σχέσιν  εχθρικήν  και  επιζήμιον  μεταξύ  Μουσουλμάνων  και  Ορθοδόξων  Αλβανών,  αμφοτέρων  του  αυτού  αίματος  και  εχόντων  την  αυτήν  γλώσσαν και οικούντων από αμνημονεύτων χρόνων την αυτήν χώραν».135  Βάσει  αυτού  του  σκεπτικού  οι  εθνικιστές  κατέλαβαν  βιαίως  εκκλησίες  και  άρχισαν  να  τις  λειτουργούν στην αλβανική γλώσσα. Οι περισσότεροι Χριστιανοί αντέδρασαν και δεν πήγαιναν πια  σ'  αυτές  τις  εκκλησίες.  Η  ένταση  που  δημιουργήθηκε  τότε  οδηγούσε  σε  πιθανό  σχίσμα.  Για  να  αποφευχθεί  αυτό  συγκλήθηκε  η  σύνοδος  στο  Μπεράτ  τον  Αύγουστο  του  '22.  Οι  ελληνικές  κοινότητες  του  Αργυροκάστρου  δεν  έλαβαν  μέρος  πιστεύοντας  ότι  ήταν  παράνομη.  Αναφέρθηκαν  μάλιστα  και  συλλήψεις  ιερέων  που  αρνήθηκαν  να  λάβουν  μέρος  στη  σύνοδο  του  Μπεράτ.  Η  σύνοδος  τελικά  αποφάσισε  την  ίδρυση  αυτοκέφαλης  εκκλησίας  και  ζήτησε  έγκριση  του  Πατριαρχείου. Το Πατριαρχείο αρνήθηκε να επικυρώσει την παρανομία αλλά, όπως και η Ελλάδα,  πάλευε  εκείνη  την  εποχή  να  επιβιώσει  από  τη  μικρασιατική  συμφορά  και  δεν  είχε  το  κύρος  να  επιβάλει  την  άρνησή  του. 136   Η  σύνοδος  αποφάσισε  επίσης  την  τέλεση  της  λειτουργίας  στην  αλβανική  γλώσσα  σε  όλες  τις  εκκλησίες,  εκτός  αυτών  των  ελληνόφωνων  κοινοτήτων  του  Αργυροκάστρου.  Στην  έκθεσή  του  ο  Σέντερχολμ  ανέφερε  επίσης  ότι  ο  αριθμός  των  ελληνοφώνων  είναι  πολύ  μεγαλύτερος  απ'  αυτόν  που  δίνουν  οι  αλβανικές  αρχές  (τους  υπολόγιζε  γύρω  στους  40.000 έναντι των 47.889 που έδινε η κυβέρνηση Ζωγράφου το 1914 και 16.000 που τους έβγαζε η  αλβανική  κυβέρνηση)  και  ότι  εμποδίζεται  η  ελληνική  εκπαίδευσή  τους.  Τέλος  ο  Σέντερχολμ  υπογράμμιζε το γεγονός ότι οι Βορειοηπειρώτες δεν φαίνονταν να έχουν συνειδητοποιήσει ότι έχει  ρυθμιστεί οριστικά το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου και παρέμεναν σε κατάσταση αναμονής.  Σύμφωνα  με  τις  εκτιμήσεις  του  διεθνούς  λειτουργού,  η  πηγή  της  δυσαρέσκειας  του  χριστιανικού  στοιχείου  της  Βορείου  Ηπείρου  (και  δη  της  περιοχής  της  Κορυτσάς),  Ελληνόφωνου  και  Αλβανόφωνου, οφειλόταν εν πολλοίς και στην κακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν.  Είναι  γεγονός,  τόνιζε,  ότι  ένα  μεγάλο  μέρος  των  εσόδων  της  Αλβανίας  προέρχεται  από  τις  ανεπτυγμένες περιοχές του Αργυροκάστρου και της Κορυτσάς, αλλά ξοδεύεται για τις ανάγκες του  στρατού  και  της  κεντρικής  διοίκησης  των  Τιράνων.  Μια  άλλη  μεγάλη  πηγή  δυσαρέσκειας  ήταν  το  γεγονός ότι οι χριστιανοί κάτοικοι της Βορείου Ηπείρου, ακόμα και οι Αλβανόφωνοι, δεν πήραν τη  θέση  που  αναλογούσε  στη  μόρφωση  και  το  επίπεδό  τους  στους  μηχανισμούς  εξουσίας  του  νέου  κράτους σε σύγκριση με τους Μουσουλμάνους αλλά και τους Καθολικούς. Οι ίδιες μουσουλμανικές  οικογένειες  που  είχαν  τα  τσιφλίκια  και  τα  προνόμια  επί  Τουρκοκρατίας  ήλεγχαν  και  μετά  την  ανεξαρτησία τα κέντρα εξουσίας. Ακόμα και ο καταμερισμός σε εκλογικές περιφέρειες ήταν άδικος  γι' αυτούς. Τους βάρυνε η υποψία ότι ήταν επηρεασμένοι από την ελληνική κουλτούρα και γι' αυτό  υφίσταντο άδικες φυλακίσεις και διώξεις με την παραμικρή ευκαιρία.137  Σχετικά με το εκκλησιαστικό ζήτημα η ΚτΕ πήρε περισσότερο διαφωτιστικές  πληροφορίες από τον  έξαρχο  του  Οικουμενικού  Πατριαρχείου  Κωνσταντινουπόλεως  Γερμανό  το  Μάιο  του  1923.  Ο  Γερμανός  διευκρίνισε  ότι  το  Πατριαρχείο  ήταν  απόλυτα  αρνητικό  στη  δημιουργία  αυτοκέφαλης  εκκλησίας  της  Αλβανίας.  Αυτοκέφαλη  εκκλησία  νοείται  μόνο  όταν  η  ορθόδοξη  θρησκεία  είναι  η  επίσημη  θρησκεία  του  κράτους  και  ακολουθείται  από  την  πλειοψηφία  του  πληθυσμού:  «Ο  Πατριάρχης εξήγησεν την διαφοράν την ουσιώδην ήτις υπάρχει μεταξύ της εν Ελλάδι, Ρουμανία και  Σερβία  καταστάσεως  και  της  εν  Αλβανία,  ειπών  ότι  εις  μεν  τα  ειρημένα  κράτη  την  μεγίστην  Digitized by 10uk1s 

πλειοψηφίαν  συγκροτούσιν  οι  Ορθόδοξοι  και  καθ'  εαυτούς  πολλοί  όντες  και  διά  τούτο  τα  Συντάγματα  των  κρατών  αυτών  δίδουσι  θέσιν  προέχουσαν  εις  την  ορθοδοξίαν  και  τους  κανόνας  αυτής,  ενώ  εις  το  αλβανικόν  κράτος  δεν  συμβαίνει  αυτό.  Διότι  και  μειονοψηφία  εν  τω  συνόλω  αποτελεί η ορθοδοξία και ολιγάριθμος είναι καθεαυτή και η ιστορία μαρτυρεί ότι η σωτηρία αυτής  οφείλεται εις τον μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου σύνδεσμον».138  Αυτό που ήταν πρόθυμο το  Πατριαρχείο να διαπραγματευθεί ήταν μια εκκλησία αυτόνομη ή ανεξάρτητη σε κάποιο βαθμό, που  θα  παρέμενε  υπό  τον  έλεγχο  του  Πατριαρχείου  και  της  Ιεράς  Συνόδου  ως  προς  συγκεκριμένα  εκκλησιαστικά θέματα.139  Ένα  χρόνο  περίπου  μετά  τη  σύνοδο  του  Μπεράτ,  δηλαδή  στις  5  Ιουνίου  1923,  η  Αλβανία  ψήφισε  νόμο για να προσδιορίσει το νομικό καθεστώς των θρησκευτικών κοινοτήτων της. Με το νόμο αυτό  αποκλείονταν  από  τον  κλήρο  όσοι  δεν  είχαν  αλβανική  υπηκοότητα,  δεν  γνώριζαν  την  αλβανική  γλώσσα και δεν ήταν αλβανικής καταγωγής ή δεν διέμεναν σε αλβανικό έδαφος επί τρεις γενιές. Ο  νόμος  αυτός  απαγόρευε  επίσης  το  σχήμα  σε  όσους  πολέμησαν  εναντίον  της  αλβανικής  ανεξαρτησίας  από  το  1912  και  μετά.  Όπως  παραδέχτηκε  η  αλβανική  αντιπροσωπεία  στους  αρμόδιους  της  ΚτΕ,  στόχος  της  Αλβανίας  ήταν  να  αποσυνδέσει  τη  θρησκεία  από  κάθε  είδους  εθνικιστική επιρροή.140  Την  ίδια  εποχή  η  Αλβανία  άφησε  να  διαρρεύσει  η  πληροφορία  ότι  ετοιμάζει  ένα  νόμο  που  θα  απαγορεύει  τη  λειτουργία  ιδιωτικών  σχολείων.  Ο  νόμος  αυτός  δεν  θα  μπορούσε  να  θεωρηθεί  ως  αντιβαίνων στις μειονοτικές δεσμεύσεις που ανέλαβε η Αλβανία, διότι θα είχε εφαρμογή σε όλους  γενικά τους αλβανούς υπηκόους.141  Η ελληνική κυβέρνηση μόλις πληροφορήθηκε τα περί σχολείων  σχέδια ανησύχησε πολύ. Ενόψει μάλιστα των εκλογών που θα γίνονταν στην Αλβανία το Δεκέμβριο  του  1923,  το  ελληνικό  Υπουργείο  Εξωτερικών  προσπάθησε  να  συγκροτήσει  την  πολιτική  του  απέναντι στο Βορειοηπειρωτικό γενικά.  Οι  δύο  κυρίως  υποψήφιοι  ήταν  ο  χριστιανός  επίσκοπος  Φαν  Νόλη  —πρώτος  εκπρόσωπος  της  Αλβανίας στην ΚτΕ, απόφοιτος του Χάρβαρντ, με ελληνική παιδεία και κοσμοπολίτικες αντιλήψεις,  μεταρρυθμιστής  δημοκράτης  αλλά  με  ελάχιστη  εμπειρία  και  γνώση  των  προβλημάτων  της  χώρας  του—  και  ο  Άχμετ  Ζώγου,  επιβιωτικός  και  καιροσκόπος,  που  στηριζόταν  στους  συντηρητικούς  μουσουλμάνους  τσιφλικάδες  και  στους  αρχηγούς  των  πατριών,  ο  οποίος  προσπαθούσε  να  προσεταιριστεί  τους  ελληνόφωνους  Χριστιανούς  της  Β.  Ηπείρου.142  Το  Υπουργείο,  όπως  άλλωστε  και  οι  πρόκριτοι  της  Κορυτσάς,  του  Αργυροκάστρου  και  των  Αγίων  Σαράντα,  κατέληξαν  στο  συμπέρασμα  ότι  οι  Βορειοηπειρώτες  θα  έπρεπε  να  αναμιχθούν  ενεργά  στην  πολιτική  ζωή  της  Αλβανίας  και  να  γίνουν  σημαντικοί  πολιτικοί  παράγοντες  ει  δυνατόν.  Η  αποχή  και  η  απάθεια  θα  τους  περιθωριοποιούσε  ακόμα  περισσότερο.  Ο  Φαν  Νόλη,  που  στόχευε  στην  αποσύνδεση  της  χριστιανικής  εκκλησίας από τον ελληνισμό, δεν αποτελούσε καν  επιλογή.  Το μη χείρον  λοιπόν για  τους  ελληνόφωνους  Χριστιανούς  της  Β.  Ηπείρου  θα  ήταν  να  στηρίξουν  τον  Ζώγου  —  εφόσον  βεβαίως  δεσμευόταν  για  πλήρεις  σχολικές,  εκκλησιαστικές  και  πολιτιστικές  ελευθερίες  των  ελληνόφωνων αλλά και αλβανόφωνων χριστιανικών κοινοτήτων της Αλβανίας.143  Οι  Βορειοηπειρώτες  στήριξαν  τελικά  τον  Ζώγου  αλλά  αυτό  δεν  έλυσε  τα  προβλήματά  τους.  Στις  επόμενες  εκλογικές  αναμετρήσεις  τα  ντόπια  μουσουλμανικά  στοιχεία  εξαπέλυαν  τρομοκρατία  εναντίον  τους  για  να  μην  ψηφίσουν  ελεύθερα.  Ο  Ζώγου  άλλωστε  δεν  ήλεγχε  τα  διοικητικά  και  αστυνομικά  όργανα  στη  Β.  Ήπειρο  ώστε  να  τους  προστατεύσει  αποτελεσματικά.144  Μεγάλη  ζημιά  επίσης στον ελληνισμό της Β. Ηπείρου έκαναν οι χριστιανοί αλβανιστές οι οποίοι «μεθυσθέντες από  την εφήμερον δόξαν της εκπροσωπήσεως του αλβανικού κράτους εν ταις ελληνικαίς περιφερείαις  της Β. Ηπείρου [...] ειργάσθησαν υπέρ της δημιουργίας του αλβανικού κράτους, κατέβαλον πάσαν  προσπάθειαν να αποξενώσουν τους Έλληνας βορειοηπειρώτας της μητρός Ελλάδος, κατεδίωξαν την  ελληνικήν γλώσσαν, ου μην αλλά και αυτήν την Ορθόδοξον εκκλησίαν».145 

Digitized by 10uk1s 

Τον  Ιούνιο  του  1924,  μετά  την  επικράτηση  του  επαναστατικού  δημοκρατικού  κινήματος  του  Φαν  Νόλη  στην  περιοχή  Αργυροκάστρου,  οι  χριστιανοί  Βορειοηπειρώτες,  και  δη  οι  κάτοικοι  της  Χειμάρρας,  άρχισαν  να  πληρώνουν  το  τίμημα  της  υποστήριξής  τους  προς  τον  Ζώγου  με  την  κατάργηση  των  προνομίων  που  είχαν  κερδίσει  από  την  εποχή  της  Τουρκοκρατίας.  Τον  Ιούνιο  του  1923  είχε  ξαναγίνει  μία  κίνηση  για  την  κατάργηση  αυτών  των  προνομίων  αλλά  η  κυβέρνηση  του  Ζώγου δεν τόλμησε να προχωρήσει. Στις 3 Αυγούστου του 24 όμως τοιχοκολλήθηκε στη Χειμάρρα  διαταγή  του  υπουργού  Εσωτερικών  να  μην  αναγνωρίζονται  πλέον  τα  προνόμια  αυτά.  Οι  κάτοικοι  θορυβημένοι  συγκεντρώθηκαν  και  εξέλεξαν  επιτροπή  για  να  οργανώσουν  την  αντίδρασή  τους.  Η  επιτροπή  αυτή  άρχισε  αμέσως  να  στέλνει  τηλεγραφήματα  διαμαρτυρίας  στους  αρμόδιους  υπουργούς.  Οι  τοπικές  αρχές  όμως  χολωμένες  από  την  αντίδραση  αυτή,  απαγόρευσαν  έκτοτε  τις  συγκεντρώσεις, τις δημόσιες συζητήσεις, τις μετακινήσεις των Χειμαρριωτών και τη συγκομιδή των  φρούτων  τους.  Όσους  προσπάθησαν  να  τρυγήσουν  κρυφά  τους  τιμώρησαν  με  συλλήψεις  και  φυλακίσεις. Για να δικαιολογήσουν δε τα παραπάνω μέτρα διέδιδαν ότι η Χειμάρρα επαναστάτησε  κατά της νυν κυβερνήσεως.  Το  κλίμα  πήρε  πολεμική  χροιά  πολύ  γρήγορα.  Οι  Χειμαρριώτες  αναγκάστηκαν  να  στείλουν  τηλεγραφήματα  διαμαρτυρίας  σε  όλες  τις  μεγάλες  δυνάμεις  και  την  ΚτΕ.  Οι  τοπικές  αρχές  ενισχύθηκαν  σύντομα  με  στρατιωτικό  απόσπασμα,  η  ένταση  μοιραία  κατέληξε  σε  αιματηρή  σύγκρουση  και  η  Χειμάρρα  αποκλείστηκε. 146   Τελικά  η  κυβέρνηση  Φαν  Νόλη  αποφάσισε  να  θεωρήσει καταργημένα τα προνόμια αυτά ως αντισυνταγματικά και κήρυξε στρατιωτικό νόμο στην  περιοχή. Η κυβέρνηση εξέφρασε επίσης τη λύπη της που οι κάτοικοι της Χειμάρρας κατέφυγαν στις  ξένες  δυνάμεις  και  την  ΚτΕ  και  διευκρίνισε  ότι  έτσι  μόνο  να  επιβαρύνουν  τη  θέση  τους  θα  καταφέρουν.147  Εν τω μεταξύ ο αλβανικός τύπος φρόντιζε να οξύνει τα πνεύματα. Κατήγγειλε τους  Έλληνες της Βορείου Ηπείρου ότι δεν έχουν καμιά πρόθεση να εξαλβανιστούν και πρότεινε να τους  ανταλλάξει η Αλβανία με τους Τσάμηδες.148  Το θνησιγενές δημοκρατικό πείραμα του Φαν Νόλη όμως δεν κράτησε πολύ.149  Το Δεκέμβριο του  1924  ο  Άχμετ  Ζώγου  με  γιουγκοσλαβική  βοήθεια  ξαναπήρε  πραξικοπηματικά  την  εξουσία  και  την  κράτησε για 14 χρόνια.150  Αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένος να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι  του  για  να  αποκτήσει  συμμάχους.  Εντός  αυτού  του  πλαισίου  αρχικά  εγκατέλειψε  την  αρωγό  του  Γιουγκοσλαβία  και  προχώρησε  σε  συνεννοήσεις  με  τους  ισχυρούς  της  περιοχής,  τους  Ιταλούς,  εκχωρώντας  τους  μεγάλα  οικονομικά  προνόμια.  Δεν  είχε  άλλωστε  μεγάλα  περιθώρια  επιλογής:  η  Αγγλία και η Γαλλία δεν έδειχναν καμία διάθεση να τον βοηθήσουν. Τις ίδιες παραχωρήσεις έκανε  και  στους  εκπροσώπους  των  μεγάλων  πολυεθνικών  εταιρειών  πετρελαίου.  Οι  ελληνικές  αρχές  ήλπιζαν  επίσης  να  επωφεληθούν  από  την  άνοδο  του  Ζώγου  για  να  βελτιωθεί  η  θέση  των  Βορειοηπειρωτών.151  Πραγματικά  το  φθινόπωρο  του  1925  ο  Άχμετ  Ζώγου  πραγματοποίησε  σειρά  επαφών  με  τον  διπλωματικό  αντιπρόσωπο  της  Ελλάδας  Πανουριά,  αλλά  και  τον  βορειοηπειρώτη  βουλευτή  Μπαμίχα.  Σ'  αυτές  τις  συναντήσεις  φάνηκε  καθαρά  ότι  ήταν  υπερπρόθυμος  να  αντιμετωπίσει  ευνοϊκά  όλα  τα  προβλήματα  της  μειονότητας,  ζητώντας  για  αντάλλαγμα  την  απομάκρυνση  των  οπαδών  του  πολιτικού  του  αντιπάλου  Φαν  Νόλη  που  είχαν  καταφύγει  στην  Κέρκυρα  και  στα  σύνορα.152  Αυτό  γιατί  ακόμα  δεν  είχε  στερεώσει  τη  θέση  του  στην  Αλβανία  και  φοβόταν  την  αντίδραση των αντιπάλων του. Στον Πανουριά δήλωσε ότι «το πρόγραμμά του και η επιθυμία του  είναι  η  βελτίωσις  της  θέσεως  των  Χριστιανών».  Στην  παρατήρηση  του  Πανουριά  ότι  στις  120  περίπου  ελληνόφωνες  κοινότητες  λειτουργούσαν  στοιχειωδώς  μόνον  30  σχολεία  και  στις  αλβανόφωνες  δεν  επετράπη  η  διδασκαλία  της  ελληνικής  γλώσσας  παρά  τις  υποσχέσεις  που  δόθηκαν  στο  Βελιγράδι,  ο  Ζώγου  έδωσε  σαφείς  απαντήσεις:  «Όσον  αφορά  τας  ελληνοφώνους  κοινοτήτας είναι ελεύθεραι να οργανώσωσι τα σχολεία των.153  Επί του προκειμένου δε έπραξα και  περισσότερα  των  όσων  διά  της  συνθήκης  προστασίας  των  μειονοτήτων  ειμί  υπόχρεως,  δους  την  άδειαν  της  ιδρύσεως  και  λειτουργίας  εν  Κορυτσά  Ιερατικής  Σχολής».  Όσο  για  τις  αλβανόφωνες  Digitized by 10uk1s 

κοινότητες ας μας ζητήσουν δασκάλους ελληνικών και θα τους το επιτρέψουμε. Αν φοβούνται να το  ζητήσουν  οι  ίδιες  οι  Αλβανόφωνες  χριστιανικές  κοινότητες,  ας  το  ζητήσουν  μέσω  των  βουλευτών  Μπαμίχα, Κάσσου, Χαρίτου κ.λπ., επεσήμανε τέλος στον Έλληνα πρέσβη. Και κατέληξε: «Παρακαλώ  να  λάβετε  υπ'  όψιν  την  λίαν  δύσκολον  θέσιν  μου.  Οι  εχθροί  μου  με  κατηγορούσιν  ως  πωλήσαντα  τοις Σέρβοις το Βερμός και τον Άγιον Ναούμ. Εις το εκπαιδευτικόν πρέπει να προβώμεν βραδέως και  μετά  περισκέψεως,  διότι  θα  κατηγορηθώ  ως  πωλήσας  την  εκπαίδευσιν  εις  την  Ελλάδα.154  Το  παν  πρέπει  να  φανή  ως  προερχόμενον  εκ  του  λαού  και  διά  τούτο  οι  κύριοι  βουλευταί  ας  λάβωσι  το  ζήτημα ανά χείρας και ας έλθωσι να συνεννοηθώμεν».  Για τα προνόμια της Χειμάρρας υποσχέθηκε να ορίζει κάθε χρόνο ένα ποσό φόρου κατ' αποκοπήν,  μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη στιγμή για οριστική ρύθμιση του θέματος. Επί του παρόντος πάντως  δεν τους ζητούσε τίποτα.  Για  το  εκκλησιαστικό  ζήτημα  τέλος  ο  Ζώγου  υποσχέθηκε  να  επιτρέψει  την  τέλεση  της  λειτουργίας  στα  ελληνικά.  Η  μόνη  του  αγωνία  ήταν  να  δεχτεί  η  Ελλάδα  και  το  Οικουμενικό  Πατριαρχείο  το  αυτοκέφαλο της αλβανικής εκκλησίας. «Χαρίσατέ μου την λέξιν αυτοκέφαλος και κάμετε τη δουλειά  σας  όπως  θέλετε»,  τόνισε  στον  Μπαμίχα.  Και  στον  Πανουριά  επανέλαβε:  «Εν  τω  εκκλησιαστικώ  ζητήματι αφίνω υμίν ελευθέρας τας χείρας, απόδειξιν δε τούτου αποτελεί το γεγονός ότι προώρισα  ως  αρχιεπίσκοπον  της  Αλβανίας  τον  Ιερόθεον,  όστις,  ας  ομιλήσωμεν  ανοιχτά,  είναι  έλλην  και  ελληνικόν όργανον. Είμαι πρόθυμος να αποστείλω εις Κωνσταντινούπολιν την υπό την προεδρείαν  του  Ιεροθέου  επιτροπήν  προς  κανονισμόν  του  εκκλησιαστικού  ζητήματος.  [...]  Επιθυμώ  προ  της  αναχωρήσεως  αύτης  να  έχω  την  διαβεβαίωσιν  του  Πατριαρχείου  ότι  δέχεται  να  συζητήση  επί  τη  βάσει  του  αυτοκεφάλου,  κανονίζον  πάντα  τα  δευτερεύοντα  ζητήματα  μετά  του  Ιεροθέου  κατά  το  δοκούν».  Κατόπιν  τούτων  ο  Πανουριάς  πρότεινε  στο  υπουργείο  να  δεχτεί  αυτή  την  πρόταση‐πακέτο.155  Πραγματικά η Ελλάδα και οι Έλληνες της Β. Ηπείρου πίστεψαν ότι αυτή ήταν η κατάλληλη συγκυρία  για  να  επαναλειτουργήσουν  όλα  τα  ελληνικά  σχολεία  της  περιοχής,  που  είχαν  κλείσει  μετά  την  αποχώρηση  των  ελληνικών  αρχών  το  1916  λόγω  αλβανικών  ή  ιταλικών  πιέσεων.  Για  τις  ελληνόφωνες  κοινότητες  σχεδίασαν  διορισμό  δασκάλων  σε  όλα  τα  χωριά.  Το  πρόβλημα  ήταν  ότι  από τις 65 περίπου κοινότητες μόνο το 1/3 μπορούσε να συντηρεί σχολείο, γεγονός που καθιστούσε  απαραίτητη  τη  χρηματική  βοήθεια  της  Ελλάδας  ή  εθνικών  ευεργετών.  Με  τη  βοήθεια  του  Ζώγου  ήλπιζαν οι Βορειοηπειρώτες να μπορέσουν να προσλάβουν όσους δασκάλους χρειάζονταν χωρίς να  λογοδοτούν στις αλβανικές αρχές για τους πόρους μισθοδοσίας τους. Θεωρούσαν δε πολύ βολικό οι  εν  λόγω  δάσκαλοι  να  γνωρίζουν  και  την  αλβανική,  ώστε  να  διδάσκουν  οι  ίδιοι  τη  μία  ώρα  ημερησίως που επέβαλλε ο αλβανικός νόμος για να επιτρέψει τη λειτουργία μειονοτικών σχολείων.  Θα  έπρεπε  επίσης  να  διδάσκεται  Ιστορία  και  Γεωγραφία  της  Ελλάδας  με  σχολικά  βιβλία  πιο  σύγχρονα  από  τις  παλαιότατες  εκδόσεις  Κωνσταντινουπόλεως  που  ήταν  σε  χρήση.  Όσο  για  την  πολιτική  που  θα  ακολουθούσαν  στις  αλβανόφωνες  κοινότητες,  συνοψιζόταν  στη  μεθοδική  απόπειρα εντυπωσιασμού του πληθυσμού αυτού από την ποιότητα της προσφερόμενης ελληνικής  παιδείας,  ώστε  να  νιώσουν  οι  ίδιοι  την  ανάγκη  να  ζητήσουν  ελληνοδιδασκάλους.  Φυσικά  ήταν  κατανοητό ότι λόγω της μουσουλμανικής τρομοκρατίας δίσταζαν οι Χριστιανοί να ζητήσουν άνοιγμα  ελληνικών  σχολείων  —  ειδικά  οι  κάτοικοι  της  Κορυτσάς.  Γι'  αυτό  έπρεπε  να  βοηθήσουν  και  οι  βουλευτές  τον  κόσμο  να  μη  φοβάται.156  Σε  όσες  περιοχές  ήταν  εντελώς  αδύνατον  να  διδαχτεί  η  ελληνική  γλώσσα  στα  σχολεία,  οι  ελληνικές  αρχές  πρότειναν  για  εξισορρόπηση  εισαγωγή  παιδιών  σε εθνικά οικοτροφεία.  Εν  τω  μεταξύ  ο  στρατηγός  Πάγκαλος  έχει  αρχίσει  την  προσέγγισή  του  προς  την  Αλβανία.  Όπως  είδαμε,  στις  αρχές  του  1926  δέχτηκε  τελικά  την  παραμονή  στο  ελληνικό  έδαφος  όλων  των  Τσάμηδων  εν  είδει  χειρονομίας  καλής  θελήσεως.  Το  Μάιο  έστειλε  έναν  αξιωματικό  με  θερμά  φιλοαλβανικά  αισθήματα,  το  στρατηγό  Κοντούλη,  να  εργαστεί  υπέρ  της  ελληνοαλβανικής  φιλίας,  Digitized by 10uk1s 

ακόμα  και  εις  βάρος  του  ελληνισμού  όπως  αποδείχτηκε.  Ο  αμφιλεγόμενος  στρατηγός,  που  έγινε  δεκτός  με  ενθουσιασμό  από  τον  αλβανικό  τύπο157,  πραγματικά  δικαίωσε  αυτόν  τον  ενθουσιασμό  υποστηρίζοντας  την  ίδρυση  αυτοκέφαλης  αλβανικής  εκκλησίας,  προτείνοντας  το  κλείσιμο  των  βορειοηπειρωτικών συλλόγων κ.λπ. Τη μεγαλύτερη ικανοποίηση όμως την έδωσε στους Αλβανούς ο  ίδιος ο Πάγκαλος την άνοιξη του 1926, δηλώνοντας ότι ήταν φοβερή υπερβολή να θεωρούμε όλους  τους Χριστιανούς της Β. Ηπείρου Έλληνες και ότι θεωρούσε επικίνδυνο τον υπερπατριωτισμό και γι'  αυτό  προχώρησε  στη  διάλυση  των  βορειοηπειρωτικών  σωματείων. 158   Εκτός  των  άλλων  η  κυβέρνηση  του  Πάγκαλου  έκανε  συστάσεις  στον  ελληνικό  τύπο  να  μην  εξαπολύει  επιθέσεις  κατά  της Αλβανίας ώστε να διευκολυνθεί η προσέγγιση.159  Εν τω μεταξύ οι αλβανικές αρχές εξακολουθούσαν να πιέζουν για την τακτοποίηση του θέματος της  αυτοκεφάλου αλβανικής εκκλησίας.160  Το Πατριαρχείο από τη μεριά του διαπιστώνοντας ότι α) το  αυτοκέφαλο  ήταν  αδιαπραγμάτευτο,  β)  όσο  η  κατάσταση  έμενε  έκρυθμη  τόσο  θα  την  εκμεταλλεύονται  η  σερβική  και  ρουμανική  εκκλησία,  και  γ)  οι  Ορθόδοξοι  άρχισαν  να  κάμπτονται  υπό το βάρος των πιέσεων και της θρησκευτικής αναρχίας, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τη θετική  συγκυρία  και  να  αρχίσει  διαπραγματεύσεις.  Τις  πρώτες  μέρες  του  καλοκαιριού  του  '26  το  Πατριαρχείο  έστειλε  το  Μητροπολίτη  Τραπεζούντος  ως  αντιπρόσωπό  του  για  να  διαπραγματευτεί  με την αλβανική εκκλησία τις εγγυήσεις που θεωρούσε απαραίτητες.  Οι  διαπραγματεύσεις  διεξήχθησαν  μέσα  σε  αντίξοες  συνθήκες  και  κινδύνευσαν  πολλές  φορές  να  διακοπούν. Τις εργασίες βοήθησε πολύ και το ελληνικό κράτος και οι βορειοηπειρώτες βουλευτές  που  μετείχαν.  Στις  9.6.1926  ο  Μητροπολίτης  Τραπεζούντος  ανακοίνωσε  στο  Πατριαρχείο  τη  λήξη  των  διαπραγματεύσεων  και  τις  εγγυήσεις  που  συμφώνησε  η  αλβανική  εκκλησία  να  δώσει  εις  αντάλλαγμα  της  χειραφέτησής  της:  «Ορθόδοξος  Αλβανική  Εκκλησία  συγκροτηθήσεται  υπό  Οικουμενικού  Πατριάρχου  και  Ιεράς  Συνόδου  πληρουμένων  πέντε  κενών  μητροπολιτικών  εδρών  Τυράννων,  Κορυτσάς,  Αργυροκάστρου,  Βερατίου  και  Δυρραχίου.  Μητροπολίτης  Τυράννων  χειροτονείται  αρχιεπίσκοπος  ορθοδόξου  κοινότητος  Αλβανικής  εκκλησίας.  Διά  την  γλώσσαν  της  θείας  λειτουργίας  θα  επικρατήσει  το  ήδη  υπάρχον  καθεστώς  της  αλβανικής  γλώσσης  χρησιμοποιουμένης  εις  όσας  μέχρι  τούδε  αλβανικάς  κοινότητας,  εις  ωρισμένας  περιπτώσεις  υπό  όρον  εγκρίσεως  μεταφράσεως  Ιεράς  Συνόδου  Αλβανίας.161  Εις  Ορθόδοξον  κοινότητα  εκκλησίας  Αλβανίας  πολιτεία  θα  επιτρέψη  πλήρην  αυτοτέλειαν  και  ελευθερίαν  εις  θρησκεία  και  εκκλησιαστικήν  ζωήν.  Ελληνική  μειονότης  θα  έχη  πλήρην  ελευθερία  εις  κοινοτική,  γλωσσική,  θρησκευτική,  εκπαιδευτική  και  φιλανθρωπικήν  ζωή.  Θα  δοθή  εις  Πατριαρχείον  η  δέουσα  αποζημίωσις».162  Αυτό  που  έμενε  ήταν  η  επίσημη  έγκριση  του  Πατριαρχείου  για  το  αποτέλεσμα  των διαπραγματεύσεων.  Στο πλαίσιο  της  ελληνοαλβανικής  προσέγγισης υπεγράφησαν  από τον Αύγουστο ως τον Οκτώβριο  του  1926  τέσσερις  συμβάσεις:  περί  εμπορίου  και  ναυτιλίας,  περί  ιθαγενείας,  περί  εκδόσεως  εγκληματιών  και  περί  εγκαταστάσεως.  Οι  τρεις  πρώτες  επικυρώθηκαν  από  τη  Βουλή  αλλά  η  τέταρτη,  που  ενδιέφερε  τους  Αλβανούς  περισσότερο,  βρήκε  τεράστια  αντίδραση  εξαιτίας  της  δυσβάστακτης οικονομικής επιβάρυνσης του ελληνικού δημοσίου με την εφαρμογή της ρήτρας του  μάλλον ευνοούμενου κράτους στην περίπτωση των αλβανικών απαλλοτριωθέντων κτημάτων. Μετά  την  απόρριψη  της  4ης,  οι  άλλες  3  έπεσαν  επίσης  σε  αχρηστία,  θεωρούμενες  ως  σύνολο  από  τους  Αλβανούς.163  Από  το  σημείο  αυτό  και  μετά  το  ελληνοαλβανικό  ειδύλλιο  διακόπτεται  απότομα.  Οι  Έλληνες  της  Βορείου  Ηπείρου  άλλωστε  ήδη  είχαν  αρχίσει  να  διαπιστώνουν  ότι  οι  υποσχέσεις  του  Ζώγου έμειναν στα λόγια και η θέση τους αντί να βελτιωθεί χειροτέρευε.164  Για εκβιαστικούς λόγους οι αλβανικές αρχές προσπάθησαν να ασκήσουν πιέσεις στην Ελλάδα, είτε  χρησιμοποιώντας τους Τσάμηδες είτε ασκώντας πολιτική δίωξης των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου.  Στην αλβανική δυσαρέσκεια συντελούσε και το γεγονός ότι το φιλικό τους καθεστώς του Παγκάλου  είχε χάσει πλέον την εξουσία και το Υπουργείο Εξωτερικών μετρούσε εκ των υστέρων τη βλαπτική  Digitized by 10uk1s 

επίδραση  που  είχε  στο  βορειοηπειρωτικό  ζήτημα.  Σύμφωνα  με  την  εκτίμηση  του  Α'  Πολιτικού  Τμήματος του Υπουργείου Εξωτερικών, «η πολιτική της δικτατορίας, η χάριν των σκιών θυσιάζουσα  την  πραγματικότητα,  και,  ίνα  έχη  δήθεν  τας  χείρας  ελευθέρας  όπως  δράση  προς  Ανατολάς,  ανοίγουσα τας πύλας της Ελλάδος εις τους εκ βορρά γείτονας, δεν άργησε να επισωρεύση ερείπια.  [...]  Απέστειλεν  εις  Τίρανα  τον  στρατηγόν  Κοντούλη,  όστις  εφαρμόζων  κατά  γράμμα  τας  οδηγίας  περί  αδελφοποιήσεως,  απεθάρρυνε  τον  ελληνισμόν  της  Αλβανίας  και  εδηλητηρίασε  την  προς  το  Κέντρον πίστιν αυτού, τονίζων ότι πρέπει να το λάβωσιν πλέον απόφασιν ότι θα ζήσουν ως Αλβανοί.  [...]  Δι'  ενός  έτους  παγκαλικής  αλβανικής  πολιτικής  απωλέσαμεν  εν  Β.  Ηπείρω  έδαφος  κατόπιν  πολυετών προσπαθειών κεκτημένον». Εν ολίγοις, παρά τα παγκαλικά ανοίγματα και τις υποσχέσεις  του  Ζώγου,  η  κατάσταση  των  Βορειοηπειρωτών  δεν  βελτιώθηκε.  Ο  «τουρκαλβανικός  φανατισμός  απομακρύνει τους ομιλούντας ελληνιστί ιερείς, απαγορεύει την λειτουργίαν ελληνικών σχολείων εις  μέρη  μη  αποκλειστικώς  ελληνόφωνα,  ενώ  ως  γνωστόν  μέγα  μέρος  του  βορειοηπειρωτικού  ελληνισμού  είναι  Αλβανόφωνον,  καθιστά  και  εις  τα  ελληνόφωνα  ακόμα  μέρη  την  ελληνικήν  εκπαίδευσιν  φενάκη,  επιβάλλουσα  εις  τους  διδασκάλους  να  διδάσκωσιν  4  ώρας  ημερησίως  την  αλβανικήν και ημίσειαν μόνον την ελληνικήν, αποκλείει την ίδρυσιν ελληνικού σχολείου εις Αγίους  Σαράντα,  πόλιν  καθαρώς  ελληνικήν,  εκριζώνει  τον  ελληνισμόν  της  πόλεως  αύτης  διά  δημεύσεως  των  κτημάτων  των  κατοίκων,  φέρει  μυρίας  δυσκολίας  εις  την  εμπορικήν  αυτών  κίνησιν,  αποπειράται την κατάργησιν των φορολογικών προνομίων της Χειμάρρας, ανακόπτει δι' αυστηρών  νόμων  την  εκπαίδευσιν  των  βορειοηπειρωτών  εις  τας  σχολάς  της  ελευθέρας  Ελλάδος  και  τέλος  επιτρέπει  όπως,  καταστρατηγουμένων  των  σχετικών  αλβανικών  νόμων,  ιταλός  πολυεκατομμυριούχος  αγοράζη  απέραντα  τσιφλίκια  εν  αυτή  τη  καρδία  του  βορειοηπειρωτικού  ελληνισμού ίνα εποικίση αυτά δι' ιταλών γεωργών και εργατών».165  Ως γνωστόν οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου ως κύρια βιοποριστική απασχόληση είχαν τη γεωργία  κατά 85%. Ήταν κυρίως ακτήμονες επίμορτοι γεωργοί, καλλιεργούντες γαίες που κατείχαν από πολύ  παλιά  και  οι  οποίες  ανήκαν  σε  μπέηδες.  Οι  σχέσεις  των  καλλιεργητών  με  τους  γαιοκτήμονες  καθοριζόταν επί Τουρκοκρατίας με νόμους που τους εξασφάλιζαν συγκεκριμένα δικαιώματα. Μόλις  η  Αλβανία  ανεξαρτητοποιήθηκε,  οι  γαιοκτήμονες  άρχισαν  να  προβάλλουν  απαιτήσεις  κατά  των  καλλιεργητών.  Ζητούσαν  από  το  κράτος  να  τους  θεωρεί  απλούς  μισθωτές  και  τους  ίδιους  απόλυτους  ιδιοκτήτες.  Οι  πιέσεις  τους  απέδωσαν  και  το  άρθρο  130  του  αλβανικού  συντάγματος  χαρακτήρισε τις επίμαχες γαίες απολύτου ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου η θέση των καλλιεργητών έγινε  τραγική  και  το  1926  αντιμετώπιζαν  σωρεία  αγωγών  εξώσεως.  Μετά  την  έξωση  των  Χριστιανών  καλλιεργητών  οι  μπέηδες  σκόπευαν  να  προσλάβουν  μουσουλμάνους  πρόσφυγες  από  το  Κόσσοβο  και  την  Τσαμουριά  και  να  τους  εγκαταστήσει  στα  σπίτια  των  Χριστιανών.  Έτσι  θα  ήταν  εύκολο  να  αλλοιωθεί  ο  εθνικός  χαρακτήρας  της  περιοχής,  δεδομένου  ότι  το  ελληνικό  στοιχείο  πενόμενο  θα  αναγκαζόταν να εκπατριστεί.166  Μέχρι  το  καλοκαίρι  του  1928  οι  ελληνοαλβανικές  σχέσεις  παρέμειναν  τεταμένες.  Ο  ελληνισμός  υπέστη πραγματική δίωξη ειδικά στην περιοχή της Κορυτσάς.167  Οι Αλβανοί άφηναν να εννοηθεί ότι  επεδίωξαν τη φιλία της Ελλάδας μόνο και μόνο για να πετύχουν ευνοϊκή ρύθμιση του προβλήματος  των  απαλλοτριωθέντων  κτημάτων. 168   Αφού  δεν  το  πέτυχαν,  άλλαξαν  τακτική.  Πολυάριθμες  καταγγελίες για κακομεταχείριση των Τσάμηδων έφτασαν στην ΚτΕ με στόχο να μειώσουν τη διεθνή  εικόνα  της  Ελλάδας.  Το  αποκορύφωμα  ήταν  η  κατάθεση  εκ  μέρους  της  ίδιας  της  Αλβανίας  καταγγελίας κατά της Ελλάδας βάσει του άρθρου 11, η οποία προκάλεσε δυσαρέσκεια του διεθνούς  οργανισμού  για  καταχρηστική  άσκηση  του  δικαιώματος  προσφυγής.  Όπως  είδαμε,  η  Αλβανία  ηττήθηκε  πανηγυρικά  στην  ΚτΕ,  με  αποτέλεσμα  να  αναγκαστεί  να  αλλάξει  τη  στάση  της  απέναντι  στην Ελλάδα.  Εκτός  όμως  από  τη  διεθνή  ήττα  του  1928,  στη  μεταστροφή  της  αλβανικής  στάσης  απέναντι  στην  Ελλάδα  συνετέλεσε  και  η  επιστροφή  του  Βενιζέλου  στην  εξουσία.  Ο  Βενιζέλος  είχε  δηλώσει  πως  επιθυμούσε τη φιλία της Αλβανίας και οι Αλβανοί με τη σειρά τους χαιρέτισαν διά του τύπου την  Digitized by 10uk1s 

άνοδο  ενός  μεγάλου  ηγέτη  στην  εξουσία.  Σημειωτέον  ότι  η  Ελλάδα  ήταν  η  πρώτη  χώρα  που  αναγνώρισε  τον  Ζώγου  με  το  νέο  status  του  βασιλέα  της  Αλβανίας.  Ως  προς  τις  περίφημες  συμβάσεις  που  δεν  είχαν  επικυρωθεί  ποτέ,  η  αλβανική  κυβέρνηση  δήλωσε  ότι  «επαφίεται  στο  φιλοδίκαιο  της  ελληνικής  κυβερνήσεως  και  την  προσωπικήν  αντίληψιν  του  Βενιζέλου  διά  τον  διακανονισμόν  των  εν  Ελλάδι  κτημάτων  των  Αλβανών  υπηκόων»,  παρακαλώντας  μόνο  να  πληρωθούν  με  μετρητά  και  γρήγορα.  Συμφώνησαν  δε  να  ανταλλαγούν  οι  επικυρώσεις  για  τις  υπόλοιπες 3 συμβάσεις ταχύτατα.169  Η  είδηση  της  υπογραφής  του  ελληνοϊταλικού  συμφώνου  έκανε  πολύ  θετική  εντύπωση  στην  Αλβανία.  Ο  βασιλεύς  Ζωγ  (όπως  ονομάστηκε  μετά  την  ενθρόνισή  του)  και  ο  αλβανός  υπουργός  Εξωτερικών  τάχθηκαν  υπέρ  της  άμεσης  έναρξης  διαπραγματεύσεων  για  σύναψη  συμφώνου  ελληνοαλβανικής φιλίας. Ο Λέων Μελάς170, που διορίστηκε νέος πρέσβης στα Τίρανα, τόνισε ότι η  Ελλάδα περίμενε ακόμα μεγαλύτερη βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων μετά την εφαρμογή  της εμπορικής συμβάσεως.171  Το φιλικό κλίμα όμως σκίαζαν, ως συνήθως, σύννεφα: κυκλοφορούσε  η  έντονη  φήμη  ότι  η  επιτροπή  τροποποίησης  του  αλβανικού  συντάγματος  εισηγήθηκε  άρθρο  που  θα  απαγόρευε  στους  μειονοτικούς  να  διορίζονται  στο  υπουργικό  συμβούλιο. 172   Συνεχίζονταν  επίσης  οι  διώξεις  εναντίον  όλων  των  ορθόδοξων  ιερέων  που  μάχονταν  την  αυτοκέφαλη  εκκλησία  της  Αλβανίας.  Στις  13.4.1929  ο  αρχιεπίσκοπος  Κορυτσάς  Ιερόθεος  κατήγγειλε  στην  ΚτΕ  τις  διώξεις  των Χριστιανών και βανδαλισμούς εκκλησιών.173  Η απάντηση των Αλβανών ήταν ότι οι βανδαλισμοί  οφείλονταν  σε  προβοκάτσια  με  στόχο  την  εκμετάλλευση  των  θρησκευτικών  αισθημάτων  του  ορθόδοξου  πληθυσμού.  Ο  ίδιος  ο  αλβανός  υπουργός  Εξωτερικών  εγγυήθηκε  προσωπικά  τη  θρησκευτική ελευθερία όλων των θρησκευτικών ομάδων της χώρας του.174  Εν  τω  μεταξύ  οι  διαπραγματεύσεις  της  αυτοκεφάλου  αλβανικής  εκκλησίας  και  του  Πατριαρχείου  είχαν  παραμείνει  σε  εκκρεμότητα.  Μετά  τη  συνάντηση  του  1926  στα  Τίρανα,  ο  εκπρόσωπος  του  Πατριαρχείου  και  ο  αλβανός  απεσταλμένος  συναντήθηκαν  στην  Αθήνα  το  Δεκέμβριο  του  1929.  Η  νέα  συμφωνία  που  έγινε  εκεί  δεν  μιλούσε  για  θρησκευτική,  εκπαιδευτική  και  φιλανθρωπική  ελευθερία  της  ελληνικής  μειονότητας,  αλλά  παρέπεμπε  γενικώς  και  αορίστως  στα  άρθρα  της  αλβανικής δήλωσης του 1921 περί μειονοτικής προστασίας υπό την αιγίδα της ΚτΕ. Αυτό για να μην  παρεξηγηθεί  η  σερβική  και  ρουμανική  μειονότητα  που  δεν  θα  αναφέρονταν  στη  συμφωνία.  Αργότερα  ο  Ζώγου  έκανε  σαφές  ότι  προτιμούσε  η  θρησκευτική  συμφωνία  να  μην  αναφέρεται  καθόλου  σε  πολιτικά  μειονοτικά  ζητήματα.  Αυτά  θα  μπορούσαν  να  συζητηθούν  και  να  συμφωνηθούν  με  κυβερνητικό  ελληνοαλβανικό  διάλογο.  Ο  στόχος  του  Ζώγου  ήταν  να  εγείρει  αξιώσεις  αμοιβαιότητος,  μετατοπίζοντας  το  ζήτημα  μεταξύ  Ελλάδας  και  Αλβανίας  και  όχι  μεταξύ  Αλβανίας  και  Οικουμενικού  Πατριαρχείου. 175   Φυσικά  το  Πατριαρχείο  δεν  δέχτηκε  αυτή  την  παρέκκλιση  από  τα  συμπεφωνημένα.  Άλλωστε  οι  κοινότητες  αυτές  είχαν  ανέκαθεν  θρησκευτικό  κυρίως χαρακτήρα και το Πατριαρχείο δεν θα μπορούσε να αγνοήσει την τύχη τους.  Έτσι το ζήτημα δεν λύθηκε και η προσπάθεια των Αλβανών να επιβάλουν την αλβανική γλώσσα στην  εκκλησία  είχε  πολλές  φορές  αστεία  αποτελέσματα,  αφού  ούτε  πολλοί  ιερείς  γνώριζαν  αλβανικά  ούτε  εκκλησιαστικά  κείμενα  υπήρχαν  μεταφρασμένα  στα  αλβανικά.  Στις  μεγάλες  γιορτές  αναγκάζονταν  να  μεταφράζουν  ολόκληρη  τη  λειτουργία  στα  αλβανικά,  γραμμένα  όμως  με  ελληνικούς  χαρακτήρες  για  να  μπορούν  να  τα  διαβάζουν  οι  ιερείς! 176   Οι  ιερείς  οι  ίδιοι  διαμαρτύρονταν  επί  ματαίω  στις  αλβανικές  αρχές  ότι  ήταν  πολύ  περασμένης  ηλικίας  για  να  μπορούν να μάθουν αλβανικά. Στα σχολεία γινόταν πλέον μεγάλη προσπάθεια να εξουδετερωθεί το  θρησκευτικό  αίσθημα  των  μικρών  μαθητών,  με  αποτέλεσμα  το  άλλοτε  ζωηρό  αυτό  αίσθημα  να  χαλαρώνει. Τέλος εκπονήθηκε και κανονισμός διά του οποίου παραδόθηκε η διαχείριση κινητής και  ακίνητης  περιουσίας  των  εκκλησιών  και  μοναστηριών  στην  εξαρτώμενη  από  την  αλβανική  κυβέρνηση Γενική Διεύθυνση διά την Διοίκησιν των Εκκλησιαστικών Περιουσιών. Η Ελλάδα πάντως  είχε  ξεκαθαρίσει  στις  αλβανικές  αρχές,  που  ενδιαφέρονταν  ζωηρά  για  την  επίλυση  της  εκκρεμότητας  των  απαλλοτριωθέντων  κτημάτων,  ότι  αυτό  το  ζήτημα  δεν  μπορούσε  να  λυθεί  όσο  Digitized by 10uk1s 

διαρκούσε η «ανταρσία» κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου.177  Εκείνη  την  εποχή  φάνηκαν  τα  πρώτα  σημάδια  μιας  νέας  φάσης  στις  αλβανοϊταλικές  σχέσεις.  Ο  Ζώγου  σε  μια  προσπάθεια  απεξάρτησης  από  τον  σφιχτό  ιταλικό  εναγκαλισμό  που  οδηγούσε  στον  απόλυτο έλεγχο της αλβανικής οικονομίας, έκανε ακόμα ένα άνοιγμα προς την Ελλάδα το 1930. Τον  Ιούνιο συνάντησε τον Λέοντα Μελά —χωρίς την παρουσία του διερμηνέα που του είχαν επιβάλει οι  Ιταλοί  για  να  ελέγχουν  τις  διεθνείς  επαφές  του—  και  του  ζήτησε  δημιουργία  υποκαταστημάτων  ελληνικών τραπεζών στην Αλβανία με στόχο τη βελτίωση των εμπορικών σχέσεων των δύο χωρών  και το σπάσιμο του ιταλικού μονοπωλίου. Επίσης έκανε προτάσεις για τη βελτίωση της θαλάσσιας  συγκοινωνίας  Ελλάδας  και  Αλβανίας.178  Σε  γενικές  γραμμές  ο  αλβανός  ηγέτης  δήλωσε  ακόμα  μια  φορά  ότι  έψαχνε  να  βρει  τρόπο  να  λύσει  όλα  τα  ελληνοαλβανικά  προβλήματα  για  να  συναφθεί  σύμφωνο φιλίας. Το μόνο εμπόδιο που έβλεπε ήταν οι εθνικιστές που επηρεάζονταν από την Ιταλία  και έβαζαν εμπόδια στην εξομάλυνση των σχέσεων της Αλβανίας με τους γείτονές της.179  Επειδή  δε  η  ελληνική  πλευρά  προέβαλε  το  εκκρεμές  ζήτημα  της  εκκλησίας  ως  εμπόδιο  για  την  ομαλοποίηση των σχέσεων, το αλβανικό Υπουργείο Εξωτερικών υπέβαλε μια σειρά προτάσεων προς  τον  Μελά.  Κι  αυτές  όμως  δεν  εκρίθησαν  ικανοποιητικές  γιατί  εξασφάλιζαν  απλώς  ελευθερία  τελέσεως  της  λειτουργίας  στα  ελληνικά  μόνο  για  τους  Ελληνόφωνους  και  δεν  έκαναν  μνεία  για  γλωσσική,  κοινοτική,  εκπαιδευτική  και  φιλανθρωπική  ελευθερία,  έτσι  ώστε  να  μπορέσει  το  Πατριαρχείο  «να  μεταβιβάση  εις  την  αλβανικήν  κυβέρνησιν  την  εις  χείρας  του  ανατεθειμένην  φύλαξιν των θεσμίων των Χριστιανών διά της ευλογίας της αυτοκεφάλου».180  Ασφαλώς οι έλληνες  διπλωμάτες  διευκρίνιζαν  σε κάθε περίπτωση ότι το εκκλησιαστικό  ήταν ένα  πρόβλημα μεταξύ της  Αλβανίας και του Πατριαρχείου και όχι της Ελλάδας. Υποστήριζαν δε ότι το ενδιαφέρον της Ελλάδας  εν προκειμένω βασιζόταν στον μεγάλο σεβασμό της απέναντι στο Πατριαρχείο — σεβασμό που την  εμπόδιζε  να  συνάψει  επωφελή  για  την  Αλβανία  συμφωνία  όσο  διαρκούσε  η  εκκλησιαστική  ανταρσία.181  Η χρόνια κρίση που μάστιζε τις αλβανοϊταλικές σχέσεις χειροτέρευσε με την πάροδο του χρόνου. Η  Ιταλία, αφού δεν κατάφερε να αναλάβει το τελωνείο και τα κρατικά μονοπώλια, αρνήθηκε να δώσει  στην Αλβανία τα 10 εκατομμύρια χρυσά φράγκα που προέβλεπε η ιταλοαλβανική συμφωνία. Όπως  ανέλυσε ο αλβανός πρέσβης στην Αθήνα, το αλβανοϊταλικό σύμφωνο, που εξέπνευσε το Νοέμβριο  του  1931,  δεν  ανανεώθηκε  «εφ  όσον  επετρέπετο  δι'  αυτού  απόβασις  ιταλικών  στρατευμάτων  εν  Αλβανία  εις  περίπτωσιν  κινδύνου  του  υφισταμένου  καθεστώτος.  Αι  οικονομικαί  δυσχέρειαι  της  Αλβανίας  άλλωστε  οφείλονται  κυρίως  εις  την  Ιταλίαν,  ήτις  επέβαλεν  εις  αυτήν  συγκρότησιν  στρατού,  ούτινος  η  διατήρησις  απορροφά  το  ήμισυ  του  προϋπολογισμού  της».182  Η  Ιταλία  δεν  μπορούσε  βεβαίως  να  ανεχθεί  τους  περίεργους  ελιγμούς  του  Ζώγου  και  πίεζε  με  όπλο  την  οικονομική βοήθεια. Ήταν γνωστό ότι χωρίς τα ιταλικά κονδύλια δεν θα μπορούσε να μισθοδοτηθεί  ο στρατός και η χωροφυλακή.183  Η ελληνική κυβέρνηση εκείνη την εποχή είχε ανεξακρίβωτες αλλά  επίμονες πληροφορίες ότι απαγορεύθηκε στους αλβανούς μαθητές να φοιτούν σε ξένα σχολεία της  Αλβανίας και ότι οι ιταλοί καθηγητές και διευθυντές σχολείων αντικαταστάθηκαν με Αλβανούς. Στην  Αυλώνα  δε  έγινε  συλλαλητήριο  κατά  των  Ιταλών,  με  αποτέλεσμα  να  αναχωρήσει  για  την  Ιταλία  ο  Ιταλός διοργανωτής στρατού και σχολείων μαζί με τους αξιωματικούς της αποστολής.184  Οι  πληροφορίες  για  τις  διώξεις  των  ιταλικών  σχολείων  αποδείχτηκαν  αληθινές.  Ο  εθνικιστής  Χιλ  Μόσι,  υπουργός  Παιδείας  της  Αλβανίας,  έπεισε  τον  Ζώγου  ότι  τα  ιταλικά  και  εν  γένει  τα  ξένα  σχολεία  στην  Αλβανία  υπονομεύουν  την  ενότητα  του  κράτους. 185   Το  τίμημα  της  αλβανικής  ξενοφοβίας  όμως  πλήρωσαν  και  τα  ήδη  ταλαιπωρημένα  ελληνικά  σχολεία.  Από  το  1932  είχε  ξεκινήσει μια νέα περίοδος πιέσεων με αποτέλεσμα τη δραματική ελάττωση του αριθμού τους. Δεν  είναι  τυχαίο  το  γεγονός  ότι  η  σχολική  χρονιά  1931‐32  χαρακτηρίστηκε  μαύρη  για  την  ελληνική  εκπαίδευση. Οι αλβανικές αρχές δεν διόριζαν τους απαραίτητους δασκάλους με τη δικαιολογία ότι  δεν γνώριζαν αλβανικά. Σε όσα δε σχολεία εξακολουθούσαν να λειτουργούν, η διδασκαλία γινόταν  Digitized by 10uk1s 

σχεδόν  εξ  ολοκλήρου  στην  αλβανική.  Τα  ελληνικά  διδάσκονταν  ως  ξένη  γλώσσα  και  χρησιμοποιούνταν  μόνο  στο  μάθημα  των  θρησκευτικών.  Η  ελληνική  γλώσσα  ήταν  υπό  διωγμόν  γενικότερα. Οι αλβανικές αρχές με εγκύκλιο απαγόρευσαν τη χρήση της από εμπόρους, δασκάλους  και δημοσίους υπαλλήλους. Τα ελληνικά τραγούδια απαγορεύτηκαν επίσης, όπως και οι ελληνικοί  δίσκοι  γραμμοφώνου.186  Το  αποτέλεσμα  ήταν  ότι,  ενώ  ο  Ζώγου  διεκήρυττε  ότι  στοχεύει  στην  ελληνοαλβανική  φιλία,  οι  Έλληνες  της  Β.  Ηπείρου  άρχισαν  να  νιώθουν  τόση  ασφυξία  ώστε,  όσοι  μπορούσαν,  προσπαθούσαν  να  εγκαταλείψουν  το  αλβανικό  έδαφος  περνώντας  λαθραία  τα  σύνορα.187  Το  1933  η  Αλβανία  επισημοποίησε  τη  δίωξη  των  μειονοτικών  και  ξένων  σχολείων  με  την  τροποποίηση  των  άρθρων  206  και  207  του  Συντάγματος  του  1928.  Σύμφωνα  με  την  τροποποίηση  αυτή το αλβανικό κράτος ήταν αποκλειστικά υπεύθυνο για την εκπαίδευση των αλβανών υπηκόων.  Η στοιχειώδης εκπαίδευση ήταν πλέον υποχρεωτική και δωρεάν για όλους. Τα υπάρχοντα ιδωτικά  σχολεία  θα  έκλειναν  όλα. 188   Με  λίγα  λόγια,  διά  της  τροποποίησης  αυτής,  που  συνιστούσε  κατάφωρη παραβίαση των μειονοτικών υποχρεώσεων της Αλβανίας, θα έκλειναν οριστικά, μεταξύ  άλλων, και όλα τα κοινοτικά ελληνικά σχολεία της Β. Ηπείρου αφού ήταν ιδιωτικά.  Οι  Βορειοηπειρώτες,  μολονότι  μέχρι  τότε  δεν  ήταν  και  πολύ  πρόθυμοι  να  χρησιμοποιήσουν  τις  διαδικασίες  της  ΚτΕ  για  την  προστασία  τους,189  αυτή  τη  φορά  αντέδρασαν  δυναμικά  με  μαζικές  καταγγελίες  στα  διεθνή  όργανα.  Καταγγελίες  έφτασαν  ακόμα  και  από  τους  Βορειοηπειρώτες  των  ΗΠΑ. 190   Στην  τριμελή  επιτροπή  του  Συμβουλίου  που  διερευνούσε  το  θέμα,  η  αλβανική  αντιπροσωπεία  απάντησε  ότι  το  κλείσιμο  των  ιδιωτικών  σχολείων  αφορούσε  ολόκληρο  τον  πληθυσμό της Αλβανίας, άρα δεν συνιστούσε διάκριση κατά των μειονοτήτων.191  Στις 18.1.1935 το  Συμβούλιο  ζήτησε  τη  συμβουλευτική  γνώμη  του  Διεθνούς  Δικαστηρίου  της  Χάγης  περί  του  αν  μπορούσε  η  Αλβανία  να  ισχυρίζεται  κάτι  τέτοιο  αφού  δεσμευόταν  από  τις  μειονοτικές  εγγυήσεις  του  1921  και  ιδίως  από  το  άρθρο  5.192  Το  κλίμα  ήταν  τόσο  δυσμενές  για  την  Αλβανία  που  έκανε  ανεπίσημες κρούσεις σε αξιωματούχους της ΚτΕ προσπαθώντας να μάθει κατά πόσο ήταν δυνατόν  να αποσυρθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αν τα έβρισκαν με την Ελλάδα.  Στις 6.4.1935 το ΔΔΔΔ με ψήφους 8 έναντι 3 δικαίωσε τις θέσεις των Βορειοηπειρωτών. Μετά την  ήττα της η Αλβανία δήλωσε έτοιμη να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του Διεθνούς Οργανισμού.  Στις  7.1.1936  η  Αλβανία  κοινοποίησε  τελικά  τα  διορθωτικά  μέτρα  που  έλαβε  για  τα  μειονοτικά  σχολεία.193  Σημειωτέον ότι η παράλογη επίθεση της Αλβανίας ενάντια σε όλα  τα ξένα σχολεία, τη  στιγμή μάλιστα που δεν μπορούσε να στηριχθεί σ' ένα ικανοποιητικό εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα,  στράφηκε  εναντίον  της.  Εκτός  της  διεθνούς  διαπόμπευσης,  στερήθηκε  επιπλέον  τα  εξαιρετικά  ιταλικά, αμερικανικά και ελληνικά σχολεία που ανέβαζαν το επίπεδο της αλβανικής εκπαίδευσης.  Ευτυχώς  η  ένταση  που  υπήρχε  στα  ελληνοαλβανικά  σύνορα  λόγω  της  υπόθεσης  των  ελληνικών  σχολείων  άρχισε  να  εκτονώνεται  μετά  την  ήττα  της  Αλβανίας.  Όπως  σωστά  εκτιμούσε  ο  Κ.  Διαμαντόπουλος,  πρέσβης  στα  Τίρανα  εκείνη  την  εποχή,  «αν  η  αλβανική  κυβέρνησις  ηυνόησεν  ή  υπεκίνησε  κίνησίν  τινα  εν  Τσαμουριά  καθ'  ην  εποχήν  το  σχολικό  ζήτημα  ήτο  επί  τάπητος,  έπραξε  τούτο,  κατά  τη  γνώμη  μου,  προς  δημιουργίαν  αντιπερισπασμού  εν  Γενεύη  και  άμυναν  κατά  της  πολιτικής  ημών,  ουχί  όμως  συνεπεία  προγράμματος  τείνοντος  εκ  συστήματος  εις  υποκίνησιν  ταραχών  εν  Ελλάδι». 194   Η  αντιπαράθεση  των  Αλβανών  με  τους  Ιταλούς  συνεχίστηκε  και  ο  ισορροπιστής  Ζώγου  συνέχισε  τις  φιλικές  χειρονομίες  προς  την  Ελλάδα  για  αντίβαρο.  Η  εκκλησιαστική εκκρεμότητα που έκλεισε συνετέλεσε επίσης θετικά. Ο πρωθυπουργός της Αλβανίας  Κ.  Κώττα  έδωσε  σχετική  συνέντευξη  στο  Αθηναϊκό  Πρακτορείο  εξαίροντας  το  έργο  της  «εθνικής  κυβερνήσεως της 4ης Αυγούστου» και τονίζοντας την «άριστον επίδρασιν την οποίαν είχεν επί της  αλβανικής κοινής γνώμης η επίλυσις του θέματος της αυτοκεφάλου αλβανικής εκκλησίας».195  Η  Ελλάδα,  όπως  άλλωστε  και  η  Γιουγκοσλαβία,  εκμεταλλεύτηκαν  την  ιταλοαλβανική  κρίση  για  να  Digitized by 10uk1s 

βελτιώσουν  τις  οικονομικές  τους  σχέσεις  με  τον  Ζώγου.  Η  Γιουγκοσλαβία  προχώρησε  πολύ  υπογράφοντας  το  Δεκέμβριο  του  1933  μια  εμπορική  συμφωνία  που,  όπως  ψιθυριζόταν,  είχε  και  μυστικό μέρος βάσει του οποίου η Γιουγκοσλαβία θα βοηθούσε τα Τίρανα σε περίπτωση ιταλικής  απειλής. Η Ελλάδα ωστόσο δεν προχώρησε σε μεγάλα ανοίγματα γιατί επιθυμούσε να κρατήσει τις  ισορροπίες  με  τον  Μουσολίνι.  Είναι  χαρακτηριστική  η  στάση  που  κράτησε  απέναντι  στην  Αλβανία  κατά τις βαλκανικές διασκέψεις. Επειδή η Αλβανία φλέρταρε με τις διασκέψεις για να κοντράρει την  Ιταλία, η  Ελλάδα αρνήθηκε να μπει  στο παιγνίδι, δηλώνοντας στον Μουσολίνι ότι δεν θα δεχόταν  προσχώρηση  της  Αλβανίας  στο  Βαλκανικό  Σύμφωνο  παρά  μόνο  μετά  από  συνεννόηση  με  την  Ιταλία.196  Πόσο  μάλλον  που  έβλεπαν  ότι  οι  Αλβανοί  ήθελαν  να  εκμεταλλευτούν  το  βήμα  των  Βαλκανικών  Διασκέψεων  για  να  καταγγείλουν  την  υποτιθέμενη  κακομεταχείριση  των  αλβανικών  μειονοτήτων στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία.  Η προσπάθεια του Ζώγου να απεξαρτηθεί από την Ιταλία ασφαλώς δεν θα μπορούσε να κρατήσει  πολύ. Ο καιροσκόπος ηγέτης αναγκάστηκε από την έσχατη οικονομική κρίση που περνούσε η χώρα  του  να  υποκύψει  ξανά  από  το  1936  και  μετά.  Εκείνη  την  εποχή  ακριβώς  ανέλαβε  τα  ηνία  της  ιταλικής  εξωτερικής  πολιτικής  ο  επιθετικός  νεαρός  Τσιάνο,  αποφασισμένος  να  λύσει  αυτό  που  αποκαλούσε «αλβανικό πρόβλημα».197  Τον Απρίλιο του '39 το πρόβλημα λύθηκε με τον καλύτερο  για την Ιταλία τρόπο: ο Ζώγου οδηγήθηκε στην εξορία και η Ιταλία κατέλυσε την ανεξαρτησία της  Αλβανίας ανοίγοντας δρόμο για επιθετικά της σχέδια στα Βαλκάνια.  Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου που επακολούθησε, ο ελληνικός στρατός προήλασε  στην  Κορυτσά,  στο  Αργυρόκαστρο  και  τους  Αγίους  Σαράντα  ξαναζωντανεύοντας  τις  ελπίδες  των  Βορειοηπειρωτών.  Η  ελληνική  εξόριστη  κυβέρνηση  μόλις  βρέθηκε  μακριά  από  την  κατεχόμενη  Ελλάδα  φρόντισε  να  ενημερώσει  τους  ισχυρούς  συμμάχους  της  ότι  θεωρούσε  το  ζήτημα  της  Β.  Ηπείρου ανοιχτό.198  Το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών γνώριζε πολύ καλά τις ελληνικές βλέψεις  αλλά απέφυγε να δεσμευτεί μέχρι το τέλος του πολέμου. Στην πραγματικότητα δεν είχαν ξεκάθαρη  ιδέα τι θα κάνουν με το πρόβλημα της Αλβανίας. Ήταν τόσο μικρή και αδύναμη χώρα και γι' αυτό  υπήρξε εύκολη λεία των Ιταλών. Αν έπαιρναν και οι Έλληνες το εύφορο κομμάτι της Β. Ηπείρου, τότε  θα  διεκδικούσαν  εδάφη  και  οι  Γιουγκοσλάβοι,  με  αποτέλεσμα  το  αλβανικό  κράτος  να  μην  είναι  πλέον  βιώσιμο.  Βάσει  αυτού  του  σκεπτικού  μια  σειρά  εκθέσεων  του  Φόρεϊν  Όφις  κατέληγαν  σε  αρνητικά συμπεράσματα ως προς τις ελληνικές διεκδικήσεις. Ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι, ακόμα  και  με  την  παραχώρηση  της  Β.  Ηπείρου,  δεν  θα  λυνόταν  το  πρόβλημα  των  εθνικοτήτων  στην  Αλβανία — τόσο περίπλοκο ήταν. Η μόνη λύση που έβλεπαν ήταν ο εκφυλισμός της παλιάς γενιάς  εθνικιστών  της  Ελλάδας  και  της  Αλβανίας  και  η  επικράτηση  των  νέων  μεταπολεμικών  οραμάτων  βαλκανικής συνεργασίας.199  Τελικά  η  Συνδιάσκεψη  της  Ειρήνης  μετά  το  τέλος  του  Β'  Παγκοσμίου  πολέμου  δεν  ανταποκρίθηκε  θετικά  στο  αίτημα  της  Ελλάδας  για  προσάρτηση  της  Β.  Ηπείρου.  Κατηγορήθηκε  μάλιστα  τότε  η  ελληνική κυβέρνηση από τον Μολότωφ ότι επεδίωκε μια διπλωματική επιτυχία για να καμουφλάρει  τις σοβαρές εμφύλιες διαμάχες της χώρας.200  Έτσι η ελληνική μειονότητα έμεινε να επιβιώσει στη  νέα  κομμουνιστική  Αλβανία  του  Εμβέρ  Χότζα.  Δεν  χώριζαν  μόνο  τα  σύνορα  πια  τους  Βορειοηπειρώτες  από  τους  άλλους  Έλληνες.  Από  το  τέλος  του  πολέμου  και  μετά  ανήκαν  σε  δύο  διαφορετικά στρατόπεδα. 

Digitized by 10uk1s 

Β) ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ  1. Οι «βουλγαρόφιλοι» Σλαβόφωνοι στην Ελλάδα  Στη  βουλγαρική  ιστοριογραφία  η  συμμετοχή  της  Βουλγαρίας  στον  Β'  Βαλκανικό  και  τον  Α'  Παγκόσμιο  πόλεμο  υπήρξε  μια  άτυχη  προσπάθειά  της  να  ολοκληρώσει  το  όραμα  της  μεγάλης  Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου. Στον Β' Βαλκανικό πόλεμο, που έγινε με στόχο την κατανομή της  γεωγραφικής  περιοχής  της  Μακεδονίας,1  ηττήθηκε  με  αποτέλεσμα  να  πάρει  μόνο  το  10%  της  περιοχής  —  έναντι  του  39%  που  κέρδισε  τελικά  η  Σερβία,  η  διεκδικήτρια  με  τις  λιγότερες  περγαμηνές.2  Ελπίζοντας  σε  μια  δικαιότερη  κατανομή  η  Βουλγαρία  πήρε  μέρος  στον  Α'  Παγκόσμιο  πόλεμο  στο  πλευρό  των  Κεντρικών  Δυνάμεων.  Από  το  1915  ώς  το  1919  τμήματα  της  Μακεδονίας  έζησαν  μια  σκληρότατη  βουλγαρική  κατοχή.  Μόνο  οι  Έλληνες  που  εκτοπίστηκαν  εκείνη  την  εποχή  υπολογίζονται  σε  42.000.  Η  Βουλγαρία  όμως  βρέθηκε  για  κακή  της  τύχη  για  δεύτερη  φορά  στο  στρατόπεδο των ηττημένων. Το 1919 η Συνθήκη του Νεϊγύ επισφράγισε αυτή την ήττα. Η Βουλγαρία  όχι  μόνο  δεν  πέτυχε  αναδιανομή  της  Μακεδονίας  υπέρ  της,  αλλά  έχασε  επιπλέον  από  τη  Γιουγκοσλαβία τμήματα εδάφους στα δυτικά της σύνορα, τη Ν. Δοβρουτσά που προσαρτήθηκε στη  Ρουμανία και τη Δυτική Θράκη, που πέρασε σε ελληνικά χέρια με τις ευλογίες της Συνεννόησης. Η  συνθήκη αυτή θεωρήθηκε έκτοτε όργανο πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής εκμηδένισης της  Βουλγαρίας.3  Η  εθνική  της  υπερηφάνεια  ταπεινώθηκε  με  την  επιβολή  διεθνούς  ελέγχου  και  τη  διάλυση  του  στρατού  της.  Η  οικονομία  της  επιβαρύνθηκε  οριακά  με  την  υποχρέωση  πληρωμής  πολεμικών επανορθώσεων ύψους 84 εκατομμυρίων δολαρίων σε 36 ετήσιες δόσεις, συν το κόστος  της στρατιωτικής κατοχής.4  Η  ανατροπή  του  εσωτερικού  πολιτικού  σκηνικού  της  χώρας  ήταν  αναπόφευκτη.  Η  γερμανόφιλη  μερίδα  ηττήθηκε  και  μαζί  της  αναγκάστηκε  να  αποχωρήσει  ο  τσάρος  Φερδινάρδος  υπέρ  του  Μπόρις. Τα ηνία της χώρας πήρε ο ηγέτης του αγροτικού κόμματος Σταμπολίνσκι σχηματίζοντας την  πιο  δημοκρατική  κυβέρνηση  της  μεταπολεμικής  Βουλγαρίας.  Βασικός  στόχος  της  εξωτερικής  πολιτικής  του  Σταμπολίνσκι  ήταν  η  βελτίωση  του  προφίλ  της  ηττημένης  χώρας  στη  διεθνή  κοινότητα.5  Η  Βουλγαρία  έπρεπε  να  απαλλαγεί  από  τη  σκιά  της  βιαιότητας  που  χαρακτήριζε  τη  στάση της μέχρι τότε και να πείσει τους νικητές του πολέμου ότι είχε την πρόθεση να συνεργαστεί  μαζί  τους.  Στις  4  Νοεμβρίου  1920  έκανε  αίτηση  για  να  γίνει  μέλος  της  ΚτΕ,  διαβεβαιώνοντας  τον  διεθνή  οργανισμό  ότι  «η  πολιτική  της  έχει  πλέον  προσανατολιστεί  στη  Συνεννόηση  και  ότι  η  κυβέρνησή της αποφάσισε να δώσει κάθε δυνατή βοήθεια ώστε να επανέλθει η ηρεμία και η τάξη  σε  όλες  τις  χώρες». 6   Φυσικά  οι  βασικοί  στόχοι  της  εξωτερικής  πολιτικής  της  Βουλγαρίας  παρέμειναν αδιαφοροποίητοι καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου: η επανάκτηση των περιοχών  που  κέρδισαν  οι  γειτονικές  Ελλάδα,  Γιουγκοσλαβία  και  Ρουμανία,  δηλαδή  η  αναθεώρηση  του  εδαφικού καθεστώτος των Βερσαλλιών.7  Ο πρώτος στόχος μετά το 1919 ήταν η Ελλάδα που της στερούσε την πολυπόθητη έξοδο στο Αιγαίο  μέσω της Θράκης. Η οικονομική έξοδος που της εξασφάλισε η συνθήκη του Νεϊγύ με κανένα τρόπο  δεν  ικανοποίησε  τη  Βουλγαρία.  Γι'  αυτό  και  εκμεταλλεύτηκε  τις  δυσκολίες  που  αντιμετώπιζε  η  Ελλάδα  στο  μικρασιατικό  μέτωπο  από  το  1920  και  μετά  για  να  ξαναδιεκδικήσει  τη  Δ.  Θράκη.  Με  όπλο το δημοκρατικό προφίλ της νέας κυβέρνησης και άλλοθι τον «αθώο βουλγαρικό λαό που δεν  πρέπει να πληρώσει τα λάθη της ηγεσίας του», η Βουλγαρία έστειλε στους υπουργούς Εξωτερικών  των  Δυνάμεων  γραπτή  διακοίνωση  στις  15.3.1921,  υπογραμμίζοντας  ότι  η  σκληρή  ελληνική  διοίκηση  της  Θράκης  οδήγησε  στην  εξορία  πολλές  χιλιάδες  Βουλγάρων  και  Τούρκων  που  διαδήλωσαν  με  κάθε  τρόπο  την  αντίθεσή  τους  στον  ελληνικό  ζυγό.  Η  Βουλγαρία  όμως  δεν  μπορούσε να αντέξει το βάρος αυτών των 160.000 προσφύγων από την Α. και τη Δ. Θράκη. «Αν και  Digitized by 10uk1s 

η παρουσία τους στη χώρα μπορεί να γίνει αιτία ταραχών, οι πρόσφυγες αρνούνται να επιστρέψουν  στα  σπίτια  τους  από  τρόμο  απέναντι  στην  ελληνική  διοίκηση».  Η  διακοίνωση  κατέληγε  στο  διά  ταύτα: Η Βουλγαρία χρειαζόταν την έξοδο στο Αιγαίο. Δεν μπορούσε να στηρίζεται στην ανύπαρκτη  καλή θέληση της Ελλάδας για να οργανώσει το εμπόριό της και να κάνει τις συναλλαγές της με τις  δυτικές  δυνάμεις.  Πάντως  αν  η  προσάρτηση  αποδεικνυόταν  ανέφικτη,  η  Βουλγαρία  θα  δεχόταν  ευχαρίστως και άλλα εναλλακτικά σχήματα, όπως διεθνή διοίκηση κ.λπ.8  Οι  Βούλγαροι  ενέτειναν  ακόμα  περισσότερο  τις  προσπάθειές  τους  στη  Συνδιάσκεψη  της  Λωζάνης,  που  ήταν  και  η  τελευταία  τους  ευκαιρία  να  διεκδικήσουν  τη  Δυτική  Θράκη.  Το  μόνο  που  πέτυχαν  όμως ήταν η επαναβεβαίωση της οικονομικής εξόδου στο Αιγαίο στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.9  Από τότε η Βουλγαρία αρνήθηκε να δηλώσει ικανοποιημένη με οποιαδήποτε λύση της πρότεινε η  Ελλάδα. Στην αρχή βρήκε το λιμάνι αυτό ακατάλληλο και πρότεινε μια περιοχή 6 χλμ. δυτικά ως πιο  κατάλληλη. Όταν ο Βενιζέλος το δέχτηκε, απάντησαν ότι κι αυτό δεν τους εξυπηρετούσε εφόσον θα  παρέμενε  υπό  ελληνική  διοίκηση.  Όταν  οι  Έλληνες  προσφέρθηκαν  να  τους  παραχωρήσουν  τον  έλεγχο αυτού του λιμένα, ζήτησαν τον έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής που θα το συνέδεε με  τη  Βουλγαρία.  Όταν  τους  προτάθηκε  διεθνής  έλεγχος  της  γραμμής,  οι  Βούλγαροι  αποκάλυψαν  τις  πραγματικές τους προθέσεις ζητώντας λουρίδα εδάφους συνδέουσα τη Βουλγαρία με τον λιμένα. Οι  Δυνάμεις όμως δεν βρήκαν λογική αυτή τη διεκδίκηση της Βουλγαρίας. Ο Βενιζέλος παρ' όλα αυτά  με γενναιοδωρία τους πρότεινε διευκολύνσεις στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης ανάλογες με αυτές που  είχαν  παραχωρηθεί  στη  Σερβία.10  Κι  αυτή  η  προσφορά  όμως  απορρίφθηκε  από  τη  Βουλγαρία  με  στόχο  να  μείνει  το  ζήτημα  ανοιχτό  και  να  διασύρει  την  Ελλάδα  διεθνώς  ως  χώρα  που  δεν  εκπληρώνει τις συμβατικές της υποχρεώσεις.  Το  1923  όμως  υπήρξε  πολλαπλά  σημαντικό:  ο  Σταμπολίνσκι  δολοφονήθηκε  και  η  κυβέρνηση  της  Βουλγαρίας πέρασε στον έλεγχο της τρομοκρατικής οργάνωσης ΕΜΕΟ. Η οργάνωση αυτή ιδρύθηκε  το 1893 από Βούλγαρους11  με σκοπό να ενώσει όλους τους κατοίκους της Μακεδονίας στον αγώνα  για  την  αυτονομία  της  περιοχής  αυτής  με  επαναστατικό  τρόπο.  Η  βιαιότητα  του  αγώνα  που  πρότεινε η ΕΜΕΟ προκάλεσε τότε τη δυσαρέσκεια της βουλγαρικής εκκλησίας που φοβόταν ότι μια  ένοπλη βουλγαρική εξέγερση θα προκαλούσε τους γείτονες και τις Μεγάλες Δυνάμεις να επέμβουν  δυναμικά στη Μακεδονία. Μετά την περίφημη εξέγερση στο Ίλιντεν, η οργάνωση διαβρώθηκε από  τη  Βουλγαρία12  και  πολώθηκε  σε  οπαδούς  της  αυτονομίας  (σεντραλιστές)  και  τους  λεγόμενους  σουπρεμιστές  ή  βερχοβιστές,  που  ταύτιζαν  τους  στόχους  της  οργάνωσης  με  τους  στόχους  της  βουλγαρικής  εξωτερικής  πολιτικής.  Η  ομάδα  αυτή,  που  ήταν  και  η  ισχυρότερη,  θεωρούσε  την  αυτονομία ως πρώτο βήμα πριν την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.  Η  ΕΜΕΟ  το  1923  οργάνωσε  τη  δολοφονία  του  Σταμπολίνσκι  γιατί  αυτός  είχε  προσπαθήσει  να  ελέγξει  τη  δράση  της  συνεργαζόμενος  με  τους  Γιουγκοσλάβους13  και  συλλαμβάνοντας  τους  δύο  αρχηγούς  της  οργάνωσης  Πρωτογέρωφ  και  Αλεξαντρώφ.  Η  ΕΜΕΟ  και  ο  στενός  της  συνεργάτης  Βολκώφ  οργάνωσαν  τη  δολοφονία  και  το  πραξικόπημα  που  έφερε  στην  πρωθυπουργία  τον  καθηγητή  Α.  Τσαγκώφ  και  επικεφαλής  των  στρατιωτικών  υπουργείων  τον  ίδιο  το  συνταγματάρχη  Βολκώφ. Από το 1923 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '30, η ΕΜΕΟ, με τις ευλογίες και του τσάρου  Μπόρις,  θα  ήταν  κράτος  εν  κράτει  στη  Βουλγαρία  ρυθμίζοντας  τη  σχέση  της  με  τη  Γιουγκοσλαβία  και  την  Ελλάδα  με  άξονα  το  Μακεδονικό.  Η  ΕΜΕΟ  οργάνωσε  τις  αντάρτικες  ομάδες  της  που  δρούσαν  και  στο  ελληνικό  και  το  γιουγκοσλαβικό  έδαφος  χρησιμοποιώντας  την  πειστική  προπαγάνδα  των  όπλων.  Για  υποστήριξη  της  παράνομης  τρομοκρατικής  αυτής  δράσης  συνέπηξε  μέτωπο  με  όλες  τις  παράνομες  εθνικιστικές  οργανώσεις  της  περιοχής  που  επιθυμούσαν  αναθεώρηση  του  status  quo:  τους  Κροάτες  που  πολεμούσαν  τους  Σέρβους,  τις  φασιστικές  οργανώσεις της Ιταλίας, τους αλβανούς εθνικιστές με έδρα το Κόσσοβο κ.λπ.  Το 1921 ανασυγκροτήθηκε και η ανταγωνιστική ομάδα των λεγόμενων φεντεραλιστών που στόχευε  στην αυτονομία της Μακεδονίας, όπως και οι κομμουνιστές. Το 1924 οι δύο ομάδες κατόρθωσαν να  Digitized by 10uk1s 

συνεννοηθούν  και  να  υπογράψουν  κοινή  διακήρυξη  υπέρ  της  αυτονομίας  της  Μακεδονίας  στο  πλαίσιο  μιας  βαλκανικής  ομοσπονδίας.  Η  συνεργασία  αυτή  που  απομάκρυνε  την  ΕΜΕΟ  από  τη  Βουλγαρία, θεωρήθηκε απειλητική από τις βουλγαρικές αρχές. Πολύ σύντομα ο Αλεξαντρώφ και οι  ηγέτες των φεντεραλιστών δολοφονήθηκαν και η πρωτοβουλία αυτή έλαβε τέλος. Οι φεντεραλιστές  μοιράστηκαν  στα  δύο.  Κάποιοι  εντάχθηκαν  στη  βουλγαρόφιλη  ΕΜΕΟ  του  Πρωτογέρωφ  και  οι  υπόλοιποι υπό τον Βλάχωφ σχημάτισαν την Ενωμένη ΕΜΕΟ το 1925. Οι θέσεις της Ενωμένης ΕΜΕΟ  ήταν παρόμοιες με τις θέσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς.14  Τα  κομμουνιστικά  κόμματα  των  τριών  διεκδικητριών  της  Μακεδονίας  έπαιξαν  μικρό  αλλά  καθοριστικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Οι θέσεις που πήραν εκείνη την εποχή για το  Μακεδονικό όμως φωτίζουν τις καθοριστικές τους επιλογές κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Μέχρι  το  1920  που  τα  βαλκανικά  κομμουνιστικά  κόμματα  συναπετέλεσαν  τη  Βαλκανική  Κομμουνιστική  Ομοσπονδία  (ΒΚΟ),  δεν  είχαν  ούτε  σαφή  ούτε  κοινή  γραμμή  για  το  Μακεδονικό.  Η  γραμμή  που  υπερίσχυσε  με  τις  ευλογίες  της  Σοβιετικής  Ένωσης  στους  κόλπους  της  ΒΚΟ  ήταν  σαφώς  φιλοβουλγαρική.15  Αυτό  γιατί  η  εκτίμηση  της  ΕΣΣΔ  ήταν  ότι  οι  ηττημένοι  και  δυσαρεστημένοι  Βούλγαροι  αποτελούσαν  πρώτης  τάξεως  επαναστατικό  υλικό.16  Με  λίγα  λόγια  ότι  η  Βουλγαρία  ήταν πιο ώριμη για την επανάσταση από τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Για να προσελκυσθούν οι  Βούλγαροι,  όπως  και  οι  πρόσφυγες  της  Βουλγαρίας,  στην  κομμουνιστική  ιδεολογία  θα  έπρεπε  να  περάσει  το  σύνθημα  της  αυτόνομης  Μακεδονίας  μέσα  στο  πλαίσιο  μιας  μελλοντικής  βαλκανικής  ομοσπονδίας. 17   Έτσι  το  Μάιο  του  1922  το  Βουλγαρικό  Κομμουνιστικό  Κόμμα  αξίωσε  από  τα  υπόλοιπα  βαλκανικά  ΚΚ  να  δεχτούν  τη  γραμμή  της  αυτή.  Παρά  τις  αντιδράσεις  του  Έλληνα  αντιπροσώπου του ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ) Πετσόπουλου και των σέρβων κομμουνιστών, το σύνθημα  της  αυτόνομης  Μακεδονίας  υιοθετήθηκε  από  τη  ΒΚΟ  με  την  επιμονή  του  Δημητρώφ  και  του  Κολάρωφ.  Ας  μη  λησμονούμε  ότι  εκείνη  την  εποχή  οι  κομμουνιστές  ήλπιζαν  να  προσεγγίσουν  την  ΕΜΕΟ και χρειάζονταν κάποια κοινή ιδεολογική πλατφόρμα.  Όπως  είδαμε  όμως,  το  ειδύλλιο  κομμουνιστών‐ΕΜΕΟ  ήταν  θνησιγενές.  Αυτό  που  έμεινε  ήταν  τα  προβλήματα  στο  ελληνικό  και  γιουγκοσλαβικό  ΚΚ.  Σφοδρές  αντιρρήσεις  μέσα  στο  ΚΚΕ  διατυπώθηκαν από τον Κορδάτο και τον Μάξιμο. Παρ' όλα αυτά το ΚΚΕ αναγκάστηκε να υποταγεί  απρόθυμα και με μεγάλο κόστος στη γραμμή της ΒΚΟ για ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη για να  μην  αποκοπεί  από  τον  κομμουνιστικό  κορμό.18  Το  αποτέλεσμα  ήταν  να  στιγματιστεί  το  ΚΚΕ  ως  Δούρειος  Ίππος  και  όργανο  του  βουλγαρικού  εθνικισμού  και  να  γίνει  ο  εύκολος  στόχος  όλων  των  εθνικιστικών συντηρητικών στοιχείων κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.19  Πρέπει να σημειωθεί  όμως  ότι  το  ΚΚΕ  αρνήθηκε  να  υποστηρίξει  με  φανατισμό  αυτή  την  επιβεβλημένη  γραμμή  και  έστρεψε το ενδιαφέρον του κυρίως στα δικαιώματα των μειονοτήτων. Άλλωστε μετά την εισροή των  προσφύγων από τη Μ. Ασία, την ελληνοτουρκική και την ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή, η ελληνική  Μακεδονία  και  Θράκη  ήταν  πια  περιοχές  τόσο  ομοιογενείς  εθνικά  που  ούτε  από  το  ΚΚΕ  θα  μπορούσε  να  συζητηθεί  σοβαρά  ζήτημα  αυτονόμησης.  Το  1935,  όταν  δηλαδή  ο  ολοκληρωτισμός  άρχισε  να  απειλεί  σοβαρά  τα  Βαλκάνια,  το  σλόγκαν  της  ανεξάρτητης  Μακεδονίας  και  Θράκης  εγκαταλείφθηκε  οριστικά  προς  μεγάλη  ανακούφιση  των  κομμουνιστών  της  Ελλάδας  αλλά  και  της  Γιουγκοσλαβίας. Η εκλογική επιτυχία της αριστεράς στην Ελλάδα το 1936 ίσως οφείλεται εν μέρει  και σ' αυτή την αλλαγή γραμμής στο εθνικό θέμα.200  Όπως  είπαμε,  το  σημείο  τριβής  των  ελληνοβουλγαρικών  σχέσεων  από  το  1923,  που  οριστικοποιήθηκαν τα σύνορα των δύο χωρών, μέχρι την έναρξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου ήταν  οι Σλαβόφωνοι της Β. Ελλάδας. Το χαρτί των μειονοτήτων άλλωστε ήταν το ρεβιζιονιστικό ατού της  Βουλγαρίας καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Προβάλλοντας με κάθε τρόπο τη δυσαρέσκεια  των  Βουλγάρων  που  έμειναν  σε  γιουγκοσλαβικό  κυρίως  αλλά  και  σε  ελληνικό  και  ρουμανικό  έδαφος,  η  Βουλγαρία  υπενθύμιζε  στη  διεθνή  κοινότητα  ότι  τα  σύνορα  των  Βερσαλλιών  ήταν  εθνικώς  απαράδεκτα  και  υποδαύλιζε  τους  εθνικιστικούς  πόθους  των  μαζών  μέχρι  να  βρεθούν  καταλληλότερες  συνθήκες  δράσης.  Ο  Βενιζέλος,  έχοντας  συνειδητοποιήσει  τις  δυσκολίες  που  θα  Digitized by 10uk1s 

είχε  η  συνύπαρξη  εθνοτήτων  που  τις  χώριζε  πλέον  το  αίμα,21  πρότεινε  τον  Αύγουστο  του  1919  αμοιβαία  εθελοντική  μετανάστευση  των  ελληνοβουλγαρικών  πληθυσμών.  Η  ιδέα  υιοθετήθηκε  αμέσως από την Επιτροπή για τις Νέες Χώρες και την προστασία των μειονοτήτων.  Η Βουλγαρία φυσικά είχε αντιρρήσεις. Οι Έλληνες της Βουλγαρίας είχαν ήδη αρχίσει να παίρνουν το  δρόμο της επιστροφής μη αντέχοντας τις πιέσεις και την τρομοκρατία από το 1914 και μετά.22  Όσο  για τους Βούλγαρους που ζούσαν στην Ελλάδα, πιο χρήσιμοι θα ήταν αν παρέμεναν εκεί ως μοχλός  πίεσης και βάση μελλοντικής εδαφικής διεκδίκησης. Άλλωστε η εξαθλιωμένη οικονομικά Βουλγαρία  θα ήταν δύσκολο να απορροφήσει και να αποκαταστήσει και τους εξ Ελλάδος πρόσφυγες.  Παρ'  όλες  τις  αντιρρήσεις  της  όμως  η  Βουλγαρία  εξαναγκάστηκε  να  συμφωνήσει  στην  ανταλλαγή  και  να  υπογράψει  μαζί  με  τη  Συνθήκη  του  Νεϊγύ  —που  ρύθμιζε  το  εδαφικό  καθεστώς  και  τη  μειονοτική  προστασία  στη  Βουλγαρία23—  και  την  ειδική  Σύμβαση  του  Νεϊγύ  (27.11.1919)  που  ρύθμιζε  τη  διαδικασία  της  ανταλλαγής.  Σύμφωνα  με  τους  όρους  της  Σύμβασης  αυτής  δικαίωμα  μετανάστευσης  είχαν  οι  Έλληνες  την  καταγωγή  με  βουλγαρική  υπηκοότητα  και  οι  Βούλγαροι  την  καταγωγή έχοντες ελληνική υπηκοότητα και ηλικία άνω των 18 ετών, μετά από δήλωσή τους προς  τη  Μικτή  Επιτροπή  που  θα  επόπτευε  την  ανταλλαγή  και  θα  διευκόλυνε  την  εκκαθάριση  των  περιουσιών  των  ανταλλαγέντων.  Η  Μικτή  Επιτροπή,  αποτελούμενη  από  τον  έλληνα  Γ.  Τζορμπατζόγλου (ή Τζορμπατζή), το  βούλγαρο Βλαντιμίρ Ρόμπεφ και δύο αντιπροσώπους της ΚτΕ,  το βέλγο Μ. ντε Ρούβερ και το νεοζηλανδό Α. Κορφ, συγκροτήθηκε το Δεκέμβριο του 1920 με έδρα  αρχικά τη Γενεύη και κατόπιν την Αθήνα και τη Σόφια.24  Ένα προβληματικό σημείο στη Σύμβαση περί ανταλλαγής ήταν ότι συγκρουόταν σε πολλά σημεία με  τους  όρους  μειονοτικής  προστασίας  της  Σύμβασης  των  Σεβρών  που  είχε  υπογράψει  η  Ελλάδα  το  1920. Βάσει αυτών, λ.χ., ήταν επιτρεπτό σε άτομα που θα διάλεγαν τη βουλγαρική υπηκοότητα και  θα  έφευγαν  για  τη  Βουλγαρία  εντός  12  μηνών,  να  διατηρήσουν  την  ακίνητη  περιουσία  τους  στην  Ελλάδα.  Επέτρεπε  επίσης  στους  Βούλγαρους  που  γεννήθηκαν  στην  Ελλάδα  να  επιστρέψουν  σ'  αυτήν.  Έτσι  όμως  θόλωνε  ο  σκοπός  της  ανταλλαγής  που  ήταν  το  εθνικό  ξεκαθάρισμα  στις  δύο  χώρες.25  Το Υπουργείο Εξωτερικών μάλιστα είχε πληροφορίες το Μάρτιο του 1920 ότι τα κομιτάτα  ετοιμάζονταν να στείλουν μέλη τους στη Μακεδονία και τη Θράκη «υπό τύπον παλιννοστήσεως των  εκείθεν καταγομένων και εν Βουλγαρία νυν ευρισκομένων βουλγαρομακεδόνων» και αποφάσισε να  επιβλέπει  προσεκτικά  τις  ύποπτες  αφίξεις  στις  παραμεθόριες  περιοχές  και  να  ελέγχει  τους  παλιννοστούντες.26  Η  Μικτή  Επιτροπή  άρχισε  το  έργο  της  μέσα  σε  χιλιάδες  δυσκολίες.  Τα  βουλγαρικά  κομιτάτα  που  δρούσαν στα σύνορα ήταν αποφασισμένα να μην επιτρέψουν στους βουλγαρικούς πληθυσμούς της  Ελλάδας να μεταναστεύσουν στην πατρίδα τους. Μεταχειρίστηκαν κάθε μέσο, από την προπαγάνδα  μέχρι  απειλές  και  χρήση  βίας,  προκαλώντας  τις  διαμαρτυρίες  της  Ελλάδας.  Επιπλέον  τα  κομιτάτα  έστελναν  διαμαρτυρίες  στην  ΚτΕ  κατηγορώντας  τις  ελληνικές  αρχές  ότι  κακομεταχειρίζονται  τους  μειονοτικούς πληθυσμούς και ότι σκοπεύουν να τους απομακρύνουν βιαίως παρά τις ανειλημμένες  συμβατικές  υποχρεώσεις  απέναντί  τους. 27   Ευτυχώς  η  ΚτΕ  δεν  περνούσε  στο  Συμβούλιο  τις  καταγγελίες αυτές, αφ' ενός γιατί η Συνθήκη των Σεβρών περί μειονοτικής προστασίας στην Ελλάδα  δεν  είχε  τεθεί  σε  ισχύ  ακόμα  και  αφ'  ετέρου  γιατί  γνώριζε  τους  απώτερους  στόχους  των  κομιτάτων.28  Η Ελλάδα, όπως και η Γιουγκοσλαβία και η Ρουμανία, διαμαρτυρήθηκαν πολλές φορές στην ΚτΕ για  τη δράση των κομιτάτων στα σύνορά τους. Η βουλγαρική αντιπροσωπεία όμως αρνήθηκε σθεναρά  ότι  τους  ενεθάρρυνε.  Αντίθετα  η  κυβέρνηση  Σταμπολίνσκι  δήλωσε  ότι  προσπαθούσε  σκληρά  να  σταματήσει το καταστροφικό έργο των κομιτατζήδων με μόνο μέσο τον ελάχιστο εθελοντικό στρατό  που  επιτρεπόταν  στη  Βουλγαρία  να  διατηρεί.  Με  υπόμνημα  στις  20.7.1922  η  βουλγαρική  κυβέρνηση  ανέλυσε  τα  αίτια  του  φαινομένου  στο  Συμβούλιο:  μετά  τις  συνθήκες  ειρήνης  δύο  Digitized by 10uk1s 

εκατομμύρια  Βούλγαροι  έμειναν  εκτός  συνόρων.  Απ'  αυτούς  500.000  διωκόμενοι  έφτασαν  στη  Βουλγαρία  ως  πρόσφυγες.  Αφού  δεν  μπορούσαν  να  ζήσουν  ομαλά  πουθενά,  έκαναν  ομάδες  και  πηγαινοέρχονταν  στα  σύνορα.  Η  κυβέρνησή  μας,  κατέληγε  το  υπόμνημα,  προσπαθεί  να  τους  σταματήσει  αλλά  αδυνατεί,  τη  στιγμή  μάλιστα  που  καταπιέζονται  φρικτά  οι  βουλγαρικές  μειονότητες στα γειτονικά κράτη. Η μόνη λύση είναι να δοθεί αμνηστία σ' αυτούς τους πρόσφυγες  και  να  γυρίσουν  στα  σπίτια  και  τις  περιουσίες  που  εγκατέλειψαν.  Επίσης  είναι  άμεση  ανάγκη  να  ενεργοποιηθούν οι συνθήκες μειονοτικής προστασίας ώστε να αισθάνονται ασφαλείς.29  Βεβαίως  είναι  αλήθεια  ότι  η  κυβέρνηση  Σταμπολίνσκι  έκανε  μια  προσπάθεια  να  περιορίσει  τη  δράση των κομιτάτων, αλλά τελικά δεν είχε σπουδαία αποτελέσματα. Γι' αυτό επιχειρούσε μ' αυτό  το υπόμνημα να μεταθέσει το βάρος στις πληττόμενες γειτονικές χώρες και να επιτύχει ταυτόχρονα  την παλιννόστηση των βουλγάρων προσφύγων που θεωρούσε απαράδεκτη η Ελλάδα και οι άλλες  γειτονικές χώρες. Για να ερμηνευτεί η άρνηση της Ελλάδας να δεχτεί παλιννόστηση των προσφύγων  αυτών,  υπενθυμίζουμε  ότι  επρόκειτο  περί  των  εποίκων  που  είχε  εμφυτεύσει  η  Βουλγαρία  στην  περιοχή  το  διάστημα  που  την  κατείχε.  Με  τους  εποίκους  και  τις  μετακινήσεις  των  ελληνικών  πληθυσμών  η  Βουλγαρία  ήλπιζε  τότε  να  αλλοιώσει  τη  σύνθεση  του  πληθυσμού  υπέρ  της.  Όταν  η  περιοχή  επανήλθε  σε  ελληνικά  χέρια,  η  ελληνική  διοίκηση  φρόντισε  να  αποκαταστήσει  τη  δικαιοσύνη  με  επιστροφή  των  εξορισμένων  Ελλήνων  και  απομάκρυνση  των  Βουλγάρων  εποίκων.  Αυτούς ήταν αδύνατον να τους δεχτεί πίσω η Ελλάδα, τη στιγμή μάλιστα που εξάντλησε την καλή  της  διάθεση  δεχόμενη  παλιννόστηση  όσων  πραγματικά  είχαν  γεννηθεί  σε  ελληνικό  έδαφος  και  κατοικούσαν εκεί προπολεμικά.30  Ειδικά  κατά  της  Ελλάδας  η  Βουλγαρία  διαμαρτυρήθηκε  πολλές  φορές  στην  ΚτΕ  και  για  έναν  άλλο  λόγο:  για  τον  περίφημο  εκτοπισμό  Βουλγάρων  από  την  ελληνική  μεθόριο  στη  Δ.  Θράκη  προς  τα  ελληνικά  νησιά  κατά  τη  διάρκεια  της  τελευταίας  φάσης  του  ελληνοτουρκικού  πολέμου.  Ο  λόγος  αυτής  της  μετακίνησης,  που  η  ελληνική  αντιπροσωπεία  απέδωσε  σε  «περιορισμένα  στρατιωτικά  μέτρα  επιβεβλημένα  για  λόγους  ασφαλείας»31,  αναλύθηκε  από  μια  βουλγαρική  εφημερίδα  πολύ  πιο εύγλωττα: «Τη στιγμή που τα στρατεύματα του Κεμάλ πολεμούσαν στο μέτωπο του Σαγγάριου  και  η  νίκη  τους  ήταν  πολύ  προβληματική,  οι  Βούλγαροι  της  Δ.  Θράκης  συνεργαζόμενοι  με  τους  Τούρκους προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες παρενοχλώντας τα νώτα του ελληνικού στρατού και μη  επιτρέποντας  στους  Έλληνες  να  αποσπάσουν  ούτε  έναν  στρατιώτη  στο  μέτωπο  του  Σαγγάριου.  Γι'  αυτό άλλωστε και η ελληνική κυβέρνηση μας εξόρισε στα νησιά».32  Όταν τελείωσε ο πόλεμος και οι  εκτοπισθέντες  Βούλγαροι  μπόρεσαν  να  γυρίσουν  στα  σπίτια  τους,  τα  βρήκαν  κατειλημμένα  από  μικρασιάτες  πρόσφυγες.33  Η  δυσάρεστη  αυτή  κατάσταση  που  προκλήθηκε  υπήρχε  κίνδυνος  να  σπιλώσει  το  καλό  όνομα  της  Ελλάδας  στη  διεθνή  κοινότητα.  Πόσο  μάλλον  που  η  Βουλγαρία  επεχείρησε  να  χρησιμοποιήσει  τους  εκτοπισθέντες  Βουλγάρους  ως  δικαιολογητική  βάση  για  τη  διεκδίκηση της Δ. Θράκης στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης.34  Η Ελλάδα ήλπιζε ότι η ανταλλαγή πληθυσμών θα ήταν η λύση στα μειονοτικά της προβλήματα με τη  Βουλγαρία.  Δυστυχώς  όμως  μέχρι  τον  Ιούνιο  του  1923  μόνο  166  βουλγαρικές  οικογένειες  είχαν  δηλώσει πρόθεση να μεταναστεύσουν από την Ελλάδα.35  Το γεγονός αυτό οφειλόταν στο ότι, μετά  την  πτώση  της  κυβέρνησης  Σταμπολίνσκι,  η  νέα  κυβέρνηση  του  Τσαγκώφ  ενίσχυσε  τη  δράση  των  κομιτάτων.  Ένας  από  τους  βασικούς  σκοπούς  των  οργανώσεων  αυτών  ήταν  η  ματαίωση  της  ανταλλαγής  με  όλα  τα  μέσα.  Σ'  αυτό  το  πλαίσιο  νέοι  από  τη  Μακεδονία  στρατολογήθηκαν,  οπλίστηκαν  και  εκπαιδεύτηκαν.  Η  ΕΜΕΟ  άλλωστε  ήταν  η  πραγματική  κυβέρνηση  στο  Πετρίτσι  και  φορολογούσε τους κατοίκους υπέρ του κομιτάτου.36  Δεκάδες μακεδονικές οργανώσεις  ιδρύθηκαν  προφασιζόμενες  ότι  στοχεύουν  στην  περίθαλψη  των  προσφύγων,  ενώ  ήταν  γνωστό  ότι  στρατολογούσαν στελέχη για την ΕΜΕΟ και συγκέντρωναν χρήματα. Έτσι οι Βούλγαροι της Ελλάδας  εμποδίστηκαν  να  μεταναστεύσουν  και  οι  ελληνικές  αρχές,  που  αντιμετώπιζαν  το  τεράστιο  πρόβλημα της εγκατάστασης των προσφύγων από τη Μ. Ασία, βρέθηκαν σε αδιέξοδο. 

Digitized by 10uk1s 

Το αδιέξοδο έμοιαζε επικίνδυνο το καλοκαίρι του  '23 διότι, μετά την υπογραφή της συνθήκης της  Λωζάνης,  πλησίαζε  η  έναρξη  της  ισχύος  της  Συνθήκης  των  Σεβρών  περί  μειονοτικής  προστασίας  στην  Ελλάδα.37  Αυτό  σήμαινε  ότι  οι  Βούλγαροι  πρόσφυγες  θα  μπορούσαν  να  στηριχτούν  στις  διατάξεις της και να διεκδικήσουν πιο σοβαρά δικαίωμα παλιννόστησης στην Ελλάδα. Εκκρεμούσε  μάλιστα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ανάλογη υπόθεση μεταξύ Πολωνίας και Γερμανίας, που  θα επηρέαζε και την ελληνοβουλγαρική διαφορά ως δεδικασμένο. Σ' αυτή τη δύσκολη συγκυρία ο  έλληνας  αντιπρόσωπος  στη  Μικτή  Επιτροπή  Τζορμπατζής  (ή  Τζορμπατζόγλου)  πληροφόρησε  τον  έλληνα  υπουργό  Εξωτερικών  ότι  ο  βρετανός  συνταγματάρχης  Κορφ,  μέλος  της  ίδιας  επιτροπής,  αναλογιζόμενος  τις  δυσκολίες  «εις  ας  δύναται  να  προσκρούσει  η  συνεννόησις  των  δύο  κυβερνήσεων»  κατά  την  εφαρμογήν  των  συνθηκών  μειονοτικής  προστασίας,  «φρονεί  ότι,  προς  αισίαν  και  ταχείαν  θεμελίωσιν  του  όλου  μεγάλου  έργου,  θα  ήτο  απαραίτητος  η  μετά  των  δύο  κυβερνήσεων  συνεργασία  ειδικής  επιτροπής,  ως  τοιαύτην  δε  θεωρεί  μόνην  ενδεδειγμένην  αυτήν  ταύτην  την  Μικτήν  Επιτροπήν  επί  της  μεταναστεύσεως  λόγω  της  στενής  συγγενείας  της  δικαιοδοσίας  της  και  της  επιτευχθησομένης  ούτω  μεγάλης  οικονομίας  χρόνου  και  δαπανών.  Την  αντίληψίν του ταύτην ο κ. Κορφ εύχεται επειγόντως να υιοθετήσωσι αμφότεραι αι κυβερνήσεις και  προβώσιν επί τη προσεχεί συγκλήσει του Συμβουλίου και της Συνελεύσεως της ΚτΕ εις τα κατάλληλα  διαβήματα προς εξουσιοδότησιν αυτού και του κ. Ντε Ρούβερ. [...] Νομίζει δε ότι τοιαύτη εισήγησις  παρά  τη  ΚτΕ  εκ  μέρους  και  μόνης  της  ελληνικής  κυβερνήσεως  προερχομένη  θα  εξησφάλιζε  περαιτέρω την προσχώρησιν της Βουλγαρίας εκούσης ή ακούσης».38  Αυτό γιατί ο Κορφ έκανε την  ίδια πρόταση και στον εκπρόσωπο της Βουλγαρίας στη Μ.Ε., ο οποίος ήταν πολύ διστακτικός.  Ο  Τζορμπατζής  αφού  μετέφερε  την  πρόταση  στον  υπουργό,  του  συνέστησε  ανεπιφύλακτα  να  τη  δεχτεί, υπό τον όρο να οριστεί εκ των προτέρων «βραχεία η προθεσμία αυτής της νέας αποστολής»  και να είναι συμβουλευτικός ο ρόλος των δύο λειτουργών της ΚτΕ. Τα επιχειρήματα που προέβαλλε  ήταν πολλά: κατ' αρχάς πίστευε ότι οι Κορφ και Ντε Ρούβερ διέκειντο ευμενώς προς την Ελλάδα. Ως  εκ  τούτου,  «θα  είναι  ου  μικρά  η  επιρροή  της  πειθούς  των  παρά  ταις  βουλγαρικαίς  αρχαίς  επί  ωρισμένων περιστατικών κακής πίστεως και θελήσεως και μέγα το κύρος της γνώμης των ενώπιον  του Συμβουλίου ή της Συνελεύσεως της ΚτΕ ως και αυτού του Διεθνούς Δικαστηρίου. [...] Περιττόν  δε  να  σημειώσω  ποσαπλή  μέλλει  να  αποβή  η  επικουρία  των  εν  τω  πολυθρυλήτω  ζητήματι  της  παλιννοστήσεως των Βουλγάρων προσφύγων. [...] Θα μαρτυρήσωσι ότι πάσαι σχεδόν αι εστίαι ας  νοσταλγούσιν  οι  Βούλγαροι  πρόσφυγες  καταστραφείσαι  κατά  την  διάρκειαν  των  Βαλκανικών  Πολέμων,  ανωκοδομήθησαν  και  κατελήφθησαν  συνεπεία  του  ελληνοτουρκικού  πολέμου  υπό  εκατομμυρίου  και  πλέον  Ελλήνων  προσφύγων».  Οι  Κορφ  και  Ντε  Ρούβερ  άλλωστε  γνώριζαν  καλά  ότι  οι  Βούλγαροι  πρόσφυγες  «αφού  συνεκακούργησαν  μετά  του  αποχωρήσαντος  μετ'  αυτών  βουλγαρικού  στρατού  από  δεκαετίας,  δις  επολέμησαν  κατά  της  Ελλάδος  στρατολογηθέντες  ως  Βούλγαροι πολίται και ταυτίσαντες ανέκαθεν την τύχην των προς την τύχην της νέας των πατρίδας,  αδιάφορον  ότι,  ως  διατείνονται,  ουδέποτε  επολιτογραφήθησαν  κανονικώς  εν  Βουλγαρία,  επί  τη  ελπίδι ότι θα διετήρουν ούτω τα εκ των άρθρων 4 και 6 της Συνθήκης περί μειονοτήτων δικαιώματα  ελληνικής ιθαγενείας και παλιννοστήσεως εις τας αρχικάς εστίας των».39  Η  πρόταση  αυτή  των  Κορφ  και  Ντε  Ρούβερ  οδήγησε  τελικά  στη  σύναψη  του  περίφημου  Πρωτοκόλλου  Πολίτη‐Καλφώφ  που  έφερε  μεγάλη  αναταραχή  στις  διαβαλκανικές  σχέσεις.  Η  κυβέρνηση  της  Ελλάδας  φαίνεται  πως  πιάστηκε  από  αυτή  την  πρωτοβουλία  σαν  να  ήταν  σανίδα  σωτηρίας.  Ένα  μήνα  πριν  άλλωστε,  στις  27.7.1923,  στο  βουλγαρόφωνο  χωριό  Ταρλίς,  όπου  είχαν  προσφάτως  εγκατασταθεί  50  οικογένειες  ελλήνων  προσφύγων  μέσα  στις  750  βουλγαρικές,  αντηλλάγησαν  πυροβολισμοί  χωρίς  θύματα.  Ο  έλληνας  διοικητής  συνέλαβε  αριθμό  υπόπτων  Βουλγάρων  και  τους  έστειλε  δέσμιους  σε  γειτονικό  χωριό.  Στο  δρόμο  δέχτηκαν  επίθεση  κομιτατζήδων  που  προσπάθησαν  να  ελευθερώσουν  τους  κρατουμένους.  Στην  ανταλλαγή  πυροβολισμών  που  ακολούθησε  είχαμε  17  θύματα  μεταξύ  των  συλληφθέντων.  Οι  υπόλοιποι  δραπέτευσαν. 40   Το  γεγονός  στιγματίστηκε  διεθνώς  και  έδωσε  αφορμή  για  νέες  βουλγαρικές  διαμαρτυρίες  εναντίον  της  Ελλάδας  στην  ΚτΕ.  Παρά  τις  έρευνες  της  Μικτής  Επιτροπής  δεν  αποδείχτηκε τίποτα εκτός της τεράστιας έντασης που επικρατούσε μεταξύ Βουλγάρων, Ελλήνων και  Digitized by 10uk1s 

προσφύγων  στις  ευαίσθητες  παραμεθόριες  περιοχές.41  Έγινε  επίσης  φανερό  ότι  τίποτα  δεν  θα  σταματούσε την ανάμιξη της Βουλγαρίας. Γι' αυτό και η ανάθεση των ευαίσθητων αυτών θεμάτων  σε μια ουδέτερη —και μάλλον φιλοελληνική— επιτροπή που θα απομάκρυνε τη Βουλγαρία από το  προσκήνιο, φάνηκε σε όλους αρχικά ως πολύ καλή ιδέα.  Εξάλλου  υπήρχαν  και  άλλοι  λόγοι  που  ώθησαν  την  Ελλάδα  στην  υπογραφή  του  Πρωτοκόλλου  αυτού, δηλαδή κατά κάποιο τρόπο στη διαιτησία της ΚτΕ ως προς τις ελληνοβουλγαρικές διάφορες.  Πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του ότι εκείνη την εποχή η ΚτΕ ήταν στις δόξες της και πίστευε ότι  μπορούσε να παίξει πολύ καθοριστικό ρόλο υπέρ της ειρηνικής επίλυσης των διεθνών διαφορών. Η  Ελλάδα  είχε,  την  ίδια  ακριβώς  εποχή,  ανάγκη  να  κερδίσει  την  καλή  μαρτυρία  της  ΚτΕ  γιατί  είχε  πολλές  ανοιχτές  πληγές:  η  Ιταλία  είχε  επιτεθεί  στην  Κέρκυρα  μετά  τη  δολοφονία  του  Τελίνι  και  επιπλέον  ζητούσε  αποζημίωση  από  την  Ελλάδα.  Οι  σχέσεις  μας  με  την  Αλβανία  είχαν  οξυνθεί  με  επίκεντρο το ζήτημα της ανταλλαξιμότητας των Τσάμηδων. Τέλος οι μικρασιάτες πρόσφυγες έπρεπε  να  αποκατασταθούν  και  οι  ελπίδες  της  Ελλάδας  για  σύναψη  διεθνούς  δανείου  στηρίζονταν  αποκλειστικά στην έγκριση της ΚτΕ. Επιπλέον ήταν και η πάγια αντίληψη των διπλωματών, οι οποίοι  έπαιζαν  πολύ  αποφασιστικό  ρόλο  στη  χάραξη  της  εξωτερικής  πολιτικής  της  Ελλάδας  εκείνη  την  εποχή  των  εναλλασσόμενων  αδύναμων  κυβερνήσεων,  ότι  καλύτερα  είναι  να  συνεργαζόμαστε  εκ  των προτέρων με την ΚτΕ παρά να απολογούμαστε ενώπιόν της εκ των υστέρων.42  Η υπογραφή του Πρωτοκόλλου θα γινόταν το Σεπτέμβριο του 1924 στο πλαίσιο της Ε' Συνέλευσης.43  Στις 30.9.1924 ο Ν. Πολίτης ανήγγειλε θριαμβευτικά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου από τον ίδιο  και  τον  εκπρόσωπο  της  Βουλγαρίας  Καλφώφ.  Τόνιζε  ότι  με  τη  βοήθεια  του  Ε.  Κόλμπαν  και  του  βρετανού  καθηγητή  Μιούρεϋ,  πέρασε  τελικά  μια  διατύπωση  που  επαφίει  τα  μειονοτικά  προβλήματα κάθε χώρας στην ΚτΕ χωρίς την ανάμιξη κανενός άλλου.44  Επιτυχία επίσης θεωρήθηκε  ότι  δεν  πέρασε  το  σχέδιο  του  Καλφώφ  (σύμβαση  μεταξύ  των  δύο  κυβερνήσεων)  αλλά  το  σχέδιο  Κόλμπαν (χωριστή πρόταση της ελληνικής και της βουλγαρικής κυβέρνησης προς την ΚτΕ που ορίζει  τα  δύο  ουδέτερα  μέλη  της  Μικτής  Επιτροπής  ως  γνωμοδοτικό  όργανο  της  ΚτΕ  με  αντικείμενο  την  καλή  εφαρμογή  των  μειονοτικών  υποχρεώσεων  κάθε  κυβέρνησης).45  Ο  Πολίτης  θριαμβολογούσε  γιατί διά του υπογραφέντος Πρωτοκόλλου, «αν ανεγνωρίσθη βουλγαρική μειονότης εν Ελλάδι [...]  ουχ ήττον  πας δεσμός μεταξύ των δύο  χωρών  εις τα ζητήματα τα μειονοτικά εκόπη οριστικώς  και  πάσα  επέμβασις  της  μιας  υπέρ  της  εν  τω  εδάφει  της  ετέρας  βιούσης  μειονότητος  απεκλείσθη  εξ  ολοκλήρου.  Τούτο  είναι  μέγα  κέρδος  δι'  ημάς  (καθότι)  η  εν  Μακεδονία  ύπαρξις  συμπαγούς  μειονότητος  φίλα  φρονούσης,  αν  μη  τι  άλλο,  προς  Βουλγαρίαν,  απετέλει  σοβαρόν  εθνικόν  κίνδυνον».46  Δυστυχώς  ο  εμπειρότατος  διπλωμάτης  Ν.  Πολίτης 47   αλλά  και  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  δεν  συνεκτίμησαν σωστά όλα τα δεδομένα και παρασύρθηκαν από την επιθυμία τους να βγουν από το  ελληνοβουλγαρικό αδιέξοδο με καλό διεθνές προφίλ. Παραγνώρισαν έτσι:  α)  την  απολύτως  αναμενόμενη  αντίδραση  της  Γιουγκοσλαβίας  που  θεωρούσε  προκλητικότατη  την  expressis verbis αναγνώριση βουλγαρικών μειονοτήτων στην Ελλάδα. Ο Μαρίνκοβιτς θεωρούσε ότι  η αναγνώριση αυτή θα λειτουργούσε  ως  ένα ακόμα επιχείρημα της Βουλγαρίας στην  προσπάθειά  της  να  αποδείξει  τη  βουλγαρική  καταγωγή  των  Σλαβόφωνων  που  ζούσαν  και  στη  γιουγκοσλαβική  Μακεδονία.  Το  αποτέλεσμα  ήταν  ότι  η  Γιουγκοσλαβία,  για  να  αποφύγει  την  εφαρμογή  του  Πρωτοκόλλου, κατέφυγε σε ανοιχτές απειλές κατά της Ελλάδας, διαδίδοντας ότι θα συμπράξει με τη  Βουλγαρία για να διεκδικήσουν από κοινού την ελληνική Μακεδονία.48  β) την εμμονή της Βουλγαρίας στη χρησιμοποίηση των μειονοτήτων  ως μοχλό της αναθεωρητικής  της πολιτικής. Οι Βούλγαροι όχι μόνο δεν παραγκωνίστηκαν, όπως βιάστηκε να θριαμβολογήσει ο  Πολίτης,  αλλά  αντιθέτως  έσπευσαν  να  χρησιμοποιήσουν  το  Πρωτόκολλο  με  την  πρώτη  ευκαιρία.  Ένα  μήνα  μετά  την  υπογραφή,  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  πληροφορήθηκε  ότι  ο  Βούλγαρος  της  Digitized by 10uk1s 

Μικτής Επιτροπής προσπαθούσε να πείσει αυτούς που αιτούνταν ανταλλαγή να παραμείνουν στην  Ελλάδα,  «υποσχόμενος  οσονούπω  σχολεία  και  εκκλησίες  διά  την  μειονότητα  με  στόχον  την  αυτονομίαν».  Δηλαδή  εκεί  που  η  Ελλάδα  ήλπιζε  να  λύσει  ένα  πρόβλημα,  δημιούργησε  ένα  χειρότερο.  Μέχρι  το  Δεκέμβριο  διαπιστώθηκε  πέραν  πάσης  αμφιβολίας  ότι  το  Πρωτόκολλο  είχε  πολύ δυσάρεστες επιπτώσεις επί της διαδικασίας της ανταλλαγής, και μάλιστα υπήρχε κίνδυνος να  τη  ματαιώσει.  Οι  Βούλγαροι  πίεζαν  τους  μειονοτικούς  να  ανακαλέσουν  ακόμα  και  τις  παλιές  αιτήσεις ανταλλαγής, αφού με το Πρωτόκολλο εξασφάλισαν απόλυτη προστασία.49  Η προπαγάνδα  αυτή  καρποφόρησε  με  αποτέλεσμα  οικογένειες  που  είχαν  δηλώσει  ότι  ήθελαν  να  ανταλλαγούν,  άρχισαν  να  καλλιεργούν  πάλι  τα  χωράφια  τους,  να  επισκευάζουν  τις  οικίες  τους  κ.λπ.  Σε  γενικές  γραμμές,  σύμφωνα  με  πληροφορίες  τοπικών  αρχών,  «διά  του  περί  μειονοτήτων  πρωτοκόλλου  ανερριπίσθησαν  οι  περί  αυτονομήσεως  της  Μακεδονίας  παλαιοί  πόθοι  του  βουλγαρόφωνου  στοιχείου»  προκαλώντας  την  αμηχανία  των  ελληνοφρόνων  Σλαβόφωνων  που  ήταν  αδύνατον  να  αντιδράσουν.50  Κατόπιν  τούτων  η  ελληνική  κυβέρνηση  άρχισε  πλέον  να  ψάχνει  τρόπο  να  ακυρώσει  το  διαβόητο  Πρωτόκολλο με κομψό τρόπο, ώστε να μην προκαλέσει την μήνιν της μειονοτικής Γραμματείας και  των  ουδέτερων  μελών  της  Μικτής  Επιτροπής.  Με  αυτόν  το  στόχο  άρχισε  μια  σειρά  επαφών  του  Δενδραμή  με  τον  Κόλμπαν  στη  Γενεύη.51  Ο  Δενδραμής  του  μετέφερε  τη  μεγάλη  ανησυχία  της  κυβέρνησής  του  για  τις  επιπτώσεις  που  είχε  το  Πρωτόκολλο  στις  ελληνογιουγκοσλαβικές  σχέσεις.  Του  μετέφερε  επίσης  το  μένος  του  ελληνικού  τύπου  και  της  κοινής  γνώμης  για  τη  μονομερή  εφαρμογή  του  Πρωτοκόλλου  αυτού:  ενώ  οι  Βούλγαροι  στην  Ελλάδα  είχαν  όλο  και  περισσότερες  απαιτήσεις, οι Έλληνες στη Βουλγαρία εξακολουθούσαν να υφίστανται άγριες διώξεις με στόχο τον  ολοκληρωτικό  ξεριζωμό  τους.  Πραγματικά  η  πρόσφατη  δολοφονία  τριών  Ελλήνων  στη  Στενήμαχο  είχε εξαγριώσει την ελληνική κοινή γνώμη και αυτό ήταν ένα ατού στα χέρια των ελληνικών αρχών.  Στις  17.11.1924  ο  Δενδραμής  πληροφόρησε  τον  Κόλμπαν  ότι  επίκειται  συζήτηση  στο  ελληνικό  Κοινοβούλιο, όπου αναμένεται μεγάλη επίθεση της αντιπολιτεύσεως κατά του Πρωτοκόλλου μετά  τα  θλιβερά  γεγονότα  της  Στενημάχου. 52   Έτσι  ο  Κόλμπαν  αντελήφθη  τελικά  ότι  η  Ελλάδα  προσπαθούσε να τον προετοιμάσει για οριστική ανάκληση του Πρωτοκόλλου Πολίτη‐Καλφώφ.  Παράλληλα στην Αθήνα ο υπουργός Εξωτερικών στις 4.12.1924 συνομίλησε με τους Κορφ και Ντε  Ρούβερ, παρακαλώντας τους να μη θεωρούν ενεργό το Πρωτόκολλο. Τους ενημέρωσε ότι ο ίδιος και  ο  Ν.  Πολίτης  αντιμετωπίζουν  βαριές  κατηγορίες  για  υπέρβαση  καθήκοντος.  Οι  δύο  διεθνείς  λειτουργοί  συμφώνησαν  να  μη  δημιουργήσουν  θέμα  πριν  να  επέλθει  συνεννόηση  κυβερνήσεως‐αντιπολιτεύσεως,  υπογραμμίζοντας  όμως  ότι  θεωρούσαν  πάντα  ενεργό  το  πρωτόκολλο.53  Τη  σανίδα  σωτηρίας  πρόσφερε  τελικά  η  ίδια  η  Βουλγαρία  που  το  Δεκέμβριο  του  1924  έφερε  το  Πρωτόκολλο  στην  Εθνοσυνέλευσή  της  για  επικύρωση.  Το  γεγονός  αυτό  δικαιολογούσε  ανάλογη  διαδικασία  στην  Ελλάδα.  Στις  20.12.1924  ο  αυτοεξόριστος  Βενιζέλος  τηλεγράφησε  στο  Υπουργείο  Εξωτερικών:  «Συνιστώ  ανεπιφυλάκτως  ακύρωσιν  πρωτοκόλλου  υπό  Εθνοσυνελεύσεως». 54  Πραγματικά  στις  3.2.1925  το  ελληνικό  Κοινοβούλιο  απέρριψε  το  Πρωτόκολλο  με  το  σκεπτικό  ότι  ήταν πηγή συγκρούσεων και διαρκούς εντάσεως και ότι οι μειονοτικές συνθήκες ήταν αρκετές για  την  προστασία  των  μειονοτήτων  εν  Ελλάδι. 55   Ο  Πολίτης  κατηγορήθηκε  ότι  υπέγραψε  καθ'  υπέρβασιν  δικαιοδοσίας  γιατί  δεν  είχε  από  την  κυβέρνησή  του  έγγραφο  εξουσιοδότηση  διαπραγμάτευσης  που  να  του  παρέχει  και  δικαίωμα  επικυρώσεως.  Το  γεγονός  προκάλεσε  οργισμένες καταγγελίες των βουλγαρικών κομιτάτων του εξωτερικού που κατήγγειλαν στην ΚτΕ την  Ελλάδα ότι υπέγραψε το Πρωτόκολλο για να αποφύγει τη δημόσια συζήτηση για τα γεγονότα στο  Τερλίζ, χωρίς πρόθεση να το εφαρμόσει.56  Βέβαια  το  μεγάλο  πρόβλημα  της  Ελλάδας  δεν  ήταν  τα  ούτως  ή  άλλως  κακόφημα  βουλγαρικά  σωματεία, αλλά η ΚτΕ που υπήρχε βάσιμος φόβος ότι θα θεωρούσε την υπαναχώρηση της Ελλάδας  Digitized by 10uk1s 

προσβολή  εναντίον  της.57  Η  ελληνική  αντιπροσωπεία  ανέλαβε  μεγάλη  εκστρατεία  να  πείσει  τον  Γενικό  Γραμματέα  και  τους  άλλους  αρμόδιους  παράγοντες  ότι  το  Πρωτόκολλο  τελικά  ήταν  λάθος.  Αντί  για  ειρηνική  διευθέτηση  των  ελληνοβουλγαρικών  διαφορών,  προκάλεσε  μεγάλη  ένταση  στις  σχέσεις  Ελλάδας‐Σερβίας‐Βουλγαρίας  και  ξανάφερε  στο  προσκήνιο  συζητήσεις  για  αυτονομία  της  Μακεδονίας.  Ευτυχώς  οι  Βρετανοί,  που  απεύχονταν  τη  διατάραξη  των  ελληνοσερβικών  σχέσεων,  κατενόησαν ότι το Πρωτόκολλο ήταν «καλή ιδέα αλλά κακή πράξη» και βοήθησαν την Ελλάδα να το  αχρηστεύσει  σχετικά  ανώδυνα.  Στις  6.3.1925  ο  πρέσβης  της  Ελλάδας  στο  Λονδίνο  συζήτησε  με  το  διευθυντή του Φόρεϊν Όφις Νίκολσον. Ο βρετανός αξιωματούχος τον ενημέρωσε ότι ο Τσάμπερλαιν  ήταν  πρόθυμος  να  βοηθήσει  την  Ελλάδα  —  αν  και  τη  θέση  του  δυσκόλευε  η  άοκνος  δράση  του  Συλλόγου  ΚτΕ  της  Μ.  Βρετανίας.58  Ο  βρετανός  πρωθυπουργός  σχεδίαζε  να  κάνει  μια  σχετικά  σκληρή εισήγηση κατά της Ελλάδας  στην  επικείμενη  συζήτηση του Συμβουλίου. Έτσι και το κύρος  της ΚτΕ θα διέσωζε και την αντίδραση των διαφωνούντων θα ξεπερνούσε και η Ελλάδα θα γλίτωνε  χωρίς σοβαρές συνέπειες. Ο Νίκολσον τόνισε εν συνεχεία ότι καλό θα ήταν να αντιπροσωπεύσει την  Ελλάδα  στη  συζήτηση  μια  προσωπικότητα  διεθνούς  ακτινοβολίας,  δηλαδή  ο  Βενιζέλος.  Ζήτησε  τέλος  από  τον  Έλληνα  πρέσβη  να  κρατήσει  πλήρη  μυστικότητα  για  τις  συνεννοήσεις  αυτές  «λόγω  της γνωστής ευθιξίας των περί την ΚτΕ και του πνεύματος απολύτου αμεροληψίας».59  Πραγματικά  το  Μάρτιο  του  1925  ο  Βενιζέλος  υποστήριξε  στο  Συμβούλιο  ότι  οι  υπογράψαντες  το  Πρωτόκολλο  «ενήργησαν  με  αφέλεια  και  πλήρη  περιφρόνηση  προς  τας  πραγματικότητας  της  πολιτικής ζωής του τόπου».60  Το Συμβούλιο έκανε δεκτή την ελληνική θέση αλλά, για να κρατήσει  τις  ισορροπίες,  απηύθυνε  στην  ελληνική  κυβέρνηση  ερώτημα  περί  του  πώς  προτίθεται  να  εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις απέναντι στις μειονότητες που ζούσαν στο έδαφός της.  Η αρχική απάντηση του Βενιζέλου ήταν ότι η Ελλάδα έχει λάβει απολύτως φιλελεύθερα μέτρα υπέρ  των  Μουσουλμάνων  και  των  Κουτσοβλάχων.  Για  τους  Σλαβόφωνους  δεν  έχει  προχωρήσει  ακόμα  γιατί περιμένει να ολοκληρωθεί η διαδικασία της ανταλλαγής των πληθυσμών και να καταγραφούν  οι ανάγκες.61  Στις  10.6.1925  ο  Κακλαμάνος  έδωσε  τη  λεπτομερή  απάντηση  της  Ελλάδας  στο  Συμβούλιο:  τα  συναρμόδια υπουργεία αποφάσισαν να λάβουν άμεση πρόνοια για να βοηθήσουν τις σλαβόφωνες  κοινότητες που επιθυμούσαν οργάνωση μειονοτικών σχολείων για το έτος 1925‐26, όπως έγινε και  με  τους  Μουσουλμάνους  της  Θράκης.  Υποσχέθηκαν  μάλιστα  να  ψάξουν  για  το  κατάλληλο  προσωπικό  και  να  τυπώσουν  με  έξοδα  της  ελληνικής  κυβερνήσεως  τα  απαραίτητα  σχολικά  βοηθήματα  στη  γλώσσα  της  μειονότητας.  Ως  προς  τις  εκκλησίες  οι  σλαβόφωνες  κοινότητες  θα  μπορούσαν να διορίζουν σλαβόφωνους ιερείς για να τελούν τη λειτουργία.62  Οι απαντήσεις αυτές  θεωρήθηκαν σε γενικές γραμμές ικανοποιητικές από την ΚτΕ.  Από  το  σημείο  εκείνο  η  ελληνική  κυβέρνηση  σταμάτησε  να  αποκαλεί  τους  επίμαχους  αυτούς  πληθυσμούς  βουλγαρόφωνους,  βουλγαρίζοντες,  βουλγαρόφιλους  ή  απλώς  Βούλγαρους.  Το  καινούριο  τους  όνομα  ήταν  Σλαβόφωνοι  ή  Μακεδονοσλάβοι,  ώστε  να  μην  είναι  εμφατική  η  σύνδεσή τους με τη Βουλγαρία. Όψη του ίδιου προβλήματος ήταν και ο μέγας προβληματισμός που  προέκυψε περί της γλώσσας που θα διδασκόταν στα μειονοτικά σχολεία που υποσχέθηκε η Ελλάδα.  Το ζήτημα απασχόλησε σοβαρά και την ΚτΕ. Οι αρμόδιοι γνώριζαν ότι η καθομιλούμενη γλώσσα δεν  ήταν  τα  βουλγαρικά,  αλλά  μια  σλαβική  διάλεκτος,  μάλλον  ακαθόριστη  και  διαφορετική  κατά  τόπους.  Γνώριζαν  επίσης  ότι  δεν  υπήρχαν  γραπτά  μνημεία  αυτής  της  διαλέκτου.  Ποια  γλώσσα  θα  έπρεπε  λοιπόν  να  διδαχτεί  στους  Σλαβόφωνους  της  Ελλάδας;  Στις  αρχές  του  1925  ο  Κόλμπαν  ανέθεσε στον επικεφαλής του Νομικού Τμήματος Δρ. Βαν Χάμελ να διερευνήσει το δέον γενέσθαι.  Η  έρευνα  αποκάλυψε  ότι  εν  προκειμένω  κάθε  ενδιαφερόμενο  μέρος  είχε  διαφορετική  άποψη.  Οι  Βούλγαροι  υποστήριζαν  ότι  το  ιδίωμα  των  Σλαβόφωνων  ήταν  μία  διάλεκτος  της  βουλγαρικής  γλώσσας. Οι Έλληνες αντίθετα πίστευαν ότι δεν υπήρχε ενιαία διάλεκτος. Η γλώσσα που μιλούσαν  οι  ντόπιοι  της  Μακεδονίας  ποίκιλλε  από  περιοχή  σε  περιοχή.  Γι'  αυτό  και  τύπωσαν  τελικά  προς  Digitized by 10uk1s 

χρήσιν  των  μειονοτικών  σχολείων  το  περίφημο  Abecedar,  χρησιμοποιώντας  στοιχεία  από  όλες  τις  σλαβικές διαλέκτους και λατινικούς χαρακτήρες. Οι Σέρβοι πάλι συμφωνούσαν ότι η διάλεκτος ήταν  ρευστή και ποικίλη. Σε κάθε περίπτωση πάντως ήταν διάλεκτος συγγενής των σερβοκροάτικων.63  Ο  Κόλμπαν,  μπερδεμένος  από  τόσα  αλληλοαναιρούμενα  επιχειρήματα,  έβρισκε  ωστόσο  πειστική  την  παρακάτω  ελληνική  επιχειρηματολογία:  Αν  διδαχτούν  την  βουλγαρική  οι  σλαβόφωνες  μειονότητες  στην  Ελλάδα,  τότε  αυτή  θα  πρέπει  να  διδαχτούν  και  οι  ομοεθνείς  τους  εντός  της  σερβικής  Μακεδονίας.  Καμιά  ελληνική  ή  γιουγκοσλαβική  κυβέρνηση  δεν  θα  μπορούσε  να  το  επιτρέψει αυτό. Ήταν εξίσου αδύνατον να διδαχτούν την σερβική, για τον απλούστατο λόγο ότι ποτέ  δεν υπήρχαν σερβικά σχολεία στην περιοχή αυτή. Άρα αυτό που ωθείται η Ελλάδα να κάνει είναι να  διδάξει ένα προφορικό μικτό ιδίωμα που στερείται κάθε φιλολογίας! Στην πραγματικότητα η μόνη  γλώσσα που χρειάζονται οι μειονοτικοί είναι τα ελληνικά.64  Συμπάθεια  προς  τις  ελληνικές  απόψεις  έδειχναν  και  άλλα  σημαίνοντα  στελέχη  της  μειονοτικής  γραμματείας  όπως  ο  Ρόστιγκ  που  σχολίασε  ευνοϊκά  το  Abecedar:  «Εγώ  τελικά  πιστεύω  ότι  δεν  υπάρχει  ενιαία  διάλεκτος.  Άλλωστε  η  εθνικότητα  κάποιου  δεν  έχει  αναγκαστικά  σχέση  με  τη  γλώσσα  που  μιλάει.  Οι  Έλληνες  με  το  αλφαβητάρι  αυτό  βάζουν  τέρμα  στην  ατέλειωτη  βουλγαρογιουγκοσλαβική  διαμάχη,  στερεώνοντας  επιπλέον  τη  θέση  τους  σ'  αυτή  την  ευαίσθητη  περιοχή.  Επίσης  κράτησαν  το  βιβλίο  σε  καθαρά  σλαβική  ατμόσφαιρα  παρόλο  που  η  γλώσσα  τους  μπήκε στα μακεδονικά σχολεία από τις αρχές του 10ου αιώνα από τους Τούρκους. Χρησιμοποίησαν  λατινικούς  και  όχι  κυριλλικούς  χαρακτήρες  για  να  αποφορτίσουν  κάπως  τη  σλαβική  ατμόσφαιρα  στα  μέρη  αυτά.  Πάντως  είναι  σαφές  ότι  το  αλφαβητάρι  δεν  είναι  όργανο  της  ελληνικής  προπαγάνδας, όπως το παρουσιάζουν».65  Η ματαίωση του Πρωτοκόλλου Πολίτη‐Καλφώφ, όπως ήταν αναμενόμενο, δυσαρέστησε σφόδρα τη  Βουλγαρία.  Οι  μακεδονικές  οργανώσεις  του  εξωτερικού66,  ο  βουλγαρικός  Ερυθρός  Σταυρός  και  η  βουλγαρική  κυβέρνηση  άρχισαν  οργανωμένη  διεθνή  επίθεση  κατά  της  Ελλάδας  —  αλλά  και  της  Σερβίας  που  θεωρήθηκε  συνυπεύθυνη.  Η  βασική  κατηγορία  ήταν  ότι  οι  βουλγαρικοί  πληθυσμοί  ωθούνταν βιαίως στη μετανάστευση. Παράλληλα κινητοποιήθηκαν οι 94 θρακικές οργανώσεις που  λειτουργούσαν στη Βουλγαρία στη δεκαετία του '20 ζητώντας από την ΚτΕ αυτονομία της Θράκης.67  Ήδη  από  τον  Ιανουάριο  του  1925,  που  η  ελληνική  υπαναχώρηση  ήταν  φανερή,  η  Βουλγαρία  είχε  ζητήσει  έρευνα  της  Μικτής  Επιτροπής  για  να  διαπιστωθούν  οι  πιέσεις  που  υφίσταντο  οι  Σλαβόφωνοι στην Ελλάδα. Πραγματικά η κατάσταση στη Μακεδονία ήταν κακή, όπως παραδεχόταν  ο υπουργός Στρατιωτικών Κ. Νίδερ σε επιστολή προς τον υπουργό Γεωργίας τον Αύγουστο του 1925.  Με την επιστολή αυτή απέδιδε μεγάλο μέρος της έντασης στους κακούς χειρισμούς των υπαλλήλων  της Επιτροπής Εποικισμού και έθετε το ερώτημα: Πώς θα αφομοιώσουμε τους πληθυσμούς αυτούς;  Πρέπει  να  προσέχουμε  να  μη  θίγουμε  τα  συμφέροντά  τους  για  να  κερδίσουμε  την  εμπιστοσύνη  τους και ο μόνος τρόπος είναι να συναρμολογήσουμε τα συμφέροντά τους με εκείνα των ελλήνων  προσφύγων. Ο Γενικός Διοικητής Θεσσαλονίκης συμφωνούσε απόλυτα με την οπτική αυτή.68  Ήταν  άλλωστε γεγονός ότι η ένταση μεταξύ προσφύγων και Σλαβόφωνων είχε κορυφωθεί — ιδίως μετά  την κατάργηση του Πρωτοκόλλου Πολίτη‐Καλφώφ.  Όπως διαπίστωνε και η ΚτΕ, «πλήθος προσφύγων από τη Μ. Ασία και την Α. Θράκη τοποθετήθηκαν  στα  βουλγαρικά  χωριά  της  Μακεδονίας  και  της  Θράκης.  Οι  κάτοικοι  τους  υποχρεώθηκαν  να  τους  προσφέρουν  καταφύγιο.  Αρχικά  αυτό  έγινε  με  μια  νόμιμη  διαδικασία,  αλλά  στη  συνέχεια,  όσο  κατέφθαναν  μεγαλύτερα  προσφυγικά  πλήθη,  η  διαδικασία  δεν  μπορούσε  να  τηρηθεί  και  οι  πρόσφυγες επέπεσαν επί του βουλγαρικού πληθυσμού αφ' εαυτοίς. [...] Τα γεωργικά εργαλεία, τα  χωράφια  και  τα  σπίτια  των  χωρικών  ήταν  σε  πολλές  περιπτώσεις  κατειλημμένα  από  τους  πρόσφυγες». 69   Η  έκρυθμη  αυτή  κατάσταση  οδηγούσε  τους  Βούλγαρους  εκόντες‐άκοντες  να  δηλώσουν  ότι  επιθυμούν  να  μεταναστεύσουν  στη  Βουλγαρία.  Όσοι  δε  απ'  αυτούς  τους  δυστυχείς  Digitized by 10uk1s 

έφταναν στη Βουλγαρία, ή εμφυτεύονταν στα ελληνικά χωριά για να διώξουν με τη σειρά τους τους  Έλληνες  από  εκεί  ή  εγκαταλείπονταν  στις  παραμεθόριες  περιοχές  να  φυτοζωούν,  ώστε  να  αποτελούν  τροφή  για  τα  βουλγαρομακεδονικά  κομιτάτα  και  πηγή  ανησυχίας  για  την  ειρήνη  στην  περιοχή.  Η ένταση αυτή ξέσπασε γρήγορα σε ένα δυσάρεστο συνοριακό επεισόδιο που κόστισε πολύ ακριβά  στην  Ελλάδα.  Το  συμβάν  άρχισε  το  απόγευμα  της  19ης  Οκτωβρίου  1925  με  το  φόνο  ενός  έλληνα  φρουρού  στα  ελληνοβουλγαρικά  σύνορα  υπό  αδιευκρίνιστες  συνθήκες.  Σκοτώθηκε  επίσης  από  βουλγαρικό  χέρι  ο  έλληνας  αξιωματικός  που  έφτασε  επιτόπου  για  να  κατευνάσει  τα  πνεύματα.  Σημειωτέον  ότι  η  περιοχή  του  Πετριτσίου  ήταν  το  κέντρο  δράσης  των  κομιτάτων  και  τόπος  παραμονής πολλών προσφύγων από την Ελλάδα. Αυτό ώθησε την ελληνική κυβέρνηση να πιστέψει  ότι  το  επεισόδιο  δημιούργησαν  κομιτατζήδες  που  προσπαθούσαν  να  εισβάλουν  στο  ελληνικό  έδαφος. Έτσι ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση αποφασίζοντας να αντιδράσουν δυναμικά. Δυστυχώς  τους  χειρισμούς  ανέλαβε  προσωπικά  ο  Πάγκαλος,  ο  οποίος  πίστευε  ότι  αν  δεν  αντιμετωπιστεί  δυναμικά  η  βουλγαρική  πρόκληση,  οι  πρόσφυγες  που  εγκαταστάθηκαν  στα  χωριά  κοντά  στα  ελληνοβουλγαρικά  σύνορα  και  ήδη  ζούσαν  μέσα  στο  φόβο,  θα  αναγκάζονταν  να  καταφύγουν  στη  Θεσσαλονίκη περιπλέκοντας το ήδη περίπλοκο προσφυγικό πρόβλημα.70  Έτσι ζήτησε από τη Βουλγαρία να τιμωρήσει παραδειγματικά τους υπευθύνους, να απολογηθεί στην  ελληνική κυβέρνηση και να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων. Ταυτόχρονα όμως απείλησε  ότι δεν αποκλειόταν επέμβαση του ελληνικού στρατού. Η βουλγαρική κυβέρνηση δήλωσε πρόθυμη  να  διερευνήσει  τις  συνθήκες  και  να  καταλογίσει  ευθύνες.  Ο  Πάγκαλος  παρ'  όλα  αυτά  διέταξε  το  στρατό να περάσει τα σύνορα. Η Βουλγαρία, που δεν είχε το δικαίωμα να διατηρεί στρατό μετά τη  Συνθήκη  του  Νεϊγύ,  φρόντισε  να  ζητήσει  τη  βοήθεια  της  διεθνούς  κοινότητας  μη  έχοντας  άλλο  τρόπο να αμυνθεί. Οι βρετανικές πρεσβείες στην Αθήνα και τη Σόφια έπαιξαν εν προκειμένω ρόλο  ειρηνοποιού.  Τόνισαν  στους  Βούλγαρους  ότι  δεν  πρέπει  να  απαντήσουν  βιαίως  στην  εισβολή  και  στους Έλληνες ότι θα σπιλώσουν την καλή διεθνή τους εικόνα αν συνεχίσουν. Την ίδια γνώμη είχαν  και οι έλληνες διπλωμάτες στη Γενεύη. Ο Δενδραμής και ο Αγνίδης προειδοποίησαν το Υπουργείο  Εξωτερικών  ότι  η  διεθνής  κοινότητα  θα  στρεφόταν  εναντίον  της  Ελλάδας.  Η  Βουλγαρία  είχε  ήδη  καταθέσει την καταγγελία της στην ΚτΕ. Ο ελληνικός στρατός έπρεπε να υποχωρήσει άμεσα και να  ενημερωθεί  ο  Γενικός  Γραμματέας,  ο  οποίος  κάλεσε  σε  ειδική  σύνοδο  το  Συμβούλιο  με  θέμα  το  ελληνοβουλγαρικό επεισόδιο.  Ο  Ρέντης  παρουσίασε  στο  Συμβούλιο  τα  ελληνικά  επιχειρήματα:  Η  Βουλγαρία  επιχειρούσε  ανατροπή  των  συνθηκών  εις  βάρος  της  Ελλάδας,  όπως  φάνηκε  από  τον  τρόπο  που  χειριζόταν  το  θέμα της διεξόδου στο Αιγαίο. Το κλίμα όμως ήταν βαρύ για την Ελλάδα. Η ΚτΕ της καταλόγιζε το  γεγονός ότι έσπευσε να επιτεθεί αντί να καταγγείλει τη βουλγαρική παραβίαση και να αφήσει την  ΚτΕ  να  επιλύσει  τη  διαφορά.  Εκείνη  την  εποχή  των  μεγάλων  ελπίδων  η  αυτοδικία  εθεωρείτο  εγκληματική.  Ορίστηκε  λοιπόν  διεθνής  επιτροπή  που  θα  διερευνούσε  τα  αίτια  της  έντασης  στα  σύνορα. Με την ευκαιρία η ίδια επιτροπή θα διερευνούσε το πώς θα μπορούσε να τεθεί φραγμός  στη  δράση  των  κομιτάτων  στην  περιοχή.  Το  πόρισμα  θα  υποβαλλόταν  στη  σύνοδο  του  Δεκεμβρίου.71  Ο Τσάμπερλαιν, που είχε αναλάβει να κάνει τη σχετική εισήγηση στο Συμβούλιο, ήθελε να βοηθήσει  την Ελλάδα να ξεπεράσει το σκόπελο χωρίς σοβαρές συνέπειες, αλλά να τονώσει ταυτόχρονα και το  κύρος της ΚτΕ ως ειρηνοποιού. Έτσι φρόντισε να έρθει σε επαφή με την ελληνική αντιπροσωπεία και  να την πείσει να δεχτεί αδιαμαρτύρητα καταβολή αποζημιώσεως. Το αντίδωρο του Συμβουλίου θα  ήταν  να  δεχτεί  ότι  η  Ελλάδα  δεν  ενήργησε  εκ  προμελέτης.72  Ο  Ρέντης  συμβούλευσε  την  ελληνική  κυβέρνηση  να δεχτεί  πρόθυμα την απόφαση της ΚτΕ: «Εχθροί κυβερνήσεως  και Ελλάδος  εύχονται  να μας ίδωσι ερχομένους εις ρήξιν ή εις ψυχρότητα προς την ΚτΕ. Τούτο αποφύγαμε επιμελώς. Η δε  συμπεριφορά  της  ΚτΕ  προς  Ελλάδα  υπήρξε  ευλαβής.  Δέον  να  ληφθή  σοβαρώς  υπ'  όψιν  ότι  ΚτΕ  Digitized by 10uk1s 

διευθύνεται  την  στιγμήν  ταύτην  υπό  του  άγγλου  υπουργού  των  εξωτερικών,  όστις  εμπνέεται  υπό  ειλικρινούς  ενδιαφέροντος  προς  ημάς  και  μοι  έδωκε  ωρισμένας  γραμμάς  κατευθύνσεως  και  υποσχέσεις  αμέριστου  υποστηρίξεως  εις  άλλα  ζητήματα,  ώστε  να  αποτελή  δι'  ημάς  υποχρέωσιν  πλέον  όπως  μηδεμίαν  αποδώσωμεν  σημασίαν  εις  ποσόν  όπερ  πρέπει  καταβάλωμεν».73  Αυτό  που  φοβόταν ο Ρέντης ήταν μήπως διαμαρτυρηθεί η Ελλάδα γιατί δεν πέρασε τελικά η πρότασή της να  συμψηφιστεί η αποζημίωση που όφειλε για το επεισόδιο με τμήμα της πολεμικής αποζημίωσης που  της όφειλε η Βουλγαρία αλλά καθυστερούσε να της αποδώσει.74  Η κυβέρνηση όμως αντελήφθη ότι  δεν είχε περιθώρια ρήξης με την ΚτΕ και υπάκουσε.  Η  ΚτΕ  κατά  γενική  ομολογία  αντιμετώπισε  ταχύτατα  και  αποτελεσματικά  το  ελληνοβουλγαρικό  επεισόδιο.  Η  εντύπωση  που  δημιούργησε  στην  ελληνική  αντιπροσωπεία  αλλά  και  στον  υπόλοιπο  κόσμο ήταν ότι «υπήρχε προαπόφασις όπως δημιουργηθή προηγούμενον σεβασμού, εις το μέλλον,  του  συμφώνου,  η  πίστις  επί  του  οποίου  είχε  κλονισθή  κατά  την  αντίθετον  προγενεστέραν  αυτού  ερμηνείαν και εφαρμογήν εν τω ελληνοϊταλικώ επεισοδίω Κερκύρας. Θα ηδύνατο τις να είπη ότι η  ΚτΕ εζήτει ευκαιρίαν επανορθώσεως. Η υπόθεσις δηλαδή είχε προδικασθή».75  Όταν έγινε η ιταλική  εισβολή  στην  Κέρκυρα,  η  ΚτΕ  δεν  μπόρεσε  να  αντιδράσει  γιατί  διαφωνούσαν  οι  Γάλλοι.  Το  εκτελεστικό  όργανο της  ΚτΕ, το Συμβούλιο, δρούσε μόνο όταν υπήρχε ομοφωνία. Στην  περίπτωση  του  Πετριτσίου  δεν  ήταν  αναμεμιγμένες  μεγάλες  δυνάμεις.  Οι  αντίπαλοι  ήταν  δύο  φτωχές  βαλκανικές  χώρες  σε  κακή  οικονομικο‐πολιτική  κατάσταση,  οπότε  η  ΚτΕ  μπορούσε  να  δράσει  ανεμπόδιστα.  Πρόσφατα  άλλωστε  είχε  υπογραφεί  η  Συνθήκη  του  Λοκάρνο  που  διαδήλωνε  την  επιθυμία των μεγάλων να διατηρήσουν την ειρήνη και το status quo.76  Τα  πορίσματα  της  ερευνητικής  επιτόπιας  επιτροπής  της  ΚτΕ  ήταν  πολύ  ενδιαφέροντα.  Κατά  τη  γνώμη της ο κύριος λόγος αναταραχής ήταν η παρουσία προσφύγων και από τις δύο πλευρές των  συνόρων.  Αυτοί  οι  άνθρωποι,  που  σύρθηκαν  μακριά  από  τα  σπίτια  τους  και  τώρα  γυρεύουν  να  πάρουν  κάποια  εκδίκηση,  στην  Ελλάδα  έχουν  σε  μεγάλο  βαθμό  αποκατασταθεί.77  Στη  Βουλγαρία  όμως  η  πλειονότης  έμενε  ατακτοποίητη  και  δυσαρεστημένη.  Οι  κομιτατζήδες,  ο  τρόμος  των  μεθοριακών χωριών, αυτούς τους πρόσφυγες στρατολογούσαν. Μία λύση που πρότεινε η επιτροπή  ήταν  η  μεταφορά  και  εγκατάσταση  αυτών  των  προσφύγων  σε  μια  σχετικά  κενή  περιοχή  της  Βουλγαρίας  με  βοήθεια  της  ΚτΕ.78  Ένα  άλλο  μεγάλο  πρόβλημα  ήταν  ο  συντονισμός  της  Σύμβασης  περί ανταλλαγής πληθυσμών με τους όρους των μειονοτικών συνθηκών.79  Υπήρχαν στη Βουλγαρία  πρόσφυγες  που  έφυγαν  από  την  Ελλάδα  σε  διαφορετικές  χρονικές  περιόδους.  Αν  αυτοί  οι  πρόσφυγες  ασκήσουν  το  μειονοτικό  τους  δικαίωμα  να  επιστρέψουν  στο  μέρος  που  ζούσαν,  τότε,  όπως  είπαμε,  δεν  μπορούσε  να  υλοποιηθεί  ο  σκοπός  της  ανταλλαγής  πληθυσμών  που  ήταν  το  εθνικό ξεκαθάρισμα. Εξάλλου στα σπίτια που είχαν εγκαταλείψει οι Βούλγαροι ζούσαν πια έλληνες  πρόσφυγες.  Την  αντίφαση  δέχτηκε  το  Συμβούλιο  και,  παρ'  όλη  την  ευαισθησία  που  είχε  απέναντι  στα δικαιώματα των μειονοτήτων, συνυπέγραψε τρόπον τινά την άτυπη κατάργηση των άρθρων 3  και  4  της  μειονοτικής  Σύμβασης  των  Σεβρών,  αποθαρρύνοντας  την  επιστροφή  των  βουλγάρων  προσφύγων.80  Τελικά η ανταλλαγή ελληνοβουλγαρικών πληθυσμών δεν ήταν και πολύ εκούσια. Στην πράξη και οι  53.000  Βούλγαροι  που  έφυγαν  μετά  το  1923  πιέστηκαν  να  εγκαταλείψουν  την  Ελλάδα  και  οι  Έλληνες της Βουλγαρίας ακόμα περισσότερο. Τα περιουσιακά των ανταλλαγέντων ρυθμίστηκαν από  το  Σύμφωνο  Καφαντάρη‐Μολώφ  το  Δεκέμβριο  του  1927.81  Σύμφωνα  με  τη  Μικτή  Επιτροπή  η  Ελλάδα  χρωστούσε  1.029.378.938  λέβα  στη  Βουλγαρία.  Η  Ελλάδα  ως  χειρονομία  καλής  θελήσεως  δέχτηκε να επικυρώσει το σύμφωνο αυτό χωρίς να έχει ρυθμιστεί το ζήτημα των πολεμικών χρεών  της  Βουλγαρίας  απέναντί  της. 82   Η  Μικτή  Επιτροπή  αποφάσισε  επίσης  να  ρευστοποιήσει  τις  εκκλησιαστικές  και  σχολικές  περιουσίες  των  βουλγαρικών  κοινοτήτων  στην  Ελλάδα.  Αυτό  προκάλεσε την οργή των μακεδονικών κομιτάτων που έστειλαν ακόμα μία διαμαρτυρία στην ΚτΕ. Το  τμήμα  Μειονοτήτων ενημερωνόταν  επί της ουσίας  των καταγγελιών αλλά δεν  έδινε  συνέχεια στις  καταγγελίες  των  κομιτάτων,  γνωρίζοντας  ότι  η  μειονοτική  προστασία  ήταν  μόνο  η  πρόφαση.  Ο  Digitized by 10uk1s 

στόχος τους ήταν καθαρά πολιτικός και αυτό η ΚτΕ ήταν αποφασισμένη να μην το ενθαρρυνει.83  Μετά  τη  λήξη  της  διαδικασίας  της  ανταλλαγής  ένας  αδιευκρίνιστος  αλλά  σημαντικός  αριθμός  Σλαβόφωνων έμεινε στη Β. Ελλάδα. Η ΚτΕ τους υπολόγιζε περί τους 77.000, η απογραφή του 1928  τους έβγαλε 81.984, η —συνεργαζόμενη με το Υπουργείο Εξωτερικών στη γλωσσική αφομοίωση των  ξενόφωνων—  Εταιρεία  προς  Διάδοσιν  των  Ελληνικών  Γραμμάτων84  τους  ανέβαζε  στους  200.000.  Κανένα  απ'  αυτά  τα  στοιχεία  δεν  είναι  αξιόπιστο.  Όπως  είναι  πλέον  γενικώς  παραδεκτό85,  όλες  οι  πλευρές,  κράτη,  διεθνείς  οργανισμοί  και  εταιρείες  αλλοίωναν  τα  στοιχεία  κατά  βούλησιν.  Την  εικόνα θόλωναν, εκτός από τις αρχές, και οι ίδιοι οι μειονοτικοί που, είτε από φόβο είτε γιατί ήταν  αποφασισμένοι  να  αφομοιωθούν  για  να  ζήσουν  ευκολότερα,  συχνά  απέφευγαν  να  δηλώσουν  ότι  μιλούν  άλλο  ιδίωμα  ή  έχουν  διαφορετική  καταγωγή.  Το  πρόβλημα  για  την  Ελλάδα  ήταν  ότι  αυτοί  ζούσαν  συγκεντρωμένοι  στα  σύνορα  με  ένα  ρεβιζιονιστικό  κράτος  που  αδημονούσε  να  τους  χρησιμοποιήσει  ως  μοχλό  των  εδαφικών  του  διεκδικήσεων.  Ήταν  λοιπόν  μεγάλη  ανάγκη  να  τους  αφομοιώσει, να τους εξελληνίσει. Το ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι το ελληνικό κράτος δεν  είχε  ούτε  συνέχεια  ούτε  συνέπεια  στην  προσπάθειά  του  να  αφομοιώσει  τους  μειονοτικούς  πληθυσμούς. Μιας και δεν υπήρχε χαραγμένη ενιαία γραμμή, οι κατά καιρούς αρμόδιοι εφάρμοζαν  τις  δικές  τους  μεθόδους  με  αποτέλεσμα  τις  ανακολουθίες  και  κυρίως  την  ογκούμενη  αποξένωση  αυτών των πληθυσμών από τον ελληνικό κορμό.  Χαρακτηριστικό  παράδειγμα  είναι  η  εκπαιδευτική  πολιτική.  Παρά  τις  υποσχέσεις  που  έδωσε  η  Ελλάδα ενώπιον του Συμβουλίου για άνοιγμα σχολείων για τους Σλαβόφωνους, αυτά τα σχολεία δεν  άνοιξαν και το περίφημο  Abecedar θεωρήθηκε γλωσσικός  Φρανκενστάιν και δεν μοιράστηκε ποτέ  στα  σχολεία.  Η  προσπάθεια  των  ελληνικών  αρχών  επικεντρώθηκε  ως  εκ  τούτου  στο  να  προσελκύσουν  τα  παιδιά  των  Σλαβόφωνων  στα  ελληνικά  σχολεία  για  να  σταματήσει  η  χρήση  του  ιδιώματος. Όμως τα παιδιά των μειονοτικών δεν ήταν πρόθυμα να πάνε στα ελληνικά σχολεία ούτε  στις  ελληνικές  εκκλησίες.  Στο  ερώτημα  πώς  θα  προσελκυστούν  αυτοί  οι  απρόθυμοι  μαθητές,  το  ελληνικό  κράτος  απαντούσε  με  δύο  φωνές:  η  μία  ήταν  ευφάνταστη  και  μετριοπαθής.  Πρότεινε  δημιουργία  πολλών  άνετων  σχολείων  στις  ευαίσθητες  περιοχές,  διορισμό  ικανών  και  ειδικά  εκπαιδευμένων δασκάλων, δωρεάν παροχή βιβλίων, γραφικών ειδών και στολών. Ακόμα πρότεινε  οικονομική  ενίσχυση  των  Σλαβόφωνων  και  κοινωνική  ένταξή  τους  μέσα  από  προσκοπικές  ή  άλλες  ομάδες.  Η  άλλη  φωνή  ήταν  συνήθως  αυταρχική  και  πειθαναγκάζουσα.  Οι  απρόθυμοι  μαθητές  έπρεπε να εξαναγκαστούν διά νόμου να παρακολουθούν τα ελληνικά σχολεία «διότι το μίσος ήγαγε  αυτούς  επί  τοσούτον  ώστε  να  περιφρονώσι  και  κράτος  και  αρχές,  νομίζοντες  ότι  δεν  οφείλουν  να  υποτάσσονται εις τούτο».86  Το έργο της εθνικής αφομοίωσης των Σλαβόφωνων αποδείχτηκε λοιπόν μάλλον δύσκολο. Οι γονείς  που αναγκάστηκαν να  στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο και  τα  ίδια τα παιδιά αντιδρούσαν με  όποιο τρόπο μπορούσαν στις πιέσεις. Οι δάσκαλοι ήταν άπειροι, κακοπληρωμένοι, χωρίς τις ειδικές  γνώσεις  για  την  εκπαίδευση  των  ξενόφωνων  που  ήταν  απαραίτητες.  Τα  σχολεία  ήταν  λίγα  και  κακοσυντηρημένα  και  οι  γνώσεις  που  προσέφεραν  ήταν  θεωρητικές  και  καθόλου  ελκυστικές  σε  αυτόν  τον  γεωργικό  πληθυσμό.  Τα  οικονομικά  τους  ήταν  σε  κακό  χάλι.  Η  νέα  τους  πατρίδα  δεν  έμοιαζε ελκυστική ώστε να επιθυμούν να ταυτιστούν μαζί της.  Ένας  άλλος  λόγος  που  καθυστερούσε  η  αφομοίωση  των  Σλαβόφωνων  ήταν  η  κομματική  εκμετάλλευση των ψήφων τους από μερικούς πολιτευτές — ιδιαιτέρως του συντηρητικού χώρου. Οι  αντιβενιζελικοί πολιτευτές στηρίχτηκαν στην αντιπαλότητα των Σλαβόφωνων με τους βενιζελικούς  πρόσφυγες και τους έθεσαν υπό την προστασία τους με αντάλλαγμα την πολιτική τους υποστήριξη.  Κατά  τη  διάρκεια  των  προεκλογικών  εκστρατειών  ακούστηκαν  στις  ακριτικές  αυτές  περιοχές  πολύ  ακραία  συνθήματα,  που  έφταναν  μέχρι  και  έμμεση  διατύπωση  αιτήματος  αυτονομίας  της  Μακεδονίας.87  Η κατάσταση αυτή οδήγησε έμπειρους πολιτικούς σαν τον Περικλή Αργυρόπουλο να  εισηγηθεί  στο  Υπουργείο  Εξωτερικών  τη  μοναδική  λύση  για  την  ομαλή  αφομοίωση  των  Digitized by 10uk1s 

Σλαβόφωνων: «Πρέπει στη  Δ.  Μακεδονία  να  ακολουθήσωμεν πολιτικήν καθαρώς  εθνικήν, και διά  τούτο  δέον  τα  κόμματα  να  συνεννοηθούν  μεταξύ  των,  και  να  κηρύξουν  κομματικήν  ανακωχήν  επί  δεκαπέντε  χρόνια  τουλάχιστον.  Όλοι  σχεδόν  οι  πολιτευόμενοι,  όλοι  σχεδόν  οι  βουλευταί  είναι  υπεύθυνοι διά την σημερινήν κατάστασιν της Δ. Μακεδονίας. Όλοι επεμβαίνουν προς παρεμπόδισιν  της εφαρμογής εκείνων των μέτρων, τα οποία αι πολιτικαί και στρατιωτικαί αρχαί υποδεικνύουν ως  απαραίτητα.  Όλοι  δίδουν  υποσχέσεις  εις  τους  εκλογείς  που  δεν  συμβιβάζονται  με  τα  εθνικά  συμφέροντα».88  Το παράδοξο είναι ότι τα συνθήματα αυτά προέρχονταν κυρίως από έναν κατεξοχήν εθνικόφρονα  χώρο, που κατηγορούσε την ίδια στιγμή το ΚΚΕ ως προδοτικό επειδή είχε αυτή τη στάση απέναντι  στο  Μακεδονικό  πρόβλημα!  Γεγονός  είναι  πάντως  ότι  η  πλειονότης  των  Σλαβόφωνων  στήριξε  πολιτικά  τον  αντιβενιζελικό  χώρο  —  με  τις  ευχές  άλλωστε  και  των  κομιτάτων.  Ενδεικτική  είναι  η  αναφορά της Χωροφυλακής το 1932 που υποστηρίζει ότι κυκλοφόρησαν στην περιφέρεια Φλωρίνης  προκηρύξεις  των  κομιτάτων  που  προέτρεπαν  τους  Σλαβόφωνους  να  ψηφίσουν  τους  υποψήφιους  του  Λαϊκού  Κόμματος,  «δεδομένου  ότι  οι  λαϊκοί  υποψήφιοι  εν  τη  περιφερεία  της  ειρημένης  διοικήσεως  περιερχόμενοι  τα  διάφορα  χωριά  υπέσχοντο  εις  τους  βουλγαρόφρονας  κατοίκους  την  εκπλήρωσιν ενιαίων πόθων των ομιλούντες εις την βουλγαρικήν».89  Λιγότεροι και κυρίως νέοι ήταν  αυτοί που στράφηκαν προς το ΚΚΕ, γοητευμένοι από το όραμα της ανεξάρτητης Μακεδονίας.90  Μόλις ο Βενιζέλος έκανε τη θριαμβευτική του επανεμφάνιση το 1928, οι αξιωματούχοι της ΚτΕ που  εξακολουθούσαν  να  βομβαρδίζονται  με  καταγγελίες  κάθε  είδους  σωματείων  για  μειονοτικές  καταχρήσεις  στις  γειτονικές  της  Βουλγαρίας  χώρες91,  φρόντισαν  να  μάθουν  αν  ο  φιλελεύθερος  ηγέτης  σκόπευε  να  δώσει  σχολεία  στους  Σλαβόφωνους.  Ο  Δ.  Αγνίδης,  στέλεχος  της  ΚτΕ,  ανέφερε  στον Γενικό της Γραμματέα μετά από  συζήτησή του με τον έλληνα  ηγέτη: «Πιστεύει ότι  πρέπει να  σεβόμαστε  τις  συνθήκες  αλλά  όχι  και  να  δημιουργούμε  τεχνητά  εμπόδια  για  την  ομαλή  ενσωμάτωση των μειονοτήτων στο κράτος του οποίου είναι μέλη. Στους Σλαβόφωνους π.χ. που δεν  είναι  πάνω  από  85.000‐90.000  σήμερα,  υπάρχει  ένα  μεγάλο  ποσοστό  γραικομάνων  που,  αν  και  μιλούν σλαβικές διαλέκτους, αισθάνονται Έλληνες. Γιατί να ανεχτούν αυτοί τεχνητά μέτρα με σκοπό  την  καλλιέργεια  βουλγαρικής  ή  σερβικής  συνείδησης;  Αυτοί  κάνουν  ό,τι  μπορούν  για  να  μάθουν  ελληνικά  και  στέλνουν  τα  παιδιά  τους  σε  ελληνικά  σχολεία.  Υπάρχουν  άλλοι  που  δεν  έχουν  απολύτως  καμία  εθνική  συνείδηση.  Αυτοί  θα  γινόταν  οτιδήποτε  αρκεί  να  τους  εξασφαλίσεις  την  ησυχία τους. Γιατί να τους στρέψουμε σε άλλη κατεύθυνση; Υπάρχουν φυσικά και οι Σλαβόφωνοι  που  θα  προτιμούσαν  να  μάθουν  τα  παιδιά  τους  βουλγαρικά.  Αυτό  δεν  σημαίνει  αναγκαστικά  τίποτα.  Όσοι  ένιωθαν  Βούλγαροι  πήγαν  ήδη  στη  Βουλγαρία.  Όσοι  έμειναν  πιστεύουμε  ότι  έχουν  θετικά  συναισθήματα  έναντι  της  Ελλάδος.  Ο  Βενιζέλος  είναι  έτοιμος  να  δώσει  σ'  αυτήν  την  τρίτη  κατηγορία σχολεία που να διδάσκουν τη διάλεκτό τους. Μέχρι στιγμής όμως κανείς δε ζήτησε τέτοιο  σχολείο. Αν ζητήσουν αυθόρμητα θα το έχουν, αλλά δε θα τους το επιβάλουμε κιόλας!»92  Αυτή  ήταν  σε  γενικές  γραμμές  και  η  επίσημη  στάση  της  Ελλάδας  στο  θέμα  της  εκπαίδευσης  των  Σλαβόφωνων. Ο Βενιζέλος δεν διαφοροποιήθηκε καθόλου στο θέμα αυτό. Στο τέλος της Βαλκανικής  Διάσκεψης των Αθηνών το 1930 μάλιστα επανέλαβε σε Βούλγαρους δημοσιογράφους την πρόθεσή  του  να  προσφέρει  μειονοτικά  σχολεία  αν  τα  ζητήσει  ο  λαός.  Ο  Βενιζέλος  άλλωστε  είχε  την  καλή  έξωθεν μαρτυρία μετά το διορισμό Επιθεωρητή Μειονοτήτων παρά τω πρωθυπουργώ, με αποστολή  την  καλή  εφαρμογή  των  μειονοτικών  συνθηκών  και  το  διορισμό  ικανών  και  φιλόδοξων  γενικών  διοικητών  στις  νέες  χώρες.  Δεν  υπάρχει  αμφιβολία  ότι  επί  της  τελευταίας  αυτής  πρωθυπουργίας  του  οι  Σλαβόφωνοι,  όπως  και  οι  άλλες  μειονότητες,  έζησαν  καλύτερες  μέρες.  Η  ασυδοσία  των  τοπικών  αρχών  κρατήθηκε  υπό  έλεγχο  και  οι  αφομοιωτικές  τακτικές  ήταν  πιο  φιλελεύθερες.  Η  Βουλγαρία  όμως  εξακολουθούσε  να  απειλεί  με  όποιο  τρόπο  μπορούσε  την  Ελλάδα  και  τις  άλλες  γειτονικές της χώρες με το γνωστό όπλο των μειονοτήτων.  Στις  αρχές  της  δεκαετίας  του  '30  το  ιδεώδες  forum  για  τέτοιου  είδους  δράση  ήταν  οι  Βαλκανικές  Digitized by 10uk1s 

Διασκέψεις.93  Η  υλοποίηση  των  ειρηνικών  οραμάτων  του  Α.  Παπαναστασίου  περί  βαλκανικής  ενοποίησης  που  ξεκίνησε  το  1930  με  τη  Διάσκεψη  των  Αθηνών,  ανησύχησε  ευθύς  εξαρχής  το  Υπουργείο  Εξωτερικών,  διότι  γνώριζε  ότι  η  Βουλγαρία  θα  εκμεταλλευόταν  την  ευκαιρία  για  να  δώσει  μεγάλη  δημοσιότητα  στο  μειονοτικό  πρόβλημα.  Παρά  τις  επιφυλάξεις  της  η  κυβέρνηση  έδωσε  διακριτικά  τη  συνδρομή  της  στην  ελληνική  ομάδα  —  όπως  έκαναν  άλλωστε  και  όλες  οι  υπόλοιπες  βαλκανικές  κυβερνήσεις.  Οι  Βαλκανικές  Διασκέψεις  τούς  επέτρεπαν  να  διερευνούν  κάποιες δυνατότητες οικονομικής και πολιτικής βαλκανικής συνεργασίας, χωρίς να εκτίθενται ή να  δεσμεύονται  επισήμως.  Αξίζει  δε  να  σημειωθεί  εξαρχής  ότι  ο  Παπαναστασίου  κράτησε  σε  κάθε  περίπτωση  ίδια  στάση  απέναντι  στο  μειονοτικό  πρόβλημα  της  Ελλάδας  με  την  επίσημη  του  Υπουργείου  Εξωτερικών.  Ειδικότερα  για  τους  Σλαβόφωνους  υποστήριξε  ότι  δεν  έχουν  βουλγαρική  εθνική  συνείδηση  παρά  το  σλαβικό  ιδίωμα  που  μιλούσαν.  Όσοι  ένιωθαν  Βούλγαροι  είχαν  μεταναστεύσει στη Βουλγαρία με την ανταλλαγή πληθυσμών. Οι 80.000 περίπου που επέλεξαν να  μείνουν δεν ζήτησαν ποτέ να αποκτήσουν μειονοτικά σχολεία.  Όπως ήταν αναμενόμενο, η βουλγαρική ομάδα έθεσε από την αρχή ως πρόκριμα για τη συμμετοχή  της στην πρώτη βαλκανική διάσκεψη τη λύση του προβλήματος των μειονοτήτων. Ο πρόεδρος του  βουλγαρικού εθνικού ομίλου δήλωσε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ότι οι βαλκανικές διασκέψεις είχαν  μεγάλη  σημασία  «προκειμένου  να  διακανονιστούν  τα  του  βίου  των  μειονοτήτων  εις  τα  γείτονα  κράτη. Αφού λυθεί αυτό θα προχωρήσωμε εις τα άλλα».94  Έτσι,  το  μειονοτικό  πρόβλημα,  αν  και  δεν  ήταν  το  σοβαρότερο,  έγινε  το  κεντρικό  ζήτημα  και  το  αγκάθι  της  διαβαλκανικής  συνεργασίας.  Η  Βουλγαρία  άλλωστε  δεν  είχε  ειλικρινή  διάθεση  να  συνεισφέρει  στη  διαβαλκανική  συνεννόηση  γιατί  θα  αναγκαζόταν  εξ  αυτής  να  διαρρήξει  τους  δεσμούς της με τα επαναστατικά κομιτάτα που υπέσκαπταν τις σχέσεις της με τις γειτονικές χώρες.  Και αυτό δεν είχε την πολιτική δυνατότητα να το επιχειρήσει. Μάλιστα λίγο έλειψε να μην παραστεί  η  βουλγαρική  αντιπροσωπεία  στην  Α'  Διάσκεψη  των  Αθηνών  με  το  αιτιολογικό  ότι  υπήρχε  βαρύ  κλίμα εναντίον των κρατών που ενδιαφέρονταν για την προστασία των μειονοτήτων.  Ο  Παπαναστασίου,  εκτός  από  την  επιμονή  της  Βουλγαρίας  να  θέτει  ως  προαπαιτούμενο  την  επίλυση του μειονοτικού, είχε να αντιμετωπίσει και το φόβο των Γιουγκοσλάβων που είχαν ακριβώς  το αντίθετο αίτημα, καθώς και την επιθυμία της ελληνικής κυβερνήσεως που δεν ήθελε να εκτεθεί  σε έναν τόσο ευαίσθητο τομέα. Όπως ήταν φυσικό, στη Διάσκεψη των Αθηνών δεν ελέχθη τίποτα  σημαντικό για τις μειονότητες, έξω από γενικές διαπιστώσεις, πράγμα που δυσαρέστησε όχι τόσο τη  βουλγαρική κυβέρνηση, αλλά κυρίως τις μακεδονικές οργανώσεις.  Στη  Β'  Διάσκεψη  της  Κωνσταντινούπολης  το  1931,  η  παλιά  διαμάχη  μεταξύ  Βουλγαρίας‐Γιουγκοσλαβίας για το μειονοτικό μπήκε σε μια νέα απροσδόκητη φάση. Οι δύο χώρες  προσέγγισαν και συμφώνησαν ότι το μειονοτικό πρέπει να λυθεί με διμερείς διαβουλεύσεις. Είναι  αλήθεια ότι η νέα βουλγαρική κυβέρνηση μετά τη νίκη του Εθνικού Συνασπισμού το 1931, μέσα στα  χιλιάδες  οικονομικά  και  πολιτικά  προβλήματα  που  αντιμετώπιζε,  ήλπιζε  να  βρει  συμπαράσταση  στην  ΚτΕ:  ζητούσε  αναβολή  καταβολής  των  χρεών  της  από  τις  επανορθώσεις,  καθιέρωση  υποχρεωτικής  στρατιωτικής  θητείας,  οικονομική  βοήθεια  και  μια  λύση  στην  ελληνοβουλγαρική  διαφορά  σχετικά  με  την  υλοποίηση  της  συμφωνίας  Καφαντάρη‐Μολώφ. 95   Επιθυμούσε  ως  εκ  τούτου να βελτιώσει τη διεθνή της εικόνα ελέγχοντας τις μακεδονικές οργανώσεις σε κάποιο βαθμό  και  βρίσκοντας  οδούς  συνεννόησης  με  τους  γείτονές  της.  Η  Γιουγκοσλαβία  από  τη  μεριά  της  ανταποκρίθηκε προθυμοποιούμενη να αναγνωρίσει κάποια μειονοτικά δικαιώματα, αν βρεθεί βάση  συνεννόησης  μέσα  από  τις  διμερείς  διαβουλεύσεις.  Αυτή  η  νέα  δυνητική  προσέγγιση  των  Σλάβων  της  Βαλκανικής  τρομοκράτησε  τους  Έλληνες  και  τους  Τούρκους.  Βέβαια  έχει  διατυπωθεί  και  η  άποψη  ότι  δεν  ήταν  σοβαρή  η  πιθανότητα  σλαβικού  μετώπου  στις  παρούσες  συνθήκες  και  ότι  η  προσέγγιση ήταν κίνηση σκοπιμότητας.96 

Digitized by 10uk1s 

Τελικά η Διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης ανέθεσε σε ειδική επιτροπή την κατάρτιση προσχεδίου  για το μελλοντικό Βαλκανικό Σύμφωνο. Ένα από τα ζητήματα υπό συζήτηση ήταν και το μειονοτικό.  Η  ελληνική  αντιπροσωπεία  μάλιστα  πρότεινε  να  περιληφθεί  στο  προσχέδιο  η  κάτωθι  μειονοτική  πρόβλεψη: τα κράτη θα ήταν υποχρεωμένα να ιδρύσουν Γραφεία Προστασίας Μειονοτήτων και να  μετάσχουν  σε  μια  κοινή  επιτροπή  που  θα  συνεδρίαζε  ετησίως  και  θα  εξέταζε  όλα  τα  μειονοτικά  προβλήματα.  Οι  αποφάσεις  του  σε  περίπτωση  ομοφωνίας  θα  εφαρμοζόταν  υποχρεωτικά.  Αν  υπήρχε βέτο από κάποια χώρα, η υπόθεση θα παραπεμπόταν στην ΚτΕ όπως κάθε άλλη μειονοτική  καταγγελία. Η πρόταση αυτή, όπως και όλο το προσχέδιο του Βαλκανικού Συμφώνου, θα συζητιόταν  στην Γ' Διάσκεψη στο Βουκουρέστι το 1932. Το προσχέδιο αυτό ψηφίστηκε τελικά.97  Η  Βουλγαρία  όμως,  όπως  είπαμε,  επέμενε  να  λυθεί  το  μειονοτικό  με  διμερείς  διαβουλεύσεις  και  στην  τελευταία  διάσκεψη  της  Θεσσαλονίκης.  Το  επιχείρημά  της  ήταν  ότι  η  διαδικασία  που  προέβλεπε το προσχέδιο προϋπέθετε ισότητα των βαλκανικών χωρών μεταξύ τους και η Βουλγαρία  δυστυχώς δεν ήταν σε ίδια μοίρα με τα άλλα κράτη. Η συζήτηση όμως έμελλε να σταματήσει εκεί  μιας και η υπογραφή του τετραμερούς Βαλκανικού Συμφώνου στις 9.2.1934 χωρίς τη συμμετοχή της  Βουλγαρίας  και  της  Αλβανίας  έδειξε  το  αδιέξοδο  των  Βαλκανικών  Διασκέψεων  σ'  εκείνη  τη  συγκυρία. Το Σύμφωνο αυτό, που δεν αναφερόταν καθόλου στις μειονότητες, συνδεδεμένο με την  πολιτική της Γαλλίας κυρίως, ήταν ασυμβίβαστο με τις βουλγαρικές θέσεις.  Τις  θέσεις  αυτές  διατύπωσε  πολύ  γλαφυρά  ο  πρόεδρος  του  βουλγαρικού  ομίλου  Σακίζωφ  στον  αρμόδιο  τύπου  της  ελληνικής  πρεσβείας  στη  Σόφια  στις  22.3.34:  «Αι  Βαλκανικαί  Διασκέψεις  προέβλεπον  την  συνομολόγησιν  συμφώνου  περί  μη  επιθέσεως,  αμοιβαίας  αλληλοβοήθειας  και  διαιτησίας. Επίσης εν αυτώ υπάρχει το κεφάλαιον 4 περί των μειονοτήτων, το οποίον προβλέπει τον  τρόπον εξομαλύνσεως των διαφορών  και των παρεξηγήσεων  επί του ζητήματος των μειονοτήτων.  Το  τετραμερές  είναι  απολύτως  διάφορον  του  βαλκανικού  συμφώνου  του  εγκριθέντος  υπό  των  βαλκανικών  διασκέψεων.  Το  τετραμερές  περιέχει  και  μυστικάς  διατάξεις.  Δεν  δυνάμεθα  να  υπογράψωμεν σύμφωνον  εξασφαλίζον το σημερινόν εδαφικόν καθεστώς. [...]  Σύμφωνον περιέχον  τον  όρον  του  επιτιθεμένου  δεν  υπογράφομεν,  καθόσον  ενδέχεται  να  ευρεθώσιν  πράκτορες  υποκινηταί,  οίτινες  να  εκμεταλλευθώσιν  ωρισμένους  μακεδόνας,  να  εξοπλίσωσιν  αυτούς  και  να  εισβάλωσιν  ούτοι  εις  τα  εδάφη  των  γειτόνων,  ότε  ούτοι  θα  χαρακτηρίσωσι  την  Βουλγαρίαν  ως  επιτιθέμενον  κράτος  και  ιδού  ενδέχεται  να  πραγματοποιηθή  στρατιωτική  εισβολή  εκ  μέρους  των  γειτόνων  κρατών.  Τα  Βαλκάνια  αποτελούσιν  ηφαίστειον.  Το  ζήτημα  των  μειονοτήτων  ενέχει  σημασίαν δι' ημάς. Δόσατε σχολεία και εκκλησίας εις τους εναπομείναντας εν Ελλάδι Βουλγάρους,  οσοιδήποτε και αν είναι ούτοι, και τότε θα ησυχάσωσιν οι μακεδόνες. [...] Μεταξύ της Ελλάδος, της  Βουλγαρίας  και  της  Τουρκίας  δέον  να  επιτευχθή  εμπορική  συνεννόησις.  Τα  φυσικά  σύνορα  των  τριών κρατών επιβάλλουσιν τούτον. Πρέπει να συνομολογηθή μεταξύ των τριών κρατών τελωνειακή  ένωσις  και  να  επιτευχθή  στενή  συνεργασία.  [...]  Έχετε  εμπορικόν  στόλον.  Έχομεν  εμπορεύματα.  Δυνάμεθα να συνεργασθώμεν. Έξοδον εις το Αιγαίον ζητούμε, όχι όμως οικονομική επί τη βάσει της  συνθήκης του Νεϊγύ. Ελευθέραν ζώνην εις την Θεσσαλονίκη δεν θέλομεν».98  Οι τελευταίες παράγραφοι αποδίδουν πλήρως τις βλέψεις της Βουλγαρίας: δεν ήθελαν να δεχτούν  το  εδαφικό  status  quo,  δεν  ήθελαν  να  προχωρήσουν  σε  ικανοποιητική  λύση  των  οικονομικών  διαφορών τους με την Ελλάδα, αλλά ταυτοχρόνως είχαν άμεση ανάγκη να βελτιώσουν τις εμπορικές  τους σχέσεις με αυτήν.99  Είχαν αποδεχθεί πια το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν θα πλήρωνε τα χρέη της  από  την  ανταλλαγή  πληθυσμών,  αν  η  Βουλγαρία  δεν  πλήρωνε  πρώτα  τις  πολεμικές  αποζημιώσεις  που  της  όφειλε,  κι  έψαχναν  έναν  τρόπο  να  αποκαταστήσουν  εμπορικές  σχέσεις  με  αυτά  τα  δεδομένα.  Η  κυβέρνηση  Τσαλδάρη  ήταν  μάλλον  διαλλακτική  με  τη  Βουλγαρία.  Πίστευε  ότι,  αφού  όλοι  οι  γείτονες προσπαθούσαν να την προσεταιριστούν, δεν μπορούσε η Ελλάδα να αποτελέσει εξαίρεση.  Το  Υπουργείο  Εξωτερικών  πίστευε  όμως  ότι  η  Ελλάδα  δεν  είχε  κανένα  λόγο  να  πάρει  σχετική  Digitized by 10uk1s 

πρωτοβουλία μιας και η οικονομία της δεν επιβαρυνόταν από αυτές τις εκκρεμότητες. Άλλωστε, αν  λύνονταν  τα  οικονομικά  προβλήματα  με  τη  Βουλγαρία,  θα  έρχονταν  στο  προσκήνιο  τα  άλυτα  προβλήματα των μειονοτήτων και της εξόδου στο Αιγαίο. Με λίγα λόγια φοβόταν ότι η προσέγγιση  με τη Βουλγαρία θα έφερνε και πάλι στο προσκήνιο απαιτήσεις στο μειονοτικό. Υπήρχε ήδη μεγάλη  δραστηριοποίηση  των  θρακικών  κομιτάτων 100   στη  Βουλγαρία,  η  οποία  είχε  προσφάτως  κατασκευάσει στο έδαφός της σιδηρόδρομο που σταματούσε στα σύνορα της Θράκης.101  Όπως  συνέβη  και  με  τις  άλλες  μειονότητες  στην  Ελλάδα,  οι  Σλαβόφωνοι  πέρασαν  πιο  δύσκολες  μέρες μετά το 1935. Ένας λόγος ήταν ότι, σύμφωνα με τη γνώμη όλων των αρμοδίων, δεν είχε γίνει  δυνατή η γλωσσική αφομοίωση των Σλαβόφωνων μέχρι στιγμής και ότι αποτελούσαν πάντα εστία  της  βουλγαρομακεδονικής  προπαγάνδας.  Το  Υπουργείο  Εξωτερικών,  στην  προσπάθειά  του  να  βελτιώσει  την  ανησυχητική  εικόνα  χωρίς  επίσημη  κρατική  επέμβαση,  κάλυψε  τα  ελλείμματα  του  προϋπολογισμού  του  Συλλόγου  προς  Διάδοσιν  των  Ελληνικών  Γραμμάτων,102  ώστε  να  εντείνει  το  έργο  του  εξελληνισμού  των  Σλαβόφωνων.  Ο  Σύλλογος  είχε  ιδρύσει  και  διατηρούσε  στη  Δ.  Μακεδονία σχολές και οικοτροφεία θηλέων καθώς και την πολύ επιτυχημένη Οικοκυρική Σχολή της  Φλώρινας με στόχο τον εξελληνισμό της «βουλγαροφώνου μητρός».103  Τον Ιανουάριο του 1936 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως νόμος «περί συστάσεως  Υπηρεσίας  Αμύνης  του  Κράτους»  με  σκοπό,  μεταξύ  άλλων,  την  «παρακολούθησιν  των  πάσης  φύσεως ξένων προπαγανδών, αι οποίαι εργαζόμεναι εις την χώραν ημών προς βλάβην των εθνικών  μας  συμφερόντων,  εμφανίζονται  υπό  μορφήν  εθνικιστικήν,  θρησκευτικήν,  εκπαιδευτικήν,  γλωσσικήν,  εμπορικήν  κ.λπ.»  και  την  «εξουδετέρωσιν  των  προσπαθειών  των  οργάνων  των  προπαγανδών τούτων και υπόδειξιν των υπό του κράτους ληπτέων μέτρων προς αντιμετωπισιν της  καταστάσεως».104  Στο  πλαίσιο  της  εκκαθάρισης  της  Β.  Ελλάδας  από  τις  εστίες  της  βουλγαρικής  προπαγάνδας  αφαιρέθηκε  η  ελληνική  υπηκοότητα  από  340  Σλαβόφωνους,  μετανάστες  στις  ΗΠΑ  ή  τον  Καναδά,  στους οποίους απαγορεύτηκε η επιστροφή παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα ζούσαν οι οικογένειές  τους.105  Σημειωτέον ότι οι ελληνικές αρχές είχαν θορυβηθεί από τις εξ Αμερικής πληροφορίες περί  της δράσης των εκεί μακεδονικών κομιτάτων: «Προϊόντος του χρόνου αυξάνει ο φανατισμός των εν  Αμερική  Βουλγαρομακεδόνων  και  η  προπαγάνδα  εντείνεται  επικινδύνως  και  εις  τους  εκ  Μακεδονίας  Έλληνας,  εις  τοιούτον  σημείον,  ώστε  το  ζήτημα  τούτο  απασχολεί  σοβαρώς  τους  εν  Καναδά  Έλληνας  της  Μακεδονίας,  ανισχύρους  να  περισώσωσι  τα  τέκνα  των  ηλικίας  16‐25  ετών,  άτινα  κατά  πληροφορίας  μου  ευκόλως  πίπτουσι  θύματα  της  προπαγάνδας  του  Βουλγαρικού  Κομιτάτου».106  Ο  νομάρχης  Φλώρινας,  εναρμονισμένος  με  τον  αυταρχισμό  του  καθεστώτος  της  4ης  Αυγούστου,  επεσήμανε στους αρμοδίους το φόβο συνεργασίας κομμουνιστών και πρακτόρων της βουλγαρικής  προπαγάνδας και υπέδειξε τα κάτωθι μέτρα «προς εξουδετέρωσιν παντός αντεθνικού στοιχείου: 1)  Να  αφαιρεθεί  ο  κλήρος  των  κινουμένων  κατά  του  κοινωνικού  καθεστώτος.  2)  Να  σχηματισθούν  λόχοι  εργασίας  εκ  των  εμφορουμένων  υπό  ανατρεπτικών  ιδεών.  3)  Μερίς  του  παραμεθορίου  πληθυσμού  να  μετατοπισθή  προς  νότον,  έτερος  δε  πληθυσμός  εκ  νότου  να  εγκατασταθή  εις  τα  κενωθησόμενα εδάφη και οικήματα. Ούτω εκ των συνόρων θα απομακρυνθούν στοιχεία μηδόλως  έχοντα  εθνικήν  συνείδησιν  και  εν  πολλοίς  υπό  του  κομμουνισμού  εμπνεόμενα,  αντ'  αυτών  δε  θα  εγκατασταθούν άνθρωποι καθ' όλα Έλληνες. 4) Να διατεθώσι 30 περίπου απότακτοι, απόστρατοι ή  έφεδροι  αξιωματικοί  εγνωσμένου  ήθους,  οίτινες  τοποθετούμενοι  εις  τα  μεγαλύτερα  σλαβόφωνα  χωρία ως γυμνασταί και οργανωταί της νεολαίας, θα επιτύχωσιν την πλήρη εθνικήν αφομοίωσιν και  ελληνοπρεπή  διάπλασιν  αυτής.  Συνάμα  δε  θα  αποτελούν  και  τον  οφθαλμόν,  τρόπον  τινά,  του  κράτους,  αγρύπνως  επιβλέποντες  τόσον  την  εργασίαν  των  διδασκάλων  όσον  και  τας  κινήσεις  των  χωρικών.  5)  Να  λειτουργήσωσιν  απαραιτήτως  νυκτεριναί  σχολαί  εις  ας  θα  φοιτώσιν  οι  ενήλικοι  άρρενες  οι  αγνοούντες  την  ελληνικήν,  διδασκόμενοι  ιδίως  ιστορίαν  και  ασκούμενοι  εις  την  Digitized by 10uk1s 

εκμάθησιν της γλώσσας».107  Πραγματικά  μια  σειρά  πολύ  σκληρών  μέτρων  υλοποιήθηκε  με  επίκεντρο  τους  Σλαβόφωνους:  Εκτοπίσεις  υπόπτων  για  λόγους  όπως  «παρακίνησις  κατοίκων  του  χωριού  εις  απείθειαν  προς  τας  αρχάς» 108 ,  παρακολουθήσεις,  αλλαγές  ονομάτων  χωριών  και  ανθρώπων  ώστε  να  μοιάζουν  ελληνικά, υποχρεωτική παρακολούθηση νυχτερινών σχολείων ακόμα και στους γέροντες, πρόστιμα  σε όσους μιλούσαν δημόσια το ιδίωμα. Κάποτε τα μέτρα ξεπερνούσαν την  ανοχή του Υπουργείου  Εξωτερικών, που ανησυχούσε πάντα για την καλή διεθνή εικόνα της χώρας.109  Από την άλλη μεριά η Βουλγαρία, με την υπογραφή του Συμφώνου μη επιθέσεως των βαλκανικών  χωρών (31.7.1938), έλαβε άδεια επανεξοπλισμού. Αμέσως οι εθνικιστικές της οργανώσεις άρχισαν  να  προβάλλουν  έντονα  τις  διεκδικήσεις  τους,  ενώ  ο  Μπόρις  ανέθεσε  την  πρωθυπουργία  στον  φιλογερμανικών τάσεων Φίλωφ. Η μελλοντική επιθετική στάση της Βουλγαρίας είχε αρχίσει πλέον  να διαγράφεται σαφώς.  Η ΚτΕ είχε μπει κι αυτή στην τροχιά της παρακμής. Το μεγάλο της όνειρο, η διατήρηση της ειρήνης,  δεν υλοποιήθηκε τελικά. Τα μειονοτικά ζητήματα ως πιο εύφλεκτα είχαν παραγκωνιστεί εντελώς και  οι σχετικές υπηρεσίες του διεθνούς οργανισμού είχαν κατ' αναλογίαν ελαχιστοποιηθεί. Το μεγάλο  πρόβλημα  της  Ελλάδας  εκείνη  την  εποχή  ήταν  η  δοκιμασία  της  ομοψυχίας  της  ενόψει  του  επερχόμενου  πολέμου.  Πραγματικά  με  τις  αυταρχικές  πρακτικές  του  καθεστώτος  της  4ης  Αυγούστου  οι  Σλαβόφωνοι,  ήδη  προβληματικά  αφομοιωμένοι,  αποξενώθηκαν  σε  μεγάλο  βαθμό  από την Ελλάδα. Μετά την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου οι εκτοπίσεις αυξήθηκαν κι άλλο για  λόγους  ασφαλείας.  Εκείνη  την  εποχή  ήδη  ήταν  σαφής  μια  στροφή  μεγάλου  μέρους  των  Σλαβόφωνων προς την αριστερά, ένα χώρο που υπέθαλπε οράματα αυτονομίας ή τουλάχιστον μιας  ζωής  πιο  ελεύθερης  και  πιο  δίκαιης  απέναντι  στις  μειονότητες.110  Το  Σεπτέμβριο  του  1940  η  Γερμανία  παραχώρησε  στη  Βουλγαρία  τη  Ν.  Δοβρουτσά.  Την  1η  Μαρτίου  1941  η  Βουλγαρία  προσχώρησε  επισήμως  στον  Άξονα  και  τα  βουλγαρικά  στρατεύματα  πήραν  άδεια  κατάληψης  της  ελληνικής Μακεδονίας και Θράκης και τμήματος της Σερβίας. Ο αγώνας για τα εδάφη αυτά άρχιζε  από την αρχή. 

Digitized by 10uk1s 

2. Οι Έλληνες στη Βουλγαρία*  Οι  Έλληνες  εγκαταστάθηκαν  στα  εδάφη  της  σημερινής  Βουλγαρίας  κατά  τον  7ο  και  τον  6ο  αιώνα  π.Χ.,  δηλαδή  περίπου  1.000  χρόνια  πριν  εμφανιστούν  εκεί  οι  Βούλγαροι.  Ήταν  150.000‐200.0001  άτομα που ζούσαν κυρίως στην περιοχή της Βάρνας, στη νοτιοδυτική πλευρά του Εύξεινου Πόντου  (Nesebur/Μεσημβρία,  Pomorie/Αγχίαλος,  Burgas/Πύργος,  Sozopol/  Σωζόπολη,  Ahtopol/Αγαθόπολη), στο νότιο τμήμα της πεδιάδας του ποταμού Tundzha/Τόντζος με επίκεντρο το  Topolov/Καβακλή  και  11  χωριά,  στην  περιοχή  που  περικλείεται  από  τις  πόλεις  Plovdiv/Φιλιππούπολη  και  Asenovgrad/Στενήμαχο  και  τις  κοινότητες  Haskovo/Χασκιόι,  Pestera/Περιστέρα  και  Pazardzhik/Παζαρτζίκ  και  στη  Μακεδονία  του  Πιρίν.2  Κύρια  ασχολία  είχαν  την  αλιεία,  τη  γεωργία,  την  αμπελουργία,  την  αλατοπαραγωγή  κ.λπ.  Οι  Έλληνες  έβγαζαν  δύο  βουλευτές στη βουλγαρική εθνοσυνέλευση (Σομπράνιε), καθώς και 5 εφημερίδες και 1 περιοδικό.3  Ιδίως  μετά  το  1870,  που  ο  ελληνισμός  συνειδητοποίησε  τον  κίνδυνο  αφομοίωσής  του  από  τους  διεκδικητές της περιοχής, παρατηρήθηκε μια πάρα πολύ σημαντική ποσοτική και ποιοτική άνοδος  της  ελληνικής  εκπαίδευσης  στη  Β.  Θράκη,  όπως  και  στη  Νότια.  Στις  αρχές  του  20ού  αιώνα  στη  Β.  Θράκη  λειτουργούσαν  72  ελληνικά  σχολεία  με  7.270  μαθητές  και  υψηλού  επιπέδου  διδακτικό  προσωπικό. Πολύ σημαντική ήταν επίσης και η ελληνική παρουσία στην κοινωνική και πολιτική ζωή  της  περιοχής  αυτής. 4   Εκκλησιαστικώς  ο  ελληνισμός  υπαγόταν  σε  πέντε  μητροπόλεις  υπό  το  Οικουμενικό  Πατριαρχείο:  Αγχιάλου 5 ,  Βάρνας  (Οδησσού), 6   Μεσημβρίας,  Σωζοπόλεως  και  Φιλιππουπόλεως7  Στο Συνέδριο του Βερολίνου η Ανατολική Ρωμυλία αποσπάστηκε από την υπόλοιπη Θράκη και πήρε  το χαρακτήρα αυτόνομης επαρχίας όπου τα σύνοικα έθνη Ελλάδα, Τουρκία και Βουλγαρία είχαν ίσα  δικαιώματα στη διοίκηση. Η περίοδος της αυτονομίας όμως ήταν σύντομη. Η Βουλγαρία έδειξε από  νωρίς τη διάθεση να μονοπωλήσει την περιοχή και το 1885 με βρετανικές ευλογίες την προσάρτησε  πραξικοπηματικά8. Η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει αποτελεσματικά μολονότι γνώριζε τι  θα  σήμαινε  αυτό  για  τον  εκεί  ανθούντα  ελληνισμό.9  Οι  αντιδράσεις  της  προσέκρουσαν  στην  άρνηση  κάθε  υποστήριξης  από  τη  μεριά  των  Δυνάμεων  που  ζητούσαν  με  διακοίνωσή  τους  αποστράτευση της Ελλάδας. Την αντίδραση της ελληνικής κοινής γνώμης για τα γεγονότα απηχούσε  ο  έλληνας  πρόξενος  στη  Θεσσαλονίκη  Π.  Λογοθέτης  όταν  αναρωτιόταν  σε  έκθεσή  του  αν  οι  Δυνάμεις που ευλόγησαν αυτές τις εξελίξεις «έλαβον υπ' όψιν των ότι η βουλγαρική ηγεμονία άρχει  νυν  των  ελληνικών  πόλεων  Βάρνης,  Πύργου,  Αγχιάλου,  Σωζοπόλεως,  Στενημάχου,  Βοδενών,  Περιστεράς, Φιλιππουπόλεως και τόσου άλλου ελληνικού πληθυσμού».10  Πραγματικά από το 1885 και μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον ελληνισμό της Ανατολικής  Ρωμυλίας11, με την υποχρεωτική εισαγωγή της βουλγαρικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία και τη  σταδιακή κατάργηση της ελληνικής, με την εφαρμογή μέτρων κατά της εμπορικής δραστηριότητας  των Ελλήνων και τη σύληση ναών και μοναστηριών. Το 1891 μάλιστα ορίστηκε με νομοσχέδιο ότι τα  τέκνα  των  βουλγάρων  υπηκόων  όφειλαν  να  λαμβάνουν  βουλγαρική  στοιχειώδη  εκπαίδευση.  Οι  εκπρόσωποι των ελληνικών κοινοτήτων, στο πλαίσιο του αγώνα τους κατά του ανθελληνικού αυτού  μέτρου,  απευθύνθηκαν  στις  Μεγάλες  Δυνάμεις  δηλώνοντας  ότι  «επ'  ουδενί  τρόπω  θέλουσι  ποτέ  ανεχθή  ν'  αποσπασθώσιν  από  της  μητρικής  αυτών  γλώσσης  και  βαθμηδόν  ν'  αποξενωθώσιν  της  ελληνικής  αυτών  καταγωγής  και  της  αγίας  αυτών  εκκλησίας».12  Με  τη  βοήθεια  των  Δυνάμεων  πέτυχαν  τότε  αναστολή  της  εφαρμογής  του  νόμου  αυτού  μέχρι  το  1906.  Εκτός  των  παραπάνω  μεθόδων  αμέσου  εκβουλγαρισμού  είχαν  μπει  σε  εφαρμογή  και  άλλες  πιο  έμμεσες.  Η  βουλγαρική  κυβέρνηση,  λ.χ.,  προίκιζε  πλουσιοπάροχα  όσους  βούλγαρους  αξιωματικούς  ή  δημοσίους                                                               *

  Είναι περιττό να σημειωθεί ότι οι Έλληνες της Βουλγαρίας δεν έπαιξαν ούτε περιστασιακά το ρόλο του όπλου στα χέρια  αναθεωρητικής  χώρας.  Αυτό  οφείλεται  κυρίως  στο  γεγονός  ότι  η  Ελλάδα  δεν  είχε  αναθεωρητικές  βλέψεις  στην  περιοχή  αλλά και στον μάλλον ασήμαντο αριθμό τους. 

Digitized by 10uk1s 

υπαλλήλους παντρεύονταν Ελληνίδες.  Το 1903 εθνικιστικές οργανώσεις στη Σόφια, ενοχλημένες από τον ελληνικό αγώνα στη Μακεδονία,  κάλεσαν  την  κυβέρνηση  να  «λάβη  εθνικήν  και  αυστηράν  στάσιν  εις  τας  σχέσεις  αυτής  προς  το  εν  Βουλγαρία  ελληνικό  στοιχείο».  Έτσι  ξέσπασε  νέο  κύμα  διώξεων  κατά  του  ελληνισμού  γιατί  η  παρουσία του «εκμαυλίζει το εθνικόν γόητρον και μειώνει την ανεξαρτησίαν του κράτους».13  Το 1906 όμως υπήρξε η χρονιά που σημάδεψε την πλήρη καταστροφή του ελληνισμού στα εδάφη  που  ήλεγχε  η  Βουλγαρία.  Σε  ολόκληρη  την  Ανατολική  Ρωμυλία  το  ανθελληνικό  κλίμα  ενορχηστρώθηκε  πολύ  αποτελεσματικά.  Τα  εμπρηστικά  δημοσιεύματα  του  βουλγαρικού  τύπου  κατήγγειλαν ύπαρξη ελληνικού κομιτάτου στη Φιλιππούπολη και οδήγησαν στο συλλαλητήριο στις  16.7.1906.  Το  μοιραίο  αποτέλεσμα  ήταν  να  βανδαλιστεί  σε  διάστημα  λίγων  ωρών  κάθε  ελληνικό  κοινοτικό  ίδρυμα.  Η  πόλις  της  Αγχιάλου  δε,  στην  οποία  ζούσαν  περί  τους  5.000  Έλληνες,  καταστράφηκε ολοκληρωτικά.14  Μετά την καταστροφή η Βουλγαρία έθεσε σε εφαρμογή το νόμο του 1891 που έκλεισε οριστικά τα  ελληνικά σχολεία. Όταν έγινε φανερό ότι η Βουλγαρία ήταν αποφασισμένη να εξαλείψει βιαίως τα  ίχνη του ελληνισμού από τα εδάφη της, οι Έλληνες άρχισαν μαζικά να παίρνουν την οδό της εξορίας  καταφεύγοντας στην Ανατολική Θράκη ή στην Ελλάδα. Στη Δυτική Θράκη, που πέρασε στον έλεγχο  της  Βουλγαρίας  με  τη  Συνθήκη  της  Κωνσταντινουπόλεως  το  1913,  εφαρμόστηκε  ευθύς  εξαρχής  η  πολιτική  της  αποδυνάμωσης  του  ελληνικού  στοιχείου.  Το  1914  η  Βουλγαρία,  δυσαρεστημένη  από  την έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων, εξαπέλυσε νέο κύμα ανθελληνικών διωγμών που έτρεψε σε  φυγή και τους εναπομείναντες Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας. Υπήρχε όμως και μια σημαντική  μερίδα  Ελλήνων  που  δεν  μπορούσαν  να  εγκαταλείψουν  τα  πάτρια  εδάφη  και  περίμεναν  υπομονετικά να έρθουν καλύτερες μέρες για να μπορέσουν να εκποιήσουν υπό καλύτερους όρους  τις περιουσίες τους.  Με την είσοδο της Βουλγαρίας στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο η ανθελληνική αυτή πολιτική έγινε πολύ  πιο  άμεση  και  δραστική,  τόσο  στην  Ανατολική  όσο  και  στη  Δυτική  Θράκη.  Οι  βουλγαρικές  αρχές  έδιωξαν όσο περισσότερους Έλληνες μπόρεσαν, έκλεισαν τα σχολεία και τις εκκλησίες τους και τους  υπέβαλαν  σε  καταναγκαστική  εργασία  και  πείνα.15  Δεκαεννέα  χωριά  διαλύθηκαν  τότε  και  30.000  Έλληνες  πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες. Την  ίδια τακτική κράτησαν και απέναντι  στους  Έλληνες  της  υπόλοιπης  Βουλγαρίας.  Κατ'  αυτόν  τον  τρόπο  χιλιάδες  Έλληνες  αναγκάστηκαν  να  ζητήσουν καταφύγιο στην Ελλάδα.16  Είναι γνωστό ότι στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης έγινε μεγάλη μάχη για τη Θράκη. Παρά τον αγώνα  που  έδωσε  η  Βουλγαρία,  αναγκάστηκε  τελικά  να  παραιτηθεί  από  τη  Θράκη  μετά  τη  Συνθήκη  του  Νεϊγύ.  Τη  βουλγαρική  κατοχή  διαδέχτηκε  τότε  η  διασυμμαχική  διοίκηση  της  Θράκης,  η  οποία  το  1920  παρέδωσε  τη  σκυτάλη  στις  ελληνικές  αρχές.  Στη  Συνδιάσκεψη  συμφωνήθηκε,  όπως  προαναφέραμε,  να  υλοποιηθεί  η  πρόταση  του  Βενιζέλου  για  προαιρετική  ανταλλαγή  των  ελληνοβουλγαρικών  πληθυσμών.  Ο  Έλληνας  ηγέτης  γνώριζε  ότι  η  Βουλγαρία  θα  έβρισκε  ούτως  ή  άλλως  έναν  τρόπο  να  εξαφανίσει  τον  ελληνισμό  από  τα  εδάφη  της  —  πόσο  μάλλον  που  ένιωθε  τρομερά αδικημένη από τις εδαφικές διευθετήσεις του Νεϊγύ υπέρ όλων των γειτονικών της κρατών  και εις βάρος της.  Η ανταλλαγή αυτή δεν εξελίχθηκε ομαλά.17  Όπως  είδαμε και  στο περί Σλαβοφώνων  κεφάλαιο, τα  κομιτάτα  που  ήλεγχαν  τη  βουλγαρική  κυβέρνηση  εμπόδισαν  με  κάθε  τρόπο  τους  Βούλγαρους  της  Ελλάδας  να  μεταναστεύσουν,  ενώ  πίεζαν  παντοιοτρόπως  τους  Έλληνες  της  Βουλγαρίας  να  εγκαταλείψουν  τη  χώρα.  Οι  ελληνικές  αρχές  με  τη  σειρά  τους  βλέποντας  την  απροθυμία  των  Βουλγάρων να αποδημήσουν και μη έχοντας χώρο να εγκαταστήσουν τους μικρασιάτες πρόσφυγες,  τους  άφησαν  να  συνωστίζονται  στα  βουλγαρικά  χωριά,  γεγονός  που  συνέβαλε  σε  γενίκευση  του  Digitized by 10uk1s 

κλίματος έντασης ντόπιων και προσφύγων. Ο φαύλος κύκλος της βίας είχε αρχίσει.  Σύμφωνα με επιτόπια έρευνα της ΚτΕ στη βουλγαρική Μακεδονία, «οι Βούλγαροι πρόσφυγες από  τη Μακεδονία και τη Θράκη μοιράστηκαν στα ελληνικά και τα βουλγαρικά χωριά. Υπολογίζεται ότι  στην περιοχή ζουν περί τους 8.000‐10.000 Έλληνες γεωργοί. [...] Στα ελληνικά χωριά συμβαίνει τώρα  το ανάλογο αυτού που συνέβη στην Ελλάδα. Όταν επισκέφθηκα αυτές τις περιοχές, τον Ιανουάριο,  οι πρόσφυγες είχαν φτάσει ήδη ή κόντευαν να φτάσουν στο σημείο εξάντλησης όλων των πενιχρών  πόρων τους. Έτσι άρχισαν να συμπεριφέρονται όπως τους συμπεριφέρθηκαν οι Έλληνες πρόσφυγες.  Δεν  έχω  την  παραμικρή  αμφιβολία  ότι  μέσα  στους  προσεχείς  μήνες  οι  Έλληνες  θα  υποστούν  τρομοκρατία προκειμένου να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους».18  Πραγματικά  εκείνη  η  περιοχή  με  επίκεντρο  το  Πετρίτσι  ήταν  στην  απόλυτη  δικαιοδοσία  των  κομιτάτων, που είχαν οργανώσει ένα πανίσχυρο κράτος εν κράτει, εισπράττοντας μέχρι και φόρους  διά της βίας από τους έντρομους κατοίκους της περιοχής. Από κει εξορμούσαν για τις τρομοκρατικές  επιχειρήσεις τους μέσα από τα σερβικά και τα ελληνικά σύνορα. Ήταν επόμενο λοιπόν οι Έλληνες να  υποστούν τα πάνδεινα προκειμένου να φύγουν — και μάλιστα πριν φτάσει εκεί η Μικτή Επιτροπή  ώστε  να  καρπωθούν  τις  περιουσίες  τους  χωρίς  αντάλλαγμα.  Η  ίδια  η  βουλγαρική  κυβέρνηση  μάλιστα φρόντισε να μοιράσει τα χωράφια όσων δήλωναν πρόθυμοι να ανταλλαγούν πριν από την  αναχώρησή τους και χωρίς αμοιβή για τον μέχρι στιγμής μόχθο τους.19  Η  Ελλάδα,  ακολουθώντας  την  πάγια  αμυντική  πολιτική  της  ως  προς  το  μειονοτικό  πρόβλημα,  δεν  έφερε  ενώπιον  της  ΚτΕ  το  θέμα  των  διώξεων  των  Ελλήνων  στη  Βουλγαρία  παρά  μόνο  μετά  από  πολλές βουλγαρικές καταγγελίες εναντίον της. Τον Αύγουστο του 1923, η ελληνική αντιπροσωπεία  ενημέρωσε το Υπουργείο Εξωτερικών ότι η Βουλγαρία κατήγγειλε στην ΚτΕ την Ελλάδα για πιεστικά  μέτρα κατά των Βουλγάρων της Θράκης. Ο βούλγαρος αντιπρόσωπος τόνισε μάλιστα ότι οι Έλληνες  της Βουλγαρίας «απολαμβάνουν πλήρη δικαιώματα, εργάζονται εν ειρήνη, μιλούν τη γλώσσα τους,  πάνε στα σχολεία τους και τις εκκλησίες τους». Το βουλγαρικό σύνταγμα, υποστήριξε, προστάτευε  απόλυτα την ελευθερία, τη ζωή και τη θρησκευτική ελευθερία των μειονοτήτων της Βουλγαρίας. Ο  προϋπολογισμός  του  1922‐23  προέβλεπε  1.510.880  λέβα  από  τα  Υπουργεία  Εξωτερικών  και  Θρησκευμάτων και 3.200.000 από το Υπουργείο Παιδείας υπέρ των μειονοτικών σχολείων.20  Η  ελληνική  αντιπροσωπεία  αναγκάστηκε  εκ  των  πραγμάτων  να  απαντήσει:  Τα  περί  ευζωίας  των  Ελλήνων της Βουλγαρίας ήταν ένας ψευδέστατος ισχυρισμός μιας και μετά το 1906 είχαν κλείσει και  λεηλατηθεί  όλα  τα  ελληνικά  σχολεία  και  εκκλησίες  στα  βουλγαρικά  εδάφη.  Το  1913  μάλιστα  οι  βουλγαρικές αρχές προέβησαν σε κατασχέσεις και των κτιρίων, των επιπλώσεων κ.λπ. Η βουλγαρική  κυβέρνηση  ουδέποτε  δέχτηκε  ότι  είχε  ευθύνη  για  τους  διωγμούς  αυτούς,  αποδίδοντάς  τους  σε  ανεύθυνες  οργανώσεις.21  Έκτοτε  όμως  κανένα  ελληνικό  σχολείο  δεν  λειτούργησε  —  εκτός  του  σχολείου και της εκκλησίας στη Σόφια που θεωρούνταν παράρτημα της εκεί ελληνικής πρεσβείας.  Σημειωτέον ότι το βουλγαρικό κράτος ωφελήθηκε και οικονομικά από τις δημεύσεις των μεγάλων  περιουσιών  των  Ελλήνων.  Βεβαίως  υπήρχε  το  σύνταγμα  του  1879,  που  προέβλεπε  ισότητα  όλων  των  βουλγάρων  υπηκόων  αλλά  αυτό  δεν  εμπόδισε  τις  εκάστοτε  βουλγαρικές  κυβερνήσεις  να  απολύσουν  ακόμα  και  αυτούς  τους  ελάχιστους  δικαστικούς  και  δημοσίους  υπαλλήλους  ελληνικής  καταγωγής.  Νεκρό  γράμμα  επίσης  ήταν  ο  εν  ισχύι  νόμος  περί  δημοσίας  εκπαιδεύσεως  που  προέβλεπε στο άρθρο 363 λειτουργία ελληνικών σχολείων.22  Εις  επίρρωσιν  της  ελληνικής  απάντησης  το  Σεπτέμβριο  του  1923  έφτασε  στην  ΚτΕ  καταγγελία  εκπροσώπων των Ελλήνων προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία, τη Στρώμνιτσα, το Πετρίτσι και  το  Νευροκόπι  που  κατοικούσαν  τώρα  στην  ελληνική  Μακεδονία.  Σύμφωνα  με  την  καταγγελία  η  βουλγαρική  κυβέρνηση  αρνήθηκε  να  επιτρέψει  την  επαναλειτουργία  των  ελληνικών  σχολείων  και  εκκλησιών, αν και η Συνθήκη του Νεϊγύ που αφορούσε τη μειονοτική προστασία ήταν σε ισχύ εδώ  και δύο χρόνια.23  Digitized by 10uk1s 

Μια ανάγλυφη εικόνα των δεινών που υπέστησαν οι Έλληνες της Βουλγαρίας από το 1919 και μετά  έδωσε ο πρόξενος Φιλιππουπόλεως Γ.Α. Τζιβόγλου σε αναφορά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών  που  του  έθεσε  σχετικό  ερώτημα:  «Οι  Βούλγαροι,  ενθαρρυνόμενοι  υπό  της  ανεκτικότητος  των  Συμμάχων και της αδυναμίας ημών κατόπιν της μικρασιατικής καταστροφής μας, ήγειρον και πάλιν  θρασείαν  την  κεφαλήν  και  επανελάμβανον  νέαν  σταυροφορίαν  προς  τελειωτικήν  εξόντωσιν  των  τελευταίων  εναπομεινάντων  λειψάνων  εν  τη  πόλει  ταύτη  και  ιδία  εν  τη  περιφερεία  Στενημάχου  ελληνισμού,  συνεπικούρους  έχοντες  ταύτην  την  φοράν  τους  εξ  Ελλάδος  Βουλγαρομακεδόνας  και  Θράκας μετανάστας, οίτινες κατέφθανον κατά κύματα, ότε ήρξατο να τίθεται εις εφαρμογήν η περί  μεταναστεύσεως  ελληνο‐βουλγαρική  σύμβασις.  Των  κυμάτων  τούτων  ηγούντο  αιμοβόροι  κομιτατζήδες.  Ούτοι  λοιπόν  μόλις  έφθανον  εις  την  τελευταίαν  ταύτην  πόλιν,  ήρχισαν  όλως  αυτοβούλως  να  καταλαμβάνωσι,  αδιακρίτως  υπηκοότητος,  ελληνικάς  οικίας  και  να  εγκαθιστώσι  πρόσφυγας,  καταλαμβάνοντες  πολλάκις  και  όλα  τα  διαμερίσματα  των  οικιών  ή  αφήνοντες  εις  πολυμελείς οικογενείας εν μόνον δωμάτιον, θεωρούντες τα έπιπλα και τα λοιπά χρειώδη των οικιών  ως αποκλειστικώς ίδια αυτών, το δε χείρον ότι εκτός των οικιών, κατελάμβανον και όλα τα αγροτικά  κτήματα  των  Ελλήνων,  ούτως  ώστε  το  μέγιστον  μέρος  του  ελληνισμού  έμεινεν  άνευ  πόρων,  διότι  απετελείτο εξ αγροτών και έζη εκ των προσόδων των αγροτικών κτημάτων του. Τους επαγγελματίας  δε εμπόρους εξεβίαζον και εισερχόμενοι εις τα καταστήματα υπό την απειλήν των περιστρόφων των  και δι' ανωνύμων επιστολών και διά νυκτερινών επελάσεων εις τας οικίας των και διά συλλήψεων  και  διαφόρων  βιαιοπραγιών  τους  ηνάγκαζον  να  αποχωρώσι  των  καταστημάτων  των  και  να  εγκαταλίπωσι  τας  εργασίας  των  ή  να  παραχωρώσι  ταύτα  εις  αυτούς  αντί  πινακίου  φακής.  Προς  αποτελεσματικοτέραν δε επιτυχίαν του σκοπού δεν περιωρίζοντο εις βιαιοπραγίας και καταπιέσεις  κατά των Ελλήνων, δεν ηρκούντο εις κατ' οίκον ερεύνας τας νύκτας δι' αποκάλυψιν δήθεν όπλων,  αλλά  και  προέβαινον  εις  στυγεράς  δολοφονίας  των.  [...]  Ανεκδιήγητα  τα  μαρτύρια  των  Ελλήνων  Βοδενών και του γειτονικού χωριού Κουκλαίνης. Εδέροντο ανηλεώς υπό των εγκατασταθέντων εις  τας  οικίας  των  προσφύγων,  όπως  παραδώσωσι  πάντα  τα  οικιακά  σκεύη  και  τρόφιμά  των  και  ηναγκάζοντο  να  εξέρχονται  εις  ύπαιθρον  παρά  τας  καιρικάς  μεταβολάς  και  τα  ποίμνιά  των  να  θνήσκωσιν εκ πείνας εκ της καταλήψεως των βοσκών των. Ομογενείς τινές παρουσιασθέντες εις τας  επισήμους αρχάς ίνα διατυπώσωσι παράπονα διά τα υπό προσφύγων τελούμενα ανοσιουργήματα,  εξεδιώχθησαν  οικτρώς  και  έλαβον  την  παρήγορον  απάντησιν  «Τολμάτε  να  παραμένετε  ακόμη  ενταύθα;»  [...]  Κατόπιν  των  γεγονότων  τούτων  σωρηδόν  οι  ομογενείς  Βούλγαροι  υπήκοοι  ήρχισαν  να  επιδίδωσι  δηλώσεις  προς  μετανάστευσιν,  οι  δε  Έλληνες  πολίται  επεζήτουν  να  εκποιήσωσι  τα  ακίνητά  των  και  υπό  εξευτελιστικάς  τιμάς  ίνα  ζητήσωσιν  άσυλον  εις  την  μητέραν  πατρίδαν.  Πλην  ανεπιτυχώς,  καθόσον  κατά  διαταγήν  μυστικής  αλλά  γνωστοτάτης  αρχής  απηγορεύθη  εν  γένει  εις  τους Βουλγάρους να αγοράζωσιν ακίνητα ελληνικά, και τούτο όπως, αναγκαζομένων των Ελλήνων  να  εγκαταλίπωσι  το  πάτριον  έδαφος,  μένωσι  ταύτα  απροστάτευτα  και  σφετερισθώσι  υπό  των  μεταναστών».24  Αυτή  την  τεταμένη  ατμόσφαιρα  χρησιμοποίησε  η  Βουλγαρία  ως  βάση  για  την  προώθηση  του  Πρωτοκόλλου Πολίτη‐Καλφώφ. Πιο συγκεκριμένα στις 27.9.1924 ο Καλφώφ πρότεινε να αναλάβουν  την  επίβλεψη  της  εφαρμογής  της  προστασίας  των  ελληνικών  μειονοτήτων  της  Βουλγαρίας  τα  δύο  ουδέτερα μέλη της Μικτής Επιτροπής Κορφ και Ντε Ρούβερ. Η Βουλγαρία δήλωσε ότι ήταν πρόθυμη  να  δώσει  κάθε  πληροφορία  σε  αυτούς  ώστε  να  κάνουν  επιτόπου  έρευνα  για  την  τρέχουσα  κατάσταση  της  ελληνικής  μειονότητας,  ειδικά  ως  προς  τη  σχολική  και  θρησκευτική  ελευθερία.  Οι  δύο  αξιωματούχοι  της  ΚτΕ  θα  συνέτασσαν  εξαμηνιαίες  αναλυτικές  εκθέσεις  προς  τον  Γ.Γ.  του  διεθνούς οργανισμού για την κατάσταση της ελληνικής μειονότητας. Μετά το πέρας της αποστολής  της Μικτής Επιτροπής και τη συνεπακόλουθη διάλυσή της, η βουλγαρική κυβέρνηση θα έκανε μια  ειδική συμφωνία με την ΚτΕ με στόχο να συνεχιστεί η προστασία της ελληνικής μειονότητας και στη  συνέχεια.25  Η  Ελλάδα  συγκατετέθη  με  ενθουσιασμό  στο  Πρωτόκολλο  και  ανέλαβε  και  αυτή  από  τη  μεριά  της  ανάλογες  υποχρεώσεις  προστασίας  της  βουλγαρικής  μειονότητας  στην  Ελλάδα.  Μετά  τις  έντονες  γιουγκοσλαβικές  αντιδράσεις  όμως  κατάλαβε  ότι  το  μόνο  σίγουρο  αποτέλεσμα  του  Πρωτοκόλλου  Digitized by 10uk1s 

ήταν η αναγνώριση όλων των Σλαβόφωνων της Ελλάδας ως βουλγαρικής μειονότητας. Έτσι από τις  αρχές του 1925 οι ελληνικές αρχές άρχισαν να αναζητούν μέθοδο ακύρωσής του. Η κατάσταση αυτή  είχε σοβαρές επιπτώσεις στην ελληνική μειονότητα της Βουλγαρίας. Σύμφωνα με αναφορά ελλήνων  κατοίκων  του  Καβακλή,  η  αναγγελία  της  υπογραφής  του  Πρωτοκόλλου  έδωσε  ελπίδες  στους  Έλληνες  —  ακόμα  και  σε  αυτούς  που  είχαν  ήδη  φύλλα  πορείας  για  την  ανταλλαγή  —  να  παραμείνουν  τουλάχιστον  μέχρι  την  ικανοποιητική  εκκαθάριση  των  περιουσιών  τους.  Δυστυχώς  όμως  οι  ελπίδες  αυτές  διαψεύσθηκαν  πολύ  γρήγορα.  Οι  βουλγαρικές  αρχές  στράφηκαν  με  περισσότερο  μένος  εναντίον  τους  μόλις  έγινε  γνωστή  η  ελληνική  υπαναχώρηση.  Πρόσφυγες  Βούλγαροι  άρχισαν  να  κυκλοφορούν  οπλισμένοι  και  να  πυροβολούν  ανεξέλεγκτα  εναντίον  τους.  Κάθε είδους κερδοσκόποι τους προκαλούσαν με τη βοήθεια των τοπικών αρχών να εγκαταλείψουν  τις περιουσίες τους έναντι ευτελών τιμών. Το Υποπροξενείο Πύργου στις 28.8.1925 κατήγγειλε ότι οι  αστυνομικές  αρχές  της  πόλης  κάλεσε  όλους  τους  ομογενείς  επαγγελματίες  και  τους  διέταξε  να  σταματήσουν  να  μιλούν  ελληνικά  δημόσια.  Στη  Στενήμαχο  οι  έλληνες  εργάτες  απολύθηκαν  και  αντικαταστάθηκαν από Βούλγαρους. Οι κάτοικοι της Αγχιάλου υποχρεώθηκαν να πληρώσουν φόρο  για κτήματα που ήταν κατειλημμένα από βούλγαρους πρόσφυγες. Τα κομιτάτα αποφάσισαν να μην  επιτρέψουν  στους  Έλληνες  να  μαζέψουν  τη  σοδειά  τους  και  να  εκποιήσουν  ομαλά  τις  περιουσίες  τους.  Κυκλοφορούσε  δε  ευρέως  η  κάτωθι  προκήρυξη:  «Αγοράζετε  μόνο  από  Βουλγάρους.  Περιφρονείτε  τα  καταστήματα  των  αλλοεθνών.  Αίσχος  και  προδοσία  να  δίνετε  χρήματα  στους  ξένους  όταν  ο  αδερφός  σας  πεινάει.  Απαγορεύστε  στους  αλλοεθνείς  να  μιλούν  ξένη  γλώσσα.  Σε  ολόκληρη τη Βουλγαρία πρέπει να αντηχεί μόνο η ωραία μας γλώσσα».26  Όλα  αυτά  δε  ενορχηστρώθηκαν  με  τέτοιο  τρόπο  ώστε  η  επίσημη  Βουλγαρία  να  μπορεί  να  αποφεύγει  τις  ευθύνες.  Είναι  ενδεικτικό  ότι  η  βουλγαρική  κυβέρνηση  ανακάλεσε  τα  όργανα  ασφαλείας  από  τα  ελληνικά  κέντρα  και  επέτρεψε  στους  ντόπιους  να  τηρούν  την  τάξη  με  περιπόλους,  οπλίζοντας  ταυτόχρονα  με  μάουζερ  τους  Βούλγαρους  πρόσφυγες  εξ  Ελλάδος,  τους  εγκατεστημένους ήδη στα ελληνικά σπίτια. Έτσι μπορούσαν να αποδίδουν όλες τις βιαιοπραγίες σε  αυτούς και να προφασίζονται ότι τις αγνοούν οι ίδιοι.27  Βεβαίως η ΚτΕ ενημερωνόταν σχετικά από  τα  ουδέτερα  μέλη  της  Μικτής  Επιτροπής,  αλλά  ήταν  σε  σχετική  αμηχανία  μετά  την  υπαναχώρηση  της  Ελλάδας  από  τις  υποχρεώσεις  του  Πρωτοκόλλου,  για  την  οποία  και  η  ΚτΕ  αισθανόταν  προσβεβλημένη τρόπον τινά.28  Το  ελληνοβουλγαρικό  συνοριακό  επεισόδιο  του  1925  επιβάρυνε  τις  σχέσεις  των  δύο  χωρών  και  χειροτέρευσε ακόμα περισσότερο την κατάσταση των Ελλήνων της Βουλγαρίας. Τότε έγιναν κάποιες  σκέψεις  από  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  να  απειλήσουν  τη  Βουλγαρία  με  διακοπή  των,  αρκετά  σημαντικών  για  τη  βουλγαρική  οικονομία,  ελληνικών  εισαγωγών  σε  περίπτωση  συνέχισης  του  συστηματικού  διωγμού  της  μειονότητας. 29   Οι  βουλγαρικές  αρχές  από  τη  μεριά  τους  χρησιμοποιούσαν  επίσης  την  ύπαρξη  ελληνικών  μειονοτήτων  για  να  εκβιάσουν  υπογραφή  εμπορικής  σύμβασης  με  τη  ρήτρα  του  μάλλον  ευνοουμένου  κράτους.  Ο  Μίγκωφ  τόνισε  κατ'  επανάληψιν  στον  επιτετραμμένο της Ελλάδας στη Σόφια ότι, αν  δεν υπάρξει  εμπορική συμφωνία,  αν  δεν  παραχωρηθεί  έξοδος  στο  Αιγαίο  και  προξενείο  στη  Θεσσαλονίκη,  η  Βουλγαρία  νομιμοποιείται να πάρει και αυστηρότερα μέτρα κατά των εκεί Ελλήνων.30  Το  χειρότερο  ήταν  ότι,  λόγω  του  πνιγηρού  εναγκαλισμού  κυβέρνησης  και  κομιτάτων,  ούτε  οι  καλύτερες  διακρατικές  σχέσεις  βοηθούσαν  τους  Έλληνες  της  Βουλγαρίας.  Είναι  ενδεικτικό  το  γεγονός  ότι  το  1927,  που  παρατηρήθηκε  μια  κάποια  βελτίωση  στις  ελληνοβουλγαρικές  σχέσεις,  δολοφονήθηκε  στη  Στενήμαχο  ο  Θεόδωρος  Τσιάφκας  από  μέλη  θρακικού  κομιτάτου,  ενώ  κυκλοφορούσαν  φήμες  ότι  θα  δολοφονηθούν  άλλοι  τρεις.  Ήταν  η  9η  δολοφονία  Έλληνα  στη  Στενήμαχο  χωρίς  ποτέ  να  συλληφθεί  κανένας  ένοχος  ούτε  να  ενοχληθούν  τα  κομιτάτα  από  τις  επίσημες  βουλγαρικές  αρχές.  Στο  διάβημα  της  ελληνικής  πρεσβείας  στη  Σόφια  ο  βούλγαρος  υπουργός  Εξωτερικών  διεβεβαίωσε  ότι  επιθυμούσε  ολόψυχα  αποκατάσταση  αγαθών  σχέσεων,  απέδωσε  τις  τρομοκρατικές  ενέργειες  στους  κομιτατζήδες  και  υποσχέθηκε  ότι  θα  τιμωρήσει  τους  Digitized by 10uk1s 

ενόχους  γιατί  «είναι  ζήτημα  αξιοπρεπείας  καθόσον  άλλως  θα  θεωρηθή  ανίσχυρος  να  επιβάλη  εσωτερικήν ασφάλειαν».31  Οι  δηλώσεις  των  βουλγάρων  επισήμων  όμως  δεν  είχαν  μεγάλη  αξία,  δεδομένης  της  παραλυτικής  εξάρτησής  τους  από  τα  κομιτάτα.  Πολύ  χαρακτηριστικά  ο  έλληνας  πρόξενος  στη  Φιλιππούπολη  ενημέρωσε  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  ότι  ενώπιον  του  ο  νομάρχης  Φιλιππουπόλεως  διέταξε  τον  στρατιωτικό διοικητή Στενημάχου να ενισχύσει τις αστυνομικές δυνάμεις της πόλης και να εντείνει  τις  έρευνες  σχετικά  με  τη  δολοφονία  του  Τσιάφκα.  Ο  διοικητής  του  απάντησε  ότι  αυτό  ήταν  αδύνατον  γιατί  οι  άντρες  του  έπασχαν  από  γρίπη!32  Είναι  φανερό,  κατέληγε  ο  πρόξενος,  ότι  το  έγκλημα είχε σκοπό να τρομοκρατήσει τους Έλληνες που είχαν δηλώσει επιθυμία ανταλλαγής, γιατί  κάποιοι  απ'  αυτούς  ενθαρρημένοι  από  τη  βελτίωση  του  κλίματος  έτειναν  να  αποσύρουν  τις  δηλώσεις  τους.  Τα  κομιτάτα  δεν  θα  άφηναν  επ'  ουδενί  λόγω  τις  ελληνοβουλγαρικές  σχέσεις  να  αναθερμανθούν  γιατί  αυτό  θα  στρεφόταν  μοιραία  εναντίον  τους.  Υπήρχαν  ήδη  κάποια  δημοσιεύματα  που  τους  είχαν  ανησυχήσει,  όπως  το  άρθρο  της  ημιεπίσημης  εφημερίδας  Ντεμοκρατίτσεσκι  Σγκόβορ  που  σχολίαζε  ως  εξής  το  έγκλημα  της  Στενημάχου:  «Εξεφράσαμεν  την  βαθυτάτην λύπην μας και την αγανάκτησίν μας διά το έγκλημα της Στενημάχου, αλλά δεν πρέπει να  λησμονώμεν  ότι η φιλοξενία, την οποίαν οι δράσται  παρομοίων  εγκλημάτων  ευρίσκουν  εκτός των  συνόρων μας, ενθαρρύνει συστηματικώς εκείνους, οι οποίοι επιζητούν να δημιουργήσουν δι' αυτών  δυσχερείας  εις  την  βουλγαρικήν  κυβέρνησιν  και  ψυχρότητα  εις  τας  σχέσεις  της  μετά  των  άλλων  βαλκανικών κρατών».33  Πέραν των επιθέσεων κατά του ελληνικού πληθυσμού, τα κομιτάτα έβαλαν στόχο και τις προξενικές  αρχές  της  Ελλάδας.  Το  Φεβρουάριο  του  1927  ο  κλητήρας  του  προξενείου  Φιλιππουπόλεως  κακοποιήθηκε  από  τρεις  βούλγαρους  αξιωματικούς  κι  έναν  πολίτη  γιατί  μιλούσε  ελληνικά  δημοσίως.  Ο στόχος τους ήταν  να κάνουν τους  Έλληνες να  νιώσουν ακόμα πιο απροστάτευτοι.  Το  Υπουργείο  Εξωτερικών,  μετά  τη  συσσώρευση  τόσων  τρομοκρατικών  ενεργειών,  ζήτησε  από  την  πρεσβεία Σόφιας να καταρτίσει μια πλήρη κατάσταση των διώξεων της ελληνικής μειονότητας εκεί  για να τη χρησιμοποιήσει όπου δει. Ο πρέσβης συνέταξε μεν τον κατάλογο αλλά προειδοποίησε το  Υπουργείο  να  κάνει  λελογισμένη  χρήση  γιατί  πολλοί  από  τους  κακοποιηθέντες  Έλληνες  έμεναν  ακόμα στη Βουλγαρία και, αν γινόταν  γνωστό ότι κατήγγειλαν τα παθήματά  τους, ήταν πιθανό να  ξαναπέσουν θύματα κακοποίησης.34  Τελικά,  μετά  το  πέρας  των  διαδικασιών  αυτής  της  καθόλου  εκούσιας  μετανάστευσης,  46.000  Έλληνες  είχαν  φύγει  από  τη  Βουλγαρία,  δηλαδή  σχεδόν  όλοι  όσοι  είχαν  απομείνει  μετά  τους  διαδοχικούς  ανθελληνικούς  διωγμούς. 35   Σύμφωνα  με  τις  διατάξεις  του  άρθρου  6  και  7  της  Συμβάσεως  του  Νεϊγύ,  οι  περιουσίες  που  ανήκαν  στις  θρηκευτικές  κοινότητες,  εκκλησίες,  μοναστήρια,  σχολεία,  νοσοκομεία  κ.λπ.  ευαγή  ιδρύματα,  υπέκειντο  σε  εκκαθάριση  όπως  και  οι  περιουσίες  των  φυσικών  προσώπων.  Η  Βουλγαρία  διατύπωσε  σοβαρές  αντιρρήσεις  ως  προς  τις  κοινοτικές περιουσίες, υποστηρίζοντας και ενώπιον του Δικαστηρίου της Χάγης ότι  «αι περιουσίαι  των  πρώην  εν  Βουλγαρία  ελληνικών  κοινοτήτων  έχουσι  δημιουργηθή  τη  αρωγή  και  συμμετοχή  ολόκληρου  του  χριστιανικού  ορθοδόξου  πληθυσμού  αδιακρίτως,  συνεπώς  και  του  βουλγαρικού  μέχρι  το  1870,  ότι  οι  Κοινότητες,  ως  νομικά  πρόσωπα,  δεν  δύνανται  κατά  την  Σύμβασιν  να  συμπεριληφθώσι  μεταξύ  των  μεταναστών  και  να  απολαύσωσι  των  προβλεπομένων  διά  τους  τελευταίους  δικαιωμάτων  και  προνομίων».36  Τελικά  όμως  αναγκάστηκε  να  δεχτεί  τις  ελληνικές  θέσεις και να εκκαθαρίσει τις κοινοτικές περιουσίες μαζί με τις περιουσίες των φυσικών προσώπων.  Από  την  εκκαθάριση  αυτή  προέκυψε  πιστωτικό  υπόλοιπο  υπέρ  της  Ελλάδας  80.861.500  δρχ.  που  εισέπραξε το ελληνικό δημόσιο για λογαριασμό των πρώην ελληνικών κοινοτήτων στη Βουλγαρία.37  Ο  ακριβής  αριθμός  των  Ελλήνων  που  έμειναν  στη  Βουλγαρία  μετά  τη  λήξη  της  ανταλλαγής  παραμένει  αδιευκρίνιστος.  Φαίνεται  πάντως  ότι  δεν  υπερέβαινε  τους  10.000. 38   Όπως  προαναφέρθηκε,  εκτός  από  το  ελληνικό  σχολείο  της  Σόφιας,  που  συντηρούνταν  με  κρατική  Digitized by 10uk1s 

επιχορήγηση από την  ελληνική πρεσβεία θεωρούμενο  ως παράρτημά της, δεν λειτουργούσε άλλο  ελληνικό σχολείο στη Βουλγαρία.39  Το ίδιο ίσχυε και για την εκκλησία της ελληνικής πρεσβείας.  Σύμφωνα  με  τις  προξενικές  αναφορές  της  εποχής  «εν  Φιλιππουπόλει  και  Στενημάχω,  κέντροις  άλλοτε κατ' εξοχήν ελληνικοίς, δεν παραμένουσιν ειμή ευάριθμοι οικογένειαι Ελλήνων πολιτών μη  δυναμένων να εκποιήσωσι τα ακίνητά των και εκκαθαρίσωσιν τας εμπορικάς αυτών συναλλαγάς και  ελάχιστοι Έλληνες βουλγαρικής υπηκοότητος μη δηλώσαντες μετανάστευσιν αλλ' αναγκαζόμενοι να  εκδηλώσι  εν  τω  φανερώ  βουλγαρικά  φρονήματα  και  να  λαλώσι  κατ'  οίκον  βουλγαριστί  παρά  την  επιβληθείσαν  υπό  της  συνθήκης  του  Νεϊγύ  εν  άρθρω  53  ελευθερίαν  υπό  παντός  βουλγάρου  υπηκόου  χρήσιν  οιασδήποτε  γλώσσης.  [...]  Αι  διατάξεις  της  συνθήκης  του  Νεϊγύ  περί  προστασίας  των μειονοτήτων αποτελούσιν αυτόχρημα φενάκην διά τον ελληνισμόν της Βουλγαρίας, καθόσον ου  μόνον  μηδεμία  θρησκευτική  και  σχολική  ελευθερία  παρεχωρήθη  εις  τους  εναπομείναντας  εν  Βουλγαρία Έλληνας την εθνικότητα και Βούλγαρους υπηκόους, αλλά απαγορεύεται αυτοίς διά του  τρόμου των απειλών και ξυλοκοπημάτων εν μέσαις οδοίς η χρήσις της ελληνικής γλώσσης. [...] Ουχί  μόνο  επιβάλλουσι  [στους  εμπόρους]  επαχθεστάτους  εις  αυτούς  φόρους  επί  του  εισοδήματος  και  των  εργασιών  εντελώς  δυσαναλόγους  και  τους  οποίους  μάτην  προσπαθούσι  διά  της  προσφυγής  ενώπιον  των  διοικητικών  και  οικονομικών  αρχών  να  ελαττώσωσι,  αλλά  και  υφίστανται  συχνότατα  τας επελάσεις των οργάνων των οικονομικών υπηρεσιών προς εξέλεγξιν των βιβλίων των και προς  εξακρίβωσιν  εάν  δεν  παρενέβησαν  τον  νόμον  περί  συναλλάγματος.  Η  ελαχίστη  δι'  αυτούς  παρατυπία επισύρει την επιβολήν βαρυτάτων προστίμων. [...] Τελευταίο συναγόμενο συμπέρασμα  κατά  την  ταπεινή  μου  γνώμη  είναι  ότι  το  κράτος  ημών  δέον  να  αποβάλη  πάσαν  ελπίδα  περί  διασώσεως  εκ  των  ερειπίων  του  εν  Βουλγαρία  ελληνισμού  των  λειψάνων  του,  καθόσον  οι  εναπομείναντες νυν εν τη περιφερεία μου ιθαγενείς, πλην ευαρίθμων, άλλοι μεν βουλγαρίζουσι διά  λόγους  ανάγκης  και  συμφέροντος,40  άλλοι  δε  διστάζουσιν  την  μητρικήν  των  γλώσσαν  να  λαλώσι  τρομοκρατηθέντες και προσποιούνται τον Βούλγαρο, άλλοι δε αναφανδόν διακηρύττουσι ότι είναι  Βούλγαροι, μεταβαλόντες τα ονόματά των εις ‐ωφ και ‐εφ, δηλούνται ως Βούλγαροι την εθνικότητα  και εν τη Αστυνομία και εν τη Δημαρχία και εν τοις δελτίοις της στατιστικής».41  Στην Οδησσό, ή Βάρνα, τα πράγματα δεν ήταν πιο ενθαρρυντικά. Κατά τις προξενικές αναφορές, «εκ  των  12.000  οίτινες  ευρίσκοντο  εν  τη  πόλει  Βάρνης  είναι  ζήτημα  αν  υπάρχωσι  5.000  [το  1928]  και  ούτοι μη τολμώντες να είπωσι ότι είναι Έλληνες. Παρ' όλην δε την τοιαύτην τακτικήν ην μετήλθον οι  Βούλγαροι εναντίον του ελληνικού στοιχείου, αν προβάλη τις εις αυτούς σήμερον το ζήτημα της εν  Βάρνη ελληνικής μειονότητος, ούτοι θα απαντήσωσιν ότι δεν υπάρχουσιν Έλληνες εν Βάρνη. Όσοι  ήσαν Έλληνες, θα είπωσιν οι Βούλγαροι, ανεχώρησαν εις την Ελλάδα, οι δε ολίγοι υπάρχοντες και  οίτινες  άλλοτε  ήσαν  μέλη  της  ελληνικής  κοινότητος  Βάρνης,  δεν  είναι  Έλληνες  αλλά  Γκαγκαούζοι,  τουτέστιν εντόπιοι ορθόδοξοι. Αποκαλούν τουτέστιν επιτηδείως Γκαγκαούζους πάντας τους Έλληνας  Βάρνης  ενώ,  ως  προεξετέθη,  οι  Γκαγκαούζοι  δεν  απετέλουν  ή  το  ήμισυ  περίπου  του  ελληνικού  πληθυσμού,  ήσαν  δε  και  τούτοι  Έλληνες  επί  αιώνας  συζήσαντες  μετά  των  λοιπών  Ελλήνων  επί  Τουρκοκρατίας και κατόπιν υπό την βουλγαρικήν ενταύθα κυριαρχίαν, αγωνισθέντες μάλιστα κατά  των Βουλγάρων».42  Το ελληνικό εμπόριο στη Βάρνα, κατά τις προξενικές εκθέσεις δέχτηκε επίσης μεγάλο πλήγμα: «οι  εναπομείναντες εν τη πόλει αυτή και εν Ραχτσουκίω κυριώτεροι ελληνικοί εμπορικοί οίκοι, οίτινες  ηδυνήθησαν να αντιτάξωσιν ερρωμένην άμυναν κατά τε της φοβεράς μεταπολεμικής κρίσεως, ήτις  πλήττει  εν  γένει  το  εμπόριον  απάσης  της  Βουλγαρίας  και  κατά  των  διαφόρων  πιεστικών  μέτρων  κατά  του  ελληνικού  στοιχείου»  ήταν  δεκατρείς  στη  Βάρνα  και  δύο  στη  γειτονική  παραδουνάβια  πόλη Ραχτσούκι.43  Οι  ελληνικές  αρχές  δεν  αντέδρασαν  θεαματικά  στον  βίαιο  εκβουλγαρισμό  των  εναπομεινάντων  Ελλήνων  —  μάλλον  εντός  του  ίδιου  αμυντικού  πλαισίου  με  το  οποίο  χειρίστηκαν  συνολικά  τα  προβλήματα  των  μειονοτήτων.  Είναι  χαρακτηριστικό  το  γεγονός  ότι  ελληνική  φωνή  διαμαρτυρίας  Digitized by 10uk1s 

κατά  των  βουλγαρικών  μειονοτικών  παραβιάσεων  σπανιότατα  έφτανε  στην  ΚτΕ.  Και  όταν  έφτανε  ήταν  αγανακτισμένη  αντίδραση  λόγω  της  πληθώρας  των  βουλγαρικών  καταγγελιών.  Όταν,  λόγου  χάριν,  η  Βουλγαρία  πίεζε  να  ρευστοποιηθεί  η  περιουσία  6.000  Βουλγάρων  που  έφυγαν  από  την  Ελλάδα  χωρίς  να  υποβάλουν  στον  νόμιμο  χρόνο  αίτηση  ανταλλαγής,  η  ελληνική  κυβέρνηση  αντιπαρέθεσε  πιεστικά  την  απαίτησή  της  να  αποζημιωθεί  για  τις  καταστροφές  που  υπέστη  η  ελληνική κοινότητα Αγχιάλου το 1906. Για την περίθαλψη και αποκατάσταση των τότε διωχθέντων  Ελλήνων δαπανήθηκαν 21.383.000 δρχ. — ποσόν που αντιστοιχούσε  σε  320 εκατομμύρια το 1931  που συζητιόταν ξανά η υπόθεση.  Ο  υπουργός  Εξωτερικών  Μπούρωφ  δήλωσε  τότε  ότι  τα  εκκρεμή  ζητήματα  που  επικαλέστηκε  η  Ελλάδα  είχαν  παραγραφεί.  Μετά  τα  γεγονότα  του  1906  είχαν  μεσολαβήσει  δύο  συνθήκες  (Βουκουρεστίου και Νεϊγύ) χωρίς κανείς να αναφερθεί σε αυτά. Η άποψη αυτή προκάλεσε την οργή  των  κατοίκων  της  Αγχιάλου  που  ζητούσαν  επίμονα  από  την  ελληνική  κυβέρνηση  να  μην  ενδώσει,  αλλά αντιθέτως να συμπεριλάβει στις απαιτήσεις της και αποζημιώσεις για τις βλάβες των Ελλήνων  βουλγαρικής υπηκοότητας, για τους οποίους καθόλου δεν συζητούσε η Βουλγαρία, ισχυριζόμενη ότι  ήταν δική της εσωτερική υπόθεση. Υποστήριζαν δε ότι η διαφορά δεν ήταν παραγεγραμμένη γιατί οι  επιζήσαντες  των  διωγμών  είχαν  κάνει  αγωγή  κατά  του  βουλγαρικού  κράτους  ενώπιον  του  Μικτού  Ελληνοβουλγαρικού  Δικαστηρίου  στο  Παρίσι.  Το  δικαστήριο  αυτό,  και  εξαιτίας  της  μάλλον  αδιάφορης  στάσης  που  κράτησε  η  Ελλάδα,  κηρύχτηκε  αναρμόδιο  και  έκτοτε  η  υπόθεση  εκκρεμούσε.44  Άλλωστε  ο  Καλφώφ  είχε  δηλώσει  το  1924  ότι  «εδέχετο  τον  προσδιορισμόν  και  την  καταβολήν  ενός  συνολικού  ποσού  δι'  αποζημίωσιν  των  εκ  των  εν  λόγω  διωγμών  ζημιωθέντων  Ελλήνων  υπηκόων,  υπό  τον  όρον  ευρέσεως  διατυπώσεως,  μη  θιγούσης  την  αξιοπρέπειαν  της  Βουλγαρίας».45  Άρα δεν μπορούσε η Βουλγαρία να ισχυρίζεται ότι η αξίωση έχει παραγραφεί με το  αιτιολογικό  ότι  δεν  έγινε  μνεία  περί  αυτής  από  δεκαπενταετίας.  Τελικά,  μετά  από  βρετανική  μεσολάβηση,  η  πρόταση  της  Βουλγαρίας  ήταν  να  λυθούν  συνολικά  οι  οικονομικές  εκκρεμότητες  Ελλάδας  και  Βουλγαρίας  με  την  ανάθεση  στα  ουδέτερα  μέλη  της  Μικτής  Επιτροπής  και  σε  ένα  νομομαθή του καθορισμού ενός συνολικού ποσού.46  Σε  αντίθεση  με  την  ελληνική  πρακτική,  η  Βουλγαρία  χρησιμοποιούσε  και  τους  Σλαβόφωνους  της  Ελλάδας  και  τους  Έλληνες  της  Βουλγαρίας  ως  μοχλό  πιέσεως  εναντίον  της  Ελλάδας.  Πολύ  χαρακτηριστικά είναι τα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στον βουλγαρικό τύπο το Δεκέμβριο του 1930,  όταν η Ελλάδα κατήγγειλε την προσωρινή ελληνοβουλγαρική εμπορική σύμβαση λόγω της ύψωσης  του  συντελεστή  υπολογισμού  των  δασμών  που  επέβαλε  η  Βουλγαρία  σε  όλες  τις  εισαγωγές.  Μία  από  τις  πιο  έγκυρες  εμπορικές  εφημερίδες  της  Σόφιας,  η  Φωνή  του  Εμπορίου,  υπέδειξε  στις  11.12.30 στην κυβέρνηση να λάβει σκληρά μέτρα εναντίον της ελληνικής μειονότητας — μέχρι και  απέλαση  πρότεινε.  Κατ'  αυτόν  τον  τρόπο  υπήρχε  πάντα  πίεση  εναντίον  της  μειονότητας,  η  οποία  συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να θυσιάσει τον ελληνικό της χαρακτήρα για να επιβιώσει.  Μετά  το  τέλος  του  Β'  Παγκοσμίου  πολέμου  σημαντικός  αριθμός  πολιτικών  προσφύγων  από  την  Ελλάδα κατέφυγε μετά την ήττα της  Αριστεράς  στη Βουλγαρία. Μαζί με τους Έλληνες  που ζούσαν  εκεί από παλιά, εγκαταστάθηκαν κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα (Σόφια, Φιλιππούπολη, Βάρνα)  αλλά και στις περιοχές του Καζανλάκ και του Πύργου.47 

Digitized by 10uk1s 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ  Από  τη  διερεύνηση  των  μειονοτικών  προβλημάτων  της  Ελλάδας  κατά  τη  διάρκεια  του  Μεσοπολέμου,  όπως  διαμορφώθηκαν  υπό  το  νέο  σύστημα  διεθνούς  προστασίας  που  εισήγαγε  η  ΚτΕ, εξάγονται τα εξής συμπεράσματα. Πρώτον και ουσιαστικότερον ότι καταστρατηγήθηκε από όλα  τα  ενδιαφερόμενα  μέρη  η  ουσία  του  νέου  συστήματος  που  ήταν  η  απεξάρτηση  των  εθνικών  μειονοτήτων  από  τα  συγγενικά  τους  κράτη.  Είδαμε  ότι  τα  συγγενικά  κράτη  εξακολούθησαν  να  καλλιεργούν με νόμιμα και παράνομα μέσα, συχνά στο περιθώριο του συστήματος, τις σχέσεις τους  με τους ομοεθνείς τους. Αυτό ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό για τα αναθεωρητικά κράτη, που είχαν  αποφασίσει  να  χρησιμοποιήσουν  εξαντλητικά  τις  δυνατότητες  ανατροπής  του  status  quo  των  Βερσαλλιών  διαμέσου  της  μειονοτικής  δυσαρέσκειας.  Έτσι  η  Αλβανία  λ.χ.  έφτασε  το  1928  να  επικαλεστεί  το  άρθρο  11  της  Σύμβασης  της  ΚτΕ  εναντίον  της  Ελλάδας,  δηλαδή  να  ισχυριστεί  ότι  απειλείται  η  ειρήνη  στην  περιοχή  εξαιτίας  των  καταπιεστικών  μεθόδων  που  χρησιμοποιούσε  η  Ελλάδα  εναντίον  των  Τσάμηδων.  Όταν  η  ΚτΕ  απέρριψε  την  καταγγελία  της  ως  καταχρηστική,  η  Αλβανία  κατέφυγε  σε  πιο  «αθέατα»  μέσα:  εκμεταλλεύτηκε  κάθε  αιτία  δυσφορίας  της  συγγενικής  μειονοτικής  ομάδας  απέναντι  στην  ελληνική  διοίκηση  και  καλλιέργησε  την  ιδέα  ότι  αυτή  ήταν  η  μητέρα και προστάτιδά τους. Στο βαθμό που αυτό συνοδεύτηκε με ασυνεπείς και ασυνεχείς πράξεις  της  ελληνικής  διοίκησης,  οδήγησε  με  μαθηματική  ακρίβεια  στην  αποξένωση  των  μειονοτικών  ομάδων από τον εθνικό κορμό.  Η Ελλάδα διατήρησε επίσης ζωντανούς τους δεσμούς της με τους ομογενείς που ζούσαν εκτός των  συνόρων  της.  Σπανίως  όμως  και  μόνο  για  αμυντικούς  λόγους  ανακινούσε  μειονοτικά  ζητήματα  ενώπιον  των  οργάνων  της  ΚτΕ.  Γι'  αυτό  και  είδαμε  τις  ελληνικές  μειονότητες  να  προσφεύγουν  οι  ίδιες  σπανιότατα  στα  διεθνή  όργανα  και  μόνο  όταν  δεν  είχαν  άλλη  επιλογή.  Συνειδητοποιούσαν  προφανώς ότι, όσο πρόθυμη κι αν ήταν η διεθνής κοινότητα να τους προστατεύσει, υπήρχε πάντα  καταλυτικός  ο φόβος των αντιποίνων  μετά τη δημοσιοποίηση των παραπόνων τους. Οι  λόγοι που  οδήγησαν την  Ελλάδα να  κρατήσει αυτό το χαμηλό  προφίλ σχετικά με τα μειονοτικά προβλήματα  ήταν  πολλοί.  Κατά  πρώτον  ανήκε  στην  ομάδα  των  κρατών  που  επιθυμούσαν  τη  διατήρηση  του  εδαφικού status quo των Βερσαλλιών, άρα δεν υπήρχε λόγος να χρησιμοποιήσει τις μειονότητες ως  αποσταθεροποιητικό  παράγοντα.  Δεύτερον  ανήκε  στις  χώρες,  στις  οποίες  είχαν  επιβληθεί  μονομερώς  μειονοτικές  συνθήκες.  Η  Ελλάδα,  όπως  και  οι  υπόλοιπες  χώρες  που  δεσμεύτηκαν,  έβλεπαν τις συνθήκες αυτές ως υποτιμητικό βάρος και προϊόν διακρίσεων. Θεωρούσαν ότι άνοιγαν  την πόρτα σε ξένους δακτύλους και υπονόμευαν την κρατική κυριαρχία τους. Έτσι πίστευαν ότι κάθε  ανακίνηση μειονοτικού προβλήματος θα απέβαινε τελικά εις βάρος τους αφού θα προσέδιδε κύρος  στο  σύστημα.  Είναι  πολύ  χαρακτηριστική  η  περίπτωση  της  Γιουγκοσλαβίας  που  απειλούσε  θεούς  και δαίμονες κάθε φορά που έφτανε στην ΚτΕ μειονοτικό πρόβλημα που την αφορούσε έμμεσα ή  άμεσα. Υπενθυμίζω ότι αυτό δεν ίσχυε για τις αναθεωρητικές χώρες, οι οποίες είχαν, όπως είπαμε,  κάθε λόγο να χρησιμοποιήσουν το σύστημα μειονοτικής προστασίας ως όργανο ανατροπής.  Τέλος,  οι  περισσότερες  ελληνικές  κυβερνήσεις  του  Μεσοπολέμου  πίστευαν  ότι  οι  μειονοτικές  συνθήκες  δεν  μπορούσαν  αντικειμενικά  να  εξασφαλίσουν  ένα  ανεκτό  επίπεδο  διαβίωσης  και  προστασίας  των  εκτός  συνόρων  Ελλήνων.  Είχαν  την  πεποίθηση  ότι  η  καλύτερη  προστασία  ήταν  η  καλλιέργεια  καλών  σχέσεων  με  τη  χώρα  που  φιλοξενούσε  τους  ομογενείς.  Ο  Βενιζέλος  το  διατύπωσε  expressis  verbis:  «Διά  την  υπεράσπισιν  των  μειονοψηφιών  εν  Τουρκία  δεν  στηρίζομαι  ούτε  κατά  διάνοιαν  εις  τας  μειονοτικάς  συνθήκας.  Η  τύχη  τους  εξαρτάται  από  την  ανάπτυξιν  φιλικών  σχέσεων  μεταξύ  των  δύο  κρατών».  Δυστυχώς  όμως  αυτή  η  λογική  θεωρία  δεν  επαληθεύτηκε στην περίπτωση της Τουρκίας, η οποία συνέχισε και μετά τη θεαματική βελτίωση των  ελληνοτουρκικών  σχέσεων,  να  υπονομεύει  με  κάθε  τρόπο  την  ελληνική  μειονότητα  στην  Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και την Τένεδο με τελικό στόχο την εξάλειψή της. Ο λόγος είναι ότι  το  νέο  εθνικό  τουρκικό  κράτος  είχε  από  τότε  μια  σαφή  και  ενιαία  γραμμή  πλεύσης  ως  προς  τις  μειονότητές του και την προωθούσε, είτε υπήρχαν καλές ελληνοτουρκικές σχέσεις είτε όχι. Αντίθετα  Digitized by 10uk1s 

η συμπεριφορά των ελληνικών αρχών απέναντι στις μειονοτικές ομάδες ήταν κατευθείαν ανάλογη  των  σχέσεων  που  διαμόρφωνε  με  το  συγγενικό  τους  κράτος.  Πολύ  χαρακτηριστικά  μετά  το  1930  επέτρεψε  στην  Τουρκία  να  παρέμβει  καθοριστικά  στη  μουσουλμανική  μειονότητα  της  Θράκης  και  να την εκτουρκίσει συστηματικά.  Συνοψίζοντας μπορούμε να ταξινομήσουμε τους καθοριστικότερους παράγοντες που επηρέασαν τις  σχέσεις μειονότητας με το κράτος στο έδαφος του οποίου ζούσε αυτή ως εξής:  1.  Η  ένταξη  του  συγγενικού  κράτους  στο  μπλοκ  των  αναθεωρητικών  χωρών  ή  στην  ομάδα  των  επιθυμούντων  τη  διατήρηση  του  εδαφικού  καθεστώτος  των  συνθηκών.  Όλες  ανεξαιρέτως  οι  αναθεωρητικές  χώρες,  αρχίζοντας  από  τη  Γερμανία  και  τελειώνοντας  με  τη  Βουλγαρία,  όξυναν  συνειδητά τα μειονοτικά προβλήματα, χρησιμοποίησαν στο έπακρο όλη την αρνητική δημοσιότητα  που  τους  έδινε  το  σύστημα  διεθνούς  μειονοτικής  προστασίας  και  ενορχήστρωσαν  τη  ρήξη  των  δεσμών  των  μειονοτήτων  με  τα  κράτη  που  τις  φιλοξενούσαν.  Το  ίδιο  ισχύει,  από  μια  άλλη  οπτική  γωνία, και για τη Σοβιετική Ένωση, η οποία επίσης θεωρούσε εχθρικό το σύστημα των Βερσαλλιών.  Για  την  ΕΣΣΔ  η  δυσαρέσκεια  των  καταπιεσμένων  μειονοτικών  ήταν  το  λίπασμα  για  το  σπόρο  της  μελλοντικής επανάστασης στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη.  2. Ύπαρξη κοινών συνόρων. Τα κοινά σύνορα μεταφράζονται σε δυνατότητα μελλοντικής εδαφικής  διεκδίκησης με μοχλό τη μειονοτική δυσαρέσκεια. Αντίθετα η έλλειψη κοινής συνοριακής γραμμής  απομακρύνει αυτή την πιθανότητα και εξουδετερώνει τη δυνητική επικινδυνότητα της μειονότητας.  Η  περίπτωση  των  ρουμανιζόντων  Κουτσοβλάχων  είναι  πολύ  χαρακτηριστική.  Η  Ελλάδα  δεν  τους  θεωρούσε  Δούρειο  Ίππο  γιατί  η  Ρουμανία  ήταν  πολύ  μακριά  για  να  ελπίσει  σε  προσάρτηση  εδάφους — ακόμα και αν οι υπόλοιποι παράγοντες της το επέτρεπαν.  3. Η ποιότητα των διμερών σχέσεων του συγγενικού προς τη μειονότητα κράτους με το κράτος που  τη  φιλοξενούσε.  Πολύ  χαρακτηριστικά,  όταν  οι  ελληνοαλβανικές  σχέσεις  περνούσαν  κρίση  για  οικονομικούς λόγους, η Αλβανία ανακινούσε το ζήτημα των Τσάμηδων εκβιάζοντας την Ελλάδα να  υποκύψει υπό το φόβο της διεθνούς έκθεσης.  4. Η θέση της μειονότητας εντός του κράτους όπου διαβιούσε. Όταν οι ελληνικές αρχές, ιδίως κατά  την  τελευταία  βενιζελική  τετραετία,  φρόντισαν  να  διαμορφώσουν  ένα  ευνοϊκό  πλαίσιο  διαβίωσης  για τις μειονότητες, τους δημιούργησαν ένα αίσθημα ασφάλειας και εμπιστοσύνης που δυσχέρανε  σε μεγάλο βαθμό την εκμετάλλευση της μειονοτικής δυσαρέσκειας από ξένα κράτη. Ο μειονοτικός,  όπως  και  κάθε  άλλος  πολίτης,  επιθυμεί  πάνω  απ'  όλα  να  ζήσει  με  ησυχία  και  δικαιοσύνη.  Αν  εξασφαλίσει  αυτούς  τους  όρους  δεν  έχει  λόγους  να  δημιουργεί  ζητήματα  ούτε  να  πέφτει  εύκολο  θύμα  προπαγάνδας.  Όταν  όμως  δεν  υπάρχει  σαφώς  καθορισμένη  και  ενιαία  γραμμή  πλεύσης  απέναντι  στις  μειονότητες,  η  διαχείριση  αυτού  του  κατεξοχήν  ευαίσθητου  προβλήματος  εναπόκειται στα αδαή και πολλές φορές σπασμωδικά χέρια των τοπικών αρχών που δημιουργούν  από  υπερβάλλοντα  ζήλο,  όσο  και  άγνοια  των  επιπτώσεων,  άχρηστες  ρήξεις.  Όταν  το  αίσθημα  του  αδικημένου  ριζώσει,  έστω  και  από  μικροπράγματα,  σε  μια  μειονοτική  ομάδα,  η  αφομοίωσή  της  είναι πλέον δύσκολη. Η διακυβέρνηση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου απέδειξε άλλωστε ότι η  καταστολή ποτέ δεν συνιστά ικανοποιητική λύση.  5.Τελευταίος, αλλά όχι λιγότερο σπουδαίος, παράγοντας ήταν η ανάμιξη κάποιας Μεγάλης Δύναμης  ανάμεσα  σε  δύο  κράτη  με  μειονοτικές  διαφορές.  Όπως  βλέπουμε  και  από  τις  σύγχρονες  εξελίξεις  στα  Βαλκάνια,  τα  μειονοτικά  προβλήματα  καθιστούν  ευάλωτα  τα  κράτη  και  διευκολύνουν  τη  διείσδυση  του  ξένου  παράγοντα.  Πολύ  χαρακτηριστικά  κατά  τη  διάρκεια  του  Μεσοπολέμου  ο  Μουσολίνι  ενίσχυσε  όλα  τα  αυτονομιστικά  κινήματα  και  χρηματοδότησε  τις  αντίστοιχες  τρομοκρατικές οργανώσεις (τους Κροάτες της Ουστάσι, τους κομιτατζήδες της Βουλγαρίας κ.λπ.) με  στόχο να αποσταθεροποιήσει την ενότητα της Γιουγκοσλαβίας και να μονοπωλήσει τον έλεγχο των  Digitized by 10uk1s 

Βαλκανίων. Μετά την τεχνητή γαλήνη του διπολισμού σήμερα βλέπουμε τις Μεγάλες Δυνάμεις της  εποχής  μας  να  επιχειρούν  ξανά  να  κερδίσουν  τον  έλεγχο  της  περιοχής  εκμεταλλευόμενες  τις  μειονοτικές αντιθέσεις. Ίσως γι' αυτό στα διεθνή fora επανεμφανίζεται η ευαισθησία των μεγάλων  για  την  προστασία  των  «δικαιωμάτων  των  μειονοτήτων»  μετά  από  πενήντα  χρόνια  σχεδόν  εθνικιστικά ακίνδυνης προστασίας «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». 

Digitized by 10uk1s 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  Πρωτογενείς πηγές  Η  μελέτη  αυτή  βασίστηκε  κυρίως  στο  τεράστιο  αρχειακό  υλικό  της  Κοινωνίας  των  Εθνών  (στο  κείμενο  με  την  ένδειξη  LoN  papers),  που  φυλάσσεται  στη  βιβλιοθήκη  των  Ηνωμένων  Εθνών  στη  Γενεύη.  Ερευνήθηκαν  όλοι  οι  φάκελοι  που  αφορούν  τα  μειονοτικά  προβλήματα  της  Ελλάδας,  της  Τουρκίας,  της  Βουλγαρίας,  της  Ρουμανίας,  της  Γιουγκοσλαβίας  και  της  Αλβανίας.  Ερευνήθηκαν  επίσης  διεξοδικά  τα  αρχεία  του  ελληνικού  Υπουργείου  Εξωτερικών  (στο  κείμενο  με  την  ένδειξη  Ι.Α.Υ.Ε.) από το 1918 μέχρι το 1940. 

Δευτερογενείς πηγές  ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ ΒΙΒΛΙΑ  F. Ahmad, The making of modern Turkey, Routledge, London ‐ N. York, 1993.  A. Alexandrie, The Greek minority of Istanbul and the greek‐turkish relations, Centre for Asia Minor  Studies, Athens, 1992.  P. de Azcarate, League of Nations and national minorities, an experiment, Washington, 1945.  I. Banac, The national question in Yugoslavia: Origins, history, politics, Cornell University Press, 1984.  E.  Barker,  Macedonia,  Its  place  in  balkan  power  politics,  Royal  Institute  of  International  Affairs,  London, 1950.  J. Barros, The Corfu incident of 1923, Mussolini and the League of Nations, Princeton, 1965.  J.  Barros,  The  League  of  Nations  and  the  Great  Powers,  the  Greek‐Bulgarian  incident  1925,  Oxford  Clarenton Press, 1970.  M. Beloff, The foreign policy of Soviet Russia, Vol 1:1929‐1936, London, 1947.  E. Campus, The Little Entente and the Balkan Alliance, Biblioteca Historica Romaniae, 1978.  T. Capidan, Les Macedo‐roumains de la péninsule balkanique, Bucharest, 1937.  Ε. Capps, Greece, Albania and Northern Epirus, Argonaut, Chicago, 1963.  E.H. Carr, International relations between the two World Wars, 1919‐1939, London, 1952.  N.  Cassavetes,  The  question  of  Northern  Epirus  at  the  Peace  Conference,  Oxford  University  Press,  1919.  I. Claude, National minorities, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή στο πανεπιστήμιο του Harvard, 1946.  I. Claude, National minorities: An international problem, Harvard University Press, 1955. 

Digitized by 10uk1s 

C.A. Clausen, Dr Fridtj of Nansen's work as High Commissioner of the League of Nations, PhD, Illinois,  1932.  K. Clemens, The presidency ofWoodrow Wilson, Boston, 1987.  R.J. Crampton, A short history of modem Bulgaria, Cambridge University Press, 1987.  R.J. Crampton, Bulgaria 1878‐1918, a history, East European Monographs, Boulder, 1983.  A.  Djilas,  The  contested  country,  Yugoslav  unity  and  communist  revolution,  1919‐1953,  Harvard  University Press, 1991.  D. Djordjevic ed, The creation of Yugoslavia 1914‐1918, Clio Books, 1980.  A.  Dragnich,  The  first  Yugoslavia,  search  for  a  viable  political  system,  Hoover  Institution  Press,  Stanford University, 1983.  C. Eddy, Greece and the Greek refugees, London.  G. Egerton, Great Britain and the creation of the League of Nations, London Scolar Press, 1979.  F. Ermacora, The protection of minorities before the United Nations, Académie de Droit International,  Recueil des Cours, 1983, IV, τ. 182.  B.J. Fisher, King Zog and the struggle for stability in Albania, East European Monographs, Boulder, N.  York, 1984.  G.P. Genov, Bulgaria and the Treaty ofNeuilly, Sofia, 1935.  R.H.  Haigh,  D.S.  Morris,  A.R.  Peters,  Soviet  foreign  policy,  the  League  of  Nations  and  Europe,  1917‐1939.  N. Hammond, Epirus, Oxford, 1967.  T.  Harrington  Bagley,  General  principles  and  problems  in  the  international  protection  of  minorities,  Thèse no 77, Institut Universitaire des Hautes Études Internationales, Genève, 1950.  E.  House  ‐  C.  Seymour  eds,  What  really  happened  at  Paris,  the  story  of  the  Peace  Conference,  1918‐1919, N. York, 1921.  F. Israel ed, Major peace treaties of modem history 1648‐1967, N. York,  Chelsea House publ., 1967.  B. Jancovic, The Balkans in international relations, MacMillan Press, 1989.  O. Janofsky, Nationalities and national minorities, MacMillan Press, N. York, 1954.  O. Janofsky, The Jews and minority rights 1898‐1919, N. York, 1933.  R. Kerner ‐ H. Howard, The Balkan Conferences and the Balkan Entente 1930‐35, California, 1936. 

Digitized by 10uk1s 

E. Kofos, Nationalism and communism in Macedonia, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki, 1969.  S. Ladas, The exchange of minorities: Bulgaria, Greece and Turkey, N. York, 1932.  M. Levene, War, Jews and the new Europe, the diplomacy of Lucien Wolf 1914‐1919, Oxford, 1992.  A. Logoreci, The Albanians, Europe's forgotten survivors, London, 1977.  C.J. Lowe and F. Marzari, Italian foreign policy 1870‐1940, Routledge, 1975.  C.A. Macartney, National states and national minorities, Oxford University Press, 1934.  L. Maccas, La Question Greco‐albanaise, Paris, 1921.  L.P. Mair, The protection of minorities: The working and scope of the minorities’ treaties under the  League of Nations, London, 1928.  A.  Mandelstam,  La  protection  des  minorités,  Académie  de  Droit  International,  Recueil  des  Cours,  1923, τ. 1.  H. Manley, The permanent court of international justice, 1920‐1942, N. York, 1943.  G.  Mavrogordatos,  Stillborn  republic,  Social  coalitions  and  party  strategies  in  Greece,  1922‐1936,  University of California Press, 1983.  G. Murray, The League of Nations movement: Some recollections of the early days, London, 1955.  V.Th. Musi, Un deceniu de colonisare in Dobrogeo‐nova, 1925‐1935, Bucharest, 1935.  G. Mylonas, The balkan states, an introduction to their history, Public Affairs Press, Washington D.C.,  1947.  F.S.  Northledge,  The  League  of  Nations,  its  life  and  times  1920‐1946,  Holmes  and  Meier,  N.  York,  1986.  F.S. Northledge and A. Wells, Britain and soviet communism, the impact of a revolution, MacMillan  Press, London, 1982.  A. Otetea ed., The history of the Romanian people, Bucharest, 1970.  I. Panaiotov, Greeks and Bulgarians: A historical outline, Sofia, 1946.  B.P. Papadakis, Histoire diplomatique de la question Nord‐Epirote, 19127957,1958.  D. Pentzopoulos, The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece, Paris, 1968.  D.  Perry,  The  politics  of  terror,  the  Macedonian  liberation  movements  18931903,  Duke  University  Press, London, 1988.  M.P. Pipinelis, Europe and the Albanian Question, Greek Government Office of Information, N. York,  1946.  Digitized by 10uk1s 

S. Polio and A. Puto, The history of Albania from its origins to the present day, Routledge and Kegan  Paul, 1981.  D.  Popovic,  Ο  Cincarima.  Prilozi  pitanju  postanka  nas  eg  gradjanskog  drustva,  (Περί  των  Κουτσοβλάχων. Συμβολή στο πρόβλημα της δημιουργίας της αστικής μας τάξης), Beograd, 1937.  Η. Psomiades, The eastern question: The last phase: A study in greek‐turkish diplomacy, Thessaloniki,  1968.  J.H. Richardson, British economic foreign policy, London, 1936.  J. Robinson, Were the minorities treaties a failure?, Institut of Jewish Affairs, N. York, 1943.  J. Roucek, The working of the minorities system under the League of Nations, Prague, 1929.  Η. Seton‐Watson, Nations and states, Westview Press, Colorado, 1977.  L. Sigalos, The Greek claims on Northern Epirus, Chicago, 1963.  D. Slijepcevic, The Macedonian question: The struggle for Southern Serbia, Chicago, 1958.  L.S. Stavrianos, Balkan Federation. A history of the movement toward balkan unity in modem times,  Northampton, 1942.  L.S. Stavrianos, The Balkans since 1453, N. York, 1958.  J. Stone, International guarantees of minority rights, Oxford University Press, 1932.  J. Swire, Albania, the rise of a kingdom, N. York, 1971.  J. Swire, The Bulgarian conspiracy, London, 1939.  P. Thomberry, International law and the rights of minorities, Clarehton Press, Oxford, 1991.  R. Veatch, Canada and the League of Nations, University of Toronto Press, 1975.  A.J.B. Wace and M.S. Thompson, The Nomads of the Balkans: An account of life and customs among  the Vlachs of Northern Pindus, N. York, 1914.  F.P. Walters, A history of the League of Nations, Oxford University Press, 1952.  P. Wandycz, France and her eastern allies, 1919‐1925, Minneapolis, 1962.  F. Wilson, The origins of the League of Nations Covenant, London, 1928.  H.R. Winkler, The League of Nations movement in Great Britain, 1914‐1919, New Brunswick, Rutgers  University Press, 1952.  S. Xydis, Greece and the Great Powers 1944‐1947, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki, 1963.  M. Yanochevitch, La Yugoslavie dans les Balkans, Thèse pour le doctorat en droit, Paris, 1935.  Digitized by 10uk1s 

G.Zotiades, The Macedonian controversy, Εταιρεία Μακεδόνικων Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1961. 

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ ΑΡΘΡΑ  Α.  Alexandris,  «Imbros  and  Tenedos:  A  study  of  turkish  attitudes  toward  to  ethnic  greek  island  communities since 1923», J.H.D., 7/1, 1980.  Α.  Alexandrie,  «Turkish  policy  towards  Greece  during  the  second  world  war  and  its  impact  on  greek‐turkish relations», B.S., 23,1,1982.  B. Artemiades, «La question des réfugiés en Grèce», Les Balkans, no 1920 (April ‐ May 1932).  N. Balamaci, «Can the Vlachs write their own history?», J.H.D., vol. 17.1 (1991).  J.  Barros,  «The  role  of  Sir  Eric  Drummond»,  στο  συλλογικό  The  League  of  Nations  in  retrospective.  Proceedings of the symposium, Walter de Gruyter, Berlin ‐ N. York, 1983.  G. Borisova, «Bulgaria, Greece and Britain's policy 1919», E.B., Sofia, 1983, 3.  E. Chaszar, «The problem of national minorities before and after the Paris Peace Treaties of 1947»,  N.P., vol. ΓΧ, no 2, Fall 1981.  D. Dakin, «British sources concerning the greek struggle in Macedonia 1901‐1909», AS., 2, 1961.  E. Decaux, «International law and the protection of minorities», C.E.A., vol. 4, no 4,1991.  P.E. Dimitras, «Minorities: An asset or a liability for Greece?», C.E.A., vol.4,1991.  I.  Dimitrov,  «Bulgaria  in  european  politics  between  the  two  world  wars:  Certain  preliminary  inferences», E.S.‐E., 1‐2 (1981).  K.  Frasheri,  «Les  traités  distinctifs  de  Γ  idéologie  de  la  Ligue  Albanaise  de  Prizren  (1878‐1881)»,  Πρακτικά του Διεθνούς Ιστορικού Συμποσίου με θέμα Η τελευταία φάση της Ανατολικής Κρίσεως και  ο ελληνισμός, Βόλος, 1981, Αθήνα, 1983.  Ε. Goldstein, «Great Britain and greater Greece 1917‐1920», HJ., 32, 2, 1989.  G. Grlica, «Albanian claims at the 1919 Peace Conference», S.SJ., vol. 3, no 1, March 1980.  M.  Hudson,  «The  protection  of  minorities  and  natives  in  transferred  territories»,  στο  συλλογικό  Ε.  House  ‐  C.  Seymour  eds,  What  really  happened  at  Paris,  the  story  of  the  Peace  Conference,  1918‐1919, N. York, 1921.  A. Karakasidou, «Fellow travellers, separate roads: The KKE and the Macedonian Question», E.E.Q.,  XXVII, no 4, Winter 1993.  I.  Katardziev,  «The  Internal  Macedonian  Revolutionary  Organization  (VMRO)»,  M.R.,  vol.  II,  no  1,1972.  C.  Kimmich,  «Germany  and  the  League  of  Nations»,  στο  συλλογικό  The  League  of  Nations  in  Digitized by 10uk1s 

retrospective. Proceedings of the symposium, Walter de Gruyter, Berlin ‐ N. York, 1983.  R.  Kirjazovski,  «The  struggle  of  the  macedonians  from  Aegean  Macedonia  for  the  use  of  standard  macedonian», M.R., 1990, 3, vol. XX.  S.  Kiselinovski,  «The  status  of  the  macedonian  language  in  Aegean  Macedonia  between  the  two  World Wars», M.R., 1, 1979, vol. IX.  P. Kitromilides, «Imagined communities and the origins of the national question in the Balkans», στο  συλλογικό  M.  Blinkhorn  ‐  Th.  Veremis  eds,  Modem  Greece:  Nationalism  and  Nationality,  SAGE  ‐  ELIAMEP, 1990.  E. Kofos, «Dilemmas and orientations of greek policy in Macedonia: 1878‐1886», B.S., 21, 1980.  E.  Kofos,  «Greek  reaction  to  developments  leading  to  the  albanian  League  of  Prizren»,  B.S.,  23,  2,  1982.  E.  Kofos,  «Macedonia:  National  heritage  and  national  identity»,  στο  συλλογικό  Μ.  Blinkhorn  ‐  Th.  Veremis eds, Modern Greece: Nationalism and Nationality, SAGE ‐ ELIAMEP, 1990.  E. Kofos, «The Macedonian question: The politics of mutation», B.S., 27,1, 1986.  B.  Kondis,  «The  Albanian  question  at  the  beginning  of  1920  and  the  greek‐albanian  protocol  of  Kapestitsa (May 28th 1920)», B.S., 20, 2, 1979.  X.  Kotzageorgi,  «Educational  and  cultural  activities  of  Greeks  in  Varna  (mid  19th  c.  ‐1906)»,  B.S.,  32,2,1991.  G. Leon, «Greece and the Albanian Question at the outbreak of the First World War», B.S., 2,1, 1970.  M. Levene, «Nationalism and its alternatives in the international arena, the Jewish question at Paris,  1919», J.C.H., vol. 28, no 3, July 1993.  A.L. Macfie, «The revision of the Treaty of Sevres: The first phase (August 1920 ‐ September 1922)»,  B.S., 24,1,1983.  D. Michalopoulos, «The Moslems of Chameria and the exchange of populations between Greece and  Turkey», B.S., 27, 2,1986.  M. Minoski, «Macedonia and the Yugoslav Federation 1918‐1919», M.R., 1988, 3, vol. XVIII.  A.  Mitrovic,  «The  1919‐1920  Peace  Conference  in  Paris  and  the  Yugoslav  state:  An  historical  evaluation», στο συλλογικό D. Djordjevic ed, The creation of Yugoslavia 1914‐1918, Clio Books, 1980.  Y.G. Mourelos, «The 1914 persecutions and the first attempt at an exchange of minorities between  Greece and Turkey», B.S., 26, 2, 1985.  S. Nestor, «Greek Macedonia and the convention of Neilly, 1919», B.S., 3, 1, 1962.  H. Psomiades, «The diplomacy of Pangalos 1925‐1926», B.S., 13, 1, 1972. 

Digitized by 10uk1s 

H. Psomiades, «The Ecumenical Patriarchate under the Turkish republic: The first ten years», B.S., 11,  1961.  B. Raditsa, «Venizelos and the struggle around the Balkan Pact», B.S., 6, 1, 1965.  M. Shaw, «The definition of minorities in international law», στο συλλογικό Y. Dinstein ‐ M. Tabory  eds, The protection of minorities and human rights, Martinus Nijhofi Publishers, 1992.  B. Simsir, «The Turks of Bulgaria and the immigration question», στο συλλογικό The turkish presence  in  Bulgaria,  Communications,  Publications  of  the  Turkish  Historical  Society,  Serial:  VII,  no  87a,  Ankara, 1986.  S.  Skendi,  «Beginnings  of  the  Albanian  nationalist  and  autonomus  trends:  The  Albanian  League  1878‐1881», A.S.E.E.R., 1953, XII, 2.  C. Svolopoulos, «Le problème de la sécurité dans le Sud‐Est Européen de l’entre‐deux‐guerres: A la  recherche des origines du Pacte Balkanique de 1934», B.S., 14,2,1973.  C. Vacalopoulos, «Repercussions de la lute en Macédoine au contexte interbalkanique: la phase des  mouvements antihellénique en Bulgarie en 1906», Βαλκανική Βιβλιογραφία, Παράρτημα, τ. VI, 1977.  V. Vasilev, «The Bulgarian Communist Party and the Macedonian Question between the two world  wars», B.H.R., 1, 1989.  R.  Veatch,  «Minorities  and  the  League  of  Nations»,  στο  συλλογικό  The  League  of  Nations  in  retrospective, Proceedings of the symposium, Walter de Gruyter, Berlin ‐ N. York, 1983.  V.  Vlasidis,  «The  «Macedonian  Question»  on  the  bulgarian  political  scene  (1919‐1923)»,  B.S.,  32,1,1991.  P.  Yearwood,  «On  the  safe  and  right  lines:  The  Lloyd  George  government  and  the  origins  of  the  League of Nations, 1916‐1918», HJ., 32,1989.  J. Zametica, «The Yugoslav conflict», Adelphi Paper 270, Summer 1992. 

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ  Ε. Αβέρωφ‐Τοσίτσας, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, Τρίκκαλα, 1992.  Ι. Αναστασιάδου, Ο Βενιζέλος και το ελληνο‐τουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930, Φιλιππότης, 1982.  Κ. Γ. Ανδρεάδης, Η μουσουλμανική μειονότης της Δυτικής Θράκης, Θεσσαλονίκη, 1956.  Δ. Ανέστης, Το Κουτσοβλαχικόν ζήτημα, Λάρισα, 1961.  Σ. Αντωνόπουλος, Αι συνθήκαι Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών, Αθήναι, 1917.  Π. Αργυρόπουλος, Απομνημονεύματα, Αθήναι, 1970.  Κ. Βακαλόπουλος, Θεωρητική προσέγγιση και ιστορική ερμηνεία της βαλκανικής συνύπαρξης, Αφοί  Digitized by 10uk1s 

Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1994.  Κ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Βορείου ελληνισμού — Θράκη, Θεσσαλονίκη, 1990.  Γ. Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910‐1920, Ίκαρος, 1970.  Κ. Βεργόπουλος, Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη, η Ελλάδα στο μεσοπόλεμο, Εξάντας, 1978.  Γ. Βηλαράς, Η πολιτική ιστορία της Β. Ηπείρου, 1960.  Ν. Βλάχος, Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878‐1908, Αθήναι, 1935.  Σ.  Γκοτζαμάνης,  Εθνικά  ζητήματα,  Μακεδονία  και  Μακεδόνες,  γλωσσικοί  μειονότητες  και  ξενικαί  βλέψεις, Αθήναι, 1954.  Α. Γλαβίνας, Η Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας, Θεσσαλονίκη, 1985.  Γ. Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ των δύο πολέμων, τ. Α' και Β', Αθήναι, 1954.  Λ.  Διβάνη,  Η  πολιτική  των  εξόριστων  ελληνικών  κυβερνήσεων  1941‐1944,  Αντ.  Σάκκουλας,  Αθήνα,  1992.  Φ. Δραγούμης, Εκλογή δημοσιευμάτων πολιτικών 1922‐5, Εστία, 1925.  Φ. Δραγούμης, Εκλογή δημοσιευμάτων πολιτικών 1925‐8, Εστία, 1928.  Δ. Δρακόπουλος, Η Αγχίαλος μέσα απ' τις φλόγες, Αθήναι, 1930.  Α.  Ελεφάντης,  Η  επαγγελία  της  αδύνατης  επανάστασης,  ΚΚΕ  και  αστισμός  στο  Μεσοπόλεμο,  Θεμέλιο, 1979.  Γ. Έξαρχος, Αυτοί είναι οι Βλάχοι, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1994.  Β. Θεοδωρόπουλος, Οι Τούρκοι κι εμείς, Φυτράκης.  Ζ. Καστελάν, Η ιστορία των Βαλκανίαη>, Γκοβόστης, 1993.  Δ. Κιτσίκης, Ελλάς και ξένοι 1919‐1967; Εστία, 1977.  R. Clogg, Σύντομη Ιστορία της Ελλάδας, Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1984.  Ι.  Κολιόπουλος,  Λεηλασία  φρονημάτων,  Το  Μακεδονικό  ζήτημα  στην  κατεχόμενη  Δυτική  Μακεδονία, 1941‐1944, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1994.  Β. Κόντης επιμ., Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου και ελληνοαλβανικές σχέσεις, τ. 1 (1897‐1918), τ. 2  (1919‐1921), Εστία, 1995.  Β. Κόντης Ευαίσθητες ισορροπίες, Ελλάδα και Αλβανία στον 20ό αιώνα, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη,  1994.  Ξ.  Κοτζαγιώργη,  Η  εκπαιδευτική  και  πολιτιστική  δραστηριότητα  των  Ελλήνων  στην  Ανατολική  Digitized by 10uk1s 

Ρωμυλία, αρχές 19ου αιώνα‐1906, μεταπτυχιακή εργασία Α.Π.Θ., τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας,  τομέας Νεότερης Ιστορίας, 1992.  Β. Κραψίτης, Η ιστορική αλήθεια για τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες, Αθήνα, 1992.  Ι. Λαμπρίδης, Ηπειρωτικά Ιστορικά Μελετήματα, 1905.  Σ.Θ. Λάσκαρις, Διπλωματική ιστορία της συγχρόνου Ευρώπης 1914‐1939, ΙΜΧΑ, 1954.  Δ. Λιθοξοου, Μειονοτικά ζητήματα και εθνική συνείδηση στην Ελλάδα, Λεβιάθαν, Αθήνα, 1992.  Γ.  Μαρούγκας,  Η  συμβολή  των  Αρβανιτών  στη  διαμόρφωση  του  νεοελληνικού  έθνους,  Πορεία,  1979.  Ι. Μαρτινιανός, Η Μοσχόπολις 1330‐1930, επιμ. Στ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1957.  Θ. Μαυρομμάτη, Οι Έλληνες στη σύγχρονη Βουλγαρία (18781908), Αθήναι, 1966.  Γ. Μέγας, Ανατολική Ρωμυλία, Αθήναι, 1945.  Α.  Μηλιαρέση,  Αι  ελληνοτουρκικοί  σχέσεις  κατά  την  τελευταία»  δεκαετίαν:  Η  εκκαθάρισις  των  εκ  της  ανταλλαγής  των  πληθυσμών  προκυψασών  διαφορών  μεταξύ  Ελλάδος  και  Τουρκίας,  Αθήναι,  1932.  Π. Μηλιώτης, Η εν Neuilly σύμβασις της ελληνοβουλγαρικής μεταναστεύσεως της 14/27 Νοεμβρίου  1919 και η εφαρμογή αυτής, Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ, 1969.  Δ. Μιχαλόπουλος, Τσάμηδες, Αρσενίδης, 1994.  Α. Berl, Ο ελληνισμός στη Θράκη και στην Κωνσταντινούπολη, Ιστορητής, 1994.  Γ.  Νακρατζάς,  Η  στενή  εθνολογική  συγγένεια  των  σημερινών  Ελλήνων,  Βουλγάρων  και  Τούρκων,  Θεσσαλονίκη, 1992.  Χ. Νάλτσας, Ανατολική Ρωμυλία, η κατάληψις αυτής υπό των Βουλγάρων και ο ναυτικός απόκοσμος  της Ελλάδος, 1885‐1886, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών ‐ ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, 1963.  D.  Dakin,  Ο  αγώνας  των  Ελλήνων  για  την  ανεξαρτησία  1821‐1833,  Μορφωτικό  Ίδρυμα  Εθνικής  Τραπέζης, 1983.  Μ.  Νυσταζοπούλου‐Πελεκίδου,  Οι  βαλκανικοί  λαοί  από  την  τουρκική  κατάκτηση  στην  εθνική  αποκατάσταση, 14ος‐19ος αιώνας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991.  Ι. Παπαδριανός, Οι Έλληνες απόδημοι στις γιουγκοσλάβικες χώρες, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993.  Ι. Παπαδριανός, Οι Έλληνες πάροικοι τον Σεμλίνον (18ος‐19ος αιών), ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, 1988.  Κ.  Παπαθανάση‐Μουσιοπούλου  επιμ.,  Η  απελευθέρωση  της  Δυτικής  Θράκης  από  το  αρχείο  του  Χαρίσιου Βαμβακά, Αθήναι, 1975.  Π. Πιπινέλης, Ιστορία της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος 19231941, Αθήναι, 1948.  Digitized by 10uk1s 

Ε. Ρούκουνας, Εξωτερική Πολιτική 1914‐1923, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα, 1983.  Α. Ρωμανός, Οι ανθελληνικοί διωγμοί εν Βουλγαρία, Αθήναι, 1906.  Ν.  Σαρρής,  Εξωτερική  πολιτική  και  πολιτικές  εξελίξεις  στην  πρώτη  τουρκική  δημοκρατία,  Ενότητα  πρώτη, Η άνοδος της στρατογραφειοκρατίας (1923‐1950), Γόρδιος, 1992.  Κ. Σβολόπουλος, Η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά τψ συνθήκη της Λωζάννης, Η κρίσιμη καμπή,  Ιουλίας‐Δεκέμβριος 1928, Θεσσαλονίκη, 1977.  Μ.Τσέρβι, Ο ελληνο‐ιταλικός πόλεμος, Αθήνα, 1967, τ. 1ος.  Α.  Τούντα‐Φεργάδη,  Ελληνοβουλγαρικές  μειονότητες  (Πρωτόκολλο  Πολίτη‐Καλφώφ  1924‐1925),  ΙΜΧΑ, 1986.  Α. Τούντα‐Φεργάδη, Μειονότητες στα Βαλκάνια, Βαλκανικές διασκέψεις, Παρατηρητής, 1994.  Γ.Θ. Φεσσόπουλος, Η διαφώτισις (προπαγάνδα), Αθήναι, 1948.  Χ.  Φλάισερ,  Στέμμα  και  Σβάστικα,  Η  Ελλάδα  της  Κατοχής  και  της  Αντίστασης,  1941‐1944,  Παπαζήσης, 1988.  Π. Χιδίρογλου, Οι Έλληνες Πομάκοι και η σχέση τους με την Τουρκία, Τήλεθρο, Αθήνα, 1984.  E.J. Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, Καρδαμίτσας, 1994.  Αθ.  Χρυσοχόου,  Η  Κατοχή  εν  Μακεδονία,  βιβλίον  τρίτον,  Η  δράσις  της  ιταλορουμανικής  προπαγάνδας, Θεσσαλονίκη, 1951. 

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ  Α.  Αλεξανδρής,  «Η  απόπειρα  δημιουργίας  Τουρκορθόδοξης  Εκκλησίας  στην  Καππαδοκία»,  Δελτίο  Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 4 (1983).  Α.  Αλεξανδρής,  «Το  ιστορικό  πλαίσιο  των  ελληνο‐τουρκικών  σχέσεων  1923‐1954»,  στο  συλλογικό  Ελληνο‐τουρκικές σχέσεις 19231987, Γνώση, 1988.  Β.  Βλασίδης,  «Η  έξοδος  των  ρουμανιζόντων  Βλάχων  από  την  ελληνική  Μακεδονία,  1924‐1927»,  εισήγηση  στο  Συνέδριο  του  ΙΜΧΑ  για  το  Μακεδονικό,  Νοέμβριος  1994,  τα  πρακτικά  του  οποίου  είναι υπό δημοσίευση.  Ε.  Γαρδίκα‐Κατσιαδάκη,  «Ο  συσχετισμός  των  δυνάμεων  και  η  Ελλάδα  μπροστά  στη  Συνθήκη  του  Βουκουρεστίου»,  στα  πρακτικά  του  Συμποσίου  με  θέμα  Η  Συνθήκη  του  Βουκουρεστίου  και  η  Ελλάδα, Institute for Balkan Studies, 1990.  Μ. Δρίτσα, «Εθνική Τράπεζα και πρόσφυγες», Τα Ιστορικά 4, Δεκέμβριος 1985.  Α.  Ιορδάνογλου,  «Ο  τύπος  της  μουσουλμανικής  μειονότητας  της  Δυτικής  Θράκης  από  τη  Συνθήκη  της Λωζάννης ως σήμερα», Βαλκανικά Σύμμεικτα 3, Θεσσαλονίκη, 1989. 

Digitized by 10uk1s 

Κ. Κεντρωτής, «Βουλγαρία», στο συλλογικό Θ. Βερέμης επιμ., Βαλκάνια, από τον δυπολισμό στη νέα  εποχή, Γνώση, 1994.  Β. Κοντής, «Το Ηπειρωτικό ζήτημα και η διευθέτηση των συνόρων», στα πρακτικά του Συμποσίου με  θέμα Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, Institute for Balkan Studies, 1990.  Ξ. Κοτζαγιώργη, «Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας (μέσα 19ου αιώνα ‐ αρχές 20ού). Σωματειακή  οργάνωση και κοινωνικός βίος», Βαλκανικά Σύμμεικτα 5‐6 (1993‐4).  Α. Λαζάρου, «Θρακολογία και ζήτημα καταγωγής των Βλάχων‐Αρωμούνων», Τρικκαλινά 5 (1985).  Λ.  Λούβη,  «Μηχανισμοί  της  ελληνικής  εξωτερικής  πολιτικής  μετά  τη  συνθήκη  της  Λωζάνης  (1923‐1928)»,  στο  συλλογικό  Γ.  Μαυρογορδάτος  ‐  Χ.  Χατζηιωσήφ  επιμ.,  Βενιζελισμός  και  αστικός  εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988.  Γ. Μαγκριώτης, «Πομάκοι ή Ροδοπαίοι — Οι  Έλληνες  Μουσουλμάνοι», Ομπρέλα 26‐7,  Δεκέμβριος  1994.  Λ. Μελάς, «Η Β. Ήπειρος και το εθνικόν ζήτημα», Ηπειρωτική Εστία, Ιωάννινα, τ. ΙΔ', τχ. 154,1965.  Ν. Ξηροτύρης, «Αχριάνες και Πομάκοι: Θράκες ή Σλάβοι;», πρακτικά Β' Συμποσίου Λαογραφίας του  βορειοελλαδικού χώρου, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, 1976.  Ν. Παντελάκης, «Τα πολεμικά δάνεια 1918‐1919 παράγοντας εξωτερικής οικονομικής και πολιτικής  εξάρτησης»,  στο  συλλογικό  Γ.  Μαυρογορδάτος  ‐  Χ.  Χατζηιωσήφ  επιμ.,  Βενιζελισμός  και  αστικός  εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988.  Π. Παπαστράτης, «Από τη Μεγάλη Ιδέα στη Βαλκανική Ένωση», στο συλλογικό Γ. Μαυρογορδάτος ‐  Χ. Χατζηιωσήφ επιμ., Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,  1988.  Ι. Πεπελάση‐Μινόγλου, «Οι διαπραγματεύσεις για το προσφυγικό δάνειο του 1924», στο συλλογικό  Ελευθέριος Βενιζέλος, Κοινωνία ‐ Οικονομία ‐ Πολιτική στην εποχή του, Γνώση, 1989.  Γ.  Πετρόπουλος,  «Η  υποχρεωτική  ανταλλαγή  των  πληθυσμών:  ελληνο‐τουρκικές  ειρηνευτικές  διευθετήσεις,  1922‐1930»,  στο  συλλογικό  Ελευθέριος  Βενιζέλος,  Κοινωνία  ‐  Οικονομία  ‐  Πολιτική  στην εποχή του, Γνώση, 1989.  Κ. Σκορδύλη, «Μειονότητες και προπαγάνδα στην Β. Ελλάδα», Ίστωρ 7, Δεκ. 1994.  Μ. Συμεών, «Αι ελληνικαί παροικίαι εις την Γιουγκοσλαβίαν», Μακεδονική Ζωή 8, Ιανουάριος 1967.  C.  Jordan‐Sima,  «Ο  Βενιζέλος  και  το  πρόβλημα  της  εγκαθίδρυσης  αβασίλευτης  δημοκρατίας  στην  Ελλάδα (1923‐1924)», στο συλλογικό Θ. Βερέμης ‐ Οδ. Δημητρακόπουλος επιμ., Μελετήματα γύρω  από τον Βενιζέλο και την εποχή του, Φιλιππότης, Αθήνα, 1980.  Π.Φωτέας, «Οι Πομάκοι της Δυτικής Θράκης», ΜΟΚ Κομοτηνής, Ζυγός 25,1978.  Π.Χιδίρογλου,  «Η  Δυτική  Θράκη  υπό  το  φως  της  Εθνικής  Ιδέας  των  Τούρκων  με  βάση  τουρκικά  δημοσιεύματα», Νέα Κοινωνιο‐λογία 9, ειδικό αφιέρωμα «Ελλάς ‐ Τουρκία». 

Digitized by 10uk1s 

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΑ, ΑΡΧΕΙΑ, ΣΥΝΘΗΚΕΣ  Αρχείο Θ. Πάγκαλου, Τόμος Α', 1918‐1925, Κέδρος, 1973.  The  complaints  of  Macedonia,  Memoranda,  petitions,  resolutions,  minutes,  letters  and  documents  addressed to the League of Nations, 1919‐1939, Geneva, 1979 (no 10‐11‐12).  LoN, Official Journal.  LoN, Protection of linguistic, racial or religious minorities by LoN, Geneva, January 1929.  Ministère  des  Affaires  Étrangères,  Les  persécutions  anti‐grecques  en  Turquie  de  1908  à  1921,  Athènes, 1921.  Documents diplomatiques, Conférence de Lausanne, I.  Documents  on  British  Foreign  Policy,  1919‐1939,  edited  by  W.N.  Medlicott,  D.  Dakin  and  M.E.  Lambert, London, 1971.  Συνθήκη  μεταξύ  των  Προεχουσών  Συμμάχων  και  Συνησπισμένων  Δυνάμεων  και  της  Ελλάδος  περί  Θράκης  (υπογραφείσα  εν  Σέ‐βραις  τη  28η  Ιουλίου‐10η  Αυγούστου  1920),  Εθνικόν  Τυπογραφείον,  1920.  Συνθήκη  μεταξύ  των  Προεχουσών  Συμμάχων  και  Συνησπισμένων  Δυνάμεων  και  της  Ελλάδος  περί  προστασίας  των  Εθνικών  κ.λπ.  Μειονοτήτων  (υπογραφείσα  εν  Σεβραις  τη  28η  Ιουλίου‐10η  Αυγούστου 1920), Εθνικόν Τυπογραφείον, 1920.                                                               1

  Για τους στόχους της ΚτΕ και το ρόλο της στο νέο διεθνές status quo βλ. το πιο πρόσφατο βιβλίο του F. S. Northledge,  The League of Nations, its life and times 1920‐1946, Holmes and Meier, N. York, 1986, ολόκληρο.  2

  Για την αμφιθυμική συμμετοχή της Αγγλίας στη γέννηση της ΚτΕ βλ. Peter Yearwood, «On the safe and right lines: The  Lloyd George government and the origins of the League of Nations, 1916‐1918», HJ., 32,1989.  3

  Στις  εξελίξεις  αυτές  βοήθησε  πολύ  ο  Γιαν  Σματς,  ο  οποίος  έβλεπε  θετικό  το  ρόλο  της  ΚτΕ  μέσα  σε  μια  σύνθετη  νέα  στρατηγική  που  συνδύαζε  τον  ατλαντισμό,  το  διεθνισμό  και  τον  ιμπεριαλισμό.  Μεσολάβησε  μάλιστα  προτείνοντας  την  τέλεια συμβιβαστική λύση στο πρόβλημα της τύχης των αποικιών: Οι περιοχές αυτές θα ελέγχονταν μεν και πάλι από τις  Μεγάλες Δυνάμεις, όπως επιθυμούσε η Αγγλία, αλλά υπό το νέο καθεστώς των Εντολών υπό την αιγίδα της ΚτΕ. Έτσι θα  μπορούσε να ικανοποιηθεί και ο φιλελευθερισμός του Ουίλσον. (Αναλυτικά για το παζάρι αυτό βλ. το πολύ ενδιαφέρον  βιβλίο του G. Egerton, Great Britain and the creation of the League of Nations, London Scolar Press, 1979, σελ. 201‐5.) 

4

  Η συμφωνία αυτή κόστισε πολύ στον αμερικανό Πρόεδρο. Θεωρήθηκε από τους αντιπάλους του χαρακτηριστικό δείγμα  του  πού  μπορεί  να  τους  οδηγήσει  η  έξοδος  από  τον  απομονωτισμό.  Για  την  ενδοαμερικανική  αυτή  διαμάχη  βλ.  Α.  Heckscher,  Woodrow  Wilson,  a  biografy,  σελ.  530‐90  και  Κ.  Clemens,  The  presidency  of  Woodrow  Wilson,  Boston,  1987,  ολόκληρο.  5

  Την ιδέα έδωσε στο λόρδο Σέσιλ ο ναυτικός ακόλουθος στην Αθήνα πλοίαρχος Τάλμποτ και συμφώνησε και το πολεμικό  συμβούλιο. Θετικό ρόλο φυσικά έπαιξε και το γεγονός ότι θεωρούσαν τον Βενιζέλο πιστό φίλο της Μεγάλης Βρετανίας. 

6

  J.  Barros,  «The  role  of  sir  Eric  Drummond»,  στο  συλλογικό  The  League  of  Nations  in  retrospective,  Proceedings  of  the  symposium, Walter de Gruyter, Berlin‐N. York, 1983.  7

  Για  τους  αντιφατικούς  και  ασύμβατους  με  την  οργάνωση  στόχους  της  Γερμανίας  βλ.  C.  Kimmich,  «Germany  and  the  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           League of Nations» στο συλλογικό The League of Nations in retrospective..., ό.π.  8

  Για τη στάση της ΕΣΣΔ βλ. κυρίως το R.H. Haigh, D.S. Morris, A.R. Peters, Soviet foreign policy, the League of Nations and  Europe,  1917‐1939,  σελ.  10‐20,  και  το  Max  Beloff,  The  foreign  policy  of  Soviet  Russia,  Vol.  1:1929‐1936,  London,  1947,  ολόκληρο.  Για  τη  δυτική  καχυποψία  βλ.  ενδεικτικά  το  F.S.  Northledge  and  A.  Wells,  Britain  and  soviet  communism,  the  impact of a revolution, MacMillan Press, London, 1982, σελ. 1‐73.  9

  Πλήρη ανάλυση του περιστατικού που αποτέλεσε το πρώτο πλήγμα εναντίον της νεόκοπης ΚτΕ υπάρχει στο βιβλίο του  James Barros, The Corfu incident of 1923, Mussolini and the League of Nations, Princeton, 1965.  10

  Για τον πρώτο «θρίαμβο» της ΚτΕ βλ. James Barros, The League of Nations and the Great Powers, the greek‐bulgarian  incident 1925, Oxford Clarenton Press, 1970. 

11

  Για  μια  συνολική  ανάλυση  των  διεθνών  σχέσεων  κατά  τη  διάρκεια  του  μεσοπολέμου  βλ.  το  E.H.  Carr,  International  relations between the two world wars, 1919‐1939, London, 1952, κυρίως σελ. 98‐172.  12

  Για μια συνολική εκτίμηση του έργου και των αδυναμιών της ΚτΕ βλ. το κλασικό έργο του F.P. Walters, A history of the  League of Nations, Oxford University Press, 1952, ολόκληρο. 

1

  Μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη σχετικά με τη διαμόρφωση της έννοιας της μειονότητας είναι του Tennent Harrington  Bagley, General principles and problems in the international protection of minorities, Thèse no 77, Institut Universitaire des  Hautes Études Internationales, Genève, 1950, σελ. 1‐12 κυρίως.  2

  Βλ. την ανάλυση του Hugh Seton‐Watson, Nations and states, Westview Press, Colorado, 1977, σελ. 6‐10 κυρίως. 

3

  Για το ιστορικό της μειονοτικής προστασίας βλ. ενδεικτικά F. Rigaux, «Peoples and minorities, the legacy of the past»,  C.E.A.,  vol.  4,  1991,  no  4  και  Felix  Ermacora,  The  protection  of  minorities  before  the  United  Nations,  Académie  de  Droit  International, Recueil des Cours, 1983, IV, τ. 182, σελ. 256‐8.  4

  Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ελλάδας. Όταν η Ελλάδα προσάρτησε τα Ιόνια νησιά το 1864, εγγυήθηκε την  ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας. Το 1881 η Σύμβαση που διευθέτησε τα ελληνοτουρκικά σύνορα με τα άρθρα III και  VIII προβλέπει ότι η ζωή, η τιμή, η θρησκεία και τα έθιμα των κατοίκων των περιοχών που παραχωρούνται στην Ελλάδα θα  γίνουν  σεβαστά.  Ιδιαίτερα  μετά  το  Συνέδριο  του  Βερολίνου  είχαμε  εγγυήσεις  απέναντι  στις  θρησκευτικές  μειονότητες  σχεδόν σε κάθε μεταβίβαση εδάφους. Το ίδιο έγινε και στην ελληνοτουρκική συνθήκη του 1913.  5

  Edward Chaszar, «The problem of national minorities before and after the Paris Peace Treaties of 1947», N.P., vol. IX, no  2, Fall 1981. 

6

  Joseph  Roucek,  The  working  of  the  minorities  system  under  the  League  of  Nations,  Prague,  1929,  σελ.  18‐9.  Σημειώνω  επίσης και τον ορισμό που έδωσε το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης το 1930. Σύμφωνα με τη συμβουλευτική  γνώμη νο 17 σχετικά με τις ελληνοβουλγαρικές κοινότητες, «κοινότητα αποτελεί μια ομάδα ανθρώπων που ζουν σε μια  συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή, έχοντας ιδιαίτερα φυλετικά χαρακτηριστικά, θρησκεία, γλώσσα και παραδόσεις και όντας  ενωμένοι από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φυλής, της γλώσσας και της παράδοσης αυτής με αίσθημα αλληλεγγύης  και  στόχο  τη  διατήρηση  των  παραδόσεων  τους,  του  τρόπου  λατρείας  τους  και  την  εξασφάλιση  της  ανατροφής  και  της  διαπαιδαγώγησης  των  παιδιών  τους  σύμφωνα  με  το  πνεύμα  και  την  παράδοση  της  φυλής  τους  βοηθώντας  ο  ένας  τον  άλλον» (ο ορισμός υπάρχει στο Tennent Harrington Bagley, General principles..., σελ. 15‐6).  7

  Patrick Thornberry, International law and the rights of minorities, Clarenton Press, Oxford, 1991, σελ. 30‐2. 

8

  Ε.J. Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα, εκδ. Καρδαμίτσα, 1994, σελ. 187‐189. 

9

  Για  τις  συνθήκες  στα  νέα  κράτη  που  φιλοξενούσαν  μειονότητες  βλ.  CA.  Macartney,  National  states  and  national  minorities, Oxford University Press, 1934, σελ. 378‐90.  10

  Οι περισσότεροι ιστορικοί της περιόδου κάνουν —όσοι κάνουν— μνεία του ενεργού ρόλου που είχαν οι Εβραίοι αλλά  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           σε καμία περίπτωση δεν τον προβάλλουν. Ο μόνος που του έδωσε τις πραγματικές του διαστάσεις είναι ο Marc Levene,  καθηγητής  μοντέρνας  εβραϊκής  ιστορίας  στο  Πανεπιστήμιο  του  Warwick  με  τις  πολύ  πρόσφατες  μελέτες  του  War,  Jews  and  the  new  Europe,  the  diplomacy  of  Lucien  Wolf  1914‐1919,  Oxford,  1992  και  «Nationalism  and  its  alternatives  in  the  international arena, the Jewish question at Paris, 1919», J.C.H., vol. 28, no. 3, July 1993.  11

  Στους κόλπους αυτής της επιτροπής υπήρχε μια θεμελιώδης διάσταση απόψεων. Οι Αμερικανοεβραίοι, επηρεασμένοι  από  τη  δυναμική  θέση  τους  στην  αμερικάνικη  κοινωνία,  πίστευαν  ότι  έπρεπε  να  διεκδικήσουν  σημαντικές  διεθνείς  εγγυήσεις,  ίσως  και  κάποια  αυτονομία.  Οι  Ευρωπαίοι  μέσα  από  τις  σκοτεινές  εμπειρίες  τους  προτιμούσαν  να  έχουν  τις  εγγυήσεις τους αλλά διατηρώντας ένα χαμηλό προφίλ και κυρίως μη δίνοντας την εντύπωση ότι είναι κράτος εν κράτει.  Περισσότερες λεπτομέρειες βλ. στο Oscar Janofsky, The Jews and minority rights 1898‐1919, N. York, 1933, ολόκληρο. 

12

  Το τελικό εβραϊκό στίγμα στις συνθήκες έδωσε το δίδυμο Λ. Γουλφ και Χέντλαμ‐Μόρλεϋ, όπως διασαφηνίζει ο Levene.  Αναφέρει επίσης ότι η επιρροή των Εβραίων στη Συνδιάσκεψη ήταν τόσο μεγάλη που κάποια κράτη, όπως η Ουκρανία και  η  Λιθουανία,  που  διεκδικούσαν  την  ανεξαρτησία  τους,  φρόντισαν  να  συμπεριλάβουν  Εβραίους  στην  αντιπροσωπεία  τους... (Μ. Levene, «Nationalism and its alternatives in the international arena: the Jewish question at Paris, 1919, J.C.H.,  vol. 28, no 3, July 1993). 

13

  Σημειωτέον ότι ο πατέρας του λόρδου Σέσιλ, λόρδος του Σαλίσμπερυ, συμμετείχε στο Συνέδριο του Βερολίνου και ήταν  υπεύθυνος για την υπόσχεση που έδωσαν το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Ρουμανία και η Βουλγαρία να προστατεύσουν τις  θρησκευτικές  μειονότητες  (Manley  Hudson,  «The  protection  of  minorities  and  natives  in  transferred  territories»,  στο  συλλογικό Ε. House, C. Seymour eds., What really happened at Paris, the story of the Peace Conference, 1918‐1919, N. York,  1921)  14

  Ο  Βενιζέλος,  ως  εκπρόσωπος  μικρής  χώρας,  θεωρούσε  κάθε  προσπάθεια  επιβολής  μειονοτικών  όρων  επικίνδυνη.  Βρήκε  λοιπόν  την  ευκαιρία  να  παραπέμψει  το  θέμα  εις  τας  καλένδας  όταν  ο  εκπρόσωπος  της  Ιαπωνίας  ζήτησε  να  προστατευθούν επίσης οι φυλετικές και εθνικές μειονότητες. Ο ψυχολογικός πανικός που δημιουργήθηκε τότε έκανε τους  πάντες —ακόμα και τον Ουίλσον— να υποχωρήσουν προσωρινά (βλ. την πολύ γλαφυρή περιγραφή της Florence Wilson  που παρακολούθησε τις εργασίες της συνδιάσκεψης ως μέλος του αμερικανικού γκρουπ, στο The origins of the League of  Nations Covenant, London, 1928).  15

  Manley Hudson, ό.π. (σημ. 13). 

16

  Βλ. άρθρο των New York Times στις 3.6.1919. 

17

  Έξαλλος  ο  Παντερέφσκι  έδωσε  την  απάντηση  στη  Βουλή  της  χώρας  του:  «Υπογράψαμε  αυτή  τη  συνθήκη  γιατί  δεν  μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Τραπεζίτες, καπιταλιστές, Αμερικανοεβραίοι και το βρετανικό Εργατικό Κόμμα άσκησαν  πιέσεις  σ'  αυτή  την  κατεύθυνση».  Για  την  οργή  και  των  υπολοίπων  μικρών  βλ.  J.  Roucek,  The  working  of  the  minorities  system under the League of Nations, Prague, 1929, σελ. 28‐41 κυρίως.  18

  Μαζί με τη δήλωση περί προστασίας των μειονοτήτων της, η Αλβανία υποσχέθηκε να παρουσιάσει στην ΚτΕ λεπτομερή  έκθεση  για  το  νομικό  καθεστώς  των  θρησκευτικών  κοινοτήτων,  σχολείων  κ.λπ.  μειονοτικών  ιδρυμάτων  (LoN:  41/16506/690 (19‐27) R1616).  19

  L.P.  Mair,  The  protection  of  minorities:  The  working  and  scope  of  the  minorities  treaties  under  the  League  of  Nations,  London, 1928, σελ. 49‐50.  20

  Οι  μέχρι  τότε  κυρίαρχες  αντιλήψεις  ήταν:  α)  ότι  οι  μειονότητες  είναι  ένα  πρόβλημα  για  το  οποίο  υπεύθυνο  είναι  το  κράτος που τις φιλοξενεί. Αυτή η αντίληψη ήταν δημοφιλής στα μειονοτικά κράτη, β) ότι οι μειονότητες είναι ένα διμερές  πρόβλημα  ανάμεσα  στο  κράτος  που  φιλοξενεί  τη  μειονότητα  και  το  κράτος  το  «συγγενικό»  με  τη  μειονότητα.  Αυτή  η  αντίληψη ήταν πολύ διαδεδομένη στα συγγενή κράτη, τα οποία ακόμα και όταν αποδέχτηκαν διεθνοποίηση του θέματος,  πάντα επεδίωκαν να τους αναγνωριστεί ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον (Inis Claude, National minorities, ανέκδοτη διδακτορική  διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Harvard, 1946, σελ. 407‐10). 

21

  Πράγματι  οι  συνθήκες  μιλάνε  για  πρόσωπα  που  ανήκουν  σε  φυλετικές,  γλωσσικές  κ.λπ.  μειονότητες  (Malcom  Shaw,  «The  definition  of  minorities  in  international  law»  στο  συλλογικό  Yoram  Dinstein‐M.  Tabory  eds.,  The  protection  of  minorities and human rights, Martinus Nijhofi Publishers, 1992).  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           22

  Όπως ο A. Mandelstam, La protection des minorités, Académie de Droit International, Recueil des Cours, 1923, τ. 1. Μια  σύγχρονη  σχετική  μελέτη  με  ανάλογες  απόψεις  είναι  του  Emmanuel  Decaux,  «International  law  and  the  protection  of  minorities», C.E.A., vol. 4, no 4. 1991.  23

  Οι  μειονοτικές  συνθήκες  προέβλεπαν  ασαφώς  ότι  το  Συμβούλιο  αναλαμβάνει  πρωτοβουλίες  μετά  από  καταγγελία  παραβιάσεως  εκ  μέρους  ενός  μέλους  του.  Η  διαδικασία  που  ακολουθήθηκε  τελικά  τουλάχιστον  μέχρι  τις  αλλαγές  του  1929 διαμορφώθηκε εμπειρικά με τη βοήθεια του Τιτόνι και του γιαπωνέζου ειδικού σε μειονοτικές υποθέσεις Αντάτσι.  24

  Βλ. ενδεικτική αναφορά του Ε. Κόλμπαν που περιγράφει τον τρόπο δουλειάς του τμήματος στο LoN: 41/26504/25296,  (19‐27) R1684.  25

  Για  να  χρησιμοποιήσουμε  τα  λόγια  του  Κόλμπαν:  «Η  ΚτΕ  πρέπει  να  είναι  διακριτική  αλλά  παράλληλα  πρέπει  ευθύς  εξαρχής  να  αποδείξει  ότι  οι  συνθήκες  δεν  είναι  κουρελόχαρτα»  (LoN:  41/608/608  (19‐27)  R1615).  Ο  Pablo  de  Azcarate  κατέγραψε τις εμπειρίες του στο έργο League of Nations and national minorities, an experiment, Washington, 1945. 

26

  Σχετικά  με  τη  διαδικασία  αποδοχής  βλ.  αναλυτικά  Richard  Veatch,  «Minorities  and  the  League  of  Nations»  στο  συλλογικό The League of Nations in retrospective, Proceedings of the symposium, Walter de Gruyter, Berlin‐N. York, 1983.  27

  Η  θεωρία  της  ΚτΕ  ήταν  ότι  ένα  αποπροσωποποιημένο  σύστημα  θα  ελαχιστοποιούσε  τις  εντάσεις.  Εξάλλου  δεν  ήταν  καθόλου πρόθυμη να αμφισβητήσει την κρατική κυριαρχία των κρατών‐μελών της (βλ. Inis Claude, National minorities: An  international problem, Harvard University Press, 1955, σελ. 25).  28

  To  Συμβούλιο  στις  10.6.1925  υιοθέτησε  τον  κανόνα  της  μη  συμμετοχής  ενδιαφερόμενου  κράτους  στην  τριμελή  επιτροπή που εξέταζε μια καταγγελία. 

29

  Η παράγραφος 2 του άρθρου 11 έδινε σε κάθε μέλος της ΚτΕ τη δυνατότητα να «επισημάνει στη Γενική Συνέλευση ή το  Συμβούλιο κάθε κατάσταση που δύναται να επηρεάσει αρνητικά τις διεθνείς σχέσεις, που απειλεί να διαταράξει τη διεθνή  ειρήνη  και  την  αλληλοκατανόηση  μεταξύ  των  κρατών».  Η  χρήση  του  άρθρου  11  όμως  για  μειονοτικές  καταγγελίες  συγκρουόταν με την αρχή ότι η Σύμβαση δεν ασχολιόταν με μειονοτικά θέματα (Inis Claude, ό.π., σελ. 22‐3).  30

  Richard  Veatch,  «Minorities  and  the  League...»  To  Συμβούλιο  προσπαθούσε  να  αποφύγει  πάση  θυσία  τις  διμερείς  συγκρούσεις με διαιτητή την ΚτΕ.  31

  Για  το  ρόλο  του  Δικαστηρίου  μέσα  στο  σύστημα  βλ.  Hudson  Manley,  The  Permanent  Court  of  Intemational  Justice,  1920‐1942, N. York, 1943.  32

  Julius Stone, International guarantees of minority rights, Oxford University Press, 1932, σελ. 117‐20. 

33

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, A/25/VIII, α.π. 1478, αναφορά Ραφαήλ από Βέρνη, 2.2.1929. 

34

  Τα συνέδρια αυτά, τα οποία έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τα αναθεωρητικά κράτη, με αποτέλεσμα η κοινή  γνώμη να τα θεωρεί όργανα της Γερμανίας, συνέρχονταν τακτικά στη Γενεύη με στόχο την ψυχολογική πίεση των οργάνων  της  ΚτΕ.  Με  τις  αποφάσεις  τους  τροφοδοτούσαν  τον  ρεβιζιονιστικό  και  μειονοτικό  τύπο.  Βλ.  χαρακτηριστικό  άρθρο  της  εφημ. Ούτρο της Σόφιας στις 3.9.28 με τίτλο «35 εκατομμύρια μειονότητες επιτίθενται κατά της ΚτΕ».  35

  Για  τον  πολύ  ενδιαφέροντα  ρόλο  του  Καναδού  στις  αλλαγές  του  1929  βλ.  Richard  Veatch,  Canada  and  the  League  of  Nations, University of Toronto Press, 1975, σελ. 101‐114. 

36

  Λεπτομέρειες  για  τον  καθοριστικό  ρόλο  της  Γερμανίας  στην  ΚτΕ  βλ.  στο  C.  Kimmich,  «Germany  and  the  League  of  Nations», στο συλλογικό The League of Nations in retrospective... 

37

  I.A.Υ.E. 1929, A/25/VHI, α.π. 1997, αναφορά Κακλαμάνου, Λονδίνο, 15.2.1929. 

38

  LoN: C.C.M./p.v.l (1).  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           39

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, A/25/VIII, α.π. 1997, αναφορά Κακλαμάνου, Λονδίνο, 15.2.1929. 

40

  Ελληνική  εισήγηση  στο  συνέδριο  Συλλόγων  ΚτΕ  που  συζήτησε  πιθανή  αλλαγή  της  μειονοτικής  διαδικασίας  (Ι.Α.Υ.Ε  1928, Α/25/ VIII).  41

  LoN: C.T.M. 5/1929. 

42

  Richard Veatch, Canada and the League of Nations, σελ. 109. 

43

  Αναλυτικά η όλη συζήτηση δημοσιεύτηκε στο LoN, Official Journal No C.C.M.1. 1929. 

44

  Pablo de Azearate, League of Nations and national minorities..., σελ. 110. 

45

  LoN: 41/3542/807 (19‐27) R1617. 

46

  Jacob Robinson, Were the minorities treaties a failure, Institute of Jewish Affairs, N. York, 1943, σελ. 178‐9. 

47

  Αυτό  έγινε  στο  πλαίσιο  γενικότερων  συγχωνεύσεων  τμημάτων  της  Γραμματείας  για  λόγους  οικονομικής  στενότητος  αλλά — εν προκειμένω — και λόγω ελλείψεως αντικειμένου (LoN, Official Journal, 1939/1, σελ. 92). 

48

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, A/25/VIII, αναφορά Κακλαμάνου, 6.2.1929. 

49

  Απόφαση του ΔΔΔΔ με αφορμή την υπόθεση των ελληνικών σχολείων στην Αλβανία το 1935. 

50

  Όπως το καταγράφει ο Oscar Janofsky, Nationalities and national minorities, MacMillan Press, N. York, 1954, σελ. 130. 

51

  Βλ. χαρακτηριστικές εκτιμήσεις του Κακλαμάνου από Λονδίνο το 1930 (Ι.Α.Υ.Ε. 1930, Α/6/ΙΙΙ, α.π. 10704). Βρετανοί ήταν  όμως και κάποιοι από τους φανατικότερους υποστηρικτές της μόνιμης μειονοτικής προστασίας, όπως ο λόρδος Σέσιλ και ο  καθηγητής  Γκίλμπερτ  Μάρεϋ,  the  sentimental  professor  κατά  το  Φ.Ο.,  που  προωθούσε  φανατικά  τις  βουλγαρικές  αναθεωρητικές απόψεις. Πρέπει να προσθέσουμε επίσης ότι οι Εργατικοί, όταν ανέλαβαν τη διακυβέρνηση, κράτησαν μια  άλλη  στάση  απέναντι  στο  πρόβλημα  των  μειονοτήτων,  ισχυριζόμενοι  ότι  το  κομβικό  θέμα  δεν  ήταν  τα  διαφορετικά  φυλετικά, γλωσσικά κ.λπ. χαρακτηριστικά αλλά οι διαφορετικές οικονομικές ταχύτητες πλειονότητας και μειονοτήτων. 

52

  Βλ. την περιγραφή του Pablo de Azcarate, League of Nations and national minorities..., σελ. 106. Ο δεύτερος πρόεδρος  του τμήματος μειονοτήτων τονίζει τη μοναξιά που ένιωθαν τα στελέχη του μέσα σε τόση εχθρότητα ή αδιαφορία.  53

  LoN: C.T.M./4, 1929, Memorandum της βουλγαρικής κυβέρνησης, 13.4.1929. 

54

  Βλ. αναλυτικά περί αυτού στο αντίστοιχο κεφάλαιο. 

55

  Αυτό  ήταν  ένα  μεγάλο  θέμα  συζήτησης  κατά  τη  διάρκεια  ολόκληρου  του  Μεσοπολέμου.  Τελικά  η  αντίληψη  που  επεκράτησε  ήταν  ότι  η  μειονότητα  για  να  έχει  απαιτήσεις  προστασίας  της  πρέπει  να  αποδείξει  την  καλοπιστία  και  την  αφοσίωσή της απέναντι στη χώρα που ζούσε. Κανείς δεν ήθελε μια πέμπτη φάλαγγα στο έδαφός του. 

56

  Και  βέβαια  δεν  είχαν  και  πολύ  άδικο.  Στην  Πολωνία  και  τη  Γιουγκοσλαβία  διώχτηκαν  μειονοτικοί  που  έκαναν  καταγγελία στη Γενεύη.  57

  Το επισημαίνει ο Inis Claude, National minorities: An international problem, σελ. 37. 

58

  LoN:  4/4/948/41948,  R3950.  Πρόκειται  για  μια  πολυσέλιδη  και  πολύ  ενδιαφέρουσα  ανάλυση  που  καταλήγει  σε  προτάσεις για το μέλλον. 

59

  Παραθέτω χαρακτηριστικό απόσπασμα: «I must also recall to your consideration the fact  that it  is to  the endeavours  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           and  sacrifices  of  the  Powers  in  whose  name  I  am  addressing  you  that  the  polish  nation  owes  the  recovery  of  its  indepedence. It is by their decision that polish sovereignty is being re‐established over the territories in question and that  the inhabitants of these territories are being incoporated in the polish nation. It is on the support which the resources of  these Powers will afford to the League of Nations that for the future Poland will to a large extent depend for the secure  possession of these territories. There rests, therefore, upon these Powers an obligation, which they cannot evade to secure  in  the  most  permanent  and  solemn  form  guarantees  for  certain  essential  rights  which  will  afford  to  the  inhabitants  the  necessary  protection  whatever  changes  may  take  place  in  the  internal  constitution  of  the  Polish  State».  (Ολόκληρη  η  επιστολή δημοσιεύεται στο LoN, Official Journal, 17/1228/290.)  60

  C.A. Macartney, National states and national minorities, σελ. 371. 

61

  Για μια γενική ανάλυση των περιπλοκών που έφερε στην πολιτική ζωή της Γιουγκοσλαβίας το πρόβλημα των εθνοτήτων  (και  μειονοτήτων)  στο  έδαφός  της  βλ.  Aleksa  Djilas,  The  contested  country,  yugoslav  unity  and  communist  revolution,  1919‐1953, Harvard University Press, 1991, ολόκληρο. Στο ίδιο βιβλίο υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία.  62

  Jacob Robinson, Were the minorities treaties a failure? σελ. 165. 

63

  Η Βουλγαρία είχε επείγουσα ανάγκη εξωτερικού δανείου για την αποκατάσταση των προσφύγων της από την εκούσια  ανταλλαγή του Νεϊγύ και βασιζόταν κυρίως στην καλή μαρτυρία της ΚτΕ για να το πετύχει. Έτσι προσπαθούσε να φαίνεται  μετριοπαθής στα όργανα της ΚτΕ, αλλά φυσικά κανέναν δεν μπόρεσε να κοροϊδέψει όταν ισχυρίστηκε ότι δεν είχε καμία  σχέση με την τρομοκρατική δράση των κομιτάτων. 

64

  Βλ.  χαρακτηριστικές  καταγγελίες  της  στην  7η  Γενική  Συνέλευση  των  συλλόγων  ΚτΕ  στη  Βιέννη  το  1923  (Ι.Α.Υ.Ε.  1924/Β/37‐1).  65

  Ανάλογα με την πηγή προέλευσης της καταγγελίας, οι ίδιοι άνθρωποι ονομάζονταν Βούλγαροι, Μακεδόνες ή Σέρβοι.  Στο τέλος είχαν μπερδευτεί και οι ίδιοι... 

66

  Pablo  de  Azcarate,  League  of  Nations...,  σελ.  52‐3.  Ο  συγγραφέας  φτάνει  μάλιστα  στο  σημείο  να  πει  ότι  θα  ήταν  καλύτερα να είχαν ανταλλαγεί οι αλβανοί Τσάμηδες με τους έλληνες Βορειοηπειρώτες... 

67

  Βλ. αναλυτικά για τη στάση της Αλβανίας στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου. 

68

  C. Kimmich, «Germany and the League of Nations» στο συλλογικό The League of Nations in retrospective..., σελ. 118 επ. 

69

  Βλ. τη μελέτη του F.P. Walters, A History of the League of Nations, Oxford University Press, 1952, σελ. 405‐6. 

70

  Edward Chaszar, «The problem of national minorities before and after the Paris Peace Treaties of 1947», N.P., vol. IX, no  2, Fall 1981. 

1

  Με  το  Πρωτόκολλο  αυτό  η  Αγγλία,  η  Γαλλία  και  η  Ρωσία  διακήρυξαν  την  πολιτική  ανεξαρτησία  της  Ελλάδας.  Ήταν  η  πράξη που σηματοδότησε την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Περί των συνθηκών υπό τις οποίες υπεγράφη βλ. Douglas  Dakin, Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821‐1833, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1983, σελ. 352‐6.  2

  Τα  Επτάνησα  παραχωρήθηκαν  στην  Ελλάδα  ως  ένα  είδος  «προίκας»  του  νέου  βασιλιά  Γεωργίου  από  την  Αγγλία.  Προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα με τη Συνθήκη του Λονδίνου της 17/29.3.1864 που υπεγράφη από την Ελλάδα, την Αγγλία,  τη Γαλλία και τη Ρωσία.  3

  Λεπτομέρειες  για  τις  συνθήκες  υπογραφής  της  βλ. στο  Richard  Clogg,  Σύντομη Ιστορία της Ελλάδας, εκδ.  Καρδαμίτσα,  Αθήνα, 1984, σελ. 134‐7.  4

  Οι  επιστολές  συντάχθηκαν  και  επιδόθηκαν  παράλληλα  με  την  υπογραφή  της  Συνθήκης  του  Βουκουρεστίου  του  1913,  περί της οποίας βλ. Γ. Βεντήρη, Η Ελλάς του 1910‐1920, εκδ. Ίκαρος, 1970, σελ. 178‐194.  5

  Βλ.  την  άποψη  περί  αντικανονικότητος  αυτών  των  επιστολών  στο  βιβλίο  του  Σταματίου  Αντωνόπουλου,  Αι  συνθήκαι  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών, Αθήναι, 1917, σελ. 154‐9.  6

  Βλ.  ανάλυση  του  Β.  Παπαδάκη  του  τμήματος  ΚτΕ  του  ελληνικού  Υπουργείου  Εξωτερικών  στο  Ι.Α.Υ.Ε.  1934,  Β/69,  α.π.  17297,  7.5.1934.  Κατά  τον  Παπαδάκη  «το  πράγμα  έχει  ουσιαστικήν  σημασίαν,  καθόσον  εκ  της  φρασεολογίας  των  επιστολών  του  1913  σώζονται,  εις  το  άρθρον  12  της  Συνθήκης,  μόνον  οι  όροι  "αυτονομία"  και  "έλεγχος  της  ελληνικής  κυβερνήσεως"  χωρίς  να  γίνεται  λόγος  ούτε  περί  Επισκοπής,  ούτε  περί  δικαιώματος  επιχορηγήσεως  της  Ρουμανικής  κυβερνήσεως».  7

  Για  μια  συνολική  εξέταση  της  πορείας  της  Βουλγαρίας  από  το  1878  και  μετά  βλ.  τις  δύο  μελέτες  του  R.J.  Crampton,  Bulgaria 1878‐1918, a history. East European Monographs, Boulder, 1983 και A short history of modem Bulgaria, Cambridge  University Press, 1987.  8

  C.  Vacalopoulos,  «Répercussions  de  la  lutte  en  Macédoine  au  contexte  interbalkanique:  la  phase  des  mouvements  antihellénique en Bulgarie en 1906», Βαλκανική Βιβλιογραφία, Παράρτημα, τ. VI, 1977.  9

  Κ.  Βακαλόπουλος,  Θεωρητική  προσέγγιση  και  ιστορική  ερμηνεία  της  βαλκανικής  συνύπαρξης,  εκδ.  Αφών  Κυριακίδη,  Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 200‐1.  10

  Από τη δραματική περιγραφή του Γ. Βεντήρη, Η Ελλάς του 1910‐1920, σελ. 179. 

11

  Ο Σ. Νέστωρ ανεβάζει τον αριθμό των εξοντωθέντων σε 20.000 από τους 36.000 που είχαν μεταφερθεί στη Βουλγαρία  («Greek Macedonia and the convention of Neuilly, 1919», B.S., vol. 3, no 1, 1962). 

12

  Σύμφωνα με την έκθεση Τσορμπατζόγλου της 4.5.22 (Ι.Α.Υ.Ε. 1922 Β' Α.Α.Κ. 2). 

13

  Ολόκληρο το κείμενο του υπομνήματος στο D.B.F.P., First Series, IV, σελ. 635‐638. 

14

  Λεπτομέρειες για τη Συνδιάσκεψη και τα ελληνικά επιχειρήματα βλ. στο Εμμ. Ρούκουνα, Εξωτερική πολιτική 1914‐1923,  εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1983, σελ. 307‐310.  15

  Μέσα στο Φ.Ο. υπήρχε μια σημαντική φιλελληνική ομάδα που από το 1918 μέχρι την πτώση του Βενιζέλου προωθούσε  τις ελληνικές θέσεις. Τα μέλη της ήταν ο Άλεν Λήπερ, διακεκριμένος γλωσσολόγος, ο Χ. Νίκολσον, διπλωμάτης και εχθρός  των Τούρκων, ο Α. Τόυνμπη, ο γνωστός ιστορικός διεθνών σχέσεων που τότε δούλευε στις υπηρεσίες πληροφοριών, και ο  σερ Ε. Κρόου, διπλωμάτης πεπεισμένος ότι η Τουρκία έπρεπε να εκδιωχθεί από την Ευρώπη (βλ. το ενδιαφέρον άρθρο του  Erik Goldstein, «Great Britain and greater Greece 1917‐1920», H.J., 32,2, 1989). 

16

  Οι Βούλγαροι έριξαν το λίθο του αναθέματος για αντιβουλγαρισμό κυρίως στον Χ. Νίκολσον, δεύτερο γραμματέα της  βρετανικής  αντιπροσωπείας  στη  Συνδιάσκεψη,  ο  οποίος  φέρεται  να  επηρέασε  τη  βρετανική  στάση  σε  μεγάλο  βαθμό.  Ο  Νίκολσον που στη συνέχεια ήταν σύνδεσμος μεταξύ Φ.Ο. και ΚτΕ περνούσε κι εκεί μια αντιμειονοτική θέση που εκνεύριζε  τη  Βουλγαρία  (βλ.  το  αφιέρωμα  στον  Νίκολσον  στο  The  complaints  of  Macedonia,  Memoranda,  petitions,  resolutions,  minutes, letters and documents addressed to the League of Nations, 1919‐1939, Geneva, 1979 (no 10‐11‐12).)  17

  Η  βουλγαρική  αντιπροσωπεία  έφτασε  στις  26  Ιουλίου,  δηλαδή  αργά,  και  κάτω  από  πολύ  κακές  συνθήκες.  Υπέβαλε  αμέσως υπόμνημα διεκδικώντας την Ανατολική και τη Δυτική Θράκη υποστηρίζοντας ότι ζούσαν εκεί 260.693 Βούλγαροι,  197.863  Τούρκοι  και  70.210  Έλληνες.  Για  να  βελτιώσει  το  κλίμα,  ο  Γκέσωφ  είχε  επισκεφθεί  και  το  Λονδίνο,  χωρίς  αποτελέσματα όμως. Παρ' όλη τη δράση γνωστών φιλοβούλγαρων της Μ. Βρετανίας, όπως οι αδελφοί Μπάξτον, και ενός  συνδέσμου  που  έγινε  το  Μάρτιο  του  1919  στη  Γενεύη  από  διεθνείς  προσωπικότητες  που  στήριζαν  τη  βουλγαρική  υπόθεση, το προφίλ της Βουλγαρίας δεν βελτιώθηκε (βλ. τη βουλγαρική πλευρά στο άρθρο της Galina Borisova, «Bulgaria,  Greece and Britain's policy 1919», E.B., Sofia, 1983, 3).  18

  Stephen Ladas, The exchange of minorities: Bulgaria, Greece and Turkey, N. York, 1932, σελ. 28‐31. 

19

  I.A.Υ.E. 1920, A/4‐B/45. 

20

  Διά της ανταλλαγής αυτής το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων της Βουλγαρίας, δηλαδή περί τους 46.000, ήρθαν στην  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           Ελλάδα.  Από  την  Ελλάδα  έφυγαν  αντίστοιχα  92.000  Βούλγαροι.  Περί  της  ανταλλαγής  και  των  επιπτώσεών  της  βλ.  αναλυτικά στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου.  21

  Άλλωστε η μόνη υπολογίσιμη μειονότητα στο έδαφός της πια ήταν οι Τούρκοι, που κι αυτούς σε λίγο θα προσπαθούσε  να  τους  προσελκύσει  η  Τουρκία  για  να  κατοικήσουν  τα  εγκαταλελειμμένα  χωριά  της  Μ.  Ασίας.  Για  τους  Τούρκους  της  Βουλγαρίας βλ. ενδεικτικά το (τουρκικής οπτικής) Bilal Simsir, «The Turks of Bulgaria and the immigration question» στο  The turkish presence in Bulgaria, Communications, Publications of the Turkish Historical Society, Serial: VII, no 87a, Ankara,  1986.  22

  Δηλαδή  αυτούς  που  είχαν  βρει  πολύ  αποδοτικές  δουλειές  του  ποδαριού  στις  περιοχές  μεγάλης  συγκέντρωσης  πληθυσμού.  Πρέπει  να  συνυπολογίσουμε  επίσης  ότι  στην  Ξάνθη,  π.χ.,  είχαν  καταστραφεί  περί  τα  300  σπίτια  και  λεηλατηθεί όλα τα υπόλοιπα. Οι συνθήκες επιβίωσης δηλαδή όσων επέστρεφαν ήταν δύσκολες. 

23

  Ι.Α.Υ.Ε.  1920,  Α/4‐Β/45.  Οι  ελληνικές  αρχές  σχεδιάζουν  επίσης  να  εγκαταστήσουν  στα  χωριά  με  τους  περισσότερους  Βουλγάρους που δεν ήθελαν να μεταναστεύσουν ισάριθμες οικογένειες ομογενών, μη γνωριζόντων τη βουλγαρική για να  διευκολυνθεί η ομαλή αφομοίωση.  24

  Ι.Α.Υ.Ε. 1919, Α/5 (8). 

25

  Φαίνεται  πως  οι  γαλλικές  αρχές  κράτησαν  μία  μάλλον  ουδέτερη  στάση  γιατί  έχουμε  παράλληλα  και  βουλγαρικές  μαρτυρίες για πολύ θετική στάση τους απέναντι στους Βουλγάρους. Στην εφημερίδα Νόβο Βρέμιε της 4.1.20 ο υπουργός  Εξωτερικών  της  Βουλγαρίας  Δημητρώφ  ήταν  ευχαριστημένος  που  πάνω  από  600  βούλγαροι  υπάλληλοι  κρατήθηκαν  σε  γαλλικές υπηρεσίες, δεν διώχτηκαν οι βουλγαρικές τράπεζες κ.λπ. 

26

  Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, χρειάστηκε δουλειά. Ο υπουργός Εξωτερικών Διομήδης είχε ζητήσει από τις τοπικές  αρχές  να  τηρήσουν  την  καλύτερη  δυνατή  στάση  εναντίον  των  Οθωμανών.  Το  έργο  αυτό  βοήθησε  πολύ  ο  τότε  συνταγματάρχης Μαζαράκης‐Αινιάν, αρχηγός της στρατιωτικής αποστολής στη Μόσχα (Ι.Α.Υ.Ε. 1919, A/S/M). 

27

  Ι.Α.Υ.Ε.  1919,  Α/5/Μ.  Βεβαίως  υπήρχαν  και  οι  άλλοι  που  πίεζαν  για  αυτονομία.  Στις  2.10.1919  οι  αντιπρόσωποι  του  τουρκικού κομιτάτου στη Γιουλμουτζίνη έστειλαν υπόμνημα στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης καταγγέλλοντας τις απίστευτες  θηριωδίες των Βουλγάρων από το 1912 και μετά. Το έγγραφο κατέληγε ως εξής: «Ημείς οι Τούρκοι της Δυτικής Θράκης  δεν  θέλομε  κατ'  ουδένα  τρόπον  να  διοικηθώμεν  ούτε  παρά  των  Βουλγάρων,  ούτε  παρά  των  Ελλήνων.  Θέλομεν  την  ελευθερίαν ημών. Θέλομεν αυτονομίαν της Θράκης».  28

  Στο πλαίσιο αυτού του αγώνα ο Βενιζέλος είχε φτάσει να ανταποκριθεί στο αίτημα του Κλεμανσώ στέλνοντας ελληνικό  στρατό  στην  Ουκρανία  να  πολεμήσει  τους  μπολσεβίκους.  Συνολικά  περί  της  εκστρατείας  αυτής  βλ.  Κ.  Νίδερ,  «Η  εκστρατεία της Ουκρανίας», Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήνα, 1927‐8, τ. 1ος, σελ. 111 επ. 

29

  Πληροφορίες της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού προς Υπουργείο Εξωτερικών στις 17.3.1920 (Ι.Α.Υ.Ε. 1920, Β/59 ια). Για  να  αντιμετωπίσουν  τις  πιθανές  ταραχές  οι  ελληνικές  αρχές  συζητούσαν  λήψη  μέτρων  όπως  αφοπλισμό  υπόπτων  στα  παραμεθόρια χωριά, χορήγηση όπλων σε μακεδονομάχους και ίσως σύσταση υπηρεσίας πληροφοριών με αντικείμενο τη  δράση των κομιτατζήδων.  30

  Ι.Α.Υ.Ε. 1920, Β/59 στ. 

31

  Για τις συζητήσεις περί Θράκης που έλαβαν χώρα στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης βλ. Ν. Petsalis‐Diomidis, Greece at the  Paris Peace Conference 1919, Thessaloniki, Institute for Balkan Studies, 1978, σελ. 256‐89.  32

  Συνθήκη  μεταξύ  των  Προεχουσών  και  Συνησπισμένων  Δυνάμεων  και  της  Ελλάδος  περί  Θράκης  (υπογραφείσα  εν  Σέβραις τη 18η Ιουλίου‐10η Αυγούστου 1920, Εθνικόν Τυπογραφείον, 1920). 

33

  Συνθήκη μεταξύ των Προεχουσών και Συνησπισμένων Δυνάμεων και της Ελλάδος περί προστασίας των Εθνικών κ.λπ.  Μειονοτήτων (υπογραφείσα εν Σέβραις τη 28η Ιουλίου‐10η Αυγούστου 1920, Εθνικόν Τυπογραφείον, 1920).  34

  Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Β/69, ανάλυση του τμήματος ΚτΕ του ΥΠΕΞ, 7.5.34.  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           35

  Λεπτομέρειες  για  το  διάστημα  από  την  εκλογική  ήττα  του  Βενιζέλου  και  μετά  βλ.  Α.  L.  Macfie,  «The  revision  of  the  Treaty of Sevres: The first phase (August 1920‐September 1922)», B.S., vol. 24, no 1, 1983.  36

  Σχετικά με τη Συνδιάσκεψη Βλ. Η. Psomiades, The eastern question: The last phase, a study in greek‐turkish diplomacy,  Thessaloniki, 1968. 

37

  Τα βουλγαρικά επιχειρήματα στη συνδιάσκεψη βλ. στο LoN: 41/938/ 449 (19‐27) R1614. 

38

  Ι.Α.Υ.Ε.  1921,  Α/5/ΧΙΙ  (6).  Οι  Βούλγαροι  ήλπιζαν  ακόμα  περισσότερο  γιατί  έβλεπαν  μια  στροφή  του  γαλλικού  ιδίως  τύπου κατά της Ελλάδας.  39

  Τα  μέτρα  πρότεινε  ο  Δενδραμής,  επικεφαλής  της  ελληνικής  αντιπροσωπείας  στην  ΚτΕ,  που  συνειδητοποιούσε  τον  αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει η βουλγαρική προπαγάνδα στους φιλελεύθερους Δυτικούς. Συγκεκριμένα στις 30.1.21  ζήτησε  από  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  διάβημα  του  συλλόγου  προσφύγων  από  την  Α.  Ρωμυλία.  Ευτυχώς  πάντως  οι  λειτουργοί  της  ΚτΕ  αντιλαμβάνονταν  το  παιγνίδι  της  Βουλγαρίας.  Ο  Γ.Γ.  μάλιστα  κατά  τον  Δενδραμή  δήλωσε  ότι  «αυτά  πρέπει να περιμένουμε από τη Βουλγαρία αφού μπήκε στην ΚτΕ» (Ι.Α.Υ.Ε. 1921, Α/5/ΧΙΙ (6)).  40

  Ι.Α.Υ.Ε. 1921, Α/5/ΧΙΙ (5). 

41

  Commission  des  questions  territoriales.  Sous‐commission  chargé  d'étudier  l'octroi  à  la  Bulgarie  d'un  débouche  économique  sur  la  mer  Egée,  P.V.,  26.11.1923.  Σύμπας  ο  βουλγαρικός  τύπος  εκδήλωσε  τότε  την  αγανάκτησή  του  που  αγνοήθηκε  το  αίτημα  της  Βουλγαρίας  από  τη  Συνδιάσκεψη.  «Όλα  έγιναν  για  να  μοιράσουν  οι  νικητές  τη  λεία  μεταξύ  τους», έγραφε η Πράβντα της Φιλιππούπολης σε άρθρο της στις 10.7.23. 

42

  Ι.Α.Υ.Ε. 1922 Α/5 VI (38). Έκκληση του έλληνα υπουργού Προνοίας στη Γενεύη. 

43

  Στοιχεία από το Yannis G. Mourelos, «The 1914 persecutions and the first attempt at an exchange of minorities between  Greece and Turkey», B.S., vol. 26, no 2, 1985.  44

  Βλ.  έκθεση  που  είχε  ζητήσει  ο  Βενιζέλος  από  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  σχετικά  με  τον  αριθμό  των  προσφύγων  που  συνέρρευσαν στην Ελλάδα πριν από την καταστροφή της Σμύρνης στο Ι.Α.Υ.Ε. 1923/ ΚτΕ (61). 

45

  Ο  Βενιζέλος  είχε  εισηγηθεί  από  το  1919  μια  προαιρετική  ανταλλαγή  πληθυσμών  με  την  Τουρκία  ανάλογη  με  την  ελληνοβουλγαρική.  Οι  Τούρκοι  όμως  ήταν  ανένδοτοι  στη  Συνδιάσκεψη  υπέρ  του  αναγκαστικού  χαρακτήρα  της  ανταλλαγής. Ήθελαν μάλιστα να συμπεριλάβουν και τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και επιπλέον να διώξουν και το  Πατριαρχείο  (Εμμ.  Ρούκουνας,  Εξωτερική  πολιτική  1914‐1923,  σελ.  366‐9).  Ο  Βενιζέλος  συμφωνούσε  με  την  ανταλλαγή  γιατί δι' αυτής θα εξασφάλιζε:  1) διαπραγματευτικό ατού για  τη διεκδίκηση της Θράκης και των νησιών, 2) κατευνασμό  των τούρκων εθνικιστών, 3) ομογενοποίηση της Ελλάδας, 4) χρήση αυτού του εργατικού δυναμικού υπέρ της ελληνικής  οικονομίας,  5)  επιτάχυνση  της  αγροτικής  μεταρρύθμισης  χωρίς  μεγάλες  αντιδράσεις  (Γ.  Πετρόπουλος,  «Η  υποχρεωτική  ανταλλαγή  των  πληθυσμών:  ελληνο‐τουρκικές  ειρηνευτικές  διευθετήσεις,  1922‐1930»  στο  συλλογικό  Ελευθέριος  Βενιζέλος, κοινωνία ‐ οικονομία ‐ πολιτική στην εποχή του, εκδ. Γνώση, 1989).  46

  Harry Psomiades, The eastern question..., σελ. 69‐72. 

47

  Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Β/69. 

48

  Ο  Γ.  Δάφνης  στο  Η  Ελλάς  μεταξύ  των  δύο  πολέμων,  τ.  Α',  Αθήναι,  1954,  σελ.  10‐24,  περιγράφει  το  ζοφερό  κλίμα  της  εποχής. 

49

  Βλ. τα βαθύτερα κίνητρα των διαφόρων προσωπικοτήτων του χώρου αυτού στο άρθρο του Constantin Jordan‐Sima, «Ο  Βενιζέλος και το πρόβλημα της εγκαθίδρυσης αβασίλευτης δημοκρατίας στην Ελλάδα (1923‐1924)» στο Θ. Βερέμης, Οδ.  Δημητρακόπουλος επιμ., Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1980. 

50

  Σύμφωνα  με  τη  διατύπωση  του  διοικητή  της  ETE  Διομήδη  (Νίκος  Παντελάκης,  «Τα  πολεμικά  δάνεια  1918‐1919  παράγοντας εξωτερικής οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης» στο Γ. Μαυρογορδάτος ‐ Χ. Χατζηιωσήφ επιμ., Βενιζελισμός  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           και αστικός εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988).  51

  Dim. Pentzopoulos, The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece, Paris, 1968, σελ. 75‐8. 

52

  Παραθέτω απόσπασμα αναφοράς του Φρουραρχείου Κερκύρας της 4.11.24 για την κατάσταση των προσφύγων από το  Ικόνιο και την Καισάρεια: «Είναι συνωστισμένοι κατά τρόπο απάνθρωπο. Οι πλείστοι παραμένουν εις απελπιστικώς υγρά  υπόγεια  και  σπηλιάς  του  φρουρίου  ακατάλληλα  και  δι'  ενσταυλισμόν  κτηνών.  [...]  Περιέρχονται  τας  πόλεις  κατά  την  ημέραν και την νύκταν επαιτούντες» (Ι.Α.Υ.Ε. 1924/ Α/2 (14).  53

  Συνοπτική  έκθεση  των  πεπραγμένων  του  υπουργείου  για  την  περίθαλψη  των  προσφύγων  στις  2.5.24  βλ.  στο  Ι.Α.Υ.Ε.  1924/ ΚτΕ/ Δ2.  54

  Τηλεγράφημα Γονατά στις 20.6.23 και τηλεγράφημα Κακλαμάνου της 20.7.23, Ι.Α.Υ.Ε. 1923/ ΚτΕ/ (61). 

55

  Ο  δόκτορας  Νάνσεν  έδωσε  διαλέξεις  στις  ΗΠΑ  και  τη  Μ.  Βρετανία  ζητώντας  τη  βοήθεια  των  ανθρωπιστικών  οργανώσεων  για  να  σωθούν  οι  έλληνες  πρόσφυγες  από  την  κακουχία και  το  θάνατο.  Στηλίτευσε  δε  δημόσια  την  Ιταλία  που βρήκε τόσο ακατάλληλη ώρα για να πάρει 50 εκατομμύρια λιρέτες ως αποζημίωση για το επεισόδιο Τελίνι. Για τη ζωή  και  το  έργο  αυτού  του  ξεχωριστού  άνδρα,  που  έφερε  εις  πέρας  τεράστιες  διεθνείς  ανθρωπιστικές  επιχειρήσεις  όπως  ο  επαναπατρισμός των αιχμαλώτων του πολέμου και η επιβίωση των ρώσων προσφύγων μετά τον εμφύλιο πόλεμο, βλ. τη  διδακτορική  διατριβή  του  Clarence  Arthur  Clausen,  Dr  Fridtjof  Nansen's  work  as  High  Commissioner  of  the  League  of  Nations, PhD, Illinois, 1932.  56

  Ιωάννα Πεπελάση‐Μινόγλου, «Οι διαπραγματεύσεις για το προσφυγικό δάνειο του 1924», στο συλλογικό Ελευθέριος  Βενιζέλος, κοινωνία‐οικονομία‐πολιτική στην εποχή του, εκδ. Γνώση, 1989. Βλ. επίσης χαρακτηριστικό άρθρο των Financial  News στις 5.11.23 που τόνιζε πόσο παρακινδυνευμένο ήταν για τους άγγλους κεφαλαιούχους να τοποθετήσουν χρήματα  σε μια τόσο πολιτικά ασταθή χώρα με αλλεπάλληλες βίαιες αλλαγές του καθεστώτος.  57

  Βλ.  την  άποψη  της  Λίνας  Λούβη,  «Μηχανισμοί  της  ελληνικής  εξωτερικής  πολιτικής  μετά  τη  συνθήκη  της  Λωζάνης  (1923‐1928)» στο συλλογικό Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός... 

58

  Η  κυβέρνηση  παρείχε  πλήρη  φοροαπαλλαγή  στην  περιουσία  της  ΕΑΠ  και  ανέλαβε  επίσης  την  υποχρέωση  να  μη  χειροτερέψει  τη  θέση  της  με  άλλο  εξωτερικό  δανεισμό  για  να  μην  υποτιμηθεί  το  ελληνικό  νόμισμα  και  μειωθούν  οι  πρόσοδοι της ΕΑΠ (Ι.Α.Υ.Ε. 1923/ΚτΕ/ Δ/2 (41).  59

  Όπως  υπογραμμίζει  η  Μαργαρία  Δρίτσα  (στο  «Πίστη  και  βιομηχανία  στον  μεσοπόλεμο»  στο  συλλογικό  Γ.  Μαυρογορδάτος ‐ Χ. Χατζηιωσήφ επιμ., Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός...) από το 1923 ως το 1927 η προσοχή  του κράτους ήταν στραμμένη στη Βόρεια Ελλάδα. Έγινε δηλαδή το πρωτοφανές να φεύγουν πόροι από το κέντρο και να  κατευθύνονται στην περιφέρεια. 

60

  Η  ένταση  οφειλόταν  κατά  μέγα  μέρος  στον  απόλυτο  έλεγχο  που  είχε  η  ΕΑΠ  πάνω  στο  προϊόν  των  προσφυγικών  δανείων  ελέω  ΚτΕ.  Η  κυβέρνηση  το  θεωρούσε  κάπως  υποτιμητικό  αλλά  η  ΕΑΠ  πίστευε  ότι  βελτίωνε  την  εικόνα  της  Ελλάδας στις διεθνείς χρηματαγορές (Μαργαρίτα Δρίτσα, «Εθνική Τράπεζα και πρόσφυγες», Τα Ιστορικά 4, Δεκ. 1985, σελ.  313‐26).  Μάλιστα  ο  Γονατάς  λίγο  πριν  συζητηθεί  το  δάνειο  ενώπιον  του  Συμβουλίου,  στις  27.6.23,  ζήτησε  να  αντιπροσωπεύσει  την  Ελλάδα  ο  Βενιζέλος  και  να  πιέσει  να  μην  ιδρυθεί  αυτόνομος  διαχειριστικός  οργανισμός  για  το  δάνειο. Να εγγυηθεί απλώς το ελληνικό κράτος την καλή διαχείρισή του. Αυτό όμως ήταν αδύνατο να το δεχτεί η ΚτΕ που  ήθελε απόλυτο έλεγχο (Ι.Α.Υ.Ε. ΚτΕ/1923/ Δ/2 (42)).  61

  Στοιχεία  του  τ.  προέδρου  της  ΕΑΠ  Charles  Eddy,  Greece  and  the  greek  refugees,  London,  σελ.  231.  Ο  συγγραφέας  θαυμάζει την ευκολία με την οποία αφομοιώθηκαν οι έλληνες πρόσφυγες.  62

  Στοιχεία του Κ. Βεργόπουλου, Εθνισμός και οικονομική ανάπτυξη, η Ελλάδα στο μεσoπόλεμo, Εξάντας, 1978, σελ. 45‐7. 

63

  Βλ.  τις  τουρκικές  καταγγελίες  που  ανέφερε  στις  8.10.23  η  μόνιμη  ελληνική  αντιπροσωπεία  στην  ΚτΕ  (Ι.Α.Υ.Ε.  1923  Β/37/1). 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           64

  Πρέπει να επισημάνουμε ότι όλα τα στατιστικά στοιχεία για τις μειονότητες που δημοσιεύτηκαν εκείνη την εποχή και  αργότερα  δεν  έχουν  μεγάλη  σχέση  με  την  πραγματικότητα.  Μερικές  φορές  οι  αρχές  σκόπιμα  παρουσίαζαν  στους  ανωτέρους  τους  μια  επιθυμητή  εικόνα,  αλλού  φουσκώνοντας  κι  αλλού  ξεφουσκώνοντας  νούμερα,  και  μερικές  φορές  οι  ίδιοι οι μειονοτικοί αποπροσανατόλιζαν τις αρχές δηλώνοντας άλλη μητρική γλώσσα από την πραγματική τους για να μην  έχουν  το  στίγμα  του  ξένου.  Ένα  άλλο  μεγάλο  μπέρδεμα  έφερε  η  χρήση  του  όρου  «ελληνόφρονες»,  «βουλγαρόφρονες»  κ.λπ.  μια  και  αναφέρεται  σε  μη  μετρήσιμο  χαρακτηριστικό.  Αυτή  η  πρακτική  άνθησε  σε  όλα  τα  βαλκανικά  κράτη  με  αποτέλεσμα  να  θεωρούμε  σχετικά  από  δω  και  πέρα  όλα  τα  στοιχεία  που  επεξεργαζόμαστε,  ακόμα  κι  αυτά  της  ΚτΕ.  Τα  χρησιμοποιούμε βεβαίως ενδεικτικώς αλλά με κάθε επιφύλαξη.  65

  Βλ.  τις  απόψεις  του  Ρ.  Ε.  Dimitras,  «Minorities:  An  asset  or  a  liability  for  Greece?»,  C.E.A.,  vol.  4,  1991,  no  4.  Ο  συγγραφέας  αποδίδει  το  κλίμα  αυτό  στην  καθοριστική  επίδραση  της  παραδοσιακά  μισαλλόδοξης  ορθοδοξίας  στη  διαμόρφωση της νεοελληνικής συνείδησης. 

66

  Ι.Α.Υ.Ε. 1920‐1923, Β/45. 

67

  Βλ. αναφορά του Γενικού Διοικητή Ηπείρου Σταματίου που κριτικάρει τη διακριτική στάση της Ελλάδας απέναντι στους  μουσουλμάνους  Τσάμηδες:  «Δυστυχώς  εις  Ήπειρον  δεν  επετάχθη  εξ  αρχής  το  ήμισυ  της  ακινήτου  περιουσίας  των  Οθωμανών, εγκατασταθέντων των προσφύγων  εις χριστιανικάς οικίας και ούτω οι Οθωμανοί  μείναντες ανενόχλητοι και  άθικτοι  δημιουργούσι  σήμερον  προβλήματα  παραμονής  των»  (Ι.Α.Υ.Ε.  1924/Α/5,  10).  Είναι  φανερό  ότι  πολλές  φορές  οι  άνθρωποι αυτοί υπονόμευαν το καλό προφίλ της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς.  68

  Ένας  απ'  αυτούς,  ο  υπομοίραρχος  Δημητρόπουλος  έφτασε  μάλιστα  να  δίνει  και  δικές  του  ερμηνείες  στο  Κοράνι  ως  προς  τη  συνεκπαίδευση  αγοριών  και  κοριτσιών  κ.λπ.  Ο  Καλεύρας  ζήτησε  τη  μετάθεσή  του  και  αυτός  τον  σαμποτάρισε  δημοσιεύοντας  στις  τοπικές  εφημερίδες  τις  απόρρητες  εκθέσεις  του  που  εμφάνιζαν  την  Πολιτείαν  ανίσως  συμπεριφερόμενη απέναντι στους υπηκόους της. Ευτυχώς ο Καλεύρας είχε πολιτική κάλυψη και παρέμεινε στη θέση του  (Ι.Α.Υ.Ε. 1929 Α/21/1).  69

  Ι.Α.Υ.Ε.  Γ/62/αα  Β/37,  α.π.  11905.  Η  Γενική  Διοίκηση  Θεσσαλονίκης  δέχτηκε  ως  σωστά  τα  συμπεράσματα  αυτά  και  κατέληξε  ότι  πρέπει  να  ληφθούν  σκληρά  μέτρα  κατά  παντός  κρατικού  οργάνου  που  θα  προκαλέσει  παράπονα  Σλαβοφώνου άνευ λόγου (στον ίδιο φάκελο α.π. 11001). Όλα αυτά την εποχή που ο διοικητής Χωροφυλακής Πέλλης είχε  μια  διαφορετική  λύση  να  προτείνει  για  το  πρόβλημα:  «Μια  δραστήρια  εφαρμογή  των  νόμων,  εν  ανάγκη  και  λίγο  αυθαίρετος,  θα  συντελέση  εις  το  να  καταρρίψη  τα  βουλγαρικά  ιδανικά  των  και  θα  τους  επαναφέρει  εις  την  ευθείαν»  (Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Α/2,7 αναφορά του στις 15.9.1925).  70

  Όπως  σημειώνει  ο  Ι.  Κολιόπουλος,  αυτό  ήταν  ζήτημα  προτύπου  εθνικής  οργανώσεως  και  όχι  αυταρχισμού  του  καθεστώτος  (Λεηλασία  φρονημάτων,  το  μακεδονικό  ζήτημα  στην  κατεχόμενη  Δυτική  Μακεδονία,  1941‐44,  εκδ.  Βάνιας,  Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 41‐2). 

71

  Ι.Α.Υ.Ε.  1926  Β/37,  υπόμνημα  που  υποβλήθηκε  στην  Εθνοσυνέλευση  τον  Ιανουάριο  του  1926.  Στον  γλωσσικό  εξελληνισμό  βοήθησαν  και  μη  κρατικές  οργανώσεις,  όπως  ο  περίφημος  Σύλλογος  προς  Διάδοσιν  των  Ελληνικών  Γραμμάτων,  που  ανέλαβε  την  εθνική  αυτή  αποστολή  από  το  1869  και  συνέχισε  κατά  τη  διάρκεια  του  Μεσοπολέμου  να  συντηρεί ιδίως στη Δυτική Μακεδονία, όπου υπήρχαν πιο συμπαγείς ξενόφωνες μάζες, σχολές και οικοτροφεία θηλέων,  μεταξύ  των  οποίων  και  η  Οικοκυρική  Σχολή  Φλώρινας,  με  στόχο  τον  εξελληνισμό  της  βουλγαροφώνου  μητρός.  Περισσότερα στο σχετικό κεφάλαιο.  72

  Έκθεση  Γ.  Θ.  Φεσσόπουλου  στις  3.9.36,  δημοσιευμένη  στο  Κ.  Σκορδύλη,  «Μειονότητες  και  προπαγάνδα  στη  Β.  Ελλάδα», Ίστωρ 7, Δεκ. 1994.  73

  Περισσότερες λεπτομέρειες βλ. στο Γ. Θ. Φεσσόπουλος, Η διαφώτισις (Προπαγάνδα), Αθήναι, 1948. 

74

  Οι  βενιζελικοί  είχαν  αποδώσει  την  εκλογική  ήττα  του  1920  εν  πολλοίς  και  στην  αρνητική  ψήφο  των  μειονοτικών.  Γι'  αυτό από το 1923 και μετά εφάρμοσαν ένα νέο σύστημα, εις εφαρμογήν των μειονοτικών συνθηκών μάλιστα, βάσει του  οποίου εγκαινιάστηκε το σύστημα των χωριστών εκλογών. Το σύστημα βέβαια δεν λειτούργησε σταθερά γιατί προξένησε  μεγάλες διαμαρτυρίες της αντιπολιτεύσεως και των μειονοτικών. Περί του πολιτικού προσανατολισμού των μειονοτικών  βλ. την πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του George Mavrogordatos, Stillborn republic. Social coalitions and party strategies in  Greece, 1922‐1936, University of California Press, 1983, σελ. 230 επ. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           75

  Ι.A.Υ.E. 1935 A/6/4 και Α/6/9, α.π. 7907. 

76

  Κατά  το  νομάρχη  Φλώρινας,  «ναι  μεν  δεν  είναι  δυνατόν  να  αμφισβητήση  τις  τον  εθνισμόν  του  νεοεμφανισθέντος  Μακεδονικού  Κόμματος,  τα  κατώτερα  όμως  όργανα  αυτού  κυριολεκτικώς  ωργίασαν  υποσχόμενα  την  προσάρτησιν  της  Μακεδονίας  εις  την  Βουλγαρίαν  ή  την  αυτονόμησιν  αυτής.  Τα  συνθήματα  «Η  Μακεδονία  διά  τους  Μακεδόνας»  και  «Ματσεντόσκα  ίσκρα»  ηλέκτριζαν  τους  σλαυόφωνους»  (Κ.  Σκορδύλης,  «Μειονότητες  και  προπαγάνδα  στη  Β.  Ελλάδα»,  Ίστωρ 7, Δεκ. 1994).  77

  Κι εδώ αναμίχθηκε η μικροπολιτική. Όπως επισημαίνει ο Γ. Μαυρογορδάτος, οι αντιβενιζελικοί πολιτικοί υποσχέθηκαν  στους  Σλαβόφωνους  να  απομακρύνουν  τους  πρόσφυγες  από  τα  μέρη  τους  για  να  κερδίσουν  την  ψήφο  τους  (Stillborn  republic..., σελ. 250).  78

  Βλ. χαρακτηριστική εγκύκλιο που έστειλε ο υπουργός Γεωργίας το 1925 υπογραμμίζοντας στις αρμόδιες υπηρεσίες να  προσέξουν τις καταγγελίες σχετικά με πρόσφυγες που καταλαμβάνουν αυθαιρέτως εκτάσεις μεγαλύτερες απ' αυτές που  δικαιούνται παρενοχλώντας τους κουτσόβλαχους κτηνοτρόφους (Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,13 και Β/46). 

79

  Βλ.  την  έκθεση  του  Γ'  Σώματος  Στρατού  περί  πολιτικών  και  κομματικών  λαθών  που  οδηγούν  τους  μειονοτικούς  στην  ξένη προπαγάνδα με ημερομηνία 8.8.1925 (Ι.Α.Υ.Ε. 1926 Γ/62/αα, β/37). 

80

  Ο τίτλος άφηνε απέξω πολλές άλλες εθνότητες που ζούσαν από το 1918 και μετά κάτω από την ίδια κρατική στέγη. Μια  πολύ καλή ανάλυση όσων ένωναν κι όσων χώριζαν τους λαούς αυτούς στο John Zametica, «The Yugoslav Conflict», Adelphi  Paper 270, Summer 1992.  81

  To  όνομα  χρησιμοποιείται  χάριν  ευκολίας.  Στην  πραγματικότητα  ονομάστηκε  έτσι  μετά  το  1929,  όταν  ο  βασιλιάς  Αλέξανδρος  θέλησε  να  επιβάλει  ενιαία  εθνική  ιδεολογία  εκ  των  άνω  (Ινο  Banac,  The  national  question  in  Yugoslavia:  Origins, history, politics, Cornell University Press, 1984).  82

  Περί των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων από το 1923 και μετά βλ. Κ. Σβολόπουλου, Η ελληνική εξωτερική πολιτική  μετά τη συνθήκη της Λωζάννης, Η κρίσιμη καμπή, Ιούλιος‐Δεκέμβριος 1928, Θεσσαλονίκη, 1977, σελ. 16‐7. 

83

  Ο  μεγάλος  μπελάς  της  Γιουγκοσλαβίας  κατά  τη  διάρκεια  του  Μεσοπολέμου  ήταν  να  μην  αφήσει  τη  Βουλγαρία  να  διεκδικήσει  το  δυσανάλογα  μεγάλο  τμήμα  της  Μακεδονίας  που  είχε  κερδίσει  από  τους  Βαλκανικούς  πολέμους  και  στο  οποίο ζούσε μεγάλος αριθμός Βουλγάρων. Έτσι ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι ζούσε στο έδαφός της βουλγαρική μειονότητα  και πίεζε την Ελλάδα να ονομάσει τους σλαβόφωνους κατοίκους της Σέρβους ή τέλος πάντων όχι Βουλγάρους. Παράλληλα  βέβαια είχε αρχίσει να εφαρμόζει εντατικό εκσερβισμό της περιοχής αυτής (Κ. Βακαλόπουλος, Θεωρητική προσέγγιση και  ιστορική ερμηνεία της βαλκανικής συνύπαρξης, εκδ. Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1994, σελ. 204).  84

  Αναλυτικά στο κεφάλαιο για τις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. 

85

  Μια σύγχρονη ιστορία της χώρας είναι το Stefanaq Pollo and Arben Puto, The history of Albania from its origins to the  present day, Routledge and Kegan Paul, 1981. 

86

  Περί  του  παραδόξου  αυτού  ανδρός  βλ.  τη  μελέτη  του  Bernd  Jurgen  Fisher,  King  Zog  and  the  struggle  for  stability  in  Albania, East European Monographs, Boulder, N. York, 1984.  87

  Αναλυτικά βλ. το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου. 

88

  Για μια γενική και ενδιαφέρουσα ανάλυση της βουλγαρικής οπτικής βλ. Ilcho Dimitrov, «Bulgaria in european politics  between the two world wars: Certain preliminary inferences», E.S.‐E., 1‐2 (1981).  89

  Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούσε να υλοποιηθεί ο εφιάλτης των Ελλήνων και των Τούρκων, δηλαδή η ενοποίηση των  Σλάβων που θα γκρέμιζε κάθε ισορροπία στην περιοχή. Το φόβο που προκαλούσε η δυνητική έστω ένωση των Σλάβων της  Βαλκανικής, τον γνώριζαν και τον χρησιμοποιούσαν ως μέσο πίεσης και οι Βούλγαροι και οι Γιουγκοσλάβοι.  90

  Ο Πολίτης, εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Μ.Ε., εξομολογήθηκε στον Κ. Ρέντη ότι η μεροληψία του ισπανού Ντε Λάρα  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           λόγου  χάριν,  την  οποία  παρεδέχθησαν  αργότερα  ανεπισήμως  και  στελέχη  της  ΚτΕ,  ίσως  να  είχε  σχέση  με  τη  συλλογή  πανάκριβων  ανατολίτικων  χαλιών  που  διέθετε...  (Α.  Αλεξανδρής,  «Το  ιστορικό  πλαίσιο  των  ελληνοτουρκικών  σχέσεων  1923‐1954» στο Ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923‐1987, εκδ. Γνώση, 1988, σελ. 35).  91

  Για  τη  στάση  της  Μεγάλης  Βρετανίας  στα  οικονομικά  θέματα  που  εμπλέκονταν  στην  εξωτερική  πολιτική  βλ.  J.H.  Richardson, British economic foreign policy, London, 1936.  92

  E.H. Carr, International relations between the two world wars (1919‐1939), MacMillan Press, London, 1952, σελ. 38 επ.  και P. Wandycz, France and her eastern allies. 1919‐1925, Minneapolis, 1962, ολόκληρο. 

93

  Όπως είδαμε, το επεισόδιο αυτό θεωρήθηκε η πρώτη ήττα της ΚτΕ και απέδειξε πόσο δύσκολο θα ήταν να διευθετήσει  κρίσεις  στις  οποίες  αναμιγνύονται  και  Μεγάλες  Δυνάμεις.  Εν  προκειμένω  η  ΚτΕ  έμεινε  τελείως  έξω  γιατί  η  μεν  Μεγάλη  Βρετανία ήθελε να επιληφθεί του θέματος το Συμβούλιο της ΚτΕ, αλλά η Γαλλία φοβόταν μην επεκταθεί η συζήτηση και  φτάσει στη γαλλική κατοχή του Ρουρ. Έτσι το ανέλαβε η Πρεσβευτική Διάσκεψη. Αναλυτικά στο James Barros, The Corfu  incident of 1923, Mussolini and the League of Nations, Princeton, 1965.  94

  Λίνα  Λούβη,  «Μηχανισμοί  της  ελληνικής  εξωτερικής  πολιτικής  μετά  τη  συνθήκη  της  Λωζάνης  (1923‐1928)»,  στο  Γ.  Μαυρογορδάτος ‐ Χ. Χατζηιωσήφ, Βενιζελισμός και αστικός εκσυχρονισμός..., σελ. 397. 

95

  «Αι  μόνιμοι  υπηρεσίαι  της  ΚτΕ  φαίνονται  λίαν  εξοργισμέναι...  Μετάβασις  Βενιζέλου  εις  Γενεύην  θεωρείται  απαραίτητος» τηλεγραφούσε ο Κακλαμάνος από το Λονδίνο στο Υπουργείο Εξωτερικών στις 14.1.1925 (Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,  5).  96

  Ι.Α.Υ.Ε. 1922‐1923, ΚτΕ, Δ/2, 75. 

97

  Τόσο ανυπόληπτες ήταν που κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για τη σύναψη του προσφυγικού δανείου οι Βρετανοί  προτιμούσαν να διαπραγματεύονται με τον Α. Διομήδη, επικεφαλής της ETE και στενό συνεργάτη του Βενιζέλου, παρά με  τον εκάστοτε πρωθυπουργό! 

98

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β' Πολ./37,6, α.π. 310. 

99

  Βλ. σχετικά Π. Αργυρόπουλος, Απομνημονεύματα, Αθήναι, 1970, σελ. 346. 

100

  Περί  του  ελληνικού  συλλόγου  βλ.  Ι.Α.Υ.Ε.  1920,  ΚτΕ,  1.  Ανάλογοι  σύλλογοι  είχαν  ιδρυθεί  σε  όλες  τις  χώρες‐μέλη.  Κάποιοι απ' αυτούς μάλιστα είχαν πολύ ισχυρά πολιτικοκοινωνικά ερείσματα και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς  εξελίξεις.  Χαρακτηριστικό  παράδειγμα  ο  βρετανικός  σύλλογος  που  αγωνίστηκε  πολύ  δυναμικά  για  τα  μειονοτικά  δικαιώματα (περί αυτού βλ. Η. R. Winkler, The League of Nations movement in Great Britain, 1914‐1919, New Brunswick,  Rutgers  University  Press,  1952  και  G.  Murray,  The  League  of  Nations  movement:  Some  recollections  of  the  early  days,  London, 1955).  101

  Ο  Ν.  Πολίτης,  γόνος  οικογενείας  πανεπιστημιακών  εκ  Κερκύρας,  διακρίθηκε  στις  διεθνείς  σπουδές  στη  Γαλλία  και  δούλεψε καθηγητής Πανεπιστημίου μέχρι που στράφηκε στη διπλωματία. Υπήρξε πολλές φορές υπουργός Εξωτερικών και  εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι.  102

  Βλ.  αναφορά  του  στον  Γ.Γ.  μετά  από  επίσκεψή  του  στην  Αθήνα  στις  25.6.24,  όπου  διαβεβαιώνει  ότι  η  ελληνική  κυβέρνηση  έχει  ειρηνικές  διαθέσεις  και  επιθυμεί  να  συμμετάσχει  στο  έργο  της  ΚτΕ  με  όποιο  τρόπο  μπορεί  (LoN:  Ρ  31,  Fonds prives, Th. Agnidis papers, Box 31, file 4). Μεσολάβησε μεταξύ άλλων —χωρίς επιτυχία— για να γίνει η Βαλκανική  Διάσκεψη υπό την αιγίδα της ΚτΕ, όπως του ζήτησε ο Παπαναστασίου. Γενικά η παρουσία του ήταν πολύ θετική για την  Ελλάδα καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, με αποτέλεσμα να αναβαθμιστεί τόσο ώστε να γίνει αργότερα μέλος της  εξόριστης  ελληνικής  κυβέρνησης  στο  Λονδίνο.  Στα  αρχεία  της  ΚτΕ  στη  Γενεύη  υπάρχει  απομαγνητοφωνημένη  σειρά  αυτοβιογραφικών  συνεντεύξεων  που  έδωσε  ο  Αγνίδης  όταν  έληξε  η  καριέρα  του,  στο  πλαίσιο  του  προγράμματος  προφορικής ιστορίας της École des Hautes Études της Γενεύης. Οι συνεντεύξεις αυτές φωτίζουν πολλές άγνωστες πτυχές  της ελληνικής ιστορίας από το 1920 και μετά.  103

  Το Συμβούλιο είχε 4‐6 μόνιμα μέλη (ανάλογα με τις Μεγάλες Δυνάμεις που συμμετείχαν στην ΚτΕ κατά καιρούς) και 9  μη μόνιμα με θητεία. Στις εκλογές των μη μόνιμων μελών έπαιζε ρόλο η σπουδαιότητα της χώρας, οι πολιτικές επιρροές  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           των Μεγάλων και φυσικά η ακτινοβολία του υποψηφίου. Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι η αποτυχία της Ελλάδας να εκλεγεί  μη  μόνιμο  μέλος  το  1926  αποδόθηκε  και  στο  γεγονός  ότι  ο  υποψήφιος  ήταν  ο  Ν.  Πολίτης  που  είχε  πέσει  σε  δυσμένεια  στους κύκλους της ΚτΕ μετά το φιάσκο του ελληνοβουλγαρικού Πρωτοκόλλου του 1924 (Ι.Α.Υ.Ε., ΚτΕ/ 1927/ Α/ 13α).  104

  Παρατίθεται στο Κ. Σβολόπουλου, Η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά τη συνθήκη της Λωζάννης..., σελ. 14. 

105

  LoN: Ρ 31, Fonds Prives, Th. Agnidis papers (1914‐1953), Box: 31, File 1‐9. 

106

  Ι.Α.Υ.Ε. 1932, ΚτΕ ι/β (Α/24). 

107

  LoN: P31, Fonds prives, Th. Agnidis papers, Box 31, επιστολή Ντράμοντ στον Αγνίδη 22/2/29. 

1

  Βλ. Andrei Otetea ed., The history of the romanian people, Bucharest, 1970, σελ. 9‐159. Οι επικρατέστερες άλλες είναι: α)  ότι  οι  Κουτσόβλαχοι  είναι  «συγγενείς  των  επέκεινα  του  Ίστρου  Βλάχων  και  οι  τελευταίοι  ούτοι  προέκυψαν  εκ  της  αναμίξεως  των  πολυαρίθμων  ρωμαίων  αποίκων,  ους  ο  αυτοκράτωρ  Τραϊανός  ίδρυσεν  εν  αρχή  της  δευτέρας  εκατονταετηρίδος  μ.Χ.  εις  Δακίαν  μετά  των  ιθαγενών  της  χώρας  ταύτης  κατοίκων,  αναμίξεως  ως  εκ  της  οποίας  το  κυριώτατο  στοιχείον  της  βλαχικής  γλώσσης  μέχρι  της  σήμερον  είναι  η  λατινική»  (πρόκειται  για  την  άποψη  του  Παπαρρηγόπουλου  όπως  καταγράφεται  στο  βιβλίο  του  Δ.  Λιθοξόου,  Μειονοτικά  ζητήματα  και  εθνική  συνείδηση  στην  Ελλάδα,  εκδ.  Λεβιάθαν,  Αθήνα,  1992,  σελ.  76),  β)  ότι  οι  Κουτσόβλαχοι  είναι  ντόπιο  στοιχείο  (βλ.  τις  απόψεις  του  Ευάγγελου  Αβέρωφ‐Τοσίτσα,  Η  πολιτική  πλευρά  του  κουτσοβλαχικού  ζητήματος,  Τρίκκαλα,  1992,  σελ.  17‐19  και  Αχ.  Λαζάρου,  «Θρακολογία  και  ζήτημα  καταγωγής  των  Βλάχων‐Αρωμούνων»,  Τρικκαλινά  5  (1985),  47‐77).  Το  πιο  σίγουρο  είναι  πάντως  ότι  οι  Βλάχοι  αρχικά  ήταν  συνδεδεμένοι  μόνο  με  το  άμεσο  περιβάλλον  τους  και  όχι  με  κανενός  είδους  εθνικιστική ιδέα. Ο εθνικισμός, που είναι προϊόν του 19ου αιώνα, ανέτρεψε τα δεδομένα της ειρηνικής συνύπαρξης των  λαών στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επέβαλε με ποικίλα μέσα τις εθνικές ταυτότητες.  2

  Κατά μία άποψη, ένα βλάχικο εθνικό κίνημα άρχισε να οργανώνεται στη Βιέννη και τη Βουδαπέστη στις αρχές του 19ου  αιώνα  από  τους  πλούσιους  Βλάχους  εμπόρους.  Γρήγορα  όμως  το  ρουμανικό  κράτος  πήρε  τα  ηνία,  διεκδικώντας  τους  χαμένους αδελφούς Βλάχους και επενδύοντας μεγάλα ποσά σε εκκλησίες και σε σχολεία. Έτσι προέκυψε και το λεγόμενο  μακεδονορουμανικό κίνημα (Nicholas Balamaci, «Can the Vlachs write their own history?», J.H.D., vol. 17.1 (1991)). 

3

  Ο Γ. Έξαρχος διατύπωσε την άποψη ότι ο Μαργαρίτης ήταν πράκτορας μάλλον του Φαναριού, που «τότε αντιστεκόταν  στις  επιθέσεις  της  Ουνίας  και  του  Βατικανού.  Οι  Φαναριώτες  βολεύονταν  να  μετατραπούν  οι  ελληνόψυχοι  Βλάχοι/Αρμάνοι σε Ρουμάνους, φτάνει να μη γίνουν καθολικοί και να μη τεθούν υπό τον έλεγχο του Πάπα και της Ρώμης»  (Αυτοί είναι οι Βλάχοι, εκδ. Γαβριηλίδης, 1994, σελ. 315‐6). 

4

  Γεώργιος  Νακρατζάς,  Η  στενή  εθνολογική  συγγένεια  των  σημερινών  Ελλήνων,  Βουλγάρων  και  Τούρκων,  Θεσσαλονίκη,  1992,  σελ.  54‐9.  Ο  συγγραφέας  θεωρεί  επίσης  προπαγανδιστική  τη  θεωρία  των  Ρουμάνων  περί  μετανάστευσης  προς  νότον.  Αντίθετα  ο  Th.  Capidan,  Les  Macedo‐roumains.  Esquisse  historique  et  descriptive  des  populations  roumaines  de  la  péninsule balkanique, Βουκουρέστι, 1937, αναφέρεται σε 6 ρουμανικά γυμνάσια και 113 δημοτικά σχολεία λειτουργούντα  στη Μακεδονία το 1900.  5

  Σημειώνουμε  ότι  ο  ρόλος  της εκκλησίας  υπήρξε  καθοριστικός  κατά τη διάρκεια  της  Τουρκοκρατίας  για  την υιοθέτηση  της ελληνικής εθνικής ταυτότητας από τους Βλάχους. Θετικό ρόλο επίσης στην αφομοίωσή τους έπαιξε η ξεχωριστή θέση  των Ελλήνων ανάμεσα στους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής (Ν. Balamaci, «Can the Vlachs write their own history»,  J.H.D., vol. 17.1 (1991).  6

  Για τον αγώνα Ελλήνων και Ρουμάνων να προσεταιριστούν τους Βλάχους βλ. Alan Wace ‐ M.S. Thompson, The nomads  of the Balkans: An account of life and customs among the Vlachs of Northern Pindus, N. York, 1914. 

7

  Ι.Α.Υ.Ε.  1932,  A/21/III.  Ο  Δ.  Ανέστης  (To  Κουταοβλαχικόν  Ζήτημα,  Λάρισα,  1961,  σελ.  38)  ισχυρίζεται  ότι  οι  Βούλγαροι  είχαν κατορθώσει να προσεταιριστούν ένα μέρος των Κουτσόβλαχων στον αγώνα τους.  8

  Για  τα  προβλήματα  που  αντιμετώπιζε  τότε  η  Ελλάδα  βλ.  τα  άρθρα  του  Β.  Κόντη,  «Το  ηπειρωτικό  ζήτημα  και  η  διευθέτηση  των  συνόρων»  και  της  Ε.  Γαρδίκα‐Κατσιαδάκη,  «Ο  συσχετισμός  των  δυνάμεων  και  η  Ελλάδα  μπροστά  στη  Συνθήκη του Βουκουρεστίου» στα πρακτικά του Συμποσίου με θέμα Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, ΙΜΧΑ,  1990.  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           9

  Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Β/69, έκθεση Κακλαμάνου σχετικά με τις μειονοτικές δεσμεύσεις της Ελλάδας στις 7.5.34. Για τις επιστολές  αυτές,  όπως  είπαμε,  έχει  διατυπωθεί  η  άποψη  ότι  είναι  αντικανονικές  (βλ.  Στ.  Αντωνόπουλου,  Αι  Συνθήκαι  Λονδίνου,  Βουκουρεστίου και Αθηνών, Αθήναι, 1917, σελ. 154‐9).  10

  Ι.Α.Υ.Ε.  1940,  Α/7/9β  (22).  Αυτό  έγινε  μετά  από  προτροπή  εκπροσώπου  του  ελληνικού  Υπουργείου  Εξωτερικών  και  εκπροσώπου του ρουμανικού προξενείου.  11

  Γ. Έξαρχου, Αυτοί είναι οι Βλάχοι, σελ. 114‐5. 

12

  Βλ. σχετικά το άρθρο του Basil Kondis, «The Albanian question at the beginning of 1920 and the greek‐albanian protocol  of Kapestitsa (May 28th 1920)», B. S., vol. 20, no. 2, 1979. 

13

  Ε. Αβέρωφ‐Τοσίτσα, ό.π., σελ. 68‐70. 

14

  Σύμφωνα  με  αναφορές  της  χωροφυλακής,  Ι.Α.Υ.Ε.  1925,  Β/37,  13  και  Β/46.  Σημειωτέον  ότι  στο  χωριό  Βωβούσα  λειτουργούσε  από  τα  τέλη  του  19ου  αιώνα  ρουμανικό  σχολείο  με  δάσκαλο  τον  αδερφό  του  ρουμάνου  προξένου  Θεσσαλονίκης και δασκάλα την κόρη του. Εθεωρείτο κέντρο της ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή.  15

  Έκθεση της VIII Μεραρχίας για τις ελληνοβλαχικές κοινότητες της 2.4.1920 (Ι.Α.Υ.Ε. 1920‐1923, Β/45). 

16

  Ι.Α.Υ.Ε. 1919, A/5/VIII, 3, αναφορά Δενδραμή από Βουκουρέστι στις 16.2.19. 

17

  Ι.Α.Υ.Ε. 1919, A/VIII, 3. 

18

  Μέχρι  το  1924,  13  κράτη  υπέγραψαν  ανάλογες  διεθνείς  δεσμεύσεις:  Αλβανία,  Αυστρία,  Βουλγαρία,  Τσεχοσλοβακία,  Εσθονία,  Ελλάδα,  Ουγγαρία,  Λετονία,  Λιθουανία,  Πολωνία,  Ρουμανία,  Τουρκία,  Γιουγκοσλαβία  (βλ.  λεπτομερώς  Manley  Hudson,  «The  protection  of  minorities  and  natives  in  transferred  territories»  στο  συλλογικό  Ε.  House‐C.  Seymour  eds.,  What really happened at Paris, the story of the Peace Conference, 1918‐1919, N. York, 1921). 

19

  (Ι.Α.Υ.Ε.  1934,  Β/69).  Επειδή  το  ερώτημα  αυτό  δεν  είχε  απαντηθεί  σαφώς,  συχνά  προέκυπταν  προβλήματα  στις  ελληνορουμανικές σχέσεις. Το 1925, λ.χ., η ρουμανική κυβέρνηση απαίτησε ίδρυση επιτροπής και διορισμό επιθεωρητή  στη Θεσσαλονίκη, βάσει των επιστολών Βενιζέλου‐Μαγιορέσκου. Τότε ο Πολίτης υπέδειξε στο Υπουργείο Εξωτερικών να  απαντήσει ότι στο προοίμιο της σύμβασης περί μειονοτήτων ξεκαθαρίζεται ότι αυτή υποκαθιστά όλες τις προγενέστερες  υποχρεώσεις της Ελλάδας (Ι.Α.Υ.Ε. 1926‐7, Α/25, α.π. 28958).  20

  Ο  αριθμός  δίδεται  κατά  προσέγγισιν  από  τον  Ε.  Αβέρωφ.  Αντίθετα  στην  απογραφή  του  1928  κατεγράφησαν  μόνο  19.703  Κουτσόβλαχοι.  Φαίνεται  ότι  οι  υπόλοιποι  έχοντας  εντελώς  ελληνική  εθνική  συνείδηση  δεν  θέλησαν  να  διαφοροποιηθούν  δηλώνοντας  διαφορετική  μητρική  γλώσσα.  (Pan.  Elias  Dimitras,  «Minorities:  An  asset  or  a  liability  for  Greece?», C.E.A., vol. 4,191, no 4).  21

  Αθ. Χρυσοχόου, Οι Βλάχοι της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, Θεσσαλονίκη, 1942. 

22

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,13 και Β/46, α.π. 1015. 

23

  Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/21/ΙΠ, αναφορά της Διεύθυνσης Χωροφυλακής Μακεδονίας περί των ρουμανικών κοινοτήτων και του  καθεστώτος λειτουργίας τους.  24

  Στο  εσωτερικό  οι  μειονοτικοί  πληθυσμοί  δραστηριοποιήθηκαν  πολύ  και  δη  με  τη  μεσολάβηση  πολιτικών  κομμάτων.  Λεπτομερώς βλ. Ζωρζ Καστελλάν, Η ιστορία των Βαλκανίων, εκδ. Γκοβόστης, 1993, σελ. 579‐88.  25

  Για  τον  αγώνα  που  έδωσε  ο  ρουμάνος  πρωθυπουργός  Μπρατιάνου  το  1919  κατά  των  μειονοτικών  συμβάσεων  βλ.  λεπτομερώς το Joseph Roucek, The working of the minorities system under the League of Nations, Prague, 1929, σελ. 31‐2.  26

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, A/25/VIII.  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           27

  Με την εξαίρεση μιας καταγγελίας προερχόμενης από το ρουμανικό μοναστήρι του Αγίου Όρους στις 10.1.32 (Αρχεία  της ΚτΕ στη Γενεύη, LoN: 4/35354/35354 (28‐32) R 2176). 

28

  Όπως  είπαμε  στο  Α'  μέρος  του  βιβλίου,  τα  λεγόμενα  συγγενή  κράτη  των  μειονοτήτων  δεν  είχαν  επισήμως  κανένα  απολύτως δικαίωμα να καταγγείλουν μειονοτικές παραβιάσεις της χώρας στο έδαφος της οποίας ζούσαν οι μειονότητες.  Αυτό  άλλωστε  ήταν  και  η  καινοτομία  του  νέου  διεθνούς  συστήματος  προστασίας  υπό  την  αιγίδα  της  ΚτΕ.  Στην  πραγματικότητα όμως τα συγγενή κράτη χειραγωγούσαν τις μειονότητες και υπαγόρευαν τις κινήσεις τους. Σπανιότατα οι  μειονοτικές ομάδες κατήγγειλαν το κράτος στο οποίο ζούσαν χωρίς έξωθεν υποστήριξη.  29

  Σύμφωνα  με  τις  εκτιμήσεις  του  Κ.  Κόλλα  (πρεσβεία  Βουκουρεστίου)  το  1937  (Ι.Α.Υ.Ε.  1937,  Α/7/9).  Ο  Γιώργος  Μαυρογορδάτος  πιστεύει  ότι  οι  Κουτσόβλαχοι  ανήκουν  μάλλον  στην  κατηγορία  του  ethnic  group  και  όχι  της  national  minority  (G.  Mavrogordatos,  Stillborn  republic,  social  coalitions  and  party  strategies  in  Greece.  1922‐1936,  University  of  California Press, 1983, σελ. 228).  30

  Ι.Α.Υ.Ε.  1925,  Β/37,6.  Τα  μειονοτικά  σχολεία  της  Ελλάδας  κατέγραψε  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  μετά  από  αίτηση  της  μόνιμης  ελληνικής  αντιπροσωπείας  στην  ΚτΕ,  ενόψει  της  συζήτησης  περί  της  μειονοτικής  προστασίας  στην  Ελλάδα  ενώπιον  του  Συμβουλίου  την  άνοιξη  του  1925.  Καταγραφή  των  κουτσοβλαχικών  σχολείων  έγινε  και  στις  αρχές  της  δεκαετίας του '30, όπου διαπιστώθηκε ότι είχαν αυξηθεί! (Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/ΙΙΙγ).  31

  Σύμφωνα με την αναφορά του προέδρου κοινότητας του χωριού Αβδέλλα Γρεβενών προς το Υπουργείο Εξωτερικών το  1937  (Ι.Α.Υ.Ε.  1937,  Α/  7/9).  Παρ'  όλα  όσα  πρόσφερε  η  Ρουμανία  (προϋπολογισμού  1  εκατομμυρίου  χρυσών  φράγκων  ετησίως σύμφωνα με ρουμανικές πηγές) δεν είδε θεαματικά αποτελέσματα.  32

  Ε.  Αβέρωφ‐Τοσίτσα,  Η  πολιτική  πλευρά  του  Κουτσοβλαχικού  ζητήματος,  σελ.  70‐2.  Ενδεικτικά  αναφέρουμε  τη  ματαίωση  ίδρυσης  ρουμανικού  δημοτικού  σχολείου  στο  Μέτσοβο  λόγω  του  μεγάλου  πατριωτισμού  των  Μετσοβιτών  το  1935‐36.  Ο  Γ.Δ.  Ηπείρου  μάλιστα  είχε  επισημάνει  στο  Υπουργείο  Παιδείας  ότι  δεν  μπορεί  να  βασίζεται  συνεχώς  στον  πατριωτισμό των Ελληνοβλάχων για να αποτρέψει τη ρουμανική προπαγάνδα στα άγονα αυτά και φτωχά μέρη όπου ήταν  φυσικό  οι  πλούσιες  παροχές  των  ρουμανιζόντων  να  βάζουν  τους  ντόπιους  σε  πειρασμό.  Πρότεινε  να  απαλλαγούν  από  δίδακτρα οι βλαχόφωνοι μαθητές στις νέες χώρες, να καθιερωθούν συσσίτια και να επιλέγονται προσεκτικά οι δάσκαλοι  (Ι.Α.Υ.Ε. 1936, Α/ 7/9α, αναφορά Χ. Παναγιωτάκου στις 24.1.36).  33

  Πιο συγκεκριμένα η Ελλάδα προσδοκούσε την έγκριση της ΚτΕ και τη Βοήθεια της ώστε να συνάψει διεθνή δάνεια υπέρ  της  αποκατάστασης  των  προσφύγων.  Όφειλε  λοιπόν  να  επιδεικνύει  νομιμοφροσύνη  και  ευαισθησία  απέναντι  στις  μειονότητες.  Η  πιο  κατάλληλη  δε  μειονότητα  για  να  κάνει  επίδειξη  φιλελευθερισμού  ήταν  οι  σχετικώς  ακίνδυνοι  ΚουτσόΒλαχοι (Ι.Α.Υ.Ε. 1922‐23, ΚΤΕ Δ/2, 75). 

34

  Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Α/5/ΧΙ. 

35

  Εγκύκλιος της Α.Δ.Χ.Μ. στις 7.10.24 (Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Α/5/ΧΙ). 

36

  Η εγκύκλιος αυτή, χωρίς ακριβή ημερομηνία, είχε  επίσης  αφορμή  τα  γεγονότα  κατά  των  Κουτσόβλαχων  στην  Κρανιά  αλλά αφορούσε τελικά όλες τις μειονότητες (Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Β/37,1). 

37

  Βλ. οδηγίες του προς Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης στις 23.10.1925: «Διατάξατε αστυνόμον Γρεβενών συμπεριφέρεται  ευμενώς προς αυτόθι Κουτσοβλάχους και εν ανάγκη αντικαταστήσατε τούτον» (Ι.Α.Υ.Ε. 1926‐7, Α/25).  38

  Η ελληνική πρεσβεία στη Ρουμανία είχε σχετικές πληροφορίες. Η εφημερίδα Μακεδονία του Βουκουρεστίου, γνωστή  για τις ανθελληνικές της ακρότητες, συνδεόταν με τη βουλγαρική εφημερίδα Μακεδονία (Ι.Α.Υ.Ε. 1927, Α/20/β).  39

  Συχνά  η  πιο  ακραία  εκ  των  δύο  πιο  σημαντικών  οργανώσεων,  η  Ένωση  Αρωμούνων  Φοιτητών,  κατηγορούσε  για  αδράνεια τη μετριοπαθέστερη Μακεδονορωμουνική Εταιρεία (Ι.Α.Υ.Ε. 1920, Β/33, 59β, α.π. 660). 

40

  Χαρακτηριστικά  το  ρουμανικό  προξενείο  Θεσσαλονίκης  διέψευσε  το  Νοέμβριο  του  1923  ένα  δημοσίευμα  της  εφημερίδας  Διμινεάτσα  του  Βουκουρεστίου,  που  κατηγορούσε  την  Ελλάδα  ότι  κλείνει  τα  ρουμανικά  σχολεία  και  τις  εκκλησίες (Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚΤΕ/Τ/1, 57).  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           41

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,13 και Β/46. Η ίδια οργάνωση ήλεγχε και την εφημερίδα Renasterea Romana. 

42

  Οι  πρώτες  κρούσεις  φαίνεται  ότι  έγιναν  από  τους  ρουμανίζοντες  Κουτσόβλαχους  κατά  τα  έτη  1923  και  1924  αλλά  η  Ρουμανία  δεν  ανταποκρίθηκε  θετικά  (Βλάσης  Βλασίδης,  «Η  έξοδος  των  ρουμανιζόντων  Βλάχων  από  την  ελληνική  Μακεδονία,  1924‐1927»,  εισήγηση  στο  συνέδριο  του  ΙΜΧΑ  για  το  Μακεδονικό  το  Νοέμβριο  του  1994,  τα  πρακτικά  του  οποίου είναι υπό δημοσίευση). 

43

  Ι.Α.Υ.Ε.  1925,  Α/24,2,  α.π.  11866.  Ρουμανική  πηγή  για  τη  μετανάστευση  αυτή  είναι  το  V.  Th.  Musi,  Un  deceniu  de  colonisare in Dobrogea‐nova, 1925‐1935, Bucharest, 1935. 

44

  Αναφορά της Ανωτέρας Διευθύνσεως Χωροφυλακής Μακεδονίας στις 7.4.1925, Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,13 και Β/46. 

45

  Οι Βούλγαροι όμως δεν το άφησαν να περάσει έτσι. Μόλις άρχισε ο αποικισμός της περιοχής από τους Κουτσόβλαχους,  πύκνωσαν  οι  επιδρομές  των  βουλγάρων  κομιτατζήδων  στη  Δοβρουτσά,  κάνοντας  δύσκολη  τη  ζωή  των  νεοφερμένων  (Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/65 αα).  46

  Οι  άνθρωποι  αυτοί  λειτουργούσαν  ως  μεσολαβητές  και  έβγαζαν  κέρδη  από  τις  αγοραπωλησίες  των  κουτσοβλαχικών  περιουσιών. Γι' αυτό και πίεζαν με φοβερή επιμονή τους συντοπίτες τους να μεταναστεύσουν, ακόμα κι όταν είχαν φτάσει  οι  πρώτες  αποθαρρυντικές  πληροφορίες  για  άνυδρες  εκτάσεις  στη  Δοβρουτσά  κ.λπ.  Η  Α.Δ.  Χωροφυλακής  Μακεδονίας  αναφέρεται,  λ.χ.,  στον  Γ.  Τσέλιο  από  το  Άνω  Γραμματίκοβο  Κοζάνης  που  έφτασε  μέχρι  την  ελληνική  πρεσβεία  στο  Βουκουρέστι για να διαπραγματευθεί τους όρους της μετανάστευσης. Διέδιδε δε ότι έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα είχε πρόθεση  να διώξει βιαίως τους Βλάχους γι' αυτό καλύτερα θα ήταν να φύγουν μόνοι τους (Ι.Α.Υ.Ε. 1925/Β/37.13 και Β/46).  47

  Βλ. ενδεικτικώς άρθρα της εφημερίδας Ουνιβέρσουλ στις 4.2.25 και στις 26.2.25 με τίτλο « Η θλιβερά κατάστασις των  εν Ελλάδι Ρωμούνων».  48

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,13 και Β/46. 

49

  Πραγματικά μετά το μεταναστευτικό ρεύμα οι μαθητές στα ρουμανικά σχολεία μειώθηκαν αισθητά. Βλ. υπολογισμούς  της  Γενικής  Διοίκησης  Μακεδονίας  το  1932  (Ι.Α.Υ.Ε.  1934,  Α/21/ΙΠ).  Οι  μόνοι  όροι  που  προαπαιτούσε  η  Ελλάδα  για  να  αποδεχτεί  τη  μετανάστευση  ήταν:  α)  οριστική  παραίτηση  της  ελληνικής  ιθαγένειας  και  του  δικαιώματος  επιστροφής,  β)  πώληση  των  περιουσιών  και  των  ποιμνίων  τους  σε  ιδιώτες  ή  το  ελληνικό  Δημόσιο,  και  γ)  εξόφληση  των  οφειλόμενων  φόρων (Ι.Α.Υ.Ε. 1925/Γ/65α, α.π. 13278).  50

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37, 13 και Β/46, α.π. 1015. 

51

  Ι.Α.Υ.Ε.  1929,  Α/21/ΠΙ.  Βεβαίως  το  ρουμανικό  Υπουργείο  Εξωτερικών  χρησιμοποίησε  πονηρά  το  αντίθετο  επιχείρημα  προς τους Βουλγάρους που διαμαρτύρονταν για την επιχειρούμενη εθνολογική αλλοίωση της Δοβρουτσάς. Ισχυρίστηκαν  ότι η Ελλάδα σπρώχνει τους Κουτσόβλαχους στη μετανάστευση και αυτοί αναγκάζονται να τους περιμαζέψουν...  52

  Υπήρχε  και  μια  άλλη  εκδοχή,  την  οποία  υποστήριξαν  οι  κατηγορούμενοι  Ρουμανόβλαχοι:  ότι  δηλαδή  ο  ωραίος  στρατιώτης  δολοφονήθηκε  από  αξιωματικούς  του  ελληνικού  στρατού  γιατί  δεν  ενέδωσε  στις  ανήθικες  προτάσεις  τους.  Καμία εκδοχή δεν επαληθεύτηκε ικανοποιητικά (Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/ΙΠ δ, α.π. 12114).  53

  Ομάδα κουτσόβλαχων φοιτητών μάλιστα πολιόρκησε την ελληνική πρεσβεία Βουκουρεστίου. Η ρουμανική αστυνομία  δε έδειξε μια ύποπτη απροθυμία να τους απομακρύνει (Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/ΙΠ δ, α.π. 11961). 

54

  Βλ. ενδεικτικά άρθρο της ημιεπισήμου εφημερίδας Δρεπτάτεα στις 15.11.32 με τίτλο «Μετά τις εκλογές η παγίωση της  ελληνικής δημοκρατίας». 

55

  Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/ΙΙΙδ, α.π. 11961. 

56

  Ζητούσαν  να  ιδρυθεί  διδασκαλείο  παρά  τη  ρουμανική  εμπορική  σχολή  Θεσσαλονίκης  και  να  διορίζονται  δάσκαλοι  ρουμανικής  υπηκοότητας  στα  ρουμανικά  σχολεία  της  Ελλάδας.  Η  Ελλάδα  κατ'  εξαίρεσιν  τους  άφηνε  τη  δυνατότητα  να  στείλουν  ένα‐δυο  δασκάλους  για  τη  θεραπεία  προσωρινών  αναγκών  των  σχολείων  τους  χωρίς  όμως  αυτό  να  γίνει  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           καθεστώς (1934, Α/21/ΙΙΙ).  57

  Στην εμπορική σχολή Θεσσαλονίκης φοιτούσαν 26 σέρβοι υπήκοοι, 15 Αλβανοί και 1 Βούλγαρος. 

58

  Το  γεγονός  αυτό  μάλιστα  θορύβησε  τις  ελληνικές  αρχές  γιατί  θα  έδινε  λαβές  παραπόνων  και  στις  υπόλοιπες  μειονότητες που δεν είχαν την ίδια ευνοϊκή αντιμετώπιση. Στα σχολεία αυτά δούλευαν 75 καθηγητές, 54 Έλληνες και 21  Ρουμάνοι. Μερικά απ' αυτά θα έπρεπε κανονικά να είχαν καταργηθεί έχοντας τόσο λίγους μαθητές μετά τη μετανάστευση  των ρουμανιζόντων αλλά τα διατηρούσαμε λόγω φιλίας... (Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/β). 

59

  Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/β, ΥΠΕΞ προς πρεσβεία Βουκουρεστίου 11.10.29. 

60

  Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/21/ΙΙΙ. 

61

  Το  υπόμνημα  τελείωνε  με  τη  σύσταση  ενίσχυσης  της  χωροφυλακής,  συνεχούς  παρακολούθησης  των  υπόπτων  και  εντατικοποίηση της γλωσσικής αφομοίωσης (Ι.Α.Υ.Ε. 1936, Α/4/9α,β). 

62

  Αναφορά της Νομαρχίας Κοζάνης στις 5.9.1932 (Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/21/ ΙΙΙα). 

63

  Βλ.  πλήρη  λίστα  των  παραβιάσεων  στη  ρηματική  διακοίνωση  του  ρουμάνου  πρέσβη  προς  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  στις 27.5.1937, Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/7/9.  64

  Ι.Α.Υ.Ε. 1937 Α/6/9, μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών Μαυρουδής προς Υπουργείο Δικαιοσύνης, 27.11.37. 

65

  Τονίζοντας  συγχρόνως  ότι  «βεβαίως  αντιλαμβάνονται  το  δυσκολον  της  θέσεως  των  πολιτικών  αρχών  εξ  αιτίας  της  προκλητικότητος των περί ου ο λόγος» (Ι.Α.Υ.Ε. 1938, Α/7/9, Υπουργείο Εξωτερικών προς Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις  27.9.1938).  66

  Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/7/9, πρεσβεία Βουκουρεστίου προς Υπουργείο Εξωτερικών στις 17.5.37. 

67

  ό.π. 

68

  Η  επιστολή  δεν  έχει  ημερομηνία  και  είναι  ανυπόγραφη.  Αλλά  το  περιεχόμενο,  ο  γραφικός  χαρακτήρας  της  προσφώνησης  και  κυρίως  το  γεγονός  ότι  είναι  γραμμένη  σε  επιστολόχαρτο  με  τυπωμένη  ένδειξη  «Πρόεδρος  Κυβερνήσεως» υποδεικνύουν σαφώς την ταυτότητα του επιστολογράφου (Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/6/9). 

69

  Περί του κινήματος αυτού βλ. αναλυτικά στο Ζωρζ Καστελάν, Η ιστορία των Βαλκανίων, σελ. 579‐88. 

70

  Ι.Α.Υ.Ε. 1940, Α/1, A/lδ, Α/10/2, Α/10/3, Α/10/6, Α/10/8, Α/11/3, Α/13, α.π. 29371, πρεσβεία Βουκουρεστίου, 25.9.1940. 

71

  ό.π. 

72

  Η περίφημη «λατινικότης» που συνέδεε τους ρουμανίζοντες Βλάχους με την Ιταλία και που χρησίμευσε ως όχημα στα  σχέδια  του  Μουσολίνι,  στηριζόταν  νεφελωδώς  στους  λατινικούς  (αντί  για  κυριλλικούς)  χαρακτήρες  με  τους  οποίους  γραφόταν  η  ρουμανική  γλώσσα  χάριν  της  διαφοροποιήσεως  του  ρουμανικού  έθνους  από  τους  Σλάβους  και  τους  Μαγυάρους  που  το  τριγύριζαν.  Για  την  ομάδα  δε  που  πρόβαλε  τη  θεωρία  της  καταγωγής  των  Κουτσόβλαχων  από  τη  ρωμαϊκή  λεγεώνα,  οι  δεσμοί  με  τη  φασιστική  Ιταλία  ήταν  πιο  αυτονόητοι  (E.J.  Hobsbawm,  Έθνη  και  εθνικισμός  από  το  1780 μέχρι σήμερα, πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, εκδ. Καρδαμίτσα, 1994, σελ. 160).  73

  ό.π.  Οι  συζητήσεις  αυτές  έλαβαν  χώρα  κατά  την  επίσκεψη  του  πρωθυπουργού  της  Ρουμανίας  Τσιγκούρτου  και  του  υπουργού  Εξωτερικών  Μανολέσκο  στην  Ιταλία  τον  Ιούλιο  του  1940.  Στις  συζητήσεις  τότε  φαίνεται  ότι  αναμίχθηκαν  οι  Κουτσόβλαχοι που ζούσαν εκεί και σπούδαζαν στα ιταλικά πανεπιστήμια. 

74

  Stefanaq Polio, Arben Puto, The history of Albania from its origins to the present day, Routledge and Kegan Paul, London,  1981, σελ. 216‐20.  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           75

  Ι.Α.Υ.Ε. 1940, A/1, Α/1δ, A/10/2, A/10/3, A/10/6, A/10/8, A/11/3, A/13, α.π. 29371. 

76

  Τόσο που το Υπουργείο Εξωτερικών αναγκάστηκε για πολλοστή φορά να επισημάνει στις Γ.Δ. Μακεδονίας και Ηπείρου  στις 2.2.1938: «Επιστήσατε την προσοχήν των κατωτέρων οργάνων, ιδία της Χωροφυλακής, καθόσον έχομεν την υπόνοιαν  ότι  ταύτα  πίπτουν  θύματα  ερεθισμού  προκαλουμένου  παρά  πρακτόρων  της  ρουμανικής  προπαγάνδας  και  εις  στιγμάς  ψυχικού αναβρασμού λησμονούν τας χορηγηθείσας οδηγίας» (Ι.Α.Υ.Ε. 1938, Α/11α, α.π. 3618).  77

  Αθ.  Χρυσοχόου,  Η  κατοχή  εν  Μακεδονία,  βιβλίον  τρίτον,  Η  δράσις  της  ιταλορουμανικής  προπαγάνδας,  Θεσσαλονίκη,  1951, σελ. 12‐3. Σημειώνω επίσης ότι πριν από την ιταλική επίθεση οι ελληνικές αρχές δεν είχαν στοιχεία για συνεργασία  των ρουμανιζόντων με τους Ιταλούς. Είχαν απλώς βάσιμες υποψίες και έπαιρναν προληπτικά μέτρα. Το Υπουργείο Εξωτερι  κών  μάλιστα  επέστησε  την  προσοχή  της  Γ.Δ.  Ηπείρου  να  προσέξει  την  κυκλοφορία  της  φήμης  ότι  οι  Κουτσόβλαχοι  διαθέτουν  ιταλική  προστασία  γιατί  αυτό  μπορεί  να  λειτουργούσε  αρνητικά  από  πάσης  απόψεως.  Και  τους  προπαγανδιστές ρουμανίζοντες Βλάχους θα βοηθούσε να ξεθαρρέψουν κι άλλους να παρασύρει προς το μέρος του Άξονα  κι άλλους ελληνόφρονες να προσβάλει (Ι.Α.Υ.Ε. 1941, Α/7/9, 20, Υπουργείο Εξωτερικών προς Γ.Δ. Η πείρου, 3.10.1940).  78

  Η πρεσβεία της Ρουμανίας διαμαρτυρήθηκε εγγράφως γιατί πληροφορήθηκε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα στείλει στην  Κρήτη τους Κουτσόβλαχους που βρίσκονταν ήδη στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως (Ι.Α.Υ.Ε. 1941, Α/7/9, 20,  α.π. 10055).  79

  Ε. Αβέρωφ‐Τοσίτσα, Η πολιτική πλευρά..., σελ. 75‐6. 

80

  Λεπτομέρειες για τις συνθήκες υπό τις οποίες αναχώρησαν ο βασιλιάς Γεώργιος και η κυβέρνηση Τσουδερού βλ. στο  Λένα Διβάνη, Η πολιτική των εξορίστων ελληνικών κυβερνήσεων, 1941‐1944, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1992, σελ. 25‐38.  81

  Για  τη  δράση  των  Βουλγάρων  και  των  Ιταλών  στην  κατοχική  Ελλάδα  βλ.  τη  μελέτη  του  Χάγκεν  Φλάισερ,  Στέμμα  και  σβάστικα, Η Ελλάδα της κατοχής και της αντίστασης, 1941‐1944, τ. Α', εκδ. Παπαζήση, 1988, σελ. 83‐105.  82

  Ένα λεπτομερές βιογραφικό του Διαμάντη βλ. στο Γ. Έξαρχου, Αυτοί είναι οι Βλάχοι, σελ. 316‐20. 

83

  Περί της δράσης του Διαμάντη βλ. αναλυτικά το βιβλίο του Αθ. Χρυσοχόου, Η κατοχή εν Μακεδονία, βιβλίον τρίτον, Η  δράσις της Ιταλορουμανικής προπαγάνδας, Θεσσαλονίκη, 1951, ολόκληρο. 

84

  Ι.Α.Υ.Ε.  1941‐1943,  32,  ρηματική  διακοίνωση  του  Τσολάκογλου  προς  τον  πληρεξούσιο  του  Γ'  Ράιχ  στην  Ελλάδα  στις  10.4.1942.  Στην  ουσία  ο  Τσολάκογλου  ζητάει  τη  βοήθεια  των  Γερμανών  για  να  αμυνθεί  στα  σχέδια  του  κερδοσκόπου  Διαμάντη και των λεγεωνάριων.  85

  Βλ. την αρθρογραφία του κουτσόβλαχου Τάκη Οικονομάκη, διευθυντή της εφημερίδας Θεσσαλία του Βόλου στις 15, 18  και 19 Φεβρουαρίου 1942 με τίτλο «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι: Μία καθαρά ελληνική φυλή». Ο θαρραλέος δημοσιογράφος  τιμωρήθηκε με πενθήμερο κλείσιμο της εφημερίδας του από τις ιταλικές αρχές.  86

  Ι.Α.Υ.Ε. 1941‐1943, 32, Επιστολή Γ. Μόδη της 30.6.42, που περιγράφει τα αισθήματα των ηγετών των  ρουμανιζόντων  Βεροίας. 

87

  Αθ. Χρυσοχόου, ό.π., σελ. 122. 

88

  Μια  σύντομη  αποτίμηση  της  πορείας  του  ελληνισμού  κάτω  από  την  ξένη  κατάκτηση  βλ.  στο  κλασικό  έργο  του  Ν.  Σβορώνου, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, εκδ. Θεμέλιο, 1976, σελ. 9‐65.  89

  Λεπτομέρειες στη μελέτη του Αθ. Καραθανάση, Οι Έλληνες λόγιοι στη Βλαχία, 1670‐1714. ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, 1982. 

90

  Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/ΙΙΙ γ, α.π. 13286. 

91

  Μάλιστα το 1933 στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, η ελληνική κοινότητα αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του  ελληνικού κράτους για να συντηρήσει τη σχολή αυτή (Ι.Α.Υ.Ε. 1931‐33, Α/7/10 και Α/22).  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           92

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Α/21/ΙΙΙ, α.π. 3305. 

93

  Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/β. 

94

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐1929, Α/22, α.π. 2498. 

95

  Όταν,  λ.χ.,  το  1928‐29  προσπαθούσαν  να  πάρουν  έγκριση  για  την  επέκταση  του  κουτσοβλαχικού  γυμνασίου  των  Γρεβενών με την προσθήκη 3 τάξεων (Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/21/β). 

1

  Η ιδέα της ένωσης όλων των Νοτιοσλάβων, ο λεγόμενος «Γιουγκοσλαβισμός», ωρίμασε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα  και  οδήγησε  στην  ένωση  των  ετερόκλητων  αυτών  εθνοτήτων.  Αναλυτικά  περί  της  δημιουργίας  του  νέου  κράτους  βλ.  Α.  Dragnich, The first Yugoslavia, search for a viable political system. Hoover Institution Press, Stanford University, 1983, σελ.  1‐13 και D. Djordjevic ed., The creation of Yugoslavia 1914‐1918, Clio Books, 1980, ολόκληρο.  2

  Α.  Mitrovic,  «The  1919‐1920  Peace  Conference  in  Paris  and  the  Yugoslav  state:  An  historical  evaluation»,  στο  D.  Djordjevic ed., The creation of Yugoslavia, Clio books, Oxford, 1980.  3

  Μια σημερινή ανάλυση των Σκοπίων για το πώς δεν συζητήθηκε σοβαρά η προοπτική της αυτονομίας της Μακεδονίας  στη  Συνδιάσκεψη  και  προτιμήθηκε  ο  διαμελισμός  βλ.  στο  Mihailo  Minoski,  «Macedonia  and  the  Yugoslav  Federation  1918‐1919», M.R., 1988, 3, vol. XVIII.  4

  Evangelos Kofos, «The Macedonian Question: The politics of mutation», B.S., vol. 27, no 1, 1986. 

5

  Vasil Vasilev, «The bulgarian Communist Party and the Macedonian Question between the two world wars»,  B.H.R., 1,  1989.  Βεβαίως  το  ζήτημα  της  εθνικής  συνείδησης  των  κατοίκων  της  γεωγραφικής  περιοχής  της  Μακεδονίας  ήταν  θολό  εξαρχής. Αυτό που μπορούμε να πούμε σε μια εποχή έξαρσης των εθνικισμών είναι ότι η περιοχή αυτή που δεν είχε σαφή  γεωγραφικά  όρια εκατοικείτο  από μικτό πληθυσμό χριστιανών  και μουσουλμάνων, προσκολλημένων κατά βάσιν στη γη  που καλλιεργούσαν. Η «εθνικότητά» τους αρχικά δεν σήμαινε παρά τη σύνδεσή τους με την ελληνική, τη βουλγαρική ή τη  σερβική  εκκλησία.  Σταδιακά  τα  πιο  εκπαιδευμένα  τμήματα  αυτού  του  πληθυσμού  αποκτούσαν  εθνική  συνειδητότητα  προσελκυόμενα από την προπαγάνδα της αντίστοιχης χώρας (βλ. τις απόψεις του Ε. Kofos, «Macedonia: National heritage  and  national  identity»  και  του  P.  Kitromilides,  «Imagined  communities  and  the  origins  of  the  national  question  in  the  Balkans»,  στο  συλλογικό  M.  Blinkohorn  ‐  Th.  Veremis  eds.,  Modern  Greece:  Nationalism  and  nationality,  SAGE‐ELIAMEP,  1990). Αυτό που εννοούσαν οι Βούλγαροι ήταν ότι πράγματι σ' ολόκληρη τη Μακεδονία η Ελλάδα και η Βουλγαρία είχαν  τα περισσότερα σχολεία και εκκλησίες. Η σερβική προπαγάνδα υστερούσε με αποτέλεσμα μικρό κομμάτι του πληθυσμού  να ταυτιστεί με τη Σερβία.  6

  Αναλυτικά την άποψη περί του σερβικού χαρακτήρα της περιοχής βλ. στο Djoko Slijepcevic, The Macedonian Question:  the stuggle for Southern Serbia, Chicago, 1958, ολόκληρο.  7

  Λεπτομέρειες  για  τη  βουλγαρική  οπτική  βλ.  στο  The  complaints  of  Macedonia,  Memoranda,  petitions,  resolutions,  minutes, letters and documents addressed to the League of nations 1919‐1939, Geneva 1979, no 10‐11‐12, σελ. 8‐37.  8

  Eliza Campus, The Little Entente and the Balkan Alliance, Biblioteca Historica Romaniae, 1978, ολόκληρο. 

9

  Για  τη  θέση  που  είχαν  τα  βαλκανικά  κράτη  στο  ευρωπαϊκό  σύστημα  ασφαλείας  βλ.  Branimir  Jancovic,  The  Balkans  in  international relations, MacMillan Press, 1989, σελ. 149‐157. 

10

  Ε.  Kofos,  «Macedonia:  National  heritage  and  national  identity»  στο  συλλογικό  M.  Blinkhorn  ‐  Thanos  Veremis  eds.,  Modern Greece: Nationalism and nationality, SAGE‐ELIAMEP, 1990. 

11

  Ι.Α.Υ.Ε.  1927,  Α/5/ΧΙΙ/β,  α.π.  403.  Η  περίφημη  ΕΜΕΟ  δρούσε  κυρίως  στη  Γιουγκοσλαβία  που  ήταν  και  γενέτειρα  των  περισσότερων  ηγετών  της.  Η  γιουγκοσλαβική  κυβέρνηση  είχε  κάθε  λόγο  να  θεωρεί  προδοτική  τη  δράση  της  μιας  και  μεταχειρίστηκε κάθε μέσο για την αποσταθεροποίηση της νέας Γιουγκοσλαβίας. Μέχρι και τις εθνικιστικές αντιπαλότητες  Σέρβων‐Κροατών  προσπάθησε  να  εκμεταλλευτεί.  Λεπτομέρειες  για  τη  δράση  της  βλ.  στο  κλασικό  έργο  του  Ε.  Kofos,  Nationalism  and  communism  in  Macedonia,  Institute  for  Balcan  Studies,  Thessaloniki,  1969,  σελ.  50‐7  και  στο  J.  Swire,  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           Bulgarian  conspiracy,  London,  1939,  που  θεωρείται  από  τις  πληρέστερες  δυτικές  μελέτες  για  το  ρόλο  της  ΕΜΕΟ  στη  βουλγαρική πολιτική.  12

  Ι.Α.Υ.Ε. 1921, A/5/XIΙ, 4 

13

  Άρθρο της βουλγαρικής εφημερίδας Ζορά της 17.4.21 με τίτλο «Το ζήτημα του συμμοριτισμού». 

14

  LoN: S 363, No 7, 21‐24, Bulgarie. 

15

  Βλ.  χαρακτηριστικά  τις  απόψεις  του  διευθυντή  του  Τμήματος  Μειονοτήτων  της  Γραμματείας  της  ΚτΕ  Αθκάρατε  που  ψέγει τις βουλγαρομακεδονικές μειονότητες για τον υπονομευτικό ρόλο που έπαιξαν εις βάρος της Γιουγκοσλαβίας (Pablo  de Azcarate, League of Nations and national minorities, an experiment, Washington, 1945, σελ. 49‐50)  16

  Χρησιμοποιούσαν κάθε δυνατό πρόσχημα για να απορρίψουν τις αιτήσεις. Το πιο συνηθισμένο ήταν η βίαιη γλώσσα  των  καταγγελιών  και  η  έλλειψη  νέων  στοιχείων.  Ενδεικτικά  στην  καταγγελία  στις  2.2.26  ο  διευθυντής  του  Τμήματος  Μειονοτήτων  της  Γραμματείας  της  ΚτΕ  Έρικ  Κόλμπαν  πρότεινε  να  απορριφθεί  χωρίς  να  ενημερωθεί  το  Μακεδονικό  Κομιτάτο τους ακριβείς λόγους: «Το Μακεδονικό Κομιτάτο είναι κατά γενικήν ομολογία ένας οργανισμός με μεγαλύτερους  στόχους από την προστασία των μειονοτήτων και δεν υπάρχει λόγος να τους ενθαρρύνουμε να στέλνουν καταγγελίες που  να πληρούν τους γραφειοκρατικούς όρους» (LoN: 41/49663/ 11974 (19‐27) R1660). 

17

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐1925, Β/37,1, α.π. 16884. 

18

  Για  τις  σχέσεις  Βουλγάρων‐Γιουγκοσλάβων  από  τον  19ο  αιώνα  μέχρι  την  άνοδο  του  Σταμπολίνσκι  βλ.  το  M.  Yanochevitch, La Yougoslavie dans les Balkans, Thèse pour le doctorat en droit, Paris, 1935, σελ. 158‐165.  19

  Elizabeth  Barker,  Macedonia,  Its  place  in  balkan  power  politics,  Royal  Institute  of  International  Affairs,  London,  1950,  σελ. 21. 

20

  Ι.Α.Υ.E. 1921, A/5/XII, 4 και 5. 

21

  Τα αίτια της ήττας του βλ. στο Παναγιώτη Πιπινέλη, Ιστορία της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος 1923‐1941, Αθήναι,  1948, σελ. 75‐7. 

22

  Βλ. χαρακτηριστικά τις απόψεις του G.P. Genov, Bulgaria and the Treaty of Neuilly, Sofia, 1935, σελ. 136 επ. 

23

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐1925, Β/37,1 α.π. 42613. Όπως βλέπουμε, εκμεταλλεύονται σε κάθε ευκαιρία τον παραδοσιακό φόβο της  Ελλάδας απέναντι στην ένωση των Σλάβων. 

24

  Για το Πρωτόκολλο Πολίτη‐Καλφώφ και τα επεισόδια στο Τερλίζ βλ. λεπτομέρειες στο περί Βουλγαρίας κεφάλαιο. 

25

  Όπως  έλεγε  και  ο  Ν.  Πολίτης,  «η  επιθυμία  ν'  ανταποκριθώμεν  εις  τον  πόθον  της  ΚτΕ  εις  το  ζήτημα  των  μειονοτήτων  εδημιούργησεν την κυριοτέραν αφορμήν δυσαρεσκείας εις το Βελιγράδιον (Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Α/5Χ).  26

  Αρετή Τούντα‐Φεργάδη, Ελληνοβουλγαρικές μειονότητες (Πρωτόκολλο Πολίτη‐Καλφώφ 1924‐25), ΙΜΧΑ, 1986, σελ. 67. 

27

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β πολ./37,6, α.π. 6172. 

28

  Τόσο  θριαμβευτικούς  τόνους  είχαν  τα  άρθρα  των  βουλγαρικών  εφημερίδων  που  οδήγησαν  σε  αγανάκτηση  την  ελληνική και τη γιουγκοσλαβική κοινή γνώμη (LoN: 41/39441/39337 (19‐27) R1695).  29

  Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α.Α.Κ. 34, Έκθεση Πιπινέλη περί του Πρωτοκόλλου το Δεκέμβριο του 1935. 

30

  Ό.π.  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           31

  LoN: 41/40500/39337 (19‐27) R 1695. 

32

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐1925 Β/37,2 και Β/59, α.π. 10655. 

33

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β πολ./37,6, α.π. 6172. 

34

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐5, Β/37,1, α.π. 11119. 

35

  Ήταν  τόσο  κρίσιμο  αυτό  το  πρόβλημα  ώστε  ο  Βενιζέλος  συμβούλευσε  την  ελληνική  κυβέρνηση  να  φερθεί  ψύχραιμα  ενώπιον  της  ρήξης  με  τη  Γιουγκοσλαβία  και  να  μην  παραιτηθεί  γιατί  αλλιώς  θα  χαθεί  κάθε  ελπίδα  για  δανειοδότηση  (Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Α/5Χ). 

36

  Περί των ελληνοσερβικών σχέσεων την εποχή της υπογραφής της συνθήκης συμμαχίας της 1ης Ιουνίου 1913 βλ. Σ.Θ.  Λάσκαρι, Διπλωματική ιστορία της συγχρόνου Ευρώπης 1914‐1939, ΙΜΧΑ, 1954, σελ. 237.  37

  Πάνω από μία δεκαετία δυσκόλευε τις ελληνοσερβικές σχέσεις το ζήτημα της μεταφοράς εμπορευμάτων από το λιμάνι  της Θεσσαλονίκης. Το Νοέμβριο του 1922 η Ελλάδα επικύρωσε τη συμφωνία του 1914 που έδινε στη Γιουγκοσλαβία μια  ελεύθερη  ζώνη  στο  λιμάνι.  Η  παραχώρηση  αυτή  δεν  ικανοποιούσε  πλήρως  τη  Γιουγκοσλαβία  (Foreign  Policy  Reports,  March 18, 1931, vol. VII, no 1).  38

  Η  κακή  λειτουργία  αυτής  της  σιδηροδρομικής  γραμμής  ήταν  και  κατά  τη  γνώμη  του  βρετανικού  Υπουργείου  Εξωτερικών δυνητική αιτία μεγάλης έντασης στην περιοχή και έπρεπε να αποκατασταθεί πλήρως η λειτουργία της με τη  βοήθεια ξένου οργανωτή. Γενικώς η Μεγάλη Βρετανία πίστευε στην αναγκαιότητα της εξομάλυνσης των ελληνοσερβικών  σχέσεων πάση θυσία γιατί απ' αυτήν εξαρτιόταν εν πολλοίς η ειρήνη στα Βαλκάνια (Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/19, α.π. 11398). 

39

  Κ. Σβολόπουλου, Η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά τη συνθήκη της Λωζάννης, η κρίσιμος καμπή, Ιονλιος‐Δεκέμβριος  1928, Θεσσαλονίκη, 1977, σελ. 16. 

40

  Η Ελλάδα διά του Περικλή Αργυρόπουλου, πριν καταργήσει τελείως το Πρωτόκολλο, προσπάθησε να περάσει μια άλλη  λύση. Να αντικαταστήσουν τη λέξη «βουλγαρικές» μειονότητες με τη φράση «μειονότητες στην Ελλάδα». Αυτό δεν έγινε  δεκτό γιατί δεν βόλευε τη βουλγαρική προπαγάνδα. Έτσι η μόνη λύση για την Ελλάδα ήταν να υπαναχωρήσει τελείως με  τον πιο αξιοπρεπή δυνατό τρόπο (LoN: 41/40500/39337 (19‐27) R1695).  41

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Α,Ι. 

42

  LoN: 41/46069/46069 (19‐27) R 1700. 

43

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Α/2,7. 

44

  Μετά  την  ίδρυση  της  ελευθέρας  ζώνης  στη  Θεσσαλονίκη  παρατηρήθηκε  εκεί  σημαντικός  εποικισμός  Σέρβων,  προφανώς κατόπιν οδηγιών της σερβικής κυβέρνησης. Αλλά, όπως υποστήριξε και άρθρο της εφημερίδας Μακεδονία στις  24.9.25, οι ίδιοι οι Σέρβοι το 1910 συμφώνησαν ότι δεν είχαν καμιά σχέση με τους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας.  Πού βρέθηκαν μετά από δεκαπενταετή ελληνική διοίκηση οι σερβικές μειονότητες στην Ελλάδα;  45

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/64/α. Αναφορά του Υπουργείου Στρατιωτικών προς το Υπουργείο Εξωτερικών, α.π. 8746. 

46

  Πραγματικά η κυκλοφορία της εφημερίδας αυτής στην Ελλάδα σταμάτησε. Εκεί που κυκλοφορούσαν δεκάδες αντίτυπα  κυρίως  στη  Φλώρινα,  τώρα  έφτανε  μόνο  ένα  στο  διευθυντή  της  εφημερίδας  Φωνή  του  λαού  ο  οποίος  ανέλαβε  να  απαντάει στα ανθελληνικά άρθρα της (Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/64/α). 

47

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/64/α, α.π. 4202. Σχετικά με τη σερβική προπαγάνδα που καλούσε τους Σλαβόφωνους σε μετανάστευση  στη Σερβία, η Ελλάδα είχε μεγάλη αμφιθυμία. Αφ' ενός ήθελε να απαλλαγεί από την παρουσία αλλοφύλων και αφ' ετέρου  την ενοχλούσε η σερβική επέμβαση στα εσωτερικά της. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           48

  LoN: 41/46069/46069 (19‐27) R 1700. Τον Οκτώβριο ακολούθησαν άλλες δύο καταγγελίες ανάλογου περιεχομένου. 

49

  Μόνο στην Έδεσσα υπήρχε ένα σερβικό σχολείο για 25‐30 άπορους μαθητές (Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/62/αα, α.π. 5561). 

50

  Παραθέτω  τα  λόγια  ενός  Σλαβόφωνου  του  χωριού  Χασάν‐Κόι  που  συνομίλησε  με  το  δάσκαλο  Π.  Καπελλάκη  τον  Ιανουάριο  του  1926:  «Κύριε  Παντελή,  εμείς  τώρα  γραφτήκαμε  σ'  ένα  μεγάλο  βασιλιά  να  μας  προστατεύει  και  δεν  ημπορούμε να τον γελάσωμε διότι τότε θα πάθωμε χειρότερα. Ημείς όταν επήγαμεν στον πρόξενον στην Σαλονίκην μας  εδέχθη με ανοικτά χέρια και μας είπε μπράβο που καταλάβατε ότι είσαστε Σέρβοι έστω και αργά. Μη φοβάστε, κανείς δεν  ημπορεί  να  σας  κάνει  τίποτα  και  πρέπει  να  ξεύρετε  ότι  η  Σερβία  δικαιούται  μέχρι  το  Χάλκινο  Αλώνι  (θέσις  πέραν  του  Σαρανταπόρου)  και  θα  τα  πάρη.  Πάρετε  και  χρήματα  και  πηγαίνετε  να  φάτε  όπου  θέλετε  εις  υγείαν  της  μεγάλης  μας  Σερβίας και να ξεύρετε νύκτα να έλθετε θα εύρητε τας θύρας ανοικτάς» (Ι.Α.Υ.Ε. 1926, Β/37, α.π. 1198).  51

  Τα  μέλη  της  ζήτησαν  και  πήραν  εμπιστευτικές  πληροφορίες  από  μέλη  της  Μικτής  Επιτροπής  ελληνοβουλγαρικής  ανταλλαγής  σχετικά  με  την  υπόθεση.  Κατ'  αυτές  ο  τέως  πρόεδρος  της  κοινότητας  Ναλμπακόι  πίεσε  τους  κατοίκους  να  υπογράψουν  τις  καταγγελίες  υποσχόμενος  ότι  θα  μεσολαβήσει  να  κρατήσουν  τα  κτήματα  των  ανταλλαγέντων  Μουσουλμάνων. Αυτός πρόσθεσε στα πραγματικά τους ονόματα καταλήξεις σε ‐ιτς (LoN: 41/46069/46069 (19‐27) R 1700).  52

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/62/αα, α.π. 5561. 

53

  Βλ. τα συμπεράσματά του μετά από συνομιλία του με τον σέρβο πρόξενο Θεσσαλονίκης στις 22.7.25 στο Ι.Α.Υ.Ε. 1925,  Β/37,13 και Β/46, α.π. 10152.  54

  Πραγματικά υπάρχουν αυστηρές διαταγές του προς τη Γενική Διεύθυνση Εποικισμού σ' αυτή την κατεύθυνση (Ι.Α.Υ.Ε.  1925, Β/37,13 και Β/46, α.π. 10598).  55

  Ι.Α.Υ.Ε. 1926, Γ/62/αα και Β/37, αναφορά του διοικητή Χωροφυλακής Φλωρίνης της 22.10.25. Παρουσιάστηκαν όμοια  κρούσματα και στα χωριά Τζέγανι και Ροσίλοβο.  56

  Βλ. τις ερωτήσεις μαζί με τις ελληνικές απαντήσεις στο Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,6. 

57

  LoN: 41/42722/11974 (19‐27) R 1660. 

58

  Ι.Α.Υ.Ε. ΚτΕ, 1930/Ι/Β (2) υπόμνημα της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης στην ΚτΕ της 14.10.27. 

59

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐1925, Β/37,1, α.π. 16884. Συνομιλία Σέρβου αντιπροσώπου με τον Έρικ Κόλμπαν στις 6.5.24. 

60

  Ι.Α.Υ.Ε. 1931‐33, Α/6/Ια, σημείωμα της Α' Πολιτικής Διευθύνσεως περί ελληνοβουλγαρικών ζητημάτων, 20.4.1933. 

61

  LoN: 41/47674/39349 (19‐27) R 1695. 

62

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/19, α.π. 2394. 

63

  Η Τουρκία διεκδικούσε την περιοχή της Μοσούλης, πολύτιμη μεταξύ άλλων και λόγω των αποθεμάτων πετρελαίου που  διέθετε,  από  το  Ιράκ.  Η  Μεγάλη  Βρετανία  ως  προστάτις  του  Ιράκ  αγωνίστηκε  σκληρά  κατά  της  Τουρκίας  αυξάνοντας  επικίνδυνα τη θερμοκρασία στη περιοχή. 

64

  Περί της εξωτερικής πολιτικής του Πάγκαλου συνολικά βλ. το Η. Psomiades, «The diplomacy of Pangalos 1925‐1926»,  B.S., vol. 13, no 1, 1972. 

65

  Για λεπτομέρειες βλ. το κεφάλαιο περί ελληνοβουλγαρικών σχέσεων. 

66

  Η  Γιουγκοσλαβία  από  τη  μεριά  της  συμβούλευσε  τον  Πάγκαλο  να  ρίξει  το  βάρος  του  επεισοδίου  στο  Πετρίτσι  στους  ανεύθυνους  κομιτατζήδες.  Υποσχέθηκε  δε  ότι  θα  δώσει  τη  συμπαράστασή  της  επειδή  έχει  το  ίδιο  πρόβλημα  (Ι.Α.Υ.Ε.  1925/Γ/63 α/9, α.π. 16193).  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           67

  Βλ.  συζήτηση  του  Νίνσιτς  με  τον  Γ.Γ.  της  ΚτΕ  Έρικ  Ντράμοντ  στις  24.5.26.  Ο  γιουγκοσλάβος  υπουργός  ήταν  κατενθουσιασμένος  από  την  ενδοτική  στάση  του  Πάγκαλου  και  σχεδίαζε  να  προχωρήσει  μετά  σε  ευρύτερα  συμμαχικά  σχήματα τύπου Λοκάρνο (LoN: Ρ 30, Fonds prives, Mantoux papers (19‐26), Box 30, file 8).  68

  Η  ελληνογιουγκοσλαβική  συνθήκη  ήταν  για  50  χρόνια  και  επεξέτεινε  την  έκταση  της  ελεύθερης  ζώνης  σε  10.000  τετραγωνικά μέτρα. Προέβλεπε δε συνδιοίκηση της σιδηροδρομικής γραμμής (Elizabeth Barker, Macedonia..., σελ. 34‐5).  69

  Αυτό θεωρήθηκε εξαιρετικά άστοχη και επικίνδυνη κίνηση από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών (Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Β/69,  α.π. 17297/Γ/Ι/Β).  70

  Σ.Θ. Λάσκαρι, Διπλωματική ιστορία της συγχρόνου Ευρώπης 1914‐1939, σελ. 238‐9. 

71

  Άρθρο του Manchester Guardian στις 26.9.1928. 

72

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/19, συνομιλία Βενιζέλου 9‐11.10.1928 στο Βελιγράδι. 

73

  Οι Γάλλοι μετά την ελληνοϊταλική προσέγγιση φοβούνται ότι θα τους ξεφύγει ο έλεγχος από τα χέρια αν δεν λυθούν οι  διαφορές της Ελλάδας με την προστατευομένη της Γιουγκοσλαβία. Καθόλου δεν ήθελαν να τη δουν περικυκλωμένη από  Βουλγαρία, Αλβανία, Ουγγαρία και Ελλάδα!  74

  Κ. Σβολόπουλου, Η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, σελ. 128. 

75

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/19, έκθεση Βενιζέλου 9‐11.10.28. 

76

  Ό.π. 

77

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Α/25/VIII, α.π. 1737. 

78

  Βλ.  χαρακτηριστικό  άρθρο  της  βουλγαρικής  εφημερίδας  Ζαριά  στις  9.3.29  με  μότο  «το  γερμανικό  άροτρο  είναι  το  πρώτο  που  αποφασίζει  να  ανοίξει  αυλάκι  στο  χωράφι  των  μειονοτήτων  που  εγκαταλείφθηκαν  χωρίς  φροντίδα  από  την  ΚτΕ».  79

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, A/25/VIII, α.π. 3846. 

80

  Ι.Α.Υ.Ε. 1930/ ΚτΕ/Ι/Β, α.π. 3711. 

81

  Για τους στόχους των βαλκανικών διασκέψεων βλ. αναλυτικά τα άρθρα του Παπαναστασίου που δημοσιεύτηκαν στην  εφημερίδα Le Messager d'Athènes στις 22‐5 Ιανουαρίου 1930.  82

  Για τις προσπάθειες των βαλκανικών λαών να προσεγγίσουν και τις αποτυχίες τους βλ. αναλυτικά το κλασικό έργο του  L.S.  Stavrianos,  Balkan  federation.  A  history  of  the  movement  toward  balkan  unity  in  modem  times,  Northampton,  1942,  ολόκληρο.  83

  LoN: Ρ 31, Fonds Prives, Agnidis papers (1914‐1953), Box 31, File 9. 

84

  Ο Παπαναστασίου τελικά με πολύ κόπο έπεισε το γιουγκοσλαβικό Υπουργείο Εξωτερικών να στείλει παρατηρητή όπως  όλοι (ό.π.). 

85

  Bogdan Raditsa, «Venizelos and the struggle around the Balkan Pact», B.S., 6, no 1, 1965. 

86

  Και  όσα  ένωναν  τα  βαλκανικά  κράτη  ήταν  πολλά  και  σημαντικά  και  από  πολιτική  και  από  οικονομική  άποψη.  Περί  αυτού  βλ.  το  άρθρο  του  Π.  Παπαστράτη,  «Από  τη  Μεγάλη  Ιδέα  στη  Βαλκανική  Ένωση»,  στο  Γ.  Μαυρογορδάτος  ‐  Χ.  Χατζηιωσήφ επιμ., Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988.  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           87

  Σ'  αυτή  τη  συνδιάσκεψη  τα  περισσότερα  μέλη  ανήκαν  στην  ομάδα  Εθνική  Άμυνα  που  πίστευε  και  προωθούσε  την  προσέγγιση  με  τη  Βουλγαρία.  Από  την  άλλη  μεριά  η  Βουλγαρία  δεν  ήθελε  να  απομονωθεί  άλλο  και  ξεκινούσε  μια  επιχείρηση που θα την έφερνε κοντά στους νοτιοσλάβους γείτονές της (Δ. Κιτσίκη, Ελλάς και ξένοι 1919‐1967, εκδ. Εστία,  1977, σελ. 97).  88

  Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/3/8, α.π. 8689. 

89

  Βλ. σχετική έκθεση του ΠερικλήΑργυρόπουλου της2.12.33, Ι.Α.ΥΕ. 1934, Α/3/8. 

90

  Βλ. αναλυτικά το Constantin Svolopoulos, «Le problème de la sécurité dans le Sud‐Est Européen de rentre‐deux‐guerres:  A la recherche des origines du Pacte Balkanique de 1934», B.S., Vol. 14, no 2, 1973. 

91

  H κυβέρνηση Μουσάνωφ,  λ.χ., ήταν έτοιμη να καταστείλει τη δράση των κομιτάτων. Η δε Γιουγκοσλαβία αρχικά δεν  ήθελε  να  υπογράψει  το  σύμφωνο  αποκλείοντας  τη  Βουλγαρία  μετά  τις  κινήσεις  καλής  θελήσεως  που  έκανε.  Ας  μη  λησμονούμε ότι υπήρχε και μεγάλο λαϊκό έρεισμα στην κίνηση ένωσης των Σλάβων της Βαλκανικής. 

92

  Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/6/ΙΙ 8, α.π. 12106. 

93

  Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/6/9. Προσπάθησαν επίσης να εγκαταστήσουν στα ελληνοσερβικά σύνορα τσελιγκάτα Σαρακατσαναίων  «εγνωσμένων εθνικών φρονημάτων» για λόγους κρατικής ασφάλειας.  94

  Βλ.  αναλυτικά  το  Ιωάννου  Κολιόπουλου,  Λεηλασία  φρονημάτων,  το  μακεδονικό  ζήτημα  στην  κατεχόμενη  Δυτική  Μακεδονία, 1941‐1944, εκδ. Βάνιας, 1994, ολόκληρο. 

95

  Βλ. χαρακτηριστικό άρθρο της εφημερίδας Νόβα Μασεντόνια του Ντητρόιτ στις 11.12.36 με τίτλο «Να σταματήσουμε  το χέρι των Ελλήνων αφομοιωτών».  96

  Ι.Α.Υ.Ε. 1938, Α/5/3, έκθεση Μεταξά περί της συζητήσεως χωρίς ημερομηνία. 

97

  Ι.Α.Υ.Ε. 1938, Α/5/3, α.π. 9450. 

98

  Οι πληροφορίες για τους Έλληνες στις γιουγκοσλαβικές επαρχίες μέχρι τον 19ο αιώνα αντλήθηκαν από την πολύτιμη  μελέτη  του  Ιωάννη  Παπαδριανού,  Οι  Έλληνες  απόδημοι  στις  γιουγκοσλαβικές  χώρες,  εκδ.  Βάνιας,  Θεσσαλονίκη,  1993.  Είναι  γνωστό  ότι  η  βιβλιογραφία  ως  προς  τον  απόδημο  ελληνισμό  παρουσιάζει  δυστυχώς  μεγάλα  κενά.  Βλ.  επίσης  το  άρθρο της Μαρίας Συμεών, «Αι ελληνικαί παροικίαι εις την Γιουγκοσλαβίαν», Μακεδονική Ζωή 8, Ιανουάριος 1967.  99

  Σερβική πηγή που επικεντρώνει στη συμβολή των Βλάχων είναι το Dusan Popovic, Ο Cincarima. Prilozi pitanju postanka  nas  eg  gradjanskog  drustva  (Περί  των  Κουτσοβλάχων.  Συμβολή  στο  πρόβλημα  της  δημιουργίας  της  αστικής  μας  τάξης),  Beograd, 1937. 

100

  Περί  της  Μοσχόπολης  βλ.  λεπτομερώς  το  Ιωακείμ  Μαρτινιανού,  Η  Μοσχόπολις  1330‐1930,  επιμ.  Στ.  Κυριακίδη,  Θεσσαλονίκη, 1957. 

101

  Για λεπτομέρειες βλ. Ιωάννη Παπαδριανού, Οι Έλληνες πάροικοι του Σεμλίνου (18ος‐19ος αιών), ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη,  1988.  102

  LoN: 41/8634/608 (19‐27) R 1615. 

103

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,4. 

104

  Επιστολή της 10.1.1925, ό.π. 

105

  Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Β/69, α.π. 17297/Γ/Ι/Β. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           106

  Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α.Α.Κ., 13, έκθεση του βουλευτή Α. Μπασιάκου στις 18.7.33. 

107

  Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Β/69, α.π. 17297, Γ/Ι/Β. 

1

  Harry Psomiades, The eastern question: The last phase, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki, 1968, σελ. 40. 

2

  Καλλιόπη  Παπαθανάση‐Μουσιοπούλου  επιμ.,  Η  απελευθέρωση  της  Δ.  Θράκης  από  το  αρχείο  του  Χαρίσιου  Βαμβακά,  Αθήναι, 1975. Στο βιβλίο περιγράφεται μέσα από πολύ ενδιαφέρον αρχειακό υλικό η προσπάθεια της Ελλάδας να κερδίσει  έδαφος στον αγώνα διεκδίκησης της περιοχής αυτής. 

3

  Ο Κεμάλ Ατατούρκ, στην Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας το 1920, τόνισε τα εξής: «Στις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν με  τους ξένους για το πολιτικό μέλλον της Δ. Θράκης πρέπει να δραστηριοποιηθούμε με σύνεση. Σκοπός είναι να παραμείνει  η Δ. Θράκη σαν ένα ενιαίο σύνολο και σε κατάλληλο χρόνο και ευκαιρία να ενωθεί με τη μητέρα‐πατρίδα» (Π. Χιδίρογλου,  «Η  Δυτική  Θράκη  υπό  το  φως  της  εθνικής  ιδέας  των  Τούρκων  με  βάση  τουρκικά  δημοσιεύματα»,  Νέα  Κοινωνιολογία 9,  ειδικό αφιέρωμα «Ελλάς‐Τουρκία»).  4

  Ι.Α.Υ.Ε. 1919, Α/5, 7. 

5

  Ι.Α.Υ.Ε. 1919, Α/5/Μ. 

6

  Το Δημόσιο από το 1914 προέβη σε κατάληψη των κτημάτων που βρίσκονταν στις Νέες Χώρες των οποίων οι ιδιοκτήτες  είχαν  καταφύγει  στην  αλλοδαπή.  Μετά  την  έναρξη  του  ελληνοτουρκικού  πολέμου  κατασχέθηκαν  τα  κτήματα  των  Μουσουλμάνων που αποδήμησαν από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων. Μια μερίδα Μουσουλμάνων έφυγε και κατά  τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής. Σε όλους αυτούς και ειδικά στους εχθρούς των Βουλγάρων, ο Βενιζέλος ήθελε να  επιστρέψει  τις  περιουσίες  για  να  τους  πάρει  με  το  μέρος  του.  Για  τα  εμπόδια  που  βρήκε  στην  υλοποίηση  αυτού  του  σχεδίου ανεφώνησε κάποτε: «Η τύφλωσις της ελληνικής διοικήσεως είναι αθεράπευτος!» (Ι.Α.Υ.Ε. 1919, Α/5 (10)).  7

  Το Φεβρουάριο του 1919, λ.χ., καταγγέλθηκε η κατεδάφιση τζαμιού στη Σόφια και η παντελής έλλειψη ανεξιθρησκίας  των  Βουλγάρων.  Το  Δεκέμβριο  του  1918  μουσουλμάνοι  βουλευτές  της  Βουλγαρίας  κατήγγειλαν  με  επιστολή  τους  την  απάνθρωπη  βουλγαρική  μεταχείριση  και  ζήτησαν  την  προστασία  της  Ελλάδας.  Ακόμα  και  οι  Πομάκοι  ήταν  φοβισμένοι  μετά τη σφαγή που υπέστησαν στους Βαλκανικούς πολέμους από τους Βουλγάρους (Ι.Α.Υ.Ε. 1919, Α/5/Μ). 

8

  Τηλεγράφημα στις 6.2.1920 (Κ. Παπαθανάση‐Μουσιοπούλου επιμ., Η απελευθέρωση..., σελ. 45) 

9

  Κ.Γ. Ανδρεάδης, Η μουσουλμανική μειονότης της Δυτικής Θράκης, Θεσσαλονίκη, 1956, σελ. 3. 

10

  Ορισμός του προξένου Φιλιππουπόλεως σε αναφορά του στις 1.12.27 (Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/6/11/2). Για την καταγωγή των  Πομάκων  έχουν  διατυπωθεί  ποικίλες  απόψεις.  Οι  Βούλγαροι  τους  θεωρούν  τμήμα  του  βουλγαρικού  έθνους  που  εξισλαμίστηκε βιαίως κατά την Τουρκοκρατία. Κατά την ελληνική άποψη πρόκειται για αυτόχθονη σλαβόφωνη εθνότητα  που  υπέστη  αφομοίωση  από  τους  τουρκόφωνους  πληθυσμούς  με  τους  οποίους  συγκατοικούσε.  Λεπτομέρειες  βλ.  στις  εξής  μελέτες:  Π.  Χιδίρογλου,  Οι  Έλληνες  Πομάκοι  και  οι  σχέσεις  τους  με  την  Τουρκία,  εκδ.  Τήλεθρο,  Αθήνα,  1984,  Π.  Φωτέας,  «Οι  Πομάκοι  της  Δ.  Θράκης»,  ΜΟΚ  Κομοτηνής,  Ζυγός  25,  1978,  Γ.  Μαγκριώτης,  «Πομάκοι  ή  Ροδοπαίοι  —  οι  Έλληνες Μουσουλμάνοι», Ομπρέλα 26‐7, Δεκ. 1994, Ν. Ξηροτύρης, «Αχριάνες και Πομάκοι: Θράκες ή Σλάβοι;», Πρακτικά  Β'  Συμποσίου  Λαογραφίας  του  Βορειοελλαδικού  χώρου,  ΙΜΧΑ,  Θεσσαλονίκη,  1976.  Η  Τουρκία  από  τη  μεριά  της  ισχυρίζεται  ότι  οι  Πομάκοι  είναι  απόγονοι  των  Κουμάνων  Τούρκων  που  μετανάστευσαν  στα  Βαλκάνια  τον  5ο‐6ο  μ.Χ.  αιώνα.  11

  Αναφορά τοπικών αρχών στο Υπουργείο Στρατιωτικών το Μάρτιο του 1920 (Ι.Α.Υ.Ε. 1920, Α/5,5). 

12

  Τηλεγράφημα Βενιζέλου στις 13/26.3.20 (Ι.Α.Υ.Ε. 1920, Α/5,5). 

13

  Τηλεγράφημα  Βαμβακά  προς  Βενιζέλο  της  9.2.1920  (Κ.  Παπαθανάση‐Μουσιοπούλου  επιμ.,  Η  απελευθέρωση...,  σελ.  46). 

14

  Βλ. το σχετικό κεφάλαιο της παρούσας μελέτης, σελ. 50‐61.  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           15

  A.L. Macfie, «The revision of the Treaty of Sevres: The first phase (August 1920 ‐ September 1922)», B.S., vol. 24, no 1,  1983. 

16

  Για τις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης βλ. το σχετικό κεφάλαιο της μελέτης, σελ. 61‐5. 

17

  Το πλήρες κείμενο βλ. στο Fred Israel ed., Major peace treaties of modern history 1648‐1967, N. York, Chelsea House  Publ., 1967, σελ. 2301‐67. 

18

  To  1921  η  τουρκική  Βουλή  ψήφισε  υπέρ  της  κατάργησης  όλων  των  μειονοτικών  δικαιωμάτων.  Όταν  άρχισαν  οι  διαπραγματεύσεις  στη  Λωζάνη,  ο  Ισμέτ  Ινονού  έβγαζε  πύρινους  λόγους  για  τα  δεινά  που  υπέφερε  ο  λαός  του  από  τις  επεμβάσεις των χριστιανών κ.λπ. Αναγκάστηκε όμως τελικά να υπογράψει λόγω και του ιδιαιτέρως φορτισμένου κλίματος  υπέρ των μειονοτικών δικαιωμάτων (Jacob Robinson, Were the Minorities Treaties a failure? Institute of Jewish Affairs, N.  York, 1943, σελ. 165). 

19

  Ιφιγένεια Αναστασιάδου, Ο Βενιζέλος και το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930, εκδ. Φιλιππότη, 1982, σελ. 17. 

20

  Τόσα πιστοποιητικά μη ανταλλαξιμότητας εξέδωσε η Μικτή Επιτροπή μέχρι το 1934. 

21

  LoN: C 135, No 4, 23‐27, τηλεγράφημα υπουργού Γεωργίας προς Γενικούς Διοικητάς 3.9.23. 

22

  Ι.Α.Υ.Ε. 1927‐8, Β/28, α.π. 1133. 

23

  Τον  αριθμό  έδωσε  το  Υπουργείο  Παιδείας  για  το  1925.  Ο  Αλεξανδρής  αναφέρει  ότι  το  1920  λειτουργούσαν  86  μειονοτικά σχολεία και το 1929‐30 είχαν αυξηθεί σε 305! (Α. Αλεξανδρής, «Το ιστορικό πλαίσιο...», σελ. 68).  24

  Στοιχεία που έδωσε το Υπουργείο Παιδείας το 1925 (Ι.Α.Υ.Ε. 1925/Β/ 37,6). 

25

  Το πρόγραμμα καθόριζε επιτροπή εκ των κυριοτέρων μουσουλμάνων εκπαιδευτών και διευθυντών. Αυτοί φρόντιζαν να  είναι εναρμονισμένο με το επίσημο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της χώρας (Ι.Α.Υ.Ε. 1927‐8, Β/28, α.π. 1133).  26

  Αυτό  έγινε  «δια  λόγους  εθνικής  φιλοτιμίας  αλλά  και  διότι  και  υπό  τας  δεινοτέρας  συνθήκας  θα  καταστή  δυνατή  η  εκμάθηση και συναρμογή ολίγων ελληνικών φράσεων» (Ι.Α.Υ.Ε. 1927‐8, Β/28, α.π. 1277, αναφορά Γ.Δ. Θράκης). 

27

  Ι.Α.Υ.Ε. 1927‐8, Β/28, α.π. 1133. 

28

  Χαρακτηρισμοί του Γ.Δ. Θράκης το Μάιο του 1923 (Ι.Α.Υ.Ε. 1923, Β/ 37,1). 

29

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923, Β/37, 1. 

30

  Λεπτομέρειες  για  τις  προσπάθειες  της  διεθνούς  κοινότητας  βλ.  στο  Charles  Eddy,  Greece  and  the  greek  refugees,  London, ολόκληρο. 

31

  Μεγάλη  οικονομική  ζημιά  θα  έφερνε  και  η  ανταλλαγή  των  Μουσουλμάνων  που  είχαν  ειδικευτεί  στην  καλλιέργεια  καπνού. Λόγω της μεγάλης σημασίας του προϊόντος αυτού για την ελληνική οικονομία, οι ειδικοί στην καπνοκαλλιέργεια  έπρεπε  να  φύγουν  τελευταίοι.  Έτσι  θα  είχαν  τουλάχιστον  την  ευκαιρία  οι  έλληνες  πρόσφυγες  καπνοκαλλιεργητές  να  εξοικειωθούν στις ειδικές κλιματολογικές κ.ά. συνθήκες της Ελλάδας (αναφορά Πάλλη από Κωνσταντινούπολη προς Γ.Δ.  Μακεδονίας, Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ, 61).  32

  Βλ. τα μεγάλα προβλήματα που έφεραν οι πρόσφυγες και τα πρώτα μέτρα αντιμετώπισής τους στο σχετικό τμήμα της  μελέτης. 

33

  Περί  τους  100.000  έλληνες  πρόσφυγες  πέρασαν  αμέσως  μετά  την  ανακωχή  των  Μουδανιών  από  την  Ανατολική  στη  Δυτική  Θράκη.  Οι  έλληνες  κάτοικοι  της  Δυτικής  Θράκης  αναγκάστηκαν  επιπλέον  να  φιλοξενήσουν  το  στρατό  που  υποχωρούσε.  Πού  θα  μπορούσαν  να  τακτοποιηθούν  τόσοι  άνθρωποι  αν  δεν  χρησιμοποιούσαν  και  τις  μουσουλμανικές  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           περιουσίες; (LoN: R 1696/40816/40816).  34

  Stephen Ladas, The exchange of minorities: Bulgaria, Greece and Turkey, N. York, 1932, σελ. 478‐9. 

35

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ/ΑΠ/9, 14. 

36

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ, Α.Π./14. Σημειώνουμε ότι η Μ.Ε. επέτρεπε την εγκατάσταση ελλήνων προσφύγων σε εκκενωθείσες  πριν από την άφιξή της μουσουλμανικές κατοικίες. Όλες οι επιταχθείσες μετά τις 7.10.23 έπρεπε να επιστραφούν.  37

  Η  αναγκαιότητα  διατήρησης  καλού  διεθνούς  προφίλ  ανάγκασε  τις  ελληνικές  αρχές  να  πάρουν  κι  άλλα  μέτρα  για  την  προστασία των υπό ανταλλαγή Μουσουλμάνων. 3.000 οπλίτες προστέθηκαν, λ.χ., στην υπηρεσία φύλαξης της υπαίθρου  Μακεδονίας και Θράκης (Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Β/37). 

38

  LoN: C 135 ‐ No 4, 23‐27. 

39

  LoN: C 135 ‐ No 4, 23‐27, επιστολή του στις 7.12.23 προς λόρδο Σέσιλ και Φ. Μπέηκερ. 

40

  Stephen Ladas, The exchange of minorities..., σελ. 480. 

41

  LoN: 41/41080/40816 (19‐27) R 1696. 

42

  LoN: 41/44247/40816 (19‐27) R 1696. 

43

  Αλέξης  Αλεξανδρής,  «Το  ιστορικό  πλαίσιο  των  ελληνοτουρκικών  σχέσεων  1923‐1954»,  στο  συλλογικό  Οι  ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923‐1987, εκδ. Γνώση, 1988, σελ. 36. 

44

  Το  Μάρτιο  ήταν  1.497  τα  δωμάτια,  9  τα  τεμένη,  10  τα  σχολεία,  383  οι  στάβλοι,  216  οι  αχυρώνες  κ.λπ.  (Ι.Α.Υ.Ε.  1926/Γ/68/VI).  45

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Β/61. 

46

  Ι.Α.Υ.Ε. 1927‐1928, β/28, αναφορά διευθυντή Εποικισμού προς το Υπουργείο Γεωργίας, 21.8.28. 

47

  Βλ. την κριτική του Α. Αλεξανδρή, «Το ιστορικό πλαίσιο...», σελ. 34‐5. 

48

  Να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας η τουρκική αντιπροσωπεία προσπάθησε να προκαλέσει παράπονα της  μειονότητας ώστε να δημιουργηθούν εντυπώσεις στην αντιπροσωπεία (Stephen Ladas, The exchange of minorities..., σελ.  493). 

49

  Βλ. Harry Psomiades, «The diplomacy of Pangalos...» και Αρχείο Θ. Πάγκαλου, τ. Α', 1918‐1925, εκδ. Κέδρος, 1973, σελ.  179‐191. 

50

  Περί  των  καινοτομιών  βλ.  Νεοκλής  Σαρρής,  Εξωτερική  πολιτική  και  πολιτικές  εξελίξεις  στην  πρώτη  τουρκική  δημοκρατία, Ενότητα πρώτη, Η άνοδος της στραχογραφειοκρατίας (1923‐1950), εκδ. Γόρδιος, Αθήνα, 1992, σελ. 51‐5. Περί  της  προσπάθειας  δημιουργίας  ενός  σύγχρονου  τουρκικού  κράτους  βλ.  επίσης  το  Ferod  Ahmad,  The  making  of  modem  Turkey, Routledge, London‐N. York, 1993, σελ. 52‐71.  51

  Αναστ. Ιορδάνογλου, «Ο τύπος της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης από τη Συνθήκη της Λωζάννης ώς  σήμερα», Βαλκανικά Σύμμεικτα 3, Θεσσαλονίκη, 1989.  52

  Η  εφημερίδα  αυτή  μετονομάστηκε  αργότερα  σε  Ειδήσεις  του  Ισλάμ  (Peyam  Islam)  και  έκλεισε  την  εποχή  της  ελληνοτουρκικής προσέγγισης, το 1930. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           53

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Α/2/ΙΙ, α.π. 4365, μουφτής Κομοτηνής προς Πρόεδρο Βουλής, 24.4.28. 

54

  Η  προαναφερθείσα  κεμαλική  εφημερίδα  Yeni  Adim  δημοσίευε  πολεμικά  άρθρα  υπέρ  της  εισαγωγής  των  λατινικών  χαρακτήρων.  Στις  26.9.28  έγραφε:  «Εμείς  οι  Τούρκοι  της  Δ.  Θράκης  πρέπει  να  παρακολουθήσουμε  τις  προόδους  της  Τουρκίας.  Να  μην  ξεχνάμε  ότι  υπάρχουν  και  οι  φανατικοί  χοτζάδες  που  συνεργάζονται  με  τους  εχθρούς  μας  μεταχειριζόμενοι κάθε μέσον για τον εκμηδενισμό μας» (Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Β/37). 

55

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Α/2/ΙΙ, α.π. 92, υπόμνημα μουφτήδων προς Γ.Δ. Θράκης στις 31.12.28. 

56

  Βλ.  την  κριτική  του  Γ.Δ.  Θράκης  στις  1.8.28  για  την  πολιτική  του  προκατόχου  του  Ζαφειρόπουλου,  ο  οποίος  για  κομματικούς σκοπούς επέτρεψε την τουρκική διείσδυση στη Δ. Θράκη (Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Β/37, α.π. 8961). 

57

  Ι.Α.Υ.Ε. 1927‐8, Β/28, α.π. 7563. 

58

  Α. Αλεξανδρής, «Το ιστορικό πλαίσιο...», σελ. 71‐2. 

59

  Ι.Α.Υ.Ε. 1930, ΚτΕ/Ι/Β, α.π. 12376. 

60

  Ι.Α.Υ.Ε. 1931, β/Ι/χβ, α.π. 13913 και 1931, Β/37, α.π. 714. 

61

  Αναφερόμαστε  στο  χαρακτηριστικό  άρθρο  της  εφημερίδας  Ταχυδρόμος  Θεσσαλονίκης  με  τίτλο  «Το  αίσχος»  στις  17.11.30, το οποίο κατέληγε ως εξής: «Λησμονούμε ότι κατά τη διάρκεια της κατοχής μας εν Θράκη και Μ. Ασία πλείστοι  τούτων ήσαν όργανά μας που μας εξυπηρέτησαν καλύτερον άλλων Ελλήνων. Δεν αρκεί που είναι θύματά μας, πρέπει και  να εκδιωχθούν; Εχάσαμεν λοιπόν κάθε ίχνος εθνικής αξιοπρεπείας;»  62

  Ιφ.  Αναστασιάδου,  Ο  Βενιζέλος  και  το  ελληνοτουρκικό  σύμφωνο  φιλίας,  σελ.  73.  Η  συγγραφέας  επισημαίνει  ότι  ο  Παπαναστασίου  ήταν  απολύτως  σύμφωνος  στον  εκτοπισμό  των  150  αντικεμαλικών.  Πρότεινε  μάλιστα  να  απελαθούν  οι  ανεπιθύμητοι  από  τη  Θράκη,  τη  Μακεδονία  και  τα  νησιά  του  Αιγαίου  σε  μέρη  όπου  δεν  θα  μπορούσαν  να  διαπράξουν  «τίποτε δυσάρεστον»... 

63

  Ι.Α.Υ.Ε. 1931, Α/21/ΙΙΙα, α.π. 5986. 

64

  Κ. Ανδρεάδης, Η μουσουλμανική μειονότης της Δ. Θράκης, Θεσσαλονίκη, 1956, σελ. 47‐8. 

65

  Το έργο της τουρκοποίησης της μουσουλμανικής μειονότητας αποπεράτωσε η κυβέρνηση Παπάγου που καθιέρωσε και  επίσημα τον όρο «τουρκική» αντί της «μουσουλμανικής» μειονότητας. 

66

  Ι. Αναστασιάδου, Ο Βενιζέλος και το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930, σελ. 80‐1. 

67

  Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/3/ΓΕ, α.π. 857. 

68

  Το πρόβλημα που αιτιολογεί και τον μικρό αριθμό δημοσίων υπαλλήλων ήταν η χαμηλή μόρφωση των Μουσουλμάνων  της Δ. Θράκης και η ελλιπής γνώση των ελληνικών. Σε θέσεις δημοτικές ή κοινοτικές όπου δεν απαιτούνταν γραμματικές  γνώσεις υπηρετούσαν πολλοί Μουσουλμάνοι (Ι.Α.Υ.Ε. 1927‐8, Β/28, α.π. 1133).  69

  Ι.Α.Υ.Ε. 1927‐8, Β/28, Γ.Δ. Θράκης προς Υπουργείο Εξωτερικών, 13.9.28. 

70

  George Mavrogordatos, Stillborn republic..., σελ. 239‐243. 

71

  Οι  διωγμοί  που  υπέστησαν  οι  Έλληνες  μετά  την  έναρξη  του  πολέμου  περιγράφονται  στις  επίσημες  εκθέσεις  των  πρεσβευτικών και προξενικών αρχών που δημοσιεύτηκαν το 1917 από το Υπουργείο Εξωτερικών στο Ministère des Affaires  Étrangères, Les persécutions anti‐grecques en Turquie de 1908 à 1921, Athènes, 1921. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           72

  B. Artemiades, «La question des réfugies en Grèce», Les Balkans 19‐20 (April‐May 1932). 

73

  Harry Psomiades, The Eastern Question, the last phase, σελ. 65‐6. 

74

  Εμμ. Ρούκουνα, Εξωτερική πολιτική 1914‐1923, σελ. 369. 

75

  Το αναφέρει ο Αλ. Αλεξανδρής στην πολύτιμη μελέτη του The greek minority of Istanbul and the greek‐turkish relations,  Centre For Asia Minor Studies, Athens, 1992, σελ. 96.  76

  Αρ. Μηλιαρέση, Αι ελληνοτουρκικαί σχέσεις κατά την τελευταίαν δεκαετία»: Η εκκαθάρισις των εκ της ανταλλαγής των  πληθυσμών προκυψασών διαφορών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, Αθήναι, 1932, σελ. 14. 

77

  Stephen Ladas, The Exchange of minorities, Bulgaria, Greece and Turkey, σελ. 402. 

78

  Τη συζήτηση για το θέμα βλ. στο L.P. Mair, The protection of minorities, the working and scope of the minorities treaties  under the League of Nations, σελ. 198‐201. 

79

  Η  Ελλάδα,  όπως  είδαμε  στο  κομμάτι  που  αφορά  τους  Μουσουλμάνους,  δέχτηκε  ευχαρίστως  την  έρευνα  και  έδωσε  κάθε  δυνατή  βοήθεια  στα  μέλη  της  επιτροπής  που  τη  διεξήγαγε.  Αντίθετα  η  Τουρκία  δεν  βοήθησε  καθόλου  τους  ερευνητές.  Το  μόνο  που  έκανε  ήταν  να  στείλει  στην  ΚτΕ  ένα  υπόμνημα  για  την  κατάσταση  των  Ελλήνων  της  Κωνσταντινούπολης (LoN: 42772/408/6, R 1696). Κατά το πόρισμα της επιτροπής πάντως, οι μη ανταλλάξιμοι Έλληνες της  Πόλης  είχαν  μόνο  το  δικαίωμα  να  παραμείνουν  ή  να  φύγουν  από  κει.  Δεν  είχαν  το  δικαίωμα  να  επιστρέψουν  ούτε  να  κυκλοφορούν ελεύθερα στην Τουρκία. Οι περιουσίες των μη παρόντων, και δη οι κινητές, είχαν κατασχεθεί και πουληθεί  από  τις  τουρκικές  αρχές.  Κατεσχημένες  ήταν  επίσης  οι  ελληνικές  περιουσίες  που  βρίσκονταν  εκτός  περιοχής  Κωνσταντινούπολης (LoN: 41/44247/40816, R 1696).  80

  Για  τη  λειτουργία  του  Διεθνούς  αυτού  Δικαστηρίου  και  τη  νομική  ισχύ  των  συμβουλευτικών  του  αποφάσεων  βλ.  Manley Hudson, The Permanent Court of International Justice, 1920‐1942, N. York, 1943.  81

  Την  Ελλάδα  εκπροσώπησε  ο  Ν.  Πολίτης,  πρέσβης  στο  Παρίσι  και  την  Τουρκία  ο  Τ.  Ράσντι  μπέης,  πρόεδρος  της  τουρκικής αντιπροσωπείας στη Μ.Ε.  82

  Αl. Alexandris, The Greek minority of Istanbul..., σελ. 117‐9 

83

  Αλ. Αλεξανδρής, «Το ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων 1923‐1957», στο συλλογικό Οι ελληνοτουρκικές  σχέσεις 1923‐1957, εκδ. Γνώση, 1988. 

84

  LoN: 41/53666/40816 (19‐27) R 1697. Οι δύο καταγγελίες έγιναν το 1925 και η τελευταία το 1926. 

85

  Εγκατεστημένοι  θεωρήθηκαν  όλοι  όσοι  έμεναν  στην  Πόλη  πριν  από  τις  30.10.1918  και  ήταν  παρόντες  την  εποχή  της  συμφωνίας.  86

  LoN: 41/45887/49896. 

87

  LoN: 41/45887/40896. Η επόμενη κυβέρνηση προσπάθησε μάλιστα χωρίς επιτυχία να χρησιμοποιήσει την ΚτΕ για να  αναγκάσει την Τουρκία να επανεξετάσει αυτή την άδικη συμφωνία. 

88

  Για το πώς έβλεπαν οι διεθνείς λειτουργοί την Ελλάδα του Παγκάλου βλ. την αναφορά του Γενικού Γραμματέα της ΚτΕ  μετά από το ταξίδι του στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1926 (LoN: Ρ 30, File 8).  89

  Αλ. Αλεξανδρής, «Το ιστορικό πλαίσιο...», σελ. 48. 

90

  Ι.Α.Υ.Ε.  1927‐8,  Β/28,  Αναφορά  περί  της  θέσης  του  ελληνικού  στοιχείου  εν  Τουρκία,  Προξενείο  Κωνσταντινουπόλεως  προς Υπουργείο Εξωτερικών.  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           91

  Ι.Α.Υ.Ε. 1927‐8, Β/28. 

92

  Οι έλληνες δικηγόροι διαμαρτυρήθηκαν στην ΚτΕ για τα προσκόμματα που έβαζαν οι τουρκικές αρχές στην άσκηση του  επαγγέλματός τους (LoN: C.131.1925.VII, 6.3.1925). 

93

  Οι αριθμοί αναφέρονται από τον Α. Alexandrie, The greek minority..., σελ. 134. 

94

  Βύρων Θεοδωρόπουλος, Οι Τούρκοι κι εμείς, εκδ. Φυτράκη, 112‐3. 

95

  Ι.Α.Υ.Ε. 1926‐7, Β/37, α.π. 4219. Ο αντιπρόσωπος της Τσεχοσλοβακίας, φοβούμενος ότι θα δημιουργηθεί προηγούμενο  για όλα τα μειονοτικά κράτη, ανέπτυξε την άποψη ότι η Ελλάδα δεν εδικαιούτο να προσφύγει στο Συμβούλιο γιατί αυτό  συνιστούσε  επέμβαση  στα  εσωτερικά  άλλου  κράτους.  Ο  Κόλμπαν  όμως  δεν  συμμεριζόταν  τις  απόψεις  της  Τσεχοσλοβακίας. 

96

  Διότι μεταξύ άλλων ερωτημάτων γεννάται και το υπό ποίες συνθήκες αναγκάστηκε να παραιτηθεί κ.λπ. (Ι.Α.Υ.Ε. 1926‐7,  Β/37, α.π. 897).  97

  Harry Psomiades, «The Ecumenical Patriarchate under the Turkish Republic: The first ten years», BS., vol. 11, 1961. 

98

  Al. Alexandrie, The greek minority..., σελ. 55‐60. 

99

  Αυτά είναι τα λόγια που χρησιμοποίησε ο λόρδος Κέρζον εκφράζοντας και όλες τις υπόλοιπες δυτικές αντιπροσωπείες  που  δεν  ενέκριναν  αυτή  την  προσβολή  απέναντι  στο  χριστιανισμό  (Documents  diplomatiques,  Conférence  de  Lausanne,  1,264). 

100

  Ο Μελέτιος έδωσε μάχη στην Ιερά Σύνοδο για τη μεταφορά της έδρας του Πατριαρχείου στο Άγιον Όρος ή σε άλλο  σημείο της Ελλάδας με το αιτιολογικό ότι οι Τούρκοι ήταν αποφασισμένοι να το διώξουν αμείλικτα. Η Ελλάδα όμως δεν  συμμεριζόταν τις απόψεις του. Λεπτομέρειες βλ. στο Harry Psomiades, The Eastern Question, σελ. 93‐4.  101

  Εμμ. Ρούκουνας, Εξωτερική πολιτική 1914‐1923, σελ. 370‐1. 

102

  Οι Καραμανλήδες ήταν τουρκόφωνοι χριστιανοί που αρχικά  συμφωνήθηκε να μην ανταλλαγούν γιατί και η  Τουρκία  τους  θεωρούσε  τουρκικής  καταγωγής.  Εντέλει  όμως  γύρω  στους  50.000  Καραμανλήδες  αναγκάστηκαν  να  εκπατριστούν  από τη Μ. Ασία και να καταφύγουν στην Ελλάδα, προφανώς πληρώνοντας το αντίτιμο της ταύτισής τους με τη μοίρα των  Ελλήνων.  103

  Για  τις  δραστηριότητες  του  παπα‐Ευθύμ  βλ.  Αλ.  Αλεξανδρής,  «Η  απόπειρα  δημιουργίας  Τουρκορθόδοξης  Εκκλησίας  στην Καππαδοκία», Δελτίο Μικρασιατικών Σπουδών 4, 1983.  104

  LoN: Official Journal, April 1925, σελ. 483. 

105

  LoN:  4/19410/9980  (33‐40)  R  3935.  Στην  Ελλάδα  ογκώθηκε  το  κύμα  αγανάκτησης  και  αντιτουρκισμού  μετά  την  απέλαση του Πατριάρχη. Στις μαζικές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας ενεργό ρόλο έπαιξαν οι πρόσφυγες.  106

  Την  ελληνική  επιχειρηματολογία  βλ.  στο  C.G.  Ténékidès,  «L'expulsion  du  Patriarche  Oecuménique  et  le  conflit  gréco‐turc», R.G.I.P., 32, 1925.  107

  LoN: 4/19410/9980 (33‐40) R 3935. 

108

  Βλ. χαρακτηριστικά τις απόψεις του Α. Αλεξανδρή, Greek minority..., σελ. 166‐7. 

109

  Ι.Α.Υ.Ε. 1927‐8, Β/28, έκθεση Γενικού Προξενείου προς το Υπουργείο Εξωτερικών. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           110

  Χαρακτηριστικά  αναφέρω  ότι  επέβαλε  βαριά  φορολογία  επιτηδεύματος  επί  του  κλήρου,  τον  οποίον  κατέταξε  στην  κατηγορία των πλανόδιων εμπόρων για να τον υποτιμήσει (Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Β/37).  111

  Ι.A.Y.E. 1929, Β/37, υπόμνημα του Πατριαρχείου προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 14.10.28, για να το έχει κατά νου  στις διαπραγματεύσεις. 

112

  Βλ.  το  άρθρο  του  Al.  Alexandrie,  «Imbros  and  Tenedos:  A  study  of  turkish  attitudes  toward  two  ethnic  greek  island  communities since 1923», J.H.D., 7/1, 1980. 

113

  Ι.A.Υ.E. 1927‐8, Β/28, α.π. 4052. 

114

  Αλ. Αλεξανδρής, «To ιστορικό πλαίσιο...», σελ. 52‐3. 

115

  Ι.Α.Υ.Ε. 1927‐8, Β/28, α.π. 4052. 

116

  Ι.Α.Υ.Ε. 1927‐8, Β/28, α.π. 5581. 

117

  Δημ. Κιτσίκη, Ελλάς και ξένοι 1919‐1967, σελ. 81. 

118

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, A/25/VΙΙI, α.π. 10909, Έκθεση Σακελλαρόπουλου στις 4.10.29. 

119

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Β/37, α.π. 6366, έκθεση Σακελλαρόπουλου, 30.5.29. 

120

  Ιφ. Αναστασιάδου, Ο Βενιζέλος και το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930, σελ. 88. 

121

  Νεοκλής  Σαρρής,  Εξωτερική  πολιτική  και  πολιτικές  εξελίξεις  στην  πρώτη  τουρκική  δημοκρατία,  ενότητα  πρώτη:  Η  άνοδος της στρατογραφειοκρατίας (1923‐1950), εκδ. Γόρδιος, Αθήνα, σελ. 240. 

122

  Ό.π., σελ. 233. 

123

  Το  ποσό  ισοδυναμούσε  με  τον  μηνιαίο  μισθό  των  τουρκοδιδασκάλων  και  δεν  το  έπαιρναν  παρά  κάποια  μόνο  μειονοτικά σχολεία έναντι του φόρου παιδείας που πλήρωναν! (Ι.Α.Υ.Ε. 1931, Α/3, α.π. 8757).  124

  Όπως υπογραμμίζει ο Αλεξανδρής (The greek minority..., σελ. 183), ο Κεμάλ δεν ενέκρινε τις ακρότητες και γι' αυτό οι  μειονοτικοί τον εκτιμούσαν. Είναι επίσης σαφές ότι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τον ακριβή βαθμό ανάμιξης του  επίσημου  κράτους  στις  διώξεις  των  Ελλήνων.  Το  ζήτημα  είναι  ότι  τα  εθνικιστικά  κινήματα  που  θεωρούσαν  τους  μειονοτικούς  πληθυσμούς  πληγή  στο  σώμα  της  Τουρκίας,  αφέθηκαν  να  δρουν  σχεδόν  ανενόχλητα  εις  βάρος  των  μη  μουσουλμανικών πληθυσμών. 

125

  Από το 1934 που άρχισε να εφαρμόζεται ο νόμος έφυγαν συνολικά 10.000 (Α. Alexandrie, The greek minority..., σελ.  184‐5). 

126

  Όπως την διά του νόμου 2596 απαγόρευση στους ιερείς να φορούν τα ιερά άμφια όταν δεν λειτουργούσαν κ.λπ. 

127

  Νεοκλής Σαρρής, Εξωτερική πολιτική..., σελ. 242. 

128

  Για  την  τουρκική  πολιτική  απέναντι  στην  ελληνική  μειονότητα  κατά  τη  διάρκεια  του  πολέμου  βλ.  το  άρθρο  του  Al.  Alexandrie,  «Turkish  policy  towards  Greece  during  the  second world  war  and  its  impact  on  greek‐turkish  relations»,  B.S.,  23/1, 1982 και Λένα Διβάνη, Η πολιτική των εξορίστων ελληνικών κυβερνήσεων 1941‐1944, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1992, σελ.  256‐61.  1

  Ο  αριθμός  δόθηκε  από  το  ελληνικό  Υπουργείο  Εξωτερικών  το  1923.  Πηγές  των  Τσάμηδων  ανεβάζουν  τον  αριθμό  σε  40.000 περίπου την ίδια εποχή (Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ/ΑΠ/17, (18)).  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           2

  Βλ. κυρίως Βασίλη Κραψίτη, Η ιστορική αλήθεια για τους μουσουλμάνους Τσάμηδες, Αθήνα, 1992, σελ. 36‐46 (αλλά και  Δ. Μιχαλόπουλο, Τσάμηδες, εκδ. Αρσενίδη, 1994, σελ. 15‐6 κ.λπ.). Ο συγγραφέας τονίζει ότι ο εξισλαμισμός της περιοχής  ήταν τόσο βίαιος που όσοι δεν υπέκυψαν αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα ορεινά και θα ήταν πολύ πιο εκτεταμένος αν  δεν γίνονταν οι περιοδείες του Κοσμά του Αιτωλού στα τέλη του ΙΗ' αιώνα. Η χριστιανική τους προέλευση υποδεικνύεται  και από τις αντίστοιχες επιρροές στα ονόματα και τα επώνυμα των Τσάμηδων (λ.χ. Μαζάρ Ντίνο) και τις πολλές αναλογίες  στα  ήθη  και  έθιμα  χριστιανών  και  μουσουλμάνων.  Ο  Παν.  Αραβαντινός  στο  έργο  του  Χρονογραφία  της  Ηπείρου,  τ.  2ος,  σελ. 226, αναφέρει ότι το Διβάνιον «διέταξεν ίνα εις το εξής μηδείς των χριστιανών της Ηπείρου νέμεται και καρπούται τα  εκ  των  τιμαρίων  του  εισοδήματα,  εάν  μη  μεταβάλη  το  θρήσκευμά  του  και  ούτω  οι  πλείστοι  Έλληνες  τιμαριούχοι  ηναγκάσθησαν  να  εξισλαμισθώσι  ίνα  μη  στερήσωσι  του  επιουσίου  της  οικογενείας  των.  Έκτοτε  υπό  την  επίδρασιν  των  νεοφωτίστων  αυτών,  οίτινες  από  γενεάς  εις  γενεάν  εγένοντο  φανατικότεροι  ηναγκάζοντο  να  εξισλαμίζονται  και  οι  χριστιανοί των χωρίων, όπως απαλλαγώσι των δεινών και των ύβρεων».  3

  Ιωάννου  Λαμπρίδου,  Ηπειρωτικά  ιστορικά  μελετήματα,  1905,  σελ.  20‐8.  Όπως  υπογραμμίζει  ο  συγγραφέας,  η  συνύπαρξη  χριστιανών  και  μουσουλμάνων  γέννησε  μικτούς  γάμους,  γυναίκες  που  τραγουδούσαν  και  μοιρολογούσαν  ελληνικά  χωρίς  να  καταλαβαίνουν  τη  σημασία  των  λεγομένων  κι  άλλες  που  μόνο  ελληνικά  γνωρίζουν  αλλά  τραγουδάν  αλβανικά  και  μισοκαταλαβαίνουν  τα  λόγια  των  τραγουδιών  τους...  «Πόσο  επενεργούσι  πανταχού  τα  πέριξ!  Τα  πέριξ  ή  αρχαίος τις συγχρωτισμός το περίεργον τούτο φαινόμενον παράγει;» καταλήγει ο συγγραφέας. 

4

  Πρόκειται  για  απόψεις  που  διετύπωσε  ο  γνωστός  ελληνιστής  Nicholas  Hammond,  Epirus,  Oxford,  1967,  σελ.  24‐5.  Ο  συγγραφέας  βλέπει  τον  ελληνόφωνο  παράγοντα  —που  ήταν  προϊόν  επιμιξίας  με  σλαβικά  φύλα  κυρίως—  ως  πιο  καλλιεργημένο,  προοδευτικό  και  ευέλικτο.  Οι  Αλβανόφωνοι,  που  ήταν  κατά  τη  γνώμη  του  απόγονοι  των  Αλβανών  που  κατέβηκαν  κατά  τη  διάρκεια  της  Τουρκοκρατίας  και  εγκαταστάθηκαν  κυρίως  στα  παράλια,  ήταν  πιο  κλειστοί  και  οπισθοδρομικοί.  Για  να  συμπληρωθεί  η  εικόνα,  σημειώνουμε  ότι  υπάρχουν  και  οι  θεωρίες  που  αμφιβάλλουν  για  την  ελληνικότητα ολόκληρου του πληθυσμού της Ηπείρου. Σύμφωνα με αυτές ακόμα και οι Έλληνες της Ηπείρου είναι μίγμα  εξελληνισμένων  Αλβανών,  Σλάβων  και  Βλάχων.  Απόγονοι  των  αρχαίων  Ελλήνων  υπάρχουν,  αν  υπάρχουν,  μόνο  στα  παράλια (Γ. Νακρατζάς, Η στενή εθνολογική συγγένεια των σημερινών Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων, Θεσσαλονίκη,  1992, σελ. 26‐41).  5

  Αυτή  ήταν  η  άποψη  της  επιτροπής  που  είχε  εντολή  να  εξακριβώσει  την  αλβανική  καταγωγή  των  κατοίκων  της  Τσαμουριάς,  αποτελούμενη  από  τοπικούς  παράγοντες  και  εκπρόσωπο  του  Υπουργείου  Εξωτερικών  (Ι.Α.Υ.Ε.  1924/ΚτΕ/ΑΠ/17, 95).  6

  Β. Κραψίτη, Η ιστορική αλήθεια για τους μουσουλμάνους Τσάμηδες, σελ. 54. 

7

  Δ. Μιχαλόπουλου, Σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας 1923‐1928, σελ. 31. 

8

  George Grlica, «Albanian claims at the 1919 Peace Conference», S.S.J., vol. 3, no 1, March 1980. 

9

  Τo ιταλικό ενδιαφέρον για την Αλβανία άρχισε από πολύ νωρίς. Ο Κρίσπι από το 1879 θεωρούσε άμεσο στρατηγικό του  στόχο την περιοχή, αφού δι' αυτής θα είχε τον έλεγχο της Αδριατικής. Έτσι η Ιταλία ενεργοποιήθηκε με σχολεία, προξενεία  και  εμπορικά  ανοίγματα  για  να  μην  την  προλάβει  η  επίσης  ενδιαφερόμενη  Αυστρία.  Άλλωστε  ο  ιταλοαυστριακός  ανταγωνισμός ήταν που επιτάχυνε τις διαδικασίες γέννησης του αλβανικού κράτους. Ο άμεσος έλεγχος της Ιταλίας επί της  αδύνατης Αλβανίας διήρκεσε μέχρι το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου. 

10

  Την ακριβή δήλωση Κακλαμάνου βλ. στο Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐24, ΚτΕ/ΑΠ/ 17, 68. 

11

  D. Michalopoulos, «The Moslems of Chameria and the exchange of populations between Greece and Turkey», B.S., vol.  27, no 2, 1986.  12

  Ι.A.Υ.E. 1923, ΚτΕ/ΑΠ/17, 18, α.π. 3731. 

13

  Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάδα είναι μια ηττημένη χώρα στη Λωζάνη που προσπαθούσε να μη χάσει περισσότερα. Είχε  ένα τεράστιο κύμα προσφύγων  και χρειαζόταν  τη συναίνεση της διεθνούς κοινότητας για να  πάρει προσφυγικά δάνεια.  Επιπλέον  η  επαναστατική  κυβέρνηση  δεν  γεννούσε  καμία  εμπιστοσύνη  στο  εξωτερικό.  Ο  Βενιζέλος  χρειαζόταν  μεγάλη  ευελιξία  για  να  μπορέσει  να  ξεπεράσει  αυτούς  τους  σκοπέλους  και  βεβαίως  είχε  ανάγκη  την  έξωθεν  καλή  μαρτυρία  (Ι.Α.Υ.Ε. 1922‐23, ΚτΕ/Δ/2, 75, τηλεγράφημα Βενιζέλου από Λωζάνη στις 5.7.23).  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           14

  Βλ. ενδεικτικά τις οδηγίες που έστειλε το Υπουργείο Εξωτερικών στις 25.10.23 στις υποεπιτροπές που είχαν συσταθεί  προς  εξακρίβωσιν  της  αλβανικής  ή  μη  καταγωγής  των  Τσάμηδων:  «Θεωρούνται  αλβανικής  καταγωγής  και  εξαιρετέοι  οι  κατοικούντες  εν  Ελλάδι  μουσουλμάνοι  Έλληνες  υπήκοοι  που  δεν  έχουν  τουρκική  συνείδησιν  και  οι  οποίοι  εγεννήθησαν  είτε εις την σημερινήν Αλβανίαν, είτε εις την Ελλάδαν εκ πατρός γεννηθέντος εις την σημερινήν Αλβανίαν» (Ι.Α.Υ.Ε. 1923,  ΚτΕ/ΑΠ/17,18, α.π. 31475).  15

  Την  ίδια  εποχή  ο  αλβανικός  τύπος  άρχιζε  μια  μεγάλη  ανθελληνική  καμπάνια.  Κατηγορούσε  τις  ελληνικές  αρχές  ότι  κακοποιούσαν  στους  δρόμους  τους  Τσάμηδες,  τους  άρπαζαν  ρούχα  και  παπούτσια  και  τους  πίεζαν  ασφυκτικά  να  εγκαταλείψουν  τα  σπίτια  τους  με  όργανα  τους  «καταραμένους  Τσάμηδες»  Βαστίχ  Ντίνο  και  Χαμντί  Μπέη,  που  ήταν  πράκτορες των ελληνικών αρχών. Τόσο σφοδρή ήταν η επίθεση που οι κοινοτικές αρχές των Βορειοηπειρωτών συνέταξαν  ψήφισμα  διαμαρτυρίας  προς  την  αλβανική  κυβέρνηση  (βλ.  ενδεικτικά  το  άρθρο  της  εφημερίδας  Πολιτικά  της  Αυλώνας  στις 19.7.23).  16

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ/ΑΠ/17,18, α.π. 39080. 

17

  Δ.  Μιχαλόπουλου,  Σχέσεις  Ελλάδας  και  Αλβανίας  1923‐1928,  σελ.  33‐4.  Η  αποζημίωση  δινόταν  σε  ομολογίες  και  δεν  αντιστοιχούσε ακριβώς στην τρέχουσα αξία των κτημάτων. Τα αποτελέσματα της αγροτικής μεταρρύθμισης τα υπέστησαν  μοιραίως όλοι οι Έλληνες αλλά οι μεγαλοτσιφλικάδες Τσάμηδες ήλπιζαν ότι παίζοντας το μειονοτικό ή το αλβανικό χαρτί  θα εξαιρεθούν του κανόνα.  18

  Το Υπουργείο Εξωτερικών είχε πληροφορίες ότι αρχικά κινήθηκαν προς την απόκτηση αλβανικής υπηκοότητας για να  μπορέσουν να κρατήσουν τα κτήματά τους. Αυτό όμως ήταν νομικά αδύνατον (Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ/ΑΠ/17,18, α.π. 13724). 

19

  Η  ελληνική  αντιπροσωπεία,  που  είχε  βαρεθεί  προφανώς  να  αντικρούει  αυτή  την  άδικη  κατηγορία,  συμβούλευσε  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  τα  εξής:  «Καλόν  θα  ήτο  όμως,  όπως  αποστομωθώσι  άπαξ  διά  παντός  οι  διά  το  μέτρον  αυτόν  παραπονούμενοι  ξένοι,  ίνα  καταρτισθή  και  μου  αποσταλή,  όπως  τον  ανακοινώσω  εις  την  ΚτΕ,  ακριβής  κατάλογος  των  απαλλοτριωθέντων ή απαλλοτριωτέων κτημάτων, περιλαμβάνων τα ονόματα των ιδιοκτητών και την εθνικότητα αυτών»  (Ι.Α.Υ.Ε. 1924, ΚτΕ/ΑΠ/17, 93, α.π. 16873). 

20

  L.P. Mair, The  protection of minorities: The working and scope of the Minorities Treaties under the League of Nations,  σελ. 191‐2. 21 LoN: 2/37927/37781, R 85. 

21

  LoN: 2/37927/37781, R 85. 

22

  Ι.Α.Υ.Ε. 1924, ΚτΕ/ΑΠ/17,95, α.π. 1461. Η ελληνική αντιπροσωπεία ενημέρωσε το Υπουργείο Εξωτερικών και για πρώτη  φορά του πρότεινε να απαντήσει στην αλβανική πρόκληση με διαμαρτυρία για την κακομεταχείριση των Ελλήνων της Β.  Ηπείρου.  Ο  ίδιος  ο  Κόλμπαν  τους  συμβούλευσε  να  φροντίσουν  να  έρθει  η  καταγγελία  από  κάποια  βορειοηπειρωτική  οργάνωση και όχι από την ελληνική κυβέρνηση (Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Α/5, 10, πρεσβεία Βέρνης προς του Υπουργείο Εξωτερικών  στις 13.8.24).  23

  Αυτό παρά την ομόφωνη και κατηγορηματική διατύπωση της ερευνητικής επιτροπής: «All who came before it did so of  their  own  free  will  and  freely  expressed  their  opinion  without  any  pressure  from  any  source  whatever»  (LoN:  2/38326/37781, R 85). Σημειώνουμε επίσης ότι παρά τις κατηγορίες των Αλβανών, στην Ήπειρο δεν επιτάχτηκαν εξαρχής  τα μισά περιουσιακά στοιχεία των Τσάμηδων, όπως σε άλλες περιοχές οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν αρχικά κυρίως στα  χριστιανικά σπίτια (Ι.Α.Υ.Ε. 1924, ΚτΕ/ΑΠ/17, 95, α.π. 30668).  24

  Η ελληνική κυβέρνηση είχε πληροφορίες τον Ιούλιο του '24 ότι το κριτήριο της γλώσσας προτάθηκε από τους Ιταλούς.  Σε κάθε περίπτωση πάντως ήταν ένα ανεπαρκέστατο κριτήριο καθότι «οι Βαλαάδες Τούρκοι της Μακεδονίας ομιλούσι την  ελληνικήν, οι δε της Καρατζόβας την Μακεδονικήν, μέγας δε αριθμός Ελλήνων προσφύγων την τουρκικήν.» (Ι.Α.Υ.Ε. 1924,  ΚτΕ/ΑΠ/17,95, α.π. 30668).  25

  LoN:  2/37927/37781,  R  85.  Σημειώνουμε  ότι  χριστιανοί  βουλευτές  Αργυροκάστρου  μόλις  έλαβαν  γνώσιν  αυτής  της  απειλής,  έστειλαν  επιτροπή  να  διαμαρτυρηθεί  στο  αλβανικό  υπουργικό  Συμβούλιο.  Διαπίστωσαν  δε  ότι  υπήρχαν  και  εσωτερικοί πολιτικοί λόγοι που οδήγησαν την κυβέρνηση της Αλβανίας στη στάση αυτή (Ι.Α.Υ.Ε. 1924, ΚτΕ/ΑΠ/17,93, α.π.  4027). 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           26

  Ως προς τη γλώσσα, έφερε το παράδειγμα 100.000 απογόνων των Ιλλυριών, τους λεγόμενους Αρβανίτες, που ζούσαν  σε όλη την Ελλάδα μιλώντας μια συγγενή των αλβανικών γλώσσα, τα αρβανίτικα. Με το κριτήριο της γλώσσας αυτοί θα  πρέπει  να  χαρακτηριστούν  Αλβανοί  ενώ  είναι  πέραν  πάσης  αμφιβολίας  Έλληνες  (για  περισσότερες  πληροφορίες  βλ.  Γ.  Μαρούγκα,  Η  συμβολή  των  Αρβανιτών  στη  διαμόρφωση  του  νεοελληνικού  έθνους,  εκδ.  Πορεία,  1979).  Ως  προς  την  καταγωγή,  δεν  λέει  τίποτα  ο  ισχυρισμός  της  Αλβανίας  ότι  οι  Τσάμηδες  είναι  αυτόχθονες,  απόγονοι  των  Πελασγών.  Οι  Πελασγοί, αρχαίοι κάτοικοι της Ηπείρου, ήταν κοινοί πρόγονοι και των Αλβανών και των Ελλήνων. Η αλβανική καταγωγή  αναγνωρίζεται μόνον αν αποδειχτεί επίσημα ότι ο υποψήφιος ή οι άμεσοι πρόγονοί του κατέβηκαν από μια περιοχή της  Αλβανίας (βλ. αναλυτικά επιστολή της ελληνικής αντιπροσωπείας στις 5.12.24, LoN: 2/41042/37781, R 85). 

27

  Ο Δενδραμής έστειλε στον Κόλμπαν υπόμνημα για τους Βορειοηπειρώτες στις 4.12.24 (LoN: 41/40818/11380, R 1658). 

28

  Αυτό γιατί δεν ήθελαν να υπογραμμίσουν ότι επιθυμούσαν ανάμιξη της Αλβανίας στα εσωτερικά ξένου κράτους με την  πλάγια μέθοδο του άρθρου 11. Τοποθετώντας το ζήτημα στο πλαίσιο της σύμβασης των Σεβρών, το τοποθετούσαν μεταξύ  Ελλάδας και ΚτΕ, αφήνοντας την Αλβανία απέξω. 

29

  LoN: 2/39523/37781, R 85 (19‐27) και Ι.Α.Υ.Ε. 1924, ΚτΕ/ΑΠ/17, 93. 

30

  Βλ. την αισιόδοξη έκθεση του Καραπάνου της 8.12.24, Ι.Α.Υ.Ε. 1924, ΚτΕ/ΑΠ/17, 93. 

31

  Βλ.  υπόμνημα  του  Ε.  Κόλμπαν  της  20.11.24  LoN:  2/40560/37781,  R  85  (1919‐27).  Ο  Κινιόνες  ντε  Λεόν,  επίσημος  εισηγητής για το θέμα των Τσάμηδων, επαίνεσε πολύ το ήθος της ελληνικής κυβέρνησης και τη συνέπειά της απέναντι στις  υποχρεώσεις της (LoN: 2/40080/37781 (19‐27), R 85).  32

  Ι.Α.Υ.Ε. 1924, ΚτΕ/ΑΠ/17, 93, υποδιοικητής Μαργαριτίου προς Γ.Δ. Ηπείρου, 23.5.1924. 

33

  Ι.Α.Υ.Ε.1923, ΚτΕ, 39, έκθεση της υποδιοίκησης Φιλιατών την 1.6.23. 

34

  Ι.Α.Υ.Ε. 1924, ΚτΕ/ΑΠ, 17, 93, πληροφορίες του Λόχου Μαργαριτίου προς VIII Μεραρχία, 25.5.24. 

35

  Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Α/5, 10, διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών στις 8.8.24. 

36

  Πληροφορίες του Υπουργείου Στρατιωτικών στις 22.8.24, Ι.Α.Υ.Ε. ΚτΕ/ΑΠ/17, 93. 

37

  Β. Κραψίτη, Η ιστορική αλήθεια..., σελ. 58. 

38

  LoN: 2/47870/37781 (19‐27) R 86. 

39

  LoN: 2/47223/37781 (19‐27) R 86. 

40

  LoN: 2/48997/37781 (19‐27) R 87. 

41

  J. Swire, Albania, The rise of a kingdom, N. York, 1971, σελ. 471. 

42

  I.A.Y.E. 1923‐24, ΚτΕ/ΑΠ/17, 68, αναφορά της υποεπιτροπής Μαργαριτίου στις 9.12.23. 

43

  Η ΕΑΠ προσδοκούσε αποκατάσταση 6.000 οικογενειών στα χωριά των επαρχιών Πρεβέζης, Φιλιππιάδος, Μαργαριτίου,  Παραμυθίας και Φιλιατών (Ι.Α.Υ.Ε. 1924, ΚτΕ/ΑΠ/17, 93, έκθεση Έλληνα αντιπροσώπου της 13.6.24). 

44

  D. Michalopoulos, «The Moslems of Tsameria...», σελ. 307. 

45

  Αυτοί ήταν οι 5.000 που μνημόνευσε η Αλβανία ότι πρόκειται να σταλούν βιαίως στην Τουρκία, ενώ και οι Εντολοδόχοι  παραδέχτηκαν ότι επιθυμούσαν να φύγουν. Ως γνωστόν δε το να φύγει κάποιος εκουσίως δεν ήταν παράνομο. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           46

  Τελικά  αυτοί  μετακινήθηκαν  στη  Θεσσαλία  κυρίως  μετά  την  άνοιξη  του  1926  και  αφού  ο  Πάγκαλος  είχε  δεχτεί  την  παραμονή όλων των Τσάμηδων στην Ελλάδα (LoN: 2/51227/37781, R 88).  47

  LoN: 2/45532/37781 (19‐27) R 86. 

48

  Τα βέλη των Αλβανών είχαν στόχο κυρίως τον Έκστραντ γιατί δεν συμμεριζόταν τις απόψεις τους. Αντίθετα θεωρούσαν  τον  Μπράτλι,  πρόεδρο  της  υποεπιτροπής  Ηπείρου,  υπόδειγμα  αμεροληψίας  γιατί  ήταν  υπέρ  της  παραμονής  των  Τσάμηδων στην Ελλάδα. 

49

  LoN: 2/48268/37781 (19‐27) R 87. 

50

  LoN:  2/48268/37781  (19‐27)  R  87.  Η  απειλή  αυτή  είχε  απασχολήσει  από  παλιά  την  ΚτΕ.  Από  το  τέλος  του  1924  ο  Κόλμπαν  είχε  συμβουλεύσει  προσωπικά  τον  Καραπάνο  να  μην  ανταλλάξουν  τους  Τσάμηδες  γιατί  αυτοί  θα  καταλήξουν  στα  σπίτια  των  Βορειοηπειρωτών,  οι  οποίοι  θα  αναγκαστούν  να  έρθουν  στην  Ελλάδα.  Η  ΚτΕ  ήταν  αποφασισμένη  να  αντιδράσει,  αλλά  τι  δύναμη  θα  μπορούσε  να  έχει  μπροστά  σε  τετελεσμένα  γεγονότα;  (Ι.Α.Υ.Ε.  1924,  ΚτΕ/ΑΠ/17,  93,  τηλεγράφημα Καραπάνου από Ρώμη στις 13.12.24). 

51

  LoN: 2/49061/37781 (19‐27) R 87. 

52

  LoN: 2/49061/37781 (19‐27) R 87. Έτσι κι αλλιώς πάντως το συμπέρασμα των Εντολοδόχων την άνοιξη του '26 ήταν ότι  οι Τσάμηδες ήταν ως επί το πλείστον αλβανικής καταγωγής. 

53

  Σημειωτέον ότι ο αντιστράτηγος εν αποστρατεία Κοντούλης είχε φιλόδοξο πρόγραμμα αξιοποίησης των λιμανιών της  Αλβανίας από την ελληνική εμπορική ναυτιλία (Δ. Μιχαλόπουλου, Σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας..., σελ. 79‐84). 

54

  Βλ.  τη  σφοδρή  κριτική  της  Α'  Πολιτικής  Διευθύνσεως  του  Υπουργείου  Εξωτερικών  κατά  της  «μεγαλειώδους  αυτής  χειρονομίας  της  εκπεσούσης  δικτατορίας»  στο  Ι.Α.Υ.Ε.,  1927,  Α/20/β  με  ημερομηνία  22.10.27.  Ο  συντάκτης  του  υπομνήματος  πιστεύει  ότι  εκτός  από  όργανο  των  Αλβανών,  «οι  Τσάμηδες  ου  μόνον  θα  χρησιμεύσωσιν  ως  συνεχές  αντίρροπον  κατά  των  ημετέρων  εν  Β.  Ηπείρω  προσπαθειών,  αλλά  και  θα  αποτελέσωσιν  χρήσιμον  κεφάλαιον  εις  ενδεχόμενην και εν αυτή τη Νότια Ηπείρω ιταλικήν διείσδυσιν, ήτις ως διδάσκει η πείρα του 1917 δεν αποκλείεται».  55

  LoN: 41/62072/40816 (19‐27) R 1697. 

56

  Επιστολή Καμπελ προς Γουίντιγκ στις 7.6.26, LoN: C135‐No 4‐23‐27. 

57

  Έκθεση του Γ.Δ. Ηπείρου προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 30.9.27, Ι.Α.Υ.Ε. 

58

  Βλ.  άρθρο  του  τ.  πρέσβη  της  Αλβανίας  Φρασέρι  στην  εφημερίδα  Rilindja  Τιράνων  στις  16.8.26,  όπου  επαινούσε  τη  διαλλακτικότητα  της  Ελλάδας,  αλλά  υπενθύμιζε  ότι  ακόμα  υπάρχουν  προβλήματα  προς  επίλυση:  Οι  περιουσίες  των  Αλβανών που διώχτηκαν στην Ανατολή ως Τούρκοι και τα χωριά Γαρδίκι και Δραγουμή που κινδυνεύουν. 

59

  Δ. Μιχαλόπουλου, Σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας..., σελ. 86‐9. 

60

  Η  Ελλάδα  έχοντας  συνείδηση  της  πίεσης  που  πρόκειται  να  δεχτεί  μέσω  των  Τσάμηδων,  προσπάθησε  ξανά  να  διευκολύνει και να παροτρύνει όσους ήθελαν να πάνε στην Τουρκία, ώστε να μείνουν όσο το δυνατόν λιγότεροι. Το Μάιο  του  1928  μάλιστα  εμφανίστηκαν  στη  Γραμματεία  της  ΚτΕ  πολλές  πανομοιότυπες  επιστολές  Μουσουλμάνων  που  θεωρούσαν τον εαυτό τους Τούρκο με αίτημα να τους επιτραπεί να ζήσουν στην Τουρκία. Επισημαίνουν ότι εξαιρέθηκαν  της  ανταλλαγής  χωρίς  να  ερωτηθούν  εξαιτίας  αλβανικού  δακτύλου.  Η  ανταλλαγή  όμως  είχε  επισήμως  λήξει.  Άλλωστε  η  Τουρκία δεν ήταν πλέον διατεθειμένη να τους δεχτεί (LoN: 4/4975/474 (23‐32)R2117). 

61

  LoN: 4/2189/474 (28‐32) R 2117. 

62

  LoN: 4/474/474 (19‐27) R 2116. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           63

  Ι.Α.Υ.Ε. 1927, Α/20/β, α.π. 1981. 

64

  Ι.Α.Υ.Ε. 1927, Α/20/β, α.π. 13218. 

65

  Η υπόθεση αυτή έκλεισε τελικά το 1931. Οι Μουσουλμάνοι θεωρήθηκαν  έλληνες υπήκοοι και μη ανταλλάξιμοι (LoN:  Documents du Conseil, cic.40,1933).  66

  Ι.Α.Υ.Ε. 1927, A/20/ß, α.π. 14894, στοιχεία που δίνει η Γ.Δ. Ηπείρου στο Υπουργείο Εξωτερικών για να απαντήσει στην  ΚτΕ.  67

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/21/1, το Υπουργείο Εξωτερικών ενημερώνει την πρεσβεία του Λονδίνου στις 30.4.28 για την εξέλιξη των  καταγγελιών αυτών.  68

  Τελικά  στις  25.6.28  ο  Αθκάρατε  γνωστοποίησε  στον  Δενδραμή  ότι  η  τριμελής  επιτροπή  έφτασε  στο  συμπέρασμα  ότι  όποιος  δεν  εγκατέλειψε  την  Ελλάδα  ώς  τις  20.7.27  πρέπει  να  θεωρείται  έλληνας  υπήκοος.  Η  ελληνική  κυβέρνηση  όμως  διατήρησε τις επιφυλάξεις της (LoN: 4/8916/474 (28‐32) R 217). 

69

  Ι.Α.Υ.Ε.  1927,  Α/20/β,  α.π.  90,  έκθεση  Γ.Δ.  Ηπείρου  προς  Υπουργείο  Εξωτερικών  στις  30.7.27.  Είναι  πολύ  πιθανόν  πάντως η προσέγγιση να μην έγινε σωστά από τις τοπικές αρχές με αποτέλεσμα να μείνουν οι Τσάμηδες μακριά από τα  ελληνικά σχολεία. Υπήρχε άλλωστε μια διάχυτη προκατάληψη που δεν βοηθούσε. Αναφέρω ενδεικτικά τις εκφράσεις του  υποδιοικητή  Παραμυθίας‐Μαργαριτίου:  «Ο  πληθυσμός  αυτός  τρέφει  και  πατροπαράδοτον  απέχθεια  για  τα  γράμματα,  ευρίσκεται δε και σήμερον εν σκοτεινή αμαθεία» (Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/21,5, α.π. 6527).  70

  Κατάλογο των προπαγανδιστών‐πρακτόρων της Αλβανίας μέσα στη μειονότητα βλ. στο Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9/1, α.π. 12,  αναφορά Επάρχου Παραμυθίας της 13.2.32.  71

  Η Ιταλία από την άνοιξη του 1927 είχε αρχίσει τη διαδικασία προσέγγισης με την Ελλάδα. Αποφάσισε λοιπόν να παίξει  το ρόλο της συμφιλιώτριας υπερδύναμης και να εξομαλύνει τις διαφορές Ελλάδας και Αλβανίας. Με την παρέμβαση της  συζητήθηκε  επίσκεψη  αλβανικής  αντιπροσωπείας  στην  Αθήνα  για  διαπραγματεύσεις,  οι  οποίες  όμως  λόγω  του  κακού  κλίματος δεν ευδοκίμησαν (Δ. Μιχαλόπουλος, Σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας..., σελ. 99‐105).  72

  Ι.Α.Υ.Ε.  1928,  ΚτΕ/Α/21/Ι,  α.π.  6487.  Υπενθυμίζει  δε  η  Ελλάδα  ότι,  παρά  τις  άριστες  σχέσεις  της  με  τη  Ρουμανία,  δεν  πέτυχε καμία απολύτως εξαίρεση υπέρ των πολυαρίθμων ελλήνων γαιοκτημόνων της Ρουμανίας, τα κτήματα των οποίων  αντιπροσώπευαν τεράστια ποσά. 

73

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, A/25/VIII, α.π. 14220. 

74

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/21/1, α.π. 4819. 

75

  Η Ιταλία τότε βρήκε την ευκαιρία να εκβιάσει και την ελληνοτουρκική προσέγγιση που προωθούσε. Είπε δηλαδή στην  ελληνική  αντιπροσωπεία  ότι  αν  είχε  συμβεί  κάτι  τέτοιο,  η  Ιταλία  θα  έμενε  υποχρεωτικά  ουδέτερη,  ενώ  τώρα,  αν  ο  Αλβανός βρεθεί απομονωμένος, θα υποχρεωθεί η Ιταλία να τον στηρίξει λόγω αλβανοϊταλικού συμφώνου (Ι.Α.Υ.Ε. 1928,  Α/21/1, α.π. 6339 και 5268).  76

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/21/1, α.π. 8090. 

77

  LoN, Protection of linguistic, racial or religious minorities by LoN, Geneva, January 1929, σελ. 67‐9. 

78

  Το θέμα της πολυγλωσσίας του κράτους δεν λύθηκε τόσο εύκολα βεβαίως. Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι το Υπουργείο  Γεωργίας  ανακοίνωσε  στις  3  Ιουνίου  1931  ότι  θα  χορηγεί  πιστοποιητικά  μη  ανταλλαξιμότητας  στους  Τσάμηδες  που  α)  είναι γραμμένοι στα μητρώα του δήμου, β) δεν έχουν επιλέξει άλλη ιθαγένεια, και γ) έχουν μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα.  Όλους τους υπόλοιπους τους θεωρούσε ανταλλάξιμους και την ακίνητη περιουσία τους απαλλοτριωτέα. Αυτό όμως ήταν  απαράδεκτο  για  το  Υπουργείο  Εξωτερικών,  που  πίστευε  ότι  με  αυτή  τη  στάση  το  μόνο  που  επιτυγχάνεται  είναι  συνεχή  παράπονα που καταστρέφουν τη διεθνή εικόνα της χώρας. Επέμενε δε να δοθεί τέρμα στην κατάσταση, να διανεμηθούν  το  ταχύτερο  τα  πιστοποιητικά  μη  ανταλλαξιμότητας  στους  Μουσουλμάνους  της  Ηπείρου  και  να  τους  δοθεί  ελευθερία  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           συναλλαγών  (Ι.Α.Υ.Ε.  1932,  B/2/VII).  Φυσικά  ο  αλβανικός  τύπος  ξεκίνησε  νέα  επίθεση  εναντίον  της  Ελλάδας,  θρηνώντας  που πίστεψε τις υποσχέσεις του Βενιζέλου.  79

  Έκθεση του Καλεύρα προς το Υπουργείο Εξωτερικών της 19ης Ιανουαρίου 1930, Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9/2, α.π. 34. 

80

  Σημειώνουμε ότι οι ελληνικής υπηκοότητας αλλά αλβανικής καταγωγής Μουσουλμάνοι, ιδιοκτήτες απαλλοτριωθέντων  κτημάτων,  καθυστέρησαν  πολύ  να  αποζημιωθούν  γιατί  ενεπλάκησαν  με  την  υπόθεση  αποζημίωσης  των  αλβανών  υπηκόων  που  ήταν  κολλημένη  στις  ελληνοαλβανικές  διαφορές.  Η  νέα  κυβέρνηση  αποφάσισε  να  ξεχωρίσει  τις  δύο  κατηγορίες και να προχωρήσει στην ταχεία αποζημίωση των Τσάμηδων (Ι.Α.Υ.Ε. 1932, B/2/VII).  81

  Για τις προτάσεις του αυτές στηλιτεύτηκε και από τον Επιθεωρητή Εποικισμού Πετρίδη: «Δεν παραλείπω να αναφέρω  ότι  η  όλη  στάσις  του  Επάρχου  Παραμυθίας  απέναντι  των  προσφύγων  υπήρξε  δυσμενής,  ενώ  εξ  αντιθέτου  οι  Μουσουλμάνοι  εν  τω  προσώπω  του  κ.  Επάρχου  εύρισκον  πάντοτε  προστάτην  πρόθυμον»  (αναφορά  του  προς  τον  Αλ.  Πάλλη στις 8.8.29, Ι.Α.Υ.Ε. 1929 Α/21/1).  82

  Έκθεση του Επαρχου προς το Υπουργείο Εξωτερικών και τη Γ.Δ. Ηπείρου στις 5.6.1929, Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Α/21/Η, α.π. 56. 

83

  Ι.Α.Υ.Ε.  1935,  Α/4/9,  α.π.  93.  Αναλυτικό  πίνακα  των  σχολείων  της  Τσαμουριάς  (στα  μουσουλμανικά  και  χριστιανικά  χωριά) βλ. στην αναφορά που έλαβε το πολιτικό γραφείο του πρωθυπουργού, Τμήμα Μειονοτήτων τον Απρίλιο του 1932  (Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9, α.π. 55).  84

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Α/21/1, α.π. 12983. 

85

  Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Α/21/1 έγγραφο του Υπουργείο Εξωτερικών προς το Υπουργείο Εσωτερικών της 29ης Αυγούστου 1929. 

86

  Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9/2, α.π. 34. 

87

  LoN: 4/23410/474 (28‐32) R 2118. 

88

  Είναι  χαρακτηριστικό  της  μεγάλης  ευαισθησίας  του  Γενικού  Διοικητή  και  της  προσήλωσής  του  στην  υπόθεση  των  Τσάμηδων το γεγονός ότι παραξενεύτηκε και πικράθηκε πολύ όταν είδε την καταγγελία στην ΚτΕ. Τηλεγράφησε τότε στον  Έπαρχο  Παραμυθίας  τα  εξής:  «Η  κυβέρνηση  εδώ  και  ενάμισυ  χρόνο  έδειξε  μέγα  ενδιαφέρον  για  τα  προβλήματα  των  Μουσουλμάνων  για  να  μειώσει  τα  παράπονά  τους  από  την  εφαρμογή  του  αγροτικού  νόμου.  Κάθε  τους  διαμαρτυρία  λοιπόν είναι αστήρικτος» (Ι.Α.Υ.Ε. 1929, Α/21/1, α.π. 258).  89

  Το  υπόμνημα  που  κατήρτισε  ο  Κ.  Μητρομελέτης,  Γενικός  Επιθεωρητής  του  Υπουργείου  Γεωργίας  για  τα  απαλλοτριωθέντα  κτήματα  των  Τσάμηδων,  θεωρούσε  την  απαλλοτρίωση  ως  «αμελέτητον,  παράνομον  και  αντισυνταγματική, διότι πρόκειται περί πυκνοκαλλιεργημένων μικροϊδιοκτησιών» (βλ. στο Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9/2.)  90

  LoN: 4/20569/474 (28‐32) R 2117 και 4/20401/474 (28‐32) R 2117. 

91

  Υπενθυμίζουμε ότι κάθε ευνοϊκή απόφαση για τα κτήματα των Τσάμηδων άφηνε ολοένα και πιο εκτεθειμένους τους  πρόσφυγες  καλλιεργητές.  Για  να  αποφευχθεί  η  ακόμα  μεγαλύτερη  από  την  υπάρχουσα  ένταση,  οι  ελληνικές  αρχές  επέτρεψαν μ' αυτόν το νόμο τις απευθείας συνεννοήσεις ιδιοκτητών‐καλλιεργητών. Το μέτρο αυτό δεν τελεσφόρησε απ'  όσα  στοιχεία  έχουμε  στη  διάθεσή  μας,  γιατί  οι  αντιθέσεις  Χριστιανών‐Μουσουλμάνων  ήταν  μεγάλες  (Ι.Α.Υ.Ε.  1935,  Α/4/9/2).  92

  Βλ. λεπτομέρειες στην έκθεση του Στυλιανόπουλου (Γραφείο Μειονοτήτων παρά τω πρωθυπουργώ) για τους Τσάμηδες  (Ι.Α.Υ.Ε. 1932, Α/21/1). 

93

  Β. P. Papadakis, Histoire diplomatique de la question Nord‐Epirote, 1912‐1957, 1958, σελ. 93. 

94

  LoN: 4/14770/3265 (33‐40) R 3922. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           95

  Στα υπομνήματά τους αναρωτήθηκαν επίσης ειρωνικά πώς, αφού υφίστανται τέτοιες πιέσεις, βρήκαν το κουράγιο να  υπογράψουν αμέσως μετά το πρώτο τηλεγράφημα τη διάψευσή του... (LoN: 4/14850/3265). 

96

  LoN: S 366, no 6, Minorities in Greece. 

97

  Τo περιεχόμενο των καταγγελιών, τις αναλυτικές απαντήσεις της Ελλάδας και τα πορίσματα της τριμελούς επιτροπής  βλ. στο LoN: 4/15091/ 3265 (33‐40), R 3922. 

98

  Αναφέρω  χαρακτηριστικά  ότι  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  ζήτησε  από  τον  Εισαγγελέα  να  διώξει  το  Ριζοσπάστη  για  επιθετικά  δημοσιεύματα,  όπως  το  άρθρο  «Ο  χωροφύλακας  με  το  βούρδουλα  στο  χέρι  εκπρόσωπος  του  ελληνικού  πληθυσμού στ' αρβανιτοχώρια» στις 30.11.34.  99

  Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9/1 α.π. 8700. 

100

  Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9/1, α.π. 7809, έκθεση του Γ.Δ. Ηπείρου προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 15.4.36. 

101

  Ι.Α.Υ.Ε.  1935,  Α/4/9/1,  από  τον  Έπαρχο  Παραμυθίας  στη  Γ.Δ.  Ηπείρου  στις  15.4.36.  Λίγους  μήνες  αργότερα,  το  Σεπτέμβριο  του  1936,  ήρθε  στο  Διευθυντή  Κρατικής  Αμύνης  αναφορά  ελλήνων  κατοίκων  Τσαμουριάς  που  δήλωναν  ότι  φοβούνται  ότι  οι  μουσουλμάνοι  συντοπίτες  τους  «θέλουσιν  στραφή  καθ'  ημών  όντων  αόπλων,  διότι  ούτοι  κατέχουσιν  άπαντες  όπλα»  και  ζητούσαν  από  το  «νέον  ορθοποδιζον  κράτος»  να  στείλει  τμήμα  στρατού  για  την  προστασία  τους  (Ι.Α.Υ.Ε. 1936, Α/4/9α,β, α.π. 18452).  102

  Ι.Α.Υ.Ε. 1936, Α/4/9/1, πρεσβεία Τιράνων προς Υπουργείο Εξωτερικών 11.9.36. 

103

  Ι.Α.Υ.Ε. 1936, Α/4/9α,β, υπόμνημα της συνομιλίας με ημερομηνία 16.5.36. 

104

  Ι.Α.Υ.Ε. 1938, Α/4/9, α.π. 736. 

105

  Ι.Α.Υ.Ε. 1936, Α/4/9α,β, Γ.Δ. Ηπείρου προς Υπουργείο Εξωτερικών στις 12.12.36. 

106

  Βλ.  περιγραφή  αυτής  της  φάσης  της  ιταλικής  ανάμιξης  στο  βιβλίο  του  Μάριο  Τσέρβι,  Ο  ελληνοϊταλικός  πόλεμος,  Αθήνα, 1967, τ. 1ος, σελ. 47 επ.  107

  Έκθεση του γραμματέα της Πανηπειρωτικής Επιτροπής του ΕΑΜ Θωμά Σούλη προς την Κ.Ε. του ΕΑΜ στις 6.11.1944,  Ι.Α.Υ.Ε. 1944, 2.3.  108

  Λεπτομέρειες  για  τη  δράση  των  Τσάμηδων  κατά  τη  διάρκεια  της  Κατοχής  υπάρχουν  στο  βιβλίο  του  Β.  Κραψίτη,  Η  ιστορική αλήθεια για τους Μουσουλμάνους Τσάμηδες, σελ. 95 επ.  109

  Τους  λόγους  που  δικαιολογούν  τη  βραδύτητα  της  εθνικής  αφύπνισης  των  Αλβανών  βλ.  αναλυτικά  στη  μελέτη  της  Μαρίας  Νυσταζοπούλου‐Πελεκίδου,  Οι  βαλκανικοί  λαοί  από  την  τουρκική  κατάκτηση  στην  εθνική  αποκατάσταση,  14ος‐19ος αιώνας, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, σελ. 273‐94. 

110

  Ζωρζ Καστελάν, Η ιστορία των Βαλκανίων, σελ. 503. 

111

  Για  τις  εδαφικές  ανακατατάξεις  που  έφερε  η  συνθήκη  αυτή  και  τις  αλβανικές  αντιδράσεις  βλ.  στο  George  Grlica,  «Albanian claims at the 1919 Peace Conference», S.S.J., vol. 3, no 1, March 1980.  112

  Για το ρόλο της Λίγκας βλ. αναλυτικά το Stavro Skendi, «Beginnings of the albanian nationalist and autonomous trends:  The  Albanian  League  1878‐1881»,  A.S.E.E.R.,  1953,  XII,  2  και  Κ.  Fraheri,  «Les  traités  distinctifs  de  l'idéologie  de  la  Ligue  Albanaise  de  Prizren  (1878‐1881)»,  Πρακτικά  του  Διεθνούς  Ιστορικού  Συμποσίου  με  θέμα  Η  τελευταία  φάση  της  Ανατολικής Κρίσεως και ο ελληνισμός, Βόλος, 1981, Αθήνα, 1983. Για την ελληνική στάση απέναντι στο θέμα βλ. το άρθρο  του Ev. Kofos, «Greek reaction to developments leading to the albanian League of Prizren», B.S., vol. 23, no 2, 1982. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           113

  Η Λίγκα άλλωστε είχε χωριστεί σε δύο τάσεις: η μία ήταν ισλαμικής απόχρωσης και σκοπό είχε να συσπειρώσει τους  μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων και η δεύτερη ήταν πατριωτική με στόχο την αυτονομία της Αλβανίας. Σε  κάθε  περίπτωση  τα  πρώτα  χρόνια  λειτουργίας  της  η  Λίγκα  λειτούργησε  υπέρ  της  Αυτοκρατορίας  αφού  ο  κυριότερος  στόχος της ήταν να βάλει φραγμό στον επεκτατισμό των γειτόνων της Αλβανίας (Μαρία Νυσταζοπούλου‐Πελεκίδου, ό.π.,  σελ. 281‐4). 

114

  Οθωμανική  απογραφή  του  1908  ανέβαζε  τον  αριθμό  των  χριστιανών  κατοίκων  της  Β.  Ηπείρου  σε  128.050  έναντι  95.561 Μουσουλμάνων (στοιχεία του Leon Maccas, La Question Greco‐albanaise, Paris, 1921, σελ. 4).  115

  Πολύ  ενδιαφέρον  αρχειακό  υλικό  που  αφορά  τις  ελληνοαλβανικές  σχέσεις  σε  συνάρτηση  με  το  βορειοηπειρωτικό  πρόβλημα  βλ.  στο  Β.  Κόντης  επιμ.,  Ελληνισμός  της  Βορείου  Ηπείρου  και  ελληνοαλβανικές  σχέσεις,  τ.  1 (1897‐1918),  τ.  2  (1919‐1921), εκδ. Εστία, 1995.  116

  L. Sigalos, The greek claims on Northern Epirus, Chicago, 1963, σελ. 9‐12. 

117

  Μια πολύ χρήσιμη μελέτη για τη διαδρομή αυτή είναι των S. Pollo‐Α. Puto, Ιστορία της Αλβανίας από την αρχαιότητα  μέχρι σήμερα, Θεσσαλονίκη, 1979.  118

  Στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου το 1913 η Ελλάδα ζήτησε το λιμάνι των Αγίων Σαράντα, την περιοχή Αργυροκάστρου  και  Κορυτσάς.  Οι  Βορειοηπειρώτες  κατέκλυσαν  τη  Συνδιάσκεψη  με  αιτήματα  ένωσης  με  την  Ελλάδα.  Όλα  αυτά  αγνοήθηκαν στο τέλος (Edward Capps, Greece, Albania and Northern Epirus, Argonaut, Chicago, 1963, σελ. 13‐4.). 

119

  George Leon, «Greece and the Albanian Question at the outbreak of the First World War», B.S., vol. II, no 1, 1970. 

120

  Ο Βενιζέλος απάντησε στις κατηγορίες με τη συνήθη νηφαλιότητα: «Λησμονείτε ότι εξ αιτίας των βορείων  συνόρων  της Αλβανίας ηπειλήθη ευρωπαϊκός πόλεμος, η δε Ρωσία μετά της Αυστρίας έκαμαν μερικήν επιστράτευσιν; Η Ελλάς δεν  θα  προκαλέση  περιπλοκάς.  Θα  τηρήσει  τας  υποσχέσεις  της  έναντι  της  Συνθήκης  του  Λονδίνου.  Έχομεν  καθήκον  να  συμπεριφερόμεθα  ως  κράτος  ανήκον  εις  την  ευρωπαϊκήν  οικογένειαν»  (Γ.  Βεντήρη,  Η  Ελλάς  του  1910‐1920.  τ.  Α',  εκδ.  Ίκαρος, 1970, σελ. 188).  121

  Οι  όροι  του  Πρωτοκόλλου  ήταν  οι  εξής:  1)  Η  Β.  Ήπειρος  θα  είναι  αυτόνομη.  2)  Αναγνωρίζεται  ο  Γουλιέλμος  Βηδ  ως  νόμιμος αντιβασιλέας. 3) Η Β. Ήπειρος θα στέλνει βουλευτές στο αλβανικό κοινοβούλιο. 4) Επίσημη γλώσσα της θα είναι η  ελληνική.  5)  Επίσημη  υποχρεωτική  γλώσσα  των  σχολείων  θα  είναι  επίσης  η  ελληνική.  6)  Οι  Ηπειρώτες  θα  μπορούν  να  διατηρούν  δική  τους  στρατιωτική  δύναμη  με  δικούς  τους  αξιωματικούς,  την  οποία  δεν  θα  μπορεί  να  χρησιμοποιήσει  η  αλβανική κυβέρνηση εκτός Β. Ηπείρου (Γ. Βηλαρά, Η πολιτική ιστορία της Β. Ηπείρου, 1960, σελ. 7‐8 και Ν. Cassavetes, The  question of Northern Epirus at the Peace Conference, Oxford University Press, 1919, σελ. 95‐6).  122

  M. P. Pipinelis, Europe and the Albanian Question, Greek Government Office of Information, N. York, 1946, σελ. 35‐6. 

123

  Εμμ. Ρούκουνα, Εξωτερική πολιτική 1914‐1923, σελ. 303‐6. 

124

  Τα περί της συμφωνίας βλ. αναλυτικά στο Ι.Α.Υ.Ε. 1920, Φάκελος Συμφωνία Βενιζέλου‐Τιτόνι. 

125

  Οι 30.000 Βορειοηπειρώτες των Ηνωμένων Πολιτειών έδωσαν τη μάχη τους κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου  με στόχο την ένωση με την Ελλάδα. Η Πανηπειρωτική Ένωση έστειλε εκκλήσεις στην ΚτΕ, στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης,  μέχρι  και  ομόφωνη  απόφαση  της  Γερουσίας  υπέρ  της  ένωσης  της  Β.  Ηπείρου  με  την  Ελλάδα  κατόρθωσε  να  αποσπάσει  μετά από ακροαματική διαδικασία τον Ιούνιο του 1920. Το αλβανικό λόμπυ όμως και δη η οργάνωση Βάτρα αποδείχτηκε  πιο αποτελεσματική στην πίεση του Προέδρου (LoN: 41/11850/11380 (19‐27) R 1658).  126

  Λεπτομέρειες βλ. στο Basil Kondis, «The albanian question at the beginning of 1920 and the greek‐albanian protocol of  Kapestitsa (May 28, 1920)», B.S., vol. 20, no 2, 1979.  127

  Αυτό ήταν ένα θέμα που ανέλαβε να λύσει η Πρεσβευτική Διάσκεψη. Για τις απόψεις της Ελλάδας σχετικά με τα 14  χωριά που τελικά έχασε και τη χάραξη της συνοριακής γραμμής βλ. επιστολή του Πολίτη προς τον Πουανκαρέ στις 15.7.23  στο Β. Papadakis, Histoire diplomatique de la question Nord‐Epirote, 1912‐1957, Αθήνα, 1958, σελ. 81‐6.  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           128

  L. S. Stavrianos, The Balkans since 1453, Ν. York, 1958, σελ. 714‐5 και M. P. Pipinelis, Europe and the Albanian Question,  σελ. 41.  129

  LoN: Permanent Court of International Justice, Series A./B., Judgments, Orders and Advisory Opinions, Fascicule no 64,  Minority Schools in Albania. Στο φυλλάδιο υπάρχει το κείμενο που υπέγραψε η Αλβανία και οι ελληνικές παρεμβάσεις. 

130

  Η αλβανική αντιπροσωπεία τους ονόμαζε «ελληνόφωνους Ορθόδοξους» και ανέφερε κατά καιρούς διάφορα νούμερα.  Είναι  σαφές  πάντως  ότι  δεν  έλαβαν  υπ'  όψιν  την  εθνική  συνείδηση  των  Βορειοηπειρωτών,  θεωρώντας  Αλβανούς  όλους  τους  Αλβανόφωνους  ή  δίγλωσσους  Χριστιανούς.  Δεν  χρειάζεται  σχόλιο  το  περί  «εκατοντάδων  χιλιάδων  Αλβανών»  που  ζούσαν στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία... Τα κριτήρια των Αλβανών αναλύονται στο υπόμνημα των Βορειοηπειρωτών  στην ΚτΕ με ημερομηνία 21.8.1921 LoN: S363, no 1, 20‐25.  131

  LoN: S363, no 1, 20‐24, επιστολή Βρυώνη στις 9.2.21. 

132

  Σημειωτέον ότι η Αλβανία αναγνώριζε ως μειονότητα μόνον όσους Έλληνες ζούσαν στην περιοχή της Κορυτσάς και στα  υπόλοιπα τέσσερα χωριά της Χειμάρρας (Β. Κόντης, Ευαίσθητες ισορροπίες, σελ. 153).  133

  Όλες  οι  καταγγελίες  και  οι  αλβανικές  απαντήσεις  βρίσκονται  στο  φάκελο  LoN:  S363,  no  l,  20‐24.  Να  σημειωθεί  ότι,  καταργώντας  την  ελληνική  γλώσσα  από  τα  σχολεία  αυτά,  οι  Αλβανοί  είχαν  μεγάλο  πρόβλημα  με  τι  να  την  υποκαταστήσουν  αφού  δεν  υπήρχαν  ακόμα  βιβλία  στην  αλβανική  παρά  μόνο  για  τις  κατώτερες  βαθμίδες  της  εκπαίδευσης. Έτσι για τα ανώτερα στάδια υιοθέτησαν προσωρινά τη γαλλική γλώσσα.  134

  Όλη η έκθεση αυτής της επιτροπής για την οικονομική, την κοινωνική, την πολιτική και τη διεθνή θέση της Αλβανίας  υπάρχει στο LoN: S363, no l, 20‐25 Albanie. 

135

  Από άρθρο του Μέντι Φρασέρι στον αλβανικό τύπο που παραθέτει ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος στο υπόμνημά του  προς το Πατριαρχείο στις 4.6.26, Ι.Α.Υ.Ε. 1926‐7, Β/35. 

136

  Το  Πατριαρχείο  ανέλυε  την  κατάσταση  ως  εξής:  «Την  αγάπην  και  τας  αγαθάς  ταύτας  σχέσεις  των  Ορθοδόξων  της  Αλβανίας  προς  το  Οικουμενικό  Πατριαρχείο  ετάραξαν  κατά  τα  τελευταία  ταύτα  έτη  διάφοροι  εθνικισταί,  χριστιανοί  και  μουσουλμάνοι.  Διέβλεπον  ούτοι  εν  τη  από  του  Οικουμενικού  Πατριαρχείου  εξαρτήσει  επίδρασιν  ελληνικήν  εις  τα  πράγματα  της  Αλβανίας  και  αφ'  ου  ανεκηρύχθη  η  Αλβανία  κράτος  ανεξάρτητον  εφοβούντο  την  επίδρασιν  αύτην  ως  επιζήμιον  εις  την  ανεξαρτησίαν  του  κράτους.  Την  δυσπιστίαν  ταύτην  ενίσχυον  και  οι  επί  της  εις  το  αλβανικόν  κράτος  περιληφθείσης  Β.  Ηπείρου  διεκδικήσεις  του  ελληνικού  κράτους  και  άλλα  τινα  σφάλματα  της  ελληνικής  πολιτικής.  Νομίζουσιν  οι  Αλβανοί  ότι  το  ελληνικόν  κράτος  δεν  παρητήθη  των  διεκδικήσεων  τούτων,  ότι  από  του  1879  τον  μεγαλύτερον πόλεμον κατά της αλβανικής ιδέας έχει κάμη η Ελλάς θεωρούσα τους Χριστιανούς Αλβανούς ως Έλληνας, ότι  πάντα  αναμένει  την  κατάλληλον  στιγμήν  να  υποτάξη  την  Αλβανίαν  και  ότι  προς  το  παρόν  αρκείται  εις  την  διά  της  εκκλησίας  στήριξιν  του  ελληνικού  φρονήματος  εν  Αλβανία.  Επειδή  δε  υποπτεύουσιν  ότι  το  Οικουμενικό  Πατριαρχείο  εν  τούτω  θα  εχρησίμευε  ως  όργανον  του  ελληνικού  κράτους,  διά  τούτο  επέμεινε  να  διακόψωσι  πάντα  μετ'  αυτού  δεσμόν,  ανακηρύττοντες την εκκλησίαν αυτοκέφαλον, εισάγοντες δε ως γλώσσαν της θείας λατρείας την αλβανικήν, καταργούντες  πανταχού  τα  ελληνικά  σχολεία  και  καταλύοντες  παν  ό,τι  υπομιμνήσκει  Ελλάδα  και  Ελληνισμόν»  (από  το  υπόμνημα  του  Μητροπολίτη  Τραπεζούντος,  εκπροσώπου  του  Πατριαρχείου  στις  διαπραγματεύσεις  του  '26  για  το  αυτοκέφαλο  της  αλβανικής εκκλησίας, Ι.Α.Υ.Ε. 1926‐7, Β/35).  137

  Το πολύ ενδιαφέρον υπόμνημα του Σέντερχολμ για τα πεπραγμένα της επιτροπής από 19.12.22 ως 1.2.23 υπάρχει στο  LoN: S363, no l, 20‐24, Albanie. 

138

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923/ ΚτΕ/Ι5, 51, υπόμνημα του Υπουργείου Εξωτερικών τον Οκτώβριο του 1923. 

139

  LoN: 41/23761x/23761 (28‐32) R 1684. 

140

  Το κείμενο του νόμου αυτού και ανάλυσή του από τη μειονοτική γραμματεία της ΚτΕ βρίσκεται στο LoN: S363, no l,  20‐24, Albanie.  141

  Η διακήρυξη έλεγε ότι οι μειονότητες έχουν ίσο δικαίωμα να ιδρύουν με έξοδά τους σχολεία. Αφού όμως η πλειονότης  των  Αλβανών  δεν  θα  έχει  αυτό  το  δικαίωμα,  οι  μειονότητες  δεν  θα  μπορούν  να  το  διεκδικήσουν.  Δηλαδή  με  λογικές  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           ακροβασίες η Αλβανία άρχισε να ετοιμάζει το έδαφος για την κατάργηση των μειονοτικών σχολείων από πολύ νωρίς.  142

  Anton Logoreci, The Albanians, Europe's forgotten survivors, London, 1977, σελ. 54‐5. 

143

  Σημειώνεται ότι τα βορειοηπειρωτικά σωματεία είχαν πολύ διαφορετικές απόψεις. Γι' αυτά η συμμετοχή στο πολιτικό  γίγνεσθαι της Αλβανίας εμπεριείχε τον κίνδυνο της αλβανοποίησης, της αφομοίωσης (Ι.Α.Υ.Ε. 1923, Α/5,2, α.π. 7248).  144

  Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Α/Α/2,14, τηλεγράφημα Πανουριά από Δυρράχιο προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 20.11.24. 

145

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Α/2,8, Δελτίο αντικατασκοπείας Φρουραρχείου Κερκύρας, Α' δεκαπενθημέρου του Ιανουαρίου 1925. 

146

  Ένα σύντομο ιστορικό των προνομίων και των εξελίξεων υπάρχει στο Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Α/2, 14, α.π. 8177. 

147

  Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Α/2, 14, α.π. 9097. Να σημειωθεί ότι η επαναστατική κυβέρνηση του Φαν Νόλη στηρίχτηκε πολύ στην  ΚτΕ, στη χρηματική και την ηθική βοήθειά της, γιατί είχε κακές σχέσεις με όλους τους γείτονες και τις Μεγάλες Δυνάμεις  ταυτόχρονα. Αυτό ήταν μάλλον αφελές εκ μέρους του, μιας και η ΚτΕ ήταν ως γνωστόν απόλυτα συνδεδεμένη με κάποιες  Μεγάλες  Δυνάμεις  και  δεν  θα  μπορούσε  να  δράσει  ενάντια  στις  επιθυμίες  τους.  Όταν  αρνήθηκαν  να  του  δώσουν  το  δάνειο  που  ζητούσε,  κατάλαβε  και  ο  ίδιος  πόσο  αφελής  ήταν  η  εμπιστοσύνη  που  έδειξε  και  κατηγόρησε  την  ΚτΕ  για  φανταχτερή και κενή ρητορεία!  148

  Βλ. άρθρο της εφημερίδας Πολιτικά Αυλώνας της 3.10.24 με τίτλο «Ασθένειες της περιφερείας Αργυροκάστρου». 

149

  Τους λόγους αποτυχίας της επανάστασης του Φαν Νόλη και τις συνθήκες υπό τις οποίες επέστρεψε στην εξουσία ο  Ζώγου  βλ.  αναλυτικά  στο  S.  Pollo  and  A.  Puto,  The  history  of  Albania  from  its  origins  to  the  present  day,  Routledge  and  Kegan Paul, London, 1981, σελ. 192 επ.  150

  Όλη  τη  διαδρομή  του  Ζώγου  βλ.  λεπτομερώς  στο  Bernard  Jurgen  Fisher,  King  Zog  and  the  struggle  for  stability  in  Albania, East European Monographs, Boulder, 1984, ολόκληρο.  151

  Βλ.  χαρακτηριστική  έκθεση  του  υποπρόξενου  στο  Αργυρόκαστρο  Αργυρόπουλου  που  ανέφερε  στις  6.5.25  ότι  βρήκε  τον ελληνισμό εκεί μουδιασμένο και φοβισμένο (Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/62/3, α.π. 6519). 

152

  Ι.Α.Υ.Ε. 1926‐7, Β/35, α.π. 13900, έκθεση Πανουριά στις 6.9.25 μετά από συνομιλία του με τον Μπαμίχα. Η εντύπωση  και  των  δύο  ήταν  ότι  ο  Ζώγου  έχει  μεγάλη  ανάγκη  τη  βοήθεια  των  Ελλήνων.  Έδωσε  σήμα  στο  ελληνικό  Υπουργείο  Εξωτερικών να «του πει καθαρά τι θέλει για να τελειώνουμε» υπό τον όρο να μην το μάθουν ούτε οι Ιταλοί ούτε οι Σέρβοι.  Όσο για τους φανολικούς εξόριστους —περί τους 200 αξιωματικούς που είχαν καταφύγει στην Ιταλία ή την Ελλάδα για να  μη φυλακιστούν— δήλωσε ότι ήθελε να τους απομακρύνει για να μη δίνεται η εντύπωση στο εξωτερικό ότι ετοιμάζεται  κίνημα εναντίον του.  153

  Πίνακα λειτουργούντων σχολείων στη Β. Ήπειρο κατά το σχολικό έτος 1925‐26 βλ. στο Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/33,4. 

154

  Οι  απόψεις  των  αλβανών  εθνικιστών  ήταν  απόλυτα  καθαρές  επί  του  θέματος:  «Εγώ  κρίνω  ότι  η  εισαγωγή  της  ελληνικής  γλώσσας  εις  τας  σχολάς  της  πρώτης  εκπαιδεύσεως  των  ορθοδόξων  θα  φέρη  εχθρότητα  εωτερική  μεταξύ  αδερφών  και  εχθρότητα  προς  την  Ελλάδα  έξω,  διότι  η  ελληνική  κυβέρνησις  θα  θεωρήση  αυτούς  ως  Έλληνας,  θα  αναγκασθή  να  αναμιχθή  εις  τας  υποθέσεις  μας,  όπερ  θα  προκαλέση  εσωτερικούς  διαπληκτισμούς,  οι  οποίοι  άλλοτε  φανεροί, άλλοτε λανθάνοντες θα επιφέρωσι ζημίαν εις αμφότερα τα μέρη προς όφελος τρίτων ισχυροτέρων» (από άρθρο  του Μ. Φρασέρι σε εφημερίδα των Τιράνων, Ι.Α.Υ.Ε. 1926‐7, Β/35). 

155

  Οι  πολύ  ενδιαφέρουσες  συνομιλίες  αυτές  περιέχονται  σε  δύο  υπομνήματα  του  Πανουριά  προς  το  Υπουργείο  Εξωτερικών στις 6.9.25 και στις 2.10.25 στο Ι.Α.Υ.Ε. 1926‐7, Β/35, α.π. 13900 και 13902. 

156

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/33,4, Έκθεση Φρουραρχείου Κερκύρας στις 28.12.25, έκθεση Γ.Δ. Θεσσαλονίκης στις 4.11.25, έκθεση  Νομάρχη  Ιωαννίνων  στις  25.9.25,  έκθεση  Επιτροπής  Ελληνικών  Σχολείων  Β.  Ηπείρου  στις  20.10.25  και  έκθεση  υποπροξένου Αγ. Σαράντα στις 12.10.25. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           157

  Βλ. χαρακτηριστικό άρθρο της εφημερίδας Besa Τιράνων στις 25.8.1933 με την ευκαιρία του θανάτου του στρατηγού  που  τιμήθηκε  με  το  μεγαλύτερο  αλβανικό  παράσημο.  Ο  τίτλος  υπογράμμιζε:  «Χτες  χάσαμε  έναν  από  τους  καλύτερους  φίλους που έχει η Αλβανία στην Ελλάδα».  158

  J. Swire, Albania, the rise of a  kingdom, σελ. 470. Βλ. επίσης άρθρο των Times της 9.3.26 που σχολιάζει  ευνοϊκά τον  Πάγκαλο για τις ανωτέρω δηλώσεις.  159

  Ι.Α.Υ.Ε. 1926, Γ/62α, α.π. 11587. 

160

  Τις  απόψεις  της  αλβανικής  εκκλησίας  για  την  αναγκαιότητα  του  καθεστώτος  του  αυτοκεφάλου  βλ.  αναλυτικά  στο  φυλλάδιο που εξέδωσε ο Βησσαρίων Τιράνων το Μάιο του 1926 (Ι.Α.Υ.Ε. 1926‐7, Β/35, α.π. 7759).  161

  Όπως  εξήγησε  ο  Πατριάρχης  στις  ελληνικές  αρχές,  η  λειτουργία  στην  αλβανική  γλώσσα  έγινε  δεκτή  «επειδή  αντιλαμβανόμεθα ότι εν Αλβανία υπό πολλών το Πατριαρχείον θεωρείται ως όργανον ελληνικών εθνικών συμφερόντων,  ας  γνωσθή  και  εις  την  αλβανικήν  κυβέρνησιν  και  τον  λαόν  ότι  το  Πατριαρχείον  δεν  εννοεί  να  αναμιχθή  εις  ζητήματα  εθνικής μορφής άτινα αφορώσι τας σχέσεις των κρατών Ελλάδας και Αλβανίας, συνεπώς είναι διατεθειμένον να επιτρέψη  την χρήσιν της αλβανικής γλώσσης εν ταις προσευχαίς εφ' όσον τούτο ήθελε ζητηθή υπό του εκκλησιάσματος ωρισμένου  ιερού ναού. Διότι εάν είναι δικαίωμα ωρισμένης αλβανοφώνου κοινότητος να ζητήση και να λάβη την άδειαν να ακούση  την  λειτουργίαν  εις  την  αλβανικήν,  είναι  πολύ  περισσότερον  δικαίωμα  άλλης  κοινότητος  ελληνοφώνου  ταύτης  να  προσεύχηται  εις  την  ελληνικήν  εις  ην  δι'  όλων  των  αιώνων  προσηύχοντο  οι  πρόγονοι  αυτής»  (Ι.Α.Υ.Ε.  1926‐7,  Β/35,  Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιος προς Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας, απκγ, Ιανουαρίου θ').  162

  Ι.Α.Υ.Ε.  1926‐7,  Β/35,  τηλεγράφημα  Μητροπολίτη  Τραπεζούντος  προς  Οικουμενικό  Πατριάρχη  στις  9.6.26.  Στον  ίδιο  φάκελο υπάρχει και το πολύ ενδιαφέρον εκτεταμένο υπόμνημα του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθου στις 4.7.26.  που  περιέχει  πληροφορίες  για  το  σκεπτικό  του  Πατριαρχείου,  των  Αλβανών,  των  Ορθοδόξων  της  Βορείου  Ηπείρου,  αλβανιστών και ελληνιστών, τις ομάδες που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις κ.λπ. 

163

  Οι  Αλβανοί  γνώριζαν  ότι  η  Ελλάδα  ενδιαφερόταν  κυρίως  για  τη  σύμβαση  περί  εκδόσεως  που  θα  έβαζε  φρένο  στη  ληστοκρατία των συνοριακών περιοχών. Έτσι ήταν αποφασισμένοι να μην την εφαρμόσουν αν δεν εφάρμοζαν οι Έλληνες  τη σύμβαση που ενδιέφερε αυτούς κυρίως, δηλαδή την περί αποζημιώσεως των κτημάτων (Περί των συμβάσεων αυτών  βλ. Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α4/1).  164

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925/Γ/62/αα, αναφορά της πρεσβείας στο Δυρράχιο με ημερομηνία 14.11.26. 

165

  Απόρρητο υπόμνημα της Α' Πολιτικής με ημερομηνία 22.10.1927, Ι.Α.Υ.Ε. 1927, Α/20/β. 

166

  Ι.Α.Υ.Ε., 1926, Γ/62α, α.π. 10176. 

167

  Βλ. πολυάριθμες καταγγελίες για διώξεις στο Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/21/1, α.π. 11292,7932,7633,8635. 

168

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, A/25/IV, α.π. 3836. 

169

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α4/1. 

170

  Ο Λ. Μελάς αργότερα κατέγραψε τις απόψεις του για το Βορειοηπειρωτικό στο Λ. Μελά, Η Β. Ήπειρος και το εθνικό  ζήτημα, Ηπειρωτική Εστία, Ιωάννινα, τ. ΙΔ, τχ. 154, 1965.  171

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/4/1, άρθρο της εφημερίδας Gazeta y Re Τιράνων της 27.11.28. 

172

  Πραγματικά  ψηφίστηκε  το  άρθρο  101  του  νέου  Συντάγματος  με  αυτό  το  περιεχόμενο  (Ι.Α.Υ.Ε.  1928,  A/25/ΙV,  α.π.  11283 και 12972).  173

  LoN: Documents du Conseil, C5‐C55, 1931. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           174

  LoN: S 363, No 2,29‐36, Albanie. 

175

  Ι.Α.Υ.Ε. 1930, Α/22/Ι/β, α.π. 8788. 

176

  Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/22/Ι/β, α.π. 11970. 

177

  Ι.Α.Υ.Ε. 1930, Α/22/Ι/β, από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών στην πρεσβεία Τιράνων στις 6.12.30. 

178

  Ι.Α.Υ.Ε. 1930, Α/4/1, α.π. 8305. 

179

  Ι.Α.Υ.Ε. 1930, Α/22/Ι/β, πρεσβεία Τιράνων προς Υπουργείο Εξωτερικών, 19.11.30. 

180

  Ι.Α.Υ.Ε.  1930,  Α/22/Ι/β,  Υπουργείο  Εξωτερικών  προς  πρεσβεία  Τιράνων,  30.8.30.  Διεξοδική  ανάλυση  του  εκκλησιαστικού ζητήματος βλ. στο Α. Γλαβίνα, Η Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας, Θεσσαλονίκη, 1985.  181

  Ι.Α.Υ.Ε. 1930, Α/22/Ι/β, Υπουργείο Εξωτερικών προς πρεσβεία Τιράνων, 6.12.30. 

182

  Ι.Α.Υ.Ε. 1931‐2, Α/4/1, α.π. 3422. 

183

  Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/4/1, α.π. 12142. 

184

  Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/2/ΙΙ, πληροφορίες αστυνομικού διευθυντή Κερκύρας στις 7.6.33, α.π. 5343. 

185

  Σχετικά με την αλβανική ξενοφοβία και τις επιπτώσεις που είχε στην εκπαίδευση της χώρας βλ. Bernd Jürgen Fischer,  King Zog and the struggle for stability in Albania, East European Monographs, Boulder, 1984, σελ. 196‐2213. 

186

  Ι.Α.Υ.Ε. 1932, A/21/1, Σημείωμα της Α' Πολιτικής Διευθύνσεως του Υπουργείου Εξωτερικών στις 24.2.32. 

187

  Ι.Α.Υ.Ε. 1933, A/4/Iß, α.π. 9162. 

188

  LoN: 4/15711/9980, R 3935. 

189

  Το  γεγονός  αυτό  μάλιστα  είχε  ενοχλήσει  σε  κάποιο  βαθμό  τους  αντιπροσώπους  του  ελληνικού  κράτους.  Είναι  χαρακτηριστική η επιστολή του Π. Πιπινέλη από τα Τίρανα προς τον υποπρόξενο Αυλώνας στις 23.7.30: «Είναι καιρός να  εννοήση  το  ημέτερον  στοιχείον  ότι  εάν  ζητή  από  την  Ελλάδαν  ενεργείας,  οφείλει  τουλάχιστον  να  επιδεικνύη,  αν  μη  το  ηρωϊκόν σθένος της Τουρκοκρατίας, τουλάχιστον το μέτριον θάρρος της αυτοβούλου επικλήσεως της ΚτΕ οσάκις θίγονται  σοβαρά  αυτού  συμφέροντα.  [...]  Γνωρίζετε  πόσα  δαπανά  το  ελληνικό  κράτος  διά  την  συντήρησιν  των  οικοτροφείων  Β.  Ηπείρου και Κερκύρας, πόσα διά την συντήρησιν της ελληνικής εκπαιδεύσεως, πόσα διά την περίθαλψιν των ιερέων και  των άλλων θυμάτων του αλβανικού εθνικισμού;» Σημειωτέον ότι ο Πιπινέλης με αυτά τα λόγια αντιδρούσε σε παράπονα  που διατύπωσαν ομογενείς που έβλεπαν ανεκπλήρωτες τις υποσχέσεις της Ελλάδας ότι θα λύσει ευνοϊκά το ζήτημα των  αλβανικών αποζημιώσεων και ένιωθαν παραγκωνισμένοι από τη μητέρα πατρίδα (Ι.Α.Υ.Ε. 1930, Α/4/1, α.π. 1111). Υπήρχε  όμως  μια  απάντηση  στο  γιατί  δεν  προσέφευγαν  οι  Βορειοηπειρώτες  στην  ΚτΕ.  Την  έδωσε  ο  υποπρόξενος  της  Ελλάδας  στους  Αγίους  Σαράντα:  «Γιατί  όχι  μόνο  δεν  θα  είχε  θετικόν  τι  αποτέλεσμα  υπέρ  της  μειονότητος,  καθόσον  αύτη  θα  ηκολούθη  την  επί  του  προκειμένου  συνήθη  διαδικασίαν,  ήτις  θα  κατέληγε  εις  έκφρασιν  πλατωνικών  ευχών  ή  λήψιν  αποφάσεων  ων  όμως  η  εκτέλεσις  ουδέποτε  θα  ελάμβανε  χώραν,  αλλά  τουναντίον  ασφαλώς  θα  επέφερεν  την  λήψιν  αυστηρών καταθλιπτικών μέτρων κατά των υπογραψάντων την διαμαρτυρίαν υπό των αλβανικών αρχών, τούθ' όπερ θα  είχε  ως  συνέπειαν  την  έτι  περαιτέρω  καταπτόησιν  της  Μειονότητος.  Εάν  η  Ελλάς  ασχολείται  με  τας  εκάστοτε  υποβαλλομένας διαμαρτυρίας των Μουσουλμάνων της Τσαμουριάς το πράττει λόγω των ειδικών σχέσεων αυτής προς την  ΚτΕ,  ως  εκ  των  οικονομικών  ζητημάτων  και  διότι  φιλοδοξεί  να  συγκαταλέγηται  μεταξύ  των  κρατών  των  σεβομένων  τας  μειονότητας, ενώ η Αλβανία μη έχουσα ποσώς ανάγκην της ΚτΕ δεν έχει τόσον ανεπτυγμένη πολιτικήν ευθιξίαν» (Ι.Α.Υ.Ε.  1933, Α/22/Ι/β, α.π. 11970).  190

  Τις βασικές τους αιτιάσεις βλ. στο LoN: 4/9980/ 9980 (33‐40) R 3934 και 4/10353/9980 (33‐40) Ρ 3934. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           191

  Χρησιμοποίησε μάλιστα το παράδειγμα της Ελλάδας που αρνήθηκε να μεταχειριστεί τους αλβανούς υπηκόους με πιο  προνομιακό  τρόπο  από  τους  Έλληνες  ως  προς  τις  αποζημιώσεις  των  απαλλοτριωθέντων  αλβανικών  κτημάτων  (LoN:  4/15711/9980, R 3935).  192

  Το περιεχόμενο του άρθρου 5 και το ιστορικό όλης της υπόθεσης των σχολείων της Αλβανίας βλ. στο Permanent Court  of International Justice, Series A./B, Judgments, Orders and Advisory Opinions, fascicule no 64, Minority schools in Albania.  193

  LoN: 4/19593/9980 (33‐40) R 3935 και 4/21595/9980 (33‐40) R 3935. 

194

  Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9/1, α.π. 20397. 

195

  Ι.Α.Υ.Ε. 1937‐8, Α/4/3, διευθυντής Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων προς Υπουργείο Εξωτερικών στις 3.12.37. 

196

  Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/3/8, α.π. 3816. Ο Κόνιτσα εξέφρασε την πικρία του για τη στάση αυτή και αποφάσισε να μη μετάσχει η  αλβανική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη του '34. Ο Παπαναστασίου του απολογήθηκε τότε ισχυριζόμενος ότι η Διάσκεψη  δεν ευθύνεται για τις αποφάσεις των κυβερνήσεων...  197

  C.J. Lowe and F. Marzari, Italian foreign policy 1870‐1940, Routledge, 1975, σελ. 183 επ. 

198

  F.O.  371/R  10843/60/19.  Αναλυτικά  την  πολιτική  των  εξόριστων  ελληνικών  κυβερνήσεων  ως  προς  το  Βορειοηπειρωτικό  βλ.  Λένα  Διβάνη,  Η  πολιτική  των  εξορίστων  ελληνικών  κυβερνήσεων,  εκδ.  Αντ.  Σάκκουλας,  1992,  σελ.  210‐7.  199

  F.O. 371/37135, R 1753, R 1178, R 4346 κ.λπ. 

200

  Αναλυτικά βλ. στο Stephen Xydis, Greece and the Great Powers 1944‐1947, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki,  1963 σελ. 293‐99.  1

  Μια σύντομη ανάλυση του περίπλοκου μακεδονικού προβλήματος από το 1878 και μετά βλ. στο George Zotiades, The  Macedonian controversy, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1961. Για την ελληνική στάση εκείνη την εποχή  που  πρωτοεμφανίστηκε  το  πρόβλημα  βλ.  Evangelos  Kofos,  «Dilemmas  and  orientations  of  greek  policy  in  Macedonia:  1878‐1886»,  B.S.,  21,  1980  και  D.  Dakin,  «British  sources  concerning  the  greek  struggle  in  Macedonia  1901‐1909»,  B.S.,  2,1961.  2

  Τα διάφορα σενάρια για την τύχη της Μακεδονίας βλ. στο Evangelos Kofos, «The Macedonian Question: The politics of  mutation», B.S., vol. 27, no 1, 1986. 

3

  The  complaints  of  Macedonia:  Memoranda,  petitions,  resolutions,  minutes,  letters  and  documents  addressed  to  the  League of Nations, 1919‐1939, Geneva, 1979, (no 7‐18‐9) και Galina Borisova, «Bulgaria, Greece and Britain's policy 1919»,  E.B., Sofia, 1983, 3. 

4

  George  Mylonas,  The  Balkan  states,  an  introduction  to  their  history.  Public  Affairs  Press,  Washington  D.C.,  1947,  σελ.  138‐140. 

5

  Για  την  πολιτική  της  κυβέρνησης  Σταμπολίνσκι  ως  προς  το  Μακεδονικό  βλ.  το  άρθρο  του  Vlasis  Vlasidis,  «The  Macedonian Question on the bulgarian political scene (1919‐23)», B.S., 32,1,1991.  6

  Ι.Α.Υ.Ε. 1920, ΚτΕ, 1. 

7

  Για τους στόχους της Βουλγαρίας από το 1919 και μετά βλ. Ilcho Dimitrov, «Bulgaria in European politics between the  two World Wars: certain preliminary inferences», E.S.‐E., 1‐2 (1981).  8

  Τo πλήρες κείμενο της διακοίνωσης βλ. στο Ι.Α.Υ.Ε. 1921, Α/5/ΧΙΙ, 4. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           9

  Τους βασικούς λόγους υπέρ της ενσωμάτωσης της Δ. Θράκης στην Ελλάδα βλ. στο Alfred Berl, Ο ελληνισμός στη Θράκη  και στην Κωνσταντινούπολη, εκδ. Ιστορητής, 1994, σελ. 94. 

10

  Οι  παράλογες  απαιτήσεις  της  Βουλγαρίας  περιγράφονται  σε  επιστολή  που  δημοσίευσε  το  Φόρεϊν  Όφις  στους  Times  του Λονδίνου στις 4.8.23., εις απάντησιν άρθρου των φιλοβούλγαρων Νόελ Μπάξτον και Ε. Μπόυλ που κατηγορούσε την  Ελλάδα ότι δεν ικανοποίησε το συμβατικό δικαίωμα της Βουλγαρίας για οικονομική έξοδο στο Αιγαίο.  11

  Κατά  μία  άποψη  η  ΕΜΕΟ  ήταν  αποτέλεσμα  μιας  νέας  τάξης πραγμάτων  που  δημιούργησαν τα  εξαρχικά  σχολεία  στη  Μακεδονία.  Αναλυτικά  βλ.  τη  μελέτη  του  Duncan  Perry,  The  politics  of  terror,  the  macedonian  liberation  movements  1893‐1903, Duke University Press, London, 1988, ολόκληρο.  12

  Περί  της  ίδρυσης,  των  πρώτων  βημάτων  της  οργάνωσης  και  τον  τρόπο  που  τη  διέβρωσε  και  τη  χρησιμοποίησε  η  Βουλγαρία από την αρχή σχεδόν βλ. το Evangelos Kofos, Nationalism and communism in Macedonia, σελ. 25‐8. Την οπτική  των Σκοπίων δίνει το άρθρο του Ivan Katardziev, «The Internal Macedonian Revolutionary Organization (VMRO)», M.R., vol.  II, no 1, 1972.  13

  Ο Σταμπολίνσκι, διαπιστώνοντας ότι δεν διέθετε πολλά διεθνή στηρίγματα για να πετύχει έξοδο στο Αιγαίο, εστράφη  στη Γιουγκοσλαβία με τη συμφωνία να διεκδικήσουν μαζί οι μεν τη Θεσσαλονίκη και οι δε έξοδο στο Αιγαίο από τη Θράκη.  Για να συμφωνήσουν όμως οι Γιουγκοσλάβοι προαπαιτούσαν να σταματήσει η δράση της ΕΜΕΟ. Έτσι το Μάρτιο του 1923  ο Σταμπολίνσκι υπέγραψε με τους Γιουγκοσλάβους τη συμφωνία της Νις για κοινό έλεγχο των συνόρων. Ένα χρόνο πριν  είχε  ζητήσει  από  την  ΚτΕ  να  κάνει  επιτόπια  έρευνα  για  να  αποδείξει  ότι  όχι  μόνο  δεν  ενεθάρρυνε  αλλά  τουναντίον  προσπάθησε  να  χτυπήσει  την  ΕΜΕΟ.  Όλη  αυτή  η  δραστηριότητα  οδήγησαν  την  ΕΜΕΟ  στο  να  συμμαχήσει  με  τη  στρατιωτική  ομάδα  «Ένωση  Αξιωματικών»  υπό  το  συνταγματάρχη  Βολκώφ  και  τον  καθηγητή  Τσάνκωφ,  μετέπειτα  ανδρείκελο  του  Χίτλερ,  για  να  ανατρέψουν  την  κυβέρνηση  Σταμπολίνσκι  και  να  πάρουν  τα  πράγματα  στα  χέρια  τους  (Elisabeth Barker, Macedonia, Its place in balkan power politics. Royal Institute of Foreign Affairs, London, σελ. 24‐6).  14

  Ε. Kofos, Nationalism and communism in Macedonia, σελ. 52‐3. 

15

  Για το ρόλο που έπαιξε το βουλγαρικό ΚΚ βλ. αναλυτικά το άρθρο του Vl. Vlasidis, «The Macedonian Question on the  bulgarian  political  scene  (1919‐23)»,  B.S.,  32,  1,  1991  και  Vasil  Vasilev,  «The  Bulgarian  Communist  Party  and  the  Macedonian Question between the World Wars», B.H.R., 1, 1989, ο οποίος πιστεύει ότι το ΒΚΚ κράτησε ουδέτερη στάση  στο εθνικιστικό πρόβλημα της χώρας κι αυτό μείωσε την επιρροή του στους πρόσφυγες... 

16

  Αυτή ήταν η γνώμη και των αρμόδιων οργάνων της ΚτΕ που ασχολήθηκαν με τη Βουλγαρία. Υπήρχε φόβος δηλαδή ότι  λόγω της θέσης της Βουλγαρίας, η ΕΣΣΔ θα χρησιμοποιήσει τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες για να προκαλέσει αναταραχή  στα  Βαλκάνια.  Οι  μετά  Σταμπολίνσκι  βουλγαρικές  κυβερνήσεις  υπογράμμιζαν  παντού  αυτόν  τον  κίνδυνο  για  να  προκαλέσουν την προσοχή της αντικομμουνιστικής Δύσης.  17

  Βεβαίως  όσο  φιλοβουλγαρικό  και  να  ήταν  το  κλίμα  στη  ΒΚΟ,  δεν  μπορούσε  να  ταχθεί  υπέρ  της  προσάρτησης  της  Μακεδονίας  στη  Βουλγαρία,  πρώτον  γιατί  οι  προσαρτήσεις  αμφισβητούμενων  περιοχών  δεν  ταίριαζαν  στην  κομμουνιστική  ιδεολογία  και  δεύτερον  γιατί  θα  ξεσπούσε  διαλυτικός  ανταγωνισμός  μεταξύ  των  τριών  ενδιαφερόμενων  ΚΚ. Έτσι παρέμειναν στις θέσεις περί αυτονομίας, με αποτέλεσμα στο τέλος όλοι να είναι δυσαρεστημένοι — ακόμα και οι  Βούλγαροι (El. Barker, Macedonia..., σελ. 52‐4). 

18

  Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης, ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, εκδ. Θεμέλιο, 1979,  σελ. 31‐8.  19

  Το  Δεκέμβριο  του  1927  μάλιστα  συζητήθηκε  στη  Βουλή  κυβερνητική  πρόταση  να  διωχτούν  για  έσχατη  προδοσία  οι  βουλευτές του ΚΚΕ για διακήρυξη της ιδέας της αυτονόμησης της Μακεδονίας. Οι κομμουνιστές υποστηρίχτηκαν τότε και  από αστούς βουλευτές που πίστευαν ότι αυτή η δίωξη ήταν ένα πολιτικό λάθος. Το σχετικό σκεπτικό βλ. στο Φ. Δραγούμη,  Εκλογή δημοσιευμάτων πολιτικών 1925‐8, εκδ. Εστία, σελ. 37‐9.  20

  Anastasia Karakasidou, «Fellow travellers, separate roads: The KKE and the Macedonian Question», E.E.Q., XXVII, no 4,  Winter 1993.  21

  Σύμφωνα με την έκθεση του Ε. Καπς, κομισάριου του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, «για δύο χρόνια η  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           χώρα [Α. Μακεδονία] κατελήφθη από τους Βουλγάρους που έβαλαν στόχο να εξολοθρεύσουν τον ελληνικό πληθυσμό. [...]  Εξόρισαν  όσους  μπορούσαν  —άντρες,  γυναίκες  και  παιδιά—  στη  Βουλγαρία,  όπου  υποβλήθηκαν  σε  καταναγκαστική  εργασία,  πείνα  και  τόσες  κακουχίες.  [...]  Όλα  τα  βιβλία,  τα  σχολεία,  τα  μοναστήρια  καταστράφηκαν  και  οι  πρώτοι  που  δολοφονήθηκαν ήταν οι παπάδες και οι δάσκαλοι». Στο περιοδικό του Ερυθρού Σταυρού, έκδοση Παρισίων, στις 17.5.19  καταγράφηκαν  τα  εξής  στοιχεία:  Από  339  χωριά  με  πληθυσμό  305.000,  πέθαναν  από  πείνα,  δολοφονίες  και  κακουχίες∙  περισσότεροι από 32.000 και άλλες 12.000 πέθαναν αιχμάλωτοι στη Βουλγαρία. 94 χωριά καταστράφηκαν τελείως κατά  τη  διάρκεια  της  βουλγαρικής  κατοχής  στη  Μακεδονία.  Αυτά  τα  στοιχεία  σκέφτηκαν  οι  ελληνικές  αρχές  να  χρησιμοποιήσουν  για  να  απαντήσουν  στη  βουλγαρική  προπαγάνδα  που  θεωρούσε  ότι  αδικήθηκε  με  την  ανταλλαγή  πληθυσμών (Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/21).  22

  Για τις μετακινήσεις πληθυσμών από τους Βαλκανικούς πολέμους και μετά βλ. Stelios Nestor, «Greek Macedonia and  the Convention of Neuilly (1919)», B.S., vol. 3, no 1, 1962. 

23

  Το Δ' μέρος της Συνθήκης του Νεϊγύ αναφέρεται στις μειονοτικές υποχρεώσεις της Βουλγαρίας. Λεπτομέρειες βλ. στο  Αρετή Τούντα‐Φεργάδη, Ελληνοβουλγαρικές μειονότητες..., σελ. 37‐8.  24

  Το Φεβρουάριο του 1920 σχηματίστηκε στην  Ελλάδα μια επιτροπή από εκπροσώπους των Υπουργείων Οικονομικών,  Εξωτερικών, Γεωργίας και Περιθάλψεως με σκοπό τη συλλογή στοιχείων ώστε να υποβοηθηθεί η Μικτή Επιτροπή που θα  σχηματιζόταν αργότερα (Ι.Α.Υ.Ε. 1920, Α/4‐Β/45). 

25

  Η  εξήγηση  είναι  πως  το  περιεχόμενο  όλων  των  μειονοτικών  συνθηκών  ήταν  όμοιο.  Έτσι  δεν  ελήφθησαν  υπ'  όψιν  οι  ειδικές συνθήκες κάθε χώρας (Stephen Ladas, The exchange of minorities: Bulgaria, Greece and Turkey, N. York, 1932, σελ.  41).  26

  Ι.Α.Υ.Ε. 1920, Β/59 ια', τηλεγράφημα από Σόφια προς Υπουργείο Εξωτερικών στις 22.3.20. 

27

  Βλ.  υπόμνημα  της  προσωρινής  επιτροπής  προσφύγων  Μακεδονίας  από  τη  Βουλγαρία  στις  18.5.21,  LoN:  41/13136/11974(19‐27) R 1659. 

28

  Ι.Α.Υ.Ε. 1920‐1, ΚτΕ, 11 και 1921 Α/5/ΧΙΙ, 4. Σημειώνω ότι ο Γ.Γ. της ΚτΕ στον οποίο έφτασαν τα βουλγαρικά υπομνήματα  σχολίασε: «Αυτά πρέπει να περιμένουμε από τη Βουλγαρία αφού μπήκε στην ΚτΕ».  29

  LoN: S 363, No 7, 21‐24, Bulgarie. 

30

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ/Τ/3, 69, υπόμνημα που έστειλε ο Πολίτης προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 7.4.23 αναλύοντας την  απάντηση της ελληνικής αντιπροσωπείας στις βουλγαρικές καταγγελίες που ήταν στην ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου  στις 16.4.23. 

31

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ/Τ/3, 69, τηλεγράφημα Ραφαήλ από Σόφια στις 3.4.23. 

32

  Άρθρο  της  εφημερίδας  Νότος  της  Φιλιππούπολης  στις  9.10.23,  που  κατηγορεί  τους  Τούρκους  για  αχαριστία  (Ι.Α.Υ.Ε.  1923, Α/5/ΧΙΙ, 15).  33

  Τελικά  αυτοί  οι  εκτοπισθέντες  αποζημιώθηκαν  από  το  ελληνικό  κράτος  για  τις  ζημιές  που  υπέστησαν  με  απόφαση  δημοσιευμένη στο ΦΕΚ 28/6/ 24 νο 58. 

34

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ/Τ/3, 69, τηλεγράφημα Ραφαήλ από Σόφια προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 3.4.23. 

35

  Στοιχεία της El. Barker, Macedonia..., σελ. 30. 

36

  Ι.Α.Υ.Ε. 1922‐3, Α/2 (9), α.π. 1534. 

37

  Υπενθυμίζουμε ότι η Σύμβαση αυτή υπεγράφη στις 10.8.1920, δηλαδή την ίδια μέρα με τη Συνθήκη των Σεβρών, αλλά  συμφωνήθηκε  να  μπει  σε  εφαρμογή  μετά  την  οριστικοποίηση  του  εδαφικού  καθεστώτος  της  Θράκης.  Λεπτομέρειες  βλ.  στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου. Το κείμενο της Σύμβασης βλ. στο LoN: 41/6808/690 (19‐27) R 1616.  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           38

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐25, Β/37, 2 και Β/59, α.π. 26030. 

39

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐25, Β/37, 2 και Β/59, α.π. 26030, Τζορμπατζής προς το Υπουργείο Εξωτερικών στις 25.8.23. 

40

  Περιγραφή από το L.P. Mair, The protection of minorities: The working and scope of the Minorities Treaties under the  League of Nations, London, 1928, σελ. 177‐9. 

41

  Τo τελικό πόρισμα της Μικτής Επιτροπής βλ. στο LoN: 41/37573/ 11974, R1659. 

42

  Βλ. τις σχετικές απόψεις του Πολίτη σε επιστολή του από το Παρίσι στις 20.11.24, όπου υπερασπίζει το Πρωτόκολλο  απέναντι  στις  κατηγορίες  του  αντιπολιτευόμενου  τύπου.  Σ'  αυτή  την  επιστολή μάλιστα  κατηγορεί  εμμέσως  πλην  σαφώς  τον υπουργό Εξωτερικών ότι δεν τον κάλυψε αρκετά (Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐25, Β/37,2, α.π. 9915). 

43

  Η σχετική συζήτηση υπάρχει στο LoN: 41/39348/39348 (19‐27) R 1695. Στην ατζέντα της συνέλευσης υπήρχαν μαζί με  το Πρωτόκολλο και το θέμα του προσφυγικού δανείου, καταγγελίες της Βουλγαρίας σχετικά με τη μειονοτική προστασία  στην  Ελλάδα,  το  ζήτημα  των  Τσάμηδων  και  αίτημα  των  κομιτάτων  για  ανεξαρτησία  της  Μακεδονίας!  Λεπτομερώς  βλ.  Αρετή Τούντα‐Φεργάδη, Ελληνοβουλγαρικές μειονότητες, το Πρωτόκολλο Πολίτη‐Καλφώφ, σελ. 67‐8.  44

  Το κείμενο του Πρωτοκόλλου υπάρχει στο LoN: 41/39337/39337 (19‐27) R 1695. 

45

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐25, Β/37,1, α.π. 36833 και 38119. 

46

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐25, Β/37,1, α.π. 38119. 

47

  Ο  Ν.  Πολίτης  στις  26.12.24,  μετά  την  αρνητική  αντίδραση  που  αντιμετώπισε,  απολογήθηκε  για  τη  στάση  του  σε  επιστολή  του  προς  τον  υπουργό  Εξωτερικών.  Στο  κείμενο  αυτό  αναγνωρίζει  ότι  το  Πρωτόκολλο  πρέπει  να  καταργηθεί,  θέτει την παραίτησή του στη διάθεση του Υπουργείου προκειμένου να διευκολυνθεί αυτό απέναντι στην αντιπολίτευση,  την  ΚτΕ,  τους  Σέρβους  κ.λπ.  Συγχρόνως  όμως  διατυπώνει  το  παράπονο  ότι  κανείς  δεν  το  σκέφτηκε  όταν  επί  ένα  χρόνο  συζητιόταν η ιδέα του Πρωτοκόλλου ότι θα έχει τόσο βαριές επιπλοκές. Η επιστολή αυτή υπάρχει στο Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Β/37,6,  α.π. 310.  48

  Λεπτομέρειες περί της σερβικής αντιδράσεως βλ. στο περί ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων τμήμα του βιβλίου. 

49

  Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐1925, Β/37,1, α.π. 10386. Ο Δενδραμής το κατήγγειλε στον Κόλμπαν και αυτός υποσχέθηκε να επιστήσει  την προσοχή των ουδέτερων μελών της Μ.Ε. να μη δέχονται ανακλήσεις των αιτήσεων.  50

  Ι.Α.Υ.Ε.  1923‐1925,  Β/37,1,  α.π.  10657,  πληροφορίες  της  Νομαρχίας  Φλώρινας  προς  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  στις  10.12.24.  51

  Τα υπομνήματα των συνομιλιών αυτών βρίσκονται στο LoN: 41/ 40500/39337 (19‐27) R 1695. 

52

  Ό.π. 

53

  LoN: 41/41897/39349 (19‐27) R 1695. 

54

  Ι.Α.Υ.Ε.  1923‐1925,  Β/37,1,  α.π.  11119.  Εν  τω  μεταξύ  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  έψαχνε  απεγνωσμένα  μια  λύση.  Ένας  «ισχυρός  παράγοντας»  της  ΚτΕ  συμβούλευσε  τον  Δενδραμή  να  ζητήσει  γνωμοδότηση  περί  του  αν  το  Πρωτόκολλο  τροποποιούσε υπάρχουσα συνθήκη που δέσμευε την Ελλάδα. Αν τροποποιούσε τότε έπρεπε οπωσδήποτε να περάσει από  εθνοσυνέλευση  και  εκεί  να  ακυρωθεί.  Ο  υπουργός  Εξωτερικών  ζήτησε  πράγματι  από  τον  γνωστό  διεθνολόγο  και  σύμβουλο του Υπουργείου καθηγητή Σεφεριάδη σχετική γνωμοδότηση στις 6.12.24. Ο Σεφεριάδης όμως γνωμοδότησε ότι  το Πρωτόκολλο δεν τροποποιούσε τις διατάξεις της σύμβασης του 1920 (στον ίδιο φάκελο α.π. 10533).  55

  LoN: 41/42236 (19‐27) R 1695. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           56

  LoN: 41/42685/11974 (19‐27) R 1660. 

57

  Πραγματικά η φήμη του Ν. Πολίτη σπιλώθηκε από το διπλωματικό αυτό φιάσκο. Φαίνεται ότι στις εκλογές που έγιναν  το  1927  για  μια  θέση  στο  Συμβούλιο,  η  αποτυχία  της  Ελλάδας  αποδόθηκε  και  στο  ότι  κανείς  δεν  ήθελε  να  δεχτεί  τον  Πολίτη  στο  Συμβούλιο.  Το  Φόρεϊν  Όφις  άλλωστε  είχε  προειδοποιήσει  εμμέσως  πλην  σαφώς  την  ελληνική  κυβέρνηση,  τονίζοντας ότι για την εκλογική επιτυχία «the most important point is to be quite sure that your candidate would actually  agree to do what you desire» (Ι.Α.Υ.Ε. ΚτΕ, 1927, Α/13α, α.π. 5176).  58

  Ο  πρόεδρος  αυτού  του  σωματείου  ήταν  ο  γνωστός  ελληνιστής  και  μάλλον  φιλοβούλγαρος  καθηγητής  Μιούρεϋ  που  είχε  παίξει  ενεργό  ρόλο  στην  υπογραφή  του  Πρωτοκόλλου  Πολίτη‐Καλφώφ.  Το  Φόρεϊν  Όφις  τον  αποκαλούσε  «συναισθηματικό  καθηγητή»  και  δεν  συμφωνούσε  με  το  φανατισμό  του  υπέρ  των  μειονοτήτων  (Ι.Α.Υ.Ε.  1925,  Β/37,6,  επιστολή πρεσβείας Λονδίνου στον Μιχαλακόπουλο στις 27.2.25).  59

  ό.π. 

60

  Το  Πρωτόκολλο  ανακλήθηκε  επισήμως  στις  10.6.25.  (Αρετή  Τούντα‐Φεργάδη,  Ελληνοβουλγαρικές  μειονότητες,  σελ.  137‐144). 

61

  L.P. Mair, The protection of minorities, σελ. 182‐4. 

62

  LoN: 41/44543/39349 (19‐27) R 1695. 

63

  Λεπτομερώς τα επιχειρήματα κάθε πλευράς όπως τα παραθέτει ο Χάμελ στο LoN: 41/42722/11974 (19‐27) R1660. 

64

  Τις ελληνικές απόψεις βλ. αναλυτικά στο Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐1925, Β/37,1, α.π. 16149 και 16884. 

65

  LoN:  41/47674/39349  (19‐27)  R  1695.  Βλ.  τις  απόψεις  των  Σκοπίων  για  τη  γλωσσική  πολιτική  της  Ελλάδας  στο  Risto  Kirjazovski, «The struggle of the macédoniens from Aegean Macedonia for the use of standard macedonian», M.R., 1990,3,  vol.  XX  και  Stoyan  Kiselinovski,  «The  status  of  the  macedonian  language  in  Aegean  Macedonia  between  the  two  World  Wars», M.R., 1, 1979, vol. ΙΧ.  66

  Πολύ δραστήριες ήταν οι βουλγαρικές οργανώσεις στις ΗΠΑ με επίκεντρο την Ινδιανάπολη, όπου είχε την έδρα του το  κεντρικό  κομιτάτο  ΗΠΑ‐Καναδά  με  πρόεδρο  τον  Σάνεφ.  Οι  ελληνικές  προξενικές  αρχές  προσπαθούσαν  να  αντιδράσουν  οργανώνοντας τους μακεδόνες Έλληνες — μια αποστολή με πολλές δυσκολίες. Το Σεπτέμβριο του '23 ο έλληνας πρόξενος  στο Σικάγο ανήγγειλε ότι επίκειται η ίδρυση της Παμμακεδονικής Ενώσεως με έδρα τη Ν. Υόρκη (Ι.Α.Υ.Ε. 1925/Γ/63,1, α.π.  4917).  67

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925/Γ/63.1, α.π. 17693. 

68

  68.Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/62/αα, α.π. 11905. 

69

  LoN: 41/42889/11974 (19‐27) R 1660. 

70

  Λεπτομερή  αναφορά  στην  ιστορία  και  τις  διεθνείς  επιπλοκές  του  επεισοδίου  βλ.  στη  μελέτη  του  James  Barros,  The  League of Nations and the Great Powers, the greek‐bulgarian incident 1925, Clarenton Press, Oxford, 1970, ολόκληρο.  71

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/63α/10, α.π. 16249. 

72

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/63α/10, α.π. 17755 και 17913. 

73

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/63α/10, α.π. 18103. 

74

  Το άρθρο 21 της Συνθήκης του Νεϊγύ όριζε τη συνολική αποζημίωση της Βουλγαρίας προς τους Συμμάχους στα 2 δισ.,  250  εκατομμύρια  χρυσά  φράγκα  πληρωτέα  με  τόκο  5%  εντός  37  ετών.  Στην  Ελλάδα  αντιστοιχούσε  το  12,7%,  δηλαδή  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           285.750.000  χρυσά  φράγκα.  Η  Βουλγαρία  όμως  προφασίστηκε  αδυναμία  και  ξανάρχισε  διαπραγματεύσεις  με  τη  Διασυμμαχική  Επιτροπή  στη  Σόφια.  Τελικά  συμφώνησε  να  διαιρεθεί  η  οφειλή  της  σε  δύο  μερίδες.  Η  μερίδα  Α  (550  εκ.  χρυσά φράγκα) θα πληρωνόταν εντός 60 ετών με τόκο 5%. Η Μερίδα Β (1.600.000 χρυσά φράγκα) θα πληρωνόταν μετά το  1953! Αναλόγως μειώθηκε και το χρέος προς την Ελλάδα. Μέχρι το τέλος του 1925 η Ελλάδα δεν είχε πάρει παρά 389.558  δολάρια και περίμενε να πάρει και τα υπόλοιπα.  75

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/63α/10, α.π. 18801. 

76

  Βλ. την ανάλυση του James Barros, The League of Nations and the great powers, the greek‐bulgarian incident 1925, σελ.  116‐120. 

77

  Πραγματικά ο πρόεδρος της ΕΑΠ δήλωσε στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 1927 τα εξής: «Το έργον το συντελεσθεν ιδίως εις  την ελληνικήν Μακεδονίαν υπήρξεν εξαιρετικώς επιτυχές. Περί τας 117.000 οικογένειαι έχουν ήδη εγκατασταθεί αυτόθι,  το αποτέλεσμα  δε —σπουδαιότερον πολιτικώς— είναι ότι η χώρα αύτη αντί  να είναι,  ως μέχρι τέως, εστία επικινδύνως  ανάμικτου πληθυσμού, ήδη είναι κατά 90% και πλέον ελληνική» (Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/21, α.π. 9572).  78

  Ένας  από  τους  όρους  του  προσφυγικού  δανείου  που  έδωσε  η  ΚτΕ  στη  Βουλγαρία  ήταν  να  μη  χτιστεί  κανένας  προσφυγικός καταυλισμός σε ακτίνα 50 χλμ. από τα σύνορα. Γενικά η Ελλάδα και η Γιουγκοσλαβία αναμίχτηκαν πολύ στην  υπόθεση  του  βουλγαρικού  δανείου,  προς  μεγάλην  αγανάκτηση  της  Βουλγαρίας  βεβαίως.  Ο  φόβος  τους  ήταν  ότι  τα  χρήματα του δανείου θα διοχετεύονταν στην ενίσχυση των μακεδονικών σωματείων ή τον επανεξοπλισμό της Βουλγαρίας.  Η ΚτΕ από τη μεριά της πίεζε κι αυτή όπως μπορούσε τη Βουλγαρία να αποδείξει ότι δεν είναι κατά του καθεστώτος των  Συνθηκών  πριν  συζητηθεί  το  θέμα  του  δανείου  από  το  Συμβούλιο.  Η  μόνιμη  απάντηση  της  Βουλγαρίας  ήταν  να  μην  αναμιγνύονται οι γειτονικές χώρες σε ένα ζήτημα καθαρά ανθρωπιστικό όπως ήταν το προσφυγικό της δάνειο.  79

  L.P. Mair, The protection of minorities, σελ. 185‐7. 

80

  Το  ίδιο  ίσχυε  φυσικά  και  για  τους  έλληνες  πρόσφυγες  από  τη  Βουλγαρία  (LoN:  41/49662/11974  (19‐27)  R  1660  και  4/16381/1639 (29‐32) R 2121). 

81

  Το κείμενο βλ. στο LoN: C135, no 2, 27‐29. 

82

  Από  το  1931  όμως  η  Ελλάδα  σταμάτησε  τις  πληρωμές  με  το  αιτιολογικό  ότι  η  Βουλγαρία  είχε  πληρώσει  μόνο  ένα  ποσοστό των πολεμικών χρεών της. Η Βουλγαρία κατέφυγε στο ΔΔΔΔ με το επιχείρημα ότι το μεν ήταν χρέος διακρατικό,  ενώ  το  άλλο  ήταν  οφειλή  σε  ιδιώτες.  Λεπτομέρειες  βλ.  στο  Ivan  Panaiotov,  Greeks  and  Bulgarians:  a  historical  outline,  Sofia, 1946.  83

  Τo σκεπτικό βλ. στο LoN: 41/49663/11974 (19‐27) R 1660. 

84

  Ο Σύλλογος αυτός ιδρύθηκε το 1869 και χρησιμοποιήθηκε από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις ως όργανο για την  εξυπηρέτηση διαφόρων εθνικών σκοπών στην Ελλάδα και το εξωτερικό — ιδίως όταν δεν μπορούσαν τα κρατικά όργανα  να  δράσουν  φανερά.  Πήρε  ενεργά  μέρος  στην  επιχείρηση  εξελληνισμού  των  ξενοφώνων  επιχορηγούμενος  και  από  το  Υπουργείο Εξωτερικών. 

85

  Βλ. τα επιχειρήματα του G. Mavrogordatos, Stillborn republic, σελ. 247 και του Ι. Κολιόπουλου, Λεηλασία φρονημάτων,  σελ. 35‐9. 

86

  Βλ. ενδεικτικά τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις του Γενικού Διοικητή Θράκης Δάσιου και του επιθεωρητή σχολείων  Αλεξανδρουπόλεως Μαμέλη στο Ι.Α.Υ.Ε. 1924, Β/37, 1. 

87

  Αναφορά του διοικητή Χωροφυλακής Φλώρινας στις 27.5.1935 στο Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/6/4 και Α/6/9. Βλ. επίσης άρθρο του  Ημερήσιου Κήρυκος στις 4.9.34 που καταγγέλλει ανοιχτά τους «πολιτικάντες του κόμματος που κυβερνά, του κόμματος το  οποίον θα ηδύνατο δικαίως να χαρακτηρίζεται κόμμα των ξένων, αφού ανέκαθεν και συστηματικώς έχει την προτίμησιν  παντός αλλογενούς εν Ελλάδι: Αλβανών εις τον νομόν Ιωαννίνων, Βουλγαρομακεδόνων εις την Δ. Μακεδονίαν, Εβραίων  εις την Θεσσαλονίκην, όλων των Τούρκων της Μακεδονίας όταν δεν είχε γίνει η ανταλλαγή πληθυσμών. Αυτοί ήθελαν να  μείνουν αυταί αι συμπαγείς ομάδαι πληθυσμών διότι ήξεραν ότι θα είναι δικοί τους». 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           88

  Σημείωμα  Π.  Αργυρόπουλου  προς  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  στις  2.12.33,  Ι.Α.Υ.Ε.  1934,  Α/3/8.  Ο  Φ.  Δραγούμης  ήταν  ένας  από  τους  πιο  γνωστούς  πολιτικούς  που  βρέθηκε  σε  αντίθεση  με  όλες  σχεδόν  τις  εκάστοτε  κυβερνητικές  επιλογές  σχετικά με τους Σλαβόφωνους. Τις απόψεις που διατύπωσε κατά καιρούς βλ. στο Φ. Δραγούμη, Εκλογή δημοσιευμάτων  πολιτικών 1925‐8, εκδ. Εστία, 1928 και Εκλογή δημοσιευμάτων πολιτικών 1922‐5, εκδ. Εστία, 1925.  89

  Ι.Α.Υ.Ε. 1932, Α/6/ΙΙ, α.π. 11126. 

90

  Βλ.  δημοσίευμα  της  εφημερίδας  Μακεδόνσκο  Ντελό  της  Ενωμένης  ΕΜΕΟ  στις  25.10.32  που  θριαμβολογεί  για  την  άνοδο  των  ψήφων  του  ΚΚΕ  στη  Μακεδονία  και  τη  Θράκη:  «Η  μεγάλη  επιτυχία  του  ΚΚΕ  κατετάραξε  τους  αθηναίους  δυνάστας, διότι είδον ούτοι διά των οφθαλμών των πώς στερεοποιείται το μέτωπον των Ελλήνων επαναστατών εργατών  και χωρικών ομού μετά των εν Μακεδονία και Θράκη υποδούλου πληθυσμού» (το μεταφρασμένο απόκομμα στο Ι.Α.Υ.Ε.  1932, A/6/ΙΙ). Βλ. επίσης George Mavrogordatos, Stillborn republic, σελ. 250‐1.  91

  Οι καταγγελίες αυτές προέρχονται από συλλόγους προσφύγων, συλλόγους βουλγάρων φοιτητών στην Τσεχοσλοβακία,  τον Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου της βουλγαρικής εκκλησίας και κάθε είδους άλλη απίθανη πηγή. Συνήθως οι κατηγορίες  αυτές δεν γίνονταν δεκτές λόγω σκληρής γλώσσας ή γιατί κατηγορούσαν συλλήβδην και τις τρεις χώρες που συνόρευαν με  τη  Βουλγαρία.  Δημιουργούσαν  πάντως  ένα  κλίμα  και  προβλημάτιζαν  τα  στελέχη  της  ΚτΕ  (LoN:  4/26710/511  (28‐32)  R  2118).  92

  LoN: Ρ 31, Fond Prives, Agnides papers (1914‐1953), Box 31, File 1‐9, αναφορά του Αγνίδη στο Γ.Γ. της ΚτΕ στις 18.2.29  μετά από ταξίδι του στην Ελλάδα.  93

  Περί των Διασκέψεων αναλυτικά βλ. R. Kerner ‐ Η. Howard, The Balkan Conferences and the Balcan Entente 1930‐35,  California, 1936, ολόκληρο.  94

  Ι.Α.Υ.Ε. 1931, Α/3. 

95

  Η  Βουλγαρία  είχε  απευθύνει  στην  ΚτΕ  το  ερώτημα  αν  οι  οφειλές  της  Ελλάδας  μετά  την  ανταλλαγή  πληθυσμών  ήταν  οφειλές προς κράτος (όπως υποστήριζε η Ελλάδα) άρα μπορούσαν να συμψηφιστούν με τις πολεμικές αποζημιώσεις που  χρωστούσε η Βουλγαρία στην Ελλάδα ή ήταν οφειλές προς ιδιώτες (όπως υποστήριζε η Βουλγαρία) άρα δεν ήταν δυνατόν  να  συμψηφιστούν.  Τελικά  η  ΚτΕ  συμβούλευσε  τις  δύο  χώρες  να  λύσουν  το  θέμα  με  διαβουλεύσεις.  Η  Ελλάδα  δήλωσε  πάντως, χωρίς να προκληθεί αντίδραση της ΚτΕ, ότι δεν πρόκειται να πληρώσει αν δεν την πληρώσει η Βουλγαρία πρώτα.  96

  Ο Δενδραμής στις 21.11.31 ενημέρωσε το Υπουργείο Εξωτερικών ότι «ουδεμία αρχή συνεννοήσεως υφίσταται μεταξύ  γιουγκοσλαβικής  και  βουλγαρικής  ομάδας.  Βούλγαροι  μη  επιθυμούντες  αναλάβωσι  ευθύνην  ναυαγίου  διασκέψεως  [...]  εδέχθησαν απ' ευθείας συνεννόησιν εν βεβαιότητι ότι αύτη αποτύχη, οπότε εν προσεχή βαλκανική διασκέψει η θέσις των  θα είναι ισχυρά έναντι Γιουγκοσλάβων. Γιουγκοσλάβοι εξάλλου μη διατεθειμένοι δεχθώσι όπως περιληφθή εν συμφωνία  διάταξις  καθ'  ην  ζητήματα  μειονοψηφιών  θα  λύωνται  διά  διαβαλκανικής  διαιτητικής  επιτροπής,  έχοντες  δε  ελπίδας  ότι  ενισχυομένου βραδύτερον αγροτικού κόμματος εν Βουλγαρία θα καταστή συμπαθής εις ιδέαν βουλγαρογιουγκοσλαβικής  προσεγγίσεως,  προέτειναν  απ'  ευθείας  συνεννόησιν  ίνα  κερδίσωσιν  καιρόν  και  μη  γίνωσιν  αφορμή  ναυαγίου  διασκέψεως».  (Το  τηλεγράφημα  δημοσιεύεται  στο  παράρτημα  της  Α.  Τούντα‐Φεργάδη,  Μειονότητες  στα  Βαλκάνια,  Βαλκανικές διασκέψεις, εκδ. Παρατηρητής, 1994, σελ. 226‐7.) Για τη βουλγαρογιουγκοσλαβική προσέγγιση βλ. επίσης το  Δημήτρη Κιτσίκη, «Ελλάς και Βαλκάνια, τα σχέδια για μια βαλκανική συνεννόηση 1930‐1934», στο Ελλάς και Ξένοι, εκδ.  Εστία, 1977.  97

  Ι.Α.Υ.Ε.  1934,  Α/3/8,  έκθεση  Αργυρόπουλου  στο  Υπουργείο  Εξωτερικών  στις  2.12.33.  Ο  Αργυρόπουλος  αναλύει  τις  βουλγαρικές  αντιρρήσεις  επί  του  κεφαλαίου  4  του  προσχεδίου.  Οι  Βούλγαροι  έκαναν  αντιπροτάσεις  που  αν  γίνονταν  δεκτές «θα εδίδετο συγκεκριμένως εις την Βουλγαρίαν ως κράτος το δικαίωμα να ζητεί εξηγήσεις από γειτονικόν κράτος,  να ερευνά επί του εδάφους του κράτους αυτού, να προστατεύει επισήμως την βουλγαρικήν μειονότητα εις την Ελλάδα,  πράγμα το οποίον αντίκειται απολύτως εις την αρχικήν έννοιαν της προστασίας των μειονοτήτων όπως την καθιέρωσαν αι  συνθήκαι».  98

  Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Α/3/8, α.π. 3088. 

99

  Ι.Α.Υ.Ε. 1933, Α/3/ΓΕ, α.π. 857. 

Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           100

  Σύμφωνα με πληροφορίες της πρεσβείας, το 1933 στη Σόφια υπήρχαν 252 θρακικές οργανώσεις! Το 1933 μόνο έγιναν  32 δημόσιες συνελεύσεις και μία προπαγανδιστική εβδομάδα στη Σόφια με αφορμή την ημέρα της Θράκης (Ι.Α.Υ.Ε. 1933,  Α/6/ΙΙδ, α.π. 10842, 3863, 4524). 

101

  Σημείωμα  της  Α'  Πολιτικής  Διευθύνσεως  του  Υπουργείου  Εξωτερικών  για  τις  ελληνοβουλγαρικές  σχέσεις,  με  ημερομηνία 20.4.33, Ι.Α.Υ.Ε. 1931‐33, Α/6/Ια. 

102

  Περισσότερα για το σύλλογο αυτό βλ. στο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Η δράσις του Συλλόγου  προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Αθήναι, 1970.  103

  Ι.Α.Υ.Ε. 1931‐34, Α/21/ΙΙ, α.π. 12476. 

104

  Ι.Α.Υ.Ε. 1936, Α/4/9/1. 

105

  Σημειωτέον ότι ο νομάρχης Φλώρινας, που γνώριζε εκ του σύνεγγυς την κατάσταση, είχε μετριοπαθώς συμβουλεύσει  να μην αφαιρεθεί η υπηκοότητα όλων αυτών των μεταναστών χωρίς στοιχεία. Αντ' αυτού τα κατά τόπους προξενεία που  γνώριζαν τη δράση καθενός θα μπορούσαν να αποφασίζουν αν θα τους επέτρεπαν ή όχι την επιστροφή (Ι.Α.Υ.Ε. 1936, Α/6/  9, α.π. 2928).  106

  Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/6/9α, προξενείο Ν. Υόρκης προς Υπουργείο Εξωτερικών στις 25.9.36. 

107

  Η αναφορά του Νομάρχη υπάρχει στο Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/6/9α, α.π. 16093. Βλ. επίσης την επιστολή του Γκοτζαμάνη προς  τον Μεταξά με συμβουλές αφομοίωσης στο ίδιο πνεύμα (Σωτ. Γκοτζαμάνη, Εθνικά ζητήματα, Μακεδονία και Μακεδόνες,  γλωσσικοί μειονότητες και ξενικοί βλέψεις, Αθήναι, 1954).  108

  Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/6/9, νομάρχης Φλώρινας προς υφυπουργό Δημοσίας Ασφαλείας στις 8.4.37. 

109

  Ι.Α.Υ.Ε. 1937, Α/6/9, Υπουργείο Εξωτερικών προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης στις 27.11.37. 

110

  Για  την  εξέλιξη  του  προβλήματος  των  Σλαβόφωνων  κατά  τη  διάρκεια  του  Β'  Παγκοσμίου  πολέμου  βλ.  την  πολύ  ενδιαφέρουσα μελέτη του Ιωάννου Κολιόπουλου, Λεηλασία φρονημάτων, το Μακεδονικό Ζήτημα στην κατεχόμενη Δυτική  Μακεδονία 1941‐1944, εκδ. Βάνιας, 1994, ολόκληρο.  1

  Ο  αριθμός  αυτός,  όπως  και  πολλές  από  τις  παρακάτω  γενικές  πληροφορίες  για  τον  ελληνισμό  της  Βουλγαρίας  προέρχονται από τη σύντομη μελέτη του Θεοδ. Μαυρομμάτη, Οι Έλληνες στη σύγχρονη Βουλγαρία (1878‐1908), Αθήναι,  1966. Άλλες πηγές υπολογίζουν τους Έλληνες της Βουλγαρίας σε 100.000 το 1906 (Κ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Βορείου  ελληνισμού — Θράκη, Θεσσαλονίκη, 1990, σελ. 210).  2

  Κυριάκος Κεντρωτής, «Βουλγαρία», στο συλλογικό Θ. Βερέμης επιμ., Βαλκάνια, από τον διπολισμό στη νέα εποχή, εκδ.  Γνώση, 1994, σελ. 339.  3

  D. Loukidou‐Mavridou, «An outline of the Greek Press in Bulgaria (1879‐1906), B.S., 19, 1978. 

4

  Ξανθίππη Κοτζαγιώργη, «Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας (μέσα 19ου ‐ αρχές 20ού αιώνα. Σωματειακή οργάνωση  και κοινωνικός βίος», Βαλκανικά Σύμμεικτα 5‐6 (1993‐1994). 

5

  Στη  μητρόπολη  Αγχιάλου,  που  περιελάμβανε  τις  πόλεις  Πύργο  και  Αγχίαλο  και  τα  χωριά  Ευσταθοχώρι,  Νταουτλή,  Αληκαριά,  Ατράνδα,  Σκεπαστό  και  Χοτζαμάρ,  ο  καθεδρικός  ναός  ήταν  ο  ναός  των  Ταξιαρχών.  Το  1897  που  κάηκε  από  Βουλγάρους  τον  διαδέχτηκε  ο  ναός  της  Κοιμήσεως  της  Θεοτόκου.  Στην  περιοχή  αυτή  υπήρχαν  αλυκές  που  προμήθευαν  αλάτι ολόκληρη τη Βουλγαρία.  6

  Η  Βάρνα  (Οδησσός)  ήταν  αποικία  των  Μιλησίων  από  το  585  π.Χ.  Ήταν  μία  από  τις  αρχαιότερες  μητροπόλεις  του  Οικουμενικού  Πατριαρχείου.  Το  1830  η  Βάρνα είχε  3  ελληνικές  εκκλησίες  και  το 1840  ιδρύθηκε  εκεί  το  πρώτο  ελληνικό  σχολείο.  Από  τότε  άρχισε  η  διάδοση  της  ελληνικής  γλώσσας  και  μεταξύ  των  αυτόχθονων  Γκαγκαούζων  που  ήταν  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           τουρκόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί κατοικούντες στα βουλγαρικά παράλια της Μαύρης θάλασσας από πολύ παλιά. Ο  πληθυσμός  αυτός  ουδέποτε  αναμίχθηκε  με  τους  Βούλγαρους  αλλά  αντίθετα  είχε  σχεδόν  εξελληνιστεί  κατά  τους  βυζαντινούς  χρόνους.  Στη  συνέχεια  οι  Γκαγκαούζοι,  μολονότι  δέχτηκαν  την  τουρκική  γλώσσα,  εξακολουθούσαν  να  αποτελούν  μέλος  της  ελληνικής  οικογένειας.  Ακόμα  και  μετά  το  σχίσμα  εξακολουθούσαν  να  υπάγονται  στην  ελληνική  μητρόπολη Βάρνας και να αποτελούν μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες τις κατά τόπους ελληνικές κοινότητες. Μετά τον  Κριμαϊκό  πόλεμο  τα  ελληνικά  σχολεία  πολλαπλασιάστηκαν.  Το  1878  στη  Βάρνα  υπήρχαν  7  ελληνικά  σχολεία  με  1.200  μαθητές. Το 1906, όταν άρχισαν οι πρώτοι μεγάλοι διωγμοί, οι Έλληνες της Βάρνας ήταν περί τους 10.000 (δηλαδή το 1/3  του πληθυσμού της πόλης) και διέθεταν 5 εκκλησίες και 5 σχολεία, ένα νοσοκομείο και δύο μοναστήρια, ελληνική λέσχη,  βιβλιοθήκη, Ένωση Κυριών και ελληνική εφημερίδα, την Οδησσό (Ι.Α.Υ.Ε. 1931, Α/6, α.π. 14282). Βλ. επίσης το άρθρο της  Χ. Kotzageorgi, «Educational and cultural activities of Greeks in Varna (mid 19th c. ‐1906)», B.S., 32,2, 1991.  7

  Η μητρόπολη αυτή, που περιελάμβανε τις πόλεις Φιλιππούπολη καιΣτενήμαχο καθώς και τα χωριά Βοδενά, Κούκλανα  και τα 12 χωριά Καβακλή, είχε πολλές λαμπρές εκκλησίες και 5 μοναστήρια. Η μεγαλύτερη άνθηση του ελληνισμού στην  περιοχή τοποθετείται στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι Έλληνες της περιοχής έβγαζαν έλληνα βουλευτή και διατηρούσαν τα  ελληνικά  Ζαρίφεια  διδασκαλεία,  δύο  πλήρη  γυμνάσια  με  οικοτροφεία,  ένα  θηλέων  και  ένα  αρρένων.  Δύο  ελληνικές  εφημερίδες  έβγαιναν  στην  περιοχή,  η  Φιλιππούπολις  και  οι  Ειδήσεις  του  Αίμου.  Οι  Έλληνες  της  Φιλιππούπολης  ήταν  γνωστοί  έμποροι.  Από  τη  Φιλιππούπολη  καταγόταν  και  ο  γνωστός  ευεργέτης  Γ.  Μαρασλής.  Λεπτομερώς  βλ.  Κ.  Βακαλόπουλου, Ιστορία του Βορείου Ελληνισμού — Θράκη, σελ. 444‐457.  8

  Λεπτομέρειες βλ. στο Ν. Βλάχος, Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878‐1908, Αθήναι, 1935, σελ.  222‐6.  9

  Χ.  Νάλτσα,  Ανατολική  Ρωμυλία,  η  κατάληψις  αυτής  υπό  των  Βουλγάρων  και  ο  ναυτικός  αποκλεισμός  της  Ελλάδος,  1885‐1886, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών — ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, 1963. 

10

  Βλ. άρθρο του Κ. Βακαλόπουλου, «Η Θράκη την ύστερη Τουρκοκρατία», εφημ. Καθημερινή, 21.5.89. 

11

  Λεπτομέρειες βλ. στη μελέτη της Ξανθίππης Κοτζαγιώργη, Η εκπαιδευτική και πολιτιστική δραστηριότητα των Ελλήνων  στην Ανατολική Ρωμυλία, αρχές 19ου αιώνα‐1906 (μεταπτυχιακή εργασία ΑΠΘ, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας  Νεότερης Ιστορίας, 1992).  12

  Γεωργίου Μέγα, Ανατολική Ρωμυλία, Αθήναι, 1945, σελ. 25. 

13

  Άρθρο της εφημερίδας Νόβα Μαρίτσα Φιλιππουπόλεως στις 17.3.1906. 

14

  Λεπτομέρειες  βλ.  στο  Δράκου  Δρακόπουλου,  Η  Αγχίαλος  μέσα  απ'  τις  φλόγες,  Αθήναι,  1930  και  Άθω  Ρωμάνου,  Οι  ανθελληνικοί  διωγμοί  εν  Βουλγαρία,  Αθήναι,  1906.  Μια  πιο  αποστασιοποιημένη  έκθεση  των  γεγονότων  βλ.  στο  R.J.  Crampton, Bulgaria 1878‐1918: A history, Bourder, 1983. 

15

  Βλ.  την  έκθεση  του  Ε.  Καπς,  Κομισάριου  του  Αμερικανικού  Ερυθρού  Σταυρού  στην  Ελλάδα,  με  ημερομηνία  1.7.19  (Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/21). 

16

  El. Barker, Macedonia, Its place in Balkan power politics, σελ. 29‐30. 

17

  Αναλυτικά  βλ.  Παν.  Μηλιώτη,  Η  εν  Neuilly  σύμβασις  της  ελληνοβουλγαρικής  μεταναστεύσεως  της  14/27  Νοεμβρίου  1919 και η εφαρμογή αυτής, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, 1969.  18

  LoN: 41/42889/11974 (19‐27) R 1660. 

19

  LoN: 41/42518/39348 (19‐27) R 1695. 

20

  LoN: 41/2736/449 (19‐27) R1614. 

21

  Ο έλληνας πρέσβης στη Σόφια ανέφερε στο Υπουργείο Εξωτερικών στις 23.12.24 ότι δέχτηκε σωρείαν καταγγελιών από  κατοίκους της Στενημάχου που ζούσαν σε διαρκή τρομοκρατία. Όταν μετέφερε τα παράπονα στις βουλγαρικές αρχές του  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           απάντησαν ότι ευθύνονταν «θερμοκέφαλοι ανεύθυνοι παράγοντες» (Ι.Α.Υ.Ε. 1923‐1925, Β/37,1).  22

  Περί της βουλγαρικής καταγγελίας και της ελληνικής απάντησης βλ. στο Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ/Τ/3,69. 

23

  LoN: 41/23173/23173 (19‐27) R 1684. Τις μειονοτικές εγγυήσεις της Συνθήκης του Νεϊγύ βλ. στο S. Ladas., The exchange  of minorities..., σελ. 39‐40.  24

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/22, αναφορά προξένου Φιλιππουπόλεως στις 9.1.28. 

25

  Λεπτομέρειες περί των βουλγαρικών δεσμεύσεων βλ. στο LoN: 41/ 39348/39348 (19‐27) R 1695. 

26

  Πλήρης κατάλογος των βουλγαρικών παραβιάσεων υπάρχει στο Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/5/ΧΙΙ και στο 1925, Γ/65αα. 

27

  ό.π. 

28

  Βλ. έκθεση της Μικτής Επιτροπής της 2.3.1925 στο LoN: 41/42987/ 39337 (19‐27) R 1695. 

29

  Ι.Α.Υ.Ε. 1925, Γ/63α/9, α.π. 17831. 

30

  Ι.Α.Υ.Ε. 1926, Γ/63/αα, α.π. 15699. 

31

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/5/ΧΙΙ, α.π. 3211. 

32

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/5/ΧΙΙ, α.π. 1479. 

33

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/5/ΧΙΙ, α.π. 1438. 

34

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/5/ΧΙΙ, α.π. 17211. 

35

  Stephen Ladas, The exchange of minorities..., σελ. 721. To κείμενο του Συμφώνου Καφαντάρη‐Μολώφ που ρύθμιζε τα  οικονομικά θέματα της ανταλλαγής βλ. στο LoN: C 135, No 2, 27‐29.  36

  Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/6/3/3, α.π. 460. 

37

  Το ποσό αυτό κανονικά θα έπρεπε να καταβληθεί στη Μικτή Επιτροπή και από αυτή να διανεμηθεί στους δικαιούχους.  Όμως, επειδή το έργο της Επιτροπής έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τις 31.12.31, δεν είχε χρόνο να φροντίσει αυτή η  ίδια για τη διανομή του ποσού στους δικαιούχους και μετεβίβασε τα ποσά στην ελληνική κυβέρνηση για τα περαιτέρω. Το  ελληνικό κράτος βέβαια δεν ήταν πολύ πρόθυμο να αποδώσει στους πρόσφυγες τα ποσά που τους αναλογούσαν από την  εκκαθάριση  των  κοινοτικών  τους  περιουσιών.  Οι  πρόσφυγες  έκαναν  επανειλημμένα  διαβήματα  προς  τις  εκάστοτε  κυβερνήσεις  προβάλλοντας  και  τη  σχετική  γνωμοδότηση  του  Διεθνούς  Δικαστηρίου  στις  31.7.31  που  διευκρίνιζε  ότι  «οι  μόνοι κατά την Σύμβασιν δικαιούχοι, οι δυνάμενοι να αξιούν την εις αυτούς διανομήν των κινητών, ως και της αξίας των  ακινήτων,  διαλυθείσης  κοινότητος,  είναι  τα  μεταναστεύσαντα  μέλη  της  Κοινότητος  αύτης»  (Ι.Α.Υ.Ε.  1935,  Α/6/3/3,  α.π.  460).  38

  Με βάση τις βουλγαρικές απογραφές το 1926, οι Έλληνες ήταν 13.391 και το 1934 9.601 (Κ. Κεντρωτής, «Βουλγαρία»,  σελ. 343). Φυσικά αυτά τα νούμερα, όπως και κάθε άλλη στατιστική μέτρηση της εποχής είναι αναξιόπιστα. Δίνουν όμως  κάποια εικόνα.  39

  Ι.Α.Υ.Ε. 1934, Β/69, α.π. 5472. 

40

  Δεδομένου ότι στη Βουλγαρία έμειναν όσοι δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς ή είχαν σημαντικά συμφέροντα, έπρεπε  να  βρουν  έναν  τρόπο  να  συμβιώσουν  με  τους  Βούλγαρους  και  να  επιζήσουν.  Γι'  αυτό  απέφευγαν  να  επισκέπτονται  την  πρεσβεία  και  τα  προξενεία  της  Ελλάδας  ώστε  να  μη  διωχθούν  για  αντιβουλγαρικά  αισθήματα  και  άλλαξαν  τα  ονόματά  Digitized by 10uk1s 

                                                                                                                                                                                           τους.  Δεδομένου  δε  ότι  οι  νέοι  ελάχιστα  ελληνικά  μιλούσαν  γιατί  πήραν  βουλγαρική  μόρφωση  αναγκαστικά,  άρχισαν  μοιραία  να  αφομοιώνονται  με  ταχείς  ρυθμούς.  Οι  ενθαρρυνόμενοι  από  το  βουλγαρικό  κράτος  γάμοι  με  Βούλγαρους  βοήθησαν πολύ την αφομοίωση αυτή.  41

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/22, έκθεση του προξένου Φιλιππουπόλεως προς την πρεσβεία Σόφιας στις 9.1.28. 

42

  Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/22, α.π. 826. 

43

  Οι έμποροι αυτοί ήταν οι εξής: Διαμαντούρος και Σταθάκης (εξαγωγείς δημητριακών και οσπρίων), Παρουσιάδης και  Παπασπυρόπουλος  (εξαγωγείς  δημητριακών  και  οσπρίων),  Φερεκίδης‐Αθανασιάδης‐Ζησιάδης  (έμποροι  αποικιακών,  χρωστικών  υλών  κ.λπ.),  Παπανδρέου  (έμπορος  ελαίων  και  σαπώνων),  Συμεωνίδης  (βιομήχανος  βαφεύς  νημάτων),  Τσουκάτος  και  Ανεμογιάννης  (βιομήχανοι  οινοπνευματωδών),  Ασπριώτης  (αντιπρόσωπος  εργοστασίων  της  Ευρώπης),  Κατινάκης  (έμπορος  εσπεριδοειδών),  Διονυσιάδης  (έμπορος  δημητριακών),  Νικολαΐδης  (μεσίτης),  Ζώτος  (μικρέμπορος),  Αφοί Ζολά (πράκτορες ατμοπλοϊκών εταιρειών) και Ιωάννου (καπνοβιομήχανος). Λεπτομέρειες βλ. στο Ι.Α.Υ.Ε. 1931, Α/6,  α.π.  14282.  Στην  υπόλοιπη  Βουλγαρία  υπήρχαν  οι  εξής  σημαντικές  βιομηχανικές  εγκαταστάσεις:  η  αλευροποιία  Μιχαήλ  και  τα  οινοπνευματώδη  του  κ.  Πλούτση  στη  Φιλιππούπολη,  το  εργοστάσιο  φυτικών  ελαίων  Α.  Παπαναστάσογλου  στη  Σόφια, η βιοτεχνία οινοπνευματωδών ποτών του Θ. Τσορμπατζάκου στο Παζαρτζίκ.  44

  Ι.Α.Υ.Ε. 1930‐1, Α/6/1, α.π. 6581. 

45

  Ι.Α.Υ.Ε. 1930‐1, Α/6/1, α.π. 7059. 

46

  Ι.Α.Υ.Ε. 1930‐1, Α/6/1, α.π. 2693. 

47

  Βλ. το αφιέρωμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία στον ελληνισμό της Βουλγαρίας στις 5, 7 και 8 Ιανουαρίου 1992. 

Digitized by 10uk1s 

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF