Kate Furnivall - Η ΡΩΣΙΔΑ ΠΑΛΛΑΚΙΔΑ

February 3, 2018 | Author: zinas | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

ΒΞΒΞ...

Description

Kate Furnivall Η Ρωσίδα παλλακίδα

1 Δεκέμβρης 1917 Το τρένο σταμάτησε βογκώντας. Η λαχανιασμένη μηχανή του έστειλε τον γκρίζο της καπνό ψηλά στον λευκό ουρανό και τα είκοσι τέσσερα φορτηγά βαγόνια πίσω της τραντάχτηκαν και κουτούλησαν το ένα πάνω στο άλλο καθώς φρενάριζαν ουρλιάζοντας πάνω στις γραμμές. Δυνατές διαταγές, χλιμιντρίσματα και ποδοβολητά αλόγων αντήχησαν στο παγωμένο τοπίο. «Γιατί σταματήσαμε;» ψιθύρισε στον άντρα της η Βαλεντίνα Φρίις. Η ανάσα της κρεμάστηκε ανάμεσα τους σαν κουρτίνα από πάγο. Μέσα στην απελπισία της, η Βαλεντίνα πίστεψε ότι μόνο ν’ ανασαίνει πια είχε δύναμη. Με μεγάλη προσπάθεια έσφιξε το χέρι του άντρα της. Ήθελε να τον νιώσει, να βεβαιωθεί πως ήταν ακόμη δίπλα της. Εκείνος κούνησε το κεφάλι. Το πρόσωπο του ήταν μελανιασμένο απ το κρύο, μια που με το παλτό του κρατούσε τυλιγμένο σφιχτά το παιδάκι που κοιμόταν στην αγκαλιά του. «Δεν ήρθε ακόμη το τέλος», είπε. «Ορκίσου το». Εκείνος χαμογέλασε στη γυναίκα του. Κόλλησαν και οι δυο στο σανιδένιο τοίχωμα του βαγονιού, προσπαθώντας να διακρίνουν ανάμεσα στις χαραμάδες. Όλοι γύρω τους έκαναν το ίδιο. Απελπισμένα μάτια, μάτια που είχαν δει ήδη πάρα πολλά, προσπαθούσαν να κοιτάξουν έξω. «Σκοπεύουν να μας σκοτώσουν», είπε ξερά ένας άντρας με γένια που καθόταν δίπλα στη Βαλεντίνα. Είχε βαριά γεωργιανή προφορά και το γούνινο σκουφί του ήταν κατεβασμένο μέχρι τ’ αυτιά. «Αλλιώς, γιατί σταμάτησαν εδώ, στη μέση του πουθενά;» «Παναγιά μου, προστάτεψε μας!» κλαψούρισε μια γριά, πεσμένη

καταγής. Φορούσε τόσο πολλές μαντίλες και εσάρπες που έμοιαζε σαν μικρός Βούδας, και ας ήταν πετσί και κόκαλο. «Όχι, μπάμπουσχα», ακούστηκε μια άλλη αντρική φωνή από την πίσω άκρη του βαγονιού. Εκεί τα ανοίγματα ανάμεσα στα χοντροκομμένα σανίδια ήταν μεγαλύτερα και άφηναν να μπαίνει φορτωμένος παγοκρύσταλλα ο αέρας της Σιβηρίας ανάβοντας φωτιά στα πνευμόνια τους. «Όχι. Μάλλον θα εμφανίστηκε ο στρατηγός Καρνίλοφ. Ξέρει ότι βρισκόμαστε σ’ αυτό το καταραμένο τρένο και ότι λιμοκτονούμε. Δεν θα μας αφήσει να πεθάνουμε. Είναι σπουδαίος αρχηγός». Ένα καταφατικό μουρμουρητό ακούστηκε μέσα στο βαγόνι, κάνοντας τα τραβηγμένα πρόσωπα και τα θαμπά μάτια να φωτιστούν από μια σπίθα ελπίδας. Ένα αγόρι με βρόμικα ξανθά μαλλιά που είχε πέσει σε μια άκρη, σηκώθηκε κι άρχισε να κλαίει από ανακούφιση. Καιρό είχε να ξοδέψει κάποιος ενέργεια για να κλάψει. «Προσεύχομαι στο Θεό να έχεις δίκιο», είπε ένας άντρας με βαθουλωμένα μάτια και ένα λεκιασμένο επίδεσμο στο κομμένο του χέρι. Τις νύχτες στον ύπνο του βογκούσε ασταμάτητα, αλλά τη μέρα καθόταν σιωπηλός, τσιτωμένος. «Πόλεμο έχουμε. Ο στρατηγός Λαβρ Καρνίλοφ δεν μπορεί να βρίσκεται παντού». «Κι εγώ σου λέω πως είναι εδώ, θα το δεις». «Αλήθεια λέει, Γιενς;» ρώτησε η Βαλεντίνα γυρίζοντας στον άντρα της. Ήταν μόλις είκοσι τεσσάρων χρόνων, μικροκαμωμένη και λεπτεπίλεπτη, αλλά είχε κάτι μαύρα αισθησιακά μάτια που, για μια στιγμή, μπορούσαν να κάνουν έναν άντρα να ξεχάσει το κρύο και την πείνα που του κατέτρωγαν τα σωθικά και το παιδί που του βάραινε τα χέρια. Ο Γιενς Φρίις ήταν δέκα χρόνια

μεγαλύτερος από τη γυναίκα του και φοβόταν για την ασφάλεια της, έτσι και έβλεπαν οι αχαλίνωτοι μπολσεβίκοι στρατιώτες το όμορφο πρόσωπο της. Έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. «Θα το μάθουμε σύντομα», είπε. Το αξύριστο πρόσωπο του με τα κόκκινα γένια έγδαρε τη Βαλεντίνα, ενώ την τύλιξε και η μυρωδιά του άπλυτου κορμιού του τα καλοδέχτηκε και τα δυο. Γιατί της έλεγαν πως δεν είχε πεθάνει, πως δεν είχε πάει στην κόλαση. Κι ας ήταν ολόιδιο με την κόλαση τούτο το βαγόνι. Στον ύπνο και στον ξύπνο της τη βασάνιζε ασταμάτητα η σκέψη πως το εφιαλτικό τους ταξίδι, χιλιάδες μίλια στα χιόνια και τον πάγο, θα κρατούσε για πάντα, μια αιωνιότητα, για να την τιμωρήσει που είχε αψηφήσει τους γονείς της. Ξαφνικά η μεγάλη συρόμενη πόρτα του βαγονιού άνοιξε με πάταγο και ακούστηκαν άγριες φωνές: «Φσε ις βαγκόνα! Μπίστρα!» Όλοι έξω από το βαγόνι! Αμέσως! Η Βαλεντίνα τυφλώθηκε από το φως. Ύστερα από το μισοσκόταδο του βαγονιού, η απεραντοσύνη του ουρανού που αντανακλούσε στο χιόνι της στέρησε την όραση. Πετάρισε τα μάτια για να τα καθαρίσει. Κι αυτό που είδε της πάγωσε την καρδιά. Μια ολόκληρη σειρά από τουφέκια, στραμμένα καταπάνω στους κουρελιασμένους ταξιδιώτες που κατέβαιναν απ το τρένο σφίγγοντας τα πανωφόρια τους. Ο Γιενς στράφηκε να βοηθήσει τη γριά για να κατέβει απ’ το βαγόνι, αλλά κάποιος την έσπρωξε από πίσω και εκείνη έπεσε με τα μούτρα στο χιόνι. Η γριά δεν έβγαλε άχνα. Ο στρατιώτης που είχε ανοίξει την πόρτα, την άρπαξε και την τίναξε όπως ο σκύλος τινάζει το κόκαλο. Η Βαλεντίνα και ο άντρας της κοιτάχτηκαν. Χωρίς να πουν λέξη,

κατέβασαν το παιδί τους από την αγκαλιά του Γιενς, το έκρυψαν με τα παλτά τους και προχώρησαν. «Μαμά.» ακούστηκε ένας ψίθυρος. Αν και ήταν μόλις πέντε χρόνων, είχε μάθει την αξία της σιωπής. «Σώπα, Λίντια», μουρμούρισε η Βαλεντίνα και έσκυψε να την κοιτάξει. Το μόνο που είδε ήταν ένα ζευγάρι γουρλωμένα κεχριμπαρένια μάτια σένα κατάχλομο πρόσωπο και κάτι ποδαράκια με μποτίνια που χάνονταν μέσα στο χιόνι. Κόλλησε πάνω στον άντρα της και το προσωπάκι εξαφανίστηκε, μα το χεράκι της μικρής έσφιγγε πάντα το δικό της. Ο Γεωργιανός είχε δίκιο. Πραγματικά βρίσκονταν στη μέση του πουθενά. Χιόνι μόνο και πάγος, και πότε πότε ένας μαύρος γυαλιστερός βράχος. Πέρα στο βάθος, μια συστάδα σκελετωμένων δέντρων θύμιζε πως ακόμη και εδώ μπορούσε να υπάρξει ζωή. Μα τούτο δω δεν ήταν μέρος για να ζήσει κανείς. Δεν ήταν μέρος για να πεθάνει κανείς. Οι καβαλάρηδες δεν θύμιζαν και πολύ στρατιώτες. Ούτε έμοιαζε κανείς τους με τους κομψούς αξιωματικούς που είχε συνηθίσει να βλέπει η Βαλεντίνα στις αίθουσες χορού και στις τρόικες της Πετρούπολης ή να πατινάρουν στον παγωμένο Νιέβα επιδεικνύοντας τις άψογες στολές και τους αψεγάδιαστους τρόπους τους. Τούτοι δω οι άντρες ήταν διαφορετικοί. Άσχετοι μ’ εκείνο τον κομψό κόσμο που είχε αφήσει πίσω της. Τούτοι δω οι άντρες ήταν εχθρικοί, επικίνδυνοι. Καμιά πενηνταριά, είχαν ακροβολιστεί κατά μήκος του τρένου, σβέλτοι και πειναλέοι σαν λύκοι. Φορούσαν ανόμοιες χλαίνες, άλλες γκρίζες και άλλες μαύρες, και ένας απ’ αυτούς μια σκούρα πράσινη. Όλοι τους όμως κρατούσαν ίδια μακρύκαννα τουφέκια και είχαν το ίδιο φανατισμένο βλέμμα, γεμάτο μίσος. «Μπολσεβίκοι.» μουρμούρισε ο Γιενς, καθώς τους έσπρωχναν να

γίνουν ομάδα, και κάποιοι γύρω τους προσεύχονταν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα. «Κατέβασε χαμηλά την κουκούλα σου και κρύψε τα χέρια σου». «Τα χέρια μου;» «Ναι». «Γιατί;» «Στο σύντροφο Λένιν αρέσει να είναι τα χέρια σημαδεμένα και άγρια απ’ αυτό που αποκαλεί τίμια δουλειά». Της έσφιξε προστατευτικά το μπράτσο. «Αγάπη μου, δεν νομίζω να συγκαταλέγεται σ’ αυτήν και το παίξιμο του πιάνου». Η Βαλεντίνα κατένευσε, κατέβασε την κουκούλα της βαθιά και έχωσε στην τσέπη το ελεύθερο χέρι της. Τα γάντια της, τα ωραία σουέντ γάντια της, είχαν σκιστεί τους μήνες που πέρασαν στα δάση, ταξιδεύοντας πεζή τις νύχτες, τρώγοντας σκουλήκια και λειχήνες. και δεν ήταν μόνο τα γάντια της που είχαν κουρελιαστεί. «Γιενς», είπε απαλά, «δεν θέλω να πεθάνω». Εκείνος κούνησε πεισματικά το κεφάλι και έδειξε οργισμένος τον ψηλό καβαλάρη, εκείνον με την πράσινη χλαίνη, που φαινόταν να είναι ο αρχηγός. «Αυτός πρέπει να πεθάνει, που οδηγεί τους χωρικούς σε τούτη τη μαζική παράκρουση που κομματιάζει τη Ρωσία. Κάποιοι σαν και αυτόν ανοίγουν τις πόρτες στην κτηνωδία, που την αποκαλούν δικαιοσύνη». Εκείνη τη στιγμή ο αξιωματικός κραύγασε μια διαταγή και μερικοί από τους άντρες του αφίππευσαν. Οι κάννες των τουφεκιών κοίταζαν κατάφατσα τους επιβάτες του τρένου και οι υποκόπανοι βροντοκόπησαν στις πλάτες τους. Καθώς το τρένο βαριανάσαινε μες στη σιωπηλή ερημιά, οι στρατιώτες έβαλαν το φορτίο του, τους εκατοντάδες πρόσφυγες, να σχηματίσουν κύκλο πενήντα μέτρα μακριά από τις γραμμές

του τρένου και ύστερα άρχισαν ν’ αδειάζουν τα βαγόνια από τα υπάρχοντα τους. «Μη, σας παρακαλώ, μη!» φώναξε ένας άντρας δίπλα στη Βαλεντίνα καθώς από ένα βαγόνι πέταξαν έναν μπόγο κουρελιασμένες κουβέρτες και ένα μικροσκοπικό καμινέτο. Στα μαγουλά του έτρεχαν δάκρυα. Η Βαλεντίνα άπλωσε το χέρι και του έσφιξε τον ώμο. Δεν υπήρχαν λόγια που μπορούσαν να βοηθήσουν. Γύρω της, έβλεπε μόνο πρόσωπα γκρίζα και τσιτωμένα. Μπροστά σε κάθε βαγόνι, τα λιγοστά υπάρχοντα των επιβατών γίνονταν μικροί σωροί πάνω στο χιόνι και οι στρατιώτες τους έβαζαν φωτιά με κάρβουνα που τα έφερναν από τη μηχανή και τα ράντιζαν με λίγη βότκα. Οι φλόγες καταβρόχθιζαν τα τελευταία ίχνη αυτοσεβασμού των ανθρώπων. Τα ρούχα τους, κουβέρτες, φωτογραφίες, κάποιες προσεκτικά φυλαγμένες εικόνες της Παναγίας, ακόμη και μια μικρογραφία του τσάρου Νικόλαου Β. Αποκαΐδια και στάχτες, όλα. «Είστε προδότες. Όλοι σας. Προδότες της πατρίδας σας». Η κατηγορία εκτοξεύτηκε από τον ψηλό αξιωματικό με την πράσινη χλαίνη. Παρόλο που δεν φορούσε διακριτικά εκτός από δύο σταυρωτά σπαθιά στον ψηλό σκούφο του, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτός ήταν ο αρχηγός. Καθόταν στητός σένα μεγαλόσωμο, δυνατό άλογο, που το ήλεγχε άνετα με τις φτέρνες του. Τα μάτια του ήταν μαύρα και ανυπόμονα, λες και τούτο το φορτίο των Λευκών Ρώσων ήταν ένας δυσάρεστος μπελάς γι’ αυτόν. «Κανείς σας δεν αξίζει να ζήσει», πρόσθεσε παγερά. Ένα βαθύ βογκητό ακούστηκε από το πλήθος που αναταράχτηκε σαστισμένο. Ο αξιωματικός ύψωσε τη φωνή του. «Μας εκμεταλλευτήκατε. Μας κακομεταχειριστήκατε.

Πιστεύατε πως δεν θα ερχόταν ποτέ κάποια στιγμή που θα έπρεπε να λογοδοτήσετε σε μας, στο λαό της Ρωσίας. Κάνατε λάθος. Ήσασταν τυφλοί. Πού είναι τώρα τα πλούτη σας; Πού είναι οι σπιταρόνες και τα ωραία σας άλογα; Ο τσάρος ξόφλησε και σας ορκίζομαι πως.» Μια φωνή υψώθηκε μέσα από το πλήθος. Μία και μόνη. «Ο Θεός να ευλογεί τον τσάρο! Ο Θεός να προστατεύει τους Ρομανόφ!» Της απάντησε ένας πυροβολισμός. Το τουφέκι του αξιωματικού είχε εκπυρσοκροτήσει και μια φιγούρα γκρεμίστηκε στο χιόνι λεκιάζοντας το. «Αυτός ο άντρας πλήρωσε για την προδοσία σας». Το περιφρονητικό του βλέμμα σάρωσε εχθρικά το κατάπληκτο πλήθος. «Εσείς και οι όμοιοι σας ήσασταν παράσιτα στη ράχη των εργατών που λιμοκτονούσαν. Δημιουργήσατε έναν κόσμο γεμάτο σκληρότητα και τυραννία, όπου οι πλούσιοι γύριζαν την πλάτη τους στο κλάμα των φτωχών. και τώρα εγκαταλείπετε την πατρίδα σας όπως τα ποντίκια το σκάνε απ’ το πλοίο που έχει πάρει φωτιά. Τολμάτε μάλιστα να παίρνετε μαζί σας και τα νιάτα της Ρωσίας». Έστριψε το άλογο του στο πλάι και απομακρύνθηκε από τα τρομαγμένα πρόσωπα. «Τώρα, θα παραδώσετε τα χρυσαφικά σας». Σένα του νόημα, οι στρατιώτες άρχισαν να περιφέρονται ανάμεσα στους κρατουμένους και ναρπάζουν συστηματικά όλα τους τα κοσμήματα, τα ρολόγια, τις ασημένιες ταμπακέρες, τα χρήματα, οτιδήποτε είχε κάποια αξία. Αυθάδικα χέρια χώνονταν κάτω από τα ρούχα τους, τις μασχάλες τους, μέσα στο στόμα τους, ακόμη και ανάμεσα στα στήθη των γυναικών, αναζητώντας τα προσεκτικά κρυμμένα αντικείμενα που θα βοηθούσαν τούτους τους ανθρώπους να επιβιώσουν. Από τη Βαλεντίνα πήραν το

σμαραγδένιο δαχτυλίδι που είχε κρυμμένο στο στρίφωμα του φουστανιού της, και από τον Γιενς το τελευταίο χρυσό φλουρί του που το είχε χωμένο στην μπότα του. Σαν τέλειωσαν όλα, το πλήθος απόμεινε σιωπηλό. Τώρα που τους είχαν κλέψει και την ελπίδα, κανείς τους δεν είχε φωνή. Πού και πού ακουγόταν μόνο κανένας λυγμός. Ο αξιωματικός ήταν ευχαριστημένος. Η έκφραση της αηδίας είχε χαθεί από το πρόσωπο του. Στράφηκε και έδωσε μια κοφτή διαταγή στον καβαλάρη που στεκόταν πίσω του. Αμέσως, μερικοί καβαλάρηδες άρχισαν να περιφέρονται ανάμεσα στο πλήθος χωρίζοντας το σε μικρότερες ομάδες, προκαλώντας μεγάλη αναταραχή. Η Βαλεντίνα έσφιξε το χεράκι που κρατούσε στη χούφτα της. Μια φωνούλα ξέφυγε από το παιδί όταν ένα μεγαλόσωμο καστανό άλογο όρμησε καταπάνω τους και οι σιδερένιες οπλές του χτύπησαν το έδαφος πολύ κοντά τους. «Μα τι κάνουν;» ρώτησε ψιθυριστά η Βαλεντίνα. «Παίρνουν τους άντρες. και τα παιδιά». «Αχ, όχι, Θεέ μου!» Ο Γιενς είχε δίκιο. Οι στρατιώτες αγνοούσαν τους γέρους και τις γυναίκες, όμως τους άλλους τους ξεχώριζαν και τους σαλαγούσαν μακριά. Αγωνιώδεις φωνές ξέσκιζαν την παγωμένη ερημιά και από την άλλη μεριά του τρένου ακούστηκε να ουρλιάζει ένας λύκος που τον είχε τραβήξει η μυρωδιά του αίματος. «Γιενς, μην τους αφήσεις να σε πάρουν! Ούτε τη μικρή!» ικέτεψε η Βαλεντίνα. «Μπαμπά;» ένα προσωπάκι εμφανίστηκε ανάμεσα τους. «Σώπα, αγάπη μου». Ένας υποκόπανος προσγειώθηκε στον ώμο του Γιενς καθώς εκείνος κουκούλωνε ξανά με το παλτό του το κεφάλι της κόρης του. Τρέκλισε, αλλά παρέτεινε όρθιος.

«Εσύ. Από κει, είπα!» Ο καβαλάρης έδειχνε σαν να γύρευε μια δικαιολογία για να τραβήξει τη σκανδάλη. Ήταν πολύ νέος. Πολύ νευρικός. Ο Γιενς δεν κουνήθηκε. «Δεν είμαι Ρώσος». Αργά, για να μην εκνευρίσει και άλλο το στρατιώτη, έχωσε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε το διαβατήριο του. «Βλέπεις;» πετάχτηκε βιαστικά η Βαλεντίνα. «Ο άντρας μου είναι Δανός». Ο στρατιώτης συνοφρυώθηκε, μη ξέροντας τι να κάνει. Ο διοικητής του όμως είχε κοφτερό βλέμμα και πρόσεξε αμέσως τι συνέβαινε. Σπιρούνισε το άλογο του, διέσχισε το πανικόβλητο πλήθος και ήρθε να σταθεί δίπλα του. «Γκραντένσκι, γιατί χασομεράς εδώ;» ρώτησε κοφτά. Η προσοχή του όμως δεν ήταν στραμμένη στο στρατιώτη αλλά στη Βαλεντίνα. Καθώς είχε σηκώσει το κεφάλι της για να μιλήσει στον καβαλάρη, η κουκούλα της είχε πέσει πίσω και είχε αποκαλύψει έναν καταρράκτη από μαύρα μακριά μαλλιά και ένα ψηλό μέτωπο με λευκή αψεγάδιαστη επιδερμίδα. Τόσους μήνες μες στην πείνα είχαν αδυνατίσει το πρόσωπο της και τώρα τα ζυγωματικά της ξεχώριζαν έντονα και τα μάτια της φάνταζαν τεράστια. Ο αξιωματικός ξεκαβαλίκεψε. Από κοντά έδειχνε πιο νέος, γύρω στα τριάντα. Τα μάτια του μόνο ήταν γερασμένα. Πήρε το διαβατήριο και το εξέτασε σύντομα, με το βλέμμα του να πετάει πότε στη Βαλεντίνα και πότε στον Γιενς. «Εσύ όμως», ρώτησε ξερά στη Βαλεντίνα, «είσαι Ρωσίδα;» Κάπου πίσω τους αντήχησαν πυροβολισμοί. «Γεννήθηκα Ρωσίδα, ναι», απάντησε εκείνη χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει προς τα κει απόπου ερχόταν η φασαρία. «Τώρα είμαι Δανή. Παντρεύτηκα Δανό». Ήθελε να πάει πιο κοντά στον άντρα της, να κρύψει καλύτερα το παιδί ανάμεσα τους, μα

δεν τολμούσε να κουνηθεί. Έσφιξε μονάχα πιο δυνατά το παγωμένο χεράκι μες στη χούφτα της. Χωρίς προειδοποίηση, το τουφέκι του αξιωματικού προσγειώθηκε στο στομάχι του Γιενς και εκείνος διπλώθηκε στα δυο μένα πονεμένο βογκητό. Ένα δεύτερο χτύπημα στο κεφάλι τον πέταξε στο χιόνι που βάφτηκε με αίμα. Η Βαλεντίνα έβγαλε ένα ουρλιαχτό. Την ίδια στιγμή το χεράκι που κρατούσε της ξέφυγε και είδε την κόρη της να ορμάει σαν αγριόγατα στα πόδια του αξιωματικού, να τον κλοτσάει και να τον δαγκώνει. Εκείνος άρχισε να κατεβάζει αργά τον υποκόπανο του όπλου του προς το κεφαλάκι της μικρής. «Μη!» ούρλιαξε η Βαλεντίνα και άρπαξε το παιδί στην αγκαλιά της. Άλλα χέρια όμως, πιο δυνατά, της το πήραν. «Μη, μη, μη!» συνέχισε να ουρλιάζει εκείνη. «Είναι Δανή! Δεν είναι Ρωσίδα!» «Ρωσίδα είναι», αποκρίθηκε ο αξιωματικός και τράβηξε το πιστόλι του. «Παλεύει σαν Ρωσίδα». και αδιάφορα, ακούμπησε την κάννη του όπλου του στο μέτωπο της μικρής. Εκείνη πάγωσε. Τα μάτια της πρόδιδαν το φόβο της μα το στόμα της έμεινε σφαλιστό. «Μην τη σκοτώσεις. Σε ικετεύω», παρακάλεσε η Βαλεντίνα. «Μην τη σκοτώσεις, σε ικετεύω. Θα. Θα κάνω οτιδήποτε, αν την αφήσεις να ζήσει». Ένα δυνατό βογκητό ακούστηκε από τον άντρα της που βρισκόταν ακόμη πεσμένος στο χιόνι. «Σε παρακαλώ», συνέχισε εκείνη να ικετεύει χαμηλόφωνα. Χωρίς να πάρει τα μάτια της από το πρόσωπο του αξιωματικού, ξεκούμπωσε το πάνω κουμπί του παλτού της. «Οτιδήποτε». Ο μπολσεβίκος διοικητής άπλωσε το χέρι και άγγιξε τα μαλλιά, το

μάγουλο, τα χείλη της. Η Βαλεντίνα κράτησε την ανάσα της. Ευχόταν να την ποθούσε. και για μια στιγμή κατάλαβε πως τον είχε του χεριού της. Εκείνος όμως είδε τους άντρες του που την κοίταζαν όλοι πεινασμένα, ελπίζοντας πως θα τη χαίρονταν και οι ίδιοι, και κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν το αξίζεις. Δεν θα το έκανα ούτε για να πάρω γλυκά φιλιά από τα ωραία σου χείλη. Όχι. Θα έχω πρόβλημα με τους άντρες μου». Ανασήκωσε τους ώμους. «Κρίμα!» Το δάχτυλο του σφίχτηκε στη σκανδάλη. «Άσε με να την εξαγοράσω», είπε με βιάση η Βαλεντίνα. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, κι η Βαλεντίνα ξανάπε: «Άσε με να εξαγοράσω και εκείνη και τον άντρα μου». Ο αξιωματικός γέλασε και οι άντρες του τον μιμήθηκαν. «Με τι;» «Μ’ αυτά». Η Βαλεντίνα έχωσε τα δάχτυλα της βαθιά στο λαρύγγι της και διπλώθηκε στα δυο καθώς το άδειο στομάχι της ξερνούσε χολή. Μαζί με τα κίτρινα υγρά που απλώθηκαν στο χιόνι βγήκαν και δυο μπαλάκια από μπαμπάκι, σαν φουντούκια. Μένα νεύμα του αξιωματικού, ένας γενειοφόρος στρατιώτης τα μάζεψε και του τα έδωσε. Η Βαλεντίνα τον πλησίασε. «Διαμάντια», είπε με περηφάνια. Εκείνος ξετύλιξε βιαστικά τα μπαλάκια μέχρι που έλαμψαν πάνω στο μαύρο γάντι του δυο πέτρες που άστραφταν σαν κομμάτια πάγου. Η Βαλεντίνα διάβασε στο πρόσωπο του την απληστία. «Ένα για την κόρη μου και ένα για τον άντρα μου», του είπε. «Μπορώ να στα πάρω έτσι και αλλιώς. Τα έχεις χάσει ήδη». «Το ξέρω». Εκείνος χαμογέλασε. «Πολύ καλά. Θα κάνουμε μια συμφωνία: επειδή εγώ έχω τα

διαμάντια και επειδή εσύ είσαι όμορφη, θα κρατήσεις το παλιόπαιδο σου». Πέταξε τη Λίντια στην αγκαλιά της Βαλεντίνας και εκείνη σφίχτηκε πάνω της σαν να θελε να χωθεί μέσα της. «Και τον άντρα μου», επέμεινε η Βαλεντίνα. «Τον άντρα σου θα τον κρατήσουμε εμείς». «Όχι, όχι, σε παρακαλώ.» Την ίδια στιγμή όμως ένα τείχος από άλογα άρχισε να σπρώχνει τις γυναίκες και τους γέρους ξανά πίσω στο τρένο. Μέσα στην αγκαλιά της Βαλεντίνας, η Λίντια άρχισε να ουρλιάζει: «Μπαμπά, μπαμπά!» Δάκρυα έτρεχαν στα αδύνατα μαγουλάκια της καθώς έβλεπε να σέρνουν μακριά το κορμί του. Της Βαλεντίνας δεν της είχαν απομείνει άλλα δάκρυα. Μέσα της υπήρχε μόνο ένα κενό, παγωμένο σαν την ερημιά που απλωνόταν γύρω της. Καθόταν στο βρόμικο δάπεδο του βαγονιού που άλλοτε κουβαλούσε ζώα, με την πλάτη ακουμπισμένη στον σανιδένιο τοίχο. Η νύχτα έμπαινε από τις χαραμάδες και ο αέρας ήταν τόσο παγερός, που όταν ανάσαινες πονούσες. Εκείνη όμως δεν το πρόσεχε. Δεν έβλεπε τίποτε, και ας είχε τα μάτια της ανοιχτά. Γύρω της, παντού, ένιωθε απτή την οδύνη. Το αγόρι με τα βρόμικα ξανθά μαλλιά δεν ήταν πια εκεί, το ίδιο και ο άντρας που ήταν τόσο σίγουρος ότι ο Στρατός των Λευκών είχε έρθει να τους ελευθερώσει. Οι γυναίκες έκλαιγαν για τους άντρες που τους πήραν, για τα παιδιά που τους έκλεψαν, και κοίταζαν με απροκάλυπτη ζήλια το μοναδικό παιδί που είχε απομείνει στο τρένο. Η Βαλεντίνα είχε τυλίξει σφιχτά το παλτό της γύρω από τα κορμιά τους, αλλά και πάλι ένιωθε την κόρη της να τρέμει. «Μαμά», ψιθύρισε η Λίντια, «θα ξανάρθει ο μπαμπάς;» «Όχι». Για εικοστή φορά έκανε η μικρή την ίδια ερώτηση, προσδοκώντας

ν’ αλλάξει η απάντηση. Μέσα στο σκοτάδι, η Βαλεντίνα ένιωσε το κορμάκι της να ριγεί. Πήρε το προσωπάκι της μέσα στις χούφτες της και είπε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της: «Εσύ και εγώ θα ζήσουμε. Η ζωή είναι το παν».

4 Τζαντσόου, Βόρεια Κίνα Ιούλιος 1928 Ο αέρας στην αγορά μύριζε καβαλίνα. Ο άντρας με το κρεμ λινό κοστούμι δεν ήξερε ότι τον παρακολουθούν και ότι κάποια μάτια βλέπουν την κάθε του κίνηση. Κρατούσε ένα κολλαρισμένο λευκό μαντίλι πάνω στη μύτη του και αναρωτιόταν για άλλη μια φορά γιατί, στο όνομα όλων των αγίων του κόσμου, είχε έρθει σε τούτο το καταραμένο μέρος. Στα σφιγμένα εγγλέζικα χείλη του διαγράφηκε απρόσμενα η υποψία ενός χαμόγελου. Μπορεί τούτος ο τόπος να ήταν καταραμένος, αλλά οι τοπικοί θεοί δεν τον ξεχνούσαν. Πένθιμος ήχος από μπρούντζινες καμπάνες άρχισε να κατρακυλάει από το ναό προς την πλατεία της αγοράς και να τρυπώνει απρόσκλητος στο κεφάλι του κάνοντας το να κουδουνίζει. Προσπαθώντας να εστιάσει κάπου αλλού την προσοχή του, διάλεξε από έναν πάγκο ένα πορσελάνινο μπολ και το ύψωσε προς το φως. Ήταν διάφανο σαν την ανάσα του δράκοντα, εύθραυστο σαν την καρδιά του άνθους του λωτού και φώλιαζε μες στη χούφτα του λες και ήταν φτιαγμένο για κει. «Πρώιμη δυναστεία των Τσινγκ», μουρμούρισε ευχαριστημένος. «Αγοράσεις;» Ο Κινέζος γυρολόγος με το λερό γκρίζο χιτώνιο τον κοίταζε με προσμονή και τα μαύρα του μάτια σπίθιζαν με ψεύτικα καλή διάθεση. «Αρέσει εσένα;» Ο Άγγλος έγειρε μπροστά προσέχοντας να μην ακουμπήσει το άψογο σακάκι του στον χοντροκομμένο πάγκο και ρώτησε με τέλεια ευγενικό ύφος: «Πες μου, πώς γίνεται εσείς οι Κινέζοι να κάνετε τα πιο τέλεια δημιουργήματα του κόσμου και ταυτόχρονα τις μεγαλύτερες βρομιές που έχω δει στη ζωή μου;» Με το ελεύθερο χέρι του έδειξε τα κορμιά που συνωστίζονταν

στην αγορά, το καραβάνι των μουλαριών που άνοιγε δρόμο με τα ιδρωμένα ζώα να κουβαλάνε όγκους αλατιού σκουντουφλώντας πάνω στους πάγκους με τα τρόφιμα κι αφήνοντας παντού τις καβαλίνες τους να ψηθούν κάτω από τον καυτό ήλιο. Ο βλογιοκομμένος μουλαράς μόρφαζε σαν μαϊμού από τη χαρά του που είχε φτάσει σώος στο Τζαντσόου, ενώ βρομούσε σαν γιακ. και ακόμη, οι κουτσουλιές που έπεφταν από τα εκατοντάδες κλουβιά με τα πουλιά δημιουργούσαν ένα στρώμα στο έδαφος και η μυρωδιά τους ανακατωνόταν με την μπόχα του ανοιχτού οχετού που έτρεχε στο πλάι της πλατείας. Δυο παιδιά με μακριές κοτσίδες κάθονταν δίπλα στον οχετό και μασουλούσαν ευτυχισμένα κάτι πράσινο και ζουμερό. Ένας Θεός ξέρει τι μπορεί να ήταν. Ο Θεός και οι μύγες, που σκέπαζαν τα πάντα. Ο Άγγλος στράφηκε ξανά στο γυρολόγο και επανέλαβε γεμάτος απελπισία: «Πώς τα καταφέρνετε;» Ο Κινέζος κοίταξε τον ψηλό φιχνκί, τον Ξένο Διάβολο, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε. Ωστόσο είχε υποσχεθεί στην καινούργια παλλακίδα του ένα ζευγάρι σατέν πασουμάκια, κοκκίνα και με κεντίδια, και δεν ήθελε να χάσει τον πελάτη. Κι έτσι, επανέλαβε μία από τις οχτώ αγγλικές λέξεις που ήξερε: «Αγοράσεις;» και πρόσθεσε γεμάτος προσδοκία: «Πολύ ωραίο». «Όχι». Ο Άγγλος ακούμπησε προσεκτικά το μπολ πλάι σε μια ασπρόμαυρη τσαγιέρα. «Όχι αγοράσεις». Στράφηκε να φύγει, αλλά τον πλεύρισε ευθύς ο διπλανός γυρολόγος. Ο χείμαρρος των λέξεων αυτής της καταραμένης γλώσσας που δεν μπορούσε να την κατανοήσει, αντηχούσε στα μεγάλα δυτικά αυτιά του σαν τις γάτες που καβγαδίζουν. Τούτη η αναθεματισμένη ζέστη θα φταίει, συλλογίστηκε. Έχει αρχίσει να με καταβάλλει. Σκούπισε το μέτωπο του με το μαντίλι, έβγαλε από την τσέπη το ρολόι του και το κοίταξε. Ώρα να πηγαίνει. Δεν

έπρεπε ναργήσει, είχε ραντεβού για φαγητό με τον Μπίνκι Φέντον στη Λέσχη Οδυσσέας. Αυτός ο γερο-Μπίνκι ήταν πολύ τυπικός, και καλά έκανε. Ξαφνικά ένιωσε ένα δυνατό πόνο στον ώμο. Ένα ρίκσο προσπαθούσε να περάσει στο στενό άνοιγμα ανάμεσα στους πάγκους. Τούτα τα καταραμένα πράγματα ήταν ατέλειωτα! Δεν έπρεπε να τους επιτρέπουν να κυκλοφορούν έτσι. Γύρισε ναγριοκοιτάξει τον επιβάτη του ρίκσο, αλλά το ύφος του μαλάκωσε αμέσως. Μέσα στο αμαξάκι καθόταν στητή μια λεπτή και όμορφη Κινέζα με μενεξεδί κιμονό. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της κατηφόριζαν σαν μεταξωτός μανδύας μέχρι χαμηλά στη ράχη της και πίσω από το ένα της αυτί είχε στερεωμένη μένα σεντεφένιο χτενάκι μια κρεμ ορχιδέα. Τα μάτια της δεν τα έβλεπε, γιατί τα είχε χαμηλωμένα σεμνά, το πρόσωπο της όμως ήταν ένα τέλειο οβάλ. Η επιδερμίδα της ήταν υπέροχη, σαν το πορσελάνινο μπολ που κρατούσε νωρίτερα στα χέρια του. Μια άγρια φωνή τον έκανε να προσέξει τον κουλή που έσερνε το ρίκσο, όμως έστρεψε αμέσως αλλού τη ματιά του αηδιασμένος. Ο άνθρωπος αυτός φορούσε μόνο κάτι σαν σαρίκι στο κεφάλι και ένα λερό πανί γύρω από τη μέση και τα απόκρυφα του. Ο τρόπος που έδειχναν γυμνά τα κορμιά τους αυτοί οι ιθαγενείς ήταν αηδιαστικός. Ο Άγγλος έφερε το μαντίλι του στη μύτη του. Άσε το πώς μυρίζουν. Θεέ και Κύριε, πώς τα καταφέρνουν και ζουν με τέτοια οσμή; Το στριγκό ουρλιαχτό μιας χάλκινης τρομπέτας τον έκανε ξαφνικά να τιναχτεί, τσακίζοντας εντελώς τα νεύρα του. Οπισθοχώρησε και έπεσε πάνω σε μια Ευρωπαία κοπελίτσα που στεκόταν πίσω του. «Ζητώ συγγνώμη, δεσποινίς». Ανασήκωσε τον παναμά του απολογούμενος. «Συγχωρήστε την αδεξιότητα μου. Με ξάφνιασε

αυτός ο χυδαίος ήχος». Η κοπελίτσα φορούσε ένα μπλε μαρέν φόρεμα και ένα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο που της έκρυβε τα μαλλιά και της σκίαζε το πρόσωπο, αλλά ο Άγγλος αποκόμισε τη σαφή εντύπωση ότι η μικρή γελούσε μαζί του, μια που η τρομπέτα δεν ήταν τίποτε άλλο από τον τρόπο που ανήγγελλε την άφιξη του ένας ακονιστής. Ο Άγγλος τη χαιρέτησε ψυχρά και απομακρύνθηκε. Δεν έπρεπε να γυρίζει στους δρόμους χωρίς συνοδό τούτη η μικρή. Το βλέμμα του έπεσε πάνω σένα σκαλιστό αγαλματάκι του Σουν Γου-κονγκ, του μάγου-πίθηκου θεού, και έτσι δεν κάθισε ναναρωτηθεί τι γύρευε μόνη της μια νεαρή λευκή σε τούτη την κινέζικη αγορά με τόση κοσμοπλημμύρα. Τα χέρια της Λίντιας ήταν σβέλτα και το άγγιγμα τους απαλό. Μπορούσε να κλέψει ακόμη και το χαμόγελο του Βούδα χωρίς να την πάρει είδηση. Απομακρύνθηκε μέσα στο πλήθος χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της. Αυτό ήταν το δυσκολότερο. Με το ζόρι κρατιόταν να μην κοιτάξει για να βεβαιωθεί πως δεν την είχαν προσέξει. Με το ένα χέρι χωμένο στην τσέπη της, έσκυψε κάτω από το κοντάρι ενός νερουλά και κίνησε προς τη σκαλιστή πύλη που σημάδευε την είσοδο της αγοράς. Πάγκοι φορτωμένοι με ψάρια και λαχανικά υπήρχαν και από τις δυο μεριές του δρόμου που στένευε, και ο συνωστισμός γινόταν μεγαλύτερος. Εκεί ένιωθε πιο ασφαλής. Το στόμα της όμως είχε στεγνώσει. Έγλειψε τα χείλη της και ρισκάρισε μια σύντομη ματιά προς τα πίσω. Χαμογέλασε. Το κρεμ κοστούμι ήταν ακριβώς εκεί που το είχε αφήσει, ο Άγγλος έσκυβε πάνω από έναν πάγκο και αεριζόταν με το καπέλο του. Το κοφτερό βλέμμα της κοπελίτσας εντόπισε ένα Κινεζάκι με χοντροφτιαγμένες μπλε πιτζάμες να

στέκεται πίσω του και να τον κοιτάζει με νόημα. Ο άντρας δεν το είχε πάρει είδηση. Από στιγμή σε στιγμή όμως μπορεί να ήθελε να κοιτάξει το ρολόι του. Έτσι έκανε και όταν τον σταμπάρισε η μικρή. Ο ανόητος Αναστέναξε ευχαριστημένη, και δεν ήταν μόνο επειδή είχε βουτήξει κάτι καλό. Το θέαμα της πολυάνθρωπης αγοράς μπροστά της την ενθουσίαζε. Λάτρευε την ενεργητικότητα που βασίλευε εκεί, το πηγαινέλα, τις φωνές, τα χρώματα. Από πάνω οι στέγες κυμάτιζαν προς τον ουρανό, με τις άκρες τους ανασηκωμένες σαν να προσπαθούσαν ναγκιστρώσουν τον άνεμο, και από κάτω οι άνθρωποι με φαρδιά πολύχρωμα ρούχα να παζαρεύουν κόκκινες καραβίδες και πράσινα φύτρα. Λες και οι μυρωδιές αυτού του μέρους είχαν μπει μέσα στο αίμα της και κυλούσαν μαζί του. Καμιά ομοιότητα με τον Διεθνή Συνοικισμό. Για τη Λίντια, εκεί φορούσαν σφιχτούς κορσέδες με μπανέλες όχι μόνο στα κορμιά τους αλλά και στα μυαλά τους. Προχώρησε γρήγορα. Όχι πολύ όμως. Δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή κανενός. Παρόλο που δεν ήταν ασυνήθιστη η παρουσία ξένων στις αγορές των ντόπιων, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι μονάχο του σίγουρα ήταν. Έπρεπε να είναι προσεκτική. Μπροστά της απλωνόταν ο φαρδύς λιθόστρωτος δρόμος που έβγαζε στον Διεθνή Συνοικισμό, όπου και θα την αναζητούσε το κρεμ κοστούμι έτσι και αντιλαμβανόταν τι είχε συμβεί. Η Λίντια όμως είχε άλλα σχέδια και έστριψε απότομα δεξιά. Έπεσε πάνω σ’ έναν αστυφύλακα. «Όλα εντάξει, δεσποινίς;» Η καρδιά της βροντοχτύπησε. «Μάλιστα». Ήταν νέος, και Κινέζος. Ένας από τους δημοτικούς αστυφύλακες

που περιπολούσαν περήφανα με την κομψή ναυτική στολή τους και την ολόλευκη ζώνη. Την κοίταζε με περιέργεια. «Χάθηκες μήπως; Νεαρές κυρίες όχι έρχονται εδώ. Όχι κατάλληλο μέρος». Η Λίντια κούνησε το κεφάλι και του χάρισε το πιο γλυκό της χαμόγελο. «Έχω ραντεβού εδώ με την χμά μου, την νταντά μου». .Αμα έπρεπε ξέρει καλύτερα», αποκρίθηκε εκείνος και συνοφρυώθηκε. «Όχι καλό. Καθόλου καλό». Μια θυμωμένη κραυγή αντήχησε ξαφνικά από την αγορά και ο αστυφύλακας έχασε το ενδιαφέρον του για τη Λίντια που ήταν έτοιμη να το βάλει στα πόδια. Τη χαιρέτησε φέρνοντας το χέρι στο γείσο του και έφυγε βιαστικά προς την πλατεία. Την ίδια στιγμή η Λίντια όρμησε σε κάποια απότομα σκαλοπάτια και πέρασε κάτω από την πέτρινη αψίδα με τα τέσσερα μεγάλα πέτρινα λιοντάρια που σημάδευαν την καρδιά της παλιάς περιτοιχισμένης κινέζικης πόλης. Δεν τολμούσε να έρθει συχνά εδώ, αλλά σε κάτι τέτοιες περιστάσεις άξιζε το ρίσκο. Εδώ ήταν ένας κόσμος όλο σκοτεινά σοκάκια και ακόμη πιο σκοτεινά μίση. Γλιστερά λιθόστρωτα και ποδοπατημένα λαχανικά. Στα μάτια της κοπέλας, τα κτίρια έκρυβαν μυστικά και μυστήριους ψιθύρους πίσω από τους τοίχους τους, πότε ψηλούς και πότε χαμηλούς, σε αλλόκοτες γωνιές, πλάι σε τεϊοποτεία με κυματοειδείς στέγες και βεράντες με χαρούμενα χρώματα. Τα γκροτέσκα πρόσωπα κάποιων αλλόκοτων θεών, θρονιασμένοι καθώς ήταν σε απρόσμενες εσοχές, την κοίταζαν κοροϊδευτικά. Δίπλα της περνούσαν άντρες φορτωμένοι με σακιά και γυναίκες που κουβαλούσαν τα μωρά τους. Την κοίταζαν εχθρικά, της έλεγαν πράγματα που δεν τα καταλάβαινε. Συνέχεια όμως άκουγε

τη λέξη φανκί, Ξένος Διάβολος, που την έκανε νανατριχιάζει. Σε μια γωνιά, μια γριά ντυμένη με κουρέλια ζητιάνευε απλώνοντας ένα κοκαλιάρικο χέρι σαν αρπάγη και το αργασμένο πρόσωπο της μουσκεμένο στα δάκρυα. Ήταν μια εικόνα που η Λίντια έβλεπε συχνά τούτες τις μέρες, ακόμη και στους δρόμους του Διεθνούς Συνοικισμού, αλλά δεν μπορούσε να τη συνηθίσει. Την τρόμαζαν τούτοι δω οι ζητιάνοι. Της προκαλούσαν πανικό. Της προκαλούσαν εφιάλτες ότι ήταν και εκείνη μια από δαύτους, μες στους οχετούς. Μονάχη της, μόνο με σκουλήκια για φαγητό. Κατέβασε το κεφάλι και άνοιξε το βήμα. Μόνο σαν έφτασε στην οδό των Χαλκωματάδων ανάσανε κάπως πιο ήρεμα και το σφίξιμο στο στομάχι της χαλάρωσε. Κάθε φορά που έκλεβε κάτι, ένιωθε αυτόν το φόβο. Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στην πλάτη της, προσπάθησε όμως να πείσει τον εαυτό της πως ήταν από τη ζέστη. Έριξε μια ματιά στον ασπρουλιάρικο ουρανό και κίνησε για το μαγαζί του κυρίου Λιου. Μπροστά στο μαγαζί υπήρχε μια ετοιμόρροπη βεράντα. Η είσοδος ήταν στενή και σκοτεινή, αλλά η μικρή βιτρίνα έλαμπε χαρούμενα μέσα στη σκαλιστή κόκκινη κορνίζα της. Η Λίντια ήξερε πως οι Κινέζοι έδιναν μεγάλη σημασία στη βιτρίνα. Εκείνα όμως που γίνονταν πίσω από αυτή τη δημόσια εικόνα, ήταν μια πολύ ιδιωτική υπόθεση. Δεν ήξερε τι ώρα είναι, αλλά στα σίγουρα το διάλειμμα για το γεύμα είχε τελειώσει. Ο κύριος Τέο θα θύμωνε μαζί της που θαργούσε να γυρίσει στο μάθημα, μπορεί και να της έδινε καμιά με το χάρακα. Καλύτερα να βιαστεί. Δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει όμως καθώς άνοιγε την πόρτα του μαγαζιού. Μπορεί να ήταν μονάχα δεκαπέντε χρόνων, αλλά ήξερε καλά ότι αν προσπαθούσε να κλείσει βιαστικά μια συμφωνία μέναν Κινέζο θα ήταν εξίσου γελοίο με το να

προσπαθούσε να μετρήσει τα περιστέρια που πετούσαν πάνω από τις στέγες του Τζαντσόου. Μέσα το φως ήταν ελάχιστο και τα μάτια της Λίντιας χρειάστηκαν λίγο χρόνο για να προσαρμοστούν. Άρωμα γιασεμιού, δροσερό και αναζωογονητικό, πλανιόταν στον αέρα. Το θέαμα ενός μαύρου τραπεζιού μένα μπολ τηγανισμένα φιστίκια της θύμισε ότι δεν είχε φάει τίποτε από το πρωί, εκτός από μια κουταλιά νερουλό ρυζόγαλο. Πίσω από μια δρύινη προθήκη εμφανίστηκε ένας άντρας σαν κλαράκι, ντυμένος με μια μακριά καφετιά ρόμπα. Το πρόσωπο του ήταν ρυτιδωμένο σαν τσόφλι καρυδιού και από το σαγόνι του κρεμόταν ένα μακρύ γένι. Τα μαλλιά του τα είχε χτενισμένα με τον παλιό τρόπο των Μαντσού, σε μια κοτσίδα που κατέβαινε σαν γκρίζο φίδι χαμηλά στην πλάτη του. Τα μάτια του ήταν μαύρα και πονηρά. «Καλώς ήρθες, δεσποινίς, στο ταπεινό μου κατάστημα. Η ανάξια καρδιά μου χαίρεται που σε ξαναβλέπει». Υποκλίθηκε ευγενικά και η Λίντια του το ανταπέδωσε. «Ήρθα εδώ επειδή σε όλο το Τζαντσόου λένε πως μόνο ο κύριος Λιου καταλαβαίνει την ωραία τέχνη», του είπε ευγενικά. «Με τιμάς, δεσποινίς». Ο Κινέζος χαμογέλασε ευχαριστημένος και έδειξε το χαμηλό τραπέζι στη γωνία. «Κάθισε, σε παρακαλώ, να πάρεις κάτι να δροσιστείς. Οι καλοκαιρινές βροχές αργούν φέτος. Οι θεοί είναι μάλλον θυμωμένοι μαζί μας και μας ψήνουν. Κάθισε να σου φέρω ένα φλιτζάνι τσάι γιασεμιού να δροσιστείς». «Σ’ ευχαριστώ, κύριε Λιου. Θα το ήθελα πολύ». Η Λίντια κάθισε σένα σκαμνί από μπαμπού και μόλις ο Κινέζος της γύρισε την πλάτη, έχωσε στο στόμα της ένα φιστίκι και έπειτα βάλθηκε να χαζεύει το μαγαζί, ενώ εκείνος της ετοίμαζε το τσάι πίσω από ένα παραβάν στολισμένο με παγόνια από

ελεφαντόδοντο. Το μαγαζί ήταν σκοτεινό και μυστηριώδες, με τα σκονισμένα ράφια του φορτωμένα με τόσο πολλά αντικείμενα, ώστε λύγιζαν από το βάρος. Φίνες πορσελάνες Τζιανγκσί, ηλικίας εκατοντάδων χρόνων, υπήρχαν δίπλα στο πιο μοντέρνο ραδιόφωνο από γυαλιστερό κρεμ βακελίτη. Πάπυροι με λεπτοκαμωμένες ζωγραφιές κρέμονταν από ένα τρομερό σπαθί των Μποξέρ και από πάνω τους ένα αλλόκοτα συνεστραμμένο δέντρο από χαλκό έδειχνε να φυτρώνει από το κεφάλι ενός χαμογελαστού πιθήκου. Απέναντι, δύο γερμανικά αρκουδάκια ακουμπούσαν πάνω σε μια σειρά από μεταξωτά ημίψηλα, χειροποίητα προϊόντα της οδού Τζέρμιν του Λονδίνου. Ένα παράξενο πράγμα από ξύλο και μεταλλικά ελατήρια ήταν ακουμπισμένο δίπλα στην πόρτα, κι η Λίντια άργησε λίγο για να καταλάβει πως επρόκειτο για ψεύτικο πόδι. Ο κύριος Λιου ήταν ενεχυροδανειστής. Αγόραζε και πουλούσε τα όνειρα των ανθρώπων, και λάδωνε τους τροχούς της καθημερινής ύπαρξης. Η Λίντια άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο βάθος του μαγαζιού. Εκεί της άρεσε να χαζεύει περισσότερο: την απαστράπτουσα σειρά από βραδινά φορέματα και γούνες, που έκαναν την καρδιά της να σκιρτάει από λαχτάρα. Κάποια μέρα, υποσχόταν στον εαυτό της, τα πράγματα θάλλαζαν. Τότε θαγόραζε δεν θα πουλούσε. Θα ερχόταν μένα σάκο δολάρια και θα έπαιρνε τέτοια ρούχα. Θα πήγαινε ύστερα να τα ρίξει στους ώμους της μητέρας της και θα της έλεγε: «Κοίταξε, μαμά. δες πόσο όμορφη είσαι έτσι. Τώρα είμαστε ασφαλείς. Χαμογέλασε ξανά». και τότε η μητέρα της θα γελούσε με την ψυχή της και θα ήταν ευτυχισμένη. Έφαγε άλλα δυο φιστίκια και άρχισε να χτυπάει ανυπόμονα τα πλακάκια με το μαύρο της παπούτσι.

Αμέσως, ο κύριος Λιου εμφανίστηκε μένα δίσκο στα χέρια και ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, ενώ το βλέμμα του παρακολουθούσε τα πάντα. Ακούμπησε στο τραπέζι δυο μικρά φλιτζάνια χωρίς χερούλι, λεπτά σαν το τσόφλι του αυγού, μαζί με μια πήλινη τσαγιέρα που έδειχνε πολύ παλιά. Σιωπηλά, ο γέρος γέμισε τα φλιτζανάκια. Το άρωμα του γιασεμιού που αναδύθηκε από το ζεστό τσάι ανακούφισε πραγματικά τη Λίντια και την έκανε να ξεχάσει τη ζέστη. Της ήρθε νακουμπήσει το απόκτημα της στο τραπέζι και να τελειώνει, ήξερε όμως πως δεν γίνονται έτσι τα πράγματα. Τώρα θα φλυαρούσαν. «Αλήθεια», ρώτησε ο κύριος Λιου, «πώς πήγε ο θερινός χορός στο Μακένζι Χολ;» «Α, θαυμάσια. Έπρεπε να ήσουν εκεί να δεις τα υπέροχα αυτοκίνητα και τα θαυμάσια κοσμήματα. Θα σου άρεσαν πολύ τα κοσμήματα». «Χαίρομαι όταν μαθαίνω πως τα πολλά έθνη που κυβερνούν τούτη την ανάξια γωνιά της Κίνας μπορούν να βρίσκονται πού και πού όλα μαζί χωρίς ναρπάζουν το ένα το άλλο απ’ το λαρύγγι». Η Λίντια έβαλε τα γέλια. «Ε, στα τραπέζια που παίζανε χαρτιά υπήρχαν πολλές φιλονικίες», είπε. Ο κύριος Λιου έσκυψε μια ιδέα. «Ποιο ήταν το θέμα;» «Νομίζω πως.» Σταμάτησε επίτηδες και ρούφηξε την τελευταία γουλιά από το τσάι της, για να του εξάψει και άλλο την περιέργεια. «Κάτι σχετικό με τον ερχομό και άλλων σιχ από την Ινδία. Βλέπεις, θέλουν να ενισχύσουν τη δημοτική αστυνομία». «Γιατί, περιμένουν τίποτε φασαρίες;» «Ο διοικητής Λακόκ, ο αρχηγός της αστυνομίας μας, λέει πως το

μέτρο είναι προληπτικό, επειδή γίνονται πολλές λεηλασίες στο Πεκίνο και επειδή έρχονται στον Διεθνή Συνοικισμό πάρα πολλοί δικοί σας γυρεύοντας τροφή». «Αχ, αχ. πραγματικά ζούμε σε τρομερές εποχές. Ο θάνατος έγινε εξίσου συνηθισμένος με τη ζωή. Σιτοδεία και πείνα παντού». Άφησε τη σιωπή να πέσει ανάμεσα τους, σαν το βότσαλο στη λίμνη. «Μπορείς να μου εξηγήσεις, σ εμένα τον ανόητο, δεσποινίς, πώς και μια τόσο μικρή κοπέλα σαν εσένα ήταν καλεσμένη στον μεγάλο θερινό χορό;» Η Λίντια κοκκίνισε. «Η μητέρα μου», είπε μένα αγέρωχο ύφος, «ήταν η καλύτερη πιανίστρια σε όλη τη Ρωσία. Έπαιζε ακόμη και για τον τσάρο στα Χειμερινά Ανάκτορα. Τώρα, τη γυρεύουν όλοι στο Τζαντσόου και εγώ τη συνοδεύω». «Α!» Ο Κινέζος έσκυψε το κεφάλι με σεβασμό. «Τώρα καταλαβαίνω». «Πάντως, όσο πιο πολύς κόσμος έρχεται εδώ, τόσο πιο καλά θα πηγαίνει η δουλειά σου», είπε η Λίντια. «Αχ! Με λυπεί που θα σε διαψεύσω. Η δουλειά πάει πολύ άσχημα. Αυτός ο γιος του φιδιού, ο Φενγκ Του Χονγκ, ο επικεφαλής του νέου Συμβουλίου, έχει βαλθεί να μας κάνει όλους ζητιάνους». «Πώς, αυτό;» «Ζητάει υπερβολικούς φόρους απ’ όλα τα μαγαζιά. μας πίνει το αίμα. Γι’ αυτό δεν μεκπλήσσει που ακούω ότι τις νύχτες οι νεαροί κομμουνιστές κολλάνε, παντού τις αφίσες τους. Χθες αποκεφάλισαν άλλους δυο στην πλατεία. Δύσκολοι καιροί, δεσποινίς μου, δύσκολοι. Με το ζόρι βρίσκω μερικά ψίχουλα για να ταίσω τον εαυτό μου και τους ανάξιους γιους μου. Αχ! Η δουλειά πάει άσχημα, πολύ άσχημα». Η Λίντια κατάφερε να παραμείνει σοβαρή.

«Λυπάμαι, κύριε Λιου. Σου έφερα όμως κάτι που θα κάνει ξανά τη δουλειά σου να προκόψει». Έβγαλε από την τσέπη το απόκτημα της και το ακούμπησε στο εβένινο τραπέζι, και εκείνο έλαμψε σαν την πανσέληνο. Το ρολόι ήταν όμορφο. Τα σκαλιστά καπάκια του κι η χοντρή ασημένια αλυσίδα μύριζαν χρήμα. Η Λίντια κοίταξε προσεκτικά τον κύριο Λιου. Το πρόσωπο του παρέμεινε ανέκφραστο, αλλά από τα μάτια του πέρασε μια αστραπή απληστίας. Κοίταξε όμως αλλού και ήπιε άλλη μια γουλιά τσάι. Η Λίντια ήταν προετοιμασμένη για τα κόλπα του, γιατί τα ήξερε καλά. Περίμενε. Επιτέλους, ο Κινέζος πήρε το ρολόι, έβγαλε από τον κόρφο του ένα μεγεθυντικό φακό και το επιθεώρησε προσεκτικά. Άνοιξε το μπροστινό ασημένιο καπάκι και ύστερα τα δύο πίσω, μουρμουρίζοντας στα μανδαρίνικα και χαϊδεύοντας το. Ύστερα από αρκετά λεπτά, το άφησε πάλι στο τραπέζι. «Έχει κάποια αξία», είπε αδιάφορα, «μα όχι και τόσο μεγάλη». «Εγώ πιστεύω πως η αξία του δεν είναι μικρή». «Α, μα οι καιροί είναι δύσκολοι. Ποιος έχει λεφτά για τέτοια πράγματα όταν δεν υπάρχει φαγητό στο τραπέζι;» «Είναι εξαιρετική δουλειά». Ο κύριος Λιου σήκωσε το δάχτυλο και χάιδεψε το γένι του. «Ε, δεν είναι άσχημο. Λίγο τσάι ακόμη;» Παζάρεψαν δέκα λεπτά μ’ αυτό τον τρόπο. Κάποια στιγμή, η Λίντια σηκώθηκε και έβαλε το ρολόι στην τσέπη της «Τετρακόσια δολάρια ακατέβατα», είπε. «Θα πεινάσει η οικογένεια μου!» «Λυπάμαι». Ο Κινέζος κούνησε το κεφάλι, τόσο δυνατά που η κοτσίδα πήγε πέρα-δώθε.

«Τέλος πάντων, παρότι θα μείνω μια βδομάδα νηστικός. Τετρακόσια». Η Λίντια συμφώνησε. Ήταν χαρούμενη. Διέσχισε τρέχοντας σχεδόν την παλιά πόλη, ενώ στο μυαλό της στριφογύριζαν όλα τα ωραία πράγματα που θ’ αγόραζε: πρώτα απ’ όλα μια σακούλα ζαχαρωμένα βερίκοκα και, ναι, ένα ωραίο μεταξωτό φουλάρι για τη μητέρα της και ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια για την ίδια γιατί τούτα δω ήταν χάλια, και ίσως. Ο δρόμος μπροστά της ήταν μπλοκαρισμένος. Ήταν το απόλυτο χάος, και στην καρδιά του υπήρχε μια μεγάλη μαύρη Μπέντλεϊ. Το αυτοκίνητο είχε φρακάρει στους δρόμους που ήταν φτιαγμένοι για μουλάρια και χειράμαξες. Το θέαμα ήταν τόσο αλλόκοτο, που για μια στιγμή της Λίντιας της φάνηκε πως ήταν της φαντασίας της. Σαν είδε όμως το πρόσωπο του επιβάτη που σκυλόβριζε τον ιθαγενή οδηγό του, χώθηκε αμέσως σένα πλαϊνό σοκάκι. Δεν ήταν άλλος από τον σερ Έντουαρντ Καρλάιλ, το λόρδο κυβερνήτη του Διεθνούς Συνοικισμού του Τζαντσόου. Τι στην οργή γύρευε εδώ; Ακριβώς για ν’ αποφεύγει το συναπάντημα με λευκά πρόσωπα που τα χρησιμοποιούσαν οι Κινέζες μανάδες σαν μπαμπούλα στα παιδιά τους- ερχόταν εδώ η Λίντια και διακινδύνευε μέσα στην κινέζικη περιοχή. Ήταν πολύ επικίνδυνο να προσπαθήσει να πουλήσει στο Συνοικισμό ότι αποκτούσε με εγκληματικό τρόπο. Η αστυνομία έκανε συνέχεια επιδρομές στα μαγαζιά με τα αναμνηστικά και στα ενεχυροδανειστήρια, παρά τις δωροδοκίες που έπεφταν βροχή από παντού. Κάμσο τα έλεγαν. Έτσι γίνονταν οι δουλειές εδώ πέρα, αυτό το ήξεραν όλοι. Η Λίντια κοίταξε γύρω της το σοκάκι στο οποίο είχε χωθεί. Πιο πολύ με διάδρομο έμοιαζε παρά με δρόμο. Ήταν τόσο στενό, που ο ήλιος δεν το έφτανε. Ανατρίχιασε ολόκληρη. και η ανησυχία της

έγινε ακόμη πιο μεγάλη όταν είδε να έρχεται από την άλλη άκρη ένας άντρας με φαρδύ ψάθινο καπέλο από αυτά που φορούσαν οι κούληδες, σπρώχνοντας μια χειράμαξα φορτωμένο με χόρτα και χώμα. Το τρίξιμο του ήταν ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν. Γιατί ήταν τόσο σιωπηλά; Κοίταξε δεξιά και αριστερά, και τότε είδε μια γυναίκα να στέκεται στο κατώφλι ενός ετοιμόρροπου σπιτιού και να της κάνει νοήματα. Το πρόσωπο της ήταν βαμμένο όπως τα πρόσωπα εκείνων των γυναικών που η φίλη της η Πόλι αποκαλούσε Κυρίες της Απ’ όλαυσης: παχιά μαύρη μπογιά γύρω από τα μάτια, πρόσωπο καλυμμένο με λευκή πούδρα και για χείλη, μια κόκκινη γραμμή σαν μαχαιριά. Ούτε ήταν τόσο νέα όσο ήθελε να δείχνει. Το δάχτυλο με το κατάκόκκινο νύχι εξακολουθούσε να καλεί τη Λίντια. Το κορίτσι δίστασε και έτριψε τα χείλη της με το χέρι, όπως έκανε πάντα όταν αναστατωνόταν. Δεν έπρεπε να έρθει εδώ κάτω, και μάλιστα με τόσα λεφτά πάνω της. «Δολάρια», είπε η γυναίκα. «Σ’ αρέσουν τα κινέζικα δολάρια;» Τα στενά της μάτια ήταν καρφωμένα στη Λίντια. Η σιωπή σαν να γινόταν πιο βαθιά. Πού ήταν τα αλητάκια που έπαιζαν πάντα στους δρόμους; και οι γειτόνισσες που κουτσομπόλευαν; Τα παράθυρα των σπιτιών αντί για τζάμια είχαν λαδόκολλες που είναι πιο φτηνές. Γιατί δεν ακούγονταν από μέσα θόρυβοι και κατσαρολικά; Μόνο το τρίξιμο από τη ρόδα της χειράμαξας και το βουητό από τις μύγες έφταναν στ’ αυτιά της. Η Λίντια πήρε μια βαθιά ανάσα, έσφιξε τις ιδρωμένες της παλάμες και γύρισε να το βάλει στα πόδια. Της έκλεινε όμως το δρόμο μια κοκαλιάρικη μορφή ντυμένη στα μαύρα. «Μ ζέγκε γιοτσόου γιοτσούν ντε τζί!» της φώναξε κατάμουτρα στα κινέζικα.

Η Λίντια δεν κατάλαβε τι της έλεγε, αλλά μόλις εκείνος έφτυσε μπροστά στα πόδια της μένα σφύριγμα σαν φίδι, τότε κατάλαβε πάρα πολύ καλά το νόημα. Ο άντρας ήταν πολύ αδύνατος και παρόλη τη ζέστη φορούσε γούνινο σκούφο με αυτιά, απ’ όπου πρόβαλλαν γκρίζα τσουλούφια. Τα μάτια του έλαμπαν άγρια. Σήκωσε τη γεμάτη τατουάζ γροθιά του και την κράδαινε μπροστά στο πρόσωπο της. Η Λίντια προσπάθησε να σκεφτεί, αλλά η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. «Αφησέ με να περάσω, μπόι», κατάφερε να πει, αποκαλώντας τον μικρό, όπως έλεγαν οι λευκοί τους έγχρωμους γενικά. Προσπάθησε να μιμηθεί το ύφος του σερ Έντουαρντ Καρλάιλ, μα δεν τα κατάφερε. 37 « Ουό ζισί γιάο νίντε τσιαμ φανκί!» Ξανά αυτή η λέξη: Φανκί. Ξένος Διάβολος. Η Λίντια προσπάθησε να τον προσπεράσει, αλλά ήταν πολύ σβέλτος και της έκλεισε ξανά το δρόμο. Το τρίξιμο της χειράμαξας σταμάτησε. Κοίταξε πίσω της και είδε τον άντρα που την έσπρωχνε και τη γυναίκα να στέκονται στη μέση του δρόμου και να την παρακολουθούν με σκληρό βλέμμα. Ένα λεπτό χέρι σφίχτηκε ξαφνικά στον καρπό της, σαν συρμάτινη θηλιά. Πανικόβλητη, άρχισε να ουρλιάζεκαι την ίδια στιγμή λες και άνοιξε η κόλαση. Το σοκάκι γέμισε φωνές και φασαρία καθώς η γυναίκα, τσιρίζοντας, προσπαθούσε να τρέξει προς τη Λίντια με τα σφιχτοδεμένα με επιδέσμους πόδια της, ενώ ο άντρας παρατούσε τη χειράμαξά του και της ορμούσε και εκείνος γρυλίζοντας και κραδαίνοντας συγχρόνως ένα δρεπάνι. Ο μαυροντυμένος της έσφιγγε το χέρι όλο και πιο δυνατά, χώνοντας τα νύχια του μες στη σάρκα της, ενώ εκείνη προσπαθούσε να του

ξεφύγει. Εντελώς αθόρυβα, στο σοκάκι εμφανίστηκε ένα τέταρτο πρόσωπο. Ήταν ένας νεαρός, όχι πολύ μεγαλύτερος από τη Λίντια, αλλά ψηλός για Κινέζος, με μακρύ λαιμό και κοντοκουρεμένα μαλλιά. Φορούσε μια πουκαμίσα με στο λαιμό και φαρδύ παντελόνι που ανέμιζε καθώς βάδιζε. Το βλέμμα του ήταν σβέλτο και αποφασιστικό, και η έκφραση του παγερή. Τα μάτια του σπίθισαν οργισμένα αντικρίζοντας το βρομιάρη γέρο που έσφιγγε τον καρπό της Λίντιας, και αυτό γέννησε ελπίδες στην κοπέλα. Άρχισε να φωνάζει ζητώντας βοήθεια, όλα γύρω της όμως θάμπωσαν από εξαιρετικά γρήγορες κινήσεις. Ένα πόδι προσγειώθηκε στο στήθος του γέρου και η Λίντια άκουσε κόκαλα να σπάνε, ενώ αμέσως μετά ο βασανιστής της έπεσε στο χώμα ουρλιάζοντας από τον πόνο. Η κοπέλα παραπάτησε μα δεν το έβαλε στα πόδια. Τα μάτια της κοίταζαν γουρλωμένα από την έκπληξη και μαγεμένα από τις κινήσεις του νεαρού. Αυτός έδειχνε σαν να έπλεε στον αέρα καθώς τίναζε πότε το χέρι και πότε το πόδι, σαν τις κόμπρες. Της θύμισε το ρώσικο μπαλέτο που είχε δει πέρσι στο θέατρο Βικτόρια. Είχε ακούσει πως υπάρχει ένα τέτοιο είδος πάλης, αλλά δεν το είχε δει ποτέ της. Η ταχύτητα των κινήσεων του Κινέζου έκανε το κεφάλι της να γυρίζει. Τον είδε να πλησιάζει τον άντρα με το δρεπάνι, έχοντας λυγισμένα τα χέρια και τα πόδια σαν πουλί που ετοιμάζεται να πετάξει και ν’ απογειώνεται στ’ αλήθεια. Το χέρι του βρόντησε στο λαιμό του άντρα προτού καν εκείνος σηκώσει το δρεπάνι του. Η Κινέζα ούρλιαξε τρομοκρατημένη. Ο νεαρός στράφηκε στη Λίντια. Τα μαύρα του μάτια ήταν στενά, λοξά σαν αμύγδαλα. Κάτι της θύμιζαν. Την είχε ξαναδεί αυτή την ανήσυχη έκφραση σε κάποιο πρόσωπο που έσκυβε να την

κοιτάξει με ενδιαφέρον. Μα είχε περάσει τόσος καιρός. «Ευχαριστώ. σι σι!» φώναξε λαχανιασμένα. Ο νεαρός ανασήκωσε τους φαρδιούς του ώμους σαν να ήθελε να πει πως δεν έκανε τίποτε. και πραγματικά, ούτε μια σταγόνα ιδρώτα δεν φαινόταν πάνω του, παρά την ταχύτητα της επίθεσης του και την αποπνικτική ζέστη. «Δεν χτύπησες;» τη ρώτησε σε άψογα αγγλικά. «Όχι». «Χαίρομαι. Τέτοιοι άθλιοι τύποι σαν και αυτόν ντροπιάζουν το Τζαντσόου. Όμως δεν έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ, αυτό το μέρος δεν είναι ασφαλές για.» Η Λίντια νόμισε πως θα έλεγε «για μια φχνκί». «. ..για μια κοπέλα με μαλλιά σαν τη φωτιά. Θα έπιανες πολλά λεφτά στα αρωματισμένα δωμάτια πάνω από τα τεϊοποτεία». «Τα μαλλιά μου ή εγώ;» «Και τα δυο». Η Λίντια αναμέρισε ένα τσουλούφι από την ατίθαση χαίτη που είχε γλιστρήσει απ’ το καπέλο της και έπεφτε στα μάτια της. Ο νεαρός την κοίταζε κρατώντας την ανάσα του. Τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν κάπως. Σήκωσε το χέρι του. Η Λίντια νόμισε πως θα έπιανε τα φλογάτα μαλλιά της, αλλά εκείνος της έδειξε το γέρο που είχε συρθεί σένα κατώφλι. Στην άκρη του, βρισκόταν ένα μαύρο πήλινο κανάτι με το φαρδύ του στόμιο βουλωμένο μένα φελλό μεγάλο σαν γροθιά. Διπλωμένος στα δυο από τους πόνους, ο γέρος σήκωσε το κανάτι και μένα λυσσασμένο ουρλιαχτό το πέταξε μπροστά στη Λίντια και το σωτήρα της. Η κοπέλα πήδησε προς τα πίσω καθώς το κανάτι γινόταν χίλια κομμάτια - και αμέσως τα γόνατα της λύγισαν από φόβο. Μέσα από το θρυμματισμένο κανάτι βγήκε ένα φίδι κατάμαυρο, μακρύ

ίσαμε ένα μέτρο σχεδόν. Η διχαλωτή του γλώσσα τιναζόταν προς τη Λίντια, ενώ άρχισε να σέρνεται προς το μέρος της. Όμως, εντελώς ξαφνικά, το κορμί του διέγραψε ένα τόξο και εξαφανίστηκε σε μια χαραμάδα του τοίχου. Η ανακούφιση της Λίντιας ήταν απερίγραπτη. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ της αυτές τις στιγμές. Γύρισε να κοιτάξει τον νεαρό και τα χασέ βλέποντας τον τσιτωμένο και κατάχλομο. Τα μάτια του δεν ήταν στραμμένα προς το φίδι, αλλά ήταν καρφωμένα στο γερο-διάβολο που ήταν διπλωμένος στα δυο πάνω στο κατώφλι και τους κοίταζε θριαμβευτικά με κακία. Χωρίς να πάρει τα μάτια του από το γέρο, ο νεαρός είπε με φούρια: «Τρέξε!» Κι η Λίντια το έβαλε στα πόδια. Ο Τέο Γουίλαμπι τους αγαπούσε τους μαθητές του, γι’ αυτό παιδευόταν με το σχολείο του, την «Ακαδημία Γουίλαμπι του Τζαντσόου». Λάτρευε την αγνή δίψα της ψυχής τους και το καθάριο έκπληκτο βλέμμα τους. Αψεγάδιαστα και απονήρευτα, παιδιά που δεν ήξεραν τίποτε ακόμη για το Μήλο και τη γνώση του Καλού και του Κακού. Τον συνάρπαζαν. Εξίσου όμως τον συνάρπαζε και η αλλαγή που έβλεπε να συντελείται πάνω τους στα χρόνια που τα είχε κάτω από τις φτερούγες του, τη βαθμιαία αλλά και αναπόφευκτη μετάβαση τους από τον Παράδεισο στον Χαμένο Παράδεισο. «Στάρκι, πάψε να μασάς την πένα. Είναι ιδιοκτησία του σχολείου. Άσε που μπορεί να κολλήσεις σκουλήκια απ’ το ξύλο της». Ένα γελάκι ακούστηκε απόλη την τάξη. Το αγόρι στο δεύτερο θρανίο έχωσε τα μελανωμένα δάχτυλα του στις καστανές του μπούκλες και κοίταξε το δάσκαλο με μίσος. Ο Τέο, στα τριάντα έξι του, είχε μάθει από τους Κινέζους να

διατηρεί το πρόσωπο του ανέκφραστο, και έτσι κατάφερε να μη γελάσει. «Δουλειά τώρα», είπε. Είτε άρεσε είτε όχι στους μαθητές του, εκείνος είχε καθήκον να τους εισαγάγει στον κόσμο των ενηλίκων, δίνοντας τους όσο περισσότερα εφόδια μπορούσε. «Θυμίζω σε όλους ότι αύριο έχουμε διαγώνισμα για τον αυτοκράτορα Τσενγκ Τσου», είπε ζωηρά. «Δεν θέλω να τεμπελιάσετε, παρακαλώ». Από το μπροστινό μέρος της τάξης τινάχτηκε αμέσως ένα χέρι. Ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι με κοντά μαλλιά και γλυκά λακκάκια στα μάγουλα έδειχνε κάπως ταραγμένο. «Τι είναι, Πόλι;» «Κύριε, ο πατέρας μου δεν συμφωνςί που μαθαίνουμε κινέζικη ιστορία. Μου είπε να σας ρωτήσω γιατί μαθαίνουμε τι έκανε ένας βάρβαρος ειδωλολάτρης πριν από εκατοντάδες χρόνια αντί να.» Ο Τέο κοπάνησε στο γραφείο του την ξύλινη βούρτσα με την οποία καθάριζε τον πίνακα τόσο δυνατά, που τινάχτηκε όλη η τάξη. «Αντί να, τι;» απαίτησε να μάθει. «Αντί να μαθαίνουμε αγγλική ιστορία;» Έδειξε ένα μαθητή στην πρώτη σειρά. «Μπέιτς, πότε έγινε η μάχη του Νέιζμπι;» «Το 1645, κύριε». Ο δάσκαλος έδειξε προς το βάθος της αίθουσας. «Κλάρα, πώς λεγόταν η τέταρτη σύζυγος του Ερρίκου Η;» «Άννα της Κλέβης». «Λίντια.» σταμάτησε μια στιγμή. «Ποιος έφερε το ρίκσο στην Κίνα;» «Οι Ευρωπαίοι, κύριε. από την Ιαπωνία». «Θαυμάσια». Ο Τέο σηκώθηκε αργά από το γραφείο του ξεδιπλώνοντας τα μακριά του μέλη και κάνοντας την ακαδημαϊκή τήβεννο που φορούσε νανεμίζει σαν μαύρες φτερούγες. Πήγε και

στάθηκε πάνω από το θρανίο της Πόλι και την κοίταξε σαν μυρμήγκι. «Λοιπόν, δεσποινίς Μέισον, μήπως όλα αυτά δείχνουν έλλειψη γνώσεων για την ιστορία της ευγενικής και νικηφόρας πατρίδας μας; Δεν θα εντυπωσίαζε τον πατέρα σου μια τέτοια επίδειξη γνώσεων;» Τα μάγουλα της Πόλι έγιναν ρόδινα και αμέσως μετά κατακόκκινα. Κατέβασε τα μάτια, στριφογύρισε στα χέρια της το μολύβι που κρατούσε και μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο. «Συγγνώμη, Πόλι, μα δεν το άκουσα αυτό», είπε απαλά ο Τέο. «Τι είπες;» «Είπα μάλιστα, κύριε», μουρμούρισε, αλλά πάλι δεν κατάλαβε κανείς. «Θα επαναλάβω την ερώτηση, Πόλι», είπε ο δάσκαλος, τότε όμως πετάχτηκε όρθια η Λίντια. «Εμένα μου φαίνεται, κύριε», είπε ευγενικά, «ότι για έναν Άγγλο η κινέζικη ιστορία είναι σαν τη ρώσικη». Με μια νεκρική ηρεμία, ο Τέο απομακρύνθηκε από το σκυμμένο ξανθό κεφάλι και επέστρεψε στο γραφείο του. «Για πες μας σχετικά μ’ αυτό, Λίντια. Με ποιον τρόπο είναι ίδιες;» «Είναι και οι δύο αδιάφορες για έναν Άγγλο που ζει στην Αγγλία, κύριε. Νομίζω πως αυτό που θέλει να πει η Πόλι είναι ότι μόνο εδώ στην Κίνα έχει σημασία η ιστορία της. Και ότι όλοι εμείς σ’ αυτή την τάξη, κατά πάσα πιθανότητα θα ζήσουμε στην Αγγλία». Η Πόλι έριξε μια ματιά γεμάτη ευγνωμοσύνη στη φίλη της. Ο Τέο κοίταζε τη Λίντια με στενεμένα μάτια και σφιγμένα χείλη. Ωστόσο, αντί για το ξέσπασμα που περίμεναν όλοι, εκείνος αναστέναξε βαθιά. «Με απογοητεύεις», της είπε. «Δεν φτάνει που άργησες να έρθεις στο μάθημα, αλλά δείχνεις και ότι δεν κατανοείς καθόλου τη

χώρα στην οποία ζεις». Το δάχτυλο του έδειξε την Πόλι. «Δεσποινίς Μέισον, πες μου ποιος εφηύρε την πυρίτιδα». «Οι Κινέζοι». Το δάχτυλο του ταξίδεψε εδώ και εκεί στην τάξη. «Ποιος εφηύρε το χαρτί;» «Οι Κινέζοι». «Ποιος εφηύρε τους υδροφράκτες στα κανάλια και τα καταβιβασμένα τόξα στις γέφυρες;» «Οι Κινέζοι». «Ποιος εφηύρε την τυπογραφία;» «Οι Κινέζοι». «Τη μαγνητική πυξίδα;» «Οι Κινέζοι». «Και είναι αδιάφορα όλα αυτά, Λίντια; Για κάποιον που ζει στην Αγγλία;» «Όχι, κύριε». Ο δάσκαλος χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Ωραία. Τώρα που το ξεκαθαρίσαμε αυτό, ας μελετήσουμε τη δυναστεία των Χαν. Καμία αντίρρηση;» Δεν υψώθηκε ούτε ένα χέρι. Ο Τέο ήξερε ότι η Λι Μέι ήταν στο παράθυρο του επάνω πατώματος μα δεν γύρισε να την κοιτάξει. Στεκόταν δίπλα στην καγκελόπορτα του σχολείου του, ψηλός και στητός, χωρίς να τον ενοχλεί η ζέστη που δεν έδειχνε να υποχωρεί με τον ερχομό της νύχτας. Η υγρασία όμως τον ενοχλούσε. και όμως στεκόταν εκεί, χαμογελαστός, καλοχτενισμένος, έχοντας αντικαταστήσει την τήβεννο μ ένα άσπρο λινό σακάκι, και χαιρετούσε τις μητέρες που έρχονταν να πάρουν τα παιδιά τους. Τους οδηγούς και τις αμά τους αγνοούσε. Δεν ενέκρινε τη στάση των μανάδων που ήταν απασχολημένες με

τα τσάγια, τα μαθήματα του τένις και τις ατέλειωτες παρτίδες μπριτζ, οπότε δεν έρχονταν να πάρουν οι ίδιες τα παιδιά τους, αλλά έστελναν τους υπηρέτες τους. Όπως δεν ενέκρινε και τους πατεράδες που δηλητηρίαζαν τα μυαλά των κοριτσιών τους. Όπως ο κύριος Μέισον, σκέφτηκε συγχυσμένος. Τι ελπίδες είχε να προκόψει τούτη η μεγάλη χώρα όταν άνθρωποι σαν τον Μέισον, άνθρωποι που εργάζονταν μάλιστα στη διοίκηση της, αντιμετώπιζαν τη σημαντική ιστορία της Κίνας ως απώλεια χρόνου; Τον αηδίαζε τον Τέο αυτό το πράγμα. Και πάνω εκεί ακριβώς εμφανίστηκε η Άνθια Μέισον, η μητέρα της Πόλι, που είχε έρθει να την πάρει με το διθέσιο ποδήλατο της. Φίλησε την κόρη της, χαιρέτησε τη Λίντια που ερχόταν μαζί της και έπειτα στράφηκε στον Τέο. «Γεια σας, κύριε Γουίλαμπι. Ο άντρας μου, λέει, θέλει να σας μιλήσει. Θα σας ήταν ευγνώμων αν πηγαίνατε αύριο το βράδυ να τον βρείτε στη λέσχη». Κούνησε χαριτωμένα το κεφάλι της και γέλασε για να ελαφρύνει την πρόσκληση. «Τι θα κάνατε εσείς οι άντρες χωρίς τα μπιλιάρδα και τα κονιάκ σας;» Μάνα και κόρη ανέβηκαν στο ποδήλατο και άρχισαν να κάνουν συγχρονισμένα πεντάλ. Ο Τέο τις κοίταζε καθώς απομακρύνονταν και το χαμόγελο του έσβησε. Οι ώμοι του κρέμασαν. «Ανάθεμα.» μουρμούρισε. Γύρισε, και παραλίγο να πέσει πάνω στη Λίντια που είχε ξεμείνει παραπίσω. Τα μάτια της εξέφραζαν απέραντη λαχτάρα καθώς κοίταζαν τις Μέισον να χάνονται στην κίνηση του δρόμου με το κουδούνι του ποδηλάτου τους να χτυπάει αδιάκοπα. Τούτο το βλέμμα ήταν σαν μαχαιριά για τον Τέο. Τι ήταν αυτό που ήθελε τόσο πολύ η μικρή; Το ποδήλατο; Ήξερε καλά πως η Λίντια ήταν φτωχή.

Όλοι γνώριζαν πως η μητέρα της ήταν Ρωσίδα πρόσφυγας, πως δεν είχε έναν άντρα μέναν καλό μισθό. Μόνιμο άντρα, τουλάχιστον. Το θέμα όμως δεν ήταν το ποδήλατο. Όχι, δεν ήταν τέτοια η Λίντια. Το βλέμμα του έπεσε στο ψάθινο καπέλο της Λίντιας. Ήταν κιτρινισμένο και γεμάτο λεκέδες. Αν ήταν κάποια άλλη, θα της έλεγε να ζητήσει από τους γονείς της να της αγοράσουν αμέσως καινούργιο. Η μητέρα της ήταν πολύ πιο όμορφη και γοητευτική από την ασχημούλα κυρία Μέισον. Η άφιξη πολλών γονέων ομαδικά του απέσπασε την προσοχή. Όταν ξέμπλεξε με τις χαιρετούσες ύστερα από δέκα λεπτά, τα χασέ βλέποντας τη νεαρή Ρωσίδα να στέκεται ακόμη εκεί. «Για όνομα του Θεού, Λίντια, τι κάνεις ακόμη εδώ;» «Σας περίμενα, κύριε διευθυντά. Θέλω να σας ρωτήσω κάτι». Ο Τέο γέλασε από μέσα του. Οι μαθητές του χρησιμοποιούσαν τον τίτλο του μόνο όταν ήθελαν κάτι απ’ αυτόν. Χαμογέλασε ενθαρρυντικά στο κορίτσι. «Τι πράγμα;» «Εσείς ξέρετε τα πάντα για την Κίνα, τους Κινέζους και.» «Βρίσκομαι εδώ μόνο δέκα χρόνια», τη διέκοψε. «Πρέπει να μελετάς μια ολόκληρη ζωή για να γνωρίσεις την Κίνα αλλά, ακόμη και τότε, οι γνώσεις σου θα είναι επιφανειακές». «Μιλάτε όμως τη γλώσσα των μανδαρίνων και ξέρετε πολλά». Τον κοίταζε με τέτοια ένταση, που του ξύπνησε την περιέργεια. «Ναι», συμφώνησε, «ξέρω πολλά». «Μπορείτε τότε να μου πείτε πώς λέγεται κάτι;» «Εξαρτάται». «Εννοώ τον κινέζικο τρόπο πάλης. Εκείνον που πηδάνε στον αέρα και χρησιμοποιούν τα πόδια τους. Θέλω να μάθω πώς λέγεται». «Α, ναι, οι Κινέζοι είναι διάσημοι για τις πολεμικές τέχνες τους.

Υπάρχουν πολλά είδη με διαφορετικό στιλ και διαφορετική φιλοσοφία. Εμένα μου αρέσει περισσότερο το τάι τσι τσουάν. Δύσκολα μεταφράζεται, γιατί έχει πολλά νοήματα. Βασικά, είναι η γροθιά του γιν και του γιανγκ». Μακάρι να τον πρόσεχε τόσο και στην τάξη, συλλογίστηκε κοιτάζοντας το ύφος της Λίντιας. Εσύ όμως μου φαίνεται ότι αναφέρεσαι στο κουνγκ φου». «Κουνγκ φου», επανέλαβε προσεκτικά η Λίντια. «Μάλιστα. Επί λέξει, σημαίνει άξιος δάσκαλος. Οι Γιαπωνέζοι το λένε καράτε, που σημαίνει άδειο χέρι. Με άλλα λόγια, είναι μάχη χωρίς όπλα». Η Λίντια χαμογέλασε ευχαριστημένη και το λεπτό της πρόσωπο φωτίστηκε. «Ναι, αυτό είναι». «Γιατί θέλεις όμως να μάθεις για τη μάχη χωρίς όπλα;» Η Λίντια χαμογέλασε και τον κοίταξε πειραχτικά. «Γιατί θέλω να μάθω πολλά για τα κινέζικα πράγματα, και στη συνέχεια θαποφασίσω αν μου είναι αδιάφορα ή όχι, κύριε». «Χαίρομαι που θέλεις να μάθεις περισσότερα για τη χώρα στην οποία ζεις, οποιοσδήποτε και αν είναι ο λόγος. Πήγαινε τώρα, δεσποινίς, γιατί έχω και άλλες δουλειές». Η ματιά της Λίντιας ταξίδεψε στιγμιαία στο παράθυρο του επάνω ορόφου και ύστερα έφυγε τρέχοντας, χωρίς να πει καν «χαίρετε». Ο Τέο αναστέναξε. Η Λίντια Ιβάνοβα του έκανε πάντα δύσκολη τη ζωή. Σήμερα μόλις την κοπάνησε στα χέρια με το χάρακα γιατί άργησε άλλη μια φορά στο απογευματινό μάθημα. Δεν σεβόταν καθόλου τους κανόνες αυτό το κορίτσι. Δεν ήταν ακριβώς αυθάδης, αλλά είχε κάτι πάνω της - η ανεξαρτησία της, ο τρόπος που έμπαινε στην τάξη, ο τρόπος που κρατούσε πάντα ψηλά το κεφάλι και τον κοίταζε άμα τη ρωτούσε κάτι. Σαν να ήξερε κάτι

που ο δάσκαλος το αγνοούσε και αυτό τον εκνεύριζε. Όχι όμως όσο τον εκνεύριζε ο κύριος Κρίστοφερ Μέισον. Ο Τέο κλείδωσε την εξώπορτα κλείνοντας και τον κόσμο έξω. και μόνο τότε χάρισε στον εαυτό του την απέραντη ευχαρίστηση να κοιτάξει προς το παράθυρο. «Αγάπη μου, δεν είναι φρόνιμο να τραβάς την ουρά του τίγρη» «Τι εννοείς;» Ο Τέο φίλησε το υπέροχο λακκάκι στο λαιμό της Λι Μέι και ένιωσε το αίμα της να πάλλεται κάτω από τα χείλη του. «Εννοώ τον κύριο Μέισον». «Δεν πάει στο διάβολο ο κύριος Μέισον;» Ήταν ξαπλωμένοι γυμνοί στο κρεβάτι, με τα παντζούρια μισόκλειστα για τη ζέστη, ίσα να μπαίνει στο δωμάτιο μόνο μια στενή λουρίδα από φως, που έπεφτε σαν χρυσή εσάρπα πάνω στο κορμί της Λι Μέι. «Τίγιο, αγάπη μου, μιλάω σοβαρά». Ο Τέο σήκωσε το κεφάλι και τη φίλησε στο πιγούνι. «Εγώ δεν μιλάω σοβαρά. Όλη μέρα ήμουν σοβαρός με τα μαϊμουδάκια μου και τώρα δεν θέλω να δείξω καμία σοβαρότητα». Η γυναίκα γέλασε απαλά, βαθιά, και τον έκανε νανατριχιάσει ολόκληρος. Το δέρμα της μύριζε υάκινθο και είχε τη γεύση του μελιού. Ο Τέο ταξίδεψε με τα χείλη του στο κορμί της, έφτασε μέχρι την καμπύλη του γοφού της και αναστενάζοντας ηδονικά, άφησε το κεφάλι του ναναπ’ αυτεί στο μηρό της. «Λοιπόν, θα πας να δεις τον κύριο Μέισον αύριο;» «Όχι. Είναι μεγάλος μπελάς». «Σε παρακαλώ, Τίγιο». Άπλωσε το χέρι της και με τα ακροδάχτυλά της βάλθηκε να του χαϊδεύει το κεφάλι μέχρι που έσβησε μέσα του όλη η ένταση. Το λάτρευε το άγγιγμα της. Καμιά άλλη γυναίκα δεν τον είχε αγγίξει

έτσι. Έκλεισε τα μάτια για ν απολαύσει αυτό το υπέροχο κενό. «Αύριο είναι Σάββατο», μουρμούρισε. «Θα σε πάω βόλτα στο ποτάμι. Εκεί έχει δροσιά. Το βραδάκι θα σταθούμε στου Χουάνγκ να φάμε εκείνες τις μεγάλες γαρίδες και κούο τι, μέχρι να σκάσουμε». Γύρισε στο πλάι και της χαμογέλασε. «Θα σάρεσε;» Τα μαύρα της μάτια τον κοίταξαν σοβαρά. Με κινήσεις γεμάτες χάρη έβγαλε από τα μαλλιά της το χτενάκι από σεντέφι και τη λευκή ορχιδέα, και τα ακούμπησε στο κομοδίνο. Το ύφος της έγινε ακόμη πιο σοβαρό. «Θα μάρεσε πάρα πολύ, Τίγιο, αλλά όχι αύριο». «Γιατί όχι αύριο;» «Γιατί αύριο θα πας να δεις τον κύριο Μέισον». «Για όνομα του Θεού, Λι Μέι, αρνούμαι να τρέχω σαν το σκυλάκι κάθε φορά που μου κάνει νόημα». «Θέλεις να χάσεις το σχολείο;» Ο Τέο τραβήχτηκε μακριά της. Σιωπηλός, σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε στο παράθυρο και απόμεινε να κοιτάζει έξω με τη γυμνή του ράχη τεντωμένη. Μετά από αρκετή σιωπή, είπε: «Ξέρεις πως δεν θα το άντεχα αν έχανα το σχολείο μου». Τα σεντόνια θρόισαν και εκείνη βρέθηκε δίπλα του. Το λεπτό της κορμί κόλλησε πάνω στο δικό του, τα χέρια της τον αγκάλιασαν, το μάγουλο της ακούμπησε στον ώμο του. Ο Τέο ένιωθε τις μακριές της βλεφαρίδες να ψιθυρίζουν πάνω στην επιδερμίδα του. Έμειναν σιωπηλοί. Από το ύψος του λόφου, ο Τέο έβλεπε τις σκεπές με τα γκρίζα κεραμίδια τούτης της πόλης που ήταν το σπίτι του τα τελευταία δέκα χρόνια. Ένα σπίτι που το αγαπούσε, όπου είχε βρει καταφύγιο μακριά από τους ψιθύρους και τα κουτσομπολιά της Αγγλίας. Το βλέμμα του σάρωσε τον Διεθνή Συνοικισμό, ένα κομματάκι Κίνας που έδειχνε να έχει μεταβληθεί

σε κομμάτι Ευρώπης. Ήταν χτισμένος μένα αλλόκοτο κράμα αρχιτεκτονικών στιλ, με συμπαγή βικτοριανά μέγαρα δίπλα σε πλουμιστές γαλλικές λεωφόρους και μακριές σειρές πανομοιότυπων ιταλικών σπιτιών με περίτεχνες σιδεριές στα {Τπαλκόνια και υπερβολικούς εξώστες. Οι Ευρωπαίοι είχαν κλέψει αυτό το κομμάτι γης από τους Κινέζους σαν τμήμα των επανορθώσεων μετά την Επανάσταση των Μποξέρ του 1909. Δίπλα στην αρχαία περιτειχισμένη πόλη είχαν χτίσει τη δική τους, πολύ μεγαλύτερη, ελέγχοντας τον ποτάμιο δρόμο με κανονιοφόρους που σέρνονταν σαν κροκόδειλοι στον ποταμό Πει Χο. Οι ίδιοι είχαν βαφτίσει Διεθνή Συνοικισμό την πόλη τους, ένα πολύβουο κέντρο του δυτικού εμπορίου που ενθουσίαζε τα αφεντικά πίσω στην πατρίδα και καθόταν στο λαιμό της κινέζικης κυβέρνησης. Ο Τέο κούνησε το κεφάλι. Οι Άγγλοι ήταν σπουδαίοι σε τούτα τα κόλπα, να ελέγχουν δηλαδή τον κόσμο. Όσο και αν ήταν διεθνής η αποικία, αυτοί που την ήλεγχαν ήταν οι Άγγλοι: ο σερ Έντουαρντ Καρλάιλ έβαζε την υπογραφή του σε κάθε έγγραφο, ακριβώς όπως σφράγιζε με τον άκαμπτο χαρακτήρα του κάθε συνεδρίαση του Διεθνούς Συμβουλίου. Επισήμως, η πόλη ήταν χωρισμένη σε τέσσερις τομείς τον βρετανικό, τον ιταλικό, τον γαλλικό και τον ρωσικόπου στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλο σαν παλιοί φίλοι, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου έτσι. Καβγάδιζαν διαρκώς. Αρπάζονταν για τη διανομή της γης. Ο Τέο τους είχε ακούσει να λογομαχούν στη Λέσχη Οδυσσέας. Κατά κάποιο τρόπο οι Άγγλοι είχαν καταλήξει να ελέγχουν σχεδόν τη μισή πόλη, ενώ μερικές μικρές περιοχές είχαν αφαιρεθεί από τους Ρώσους και είχαν παραχωρηθεί στους Γιαπωνέζους και τους Αμερικανούς αντί μεγάλης ποσότητας χρυσού. Είναι γνωστό

ότι το χρήμα μιλάει πάντα. Το χρήμα και οι κανονιοφόροι. Δεν είναι ν’ απορείς, συλλογίστηκε ο Τέο, που οι Κινέζοι μας λένε διαβόλους. Ξένους Διαβόλους. Μόνο ένας διάβολος μπορεί να σου κλέψει την ψυχή και να την καταστήσει ζένη περιοχή. Για τους Κινέζους του Τζαντσόου, ο Διεθνής Συνοικισμός ήταν ένας άλλος πλανήτης. Τα δάχτυλα της Λι Μέι που τον αγκάλιαζε από πίσω διέγραφαν κύκλους στο στήθος του. «Σήμερα είδα το φίλο σου στην αγορά. Το δημοσιογράφο». «Ποιον εννοείς;» «Τον κύριο Πάρκερ σου». «Τον Άλφρεντ; Τι γύρευε εκεί κάτω;» Η Λι Μέι γέλασε απαλά. «Νομίζω πως έψαχνε για κάτι παλιό μα θαρρώ πως έμπλεξε». «Δηλαδή;» «Είναι πολύ Εγγλέζος. Δεν έχει τα μάτια του ορθάνοιχτα σαν εσένα». Τον έσφιξε και άλλο, και γέλασε ξανά. Ο Τέο όμως δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της. Απογοητευμένη, κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι της και τότε το άρωμα από τη μεταξωτή κουρτίνα των μαλλιών της ήρθε και τον τύλιξε. Στο δρόμο ακούστηκε η κόρνα ενός αυτοκινήτου. Το δωμάτιο όμως παρέμεινε σιωπηλό. Μερικά περιστέρια φτεροκόπούσαν έξω από το παράθυρο και οι σφυρίχτρες που ήταν δεμένες στις ουρές τους ακούστηκαν σαν το γέλιο των θεών. «Τίγιο», είπε μετά από πολλά η Λι Μέι, «θέλεις να ζητήσω από τον πατέρα μου;» Ο Τέο γύρισε απότομα και το βλέμμα του σκλήρυνε. «Όχι- Μην του ζητήσεις ποτέ». Η λάμπα του γκαζιού στο χολ δεν δούλευε. Μάλλον θα ήθελε

καινούργιο φιτίλι, αλλά η Λίντια ούτε που το πρόσεξε. Διέσχισε βιαστικά τον σκοτεινό διάδρομο αποφεύγοντας τις τρύπες στο λινόλαιο, πέταξε τα πακέτα της στη βάση της σκάλας και χτύπησε την πόρτα της κυρίας Ζαριά. «Ποιος είναι;» «Εγώ, η Λίντια». Η πόρτα άνοιξε και μια ψηλή μεσήλικη γυναίκα κοίταξε φιλύποπτα τη Λίντια. « σεβόννια ατγκαβόρκα;» Τι δικαιολογία έχουμε σήμερα; «Σας παρακαλώ, κυρία Ζαριά, ξέρετε πολύ καλά ότι δεν μιλάω ρωσικά». Η γυναίκα γέλασε σαν να είχε κερδίσει κάποιο στοίχημα και το γέλιο της έκανε τους λεπτούς τοίχους να τρανταχτούν. Ήταν μεγαλόσωμη, με φαρδύ πρόσωπο και ένα στήθος σαν τις μεγάλες στέπες της Ρωσίας. Τη Λίντια τη φόβιζε, γιατί η γλώσσα της έσπαγε κόκαλα και έτσι έπρεπε να πηγαίνεις πάντα με τα νερά της. Η Όλγα Πετρόβνα Ζαριά ήταν η σπιτονοικοκυρά τους και έμενε στο ισόγειο του μικρού σπιτιού της. Το υπόλοιπο το νοίκιαζε. «Έλα μέσα, σπουργιτάκι μου, θέλω να σου μιλήσω». Λίντια μπήκε στο σαλόνι. Μύριζε μπορς και κρεμμύδια και ας ήταν ανοιχτό το παράθυρο που έβλεπε σ’ εκείνο που η Ζαριά αποκαλούσε αυλή της, ενώ ήταν γεμάτο με βαριά έπιπλα, πολύ μεγάλα για τόσο μικρό χώρο. Σε τιμητική θέση, πάνω σένα κεντητό σεμέν που σκέπαζε τους λεκέδες του μαονένιου πιάνου, υπήρχε μια φωτογραφία. Ο στρατηγός Ζαριά. Με την επίσημη στολή του Στρατού των Λευκών, τα χέρια διπλωμένα στο στήθος, το αυστηρό βλέμμα να σε κατηγορεί. Η Λίντια απέφευγε να κοιτάζει αυτό το βλέμμα, επειδή την έκανε να νιώθει σκέτη αποτυχία.

«Η υπομονή μου εξαντλήθηκε», ανακοίνωσε η Όλγα Ζαριά τείνοντας τον όγκο της προς τη Λίντια. «Να πεις σ’ εκείνη την τεμπέλα τη μητέρα σου ότι εκμεταλλεύεται την καλοσύνη μου. Έτσι να της πεις. Την άλλη βδομάδα θα την πετάξω έξω. Ναι. Στο δρόμο. Τι άλλο περιμένει αν δεν…» «…πληρώσει το νοίκι;» Η Λίντια ακούμπησε μια δεσμίδα δολάρια στο τραπέζι και έκανε ένα βήμα πίσω. Η κυρία Ζαριά έμεινε για μια στιγμή με το στόμα ανοιχτό, ύστερα άρπαξε τα χρήματα και άρχισε να τα μετράει βιαστικά στα ρωσικά. «Ωραία. Σπασίμπα. Ευχαριστώ». Η γυναίκα, που μύριζε ναφθαλίνη, πλησίασε τη Λίντια και κόλλησε σχεδόν το πρόσωπο της στο πρόσωπο του κοριτσιού. «Όχι στην ώρα του όμως». «Είναι οι δυο μήνες που σας χρωστάμε και τούτος εδώ. Όλα τα λεφτά». «Λτα. Όλα». «Συγγνώμη που καθυστερήσαμε τόσο». «Έπαιξε χαρτιά πάλι και τα κέρδισε;» «Ναι». Η σπιτονοικοκυρά κατένευσε και άπλωσε το τροφαντό μπράτσο της ν’ αγκαλιάσει τη Λίντια, αλλά εκείνη, κοιτάζοντας τρομαγμένη το τεράστιο στήθος της, έκανε πίσω. «ΙΥτα σβιντάνια. Στο επανιδείν, κυρία Ζαριά». «Γεια σου, σπουργιτάκι. και πες σ’ εκείνη τη μάνα σου πως…» Η Λίντια όμως έκλεισε τ’ αυτιά της, άρπαξε τα πακέτα της και όρμησε στη σκάλα. Δεν υπήρχε χαλί στα σκαλιά, κι έτσι όπως βροντούσε τα πόδια της, ήξερε ότι η μητέρα της θα την άκουγε από πάνω. «Γεια σας, κυρία Γιόμαν», φώναξε καθώς περνούσε σαν βέλος από το πρώτο πάτωμα. Τα δωμάτια εκεί τα είχε νοικιασμένα ένας

συνταξιούχος Βαπτιστής ιεραπόστολος και η γυναίκα του, που είχαν αποφασίσει -ανεξήγητα για τη Λίντια- να παραμείνουν στη χώρα στην οποία είχαν αφιερώσει τη ζωή τους. «Καλησπέρα, Λίντια», της απάντησε ο κύριος Γιόμαν κεφάτος όπως πάντα. «Σαν να βιάζεσαι, μου φαίνεται!» «Η μητέρα μου είναι πάνω;» Η παύση ήταν τόσο μικρή, που η κοπέλα δεν την πρόσεξε. «Ναι, πάνω είναι». Η Λίντια ανέβηκε δυο δυο τα στενά σκαλιά και όρμησε στη σοφίτα. «Μαμά, κοίταξε τι έφερα! Μαμά.» Σταμάτησε απότομα και το χαμόγελο της έσβησε. Με μια κλοτσιά, έκλεισε την πόρτα πίσω της. Όλη της η ευτυχία γλίστρησε από πάνω της και έπεσε στο πάτωμα, μαζί με όλα τα σπασμένα πιατικά, τα μαδημένα λουλούδια και τα πούπουλα από τα ξεκοιλιασμένα μαξιλάρια που πλημμύριζαν το δωμάτιο. Μπροστά στα πόδια της κείτονταν τα κομμάτια νός σπασμένου καθρέφτη. και στη μέση όλου αυτού του χάους, κουλουριασμένη σαν γάτα πάνω στο χαλί, ήταν σωριασμένη η αδύνατη φιγούρα της Βαλεντίνας Ιβάνοβα. Κοιμόταν βαθιά. Δίπλα της, κάτω από το τραπέζι, βρισκόταν μια άδεια μποτίλια από βότκα. Η Λίντια απόμεινε να την κοιτάζει, προσπαθώντας να μ,η χάσει τον έλεγχο της. Άφησε τα πακέτα της να πέσουν στο πάτωμα και πλησίασε τη μητέρα της νυχοπατωντας, αν και ήξερε πως δεν θα την ξυπνούσε τίποτε πέρα από έναν κουβά νερό. Γονάτισε δίπλα της. «Γεια σου, μαμά», ψιθύρισε. «Ήρθα. Μην ανησυχείς, θα.» Τα λόγια πνίγηκαν στο λαιμό της. Νόμιζε πως θα σκάσει. Άπλωσε το χέρι της και αναμέρισε ένα μαύρο τσουλούφι από το πρόσωπο της μητέρας της. Συνήθως, η Βαλεντίνα είχε τα μαλλιά

της μαζεμένα κομψά στην κορφή του κεφαλιού της ή τα έδενε σε μια κοριτσίστικη αλογοουρά σαν τη Λίντια. Σήμερα όμως σέρνονταν σαν μαύρα κύματα πάνω στο ξεθωριασμένο χαλί. Η Λίντια τα χάιδεψε, αλλά η Βαλεντίνα ούτε που κουνήθηκε. Το πρόσωπο της ήταν ξαναμμένο, αλλά ακόμη και μες στο μεθύσι της τα φίνα χαρακτηριστικά της φάνταζαν όμορφα. Φορούσε μόνο ένα μεταξωτό κομπινεζόν και ψηλές κάλτσες. Κάτω από τα μάτια της απλώνονταν μαύροι λεκέδες από μάσκαρα, σαν να είχε κλάψει. Η Λίντια συνέχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά προσπαθώντας να ηρεμήσει. και συνέχισε να της μιλάει και να της διηγείται με κάθε λεπτομέρεια την περιπέτεια της στην παλιά πόλη, να της λέει για τον Κινέζο προστάτη της και για την τρομάρα που της προκάλεσε εκείνο το αηδιαστικό φίδι. «Παραλίγο λοιπόν να μη γυρίσω στο σπίτι σήμερα, μαμά. Μπορεί να έπεφτα στα νύχια κανενός δουλεμπόρου που θα μέστελνε στη Σανγκάη για να γίνω Κυρία της Απ’ όλαυσης». Προσπάθησε να γελάσει μα δεν τα κατάφερε. «Πλάκα δεν θα είχε; Τι λες και εσύ, μαμά;» Σιωπή. Το δωμάτιο μύριζε ξινίλα και τσιγαρίλα. Τα παράθυρα ήταν κλειστά και η ζέστη αποπνικτική. Η Λίντια άρπαξε το άδειο μπουκάλι και το πέταξε ουρλιάζοντας στον τοίχο, όπου έσπασε και έγινε χίλια κομμάτια. Χρειάστηκε πάνω από μία ώρα για να καθαρίσει το δωμάτιο. Όταν τελείωσε, είχε ένα γδαρμένο γόνατο, έναν τρομερό πόνο στη μέση και ένα σωρό πούπουλα στα μαλλιά της. Και πάνω απ’ όλα κόντευε να σκάσει από τη ζέστη, παρ όλο που είχε πετάξει τα ρούχα της και τριγύριζε μόνο με το κορμάκι και τη νο.υτική σκελέα της.

Η Βαλεντίνα δί:ν είχε ξυπνήσει ούτε για ένα λεπτό. Κάποια στιγμή η Λίντια της έβαλε ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Είχε ανοίξει τα παράθυρα, αλλά η σοφίτα έβραζε. Ήταν ένα μακρύ δωμάτιο με λοξούς τοίχους, δύο μικρά παράθυρα και σαραβαλιασμένα έπιπλα. Ένα ξεφτισμένο χαλί που κάποτε πρέπει να είχε πολλά χρώματα, αλλά τώρα ήταν ένα ξεθωριασμένο γκρι κουρέλι, σκέπαζε τη μέση του πατώματος. Στις δυο άκρες του δωματίου υπήρχαν κουρτίνες που χώριζαν τις γωνιές όπου κοιμόνταν. Οι κουρτίνες έδιναν την εντύπωση ότι είχαν χωριστά δωμάτια, ωστόσο οι θόρυβοι περνούσαν με μεγάλη άνεση. και έτσι, μητέρα και κόρη είχαν μάθει την αξία της σιωπής. Η Λίντια ξετύλιξε τα πακέτα της. Τα άφθονα και καλά τρόφιμα δεν την έβαζαν πια σε πειρασμό. Δεν κάθισε να ετοιμάσει το γεύμα που σχεδίαζε. Δεν είχε καμιά όρεξη. Μηχανικά, έπλυνε με κρύο νερό τα φρούτα και τα λαχανικά και ύστερα τα άφησε στο στραγγιστήρι. Οι Κινέζοι είχαν την τάση να λιπαίνουν τα χωράφια τους με ανθρώπινα περιττώματα. Έβαλε ένα ποτήρι γάλα με μια κουταλιά μέλι, τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο και κάθισε με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο περβάζι να κοιτάζει το δρόμο κάτω: μια ερειπωμένη ταράτσα, στενά σπίτια, πόρτες που άνοιγαν κατευθείαν στο δρόμο. Τίποτε το ωραίο, τίποτε που να της φτιάξει τη διάθεση. Ρωσική Συνοικία την έλεγαν τη γειτονιά, και ήταν ξέχειλη από Ρώσους πρόσφυγες που είχαν κολλήσει εκεί πέρα χωρίς χαρτιά και χωρίς δουλειά. Τις ταπεινές δουλειές τις έπαιρναν οι Κινέζοι, και έτσι, αν δεν ήξερες να καταπίνεις σπαθιά και να σου πετάνε δεκάρες στην αγορά ή δεν είχες μια γυναίκα πρόθυμη να κάνει πεζοδρόμιο, λιμοκτονούσες. Έτσι απλά. Λιμοκτονούσες ή έκλεβες. Η Λίντια απόμεινε να κοιτάζει. Τον φαλακρό με το άσπρο

μπαστουνάκι από δίπλα, τις δύο Γερμανίδες αδελφές που περιπατούσαν αγκαζέ, το κοκαλιάρικο σκυλί που κυνηγούσε μια πεταλούδα, το μωρό που έπαιζε με μια κουδουνίστρα σένα κατώφλι, τα αυτοκίνητα που περνούσαν αργά αργά, τα ποδήλατα, ένα συνοφρυωμένο άντρα που έσπρωχνε μια χειράμαξα μένα γουρούνι μέσα. Ο μόνος που σήκωσε το βλέμμα προς το μέρος της ήταν ένας άντρας σαν αρκούδα, αναμφίβολα Ρώσος, που η λαδωμένη χαίτη του ξεπρόβαλλε κάτω από τον γούνινο σκούφο του και η πυκνή γενειάδα του σκέπαζε το μισό του πρόσωπο. Ένας μαύρος επίδεσμος στο ένα του μάτι του έδινε αγρία και εγκληματική όψη. Ίδιος ο πειρατής Μαυρογένης που είχε δει σε κάποιο βιβλίο. και όπως περπατούσε, η Λίντια πρόσεξε πως οι μπότες του, που του έφταναν ψηλά μέχρι το γόνατο, είχαν επάνω ένα λύκο που ουρλιάζει. Της ήρθε να ουρλιάξει και εκείνη. Συγκρατήθηκε όμως και συνέχισε να κοιτάζει έξω, για να μη βλέπει αυτό που υπήρχε μέσα. Ο ουρανός σκοτείνιασε καθώς στον ορίζοντα απλώθηκαν βαριά σύννεφα και ο αέρας άρχισε να μυρίζει βροχή. Η Λίντια αναρωτήθηκε αν έβρεχε και στην Αγγλία. Η Πόλι της είχε πει ότι εκεί έβρεχε συνέχεια, αλλά δεν την πίστεψε. Ήταν αποφασισμένη να πάει εκεί και να το ανακαλύψει η ίδια. Την παραξένευε που οι Ευρωπαίοι έρχονταν οικειοθελώς στην Κίνα όταν, όπως διάβαζε, στην Ευρώπη έβρισκες όλα τα ωραία και επιθυμητά πράγματα. Στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο. Ίσως όχι πια στο Βερολίνο, μετά τον πόλεμο, αλλά στο Λονδίνο, σίγουρα. Το Ριτζ. Το Σαβόι. Τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ και το Άλμπερτ Χολ. Όλες αυτές τις λέσχες, τα καταστήματα και τα θέατρα. Η οδός Ρίτζεντ και το Πικαντίλι Σέρκους. ότι μπορούσε να επιθυμήσει κανείς. Γιατί να φεύγουν λοιπόν από κει; Αναστέναξε

από τα βάθη της ψυχής της και μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στο σαγόνι της σαν δάκρυ. Αχ, Θεέ μου, δεν ξέρω τι να κάνω, συλλογίστηκε. Τι να πω. Η καρδιά της κλοτσούσε σαν μουλάρι μες στο στήθος της και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν αν έβρεχε στην Αγγλία. Τι βλακεία! Ακούμπησε το κεφάλι της στα διπλωμένα της μπράτσα και απόμεινε εκεί μέχρι που ηρέμησε η ανάσα της. «Μπαμπά, τι πρέπει να κάνω για τη μαμά; Σε παρακαλώ, μπαμπά, πες μου. Βοήθησε με». Κανείς δεν ήξερε ότι η Λίντια όποτε είχε προβλήματα μιλούσε στη μνήμη του πατέρα της. Ούτε καν η Πόλι. Και ασφαλώς όχι η μητέρα της. Η μητέρα της δεν αναφερόταν ποτέ σ’ αυτόν, δεν χρησιμοποιούσε καν το επίθετο του πια. «Μπαμπά.» ψιθύρισε ξανά η κοπελίτσα, έτσι για ν ακούσει τη λέξη αυτή. Μετά από πολλή ώρα έστρεψε την προσοχή της ξανά στο δωμάτιο. Ήταν θλιβερό να ζεις σένα τέτοιο δωμάτιο Είχε χαμηλό γερτό ταβάνι, μια γκαζιέρα που άλλοτε δούλευε κι άλλοτε όχι, και μένα γδαρμένο πήλινο νεροχύτη στη γωνιά. Η μητέρα της βέβαια είχε κάνει τα πάντα για να γίνει ο χώρος υποφερτός. Υποφερτός, και κάτι παραπάνω. Τον είχε γεμίσει χρώματα και λούσα. Ο φαγωμένος καναπές και η πολυθρόνα με τα φθαρμένα μπράτσα είχαν καλυφθεί με ριχτάρια πορφυρά, βαθυκίτρινα και μπλε που λαμπύριζαν ζωηρά. Παντού υπήρχαν ένα σωρό μαξιλάρια, χρυσαφιά και μπρούντζινα, που έδιναν μια χαλαρά μποέμικη ατμόσφαιρα στο δωμάτιο την οποία η μητέρα της αποκαλούσε ριψοκίνδυνη και η Όλγα Ζαριά αδιάντροπη. Μια εσάρπα με κρόσσια, που είχε το χρώμα των μαλλιών της Λίντιας, σκέπαζε το τραπέζι από ξύλο πεύκου και στο κέντρο του υπήρχε ένας μπρούντζινος δίσκος γεμάτος κεριά

που οι φλόγες τους παιχνίδιζαν και έκαναν τα πάντα να λαμπυρίζουν. Για τη Λίντια, αυτό ήταν το σπίτι της. Μονάχα αυτό είχε. Σηκώθηκε και πλησίασε ξανά την κοιμισμένη μορφή. Καθώς το φως της μέρας έσβηνε, κάθισε στο γκρίζο χαλί και πήρε το γκρίζο χέρι της μητέρας της. «Αγάπη μου.» Η Βαλεντίνα σήκωσε το κεφάλι της από το μαξιλάρι και πετάρισε αργά τα βλέφαρα. «Με πήρε ο ύπνος. Τι ώρα είναι;» «Μόλις χτύπησε μία το ρολόι της εκκλησίας», απάντησε η Λίντια χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το βιβλίο που είχε ακουμπισμένο στο τραπέζι. «Μία τη νύχτα;» «Συνήθως στη μία το μεσημέρι δεν είναι τόσο σκοτεινά». «Τότε, έπρεπε να κοιμάσαι. Τι κάνεις εκεί;» «Σχολική εργασία». Αρνιόταν πάντα να κοιτάξει τη μητέρα της. Η Βαλεντίνα τεντώθηκε για να ξεπιαστεί, ανακάθισε και πρόσεξε το μαξιλάρι. Ανατρίχιασε και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. «Λυπάμαι, αγάπη μου.» Η Λίντια ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και γύρισε σελίδα στη Σύνοώη της αγγλικής ιστορίας, αλλά οι λέξεις χόρευαν χωρίς νόημα μπροστά της. «Λίντια, δεν σου πάει αυτό το ύφος». «Ούτε εσένα σ3υ πάει να κοιμάσαι καταγής». «Ίσως αν κοιμόμουν κάτω από το χώμα να ήμασταν και οι δυο πιο ευχαριστ7|μένες». «Μη, μαμά». Η Βαλεντίνα γέλασε σιγανά. «Συγγνώμη, μικρή μου». «Δεν είμαι μικρή σου». «Έχεις δίκιο.» Τα βαθυκάστανα μάτια της ταξίδεψαν από το

σκυμμένο κεφάλι της κόρης της στα πόδια της που θύμιζαν αλογάκι. «Μεγάλωσες πια. Παραμεγάλωσες.» Σηκώθηκε και ανακλαδίστηκε ξανά, τεντώνοντας ένα ένα τα πόδια της σαν μπαλαρίνα. Τίναξε το κεφάλι, και τα μακριά της μαλλιά τύλιξαν τους ώμους της και έλαμψαν πλούσια στο φως των κεριών. Η Λίντια έκανε πως δεν την προσέχει. Αντί να διαβάζει όμως για το 1716, παρακολουθούσε με την άκρη των ματιών της κάθε κίνηση της μητέρας της. Ένιωθε ανακούφιση και ταυτόχρονα οργή βλέποντας πόσο ήρεμη και ξεκούραστη έδειχνε. Δεν είχε δικαίωμα να είναι έτσι. Δεν έπρεπε να την έχουν τσακίσει τόσοι πόνοι; Ωστόσο τα νεραϊδόφρυδά της ήταν ακόμη πιο σηκωμένα απ’ ότι συνήθως, λες και όλη η ζωή δεν ήταν παρά ένα ανόητο αστείο που δεν έπρεπε να το παίρνει κανείς στα σοβαρά. Η Βαλεντίνα κάθισε στον καναπέ και χτύπησε απαλά το μαξιλάρι δίπλα της. «Λίντια, έλα να καθίσεις κοντά μου». «Έχω δουλειά». «Είναι μία τη νύχτα. Την κάνεις αύριο τη δουλειά σου». Η Λίντια έκλεισε δυνατά το βιβλίο της και πήγε να καθίσει στον καναπέ, σε απόσταση από τη μητέρα της. Η Βαλεντίνα όμως άπλωσε το χέρι και της ανακάτεψε τα μαλλιά. «Χαλάρωσε, αγάπη μου. Δεν είναι κακό να πίνω ένα-δυο ποτηράκια πού και πού. Έτσι διατηρώ τα λογικά μου. Μην γκρινιάζεις». «Δεν γκρινιάζω», αποκρίθηκε γκρινιάρικα η Λίντια. «Πόσο διψάω, Θεέ μου.» «Μας έχει απομείνει μόνο ένα φλιτζάνι και κανένα πιατάκι». Η Βαλεντίνα έσκασε στα γέλια και, παρά τη θέληση της, η Λίντια χαμογέλασε. Η μητέρα της κοίταξε ολόγυρα. «Τα καθάρισες όλα για χάρη μου;»

«Ναι». «Σ’ ευχαριστώ. Πάω στοίχημα πως ο κύριος Γιόμαν από κάτω θα νόμισε πως.» Σταμάτησε απότομα βλέποντας τον τοίχο άδειο απέναντι της. «Ο καθρέφτης.» «Έγινε κομμάτια. και αυτό σημαίνει εφτά χρόνια γρουσουζιά». «Οχ, Θεέ μου. Η Όλγα Πετρόβνα Ζαριά θα με σκοτώσει και θα μας χρεώσει δύο φορές την αξία του καθρέφτη. Όμως τα επόμενα εφτά χρόνια δεν μπορεί να είναι χειρότερα από τα προηγούμενα εφτά, σωστά;» Η Λίντια δεν απάντησε. «Λυπάμαι, γλυκιά μου», μουρμούρισε η Βαλεντίνα, μα η Λίντια τα είχε ξανακούσει αυτά τα λόγια. «Τα φλιτζάνια τουλάχιστον ήταν δικά μας. και τέλος πάντων, τον σιχαινόμουν αυτό τον καθρέφτη. Ήταν πολύ άσχημος και μέδειχνε πολύ γριά». «Έφτιαξα μια κανάτα λεμονάδα. Θέλεις λίγη;» Η Βαλεντίνα χάιδεψε το μάγουλο της κόρης της. «Υπέροχα! Τα λαρύγγι μου είναι θεόστεγνο». Καθώς έπινε τη δροσερή λεμονάδα από το μοναδικό τους φλιτζάνι -τα ποτήρια είχαν πάει προ πολλού στο ενεχυροδανειστήριο-, κάθε φορά που ρουφούσε μια γουλιά κρατούσε την κορφή του κεφαλιού της λες και θα της έφευγε. «Έχουμε καμιά ασπιρίνη;» «Όχι». «Το περίμενα». «Σου αγόρασα όμως αυτά». Μένα ντροπαλό χαμόγελο, η Λίντια εμφάνισε ένα κρουασάν με σοκολάτα και ένα μακρύ μεταξωτό φουλάρι σε βαθύ κόκκινο χρώμα. «Σκέφτηκα ότι θα σου πήγαινε». Η Βαλεντίνα άφησε το φλιτζάνι στο χαλί και έπιασε με το ένα χέρι το κρουασάν και με το άλλο το φουλάρι. «Αγάπη μου», είπε και η φωνή της ακούστηκε σαν χάδι, «με

κακομαθαίνεις». Κοίταξε έντονα τα δώρα της και ύστερα τύλιξε δυο-τρεις βόλτες το φουλάρι στο λαιμό και έκοψε μια μεγάλη μπουκιά από το κρουασάν. «Υπέροχο!» μουρμούρισε μπουκωμένη. «Από το γαλλικό ζαχαροπλαστείο. Σ’ ευχαριστώ, γλυκό μου παιδί». Έσκυψε και φίλησε τη Λίντια στο μάγουλο. «Έκανα μερικές δουλειές στο σχολείο, και ο κύριος Γουίλαμπι με πλήρωσε σήμερα», της εξήγησε εκείνη και η μητέρα της δεν πρόσεξε το ύφος της. Ένας μυς που ήταν σφιγμένος στον κρόταφο της Λίντιας όλο το βράδυ, χαλάρωσε για πρώτη φορά. Τώρα θα ήταν όλα εντάξει. Τέρμα οι τρέλες της μητέρας της. Δεν θα συνέχιζε να διαλύει τον εύθραυστο κόσμο τους. Σήκωσε το φλιτζάνι από το πάτωμα και ήπιε μια γερή γουλιά. Είχε ξεραθεί η γλώσσα της. «Πάλι ο Αντουάν;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα, κοιτάζοντας λοξά τη Βαλεντίνα. Και το μετάνιωσε αμέσως. «Ο παλιοπροδότης! Πόντλιι ιζμέννικ!» εξερράγη η Βαλεντίνα. «Μη μου τον αναφέρεις! Είναι ένας Γάλλος βάτραχος που λέει ψέματα διαρκώς και σέρνεται σαν φίδι. Δεν θέλω να τον ξαναδώ ποτέ μου». Η Λίντια ένιωσε οίκτο για τον Αντουάν Φουρζέ. θα παντρευόταν αμέσως τη Βαλεντίνα αν δέ ήταν ήδη παντρεμένος με μια καθολική Γαλλίδα που αρνιόταν να του δώσει διαζύγιο και δεν είχε μαζί της τέσσερα παιδιά που απαιτούσαν φροντίδα και οικονομική υποστήριξη. Κάθε Παρασκευή βράδυ πήγαινε τη Βαλεντίνα για χορό και ξέκλεβε μια-δυο ώρες επιπλέον τη βδομάδα για να φάνε οι δυο τους, όταν η Λίντια βρισκόταν στο σχολείο. Εκείνη όμως το καταλάβαινε όταν ερχόταν εδώ ο Αντουάν. Το δωμάτιο μύριζε διαφορετικά, τσιγάρο και

μπριγιαντίνη, μέναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. «Τι σου έκανε;» Η Βαλεντίνα σηκώθηκε μέναν πήδο και άρχισε να βηματίζει πέραδώθε, σφίγγοντας το κεφάλι της και με τα δυο χέρια. «Η γυναίκα του περιμένει και άλλο παιδί». «Α...» «Ο μπάσταρδος. ο ψεύτης. μου είχε ορκιστεί πως δεν πλησιάζει πια στο κρεβάτι της. Πώς μπορεί να μου κάνει τέτοιες. τέτοιες απιστίες;» «Μαμά, γυναίκα του είναι!» Η Βαλεντίνα τίναξε αγριεμένη το κεφάλι και αμέσως σφάλισε τα μάτια σαν να πονούσε. «Τυπικά μόνο. Έτσι μου είχε ορκιστεί». «Μπορεί να τον αγαπάει». Η μητέρα της άνοιξε τα μάτια και έβαλε τα χέρια της στη μέση. Η Λίντια δεν μπόρεσε να μην προσέξει πόσο αδύνατη ήταν. «Έχεις σκεφτεί ότι μπορεί να τον αγαπάω και εγώ;» Τώρα ήταν η σειρά της Λίντιας να γελάσει. «Όχι, μαμά, δεν το έχω σκεφτεί. Τον συμπαθείς, διασκεδάζεις μαζί του, χορεύεις μαζί του, αλλά δεν τον αγαπάς». Η Βαλεντίνα άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, αλλά το ξανάκλεισε, τίναξε το κεφάλι και έπεσε ξανά στον καναπέ. «Αγάπη μου, νομίζω πως θα πεθάνω», είπε τυλίγοντας με το μπράτσο το κεφάλι της που πονούσε διαβολεμένα. «Όχι σήμερα πάντως». «Τον αγαπάω λιγάκι, ξέρεις». «Το ξέρω, μαμά». «Όμως.» Η Βαλεντίνα κοίταξε κάτω από το μπράτσο την κόρη της, τη δυνατή ίσια μύτη της, τα ψηλά σκανδιναβικά ζυγωματικά, τις χάλκινες φλόγες των μαλλιών της.

«Όμως, ο μοναδικός άντρας που αγάπησα ποτέ μου -ή που θαγαπήσω σε τούτη τη ζωή- ήταν ο πατέρας σου». Έκλεισε τα μάτια. Στο δωμάτιο έπεσε σιωπή. Η Λίντια ανατρίχιασε από ευχαρίστηση. Ένα υγρό αεράκι μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο κουβαλώντας μαζί του σταγόνες βροχής. «Μπαμπά.» ψιθύρισε και το πλούσιο γέλιο του αντιλάλησε στο νου της και ζωήρεψε τη φαντασία της. Είδε τον κόσμο σαν τρελό καλειδοσκόπιο καθώς δυο δυνατά χέρια τη στριφογύριζαν στον αέρα. Αν προσπαθούσε πιο δυνατά, θα έφερνε πίσω την αντρίκεια μυρωδιά του, ένα μεθυστικό μείγμα από καπνό, μπριγιαντίνη και υγρό μάλλινο κασκόλ. Ή μήπως μονάχη της τα έφτιαχνε όλα αυτά; Πόσο φοβόταν μήπως χάσει τα λιγοστά ψήγματα που είχαν απομείνει μέσα της από κείνον. Αναστέναξε βαθιά, έσβησε τα κεριά, κουλούριάστηκε στα μαξιλάρια δίπλα στη μητέρα της και αποκοιμήθηκε σαν γατάκι. Μια κόρνα που γρύλιζε στο δρόμο την έκανε να τιναχτεί από τον ύπνο της. Το χλομό φως της είπε ότι είχε ξημερώσει, και μάλιστα πως η ώρα ήταν περασμένη. Το Σάββατο είχαν μόνο τη μισή μέρα σχολείο, αλλά έπρεπε να βρίσκεται εκεί στις εννιά. Ανακάθισε και αμέσως την έπιασε ζάλη. Θυμήθηκε πως δεν είχε φάει τίποτε χθες και μονομιάς, μ ένα σφίξιμο στην καρδιά, θυμήθηκε όσα είχαν συμβεί. Σήμερα όμως όλα θα ήταν καλύτερα. .Σήμερα είχε τα γενέθλια της. Η κόρνα άρχισε να στριγκλίζει ξανά. Έτρεξε στο παράθυρο για να δει τι συμβαίνει. Η βροχή που έπεφτε όλη νύχτα είχε σταματήσει, όλα όμως ήταν υγρά και γυάλιζαν. Και η ζέστη δυνάμωνε ξανά. Έξω από την πόρτα τους ήταν

σταθμευμένο ένα μικρό ανοιχτό σπορ αυτοκίνητο. Στο τιμόνι καθόταν ένας μελαχρινός άντρας που φορούσε ένα κίτρινο μπλουζάκι πόλο και κρατούσε ένα μεγάλο μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα. Μόλις την είδε, κούνησε προς το μέρος της τα λουλούδια. «Αλο, μα σερί!» φώναξε. «Ξύπνησε η μαμά σου;» «Γεια σου, Αντουάν», του απάντησε χαμογελώντας η Λίντια. «Αυτό είναι το καινούργιο σου αυτοκίνητο;» «Ναι! Το κέρδισα χθες βράδυ στα χαρτιά. Υπέροχο δεν είναι;» Έσμιξε τα δάχτυλα του και τα φίλησε σε μια τυπικά υπερβολική γαλλική χειρονομία και γέλασε δείχνοντας δυο σειρές κατάλευκα δόντια. Όποτε τον έβλεπε, η Λίντια έλεγε μέσα της ότι ήταν ο πιο ωραίος άντρας που γνώριζε -όχι βέβαια πως γνώριζε και πολλούς - και δεν δυσκολευόταν καθόλου να φανταστεί πόσο διασκεδαστικός θα ήταν. Είχε περάσει τα τριάντα, αλλά της Λίντιας της φαινόταν μικρός. Ακτινοβολούσε μια αγορίστικη γοητεία.

5 «Θα κατέβω να του πω ότι κοιμάσαι». «Αν θέλεις να κάνεις κάτι χρήσιμο, πες του να μου φέρει βότκα». Η Λίντια πέρασε έξω από την κουρτίνα χωρίς να διακινδυνεύσει να κάνει κάποιο σχόλιο. Έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο της, έτριψε τα δόντια της μ’ ένα δάχτυλο που το βούτηξε προηγουμένως σε χοντρό αλάτι και προσπάθησε να διώξει το φόβο από τη σκέψη της. Και μόνο η λέξη βότκα της προκαλούσε πανικό. Φόρεσε τη σχολική στολή, άρπαξε το σάκο της και δυο ζαχαρωμένους λουκουμάδες. Άνοιγε την πόρτα του δωματίου, όταν ακούστηκε ξανά η φωνή της μητέρας της. Πιο ήρεμη αυτή τη φορά. «Λίντια.» «Ναι». «Έλα εδώ, γλυκιά μου». Διστακτικά, η Λίντια μπήκε στη λευκή κρεβατοκάμαρα. Στάθηκε δίπλα στην κουρτίνα με το βλέμμα καρφωμένο στα γδαρμένα μαύρα παπούτσια της. Τη χτυπούσαν, αλλά το είχε συνηθίσει όπως είχε συνηθίσει και τον πονοκέφαλο. «Λίντια...» Σήκωσε τα μάτια. Η μητέρα της ήταν ανακαθισμένη στα μαξιλάρια και είχε χτενίσει τα μαλλιά της. Χαμογελούσε και της άπλωνε το χέρι. Η Λίντια όμως ήταν πολύ θυμωμένη και δεν κουνήθηκε από τη θέση της. «Αγάπη μου, δεν έχω ξεχάσει τι μέρα είναι σήμερα». Η Λίντια κοίταξε πάλι τα μισητά παπούτσια της. «Χρόνια πολλά, ψυχούλα μου. Σ ντνιομ ραζντένιγια, ντουσενκα. Αστεία το είπα για τη βότκα, αλήθεια σου λέω. Έλα να μου δώσεις ένα φιλί. Ένα φιλί γενεθλίων». Η Λίντια υπάκουσε.

«Λίντια, κάθισε μια στιγμή». «Μα ο Αντουάν...» «Παράτα τον», είπε η Βαλεντίνα κουνώντας το χέρι σαν να έδιωχνε μια μύγα. «Θέλω να σου πω κάτι». Η Λίντια κάθισε στο κρεβάτι. Πεινούσε πολύ, γι’ αυτό και δάγκωσε ένα λουκουμά, γλείφοντας τη ζάχαρη από τα χείλη της. «Αγάπη μου, άκουσε με. Χαίρομαι που έχεις να φας κάτι νόστιμο στα γενέθλια σου, λυπάμαι όμως που δεν στο έφερα εγώ». Η Λίντια σταμάτησε να τρώει. Ένα αόριστο αίσθημα ενοχής έδιωξε όλη τη γλύκα απ’ το στόμα της. «Δεν πειράζει, μαμά». «Πειράζει. Με στενοχωρεί πολύ. Δεν έχω χρήματα να σου πάρω δώρο, το ξέρουμε και οι δυο. Αντί για δώρο λοιπόν, σε προσκαλώ να έρθεις μαζί μου όταν θα παίξω στη Λέσχη Οδυσσέας. Θα μου γυρίζεις τις σελίδες στις παρτιτούρες». Η Λίντια ούρλιαξε ενθουσιασμένη και αγκάλιασε τη μητέρα της. «Αχ, μαμά, σ’ ευχαριστώ! Αυτό είναι το καλύτερο δώρο!» «Μη μου λερώσεις τα μαλλιά με το λουκουμά σου». «Χρόνια το ήθελα αυτό!» «Λες να μην το ξέρω; Με έπρηζες πάντα να σε πάρω μαζί μου στα ρεσιτάλ. Τώρα που έγινες δεκάξι χρόνων, νομίζω πως μπορείς πια να έρθεις. Σε παρακαλώ, χρυσό μου, μάζεψε τα δάχτυλα σου. Κολλάνε». Η Λίντια τινάχτηκε όρθια και σκούπισε τα χέρια της στη φούστα. «Μαμά, θα είσαι περήφανη για μένα. Μπορούμε να εξασκηθούμε απόψε, στο πιάνο της κυρίας Ζαριά. Το ξέρεις πως της αρέσει πολύ να σ’ ακούει». «Αρκεί να μη μας έχει πετάξει στο δρόμο ως τότε, ο θηλυκός δράκος». «Α, δεν σου είπα. Της πλήρωσα τα νοίκια που της χρωστούσαμε.

Το νοίκι του άλλου μήνα είναι στο μπλε μπολ πάνω στο ράφι. Μην ανησυχείς γι’ αυτήν». «Ο κύριος Γουίλαμπι σε πληρώνει εξαιρετικά καλά, βλέπω». Η Λίντια συμφώνησε αδέξια. «Ναι. Βαθμολογώ τις εργασίες των παιδιών στις μικρές τάξεις. Είμαι σχεδόν δασκάλα». Μάζεψε από χάμω το σάκο της και κίνησε για την πόρτα. «Ευχαριστώ και πάλι, μαμά». Η φωνή της μητέρας της την ακολούθησε. «Και να πεις σ’ αυτόν τον παλιοψεύτη να πετάξει τα λουλούδια του μαζί με τους όρκους του στον υπόνομο. Εκεί είναι η θέση τους». Η Λίντια έκλεισε βιαστικά την πόρτα για να μην την ακούσουν οι Γιόμαν. «Μα έχει τρεις ρόδες μόνο», διαμαρτυρήθηκε η Λίντια. «Έτσι είναι οι Μόργκαν», αποκρίθηκε ο Αντουάν Φουρζέ και χάιδεψε τον προφυλακτήρα του αμαξιού του. «Έχει κερδίσει όλους τους αγώνες του κόσμου». «Είναι ίδιο με αυτό που σκοτώθηκε πέρσι η Ισιδώρα Ντάνκαν;» «Όχι». Ο Αντουάν σταυροκοπήθηκε με βιάση. «Εκείνο ήταν Μπουγκάτι. Τούτο δω είναι υπέροχο. Είχα μεγάλη τύχη που το κέρδισα χθες». Γύρισε και κοίταξε με προσμονή τη Λίντια. «Σήμερα όμως, έχω τύχη; Ε, μπιεν, τι είπε η μαμά σου;» «Τζίφος». «Δεν θέλει να με δει;» «Όχι, λυπάμαι». «Τα λουλούδια;» Η κοπέλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ο Αντουάν βούλιαξε στο κάθισμα του οδηγού κλαψουρίζοντας. Η Λίντια ήθελε να του χαϊδέψει τα μαλλιά, να κάνει κάτι, οτιδήποτε, για να του απαλύνει τον πόνο που του προκάλεσε η μητέρα της.

«Με πας μια βόλτα, Αντουάν;» ρώτησε. Εκείνος πιέστηκε να χαμογελάσει. «Ασφαλώς, σερί. Να σε πάω στο σχολείο;» «Ναι, σε παρακαλώ». Εκείνος μάζεψε τα λουλούδια από το διπλανό κάθισμα κι η Λίντια πήδησε μέσα. «Έχω τα γενέθλια μου σήμερα», είπε. «Α, χρόνια πολλά!» Έσκυψε και τη φίλησε και στα δυο μάγουλα. «Τότε θα πάρεις εσύ τα λουλούδια. Από μένα, για τα γενέθλια σου». Της πρόσφερε τα λουλούδια, με μια υπόκλιση που την έκανε να κοκκινίσει, και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Η Λίντια ετοιμάστηκε ν’ απολαύσει τη βόλτα. Πρώτη φορά έμπαινε σε αυτοκίνητο, και τη συνάρπαζε έτσι που έτρεχε. Κι όταν η κόρνα της Μόργκαν έκανε ένα ρίκσο να πεταχτεί έξω από το δρόμο, τσίριξε από ευχαρίστηση. Οι δρόμοι έγιναν φαρδύτεροι καθώς άφησαν τα γεμάτα ζητιάνους στενά της Ρωσικής Συνοικίας και μπήκαν στο καλύτερο τμήμα της πόλης, όπου τα μαγαζιά και τα καφενεία είχαν αρχίσει ν’ ανοίγουν. Αστυφύλακες σιχ με το τουρμπάνι τους στέκονταν στα μεγάλα σταυροδρόμια ρυθμίζοντας την κυκλοφορία με τα γαντοφορεμένα χέρια τους. Η Λίντια έσκυψε και χαιρέτησε έναν, έτσι για πλάκα. «Λίντια.» ακούστηκε όλο αγωνία η φωνή του Αντουάν. «Ναι;» «Λες να με συγχωρέσει;» «Δεν ξέρω, Αντουάν. Την ξέρεις πώς είναι». Εκείνος άφησε ένα πνιχτό βογκητό και η Λίντια φοβήθηκε μήπως πάει και τρακάρει πουθενά. Έσπευσε λοιπόν να προσθέσει: «Υποθέτω πως θα της περάσει σε λίγο. Δώσ’ της λίγες μέρες»

Το μεγαλόπρεπο Δημαρχείο με τους κίονες στην πρόσοψη και την αγγλική σημαία στην κορφή πέρασε ολοταχώς δίπλα τους και ύστερα το πάρκο Βικτόρια, γεμάτο νταντάδες με καροτσάκια. «Την αγαπάω, ξέρεις», είπε ο Αντουάν πατώντας και άλλο το γκάζι. «Δεν ήθελα να την πληγώσω. Δεν έπρεπε να της μιλήσω για το μωρό». «Ναι, ίσως ήταν λάθος σου». «Εκείνη μ’ αγαπάει;» «Ναι, ασφαλώς». «Αλήθεια, σερί;» «Αλήθεια». Το υπέροχο χαμόγελο του άξιζε το ψέμα της. Ανατρίχιασε ολόκληρη από ευχαρίστηση και τότε της ήρθε μια ιδέα. «Αντουάν, ξέρεις τι λέω;» «Τι;» Ο Αντουάν τέντωσε το χέρι του και έστριψε στη λεωφόρο Γουέρντσγουερθ με τη μηχανή του να μουγκρίζει. «Αν έκανες στη μαμά κάποιο δώρο που θα το ήθελε στ αλήθεια, μπορεί και να την κέρδιζες». Τα μαύρα του μάτια την κοίταξαν πανικόβλητα. «Δεν είμαι πλούσιος, ξέρεις. Δεν μπορώ να της παίρνω κοσμήματα και αρώματα όπως της αξίζει. και όταν μια φορά της πρόσφερα λίγα χρήματα για να τη βοηθήσω, εκείνη τ’ αρνήθηκε». Η Λίντια τον κοίταξε έκπληκτη. «Μα γιατί;» «Μου έβαλε τις φωνές, μου πέταξε ένα βιβλίο στο κεφάλι και μου είπε πως δεν είναι καμιά πόρνη για να την πληρώνω». Η Λίντια αναστέναξε. Η περηφάνια έχει το τίμημα της. Στην κορφή του λόφου της Αγγλικής Συνοικίας τα σπίτια ήταν μεγάλα και κομψά, πέτρινα και με περιποιημένους κήπους. Να και το σχολείο.

«Δεν εννοώ κάτι ακριβό, μα κάτι που. να την παρηγορεί όταν δεν είσαι μαζί της». Τον κοίταξε. «Όταν είσαι με τη γυναίκα σου». «Τι, δηλαδή;» τη ρώτησε εκείνος ζαρώνοντας τα φρύδια. Η Λίντια ξεροκατάπιε και είπε βιαστικά: «Ένα κουνέλι». «Τι;» «Ναι. Ένα άσπρο κουνελάκι με μεγάλα αυτιά και ροζ ματάκια». «Ένα λαπέν;» «Μάλιστα. Είχε ένα όταν ήταν μικρή, στην Αγία Πετρούπολη, και πάντα ήθελε ν’ αποκτήσει και άλλο». Ο Αντουάν την κοίταξε προσεκτικά. «Με εκπλήσσεις». «Αλήθεια σου λέω». «Θα τη ρωτήσω». «Όχι, όχι, θα της χαλάσεις την έκπληξη». Χαμογέλασε κοιτάζοντας το προφίλ του. Τι ωραία ρωμαϊκή μύτη που είχε! «Θα σε θυμάται κάθε φορά που θα χαϊδεύει τη γουνίτσα του». Αργότερα, καθώς ονειροπολούσε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο της τάξης, επέτρεψε στον εαυτό της να συλλογιστεί τη σβέλτη νεανική φιγούρα που είχε δει μισοκρυμμένη πίσω από τα ρίκσο απέναντι από το σχολείο και τα δυο κινέζικα μαύρα μάτια που την παρακολουθούσαν να περνάει την πύλη της αυλής. Η Λέσχη Οδυσσέας είχε μεγάλες αξιώσεις, αντίστοιχες με το όνομα της. Ο Τέο τη σιχαινόταν. Αντιπροσώπευε όλα όσα μισούσε στην αποικιοκρατική αλαζονεία. Ξιπασιά και περιφρόνηση για τους πάντες. Το κτίριο βρισκόταν στην καρδιά της Αγγλικής Συνοικίας, μακριά από το δρόμο, από τον οποίο το χώριζε ένας πυκνός φράχτης από ροδόδεντρα κι ένα πλατύ κομμάτι καλοκουρεμένο γρασίδι, σαν να μην ήθελε να έχει καμία επαφή με τη φασαρία και την κίνηση. Η μεγαλόπρεπη πρόσοψη του ήταν κατάλευκη, με πανύψηλες

κολόνες και μια μεγάλη βεράντα, όλα φτιαγμένα για τη δόξα του κατακτητή. Ανεβαίνοντας τα φαρδιά σκαλοπάτια της εισόδου, ο Τέο ένιωσε πως έμπαινε σε ναό, φυσικά για κάτι τέτοιο επρόκειτο: το ναό του συντηρητισμού. Της διατήρησης της καθεστηκυίας τάξης. και φυσικά ήταν αυταπόδεικτο ότι κανένα άτομο με κίτρινο δέρμα, μέλος εκείνης της αμαρτωλής φυλής που σου λέει ψέματα κατάμουτρα και πουλάει τα παιδιά της, δεν μπορούσε να μπει εκεί μέσα παρά μόνο από τν πίσω πόρτα και με στολή υπηρέτη. Ο Τέο το σιχαινόταν αυτό το μέρος, όμως η Λι Μέι είχε δίκιο. Με τα φιλιά της που του άναβαν φωτιές και τα γλυκά της λόγια που έβαζαν τις σκέψεις του σε τάξη, τον έκανε να το δει σαν παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που έπρεπε να το παίξει και να κερδίσει. «Γουίλαμπι, παλιόφιλε, χαίρομαι που τα κατάφερες να έρθεις». Ο Κρίστοφερ Μέισον ερχόταν προς το μέρος του διασχίζοντας με μεγάλες δρασκελιές το μαρμάρινο χολ, με το χέρι απλωμένο και ένα φιδίσιο χαμόγελο. Ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, διατηρούσε τη σιλουέτα του λεπτή κάνοντας ιππασία και είχε παράστημα αξιωματικού, αν και ο Τέο ήξερε πως δεν είχε υπηρετήσει ποτέ του πουθενά. Ο Μέισον είχε επιλέξει από νωρίς να κάνει καριέρα στη διοίκηση και αναζήτησε μια θέση στην Κίνα μόνο επειδή έμαθε ότι εκεί μπορούσες να κάνεις την τύχη σου αν ήξερες πώς να φερθείς. Τα μάτια του ήταν στρογγυλά και πονηρά, τα μαύρα του μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω και παρόλο που ήταν αρκετούς πόντους πιο κοντός από τον Τέο, αναπλήρωνε το μπόι που του έλειπε μιλώντας δυνατά. «Άκουσες τα νέα; Να σου κόβεται η ανάσα. και πολύ πρώιμο, αν θες τη γνώμη μου». «Ποια νέα;» ρώτησε κουρασμένα ο Τέο. Ήξερε πως στην κλειστοφοβική κυψέλη τους «νέα» μπορεί να ήταν

ότι ο Μπίνκι Φέντον παράτησε στη μέση έναν αγώνα κροκέ κατηγορώντας τους αντιπάλους ότι έκλεβαν η, αντίθετα, ότι ο στρατηγός Τσανγκ Κάι-σεκ ετοιμάζει κάποιους ριζοσπαστικούς νόμους για να διώξει τους ξένους από τη χώρα του και να τους πετάξει στη θάλασσα. και τα δύο αυτά γεγονότα, είναι «νέα». και τα δύο «σου κόβουν την ανάσα». Οι κατηγορίες για κλέψιμο στο παιχνίδι όμως είναι πολύ σοβαρές, διότι δηλώνουν κακούς τρόπους, ενώ από τους Κινέζους δεν περιμένει και κανείς να κρατήσουν το λόγο τους. και έτσι, ο Τέο περίμενε ν’ ακούσει τι ήταν αυτά τα νέα που έκαναν το πρόσωπο του Μέισον να έχει πάρει τέτοιο σκοτεινό χρώμα. «Τα νέα αφορούν τα στρατεύματα μας. Το 2ο Τάγμα της Φρουράς των Σκότων. Φεύγουν για την πατρίδα την Πρωτοχρονιά, με την Πόλη της Μασαλίας. και μας παρατάνε ανυπεράσπιστους σε τούτη την καταραμένη χώρα. Δεν ξέρουν ότι ο Εθνικιστικός Στρατός του Κούομιντανγκ έχει ξεκινήσει ένα όργιο από φόνους και λεηλασίες στο Πεκίνο; Για όνομα του Θεού, τώρα χρειαζόμαστε περισσότερα στρατεύματα, όχι λιγότερα! Στο κάτω κάτω της γραφής εμείς βγάζουμε τα εμπορικά κέρδη που χρηματοδοτούν τον Μπάλντουιν και την αναθεματισμένη την κυβέρνηση του πίσω στην πατρίδα. Έχεις δει την κατάσταση της χρηματιστηριακής αγοράς;» «Τότε θα πρέπει να μάθουμε να στεκόμαστε μόνοι μας στα πόδια μας, έτσι δεν είναι;» αποκρίθηκε ο Τέο επίτηδες με αδιάφορο ύφος, για να κάνει τον άλλο να ενοχληθεί. «Γιατί να κρατάμε ένα στρατό εδώ, όταν ισχυριζόμαστε ότι θέλουμε να ζήσουμε ειρηνικά με τους Κινέζους;» Ο Μέισον σταμάτησε να προχωρεί. «Αυτό που χρειαζόμαστε», συνέχισε ο Τέο, «είναι μια συνθήκη που να την τηρούμε όλοι. Μια συνθήκη λογική και όχι τιμωρητική.

Πρέπει να κάνουμε παραχωρήσεις, γιατί αλλιώς θα έχουμε μια καινούργια ανταρσία στα χέρια μας». Ο Μέισον τον κοίταξε καλά καλά και ύστερα πρόφερε: «Ανόητε κινεζολάτρη!» Τράβηξε κατά το μπαρ, αδιαφορώντας για την αρχοντική κομψότητα και τους βενετσιάνικους πολυελαίους του χολ. Ντόπιοι υπηρέτες περνούσαν σιωπηλοί, με το λευκό χιτώνιο κουμπωμένο μέχρι το λαιμό, έναν ασημένιο δίσκο στα χέρια και μια ευγενική έκφραση σιδερωμένη στο πρόσωπο τους. Ο Τέο ήξερε πως για τα μέλη της Λέσχης Οδυσσέας ο καθένας απ’ αυτούς άξιζε όσο και η εφημερίδα της προηγούμενης μέρας - ίσως και λιγότερο. Από την πίσω βεράντα ακούστηκε ένα δυνατό γέλιο. Η λαίδη Καρολάιν κατέβαζε τα ροζ τζιν της. Του Τέο του ήρθε να κάνει μεταβολή και να φύγει. Πολύ θα το χαιρόταν αν παρατούσε σύξυλο τον Μέισον, αλλά τα λόγια της Λι Μέι αντήχησαν στο μυαλό του και τον έκαναν να μείνει εκεί που βρισκόταν. Τίγιο, πρέπει να παίξεις το παιγνίδι. Πρέπει να κερδίσεις. Πόσο έξυπνη ήταν η Λι Μέι του. Του άρεσε πολύ ο τρόπος που χρησιμοποιούσε τις αδυναμίες του και αντιμετώπιζε τη γελοία άποψη πως η ζωή είναι ένα χαζό παιχνίδι που πρέπει να το κερδίσεις, όπως τους μάθαιναν στα εγγλέζικα σχολεία. Ακολούθησε τον Μέισον στο μπαρ και κοίταξε τριγύρω. Η αίθουσα ήταν ξέχειλη, όπως πάντα στις εφτά και μισή το βράδυ. Εδώ βρίσκονταν όλοι οι θεμελιωτές της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Οι μεγάλοι και καλοί, και οι όχι και τόσο καλοί. Κάποιοι κάθονταν στους δερμάτινους καναπέδες Τσέστερφιλντ στητοί και ατσαλάκωτοι μέσα στη στρατιωτική τους στολή, άλλοι ξάπλωναν στις καινούργιες μαλακές πολυθρόνες, που είχε πάρει η λέσχη για να γίνει πιο ελκυστική στα θηλυκά μέλη της, και

απολάμβαναν τα πούρα τους. Ο Τέο προσπέρασε τον κόσμο που έπινε το ποτό του στο μπαρ χαιρετώντας όσους γνώριζε, αλλά δεν σταμάτησε καθόλου. Όσο πιο γρήγορα τελείωνε εκεί πέρα τόσο το καλύτερο. Ωστόσο, σαν είδε τον Μέισον να πλησιάζει τέσσερις άντρες καθισμένους γύρω από ένα χαμηλό μαονένιο τραπέζι, σφίχτηκε. Ένα σύννεφο από καπνό κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους, παρά τους ανεμιστήρες οροφής που ανακινούσαν τη ζέστη και τις μύγες. Ο Τέο ένιωσε το σκληρό κολάρο του να τον σφίγγει σαν θηλιά. Σταμάτησε νανάψει ένα τούρκικο τσιγάρο και μπήκε στο παιχνίδι. «Καλησπέρα, σερ Έντουαρντ», είπε κεφάτα. «Έμαθα πως διώξατε επιτέλους τους Αμερικανούς πεζοναύτες από το Τιεντσίν». Ο σερ Έντουαρντ Καρλάιλ τον κοίταξε καλοδιάθετα πάνω από το ποτήρι με το ουίσκι του και του χαμογέλασε υπερβολικά γλυκά. Όλοι γύρω του γέλασαν, εκτός από το διοικητή της αστυνομίας. Ο Μπίνκι Φέντον, ένας τελωνειακός που διαμαρτυρόταν πάντα για τις επεμβάσεις των Αμερικανών, ύψωσε το ποτήρι του και φώναξε: «Καιρός ήταν!» Ο Τέο πήγε και κάθισε δίπλα στον Άλφρεντ Πάρκερ, τον μόνο που θεωρούσε φίλο του εκεί μέσα. Ο Άλφρεντ κούνησε το κεφάλι και του έδωσε το χέρι. Ήταν λίγο μεγαλύτερος από τον Τέο, καινουργιοφερμένος στην Κίνα και δημοσιογράφος στην τοπική εφημερίδα Ημερήσιος Κήρυξ του Τζαντσόου. Του Τέο του άρεσε η δουλειά του. Το τελευταίο του άρθρο καυτηρίαζε την περίδεση των ποδιών των γυναικών για να πάρουν το σχήμα του λωτού. Ένα φρικτό έθιμο, που έπαψε να είναι υποχρεωτικό μετά την πτώση της δυναστείας των Μαντσού το 1911, ωστόσο εξακολουθούσε να εφαρμόζεται ευρέως. Δόξα τω Θεώ, οι γονείς της Λι Μέι δεν είχαν επιβάλει στην κόρη τους αυτή τη βαρβαρότητα. Ο Πάρκερ έγραφε σωστά πράγματα. Υποστήριζε

ότι είναι εντελώς παράλογο να σακατεύεις το μισό εργατικό σου δυναμικό την ώρα που η χώρα σου πεινάει και πεθαίνει στους δρόμους. «Καλησπέρα, Γουίλαμπι», είπε ο σερ Έντουαρντ. Έδειχνε σταλήθεια ευχαριστημένος που τον έβλεπε. Επειδή όμως ήταν σπουδαίος διπλωμάτης, ο Τέο δεν ήταν ποτέ σίγουρος μαζί του. «Ναι, έχεις δίκιο, αν και δεν ξέρω από πού παίρνεις τις πληροφορίες σου. Ο υπουργός Ναυτικών των ΗΠΑ διέταξε άμεση αποχώρηση από το Τιεντσίν». «Πόσοι άντρες θα φύγουν;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο Πάρκερ. «Τρεις χιλιάδες πεντακόσιοι πεζοναύτες». Ο Μπίνκι Φέντον σφύριξε με ενθουσιασμό. «Μπάι μπάι, Γιάνκηδες, και καλό ξεφόρτωμα», είπε. «Κι η δική μας Φρουρά των Σκότων φεύγει τον Ιανουάριο», γκρίνιαξε ο Μέισον και σήκωσε το χέρι του. Αυτομάτως, ένας Κινέζος υπηρέτης εμφανίστηκε δίπλα του. «Ουίσκι και σόδα, μικρέ. Χωρίς πάγο. Γουίλαμπι;» «Σκέτο ουίσκι». Ο σερ Έντουαρντ ενέκρινε την παραγγελία του κουνώντας το κεφάλι. Σιχαινόταν να βλέπει να καταστρέφουν το καλό ουίσκι νερώνοντας το. «Τον έλεγχο τον έχουν πλέον οι εθνικιστές του Κούομιντανγκ», είπε, αλλά η σταθερή του φωνή δεν δήλωνε αν τον ευχαριστούσε αυτό. «Και στο Πεκίνο και στο Νανκίνγκ, πράγμα που σημαίνει ότι ελέγχουν και τη βόρεια και τη νότια πρωτεύουσα. Πρέπει λοιπόν ν’ αναγνωρίσουμε ότι ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους πολέμαρχους τελείωσε, αν και με τους κομμουνιστές συνεχίζεται. Ο στρατάρχης Τσανγκ Τσο-λιν και η Βόρεια Στρατιά του πάνε πια. Γι’ αυτό, κύριοι, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε ότι δεν χρειαζόμαστε πια τόσο πολλά στρατεύματα για να

προστατεύουμε τα συμφέροντα μας στην Κίνα». «Είναι αλήθεια ότι αποφασίστηκε η ασφαλής μεταφορά του στρατάρχη Τσανγκ Τσο-λιν και των ανδρών του στη Μαντζουρία;» θέλησε να μάθει ο Πάρκερ. «Ναι». «Μα γιατί; Οι Κινέζοι έχουν το συνήθειο να σφαγιάζουν τους νικημένους εχθρούς τους». «Αυτό να το ρωτήσεις στο στρατηγό Τσανγκ Κάι-σεκ», αποκρίθηκε ο σερ Έντουαρντ ρουφώντας το πούρο του. Ήταν εντυπωσιακή μορφή. Λίγο πιο μεγάλος από τα εξήντα, ψηλός και κομψός μέσα στο επίσημο κοστούμι του με το ψηλό κολάρο και τη λευκή γραβάτα. Τα πλούσια λευκά του μαλλιά έρχονταν σε αντίθεση με το στρατιωτικό μουστάκι που ήταν βαμμένο στο χρώμα της καραμέλας από την καθημερινή κατανάλωση νικοτίνης, τανίνης και σκοτσέζικου ουίσκι. Ως κυβερνήτης του Τζαντσόου είχε το απίθανο καθήκον να διατηρεί την ειρήνη ανάμεσα στους διάφορους ξένους: Γάλλους, Ιταλούς, Γιαπωνέζους, Αμερικανούς και Βρετανούς - και, το χειρότερο, Ρώσους και Γερμανούς που μετά το τέλος του πολέμου το 1918, είχαν χάσει την επίσημη θέση τους στην Κίνα και οι άλλοι απλώς τους ανέχονταν. Το μεγαλύτερο αγκάθι όμως ήταν αυτοί οι καταραμένοι Αμερικανοί που έκαναν τις βλακείες τους και έρχονταν να συζητήσουν την κατάσταση μόνο αφού είχε γίνει πλέον η ζημιά. Δεν τον στενοχωρούσε καθόλου που θα έφευγαν κάμποσοι από δαύτους, και ας έμενε εκτεθειμένο το Τιεντσίν. Με λίγη τύχη, θα τους ακολουθούσε και το απόσπασμα που βρισκόταν στο Τζαντσόου. Θα έμεναν βέβαια οι Γιαπωνέζοι, που η παρουσία τους του πάγωνε το. αίμα. Ο διοικητής αντιλήφθηκε ότι ο Τέο τον παρακολουθούσε και του

κούνησε αδιόρατα το κεφάλι. Τον συμπαθούσε το δάσκαλο: μπορούσε να φτάσει μακριά, αρκεί να έκοβε τη μανία που είχε με οτιδήποτε κινέζικο. Η σχέση του μεκείνη την ιθαγενή δεν είχε καμιά σημασία. Πολλοί από τους γνωστούς του σερ Έντουαρντ τσαλαβουτούσαν πού και πού σε κίτρινα νερά. Ο ίδιος βέβαια δεν το έκανε, όχι βέβαια! Η καλή του η Έλινορ θα στριφογύριζε στον τάφο της αν το έκανε. Του έλειπε πάντα η γριούλα του. Ήταν σαν πονόδοντος που δεν μπορούσε να τον διώξει κανένα γιατρικό. Κι εκείνη τον συμπαθούσε τον Γουίλαμπι. Γλυκό αγόρι, έτσι τον αποκαλούσε. Για τον Μέισον όμως ήταν σωστός πονοκέφαλος, αν καταλάβαινε καλά. Ανάμεσα στους δυο άντρες υπήρχε μεγάλη ένταση, και ήταν φανερό πως ο Μέισον πίστευε πως είχε αυτός το πάνω χέρι. Ας πρόσεχε όμως, γιατί δεν έπρεπε να το υποτιμά τούτο το αγόρι. Είχε την τάση να είναι απρόβλεπτος. Το είχε στο αίμα του. Δες τι έκανε ο πατέρας του στην Αγγλία. Ντροπής πράγματα. Δεν είναι ναπορείς που ο γιος του ήρθε να κρυφτεί στην άλλη άκρη του κόσμου. Ήπιε μια γερή γουλιά από το ουίσκι του και το στριφογύρισε ηδονικά στο στόμα του. «Γουίλαμπι», είπε καρφώνοντας τον με το βλέμμα, «θα μείνεις για το αποψινό ρεσιτάλ της Ρωσίδας καλλονής». Δεν ήταν ερώτηση αυτό. «Μετά χαράς, κύριε». Ανάθεμα τον. Τώρα δεν θα έβλεπε τη Λι Μέι όλο το βράδυ. «Με εκπλήσσει που σε βλέπω εδώ, Τέο», παρατήρησε ο Πάρκερ. Η φωνή του ήταν ευγενική όπως πάντα, αλλά δεν έκρυβε την περιέργεια του. Είχαν πάει στο μπαρ να ξαναγεμίσουν τα ποτήρια τους και να ξεφύγουν για λίγο από μια έντονη συζήτηση για τους κινδύνους της ετεροδικίας και τις περσινές στρατιωτικές επιτυχίες των

εθνικιστών. Την κατάκτηση της Σανγκάης, λέει, τη χρωστούσαν στην τριάδα της Πράσινης Συμμορίας. Ο Τέο αναστατωνόταν κάθε φορά που η συζήτηση στρεφόταν στις κινέζικες τριάδες. Του σηκώνονταν οι τρίχες. Είχε ακούσει διάφορες φήμες για τις δραστηριότητες τους στο Τζαντσόου: κομμένα λαρύγγια, πυρπολημένα μαγαζιά, ακέφαλα πτώματα στο ποτάμι. Παρόλα αυτά όμως, η ομορφιά της Κίνας του είχε κλέψει την καρδιά. Δεν ήταν μόνο η υπέροχη Λι Μέι, αλλά και οι όμορφες καμπύλες ενός βάζου Μινγκ, οι γραμμές που χαράσσονταν από ένα πινέλο καλλιγραφίας, τα νοήματα που κρύβονταν σε μια υδατογραφία που έδειχνε έναν άντρα να ψαρεύει, ο ήλιος που βυθιζόταν πίσω από μια σειρά σαμπάν με ανοιγμένα πανιά βάφοντας τα πάντα χρυσαφιά. Οι αισθήσεις του πλημμύριζαν από ομορφιά. Τόσο δυνατό ήταν το πάθος του για όλα αυτά, που μερικές φορές του κοβόταν η ανάσα. Ακόμη και ο ξινός ιδρώτας και τα σάπια δόντια ενός κουλή του μιλούσαν για την ομορφιά τούτης της χώρας που χρωστούσε την ύπαρξη της στον εξοντωτικό μόχθο των εκατομμυρίων χωρικών της. Οι τριάδες όμως. Ήταν σαν αρουραίοι σε σιτοβολώνα: καταβρόχθιζαν, κατέστρεφαν, δηλητηρίαζαν. Ο Τέο σκούπισε το μέτωπο του με το μεγάλο κόκκινο μαντίλι του και με το δάχτυλο του προσπάθησε να χαλαρώσει το κολάρο που τον έπνιγε. «Δεν ήρθα επειδή μου αρέσει», απάντησε. «Ο Μέισον θέλει να μου μιλήσει». «Αυτός ο άνθρωπος χώνεται παντού». Ο Τέο γέλασε άκεφα. «Είναι ένας μπάσταρδος που προσπαθεί ν’ αρπάξει ότι μπορεί. Είναι ικανός να σκοτώσει οποιονδήποτε του σταθεί εμπόδιο». «Τότε να μη βρεθείς στο δρόμο του».

«Δυστυχώς είναι πολύ αργά». «Γιατί; Τι έκανες άραγε που τον ενόχλησε;» «Διάλεξε και πάρε. Δεν του αρέσει το ότι η κόρη του μαθαίνει κινέζικη ιστορία ούτε το ότι επέβαλα τη γυμναστική ως υποχρεωτική και στα κορίτσια. και φυσικά το ότι απαγόρευσα τη σκοποβολή που έκαναν κάθε Σάββατο πρωί. Μάλιστα, κόντεψαν να με λιντσάρουν γι’ αυτό το τελευταίο». Ο Πάρκερ γέλασε δυνατά. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας με φαρδύ στήθος και εγκάρδιους τρόπους, σήμερα όμως φαινόταν τσιτωμένος. Έβγαλε από την τσέπη την πίπα του, την άναψε με την ησυχία του και ύστερα μάλωσε το φίλο του. «Το κάνεις επίτηδες για να προκαλέσεις». Ο Τέο τον κοίταξε κατάπληκτος. Ο δημοσιογράφος μιλούσε σοβαρά. Μπορεί να ήταν πρωτάρης στα πράγματα της Ανατολής, είχε όμως μεγάλη διορατικότητα. Αυτό τον έκανε καλό δημοσιογράφο, και συμπαθητικό στον Τέο. Μερικές φορές γινόταν πομπώδης, ιδίως όταν βρισκόταν με το ωραίο φύλο, κατά τα άλλα όμως ήταν καλό παιδί και είχε τη λογική να φοράει ένα απλό λευκό λινό σακάκι και μαλακό κολάρο αντί για βραδινό κοστούμι με όλα τα συναφή. Παρ όλα αυτά, το σχόλιο του τάραξε τον Τέο. Γιατί φοβόταν ότι αυτή μπορεί να ήταν η αλήθεια. «Άλφρεντ, άκουσε με. Θέλω να βοηθήσω τα παιδιά αυτά να διευρύνουν τους ορίζοντες τους». «Δεν θα το καταφέρεις άμα τους απαγορεύεις ότι τα διασκεδάζει, για παράδειγμα η σκοποβολή. Το αντίθετο, μάλιστα». «Κοίταξε, μόλις βγήκαμε από έναν τρομερό πόλεμο στην Ευρώπη και από δύο δεκαετίες σχεδόν εμφυλίου πολέμου εδώ στην Κίνα, συν τους Πολέμους του Οπίου και την Επανάσταση των Μποξέρ. και δες τι γίνεται τώρα στην Ινδία. Πότε θα μάθουμε ότι με τα όπλα δεν βγαίνει τίποτε;»

«Πήρες φόρα, Τέο. Φέραμε τον πολιτισμό και την ηθική σε τούτους τους ειδωλολάτρες. και τη σωτηρία της ψυχής τους. Το ναυτικό και ο στρατός μας ήταν απαραίτητα για ν ανοίξουν οι πόρτες». «Όχι, Άλφρεντ. Η απάντηση δεν είναι η βία. Η μόνη μας ελπίδα για το μέλλον είναι να μάθουμε στα παιδιά μας ότι η διαφορετική επιδερμίδα ή η ξένη γλώσσα δεν κάνει τον άλλον εχθρό μας». Ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο του φίλου του. «Τούτη η χώρα χρειάζεται απελπισμένα τη βοήθεια μας. Όχι όμως και το στρατό μας». «Εκτός από κινεζολάτρης είσαι και αντιρρησίας συνείδησης, Γουίλαμπι;» Ο Μέισον. Ο Τέο δεν γύρισε. Ένιωθε να φουντώνει μέσα του ο θυμός, καθώς διέκρινε στον μεγάλο καθρέφτη του μπαρ τον Μέισον να στέκεται πίσω του με το σαγόνι προτεταμένο, λες και ήθελε να του δώσουν μια γροθιά εκεί ακριβώς. «Κύριε Μέισον», μπήκε ήπια στη μέση ο Άλφρεντ, «χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία να σας μιλήσω. Το ήθελα από καιρό. Οι αναγνώστες του Ημερήσιου Κήρυκα ενδιαφέρονται να μάθουν τις απόψεις σας ως υπευθύνου για την εκπαίδευση στο Τζαντσόου. Γράφω ένα άρθρο για τις ευκαιρίες που έχουν εδώ οι νέοι. Να κανονίσουμε μια συνέντευξη;» Ο Μέισον έδειξε να τα χάνει προς στιγμήν, επέτρεψε όμως στον εαυτό του να χαμογελάσει. «Ασφαλώς, Πάρκερ. Τηλεφώνησε τη Δευτέρα το πρωί στο γραφείο μου». «Μετά χαράς». Ο Μέισον κλυδωνίστηκε στις φτέρνες του και είπε απότομα: «Γουίλαμπι, πιστεύω πως ήρθε η ώρα να τα πούμε». «Λατινικά».

«Ορίστε;» «Γιατί διδάσκεις λατινικά στην κόρη μου;» «Για να πλουτίσω τις γλωσσικές της ικανότητες». «Κι επίσης τη βάζεις ν’ αναμειγνύει επικίνδυνα χημικά». «Κύριε Μέισον, όλοι οι μαθητές μου, αγόρια και κορίτσια, διδάσκονται τα λατινικά και τις επιστήμες. Το ξέρατε αυτό όταν τη γράψατε στο σχολείο μου πριν από τρία χρόνια». «Λατινικά ποιήματα», συνέχισε ο Μέισον αγνοώντας τον. «Ανασκολοπισμούς βατράχων και αφαίρεση ποδιών από σκαθάρια. Κινέζικη ιστορία με όλες τις λεπτομέρειες για παλλακίδες και αποκεφαλισμούς. Γυμναστική που κάνει τα κορίτσια να πηδάνε πάνω από ίππους και να κάνουν κυβιστήσεις μισόγυμνα και τα αγόρια να τα κοιτάζουν με τα μάτια πεταμένα έξω. Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά για νέες γυναίκες. Τίποτε απ’ αυτά». «Οι ίπποι είναι σύνεργα του γυμναστηρίου, δεν είναι αληθινοί». «Μη μου κάνεις πλάκα, νεαρέ». «Το λέω για να καταλάβετε ότι βρίσκονται μέσα σένα γυμναστήριο. Τα μαθήματα γυμναστικής γίνονται χωριστά για τα αγόρια και χωριστά για τα κορίτσια. Έτσι τα αγόρια δεν χαζεύουν τα κορίτσια τα οποία, παρεμπιπτόντως, είναι ντυμένα εντελώς αξιοπρεπώς με χιτώνες. Δεν τα βλέπει κανείς εκτός από τη δεσποινίδα Πέτιφερ». «Κι εγώ σου λέω πως όλα αυτά δεν τους κάνουν καλό. Δεν αρέσουν καθόλου ούτε στην κυρία Μέισον ούτε σεμένα». Ο Τέο συγκρατήθηκε και δεν του είπε ότι η κυρία Μέισον ερχόταν κάθε μέρα με το ποδήλατο για να πάρει την Πόλι. Προφανώς, ήταν οπαδός της άσκησης για τις γυναίκες. Κάρφωσε το βλέμμα του στον πάτο του ποτηριού και προσπάθησε να καταλάβει πού το πήγαινε ο Μέισον. Κάθονταν μόνοι τους στην

άκρη της μεγάλης βεράντας. Στην άλλη άκρη, πίσω από μεγάλες γλάστρες με φοινικοειδή, καθόταν μια παρέα γυναικών. Οι σιγανές φωνές τους δεν ενοχλούσαν τους δυο άντρες. «Κύριε Μέισον, μπορείτε να στείλετε την Πόλι σε κάποιο άλλο σχολείο», είπε ήρεμα ο Τέο. «Ίσως βρείτε πιο βολικό για σας το γυμνάσιο Σεν Φράνσις». Τα μεγάλα στρογγυλά μάτια του Μέισον τον κοίταξαν με αντιπάθεια. Κάτι στο γκρίζο βάθος τους έκανε τον Τέο ν’ ανατριχιάσει. «Γουίλαμπι, δεν είναι αυτό το θέμα». «Ποιο είναι λοιπόν;» ρώτησε ο Τέο φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη του. «Σκέφτομαι να σε κλείσω». Ο Τέο πάγωσε. Ένιωσε όλο του το αίμα να φεύγει απ’ το κεφάλι του. Με μεγάλη προσπάθεια, άφησε το ποτήρι του στο τραπέζι. Πετάρισε τα μάτια και κοίταξε το γήπεδο του κροκέ που το γρασίδι του στο φως του δειλινού είχε πάρει το χρώμα της λεβάντας, και την επιφάνεια της λίμνης που γυάλιζε ασημένια, σαν ουρά δράκοντα. Ο Μέισον είχε σκύψει μπροστά και τον κοίταζε διαπεραστικά. Ο Τέο πίεσε το μυαλό του να συγκεντρωθεί. Έγειρε αργά πίσω στην πολυθρόνα του και ανταπέδωσε το βλέμμα του Μέισον. «Δηλαδή, για να καταλάβω. σκοπεύετε ν’ αποσύρετε την άδεια λειτουργίας της Ακαδημίας Γουίλαμπι;» ρώτησε παγερά. «Υπάρχει αυτή η πιθανότητα». «Νομίζω πως αν γίνει μια τέτοια γελοία κίνηση, το γραφείο σας θα πνιγεί στις ενστάσεις των γονέων των μαθητών μου. Το σχολείο μου είναι το καλύτερο στο Τζαντσόου, και το ξέρετε. Το ότι παρέχει ευρεία μόρφωση στα κορίτσια δεν είναι λόγος.» «Δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό».

Ο Τέο συνοφρυώθηκε. «Αλλά;» «Πρόκειται για τα χρήματα». Τότε ο Τέο κατάλαβε πως είχε χάσει το παιχνίδι. «Μα κοίτα την αυτή τη γυναίκα! Δεν είναι τέλεια; Μόνο που την κοιτάζεις, σου φεύγει το κεφάλι». Τα λόγια ήρθαν από μια παρέα αξιωματικών με ατσαλάκωτη στολή που έβγαιναν από την αίθουσα του μπιλιάρδου κάνοντας κάμποση φασαρία. Ο Τέο πήγαινε προς το καπνιστήριο διασχίζοντας το μαρμάρινο πάτωμα. Ήθελε να μείνει λίγο μόνος του, μακριά από τούτο το παλαβό τσίρκο. Να σκεφτεί ποια στο διάβολο έπρεπε να είναι η επόμενη κίνηση του. Το κεφάλι του βούιζε σαν να είχε τρυπώσει μέσα του ένα σμήνος ακρίδες, αλλά τα λόγια του αξιωματικού τον έκαναν να γυρίσει και να κοιτάξει πίσω του. Και τότε είδε τη Βαλεντίνα Ιβάνοβα. Ευθύς θυμήθηκε το αποψινό ρεσιτάλ και την αναθεματισμένη πρόσκληση του σερ Έντουαρντ. Ο Μέισον θα ήταν φυσικά εκεί, με το αυτάρεσκο χαμόγελο του και το άπληστο βλέμμα του που θύμιζε αρπακτικό. Ωστόσο η όψη της Βαλεντίνας Ιβάνοβα έκανε ξαφνικά το μυαλό του να καθαρίσει. Του θύμισε για ποια πράγματα αγωνιζόταν, καθώς δίπλα της βάδιζε μια μαθήτρια του: η νεαρή Λίντια. Εκείνη που ρωτούσε να μάθει για τις κινέζικες πολεμικές τέχνες. Ήταν εντυπωσιακές και οι δυο τους, και όλα τα κεφάλια γύριζαν στο διάβα τους να κοιτάξουν. Τα χείλη των άλλων γυναικών σφίγγονταν. Η μητέρα ήταν υπέροχη. Ο τρόπος που βάδιζε, που κουνούσε τους γοφούς της, ο περήφανος τρόπος που κρατούσε το κεφάλι ψηλά, αντιστάθμιζε το μπόι που της έλειπε, και η θάλασσα των μαύρων γυαλιστερών μαλλιών της την έκανε να δείχνει ψηλότερη. Η επιδερμίδα της ήταν λευκή και αψεγάδιαστη και τα

μάτια της, μαύρα και φωτεινά, έκαναν τα γόνατα των ανδρών να λύνονται. Ο Τέο την είχε ξαναδεί αρκετές φορές αλλά ποτέ έτσι. Απόψε φορούσε μια βραδινή τουαλέτα από μπλε σαντούγκ, με βαθύ ντεκολτέ που αναδείκνυε τον κομψό λαιμό της και την αρχή του στήθους της. Φορούσε γάντια μακριά ως τους αγκώνες και καθόλου κοσμήματα. Δεν της χρειάζονταν. Ο Τέο τη σύγκρινε με τη Λι Μέι. Η κορμοστασιά της Λι Μέι ήταν λιγότερο θηλυκή, λιγότερο αισθησιακή. Για κείνον όμως είχε μια αγνότητα που δεν την έβρισκε σε καμιά Δυτική γυναίκα. Ήταν σαν κινέζικη πορσελάνη δίπλα σε πορσελάνες Γουέτζγουντ. «Θεέ και Κύριε, ποιο είναι αυτό το υπέροχο πλάσμα;» ρώτησε ένας από τους αξιωματικούς. «Νομίζω πως είναι η πιανίστρια που θα δώσει το κοντσέρτο», του απάντησε ένας νεαρός ταγματάρχης. «Η επιτροπή της λέσχης αποφάσισε να μας προσφέρει λίγη ψυχαγωγία». Χοντροκομμένα γέλια υποδέχτηκαν την παρατήρηση. «Μπορεί να έρχεται να με ψυχαγωγεί όποτε θέλει!» είπε κάποιος. «Εγώ θα έπαιρνα τη μικρή, το λιονταρόπουλο. Δείχνει να είναι έτοιμη». «Εγώ θα ήθελα να δω τι κρύβεται κάτω από το φουστάνι της πριν.» Ο Τέο απομακρύνθηκε. Οι αξιωματικοί είχαν πιει πολύ κι έλεγαν ανοησίες. Δεν ήταν βέβαια σπάνιο σε μια κοινωνία που οι άντρες ξεπερνούσαν σε αναλογία δέκα προς ένα τις λευκές γυναίκες. Τα μπορντέλα έκαναν τρελές δουλειές με τις Ρωσίδες και τις Ευρασιάτισσες, που τις απέβαλλε τούτη η κοινωνία με το αυστηρό ταξικό σύστημα. Ο Τέο ήθελε να σηκωθεί και να φύγει, παρατώντας τους όλους μέσα στην κόλαση που μόνοι τους είχαν δημιουργήσει. Μα δεν το έκανε. Η βραδιά δεν είχε τελειώσει

ακόμη, ενώ υπήρχε πάντα και ο Μέισον. Εκείνη τη στιγμή τον είδε η Λίντια και του χαμογέλασε ντροπαλά. Δεν ένιωθε και πολύ άνετα έτσι στολισμένη που ήταν. Αληθινό λιονταρόπουλο, είχε δίκιο εκείνος ο αξιωματικός. Με τα κεχριμπαρένια μάτια και τη λαμπερή κοκκινωπή χαίτη έδειχνε αδάμαστη. Απόψε φάνταζε σαν μια υπέροχη νέα, αλλά ακόμη και μέσα στο τόσο μοντέρνο φόρεμα της, στο χρώμα του βερίκοκου, απέπνεε παιδικό ενθουσιασμό. και ίσως κάποιον κίνδυνο. Ωστόσο, όταν ο Τέο της ανταπέδωσε το χαμόγελο, η Λίντια κοκκίνισε σαν σχολιαρόπαιδο.

6 Έξω από τη Λέσχη Οδυσσέας, τα φώτα της οδού Ουέλινγκτον έμοιαζαν με κίτρινες φωτεινές λιμνούλες μέσα στο σκοτάδι, αλλά το σκοτάδι τούτης της χώρας ήταν πυκνό και βαθύ. Γύρευε ν’ αρπάξει τον εύθραυστο κόσμο που οι ξένοι τον θεωρούσαν δικό τους. Το σκοτάδι πρόσφερε προστασία. Στον κλέφτη με τα λοξά μάτια που στεκόταν δίπλα στο κοιμισμένο παιδί, ενώ η αμά του έπαιζε ματζόνγκ στο κάτω πάτωμα. Στο βρόμικο κάρο που κουβαλούσε ανθρώπινα περιττώματα στα καλλιεργημένα χωράφια. Στο μαχαίρι που ακουμπούσε στο λαρύγγι ενός λευκού που δεν τακτοποιούσε το στοίχημα του μέναν Κινέζο. Και στον Τσανγκ Αν Λο. Η νεαρή φιγούρα του, αόρατη μες στο σκοτάδι, είχε γίνει ένα με το πλατάνι του δρόμου. Παρέμενε ακίνητος ακόμη και όταν οι ασημένιες αστραπές έσκισαν τον ουρανό και η βροχή άρχισε να πέφτει σαν βαριά κουρτίνα κάνοντας τα φύλλα να τρίζουν πάνω από το κεφάλι του και τα αυτοκίνητα να φαντάζουν σαν γυαλιστερά τέρατα καθώς τα φανάρια τους φώτιζαν τις σιδερένιες πύλες της λέσχης. Ένας στρατιώτης με ψηλό πηλήκιο και τουφέκι ήλεγχε όλους τους εισερχόμενους. Ο Τσανγκ Αν Λο ακούμπησε το κεφάλι του στη σκληρή φλούδα του δέντρου και έκλεισε τα μάτια για να ξαναδεί με τη φαντασία του το κορίτσι καθώς πηδούσε από το ρίκσο που το είχε φέρει εδώ. Είδε ξανά τις φλόγες που χόρευαν γύρω από το κεφάλι της, το σβέλτο βήμα της - δίστασε λιγάκι καθώς κοίταζε τους γιγάντιους μαρμάρινους παραστάτες της πύλης. Άραγε να ήταν το βλέμμα της γεμάτο έκπληξη όπως και χθες, εκεί στο άθλιο χουτόνγκ. στο σοκάκι; Γιατί είχε πάει σ’ αυτό το σοκάκι; Αυτή την ερώτηση την είχε κάνει πολλές φορές στον εαυτό του. Μήπως είχε

χάσει το δρόμο της; Μα πώς μπορείς να περιπλανηθείς στην παλιά κινέζικη πόλη χωρίς να το καταλάβεις; Ωστόσο οι τρόποι των φανκί ήταν παράξενοι και τα μονοπάτια της σκέψης τους περίπλοκα. Έτριψε δυνατά με το χέρι του το κοντοκουρεμένο του κεφάλι, σαν να προσπαθούσε να το πιέσει να του δώσει μια απάντηση. Μήπως του την είχαν στείλει οι θεοί; Κούνησε το κεφάλι θυμωμένος με τον εαυτό του. Οι Ευρωπαίοι δεν είναι φίλοι των Κινέζων, οι θεοί του Μεσαίου Βασιλείου δεν μπορεί να είχαν καμιά δουλειά μαζί τους. Ούτε ο Τσανγκ Αν Λο είχε, εκτός από το να ξαναρίξει στη θάλασσα τις άπληστες ψυχές τους. και όμως, το παράξενο είναι πως σαν την αντίκρισε χθες εκεί στο χουτόνγκ, δεν είδε μπροστά του έναν Ξένο Διάβολο αλλά μια αγριεμένη αλεπού. Σαν εκείνη που είχε ελευθερώσει κάποτε, από ένα δόκανο στο δάσος. Τον είχε δαγκώσει στο μπράτσο, του είχε κόψει μάλιστα και ένα κομμάτι, και έπειτα το είχε σκάσει. Ο Τσανγκ είχε δει τότε τον εαυτό του σεκείνο το ζώο που, αγριεμένο και ταλαιπωρημένο, αγωνιζόταν για την ελευθερία του. Και τώρα τούτο το κορίτσι, με την ίδια αγριάδα. Με την ίδια φλόγα να καίει στα μαλλιά, στην ψυχή και τα μεγάλα μάτια της φανκί. Θα τον έκαιγε με τη φλόγα της, ήταν σίγουρος. Μα τώρα η ψυχή του είχε δεθεί με την ψυχή της και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε γι’ αυτό. Επειδή της είχε σώσει τη ζωή. Τα γοργά βήματα που πλησίαζαν και ο ήχος ενός μπαστουνιού στο λιθόστρωτο τον έφεραν πίσω στην πραγματικότητα. Ένας άντρας πέρασε σχεδόν δίπλα του. Με ψηλό καπέλο και χοντρό αδιάβροχο, ο άντρας προχωρούσε με βιάση προς τη λέσχη. Προτού φτάσει όμως στην πύλη, δυο σκιές πήραν μορφή από το βρεγμένο πεζοδρόμιο και έπεσαν στα πόδια του. Ζητιάνοι, ένας άντρας και μια γυναίκα, από την παλιά πόλη. Οι στριγκές φωνές

τους υψώθηκαν ικετευτικές στον αέρα. Ο Τσανγκ έφτυσε στο χώμα. Ο άντρας πέταξε βρίζοντας μια χούφτα κέρματα προς τα κουρελιάρικα πλάσματα, και όπως εκείνα ορμούσαν να τα μαζέψουν, τους κοπάνησε κιόλας στη ράχη με το μπαστούνι του. Ο Τσανγκ τον παρακολουθούσε καθώς απομακρυνόταν, ανέβαινε τα φαρδιά σκαλοπάτια και περνούσε την είσοδο που ήταν μεγαλόπρεπη σαν παλάτι μανδαρίνου. Σε όλη του τη ζωή, ο Τσανγκ έβλεπε αυτό το θέαμα ακριβώς. Για καμιά ώρα κοίταζε επίμονα τα ψηλά φωτισμένα παράθυρα. Το κορίτσι με τα αλεπουδίσια μαλλιά βρισκόταν εκεί μέσα. Την είχε δει και εκείνη που ανέβαινε τα φαρδιά σκαλοπάτια, έχοντας το πρόσωπο της γυρισμένο μακριά από τη γυναίκα που τη συνόδευε. Ο ηλεκτρισμός ανάμεσα τους ήταν φανερός. Ο Τσανγκ χαμογέλασε μέσα στη βροχή. Η αλεπουδίτσα είχε κοφτερά δόντια. Η Λίντια περπατούσε βιαστικά μέσα στη λέσχη. Είχε πολύ λίγο χρόνο και πάρα πολλά να δει. «Περίμενε με εδώ. Δέκα λεπτά θα κάνω. Μην το κουνήσεις», της είχε πει η Βαλεντίνα. Στέκονταν δίπλα στη μεγάλη σκάλα, όπου ένα παλιό δρύινο παγκάκι ερχόταν σε αντίθεση με τον μεγαλοπρεπή πολυέλαιο και τη γυαλισμένη κολόνα του κεφαλόσκαλου σε σχήμα τεράστιου βελανιδιού. Όλα εδώ ήταν τεράστια: οι πίνακες, οι καθρέφτες, ακόμη και τα μουστάκια. Η Λίντια δεν είχε ξαναδεί ωραιότερα πράγματα. Ούτε καν η Πόλι δεν είχε μπει στη λέσχη. «Και μην πιάσεις κουβέντα με κανέναν», πρόσθεσε η Βαλεντίνα κοφτά, βλέποντας τους άντρες να τις κοιτάζουν και να μουρμουρίζουν μεταξύ τους. «Με κανέναν, ακούς;» «Ναι, μαμά».

«Πρέπει να πάω στο γραφείο να δω πώς τα έχουν κανονίσει γιαπόψε». Γύρισε και αγριοκοίταξε έναν νεαρό με βραδινό κοστούμι και ένα μεταξωτό φουλάρι στο λαιμό, που τις τριγύριζε. «Ίσως θα έπρεπε να σε πάρω μαζί μου». «Όχι, μαμά, μια χαρά είμαι εδώ. Μου αρέσει να κοιτάζω τον κόσμο». «Το κακό, Λίντοτσκα, είναι πως αρέσει και στον κόσμο να σε κοιτάζει». Η Βαλεντίνα στάθηκε αναποφάσιστη, αλλά η Λίντια κάθισε σεμνά στο παγκάκι και σταύρωσε τα γέρια στην ποδιά της. Η μητέρα της της έσφιξε τον ώμο κι έστριψε σένα διάδρομο στα δεξιά. «Δεν έπρεπε να της το αγοράσω αυτό το φουστάνι», την άκουσε η Λίντια να μονολογεί. Το φουστάνι. Η Λίντια χάιδεψε τη ζορζέτα που είχε το χρώμα του βερίκοκου. Το αγαπούσε πιο πολύ και απτη ζωή της τούτο το φουστάνι. Ποτέ άλλοτε δεν είχε κάτι τόσο όμορφο. Άσε πια τα κρεμ σατέν παπούτσια. Σήκωσε το πόδι και θαύμασε. Αυτή ήταν η πιο τέλεια στιγμή της ζωής της, έτσι όπως καθόταν σένα όμορφο μέρος, ντυμένη με ωραία ρούχα και με ωραίους ανθρώπους να τη θαυμάζουν. Γιατί το ήξερε ότι τη θαύμαζαν. Το έβλεπε. Αυτό θα πει ζωή. Ένιωθε ζωντανή, ολοζώντανη, όχι. μισοπεθαμένη. και για πρώτη φορά κατάλαβε τον πόνο που κουβαλούσε στην καρδιά της η μητέρα της. Να τα χάνεις όλα αυτά. Χούφτωσε το ύφασμα του φουστανιού της και το έσφιξε δυνατά. Πόσο θα έμεναν ακόμη σ’ εκείνη τη σοφίτα; «Κοίτα τι σου αγόρασα γι’ απόψε, αγάπη μου. Για τα γενέθλια σου». Η Βαλεντίνα είχε μιλήσει ενθουσιασμένη όταν επέστρεψε η Λίντια από το σχολείο. και εκείνη είχε χαμογελάσει, περιμένοντας μια κορδέλα για τα μαλλιά ή ίσως τις πρώτες μεταξωτές της κάλτσες. Δεν περίμενε αυτό το φόρεμα ούτε αυτά τα παπούτσια.

Είχε παγώσει μόλις τα είδε. Ούτε να καταπιεί δεν μπορούσε. «Μαμά.» είχε πει με το βλέμμα καρφωμένο στο φουστάνι. «Με τι το πλήρωσες;» «Με τα χρήματα που ήταν στο μπλε μπολ, στο ράφι». «Αυτά που ήταν για το νοίκι και το φαγητό μας;» «Ναι, μα.» «Όλα;» «Φυσικά. Είναι ακριβά πράγματα, αλλά μην ταράζεσαι». Τα λαμπερά μάτια της Βαλεντίνας γέμισαν ανησυχία και χάιδεψε το μάγουλο της κόρης της. «Μην ανησυχείς τόσο, ντόσενκα», είπε απαλά. «Θα πληρωθώ καλά για το αποψινό κοντσέρτο και ίσως κλείσω και άλλες εμφανίσεις, ιδίως μ’ εσένα που θα στέκεσαι τόσο όμορφη στο πλευρό μου. Δες το σαν επένδυση για το μέλλον μας. Χαμογέλασε, γλυκιά μου. Δεν σου αρέσει το φουστάνι;» Η Λίντια κούνησε το κεφάλι και όσο και αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να χαμογελάσει. «Θα πεινάσουμε», ψιθύρισε. «Ανοησίες!» «Θα σαπίσουμε στον υπόνομο όταν θα μας πετάξει έξω η κυρία Ζαριά». «Αγάπη μου, άσε τους μελοδραματισμούς. Έλα, δοκίμασε το φόρεμα. και τα παπούτσια. Αυτά τα χρωστάω, αλλά είναι τόσο όμορφα! Δεν συμφωνείς;» «Ναι», αποκρίθηκε ξέπνοα το κορίτσι. Μόλις πέρασε όμως το φόρεμα από το κεφάλι της, το ερωτεύτηκε. Το γεωμετρικό ντεκολτέ, η σατέν ζώνη, το τολμηρό άνοιγμα στο πλάι που έφτανε ακριβώς πάνω από το γόνατο. Η Λίντια βάλθηκε να στριφογυρίζει, νιώθοντας πάνω στο δέρμα της το χάδι του υφάσματος και στα ρουθούνια της μια απαλή ευωδιά βερίκοκου ή. μήπως ήταν της φαντασίας της; «Σ’ αρέσει, αγάπη μου;»

«Το λατρεύω». «Ευτυχισμένα γενέθλια». «Σ’ ευχαριστώ». «Πάψε τώρα να μου είσαι θυμωμένη». «Μαμά.» είπε σιγανά η Λίντια, «είμαι τρομοκρατημένη». «Μην είσαι χαζή. Εγώ σου αγοράζω το πρώτο σου κομψό φόρεμα για να σ’ ευχαριστήσω και εσύ μου λες πως είσαι τρομοκρατημένη. Δεν είναι έγκλημα να έχεις δικό σου κάτι όμορφο». Πλησίασε το κεφάλι της πιο κοντά στη Λίντια και συνέχισε ψιθυριστά: «Απ’ όλαυσε το, όμορφη κορούλα μου, και μάθε να χαίρεσαι ότι μπορείς σε τούτη τη ζωή». Η Λίντια κούνησε απλώς το κεφάλι. Το λάτρευε και το μισούσε αυτό το φόρεμα, και σιχαινόταν τον εαυτό της που το ήθελε τόσο πολύ. «Λίντια Ιβάνοβα, με κάνεις να θυμώνω», είπε αυστηρά η μητέρα της. «Δεν σου αξίζει αυτό το φουστάνι. Θα το πάω πίσω». «Όχι!» Η φωνή που έβαλε την πρόδωσε. Αργότερα, όταν η Βαλεντίνα της είχε χτενίσει τα μαλλιά μέναν πολύ μοντέρνο τρόπο, η Λίντια πρόσεξε ότι η μητέρα της φορούσε καινούργια βραδινά γάντια. Ένας αξιωματικός του ναυτικού την πλησίασε καθώς τραβιόταν από την πόρτα του καπνιστηρίου όπου είχε σκύψει να ρίξει μια ματιά. Η ατμόσφαιρα εκεί ήταν γεμάτη καπνούς από μια ντουζίνα πούρα και ένα ζευγάρι πίπες. Τα γαλάζια σύννεφα ένιωθε να την πνίγουν στο λαιμό, ενώ της έφεραν και φτάρνισμα. «Μπορώ να σας βοηθήσω, δεσποινίς; Δεν μπορώ να βλέπω γοητευτικές υπάρξεις να βασανίζονται». Ο αξιωματικός της χαμογέλασε, γοητευτικός και αυτός μέσα στην κατάλευκη στολή του με τα χρυσά σιρίτια. «Εγώ, να.»

«Μου επιτρέπετε να σας προσφέρω ένα ποτό;» Τα μάτια του ήταν καταγάλανα και το χαμόγελο του παιχνιδιάρικο καθώς πρόφερε μια φράση που η Λίντια μόνο στα όνειρα της είχε ακούσει μέχρι τότε. Το χρωστούσε στο φουστάνι της, το ήξερε. Στο φουστάνι και στο μοντέρνο ντένισμα. Μπήκε στον πειρασμό να δεχτεί, αλλά μέσα της καταλάβαινε ότι αυτός ο αξιωματικός με τα κάτασπρα δόντια θα ήθελε κάτι για αντάλλαγμα. Αντίθετα από τον χθεσινό Κινέζο προστάτη της, που δεν της είχε ζητήσει τίποτε και αυτό την είχε συγκινήσει μέναν τρόπο ακατανόητο. Ήταν κάτι τόσο. άγνωστο γι’ αυτήν. Γιατί ένα κινέζικο νεράκι να θελήσει να σώσει ένα φανχί σπουργίτι; Τούτη η ερώτηση την έκαιγε. Είγε διακρίνει το θυμό στα μάτια του και ήθελε να τον ρωτήσει τι υπήρχε πίσω από την πράξη του. Μα έπρεπε πρώτα να τον βρει, και εκείνη δεν ήξερε ούτε καν τόνομα του. «Ένα ποτό;» ρώτησε ξανά ο αξιωματικός. Η Λίντια του γύρισε την πλάτη και αποκρίθηκε ψυχρά: «Είμαι εδώ με τη μητέρα μου, που θα δώσει ρεσιτάλ πιάνου». Ο αξιωματικός εξαφανίστηκε. Ενθουσιασμένη με τον εαυτό ττις, Λίντια προχώρησε προς την επόμενη πόρτα που βρισκόταν σε μια εσοχή του χολ της εισόδου. Αναγνωστήριο δήλωνε μια μπρούντζινη πινακίδα και η πόρτα ήταν μισάνοιχτη Η Λίντια τη διέσχισε και οι χτύποι της καρδιάς της ηρέμησαν όταν είδε ότι εκεί μέσα βρίσκονταν μόνο δύο άνθρωποι: ένας ηλικιωμένος άντρας που τον είχε πάρει ο ύπνος σε μια βαθιά πολυθρόνα με τους ems πάνω στο πρόσωπο του και, δίπλα στο παράθυρο που το χτυπούσε η βροχή, ο κύριος Τέο. Καθόταν στητός σε μια πολυθρόνα, με τα μάτια κλειστά. Από το στόμα του έβγαινε ένα μακρόσυρτο ομ, ξανά και ξανα, μονότονα, όπως όταν η μητέρα της έπαιζε τις κλίμακες στο πιάνο.

Ανάσαινε βαθιά και είχε τα χέρια του ακουμπισμένα στα μπράτσα της πολυθρόνας με τις παλάμες στραμμένες προς τα πάνω, σαν άδειες κούπες. Η Λίντια τον κοίταζε εντυπωσιασμένη. Είχε δει ιθαγενείς που έκαναν αυτό το πράγμα, ιδίως εκείνους τους μοναχούς με το ξυρισμένο κεφάλι, αλλά έναν λευκό, ποτέ. Το βλέμμα της σάρωσε το δωμάτιο. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και ο ένας τοίχος ήταν σκεπασμένος από σκούρα ράφια γεμάτα δερματόδετα βιβλία. Ολόγυρα υπήρχαν εβένινα τραπέζια γεμάτα εφημερίδες και περιοδικά. Πατώντας στις μύτες, πλησίασε ένα τραπέζι. Πότε πότε, έβρισκε κανένα περιοδικό πεταμένο στο πάρκο Βικτόρια και το ξεφύλλιζε ξανά και ξανά για μήνες, ώσπου διαλυόταν. Αυτά που βρίσκονταν εδώ όμως, ήταν καινούργια και συναρπαστικά. Έπιασε ένα με τίτλο Η Κοσμοπολίτισσα, στο εξώφυλλο του οποίου φιγουράριζε μια ψηλή γυναίκα μένα ψηλό κυνηγόσκυλο. Η Λίντια το έφερε στη μύτη της και ανάσανε το παράξενο άρωμα των χημικών του ιλουστρασιόν. Γύρισε την πρώτη σελίδα. Μαγεύτηκε. Μια φωτογραφία έδειχνε δυο γυναίκες στα σκαλιά της Εθνικής Πινακοθήκης στην πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου. Έδειχναν τόσο μοντέρνες, με καινούργια καπέλα που έμοιαζαν σαν κράνη και φορέματα ολόιδια με το δικό της. «Πήγαινε έξω». Κόντεψε να της πέσει το περιοδικό απτα χέρια. «Φύγε από δω». Ο κύριος Τέο είχε σκύψει και την κοίταζε. Μόνο που δεν ήταν ο κύριος Τέο που ήξερε. Έτσι όπως ήταν συνηθισμένη να τον υπακούει στο σχολείο, παραλίγο να το κάνει και τώρα. Κάτι όμως στον τόνο της φωνής του την έκανε να σταθεί και να τον κοιτάξει. Η δυστυχία που διέκρινε στο βλέμμα του την τάραξε βαθιά. Διστακτικά, έκανε ένα βήμα προς το μέρος του.

«Κύριε διευθυντά.» Εκείνος τινάχτηκε λες και η Λίντια είχε χώσει το δάχτυλο της σε κάποια ανοιχτή πληγή του. Έτριψε το χλομό πρόσωπο του με την παλάμη και όταν την ξανακοίταξε, είχε ανακτήσει τον αυτοέλεγχο του. «Τι είναι, Λίντια;» Η κοπέλα δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Πώς να τον βοηθήσει. Τα πόδια της όμως, μέσα στα σατέν παπούτσια της, αρνούνταν να φύγουν. «Κύριε.» είπε αβέβαια, «είστε βουδιστής;» «Τι απίθανη ερώτηση! και πολύ προσωπική, θα έλεγα». Έγειρε πίσω στη δερμάτινη πολυθρόνα και ξαφνικά φάνηκε πολύ κουρασμένος. «Οπωσδήποτε δεν είμαι βουδιστής, αν και πολλά από τα διδάγματα του Βούδα με βάζουν στον πειρασμό νακολουθήσω το μονοπάτι της ειρήνης και της φώτισης. Μόνο ο Θεός ξέρει πόσο σπάνια είναι αυτά τα πράγματα μέσα στη μαύρη ψυχή αυτής εδώ της περιοχής». «Της Κίνας;» «Όχι, εννοώ τον Διεθνή Συνοικισμό μας, εδώ». Του ξέφυγε ένα σκληρό γέλιο. «Εδώ τα πάντα κινούνται από την απληστία και τη διαφθορά». Την πίκρα των λόγων του η Λίντια τη γεύτηκε σαν κάτι απτό. Κούνησε το κεφάλι για ναπαλλαγεί από τούτη τη δυσάρεστη γεύση και άφησε στο τραπέζι το περιοδικό που κρατούσε. «Όμως, κύριε. Για κάποιον σαν εσάς που τα έχει όλα. Δεν καταλαβαίνω.» «Τα έχω όλα; Εννοείς το σχολείο μου;» «Ναι. Έχετε και σπίτι και αυτοκίνητο και διαβατήριο και κοινωνική θέση και.» Παραλίγο να πει «και ερωμένη», μια πανέμορφη εξωτική ερωμένη, αλλά συγκρατήθηκε. Ούτε για λεφτά

μίλησε. Απλώς πρόσθεσε: «Έχετε όλα όσα μπορεί να θέλει κανείς». «Όλα αυτά», αποκρίθηκε εκείνος και σηκώθηκε απότομα, «είναι σκέτη λάσπη. Όπως τονίζει πολύ καθαρά ο Βούδας, όλα αυτά απλώς λερώνουν την ανθρώπινη ψυχή». «Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό, κύριε». Ο Τέο την κοίταξε στενεύοντας τα μάτια του αγριεμένα, αλλά η Λίντια δεν κατέβασε το βλέμμα της. Απρόσμενα, στο πρόσωπο του εμφανίστηκε ένα αχνό χαμόγελο. «Μικρή μου Λίντια Ιβάνοβα, που μέσα στα ωραία σου λούσα μοιάζεις με μπουμπούκι μανόλιας έτοιμο ν’ ανθίσει, είσαι πολύ αθώα. Δεν έχεις ιδέα τι συμβαίνει. Καλή μου, ζούμε σ έναν κόσμο διαφθοράς, και εσύ δεν ξέρεις τίποτε γι’ αυτόν». «Ξέρω περισσότερα απόσα νομίζετε». Ο Τέο έβαλε τα γέλια. «Ε, γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Δεν σε θεωρώ κανένα νωθρό παιδί, όπως είναι κάποιοι από τους συμμαθητές σου. Όμως, είσαι ακόμη νέα και έχεις την ικανότητα να πιστεύεις σε κάτι». Βυθίστηκε στην πολυθρόνα και στήριξε το κεφάλι του στις παλάμες. «Πιστεύεις ακόμη». Η Λίντια κοίταξε τα μακριά του δάχτυλα που μισοκρύβονταν μες στα καστανόξανθα μαλλιά του και ο θυμός φούντωσε μέσα της. Πλησίασε στην πολυθρόνα του, έσκυψε κι ενώ ακουγόταν ένα ελαφρό ροχαλητό από την άλλη άκρη του δωματίου, ψιθύρισε στ’ αυτί του δασκάλου της: «Κύριε, όποιο και αν είναι το μέλλον που θέλω, μόνο εγώ μπορώ να το κάνω να πραγματοποιηθεί. Αν αυτό σημαίνει ότι πιστεύω σε κάτι, τότε ναι, πιστεύω». Τα λόγια της ακούστηκαν γεμάτα πείσμα. Εκείνος έγειρε πίσω το κεφάλι και την κοίταξε συνοφρυωμένα αλλά και με κάποιο θαυμασμό. «Λόγια γεμάτα πάθος, Λίντια. Ωστόσο, κενά περιεχομένου. Γιατί

δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι. και τι είναι αυτό που κάνει τον τροχό της ελεεινής μικρής μας πόλης να γυρίζει. Όλα εδώ είναι βρομιά και διαφθορά, η μπόχα του υπονόμου.» «Όχι, κύριε». Η Λίντια κούνησε δυνατά το κεφάλι. «Δεν είναι έτσι εδώ». Έδειξε τα δερματόδετα βιβλια, το επιχρυσωμένο γαλλικό ρολόι που μετρούσε σιγανά τις ζωές τους και την πόρτα που έβγαζε στον κομψό κόσμο που ήταν υπό τον έλεγχο του σερ Έντουαρντ Καρλάιλ και όπου όλα ήταν σταθερά και γαλήνια. «Λίντια, είσαι τυφλή. Τούτη η πόλη γεννήθηκε από την απληστία. Την έκλεψαν από την Κίνα και είναι γεμάτη άπληστους ανθρώπους. και σε προειδοποιώ, στο όνομα του Θεού ή του Βούδα, ότι θα πεθάνει από την απληστία». «Όχι». «Ναι, στην καρδιά της βασιλεύει η διαφθορά. Έπρεπε να το ξέρεις εσύ αυτό». «Εγώ! Γιατί;» Η Λίντια ένιωσε τον πανικό να της κλοτσάει το στήθος. «Γιατί έρχεσαι στο σχολείο μου φυσικά». «Δεν καταλαβαίνω.» Ο Τέο αναδιπλώθηκε. «Φύγε, Λίντια. Πάρε τα φλογερά σου μαλλιά και τις φλογερές σου πεποιθήσεις, και πήγαινε να θαμπώσεις τον κόσμο εκεί έξω. Θα σε δω τη Δευτέρα το πρωί. Θα φοράς τη στολή της Ακαδημίας Γουίλαμπι, τα μανίκια σου θα είναι κοντά ως συνήθως, και εγώ θα φοράω την τήβεννο μου. Θα ξεχάσουμε και οι δυο πως κάναμε αυτή τη συζήτηση». Την έδιωξε με μια χειρονομία και, μένα ύφος που φανέρωνε βαθιά απελπισία, άναψε τσιγάρο. Η Λίντια έκλεισε πίσω της την πόρτα, αλλά τη συζήτηση αυτή δεν θα την ξεχνούσε. «Καλή μου Λίντια, τι όμορφη που είσαι!»

Γύρισε και αντίκρισε την κυρία Μέισον, τη μητέρα της Πόλι, να κατεβαίνει τη σκάλα. Μαζί της βάδιζε μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, ψηλή και κομψή, που έκανε την Άνθια Μέισον να φαντάζει ακόμη πιο κοντόχοντρη. «Κυρία κόμισσα, να σας συστήσω τη Λίντια Ιβάνοβα. Είναι κόρη της πιανίστριας που θα μας παίξει απόψε». Στράφηκε στη Λίντια. «Η κόμισσα Ναταλία Σέροβα είναι και αυτή Ρωσίδα, από την Αγία Πετρούπολη, αν και τώρα μου φαίνεται πως πρέπει να την αποκαλώ Μαντάμ Σαρόν». Κόμισσα. Της Λίντιας της κόπηκε η ανάσα. Η βραδινή της τουαλέτα ήταν από μπορντό μεταξωτό, αλλά στη Λίντια φάνηκε παράξενα ντεμοντέ καθώς έφτανε ως το πάτωμα και είχε φουσκωτά μανίκια. Η κόμισσα βάδιζε με τεντωμένη την αριστοκρατική της ράχη και το κεφάλι ψηλά. Στο λαιμό της φορούσε πολλές σειρές μαργαριτάρια και τα γαλανά της μάτια κοίταζαν με ψυχρό ενδιαφέρον τη Λίντια, που τη χαιρέτησε κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. «Ντέβουσκι. ότσεν ρέντκα τακίε βέζλφιγιεη. Έχεις πολύ ωραία αγωγή, κοπέλα μου. Η Λίντια κατέβασε το κεφάλι, απρόθυμη να παραδεχτεί πως δεν καταλάβαινε. «Η Λίντια δεν μιλάει ρωσικά», προσπάθησε να τη βοηθήσει η Άνθια Μέισον. Η κόμισσα ανασήκωσε το φρύδι της. «Δεν μιλάει ρωσικά; και γιατί;» Η Λίντια ήθελε ν’ ανοίξει η γη και να την καταπιεί. «Η μητέρα μου με ανέθρεψε μαθαίνοντας μου μόνο αγγλικά. και λίγα γαλλικά», έσπευσε να προσθέσει. «Αυτό είναι ντροπή». «Α, κόμισσα, μην αντιμετωπίζετε τόσο σκληρά το παιδί». «Κακοί κασμάρ! Τι εφιάλτης! Έπρεπε να ξέρει τη μητρική της

γλώσσα». «Μητρική μου γλώσσα είναι τα αγγλικά», επέμεινε η ΛΊντια νιώθοντας τα μαγουλά της να καίνε. «Είμαι περήφανη που μιλάω αγγλικά». «Μπράβο σου», είπε η Άνθια Μέισον. «Κράτα ψηλά τη σημαία!» Η κόμισσα άπλωσε το χέρι και με το δάχτυλο ανασήκωσε το πιγούνι της Λίντιας. «Έτσι θα κρατούσες το κεφάλι σου», είπε σαν να το διασκέδαζε, «αν ήσουν στην Αυλή». Η ρώσικη προφορά της ήταν πιο έντονη από της Βαλεντίνας και το διαπεραστικό βλέμμα της κοίταζε τόσο εξεταστικά τη Λίντια, που ένιωθε σαν να την έγδυνε και να την ξεφλούδιζε. «Ναι, είσαι ωραίο παιδί μα.» Η κόμισσα Σέροβα κατέβασε το χέρι κι έκανε λίγο πίσω. «Είσαι πολύ αδύνατη για να φοράς τέτοιο φουστάνι. Καλό βράδυ». και απομακρύνθηκε με τη σύντροφο της, σαν να γλιστρούσε πάνω στα μάρμαρα. Η Άνθια έκανε μια απολογητική χειρονομία πίσω από την πλάτη της. Για ένα ολόκληρο λεπτό η Λίντια έμεινε ακίνητη. Το χολ γέμιζε από κόσμο, αλλά η μητέρα της δεν φαινόταν πουθενά. Ένας οξύς πόνος είχε θρονιαστεί στο στήθος της και ένιωθε σαν να της είχαν λεκιάσει το ωραίο της φόρεμα. Συνειδητοποιούσε πως τα κόκαλα της πετάγονταν από παντού, το στήθος της ήταν πολύ μικρό και τα μαλλιά της είχαν λάθος χρώμα. και όπως το κορμί της ήταν όλο αιχμές, έτσι ήταν και το μυαλό της. Μια μασκαράτα ήταν τούτο το φόρεμα, όπως μασκαράτα ήταν και το ότι προσποιούνταν την Αγγλίδα. Ναι, μιλούσε τα αγγλικά με τέλεια προφορά μα ποιον ξεγελούσε; Σήκωσε ψηλά το κεφάλι και κίνησε να βρει τη μητέρα της, γιατί το ρεσιτάλ θ’ άρχιζε στις οχτώμισι. Οι δύο μορφές στέκονταν κοντά η μια στην άλλη. Πολύ κοντά, συλλογίστηκε η Λίντια. Η μια, κοντούλα και λεπτή, μένα μπλε φόρεμα, ακουμπούσε στον τοίχο του στενού διαδρόμου και η

άλλη, πιο ψηλή και γεροδεμένη, έσκυβε από πάνω της σαν να θελε να τη φάει. Η Λίντια πάγωσε. Περπατούσε σ’ έναν πολύ φαρδύ διάδρομο της λέσχης και συνάντησε τούτο τον στενό διάδρομο που φαινόταν να οδηγεί σε βοηθητικούς χώρους. Ήταν ελάχιστα φωτισμένος, καθώς η γλάστρα με τη μεγάλη φοινικιά στην αρχή του διαδρόμου έριχνε πυκνές σκιές. Η κοπέλα αναγνώρισε αμέσως τη μητέρα της. και ύστερα, σοκαρισμένη, είδε ότι εκείνος που έσκυβε από πάνω της ήταν ο πατέρας της Πόλι, ο κύριος Μέισον. Τα χέρια του πασπάτευαν τη μητέρα της παντού, σαν να ταν ιδιοκτησία του, και εκείνη δεν έκανε τίποτε για να τον απωθήσει. Η Λίντια ένιωσε το στομάχι της ν’ ανακατεύεται. Ήθελε να γυρίσει και να το βάλει στα πόδια μα είχε παγώσει, δεν μπορούσε καν να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Η μητέρα της στεκόταν εντελώς ακίνητη, με την πλάτη, το κεφάλι και τις παλάμες της να ζουλάνε τον τοίχο λες και ήθελε να χαθεί μέσα του. Όταν το στόμα του Μέισον κόλλησε στο δικό της, αφέθηκε σαν άψυχη κούκλα. Χωρίς να συμμετέχει, με τα μάτια ορθάνοιχτα, θολά. Σφίγγοντάς την πάνω του, ο Μέισον έσυρε τα χείλη του στο λαιμό της και στο άνοιγμα του ντεκολτέ της, και η Λίντια τον άκουσε να βογκάει από ηδονή. Της ξέφυγε μια φωνούλα. Η μητέρα της γύρισε το κεφάλι. Τα μαύρα της μάτια γούρλωσαν σαν είδε την κόρη της, άνοιξε το στόμα. αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος. Τα πόδια της Λίντιας ξεκόλλησαν επιτέλους και τραβήχτηκε πίσω στον φαρδύ διάδρομο. Τρέχοντας, έστριψε σε μια γωνία και ύστερα σε άλλη. Κάπου πίσω της, ακουγόταν η φωνή της μητέρας της. «Λίντια, Λίντια!» Και τότε είδε κάποιον που ήταν σίγουρη πως τον γνώριζε. Προχωρούσε προς την κεντρική έξοδο, αλλά το πρόσωπο του

ήταν στραμμένο προς το μέρος της. Ήταν εκείνος που του είχε κλέψει το ρολόι χθες στην αγορά. Χωρίς να το σκεφτεί, διάβηκε την πρώτη πόρτα αριστερά της και την έκλεισε πίσω της. Το δωμάτιο ήταν μικρό και σιωπηλό, μια γκαρνταρόμπα με κρεμάστρες όλο παλτά και γούνες, κάπες και καμπαρντίνες, μπαστούνια και ψηλά καπέλα. Στη μια του άκρη υπήρχε μια καμάρα πίσω από την οποία ένας υπηρέτης έπαιρνε και έδινε τα ρούχα του στον κόσμο. Η Λίντια δεν τον έβλεπε, τον άκουγε όμως να μιλάει σε κάποιον στη διάλεκτο των μανδαρίνων. Έτρεμε, τα γόνατα της λύγιζαν και τα δόντια της κροτάλιζαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πίεσε τα πόδια της να την πάνε κοντά σε μια υπέροχη γούνα από κόκκινη αλεπού που κρεμόταν εκεί κοντά. Ακούμπησε το μάγουλο πάνω της και βάλθηκε να ηρεμήσει μα η πλούσια γούνα δεν τη βοήθησε. Γλίστρησε στο πάτωμα, αγκάλιασε τα πόδια της, ακούμπησε το κεφάλι στα γόνατα της και προσπάθησε να βγάλει μια άκρη απ’ όλα όσα είχαν συμβεί απόψε. Όλα είχαν πάει στραβά. Όλα. Μέσα στο κεφάλι της τα πάντα είχαν έρθει τα πάνω κάτω. Η μητέρα της. Το σχολείο της. Τα σχέδια της. Το παρουσιαστικό της. Ακόμη κι η ομιλία της. Τίποτε δεν ήταν πια ίδιο. και ο Μέισον με τη μητέρα της. Τι ήταν πάλι αυτό; Τι συνέβαινε επιτέλους; Δάκρυα κύλησαν καυτά στα μαγουλά της και τα σκούπισε με μανία. Αυτή δεν έκλαιγε ποτέ. Ποτέ. Τα δάκρυα είναι για κάποιους ανθρώπους σαν την Πόλι, που δεν τους στοιχίζουν τίποτε. Τίναξε το κεφάλι, πήδησε όρθια και πίεσε το μυαλό της να δουλέψει. Αν ήταν όλα στραβά, τότε έπρεπε να τα διορθώσει. Πώς όμως; Με χέρια που έτρεμαν ακόμη, ίσιωσε το φόρεμα της κι από συνήθεια βάλθηκε να ψάχνει τις τσέπες των παλτών. Βρήκε ένα ζευγάρι αντρικά δερμάτινα γάντια και έναν αναπτήρα

Ντάνχιλ, αλλά τα ξανάβαλε στη θέση τους. Δεν είχε τσαντάκι μαζί της ούτε τσέπες. Πού θα τα έβαζε λοιπόν; Ένα δαντελένιο μαντιλάκι όμως το έκρυψε στα εσώρουχα της. Αυτό θα το πουλούσε εύκολα. Σένα βαρύ μαύρο αδιάβροχο είδε να φουσκώνει η εσωτερική τσέπη. Έχωσε τα δάχτυλα της και έβγαλε ένα πουγκί από μαλακό δέρμα ελαφιού. Γρήγορα, πριν έρθει κανείς, το έλυσε και άδειασε το περιεχόμενο στη χούφτα της. Ήταν ένα κολιέ με ρουμπίνια που αστραποβολούσαν σαν σταγόνες αίμα.

8 Ο Τσανγκ τους παρακολουθούσε. Είχαν έρθει σαν κύμα, από την καρδιά του συνοικισμού. Ένα σκοτεινό παλιρροϊκό κύμα αστυνομικών που πλημμύρισε το δρόμο. Με πιστόλι στη ζώνη και σήμα στο ψηλό τους πηλήκιο που φάνταζε απειλητικό σαν την κουκούλα της κόμπρας. Ξεπρόβαλαν μέσα από αυτοκίνητα και φορτηγά που τα φανάρια τους χώριζαν τη νύχτα σε κίτρινες φέτες και περικύκλωσαν τη λέσχη. Ένας άντρας με ασπρόμαυρη στολή, μετάλλια που έλαμπαν στο στήθος του και ένα μονόκλ στο δεξί του μάτι κατέβηκε τα σκαλιά και άρχισε να μοιράζει διαταγές και χειρονομίες σαν μανδαρίνος τα φλουριά στο γάμο της κόρης του. Ο Τσανγκ παρακολουθούσε ψύχραιμα. Η σκέψη του όμως ερευνούσε το σκοτάδι ανιχνεύοντας για τυχόν κίνδυνο. Γλίστρησε από τη σκιά του δέντρου και έγινε ένα με τη νύχτα, ενώ γύρω του έτρεχαν άλλες σκιές. Οι ζητιάνοι, εκείνοι που πουλούσαν ηλιόσπορους και ζεστό τσάι, εκείνο το λιανό σαν κλαράκι αγόρι που έκανε κυβιστήσεις για να του πετάνε δεκάρες, εξαφανίστηκαν μόλις τους μύρισε η αστυνομική αρβύλα. Ο νυχτερινός αέρας έγινε ταγκός στα πνευμόνια του Τσανγκ και σχεδόν ένιωθε τα πνεύματα της νύχτας να φεύγουν οργισμένα μπροστά σε άλλη μία επιδρομή των βαρβάρων. Η βροχή έπεφτε ακόμη πιο δυνατή, σαν να ήθελε να τους παρασύρει μαζί της και να τους ξεπλύνει. Έκανε τους δρόμους να γυαλίζουν και τα κεφάλια των διαβόλων με την μπλε στολή να πηγαίνουν σκυφτά, και γλιστρούσε πάνω στις κάπες τους καθώς σχημάτιζαν κορδόνι γύρω από τη μάντρα της Λέσχης Οδυσσέας. Ο Τσανγκ είδε τον άντρα με το μονόκλ να μπαίνει ξανά στο τεράστιο στόμα του κτιρίου και τις βαριές πόρτες να κλείνουν πίσω του. Ένας αστυφύλακας οπλισμένος με τουφέκι στάθηκε

σκοπός μπροστά τους. Οι ένοικοι κλείστηκαν μέσα και ο κόσμος έξω. Ο Τσανγκ ήξερε πως εκείνη βρισκόταν εκεί. Η αλεπουδίτσα τριγυρνούσε στους διαδρόμους της λέσχης όπως και στα όνειρα του. Ακόμη και τη μέρα παρουσιαζόταν στη σκέψη του και θρονιαζόταν εκεί γελαστή, ενώ εκείνος πάσχιζε να τη διώξει. Έκλεισε τα μάτια και είδε ξανά το πρόσωπο της, τα κοφτερά δόντια και τα φλογάτα μαλλιά, τα μάτια της που έμοιαζαν σαν υγρό κεχριμπάρι, εκείνα τα μάτια που τον είχαν κοιτάξει ζωηρά και γεμάτα περιέργεια. Κι αν αυτή δεν ήθελε να κλειστεί μέσα στο κτίριο των λευκών διαβόλων; Να παγιδευτεί; Έπρεπε να λύσει τη θηλιά που την έσφιγγε. Άρχισε να τρέχει αργά, ρυθμικά, σιωπηλός και αόρατος σαν γάτα που πλησιάζει στην ποντικοφωλιά. Κάθισε ανακούρκουδα κρυμμένος μέσα σέναν πλατύφυλλο θάμνο, στο πίσω μέρος του κτιρίου. Τα μάτια του, συνηθισμένα στο σκοτάδι, εξέταζαν την ψηλή μάντρα και ταυτιά του έπιαναν κάθε ήχο που δεν τον έπνιγε ο θόρυβος της βροχής. Περίμενε υπομονετικά. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Η κίτρινη ακτίνα ενός κλεφτοφάναρου εμφανίστηκε μπροστά από δυο αστυφύλακες που περιπολούσαν με το κεφάλι σκυφτό και τους ώμους γερτούς κάτω από τη δυνατή βροχή. Πέρασαν βιαστικά από μπροστά του και η ακτίνα πηδούσε από θάμνο σε θάμνο σαν γιγάντια πυγολαμπίδα. Ο Τσανγκ σήκωσε το κεφάλι προς τη βροχή, όπως το σήκωνε μέσα στον καταρράκτη όταν ήταν παιδί. Το νερό είναι μια ιδέα. Άμα το θεωρείς φίλο σου όταν κολυμπάς στο ποτάμι ή πλένεσαι για να διώξεις τη βρομιά από πάνω σου, τότε γιατί να το θεωρείς εχθρό σου όταν πέφτει από τους ουρανούς; Απόψε, οι ουρανοί του το

έστελναν σαν δώρο για να τον προστατεύσουν από τα μάτια των βαρβάρων. Τα χείλη του μουρμούρισαν μια προσευχή στην Κουάνγιν, τη θεά της ευσπλαχνίας και της συμπόνιας. Έγλειψε το νερό από τα χείλη του. Δεν μπορούσε να φύγει από κει. Η ψυχή του ήταν δεμένη με τη δική της και τον πονούσε. Αν έφευγε, θα ήταν σαν να πέθαινε. Ανασαίνοντας αργά, ρυθμικά, σκαρφάλωσε στη μάντρα. Από τη μέσα μεριά, στη μια άκρη αντίκρισε στρέμματα ολόκληρα με γρασίδι, μια λιμνούλα, παρτέρια με λουλούδια, γήπεδα του τένις και στην άλλη μια πισίνα που μέσα της θα μπορούσε να πνίξει ολόκληρο στρατό. Τα φώτα του κτιρίου τα έκαναν όλα να φαίνονται θαμπά. Από πίσω, στον Τσανγκ φάνηκε σαν φρούριο, τις γραμμές του οποίου μαλάκωνε όμως μια μακριά βεράντα, από όπου μερικά φαρδιά σκαλοπάτια οδηγούσαν σε μια ταράτσα με σχήμα μισοφέγγαρου. Μια γλυσίνα κάλυπτε τη στέγη της βεράντας και μεγάλα στόρια από μπαμπού την προστάτευαν από την καταιγίδα. Σκιά μες στις σκιές, προχώρησε έξω από τον κύκλο που έριχναν τα φώτα ώσπου έφτασε σένα δρομάκι που οδηγούσε στα μαγειρεία. Από τα παράθυρα τους, ο Τσανγκ είδε κατσαρόλια και τηγάνια ν’ αχνίζουν αλλά κανέναν άνθρωπο, εκτός από ένα μοναχικό μαύρο βάρβαρο με στολή αστυνομικού που στεκόταν κοντά στην πόρτα. Τι είχαν γίνει οι υπηρέτες και οι μάγειροι που μιλούσαν και έβριζαν όλη την ώρα; Τους είχαν φάει οι ξένοι; Μα τι συνέβαινε απόψε; Αθόρυβα, προχώρησε παραπέρα, κολλημένος στο κτίριο κι έφτασε στο παράθυρο ενός δωματίου, που έκανε την καρδιά του να σφιχτεί από ζήλια. Η ζήλια αυτή τον αιφνιδίασε και μάταια προσπάθησε να τη διώξει, επειδή σιχαινόταν τους Δυτικούς και όλα όσα είχαν φέρει στην Ανατολή. Εκτός από ένα πράγμα: τα βιβλία τους. Τα λάτρευε. και τούτο το δωμάτιο είχε

έναν ολόκληρο τοίχο γεμάτο βιβλία, σε ράφια όπου ο καθένας μπορούσε ναπλώσει το χέρι του. Να πάρει ένα βιβλίο και να το διαβάσει. Δεν ήταν σαν τους ευαίσθητους κυλίνδρους με την κινέζικη σοφία που τους κρατούσαν κλειδωμένους για να τους βλέπουν μονάχα οι σοφοί. Τούτα δω τα βιβλία ήταν γερά, δερματόδετα, γεμάτα γνώσεις και στη διάθεση του καθενός. Πριν από χρόνια, ο Τσανγκ είχε διδαχτεί αγγλικά. Πριν αποκεφαλίσουν τον πατέρα του πίσω από τα τείχη της Απαγορευμένης Πόλης του Πεκίνου, τον καιρό που δεν ήθελε ούτε να τον σκέφτεται πια. Η θύμηση και μόνο εκείνης της περιόδου τον βασάνιζε στην καρδιά και στο μυαλό. Ο δάσκαλος του είχε χρησιμοποιήσει σαν αναγνωστικό την Ιστορία της Μεγάλης Βρετανικής Αυτοκρατορίας του Μάνρο, κι ο Τσανγκ παραλίγο να πεθάνει από ντροπή όταν ανακάλυψε πόσο μικρή ήταν η Αγγλία σε σύγκριση με την απέραντη Κίνα. Η φασαρία από τις εξοργισμένες φωνές τράβηξε την προσοχή του από τα βιβλία. Μέσα στο δωμάτιο ήταν δυο άντρες. Ο ένας ήταν ο Μονόκλ. Καθόταν στητός μπροστά σένα τραπέζι και είχε τα χέρια του σφιγμένα σε γροθιές. Μιλούσε λες και πυροβολούσε. Ο άλλος ήταν ασπρομάλλης και στεκόταν στο κέντρο του δωματίου, ψηλός και επιβλητικός. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες πάνω από μια γερακίσια μύτη. Ούτε που πετάρισαν όταν ο Μονόκλ κοπάνησε τη γροθιά του στο τραπέζι και φώναξε τόσο δυνατά, που ο Τσανγκ ξεχώρισε τα λόγια του: «Δεν θα το ανεχτώ αυτό. Κάτω απ’ τη μύτη μου! Ως αρχηγός της αστυνομίας, επιμένω όλοι να...» Ένα γάβγισμα έκανε τις τρίχες του Τσανγκ να σηκωθούν όρθιες. Έστριψε ολοταχώς στη γωνία και βρέθηκε έξω από τα μεγάλα

παράθυρα μιας αίθουσας που έλαμπε ολόφωτη. Για μια στιγμή του φάνηκε πως η αίθουσα ήταν γεμάτη πουλιά που φτερούγιζαν και τρίλιζαν γλυκά. Αμέσως όμως είδε πως ήταν γυναίκες με βραδινές τουαλέτες που συζητούσαν ξαναμμένα πίσω από τις βεντάλιες τους. Εδώ έπρεπε να βρίσκεται και εκείνη, σε τούτο το χρυσό κλουβί. Ξαφνικά, ο Τσανγκ ένιωσε στο στομάχι του να φτερουγίζουν πεταλούδες. Σ’ αυτό το δωμάτιο δεν υπήρχαν άντρες, μόνο σειρές από καρέκλες στραμμένες προς ένα αντικείμενο στο βάθος, το οποίο ο Τσανγκ κοίταξε κατάπληκτος γιατί έμοιαζε με γιγάντια χελώνα. Ήταν κατάμαυρο και γυαλιστερό, με πόδια λεπτά και ψηλά και δίπλα του καθόταν μια ωραία μελαχρινή γυναίκα που κάθε τόσο άγγιζε μένα δάχτυλο τα άσπρα του δόντια και έπινε μια γουλιά από ένα ψηλό ποτήρι γεμάτο πάγο. Το ύφος της έδειχνε ότι βαριόταν και ότι ένιωθε μοναξιά. Την αναγνώρισε. Την είχε δει ν’ ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της εισόδου δίπλα στην αλεπουδίτσα. Κράτησε την ανάσα του αναζητώντας μέσα στην αίθουσα τις χαλκόχρωμες αναλαμπές. Ελάχιστες από τις γυναίκες ήταν καθισμένες. Οι περισσότερες ήταν σε ομάδες ή περιπατούσαν κρατώντας μια βεντάλια ή ένα ποτήρι και ήταν φανερό πως κάτι τις δυσαρεστούσε. Ο Τσανγκ πλησίασε ακόμη περισσότερο στο παράθυρο και τότε την είδε. και ο κόσμος του φάνηκε πιο λαμπερός. Η κοπέλα στεκόταν παράμερα, ακουμπισμένη σε μια μαρμάρινη κολόνα. Την έκρυβε σχεδόν ολόκληρη μια χοντρή που φορούσε στα μαλλιά φτερά στρουθοκαμήλου. Πέρα από το χρώμα των μαλλιών της που πετούσε φλόγες, η κοπέλα ήταν κατάχλομη. Το βλέμμα της πήγαινε ξανά και ξανά προς την πόρτα, και όταν αυτή άνοιξα και μπήκαν στην αίθουσα δυο γυναίκες, την είδε να

παίρνει ένα ύφος σαν ν’ αντιμετώπιζε κίνδυνο. Στον Τσανγκ, οι δυο γυναίκες φάνηκαν σαν αγγελιαφόροι του θανάτου έτσι όπως ήταν ντυμένες με κολλαριστή λευκή ρόμπα και είχαν ένα παράξενο κάλυμμα στο κεφάλι που του θύμιζαν τις καλόγριες που προσπαθούσαν να του βάλουν στο στόμα το σώμα του Κυρίου τους όταν ήταν μικρός. Τον έπιανε ακόμη αναγούλα όποτε θυμόταν αυτή τη βαρβαρότητα. Τούτες εδώ όμως δεν φορούσαν κανέναν κραυγαλέο σταυρό στο στήθος τους. Με ευγενικά χαμόγελα, συνόδευσαν δύο από τις νεότερες γυναίκες έξω από το δωμάτιο και όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της, η αλεπουδίτσα χαλάρωσε κάπως και άρχισε να βαδίζει στην περίμετρο του κλουβιού της, σφίγγοντας στο ένα χέρι το φόρεμα της. Την είδε να ρίχνει ένα μαντίλι στο πάτωμα και ο Τσανγκ αναρωτήθηκε γιατί. Παράξενους τρόπους έχουν αυτοί οι ξένοι. Μια ψηλή γυναίκα με φόρεμα στο χρώμα του ώριμου κορόμηλου της είπε κάτι καθώς περνούσε δίπλα της, αλλά εκείνη κούνησε απλώς το κεφάλι και κοκκίνισε ελαφρά. Ο Τσανγκ την είδε να πλησιάζει στα παράθυρα και το στήθος του σφίχτηκε. Τα χείλη της ήταν μελανιασμένα, σαν παιδί που είναι άρρωστο. Το αγόρι έσκυψε και ακούμπησε στο βρεγμένο τζάμι που τους χώριζε. Τα δάχτυλα του έπαιξαν ταμπούρλο πάνω του σιγανά. Εκείνη σταμάτησε απότομα, ζάρωσε το μέτωπο και γέρνοντας το κεφάλι σαν κυνηγόσκυλο κοίταξε έξω, την καταιγίδα. Ο Τσανγκ βγήκε στο φως και υποκλίθηκε με σεβασμό. Τα μάτια και τα χείλη της έγιναν ολοστρόγγυλα από την έκπληξη. Τον θυμήθηκε και χαμογέλασε. Ο Τσανγκ της άπλωσε το χέρι σε μια χειρονομία βοήθειας και τότε κάτι σκληρό προσγειώθηκε στο κεφάλι του. Μαύρα σκοτάδια τον τύλιξαν, αλλά οι μύες του σφίχτηκαν αμέσως, έτοιμοι για δράση. Με μια κίνηση, θα μπορούσε να εξουδετερώσει τον αντίπαλο του που βρομούσε

ουίσκι, αλλά ένα γρύλισμα τον έκανε να μαρμαρώσει. Στο βρεγμένο γρασίδι δίπλα του ένα λυκόσκυλο, έτοιμο να τιναχτεί σαν ελατήριο, του έδειχνε τα δόντια και γρύλιζε μ’ έναν τρόπο που του πάγωνε το αίμα. Αργά, ο Τσανγκ έστρεψε το βλέμμα του από το ζώο στον άνθρωπο. Φορούσε μια μπλε αδιάβροχη κάπα και ήταν ψηλός, με μακριά μέλη. Στο χέρι του κρατούσε ένα όπλο. Τα χείλη του κουνιόνταν, αλλά ο άνεμος μισόπνιγε τα λόγια του. «Κιτρινιάρη. Κλέφτη Κινέζε. Μπανιστιρτζή. Μην κοιτάς τις γυναίκες μας, αναθεματισμένε.» Το όπλο υψώθηκε για να τον χτυπήσει ξανά. Ο Τσανγκ έγειρε στο πλάι, στριφογύρισε τη μέση και το ένα του πόδι υψώθηκε οριζόντιο, αλλά το σκυλί ήταν γρήγορο. Όρμησε ανάμεσα στον αφέντη του και τον επιδρομέα και βύθισε τα δόντια του στην πατούσα του Τσανγκ, ρίχνοντας τον στη βρεγμένη γη. Ο πόνος τον ξέσκιζε, πήρε όμως μια βαθιά ανάσα, άφησε όλη την ένταση να βγει από το κορμί του ελέγχοντας το φόβο του. και αμέσως, το άλλο του πόδι έπεσε σαν κεραυνός στο μουσούδι του σκύλου. Το ζώο άνοιξε τα σαγόνια και έγειρε χωρίς άχνα στο πλάι. Την ίδια στιγμή ο Τσανγκ βρέθηκε όρθιος και άρχισε να τρέχει. «Άλλο ένα βήμα και σου τίναξα τα μυαλά στον αέρα!» Ο Τσανγκ ήξερε πως ο άντρας θα τον σκότωνε γι’ αυτό που είχε κάνει στο σκυλί του. Είτε έμενε λοιπόν είτε έφευγε, το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Τον στενοχωρούσε όμως που θ’ άφηνε το κορίτσι μονάχο του. Στράφηκε αργά και αντίκρισε το βίαιο μούτρο του άντρα και το μαύρο μάτι του όπλου του. «Τουνγκ Πο! Τι στην οργή θαρρείς πως κάνεις;» Η κοριτσίστικη φωνή διαπέρασε τη βροχή και έκοψε το νήμα που ένωνε τη σφαίρα του αστυφύλακα με το κεφάλι του Τσανγκ. «Άχρηστο αγόρι, σου είπα να περιμένεις κοντά στην πύλη. Άμα

γυρίσουμε στο σπίτι, θα βάλω τον Λι να σου δώσει ένα γερό χέρι ξύλο που με παράκουσες». Η αλεπουδίτσα αγριοκοίταζε τον Τσανγκ. Η καρδιά του σταμάτησε. Χρειάστηκε όλη τη δύναμη της θέλησης του για να μη βάλει τα γέλια και να σκύψει υποτακτικά το κεφάλι. «Συγγνώμη, κυρά, συγγνώμη. Μη θυμώνεις». Έδειξε το παράθυρο. «Κοίταζα αν εσύ καλά. Πολλή αστυνομία, εγώ ανησύχησα». Δίπλα στην κοπέλα στεκόταν άλλος ένας μπλε διάβολος. Προσπαθούσε να την προστατεύσει με μια ομπρέλα, αλλά η βροχή και ο άνεμος την κουνούσαν πέρα-δώθε. Τα μαλλιά της κρέμονταν βρεγμένα και τώρα είχαν πάρει το χρώμα του παλιού μπρούντζου. Στους ώμους της είχε ριγμένο το λευκό σακάκι κάποιου υπηρέτη, αλλά είχε γίνει και αυτό μούσκεμα. «Τι έπαθε το σκυλί, Τεντ;» ρώτησε ο δεύτερος αστυνομικός που ήταν μεσήλικας και παχύς. «Αρχιφύλακα, αν αυτός ο κιτρινιάρης μου σκότωσε τον Ρεξ, θα τον.» «Ησύχασε, Τεντ. Το σκυλί κουνιέται, να. κοίτα. Ζαλίστηκε μονάχα». Στράφηκε στον Τσανγκ και είδε τα αίματα από τα χτυπήματα στο πρόσωπο του. «Άκου, μικρέ», του είπε μαλακά, «δεν είμαι σίγουρος τι γίνεται εδώ πέρα, αλλά η κυρά σου συγχύστηκε πολύ όταν σε είδε να τριγυρίζεις έξω από τα παράθυρα. Σου είχε πει, λέει, να περιμένεις στην πύλη για να τη συνοδεύσεις με τη μητέρα της όταν θα έφευγαν με το ρίκσο. Οι οδηγοί τους είναι επικίνδυνοι αλήτες. Θα έπρεπε να ντρέπεσαι που απογοήτευσες έτσι τις κυράδες σου». Ο Τσανγκ κούνησε σιωπηλά το κεφάλι κοιτάζοντας το ματωμένο του πόδι. «Το κακό μόλους εσάς είναι που δεν έχετε καθόλου πειθαρχία», συνέχισε ο μπλε διάβολος.

Αν του έριχνε ο Τσανγκ μια γροθιά στη μούρη, θα του έδειχνε τι θα πει πειθαρχία. Αν ήθελε να το σκοτώσει το σκυλί, θα το είχε σκοτώσει. «Τουνγκ Πο!» Γύρισε και κοίταξε τα κεχριμπαρένια μάτια της. «Πήγαινε αμέσως στο σπίτι, κακό αγόρι. Δεν είναι να σου έχω εμπιστοσύνη. Αύριο θα τιμωρηθείς». Έτσι όπως τον κοίταζε με σηκωμένο το πιγούνι και άπειρη περιφρόνηση, θα μπορούσε να είναι η μεγάλη αυτοκράτειρα Τζου Χσι του Μεσαίου Βασιλείου. «Κύριε», στράφηκε στον αστυνομικό, «ζητώ συγγνώμη για τη συμπεριφορά του υπηρέτη μου. Φροντίστε, σας παρακαλώ, να τον πετάξουν έξω». Έκανε μεταβολή και άρχισε να βαδίζει στο δρομάκι σαν να έκανε βόλτα στη λιακάδα και όχι κάτω από την καταρρακτώδη βροχή. Ο μπλε αρχιφύλακας την ακολούθησε με την ομπρέλα. «Κυρά!» φώναξε πίσω της ο Τσανγκ. Εκείνη στράφηκε. «Τι είναι;» «Δεν σκοτώνεις κουνούπι με κανόνι. Έλεος, σε παρακαλώ. Πες, πού τιμωρηθώ αύριο». Η κοπέλα σκέφτηκε για μια στιγμή και απάντησε: «Επειδή είσαι αυθάδης, θα σε τιμωρήσω στην εκκλησία του Σωτήρος. Για να καθαρθεί η μαύρη σου ψυχή», απάντησε και έφυγε. Η αλεπουδίτσα είχε πονηρή γλώσσα. «Μαμά.» Σιωπή. και όμως η Λίντια ήταν σίγουρη πως η μητέρα της ήταν ξύπνια. Το δωμάτιο τους στη σοφίτα ήταν θεοσκότεινο και ο δρόμος από κάτω σιωπηλός, δροσερός μετά την καταιγίδα. Κάτω από το κρεβάτι της ακουγόταν ένα ξύσιμο, ποντίκι θα ήταν ή

κατσαρίδα. Η κοπελίτσα μάζεψε τα πόδια της και έγινε μια μπάλα. «Μαμά.» Ώρες τώρα άκουγε τη μητέρα της να στριφογυρίζει στο κρεβάτι της μέσα στο μικρό λευκό κελί της. Κάποια στιγμή μάλιστα την άκουσε να ρουφάει τα δάκρυα της. «Μαμά...» ψιθύρισε ξανά μες στο σκοτάδι. «Μμμ;» «Μαμά, αν είχες τα χρήματα για ν’ αγοράσεις ένα μοναδικό δώρο στον εαυτό σου, τι θα ήταν αυτό;» «Ένα μεγάλο πιάνο με ουρά». Η απάντηση βγήκε αυθόρμητα, σαν να την είχε έτοιμη. «Ένα άσπρο γυαλιστερό σαν αυτό που μου λες πως έχουν στο αμερικάνικο ξενοδοχείο στην οδό Τζορτζ;» «Όχι. Ένα μαύρο. Εράρ». «Σαν αυτό που έπαιζες στην Αγία Πετρούπολη;» «Ακριβώς». «Δεν θα χωρούσε εδώ μέσα». Το γέλιο της μητέρας της ακούστηκε πνιχτό. «Αγάπη μου, αν μπορούσα να έχω ένα Εράρ, θα μπορούσα να έχω και ένα σαλόνι για να το βάλω. Στρωμένο με χειροποίητα χαλιά του Τιεντσίν, ωραία εγγλέζικα ασημένια κηροπήγια και λουλούδια παντού, που να αναδίνουν τόσο πολύ άρωμα ώστε να διώξουν από τη μύτη μου η μπόχα της φτώχειας». Τα λόγια της βάρυναν την ατμόσφαιρα. Το ξύσιμο κάτω από το κρεβάτι σταμάτησε. Η Λίντια έκρυψε το πρόσωπο της στο μαξιλάρι. «Κι εσύ;» Η ερώτηση ήρθε όταν η μικρή νόμιζε πως η μητέρα της είχε αποκοιμηθεί. «Εγώ;»

«Ναι, εσύ. Τι δώρο θ’ αγόραζες στον εαυτό σου;» Η Λίντια έκλεισε τα μάτια. «Ένα διαβατήριο». «Ε, βέβαια. Έπρεπε να το είχα μαντέψει. και πού θα ταξίδευες με το διαβατήριο σου, μικρή μου;» «Στην Αγγλία. Πρώτα στο Λονδίνο και ύστερα σένα μέρος που λέγεται Οξφόρδη. Η Πόλι λέει πως είναι τόσο όμορφο, που σου έρχεται να βάλεις τα κλάματα. και ύστερα.» η φωνή της έγινε χαμηλή και ονειροπόλα, «στην Αμερική, εκεί που κάνουν τις ταινίες για τον κινηματογράφο, και ύστερα στη Δανία να βρω.» «Κάνεις πολλά όνειρα, ντουσενκα. Δεν είναι καλό αυτό». Η Λίντια άνοιξε τα μάτια. «Μαμά, με μεγάλωσες σαν Αγγλίδα και είναι φυσικό να θέλω να πάω στην Αγγλία. Απόψε όμως, μια Ρωσίδα κόμισσα μου είπε.» «Ποια;» «Η κόμισσα Σέροβα». «Μπα! Αυτή είναι μια κακιά μάγισσα. Να πάει στο διάβολο και αυτή και όσα σου είπε. Δεν θέλω να της ξαναμιλήσεις. Εκείνος ο κόσμος δεν υπάρχει πια». «Όχι, μαμά, άκουσε με. Μου είπε πως είναι ντροπή να μη μιλάω τη μητρική μου γλώσσα». «Λίντια, η μητρική σου γλώσσα είναι τα αγγλικά, αυτό μην το ξεχνάς. Η Ρωσία πάει, τελείωσε, πέθανε και έχει θαφτεί. Σε τι θα σου χρησιμεύσει να ξέρεις ρωσικά; Σε τίποτε! Ξέχασε τα, όπως τα ξέχασα και εγώ. και ξεχνά και εκείνη την κόμισσα. Ξεχνά πως υπήρχε κάποτε η Ρωσία». Παύση. «Έτσι θα είσαι πιο ευτυχισμένη». Τα λόγια της έρχονταν μέσα από το σκοτάδι σκληρά και παθιασμένα, σφυροκοπούσαν τις σκέψεις της Λίντιας, της προκαλούσαν σύγχυση. Ένα κομμάτι του εαυτού της ήθελε να νιώθει περήφανο που είναι Ρωσίδα, όπως ήταν περήφανη για την

καταγωγή και τη γλώσσα της η κόμισσα Σέροβα. Από την άλλη όμως, η Λίντια ήθελε πάρα πολύ να είναι Αγγλίδα όσο και η Πόλι. Να έχει μια μητέρα που σου φτιάχνει τσάι κάθε απόγευμα, κυκλοφορεί με εγγλέζικο ποδήλατο, σου κάνει δώρο ένα κουταβάκι στα γενέθλια σου και κάθε βράδυ σε βάζει να προσεύχεσαι για το βασιλιά σου. Κι αντί για βότκα πίνει σερί. «Λίντια.» Η κοπέλα έκανε την κοιμισμένη. «Λίντια, γιατί είπες ψέματα;» Η καρδιά της άρχισε να βροντοχτυπάει. Ποιο ψέμα απ όλα; Σε ποιον; Πότε; «Μην κάνεις πως δεν μ’ ακούς. Απόψε είπες ψέματα στον αστυνομικό». «Δεν είπα». «Είπες». «Όχι, δεν είπα». Ο σομιές της μητέρας της έτριξε τόσο δυνατά, που της φάνηκε ότι σηκωνόταν από το κρεβάτι και ότι ερχόταν προς το μέρος της. Μα όχι, απλώς είχε τιναχτεί νευρικά. «Λίντια, ξέρω πότε λες ψέματα. Όταν το κάνεις, τραβολογάς ένα τσουλούφι σου. Λοιπόν, τι ιστορία ήταν αυτή που είπες στο διοικητή Λακόκ; Τι προσπαθείς να κρύψεις;» Η Λίντια ένιωσε άρρωστη, και δεν ήταν η πρώτη φορά απόψε, σαν να είχε πρηστεί η γλώσσα της. Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε τρεις, και κάτι τσίριξε στην άκρη του δρόμου. Κάνα γουρούνι ή κάνα σκυλί; Μάλλον σαν άνθρωπος ακούστηκε. Άρχισε να μετράει ανάποδα από το δέκα, ένα κόλπο που το έκανε όποτε την έπιανε πανικός. «Ποια ιστορία;» ρώτησε. «Ξέρεις πολύ καλά! Ότι τάχα είδες ένα μυστηριώδη άντρα στην μπαλκονόπορτα της βιβλιοθήκης, όταν ήσουν εκεί με τον κύριο

Γουίλαμπι. Επομένως μπορεί να ήταν αυτός που έκλεψε τα ρουμπίνια». «Α, αυτό». «Ναι, αυτό. Ένα μεγαλόσωμο με γένια και μαύρο επίδεσμο στο ένα μάτι, γούνινο σκούφο και κεντημένες μπότες. Έτσι είπες». «Ναι». Η απάντηση της ακούστηκε ντροπαλή. «Γιατί να πεις τέτοια ψέματα;» «Μα τον είδα». «Λίντια Ιβάνοβα, πρόσεχε γιατί θα σου κοπεί η γλώσσα». Η Λίντια ένιωσε τα μαγουλά της να καίνε και δεν μίλησε. «Θα τον συλλάβουν, ξέρεις», είπε αγριεμένα η Βαλεντίνα. Όχι, δεν γίνεται. «Η περιγραφή που έδωσες είναι χαρακτηριστικά ρώσικη. Θα ψάξουν στη Ρωσική Συνοικία έως ότου βρουν κάποιον που να ταιριάζει σ’ αυτή την περιγραφή. και ύστερα;» επέμεινε η μητέρα της. Αχ, μακάρι να μην τον βρουν! «Λίντια, ήταν μεγάλη βλακεία σου. Βάζεις σε κίνδυνο άλλους ανθρώπους». Η Λίντια έσφιξε τα δόντια για να μην της ξεφύγουν πράγματα που δεν θα πρεπε να τα πει. «Εντάξει! Μην κρεμάς τα μούτρα σου, σε βλέπω!» ακούστηκε ενοχλημένη η φωνή της Βαλεντίνας. «Θεέ μου, τι τρομερή νύχτα και αυτή. Δεν έγινε το κοντσέρτο, οπότε δεν πληρώθηκα. Μου έκανε σωματική έρευνα μια αυθάδης νοσοκόμα, και η κόρη μου όχι μόνο κατέστρεψε το ωραίο της φόρεμα τρέχοντας κάτω απ’ τη βροχή, αλλά με προσβάλλει και από πάνω με τα ψέματα και τη σιωπή της». Καμιά απάντηση. «Άντε, κοιμήσου λοιπόν, και ελπίζω να ερωτευτείς το φάντασμα

του Ρώσου με τα γένια. Μπορεί να σε στρώσει στο κυνήγι μένα δικράνι για να σ’ ευχαριστήσει για τα ψέματα σου». Η Λίντια έμεινε ξαπλωμένη με τα μάτια ορθάνοιχτα. Φοβόταν να τα κλείσει. «Γεια σου, χρυσό μου, νωρίς νωρίς σηκώθηκες σήμερα! Έλα να πεις στην Πόλι όλα όσα έγιναν χθες. Τι συναρπαστική βραδιά και αυτή!» Η Άνθια Μέισον κοίταξε με χαρά τη Λίντια, σαν να μην υπήρχε μεγαλύτερη ευχαρίστηση απ’ το να βλέπει τη φιλενάδα της κόρης της Κυριακή πρωί, πριν πάρει ακόμη πρωινό. «Έλα να καθίσουμε στη βεράντα». Η Λίντια δεν τα είχε σχεδιάσει έτσι. Ήθελε να μιλήσει ιδιαιτέρως με την Πόλι μα τι να γίνει. Είπε λοιπόν ένα χαμογελαστό «ευχαριστώ» και ακολούθησε την κυρία Μέισον μέσα. Το σπίτι ήταν μεγάλο και πολύ μοντέρνο, με ανοιχτόχρωμα πατώματα και πάντα πολύ φωτεινό, λες και είχε καταπιεί τον ήλιο που χόρευε στους κρεμ τοίχους και χάιδευε το γυαλιστερό μπρούντζινο χωνί του γραμμοφώνου που η Λίντια το λάτρευε παθιασμένα. Εδώ δεν υπήρχαν σκισμένες ταπετσαρίες ούτε βρόμικες γωνιές για να φωλιάζουν οι κατσαρίδες. Και πόσο ωραία μύριζε αυτό το σπίτι! Μοσχοβολούσε παρκετίνη, λουλούδια και ωραία πράγματα που ψήνονταν στο φούρνο. Σήμερα μύριζε παντού καφές και φρέσκα ψωμάκια. Όταν βγήκε στη βεράντα που έβλεπε σένα μεγάλο ηλιόλουστο κήπο με γρασίδι και κίτρινες τριανταφυλλιές, η εικόνα που αντίκρισε η Λίντια ήταν ειδυλλιακή. Πάνω σ ένα τραπέζι στρωμένο με λευκό κολλαριστό τραπεζομάντιλο ήταν αραδιασμένα φλιτζάνια με πολύ λεπτά χερούλια και χρυσή μπορντούρα, μια ασημένια καφετιέρα και όμοια μπολ με ζάχαρη, βούτυρο, μαρμελάδα και μέλι. Στη μία άκρη του τραπεζιού ήταν

αραχτός ο κύριος Μέισον, φορώντας πουκάμισο και μπότες ιππασίας, με μια εφημερίδα στο ένα χέρι, ένα φλιτζάνι στο άλλο και τον Αχιλλέα στα γόνατα. Ο Αχιλλέας ήταν ένας χοντρός γάτος με γκρίζα γούνα και φωνή που θύμιζε σειρήνα στην ομίχλη. «Γεια σου, Λιντ», τη χαιρέτησε η Πόλι από την άλλη άκρη του τραπεζιού, προσπαθώντας να κρύψει την έκπληξη της. «Γεια». «Καλημέρα, Λίντια», είπε και ο κύριος Μέισον. «Σαν πολύ νωρίς δεν είναι για επισκέψεις;» Μιλούσε σαν ν’ απευθυνόταν στον λούστρο του, και η Λίντια δεν μπορούσε να τον κοιτάξει καν. «Μάλιστα, κύριε». «Τότε γιατί ήρθες;» «Ε, Κρίστοφερ», πετάχτηκε η γυναίκα του, «χαιρόμαστε πάντα όταν βλέπουμε τη Λίντια. Έτσι δεν είναι, Πόλι; Κάθισε να τσιμπήσεις κάτι, χρυσό μου». Η Λίντια προτιμούσε να καταπιεί τη γλώσσα της παρά να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον άντρα που χθες το βράδυ χαϊδολογούσε τη μητέρα της. Μάνα και κόρη είχαν αποφύγει προσεκτικά ν’ αναφερθούν στο θέμα, αλλά η εικόνα του ήταν ακόμη ολοζώντανη στο μυαλό της Λίντιας. «Όχι, ευχαριστώ», απάντησε ευγενικά. «Θα ήθελα μόνο να πω κάτι στην Πόλι, αν είναι δυνατόν». Ο Μέισον έγειρε πίσω στην καρέκλα του και πέταξε την εφημερίδα στο πάτωμα. «Δεσποινίς, ότι θέλεις να πεις στην κόρη μας μπορείς να το πεις μπροστά μας. Δεν έχουμε μυστικά εδώ πέρα». Τον ψεύτη! Η Λίντια άνοιξε το στόμα για να του δώσει μια οξεία απάντηση, αλλά η Πόλι της έκοψε τη φόρα: πετάχτηκε όρθια μαζεύοντας από την ποδιά της την πετσέτα της. Η Λίντια ήξερε πως ήταν αγορασμένη στο Λονδίνο από ένα μαγαζί της οδού Νιου

Μποντ, 29 σελίνια και 9 πένες η δωδεκάδα. Η Πόλι της είχε πει περήφανα ότι ήταν από το καλύτερο ιρλανδέζικο δαμασκηνό ύφασμα - ότι κι αν ήταν αυτό το πράγμα. «Μπαμπά, θα βρούμε τον Τόμπι και θα τον πάμε βόλτα μέχρι το πάρκο». «Θα του αρέσει. Πάρτε και την μπάλα του, και μην ξεχάσεις να φορέσεις το καπέλο σου», είπε η Άνθια λοξοκοιτάζοντας τον άντρα της. Εκείνος κατέβασε το κεφάλι και χαμογέλασε στο γάτο του που τον κοίταζε με τα κίτρινα μάτια του. «Μην αργήσετε», είπε. «Όχι, μια βόλτα θα κάνουμε». «Στις έντεκα ακριβώς φεύγουμε για την εκκλησία. Μη μας καθυστερήσεις». «Όχι, σου το υπόσχομαι». Καθώς περνούσε δίπλα από τον πατέρα της, εκείνος άπλωσε το χέρι και της ανακάτωσε τα ξανθά της μαλλιά μ έναν τρόπο που της Λίντιας της φάνηκε αδέξιος, σαν να είχε δει κάποιον άλλο πατέρα να το κάνει, και έτσι αποφάσισε να τον μιμηθεί. Η Πόλι κοκκίνισε λιγάκι, αλλά πάντα ήταν νευρική όταν βρισκόταν με τον πατέρα της και δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτόν. Η Λίντια που δεν ήξερε από πατεράδες, υπέθετε πως ήταν φυσιολογικό. «Πόλι, θέλω να μου κάνεις μια χάρη», είπε η Λίντια σφίγγοντας το μπράτσο της φίλης της. «Τι πράγμα;» «Μια μεγάλη χάρη». Η Πόλι την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Το ήξερα πως θα ήταν κάτι πολύ σοβαρό για ναψηφήσεις τον πατέρα τόσο νωρίς. Τι συμβαίνει; Πες μου!» Κάθονταν σένα παγκάκι στη λιακάδα και πετούσαν την μπάλα

στον Τόμπι, το θιβετιανό σπάνιελ της Πόλι. Είχαν αποφύγει το πάρκο Βικτόρια με τις επιγραφές Απαγορεύονται τα σκυλιά και οι Κινέζοι, και είχαν πάει στον κήπο της Αλεξάνδρας, όπου ο Τόμπι μπορούσε να τρέχει ελεύθερος αρκεί να μη βουτούσε στη λιμνούλα με τα νούφαρα και τα βατράχια. «Να. ξέρεις. Αχ, Πόλι, πρέπει να ξαναπάω στη λέσχη». «Στη Λέσχη Οδυσσέας;» «Ναι». «Μα γιατί;» «Έτσι». «Δεν είναι απάντηση αυτή». Η Πόλι έκανε τη θυμωμένη, και ας μην μπορούσε ποτέ να κρατήσει κακία στη φίλη της. «Νόμιζα πως μετά τα χθεσινά δεν θα ήθελες να ξαναπατήσεις ποτέ στη ζωή σου εκεί. Ακούς να σε ψαχουλεύουν οι νοσοκόμες!» Ανατρίχιασε ολόκληρη. «Εντελώς αηδιαστικό! Δεν μου λες.» έγειρε κοντά στη Αίντα, «ήταν πολύ, ξέρεις. προσωπικό;» Κράτησε την ανάσα της. «Αχ, Θεέ μου, ναι!» Η Πόλι έβγαλε μια φωνούλα και απόμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Φρίκη!. Κακομοιρούλα μου!» Έσφιξε τη φίλη της στην αγκαλιά της. «Λοιπόν;» «Τι, λοιπόν;» «Θα μιλήσεις στον πατέρα σου για χάρη μου;» «Αχ, Λιντ, δεν γίνεται». «Γίνεται. Το ξέρεις. Σε παρακαλώ!» «Μα γιατί θέλεις να ξαναπάς στη λέσχη; Έψαξαν παντού, αλλά δεν βρήκαν το κλεμμένο περιδέραιο. Τι θα μπορούσες να κάνεις εσύ;» Κοίταξε γύρω της και χαμήλωσε τη φωνή. «Μήπως είδες κάτι; Μήπως ξέρεις ποιος το πήρε;» «Όχι βέβαια. Αν ήξερα, θα το έλεγα στην αστυνομία».

«Και τότε γιατί;» «Επειδή. Ε, καλά, θα σου πω, αλλά θα ορκιστείς πως θα το κρατήσεις μυστικό». Η Πόλι κούνησε με δύναμη το κεφάλι και έκανε ένα σταυρό με τα δάχτυλα της πάνω στα χείλη της. «Να πεθάνω». «Θυμάσαι τον νεαρό που μ’ έσωσε σ’ εκείνο το σοκάκι την Παρασκευή; Με τα κόλπα του κουνγκ φου;» «Ναι». «Λοιπόν, εμφανίστηκε στη λέσχη χθες το βράδυ». «Όχι!» «Ναι!» «Αυτός έκλεψε το περιδέραιο;» «Μη λες χαζομάρες. Όχι βέβαια. Ήρθε για να μου μιλήσει. Για κάτι σημαντικό, λέει. Μας διέκοψε όμως η αστυνομία που πλάκωσε μετά την κλοπή του περιδέραιου, κι έτσι εκείνος μου ζήτησε να ξαναπάω σήμερα. Του το χρωστάω, Πόλι, και δεν ξέρω πού αλλού να τον βρω». Η Λίντια συνειδητοποίησε με φρίκη ότι τραβολογούσε ένα τσουλούφι που κρεμόταν πάνω από το αριστερό αυτί της. Η μητέρα της είχε δίκιο. Ανάθεμα! Το άφησε αμέσως κι έσκυψε να πιάσει την μπάλα του Τόμπι. «Λιντ, δεν καταλαβαίνω κάτι». Η Λίντια πέταξε την μπάλα στο σκύλο. «Μου λες πως η μητέρα σου σ’ αφήνει να κάνεις ότι θέλεις, ότι δεν σε μαλώνει σχεδόν ποτέ. και ξέρεις πως σε ζηλεύω γι’ αυτό. Μακάρι να είχα και εγώ την ελευθερία σου». Η Πόλι κοίταξε τη φίλη της απορημένη. «Γιατί λοιπόν τόση μυστικότητα; Δεν μπορεί η μητέρα σου ή. ο Γάλλος φίλος της με τη Μόργκαν. να σε βάλουν στη λέσχη;»

Η Λίντια σιχαινόταν να λέει ψέματα στη μοναδική της φίλη με την οποία ήταν πάντα ειλικρινής. Έπρεπε όμως να ξαναπάει σήμερα στη λέσχη για να μπορέσει να μαζέψει τα ρουμπίνια που τα είχε κρύψει στο αναγνωστήριο. Εκνευρισμένη με την ξεροκεφαλιά της φίλης της, σηκώθηκε και τίναξε το κεφάλι της. «Ούτε η μητέρα μου ούτε ο Αντουάν είναι μέλη, το ξέρεις καλά. Αν φοβάσαι όμως τόσο πολύ να ζητήσεις απ’ τον πατέρα σου να με καλέσει στη λέσχη, τότε θα του το ζητήσω εγώ». «Μα θα θέλει να μάθει το γιατί». «Θα του πω ότι έχασα χθες εκεί μια καρφίτσα». «Θα θυμώσει και θα σου πει ότι αν δεν είσαι σε θέση να φροντίζεις κάτι, τότε δεν σου αξίζει να το έχεις». «Αχ, Πόλι, τι μωρό που είσαι!» φώναξε η Λίντια και κίνησε για την πύλη του πάρκου. Η Πόλι έτρεξε ξοπίσω της με τον Τόμπι να μπερδεύεται ανάμεσα στα πόδια της. «Σε παρακαλώ, Λιντ, μη θυμώνεις!» «Δεν θυμώνω». Παρόλα αυτά ήταν θυμωμένη. Με τον εαυτό της. Δεν είχε δικαίωμα να σέρνει στο βόρβορο αυτό το υπέροχο πλάσμα. Εκείνη είχε συνηθίσει την μπόχα του, και ξεχνούσε ότι για κάποιους άλλους ήταν ενοχλητική. Έπιασε αγκαζέ την Πόλι και της χαμογέλασε αχνά. «Συγγνώμη, Πόλι. Μερικές φορές γίνομαι ανυπόφορη, το ξέρω». «Φταίει που είσαι κοκκινομάλλα». Γέλασαν και οι δυο, και η φιλία τους ανανεώθηκε. «Εντάξει, θα το πω του πατέρα». «Σ’ ευχαριστώ». «Δεν θα πετύχω τίποτε όμως». «Προσπάθησε τουλάχιστον». «Με τον όρο όμως πως θα μου πεις και άλλα για τον μυστηριώδη

Κινέζο σωτήρα σου όταν τον ξαναδείς». Έσκυψε να περάσει το λουρί στο σκυλάκι της και έτσι όπως ήταν σκυμμένη, ρώτησε: «Δεν νομίζεις πως μπορεί να είναι λίγο επικίνδυνο; Δεν ξέρεις τίποτε γι’ αυτόν. Σωστά;» «Ξέρω μόνο πως μ’ έσωσε από τη σκλαβιά. ή κάτι χειρότερο». Γέλασε. «Μην ανησυχείς χαζή, θα σου τα πω όλα». «Θέλω να μου τον περιγράψεις ξανά. Πώς είναι;» «Το γεράκι μου;» «Ναι». Η Λίντια ήθελε πολύ να μιλήσει για τον Κινέζο προστάτη της, αλλά ένιωθε ταραγμένη. Την τάραζε ότι ήθελε πάρα πολύ να τον ξαναδεί, χωρίς να ξέρει γιατί. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως ήθελε απλώς να τον ευχαριστήσει ξανά, να δει αν ήταν καλά μετά τα χθεσινά. Από ευγένεια. Τίποτε άλλο. Ήξερε όμως πως έλεγε ψέματα στον εαυτό της και αυτό την τρόμαζε. Την τρόμαζε και τη συνάρπαζε συγχρόνως. Το χάσμα ανάμεσα στον δικό της κόσμο και τον δικό του ήταν τεράστιο, και όμως, όταν τον έβλεπε, γεφυρωνόταν. Η Πόλι δεν θα μπορούσε να το καταλάβει αυτό. Ούτε και η ίδια το καταλάβαινε. «Είναι ωραίος;» την πίεσε η Πόλι χαμογελαστά. «Δεν πρόσεξα.» είπε ψέματα η Λίντια. «Τα μαλλιά του είναι πολύ κοντά και τα μάτια του. Τι να σου πω, είναι.» Είναι διαπεραστικά και βλέπουν μέσα μου. Θεέ μου, μπορώ να το πω αυτό; «Να, είναι σαν να σε παρακολουθούν». «Και είναι δυνατός;» «Οι κινήσεις του όταν πάλευε ήταν γρήγορες σαν του γερακιού». «Έχει και γερακίσια μύτη;» «Όχι βέβαια. Η μύτη του είναι εντελώς ίσια και όταν δεν μιλάει, το πρόσωπο του είναι τόσο λείο που μοιάζει με φίνα πορσελάνη. και τα χέρια του είναι μακριά, με κάτι δάχτυλα που.»

«Νόμιζα πως δεν τον πρόσεξες». Η Λίντια κοκκίνισε σαν παντζάρι και κατάπιε τα λόγια της. Άρχισε να τρέχει προς την πύλη. «Έλα», φώναξε, «πάμε να ρωτήσουμε τον πατέρα σου». «Εντάξει, αλλά σε προειδοποιώ ότι θα πει όχι». Ο Κρίστοφερ Μέισον είπε όντως «όχι». Η Λίντια θυμόταν τα ξερά του λόγια καθώς γέμιζε με πουρέ το πιάτο που της έτειναν στην τραπεζαρία της εκκλησίας του Σωτήρος. Παραλίγο να τον κάνει να το βουλώσει λέγοντας του πώς τον είχε δει να πασπατεύει τη μητέρα της. Θα μπορούσε ν’ ανοίξει τις πόρτες της λέσχης μ’ αυτά που γνώριζε - μα πώς ήταν δυνατόν; Δεν άντεχε να πληγώσει την Άνθια Μέισον που της έδειχνε πάντα τόση καλοσύνη. Έτσι, δεν είπε τίποτε. και τώρα ήταν απελπισμένη. Άλλη μια κουταλιά πουρές στο επόμενο πιάτο. Δεν κοίταζε τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα πίσω από τα πιάτα καθώς σερβίριζε το συσσίτιο. Το βλέμμα της έψαχνε την ουρά, αναζητώντας δυο φαρδιούς ώμους και ένα ζευγάρι κατάμαυρα μάτια κάτω από βλεφαρίδες σαν φτερά. «Πρόσεχε, Λίντια», άκουσε την κεφάτη φωνή της κυρίας Γιόμαν δίπλα της- «Είσαι υπερβολικά γενναιόδωρη σήμερα. Ο Κύριος μας απορεί να τάισε πέντε χιλιάδες ανθρώπους με πέντε ψωμιά και τρία ψάρια, αλλά εμείς δεν θα τα καταφέρουμε. Δεν θέλω να ξεμείνουμε από φαγητό». Γέλασε και αυτό την έκανε να φανεί πολύ νεότερη από τα εξήντα εννιά της χρόνια. Το δέρμα της είχε σκληρύνει μετά από τόσα χρόνια που είχε περάσει στους τροπικούς, και τα μάτια της είχαν ξεθωριάσει, αλλά εξακολουθούσε να χαμογελάει. Χάιδεψε τη Λίντια στο μπράτσο και συνέχισε να μοιράζει ρύζι στγν ατέλειωτη σειρά. Για την Κονστάνς Γιόμαν δεν είχε σημασία το χρώμα ή η πίστη αυτών που πήγαιναν στο συσσίτιο. Όλοι τους ήταν ίσοι

μπροστά στον Κύριο της αφού Εκείνος τους αγαπούσε όλους το ίδιο. Επομένως το ίδιο ίσχυε και για την ίδια. Η Λίντια ερχόταν εδώ και ένα χρόνο κάθε Κυριακή πρωί στην τραπεζαρία του Σωτήρος. Ήταν ένας παλιός τεράστιος αχυρώνας όπου δεκάδες μακριά τραπέζια ήταν αραδιασμένα μπροστά από δυο μασίνες που άχνιζαν πάντα. Παρά τις αντιρρήσεις της Βαλεντίνας, η Λίντια πήγαινε και βοηθούσε στη διανομή του συσσιτίου για τους φτωχούς, λέγοντας πως έτσι τουλάχιστον έτρωγε και αυτή ένα ζεστό γεύμα την εβδομάδα. Μπορεί ο Σεμπάστιαν Γιόμαν και η γυναίκα του η Κονστάνς να ήταν συνταξιούχοι πια, αλλά δούλευαν πιο σκληρά από κάθε άλλη φορά. Επαιτούσαν, δανείζονταν και πίεζαν τις πιο απίθανες τσέπες για να συγκεντρώνουν χρήματα και να έχουν τις χύτρες τους πάντα γεμάτες στη μεγάλη τραπεζαρία πίσω από την εκκλησία του Σωτήρος όπου κάθε Κυριακή φτωχοί, άρρωστοι, ακόμη και εγκληματίες έμπαιναν από τις ανοιχτές πόρτες για να πάρουν ένα πιάτο φαγητό, ένα θερμό χαμόγελο και μερικές κουβέντες παρηγοριάς σε μια εκπληκτική ποικιλία γλωσσών και διαλέκτων. Για τη Λίντια, οι Γιόμαν ήταν ένα λαμπρό φως σένα σκοτεινό κόσμο. «Ευχαριστώ, δεσποινίς. σι σι. Εσύ, καλή». Τούτη τη φορά η Λίντια κοίταξε τη νεαρή Κινέζα που στεκόταν μπροστά της. Ήταν όλο κόκαλα και μακριά μαλλιά. Στο στήθος της είχε κρεμασμένο σε μια αστεία κούνια ένα μωρό, ενώ ήταν κολλημένα πάνω της δυο νήπια. Όλοι τους φορούσαν λερά κουρέλια και το δέρμα τους ήταν γκρίζο και ραγισμένο σαν το χωμάτινο δάπεδο της αίθουσας. Η μητέρα είχε το φαρδύ αλλά άσαρκο πρόσωπο και τα χοντρά χέρια της κάθε χωρικής που είχε αναγκαστεί να παρατήσει το χωράφι της από την πείνα και τους στρατούς που λεηλατούσαν τον τόπο σαν σμήνη από ακρίδες. Η

Λίντια είχε δει αμέτρητες φορές τέτοια πρόσωπα. Τόσο πολλές, που τα έβλεπε ακόμη και στα όνειρα της, να περνάνε σαν στρατιές από νεκροκεφαλές. Γι’ αυτό δεν κοίταζε πια τα πρόσωπα εκείνων που σερβίριζε. Έριξε μια γρήγορη ματιά στους Γιόμαν για να δει αν την έβλεπαν και έπειτα έβαλε άλλη μια κουταλιά φαγητό στην ξύλινη γαβάθα της γυναίκας. Τα σιωπηλά δάκρυα που κύλησαν στο γεμάτο ευγνωμοσύνη πρόσωπο την έκαναν να αισθανθεί ακόμη χειρότερα. Και τότε τον είδε. Στεκόταν παράμερα από τους άλλους, σβέλτος και γεμάτος παλμό μέσα σε τούτη την αίθουσα, τη γεμάτη θάνατο και απελπισία. Ήταν πολύ περήφανος για να έρθει να ζητιανέψει. Την περίμενε να τελειώσει και να βγει έξω. Με την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα, κοίταζε το μικρό νεκροταφείο της εκκλησίας αλλά, μόλις την ένιωσε, είπε χωρίς να γυρίσει το κεφάλι: «Πώς βρίσκουν το δρόμο για το σπίτι τους τα πνεύματα των νεκρών σας;» «Τι;» Εκείνος γύρισε, της χαμογέλασε και υποκλίθηκε. Τόσο ευγενικός. Τόσο άψογος. Η Λίντια ένιωσε ελαφρά απογοήτευση. Ο νεαρός έβαζε μια απόσταση ανάμεσα τους, την αντιμετώπιζε σαν ξένη. Μα δεν ήταν κάτι παραπάνω; Σήκωσε και αυτή ψηλά το πιγούνι και του χαμογέλασε ψυχρά όπως έκανε ο κύριος Τέο όταν σάρκαζε την Πόλι. «Ήρθες», είπε και κοίταξε δήθεν αδιάφορα το καμπαναριό. «Ασφαλώς και ήρθα». Κάτι στη φωνή του την έκανε να τον κοιτάξει. Την είχε πλησιάσει αθόρυβα, ήταν τόσο κοντά της που μπορούσε να τον αγγίξει. Είχε στραμμένο το πρόσωπο του λίγο λοξά και τα μεγάλα μαύρα του μάτια της μιλούσαν. Η Λίντια του χαμογέλασε αληθινά αυτή τη

φορά και τον είδε να πεταρίζει τα βλέφαρα σαν μια γάτα στον ήλιο. «Πώς είσαι;» τον ρώτησε. «Καλά». Το βλέμμα του όμως έλεγε άλλα και οι μύες του τσιτώθηκαν κάτω από το λεπτό μαύρο χιτώνιο του. Λες και ήταν έτοιμος να πηδήσει στον γκρεμό. Μ’ έναν παράξενο πνιχτό αναστεναγμό έστρεψε το κεφάλι και η Λίντια είδε για πρώτη φορά το δεξιό μέρος του προσώπου του. «Το πρόσωπο σου.» είπε με κομμένη την ανάσα. Σταμάτησε απότομα, ήξερε πως οι Κινέζοι θεωρούν αγένεια τα προσωπικά σχόλια. «Σε πονάει;» «Όχι». Έπρεπε να λέει ψέματα. Αυτή η πλευρά του κεφαλιού του ήταν τραυματισμένη και πρησμένη. Από το μέτωπο μέχρι τ’ αυτί του είχε ένα άσχημο μελανό σημάδι με ξεραμένο αίμα. Η Λίντια έγινε έξω φρενών,. «Αυτός ο αστυφύλακας! Θα του κάνω αναφορά!» «Γιατί; Επειδή έκανε το καθήκον του;» Αυτή τη φορά δεν της χαμογέλασε. «Δεν το βρίσκω σωστό». «Μα χρειάζεσαι περιποίηση. Θα φωνάξω την κυρία Γιόμαν, αυτή ξέρει». και έκανε να φύγει τρέχοντας. «Μη, σε παρακαλώ». Η φωνή του ήταν απαλή αλλά επιτακτική. Η Λίντια στάθηκε και τον κοίταξε. Επίμονα. Κάτι της έκρυβε. Τι; Η ακινησία του ήταν εξίσου κομψή με τις κινήσεις του σ’ εκείνο το σοκάκι, οι ώμοι του ήταν μυώδεις, αλλά οι γοφοί του πιο στενοί από τους δικούς της. και φορούσε κάτι απαίσια λαστιχένια παπούτσια. Κούνησε το κεφάλι μπερδεμένη. Τι σκεφτόταν αυτός για την αντίδραση της; Μήπως ότι τον θεωρούσε ανίκανο να φροντίσει τον

εαυτό του; Αναστέναξε. Έμπαινε σ’ έναν παράξενο και ντελικάτο κόσμο, τόσο ξένο όσο και η γλώσσα του. Έπρεπε να προσέχει. Κατένευσε και έστρεψε το βλέμμα προς τους τάφους, που ήταν στολισμένοι με γαρίφαλα. Αυτό τον κόσμο τον καταλάβαινε. «Τα πνεύματα τους πάνε κατευθείαν στον παράδεισο», είπε δείχνοντας τους τάφους. «Αν είναι χριστιανοί, δεν έχει σημασία πού θα πεθάνουν. Αν όμως είναι κακοί, πηγαίνουν στην κόλαση. Έτσι μας λένε τουλάχιστον οι παπάδες». Γύρισε και τον κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω της. «Όσο για μένα, θα πάω κατευθείαν στην κόλαση», πρόσθεσε και γέλασε. Για μια στιγμή εκείνος έδειξε σοκαρισμένος, αλλά της χάρισε ξανά το ντροπαλό του χαμόγελο. «Νομίζω πως με κοροϊδεύεις», είπε. Οχ, Θεέ μου, πάλι λάθος. Πώς μιλάς σε κάποιον που είναι τόσο διαφορετικός από σένα; Σε όλη της τη ζωή στο Τζαντσόου, μιλούσε μόνο με μαγαζάτορες και υπηρέτες. Πόσο κάνει αυτό, βάλε μου μισό κιλό σόγια, τέτοια πράγματα. και οι δοσοληψίες της με τον κύριο Λιου, τον ενεχυροδανειστή, έκρυβαν άλλου είδους κινδύνους. Πάμε από την αρχή, συλλογίστηκε. Με τα χέρια ενωμένα και τα μάτια στο χώμα, έκανε μια τυπική υπόκλιση. «Όχι, δεν σε κοροϊδεύω. Θέλω να σ’ ευχαριστήσω. Σου είμαι ευγνώμων επειδή μ’ έσωσες εκεί στο σοκάκι». Εκείνος δεν κουνήθηκε καθόλου, αλλά η Λίντια ένιωσε πως κάτι άλλαξε βαθιά μέσα του. Σαν να είχε ανοίξει κάποια κλειστή πόρτα και από μέσα της έβγαινε μια ζεστασιά που της προκαλούσε κατάπληξη. «Όχι», αποκρίθηκε ο νεαρός. «Δεν μου χρωστάς ευχαριστίες». Έκανε ένα βήμα πιο κοντά της, και η Λίντια διέκρινε μικρές

πορφυρές λάμψεις στα μάτια του. «Όταν θα τελείωναν μαζί σου, θα σου έκοβαν το λαιμό. Άρα μου χρωστάς τη ζωή σου». «Η ζωή μου είναι δική μου. Δεν ανήκει σε κανέναν άλλον εκτός από μένα». «Κι εγώ σου χρωστάω τη δική μου ζωή. Αν δεν ήσουν εσύ, τώρα θα ήμουν νεκρός. Αν δεν είχες εμφανιστεί εκείνη τη στιγμή, μια σφαίρα θα καρφωνόταν στο κεφάλι μου». Υποκλίθηκε βαθιά. «Σου χρωστάω τη ζωή μου». «Τότε είμαστε πάτσι». Γέλασε μπερδεμένη, δεν ήξερε πόσο σοβαρά ήταν όλα αυτά. «Ζωή για ζωή». Εκείνος την κοίταξε και τα μαύρα του μάτια έκρυβαν βαθιά, σκοτεινά συναισθήματα που η Λίντια δεν τα καταλάβαινε. και τα χασέ ακόμη περισσότερο όταν εκείνος τη ρώτησε: «Μήπως έχει βελόνα και κλωστή αυτή η κυρία Γιόμαν σου;» «Υποθέτω. Θέλεις να σου φέρω;» «Ναι, παρακαλώ, αν έχεις την καλοσύνη». Κοίταξε τα ρούχα του μα δεν είδε πουθενά κανένα σκίσιμο. Ίσως ήθελε να κάνει κάποια ιεροτελεστία, να συρράψει τις ζωές τους, ποιος ξέρει. Η ιδέα έκανε τα σωθικά της να πάρουν φωτιά και για πρώτη φορά μετά τη βραδιά του κοντσέρτου χαλάρωσε και μπόρεσε ξανά ν’ ανασάνει ελεύθερα.

10 «Με λένε Λίντια Ιβάνοβα». Του άπλωσε το χέρι και εκείνος ήξερε τι περίμενε απ’ αυτόν. Τους είχε δει τους ξένους να πιάνουν σε χαιρετισμό ο ένας το χέρι του άλλου. Αηδιαστική συνήθεια. Κανένας Κινέζος που σέβεται τον εαυτό του δεν θα ήταν τόσο ανάγωγος ώστε ν’ αγγίξει κάποιον άλλο, ιδίως όταν δεν τον γνωρίζει. Ποιος θα ήθελε ν’ αγγίξει ένα χέρι που μόλις τώρα δα μπορεί να είχε ξεκοιλιάσει ένα χοίρο ή να είχε χαϊδέψει τη γυναίκα του; Οι βάρβαροι ήταν στ’ αλήθεια πολύ βρομιάρηδες. Ωστόσο η θέα του μικρού της χεριού που περίμενε το δικό του, λευκό σαν νούφαρο, ήταν παράξενα ελκυστική. Ήθελε να το αγγίξει. Να μάθει πώς ήταν το άγγιγμα του. Το έπιασε και το έσφιξε. «Εγώ ονομάζομαι Τσανγκ Αν Λο». Ήταν σαν να κρατούσε στη χούφτα του ένα πουλί, ζεστό και απαλό. Λίγο περισσότερο να το έσφιγγε, θα μπορούσε να σπάσει τα λεπτά του κοκαλάκια. Κάτι μέσα του τον ωθούσε να προστατεύσει τούτο δω το πραγματάκι που είχε κουρνιάσει στην παλάμη του. Η κοπέλα το τράβηξε τόσο απλά όσο του το είχε δώσει και κοίταξε γύρω της. Την είχε οδηγήσει έξω από το συνοικισμό, στο πίσω μέρος του αμερικανικού τομέα, και από κει, κατηφορίζοντας ένα μικρό χωματόδρομο, είχαν πάει στον Ορμίσκο της Σαύρας, ένα δασωμένο μέρος στα δυτικά της πόλης. Ο πρωινός ήλιος ξάπλωνε τεμπέλικα στην επιφάνεια του νερού και οι σημύδες έριχναν τη σκιά τους στα γκρίζα βράχια. Σαύρες έτρεχαν πάνω τους σαν φύλλα που τα παίρνει ο άνεμος. Πίσω τους, η γη απλωνόταν επίπεδη, λασπωμένη ακόμη από τη χθεσινή βροχή, μέχρι τα μακρινά βουνά που άχνιζαν γαλανά μέσα στην

καλοκαιρινή ζέστη. Ο Τσανγκ ήξερε πως κρυμμένη στα βάθη τους, σαν τίγρη που παραμονεύει, υπήρχε μια κόκκινη καρδιά που κάθε μέρα χτυπούσε όλο και πιο δυνατά και κάποτε θα πλημμύριζε όλη τη χώρα με το αίμα της. «Αυτό το μέρος είναι πολύ όμορφο», είπε η αλεπουδίτσα. «Δεν έχω έρθει ποτέ μου εδώ». Χαμογελούσε. Ήταν ευχαριστημένη. και αυτό του έδινε μια παράξενη χαρά. Την κοίταζε την ώρα που βουτούσε το χέρι της στο ρεύμα του ποταμού και γελούσε μένα χελιδόνι που πέρασε ξυστά από την επιφάνεια του νερού. Δυο τριζόνια τρίλιζαν μέσα στις καλαμιές. «Έρχομαι εδώ επειδή το νερό είναι καθαρό», της εξήγησε ο Τσανγκ. «Είναι ζωντανό, τραγουδάει. κοίτα το πώς λάμπει. Όταν ενώνεται όμως με τον μεγάλο ποταμό Πει Χο, τα πνεύματα το εγκαταλείπουν». «Γιατί;» ρώτησε εκείνη απορημένη. Μα τόσο λίγα ήξερε; «Γιατί γεμίζει μαύρα λάδια και πετρέλαια από τις κανονιοφόρους των ξένων και δηλητήρια από τα εργοστάσια τους. Τα πνεύματα θα πέθαιναν μες στην ιλύ του Πει Χο». Εκείνη του έριξε μια ματιά, αλλά δεν είπε τίποτε. Πήγε και κάθισε σένα βράχο και πέταξε μια πέτρα στο νερό. Άπλωσε τα γυμνά και λεπτά της πόδια, και ο Τσανγκ προσεξε μια τρύπα στο ένα της παπούτσι. Τα φλογάτα μαλλιά της τα είχε κρυμμένα κάτω από ένα ψάθινο καπέλο και αυτό τον στενοχωρούσε. Το καπέλο έδειχνε επίσης παλιό και ταλαιπωρημένο σαν τα παπούτσια της. «Τα αγγλικά σου είναι εξαίρετα», του είπε ξαφνικά. Η φωνή της ήταν σιγανή, και ο Τσανγκ δεν ήξερε αν το έκανε για να μην ενοχλήσει τα πουλιά που είχαν σταθεί σ ένα κλαδί από πάνω της ή επειδή φοβήθηκε ξαφνικά που βρισκόταν μόνη μ’ έναν

ξένο σένα τόσο απομονωμένο μέρος. Είχε δείξει θάρρος που τον ακολούθησε εδώ. Μια Κινέζα δεν θα το ρισκάριζε ποτέ. Μπα. Δεν έδειχνε καθόλου φοβισμένη. Ο Τσανγκ προχώρησε μέχρι την άκρη του νερού και κάθισε στο γρασίδι. Ήταν ακόμη υγρό. «Με τιμάς που θεωρείς ότι τα αγγλικά μου είναι ικανοποιητικά», είπε. Κι όπως εκείνη είχε απορροφηθεί να κοιτάζει τα πουλιά, αυτός έβγαλε το λαστιχένιο παπούτσι από το δεξί του πόδι. Ο πόνος έφτασε μέχρι το μυαλό του. Απαλά, έπιασε να λύσει το ματωμένο πανί που συγκρατούσε τη σάρκα της πατούσας του. «Είχα Άγγλο δάσκαλο για πολλά χρόνια», είπε. «Όταν ήμουν μικρός. Με δίδαξε καλά». Τα ρουθούνια του γέμισαν από τη μυρωδιά σήψης. «Κι ο θείος μου είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, στην Αμερική. Έλεγε πάντα πως τα αγγλικά είναι η γλώσσα του μέλλοντος και επέμενε να μου μιλάει μόνο σ’ αυτή τη γλώσσα». «Αλήθεια; Το ίδιο κάνει και η μητέρα μου, που ένας Θεός ξέρει πόσες γλώσσες μιλάει». «Εκτός από τη γλώσσα των μανδαρίνων;» Η κοπέλα γέλασε κελαρυστά. Τα πουλιά τρόμαξαν κι έφυγαν, όμως για τον Τσανγκ ο ήχος του γέλιου της έσμιγε με το κελάρυσμα του νερού και μαλάκωνε τον πόνο του ποδιού του. «Η μητέρα μου λέει πάντα πως τα αγγλικά είναι η μόνη γλώσσα που.» σταμάτησε απότομα σαν να της κόπηκε η ανάσα. Ο Τσανγκ έστριψε το κεφάλι και την είδε να κοιτάζει το πόδι του με το στόμα ανοιχτό. Οι ματιές τους συναντήθηκαν για μια στιγμή, όμως εκείνος γύρισε αλλού. Σήκωσε το πόδι του από τα ματωμένα κουρέλια και το βύθισε στο νερό. Εκείνη τον παρακολουθούσε σιωπηλή. Ο Τσανγκ βάλθηκε να

τρίβει τις πληγές του μέΐτα στο νερό για να τα καθαρίσει από τα δηλητήρια και να τους ξαναδώσει ζωή. Κομμάτια ξεραμένα αίματα έρχονταν στην επιφάνεια, που τα καταβρόχθιζαν αμέσως κάποια πεινασμένα στόματα. Έπειτα άρχισε να τρέχει φρέσκο αίμα και μάζεψε γύρω του ένα κοπάδι ψαράκια που ορμούσαν σαν πράσινες αστραπές. Το νερό ήταν κρύο, του δρόσιζε την πληγή που έδειχνε να ρουφάει τη δροσιά του. Άκουσε ένα θόρυβο και τινάχτηκε. Η Λίντια γονάτιζε στο γρασίδι δίπλα του, με το πρόσωπο κατάχλομο. Στο χέρι της κρατούσε τη βελόνα και την κλωστή. Η παρουσία της τόσο κοντά του έκανε την καρδιά του να φτερουγάει κι ήθελε ν’ αγγίξει το λευκό ευρωπαϊκό της δέρμα. «Θα τα χρειαστείς αυτά», είπε και του άπλωσε τα ραφτικά. Εκείνος έκανε να τα πάρει, όμως εκείνη μάζεψε το χέρι της. «Θα βοηθούσε αν το έκανα εγώ;» τον ρώτησε. Ο Τσανγκ κούνησε καταφατικά το κεφάλι και την είδε να ξεροκαταπίνει. Ένας σπασμός τάραξε τον λευκό της λαιμό. «Χρειάζεσαι γιατρό». «Ο γιατρός θέλει δολάρια». Εκείνη πέταξε το καπέλο της και άφησε λυτά τα υπέροχα αλεπουδίσια μαλλιά της. Έγειρε πάνω από το πόδι του και το κοίταζε βλοσυρά. Η αναπνοή της έβγαινε βαριά, την ένιωθε να χαϊδεύει την πληγωμένη του σάρκα σαν να του έστελνε φιλί ο θεός του ποταμού. Ο Τσανγκ άδειασε το μυαλό του από τον πόνο που το έκαιγε και αφέθηκε στην εικόνα του τέλειου μετώπου της και τις μπρούντζινες λάμψεις των μαλλιών της που χάιδευαν τον λευκό της λαιμό. Τελειότητα. Καθόλου πόνος. Έκλεισε τα μάτια και εκείνη άρχισε να ράβει. Πώς μπορούσε να της πει ότι λάτρευε το κουράγιο της; «Έτσι είναι καλύτερα», είπε η κοπέλα με

ανακούφιση. Είχε βγάλει το μεσοφόρι της γρήγορα και χωρίς ντροπές, το είχε κόψει λουρίδες με το μαχαίρι του και του είχε δέσει το πόδι που τώρα πια δεν θα χωρούσε στο παπούτσι του. Χωρις να τον ρωτήσει, έκοψε το λαστιχένιο παπούτσι στα πλάγια και το έδεσε πάνω στο πόδι του με δυο λουρίδες πανί. Καθαρά και επαγγελματικά. Το πόδι του εξακολουθούσε να τον πονάει, αλλά τουλάχιστον είχε πάψει να αιμορραγεί. «Σ’ ευχαριστώ», της είπε με μια μικρή υπόκλιση. «Χρειάζεσαι σουλφαμιδόσκονη ή κάτι τέτοιο. Μπορώ να ζητήσω από την κυρία Γιόμαν.» «Όχι, δεν χρειάζεται. Ξέρω κάποιον που έχει βότανα. Σ ευχαριστώ και πάλι». Η Λίντια βύθισε τα χέρια της στο νερό ανοιγοκλείνοντας τα δάχτυλα της. Τα κοίταζε σαν να μην ήταν δικά της, κατάπληκτη μ’ αυτό που είχαν κάνει σήμερα. «Μη μ’ ευχαριστείς», είπε. «Αφού μας έγινε συνήθειο να σώζουμε ο ένας τη ζωή του άλλου, είμαστε πλέον υπεύθυνοι ο ένας για τον άλλο. Έτσι δεν είναι;» Ο Τσανγκ έμεινε άναυδος. Πώς μπορούσε μια βάρβαρη να γνωρίζει τέτοια κινέζικα πράγματα; Γι’ αυτό την παρακολουθούσε. Γιατί ήταν υπεύθυνος γι’ αυτήν. Πώς μπορούσε να το ξέρει όμως τούτο το κορίτσι; Τι σόι μυαλό είχε και μπορούσε να βλέπει τόσο καθαρά; Την παρατηρούσε καθώς σηκωνόταν και έπειτα κλότσησε πέρα τα παπούτσια της και μπήκε στο ρηχό νερό. Μια χρυσοκέφαλη πάπια τρόμαξε και απομακρύνθηκε βιαστικά ακολουθώντας το ρεύμα. Η κοπέλα όμως δεν την πρόσεξε, ήταν απασχολημένη να ξεπλένει το στρίφωμα του φουστανιού της. Ήταν ένα ρούχο που είχε χάσει το σχήμα και το χρώμα του από τα πολλά πλυσίματα, και η άκρη του ήταν γεμάτη

αίματα. Δικά του. Χωμένα στις ίνες του ρούχου της. Στις ίνες του είναι της. Όπως και εκείνη είχε χωθεί στις ίνες του δικού του είναι. Ο Τσανγκ την κοίταζε που στεκόταν μέσα στο νερό, καθώς αντανακλούσε πάνω της, με τα μαλλιά της σαν λιωμένο μέταλλο. Τα σαρκώδη χείλη της ήταν μισάνοιχτα σαν να ήθελε να πει κάτι. Τι τάχα; Είχε πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς, φρύδια τοξωτά και μάτια σαν από κεχριμπάρι - μάτια τίγρης. Καρφώνονταν μέσα σου, γυρεύοντας την καρδιά σου. Ήταν ένα πρόσωπο που ένας Κινέζος δεν θα το έβρισκε γοητευτικό, με τη μύτη πολύ μακριά, με το στόμα πολύ μεγάλο, με το σαγόνι πολύ δυνατό. και όμως τραβούσε το βλέμμα του σαν μαγνήτης και έκανε την καρδιά του ν’ αγαλλιάζει κι ας έκρυβε μυστικά αυτό το πρόσωπο. Ο Τσανγκ τα έβλεπε, γιατί τα μυστικά ρίχνουν σκιές σένα πρόσωπο. Έγειρε πίσω στο γρασίδι και στηρίχτηκε στους αγκώνες του. «Λίντια Ιβάνοβα», είπε ήσυχα, «τι σε βασανίζει;» Εκείνη τον κοίταξε κατάματα και ο Τσανγκ ένιωσε τις ματιές τους σαν κάτι χειροπιαστό. Ένα νήμα. Ασημένιο, λαμπερό, κλωσμένο από τους θεούς. Φευγαλέο σαν ρυτίδα του ποταμού και ωστόσο δυνατό σαν τα ατσάλινα καλώδια που κρατούσαν την καινούργια γέφυρα πάνω από τον Πει Χο. Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της, σαν να ήθελε να την τραβήξει κοντά του. «Πες μου, Λίντια, τι είναι αυτό που βαραίνει την καρδιά σου;» Ίσιωσε το κορμί της και άφησε το φουστάνι της που άνοιξε πάνω στο νερό σαν το δίχτυ του ψαρά. Το βλέμμα της ήταν αποφασιστικό. «Τσανγκ Αν Λο», είπε, «χρειάζομαι τη βοήθεια σου». Από τον Πει Χο σηκώθηκε ένα αεράκι. Έφερνε μαζί του μια βαριά

ψαρίλα από τις εκατοντάδες των σαμπάν που συνωστίζονταν στις ετοιμόρροπες αποβάθρες και στις δυο όχθες του ποταμού. Ο Τσανγκ την είχε συνηθίσει αυτή τη μυρωδιά. Σβέλτα, αδιαφορώντας για τις σουβλιές που του έδινε το πόδι του, περνούσε ανάμεσα στον φωνακλάδικο κόσμο των ζητιάνων και των βαρκάρηδων που φώλιαζαν στην ακροποταμιά. Τα σαμπάν με τις ψάθινες τέντες λικνίζονταν και κουτουλούσαν μεταξύ τους, και αμέτρητοι κορμοράνοι καραδοκούσαν στην πλώρη των ψαροκάικων περιμένοντας ν’ αρπάξουν κανένα ψάρι. Ο Τσανγκ ήξερε πως δεν έπρεπε να χασομεράει εδώ. Μια μαχαιριά στα πλευρά και ευθύς το πτώμα σου θα το πετούσαν μαζί με τα άλλα σκουπίδια στο ποτάμι, ίσα Ίσα για να σου πάρουν τα παπούτσια. Στα ανοιχτά, όπου ο μεγάλος Πει Χο κυλούσε πλατύς όσο σαράντα χωράφια, ήταν αραγμένες αγγλικές και γαλλικές κανονιοφόροι ανεμίζοντας σαν προειδοποίηση για όλους τις κόκκινες, λευκές και μπλε σημαίες τους. Όταν τις είδε ο Τσανγκ, έφτυσε στο χώμα. Από κει που στεκόταν έβλεπε έξι μεγάλα ατμόπλοια δεμένα στο λιμάνι και στρατιές μισόγυμνων κούληδων ν’ ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες τους κουβαλώντας φορτία που θα τσάκιζαν ακόμη και ένα βόδι. Παντού άκουγε φωνές, βρισιές, καμπανάκια, βρυχηθμό μηχανών, έβλεπε καμήλες φορτωμένες και αμέτρητα ρίκσο να τρέχουν εδώ και εκεί σαν τις μύγες. Ο Τσανγκ συνέχισε να προχωρεί. Παρέκαμψε τους μόλους και χώθηκε σένα σοκάκι όπου αντίκρισε ένα κομμένο χέρι πεταμένο στο χώμα. Έφτασε στις αποθήκες του λιμανιού, τεράστια υπόστεγα που τα φρουρούσαν μπλε διάβολοι. Πίσω τους υπήρχε μια σειρά ετοιμόρροπα καλύβια σαν χοιροστάσια, φτιαγμένα από ξύλα που τα είχε ξεβράσει το ποτάμι. Πλησίασε το τρίτο, που του έφτανε ως τη μέση. Αντί για πόρτα είχε ένα κομμάτι μουσαμά. Ο Τσανγκ το τράβηξε.

«Σε χαιρετώ, Ταν Γουά», μουρμούρισε απαλά. «Ε, που να σου φάνε τη γλώσσα τα νερόφιδα του ποταμού!» ήρθε άγρια η απάντηση. «Μου έκλεψες τις πανέμορφες παρθένες που το φιλί τους ήταν στα χείλη μου σαν μέλι. Καταραμένος να σαι, όποιος και αν είσαι». «Άνοιξε τα μάτια σου, Ταν Γουά, και άσε τα όνειρα σου. Γύρνα μαζί μου σε τούτο τον κόσμο όπου το μέλι είναι μόνο για τους πλούσιους και το χαμόγελο μιας παρθένας απέχει ένα εκατομμύριο λι από τούτο το σκουπιδαριό». «Τσανγκ Αν Λο, γιε του λύκου! Συγχώρεσε το δηλητήριο της γλώσσας μου, φίλε μου. Ζητάω απ’ τους θεούς να λύσουν την κατάρα μου και σε προσκαλώ να μπεις στο παλάτι μου». Ο Τσανγκ διπλώθηκε στα δυο, χώθηκε στη χαμοκέλα που βρομοκοπούσε φρικτά και κάθισε σταυροπόδι σε μια ποντικοφαγωμένη ψάθα. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινε μια μορφή ξαπλωμένη στο υγρό χώμα και σκεπασμένη με εφημερίδες, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο μισό κάθισμα ενός αυτοκινήτου. «Ταν Γουά, σου ζητώ ταπεινά συγγνώμη που ενόχλησα τα όνειρα σου, αλλά χρειάζομαι μια πληροφορία». Ο άντρας ανακλαδίστηκε μες στο κουκούλι από τις εφημερίδες και πάλεψε να σηκωθεί. Ο Τσανγκ έβλεπε πως δεν ήταν παρά ένα δεμάτι κόκαλα και το δέρμα του είχε το κίτρινο χρώμα του οπιομανούς. Δίπλα του βρισκόταν μια μακριά πήλινη πίπα απ’ την οποία έβγαινε η αρρωστημένη, γλυκερή μυρωδιά που γέμιζε το καλύβι. «Φίλε μου, οι πληροφορίες κοστίζουν χρήματα», είπε ο άντρας μισανοίγοντας τα μάτια. «Λυπάμαι, αλλά έτσι είναι». «Ποιος έχει χρήματα τούτες τις μέρες;» τον ρώτησε ο Τσανγκ. «Να, κοίτα τι σου έφερα». Απόθεσε ανάμεσα τους ένα μεγάλο σολομό. «Κατέβηκε το ποταμάκι και ήρθε ίσια στην αγκαλιά μου το πρωί,

επειδή ήξερε πως θα ερχόμουν να σε δω». Ο Ταν Γουά δεν άγγιξε το ψάρι. Το ζύγισε μονάχα με το βλέμμα και υπολόγισε με πόση μαύρη πάστα θα το αντάλλασσε, αυτή που έφερνε το φεγγάρι και ταστέρια στο καλύβι του. «Ρώτα ότι θέλεις, Τσανγκ Αν Λο, και εγώ θα σπάσω το άχρηστο κεφάλι μου να βρω την απάντηση». «Έχεις έναν ξάδερφο που δουλεύει στη μεγάλη λέσχη των ρανκί». «Στον Οδυσσέα;» «Αυτόν εννοώ». «Ναι. Το βλάκα τον Γιουέν Νταν, ένα κουτάβι που παχαίνει με τα δολάρια των ξένων ενώ εγώ.» Έκλεισε το στόμα και τα μάτια του. «Φίλε μου, αν έτρωγες το ψάρι αντί να το ανταλλάξεις με όνειρα, μπορεί να πάχαινες και εσύ». Ο άλλος πήρε την πίπα και την έσφιξε στην αγκαλιά του σαν μωρό, χωρις να πει λέξη. «Πες μου, Ταν Γουά, πού μένει αυτός ο βλάκας ο ξάδερφος σου;» Σιωπή. Ο Τσανγκ περίμενε υπομονετικά. «Μένει στο δρόμο των Πέντε Βατράχων», ακούστηκε ένας ψίθυρος τελικά. «Δίπλα σένα σχοινοποιό». «Χίλια ευχαριστώ για τα λόγια σου. Σου εύχομαι καλή υγεία». Ανασηκώθηκε σβέλτος και πρόσθεσε χαμογελώντας: «Χίλιους θανάτους». «Χίλιους θανάτους», ήρθε η απάντηση. «Για το στρατηγό από το Νανκίνγκ». Ένα γέλιο σαν τρίξιμο ακούστηκε μέσα από το σωρό των εφημερίδων. «Και για τους Ξένους Διαβόλους που έχουν έρθει στις ακτές μας». «Φρόντισε να μείνεις ζωντανός, φίλε. Η Κίνα χρειάζεται τους ανθρώπους της». Όπως έκανε να βγει από το καλύβι, ο Ταν Γουά είπε με βιάση: «Σε

κυνηγάνε, Τσανγκ Αν Λο. Μη γυρνάς σε κανέναν την πλάτη σου». «Το ξέρω». «Δεν είναι καλό να θυμώνεις την Αδελφότητα του Μαύρου Φιδιού. Άκουσα ότι τους έκλεψες ένα κορίτσι και ότι τσάκισες έναν από τους φυλακές τους». «Του μελάνιασα λίγο τα πλευρά, τίποτε άλλο». Ένας αναστεναγμός πλανήθηκε στον βαρύ αέρα. «Χαζομάρα σου. Γιατί να ρισκάρεις τόσο για ένα άθλιο λευκό κορίτσι;» Ο Τσανγκ άφησε το μουσαμά να πέσει πίσω του και έφυγε. Άφησε το μαχαίρι του να μιλήσει, πιέζοντας το δυνατά στο λαιμό του αγοριού. «Το σήμα σου;» «Στη. στη ζώνη μου». Το πρόσωπο του νεαρού είχε γίνει γκρίζο από το φόβο. Είχε κατουρηθεί όταν ο Τσανγκ τον έσερνε στο σκοτεινό κατώφλι. Τώρα, καθώς τραβούσε το αναγνωριστικό σήμα του από τη ζώνη, έβλεπε ότι ήταν όλο λίπος, σαν καλοθρεμμένη παλλακίδα. «Σε ποιο μέρος της λέσχης δουλεύεις;» «Στα μαγειρεία». «Α! Άρα κλέβεις φαγητά για την οικογένεια σου». «Όχι, όχι! Ποτέ!» Ο Τσανγκ πίεσε και άλλο το μαχαίρι και δυο σταγόνες αίμα έγιναν ένα με τον ιδρώτα του νεαρού. «Ναι!» ούρλιαξε εκείνος. «Το παραδέχομαι, μερικές φορές κλέβω». «Την επόμενη φορά που θα το κάνεις λοιπόν, να πας και λίγο φαγητό στον ξάδερφο σου τον Ταν Γουά. Αλλιώς, το πνεύμα του θα έρθει να φάει τη χοντρή σου κοιλιά, θα φωλιάσει στο συκώτι σου και θα σου ρουφήξει όλους τους χυμούς της ζωής. και τότε θα πεθάνεις».

Το αγόρι άρχισε να τρέμει έντονα και όταν το άφησε ο Τσανγκ, ξέρασε πάνω στις κομψές δερμάτινες μπότες του.

11 «Πολύ βλάκας αυτός ο Ρώσος που το άφησε έτσι στην τσέπη του παλτού του». «Το περιδέραιο;» «Ναι». Ο Τέο Γουίλαμπι και ο Άλφρεντ Πάρκερ έπαιζαν σκάκι στη βεράντα της Λέσχης Οδυσσέας. Ο Τέο θα προτιμούσε μια γρήγορη παρτίδα πόκερ, αλλά ήταν Κυριακή και ο Άλφρεντ ήταν πολύ τυπικός σ’ αυτά. Την ημέρα του Κυρίου δεν παίζουν χαρτιά. Ανοησίες, έλεγε ο Τέο. Τότε να μην κρατάς ούτε ομπρέλα την ημέρα του Κυρίου. ή να μην καθαρίζεις τα δόντια σου. Αναστενάζοντας, κούνησε τον αξιωματικό του και έφαγε ένα από τα πιόνια του αμυντικού τριγώνου του Άλφρεντ. Ο φίλος του συνοφρυώθηκε. Έβγαλε τα γυαλιά του και τα καθάρισε σχολαστικά μένα λευκό κολλαριστό μαντίλι. Είχε στρογγυλό καλοδιάθετο πρόσωπο με σκεφτικά καστανά μάτια και τα έκανε όλα με την ησυχία του, πράγμα παράξενο για δημοσιογράφο. Τα χείλη του όμως ήταν μονίμως σφιγμένα, πράγμα που έκανε τον Τέο να πιστεύει ότι ο φίλος του βρισκόταν στα πρόθυρα του πανικού. Ίσως η Κίνα να μην ήταν αυτό που περίμενε. Ο ξασπρισμένος ουρανός από πάνω τους ρουφούσε όλη την ενεργητικότητα της μέρας. Ακόμη και τα φύλλα της γλυσίνας κρέμονταν σαν ψόφια. Παρόλα αυτά, σένα από τα γήπεδα του τένις δυο νεαρές με υπέροχη λευκή φουστίτσα κυνηγούσαν το μπαλάκι τους. Ο Τέο τις κοίταζε με χλιαρό ενδιαφέρον. «Καλά να πάθει ο Ρώσος», είπε. «Εγώ δεν δίνω δεκάρα για όλα αυτά. Ο γερο-Λακόκ και ο σερ Έντουαρντ είναι έξω φρενών που έγινε αυτό κάτω απτη μύτη τους, αλλά.» Ανασήκωσε τους ώμους και άναψε τσιγάρο. «Εμένα με απασχολούν άλλα πράγματα».

Ο Πάρκερ σήκωσε το βλέμμα του από τη σκακιέρα, κοίταξε το φίλο του και ύστερα μετακίνησε το άλογο του. «Διαδίδεται», είπε, «ότι ο Ρώσος είναι πράκτορας του Στάλιν που έχει σταλεί για να διαπραγματευτεί με το στρατηγό Τσανγκ Κάισεκ, Έχει μαθευτεί ότι ο στρατηγός έφυγε από το Νανκίνγκ και βρίσκεται στο Πεκίνο». «Όλο φήμες ακούγονται εδώ πέρα». «Το περιδέραιο υποτίθεται πως ήταν δώρο για τη Μέιλινγκ, τη γυναίκα του στρατηγού Τσανγκ Κάι-σεκ. Λένε πως ήταν ρουμπίνια από την περίφημη συλλογή κοσμημάτων της νεκρής τσαρίνας». «Σοβαρά; Άλφρεντ, είσαι πολύ καλά πληροφορημένος», είπε γελώντας ο Τέο. «Σωστό ήταν να περάσει από τη σύζυγο ενός δεσπότη στη σύζυγο ενός άλλου. Όποιος το έχει τώρα όμως, θ’ ανακαλύψει πως του είναι τελείως άχρηστο». «Και γιατί αυτό;» «Ε, κανείς, ούτε καν ένας Κινέζος κλεπταποδόχος, δεν θα ρισκάρει να το πάρει στα χέρια του τώρα. Από περιδέραιο, έχει μετατραπεί σε θηλιά. Είναι πολύ γνωστό, επομένως πολύ επικίνδυνο. και έτσι, ο κλέφτης δεν μπορεί να το πουλήσει. Η είδηση έχει διαδοθεί παντού, και όποιος κουνηθεί θα βρει το κεφάλι του να κρέμεται σένα στύλο». «Βάρβαρα έθιμα.» είπε ο Πάρκερ και ανατρίχιασε. «Έχεις πολλά να μάθεις». Για την επόμενη μισή ώρα έπαιξαν σιωπηλοί. και τότε, ο Τέο που είχε βαρεθεί το παιχνίδι και ήταν εκνευρισμένος, έστησε την παγίδα του και ο βασιλιάς του Πάρκερ έπεσε μέσα. «Μπράβο σου. Με νίκησες τίμια και καθαρά», είπε ο Πάρκερ και έγειρε πίσω στην μπαμπού πολυθρόνα απτόητος από την ήττα. Άναψε με την ησυχία του την αγαπημένη του πίπα και ρώτησε το

φίλο του: «Λοιπόν, γιατί με κάλεσες εδώ σήμερα; Το ξέρεις ότι το σιχαίνομαι αυτό το μέρος». «Ξέρεις, έχω ένα πρόβλημα με τον Μέισον». «Τον τύπο της εκπαιδευτικής υπηρεσίας; Εκείνον το φωνακλά με τη σιωπηλή γυναίκα;» «Αυτόν». «Τι συμβαίνει με δαύτον;» «Άλφρεντ, πρόσεξε με. Πρέπει να μάθω κάτι βρόμικο για το παρελθόν του. για να τον κάνω να μαφήσει ήσυχο. Εσύ είσαι δημοσιογράφος, έχεις πολλές επαφές, ξέρεις να σκαλίζεις». Ο Πάρκερ τον κοίταξε σοκαρισμένος. Φύσηξε ένα σύννεφο καπνού, που με τη σειρά του τύλιξε μια περαστική πεταλούδα. «Άσχημα μου ακούγονται όλα αυτά. Τι σου έχει κάνει ο τύπος;» «Χρωστάω ένα μεγάλο ποσό στην Τράπεζα Κόρτνι. Το δανείστηκα πέρσι για να επεκτείνω το σχολείο μου. Ο Μέισον είναι ένας από τους διευθυντές της τράπεζας -ξέρεις πώς χώνεται παντού- και απειλεί ναπαιτήσει πίσω το δάνειο, εκτός αν.» «Αν, τι;» «Αν του κάνω τα κέφια». Ο Πάρκερ κόντεψε να πνιγεί. «Για όνομα του Θεού, άνθρωπε μου, τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε. Ο Τέο έκανε λιώμα το τσιγάρο του στο τασάκι. «Σημαίνει ότι θέλει να έχει και αυτός τη Λι Μέι». Ο Πάρκερ κοκκίνισε σαν παντζάρι. «Τέο, δεν θέλω νακούσω παραπάνω», είπε και κοίταξε αλλού. Ο Τέο τον χτύπησε στο γόνατο. «Μην είσαι ανόητος, Άλφρεντ. Για ποιον με περνάς; Η Λι Μέι είναι η.» Σταμάτησε, καθώς το βλέμμα του Πάρκερ καρφώθηκε επιτιμητικό πάνω του.

«Τι είναι, Τέο; Η σύντροφος σου στη μοιχεία; Η πόρνη σου;» Ο Τέο μαρμάρωσε και τα χείλη του έγιναν κάτασπρα. «Άλφρεντ, προσβάλλεις τη Λι Μέι. Πάρ’ το πίσω». «Δεν μπορώ, είν’ αλήθεια». Ο Τέο πετάχτηκε όρθιος. «Όσο πιο γρήγορα κάνει στην άκρη η Αγγλία τους ζουρλομανδύες του ρατσισμού και της θρησκείας που παραλύουν ανθρώπους σαν εσένα και τον σερ Έντουαρντ και όλους τους άλλους καθωσπρέπει ανόητους που έρχονται σ’ αυτή τη λέσχη, τόσο πιο γρήγορα θα ελευθερωθούμε και εμείς και ο λαός της Κίνας. Θα μπορούμε να σκεφτούμε ελεύθερα, να ζήσουμε ελεύθερα, να.» «Για σιγά, φίλε! Εδώ πέρα ήρθαμε όλοι για να κάνουμε το καθήκον μας απέναντι στο βασιλιά και την πατρίδα μας. Επειδή εσύ έγινες ένα με τους ιθαγενείς, δεν σημαίνει ότι πρέπει να επιβάλεις και σ’ εμάς να ξεχάσουμε τους νόμους του Θεού, τη σαφέστατη διαχωριστική γραμμή μεταξύ καλού και κακού. Η μοναδική ελπίδα αυτής της σκληρής και ειδωλολατρικής χώρας είναι ο Λόγος του Θεού. και ο βρετανικός στρατός». «Η Κίνα ήταν πολιτισμένη αιώνες πριν εμφανιστεί το όνομα της Βρετανίας». «Δεν μπορεί ναποκαλείς πολιτισμό τούτο δω το πράγμα». Ο Τέο δεν απάντησε. Απόμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας χωρίς να βλέπει το γήπεδο του κροκέ. «Κάθισε, Τέο», του είπε ήρεμα ο Πάρκερ και βάλθηκε να σκαλίζει την πίπα του για να καλύψει την αμηχανία του. Ο Τέο τινάχτηκε ξαφνικά, σαν βρεγμένο σκυλί. Με μάτια μισόκλειστα, κοίταξε το φίλο του. «Άλφρεντ, αν πίστευα πως έχεις δίκιο θα έφευγα αύριο κιόλας από το Τζαντσόου. Εγώ όμως πιστεύω σ’ αυτόν το λαό, σ’ αυτό που εσύ αποκαλείς σκληρή και ειδωλολατρική χώρα». Κάθισε,

άπλωσε τα μακριά του πόδια σαν να χαλαρώνει και έπειτα έκανε νόημα σ’ έναν Κινέζο σερβιτόρο. «Ένα ουίσκι, παρακαλώ», του είπε σε άψογα μανδαρίνικα. Κατόπιν στράφηκε στον Άλφρεντ και του χαμογέλασε. «Ας συμφωνήσουμε πως διαφωνούμε. Ξέρεις, είμαι αυτό που αποκαλεί ο Μέισον κινεζολάτρη». Ο Άλφρεντ δεν το θεώρησε αστείο. Δεν γέλασε. «Τέο, δεν μπορείς να τα έχεις μονά-ζυγά δικά σου. Από τη μια, θέλεις η άρχουσα τάξη να στέλνει τα παιδιά της στο σχολείο σου και από την άλλη, κάνεις τα πάντα για να δείξεις πόσο σε δυσαρεστούν οι γονείς. Πώς γίνεται.» Σταμάτησε απότομα καρφώνοντας το βλέμμα του στον υπηρέτη που έφευγε. «Μικρέ, έλα αμέσως εδώ». «Τι συμβαίνει, Άλφρεντ;» Εκείνος όμως είχε πεταχτεί όρθιος. Ο υπηρέτης είχε σταθεί και τους κοίταζε, αλλά δεν πλησίαζε. Ο Άλφρεντ πήγε κοντά του. «Τι θαρρείς πως κάνεις εδώ πέρα;» ρώτησε αυστηρά. Ο Κινέζος δεν μίλησε. Ο Τέο τους πλησίασε. Τι στην ευχή τον είχε πιάσει τον Άλφρεντ; «Κάτι δεν πάει καλά εδώ», είπε εκείνος. «Για κοίταξε τον». Ο Τέο τον κοίταξε. Καθαρό λευκό χιτώνιο και ασημένιος δίσκος στο χέρι. «Εμένα μου φαίνεται εντάξει». «Μη λες βλακείες. Κοίτα το πρόσωπο του. Τον έχουν δείρει». «Και λοιπόν;» «Και το παντελόνι του δεν είναι εντάξει. Μαύρο, αλλά όχι της κανονικής στολής. Το πόδι του δεμένο με επιδέσμους και τα παπούτσια χάλια. Η λέσχη δεν θάφηνε ποτέ έναν υπηρέτη με τέτοια εμφάνιση να σερβίρει τα μέλη. Αυτός ο νεαρός είναι

παρείσακτος». «Δουλεύω», του είπε ο υπηρέτης και σήκωσε το δίσκο. «Ποτά». Τώρα που τον πρόσεχε, ο Τέο καταλάβαινε ότι ο Άλφρεντ είχε δίκιο. Άσε που το βλέμμα αυτού του νεαρού δεν ήταν βλέμμα υπηρέτη. Σε κοίταζε ίσια στα μάτια, σαν να ήταν έτοιμος να σου ριχτεί και να σου πάρει το κεφάλι. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε ο Τέο στη γλώσσα των μανδαρίνων. Ο Άλφρεντ όμως έδειχνε την τσέπη του νεαρού που φούσκωνε. «Άδειασε την. Αμέσως». Ο νεαρός κοίταξε με αυθάδεια μια τον παναμά του Άλφρεντ και μια τα καλογυαλισμένα παπούτσια του, αλλά δεν κουνήθηκε. «Κάνε αυτό που σου λένε», του είπε στα μανδαρίνικα ο Τέο. «Άδειασε τις τσέπες σου γιατί θα μαστιγωθείς». «Φωνάξτε την ασφάλεια!» φώναξε ο Πάρκερ. «Χθες το βράδυ έγινε μια ληστεία εδώ. Αυτό το άτομο είναι.» «Άδειασε τις τσέπες σου», επανέλαβε ο Τέο κοφτά. Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι ο νεαρός θα του ορμούσε, τόσο πολύ άστραψαν τα μάτια του. Αμέσως όμως τα κατέβασε και, χωρίς να πει λέξη, αναποδογύρισε τις τσέπες του, αδειάζοντας το περιεχόμενο τους στα πλακάκια της βεράντας. Στα πόδια τους σκορπίστηκε μια χούφτα φιστίκια. Ο Τέο έβαλε τα γέλια. «Ορίστε τα κλεμμένα κοσμήματα σου, Άλφρεντ», είπε. «Απλώς, ο μικρός είναι πεινασμένος». Ο Πάρκερ όμως δεν το έβαζε τόσο εύκολα κάτω. «Και τις άλλες σου τσέπες», είπε. Ο νεαρός έκανε ότι του είπε. Ένα κομμάτι χάρτινο σκοινί, ένα αγκίστρι μέσα σε μαλακό πηλό και ένα κομμάτι χαρτί γεμάτο με κινέζικα ιδεογράμματα. Ο Τέο το πήρε και το κοίταξε.

«Τι είναι;» τον ρώτησε ο Πάρκερ. «Τίποτε σπουδαίο. Μια ανακοίνωση για κάποια συγκέντρωση». Καθώς έσκυβε όμως ο νεαρός να μαζέψει τα πράγματα του, ο Τέο είδε την κοκάλινη λαβή ενός μαχαιριού στη ζώνη του και ξαφνικά φοβήθηκε για τη ζωή του φίλου του. «Άφησε τον να φύγει, Άλφρεντ. Δεν μας αφορά. Το αγόρι είναι απλώς πεινασμένο. Όπως το μεγαλύτερο μέρος της Κίνας». «Ένας κλέφτης είναι πάντα ένας κλέφτης, Τέο, είτε κοσμήματα κλέβει είτε φιστίκια. Ου κλέψεις. θυμάσαι;» Τώρα όμως δεν ήταν θυμωμένος αλλά λυπημένος. «Αυτό τουλάχιστον τους το χρωστάμε, Τέο. Πρέπει να τους διδάξουμε ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, και όχι μόνο να χτίζουν εργοστάσια και να στρώνουν σιδηροδρομικές γραμμές». Πήγε να πιάσει τον νεαρό από το μπράτσο, αλλά ο Τέο του άρπαξε τον καρπό. «Μη, Άλφρεντ. Όχι αυτή τη φορά». Στράφηκε στον σιωπηλό νεαρό που τα μαύρα του μάτια έσταζαν μίσος. «Πήγαινε», του είπε βιαστικά στα κινέζικα, «και μην ξανάρθεις». Ο νεαρός διέσχισε κουτσαίνοντας το γρασίδι και εξαφανίστηκε μέσα στα δέντρα. Του Τέο του φάνηκε σαν θηρίο που επιστρέφει στη ζούγκλα του. Τι να ήταν εκείνο που τον έκανε να βγει στ’ ανοιχτά; Ασφαλώς όχι τα φιστίκια. «Αυτό μπορεί να το μετανιώσεις», είπε ενοχλημένος ο Πάρκερ. «Το έλεος πέφτει σαν σιγανή βροχή απ’ τον ουρανό», αποκρίθηκε κυνικά ο Τέο και κοίταξε ξανά το χαρτί που κρατούσε ακόμη στα χέρια του. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα κομμουνιστικό φυλλάδιο. «Σίχ! Σα!η έγραφε. Σκότωσε! Σκότωσε! Σκότωσε τους μισητούς ιμπεριαλιστές. Σκότωσε τον προδότη Τσανγκ Κάι-σεκ. Ζήτω ο κινεζικός λαός».

Οι λέξεις αυτές έκαναν τον Τέο ν’ ανησυχήσει πολύ. Ο Τσανγκ Κάι-σεκ και οι εθνικιστές του Κούομιντανγκ είχαν πλέον τον έλεγχο της χώρας. Έπρεπε να του δοθεί μια ευκαιρία και να τον στηρίξουν οι δυτικές δυνάμεις ενάντια σ αυτούς τους ταραξίες. Οι κομμουνιστές θα έκαναν στην Κίνα ότι έκανε ο Στάλιν στη Ρωσία: θα τη ρήμαζαν. Η Κίνα διέθετε πάρα πολλή ομορφιά και πάρα πολύ μεγάλη ψυχή για να τη γδύσουν από τα πάντα σαν κοινή πόρνη. Ο Θεός να μας φυλάει από τους κομμουνιστές. Ο Θεός και ο στρατός του Τσανγκ Κάι-σεκ. «Δέχτηκε;» «Ναι». Η Λι Μέι τον φίλησε στο λαιμό. «Χαίρομαι, Τίγιο. Ο Πάρκερ είναι καλός φίλος». Ακούμπησε το μάγουλο της στην πλάτη του, ενώ συνέχιζε να κάνει κυκλικές κινήσεις με τα δάχτυλα της κατά μήκος της σπονδυλικής του στήλης. Ο Τέο ήταν μπρούμυτα στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας και η Λι Μέι με το μασάζ έδιωχνε όλη την ένταση από το κορμί του. Τον έκανε πάντα να τα χάνει με τη δύναμη των δαχτύλων της, με τα χέρια της που ήξεραν πάντα πού να πιέσουν για να διώξουν τους δαίμονες που φώλιαζαν κάτω από το πετσί του. «Ναι, ο Άλφρεντ είναι καλός φίλος, αν και έχει ορισμένες αντιλήψεις τόσο στενές, που θα ταίριαζαν στον Όλιβερ Κρόμγουελ». «Ποιος είναι αυτός; Άλλος φίλος σου;» Ο Τέο γέλασε και εκείνη τον χτύπησε με τους κόμπους των δαχτύλων της στους ώμους. «Τίγιο, με κοροϊδεύεις». «Όχι, αγάπη μου. Νιώθω δέος μαζί σου». «Και τώρα λες ψέματα. Κακό, Τίγιο». Οι μικρές γροθιές της

χτύπησαν τον πισινό του με αποτέλεσμα το αίμα να μαζευτεί σταχαμνά του. Ο Τέο γύρισε ανάσκελα και την πήρε στην αγκαλιά του. Μύριζε σανταλόξυλο και παγωτό. Τη σήκωσε και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. «Ο Άλφρεντ έγινε θηρίο με τη διαφθορά του Μέισον. Ένιωσε φρίκη που επιχείρησε να με πείσει να τον βοηθήσω να μπει στο μονοπώλιο του οπίου. Ορκίστηκα στον Άλφρεντ πως επειδή είναι επικεφαλής του ο πατέρας σου, αυτό δεν σημαίνει πως είμαι και εγώ μπλεγμένος στο λαθρεμπόριο. έρεις τις απόψεις μου για τα ναρκωτικά». «Λες ότι το όπιο είναι και βδέλυγμα». Ο Τέο χαμογέλασε και φίλησε τα μαύρα της μαλλιά. «Ναι, γλυκιά μου: βδέλυγμα. Ο Άλφρεντ δέχτηκε λοιπόν να σκαλίσει το παρελθόν αυτού του καθάρματος, μήπως και βρει κάτι που θα μπορέσω να το χρησιμοποιήσω εναντίον του». Με τη Λι Μέι στην αγκαλιά του, μπήκε στην άδεια τάξη. «Ευτυχώς που είναι Κυριακή», είπε εκείνη γελώντας. Ο Τέο την κάθισε πάνω στην έδρα του. «Αύριο», είπε, «όταν θα στέκομαι μπροστά στους μαθητές μου και θα τους μιλάω για το Βεζούβιο, θα θυμάμαι αυτό». Έσκυψε και της φίλησε το αριστερό στήθος. «Κι αυτό, όταν θα τους περιγράφω το ισοσκελές τρίγωνο». Τα χείλη του σφράγισαν τη δεξιά της θηλή. «Κι αυτό, όταν θα μιλάω στους κουφιοκέφαλους για την υγρή μαύρη καρδιά της Αφρικής». Έσκυψε και φίλησε τον μαύρο θάμνο στη βάση της επίπεδης κοιλιάς της. «Τίγιο.» μουρμούρισε γλυκά εκείνη χώνοντας το πρόσωπο της στα μαλλιά του. «Τίγιο μου, πρόσεχε. Αυτός ο Μέισον έχει δύναμη». «Δεν είναι ο μόνος που έχει δύναμη», αποκρίθηκε γελώντας εκείνος και την κατέβασε απαλά στο πάτωμα.

12 «Τι είναι αυτό;» Η Βαλεντίνα στεκόταν στη μέση του δωματίου και έδειχνε ένα χαρτονένιο κουτί στο πάτωμα. Η Λίντια που μόλις είχε γυρίσει, έβρισκε την ατμόσφαιρα στη σοφίτα ακόμη πιο βαριά απ’ ότι συνήθως. Τα παράθυρα ήταν κλειστά και μύριζε κάπως διαφορετικά - δεν μπορούσε να καταλάβει τι. «Θα έπρεπε να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου», συνέχισε η Βαλεντίνα. Η Λίντια έσυρε τα πόδια της στο φθαρμένο χαλί προσπαθώντας να βρει κάποια απάντηση. Γιατί να ντρέπεται; Για τον Τσανγκ; Μπα. Για κάποιο ψέμα πάλι; και ποιο άραγε; «Μαμά, εγώ.» Στα χλομά μάγουλα της μητέρας της διαγράφονταν δυο μεγάλες κοκκινίλες, τα μαύρα της μάτια ήταν τεράστια, διεσταλμένα, τα βλέφαρα της βαριά. «Πέρασε ο Αντουάν», ανακοίνωσε, λες και έφταιγε η Λίντια γι’ αυτό. «Άνοιξε το και κοίταξε μέσα». Έδειξε ξανά το χαρτόκουτο. Η Λίντια πλησίασε ανέμελα. Ήταν ένα ριγέ κουτί για καπέλα, μ’ έναν κόκκινο φιόγκο. Επειδή της χάρισαν ένα καπέλο, γι’ αυτό έκανε τόση φασαρία η μητέρα της; Αφού της άρεσαν τα καπέλα, και μάλιστα όσο μεγαλύτερα ήταν, τόσο περισσότερο. «Μικρό είναι;» ρώτησε η Λίντια σκύβοντας ν’ ανοίξει το καπάκι. «Α, ναι». «Έχει και φτερό;» «Δεν έχει φτερά». Η Λίντια σήκωσε το καπάκι. Μέσα στο κουτί υπήρχε ένα λευκό κουνέλι. «Σουν Γιατ-σεν». «Πώς;» «Σουν Γιατ-σεν».

«Τι σόι όνομα είναι αυτό για ένα κουνέλι;» φώναξε η Πόλι. «Αυτός ήταν ο πατέρας της Δημοκρατίας. Άνοιξε το δρόμο σε έναν εντελώς νέο τρόπο για τον κινεζικό λαό, το 1911», της εξήγησε η Λίντια. «Ποιος στο είπε;» «Ο Τσανγκ Αν Λο». «Όταν του έραβες το πόδι;» «Μετά». «Λίντια, είσαι πολύ γενναία. Εγώ θα πέθαινα αν έχωνα μια βελόνα στη σάρκα ενός ανθρώπου». «Όχι, θα το έκανες και εσύ άμα χρειαζόταν. Υπάρχουν τόσο πολλά που κάνουμε όταν αναγκαστούμε!» «Γιατί δεν λες όμως το κουνέλι Φλόπσι ή Σούγκαρ ή έστω Λιούις; Κάτι ωραίο;» «Όχι. Θα το λέω Σουν Γιατ-σεν». «Μα γιατί;» «Γιατί μου ανοίγει το δρόμο σε έναν εντελώς νέο τρόπο ζωής». «Μη λες χαζομάρες, Λιντ, ένα κουνέλι είναι μονάχα. Θα κάθεσαι απλώς και θα το χαϊδεύεις όπως χαϊδεύω εγώ τον Τόμπι». «Αυτό ακριβώς εννοώ, Πόλι». Μιάμιση η ώρα. Μετά τα μεσάνυχτα. Η Λίντια σηκώθηκε από την καρέκλα κοντά στο παράθυρο. Ο Τσανγκ Αν Λο δεν θα ερχόταν. Μπορεί όμως και να ερχόταν. Μπορεί να κρυβόταν κάπου μέχρι να. Μπα, δεν θα ερχόταν. Το στόμα της ήταν στεγνό. Ώρες τώρα, τον παρακαλούσε μέσα της να έρθει. Τα μάτια της είχαν γίνει γυάλινα από την κούραση. Όχι, δεν θα ερχόταν. Τσανγκ Αν Λο, σ’ εμπιστεύτηκα. Τι ανοησία! Διέσχισε το σκοτεινό δωμάτιο, πήγε στο νεροχύτη και γέμισε το στόμα της με νερό. Το στήθος της την πονούσε.

Ο Τσανγκ Αν Λο την είχε προδώσει. και μόνο που το σκεφτόταν, πονούσε. Είχε μάθει από καιρό ότι μόνο τον εαυτό σου μπορείς να εμπιστεύεσαι, αλλά έλεγε πως εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά, πως οι δυο τους είχαν ένα δεσμό. Είχαν σώσει ο ένας τη ζωή του άλλου. Τελικά όμως οι υποσχέσεις του άξιζαν όσο οι ακαθαρσίες της μαϊμούς. Ο Τσανγκ ήξερε ότι το περιδέραιο ήταν η μοναδική της ευκαιρία για ν’ αρχίσει μια καινούργια λαμπρή ζωή στο Λονδίνο ή ακόμη και στην Αμερική, όπου λένε πως όλοι είναι μια καινούργια ζωή χωρίς σκοτεινές γωνιές. Μια ευκαιρία να ξαναδώσει στη μητέρα της ένα μέρος εκείνων που της είχαν κλέψει οι Κόκκινοι. Ένα πιάνο με ουρά και μια γούνα - όχι από δεύτερο χέρι, από τον κύριο Λιου, μα ολοκαίνουργια. Όλα θα ήταν καινούργια. Κατακαίνουργια. Έκλεισε τα μάτια. Ξυπόλυτη μέσα στο σκοτάδι, μένα παλιό σκισμένο κομπινεζόν που κάποτε ανήκε σε μια άλλη, πίεσε τον εαυτό της να παραδεχτεί πως εκείνος είχε φύγει. Παίρνοντας και το περιδέραιο με τα ρουμπίνια. Την καινούργια ζωή. Την ευτυχία. Την έπιασε πανικός, ο λαιμός της σφίχτηκε. Δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Πνιγόταν. Άνοιξε την πόρτα, κατρακύλησε στις σκάλες και βγήκε στην αυλή. Με στόμα ορθάνοιχτο, εισέπνεε λαίμαργα τον αέρα. Μια φορά, δυο. Προσπάθησε να διώξει από το κεφάλι της το θυμό, την απελπισία, την απογοήτευση, το φόβο, την επιθυμία. Μετά από αρκετή ώρα η κρίση του πανικού πέρασε. Έτρεμε ολόκληρη, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, αλλά τουλάχιστον ανέπνεε ξανά. και σκεφτόταν κανονικά: αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Πλησίασε σένα παλιό τραπέζι της κυρίας Ζαριά, όπου υπήρχε ένα

παλιό κιβώτιο από τσάι, κλεισμένο με μια σήτα. Έσκυψε κοντά στη σήτα. «Σουν Γιατ-σεν», ψιθύρισε, «κοιμάσαι;» Ένα σύρσιμο, κάτι σαν φτάρνισμα και μια απαλή ροζ μυτούλα ήρθε και κόλλησε κοντά στη δική της. Η Λίντια άνοιξε τη σήτα και πήρε το πλασματάκι στην αγκαλιά της. Ένα σχεδόν ξεχασμένο ρώσικο νανούρισμα έφτασε στα χείλη της και, λικνίζοντας το κουνελάκι, απόμεινε να κοιτάζει τα αμέτρητα αστέρια. Είχε κάνει ένα λάθος. Δεν θα το ξανάκανε. Με το κουνελάκι αγκαλιά, μπήκε στη σοφίτα και τα χασέ βλέποντας το κερί της μητέρας της αναμμένο πίσω από την κουρτίνα της κρεβατοκάμαρας της. Όρμησε στη γωνιά της για να κρύψει τον Σουν Γιατ-σεν, αλλά μόλις σήκωσε την κουρτίνα έμεινε ακίνητη. «Μαμά.» Η μητέρα της στεκόταν εκεί με το νυχτικό της τσαλακωμένο και τα μαλλιά ανακατωμένα, και κοίταζε το κρεβάτι της κόρης της με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της. Έσφιγγε το κορμί της με τα χέρια της σαν να φοβόταν μήπως διαλυθεί. «Μαμά.» Η Βαλεντίνα γύρισε το κεφάλι καΓτην κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «Λίντια!» φώναξε. «Ντοόσενκα. ψυχούλα μου, νόμιζα πως σε πήραν!» «Η αστυνομία;» «Οι στρατιώτες. Ήρθαν εδώ με τα όπλα τους». «Εδώ; Απόψε;» Η καρδιά της Λίντιας κόντευε να σπάσει. «Σε άρπαξαν απ’ το κρεβάτι, και εσύ ούρλιαζες και χτυπιόσουν. μάλιστα χτύπησες και κάποιον. Αυτός σου κοπάνησε το όπλο στο

στόμα και σου έσπασε τα δόντια, κι ύστερα σ’ έσυραν έξω στο χιόνι και.» «Μαμά, μαμά!» Η Λίντια έτρεξε, αγκάλιασε με το ένα χέρι τη μητέρα της και την έσφιξε για να πάψει να τρέμει. «Σώπα, μαμά. Όνειρο ήταν. Ένα φρικτό όνειρο». Το κορμί της μητέρας της ήταν παγωμένο, ενώ το συντάραζαν οι σπασμοί. «Κοίταξε με, μαμά. Εδώ είμαι. Είμαι καλά». Τράβηξε πίσω τα χείλη της. «Κοίτα, έχω όλα μου τα δόντια». Η Βαλεντίνα την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια προσπαθώντας να συνέλθει. «Εφιάλτης ήταν, μαμά». Η Λίντια τη φίλησε στο μάγουλο. Η Βαλεντίνα πήρε μια βαθιά ανάσα και έπειτα άλλη μια. Η Λίντια την οδήγησε πίσω στο κρεβάτι της. Την έβαλε να πλαγιάσει, τη σκέπασε με το σεντόνι και τη φίλησε απαλά στο μέτωπο. «Θα σου αφήσω το κερί αναμμένο», μουρμούρισε. Ήταν σπατάλη, μα η μητέρα της το είχε ανάγκη. αΜείνε». «Να μείνω;» αΝαι. Εδώ, μαζί μου». Η Βαλεντίνα σήκωσε το σεντόνι. Η Λίντια χώθηκε στο κρεβάτι και ξάπλωσε ανάσκελα, με τη μητέρα της από τη μια και το κουνέλι της από την άλλη. Το κερί έκανε τις σκιές να χορεύουν στο ταβάνι. «Τα πόδια σου είναι ξυλιασμένα», είπε η Βαλεντίνα. Είχε ηρεμήσει κάπως, και ακουμπούσε το κεφάλι της στης κόρης της. «Ούτε που θυμάμαι πότε πλαγιάσαμε μαζί τελευ- ταία φορά». | «Τότε που έπαθες ωτίτιδα και είχες πυρετό». «Πάνε τρία-τέσσερα χρόνια. Τότε δεν ήταν που σου εί- χε πει η Κονστάνς Γιόμαν ότι μπορεί να πεθάνω;» «Ναι».

«Ανόητη γριά. Εμένα δεν με σκοτώνει μια ωτίτιδα, ούτε καν μια στρατιά μπολσεβίκων». Έσφιξε το χέρι της κόρης της, και την έσφιξε και εκείνη πάνω της. «Μαμά, μίλησε μου για την Αγία Πετρούπολη. Τότε που ο τσάρος ήρθε επίσκεψη στο σχολείο σου». «Αχ, όχι πάλι.» «Έχω να το ακούσω από τότε που ήμουν έντεκα χρόνων». «Τι παράξενο μνημονικό που έχεις με τις ημερομηνίες.» Η Βαλεντίνα άρχισε να μουρμουρίζει ένα από τα νυχτερινά του Σοπέν. Η Λίντια χαλάρωσε. Το κουνέλι τεντώθηκε πάνω της και ακούμπησε το μουσούδι του στο στήθος της. Τη γαργαλούσε. Κι η Βαλεντίνα άρχισε να διηγείται. Οι επόμενες πέντε μέρες ήταν δύσκολες, ζόρικες. Όπου και αν πήγαινε η Λίντια, το βλέμμα της αναζητούσε τον Τσανγκ. ότι και αν προσπαθούσε να σκεφτεί, στο μυαλό της ερχόταν εκείνος. Αν είχε αποτύχει να βρει το περιδέραιο, θα την ειδοποιούσε με κάποιο τρόπο. Ίσως την ντρεπόταν. Η Λίντια ονειροπολούσε διαρκώς και ο κύριος Τέο της έβαζε τιμωρία να γράψει εκατό φορές «Δεν πρέπει να ονειρεύομαι». Και στο σπίτι όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Η Βαλεντίνα δεν έβγαινε καθόλου, μέρες τώρα. Ζούσε μόνο με βότκα και τσιγάρα. και βυθιζόταν όο και πιο πολύ στην απελπισία. Χθες μόλις, είχε πει στη Λίντια: «Αγάπη μου, ήρθε η ώρα να πάω στη φράου Χέλγκα, αν με θέλει». «Μη μιλάς έτσι, μαμά. Η φράου Χέλγκα έχει μπορντέλο». «Και λοιπόν;» «Εκεί πέρα έχει μόνο πόρνες». «Μικρούλα μου, αφού κανείς δεν με πληρώνει για να σέρνω τα δάχτυλα μου στα πλήκτρα του πιάνου, τότε πρέπει να τα χρησιμοποιήσω κάπως αλλιώς. Μόνο γι’ αυτή τη δουλειά αξίζουν

πια». «Μαμά, αν τα έβαζες να σφουγγαρίσουν λίγο και να κρεμάσουν τα ρούχα σου, τότε τουλάχιστον δεν θα ήταν σαν χοιροστάσιο τούτο το μέρος». «Πουφ!» έκανε η Βαλεντίνα, πέρασε τα χέρια της μες στα ανακατωμένα της μαλλιά και έπεσε ξανά στο κρεβάτι αφήνοντας τη Λίντια να διαβάζει δίπλα στο παράθυρο. Μετά το σχολείο έβγαζε τη στολή της και πήγαινε στα πάρκα να μαζέψει χορταράκια και βλαστάρια για τον Σουν Γιατσεν. Πιο πολύ ανησυχούσε για τη δική του τροφή παρά για τη δική της. Εκείνη τη μέρα είχε πάει στο Στραντ, το εμπορικό κέντρο του Διεθνούς Συνοικισμού, όπου γινόταν και αγορά τροφίμων. Η Λίντια κοίταζε τους πάγκους που έκλειναν, ψάχνοντας για κανένα πεταμένο λαχανικό και χόρτα για το κουνέλι της. Παντού όμως υπήρχαν σμήνη από αλητάκια που άρπαζαν ότι σκουπίδι έβρισκαν. Ύστερα από μισή ώρα κατάφερε να βρει ένα καλαμπόκι. Το έχωσε στη χαρτοσακούλα όπου είχε βάλει και τα χόρτα που είχε μαζέψει στο πάρκο, και βγήκε στο δρόμο. Έκανε να περάσει απέναντι, όταν ένα χέρι της άρπαξε τη χαρτοσακούλα. «Φέρτο πίσω!» φώναξε και έκανε ν’ αρπάξει τον κλέφτη από το σβέρκο. Το Κινεζάκι όμως γλίστρησε κάτω από το χέρι της και το έσκασε. Τα μαύρα του μαλλιά ξεχώριζαν σαν κινούμενη βούρτσα έτσι όπως έτρεχε ανάμεσα στον κόσμο και παρ όλο που ήταν μόλις εφτά-οχτώ χρόνων, ελισσόταν σαν νυφίτσα. Η Λίντια τον πήρε στο κατόπι. Έπεσε πάνω σ’ έναν ταχυδακτυλουργό διαλύοντας τα σύνεργα του, έσκυψε, πήδησε, αγωνίστηκε να προλάβει τον πιτσιρίκο. Δεν θ’ άφηνε νηστικό τον Σουν Γιατ-σεν απόψε. Ξαφνικά το αγόρι σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά από τη Λίντια,

γύρισε και την κοίταξε. Ήταν μικροκαμωμένο, κοκαλιάρικο, βρόμικο, με κάτι ποδαράκια σαν κλαράκια, αλλά πολύ σίγουρο για τον εαυτό του. Κράτησε για μια στιγμή τη χαρτοσακούλα ψηλά και ύστερα άνοιξε τα δάχτυλα του και την άφησε να πέσει. Η Λίντια κοίταξε για πρώτη φορά γύρω της. Ο δρόμος ήταν ήσυχος αλλά όχι άδειος. Δύο Άγγλοι μαστόρευαν μια μοτοσικλέτα απέναντι της. Ένα καφέ αυτοκίνητο με χτυπημένο προφυλακτήρα ήταν παρκαρισμένο πιο κει. Βρισκόταν σ’ έναν εγγλέζικο δρόμο, με κουρτινάκια στα παράθυρα, και όχι σε κάποιο σοκάκι του παλιού Τζαντσόου. Άρα ήταν ασφαλής. Τότε όμως, γιατί ένιωθε ανατριχίλα στην πλάτη της; «Άθλιο διαβολάκι!» φώναξε στον μικρό και τον πλησίασε αργά αργά. Με τα μάτια της καρφωμένα πάνω του, έσκυψε, μάζεψε τη σακούλα και την έσφιξε στο στήθος της. Και την ίδια στιγμή δυνατά χέρια την πέταξαν πάνω στο καφέ αυτοκίνητο και ένα μαχαίρι άρχισε να της πιέζει το βλέφαρο του δεξιού της ματιού. Μια σκληρή φωνή στρίγκλισε κάτι στα κινέζικα και ένα χέρι της έκλεινε το στόμα. Το αίμα της σφυροκοπούσε στ’ αυτιά της, η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, αλλά τίναξε το πόδι της και κλότσησε το καλάμι κάποιου. «Ακίνητη». Αυτή η φωνή ήταν πιο ήπια και μίλησε στα αγγλικά. Ανήκε σ’ εκείνον που κρατούσε το μαχαίρι κοντά στο μάτι της. Ο διπλανός του ήταν άγριος και βρομοκοπούσε σκόρδο. Κινέζοι και οι δυο. «Θα σου βγάλω το μάτι. Ησύχασε». Μιλούσε σιγανά, κι οι δυο Άγγλοι παρακάτω γελούσαν με κάποιο αστείο. «Κατάλαβες;» Η Λίντια ανοιγόκλεισε το αριστερό μάτι. Ο άλλος τράβηξε το χέρι του από το στόμα της.

«Τι θέλετε;» ρώτησε η Λίντια ανασαίνοντας βαθιά. «Δεν έχω λεφτά». «Όχι λεφτά». Ο ήπιος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Πού Τσανγκ Αν Λο;» Η Λίντια ένιωσε να τη λούζει κρύος ιδρώτας. «Δεν ξέρω κανέναν Τσανγκ Αν Λο», είπε. Η μύτη του μαχαιριού της έσκισε το δέρμα. «Πού;» «Δεν ξέρω. Μη με ξανακόψεις, αλήθεια σου λέω. Έφυγε. Δεν ξέρω πού είναι». «Εσύ ψέματα». «Όχι. Αλήθεια». Τέντωσε ένα δάχτυλο. «Κόψ’ το, το ίδιο θα σου πω. Δεν ξέρω πού είναι». Οι δυο Κινέζοι κοιτάχτηκαν. και τότε η Λίντια είδε ένα τατουάζ που παρίστανε ένα συνεστραμμένο μαύρο φίδι στο σβέρκο τους. Της θύμισε το μαύρο φίδι που είχε δει σ’ εκείνο το σοκάκι. «Μαντεύω όμως πού είναι», είπε και έφτυσε τον άγριο. Την έφτυσε και εκείνος, και έπειτα έσκυψε πάλι από πάνω της ο ήπιος. «Πού;» «Στη φυλακή». «Γιατί φυλακή;» αγρίεψε ο ήπιος. «Έκλεψε κάτι. από τη Λέσχη Οδυσσέας. Τον έπιασαν και τον πέταξαν στο μπουντρούμι. Μάλλον θα τον στείλουν στη φυλακή του Τιεντσίν, καταπώς το συνηθίζουν οι Εγγλέζοι. Θα κάνετε καιρό να τον δείτε». Οι δυο άντρες άρχισαν να μιλάνε οργισμένοι. Ο άγριος κατάλαβε και έβαλε τις φωνές στη Λίντια, την άρπαξε από το μπράτσο και την πέταξε χάμω. Το πίσω μέρος του κεφαλιού της χτύπησε δυνατά στη γωνία του πεζοδρομίου, αλλά η Λίντια μόλις που το

αισθάνθηκε. Το αυτοκίνητο έφυγε ολοταχώς, με τους δυο Κινέζους μέσα. Το αγόρι είχε εξαφανιστεί. Ανακουφισμένη, η Λίντια σηκώθηκε ζαλισμένη, κι οι Άγγλοι την πρόσεξαν για πρώτη φορά. «Είστε καλά, δεσποινίς;» φώναξε ο ένας. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι και γύρισε να φύγει με τη χαρτοσακούλα πάντα στο χέρι.

13 Ανάθεμα, ανάθεμα, ανάθεμα! Ανάθεμα τον τον Τσανγκ Αν Λο. Του είχε σώσει το άχρηστο τομάρι για άλλη μια φορά. και τι κέρδισε; Ένα γερό καρούμπαλο και ένα σκίσιμο στο μάτι. Ούτε το περιδέραιο ούτε πιάνο Εράρ. Πίσω στο Στραντ, η Λίντια ανακάλυψε με φρίκη ότι έτρεμε ολόκληρη. Ζεσταινόταν αφάνταστα, κολλούσε από τον ιδρώτα και ένιωθε χάλια. Πόσο θα ήθελε ένα παγωτό! Έσπρωξε τη γυάλινη είσοδο του Πολυκαταστήματος Τσέρστον, μπήκε και ανασήκωσε τα μαλλιά της στο σβέρκο της. Εδώ τουλάχιστον θα είχε λίγη δροσιά, καθώς προσδοκούσε ότι θα τη δρόσιζαν οι τεράστιοι μπρούντζινοι ανεμιστήρες της οροφής. Κοίταξε τον κόσμο. Σέναν πάγκο μια Αμερικανίδα με κοντά μαλλιά αγόραζε αρώματα Γκερλέν. Σέναν άλλο ένας άντρας ακουμπούσε σταυτιά της γυναίκας του ένα ζευγάρι σκουλαρίκια από ζαντ και χαμογελούσε. Μάλλον μετρέσα του θα ήταν και όχι σύζυγος του, αποφάνθηκε η Λίντια. Οι τσάντες από δέρμα φιδιού και οι κοσμηματοθήκες από σεντέφι και τα άλλα είδη πολυτελείας της χάλασαν τη διάθεση. Γύρισε να φύγει και έπεσε σχεδόν πάνω σ’ έναν άντρα που τον αναγνώρισε. Ήταν εκείνος με τον παναμά και το κρεμ σακάκι που του είχε σουφρώσει το ρολόι. Η Λίντια τον είδε να χώνει το πορτοφόλι του στην πλαϊνή τσέπη του σακακιού του και να κατευθύνεται προς την έξοδο, μένα μικρό πακέτο υπό μάλης. Την απόφαση την πήρε ακαριαία καθώς θυμήθηκε πόσο εύκολο ήταν την προηγούμενη φορά. Μέχρι να φτάσει ο παναμάς στην έξοδο, εκείνη βρισκόταν ήδη εκεί. Ο άντρας της άνοιξε την πόρτα αγγίζοντας ευγενικά το καπέλο του, η Λίντια τον ευχαρίστησε μένα χαμόγελο και πέρασε ξυστά δίπλα του. Βγήκε στο δρόμο και έκανε δυο βήματα. Μόνο. Ένα χέρι την

άρπαξε από τον καρπό και την έσφιξε. «Δεσποινίς, θέλω πίσω το πορτοφόλι μου». Δεν φώναζε, αλλά έβραζε ολόκληρος από θυμό. «Ορίστε» «Μη χειροτερεύεις τη θέση σου. Το πορτοφόλι μου. Τώρα». Η Λίντια πάλεψε να του ξεφύγει, αλλά το χέρι του την έσφιγγε σαν μέγγενη. Έπαψε να παλεύει. «Το πορτοφόλι μου». Η κοπέλα σήκωσε τη χαρτοσακούλα που κρατούσε στο ελεύθερο χέρι της και αυτός πήρε από μέσα το πορτοφόλι, και τούτη τη φορά το έβαλε στην εσωτερική του τσέπη. Μα δεν την άφησε και εκείνη αναρωτήθηκε τι άλλο μπορεί να ήθελε. «Συγγνώμη», του είπε. «Μια συγγνώμη δεν φτάνει, κορίτσι μου. Πρέπει να πάρεις και ένα μάθημα. Θα σε πάω στο τμήμα». «Όχι!» «Αν κάνεις φασαρία, θα φωνάξω τους τροχονόμους να με βοηθήσουν. Δεν θα είναι καθόλου αξιοπρεπής σκηνή». Ξεκίνησε λοιπόν σέρνοντας πίσω του τη Λίντια. Μερικά κεφάλια γύρισαν να τους κοιτάξουν, αλλά δεν επενέβη κανείς. Η Λίντια ένιωσε πανικό. Τι να έκανε; «Κύριε.» «Το όνομα μου είναι κύριος Πάρκερ». «Κύριε Πάρκερ, δεν θα το ξανακάνω». «Θα φροντίσω εγώ να μην το ξανακάνεις». «Τι θα μου κάνουν στην αστυνομία;» «Θα σε βάλουν στη φυλακή. Αυτό αξίζει στους κλέφτες». «Κι ας είμαι μονάχα δεκάξι χρόνων;» Χωρίς να κόψει το βήμα του, ο άντρας την κοίταξε όπως θα κοίταζε και ένα σκορπιό. Η Λίντια του ανταπέδωσε το βλέμμα.

«Ακριβώς πριν από μια βδομάδα, με λήστεψαν», της είπε φαρμακερά. «Κατά πάσα πιθανότητα ήταν κάποιος ντόπιος ζητιάνος όχι πιο μεγάλος από σένα. Θα ήταν φτωχός και πεινασμένος. Αυτό όμως δεν είναι δικαιολογία. Τίποτε δεν δικαιολογεί την κλοπή. Η κλοπή αντιβαίνει τον θεϊκό νόμο και τους κανόνες της κοινωνίας μας. Αν μου είχε ζητήσει ελεημοσύνη, θα του είχα δώσει. Όχι όμως και να μου αρπάξει το ρολόι μου! Όχι αυτό!» «Αν σας είχα ζητήσει εγώ χρήματα, κύριε Πάρκερ, θα μου δίνατε;» Εκείνος την κοίταξε κάπως μπερδεμένος. «Όχι, δεν θα σου έδινα». «Μα είμαι φτωχή». «Είσαι όμως λευκή. Έπρεπε να ξέρεις». Η Λίντια σώπασε. Έπρεπε να σκεφτεί. Στα δεξιά τους εμφανίστηκε η γκρίζα εκκλησία του Αγίου Αυγουστίνου και τότε της ήρθε μια ιδέα. «Κύριε Πάρκερ.» Εκείνος δεν γύρισε το κεφάλι. «Κύριε Πάρκερ, θέλω να πάω εκεί». «Τι;» «Να πάω στην εκκλησία». Τώρα την κοίταξε κατάπληκτος. «Γιατί;» «Αν είναι να πάω στη φυλακή, θέλω πρώτα να βρω την ειρήνη του Θεού». Ο άντρας σταμάτησε απότομα. «Με κοροϊδεύεις, κοπέλα μου; Μ’ έχεις για χαζό;» «Όχι, κύριε». Χαμήλωσε τα μάτια σεμνά. «Ξέρω πως αυτό που έκανα είναι κακό και θέλω να ζητήσω τη συγγνώμη του Κυρίου. Σας παρακαλώ, δεν θα κάνω πολλή ώρα. Σας τ ορκίζομαι». Τον

είδε να διστάζει. «Να καθαρθεί η ψυχή μου». Σιωπή. Λες και οι θόρυβοι του δρόμου είχαν χαμηλώσει, λες και μόνο οι δυο τους υπήρχαν σε ολόκληρη την Κίνα. Η Λίντια κράτησε την ανάσα της. Ο άντρας έφτιαξε τα γυαλιά του στη μύτη του. «Πολύ καλά. Υποθέτω πως δεν μπορώ να σου το αρνηθώ. Μη νομίσεις όμως πως θα μου το σκάσεις». Σφίγγοντάς της πάντα τον καρπό, την ανέβασε στα πέτρινα σκαλοπάτια και έσπρωξε τη βαριά δρύινη πόρτα. Η Λίντια πάγωσε. Ο άντρας την κοίταξε ανυπόμονα. «Τι είναι πάλι;» Η Λίντια κούνησε το κεφάλι. Δεν είχε ξαναμπεί ποτέ της σε εκκλησία. και αν ο Θεός την κεραυνοβολούσε; Ο άντρας φάνηκε να διαισθάνεται το φόβο της. «Ο Θεός θα σε συγχωρέσει, παιδί μου, και ας μη σε συγχωρώ εγώ». Με τις γροθιές σφιγμένες, η Λίντια προχώρησε. Η ψύχρα και η πανύψηλη οροφή την έκαναν να ριγήσει, αλλά τα βιτρό στα παράθυρα που άφηναν να μπαίνει πολύχρωμο το φως την ενθουσίασαν. Το αίμα του Χριστού είχε την ίδια ακριβώς απόχρωση με τα ρουμπίνια που της είχε κλέψει ο Τσανγκ. «Κάθισε». Κάθισε, στις τελευταίες σειρές. Εδώ και εκεί ήταν καθισμένοι λίγοι άνθρωποι, με το κεφάλι σκυφτό. Η ησυχία, ο μεγάλος Εσταυρωμένος Χριστός πάνω από την Αγία Τράπεζα, την έκαναν να ηρεμήσει. Εδώ μπορούσε να σκεφτεί. «Ας προσευχηθούμε», είπε ο Πάρκερ και έσκυψε προς τη ράχη του μπροστινού στασιδιού σταυρώνοντας τα χέρια κι ακουμπώντας πάνω τους το κεφάλι του. «Κύριε», μουρμούρισε, «συγχώρεσε μας τους αμαρτωλούς.

Συγχώρεσε και τούτο το κορίτσι για το αμάρτημα του και χάρισε του την ειρήνη. Οδήγησε τη με τη χάρη του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Αμήν». Η Λίντια κοίταζε ανάμεσα από τα δάχτυλα της ένα έντομο να πλησιάζει τα καλογυαλισμένα παπούτσια του Πάρκερ. Να το έσκαγε άραγε τώρα που δεν την κρατούσε; Το σκέφτηκε μα δεν το έκανε. Από τη μια ήταν σίγουρη πως θα την άρπαζε αμέσως μόλις κουνιόταν, και από την άλλη της άρεσε εκεί μέσα. Της άρεσε το κενό και η σιωπή. «Κύριε Πάρκερ.» είπε με μισόκλειστα μάτια. «Ναι;» «Μπορώ να πω και εγώ μια προσευχή;» «Ασφαλώς. Γι’ αυτό ήρθαμε εδώ». Η Λίντια πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε. «Σε παρακαλώ, Κύριε, συγχώρεσε με. Συγχώρεσε τη βαριά αμαρτία μου, κάνε τη μαμά μου να γίνει καλά και μην την αφήσεις να πεθάνει όπως ο μπαμπάς, όσο θα είμαι στη φυλακή». και πρόσθεσε κάτι που είχε ακούσει την κυρία Γιόμαν να λέει: «Και ευλόγησε όλα τα παιδιά σου στην Κίνα». «Αμήν», είπε ο Πάρκερ. Ανασηκώθηκαν. Ο Πάρκερ την κοίταζε μένα ενδιαφέρον που μαλάκωνε το θυμό του. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. «Πού μένεις;» τη ρώτησε. «Πώς σε λένε;» «Λίντια Ιβάνοβα». «Και λες πως η μητέρα σου είναι άρρωστη;» «Ναι. Γι’ αυτό αναγκάστηκα να κλέψω το πορτοφόλι σας. Για να πληρώσω τα φάρμακα της». «Λίντια, πες μου την αλήθεια. Έχεις ξανακλέψει;» Η Λίντια γύρισε και τον κοίταξε με ύφος σοκαρισμένο καθώς το

ρίκσο τους διέσχιζε τη Ρωσική Συνοικία. «Όχι, κύριε Πάρκερ. Ποτέ. Να μου κοπεί η γλώσσα αν λέω ψέματα». Εκείνος χαμογέλασε ελαφρά και κούνησε το κεφάλι. Της Λίντιας της θύμισε κουκουβάγια: στρογγυλά γυαλιά, στρογγυλό πρόσωπο και μια μύτη σαν μικρό ράμφος. Σίγουρα όμως καθόλου σοφός σαν κουκουβάγια. Έκοβε το κεφάλι της πως μόλις έβλεπε τη μητέρα της σε κωματώδη κατάσταση στο κρεβάτι και το θλιβερό δωμάτιο τους σαν στάβλο, η καρδιά του θα έλιωνε και τότε θα την άφηνε ήσυχη. Μπορεί και να της έδινε ακόμη και μερικά δολάρια για φαγητό. Τον λοξοκοίταξε. Είχε σίγουρα καρδιά ή μήπως δεν είχε; «Το ρολόι που σας έκλεψαν ήταν μεγάλης αξίας;» τον ρώτησε καθώς το ρίκσο έμπαινε με θόρυβο στο δρόμο της. Ακόμη και εκείνη την ενοχλούσε η ατμόσφαιρα του. «Ναι, ήταν. Ανήκε στον πατέρα μου. Μου το χάρισε πριν φύγει για την Ινδία, όπου και σκοτώθηκε. Από τότε το είχα συνέχεια πάνω μου. Ήταν κάτι ιδιαίτερο για μένα. Και τώρα πάει, χάθηκε». Η Λίντια γύρισε αλλού το κεφάλι. Μωρέ, δεν πάει στο διάβολο και αυτός. Ανέβηκε τις σκάλες πετώντας. Τα βήματα του Πάρκερ ακούγονταν ακριβώς από πίσω της. Η Λίντια ένιωσε έκπληξη. Τελικά δεν ήταν τόσο αγύμναστος όσο έδειχνε. Άνοιξε την πόρτα της σοφίτας, όρμησε μέσα και. Κι έμεινε ξερή. Ο Πάρκερ έπεσε πάνω της και έβγαλε μια έκπληκτη φωνή. «Μαμά», είπε, «είσαι. καλύτερα!» «Τι εννοείς, αγάπη μου; Δεν είχα τίποτε. Τίποτε απολύτως». Τίποτε απολύτως. Η Βαλεντίνα στεκόταν στη μέση του δωματίου και παρά τα μαύρα μαλλιά και το σκούρο φόρεμα της, κατάφερνε

να κάνει το χώρο πιο φωτεινό. Τα μαλλιά της έλαμπαν, απαλά και αρωματισμένα, και φορούσε ένα μεταξωτό φόρεμα μπλε μαρέν με μεγάλο λευκό κολάρο που τόνιζε το στήθος της, κρύβοντας την αδυναμία της. Η Λίντια δεν το είχε ξαναδεί αυτό το φόρεμα. Η μητέρα της φάνταζε λαμπερή και υπέροχη. Γιατί όμως τώρα; Ήταν ανάγκη να διαλέξει τούτη τη στιγμή για να μεταμορφωθεί σε παραδείσιο πουλί; Γιατί; Γιατί; Ο Πάρκερ ξερόβηξε στην πόρτα. «Και ποιος είναι ο επισκέπτης μας, Λίντια; Δεν θα μας συστήσεις;» «Μαμά, από δω ο κύριος Πάρκερ. Ήθελε να σε γνωρίσει». Το χαμόγελο της Βαλεντίνας τον τύλιξε και τον τράβηξε στον κόσμο της. Με μια κομψή κίνηση, του άπλωσε το χέρι. Εκείνος το έσφιξε. «Γοητευμένη από τη γνωριμία σας, κύριε Πάρκερ», είπε και γέλασε. «Παρακαλώ, συγχωρήστε τη θλιβερή κατοικία μας». Η Λίντια πρόσεξε για πρώτη φορά το δωμάτιο. Ήταν αλλαγμένο. Λαμποκοπούσε. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό, όλες οι επιφάνειες γυαλισμένες, όλα τα μαξιλάρια στη θέση τους. Χρυσές, μπρούντζινες και κεχριμπαρένιες σπίθες παντού, τίποτε πεταμένο στο πάτωμα, κανένα παπούτσι κάτω από το τραπέζι, κανένα ξέχειλο τασάκι πουθενά. Κι ο αέρας να μοσχοβολάει λεβάντα. Η Λίντια δεν τα είχε σχεδιάσει ακριβώς έτσι. «Κυρία Ιβάνοβα, χαρά μου που σας γνωρίζω. Δυστυχώς, δεν είμαι κομιστής καλών ειδήσεων». «Με τρομάζετε, κύριε Πάρκερ», είπε η Βαλεντίνα και τα χέρια της τρεμούλιασαν. «Ζητώ συγγνώμη, αλλά η κόρη σας έχει μπλεξίματα». Το βλέμμα που έριξε όμως στη Λίντια ήταν καλοσυνάτο, πράγμα που την έκανε να αισθανθεί πιο άνετα. Ίσως το επεισόδιο να έληγε εδώ.

«Η Λίντια;» Η Βαλεντίνα κούνησε το κεφάλι και η μαύρη της χαίτη ανέμισε. «Τι έκανε πάλι; Πήγε ξανά για μπάνιο στο ποτάμι;» «Όχι. Μου έκλεψε το πορτοφόλι». Η Λίντια περίμενε να γίνει έκρηξη, αλλά ακολούθησε μια μακριά σιωπή. «Ζητώ συγγνώμη για τη συμπεριφορά της κόρης μου. Έχουμε να πούμε πολλά οι δυο μας, σας Το υπόσχομαι». Η φωνή της Βαλεντίνας ακούστηκε χαμηλή και πνιχτή. «Μου είπε πως είστε άρρωστη. Ότι χρειαζόταν χρήματα για φάρμακα». «Σας φαίνομαι άρρωστη;» «Όχι, καθόλου». «Επομένως σας είπε ψέματα». «Σκέφτομαι να πάω στην αστυνομία». «Σας παρακαλώ, μην το κάνετε. Συγχωρήστε της αυτό το μοναδικό λάθος. Δεν πρόκειται να ξανασυμβεί». Γύρισε και κοίταξε την κόρη της. «Θα συμβεί, ντουσενκα;» «Όχι, μαμά». «Λίντια, ζήτησε συγγνώμη από τον κύριο Πάρκερ». «Μην ανησυχείτε, το έκανε ήδη. και το πιο σημαντικό είναι ότι ζήτησε συγγνώμη και από το Θεό». Η Βαλεντίνα ανασήκωσε τα φρύδια. «Τι μου λέτε; Πολύ χαίρομαι που τ’ ακούω. Ξέρω πόσο την ενδιαφέρει η νεαρή ψυχή της». Η Λίντια αναψοκοκκίνισε και αγριοκοίταξε τη μητέρα της. «Κύριε Πάρκερ», είπε χαμηλόφωνα, «σας ζητώ συγγνώμη που σας είπα ψέματα, όπως και για το ότι σας έκλεψα. Ήταν σφάλμα μου, αλλά όταν έφυγα από δω, η μητέρα μου ήταν.» «Λίντια, αγάπη μου, δεν φτιάχνεις ένα τσάι στον κύριο Πάρκερ;» «Η μητέρα μου έλειπε και πεινούσα πολύ. Δεν σκεφτόμουν σωστά.

Είπα ψέματα επειδή φοβήθηκα. Λυπάμαι». «Μίλησες πολύ ωραία, δεσποινίς Ιβάνοβα. Σε συγχωρώ. Ας τα ξεχάσουμε όλα». «Κύριε Πάρκερ, είστε ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Δεν είναι, Λίντια;» Η Λίντια συγκρατήθηκε να μη γελάσει και πήγε να φτιάξει τσάι. Το είχε ξαναδεί αυτό: τους άντρες ν’ αφήνουν τα λογικά τους έξω από την πόρτα όταν έμπαιναν σένα δωμάτιο όπου βρισκόταν η μητέρα της. Αρκούσε ένα πετάρισμα των μαύρων της ματιών. Ηλίθιοι που είναι οι άντρες. Δεν καταλάβαιναν πότε έπεφταν θύματα ή μήπως δεν τους ένοιαζε; «Ελάτε να καθίσετε, κύριε Πάρκερ», άλλαξε πονηρά θέμα η Βαλεντίνα. «Να μου πείτε τι σας φέρνει σ’ αυτή την ασυνήθιστη χώρα». Ο Πάρκερ βολεύτηκε στον καναπέ και εκείνη κάθισε δίπλα του. Όχι πολύ κοντά, αρκετά όμως. «Είμαι δημοσιογράφος και τους δημοσιογράφους τους έλκει ότι ξεφεύγει από το συνηθισμένο». Γέλασε αδέξια. Η Λίντια τον κοίταζε από τη γωνιά της και έβλεπε πως η μητέρα της τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Ακόμη και τα γυαλιά του έδειχναν να γέρνουν προς το μέρος της. Μπορεί να ήταν θύμα, αλλά το γέλιο του ήταν ωραίο. Ωστόσο την απασχολούσαν άλλα πράγματα τώρα. Τι ακριβώς είχε συμβεί εδώ πέρα; Γιατί ήταν έτσι στολισμένη η μητέρα της; Πού είχαν βρεθεί όλα αυτά; Ο Αντουάν; Μπορεί. Αυτό δεν εξηγούσε όμως ούτε την καθαριότητα του δωματίου ούτε τη μυρωδιά της λεβάντας. Γέμισε τσάι το μοναδικό φλιτζάνι που τους είχε απομείνει και το ακούμπησε μπροστά στον Πάρκερ. «Λυπάμαι, αλλά δεν έχουμε γάλα», του είπε χαμογελώντας ελαφρά. Εκείνος φάνηκε να εκπλήσσεται.

«Να το πιείτε μαύρο, όπως εμείς οι Ρώσοι», του είπε η Βαλεντίνα. «Είναι πολύ πιο εξωτικό έτσι. Θα σας αρέσει». «Αν θέλετε πάλι, μπορώ να τρέξω ν’ αγοράσω λίγο γάλα», προσφέρθηκε η Λίντια. «Μα θα χρειαστώ χρήματα». «Λίντια!» Ο Πάρκερ κοίταζε ερευνητικά τη Λίντια. Το βλέμμα του ταξίδεψε στο ξεθωριασμένο της φόρεμα, στα μπαλωμένα της παπούτσια, στους αδύνατους καρπούς. Λες και μόλις τώρα συνειδητοποιούσε πως όταν του είπε πως είναι φτωχή, εννοούσε πως δεν έχει τίποτε. Ούτε καν γάλα. Έβγαλε δύο εικοσαδόλαρα από το πορτοφόλι του και της τα έδωσε. «Ναι, σε παρακαλώ, πήγαινε ν’ αγοράσεις λίγο γάλα και κάτι για να φας». «Σας ευχαριστώ». Η Λίντια έφυγε σαν αστραπή, πριν αλλάξει γνώμη. Δεν έκανε πάνω από δέκα λεπτά για να ψωνίσει γάλα κι ένα πακέτο μπισκότα «Μαρί», όταν γύρισε όμως, η Βαλεντίνα και ο Πάρκερ ετοιμάζονταν να φύγουν. Η μητέρα της φορούσε ένα ζευγάρι καινούργια γάντια. «Λίντοτσκα, αν δεν φύγω αμέσως θαργήσω στην καινούργια μου δουλειά». «Δουλειά;» «Ναι, ξεκινάω σήμερα». «Τι δουλειά;» «Συνοδός χορού». «Συνοδός χορού;» «Μάλιστα. Μην εκπλήσσεσαι». «Πού;» «Στο ξενοδοχείο Μέιφεαρ». «Μα εσύ πάντα έλεγες πως οι συνοδοί χορού είναι σαν.»

«Μη λες χαζομάρες, Λίντια. Τον λατρεύω το χορό». «Ναι, αλλά δεν αντέχεις τους αδέξιους άντρες που σε πατάνε σαν ελέφαντες». «Απόψε θα τη γλιτώσω. Ο κύριος Πάρκερ προσφέρθηκε να με συνοδεύσει και να φροντίσει να μη στέκομαι σαν γλάστρα την πρώτη μου νύχτα». «Δεν θα το επιτρέψω αυτό», επιβεβαίωσε ιπποτικά ο Πάρκερ. «Χορεύετε καλά, κύριε Πάρκερ;» τον ρώτησε η Λίντια. «Υποφερτά». «Τότε, μαμά, είσαι τυχερή». Η μητέρα της της έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα και έφυγε κρεμασμένη στο μπράτσο του Πάρκερ. Όταν έφτασαν στο ισόγειο, η Λίντια την άκουσε να λέει: «Αχ, ξέχασα κάτι! Έχετε την καλοσύνη να με περιμένετε; Μια στιγμή θα κάνω». Τα βήματα της ακούστηκαν βιαστικά στη σκάλα και η πόρτα ανοιγόκλεισε με βρόντο. «Ανόητο. ανόητο παιδί». Το χαστούκι που της έδωσε έκανε τη Λίντια να τιναχτεί πίσω. «Μπορεί να βρισκόσουν στη φυλακή τώρα που μιλάμε. Συντροφιά με αρουραίους και βιαστές. Μη βγεις απ’ το σπίτι αν δεν γυρίσω». Κι έφυγε. Σε όλη της τη ζωή, η μητέρα της δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι πάνω της. Ποτέ. Το σοκ έκανε τη Λίντια να τρέμει. Έφερε το χέρι στο μάγουλο της που έκαιγε και έτσουζε, και βόγκηξε σιγανά. Άρχισε να πηγαινοέρχεται μες στο δωμάτιο για να ξεχάσει τον πόνο της και τότε πρόσεξε το πακέτο που είχε πάρει ο Πάρκερ από το πολυκατάστημα και το είχε ξεχάσει πάνω στην προθυμία του να συνοδεύσει τη μητέρα της. Το άνοιξε και βρήκε μια ασημένια ταμπακέρα στολισμένη με λάπις λάζουλι και ζαντ.

Άρχισε να γελάει. Ασταμάτητα. Κόντευε να σκάσει μπροστά σ’ αυτή τη γελοία κατάσταση. Πρώτα το περιδέραιο και τώρα η ταμπακέρα, και τα δυο στα χέρια της μα και τα δυο αδύνατο να γίνουν δικά της. και ο Τσανγκ να είναι εξαφανισμένος. Αχ, Τσανγκ, πού βρίσκεσαι; Τι κάνεις; Όλα όσα ήθελε γλιστρούσαν μακριά της. Όταν επιτέλους σταμάτησε να γελάει, ένιωθε τόσο άδεια που άρχισε να γεμίζει το στόμα και το στομάχι της με μπισκότα, ώσπου τα έφαγε όλα. Εκτός από ένα. Το θρυμμάτισε, το ανακάτεψε με τα χόρτα και τα φύλλα στη χαρτοσακούλα και κατέβηκε στον Σουν Γιατ-σεν.

14 Ο τοίχος ήταν ψηλός και ασβεστωμένος, η πύλη από μαύρη βελανιδιά και σκαλισμένη με το πνεύμα του Μεν-σεν, για να μην μπαίνουν τα κακά πνεύματα. Δεξιά και αριστερά, δυο σκυφτά λιοντάρια. Ο Τέο Γουίλαμπι τα κοίταξε με μίσος. Όταν ένα κατάμαυρο κοράκι ήρθε και κάθισε στο κεφάλι του ενός, ευχήθηκε να του ξερίζωνε την καρδιά με τα νύχια του. Έτσι όπως ήθελε και αυτός να ξεριζώσει την καρδιά του Φενγκ Του Χονγκ. Φώναξε το θυρωρό. «Ο κύριος Γουίλαμπι θέλει να δει τον Φενγκ Του Χονγκ». Προτίμησε να μη μιλήσει στη γλώσσα των μανδαρίνων. Ο θυρωρός, ντυμένος με γκρίζο χιτώνιο και ψάθινα παπούτσια, υποκλίθηκε βαθιά. «Ο Φενγκ Του Χονγκ σας περιμένει», είπε. Η γυναίκα του θυρωρού οδήγησε τον Τέο στην αυλή. Το βάδισμα της ήταν θλιβερό, τα πόδια της είχαν δεθεί από τότε που ήταν παιδί και, πετρωμένα πια, είχαν καταντήσει όσο το μεγάλο δάχτυλο ενός άντρα. Σαπισμένα και κρυφά, όπως και τούτη η διαβολική χώρα. Σήμερα ο Τέο δεν μπορούσε να δει τίποτε από την ομορφιά της Κίνας, και ας βρισκόταν παντού γύρω του. Κάθε αυλή που διέσχιζε χάιδευε τις αισθήσεις του με κάτι καινούργιο: δροσερά σιντριβάνια που έδιωχναν τη λαύρα, καμπανούλες που τις κουνούσε ο αέρας και σου δρόσιζαν την ψυχή, αγάλματα και παγόνια που γοήτευαν την όραση, και λευκά κρίνα παντού για να θυμίζουν στον επισκέπτη ότι είναι θνητός. Μη τυχόν δηλαδή και το ξεχνούσε. «Άτιμη, που μαζεύεις τους διαβόλους!» Τα λόγια ακούστηκαν σαν μαχαιριές μέσα στο μούχρωμα. Ο Τέο σταμάτησε απότομα. Στα δεξιά του, σένα πλουμισμένο

περίπτερο, τα φανάρια σε σχήμα πεταλούδας έριχναν το απαλό τους φως πάνω στα μαύρα κεφάλια δύο νεαρών γυναικών που έπαιζαν ματζόνγκ. Ήταν στολισμένες και ντυμένες και οι δυο με φίνα μεταξωτά, αλλά η μία έκλεβε και η άλλη την έβριζε σαν μαουνιέρης. Τι εύκολα που ξεγελιέσαι στην Κίνα. «Έλα εσύ», μουρμούρισε η συνοδός του. Ο Τέο την ακολούθησε. Οι αυλές αποσκοπούσαν στο να δείχνουν πλούτο. και όπως πολύ καλά ήξερε ο Τέο, ο Φενγκ Του Χονγκ απολάμβανε να καυχιέται. Άλλες δυο καταστόλιστες αυλές. Καθώς περνούσε κάτω από μια σκαλιστή αψίδα από την οποία κρέμονταν φανάρια-δράκοι και έμπαινε στην τελευταία αυλή, την πιο μεγαλόπρεπη, μέσα από τα σκοτάδια πετάχτηκε μια μορφή. Ήταν ένας τριαντάρης άντρας που διατηρούσε ακόμη τη φλόγα της εφηβείας. Το χέρι του ακουμπούσε σένα μαχαίρι που ήταν περασμένο στη ζώνη του. «Θα σε ψάξω», είπε ωμά. Ήταν μεγαλόσωμος, γεροδεμένος, αλλά είχε απαλό δέρμα. Ο Τέο τον αναγνώρισε αμέσως. «Θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσεις την κάμα σου για να το καταφέρεις, Πο Τσου», είπε στα μανδαρίνικα ο Τέο. «Δεν ήρθα εδώ για να μου φερθούν σαν να είμαι κανένα κουτάβι. Ήρθα να μιλήσω με τον πατέρα σου». Παρέκαμψε τον άντρα που στεκόταν μπροστά του και προχώρησε προς ένα χαμηλό κομψό κτίριο. Προτού φτάσει όμως στα σκαλιά, μια λεπίδα σαν το νύχι της τίγρης ακούμπησε δυνατά ανάμεσα στους ώμους του. «Θα σε ψάξω», είπε πιο άγρια η φωνή του Πο Τσου. Ο Τέο δεν σκόπευε ν’ αφήσει να τον εξευτελίσουν. Όχι εδώ. Στριφογύρισε, και η λεπίδα βρέθηκε πάνω στην καρδιά του. «Σκότωσέ με», γρύλισε. «Μετά χαράς».

«Πο Τσου, κρύψε αμέσως το μαχάτρι και ζήτησε συγγνώμη από τον επισκέπτη μας». Η βαθιά φωνή του Φενγκ Του Χονγκ αντήχησε στην αυλή κάνοντας τα πάντα να σωπάσουν. Η λεπίδα χαμήλωσε. Ο Πο Τσου έπεσε στα γόνατα κι ακούμπησε το κεφάλι του στο χώμα. «Χίλιες συγγνώμες, πατέρα. Εγώ νοιάζομαι μόνο για την ασφάλεια σου». «Για την τιμή μου πρέπει να νοιάζεσαι, ηλίθιο βουνό κοπριάς. Ζήτησε συγγνώμη από τον επισκέπτη μας». «Τιμημένε πατέρα, μη μου το ζητάς αυτό. Προτιμώ να ξεσκίσω τα σωθικά μου και να τα δώσω στα ποντίκια παρά να ζητήσω συγγνώμη από τούτο το γιο του διαβόλου». Ο Φενγκ πλησίασε ένα βήμα. Κάτω από τη χαλαρή κατακόκκινη ρόμπα του έκρυβε πλάτες φαρδιές σαν του βοδιού και δυο πόδια που μπορούσαν να σκοτώσουν άνθρωπο μόνο με δυο κλοτσιές. Ορθώθηκε πάνω από το γιο του που είχε ακόμη ακουμπισμένο το κεφάλι στο έδαφος. «Ζήτα», τον πρόσταξε. Ο Πο Τσου πήρε βαθιά ανάσα. «Χίλια συγγνώμη, Τίγιο Γουίλμπι». Ο Τέο κούνησε το κεφάλι κοροϊδευτικά. «Μην κάνεις άλλη φορά το ίδιο λάθος, Πο Τσου, εκτός αν δεν θέλεις τη ζωή σου». Τέντωσε το χέρι του και μέσα από το μανίκι του ξεπρόβαλε ένα κοντό μαχαίρι με κοκάλινη λαβή, που το πέταξε στο χώμα. Μια σφυριχτή ανάσα βγήκε από τη μορφή που ήταν διπλωμένη στα δυο. Ο πατέρας του σταύρωσε τα χέρια πάνω στο φαρδύ του στήθος γρυλίζοντας ικανοποιημένα. Μέσα στο λιγοστό φως του απόβραδου φάνταζε σαν τον Λέι Κουνγκ, τον μεγάλο θεό του

κεραυνού. Αντί για ένα ματωμένο σφυρί όμως, στο χέρι του κρατούσε ένα φίδι. Ήταν μικρό και μαύρο, και είχε μάτια χλομά σαν το θάνατο. Τυλίχτηκε γύρω από τον καρπό του κι ανασήκωσε το κεφάλι γυρεύοντας ένα θύμα. «Τίγιο Γουίλμπι, δεν περίμενα να σε ξαναδώ σε τούτο το σπίτι. Όσο είμαι ζωντανός δηλαδή, και μπορώ να σου κόψω το λαρύγγι». «Ούτε και εγώ περίμενα να πατήσω ξανά πάνω σε τούτο το χαλί». Ήταν ένα πανέμορφο μεταξωτό κρεμ χαλί, έργο των καλύτερων υφαντών του Τιεντσίν, που το είχε κάνει δώρο ο Τέο στον Φενγκ Του Χονγκ τέσσερα χρόνια πριν. «Ο κόσμος αλλάζει, Φενγκ, και δεν ξέρουμε ποτέ τι μας περιμένει». «Το μίσος μου για σένα δεν αλλάζει». Ο Τέο χαμογέλασε αχνά. «Ούτε και το δικό μου για σένα. Ήρθα όμως να μιλήσουμε για μπίζνες». «Τι μπίζνες μπορεί να κάνει ένας δάσκαλος;» «Κάτι που θα γεμίσει τις τσέπες σου και θα χαροποιήσει την καρδιά σου». Ο Φενγκ έβγαλε έναν ήχο σαν χλιμίντρισμα. Ήξεραν κι οι δυο πως όταν επρόκειτο για μπίζνες, ο Φενγκ δεν είχε καρδία. «Επειδή ντύνεσαι σαν Κινέζος», είπε και έδειξε με το δάχτυλο τη μακριά καφετιά ρόμπα του Τέο, το τσόχινο γιλέκο και τα μεταξωτά πασουμάκια του, «μιλάς τη γλώσσα μας και μελετάς το λόγο του Κομφούκιου, δεν σημαίνει ότι μπορείς και να σκεφτείς σαν Κινέζος και να κάνεις μπίζνες σαν Κινέζος. Δεν μπορείς». «Ντύνομαι με κινέζικα ρούχα για τον απλό λόγο ότι είναι πιο δροσερά το καλοκαίρι και πιο ζεστά το χειμώνα, και δεν με πνίγουν σαν το κολάρο και τη γραρατα. και έτσι το μυαλό μου είναι ελεύθερο νακολουθεί τα στριφογυριστά μονοπάτια όπως κάθε Κινέζου. και σκέφτομαι αρκετά σαν Κινέζος ώστε να ξέρω

ότι αυτή η δουλειά που σου φέρνω σήμερα είναι αρκετά σημαντική για να γεφυρώσει τις μαύρες θάλασσες που μας χωρίζουν». Ο Φενγκ γέλασε άκεφα. «Καλά τα είπες, Εγγλέζε. Τι σε κάνει όμως να νομίζεις ότι θέλω τη δουλειά σου;» Τα μαύρα του μάτια σάρωσαν το δωμάτιο και ύστερα καρφώθηκαν ξανά στον Τέο. Εκείνος έπιασε το νόημα. Ακόμη και του αυτοκράτορα να ήταν αυτό το δωμάτιο, δεν θα ήταν πιο πλούσιο. Η πολυτέλεια του ωστόσο ξεπερνούσε τα όρια και ενοχλούσε τον Τέο, που λάτρευε την τελειότητα των κινέζικων γραμμών. Όλα εδώ ήταν χρυσά και σκαλιστά και στολισμένα με πολύτιμους λίθους. Ακόμη και τα ωδικά πτηνά που κάθονταν μέσα στα επιχρυσωμένα κλουβιά τους φορούσαν μαργαριταρένια περιδέραια και έπιναν νερό από κουπάκια Μινγκ διακοσμημένα με σμαράγδια. Η πολυθρόνα που καθόταν ο Τέο ήταν επενδυμένη με φύλλα χρυσού και για μπράτσα είχε δράκοντες από ζαντ με διαμαντένια μάτια σαν το νύχι στο μεγάλο του δάχτυλο. Με τούτο το δωμάτιο ο Φενγκ καυχιόταν στον κόσμο, αλλά συνάμα τον προειδοποιούσε. Γιατί δεξιά και αριστερά από την πόρτα υπήρχαν δύο πράγματα που θύμιζαν την προέλευση του. Το ένα ήταν μια πανοπλία. Ήταν φτιαγμένη από χιλιάδες μεταλλικά και δερμάτινα λέπια σαν το δέρμα της σαύρας, και στο ένα της γάντι έσφιγγε μια κοφτερή λόγχη που μπορούσε να διαπεράσει την καρδιά σου. Το άλλο, ήταν μια μαύρη ασιατική αρκούδα, με μια λευκή ουλή στο στήθος: ορθωμένη στα πίσω της πόδια, είχε απλωμένα τα μπροστινά έτοιμη να σου σκίσει το λαρύγγι. Ήταν νεκρή και ταριχευμένη, ωστόσο δεν έπαυε να είναι μια προειδοποίηση. Ο Τέο ένευσε ότι καταλαβαίνει. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ένα κορίτσι δώδεκα-δεκατριών χρόνων, κουβαλώντας

έναν ασημένιο δίσκο. «Α, η Κουαϊλίν μας έφερε τσάι», είπε ο Φενγκ. Έγειρε πίσω στο κάθισμα του και παρακολουθούσε σιωπηλός καθώς τους σέρβιρε ένα μικροσκοπικό φλιτζάνι πράσινο τσάι κι ένα αρωματικό γλυκάκι. Κουνιόταν ανάλαφρα και με χάρη, παρόλο που τα μέλη της ήταν μικρά και στρουμπουλά και τα βλέφαρα της βαριά, σαν να περνούσε τις μέρες της ξαπλωμένη, τρώγοντας αποξηραμένα βερίκοκα και ζαχαρωμένους χουρμάδες. Ο Τέο κατάλαβε αμέσως ότι επρόκειτο για την καινούργια παλλακίδα του Φενγκ. Ήπιε το τσάι του μα η γεύση του παρέμεινε ξινή. «Φενγκ Του Χονγκ», είπε, «ο χρόνος κυλάει σαν το νερό». Μονομιάς, ο Φενγκ με μια χειρονομία έδιωξε το κορίτσι. Εκείνο, καθώς έφευγε, χάρισε ένα ντροπαλό χαμόγελο στον Τέο και αυτός αναρωτήθηκε αν θα τη μαστίγωναν αργότερα γι’ αυτό. «Λοιπόν, Εγγλέζε, τι είναι αυτή η δουλειά σου;» «Συναντιέμαι μένα σημαντικό άντρα, ένα μεγάλο μανδαρίνο στον Διεθνή Συνοικισμό, που θέλει να εμπορευτεί μαζί σου». «Με τι εμπορεύματα ασχολείται αυτός ο μανδαρίνος;» «Με πληροφορίες». Τα στενά μάτια του Φενγκ έγιναν κοφτερά σαν λεπίδες κι ο Τέο ένιωσε την ίδια του την ανάσα να βγαίνει πιο γρήγορη. «Πληροφορίες με αντάλλαγμα τι;» ρώτησε ο Φενγκ. «Σε αντάλλαγμα γυρεύει ποσοστά». «Δεν έχει ποσοστά. Αμοιβή εφάπαξ». «Φενγκ Του Χονγκ, μ’ αυτό τον άνθρωπο δεν κάνεις παζάρια». Ο Φενγκ έσφιξε τις γροθιές του και τις χτύπησε μεταξύ τους. «Εγώ είμαι αυτός που θ’ αποφασίσει». «Εκείνος όμως ξέρει τον τρόπο για να φύγουν απ’ το κατόπι σου οι ξένες κανονιοφόροι». Ο Φενγκ κάρφωσε τον Τέο με το μαύρο του βλέμμα και για μια

στιγμή δεν μίλησε κανείς. «Ένα τοις εκατό», είπε τελικά ο Φενγκ. «Προσβάλλεις και εμένα και το μανδαρίνο μου». «Δύο τοις εκατό». «Δέκα». «Χα!» μούγκρισε ο Φενγκ. «Τούτος δω νομίζει πως μπορεί να με ληστέψει!» «Οχτώ τοις εκατό για κάθε φορτίο». «Εσύ τι θα βγάλεις;» «Δύο τοις εκατό επιπλέον». Ο Φενγκ έσκυψε μπροστά και το σφιγμένο σαγόνι του θύμισε στον Τέο την ασιατική αρκούδα. «Πέντε τοις εκατό για το μανδαρίνο. Ένα τοις εκατό για σένα». Ο Τέο δεν άφησε να φανεί η ικανοποίηση του. «Έγινε». «Είπε ναι;» ρώτησε η Λι Μέι. «Είπε ναι, και δεν με σκότωσε». Ο Τέο το είπε γι’ αστείο, αλλά η Λι Μέι γύρισε αλλού το κεφάλι και έβαλε τα μεταξένια της μαλλιά σαν κουρτίνα ανάμεσα τους. «Αγάπη μου», είπε ο Τέο, «είμαι σώος και ασφαλής». «Μέχρι στιγμής». Κοίταξε από το παράθυρο την ομίχλη που ανέβαινε από το ποτάμι θαμπώνοντας τα φώτα του δρόμου και καταπίνοντας τ’ αστέρια. «Είδες τις εξαδέλφες μου;» ρώτησε σιγανά, «ή τον αδελφό μου;» «Ναι». «Και;» «Οι εξαδέλφες σου έπαιζαν ματζόνγκ στο περίπτερο». «Ήταν καλά;» Γύρισε επιτέλους και τον κοίταξε χωρίς να μπορεί να κρύψει την ανυπομονησία της. «Γελούσαν, έδειχναν ευτυχισμένες;»

Ο Τέο την αγκάλιασε από τη λεπτή της μέση και με τα χείλια του έδιωξε τα μαλλιά της από το πρόσωπο της. Το άρωμα της και μόνο έκανε τις λαγόνες του να σφιχτούν. «Ναι, γλυκιά μου, ήταν θαυμάσιες, με ασημένια χτενάκια στα μαλλιά, μαργαριτάρια στ’ αυτιά και ένα πλατύ χαμόγελο. Ξένοιαστες σαν τα πουλιά την άνοιξη. Ναι, έδειχναν ευτυχισμένες». Τα λόγια του την ευχαρίστησαν. Έφερε τα δάχτυλα του στα χείλη της και φίλησε τις άκρες τους μία μία. «Και ο Πο Τσου;» «Μιλήσαμε. Ούτε αυτός ούτε εγώ χαρήκαμε που ειδωθήκαμε». «Το φανταζόμουν». Ανασήκωσε τους ώμους. «Κι ο πατέρας μου; Του έδωσες το μήνυμα μου;» «Ναι». «Τι είπε;» Αυτή τη φορά ο Τέο δεν είπε ψέματα. Την τράβηξε κοντά του και την έσφιξε πάνω του. «Δεν έχω πια καμιά κόρη που τη λένε Μέι. Για μένα είναι νεκρή, έτσι είπε». Η Λι Μέι έκρυψε το πρόσωπο της στο στήθος του και το πίεσε τόσο δυνατά, που εκείνος φοβήθηκε πως θα έπαυε ν αναπνέει. Παρόλα αυτά, έσφιξε πάνω του το κορμί της που έτρεμε.

15 Ο Τσανγκ Αν Λο ταξίδευε νύχτα. Ήταν πιο ασφαλές. Το πόδι του τον πονούσε ακόμη και στα βουνά προχωρούσε αργά. Το ταξίδι της επιστροφής του πήρε πολύ χρόνο και κόντεψαν να τον πιάσουν. Άκουγε την ανάσα τους. Το ρουθούνισμα των αλόγων τους. Το θόρυβο της βροχής στις δερμάτινες κάπες τους. Ηρεμούσε την καρδιά του και έπεφτε με τα μούτρα μες στη λάσπη. Οι οπλές των αλόγων τους περνούσαν σχεδόν δίπλα από το κεφάλι του, αλλά τον έσωζε το σκοτάδι. Ευχαριστούσε την Τσανγκ Ο, τη θεά Σελήνη, που εκείνη τη νύχτα έκρυβε το πρόσωπο της. και ύστερα έκλεψε ένα μουλάρι, αφήνοντας στη θέση του μια χούφτα ασήμι. Μόλις είχε ξημερώσει και ο άνεμος κουβαλούσε την κίτρινη σκόνη από τις μεγάλες πεδιάδες του βορρά, όταν είδε από μακριά τα σπίτια του Τζαντσόου. Η πόλη φάνταζε αλλοπρόσαλλη - το δυτικό στοιχείο δίπλα στο ανατολικό, οι μυτερές στέγες της παλιάς πόλης και οι ίσιες γραμμές του Διεθνούς Συνοικισμού. Ο Τσανγκ προσπαθούσε να μη συλλογίζεται εκείνη ούτε το τι μπορεί να σκεφτόταν γι’ αυτόν. Προσπάθησε να φτύσει καταγής, αλλά το σάλιο είχε πήξει στο στόμα του εξαιτίας της σκόνης. «Χίλιες κατάρες στους φανχί εισβολείς», μουρμούρισε. «Σύντομα η Κίνα θα πατήσει τους Ξένους Διαβόλους». Παρά τις κατάρες του όμως, ένα συγκεκριμένο εισβολέα δεν ήθελε να τον διώξει. Αν τον έδιωχνε, θα έφευγε μαζί κι η δική του ψυχή. και έτσι όπως ήταν σκυμμένος ανάμεσα στα δέντρα και η σκιά του γινόταν ένα με τις δικές τους, η καρδιά του πονούσε για κείνη. και ας ήξερε πως διακινδύνευε περισσότερα απ’ όσα είχε το δικαίωμα.

Από πάνω του, τα κόκκινα δάχτυλα της αυγής έμοιαζαν με χυμένο αίμα. Το νερό ήταν κρύο. Ο Τσανγκ ήταν δεινός κολυμβητής, αλλά τα ρεύματα του ποταμού ήταν άγρια και έπρεπε να κλοτσάει δυνατά για να ελευθερωθεί από τις αρπαγές τους. Ευχαρίστησε τους θεούς για το σταθερό χέρι της αλεπουδίτσας που του είχε ράψει την πληγή στο πόδι. Πηγαίνοντας μέσω του ποταμού, απέφευγε τις σκοπιές και τα πολλά μάτια που παρακολουθούσαν τους δρόμους του Τζαντσόου. Περίμενε μέχρι που σκοτείνιασε. Σαμπάν και μαούνες περνούσαν δίπλα του σκοτεινά, ενώ από πάνω του τα σύννεφα έκρυβαν τ’ αστέρια. Το ποτάμι κρατούσε καλά τα μυστικά του. Όταν έφτασε στην αντίπερα όχθη, στάθηκε ακίνητος δίπλα στο κουφάρι μιας αναποδογυρισμένης βάρκας, με ταυτιά τεντωμένα και τα μάτια ορθάνοιχτα. Βρισκόταν ξανά κοντά σ’ εκείνη. και ύστερα από λίγο, αφού δεν άκουσε ούτε είδε τίποτε, γεμάτος ενθουσιασμό κίνησε για την πόλη. «Α! Πόσο χαίρονται τα μάτια μου που σε βλέπουν!» Ο νεαρός με τη μεγάλη ουλή στο πρόσωπο χαιρέτησε με ανάκούφιση τον Τσανγκ. «Τώρα που γύρισες ζωντανός και βρίζοντας, θα μπορέσω επιτέλους να κοιμηθώ. Πιες, σου χρειάζεται». Οι πυρσοί έκαναν τις σκιές να χορεύουν στους τοίχους. «Σ’ ευχαριστώ, Γιουεσένγκ. Οι γκρίζοι σκορπιοί του Τσανγκ Κάισεκ με πλησίασαν πολύ αυτή τη φορά. Κάποιος πρέπει να τους έδωσε πληροφορίες». Ο Τσανγκ κατέβασε μονορούφι το ποτηράκι με το ρυζόκρασο και αυτό έδωσε ξανά ζωή στα μέλη του. Έβαλε και άλλο. «Όποιος και αν ήταν, θα του κόψουμε τη γλώσσα». Βρίσκονταν σένα υπόγειο. Από τους πέτρινους τοίχους που ήταν καλυμμένοι από λειχήνες έσταζε νερό, αλλά οι χοντροί τοίχοι και

το βαρύ ταβάνι έπνιγαν το θόρυβο του τυπογραφικού πιεστηρίου που δούλευε αδιάκοπα. Από πάνω τους υπήρχε ένα υφαντουργείο με τις μηχανές του να βροντοκοπάνε όλη μέρα, αλλά μόνο ο επιστάτης ήξερε για το μηχάνημα που δούλευε κάτω από τα πόδια των εργατών του. Ήταν συνδικαλιστής, κομμουνιστής, αγωνιστής, και προμήθευε γράσο, μελάνι και κουβάδες ρυζόκρασο στους νυχτερινούς ακτιβιστές. Αφότου κατέλαβαν οι εθνικιστές του Κούομιντανγκ την εξουσία και ο Τσανγκ Κάι-σεκ ορκίστηκε να εξαλείψει την κομμουνιστική απειλή από το πρόσωπο της Κίνας, κάθε ανάσα ήταν επικίνδυνη, κάθε φυλλάδιο και μια πρόσκληση για τον πέλεκυ του δημίου. Μα εδώ, έξι αποφασισμένοι νεαροί ήταν μαζεμένοι γύρω από το πιεστήριο. Έξι ζωές κρέμονταν από μια κλωστή. Ο Γιουεσένγκ έβγαλε ένα κομμάτι παστό ψάρι από το σακούλι του και το έδωσε στον Τσανγκ. «Φάε, φίλε μου, να πάρεις δυνάμεις». Ο Τσανγκ έφαγε το πρώτο του φαγητό ύστερα από τρεις μέρες. «Οι τελευταίες αφίσες είναι καλές», είπε. «Αυτές που απαιτούν καινούργιους νόμους για την παιδική εργασία. Είδα αρκετές καθώς ερχόμουν, μάλιστα μία ήταν καρφωμένη στην πόρτα της αίθουσας του Συμβουλίου». «Ναι», γέλασε ο Γιουεσένγκ. «Δουλειά της Κουάν». Ακούγοντας το όνομα της, μια λεπτή νέα σήκωσε το κεφάλι από τις στοίβες των φυλλαδίων που ετοίμαζε και έκανε νόημα στον Τσανγκ. «Πες μου, Κουάν, πώς τα καταφέρνεις και βρίσκεις τα πιο προσβλητικά μέρη για να κολλήσεις τις αφίσες σου, πάντα κάτω από τη μύτη του Φενγκ Του Χονγκ;» φώναξε ο Τσανγκ για ν’ ακουστεί πάνω από το θόρυβο του πιεστηρίου. «Πετάς συντροφιά με τα πνεύματα της νύχτας, αόρατη για τα ανθρώπινα μάτια;»

Η Κουάν τον πλησίασε. Φορούσε τη φαρδιά μπλε ζακέτα και τα εξίσου φαρδιά παντελόνια μιας αγρότισσας, και ας είχε αποφοιτήσει πρόσφατα από το Πανεπιστήμιο του Πεκίνου με πτυχίο της Νομικής. Είχε μαύρα σοβαρά μάτια. Δεν πίστευε στα γλυκά χαμόγελα που χάριζαν στον κόσμο οι περισσότερες γυναίκες του Τζαντσόου. Όταν οι γονείς της την έδιωξαν από το σπίτι επειδή τους ντρόπιασε κόβοντας τα μαλλιά της κοντά και πήγε να δουλέψει σε εργοστάσιο, αυτό έκανε ακόμη πιο έντονη την επιθυμία της ν αγωνιστεί για τις γυναίκες, για να μην είναι πλέον κτήμα των γονέων ή των συζύγων τους που τις κλοτσούσαν σαν τα σκυλιά. Ήταν άφοβη σαν την αλεπουδίτσα, αλλά μέσα της δεν είχε φωτιά, και ούτε φώτιζε ούτε ζέσταινε. Πού να βρισκόταν τώρα η Λίντια; Όπου και αν ήταν, θα τον έβριζε. Φαντάστηκε τα αλεπουδίσια μάτια της να τον περιμένουν γεμάτα οργή και αυτό τον έκανε να βάλει τα γέλια. Η Κουάν παρεξήγησε την αγαλλίαση του και του χάρισε ένα από τα σπάνια χαμογελά της. «Αυτός ο πρόεδρος του Συμβουλίου που μοιάζει με καμήλα, ο Φενγκ Του Χονγκ, δικαιούται ιδιαίτερη μεταχείριση», του είπε. «Πες μου, τι νέα είχαμε όσον καιρό έλειπα;» Το χαμόγελο της κοπέλας έσβησε. «Χθες ο Φενγκ διέταξε εκκαθαρίσεις στο χυτήριο. Τα έβαλε με όσους ζητούσαν ασφαλέστερες συνθήκες δουλειάς στους φούρνους». «Δώδεκα εργάτες αποκεφαλίστηκαν στην αυλή. σαν προειδοποίηση για τους άλλους». Ο Γιουεσένγκ έφτυσε καταγής και χάιδεψε τη σπαθιά στο πρόσωπο του που έδειχνε να πάλλεται και να σκουραίνει. Ένα κύμα οργής πλημμύρισε τον Τσανγκ. Έκλεισε τα μάτια και συγκέντρωσε τις σκέψεις του. Δεν ήταν ώρα για τέτοια τώρα. Ο

κίνδυνος τους κύκλωνε από παντού. Έπρεπε να ελέγχει το θυμό του. «Θα έρθει και η ώρα του Φενγκ Του Χονγκ», είπε ήρεμα. «Αυτό, σας το υπόσχομαι. και τούτο δω, θα τη φέρει πιο γρήγορα». Από ένα δερμάτινο πουγκί που κρεμόταν από το λαιμό του έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί. Ο Γιουεσένγκ του το άρπαξε, το διάβασε στα γρήγορα και κούνησε το κεφάλι ικανοποιημένος. «Είναι ένα ομόλογο», ανάγγειλε στους άλλους, «για καραμπίνες Γουίντσεστερ. Εκατό!» Έξι πρόσωπα φωτίστηκαν και ένας νεαρός ύψωσε την μελανωμένη γροθιά του σε χαιρετισμό. «Καλά τα κατάφερες!» είπε ο Γιουεσένγκ και η φωνή του ξεχείλιζε από περηφάνια. Ο Τσανγκ ευχαριστήθηκε από τον έπαινο. Με τον Γιουεσένγκ ήταν σχεδόν σαν αδέλφια. Η φιλία τους ήταν ο βράχος που τους στήριζε. Έπιασε τον Γιουεσένγκ από τον ώμο και κοιτάχτηκαν στα μάτια κατανοώντας απόλυτα ο ένας τον άλλο. «Τα νέα από το νότο είναι καλά», του είπε ο Τσανγκ. «Κι ο Μάο Τσε-τουνγκ; Γλιτώνει πάντα ο ηγέτης μας από τις παγίδες που του στήνουν οι σαπιοκοιλιές;» «Τον περασμένο μήνα τους ξέφυγε παρά τρίχα. Το στρατόπεδο του όμως στο Τζιανγκσί μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Σαν μελίσσι μαζεύονται οι άντρες και οι γυναίκες, απ όλη τη χώρα. Με την πίστη στην καρδιά, οπλισμένοι ακόμη και με δρεπάνια. Πλησιάζει η στιγμή που ο Τσανγκ Κάισεκ θα καταλάβει ότι προδίδοντας τη χώρα μας υπέγραψε τη θανατική του καταδίκη». «Είναι αλήθεια πως υπήρξε άλλη μια αψιμαχία κοντά στην Καντόνα την περασμένη βδομάδα;» ρώτησε η Κουάν. «Ναι», αποκρίθηκε ο Τσανγκ. «Ανατινάχτηκε ένα τρένο γεμάτο

στρατιώτες του Κούομιντανγκ και...» Ένας δυνατός ήχος έπνιξε τη φωνή του καθώς η μεταλλική πόρτα του υπογείου άνοιγε απότομα και ένα αγόρι κουτρουβαλούσε πανικόβλητο τη σκάλα. «Ήρθαν οι στρατιώτες!» φώναξε. Ένας πυροβολισμός αντιλάλησε στο υπόγειο και το παιδί έπεσε με τα μούτρα στο πάτωμα με μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα στην πλάτη. Μονομιάς το υπόγειο γέμισε από κίνηση και σαματά. Όλοι ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν, ο Γιουεσένγκ ήταν προετοιμασμένος για μια τέτοια στιγμή. Έσβησαν τους πυρσούς και μέσα στο σκοτάδι ακούστηκαν εχθρικές αρβύλες να κατρακυλάνε στα σκαλιά. Από παντού ακούγονταν διαταγές, σκιές έτρεχαν πέρα-δώθε, ενώ άλλοι δύο πυροβολισμοί αντήχησαν στους τοίχους. Στο βάθος, υπήρχε έτοιμη μια ανεμόσκαλα. Μια καταπακτή άνοιξε και οι σιλουέτες των νεαρών διαγράφηκαν στον σκούρο ουρανό καθώς έβγαιναν ένας ένας. Τελευταίος στη βάση της σκάλας μαζί με τον Γιουεσένγκ, ο Τσανγκ είδε τη σκούρα μορφή ενός στρατιώτη να πλησιάζει και με μια κλοτσιά σαν αστραπή του έσπασε το σαγόνι. Ένα ουρλιαχτό πόνου ακούστηκε και την επόμενη στιγμή ο Τσανγκ είχε αρπάξει το τουφέκι του στρατιώτη και σκόρπιζε σφαίρες το υπόγειο. «Φύγε!» φώναξε στον Γιουεσένγκ. «Όχι! Εσύ πρώτα!» Ο Τσανγκ άγγιξε το φίλο του στο μπράτσο. «Πήγαινε». Ο Γιουεσένγκ δεν καθυστέρησε περισσότερο και όρμησε στη σκάλα. Ο Τσανγκ πυροβόλησε ξανά και ένιωσε μια εχθρική σφαίρα να έρχεται σε απάντηση και να περνάει μέσα από τα μαλλιά του. Μ’ έναν πήδο βρέθηκε και αυτός στο κατόπι του Γιουεσένγκ, ενώ οι σφαίρες σφύριζαν γύρω του.

Ξαφνικά ένιωσε κάτι βαρύ να πέφτει πάνω του από ψηλά. Με την καρδιά του να σπαράζει από τον πόνο, άρπαξε το κορμί του Γιουεσένγκ, το φορτώθηκε στον ώμο, πετάχτηκε από την καταπακτή και άρχισε να τρέχει μέσα στο σκοτάδι.

16 «Λίγο κρασί ακόμη, Λίντια;» «Ευχαριστώ, κύριε Πάρκερ». «Άλφρεντ, επιτρέπεται να πιει και άλλο; Είναι μόλις δεκάξι χρόνων». «Ε, μαμά, είμαι μεγάλη πια». «Όχι όσο νομίζεις, χρυσό μου». Ο Άλφρεντ Πάρκερ χαμογέλασε καλοσυνάτα στη Λίντια και τα γυαλιά του άστραψαν στο φως των κεριών. «Μια φορά, δεν πειράζει. Η αποψινή βραδιά είναι ιδιαίτερη». «Ιδιαίτερη;» Η Βαλεντίνα ύψωσε το φρύδι της κομψά. «Πώς δηλαδή;» «Επειδή πρώτη φορά τρώμε μαζί, έξω. Ελπίζω να είναι η πρώτη φορά από τις πολλές που θα έχω την τιμή να κάθομαι συντροφιά με δύο τόσο ωραίες γυναίκες». Σήκωσε το ποτήρι του προς τη Λίντια και έπειτα στράφηκε στη Βαλεντίνα. Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια για μια στιγμή, πέρασε σκεφτικά το δάχτυλο στο λαιμό της σαν να το σκεφτόταν κι υστέρα τον κάρφωσε με το βλέμμα. Σαν να στήνει παγίδα, συλλογίστηκε η Λίντια που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις αντιδράσεις του Πάρκερ, ο οποίος έγινε ακόμη πιο κοκκινος. Τα αισθησιακά μαύρα μάτια της μητέρας της και τα μισάνοιχτα χείλη της του έκαιγαν το μυαλό και του έκλεβαν πολύ περισσότερα απόσα είχε προσπαθήσει να του κλέψει η Λίντια. «Γκαρσόν!» φώναξε. «Άλλο ένα μπουκάλι Μπορντό, παρακαλώ». Βρίσκονταν σένα εστιατόριο στη Γαλλική Συνοικία και η Λίντια είχε παραγγείλει φιλέτο «ο πουάβρ». Ο Γάλλος μετρ ντοτέλ είχε υποκλιθεί μπροστά της σαν να ήταν κανένα σημαντικό πρόσωπο, αφού μπορούσε να παραγγέλνει τέτοια φαγητά, σένα τέτοιο εστιατόριο. Η κοπέλα φορούσε φυσικά το φουστάνι στο χρώμα

του βερίκοκου και προσπαθούσε να κοιτάζει αδιάφορα τους άλλους πελάτες σαν να βρισκόταν κάθε μέρα εκεί. Κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει ότι απόψε γίνονταν πολλές πρωτιές: πρώτη φορά πήγαινε σε εστιατόριο, πρώτη φορά έτρωγε φιλέτο, πρώτη φορά έπινε κρασί. «Ήμουν σίγουρη πως θα παράγγελνες κάτι καυτερό», της είπε γελώντας η Βαλεντίνα. Η Λίντια παρακολουθούσε προσεκτικά τον Πάρκερ, αντέγραφε τους τρόπους του, έπαιρνε τα μαχαιροπίρουνα που έπαιρνε και εκείνος, και πρόσεχε πώς σκούπιζε ευγενικά την άκρη των χειλιών του με την πετσέτα του. Είχε εκπλαγεί όταν η μητέρα της της είπε ότι ο Άλφρεντ είχε καλέσει και εκείνη σε δείπνο. Άλλη μια πρωτιά. Κανένας άλλος φίλος της μητέρας της δεν είχε συμπεριλάβει και τη Λίντια στα σχέδια του, και αυτό την ανησυχούσε πολύ. Η επιθυμία της όμως να φάει σένα εστιατόριο ήταν τέτοια, ώστε αγνοούσε το ένστικτο της που της έλεγε να μένει όσο πιο μακριά γίνεται από τον κύριο Πάρκερ. «Πολύ καλά, θα έρθω», είχε απαντήσει στη μητέρα της. «Με τον όρο όμως να μη μου αρχίσει την κατήχηση». «Δεν θα σου κάνει κατήχηση». Η Βαλεντίνα την έπιασε από το πιγούνι και της ταρακούνησε το κεφάλι. «Αλλά θα είσαι καλή και ευγενική, όλο γλύκες, έστω και αν αυτό σε πειράζει. Το αποψινό έχει μεγάλη σημασία για μένα». «Και ο Αντουάν;» «Βράστον αυτόν». Και μέχρι στιγμής, όλα είχαν πάει καλά. Εκτός από ένα περιστατικό. Ο Άλφρεντ είχε ρωτήσει τη Λίντια αν ήθελε ένα από τα σαλιγκάρια του και εκείνη απάντησε: β «Όχι, ευχαριστώ, τα έχω βαρεθεί».

Μια άγρια ματιά της Βαλεντίνας και μια κλοτσιά κάτω από το τραπέζι την τάραξαν. «Τρώω συχνά στης φίλης μου της Πόλι. Η μητέρα της τρελαίνεται για σαλιγκάρια». Η Βαλεντίνα σήκωσε το βλέμμα στο ταβάνι. Δεν ήθελε να της θυμίζουν τις τόσες φορές που, μετά τη βροχή, σερνόταν μαζί με την κόρη κάτω από θάμνους και μέσα σε πελούζες για να μαζέψουν σαλιγκάρια, κανένα βάτραχο ή σκουλήκι. και το πόσο βρομούσαν όλα μαζί μέσα στην κατσαρόλα. Η Λίντια χάρισε στον Άλφρεντ ένα χαμόγελο όλο γλύκα. «Κύριε Πάρκερ, η μαμά μου λέει πως είστε δημοσιογράφος. Θα πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρον επάγγελμα». Αυτή τη φορά η μητέρα της ενέκρινε τα λόγια της μ έναν ελαφρό αναστεναγμό. «Ναι, είμαι δημοσιογράφος στον Ημερήσιο Κήρυκα. Πρόκειται για μια πολύ ταραγμένη και σημαντική περίοδο στην ιστορία της Κίνας, μια και ο Τσανγκ Κάι-σεκ φέρνει κάποια λογική και τάξη σε τούτη τη δυστυχισμένη χώρα. Δόξα τω Θεώ! και έτσι, η δουλειά μου είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα». Την κοίταξε χαρούμενος και τη ρώτησε: «Πες μου, Λίντια, εσύ διαβάζεις την εφημερίδα;» Η Λίντια πετάρισε τα βλέφαρα. Δεν καταλαβαίνει αυτός ο άνθρωπος ότι με το αντίτιμο μιας εφημερίδας αγοράζεις δύο μπάο και γεμίζεις το στομάχι σου; «Συνήθως είμαι πολύ απασχολημένη με το διάβασμα για το σχολείο», απάντησε. «Α, ναι, βέβαια. Σε συγχαίρω γι’ αυτό. Θα σου κάνει καλό όμως να διαβάζεις πού και πού καμιά εφημερίδα για να μαθαίνεις τι γίνεται σε τούτο το μέρος. Η γνώση των γεγονότων θα διευρύνει τους νεαρούς ορίζοντες σου». «Οι ορίζοντες μου είναι αρκετά ευρείς, ευχαριστώ. Και τα

γεγονότα τα μαθαίνω κάθε μέρα». Κι άλλη κλοτσιά κάτω από το τραπέζι. «Η Λίντια πηγαίνει στην Ακαδημία Γουίλαμπι», μπήκε στη μέση η Βαλεντίνα αγριοκοιτάζοντας την κόρη της. «Με υποτροφία». Ο Πάρκερ φάνηκε να εντυπωσιάζεται. «Πρέπει να είναι πολύ έξυπνη», είπε και στράφηκε στη Λίντια. «Ξέρω καλά το διευθυντή σου. Θα του μιλήσω για σένα». «Δεν χρειάζεται». Εκείνος γέλασε και της χάιδεψε το χέρι. «Μη φοβάσαι, δεν θα του πω πώς γνωριστήκαμε». Η Λίντια έχωσε τη μύτη της στο ποτήρι και ευχήθηκε να πεθάνει ο Πάρκερ. Η Βαλεντίνα όμως έσπευσε να τη βοηθήσει. «Άλφρεντ, μου φαίνεται πως έχεις δίκιο για την εφημερίδα. Θα της κάνει καλό να διευρύνει τις γνώσεις της. Εξάλλου.» του χαμογέλασε αισθησιακά, «θα με διασκεδάζει κι εμένα να διαβάζω αυτά που γράφεις». «Εν τοιαύτη περιπτώσει, Βαλεντίνα, θα φροντίσω να λαβαίνεις κάθε μέρα τον Ημερήσιο Κήρυκα. Η χαρά μου θα είναι πολύ μεγάλη». Έσκυψε προς το μέρος της, και η Λίντια ήταν σίγουρη πως ανάσαινε το άρωμα της. «Κύριε Πάρκερ.» Με δυσκολία πήρε το βλέμμα του από τη Βαλεντίνα. «Ναι, Λίντια;» «Μπορεί να ξέρω περισσότερα από σας για όσα συμβαίνουν σ’ αυτό το μέρος». Ο Πάρκερ έγειρε πίσω και την κοίταξε μένα ύφος τόσο προσεκτικό, που την έκανε ν’ αναρωτηθεί μήπως τον υποτιμούσε. «Ξέρω ότι η μητέρα σου σ’ έχει ελεύθερη ως ένα βαθμό, πράγμα που σημαίνει ότι τριγυρίζεις περισσότερο από τα πιο πολλά κορίτσια της ηλικίας σου. και πάλι όμως, δεν είναι πολύ

τραβηγμένη αυτή η υπόθεση που κάνεις; Για ένα κορίτσι δεκάξι χρόνων, εννοώ». Η Λίντια ήξερε πως έπρεπε να κλείσει εκεί το θέμα. Να πει άλλη μια γουλιά από το υπέροχο κρασί και να τον αφήσει να κοιτάζει σαν πρόβατο τη μητέρα της. Δεν το έκανε. «Ένα πράγμα που ξέρω είναι ότι ο αγαπημένος σας Τσανγκ Κάισεκ ξεγέλασε τους οπαδούς του», είπε, «και πρόδωσε τις τρεις αρχές πάνω στις οποίες έχτισε τη Δημοκρατία της Κίνας ο Σουν Γιατ-σεν». «Τσορτ βαζμί. Να πάρει ο διάβολος, Λίντια!» «Αυτά είναι ανοησίες. Ποιος γεμίζει το κεφάλι σου με τέτοια γελοία ψέματα;» της είπε ο Πάρκερ συνοφρυωμένος. «Ένας φίλος». Μήπως είχε παλαβώσει; «Είναι Κινέζος». Η Βαλεντίνα ανακάθισε απότομα και χτύπησε το ποτήρι της με τα νύχια. «Και ποιος είναι αυτός ο Κινέζος φίλος;» ρώτησε με παγερή φωνή. «Μου έσωσε τη ζωή». Τη σιωπή που ακολούθησε την έσπασε το γέλιο της Βαλε ντίνας. «Τι ψεύτρα που είσαι, αγάπη μου! Λέγε, πού τον γνώρισες;» «Στη βιβλιοθήκη». «Έτσι εξηγούνται όλα», είπε ο Πάρκερ. «Ένας αριστερός διανοούμενος. Όλο λόγια και καθόλου πράξεις». «Μακριά απ’ αυτόν, αγάπη μου. Κοίτα πώς κατάντησαν τη Ρωσία οι διανοούμενοι. Οι ιδέες είναι επικίνδυνες». Η Βαλεντίνα χτύπησε το τραπέζι. «Σου απαγορεύω να ξαναδείς αυτόν τον Κινέζο». «Α, μην ανησυχείς μαμά. Δεν με νοιάζει πια αν ζει ή αν πέθανε». «Η δεσποινίς Ιβάνοβα, αν δεν κάνω λάθος. Πολύ ενδιαφέρον να σε συναντήσω εδώ». Η Λίντια είχε βγει από την τουαλέτα και περνούσε ανάμεσα από τα τραπέζια και τις χαρούμενες συζητήσεις όταν άκουσε πίσω της

εκείνη τη γυναικεία φωνή. Γύρισε και αντίκρισε δυο ψυχρά γαλανά μάτια που έδειχναν να διασκεδάζουν. «Κόμισσα Σέροβα!» είπε έκπληκτη. «Βλέπω ότι φοράς ακόμη το ίδιο φουστάνι». «Μου αρέσει». «Κι εμένα μου αρέσει η σοκολάτα, μα δεν τρώω συνέχεια. Έλα να σε συστήσω στο γιο μου». Έκανε ένα βήμα στο πλάι και πίσω της φάνηκε ένας νέος. Είχε μακρουλό πρόσωπο, ήταν ψηλός σαν τη μητέρα του κι είχε τα δικά της μαύρα σγουρά μαλλιά και το αλαζονικό της ύφος με τα μονίμως σουφρωμένα χείλη και τα μισόκλειστα βλέφαρα, σαν να μην άξιζε ο κόσμος τόσο ώστε να μπει στον κόπο να τον κοιτάξει. «Αλεξέι, από δω η νεαρή Λίντια Ιβάνοβα. Από την Αγία Πετρούπολη και αυτή. Η μητέρα της είναι πιανίστρια». «Δίνει κοντσέρτα», τη διόρθωσε η Λίντια. Η κόμισσα καταδέχτηκε να χαμογελάσει. «Καλησπέρα, δεσποινίς Ιβάνοβα». Η φωνή του νεαρού ήταν κοφτή. Έκλινε απειροελάχιστα το κεφάλι και κάρφωσε το βλέμμα του κάπου πάνω από το κεφάλι της. «Ελπίζω να διασκεδάζετε». «Περνάω υπέροχα, ευχαριστώ. Το φαγητό είναι θαυμάσιο εδώ, δεν συμφωνείτε;» Έτσι θα μιλούσε και η μητέρα της - χαρούμενα και ανάλαφρα. Η απάντηση του άλλου όμως ήταν μονολεκτική. «Ναι». Κι ύστερα έπεσε μια αμήχανη σιωπή. «Πρέπει να φύγω», είπε βιαστικά η Λίντια. Στράφηκε προς την κόμισσα και την είδε που είχε στυλώσει το βλέμμα της στη Βαλεντίνα που είχε γείρει το κεφάλι κοντά στον Άλφρεντ και του μιλούσε με πολλή οικειότητα. Της Λίντιας, η μητέρα της της φάνηκε πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά, γεμάτη

ζωντάνια μέσα στο μπλε μαρέν φόρεμα της, με τα μαύρα της μαλλιά μαζεμένα στην κορφή του κεφαλιού και τα χείλη κατακόκκινα. «Χάρηκα που σας ξανάδα κόμισσα. Ντα σβιντάνια». «Α! Ώστε απόψε μιλάς και ρωσικά». Η Λίντια δεν έπεσε στην παγίδα της. Χαμογέλασε και επέστρεψε στο τραπέζι της εφαρμόζοντας τις οδηγίες που τους είχε δώσει στο σχολείο η δεσποινίς Ρόλαντ: «Κορίτσια, το ρυθμό να τον δίνουν πάντα οι γοφοί σας. Αν θέλετε να βαδίζετε σαν κυρίες, το ρυθμό να τον δίνουν οι γοφοί σας!» Όπως καθόταν, η Βαλεντίνα σήκωσε το κεφάλι και είδε την κόμισσα Ναταλία Σέροβα και το γιο της, στην άλλη άκρη της αίθουσας. Η Λίντια την είδε να γουρλώνει τα μάτια και ν« γυρίζει απότομα αλλού. και όταν αργότερα οι Σέροφ πέρασαν από μπροστά τους, οι δυο γυναίκες δεν χαιρετήθηκαν. Η Λίντια πήρε ένα από τα σοκολατάκια με μέντα που ήρθαν μαζί με τον καφέ. Αποφάσισε πως ήταν σε θέση να τα συνηθίσει όλα αυτά. Την άφησαν στην εξώπορτα. «Καλόν ύπνο, αγάπη μου». Από το μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου του Πάρκερ, τα δάχτυλα της Βαλεντίνας κουνήθηκαν σε αποχαιρετισμό κι ύστερα χάθηκαν. Το μαύρο Άρμστρονγκ Σίντλι έστριψε τον όγκο του στη γωνία και εξαφανίστηκε. Πάνε σε κάποιο νάιτ κλαμπ, έτσι είπαν. Στο «Ασημένιο Γοβάκι». Η Λίντια απόμεινε μονάχη της στο σκοτάδι. Το ρολόι της εκκλησίας σήμανε έντεκα. Το «Ασημένιο Γοβάκι». Αν χόρευες εκεί μετά τα μεσάνυχτα θα γινόσουν κολοκύθα, σαν την άμαξα της Σταχτοπούτας ή μήπως κόμισσα; Έδιωξε αυτές τις αλλόκοτες σκέψεις από το μυαλό της, ξεκλείδωσε την πόρτα και ανέβηκε τις σκάλες. Ο Άλφρεντ Πάρκερ

ήταν ευγενικός, και πάνω απ’ όλα γενναιόδωρος. ότι ακριβώς χρειάζονταν. Η ζωή τους έδειχνε να καλυτερεύει. Γιατί λοιπόν η ίδια αισθανόταν τόσο άσχημα; Έσπρωξε την πόρτα της σοφίτας και μένα σπίρτο άναψε το κερί πάνω στο τραπέζι. Μονομιάς οι σκιές άρχισαν να χορεύουν στους τοίχους. Το δωμάτιο ήταν ανυπόφορα ζεστό. Το παράθυρο ήταν μισάνοιχτο, αλλά η Λίντια δυσκολευόταν ναναπνεύσει. Πήγε να βγάλει το φουστάνι της, μήπως και δροσιστεί κάπως. «Μην το κάνεις αυτό». Πάγωσε. Η φωνή ακούστηκε σιγανή μα την αναγνώρισε αμέσως και η καρδιά της σφίχτηκε. Στριφογύρισε, αλλά δεν είδε κανέναν. «Ποιος είναι;» φώναξε. «Μην κρύβεσαι στα σκοτάδια». «Εδώ είμαι». Η κουρτίνα μπροστά από το κρεβάτι της κουνήθηκε λιγάκι. Η Λίντια έφτασε εκεί με δυο δρασκελιές και την τράβηξε. Πάνω στο κρεβάτι της καθόταν ο Τσανγκ Αν Λο. «Φύγε». «Άκουσε με, Λίντια Ιβάνοβα. Άκουσε αυτά που έχω να σου πω». «Σε άκουσα. Μου έκλεψες το περιδέραιο μου, το πούλησες κάπου πέρα στο νοτιά και έδωσες αλλού τα λεφτά. Σ άκουσα πολύ καλά. και τώρα περιμένεις να σε πιστέψω;» «Ναι». «Είσαι ψεύτης, λωποδύτης, απατεώνας. Ένας άθλιος ποντικός χωρίς αρχές». Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο σαν το θηρίο, αδιαφορώντας εντελώς για το ότι ήταν μόνο με τα εσώρουχα της. «Μακάρι να είχα αφήσει εκείνον τον αστυφύλακα να σου φυτέψει μια σφαίρα στη μαύρη σου καρδιά». «Ήρθα να σου πω.» «Να μου πεις ότι με λήστεψες. Ωραία, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ. Φύγε τώρα». Του έδειξε την πόρτα. «Να σου πω γιατί το έκανα».

Ο απατεώνας στεκόταν στη μέση του δωματίου, χαλαρός και ήρεμος, λες και της είχε φέρει λουλούδια. Της Λίντιας της ερχόταν να τον πνίξει. Τον είχε εμπιστευτεί. ποιος, εκείνη που δεν εμπιστευόταν κανέναν. και αυτός είχε πετάξει την εμπιστοσύνη της στα σκουπίδια! «Φύγε!» ούρλιαξε. «Εμπρός, φύγε! Ξέρω γιατί το έκανες. δεν θέλω ν’ ακούσω άλλα ψέματα από σένα». Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα τη διέκοψε. «Είσαι καλά, Λίντια;» ακούστηκε μια φωνή απέξω. Ήταν ο κύριος Γιόμαν, από το κάτω πάτωμα. Το βλέμμα της Λίντιας διασταυρώθηκε με του Τσανγκ και αντίκρισε μέσα του τον κίνδυνο. Στεκόταν στις μύτες των ποδιών του, έτοιμος να ορμήσει. «Όχι», του ψιθύρισε άγρια. «Μη». «Έχεις κανένα πρόβλημα, χρυσό μου; Μήπως χρειάζεσαι βοήθεια;» Ο κύριος Γιόμαν ήταν ηλικιωμένος άνθρωπος, δεν θα τα έβγαζε πέρα με τον Τσανγκ. Η Λίντια έτρεξε στην πόρτα και την άνοιξε όσο μια χαραμάδα. Ο ιεραπόστολος στεκόταν στο κεφαλόσκαλο, με τα μαλλιά του όρθια και μια μπρούντζινη μασιά στο χέρι. «Καλά είμαι, κύριε Γιόμαν, σας ευχαριστώ. Απλώς. μαλώνω μένα φίλο. Συγγνώμη που σας ενοχλήσαμε». Ο συνταξιούχος δεν φάνηκε να πείθεται. «Σίγουρα δεν μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;» «Σίγουρα. Ευχαριστώ πάντως». Έκλεισε την πόρτα και ακούμπησε πάνω της βαριανασαίνοντας. Ο Τσανγκ δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του. «Έχεις καλούς γείτονες», είπε σιγανά. «Ναι». Η Λίντια είχε ηρεμήσει κάπως. «Γείτονες που δεν μ’ εξαπατούν με λόγια πονηρά». Στο φως του κεριού, είδε ότι τσιτώθηκε και ότι ετοιμαζόταν να μιλήσει μα δεν τον άφησε. «Έτσι και έρθει τώρα η μητέρα μου και σε βρει εδώ, θα σε γδάρει

ζωντανό, και ας ξέρεις τόσα κόλπα του κουνγκ φου. Γι’ αυτό.» Έπιασε το φουστάνι της και το φόρεσε. «Θα πάμε κάτω στο δρόμο, θα μου πεις αυτά που θέλεις και ύστερα δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ. Κατάλαβες;» Ο Τσανγκ πήρε μια ανάσα τόσο βαθιά, που της φάνηκε ότι ρούφηξε όλο τον αέρα του δωματίου. «Κατάλαβα», είπε. Τον οδήγησε σένα σπίτι δυο δρόμους παρακάτω. Το κουφάρι ενός σπιτιού δηλαδή, που είχε πάρει φωτιά πριν από εννιά μήνες και είχε απομείνει να στέκεται σαν μαυρισμένο δόντι, φωλιά για τα ποντίκια και τις νυχτερίδες. Οι τοίχοι του τους προστάτευαν από τα βλέμματα των περαστικών, αλλά όχι και από τη βροχή που είχε αρχίσει να πέφτει. «Λοιπόν;» Ο Τσανγκ δεν απάντησε αμέσως. Έγινε ένα με τα σκοτάδια και τριγύρισε σαν αέρας μέσα στα χαλάσματα. Όταν βεβαιώθηκε πως δεν κρυβόταν κανένας άλλος εκεί πέρα, γύρισε κοντά στη Λίντια. «Τώρα θα μιλήσουμε», είπε. «Ήρθα να σε βρω για να μιλήσουμε». Το ερείπιο φώτιζε μονάχα μια μικρή αναλαμπή από το φως του δρόμου. Η Λίντια κοίταξε προσεκτικά τον Τσανγκ. Ήταν αλλαγμένος. Κάπως. Το ένιωθε, όπως ένιωθε τη βροχή στο πρόσωπο της. Οι άκρες των χειλιών του έγερναν από μια καινούργια θλίψη που την έκανε να θέλει να τον ακούσει. Αντί γι’ αυτό όμως, τίναξε το κεφάλι και θύμισε στον εαυτό της πως την είχε χρησιμοποιήσει, πως το ενδιαφέρον του για εκείνη ήταν ένα τίποτε. Όλο ψέματα. «Μίλα λοιπόν», του είπε. «Θα σε σκότωνε». «Ποιο;» «Το περιδέραιο».

«Είσαι τρελός». Με τη φαντασία της είδε να φοράει το περιδέραιο και εκείνον να τη στραγγαλίζει. «Όχι. Αλήθεια σου λέω. Θα το πήγαινες στην παλιά πόλη, σε κάποια από εκείνες τις τρύπες των φιδιών που δεν κάνουν ερωτήσεις αλλά κλέβουν τους κλέφτες που τους πάνε τη λεία τους. Κανείς όμως δεν θα το άγγιζε αυτό το περιδέραιο». «Γιατί;» «Διότι ήταν ήδη γνωστό ότι προοριζόταν για δώρο προς την κυρία Τσανγκ Κάι-σεκ και πριν προλάβεις να γυρίσεις στο σπίτι σου, θα σου έκοβαν το λαρύγγι». «Προσπαθείς να με τρομάξεις». «Αν ήθελα να σε τρομάξω, θα μπορούσα να σου πω ένα σωρό άλλα πράγματα». Τα χείλη του εξακολουθούσαν να στάζουν θλίψη. Η Λίντια τα κοίταξε με προσοχή, και τα πίστεψε. και εκεί, κάτω από τον ουρανό, τον μαύρο σαν το θάνατο, μέσα στα άθλια ερείπια, η καρδιά της ένιωσε ανακούφιση. «Φαίνεται πως σου χρωστάω για άλλη μια φορά τη ζωή μου», είπε ανατριχιάζοντας. «Είμαστε δεμένοι εσύ και εγώ». Το χέρι του κινήθηκε μέσα στη δέσμη του κίτρινου φωτός που έπεφτε ανάμεσα τους από τη λάμπα του δρόμου και την άγγιξε στο μπράτσο. Στιγμιαία, σαν φτερούγισμα πεταλούδας. «Η μοίρα σου κι η μοίρα μου είναι δεμένες με ράμματα τόσο δυνατά σαν αυτά που μου κάνες στο πόδι». Η φωνή του ήταν απαλή όπως το άγγιγμα του. Η Λίντια ένιωσε το θυμό μέσα της να σβήνει, να τον παρασέρνει η βροχή. Αν ήταν ψέματα και αυτά και τα επιδέξια χείλη του την έκαναν να τα πιστέψει; Σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της και τα έσφιξε, να μην της φύγει τελείως ο θυμός.

Τον χρειαζόταν. Ήταν η θωράκιση της. «Δέσιμο σημαίνει να μοιραζόμαστε πράγματα, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε. «Κι επίσης δεν αλλάζει το γεγονός ότι το περιδέραιο ήταν δικό μου. Αν το πούλησες κάπου στα νότια όπου δεν ήξεραν πόσο σημαντικό είναι, τότε πρέπει να μοιραστούμε τουλάχιστον τα χρήματα. Μισά μισά. Για μένα αυτό είναι το τίμιο», είπε και του άπλωσε ανοιγμένη τη χούφτα της. Ο Τσανγκ γέλασε. Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγε να γελάει και αυτό την άγγιξε βαθιά μέσα της. Για πρώτη φορά, ξέχασε έστω και προς στιγμήν τον ατέλειωτο αγώνα της. «Λίντια Ιβάνοβα, είσαι σκέτη αλεπού. Άμα χώσεις κάπου τα δόντια σου, τα κρατάς συνέχεια εκεί». Η Λίντια δεν ήξερε αν επρόκειτο για προσβολή ή φιλοφρόνηση, αλλά δεν κάθισε να το ανακαλύψει. «Πόσα πήρες για το περιδέραιο;» Τα μαύρα του μάτια την κοίταξαν εξεταστικά, ενώ τα χείλη του γελούσαν ακόμη. «Τριάντα οχτώ χιλιάδες δολάρια». Εκείνη σωριάστηκε σένα χαμηλό τοίχο και έπιασε το κεφάλι της. «Τριάντα οχτώ χιλιάδες δολάρια. Ολόκληρη περιουσία», ψιθύρισε. «Δική μου περιουσία». Κάτι σύρθηκε στο πάτωμα και όρμησε προς την πόρτα. Ο Τσανγκ το πάτησε δυνατά. Ήταν μια νυφίτσα. «Τριάντα οχτώ χιλιάδες», επανέλαβε αργά η Λίντια και οι λέξεις κολλούσαν στο στόμα της σαν μέλι. «Όσες ζωές χάθηκαν στη Σανγκάη και την Καντόνα». Μα τι ήταν αυτά που έλεγε ο Τσανγκ; Τι δουλειά είχε η Καντόνα με τις τριάντα οχτώ χιλιάδες της; Τότε κάτι έκανε «κλικ» μες στο μυαλό της. Πέρσι είχε γίνει μια σφαγή εκεί πέρα. Θυμόταν που μιλούσαν όλοι γι’ αυτήν. και ύστερα, στη Σανγκάη, με διαταγή του

Τσανγκ Κάι-σεκ οι εθνικιστές του Κούομιντανγκ έστησαν ενέδρα στους κομμουνιστές και τους εξόντωσαν σε αιματηρές οδομαχίες. Εκκαθάριση, το είπαν, μα δεν ήταν κάτι καινούργιο στην Κίνα. Πάντα υπήρχαν κάποιοι αρχηγοί που έκαναν συνθήκες μεταξύ τους και ύστερα πρόδιδαν ο ένας τον άλλο και σφάζονταν άγρια. Τι το ιδιαίτερο είχε λοιπόν η Καντόνα; Γιατί αναφερόταν ο Τσανγκ σ’ αυτό το ιδιαίτερο συμβάν; Γύρισε και τον κοίταξε. Τον έκρυβαν οι σκιές, αλλά η οργή στη φωνή του πρόδιδε τα συναισθήματα του. και ξαφνικά η Λίντια άρχισε να καταλαβαίνει. Τινάχτηκε όρθια. «Είσαι κομμουνιστής, ε;» Εκείνος δεν απάντησε. «Είναι πολύ επικίνδυνο», τον προειδοποίησε. «Τους αποκεφαλίζουν τους κομμουνιστές». «Και τους κλέφτες τους βάζουν στη φυλακή». Κοιτάχτηκαν μέσα στο σκοτάδι, κατηγορώντας σιωπηλά ο ένας τον άλλο. Η Λίντια ανατρίχιασε, τούτη τη φορά όμως ο Τσανγκ δεν την άγγιξε. «Εγώ κλέβω για να επιβιώσω», είπε ξερά η κοπέλα. «Όχι για να υπηρετήσω ένα διανοουμενίστικο ιδανικό». Απομακρύνθηκε από τον Τσανγκ. «Δεν έχω τα μέσα για ν’ ασχολούμαι με ιδανικά». Αθόρυβα, εκείνος βρέθηκε ξανά μπροστά της. Η βροχή έκανε το δέρμα του και τα κοντοκουρεμένα του μαλλιά να γυαλίζουν. «Λίντια Ιβάνοβα, κοίταξε εδώ». Κοίταξε. Από τα δάχτυλα του κρεμόταν η νεκρή νυφίτσα. «Αυτό», της είπε, «θα είναι το δείπνο μου απόψε. Εγώ δεν τρώω σε εστιατόρια χρησιμοποιώντας γλυκά χαμόγελα και ψευτιές. Μη μιλάς λοιπόν σ’ εμένα για το κόστος των ιδανικών. Όχι σ’ εμένα». Η Λίντια ένιωσε τα μαγουλά της να καίνε. «Ας κάνουμε τώρα τους λογαριασμούς μας», είπε ξερά.

«Θέλω το μερίδιο μου από τα χρήματα». «Πάντα πεινασμένη, σαν αλεπού. Ορίστε λοιπόν, φάε». Της έδωσε ένα δερμάτινο πουγκί. Ήταν ελαφρύ. Πολύ ελαφρύ. Πήγε εκεί που έπεφτε το φως του δρόμου, άνοιξε βιαστικά το πουγκί και άδειασε το περιεχόμενο του στη χούφτα της. Τούτη τη φορά δεν έπεσαν ρουμπίνια από το σακούλι αλλά μερικά νομίσματα. Μα τι νόμιζε αυτός, πως θα της έκλεινε το στόμα με δαύτα; Τα ένιωσε λεία και ζεστά στην παλάμη της - το τίμημα της προδοσίας του. Τόσο λίγο άξιζε γι αυτόν; Με τρεις δρασκελιές βρέθηκε μπροστά του. Σήκωσε το χέρι και του πέταξε κατάμουτρα τα ασημένια νομίσματα. «Πήγαινε στο διάβολο, Τσανγκ Αν Λο. Ποιος ο λόγος να μου σώσεις τη ζωή αφού τώρα μου την καταστρέφεις;» Δεν γύρισε στο σπίτι της. Δεν άντεχε στην ιδέα να βρεθεί μονάχη της σ’ εκείνο το άθλιο δωμάτιο. Άρχισε λοιπόν να περπατάει γρήγορα, ζωηρά, λες και με το περπάτημα θα ξεθύμαινε. Τέτοια ώρα οι δρόμοι δεν ήταν ασφαλείς. Στον Διεθνή Συνοικισμό ακούγονταν συνέχεια ιστορίες για απαγωγές και βιασμούς, αλλά αυτό δεν θα τη σταματούσε απόψε. Ήθελε να πάει στο ποτάμι, να ξεφύγει απ’ όλους αυτούς που συνωστίζονταν για λίγο χώρο στο Τζαντσόου και ν’ ανασάνει πιο ελεύθερα. Δεν θα το ρισκάριζε ούτε καν αυτή. Εκεί, έλεγαν στα καλά σπίτια πάνω στο λόφο, τριγύριζαν άντρες με μαχαίρια που έτρωγαν ανθρώπινη σάρκα. Ήταν εξοργισμένη με τον Τσανγκ, αλλά πιο πολύ ήταν εξοργισμένη με τον εαυτό της, που τον είχε αφήσει να μπει στην ψυχή της και να την κάνει να νιώσει. Πώς;. Ε, άι στο διάβολο! Τριάντα οχτώ χιλιάδες δολάρια. Ο Πάρκερ της είχε πει ότι μία αγγλική λίρα είχε δώδεκα κινέζικα δολάρια. Έφταναν και με το παραπάνω γι’ αυτά που ήθελε: δύο διαβατήρια, δύο ατμοπλοϊκά

εισιτήρια για την Αγγλία κι ένα σπιτάκι από κόκκινα τούβλα που θα είχε εσωτερικό μπάνιο και παρκέ στα πατώματα για να χορεύουν. Α, και ένα παρτέρι με γρασίδι για τον Σουν Γιατ-σεν. Δεν άντεχε άλλο να τα σκέφτεται αυτά, όμως η εικόνα του Τσανγκ δεν έφευγε από το μυαλό της. Είχε κάτι το διαφορετικό. Είχε αδυνατίσει μα δεν ήταν αυτό. Κάτι στο πρόσωπο του. στα μάτια, στο σφιγμένο του στόμα. Την είχε ξαναδεί αυτή την έκφραση στην Πόλι, τότε που ένα αυτοκίνητο πάτησε την αγαπημένη της γάτα, την Μπέντζι. Ήταν μια έκφραση που δήλωνε διαρκή οδύνη, βαθιά οδύνη. Ήθελε να μάθει τι του είχε συμβεί, ενώ συγχρόνως ορκιζόταν πως δεν θα του ξαναμιλούσε ποτέ. Απόψε την είχε κάνει να νιώσει. Τι;. Τι; Άσχημα. Την είχε κάνει να νιώσει άσχημα με τον εαυτό της. Σκαρφάλωσε μια σιδερένια πύλη και πήδησε από την άλλη μεριά της ήταν πολύ εύκολο- και μέσα στη βροχή έκανε το γύρο ενός σπιτιού και βρέθηκε στο πίσω μέρος του. «Λίντια! Είσαι μούσκεμα!» Αγουροξυπνημένη, η Πόλι κοίταζε τη φίλη της με γουρλωμένα και κατάπληκτα μάτια. «Συγγνώμη που σε ξύπνησα, μα έπρεπε οπωσδήποτε να σου πω.» Η Πόλι της τραβούσε το βρεγμένο φόρεμα κουνώντας το κεφάλι με απογοήτευση. «Ελπίζω να μην καταστράφηκε», είπε. «Αχ, Πόλι, παράτα το φόρεμα. Το έχω βρέξει και άλλη φορά, αλλά στέγνωσε μια χαρά. Σχεδόν, δηλαδή. Έμειναν κάνα-δυο λεκέδες στο σατέν, δεν πειράζει άμα μείνουν κι άλλοι». Η Πόλι πέρασε προσεκτικά το φόρεμα σε μια κρεμάστρα και πέταξε στη Λίντια μια ρόμπα. «Φόρεσε την». Η Λίντια βρήκε πολύ παιδική την άσπρη ρόμπα με τα ροζ ελεφαντάκια, αλλά τη φόρεσε για να σκεπάσει το κοκαλιάρικο

κορμί της. Το κορμί της Πόλι ήταν γεμάτο και απαλό, με στήθη ήδη σχηματισμένα, ενώ της Λίντιας ήταν ακόμη άγουρα. «Μη φοβάσαι, και όταν αρχίσεις να τρως λιγάκι, θα φουσκώσουν», της έλεγε η μητέρα της, ωστόσο η Λίντια δεν ήταν και πολύ σίγουρη γι’ αυτό. Η Πόλι κάθισε στο κρεβάτι και χτύπησε το στρώμα δίπλα της. «Έλα, κάθισε και πες μου τα όλα». Ένα από τα πράγματα που αγαπούσε η Λίντια στην Πόλι, ήταν και αυτό: ήταν βολική. Μπορούσες να την ξυπνήσεις μες στη μέση της νύχτας, και αυτή να σε δεχτεί με χαρά. «Για πες, πώς τα πήγατε;» ρώτησε λάμποντας από ενθουσιασμό η Πόλι. «Σου άρεσε;» «Ποιος;» «Ο Άλφρεντ Πάρκερ, ποιος άλλος; Γι’ αυτόν δεν ήρθες να μου μιλήσεις;» «Α, ναι, βέβαια. Το δείπνο στο Λικόρν». «Λοιπόν, τι έγινε;» «Πλάκα είχε. Έφαγα γαρίδες με σάλτσα σκόρδου». Φύσηξε προς το πρόσωπο της Πόλι για επιβεβαίωση. «Και φιλέτο ο πουάβρ και.» «Δεν μ’ ενδιαφέρει το φαγητό! Εκείνος πώς ήταν;» «Ο κύριος Πάρκερ;» «Ναι, χαζή!» «Ήταν. ευγενικός». Αυτό ακριβώς ήταν. «Τι βαρετό!» «Α, ναι, είναι βαρετός σαν μάθημα λατινικών. Πιστεύει πως ξέρει τα πάντα και θέλει να το πιστεύεις και εσύ. Μου φαίνεται πως του αρέσει να τον θαυμάζουν». «Μη γίνεσαι χαζή, Λιντ». Η Πόλι χασκογέλασε. «Έτσι είναι όλοι οι άντρες». «Αλήθεια;»

«Αλήθεια. Δεν το έχεις προσέξει; Η μητέρα σου είναι πολύ καλή σ’ αυτό, γι’ αυτό μαζεύει όλους τους άντρες γύρω της». «Νόμιζα πως τους μαζεύει επειδή είναι όμορφη». «Δεν φτάνει να είσαι όμορφη. Πρέπει να είσαι και έξυπνη». Κούνησε χαμογελώντας το κεφάλι της. «Η δική μου μητέρα είναι εντελώς άχρηστη σ’ αυτά». «Εμένα μου αρέσει έτσι όπως είναι.» «Κι εμένα», είπε η Πόλι μένα μορφασμό. «Κοιμούνται τώρα οι γονείς σου;» «Όχι, έχουν πάει σε μια δεξίωση στου στρατηγού Στόουμπριτζ. Θ’ αργήσουν πολύ να γυρίσουν». Η Πόλι σηκώθηκε. «Μόνο οι υπηρέτες είναι εδώ, και αυτοί βρίσκονται στα δωμάτια τους. Γι’ αυτό και εμείς θα πάμε κάτω να φτιάξουμε κακάο». Η Λίντια πήδησε από τη χαρά της «Αχ, ναι!» Κατέβηκαν στην κουζίνα. «Πάω να δω τι κάνει ο Τόμπι», είπε η Πόλι και εξαφανίστηκε στο πλυσταριό. Η Λίντια βγήκε στο χολ. Έσκυψε στην πόρτα του σαλονιού για να δει το μπρούντζινο χωνί του φωνογράφου, ελπίζοντας πως η θέα του θα την έκανε να ξεχάσει τον Τσανγκ μα τίποτε. Δίπλα στο σαλόνι ήταν το γραφείο του πατέρα της Πόλι, που η πόρτα του ήταν μονίμως κλειστή. Η Λίντια έστριψε το πόμολο, έτσι γι’ αστείο, και η πόρτα άνοιξε. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, μα δεν τολμούσε ν’ ανάψει το φως. Ένα μακρύ φωτεινό παραλληλόγραμμο ξεκινούσε από την πόρτα και έφτανε ίσια πάνω στο μεγάλο δρύινο γραφείο που βρισκόταν στη μέση του δωματίου. Πάνω του βρισκόταν ένα μεγάλο δερματόδετο βιβλίο. Η Λίντια προχώρήσε σαν μαγνητισμένη και έσκυψε. Στο εξώφυλλο ήταν τυπωμένη με χρυσά γράμματα μια λέξη: ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ. Το άνοιξε και γύρισε τις σελίδες μέχρι που

έφτασε στην ημερομηνία του κοντσέρτου. Σάββατο 14 Ιουλίου. Ο γραφικός χαρακτήρας του Μέισον ήταν βιαστικός και κακός. Ήταν γραμμένα διάφορα ραντεβού, και κάτω κάτω, με μικρά γράμματα, έγραφε Β.Ι. στη Λέσχη». και υπογραμμισμένο. Β. Ι. Βαλεντίνα Ιβάνοβα. Άρα η συνάντηση τους δεν ήταν τυχαία. «Λίντια!» ακούστηκε από την κουζίνα η φωνή της Πόλι. «Έρχομαι!» φώναξε η Λίντια και έψαξε τις προηγούμενες σελίδες. μία φορά κάθε μήνα. Από τον Ιανουάριο ως τον Ιούλιο. Έψαξε παρακάτω. Άλλη μία συνάντηση ήταν προγραμματισμένη για τις 18 Αυγούστου. «Λιντ;» Η φωνή της Πόλι ακούστηκε από πιο κοντά. Η Λίντια έκλεισε το ημερολόγιο και πήγε στην πόρτα τη στιγμή που η Πόλι την έσπρωχνε νανοίξει. «Τι κάνεις εδώ;» Τα γαλάζια της μάτια ήταν γουρλωμένα από φρίκη. «Δεν επιτρέπεται σε κανέναν να μπαίνει εδώ μέσα, ούτε καν στη μητέρα μου». Η Λίντια ανασήκωσε τους ώμους μα δεν απάντησε. Το στόμα της ήταν τελείως ξερό. Τα κορίτσια ήταν στην κουζίνα και φυσούσαν το κακάο τους να κρυώσει. Η Πόλι ξεκαρδιζόταν στα γέλια καθώς η Λίντια της περιέγραφε πώς γλιστρούσαν τα γυαλιά του Πάρκερ πάνω στη ροδαλή μύτη του όταν η μητέρα της του ζήτησε να διώξει ένα ψίχουλο που είχε πέσει στο λαιμό της. Ξαφνικά άκουσαν το κλειδί στην εξώπορτα. Η Πόλι πάγωσε. Η Λίντια κινήθηκε γρήγορα. Άδειασε αστραπιαία το κακάο της στο νεροχύτη, έκρυψε την κούπα σένα ντουλάπι και κρύφτηκε πίσω από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας. «Πόλι; Εσύ είσαι;» Η φωνή του Μέισον αντήχησε μες στην ησυχία.

Η Λίντια φοβήθηκε πως η φίλη της θα έμενε σαν μαρμαρωμένη, αλλά εκείνη τα κατάφερε να κουνήσει τα πόδια της και να βγει στο χολ. «Γεια σου, πατέρα. Περάσατε ωραία στη δεξίωση;» «Τι στην ευχή κάνεις ξύπνια τέτοια ώρα;» «Δεν είχα ύπνο. Κάνει πολλή ζέστη και δίψασα». Προφανώς ο Μέισον είχε κατεβάσει αρκετά κονιάκ και δεν κατάλαβε πόσο αφύσικη ακουγόταν η φωνή της κόρης του. «Α, κοριτσάκι μου.» μουρμούρισε η Άνθια. «Θα σου φτιάξω μια δροσερή λεμονάδα». «Ευχαριστώ, αλλά ήπια». «Τότε θα φτιάξω για μένα. Έχω έναν τρομερό πονοκέφαλο». Ο ήχος από τα ψηλά τακούνια πλησίασε προς τη Λίντια. «Μαμά.» «Ναι;» «Πάμε να καθίσουμε στο σαλόνι να μου πεις πώς ήταν η δεξίωση και τι φορούσε πάλι η κυρία Λίμπερσταϊν». «Είναι πολύ αργά για τέτοιες ανοησίες», την έκοψε ο Μέισον. «Έπρεπε να κοιμάσαι». «Αχ, σε παρακαλώ!» «Όχι. Δεν θα το ξαναπώ. Επάνω, γρήγορα». «Μα.» «Πόλι, κάνε ότι σου λέει ο πατέρας σου. Θα μιλήσουμε αύριο για τη δεξίωση, σου το υπόσχομαι». Παύση. και ύστερα ήχος από γυμνά πόδια που απομακρύνονταν. Η Λίντια κράτησε την ανάσα της. Η πόρτα της Πόλι έκλεισε πάνω και το ζευγάρι άρχισε να λογομαχεί. «Άνθια, είσαι υπερβολικά επιεικής με τη μικρή». «Μα όχι.»

«Ναι, είσαι. Αν δεν ήμουν εγώ, θα την άφηνες να κάνει ότι της κατεβαίνει. Δεν το ανέχομαι αυτό. Πρέπει να της μαθαίνεις τι σημαίνει σωστή συμπεριφορά». «Σαν την αποψινή τη δική σου;» «Τι εννοείς ακριβώς;» Σιωπή. «Απαιτώ να μάθω τι υπονοείς». Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και ύστερα είπε: «Κρίστοφερ, ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ». «Δεν είμαι κανένας μάντης!» «Εννοώ εκείνη την Αμερικανίδα στη δεξίωση. Έτσι θα ήθελες να συμπεριφέρεται και η Πόλι;» «Για όνομα του Θεού! Γι’ αυτό με σήκωσες να φύγουμε έτσι νωρίς; Άνθια, μη γίνεσαι γελοία. Η γυναίκα μου φέρθηκε φιλικά και της το ανταπέδωσα. Αυτό είν’ όλο. Με τον άντρα της έχω εμπορικές επαφές. Αν έβγαινες πιο πολύ έξω, αν έκανες λίγο κέφι.» «Σας είδα πώς φερόσασταν φιλικά στη βεράντα». Το χαστούκι αντήχησε σε όλο το χολ και έπειτα ακούστηκε ένα βογκητό. Η Λίντια βγήκε από την κουζίνα, αλλά το ζευγάρι ήταν πολύ απασχολημένο με τον καβγά του για να την προσέξει. Ο Μέισον ήταν σκυμμένος σαν ταύρος, έτοιμος να ορμήσει, και το χέρι του πήγαινε να χτυπήσει ξανά τη γυναίκα του. Εκείνη είχε γείρει προς τα πίσω κρατώντας το κατακόκκινο μάγουλο της. Το σκουλαρίκι είχε εξαφανιστεί από τ’ αυτί της. Τα γαλάζια της μάτια ήταν τεράστια και ολοστρόγγυλα σαν της Πόλι, μα ξεχείλιζαν από τόση απελπισία που η Λίντια δεν κρατήθηκε άλλο και όρμησε. Πολύ αργά όμως. Ένα καινούργιο χαστούκι έστειλε την Άνθια στον τοίχο. Κρατήθηκε από την ομπρελοθήκη, βρήκε την ισορροπία της και έτρεξε να κλειστεί στο σαλόνι. Ο Μέισον όρμησε στην τραπεζαρία, όπου, όπως ήξερε η Λίντια,

είχαν το κονιάκ. Με μια κλοτσιά έκλεισε πίσω του την πόρτα. Η Λίντια απόμεινε στη μέση του χολ τρέμοντας από οργή. Από το σαλόνι ακούγονταν πνιχτοί λυγμοί. Ήθελε να τρέξει στην Άνθια, μα ήξερε πως δεν θα ήταν ευπρόσδεκτη. και έτσι, αδιαφορώντας για το θόρυβο, ανέβηκε στο δωμάτιο της Πόλι. Με την πρώτη ματιά κατάλαβε πως η φίλη της είχε ακούσει αρκετά. Παραπάνω από αρκετά. Τα χειλη της ήταν τόσο σφιγμένα που είχαν γίνει κάτασπρα. Καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού της, έσφιγγε μια κούκλα στην αγκαλιά της και η ανάσα της έβγαινε κοφτή. Η Λίντια κάθισε δίπλα της και της έσφιξε το χέρι. Η Πόλι έγειρε πάνω της αμίλητη.

17 Ο Τσανγκ ήταν ακόμη εκεί όταν η αλεπουδίτσα επέστρεψε στο καμένο σπίτι. Την περίμενε στο σκοτάδι, ξέροντας πως θα ξαναγυρίσει. Η βροχή είχε σταματήσει και μια λεπτή φέτα φεγγαριού έστελνε τις ακτίνες της στα βρεγμένα τούβλα και σένα από τα νομίσματα που είχε πετάξει η Λίντια. Ο Τσανγκ ήξερε πως δεν είχε γυρίσει για τα χρήματα. Από τον τρόπο που στάθηκε στο άδειο κατώφλι, κατάλαβε πως δεν κουβαλούσε πια θυμό στην ψυχή της ούτε ήθελε να τον σφάξει, και ευχαρίστησε τους θεούς. Ωστόσο κάτι τη βάραινε και οι ώμοι της ήταν τόσο γερτοί. Πονούσε που την έβλεπε έτσι. «Τσανγκ Αν Λο», του φώναξε, προσπαθώντας να διακρίνει μες στο σκοτάδι, «δεν σε βλέπω, αλλά ξέρω πως είσαι εδώ». Πώς το ήξερε; Αισθανόταν και εκείνη την παρουσία του έτσι όπως αισθανόταν και αυτός τη δική της; Έκανε ένα βήμα και βρέθηκε κάτω από το φως του φεγγαριού. «Λίντια Ιβάνοβα, με τιμά η επιστροφή σου». Της έκανε μια βαθιά υπόκλιση για να της δείξει ότι δεν ήθελε ν’ ανταλλάξουν άλλες σκληρές κουβέντες. «Γιατί έγινες κομμουνιστής;» τον ρώτησε εκείνη και κάθισε σένα σωρό πέτρες. «Τι τρέλα είναι αυτή;» «Πιστεύω στην ισότητα». «Πολύ απλά τα λες». «Είναι απλά. Η απληστία των ανθρώπων είναι που τα κάνει περίπλοκα». Η Λίντια έβγαλε ένα χλευαστικό ήχο που ακούστηκε σαν φτάρνισμα. Ο Τσανγκ τα χασέ. Καμιά Κινέζα δεν θα έκανε έτσι μπροστά σ’ έναν άντρα. «Τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά», είπε. «Μπορούν να γίνουν».

Οι μανδαρίνοι του δυτικού της κόσμου είχαν γεμίσει με τόσα ψέματα το κεφάλι της, που δεν έβλεπε πλέον την πραγματικότητα. Δεν ήξερε τίποτε αληθινό για την Κίνα. Ο Τσανγκ έκανε πίσω και κάθισε ανακούρκουδα με την πλάτη του να στηρίζεται στον τοίχο. Προσπάθησε να τη δει πιο καθαρά. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ακούσει τόσο κενή τη φωνή της, ποτέ άλλοτε δεν την είχε δει τόσο ακίνητη. «Ξέρεις ότι οι γυναίκες και τα παιδιά τα πουλάνε ακόμη σκλάβους;» τη ρώτησε ευγενικά για να μην την εξαγριώσει. «Ότι τα αφεντικά που βρίσκονται μακριά, στις πόλεις, αρπάζουν από τους χωρικούς την τροφή απ’ το τραπέζι τους και τη σοδειά απ’ τα χωράφια τους; Ότι ο στρατός παίρνει απ’ τα χωριά τους γερούς άντρες, αφήνοντας τους ηλικιωμένους και τους αδύναμους να πεθαίνουν από την πείνα στους δρόμους; Τα ξέρεις αυτά;» Εκείνη τον κοίταξε ανέκφραστη. «Η Κίνα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει», του είπε. «Είναι πολύ μεγάλη και πολύ αρχαία. Στο σχολείο έμαθα πως οι αυτοκράτορες κυβερνούσαν εδώ σαν θεοί, επί χιλιάδες χρόνια. Δεν μπορείτε.» «Μπορούμε». Φούντωσε ολόκληρος στη σκέψη όλων εκείνων που έπρεπε να γίνουν. Ήθελε να τα πει και σ’ εκείνη. «Μπορούμε να κάνουμε τους ανθρώπους ελεύθερους: ελεύθερους να σκεφτούν, ελεύθερους να δουλέψουν με δίκαιες αμοιβές, ελεύθερους ν’ αποκτήσουν δική τους γη. Στους εργάτες της Κίνας φέρονται χειρότερα και απ’ τα γουρούνια. Τους πατάνε σαν τα σκαθάρια μες στην κοπριά. Οι πλούσιοι όμως τρώνε με χρυσά κουτάλια και μελετάνε τα γραπτά του Κομφούκιου για να δουν πώς θα γίνουν ενάρετοι». Έφτυσε καταγής. «Για βάλε έναν τέτοιο ενάρετο να δουλέψει πεσμένος στα τέσσερα στα χωράφια, για μία μέρα μόνο. και τότε θα δούμε τι

έχει μεγαλύτερη αξία - μια τέλεια λέξη σε κάποιο ποίημα του Πο Τσου-ι ή μια γαβάθα ρύζι;» Άδραξε ένα σπασμένο τούβλο και το κοπάνησε με μανία στον τοίχο πλάι του. «Βάλτον να φάει το ποίημα του!» «Εσύ όμως έχεις φάει ποιήματα». Η φωνή της Λίντιας φανέρωνε ανυπομονησία. «Είσαι μορφωμένος και ξέρεις πως μόνο με τη μόρφωση προχωρεί κανείς. Μου έχεις πει ότι κατάγεσαι από πλούσια οικογένεια, είχες δασκάλους και.» «Αυτά υπήρχαν πριν ανοίξω τα μάτια μου. Έβλεπα τους δικούς μου να μεταφέρονται πάνω στις τσακισμένες πλάτες των σκλάβων και ντρεπόμουν. Η μόρφωση πρέπει να είναι για όλους, και για τους άντρες και για τις γυναίκες. Όχι μόνο για τους πλούσιους. Επίσης, πρέπει ν’ ανοίγει το πνεύμα και στο μέλλον και στο παρελθόν». Στο μυαλό του ήρθε η Κουάν με το πτυχίο της Νομικής και την. άγρια αποφασιστικότητα. Ήθελε τόσο πολύ να μορφώσει τους εργάτες, που πήγε να δουλέψει δεκάξι ώρες τη μέρα σένα άθλιο εργοστάσιο όπου από ατυχήματα και εξάντληση πέθαιναν δέκα εργάτες την εβδομάδα. Τούτη η αλεπουδίτσα δεν ήξερε τίποτε για όλα αυτά. Ανήκε στους προνομιούχους, άπληστους ιανκ που είχαν αποσπάσει μεγάλα κομμάτια της πατρίδας του με τα πολεμικά τους πλοία και τα καλολαδωμένα τουφέκια τους. Τι δουλειά είχε μαζί της; Αν της ζητούσε ν’ αλλάξει τον τρόπο της σκέψης της, θα ήταν σαν να ζητούσε από μια τίγρη ν’ αλλάξει τις ρίγες της. Σηκώθηκε. Θα την παρατούσε εκεί, με τα σκόρπια νομίσματα της και τις κλοπές της. Κάποια μέρα θα την έπιαναν, όσο και αν εκείνος την πρόσεχε. «Φεύγεις;» «Ναι». Μ’ έναν πόνο στο στήθος, υποκλίθηκε βαθιά και με

σεβασμό. «Μη φύγεις». Ο Τσανγκ έκλεισε τ’ αυτιά και της γύρισε την πλάτη. «Αποχαιρέτησε με τότε». Η φωνή της συνοδεύτηκε από ένα λυγμό, σαν να ήξερε πως αυτή τη φορά εκείνος δεν θα ξαναρχόταν. Του άπλωσε το χέρι όπως έκαναν οι ξένοι. Την πλησίασε, έσκυψε να πιάσει το μικρό της χέρι, και στα ρουθούνια του έφτασε η μυρωδιά από τα βρεγμένα μαλλιά της. Τη ρούφηξε βαθιά μέσα του, μέχρι που τον γέμισε ολόκληρο, όπως γεμίζει η ομίχλη τον ουρανό. Συνέχισε να της σφίγγει το χέρι, ανίκανος να τ’ αφήσει. Το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο και το πρόσωπο της βυθίστηκε στο σκοτάδι. «Πες μου, Τσανγκ Αν Λο», η φωνή της ακούστηκε ψιθυριστή, «τι σκοπεύουν να κάνουν με τους ξένους οι κομμουνιστές;» «Θάνατος στους φανκί», αποκρίθηκε εκείνος, ωστόσο δεν ήθελε με τίποτε το θάνατο της. «Τότε και εγώ πρέπει να χαρίσω την αφοσίωση μου στον Τσανγκ Κάι-σεκ», είπε η Λίντια. Η φωνή της φανέρωνε πως χαμογελούσε. Ο Τσανγκ δεν ήθελε να του λέει τέτοια πράγματα, ούτε γι αστείο. Ο θυμός γέμισε το στόμα του με μια γεύση σαν στάχτη. «Λίντια Ιβάνοβα, σε προειδοποιώ πως κάποια μέρα οι κομμουνιστές θα νικήσουν. Εσείς οι Δυτικοί δεν καταλαβαίνετε ότι ο Τσανγκ Κάι-σεκ δεν είναι παρά ένας παλιός τύραννος με καινούργιο όνομα». Έφτυσε ξανά καταγής προφέροντας το όνομα του σατανά. «Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η εξουσία. Διακηρύσσει πως θα οδηγήσει τη χώρα μας στην ελευθερία, αλλά λέει ψέματα. και η Κεντρική Επιτροπή του Κούομιντανγκ είναι το υπάκουο σκυλί του. Αυτός θα την καταστρέψει την Κίνα. Στραγγαλίζει στη γέννηση του κάθε σημάδι αλλαγής, και ωστόσο οι ξένοι τον ταΐζουν

δολάρια για να γίνει σοφός, όπως ένας αυτοκράτορας τάιζε το τιγράκι του με καναρίνια για να το μάθει να τραγουδάει». Το χέρι του έσφιγγε δυνατά το δικό της και όμως εκείνη δεν έδειχνε να πονάει. «Γίνεται; Δεν γίνεται!» κατέληξε. «Ωστόσο οι κομμουνιστές είναι ψυχροί δολοφόνοι», είπε η Λίντια χωρίς να τραβήξει το χέρι της. «Κόβουν τη γλώσσα των εχθρών τους και χύνουν βενζίνη στο λαρύγγι τους. Με τις απεργίες και τα σαμποτάζ τους ρίχνουν έξω τις καινούργιες βιομηχανίες της Κίνας. Μου το είπε απόψε ο κύριος Πάρκερ. Γιατί τους έδωσες λοιπόν τα λεφτά από το περιδέραιο μου;» «Για ν’ αγοράσουν όπλα. Ο κύριος Πάρκερ σου διαστρεβλώνει την αλήθεια». «Όχι, είναι δημοσιογράφος». Κούνησε το κεφάλι της και μια σταγόνα από τα βρεγμένα μαλλιά της τινάχτηκε στο πρόσωπο του. «Είναι σε θέση να ξέρει τι συμβαίνει, αυτή είναι η δουλειά του», επέμεινε η Λίντια. «Και πιστεύει πως ο Τσανγκ Κάι-σεκ θα γίνει ο σωτήρας της Κίνας». «Κάνει λάθος. Ο δημοσιογράφος σου πρέπει να είναι τυφλός και κουφός». «Επίσης λέει ότι οι ξένοι είναι η μοναδική ελπίδα που έχει η Κίνα για να βγει από τον σκοτεινό της μεσαίωνα και να εκσυγχρονιστεί». Ο Τσανγκ άφησε το χέρι της απότομα. Έξω φρενών με την αλαζονεία των Ξένων Διαβόλων, τους καθύβρισε για την απληστία και την άγνοια τους, και για τον εκδικητικό τους θεό που ήθελε να καταβροχθίσει όλους τους άλλους. Τα χρυσαφένια μάτια της Λίντιας τον κοίταζαν σε κατάσταση σύγχυσης. Δεν καταλάβαινε, δεν θα καταλάβαινε ποτέ.

Τραβήχτηκε πίσω μα το χέρι του δεν άκουγε το μυαλό του, ένιωθε άδειο σαν ποτάμι δίχως ψάρια. «Ο φίλος σου δεν σου είπε ότι οι ξένοι διαμελίζουν την Κίνα; Απαιτούν πληρωμή αποζημιώσεων για παλιούς ξεσηκωμούς. Σακατεύουν την οικονομία μας και μας γδύνουν». «Όχι». «Δεν σου είπε ότι τρίβουν μέσα στην κοπριά το ματωμένο πρόσωπο της Κίνας με τα δικαιώματα ετεροδικίας που εφαρμόζουν στις πόλεις που μας αρπάζουν; Με τα δικαιώματα αυτά οι φανκί αδιαφορούν για τους νόμους της Κίνας και φτιάχνουν άλλους, δικούς τους, ανάλογα με τα γούστα τους». «Όχι». «Ούτε σου είπε ότι έχουν υφαρπάξει τα τελωνεία μας και ότι ελέγχουν τις εισαγωγές μας; Ότι τα πολεμικά πλοία τους τριγυρίζουν στις θάλασσες και στα ποτάμια μας σαν τις σφήκες πάνω απ’ τα ώριμα φρούτα;» «Όχι, Τσανγκ Αν Λο. Όχι, δεν μου τα είπε αυτά». Για πρώτη φορά η φωνή της είχε λίγη θέρμη. «Μου είπε όμως ότι, μέχρι ν’ απαλλαγεί ο λαός της Κίνας από τον εθισμό του στο όπιο, θα παραμένει ένα αδύναμο έθνος της φεουδαρχικής εποχής, που θα υπηρετεί δουλικά τα κέφια του κάθε πολέμαρχου». Το γέλιο του Τσανγκ αντήχησε σκληρό ανάμεσα στους ρημαγμένους τοίχους. Η Λίντια τον κοίταζε σιωπηλή. Κάποιο πλάσμα της νύχτας πετάρισε πάνω από τα κεφάλια τους μα δεν γύρισε κανείς τους να το κοιτάξει. «Να και κάτι άλλο που ξέχασε να σου πει ο Πάρκερ σου». Η φωνή του ήταν τόσο χαμηλή, που η Λίντια έσκυψε για να τον ακούσει και η μυρωδιά των βρεγμένων μαλλιών της τον μέθυσε ξανά.

«Ποιο;» «Ότι το όπιο στην Κίνα το πρωτόφεραν οι Εγγλέζοι». «Δεν σε πιστεύω». «Αυτή είναι η αλήθεια. Ρώτησε το δημοσιογράφο σου. Οι Εγγλέζοι το έφεραν με τα καράβια τους από την Ινδία. Αντάλλασσαν τη μαύρη πάστα με τα μεταξωτά, τα τσάγια και τα μπαχαρικά μας. Το θάνατο στην Κίνα δεν τον έφεραν μόνο με τα όπλα τους. και εκτός από το θάνατο, έφεραν και το θεό τους για να τσαλαπατήσει τους δικούς μας». «Δεν το ήξερα.» «Είναι πολλά αυτά που δεν ξέρεις». Η φωνή του έσταζε θλίψη. Έπρεπε να φύγει. Τούτο το κορίτσι δεν έκανε γι αυτόν. Θα μπαστάρδευε τις σκέψεις του με την πονηριά των φανκί και θα τον ατίμαζε. Μα πώς μπορούσε να φύγει χωρίς να ξεσκίσει την ψυχή του; «Πες μου, Τσανγκ Αν Λο», είπε εκείνη και στα φώτα ενός περαστικού αυτοκινήτου την είδε να σφίγγει ένα από τα νομίσματα που είχε πετάξει χάμω. «Πες μου αυτά που δεν ξέρω». Και ο Τσανγκ Αν Λο γονάτισε μπροστά της και άρχισε να μιλάει. Εκείνη τη νύχτα ο Γιουεσένγκ επισκέφθηκε τον Τσανγκ στο όνειρο του. Η τρύπα από τη σφαίρα που του είχε διαλύσει τα πλευρά και την καρδιά έχασκε κόκκινη, αλλά το πρόσωπο του έδειχνε καλοθρεμμένο, όπως παλιά, πριν έρθουν οι δύσκολοι καιροί. «Σε χαιρετώ, αδελφέ της καρδιάς μου», είπε ο Γιουεσένγκ χωρίς να κινεί τα χείλη. Φορούσε μια ωραία ρόμπα, έναν κεντητό σκούφο, και στο χέρι του κούρνιαζε ένα κυνηγετικό γεράκι. «Μου κάνεις μεγάλη τιμή που έρχεσαι προτού καν μπουν τα κόκαλα σου στη γη. Θρηνώ την απώλεια σου, φίλε μου, και προσεύχομαι να έχεις βρει την ειρήνη». «Ναι, περπατώ συντροφιά με τους προγόνους μου σε πλούσια

λιβάδια». «Αυτό μ’ ευχαριστεί». «Η γλώσσα μου όμως τσούζει από λόγια πικρά και ούτε να φάω μπορώ ούτε να πιω, αν δεν τα βγάλω απ’ το στόμα μου». «Θέλω να τ’ ακούσω αυτά τα λόγια». «Θα σου κάψουν τ’ αυτιά». «Ας τα κάψουν». «Τσανγκ Αν Λο, είσαι Κινέζος. Έρχεσαι από τη μεγάλη και αρχαία πόλη του Πεκίνου. Μην ατιμάσεις το πνεύμα των γονιών σου, μην ντροπιάσεις το σεβαστό όνομα της οικογένειας σου. Αυτή είναι φανχί. Κακή. Κάθε φανχί φέρνει θάνατο και θλίψη στο λαό μας. και αυτή σου έχει μαγέψει τα μάτια. Πρέπει να τ’ ανοίξεις, να δεις καθαρά αυτή την επικίνδυνη εποχή. Έρχεται θάνατος. Πρέπει να είναι ο δικός της και όχι ο δικός σου». Ξαφνικά, μένα δυνατό γλουγλούκισμα, η τρύπα στο κορμί του Γιουεσένγκ γέμισε αχνιστό μαύρο αίμα και από το λαρύγγι του βγήκε ένα δυνατό στρίγκλισμα, σαν της νυφίτσας.

18 Ο Τέο καθόταν στην ακροποταμιά και έβριζε. Το ποτάμι απλωνόταν λείο και επίπεδο σαν να το είχαν σιδερώσει, και το φεγγάρι άπλωνε τα μακριά του δάχτυλα πάνω στην επιφάνεια του, καταστρέφοντας όλες του τις ελπίδες. Τέτοια νύχτα, η βάρκα δεν θα ερχόταν. Η ώρα ήταν μία. Κρυμμένος μες στις καλαμιές, περίμενε πάνω από μία ώρα. Νωρίτερα, τα βαριά σύννεφα και η βροχή πρόσφεραν την τέλεια κάλυψη μα η βάρκα δεν είχε έρθει. Τα μάτια του είχαν κουραστεί να σαρώνουν το μαύρο σκοτάδι. Ένα μίλι πιο πάνω, στο λιμάνι του Τζαντσόου, οι ακταιωροί πήγαιναν και έρχονταν, ενώ κάποια στιγμή ακούστηκε και μια τουφεκιά. Η αδρεναλίνη του ανέβηκε κατακόρυφα. Κρυμμένος κάτω από τα κλαριά μιας κλαίουσας ιτιάς που μπερδεύονταν με τις καλαμιές, αναρωτιόταν μήπως παραήταν αόρατος. και αν δεν τον έβλεπαν εκείνοι; Ανάθεμα τα «αν» της ζωής! Κι αν είχε αρνηθεί; Αν είχε πει όχι στον Μέισον και στον Φενγκ Του Χονγκ; Αν. «Αφέντη, έρθεις;» Ο ψίθυρος τον έκανε να αναπηδήσει. Έπιασε το χέρι που άπλωνε προς το μέρος του ένας μικροσκοπικός ανθρωπάκος, και πήδησε μέσα στη βάρκα του. Τώρα πια δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Ο ανθρωπάκος έπιασε τα κουπιά και η βάρκα άρχισε να κατεβαίνει το ποτάμι σύρριζα στην όχθη, κρυμμένη στις σκιές. Κάθε τόσο, ο μικροσκοπικός Κινέζος έχωνε τη βάρκα μέσα στις καλαμιές και περίμενε να περάσει κάποιος κίνδυνος, όποιος και αν ήταν αυτός. Ο Τέο καθόταν τσιτωμένος. Αυτό ήταν το πρώτο ραντεβού, δεν ήθελε να πάει στραβά. Εξαρτιόνταν πάρα πολλά από το αποψινό. Για να ηρεμήσει λίγο, βούτηξε το χέρι του στο κρύο νερό. Και ξαφνικά μπροστά του εμφανίστηκε η καμπύλη πλώρη μιας

μεγάλης μαούνας. Ήταν αραγμένη στο στόμιο ενός μικρού παραπόταμου κρυμμένη μέσα στην πυκνή βλάστηση. Ο Τέο πέταξε ένα νόμισμα στον Κινέζο κωπηλάτη και σκαρφάλωσε στη μαούνα. «Κοίτα, Εγγλέζε». Ο καπετάνιος της μαούνας μιλούσε τη γλώσσα των μανδαρίνων αλλά με μια παράξενη λαρυγγική προφορά που ο Τέο μόλις που την καταλάβαινε. «Κοίτα». Με ένα μορφασμό που τον έκανε να μοιάζει με αρπακτικό έτσι όπως έδειχνε τα μυτερά του δόντια, φτυάρισε δύο τηγανητές γαρίδες με τη μύτη του μαχαιριού του, τις πέταξε στον αέρα και τις έπιασε και τις δυο με το απύθμενο στόμα του. Ύστερα πρόσφερε το μαχαίρι στον Τέο. «Εσύ τώρα». Φορούσε καπιτονέ ζακέτα και ας μην είχε παγωνιά, και βρομοκοπούσε σαν νεροβούβαλος. Ο Τέο ξεχώρισε δυο παχιές γαρίδες από το ξύλινο πιάτο, τις ισορρόπησε πάνω στο μαχαίρι και τις πέταξε ψηλά. Η μία έπεσε μέσα στο στόμα του, όμως η άλλη σκόνταψε στο μάγουλο του και έπεσε στο πάτωμα. Την ίδια στιγμή ένα γκρίζο πλάσμα πετάχτηκε μέσα από μια κουλούρα σκοινί, καταβρόχθισε τη γαρίδα και ξαναγύρισε στην κουλούρα. Ο Τέο κοίταξε καλά καλά τη γάτα. Σπάνιο θέαμα. Πρέπει να ζούσε μόνιμα στο σκάφος, γιατί έτσι και πατούσε στη γη θα την είχαν γδάρει και ψήσει πριν προλάβει να λερώσει τα πόδια της. Ο καπετάνιος έσκασε στα γέλια μ’ έναν τρόπο δυσάρεστο και προσβλητικό, κοπάνησε τη γροθιά του στο ξύλινο τραπέζι και κατέβασε την κούπα του μονορούφι. Ο Τέο τον μιμήθηκε. Η κούπα περιείχε ένα υγρό, με απαίσια γεύση που του δάγκωσε τα σωθικά σαν φίδι. «Θα ζητήσω από τον Φενγκ Του Χονγκ να μου φέρει τα άχρηστα αυτιά σου στο πιάτο άμα δεν μου φέρεσαι με σεβασμό», είπε στα

μανδαρίνικα και είδε τα στενά μάτια του άλλου να τα κυριεύει ο φόβος. Ο Τέο κάρφωσε το μαχαίρι στο τραπέζι και το άφησε να πάλλεται. Η λάμπα πετρελαίου που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους έστειλε μια σκιά σαν σταυρό στην ποδιά του. Ο Τέο θύμισε στον εαυτό του πως δεν πίστευε στους οιωνούς και τα σημάδια. «Πότε θ’ ανταμώσουμε το πλοίο;» ρώτησε. «Σύντομα». «Πότε γυρίζει η παλίρροια;» «Σύντομα». «Το φεγγάρι είναι ψηλά. Το ποτάμι δεν κρύβει απόψε μυστικά». «Έτσι θα μάθουμε αν ο λόγος σου αξίζει τόσα ασημένια τάελ». «Κι αν δεν αξίζει;» Ο άλλος έσκυψε και ξεκάρφωσε το μαχαίρι του. «Αν ο λόγος σου αξίζει όσο και οι όρκοι μιας πόρνης των χουτόνγκ, τότε αυτή η λάμα θα κάνει το δικό της ταξίδι». Γέλασε ξανά και η ανάσα του έπνιξε τον Τέο. «Από δω μεχρι εδώ», συμπλήρωσε ο καπετάνιος δείχνοντας από το ένα αυτί του Τέο μέχρι το άλλο. «Απόψε δεν έχει περιπολίες. Το ξέρω από καλή πηγή». «Μακάρι να μη λέει ψέματα η γλώσσα σου, Εγγλέζε, αλλιώς κανείς μας δεν θα ζήσει για να δει την ανατολή». Ήπιε άλλη μια ξέχειλη κούπα, σηκώθηκε βαριά από το κούτσουρο που καθόταν και βγήκε στο κατάστρωμα. Το σκάφος έτριζε και βογκούσε καθώς κατέβαινε το ποτάμι. Ο Τέο μύριζε την αλμύρα του Κόλπου του Τσίλι κι ένιωθε τη δροσερή του ανάσα να διώχνει την μπόχα από σάπια ψάρια και κηροζίνη που γέμιζε την ψάθινη καλύβα όπου καθόταν. Τούτη η καλύβα με την καμπυλωτή στέγη χρησίμευε ως καμπίνα και ήταν ξέχειλη από έντομα που τα τραβούσε το φως της λάμπας. Ο Τέο

είδε μια σαρανταποδαρούσα να σέρνεται πάνω στο πουκάμισο του, την άρπαξε με αηδία και την πέταξε μες στην κούπα του καπετάνιου. «Θα φας άλλο;» τον ρώτησε η γυναίκα του καπετάνιου, μια μικροσκοπική και μαζεμένη γυναίκα που δεν σήκωνε ποτέ το βλέμμα της επάνω του. «Ευχαριστώ, όχι. Η θάλασσα μου αναστατώνει το στομάχι. Ίσως αργότερα, όταν τελειώσουμε». Εκείνη κατένευσε μα δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Γιατί άραγε; Στεκόταν εκεί, στρουμπουλή και λιγδιάρα, με τα μαύρα της μαλλιά τραβηγμένα πίσω, και κοίταζε σιωπηλή τη γάτα. Τι θέλει; συλλογίστηκε ο Τέο. Φαγητό; Μπα. Οι Κινέζες δεν τρώνε μπροστά στους άντρες, διότι θεωρείται άσχημο. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε απαλά. Εκείνη ξεροκατάπιε. «Φοβάσαι πως θα βγουν τα όπλα απόψε; Μη φοβάσαι, δεν θα μας επιτεθούν όταν θα.» Εκείνη κούνησε δυνατά το κεφάλι και με τα δάχτυλα της έσφιξε τις χάντρες από κεχριμπάρι που κρέμονταν από το λαιμό της. «Όχι», είπε. «Μόνο οι θεοί ξέρουν τι θα γίνει απόψε». «Τότε τι σε βασανίζει;» Μια φωνή ακούστηκε έξω και την ακολούθησαν ποδοβολητά στο κατάστρωμα. Η γυναίκα στράφηκε στον Τέο. Για πρώτη φορά τα μαύρα της ματάκια καρφώθηκαν στα δικά του, και εκείνος διάβασε μέσα τους την ανησυχία. «Η Γιβάι», είπε, «δεν είναι ασφαλής ανάμεσα σ’ αυτούς εδώ τους άντρες. Είναι κτήνη, όλοι τους. Σε παρακαλώ, παρ τη στον Διεθνή Συνοικισμό. Εκεί θα είναι ασφαλής. Σε παρακαλώ, αφέντη». Ήρθε τόσο κοντά του που τον τύλιξε η μυρωδιά του λίπους που ανέδιδαν τα μαλλιά της. Σήκωσε τη γροθιά της και την άνοιξε.

Κρατούσε τέσσερις χρυσές λίρες. «Να, πάρε αυτά. για να τη φροντίσεις. Είναι όλη μου η περιουσία. Σε παρακαλώ!» Στράφηκε με νευρικότητα προς την είσοδο της καλύβας, να δει μη τυχόν ερχόταν ο άντρας της. Ο Τέο είχε αρχίσει να κουνάει αρνητικά το κεφάλι, γιατί δεν ήθελε μπλεξίματα με κορίτσια. «Σε παρακαλώ». Η γυναίκα του πήρε το χέρι, του έβαλε στην παλάμη τις λίρες και ύστερα άδραξε τη γάτα. Έτριψε το πρόσωπο της πάνω στο δικό της, το ζώο γουργούρισε και έπειτα η γυναίκα το έχωσε σένα κουτί από μπαμπού, δένοντας το καπάκι του μένα κομμάτι σπάγκο. και ύστερα έσπρωξε το κουτί στην αγκαλιά του Τέο. «Σ’ ευχαριστώ, αφέντη», είπε πνιχτά και δάκρυα κύλησαν στα μαγουλά της. «Όχι», είπε ο Τέο και έκανε να της επιστρέψει το κουτί, αλλά εκείνη είχε κιόλας εξαφανιστεί, αφήνοντας τον μόνο μ ένα κακορίζικο ζώο που το λέγανε Γιβάι. «Αυτό μου έλειπε τώρα!» γρύλισε ο Τέο. Άφησε το κουτί στο πάτωμα και του δώσε μια κλοτσιά. Ακούστηκε κάτι σαν έκρηξη φουρνέλου και ένα πόδι με νύχια του έγδαρε ευθύς το παπούτσι. Ο αέρας είχε δυναμώσει και κάτω από τα πόδια του, το κατάστρωμα κουνιόταν ανησυχητικά. Ο Τέο ήθελε να κρατηθεί από την κουπαστή, αλλά η περηφάνια του δεν τον άφηνε. Δίπλα του, ο καπετάνιος στεκόταν στητός σαν βράχος. Κοίταζαν και οι δυο τους το στόμιο του ποταμού, όπου διαγραφόταν μια δικάταρτη σκούνα με μακριά πλώρη που ερχόταν προς το μέρος τους με τα πανιά της ανοιχτά σαν λευκά φτερά. «Τώρα, θα δεις πόσο βαραίνει ο λόγος μου», μουρμούρισε ο Τέο. «Η ζωή μου κρέμεται απ’ το λόγο σου, Εγγλέζε», είπε ο Κινέζος. «Κι η δική μου ζωή κρέμεται απ’ τη ναυτοσύνη σου». Το πλήρωμα ετοίμαζε να ρίξει ένα βαρκάκι στο νερό και το ίδιο

έκαναν και απέναντι, στη σκούνα. Σκοτεινές φιγούρες μιλούσαν βιαστικά, ψιθυριστά, και τα δυο μικρά σκάφη βρέθηκαν δίπλα δίπλα στο νερό. Ένα κιβώτιο πέρασε από το ένα στο άλλο. Πριν κυλήσουν δέκα λεπτά, το κιβώτιο είχε κουβαληθεί στην ψάθινη καλύβα. Ο Τέο δεν τολμούσε να το κοιτάξει και έμεινε στο κατάστρωμα. Αμέσως άκουσε τον καπετάνιο να χτυπάει τα μπούτια του και να καγχάζει. Είχαν στρίψει προς τα πάνω, κι ο Τέο ήθελε σαν τρελός ένα τσιγάρο. Μα τώρα που κουβαλούσαν τα λαθραία, κινδύνευαν πραγματικά, και η καύτρα ενός τσιγάρου θα διακρινόταν από μακριά. Η λάμπα στην καλύβα είχε σβήσει και ταξίδευαν σαν τις σκιές. Τώρα μόνο το φεγγαρόφωτο μπορούσε να τους προδώσει. Είχε εμπιστευτεί τον Μέισον, και κατά βάθος ήξερε πως αυτό ήταν λάθος του. Αν αυτό το κάθαρμα δεν είχε κάνει εκείνο που έπρεπε, τότε ο καπετάνιος είχε δίκιο: Κανείς τους δεν θα ζούσε για να δει την ανατολή. Το μόνο που θα τον έσωζε ήταν ότι ο Μέισον κοίταζε πάντα το συμφέρον του. Παρόλα αυτά, σε όλη τη διαδρομή ο Τέο προσευχόταν να συννεφιάσει. Η ακταιωρός εμφανίστηκε από το πουθενά, σαν να τη γέννησε η νύχτα. Η μηχανή της ζωντάνεψε ξαφνικά, ξεπρόβαλε πίσω από ένα νησάκι, ακινητοποίησε τη μαούνα με τον προβολέα της και άρχισε να κάνει βόλτες γύρω της σηκώνοντας αφρισμένα κύματα. Η μαούνα κουνιόταν επικίνδυνα. Δυο άντρες πήδησαν στο νερό. Ο Τέο ένιωσε την ανάγκη να κάνει το ίδιο μα ήταν ήδη πολύ αργά. Μια τουφεκιά έπεσε στον αέρα από το περιπολικό και οι τελωνειακοί με τη σκούρα στολή ετοιμάστηκαν να ρίξουν στο ψαχνό. Ο Τέο μπήκε στην καλύβα και την ίδια στιγμή ένιωσε στην πλάτη του ένα μαχαίρι. Σιωπηλά. Δεν χρειάζονταν λόγια. Στο διάβολο

και ο Μέισον και οι υποσχέσεις του. «Δεν θα περιπολούν ακταιωροί απόψε, αγόρι μου. Θα είσαι ασφαλής, σου τ’ ορκίζομαι. Σε θέλουν να είσαι και εσύ στο σκάφος». «Σαν όμηρο, υποθέτω, για να εξασφαλιστούν οι ίδιοι». Ο Μέισον είχε γελάσει, το είχε βρει αστείο. «Άδικο έχουν;» Όχι, δεν είχαν άδικο. Ένα σπίρτο έτριξε και η λάμπα του πετρελαίου άναψε. Αυτός που την άναψε ήταν ο καπετάνιος. Το μαχαίρι το κρατούσε η γυναίκα. Ο Τέο δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτά που γρύλιζε ο καπετάνιος, αλλά το νόημα τους ήταν πεντακάθαρο: το ξεκαθάριζε η μακριά γυριστή λεπίδα που κρατούσε. «..Σα» φώναξε στη γυναίκα. «Σκότωσε!» «Τη γάτα», είπε βιαστικά ο Τέο, «τη Γιβάι. θα την πάρω». Η γυναίκα δίστασε για μια στιγμή μονάχα μα ήταν αρκετό. Ο Τέο τράβηξε το περίστροφο του και σημάδεψε τον καπετάνιο ίσια στην καρδιά. «Αφήστε και οι δυο τα μαχαίρια». Ο καπετάνιος μαρμάρωσε, αλλά ο Τέο κατάλαβε πως υπολόγιζε την απόσταση ως το λαρύγγι του. Κατάλαβε πως έπρεπε να πυροβολήσει αμέσως: ή αυτός θα πέθαινε ή ο Κινέζος. «Αφέντη, έλα γρήγορα!» ακούστηκε η φωνή ενός ναύτη. «Έλα να δεις! Τα πνεύματα του ποταμού έδιωξαν το περιπολικό!» Αλήθεια. Ο θόρυβος της μηχανής χανόταν και ο προβολέας είχε σβήσει. Ο Τέο κατέβασε το πιστόλι και ο καπετάνιος όρμησε στο κατάστρωμα. «Μπλοφάριζαν», μουρμούρισε ο Τέο. «Οι τελωνειακοί ήθελαν να ξέρουμε». «Τι να ξέρουμε;» ψιθύρισε η γυναίκα.

«Ότι γνωρίζουν τι κάνουμε». «Είναι καλό αυτό;» «Τι σημασία έχει; Καλό ή κακό, απόψε κερδίσαμε». Η γυναίκα χαμογέλασε. Τα μπροστινά της δόντια έλειπαν, αλλά για πρώτη της φορά έδειχνε ευτυχισμένη. Η παράγκα στην ακροποταμιά ήταν βρόμικη και πνιγερή, αλλά ο Τέο μόλις που το πρόσεξε. Η νύχτα κόντευε να τελειώσει. Σε λίγο θα βρισκόταν στην μπανιέρα του και τα τρυφερά δάχτυλα της Λι Μέι θα ξέπλεναν τον ιδρώτα από την πλάτη του. Ένιωθε τόση ανακούφιση, που του ερχόταν να κλοτσήσει τον Φενγκ Του Χονγκ στ’ αχαμνά. Αντί γι αυτό, υποκλίθηκε. «Πήγε καλά;» ρώτησε ο Φενγκ. «Όλα πήγαν ρολόι». «Ώστε το φεγγάρι δεν σου ρούφηξε το αίμα απόψε». «Όπως βλέπεις, βρίσκομαι εδώ. Το σκάφος και το πλήρωμα σου είναι ελεύθερα να κάνουν και άλλη παραλαβή, κάποια άλλη νύχτα». Στήριξε το ένα του, πόδι πάνω στο κιβώτιο που βρισκόταν ανάμεσα τους, σαν να ήταν δικό του κι άμα ήθελε το έδινε, άμα δεν ήθελε το κρατούσε. Ψευδαίσθηση βέβαια. Το ήξεραν και οι δυο. Απέξω, ακουγόταν η μηχανή ενός αυτοκινήτου στο ρελαντί. «Ο κυβερνητικός μανδαρίνος σου είναι πραγματικά μεγάλος», είπε ο Φενγκ και υποκλίθηκε ευγενικά. «Τόσο μεγάλος που μιλάει με τους ίδιους τους θεούς», αποκρίθηκε ο Τέο και άπλωσε το χέρι του. Ο Φενγκ άνοιξε τα χείλη του σε κάτι που υποτίθεται πως ήταν χαμόγελο, ενώ από μια δερμάτινη τσάντα που κρεμόταν στο πλευρό του έβγαζε δυο πουγκιά. Τα έδωσε στον Τέο. Κουδούνισαν γεμάτα νομίσματα και τα δυο, το ένα όμως ήταν πιο βαρύ. «Μην ξεχάσεις ποιο είναι το δικό σου», είπε απαλά ο Φενγκ. Ο Τέο κούνησε το κεφάλι ικανοποιημένος.

«Όχι, Φενγκ Του Χονγκ, δεν θα ξεχάσω τι χρωστάω σ αυτόν το μανδαρίνο. Να είσαι σίγουρος». «Μη θυμώνεις». «Δεν θυμώνω». Παρόλα αυτά έμεινε ακίνητη δίπλα στο παράθυρο, τσιτωμένη. Ο Τέο δεν το περίμενε αυτό. «Μέι, σε παρακαλώ». «Μόνο για βράσιμο αξίζει». «Μη γίνεσαι κτηνώδης». «Μα δες την, Τίγιο, είναι αηδιαστική». «Θα πιάνει τα ποντίκια». «Το ίδιο κάνει και μια φάκα, και αυτή δεν βρομάει σαν την καμπούρα της καμήλας». «Θα την πλύνω». «Μα γιατί;» «Το υποσχέθηκα σ’ εκείνη τη γυναίκα». «Υποσχέθηκες πως θα την πάρεις. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα τη φας». «Για όνομα του Θεού, Μέι, άσε τις βαρβαρότητες!» «Το μόνο που θα κάνει είναι να κοιμάται, να τρώει και ν ακονίζει πάνω σου τα νύχια της. και είναι και άσχημη». Ο Τέο κοίταξε την γκρίζα γάτα που είχε κουρνιάσει καμπουριαστή κάτω από μια καρέκλα και κοίταζε με τα κίτρινα μάτια της γεμάτα μίσος και κακία. Ήταν πραγματικά άσχημη, της έλειπε το μισό αυτί και το πρόσωπο της ήταν γεμάτο σημάδια και γρατσουνιές. Η γούνα της ήταν μαδημένη και έδειχνε να μην έχει πλυθεί ποτέ. Ο Τέο αναστέναξε εξαντλημένος. «Ίσως ελπίζω και εγώ πως όταν γίνω γέρος και άσχημος, κάποιος θα κάνει το Ίδιο και για μένα».

Η Μέι χαμογέλασε. «Αχ, Τίγιο, είσαι τόσο. Εγγλέζος». Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η ανάσα της Λι Μέι χάιδευε γλυκά το λαιμό του. Ποια όνειρα τάχα έκαναν τα βλέφαρα της να πεταρίζουν έτσι; Εκείνον πάντως ο θυμός γι’ αυτό που είχε κάνει απόψε δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Θύμισε στον εαυτό του το γιατί ρισκάρισε έτσι τη ζωή του: για το σχολείο του. Δεν θ’ άφηνε την Ακαδημία Γουίλαμπι να κλείσει. Δεν γινόταν. Τούτες οι νυχτερινές εξορμήσεις θα τελείωναν σύντομα. Το υποσχέθηκε στον εαυτό του.

19 Η Λίντια καθόταν στο θρανίο της και έγραφε ένα διαγώνισμα για τον ορυκτό πλούτο της Αυστραλίας όταν πλάκωσε η αστυνομία. Η δεσποινίς Έινσλι συνόδευε τον Άγγλο αστυνομικό και η Λίντια κατάλαβε, προτού καν ανοίξει το στόμα του, ότι είχε έρθει για την ίδια, με σκοπό να τη συλλάβει. Είχαν ανακαλύψει το περιδέραιο. Πώς όμως; Ο φόβος ότι εξαιτίας της μπορεί να έπιαναν και τον Τσανγκ της έφερε ζάλη. «Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω, κύριε αρχιφύλακα;» ρώτησε ο Τέο, που έδειχνε εξίσου ταραγμένος με τη Λίντια. «Θα ήθελα να μιλήσω με τη δεσποινίδα Λίντια Ιβάνοβα», αποκρίθηκε ο αστυνομικός, που ο όγκος του και η μαύρη του στολή γέμιζαν την τάξη. Ο τρόπος του ήταν ευγενικός αλλά κοφτός. Ο κύριος Τέο πλησίασε τη Λίντια και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. Η κοπέλα τα χασέ από την υποστήριξη που της έδειχνε. «Περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε ο δάσκαλος της. «Λυπάμαι, κύριε, αλλά δεν μπορώ να το πω. Πρέπει να την πάρω στο τμήμα για να της κάνουμε μερικές ερωτήσεις». Η Λίντια πανικοβλήθηκε και της ήρθε να το βάλει στα πόδια, αλλά ήξερε πως δεν θα τα κατάφερνε να το σκάσει. Έτσι και αλλιώς, τα πόδια της έτρεμαν. Έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει την αστυνομία με ψέματα. Καλά ψέματα. Σηκώθηκε λοιπόν και χαμογέλασε τόσο πλατιά στον αρχιφύλακα, που της πόνεσε το σαγόνι. «Ασφαλώς, κύριε», είπε. «Θα χαρώ να σας βοηθήσω». Ο κύριος Τέο της χάιδεψε την πλάτη και η Πόλι της χαμογέλασε. Η Λίντια κατάφερε να κάνει τα πόδια της να κουνηθούν, και ας χτυπούσε η καρδιά της τόσο δυνατά, που νόμιζε ότι την άκουγαν όλοι μες στην τάξη.

«Δεσποινίς Ιβάνοβα, βρισκόσασταν στη Λέσχη Οδυσσέας το βράδυ που εκλάπη το περιδέραιο με τα ρουμπίνια». «Ναι». «Σας έκαναν έρευνα». «Ναι». «Δεν βρέθηκε τίποτε». «Όχι». «Θέλω να σας ζητήσω συγγνώμη για την απρέπειά μας». Η Λίντια τον κοίταξε σιωπηλή, ανήσυχη. Κάποια παγίδα της έστηνε, ήταν σίγουρη. Ο άντρας απέναντι της ήταν ο ίδιος ο διοικητής Λακόκ, άρα το μπλέξιμο της ήταν μεγάλο. και μόνο το γεγονός ότι την είχαν οδηγήσει μπροστά στο διοικητή και την είχαν βάλει να καθίσει απέναντι από το μεγάλο γυαλιστερό γραφείο του, την έκανε ν’ ακούει κιόλας την πόρτα της φυλακής να κλείνει πίσω της. Έβλεπε τον εαυτό της ανάμεσα σε τέσσερις γυμνούς τοίχους, με κατσαρίδες, ψείρες και κοριούς για συντροφιά. Φοβόταν πως θα τα ξέρναγε όλα, μόνο και μόνο για να φύγει μακριά από τούτον εδώ τον άνθρωπο. «Εκείνο το βράδυ που δώσατε κατάθεση». Ο Λακόκ στεκόταν όρθιος πίσω από το γραφείο του, κρατώντας ένα φύλλο χαρτί -τι να έγραφε τάχα;- και την κοίταζε ερευνητικά με τόσο κοφτερό βλέμμα, που η Λίντια νόμιζε πως τα παγερά γκρίζα του μάτια διαπερνούσαν όλα της τα ψέματα. Το μονόκλ που φορούσε έκανε ακόμη χειρότερη την κατάσταση. Η στολή του ήταν πολύ σκούρα, σχεδόν μαύρη, όλο χρυσές αλυσίδες και ασημένια σήματα, πράγμα που τον έκανε να φαίνεται πολύ επιβλητικός. Η Λίντια φοβόταν, αλλά δεν είχε κανένα σκοπό να του το δείξει. Συγκεντρώθηκε στις τρίχες που ξεπηδούσαν από τ’ αυτιά του και στις αντιαισθητικές πανάδες που είχε στα χέρια του.

Στα αδύνατα σημεία του. «Διοικητά Λακόκ, ενημερώσατε τη μητέρα μου ότι βρίσκομαι εδώ;» Μίλησε με αγέρωχο ύφος, σαν την κόμισσα Σέροβα και το γιο της τον Αλεξέι. Εκείνος συνοφρυώθηκε και πέρασε ανυπόμονα το χέρι του ανάμεσα στα αραιά μαλλιά του. «Είναι αναγκαίο;» ρώτησε. «Ναι, τη θέλω εδώ». «Τότε θα τη φωνάξουμε». Έκανε νόημα σένα νεαρό αστυφύλακα που στεκόταν στην πόρτα, και εκείνος εξαφανίστηκε. Ωραία. Μείον ένας. «Και. μήπως θα χρειαστώ δικηγόρο;» Ο Λακόκ άφησε το χαρτί που κρατούσε πάνω στο γραφείο του. Η Λίντια ήθελε να το διαβάσει, αλλά δεν τολμούσε να πάρει το βλέμμα της από το διοικητή, που την κοίταζε σαν να το διασκέδαζε. Έπαιζε μαζί της όπως η γάτα με το ποντίκι. Η Λίντια ένιωσε τις παλάμες της να ιδρώνουν. «Δεν νομίζω, αγαπητή μου. Σε καλέσαμε εδώ για ν’ αναγνωρίσεις κάποιον άντρα που θα βρίσκεται ανάμεσα σε άλλους». «Τι;» «Ναι. Τον άντρα που περιέγραψες στην κατάθεση σου. Αυτόν που είδες να τριγυρίζει κρυφά έξω από τα παράθυρα της βιβλιοθήκης της Λέσχης Οδυσσέας, τον θυμάσαι;» Η ανακούφιση που ένιωσε της έκοψε τη μιλιά. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Ωραία. Πάμε λοιπόν να τους δούμε;» Ο Λακόκ πήγε προς την πόρτα και η Λίντια τον ακολούθησε διαπιστώνοντας με έκπληξη ότι τα πόδια της δεν έτρεμαν. Ήταν ένα γυμνό δωμάτιο με πράσινους τοίχους και καφετί λινόλαιο στο πάτωμα. Έξι άντρες στέκονταν στη σειρά. Τα

εχθρικά τους βλέμματα στράφηκαν καταπάνω της. Όλοι τους ήταν γεροδεμένοι και οι γροθιές τους που κρέμονταν στο πλάι ήταν τεράστιες. Πού τους είχαν βρει όλους αυτούς, έτσι όπως ήταν πιο μεγαλόσωμοι και από τους αστυφύλακες που τους φρουρούσαν; «Με την ησυχία σας, δεσποινίς Ιβάνοβα, και μην ξεχνάτε τι σας είπα», είπε ο Λακόκ και την οδήγησε στην αρχή της σειράς. «Να κοιτάζετε ίσια μπροστά», πρόσταξε κοφτά κι η Λίντια άργησε να καταλάβει ότι απευθυνόταν στους έξι άντρες. Τι της είχε πει; Προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά το θέαμα των σιωπηλών αντρών είχε θολώσει τη σκέψη της. Ήταν όλοι τους ίδιοι μα και πολύ διαφορετικοί. Κάποιοι ήταν άγριοι και αγέρωχοι, άλλοι σκυφτοί και τσακισμένοι. Όλοι τους όμως είχαν φουντωτή μαύρη γενειάδα και ανακατεμένα μαλλιά, και φορούσαν κακοφτιαγμένα χιτώνια και ψηλές μπότες. Δυο είχαν το ένα τους μάτι σκεπασμένο μ ένα κομμάτι δέρμα, ενώ ένας είχε ένα χρυσό δόντι που άστραφτε σαν να την κατηγορούσε. «Μην ταράζεστε», την ενθάρρυνε ο Λακόκ. «Προχωρήστε αργά κατά μήκος της γραμμής και κοιτάξτε προσεκτικά τα πρόσωπα τους». Ναι, βέβαια. Η Λίντια θυμήθηκε τις οδηγίες που της είχε δώσει. Προχώρησε αργά ως το τέλος της γραμμής κι ύστερα γύρισε πίσω και ξαναπέρασε. Ναι, μπορούσε να το κάνει και ύστερα θα έλεγε πως δεν ήταν κανείς απ’ αυτούς. Εύκολα πράγματα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε. Ο τέταρτος στη σειρά ήταν ένας περήφανος άντρας με μια ουλή στο μέτωπο, που στεκόταν με το στήθος φουσκωμένο και την κοίταζε με το μοναδικό του μάτι. Τον αναγνώρισε αμέσως: τον είχε δει στο δρόμο του σπιτιού της την παραμονή του κοντσέρτου1 οι μπότες του είχαν επάνω ένα λύκο που ουρλιάζει. Αυτόν είχε περιγράψει στην αστυνομία για να τραβήξει αλλού την

προσοχή τους. Προσπάθησε να παραμείνει ανέκφραστη, προχώρησε στους άλλους δυο, μόλις που τους κοίταξε -ο τελευταίος φορούσε επίσης ένα δερμάτινο κάλυμμα στο μάτι- και ξαναγύρισε στην αρχή της γραμμής, για να περάσει άλλη μια φορά μπροστά τους. «Με την ησυχία σου», μουρμούρισε στ’ αυτί της ο Λακόκ. Η Λίντια έκοψε το βήμα και κοίταξε ένα ένα τα βλοσυρά πρόσωπα. Τούτη τη φορά ο υπ’ αριθμόν τέσσερα, αυτός με το λύκο στις μπότες, την κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι, πράγμα που έκανε το διοικητή να κατεβάσει βαριά τη βίτσα του στον ώμο. «Όχι πολύ θάρρος», είπε αυστηρά, «γιατί διαφορετικά θα περάσεις το βράδυ σου στη στενή». Και πάνω που η Λίντια είχε πιστέψει ότι η ιστορία είχε τελειώσει και ότι θα έφευγε από εκείνο το καταθλιπτικό πράσινο δωμάτιο, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Ο τελευταίος άντρας στη σειρά μίλησε. «Δεσποινίς, μην πεις πως ήμουν εγώ. Σε παρακαλώ. Έχω γυναίκα και.» Το κλομπ του αρχιφύλακα προσγειώθηκε στο πλάι του κεφαλιού του. Το αίμα που πετάχτηκε από τη μύτη του έβαψε κόκκινο το μανίκι της λευκής σχολικής μπλούζας της Λίντιας. Την έβγαλαν σηκωτή από το δωμάτιο πριν μπορέσει ν’ ανοίξει το στόμα της, αλλά μόλις βρέθηκε πίσω στο γραφείο του Λακόκ, άρχισε να διαμαρτύρεται. «Γιατί του φερθήκατε με τόση κτηνωδία;» «Ήταν αναγκαίο, πίστεψε με», της απάντησε απαλά ο Λακόκ. «Σε παρακαλώ, ν’ αφήσεις την αστυνομική δουλειά σ’ εμάς. Συγχώρεσέ μου αυτό που θα πω, αλλά άμα δώσεις στους Ρώσους ένα δάχτυλο, αυτοί σου παίρνουν ολόκληρο το χέρι. Του είχαμε πει να μην ανοίξει το στόμα του. Δεν υπάκουσε».

«Ρώσοι ήταν όλοι;» «Ναι. Ρώσοι και Ούγγροι». «Θα φερόσασταν άραγε έτσι και σ’ έναν Εγγλέζο;» Ο Λακόκ συνοφρυώθηκε, αλλά συγκρατήθηκε και τη ρώτησε: «Μήπως αναγνώρισες ανάμεσα σ’ αυτούς εκείνον που τριγύριζε κρυφά στη Λέσχη Οδυσσέας;» «Όχι». «Είσαι σίγουρη;» «Απολύτως». Τα πανέξυπνα μάτια του την εξέτασαν προσεκτικά. Ύστερα έγειρε πίσω στην καρέκλα του, έβγαλε το μονόκλ του και της είπε με πατρικό ύφος: «Λίντια, μη φοβάσαι να πεις την αλήθεια. Δεν θ’ αφήσουμε κανέναν απ’ αυτούς να σε πλησιάσει. Μίλα λοιπόν ελεύθερα. Ήταν εκείνος ο Ρώσος με την ουλή στο μέτωπο, ε; Κατάλαβα ότι τον έχεις ξαναδεί». Ξαφνικά το δωμάτιο άρχισε να στριφογυρίζει και το πρόσωπο του διοικητή χάθηκε στο βάθος ενός τούνελ. Σταυτιά της Λίντιας κάτι βούιζε βαριά. «Μπέρφορντ!» φώναξε ο Λακόκ. «Φέρε στην κοπέλα ένα ποτήρι νερό. Έχει ασπρίσει σαν το πανί». Ένα χέρι την έπιασε από τον ώμο και τη στήριξε. Κάποια φωνή της μιλούσε μα δεν καταλάβαινε τι της έλεγε. Ένα φλιτζάνι άγγιξε τα χείλη της. Ήπιε μια γουλιά. Ήταν ζεστό γλυκό τσάι. Μια μυρωδιά διαπέρασε τα σκοτάδια. Ένα άρωμα. Το άρωμα της μητέρας της. Η Λίντια άνοιξε τα μάτια της. Το πρόσωπο της μητέρας της ήταν τόσο κοντά της, που μπορούσε να τη φιλήσει. «Αγάπη μου», της είπε χαμογελώντας η Βαλεντίνα, «τι χαζή που είσαι». «Μαμά.» Της ερχόταν να κλάψει από ανακούφιση. Η μητέρα της

την έσφιξε πάνω της και το άρωμα της καθάρισε το μυαλό της. Μπόρεσε ν’ ανακαθίσει και να πιάσει με χέρι σταθερό το φλιτζάνι με το τσάι. Κοίταξε κατάματα τον Λακόκ. «Κύριε διοικητά, δεν είδα κανένα πρόσωπο στο παράθυρο το βράδυ που έκλεψαν το περιδέραιο». «Τι είναι αυτά που λες, δεσποινίς;» «Το έφτιαξα με τη φαντασία μου». «Για να σου πω. δεν είναι ανάγκη να κάνεις πίσω επειδή μερικοί αλήτες σ’ έκαναν να φοβηθείς. Πες την αλήθεια και μη φοβάσαι». «Μαμά, πες του». Η Βαλεντίνα την κοίταξε και έκανε μια γκριμάτσα που έδειχνε πως ένιωθε ενοχλημένη. «Όπως θέλεις, ντουσενκα». Σήκωσε το κεφάλι και τα μαλλιά της έπεσαν σαν μαύρος καταρράκτης στους ώμους της. Κοίταξε σοβαρά τον αρχηγό της αστυνομίας και είπε: «Η κόρη μου είναι μια κατεργάρα ψεύτρα που θα έπρεπε να τις φάει επειδή σπαταλάει το χρόνο της αστυνομίας. Δεν είδε κανένα πρόσωπο στο παράθυρο. Σκαρώνει συχνά τέτοιες ιστορίες για να τραβήξει την προσοχή. Ζητώ συγγνώμη για την κακή συμπεριφορά της και υπόσχομαι να την τιμωρήσω αυστηρά μόλις την πάω στο σπίτι. Αν ήξερα πως θα παίρνατε τόσο σοβαρά το ανόητο παραμύθι της, θα είχα έρθει νωρίτερα, να σας πω να μην πιστέψετε ούτε λέξη». Χαμήλωσε για μια στιγμή τα μάτια όπως θα έκανε κάθε στενοχωρημένη μητέρα και ύστερα κοίταξε κατάματα τον Λακόκ. «Ξέρετε δα», είπε με απαλή φωνή, «πόσο ανόητα γίνονται τα κορίτσια στην εφηβεία. Σας παρακαλώ να τη συγχωρήσετε αυτή τη φορά. Δεν είχε κακή πρόθεση. Σωστά, Λίντια;» «Σωστά, μαμά», μουρμούρισε η Λίντια και δαγκώθηκε για να μη γελάσει. «Σοβαρά το είπα. Το βράδυ θα σε μαστιγώσω με το καμουτσίκι

του κυρίου Γιόμαν». «Μάλιστα, μαμά». «Με ντροπιάζεις». «Το ξέρω, μαμά. Συγγνώμη». «Μα τι λάθος έχω κάνει; Είσαι σκέτο αγρίμι, σου αξίζει να σε κλειδώσω σε κλουβί. Το ξέρεις πως λέω αλήθεια». «Μάλιστα, μαμά». Η Βαλεντίνα στάθηκε στη μέση του πεζοδρομίου, έβαλε τα χέρια στη μέση και κάρφωσε την κόρη της με το βλέμμα. «Λοιπόν, τι θα σε κάνω;» Φορούσε ένα παλιό αλλά πολύ κομψό κρεμ ταγιέρ από λινό που έκανε το λευκό της δέρμα να φαντάζει μεταξένιο. «Πολύ χάρηκα με το κατσάδιασμα που σου έκανε ο διοικητής. Μπράβο του! Είχε κάθε λόγο να σου μιλήσει έτσι. Δεν συμφωνείς;» «Μάλιστα, μαμά». Απότομα, η Βαλεντίνα έβαλε τα γέλια και έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μέτωπο της κόρης της. «Ντουσενκα, είσαι κακό παιδί», είπε και χτύπησε το χέρι της Λίντιας με το τσαντάκι της. «Πήγαινε πίσω στο σχολείο τώρα και μην τους ξαναδώσεις ποτέ αφορμή να με ξανασύρουν στην αστυνομία. Μ’ ακούς;» «Μάλιστα, μαμά». «Να είσαι καλό παιδί, γλυκιά μου». Γελώντας ακόμη, η Βαλεντίνα σήκωσε το χέρι για να σταματήσει ένα ρίκσο. «Στα γραφεία του Ημερήσιου Κήρυκα», φώναξε στον κουλή που το έσερνε και ανέβηκε στο καρότσι, αφήνοντας τη Λίντια ν’ ανέβει με τα πόδια το λόφο ως το σχολείο. Εκείνη όμως δεν γύρισε στο σχολείο αλλά στο σπίτι τους. Ήταν πολύ ταραγμένη. Την είχε φοβίσει το ότι παραλίγο να δείξει τον πρώτο στη σειρά και να πει «αυτός είναι ο κλέφτης». Όλα θα

γίνονταν πιο εύκολα έτσι, και ο διοικητής Λακόκ θα χαιρόταν αντί να θυμώσει. Πήγε και κάθισε στη σκιά της μικρής αυλής, στο πίσω μέρος του σπιτιού, και τάισε τον Σουν Γιατ-σεν ένα φύλλο από λάχανο που είχε πάρει από την κυρία Ζαριά. Του έξυσε το κεφάλι όπως του άρεσε και του χάιδεψε τα μεταξένια αυτιά. Ζήλευε την ικανότητα του να βρίσκει την απόλυτη ευτυχία σένα φύλλο λάχανο. Την καταλάβαινε όμως. Η Βαλεντίνα είχε φέρει χθες ένα μεγάλο λευκόχρυσο κουτί σοκολατάκια «Λιντ» και τα έφαγαν όλα για πρωινό. Η Λίντια ένιωσε σαν να βρισκόταν στον παράδεισο. Πόσο γενναιόδωρος ήταν στ’ αλήθεια ο Άλφρεντ! Ο Άλφρεντ ήταν ερωτευμένος με τη μητέρα της, αυτό μπορούσε να το καταλάβει και ένας χαζός. Η Βαλεντίνα όμως, τι ένιωθε γι’ αυτόν; Η Λίντια δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς αισθανόταν η μητέρα της γι’ αυτόν, επειδή η Βαλεντίνα δεν ξανοιγόταν ποτέ. Μπορεί όμως να τον αγαπούσε; Η Λίντια συλλογιζόταν τι σημαίνει ακριβώς να σε αγαπάνε και να σε προστατεύουν, μέχρι που ο ήλιος χάθηκε πίσω από τη στέγη του σπιτιού. Τότε, έσφιξε πάνω της το κουνελάκι, φίλησε τη ρόδινη μουσούδα του και αποφάσισε να το αφήσει να τριγυρίσει λίγο στην αυλή. Ύστερα ανέβηκε στη σοφίτα τους και έβγαλε κάτω από το στρώμα της ένα μαντίλι δεμένο κόμπο. Το ένιωθε βαρύ στην τσέπη της καθώς διέσχιζε την παλιά κινέζικη πόλη και η καρδιά της σφιγγόταν στη σκέψη πως μπορεί να έπεφτε πάνω στον Τσανγκ. Την ενοχλούσε ότι δεν ήξερε πού έμενε, όλη αυτή η μυστικότητα που τον περιέβαλλε. Λοιπόν, την επόμενη φορά θα τον ρωτούσε. Την επόμενη φορά; Η καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά. Το λιθόστρωτο της οδού των Χαλκωματάδων ήταν γεμάτο σπασμένο τζάμια, αλλά κανείς δεν έκανε τίποτε. Τα πατούσαν,

όσοι ήταν ξυπόλυτοι, μάτωναν, και όμως συνέχιζαν το δρόμο τους. Η Λίντια κοίταξε με φρίκη τη βιτρίνα του κυρίου Λιου. Στη θέση της υπήρχε μια μεγάλη τρυπά. Θρύψαλα όλα. Το τζάμι, οι κόκκινες γρίλιες, οι επιγραφές, οι πάπυροι - ακόμη και η πόρτα ήταν πεταγμένη χάμω. Τα μαγαζιά που πουλούσαν κεριά και φυλαχτά δεξιά και αριστερά δεν είχαν πάθει τίποτε, επομένως η επίθεση είχε αποκλειστικό στόχο τον κύριο Λιου. Μπήκε σ’ αυτό που είχε απομείνει από το μαγαζί του ενεχυροδανειστή. Στη μεση του δωματίου, ο κύριος Λιου καθόταν σαν άγαλμα σένα σκαμνί από μπαμπού. Στα γόνατα του ήταν ακουμπισμένο το μακρύ σπαθί των Μποξέρ που άλλοτε κρεμόταν στον τοιχο. Η λεπίδα του ήταν ματωμένη. «Κύριε Λιου, τι συνέβη;» τον ρώτησε ήρεμα. Εκείνος σήκωσε τα μάτια και η Λίντια είδε πως είχε γεράσει. Πολύ. «Σε χαιρετώ, δεσποινίς». Η φωνή του μόλις που ακούστηκε. «Σου ζητώ συγγνώμη που σήμερα δεν είμαι ανοιχτός για δουλειές». «Πες μου τι συνέβη». «Ήρθαν οι διάβολοι. Ήθελαν περισσότερα απ’ όσα μπορούσα να δώσω». Γύρω, σπασμένες και άδειες, ήταν οι προθήκες των κοσμημάτων. Η Λίντια ανατρίχιασε. Τα πραγματικά πολύτιμα πράγματα του μαγαζιού είχαν χαθεί. «Ποιοι είναι αυτοί οι διάβολοι, κύριε Λιου;» Εκείνος ανασήκωσε τους αδύνατους ώμους του και έκλεισε τα μάτια. Η Λίντια αναρωτήθηκε ποια πνεύματα καλούσε, πάνω απ’ όλα όμως δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν καθάριζε κανείς το μέρος. Πήγε εκεί που υπήρχε άλλοτε το παραβάν, το οποίο τώρα βρισκόταν κομματιασμένο στο πάτωμα, και έβαλε την τσαγιέρα στη φωτιά. Έφτιαξε τσάι γιασεμιού και για τους δυο

τους, έβαλε τα φλιτζάνια σ ένα δίσκο και γύρισε κοντά στον κύριο Λιου και το σπαθί του. Εξακολουθούσε να έχει τα μάτια του κλειστά. «Κύριε Λιου, κάτι για να διώξει την κάψα από το αίμα σου». Στα χείλη του διαγράφηκε ένα αχνό χαμόγελο και άνοιξε τα μάτια. «Σ’ ευχαριστώ, δεσποινίς. Είσαι μεγαλόκαρδη και σεβαστική για ένα γέρο όπως εγώ». Τότε μόνο πρόσεξε η Λίντια πως η μακριά κοτσίδα που κρεμόταν στην πλάτη του ήταν κομμένη, πεταμένη στο πάτωμα, και η γκρίζα γενειάδα του μαδημένη. Έμεινε κεραυνόπληκτη από την απρέπεια αυτή. Ήταν χειρότερη κι από την επίθεση στο μαγαζί του γέρου. Πολύ πολύ χειρότερη. Τράβηξε ένα άλλο σκαμνί και κάθισε. «Γιατί δεν έρχεται κανείς να βοηθήσει;» Κόσμος περνούσε μπροστά τους μα όλοι γύριζαν αλλού το πρόσωπο τους. «Φοβούνται», απάντησε εκείνος και ρούφηξε το τσάι χωρίς να δίνει σημασία στο πόσο έκαιγε. «Δεν τους κατηγορώ». Η Λίντια κοίταξε το σπαθί και το αίμα πάνω του, καθώς έπηζε και γινόταν καφετί. Η επίθεση θα πρέπει να είχε γίνει λίγο πριν φτάσει εκείνη. «Ποιοι είναι αυτοί οι διάβολοι;» Μια βαριά σιωπή έπεσε στο μαγαζί, μαζί με τη σκόνη και τα θρυμματισμένα τζάμια. Ο κύριος Λιου άρχισε να παίρνει αργές, βαθιές ανάσες. «Δεν χρειάζεται να τα ξέρεις αυτά τα πράγματα», είπε. «Το θέλω». «Τότε, δεσποινίς μου, είσαι τρελή». «Μήπως ήταν οι κομμουνιστές; Ακούω ότι χρειάζονται χρήματα για όπλα». Ο Κινέζος την κοίταξε έκπληκτος.

«Όχι, δεν ήταν οι κομμουνιστές. Πώς έχει μάθει γιαυτούς μια ξένη σαν εσένα;» «Ε, ακούγονται πολλά». «Πρόσεχε, δεσποινίς», της είπε αυστηρά ο κύριος Λιου. «Η Κίνα δεν είναι σαν τα άλλα μέρη. Εδώ ισχύουν διαφορετικοί κανόνες». «Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι διάβολοι που φτιάχνουν κανόνες που λένε ότι μπορούν να καταστρέφουν το μαγαζί σου και να σου παίρνουν τα λεφτά σου; Πού είναι η αστυνομία; Γιατί δεν.» «Η αστυνομία δεν θα έρθει». «Γιατί;» «Διότι πληρώνεται για να μην έρχεται». Η Λίντια πάγωσε. Ο κύριος Λιου είχε δίκιο, αυτός ο κόσμος δεν ήταν ο δικός της. Οι Κινέζοι αστυνομικοί δεν ήταν σαν το διοικητή Λακόκ. Ο αρχηγός της αστυνομίας του Διεθνούς Συνοικισμού που μέχρι πριν από δυο ώρες τον σιχαινόταν, τώρα της φαινόταν ένας λογικός και έντιμος άνθρωπος. Αξιοσέβαστος, που η παρουσία του σε καθησύχαζε. Τούτη η περιοχή όμως ήταν έξω από τη δικαιοδοσία του. Έμειναν και οι δυο τους σιωπηλοί τόσο πολλή ώρα, που η Λίντια τινάχτηκε τρομαγμένη όταν ο κύριος Λιου ύψωσε μπροστά του το σπαθί και είπε: «Τον έναν τον τρύπησα». «Άσχημα;» «Αρκετά». «Πού;» «Τον έκοψα στο λαιμό, εκεί που είχε το τατουάζ», αποκρίθηκε ήρεμα με περηφάνια ο Κινέζος. «Τατουάζ; Τι είδους τατουάζ;» «Τι σε νοιάζει;» «Μήπως ήταν ένα μαύρο φίδι;»

«Μπορεί». Η Λίντια κατάλαβε πως έπεσε διάνα. «Έχω δει ένα τέτοιο». «Όταν το ξαναδείς, να κοιτάξεις αλλού, γιατί το μαύρο φίδι μπορεί να σου ξεριζώσει την καρδιά». «Πρόκειται για συμμορία, ε; Μία από τις τριάδες. Έχω ακούσει γι’ αυτές τις αδελφότητες που εκβιάζουν τον κόσμο και του παίρνουν τα λεφτά.» Ο Κινέζος έφερε το δάχτυλο στα χείλη του. «Μην τους αναφέρεις καν, αν δεν θέλεις να χάσεις τα ωραία σου τα μάτια». Η Λίντια έσκυψε και ακούμπησε το φλιτζάνι της στο πάτωμα. Ήθελε να κρύψει το πρόσωπο της, ώστε να μη δει ο κύριος Λιου πως την είχε τρομάξει. «Τι θα κάνεις τώρα;» τον ρώτησε. Ο Κινέζος κατέβασε με δύναμη το σπαθί πάνω στο δίσκο και τον έκοψε στα δυο. Η Λίντια πετάχτηκε όρθια. «Θα τους πληρώσω», είπε ψιθυριστά ο Λιου. «Θα βρω τα χρήματα και θα τους πληρώσω. Μόνο έτσι θα μπορώ να ταΐσω την οικογένεια μου. Αυτό ήταν προειδοποίηση». «Να σε βοηθήσω να καθαρίσουμε;» «Όχι», αποκρίθηκε ξερά ο Λιου. «Σ’ ευχαριστώ, πάντως». Η Λίντια κούνησε το κεφάλι μα δεν έφυγε. «Τι είναι, δεσποινίς;» «Ήρθα να κάνουμε δουλειά». Ο Κινέζος έφτυσε στο πάτωμα με μανία. «Σήμερα δεν κάνω δουλειές». «Ήρθα ν’ αγοράσω, όχι να πουλήσω». Λες και πάτησε κάποιο κουμπί, τα μάτια του γέρου έλαμψαν και ξαναβρήκε το χαμόγελο του μαγαζάτορα.

«Σε τι μπορώ να σ’ εξυπηρετήσω; Λυπάμαι που έχουν σπάσει τόσο πολλά πράγματα μα.» Γύρισε και κοίταξε την κρεμάστρα στο βάθος του μαγαζιού. «Οι γούνες είναι σε εξαιρετική κατάσταση. Ξέρω πως πάντα σου άρεσαν οι γούνες». «Σήμερα δεν θέλω γούνες. Θέλω να πάρω πίσω το ασημένιο ρολόι που σου φερα την άλλη φορά». Έβαλε το χέρι της στην τσέπη που είχε το μαντίλι. «Έχω λεφτά». «Λυπάμαι, αλλά έχει πουληθεί». Η κραυγή της απογοήτευσης που έβγαλε η Λίντια του προκάλεσε έκπληξη. Την κοίταξε προσεκτικά. Δεσποινίς, σήμερα έδειξες καλοσύνη σένα γέρο που οι δικοί του δεν γύρισαν ούτε καν να τον κοιτάξουν. Πρέπει λοιπόν να σου ανταποδώσω αυτή την καλοσύνη». Πήγε στο βάθος του μαγαζιού και από ένα ράφι κατέβασε μια πήλινη γυαλωμένη τσαγιέρα. Την άνοιξε και έβγαλε ένα μικρό πακέτο. «Ορίστε», είπε. «Πόσα σου έδωσα για το ρολόι;» «Τετρακόσια κινέζικα δολάρια». Ο Λιου της έτεινε το χέρι του που έμοιαζε με πόδι πουλιού και η Λίντια έβγαλε από την τσέπη της το μαντίλι με τα χρήματα και το ακούμπησε στη χούφτα του. Εκείνος το έσφιξε και της έδωσε το πακέτο. Η κοπέλα το πήρε και χωρίς καν να το κοιτάξει, το έβαλε στην τσέπη της. Ο Κινέζος ευχαριστήθηκε. «Δεσποινίς, σε συνοδεύει η ανάσα των πνευμάτων». Την κοίταξε εξεταστικά, και εκείνη έστρωσε αμήχανα τα μαλλιά της πίσω από ταυτί της. «Διακινδυνεύεις πολύ που έρχεσαι εδώ, αλλά φαίνεται πως σε φυλάνε τα πνεύματα της φωτιάς. Είσαι δική τους. Το φίδι όμως δεν φοβάται τη φωτιά, γιατί του αρέσει η ζεστασιά της. Γι’ αυτό λοιπόν να προσέχεις». «Θα προσέχω». Προχώρησε ανάμεσα στα χαλάσματα προς την έξοδο, και εκεί γύρισε και τον κοίταξε. «Η φωτιά μπορεί να τα

καταβροχθίσει τα φίδια», είπε. «Κοίταξε και θα δεις». «Μακριά απτα φίδια, δεσποινίς. και απ’ τους κομμουνιστές». Η αναφορά των κομμουνιστών την εξέπληξε, γι’ αυτό τον ρώτησε αυθόρμητα: «Κύριε Λιου, είσαι κομμουνιστής;» Ο Κινέζος τσιτώθηκε και η Λίντια ένιωσε σαν να είχε κλείσει μια πόρτα ανάμεσα τους. «Αν ήμουν τόσο βλάκας που να υποστηρίζω τον κομμουνισμό και τον Μάο Τσε-τουνγκ», είπε ο Λιου δυνατά, σαν να ήθελε να τον ακούσουν από το δρόμο, «θα μου άξιζε να μου κόψουν το κεφάλι και να το παλουκώσουν πάνω στα τείχη της πόλης». «Φυσικά», αποκρίθηκε η Λίντια. Ο Λιου υποκλίθηκε, αλλά εκείνη πρόλαβε να δει το χαμόγελο του.

20 Ο Τσανγκ μπορεί να είχε πεθάνει. Μπορεί να τον είχαν κυνηγήσει, να του είχαν κάνει ζημιά όπως στον κύριο Λιου. Και χειρότερα ακόμη. Η Λίντια διέσχισε τρέχοντας την παλιά πόλη, κοιτάζοντας συνέχεια μήπως δει το σημάδι του μαύρου φιδιού σε κανέναν από τους ανθρώπους που πλημμύριζαν τα στενά δρομάκια της. Στρίβοντας σε μια γωνία, έπεσε πάνω σ’ έναν παραμυθά που καθισμένος μέσα στο κιόσκι του μάγευε το ακροατήριο του με τις ιστορίες του. Κάποιος γύρισε και την κοίταξε σαν να την αναγνώρισε. Εκείνη όμως ήταν σίγουρη πως δεν τον είχε ξαναδεί. Στο λαιμό του φορούσε ένα μακρύ μαύρο φουλάρι και η Λίντια θέλησε να του το τραβήξει για να δει αν από κάτω έκρυβε κανένα μαύρο φίδι ή κανένα ματωμένο σημάδι από το σπαθί του κυρίου Λιου. Νιώθοντας το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της, άρχισε να τρέχει ξανά. Πέρασε κάτω από την αρχαία αψίδα, και ανεβαίνοντας τη λεωφόρο, μπήκε στο Συνοικισμό. Η βιβλιοθήκη. Εκεί είχε δροσιά και ασφάλεια. Δεν επιτρεπόταν η είσοδος στους Κινέζους. Μέχρι να φτάσει στο γεμάτο αρχιτεκτονικά στολίδια πέτρινο κτίριο με τα γοτθικά παράθυρα και την καμαρωτή είσοδο, είχε λαχανιάσει για τα καλά. Βρισκόταν καταμεσής του Διεθνούς Συνοικισμού, πάνω στην κεντρική πλατεία, και η Λίντια θυμήθηκε την τελευταία στιγμή να χαιρετήσει την κυρία Μπάρκερ που καθόταν στο γραφείο της εισόδου. Σαν αλεπού που τρυπώνει στη φωλιά της, όρμησε σέναν από τους μακριούς διαδρόμους που τους έφραζαν δεξιά κι αριστερά ξέχειλες βιβλιοθήκες που έφταναν ως το ταβάνι. Στην άλλη άκρη, στάθηκε να πάρει ανάσα. Όλα ήταν εκτός ελέγχου. Τα πνευμόνια της αρνιόνταν να γεμίσουν αέρα, τα πόδια

της έτρεμαν και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Τσανγκ Αν Λο, πού είσαι; Πανικός. Τυφλός πανικός, και αυτό την αναστάτωνε. Σιγά σιγά, άρχισε να διώχνει απ’ το μυαλό της τα φίδια και τα σπαθιά, να σκέφτεται πιο καθαρά, πιο ήρεμα. Ασφαλώς και δεν ήταν νεκρός. Όχι βέβαια. Θα το καταλάβαινε αν είχε πεθάνει. Σίγουρα. Έπρεπε όμως να τον βρει και να τον προειδοποιήσει. Ασφαλώς και εκείνος που άκουγε τον παραμυθά δεν ήταν ένας απ’ αυτούς. Όχι βέβαια. Την είχε αγριοκοιτάξει επειδή δεν ήθελε να βλέπει Ξένους Διαβόλους στην κινέζικη πόλη. Απλά πράγματα. Ασφαλώς. Λίντια, μη γίνεσαι γελοία. Γλίστρησε στα δροσερά πλακάκια του πατώματος και στηρίχτηκε στα ράφια με τα καλά αγγλικά βιβλία. Δεν είχε ιδέα τι ήταν, αλλά της άρεσε η επαφή μαζί τους. Την παρηγορούσαν μ’ έναν παράξενο τρόπο που δεν τον καταλάβαινε. Έκλεισε τα μάτια. «Λίντια, ώρα να πηγαίνεις». Μονομιάς άνοιξε τα μάτια και πήδησε όρθια. «Σε πήρε ο ύπνος, χρυσό μου; Σε κούρασε η μελέτη». Το πρόσωπο της κυρίας Μπάρκερ ήταν καλοσυνάτο, γεμάτο φακίδες. Πολλές φορές, είχε και μερικές καραμέλες για τη Λίντια. Κλείνουμε σε δέκα λεπτά». «Θα κάνω γρήγορα», αποκρίθηκε η Λίντια και χώθηκε σ έναν άλλο διάδρομο. Το κεφάλι της το ένιωθε βαρύ σαν μολύβι. Τη λίγη ώρα που την πάρει ο ύπνος είχε δει βίαια όνειρα που τριγύριζαν ακόμη στο μυαλό της, αλλά τον αναγνώρισε αμέσως εκείνον τον άντρα. Άπλωνε το χέρι του να πάρει ένα βιβλίο από κάποιο ψηλό ράφι. Η Λίντια είδε τον τίτλο: Φωτογραφία. Το γυμνό γυναικείο σώμα. «Γεια σας, κύριε Μέισον. Δεν ήξερα πως σας ενδιαφέρει η

φωτογραφία». Εκείνος αναπήδησε και κόντεψε να του πέσει το βιβλίο. Συνήλθε όμως αμέσως και γύρισε να την κοιτάξει. Η έκφραση του ήταν φιλική, αλλά το σκούρο του κοστούμι του έδινε ένα ύφος εξουσίας, τον έκανε απόμακρο. «Κι εγώ δεν περίμενα να σε βρω εδώ, Λίντια. Δεν έπρεπε να είσαι στο σπίτι και να διαβάζεις τα μαθήματα σου;» «Ήρθα να βρω κάποια βιβλία». «Κάνε γρήγορα, γιατί η κυρία Μπάρκερ θέλει να κλείσει». «Μάλιστα». Καθυστέρησε επίτηδες μπροστά στα βιβλία της ποίησης, επειδή ήθελε να δει αν θα έβαζε πίσω ο Μέισον το βιβλίο που κρατούσε. Πράγματι το έβαλε. «Ξέρετε τι θα ήθελα τώρα, κύριε Μέισον;» είπε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Τι;» «Ένα παγωτό». Εκείνος κατάφερε με πολλή προσπάθεια να της χαμογελάσει. «Τότε, πάμε να σε κεράσω», είπε. Μέχρι να γυρίσει στο σπίτι, η βροχή είχε αρχίσει να πέφτει ξανά δυνατή. Βρήκε τη μητέρα της να ετοιμάζεται για βραδινή έξοδο και την κυρίευσε η απογοήτευση. Για μια στιγμή είχε ξεχάσει τη δουλειά της συνοδού στο χορευτικό κέντρο. Απ’ αυτήν έβγαινε το νοίκι της σοφίτας, άρα δεν έπρεπε να παραπονιέται. Σωστά; Δεν ήθελε όμως να μείνει μονάχη απόψε. Η Βαλεντίνα έφτιαχνε με πολύ κέφι τα μαλλιά της και χαμογελούσε στον καθρέφτη. Άρα δεν πήγαινε μόνο για δουλειά. «Θα έρθει και απόψε ο Άλφρεντ;» ρώτησε η Λίντια μαζεύοντας δυο φουρκέτες από κάτω. Η Βαλεντίνα μουρμούριζε ένα απόσπασμα από την 5η συμφωνία του Μπετόβεν, αλλά σταμάτησε για να βάψει τα χείλη της μ’ εκείνο το κόκκινο κραγιόν που

λάτρευε η Λίντια. «Ναι, αγάπη μου, θα περάσει να με πάρει». Γύρισε στο πλάι και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Έρχεται κάθε βράδυ στο ξενοδοχείο και αγοράζει όλους μου τους χορούς. Φέρεται ονειρεμένα». «Πολύ πληκτικά όνειρα έχεις, μαμά». «Μη γίνεσαι γελοία», την αποπήρε η Βαλεντίνα. «Μας βοηθάει. Από πού νομίζεις ότι βγαίνει το φαγητό σου;» Έδειξε ένα μεγάλο κομμάτι κρεατόπιτα πάνω στο τραπέζι. Δίπλα της υπήρχε ένα πεπόνι και μια γαλλική μπαγκέτα. «Θα έπρεπε να τον ευγνωμονείς». Η Λίντια δεν απάντησε. Κάθισε στο τραπέζι και άνοιξε ένα από τα βιβλία με τα ποιήματα που είχε πάρει από τη βιβλιοθήκη. Το ξεφύλλισε λιγάκι και ύστερα είπε σαν να το είχε σκεφτεί εκείνη τη στιγμή: «Γιατί δεν τον καλείς ν’ ανέβει λίγο, να τον ευχαριστήσω και προσωπικά;» Η Βαλεντίνα σταμάτησε να βάζει πούδρα στο λαιμό της. Φορούσε ξανά εκείνο το μεταξωτό ναυτικό φόρεμα που τόσο άρεσε στον Άλφρεντ, αν και η Λίντια ήταν σίγουρη πως ακόμη και ένα τσουβάλι να φορούσε, του Άλφρεντ θα του φαινόταν υπέροχη. «Γιατί;» ρώτησε η Βαλεντίνα. «Τι σκαρώνεις πάλι;» «Τίποτε». «Ντουσενκα, όταν είπα ότι είσαι ανυπότακτη και ότι σου χρειάζεται ξύλο, μιλούσα σοβαρά». «Το ξέρω, μαμά». Η Βαλεντίνα κούμπωσε στο λαιμό της ένα κολιέ κλουαζονέ. «Τι όμορφο που είναι, μαμά! Καινούργιο;» «Μμμ.» «Θα φέρομαι καλύτερα, θα δεις. Σε παρακαλώ, κάλεσε τον κύριο Πάρκερ επάνω». Η Βαλεντίνα έτριψε με το χέρι το πιγούνι της, σαν να έψαχνε για

κανένα ψεγάδι. «Καλά, εντάξει», είπε. Ο Άλφρεντ Πάρκερ χαμογέλασε πλατιά στη Λίντια. «Πολύ ωραίο!» είπε. Φορούσε ένα κομψό ανθρακί κοστούμι, είχε βάλει κάτι στα μαλλιά για να γυαλίζουν, και η Λίντια τον έβρισκε επιτέλους πολύ καθωσπρέπει. Μονάχα εκείνα τα γυαλιά του τον χαλούσαν. Το σχόλιο του αφορούσε τη βότκα που του είχε σερβίρει στο μοναδικό τους φλιτζάνι, πριν πιάσει πάλι το βιβλίο της. «Μελετάς, ε;» «Μάλιστα». Πλησίασε και κοίταξε το βιβλίο. Το γιλέκο του μύριζε καπνό. «Γουέρντσγουερθ, βλέπω». «Μάλιστα». «Σου αρέσει η ποίηση;» «Ναι». «Α.» «Λίντοτσκα», είπε η Βαλεντίνα με υπερβολικά ευγενική φωνή, «νόμιζα πως ήθελες να πεις κάτι στον Άλφρεντ». «Ναι». Ο Άλφρεντ της χαμογέλασε ξανά και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα. «Λυπάμαι που σας φέρθηκα άσχημα και θέλω να σας ευχαριστήσω για την καλοσύνη που μου δείχνετε». Κοίταξε λοξά το κολιέ της μητέρας της. «. που μας δείχνετε. Γι αυτό θα ήθελα να σας δώσω και εγώ αυτό». Μίλησε ακόμη πιο γρήγορα και απ’ όταν έκανε πρόβες από μέσα της, καθώς έτεινε στον Άλφρεντ το πακετάκι που της είχε δώσει ο κύριος Λιου και που το είχε δέσει με μια κόκκινη κορδέλα. Εκείνος φάνηκε να εντυπωσιάζεται. «Λίντια, καλή μου, δεν χρειάζεται να μου κάνεις δώρα».

«Θέλω να το πάρετε». Ακόμη και η μητέρα της φαινόταν ευχαριστημένη. «Σ’ ευχαριστώ. Τι ωραία.» είπε ο Άλφρεντ, πήρε το δώρο και φίλησε αδέξια τη Λίντια στο μάγουλο. Καθώς το ξετύλιγε προσεκτικά, ήταν φανερό πως περίμενε κάποια χειροτεχνία της Λίντιας. Σαν είδε ν’ αστράφτει στην παλάμη του το ασημένιο ρολόι, άσπρισε σαν το πανί και κάθισε βαρύς στον καναπέ. Η πρώτη που μίλησε ήταν η Βαλεντίνα. «Πού στην ευχή το βρήκες, μικρούλα μου; Είναι πανέμορφο!» «Σένα ενεχυροδανειστήριο». Ο Άλφρεντ χάιδευε το ρολόι, το άνοιγε, το κούρντιζε, το έβαζε στη σωστή ώρα, λες και δεν το χόρταινε. Χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω του, είπε: «Είναι το δικό μου». «Ναι». «Πώς ήξερες σε ποιο ενεχυροδανειστήριο θα το βρεις;» «Το ήξερα γιατί εγώ το πήγα εκεί». Η Βαλεντίνα την κοίταξε πάνω από τον ώμο του Άλφρεντ και έκανε μια χειρονομία σαν να τη στραγγάλιζε. Ο Άλφρεντ κοίταξε τη Λίντια συνειδητοποιώντας τι συμβαίνει. «Εσύ μου το έκλεψες;» «Ναι». «Μου έκλεψες το ρολόι του πατέρα μου;» «Ναι». Εκείνος έτριψε το στόμα του. «Γι’ αυτό με ρώτησες τι αξία είχε». Η Λίντια δεν το περίμενε ότι θα ένιωθε τόσο άσχημα. Αφού του είχε επιστρέψει το ρολόι του, γιατί δεν σηκωνόταν να φύγει; Να πάει να χορέψει; Ο Άλφρεντ σηκώθηκε πράγματι, αλλά για να πάει κοντά της. Τόσο κοντά της, που η Λίντια έβλεπε τις τρίχες της μύτης του.

«Είσαι πολύ κακό κορίτσι», είπε και η φωνή του ήταν τόσο σφιγμένη, σαν να τον πονούσε κάτι. «Θα προσευχηθώ για την ψυχή σου». Με το ένα χέρι κρατούσε το ρολόι, ενώ το άλλο το είχε σφιγμένο σε γροθιά. Η Λίντια κατάλαβε πως ήθελε να της πει ακόμη περισσότερα, αλλά κρατιόταν. «Τώρα έχετε ξανά το ρολόι του πατέρα σας», τραύλισε. «Νόμιζα πως θα ήσασταν ευχαριστημένος». Εκείνος δεν απάντησε. Έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο. «Ντούσενκα, θεότρελη», ψιθύρισε με σφιγμένα δόντια η Βαλεντίνα, «τι έκανες;» Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν η Λίντια άκουσε τη μητέρα της που επέστρεφε. Τα ψηλά της τακούνια αντηχούσαν δυνατά στα σανίδια του πατώματος, αλλά η κοπέλα έκανε πως κοιμάται. Δεν άνοιξε τα μάτια ούτε όταν η Βαλεντίνα τράβηξε την κουρτίνα της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της. Στάθηκε εκεί αρκετή ώρα, χωρίς να μιλάει. Η Λίντια άκουγε την ανάσα της που έβγαινε ακανόνιστα και τη φούστα της που έτριζε καθώς την τσαλάκωνε με τα δάχτυλα της. Το ρολόι της εκκλησίας σήμανε δωδεκάμισι και ύστερα μία. και τότε η Βαλεντίνα μίλησε επιτέλους. «Λίντια Ιβάνοβα, είσαι τυχερή που ζεις ακόμη. Παραλίγο να σε γδάρω ζωντανή, και ας μην το έκανε εκείνος. Με τρομάζεις». Η Λίντια ήθελε να κλείσει τ’ αυτιά της μα δεν τολμούσε να κουνηθεί. «Τον ηρέμησα». Η Βαλεντίνα αναστέναξε βαθιά. «Δεν θέλω τέτοια πράγματα και μάλιστα δυο φορές τη μέρα. Πρώτα η αστυνομία και ύστερα το ρολόι. Λίντια, μου φαίνεται πως είσαι τρελή». Έμεινε για λίγο σιωπηλή, και η Λίντια άρχισε να ελπίζει πως είχε τελειώσει. Έκανε λάθος.

«Όλο ψέματα μου έλεγες, ε;» Όταν η κόρη της δεν της απάντησε, η Βαλεντίνα συνέχισε. «Ψέματα και για το πού έβρισκες τα λεφτά. Τώρα που το σκέφτομαι, καταλαβαίνω πολλά. Για όλες εκείνες τις φορές που μου έλεγες ότι η κυρία Γιόμαν σου έδωσε λεφτά επειδή της έκανες θελήματα, ότι βρήκες ένα πορτοφόλι στο δρόμο ή ότι κάνεις δουλειές στο σχολείο. Είσαι μια ξεδιάντροπη κλέφτρα». Η Λίντια νόμιζε πως θα πάθει ασφυξία. «Πρέπει να σταματήσεις. Αμέσως! Γιατί θα βρεθείς στη φυλακή. Δεν πρέπει να ξανακλέψεις ποτέ. Ποτέ! Σου το απαγορεύω». Η φωνή της γινόταν όλο και πιο ασταθής. Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και η Λίντια άκουσε ξανά τα τακούνια της. Ένα κερί άναψε στο χώρο που κοιμόταν η μητέρα της. Το τσούγκρισμα μιας μποτίλιας στα χείλη του φλιτζανιού έκανε τη Λίντια ν’ αρρωστήσει. Κουλουριάστηκε κάτω από το σεντόνι και ζούληξε τις γροθιές της στο στόμα της τόσο δυνατά, που πόνεσε. Η μητέρα της τη μισούσε. Την αποκάλεσε ξεδιάντροπη. Μα αν δεν φερόταν έτσι, θα είχαν πεθάνει και οι δυο σε κανένα χαντάκι, εδώ και καιρό. Ποιο ήταν λοιπόν το σωστό και ποιο το λάθος; Το να βοηθάς τους κομμουνιστές ήταν σωστό ή λάθος; Άρχισε ν’ απαγγέλλει από μέσα της το ποίημα του Γουέρντσγουερθ που είχε μάθει το απόγευμα, για να στρέψει τις σκέψεις της αλλού. Μόνος σαν σύννεφο περιπλανιόμουν.» Μα τι ξέρουν τα σύννεφα από μοναξιά;

21 Ο Τσανγκ ίσα που άκουσε τα βήματα της πίσω του, έτσι αθόρυβα που περπατούσε. Σαν αλεπού. Αποτράβηξε το βλέμμα του από το ποτάμι και γύρισε να την κοιτάξει. Ατενίζοντας τη μορφή της ένιωσε να κυλάει στις φλέβες του κάτι γλυκό σαν μέλι. Δεν φορούσε καπέλο και τα μαλλιά της κυμάτιζαν σαν λιωμένος χαλκός στον ήλιο. Τα μάτια της όμως ήταν γεμάτα σκιές. Έδειχνε πιο εύθραυστη από κάθε άλλη φορά. «Είχα την ελπίδα πως θα σε βρω εδώ», του είπε ντροπαλά και έδειξε το σημείο στην προσάμμωση όπου του είχε ράψει το πόδι. «Είναι πολύ ήσυχα εδώ, πολύ όμορφα. Αν ήρθες όμως για να μείνεις μόνος.» «Όχι, σε παρακαλώ». Ο Τσανγκ υποκλίθηκε και της έκανε νόημα να μείνει. «Εδώ ήταν έρημος πριν έρθεις». Η Λίντια υποκλίθηκε με τη σειρά της. «Με τιμάς». Μαθαίνει τους κινέζικους τρόπους, συλλογίστηκε με ευχάριστη έκπληξη εκείνος. Η κοπέλα κάθισε στον μεγάλο επίπεδο βράχο, χάιδεψε την γκρίζα επιφάνεια του, ζεστή όπως από τον ήλιο, και κοίταξε μια σαύρα που τρύπωνε σε μια χαραμάδα. «Τσανγκ Αν Λο, ήρθα για να σε προειδοποιήσω». «Να με προειδοποιήσεις;» «Ναι. Κινδυνεύεις». Τα λόγια της ήταν τόσο βαριά, που ο Τσανγκ τα ένιωσε να του πιέζουν το στήθος. «Και τι κίνδυνο βλέπεις;» Κάθισε ανακούρκουδα κοντά στο νερό και την κοίταξε. Φορούσε ένα ανοιχτό καφέ φόρεμα σχεδόν ομοιόχρωμο με τους κορμούς των δέντρων. «Κίνδυνο από την Αδελφότητα του Μαύρου Φιδιού».

Εκείνος σφύριξε με οργή. «Σ’ ευχαριστώ για την προειδοποίηση. Το ξέρω πως με απειλούν. Πού άκουσες όμως εσύ για τα Μαύρα Φίδια;» Η Λίντια χαμογέλασε πικρά. «Έκανα μια κουβεντούλα με δυο άντρες που είχαν τατουάζ με μαύρο φίδι στο λαιμό τους. Μ’ έβαλαν σένα αυτοκίνητο δια της βίας και με ρώτησαν πού βρίσκεσαι». Το είπε ανάλαφρα, σαν ν’ αστειευόταν, αλλά η καρδιά του Τσανγκ κόντεψε να σταματήσει. Βύθισε το χέρι του στο νερό για να ηρεμήσει. Έπρεπε να ελέγχει το θυμό του, όχι να τον ελέγχει εκείνος. «Λίντια Ιβάνοβα, άκουσε με», είπε κοιτάζοντας την κατάματα. «Να μην ξαναπάς ποτέ στην κινέζικη πόλη. Να προσέχεις ακόμη και στον δικό σας συνοικισμό. Τα Μαύρα Φίδια χύνουν δηλητήριο και έχουν μεγάλη δύναμη. Σκοτώνουν άγρια και αργά». «Μην αγριεύεις. μ’ άφησαν χωρίς να με πειράξουν». Το χαμόγελο που του χάρισε τον ηρέμησε. Ήταν φανερό όμως πως ήθελε να μιλήσουν και για άλλα πράγματα. «Τσανγκ Αν Λο, πού μένεις;» Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Καλύτερα να μην ξέρεις». «Α.» «Για την ασφάλεια σου, δεν πρέπει να ξέρεις τίποτε για μένα». «Ούτε καν τι δουλειά κάνεις;» «Ούτε». Η Λίντια ξεφύσησε ενοχλημένη. Ύστερα έγειρε στο πλάι το κεφάλι και μόρφασε. «Τουλάχιστον, θα μου πεις πόσων χρόνων είσαι; Αυτό δεν βλάπτει, έτσι δεν είναι;» «Όχι βέβαια. Είμαι δεκαεννιά χρόνων».

Οι ερωτήσεις ήταν ανάγωγες, πολύ προσωπικές, αλλά ο Τσανγκ δεν ένιωθε προσβεβλημένος. Ήταν μια φανκί δεν μπορείς να περιμένεις λεπτότητες από τους Ξένους Διαβόλους. «Και η οικογένεια σου; Έχεις αδέλφια;» «Οι δικοί μου έχουν πεθάνει. όλοι». «Αχ, Τσανγκ. Λυπάμαι πολύ». Με μια σβέλτη κίνηση, εκείνος έβγαλε έναν τεράστιο βάτραχο από τη λάσπη. «Πεινάς, Λίντια Ιβάνοβα;» Άναψε φωτιά και έψησε το βάτραχο μαζί με δυο μικρά ψάρια, τυλιγμένα όλα μέσα σε πλατιά φύλλα. Η Λίντια τα απ’ όλαυσε στ’ αλήθεια. Ο Τσανγκ είχε ξύσει τέσσερα κλαράκια κι είχε φτιάξει πρωτόγονα ξυλάκια. Ύστερα την έμαθε πώς να τα χρησιμοποιεί. Το γέλιο της όταν της έπεφτε η μπουκιά έκανε τις ιτιές να μουρμουρίζουν πάνω από τα κεφάλια τους, και ακόμη και η Λοσεν, η θεά του ποταμού έστηνε ταυτί της για να την ακούσει. Η Λίντια είχε χαλαρώσει μ’ έναν τρόπο πρωτόγνωρο. Οι σκιές χάθηκαν από τα μάτια της και εκείνη η μόνιμα ανήσυχη έκφραση έσβησε από το πρόσωπο της. Ο Τσανγκ ήξερε πως αυτό σήμαινε ότι ένιωθε ασφαλής. Τόσο ασφαλής, ώστε να του διηγηθεί ιστορίες από την παιδική της ηλικία, για το πώς είχε σπάσει το χέρι της προσπαθώντας να κάνει κυβιστήσεις σαν τους ακροβάτες του δρόμου. Η μητέρα της την είχε μαλώσει και ύστερα πλήρωσε μια Ρωσίδα χορεύτρια για να της μάθει κυβιστήσεις. Τόσο ασφαλής, ώστε να πεταχτεί και να κάνει μια κυβίστηση που έκανε τη φούστα της ν’ ανέβει στο κεφάλι της μ’ έναν τρόπο όχι και τόσο καθωσπρέπει. Ύστερα κάθισε πάλι δίπλα του και έκανε μια γκριμάτσα. Πόσο λάτρευε τις γκριμάτσες της ο Τσανγκ! Τη χειροκρότησε γελώντας. «Είσαι η αυτοκράτειρα του Ορμίσκου της Σαύρας», της είπε και

έσκυψε βαθιά το κεφάλι. «Νόμιζα ότι οι κομμουνιστές δεν εγκρίνουν τις αυτοκράτειρες», αποκρίθηκε χαμογελώντας η Λίντια και ξάπλωσε ανάσκελα στην άμμο. Ο Τσανγκ δεν ήταν σίγουρος αν τον κορόιδευε και έτσι δεν είπε τίποτε. Απόμεινε να την κοιτάζει έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη, με την άκρη της γλώσσας ανάμεσα στα χείλη της, σαν να γευόταν τη δροσερή αύρα του ποταμού. Το κορμί της ήταν λεπτό και τα στήθη της μικρά, αλλά τα πόδια της ήταν πολύ μεγάλα για τα κινέζικα γούστα. Ήταν τόσο διαφορετική απ’ όλες τις άλλες κοπέλες που είχε γνωρίσει. Τόσο ξένη, τόσο πληθωρική, που ξέφευγε από κάθε κανόνα. και όμως τον έκανε να νιώθει μια τέτοια ζεστασιά, που δεν ήθελε ν’ απομακρυνθεί από κοντά της. «Πρέπει να φύγω», είπε σιγανά. Η Λίντια γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε. «Πρέπει;» «Ναι. Έχω να πάω σε μια κηδεία». Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια. «Μπορώ να έρθω και εγώ;» «Δεν γίνεται», αποκρίθηκε κοφτά ο Τσανγκ. Το θράσος της έβαζε σε δοκιμασία ακόμη και την υπομονή των θεών. Στέκονταν στο τέλος της πομπής. Οι σάλπιγγες ακούγονταν δυνατές. Ο Τσανγκ ένιωθε πίσω του την παρουσία της αλεπουδίτσας, τον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση της. Ήταν λεπτή και μικροκαμωμένη σαν τις νεαρές Κινέζες και τα ρούχα που είχε δανειστεί για να την ντύσει -λευκό χιτώνιο, φαρδύ παντελόνι, πάνινα σανδάλια και ένα μεγάλο ψάθινο κωνικό καπέλο- την έκαναν να μην ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος. Παρόλα αυτά ο Τσανγκ ανησυχούσε.

Θα είχε άραγε αντίρρηση ο Γιουεσένγκ; Μήπως η παρουσία μιας φανκί στην κηδεία του θα έδινε δύναμη στα κακά πνεύματα που προσπαθούσαν να τα διώξουν με τη φασαρία τους τα τύμπανα, τα κύμβαλα και οι σάλπιγγες; Αχ, φίλε μου Γιουεσένγκ, είμαι τόσο μπερδεμένος. Ακόμη και ο ουρανός είχε πάρει το λευκό χρώμα του πένθους, δείχνοντας τη θλίψη του για το θάνατο του Γιουεσένγκ. Η νεκροφόρα στην κεφαλή της νεκρώσιμης πομπής ήταν σκεπασμένη με λευκά μεταξωτά και την έσερναν τέσσερις άντρες με ολόλευκα ρούχα. Βουδιστές μοναχοί με τον πορτοκαλί μανδύα τους χτυπούσαν τα τύμπανα τους και σκόρπιζαν λευκά ανθοπέταλα οδεύοντας προς το ναό. Ο Τσανγκ ένιωσε το μάγουλο της Λίντιας ν’ ακουμπάει στον ώμο του καθώς τους έσπρωχνε το πλήθος. «Αυτός με τον μακρύ λευκό χιτώνα πίσω από το φέρετρο είναι ο αδελφός του Γιουεσένγκ», μουρμούρισε ο Τσανγκ. «Ποιος είναι εκείνος ο μεγαλόσωμος που.» «Σουτ! Μη μιλάς και έχε το κεφάλι σκυφτό». Κοίταξε γύρω του μα δεν τους έδινε κανείς σημασία. «Εκείνος ο μεγαλόσωμος είναι ο πατέρας του Γιουεσένγκ». Οι ψαλμωδίες των ιερέων σκέπαζαν τα λόγια τους. «Τι πετάνε στον αέρα εκεί πέρα;» «Ψεύτικα χαρτονομίσματα για να καλοπιάσουν τα πνεύματα». «Ντροπή να πετάνε ψεύτικα λεφτά», ψιθύρισε η Λίντια καθώς πέρασε ξυστά από τη μύτη της ένα πενηντοδόλαρο. «Σουτ!» Η κοπέλα δεν ξαναμίλησε. Άρα μπορεί να κρατήσει το στόμα της κλειστό, σκέφτηκε ευχαριστημένος ο Τσανγκ. Καθώς βάδιζαν αργά προς το ναό, ο Τσανγκ αναθυμόταν τη φιλία του με τον Γιουεσένγκ. Τον στενοχωρούσε πολύ που ο φίλος του

είχε τρία χρόνια να μιλήσει με τον πατέρα του. Επί τρία ολόκληρα χρόνια ήταν θυμωμένος μαζί του. Οι πρόγονοι θα ήταν δυσαρεστημένοι που είχε ξεχάσει το σεβασμό που οφείλουν οι γιοι στους πατεράδες τους, αλλά ο πατέρας του Γιουεσένγκ ήταν δύσκολος άνθρωπος. Στο ναό, ακούμπησαν το φέρετρο μπροστά στα μπρούντζινα αγάλματα του Βούδα και της Κουάν-γιν. Τα λιβανωτά αρωμάτιζαν τον αέρα και οι μοναχοί έψελναν προσευχές. Λευκά λάβαρα, λευκά λουλούδια, νόστιμα φαγητά και γλυκά και άφθονα φρούτα έγιναν προσφορά στον Γιουεσένγκ. Ο κόσμος γονάτισε και προσκύνησε σκεπάζοντας σαν στρώμα χιονιού το πάτωμα του ναού. και τότε οι μοναχοί άρχισαν να καίνε σε μια μεγάλη μπρούντζινη υδρία χάρτινα αντικείμενα για να τα έχει στην άλλη ζωή ο Γιουεσένγκ: ένα σπίτι, εργαλεία και έπιπλα, ένα σπαθί και ένα τουφέκι, ένα αμάξι και πούλια του ματζόνγκ, και το πιο σημαντικό, ομοιώματα από πλάκες χρυσού και ασημιού φτιαγμένα από χαρτί. Οι φλόγες τα καταβρόχθιζαν όλα. Ο Τσανγκ κοίταζε τον καπνό που ανέβαινε και γινόταν ανάσα των θεών, και άρχιζε να γαληνεύει. Ο πόνος της απώλειας που τον μαχαίρωνε άρχισε να μαλακώνει. Ο Γιουεσένγκ είχε πεθάνει γενναία. Τώρα ο φίλος του βρισκόταν σε ασφαλές μέρος, όπου θα τον φρόντιζαν. Το έργο του είχε τελειώσει. Ο Τσανγκ αναζήτησε με το βλέμμα τη βαριά μορφή στην κεφαλή των πενθούντων. Το δικό του έργο μόλις είχε αρχίσει. «Μου έφερες τον νεκρό γιο μου. Σου έχω μεγάλη υποχρέωση. Ζήτησε μου ότι θέλεις». Ο πατέρας του Γιουεσένγκ είχε δέσε στο κεφάλι του μια λευκή ταινία. Η κεντητή καπιτονέ ζακέτα του και το φαρδύ του παντελόνι τον έκαναν να δείχνει ακόμη πιο μεγαλόσωμος. Στη φαρδιά του μέση είχε δεμένο ένα λευκό ζωνάρι κεντημένο με

μαργαριτάρια που σχημάτιζαν ένα δράκοντα. Ο Τσανγκ υποκλίθηκε μπροστά του. «Ήταν τιμή μου να υπηρετήσω το φίλο μου», είπε. Ο μεγαλόσωμος άντρας τον κοίταξε εξεταστικά. Το στόμα του είχε μια σκληρή έκφραση και τα μάτια του ήταν πονηρά. Ο Τσανγκ δεν διάβαζε θλίψη μέσα τους, αλλά πάλι αυτός ο άντρας δεν έδειχνε εύκολα τα αισθήματα του. «Αν δεν μου έφερνες τη σορό του, θα του έκοβαν τα μέλη και θα τα σκορπούσαν εδώ και εκεί. Έτσι κάνει το Κούομιντανγκ, επειδή θέλει να τρομάζει τους άλλους. Το πνεύμα του γιου μου θα χρειαζόταν χρόνια για να τα ξαναβρεί και να επιστρέψει ακέραιο στους προγόνους μας. Γι’ αυτό το δώρο που μας έκανες, Σ’ ευχαριστώ». Ο άντρας υποκλίθηκε στον Τσανγκ. «Η καρδιά μου χαίρεται για το γιο σου. Το πνεύμα του θα ευχαριστηθεί που προσφέρεις ένα δώρο σε αντάλλαγμα για όσα έκανα». Τα μαύρα μάτια του άντρα στένεψαν. «Πες τι δώρο θέλεις και θα το έχεις». Ο Τσανγκ τον πλησίασε ακόμη περισσότερο και χαμήλωσε τη φωνή του. «Ο γιος σου έδωσε τη ζωή του για τις πεποιθήσεις του, για να διαδοθούν τα λόγια του Μάο στο λαό της Κίνας.» «Μη μου μιλάς γι’ αυτά». Ο πατέρας έστρεψε αλλού το κεφάλι, σφίγγοντας τα δόντια. «Πες τι δώρο θέλεις». «Ένα τυπογραφικό πιεστήριο». Ο άλλος ρούφηξε δυνατά τον αέρα. «Το Κούομιντανγκ κατέστρεψε το πιεστήριο του γιου σου». «Αφού έδωσα το λόγο μου, τότε θα έχεις καινούργιο πιεστήριο». Ο Τσανγκ έσκυψε το κεφάλι ελαφρά. «Φενγκ Του Χονγκ, τιμάς τη μνήμη του γιου σου».

Ο πατέρας του Γιουεσενγκ του γύρισε την πλάτη για να πάει στο δείπνο της παρηγοριάς. Έπρεπε να πάει την αλεπού στο σπίτι της. Αρκετά είχε δει. Αν έμενε και άλλο εκεί, σίγουρα θα την ανακάλυπταν. Οι τεθλιμμένοι δεν έσκυβαν πια το κεφάλι τους σε ένδειξη πένθους, αλλά το έγερναν πίσω για να πιουν μαο τάι και ο τόπος βούιζε από τις συζητήσεις. Θα την πρόσεχαν. «Του το ζήτησες;» Η Κουάν, η σύντροφος του από το υπόγειο τυπογραφείο, είχε εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά του. Φορούσε μαύρα αντί για λευκά και κουβαλούσε στην πλάτη ένα σακί. Ο Τσανγκ δεν περίμενε να τη δει στην κηδεία, μια που δεν μπορούσε να λείψει από τη δουλειά της στο εργοστάσιο. Έκανε μερικά βήματα για ν’ απομακρυνθεί από την αλεπουδίτσα. «Ναι, του ζήτησα το δώρο και συμφώνησε». Τα σκιστά μάτια της Κουάν γούρλωσαν δύσπιστα. «Είσαι τυχερός που το κεφάλι σου είναι ακόμη στη θέση του», είπε γέρνοντας πιο κοντά του. «Σε προειδοποίησε να μην τυπώσεις άλλα φυλλάδια και αφίσες;» «Όχι. Τι θα έβγαινε; Μας απεχθάνεται, όπως απεχθανόταν και το γιο του». Η κοπέλα χαμογέλασε ευγενικά. «Τσανγκ Αν Λο, μη θλίβεσαι τόσο. Ο Γιουεσενγκ πέθανε κάνοντας το σωστό και τώρα είναι ευτυχισμένος». «Θα γίνει ακόμη πιο ευτυχισμένος όταν φέρουμε την ελευθερία στην αλυσοδεμένη Κίνα», ψιθύρισε σφίγγοντας τα δόντια ο Τσανγκ. «Κι ο πατέρας του Γιουεσενγκ θα μας βοηθήσει να φτάσουμε πιο σύντομα στη μέρα αυτή, είτε το θέλει είτε όχι».

22 «Κουρασμένος φαίνεσαι, φιλαράκο», είπε ο Άλφρεντ Πάρκερ σκαλίζοντας την πίπα του. «Το χρώμα σου είναι φρικτό». Ο Τέο έτριψε τα μάτια του που τον έτσουζαν. «Σ’ ανησυχεί ακόμη εκείνο το πρόβλημα με τον Μέισον; Δεν μου είπες ότι το έλυσες;» «Πάει αυτό. Έχουμε εξετάσεις στο σχολείο τώρα και ξενυχτάω διορθώνοντας γραπτά». Άσε που τις τρεις τελευταίες νύχτες τις είχε περάσει μέσα σε κάτι καρυδότσουφλα, ανεβοκατεβαίνοντας το ποτάμι. Χθες μάλιστα έβρεχε όλη νύχτα. Οι νυχτερινές παραδόσεις πάντως πήγαιναν καλά και ο Τέο έβλεπε με έκπληξη το μερτικό του σε ασημένια νομίσματα να μεγαλώνει κάθε βράδυ. Αυτό, ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει: οι άλλοι είχαν γίνει πιο τολμηροί, ρισκάριζαν περισσότερο και μετέφεραν μεγαλύτερα φορτία. Βασίζονταν στο λόγο του, κι εκείνος βασιζόταν στο λόγο του Μέισον. Πώς να μην είναι φρικτό το χρώμα του; Είχε πάει με τον Παρκερ στο αγαπημένο του τεϊοποτείο του Τζαντσοου. Ο Παρκερ ήθελε να τον δει οπωσδήποτε κι είχε ξεπεράσει τις επιφυλάξεις του σχετικά με την υγιεινή και το σωστό τσάι. Το τσάι δίχως γάλα δεν ήταν τσάι γι’ αυτον, αλλά είχε δηλώσει πως ήθελε να ζήσει την εμπειρία ενός παραδοσιακού κινέζικου τεϊοποτείου για να καταλάβει ακόμη καλύτερα τους ντόπιους. Ο Τέο γέλασε όταν τον άκουσε. Ο Άλφρεντ μπορεί να ήταν εξαιρετικός δημοσιογράφος για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, αλλά τους ντόπιους δεν θα τους καταλάβαινε ποτέ. Όταν η λεπτή κοπέλα με το παραδοσιακό φόρεμα έφερε την πήλινη τσαγιέρα και τους γέμισε μικροσκοπικά φλιτζάνια με κοκκινωπό υγρό, ο Αλφρεντ της χαμογέλασε τόσο θερμά που εκείνη σήκωσε το κεφάλι και του έδειξε επάνω. Ο Τέο

ήξερε πως ούτε που είχε περάσει καν από το μυαλό του φίλου του η ιδέα ότι η κοπέλα θεώρησε πως ήθελε να κάνει σεξ μαζί της και ότι του έλεγε πως οι κοπέλες που προσφέρουν τον ουρανό και τάστρα βρίσκονταν στα επάνω δωμάτια. Για μια χούφτα δολάρια φυσικά. Γύρω τους, ο τόπος βούιζε από συζητήσεις Κινέζων εμπόρων και τραπεζιτών και μερικών Γιαπωνέζων διπλωματών. Ήταν όλοι άντρες, καλοντυμένοι και καλοθρεμμένοι, που δεν τους άγγιζε η έλλειψη των τροφίμων. Το μαγαζί ήταν γεμάτο φώτα και χρώματα, πρόσφερε μια ψεύτικη εντύπωση ευμάρειας. Κόκκινα φανάρια, χρυσαφιά λιοντάρια, πολύχρωμα πουλιά σε σκαλιστά κλουβιά έδιωχναν με το κελάηδημα τους το άγχος, και μια κοπέλα με κορακάτα μαλλιά έπαιζε γλυκά σε μια κιθάρα τσιν. Ο κρότος από τα πούλια του ματζόνγκ δεν σταματούσε στιγμή. Συνήθως, εδώ πέρα ο Τέο γαλήνευε, όχι όμως και απόψε. Η γαλήνη βρισκόταν μίλια μακριά του. «Λοιπόν, Άλφρεντ, τι το επείγον συμβαίνει; Τι θέλεις να συζητήσουμε;» «Θυμάσαι που μου ζήτησες να σκαλίσω το παρελθόν του Κρίστοφερ Μέισον; Μου είπες βέβαια ότι έχεις ξεκαθαρίσει τις διαφορές σου μαζί του, παρόλα αυτά.» Ο Τέο έσκυψε πάνω από το χαμηλό τραπέζι από μπαμπού. «Ανακάλυψες τίποτε σκελετούς;» «Όχι ακριβώς». «Τότε;» «Μερικές ανωμαλίες». «Όπως;» «Καταρχήν, ο τύπος δεν είναι αυτό που δείχνει. Οι γονείς του είχαν ένα μικρό μαγαζί με σιδηρικά στο Κεντ της Αγγλίας και όχι τη σημαντική εξαγωγική επιχείρηση που ισχυρίζεται».

«Μπα, μπα! Ώστε ο πατήρ ήταν μουντζούρης. Ενδιαφέρον αυτό». «Υπάρχουν και άλλα». «Άλφρεντ, είσαι αληθινό διαμάντι!» είπε μορφάζοντας ο Τέο. Ο Πάρκερ άναψε την πίπα του και συνέχισε. «Η πρώτη του δουλειά ήταν στην υπηρεσία τελωνείων και δασμών του Λονδίνου. Λέγεται ότι δεν δίσταζε να βγάλει ο ίδιος στην αγορά μερικά από τα λαθραία εμπορεύματα στα οποία έκανε κατάσχεση. Γαλλικά κονιάκ και αρώματα, και άλλα τέτοια». «Γιατί δεν μου προκαλεί έκπληξη αυτό;» «Στη συνέχεια μετακινήθηκε στην υπηρεσία πολεοδομίας, αφού πρώτα υπήρξε κάποιο σκάνδαλο με τη γυναίκα του προϊσταμένου του. Φαίνεται ότι της άρεσαν τα σκληρά παιχνίδια και ότι εκείνος της τα πρόσφερε». Ο Πάρκερ συνοφρυώθηκε, δεν του άρεσε να μιλάει για τέτοια πράγματα. «Παιχνίδια που δεν κάνει ένας καθωσπρέπει άνθρωπος», πρόσθεσε. Ο Τέο συγκινήθηκε με την αφέλεια του φίλου του. Τη δική του αθωότητα την είχε σκοτώσει ένας πυροβολισμός σ ένα γραφείο στο Κένσινγκτον, δέκα χρόνια πριν. Έκτοτε περίμενε πάντα να δει την κακή πλευρά των ανθρώπων. Κι έτσι γινόταν. Πάντα. Γι’ αυτό του άρεσε να διδάσκει. Τα παιδιά ήταν άβγαλτα, υπήρχε ακόμη ελπίδα γι’ αυτά. Η Λι Μέι, επίσης. και αυτή του έδινε ελπίδες. Ο Πάρκερ όμως ήταν αλλόκοτος. Η σκληρή πραγματικότητα δεν είχε θαμπώσει ακόμη την πανοπλία του. Σπάνιο πράγμα για την εποχή. Πολύ αναζωογονητικό, κατά κάποιο τρόπο. και σήμερα, η διάθεση του ήταν ακόμη πιο γιορτινή. Ο Πάρκερ χαμήλωσε τώρα τη φωνή του και συνέχισε. «Ύστερα από δεκαοχτώ μόλις μήνες, παραιτήθηκε από την πολεοδομία». «Έλα, για πες μου». «Τίποτε συγκεκριμένο. Διαδόσεις μόνο, καταλαβαίνεις».

«Λέγε και μ’ έσκασες!» «Δωροδοκίες». «Α!» «Χρήματα κάτω απ’ το τραπέζι. Κτίρια που χτίζονταν εκεί που δεν έπρεπε, τέτοια. Παραιτήθηκε την τελευταία στιγμή και ήρθε στο Τζαντσόου. Ένας Θεός ξέρει πώς εξασφάλισε μια θέση στο τμήμα εκπαίδευσης, αλλά φαίνεται πως είναι καλός στη δουλειά του, αν και οι υφιστάμενοι του δεν τον συμπαθούν ιδιαίτερα. Αυτό μόνο μου είπαν. Προφανώς φοβούνται για τη δουλειά τους». «Εσύ δεν θα φοβόσουν;» Ο Πάρκερ τον κοίταξε απορημένος. «Όχι βέβαια. Αν ανακάλυπτα οποιαδήποτε διαφθορά». Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η κοπέλα και τους γέμισε ξανά τα φλιτζάνια με αχνιστό τσάι. «Σι σζ», είπε ο Πάρκερ. Ο Τέο κόντεψε να πνιγεί με το τσάι του. «Μπράβο, Άλφρεντ!» «Ε, είπα να μάθω λίγο την ντοπιολαλιά. Μου είναι χρήσιμή στη δουλειά μου, και έπειτα μου αρέσει να εντυπωσιάζω τον κόσμο», είπε ο Πάρκερ και κοκκίνισε. «Πονηρέ! Ποια είναι η τυχερή; Την ξέρω;» «Για να πω την αλήθεια, την ξέρεις. Είναι μητέρα μιας από τις μαθήτριες σου». «Όχι η Άνθια Μέισον φυσικά!» «Όχι βέβαια. Η κυρία λέγεται Βαλεντίνα Ιβάνοβα», αποκρίθηκε χαμογελώντας ντροπαλά ο Πάρκερ. «Τρελάθηκες, Άλφρεντ!» του είπε απότομα ο Τέο. «Εσύ πας γυρεύοντας για μπελάδες». Ο Πάρκερ πετάρισε τα βλέφαρα ταραγμένος από την έντονη αντίδραση του φίλου του.

«Τι εννοείς, Τέο; Πρόκειται για μια θαυμάσια γυναίκα». «Παραδέχομαι πως είναι πολύ όμορφη, αλλά είναι Λευκορωσίδα». «Κι είναι κακό αυτό;» «Οχ, Άλφρεντ!» αναστέναξε ο Τέο. «Οι πάντες ξέρουν πως οι γυναίκες αυτές γυρεύουν απελπισμένα να παντρευτούν Ευρωπαίο. Οποιονδήποτε Ευρωπαίο. Έχουν κολλήσει εδώ πέρα οι κακόμοιρες, χωρίς χαρτιά, χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά. Η ζωή τους πρέπει να είναι κόλαση. Γι’ αυτό οι μισές από τις γυναίκες που δουλεύουν στα μπορντέλα του Τζαντσόου είναι Λευκορωσίδες. Μην παίρνεις τέτοιο ύφος, αλήθεια σου λέω». Ο τόνος του Τέο μαλάκωσε. «Λυπάμαι που σου χαλάω τη φαντασίωση, φίλε μου, αλλά αυτή η γυναίκα σε χρησιμοποιεί». Ο Πάρκερ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, αλλά ο Τέο έβλεπε πως η αυτοπεποίθηση του φίλου του άρχιζε να κλονίζεται. Ο δημοσιογράφος έβγαλε τα γυαλιά του και βάλθηκε να τα καθαρίσει μένα ολόλευκο μαντίλι. «Νόμιζα πως θα έδειχνες κατανόηση», είπε γκρινιάρικα, χωρίς να σηκώσει τα μάτια. «Εσύ πρέπει να καταλαβαίνεις περισσότερο απ’ όλους τι θα πει αγάπη, πώς σε κάνει να νιώθεις ο έρωτας.» «Σαν άρρωστος;» Ο Πάρκερ προσπάθησε να χαμογελάσει. «Ναι, άρρωστος νιώθω». Φόρεσε τα γυαλιά του και κοίταξε το μαντίλι του σαν να το έβλεπε για πρώτη φορά. «Βλέπω παντού το πρόσωπο της», είπε ήρεμα. «Στον καθρέφτη όταν ξυρίζομαι, στο λευκό χαρτί όταν δακτυλογραφώ τα άρθρα μου, ακόμη και στο στυπόχαρτο του αρχισυντάκτη μου που το χαζεύω όταν κάνουμε βαρετές συσκέψεις». «Την έχεις πατήσει άσχημα, φίλε μου». «Νόμιζα πως εσύ θα με καταλάβαινες». «Επειδή έχω τη Λι Μέι; Μα αυτή δεν έρχεται μαζί μου για τα

λεφτά μου, σου τ’ ορκίζομαι. Πρώτον, γιατί εγώ δεν έχω λεφτά, και δεύτερον, γιατί η οικογένεια της είναι πλούσια. Όπως βλέπεις, η κατάσταση είναι διαφορετική. Σε προειδοποιώ, μακριά από τη Βαλεντίνα Ιβάνοβα. Μόλις την πας στην Αγγλία, θα σ’ εγκαταλείψει». Ο Πάρκερ έσφιξε τα δόντια και έσπρωξε πέρα το φλιτζάνι του. «Η αλήθεια είναι ότι απόρησα τι βρήκε σέναν τύπο σαν εμένα μια τόσο όμορφη και ταλαντούχα γυναίκα». «Σύνελθε, Άλφρεντ! Στο είπα και πριν ότι είσαι αληθινό διαμάντι». Ο δημοσιογράφος ανασήκωσε τους ώμους. «Γιατί δεν απολαμβάνεις απλώς τη συντροφιά της; Πλάγιασε μαζί της για μερικούς μήνες, προσπάθησε να ξεχάσεις το άρωμα της και.» «Τέο, εσύ μπορεί να είσαι ένας άκαρδος ειδωλολάτρης», αποκρίθηκε άτονα ο Πάρκερ, «αλλά εγώ δεν είμαι. Είμαι χριστιανός, ξέρεις, και προσπαθώ νακολουθώ τις εντολές 274 του Κυρίου. Δεν σκοπεύω να τη ρίξω στο κρεβάτι μου κι ύστερα να την παρατήσω». «Είσαι ανόητος, φίλε μου». Σώπασαν. Ήρθε μια κοπέλα να τους προσφέρει ζαχαρωμένους λουκουμάδες, αλλά την έδιωξαν. Κάποιος φώναξε θριαμβευτικά πίσω τους, καθώς κέρδιζε στο ματζόνγκ. Ο Τέο άναψε τσιγάρο. Κάπνιζε πάρα πολλά τώρα τελευταία και τον πονούσε ο λαιμός του. «Παράτησε την τώρα», είπε σιγανά, «προτού βρεθείς περισσότερο μπλεγμένος, στο λέω για το καλό σου. Μην ξεχνάς ότι υπάρχει και η κόρη της. Αυτή και αν είναι δύσκολη!» Ο Πάρκερ έτριψε το μέτωπο του προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη. «Τι να σου πω, Τέο. Μπορεί να έχεις δίκιο. Τελικά μου φαίνεται

πως η αγάπη έχει καταστρεπτική δύναμη. Η αγάπη για ένα άτομο, για ένα ιδανικό, για μια πατρίδα. Σβήνει τα πάντα και φέρνει το χάος. Όσο για την κόρη, μη μου την αναφέρεις ξανά. Δεν διορθώνεται με τίποτε». 23 Ο Τσανγκ στεκόταν σαν μαρμαρωμένος μέσα στο σκοτάδι. Εκείνοι βρίσκονταν γύρω του παντού. Τους άκουγε: το θρόισμα ενός μανικιού, το τρίξιμο ενός παπουτσιού στα χαλίκια. Είχε ρισκάρει πάρα πολύ που εμφανίστηκε στην κηδεία. Ήξερε πως εκείνοι θα τον εντόπιζαν, όμως, αν δεν πήγαινε όμως στην κηδεία του Γιουεσένγκ, θατιμαζόταν. Ήταν αδελφές ψυχές, έπρεπε να του δείξει τον απαιτούμενο σεβασμό. Του το χρωστούσε. Τώρα όμως βρίσκονταν εδώ και τα Μαύρα Φίδια. Ο χάρος θα σερνόταν στα σκοτάδια, ώσπου να χορτάσει την πείνα του. Βρισκόταν σε μια λιθόστρωτη πλατεία της παλιάς πόλης, κάτω από μια αψίδα, με την πλάτη κολλημένη σε μια δρύινη πόρτα στολισμένη με καρφιά. Απόλους τους δρόμους, από κάθε κατεύθυνση, πλησίαζαν σκυφτές οι μαύρες σκιές. Καιροφυλακτούσαν στα κατώφλια. Τον γύρευαν. Δεν είχε φεγγάρι για να κάνει τις λεπίδες των μαχαιρών τους να γυαλίζουν, αλλά ο Τσανγκ ήξερε πως τα κρατούσαν έτοιμα, διψασμένα καθώς ήταν για αίμα. Εντόπισε έξι, άκουγε όμως και άλλους. Ένας στεκόταν κολλημένος στον τοίχο, ούτε δέκα βήματα δεξιά του, και φρουρούσε την είσοδο ενός χουτόνγκ που έβγαζε στο λαβύρινθο της παλιάς πόλης. Η ανάσα του έβγαινε σφυριχτή. Μ ένα σιωπηλό σάλτο και ένα τίναγμα της φτέρνας, ο Τσανγκ την έκανε να σταματήσει. και πριν καν το σώμα του άλλου πέσει στο λιθόστρωτο, εκείνος είχε χωθεί στο χουτόνγκ κι έτρεχε κιόλας σαν τον άνεμο. Σένα παράθυρο από πάνω του άναψε ένα φως και πίσω του ακούστηκε

μια φωνή. Δεν γύρισε να κοιτάξει. Τρέχοντας ακόμη πιο γρήγορα, χάθηκε ξανά μες στα σκοτάδια. Ξοπίσω του και οι άλλοι. Τους οδήγησε μέσα στα στενά δρομάκια, κάνοντας τους ναπομακρυνθούν ο ένας από τον άλλο και όταν ο ταχύτερος απ’ αυτούς βρέθηκε σ ένα σταυροδρόμι είκοσι βήματα μπροστά από τους άλλους, ούτε κατάλαβε τι ήταν εκείνο που ξεπήδησε μέσα από τα σκοτάδια και του έσπασε τα πλευρά. Ο Τσανγκ συνέχισε να στήνει ενέδρες. Αχρήστεψε το πόδι ενός, ενώ από τα χτυπήματα του ένας άλλος έχασε το μάτι του. Ωστόσο ένα κάρο φορτωμένο ανθρώπινα περιττώματα που βρομούσε φρικτά, του έκοψε το δρόμο. Ο Τσανγκ αναγκάστηκε να στρίψει αριστερά και βρέθηκε σένα αδιέξοδο. Παγιδευμένος θανάσιμα. Στις τρεις πλευρές, τυφλοί τοίχοι. Έξοδος, μονάχα μία και έξι άντρες που πλησίαζαν λαχανιασμένοι, φτύνοντας δηλητήριο. Τρεις κρατούσαν μαχαίρια, δύο κράδαιναν σπαθιά, και ένας τον σημάδευε μένα πιστόλι. Αυτός ο τελευταίος γρύλισε κάτι και τότε ένας σπαθοφόρος όρμησε καταπάνω στον Τσανγκ με τη λεπίδα του να τραγουδάει στον αέρα. Ο Τσανγκ κράτησε την ανάσα του, μάζεψε όλη του τη δύναμη, και τίναξε το ένα του πόδι ανάμεσα στα πόδια του επιτιθέμενου. Πόνεσε όλη του η πλευρά, αλλά συνεχίζοντας την κίνηση του αυτή πήδησε πάνω στον τοίχο πίσω του, έκανε τρία βήματα σαν αστραπή, πιάστηκε από κάπου, γλίστρησε, ξαναπιάστηκε. Το κορμί του διέγραψε ένα τόξο και βρέθηκε πάνω στη σκεπή. Την ίδια στιγμή μια σφαίρα πέρασε ξυστά στ’ αυτί του. Μια οργισμένη κραυγή ακούστηκε από κάτω, ο τύπος με το πιστόλι άρπαξε το σπαθί του πρώτου και τον ξεκοίλιασε. Ένα θρηνητικό ουρλιαχτό βγήκε από το στόμα του καθώς έπεφτε στα

γόνατα και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα σωθικά του που ξεχύνονταν πάνω στις πέτρες. Ένα δεύτερο χτύπημα του σπαθιού έκανε τη φωνή του να σιγήσει και έστειλε το κεφάλι του να κυλιστεί στον ανοιχτό υπόνομο. Το πιστόλι στράφηκε ξανά στη σκεπή, αλλά ο Τσανγκ δεν ήταν πια εκεί. Η Λίντια είχε χρόνο για να σκεφτεί. Παρακολουθούσε τον αγώνα και σκεφτόταν. Της άρεσε πολύ το κρίκετ και φανταζόταν πως έτσι ακριβώς θα ήταν και στην Αγγλία, στην άλλη άκρη του κόσμου. Άντρες ντυμένοι στα λευκά με χοντρές επιγονατίδες και ρόπαλα κοπανούσαν ένα σκληρό μπαλάκι. Ήταν μια υπέροχη ασυναρτησία. Ιδίως με τούτη τη ζέστη. Μόνο κάποιοι που δεν έχουν τι να κάνουν όλη μέρα θα σκαρφίζονταν ένα τόσο αλλόκοτο παιχνίδι. Άντρες ντυμένοι στα λευκά. Για ένα έθνος, αυτό σήμαινε παιχνίδι. Για ένα άλλο, μονάχα πένθος και θάνατο. Άλλος κόσμος ο ένας, άλλος ο δεύτερος. Τους χώριζαν ωκεανοί. Τι γινόταν όμως σε περίπτωση που κάποιος βρισκόταν στη μέση; Θα πνιγόταν; «Θέλεις και άλλο τσάι, καλή μου; Ταξιδεύεις μίλια μακριά». «Ευχαριστώ, κυρία Μέισον». Πήρε το τσάι, μαζί μένα καναπεδάκι με αγγουράκι, και σταμάτησε να σκέφτεται τον Τσανγκ Αν Λο. Η μητέρα της Πάλι φορούσε χοντρά γυαλιά ηλίου και ένα πλατύγυρο καπέλο στολισμένο με τριαντάφυλλα κομμένα από τον κήπο της. Ούτε το καπέλο όμως ούτε τα γυαλιά κατόρθωναν να κρύψουν εντελώς το μαυρισμένο αριστερό της μάτι και το πρήξιμο στο σαγόνι της. «Σκόνταψα στο γάτο του Κρίστοφερ και έπεσα πάνω σε μια πόρτα, η χαζή.» Η Λίντια την είχε ακούσει να το λέει γελώντας στις άλλες συζύγους, αλλά ήταν φανερό πως καμιά τους δεν το είχε πιστέψει. Η Λίντια την κοίταζε με πραγματικό σεβασμό. Το ότι ήρθε σήμερα εδώ για να δει τον αγώνα και ν’

αντιμετωπίσει χαμογελαστά τέτοια ταπείνωση, χρειαζόταν πολύ κουράγιο. «Κυρία Μέισον», είπε δυνατά, «πολύ ωραίο το φόρεμα σας. σας πάει πολύ». Ήταν ένα φόρεμα όλο βολάν και λουλούδια, απ’ αυτά που μόνο οι Αγγλίδες τα φοράνε. «Σ’ ευχαριστώ, Λίντια», της απάντησε η Άνθια και για μια στιγμή η Λίντια φοβήθηκε πως θα έβαζε τα κλάματα. Εκείνη όμως συνέχισε να χαμογελάει και της έβαλε άλλο ένα καναπεδάκι στο πιάτο της. Στο γήπεδο, ο Κρίστοφερ Μέισον σημείωσε άλλους τέσσερις πόντους. Η Λίντια αρνήθηκε να τον χειροκροτήσει. Δίπλα της, η Πόλι έλαμπε από ευχαρίστηση και χάιδευε το κεφάλι του κουταβιού της, που είχε θυμώσει επειδή δεν το άφηναν να τρέξει να πιάσει την μπάλα. «Έξυπνα δεν παίζει ο μπαμπάς, Τόμπι; Σήμερα θα είναι στα κέφια του». Η Λίντια δεν ήθελε ούτε να τη βλέπει. «Λιντ, θα σκοτωθείς μ’ αυτά που κάνεις». «Μη λες βλακείες. Σε μια κηδεία πήγα». «Μα γιατί; Κανείς δεν πηγαίνει στις εκδηλώσεις των Κινέζων. Οι ντόπιοι δεν μπερδεύονται στα πόδια μας ούτε εμείς στα δικά τους. και έτσι όλοι είναι ευχαριστημένοι. Λιντ, πρέπει ν’ αποδεχτείς ότι δεν μας συμπαθούν και ότι είναι διαφορετικοί από μας. Δεν πρέπει να τους συναναστρεφόμαστε». «Πώς το ξέρεις;» «Δεν πρέπει, το ξέρουν οι πάντες». «Κάνεις λάθος. Ο Τσανγκ και εγώ είμαστε.» Έψαξε να βρει μια λέξη που δεν θα σοκάριζε την Πόλι. «Είμαστε φίλοι. Μιλάμε για. για ένα σωρό πράγματα τέλος πάντων και δεν βλέπω το λόγο να μην κάνουμε παρέα. Δες όλα τα παιδιά πόσο αγαπάνε τις αμά

τους που τα φροντίζουν. Γιατί ν’ αλλάζει αυτό μόλις μεγαλώνουν τα παιδιά;» «Γιατί αυτοί έχουν διαφορετικούς κανόνες από μας». «Δηλαδή, θες να πεις ότι μπορούμε να τους συναναστρεφόμαστε μόνο όταν εκείνοι υιοθετήσουν τους δικούς μας κανόνες και ζήσουν όπως εμείς». «Ναι». «Όμως, Πόλι, και αυτοί άνθρωποι είναι. σαν εμάς. Έπρεπε να δεις πώς εκδήλωναν τη λύπη τους στην κηδεία. Πονούσαν όπως πονάμε και εμείς, και άμα τους κόψεις, ματώνουν. Τι σημασία έχουν λοιπόν οι κανόνες;» «Αχ, Λίντια, αυτός ο Τσανγκ Αν Λο σου έχει πάρει τα μυαλά. Πρέπει να τον ξεχάσεις. Αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι ο κύριος Τέο τα έχει βρει με την όμορφη Κινέζα του». «Δεν την έχει παντρευτεί όμως». «Ακριβώς». «Και η Άννα Κάλπιν, όταν ήταν μικρή, αγαπούσε πολύ την χμά της. Τώρα όμως, άμα κάνει κρύο, τη βάζει να καθίσει δέκα λεπτά στην τουαλέτα για να της ζεστάνει το κάθισμα». «Το ξέρω. Εσύ όμως, Λιντ, δεν είχες ποτέ σου Κινέζους υπηρέτες. Δεν καταλαβαίνεις». «Όχι, Πόλι, δεν καταλαβαίνω». Ο δρόμος έδειχνε φυσιολογικός. Στη γωνία καθόταν ένας Κινέζος και πουλούσε ηλιόσπορους και ζεστό νερό, ένα αγόρι έπαιζε βόλους μέσα στον οχετό, μια γριά Ρωσίδα μπάμπουσκα καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα στο κατώφλι της και μαδούσε ένα πουλί. Στα πόδια της, δυο βρόμικα αλητάκια άρπαζαν τα φτερά που έπεφταν και τα έχωναν σε μια μαξιλαροθήκη. Οι μεγάλοι τροχοί ενός ρίκσο έκαναν φασαρία και σήκωναν σκόνη. Η Λίντια προσπάθησε να καταλάβει τι την έκανε να σταματήσει.

Σ’ αυτόν το δρόμο βρισκόταν το σπίτι της. Τον είχε περάσει εκατομμύρια φορές. Έκανε ζέστη, ήταν σκονισμένη, και το φόρεμα της κολλούσε πάνω της. Χρειαζόταν κάτι δροσιστικό. Η εξώπορτα του σπιτιού της απείχε είκοσι μέτρα μόλις. Τι συνέβαινε λοιπόν; Τι την έκανε να διστάζει; «Να προσέχεις, Λίντια Ιβάνοβα. Να μην ονειροπολείς όταν περπατάς. Δεν θα σ’ αφήσουν να φύγεις και δεύτερη φορά», έτσι της είχε πει ο Τσανγκ. Ε, εντάξει, πρόσεχε, ήταν σε επιφυλακή, δεν έβλεπε όμως τίποτε ιδιαίτερο. Ανάθεμα! Μπορεί να είχε δίκιο η Πόλι: της είχε πάρει τα μυαλά ο Τσανγκ και την τάραζε χωρίς λόγο. Προχώρησε φουριόζα μέχρι την πόρτα της αλλά, όπως την ξεκλείδωνε, ένιωσε πίσω της μια ξαφνική κίνηση. Κάτι σαν ρεύμα αέρα. Δεν γύρισε. Όρμησε μέσα και κοπάνησε πίσω της την πόρτα. Ακούμπησε πάνω της και αφουγκράστηκε. Τίποτε. Ένα κορνάρισμα, ένα παιδικό γέλιο, το στρίγκλισμα ενός γλάρου από ψηλά. Πήρε βαθιά ανάσα. Μήπως ήταν της φαντασίας της; Οι στιγμές περνούσαν και άκουγε το αίμα της να βουίζει σταυτιά της. «Λίντζα, μόι βαρόμπουσεκ. Λίντια, σπουργιτάκι μου, έλα δω. έλα δω». Η κυρία Ζαριά της έκανε νόημα από το βάθος του διαδρόμου. Φορούσε ένα ροζ κιμονό και είχε τα μαλλιά της τυλιγμένα σε συρμάτινα μπιγκουτί. «Έχω ένα κομμάτι γιαμ για τον Σουν Γιατ-σεν σου. Έλα, παρτο». Η Λίντια κουνήθηκε νιώθοντας τα πόδια της βαριά. «Καλοσύνη σας, κυρία Ζαριά. Θα του αρέσει του Σουν Γιατ-σεν». Στη χούφτα της έσφιγγε και λίγο γρασίδι που το είχε μαζέψει για το κουνέλι της από το γήπεδο του κρίκετ. «Θα πάτε κάπου ιδιαίτερα απόψε;» «Ντα. Σε μια εσπερίδα», είπε περήφανα η κυρία Ζαριά. «Θα απαγγείλουν ποιήματα στη βίλα του στρατηγού Μανλικόφ.

Ήταν φίλος του άντρα μου, και δεν ξεχνάει τη χήρα του συναδέλφου του». «Καλά να περάσετε», της ευχήθηκε η Λίντια και άρχισε νανεβαίνει τη σκάλα. «Σας ευχαριστώ για το γιαμ. Σπασίμπα». Όταν έφτασε στο τελευταίο κεφαλόσκαλο, από τη σοφίτα άκουσε φωνές. Σταμάτησε ν’ ακούσει. Η μία φωνή ήταν της μητέρας της, σιγανή αλλά έντονη, και η δεύτερη, αντρική και οργισμένη. Μιλούσαν στα ρωσικά. Η Λίντια άνοιξε αθόρυβα την πόρτα. Δύο άνθρωποι ήταν καθισμένοι στον καναπέ, μιλούσαν γρήγορα και χειρονομούσαν. Η κοπέλα έκανε να φύγει, αλλά ήταν αργά πια. Ο άντρας ήταν εκείνος ο μεγαλόσωμος με τη μαύρη γενειάδα, το δερμάτινο κάλυμμα στο μάτι και τις μπότες με τους λύκους. Δίπλα του, η Βαλεντίνα φάνταζε σαν μικροσκοπικό ξωτικό. Το μοναδικό μάτι του άντρα καρφώθηκε στη Λίντια και εκείνη έγινε κατακόκκινη. «Λυπάμαι για ότι έγινε», είπε αμέσως. «Δεν ήθελα να βάλω την αστυνομία να σε κυνηγήσει». «Λίντια», τη διέκοψε η μητέρα της, «ο Λιεβ Ποπκόφ δεν μιλάει αγγλικά». «Α, Μαμά, πες του πως του ζητάω συγγνώμη». Η Βαλεντίνα μίλησε γρήγορα στα ρωσικά. Ο άντρας κούνησε αργά το κεφάλι και σηκώθηκε. Οι τεράστιοι ώμοι του γέμισαν το δωμάτιο, κρατούσε σκυφτό το κεφάλι για να μην κουτουλήσει στα χαμηλά δοκάρια της οροφής, και η ματιά του ήταν πάντα καρφωμένη στη Λίντια. Εκείνη δεν ήξερε αν την κοίταζε με εχθρότητα ή με περιέργεια, αλλά έτσι και αλλιώς την έκανε να νιώθει άβολα. Πώς στην ευχή είχε ανακαλύψει πού έμενε; Ο άντρας προχώρησε προς την πόρτα και η Λίντια, βλέποντας τον σαν αρκούδα από πάνω της, φοβήθηκε πως θα της ξεκολλούσε το κεφάλι με τη μια

του πατούσα. «Λυπάμαι.» είπε ξανά και του άπλωσε το χέρι της. Προς μεγάλη της έκπληξη, εκείνος το έπιασε και το κούνησε απαλά. Ωστόσο το μαύρο του μάτι την κοίταζε αηδιασμένο. «Ντα σβιντάνία», είπε ευγενικά. Και μένα γρύλισμα βγήκε από το δωμάτιο. «Μαμά, τι ήθελε αυτός;» Η Βαλεντίνα δεν την άκουγε. Έβαζε να πιει ένα ποτό. Όχι στο φλιτζάνι, πρόσεξε η Λίντια, αλλά σένα ποτήρι. Άλλο ένα δείγμα της γενναιοδωρίας του Άλφρεντ. Με το ποτήρι στο χέρι, η Βαλεντίνα στάθηκε μπροστά στον καινούργιο καθρέφτη, κοιτάχτηκε και ήπιε μια γουλιά βότκα. «Είμαι γριά», μουρμούρισε τρίβοντας το μάγουλο, το λαιμό, το στήθος και το γοφό της. «Γριά και κοκαλιάρα σαν ψωριάρικο σκυλί». «Μη μιλάς έτσι, μαμά. Είσαι όμορφη, όλος ο κόσμος το λέει. και είσαι μόλις τριάντα πέντε χρόνων». «Αυτό το απαίσιο κλίμα καταστρέφει την επιδερμίδα μου». Πλησίασε ακόμη περισσότερο το πρόσωπο της στον καθρέφτη και πέρασε το δάχτυλο γύρω από τα μάτια της. «Η βότκα την καταστρέφει», της είπε η Λίντια. Η μητέρα της δεν μίλησε. Κατέβασε μονορούφι το ποτό κι έκλεισε τα μάτια. Η Λίντια έστρεψε το βλέμμα της στο παράθυρο. Κάτω, η γριά είχε αποκοιμηθεί στην κουνιστή πολυθρόνα της και τα δυο αλητάκια προσπαθούσαν να τραβήξουν από τα χέρια της το μισομαδημένο πουλί. Η Λίντια έσκυψε και τους έβαλε μια φωνή. Εκείνα το έβαλαν στα πόδια, σέρνοντας πίσω τους τη μαξιλαροθήκη με τα φτερά. Πάνω από τις στέγες, ο ουρανός έπαιρνε βιολετιές αποχρώσεις καθώς ο ήλιος έφευγε μακριά από την Κίνα, αλλά η

Λίντια δεν μπορούσε ν’ απολαύσει τα χρώματα. «Μαμά, τι ήθελε αυτός;» Η Βαλεντίνα γέμιζε ξανά το ποτήρι της. «Λεφτά. Αυτό δεν θέλουν όλοι;» «Δεν πιστεύω να του έδωσες». «Πώς να του έδινα; Μήπως έχω;» Για μια στιγμή η Λίντια σκέφτηκε ν’ αρπάξει την μποτίλια και να χύσει από το παράθυρο τη βότκα, αλλά ήξερε πως έτσι απλώς θα χειροτέρευε η κατάσταση. «Νόμιζα ότι θα δούλευες στο ξενοδοχείο απόψε». Το βλέμμα που της έριξε η Βαλεντίνα εξέφραζε καθαρά τη γνώμη της για τη δουλειά και τα ξενοδοχεία. «Όχι απόψε, αγάπη μου. Χάρισμα τους η δουλειά τους. Τη σιχάθηκα. Σιχάθηκα τα χέρια που με χουφτώνουν, τις κοιλιές που κολλάνε πάνω μου. Πολύ θα ήθελα να τους έκανα όλους ψιλά ψιλά κομματάκια, σαν στέικ ταρτάρ». «Δουλειά είναι, μαμά. Δεν χρειάζεται να τη σιχαίνεσαι». «Κι όμως τη σιχαίνομαι. Βρομάνε αυτοί που έρχονται εκεί. Στάζουν ιδρώτα, βάζουν τα χέρια τους εκεί που δεν πρέπει και θέλουν να με πηδήξουν». «Μαμά!» «Κι ο Άλφρεντ αυτό θέλει». «Νόμιζα πως ερχόταν και αγόραζε όλους σου τους χορούς για να σε προστατεύει από τους άλλους». «Όποτε μπορεί, το κάνει». Ήπιε μια γουλιά από το ξέχειλο ποτήρι. «Συχνά όμως πρέπει να μείνει στην εφημερίδα μέχρι αργά». Ανέμισε τα χέρια της. «Τι αηδίες γράφουν όλοι τους. Λες και τούτη η αποικία είναι το κέντρο του σύμπαντος». «Πώς με ανακάλυψε αυτός ο Ρώσος;» «Πού στο διάβολο θέλεις να το ξέρω, αγάπη μου; Από την

αστυνομία, υποθέτω». Η Βαλεντίνα φορούσε ένα παλιό βαμβακερό φόρεμα που το σιχαινόταν, και το έβαζε μόνο μέσα στο σπίτι, για να μη χαλάει τα λιγοστά καλά της ρούχα. Της χαλούσε τη διάθεση όποτε το φορούσε, και η Λίντια είχε ορκιστεί να το πετάξει. «Ντουσενκα, κάτι σκέφτηκα σήμερα». «Ότι η βότκα θα σε σκοτώσει;» «Μη γίνεσαι αυθάδης. Αναρωτήθηκα πού βρήκες τα λεφτά για να πάρεις πίσω το ρολόι του Άλφρεντ. Για πες μου». Η Λίντια που είχε αρχίσει να ψιλοκόβει το γιαμ, έμεινε με το μαχαίρι μετέωρο. «Την αλήθεια, Λίντια. Όχι άλλα ψέματα». Το κορίτσι άφησε κάτω το μαχαίρι και στράφηκε στη μητέρα της, που κοιταζόταν ξανά στον καθρέφτη. «Περνούσα από εκείνο το μισοκαμένο σπίτι στην οδό Μελιντάν», άρχισε με αδιάφορο ύφος, «κι είδα έναν άντρα και μια γυναίκα να τσακώνονται». «Και λοιπόν; Θες να πεις ότι αυτοί σου έδωσαν τα λεφτά;» «Περίπου. Η γυναίκα πέταξε στα μούτρα του άντρα μια χούφτα ασημένια νομίσματα και έφυγε. Έπειτα έφυγε κι εκείνος. και εγώ μπήκα στα χαλάσματα και μάζεψα τα λεφτά από χάμω. Δεν τα έκλεψα. Πεταμένα τα βρήκα». Η Βαλεντίνα την κοίταξε στενεύοντας φιλύποπτα τα μάτια. «Αλήθεια λες;» «Αλήθεια». «Καλά. Ωστόσο ήταν πολύ κακό που έκλεψες το ρολόι». «Το ξέρω, μαμά. Συγγνώμη». Η Βαλεντίνα την κοίταξε αποδοκιμαστικά και κούνησε το κεφάλι. «Χάλια είσαι», είπε. «Τι σκάρωνες πάλι σήμερα;» «Πήγα σε μια κηδεία».

«Με τέτοια τα χάλια;» «Όχι. Δανείστηκα κάποια ρούχα». «Σε τίνος την κηδεία;» ρώτησε αδιάφορα η Βαλεντίνα. «Του φίλου ενός φίλου. Δεν τον ήξερες». Η Λίντια τελείωσε με το γιαμ και τύλιξε τα κομματάκια σένα κομμάτι λαδόχαρτο. Ύστερα γέμισε μια λεκάνη με νερό, πήγε στη γωνιά της και έβγαλε το υγρό φόρεμα και τα λερωμένα παπούτσια της. Πλύθηκε καλά και βούρτσισε προσεκτικά τα μαλλιά της διώχνοντας κάθε ίχνος σκόνης. Έπρεπε να προσέχει την εμφάνιση της, γιατί αλλιώς ο Τσανγκ Αν Λο δεν θα την κοίταζε ποτέ όπως είχε κοιτάξει στην κηδεία εκείνη την Κινέζα με τα φίνα χαρακτηριστικά και τα κοντά μαύρα μαλλιά και ύστερα μάλιστα κόλλησε το κεφάλι του στο δικό της, σαν να ήταν εραστές. «Καλύτερα τώρα;» «Αγαπούλα μου, είσαι αξιολάτρευτη!» Η Λίντια είχε βάλει το φόρεμα και τα παπούτσια του ρεσιτάλ, χωρίς να ξέρει το γιατί. «Δεν είμαι πια χάλια, ε, μαμά;» «Όχι, γλυκιά μου. Είσαι μια κούκλα». Η Βαλεντίνα φορούσε τώρα μόνο το μεταξωτό βρακάκι της και τα μαλλιά της έπεφταν λυτά στους γυμνούς της ώμους. Άφησε το άδειο ποτήρι της στο τραπέζι και πήγε να σταθεί μπροστά στη Λίντια. Οι κινήσεις της ήταν όλο χάρη και ας ήταν μισομεθυσμένη. Τα μάτια της όμως ήταν κοκκινισμένα, σαν να έκλαιγε σιωπηλά όση ώρα η Λίντια βρισκόταν πίσω από την κουρτίνα της. Μπορεί πάλι να ήταν από τη βότκα. Πήρε το πρόσωπο της κόρης της στις χούφτες της και το κοίταξε εξεταστικά, έντονα, ζαρώνοντας τα φρύδια. «Δεν αργεί η μέρα που θα γίνεις πραγματικά όμορφη», είπε. «Μη λες χαζομάρες, μαμά. Εσύ θα είσαι πάντα η ωραία της

οικογένειας». Η Βαλεντίνα χαμογέλασε. «Μικρούλα μου, θα χαρείς μ’ αυτό που θα σου πω. Αποφάσισα ν’ αλλάξω. Να γίνω μοντέρνα». Άφησε την κόρη της και πήγε στο συρτάρι δίπλα στη μασίνα. Τη Λίντια την έζωσαν τα φίδια. Εκεί βρίσκονταν τα μαχαίρια τους. Ωστόσο η μητέρα της δεν έβγαλε μαχαίρι αλλά ένα μεγάλο ψαλίδι. «Μη, μαμά. Μη, σε παρακαλώ. Το πρωί θα δεις τα πράγματα διαφορετικά. Έχεις πιει πολύ και.» Η Βαλεντίνα στήθηκε μπροστά στον καθρέφτη, έπιασε ένα μεγάλο τσουλούφι από τα μαύρα της μαλλιά και το έκοψε ίσαμε το πιγούνι της. Δεν μίλησε καμιά. Κοίταζαν ταραγμένες και οι δυο την εικόνα στον καθρέφτη. Ήταν άσχημη, λοξή, αλλόκοτη. Ήταν το είδωλο μιας γυναίκας χαμένης ανάμεσα σε δύο κόσμους. Πρώτη συνήλθε η Λίντια. «Άφησε να στα κόψω εγώ, γιατί εσύ δεν θα τα κάνεις ίσια. Θα στα κάνω πολύ κομψά». Πήρε ήρεμα το ψαλίδι από το μουδιασμένο χέρι της μητέρας της και άρχισε να της κόβει τα μαλλιά. Με κάθε ψαλιδιά ένιωθε ότι πρόδιδε όλο και πιο πολύ τη μνήμη του πατέρα της. Η Βαλεντίνα της έλεγε συχνά ότι εκείνος λάτρευε τα μακριά της μαλλιά και ότι κάθε βράδυ της τα βούρτσιζε μέχρι που γίνονταν σαν μεταξένια μαύρη κουρτίνα που αστραποβολούσε, όπως τα πεφταστέρια. Έτσι της έλεγε. Τώρα όμως κείτονταν στο πάτωμα σαν νεκρά πουλιά. Όταν τελείωσε η Λίντια, τα μάζεψε, τα τύλιξε σένα λευκό μαντίλι της μητέρας της και έκρυψε το δεματάκι κάτω από το μαξιλάρι της. Τους άξιζε μια κανονική κηδεία. Προς μεγάλη της έκπληξη, είδε τη μητέρα της να χαμογελάει. «Καλύτερα έτσι», είπε. Κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι της και τα

μαλλιά της ανέμισαν παιχνιδιάρικα, τονίζοντας τον μακρύ λευκό λαιμό της. «Πολύ καλύτερα. και αυτή είναι μόνο η αρχή». Πήρε από το τραπέζι το μισογεμάτο μπουκάλι με τη ρώσικη βότκα, πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε τον βραδινό ουρανό που φαινόταν σαν να έχει πάρει φωτιά και, χωρίς να κοιτάξει κάτω, το άδειασε στο κενό. «Είσαι ευχαριστημένη τώρα;» ρώτησε την κόρη της που την παρακολουθούσε σιωπηλή. «Ναι». «Ωραία. Τέρμα λοιπόν και οι χοροί στο ξενοδοχείο». «Μα χρειαζόμαστε τα χρήματα για το νοίκι!» «Το πήρα απόφαση». Η Λίντια κυριεύτηκε από πανικό. «Ίσως θα μπορούσα να πηγαίνω εγώ εκεί.» «Μη λες ανοησίες, ντουσενκα. Είσαι πολύ μικρή». «Μπορώ να πω ότι είμαι μεγαλύτερη. Χορεύω καλά, μ έχεις μάθει εσύ». «Όχι. Δεν επιτρέπω να σε χουφτώνουν οι άντρες». «Έλα, μαμά, ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου». Η Βαλεντίνα γέλασε σκληρά. Πέταξε στο πάτωμα το άδειο μπουκάλι, άρπαξε την κόρη της από το μπράτσο και την ταρακούνησε. «Λίντια Ιβάνοβα, δεν ξέρεις τίποτε από άντρες. Τίποτε. Κι έτσι πρέπει. Ούτε να το σκέφτεσαι ότι θα κάνεις τέτοια δουλειά». Τα μάτια της σπίθιζαν οργισμένα και η Λίντια δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. «Εντάξει, μαμά, εντάξει. ηρέμησε». Ελευθέρωσε το μπράτσο της και πρόσθεσε προσεκτικά: «Ίσως μπορώ να βρω κάποια άλλη δουλειά». «Όχι. Αυτό το έχουμε συμφωνήσει. Πρέπει να μορφωθείς».

«Το ξέρω, θα το κάνω, αλλά.» «Δεν έχει αλλά». «Μαμά, ξέρω πως έχουμε πει ότι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουμε απ’ αυτή την άθλια τρύπα είναι να μπορέσω κάποτε να βρω μια καθωσπρέπει δουλειά και να κάνω καριέρα. Μέχρι τότε όμως, πώς θα.» «Υπάρχει και άλλος τρόπος». «Ποιος;» «Ο Άλφρεντ Πάρκερ». Η Λίντια ένιωσε μια ξινίλα στο στόμα της. «Όχι», είπε ψιθυριστά. «Ναι». Η μητέρα της ανέμισε τα κοντά της μαλλιά. «Το αποφάσισα». «Όχι, μαμά. Μη, σε παρακαλώ. Δεν είναι αντάξιος σου». «Ανοησίες, γλυκιά μου. Είμαι σίγουρη πως οι φίλοι του θα πουν ότι εγώ δεν είμαι αντάξια του». «Βλακείες». «Ναι; Άκουσε με, Λίντια. Είναι καλός άνθρωπος. Ο Αντουάν δεν σ’ ενοχλούσε. Για τον Άλφρεντ, γιατί έχεις τόσες αντιρρήσεις;» «Τον Αντουάν δεν τον πήρες ποτέ στα σοβαρά». «Χαίρομαι που καταλαβαίνεις ότι σκοπεύω ν’ αντιμετωπίσω σοβαρά τον Άλφρεντ». Μίλησε απαλά, χαϊδεύοντας ένα τσουλούφι από τα λαμπερά μαλλιά της κόρης της. «Θέλω να του φέρεσαι καλά». Η Λίντια κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν μπορώ, μαμά. Γιατί.» «Τι, γιατί;» Η Λίντια έξυσε το δάπεδο με τη μύτη του παπουτσιού της. «Γιατί δεν είναι ο μπαμπάς». Ένα μικρό βογκητό ξέφυγε από τα χείλη της Βαλεντίνας.

«Μη, Λίντια. Μην το κάνεις αυτό. Εκείνη η εποχή πάει, τελείωσε. Άλλο το τότε, άλλο το τώρα». Η Λίντια έπιασε τη μητέρα της απ’ το χέρι. «Θα βρω δουλειά», είπε με ένταση. «Σου υπόσχομαι ότι θα φύγουμε από δω πέρα. Δεν τον χρειάζεσαι τον Άλφρεντ. Δεν τον θέλω στο σπίτι μας. Είναι πομπώδης και γελοίος, κι όλο μας κοπανάει τη Βίβλο του και.» Σταμάτησε για να πάρει ανάσα. «Μη σταματάς τώρα, ντούσενκα. Πες τα όλα». «Παρόλο που φοράει γυαλιά, εκείνος δεν βλέπει πώς τον παίζεις με το μικρό σου δαχτυλάκι». Η Βαλεντίνα ανασήκωσε τους κομψούς της ώμους. «Σώπα τώρα, γλυκιά μου. Με τον καιρό θα τον συνηθίσεις». «Δεν θέλω να τον συνηθίσω». «Δεν θέλεις να με δεις ευτυχισμένη;» «Ξέρεις πως το θέλω, μαμά, αλλά όχι μ’ αυτόν». «Είναι ένας πολύ καλός Εγγλέζος». «Όχι. Είναι πολύ. κοινός για σένα. Θ’ αλλάξει τα πάντα, θα μας κάνει και εμάς κοινές σαν και αυτόν». Η Βαλεντίνα ίσιωσε το κορμί της. «Λίντια, αυτό που λες είναι προσβλητικό και δεν.» «Μα δεν καταλαβαίνεις;» συνέχισε απτόητη η Λίντια. «Ο μόνος λόγος που του επέστρεψα το παλιορολόι του ήταν για να τον ξεφορτωθούμε». Τώρα σχεδόν φώναζε. «Πέταξα όλα εκείνα τα πολύτιμα χρήματα γιατί σκέφτηκα πως θα τον έκανα να με σιχαθεί τόσο πολύ, ώστε να φύγει και να μην ξανάρθει. Δεν το κατάλαβες;» Η Βαλεντίνα κοίταζε την κόρη της σαν μαρμαρωμένη. Το πρόσωπο της είχε γίνει κάτασπρο. «Με υποτιμάς», είπε τελικά. «Δεν θα φύγει». «Μη μας το κάνεις αυτό, μαμά».

«Λίντια, έχω πάρει την απόφαση μου». Η Λίντια δεν άντεχε πια να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τούτη την καινούργια Βαλεντίνα Ιβάνοβα. Άρπαξε το λαδόχαρτο με την τροφή του κουνελιού και έφυγε κλείνοντας με μια κλοτσιά την πόρτα πίσω της. «Τι κάνεις εδώ στα σκοτάδια, σπουργιτάκι μου;» Η κυρία Ζαριά φορούσε ένα μακρύ βελούδινο μανδύα κι ένα καπέλο μένα μεγάλο μαύρο φτερό στρουθοκαμήλου. Τα μακριά διαμαντένια της σκουλαρίκια σπίθιζαν σαν πυγολαμπίδες στο φως που έπεφτε από το παράθυρο της. Δεν έμοιαζε καθόλου με την κυρία Ζαριά που είχε συνηθίσει να βλέπει η Λίντια. «Ταΐζω τον Σουν Γιατ-σεν», μουρμούρισε. «Τόση ώρα;» Η Λίντια δεν απάντησε. Έσφιγγε το κουνέλι στην αγκαλιά της και ένιωθε την καρδούλα του που χτυπούσε με γοργό ρυθμό. «Του άρεσε το γιαμ;» «Ναι, σας ευχαριστώ». Σώπασαν. Από το δρόμο ακουγόταν ένα γουρούνι να στριγκλίζει σαν τους δαίμονες της νύχτας. «Είστε πολύ ωραία», είπε η Λίντια. «Σ’ ευχαριστώ. Φεύγω για την εσπερίδα του στρατηγού Μανλικόφ». Μια ρώσικη εσπερίδα. Πιο καλά θα ήταν εκεί παρά στη σοφίτα. «Μπορώ να έρθω μαζί σας, κυρία Ζαριά;» ρώτησε ευγενικά. «Είμαι ντυμένη με τα καλά μου». Το συνήθως σκληρό και γεμάτο μοναξιά πρόσωπο της Ρωσίδας μαλάκωσε από ένα ενθουσιασμένο χαμόγελο. «Ντα, να έρθεις. Ίσως μάθεις μερικά πράγματα για τη μεγάλη χώρα που σε γέννησε. Ντα».

«Σπασίμπα», αποκρίθηκε η Λίντια.

24 Η Λίντια ήταν αποφασισμένη να διασκεδάσει. Ήταν η πρώτη της εσπερίδα. Σε μία από τις μεγάλες βίλες της λεωφόρου που αποτελούσε το σύνορο ανάμεσα στον ρωσικό και τον αγγλικό τομέα. Η Λίντια ερχόταν μερικές φορές εδώ για να θαυμάσει αυτά που οι λιγοστοί τυχεροί είχαν αγοράσει με μια χούφτα τσαρικά κοσμήματα. Απόψε όμως η μουσική την έκανε να αισθάνεται ακόμη χειρότερα. Πλημμύριζε το είναι της και τη διέλυε. Τα λόγια που είχε πει στη μητέρα της και οι φόβοι της για τον Τσανγκ πάλευαν μέσα της και της θόλωναν το μυαλό. Το κομμάτι που άκουγε ήταν ένα ρομαντικό απόσπασμα από τον Πρίγκιπα Ιγκόρ του Μποροντίν, παιγμένο αρκετά καλά, αλλά όχι τόσο όσο θα το έπαιζε η μητέρα της. «Να χορέψουμε τώρα», δήλωσε η κυρία Ζαριά, «πριν αρχίσει κανένα από εκείνα τα γεωργιανά μοιρολόγια». Έσπρωξαν τις καρέκλες στην άκρη της αίθουσας και διάφορα ζευγάρια άρχισαν να χορεύουν. Η κυρία Ζαριά έπεσε βαριά σένα κάθισμα δίπλα στη Λίντια και όπως καθόταν, η τεράστια ταφταδένια τουαλέτα της τριζοβόλησε. Μύριζε έντονα ναφθαλίνη και είχε και ένα μικρό μαντάρισμα στο ένα μανίκι - ίσως μια τρύπα από σφαίρα μπολσεβίκων, όπως ήθελε να πιστεύει η Λίντια. «Διασκεδάζεις μέχρι στιγμής;» ρώτησε η κυρία Ζαριά. «Πάρα πολύ. Σπασίμπα». «Θαυμάσια». Κατά παράξενο τρόπο, εκείνο που της άρεσε περισσότερο της Λίντιας ήταν τα ποιήματα που διάβασαν στην αρχή της βραδιάς. Δεν είχε καταλάβει ούτε μία λέξη φυσικά μα δεν την ένοιαζε. Ήταν ο ήχος που τη συνάρπαζε. Η φωνή της Ρωσίας. Τα γεμάτα φωνήεντα και οι περίπλοκοι συνδυασμοί των φθόγγων που

αντηχούσαν στον αέρα. Η ακοή της ένιωθε μια παράξενη ευχαρίστηση στις απαγγελίες, κι αυτό την είχε εκπλήξει. «Μου άρεσαν τα ποιήματα», είπε τώρα, «και οι πολυέλαιοι». Η κυρία Ζαριά γέλασε και της χάιδεψε το χέρι. «Ασφαλώς, σπουργιτάκι». Το μεγάλο στήθος της παλλόταν ευχαριστημένο. «Λέτε να μου ζητήσει κανείς να χορέψουμε;» Το βλέμμα της Λίντιας παρακολουθούσε με ζήλια τους χορευτές. Δεν την ένοιαζε ποιος θα τη ζητούσε. Ας ήταν και ένας από εκείνους τους γέρους με τα τσαρικά παράσημα στο στήθος και τη θλίψη στο βλέμμα. Οποιοσδήποτε. Αρσενικός. «Μετ. Όχι. Δεν μπορείς να χορέψεις». «Μα είμαι καλή στο χορό, ξέρω.» «Μετ». Η κυρία Ζαριά της χτύπησε το γόνατο με τη βεντάλια. «Είσαι πολύ μικρή. Παιδί ακόμη. Δεν είναι σωστό να χορεύει μια παιδούλα μ’ έναν άντρα». Εκείνη τη στιγμή ο στρατηγός Μανλικόφ, ένας εντυπωσιακός τετράγωνος άντρας με κατάλευκα κατσαρά μαλλιά και πολύ στητό παράστημα, υποκλίθηκε μπροστά τους και πρόσφερε το μπράτσο του στην κυρία Ζαριά. Εκείνη κατένευσε και τον ακολούθησε στο κέντρο της αίθουσας. Η Λίντια απόμεινε να τους κοιτάζει. Την ενοχλούσε να τη λένε παιδί, αλλά οι περισσότεροι από τους πενήντα ανθρώπους εκεί μέσα ήταν ηλικιωμένοι, άλλοι καλοντυμένοι κι άλλοι με εμφανώς φθαρμένα ρούχα, όλοι όμως με την ίδια συναίσθηση της τάξης τους και της πατρίδας τους. Η αίθουσα του χορού ήταν μεγαλόπρεπη, με ψηλούς καθρέφτες σε επιχρυσωμένες κορνίζες και μεγάλες μπαλκονόπορτες που έβγαζαν σε μια μεγάλη βεράντα και από κει στους κήπους. Η Λίντια σηκώθηκε και πλησίασε μια μπαλκονόπορτα. Έξω, υπήρχε

πυκνό σκοτάδι. Δεν κουνιόταν τίποτε. Βγήκε στη βεράντα και άρχισε να χορεύει στη μουσική του βαλς του Σοπέν που ακουγόταν από τα παράθυρα. Ο υγρός νυχτερινός αέρας της δρόσισε τα μάγουλα και τα γυμνά της μπράτσα ανατρίχιασαν από αγαλλίαση καθώς στριφογύριζε στο ρυθμό του βαλς. Επιτέλους, το μυαλό της είχε καθαρίσει. «Τι γραφικό!» Η Λίντια τινάχτηκε ξαφνιασμένη. Ένας νεαρός είκοσιείκοσι πέντε χρόνων ήταν ακουμπισμένος νωχελικά στον παραστάτη μιας μπαλκονόπορτας και την παρακολουθούσε. Όταν εκείνη γύρισε προς το μέρος του, βάλθηκε να χειροκροτεί αργά. Σχεδόν προσβλητικά. «Μαγευτικό», είπε. «Είναι αγένεια να κατασκοπεύεις», αποκρίθηκε κοφτά η Λίντια. Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Δεν ήξερα πως η βεράντα ήταν ρεζερβέ για σένα». «Έπρεπε να φανερώσεις την παρουσία σου». «Ήθελα να. απολαύσω το χορό σου». Μιλούσε τα αγγλικά με ελαφριά ρώσικη προφορά και το στόμα του στράβωνε λιγάκι στην άκρη. «Ο στρατηγός Μανλικόφ προσφέρει ψυχαγωγία στην αίθουσα του χορού, όχι εδώ. Ένας τζέντλεμαν θα σεβόταν τις ιδιωτικές στιγμές μιας κυρίας». Η Λίντια μιμήθηκε το αιχμηρό ύφος που χρησιμοποιούσε μερικές φορές η Βαλεντίνα. Ο νεαρός έβγαλε μια ασημένια θήκη για πούρα, διάλεξε ένα και το άναψε με την ησυχία του, κοιτάζοντας τη Λίντια με μια σαρκαστική και νωχελική έκφραση. Έπειτα χτύπησε τις φτέρνες του και υποκλίθηκε. «Δεσποινίς Ιβάνοβα, ζητώ συγγνώμη που δεν φέρθηκα σαν τζέντλεμαν».

Η Λίντια τα χασέ. Πώς ήξερε το όνομα της; «Έχουμε γνωριστεί;» τον ρώτησε. και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε με ποιον μιλούσε: ήταν ο Αλεξέι Σέροφ, ο γιος της κόμισσας Ναταλία Σέροβα. Εκείνο που την έκανε να τον αναγνωρίσει ήταν το υπεροπτικό του ύφος. Ήταν αλλαγμένος, είχε κόψει πολύ κοντά τα πυκνά μαύρα του μαλλιά και φορούσε ένα κομψό λευκό βραδινό σακάκι και ένα καλοραμμένο μαύρο παντελόνι που τόνιζε τα μακριά του πόδια. Εκατό τα εκατό Ρώσος αριστοκράτης. «Απ’ όσο θυμάμαι, συστηθήκαμε σένα γαλλικό εστιατόριο. Το Λικόρν, αν δεν κάνω λάθος». «Δεν το θυμάμαι», αποκρίθηκε αδιάφορα η Λίντια και πήγε ν’ ακουμπήσει στο πέτρινο στηθαίο που περιέζωνε τη βεράντα. «Με εκπλήσσει που το θυμάσαι εσύ». «Δεν θα μπορούσα να ξεχάσω ποτέ αυτό το φόρεμα». «Μ’ αρέσει πολύ». «Είναι φανερό». Η μουσική σταμάτησε και απλώθηκε παντού σιωπή. Η Λίντια δεν προσπάθησε να τη σπάσει. Στη μύτη της ένιωθε το άρωμα από το πούρο και μια μυρωδιά από καμένο ξύλο. Πολύ αρρενωπή μυρωδιά είχε αυτό το πούρο. Την έκανε να σκέφτεται τον Τσανγκ, που μύριζε σαν το ποτάμι και τη θάλασσα μαζί. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν το δέρμα του ήταν άραγε αλμυρό. Κοκκίνισε μονομιάς, και αυτό την εκνεύρισε. «Εσύ δεν είσαι η Ρωσίδα κοπέλα που δεν ξέρει να μιλάει ρωσικά;» είπε τότε ο Σέροφ. «Κι εσύ είσαι ο Ρώσος που δεν ξέρει να μιλάει τα αγγλικά με ευγενικό τρόπο». Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Του νεαρού ήταν πράσινα και κοίταζαν με μεγάλη ένταση, και ας έκανε τον χαλαρό και τον αδιάφορο. «Η μουσική ήταν εξαιρετική», άλλαξε θέμα ο Σέροφ.

«Μάλλον μέτρια. Τα μπάσα ήταν πολύ βαριά και το τέμπο άνισο». Εκείνος στράβωσε ξανά το στόμα με τον αγέρωχο τρόπο του. «Υποκλίνομαι στις ανώτερες γνώσεις σου», είπε. Η Λίντια θέλησε αμέσως να του δείξει ότι ήξερε και άλλα. «Εδώ στον Διεθνή Συνοικισμό όλα είναι ήσυχα τώρα και μπορούμε ν’ απολαμβάνουμε τέτοιες ευχάριστες εσπερίδες», είπε. «Όμως στην Κίνα τα πάντα αλλάζουν». «Για πες μου, σε παρακαλώ». «Οι κομμουνιστές απαιτούν ισότητα για τους εργάτες, κατάργηση της φεουδαρχίας και δίκαιη κατανομή της γης». «Ξεχνά τους κομμουνιστές. Θα τους τσακίσουν μες στις επόμενες εβδομάδες. Εδώ στο Τζαντσόου μάλιστα». «Κάνεις λάθος. Αυτοί είναι.» «Είναι ξοφλημένοι. Ο στρατηγός Τσανγκ Κάι-σεκ διέταξε μία επίλεκτη μεραρχία του Κούομιντανγκ να έρθει εδώ και να μας απαλλάξει από τις ενοχλήσεις τους. Μην ανησυχείς, και θα μπορείς ν’ απολαμβάνεις τις εσπερίδες». «Δεν ανησυχώ». Κι όμως ανησυχούσε. Από την αίθουσα ακούστηκε ξαφνικά ο ρυθμός του «κουίκ στεπ», ενός χορού της μόδας που ήταν γεμάτος ζωντάνια κι ενεργητικότητα. «Θέλεις να χορέψουμε;» είπε αυθόρμητα η Λίντια. «Οι δυο μας;» «Ναι». «Εδώ έξω;» «Ναι». Ο Σέροφ είχε πάρει μια έκφραση σαν να του είχε ζητήσει να πηδήσει μέσα σένα κάρο με κοπριά. «Δεν νομίζω. Είσαι πολύ μικρή».

«Μήπως εσύ είσαι πολύ μεγάλος;» του αντιγύρισε προσβεβλημένη η Λίντια και άρχισε να χοβ,εύει ξανά μόνη της, αδιαφορώντας για την παρουσία του. Εκείνος όμως δεν είχε την ευγένεια να σηκωθεί και να φύγει. Με τα μάτια μισόκλειστα, η Λίντια έφερνε στη φαντασία της τον Τσανγκ, πως τάχα την κρατούσε στην αγκαλιά του και χόρευε μαζί της, πηγαίνοντας την από τη μια άκρη της βεράντας στην άλλη. Η μουσική κυλούσε μέσα στο αίμα της, η ανάσα της έβγαινε γρήγορη, ανατρίχιαζε από ευχαρίστηση. «Αλεξέι, για τεμπιά ισκάλα. Αλεξέι, σε γύρευα». Η Λίντια σταμάτησε απότομα. Στο πλευρό του Σέροφ είχε εμφανιστεί μια κοπέλα, μένα ποτήρι κόκκινο κρασί σε κάθε χέρι. Τα ίσια ξανθά της μαλλιά ήταν χτενισμένα σαν καπελάκι στην κορφή του κεφαλιού και φορούσε ένα μοντέρνο φουστάνι που μόλις και κάλυπτε τα γόνατα της, όπως και της Λίντιας, μόνο που τούτης της κοπέλας ήταν όλο κεντημένο με μαύρες παγιέτες. Προφανώς, είχε ραφτεί σε παριζιάνικο οίκο. Τόνιζε το γαλάζιο των ματιών της, που τώρα κοίταζαν έκπληκτα τη Λίντια. Εκείνη χαιρέτησε το ζευγάρι κλίνοντας το κεφάλι και το προσπέρασε με το κεφάλι ψηλά. Κάτι μουρμούριζαν στα ρωσικά, αλλά τη στιγμή που η Λίντια δρασκέλιζε την μπαλκονόπορτα, ο Σέροφ το γύρισε επίτηδες στα αγγλικά. «Ίδια ο πατέρας της αυτή η κοπέλα. και εκείνος ήταν αψίκορος. Τον είδα κάποτε να πετάει το βιολί του μες στη φωτιά επειδή δεν έβγαζε τις νότες που ήθελε». Η Λίντια ένιωθε να καίει ολόκληρη. Συνέχισε όμως να περπατάει. Ο Τσανγκ Αν Λο στεκόταν στο σκοτάδι, κάτω από τα κλαδιά μιας ιτιάς, ανοιχτά σαν ομπρέλα, και την παρακολουθούσε που τριγύριζε στη βεράντα σαν χελιδόνι. Ο αέρας γύρω της παλλόταν και τα μαλλιά της άναβαν φωτιές στη νύχτα, μέσα του όμως άναβε

θυμός. Ο χορός και η μουσική ήταν ξένα πράγματα γι’ αυτόν, όμως οι πράξεις της Λίντιας Ιβάνοβα ήταν σαφείς: οι κινήσεις της θύμιζαν αυτές που κάνει μια θηλυκή γάτα μπροστά σ’ έναν αρσενικό όταν είναι έτοιμη για ζευγάρωμα και θέλει να τον προκαλέσει. Ο άντρας που στεκόταν στο φως, που ερχόταν από την μπαλκονόπορτα, έδειχνε αδιάφορος μα δεν έφευγε. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω στην κοπέλα που χόρευε, μ’ έναν τρόπο που έκανε τον Τσανγκ να θέλει να τον σουβλίσει. Δεν ήταν μόνο τα Μαύρα Φίδια που τριγύριζαν τη Λίντια. Σκιές μέσα στις σκιές. και μια, ακόμη πιο μαύρη από τις άλλες, καιροφυλακτούσε και κάτι σπίθιζε στο χέρι της: ένα μαχαίρι. Ο Τσανγκ τράβηξε το δικό του μαχαίρι. Η μαύρη σκιά θα έπαυε σε λίγο ν’ αναπνέει γιατί ο Τσανγκ φύλαγε άγρυπνα τη Λίντια.

25 «Μαμά, είναι αλήθεια ότι ο πατέρας μου έπαιζε βιολί;» «Πού το άκουσες;» «Στην εσπερίδα. Είναι αλήθεια;» «Ναι, είναι». «Γιατί δεν μου το είπες ποτέ;» «Γιατί έπαιζε πολύ άσχημα». «Πέταξε μια φορά το βιολί του στη φωτιά, θυμωμένος;» Η Βαλεντίνα γέλασε σιγανά. «Α, ναι. Πολλές φορές». «Ώστε ήταν αψίκορος;» «Ντα». «Του μοιάζω;» Η Βαλεντίνα συνέχισε να βάφει τα νύχια της. Τα κοντά της μαλλιά έκρυβαν την έκφραση της. «Κάθε φορά που σε κοιτάζω, βλέπω το πρόσωπο του», είπε. «Σήκω απ’ το κρεβάτι». «Όχι». «Αγάπη μου, θα με τρελάνεις. Έχεις μια βδομάδα να σηκωθείς από το κρεβάτι». «Και λοιπόν;» «Δεν σε καταλαβαίνω. Συνήθως φεύγεις τρεχάλα και τώρα. Αχ, ντουσενκα, θα με σκάσεις. Επειδή τελείωσε το σχολείο και έχεις μια στοίβα βιβλία εδώ, δεν σημαίνει πως θα περάσεις ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή σου διαβάζοντας». «Γιατί; Αφού μ’ αρέσει το διάβασμα». «Έλα τώρα! και τέλος πάντων, τι είναι αυτό το χοντρό βιβλίο;» «Είναι το Πόλεμος και ειρήνη». «Ω, γχόσποντιΐ Θεέ και Κύριε! Διάβαζε Σαίξπηρ, Ντίκενς ή έστω τον ιμπεριαλιστή τον Κίπλινγκ, αλλά, σε παρακαλώ, όχι Τολστόι.

Όχι Ρώσους». «Μ’ αρέσουν οι Ρώσοι». «Μην είσαι χαζή. Δεν ξέρεις τίποτε ρώσικο». «Καιρός λοιπόν να μάθω, δεν συμφωνείς;» «Όχι, δεν συμφωνώ. Είναι καιρός να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι και να πας στο σπίτι της Πόλι, να φας λίγη από εκείνη την πίτα με τα δαμάσκηνα που φτιάχνει η μητέρα της. Βγες έξω. Κάνε κάτι». «Όχι». «Ναι». «Όχι». «Πρέπει!» «Γιατί θέλεις να φύγω; Για να πέσεις στο κρεβάτι με τον Αντουάν;» «Λίντια!» «Ή μήπως τώρα έχουμε τον Άλφρεντ;» «Λίντια, είσαι ανάγωγη και αυθάδης. Θέλω απλώς να φέρεσαι φυσιολογικά». «Και τι είναι φυσιολογικό, μαμά;» «Τέλος πάντων, με τον Αντουάν τελείωσα». «Τον κακόμοιρο!» «Του άξιζε». «Και του Άλφρεντ; Αποφάσισες τι του αξίζει του Εγγλέζου;» «Ο Άλφρεντ είναι πολύ καλός και έχει μεγάλη καρδιά. Και σου θυμίζω ότι ο Θεός λέει ότι οι πράοι θα κληρονομήσουν τη γη» «Νόμιζα ότι δεν πιστεύεις στο Θεό». «Αυτό είναι άσχετο. Λέγε τώρα, γιατί μένεις ξαπλωμένη σε τούτη δω την πνιγερή τρύπα και δεν βγαίνεις πια έξω». «Γιατί δεν θέλω να βγαίνω». «Λίντια Ιβάνοβα, είσαι πολύ αλλόκοτη, το ξέρεις; Κάθε κορίτσι που μένει όλη μέρα στο κρεβάτι μένα κουνέλι πάνω στο στήθος του και διαβάζει για πολέμους, είναι αλλόκοτο».

«Καλύτερα αλλόκοτη παρά νεκρή». «Τι;» «Τίποτε». «Αχ, εσύ θα με κάνεις να σκάσω!» Το κατάλαβε, μόλις της είπαν πως ήθελαν να πάει μαζί τους στο εστιατόριο. Έλουσε τα μαλλιά της, φόρεσε το βερικοκί φόρεμα και τα σατέν παπούτσια, έτσι της είπαν. Αυτή τη φορά δεν πήγαν στο «Λικόρν», αλλά σένα ιταλικό εστιατόριο με μικρά σεπαρέ με δερμάτινα καναπεδάκια και χαμηλό φωτισμό από κεριά μέσα σε μπουκάλια. Η Λίντια έσπρωχνε γύρω γύρω στο πιάτο της κάτι ζυμαρικά που τα λέγανε λιγκουίνι και περίμενε να μπουν στο θέμα ο Άλφρεντ και η Βαλεντίνα. Ο Άλφρεντ χαμογελούσε συνέχεια, τόσο που έπρεπε να τον έχουν πονέσει τα σαγόνια του πια. Έβαλε στο ποτήρι κρασί και της είπε κεφάτα: «Πολύ ωραία δεν είναι;» «Μμμ». Τη μητέρα της απέφευγε να την κοιτάξει. «Μαθαίνω πως μελετάς συνέχεια, και ας έχει τελειώσει το σχολείο. Θαυμάσια, αγαπητή μου. Σε ποιο θέμα έχεις επικεντρωθεί;» «Στη Ρωσία και τους Ρώσους». Κατάπληκτος ο Άλφρεντ πετάρισε τα μάτια, αλλά συνέχισε να χαμογελάει απτόητος. «Πολύ ενδιαφέρον θέμα. Στο κάτω κάτω, αυτή είναι η κληρονομιά σου. Τώρα όμως, ο Ιωσήφ Στάλιν φέρεται κτηνωδώς στο λαό του, διαστρέφοντας το όνομα της ελευθερίας. Ο κόσμος για τον οποίο διαβάζεις δεν υπάρχει πια στη Ρωσία. Γίνονται βάρβαρα πράγματα εκεί τώρα. Οι κουλάκοι και οι χωρικοί λιμοκτονούν κάτω από το κομμουνιστικό καθεστώς». «Όπως συνέβαινε και με το τσαρικό καθεστώς δηλαδή;» Της Βαλεντίνας της ξέφυγε ένα σιγανό βογκητό. «Έλα τώρα, Λίντια», αποκρίθηκε με ήρεμη αποφασιστικότητα ο

Άλφρεντ. «Ας μην πιάσουμε τέτοια συζήτηση απόψε. Απόψε γιορτάζουμε». Γύρισε και κοίταξε ντροπαλά τη Βαλεντίνα. «Η μητέρα σου και εγώ έχουμε να σου πούμε κάτι που πιστεύουμε πως θα σε χαροποιήσει πολύ». Η Βαλεντίνα κοίταξε προσεκτικά την κόρη της χωρίς να πει τίποτε. Η Λίντια άρχισε να μιλάει για να μη δώσει στον Άλφρεντ την ευκαιρία να συνεχίσει. «Κύριε Πάρκερ», άρχισε με ανήσυχο ύφος, «δεν μου έχετε πει ότι ο διευθυντής του σχολείου μου, ο κύριος Τέο, είναι φίλος σας; Λοιπόν, θέλω τη συμβουλή σας, γιατί προς το τέλος της χρονιάς συμπεριφερόταν πολύ παράξενα. Μας έβαζε να κάνουμε κάποια εργασία, εκείνος ακουμπούσε το κεφάλι στα μπράτσα του και απόμενε πολλή ώρα έτσι, σαν να κοιμόταν. Μα δεν κοιμόταν, γιατί τον είχα πιάσει να μας κοιτάζει. και η Μαρία Άλεν λέει ότι πρέπει να έχει προβλήματα με την όμορφη Κινέζα ερωμένη του και ότι υποφέρει μα.» «Λίντια.» προσπάθησε να τη διακόψει η Βαλεντίνα. «Η Άννα βέβαια λέει πως ο πατέρας της κάνει έτσι όταν έχει πονοκέφαλο, αλλά μια μέρα όρμησε στην τάξη κατακόκκινος ο κύριος Μέισον και τράβηξε έξω τον κύριο Τέο και.» «Λίντια!» είπε πιο αυστηρά αυτή τη φορά. «Σταμάτα». Η Λίντια γύρισε και κοίταξε για πρώτη φορά τη μητέρα της. Σιωπηλά. Παρακλητικά. Η Βαντίνα κοίταξε αλλού. «Άλφρεντ, πες της τα καλά μας νέα». Ο Άλφρεντ κοίταξε τη Λίντια ακτινοβολώντας. «Λίντια, η μητέρα σου μου έκανε τη μεγάλη τιμή να δεχτεί να γίνει γυναίκα μου. Θα παντρευτούμε». Την κοίταξαν και οι δυο, περιμένοντας την αντίδραση της. Κάνοντας μια τεράστια προσπάθεια, η Λίντια κατάφερε να

χαμογελάσει, αλλά το στόμα της ήταν ξερό. «Συγχαρητήρια», είπε. «Ελπίζω να ζήσετε πολύ ευτυχισμένοι». Η μητέρα της έσκυψε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί.

26 Ο Τσανγκ Αν Λο βρήκε το σημείωμα. Χωρίς να το ξεδιπλώσει, κατάλαβε πως ήταν από εκείνη. Χάιδεψε απαλά το χαρτί, γυρεύοντας την αφή της επιδερμίδας της. Το σημείωμα ήταν χωμένο σένα βαζάκι ακουμπισμένο πάνω στον επίπεδο βράχο του Ορμίσκου της Σαύρας, εκεί που της άρεσε να ξαπλώνει και να λιάζεται. Πάνω από το βάζο ήταν βαλμένο ένα κλαδί με μπόλικα φύλλα, για να μην το δουν άλλα μάτια εκτός από τα δικά του. Ήταν προσεκτική, δεν είχε γράψει ονόματα. Μια προειδοποίηση μόνο: «Επίλεκτα στρατεύματα του Κούομιντανγκ έρχονται στο Τζαντσόου, για να εξοντώσουν τους κομμουνιστές. Φύγε τώρα. Επειγόντως. Μαζί με τους φίλους σου. Φύγε». Η λέξη φύγε ήταν υπογραμμισμένη με κόκκινο μελάνι. Στο κάτω μέρος του χαρτιού είχε ζωγραφίσει ένα φίδι με κομμένο το κεφάλι και αίμα να τρέχει από την πληγή. Η νύχτα ήταν μαύρη σαν την κόλαση. Αφέγγαρη. και η βροχή έπεφτε ασταμάτητα, πνίγοντας κάθε θόρυβο. Το σπίτι ήταν μεγαλόπρεπο και το φρουρούσαν σκοποί αόρατοι σχεδόν κάτω από τις γυριστές άκρες της στέγης. Οι εξωτερικοί τοίχοι ήταν ψηλοί, χωρίς παράθυρα, και κάθε αυλή φωτιζόταν από πολύχρωμα φανάρια. Πάνω απ’ όλες τις πόρτες κινέζικες καμπανούλες κουδούνιζαν στο φύσημα του αέρα, διώχνοντας τα κακά πνεύματα και τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Η μεγαλύτερη απειλή για τον Τσανγκ όμως ήταν ένα σκυλί τσόου τσόου με τεράστιο κεφάλι που τριγύριζε στην εσωτερική αυλή. Η οξύτατη ακοή του έπιανε ήχους που ξέφευγαν από το ανθρώπινο αυτί. Τα βήματα του Τσανγκ πάνω στα κεραμίδια της στέγης πνίγονταν από τα πάνινα παπούτσια του, καθώς βάδιζε αργά και προσεκτικά. Στόχος του δεν ήταν η μεγάλη εσωτερική αυλή αλλά

η προηγούμενη, εκείνη με το σιντριβάνι σε σχήμα δελφινιού, που έριχνε το νερό του σε μια στέρνα γεμάτη κυπρίνους που κολυμπούσαν σαν λευκά φαντάσματα. Στην άκρη της στέρνας υπήρχε μια γέρικη δαμασκηνιά, που έγερνε πάνω από το σπίτι φορτωμένη με ώριμους καρπούς. Ντυμένος στα μαύρα ο Τσανγκ, περίμενε διπλωμένος μέσα στις σκιές, με τη σκέψη και τα μάτια του καρφωμένα σ ένα παράθυρο. Ο σκοπός που περιπολούσε έκανε προσεκτικά τη δουλειά του, χώνοντας το βαρύ ραβδί του μέσα στους θάμνους και κάτω από τα σκαλιστά παγκάκια. Μετά από πολλά, ο σκοπός πέρασε στην επόμενη αυλή όπου το σκυλί τον υποδέχτηκε μένα δουλικό γρύλισμα - και εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η προσοχή του ζώου ήταν στραμμένη αλλού, ο Τσανγκ κινήθηκε αστραπιαία. Τα κεραμίδια γλιστρούσαν υγρά κάτω από τα πόδια του. Καβάλησε την κορφή της στέγης. Να το δέντρο, σαν σκαλοπάτι, και το παράθυρο ανοιχτό. Πίσω από την κουρτίνα διακρινόταν ένα αμυδρό φως. Ο Τσανγκ πάτησε στο περβάζι. Το δωμάτιο ήταν μεγάλο. Στο κέντρο του βρισκόταν ένα τεράστιο κρεβάτι από μαύρο ξύλο, γεμάτο σκαλίσματα, μεταξωτό ουρανό και κουρτίνες. Στη μια πλευρά του, ένα κερί έκαιγε σένα κηροπήγιο από ζαντ και γύρω του ήταν σκορπισμένα ένα σωρό ετερόκλητα αντικείμενα - ποτήρια και μπουκάλια, δερμάτινα λουριά, ένα μπρούντζινο καμινέτο και χυμένη μπίρα. και ανάμεσα σε όλα αυτά, πεταμένη μια μακριά πίπα από σκαλιστό ελεφαντόδοντο. Ο αέρας μύριζε αρρωστημένα και γλυκερά. Ο Τσανγκ στάθηκε κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα μέχρι που διέκρινε τρεις μορφές ξαπλωμένες στα σεντόνια. Οι δύο ήταν ακίνητες και σιωπηλές, και τα μάτια τους γούρλωσαν από φόβο μόλις είδαν το μαχαίρι που κρατούσε. Ήταν δυο νεαρές

παλλακίδες, γυμνές, με τους καρπούς δεμένους με δερμάτινα λουριά σένα γάντζο στο κεφαλάρι του κρεβατιού. Τα λεία κορμιά τους γυάλιζαν αλειμμένα με αρωματικά λάδια. Στο μικρό στήθος της μιας υπήρχε ένα σημάδι από βουρδουλιά. Ανάμεσα στις δύο παλλακίδες ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα ένας μεγαλόσωμος άντρας. Ροχάλιζε και από το μισάνοιχτο στόμα του έτρεχε πάνω στα μαξιλάρια ένα ξερατό. Το μόνο που φορούσε ήταν μια ζώνη από δόντια φιδιού. Ο Τσανγκ κάρφωσε τη ματιά του στις κοπέλες. Είχε πολύ καιρό να πάει με γυναίκα. Εκείνη με το σημάδι ήταν πολύ όμορφη, με υπέροχα μάτια και στήθη σφιχτά. Πλησίασε στα πόδια του κρεβατιού, κρατώντας την αναπνοή του, και μένα σάλτο βρέθηκε γονατιστός ανάμεσα στα σκέλια του άντρα. Τα βλέφαρα του άντρα πετάρισαν, αλλά παρέμεινε βυθισμένος στο χάος των ονείρων που προκαλούν τα ναρκωτικά. Ο Τσανγκ έσκυψε και έπιασε δυο ξυλάκια φαγητού από το κομοδίνο, κάνοντας τις κοπέλες να κουβαριαστούν τρομοκρατημένες πάνω στα μαξιλάρια. Έτρεμαν και οι δυο τους. «Δαίμονας της νύχτας.» ψιθύρισε η μια. «Μη μας σκοτώσεις». Ο Τσανγκ δεν τους έδωσε σημασία. Με τα ξυλάκια που κρατούσε στο αριστερό του χέρι έπιασε το μόριο του άντρα και το τέντωσε. Ένα βογκητό ξέφυγε από τα χείλη του ναρκωμένου, που κατέβασε το χέρι του στ’ αχαμνά του, ωστόσο παρέμεινε ακίνητος. Ο Τσανγκ κάρφωσε το μυτερό του μαχαίρι στα γεννητικά όργανα του άντρα, ακριβώς στη ρίζα, και του έσκισε τη σάρκα. Ένα ουρλιαχτό σαν χλιμίντρισμα αλόγου αντήχησε στο δωμάτιο και ο Τσανγκ φοβήθηκε πως θ ερχόταν ο φρουρός. «Σκασμός!» σφύριξε. Ο άντρας έτριξε τα δόντια του - από πόνο; Από φόβο; Ποιος ξέρει.

«Σκασμός!» τον πρόσταξε ξανά. Ο άλλος τον κοίταξε με μάτια που έσταζαν μίσος. Για μια στιγμή, το βλέμμα του ταξίδεψε στο λεπτό σκαλιστό σπαθί που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο, αλλά ο Τσανγκ πίεσε ακόμη περισσότερο τη λεπίδα του. «Τι θέλεις;» γρύλισε ο άντρας. «Τ’ αχαμνά σου στο πιάτο». Ο Τσανγκ είχε τον έλεγχο της κατάστασης, που όμως ήταν επικίνδυνη. Σε τούτο το σπίτι με τους υποτακτικούς υπηρέτες και τις φροντισμένες αυλές, ένας κρατούσε όλη την εξουσία, φτύνοντας φωτιές: ο Φενγκ Του Χονγκ. Ο Τσανγκ προχώρησε κάτω από την αψίδα και μέσα στην τελευταία αυλή με τα επιχρυσωμένα λιοντάρια. Υπηρέτες και φρουροί έτρεξαν, και αμέσως έκαναν πίσω τρομαγμένοι. Το σκυλί γρύλισε άγρια, αλλά στάθηκε ακίνητο. Μπροστά από τον Τσανγκ προχωρούσε σέρνοντας τα πόδια του ο Πο Τσου. Η βροχή έπεφτε στις φαρδιές του πλάτες και κυλούσε στον γυμνό πισινό του. Φορούσε ακόμη τη ζώνη από δόντια φιδιού, αλλά οι καρποί του ήταν δεμένοι μένα δερμάτινο κορδόνι μαζί με τους αστραγάλους του, κάνοντας τον έτσι να βαδίζει διπλωμένος στα δυο, ενώ το μαχαίρι που ακουμπούσε στ’ αχαμνά του τον πίεζε να προχωρεί μ’ αυτό τον ταπεινωτικό τρόπο. Παρόλα αυτά, από το στόμα του έβγαινε ένας χείμαρρος από βρισιές που ο Τσανγκ τις αγνοούσε. «Φενγκ Του Χονγκ!» φώναξε ο Τσανγκ. «Έχω εδώ στη μύτη του μαχαιριού μου την καμήλα το γιο σου. Αν θέλεις να δεις εγγόνια από δαύτον, άνοιξε τις πόρτες και άφησε τον να συρθεί στα πόδια σου». Ο νυχτερινός ουρανός κατάπιε τα λόγια του. Γύρω του άκουγε βαριές ανάσες, να ξεθηκαρώνουν σπαθιά, αλλά κανείς δεν

τολμούσε να πλησιάσει και ένα χέρι είχε την προνοητικότητα ν’ αδράξει το σκύλο από το κολάρο. Ο Τσανγκ ένιωσε να πλημμυρίζει από δύναμη, μια δύναμη που απόδιωχνε κάθε φόβο. Έπρεπε να την απολαύσει τούτη τη στιγμή, να τη γευτεί με όλο του το είναι. Μπορεί να ήταν και η τελευταία του. Η σκαλιστή διπλή πόρτα στην κορφή της σκάλας άνοιξε με βρόντο και ο Φενγκ Του Χονγκ φάνηκε να γεμίζει το κατώφλι με τη φαρδιά σιλουέτα του, ντυμένη όπως ήταν με μια κατακόκκινη μεταξωτή ολοκέντητη ρόμπα. Στο κεφάλι φορούσε ακόμη τη λευκή ταινία του πένθους για τον Γιουεσένγκ. Πίσω του στέκονταν δύο σωματώδεις σωματοφύλακες οπλισμένοι με πιστόλια Λούγκερ, που σημάδευαν τον Τσανγκ. «Πας γυρεύοντας να πεθάνεις», είπε ο Φενγκ. Τα λοξά του μαύρα μάτια τον κοίταζαν ακίνητα, καθώς σταύρωνε τα νέρια στο στήθος του που έμοιαζε με βαρέλι. «Φενγκ Του Χονγκ, είναι η δεύτερη φορά που σου φέρνω ένα γιο. Μόνο που αυτός δεν είναι νεκρός». Το βλέμμα του καρφώθηκε σταθερό στον αρχηγό της τριάδας των Μαύρων Φιδιών. «Όχι ακόμη». Ο Φενγκ κοίταξε το κεφάλι του μοναδικού ζωντανού γιου του: έσκυβε ατιμωτικά προς το πάτωμα. «Πο Τσου, με ατιμάζεις ξανά», είπε βαριά και περιφρονητικά. «Θα έπρεπε ν’ αφήσω τούτον εδώ να σε κάνει λουρίδες, έτσι άχρηστος που είσαι». «Πάμε μέσα να μιλήσουμε», τον έκοψε ο Τσανγκ, «εκεί όπου θα μας ακούνε λιγότερα αυτιά και η βροχή δεν θα παίρνει τα λόγια μας». Ο Φενγκ πήρε μια βαθιά ανάσα που έκανε όλο του το σώμα να τρεμουλιάσει και έπειτα γύρισε απότομα και μπήκε μέσα. Ο Τσανγκ περίμενε να μπουν και οι σωματοφυλακές του και ύστερα τους ακολούθησε σπρώχνοντας τον Πο Τσου που ανέβηκε τα

σκαλιά με το πλάι, σκυφτός. Μετά τα λόγια του πατέρα του είχε χάσει κάθε όρεξη για αντίσταση. Στον δεξιό τοίχο του χολ της εισόδου υπήρχε ένας βωμός με εικόνες των προγόνων, φωτογραφίες των νεκρών συγγενών και προσφορές από φρέσκα φρούτα και φαγητά, κι αρωματικά στικ που έκαιγαν γεμίζοντας λιβανωτό τον αέρα. Ο Τσανγκ τα χασέ βλέποντας και μια φωτογραφία του Γιουεσένγκ. Ένιωσε μια φλόγα να τον καίει καθώς στο μυαλό του ήρθε μια εικόνα απτα παλιά: ο Πο Τσου να δέρνει τον μικρότερο αδελφό του μέχρι που τον έκανε μια ματωμένη μάζα, επειδή ήταν οπαδός του Μάο Τσε-τουνγκ, κι εκείνος να μη σηκώνει ούτε το χέρι για ν’ αμυνθεί. Ο Τσανγκ πίεσε και άλλο το μαχαίρι του στη μαλακή σάρκα του Πο Τσου, κάνοντας τον να βογκήσει. Ήταν δώρο του Γιουεσένγκ τούτο το μαχαίρι με την ατσάλινη λεπίδα και τη λαβή από κέρατο βούβαλου, όπου ήταν σκαλισμένη η μορφή του Τσι Λιν, του κινέζικου μονόκερου που έφερνε τύχη. Θα έσκαγε στα γέλια ο Γιουεσένγκ άμα το έβλεπε χωμένο στ’ αχαμνά του άχρηστου αδελφού του. Ο Τσανγκ ένιωθε κοντά του το πνεύμα του φίλου του. Άκουγε τη φωνή του. Ίσως ο φίλος του ήξερε πως σε λίγο θα βρίσκονταν ξανά μαζί και είχε έρθει για να του δείξει το δρόμο. «Όχι ακόμη, Γιουεσένγκ», μουρμούρισε ο Τσανγκ κουνώντας το κεφάλι. «Λοιπόν;» Ο Φενγκ είχε σταθεί στη μέση ενός υπέροχου δωματίου που έλαμπε όλο ζαντ και χρυσές διακοσμήσεις και φίνους χάρτινους πίνακες, σαν να ήθελε να υπενθυμίσει στον Τσανγκ ποιος ήταν το αφεντικό εδώ πέρα. Με τα πόδια ανοιχτά, τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος και το πρόσωπο σαν παγερή ανέκφραστη μάσκα, συνέχισε: «Λοιπόν, ποιο θα είναι το τίμημα αυτή τη φορά;

Άλλο ένα πιεστήριο; Θαρρώ πως τόσο κοστίζει ένας γιος, ακόμη κι όταν σε ντροπιάζει». «Όχι». Ο Τσανγκ κατέβασε με δύναμη το χέρι του σαν σπαθί στο σβέρκο του Πο Τσου ρίχνοντας τον στα γόνατα, άρπαξε τα μαύρα του μαλλιά και τα τράβηξε δυνατά, ενώ έφερνε το μαχαίρι του κάτω από το πιγούνι του. Ο Πο Τσου είχε μουσκέψει στον ιδρώτα και τα δεμένα χέρια του έτρεμαν σαν σπασμένα, καθώς κοίταζε πανικόβλητος τον πατέρα του. «Τιμημένε και σοφέ πατέρα μου», ψέλλισε βραχνά, «σε ικετεύω να κάνεις ότι θέλει αυτός ο διάβολος». Ο Φενγκ τον έφτυσε. «Δεν μου είσαι τίποτε», του είπε. «Πολύ καλά», είπε αδιάφορα ο Τσανγκ. «Αφού σου είναι άχρηστος, ούτε και εμένα μου είναι χρήσιμος. Φενγκ Πο Τσου, ετοιμάσου να συναντήσεις τους προγόνους σου». Του τράβηξε πίσω το κεφάλι, έσφιξε το μαχαίρι, ενώ έβλεπε τα Λούγκερ να ετοιμάζονται. Μια απαίσια μυρωδιά γέμισε το δωμάτιο καθώς ο Πο Τσου τα έκανε πάνω του. Από τη λεπίδα, στα δάχτυλα του Τσανγκ άρχισε να στάζει αίμα. «Παρτον», είπε με σφιγμένα δόντια ο Φενγκ. «Πάρε το γιο μου. Το μόνο που κάνει είναι να μου δηλητηριάζει την ψυχή». Ο Τσανγκ έβγαλε μια δυνατή κραυγή που τρόμαξε τους πάντες, εμπιστεύτηκε το πνεύμα του στα χέρια των προγόνων του και ετοιμάστηκε για το τέλος του. Η θλίψη έσφιξε το στήθος του και η καρδιά του έγινε βαριά σαν μολύβι συνειδητοποιώντας πως εκείνη δεν θα την ξανάβλεπε σε τούτη τη ζωή. Είχε έρθει η τελευταία του στιγμή, και η αλεπουδιτσα του βρισκόταν ακόμη σε κίνδυνο. Είχε αποτύχει. Ο Πο Τσου ούρλιαξε.

Ο Τσανγκ τέντωσε τόσο πολύ το λαιμό του αιχμαλώτου του, που οι τένοντες του πετάχτηκαν έξω. Ετοιμάστηκε να τους κόψει. «Στάσου!» Ο Φενγκ τον κοίταζε με τα μάτια του να χουν γίνει δυο μαύρες σχισμές στο πρόσωπο του. «Ποιο είναι το τίμημα αυτή τη φορά;» Δάκρυα έτρεχαν τώρα στο πρόσωπο του Πο Τσου. «Μια ζωή». «Τη δική σου;» «Όχι». «Τίνος; Μίλα». «Του κοριτσιού που έκλεψα από τα Μαύρα Φίδια σου στα χουτόνγκ. Οι άντρες σου την κυνηγάνε». «Ναι, επειδή είπε ψέματα». Η φωνή του Φενγκ παλλόταν από οργή. «Τους είπε πως δεν σε ξέρει, αλλά μετά την είδαν μαζί σου. Είπε ψέματα. Είναι ζήτημα τιμής». «Φενγκ Του Χονγκ, η κοπέλα είναι βάρβαρη, και όπως όλοι οι βάρβαροι, ούτε αυτή καταλαβαίνει τι θα πει τιμή. Δεν αξίζει ούτε να τη φτύσεις. Εγώ, από την άλλη, σου δίνω το γιο σου. τον μοναδικό σου γιο που ζει μετά το θάνατο του Γιουεσένγκ. με αντάλλαγμα την άχρηστη ύπαρξη της. Νομίζω πως πρόκειται για δίκαιη ανταλλαγή». «Με προσβάλλεις. και προσβάλλεις και το γιο μου. Αφού θέλεις τόσο πολύ τη ζωή της βάρβαρης πόρνης, τότε γιατί δεν μου τη ζήτησες όταν σε ρώτησα τι δώρο θέλεις επειδή μου έφερες τον Γιουεσένγκ για να τον κηδέψω; Γιατί;» «Έχω τους δικούς μου λόγους». Πίσω από ένα ξύλινο παραβάν ακούστηκε ένα αντρικό γέλιο και εμφανίστηκε ένας ψηλός άντρας μένα τσιγάρο στο χέρι. «Φενγκ, να κάνεις ερωτήσεις μόνο όταν είσαι σίγουρος ότι θα

πάρεις απαντήσεις. Τούτο το πουλάρι τρέχει πιο γρήγορα από σένα». Η φωνή του ήταν απαλή και ευχάριστη. Ο Τσανγκ τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν εκείνος από τη Λέσχη Οδυσσέας, που μιλούσε τη γλώσσα των μανδαρίνων σαν μητρική. Φορούσε μια μακριά γκρίζα ρόμπα και ένα κεντητό σκουφάκι — προσπαθούσε να δείχνει σαν κάτι που δεν ήταν. Παρά το χαμόγελο του, τα μάτια του ξεχείλιζαν από πόνο. Ο Φενγκ τον κοίταξε μ’ έναν τρόπο που θα έκανε οποιονδήποτε άλλο να σωπάσει, όμως ο Εγγλέζος ανασήκωσε τους ωμούς και ρώτησε τον Τσανγκ στη γλώσσα των μανδαρίνων: «Ποια είναι λοιπόν αυτή η βάρβαρη για την οποία κάνεις τόσο σκληρά παζάρια;» «Μια ρώσικη σκατούλα είναι, μια φανκί», πετάχτηκε ο Φενγκ. «Δεν αξίζει τίποτε». «Το όνομα της;» Ο Τσανγκ είδε πως ενδιαφερόταν, και ας προσπαθούσε να το κρύψει. «Ιβάνοβα.» του είπε. «Λίντια Ιβάνοβα. Είναι μια κοπέλα που τα μαλλιά και η γλώσσα της πετάνε φωτιές». «Α…» Ο Εγγλέζος έτριψε το μέτωπο του και ύστερα στράφηκε στον Φενγκ. «Σου την αγοράζω», είπε αδιάφορα, σαν να επρόκειτο για ένα σακουλάκι κάστανα. Από την τσέπη του έβγαλε ένα πουγκί που φαινόταν βαρύ. «Το αποψινό μερτικό μου για τη σκατούλα». Πέταξε το πουγκί προς τον Φενγκ, αλλά εκείνος δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το πιάσει. «Δεν είναι για πούλημα», είπε ο Κινέζος και πάτησε το πουγκί. «Είναι για θάνατο. Έτσι θα γίνει παράδειγμα για όσους μας λένε ψέματα». Κοίταξε τη λεπίδα που εξακολουθούσε να είναι καρφωμένη στα λαρύγγι του γιου του.

«Αντί γι’ αυτή τη σκατούλα, σου χαρίζω τη δική σου ζωή, Τσανγκ Αν Λο, και σου υπόσχομαι ότι θα έχεις την προστασία μου. Θα τη χρειαστείς. Αλλιώς, ο Πο Τσου θα σου ρουφήξει το αίμα σταγόνα σταγόνα. Δέχεσαι;» Σιωπή. Μόνο το σκυλί ούρλιαζε έξω. «Δέχομαι», είπε ο Τσανγκ και τράβηξε το μαχαίρι του. Την ίδια στιγμή ένας φρουρός όρμησε και έκοψε τα λουριά που έδεναν τον Πο Τσου. Εκείνος σηκώθηκε με δυσκολία, τρέμοντας ολόκληρος από ντροπή. Στα πόδια του κυλούσαν ακαθαρσίες και έδειχνε έτοιμος να ξεσκίσει με τα δόντια του τον Τσανγκ. «Πο Τσου!» στρίγκλισε ο Φενγκ. «Έδωσα το λόγο μου». Ο γιος του δεν κουνήθηκε. Έμεινε εκεί, μερικούς πόντους μακριά από τον Τσανγκ, στέλνοντας τη γεμάτη μίσος ανάσα του στο πρόσωπο του. Ο Τσανγκ δεν του έδωσε σημασία. Είχε πάψει να του είναι χρήσιμος. Δεν είχε θελήσει να παζαρέψει τη ζωή της κοπέλας με τον νεκρό Γιουεσένγκ, κάτι τέτοιο θα πρόσβαλε το πνεύμα του, θα το ατίμαζε. Το πιεστήριο όμως ήταν ζωτικής σημασίας για το μέλλον της Κίνας. «Τι θα γίνει με το κορίτσι;» ρώτησε ο ψηλός Εγγλέζος. Ο Φενγκ είδε το ενδιαφέρον του και χαμογέλασε σκληρά. «Α, Τίγιο Γουίλμπι, έχω δώσει διαταγή να τη στραγγαλίσουν με τα άντερα της και ύστερα να της κόψουν τα βυζιά». Ο Εγγλέζος έκλεισε τα μάτια. Γιατί ήθελε να παιδέψει τον καλεσμένο του ο Φενγκ; αναρωτήθηκε ο Τσανγκ. «Φενγκ Του Χονγκ», είπε με τυπική ευγένεια, «Σ’ ευχαριστώ για την έντιμη ανταλλαγή που κάναμε. Ζωή για ζωή. Τώρα θα σου προσφέρω κάτι πιο σημαντικό από μια ζωή». Ο Φενγκ είχε αρχίσει να κινείται προς την πόρτα - η μυρωδιά του

γιου του τον ενοχλούσε πάρα πολύ. Σταμάτησε όμως. «Τι είναι πιο σημαντικό από τη ζωή;» ρώτησε. «Πληροφορίες. από τον ίδιο το στρατηγό Τσανγκ Κάισεκ». «Λι! Μιλάς πολύ τολμηρά για ανήλικο κουτάβι». «Ειλικρινά μιλάω. Έχω πληροφορίες που έχουν μεγάλη αξία για σένα». «Κι εγώ έχω άντρες που ξέρουν πώς να σου τις αποσπάσουν με βασανιστήρια που ούτε τα έχεις φανταστεί. Γιατί να διαπραγματευτώ μαζί σου;» Γύρισε ξανά να φύγει, αλλά ο Εγγλέζος του έκοψε το δρόμο. «Δείξε λογική, Φενγκ. Αυτές οι μέθοδοι παίρνουν χρόνο. και μ’ αυτόν ειδικά, υποπτεύομαι πως θα χρειαστεί πολύς χρόνος. Ίσως να πρόκειται για κάτι επείγον. Είναι κακό να κάνεις μια συμφωνία;» Ο Φενγκ συνοφρυώθηκε ανυπόμονα. «Λοιπόν, τι καινούργια συμφωνία μου προτείνεις;» «Θα σου δώσω απόρρητες πληροφορίες από το γραφείο του Τσανγκ Κάι-σεκ στο Πεκίνο. Σε αντάλλαγμα, θα μου δώσεις τη Ρωσίδα με τα φλογάτα μαλλιά». Ο Φενγκ έβαλε τα γέλια. «Τη θέλεις οπωσδήποτε αυτή τη σκατούλα; Με οποιοδήποτε τίμημα;» «Με αυτό το τίμημα». «Πολύ καλά». «Πριν επιστρέψει στην πρωτεύουσα του, το Νανκίνγκ, ο Τσανγκ Κάι-σεκ έδωσε διαταγή να έρθουν επίλεκτα στρατεύματα του στο Τζαντσόου. Πλησιάζουν ήδη. Για να εξοντώσουν τους κομμουνιστές, να παλουκώσουν τα κεφάλια τους στα τείχη και να πατάξουν τη διαφθορά της τοπικής κυβέρνησης. Καθώς εσύ είσαι ο τιμημένος πρόεδρος του κινεζικού Συμβουλίου μας, πίστεψα ότι

θα σου είναι πολύτιμο να το ξέρεις πριν φτάσουν εδώ τα στρατεύματα». Υποκλίθηκε βαθιά. Δίπλα του, ο Πο Τσου έβγαλε ένα βογκητό. Ο Φενγκ παρέμεινε σιωπηλός και ακίνητος. Το πρόσωπο του ξεχώριζε κάτασπρο πάνω από την κόκκινη ρόμπα του. Έσφιγγε και ξέσφιγγε τις γροθιές του. Ξαφνικά διέσχισε το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές. «Το κορίτσι είναι δικό σου», φώναξε χωρίς να γυρίσει. «Μην περιμένεις όμως να σου βγει σε καλό. Όταν οι βάρβαροι συγχρωτίζονται με τον πολιτισμένο λαό μας, πλησιάζει ένα βήμα προς το θάνατο». Ένας υπηρέτης έπεσε στα γόνατα και του κράτησε ανοιχτή την πόρτα και ο αρχηγός των Μαύρων Φιδιών βγήκε από το δωμάτιο. Ο Τσαννκ έκανε ένα νόημα στον Εγγλέζο, αναγνωρίζοντας τη βοήθεια που του πρόσφερε. Δεν μίλησε κανείς τους. έφτυσε στο πτώμα βρίζοντας και εξαφανίστηκε και αυτός. Ο Τσανϊκ βγήκε ξανά στην αυλή. Ένας φρουρός με μαύρη στολή πέρασε δίπλα του μέσα στο Ψιλό βροχο σέρνοντας δύο πράγματα: το ένα ήταν το κομμένο κεφάλι του του τσοου με την γλώσσα να κρέαποτυχίας ήταν πολύ μεγάλο Το θέαμα απέσπασε την προσοχή του Τσανγκ και τότε ένα όπλο προσγειώθηκε με δύναμη στον κρόταφο του και τον έστειλε στα σκοτάδια κόλασης. του σκοπού. στο σπιτικό Σεπτέμβρης και ζέστη. Πολλή ζέστη ακόμη. Ένας μπρούντζινος ανεμιστήρας βούιζε στο ταβάνι ανακινώντας τον βαρύ αέρα. Η Λίντια είχε βαρεθεί να στέκεται με τα χέρια τεντωμένα καθώς η Μαντάμ Καμέλια καρφίτσωνε το φόρεμα πάνω της. Είχε βαρεθεί να βλέπει το ικανοποιημένο χαμόγελο της μητέρας της που την παρακολουθούσε βυθισμένη σε μια πολυθρόνα. και πάνω απ όλα, είχε κουραστεί από τη σιωπή του

Τσανγκ. Αδημονούσε να μάθει νέα του. Είχε περάσει ένας ολόκληρος μήνας σιωπής χωρίς καθόλου νέα. Θα είχε ακούσει την προειδοποίηση της και θα είχε φύγει από το Τζαντσόου. Μόνο αυτό εξηγούσε τη σιωπή του. Τουλάχιστον έτσι θα ήταν ασφαλής, κρυμμένος σε κάποιο στρατόπεδο εκπαίδευσης του Κόκκινου Στρατού. Τον έβλεπε με τη φαντασία της να κάνει σκοποβολή και πορείες, να γυαλίζει τις αρβύλες του, να σκαρφαλώνει σε σκοινιά. Αυτά δεν κάνουν στα στρατόπεδα; Αχ, ναι, βοηθήστε να είναι ασφαλής. Σας παρακαλώ! Όλοι εσείς οι αλλόκοτοι θεοί του, προστατέψτε τον! Ωστόσο ούτε τους δικούς του θεούς εμπιστευόταν ούτε τον δικό της. «Αγάπη μου, μείνε λίγο ακίνητη. Πώς θα κάνει τη δουλειά της η Μαντάμ Καμέλια;» Η Λίντια αγριοκοίταξε τη μητέρα της. Έδειχνε απίθανα κομψή και δροσερή με το κρεμ λινό ταγιέρ που της είχε ράψει η Μαντάμ Καμέλια, η καλύτερη μοδίστρα του Τζαντσόου. Στο ατελιέ της αντέγραφε τα τελευταία παριζιάνικα μοντέλα και οι πελάτισσες της έκαναν ουρά. Ήταν μεγάλο προνόμιο που τις είχε δεχτεί εκτός σειράς, φυσικά χάρη στην παρέμβαση του Άλφρεντ, μια και η Βαλεντίνα ήθελε το καλύτερο για το γάμο της. «Γλύκα δεν είναι, μαντάμ Καμέλια;» Η Κινέζα μοδίστρα σήκωσε το κεφάλι και εξέτασε το πρόσωπο της Λίντιας, που στεκόταν πάνω σε μια μικρή καπιτοναρισμένη πλατφόρμα στη μέση του δωματίου. Τα νεύρα της είχαν γίνει κόμπος από τις αδιάκοπες τρίλιες ενός πουλιού που κελαηδούσε κλεισμένο σένα κλουβί που έμοιαζε με κιόσκι. «Είναι αξιαγάπητη», είπε χαμογελώντας γλυκά η Μαντάμ Καμέλια. «Αυτό το πράσινο του Νείλου ταιριάζει τέλεια με τα μαλλιά της». «Σου το είπα ότι θα σου αρέσει, Λίντια, το βλέπεις;» Η Λίντια δεν απάντησε.

«Κυρία Ιβάνοβα, ήρθαν από το Τιεντσίν δείγματα από τα καινούργια τουίντ για το χειμώνα. ότι πρέπει για το ταξίδι του μέλιτος. Θα θέλατε να τα δείτε;» Η μοδίστρα το είπε σαν να της παραχωρούσε ένα σπουδαίο προνόμιο. «Ναι, μετά χαράς». Η Μαντάμ Καμέλια έκανε νόημα στη νεαρή βοηθό της, η οποία συνόδευσε τη Βαλεντίνα έξω από το δωμάτιο. Όταν έφυγε, η μοδίστρα ρώτησε με απαλή φωνή τη Λίντια: «Δεσποινίς Λίντια, θέλεις να μου πεις τι δεν σου αρέσει σ’ αυτό το φόρεμα;» Ποιος νοιαζόταν για το φόρεμα; «Θα είμαι παράνυμφος μ’ αυτό το φόρεμα. Η μαμά αποφασίζει πώς θα είναι». «Ναι, το ξέρω. Εσύ όμως ποιο στιλ θα ήθελες;» «Εγώ θα το ήθελα περισσότερο. περισσότερο.» Η σκέψη της πήγε στον Τσανγκ. Τι θα έκανε τα μάτια του να πετάξουν σπίθες; «Περισσότερο, τι;» «Περισσότερο αποκαλυπτικό». Η Μαντάμ Καμέλια δεν γέλασε. Κούνησε το κεφάλι, μετακίνησε λίγο ύφασμα από δω και ξήλωσε μια ραφή από κει. «Καλύτερα έτσι;» Η Λίντια κοιτάχτηκε στον μεγάλο καθρέφτη απέναντι της. Ο ψηλός γιακάς που είχε διαλέξει η μητέρα της είχε μεταβληθεί σένα ντεκολτέ που έπεφτε μαλακά, αποκαλύπτοντας απαλή λευκή σάρκα. «Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ». Η Μαντάμ Καμέλια έπιασε να στενεύει και να κονταίνει τα μανίκια. «Μαντάμ, μένετε στην παλιά κινέζικη πόλη, σωστά;» «Μμμ», αποκρίθηκε η μοδίστρα με το στόμα γεμάτο καρφίτσες. «Οι στρατιώτες είναι ακόμη εκεί;» «Εκείνες οι άθλιες γκρίζες κοιλιές;»

«Αυτοί με τα κίτρινα περιβραχιόνια. Οι άντρες του Κούομιντανγκ από το Πεκίνο». «Λι! Οι διάβολοι!» «Ώστε είναι ακόμη στο Τζαντσόου;» Η Μαντάμ Καμέλια έπαψε να χαμογελάει και το πρόσωπο της έδειξε τώρα την αληθινή ηλικία της. «Κάθε μέρα πέφτουν σαν σύννεφο και σ’ έναν άλλο δρόμο. Αρπάζουν εργάτες και γραφιάδες. Πάνε όπου τους δείξουν οι χαφιέδες. Τουφεκίζουν και κόβουν κεφάλια, οι δρόμοι μας έχουν βαφτεί με αίμα. Λένε ότι εξοντώνουν τους κομμουνιστές και τη διαφθορά, αλλά εμένα μου φαίνεται πως ξεκαθαρίζουν παλιούς λογαριασμούς». «Έχουν σκοτώσει και νέους;» ρώτησε η Λίντια με το στόμα ξερό. Η Μαντάμ Καμέλια την κοίταξε εξεταστικά. «Μερικούς. Σπουδαστές για παράδειγμα. Οι κομμουνιστικές ιδέες είναι πολύ διαδεδομένες στη νεολαία». Χαμήλωσε τη φωνή της. «Ξέρεις κανέναν;» Η Λίντια ήθελε τόσο απελπισμένα να μάθει νέα, που παραλίγο να πει το όνομα του Τσανγκ. «Όχι», βιάστηκε να πει. «Ανησυχώ για όλους αυτούς». «Κατάλαβα». Η μοδίστρα της άγγιξε απαλά το χέρι. «Δραπέτευσαν πολλοί. Υπάρχει πάντα ελπίδα». Η Λίντια ένιωσε ένα χέρι να της σφίγγει το λαιμό. Γύρισε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Μαντάμ, θα μπορούσατε να μου βάλετε πράσινες χάντρες στο φόρεμα;» Δεν μιλούσαν καθόλου για το γάμο. Η Λίντια βέβαια αντιλαμβανόταν ότι γίνονταν προετοιμασίες - κάτι άκουσε για τον Ιανουάριο, αλλά δεν ρώτησε λεπτομέρειες ούτε και της είπαν. Ο ταχυδρόμος άρχισε να φέρνει γράμματα σε χοντρούς φακέλους,

αλλά η κοπέλα δεν το σχολίαζε, ενώ ακόμη και όταν έλειπε η Βαλεντίνα, δεν τα έπιανε στα χέρια της. Τα γράμματα έμπαιναν όλα σένα κομψό κουτί από ξύλο τριανταφυλλιάς, δώρο του Άλφρεντ. Είχε έρθει μαζί μ ένα διαμαντένιο μονόπετρο που ακτινοβολούσε ακόμη και στο ζοφερό δωμάτιο τους και έκανε τη Λίντια να σκέφτεται πως ο κύριος Λιου θα έδινε «πολλά δολάρια» για ένα τέτοιο δαχτυλίδι. Ο καιρός άρχισε να δροσίζει και ακόμη δεν είχε καμιά είδηση από τον Τσανγκ. Ωστόσο οι μαύρες σκιές είχαν χαθεί από το δρόμο του σπιτιού της και ούτε ένιωθε πια να την παρακολουθούν. Άργησε, αλλά τελικά σιγουρεύτηκε: τα φίδια είχαν φύγει. Είχαν φωλιάσει ξανά στις άθλιες τρύπες τους. Δεν ήξερε πώς είχε γίνει αυτό, αλλά ήταν βέβαιη πως είχε κάποια σχέση με τον Τσανγκ. Την προστάτευε ακόμη κι από μακριά. Στη σοφίτα, δεν είχε αλλάξει τίποτε άλλο. Η Λίντια προσπαθούσε τα βράδια να συγκεντρωθεί στη μελέτη της, μασουλώντας την άκρη του μολυβιού της, άλλοτε κοιτάζοντας κάτω στο δρόμο μήπως δει καμιά γνωστή φιγούρα και άλλοτε ρίχνοντας λοξές ματιές στη μητέρα της. και στην μποτίλια με το ποτήρι που τη συντρόφευαν πάντα, παρά τις αλαζονικές διαβεβαιώσεις της ότι θα έκοβε το ποτό. Καθόταν στον καναπέ, με μια παρτιτούρα στην ποδιά, και σιγομουρμούριζε κάποια φούγκα του Μπαχ μέχρι που κάτι συνέβαινε μέσα στο κεφάλι της και πετούσε τα χαρτιά στην άλλη άκρη του δωματίου. και ύστερα απόμενε να κοιτάζει ώρες στο κενό. Η Λίντια προσπαθούσε ν’ ανοίξει συζήτηση, αλλά η μόνη παρηγοριά που γύρευε κάτι τέτοιες ώρες η Βαλεντίνα ήταν η μποτίλια. Μέχρις ότου ερχόταν κάποια στιγμή που η Λίντια την πήγαινε σχεδόν σηκωτή στο κρεβάτι της. Είχε μάθει πότε ακριβώς έπρεπε να το κάνει αυτό: αν το έκανε πολύ νωρίς, η Βαλεντίνα

γινόταν επιθετική και αν αργούσε, δεν μπορούσε να τη στήσει στα πόδια της. και ας ήταν πάντα αδύνατη, παρά το φαγητό που εμφανιζόταν κανονικά πια στο τραπέζι τους. Ούτε η Βαλεντίνα ούτε η Λίντια έτρωγαν πολύ. Μόνο ο Σουν Γιατ-σεν πάχαινε ικανοποιημένος. «Θα ήθελες ένα κανονικό κλουβί για το κουνέλι σου;» τη ρώτησε ο Άλφρεντ ένα Σάββατο που ήρθε να πάρει τη Βαλεντίνα για να πάνε στον ιππόδρομο. «Ναι», απάντησε η Λίντια, μολονότι ήθελε να πει «όχι». «Λοιπόν, καλή μου, θα είναι χαρά μου να σου αγοράσω ένα. Πάμε να το αγοράσουμε τώρα, όσο η μητέρα σου κάνει. αυτά που κάνει πριν βγούμε», είπε εκείνος, χαμογελώντας υπομονετικά στη Βαλεντίνα. Πήγαν στην αγορά, και η Λίντια διάλεξε το μεγαλύτερο και το πιο φανταχτερό κλουβί που βρήκε, με ταΐστρες, ποτίστρες, χωρίσματα και αστεία διακοσμητικά που το έκαναν να μοιάζει σαν παγόδα. Ο Άλφρεντ ήθελε να τη δωροδοκήσει. Το ήξεραν και οι δυο τους. «Λίντια», είπε ξαφνικά εκείνος, «είμαι σίγουρος πως θα τα πάμε καλά. Εσύ και εγώ, εννοώ, σαν μέλη της ίδιας οικογένειας. Θέλω να το προσπαθήσουμε». Η Λίντια δαγκώθηκε. Του είχε επιτρέψει να την εξαγοράσει και τώρα ένιωθε βρόμικη. Έτσι ένιωθε και η μαμά της κάθε μέρα; Εξαγορασμένη και βρόμικη; Γι’ αυτό έπινε τόσο πολύ όταν δεν ήταν εκείνος μπροστά; Για να ξεπλύνει τη βρομιά; Κοίταξε τα γυαλιά του και τα καλοξυρισμένα μαγουλά του, και αναρωτήθηκε αν είχε ιδέα πόσο κακό έκανε και στις δυο τους. Όχι, κατέληξε. Ο Άλφρεντ Πάρκερ ήταν τυφλός, παρά τα τεράστια άσχημα γυαλιά του, και ο εγκέφαλος του ήταν ένα γκρίζο κουτί γεμάτο φαρισαϊσμό. Πώς αλλιώς μπορούσε να πιστεύει ότι αυτή θα ήθελε ν’ ανήκει

στην ίδια οικογένεια μαζί του; «Ευχαριστώ για το κλουβί», είπε ψυχρά και ανέβηκε τις σκάλες. Το μεγάλο καφετί ψάρι γλιστρούσε μαζί με το ρεύμα του ποταμού, σύρριζα στα χαλίκια. Τώρα, είπε μέσα της η Λίντια. Τώρα. Κράτησε την ανάσα της και τεντώθηκε. Το καμάκι της έσκισε το νερό και αστόχησε. Το ψάρι ξέφυγε. Η Λίντα το έβρισε και γύρισε στην προσάμμωση του Ορμίσκου της Σαύρας. Κάθισε ανακούρκουδα κάτω από τον εκθαμβωτικά καθαρό ουρανό του φθινοπώρου και περίμενε να ηρεμήσουν τα νερά. Όποτε ερχόταν σε τούτο το μέρος, ένιωθε να βρίσκεται πιο κοντά στον Τσανγκ. Ένιωθε την επαφή με το πληγωμένο του πόδι, τ θέρμη της σάρκας του στα δάχτυλα της. και το αίμα του να τη σημαδεύει. Όπως τον σημάδευε και εκείνη με τη βελόνα που τον έραβε. Όταν είχε τελειώσει, εκείνος είχε αναστενάξει. και η Λίντια είχε αναρωτηθεί αν ήταν από ανακούφιση ή. ή επειδή δεν ήθελε να πάψει να τον αγγίζει. Τα δάχτυλα της χάιδεψαν την άμμο, εκεί όπου είχε στάξει το αίμα του και στο νου της άκουσε το γέλιο του, όταν του ζήτησε να βρει έναν τρόπο για να μπει στη Λέσχη Οδυσσέας και να πάρει τα ρουμπίνια. Μα πώς της ήρθε να τον βάλει σε τέτοιον κίνδυνο; «Θέλεις να με κάνεις κλέφτη», της είχε πει αυστηρά. «Μπορούμε να μοιραστούμε τα λεφτά». «Μπορούμε να μοιραστούμε και τη φυλάκιση;» «Μην αφήσεις να σε πιάσουν, οπότε δεν θα υπάρξει φυλάκιση», τον μάλωσε εκείνη. Όταν τον κοίταξε, στα χείλη του υπήρχε χαραγμένο ένα χαμόγελο που κατά έναν περίεργο τρόπο ηρεμούσε την ψυχή της. Ήταν ένα παράξενο συναίσθημα, κάτι εντελώς καινούργιο: να βρίσκεσαι με κάποιον και να μη χρειάζεται να κρύβεσαι. και εκείνος, πάλι, να

καταλαβαίνει τι έχεις μέσα σου. Αντίθετα από τον Άλφρεντ Πάρκερ. Εκείνος ήθελε να κάνει κάτι που η Λίντια δεν το ήθελε: μια τέλεια ρόδινη Αγγλίδα δεσποινίδα. Η ανιαρή ψυχή του ήθελε να της πάρει τη μητέρα και να της δώσει σε αντάλλαγμα ένα κλουβί για το κουνέλι της. Μα τι είδους ανταλλαγή ήταν αυτή; Αχ, Τσανγκ Αν Λο, σε χρειάζομαι. Χρειάζομαι το καθαρό σου βλέμμα και την ήρεμη φωνή σου. Σηκώθηκε μαλακά και κάρφωσε το βλέμμα της στο νερό. Έπρεπε οπωσδήποτε να πιάσει ένα ψάρι για την κυρία Ζαριά. Με το σουγιά που είχε κλέψει από ένα αγόρι στο σχολείο, έξυσε τη μύτη του καμακιού της, όπως έκανε ο Τσανγκ. Το κλαδί της ιτιάς ήταν ήδη αρκετά μυτερό, δεν χρειαζόταν ξύσιμο, αλλά της άρεσε αυτή η κίνηση. Την ανακούφιζε. «Θεέ μου! Μπάζε μόι! Πού βρέθηκε τούτο το φρικαλέο πράγμα;» Η κυρία Ζαριά ανέμισε κατάπληκτη τα χέρια και κοίταξε φιλύποπτα τη Λίντια. «Δεν πιστεύω να μου το έφερες αντί για το νοίκι, ε;» «Όχι, δώρο είναι. Το έπιασα για σας». Η κυρία Ζαριά χαμογέλασε πλατιά. «Πανέξυπνο σπουργιτάκι! Έλα μέσα». Η Λίντια είδε με ανακούφιση πως η σπιτονοικοκυρά της, αντί να την περάσει στο σαλόνι με τα τεράστια έπιπλα και το αυστηρό βλέμμα του στρατηγού Ζαριά, την οδήγησε στη στενή κουζίνα. Δεν είχε ξαναμπεί εκεί μέσα. Η κουζίνα ήταν μικρή και καφετιά. Δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, μια μασίνα, ένας νεροχύτης και ένα ντουλάπι. Όλα καφετιά. Ωστόσο εκεί μέσα μοσχομύριζε πάστρα και σαπούνι. Σε μια γωνιά υπήρχε ένα καλογυαλισμένο σαμοβάρι με τη μικρή τσαγιέρα του να κρατάει ζεστό το τσάι. «Για να δούμε αυτό το τέρας των θαλασσών που έφερες», είπε η

κυρία Ζαριά. Η Λίντια ακούμπησε το δώρο της στο τραπέζι. Ήταν ένας μεγάλος πλακουτσωτός πλευρονήκτης, ίδιο χρώμα με το τραπέζι, αλλά με μικρές κίτρινες κουκκίδες στη ράχη. «Εσύ το έπιασες;» «Ναι». Η κυρία Ζαριά κούνησε το κεφάλι μένα ύφος που έδειχνε πως το εκτιμούσε πολύ και έσπρωξε το ψάρι με το δάχτυλο της. «Μπράβο. Λοιπόν, θα το μαγειρέψω. Θα έρθεις να το φάμε μαζί;» Η Λίντια έκανε ένα μορφασμό. «Σπασίμπα. Είστε πολύ καλή. ντόμπραγια. Για πλαχάγια παβαρίχα. Είμαι κακή μαγείρισσα». «Επιτέλους, μιλάς ρωσικά! Ατλίτσνα! Άριστα!» «Μαθαίνω από ένα βιβλίο, αλλά μου είναι δύσκολα». «Πες σεκείνη την τεμπέλα τη μητέρα σου να παρατήσει την μποτίλια και να μάθει στην κόρη της ρούσκι γιαζίκ. τη ρωσική γλώσσα». «Δεν θα το κάνει». «Α.» Η κυρία Ζαριά άνοιξε την αγκαλιά της και πριν καταλάβει η Λίντια τι την περίμενε, την έσφιξε πάνω στο τεράστιο στήθος της. Μύριζε ναφθαλίνη εκεί μέσα και ταλκ, και μια μπανέλα χώθηκε στο μάγουλο της κοπέλας που της ερχόταν ασφυξία. «Βοήθεια.» τραύλισε. Η Ρωσίδα την άφησε και την κοίταξε ανήσυχη. «Χρειάζομαι βοήθεια για να μάθω ρωσικά», προσπάθησε να τα μπαλώσει η Λίντια. Η κυρία Ζαριά κοπάνησε την παλάμη της στο στήθος της που άρχισε να πάλλεται ανησυχητικά. «Εγώ, η Όλγα Πετρόβνα Ζαριά», είπε θριαμβευτικά, «θα σου μάθω τη μητρική σου γλώσσα. Ναι;»

«Ντα». «Πρώτα όμως θα ψήσω το ψάρι». Η Λίντια τριγύριζε στα μέρη που θα μπορούσε να βρίσκεται πιθανόν ο Τσανγκ. Μετά το σχολείο, κάθε μέρα, κατέβαινε πρώτα στον Ορμίσκο της Σαύρας ελπίζοντας πως τούτη τη φορά μόλις έβγαινε στην ακροποταμιά θα έβλεπε το μαυρομάλλικο κεφάλι του σκυμμένο πάνω από μια φωτιά να καθαρίζει ένα ψάρι. Την ίδια εικόνα έβλεπε και το βράδυ, όταν έπεφτε να κοιμηθεί, μόνο που τώρα εκείνος της χαμογελούσε ευχαριστημένος που τον είχε βρει. Ευσεβείς πόθοι. Γιατί η Λίντια δεν ήταν σίγουρη για τα αισθήματα του Τσανγκ. Μπορεί να κρατιόταν μακριά της επειδή είχε βαρεθεί και την ίδια και τις φανχί κουβέντες της. Προσπαθούσε να θυμηθεί μήπως τον είχε προσβάλει. Μήπως άραγε το πρόβλημα ήταν ότι πήγε στην κηδεία; Ας μην ήταν οι γκρίζες κοιλιές η αιτία. Ανατρίχιαζε ολόκληρη όταν σκεφτόταν τους στρατιώτες με τα τουφέκια και τα σπαθιά τους στραμμένα καταπάνω του. Με τα περιβραχιόνια και τον ήλιο στο πηλήκιο, να κάνουν περίπατο στην παλιά πόλη σαν να ήταν όλος ο κόσμος δικός τους. Ήταν τρέλα αυτό που έκανε μα δεν μπορούσε να μην πηγαίνει εκεί πέρα. Κρατιόταν μακριά από τα χουτόνγκ, αλλά τριγύριζε στους κεντρικούς δρόμους κοιτάζοντας τα πρόσωπα του κόσμου ξανά και ξανά, και το μόνο που συναντούσε ήταν εχθρικά βλέμματα, σπρωξιές και απερίγραπτες βρισιές. Μια φορά είδε και ένα σβέρκο με το τατουάζ ενός μαύρου φιδιού, αλλά ο κάτοχος του δεν ενδιαφέρθηκε γι’ αυτήν. και η Λίντια δεν έτρεξε μακριά. Όπως δεν έτρεξε μακριά και από τους ζητιάνους που της άπλωναν τα σκελετωμένα χέρια τους ή τον καλοντυμένο Κινέζο επιχειρηματία που προσφέρθηκε να την πάει βόλτα με τη μαύρη του Κάντιλακ. Οι πιθανότητες να βρει τον Τσανγκ μέσα σ’ αυτό το πλήθος που

έβραζε ήταν. Αρνιόταν να σκεφτεί πόσες. «Α, δεσποινίς, τα μάτια μου λάμπουν από χαρά που σε βλέπουν ξανά. Πέρασε καιρός». Ο κύριος Λιου της έκανε νόημα να καθίσει και ύστερα της έδειξε τριγύρω. «Ελπίζω το άθλιο μαγαζί μου να μη σε απωθεί τώρα». Η Λίντια χαμογέλασε. «Δείχνει διαφορετικό. Πολύ μοντέρνο. Οι πελάτες σου θα έρχονται μόνο και μόνο για να χαζέψουν ένα τόσο όμορφο μέρος». Ο κύριος Λιου φούσκωσε από περηφάνια και πήγε αμέσως στο κουζινάκι του όπου περίμενε η τσαγιέρα. Ήταν καινούργια, από λευκή πορσελάνη. Όλα ήταν καινούργια εδώ πέρα. Τα ράφια, τα ντουλάπια, η πόρτα, η βιτρίνα, ακόμη και το σκαμνί που καθόταν η Λίντια. και τη θέση του παλιού εβένινου τραπεζιού είχε πάρει ένα από χρώμιο και πλαστικό. Όλα ήταν καινούργια, μοντέρνα, καθαρά και απαίσια. Μόνο η μαύρη μασίνα είχε μείνει η ίδια και το τσάι γιασεμιού. «Είμαι εντυπωσιασμένη, κύριε Λιου. Οι δουλειές πρέπει να πηγαίνουν πολύ καλά». «Οι καιροί είναι δύσκολοι, δεσποινίς μου, αλλά πάντα κάποιος χρειάζεται κάτι. και το κόλπο είναι να του το προμηθεύεις». Είχε γεράσει και άλλο, η επιδερμίδα του ήταν λεπτή σαν χαρτί, τα μαλλιά του κοντά και ολόλευκα, αλλά η γενειάδα του είχε αρχίσει ξανά να μεγαλώνει σαν σύρμα. Τη χάιδευε συνέχεια σαν να ήταν κανένας παλιός του φίλος. Η Λίντα αναρωτήθηκε τι ήταν αυτά που προμήθευε τώρα. Όπλα; Ναρκωτικά; Πληροφορίες; «Κύριε Λιου, αν ήθελα να βρω κάποιον στο παλιό Τζαντσόου, τι θα έπρεπε να κάνω;» Τα μάτια του Κινέζου στένεψαν και καρφώθηκαν στο πρόσωπο της.

«Έχεις τη διεύθυνση του;» «Όχι». «Ξέρεις πού δουλεύει;» «Όχι». «Την οικογένεια του;» «Όχι». Δεν πρόσεξε ότι ο Λιου αναφερόταν σε άντρα. «Τους φίλους του;» Η Λίντια δίστασε. «Ξέρω μια φίλη του. Εξ όψεως μόνο». «Μάλιστα». Ο Λιου έχωσε τα χέρια του μες στα μανίκια του και την κοίταξε εξεταστικά τόσο πολλή ώρα, που η Λίντια άρχισε να νιώθει άβολα. «Μήπως αυτός ο κάποιος», άρχισε να λέει εντέλει ο Κινέζος, «έχει μπλεξίματα;» «Είναι πιθανόν». «Και να κρύβεται;» «Μπορεί». «Μάλιστα». Η Λίντια περίμενε έναν αιώνα. «Το μέρος που πρέπει να ψάξεις, δεσποινίς, είναι οι αποβάθρες. Κάτω στο λιμάνι. Εκεί δεν υπάρχει ούτε νόμος ούτε ονόματα. Η μόνη γλώσσα που μιλάνε είναι του χρήματος. και του μαχαιριού». «Κύριε Λιου, σ’ ευχαριστώ για τα λόγια σου». «Να προσέχεις, δεσποινίς. Τα μέρη εκεί είναι επικίνδυνα. Εκεί η ζωή αξίζει λιγότερο και από μια τρίχα απτα χάλκινα μαλλιά σου». «Σ’ ευχαριστώ για την προειδοποίηση, δεν θα την ξεχάσω». Ήπιε το τσάι της και κοίταξε τα εμπορεύματα. Δίπλα στην πόρτα υπήρχε ένα γιγάντιο καύκαλο χελώνας. «Έχω ένα πραγματάκι που μπορεί να το βρεις ενδιαφέρον». Εκείνος ρούφηξε το τσάι του με απάθεια. Η Λίντια έβγαλε από την τσέπη της ένα πανί, όπου είχε τυλίξει ένα

γυναικείο τσαντάκι. Ο Άλφρεντ το είχε φέρει δώρο στη Βαλεντίνα και είχε κερδίσει ένα φιλί, σαν έφυγε όμως, εκείνη το πέταξε με αηδία κάτω από το κρεβάτι της. «Κόκκινο!» είχε φωνάξει. «Λες και κρατάω ποτέ τίποτε κόκκινο!» Το τσαντάκι όμως έδειχνε ακριβό. Ήταν από σατέν, ενώ το πάνω μέρος του ήταν γεμάτο μικρά μαργαριτάρια. Η Λίντια το ξεδίπλωσε και το ακούμπησε στο καινούργιο τραπέζι. Ο κύριος Λιου το κοίταξε μα δεν αποπειράθηκε να το πιάσει. «Τριάντα δολάρια», είπε με σφιγμένα χείλη. Η Λίντια τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. Δεν περίμενε τόσο πολλά. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Ο Κινέζος έβγαλε ένα ρολό χαρτονομίσματα και της μέτρησε έξι. Τα νύχια του ήταν μακριά και καθαρά. «Ευχαριστώ, κύριε Λιου. Είσαι πολύ γενναιόδωρος», είπε η Λίντια και σηκώθηκε να φύγει. «Να προσέχεις, δεσποινίς. Μια ζωή έχουμε μόνο. Μην τη χαραμίσεις». Τα τριάντα δολάρια τα έθαψε. Μέσα σ’ ένα βάζο, στη ρίζα του μεγάλου επίπεδου βράχου. Κάθε φορά που πήγαινε στον Ορμίσκο της Σαύρας τραβούσε μένα χαλίκι μια χαρακιά στο πλευρό του βράχου, για να τις δει εκείνος και να καταλάβει. Τώρα, μάζεψε μερικά βότσαλα και έκανε ένα βουναλάκι πάνω από το σημείο που είχε θάψει το βάζο. «Τσανγκ Αν Λο, είμαι σίγουρη πως θα καταλάβεις. Δεν είναι πολλά, μα ειναι κάτι. Θα σου φέρω και αλλά, σου το οπόσχομαι. Θα σε βοηθήσουν σε ώρα ανάγκης». Ακούμπησε το χέρι της στην ορφη του μικρού τύμβου και την έσφιξε σαν να έσφιγγε τον ίδιο τον Τσανγκ. «Ας μη βρεθεί σε ανάγκη», ψιθύρισε στους θεούς του. «Παρά μόνο για μένα».

28 Ο Τέο άνοιξε τα μάτια του, γλιτώνοντας από τις αρπαγές ενός άσχημου ονείρου. Ένιωθε ότι πνιγόταν, ενώ το κεφάλι του γέμιζε ένα μαύρο κενό και το λαρύγγι του τρυπούσαν βελόνες. Μα τι ήταν αυτό μπροστά στα μάτια του; Η γάτα. Η καταραμένη η γάτα, γαμώτο! Κουρνιασμένη πάνω στο στήθος του, με τα γεμάτα κακία κίτρινα μάτια της καρφωμένα στα δικά του, του γρατσούνιζε το λαιμό. Ένας ήχος σαν ατμομηχανή έβγαινε από το στόμα της, αλλά ο Τέο δεν καταλάβαινε αν γουργούριζε ή γρύλιζε. Κατέβασε από πάνω του το ζώο και αμέσως κατάλαβε πως το ζεστό κορμί της Λι Μέι δεν βρισκόταν πια δίπλα του. Για το Θεό, τι ώρα ήταν; Ανακάθισε, και μέσα στο κεφάλι του έγιναν δέκα χιλιάδες εκρήξεις. Ταυτόχρονα η γάτα του έγδαρε το χέρι. Ο Τέο βόγκηξε, κατέβασε τα πόδια του στο πάτωμα, πιάνοντας και με τα δυο του χέρια το κεφάλι του για να μην του φύγει. Ήταν πρωί και στο στόμα του είχε τη γεύση από ποντικοκούραδα. Άλλη μια μέρα. Χριστέ μου. Κρύωνε. Κρύωνε πολύ. Η τάξη ήταν τόσο κρύα που περίμενε να δει την ανάσα του να βγαίνει παγωμένη από το στόμα του. Ο Τέο ανατρίχιασε. Πονούσαν όλα του τα μέλη. Καθόταν στη συνηθισμένη του θέση, πάνω στο βάθρο, και πίσω του βρισκόταν η σόμπα. Ο αναθεματισμένος ο επιστάτης θα είχε ξεχάσει να την ανάψει. Άπλωσε το χέρι κι ανακάλυψε πως έκαιγε. Κοίταξε γύρω του. Τα παράθυρα ήταν θολά και οι μαθητές του έδειχναν άνετοι. Οι μαθητές του. Άταχτοι, άταχτοι. Σήμερα τους ένιωθε σαν βδέλλες πάνω του, που του ρουφούσαν όσες γνώσεις είχε το κεφάλι του και τις αποθήκευαν στα δικά τους. Ο Τέο τρεμούλιασε και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στη στοίβα των

χαρτιών που είχε μπροστά του. Τα γράμματα όμως χοροπηδούσαν, τα μάτια του δεν μπορούσαν να εστιάσουν πάνω τους. Είχε έρθει αργά στο μάθημα και είχε βάλει στην τάξη ένα διαγώνισμα ιστορίας, ώστε ο Ίδιος να προλάβει να διορθώσει τα χθεσινά τους γραπτά - πράγμα που έπρεπε να είχε κάνει χθες. Αυτό ήταν το κακό με τις τόσες νύχτες που περνούσε έξω, στο ποτάμι. Κρύωνε συνέχεια, και η κούραση του κατέτρωγε τα κόκαλα. Είχε γνωριστεί πια με τους καπετάνιους των σαμπάν και τους κωπηλάτες από τις μαούνες. Τέρμα πια η τρομάρα και τα μαχαίρια. Τέρμα και οι γάτες, δόξα τω Θεώ. Οι Κινέζοι ναυτικοί ήξεραν πολύ καλά πώς να προστατεύονται από τον υγρό και παγωμένο αέρα του ποταμού που σου σαπίζει τα πνευμόνια, έμαθαν μάλιστα κι εκείνον. Του έδειξαν πώς να μη σε κουράζει η αναμονή και πώς να διώχνεις το φόβο. και τώρα, στη σκέψη της πίπας και μόνο, που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι του, τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Μια φωνή τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι. Συνειδητοποίησε ότι κουτουλούσε. Στο βάθος, ένα μαυρομάλλικο αγόρι τσακωνόταν μένα κορίτσι τίνος ήταν μια πένα. «Φίλιπς!» είπε αυστηρά ο Τέο. «Μα, κύριε, αυτή.» «Σιωπή!» Ο ένοχος αγριοκοίταξε το κορίτσι και εκείνο του έκανε ένα μορφασμό. Ο Τέο το άφησε να περάσει έτσι. Τα πρόσωπα των παιδιών έγιναν μια γκρίζα θολούρα. Πετάρισε τα μάτια για να καθαρίσει το βλέμμα του και τα κοίταξε ένα ένα. Λίγα έδειχναν να δουλεύουν. Τα κορίτσια ψιθύριζαν πίσω από τις παλάμες τους και ένα αγόρι έφτιαχνε με μεγάλη προσοχή μια χάρτινη σαΐτα. Η Ρωσίδα κοίταζε λίγο το παράθυρο. Με μεγάλη προσπάθεια, ο Τέο

κατάφερε να τρίψει τα μάτια του, που τα ένιωθε γεμάτα αράχνες. Η Ρωσίδα γύρισε και τον κοίταξε. Ταράχτηκε. Το βλέμμα αυτού του κοριτσιού είχε κάτι το παράξενο, λες και μπορούσε να διεισδύσει σε όλες τις μαύρες τρύπες που εσύ πάλευες να τις κρύψεις. Ο Τέο αναρωτήθηκε αν η μικρή ήξερε πόσο τυχερή ήταν που ζούσε ακόμη μετά από εκείνη την ιστορία με τα Μαύρα Φίδια του Φενγκ Του Χονγκ. Ο Άλφρεντ ήταν βλάκας που είχε μπλέξει μ’ αυτή την οικογένεια. Έτσι, χωρίς λόγο, θυμήθηκε τη συζήτηση που είχε κάνει με το κορίτσι στη Λέσχη Οδυσσέας και το πείσμα της να κάνει τη ζωή της όπως την ήθελε εκείνη. Μόνο με τη δύναμη της θέλησης της. Ε, λοιπόν, η ζωή δεν είναι τόσο απλή. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ της η χαζή γιατί ήταν η μοναδική ξένη στο σχολείο, η μοναδική μη Αγγλίδα; Δεν της φαινόταν παράξενο αυτό; Βέβαια, δεν είχε πολλές παρέες. Μόνο με τη Μέισον έκανε συντροφιά. Ο Τέο γύρισε και κοίταξε το ξανθό κεφάλι της Πόλι, σκυμμένο πάνω από το τετράδιο της. Έδειχνε να είναι η μόνη που συγκεντρωνόταν πραγματικά στο διαγώνισμα. Μια οργή γεμάτη πίκρα φούντωσε ξαφνικά μέσα του και του ήρθε να τη χτυπήσει. Κρίστοφερ Μέισον. Βέβαια. Μέισον θα πει χτίστης, πετράς. και ο Μέισον ήταν φτιαγμένος από πέτρα, του ταίριαζε αυτό το όνομα. «Όχι», του είχε πει πίνοντας το τζιν του στη λέσχη. «Όχι, δεν θα τελειώσει έτσι εύκολα». «Ανάθεμα σε», τον είχε βρίσει ο Τέο. «Το χρέος μου στην τράπεζα θα έχει εξοφληθεί στις αρχές του χρόνου και για μένα αυτή η ιστορία σταματάει εκεί. Τέρμα». «Εγώ θα διαφωνήσω». «Μη γίνεσαι γελοίος. Μπορείς να συνεχίσεις μόνος σου τη δουλειά. Ούτε εσύ με χρειάζεσαι άλλο ούτε ο Φενγκ Του Χονγκ».

«Α, όχι, σε χρειάζομαι, Γουίλαμπι. Μην υποτιμάς τον εαυτό σου». Γκρίζα σαν ταφόπλακα η γλώσσα του, γκρίζα κι η ματιά του. «Γιατί;» «Επειδή, αγαπητέ μου φίλε, ο Φενγκ δεν συνεργάζεται χωρίς εσένα. Ο γερο-διάβολος θα το κλείσει το μαγαζί αν αποχωρήσεις εσύ. Ένας Θεός ξέρει το γιατί». Ο Τέο ένιωσε ένα ρίγος. «Το πρόβλημα είναι δικό σου, όχι δικό μου». Σηκώθηκε κι έκανε ν’ απομακρυνθεί. «Μου έχουν πει πως δεν είναι ευχάριστα στη φυλακή». Ο Τέο τινάχτηκε, θα του έσπαζε τα μούτρα επιτόπου αν δεν τον συγκρατούσε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Έσκυψε πάνω από τον Μέισον, τονίζοντας τη διαφορά του ύψους τους, και έριξε βαριά την ανάσα του στο πρόσωπο του. «Με απειλείς;» «Ναι». «Εννοείς πως θα με καρφώσεις στο τελωνείο». «Ακριβώς, ως διακινητή οπίου. Ξένη λάσπη, όπως το λένε οι Κινέζοι. Μπορώ να τους δώσω ημερομηνίες, ώρες, σκάφη, τα πάντα. Μάρτυρες που σ’ έχουν δει. Πριν το καταλάβεις καλά καλά, θα έχεις φάει δέκα χρόνια μέσα σένα βρόμικο κελί». Η έκφραση του έδειχνε πως το απολάμβανε. «Μέισον, αν με πουλήσεις, θα σε πάρω μαζί μου στην κόλαση. Κάθαρμα! Μα το Θεό, θα σε πάρω μαζί μου!» Ο Μέισον γέλασε. «Μην αυταπατάσαι, ανόητε. Δεν έχεις καμιά απόδειξη. Δεν με συνδέει τίποτε με τις νυχτερινές σου δραστηριότητες στο ποτάμι. Λες να πηγαίνουν στη δική μου τράπεζα αυτά τα χρήματα;» Γέλασε ξανά μ’ έναν τρόπο που καταρράκωσε τον Τέο. «Την έχεις πατήσει, Γουίλαμπι, και δεν μπορείς να ξεφύγεις. Γιατί

δεν απολαμβάνεις λοιπόν τα οφέλη της υπόθεσης;» Τον κοίταξε διασκεδάζοντας ολοφάνερα. «Αν και εμένα μου φαίνεται πως το κάνεις ήδη». Ο Τέο κατάλαβε πως ήταν παγιδευμένος. Η οργή που έβραζε μέσα του και του έκαιγε τα σωθικά καταλάγιαζε μόνο με τη γλυκιά μαύρη πάστα. Ωστόσο η Λι Μέι δεν το καταλάβαινε. Δεν έλεγε πολλά, αλλά το βλέμμα της ήταν πολύ εύγλωττο κάθε φορά που εκείνος άνοιγε το συρτάρι με την πίπα. «Κύριε!» Ο Τέο πετάρισε τα μάτια και ξαναγύρισε στην πραγματικότητα. Του μιλούσε η Πόλι. Η όμορφη Πάλι. «Μάλιστα». «Τελείωσα, κύριε». «Τότε, δεσποινίς Μέισον, έλα εδώ να διαβάσεις την εργασία σου για να ωφεληθούν εκείνοι που δεν έχουν τη σβελτάδα του δικού σου μυαλού». Η Πόλι ζάρωσε, σαν να θελε να κρυφτεί κάτω από το θρανίο της, και κάτι μουρμούρισε. «Με συγχωρείς, αλλά δεν άκουσα». «Είπα ότι θα προτιμούσα να μην το κάνω». Το γέλιο του πατέρα της που αντηχούσε ακόμη σταυτιά του τσίγκλησε τον Τέο. Συνήθως δεν έβαζε την Πόλι να διαβάζει δυνατά τις εργασίες της, γιατί το ταλέντο της δεν ήταν σπουδαίο. Σήμερα όμως θα την υποχρέωνε. και η κοπελίτσα, κατακόκκινη, στάθηκε μπροστά στην τάξη κι άρχισε να διαβάζει κομπιάζοντας. Κατάπληκτος, ο Τέο συνειδητοποίησε ότι αναφερόταν στον Ερρίκο Ητης Αγγλίας και κάποια μάχη. Αυτό το θέμα τους είχε βάλει άραγε; Η φωνή της Πόλι όσο πήγαινε και έσβηνε. «Αρκετά, δεσποινίς Μέισον. Μπορείς να καθίσεις». Η κοπέλα τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη και επέστρεψε στη θέση

της. Ευγνωμοσύνη, αντί για μίσος που την είχε βασανίσει έτσι! Ο ίδιος πάντως μισούσε τον εαυτό του. «Συγχαρητήρια, Πόλι. Όσο για σας τους υπόλοιπους», συνέχισε αγριοκοιτάζοντας την τάξη, «στη μεσημεριανή διακοπή θα μείνετε όλοι μέσα και θα μου γράψετε για τη Δίαιτα της Βορμς. Εσύ, Πόλι», της χαμογέλασε καλοσυνάτα, «απαλλάσσεσαι διότι η εργασία σου ήταν καλή». Τα γαλανά μάτια της κοπέλας άστραψαν από ευχαρίστηση. Δεν θα έπαιρνε την εκδίκηση του χτυπώντας στο παιδί ο Τέο. Όχι, του πατέρα της την καρδιά ήθελε να ξεριζώσει. Αν είχε δηλαδή καρδιά. «Κύριε Τέο.» «Ορίστε, Λίντια». «Θα μπορούσατε να μου κάνετε μια μετάφραση στα κινέζικα; Λίγες προτάσεις μόνο». Ο Τέο ένιωθε το κεφάλι του να σφυροκοπά. Το μάθημα είχε τελειώσει, οι γονείς και οι αμά έπαιρναν τα παιδιά κι η Ρωσίδα του ζητούσε κάτι. του έτεινε ένα κομμάτι χαρτί. Με μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε τελικά να το πιάσει και να το διαβάσει. «1. Ξέρετε κάποιον ονόματι... 2. Μπορείτε να μου δείξετε πού.. 3. Πού είναι το... 4. Αυτός μένει- εργάζεται εδώ;» «Α.» Χαμογέλασε στη Λίντια. «Γυρεύεις εκείνον το νεαρό Κινέζο, ε;» Τα χασέ με την αντίδραση της. Η κοπέλα τον κοίταζε με το στόμα ανοιχτό, χλομή, εύθραυστοι και ευάλωτη. «Πώς το ξέρετε;» ψέλλισε. «Πού είναι; Τον έχετε δει; Είναι καλά;» «Με το μαλακό, Λίντια». Τα χέρια της έτρεμαν χειρότερα από τα δικά του. «Αν μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο, όχι, δεν ξέρω το όνομα του ούτε ξέρω πού βρίσκεται. Μην ανησυχείς όμως, γιατί την τελευταία φορά που τον είδα ήταν υπό την προστασία του Φενγκ

Του Χονγκ, του μεγάλου αρχηγού του κινεζικού Συμβουλίου και των Μαύρων Φιδιών». Η Λίντια έκανε σαν να είχε φάει γροθιά. «Πότε;» ρώτησε ξέπνοα. «Πότε, τι;» «Πότε τον είδατε τελευταία φορά;» «Ε, πάει καιρός. Δεν θυμάμαι ακριβώς. Πάντως μιλούσε για σένα στον Φενγκ Του Χονγκ». «Για μένα; και τι έλεγε;» Η ανάγκη της να μάθει θύμισε στον Τέο τις δικές του ανάγκες. Η μικρή έκανε σαν να αιμορραγούσε μέσα της. «Ηρέμησε, καλό μου κορίτσι. Ο νεαρός ζήτησε από τον Φενγκ να πει στην Αδελφότητα του Μαύρου Φιδιού να σ αφήσουν ήσυχη, αν και δεν έχω ιδέα τι τους έκανες και έχουν αγριέψει». «Και τι είπε αυτός ο Φενγκ;» Ο Τέο δίστασε ν’ απαντήσει. Δεν ήθελε ν’ αποκαλύψει τη φρικαλέα αλήθεια στη μικρή. «Ο Φενγκ συμφώνησε να σ’ αφήσει ήσυχη. Απλά πράγματα». «Κύριε Τέο, σας παρακαλώ, μη μου φέρεστε σαν να είμαι χαζή. Ξέρω πώς δουλεύουν στην Κίνα. Ποιο ήταν το αντάλλαγμα;» «Έχεις δίκιο. Ο νεαρός του έδωσε κάποια πληροφορία, για το στρατό που θα ερχόταν από το Πεκίνο». Η Λίντια είχε πάρει ένα χρώμα σαν φυματική. Ήταν τόσο χάλια, που ο Τέο ανησύχησε. Άπλωσε το χέρι του για να την πιάσει. «Μου φαίνεται πως θα έπρεπε να καθίσεις λίγο.» «Όχι», αποκρίθηκε η κοπέλα και τράβηξε το χέρι της. «Καλά είμαι. Πείτε μου τι έγινε τότε». «Τίποτε. Τον άφησαν και έφυγε». «Άρα είναι οι γκρίζες κοιλιές.» «Συγγνώμη;»

«Τίποτε. Θα μου την κάνετε τη μετάφραση, σας παρακαλώ;» «Ασφαλώς. Θα στη δώσω αύριο». «Σας ευχαριστώ». Η Λίντια έφυγε τρέχοντας κόντρα στον άνεμο που απειλούσε να της πάρει το καπέλο. Ο Τέο καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας του. Ήταν ένα παλιό μαονένιο τραπέζι, που κουβαλούσε πάνω του την ιστορία κάποιας άγνωστης κινέζικης οικογένειας. Εκείνο που τον ενδιέφερε τώρα όμως δεν ήταν η ιστορία του, αλλά αυτά που βρίσκονταν αραδιασμένα πάνω του. Μια πίπα, μακριά και λεπτή, από σκαλιστό ελεφαντόδοντο και μπλε μεταλλικές ενθέσεις. Κάποια άλλη φορά θα θαύμαζε τις κομψές γραμμές της. Διέφερε από τις συνηθισμένες πίπες, επειδή στην άκρη της δεν είχε το συνηθισμένο στόμιο αλλά μια τρύπα όπου ήταν βιδωμένη μια μικρή μεταλλική κούπα σαν αυγό περιστεριού, με ξύλινο καπάκι που το συγκρατούσε ένα μπρούντζινο έλασμα. Το καπάκι είχε μαρκετερί από ελεφαντόδοντο που παρίστανε το σι, το κινέζικο ιδεόγραμμα για την ευτυχία. Δίπλα στην πίπα υπήρχε ένα άσπρο βαζάκι, γεμάτο νερό. Ο Τέο παιδευόταν με δαύτο. Το νερβ μια φούσκωνε και μια κατέβαινε, οπότε και το βαζάκι γινόταν διάφανο και άφηνε να φανεί από πίσω του ένα μικρό μπρούντζινο καμινέτο. Μα αυτό δεν ήταν δυνατόν. Ένα κομμάτι του μυαλού του, που διατηρούσε κάπως τη διαύγεια του, του έλεγε πως είχε παραισθήσεις. Τα μάτια του όμως του έλεγαν άλλα. Δίπλα στο καμινέτο βρισκόταν ο αγγελιαφόρος των ονείρων. Βρισκόταν μέσα σένα αρχαίο κουτί από μαλαχίτη, φτιαγμένο τον καιρό της δυναστείας των Τσιν. Ο Τέο σήκωσε το καπάκι και

τρεμούλιασε από την προσμονή όπως κάθε φορά που έβλεπε τη μαύρη πάστα. Μένα μπρούντζινο κουταλάκι πήρε λίγη, ίσαμε ένα μπιζέλι. Τα χέρια του έτρεμαν αλλά κατάφερε να ρίξει λίγες σταγόνες νερό από το βάζο μες στο κουταλάκι, χύνοντας αρκετό και στο τραπέζι. Το άναμμα του καμινέτου ήταν ακόμη πιο δύσκολο. Το φιτίλι κουνιόταν συνέχεια, άλλαζε θέση. Άρπαξε το καμινέτο με το ένα του χέρι και τελικά κατάφερε νανάψει με τον αναπτήρα του το φιτίλι. Έφερε το κουταλάκι πάνω από τη φλόγα. Ανυπόμονα, παρακολούθησε το νερό να εξατμίζεται και την πάστα να γίνεται ρευστή. Ήταν άριστης ποιότητας, ήταν φανερό. Ήταν φτιαγμένη από το περικάρπιο της παπαρούνας Μήκων -η υπνοφόρος, όχι από το χυμό που βγαίνει από τα κοτσάνια ή από τα φύλλα της. Αυτές οι αηδίες το μόνο που σου έκαναν ήταν να σου ζεσταίνουν λίγο το αίμα και να σου προκαλούν έντονη τάση για εμετό. Όταν η πάστα ήταν ζεστή και έτοιμη, την έχυσε με άπειρη προσοχή στο στόμιο της πίπας και έκλεισε σφιχτά το καπάκι. Με το σφυγμό του να χτυπάει σαν ταμπούρλο, τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. Τα πνευμόνια του γέμισαν από τον καυτό καπνό, τον κράτησε μέσα του και το κεφάλι του άρχισε να χαλαρώνει και ο πόνος να φεύγει. Λες και ένας καλοκαιρινός άνεμος φύσηξε μέσα στις φλέβες του, δροσίζοντας το κορμί του ολόκληρο. Απαλός, γλυκός, χαλαρωτικός. Τράβηξε άλλες δυο ρουφηξιές και άρχισε να αιωρείται χαμογελαστός σένα υπέροχο κενό. Αόριστα, αντιλήφθηκε την παρουσία της Λι Μέι στο δωμάτιο. Την είδε να έρχεται προς το μέρος του σαν να έπλεε, και το τέλειο οβάλ πρόσωπο της έσκυψε πάνω του και απόθεσε ένα φιλί στα χείλη του. Είχε τη γεύση του φεγγαρόφωτου. Τα δάχτυλα της του έτριψαν απαλά το σβέρκο.

«Σε χαλαρώνω εγώ, Τίγιο», την άκουσε να ψιθυρίζει. «Δεν τον χρειάζεσαι αυτόν το μαύρο θάνατο». Τα μαλλιά της του χάιδεψαν το πρόσωπο και τα δάκρυα της έπεσαν πάνω του σαν τα καυτά φιλιά της. «Λι Μέι, αγαπημένη μου, σ αγαπάω μ’ όλη μου την ψυχή», μουρμούρισε και τα μάτια του βασίλεψαν. Τα χέρια της γυναίκας τυλίχτηκαν γύρω του σφιχτά και άκουσε τη φωνή της να έρχεται από πολύ πολύ μακριά. «Τίγιο. αχ, Τίγιο μου, ο πατέρας μου σ’ έπιασε στα βρόχια του. Δεν το καταλαβαίνεις; Έτσι σ’ εκδικείται που με πήρες μακριά του, στον κόσμο των φανχί. Μου το είχες υποσχεθεί, Τίγιο μου, πως δεν θα τον αφήσεις ποτέ να σε παρασύρει στο στόμα του δράκου. Τίγιο, αγάπη μου. Τίγιο μου.» Ο Τέο την άκουγε να φωνάζει το όνομα του από μακριά, πολύ μακριά. Μαύρα όνειρα. Δαιμονικά. Όλο σπίθες και φλόγες. Το κεφάλι του Τσανγκ Αν Λο είχε γεμίσει από αυτά. Τόσο άγρια και ανελέητα, που ο νέος δεν ήξερε αν ήταν ξύπνιος ή κοιμισμένος. Έπλεε μέσα σε μαύρα σκοτάδια. Στριφογύριζε σε μια σπείρα που τον τραβούσε προς τα πάνω. Κι ύστερα βυθιζόταν σε βάθη απύθμενα, γεμάτα από ένα βόρβορο που τον έπνιγε. Η μπόχα ήταν αποπνικτική. Προσπάθησε ν’ ανασάνει. και ξαφνικά βρέθηκε στον αφρό, με τον καθαρό αέρα να του γεμίζει τα πνευμόνια, το δροσερό νερό να δροσίζει τη γλώσσα του, να καθαρίζει τη βρομιά. Οι πυγολαμπίδες χόρευαν στο σκοτάδι που τον τύλιγε παγερό σαν σάβανο. Κάτι καιγόταν, το μύριζε. Καμένη σάρκα. Όπως τότε που είχε ψήσει το βάτραχο για τη Λίντια. Μόνο που αυτό καιγόταν τώρα ήταν η δική του σάρκα. και οι φλόγες μπροστά του ήταν αληθινές, όχι τα μαλλιά της.

Το αλεπουδίσιο πνεύμα της όμως ήταν εκεί, μαζί του, και μαλάκωνε τον πόνο που του έσπαζε τα κόκαλα και τα νεύρα. Έβλεπε τη γλώσσα της, ρόδινη και απαλή, ένιωθε τα δάχτυλα της υγρά πάνω στο δέρμα του. Πού και πού μάλιστα άκουγε κραυγές - δεν ήξερε αν ήταν δικές της ή δικές του. Εκείνη όμως ήταν μαζί του. Η λάμψη της του κυρίευε το νου.

29 Στο δρόμο κυκλοφορούσαν περισσότερα αυτοκίνητα ή ίσως η Λίντια τα πρόσεχε τώρα. και πιο πολύχρωμα. Έτσι έλεγε ο Άλφρεντ. Μιλούσε συχνά για αυτοκίνητα και κινητήρες, έλεγε ονόματα όπως Λάντσεστερ και Μπιν, και η μητέρα της έδειχνε πάντα εντυπωσιασμένη, πράγμα που εκνεύριζε τη Λίντια. Μια φορά μάλιστα η Βαλεντίνα είχε ρωτήσει τι σημαίνει ροπή στρέφης και η κόρη της την κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. Αυτά θυμόταν η Λίντια καθώς έκανε βόλτες μέσα στο κρύο, στο πεζοδρόμιο του τεϊοποτείου Τουσόν. «Χαίρετε, δεσποινίς. Μπράβο που είσαι στην ώρα σου». «Χαίρετε, κύριε Πάρκερ». Δεν είχαν βρει ακόμη ένα δικό τους τρόπο για ν’ αποκαλούν ο ένας τον άλλο. Το φιλί παραήταν οικείο και η χειραψία, τυπική. Συνήθως εκείνος της χάιδευε το μπράτσο κι εκείνη κουνούσε το κεφάλι. «Πάμε λοιπόν μέσα», είπε ο Άλφρεντ. «Κάνει διαβολεμένο κρύο». Φορούσε ένα μάλλινο κασκόλ και ένα βαρύ τουίντ παλτό, και καθώς της άνοιγε την πόρτα για να περάσει, η Λίντια τον είδε να κοιτάζει το δικό της παλτό, που είχε ξεφτίσει και της έπεφτε μικρό - δεν είχε καν γάντια. Της άρεσε όμως ο ήχος από το καμπανάκι που ανάγγειλε την είσοδο τους. «Λοιπόν, Λίντια, ποιο είναι το θέμα μας;» Εκείνη δάγκωσε τη λεμονόπιτά της καθώς ο Πάρκερ την κοίταζε πίσω από τα στρογγυλά γυαλιά του με μια αυστηρότητα που δεν την έδειχνε όταν ήταν μπροστά η Βαλεντίνα. Λοιπόν, η κατάσταση θα ήταν πιο δύσκολη απ’ ότι περίμενε η Λίντια. Άφησε το γλυκό, πήρε βαθιά ανάσα και με ευγένεια είπε προσεκτικά: «Κύριε Πάρκερ, σας ζήτησα να συναντηθούμε γιατί θέλω να μου δανείσετε ένα ποσό».

«Καλό μου κορίτσι!» είπε εκείνος και έβαλε τα γέλια. «Μ ενθουσιάζει ότι νιώθεις πως μπορείς να μου ζητήσεις κάτι τέτοιο σαν να είσαι.» Σταμάτησε, ξερόβηξε, έβγαλε τα γυαλιά του και βάλθηκε να τα καθαρίζει με το κατάλευκο μαντίλι του. Σαν τι; Σαν κόρη του; Αυτό ήθελε να πει μα έκανε πίσω. Η Λίντια του χαμογέλασε καθώς έβγαζε ήδη το πορτοφόλι του, εκείνο που του είχε βουτήξει. Χωρίς τα γυαλιά ήταν σχεδόν συμπαθητικός. Όχι βέβαια όσο ο Αντουάν. Και το αυτοκίνητο του ήταν ένα βαρύ σεντάν Άρμστρονγκ Σίντλι και όχι κάποιο νευρικό σπορ αμάξι. Ξέχασε τα. αυτά, Λίντια. Συγκεντρώσου στο χρήμα. Ο Άλφρεντ είχε γείρει εμπιστευτικά προς το μέρος της χασκογελώντας. «Τι τα θέλεις; Για σένα ή για τη μητέρα σου; Εμένα μπορείς να μου το πεις». «Είναι για ένα φίλο». «Κάποιο δώρο γενεθλίων;» «Κάτι τέτοιο». «Σε καταλαβαίνω απολύτως. Λοιπόν, πόσα θέλεις; Φτάνουν είκοσι δολάρια;» «Διακόσια δολάρια». «Τι!» «Διακόσια δολάρια». Ο Άλφρεντ έσμιξε τα φρύδια και τα χείλη του σφίχτηκαν αρνητικά. Έκανε σαν να τον είχαν προσβάλει. «Σας παρακαλώ, κύριε Πάρκερ. Τα χρειάζομαι για το φίλο μου». Εκείνος ρούφηξε μια γουλιά από το τσάι του και κοίταξε έξω στο δρόμο. Όταν στράφηκε ξανά προς το μέρος της, η Λίντια ήξερε την απάντηση του προτού την πει. «Λυπάμαι, Λίντια, αλλά η απάντηση είναι όχι. Δεν μπορώ να σου δώσω τόσα λεφτά. Εκτός αν ξέρω σε ποιον θα πάνε και γιατί».

«Σας παρακαλώ, πείτε ναι. Είναι πολύ σημαντικό για μένα». «Γιατί δεν μου λες ποιος είναι αυτός ο φίλος και γιατί χρειάζεται τα χρήματα;» «Γιατί είναι.» πήγε να πει «επικίνδυνο», αλλά κατάλαβε πως ο Άλφρεντ θα το έβαζε στα πόδια έτσι και το άκουγε. «Γιατί είναι μυστικό». «Τότε, δεν μπορώ να σε βοηθήσω». «Θα μπορούσα να σας πω κάποιο ψέμα». «Θα προτιμούσα να μην το κάνεις». «Μα είμαι ειλικρινής. Απευθύνομαι στον άντρα που θα παντρευτεί τη μητέρα μου και του ζητάω τη βοήθεια του». Κατάπιε την περηφάνια της και πρόσθεσε: «Σαν να ήμουν κόρη σας». Μια σπίθα στα καστανά του μάτια την έκανε προς στιγμήν να πιστέψει ότι τον είχε καταφέρει. και όμως, όχι. «Όχι. Αποκλείεται. Λίντια, πρέπει να καταλάβεις πως έχω καθήκον ν’ αρνηθώ ένα τόσο μεγάλο ποσό στην κόρη μου, χωρίς να ξέρω το λόγο. Τα χρήματα βγαίνουν με κόπο εγώ εργάζομαι σκληρά ως δημοσιογράφος.» «Τότε θα τα κερδίσω και εγώ. Υπάρχει τρόπος». Κάτι στον τόνο της έκανε τον Άλφρεντ ν’ ανησυχήσει. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Δεν την αφήνουμε εδώ τη συζήτηση; Ας μιλήσουμε για τα Χριστούγεννα που έρχονται ή. για το γάμο». «Μάλιστα. Λοιπόν, εμένα μου φαίνεται πως η αρχή ενός γάμου είναι σημαντική. Οι νεόνυμφοι πρέπει να μάθουν ο ένας τις συνήθειες του άλλου, ακόμη και τα μικρά τους ελαττώματα». «Αυτό είναι αλήθεια», αποκρίθηκε προσεκτικά ο Άλφρεντ. «Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι αν έχει κανείς ν’ αντιμετωπίσει και

μια κόρη που ήδη υπάρχει, οι δυσκολίες διπλασιάζονται». Ο Άλφρεντ ανασηκώθηκε στην καρέκλα του. «Τι υπαινίσσεσαι, Λίντια;» «Απλώς ότι θα σας βοηθούσε πάρα πολύ αν αυτή η κόρη υποσχόταν να κάνει ότι ακριβώς της λέτε. Χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς καμιά ανυπακοή, ας πούμε, για τους τρεις πρώτους μήνες της καινούργιας -και είμαι σίγουρη- θαυμάσιας έγγαμης ζωής σας». Ο Άλφρεντ έκλεισε τα μάτια σφίγγοντας και ξεσφίγγοντας τα σαγόνια του. Όταν τα ξανάνοιξε, το βλέμμα του δεν ήταν καθόλου χαρούμενο. «Νεαρά μου, αυτό είναι εκβιασμός». «Όχι. Παζάρεμα». «Κι αν δεν συμφωνήσω;» Η Λίντια ανασήκωσε τους ώμους και άρχισε να πιπιλάει έναν κύβο ζάχαρη. «Λίντια, με απειλείς;» «Όχι βέβαια». Έσκυψε μπροστά και συνέχισε βιαστικά: «Το μόνο που ζητάω είναι να μου δώσετε μια ευκαιρία να κερδίσω διακόσια δολάρια, τίποτε άλλο». Εκείνος κούνησε το κεφάλι και η Λίντια ένιωσε τη ζάχαρη να έχει τη γεύση στάχτης. «Λίντια Ιβάνοβα, είσαι ένα απειθάρχητο παιδί. Αυτού του είδους οι συμπεριφορές όμως πρέπει να πάψουν όταν θα έχω παντρευτεί πλέον τη μητέρα σου και θα έχεις γίνει Λίντια Πάρκερ. Ξέρω πως η κακόμοιρη η μητέρα σου θα ένιωθε φρίκη αν ήξερε ότι είσαι διπρόσωπη». Απότομα, χτύπησε τρεις φορές το τραπέζι με το ασημένιο πιρούνι του. «Τρεις μήνες. Δεν θ’ ακούσω ούτε μια ανάρμοστη λέξη ούτε θα στραβοκοιτάξεις καν. Έχω το λόγο σου;»

«Μάλιστα». Ο Άλφρεντ άνοιξε το πορτοφόλι του. Σε μια κακοφωτισμένη αυλή που την έκλεινε ένας κύκλος από δεμάτια άχυρο, ο λαιμός του σκύλου που έμοιαζε με λύκο κοβόταν σε λουρίδες. Κομμάτια σάρκας και γούνας τινάζονταν εδώ και εκεί. Αίμα πιτσίλιζε τα πεινασμένα πρόσωπα των αντρών που έσκυβαν να δουν καθώς το άλλο σκυλί με το ξέθωρο χρώμα που έμοιαζε με φάντασμα ξέσκιζε τον αντίπαλο του. Το ένα του αυτί κρεμόταν μισοκομμένο και ο ένας του ώμος ήταν μια ανοιχτή πληγή, αλλά έσφιγγε θανάσιμα το λαιμό του λυκόσκυλου - και ο κόσμος το επευφημούσε. Η Λίντια κοίταξε το βάρβαρο θέαμα και ύστερα πήγε κοντά στον τοίχο της αυλής και έκανε εμετό. Δεν γινόταν να κάνει πίσω τώρα. Πέντε μέρες τώρα, μετά το σχολείο όργωνε τους κακόφημους δρόμους της Ρωσικής Συνοικίας αναζητώντας τον Λιεφ Παπκόφ. Τον άνθρωπο-αρκούδα, με το δερμάτινο κάλυμμα στο μάτι και τις μπότες με τους λύκους. Πέντε μέρες μέσα στη βροχή και τον άνεμο. «Βι νιε ζνάγιετε γκντιέ για ναϊντου Αβα. Παπκόβα;» ρωτούσε ξανά και ξανά. «Ξέρετε πού μπορώ να βρω κάποιον Λιεφ Παπκόφ;» Όλοι την κοίταζαν καχύποπτα. Όποιος έκανε ερωτήσεις, ήταν μπελάς. «Όχι», απαντούσαν. «Νίετ». Μέχρι απόψε. Είχε βρει το κουράγιο να μπει σένα από τα σκοτεινά ερειπωμένα μπαρ, τα χαμπάκ που βρομοκοπούσαν μαύρο ταμπάκο και άπλυτα αντρικά κορμιά. Το μόνο γυναικείο πρόσωπο εκεί μέσα ήταν το δικό της αλλά, απτόητη, με μισό δολάριο κατάφερε ένα γερο-τράγο να της πει να κοιτάξει στις κυνομαχίες που γίνονταν πίσω από το στάβλο. Κι εκεί χόρευε ο χάρος.

Εκεί μαζεύονταν οι άντρες κάθε Παρασκευή βράδυ για να το γλεντήσουν με τις κυνομαχίες. Το θέαμα άναβε φωτιές στην κοιλιά και στις φλέβες τους, και τους έκανε να ξεχνάνε τη βδομάδα που είχε περάσει μέσα σε εξευτελισμούς και άθλιες σκληρές δουλειές. Στοιχημάτιζαν ποιο σκυλί θα ζήσει και ποιο θα πεθάνει, και αν κέρδιζαν, εξασφάλιζαν τη βότκα της βραδιάς, ίσως και κανένα κορίτσι. Ο Λιεφ Παπκόφ ήταν εκεί, η Λίντια τον εντόπισε εύκολα. Ξεχώριζε πάνω από τη μάζα των θεατών που οι ανάσες τους έβγαιναν σαν συννεφάκια στην παγωμένη αυλή. Κρεμασμένη στον τοίχο πίσω του, μια λάμπα θυέλλης έριχνε τον μεγάλο ίσκιο του πάνω στα σκυλιά που πάλευαν. Οι κινήσεις του ήταν αργές σαν της αρκούδας. Τον πλησίασε και άγγιξε το μπράτσο του. Εκείνος έστρεψε το κεφάλι πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι περίμενε η Λίντια. Το μοναδικό του μάτι την κοίταξε κατάπληκτο. Άνοιξε το στόμα και φάνηκαν τα γερά του δόντια. «Ντόμπριι βέτσερ, Λιεφ Παπκόφ. Καλησπέρα, Λιεφ Παπκόφ», του είπε με τα προσεκτικά προβαρισμένα ρωσικά της. «Θέλω να σου μιλήσω». Για μια στιγμή δεν ήταν σίγουρη ότι την είχε ακούσει μες στην τόση φασαρία. «Τώρα», πρόσθεσε βιαστικά. Εκείνος έριξε μια ματιά στα σκυλιά. Η έκφραση του δεν πρόδιδε αν κέρδιζε ή έχανε. Άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και πήγε ν’ ακουμπήσει στον πίσω τοίχο. Ήταν σκοτεινά εκεί και μύριζε υγρασία. «Μιλάς τη γλώσσα μας», γρύλισε. «Όχι καλά», του αποκρίθηκε πάλι στα ρωσικά η Λίντια. Από κοντά έδειχνε ακόμη πιο μεγαλόσωμος. Έπρεπε να γείρει

πίσω το κεφάλι για να τον κοιτάξει. Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε η Λίντια: τον όγκο του. Στο μαυρομάλλικο κατσαρό του κεφάλι φορούσε μια κοζάκικη παπάγα από φαγωμένη γούνα, και στις πλάτες του είχε ριγμένο ένα μακρύ καπιτονέ πανωφόρι που έφτανε μέχρι τις μύτες από τις μπότες του και βρομοκοπούσε λίπος. Επιπλέον μασούσε κάτι. Ταμπάκο; Κρέας σκύλου; Δεν είχε ιδέα. «Χρειάζομαι τη βοήθεια σου». Τα ρωσικά της έρχονταν πολύ πιο εύκολα απ’ ότι περίμενε. «Γιατί;» «Επειδή γυρεύω κάποιον». Ο Ρώσος έφτυσε αυτό που μασούσε. «Είσαι η ντέβουσκα. η κοπέλα που μου προκάλεσε προβλήματα με την αστυνομία», είπε αργά και γκρινιάρικα. «Γιατί να σε βοηθήσω;» Η Λίντια άνοιξε τη χούφτα της, όπου κρατούσε τα διακόσια κινέζικα δολάρια του Άλφρεντ.

30 Ούτε ο Λιεφ Παπκόφ μιλούσε ούτε εκείνη. Προχωρούσαν κοντά κοντά, σχεδόν αγγίζονταν, κόντρα στον παγωμένο άνεμο που ερχόταν από τον ποταμό Πει Χο. Τα πνευμόνια της Λίντιας πονούσαν από την προσπάθεια. «Εδώ», μουρμούρισε ο Παπκόφ. Εννοούσε το στενό δρομάκι που ξεκινούσε φιδογυριστό από την αποβάθρα στ’ αριστερά τους. Ήταν γκρίζο, λιθόστρωτο, και βρομοκοπούσε ψαρίλα. Η Λίντια κατένευσε. Εκείνος άπλωσε το χέρι του που έμοιαζε σαν μεγάλο φτυάρι και την τράβηξε πάνω του. Έγιναν ένα, και η κοπελίτσα ένιωσε μεγάλη, δυνατή και ανίκητη. Τα εχθρικά βλέμματα δεν την έκαναν πια νανατριχιάζει και όταν ένας Κινέζος λιμενεργάτης άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει, ο Λιεφ του έχωσε ήρεμα τον αγκώνα του στο πρόσωπο του. Αποτέλεσμα: σπασμένα κόκαλα, αίματα και ουρλιαχτά. Της Λίντιας της ήρθε να κάνει εμετό. Ο Λιεφ δεν το σχολίασε. Δεν έλεγε ποτέ του πολλά. Όταν άρχισαν να τριγυρίζουν στις αποβάθρες, η κοπέλα είχε προσπαθήσει να του πιάσει συζήτηση με τα σπαστά ρωσικά της, αλλά η μόνη απάντηση που έπαιρνε ήταν μερικά γρυλίσματα ή. τίποτε. Η Λίντια το είχε συνηθίσει. Έτσι μπορούσε να συγκεντρωθεί περισσότερο στα πρόσωπα που στροβιλίζονταν μέσα στην πολυκοσμία του λιμανιού και τα γλιστερά χουτόνγκ, και να προσέχει ώστε να μην πέφτει πάνω στα αμέτρητα καλάθια και κουβάδες που κουβαλούσαν κρεμασμένα σε μακριά κοντάρια οι χαμάληδες. Περισσότερο. Όχι εντελώς. Τίποτε δεν ήταν εύκολο εδώ πέρα. «Λίντια Ιβάνοβα!» Το κεφάλι της Λίντιας τινάχτηκε και χτύπησε στο θρανίο. Τα κουρέλια από το όνειρο που έβλεπε έσβησαν μπροστά στο βλέμμα

του κυρίου Τέο. Εκείνα τα γκρίζα μάτια που τώρα είχαν γίνει μαύρα, με τεράστιες κόρες. «Είσαι μαζί μας, δεσποινίς Ιβάνοβα; Ή μήπως να βάλω κι ένα κρεβάτι εδώ στην τάξη;» «Όχι, κύριε!» «Με αφήνεις κατάπληκτο, κορίτσι μου. Θα έλεγα πως η ερωτική ιστορία του Φίλιππου Β’ της Ισπανίας και της Μαρίας Τιδόρ της Αγγλίας έχει αρκετό πάθος για να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια σου. Αυτά δεν είναι που αρέσουν στα κορίτσια της ηλικίας σου; Οι ερωτικές ιστορίες; Ακόμη και με νεαρούς Κινέζους .» «Όχι, κύριε». Ο δάσκαλος χαμογέλασε ελαφρά. Η Λίντια δεν του το ανταπέδωσε. «Θα μείνεις και μετά το μάθημα να μου γράψεις μια έκθεση για.» «Σας παρακαλώ, κύριε, όχι! Να μένω μια βδομάδα στο διάλειμμα του φαγητού αλλά όχι μετά το μάθημα». «Δεσποινίς, θα μένεις όποτε το λέω εγώ». «Ξέρετε.» Η φωνή της έσβησε. Την κοίταζε όλη η τάξη και η Πόλι της έκανε κάτι νοήματα που δεν τα καταλάβαινε. «Λίντια.» Ο κύριος Τέο πλησίασε στο θρανίο της και η μαύρη τήβεννος του ανέμισε σαν τα φτερά του κοράκου. «Θα μείνεις τιμωρία μετά το μάθημα. Κατάλαβες;» Της ήρθε να τον χτυπήσει. Όπως θα έκανε ο Λιεφ Παπκόφ. Τελικά κατέβασε το κεφάλι. «Μάλιστα, κύριε». «Χαζή! Πότε θα μάθεις να πηγαίνεις με τα νερά του;» Η Πόλι την τριγύριζε σαν μάνα κλώσα. «Έφτανε να του πεις συγγνώμη, κύριε Τέο, υπόσχομαι να μην το ξανακάνω, και θα σάφηνε». «Αλήθεια;» «Αχ, Λιντ, είσαι τόσο αφελής! Ασφαλώς και θα σ’ άφηνε».

«Γιατί;» «Γιατί στους άντρες αρέσει να νιώθουν δυνατοί». Μα βέβαια. Τρανή απόδειξη ο Λιεφ Παπκόφ. Τον είδε που στεκόταν στην άκρη του δρόμου και την περίμενε. Ακόμη. Πάνω στους ώμους και στην παπάχα του είχε καθίσει λίγο χιόνι. Μάλλον θα περίμενε εδώ και ώρα. «Συγγνώμη», του είπε στα ρωσικά. «Έπρεπε να μείνω κι άλλο στο σχολείο». Εκείνος έβγαλε ένα γρύλισμα και ξεκίνησε με τόσο μεγάλες δρασκελιές, που η Λίντια έπρεπε σχεδόν να τρέχει για να τον προλάβει. Κίνησαν ξανά για το λιμάνι. Εκεί η φασαρία δεν σταματούσε ποτέ και έβλεπες να πουλάνε από κερατα ρινόκερου μέχρι σκλαβάκια δέκα χρόνων. Της Λίτης άρεσε να κοιτάζει τα κομψά επιβατικά και τα σκουριασμένα φορτηγά που έφερναν τον έξω κόσμο στην καρδιά του Τζαντσόου. Ένιωθε την Αγγλία να έρχεται κοντά της, καθώς παρατηρούσε τους άντρες με το σκληρό βλέμμα και τις γυναίκες με τις γούνες που κατέβαιναν από τις σκάλες των καραβιών και, μένα ύφος σαν να ήταν όλος ο κόσμος δικός τους, κοίταζαν τους κούληδες που τους παρακαλούσαν να κουβαλήσουν τα μπαγκάζια τους. Είχε πάψει να χιονίζει. «Από δω», γρύλισε ο Λιεφ και την οδήγησε σε άλλο ένα υγρό και βρόμικο σοκάκι όπου ντόπιοι μικροπωλητές προσπαθούσαν να πουλήσουν ακόμη και τα κουρέλια που σκέπαζαν τις πλάτες τους. Ένας φεγγαροπρόσωπος Κινέζος μιλούσε με φούρια στον Λιεφ δείχνοντας του προς τα πίσω στο σοκάκι. Η φωνή του γινόταν όλο και πιο δυνατή και κουνούσε τα χέρια του με ορμή. Ο Λιεφ όμως κουνούσε αρνητικά το κεφάλι. Νίετ, νιετ, νιετ. Ο Κινέζος τράβηξε μαχαίρι. Η Λίντια έκανε να τραβηχτεί, αλλά δυο άντρες είχαν πάρει θέση

ακριβώς πίσω της. Της κόπηκε η ανάσα καθώς ο Λιεφ την άρπαξε από τον καρπό. Με το άλλο του χέρι τράβηξε κάτω από το παλτό του ένα μαχαίρι μεγάλο σαν σπαθί, δίκοπο και κυρτό. Έκανε ένα σάλτο μπροστά, σέρνοντας ξοπίσω του και τη Λίντια. Εκείνη γλίστρησε και βρέθηκε στον αέρα, ενώ με την ίδια κίνηση ο Λιεφ κατέβαζε συγχρόνως το μαχαίρι του στο πρόσωπο του Κινέζου. Η συμπλοκή τελείωσε προτού καν αρχίσει. Οι άντρες εξαφανίστηκαν. Στο λιθόστρωτο, μια λιμνούλα αίμα άρχισε κιόλας να πήζει. Ο Λιεφ έχωσε το μαχαίρι στη ζώνη του και κρατώντας πάντα τη Λίντια από τον καρπό, προχώρησε στο κοσμοπλημμυρισμένο χουτόνγκ σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. «Τι ήταν όλα αυτά;» απαίτησε να μάθει η Λίντια, μιλώντας στα αγγλικά. «Ήταν ανάγκη να χρησιμοποιήσεις το μαχαίρι;» Εκείνος στάθηκε μια στιγμή, την κοίταξε με το μοναδικό του μάτι, ανασήκωσε τους ώμους και ξεκίνησε ξανά. Η Λίντια επανέλαβε την ερώτηση στα ρωσικά. «Ήθελε να σε αγοράσει», απάντησε ο Λιεφ. «Να με αγοράσει;» «Ντα». Η Λίντια δεν ξαναμίλησε. Έτρεμε ολόκληρη. Ανάθεμα την τη ρώσικη αρκούδα. Την εκνεύριζε που καταλάβαινε ότι είχε φοβηθεί. Προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της από την αρπάγη του, αλλά ήταν σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από μια μέγγενη. «Δεν ήξερα ότι μιλάς τη γλώσσα των μανδαρίνων», του είπε. «Μου πρόσφερε καλά λεφτά», της αποκρίθηκε και έβγαλε έναν ήχο που η Λίντια υπέθεσε πως θα πρέπει να ήταν γέλιο. «Ανάθεμα σε», του είπε στα αγγλικά. Εκείνος συνέχισε να γρυλίζει. «Εδώ», του είπε για να τον κάνει να σταματήσει. Ήταν ένα καμπάκ.

Κατάλαβε πως ήταν λάθος της αμέσως μόλις πέρασε το κατώφλι. Είκοσι ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν πάνω τους λες και είχαν δει ένα φίδι να μπαίνει από την πόρτα. Ο αέρας ήταν γεμάτος μυρωδιές που η Λίντια δεν αναγνώριζε. Μια σόμπα στη γωνιά έστελνε ζέστη στο χώρο μαζί με καπνούς. Τους κοίταξε έναν έναν, εξετάζοντας τα πρόσωπα και τα ρούχα τους, γκρίζα όλα σαν στάχτη, γκρίζα σαν τα τραπέζια και τα ποτά τους. Στον βρόμικο πάγκο του μπαρ ήταν δεμένη μια μαϊμού, και ο άντρας που στεκόταν πίσω του δεν είχε αυτιά. Στην κορφή του κεφαλιού του είχε ένα λεκιασμένο κουρέλι, ενώ μένα άλλο σκούπιζε μερικά ποτήρια. Χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον Λιεφ, έβγαλε ένα τουφέκι κάτω από τον πάγκο. Σήκωσε επιδέξια τον κόκορα και σημάδεψε κατάστηθα τη Λίντια. Εκείνη τσιτώθηκε ολόκληρη. Το όπλο έδειχνε πολύ παλιό, ένα κατάλοιπο από την επανάσταση των Μποξέρ ίσως, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως δεν έριχνε ίσια. Δεν μιλούσε κανείς. Ο Λιεφ κούνησε το κεφάλι. Με αργές κινήσεις, τράβηξε τη Λίντια και βγήκε από το μπαρ πισωπατώντας. Εκείνο το βράδυ πήγαν σε δέκα μπαρ, τριγύρω στο λιμάνι. Δεν τους έβαλαν ξανά κάποιο όπλο κατάμουτρα, αλλά ούτε και τους χάρισαν κανένα χαμόγελο. Βρισιές μονάχα, φτυσιές και βλέμματα γεμάτα μίσος. Είχε αρχίσει να διαδίδεται ότι ένας άντρας σαν αρκούδα έσπαζε τα μούτρα διαφόρων, σέρνοντας μαζί του μια κοπέλα με φλογάτα μαλλιά. Κάθε φορά που έμπαιναν σένα μπαρ, η Λίντια έβλεπε στα πρόσωπα τους ότι τους είχαν κιόλας ακουστά. και ήξερε καλά ότι το μοναδικό πρόσωπο που ήθελε να δει, εκείνο με το έντονο, συλλογισμένο βλέμμα, και το αχνό χαμόγελο, δεν θα το έβλεπε, παρότι το ήλπιζε.

Σένα από τα μπαρ, ένας άντρας σαν βαρελάκι, με λιγδωμένα μαλλιά, ήρθε και στάθηκε νευρικά μπροστά τους. Κάτι είπε στα κινέζικα. Ο Παπκόφ κάρφωσε το βλέμμα του πάνω του και γρύλισε στα ρωσικά μιλώντας στη Λίντια: «Ρωτάει ποιον γυρεύουμε». «Πες του πως το όνομα δεν είναι για τ’ αυτιά του. Πες του να πει σε όλους τους πελάτες του πως η κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά ήρθε στο μπαρ του. Γυρεύει κάποιον». Ο Λιεφ την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Πες του το». Εκείνος υπάκουσε. Έξω στο δρόμο, ο γίγαντας στήθηκε μέσα στο χιόνι που έπεφτε αργά και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της Λίντιας. Εκείνη ένιωσε σαν να είχε καθίσει πάνω της ένα φορτηγό. «Γιατί δεν λες τ’ όνομα του;» «Γιατί είναι πολύ επικίνδυνο γι’ αυτόν». «Είναι κομμουνιστής;» «Είναι ένας άνθρωπος». «Πώς θα τον βρεις άμα δεν λες τ’ όνομα του;» «Με την παρουσία μου. Είμαι εδώ, ο κόσμος μιλάει, θα το μάθει εκείνος». «Και θα καταλάβει πως είσαι εσύ;» «Ναι. θα καταλάβει». Η Λίντια είχε πέσει με τα ρούχα στο κρεβάτι και έτρεμε ολόκληρη. Ήταν παγωμένη μέχρι το κόκαλο. Έχωνε τα δάχτυλα της κάτω από τις μασχάλες της και τα ένιωθε να σπάνε. Είχε τυλιχτεί με το παλιό της πάπλωμα σαν να ταν κουκούλι, είχε ρίξει πάνω της και ότι άλλο ρούχο είχε, κι όμως ακόμη κρύωνε. Η παλιά μαύρη σόμπα πετρελαίου δεν έκανε τίποτε. Τώρα με τον Άλφρεντ δεν τους έλειπε το πετρέλαιο, αλλά ο βαρύς κινέζικος χειμώνας

σκαρφάλωνε στο παράθυρο τους κάθε βράδυ. Η πόρτα της σοφίτας άνοιξε με θόρυβο. «Αχ, αγάπη μου, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω!» Η Λίντια άκουσε το ρολόι της εκκλησίας να χτυπάει δύο. «Δεν κοιμόμουν». «Θ’ ανάψω ένα κερί. Κοιμήσου». Η Βαλεντίνα είχε πάει σε μια δεξίωση με τον Άλφρεντ. Είχε πιει, η Λίντια το καταλάβαινε από το περπάτημα της. Άκουσε ένα κερί που άναψε, μια καρέκλα που σύρθηκε στο πάτωμα και ύστερα σιωπή. Η μητέρα της είχε καθίσει μπροστά στη σόμπα και κάπνιζε, της μύριζε ο καπνός. και έπινε. Το ήξερε. «Μαμά, είδα κάτι άσχημο σήμερα». «Πόσο άσχημο;» «Ένα πεθαμένο μωρό. Γυμνό. Ήταν ριγμένο σ’ έναν οχετό και ένα ποντίκι του έτρωγε τα χείλη». «Αχ, μη αγάπη μου! Μην αφήνεις τέτοια πράγματα να τρυπώνουν στο μυαλό σου. Τούτη η καταραμένη χώρα είναι γεμάτη από δαύτα». «Δεν μπορώ να το ξεχάσω». «Έλα εδώ, μικρούλα μου». Η Λίντια σηκώθηκε κουκουλωμένη με το πάπλωμα και τράβηξε την κουρτίνα της. Η μητέρα της ήταν γερμένη πάνω από τη σόμπα, με το τσιγάρο στο ένα χέρι και το ποτήρι στο άλλο. Φορούσε μια καινούργια γούνα στο χρώμα του μελιού και τα μαγουλά της ήταν ξαναμμένα. «Πάρε. Αυτό θα σε κάνει να ξεχάσεις». Της έτεινε το ποΗ Λίντια το πήρε. Δεν το είχε ξανακάνει ποτέ άλλοτε. Τώρα όμως. Τώρα χρειαζόταν κάτι. Για να μπορέσει να κρατήσει την πεποίθηση της πως κάπου εκεί έξω ο Τσανγκ ήταν ασφαλής. Ήπιε τη βότκα.

Ένιωσε μια κλοτσιά στο στομάχι. Η κάψα ανέβηκε στο στήθος της και της έφερε βήχα. Ήπιε ξανά, πιο αργά. Το μαύρο κενό μέσα της άρχισε να γκριζάρει. και άλλη γουλιά. Είχε απαίσια γεύση. Μα πώς άρεσε στον κόσμο τούτο το πράγμα; Η μητέρα της την παρακολουθούσε χωρίς να μιλάει. Η Λίντια κάθισε καταγής μπροστά στη σόμπα και η Βαλεντίνα της χάιδεψε το κεφάλι. «Καλύτερα;» «Μμμ». Η Βαλεντίνα πήρε το άδειο ποτήρι και το ξαναγέμισε για τον εαυτό της. «Σ’ αρέσει το παλτό μου;» «Όχι». Η Βαλεντίνα γέλασε και χάιδεψε την όμορφη μαλακή γούνα. «Εμένα μ’ αρέσει». Η Λίντια έγειρε το κεφάλι και το ακούμπησε στην ποδιά της μητέρας της. Έκλεισε τα μάτια. «Μαμά, μην τον παντρευτείς». Αργά, τρυφερά, η Βαλεντίνα συνέχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά της κόρης της. «Τον χρειαζόμαστε, ντουσενκα», μουρμούρισε. «Σ’ αυτό τον κόσμο, όταν χρειάζεσαι κάτι, πρέπει να το ζητήσεις από έναν άντρα. Έτσι είναι η ζωή». «Όχι. Να, κοίταξε εμάς. Επιζήσαμε τόσα χρόνια χωρίς κανέναν άντρα. Τα καταφέραμε μόνες μας. Μια γυναίκα μπορεί.» «Ανοητολογίες, που λέει και ο Άλφρεντ». Η Βαλεντίνα γέλασε άκεφα. «Πάντοτε έκλεινα τα κοντσέρτα μέσω κάποιων αντρών. Δεν με βοήθησε ποτέ καμιά γυναίκα. Οι γυναίκες δεν με συμπαθούν επειδή με βλέπουν σαν απειλή. Η Λίντια ένιωσε τη μητέρα της να πνίγεται από μοναξιά.

«Μαμά, δεν είναι ανοητολογίες. Είναι αλήθεια. Μπορούμε να τα καταφέρουμε». «Ντούσενκα, μη με κάνεις να θυμώσω με τη βλακεία σου. Δες τι κάνεις εσύ. Όταν θέλεις ένα κουνέλι, το ζητάς από τον Αντουάν. Όταν θέλεις λεφτά, τα ζητάς από τον Άλφρεντ. Ναι, μην εκπλήσσεσαι. Μου είπε ότι του ζήτησες μερικά δολάρια». «Ήθελα. διάφορα πράγματα». «Μην ανησυχείς, δεν σου κάνω ανάκριση. Ο Άλφρεντ συγκινήθηκε που του τα ζήτησες και δεν πήγες να τα κλέψεις». «Πολύ εύκολα ικανοποιείται αυτός ο άνθρωπος». «Είπε πως είναι ένδειξη ότι ωριμάζεις και πως αποκτάς αίσθηση της ηθικής». «Το είπε στ’ αλήθεια αυτό;» «Ναι». «Όμως, μαμά, εγώ ζητάω και από γυναίκες βοήθεια. Όπως από την κυρία Ζαριά και την κυρία Γιόμαν. Ακόμη κι από την Άνθια Μέισον που μου έδειξε πώς να φτιάχνω κέικ. Κι εσύ μ’ έμαθες να χορεύω. και η κόμισσα Σέροβα μέμαθε να περπατάω στητή». Η Βαλεντίνα τράβηξε απότομα το χέρι της από τα μαλλιά της κόρης της. «Τι;» «Μου είπε να κρατάω το.» «Τι θέλει από σένα αυτή η μάγισσα;» Η Βαλεντίνα άδειασε μονορούφι τη βότκα της. «Πώς τολμάει;» «Μαμά.» Η Λίντια γύρισε να κοιτάξει τη μητέρα της, αλλά το πρόσωπο της ήταν βυθισμένο στη σκιά. Μόνο τα μάτια της γυάλιζαν. «Μην ταράζεσαι, μαμά. Δεν έχει σημασία». Η Βαλεντίνα ρούφηξε δυνατά το τσιγάρο της που σπίθισε, και φύσηξε τον καπνό σαν να έφτυνε δηλητήριο. Η Λίντια έτριψε το

μάγουλο της στο γόνατο της μητέρας της, πάνω από τη γούνα. «Δεν μπορεί να σου κάνει κακό». Η Βαλεντίνα έμεινε για λίγο σιωπηλή. Ύστερα έσβησε το τσιγάρο, άναψε άλλο και ξαναγέμισε το ποτήρι της. Η Λίντια ένιωθε το κεφάλι της να γυρίζει και τα βλέφαρα της να βαραίνουν γλυκά. Μέσα από την ομίχλη του μυαλού της χαμογελούσε ο Τσανγκ. «Πού πηγαίνεις αυτές τις μέρες, Λίντοτσκα; Μετά το σχολείο, εννοώ.» «Στο σπίτι της Πόλι. Κάνουμε μαζί μια εργασία για το σχολείο, στο έχω πει». «Επειδή μου το είπες, δεν σημαίνει πως είναι και αλήθεια». Παραλίγο τότε να της τα πει όλα η Λίντια. Για τον Τσανγκ, το πόδι του, τις άγριες πεποιθήσεις του και τον τρόπο που κύρτωνε τα χείλη. Η βότκα της είχε λύσει τη γλώσσα. Ήθελε να μιλήσει, να τα πει όλα σε κάποιον. «Μαμά, τι είπαν οι γονείς σου όταν παντρεύτηκες έναν ξένο;» Προς μεγάλη της φρίκη, ένιωσε τα πόδια της μητέρας της να τρέμουν. και όταν σήκωσε τα μάτια, είδε δάκρυα να τρέχουν στα μαγουλά της. Βάλθηκε να της χαϊδεύει το γόνατο κάτω από τη γούνα που ήταν τόσο απαλή όσο του Σουν Γιατ-σεν. «Με αποκλήρωσαν». «Αχ, μαμά!» «Μου ετοίμαζαν για γαμπρό το γιο μιας σπουδαίας μοσχοβίτικης οικογένειας. Κλέφτηκα όμως με τον Γιενς Φρίις κι αυτοί μας καταράστηκαν και με αποκλήρωσαν». Σκούπισε τα δάκρυα της με την ανάστροφη του χεριού της και παραλίγο να κάψει τα μαλλιά της με το τσιγάρο που κρατούσε. «Αγαπιόσασταν όμως. Μόνο αυτό έχει σημασία». «Όχι, ντοφατσκα. όχι, χαζούλα. Δεν φτάνει αυτό. Χρειάζεσαι και άλλα πράγματα».

«Μα εσύ μου έλεγες πάντα πως ήσασταν ευτυχισμένοι». «Ναι, ήμασταν. Δες όμως πού κατάντησα τώρα. Η κατάρα των δικών μου μ’ έκανε έτσι». «Ανοησίες. Δεν υπάρχουν κατάρες». «Μην εξαπατάς τον εαυτό σου, αγάπη μου. Το μόνο σωστό που είπε εκείνο το τέρας ο Κομφούκιος ανάμεσα στις τόσες βλακείες του, είναι ότι πρέπει να υπακούς τους γονείς σου». Χτύπησε απαλά το ποτήρι της στην κορφή του κεφαλιού της Λίντιας. «Αυτό πρέπει να το μάθεις, μικρή μου αλητόγατα. Οι γονείς ξέρουν καλύτερα ποιο είναι το καλό των παιδιών τους». Η Λίντια έβαλε τα γέλια. Δεν κρατιόταν, δεν μπορούσε να σταματήσει. Σκασμένη, έκρυψε το πρόσωπο της στην ποδιά της μητέρας της. «Το ποτό φταίει», μουρμούρισε η Βαλεντίνα. «Χαζή!» Άρχισε όμως και εκείνη να γελάει. «Ξέρεις», είπε ανάμεσα στα γέλια της η Λίντια, «πως ο Κομφούκιος έχει πει ότι μια μητέρα που θηλάζει το μωρό της πρέπει να θηλάζει και τους παππούδες της όταν δεν έχουν δόντια πια για να φάνε;» «Θεέ και Κύριε!» «Και ότι», συνέχισε σκασμένη η Λίντια, «σε καιρό λιμού, ένας άντρας πρέπει να ταΐζει με τα ίδια του τα δάχτυλα τους γονείς του». «Λοιπόν, ντουσενκα, καιρός να με ταΐσεις και εμένα με τα δάχτυλα σου». Έπιασε το χέρι της Λίντιας και της δάγκωσε το μικρό της δαχτυλάκι. Η Λίντια λύθηκε στα γέλια, δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μαγουλά της και την έπιασε λόξιγκας. «Κακό παιδί!» φώναξε ξαφνικά η Βαλεντίνα. «Έχεις εδώ αυτό το τέρας!» Η Λίντια γύρισε και είδε τα μεγάλα άσπρα αυτιά του Σουν Γιατ-

σεν να κουνιούνται ανήσυχα δίπλα της. Το κουνέλι είχε βγει απ’ το κρεβάτι της και είχε έρθει να δει τι συμβαίνει. Το πήρε στην αγκαλιά της, του έδωσε ένα φιλί στη ροζ μυτούλα, ακούμπησε το κεφάλι της στα γόνατα της μητέρας της και αποκοιμήθηκε.

31 Η μέρα των Χριστουγέννων ήταν δύσκολη, όμως η Λίντια κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Η μητέρα της ήταν χάλια από το μεθύσι της παραμονής, μιλούσε με δυσκολία, και ο Άλφρεντ ήταν αγχωμένος και το έπαιζε οικοδεσπότης στο μικρό και μάλλον μίζερο εργένικο διαμέρισμα του που βρισκόταν απέναντι από τη Γαλλική Συνοικία. «Θα έπρεπε να είχα κλείσει τραπέζι σένα εστιατόριο», είπε εκείνος για τρίτη φορά αφότου είχαν καθίσει στο τραπέζι, πάνω που ο μάγειρας τους έφερνε μια παραψημένη χήνα. «Όχι, άγγελε μου, εδώ είναι πιο όμορφα», τον διαβεβαίωσε η Βαλεντίνα και του χαμογέλασε με το ζόρι. Άγγελε; Όμορφα; Η Λίντια ζάρωσε τη μούρη της. Τραβώντας τη χριστουγεννιάτικη στρακαστρούκα της, προσπάθησε να δείξει χαρούμενη όταν εκείνος της έβαλε στο κεφάλι ένα χάρτινο καπελάκι. Και ύστερα συνέβησαν κάποια πράγματα που έκαναν την κατάσταση κάπως υποφερτή. «Λίντια, δες», της είπε ο Άλφρεντ που κρατούσε ένα μεγάλο επίπεδο κουτί τυλιγμένο με φίνο χαρτί και δεμένο με σατέν κορδέλα. «Καλά Χριστούγεννα, χρυσό μου». Ήταν ένα παλτό, ένα μαλακό γκριζογάλανο παλτό. Είχε εκπληκτική ραφή, ήταν βαρύ και ζεστό, και η Λίντια κατάλαβε ότι το είχε διαλέξει η μητέρα της. «Ελπίζω να σου αρέσει», της είπε εκείνος. «Είναι πανέμορφο. Ευχαριστώ πολύ». Είχε μια φαρδιά κουκούλα και στην τσέπη υπήρχαν ένα ζευγάρι ναυτικά γάντια. Φόρεσε το παλτό και τα γάντια, κι ένιωσε υπέροχα. Ο Άλφρεντ χαιρόταν μαζί της, ίσως περίμενε περισσότερα από εκείνη, αλλά αυτό την έκανε να θέλει να του

δώσει μια εξήγηση. Το ότι έκανες δώρο ένα παλτό δεν σε κάνει και πατέρα μου, σκέφτηκε. Πάντως έτρεξε προς το μέρος του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο απαλό και καλοξυρισμένο μάγουλο του που μύριζε σανταλόξυλο. Μάλλον είχε κρίνει λάθος όμως, διότι διέκρινε στα μάτια του την προσδοκία ότι είχαν αλλάξει τα πράγματα. Μα πραγματικά πίστευε ότι μπορούσε να την εξαγοράσει τόσο εύκολα; Το δεύτερο σημαντικό εκείνης της μέρας ήταν το ηλεκτρικό ραδιόφωνο. Όχι με γαληνίτη και σύρμα αλλά ένα πραγματικό ραδιόφωνο. Φτιαγμένο από λουστραρισμένη δρυ, είχε ένα καφετί πλέγμα σε σχήμα πουλιού πάνω από το μεγάφωνο στο μπροστινό μέρος. Η Λίντια το λάτρευε. Όλο το απόγευμα στεκόταν δίπλα του, πασπάτευε τα κουμπιά του, άλλαζε σταθμούς και το δωμάτιο γέμιζε από την τραχιά φωνή του Αλ Τζόλσον ή τις γλυκές μελωδίες του Νόελ Κάουαρντ που τραγουδούσε το «Δωμάτιο με θέα». Οι προσπάθειες του Άλφρεντ να της πιάσει κουβέντα δεν είχαν πετύχει, αλλά ύστερα από ένα δελτίο ειδήσεων σχετικά με τον Άγγλο πρωθυπουργό Μπάλντουιν, εκείνος άρχισε πάλι να λέει πόσο σοφή ήταν η υπογραφή της συμφωνίας περί δασμών που αναγνώριζε και επίσημα την κυβέρνηση του Τσανγκ Κάι-σεκ και πόσο περήφανος ένιωθε που η Βρετανία ήταν από τις πρώτες χώρες που την είχαν υπογράψει. «Ωστόσο είναι ο Ιωσήφ Στάλιν και όχι εμείς οι Άγγλοι», είπε εκείνος, «που είχε την προνοητικότητα να στείλει στρατιωτικούς συμβούλους και χρήμα στο κόμμα του Τσανγκ, τους εθνικιστές του Κούομιντανγκ. και τώρα ο Τσανγκ Κάι-σεκ έχει αποφασίσει να ξεφορτωθεί τους Ρώσους, πράγμα καθόλου έξυπνο εκ μέρους του». «Αυτό μάλλον δεν έχει σημασία», μουρμούρισε η Λίντια

εξακολουθώντας να έχει το ένα της αυτί κολλημένο στην Αντέλ Αστέρ και στον «Συναρπαστικό ρυθμό». «Ο Στάλιν είναι κομμουνιστής. Γιατί θα βοηθούσε άραγε το Κούομιντανγκ που έχει βαλθεί να ξεκάνει του κομμουνιστές εδώ στην Κίνα;» Ο Άλφρεντ καθάρισε τα γυαλιά του. «Πρέπει να ξέρεις, μικρή μου, ότι ο Στάλιν υποστηρίζει αυτόν που πιστεύει ότι θα βγει νικητής από τον αγώνα ανάμεσα στις δυνάμεις του Μάο Τσε-τουνγκ και την κυβέρνηση του Τσανγκ Κάι-σεκ. Μπορεί ν’ ακούγεται αντιφατική η επιλογή για τον Στάλιν, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να ομολογήσω πως έχει δίκιο». «Μα εκείνος έδιωξε τον Λέοντα Τρότσκι από τη Ρωσία. Πώς μπορεί να έχει δίκιο;» «Η Ρωσία, όπως και η Κίνα, χρειάζεται μια ενωμένη κυβέρνηση, και ο Τρότσκι δημιουργούσε φατρίες και προκαλούσε το διχασμό και έτσι.» «Πάψτε», φώναξε ξαφνικά η Βαλεντίνα. «Πάψτε και οι δυο σας να μιλάτε για τη Ρωσία. Τι ξέρετε εσείς;» Σηκώθηκε, γέμισε μέχρι πάνω το ποτήρι της με πόρτο και είπε: «Έχουμε Χριστούγεννα. Πρέπει να είμαστε χαρούμενοι». Τους κοίταξε καλά καλά και κατέβασε το κρασί της με μια γουλιά. Οι δυο γυναίκες έφυγαν νωρίς και στο δρόμο για το σπίτι δεν μιλούσε καμιά τους. Χαμένες στις σκέψεις τους, προτίμησαν να τις κρατήσουν η καθεμιά για τον εαυτό της. Την Πρωτοχρονιά όμως όλα άλλαξαν. Τη στιγμή που η Λίντια έμπαινε στο ξέφωτο του Ορμίσκου της Σαύρας ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε. Τα λεφτά δεν υπήρχαν. Ο ουρανός ήταν εκτυφλωτικά γαλανός και ο αέρας τόσο παγωμένος που ένιωθε ότι της έκαιγε τα πνευμόνια, αλλά εκείνη ήταν ντυμένη με το ολοκαίνουργιο ζεστό παλτό της και τα γάντια της και δεν την ένοιαζε καθόλου. Τα δέντρα που όριζαν τη στενή

προσάμμωση ήταν γυμνά από φύλλα και με τα κατάλευκα μυτερά κλαριά τους έμοιαζαν σαν σκελετοί που επέπλεαν στη φουσκονεριά. Η Λίντια είχε έρθει με σκοπό να χαράξει άλλη μια λεπτή γραμμή στον επίπεδο βράχο, ένα σημάδι ότι εκείνη για άλλη μια φορά βρισκόταν εκεί, όσο μάταιο και αν ήταν. Όμως ο σωρός από τις πέτρες είχε χαθεί. Τα βότσαλα που είχε στοιβάξει στο κοίλωμα του βράχου δεν υπήρχαν πια. Είχαν σκορπιστεί. Είχαν χαθεί. Εκείνο το σημείο στο χώμα, όπου ήταν μαζεμένα τα βότσαλα, τώρα φάνταζε γκρίζο και άδειο. Ένιωσε το στήθος της να κλοτσάει δυνατά και τη γλώσσα της πικρή από μια έκρηξη αδρεναλίνης. Έπεσε στα γόνατα, έσκισε τα γάντια της στην προσπάθεια της να τα βγάλει, και άρχισε να σκάβει με τα χέρια της την άμμο. Παντού το χώμα ήταν παγωμένο, αλλά εκεί ήταν μαλακό και τριβόταν εύκολα, σαν να το είχε ανακατέψει κάποιος πρόσφατα. Το γυάλινο βάζο ήταν ακόμη στη θέση του. Ο πάγος περόνιασε τα δάχτυλα της. Τα λεφτά δεν ήταν μέσα. Τα τριάντα δολάρια είχαν κάνει φτερά. Η ανακούφιση τη συνεπήρε. Εκείνος ήταν ζωντανός. Ο Τσανγκ ζούσε. Ζωντανός. Εδώ. Είχε επιστρέψει. Με μπόλικη αδεξιότητα και βιασύνη ξεβίδωσε το μεταλλικό καπάκι του βάζου, έχωσε μέσα το χέρι της και έβγαλε το καινούργιο του περιεχόμενο. Ένα απλό λευκό φτερό, μαλακό και τέλειο, σαν χιονονιφάδα. Το άπλωσε στη χούφτα της και απόμεινε να το κοιτάζει. Τι να σήμαινε άραγε; Λευκό. Το κινέζικο λευκό χρώμα. Το χρώμα του πένθους. Μήπως σήμαινε ότι ο Τσανγκ είχε πεθάνει ή μήπως ότι πέθαινε; Το στόμα της ξεράθηκε λες και ήταν γεμάτο άμμο.

Ή... Λευκό. Ένα φτερό περιστεριού. Για την ειρήνη. Για την ελπίδα. Ένα σημάδι για το μέλλον. Τι; Τι απ’ όλα; Κι έμεινε εκεί, στο βαθούλωμα της άμμου, γονατισμένη για ώρα πολλή. Το φτερό φώλιαζε στις χούφτες της τόσο προστατευμένο λες και κρατούσε ένα νεοσσό, ενώ ο παγερός αέρας που ερχόταν από το ποτάμι της μαστίγωνε το πρόσωπο. Εκείνη όμως δεν καταλάβαινε τίποτε, μέχρι που κάποια στιγμή το απόθεσε στο μαντίλι της, το δίπλωσε προσεκτικά και το έκρυψε στον κόρφο της. Έπειτα έβγαλε το σουγιά από την τσέπη της, έκοψε μια μπούκλα από τα μαλλιά της και την έβαλε στο βάζο. Έκλεισε σφιχτά το καπάκι και το έθαψε ξανά στην άμμο στοιβάζοντας από πάνω βότσαλα. Όλο αυτό της έδωσε την εντύπωση ενός τάφου. Ένας θόρυβος από τη χαμηλή συστάδα των δέντρων την έκανε να στραφεί, ενώ δυο τρομαγμένες καρακάξες πετούσαν στον αέρα κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τις ασπρόμαύρες φτερούγες τους. Οι τρίχες στο σβέρκο της ανασηκώθηκαν. Ένα χαμόγελο και μια χαρούμενη κραυγή βγήκε από τα χείλη της και αμέσως σηκώθηκε και πήγε προς τα εκεί για να τον καλωσορίσει. Δεν ήταν ο Τσανγκ. Η απογοήτευση της διέλυσε τα σωθικά. Ένα χέρι με μακριά δάχτυλα και κιτρινισμένα νύχια παραμέρισε ένα χαμηλό θάμνο από λιόπρινα για να μπορέσει να μπει στο ξέφωτο και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου η Λίντια πρόλαβε να δει μια αδύνατη φιγούρα ντυμένη με κουρέλια. Αυτός δεν ήταν ο Τσανγκ. Η φιγούρα εξαφανίστηκε. Η Λίντια έτρεξε στο κατόπι του πέφτοντας πάνω στους θάμνους χωρίς να νοιάζεται που την έγδερναν. Μολονότι το μονοπάτι ήταν στενό σαν κατσικόδρομος,

φιδωτό και γεμάτο σημύδες, υπήρχαν κάποιες συστάδες από πυκνούς θάμνους που προσφέρονταν για κρυψώνα. Ήταν αδύνατον να τον δει. Σταμάτησε να τρέχει. Έμεινε ακίνητη και αφουγκράστηκε αλλά το μόνο που άκουγε ήταν οι χτύποι της καρδιάς της. Η κοφτή ανάσα της γινόταν ένα με τον παγωμένο αέρα. Παρέα, πάνω από το κεφάλι της, της έκανε ένα κιρκινέζι που στεκόταν ζυγίζοντας τα φτερά του και περίμενε μαζί της. Τα μάτια της όργωσαν την περιοχή μη τυχόν δει καμιά κίνηση και πραγματικά ένας θάμνος προς στιγμήν κουνήθηκε και μετά τίποτε. Ήταν στα δεξιά της σε μια παχιά συστάδα από κουφοξυλιές και κισσούς που πάνω τους ήταν κολλημένα από την παγωνιά τα βατόμουρα, ενώ ένας σπίνος χοροπηδούσε από κλαδί σε κλαδί. Λες να ευθυνόταν το πουλί που κουνήθηκε ο θάμνος; Προχώρησε σιγά σιγά προς τα κει. Τα δάχτυλα της έσφιξαν το σουγιά που είχε μέσα στην τσέπη της και ετοιμάστηκε να τον πατήσει, σε περίπτωση που χρειαζόταν, για να πεταχτεί η λεπίδα του. Πλησίασε και άλλο, παρακολουθώντας άγρυπνα κάθε κίνηση και σκιά και εκεί που νόμιζε ότι τον είχε χάσει, ένας άντρας πετάχτηκε σχεδόν κάτω από τα πόδια της και άρχισε να τρέχει. Πετάχτηκε όμως άγαρμπα και το αποτέλεσμα ήταν να σκοντάψει και να παραπατήσει. Εκείνη τον προσπέρασε με ευκολία, γύρισε λίγο πίσω και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του ενώ η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Ωστόσο και αυτή η ελάχιστη κίνηση τον έκανε να μπουρδουκλωθεί ακόμη χειρότερα και να σωριαστεί με τα μούτρα στο σκληρό χώμα. Στη στιγμή βρέθηκε δίπλα του εξακολουθώντας να έχει στη χούφτα της το σουγιά. Αν χρειαζόταν να τον χρησιμοποιήσει ήταν κάτι που προς το παρόν δεν την απασχολούσε καθόλου. Η σωριασμένη φιγούρα δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση.

Γύρισε ανάσκελα, κάλυψε το κεφάλι του με τα χέρια σαν να έλεγε «παραδίδομαι» και μόνο τότε μπόρεσε η Λίντια να τον δει καλύτερα. Τα ζυγωματικά του ήταν αιχμηρά σαν λεπίδες ξυραφιού. Το δέρμα του ήταν κίτρινο και τα μάτια του κοίταζαν πέρα-δώθε. Δεν μπορούσε να υπολογίσει την ηλικία του. Είκοσι; Τριάντα; Ίσως και παραπάνω γιατί τα ρυτιδωμένα χέρια του και το γεμάτο ζάρες πρόσωπο του τον έκαναν να δείχνει ακόμη μεγαλύτερος. Η Λίντια έσφιξε και άλλο την κουρελιασμένη πουκαμίσα του που βρομοκοπούσε μπαγιάτικα ούρα, μη τυχόν και το σκελετωμένο λελέκι αποφάσιζε να πετάξει. «Πες μου», του είπε μιλώντας του αργά και καθαρά, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να καταλάβει καλύτερα τα αγγλικά. «Πού είναι ο Τσανγκ Αν Λο;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και την κοίταξε κατάματα. «Τσανγκ Αν Λο». Σήκωσε το κοκαλιάρικο δάχτυλο του και την έδειξε. «Λίτζια;» «Ναι». Η καρδιά της χτυπούσε φρενιασμένα. Μόνο ο Τσανγκ θα μπορούσε να του έχει πει το όνομα της. «Είμαι η Λίντια». Τον σήκωσε απότομα πάνω και τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του, αλλά δεν υπολόγισε πόσο αδύνατος και κοκαλιάρης ήταν, έτσι παραλίγο να σωριαστούν και οι δυο κάτω. «Ο Τσανγκ Αν Λο;» ρώτησε άλλη μια φορά και για άλλη μια φορά καταράστηκε τον εαυτό της που δεν μιλούσε τη γλώσσα των μανδαρίνων. «Ταν Γουά.» είπε εκείνος και έδειξε τον εαυτό του μένα κιτρινισμένο δάχτυλο. «Εσύ είσαι ο Ταν Γουά; Σε παρακαλώ, πήγαινε με στον Τσανγκ Αν Λο», του είπε με τη σειρά της και του έδειξε προς τη μεριά της πόλης. Εκείνος κούνησε το λερό του κεφάλι, έδειξε ότι καταλαβαίνει και

ύστερα άρχισε να περπατάει χοροπηδώντας, ενώ η Λίντια τον είχε γραπώσει με το ένα χέρι από την πουκαμίσα του. Η καρδιά της λίγο ακόμη και θα γινόταν κομμάτια από την ανυπομονησία. Κατευθύνονταν προς το λιμάνι. Η Λίντα ένιωθε ότι έψαχναν στο σωστό μέρος. Σέναν κόσμο που δεν είχε ονόματα, που δεν είχε νόμους. Σέναν κόσμο όπου κυβερνούσαν τα όπλα και το χρήμα είχε τον πρώτο λόγο. Ναι, ο κύριος Λιου είχε δίκιο. Ο Τσανγκ ήταν εδώ. Κάπου κοντά. Μπορούσε να νιώσει ότι εκείνος την περίμενε. Η αναπνοή του της έδινε ζωή. Τράβηξε τον Ταν Γουά από την πουκαμίσα του για να βιαστούν, επειδή χωρίς τον Λιεφ δίπλα της ένιωθε ανασφάλεια σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. και ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Είχε αρχίσει να συνηθίζει τις μυρωδιές των δρόμων. Η προκυμαία ήταν γεμάτη από ανθρώπους που έσπρωχναν και στριμώχνονταν, ενώ τα ρίκσο με τους οδηγούς τους πετάγονταν από το πουθενά φωνάζοντας και φτύνοντας μέσα σ ένα συνονθύλευμα από ανθρώπους, πεταμένα καρότσια και κοντάρια. Η Λίντια εκείνη την ώρα το μόνο που δεν πρόσεχε ήταν οι φάτσες των ανθρώπων, γι’ αυτό και δεν τον είδε που ερχόταν. Ένας γέρος, με κυρτωμένη την πλάτη και τα λιγδωμένα του μαλλιά να του σκεπάζουν το πρόσωπο, στεκόταν δίπλα σένα σωρό από καυσόξυλα και προσπαθούσε να τρυπώσει μες στη λαοθάλασσα για να μπορέσει να την πλησιάσει. Δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει, παρά μόνο όταν εκείνος στάθηκε μπροστά στο δρόμο τους. Τότε εκείνη πρόσεξε τα μαύρα του μάτια που την κοίταζαν με απληστία. Έπειτα αυτός γύρισε και κοίταξε προσεκτικά γύρω του. Δεν έκανε καθόλου θόρυβο. Απλώς τράβηξε έναν κοφτερό σουγιά κάτω από την πουκαμίσα του και χωρίς να πει λέξη, τον κάρφωσε βαθιά στο στομάχι του Ταν Γουά. Η Λίντια ούρλιαξε.

Ο Ταν Γουά έβηξε και σωριάστηκε στα γόνατα, ενώ τα χέρια του ψαχούλευαν την κατακόκκινη κηλίδα που είχε σχηματιστεί ξαφνικά πάνω στο ρούχο του. Η Λίντια άρπαξε το χέρι του για να τον κρατήσει, αλλά ο γέρος τον πλησίασε και με μια απότομη κίνηση του έκοψε το λαρύγγι με το σουγιά. Το αίμα άρχισε ναναβρύζει. Η Λίντια το ένιωσε ζεστό να της πιτσιλάει το παγωμένο από τον κρύο αέρα πρόσωπο της. «Ταν Γουά.» του φώναξε και γονάτισε στο άθλιο πεζοδρόμιο, δίπλα στο σωριασμένο κορμί του. Τα κατακόκκινα μάτια του ήταν ακόμη ορθάνοιχτα και κοίταζαν, αλλά η σκιά του θανάτου είχε αρχίσει ήδη να τα βαραίνει. «Ταν Γουά.» του μίλησε με κομμένη την ανάσα. Ένα χέρι την κράτησε από τον ώμο και εκείνη στάθηκε στα πόδια της και άρχισε να φωνάζει στους ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν. «Βοηθήστε με! Ο άνθρωπος πεθαίνει, χρειάζεται. Σας παρακαλώ, ειδοποιήστε την αστυνομία. Εγώ.» Μια γυναίκα μένα μεγάλο φακιόλι και ένα καπέλο από αυτά που φορούσαν οι κούληδες ήταν η μόνη που σταμάτησε. Στην πλάτη της κουβαλούσε ένα παιδάκι. Γονάτισε, έδωσε ένα μπατσάκι στο μάγουλο του Ταν Γουά λες και έτσι θα καταλάβαινε αν ήταν ακόμη ζωντανός, και βάλθηκε να ψαχουλεύει τις τσέπες του μέσα από τα κουρέλια του. Η Λίντια έβαλε τις φωνές και ένιωσε την δργή να την πνίγει. Την έσπρωξε από το πτώμα και άρχισε να την περιλούζει με βρισιές που ακούγονταν σαν γρύλισμα ενός πρωτόγονου ζώου που το είχε σκάσει από το κλουβί του. Η γυναίκα έκανε πίσω και αναμείχτηκε με το ανομοιογενές πλήθος. Κάμποσα χέρια είχαν μαγκώσει τη Λίντια, ενώ το κεφάλι της στριφογύριζε και προς στιγμήν σκέφτηκε ότι ίσως αυτά τα

χέρια είχαν έρθει με σκοπό να τη βοηθήσουν για να πατήσει στα πόδια της. και μετά συνειδητοποίησε τι συνέβαινε. Ο γέρος με τα καυσόξυλα της ξεκούμπωνε το παλτό. Ήθελε να της κλέψει το παλτό της. Το παλτό της! Αυτό ήθελε: το παλτό της. Είχε σκοτώσει τον Ταν Γουά για ένα παλτό. Τον έφτυσε κατάμουτρα και έβγαλε από την τσέπη της τον ανοιχτό σουγιά της. Ένα ανεξάρτητο μέρος του εγκεφάλου της κατέγραψε μόλις εκείνη τη στιγμή ότι έτσι όπως ήταν σκυμμένος για να της ξεκουμπώσει το παλτό, τα μαλλιά του μύριζαν πίσσα και ότι δεν την είχε μαχαιρώσει μέχρι στιγμής επειδή δεν ήθελε να καταστρέψει το παλτό. Σήκωσε το σουγιά και με όλη της τη δύναμη του τον κάρφωσε στον ώμο του και ένιωσε να του θρυμματίζει το κόκαλο. Το φαφούτικο στόμα του άνοιξε, ακούστηκε ένα ουρλιαχτό και επιτέλους παράτησε το παλτό. Η Λίντια έπεσε πάνω του με όλο της το βάρος και τον έριξε στη στοίβα με τα καυσόξυλα, με αποτέλεσμα εκείνος να σωριαστεί στο πεζοδρόμιο και να μοιάζει σαν αναποδογυρισμένη χελώνα. και έπειτα βάλθηκε να τρέχει. Ένα λευκό πρόσωπο. Μια δυτική σουβλερή μύτη. Ξανθά κοντοκομμένα λιπαρά μαλλιά. Μια στολή. Ανάμεσα σε τόσα σχιστά μαύρα μάτια, εκείνα τα γαλανά την έκαναν να διασχίσει το δρόμο και ν’ αρπάξει από το χέρι τον άντρα που μόλις έβγαινε από μια χαρτοπαικτική λέσχη. Στα ρουθούνια της ένιωσε τη μυρωδιά του ουίσκι. «Συγγνώμη», του είπε λαχανιασμένη με μια ανάσα που της έκαιγε το στήθος. «Με συγχωρείτε αλλά εγώ.» «Μικρή μου κυρία, τι σ’ έκανε να φοβηθείς τόσο πολύ; Έλα, χαλάρωσε τώρα». Ήταν Αμερικανός. Ναύτης στο αμερικανικό Ναυτικό.

Εκείνη αναγνώρισε τη στολή. Τη χάιδευε απαλά και της χτυπούσε την πλάτη καθησυχαστικά. «Τι τρέχει;» «Ένας άντρας. Σκότωσε τον. ήμουν με κάποιον. αυτόν σκότωσε. Για το τίποτε. Τον μαχαίρωσε. Ήθελε το.» «Ηρέμησε, γλυκιά μου. Είσαι ασφαλής μαζί μου». «. ήθελε το παλτό μου». «Αναθεματισμένα κλεφτρόνια! Έλα, πάμε να βρούμε έναν αστυνομικό να ερευνήσει την υπόθεση», της είπε κι άρχισε να περπατάει. «Ποιος ήταν μαζί σου; Ελπίζω να ήταν κάποιος που άξιζε να συνοδεύει μια νόστιμη κυρία.» «Ήταν ένας άντρας. Ένας Κινέζος». «Τι! Ένας παλιοκινέζος! Νομίζω ότι πρέπει να το ξανασκεφτούμε». Εκείνος σταμάτησε να περπατάει και, έχοντας το χέρι του στη μέση της, δρασκέλισε μια κατσίκα που κρεμόταν ανάποδα σένα κοντάρι και βέλαζε με παράπονο. Τράβηξε τη Λίντια κάτω από μια τοξωτή είσοδο όπου μπορούσαν να μιλήσουν με περισσότερη ησυχία. «Δεσποινίς μου, δεν λέω, τρόμαξες, αλλά για δες, αν πρόκειται για έναν κιτρινιάρη θα ήταν προτιμότερο να μην μπλέξεις την κινέζικη αστυνομία, προς το παρόν». Της χαμογέλασε: τα μάτια του απέπνεαν ασφάλεια, τα δόντια του ήταν κατάλευκα και φροντισμένα, και η απαλή προφορά του νότου ήταν γλυκιά σαν σιρόπι. Με μια απότομη κίνηση, εκείνη προσπάθησε να βγάλει το χέρι του από τη μέση της. «Σε παρακαλώ, άσε με», του είπε με κοφτό ύφος. «Αν δεν θέλεις να με βοηθήσεις, θα βρω μόνη μου κάποιον αστυνομικό». Εκείνος της έκλεισε το στόμα με το δικό του. Η Λίντια σοκαρίστηκε και συγχρόνως αηδίασε. Πάλεψε άγρια για

να του ξεφύγει, του γρατσούνισε τα μάγουλα με τα νύχια της, αλλά εκείνος, βλαστημώντας, της έβαλε τα χέρια πισθάγκωνα και αφού τη στρίμωξε στον τοίχο, της ξέσκισε τη φούστα. Η Λίντια κλοτσούσε και πάλευε να ελευθερωθεί. Πάσχιζε να ξεφύγει από τα χέρια του μα δεν κατάφερνε τίποτε. Τα δάχτυλα του ψαχούλευαν κάτω από τα εσώρουχα της και η γλώσσα του χωνόταν στο στόμα της. Τον δάγκωσε με όλη της τη δύναμη. Γεύτηκε αίμα. «Σκύλα!» ούρλιαξε εκείνος και τη χτύπησε. «Παλιάνθρωπε!» σφύριξε εκείνη πίσω από το χέρι του που της έκλεινε το στόμα. Εκείνος γέλασε και της έσπασε το λάστιχο από το εσώρουχο. «Σταμάτα αμέσως», είπε παγερά μες στ’ αυτί του Αμερικάνου μια αντρική φωνή. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει η Λίντια ήταν η άκρη της κάννης πάνω στον κρόταφο του. Ο ήχος της σκανδάλης που όπλιζε αντήχησε σαν κανονιά μες στην απόλυτη ησυχία της εισόδου. Εκείνη άρπαξε την ευκαιρία, τον κλότσησε δυνατά στο καλάμι και του το έσπασε. Ο Αμερικάνος βόγκηξε και έκανε πίσω. «Γονάτισε», πρόσταξε η φωνή. Ο ναύτης προτίμησε να μην τα βάλει μένα προτεταμένο όπλο και έτσι γονάτισε. Η Λίντια γλίστρησε στον πολυσύχναστο δρόμο και ετοιμάστηκε να το βάλει στα πόδια αδιαφορώντας για το σωτήρα της. Ο ιπποτισμός στις μέρες της μάλλον είχε υψηλό κόστος. «Λίντια Ιβάνοβα.» Σταμάτησε και περιεργάστηκε τον άντρα με το χοντρό πράσινο πανωφόρι και το πρόσωπο που φανέρωνε ενδιαφέρον. Της φάνηκε γνωστός. Προς στιγμήν πάλεψε μέσα της: να τραπεί σε φυγή σαν πληγωμένο ζώο ή να μείνει; «Αλεξέι Σέροφ!» είπε κατάπληκτη τελικά.

«Επιτέλους, αυτή τη φορά με αναγνώρισες». Η ανακούφιση την κατέκλυσε σαν ένα τεράστιο ζεστό κύμα. «Μπορώ;» τον ρώτησε και πήγε να πάρει το όπλο στα χέρια της. «Δεν σκοπεύεις να σκοτώσεις κανέναν, έτσι δεν είναι;» «Όχι, σου το υπόσχομαι». Εκείνος κατέβασε τη σκανδάλη, την ασφάλισε και της έδωσε το όπλο απομακρύνοντας το από τον κρόταφο του Αμερικάνου. Η Λίντια πήρε το βαρύ μέταλλο στα χέρια της και το κοπάνησε με όλη της τη δύναμη στο κεφάλι του τελευταίου. Έπειτα γύρισε και χαμογέλασε στον Αλεξέι Σέροφ. «Σ’ ευχαριστώ!» του είπε και του χαμογέλασε εγκάρδια. Εκείνος την κοίταξε παραξενεμένος. Τα μάτια του περιεργάστηκαν το πρόσωπο της, τα μαλλιά της, τα ρούχα της. «Έλα», της είπε. «Θα σε πάω στο σπίτι σου». Της πρόσφερε το χέρι του με υπερβολική ευγένεια. «Κρατήσου πάνω μου». Εκείνη πισωπάτησε. «Όχι. Όχι, σ’ ευχαριστώ, αλλά προτιμώ να περπατάω δίπλα σου». Ακόμη και στην ίδια φάνηκε αλλιώτικη η φωνή της. «Δεσποινίς Ιβάνοβα, τρέμεις ολόκληρη. Δεν νομίζω ότι θα τα καταφέρεις μόνη σου». «Θα τα καταφέρω». Εκείνος την κοίταξε ξανά και κούνησε το κεφάλι. «Ναι, αλλά εδώ έχει γίνει ένας φόνος», του είπε εκείνη κοφτά και του έδειξε κάπου στο δρόμο, μολονότι ήξερε ότι ήταν μάταιο. «Κάθε μέρα γίνονται φόνοι στο Τζαντσόου», απάντησε ο Αλεξέι Σέροφ και ανασήκωσε απότομα τους ώμους. «Μην ασχολείσαι καθόλου». Έκανε δυο βήματα και ειδοποίησε τους τρεις άντρες που περίμεναν υπομονετικά πίσω του να τον ακολουθήσουν. Μόνο τότε τους πρόσεξε η Λίντια. Ήταν στρατιώτες του Κούομιντανγκ.

Έφτασαν έξω από την πόρτα της. «Είναι μέσα η μητέρα σου;» τη ρώτησε. «Ναι», του είπε ψέματα. Ήθελε να μείνει μόνη της, ήθελε ησυχία. Είχε φτάσει τόσο κοντά στον Τσανγκ Αν Λο, όσο μια ανάσα, αλλά τώρα. Ο Αλεξέι Σέροφ αγνόησε παντελώς τις διαμαρτυρίες της και τη συνόδευσε μέχρι επάνω στη σοφίτα προσέχοντας το κεφάλι του στη στέγη την ώρα που ανέβαινε τα λιγοστά σκαλιά. Σε άλλη περίπτωση θα προτιμούσε να πεθάνει από την ντροπή της παρά να φέρει κάποιον στο δωμάτιο της Ακόμη και την Πόλι. Σήμερα όμως δεν την ένοιαζε καθόλου. Ο Σέροφ την κάθισε στον καναπέ και άρχισε να της δίνει το ένα φλιτζάνι τσάι πίσω από το άλλο δυνατό και γλυκό. Πού και πού της μιλούσε, αλλά όχι πολύ, και όταν επιτέλους κάθισε απέναντι της, εκείνη πρόσεξε το τσουγκρισμένο φλιτζάνι που κρατούσε στα χέρια του. Σιγά σιγά, σαν να είχε βγει μόλις από κάποιο υπόγειο και άθλιο τούνελ, άρχισε να βάζει τις σκέψεις της σε κάποια τάξη. Η ματιά του Σέροφ πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο της και όταν είδε ότι τον παρακολουθούσε, της χαμογέλασε. «Τα χρώματα είναι πανέμορφα!» είπε και της έδειξε τα μαξιλάρια στο χρώμα της μαγιέντας και τα ριχτάρια που υπήρχαν εδώ και εκεί. «Είναι υπέροχα!» Υπέροχα; Ποιος άνθρωπος, που είχε τα λογικά του, μπορεί να έβρισκε υπέροχη αυτή την τρισάθλια τρύπα; Ήπιε όλο της το τσάι και απόμεινε να παρατηρεί τον άντρα που ήταν στο σπίτι της. Έδειχνε απόλυτα χαλαρωμένος έτσι όπως καθόταν στην πολυθρόνα, όχι όπως ο Άλφρεντ που νόμιζες ότι καθόταν διαρκώς στα καρφιά. Η Λίντια είχε ένα παράξενο συναίσθημα ότι ο Αλεξέι Σέροφ θα ένιωθε άνετα όπου και αν βρισκόταν. Ή μήπως όλα αυτά ήταν θέατρο; Δεν μπορούσε να καταλήξει κάπου. Τα κοντά

καστανά του μαλλιά ήταν καθαρά και απαλά, και όχι με τόση μπριγιαντίνη όπως έβαζαν οι περισσότεροι, ενώ τα μάτια του είχαν μια πράσινη απόχρωση που της έφερνε στο νου τα μούσκλια που σκέπαζαν τον πλατύ βράχο στον Ορμίσκο της Σαύρας. Ήταν απόλυτα χαλαρωμένος: το πρόσωπο του, το στόμα του, το σώμα του, ακόμη και ο τρόπος που σταύρωνε τα πόδια του. Όλα πάνω του, εκτός από τα χέρια του. Ήταν μεγάλα και μυώδη και έδειχναν παράταιρα, λες και τα είχε δανειστεί από κάποιον άλλο. «Νιώθεις καλύτερα;» τη ρώτησε. «Ναι». Της χαμογέλασε μ’ έναν τρόπο σαν ν’ αμφισβητούσε την απάντηση της, παρόλα αυτά της είπε: «Ωραία, τότε να φύγω και εγώ». Εκείνη προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά είδε πως ήταν κουκουλωμένη με το πουπουλένιο της πάπλωμα. Πότε πρόλαβε και τη σκέπασε; Ο Σέροφ την πλησίασε και την περιεργάστηκε πολύ προσεκτικά. «Είναι επικίνδυνο για μια γυναίκα να πηγαίνει στις αποβάθρες. και όταν μάλιστα δεν συνοδεύεται, είναι σκέτη αυτοκτονία». «Δεν ήμουν μόνη μου. Ήμουν. είχα και παρέα. Έναν Κινέζο, αλλά εκείνος.» Καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε ν αρθρώσει τη λέξη. «Δολοφονήθηκε;» Κούνησε το κεφάλι της νευρικά. «Τον μαχαίρωσαν». Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν και τα έκρυψε κάτω από το πάπλωμα. «Πρέπει να πάω να το αναφέρω στην αστυνομία». «Ξέρεις πώς λεγόταν; Πού έμενε;» «Το μόνο που ξέρω είναι ότι λεγόταν Ταν Γουά». «Λίντια Ιβάνοβα, αν ήμουν στη θέση σου, εγώ δεν θα το έκανα», είπε με αυστηρό ύφος. «Μπορώ να σε βεβαιώσω ότι η κινέζικη αστυνομία ποσώς ενδιαφέρεται. Εκτός και αν ήταν πλούσιος,

βεβαίως. Τότε θα ενδιαφερόταν». Το σκελετωμένο και κίτρινο σαν ξεραμένος πηλός πρόσωπο του Ταν Γουά πέρασε μονομιάς από μπροστά της. «Όχι, δεν ήταν πλούσιος. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν αξίζει λίγη δικαιοσύνη». «Ξέρεις ποιος τον μαχαίρωσε; Ή πού μπορεί να είναι ο δολοφόνος του;» «Όχι». «Τότε ξέχασε το. Άλλος ένας που πεθαίνει στους δρόμους του Τζαντσόου». «Αυτό που λες είναι πολύ σκληρό». «Και να ήταν το μόνο.» Εκείνη καταλάβαινε ότι ο Σέροφ είχε δίκιο, αλλά δεν μπορούσε να βρει ησυχία. «Ήταν για το παλτό μου. Ο δολοφόνος ήθελε το παλτό μου. Ο Ταν Γουά είναι νεκρός για ένα σιχαμένο παλτό.» Πέταξε από πάνω της το πάπλωμα και βάλθηκε να βγάλει από πάνω της το χριστουγεννιάτικο παλτό, τραβολογώντας τα κουμπιά. Ο Αλεξέι Σέροφ σηκώθηκε, μάζεψε το μπλε πανωφόρι και με πολλή προσοχή της το κρέμασε στην καρέκλα όπου καθόταν ο ίδιος λίγο πριν. Έπειτα πήγε στον μικροσκοπικό νιπτήρα δίπλα στη μασίνα και επέστρεψε κρατώντας μια εμαγιέ γαβάθα γεμάτη νερό και μια πετσετούλα. «Έλα», της είπε, «πάρε να πλύνεις το πρόσωπο σου». «Τι;» «Το πρόσωπο σου». Της έβαλε στο χέρι τη βρεγμένη πετσέτα. «Πρέπει να φύγω, αλλά μόνο αν είσαι σίγουρη ότι είσαι.» Η Λίντια απόμεινε να τον κοιτάζει. Σηκώθηκε, πήγε στον καθρέφτη που ήταν κοντά στην πόρτα και κοιτάχτηκε. Έπαθε σοκ. Καθόλου περίεργο πώς την κοίταζε προηγουμένως εκείνος.

Το δέρμα της ήταν άσπρο σαν το χαρτί εκτός από μια γραμμή από πιτσιλισμένο αίμα στο πρόσωπο και το λαιμό, σαν γραμμή από φακίδες. Το ένα της μάγουλο ήταν πρησμένο —αυτό που την είχε χαστουκίσει ο Αμερικάνος- και είχε μια μεγάλη γρατσουνιά μπροστά από το αριστερό της αυτί, μάλλον θα είχε γδαρθεί έτσι όπως σερνόταν στους θάμνους. Το χειρότερο όμως ήταν τα μαλλιά της, αφού από τη μία μεριά ήταν κολλημένα από ξεραμένο αίμα: το αίμα του Ταν Γουά. Απέφυγε να κοιταχτεί κατάματα στον καθρέφτη. Φοβόταν αυτό που θ’ αντίκριζε μέσα στα μάτια της. Με γρήγορες κινήσεις καθάρισε το πρόσωπο της και μετά έβαλε το κεφάλι της κάτω από τη βρύση. Το νερό ήταν κρύσταλλο αλλά ένιωσε αμέσως πολύ καλύτερα. και πιο καθαρά. Ακόμη και μέσα της. Όταν σήκωσε το κεφάλι της, περίμενε ότι ο Αλεξέι Σέροφ θα είχε φύγει, αλλά εκείνος στεκόταν πίσω της με μια πετσέτα. Σκούπισε τα μαλλιά της και το δέρμα της, με μανία, λες και έτσι θα έφευγαν οι εικόνες από το μυαλό της, αλλά όταν προσπάθησε να βουρτσίσει τα μαλλιά της, το έκανε τόσο δυνατά που το χερούλι της βούρτσας έσπασε και αναγκάστηκε να σταματήσει. Πήρε μια ανάσα. Πιέστηκε να γελάσει. Ο Θεός να το κάνει γέλιο αυτό που της βγήκε. «Σ’ ευχαριστώ, Αλεξέι Σέροφ. Είσαι πολύ ευγενικός». Για πρώτη φορά εκείνος ένιωσε αμήχανα, χτύπησε τις φτέρνες του και έσκυψε το κεφάλι κάνοντας μια τυπική υπόκλιση . «Χαρά μου εάν μπόρεσα να βοηθήσω». Πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. «Σου εύχομαι ν’ αναρρώσεις γρήγορα από τη δοκιμασία που πέρασες σήμερα». «Πες μου κάτι, σε παρακαλώ». Εκείνος περίμενε. Τα πράσινα μάτια του γέμισαν ανησυχία. «Γιατί έχεις τους Κούομιντανγκ στις διαταγές σου;»

«Δουλεύω μαζί τους». «Χμμ.» «Είμαι στρατιωτικός σύμβουλος. Έχω εκπαιδευτεί στην Ιαπωνία». «Κατάλαβα». «Αυτό ήθελες να μάθεις;» «Ναι». «Τότε, αντίο Λίντια Ιβάνοβα». «Σπασίμπα, ντα σβίντάνια, Αλεξέι Σέροφ». Σ’ ευχαριστώ, στο επανιδείν, Αλεξέι Σέροφ. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και έφυγε. Αποκλείεται να είχε προλάβει να διαβεί την εξώπορτα όταν από το πλατύσκαλο ακούστηκε μια κοφτή φωνή. Ήταν η φωνή της μητέρας της, της Βαλεντίνας, η οποία αφού πρόφερε έναν καταιγισμό λέξεων -τις πιο πολλές δεν τις κατάλαβε η Λίντια-, έδωσε μια και μπήκε στη σοφίτα. «Λίντια, δεν θέλω να ξαναδώ αυτόν το Ρώσο εδώ μέσα, μ’ ακούς; Ποτέ. Σου το απαγορεύω, μ’ ακούς; Γαμώτο, κάνει ψοφόκρυο εδώ μέσα! Δεν θέλω να ξαναντικρίσω αυτή την καταραμένη οικογένεια. Λίντια, σεσένα μιλάω!» Όμως η Λίντια είχε ξανακουκουλωθεί με το πάπλωμα της και είχε πέσει στο κρεβάτι της. Είχε κλείσει τα μάτια αφήνοντας έξω όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Τσανγκ Αν Λο. Συγγνώμη. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Η Λίντια κοίταζε το σκοτάδι. Ένας πόνος της τριβέλιζε τα μηνίγγια τόσο δυνατά που νόμιζε ότι τη χτυπούσε κατευθείαν στην καρδιά. Για να στείλει ο Τσανγκ τον Ταν Γουά στον Ορμίσκο της Σαύρας, σημαίνει ότι πρέπει να είναι άρρωστος ή. πληγωμένος. Ήταν η μοναδική εξήγηση που μπορούσε να δώσει. Αλλιώς θα ερχόταν ο ίδιος, ήταν απόλυτα βέβαιη. Όσο βέβαιη ήταν για τη ζωή της. και τώρα εξαιτίας της, ο

Ταν Γουά ήταν νεκρός, πράγμα που σήμαινε ότι είχε θέσει τον Τσανγκ σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο. Χωρίς τον Ταν Γουά, ο Τσανγκ Αν Λο μπορεί να πέθαινε. Ο λαιμός της την πόνεσε καθώς προσπαθούσε να καταπιεί τους λυγμούς της. «Λίντια.» «Ναι, μαμά». «Πες μου, ντουσενκα, πιστεύεις ότι είμαι κακή μητέρα;» Η σοφίτα ήταν θεοσκότεινη σαν το θάνατο, εκτός από μια ελάχιστη δέσμη φεγγαρόφωτου που έμπαινε στο δωμάτιο σαν μια ασημένια γραμμή και φώτιζε την κουρτίνα της Λίντιας. Η μητέρα της έπινε ασταμάτητα, όλο το βράδυ, ενώ παράλληλα της μουρμούριζε δίπλα στο κρεβάτι της κι αυτό δεν ήταν ποτέ καλό σημάδι. «Τι θα πει κακή, μαμά;» «Μην είσαι χαζή, ξέρεις πολύ καλά τι σημαίνει κακή». Η Λίντια κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μιλήσει. Αυτή μπορεί να ήταν και η τελευταία τους νύχτα μαζί σε τούτο το δωμάτιο. «Δεν μου έχεις φτιάξει ποτέ τάρτα με δαμάσκηνα. Ούτε έχεις μπαλώσει ποτέ τις τρύπες στα ρούχα μου. Ούτε σκας αν πλένω κάθε βράδυ τα δόντια μου. Αυτά σε κάνουν κακή;» «Όχι». «Ασφαλώς και όχι». Ο άνεμος έκανε το παράθυρο να τρίζει. Η Λίντια νόμιζε ότι ήταν τα δάχτυλα του Τσανγκ στο τζάμι. Η μηχανή ενός αυτοκινήτου πέρασε και έσβησε. «Πες μου, ντουσενκα, τι έχω κάνει σωστό». Η Λίντια διάλεξε τις λέξεις με πολλή προσοχή. «Με πρόσεχες. Αν και μπορούσες, όποτε ήθελες, να μ εγκαταλείψεις στο βρεφοκομείο Σεντ Μαίρη. Οπότε θα ήσουν

ελεύθερη και θα έκανες ότι ήθελες». Σιωπή. «Επίσης μου έδωσες τη μουσική, που είναι όλη μου η ζωή. Αχ, μαμά, μου έδινες φιλιά. και πολύχρωμα φουλάρια. και μ’ έμαθες να προσέχω τα λόγια μου, ακόμη και όταν σε τρέλαινα με όλα αυτά που μου ξέφευγαν. Μ’ έμαθες να σκέφτομαι, και το σπουδαιότερο απ’ όλα, μ’ άφησες να κάνω τα δικά μου λάθη». Ένα περαστικό σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι και η ασημένια γραμμή χάθηκε. Η Βαλεντίνα εξακολουθούσε να μένει σιωπηλή. «Μαμά, τώρα είναι η σειρά σου. Εγώ, τι έχω κάνει σωστό;» Ένας βαθύς αναστεναγμός ακούστηκε από την άλλη άκρη του δωματίου και τελικά, αφού πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό, η Βαλεντίνα μίλησε. «Και μόνο που είσαι ζωντανή είναι αρκετό. Είναι τα πάντα για μένα». Τα λόγια της μαμάς της έμοιαζαν με φλόγα που θεριεύε μέσα στο σκοτάδι και σιγόκαιγε το κεφάλι της. Σφάλισε τα μάτια της. «Ντουσενκα, κοίταξε τώρα να κοιμηθείς. Αύριο είναι μια μεγάλη μέρα». Όμως μια ώρα αργότερα, η Βαλεντίνα ψιθύρισε μες στο σκοτάδι: «Για χάρη μου, κοίταξε να είσαι ευτυχισμένη, αγάπη μου». «Δεν είναι και εύκολο». «Το ξέρω». Η Λίντια πίεσε τις γροθιές της στα μάτια της για ν’ αποδιώξει την εικόνα του Τσανγκ, μονάχο του και άρρωστο. Δεν υπήρχε ευτυχία δίχως αυτόν, ωστόσο ήταν αποφασισμένη να μην πάψει να ελπίζει.

32 Λαχταριστά όμορφο. Έτσι του φάνηκε του Τέο εκείνο το πρωινό το Τζαντσόου. Όλη τη νύχτα χιόνιζε και τώρα η πόλη έλαμπε ολόκληρη. Οι μουντές γκρίζες στέγες της πόλης είχαν καλυφθεί από το κατάλευκο χιόνι και τα γείσα γύρω τους έμοιαζαν με έλκηθρα που ανεβοκατέβαιναν σε χιονισμένα μονοπάτια. Ακόμη και οι εγγλέζικες επαύλεις φάνταζαν σήμερα εύθραυστες, έτσι όπως ήταν ντυμένες στα λευκά. Το χρώμα του ουρανού ήταν ρόδινο και έκανε τα πάντα να λάμπουν, ακόμη και την αυλή του σχολείου κάτω, όπου τα χνάρια από τα πόδια κάποιου νυχτερινού πλάσματος φαίνονταν να την έχουν διασχίσει από τη μια άκρη ως την άλλη. «Τίγιο, πρέπει να φύγεις, αν δεν θέλεις ν’ αργήσεις». Απρόθυμα εκείνος απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Η Λι Μέι στεκόταν πίσω του φορώντας μια ολόλευκη πουκαμίσα, σαν χιονονιφάδα. Την πήρε στην αγκαλιά του και φίλησε τα απαλά της χείλη αλλά, μόλις ένιωσε τα μαγουλά της να υγραίνονται, την άφησε. Ήταν τόσο τρυφερή! Πήρε το ψηλό καπέλο που κρατούσε στα χέρια της. Ήταν γκρίζο και πάνω του έδειχνε γελοίο. Φορούσε ένα πρωινό παμε μια γελοία ουρά και ένα σκληρό λευκό κολάρο. Η Λι Μέι του άγγιξε το μάγουλο, μύρισε το λουλούδι στο πέτο του και του ίσιωσε το καπέλο. «Τίγιο, αγάπη μου, είσαι πολύ όμορφος». «Ένας πολύ όμορφος χαζός», γέλασε εκείνος. Γέλασε και εκείνη μαζί του. «Έλα μαζί μου», της είπε εκείνος. «Όχι, αγάπη μου». «Γιατί;» «Δεν θα ήταν σωστό».

«Ξεχνά ποιο θα ήταν το σωστό». «Προτιμώ να κάνω άλλα πράγματα σήμερα». «Σαν τι;» «Θα πάω να μιλήσω στον πατέρα μου». «Στον Φενγκ Του Χονγκ; Καταραμένος να ναι! Ορκίστηκες να μην τον ξαναδείς». Εκείνη έσκυψε το κεφάλι και τα μαύρα της μαλλιά ξεχύθηκαν σαν κουρτίνα που έπεσε ανάμεσα τους. «Το ξέρω. Πατάω τον όρκο μου. Προσευχήθηκα στους θεούς να με συγχωρήσεις γι’ αυτό που θα κάνω». «Γλυκιά μου, μην πας σ’ αυτόν. Σε παρακαλώ! Μπορεί να σε βλάψει και δεν θα το αντέξω». «Ή μπορεί να τον βλάψω εγώ», του είπε και τον κοίταξε με τα αμυγδαλωτά της μάτια. Λαχταριστά όμορφη. Ο Τέο προσπαθούσε να συγκεντρωθεί. Ευτυχώς η γαμήλια τελετή ήταν σύντομη. Αυτό ήταν και το πλεονέκτημα ενός πολιτικού γάμου εν αντιθέσει με τις εκκλησίες. Σύντομος και κατευθείαν στο θέμα. Πάντως, ήταν ντροπή για τον Άλφρεντ. Θα ήθελε πολύ ν’ ανταλλάξει όρκους ενώπιον του Θεού στην εκκλησία, αλλά από τη στιγμή που επέμενε να παντρευτεί μια γυναίκα ήδη παντρεμένη μία φορά, τι περίμενε και εκείνος; Η Εκκλησία της Αγγλίας ήταν πολύ σχολαστική σε αυτές τις λεπτομέρειες. Η νύφη αστραποβολούσε. Αυτό ήταν πρόβλημα για τον Τέο. Καθόταν στην μπροστινή σειρά των καθισμάτων, πίσω από το γαμπρό, και κοίταζε καλά καλά τους καλεσμένους γύρω του με τα καπέλα τους, τα αρώματα τους και τις σφιχτοδεμένες γραβάτες τους. Αυτό που τον ενοχλούσε ήταν το κρεμ μπολερό της νύφης. Ήταν όλο κεντημένο με μικροσκοπικές πέρλες που κουνιόνταν και λαμπύριζαν με κάθε της ανάσα και κάθε φορά που έπεφτε το φως πάνω τους, αυτές στραφτάλιζαν και έκαναν το κεφάλι του Τέο να

γυρίζει σαν σβούρα. Συγκεντρώθηκε στην πλάτη της νύφης, στους καλοσχηματισμένους γοφούς της κάτω από το σιφόν -στο χρώμα του ελεφαντόδοντου-, στις απαλές της καμπύλες. Ξαφνικά ένιωσε την επιθυμία να βρεθεί στο σπίτι με τη Λι Μέι. και μάλιστα στο μπάνιο. Και η γλώσσα του να ταξιδεύει στους μηρούς της. Κούνησε το κεφάλι του και προσπάθησε ν’ απαλλαγεί από τέτοιου είδους σκέψεις. Αυτές τις μέρες δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί με τίποτε, και αυτό τον ανησυχούσε πολύ. Έβγαλε τα γκρίζα γάντια του και έτριψε τα χέρια του νευρικά, μη δίνοντας σημασία στο θόρυβο, αλλά μια γυναίκα πίσω του του χτύπησε τον ώμο με νόημα και εκείνος αναγκάστηκε να σταματήσει. Ήταν καμιά τριανταριά προσκεκλημένοι, κυρίως συνάδελφοι του Άλφρεντ από τον Ημερήσιο Κήρυκα, και ο Τέο αναγνώρισε και ένα-δυο παιδιά από τη λέσχη, καθώς και μια ηλικιωμένη γυναίκα με μεγάλο στήθος κάτω από τον ταφτά της, βέρα Ρωσίδα την οποία δεν γνώριζε, όπως και ένα λαμπερό αλλά αδύνατο ζευγάρι με άσπρα σαν σύννεφα μαλλιά, που όλο γελούσε. Θυμήθηκε αμυδρά τον Άλφρεντ που του είχε πει ότι ήταν συνταξιούχοι ιεραπόστολοι που ζούσαν στο ίδιο σπίτι με τη Βαλεντίνα. «Εσύ, ο Άλφρεντ Φρέντερικ Πάρκερ, δέχεσαι για γυναίκα σου.» Όχι, τα λόγια ήταν λάθος. Η γυναίκα ήταν εκείνη που δεχόταν για άντρα της τον Άλφρεντ. Ήταν πασιφανές σε όλους, εκτός από τον ίδιο τον δύστυχο. Αυτή η γυναίκα μαζί με την κόρη της. Ο Τέο έτριψε με τα γαντοφορεμένα του χέρια τα μάτια του που έκαιγαν. Πού ήταν η κόρη; Θυμήθηκε ότι νωρίτερα η μικρή περπατούσε πίσω από τη μητέρα της, μέσα στην αίθουσα, στητή και απόμακρη. Αυτό το κορίτσι ήξερε πώς να στέκεται. Έμοιαζε με βασίλισσα της

ζούγκλας με το πράσινο φόρεμα της και τα χάλκινα μαλλιά της να λάμπουν. Έψαξε στο διάδρομο και την είδε. Κοίταζε τα βεραμάν γάντια της και τραβούσε με νευρικές κινήσεις τα δάχτυλα της. Τα μακριά μαλλιά της δεν κατόρθωναν να κρύψουν τη μακριά γρατσουνιά που είχε κοντά στ’ αυτί της. Ήταν εμφανές ότι είχε μαλώσει στη ζούγκλα της. Ο Τέο έγειρε πίσω στο κάθισμα του και έκλεισε τα μάτια. Αυτομάτως βρέθηκε σ’ έναν κόσμο γεμάτο σαμπάν, καταστρώματα και κίτρινα δόντια. Ήταν τόσο καθαρά όσο και το όνειρο του να δει τον Κρίστοφερ Μέισον πάνω σε μια ακυβέρνητη σχεδία στην εκβολή του ποταμού, κατασκεπαστό από φίδια που θα του τρώνε τα μάτια και θα μπαινοβγαίνουν στ’ αυτιά του. Ο Τέο χαμογέλασε και άρχισε να ροχαλίζει. «Τέο, φίλε μου, τι λες; Ωραίο δεν είναι;» «Όντως, Άλφρεντ, νοίκιασες ένα πολύ ωραίο σπίτι». Βρισκόταν στο ανατολικό μέρος της Αγγλικής Συνοικίας κοντά στην εκκλησία του Αγίου Σεβαστιανού, χωμένο σένα δρόμο γεμάτο δέντρα. «Εσύ και η όμορφη νύφη θα πρέπει να είστε πολύ ευτυχισμένοι εδώ». Απέφυγε ν’ αναφέρει και την κόρη. «Κι εγώ έτσι λέω». Κάθονταν στο πεζούλι και χάζευαν τον μεγάλο κήπο μπροστά τους που ακόμη και μες στο καταχείμωνο έδειχνε υπέροχος, τόσο φροντισμένος που ήταν. Ο καπνός από τα πούρα έκανε κύκλους ψηλά στον παγωμένο αγέρα και τα ποτήρια με το κονιάκ είχαν αδειάσει. Ο Τέο ήθελε σαν τρελός να φύγει. Τα μάτια του έκαιγαν και τον πονούσε το δέρμα του. Ένιωθε λες και ένα τρωκτικό είχε τρυπώσει στο πετσί του και του ροκάνιζε τις νευρικές απολήξεις. Πίσω του, στην τραπεζαρία, οι φωνές δυνάμωναν ολοένα καθώς οι καλεσμένοι χαλάρωναν τρώγοντας και πίνοντας στη γαμήλια δεξίωση. Η ορχήστρα του

Πολ Χουάιτμαν τους παρέσερνε στους ρυθμούς της. Ο ήχος του τρυπούσε τ’ αυτιά και τον τρέλαινε. «Γρήγορα, έτσι;» τον ρώτησε. «Από λεπτό σε λεπτό». Ο Άλφρεντ κοίταξε το ρολόι της τσέπης του. «Το ταξί θα μας πάει στο σταθμό στις τρεισήμισι. Θα μείνουμε μία ολόκληρη εβδομάδα στην Ντατόνγκ. Μονάχα οι δυο μας. Ταξίδι του μέλιτος. Η Βαλεντίνα κι εγώ», είπε μένα πλατύ χαμόγελο. «Θα λατρέψεις το ναό Χουαγιουάν». «Ανυπομονώ να τον δω. Το ίδιο και η Βαλεντίνα». «Το πιστεύω. και το κορίτσι;» «Η Λίντια;» «Ναι. Θα μείνει εδώ; Ή μαζί με.» Το μυαλό του Τέο δεν μπορούσε να θυμηθεί το μικρό όνομα του ξανθού κοριτσιού. Σάλι; Ντόλι; Πόλι;. αυτό ήταν. «. ή με την Πόλι;» Για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα το χαμόγελο του Άλφρεντ ξεθώριασε προς στιγμήν. «Εκείνη θέλησε να μείνει εδώ. Θα είναι ο μάγειρας και η γυναίκα του που ζουν εδώ, και κάθε μέρα θα έρχονται ο κηπούρος και το παιδί για τα θελήματα, οπότε δεν πρόκειται να είναι μόνη της». «Οπότε δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείτε καθόλου». «Η αλήθεια είναι ότι δεν νιώθω απόλυτα ήσυχος. Αρνήθηκε να πάει να μείνει με τους Μέισον, οι οποίοι την κάλεσαν, και ούτε θέλει ν’ ακούσει την ιδέα μου να προσλάβω μια σοβαρή γυναίκα που θα μπορούσε να είναι η συνοδός της όσο θα λείπουμε εμείς». Έβγαλε τα γυαλιά του και τα καθάρισε. «Μία εβδομάδα είναι μονάχα», μονολόγησε δυνατά, «και εξάλλου φέτος μπαίνει στα δεκαεφτά. Τι μπορεί να της συμβεί μέσα σε μία εβδομάδα;». Ο Τέο γέλασε και προτίμησε να κοιτάξει τις νοτισμένες πέτρες κάτω από τα παπούτσια του παρά τα φώτα στο σπίτι που έκαναν

τα μάτια του να τρεμοπαίζουν. «Καλέ μου φίλε, μη φοβάσαι. Το κορίτσι αυτό ξέρει να φροντίζει τον εαυτό του μια χαρά». Ο Άλφρεντ τον κοίταξε με σοβαρό ύφος. «Αυτό είναι που μ’ ανησυχεί». «Τι είναι αυτό που σ’ ανησυχεί, άγγελε μου;» είπε η Βαλεντίνα που είχε πάει να τους βρει. «Ανησυχώ μήπως χιονίσει ξανά και έχει καθυστέρηση το τρένο μας». «Ανοησίες, ακόμη και ο καιρός σήμερα είναι με το μέρος μας. Όλα θα πάνε καλά». Εκείνη γέλασε και πλησίασε πιο κοντά στον άντρα της, έγειρε πάνω του και αφέθηκε. Ο Άλφρεντ έσκυψε και αυτός, την αγκάλιασε από τη μέση και εκείνη έστρεψε το πρόσωπο της προς αυτόν, όπως το λουλούδι στον ήλιο, σκέφτηκε ο Τέο. Έβλεπε το φίλο του που έλαμπε ολόκληρος από περηφάνια και από έναν τόσο πολύ παθιασμένο έρωτα, ώστε υπήρχε κάτι αόριστα άσεμνο στην ατμόσφαιρα. Ο Τέο φοβήθηκε γι’ αυτόν. Το κρύο ήταν τσουχτερό έξω και η Βαλεντίνα φορούσε μόνο το κρεμ σιφόν φόρεμα της που ανέμιζε καθώς εκείνη κουνιόταν. Παρατήρησε ότι έδειχνε να κρυώνει κάτω από το λεπτό ύφασμα. Ο Τέο προτιμούσε πιο πολύ τα έντονα κόκκινα ρούχα κόκκινο το χρώμα της ευτυχίας, που οι Κινέζοι το φορούσαν στους γάμους τους αντί για τα αχνά ρούχα στις αποχρώσεις του λευκού που προτιμούσαν οι Δυτικοί, αλλά ακόμη και έτσι, όφειλε να ομολογήσει ότι εκείνη ήταν πανέμορφη. Τα μαύρα μαλλιά της και τα μάτια της έλαμπαν. Γύρω από τον μακρύ λαιμό της κρέμονταν τρεις σειρές μαργαριτάρια, διάφανα όπως και το δέρμα της. Ξαφνικά κατάλαβε ότι εκείνος την κοίταζε και γύρισε να του ανταποδώσει το βλέμμα του. Έπειτα στράφηκε στον Άλφρεντ και

του χαμογέλασε. «Άγγελε μου, πάμε μέσα στο σπίτι. Έχει πολλή παγωνιά έξω και ο κύριος Γουίλαμπι είναι κατάχλομος». «Μα το Θεό, έχει δίκιο, Τέο. είσαι κίτρινος σαν το λεμόνι. Να εμπιστεύεσαι τις γυναίκες». «Αυτό κάνω», είπε ο Τέο και προχώρησε προς το σπίτι, αλλά είχε και την έννοια να φύγει. Μόλις το νιόπαντρο ζευγάρι μπήκε στην τραπεζαρία, πιασμένο χέρι χέρι, όλοι χειροκρότησαν και άρχισαν ένα τραγούδι του γάμου. Στην είσοδο του σπιτιού ακούστηκαν δυνατές φωνές. Το τραγούδι σταμάτησε απότομα. Ένα θυμωμένο μουγκρητό γέμισε το δωμάτιο και το παιδί για τα θελήματα άρχισε να τρέμει σαν πουλάκι. Ο Τέο, προς στιγμήν, αναρωτήθηκε μήπως πρόκειται για καμιά από τις παραισθήσεις του. Παραήταν φοβερό αυτό που έβλεπε για να είναι αληθινό. Ένας πελώριος άντρας, με φοβερή όψη και λιώμα απ’ το μεθύσι, όρμησε καταμεσής της γαμήλιας γιορτής και άρχισε να καταριέται στα ρώσικα. Είχε μια κατσαρή μαύρη γενειάδα, ένα κουρέλι σκέπαζε το ένα του μάτι, και τα ρούχα του έζεχναν λες και είχε να τα πλύνει από την επανάσταση των μπολσεβίκων. Όλοι κοίταζαν τον εισβολέα επιφυλακτικά. Δεν επρόκειτο καθόλου για παραίσθηση. Το δωμάτιο έμοιαζε να μη χωράει αυτό το τεράστιο πλάσμα που τραύλιζε, μούγκριζε και τρέκλιζε στο διάβα του. «Είναι πιωμένος». «Μακάρι να είχα το όπλο μαζί μου». «Να πάρουμε την αστυνομία». «Τζόνι, κάνε πίσω, ειδάλλως θα πάθεις κακό». Ο Τέο μπήκε στο δρόμο του. Δεν ήταν απολύτως σίγουρος τι σκόπευε να κάνει - μπορεί να τραβούσε το κοντό μαχαίρι που το

είχε σένα θηκάρι κοντά στον αστράγαλο του και που αυτές τις μέρες το κουβαλούσε μαζί του. Μπορεί να νόμιζε ότι τα φώτα που έπαιζαν μες στο κεφάλι του να τον έκαναν αόρατο στον αγριάνθρωπο και έτσι θα μπορούσε να του καταφέρει μια γροθιά. Αυτή η εντελώς παράλογη σκέψη πέρασε από το μυαλό του Τέο. Το μόνο που ήξερε και τον ένοιαζε ήταν να μην πάθει κακό ο Άλφρεντ. και ειδικά τη μέρα του γάμου του. Το πλάσμα με το μοναδικό μαύρο μάτι τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και ξαφνικά έστειλε μια γροθιά στο πρόσωπο του. Ένα δυνατό τράβηγμα έστειλε τον Τέο να κυλιστεί στη μια άκρη και η γροθιά κατέληξε στον ώμο του αντί στο μάγουλο του. Δυο κεχριμπαρένια μάτια τον κοίταξαν καλά καλά και εκείνος είδε τα χέρια του κοριτσιού από τη Ρωσία να είναι ακόμη γραπωμένα στον ώμο του και να τον τραβάνε. και ύστερα εκείνη χάθηκε. Αν και ο πόνος του σφυροκοπούσε το μυαλό και το φως του τύφλωνε τα μάτια, προσπάθησε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ο Ρώσος ληστής είχε ορμήσει στο νιόπαντρο ζευγάρι. Ο Άλφρεντ, ο προσηνής και ήπιος Άλφρεντ, με μια κραυγή ζώου και με απρόσμενη λύσσα όρμησε να προστατεύσει την αγαπημένη του, όμως ο τύπος τον έστειλε στην άλλη άκρη και μόλις που του κουνήθηκε ένας μυς. Ο Αλφρεντ ήταν πεσμένος καταγής και από το κεφάλι του έτρεχε αίμα. Ουρλιαχτά. Κάποιος ούρλιαζε. Η Βαλεντίνα Ιβάνοβα -όχι, η Βαλεντίνα Πάρκερ- ούρλιαζε στα ρώσικα στον πελώριο άντρα. Τον χαστούκισε. Όχι μία φορά αλλά τρεις. Ήταν σαν να έβλεπες ένα γατάκι να παίζει με τη μουσούδα του λιονταριού. Αυτός ακόμη δεν την είχε αγγίξει. Άρχισε να βρυχάται και να κουνάει πέρα-δώθε το κεφάλι του. Εκείνος τρίκλιζε και παραπατούσε, ήταν πολύ πιωμένος για να σταθεί ακίνητος και εκείνη εξακολουθούσε να του φωνάζει.

«Πασόλ βον. Χάσου από δω. Ουμπφάισια ατσιούντα γχριάζναγια σβινγιά. Εξαφανίσου από δω βρομογούρουνο». «.Προντάζναγια σκούρα! Πουλημένο τομάρι!» της ανταπάντησε μουγκρίζοντας εκείνος και μετά σταγγλικά: «Είσαι πόρνη». Ο Τέο πήγε κοντά στον Άλφρεντ και τον βοήθησε να σηκωθεί. «Σταματήστε. Σταματήστε. Πρεκρατίτε». Η φωνή ήταν της Λίντιας. Είχε γραπώσει το χοντρό χέρι του άντρα και τον τραβούσε για να την κοιτάξει. Εκείνος γύρισε πολύ αργά προς το μέρος της. «.Πασλί. Πάμε», του είπε παροτρύνοντας τον. «Έλα μαζί μου. ΜπίστροΑ Αλλιώς θα πας σαν το σκυλί σταμπέλι». Αυτό ήταν. Οι φωνές σταμάτησαν. Ο άντρας είχε φύγει. Ο Άλφρεντ έτρεχε προς τη Βαλεντίνα. Η Λίντια είχε εξαφανιστεί. Το τελευταίο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί ο Τέο ήταν η μικροσκοπική κοπέλα που έσερνε έξω από το δωμάτιο τον θηριώδη άντρα και εκείνον να την ακολουθεί ήσυχα, ενώ τα δάκρυα μούσκευαν την πυκνή γενειάδα του. Η ηλικιωμένη γυναίκα με το μεγάλο στήθος στεκόταν με τα χέρια τεντωμένα στη μέση του δωματίου και κοιτάζοντας το ταβάνι αναφωνούσε με βαριά ρώσικη προφορά: «Θα πληρώσεις γι’ αυτό. Μάρτυς μου ο Θεός, θα πληρώσεις γι’ αυτό». Ο Τέο αναρωτιόταν αν εννοούσε εκείνον.

33 Η Λίντια έτρεχε. Ακόμη και μεθυσμένος, ο Λιεφ έτρεχε πολύ γρήγορα με τα μακριά του πόδια, λες και τον κυνηγούσε κανένας δαίμονας. «Ανάθεμα σε, Λιεφ Παπκόφ!» τον έβριζε. «Πήγαινε πιο σιγά». Εκείνος κοντοστάθηκε και την κοίταξε με το μοναδικό τσιμπλιασμένο του μάτι. Ήταν έκπληκτος που την είδε δίπλα του. «Γιατί, γιατί όλα αυτά;» απαίτησε εκείνη να μάθει. «Γιατί χάλασες τη γαμήλια δεξίωση;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι και άρχισε να περπατάει πιο αργά. Έβρεχε τώρα, αλλά το κρύο ήταν τόσο δυνατό που μπορεί να έριχνε χιόνι από στιγμή σε στιγμή. Η Λίντια δεν ήταν κατάλληλα ντυμένη. Το πράσινο φόρεμα της, κεντημένο με χάντρες, δεν την προφύλασσε καθόλου από τον κινεζικό χιονιά. Είχε αρπάξει το παλτό της από την ντουλάπα στην είσοδο του σπιτιού, πριν βγει έξω -το παλιό τριμμένο παλτό της, όχι το καινούργιο το ματοβαμμένο, εκείνο το μισούσε-, αλλά φορούσε κάτι γελοία σατέν παπούτσια και δεν είχε καπέλο. Του άρπαξε το χέρι και του το έσφιξε δυνατά. Ο φόβος της ότι ο καβγάς που είχε με τη μητέρα της μπορεί να τον έκανε να την εγκαταλείψει την ώθησε να τον πιάσει ακόμη πιο δυνατά και να συγκεντρωθεί για να βρει τις σωστές ρώσικες λέξεις. «Γιατί το έκανες αυτό στη μητέρα μου; Πες μου, γιατί;» «Μια Ρωσίδα πρέπει να παντρεύεται ένα Ρώσο», γρύλισε και έσκυψε το κεφάλι του στη βροχή. Δεν σκόπευε να μιλήσει άλλο. «Αυτά είναι ανοησίες, Λιεφ Παπκόφ». και εκείνη όμως προτίμησε να μην πει τίποτε άλλο. Τα ρωσικά της δεν επαρκούσαν για να του εκφράσει τα αισθήματα της. Η παραμορφωμένη από το θυμό όψη της μητέρας της είχε ταρακουνήσει τη Λίντια. Της είχαν ταρακουνήσει όλο της το σύμπαν. Γιατί είχε ορμήσει ο Λιεφ μέσα

στο σπίτι; Δεν μπορούσε να δώσει απάντηση σε τίποτε. Τον οδήγησε προς τις αποβάθρες, μετά τον σιδηροδρομικό σταθμό. Εκείνος αδιαφορούσε παντελώς προς τα πού πήγαιναν, έδειχνε να μην έχει συναίσθηση της κατάστασης του έως ότου ένα κορίτσι της νύχτας με κοντό κίτρινο φόρεμα που αναδείκνυε τα πόδια του και με τραγουδιστή φωνή τον πλησίασε και τον άγγιξε στο μάγουλο με κάτι πράσινα νύχια σαν λέπια δράκου. «Γουστάρεις παιχνιδάκια;» Εκείνος την έσπρωξε από κοντά του, σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε τους ψηλούς μεταλλικούς γερανούς, τα ατέλειωτα στέκια χαρτοπαιξίας και τις συμμορίες των χαμάληδων. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι έβρεχε. Το κακοπαθημένο μάτι του κοίταξε τη Λίντια και ζάρωσε. «Έχω ένα σχέδιο», του είπε εκείνη στα ρώσικα. «Βρήκα κάποιον που γνωρίζει το φίλο μου ξέρεις, αυτόν που γυρεύω. Αυτός που βρήκα είναι. νεκρός. Δεν πολυκαταλάβαινα κάτι κινέζικα που μου έλεγε, αλλά είπε το όνομα Γκάλφιλντ. Νομίζω ότι πρέπει να είναι κάπου εδώ». «Γκάλφιλντ;» «Ντα». Εκείνη καταλάβαινε ότι του τα έλεγε μπερδεμένα, αλλά της ήταν δύσκολο να μιλήσει στη γλώσσα του. Η ανυπομονησία της την έκανε να μην ξέρει τι λέει. Τον τράβηξε προς τα κτίρια και του έδειξε τις ταμπέλες στις προσόψεις τους. «Μάντρα Ξυλείας Τζέφερσον» και «Πρακτορείο Λαμαρτιέρ». Κατά μήκος του δρόμου υπήρχαν οι «Ντερκ και Γκριν Αμαξοποιοί» και «Γουίνκμαν Προμηθευτές Πλοίων». Όλοι μαζί ανάμεσα στις κινέζικες επιχειρήσεις. Έκανε νόημα στον Λιεφ. «Ο Γκάλφιλντ; Πού είναι αυτή η φίρμα; Πρέπει να ρωτήσεις».

Εκείνος έδειξε ότι κατάλαβε. «Γκάλφιλντ», επανέλαβε μόνος του. «Ναι». Της είχε πάρει πολλές ώρες. Ξύπνια όλο το βράδυ, ζούσε και ξαναζούσε τον εφιάλτη της προηγούμενης μέρας. Έβλεπε διαρκώς να καρφώνουν το μαχαίρι στον Ταν Γουά. Άκουγε τον μαλακό και συνάμα βραχνό βήχα του. Ένιωθε το αίμα. Πώς είναι δυνατόν ένα τόσο αδύνατο πλάσμα να έχει τόσο πολύ αίμα; Ήθελε να ουρλιάξει «όχι, όχι», αλλά το μυαλό της πήγαινε ακόμη πιο πίσω: στο δάσος. Όταν ρώτησε για πρώτη φορά τον Ταν Γουά για τον Τσανγκ Αν Λο. Ο συρφετός από μπερδεμένες λέξεις δεν της έλεγε τίποτε, όμως εκείνη τις ξανάφερνε στο μυαλό της. Θυμόταν. Ακουγε. Έβλεπε τα μάτια του που κοίταζαν πέρα-δώθε. Το άτριχο πρόσωπο του, όμοιο με σκελετό. Τα δόντια του, κίτρινα και σπασμένα. Λέξεις. Ήχοι. Όλα άγνωστα και ξένα. Καθώς οι πτυχές της διαχωριστικής κουρτίνας από μαύρες γίνονταν γκρι, το ξημέρωμα εκείνου του τελευταίου πρωινού στη σοφίτα, μια λέξη εμφανίστηκε μπροστά της ανάμεσα στις άλλες, τις χωρίς νόημα. Γκαλφιλντ. Ο Ταν Γουά είχε ξεστομίσει σίγουρα αυτή τη λέξη. Γκάλφιλντ. Ροκάνιζε τη λέξη στο μυαλό της σαν να ταν κόκαλο. Το ότι είχε έρθει για να την οδηγήσει στον Τσανγκ, αυτό ήταν ξεκάθαρο. Έπειτα είχε δείξει με το κοκαλιάρικο χέρι του στην προκυμαία και είχε πει Γκάλφιλντ. Εκείνη ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για κάποια επιχείρηση, κάποια εμπορική εταιρεία ή, τέλος πάντων, κάτι τέτοιο. Το Γκάλφιλντ ήταν εγγλέζικο όνομα και επειδή Εγγλέζοι δεν έμεναν στις προκυμαίες, μάλλον επρόκειτο για εταιρικό όνομα. Σκόπευε ν’

αναζητήσει τον Λιεφ Παπκόφ όταν θα έφευγε η μητέρα της με τον Άλφρεντ, αλλά ο Λιεφ είχε φροντίσει να εμφανιστεί εκείνος πρώτος. Οι μελλόνυμφοι θα έφευγαν έτσι και αλλιώς, και με όλη αυτή την αναστάτωση ήταν πολύ πιθανό να μην είχαν πάρει είδηση ότι εκείνη δεν ήταν εκεί. Αποκλείεται να τους έλειπε. «Λίντια Ιβάνοβα.» είπε ο αρκουδάνθρωπος. Η φωνή του τώρα ήταν πιο σταθερή και οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του πιο καθαρές. «Γιατί θέλεις αυτόν το φίλο τόσο πολύ;» Τον κοίταξε καλά καλά. «Αυτό είναι δική μου δουλειά». Εκείνος κυριολεκτικά μούγκρισε. Ύστερα έβαλε το χέρι του μέσα στη σιχαμερή τσέπη του παλτού του και έβγαλε ένα πάκο χαρτονομίσματα. Πήρε το χέρι της στην τεράστια παλάμη του, ακούμπησε τα χρήματα, της δίπλωσε τα δάχτυλα και της τα έκρυψε από τα ζηλόφθονα βλέμματα. «Διακόσια δολάρια», της είπε στα αγγλικά. Ένιωσε να την κατακλύζει ένα κύμα ναυτίας. Η επιστροφή των χρημάτων σήμαινε κάτι οριστικό. Ο Λιεφ Παπκόφ είχε τελειώσει μαζί της. «Μη φεύγεις». Εκείνος δεν μίλησε. Έβγαλε μόνο το μακρύ μάλλινο κεφαλομάντιλο από το λαιμό του, της τύλιξε τα βρεμένα μαλλιά και το υπόλοιπο της το πέρασε στους ώμους. Βρομοκοπούσε -ένας Θεός ξέρει τιξινίλα και μπαγιατίλα και όλα αυτά ανακατεμένα με καπνό και σκόρδο, ωστόσο κάτι στη χειρονομία του της καταλάγιασε το φόβο. Δεν επρόκειτο να την αφήσει. Στα σίγουρα. Κι όμως, την άφησε. Ένιωσε προδομένη, μολονότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να νιώθει έτσι. Ήταν μια επαγγελματική συναλλαγή, τίποτε άλλο. Διακόσια δολάρια προστασίας, αυτό είχε αγοράσει. Ο Λιεφ τα άξιζε και με

το παραπάνω όσον καιρό εκείνη έψαχνε το επικίνδυνο μέρος και σίγουρα ο Άλφρεντ είχε πληρώσει πολύ λιγότερα για το καινούργιο παλτό της. Τώρα όμως ο Λιεφ της είχε επιστρέψει τα χρήματα. Μέχρι το τελευταίο σεντ. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Κι ακόμη δεν καταλάβαινε γιατί αυτό την είχε πειράξει τόσο πολύ. Επρόκειτο για δουλειά. Τίποτε παραπάνω. Τον έβλεπε να πηγαίνει προς ένα χαμπάχ και ήξερε ότι θ’ αργούσε πολύ να βγει από κει. Πήγαινε να πιει. Ήθελε να του φωνάξει. Να τον παρακαλέσει. Όχι. Σκέπασε το πρόσωπο της με το μαντίλι όσο πιο πολύ μπορούσε και άρχισε να περπατάει σύρριζα στον τοίχο, με τα μάτια χαμηλωμένα στη γη και αποφεύγοντας να κοιτάξει τον κόσμο που πηγαινοερχόταν. Ήξερε ότι κινδύνευε. Θυμήθηκε τον στρογγυλοπρόσωπο άντρα που προσπάθησε να την αγοράσει και τον Αμερικανό ναύτη. Ψηλάφισε στην τσέπη της τα διακόσια δολάρια και μπήκε στον πειρασμό να τα πετάξει, γνωρίζοντας ότι αυτά θα μεγάλωναν τον κίνδυνο, αλλά τελικά δεν το έκανε. Αυτό που ήθελε να κάνει ήταν να μπει σε μια ευρωπαϊκή εταιρεία και να ρωτήσει. Τόσο απλά. Ένα χέρι την ακούμπησε στον ώμο και δυο μαύρα μάτια την κοίταξαν χαμογελαστά. Εκείνη αναπήδησε και βιάστηκε να τρέξει στην πρώτη πόρτα που είδε μπροστά της με αγγλική πινακίδα: Ε. Χαλιντέι. Ίσως το χαμόγελο να ήταν ένας καλός οιωνός. Ποτέ δεν θα μάθαινε. Έσπρωξε την πόρτα και. απογοητεύτηκε. Το μέρος δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που περίμενε να δει. Ήταν ένα μακρύ και χαμηλοτάβανο δωμάτιο που ακόμη και τη μέρα ήταν θεοσκότεινο γιατί το παράθυρο εκτός από πολύ βρόμικο ήταν και μικρό. Μια χούφτα Κινέζοι εργάτες ήταν απασχολημένοι να

φορτώνουν χαρτονένια κουτιά πάνω σε παλέτες, αλλά μια άσχημη λαδίλα έβγαινε πίσω από τις μεγάλες διπλές πόρτες και οδηγούσε στο, κατ’ ευφημισμόν, εργοστάσιο. Ένας Κινέζος που καθόταν σένα γραφείο κοντά στην πόρτα, σήκωσε το κεφάλι. Φορούσε μικροσκοπικά γυαλιά με μεταλλικό σκελετό και είχε ένα λεπτό μουστάκι, σαν ποντικοουρά, που τον έκανε να μοιάζει σχεδόν με Ευρωπαίο και πάνω στο γραφείο του στοιβάζονταν ένα σωρό λιγδωμένα κατάστιχα. Ένα ψηλό μαύρο τηλέφωνο χτυπούσε, αλλά εκείνος το αγνόησε. «Με συγχωρείτε», είπε η Λίντια. «Μιλάτε αγγλικά;» «Ναι. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω, δεσποινίς;» «Ψάχνω μια εταιρεία που λέγεται Γκάλφιλντ. Μήπως την ξέρετε;» «Ναι». «Πού είναι;» «Στη Σουίτ Καντλ Γιαρντ». «Μπορείτε να μου πείτε πώς θα πάω, σας παρακαλώ;» Εκείνη τη στιγμή, οι διπλές πόρτες άνοιξαν, μια ριπή καυτού αέρα όρμησε στο μπροστινό γραφείο, ενώ η Λίντια πρόλαβε να δει ότι εκεί πίσω υπήρχε ένα είδος καθαρτηρίου. Δεκάδες μορφές, αδύνατες σαν σπιρτόξυλα, ήταν σκυμμένες πάνω από τεράστια καζάνια και με μακριά κουπιά έσπρωχναν κάτι μέσα σένα υγρό που έβραζε και που οι φουσκάλες του πετάγονταν στα πρόσωπα τους και τους έκαιγαν. Οι πόρτες έκλεισαν και εκείνοι απόμειναν στην καθημερινή τους κόλαση. «Θα κατηφορίσετε την οδό της Κατσίκας και θα προχωρήσετε προς τις φτωχογειτονιές. Εκεί είναι η Γκάλφιλντ». Ο άντρας της έδειξε με μια αόριστη χειρονομία, την έσπρωξε προς τα έξω και πήγε να σηκώσει το τηλέφωνο που εξακολουθούσε να χτυπάει. Η Λίντια έφυγε με τη λαδίλα ακόμη στα ρουθούνια της. Κοίταξε τα δρομάκια που ήταν κατά μήκος της προκυμαίας.

Οδός της Κατσίκας. Ποια απόλες; Όλες οι ταμπέλες ήταν με κινέζικα ιδεογράμματα. Μπορεί να ήταν μπροστά της η ταμπέλα και εκείνη να μην το καταλάβαινε. Ένα ρίκσο πέρασε από μπροστά της, οι ρόδες του βουλιάζοντας στο νερό τη γέμισαν με γλιτσιασμένη λάσπη. Τα σατέν παπούτσια της είχαν καταστραφεί κι εκείνη ήταν μούσκεμα και ξυλιασμένη. «Οδός της Κατσίκας», είπε με δυνατή φωνή και πήδησε σένα χαμηλό πέτρινο πεζούλι δίπλα σε μια αντλία νερού, στην άκρη της οποίας μια σταγόνα νερού έμοιαζε σαν παγωμένο δάκρυ. Με όλη τη δύναμη της ξαναφώναξε: «Μπορεί κάποιος να μου πει πού είναι η οδός της Κατσίκας;» Πολλά κεφάλια γύρισαν και την κοίταξαν με περιέργεια, και η Λίντια είδε δυο αδύνατους άντρες με ψάθινο καπέλο να έρχονται προς το μέρος της. Ξεροκατάπιε. Ήταν επικίνδυνο, αλλά ο χρόνος δεν ήταν με το μέρος του Τσανγκ κι εκείνη ήθελε απελπισμένα να τον βρει. Ξαφνικά ένιωσε να μην πατάει στη γη. Κάτι την άρπαξε σαν πάνινη κούκλα. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την τρομάρα. Άρχισε να κλοτσάει, ενώ προσπαθούσε να χτυπήσει το πρόσωπο που την είχε αρπάξει. «Λίντια Ιβάνοβα. Νίετ. Νίετ». Ήταν ο Λιεφ Παπκόφ. Την ταρακούνησε και εκείνη τον αγκάλιασε ανακουφισμένη. Κατηφόρισαν την οδό της Κατσίκας. Η βροχή είχε δυναμώσει. Ένα καραβάνι μουλάρια φορτωμένα με κουλούρες σκοινιά πέρασε από μπροστά τους με φωνές και καμτσικιές. Ο Λιεφ Παπκόφ την τράβηξε κοντά του και την κράτησε γερά από τον καρπό. Είχε θυμώσει μαζί της, επειδή τον είχε παρεξηγήσει, αφού εκείνος είχε πάει στο μπαρ για να πάρει πληροφορίες. Όλα αυτά της τα

είπε φωνάζοντας και πρόσθεσε ότι εκείνη, αντί να τον περιμένει, σηκώθηκε και έφυγε. Ο θυμός του την έκανε να νιώσει καλύτερα. Κανονικά θα έπρεπε να τον φοβάται, αλλά η Λίντια δεν ένιωθε κανένα φόβο μαζί του. Ούτε η μητέρα της έδειξε να φοβάται το μεθυσμένο πρόσωπο του. Αυτή η σκέψη την προβλημάτισε. Ακόμη και οι άντρες στη γαμήλια δεξίωση είχαν πισωπατήσει και μιλούσαν για όπλα και αστυνομίες, ενώ η Βαλεντίνα δεν έκανε καμιά κίνηση. Για πρώτη φορά η Λίντια αναρωτήθηκε από πού ήξερε η μητέρα της τον Λιεφ Παπκόφ και μάλιστα τόσο καλά. «Εκεί είναι οι φτωχογειτονιές», του είπε δείχνοντας του η Λίντια. Μπροστά τους ξεπρόβαλε μια σειρά από μεγάλα κτίρια, νωρίς ανθρώπινη παρουσία, με κυματοειδείς στέγες και καθόλου παράθυρα. Ήταν αποθήκες όπου κρατούσαν τα εισαγόμενα και τα εξαγόμενα αγαθά μέχρι να τα ελέγξουν οι τελωνειακοί. Μερικοί οπλισμένοι ένστολοι φρουροί έκαναν περιπολίες με εντελώς ερασιτεχνικό τρόπο - πιο πολύ ενδιαφέρονταν να μη βραχούν παρά να πιάσουν τους κλέφτες. Οι περιοχές εδώ ήταν ακόμη χειρότερες από τους δρόμους. Η σήψη ήταν διάχυτη. Παντού υπήρχαν μεγάλοι σωροί από λασπωμένα κουρέλια, είτε κοντά στους τοίχους είτε στα ρείθρα των πεζοδρομίων ή κάλυπταν εντελώς τις αποχετεύσεις. Η Λίντια ήξερε ότι κάτω από αυτά τα κουρέλια υπήρχαν άνθρωποι, αλλά ποιοι ζούσαν και ποιοι σάπιζαν πεθαμένοι, μόνο ο δικός τους θεός το ήξερε. Έτρεμε τόσο πολύ στην ιδέα ότι θα μπορούσε κάποιος από αυτούς να είναι ο Τσανγκ Αν Λο, ώστε πλησίασε κάποιον που ήταν κουλουριασμένος σε μια είσοδο και το μόνο που ξεχώρισε ήταν τα βρεμένα μαλλιά σαν το άχυρο και το ψηλό μέτωπο που της φάνηκε γνώριμο. Ωστόσο, όταν εκείνος σήκωσε το πρόσωπο του και την κοίταξε, δεν ήταν ο Τσανγκ. Τα

μάτια του άντρα δεν έδειχναν φόβο, καθώς δεν είχαν την ελπίδα μέσα τους. Το δέρμα του ήταν γεμάτο κακοφορμισμένα σπυριά, ενώ από τη μια πλευρά του στόματος του έτρεχε κατακόκκινο αίμα ανακατεμένο με αφρό. Η Λίντια θυμήθηκε τα διακόσια δολάρια που είχε στην τσέπη της. Τα έβγαλε αλλά πριν προλάβει να ξεχωρίσει λίγα χαρτονομίσματα, ο Λιεφ Παπκόφ την είχε απομακρύνει από κει. «Πανώλη.» της είπε στα αγγλικά με αηδία και πρόσθεσε στα ρώσικα: «Μέχρι να βραδιάσει, θα έχει πεθάνει». Πήρε τα χρήματα και τα έβαλε στη δική του τσέπη. Πανώλη. Και μόνο η λέξη την έκανε ν’ ανατριχιάζει σύγκορμη. Είχε ακούσει τον Άλφρεντ να μιλάει γι’ αυτήν. Είχε πει ότι είχε ξεκινήσει από το στρατό και όταν οι πολέμαρχοι είχαν νικηθεί, οι στρατιώτες επέστρεψαν στα χωριά τους και τη μετέδωσαν με τρομακτική ταχύτητα. Ο λιμός στα καμένα χωράφια έκανε τους χωριάτες να πηγαίνουν στις πόλεις για να δουλέψουν και να φάνε, αλλά πέθαιναν από την πανώλη. Πέθαιναν και ξύλιαζαν μέσα στα κουρέλια τους. Η Λίντια έβγαλε το παλτό της και σκέπασε το κοκαλιάρικο πλάσμα που έτρεμε ολόκληρο«Χαζή!» είπε στα ρωσικά ο Λιεφ. Όμως εκείνη ήξερε τι εν μπορούσε πια να πάρει πίσω το παλτό της. Ο φόβος της για τον Τσανγκ της έκαιγε τα σωθικά και άρχισε να πηγαίνει προς τις αποθήκες. Η Γκάλφιλντ έπρεπε να είναι μία από αυτές. Έπρεπε. Και ήταν. «ΓΚΑΛΦΙΛΝΤ & ία Μηχανουργείο». Η ταμπέλα ήταν βαμμένη μαύρη στο όγδοο αδιέξοδο που συνάντησαν. Ο Λιεφ είχε βγάλει το παλτό του και το είχε φορέσει στη Λίντια παρά τις αντιρρήσεις της φορούσε από μέσα ένα σωρό ρούχα και ένα δερμάτινο γιλέκο

που δεν καταλάβαινε από βροχή. Έψαχναν και ι ουο σπιθαμή προς σπιθαμή. Πέρασαν δίπλα από την αποθήκη της Γκάλφιλντ, έκαναν το γύρο και σε άλλες αποθήκες και σε άλλα στοκατζίδικα. «Τίποτε και εδώ», μουρμούρισε ο Λιεφ. Κοίταξε τον ουρανό που έριχνε καρεκλοπόδαρα και έπειτα το μουσκεμένο πρόσωπο της. Εκείνη έσφιξε τα δόντια της που χτυπούσαν από το κρύο. «Σπίτι», της είπε. Η Λίντια κούνησε το κεφάλι της. «Νιετ. Θα ψάξω πάλι». Έκανε το γύρο και πήγε πίσω, για άλλη μια φορά, στη σειρά με τα κυματοειδή κτίρια και κοίταξε τη γυμνή έκταση που απλωνόταν γύρω τους. Ούτε ένα πράσινο φύλλο δεν φύτρωνε εκεί. Ακόμη και τα ξεραμένα αγριόχορτα είχαν φαγωθεί, αλλά λίγα μέτρα πιο πέρα υπήρχαν μερικές καλαμιές που προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Πυκνή ομίχλη είχε κατακάτσει πίσω από τις καλαμιές. Μολονότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να ψάξει εκεί, η Λίντια τράβηξε προς εκείνη την κατεύθυνση. Η χέρσα γη ήταν μια λασποθάλασσα χωρίς ίχνος από ρίζες για να συγκρατούν το χώμα. Γλιστρούσε και παραπατούσε σε κάθε της βήμα, κάποιες φορές μάλιστα έπεσε καθώς η βροχή την τύφλωνε, αλλά τελικά κατάφερε να φτάσει στις καλαμιές. Κοίταζε συνέχεια πού πατούσε και προσπαθούσε να μην πατήσει το μακρύ παλτό, και όταν επιτέλους ανασήκωσε το κεφάλι της, είδε ότι πίσω από τις καλαμιές υπήρχε ένα ρηχό ανάχωμα, με βάθος το πολύ δύο μέτρα και γεμάτο βρόχινο νερό. Αυτό ήταν που προκαλούσε το πούσι. Στα δεξιά της υπήρχε μια σειρά από ετοιμόρροπα καταφύγια, τα μισά γκρεμισμένα από τη βροχή. «Τσανγκ!» φώναξε γλιστρώντας στο λασπερό ανάχωμα.

34 Η Λίντια τον βρήκε. Κάτω από ένα σωρό ξύλα, κουρέλια κι εφημερίδες, ο Τσανγκ προσπαθούσε να προστατευτεί από τη βροχή αλλά μάταια. Ήταν εντελώς ακίνητος και η Λίντια φοβήθηκε ότι ήταν πεθαμένος. Τα μάτια του ήταν κλειστά και το δέρμα του, γκρίζο σαν το λιμνασμένο νερό από κάτω του. Σύρθηκε μέσα στην τρύπα, αφού ήταν αδύνατο να σταθεί όρθια εκεί μέσα, και γονάτισε δίπλα του βουτώντας στη λάσπη, με την καρδιά της να κοντεύει να σπάσει. Ήταν κουκουλωμένος με μια εφημερίδα τόσο μουσκεμένη από τη βροχή που έμπαινε από τη σκεπή, όσο και από το νερό που λίμναζε στα πόδια του, ώστε διαλυόταν και πάγωνε ταυτόχρονα. Τα μάτια του ήταν ερμητικά κλειστά και το πρόσωπο του, πληγιασμένο. Όμως όχι με δοθιήνες. Δόξα τω Θεώ, δεν είχε πανώλη! Τον άγγιξε. Ήταν παγωμένος. Μέσα σένα κουκούλι πάγου. Έσκισε την εφημερίδα και την έβγαλε από πάνω του. και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Το κορμί του: ότι είχε απομείνει από αυτό. Λίγα κουρέλια τύλιγαν μερικά κόκαλα. Ένας λυγμός τη συντάραξε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Η μπόχα έβγαινε από τις σάπιες σάρκες του και η μυρωδιά του θανάτου ήταν διάχυτη. Όχι, όχι, δεν ήταν πεθαμένος. Δεν θα τον άφηνε να πεθάνει. Έβγαλε από πάνω της το βαρύ πανωφόρι του Λιεφ και σκέπασε τον ακίνητο Τσανγκ. «Μη φεύγεις, αγάπη μου», του φώναξε αλλά, ακόμη και η ίδια, με δυσκολία αναγνώρισε τη φωνή της. Έγειρε πάνω του, έτριψε το παγωμένο του μέτωπο και ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του προσπαθώντας να τον ζεστάνει και να του μεταδώσει ζωή. Τα χείλη του, σκασμένα και γεμάτα κάκαδα, τρεμούλιασαν ανεπαίσθητα. και μόνο αυτό ήταν αρκετό. «Λιεφ», φώναξε η Λίντια, «Λιεφ, έλα δω.» Ωστόσο δεν υπήρχε λόγος. Εκείνος ήταν ήδη δίπλα της.

Με ήρεμες κινήσεις έσκισε ότι είχε απομείνει από την οροφή της αυτοσχέδιας παράγκας, γονάτισε και φορτώθηκε τον Τσανγκ στην πλάτη του. Με γρήγορες κινήσεις, η Λίντια τον τύλιξε με το παλτό και το κρατούσε σφιχτά για να μη βρέχεται. «Ένα ρίκσο», είπε εκείνη. «Χρειαζόμαστε ένα ρίκσο». «Δεν θα με πάρει κανείς. Είμαι πολύ βαρύς. Ούτε θαγγίξει αυτό το άρρωστο κορμί». «Μπορείς να τον πας όσο πιο γρήγορα γίνεται στην Αγγλική Συνοικία;» Τα χείλη του μισάνοιξαν κάτω από τη μαύρη γενειάδα του. «Μπορεί μια τίγρη να πιάσει ένα ελαφάκι;» Ο συρτής στην πίσω πύλη ήταν κλειδωμένος. Ο Λιεφ έγειρε πάνω της και η Λίντια άνοιξε κάνοντας ένα δυνατό θόρυβο την ώρα που έσπαγε το ξύλο. Ήλεγξε τον κήπο του καινούργιου σπιτιού της και είδε ότι ήταν άδειος. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και έβρεχε. Αυτό τη βόλευε πολύ. Σε τουτους τους δρόμους δεν μπορούσες να περάσεις απαρατήρητος, ιδίως όταν ήσουν μες στη λάσπη και κουβαλούσες κι έναν περίεργο μπόγο στην πλάτη, αλλά το γκρίζο σκοτάδι έκρυβε καλά μέσα του τις σκιές τους. Ένα στενό αδιέξοδο βρισκόταν από την πίσω μεριά των κήπων, εκεί άφηναν τα σκουπίδια τους για να τους τα μαζέψουν, και από εκεί οδήγησε η Λίντια τον Λιεφ. «Γρήγορα!» του ψιθύρισε και του έδειξε το υπόστεγο. Αμέσως εκείνος βρέθηκε να διασχίζει την πελούζα και να διαβαίνει τη στενή πόρτα. Η Λίντια είχε τρελαθεί από το φόβο της ότι ο Τσανγκ μπορεί να είχε πεθάνει ήδη στον ώμο του Λιεφ και όταν εκείνος ακούμπησε το κοκαλιάρικο κορμί στο σκονισμένο πάτωμα, πήρε το κεφάλι του στα χέρια της και άρχισε να τον κουνάει απαλά. Άγγιξε τα μαγουλά του με τα ακροδάχτυλά της. Ρίγησε, με ανακούφιση και συνάμα με φόβο. Έκαιγε ολόκληρος.

Τα κάκαδα στα χείλη του είχαν ανοίξει και αίμα μαζί με πράσινο πύον έτρεχαν από μέσα. Πετάχτηκε πάνω. «Περίμενε εδώ», είπε στον Λιεφ. Άρχισε να τρέχει. Διέσχισε το διάδρομο που περνούσε μέσα από το γρασίδι φροντίζοντας να παραμένει στο σκοτάδι και κοντά στα δέντρα. Προσπάθησε, ενόσω έτρεχε, να βάλει σε σειρά τα πράγματα που θα χρειαζόταν: κουβέρτες, ρούχα, τροφή, ζεστό ρόφημα. ή πάγο, μήπως χρειαζόταν κάτι παγωμένο για τον πυρετό;. επιδέσμους και φάρμακα, αλλά τι φάρμακα, δεν ήξερε, ήθελε βοήθεια, ήθελε. Μα για στάσου ένα λεπτό. Τα φώτα. Ήταν αναμμένα μέσα στο σπίτι. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές, αλλά την αυλή χαράκωναν κίτρινες φωτεινές δέσμες. Πώς και δεν το είχε παρατηρήσει νωρίτερα; Λες να σήμαινε ότι οι καλεσμένοι ήταν ακόμη εκεί; Ή μήπως οι υπηρέτες είχαν αφήσει τα φώτα αναμμένα για εκείνη; Τι να σήμαινε άραγε αυτό; Τι; Δεν ήξερε. Δεν ήξερε τίποτε. Γύρισε από την άλλη μεριά και άρχισε να τρέχει προς την κουζίνα και όταν έφτασε, προσπάθησε να στρίψει το πόμολο. Ήταν ξεκλείδωτη και άδεια. Προφανώς ο μάγειρας είχε πάει να ξεκουραστεί μετά τις ετοιμασίες που είχε κάνει για τη γαμήλια δεξίωση. Έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω της κι ένιωσε να ζαλίζεται από τον ζεστό αέρα που την τύλιξε. Είχε μείνει πολλή ώρα βρεμένη και παγωμένη, και η ξαφνική αλλαγή θερμοκρασίας έκανε τα δόντια της να τρίξουν. Είχε γεμίσει τα ασπρόμαυρα πλακάκια της κουζίνας με λάσπη και νερά, γι’ αυτό έβγαλε τα παπούτσια της και μπήκε ξυπόλυτη στο χολ. Δύο πράγματα συνέβησαν. Καταρχήν, είδε τον εαυτό της στον μεγάλο καθρέφτη που κρεμόταν στη βάση της σκάλας, και με δυσκολία τον αναγνώρισε: ένα ελεεινό και βρεμένο σκιάχτρο. Το μαύρο μαντίλι του Λιεφ

σούρωνε πάνω στο κεφάλι και στους ώμους της, το πρώην πράσινο φόρεμα της ήταν γεμάτος λάσπες και κολλούσε τόσο πολύ πάνω της, που ήταν σχεδόν αναξιοπρεπές. Μελανιασμένα χείλη που έτρεμαν. Παγωμένα δάχτυλα. Μάτια τόσο σκοτεινά που αποκλείεται να ήταν δικά της. Έπαθε σοκ. Κι έπειτα οι φωνές, από το σαλόνι. Της μητέρας της και του Άλφρεντ. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Γιατί δεν είχαν φύγει; Για το ταξίδι του μέλιτος. Γιατί δεν ήταν στο τρένο; «Όχι, Άλφρεντ», άκουσε τη μητέρα της να λέει. «Όχι, μέχρι να τη δω. Όχι, μέχρι να μάθω ότι είναι.» Η Λίντια δεν περίμενε άλλο. Οι βαλίτσες βρίσκονταν μπροστά στην είσοδο, και παραδίπλα τα παλτά και οι ομπρέλες τους. Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Αθόρυβα, έπρεπε να μην κάνει καθόλου θόρυβο. Στο δωμάτιο της, στο καινούργιο κομψό δωμάτιο της έσκισε το φόρεμα και τα εσώρουχα της και τα πέταξε στον πάτο της ντουλάπας. Σκούπισε τα μαλλιά και το κορμί της μένα παλιό πουλόβερ, μέχρι που ένιωσε να μυρμηγκιάζει ολόκληρη. Γρήγορο βούρτσισμα. Ένα παλιό φόρεμα. Ένα πλεχτό γιλέκο. και κάτω. Μπήκε στο σαλόνι μένα ψεύτικο χαμόγελο. «Γεια σου, μαμά. Δεν περίμενα ότι θα ήσουν ακόμη εδώ». «Λίντια», φώναξε ο Άλφρεντ, «δόξα τω Θεώ, γύρισες! Η μητέρα σου κοντεύει να τρελαθεί απ’ την ανησυχία της. Πού ήσουν;» «Έξω». «Έξω; Κορίτσι μου, αυτό δεν θεωρείται απάντηση. Ζήτα συγγνώμη αυτή τη στιγμή από τη μητέρα σου». Η Βαλεντίνα καθόταν και κοίταζε τη Λίντια, εμφανώς ταραγμένη, με την πλάτη στο τζάκι και ένα τσιγάρο στο χέρι. Τα μαγουλά της

ήταν κόκκινα, μάλλον από τη φωτιά. Όμως η Λίντια ήξερε τη μητέρα της. Τα κόκκινα μάγουλα μαρτυρούσαν φόβο. Γιατί; Η μητέρα της ήξερε ότι, πολλές φορές, η Λίντια περιπλανιόταν στους δρόμους της γειτονιάς της - το έκανε πολλά χρόνια. Γιατί ξαφνικά αυτός ο φόβος; «Λίντια», είπε η Βαλεντίνα μιλώντας αργά, «τι συμβαίνει;» «Τίποτε». Η Βαλεντίνα τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και άφησε τον καπνό να βγει μένα μικρό βογκητό, σαν να της πονούσε το στήθος. Εξακολουθούσε να φοράει το σιφόν φόρεμα, αλλά είχε βγάλει το μπολερό και είχε φορέσει μια ζεστή καστόρινη ζακέτα. Γύρω από τα μάτια της είχε μαύρες μουντζούρες. «Συγγνώμη, μαμά. Δεν ήθελα να σας καθυστερήσω. Νόμιζα ότι θα είχατε φύγει ήδη. Εξάλλου, με τόσους καλεσμένους που είχατε να χαιρετήσετε, νόμιζα ότι δεν θα πρόσεχες ότι εγώ.» «Μη λες βλακείες, Λίντια», είπε ο Άλφρεντ. Η μικρή έβλεπε ότι εκείνος κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να μη θυμώσει και να παραμείνει ευγενικός. «Ασφαλώς και θέλαμε να σε αποχαιρετήσουμε. Λοιπόν, πάρε τώρα αυτό», της είπε κρατώντας έναν καφετή φάκελο. «Περιέχει λίγα χρήματα που μπορεί να τα χρειαστείς προτού γυρίσουμε εμείς. Ο Γουάι, ο μάγειρας, θα σου μαγειρεύει, οπότε μάλλον δεν θα τα χρειαστείς, ωστόσο μπορεί να θελήσεις να πας στον κινηματογράφο». Η Λίντια ποτέ πριν δεν είχε πάει στον κινηματογράφο. Σε άλλη περίπτωση, θα πετούσε από τη χαρά της. «Σ’ ευχαριστώ». «Θα είσαι εντάξει μόνη σου;» «Ναι».

«Η Άνθια Μέισον είπε ότι θα ξανάρθει αργότερα να σε δει». «Δεν χρειάζεται, είμαι καλά. Έχει άλλο τρένο απόψε; Συγγνώμη που το χάσατε, αλλά, αν βιαστείτε, μπορεί να προλάβετε το επόμενο», είπε και κοίταξε τη μητέρα της. «Δεν θέλω να χαλάσετε το ταξίδι του μέλιτος εξαιτίας μου». «Η αλήθεια είναι.» άρχισε να λέει ο Άλφρεντ. «Ναι», είπε η Βαλεντίνα σηκώνοντας ενοχλημένη το φρύδι της. «Μπορούμε ν’ αλλάξουμε τρένο στο Τιεντσίν. Άλφρεντ, άγγελε μου, σε παρακαλώ, φέρε μου από την κουζίνα ένα ποτήρι νερό. Μου φαίνεται ότι κάνει ζέστη εδώ», είπε και άγγιξε το μέτωπο της. «Προφανώς όλη αυτή η ένταση.» είπε με αργόσυρτη φωνή. «Ασφαλώς, γλυκιά μου», αποκρίθηκε εκείνος και κοίταζε τη Λίντια. «Ηρέμησε τη μητέρα σου, για να είναι ήσυχη όταν θα φύγουμε», της είπε και βγήκε από το δωμάτιο. Στη στιγμή, η Βαλεντίνα πέταξε το τσιγάρο της στο τζάκι και πήγε και στάθηκε μπροστά στη Λίντια. «Λέγε γρήγορα, τι έγινε;» Η Λίντια ένιωσε αδυναμία και ανακούφιση μαζί. Ναι, ασφαλώς και μπορούσε να της τα πει όλα, η μητέρα της ήξερε τι να κάνει, που ν’ αγοράσει φάρμακα, να βρει γιατρό, θα μπορούσε. Η Βαλεντίνα την τράβηξε από το χέρι. «Λέγε, τι ήθελε ο λυκάνθρωπος;» «Τι;» «Ο Παπκόφ». «Τι;» Η Βαλεντίνα την ταρακούνησε. «Ο Λιεφ Παπκόφ. Έφυγες μαζί του. Τι σου έλεγε;» «Τίποτε». «Λες ψέματα».

«Όχι. Ήταν μεθυσμένος». Η Βαλεντίνα κοίταξε καλά καλά την κόρη της και μετά την πήρε πολύ τρυφερά στην αγκαλιά της και την έσφιξε. Η Λίντια μύρισε το άρωμα της, μόσχος, και την έσφιξε κι εκείνη, και τότε άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα. «Λίντοτσκα, αγάπη μου», είπε η Βαλεντίνα και άρχισε να της χαϊδεύει τα υγρά μαλλιά της. «Μια βδομάδα μόνο θα λείψω. Ξέρω ότι ποτέ δεν χωρίσαμε οι δυο μας, αλλά μην ανησυχείς. Θα γυρίσω πολύ σύντομα». Τη φίλησε στο μάγουλο κι έκανε ένα βήμα πίσω. «Τι είναι αυτά; Δάκρυα; Κλαίει η δεν κλαίω ποτέ, ντούσενκά μου; Σώπα, καρδούλα μου». Η Βαλεντίνα πήγε προς τον ασημένιο δίσκο με τα ποτά που ήταν πάνω στον μπουφέ. Αφού βεβαιώθηκε ότι η πόρτα ήταν ακόμη κλειστή, έβαλε βότκα σένα ποτήρι, την ήπιε μονορούφι και έβαλε άλλη μια που την πήγε στην κόρη της. «Έλα, αυτό θα σε βοηθήσει». Η Λίντια κούνησε το κεφάλι της. Δεν μιλούσε. Δεν ανάσαινε καν. Η Βαλεντίνα ανασήκωσε τους ώμους της, ήπιε και αυτή τη βότκα και ξαναγέμισε το ποτήρι. Τα κόκκινα σημάδια στα μαγουλά της είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν. «Αγάπη μου γλυκιά.» Κράτησε το πρόσωπο της Λίντιας στα χέρια της. «Αυτός ο γάμος αποτελεί ένα καινούργιο μέλλον για μας. Θα τον συνηθίσεις και θα σου αρέσει, σου το υπόσχομαι. Κοίταξε να είσαι ευτυχισμένη». Της χαμογέλασε, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. «Σε παρακαλώ, εσύ και εγώ πρέπει να μάθουμε να είμαστε ευτυχισμένες». Η Λίντια αγκάλιασε σφιχτά τη μητέρα της. «Πήγαινε στην Ντατόνγκ, μαμά, και κοίταξε να περάσεις καλά». «Κυρίες μου, έτσι μπράβο, φιληθείτε και όλα θα πάνε μια χαρά. Δεν θέλω να σας βλέπω λυπημένες, ιδίως τέτοια μέρα». Ο Άλφρεντ

τις αγκάλιασε και τις δυο, έδωσε το νερό στη Βαλεντίνα και χτύπησε τρυφερά την πλάτη της Λίντιας. «Τηλεφώνησα για αυτοκίνητο και όπου να ναι έρχεται. «Όλα καλά;» ρώτησε τη γυναίκα του. «Τέλεια». «Ωραία». Μια φασαρία της τελευταίας στιγμής με τις βαλίτσες και τα παλτά και τις αποχαιρετιστήριες αγκαλιές, και την ώρα που ο Άλφρεντ και η Βαλεντίνα ήταν στην έξοδο, η Λίντια είπε: «Πειράζει ν’ αγοράσω ένα λουκέτο για το υπόστεγο του Σουν Γιατ-σεν;» «Όχι, βέβαια. Μα γιατί θέλεις να βάλεις το κουνέλι σου στο υπόστεγο;» «Για να μην κινδυνεύει». Τον έπλυνε. Απαλά. Μόλις που ακουμπούσε το ταλαιπωρημένο του κορμί με μια πετσέτα, με ζεστό νερό και απολυμαντικό. Τα κουρέλια του ήταν γεμάτα ψείρες και εκείνη τα πέταξε στη βροχή. Το κορμί του ήταν άρρωστο και τόσο αδύνατο που μπορούσε να μετρήσει τα πλευρά του. και ήταν σημαδεμένο παντού. Σημαδεμένο από εγκαύματα, το καθένα σαν , στο σχήμα του φιδιού. Έξι σημάδια από εγκαύματα στο στήθος του. Τα σημάδια ήταν μαύρα και κακοφορμισμένα, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτε μπροστά στα χέρια του. Καθώς ξεδίπλωνε τα κουρέλια με τα οποία ήταν τυλιγμένα τα δάχτυλα του, η Λίντια παραλίγο να κάνει εμετό από τη μυρωδιά και παρόλο που ήταν πολύ προσεκτική, κομμάτια από μαυρισμένο δέρμα μαζί με σάρκα ξεκολλούσαν μαζί με τους επιδέσμους. Κάτω από τους επιδέσμους υπήρχαν σκουλήκια. Λευκά σκουλήκια περπατούσαν και έτρωγαν τις σάρκες του Τσανγκ Αν Λο. Δεκάδες. Η Λίντια πισωπάτησε τρομαγμένη. Μόλις την άκουσε να κλαίει, ο Λιεφ Παπκόφ σήκωσε το κεφάλι

του από το στήθος του. Είχε σωριαστεί κάτω κι ακουμπούσε στον τοίχο, δίπλα στο κλουβί-παγόδα του κουνελιού, με τη βότκα που είχε φέρει εκείνη ακόμη στο χέρι του. «Α! Σκουλήκια», είπε μουγκρίζοντας. «Είναι καλά. Τρώνε όλα τα κακά και καθαρίζουν την πληγή. Άστα να κάνουν τη δουλειά τους». Έγειρε ξανά το κεφάλι στο στήθος και άρχισε αμέσως να ροχαλίζει, ενώ η Λίντια απορούσε πώς βολευόταν στο παγωμένο δάπεδο. Πήρε το λαδοφάναρο, φώτισε τα δάχτυλα του Τσανγκ και άρχισε να τα μελετάει. Το θέαμα ήταν τραγικό. Τα μικρά δαχτυλάκια λείπανε και από τα δυο του χέρια. Ήταν κολοβωμένα. Οι πληγές είχαν κακοφορμίσει και τα χέρια του ήταν πρησμένα σαν σάπιο καρπούζι και είχαν ανοίξει. Μέσα ήταν γεμάτα πύον και σκουλήκια. Με πολύ μεγάλη προσοχή, άρχισε να πετάει ένα ένα τα σκουλήκια. Επαναλάμβανε συνεχώς για να το εμπεδώσει ότι τα σκουλήκια δεν ήταν χειρότερα από τις κατσαρίδες ή τις κρεατόμυγες. Μόνο μια φορά κόντεψε να λιποθυμήσει όταν τράβηξε ένα σκουλήκι που ήταν πολύ τροφαντό και αυτό πήδησε στη χούφτα της. Όταν τα έβγαλε όλα, έριξε ξανά στις πληγές καθαρό νερό μαζί με απολυμαντικό και αφού ταλαντεύτηκε για μια στιγμή, έβαλε από δυο σκουλήκια σε κάθε χέρι. Κάτι θα ήξερε ο Παπκόφ. Αυτός, πολλές φορές, τα είχε βρει σκούρα, σίγουρα είχε δει ένα σωρό τρύπες από σφαίρες και σπαθιές στη διάρκεια της επανάστασης, επομένως σίγουρα κάτι παραπάνω θα ήξερε. και αν τα σκουλήκια κατέτρωγαν και το μυαλό του Τσανγκ; Έδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη από το κεφάλι της. Στα γρήγορα, έβαλε και κάτι ακόμη στις ανοιχτές πληγές του. «ΚΑΜΦΟΡΟΥΧΟ ΧΡΙΣΜΑ & ΛΑΒΔΑΝΟ». Το βρήκε στο φαρμακείο του μπάνιου ανάμεσα στους επιδέσμους και σκέφτηκε ότι θα ήταν

καλύτερο από το τίποτε. Οι πληγές ήταν βαθιές, αφού έβλεπες στο βάθος το κόκαλο ν ασπρίζει. Εκείνη τις σκέπασε με γάζες και καθαρούς επιδέσμους. Ο Τσανγκ Αν Λο δεν έβγαζε άχνα. Κάποιες στιγμές τρεμόπαιζαν τα βλέφαρα του και αυτή ήταν η μόνη ένδειξη ότι ήταν ζωντανός. Η Λίντια δεν είχε ξαναδεί έναν άντρα γυμνό. Άλειψε τα χείλη του με ζεστό νερό και μέλι και του έσταξε μια σταγόνα στο στόμα αλλά, από φόβο μήπως πνιγεί, φρόντισε και του έδινε μια-δυο σταγόνες από το νερό με το μέλι κάθε μισή ώρα. και όλη αυτή τη ώρα, ανησυχούσε που ήταν γυμνός. Η θέα την ξάφνιασε. Ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί πώς ήταν τα απόκρυφα του ούτε, πράγμα παράξενο, ότι με τον Τσανγκ δεν θα ένιωθε καμιά ντροπή. Όταν του έβγαλε τα κουρέλια από τις λαγόνες, ο Λιεφ Παπκόφ είχε στραφεί προς τον τοίχο, αλλά ήταν τόσο απασχολημένος να ξεψειρίζει το παλτό του και να λιώνει τις ψείρες με τα νύχια του, που δεν ασχολήθηκε καθόλου μαζί τους. Ήταν σίγουρος ότι ο Τσανγκ θα πέθαινε. Οπότε γιατί ν’ ασχοληθεί; Μασουλούσε ένα κομμάτι τυρί που είχε βρει στην κουζίνα κι έπινε τη βότκα του κατευθείαν από το μπουκάλι. Το τελευταίο που τον ενδιέφερε ήταν η κουβέντα. Αφού περιποιήθηκε όσο καλύτερα μπορούσε τα χέρια του Τσανγκ και άλειψε το υπόλοιπο υγρό στο στήθος του, η Λίντια τον σκέπασε με μια κουβέρτα για να είναι ζεστός και άρχισε ν’ ασχολείται με το υπόλοιπο κορμί του. Έπλυνε τους γοφούς του και ήταν σαν να έπλενε ένα σκελετό. Κόκαλα χωρίς καθόλου κρέας. Πότε είχε φάει άραγε τελευταία φορά; Πριν από μέρες; Εβδομάδες; Νόμιζε ότι ήξερε και η ίδια τι είναι πείνα, αλλά τούτο δω πήγαινε πολύ. Έστυψε ξανά την πετσέτα και βάλθηκε να καθαρίζει τις τρίχες που έφταναν μέχρι το στομάχι του, αλλά ήταν μες στη βρόμα με. τι; Αίμα.

Περιττώματα. Ούρα. και άλλες ψείρες. Το στομάχι της σφίχτηκε που τον έβλεπε σε αυτή την κατάσταση και με πολλή ευγένεια, ανασήκωσε το μόριο του. Ήταν τόσο απλό, που την κατέπληξε. Το κρατούσε έτσι άψυχο στο ένα της χέρι, ενώ με το άλλο το σαπούνιζε και το καθάριζε από τα κάκαδα και τη βρόμα, και μετά, πολύ απαλά, το σκούπισε με μια πετσέτα. «Σου ορκίζομαι, Τσανγκ Αν Λο, ότι θα σε προστατεύω», του είπε αναστενάζοντας, «όπως με προστάτευες και εσύ». Του έπλυνε τα πόδια από πάνω μέχρι κάτω. Σεργιάνισε το δάχτυλο της πάνω στην τομή που η ίδια είχε ράψει στον Ορμίσκο της Σαύρας και μετά πήρε ένα ψαλίδι και προσέχοντας πολύ τους βουβώνες του, άρχισε να κόβει το τρίχωμα της ήβης και να το καθαρίζει από τις ψείρες. Ένιωθε σαν να έκοβε μαζί και τα μυστικά του. Όλη τη νύχτα, στο πλευρό του, πάλευε με την ιδέα που της βασάνιζε το μυαλό. Λίγο πριν ξημερώσει, αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με κάτι που δεν ήθελε. Δεν μπορούσε να πάει τον Τσανγκ στο κινέζικο νοσοκομείο. Με τίποτε. Ούτε μπορούσε να φωνάξει γιατρό. Αυτό που είχε συμβεί ήταν ηλίου φαεινότερο. Η Αδελφότητα του Μαύρου Φιδιού τον είχε κάνει έτσι, κι εκείνος είχε διαλέξει να πεθάνει στην τρώγλη του Ταν Γουά παρά να διακινδυνεύσει να τον συλλάβουν ξανά σε περίπτωση που ζητούσε βοήθεια από κάποιο γιατρό. Ή ακόμη και από φίλους που τον ήξεραν από τους κομμουνιστές. Ήξερε ότι η Αδελφότητα είχε μάτια παντού. «Έπρεπε να είχες έρθει σ’ εμένα», του ψιθύρισε για άλλη μια φορά και χάιδεψε τα αδύνατα ζυγωματικά του. Τώρα έπρεπε να σκεφτεί.

Τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή. Κανένας ενήλικος δεν θα της επέτρεπε να μείνει εκεί ο Τσανγκ - ήξερε από πριν τι θα της έλεγαν. Θα την κατσάδιαζαν και θα επέμεναν ότι δεν ήταν καθόλου σωστό για ένα κορίτσι. Θα ήταν σκάνδαλο. Θα της έλεγαν να πάει στο κινέζικο νοσοκομείο και εκεί ήταν που θα του την είχε στημένη η Αδελφότητα με τα μαχαίρια και τα καμένα σίδερα. Όχι, δεν χρειαζόταν τους καλοπροαίρετους ενηλίκους. Εκείνη έπρεπε ν αποφασίσει. Στηρίζοντας το κεφάλι στα χέρια της, προσπάθησε να σκεφτεί την επόμενη κίνηση της. Έτσι σκυφτή όπως ήταν, η ματιά της έπεσε στο μουχλιασμένο υπόστεγο που μέσα του δέσποζε ένας τεράστιος μπόγος με μεγάλη γενειάδα. Δεν ήταν μόνη της. Σηκώθηκε και του σκούντησε τον ώμο. «Λιεφ, ξύπνα», του είπε ανυπόμονα.

35 Ο Τέο οδηγούσε γρήγορα. Ήταν θυμωμένος, επειδή σήμερα το πρωί είχε αφήσει τη μαύρη πάστα στο συρτάρι του. Πονούσε όλο του το κορμί και από κάθε πόρο του δέρματος του ξεχείλιζε η λαχτάρα να καπνίσει και να παραδοθεί στα όνειρα του, ωστόσο έπρεπε να έχει το μυαλό του σε εγρήγορση. Ήταν νωρίς ακόμη, η πρωινή καταχνιά έκανε τη βόλτα της πάνω στις στέγες αφού δεν υπήρχε αέρας να τη διώξει και η μέρα έμοιαζε λες και κρατούσε την ανάσα της. Ο Τέο παρκάρισε το Μόρις Κάουλι έξω από την πύλη φτιαγμένη από μαύρη δρυ- και έφτυσε τα δύο πέτρινα λιοντάρια που ήταν οι παραστάτες της εισόδου. Τα λιοντάρια φρουρούσαν το σπίτι. Όχι σήμερα όμως. Ο φύλακας στην είσοδο υποκλίθηκε και το καπιτονέ καπέλο του σχεδόν ακούμπησε στο έδαφος. «Ο αφέντης μου Φενγκ Του Χονγκ δεν σας περιμένει σήμερα, ευγενικέ καθηγητά». «Δεν ήρθα να δω τον σεβαστό κύριο σου, Τσεν, αλλά τον σκατοκέφαλο το γιο του, τον Πο Τσου». Ο φύλακας δεν γέλασε ακριβώς αλλά στο πρόσωπο του, το συνήθως ανέκφραστο έως και σοβαρό, εμφανίστηκε ένας πονηρός μορφασμός. «Έστειλα την ανάξια γυναίκα να πει στον Σπουδαίο Γιο ότι είσαι εδώ και εύχομαι να.» Ο Τέο δεν κάθισε ν’ ακούσει περισσότερα, δρασκέλισε την πύλη με μεγάλα βήματα και μπήκε στον κήπο. Πίσω του, το σούρσιμο από τα δεμένα πόδια της γυναίκας τον έκανε ν’ ανατριχιάσει. «Πο Τσου, είσαι σαν ροχάλα από κακάσχημο γουρούνι κι αν ξανατολμήσεις ναπλώσεις χέρι πάνω στη Λι Μέι μου, θα σου καρφώσω μια λεπίδα στο κούτελο και θα σ’ ανοίξω στα δυο από

πάνω μέχρι κάτω». «Μπα, μπα! Μιλάς σαν τίγρης, Τίγιο Γουίλμπι, αλλά τη νύχτα σέρνεσαι με την κοιλιά καταγής, σαν το σκουλήκι που θέλει να φάει την παπαρούνα. Το ακούω στα σαμπάν. Τρέμεις σύγκορμος και κουνιέσαι σαν την πόρνη με τα πόδια σηκωμένα στον αέρα». «Το τι κάνω εγώ στο ποτάμι, δεν σε αφορά καθόλου. Να είσαι ευχαριστημένος μονάχα που, αν και ήμουν φτιαγμένος, δεν επικαλέστηκα τον μεγάλο θεό του πολέμου, τον Κουάν Τάι, να κατέβει απ’ τους ουρανούς και να μπήξει το δόρυ του στην άσπλαχνη καρδιά σου γι’ αυτό που της έκανες». «Πήγαινε γυρεύοντας η πόρνη». «Πρόσεχε καλά, Πο Τσου. Πρόκειται για την αξιοσέβαστη αδελφή σου». «Η δική μου αδελφή δεν θα πλάγιαζε ποτέ μ’ έναν φανχί. Έπρεπε να στο χει πει». «Κι εσύ έπρεπε να της δώσεις γροθιά στο πρόσωπο;» «Ναι, μα τους θεούς, της χρειαζόταν». «Επειδή ήρθε να τα βρει με τον πατέρα σας;» «Όχι γι’ αυτό, αλλά επειδή πίστεψε ότι ο σεβάσμιος πατέρας μου θα ήταν τόσο ανόητος να της δώσει αυτό που ήθεχε χωρίς παζάρι». «Παζάρι; Τι είδους παζάρι;» «Άντε, άντε! Ο αφέντης δεν ξέρει την πόρνη του όσο νομίζει». «Πο Τσου, απ’ όλαυσε τον αέρα που αναπνέεις γιατί θα είναι η τελευταία φορά αν αποκαλέσεις ξανά πόρνη την αγαπημένη μου. Λέγε, τι παζάρι;» «Ικέτευε. Αχ, Τίγιο Γουίλμπι, πώς εκλιπαρούσε! Με κάτι κροκοδείλια δάκρυα.» «Εκλιπαρούσε; Για ποιο πράγμα;»

«Εκλιπαρούσε τον αξιότιμο πατέρα μας να σε απαλλάξει από τη συμφωνία που έχεις κάνει με τον πιθηκάνθρωπο τον Μέισον για το λαθρεμπόριο. Βεβαίως, ο σπουδαίος Φενγκ Του Χονγκ με την αστείρευτη σοφία του δεν ενέδωσε στις βρομιές της». «Σε προειδοποίησα, κάθαρμα». «Της έκανε όμως μια άλλη πρόταση. Συμφώνησε να σε απαλλάξει από τη συμφωνία αν.» «Αν, τι;» «Αν τον προσκυνήσει εννιά φορές και επιστρέψει στο σπίτι να ζήσει σαν υπάκουη κόρη. Χα! Επειδή όμως έχει ατιμάσει το όνομα των Φενγκ, έπρεπε να της υπενθυμίσω τι σημαίνει σεβασμός. Γι’ αυτό και τη χτύπησα. Πολλές φορές». «Έτσι τη χτύπησες;» «Θεέ και Κύριε, πώς έγινες έτσι;» Ο Τέο έτριψε το πιγούνι του. Μια κατάμαυρη μελανιά το καλύπτε σχεδόν όλο, ενώ το χείλι του στη μια άκρη είχε σκιστεί. Ο Κρίστοφερ Μέισον τον παρατηρούσε ανήσυχος. «Πάτησα το παλτό μου και σκόνταψα», είπε ο Τέο με αδιάφορο ύφος. «Ήρθα γιατί το σκλαβάκι σου μου είπε ότι είσαι εδώ και θέλω να μιλήσουμε». «Τώρα;» «Ναι, τώρα». Ο Μέισον κοίταξε τη γυναίκα του και τα δυο κορίτσια. «Δεν νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, Γουίλαμπι. Άσ το για αργότερα». «Τώρα». Το όλο σκηνικό φάνταζε περίεργο στον Τέο. Καθόταν με αυτό τον απαίσιο Μέισον, ήρεμα και πολιτισμένα, στο καινούργιο σπίτι του Άλφρεντ Πάρκερ, την επομένη κιόλας του γάμου του που διακόπηκε τόσο άσχημα, χωρίς να είναι παρών ο Ίδιος ο Άλφρεντ

και με την προγονή του να κοιτάζει περίεργα έξω από το γαλλικό παράθυρο, σαν το σκυλί που περιφρουρεί το χώρο του. Η κοπέλα ήταν εμφανώς ανήσυχη. Κάτι συνέβαινε που είχε κάνει ακόμη πιο μεγάλα τα κεχριμπαρένια μάτια της, τα γεμάτα σκιές, και τα χείλη της ήταν μελανιασμένα. Κοίταζε τους καλεσμένους γεμάτη ανυπομονησία και ήταν ολοφάνερο ότι ήθελε να τους ξεφορτωθεί μια ώρα γρηγορότερα, αλλά η Άνθια Μέισον δεν είχε σκοπό να την αφήσει ήσυχη. «Καημενούλα μου, πώς να κοιμηθείς ήρεμη σένα ξένο σπίτι», της είπε χαμογελώντας με το ζόρι. «Κύριε Γουίλαμπι, ήρθα σήμερα το πρωί και τι βρήκα; Η Λίντια είχε δώσει ρεπό για μια εβδομάδα στο αγόρι για τα θελήματα και στον κηπουρό, τους είχε πληρώσει μάλιστα και όλα τα μεροκάματα και είπε στον μάγειρα ότι ήθελε να της ετοιμάζει μόνο ένα βραδινό και τίποτε άλλο. Σας παρακαλώ, πείτε της ότι πρέπει να μάθει πια ν’ αποδέχεται το υπηρετικό προσωπικό στη ζωή της, ιδίως τώρα που θα ζει σ’ αυτό το αξιοπρεπές περιβάλλον, όπως κάνουμε όλοι μας. Είστε ο γυμνασιάρχης της, εσάς θα σας ακούσει». «Προς Θεού, Άνθια, μην ανακατεύεσαι», τη διέκοψε ο Μέισον. «Ήρθες να τη δεις, όπως τους υποσχέθηκες, και είναι καλά». Κατόπιν στράφηκε στον Τέο. «Βρίσκομαι εδώ μαζί με τη γυναίκα μου και την κόρη μου για να πάμε στους στάβλους να δουν το καινούργιο μου άλογο. Είναι ένα πανέμορφο καστανό άλογο με πνευμόνια ελέφαντα και μπορεί να βάλει κάτω ακόμη και το βαρβάτο άλογο του σερ Έντουαρντ, να σαι σίγουρος». «Εγώ θέλω να δω τον Σουν Γιατ-σεν, το κουνέλι σου», είπε ξαφνικά η Πόλι με τα γαλανά της μάτια. «Ωραία ιδέα», είπε η Άνθια και χαμογέλασε. «Πού είναι;» «Τι χαζό όνομα για ένα ζώο!» σχολίασε ο Μέισον, αλλά σηκώθηκε πάνω και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο.

«Όταν ήμουν πιο νέος, είχα ένα ασπρόμαυρο κουνέλι με κομμένα αυτιά, Πόλι. Το φώναζα Ντανιέλ. Ωραίο ζωάκι. Λοιπόν, δεσποινίς μου πάμε να δούμε το.» «Όχι σήμερα», είπε η Λίντια και έβαλε το χέρι της μπροστά στο κλειστό παράθυρο. «Γιατί όχι;» «Τρομάζει με το παραμικρό». «Λίντια, σε παρακαλώ», είπε η Πόλι, «μου είπες ότι ήταν πολύ ευχαριστημένο στην παγόδα του, στο υπόστεγο. Έτσι δεν είναι;» «Ναι, αλλά.» «Τέλεια», είπε ο Μέισον και παραμέρισε την κοπέλα. «Μ’ αρέσουν τα κουνέλια», είπε και βγήκε έξω στον χειμωνιάτικο κήπο με την Πόλι να τον ακολουθεί κατά πόδας. Η Άνθια τους κοίταζε. «Αγαπάει όλα τα ζώα», είπε στον Τέο μένα θλιμμένο χαμόγελο και ακολούθησε τον άντρα της. «Με τους ανθρώπους έχει το πρόβλημα», μονολόγησε ο Τέο και κοίταξε τη μικρή Ρωσίδα. Έδειχνε τόσο χάλια όσο ένιωθε και εκείνος. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να σπάσει, λες και ένα τσεκούρι προσπαθούσε να του το σκίσει. Στεκόταν σαν μαρμαρωμένη, τα χέρια της ήταν στο παράθυρο και τα μάτια της καρφωμένα στο ξύλινο υπόστεγο, στο βάθος του κήπου. Η Πόλι ετοιμαζόταν ν’ ανοίξει την πόρτα. «Κύριε Γουίλαμπι.» είπε με ήρεμη φωνή η Λίντια. Παρακολουθούσε τον πατέρα της φίλης της να χαϊδεύει τα μακριά αυτιά του Σουν Γιατ-σεν. Η οικογένεια Μέισον, συγκεντρωμένη στην πελούζα, καμάρωνε το χιονάτο ζωάκι στην αγκαλιά της Πόλι, το οποίο δεν είχε συναίσθηση τι συνέβαινε γύρω του. Οι ανάσες τους από το κρύο έβγαιναν θολές, σαν ομίχλη. «Τι συμβαίνει, Λίντια;»

Το κορίτσι εξακολουθούσε να στέκεται μπροστά στο παράθυρο, αλλά ο Τέο παρατήρησε ότι τώρα κοίταζε έναν μπόγο από κουρέλια στο πίσω μέρος της πελούζας. Ο κηπουρός δεν επρόκειτο να επιτρέψει στο κουνέλι να γυρνοβολάει στον κήπο, αλλά εκείνη του είχε δώσει ρεπό. «Πού μπορώ ν’ αγοράσω κινέζικα φάρμακα;» «Είσαι άρρωστη, κοπέλα μου;» «Όχι». «Δεν μου φαίνεσαι πολύ καλά». Εκείνη γύρισε αργά και τον κοίταξε κατάματα. «Ούτε και εσείς». Γέλασε λες και η Λίντα είχε πει κάτι αστείο, αλλά και μόνο η προσπάθεια του έφερε ναυτία. «Στην οδό των Εκατό Βημάτων υπάρχει ένας Κινέζος βοτανολόγος. Αμφιβάλλω όμως αν μιλάει αγγλικά». «Θα έρθετε μαζί μου;» Ο Τέο κούνησε το κεφάλι του παρόλο τον πόνο που ένιωθε -αχ, πόσο πολύ θα ήθελε να μπορούσε να καπνίσεικαι είπε: «Νομίζω, ναι». Κάτι συνέβαινε με το κορίτσι. «Αφού μιλήσω πρώτα με τον Μέισον». «Πάω να σας τον στείλω». Έτσι και έκανε. «Λοιπόν;» Ο Μέισον δεν μπορούσε να καθίσει σε μια μεριά. Με το παντελόνι ιππασίας και τις μπότες του, κουνιόταν συνέχεια πάνω στο χαλί. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν ένιωθε καθόλου άνετα. «Δεν είναι μέρος εδώ για κουβέντα». Ο Τέο ήξερε ότι το να κάθεται ένας Εγγλέζος Κυριακή πρωί και να συζητάει σοβαρά ενώ τον περιμένει η οικογένεια του, δεν ήταν και το καλύτερο. Κανονικά θα έπρεπε να μιλάει για κρίκετ, άλογα, για το αυτοκίνητο του ή, τέλος πάντων, για το τι γινόταν με

το χρηματιστήριο. Θα μπορούσαν ακόμη και να σχολιάσουν και την εξωφρενική είδηση που έλεγε ότι ο πρωθυπουργός Μπάλντουιν είχε περάσει ένα νόμο για να ψηφίζουν οι γυναίκες στα είκοσι ένα τους, λες και σκάμπαζαν σ’ αυτή την ηλικία από πολιτική. Να μιλάει όμως για ναρκωτικά; Α, όχι. Αυτό δεν ήταν αποδεκτό. «Μέισον, άκουσε με πολύ προσεκτικά. Τα πράγματα, ως προς εμένα, έχουν αλλάξει. Πάγωσαν οι σχέσεις μου με τον Φενγκ. Σιχάθηκα τον εαυτό μου να είμαι το δόλωμα ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ αυτό τον αλήτη». «Ανάθεμα σε, δεν κοιτάς τα χάλια σου; Εσύ τρέμεις ολόκληρος». «Άστο αυτό. Μέισον, δεν ακούς τι σου λέω. Η συμφωνία μας δεν ισχύει πια. Δεν έχω καμιά σχέση πλέον με την Αδελφότητα του Μαύρου Φιδιού ούτε και με το όπιο. Τωρα συνειδητοποιώ πόσο ανόητος ήμουν που έμπλεξα την πρώτη φορά. Με βρήκες στην ανάγκη τότε και.» «Δεν περνάνε σ’ εμένα αυτά. Ήθελες χρήματα». «Ήθελα να προστατεύσω το σχολείο μου». «Μην κρύβεις στην άμμο το κουλτουριάρικο κεφάλι σου σαν τη στρουθοκάμηλο, Γουίλαμπι. Μερικούς σαν και εσένα τους έχω γραμμένους. Δεν διαφέρεις από μας επειδή διαβάζεις τη βάρβαρη γλώσσα τους και κατανοείς τα αλαμπουρνέζικα σχετικά με τον Κομφούκιο και τον Βούδα τους. Απλώς, ήσουν άπληστος». «Δηλαδή, σαν και εσένα». Ο Μέισον γέλασε ευχαριστημένος, λες και ο άλλος του έκανε ένα κομπλιμέντο. «Ακριβώς». Χάιδεψε ικανοποιημένος τα μαλλιά του, χτενισμένα όπως ήταν προς τα πίσω. «Δεν ξέρω τι σ’ έπιασε ξαφνικά, αλλά φρόντισε να σου περάσει. Έλα μαζί μας, άνθρωπε».

«Επιτέλους κατάλαβες τι θέλω να πω. Εμένα ξέχασε με. Τέλος τα νυχτερινά ταξίδια στον ποταμό. Τέλος το όπιο για μένα. Τέλος! Τέλος το βρόμικο εμπόριο». «Ανάθεμα σε, Γουίλαμπι. και οι δυο μας ξέρουμε ότι ο παλιοκινέζος δεν πρόκειται να διαπραγματευτεί μαζί μου, αν δεν είσαι εσύ στη μέση». «Πόσο λυπήθηκα!» «Εμένα μη με απειλείς». «Δεν σε απειλώ, απλώς σ’ ενημερώνω». «Βλάκα, θα πάω κατευθείαν στην αστυνομία και θα σε χώσουν σένα τρισάθλιο κελί και εκεί μέσα να δεις πώς θα τρέμεις». «Μέισον, άστο καλύτερα. Έβγαλες ένα κάρο λεφτά από τη συμφωνία μας. Τώρα πάει, τέλειωσε. Βρες μια άλλη επιχείρηση και ας δώσουμε ένα τέλος σαν Εγγλέζοι κύριοι» Από την άλλη, του έκανε σαφές ότι δεν σκόπευε να του δώσει καν το χέρι. Ο Μέισον δεν απάντησε. Μια κοίταζε το πρόσωπο του Τέο και μια το χέρι του που δεν σκόπευε να του το δώσει. «Άντε στο γερο-διάβολο!» του είπε απαξιωτικά και βγήκε στη βεράντα. «Πόλι. Άνθια.» βάλθηκε να φωνάζει. «Φεύγουμε. Θέλω να πάω να δω το άλογο μου». Γύρισε και κοίταξε μέσα από τα γυαλιά του τον Τέο - τα γκρίζα μάτια του είχαν σκληρύνει. «Μπορεί να του χρειάζεται λίγο μαστίγωμα». Πολύ θα ήθελε ο Τέο να τον σκοτώσει εκεί, επιτόπου. Το χέρι του γλίστρησε στο μικρό μαχαίρι από ελεφαντόδοντο που είχε κρυμμένο στο μανίκι του. Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι η σκέψη και μόνο που έκανε ήταν απόρροια του οπίου. Μακάρι να μπορούσε να τραβήξει λίγες ρουφηξιές από την πίπα του, άλλη μια φορά μόνο, μια τελευταία φορά. Έκανε μια σπασμωδική κίνηση, βγήκε στο χολ για να φύγει μα σαν είδε τη Λίντια Ιβάνοβα να

κάθεται στα σκαλιά σταμάτησε. Τον κοίταζε καλά καλά. Δεν του άρεσε καθόλου το ύφος της. Ήταν ανήσυχη. Αυτό σήμαινε ότι τα είχε ακούσει όλα. «Λίντια, σε παρακαλώ, πάμε». «Όχι». «Γιατί όχι;» «Σε περιμένει ο πατέρας σου». «Μόνο μια ματιά θα ρίξω, τίποτ’ άλλο». «Όχι, άλλη μέρα». «Αύριο;» «Όχι». «Λίντια, για όνομα του Θεού! Το καινούργιο σου δώματιο θέλω να δω, όχι το χρηματοκιβώτιο του κυρίου Πάρκερ. Γιατί μου λες όχι;» «Συγγνώμη, Πόλι, αλλά είναι ακατάστατο». «Λες βλακείες. Μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες;» «Πόλι, όχι. Όχι σήμερα. Σε παρακαλώ». «Λιντ, τι έχεις; Μοιάζεις σαν να.» «Δεν έχω τίποτε. Σου άρεσε που πήρες αγκαλιά τον Σουν Γιατσεν;» «Ναι, είναι πολύ γλυκούλης. Άρεσε πολύ και του μπαμπά». «Ο πατέρας σου σε φωνάζει να πας στο αυτοκίνητο». Γερμένος στην είσοδο, ενόσω περίμενε να χωρίσουν τα κορίτσια, ο Τέο διέκρινε μια αμηχανία ανάμεσα τους. Πουλάκια, νεογέννητα και χνουδωτά. Ιδέα δεν είχαν πώς γίνεται σμπαράλια η ζωή σου από τη μια στιγμή στην άλλη.

36 Το πρόσωπο του. Ήταν τόσο εύθραυστο. Το δέρμα του ήταν τόσο τεντωμένο που νόμιζες ότι θα σκιστεί. και ήταν τόσο άσπρος, σαν το μαξιλάρι του. Τα μάτια του, δυο κατακόκκινες τρύπες. Το στόμα του όμως ήταν εκείνο που ανησυχούσε περισσότερο τη Λίντια. Πριν, τότε που είχε μπει για πρώτη φορά στη ζωή της σ’ εκείνο το αδιέξοδο ή αργότερα σ’ εκείνο το καμένο σπίτι που της εξηγούσε γιατί μόνο οι κομμουνιστές μπορούσαν να ελευθερώσουν την Κίνα από την τυραννία του φεουδαρχικού παρελθόντος της, το στόμα του ξεχείλιζε από ζωτική ενέργεια. και όχι μόνο, σκεφτόταν, αλλά από μια εσωτερική δύναμη. Μια βεβαιότητα. Τώρα όλα αυτά είχαν χαθεί. Τα χείλη του, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στο σώμα του, έμοιαζαν νεκρά. Τον πλησίασε γρήγορα και τον άγγιξε. Ζεστός. Ζωντανός. Όχι πεθαμένος. Πολύ ζεστός όμως. Πάρα πολύ ζεστός. Κοιμόταν στο κρεβάτι της. Έστυβε την πετσέτα ξανά και ξανά σε μια γαβάθα με κρύο νερό. Μύριζε περίεργα. Ήταν τα κινέζικα βότανα. Αυτά ρίχνουν τον πυρετό, έτσι είχε πει ο κύριος Τέο, και θα τον συνεφέρουν. Πολύ τρυφερά έπλυνε το μέτωπο του Τσανγκ Αν Λο, τους κροτάφους, το λαιμό, ακόμη και το ξυρισμένο του κρανίο. Ένιωθε πολύ όμορφα που τον είχε καθαρίσει από τις ψείρες και από οτιδήποτε άλλο σερνόταν πάνω του. Την ηρεμούσε. Καθόταν σε μια καρέκλα, όλη τη μέρα, κοντά στο κρεβάτι. Όσο το φως απέξω γινόταν όλο και πιο γκρίζο, εκείνη αφουγκραζόταν τη βροχή, που κάθε τόσο δυνάμωνε και χτυπούσε πάνω στα τζάμια. Τα χρώματα έξω άλλαζαν -η μέρα έδινε τη θέση της στη νύχτακαι εκείνη εξακολουθούσε να πλένει τα μέλη του, το στήθος του και την κοιλιά του ώσπου ένιωσε ότι ήξερε τόσο καλά το κορμί

του όσο και το δικό της. Την υφή του δέρματος του και το σχήμα των νυχιών του στα πόδια του. Του άλειφε τις πληγές με παράξενες κινέζικες κρέμες, του άλλαζε τους επιδέσμους και πότιζε με δυναμωτικά τσάγια τα πληγιασμένα χείλη του. και όλο του μιλούσε. Όλη την ώρα, ασταμάτητα. Μια μέρα, είχε σκάσει στα γέλια όταν έπιασε τον εαυτό της να του πιπιλάει τ’ αυτί με ήχους χαρούμενους και ζωντανούς, προκειμένου να του δώσει πίσω τη χαμένη του ενέργεια. Τα μάτια του όμως δεν έλεγαν ν’ ανοίξουν, ούτε καν να πεταρίσουν, τα χέρια του και τα πόδια του ήταν σαν άψυχα ακόμη και όταν του άλλαζε τους επιδέσμους, και ήξερε πολύ καλά πόσο θα πονούσε. Ωστόσο κάποιες φορές από το στόμα του έβγαιναν μερικοί υποτονικοί και ανήσυχοι ήχοι. Τότε έσκυβε από πάνω του και ακουμπούσε τ’ αυτί της στο στόμα του, τόσο κοντά που ένιωθε την αδύναμη ανάσα του να της καίει το δέρμα, και πάλι όμως δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήθελε να πει. Κάποια στιγμή όμως, την ώρα που του άλειφε στα χείλη με το δείκτη της μια κοκκώδη κρέμα, άνοιξε ξαφνικά το στόμα του, ελάχιστα, και τα χείλη του φυλάκισαν το δάχτυλο της. Ήταν μια εξαιρετικά οικεία κίνηση. Η άκρη του δαχτύλου της ανάμεσα στις απαλές και υγρές πτυχώσεις του στόματος του. Της φάνηκε ακόμη πιο οικείο και από τότε που έπλενε το μόριο του. Ένα αίσθημα ευεξίας την πλημμύρισε και ακούμπησε τα χείλη της στο μέτωπο του. Αυτή η στιγμή και μόνο της έφτανε για να βγάλει άλλη μια μεγάλη νύχτα. Τα κινέζικα βοτάνια δεν έκαναν τίποτε. Ο λαιμός της Λίντιας κόντευε να κλείσει από τον πανικό. και εκείνος θα προτιμούσε τα κινέζικα φάρμακα και όχι τα παρασκευάσματα των φανκί, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Ναι, αλλά

πότε θ’ άρχιζαν να επιδρούν; Πότε; Κάθε ώρα που περνούσε, ένιωθε το δέρμα του να καίγεται όλο κα πιο πολύ. Το ένιωθε καυτό και ξερό, σαν την άμμο της ερήμου. Μες στο παγωμένο και αφιλόξενο σκοτάδι, τον αγκάλιασε από τους ώμους και τον έσφιξε πάνω της. Δεν θα τον άφηνε να της φύγει. Όχι, δεν θα τον άφηνε. Η αυγή τρύπωνε μέσα από τις κουρτίνες και το αχνό φως της πρωινής πάχνης φώτιζε σιγά σιγά το δωμάτιο. Έκανε κρύο. Η Λίντια ήταν κουκουλωμένη με το παλτό της, κι ένα ροδακινί πουπουλένιο πάπλωμα σκέπαζε την ακίνητη φιγούρα που κειτόταν στο κρεβάτι της. Ήταν πολύ εκνευρισμένη με την άγνοια της. Ν’ ανάψει τη σόμπα του γκαζιού που ήταν κοντά στον τοίχο του δωματίου της, για να κρατάει ζεστή την ατμόσφαιρα; Να του βάλει μια θερμοφόρα στα πόδια του; Ή μήπως όλα αυτά θα ήταν λάθος; Ίσως θα έπρεπε ν’ ανοίξει το παράθυρο να μπει ο παγωμένος αγέρας και να τον δροσίσει. Τι έπρεπε να κάνει απ’ όλα αυτά; Ένιωσε να την περιλούζει κρύος ιδρώτας και πάλεψε να καταπνίξει τον πανικό της. Από την κούραση είναι, μονολόγησε, από την κούραση. Αυτό είχε πει και ο Κινέζος βοτανολόγος στον κύριο Τέο. Του είπε ότι λες και το τσι είχε στραγγίξει από μέσα της και επέμενε ότι έπρεπε να πάρει ένα μείγμα βοτάνων που έφτιαξε ειδικά γι’ αυτή, να το πίνει σαν τσάι, αλλά εκείνη νοιαζόταν μόνο για τον Τσανγκ Αν Λο. Για πυρετό, εγκαύματα και μολυσμένες πληγές, είπε στον κύριο Τέο ότι ήθελε φάρμακα. και εκείνος είχε μεταφράσει τις ανάγκες της στο βοτανολόγο και στη συνέχεια μετέφρασε στην ίδια τις οδηγίες χρήσης για τη θεραπεία. Η Λίντια είχε ησυχάσει από την ώρα που μπήκε στο μικρό μαγαζί του βοτανολόγου. Μύριζε πολύ όμορφα εκεί μέσα. Τα ράφια ήταν

γεμάτα με γυάλινα βάζα κάθε σχήματος και μεγέθους, μερικά ήταν μπλε, άλλα πράσινα, κάποια σκούρα καφέ, όλα όμως γεμάτα βότανα και φύλλα και άλλα πράγματα που η Λίντια δεν μπορούσε να τα μαντέψει, ωστόσο είχε μια διαίσθηση ότι μπορεί να ήταν κάτι σαν καρδιά σαύρας, χολή σκαντζόχοιρου ή κέρατο ρινόκερου. Πανέμορφα κεραμικά μπολ ήταν γεμάτα με σπόρους κι αποξηραμένα λουλούδια, ενώ φλούδες δέντρων στοιβαγμένες στο πάτωμα γέμιζαν το μαγαζί με εκπληκτικά αρώματα. Όμως το καλύτερο απ’ όλα αυτά ήταν ο ίδιος ο βοτανολόγος. Έδειχνε τόσο υγιής, τα δόντια του ήταν τόσο λευκά, που η Λίντια δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Είχε κρατήσει το φάκελο με τα χρήματα του Άλφρεντ, που τον είχε δώσει στον κύριο Τέο, για να πληρώσει. Δόξα τω Θεώ, ήταν παραπάνω από αρκετά. Ή καλύτερα, για ν ακριβολογούμε, δόξα στον Άλφρεντ. Η ευγνωμοσύνη που ένιωσε για τον Άλφρεντ, έστω και απρόθυμα, ήταν πέρα για πέρα αληθινή και αυτό ξάφνιασε και την ίδια επειδή ήταν πολύ φειδωλή σ’ αυτά τα συναισθήματα. Ήξερε όμως ότι χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσε να βρει τον Τσανγκ γιατί, πολύ απλά, δεν θα ήταν σε θέση να προσλάβει τον Λιεφ. Ο κύριος Τέο δεν σχολίασε. Τη ρώτησε μόνο αν όλα αυτά ήταν για τον Κινέζο φίλο της. «Αν δεν σας πειράζει, θα προτιμούσα να μην απαντήσω». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του ψηλού και κάπως ασουλούπωτου κορμιού του και δεν ασχολήθηκε άλλο. Η Λίντια παρατήρησε ότι κάτι τον έτρωγε, και σε άλλη περίπτωση θα ήταν περίεργη να μάθει, ιδίως μετά από αυτά που είχε ακούσει στο σπίτι από τον ίδιο και τον κύριο Μέισον. Πάνω απ’ όλα όμως η έγνοια της ήταν για τον Τσανγκ Αν Λο. Παρακολουθούσε αδιάκοπα μες στο σκοτάδι το πρόσωπο του

Τσανγκ και όλο και κάτι καινούργιο ανακάλυπτε και την είχε εντυπωσιάσει το πόσο οικείο της φαινόταν. Της είχε εντυπωθεί πολύ έντονα στο μυαλό της: οι πυκνές βλεφαρίδες του, το σχήμα της μύτης του, τα ανοιχτά ρουθούνια του, το κοχύλι του αυτιού του. και όλα αυτά μπορούσε να τα δει ολοκάθαρα, ακόμη και με κλειστά μάτια. Πολύ απαλά, ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι του, ενώ το μέτωπο της άγγιζε τους κροτάφους του που έκαιγαν από τον πυρετό. Σφάλισε τα μάτια της και αναρωτήθηκε γιατί νοιαζόταν τόσο πολύ, απελπισμένα πολύ, μα δεν βρήκε απάντηση. «Πες μου τα συμπτώματα». «Πυρετός. Πολύ ψηλός πυρετός. Δεν έχει επαφή με το περιβάλλον. Έχει πληγές και εγκαύματα». «Βασικά, είναι υγιής; Εννοώ, είναι σε καλή κατάσταση ή είναι άλλος ένας υποσιτιζόμενος Κινέζος του Τζαντσόου; Έχει μεγάλη σημασία αυτό, ξέρεις». Η κυρία Γιόμαν είχε τα λευκά μαλλιά της πιασμένα με κοκαλάκια. Η Λίντια δεν την είχε ξαναδεί με τα μαλλιά της ξεχτένιστα, αλλά δεν είχε έρθει και ποτέ της τόσο νωρίς. «Είναι πολύ αδύναμος. και αδύνατος. Πολύ αδύνατος». «Μπορώ να έρθω να τον δω και αν χρειάζεται φάρμακα, να του τα δώσω. Πες μου, πού.» «Όχι, ευχαριστώ, κυρία Γιόμαν, καλύτερα όχι. Δεν θα δεχτεί βοήθεια από έναν Ευρωπαίο». «Ναι, αλλά δέχεται τη δική σου». «Ούτε τη δική μου δέχεται. Εγώ δίνω τα φάρμακα στην οικογένεια του». «Καλή μου Λίντια, πολύ χαίρομαι που ενδιαφέρεσαι γι αυτούς τους φτωχούς ανθρώπους. Όλοι είμαστε πλάσματα του Θεού, αν και πολλοί Δυτικοί μεταχειρίζονται τους Κινέζους χειρότερα και

από τα ζώα. Ντρέπομαι πάρα πολύ, ειδικά όταν.» «Κυρία Γιόμαν, σας παρακαλώ, βιάζομαι πολύ». «Συγγνώμη, καλή μου, το ξέρεις ότι είμαι φλύαρη. Αυτή είναι η λίστα για το φαρμακοποιό. Ο κύριος Χάτον στην οδό Γκλεμπ είναι πολύ καλός, πάντα με το αστείο στο στόμα, και θα σε συμβουλέψει πολύ σωστά άμα μάθει ότι σε στέλνω εγώ». «Ευχαριστώ και συγγνώμη για πριν, που σας διέκοψα έτσι απότομα». «Δεν πειράζει, κοριτσάκι μου. Είσαι φρόνιμη τώρα που λείπει η μαμά; Μην χάνεις κάτι που θα τη στενοχωρήσει». «Όχι, βέβαια. Σήμερα θα πάω στη βιβλιοθήκη να γράψω ένα δοκίμιο για τον Χαμένο Παράδεισο». «Μπράβο, κορίτσι μου. Η μαμά σου θα είναι πολύ περήφανη για σένα». «Σπουργιτάκι μου, γιατί γύρισες πάλι; Ο πατριός σου σε πέταξε κιόλας έξω απ’ το σπίτι;» «Γεια σας, κυρία Ζαριά. Ήρθα να πάρω κάποιες πληροφορίες από την κυρία Γιόμαν». «Αχά! και βιάζεσαι τόσο πολύ που δεν μπορείς να πεις ούτε ντόμπραγιε ούτρα. καλημέρα στην αγαπημένη σου δασκάλα των ρωσικών; Όχι, όχι. Έχω ψήσει λαχταριστά πιροσκί και πρέπει να τα δοκιμάσεις». «Σπασίμπα. Μια άλλη φορά, σας το υπόσχομαι. Τώρα βιάζομαι πάρα πολύ. Συγγνώμη». «Σπουργιτάκι μου, θέλω να έρθεις ρίαζί μου, σε μια δεξίωση. Μια μεγάλη ρώσικη δεξίωση». Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα πετούσε τη σκούφια της από χαρά, αλλά τώρα η Λίντια δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. «Είμαι πολύ απασχολημένη, αλλά σας ευχαριστώ πολύ». «Απασχολημένη; Απασχολημένη; Μπλιν! Κρέπες, δηλαδή

μπούρδες! Τι θα πει είσαι απασχολημένη; Πρέπει να δεις τι μεγαλόπρεπες δεξιώσεις κάνουμε εμείς οι Ρώσοι. Ο καθένας εκεί.» «Συγγνώμη, αλλά πρέπει να φύγω τώρα. Καλά να περάσετε». «Θα γίνει στη βίλα της κόμισσας Σέροβα». Αυτό της κέντρισε το ενδιαφέρον. Στη βίλα της Σέροβα. Πολύ θα ήθελε να δει πώς ζουν οι Ρώσοι αριστοκράτες. «Αλήθεια;» «Ντα. Την άλλη εβδομάδα». «Καλά, θα το σκεφτώ». «Ωραία. Κανόνισε να έρθεις». «Καλά, θα το σκεφτώ». Εκείνος εξακολουθούσε ν’ αναπνέει. Ένας πόνος της έσφιγγε το στήθος κάθε φορά που έπρεπε να τον αφήσει μόνο του, είτε για να του φέρει καθαρό νερό είτε για να του αλλάξει τους επιδέσμους. Τους λερωμένους επιδέσμους τους τύλιγε σε εφημερίδες και τους έκαιγε στο σκουπιδοτενεκέ στην πίσω πόρτα έχοντας κάθε φορά το νου της στον Γουάι. Ο μάγειρας έμενε με τη σιωπηλή γυναίκα του στην άλλη άκρη του σπιτιού και πολύ χαιρόταν που η μικρή του είχε πει ότι το μόνο που χρειαζόταν από εκείνον ήταν να της ετοιμάζει το βραδινό της στην τραπεζαρία - μια σούπα, κοτόπουλο και ένα γλυκό. Κάθε βράδυ της έφτιαχνε τα ίδια και ενώ εκείνη ήξερε ότι αυτός ποντάριζε στην άγνοια της, δεν την ένοιαζε καθόλου. Εξάλλου με το ζόρι έβαζε μια μπουκιά στο στόμα της. Έτρωγε το γλυκό και έπαιρνε τη σούπα επάνω για να δίνει μια-δυο κουταλιές στον Τσανγκ Αν Λο. Εκείνος κατάπινε. Κάθε φορά η Λίντια ανησυχούσε μήπως ήταν η τελευταία, αλλά βλέποντας το καρύδι στο λαιμό του ν’ ανεβοκατεβαίνει, ανακουφιζόταν. Μερικές φορές του τραγουδούσε ή του διάβαζε με τις ώρες. Για

τον Πιπ, τον ξένο, τον τόσο φιλόδοξο, με τις Μεγάλες Προσδοκίες του, αλλά συγχρόνως γεμάτο πόνο και ντροπή. Η Λίντια ήξερε πολύ καλά πώς ένιωθε αυτός. «Σου είναι όλα τόσο ξένα, Τσανγκ Αν Λο, αυτός ο κόσμος του Ντίκενς και η κοινωνία του Λονδίνου; Είναι μίλια μακριά από μας, έτσι δεν είναι;» Τα άφηνε ύστερα αυτά και του μιλούσε για τον Ρίκι Τίκι Τάβι στην Ινδία του Κίπλινγκ και τον προέτρεπε να γελάσει που η μαγκούστα καταβρόχθιζε τα αυγά του μεγάλου φιδιού. «Βλέπεις, Τσανγκ, τα φίδια, ακόμη και τα Μαύρα Φίδια, μπορούν να σκοτωθούν». Κι ύστερα του μουρμούριζε ένα ρώσικο λαϊκό τραγούδι, του έπλενε το μέτωπο και τα μπράτσα με καμφορέλαιο. Προκαλεί εφίδρωση, έτσι είχε πει ο κύριος Χάτον. Και μόλις τέλειωνε την επάλειψη, ξάπλωνε δίπλα του, τον σκέπαζε με το πάπλωμα και ένιωθε να την κυριεύει για άλλη μια φορά ο φόβος. Σε παρακαλώ, Τσανγκ Αν Λο. Σε παρακαλώ. Οι ήχοι από το ναό. Του Τσανγκ Αν Λο του φάνηκαν σαν κουβέντες θεών που έβγαιναν από το άρωμα του λιβανιού, από τον ήχο που έκαναν οι μπρούντζινε καμπανούλες και από τον απόηχο των παρακλήσεων. Ένα ποτάμι γεμάτο ήχους που τον έβγαζε από τη μαύρη λάσπη και τον ανέβαζε στην επιφάνεια. Ένιωσε το πρόσωπο του καθαρό από τη γλίτσα, τη σιχαμερή και δηλητηριώδη γλίτσα που του έτρωγε τα σωθικά. Που του είχε γεμίσει το στόμα και τ’ αυτιά, που έτρεχε μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του μυαλού του μέχρι που τον άφηνε άψυχο και εκείνος ένιωθε ότι πολύ σύντομα θα συναντιόταν με τον Γιανγκ Ουάνγκ Γιε, τον κριτή των ψυχών. Εκείνος όμως επέπλεε. Ακολουθούσε τον ήχο, ανέβαινε όλο και πιο ψηλά προς τα εκεί απ’

όπου ερχόταν το φως. Επιτέλους την είδε και η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Του χαμογελούσε. Είδε το πανέμορφο πρόσωπο της. Μουρμούρισε τ’ όνομα του: Κουάν-γιν. Ξανά. Κουάν-γιν, θεά της ευσπλαχνίας και της συμπόνιας. Μια αναλαμπή φώτισε το σκοτισμένο του μυαλό και θυμήθηκε τον πατέρα της που προσπαθούσε να την κάψει ζωντανή και εκείνη έσβηνε τη φωτιά με τα χέρια της. Πόνος. Χέρια. Γλυκιά και άγια θεά του ελέους, Κουάν-γιν, ο πόνος μου δεν είναι τίποτε μπροστά στον δικό σου. Ένα πουλάκι κάθισε πάνω στο στήθος του. Ήταν μικρό και πολύχρωμο αλλά τα χαλκόχρωμα φτερά του τον σκέπασαν. Έλαμπαν τόσο πολύ που πήραν μακριά τη γλίτσα από τα μάτια του και από τ’ αυτιά του. Μπορούσε ν’ ακούει το κελάηδισμα του πουλιού. Μόνο έναν ήχο. Ξανά και ξανά, και του τριβέλιζε το μυαλό. «Σε παρακαλώ.»

37 Δεν μπορούσε να τον αφήσει να δει το πρόσωπο της. «Λι Μέι, μη. Σε παρακαλώ». Εκείνη όμως έκρυψε το πρόσωπο της στο μαξιλάρι. Η ντροπή της ήταν πολύ μεγαλύτερη από τον πόνο που ένιωθε. «Γλυκιά μου αγάπη», είπε σιγανά ο Τέο, «άσε με να πλύνω τα πρησμένα σου μάγουλα και να φιλήσω τις μελανιές που έχεις κάτω από τα μάτια σου». Η Λι Μέι κουλουριάστηκε ακόμη περισσότερο και απομακρύνθηκε από κοντά του. Ο Τέο γονάτισε στο κρεβάτι, της φίλησε την κοτσίδα κι ανάσανε το σανταλόξυλο που ανέδιδαν τα κατάμαυρα μαλλιά της. «Συγχώρεσέ με, αγάπη μου. Θα σ’ αφήσω να ηρεμήσεις. Σου πήρα μερικά φάρμακα από το βοτανολόγο, αυτό που είναι στο μαύρο βαζάκι είναι για τον πόνο και το άλλο, για το δέρμα σου». Περίμενε, και ενώ από τη μια πέθαινε για να την πάρει στην αγκαλιά του, από την άλλη ήξερε ότι αυτό που ήθελε πάνω απ’ όλα εκείνη ήταν να κρύψει την απόδειξη της ατίμωσης της. «Λι Μέι.» Σιωπή. «Λι Μέι, άκουσε με. Δεν πρέπει να ξαναπάς στον πατέρα σου. ότι και αν συμβεί. Όλοι ξέρουμε ότι σε δέρνει κι ότι θέλει να σ’ έχει σκλάβα του, γι’ αυτό δεν πρέπει να τον πλησιάσεις ποτέ ξανά. Ούτε αυτόν ούτε τον σκατοκέφαλο τον αδελφό σου, τον Πο Τσου. Θέλω να μου το υποσχεθείς». Την πλησίασε και ακούμπησε το χέρι του στο πόδι της. α και εγώ σου υπόσχομαι ότι δεν πρόκειται να ξανακαόπιο». Κουβέντα. Οι ώμοι της άρχισαν να τραντάζονται. Έκλαιγε. Εκείνο το βράδυ ο Τίγιο δεν πήγε για ύπνο. Ούτε στο ποτάμι.

Περιδιάβασε τις άδειες αίθουσες του σχολείου και έπειτα κάθισε στη σκαλιστή δρύινη καρέκλα που υπήρχε στο τέλος τυ διαδρόμου. Στη συνέχεια κάλεσε ένα από τα αγόρια που σκούπιζαν την αυλή να πάρει το σκοινί και να πάει κοντά του. Το εννιάχρονο αγόρι δεν ήθελε με τίποτε να κάνει αυτό που τον πρόσταξε ο Τέο, αλλά στο τέλος υπάκουσε επειδή ήξερε ότι, άμα έχανε τη δουλειά του, η μάνα του, ο πατέρας του και οι τέσσερις αδελφές του θα πεινούσαν. Ο Τέο έμεινε δεμένος εκεί όλη τη νύχτα. Εκτός από μια κιτρινομάτα γάτα, κανείς δεν άκουσε ούτε τα βογκητά του ούτε τα κλάματα του. Τις περισσότερες φορές η γάτα καθόταν και τον κοίταζε αλλά κάποια στιγμή, όρμησε στην αγκαλιά του και νιαούρισε δυνατά. Οι καρποί του ήταν δεμένοι πισθάγκωνα πάνω στα ξύλινα μπράτσα με τους σκαλιστούς δράκους που του χαμογελούσαν λες κι έπαιζαν με τον πόνο του και οι αστράγαλοι του ήταν δεμένοι σφιχτά στα γερά πόδια της καρέκλας. Όταν το ξεθωριασμένο κόκκινο χρώμα της αυγής φάνηκε στον ορίζοντα, ο Τέο ήξερε ότι είχε δει το χάρο με τα μάτια του.

38 Η εξάντληση τελικά τη νίκησε. Η Λίντια νόμιζε ότι θα ήταν στην καρέκλα της και βρέθηκε να κοιμάται μπρούμυτα στο κρεβάτι της, και με το βάρος της να πλακώνει τη μια πλευρά του Τσανγκ. Ξύπνησε αλαφιασμένη. Το χέρι του. δεν έπρεπε να του πιέζει το χέρι. Ήταν ακόμη σκοτάδι, έκανε κρύο και το μυαλό της το ένιωθε μουδιασμένο. Σηκώθηκε, έβγαλε τα ρούχα που φορούσε τις τελευταίες σαράντα οχτώ ώρες, φόρεσε ένα από τα δύο καινούργια δαντελένια νυχτικά της που βρίσκονταν στην, έτσι και αλλιώς, άδεια σιφονιέρα της και σήκωσε το πάπλωμα. Έπεσε στο κρεβάτι της και, ως δια μαγείας, όλη της η επιθυμία για ύπνο εξαφανίστηκε. Ήταν ξαπλωμένη στη δική της πλευρά, έχοντας δίπλα της εκείνον, αδιαφορώντας για τη γύμνια του και το δικό της αραχνοΰφαντο νυχτικό. Έβαλε το χέρι της στη μέση του, ακούμπησε το μάγουλο της στον ώμο του και μύρισε την καμφορά στο δέρμα του. Ανέπνεε μαζί του. «Τσανγκ Αν Λο», του ψιθύρισε, μονάχα για ν’ ακούσει η ίδια τ’ όνομα του. Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε μια ευχάριστη θέρμη να κατακλύζει το στήθος της. Ευτυχία; Ήταν ευτυχία αυτό που ένιωθε; Είδε ένα άσχημο όνειρο. Η μητέρα της είχε βάλει ένα μεταλλικό κολάρο στο λαιμό του Τσανγκ. Ήταν γυμνός και η Βαλεντίνα τον έσερνε με μια βαριά αλυσίδα μέσα στη χιονοθύελλα. Βρίσκονταν στην καρδιά του δάσους, ο αγέρας λυσσομανούσε και οι λύκοι ούρλιαζαν, ο ουρανός ήταν κατακόκκινος και έβαφε και το χιόνι κόκκινο, λες και έριχνε κόκκινη βροχή. Υπήρχε κι ένας άντρας πάνω σένα ωραίο άλογο. Μια πράσινη χλαίνη. Ένα τουφέκι. Οι σφαίρες

έσκιζαν τον αέρα, διαπερνούσαν τα πεύκα και έπεφταν στα πόδια της μητέρας της. Εκείνη ούρλιαζε. Μια σφαίρα χώθηκε στο γυμνό στήθος του Τσανγκ και άλλη μια χώθηκε ανάμεσα στα πλευρά της Λίντιας. Δεν ένιωθε πόνο, αλλά δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Της έλειπε ο αέρας, έπρεπε να γεμίσει οπωσδήποτε τα πνευμόνια της. Προσπάθησε να φωνάξει μα δεν έβγαινε κανένας ήχος, αφού δεν μπορούσε καν ν’ ανασάνει. Ξύπνησε τρέμοντας. Στο δωμάτιο, η μέρα είχε κάνει την εμφάνιση της για τα καλά, προμηνυόταν γλυκιά και ήρεμη, και αυτό τη βοήθησε να ξαναβρεί την ψυχραιμία της. Γύρισε το κεφάλι της κι έμεινε άφωνη. Τα κατάμαυρα μάτια του Τσανγκ ήταν καρφωμένα πάνω της και δεν απείχαν από τα δικά της ούτε μια παλάμη. «Γεια». Η φωνή του ήταν ψιθυριστή. «Γεια». Του χαμογέλασε και φωτίστηκε το πρόσωπο της. «Γύρισες». Για πολλή ώρα, εκείνος μελετούσε το πρόσωπο της, έπειτα κούνησε αδύναμα το κεφάλι του και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του που εκείνη δεν μπόρεσε να το καταλάβει. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι το πόδι της ακουμπούσε πάνω του, το ζεστό της χέρι πάνω στο στομάχι του και ο γοφός της ήταν κολλημένος στον δικό του και ντράπηκε. Κοκκίνισε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Μόλις στάθηκε στα πόδια της, γύρισε, τον κοίταξε και έκανε μια μικρή τυπική υπόκλιση - ένωσε τα χέρια της και χαμήλωσε ελαφρά το κεφάλι της. «Χαίρομαι που ξύπνησες, Τσανγκ Αν Λο». Εκείνος κούνησε τα χείλη, η ζωή επέστρεφε σ’ αυτά, αλλά δεν έβγαλε λέξη. «Θα ήθελα να σου δώσω φάρμακα και φαγητό», του είπε απαλά.

«Πρέπει να φας». Κούνησε αδύναμα για άλλη μια φορά το κεφάλι και έκλεισε τα μάτια. Ωστόσο εκείνη ήξερε ότι δεν κοιμόταν. Ένιωσε ταραχή. Τώρα όμως η ταραχή διέφερε από τις προηγούμενες φορές. Σκέφτηκε ότι επρόκειτο για ένα είδος επιπόλαιου πανικού επειδή μπορεί να είχε προσβάλει τον Τσανγκ Αν Λο με την υπερβολική της προθυμία, επειδή μπορεί να τον είχε αηδιάσει με την αλανιάρικη συμπεριφορά της και επειδή εκείνος μπορεί να μην ήθελε να τον γιατροπορεύει ή να τον ταΐζει ή ακόμη και να τον αγγίζει, ένα σώμα που τώρα πια εκείνη το γνώριζε τόσο καλά. Όλα αυτά όμως που ένιωθε δεν ήταν τίποτε μπροστά στον προηγούμενο πανικό της όταν νόμιζε ότι εκείνος θα πεθάνει, ότι θα της άφηνε μόνο τα κόκαλα του, ότι δεν θα μπορούσε να ξαναδεί τα μαύρα μάτια του. Σταμάτησέ το. Σταμάτησέ το. Εκείνος είχε ξυπνήσει. Αυτό σήμαινε τα πάντα. Ήταν ξύπνιος. «Πάω να φέρω λίγο ζεστό νερό», είπε και έτρεξε κάτω. Το άγγιγμα της έμοιαζε με το χάδι του ήλιου. Του ζέσταινε το κορμί. Μέσα του, ο Τσανγκ Αν Λο ένιωθε παγωμένος και άδειος, σαν ερπετό στην παγωνιά του χειμώνα, κι ήταν το άγγιγμα των χεριών της που ξαναζωντάνευε τα παγωμένα του μέλη. Είχε αρχίσει να τα νιώθει και πάλι. Μπορεί να τα ένιωθε, αλλά πονούσε κιόλας. Πολεμούσε να εστιάζει αλλού το μυαλό του. Χρησιμοποιούσε τον πόνο σαν μια πηγή ενέργειας. Συγκεντρωνόταν στα δάχτυλα της όσο εκείνη του έβγαζε τους επιδέσμους. Δεν ήταν όμορφα τα χέρια της. Τα νύχια της ήταν τετράγωνα αντί να είναι οβάλ και οι αντίχειρες της ήταν μεγαλύτεροι από το κανονικό, αλλά τα κινούσε με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Εκείνος παρακολουθούσε και ήξερε ότι εκείνα τα χέρια θα τον γιάτρευαν.

Όταν όμως είδε τα δικά του χέρια έτσι όπως ήταν κολοβωμένα, ένιωσε λες και κάποιος του έσφιγγε δυνατά το κεφάλι σαν να ήθελε να το σπάσει. Ένιωσε να κατρακυλάει πάλι στη σιχαμερή γλίτσα. Άνοιξε τα μάτια του. «Λίντια.» Εκείνη δεν κουνήθηκε καθόλου έτσι όπως ήταν γονατισμένη πάνω από ένα μεταλλικό μπολ και έριχνε μέσα κάτι που μύριζε πολύ έντονα. Μια αδύναμη χειμωνιάτικη αχτίδα είχε καταφέρει να τρυπώσει από το παράθυρο και τώρα παιχνίδιζε πάνω στα μαλλιά της και στη μια πλευρά του προσώπου της και εκείνη έμοιαζε να λάμπει ολόκληρη. «Λίντια.» Η Λίντα εξακολουθούσε να τον αγνοεί. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να καταλάβει τι γίνεται. Του πήρε λίγο χρόνο μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε κουνήσει τα χείλη του. Προσπάθησε πάλι, συγκεντρώνοντας όλες του τις δυνάμεις στους μυς του στόματος του. Ήταν πετρωμένοι λες και είχε να τους χρησιμοποιήσει εδώ και πολύ καιρό. «Λίντια.» Εκείνη τινάχτηκε. «Γεια σου και πάλι. Πώς είσαι;» «Νομίζω ότι είμαι ζωντανός». Η κοπέλα χαμογέλασε. «Μπράβο. Φρόντισε να παραμείνεις έτσι». «Θα φροντίσω». «Ωραία». Εκείνη καθόταν δίπλα στο κρεβάτι και τον κοίταζε, το κουτάλι στο χέρι της είχε παγώσει πάνω από το μπολ, ενώ έσταζε ένα πορφυρό υγρό. Ο Τσανγκ μπορούσε ν’ ακούσει τον ήχο της κάθε

σταγόνας που έπεφτε στο μπολ. Στεκόταν εκεί και τον κοίταζε. Το πρόσωπο της γέμιζε τα μάτια του και το κενό του μυαλού του. Τα δικά της μάτια ήταν μεγάλα. Η μύτη της ήταν μακριά. Ήταν το πρόσωπο μιας φανκί. «Μήπως θέλεις κάτι για τον πόνο;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Η Λίντια βρισκόταν ακόμη εκεί, το κουτάλι πάνω από το μπολ και η ματιά της στο πρόσωπο του. Κούνησε το κεφάλι του. «Πες μου για τον Ταν Γουά», της είπε. Ενόσω εκείνη του εξιστορούσε τα πάντα, η θλίψη του κυρίευε την ψυχή, όμως ήταν τα δικά της μάτια και όχι τα δικά του που πλημμύρισαν δάκρυα. Αυτή τη φορά ο Τσανγκ Αν Λο δεν άνοιξε τα μάτια του. Αν τα άνοιγε, εκείνη θα σταματούσε. Του έκανε απαλό μασάζ στα πόδια του. Ήταν σαν τα καλάμια του μπαμπού, τόσο αδύνατα, αλλά προοδευτικά είχε αρχίσει να τα νιώθει ζεστά και το αίμα να κυλάει στους άτονους μυς του. Η σάρκα του ζωντάνευε και πάλι. Εκείνη σιγοτραγουδούσε. Ο ήχος, αν και ξένος, του ήταν πολύ ευχάριστος και δεν είχε καμιά σχέση με τις τρίλιες της κινέζικης μουσικής. Έβγαινε αβίαστα από μέσα της και με κάποιο τρόπο ζέσταινε το παγωμένο μυαλό του. Σ’ ευχαριστώ, Κουάν-γιν, λατρευτή θεά της ευσπλαχνίας και. της συμπόνιας. Σ’ ευχαριστώ που έφερες στο διάβα μου την αλεπουδίτσα. «Πού είναι η μητέρα σου;» Τη ρώτησε αμέσως μόλις ξύπνησε. Αυτό τον απασχολούσε για πρώτη φορά. Μέχρι τώρα το μυαλό του, αδύναμο από τον πυρετό, δεν είχε ασχοληθεί με τίποτε άλλο εκτός απ’ αυτό το δωμάτιο. Εκτός απ’ αυτό το κορίτσι. Ωστόσο, ακόμη και μετά από ένα διακεκομμένο και εφιαλτικό ύπνο, και τη θλίψη που του

μαύριζε την ψυχή για τον Ταν Γουά, ήξερε ότι το μυαλό του είχε αρχίσει να παίρνει ξανά στροφές. Μπορούσε πάλι να βλέπει τους κινδύνους. Το κορίτσι του χαμογέλασε. Τον καθησύχαζε. Πίσω από το χαμόγελο της όμως ήταν ανήσυχη και εκείνος το έβλεπε. «Είναι στην Ντατόνγκ με τον νέο σύζυγο της. Δεν θα γυρίσει πριν από το Σάββατο». και σαν να το ξανασκέφτηκε πρόσθεσε: «Σήμερα είναι Τρίτη». «Και αυτό το σπίτι;» «Είναι το καινούργιο μας σπίτι. Δεν υπάρχει κανείς άλλος εκτός από μας». «Δεν είναι κανείς άλλος οι υπηρέτες». Τα μαγουλά της βάφτηκαν μένα αχνό ρόδινο χρώμα. «Ο μάγειρας ζει σένα παράσπιτο, αλλά τον βλέπω σπάνια και το αγόρι για τα θελήματα και ο κηπουρός δεν θα έρθουν για μία εβδομάδα. Δεν είμαι χαζή, Τσανγκ Αν Λο. Ξέρω ότι όποιος σου το έκανε αυτό δεν ήταν καλοπροαίρετος». «Συγχώρεσέ με, Λίντια Ιβάνοβα, ο πυρετός με κάνει να λέω βλακείες». «Σε συγχωρώ», αποκρίθηκε εκείνη και γέλασε. Ο Τσανγκ δεν κατάλαβε γιατί γέλασε αλλά ένιωσε το γέλιο της να του ζεσταίνει την ψυχή. και μ’ αυτό το αίσθημα αποκοιμήθηκε. «Ξύπνα, Τσανγκ, ξύπνα». Ένα χέρι τον ταρακουνούσε. «Όλα είναι εντάξει, μη φωνάζεις, είσαι ασφαλής. Ξύπνα.» Εκείνος ξύπνησε. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Η οργή έκαιγε τις κόγχες των ματιών του και το στόμα του ήταν ξερό σαν τον δυτικό άνεμο. «Έβλεπες εφιάλτη». Η Λίντια ήταν σκυμμένη από πάνω του και το χέρι της του έφραζε

το στόμα. Εκείνος γευόταν το δέρμα της. Αργά αργά το μυαλό του άρχισε να γραπώνεται για να βγει και πάλι στην επιφάνεια. Απόδιωξε τις μαχαιριές που ένιωθε στα γεννητικά του όργανα και τη μυρωδιά της καμένης σάρκας που είχε τρυπώσει στα ρουθούνια του. «Πάρε ανάσα», του είπε με χαμηλή φωνή. Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα, έπειτα άλλη μια και άλλη. Το κεφάλι του γύριζε, τα μάτια του όμως ήταν ανοιχτά. Έξω ήταν σκοτάδι, το ελάχιστο φως από τη λάμπα του δρόμου είχε μπει κρυφά κάτω από τις κουρτίνες, αλλά ήταν αρκετό για να διακρίνει τα έπιπλα στο δωμάτιο, την ντουλάπα, το τραπέζι με τον καθρέφτη και τα μπουκάλια με τα φάρμακα. και εκείνη φυσικά. Παρατηρούσε τη λιγνή σιλουέτα της, τα μαλλιά της. Το χέρι της είχε αφήσει το στόμα του και ταλαντευόταν πάνω από το μουσκεμένο μέτωπο του, φοβόταν να τον ακουμπήσει. Πήρε άλλη μια ανάσα μέχρι που βρήκε το ρυθμό του. «Τρέμεις ολόκληρος», του είπε. «Θέλω ένα μπουκάλι». Παύση. «Πάω να σου φέρω». Άναψε το φως. Όχι εκείνο το κρεμ φωτιστικό πάνω από το κεφάλι του με τα μεταξωτά κρόσσια, αλλά τη μικρή πράσινη λάμπα που ήταν στο τραπέζι με τα φάρμακα. Ήταν σίγουρη ότι ο Τσανγκ Αν Λο θα προτιμούσε το ημίφως γι’ αυτό που ήθελε να κάνει. Εκείνη επέστρεψε με το μπουκάλι που είχε φαρδύ λαιμό και σήκωσε το πάπλωμα και τις κουβέρτες που τον σκέπαζαν. Ο Τσανγκ γύρισε στο πλάι -και μόνο με τούτη την κίνηση ένιωσε κιόλας το κεφάλι του να γυρνάει σαν σβούρα- και δεν μίλησε όσο η Λίντια τον βοηθούσε να ουρήσει μέσα στο μπουκάλι. Τα ούρα έβγαιναν με δυσκολία. Του πήρε πολλή ώρα

μέχρι να τελειώσει. Εκείνος ένιωθε άβολα, όχι μόνο επειδή ντρεπόταν, αλλά και επειδή είδε ότι του είχε ξυρίσει τις τρίχες στα γεννητικά όργανα ενόσω ήταν αναίσθητος. Δεν του άρεσε καθόλου αυτό που την έβαζε να κάνει, αλλά τα χέρια του ήταν άχρηστα, πρησμένα και κολοβωμένα. Ο ήχος από τα ούρα του που έρεαν στο μπουκάλι έκανε τ’ αυτιά του να βουίζουν. Στο τέλος, όταν η Λίντια κράτησε το μπουκάλι στο φως και είπε: «Μπορώ να πω ότι πρόκειται για καλή σοδειά», εκείνος δεν είχε ιδέα τι σήμαινε αυτό. «Τι;» «Καλή σοδειά», του είπε χαμογελώντας η Λίντια, «όπως το κρασί». «Είναι πολύ σκούρο». «Ναι, αλλά με λιγότερο αίμα από την τελευταία φορά». «Τα φάρμακα άρχισαν ν’ αποδίδουν». «Όλα άρχισαν ν’ αποδίδουν». Γέλασε και του έδειξε την πολύχρωμη σειρά από μπουκάλια, φίλτρα και κουτιά. Πάνω στο τραπέζι, οι δύο κουλτούρες, κινέζικη και δυτική, ανακατεύονταν και η Λίντια τα χειριζόταν όλα αυτά με άνεση και ευχέρεια. Τη θαύμασε γι’ αυτό. Το μυαλό της ήταν ανοιχτό και δεκτικό έτσι ώστε να χρησιμοποιεί οτιδήποτε θα του έκανε καλό. Όπως η αλεπού. Έγειρε πίσω στο μαξιλάρι του. Ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπο του. «Σ’ ευχαριστώ». Η προσπάθεια τον είχε εξαντλήσει, αλλά δεν παρέλειψε να της χαρίσει ένα χαμόγελο. Οι Δυτικοί μοίραζαν χαμόγελα γύρω τους λες και ήταν ζάχαρη -να και κάτι άλλο που απείχε από τα κινέζικα έθιμα-, αλλά ο Τσανγκ είχε προσέξει ότι εκείνη ευχαριστιόταν πολύ. «Έχω ταπεινωθεί πολύ».

«Μην το λες αυτό». «Κοίταξε με. Είμαι αδύναμος. Σαν γεράκι χωρίς φτερά. Κανονικά θα έπρεπε να την περιφρονείς τόση αδυναμία». «Όχι, Τσανγκ Αν Λο, μη μιλάς έτσι. Θα σου πω τι βλέπω εγώ. Βλέπω ένα γενναίο πολεμιστή. Κάποιον που κανονικά θα έπρεπε να έχει πεθάνει, αλλά δεν παραδίδει ποτέ τα όπλα». «Δεν ξέρεις τι λες». «Όχι. Εσύ δεν ξέρεις τι λες, επειδή ευθύνεται η αρρώστια. Περίμενε, Τσανγκ Αν Λο, να σε γιατροπορέψω», του είπε και ακούμπησε το παγωμένο της χέρι στο φλογισμένο μέτωπο του. «Ώρα για λίγο κινίνο». Κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης νύχτας η Λίντια του έδωσε και άλλα φάρμακα, τον έπλυνε και έδωσε μάχη με τον πυρετό του. Μερικές φορές την άκουγε να του μιλάει και άλλες έπιανε τον εαυτό του να της μιλάει εκείνος, αλλά δεν είχε ιδέα ούτε τι της έλεγε ούτε γιατί τα έλεγε. «Μείγμα νίτρου και οξέος αμμωνίας με νερό καμφοράς». Έφερνε τη φωνή της στο μυαλό του και τις δύσκολες λέξεις που έλεγε εκείνη καθώς του έριχνε διάφορα στο στόμα, αλλά ήταν μόνο ήχοι που δεν καταλάβαινε τη σημασία τους. «Ο κύριος Τέο λέει ότι ο Κινέζος βοτανολόγος του είπε πως αυτό το σκεύασμα κάνει θαύματα σε πολύ υψηλό πυρετό, γι’ αυτό. μη, σε παρακαλώ, μην το φτύνεις. έλα, λίγο ακόμη, άνοιξε το στόμα σου, μπράβο, πολύ ωραία». Κι άλλοι ήχοι. «Κυριοστέο». Τι είναι το κυριοστέο; Το κρύο ρούχο πάνω στο δέρμα του. Η μυρωδιά από το ξίδι και τα βότανα. Νερό με λεμόνι στα σκασμένα του χείλη. Οι εφιάλτες να του παίρνουν τα λογικά. Κοντά στην αυγή ένιωσε το αίμα να κυλάει στις φλέβες του και τότε άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Έτρεμε τόσο πολύ που δάγκωσε τη γλώσσα του και γεύτηκε αίμα. Την ένιωθε να κάθεται

δίπλα του, στο κρεβάτι της, είχε βάλει μάλιστα και ένα μαξιλάρι πίσω της στο ξύλινο κεφαλάρι και τον είχε αγκαλιάσει από τους ώμους. Τον κρατούσε σφιχτά. Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε. Οι τρίχες στο σβέρκο του ορθώθηκαν και είδε τη Λίντια να σηκώνει το κεφάλι της σαν να οσμιζόταν τον αέρα. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Ήξεραν και οι δυο ότι αυτός ήταν παγιδευμένος. «Η Πόλι θα είναι», του είπε με σταθερή φωνή. Προχώρησε προς την πόρτα. «Μην ανησυχείς, θα την ξεφορτωθώ γρήγορα». Εκείνος ένευσε και η Λίντια έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας πίσω της. Όποια και αν ήταν η Πόλι, ο Τσανγκ Αν Λο της έριξε χίλιες κατάρες.

39 «Καλημέρα, δεσποινίς Ιβάνοβα. Ελπίζω να μην ήρθα πολύ νωρίς». «Αλεξέι Σέροφ. Εγώ. δεν σε περίμενα». Ο Ρώσος στεκόταν στο κατώφλι, ψηλός και χαλαρός όπως πάντα, φορώντας ένα παλτό με γούνινο γιακά, και εκείνη σκεφτόταν ότι ήταν το τελευταίο πρόσωπο που θα ήθελε να δει τώρα. «Ανησυχούσα για σένα», είπε. «Ανησυχούσες; Γιατί;» «Μετά την τελευταία μας συνάντηση. Ήσουν πολύ ταραγμένη από το θάνατο του Κινέζου στο δρόμο». «Ναι, ήμουν. Συγγνώμη, το μυαλό μου είναι. Όντως, ήταν πολύ δυσάρεστο και εσύ μου φέρθηκες πολύ ευγενικά. Σ’ ευχαριστώ πολύ». Έκανε ένα βήμα πίσω για να κλείσει την πόρτα αλλά εκείνος δεν είχε τελειώσει ακόμη. «Πήγα εκεί που μένατε πριν και η Όλγα Πετρόβνα Ζαριά μου είπε ότι τώρα μένετε εδώ». «Ναι, έτσι είναι». «Μου είπε επίσης ότι η μητέρα σου ξαναπαντρεύτηκε». «Ναι». «Τα συγχαρητήρια μου». Έκανε μια μικρή υπόκλιση κι εκείνη σκέφτηκε πόσο πολύ θα εκτιμούσε αυτή την κίνηση ο Τσανγκ. «Σ’ ευχαριστώ». Της χαμογέλασε. «Αν και η μητέρα σου δεν μπορώ να πω ότι χάρηκε και πολύ που με είδε στο προηγούμενο σπίτι σας, αν θυμάμαι καλά». «Όχι».

Μια αμήχανη σιωπή επικράτησε ανάμεσα τους, αλλά η Λίντια δεν έκανε τίποτε για να βελτιώςει την κατάσταση. «Μήπως ενοχλώ;» «Ναι. Συγγνώμη, αλλά κάτι έκανα και το άφησα στη μέση». «Λυπάμαι πολύ. Λοιπόν, να μη σε καθυστερώ περισσότερο. Η αλήθεια είναι ότι και εγώ έχω πολλά στο μυαλό μου. Θα μπορούσα να σου τηλεφωνήσω, για να μάθω αν είσαι καλά». «Ναι, ε;» Της κέντρισε το ενδιαφέρον. «Ασχολείσαι με τις δυνάμεις του Κούομιντανγκ;» «Ακριβώς. Χαιρετώ, Λίντια Ιβάνοβα». «Περίμενε». Του χαμογέλασε με το ζόρι. «Ζητώ συγγνώμη που σε κρατάω στο κατώφλι. Είναι πολύ αγενές εκ μέρους μου. Ίσως θα ήθελες ένα φλιτζάνι τσάι. Όλοι χρειαζόμαστε πού και πού ένα διάλειμμα». «Ευχαριστώ, θα το ήθελα πολύ». «Παρακαλώ, πέρασε μέσα». Κι έτσι τώρα τον είχε απέναντι της, καθισμένο στην καρέκλα μένα φλιτζάνι από φίνα κινέζικη πορσελάνη, και μ ένα τόσο εκλεπτυσμένο χερούλι που μπορούσες να δεις μέσα από αυτό. Η Λίντια είδε ότι θα δυσκολευόταν να μάθει αυτά που ήθελε. Κάθε φορά που έφερνε την κουβέντα γύρω από τα στρατιωτικά ζητήματα, εκείνος άλλαζε θέμα και της μιλούσε για την κινέζικη όπερα που είχε παρακολουθήσει το προηγούμενο βράδυ. Ακόμη και όταν τον ρώτησε ευθέως για τις αφίσες των κομμουνιστών που είχε δει στην πόλη, με κύριο αίτημα το δικαίωμα πρόσβασης των Κινέζων στα πάρκα που βρίσκονταν στον Διεθνή Συνοικισμό, εκείνος γέλασε νωχελικά και υπεροπτικά.

«Την επόμενη φορά θα θέλουν να γίνουν δεκτοί στις λέσχες μας και στα γήπεδα του κροκέ», της είπε. Η Λίντια δεν μπορούσε να καταλάβει αν την πείραζε ή αν μιλούσε σοβαρά. Μπορεί ο τόνος του να ήταν διασκεδαστικός αλλά και εκείνη δεν ήταν χαζή. Τα πράσινα μάτια του κοίταζαν παρατηρητικά και την Ίδια και το νέο περιβάλλον της. Η Λίντια νόμιζε ότι έπαιζε μαζί της. Ήπιε το τσάι της και είπε επιφυλακτικά: «Ώστε οι κομμουνιστές είναι ακόμη ενεργοί στο Τζαντσόου», σχολίασε, «παρά τις προσπάθειες των επίλεκτων στρατευμάτων του Κούομιντανγκ». «Έτσι φαίνεται. Είναι στις όχθες του ποταμού, μέσα σε τρύπες σαν τους ποντικούς. Πάντως, η σημαία του Κούομιντανγκ κυματίζει παντού για να υπενθυμίζει στους ανθρώπους ποιος κάνει κουμάντο τώρα». Γέλασε μέσα από τα μισόκλειστα μάτια του. «Τουλάχιστον είναι ωραία η μπαντιέρα τους - ίσως ομορφύνει λίγο με τα λαμπερά χρώματα της το μέρος που ζουν». «Ξέρεις τι σημαίνουν τα χρώματα της σημαίας;» «Τι να σημαίνουν; Χρώματα είναι». «Όχι. Στην Κίνα το καθετί έχει σημασία». «Αλήθεια;» Έγειρε στην πολυθρόνα και ακούμπησε τα χέρια του στα μπράτσα της. Την κοίταζε όπως θα κοίταζε ο νεαρός τσάρος από το θρόνο του στα Χειμερινά Ανάκτορα, και εκείνη την ξένισε το αλαζονικό του ύφος. «Για πες μου, Λίντια Ιβάνοβα». «Το κόκκινο σώμα της σημαίας συμβολίζει το αίμα της Κίνας και τα δεινά της». «Κι ο λευκός ήλιος;» «Αγνότητα».

«Το μπλε φόντο;» «Δικαιοσύνη». «Ενδιαφέρον. Είσαι πολύ πιο ενημερωμένη από τους περισσότερους εδώ στην Κίνα». «Γνωρίζω ότι η Αδελφότητα του Μαύρου Φιδιού του Τζαντσόου πολεμάει τους Κούομιντανγκ και τους κομμουνιστές για τον έλεγχο του Συμβουλίου». Ήταν η πρώτη φορά που τα πράσινα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Εκείνη ένιωσε ότι είχε πετύχει διάνα. «Λίντια Ιβάνοβα, είσαι μια νεαρή Ρωσίδα. Πού έχεις ακούσει εσύ για την Αδελφότητα του Μαύρου Φιδιού;» «Και ακούω και βλέπω τα τατουάζ. Το ότι είμαι γυναίκα και μόλις δεκαεφτά ετών δεν σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρομαι για την πολιτική κατάσταση της χώρας. Δεν είμαι από τα λεπτά και ντελικάτα λουλούδια που κάθονται στο σαλόνι και κεντούν ή πίνουν σαμπάνια, Αλεξέι Σέροφ. Ζω σ’ αυτό τον κόσμο». Εκείνος έγειρε μπροστά, ενώ τώρα πια στο πρόσωπο του δεν υπήρχε ίχνος χαμόγελου. «Δεσποινίς Ιβάνοβα, ξέρω ότι είσαι ριψοκίνδυνη. Σε προειδοποιώ ν’ αποφύγεις οποιαδήποτε επαφή με την Αδελφότητα. Ειδικά τώρα, είναι πιο επικίνδυνοι από κάθε άλλη φορά». «Γιατί το λες αυτό;» «Επειδή ο πατέρας και ο γιος που ήταν επικεφαλής, έχουν έρθει σε ρήξη. Ο πατέρας μαστίγωσε δημόσια τον Τσου για ανυπακοή, και τώρα ο Πο Τσου φτιάχνει τη δική του τονγ-κ, τη δική του εταιρεία, στην προσπάθεια του να προλειάνει το έδαφος για μια συμφωνία με το Κούομιντανγκ. Όμως κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν. Ο καθένας κοροϊδεύει τον άλλο, αλλάζουν τις θέσεις τους σαν να

παίζουν σκάκι». «Λες να πάρει ο γιος τον έλεγχο από τον πατέρα;» «Δεν ξέρω. Είναι απερίσκεπτος. Ήδη με τον τρόπο του έχει προκαλέσει τεράστια προβλήματα». «Τι εννοείς;» «Εκρηκτικά. Εκτροχίασε ένα τρένο που μετέφερε εκρηκτικά από την επαρχία Χουνάν την περασμένη εβδομάδα, και ο αρχηγός του στρατού του Κούομιντανγκ μου έλεγε μόλις χθες ότι τον πληροφόρησαν οι κατάσκοποι του πως είναι έξω φρενών». «Αυτό σημαίνει ότι ο Τσανγκ Κάι-σεκ θα στείλει και άλλα στρατεύματα;» «Αναμφίβολα». «Τότε θα είσαι πολύ περισσότερο απασχολημένος. Να τους συμβουλεύεις. Αυτό δεν κάνεις; Συμβουλεύεις τους Κούομιντανγκ όσον αφορά τη στρατιωτική τακτική». «Ακριβώς». «Έχεις αναρωτηθεί ποτέ αν αυτοί είναι καλύτεροι από τους άγριους πολέμαρχους; Αυτός ο Τσανγκ κυβερνάει σαν δικτάτορας και εσύ τον βοηθάς. Ή μήπως κάνω λάθος;» Αυτομάτως ο Αλεξέι Σέροφ μειδίασε μ’ έναν εκνευριστικό τρόπο και έγειρε ξανά πίσω στην πολυθρόνα του. Πήρε το φλιτζάνι του έχοντας ξεχάσει ότι ήταν άδειο και μόλις το είδε, το ξανάβαλε στη θέση του. «Είσαι πολύ καλά πληροφορημένη σχετικά με την κινεζική κατάσταση, Λίντια Ιβάνοβα, αλλά είναι επίσης εμφανές ότι έχεις πλήρη άγνοια ενός συγκεκριμένου θέματοςΗ Κίνα, όπως και η Ρωσία, είναι μια αχανής χώρα η οποί απαρτίζεται από πολλές φυλές ανθρώπων που, πολύ ευχαρίστως, θα έκοβαν ο ένας τον λαιμό του άλλου, αν ένας ισχυ-

ρός δικτάτορας όπως ο Τσανγκ Κάι-σεκ δεν τους κρατούσε ενωμένους με τη σιδερένια πυγμή του. Οι κομμουνιστές μπορεί να έχουν ωραία ιδανικά, αλλά σε μια χώρα σαν κι αυτή τα ιδανικά τους θ’ αποδεικνύονταν καταστροφικά αν έπαιρναν ποτέ την εξουσία στα χέρια τους. Βέβαια, αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Εν κατακλείδι λοιπόν, ναι, δουλεύω σκληρά για το πολιτικό και στρατιωτικό σύστημα ώστε να μπορέσουμε να τους βγάλουμε από τα λαγούμια τους και να τους αφανίσουμε». Η Λίντια σηκώθηκε απότομα. «Μου φαίνεται ότι είσαι πολύ απασχολημένος και δεν θα ήθελα να σε καθυστερήσω και άλλο». Εκείνος έμεινε έκπληκτος. Έπειτα υποκλίθηκε με ευγένεια. «Ασφαλώς, και ζητώ συγγνώμη. Θυμήθηκα ότι και εσύ άφησες κάτι στη μέση όταν ήρθα». Σηκώθηκε και όλα πάνω του ήταν άψογα εκτός από τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του που έρχονταν σε αντίθεση με το υπόλοιπο σύνολο. Η Λίντια ένιωσε άσχημα με το άχαρο φόρεμα της και τα ακατάστατα μαλλιά της. Πήγε να τα στρώσει κάπως, αλλά το μετάνιωσε. Δεν της καιγόταν καρφί τι θα σκεφτόταν αυτός ο άντρας. Ήταν αγενής, αλαζόνας και ένθερμος υποστηρικτής ενός ανελέητου δικτάτορα. Να πάει στο διάβολο. Η μητέρα της είχε δίκιο. Στην εξώπορτα του κράτησε το παλτό για να το φορέσει και του έδωσε το χέρι με το ζόρι. «Αντίο, Αλεξέι Σέροφ, και ευχαριστώ για όλα». Εκείνος κράτησε το χέρι της στην παλάμη του και το κοίταξε καλά καλά λες και θα μάθαινε έτσι τα μυστικά της. Η Λίντια το αποτράβηξε.

Τα πράσινα μάτια του, νωχελικά και μισόκλειστα για άλλη μια φορά, την κοίταξαν με υπολογιστικό ύφος. «Η μητέρα μου, η κόμισσα Ναταλία Σέροβα, θα δώσει δεξίωση την άλλη εβδομάδα. Θα ήθελες να έρθεις; Τη Δευτέρα, στις οχτώ. Φρόντισε να έρθεις». Το γέλιο του ήταν περιπαικτικό. «Μπορούμε να μιλήσουμε για τις κινήσεις των στρατευμάτων». Πίσω του και μέσα στο αυτοκίνητο του που ήταν παρκαρισμένο στον χαλικόστρωτο δρόμο, περίμενε υπομονετικά ένας ένστολος Κινέζος οδηγός, ενώ μια μικρή σημαία του Κούομιντανγκ κυμάτιζε στον παγωμένο αγέρα. «Θα το σκεφτώ», είπε η Λίντια και έκλεισε την πόρτα. Ανέβηκε τρέχοντας δυο δυο τα σκαλιά. Η πόρτα της κάμαρας ήταν κλειστή, εκείνη έτρεξε την άνοιξε και μπήκε μέσα βιαστικά ενώ είχε αρχίσει ήδη να μιλάει από έξω. «Τσανγκ, είναι όλα εντάξει, εγώ.» Σταμάτησε. Το κρεβάτι ήταν άδειο. Τα σεντόνια ανάστατα και το πάπλωμα έλειπε. «Τσανγκ;» Το κρύο ήταν τσουχτερό. Ένιωσε ν’ ανατριχιάζει ολόκληρη. Το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο και οι κουρτίνες ανέμιζαν. «Όχι», είπε και έτρεξε προς το περβάζι. Ούτε ίχνος από το κακοπαθημένο κορμί του, κάτω στη βεράντα. Το δωμάτιο της έβλεπε στο πίσω μέρος του κήπου, που τώρα ήταν έρημος, εκτός από μια καρακάξα που σκάλιζε το χώμα. Έρημος. Ένα σφίξιμο της μάγκωσε στο στήθος. «Τσανγκ.» είπε ήρεμα. Ένας θόρυβος ακούστηκε πίσω της. Στράφηκε και είδε την πόρτα να κλείνει. Πίσω της, κολλημένος στον τοίχο,

στεκόταν ο Τσανγκ Αν Λο. Το πρόσωπο του ήταν κάτασπρο. Ήταν κουκουλωμένος με το ροδακινί πάπλωμα κι από τον δεξιό του καρπό κρέμονταν οι επίδεσμοι. Στα πρησμένα δάχτυλα του κρατούσε το ψαλίδι που εκείνη είχε για τους επιδέσμους και που στα χέρια του φάνταζε σαν φονικό μαχαίρι.

40 Μπορεί μέσα του ο Τέο να ένιωθε νεκρός, ωστόσο έδειχνε ζωντανός και με το παραπάνω. Φορούσε το καλύτερο κοστούμι του, το ανθρακί με τη στενή ρίγα, ένα λευκό κολλαριστό πουκάμισο και την αγαπημένη του μεταξωτή ριγέ γραβάτα. Έδειχνε σοβαρός και τυπικός. Σήμερα ο Φενγκ Του Χονγκ θα είχε μπροστά του έναν εχθρό αλλά έναν εχθρό με απόλυτο έλεγχο. Παρκάρισε το Μόρις Κάουλι σένα δρόμο πίσω από το κινέζικο τμήμα της πόλης, έδωσε δυο κέρματα σένα πολύ βρόμικο χαμίνι για να το φυλάει και μαζί με την ανθρωποθάλασσα κίνησε για την πλατεία. Ο παγερός αγέρας ανακάτωνε τα μαλλιά και έκανε τους πάντες να σκύβουν το κεφάλι κρατώντας σφιχτά το καπέλο. Ο Τέο ένιωθε το κεφάλι του μουδιασμένο από τον πόνο που του θόλωνε τα μάτια κι εκείνος ήθελε τα μάτια του να είναι καθαρά. Έσπρωξε το χαρούμενο πλήθος και έψαχνε για κανέναν φανκί καθώς περνούσε κάτω από την αψιδωτή είσοδο -από πάνω του ένας δράκος γύριζε ασταμάτητα- για να βγει στην ανοιχτή πλατεία. Δεν έδινε σημασία στα εχθρικά βλέμματα. Αυτός είχε μάτια μονάχα για τον Φενγκ Του Χονγκ. «Αξιοσέβαστε κύριε, με συγχωρείτε πολύ, αλλά δεν το βρίσκω καθόλου σοφό να βρίσκεστε σήμερα εδώ». Ένας μικρόσωμος κομψός άντρας του μιλούσε πάνω από τον ώμο του. Φορούσε το ράσο του μοναχού, στο χρώμα της ζαφοράς, και το ξυρισμένο του κεφάλι που το είχε αλείψει με λάδι γυάλιζε. Μύριζε πολύ έντονα κέδρο, και το χαμόγελο του ήταν ήρεμο σαν ηλιοτρόπιο που κοιτάζει προς τον ήλιο. Ο Τέο υποκλίθηκε. «Βρίσκομαι εδώ για να μιλήσω με τον πρόεδρο του Συμβουλίου. Κατά διαταγή του». «Τότε βρίσκεστε σε καλά χέρια». «Αυτό είναι υπό συζήτηση».

«Όλα τα πράγματα είναι υπό συζήτηση. Εκείνοι που πρεσβεύουν όμως την αλήθεια και είναι αποφασισμένοι να την υπερασπιστούν, είναι έτοιμοι για όλα». «Σ’ ευχαριστώ, αγιότατε. Δεν θα το ξεχάσω αυτό που μου είπες». Τσινγκ Κουί Κουάνγκ Τσανγκ, η Πλατεία της Ανοιχτής Παλάμης. Ο Τέο σκέφτηκε ότι της είχαν δώσει λάθος όνομα. Τα χέρια που πολύ σύντομα θα ήταν μπροστά του, αυτά θα ήταν κλειστά. Από φόβο. Η πλατεία ήταν περιστοιχισμένη από τεϊοποτεία και καταστήματα με πολύχρωμες σημαίες που κυμάτιζαν στον αέρα. Ο χαυλιόδοντας ενός χρυσοποίκιλτου τρομακτικού ελέφαντα στόλιζε σαν αψίδα την είσοδο του εντυπωσιακού θεάτρου που δέσποζε στη μια πλευρά. Όλα ήταν λαμπερά και γεμάτα στολίδια και έμοιαζαν να κινούνται σε κάποιο ρυθμό κάτω από τις κυματοειδείς στέγες όπου κρέμονταν περίεργα φυλακτά. Η γνωστή αγορά με τα κλουβιά για πουλιά και με τα τσουβάλια μπαχαρικών από τις νότιες επαρχίες σημέρα δεν υπήρχε και στη θέση της είχε τοποθετηθεί μια μικρή ξύλινη εξέδρα που υψωνόταν μπροστά στην είσοδο του μεγαλοπρεπέστατου θεάτρου. Στην πολυθρόνα καθόταν ο Φενγκ Του Χονγκ. Δίπλα του στεκόταν ο Τέο. Ανυπόμονα πρόσωπα γεμάτα προσδοκίες παρατάσσονταν στην πλατεία φροντίζοντας ν’ αφήνουν άδεια την περιοχή του κέντρου. Κάποιοι είχαν έρθει από τα χωράφια περπατώντας, κάποιοι άλλοι από τα γραφεία τους ή από τα μαγειρεία τους για να ψυχαγωγηθούν και να ξαλαφρώσουν από τις καθημερινές αγγαρείες. Η επίδειξη δύναμης ήταν ένας λόγος που τους τραβούσε εκεί. Τους καθησύχαζε. Σε αυτό τον ασταθή και αβέβαιο κόσμο, ορισμένα πράγματα παρέμεναν ίδια. Εκείνα τα παλιά καλά πράγματα. Ο Τέο το έβλεπε να καθρεφτίζεται στα

πρόσωπα τους και αρρώσταινε η ψυχή του. Ο Φενγκ σήκωσε το δάχτυλο. Αμέσως, το πλήθος έκανε στην άκρη και μια μακριά σειρά από γκρίζες στολές και καλογυαλισμένες μπότες παρέλασε στην πλατεία: οι Κούομιντανγκ. Στάθηκαν μπροστά στον πρόεδρο του Συμβουλίου, σχημάτισαν ένα εσωτερικό τετράγωνο και στράφηκαν προς το πλήθος, με τα τουφέκια στα χέρια. Ο Τέο μελέτησε τα ανέκφραστα νεανικά τους πρόσωπα και συγκεντρώθηκε ιδιαίτερα σ’ έναν απόλυτα ευθυτενή αξιωματικό, ο οποίος με πολλή δυσκολία έκρυβε την περηφάνια του. Ήταν εμφανές ότι ήταν νιόφερτος, σαν να είχε αποφοιτήσει μόλις από τη Στρατιωτική Ακαδημία του Τσανγκ Κάι-σεκ, στη Χαμπόα. Το στρατιωτικό στην Κίνα θεωρούνταν ταπεινό επάγγελμα, εντελώς διαφορετικά απ’ ότι στη Δύση, αλλά ο Τέο είχε παρατηρήσει μια μεγάλη αλλαγή στους καινούργιους νεοσύλλεκτους του Τσανγκ Κάι-σεκ. Η κατήχηση και η εκπαίδευση στο μυαλό και στο σώμα τους είχε κάνει να είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στην αποστολή τους. Άσε, που γι’ αυτή τη δουλειά έπαιρναν έναν αξιοπρεπέστατο μισθό. Ο Τσανγκ Κάι-σεκ δεν ήταν κανένας ανόητος. Ο Τέο τον θαύμαζε. Ωστόσο φοβόταν ότι η ανάπτυξη της Κίνας θα ήταν αργή. Ο Τσανγκ ήταν βασικά συντηρητικός. Του άρεσαν έτσι όπως είχαν τα πράγματα, και ας υποσχόταν επανάσταση. Προς το παρόν, το πρόσωπο του νεαρού στρατιώτη ήταν αφοσιωμένο τυφλά στον αρχηγό του και αυτό ήταν καλό για την Κίνα. «Τίγιο Γουίλμπι.» Ο Τέο στράφηκε με το ζόρι προς τον Φενγκ. Ο μεγαλόσωμος άντρας φορούσε την επίσημη προεδρική του φορεσιά, με μπλε σατέν μπορντούρα, και από πάνω μια χρυσοποίκιλτη αμάνικη καζάκα που τον έκανε να φαίνεται πιο μεγάλος και πιο παχύς απ’

ότι ήταν. Ένα ψηλό και πλουμιστό μαύρο καπέλο ήταν βαλμένο γελοία στο μοσχαρίσιο κεφάλι του, το οποίο θύμιζε στον Τέο τη μαύρη σκούφια των δικαστών που κρεμούσαν παλιά τον κόσμο στην Αγγλία. «Πρόσεξε τον πρώτο άντρα». Προς στιγμήν ο Τέο δεν κατάλαβε τι του είπε αλλά, όταν άρχισε μια αργή τυμπανοκρουσία και από κάθε γωνιά ξεπρόβαλλε ένας μοναχός με πορτοκαλί μανδύα φυσώντας μια μακριά σάλπιγγα της οποίας ο ήχος έμοιαζε με ουρλιαχτό, που ξαφνικά αφύπνισε το πλήθος, τότε συνειδητοποίησε τι εννοούσε ο Φενγκ. Μια ομάδα από οχτώ κρατουμένους κατευθυνόταν προς το κέντρο της πλατείας. Τα χέρια τους ήταν δεμένα πισθάγκωνα με δερμάτινα λουριά, και από τη μέση και πάνω ήταν γυμνοί παρά τη χειμωνιάτικη παγωνιά. Εκτός από έναν: μια γυναίκα. Ήταν δεύτερη στη σειρά και ο Τέο αναγνώρισε αμέσως ποια ήταν: η γυναίκα της μαούνας που του είχε δώσει τη γάτα. Μπροστά της στεκόταν ο μαχαιροβγάλτης καπετάνιος της μαούνας και πίσω στέκονταν άλλοι έξι, όλοι από το ίδιο σκάφος. «Βλέπεις;» πρόσταξε ο Φενγκ. «Βλέπω». Ο Τέο ήξερε τι θα γινόταν. Το είχε ξαναδεί το θέαμα, αλλά ποτέ του δεν κατάφερε να το παρακολουθήσει με άνεση. Οι κρατούμενοι γονάτισαν μπροστά στον ένστολο καπετάνιο και μετά άρχισαν να προσκυνάνε τον πρόεδρο. Το πρόσωπο του Φενγκ ήταν πέτρινο. Όταν ένας μεγαλόσωμος άντρας μένα μακρύ κυρτό σπαθί βημάτισε με αξιοπρέπεια στο κέντρο της πλατείας, το πλήθος τον αποδοκίμασε μένα μουγκρητό. Στριφογύρισε το σπαθί πάνω από το κεφάλι του σε μια επίδειξη ταχύτητας και επιδεξιότητας, και μόνο αυτό έφτασε για να προκαλέσει τον οδυρμό δύο πολύ νέων

κρατουμένων αγοριών που άρχισαν να κλαίνε και να τον ικετεύουν. Ο Τέο ήθελε να τους φωνάξει ότι σπαταλούσαν τις τελευταίες πολύτιμες ανάσες της ζωής τους. Το ξίφος υψώθηκε και έπεσε στα τρία κεφάλια εν σειρά. Δέος κυρίευσε τους πάντες καθώς το ζεστό αίμα πεταγόταν παντού. Ξαφνικά, μέσα από το συγκεντρωμένο πλήθος πετάχτηκε τρέχοντας μια νέα γυναίκα και όρμησε στα πόδια του Φενγκ Του Χονγκ. Του έπιασε σφιχτά τα πασουμάκια και του φίλησε τα πόδια με πάθος. «Πάρτε από δω αυτή τη σκύλα», διέταξε ο Φενγκ και την κλότσησε. Ένας στρατιώτης κατέφθασε και την τράβηξε από τα μαλλιά και έτσι μπόρεσαν να δουν το πρόσωπο της. Ήταν όμορφο αλλά παραμορφωμένο από την απελπισία. Ούρλιαξε, και τότε η φυλακισμένη γυναίκα σήκωσε τα μάτια της από το έδαφος. «Γινγκ, λατρεμένη μου θυγατέρα», πρόλαβε και είπε προτού της ακουμπήσουν τον υποκόπανο στο λαιμό. «Σε ικετεύω», είπε κλαίγοντας η νεαρή γυναίκα, «σπουδαίε και αξιοσέβαστε πρόεδρε, μη σκοτώσεις τους γονείς μου, σε παρακαλώ, και εγώ θα είμαι δική σου. Σε εκλιπαρώ, μεγάλε και τρανέ.» Ο στρατιώτης βάλθηκε να την απομακρύνει. «Στάσου», είπε ο Φενγκ και σήκωσε μια ράβδο από ελεφαντόδοντο που είχε στην ποδιά του, με την οποία έδειξε το λοχαγό του Κούομιντανγκ. Ο αξιωματικός πλησίασε στην εξέδρα με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει την έχθρα του απέναντι στον πρόεδρο. «Ρίξτε τη γριά μάγισσα ξανά στη φυλακή για δέκα μέρες και μετά αφήστε τη να φύγει». Έπειτα έδειξε με το δάχτυλο του τη νεαρή κοπέλα κι ένας από τους ακολούθους του, πίσω από το θρόνο,

την απομάκρυνε. Εκείνη είχε απομείνει βουβή και έτρεμε σύγκορμη. Ο λοχαγός υποκλίθηκε και γρύλισε μια διαταγή. Το πρόσωπο του ήταν αυστηρό, με εμφανή την αντιπάθεια του. Η φυλακισμένη οδηγήθηκε έξω από την πλατεία. Ο Τέο έσκυψε προς τον Φενγκ Του Χονγκ. «Αν σου δώσω μπόλικα δολάρια, δέχεσαι να κάνεις το ίδιο και με τους υπόλοιπους φυλακισμένους;» Ο Φενγκ έσκασε στα γέλια φανερώνοντας τα τρία χρυσά του δόντια. «Μπορείς να εκλιπαρήσεις, Γουίλμπι. Αυτό θα με διασκέδαζε πολύ. Μπορεί ακόμη και να προσποιηθώ ότι σκέφτομαι την πρόταση σου, αλλά η απάντηση θα είναι όχι. Μόνο μια τιμή υπάρχει, αν θέλεις ν’ αγοράσεις τις ζωές τους». «Ποια τιμή;» «Η κόρη μου». «Εύχομαι να καείς στην κόλαση!» «Είσαι φανκί. Τρέμεις μί: τους εφιάλτες σου. Σήμερα προκάλεσες το θάνατο εφτά αντρών και άντε να κοιμηθείς απόψε». «Κάνεις λάθος, Φενγκ Του Χονγκ. Θα κοιμηθώ σαν μωρό στην αγκαλιά της μάνας μου γιατί θα είμαι στην αγκαλιά της Λι Μέι και τα χείλη μου θ’ αγγίζουν τα γλυκά στήθη της κόρης σου». «Μακάρι ο δράκος να ξεσκίσει απόψε και τις δικές σου σάρκες και της πόρνης του διαβόλου». «Φενγκ, άκουσε με καλά. Ο μόνος λόγος που ήρθα στην πλατεία σήμερα ήταν για να σου ξεκαθαρίσω ότι δεν πρόκειται να την αφήσω να γυρίσει πίσω με τίποτε. Με τίποτε, σου λέω. Η Λι Μέι δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει στο σπίτι σου. Είναι δική μου και θα τη φροντίζω εγώ». «Είναι η πόρνη σου και ντροπιάζει το όνομα των προγόνων της». «Άλλαξε το όνομα της και πήρε της μητέρας της και έτσι από

Φενγκ, τώρα λέγεται Λι επειδή αυτό που την ντροπιάζει είναι το διαβολικό εμπόριο που κάνεις. Κάθε μέρα πρέπει να ζητάει συγχώρεση για τον πατέρα της, που καταστρέφει τη ζωή των ανθρώπων με το όπιο και με την ατέλειωτη βία του». «Το όπιο είναι Ξένη Λάσπη. Εσύ και οι όμοιοι σου το φέρατε για πρώτη φορά στις θάλασσες μας. Εσείς μας διδάξατε πώς να το εμπορευόμαστε. και τώρα οι καπετάνιοι κάνουν κάθε νύχτα τη συναλλαγή χωρίς τις οδηγίες του κυρίου Μέισον για τις βάρκες που κάνουν περιπολία και καταδιώκουν τα καΐκια. Εξαιτίας σου όλο και πιο πολλοί άντρες θα συλλαμβάνονται και όλο και πιο πολλοί θα πεθαίνουν. Ο ένας πίσω από τον άλλον, εδώ, στην πλατεία της Ανοιχτής Παλάμης». «Όχι, Φενγκ. Το αίμα τους βάφει τα δικά σου χέρια, όχι τα δικά μου». «Τίγιο Γουίλμπι, αν θες, μπορείς και να τους σώσεις». «Πώς;» «Να βγεις και πάλι τη νύχτα με τα καΐκια». «Όχι». «Σου ορκίζομαι ότι τα κλάματα τους θα στοιχειώνουν τα όνειρα σου, όταν θα βρίσκεσαι στο κελί της φυλακής». «Αυτό σημαίνει ότι μίλησες με το κάθαρμα τον Μέισον;» «Ναι, είχα αυτή την τιμή. Με θλίβει γιατί δεν πρόκειται να διαπραγματευτώ ξανά μόνος μου μαζί του, ενώ εκείνος σκοπεύει να μιλήσει στον σερ Έντουαρντ και να του πάει το άχρηστο κεφάλι σου σαν δώρο. Για πες μου, Τίγιο Γουίλμπι, ποιος θα τη φροντίσει μετά την Κινέζα πόρνη σου;»

41 Χιόνιζε. Μεγάλες, απαλές νιφάδες έπεφταν από τον ουρανό και έκαναν το πεζοδρόμιο να γλιστράει διαβολεμένα. Η Λίντια βιαζόταν. Όχι επειδή χιόνιζε, αλλά για τον Τσανγκ Αν Λο. Δεν ήθελε να τον αφήνει μόνο του στο σπίτι. «Μπορείτε να το φτιάξετε;» ρώτησε τη μοδίστρα στην αίθουσα επιδείξεων. Η Μαντάμ Καμέλια κρατούσε το πράσινο φόρεμα που στα μάτια της φάνταζε θλιμμένο και κακοπαθημένο, με την ίδια τρυφερότητα που κοιτάζει η μάνα το έρημο παιδί της. «Θα δω τι μπορώ να κάνω, δεσποινίς Ιβάνοβα». «Σας ευχαριστώ». Η οδός Γκλεμπ με το φαρμακείο ήταν δίπλα, και στη βιτρίνα του ήταν αραδιασμένες μια σειρά ψηλές καράφες μπλε, κόκκινες και στο χρώμα του κεχριμπαριού. Πολλοί επίδεσμοι, βορικό οξύ και βάμμα ιωδίου. Την ώρα που βγήκε από το φαρμακείο του κυρίου Χάτον, στους δρόμους το χιόνι το είχε στρώσει και τα αυτοκίνητα πήγαιναν αργά αργά, ενώ χιονονιφάδες είχαν καλύψει ήδη τα καπό. Η Λίντια ανοιγόκλεινε τα μάτια της κάθε φορά που οι απαλές χιονονιφάδες μπερδεύονταν στις βλεφαρίδες της. Βιαζόταν να φτάσει στην οδό Ουέλινγκτον, στο μικρό κιόσκι που ήταν στημένο στη γωνία. Μόλις έφτασε, αγόρασε ένα πακέτο με ζεστά νουντλ ρυζιού και μπάι και. Της τα τύλιξαν όλα σε καφέ χαρτί και με το κεφάλι σκυφτό κίνησε για το σπίτι. «Λίντια Ιβάνοβα.» Σήκωσε το κεφάλι της ξαφνιασμένη. Βρισκόταν στη λεωφόρο Έμπουρι, έβλεπε το καινούργιο της σπίτι να ξεπροβάλλει πίσω από τα μεγάλα πλατάνια, και κάπου εκεί μπροστά ήταν και η ογκώδης φιγούρα του Λιεφ Παπκόφ. «Λιεφ!» φώναξε χαρούμενη και άρχισε να τρέχει προς το μέρος

του. Άνοιξε τα χέρια του και την πήρε μες στη χορταστική αγκαλιά του και εκείνη ένιωσε σαν να την Κατάπιε ένα μαλλιαρό μαμούθ. «Σπασίμπα, Λιεφ», ψιθύριζε όπως ακουμπούσε στο στήθος του. Τα μαγουλά της τρίβονταν πάνω στο χοντρό παλτό του, το ίδιο παλτό που είχε προστατεύσει τον Τσανγκ από τη βροχή στην προκυμαία και που, μολονότι ήταν παγωμένο κι έσταζε, δεν την ένοιαζε καθόλου. Ήταν πολύ χαρούμενη που ξανάβλεπε τον μεγαλόσωμο Ρώσο. Εξακολουθώντας να κρατάει σφιχτά το πακέτο με το ζεστό φαγητό, άπλωσε τα χέρια της να τον αγκαλιάσει και τον έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. και τότε εντελώς ξαφνικά, ένιωσε μια ανεξέλεγκτη συγκίνηση να τη συνεπαίρνει τόσο πολύ που άρχισε να τρέμει σύγκορμη. Τα γόνατα της θα είχαν λυγίσει αν δεν ήταν ήδη γαντζωμένη στο στήθος του Λιεφ. Εκείνος το κατάλαβε και την κοίταξε με αγάπη, ενώ το χιόνι στροβιλιζόταν γύρω τους. Το ίδιο ξαφνικά η Λίντια άρχισε να νιώθει καλύτερα. Σταμάτησε να τρέμει, τον αγκάλιασε ακόμη πιο σφιχτά και μετά τραβήχτηκε και του χάρισε ένα τρεμάμενο χαμόγελο. «Λούτσε;» τη ρώτησε. Καλύτερα; «Γκαράζντα λούτσε». Πολύ καλύτερα. «Μπράβο». Τίποτε άλλο. «Θέλεις να έρθεις να δεις τον Τσανγκ Αν Λο; Θα ήθελε να. σ’ ευχαριστήσει». Δυσκολευόταν να βρει τις σωστές ρώσικες λέξεις. «Δεν πέθανε ακόμη;» «Όχι, είναι ζωντανός. Έλα». Τον τράβηξε από το χέρι, αλλά εκείνος δεν κουνήθηκε. «Όχι, Λίντια Ιβάνοβα, δεν δίνω δεκάρα για τον Κινέζο σου».

«Και τότε γιατί τον βοήθησες;» Ανασήκωσε με αδιαφορία τους ώμους του. «Για σένα το έκανα». Έβγαλε από την τσέπη του ένα πάκο χαρτονομίσματα και τα έχωσε στην τσέπη του παλτού της. «Όχι, Λιεφ. Αυτά είναι δικά σου». «Δεν σου ζήτησα να με πληρώσεις». «Ναι, αλλά με βοήθησες πάρα πολύ. Δεν σε καταλαβαί- νω. και τότε γιατί ρισκάρισες τη ζωή σου ψάχνοντας στις αποβάθρες;» Εκείνος έτριψε το πιγούνι του που το σκέπαζε η μαύρη γενειάδα. «Γιατί είσαι η εγγονή του στρατηγού Νικολάι Σεργκέι Ιβανόφ». Τη χαιρέτησε στρατιωτικά αγγίζοντας με το μεγάλο του δάχτυλο τον γούνινο σκούφο του. «Τι;» «Είναι τιμή μου να σε υπηρετώ». «Για μισό λεπτό. Μου λες δηλαδή ότι ήξερες τον παππού μου;» Πριν προλάβει να της απαντήσει, τον αέρα έσκισε ο ήχος μιας έκρηξης και ήταν τόσο δυνατός που η Λίντια τραντάχτηκε ολόκληρη. Στην καρδιά της πόλης, πάνω από τις χιονισμένες σκεπές φάνηκε μαύρος καπνός που ανέβηκε να κρυφτεί μες στην πυκνή συννεφιά. «Βόμβα!» είπε αμέσως ο Λιεφ. «Βόμβα. Πήγαινε στο σπίτι σου, γρήγορα. Μπίστρα!» «Περίμενε». Εκείνος είχε απομακρυνθεί ήδη. Η Λίντια γύρισε και έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι της. Ο Τσανγκ περίμενε να τη δει να μπαίνει τρομαγμένη, αλλά εκείνη ήταν ψύχραιμη. «Ο φίλος σου ο Αλεξέι Σέροφ έλεγε αλήθεια. Οι βόμβες άρχισαν», της είπε. «Την άκουσες;» «Όλο το Τζαντσόου την άκουσε».

Εκείνη είχε μπει στο δωμάτιο με μια ενέργεια που τον είχε κάνει να τη ζηλέψει και αντί να είναι τρομαγμένη, γέμισε το χώρο με τη θετική αύρα του τσι της. Έλαμπε ολόκληρη. Τα μαγουλά της ήταν ρόδινα και τα μάτια της άστραφταν. Ήταν απόλυτα συγκεντρωμένη. «Λίντια», της είπε χαμογελώντας, «έκανες το δωμάτιο να δονείται. Περισσότερο και απ’ τη βόμβα». Τον κοίταξε γερμένο στο μαξιλάρι του, αβέβαιη προς στιγμήν, και μετά τίναξε τα φλογάτα μαλλιά της. «Για μας αυτό είναι καλό. Όσο τα μέλη της Αδελφότητας του Μαύρου Φιδιού πολεμάνε μεταξύ τους, εμείς θα έχουμε την ησυχία μας». «Δεν μπορείς ν’ αγνοήσεις έναν ολόκληρο κόσμο που είναι εκεί έξω». «Σήμερα μπορώ. Λοιπόν, τρώγε τώρα», αποκρίθηκε χαμογελαστή η Λίντια. Εκείνος ονειρευόταν. και όλα του τα όνειρα είχαν να κάνουν με τη φωτιά. Μερικές φορές η φωτιά έπαιζε με τα μαλλιά της Λίντιας, άλλες φορές κυλούσε στο αίμα του και τον έκαιγε ολόκληρο. Η φλόγα του πόνου και η φλόγα του μίσους, και οι δυο μαζί τον αναλώνανε. «Τσανγκ Αν Λο.» Άνοιξε τα μάτια του. Ενστικτωδώς ένιωσε φόβο. Ένα χέρι πλησίαζε στο πρόσωπο του. Ένα δροσερό και αρωματικό πανί τον άγγιζε. Δεν ήταν το πυρωμένο σίδερο που τον πλησίαζε. «Όλα είναι εντάξει», του είπε εκείνη με σιγανή φωνή. «Άλλος ένας εφιάλτης». Η καρδιά του χτυπούσε σαν ταμπούρλο. Του ήρθε αναγούλα, αλλά συγκρατήθηκε. Ήξερε ότι είχε χάσει κάθε αξιοπρέπεια στα μάτια αυτού του κοριτσιού, τόσο αδύναμος κι αβοήθητος που

ένιωθε, αλλά δεν είχε καμιά διάθεση να βγάλει και όλα τα νουντλ που είχε φάει και να τη βλέπει να τα μαζεύει πάνω από το κρεβάτι της. «Κοίταξε». Του έβαλε ένα φλιτζάνι στα χείλη. Εκείνος κατάπιε λίγο. Γεύτηκε την πικράδα των κινέζικων βοτάνων, που τον ηρέμησαν κάπως. Το κάψιμο και η αναγούλα υποχώρησαν. Ήπιε λίγο ακόμη και του πέρασαν όλα. «Λίντια.» «Σσσς, μη μιλάς. Πρέπει να ξεκουραστείς. Αν θέλεις, μπορώ να σου διαβάσω». «Οι ιστορίες του Σιρ Χαν είναι καλές, αλλά και εσύ πρέπει να διαβάσεις την ιστορία της Μου Λαν. Πρόκειται για ένα σπουδαίο κινέζικο θρύλο. Θα σου αρέσει επειδή σου μοιάζει πολύ». «Εννοείς πως είναι έτσι κακομοίρα και αδύνατη», του είπε χαμογελώντας. «Όχι. Ριψοκίνδυνη και γενναία». Εκείνη κοκκίνισε και έκρυψε τα ρόδινα μαγουλά της πίσω από τον καταρράκτη των μαλλιών της. «Τσανγκ Αν Λο, με κοροϊδεύεις. Πρόσεχε τα λόγια σου γιατί θα σε καταβρέξω μ’ αυτό το πράγμα που μυρίζει σαν τη χολή του καρχαρία». Εκείνος την κοίταξε και αντίκρισε την πρόκληση στα μάτια της, αυτά τα εξαίσια μάτια στο χρώμα του μελιού. Πώς ήταν δυνατόν έστω και να φανταζόταν ότι μπορεί να την κορόιδευε; «Λίντια, πρέπει να περπατήσω». Και περπάτησε. Αν και δύσκολα θα το έλεγε αυτό κανείς περπάτημα. Είχε ρίξει όλο του το βάρος πάνω στην αλεπουδίτσα και όχι στα άχρηστα πόδια του που ήταν έτοιμα να καταρρεύσουν ενώ εκείνος προσπαθούσε, απλώς, να τα κρατήσει

στη θέση τους. Τα ένιωθε αδύναμα και ασταθή σαν τα νουντλ στο στομάχι του. Ντρεπόταν πάρα πολύ. Η Λίντια του τα έκανε όλα πιο εύκολα. Καταρχήν πήγε κι έφερε ένα μακρύ ριγέ πουκάμισο που ανήκε στον καινούργιο σύζυγο της μητέρας της και όταν το φόρεσε, μολονότι του έφτανε ως τα γόνατα έτσι όπως είχε αδυνατίσει, τον έκανε να νιώσει ευπρεπής. Μύριζε λεβάντα, πράγμα που τον ξάφνιασε, αλλά εκείνη του εξήγησε ότι πολλοί βάζουν σακουλάκια λεβάντας μες στην ντουλάπα τους. Έπειτα δυνάμωσε τη σόμπα επειδή ο ζεστός αέρας θα χαλάρωνε τους μουδιασμένους μυς του. και στο τέλος, έβαλε το χέρι της γύρω από τη μέση του στην προσπάθεια της να τον σηκώσει από το κρεβάτι, τον έγειρε προς το μέρος της, τόσο κοντά στο δικό της κορμί και τόσο φυσικά, σαν να ήταν τα δύο μισά ενός ολόκληρου ανθρώπου. Κι εκείνος, στηριγμένος στους ώμους της, άρχισε να σέρνει τα πόδια του. Έφτασαν μέχρι την πόρτα και πάλι πίσω, μέχρι το παράθυρο και πάλι πίσω, μέχρι τη σόμπα και πάλι πίσω. Το κεφάλι του γύριζε και ήταν φορές που η ματιά του θόλωνε και δεν έβλεπε τίποτε παρά μόνο σκοτάδι, παρ όλα αυτά συνέχιζε να περπατάει. «Φτάνει», του είπε η Λίντια. «Φτάνει για πρώτη φορά». «Οι μύες μου είναι αδύναμοι, Λίντια. Πρέπει να δυναμώσουν», της είπε με μια φωνή που έβγαινε με δυσκολία. «Δεν είναι κρίμα που έκανα τόση προσπάθεια να σε γιατρέψω;». «Δεν πρέπει να σταματήσω. Ο χρόνος είναι λίγος». «Σε παρακαλώ, πρέπει να σταματήσεις. Θα ξεκουραστείς καμιά ώρα και μετά πάλι». «Θα με ξυπνήσεις;» «Σου το υπόσχομαι». Σωριάστηκε στο κρεβάτι και ένιωσε ευθύς να γλιστράει σένα

φλογισμένο τούνελ. «Τσανγκ Αν Λο, έχεις επισκέψεις. Κάποιος ήρθε να σε δει». Πριν ανοίξει καλά καλά τα μάτια του, το χέρι του γλίστρησε στο κυρτό μαχαίρι που το είχε κρυμμένο κάτω από τα σεντόνια του. Μετά την επίσκεψη εκείνου του Ρώσου, που ήξερε για τους Κούομιντανγκ, της είχε ζητήσει και του είχε φέρει ένα μαχαίρι από την κουζίνα. Αν αυτός ο άντρας επέστρεφε, δεν επρόκειτο ο Τσανγκ να πεθάνει αμαχητί. «Πες γεια». Ο Τσανγκ έμεινε έκπληκτος, σούφρωσε τη μούρη του και μετά άρχισε να γελάει. Ήταν τόσο απρόσμενη αυτή η αλεπουδίτσα. Στεκόταν δίπλα του κρατώντας ένα άσπρο κουνέλι. Η ροζ μυτούλα του οσμιζόταν ασταμάτητα τα βότανα που γέμιζαν το δωμάτιο και τα μάτια του δεν έπαυαν να κινούνται πέρα-δώθε, παρόλα αυτά όμως καθόταν ήρεμο στην αγκαλιά της και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το σκάσει. «Πες γεια στον Σουν Γιατ-σεν». «Σουν Γιατ-σεν; Όχι, βέβαια. Αυτός είναι ο πατέρας της επανάστασης στην Κίνα. Ένας σπουδαίος και ένδοξος άντρας. Σπιλώνεις τη μνήμη του που δίνεις το όνομα του σένα αξιοθρήνητο ζώο». «Μη λες χαζομάρες. και τέλος πάντων, πώς τολμάς να τον αποκαλείς αξιοθρήνητο; Είναι ένας σπουδαίος κούνελος, κοίταξε τον. Είναι εξίσου σπουδαίος με τον συνονόματο του». Ο Τσανγκ το κοίταξε. Το κουνέλι ήταν όντως ένα πολύ ωραίο δείγμα. Το σώμα του ήταν δυνατό και μυώδες και το τρίχωμα του άσπρο σαν το χιόνι. Ο Τσανγκ ζήλεψε το κουνέλι για την καλή του σωματική υγεία, και επειδή καθόταν στην αγκαλιά της. «Πολύ καλά. Σουν Γιατ-σεν, υποκλίνομαι μπροστά σου με σεβασμό», είπε και έσκυψε το κεφάλι. «Είναι μεγάλη μου τιμή που

σε βλέπω εδώ, αν και ελπίζω κάποια μέρα να σε δω στην κατσαρόλα με αρωματικό γρϊσιν και πιπερόριζα». «Τσανγκ!» Έβαλε τα γέλια με το ύφος της. Οι βραδινές ώρες ήταν οι πιο δύσκολες. Η Λίντια άλλαζε τους επιδέσμους στα χέρια του και το κατάπλασμα για τα εγκαύματα στο στήθος, και έπειτα τον έβαζε να κοιμηθεί και τότε οι ώρες της νύχτας ήταν ατέλειωτες. Εκείνος φρόντιζε να της κρύβει πόσο πονούσε ή πόσες ώρες έμενε ξάγρυπνος πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα. Κι όμως, ο πόνος ήταν το μικρότερο κακό. Είχε κάτι να σκέφτεται όταν δεν σκεφτόταν τον Πο Τσου. Καθόταν στην πολυθρόνα και είχε γείρει το κεφάλι της στο πάπλωμα. Ο Τσανγκ ένιωθε ένα αμυδρό βάρος πάνω στο γοφό του αν και μόλις που διέκρινε μες στο σκοτάδι το αχνό περίγραμμα της. Αργά αργά, έσυρε το δεξί του χέρι πάνω από τα σεντόνια, προς το μαχαίρι του. Την είχε πείσει να του βγάλει τον βαρύ επίδεσμο από το δεξί του χέρι, και στη θέση του εκείνη είχε βάλει μια λεπτή γάζα, και έτσι τώρα μπορούσε να κινεί ελεύθερα ότι είχε απομείνει από τα τρία δάχτυλα και τον αντίχειρα. Η σουλφαμιδόσκονη είχε τραβήξει όλο το δηλητήριο και τα σκουλήκια είχαν εξαφανιστεί, οπότε το χέρι του ήταν περίπου στο φυσιολογικό μέγεθος και μπορούσε να γραπώνει. Σαν τον κλέφτη στο κοτέτσι, της έκοψε μια μπούκλα από τα μαλλιά. Το μαχαίρι γλίστρησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού της για να της κόψει την μπούκλα και ενώ εκείνος περίμενε ότι θα την άκουγε να βάζει τις φωνές, η Λίντια δεν έκανε τίποτε. Απλώς μουρμούρισε κάτι στον ύπνο της. Κι εκείνος αναρωτήθηκε τι όνειρα να έβλεπε. Έκρυψε την μπούκλα για ασφάλεια κάτω από το στρώμα και μετά, αγγίζοντας

την απαλά, της χάιδεψε το κεφάλι. Κάτι μουρμούρισε εκείνη και πάλι, και προσπάθησε να βολευτεί στην πολυθρόνα της. Τα δάχτυλα του σύρθηκαν στα χείλη της να νιώσει τη θέρμη από την ανάσα της. Σφάλισε τα μάτια του κι έχωσε τα δάχτυλα του μες στα μαλλιά της μα δεν του ήταν αρκετό. Η ανάγκη του γι’ αυτήν έμοιαζε μένα τεράστιο σπήλαιο μέσα στο στήθος του. Αγνοώντας τους πόνους των χεριών του, της σήκωσε το κεφάλι και το πάπλωμα, την ακούμπησε πάνω στο κρεβάτι και τη σκέπασε. φοβόταν τόσο πολύ μήπως την ξυπνήσει, που κρατούσε ακόμη και την αναπνοή του. Εκείνη δεν ξύπνησε. Εξακολουθούσε να μουρμουρίζει ότι «κατέστρεψα το φόρεμα μου», πράγμα που τον έκανε να χαμογελάσει, αλλά η αναπνοή της παρέμενε ήρεμη. Δεν θα θυμώσει, μονολόγησε. Τα κορμιά τους τα χώριζαν μια κουβέρτα και ένα σεντόνι, εκείνη ήταν ντυμένη, επομένως δεν ήταν αναξιοπρεπές. Ήξερε όμως ότι άμα τους έβλεπε έτσι η μητέρα της, θα τον σκότωνε - και αυτό σήμαινε ότι ήταν αναξιοπρεπές. Η ζεστασιά όμως που ανέδιδε το κορμί της εισχωρούσε στις φλέβες του. Είχε πει την αλήθεια όταν του έλεγε πως τον γιάτρεψε. Όχι με τα καταπλάσματα ούτε με τα βότανα. Μ’ εκείνη την ίδια. Και μόνο η μυρωδιά του γιασεμιού που ανέδιδε το κορμί της, έκανε το αίμα του να κυλάει στις φλέβες. Μπορούσε να το νιώσει. Μες στο σκοτάδι, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο μάγουλο.

42 Η Λίντια ξύπνησε ανήσυχη από την πολλή ζέστη. Ωστόσο, μόνο όταν τεντώθηκε σαν τη γάτα στην πρωινή λιακάδα, συνειδητοποίησε πού ήταν ξαπλωμένη: στο κρεβάτι του. Πάλι. Άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε το πρόσωπο του που απείχε ελάχιστα από το δικό της. Την παρακολουθεί. Πάλι. «Καλημέρα», της είπε απαλά. «Γεια. Πώς βρέθηκα εδώ;» «Είχες ανάγκη από ύπνο. και μάλιστα, όχι στην καρέκλα. Νιώθεις καλύτερα;» «Πολύ. και εσύ; Κοιμήθηκες καλά;» «Ναι». Ήξερε ότι της έλεγε ψέματα, αλλά ένιωθε τόσο περίεργα ξαπλωμένη στο ίδιο κρεβάτι μαζί του, που δεν του έφερε αντίρρηση. Για ένα δευτερόλεπτο της χάιδεψε τ’ αυτί. Παρατήρησε ότι το πρήξιμο στα δάχτυλα του είχε υποχωρήσει ήθελε πολύ να την αγγίξει και πάλι στ’ αυτί της. Κι όχι μόνο. Στ’ αυτί, στο πρόσωπο, όπου ήθελε εκείνος. Ήταν τόσο κοντά του που μπορούσε να διακρίνει τα γένια στο πιγούνι του, μα ήταν πολύ λίγα, όχι σαν του Άλφρεντ. Το στήθος του Τσανγκ ήταν άτριχο και της άρεσε έτσι. Της άρεσε η απαλότητά του. Βυθίστηκαν στη σιωπή, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, όμως η σιωπή ήταν όμορφη, καθόλου αμήχανη, καθόλου προσποιητή. Όπως ο ήλιος γλιστρούσε μέσα από τις κουρτίνες, έτσι και εκείνη τόσο φυσικά- έγειρε πλάι του και τον φίλησε απαλά στα χείλη, χωρίς καμιά ντροπή αλλά μένα αίσθημα ολοκλήρωσης. Μόνο μένα έντονο αίσθημα προσμονής για κάτι παραπάνω. και η προσμονή ήταν τόσο έντονη που της πονούσε το κορμί. και όταν πια δεν άντεχε άλλο, ο Τσανγκ έκλεισε τα μάτια και την άφησε απέξω. Το στόμα της στέγνωσε από την απογοήτευση, αλλά θύμισε στο

εαυτό της ότι ήταν άρρωστος, πολύ σοβαρά, και ότι χρειαζόταν ξεκούραση. Κι όταν εκείνη σηκώθηκε από το κρεβάτι, ο Τσανγκ δεν έκανε καμιά κίνηση για να την εμποδίσει. Έμεινε εκεί, ανασαίνοντας βαριά σαν να τον πονούσε το στήθος, το σκουρόμαλλο κεφάλι του πλάι στο βαθούλωμα που άφησε το δικό της. Πήρε μαζί της μερικά καθαρά ρούχα και πήγε στο μπάνιο. Γκόσποντι! Θεέ και Κύριε! Βρομούσε ολόκληρη. Γέμισε την μπανιέρα, έριξε στο νερό ένα πολύ αρωματικό αφρόλουτρο της μητέρας της, βούλιαξε μέσα και άρχισε να τρίβεται δυνατά. Πίστευε ότι μαζί με το τρίψιμο θα έφευγε και ο πόνος της. Έπειτα, με μια πετσέτα, σκούπισε καλά τα μαλλιά της και φόρεσε ένα άλλο φόρεμα και από πάνω ένα καινούργιο μάλλινο γιλέκο που της είχε αγοράσει η Βαλεντίνα, πολύ μαλακό και με κίτρινες πασχαλίτσες. Προσπάθησε να δει το είδωλο του κορμιού της στον καθρέφτη, πάνω από το νιπτήρα, αλλά δεν τα κατάφερε. Η αλήθεια είναι ότι αυτές τις μέρες είχε βάλει πάνω της λίγο κρέας και ήταν καλύτερη. Άσε που είχε δίκιο και η μητέρα της γιατί τους τελευταίους μήνες το καλό φαγητό, χάρη στον Άλφρεντ, εκτός από τα μαγουλά της είχε αναδείξει και το στήθος της. Μπορεί να μην ήταν τόσο ωραίο σαν της Πόλι, αλλά προς τα εκεί όδευε. Χαμογέλασε. Στον καθρέφτη. και εξεπλάγη με αυτό που είδε. Επρόκειτο για ένα εντελώς καινούργιο χαμόγελο. Όταν το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε πάλι, εκείνη δεν ήταν εντελώς απροετοίμαστη. «Θα είναι η Πόλι», του είπε και κατέβηκε ν’ ανοίξει. «Γεια σου, Λιντ, ήρθα να δω πώς τα πας. Είσαι μοναχούλα σου, ε;» «Ξέρεις, Πόλι, δεν μπορώ τώρα γιατί.»

«Γεια σου, χρυσό μου. Στο λόγο μου, είσαι μια χαρά. Φρέσκια φρέσκια. και αυτό το χρώμα σου πάει πολύ». «Σας ευχαριστώ, κυρία Μέισον. Αλήθεια σας λέω, δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείτε καθόλου για μένα. Είμαι πολύ καλά». «Υποσχέθηκα στην κυρία Πάρκερ να προσέχω αν τα πας καλά, και αυτό κάνω. Η Πόλι και εγώ νομίζαμε ότι θα είχες τρομάξει με τη χθεσινή βόμβα. έτσι, Πόλι;» «Όχι, επειδή εγώ το βρήκα συναρπαστικό», γκρίνιαξε η Πόλι. «Και μάλιστα το είπα στη μαμά ότι εσύ δεν φοβάσαι». «Έχεις χρόνο να δοκιμάσεις από τα αγαπημένα σου;» τη ρώτησε η Άνθια Μέισον και χαμογελώντας δελεαστικά της πρότεινε τον ασημένιο δίσκο. «Αμυγδαλωτά». Αν πούμε ότι η Λίντια εκείνη την ώρα τρελαινόταν για αμυγδαλωτά, θα πούμε ψέματα. «Η μαμά τα κάνει καταπληκτικά», είπε η Πόλι χαμογελώντας, όταν η Λίντια έκανε πίσω για να μπουν μες στο σπίτι. Τους οδήγησε στο σαλόνι. «Δεν είναι πολύ ωραίο αυτό το δωμάτιο;» είπε η Άνθια Μέισον με χαρούμενη φωνή. «Θαυμάσια χρώματα». Η Λίντια κοίταξε γύρω της. «Τα χρώματα τα διάλεξε η μαμά και τα έπιπλα είναι του κυρίου Πάρκερ». Η βιτρίνα με τα ποτά και ο δερμάτινος καναπές Τσέστερφιλντ ήταν λίγο βαριά για το γούστο της Λίντιας, αλλά η μητέρα της είχε αρχίσει ήδη να τα κάνει πιο ανάλαφρα βάζοντας εδώ και εκεί τις προσωπικές της πινελιές με ζεστά υφαντά μαξιλάρια και κουρτίνες. Το μυαλό της Λίντιας όμως, ειδικά τώρα, δεν ήταν εκεί. Μολονότι καθιστή, κουνούσε νευρικά τα πόδια της και έσπρωχνε το παχύ περσικό χαλί. «Τι κάνει ο Σουν Γιατ-σεν;»

«Καλά». «Ο μάγειρας. Σε φροντίζει;» «Ναι». «Δηλαδή τρως καλά;» «Ναι». «Ναι, μη μου πεις όμως ότι δεν χωράει και ένα αμυγδαλωτό;» «Ναι, βέβαια. Ευχαριστώ πολύ». «Τι θα έλεγες για ένα φλιτζάνι τσάι;» «Ωραία, πάω να φτιάξω». «Πες του μάγειρα να το φτιάξει. Ξέρω ότι έδιωξες το αγόρι για τα θελήματα, αν και εγώ αυτό δεν το καταλαβαίνω». «Δεν θ’ αργήσω». Έτρεξε γρήγορα στην κουζίνα, γέμισε μια τσαγιέρα με βραστό νερό και τσάι, τα έβαλε όλα σένα δίσκο, μπήκε με φούρια στο σαλόνι και πάγωσε επιτόπου. «Πού είναι η Πόλι;» «Νομίζω ότι πήγε πάνω να ρίξει μια ματιά στο καινούργιο σου δωμάτιο, χρυσό μου. Δεν νομίζω να σε πειράζει, έτσι;» Η Λίντια βρόντησε κάτω το δίσκο και έφυγε τρέχοντας. Άργησε όμως. Η Πόλι βρισκόταν ήδη στην κρεβατοκάμαρα. Με κατακόκκινα μάγουλα και εντελώς αποσβολωμένη, κοίταζε τον Τσανγκ Αν Λο, που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και στο χέρι του έσφιγγε το κυρτό μαχαίρι. «Ανάθεμα σε, Πόλι, έπρεπε να με περιμένεις», είπε η Λίντια τραβώντας την από τον ώμο και αναγκάζοντας τη να την κοιτάξει. «Άκουσε με. Δεν πρέπει να το πεις πουθενά. Μ ακούς; Πουθενά και σε κανέναν. Ούτε καν στη μαμά σου». Η Πόλι στράφηκε πάλι στον Τσανγκ και ήταν σαν να έβλεπε μια τίγρη στο κρεβάτι της Λίντιας. «Ποιος είναι;»

«Ένας φίλος». Τα μάτια της Πόλι άνοιξαν διάπλατα. «Εκείνος απ’ το σοκάκι; Ο κομμουνιστής;» «Ναι». «Και τι κάνει εδώ;» «Είναι τραυματισμένος. Πόλι, αν το πεις πουθενά, θα κινδυνεύσει η ζωή του. Αν μιλήσεις, θα τον συλλάβουν και θα τον σκοτώσουν». Η Πόλι σούφρωσε το μέτωπο της και μια κατσούφικη έκφραση φάνηκε στο πρόσωπο της. Το ύφος της έκανε τη Λίντια να θυμώσει. «Ούτε στον μπαμπά σου να πεις για τον Τσανγκ Αν Λο. Μου το υπόσχεσαι;» Η Λίντια αγκάλιασε την Πόλι. «Μην ταράζεσαι, εξάλλου δεν κάνουμε τίποτε κακό». Η Πόλι την κοίταξε με δυσπιστία. «Δεν νομίζεις ότι το να έχεις έναν Κινέζο στο κρεβάτι σου, ενώ η μητέρα σου λείπει, είναι κακό;» «Όχι, γιατί εγώ τον γιατροπορεύω, τίποτε άλλο. Δεν βρίσκω κανένα κακό σ’ αυτό. Εξάλλου, σου το υπόσχομαι, μόλις γίνει καλά θα φύγει». Η Λίντια κοίταξε κατάματα την Πόλι και είδε κάτι που την έκανε ν’ αναγουλιάσει. «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό δεν είναι σωστό», είπε η Πόλι. ήρεμα. «Πόλι, σε παρακαλώ». «Ναι, αλλά αν το έλεγα στη μητέρα μου.» «Όχι, δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν. Σε κανέναν απολύτως». Της έσφιξε το χέρι. «Για χάρη μου». Έσκυψε απότομα και τη φίλησε στο μάγουλο. «Πόλι, σε παρακαλώ, καν’ το για μένα». «Σκέφτομαι τι θα κάνουμε το Σάββατο», είπε η Λίντια στον Τσανγκ Αν Λο καθώς τον βοηθούσε να περπατήσει πάνωκάτω στο δωμάτιο.

Ο Τσανγκ ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Η προσπάθεια τον σκότωνε, αλλά δεν έλεγε να σταματήσει. «Το Σάββατο φεύγω». Ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Της το έλεγε για πρώτη φορά. «Όχι, αυτό είναι δικό μου θέμα. Μπορείς να μείνεις». Την κοίταξε και της χαμογέλασε ελαφρά. «Θες να πεις ότι η μητέρα σου και ο καινούργιος μπαμπάς σου θα ξετρελαθούν να με φιλοξενήσουν;» «Θέλω να μείνεις». Την έσφιξε και άλλο, την τράβηξε πιο κοντά του, αλλά δεν έπαψε να σέρνει τα άτονα πόδια του. «ιερείς, σκεφτόμουν ότι μπορείς να μείνεις στο υπόστεγο, εκεί που έχω τον Σουν Γιατ-σεν. Έχω βάλει λουκέτο και μόνο εγώ έχω το κλειδί. Κανείς δεν θα μάθει ότι βρίσκεσαι εκεί. Ο Άλφρεντ και η μητέρα μου θα είναι πολύ απασχολημένοι με τα δικά τους για να το προσέξουν, και εγώ σκοπεύω να βάλω τα εργαλεία του κηπουρού πίσω από το γκαράζ, οπότε.» Του ξέφυγε ένα γελάκι. Ένα πονηρό και γεμάτο ζωντάνια γελάκι που έκανε τους σφυγμούς της να χορεύουν σαν τρελοί. «Σ’ αγαπάω, Λίντια Ιβάνοβα», της είπε. «Ούτε οι θεοί δεν μπορούν να σε σταματήσουν». Δεν της είχε πει «όχι» και αυτό ήταν το κυριότερο. Μπορεί να μην της είχε πει «ναι», αλλά δεν της είχε πει και «όχι». Εκείνη θα κρατούσε αυτό. Το βράδυ ήταν πολύ εξαντλημένος και ο ύπνος του δεν ήταν και ο πιο ήσυχος. Βογκούσε και παραμιλούσε στον ύπνο του αλλά στα μανδαρίνικα. Ήταν και οι δυο τρομοκρατημένοι εξαιτίας της Πόλι, αλλά η Λίντια τον είχε καθησυχάσει ότι η φίλη της δεν θα έλεγε κουβέντα. Παρακαλούσε ν ακούγεται η φωνή της πειστική, ενώ ευχόταν να το πίστευε κι η ίδια. Η Πόλι είχε σοκαριστεί.

Κανείς δεν ήξερε πώς θ αντιδρούσε όταν θα το σκεφτόταν με την ησυχία της. Η νύχτα κυλούσε και εκείνη, και λίγο πριν κλείσει τις κουρτίνες, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο της, σκεφτόταν σε πόσο δεινή θέση βρισκόταν - αλλά, περίεργο πράγμα, ένιωθε απόλυτα ασφαλής. και ήξερε ότι αυτό ήταν εντελώς παράλογο, τόσο παράλογο που έσκασε στα γέλια. Ένας διαβόητος κομμουνιστής στο κρεβάτι της, η μητέρα της σε λίγο θα επέστρεφε, ο πατριός της θα γινόταν έξω φρενών και θα της κατέστρεφε τον κόσμο της και όμως, εκείνη εξακολουθούσε να. νιώθει καλά. Κοίταζε ένα λασπωμένο φασιανό που σκάλιζε το χιόνι στην πίσω αυλή ψάχνοντας για κανένα σπόρο, και για πρώτη φορά στη ζωή της άρχισε να συνειδητοποιεί τι συνέβαινε μέσα της. Είχε πάψει να είναι ένα πεινασμένο πλάσμα μες στο χιονιά. Άφησε πίσω της το παγωμένο σκηνικό και βάλθηκε να κοιτάζει το δωμάτιο της. Εκεί ήταν ζεστά. Από την πράσινη λάμπα έβγαινε ένα γλυκό φως. Στο δίσκο υπήρχε φαγητό και στην καρέκλα ήταν ακουμπισμένο ένα λευκό νυχτικό. Έτσι, υποτίθεται, ότι έπρεπε να ζουν οι άνθρωποι. και όμως εκείνη ήξερε ότι δεν ήταν ούτε το φαγητό ούτε το νυχτικό που την έκαναν να νιώθει τόσο καλά. Ένιωθε καλά γιατί ο Τσανγκ Αν Λο ήταν στο κρεβάτι της. Την ξύπνησε μες στη νύχτα. Κοιμόταν στο κρεβάτι της. Όπως και την προηγούμενη νύχτα, κάτω από το πάπλωμα αλλά πάνω από την κουβέρτα. Είχε πλύνει τα δόντια της, είχε φορέσει το κομψό νυχτικό της και είχε ξαπλώσει δίπλα του ενόσω εκείνος κοιμόταν. Η λάμπα ήταν σβηστή και μέσα στην απόλυτη ησυχία οι σκιές όξυναν ακόμη περισσότερο τις αισθήσεις της. Άκουγε την ανάσα του και μύριζε την αρρενωπή μυρωδιά του κορμιού του. Δεν βιαζόταν καθόλου να κοιμηθεί.

«Λίντια.» Το χέρι του ήταν γραπωμένο γερά στον ώμο της. Ξύπνησε στη στιγμή. «Τι είναι; Χειροτέρεψε ο πόνος;» Εκείνος έτρεμε. Άκουγε τα δόντια του που χτυπούσαν. Σηκώθηκε πάνω. «Όχι», της είπε, «πονάω απ’ τα όνειρα μου». Ξάπλωσε πάλι δίπλα του, άπλωσε το χέρι της στον ώμο του και τον έσφιξε. Ακόμη και πάνω από την κουβέρτα, μπορούσε ν’ ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του. Εκείνος ακούμπησε το αποστεωμένο μάγουλο του στο μέτωπο της, πήρε μια βαθιά ανάσα και εξέπνευσε αργά αργά. Έμειναν εκεί για κάμποση ώρα. «Ποτέ δεν με ρώτησες», της είπε μες στο απόλυτο σκοτάδι της κάμαρας. «Να σε ρωτήσω τι;» «Τι έγινε». «Νόμιζα ότι αν ήθελες θα μου έλεγες». Εκείνος ένευσε. «Αν θελήσεις να μου πεις, μπορεί τα όνειρα σου να πάψουν να είναι στοιχειωμένα». Ο Τσανγκ πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα και όταν άρχισε να μιλάει, η φωνή του ακουγόταν σταθερή αλλά σκληρή. «Δεν έχω και πολλά να σου πω. Τα πράγματα είναι απλά. Μ’ έγδυσαν και μ’ έβαλαν σένα μεταλλικό κουτί. Επέζησα. Τρεις μήνες, μπορεί και παραπάνω. Με δυσκολία άλλαζα θέση εκεί μέσα. Ήταν ένα κουτί που είχε τρύπες Ίσα για να παίρνω αέρα. Με τάιζαν όποτε το θυμόνταν και βέβαια, φρόντιζαν να το ξεχνάνε. Μ’ έβγαζαν έξω μόνο για να διασκεδάσουν. Να μου κόψουν τα δάχτυλα, να μου κάψουν το στήθος. και άλλα. Δεν θέλω ν’ ακούσουν άλλα τ’ αυτιά σου». Η Λίντια τον άγγιξε στα μάγουλα και στο λαιμό μα δεν μίλησε.

«Μια μέρα φάνηκαν απρόσεκτοι. Έπαιζαν μαζί μου, αλλά είχαν αφήσει κοντά μου τα μαχαίρια τους. Νόμιζαν ότι ήμουν τελειωμένος και ότι δεν κινδύνευαν από μένα. Φυσικά έκαναν λάθος. Το χέρι μου άντεχε ακόμη να χώσει το μαχαίρι σένα καλοθρεμμένο στομάχι». Σταμάτησε να μιλάει. Σταμάτησε και το τρέμουλο του. Εκείνη ένιωθε το θυμό του, σαν ένα σιδερένιο παλτό που του έσφιγγε το κορμί. «Δραπέτευσα, αλλά δεν μπορούσα να πάω σε κανέναν από τους φίλους μου. Ήταν πολύ επικίνδυνο». «Έτσι λοιπόν πήγες στον Ταν Γουά». «Ναι, γιατί αυτόν δεν τον ήξερε κανείς. Στις τρώγλες συχνάζουν οπιομανείς, όπου δεν πατάει κανείς. Νόμιζα ότι το μέρος ήταν ασφαλές». Έβγαλε ένα βογκητό. «Είχα κάνει λάθος». «Όχι, Τσανγκ Αν Λο, όχι, όχι. Έκανες το σωστό. Εκείνος πέθανε εξαιτίας μου. για το παλτό μου και την απληστία ενός άλλου. Λυπάμαι πολύ». «Κι οι δυο λυπόμαστε για τον Ταν Γουά», της ψιθύρισε. Η σιωπή κράτησε ελάχιστα γιατί η Λίντια ήταν πολύ θυμωμένη, ενώ αδημονούσε να μάθει και άλλα. «Ποιος σου έκανε αυτά τα πράγματα; Ποιοι είναι; Η Αδελφότητα ή οι Κούομιντανγκ; Πες μου». Στριφογύρισε το κεφάλι του στο μαξιλάρι και την κοίταξε. Ήταν πολύ σκοτεινά για να δει την έκφραση του, αλλά όταν τα δάχτυλα της άγγιξαν τα χείλη του, τα ένιωσε να χαμογελάνε. «Γιατί θέλεις να μάθεις, Λίντια; Θα βγεις έξω και θα πας να τους σκοτώσεις για λογαριασμό μου;» «Πες το ψέματα, αυτό τους αξίζει». Της χαμογέλασε και πλησίασε πιο κοντά. «Είναι δύσκολο να σκοτώσεις κάποιον;»

«Λίντια, αν έπρεπε, θα σκότωνες οποιονδήποτε». Τη φίλησε στα χείλη και αυτή τη φορά το φιλί του δεν ήταν απαλό. Ήταν ένα πεινασμένο φιλί που τη συντάραξε ολόκληρη. «Ποιος ήταν;» τον ξαναρώτησε όταν η αναπνοή της επανήλθε στα φυσιολογικά. «Δεν θα ησυχάσεις, αν δεν μάθεις». «Ποιος;» «Ο Φενγκ Πο Τσου. Ο πατέρας του, ο Φενγκ Του Χονγκ, είναι ο αρχηγός της Αδελφότητας και πρόεδρος του Συμβουλίου». «Ο Πο Τσου; Αυτός που έκλεψε τα εκρηκτικά; Γιατί σου το έκανε εσένα αυτό;» «Γιατί του έκανα κάτι. Τον εξευτέλισα». «Πώς;» Ο Τσανγκ έμεινε σιωπηλός και εκείνη νόμιζε ότι απλώς δεν ήθελε να της πει, αλλά μετά από λίγο άρχισε να μιλάει. «Τον πήγα γυμνό και δεμένο μπροστά στον πατέρα του και τον ανάγκασα να εκλιπαρήσει. Νόμιζα ότι είχα την προστασία του Φενγκ Του Χονγκ αλλά.» Σταμάτησε και έσυρε το δάχτυλο του στο κοχύλι του αυτιού της. «Έκανα λάθος». Η Λίντια θυμήθηκε αμέσως τι της είχε πει ο κύριος Τέο σχετικά με τη συμφωνία που είχε κάνει ο Τσανγκ με τον Φενγκ και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Σ’ ευχαριστώ. Τώρα κατάλαβα». Μετά από ένα λεπτό σιωπής, εκείνη σηκώθηκε από το κρεβάτι, άνοιξε τη μικρή πράσινη λάμπα και όταν γύρισε, στάθηκε και τον κοίταξε πολύ έντονα. Αργά αργά έβγαλε το νυχτικό της. Είδε τα μαύρα του μάτια να φλογίζονται από τον πόθο. Σήκωσε το σεντόνι και έγειρε δίπλα στο γυμνό του κορμί. | Εκείνος έκαιγε. Το δικό της δέρμα ήταν σαν μετάξι. Άγγιξε ! το μπανταρισμένο στήθος του, τα κοκαλιάρικα πλευρά του και τους

γοφούς του. Ήξερε πολύ καλά το κορμί του, το είχε φροντίσει πόντο πόντο. Ξαφνικά και εντελώς απρόκλητα, αισθάνθηκε αμηχανία. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει στη συνέχεια. Η καρδιά της χτυπούσε σαν ταμπούρλο, τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα την άκουγε και εκείνος, και τότε ο Τσανγκ στηρίχτηκε στον ώμο του, και η ματιά του την κοίταξε σκοτεινή και επίμονη. Τόσο επίμονη που κατάφερε να διαλυθούν όλοι της οι φόβοι. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά της. και ύστερα τα μικρά φιλιά του άφησαν τα χνάρια τους στο πιγούνι της, στα μάτια της, στα καλοσχηματισμένα μήλα της. Το κορμί της φλεγόταν από κάτι που έμοιαζε πολύ με πόνο, μια φωτιά που της έτρωγε τα σωθικά. Ο πόνος έφευγε από τα χείλη και φώλιαζε στα στήθη της και ύστερα χαμήλωνε προς τα πόδια της. Βόγκηξε και ο ήχος ήταν πρωτόγνωρος σταυτιά της. «Λίντια», της μουρμούρισε και αυτή τη φορά ζήτησε τα χείλη της. Το χέρι του χάιδευε το στήθος της και ύστερα άρχισε να διαγράφει κύκλους πάνω στο ισχνό στομάχι της. Ένιωσε το δέρμα της να μεταμορφώνεται σε κάτι απρόσμενα ζωντανό, ήθελε να τρίβεται πάνω του, οι μηροί της κολλούσαν πάνω στους δικούς του, τα χέρια της τον άγγιζαν, τον εξερευνούσαν, έβρισκαν κάθε κοκαλάκι της πλάτης του, τους ανοιχτούς ώμους, την καμπύλη των γλουτών. Τα χείλη της έγιναν ένα με τα δικά του και όταν η γλώσσα της άγγιξε τη δική του, ένιωσε τέτοια ηδονή σε ολόκληρο το κορμί της που ο Τσανγκ σταμάτησε, ανασήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε με πολλή τρυφερότητα. Η Λίντια γέλασε ναζιάρικα, τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον τράβηξε πάνω της, άλλη μια φορά. Τα χείλη του εξερεύνησαν το λαιμό της, νόμιζε ότι θα την κατάπινε, και η

γλώσσα του άρχισε να τη γεύεται, να την ανακαλύπτει, ώσπου ένιωσε το κορμί της να λιώνει από πάνω μέχρι κάτω. Όπως και το δικό του. Δεν θα μπορούσε να το φανταστεί τι ήταν σε θέση να κάνουν δύο κορμιά. Λες και ήταν ένα. Όσο το κεφάλι του ήταν στο στήθος της, εκείνη με τη γλώσσα της έκανε διαδρομές στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και έπαιζε με τα κοντά του μαλλιά. Με τη ραχοκοκαλιά του, με το δέρμα του, που μύριζε βότανα. Η αλμύρα του κορμιού του έκανε τις λαγόνες της να τρέμουν. Ο πόθος φούντωσε τόσο πολύ μέσα της που της προκάλεσε έντονο πόνο. Ο Τσανγκ βόγκηξε στο άγγιγμα της, έτσι παθιασμένα που τον χάιδευε η Λίντια. Είχε μια τρελή επιθυμία να τον κρατήσει, να τον προστατεύσει, να τον κάνει δικό της. Λες κι ήταν μέρος του κορμιού της. Λες και εκείνος ήταν μέρος του κορμιού της. Ξαφνικά ένιωσε ότι δεν άντεχε άλλο. Η Λίντια αναστέναξε και έπειτα έχασε την αίσθηση του χρόνου. Ένα λεπτό, μια ώρα, δεν το κατάλαβε. Και τότε εκείνος βρέθηκε από πάνω της. Τα χείλη του φιλούσαν τα βλέφαρα της μέχρι που εκείνη τα άνοιξε και είδε τη σκοτεινή του ματιά να την κοιτάζει με τόση τρυφερότητα και πόθο που ήξερε ότι δεν θα την ξεχνούσε μέχρι να πεθάνει. Το στόμα του αναζήτησε το δικό της. «Γλυκιά μου αγάπη», της είπε λαχανιασμένος, «πες μου ότι αυτό θέλεις και εσύ». Αντί για άλλη απάντηση, η Λίντια πήρε τέτοια θέση που εκείνος γλίστρησε μέσα της και τον άκουσε να παίρνει βαθιά ανάσα. Της δάγκωσε τα χείλη. Κάποια στιγμή έβαλε μια φωνή, αλλά εκείνος την κράτησε κοντά του, ψιθυρίζοντας της ερωτόλογα. Ανάσαινε με δυσκολία. Δεν σκεφτόταν τίποτε. Ολόκληρος ο

κόσμος της ήταν αυτή και μόνο η στιγμή. και τότε μια φωτιά κατέκαψε το κορμί της ανοίγοντας φλόγινα μονοπάτια στα σωθικά της. Στα δικά του σωθικά. Στα δικά τους σωθικά. Λιώσανε μαζί και πάνω στην κορύφωση, η Λίντια νόμιζε ότι θα πέθαινε. Κυριολεκτικά. Ότι οι θεοί του Τσανγκ Αν Λο την είχαν μεταφέρει στην άλλη ζωή. Κανένας εφιάλτης. Κανένας εφιάλτης εκείνη τη νύχτα. Εκείνη τους είχε διώξει μακριά. Ο Τσανγκ Αν Λο δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω της, ακόμη και μες στο σκοτάδι. Το κεφάλι της ήταν χωμένο στον ώμο του και κοιμόταν, και εκείνος έτριβε το πρόσωπο του στα μαλλιά της για να τα νιώθει, ν’ αγγίζει τις φλόγες του κεφαλιού της. Το μυαλό του έτρεχε μπροστά, στο ανεξερεύνητο μέλλον, αλλά εκείνος το τραβούσε πίσω. Σε τούτη τη στιγμή. Στο τώρα. Στο παρόν. Σ’ αυτή την τέλεια στιγμή του χρόνου. Έκανε προσπάθειες να συγκεντρωθεί μα το μόνο που μπορούσε να αισθανθεί ήταν η χαρά του για κείνη, η θαυμαστή παρουσία της, η γλυκιά μυρωδιά της. Της αλεπουδίτσας του. Ξαναζούσε στιγμή προς στιγμή τις ώρες της αγάπης τους. Όχι. Πίεσε το μυαλό του να συγκεντρωθεί στο τώρα. Όχι στα περασμένα. Ούτε στα μελλούμενα. Μα στο τώρα: ν απολαμβάνει την κάθε του ανάσα και να μη συλλογίζεται την επόμενη. Οι θεοί του είχαν χαρίσει ένα θησαυρό που λίγοι απολάμβαναν σε τούτη τη ζωή. Δεν θα τον σπαταλούσε με φόβους και αγωνίες. Ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπο της Λίντιας. Ήταν ζεστό, βαρύ από τον ύπνο. Αφουγκράστηκε την ανάσα της. Έπρεπε να ξεκαθαρίσει το μυαλό του. Να σκεφτεί τι ήταν το σωστό για κείνη. «Κουράστηκες;» τον ρώτησε. Τα μάτια της ήταν τεράστια, δυο

κεχριμπαρένιες λίμνες λουσμένες στο φως. «Όχι». Της χαμογέλασε και εκείνη έγειρε στο μαξιλάρι της με το σκοτάδι να τους συντροφεύει. «Νιώθω καλύτερα. Πολύ καλύτερα. Νιώθω ξανά δυνατός». «Μπράβο». Της φίλησε τ’ αυτί. «Έχεις τέλεια αυτάκια. Σαν πολύτιμη πορσελάνη». Εκείνη γέλασε και άπλωσε το πόδι της επάνω του και ο ανδρισμός του ανταποκρίθηκε στη στιγμή. Της χάιδεψε το στήθος και ένιωσε τη ζωή να πάλλεται κάτω από την επιδερμίδα της. Κοίταζε το πρόσωπο της. Ήταν τόσο εκφραστικός ο πόθος της! Το ζωγράφισε στη μνήμη του, σαν καλλιτέχνης που ζωγραφίζει ένα πορτρέτο σένα πορσελάνινο πιάτο, για να το έχει πάντα μαζί του. Η πλήρης απελευθέρωση του πάθους της την ώρα που έριχνε πίσω τα μαλλιά της και αιχμαλώτιζε τα χείλη του με τα δικά της ξυπνούσαν ένα καινούργιο συναίσθημα γι’ αυτόν, που τον έκανε να την ποθεί ακόμη πιο πολύ.

43 Η Λίντια δεν κουνιόταν καθόλου. Δεν ήθελε να ταράξει τη νύχτα. Όλα είχαν αλλάξει. Ακόμη και το μαξιλάρι της μύριζε αλλιώς. Είχε την εντύπωση ότι στη διάρκεια της νύχτας αντάλλαξε το κορμί της με κάποιο άλλο με το οποίο, παραδόξως, ένιωθε απόλυτα εξοικειωμένη - και όλα αυτά γιατί το καινούργιο κορμί της γνώριζε και έκανε πράγματα μόνο από ένστικτο, πράγματα που σε κάποια άλλη περίπτωση δεν θα τα χωρούσε το μυαλό της. Αυτό το καινούργιο κορμί δεν ντρεπόταν. Αντίθετα, απελευθέρωνε ατέλειωτες εκρήξεις πάθους. Κατάπληκτη συνειδητοποιούσε ότι δεν υπήρχε τίποτε επιλήψιμο στη γύμνια, ούτε καν όταν τη γύμνια σου την αποκάλυπτες σ’ έναν άντρα. Κι όχι οποιονδήποτε άντρα. Έναν Κινέζο. Τι θα έλεγε η μητέρα της; Μες στο σιωπηλό δωμάτιο ακούστηκε ένα γελάκι. Φαντάστηκε τη Βαλεντίνα να κοιτάζει με τα μάτια ορθάνοιχτα από το σοκ και μετά να γίνεται έξαλλη, αλλά ένιωσε ότι τώρα τίποτε δεν μπορούσε να την αγγίξει. Τίποτε δεν μπορούσε ν’ αγγίξει το καινούργιο της κορμί. Το επιθυμητό κορμί, της. Το κορμί που δεν ένιωθε ντροπή. Λύγισε τα άκρα της, τέντωσε τα δάχτυλα των ποδιών της, έσφιξε τους πρωτόγνωρους μυς που βρίσκονταν χαμηλά στην κοιλιά της κι ανάμεσα στα πόδια της, και ένιωσε ένα βουβό πόνο εκεί μέσα. Όχι ακριβώς πόνο, αλλά ένα μούδιασμα που της υπενθύμιζε τι είχε συμβεί. Όχι πως θα το ξεχνούσε. Δεν ήταν παρθένα πια. Η σκέψη και μόνο την έκανε ν’ ανατριχιάσει ολόκληρη από ευχαρίστηση και ας ήξερε ότι η μητέρα της θα πάθαινε υστερία και θα της έλεγε ότι τώρα δεν θα την ήθελε κανένας άντρας. Μα τι βλακείες είναι όλα αυτά; σκέφτηκε και χαμογέλασε. Εκείνη από προνύμφη είχε μεταμορφωθεί σε πολύχρωμη και λαμπερή

πεταλούδα. Λαμπερή εντός της και εκτός. Και ποιος νοιαζόταν άραγε τι θα έλεγαν οι άλλοι άντρες; Στη σκέψη και μόνο ότι θα μπορούσε να την αγγίξει και κάποιος άλλος εκτός από τον Τσανγκ Αν Λο, της ήρθε αναγούλα. Εκείνη μόνο αυτόν ήθελε. Κανέναν άλλον. Πλησίασε τ’ αυτί της στο στόμα του για να βεβαιωθεί ότι ανάσαινε. Δεν εμπιστευόταν ακόμη απόλυτα τους θεούς. Μπορεί να τον ήθελαν, αλλά εκείνη τον ήθελε πιο πολύ. «Αγάπη μου, είναι ώρα για πρωινό. Ξέρω, δεν έχει ξημερώσει ακόμη», του είπε και του έδειξε το σκοτάδι έξω από το παράθυρο, «αλλά πεινάω πολύ». Ο Τσανγκ ένιωσε ν’ απομακρύνεται από κοντά του η θέρμη του κορμιού της. «Εγώ μόνο εσένα θέλω να φάω», της είπε και χαμογέλασε. «Προς το παρόν θα φας τοστ και αυγά για να πάρεις δυνάμεις. Μπορεί αργότερα να τις χρειαστείς». Τον άφησε μένα σκανταλιάρικο γελάκι, άνοιξε το φως και πήγε στο λουτρό. Εκείνος κοίταζε σαν χαζός την πολυτέλεια των δυτικών σπιτιών. Άκουγε το νερό να τρέχει κι εκείνη να τραγουδάει. Χαμογέλασε, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να την προετοιμάσει. «Μίλησε μου για τα παιδικά σου χρόνια». Η Λίντια καθόταν σταυροπόδι στην άκρη του κρεβατιού και μασουλούσε κάτι από χθες, μάλλον κάτι γλυκό. Κάθε τόσο έβαζε και στο δικό του στόμα μια κουταλιά. «Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ όμρρφα. Με δασκάλους, υπηρέτες και δούλους. Ο πατέρας μου ήταν σπουδαίος μανδαρίνος. Ένα φτερό παγονιού στο καπέλο του και το χρυσοποίκιλτο γείσο του δήλωναν το αξίωμα του. Ήταν έμπιστος σύμβουλος της αυτοκράτειρας Τζου Χσι, αλλά όταν ο Σουν Γιατ-

σεν.» «Το κουνέλι μου;» ρώτησε εκείνη χαμογελώντας. «...ο ευγενής Σουν Γιατ-σεν έφερε το τέλος της κινέζικης δυναστείας το 1911, η οικογένεια μου γλίτωσε το θάνατο μόνο επειδή η νέα κεντρική κυβέρνηση χρειαζόταν την οικονομική εμπειρία του πατέρα μου. Αλλά», είπε με πρόσωπο ανέκφραστο σαν πέτρινο, «οι πολέμαρχοι αλληλοσκοτώθηκαν και τότε κυνήγησαν και τον ίδιο». «Και η οικογένεια σου;» «Πέθαναν όλοι. Κυριολεκτικά όλοι. Αποκεφαλίστηκαν στο Πεκίνο. Κατόπιν εντολής του στρατηγού Γιουάν Σι-κάι». «Αχ, αγάπη μου γλυκιά, λυπάμαι πάρα πολύ. Να τους χάσεις όλους.» Εκείνος κούνησε το κεφάλι σαν να προσπαθούσε να διώξει την εικόνα από το μυαλό του. «Εγώ διέφυγα. Επέλεξα να ζήσω με τους μοναχούς κι έμαθα έναν πολύ απλούστερο τρόπο ζωής. Σένα ναό πάνω στα βουνά, στα βόρεια του Γιενάν». «Ένα ναό;» «Ναι». «Εγώ ήξερα ότι οι κομμουνιστές δεν πιστεύουν στη θρησκεία». «Κι έτσι είναι, αλλά δεν είναι εύκολο πράγμα να ξεριζώσεις τις προλήψεις από το μυαλό σου». Την πλησίασε, την έφερε κοντά του και έγλειψε με τη γλώσσα του λίγη κρέμα από τα χείλη της. «Ή τον έρωτα απ’ την καρδιά σου». «Αυτό μας συνέβη;» αναρωτήθηκε και το ύφος της ήταν πολύ σοβαρό. «Διαφύγαμε;» «Όχι, ερωτευτήκαμε». Της χάιδεψε το πιγούνι και έβαλε το πιο γερό του χέρι κάτω από

την μπλούζα της, στο μέρος της καρδιάς της που βροντοχτυπούσε. «Δεν το νιώθεις; Εδώ». «Εκεί νιώθω μονάχα πόνο». Ο Τσανγκ γέλασε απαλά. «Σ’ αγαπάω, όμορφη αλεπουδίτσα μου». Τα μάτια της, διάπλατα ανοιχτά, τον κοίταζαν με ένταση και ο σφυγμός της επιταχύνθηκε. «Σ’ αγαπάω, Τσανγκ Αν Λο, και δεν θ’ αφήσω κανέναν να μας χωρίσει». Εκείνος ένιωσε μια σουβλιά στην καρδιά του. «Ας ζήσουμε το τώρα, αγάπη μου. Τώρα, κανείς δεν μπορεί να μας χωρίσει». «Είναι ώρα να πάω». «Τι;» «Στο υπόστεγο». «Γιατί τώρα;» τον ρώτησε. «Είναι ακόμη Παρασκευή και δεν έχει χαράξει καν». Οι πρώτες ανταύγειες της αυγής έβαφαν τις κουρτίνες. «Αυτοί δεν πρόκειται να γυρίσουν νωρίτερα από αύριο, οπότε έχουμε όλη τη σημερινή μέρα και νύχτα για να.» «Λυπάμαι, αλλά πρέπει να φύγω τώρα. Πριν ξημερώσει για τα καλά». «Γιατί;» «Πρέπει να είμαι προετοιμασμένος. Μόνο έτσι θα μείνω ζωντανός. και αν γυρίσουν νωρίτερα; Θα φωνάξουν αμέσως την αστυνομία». «Μη, σε παρακαλώ». «Πολύτιμη αγάπη μου, δεν μπορείς να με κρατάς σένα κλουβί όπως το κουνέλι σου». «Ναι, αλλά πρέπει να είσαι ασφαλής μέχρι να θεραπευτείς εντελώς και να δυναμώσεις. Έχεις ακόμη πυρετό». «Το ξέρω ότι είμαι αδύναμος». «Χθες το βράδυ δεν ήσουν και τόσο αδύναμος».

«Όχι, επειδή εσύ μου δίνεις δύναμη». «Σε παρακαλώ, Τσανγκ Αν Λο. Περίμενε μέχρι αύριο». Όσο το σκοτάδι μάζευε και τα τελευταία του πέπλα, εκείνη μετέφερε τα πάντα στο υπόστεγο: σεντόνια, κουβέρτες, φάρμακα, επιδέσμους, κεριά, τροφή και νερό. Κατέβηκαν μαζί τα σκαλιά, πήγαν μέχρι το υπόστεγο με τα χέρια του να στηρίζονται στους ώμους της, κατάπληκτος με το πόσο αδύναμος εξακολουθούσε να νιώθει. Δεν μιλούσε, αλλά κάθε τόσο εκείνη γύριζε και κοίταζε με αγωνία πώς έσερνε τα πόδια του στο παγωμένο χορτάρι και πόσο ανασφαλής έδειχνε. Ο μάγειρας και η γυναίκα του τηρούσαν στο έπακρο την παροιμία «Λείπει ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια», με αποτέλεσμα να είναι ακόμη στο κρεβάτι τους, οπότε δεν υπήρχε κίνδυνος να τους δουν, ωστόσο ο φόβος του ήταν ότι μπορεί να μην τα κατάφερνε να φτάσει ούτε μέχρι το υπόστεγο. Και τότε; Θα μπορούσε εκείνη να τον σύρει μέχρι εκεί; «Έπρεπε να περιμένεις μέχρι αύριο», του είπε θυμωμένα και τον ακούμπησε δίπλα στο κουνέλι για να του φτιάξει ένα άβολο κρεβάτι από σανίδια. Το κεφάλι του γύριζε και τα πόδια του έτρεμαν. Του άρεσε όμως να την παρακολουθεί. Ο τρόπος που κινούνταν. Μεθοδική και γεμάτη ενέργεια. Ευχαριστώ», της είπε όταν τον σκέπασε με τις κουβέρτες και έβαλε στα πόδια του μια θερμοφόρα. «Μη θυμώνεις». «Αγάπη μου, δεν θυμώνω. Φοβάμαι που θα μου φύγεις». «Κοίταξε με καλά. Σου φαίνομαι αρκετά δυνατός ν’ ανέβω στη στέγη και να πετάξω;» Εκείνη γέλασε δυνατά. «Κοίτα να κοιμηθείς τώρα». «Κι εσύ;» «Θα πάω στην αγορά μόλις ανοίξει, για να σου πάρω ρού«Φτερά παγονιού και χρυσά πασουμάκια. Σε παρακαλώ, φρόντισε το».

«Κι εγώ σκεφτόμουν «Και, όσο θα λείπω, εδώ τριγύρω». κάτι σε ημίψηλο και φράκο». Εκείνος δεν κατάλαβε το αστείο της και έσυρε τα δάχτυλα του στα χείλη της. Η Λίντια του χαμογέλασε. κανόνισε να πας σε καμιά δεξίωση, Κάποιος ταρακουνούσε το λουκέτο. Πολύ σιγά, ο Τσανγκ βγήκε από τις κουβέρτες. Το μαχαίρι ήταν ήδη στο χέρι του. Κάθισε ανακούρκουδα στη μια πλευρά της πόρτας. «Ντεσποινί Λίτζια; Ντεσποινί, εντώ; Γουάι θέλει». Ήταν ο μάγειρας, ο Γουάι. Ο Τσανγκ πήρε μια ανάσα. Ο άνθρωπος πρέπει να ήταν εντελώς ηλίθιος. Πώς μπορούσε να είναι κάποιος μέσα όταν το λουκέτο βρίσκεται στη θέση του και μάλιστα κλειδωμένο; Το υπόστεγο δεν είχε παράθυρα, μονάχα ένα μικρό φεγγίτη στην οροφή, πράγμα που σήμαινε ότι ο Τσανγκ ήταν αθέατος. Άκουσε το μάγειρα ν απομακρύνεται μουρμουρίζοντας κάτι για το χιονιά, ωστόσο παρέμεινε στη θέση του. Πίεσε το μυαλό του να ξεθολώσει. Έπρεπε να είναι σε συνεχή εγρήγορση. Άκουσε και άλλα βήματα μα δεν πλησίασε κανείς. Ο αέρας εκεί μέσα μύριζε μούχλα και κλεισούρα, αλλά εκείνος είχε συγκεντρωθεί σε μια ηλιαχτίδα που έμπαινε από μια χαραμάδα δημιουργώντας έναν εναέριο σκονισμένο διάδρομο, και σε μια κατσαρίδα που γύρευε να χωθεί σε κάποια σκοτεινή τρύπα. Βαθμιαία, το φως άλλαζε ολοένα. Ο Τσανγκ υπολόγιζε την ώρα σύμφωνα με τη γωνία που σχηματιζόταν στο πάτωμα, έτριβε τη μυτούλα του κουνελιού και κάποια στιγμή, αν και εξαντλημένος, έδιωξε μερικούς σκόρους που είχαν κάνει κατοχή στις κουβέρτες του. Σε κάτι τσουβάλια με κουρέλια, κοντά στον τοίχο, ανεβοκατέβαινε ένα ποντίκι. Με απόλυτη προσήλωση, ο Τσανγκ παρατηρούσε μια αράχνη που έπλεκε τον ιστό της ξεκινώντας

από ένα ράφι με ζωγραφισμένες καράφες κατευθυνόμενη σένα άλλο, και ένιωθε ότι θα έδινε άλλο ένα δάχτυλο του για ν’ αποκτούσε κι αυτός τη σβελτάδα των ποδιών της. Εκείνη τη στιγμή όμως. Γιατί μυριζόταν τον κίνδυνο. Πώς ή πότε δεν ήξερε, αλλά τον μυριζόταν. Γιατί πλανιόταν στον αέρα. Κι όταν τελικά το φως του ήλιου γλίστρησε δειλά μέσα στην παράγκα, εκείνος άρχισε ν’ ανησυχεί για τη Λίντια. Τυλίχτηκε με μια κουβέρτα και έβαλε στη μαξιλαροθήκη μια χούφτα χάπια, μήπως και χρειαζόταν να φύγει. Με το δεξί του χέρι και πολύ προσεκτικά ξετύλιξε το αριστερό του που ήταν δεμένο. Τέρμα το ντάντεμα. Κοίταξε προσεκτικά και τα δυο του χέρια. Το δεξί πήγαινε καλά, αλλά το αριστερό ήταν ακόμη πληγιασμένο και πρησμένο, και πυορροούσε από την οπή όπου κάποτε υπήρχε το μικρό του δαχτυλάκι. Στη θέα τους και μόνο ένιωσε μεγάλη θλίψη. Τα χέρια του ακόμη και όταν θ’ αποθεραπεύονταν εντελώς, θα ήταν κολοβωμένα. Η οργή του γράπωσε το στομάχι, αλλά την ήλεγξε, πήρε βαθιά ανάσα και εξέπνευσε αργά. Σταθερά και αποφασιστικά, άρχισε να γυμνάζει τα δάχτυλα του. «Συγγνώμη που άργησα, αλλά μην ανησυχείς για μένα». Μολονότι την είχε καλοδεχτεί, η Λίντια είδε την ανησυχία στα μάτια του. Γονάτισε και τον φίλησε στο στόμα. «Μου λες τι κάνεις εδώ, κοντά στην πόρτα; Θα έπρεπε να είσαι στο κρεβάτι σου και να ξεκουράζεσαι». «Τέρμα η ξεκούραση». Τον κοίταξε αλλά δεν το σχολίασε. Ξετύλιξε τα πακέτα. Η ζεστασιά και η ζωτικότητα της λες και χώθηκαν στις φλέβες του και άρχισαν να κυλάνε μέσα του. «Δεν είναι καινούργια αλλά είναι γερά».

Του τα έδειξε. Είχε δίκιο, ήταν γερά. Ήταν σίγουρος ότι η Λίντια πήγε στην κινέζικη αγορά που ήταν στην παλιά πόλη για να βρει τέτοια ρούχα. Ένα φαρδύ χωριάτικο παντελόνι, ένα κεντητό γιλέκο, ένα χοντρό πουλόβερ και ένα ζευγάρι δερμάτινες μπότες. Μια δερμάτινη τσάντα, γδαρμένη και ξεφτισμένη αλλά γερή, ήταν μια αγορά που τον ευχαρίστησε ιδιαίτερα και του θύμισε τον εαυτό του. Μόνο που εκείνος δεν ήταν πια γερός. «Σ’ ευχαριστώ για τα δώρα». «Το χέρι σου», του είπε και κατσούφιασε. «Μα τι έχεις κάνει; Τρέχει αίμα ξανά. Στάσου να το δέσω». «Μόνο έναν επίδεσμο». Τον κοίταξε για άλλη μια φορά. «Στην εγγλέζικη αγορά που πήρα την τσάντα, άκουσα διάφορες συζητήσεις. Σχετικά με τις βόμβες. Χθες το βράδυ έπεσαν άλλες δύο». Έβγαλε το αντισηπτικό και το σωληνάριο με τη σουλφαμιδόσκονη από τη μαξιλαροθήκη. «Σκόπευες να πας κάπου;» τον ρώτησε ήρεμα. «Όχι». Εκείνη ένευσε, από αμηχανία. «Λένε ότι ρίχνουν τις βόμβες οι κομμουνιστές. Οχτώ άνθρωποι σκοτώθηκαν χθες έξω από μια λέσχη και ακούγεται ότι χτενίζουν την περιοχή για να εντοπίσουν μέλη της ένωσης. Είναι όλοι εξαγριωμένοι». «Φοβούνται», είπε σιγανά ο Τσανγκ. Είχε ξεχάσει τον πόνο που ένιωθε όσο του φρόντιζε το αριστερό του χέρι. «Νομίζεις ότι είναι οι κομμουνιστές;» «Όχι. Ο Πο Τσου είναι. Αυτός είναι έξυπνος». «Ναι, αλλά τι θα κερδίσει αν.» Η πόρτα άνοιξε και μια ριπή παγωμένου αγέρα ανακάτεψε τα μαλλιά της. Ο Τσανγκ είδε την ψηλή φιγούρα να στέκεται στην

πόρτα. Δεν κουνήθηκε. Μονάχα το δεξί του χέρι κούνησε, για να πάρει το μαχαίρι. Η Λίντια σηκώθηκε μένοντας κατάπληκτη. «Αλεξέι Σέροφ! Τι στο καλό κάνεις εδώ;» Στάθηκε μπροστά στη φιγούρα, εμποδίζοντας του τη θέα, αλλά εκείνος είχε προλάβει να δει τα μαύρα μάτια του Τσανγκ, το πρόχειρο κρεβάτι, τα χέρια του και τους ματωμένους επιδέσμους καταγής. «Πήγαινε στο σπίτι», του είπε η Λίντια και προχώρησε προς την πόρτα, αναγκάζοντας το Ρώσο να υποχωρήσει. Έκλεισε την πόρτα και την ασφάλισε με το λουκέτο.

44 «Ιερείς ποια είναι η τιμωρία για την παροχή ασύλου σε καταζητούμενο;» «Για μισό λεπτό. Πώς βγάζεις το συμπέρασμα ότι πρόκειται για καταζητούμενο; Είναι ένας φίλος μου που είναι πληγωμένος και χρειάζεται βοήθεια, αυτό είν’ όλο». «Κι είναι στο υπόστεγο;» ρώτησε ο Αλεξέι Σέροφ με ύφος γεμάτο αμφιβολία. «Ειλικρινά, αυτό δεν είναι δική σου δουλειά», του είπε θυμωμένη. Στέκονταν όρθιοι στη μέση του σαλονιού και ήταν εμφανές ότι η Λίντια δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει ο Σέροφ. Δεν του είχε πει να καθίσει ούτε προσφέρθηκε να τον απαλλάξει από το άψογο παλτό και το μεταξωτό του φουλάρι. «Τέλος πάντων, μπορώ να μάθω τι γύρευες στο υπόστεγο;» Την ώρα που το ξεστόμιζε, μετάνιωνε: θα μπορούσε να το χειριστεί καλύτερα. «Γύρευα; Λίντια Ιβάνοβα, νομίζω ότι με προσβάλλεις». Σήκωσε ενοχλημένος τους ώμους του. Τα κουρεμένα μαλλιά του είχαν ανασηκωθεί. «Ήρθα στην είσοδο και ο υπηρέτης με πληροφόρησε ότι είσαι στο υπόστεγο με το κουνέλι σου. Εκείνος μου είπε να έρθω μέχρι εδώ». Ο Γουάι, ο μάγειρας. Είναι πολύ ανόητος! «Τότε ζητώ συγγνώμη που σε προσέβαλα. Νόμισα ότι εσύ.» «… έκανα εισβολή;» «Ναι». Την κοίταξε παγερά και πλησίασε ένα βήμα πιο κοντά, ενώ το χέρι του χτυπούσε νευρικά το πέτο του παλτού του. Μίλησε χαμηλόφωνα. «Νομίζω ότι παίρνεις μεγάλο ρίσκο, για άλλη μια φορά. Οι καιροί είναι δύσκολοι, Λίντια Ιβάνοβα, και θα πρέπει

να προσέχεις πολύ. Οι βόμβες που σκάνε, οι μηχανορραφίες που δεν έχουν τελειωμό, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν για κάποιον ανίδεο. είσαι εντελώς ανενημέρωτη για όλα αυτά τα θέματα. Καθημερινά, σκοτώνονται άνθρωποι για πολύ λιγότερα απ’ αυτά που κάνεις εσύ». Πρέπει να την τρόμαξε κάπως, γιατί φάνηκε στο πρόσωπο της. «Ηρέμησε, δεν δαγκώνω», της είπε με πιο μειλίχιο ύφος. Εκείνη χαμογέλασε και παρέστησε την άνετη. «Ευχαριστώ πολύ για τη συμβουλή, αλλά δεν καταλαβαίνω σε τι με αφορά». «Μα τι λες τώρα;» Κι όμως ήξερε πολύ καλά τι της έλεγε. «Λυτά που μου λες δεν έχουν καμιά σχέση μ’ εμένα. Ασφαλώς και ξέρω τι γίνεται στο Τζαντσόου, αλλά.» «. αλλά δεν έχεις καμιά σχέση;» «Ναι, δεν έχω καμιά σχέση». «Κι εκείνος ο άντρας στο υπόστεγο σας δεν είναι κομμουνιστής;» «Όχι». Γέλασε, έγειρε πίσω το κεφάλι του και από τα λευκά του δόντια βγήκε σφυριχτός αέρας. «Δεν είσαι καλή ψεύτρα, Λίντια Ιβάνοβα». Πείσμωσε. Ήταν πάρα πολύ καλή ψεύτρα, διάβολε! «ότι ήθελα να μάθω το έμαθα στην πρώτη σου επίσκεψη. Μπορώ να μάθω το λόγο αυτής εδώ της επίσκεψης;» «Ναι», της είπε κάνοντας μια ευγενική υπόκλιση κι έβγαλε μια κάρτα από την τσέπη του παλτού του. «Από την αγαπημένη μου μητέρα, την κόμισσα Σέροβα». Η Λίντια πήρε την κάρτα. Είχε το χρώμα του ελεφαντόδοντου, το χαρτί ήταν βαρύ, ενώ ένα ανάγλυφο οικόσημο στην κορυφή παρίστανε έναν αετό με τις φτερούγες του ανοιχτές πάνω σε μια

ασπίδα. Δεν ήταν δύσκολο να μαντέψεις ότι επρόκειτο για τον επίσημο θυρεό της οικογένειας Σέροφ. Στην κάρτα ήταν γραμμένη μια πρόσκληση για μια βραδιά χορού και διασκέδασης στη βίλα των Σέροφ, στη λεωφόρο Λαμάρκ, τη Δευτέρα στις οχτώ το βράδυ. Δευτέρα; Η Δευτέρα ήταν μετά από έναν αιώνα. Είχε καιρό μέχρι τότε να το σκεφτεί. Αυτό που προείχε ήταν τι θα γινόταν το Σαββατοκύριακο με τον Τσανγκ Αν Λο. «Ήθελε να το κάνει με κάθε επισημότητα», της είπε ευγενικά αλλά πάλι μ’ εκείνο το υπεροπτικό χαμόγελο. «Ευχαριστώ. Θα το σκεφτώ, αλλά δεν είμαι σίγουρη για τα σχέδια μου την επόμενη βδομάδα, επειδή αύριο επιστρέφει η μητέρα μου». Η απάντηση δεν του άρεσε διότι προφανώς δεν ήταν μαθημένος να του αρνούνται προσκλήσεις, φρόντισε ωστόσο να το κρύψει. «Ασφαλώς. Καταλαβαίνω». Τον οδήγησε στην εξώπορτα. Ο παγωμένος αέρας, όταν βρέθηκε έξω, του πήρε το φουλάρι, αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία και γύρισε να την κοιτάξει καταπρόσωπο. Τα πράσινα μάτια του συνάντησαν τα δικά της και απόμεινε για αρκετή ώρα να την κοιτάζει σιωπηλός. «Μην ξεχάσεις τη συμβουλή μου, Λίντια Ιβάνοβα», της είπε στο τέλος. Το είχε παρακάνει όμως. «Αλεξέι Σέροφ, γιατί δεν κοιτάζεις τη δική σου ζωή και να μ’ αφήσεις να κοιτάξω και εγώ τη δική μου;» Του έκλεισε την πόρτα. Όλα συνηγορούσαν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν και πολύ καλά. «Αγάπη μου, έκπληξη!» Η Λίντια κοκάλωσε. Βρισκόταν στην κάμαρα της. Είχε ανέβει βιαστικά για να φορέσει κάτι και να πάει κατευθείαν στο

υπόστεγο να ενημερώσει τον Τσανγκ Αν Λο σχετικά με τον Αλεξέι Σέροφ. «Λίντια, γυρίσαμε». «Μαμά!» Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Στέκονταν στο χολ περιτριγυρισμένοι από βαλίτσες και σακούλες. Με τα παλτά στα χέρια, γελούσαν και χτυπούσαν τα πόδια τους από το κρύο, μήπως και ζεσταθούν, και γέμιζαν το σπίτι με φωνές, το σπίτι εκείνο που όλη την εβδομάδα ήταν βυθισμένο σε νεκρική σιγή. Έδιναν ξανά ζωή στο σπίτι. «Αγάπη μου!» είπε η μητέρα της, και η Λίντια έτρεξε να χωθεί στην ανοιχτή αγκαλιά της. Και τότε έγινε κάτι για το οποίο η Λίντια ήταν εντελώς απροετοίμαστη. Η Βαλεντίνα την έσφιξε τόσο δυνατά σαν να μην είχε σκοπό να την αφήσει ποτέ να φύγει. και καθώς φιλούσε την κόρη της, άρχισε να τρέμει. Ο λαιμός της Λίντιας πόνεσε τόσο πολύ που νόμιζε ότι είχε καταπιεί αγκίστρι. «Αγάπη μου, σου έλειψα;» «Γιατί, έλειπες; και να μην το προσέξω;» «Πειραχτήρι!» είπε η Βαλεντίνα γελώντας και την έσφιξε ακόμη περισσότερο. Τότε την πλησίασε και ο Άλφρεντ, που χτύπησε αδέξια τη Λίντια στην πλάτη. «Χαίρομαι που σε βρίσκω καλά, αγαπητή μου. Πού είναι ο Τενγκ;» «Το παιδί για τα θελήματα;» ρώτησε εξακολουθώντας να κρατάει τη μητέρα της. Ανάσανε βαθιά και ένιωσε το άρωμα της. «Του έδωσα μια βδομάδα άδεια». «Γιατί, τι στο καλό. Τέλος πάντων, δεν πειράζει. Θ ανεβάσω εγώ τις βαλίτσες. Είναι μια καλή γυμναστική». Αφουγκράστηκε τα βήματα του, βαριά καθώς ανέβαινε τα σκαλοπάτια, και ένιωσε το κοντανάσασμα της μητέρας της.

«Λίντια.» ήταν το μόνο που είπε η Βαλεντίνα. «Λίντια.» «Μαμά.» Στέκονταν μόνες, αγκαλιασμένες στο χολ, και καμιά τους δεν είχε διάθεση ν’ αφήσει την άλλη. «Λίντια, θα σου άρεσε πολύ», έλεγε ο Άλφρεντ και από την πίπα του υψώνονταν γαλάζια συννεφάκια καπνού. Η Λίντια προτιμούσε τον αρωματικό καπνό της πίπας του αντί για την αψιά μυρωδιά των τσιγάρων της μητέρας της. Κάθονταν όλοι μαζί στο σαλόνι αφού προηγουμένως είχαν απολαύσει ένα εξαιρετικό δείπνο με ψαρονέφρι και ανανά. Ο Γουάι είχε βάλει όλη τη μαγειρική του τέχνη τώρα που είχε επιστρέψει ο αφέντης του. Ο Άλφρεντ είχε ανάψει μόνος του το τζάκι στο σαλόνι, εφόσον έλειπε το παιδί για τα θελήματα, σφυρίζοντας όλη την ώρα, και η Λίντια παρατήρησε μια αξιοσημείωτη αλλαγή πάνω του. Δεν υπήρχαν πλέον αμήχανες σιωπές, ίσα ίσα δεν σταματούσε να κάνει διαρκώς κάποιο θόρυβο. Τραγουδούσε, σφύριζε, μιλούσε, σαν να μην τον άφηνε σε ησυχία η ευτυχία που ένιωθε. «Μια μέρα, Λίντια, θα σε πάω στους ναούς του Γιουνγκάνγκ. Πρέπει να δεις και μόνη σου τι κατόρθωσαν οι Κινέζοι πριν από δυο χιλιάδες χρόνια. Θεέ μου, εμείς στην Αγγλία δεν έχουμε τίποτε παρόμοιο να επιδείξουμε. Σπουδαίο επίτευγμα!» «Θα ήθελα να τους δω». «Ντούσενκα, αξίζει να δεις τον καθιστό Βούδα. Είναι εκπληκτικός. Είκοσι μέτρα ψηλός και σκαλισμένος σ’ έναν κίτρινο βράχο. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ έναν τόσο πελώριο άντρα». Η Βαλεντίνα γέλασε και κοίταξε πονηρά τον Αλφρεντ που καθόταν στον δερμάτινο καναπέ, δίπλα της. Το ράδιο έπαιζε απαλή μουσική, ένα είδος συμφωνικής τζαζ, και ο Άλφρεντ όλο και κάτι μουρμούριζε κάθε τόσο. Η Λίντια έπινε

ένα χυμό λάιμ με μπόλικα παγάκια και προσπαθούσε να συμμετέχει στη συζήτηση, αλλά το μυαλό της ήταν έξω, στον παγωμένο αγέρα. Η θερμοφόρα ήθελε ζέσταμα. Τα καταπλάσματα στα εγκαύματα θέλανε αλλαγή. Η επόμενη δόση με το βότανο είχε ήδη καθυστερήσει και. «Αγάπη μου, ακούς; Νομίζω ότι δεν είσαι εδώ. Σου έλεγα για τη διαρρύθμιση που έχουν στους ναούς και στις κατακόμβες. Το λένε φενγκ σούι. Το χρησιμοποιούν εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Υποτίθεται ότι η θέση πρέπει να. Άγγελε μου, ποια λέξη χρησιμοποιούν;» «Να εξευμενίζει;» είπε ο Άλφρεντ. «Ναι, να είναι έτσι ώστε να εξευμενίζει τα πνεύματα». Η Βαλεντίνα έδειχνε να το διασκεδάζει πολύ. Μιλούσε με πολύ ενθουσιασμό για την κουλτούρα που είχε γνωρίσει και για οτιδήποτε είχε δει. Η Λίντια το βρήκε πολύ παράξενο. Ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μα δεν μπορούσε να το εντοπίσει. Ο Άλφρεντ, από την άλλη, ήταν καταγοητευμένος. «Ξέρω για το φενγκ σούι, μαμά. Το πρόβλημα είναι ότι οι Ευρωπαίοι δεν δίνουν δεκάρα γι’ αυτό. Φτιάχνουμε σιδηροδρόμους που περνάνε από τα πνευματικά τους κέντρα και οι ιεραπόστολοι χτίζουν εκκλησίες που οι σκιές τους πέφτουν στους τάφους των αρχαίων Κινέζων και ταράζουν τον αιώνιο ύπνο τους. Μαμά, μη γελάς καθόλου. Αυτό ακριβώς συμβαίνει. και επίσης, οι Κινέζοι πιστεύουν ότι επειδή οι εκκλησίες μας είναι πολύ μυτερές, τρυπάνε τον ουρανό με τις κορυφές τους και εμποδίζουν τα καλά πνεύματα να επιστρέψουν στη γη. Φενγκ σούι σημαίνει άνεμος και νερό». «Αλήθεια; Αγάπη μου, πόσο έξυπνη είσαι! Άλφρεντ, δεν έχω πανέξυπνη κόρη;»

αΟντως, πολύ έξυπνη». Υποκλίθηκε στη Λίντια. Ωστόσο εκείνη ήξερε πως ακόμη και αν του έλεγε η Βαλεντίνα ότι η κόρη της είναι πράσινη με ροζ βούλες, πάλι «ναι» θα έλεγε. Τεντώθηκε επιδεικτικά και σηκώθηκε. «Χαίρομαι που γυρίσατε, αλλά, αν δεν σας πειράζει, λέω να πάω για ύπνο». «Από τώρα;» «Νυστάζω». Χαμογέλασε στον πατριό της. «Φταίει κι αυτή η καταπληκτική φωτιά. Θα πεταχτώ ίσα ίσα να δω τον Σουν Γιατσεν, πριν πάω επάνω. Είναι ακόμη νευρικός στην καινούργια του φωλιά και.» «Δεν θα συμφωνήσω, Λίντια», είπε ο Άλφρεντ με σταθερή φωνή. «Πας στο κουνέλι αύριο το πρωί». Μπορεί να της χαμογελούσε, αλλά το ύφος του ήταν σοβαρό - και ξαφνικά η Λίντια θυμήθηκε τη συμφωνία που είχε κάνει μαζί του με αντάλλαγμα τα διακόσια δολάρια. Η καρδιά της βούλιαξε. Κοίταξε τη μητέρα της για βοήθεια, αλλά η Βαλεντίνα ήταν στο μπαρ και έβαζε μια βότκα για την ίδια και λίγο μπράντι για τον άντρα της. «Άλφρεντ, σε παρακαλώ», είπε προσπαθώντας να τον καλοπιάσει. «Χρυσή μου, όχι απόψε. Πήγαινε τώρα να κοιμηθείς και πας στο κουνέλι το πρωί. Μπράβο, καλό μου κορίτσι. Όνειρα γλυκά». Η Λίντια κατένευσε. «Καληνύχτα, μαμά», είπε και της έδωσε ένα χλιαρό φιλί. Έπειτα έκανε το ίδιο και με τον Άλφρεντ, αποφεύγοντας τα γυαλιά του. Στο δωμάτιο της, ζωγράφισε ένα τεράστιο Α σένα κομμάτι χαρτί και το γέμισε καρφίτσες. Ήταν ξαπλωμένοι κάτω από τις κουβέρτες, στο σκονισμένο πάτωμα. Πολύ τρυφερά και απαλά, εκείνος τη χάιδευε. Κι οι δυο μαζί, κοίταζαν το ταξίδι του φεγγαριού προς το τέλος

του και τον ερχομό μιας καινούργιας μέρας. Η Λίντια πολύ θα ήθελε να έχει πανσέληνο, έναν ολοκληρωμένο μαγικό δίσκο για να του κάνουν ευχές, αλλά απέμενε μια ολόκληρη εβδομάδα μέχρι να γεμίσει το φεγγάρι. Είχε ακουμπισμένο το κεφάλι της στον ώμο του Τσανγκ, ήταν τόσο πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, που νόμιζες ότι εκεί που τέλειωνε ο ένας άρχιζε ο άλλος. Το δέρμα του, δικό της κομμάτι. Η ανάσα της, ανάσα του. «Λίντια.» «Μμμ.» Για αρκετή ώρα είχαν απομείνει σιωπηλοί και αγκαλιασμένοι σφιχτά. Οι διάφανες ακτίνες του φεγγαριού χάραζαν τα δικά τους μονοπάτια στα γυμνά κορμιά τους και έκαναν το δέρμα τους να φαντάζει ασημένιο. Λίγο νωρίτερα είχαν κάνει έρωτα και ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Πιο βίαιο, πιο πεινασμένο. Λες και τα κορμιά τους ήξεραν πόσο επικίνδυνα λιγόστευε ο χρόνος. Η Λίντια καθόταν στα καρφιά μέχρι να σιγουρευτεί ότι κοιμήθηκαν για τα καλά η μητέρα της και ο Άλφρεντ και μετά, νυχοπατώντας, κατέβηκε τα σκαλιά και έτρεξε στο υπόστεγο. Ο πάγος γλιστρούσε διαβολεμένα. Οι αιχμηρές φιγούρες των δέντρων χόρευαν στα πόδια της και μια νυχτερίδα πέταξε πάνω από το κεφάλι της την ώρα που έβαζε το κλειδί στο λουκέτο. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε μόλις την είδε. Ήταν κουρνιασμένος πίσω από την πόρτα, κουκουλωμένος με μια κουβέρτα. «Όχι, δεν είμαι καλά και δεν προβλέπω να γίνομαι καλά». Τη φίλησε στο στόμα. «Η μητέρα μου, όπως το είχες προβλέψει, ήρθε νωρίτερα και εγώ έπρεπε να μείνω στο σπίτι αντί να έρθω να σου πω τι συνέβη με τον Αλεξέι Σέροφ. Ανάθεμα τον και αυτόν! Ήταν ανάγκη να έρθει; Πάντως, ειλικρινά, δεν πιστεύω ότι θα μας προδώσει. Στο παρελθόν, μ’ έχει ξαναβοηθήσει.

Μπορεί μερικές φορές να δείχνει ξιπασμένος, αλλά κατά βάθος δεν είναι κακός. Ο κίνδυνος είναι το αίσθημα υψηλού καθήκοντος που έχει απέναντι στο Κούομιντανγκ και.» Τα σκοτεινά του μάτια αναζήτησαν τα δικά της και η έκφραση τους και μόνο ήταν αρκετή για να πάψει να σκέφτεται τον έξω κόσμο. Την πήρε στα χέρια του, την τύλιξε στην κουβέρτα του και εκείνη για πρώτη φορά, μετά από πολλή ώρα, ένιωσε και πάλι ασφαλής. και ευτυχισμένη. Μόνο που τον κοίταζε, ένιωθε ασφαλής. «Αύριο πρέπει να φύγω». «Όχι». Της φίλησε τα μαλλιά και εκείνη τον άκουσε που ανάσαινε βαθιά, προετοιμάζοντας τον εαυτό του. Η Λίντια ήξερε πια πώς να κάνει τα πράγματα ευκολότερα. Ο κόπος της μέρας τον είχε καταπονήσει, αλλά δεν της επέτρεψε να τον γιατροπορέψει, μόνο ένα αφέψημα για τον πυρετό ήπιε. Δεν έπρεπε να κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Δεν έπρεπε. «Λίντια, σ’ αφήνω και η καρδιά μου γίνεται χίλια κομμάτια μα δεν μπορώ να μείνω παραπάνω. Είναι επικίνδυνο για σένα. Σ’ αγαπάω πάρα πολύ για να το ρισκάρω». Τον έσφιξε επάνω της. Δεν είπε λέξη. Φοβόταν ότι θα ξεστόμιζε λάθος λέξεις. Εκείνος της χάιδεψε τ’ αυτί με τα ακροδάχτυλά του. «Πρέπει να φύγω από το Τζαντσόου.» Άρχισε να πονάει μέσα της. «. αλλά θα είναι δύσκολο. Τα στρατεύματα του Κούομιντανγκ ελέγχουν όλες τις εισόδους και τις εξόδους. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρω κάπου αλλού να κρυφτώ.» Εκείνη κράτησε την ανάσα της. «… μέχρι να δυναμώσω για να περάσω το ποτάμι κολυμπώντας».

Η Λίντια έκλεισε τα μάτια της. «Φίλα με», του ψιθύρισε. Τη φίλησε και η γλώσσα του εξερεύνησε το στόμα της. Το χέρι. του κατέβηκε στα πόδια της και χάιδεψε τους απαλούς μεταξένιους μηρούς της. Λουσμένοι από το φεγγαρόφωτο, δεν βιάζονταν καθόλου. Συμφώνησαν να φύγει πριν από την αυγή. Η Λίντια είχε φέρει μαζί της ότι είχε απομείνει από τα διακόσια δολάρια και τα έκρυψε μοιράζοντας τα στη δερμάτινη τσάντα, στην κωλότσεπη και στις μπότες του. «Μακριά από ρίκσο», την προειδοποίησε ο Τσανγκ. «Γιατί;» «Οι χαμάληδες έχουν φλύαρη γλώσσα. Πληρώνονται σαν τους χαφιέδες. Η Αδελφότητα μπορεί να με παρακολουθήσει. και εσένα. Θα πάω περπατώντας». «Θα φωνάξω τον Λιεφ», του είπε γρήγορα. «Αγαπημένη μου, δεν θέλω βοήθεια από κάποιον που μπορεί να τους οδηγήσει σ’ εσένα. Βλέπεις; Ξέφυγα από τον Πο Τσου. Εκείνος δεν θα διστάσει να εξοντώσει οποιονδήποτε.» Η Λίντια του σφάλισε τα χείλη με το δάχτυλο και κούρνιασε κάτω από την κουβέρτα. «Κοιμήσου», μουρμούρισε. «Δεν έχει ξημερώσει ακόμη. Κοιμήσου για να δυναμώσεις». Τα κορμιά τους έμειναν σφιχταγκαλιασμένα. Κι όταν ξεπρόβαλαν οι πρώτες γκρίζες αχτίδες της αυγής, η Λίντια ήξερε καλά ένα πράγμα: ο Τσανγκ Αν Λο δεν επρόκειτο να πάει πουθενά σήμερα. Είχε πάλι πυρετό.

45 «Περίεργα μυρίζει εδώ μέσα», παρατήρησε η Βαλεντίνα. Πήγαινε πάνω-κάτω στο δωμάτιο της Λίντιας, σήκωνε από κάτω πεταμένα πράγματα, τακτοποιούσε άλλα στη θέση τους, καθάριζε τη βούρτσα από τις χαλκόχρωμες τρίχες της κόρης της, ίσιωνε την κουρτίνα. «Βότανα είναι. Όσο λείπατε, δοκίμασα μερικά τσάγια από κινέζικα βότανα». «Τι σ’ έπιασε έτσι ξαφνικά;» Η Λίντια ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Τίποτε». Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού η ένταση κοβόταν με το μαχαίρι. Η ματιά της σάρωνε συνέχεια το χώρο μπας και βρει ενοχοποιητικά στοιχεία, αλλά δεν έβλεπε τίποτε ύποπτο. Αναρωτιόταν τι να την ήθελε άραγε η μητέρα της. Μετά από ένα μάλλον τυπικό οικογενειακό πρωινό, η Λίντια το έσκασε και ανέβηκε στην κάμαρα της, πολύ σύντομα όμως την ακολούθησε και η μητέρα της. Η Βαλεντινα φορούσε ένα κόκκινο μάλλινο φόρεμα που τόνιζε τη λεπτή σιλουέτα της και με τα κοντά μαύρα μαλλιά της είχε κάτι δραματικό. Φορούσε ένα καινούργιο βραχιόλι από σκαλίσμένο ελεφαντόδοντο. Της Λίντιας της φάνηκε κουρασμένη. Κάποια στιγμή η μητέρα της σταμάτησε τα πηγαινέλα, κάθισε στο περβάζι του παραθύρου και κοίταξε την κόρη της κατάματα. «Λοιπόν, ποιος είναι;» «Ορίστε;» «Ποιος είναι ο τυχερός νεαρός;» Ο σφυγμός της Λίντιας επιταχύνθηκε. «Τι στο καλό εννοείς, μαμά;» «Ντουσενκα, δεν είμαι τυφλή».

«Δεν καταλαβαίνω τι μου λες». Η Βαλεντίνα έψαξε στην τσέπη της και για μια τρομερή στιγμή η Λίντια σκέφτηκε ότι θα της έδειχνε κάποια ενοχοποιητικά στοιχεία, αλλά εκείνη έβγαλε την ταμπακέρα και τον αναπτήρα της. Πήρε ένα τσιγάρο, χτύπησε τη μια του άκρη στην ταρταρούγα πριν το ανάψει και ύστερα φύσηξε τον καπνό προς τη μεριά της Λίντιας. «Γλυκιά μου αγάπη, έχεις κοιταχτεί τελευταία στον καθρέφτη;» Η Λίντια έριξε μια ματιά στον καθρέφτη της τουαλέτας της, αλλά το μόνο που είδε μέσα του ήταν το κατάλευκο νυχτικό της, απλωμένο στην καρέκλα. Τρόμαξε μήπως είχε αίμα πάνω του. «Μαμά, θα πάω να ταΐσω τον Σουν Γιατ-σεν. Με θέλεις κάτι σοβαρό;» «Μικρή μου ψεύτρα και χθες το βράδυ πού ήσουν; Γιατί ξαφνιάζεσαι; Ξέρω πολύ καλά ότι πήγες στο υπόστεγο». Η Λίντια ένιωσε τις παλάμες της να ιδρώνουν. Γύρισε και τις σκούπισε στο πάπλωμα. «Πώς;» Η Βαλεντίνα γέλασε. «Δεν είχα ύπνο. Ήρθα λοιπόν να δω αν είσαι ξύπνια, όπως τον παλιό καιρό στη σοφίτα, αλλά δεν ήσουν εδώ, άτακτο κορίτσι». «Α...» «Ακόμη στο α.. είσαι; Παράκουσες τον Άλφρεντ. Νόμιζες ότι κοιμόμασταν και πήγες να ταΐσεις το παλοκούνελο, έτσι δεν είναι;» «Ναι». Η απάντηση ήταν λιγότερο και από ψίθυρος. «Ντουσενκα, ένα κουνέλι δεν αξίζει τον κόπο για έναν καβγά με τον πατριό σου». Το δωμάτιο βάρυνε η βαριά σιωπή. «Αξίζει, Λίντια;» «Όχι βέβαια, μαμά».

«Και τώρα», είπε η Βαλεντίνα τραβώντας άλλη μια γερή ρουφηξιά, «πες μου ποιος σου έχει ανάψει φωτιά στην καρδιά. Έλα, αγάπη μου, μίλα στη μανούλα». Η Λίντια ένιωθε τα μαγουλά της να καίνε. «Δεν καταλαβαίνω τι.» «Λίντια, με περνάς για χαζή; Δεν έχω μάτια να δω; Εσύ κι ο Άλφρεντ στο τραπέζι να κοιτάζετε το τοστ και το τσάι σας. Σ’ αυτό το θέμα τα πάτε χάλια και οι δυο». Κούνησε το κεφάλι της και έφτιαξε τα μαλλιά της με μια κοριτσίστικη κίνηση. «Σε τι τα πάμε χάλια;» «Στον έρωτα». Η Λίντια κόντεψε να πνιγεί. «Μαμά, παραλογίζεσαι». Η μητέρα της έκανε μια αστεία γκριμάτσα. «Νομίζεις ότι έχω ξεχάσει πώς είναι; Λίντια, κόρη μου γλυκιά, έχεις αλλάξει». «Δηλαδή;» «Τα μάτια σου λάμπουν, το δέρμα σου είναι πιο φωτεινό κι όταν νομίζεις ότι δεν σε βλέπει κανείς, γελάς μονάχη. Ακόμη και ο τρόπος που περπατάς έχει αλλάξει. Λοιπόν, ποιος είναι ο λεγάμενος; Πες το στη μανούλα. Κάποιος συμμαθητής σου απ’ το σχολείο;» «Όχι βέβαια», είπε η Λίντια περιφρονητικά. «Τότε ποιος είναι;» «Βρε μαμά, απλώς γνώρισα κάποιον». Η Βαλεντίνα την πλησίασε και κάθισε δίπλα της, πάνω στο πουπουλένιο πάπλωμα. Πήρε το πρόσωπο της Λίντιας στα χέρια της και την κοίταξε στα μάτια με σκοτεινή και συνάμα σοβαρή έκφραση. «Όποιος και αν είναι, αν πρέπει να το κρατήσεις μυστικό καλά

κάνεις, αλλά θέλω να μ’ ακούσεις. Μην το αφήσεις να γίνει σοβαρό. Μ’ ακούς; Έχεις να τελειώσεις το σχολείο σου και μετά να πας στο πανεπιστήμιο, μπορεί και στην Οξφόρδη, αν πάμε έγκαιρα στην Αγγλία. Θυμάσαι ότι αυτά είναι τα σχέδια μας, έτσι; Γι’ αυτό.» είπε κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι της, «πρέπει να με υπακούσεις αυτή τη φορά, παιδί μου. Κανένα μπλέξιμο απολύτως». «Ναι, μαμά». «Ωραία. Χαίρομαι που το ξεκαθαρίσαμε». Η Λίντια προσπάθησε να χαμογελάσει και η Βαλεντίνα γέλασε. «Μη μουτρώνεις, προς το παρόν θα σταματήσουμε εδώ την κουβέντα. Θέλω όμως να του πεις εκ μέρους μου ότι αν τολμήσει και στενοχωρήσει την κορούλα μου, θα του βγάλω τα μάτια μένα σκουριασμένο κουτάλι». «Μαμά, μη λες βλακείες». Την πήρε αγκαλιά. «Μου έλειψες, μαμά», της μουρμούρισε. «Όσο λείπει η γάτα απ’ το ποντίκι!» Η Λίντια έσφιξε το χέρι της μαμάς της. Ήταν το δεξί χέρι, όχι αυτό με το διαμαντένιο μονόπετρο, ήταν αυτό που προτιμούσε να κρατάει η Λίντια. «Κι εσύ;» τη ρώτησε. «Είσαι ευτυχισμένη, μαμά; Με τον Άλφρεντ, εννοώ». Ξαφνικά το πρόσωπο της Βαλεντίνας έδειξε πολύ ενθουσιασμένο. «Αχ, ναι, αγάπη μου! Είναι ένας άγγελος! Ο πιο γλυκός άντρας που έχω γνωρίσει!» «Κι εκείνος σε λατρεύει». «Αυτό πού το βάζεις;» «Θέλω να είσαι ευτυχισμένη». «Είμαι, αγάπη μου. Αλήθεια σου λέω, κοίταξε με», και χαμογέλασε πλατιά. Ήταν τόσο όμορφη που δύσκολα καταλάβαινες ότι δεν

ήταν αλήθεια. Μόνο τα μαύρα μάτια της δεν έλαμπαν. «Τώρα θα έχεις όλα αυτά τα όμορφα πράγματα που ήθελες». «Αυτά που ήθελα», είπε η Βαλεντίνα. Έσβησε το τσιγάρο της σένα γυάλινο πιάτο στο κομοδίνο της Λίντιας κι άναψε άλλο. «Υπάρχει όμως και κάτι που το θέλει ο Άλφρεντ και δεν το θέλω εγώ». «Τι;» «Ένα μωρό». Η Λίντια έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Είδες, αγάπη μου; και εγώ έτσι νιώθω, αλλά μην ανησυχείς, δεν θα συμβεί. Για όνομα του Θεού, τι έπαθες; Γιατί κλαις;» «Ένα μωρό», είπε η Λίντια και σκούπισε το πρόσωπο της με την ανάστροφη του χεριού της. «Θα έχω έναν αδελφό. ή μια αδελφή». Ποτέ δεν της είχε περάσει από το μυαλό, αλλά γιατί όχι; Η μαμά της ήταν ακόμη νέα. «Μαμά, αυτό θα ήταν υπέροχο. Θα το λάτρευες». Προσπάθησε να τη φιλήσει ζωηρά, αλλά η μαμά της την απώθησε. «Ντουσενκα, είσαι εντελώς τρελή;» «Όχι βέβαια. Θα είναι τέλεια και θα βοηθάω και εγώ». «Και τι ξέρεις εσύ από μωρά;» «Τίποτε, αλλά θα μάθω. Μαμά, σε παρακαλώ, πες ναι. Πες ναι στον Άλφρεντ. Σίγουρα θα δεχτεί να πληρώσει μια αμά και έτσι δεν θα κουράζεσαι πολύ, και εγώ θα του τραγουδάω ή θα της τραγουδάω, όπως έκανες και εσύ σ’ εμένα.» «Πάψε. Πάψε αυτή τη στιγμή». Η Βαλεντίνα έτριψε νευρικά το χέρι της Λίντιας και με μια παράξενη γκριμάτσα είπε: «Δεν το περίμενα με τίποτε ότι θ’ αντιδρούσες έτσι. Τόση μοναξιά νιώθεις;» «Όχι, αλλά αυτό θα ήταν κάτι πολύ. ιδιαίτερο. Ένας αδελφός ή μια αδελφή που θ’ αγαπώ». «Εννοείς όπως αγαπάς το παλιοκούνελό σου;» Η Λίντια της χαμογέλασε.

«Όχι ακριβώς. Περίπου». «Ο Θεός να βάλει το χέρι του!» Βάλανε και οι δυο τα γέλια, και προς στιγμήν η Λίντια σκέφτηκε να της πει την αλήθεια για το υπόστεγο. Ωστόσο, μέσα σε δέκατα δευτερολέπτου, τα μάτια της Βαλεντίνας γέμισαν τρόμο. Σηκώθηκε πάνω, έβαλε τα χέρια στη μέση και κοίταξε τη Λίντια. «Δεν είναι ο Σέροφ, έτσι;» «Τι;» «Καλέ μου Χριστούλη, τον είδα χθες, την ώρα που φτάναμε στο σπίτι, να φεύγει με το αμάξι του. Πες μου ότι δεν είναι αυτός που σ’ έχει κάνει να τρέχεις σαν ζεματισμένη». «Μαμά! Μην είσαι.» «Πες μου». Η Βαλεντίνα έσφιξε τον καρπό της Λίντιας και μένα απότομο τράβηγμα την όρθωσε στα πόδια της. «Όχι, μ’ αυτόν. Μείνε μακριά του». «Ασφαλώς και δεν είναι αυτός». Πήρε το χέρι της και άρχισε να το τρίβει. «Δεν θέλω ούτε να τον βλέπω τον Αλεξέι Σέροφ». Τα μάτια της Βαλεντίνας στένεψαν και αγριοκοίταξε τη Λίντια. «Ντουσενκα, θα σε κάψει ο Θεός για την κατάμαυρη γλώσσα σου. Δεν μπορώ να ξέρω πότε πρέπει να σε πιστεύω. Τα καταφέρνεις πολύ καλά με τα ψέματα». Πολλή φασαρία. Η Λίντια αναστατώθηκε. Αποκλείεται να ήταν κάποιος από τους φίλους του Άλφρεντ, αφού εκείνοι νόμιζαν ότι έλειπε ακόμη στο ταξίδι του μέλιτος. Όχι, αυτή η φασαρία ήταν κάτι άλλο. Κάτι χειρότερο. Αθόρυβα, βγήκε στο πλατύσκαλο, έχωσε το κεφάλι της ανάμεσα στα κάγκελα της κουπαστής και κοίταξε κάτω στην είσοδο. Ένιωσε τα πνευμόνια της ότι κόντευαν να σκάσουν. Αυτό δεν ήταν απλώς χειρότερο. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο κακό που θα μπορούσε να συμβεί. Η είσοδος ήταν γεμάτη από ένστολους.

«Ζητώ συγγνώμη, κύριε Πάρκερ», έλεγε ένας Εγγλέζος αστυφύλακας, «κατανοώ τις ενστάσεις σας, αλλά έχω εξουσιοδότηση να ερευνήσω το σπίτι σας». Παρέδωσε ένα έγγραφο στον Άλφρεντ. Ο Άλφρεντ το πήρε αλλά δεν το κοίταξε καν. «Αυτό είναι αίσχος!» είπε πολύ αυστηρά. Η Λίντια κατέβαινε τη σκάλα. Ο πανικός την έκανε να θέλει να τρέξει γρήγορα, αλλά αυτό ήταν αδύνατο, θα την έβλεπαν. Η Βαλεντίνα, πίσω από τον Άλφρεντ, μάγκωσε τη Λίντια από το χέρι. «Αχ, Λίντοτσκα, τι φοβερό! Κοπάδι ολόκληρο, σαν αγέλη λύκων». Τέσσερις Εγγλέζοι αστυνομικοί είχαν κλείσει την είσοδο, γεροδεμένες φιγούρες με ευγενικούς τρόπους αλλά με σκληρή ματιά, ενώ νιφάδες χιονιού έλιωναν πάνω στις σκούρες στολές τους. Δεν ήταν όμως αυτό που τρομοκράτησε τη Λίντια. Πέντε στρατιώτες. Γκρίζες στολές. Ο ήλιος του Κούομιντανγκ στα πηλήκια τους. Κινέζικα στρατεύματα. Περίμεναν υπομονετικά στο χιονιά, με απαθή πρόσωπα. Οι ήχοι έρχονταν σαν από μακριά. Έπρεπε να βγει. Τώρα. Αμέσως τώρα. «Μαμά, τι ψάχνουν;» «Μου φαίνεται, κάποιον κομμουνιστή. Έναν Κινέζο ταραχοποιό. Κάποιος κακόβουλος τους είπε ότι κρύβεται εδώ. Στο δικό μας σπίτι, για όνομα του Θεού! Λες και δεν θα το ξέραμε. Μα δεν είναι εντελώς παράλογο;» Άρχισε να γελάει, αλλά μόλις είδε την έκφραση της κόρης της, ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Τράβηξε τη Λίντια πιο πίσω. «Όχι», της είπε κοντανασαίνοντας. «Όχι». «Μαμά», ψιθύρισε η Λίντια σφίγγοντας απελπισμένα το χέρι της μητέρας της, «πείσε τον Άλφρεντ να τους κρατήσει εδώ. Όσο πιο

πολύ μπορεί. Χρειάζομαι χρόνο». Την έσφιξε πιο δυνατά, βίαια. «Καταλαβαίνεις;» Μολονότι το πρόσωπο της Βαλεντίνας συναγωνιζόταν σε λευκότητα το χιόνι, πλησίασε τον άντρα της και τον έπιασε αγκαζέ. «Άγγελε μου», του είπε ήρεμα, «γιατί δεν καλείς αυτούς τους ευγενείς αστυνομικούς μέσα.» έριξε μια ματιά στην τραπεζαρία, «. να πιουν κάτι και να συζητήσουμε το ζήτημα που.» «Δεν χρειάζεται, καλή μου». Το στόμα του Άλφρεντ ήταν ξερό και τα χείλη του είχαν σχηματίσει μια λεπτή, θυμωμένη γραμμή. «Ας ψάξουν, για να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα». «Σας ευχαριστώ, κύριε», είπε τυπικά ο αστυνομικός. «Θα σας ενοχλήσουμε όσο το δυνατόν λιγότερο». «Όχι, Άλφρεντ, αγάπη μου. Νομίζω ότι αυτό είναι. απαράδεκτο». Κάτι στη φωνή της τον έκανε να την κοιτάξει. Ακόμη κι η πανικόβλητη Λίντια εντυπωσιάστηκε. Αυτό που είδε ο Άλφρεντ στα μάτια της συζύγου του τον έκανε να κατσουφιάσει, έβγαλε τα γυαλιά του να τα καθαρίσει, αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση. Αντί γι’ αυτό, έριξε μια φευγαλέα ματιά στη Λίντια και, στην προσπάθεια του να καλύψει την αμηχανία, έκανε ότι βήχει και γύρισε στις σκουρόχρωμες στολές. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι, νομίζω ότι η γυναίκα μου έχει δίκιο. Πώς εισβάλλετε έτσι μέσα στο ίδιο μου το σπίτι; Νομίζω ότι αυτό σηκώνει συζήτηση». «Κύριε, σας είπα ήδη το λόγο. Συνεργαζόμαστε με τους Κινέζους συναδέλφους μας επειδή ο Διεθνής Συνοικισμός είναι εκτός της δικαιοδοσίας τους. Νομίζω ότι δεν έχουμε τίποτε να συζητήσουμε». Ο Άλφρεντ παρέμεινε ακίνητος, σαν πετρωμένος. «Έχω κάθε λόγο ν’ αμφισβητήσω τα λεγόμενα σας και θα το αναφέρω μάλιστα στον

Ημερήσιο Κήρυκα». Έκανε νόημα με το χέρι του στη Λίντια. «Λίντια, άφησε μας μόνους». Γύρισε στους αστυνομικούς. «Δεν θέλω η κόρη μου ν’ ανακατευτεί σ’ αυτό το. φιάσκο», είπε απαξιωτικά. Νοερά, η Λίντια έβγαλε όλες τις καρφίτσες που είχε κολλήσει στο χαρτί με το Α, χθες το βράδυ. Χωρίς λέξη, έφυγε από το χολ. «Οι στρατιώτες. Είναι εδώ. Γρήγορα». Ο Τσανγκ ήταν ήδη έτοιμος. Είχε σηκωθεί από τις κουβέρτες, αλλά τα πόδια του έτρεμαν και προσπαθούσε να βρει την ισορροπία του. Τα μαύρα του μάτια είχαν σκληρύνει. Τον πλησίασε και τον φίλησε στο στόμα. «Για να έχεις δύναμη», του είπε χαμογελώντας. «Εσύ είσαι η δύναμη μου», αποκρίθηκε και φόρεσε το παλτό του. Ήταν ήδη ντυμένος, φορούσε ακόμη και τις μπότες του. Ήταν προετοιμασμένος για τούτη τη στιγμή. Η Λίντια μάζεψε το σακίδιο του, όπου είχε τα φάρμακα που του είχε βάλει από το προηγούμενο βράδυ, και τον έπιασε από τη μέση. «Πάμε». «Όχι». Ο πυρετός θόλωνε τη ματιά του μα όχι και το μυαλό του. «Κάλυψε τα ίχνη μας». Της έδειξε τις κουβέρτες. Στα γρήγορα, εκείνη τις μάζεψε και μαζί με τη θερμοφόρα τις καταχώνιασε σένα σακί κοντά στον τοίχο και μετά έριξε μια αγκαλιά βρόμικα άχυρα απ’ το κουνέλι πάνω τους. Δεν θα κινούσαν την προσοχή για να ψάξουν. «Σ’ ευχαριστώ, Σουν Γιατ-σεν. σι σί», είπε ο Τσανγκ με σοβαρό ύφος. Η Λίντια ήθελε να γελάσει, αλλά είχε ξεχάσει πώς γελάνε. Το χιόνι ήταν ο σωτήρας τους. Έπεφτε ασταμάτητα και οι μεγάλες νιφάδες τους κάλυπταν από τον υπόλοιπο κόσμο.

Τα πεζοδρόμια γλιστρούσαν πολύ, ενώ οι ήχοι από ανθρώπους και αυτοκίνητα πνίγονταν από το χιόνι. Έξω από την πόρτα του κήπου με τη χαλασμένη κλειδαριά. Στον κεντρικό δρόμο. Τρέχουν. Πώς τα κατάφερνε ο Τσανγκ Αν Λο, εκείνη δεν θα το καταλάβαινε ποτέ. Το κρύο της μούδιαζε το πρόσωπο. Δεν φορούσε πανωφόρι, μόνο ένα χοντρό μάλλινο πουλόβερ, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που την απασχολούσε. Τα στρατεύματα των Κούομιντανγκ ήταν στο σπίτι της και αν το έβρισκαν άδειο, ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση τους; Θ’ άρχιζαν να ψάχνουν αλλού. Κοίταζε πάνω από τους ώμους της, αλλά δεν έβλεπε κανέναν πίσω τους και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι εφόσον δεν τους έβλεπε εκείνη, δεν τους έβλεπαν και αυτοί. Ή μήπως μπορούσαν να τους δουν; Το χιόνι πύκνωσε τόσο που με δυσκολία έβλεπαν έστω και λίγα μέτρα μπροστά τους και οι διαβάτες που περνούσαν βιαστικοί και με σκυμμένο κεφάλι δεν ενδιαφέρονταν για το παράξενο ζευγάρι που έτρεχε στο παγωμένο πεζοδρόμιο. Έπρεπε να σκεφτεί. Έπρεπε να βάλε το μυαλό της να δουλέψει και για τους δυο. Πού να πάνε; Τα πόδια τους λες και ήταν συγχρονισμένα, κινούνταν με γοργό ρυθμό. Η καρδιά της ανταγωνιζόταν τα πόδια της. Έσφιξε τον Τσανγκ γερά πάνω της καταλαβαίνοντας ότι εκείνος προσπαθούσε να μην τη βαραίνει, αλλά κάποια στιγμή παραπάτησε. Το πληγιασμένο χέρι του χτύπησε στο έδαφος αλλά δεν έβγαλε άχνα, στάθηκε στα πόδια του και συνέχισε τα τρέξιμο. Όσο πιο πολύ έτρεχαν, παγιδευμένοι σε μια εφιαλτική φυγή, τόσο πιο πολύ τον αγαπούσε η Λίντια. Είχε εξαιρετικά ισχυρή θέληση. και η εσωτερική ηρεμία του ήταν τόσο ισχυρή που ήλεγχε τον πόνο και την κούραση. Μόνο ο μυς του σαγονιού του που παλλόταν τον πρόδιδε.

Σκέψου. και όμως, ήταν πολύ δύσκολο όταν όλα μέσα της ήταν τόσο ρευστά. Κατευθύνθηκε στην οδό Λαμπούρνουμ, στ’ αριστερά τους. Κατόπιν δεξιά και αμέσως πάλι αριστερά για να μπερδέψει τους διώκτες τους. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή και σύντομη. Ένα ποδήλατο ξεφύτρωσε από το χιονισμένο πουθενά και κόντεψε να τους ρίξει κάτω. Τότε συνειδητοποίησε πόσο κοντά μπορούσαν να είναι οι στρατιώτες και εκείνη να μην το έχει καταλάβει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καμιά ασφαλή διέξοδο, εκτός από τις αποβάθρες. Η τρώγλη του Ταν Γουά, αν υπήρχε ακόμη. Ο Λιεφ Παπκόφ είχε καταστρέψει την οροφή, αλλά ήταν καλύτερη από το τίποτε: οτιδήποτε ήταν καλύτερο από το απόλυτο τίποτε. Ωστόσο ήταν μακριά. Ο Τσανγκ ήταν αδύναμος, και τα πόδια του είχαν αρχίσει να τον προδίδουν. «Στις αποβάθρες», μουρμούρισε εκείνη και έκανε τόση παγωνιά που η ανάσα της απόμεινε να κρέμεται στον χιονισμένο αέρα. Εκείνος ένευσε καταφατικά. Στα βλέφαρα του μπερδεύονταν χιονονιφάδες. «Θα τα καταφέρεις;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Δεν έπρεπε να σπαταλάει την ανάσα του. Εκείνη μείωσε το ρυθμό της, τώρα περπατούσαν βιαστικά. Αν συνέχιζαν το τρέξιμο, ο Τσανγκ θα πέθαινε - και εκείνη δεν σκόπευε να το επιτρέψει. Με το κεφάλι κάτω, κατηφόρισαν. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να διασχίσουν τον μεγάλο κόμβο των οδών Πρινς και Φλιτ και μετά να κατευθυνθούν στις αποβάθρες, αλλά μόλις πλησίασαν τη διασταύρωση, η Λίντια είδε δύο αστυνομικούς να στέκονται στη δεξιά γωνία, ακριβώς μπροστά της. Ο ένας φορούσε αγγλική στολή, ο άλλος μάλλον γαλλική. Ήταν ντυμένοι με τη ναυτική χλαίνη τους και έτριβαν τα

χέρια τους για να τα ζεστάνουν. Χωρίς ν’ αλλάξει ρυθμό στο περπάτημα, μπλέχτηκε παρέα με τον Τσανγκ μέσα στην κυκλοφορία και πέρασαν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, μακριά από τις στολές. Πίστεψε ότι είχαν διαφύγει, αλλά ο Βρετανός σήκωσε το κεφάλι του. Την κοίταξε. Κοίταξε και τον Τσανγκ. Είπε κάτι στο συνάδελφο του και οι δυο μαζί κινήθηκαν προς το μέρος της με τον παγωμένο αγέρα να τους τυλίγει. Δεν μπορούσε να τρέξει. Όχι, με τον Τσανγκ Αν Λο. Προσπάθησε να βρει μια καλή δικαιολογία που να εξηγεί γιατί ένας Κινέζος κρατούσε από τους ώμους μια λευκή και περπατούσαν μαζί μες στη χιονοθύελλα. Δεν μπόρεσε. Οι αστυνομικοί πλησίαζαν, τους έβλεπε να διασχίζουν τα ελάχιστα αυτοκίνητα, που ήταν σκεπασμένα με χιόνι, σαν σαβανωμένα. Ένας ντόπιος έσπρωξε ένα καροτσάκι που το οδηγούσε ένα παιδί και έβρισε το μπροστινό αυτοκίνητο που είχε κόψει ταχύτητα επειδή πλησίαζε στη διασταύρωση. Η μηχανή του μαρσάρισε για να επιταχύνει και ο θόρυβος έκανε τη Λίντια να σηκώσει το κεφάλι της και να κοιτάξει τον οδηγό. Με δυσκολία μπορούσε να τον διακρίνει, αλλά έστω κι αυτό το λίγο της ήταν αρκετό. Βγήκε καταμεσής του δρόμου, τραβώντας μαζί και τον Τσανγκ. Χτύπησε το παράθυρο του οδηγού. «Κύριε Τέο, εγώ είμαι». Το παράθυρο κατέβηκε και τα γκρίζα μάτια του κυρίου Τέο στένεψαν για να δει καλύτερα. «Θεέ μου, τι γυρεύεις έξω;» Η ματιά του πήγε στον Τσανγκ Αν Λο. «Ανάθεμα με!» Οι αστυνομικοί είχαν φτάσει σχεδόν στο αυτοκίνητο. «Εγώ.» Το στόμα της, κατάξερο, δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη. Προσπάθησε πάλι. «Θέλω να μας πάρετε». Τον είδε ότι κοίταξε προς τους αστυνομικούς που τώρα είχαν

φτάσει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Δίπλα της, ο Τσανγκ Αν Λο ανάσαινε με δυσκολία. «Δεν σας κυνηγάνε, έτσι;» «Όχι, κύριε Τέο», είπε γρήγορα. «Ασφαλώς όχι». Έλεγε ψέματα και εκείνος το ήξερε. και εκείνη το ήξερε με τη σειρά της. «Μπείτε μέσα», είπε.

46 Λοιπόν, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Ο Τέο ήταν γερμένος στην πόρτα του ξενώνα και μολονότι όλες αυτές τις μέρες είχε ένα μόνιμο πονοκέφαλο, χαμογελούσε. Ο Πο Τσου θα τον έκανε θεό του. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ο νεαρός Κινέζος ψηνόταν από τον πυρετό και έδειχνε να είναι πολύ άρρωστος. Μην πεθάνεις. Μην τολμήσεις να πεθάνεις. Σε χρειάζομαι ζωντανό. Η μικρή Ρωσίδα καθόταν σε μια καρέκλα αντίκα, που ήταν τουλάχιστον τετρακοσίων χρόνων, και βέβαια αυτό ήταν το τελευταίο που την απασχολούσε. Του κρατούσε το ένα του χέρι και του μιλούσε επιτακτικά αλλά τόσο χαμηλόφωνα, που ο Τέο άκουγε με δυσκολία. Μα τι σημασία είχε τώρα πια; Λίντια Ιβάνοβα, μου έχανες ένα πολύ μεγάλο δώρο. Ο Τέο την πήγε στο σπίτι της. Σχεδόν την είχε πάρει σηκωτή από το δωμάτιο, δεν ήθελε με τίποτε να φύγει, αλλά ο Τέο ήταν ανένδοτος. Υπήρχε και ο Άλφρεντ που έπρεπε να τον αντιμετωπίσει και έτσι η Λίντια με βαριά καρδιά έφυγε να πάει στο σπίτι της και να δώσει εξηγήσεις. Πάντως, έτσι ή αλλιώς, κοίταζε τον νεαρό Κινέζο με τόση ένταση που ο Τέο νόμιζε ότι θα ξάπλωνε δίπλα του έστω και αν ψηνόταν στον πυρετό. Τι θα έλεγε ο Άλφρεντ; Κι όσο η Λι Μέι προσπαθούσε να του κατεβάσει τον πυρετό με βότανα και καταπλάσματα που βρήκε στο σακίδιο του, ο Τέο υποσχέθηκε στη Λίντια ότι θα μπορούσε να γυρίσει να τον δει εφόσον η μητέρα της και ο Άλφρεντ της το επέτρεπαν. Όχι νωρίτερα. Της ερχόταν να του βάλει τις φωνές, αλλά ευτυχώς πρυτάνευσε η λογική και τελικά, έστω και άθελα της, υπέκυψε. Τα μάτια της, με ολοφάνερη δυσπιστία, παρακολουθούσαν τη Λι Μέι, αλλά στο τέλος παραδέχτηκε ότι τον άφηνε σε καλά χέρια. Όχι στην

αστυνομία. «Σου δίνω το λόγο μου», της είπε ο Τέο, σαν Άγγλος τζέντλεμαν. Η Λι Μέι θα τον φροντίζει όσο θα λείπεις». Προς στιγμήν του φάνηκε ότι είχε χάψει το δόλωμα. Το ότι η Βαλεντίνα Ιβάνοβα Πάρκερ ήταν θυμωμένη είναι ένας πολύ επιεικής χαρακτηρισμός. Ο Τέο είχε σοκαριστεί. Ποτέ πριν δεν είχε ακούσει γυναίκα να χρησιμοποιεί τέτοια διάλεκτο και μάλλον το ίδιο θα συνέβαινε και στον Άλφρεντ. Ρώσικες και εγγλέζικες βρισιές και κατάρες έπεφταν σωρηδόν στο κεφάλι της Λίντιας. και όμως, το κορίτσι στεκόταν αμίλητο και άκουγε. Δεν έκλαιγε, δεν το έβαζε στα πόδια. Τα χέρια της πασπάτευαν τη μουσκεμένη φούστα της και μερικές φορές χαμήλωνε το βλέμμα στα υγρά παπούτσια της, αλλά την περισσότερη ώρα κοίταζε στα μάτια τη μητέρα της και δεν έλεγε λέξη. Ο Άλφρεντ, αντίθετα, εξέφραζε τη δυσαρέσκεια του βουβά. Όμως αυτός ήταν Εγγλέζος. Καμιά σχέση με τούτους δω τους τρελούς Ρώσους. Ο Τέο προσπάθησε να φύγει, αλλά ο Άλφρεντ τον εμπόδισε. «Φίλε μου, μείνε ένα λεπτό ακόμη, αν μπορείς. Θέλω να μάθω τι ακριβώς συνέβη, αλλά πρώτα πρέπει να μιλήσω στη Λίντια». Κι έτσι ο Τέο πήγε στο μπαρ και έβαλε τρία διπλά ουίσκι. Ήπιε μια γερή γουλιά. «Αρκετά, Βαλεντίνα. Αρκετά», είπε κοφτά ο Άλφρεντ κι εκείνη το κατάλαβε. Σταμάτησε να ουρλιάζει. Κοίταξε τον Άλφρεντ και τη Λίντια, είπε κάτι ακόμη στα ρώσικα και πήγε κατευθείαν να πάρει το ποτό που της είχε ετοιμάσει ο Τέο. Το ήπιε μονορούφι και σούφρωσε τη μύτη της. «Σιχαίνομαι το ουίσκι|, είπε και γέμισε το ποτήρι της με βότκα. Ο Άλφρεντ μίλησε ήρεμα αλλά αυστηρά στην προγονή του.

«Λίντια, είσαι μόνο μία εβδομάδα μέλος της οικογένειας μου, όμως έχεις ήδη σπιλώσει το όνομα μου». Έκανε παύση, περιμένοντας τη να το σχολιάσει, αλλά το κορίτσι αγριοκοίταξε το πάτωμα, κάτι που ο Τέο την είχε δει να κάνει μέσα στην τάξη κάθε φορά που την επιτιμούσε. «Είμαστε όλοι πάρα πολύ φορτισμένοι», συνέχισε ο Αλφρεντ με τρομακτική ψυχραιμία, «κι ίσως, αν συνεχίσουμε, να πούμε πράγματα που μπορεί αργότερα να μετανιώσουμε, γι’ αυτό πήγαινε στο δωμάτιο σου και θα μείνεις εκεί για είκοσι τέσσερις ώρες. Θα έχεις χρόνο να συνειδητοποιήσεις τι έκανες. Θα τρως εκεί. Πήγαινε τώρα». «Δεν μπορώ, πρέπει να...» «Χωρίς δεν!» «Σε παρακαλώ, είναι άρρωστος και.» «Λίντια, μην το κάνεις δυσκολότερο απ’ ότι είναι». Ο Τέο την είδε να κοιτάζει τη μητέρα της, αλλά η Βαλεντίνα είχε γυρίσει την πλάτη στην κόρη της. «Πήγαινε», επανέλαβε ο Άλφρεντ. Εκείνη πήγε και ο Τέο τα χασέ. Στο σχολείο ποτέ δεν είχε αντιδράσει έτσι. Ποιες ειδικές δυνάμεις είχε ο Άλφρεντ; Ο Τέο ήπιε και άλλο από το ουίσκι του, αν και ήταν ακόμη νωρίς. Ήταν πολύ ατιμωτικό να παρευρίσκεται σε μια τέτοια οικογενειακή συζήτηση, ακόμη και αν επρόκειτο για την οικογένεια του φίλου του. Άναψε ένα τούρκικο τσιγάρο και ένιωσε το ουίσκι να μαλακώνει τους πόνους του κορμιού του. Χριστέ μου, πότε θα έπαυε να πονάει; Ο Άλφρεντ μιλούσε, αλλά ο Τέο δεν τον άκουγε. Σκεφτόταν τον Τσανγκ Αν Λο και τον Πο Τσου. «Τίγιο, άφησε το να το κάνει ένας μάστορας». «Όχι, με βοηθάει πολύ». Ο Τέο έτριβε την επιφάνεια ενός θρανίου με γυαλόχαρτο. Πριν

από δυο νύχτες, σε μια κρίση αγωνίας απελπισίας και πόνου, είχε χωθεί στη σχολική αίθουσα, μένα κορμί που έτρεμε σύγκορμο γυρεύοντας όπιο. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, να σκεφτεί ή ν’ ακούσει, ούτε καν τα παρηγορητικά λόγια της Λι Μέι. Το μυαλό του είχε κυριευτεί από την αηδία που ένιωθε για τον Κρίστοφερ Μέισον. Ένιωθε τόση πίεση στο κεφάλι του που νόμιζε ότι θα εκραγεί. Είχε πάρει ένα κοφτερό μαχαίρι από την κουζίνα και πάνω στο θρανίο της Πόλι Μέισον είχε σκαλίσει τη λέξη ΜΙΣΟΣ με τεράστια γράμματα. Το πρωί το είχε μετανιώσει. Οι διακοπές των Χριστουγέννων τελείωναν αυτή την εβδομάδα, άρχιζε το καινούργιο εξάμηνο και εκείνος είχε βαλθεί ν’ αποκαταστήσει τη ζημιά. Η επαναλαμβανόμενη κίνηση του γυαλόχαρτου πάνω στο τραχύ ξύλο κατά κάποιο μυστήριο τρόπο τον ηρεμούσε. Το μίσος που ένιωθε ξεθώριαζε. Του έφερνε τη γαλήνη. Κάτι μέσα του λάβαινε ικανοποίηση. «Μίλησες στον Τσανγκ Αν Λο;» ρώτησε τη Λι Μέι τρίβοντας το θρανίο. «Όχι». «Θα του μιλήσεις;» «Όχι». Το μόνο που ακουγόταν μέσα στην αίθουσα ήταν ο ήχος από το γυαλόχαρτο. Η Λι Μέι είχε καθίσει ανακούρκουδα πάνω σένα άλλο θρανίο και τον παρακολουθούσε που μαστόρευε. Φορούσε τη βιολετιά πουκαμίσα που τόσο του άρεσε και είχε πιάσει τα μαύρα μαλλιά της μένα κοκαλάκι στο χρώμα του αμέθυστου. Ο Τέο ήξερε πόσο κουρασμένη πρέπει να ήταν, που φρόντιζε όλη τη νύχτα τον Τσανγκ, μολονότι το πρόσωπο της έδειχνε φρέσκο και ήρεμο. «Αν του πω», είπε τελικά, «ότι είμαι η αδελφή του Πο Τσου,

σίγουρα θα θελήσει να φύγει». «Μπορώ να το καταλάβω αυτό που λες. Θα είχε καμιά σημασία;» «Ναι. Ο αδελφός μου τον πλήγωσε και εμένα είναι καθήκον μου να επανορθώσω. Εφόσον μπορώ». Ο Τέο την κοίταξε χωρίς να πάψει να τρίβει. «Διάβασες κάτι από τα Ανάλεκτα πάλι;» Εκείνη χαμογέλασε. «Ο Πο Τσου θα γίνει έξω φρενών άμα ανακαλύψει ότι είναι εδώ ο Τσανγκ». «Δεν θα το ανακαλύψει». Παύση. «Έτσι δεν είναι, Τίγιο;» Ο Τέο δεν μίλησε, ήταν συγκεντρωμένος στη δουλειά του: να εξαφανίσει τη λέξη από το θρανίο. «Έτσι δεν είναι;» ρώτησε άλλη μια φορά η Λι Μέι. Ο Τέο σταμάτησε, άφησε κάτω το γυαλόχαρτο και προσπάθησε να καθαρίσει τα χέρια του από το πριονίδι. «Αγάπη μου, μετά τον βάρβαρο τρόπο που σε χτύπησε ο Πο Τσου, μ’ ευχαριστεί πάρα πολύ να του κάνω ότι τον πειράζει. Αν ο Πο Τσου έβρισκε εδώ τον Τσανγκ, θα ερχόταν με μεγάλη χαρά να με σκοτώσει, αλλά αν δεν μάθει ποτέ τι συνέβη σ’ αυτόν που ξέφυγε από τις αρπαγές του, θα τρώγεται διαρκώς με τα ρούχα του. Από μένα λοιπόν, δεν πρόκειται να το μάθει». «Σ’ ευχαριστώ, Τίγιο». Εκείνος ξανάρχισε να τρίβει με το γυαλόχαρτο. «Τίγιο.» «Ναι;» «Ξέρουμε και οι δυο ότι θα μπορούσες να τον χρησιμοποιήσεις για να παζαρέψεις. με τον πατέρα μου. Για να πάψει ο Μέισον να σε κατηγορεί στον σερ Έντουαρντ». «Ναι, έτσι είναι». «Κι εσύ; Θα τον χρησιμοποιούσες;»

«Να σου πω την αλήθεια, το σκέφτηκα». Προς στιγμήν δεν ήξερε αν το τρίψιμο του γυαλόχαρτου το άκουγε μέσα στο κεφάλι του. «Τι μετράει πιο πολύ για μας, Λι Μέι; Να πάω στη φυλακή ή να πεθάνει αυτός ο νεαρός; Τι έχει να πει ο Κομφούκιος σου γι’ αυτό το θανάσιμο δίλημμα;» Δάκρυα αυλάκωσαν τα χλομά μάγουλα της Λι Μέι. Έβαλε το χέρι στο μέτωπο του Τσανγκ. Έκαιγε. Τα μαύρα μάτια του άνοιξαν ευθύς και τον κοίταξε με επιφύλαξη. «Είμαι καλύτερα», είπε βαριά. «Δεν θα το ‘λεγα», του είπε ο Τέο. «Η Λίντια;» «Είναι καλά μα δεν μπορεί να έρθει να σε δει. Δεν την αφήνουν οι γονείς της». Το πρόσωπο του νεαρού συσπάστηκε. Μάλλον πονούσε. Ωστόσο ο Τέο ήξερε ότι συνέβαινε και κάτι άλλο. Τον λυπήθηκε. «Μην ανησυχείς, αύριο ανοίγει το σχολείο και θα έρθει. Θα κανονίσω να βρεθείτε στο πρωινό διάλειμμα». Στα γκρίζα μάτια του Τέο φάνηκε μια προσωρινή ανακούφιση. Ο Τέο κατένευσε και έκανε να φύγει. «Γιατί το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε ο Τσανγκ. «Τι κάνω;» «Με βοηθάς». «Εσύ, γιατί λες;» Τα μάτια του Τσανγκ σκλήρυναν. Ο Τέο κατάλαβε ότι έξυνε πληγές. «Γιατί χρειάζεσαι και εσύ βοήθεια. Για τον εαυτό σου», είπε ο νεαρός με σιγανή φωνή. «Με βοηθάς και ίσως κάποιος βοηθήσει και εσένα. Έτσι γίνονται αυτά». Ο Τέο βρήκε πολύ εύστοχη την απάντηση του. Για τον ίδιο λόγο και εκείνος είχε πάρει τη Γιβάι, τη γάτα, από τη γυναίκα της

μαούνας. ότι θερίζεις, σπέρνεις. Οι θεοί όλων των θρησκειών ήταν απόλυτα σύμφωνοι σ’ αυτό. Άλλαξε θέμα. «Θέλεις κάτι πιο δυνατό για τον πόνο;» Ο Τσανγκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του πάνω στο μαξιλάρι. «Ίσως όπιο;» του πρότεινε ο Τέο. «Όχι». «Μπράβο, άνθρωπε μου».

47 Μήπως είχε πεθάνει; Ή μήπως ήταν στη φυλακή; Του έλειπε; Χαμογελούσε στην όμορφη Λι Μέι, όπως χαμογελούσε και σ’ εκείνη; Καμιά απάντηση. Μόνο ερωτήσεις. Αν δεν είχε δώσει το λόγο της στον Άλφρεντ Πάρκερ, τότε στο τεϊοποτείο; Είχε ορκιστεί να τον υπακούει με αντάλλαγμα τα χρήματα, αλλά δεν είχε κρατήσει τον όρκο της. Τον είχε εξαπατήσει. Δεν την απασχόλησε καθόλου ο εξευτελισμός του. και τότε γιατί ένιωθε έτσι εξαιτίας μιας γελοίας υπόσχεσης; Γιατί; Ήταν ξαπλωμένη από την πλευρά που ήταν ξαπλωμένος και ο Τσανγκ Αν Λο, με το κεφάλι της γερμένο στο μαξιλάρι του Τσανγκ Αν Λο, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς τον Τσανγκ Αν Λο. Οι ώρες περνούσαν με ρυθμό χελώνας και εκείνη είχε όλο το χρόνο στη διάθεση της για να έχει χωμένο το πρόσωπο της στα λευκά αιγυπτιακά βαμβακερά σεντόνια και στη μαξιλαροθήκη, ώστε ν’ ανασαίνει τη μυρωδιά του. Ήταν πολύ αμυδρή όμως και τώρα είχε μείνει κυρίως η μυρωδιά από τα βότανα. Είχε σηκωθεί από το κρεβάτι της την ώρα που χαραζε και ο ουρανός από μαύρος γινόταν ασημόγκριζος, σκεπασμένος με τόσο χαμηλά σύννεφα που σχεδόν μπορούσες να τα ακουμπήσεις. Είχε πάψει να χιονίζει. και μόνο που κοίταζε το υπόστεγο στο βάθος του κήπου, ένιωθε σπασμούς από την ανυπομονησία της και απόμεινε για αρκετή ώρα να χαζεύει τη λεπτή ξύλινη κορνίζα που ήταν σκεπασμένη με χιόνι. Τα χνάρια από τα λεπτεπίλεπτα πόδια ενός πουλιού ήταν διάσπαρτα εδώ και εκεί πάνω του. Κάποια στιγμή γύρισε στο κρεβάτι της και αγκάλιασε σφιχτά το μαξιλάρι. Μπορούσε ν’ αθετήσει το λόγο της. Να φύγει από το σπίτι πριν ξυπνήσουν ο Άλφρεντ και η Βαλεντίνα. Προς στιγμήν σκέφτηκε ότι η μητέρα της μπορεί να ήταν ξύπνια και να στριφογύριζε μέχρι να ξημερώσει. Η Λίντια ανησυχούσε πολύ για τη μητέρα της. Ποτέ

δεν την είχε δει τόσο θυμωμένη, τόσο εκτός ελέγχου. Η καρδιά της Λίντιας πονούσε όταν το σκεφτόταν και αποφάσισε να συγκεντρωθεί στον Άλφρεντ. Μπορούσε ν’ αθετήσει το λόγο που του είχε δώσει. Μπορούσε. Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να πάρει βαθιές ανάσες, όπως έκανε ο Τσανγκ Αν Λο όταν χειροτέρευε ο πόνος. Βαθιά εισπνοή από τη μύτη, πολύ αργή εκπνοή από το στόμα, όμως οι σκέψεις δεν την άφηναν να συγκεντρωθεί. Μπορούσε ν’ αθετήσει το λόγο της. Το είχε ξανακάνει. Όχι. Όχι. Τώρα ήταν διαφορετικά. Τώρα ήταν. έψαχνε να βρει τη λέξη. τώρα ήταν κάτι θεμελιώδες. Απελπισμένη κύλησε στην πλευρά της και αφέθηκε να νιώσει, έστω και νοερά, το κορμί της πλάι στο κορμί του Τσανγκ, μέσα της, πάνω της. Να νιώσει την αλμύρα της επιδερμίδας του στη γλώσσα της. Τα μάτια του να βυθίζονται στα δικά της, την ώρα που της έλεγε ότι την αγαπάει. Την αγαπάει. Πολύ βαθιά μέσα της, ο θυμός της ανακάτευε το στομάχι, σαν να ‘ταν κάποιο οξύ που της έτρωγε τα σωθικά. Ο Αλεξέι Σέροφ την είχε προδώσει. «Καλημέρα, Λίντια». Δεν μίλησε. «Είπα καλημέρα, Λίντια». «Καλημέρα, Άλφρεντ». «Ωραία. Σου έφερα καφέ». «Ευχαριστώ». Πήρε τον καφέ και τον ακούμπησε δίπλα της στο κομοδίνο. Ντυμένη κανονικά και καθισμένη σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι της, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σηκωθεί ή να φανεί

ευγενική. «Πρέπει να μιλήσουμε», της είπε εκείνος. «Πρέπει;» «Νομίζω ότι πρέπει να φερθούμε σαν ενήλικοι σ’ αυτή την περίπτωση». «Αυτό να το πεις στη μητέρα μου». Ο Άλφρεντ την κοίταξε αυστηρά, έβγαλε τα γυαλιά του, τα καθάρισε με το ολόλευκο μαντίλι του και τα ξανάβαλε με πολλή προσοχή. Δίπλωσε το μαντίλι του και το έβαλε πίσω στην τσέπη του. «Μπορώ να καθίσω;» Η Λίντια εξεπλάγη που τη ρώτησε. Του έδειξε την πολυθρόνα. «Σ’ ευχαριστώ». Κάθισε και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. Τώρα ήταν και οι δυο στο ίδιο επίπεδο. Εκείνη περίμενε. και εκείνος δεν βιαζόταν. «Λίντια, την περασμένη εβδομάδα έκανες ένα μεγάλο ατόπημα. η μητέρα σου και εγώ είμαστε πολύ στενοχωρημένοι με τη συμπεριφορά σου. Θα έπρεπε να ντρέπεσαι». Τα καστανά μάτια του τη μελετούσαν. «Αλλά δεν νομίζω να ντρέπεσαι. Μίλησα με τον Γουάι και μου είπε ότι σε είδε ελάχιστα όλη την εβδομάδα και ότι ήσουν συνέχεια στο υπόστεγο ή στο δωμάτιο σου». Κοίταξε γύρω του λες και περίμενε να δει τον Τσανγκ πίσω από την πόρτα. «Είναι εμφανές ότι ήσουν με τον Κινέζο φίλο σου. Αληθεύει αυτό;» Εκείνη ένευσε καταφατικά. «Κι ότι ο φίλος σου είναι φυγάς κομμουνιστής;» Τώρα ήταν πιο επιφυλακτική. «Δεν σκοπεύω να σε ρωτήσω για το επίπεδο. της σχέσης σας», ένα ξαφνικό κοκκίνισμα τον έκανε να σταματήσει, «. αλλά θέλω να πιστεύω ότι εσύ. δηλαδή. ότι δεν έκανες κάτι ανόητο. Ανήθικο ή

αντιχριστιανικό», πρόσθεσε με μια παράξενη ένταση. «Άλφρεντ, ήταν άρρωστος. Τον φρόντιζα. Είναι αντιχριστιανικό αυτό;» «Ασφαλώς όχι, καλή μου. Ίσα ίσα είναι αξιέπαινο. Καλή Σαμαρείτισσα, ε;» «Καλή Ρωσίδα». Τον έκανε να χαμογελάσει. «Ακριβώς». Φάνηκε να χαλαρώνει κάπως. Λίγο, αλλά κάτι ήταν κι αυτό. Η Λίντια πήρε τον καφέ της. «Ωραίος είναι, Σ’ ευχαριστώ», του είπε. Ο Άλφρεντ έγειρε στο κάθισμα και ξεδίπλωσε τα χέρια του. «Πρέπει να συζητήσουμε τι θα γίνει από δω και πέρα. Δεν θέλω να υπάρξουν και άλλα προβλήματα». Με κόπο ήλεγξε την ανακούφιση της για να μη φανερωθεί στα μάτια της ούτε στο πρόσωπο της. «Πρέπει λοιπόν να σου υπενθυμίσω την υπόσχεση που μου έδωσες στην τσαγερία. Το παζάρεμα που κάναμε». Η ανακούφιση εξαφανίστηκε στη στιγμή. Με το χέρι της, έτριψε το πρόσωπο της για να κρύψει την απογοήτευση της. «Λοιπόν, ποιες είναι οι διαταγές σου;» τον ρώτησε. «Λίντια, δεν μου αρέσει ο τόνος της φωνής σου. Δεν θεωρώ ότι η λέξη διαταγές είναι η κατάλληλη, αλλά σου λέω ότι δεν πρέπει να ξαναδείς τον Κινέζο κομμουνιστή. Είναι πολύ επικίνδυνο για σένα». «Όχι. Σε παρακαλώ». «Δεν το συζητάω». Η Λίντια ένιωσε την καρδιά της να γίνεται χίλια κομμάτια. Έκρυψε το πρόσωπο της στις χούφτες της. Στο δωμάτιο απλώθηκε σιωπή. και τότε πήγε και κάθισε δίπλα

της, στο κρεβάτι. «Χρυσό μου, είναι για το δικό σου καλό. Έλα, μην κλαις», της είπε και τη χτύπησε χαϊδευτικά στην πλάτη. Μα δεν έκλαιγε. Απλώς πέθαινε λίγο λίγο. «Άλφρεντ», του είπε μέσα από τα δάχτυλα της, «πώς θα ένιωθες αν σου έλεγα ότι δεν πρέπει να ξαναδείς τη μητέρα μου;» «Μα δεν είναι το ίδιο». «Το ίδιο ακριβώς είναι». «Λίντια, καλό μου κορίτσι, είσαι πολύ μικρή ακόμη για να το παίρνεις τόσο κατάκαρδα». «Άλφρεντ, σε παρακαλώ. Άσε με να τον δω». Της χάιδεψε το κεφάλι και εκείνη από τον τρόπο του κατάλαβε ότι η απάντηση παρέμενε «όχι». Σηκώθηκε πάνω και ξαφνικά του χαμογέλασε. «Η μαμά μου είπε ότι θέλεις ένα μωρό». Έγινε κατακόκκινος και κοίταξε έξω στο χιονισμένο περβάζι του παραθύρου όπου ένας σπουργίτης πετούσε κόντρα στον παγωμένο αγέρα. «Εγώ, Άλφρεντ, το βρίσκω υπέροχο». «Αλήθεια;» «Ασφαλώς». «Μπράβο σου». Είχε χαρεί πολύ. Το έβλεπε στα μάτια του - και τη συγκινούσε που εκείνος νοιαζόταν για το τι την ευχαριστούσε. «Λοιπόν, τι θα έλεγες για ένα άλλο παζάρι;» «Συγγνώμη;» «Καινούργιο παζάρι. Θα κάνω τα πάντα για να πείσω τη μαμά να κάνετε ένα μωρό, αν εσύ.» «Όχι». «Άσε με να τελειώσω. Αν μ’ αφήσεις να πηγαίνω να βλέπω τον

Τσανγκ Αν Λο όσο θα βρίσκεται στο σπίτι του κυριου Τέο». «Λίντια, άκου… εγώ...» «Ο κύριος Τέο θα είναι συνέχεια στο δωμάτιο. Σου υπόσχομαι ότι δεν θα μας αφήσει καθόλου μονάχους. Πρέπει να τον δω. να δω αν είναι καλύτερα και αν είναι ασφαλής». «Αυτό δεν μ’ αρέσει καθόλου». Κατσούφιασε, αλλά ήταν σαφώς πιο μαλακωμένος. «Έχει πολύ μεγάλη σημασία για μένα», του είπε ήρεμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Τώρα πια δεν ήταν τόσο αδιαπραγμάτευτος. «Ένα μωρό θα ήταν τέλεια», τον παρότρυνε. Επιτέλους γέλασε, και όχι μόνο με το στόμα. «Λοιπόν, νεαρά μου, είσαι πολύ πειστική, το ξέρεις;» «Λοιπόν, μπορώ να τον δω;» «Εντάξει, Λίντια. Μπορείς. Μη χαίρεσαι όμως τόσο πολύ. Θα σου επιτρέψω μόνο μία επίσκεψη και αυτή όχι νωρίτερα από αύριο που αρχίζει το σχολείο σου. Για να τον αποχαιρετήσεις». Η Λίντια δεν μίλησε. «Θα το κανονίσω με τον κύριο Γουίλαμπι», συνέχισε ο Άλφρεντ. «Και θέλω να τελειώνουμε μ’ αυτή την ιστορία». Η Λίντια τον πλησίασε και άγγιξε ανάλαφρα το χέρι του. «Άλφρεντ, δύο επισκέψεις. Σε παρακαλώ, δύο, έτσι;» Την ξάφνιασε που έβαλε τα γέλια. «Τελικά είσαι αγύριστο κεφάλι ή μήπως κάνω λάθος; Εντάξει: δύο επισκέψεις. Υπό την αυστηρή επίβλεψη του κυρίου Γουίλαμπι». «Σ’ ευχαριστώ». Εκείνος της φίλησε το χέρι, λιγότερο αδέξια από άλλες φορές. «Εντάξει», είπε και σηκώθηκε. «Θα μιλήσεις και στη μαμά, ε; Θα την κάνεις να πει ναι για τις δύο επισκέψεις, έτσι;»

«Ασφαλώς». «Κι εγώ θα την πείσω ώστε να συμφωνήσει για το μωρό. Αν της αγόραζες ένα πιάνο, αυτό θα βοηθούσε πολύ». Οι ματιές τους προς στιγμήν συναντήθηκαν και ήξεραν ότι ανάμεσα τους είχε αναπτυχθεί ήδη ένας δεσμός. Ο Άλφρεντ έγνεψε, μάλλον δεν ήταν σίγουρος τι θα μπορούσε να πει. «Άλφρεντ», είπε η Λίντια, «για κάποια που δεν είχε ποτέ πατέρα, είσαι πολύ καλός». Εκείνος κοκκίνισε για άλλη μια φορά, έτριψε αυτάρεσκα το πιγούνι του και έφυγε χαμογελώντας. «Μαμά...» Καμιά απάντηση. Η Βαλεντίνα κρατούσε μια εφημερίδα μπροστά της, αλλά η Λίντια πολύ αμφέβαλλε αν τη διάβαζε. Έτσι, πάντα, απομονωνόταν. Κουνώντας πέρα-δώθε τα πόδια της κάτω από το τραπέζι. Το γεύμα ήταν όλο προσποίηση, αλλα μετά, όταν πέρασαν στο σαλόνι, ο Άλφρεντ ρώτησε τη Λίντια: «Παίζεις σκάκι;» «Ναι». «Θες να παίξουμε;» «Ναι». «Ωραία». Αμέσως έφερε ένα εξαίσιο σετ από αρχαίες φιγούρες, καμωμένες από ελεφαντόδοντο, όπου με ευκολία και με την κατάλληλη στρατηγική τη νίκησε, αλλά και εκείνη έμαθε πολλά. Για το παιχνίδι. Γι’ αυτόν. Για τον εαυτό της. Η υπομονή του ήταν εντυπωσιακή, η πειθαρχία του άκαμπτη, καμιά σχέση με την ίδια που ήταν παρορμητική. Αυτό ήταν η δύναμη αλλά και η αδυναμία της. Έπρεπε να μειώσει την οξύτητα της. «Ευχαριστώ», του είπε όταν της πήρε το βασιλιά. «Έχεις στόφα καλού παίκτη, αρκεί να...»

«Να σκέφτομαι περισσότερο προτού ενεργήσω. Το ξέρω». «Ακριβώς». Της χαμογέλασε, τα καστανά του μάτια ήταν ζεστά πίσω από τα χρυσά γυαλιά του. «Ακριβώς», είπε και πήγε να τακτοποιήσει τα πιόνια του σκακιού. «Μαμά.» Πολύ αργά, η Βαλεντίνα κατέβασε την εφημερίδα και κοίταξε ψυχρά την κόρη της. «Ήξερε την οικογένεια σου στη Ρωσία ο Λιεφ Παπκόφ;» Η έκφραση της Βαλεντίνας δεν άλλαξε, αλλά η Λίντια θα στοιχημάτιζε ότι η ερώτηση δεν την ευχαρίστησε και πολύ. «Ήταν στη δούλεψη του πατέρα μου. Πριν από πολύ καιρό», είπε η Βαλεντίνα κοφτά και ξανασήκωσε την εφημερίδα. Το θέμα είχε κλείσει.

48 Ο Τσανγκ Αν Λο άνοιξε τα μάτια του και είδε το πρόσωπο της. Προς στιγμήν νόμισε ότι ήταν ένα από τα όνειρα που του έστελναν οι θεοί για να τον ευχαριστήσουν, παρόλα αυτά ένιωθε το χέρι της στον καρπό του και τα μαλλιά της να χαϊδεύουν τα μαγουλά του καθώς έσκυβε από πάνω του. «Είσαι αληθινή», της ψιθύρισε. Η Λίντια χαμογέλασε, μ’ εκείνο το υπέροχο χαμόγελο που του έκλεβε την καρδιά μέσα από τα στήθη, και εκείνος πείστηκε ότι δεν ήταν όνειρο. Γονάτισε και τον φίλησε. Τα χείλη της ήταν απαλά και θελκτικά. «Αυτό για να σου αποδείξω ότι είμαι αληθινή», μουρμούρισε. Για ένα λεπτό της φυλάκισε το πρόσωπο, ένιωσε τα παγωμένα μαγουλά της πάνω στο ζεστό πρόσωπο του, ανάσανε τη μυρωδιά του αέρα στα μαλλιά της και στο δέρμα της, άκουσε το αίμα να κυλάει στις φλέβες της. Ήταν τόσο ζωντανή. Φλεγόταν από έρωτα. Αν την έχανε, θα ήταν σαν να βυθιζόταν σε μια πηχτή λάσπη. «Πώς είσαι;» «Καλύτερα». «Έχεις ακόμη πυρετό». «Μέσα μου όμως νιώθω καλύτερα». Πρόλαβε και άγγιξε τα φλογάτα μαλλιά της. «Και μόνο που σε βλέπει ο πυρετός, εξαφανίζεται». Εκείνη γέλασε και ακούμπησε απαλά το κεφάλι της πάνω στο στήθος του και απόμεινε εκεί. Τα δάχτυλα του έτρεξαν στα μεταξένια, ανάκατα μαλλιά της που μια Κινέζα θα τα λάδωνε και θα τα ίσιωνε με κοκαλάκια ή θα τα τύλιγε σε σφιχτό κότσο. Τα λάτρευε τα τόσο ελεύθερα μαλλιά της. «Λίντια.» είπε ήρεμα.

Εκείνη σήκωσε το κεφάλι. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο», του μουρμούρισε και κοίταξε προς την πόρτα πάνω από τον ώμο της. Ήταν ανοιχτή, και η ψηλόλιγνη φιγούρα του διευθυντή με τη μαύρη τήβεννο έγερνε στον παραστάτη αλλά με την πλάτη στραμμένη προς αυτούς. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα από τα αρωματικά τσιγάρα του και στο άλλο τις ασκήσεις ενός μαθητή. Ήταν αφοσιωμένος στο διάβασμα, ένδειξη ότι δεν άκουγε τι έλεγαν. Έτσι και αλλιώς μιλούσαν χαμηλόφωνα. «Οι γονείς σου;» «Μου επιτρέπουν να έρθω να σε δω μόνο δύο φορές. Δεν τους είπα τι θα συμβεί άμα χρειαστεί να φύγεις». Τα κεχριμπαρένια μάτια της έλαμπαν. «Έχω μια πρόταση», είπε και ξαφνικά ντράπηκε, αλλά ήταν τόσο συνεπαρμένη. Λίγο από το δικό της εσωτερικό φως που αντανακλούσε του φώτισε τη σκοτεινιασμένη του ψυχή. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις. Την άγγιξε στο φρύδι, στ’ αυτί της. «Τι είναι αυτό που έχεις και με τρελαίνεις;» Εκείνη έγειρε και άλλο και τον κοίταξε κατάματα. «Θα μπορούσαμε να φύγουμε μαζί». «Με προκαλείς», της είπε, και ο πόθος του ακάλεστος έκανε τη φωνή του βραχνή. «Όχι, όχι. Το εννοώ», του είπε ψιθυριστά. «Το σκέφτηκα πολύ. Μου είπες ότι πρέπει να φύγεις από το Τζαντσόου. Θα έρθω και εγώ μαζί σου. Έχω μερικά χρήματα και μάλλον μπορώ να βρω και παραπάνω. Φτάνουν για να νοικιάσουμε μια βάρκα και να διασχίσουμε το ποτάμι τη νύχτα και μετά θα μπορούσαμε.» «Όχι». «Ναι. Αν ταξιδεύουμε τη νύχτα και κοιμόμαστε τη μέρα θα

είμαστε ασφαλείς. Ξέρω ότι θα μας πάρει χρόνο, αλλά κάποια στιγμή θα βρούμε ένα απομακρυσμένο χωριό, όπου εγώ θα φοράω μια κινέζικη πουκαμίσα και ένα πλατύγυρο λευκό καπέλο και δεν θα τραβήξω την προσοχή κανενός, άσε που μπορώ να μάθω τη γλώσσα των μανδαρίνων και.» «Όχι». «Αγάπη μου γλυκιά, άκουσε με, είναι η μόνη λύση. Το σκέφτομαι συνέχεια. Δεν μπορείς να μείνεις εδώ, οπότε δεν υπάρχει άλλη λύση». «Λίντια. Λίντια, μη». «Δεν είμαι χαζή. Ξέρω ότι μόλις νιώσεις καλύτερα και δυναμώσεις, θα θελήσεις να επιστρέψεις σένα από τα στρατόπεδα των κομμουνιστών για να συνεχίσεις να μάχεσαι εναντίον του Τσανγκ Κάι-σεκ. Είμαι απόλυτα σίγουρη γι αυτό. Αλλά», του είπε ενώ εκείνος παρατηρούσε τα φλογισμένα μαγουλά της και στο μυαλό του ήρθε το χρώμα των φτερών του φλαμίνγκο, «θα έρθω και εγώ. Ξέρω γυναίκες που εκπαιδεύονται και πολεμούν στο στρατό του Μάο Τσετουνγκ, άρα μπορώ να γίνω και εγώ κομμουνίστρια, μια αγωνίστρια της ελευθερίας». Μετά το σχολείο είχε ένα σωρό δουλειές να κάνει. Καταρχήν, το φόρεμα. Η Λίντια πήγε κατευθείαν στο ατελιέ της Μαντάμ Καμέλια. «Μαντάμ Καμέλια, μοιάζει σαν καινούργιο». Η μοδίστρα υποκλίθηκε σκύβοντας το περιποιημένο της κεφάλι. «Σ’ ευχαριστώ πολύ. Σε παρακαλώ, προσπάθησε να μην το ξανακάνεις έτσι χάλια». «Μάλιστα, δεσποινίς Πάρκερ». «Παρακαλώ, χρεώστε το στο λογαριασμό του πατριού μου». Δεσποινίς Πάρκερ; Δεσποινίς Πάρκερ; Η Λίντια γέλασε, κούνησε το κεφάλι της και έφυγε τρέχοντας για το σπίτι του Μέισον, στην

οδό Γουόλνατ. Η Πόλι δεν είχε έρθει στο σχολείο σήμερα και η Λίντια ήθελε να βεβαιωθεί ότι η φίλη της δεν ήταν άρρωστη. Η αμηχανία μεταξύ τους τον τελευταίο καιρό λόγω του Τσανγκ Αν Λο είχε μετατραπεί σε πικρία κι εκείνη ήθελε να σιγουρευτεί ότι η φίλη της δεν της κρυβόταν επειδή δεν μπορούσε να την κοιτάξει κατάματα. Αυτό θα ήταν πολύ άσχημο. Η οδός Γουόλνατ απείχε πολύ, αλλά ευτυχώς είχε καλό καιρό. Ο ουρανός είχε ένα διάφανο γαλάζιο και έκανε τον κόσμο να φαίνεται μεγαλύτερος και, μολονότι έκανε πολύ τσουχτερό κρύο, ο ήλιος έδινε μια λάμψη στο Τζαντσόου με αποτέλεσμα η Λίντια να μη νιώθει την αηδία που της προκαλούσε μέχρι τώρα. Βέβαια, μπορεί να το έβλεπε έτσι επειδή θα το άφηνε πίσω της. Ως υποστηρίκτρια των κομμουνιστών. Λίντια Ιβάνοβα, αγωνίστρια της ελευθερίας. Το είπε για να το ακούσει και της άρεσε. Είπε και κάτι άλλο που της άρεσε ακόμη πιο πολύ, Λίντια Τσανγκ ή Τσανγκ Λίντια, όπως έλεγαν στην Κίνα. Το ψιθύρισε πολλές φορές, αλλά δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι επρόκειτο για κάτι που μπορεί να συνέβαινε στο πολύ κοντινό μέλλον. και εκείνη δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Ο Τσανγκ Αν Λο είχε πει «όχι». Το ήξερε πως θα της έλεγε «όχι». Ανησυχούσε για την ασφάλεια της. Εκείνη όμως είχε δει την έκφραση του. Δεν της μιλούσε μήπως και προδοθεί. Οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί από την έκπληξη. Είδε βαθιά μέσα του ότι ήταν έτοιμος να εκραγεί και όταν τον έσφιξε πάνω της μπορούσε ν’ ακούσει το ξέφρενο καρδιοχτύπι του. Της είπε «όχι», αλλά εννοούσε «ναι». Έκοψε δρόμο διασχίζοντας μία από τις φτωχότερες περιοχές του Διεθνούς Συνοικισμού, πέρασε ένα χιονισμένο σοκάκι πίσω από την εκκλησία του Σωτήρος και κατέληξε σ ένα μικρό πάρκο. Πάρκο κατ’ ευφημισμόν, διότι πιο πολύ ήταν ένα ξερό κομμάτι γης

με κάτι παιδικές κούνιες που τριζοβολούσαν και πολλούς ψηλούς θάμνους. Είχε πάρει αυτό το μονοπάτι όταν είδε το αυτοκίνητο. Ήταν παρκαρισμένο κοντά σε μια χαμηλή συστάδα δέντρων κατά μήκος του δρόμου, μακριά από τα βρόμικα ομοιόμορφα σπίτια που ήταν αραδιασμένα στη σειρά. Η Λίντια το αναγνώρισε αμέσως: η μεγάλη και αστραφτερή Μπιούικ. Το αυτοκίνητο του πατέρα της Πόλι. Ένα κρεμ-μαύρο σεντάν με μεγάλα μαρσπιέ που άστραφταν κάτω από το φως του απογευματινού ήλιου πάνω στο λερωμένο χιόνι του δρόμου. Η Λίντια δεν μπορούσε να καταλάβει τι γύρευε εκεί, αλλά αν ο Μέισον πήγαινε στο σπίτι του, τότε θα μπορούσε να την πάρει μαζί του και να της πει τι συνέβαινε στην Πόλι. Βάδισε λοιπόν προς τα εκεί. Όταν έφτασε, μέσα από το μεγάλο πίσω παράθυρο διέκρινε το ξύλινο τιμόνι. Το αυτοκίνητο της φάνηκε άδειο αλλά, καθώς κοίταξε μέσα, διέκρινε κάποια κίνηση. Πλησίασε πιο πολύ για να δει καλύτερα. Μακάρι να μην το είχε δει. Ο Κρίστοφερ Μέισον χωρίς σακάκι. Είχε σηκώσει το πουκάμισο του ψηλά στο στομάχι του, εκείνη έβλεπε το κεφάλι του με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά να κινείται, ενώ τα χέρια του πασπάτευαν κάτι που ήταν από κάτω του. Κι αυτό το κάτι ήταν η Βαλεντίνα. Η Λίντια γύρισε και το έβαλε στα πόδια. «Γεια σου, Λιντ». Η Πόλι δεν φαινόταν άρρωστη μα ούτε κι ευχαριστημένη όμως που είδε μπροστά της φάντη μπαστούνι τη Λίντια. «Δεν ήρθες σήμερα στο σχολείο». «Όχι. Ήμουν άρρωστη». «Κρίμα». «Κάτι έφαγα και με πείραξε». «Μπορεί».

Η παύση ήταν αμήχανη. Η Λίντια άρχισε ν’ ανησυχεί ότι η Πόλι δεν θα την καλούσε μέσα. «Σου έφερα ν’ αντιγράψεις το καινούργιο πρόγραμμα μαθημάτων. και κάτι χάρτες που κάναμε σήμερα στη γεωγραφία». Η Λίντια άνοιξε την τσάντα της και άρχισε να τη σκαλίζει. «Α. Σ’ ευχαριστώ», είπε η Πόλι και έκανε ένα βήμα πίσω, αποφεύγοντας να κοιτάξει κατάματα τη Λίντια. «Πέρασε μέσα. Θες ζεστή σοκολάτα; Η μαμά έχει πάει στη λέσχη για μπριτζ, αλλά έφτιαξε ένα κέικ με τζίντζερ, αν σου αρέσει». «Ναι, παρακαλώ». Η Πόλι πήγε στην κουζίνα. Οι περισσότερες κουζίνες ήταν καταθλιπτικές, φτιαγμένες μόνο για τους υπηρέτες, αλλά επειδή η Άνθια Μέισον τρελαινόταν να ψήνει σουφλέ, κέικ και φρέσκα κρουασάν, η κουζίνα των Μέισον ήταν μοντέρνα και φωτεινή. Με λινόλαιο στο πάτωμα, πλακάκια στους τοίχους και μια μαρμάρινη επισμαλτωμένη μασίνα που ήταν πολύ πιο πρακτική από τις συνηθισμένες μαύρες της αγοράς. Πίσω, στο χώρο της λάντζας, η Λίντια ξεχώριζε τις χαμηλόφωνες κουβέντες δύο Κινέζων υπηρετών που δούλευαν και μιλούσαν. Η Πόλι ήταν απορροφημένη στο να ζεστάνει το γάλα και ν’ ανακατεύει τη σοκολάτα και δεν μιλούσε. Η Λίντια αντιθέτως φλυαρούσε, λέγοντας της τα νέα από την πρώτη μέρα στο σχολείο, και πώς ο Τζέμς Μάλκιν πήγε με το πόδι του στο γύψο επειδή είχε πέσει από τη στέγη του γκαράζ στην προσπάθεια του να ξεσκαλώσει το χαρταετό του. Η Πόλι, σχεδόν δια της βίας, χαμογελούσε. Ήπιαν τη ζεστή σοκολάτα τους και η Λίντια ένιωσε τα ξυλιασμένα χέρια της να ζεσταίνονται λίγο, αλλά το μυαλό της ήταν μουδιασμένο από το σοκ. Η Βαλεντίνα, στην Μπιούικ.

Γιατί; Από την άλλη, η Πόλι εξακολουθούσε να την αποφεύγει. Κοίταζε τον αφρό της σοκολάτας της και τη φυσούσε απαλά για να κρυώσει. «Πόλι, εκείνος έφυγε», είπε η Λίντια. Επιτέλους εκείνη την κοίταξε στα μάτια. «Ποιος;» «Ξέρεις ποιος. Ο Τσανγκ Αν Λο». «Και πού πήγε;» «Δεν ξέρω». «Τον πήραν οι στρατιώτες;» «Όχι, το έσκασε. Οπότε δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς πια. ξέρεις τώρα. για ότι είδες». Η Πόλι αναστέναξε ανακουφισμένη. «Χαίρομαι». «Κι εγώ». Χαμογέλασαν διστακτικά η μια στην άλλη και μετά η Λίντια άφησε στο τραπέζι το φλιτζάνι της, σηκώθηκε κι αγκάλιασε την Πόλι. και εκείνη ανταποκρίθηκε και την έσφιξε με τη σειρά της. Γέλασαν, η αμηχανία διαλύθηκε και πήραν τη σοκολάτα τους να πάνε στο σαλόνι. «Λιντ, περίμενε να πάω δυο λεπτά επάνω ν’ αντιγράψω τους χάρτες. Δεν θ’ αργήσω. Εσύ φάε λίγο κέικ». Μόλις έφυγε η Πόλι, πατώντας στα νύχια των ποδιών της, η Λίντια διέσχισε το χολ και προσπάθησε να μπει στο γραφείο του Μέισον. Τα κατάφερε αμέσως. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, αυτό την απογοήτευσε. Αν αφήνεις την πόρτα σου ξεκλείδωτη, δεν έχεις τίποτε να κρύψεις, έτσι δεν είναι; Μπήκε μέσα και έκλεισε πίσω της την πόρτα. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Οι κουρτίνες μισόκλειστες και οι ψηλές εντοιχισμένες βιβλιοθήκες έμοιαζαν. τρομακτικές, σαν να θελαν να την καταπιούν. Να την παγιδέψουν

μέσα τους. Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της και κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι της για ν’ απαλλαγεί από αυτές τις ανόητες σκέψεις. Το γραφείο. Από εκεί έπρεπε ν’ αρχίσει. Πήγε πίσω από το γραφείο και βρήκε το δερματόδετο ημερολόγιο του Μέισον για το 1929, τακτοποιημένο στη μέση του γραφείου. Έψαξε τις μέρες του Ιανουαρίου, έφτασε στη σημερινή και το είδε γραμμένο με ζωηρά μαύρα γράμματα: Δευτέρα. Τρεισήμισι. Β.Π. Όχι πια Β.Ι αλλά Βαλεντίνα Πάρκερ. Πολύ θα ήθελε να πετάξει από το παράθυρο το σιχαμένο το ημερολόγιο. Στα γρήγορα έψαξε τα συρτάρια του γραφείου του. Τίποτε ενδιαφέρον. Εκτός από ένα πιστόλι. Στο δεξί συρτάρι, τυλιγμένο μένα μαλακό κίτρινο πανί, έμοιαζε σαν προειδοποίηση. Η Λίντια το πήρε στα χέρια της. Ήταν στρατιωτικό, περίστροφο, βαρύτερο απ’ ότι νόμιζε, και μύριζε γράσο. Έριξε μια ματιά γύρω της, απασφάλισε και σκόπευσε προς την πόρτα, δεν τόλμησε να τραβήξει τη σκανδάλη και το έβαλε πίσω στη θέση του. Σκάλισε λίγο ακόμη: οικογενειακοί λογαριασμοί, γραφική ύλη, δύο χρυσές πένες που τρεις μήνες νωρίτερα θα τις είχε κλέψει, μερικά γράμματα από την Αγγλία. Τίποτε σημαντικό στα γράμματα, αλληλογραφία με κάποια Τζένιφερ και κάποιον Γκέιλορντ. Ένα πρες παπιέ από νεφρίτη. Ένα κουτί με πούρα. Ένας κόφτης. και στον πάτο ενός συρταριού μια φωτογραφία του γάτου του, του Αχιλλέα. Πλήρης απογοήτευση. Κάτι ακούστηκε. Η Λίντια πάγωσε. Αφουγκράστηκε. Κάποιος υπηρέτης διέσχιζε το χολ. Ανάσανε, έκλεισε το συρτάρι και κοίταξε γύρω της. Μια ψηλή συρταριέρα από βελανιδιά στεκόταν φρουρός σε μια γωνία. Μεγάλα μπρούντζινα χερούλια. Τα τρία πρώτα συρτάρια περιείχαν μπουκάλια που μύριζαν κάτι

χημικό, ένα πάκο φωτογραφικό χαρτί, ένα χαρτόνι με καρούλια και καρούλια αρνητικών πάνω στα οποία ήταν ακουμπισμένο ένα ασημένιο φλασκί. Κατάλαβε ότι ο Μέισον θα πρέπει να εμφάνιζε μόνος του τις φωτογραφίες που τραβούσε. Θυμήθηκε τότε που τον είχε πιάσει στη βιβλιοθήκη: κοίταζε ένα βιβλίο φωτογραφίας. Ταίριαζε. Στο τελευταίο συρτάρι κάτι την έκανε ν’ αναθαρρήσει. Ήταν κλειδωμένο. Κάτι κρυβόταν. Αυτό ήταν. Κοίταξε με ψυχραιμία ολόγυρα. Πάνω στο γραφείο δεν υπήρχαν κλειδιά. Αν αυτό το δωμάτιο ήταν δικό της θα έκρυβε το κλειδί. πού άραγε; Στη βιβλιοθήκη. Εκεί έπρεπε να είναι. Αφουγκράστηκε μήπως ακούσει την Πόλι να κατεβαίνει τα σκαλιά. Ησυχία. Ψαχούλεψε γρήγορα τα βιβλία στα ράφια. Κάθε τόμος θα μπορούσε να είναι κρυψώνα για το κλειδί. Καμιά ελπίδα για να το βρει αν το είχε καταχωνιάσει εκεί ο Μέισον. Καμιά. Πήρε τη δερμάτινη καρέκλα του Μέισον, την έβαλε πίσω από το γραφείο, ανέβηκε και τέντωσε τα χέρια της όσο πιο ψηλά μπορούσε για να ψάξει στο πάνω μέρος της βιβλιοθήκης. Τζίφος. Γέμισε σκόνη. Μια ψόφια αράχνη. Κούνησε πιο κει την καρέκλα και έψαξε πάλι. Αυτή τη φορά τα χέρια της άγγιξαν κάτι μεταλλικό. «Λίντια.» Η φωνή της Πόλι. Ακουγόταν από πάνω. Η Λίντια κατέβηκε από την καρέκλα και άνοιξε την πόρτα όσο μια χαραμάδα. «Ναι;» φώναξε. «Κοντεύω να τελειώσω». «Με την ησυχία σου». «Δεν θ’ αργήσω». Η Λίντια έκλεισε τη πόρτα, ανέβηκε στην καρέκλα και πήρε στα χέρια της το μεταλλικό αντικείμενο: ένα κλειδί.

Το στόμα της στέγνωσε. Δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να μάθει τι έκρυβε το συρτάρι. Το κεφάλι της ήταν γεμάτο υποψίες. Πήρε μια βαθιά ανάσα, όπως της είχε δείξει ο Τσανγκ Αν Λο, εξέπνευσε αργό:, πήγε στη συρταριέρα και κάθισε ανακούρκουδα μπροστά στο συρτάρι. Το κλειδί έστριψε εύκολα και το συρτάρι άνοιξε. Ήταν γεμάτο φωτογραφίες και τακτοποιημένα ρολά φωτογραφιών πιασμένα με λάστιχο. Τα ξετύλιξε. Κάθε φωτογραφία και μια γυμνή γυναίκα. Η Λίντια ντράπηκε, αλλά το προσπέρασε γιατί δεν είχε καιρό για τέτοια. Τις κοίταζε γρήγορα και τις έβαζε ξανά στη θέση τους. Μια νέγρα ανεβασμένη σένα μαύρο λαγωνικό την έκανε να ριγήσει αλλά δεν σταμάτησε, απλώς κοίταζε από κοντά τα πρόσωπα των γυναικών. Τα πιο πολλά ήταν σκληρά και έντονα μακιγιαρισμένα. Πόρνες, συμπέρανε. Είχε δει παρεμφερή πρόσωπα στους δρόμους και στα μπαρ της προκυμαίας. Στο πέμπτο πακέτο τη βρήκε. Μια φλογερή φωτογραφία μιας αδύνατης λευκής γυναίκας που ήταν γυμνή και ξαπλωμένη σ ένα αρκουδοτόμαρο, το ένα της χέρι πάνω από το κεφάλι, μπλεγμένο στα μαύρα μακριά της μαλλιά που κατέληγαν στα στήθη της. Οι ρώγες ήταν βαμμένες σκούρες. Τα πόδια της ήταν μισάνοιχτα και το δάχτυλο της έπαιζε με το πυκνό εφηβαίο. Τα γεμάτα χείλη της γυναίκας χαμογελούσαν μα τα σκοτεινά της μάτια ήταν άδεια. Η Βαλεντίνα. Ένας λυγμός ξέφυγε από τη Λίντια. Τα κύματα του θυμού και της ντροπής την παρέσυραν. Τα §ρντια της έτριξαν κι ένιωσε τα μαγουλά της να καίνε. Κοίταξε και τις υπόλοιπες: άλλες τέσσερις της Βαλεντίνας, είκοσι της Άνθια Μέισον, δύο της Πόλι. Η Λίντια ήθελε να ουρλιάξει. «Τέλειωσα». Η φωνή της Πόλι, στην κορυφή της σκάλας. Η Λίντια μάζεψε με βιάση τα βιβλία από την τσάντα της και στη

θέση τους έβαλε τα καρούλια με τα αρνητικά. Έριξε το κλειδί στον πάτο του συρταριού, το κλότσησε να κλείσει και με τα βιβλία στη μια μασχάλη και την τσάντα στην άλλη βγήκε από το δωμάτιο. «Αγάπη μου, δεν σε πειράζει, έτσι;» «Όχι, βέβαια. Εξάλλου έχω πολύ διάβασμα». Η Λίντια δεν είχε πάψει να κοιτάζει τη μητέρα της, κάθε κίνηση που έκανε το δάχτυλο της -εκείνο το δάχτυλοκαθώς ξεφύλλιζε το τελευταίο τεύχος από τον Κόσμο του Παρισιού και κάθε μπούκλα των μαλλιών της καθώς άναβε άλλο ένα τσιγάρο. Γιατί; Αυτό το γιατί δεν είχε πάψει να της τριβελίζει το μυαλό. Γιατί έκανε κάτι τέτοιο η Βαλεντίνα; Ανάθεμα. ανάθεμα την! Γιατί; Η μητέρα της κοίταξε τον Άλφρεντ. «Δεν θ’ αργήσουμε, έτσι, άγγελε μου;» Εκείνος αντάλλαξε μια γρήγορη ματιά με τη Λίντια. Σήμερα την είχε πάει αυτός με το αυτοκίνητο του στο σχολείο και εκείνη είχε σχολιάσει ότι η Βαλεντίνα ήταν εκνευρισμένη μετά το θέμα του Τσανγκ Αν Λο και των στρατιωτών. Μήπως θα ήταν καλή ιδέα να την πήγαινε κάπου το βράδυ; Να φάνε στη λέσχη; Να χορέψουν στο «Φλαμίνγκο»; Ο Άλφρεντ είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα. «Καλά, δεν μπορώ να ξέρω τι ώρα θα γυρίσουμε», είπε κοιτάζοντας με θαυμασμό τη γυναίκα του. Ήταν όντως καταπληκτική. Μια καινούργια ασπρόμαυρη κομψή τουαλέτα με βαθύ ντεκολτέ αποκάλυπτε το πλούσιο στήθος της. Η Λίντια απέφυγε να το κοιτάξει. Όχι τώρα. Όχι μετά απ όσα είχε δει. Ο Άλφρεντ κράτησε το μανσόν από μινκ της γυναίκας του και τη βοήθησε να φορέσει το παλτό της. «Καλή διασκέδαση», τους είπε χαρούμενα. Τη στιγμή που το αυτοκίνητο έστριβε στη γωνία, εκείνη ανέβηκε πάνω τρέχοντας και έβγαλε από την ντουλάπα το πράσινο φόρεμα.

«Σπουργιτάκι μου, νόμιζα ότι με ξέχασες, την κακόμοιρη τη γριά». «Ήρθα. Έχω και επίσημη πρόσκληση», της είπε δείχνοντας τη βαριά ανάγλυφη κάρτα. «Τι επισημότης!» Η κυρία Ζαριά γέλασε συγκρατημένα, παρόλα αυτά το μεγάλο στήθος της ταρακουνήθηκε. Πήρε στο χέρι της το χέρι της Λίντιας. «Είσαι υπέροχη. Δείχνεις μεγάλη με το ωραίο πράσινο φόρεμα σου». «Αρκετά μεγάλη για να χορέψω;» Η κύρια Ζαριά μ’ έναν πολύ κοκέτικο τρόπο κούνησε τη φαρδιά ταφταδένια φούστα της. «Μπορεί. Θα πρέπει να περιμένεις να στο ζητήσουν». Η βίλα των Σέροφ ήταν στο τέρμα της λεωφόρου Λαμάρκ στη Γαλλική Συνοικία και ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι φανταζόταν η Λίντια. Η αψιδωτή είσοδος στηριζόταν πάνω σε κίονες, ενώ ο δρόμος μπροστά ήταν γεμάτος από αυτοκίνητα με τους οδηγούς τους. Στους χώρους υποδοχής κρέμονταν κρυστάλλινοι αστραφτεροί πολυέλαιοι και ο κόσμος με τα κομψά βραδινά του ρούχα περιφερόταν και μιλούσε ρώσικα: Ντόμπρα βέτσερ, Καλησπέρα. Καχ βι παζφάγιετε; Πώς είστε; Κακ ταργκόβλια; Πώς πάνε οι δουλειές; Εκείνη θυμόταν να λέει στα ρώσικα Ότσεν πριγιάτνα Χαίρω πολύ- κάθε φορά που η κυρία Ζαριά τη σύστηνε σε κάποιον, αλλά δεν θυμόταν τα ονόματα των καλεσμένων. Είχε πάει στη δεξίωση για να βρει ένα και μοναδικό πρόσωπο και αυτό δεν ήταν εκεί. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Στην αρχή έμενε δίπλα στην κυρία Ζαριά που ανέδιδε τη γνωστή μυρωδιά ναφθαλίνης. Ηλικιωμένοι κύριοι με μακριές φαβορίτες και γένια σαν του τσάρου Νικόλαου έρχονταν να φλερτάρουν την κυρία Ζαριά και να δώσουν ένα χειροφίλημα στη Λίντια, ενώ γυναίκες με μακριά γάντια περιφέρονταν στις αίθουσες επιδεικνύοντας τα πανάκριβα κοσμήματα και τη ρώσικη ιδιοσυγκρασία τους. Η

Λίντια έχασε το λογαριασμό από τις διαμαντένιες τιάρες που είδε εκείνο το βράδυ. Αναρωτιόταν τι θα μπορούσε να κάνει ο Τσανγκ Αν Λο με όλες αυτές. Πόσα όπλα θα μπορούσε ν’ αγοράσει με μία μόνο τιάρα. Ή πόσες πεινασμένες κοιλιές θα μπορούσαν να χορτάσουν με τα σκουλαρίκια αυτής της χοντρής γυναίκας. Η σκέψη αυτή και μόνο την άφηνε εμβρόντητη. Αυτές ήταν σκέψεις του Τσανγκ Αν Λο, που τις είχε βάλει μέσα στο κεφάλι της και πολύ της άρεσαν. Της άρεσε που μπορούσε να βλέπει όλη αυτή την ευμάρεια δίπλα της και να μην την επιθυμεί, αλλά να εύχεται να κλείσει η τεράστια ψαλίδα σε μία εντελώς ανισόρροπη κοινωνία - και τούτο το συναίσθημα ήταν κάτι καινούργιο. Ισορροπία. Αυτό είχε πει ο Τσανγκ ότι χρειαζόταν. και όμως τώρα δα έβλεπε μπροστά της έναν άντρα με πελώριο στομάχι και δάχτυλα χοντρά σαν λουκάνικα να παίρνει ένα ποτήρι σαμπάνια από έναν ασημένιο δίσκο και ν’ απαξιώνει εντελώς τον Κινέζο υπηρέτη που τον κρατούσε λες και ήταν αόρατος. Ο υπηρέτης ήταν αδύνατος και με υπάκουο βλέμμα. Πού βρισκόταν ακριβώς η ισορροπία; Ένας ρίγος διαπέρασε τη Λίντια. Δεν ήταν μόνο οι καινούργιες σκέψεις που έκανε, αλλά και το πώς έβλεπε τώρα τα πράγματα. Είχε αρχίσει να σκέφτεται σαν κομμουνίστρια. «Λίντια Ιβάνοβα, πολύ χαίρομαι που κατάφερες να έρθεις». Η κόμισσα Σέροβα, ίδια βασίλισσα, φορούσε μια κρεμ σατέν τουαλέτα με ψηλό λαιμό και υπέροχα μαργαριτάρια. «Απόψε, βλέπω ότι φοράς και εσύ άλλο φόρεμα. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι έχεις μόνο ένα. Λοιπόν, σου πάει πολύ το πράσινο χρώμα». Από τη μια. με προσβάλλει, και από την άλλη με επαινεί, σκέφτηκε η Λίντια. Πολύ αλλόκοτη συμπεριφορά! «Σας ευχαριστώ πολύ που με καλέσατε, κόμισσα». Αυτή τη φορά δεν υποκλίθηκε μπροστά

της. και γιατί άλλωστε; «Ο γιος σας δεν είναι εδώ απόψε;» Τα ψυχρά γαλανά μάτια της κόμισσας Σέροβα κοίταξαν τη Λίντια από πάνω απάντηση, στράφηκε μέχρι κάτω και, χωρίς να της δώσει στην κυρία Ζαριά. «Όλγα Πετρόβνα Ζαριά, κακ μόλαντα Ει βίγκλιαντιτε!» Πόσο νέα δείχνετε! Η κυρία Ζαριά πολύ το χάρηκε και υποκλίθηκε, αλλά η Λίντια δεν μπόρεσε ν’ ακούσει την απάντηση της γιατί μια κοπέλα, με μαύρα που στεκόταν πίσω από την κόμισσα, ένα είδος προσωπικής καμαριέρας της, έσκυψε στη Λίντια και της μουρμούρισε στα ρωσικά: «Είναι στην αίθουσα χορού». Η Λίντια ζήτησε συγγνώμη και ακολούθησε τη μουσική. Η γυναίκα έλαμπε ολόκληρη. Με την έωμη τουαλέτα της καθόταν σ’ ένα μεγαλοπρεπές πιάνο, στην άκρη της αίθουσας, και τα κατακόκκινα νύχια της έτρεχαν πάνω στα φιλντισένια πλήκτρα. Έπαιζε ένα μοντέρνο κομμάτι που το ήξερε η Λίντια. Ήταν του Σοστακόβιτς. Η πιανίστρια κουνούσε τα ξανθά μαλλιά της σύμφωνα με το ρυθμό και ο τρόπος της παραήταν υπερβολικός. Η Λίντια δεν ξετρελάθηκε. Ναι, αλλά γιατί η κόμισσα δεν είχε καλέσει τη Βαλεντίνα να παίξει; Δεν την απασχόλησε και πολύ αυτό, γιατί κάθε φορά που σκεφτόταν τη μητέρα της, θυμόταν τις φωτογραφίες στο συρτάρι και αρρώσταινε. Έτσι λοιπόν άρχισε να κοιτάζει γύρω της. Η αίθουσα ήταν πανέμορφη. Η ψηλή οροφή ήταν ζωγραφισμένη με μυώδεις ήρωες και θεότητες που ατένιζαν το γυαλισμένο από οξιά πάτωμα. Τεράστια οικογενειακά πορτρέτα με χρυσές κορνίζες, ανθρώπων με μεγάλη μύτη κι αλαζονικό ύφος, κοίταζαν τους ισχυρούς καλεσμένους. Αστραφτεροί καθρέφτες αντανακλούσαν τον λαμπερό κόσμο και τους πολυέλαιους, και έλουζαν τους χορευτές που πηγαινοέρχονταν από τη μια άκρη της αίθουσας στην άλλη

γελώντας. Η ματιά της Λίντιας όμως ήταν καρφωμένη σε μια αντροπαρέα που ήταν απορροφημένη σε κάποια σοβαρή συζήτηση μπροστά στις μακριές βελούδινες κουρτίνες. Μια ψηλή πλάτη με άψογο βραδινό κοστούμι και κοντοκουρεμένα καστανά μαλλιά φούντωσε την οργή της Λίντιας. Πήγε προς τα εκεί. «Αλεξέι Σέροφ», είπε παγερά, «θα ήθελα να μιλήσουμε». Τον άγγιξε στον ώμο. Εκείνος γύρισε αμέσως και το μόνο που κατάφερε με το ανοιχτόκαρδο χαμόγελο του ήταν να την εξαγριώσει περισσότερο. Πολύ θα ήθελε να του ρίξει ένα ξεγυρισμένο χαστούκι. «Καλησπέρα, Λίντια Ιβάνοβα. Χαίρομαι πολύ που είσαι απόψε μαζί μας». Έκανε νόημα σ’ έναν υπηρέτη με καφετιά στολή. «Ένα ποτό για την καλεσμένη μου». «Δεν πίνω, ευχαριστώ. Δεν σκοπεύω να μείνω πολύ». Το μέτωπο του ζάρωσε από την απότομη συμπεριφορά της. Την κοίταξε πολύ έντονα, τόσο έντονα που εκείνη διέκρίνε τις κηλίδες στις πράσινες ίριδες του. «Συμβαίνει κάτι;» Πέρασε το χέρι πάνω από τα άγρια μαλλιά του μέχρι πίσω στο σβέρκο. Ήταν η πρώτη φορά που έδειχνε ανήσυχος. «Θα ήθελα να μιλήσουμε. Ιδιαιτέρως, παρακαλώ». Έγειρε το κεφάλι του πίσω και ένα ελαφρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπο του. Καθόλου δεν την ένοιαζαν τα μισόκλειστα μάτια του, αφού οι σκούρες βλεφαρίδες του λειτουργούσαν σαν φράγμα ανάμεσα τους. Άλλος ένας άντρας που έκρυβε κάτι. «Ασφαλώς, Λίντια Ιβάνοβα». Έβαλε το χέρι του αποφασιστικά κάτω από τον αγκώνα της και την οδήγησε απρόθυμα ανάμεσα από τους χορευτές μπροστά σε κάτι που έμοιαζε με καθρέφτη με σκαλιστά επίχρυσα φύλλα

αμπελιού γύρω του και που τελικά ήταν μια πόρτα. Μπήκαν σένα μικρό δωμάτιο χωρίς παράθυρα, που μοναδικό του έπιπλο ήταν μια σεζ λογκ, ανοιχτοπράσινη, με ατέλειωτα ταριχευμένα κεφάλια ζώων κρεμασμένα στους τοίχους. Ένας τεράστιος κάπρος με πελώριους χαυλιόδοντες κοίταζε τη Λίντια. Αποτράβηξε το βλέμμα της και βιάστηκε να πάρει και τον αγκώνα της από το χέρι του Αλεξέι. «Αλεξέι Σέροφ, είσαι ένας άθλιος ψεύτης». Εκείνος έπαψε να είναι απαθής, αλλά φρόντισε να μην της το δείξει. Το χέρι του πήγε στο πιγούνι του αποκαλύπτοντας ένα ζευγάρι χρυσά μανικετόκουμπα με σκαραβαίους. «Με προσβάλλεις, Λίντια Ιβάνοβα». «Όχι, βέβαια. Εσύ με προσβάλλεις αν νομίζεις ότι δεν κατάλαβα ποιος έστειλε τα στρατεύματα του Κούομιντανγκ στο σπίτι μου». «Τα στρατεύματα;» «Ναι, και ξέρουμε πολύ καλά και οι δυο μας το λόγο». «Συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω τι.» «Μην κάνεις τον κόπο να το αρνηθείς. Τα σιχαμένα τα ψέματα σου με αναγουλιάζουν και το μόνο που κάνεις είναι να με προσβάλλεις και άλλο. Εξαιτίας σου τώρα θα μπορούσα να είμαι στη φυλακή. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; και ο. φίλος μου. θα ήταν νεκρός. Ήρθα λοιπόν εδώ, απόψε, για να σου πω.» Καταλάβαινε ότι η φωνή της ξέφευγε από κάθε έλεγχο αφού σκόπευε να του μιλήσει πολύ παγερά. «Ότι η συνωμοσία σου απέτυχε και δεν αξίζεις ούτε να σε φτύσω. Είσαι το κακομαθημένο τσιράκι του Τσανγκ Κάισεκ με τους γκρίζους διαβόλους του. Προσποιείσαι ότι είσαι φίλος μου αλλά.» «Πάψε, Λίντια». «Όχι, κάθαρμα, δεν παύω. Με πρόδωσες». Την άρπαξε από τα μπράτσα και την ταρακούνησε.

«Πάψε αμέσως». Την πλησίασε πάρα πολύ και την κοίταξε από πολύ κοντά. Εκείνη άκουγε ακόμη και τον ήχο που έκανε καθώς προσπαθούσε να καταπιεί το θυμό του. «Άσε με», του είπε κοφτά. Εκείνος τράβηξε τα χέρια του. «Αντίο», του είπε με υπερβολικά παγερό ύφος και προχώρησε αγέρωχα προς την πόρτα. «Λίντια Ιβάνοβα, για όνομα του Θεού, ποιος δαίμονας μπήκε μέσα σου; Πώς τολμάς να έρχεσαι στο σπίτι μου να με κατηγορείς καταυτό τον τρόπο και να μην κάθεσαι καν ν’ ακούσεις τι έχω να σου πω; Ποια νομίζεις ότι είσαι;» Η Λίντια απόμεινε με το χέρι ακουμπισμένο στο μπρούντζινο πόμολο της πόρτας, αλλά δεν γύρισε προς το μέρος του. Δεν άντεχε να τον κοιτάξει τον τιποτένιο. Επικράτησε σιγή ενώ τα νεκρά ζώα τους παρακολουθούσαν με τα γυάλινα μάτια τους. Εκείνη άκουγε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. «Και τώρα άκου τι έχω να σου πω». Η φωνή του ήταν πάρα πολύ ήρεμη. «Δεν έχω ιδέα για τους στρατιώτες που ήρθαν στο σπίτι σου». «Να πας στο διάολο και εσύ και τα ψέματα σου». «Εγώ δεν σε πρόδωσα ούτε τον πληγωμένο Κινέζο κομμουνιστή σου. Δεν είπα σε κανέναν τίποτε, έχεις το λόγο μου». «Ο λόγος του ψεύτη είναι για φτύσιμο». Θύμωσε πολύ και αυτό την ικανοποίησε. «Σου λέω την αλήθεια», της είπε κοφτά και εκείνη πίστεψε ότι αν ήταν άντρας, σίγουρα θα τον χτυπούσε. «Και γιατί να σε πιστέψω;» «Και γιατί να μη με: πιστέψεις;» «Επειδή κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να στείλει τους στρατιώτες

για τον Τσανγκ Αν Λο. Μόνο εσύ το ήξερες». «Αυτό που λες είναι εντελώς παράλογο. Ο μάγειρας σας;» «Ο Γουάι;» «Νομίζεις ότι δεν το ήξερε; Λίντια Ιβάνοβα, είσαι πολύ μακριά νυχτωμένη αν νομίζεις ότι οι υπηρέτες δεν ξέρουν τι γίνεται στο κάθε σπίτι». Η Λίντια ξεροκατάπιε. «Ο Γουάι;» Ο Αλεξέι Σέροφ ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του. Ξανάγινε απαθής και ήρεμος και μένα νωχελικό νεύμα έδειξε προς το μέρος όπου έμεναν οι δικοί του υπηρέτες. «Έχουν μάτια που βλέπουν πίσω από τις κλειστές πόρτες και αυτιά που ακούνε όσα έχεις μέσα στο κεφάλι σου». «Ναι, αλλά γιατί ο Γουάι να…» «Για κινέζικα δολάρια, ασφαλώς. Θα πληρωνόταν καλά για την πληροφορία». «Στο διάβολο!» Οι ώμοι της έπεσαν και η πλάτη της κύρτωσε. Απόμεινε να κοιτάζει τα πουπουλένια αυτιά ενός λύγκα. Ήταν τεντωμένα και έτοιμα ν’ ακούσουν τις δικαιολογίες της. «Γαμώτο!» μουρμούρισε. «Σου ορκίζομαι ότι δεν τον πρόδωσα εγώ. Ούτε εσένα πρόδωσα», της είπε ήρεμα. Εκείνη τον κοίταξε, με το ζόρι. και απολογήθηκε με ακόμη μεγαλύτερο ζόρι. «Συγγνώμη». Έκανε να φύγει. Ένιωθε μεγάλη ντροπή. Η γλώσσα της σαν να της έπεφτε πολύ μεγάλη για το στόμα της. Οι λέξεις έβγαιναν με το στανιό. «Ζητώ συγγνώμη, Αλεξέι Σέροφ».

Εκείνος δεν χαμογέλασε. Μέσα από τα μισόκλειστα μάτια του, η Λίντια δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν αλλά, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν και σίγουρη αν ήθελε να μάθει. «Λίντια Ιβάνοβα, δέχομαι τη συγγνώμη σου». Της έκανε μια μικρή τυπική υπόκλιση. Χτύπησε ελαφρά τις φτέρνες του και αυτό την τρόμαζε. Τον παρομοίασε με το θόρυβο που κάνει ο δήμιος προτού σου πάρει το κεφάλι. Της πρότεινε το μπράτσο του. «Μπορώ να σε συνοδεύσω στη γιορτή; Η συζήτηση τελείωσε». Εκείνη δίστασε. «Και ως ένδειξη της επανασύνδεσης της φιλίας μας, ελπίζω να μου κάνεις την τιμή να μου χαρίσεις τον επόμενο χορό». Της χαμογέλασε παιχνιδιάρικα, σαν να ήξερε πόσο θα της κόστιζε αυτό. «Την τελευταία φορά είπες ότι ήμουν πολύ μικρή ακόμη για να χορεύω», παρατήρησε εκείνη. Μόνο στα χέρια ενός ανθρώπου ήθελε ν’ αφήνεται. «Αυτό έγινε πριν από έξι μήνες. Τότε ήσουν ακόμη παιδί. Τώρα έχεις μεταμορφωθεί σε μια πανέμορφη γυναίκα». Σήκωσε το φρύδι του. «Έστω και αν δεν αντιδράς σαν μεγάλη». Γέλασε. «Μα το Θεό, Αλεξέι, δεν ξέρω να κρατάω το στόμα μου κλειστό. Όταν προσπαθώ είμαι πολύ αξιοπρεπής, αλλά δεν ξέρω γιατί, εσύ πάντα με πετυχαίνεις στις κακές μου». Κακομαθημένο τσιράκι του Τσανγκ Κάι-σεκ, ε; Πολύ εντυπωσιακό». Τον πήρε από το χέρι. «Πάμε να χορέψουμε». Όσο πιο γρήγορα ξεμπερδέψω, σκέφτηκε, τόσο το καλύτερο.

49 Η γάτα είχε θρονιαστεί για τα καλά στην ποδιά του Τέο. Τρεις το πρωί. Αφουγκραζόταν τον αγέρα που έκανε τα παράθυρα να τρίζουν και σφύριζε για να μπει μέσα από τις χαραμάδες. Του θύμιζε τον αγέρα στο ποτάμι μες στη νύχτα, τότε που πεταγόταν με το βαρκάκι από τη μια σκούνα στην άλλη, φορτωμένος λαθραία. Προσπαθούσε ν’ αντλήσει δύναμη από τα λόγια του Βούδα. Αν θέλεις να μάθεις ποιο είναι το μέλλον σου, κοίταζε να μάθεις τον εαυτό σου στο παρόν, γιατί αυτό θα είναι η αιτία για το μέλλον σου. Αυτό το απόσπασμα το είχε ρουφήξει κυριολεκτικά. Το μέλλον του θα κρινόταν την Τετάρτη. Διότι εκείνη τη μέρα ο Κρίστοφερ Μέισον σκόπευε να πάει στον σερ Έντουαρντ και να του αναφέρει την εμπλοκή του Τέο στη διακίνηση του οπίου. Είχε λοιπόν μπροστά του είκοσι τέσσερις ώρες για ν’ αποφασίσει. Ταξιδευτή, άδειασε τη βάρκα σου, κι εκείνη όλο και πιο γρήγορα θα φεύγει. Ελάφρυνε το φορτίο από τις ιδέες και τα πάθη, και θα. φτάσεις στη νιρβάνα, ακόμη πιο γρήγορα. Ο Τέο είχε οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι δεν ήξερε καθόλου καλά τον εαυτό του, ενώ ο νεαρός Κινέζος που κοιμόταν επάνω ήξερε καλά τον εαυτό του. Ο Τσανγκ Αν Λο ήταν έτοιμος γι’ αυτό που θα ερχόταν. Είχε ήδη ελαφρύνει το δικό του φορτίο. Μπορεί η φυλακή να ήταν ένα ενδεχόμενο και για τους δυο, αλλά θ’ άντεχε ο Τέο το άθλιο κελί, σαν το πουλί κλεισμένο σένα κλουβί από μπαμπού; Αν θέλεις ν’ απαλλαγείς απ’ τον εχθρό σου, συνειδητοποίησε ότι ο δικός σου εχθρός είναι η παραίσθηση. Ούτε ο Φενγκ Του Χονγκ ούτε και ο Κρίστοφερ Μέισον ήταν

παραισθήσεις. Η αλήθεια είναι ότι ο Φενγκ μπορούσε να σταματήσει τον Μέισον. Ωστόσο ο Φενγκ θα ήθελε για αντάλλαγμα τον νεαρό άντρα παρά την έριδα που είχε με τον Πο Τσου. Ή μπορεί και εξαιτίας αυτής. Και τότε; Αν ο Τέο συμφωνούσε; Τι θα σκεφτόταν η Λι Μέι γι’ αυτόν; Τι θα σκεφτόταν άραγε και ο ίδιος για τον εαυτό του; Έσκυψε και χάιδεψε απαλά το κεφάλι της γάτας. και αυτή πρώτα γουργούρισε και ύστερα θυμήθηκε να του μπήξει τα κίτρινα δόντια της.

50 Η Λίντια άκουσε την πόρτα του δωματίου της ν’ ανοίγει. Μικρά ήσυχα βήματα πάνω στο πάτωμα. Άνοιξε ελαφρά τα μάτια της, αλλά δεν διέκρινε τίποτε μέσα στο σκοτάδι. Εξάλλου δεν χρειαζόταν να δει. «Τι συμβαίνει, μαμά;» «Δεν έχω ύπνο». «Πήγαινε να ενοχλήσεις τον Άλφρεντ». «Αυτός χρειάζεται ύπνο». «Κι εγώ». «Σιγά, κοιμάσαι αύριο στην τάξη σου». «Μαμά!» «Σουτ, θα σου πω για το Φλαμίνγκο. Κάποια τυχερή φορούσε μια καρφίτσα του Φαμπερζέ, αλλά το φόρεμα της ήταν γελοίο. Πήγαινε πιο κει». Η Λίντια μετακινήθηκε και η Βαλεντίνα ξάπλωσε κάτω από το πάπλωμα αλλά πάνω από τις κουβέρτες, όπως είχε κάνει και η Λίντια την πρώτη φορά με τον Τσανγκ Αν Λο. «Περάσατε ωραία απόψε;» «Πολύ ανιαρά. Αυτό τα λέει όλα». «Χόρεψες;» «Αυτό έλειπε δα να μη χορέψω. Το μόνο που άξιζε. Όταν μεγαλώσεις και άλλο θα σε πάρω να πάμε να χορέψουμε, να δεις πόσο ωραία είναι. Η ορχήστρα έπαιζε την καινούργια τζαζ μουσική με.» Η Λίντια δεν άκουγε. Είχε γείρει στον ώμο της μητέρας της και ρουφούσε το άρωμα του μόσχου που ανέδιδε. Αναρωτιόταν αν ο Τσανγκ Αν Λο θα ήταν ξύπνιος. και αν ήταν, τι να σκεφτόταν άραγε; Φοβόταν ότι θα έφευγε. Ξαφνικά. Χωρίς εκείνη. Όμως το ήξεραν και οι δυο ότι στην κατάσταση του

θα τον έπιαναν αμέσως. Γι’ αυτό την είχε ανάγκη. Όπως και εκείνη τον είχε ανάγκη. Θα ήταν δύσκολο. Ασυζητητί. Δεν εθελοτυφλούσε, ήξερε ότι το κοινό τους μέλλον ήταν αβέβαιο, αλλά αν ήταν μαζί όσο εκείνος ανάρρωνε, σήμαινε ότι είχαν μια παράταση χρόνου. Να πάρουν μια ανάσα. Να σκεφτούν το επόμενο βήμα τους. «Λοιπόν;» Η Λίντια κατάλαβε ότι η Βαλεντίνα είχε πάψει να φλυαρεί. «Λοιπόν;» «Τι λοιπόν, μαμά;» «Λέω, ποιος είναι ο Κινέζος μπολσεβίκος σου;» «Τον λένε Τσανγκ Αν Λο και είναι κομμουνιστής. Αλλά», πρόσθεσε με βιάση, «προέρχεται από επιφανή οικογένεια, που είχε δύναμη όταν υπήρχε ακόμη ο τελευταίος αυτοκράτορας, και είναι μορφωμένος. Κατά κάποιον τρόπο σαν και εσένα.» «Εγώ δεν είμαι κομμουνίστρια ούτε πρόκειται να γίνω», είπε η Βαλεντίνα λες και έφτυνε τις λέξεις. «Οι κομμουνιστές παίρνουν μια χώρα που είναι σπουδαία και τρανή, και με τα σφυριά και τα δρεπάνια τους την κατακερματίζουν, κι ο λαός από αφέντης καταλήγει δούλος. Δες την καημένη μου τη Ρωσία πώς διαλύθηκε, τη δική μου Ρους μάτουσκα, τη μητερούλα μου Ρωσία». «Μαμά», είπε η Λίντια ευγενικά, «οι κομμουνιστές μόλις έχουν ξεκινήσει. Δώσ’ τους λίγο χρόνο. Καταρχήν πρέπει να ξεφορτωθούν την τυραννία. Τη βαρβαρότητα που υπήρχε εκατοντάδες χρόνια. Αυτό κάνουν τώρα στη Ρωσία. Κι αυτό είναι που χρειάζεται και η Κίνα. Είναι οι μόνοι που μπορούν να χτίσουν μια δίκαιη κοινωνία όπου ο καθένας θα έχει την ελευθερία του λόγου. Να δεις που θα γίνει η σπουδαιότερη χώρα του κόσμου». «Καλά, εσύ, αγάπη μου, είσαι εντελώς τρελή. Αυτό το αγόρι ο

μπολσεβίκος σου έχει γεμίσει τα μυαλά με αέρα κοπανιστό και δεν βλέπεις μπροστά σου». «Κάνεις λάθος. Τώρα βλέπω πολύ πιο καθαρά». «Ναι, καλά. Σιγά τον σοβαρό δεσμό». «Μαμά, δεν είναι έτσι. Τον αγαπάω». Η Βαλεντίνα αναστέναξε. «Μη γίνεσαι γελοία. Είσαι πολύ μικρή ακόμη για να ξέρεις τι είναι αγάπη». «Κι εσύ ήσουν μόλις δεκαεφτά χρόνων όταν το έσκασες για να παντρευτείς τον μπαμπά. Τον αγαπούσες. το ένιωθες ότι τον αγαπούσες. Γι’ αυτό λοιπόν μη μου λες ότι δεν αγαπάω τον Τσανγκ Αν Λο». Απόλυτη σιγή. Το σκοτάδι που τους τύλιγε το ένιωθαν να τις πλακώνει τα μάτια της Λίντιας έκλειναν, αλλά εκείνη αντιστεκόταν πεισματικά. Με τη φαντασία της αναζήτησε τον Τσανγκ Αν Λο και τον βρήκε τόσο εύκολα λες και ήταν μέσα στο δωμάτιο της. Αυτομάτως ένιωσε ότι εκείνος ήταν ξαπλωμένος στο σπίτι του κυρίου Τέο, ξύπνιος, και την έψαχνε και αυτός. Χαμογέλασε και αισθάνθηκε ότι βρισκόταν σ ένα δωμάτιο γεμάτο ήλιο και καθαρό αέρα, που ηχούσε από τον κελαρυστό ήχο του Ορμίσκου της Σαύρας. Εκεί μπορούσε ν’ ανασάνει με την ψυχή της. «Μαμά, άκουσε με». Τελικά ήταν εύκολο. Μπορούσε να μιλάει γι’ αυτόν. Είπε στη μητέρα της τα πάντα για τον Τσανγκ Αν Λο. Πώς την είχε σώσει σ’ εκείνο το αδιέξοδο και πώς του είχε κάνει η ίδια τα ράμματα στο πόδι του εκεί στον Ορμίσκο της Σαύρας. Είπε επίσης στη Βαλεντίνα για την κηδεία του Κινέζου, για τον καβγά στο καμένο σπίτι και τη διαφωνία τους σχετικά με κάποιες εντελώς βάρβαρες μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι κομμουνιστές για να πετύχουν

το σκοπό τους. Της τα ανέφερε όλα. Τέλος πάντων, σχεδόν όλα. Εκτός από δύο πράγματα: το περιδέραιο με τα ρουμπίνια και το ότι έκαναν έρωτα. Αυτά τα κράτησε για τον εαυτό της. Δεν ήταν τόσο χαζή. Όταν τέλειωσε, ένιωσε πολύ ξαλαφρωμένη. «Καλή μου κόρη». Η Βαλεντίνα τη φίλησε στο μάγουλο. «Είσαι πολύ χαζούλα». «Τον αγαπάω, μαμά, και μ’ αγαπάει και αυτός». «Ντουσενκα, αυτό πρέπει να σταματήσει». «Όχι». «Ναι». «Όχι». Η Βαλεντίνα πήρε το χέρι της Λίντιας και της το έσφιξε σαν να ‘ταν μέγγενη. «Αγάπη μου, το ξέρω ότι θα ραγίσει η καρδούλα σου, αλλά υπάρχουν και χειρότερα. Πίστεψε με, θα επιβιώσεις. Εσύ, και εγώ ήρθαμε από πολύ μακριά. Δεν θα σου επιτρέψω να τα διαλύσεις όλα τώρα που έχω φροντίσει να έχεις χρήματα για τη μόρφωση σου, για το πανεπιστήμιο. Μπορείς να γίνεις γιατρός, δικηγόρος ή καθηγήτρια, κάτι σπουδαίο. Κάτι που θα σε αμείβουν πολύ καλά γι’ αυτό. Θα είσαι περήφανη για τον εαυτό σου και θα έχεις ψηλά το κεφάλι. Ποτέ δεν θα χρειαστεί να εξαρτάσαι από κάποιον άντρα για να σε ταΐζει και να σε στολίζει. Μην τα καταστρέφεις όλα. Όχι τώρα». «Μαμά, εσύ τους άκουσες τους γονείς σου όταν σου έλεγαν τα ίδια;» «Όχι, αλλά.» «Τότε ούτε και εγώ θα σ’ ακούσω». «Λίντια.» Η Βαλεντίνα σηκώθηκε απότομα. «Θα κάνεις αυτό που σου λέω. και τα πάρε-δώσε με τον Κινέζο μπολσεβίκο τελείωσε,

ακόμη και αν χρειαστεί να σε δέσω στο κρεβάτι και να σου δίνω μόνο ψωμί και νερό για την υπόλοιπη ζωή σου. Μ’ ακούς;» Η Λίντια δεν εννοούσε αυτά που σκόπευε να της πει, αλλά ήταν θυμωμένη και πληγωμένη. και έτσι ανταπέδωσε το χτύπημα. «Εάν πω στον Άλφρεντ τι είδα σήμερα στην Μπιούικ, ίσως να σου πει και εσένα τα ίδια». Άκουσε τη Βαλεντίνα που έβηχε. Της θύμισε το ρόγχο που κάνει το κοτόπουλο όταν πνίγεται. Πολύ θα το θελε να μην το είχε ξεστομίσει. Η Βαλεντίνα κατέβασε τα πόδια της από το κρεβάτι αλλά δεν έφυγε, κάθισε απλώς στην άκρη, με την πλάτη στη Λίντια. και δεν μίλησε. «Γιατί, μαμά; Γιατί; Αφού έχεις τον Άλφρεντ». Η μητέρα της έψαξε στην τσέπη της για τσιγάρο και η Λίντια κατάλαβε ότι δεν βρήκε γιατί δεν είδε τον αναπτήρα ν’ ανάβει. «Αυτό δεν σε αφορά», είπε κάποια στιγμή σφιγμένη η Βαλεντίνα. Η Λίντια την πλησίασε. Η άκαμπτη φιγούρα της μητέρας της συναγωνιζόταν σε μαυρίλα το σκοτάδι και το ξεπερνούσε. Την άγγιξε στον ώμο και από τα μάτια της πέρασε η σκηνή που είχε αγγίξει κάποιον αντρικό ώμο νωρίτερα απόψε: του Αλεξέι Σέροφ. Όφειλε να παραδεχτεί ότι εκείνος ήταν πολύ αξιοπρεπής όταν του μίλησε έτσι μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Χριστέ μου, είχε φερθεί εντελώς γελοία. Κακομαθημένε. Ψεύτη. Είχε κάθε δικαίωμα να την πετάξει έξω με τις κλοτσιές, αλλά δεν το έκανε. Ίσα Ίσα που της φάνηκε ακόμη πιο αλαζόνας μ’ εκείνο το επηρμένο χαμόγελο που είχε όση ώρα χόρευε μαζί της. Μόνο ένα χορό. Εκείνη δεν άντεχε και δεύτερο. Κάτω από τα δάχτυλα της ένιωθε το ζεστό μεταξωτό κιμονό της μητέρας της. «Γιατί;» την ξαναρώτησε. Η Βαλεντίνα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους σαν να μην έτρεχε

τίποτε. «Μια τρέλα της στιγμής». «Μαμά, σ’ έχω δει μαζί του και είμαι σίγουρη ότι τον μισείς». «Ασφαλώς και τον μισώ, και μακάρι να σαπίσει στην κόλαση». «Αυτό έγινε λόγω των φωτογραφιών;» Η Βαλεντίνα έπαψε ν’ αναπνέει. «Τις έχω εγώ», είπε η Λίντια και τη χτύπησε μαλακά στην πλάτη. «Και τα αρνητικά». Της Βαλεντίνας της ξέφυγε ένας λυγμός. «Πώς;» «Τα έκλεψα». «Πάντα ήσουν καλή σ’ αυτό». «Ναι». «Ευχαριστώ», είπε ψιθυριστά. «Άρα με αφορά». «Πολύ καλά. Εσύ το θέλησες», της είπε και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καμιά υποτροφία στην Ακαδημία Γουίλαμπι. Είχες χαραμίσει τέσσερα χρόνια στο φιλανθρωπικό σχολείο εδώ και ήξερα ότι δεν θα έβγαινες ζωντανή από κει μέσα. Έψαξα λοιπόν και βρήκα το καλύτερο ιδιωτικό σχολείο, την Ακαδημία Γουίλαμπι, και το διευθυντή εκπαίδευσης στο Τζαντσόου: τον κύριο Μέισον. και του έκανα μια προσφορά: να δημιουργήσει μια υποτροφία και να σε βραβεύσει. Με αντάλλαγμα.» «…εσένα». «Ναι». Η Λίντια αγκάλιασε τη μητέρα της και την έσφιξε απαλά. «Αχ, μαμά». «Δεν μπορούσα να τον ξεφορτωθώ ούτε όταν παντρεύτηκα. Εξαιτίας των φωτογραφιών».

«Θα τις κάψω». «Αν μπορούσα, εγώ θα προτιμούσα να κάψω τον Ίδιο». «Μαμά.» είπε η Λίντια μένα βογκητό και την έσφιξε κι άλλο. «Θα κάνεις λοιπόν τώρα αυτό που σου ζήτησα;» τη ρώτησε και τα μάτια της φαίνονταν άδεια, δυο σκοτεινές σκιές. «Θα παρατήσεις τον Κινέζο μπολσεβίκο σου;» Η Λίντια έσφιξε και άλλο το παλτό της και εξακολούθησε να χτυπάει τα πόδια της στο έδαφος κάτω από τους ευκαλύπτους. Περίμενε ήδη μία ώρα. Το γκαράζ της έκρυβε το σπίτι, αλλά ταυτόχρονα την έκρυβε και από το σπίτι, και έτσι θα είχε μπόλικο χρόνο στη διάθεση της για να μελετήσει τον τοιχο που το περιέβαλλε. Ήταν φτιαγμένος από κόκκινα τούβλα και είχε μετρήσει εξήντα δύο σε κάθε σειρά. Είχε βγάλει από τη λάσπη τρία σαλιγκάρια και τα είχε αποθέσει μαλακά σένα θάμνο και μετά βάλθηκε να παρακολουθεί μια καφετιά μακρυπόδαρη αράχνη που είχε παγιδεύσει στον ιστό της ένα σκαθάρι. Δεν είχε και τίποτε άλλο να χαζέψει. Μια κουρούνα με τις βαριές φτερούγες της ξεπρόβαλε μέσα από έναν ευκάλυπτο και στάθηκε πάνω στην κεραμιδένια στέγη του γκαράζ και από κει χάθηκε στο παγωμένο αγέρι. Έριξε μια ματιά στον ουρανό. Το χρώμα του ήταν γαλακτερό μπλε, γεμάτο με λευκά μπαλώματα, και της Λίντιας της θύμισε ένα μαρμάρινο βόλο που είχε κάποτε. Τον είχε βρει σ’ έναν υπόνομο, και ήταν σαν να χε βάλει στην τσέπη ένα κομματάκι καταγάλανου ουρανού που είχε πέσει στη λάσπη. Τέσσερις μέρες τον φύλαγε στην τσέπη της αλλά τελικά υπέκυψε στον πειρασμό, τρύπωσε σε μια παρέα από χαμίνια που έπαιζαν ένα παιχνίδι με βόλους, έπαιξε και τον έχασε. και όταν τον είδε ανακατεμένο μαζί με άλλους και καταχωνιασμένο σε a βρόμικη και τρισάθλια τσέπη, ένιωσε ότι τον είχε προδώσει.

Μια πόρτα αυτοκινήτου ακούστηκε να κλείνει. Πρέπει να ήταν στην οδό Γουόλνατ. Στη συνέχεια άκουσε και τη μηχανή που έπαιρνε μπροστά. Καλό σημάδι. Οι άνθρωποι είχαν ξυπνήσει και, επιτέλους, ξεκινούσαν να πάνε στις δουλειές τους. Δεν επρόκειτο ν’ αργήσει περισσότερο. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη όταν βγήκε από το σπίτι της φορώντας τη σχολική στολή της. Μια λεπτή χρυσή αχτίδα έκανε τη βόλτα της στ’ ανατολικά του ουρανού. Ευτυχώς είχε σκεφτεί ν αφήσει ένα σημείωμα. «Πάω στη βιβλιοθήκη, να τελειώσω την εργασία μου». Εκείνοι δεν ήξεραν ότι η βιβλιοθήκη άνοιγε μετά τις οχτώμισι και βέβαια η Λίντια πολύ είχε χαρεί που θα γλίτωνε το πρωινό παρέα με τον Άλφρεντ. Το πρωί που ξυπνούσε, σε γενικές γραμμές, ήταν κατσούφης και αγριοκοίταζε τις δυο γυναίκες που κάθονταν στο τραπέζι, σαν να σκεφτόταν από πού διάολο ξεφύτρωσαν. Η Λίντια χτύπησε τα γαντοφορεμένα χέρια της και άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό. Η ανάσα της χόρεψε στον αέρα σαν καπνός από τσιγάρο. Πήρε και άλλη βαθιά ανάσα αλλά με δυσκολία. Πονούσαν τα πνευμόνια της, από τα λόγια της μητέρας της. Είχαν καθίσει σαν μολύβι πάνω στο στήθος της και το συνέθλιβαν. Δεν ήταν δίκαιο. «Κύριε Μέισον.» «Για όνομα του Θεού, με κοψοχόλιασες, κορίτσι μου!» Της φάνηκε αγέρωχος, ντυμένος με το παλτό του από αλπακά, μια μαύρη τσάντα από δέρμα σαύρας κάτω από το μπράτσο και τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο χέρι. Μια τυπική εικόνα του καθωσπρεπισμού, του στυλοβάτη της κοινωνίας. Η Λίντια πολύ θα ήθελε να του βγάλει τα μάτια και να τα δώσει στην κουρούνα. «Γιατί χασομεράς στο γκαράζ μου;» «Δεν χασομεράω. Περίμενα να σας μιλήσω». «Όχι τώρα. Βιάζομαι να πάω στο γραφείο μου».

«Ναι, τώρα». Κάτι στη φωνή της τον έκανε να σταματήσει και να την κοιτάξει. Τα κεχριμπαρένια μάτια της ήταν άγρια. «Δεν μπορεί να περιμένει;» «Όχι». «Πολύ καλά». Ξεκλείδωσε το γκαράζ και τράβηξε τις πόρτες. Οι προβολείς χρωμίου της Μπιούικ την κοίταζαν καλά καλά. «Έχω τις φωτογραφίες». Του έπεσαν τα κλειδιά από τα χέρια. Έσκυψε, τα μάζεψε και προσπάθησε να μπλοφάρει. «Ποιες φωτογραφίες;» «Μη!» Αυτός ορθώθηκε, φούσκωσε το στήθος του και την πλησίασε πάρα πολύ. «Δεσποινίς μου, είμαι πολυάσχολος και δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μου μιλάς.» Τον χαστούκισε. Σήκωσε το χέρι της και το κατέβασε με δύναμη στο μάγουλο του. Ο ήχος ακούστηκε πολύ δυνατός μες στην ησυχία. Η Λίντια σοκαρίστηκε, αλλά και αυτός τα χασέ εντελώς. Το αποτύπωμα της παλάμης της ειχε μείνει στο μάγουλο του. Σήκωσε τη γροθιά του αλλά εκείνη έκανε πίσω. «Για να ξέρεις πώς νιώθει η γυναίκα σου με τις διαστροφές σου ή η κόρη σου, που γουστάρεις να τις φωτογραφίζεις γυμνές.» Πήγε να τη χτυπήσει, αλλά του ξέφυγε. «Άραγε τι γνώμη θα είχε ο σερ Έντουαρντ Καρλάιλ;» «Κοίταξε, να σου ξεκαθαρίσω ότι δεν πρόκειται για.» «Μη! Κάθαρμα, δεν θέλω ν’ ακούσω τα σιχαμένα ψέματα σου. Ο σερ Έντουαρντ θα σε τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί». Το πρόσωπο του έγινε σταχτί. Δεν μπορούσε να καταπιεί, αλλά παρέμενε σχετικά ατάραχος. Σήκωσε το χέρι του με τα

περιποιημένα νύχια σε μια κίνηση για ειρήνη. «Εντάξει, Λίντια. Ας το δούμε επαγγελματικά. Δεν είσαι καμιά χαζή. Θα σου δώσω δέκα χιλιάδες δολάρια για τις φωτογραφίες και τα αρνητικά». Δέκα χιλιάδες δολάρια. Μια περιουσία. Ένιωσε να ζαλίζεται. «Μετρητά. Το απόγευμα». Την κοίταζε πολύ προσεκτικά και ξαφνικά, με μια κίνηση, έβγαλε το πορτοφόλι από την τσέπη του. Τράβηξε εν χ πάκο χαρτονομίσματα και της τα ανέμισε κάτω από τη μύτη της. «Ορίστε, πάρε αυτά. Σαν προκαταβολή». Δέκα χιλιάδες δολάρια. Με δέκα χιλιάδες δολάρια θ’ αγόραζε οτιδήποτε. Τα πάντα: διαβατήρια, βίζες, πιάνο, εισιτήρια πρώτης θέσης στο πλοίο. Μπορούσε να πάρει τη μητέρα της και να το σκάσουν για την Αγγλία. Στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπως θα ήθελε η μαμά της. Όλα αυτά ήταν στο χέρι του Μέισον. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να πει «ναι». και θα έπαιρνε μαζί της τον Τσανγκ Αν Λο, ώστε να είναι και αυτός ασφαλής. Ναι, αλλά εκείνος θα ερχόταν; Θ’ άφηνε την Κίνα; Τα χείλη του Μέισον έγιναν μια λεπτή γραμμή. Χαμογέλασε με το στανιό. «Σύμφωνοι;» Ετοιμάστηκε να του πει «ναι». «Όχι». «Μην είσαι χαζή. Είναι η ευκαιρία της ζωής σου». «Ναι, αλλά θα έχεις εσύ τις φωτογραφίες». «Σου υπόσχομαι να τις καταστρέψω». «Όχι». «Γιατί;» Σήκωσε ψηλά τα λεφτά και τα άφησε να πέσουν κάτω.

«Γιατί είσαι κάθαρμα. Δεν σου έχω καμιά εμπιστοσύνη. Όσο κρατάω εγώ τις φωτογραφίες, θα είμαι σίγουρη ότι δεν θα ξανακουμπήσεις την Πόλι. ή τη γυναίκα σου. ή τη μητέρα μου. Κατάλαβες;» Εκείνος έσκυψε και μάζεψε τα λεφτά. Τα έβαλε στο πορτοφόλι του. Η Λίντια τα κοίταζε και ένιωθε το λαιμό της να ξεραίνεται. «Μην πλησιάσεις ξανά τη μητέρα μου». «Λι στο διάβολο, σκύλα!» Με το κεφάλι κατεβασμένο, πήγε στο αμάξι του και έριξε μια δυνατή κλοτσιά στη ρόδα. «Κύριε Μέισον.» Δεν γύρισε καν να την κοιτάξει. «Επίσης, κύριε Μέισον, να μην πλησιάσεις ξανά τον Τέο Γουίλαμπι». Ο Μέισον έκανε έναν ήχο που την έκανε να νιώσει λες κι ένα ζωύφιο περπατούσε στην πλάτη της. «Μη σκας γι’ αυτόν», της απάντησε. «Ο Φενγκ και ο γιος του θ’ αναλάβουν τον Γουίλαμπι». Ο τρόπος που την κοίταξε την έκανε ν’ ανατριχιάσει σύγκορμη. «Όπως θα φροντίσουν και εσένα». «Τι εννοείς;» «Τώρα ξέρουν ποιος φρόντισε τον κομμουνιστή». «Ποιον κομμουνιστή;» «Μη μου κάνεις την αθώα. Αυτόν που τον κυνηγάνε. Αυτόν που φρόντιζες εσύ». Η Λίντια ένιωσε το αίμα της να παγώνει στις φλέβες. «Αυτό είναι ψέμα». «Όχι, μου το είπε η Πόλι». «Η Πόλι;» «Μάλιστα. Η πιστή σου φιλενάδα. Θέλεις ακόμη να την προστατεύσεις; Εκείνη το είπε σ’ εμένα και εγώ το είπα σ αυτούς.

Τώρα κιόλας μπορεί να είναι στο σπίτι σου». Γέλασε σκληρά. «Καλά, πίστεψες ποτέ ότι θα έδινα σε μια βρόμα σαν και εσένα δέκα χιλιάδες δολάρια; Εσύ και η πόρνη η μάνα σου.» Η Λίντια όμως δεν άκουγε πια, γιατί έτρεχε σαν τρελή. Μπήκε σαν σίφουνας στο σπίτι. «Μαμά!» φώναξε. «Μαμά!» Καμιά απάντηση. Το αγόρι -πώς το έλεγαν; Τενγκ;- την άκουσε και ήρθε τρέχοντας. «Ναι, ντεσποινί Λίτζια;» «Η μαμά μου. πού είναι η μαμά μου;» «Εγώ όχι ξέρει». Τον γράπωσε από τον κοκαλιάρικο ώμο του και τον ταρακούνησε. «Είναι εδώ;» «Όχι, αυτή έξω». «Τόσο νωρίς;» «Εκείνη πάει με αφέντη. Με αυτοκίνητο». «Οι δυο τους;» Τα φωτεινά του μάτια ήταν νευρικά καθώς της έδειχνε τα δύο δάχτυλα του. «Αφέντη και κυρία». Τον άφησε, και εκείνος έφυγε τρέχοντας σαν σκαθάρι. Έγλειψε τα ξεραμένα της χείλη. Είχε τρομάξει για το τίποτε. Βέβαια, αυτό δεν σήμαινε ότι ο κίνδυνος δεν παραμόνευε. Μπήκε στο σαλόνι και κοίταξε έξω από την μπαλκονόπορτα. Πώς μπορείς να πολεμήσεις όταν δεν μπορείς να δεις τον εχθρό σου; Ακούμπησε το μέτωπο της στο παγωμένο τζάμι. Όλα της φαίνονταν βαριά και ασήκωτα. Η ματιά της έπεσε στο υπόστεγο, θυμήθηκε τον Τσανγκ Αν Λο, βγήκε από την μπαλκονόπορτα και πήγε προς τα εκεί. Ο παγωμένος αέρας της θέριζε τα πνευμόνια, αλλά της λαμπικάρισε

το μυαλό. Τρόμαξε που άκουσε κάτι. Ένα ποντίκι μασουλούσε μια ξύλινη τάβλα. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. και μετά; «Ξουτ!» του έκανε και αυτό εξαφανίστηκε στη στιγμή. Το λουκέτο ήταν κλειδωμένο, αλλά ο συρτής ήταν ξεχαρβαλωμένος γιατί οι βίδες είχαν πεταχτεί έξω. Παραλίγο να λιποθυμήσει. Άγγιξε την πόρτα. Το ξύλο ήταν ζεστό από τον ήλιο. Η αδρεναλίνη της χτύπησε κόκκινο. Την έσπρωξε. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Ούρλιαξε. Αίμα. Πολύ αίμα. Κόκκινο. Παντού. Στους τοίχους. Στο ταβάνι. Στο πάτωμα. Στο κλουβί και στα τσουβάλια. Λες και κάποιος είχε βάψει τα πάντα με αίμα. Η μπόχα του αίματος ανακατευόταν με τη μυρωδιά από τις ακαθαρσίες, αλλά η Λίντια δεν καταλάβαινε τίποτε. «Σουν Γιατ-σεν!» ούρλιαξε ξανά. Το κουνέλι ήταν ξαπλωμένο στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος και η κατάλευκη γούνα του ήταν πασαλειμμένη με αίμα. Ακόμη και τα μεγάλα κίτρινα δόντια του ήταν κόκκινα. Η Λίντια γονάτισε δίπλα του, αδιαφορώντας εντελώς για τη σχολική της ποδιά και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. «Σουν Γιατ-σεν.» ψιθύρισε και τον πήρε στην αγκαλιά της. Ήταν ακόμη ζεστός. Ζούσε ακόμη. Σχεδόν. Το ένα του πόδι τιναζόταν σπασμωδικά και ένα ανατριχιαστικό σκλήρισμα έβγαινε από το μισοπεθαμένο λαρύγγι του. Τ’ αυτιά του ήταν πετσοκομμένα και χωμένα στο στόμα του, και ο λαιμός του κομμένος. Του έβγαλε τα μαλακά μακριά αυτιά από το στόμα. Τον έσφιξε πάνω της. Τον κούνησε σαν να τον νανούριζε και του τραγούδησε με χαμηλή φωνή. Μέχρι που μ’ έναν τελευταίο σπασμό απόμεινε άψυχος. Τα ματωμένα του μάτια θάμπωσαν. Έσκυψε ακόμη περισσότερο κοντά του και οι λυγμοί συντάραξαν το κορμί της. Μια πνοή ανέμου πέρασε από πάνω της και όταν

έφυγε, πήρε μαζί της όλη της τη δυστυχία. Κι έπειτα έπεσε σκοτάδι παντού.

51 Ο Τσανγκ Αν Λο άνοιξε τα μάτια του. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το ένιωθε. Κάτι του έσφιγγε το στομάχι. Απόμεινε ακίνητος ν’ αφουγκράζεται. Οι στριγκλιάρικες φωνές των παιδιών που έπαιζαν στην αλάνα κάλυπταν όλους τους άλλους θορύβους και δεν θα μπορούσε ν’ ακούσει τους στρατιώτες όταν θα έρχονταν. Αθόρυβα, κατέβηκε από το κρεβάτι του. Πήρε κάτω από το μαξιλάρι του την μπούκλα από τα χάλκινα μαλλιά και κάτω από το στρώμα το μαχαίρι του. Πήγε και στάθηκε πίσω από την πόρτα. Η μυρωδιά του αίματος γέμιζε τα ρουθούνια του. Η Λι Μέι δεν ξαφνιάστηκε καθόλου. Τα αμυγδαλωτά της μάτια κοίταξαν το μαχαίρι που κράδαινε στο χέρι του μα το πρόσωπο της ήταν ήρεμο. «Τι τρέχει;» τον ρώτησε και ακούμπησε το δίσκο που κρατούσε πάνω σε μια κομψή σιφονιέρα στο χρώμα του μελιού. «Ένας παγωμένος άνεμος στη σκέψη μου». «Όλα είναι εντάξει. Ο Τίγιο Γουίλμπι είναι αξιόπιστος. Μπορείς να τον εμπιστεύεσαι». Ο Τσανγκ δεν μίλησε. Την παρακολουθούσε που έριχνε ζεστό νερό από ένα τσαγερό με χερούλι από μπαμπού σένα μπολ με αποξηραμένα βότανα. Παρατήρησε ότι φρόντιζε να το κάνει πάντα μπροστά του και εκείνος ήξερε ότι δεν έβαζε τίποτε άλλο μέσα. Ήθελε να είναι σίγουρος ότι δεν θα τον δηλητηριάσει. Τη σεβόταν για την κίνηση της αυτή. Τον φρόντιζε καλά, ψύχραιμα και ήρεμα, με παρατηρητικό βλέμμα, ωστόσο εκείνος λαχταρούσε το πάθος της Λίντιας όταν τον γιατροπόρευε, την αποφασιστικότητα της όταν τον έπαιρνε μέσα από τις αρπαγές των θεών και τον τρόπο που του άναβε φωτιά σε όλο του το

κορμί. Του έλειπε πολύ. «Κάποιο νέο;» τη ρώτησε απαλά. «Μου είπαν ότι εκατοντάδες τύποι με καπέλα που έχουν τον ήλιο του Κούομιντανγκ ψάχνουν τα καράβια στα λιμάνια». «Για την Ξένη Λάσπη;» «Ποιος ξέρει;» Του έτεινε το μπολ και εκείνος υποκλίθηκε για να την ευχαριστήσει. Τα μαλλιά της ανέδιδαν τη μυρωδιά της κανέλας. «Οι άνθρωποι λένε -αλλά τι ξέρουν κι αυτοί;- ότι οι κομμουνιστές έφυγαν κρυφά με καράβι από την Καντόνα και πήγαν στα στρατόπεδα του Μάο Τσετουνγκ. Χαλάει τον κόσμο σήμερα η φασαρία από τα όπλα». «Λι Μέι, Σ’ ευχαριστώ». Εκείνη υποκλίθηκε. «Τιμή μου, Τσανγκ Αν Λο». Καθώς έφευγε από το δωμάτιο, το μεταξωτό της σαντούνγκ θρόισε. Μυρωδιά από αίμα. Την ένιωθε αψιά στα ρουθούνια του. «Η Λίντια δεν ήρθε». «Όχι, Τσανγκ, σήμερα δεν ήρθε στο σχολείο». «Είναι φυσιολογικό;» «Ναι, ειδικά τώρα που είναι η χειρότερη περίοδος γιατί η γρίπη θερίζει σε όλα τα σχολεία». «Ναι, αλλά χτες ήταν καλά». «Μην τρώγεσαι με τα ρούχα σου. Είμαι σίγουρος ότι είναι καλά. Για να είμαι ειλικρινής, υποψιάζομαι ότι αυτός ο μασκαράς ο Άλφρεντ την κρατάει κλεισμένη στο σπίτι για να μην έρθει σ’ εσένα. Εδώ που τα λέμε, δεν πρέπει να τον κατηγορείς. Είναι πολύ μικρή ακόμη». «Δεν τον κατηγορώ. Εξάλλου τώρα αυτός είναι ο πατέρας της». «Ακριβώς». «Χρειάζεται προστασία».

«Μάλλον». «Αλλά όχι απ’ αυτόν». Το πόδι της Λίντιας πονούσε. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Άνοιξε τα μάτια της με δυσκολία και το σκοτάδι που αντίκρισαν ήταν εξίσου πυκνό με το σκοτάδι του μυαλού της. Τα έκλεισε, τα άνοιξε, τα έκλεισε ξανά. Τίποτε δεν άλλαζε. Κούνησε το μπράτσο της και ένιωσε τον αγκώνα της να σκοντάφτει σε κάτι σκληρό. Άγγιξε το γοφό της και το πόδι της. Ήταν γυμνή. Τουρτούριζε. Αυτό ήταν! Εφιάλτης. Ήταν ένας από εκείνους τους φοβερούς και τρομερούς εφιάλτες. Χωρίς ρούχα. Όλοι να την κοιτάζουν. Ο διάβολος λες και είχε μπει μέσα στο μυαλό της. Έκλεισε τα μάτια της και κύλησε στο απόλυτο τίποτε, λέγοντας ότι πολύ σύντομα θα ξυπνούσε στο κρεβάτι της. Της έκανε εντύπωση όμως το απόλυτο σκοτάδι.

52 «Ο πατέρας μου αυτοκτόνησε εξαιτίας του οπίου». Ο Τέο ξαφνιάστηκε, που άκουγε τον εαυτό του να το ξεστομίζει. Αυτό δεν το είχε πει σε κανέναν, ούτε καν στη Λι Μέι. Ένιωσε σαν να είχε βγάλει μόλις από μέσα του μια πέτρα που του πίεζε τα σωθικά εδώ και πολύ καιρό. Ο νεαρός Κινέζος ήταν γερμένος στο κρεβάτι. Δεν ήταν στα καλά του. Το αποστεωμένο πρόσωπο του ήταν γκρίζο, όμοιο με στάχτη, τα βαθουλωμένα μάτια του είχαν κύκλους. Τα πόδια του κρέμονταν εντελώς χαλαρά σαν να ταν μαριονέτες, αλλά οι κατάμαυρες ίριδες του ήταν γεμάτες σκοτεινά συναισθήματα. Ο Τέο δεν καταλάβαινε αν ήταν μίσος ή φόβος, αλλά είχε ένα προαίσθημα ότι ήταν μίσος. Όμως όλοι οι κομμουνιστές μισούσαν τους ξένους που ήταν στον τόπο τους. και ποιος θα τους κατηγορούσε άραγε γι’ αυτό; Ακόμη και ο Τέο δυσανασχετούσε που οι αντάρτες αγνοούσαν συστηματικά τα όποια πλεονεκτήματα είχαν φέρει μαζί τους οι Δυτικοί: τις βιομηχανίες, τον ηλεκτρισμό, τα τρένα, τις τράπεζες. Η Κίνα χρειαζόταν πιο πολύ τη Δύση απ ότι η Δύση την Κίνα. Όμως αυτό είχε κάποιο κόστος. Όταν μίλησε ο Κινέζος, ακούστηκε εκνευρισμένος. «Ξέρω ότι αυτό συμβαίνει εδώ, στην Κίνα. Ο θάνατος και το όπιο βαδίζουν στο ίδιο μονοπάτι. Όμως δεν περίμενα ότι συμβαίνει το ίδιο και στην Αγγλία». Ο Τέο μόρφασε. «Οι άνθρωποι είναι ίδιοι όπου και αν ζουν». «Πολλοί φανκί έχουν αντίθετη γνώμη». «Ναι, και ο πατέρας μου το ίδιο. Πίστευε με όλη του την ψυχή στην υπεροχή των Βρετανών και κυρίως στην οικογένεια του». «Τα λόγια σου κρύβουν λύπη. Ένας βωμός για τους προγόνους

αφιερωμένος σ’ αυτόν, στο σπίτι συ, θα τιμούσε το πνεύμα του». «Υπάρχει ένας για τον μεγαλύτερο αδελφό μου». Τα λόγια, τώρα που η πέτρα είχε βγει από μέσα του, κυλούσαν αβίαστα. Ένας βωμός; Γιατί όχι; Κάθε κινέζικο σπίτι είχε και από έναν για να μένουν ευχαριστημένα τα πνεύματα των προγόνων. Γιατί όχι και αυτός; Μόνο που δεν ήξερε για πόσον καιρό ακόμη θα είχε δικό του σπίτι. «Ήταν όμορφος ο αδελφός μου, ο Ρόναλντ. Δεν του έλειπε τίποτε. Με πτυχίο του Κέμπριτζ και μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του πατέρα μου». «Ο πατέρας σου ήταν ευτυχισμένος». «Δεν θα το λεγα. Ο μπαμπάς έδωσε όλη την οικογενειακή επιχείρηση σ’ αυτόν, αλλά όλα πήγανε κατά διαόλου. Ο αδελφός μου άρχισε να παίρνει όπιο για να κοιμάται τα βράδια και. Η γνωστή ιστορία. Οδήγησε την εταιρεία σε χρεοκοπία και για να καλύψει το χρέος, εξαπάτησε τους πελάτες. Έτσι λοιπόν.» Ο Τέο σώπασε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχαν βγει όλες αυτές οι μνήμες στην επιφάνεια. Νόμιζε ότι είχαν πεθάνει και ότι τις είχε θάψει. Γιατί τώρα; Γιατί σε αυτόν τον Κινέζο κομμουνιστή; Μήπως επειδή, όπως και ο πατέρας του πριν από αυτόν, έτσι και ο ίδιος και ο Τσανγκ Αν Λο έβλεπαν τις ελπίδες τους και τα σχέδια τους για το μέλλον να χάνονται; «Κι έτσι;» τον παρότρυνε ο Τσανγκ σιγανά. Ο Τέο πήρε ένα τσιγάρο αλλά δεν το άναψε, απλώς το έπαιζε στα μακριά του δάχτυλα. «Κι έτσι. ο πατέρας μου πήρε το τουφέκι του. Σκότωσε τον αδελφό μου. Στο γραφείο του. Έπειτα τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Ήταν. φοβερό. Το σκάνδαλο ήταν πολύ μεγάλο και η μητέρα μου πήρε δηλητήριο. Μετά τις κηδείες, ήρθα εδώ. Αυτό είν’ όλο και όλο. Δέκα χρόνια είμαι εδώ».

«Είναι τιμή για την Είίνα». «Είναι θέμα άποψης». «Είμαι σίγουρος ότι χυτή την άποψη έχει η πανέμορφη Λι Μέι». Ο Τέο πολύ θα ήθελε να τον πιστέψει. «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι, σε παρακαλώ;» είπε ο Τσανγκ. «Ασφαλώς». «Υπάρχει πρόβλημα να έχει σχέσεις ένας Ευρωπαίος με μια Κινέζα αριστοκράτισσα; Στον δικό σας κόσμο, εννοώ». «Α!» Ο Τέο ακούμπησε το χέρι του πάνω στον Κινέζο. Ξαφνικά ένιωσε μια πολύ έντονη συμπάθεια για τον νεαρό άντρα. «Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, ναι. Τα προβλήματα είναι πολύ μεγάλα». Ο Τσανγκ έκλεισε τα μάτια. Ο Τέο του χτύπησε ανάλαφρα τον ώμο. «Διάβολε, είναι πολύ σκληρή η αλήθεια».

53 Αυτή τη φορά ένιωσε ότι βρισκόταν μέσα σένα παγωμένο καβούκι. Το ψηλάφισε, το έγδαρε με τα νύχια της, αλλά αυτό δεν έλεγε να σπάσει. και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Το πάλεψε. Απόκαμε όμως. Τα όργανα του κορμιού της τα ένιωθε μέσα της, ένα προς ένα, να την εγκαταλείπουν. Πήγαιναν ν’ αποκοιμηθούν. Το κρύο έφταιγε. Το μισούσαν. Η αλήθεια είναι ότι και εκείνη ξύπνησε μόνο όταν ξαφνικά ένιωσε μια θέρμη ανάμεσα στα πόδια της. Άνοιξε τα μάτια της. Απόλυτο σκοτάδι. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί αλλά ακόμη και το μυαλό της νύσταζε, ήθελε και αυτό να κοιμηθεί. Μα από πού ερχόταν όλο αυτό το σκοτάδι; Προσπάθησε να κάνει μερικά μεμονωμένα πράγματα. Ένας πόνος στο πόδι της. Το κεφάλι της πονούσε και το μάγουλο της ακουμπούσε σε κάτι σκληρό. Το δέρμα της ήταν παγωμένο. Τα γόνατα της βρίσκονταν κάτω από το πιγούνι της. Προοδευτικά κατάλαβε ότι ήταν γυρισμένη στο πλευρό της και σε εμβρυακή στάση. Αποτόλμησε να τεντώσει το χέρι της μέσα στο απόλυτο σκοτάδι αλλά όχι πάρα πολύ επειδή γύρω της έπιανε παγωμένους μεταλλικούς τοίχους. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε στ’ αυτιά της. Πού βρισκόταν; Προσπάθησε ν’ ανακαθίσει. Τρεις φορές. και όταν τα κατάφερε τελικά, ένιωσε χειρότερα. και δεν έφταιγε το πονεμένο πόδι της που ήταν σαν να είχε φάει κλοτσιά. Ούτε το κεφάλι της που γύριζε σαν καλειδοσκόπιο, και μπροστά από τα μάτια της περνούσαν χρωματιστά φώτα. Όχι, έφταιγε ότι έναν πόντο πάνω από το κεφάλι της ήταν το ταβάνι - και είχε καταλάβει πού βρισκόταν: σένα κουτί. Σ’ ένα μεταλλικό κουτί. Μ’ έχουν σ’ ένα μεταλλικό κουτί. Τρεις μήνες, μπορεί και παραπάνω. Τα λόγια του Τσανγκ Αν Λο. Οι σπασμοί αναστάτωσαν το στομάχι της και έκανε εμετό, ένιωσε

μια ξινίλα σι ο λαιμό της. Ο εμετός της λέρωσε τα γόνατα και η αίσθηση του της θύμισε εκείνη την προηγούμενη θέρμη που είχε νιώσει ανάμεσα στα πόδια της. Τα δάχτυλα της έψαυσαν τη μεταλλική βάση από κάτω της. Ήταν μουσκεμένη. Είχε κατουρηθεί. Το μυαλό της ξαφνικά ξελαμπικάρισε. και ούρλιαξε. Πάλευε ν’ ανοίξει δρόμο μέσα από αράχνες. Κολλούσαν πάνω στους βολβούς των ματιών της και μάλιστα, μια με κόκκινο πιτσιλωτό σώμα και κίτρινες δαγκάνες χώθηκε μέσα στο ρουθούνι της. Άνοιξε τα μάτια της και αμέσως ευχήθηκε να ξαναγύριζε πίσω στον εφιάλτη της με την αράχνη. Γιατί αυτό εδώ ήταν χειρότερο και αληθινό. Με μεγάλη προσπάθεια κάθισε ανακούρκουδα και με τα χέρια της προσπάθησε να μετρήσει τις διαστάσεις του μικροσκοπικού κελιού της. Αρκετά μακρύ για να καθίσει αλλά χωρίς να τεντώσει τα πόδια της, και τόσο πλατύ όσο έφταναν οι αγκώνες της για ν’ ακουμπήσουν στους δύο τοίχους. Έναν πόντο απείχε το κεφάλι της από την οροφή όταν ήταν καθιστή. Ύστερα εξέτασε το κορμί της. Τα γόνατα της. Μύριζαν. Θυμήθηκε ότι είχε κάνει εμετό. Η μπόχα από τα μπαγιάτικα ούρα τρύπωσε βαθιά στα ρουθούνια της. Είχε ένα καρούμπαλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και άλλο ένα ψηλά στον αριστερό της μηρό, αρκετά μεγάλο, αλλά δεν είχε καμία πληγή. Κανένα σπασμένο κόκαλο. Ούτε της έλειπε κανένα δάχτυλο. Θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα. Πώς; Πώς θα μπορούσε να είναι χειρότερη αυτή η ποντικότρυπα; Πώς; Θα μπορούσε να είναι πεθαμένη. Το σκέφτηκε έτσι. Το κρύο δεν είχε αυξομειώσεις. Ούτε μαλάκωνε αλλά ούτε κι αγρίευε. Κάτι ήταν και αυτό. Ανησυχούσε για το συνεχές ψύχος. Τα αποθέματα της ενέργειας της λιγόστευαν. Ήταν ήδη

εξαντλημένη. Ή μήπως ήταν φόβος αυτό; Το μυαλό της ήταν άδειο. Βρισκόταν στη μέση ενός υπολογισμού, πόσον καιρό ήταν αιχμάλωτη στο σκοτάδι, όταν ξαφνικά το μυαλό της την εγκατέλειψε εντελώς. Αυτό την τρομοκράτησε τόσο πολύ όσο και τότε που συνειδητοποίησε ότι ήταν κλεισμένη στο κουτί. Εγκεφαλική βλάβη; Από την έκρηξη στο κεφάλι της. Σε παρακαλώ, όχι, όχι αυτό. Είχε ανάγκη από λίγη ζέστη και αγκάλιασε με τα χέρια της τα γόνατα της και τα έσφιξε δυνατά. Εισπνοή. Βαθιά. Κράτησε την χαι μέτρησε ως το δέκα. Εκπνοή. Αργά αργά και ήρεμα. Εισπνοή. Κράτησε. Μέτρησε. Εκπνοή. Έλεγχο. Κράτησε το Νόμιζε ότι οι σκέψεις έλεγχο. Συγκεντρώσου. της ήταν γυάλινες. Ότι αν τις άγγιζε έστω και ελάχιστα, θα γίνονταν θρύψαλα. Μα όταν ξεχνιόταν, ξεπετάγονταν από τις σκοτεινές γωνιές του μυαλού της. «Τσανγκ Αν Λο», μουρμούρισε και ξαφνιάστηκε από τον καθησυχαστικό τόνο που υπήρχε στη φωνή της, «πώς δεν τρελάθηκες;» Τρία πράγματα έπρεπε να «δουλέψει»: πρώτα απ’ όλα πρέπει να βρισκόταν μέσα στο Κουτί λιγότερο από μία μέρα. Γιατί είχε κάνει τσίσα μόνο μία φορά παρότι, βέβαια, δεν είχε πιει τίποτε. Μην το σκέφτεσαι καθόλου. Το στόμα της ήταν κατάξερο και την έγδερνε ο λαιμός της. Οι φωνές δεν την είχαν βοηθήσει καθόλου, εκτός του ότι ήταν εντελώς ανόητο αυτό που έκανε επειδή έχανε δυνάμεις. Τέλος πάντων. Επίσης προσπαθούσε να μη σκέφτεται τι θα γινόταν αν της ερχόταν όχι μόνο να… ουρήσει. Άρα είχαν περάσει σκάρτες είκοσι τέσσερις ώρες. Το δεύτερο που έπρεπε να «δουλέψει» ήταν ότι πρέπει να ήταν

κάτω από το έδαφος. Ίσως σε κάποιο κελάρι ή σε κάποια μυστική φυλακή. Η θερμοκρασία ήταν αυτή που την έκανε να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα επειδή δεν άλλαζε. Ένα συνεχές κρύο που δεν ζέσταινε τη μέρα αλλά ούτε χειροτέρευε τη νύχτα. Όχι βέβαια ότι καταλάβαινε μέσα στο Κουτί πότε ξημέρωνε και πότε βράδιαζε. Το απόλυτο σκοτάδι και κρύο. Κανένας θόρυβος. Αν ήταν θαμμένη πάνω από το έδαφος όλο και κάποιον ήχο θ’ άκουγε. Όχι αυτή τη νεκρική σιγή. Και τρίτον, από κάπου πρέπει να μπαίνει αέρας. Πρέπει. Αλλιώς, τώρα θα ήταν νεκρή. Τα δάχτυλα της άρχισαν να ψαχουλεύουν.

54 Περίεργος άνθρωπος. Ο Τσανγκ δεν μπορούσε να καταλάβει το διευθυντή του σχολείου. Δεν είχε τις τυπικές αντιδράσεις που θα έπρεπε να έχει ένας λόγιος επιστήμονας. Πότε ντυνόταν με δυτικά ρούχα και πότε με κινέζικα. Έτρωγε κινέζικα φαγητά, πλάγιαζε με μια Κινέζα, αλλά ο Τσανγκ τον είχε δει να πίνει στη λέσχη με τους φανχί φίλους του. Στη βιβλιοθήκη του είχε τα ποιήματα του Χαν-Σαν, από την άλλη όμως είχε τη μανία που έχουν οι Εγγλέζοι με τις γάτες. Δεν έκλινε περισσότερο προς καμιά συγκεκριμένη κατεύθυνση. Και αυτό τον έκανε επικίνδυνο. Και η ξένη Λάσπη, το όπιο, το οποίο μεταμόρφωνε το διευθυντή. Τα όνειρα του μ’ εκείνη μαζί έγιναν ακόμη πιο άγρια, πιο δυνατά. Βρίσκονταν μαζί σε μια σπηλιά, ψηλά στα βουνά, ενώ γύρω τους ούρλιαζαν οι λύκοι. Ο αγέρας δεν είχε πάψει στιγμή να μαστιγώνει τη σπηλιά. Παρόλο το θόρυβο και την καταιγίδα που μαινόταν, εκείνοι ήταν ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο με τα φλογάτα μαλλιά της να λιώνουν το χιόνι και να κάνουν τη θεοσκότεινη σπηλιά να λάμπει. Την έγδυσε και τα χέρια του ταξίδευαν σε ολάκερο το κορμί της, αλλά στο στήθος της είχε μια στρογγυλή ουλή, σημάδι από μαχαίρι, και όταν πήρε στα χέρια του το πρόσωπο της για να φιλήσει τα αγαπημένα της χείλη, εκείνη μεταμορφώθηκε σένα άσπρο κουνέλι με ροζ ματάκια. Ένα σύρμα ήταν δεμένο σφιχτά γύρω από το λαιμό του. «Τσανγκ Αν Λο.» Η Λι Μέι. «Πιες αυτό». Το ήπιε. «Δεν ήρθε;» «Όχι». Απόθεσε στο μέτωπο ένα δροσερό αρωματισμένο πανί και

του σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπο και το λαιμό. «Υπομονή. Θα έρθει αύριο. Η φλογάτη είναι ερωτευμένη μαζί σου». Έκλεισε τα μάτια του και στο νου του ήρθε η εικόνα της Λίντιας με το γελαστό πρόσωπο και τον ενθουσιασμό που καθρεφτιζόταν στα μάτια της όταν του περιέγραφε το σχέδιο της να γίνει μια ελεύθερη κομμουνίστρια. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά προσδοκώντας να ξυπνήσει τους θεούς. Την αγαπούσε. Την ήθελε πλάι του στον αγώνα του. Ήταν το κέντρο του είναι του, ήταν η ανάσα του, κομμάτι του μυαλού του. Το δέρμα του ήταν το δέρμα της. Η αγάπη, σαν λέξη, ήταν πολύ μικρή. Με τη σκέψη του έφτασε κοντά της, όμως το μόνο που βρήκε ήταν απόλυτο σκοτάδι και παγωνιά. Μια σκέψη του τάραξε το μυαλό. «Λι Μέι.» «Ναι;» «Πες, σε παρακαλώ, στο διευθυντή να έρθει εδώ». Η Λίντια ανακάλυψε τις τρύπες. Ήταν έξι. Στη μια γωνία, πάνω στο ταβάνι. Με το ζόρι χωρούσε το μικρό της δαχτυλάκι. Ένιωσε έκπληξη όταν τις βρήκε, ευχάριστη έκπληξη. Η αρρωστημένη ελπίδα έκανε το στομάχι της ν’ ανακατευτεί. Της ήρθε αναγούλα και προσπάθησε να μη σκέφτεται ότι αν κατόρθωνε να μετακινήσει λίγο το καπάκι μπορεί να τρύπωνε λίγο φως στο σκοτεινό κελί της. Φως. Το λαχταρούσε. Περισσότερο και από το νερό. Άθελα της πηγαινόφερνε το χέρι της ανάμεσα στο πρόσωπο της και τις τρύπες μα δεν άλλαζε τίποτε. Δεν μπορούσε να διακρίνει το παραμικρό, πέρα από το μαύρο σκοτάδι. Μήπως ήταν τυφλή; Μήπως το καρούμπαλο της είχε καταστρέψει την όραση; Έδιωξε τη σκέψη αυτή από το μυαλό της και βάλθηκε να προσπαθεί με το δαχτυλάκι της να μεγαλώσει έστω και λίγο τη

μία από τις τρύπες. Λιγάκι. Αν ήταν τυχερή έστω και μισό πόντο. Μπορεί να της έπαιρνε πολλή ώρα. Συνέχισε να σκαλίζει, αν και την πονούσε ήδη το δάχτυλο της και έκανε προσπάθειες να μην τρέφει ελπίδες. Γιατί την ήθελαν; Γιατί ήταν εδώ; Ποιοι ήταν; Τα Μαύρα Φίδια; Ο Πο Τσου; Οι Κούομιντανγκ; Πότε σκόπευαν να έρθουν; Τι σκόπευαν να της κάνουν; Ερωτήσεις; Πώς; Με μαχαίρια; Με λοστούς; Με πυρωμένα σίδερα; Ή με μαστίγωμα; Με βιασμό; Τσανγκ Αν Λο, αγαπημένε μου, δώσ’ μου δύναμη. Ξαφνικά ένιωσε ότι αυτή η τρύπα είχε αρχίσει να μεγαλώνει γιατί κατάλαβε ότι είχε χωρέσει μέσα το δάχτυλο της, αλλά τίποτε. Τίποτε δεν άλλαξε. Ούτε φως. Ούτε καν λίγο γκρίζο. Ούτε καν ελάχιστη υποψία του κόσμου εκεί έξω. Η απογοήτευση την τσάκισε και ξέσπασε σε αναφιλητά. Όχι. Όχι αυτό. Όχι κλάματα. Αυτό σήμαινε ότι έχανε πολύτιμα υγρά. Όχι. Ανάγκασε τον εαυτό της να σταματήσει, αλλά ένιωθε βάρος στους ώμους της. Την τρόμαξε που λίγες μίζερες τρύπες αέρα τη φόρτισαν συναισθηματικά τόσο πολύ. Αυτά έπρεπε να τα θεωρεί επιπόλαια πράγματα. Τι θα έκανε αργότερα όταν θα έρχονταν το: σοβαρά; Τα δύσκολα. Τα πραγματικά δύσκολα. Για να επιβιώσει, έπρεπε να έχει απόλυτο αυτοέλεγχο. Έχωσε τη μούρη της στη γωνία που ήταν οι τρύπες και ανάσανε βαθιά. Ο αέρας ήταν πιο δροσερός. Όχι κάτι σπουδαίο. Έγλειψε το μέταλλο γύρω από τις τρύπες. Ήταν βρόμικο, με κάτι υγρό και πηχτό. Υγρασία. και όμως έστω και αυτό το ελάχιστο έθεσε ξανά σε λειτουργία το μυαλό της. Για πρώτη φορά σκέφτηκε το ενδεχόμενο της διάσωσης. Μα τι ανοησία. Ασφαλώς και θ’ αντιλαμβάνονταν την απουσία της όταν θα έβλεπαν ότι δεν είχε

γυρίσει από το σχολείο της. Λοιπόν, μπορεί όχι αμέσως διότι θα υπέθεταν ότι θα είχε περάσει από το σπίτι της Πόλι, αλλά λίγο αργότερα. Το πολύ μέχρι το βράδυ. Μπορεί τώρα να βρίσκονταν ήδη στη μέση της νύχτας. Βέβαια εκείνη νόμιζε ότι ήταν στο Κουτί πολύ καιρό γιατί όλο της το κορμί ήταν μουδιασμένο και είχε συνέχεια κράμπες επειδή δεν μπορούσε να τεντώσει τα πόδια της. Άρα λοιπόν είχαν αρχίσει να ψάχνουν. Να ψάχνουν εκεί έξω με σκυλιά και πυρσούς. Για μια στιγμή έπαψε να κρυώνει και σήκωσε το κεφάλι της. Άνοιξε τα μάτια της. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και τη νεκρική σιγή δεν ένιωσε τίποτε, αλλά καταλάβαινε ότι έπρεπε να είναι σε εγρήγορση. Όταν θα έρχονταν. Μαμά. Μην το προσπεράσεις. Είναι πολύ σπουδαίο. Μαμά, είναι η ίδια μου η ζωή. Κάνε κάτι. Κάνε κάτι. Το χέρι της Βαλεντίνας έπεσε βαρύ στο μάγουλο του Τσανγκ Αν Λο. «Σιχαμένο γουρούνι! Πού είναι;» Ο Τέο προσπάθησε να επέμβει, αλλά εκείνη εξακολουθούσε να χαστουκίζει τον νεαρό. Πάλι και πάλι. «Τι της έχεις κάνει;» Χαστούκι. «Πού την έχουν πάει οι αληταράδες οι φίλοι σου;» Χαστούκι. «Μίλα, παραδόπιστο καθοίκι. Αν έχει πάθει κάτι, σου ορκίζομαι ότι θα...» Σήκωσε το χέρι της για να τον χαστουκίσει και πάλι, αλλά ο Τέο της το άρπαξε και την τράβηξε από τον Τσανγκ που στεκόταν στη μέση του δωματίου. «Φτάνει, κυρία Πάρκερ. Αυτό που κάνετε δεν βοηθάει καθόλου».

Εκείνη έβρισε χυδαία στα ρώσικα και ο Τέο ήταν σίγουρος ότι θα του την άστραφτε και εκείνου, αλλά τελικά τράβηξε το χέρι της και κοίταξε και τους τρεις άντρες σαν να ήθελε να τους δαγκώσει. «Βρες την!» ούρλιαξε. Το πρόσωπο της ήταν ξαναμμένο από το θυμό και τα χέρια της χώνονταν κάθε τόσο στο αναμαλλιασμένο κεφάλι της. «Άκουσε με, κομμουνιστή. Θα φύγεις από δω μέσα και θα πας να τη φέρεις. Γιατί αλλιώς, αν δεν το κάνεις, θα πάω κατευθείαν στην αστυνομία και θα σε κρεμάσουν.» «Αφήστε τον να μιλήσει», είπε κοφτά ο Τέο. «Άλφρεντ, για όνομα του Θεού, άνθρωπε μου, πες της να πάψει. Έχει πάθει υστερία η γυναίκα. Δεν την απήγαγε ο Τσανγκ Αν Λο. Δεν έχει βγει από το σπίτι και, τέλος πάντων, κοιτάξτε τον». Ο Κινέζος έτρεμε, δεν τον κρατούσαν τα πόδια του. Το πρόσωπο του ήταν γκρίζο, εκτός από το κόκκινο αποτύπωμα που είχε απομείνει στο μάγουλο του από το χέρι της Βαλεντίνας. «Είναι έτοιμος να καταρρεύσει». «Όχι», διαφώνησε ο Τσανγκ. «Έχει δίκιο η κυρία Πάρκερ». «Τι;» «Εννοώ ότι η έρευνα πρέπει ν’ αρχίσει αμέσως». Η φωνή του δεν ήταν σταθερή και ο Τέο δεν ήξερε αν έφταιγε ο πυρετός και η επίθεση της Βαλεντίνας ή η εξαφάνιση της Λίντιας. Έτσι και αλλιώς, είχε τα χάλια του. «Να φωνάξουμε την αστυνομία», είπε αυστηρά ο Άλφρεντ. Μέχρι τώρα στεκόταν σιωπηλός, κοντά στην πόρτα. «Εκείνοι ξέρουν πώς να το χειριστούν. Ξέρουν από απαγωγές. Θα τη βρουν και θα πιάσουν τους ενόχους. Αν πρόκειται για απαγωγή βεβαίας. Καλή μου, ας μην πανικοβαλλόμαστε από τώρα. Μπορεί να έχει πάει να βρει κανένα ζωάκι και να μη σου το είπε. Ξέρεις ότι κάτι τέτοια τα συνηθίζει». «Θεέ και Κύριε! Μη μιλάς σαν χαζός!» Γύρισε στον Τσανγκ. «Λέγε, κομμουνιστή, τι συμβαίνει;»

«Δεν ξέρω, αλλά υποψιάζομαι». «Τι υποψιάζεσαι;» «Ότι την έχουν τα Μαύρα Φίδια». «Τι διάολο είναι αυτά;» «Είναι μια μυστική τονχκ», της εξήγησε ο Τέο. «Ναι, μα γιατί να την πάρουν, Τσανγκ;» Ο Τσανγκ δεν έχασε χρόνο για εξηγήσεις. Φορούσε ήδη τις μπότες του. «Έχετε δίκιο, κυρία Πάρκερ. Θα ψάξω να τη βρω». «Ήρεμα, φίλε», του είπε ο Τέο. «Δεν είσαι σε θέση να τρέχεις στους δρόμους». Ο Τσανγκ άρπαξε θυμωμένος το χονδρό του πανωφόρι που κρεμόταν πίσω από την πόρτα. «Και η θέση της Λίντιας;» «Η αστυνομία.» άρχισε να λέει ο Άλφρεντ. «Αν καλέσετε την αστυνομία», είπε ο Τσανγκ κοιτάζοντας μόνο τη Βαλεντίνα, «μπορεί ν’ αποβεί μοιραίο για εκείνη. Θα πρέπει να τους πείτε ότι ήμουν εδώ και έτσι ο διευθυντής θα καταλήξει στη φυλακή. Είναι ενάντια στους νόμους σας να υποθάλπετε έναν καταζητούμενο». Ο Άλφρεντ κινήθηκε προς το μέρος του. «Για να σου πω, νεαρέ μου, αυτό δεν είναι.» Η Βαλεντίνα σήκωσε το χέρι της για να σωπάσουν. «Κύριε Γουίλαμπι, αδιαφορώ αν θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου στη φυλακή. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να επιστρέψει η κόρη μου. Κομμουνιστή, βρες την». Ο Τέο δεν παρεξηγήθηκε. Η αγάπη ποτέ δεν συμβάδιζε με τη λογική. Διότι, αν συμβάδιζε, εκείνος δεν θα βρισκόταν με τη Λι Μέι. και όσο άντεχε ο Τσανγκ, οι δικές του μέθοδοι σίγουρα θα ήταν πιο αποτελεσματικές από αυτές της αστυνομίας.

«Ναι, αλλά θα πρέπει πρώτα να τον ανακρίνει η αστυνομία», είπε ήρεμα ο Άλφρεντ, «να μάθει πώς…» «Είναι χάσιμο χρόνου, Άλφρεντ», τον έκοψε ο Τέο κι ακούμπησε το φίλο του στον ώμο. Ο Τσανγκ άνοιξε την πόρτα. «Στην ευχή του Θεού!» μουρμούρισε ο Άλφρεντ. Ο Τέο είχε άλλη άποψη. Εμπιστευόταν περισσότερο το μαχαίρι που έκρυβε στο μανίκι του ο Τσανγκ.

55 Η Λίντια περίμενε. Στο σκοτάδι. Με τις αισθήσεις της σε εγρήγορση. Ήξερε ότι τελικά θα έρχονταν όταν θα ήταν σίγουροι πως ήταν εντελώς εξαντλημένη και αδύναμη, και τότε θ’ άρχιζε η διασκέδαση τους - αυτή τη λέξη είχε χρησιμοποιήσει ο Τσανγκ Αν Λο γι’ αυτή την περίπτωση. Η σκέψη και μόνο έκανε τα κόκαλα της να την πονάνε. Η μοναδική άμυνα της ήταν το μυαλό της και βάλθηκε να το βάλει να δουλέψει. Να το προετοιμάσει. Για τις ερωτήσεις. Για τον πόνο. Για το πόσο θα μπορούσε ν’ αντέξει. Τη γύμνια. Το κρύο. Ακόμη και το απόλυτο σκοτάδι μέσα στο Κουτί. Λίγες μόλις ώρες νωρίτερα, όλα φάνταζαν τόσο σπουδαία, τόσο σταθερά, αλλά τώρα όλα αυτά τα έβλεπε σένα ξεχωριστό κομμάτι του μυαλού της. Τώρα όλα την ξεπερνούσαν. Ήταν θέμα αυτοσυγκέντρωσης. Έφερε στο μυαλό της διάφορες σκηνές. Λεπτό προς λεπτό. Καλές σκηνές. Σκηνές όταν ήταν μικρούλα μαζί με τη μητέρα της. Χαρούμενες στιγμές που το γέλιο ακουγόταν παντού. Στιγμές από τα ρώσικα παραμύθια που της έλεγε η μαμά της προτού κοιμηθεί ή όταν με πολλή περηφάνια έπαιζε με το αριστερό της χεράκι στο πιάνο τον «Χορό των Μικρών Κύκνων» και τη συνόδευε η μαμά της παίζοντας με το δεξί της χέρι. Στιγμές από το κολύμπι στο ποτάμι μια μέρα του μεσοκαλόκαιρου και τις βουτιές ψάχνοντας για κοχύλια να τα πάει στο σπίτι. Χιονοπόλεμο με την Πόλι στην αυλή του σχολείου τους. Γιατί την είχε προδώσει άραγε η Πόλι; Η Λίντια την είχε ικετέψει, είχε εκλιπαρήσει για τη σιωπή της. Ακόμη κι αν πίστευε η Πόλι ότι θα βοηθούσε τη Λίντια λέγοντας το στον πατέρα της, ποιο ήταν τώρα το αποτέλεσμα; Τι χρησιμεύουν οι καλές προθέσεις μέσα σένα μεταλλικό Κουτί; Πιέστηκε να μη θυμάται την Πόλι. Τώρα

είχε ανάγκη μόνο από τις καλές αναμνήσεις. Τον Ορμίσκο της Σαύρας. Το άγγιγμα της πάνω στο ζεστό κορμί του Τσανγκ Αν Λο. Τη μυρωδιά των μαλλιών του. Το ερεθισμένο μόριο του στο χέρι της. Μέσα της. Οι καλές αναμνήσεις σε βοηθούν ν αποκτήσεις δύναμη. Μπορούσε να επιβιώσει. Μπορούσε. Ήθελε. Ο θόρυβος αντήχησε σαν πυροβολισμός. Τ’ αυτιά της, συνηθισμένα στην απόλυτη ησυχία, παρερμήνευσαν τον ήχο. Έκανε προσπάθεια για να καταγράψει στο μυαλό της ότι ο ήχος που άκουγε ήταν κάποιος συρτής που ξεμαντάλωνε. Κάποια πόρτα ξεκλείδωνε. Συρσίματα από βήματα πάνω στο ξύλο. Σκαλοπάτια; Κάποιος ερχόταν καταπάνω της. Είχε προετοιμαστεί γι’ αυτό, το είχε προβάρει χιλιάδες φορές στο μυαλό της και είχε καταλήξει ότι έπρεπε να ελέγξει τον πανικό της. Συγκεντρώσου. Ανάσαινε. Η καρδιά της ήταν έτοιμη να σπάσει. Ο τρόμος την τσάκισε. «Ναι;» φώναξε. Μια χαρακτηριστική στριγκή κινέζικη φωνή της απάντησε και ένα χτύπημα ακούστηκε έξω από το Κουτί, ο ήχος μιας παλάμης που χτυπάει το μέταλλο. Το βούλωσε αμέσως. Το καλύτερο όμως ήταν το φως. Συγκεντρώθηκε στις πολύ μικρές φωτεινές δέσμες που χώρεσαν μέσα από τις τρύπες. Ήταν ελάχιστα μικρές, μηδαμινές. Μπορεί να ήταν κερί; Λάμπα πετρελαίου; Τι σημασία είχε; Ήταν φως. Ζωή. Μπορούσε να δει τα γόνατα της, να δει το χτύπημα στο πόδι της, να δει τα μαλλιά της. Τα μάτια της αλληθώρισαν μετά το απόλυτο σκοτάδι που ήταν συνηθισμένα, αλλά δεν την ένοιαζε - εκείνη

ήθελε και άλλο φως. Περισσότερο φως. Περισσότερη ζωή. Κάτι σαν γδάρσιμο και μετά σύρσιμο στο πάτωμα. Έμεινε ακίνητη, αφουγκράστηκε. Τρίξιμο μετάλλου, μετά ένα φως και ξαφνικά άρχισε να τρέχει νερό από τις τρύπες. Το σοκ ήταν τρομερό. Πολύ γρήγορα έβαλε το πρόσωπο της από κάτω και άνοιξε το στόμα της. Η χαρά της ήταν πολύ μεγάλη και βάλθηκε να πίνει άπληστα κι επιπόλαια, αφού μετά κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη γεύση. Μεγάλο λάθος της. Σκουπίδια και βρομιές. Νερό γεμάτο χώμα. Το έφτυσε. Ένιωσε στο στόμα της τη γεύση του γράσου και της χολής. Σκούπισε τη γλώσσα της με τον καρπό της. Το νερό εξακολουθούσε να τρέχει. Παραμέρισε το ότι είχε απαίσια γεύση. «Ε, εσύ», φώναξε, «σταμάτα. Όχι άλλο νερό». Ακούστηκε ένα αντρικό γέλιο και άλλη μια κλοτσιά στο Κουτί. «Σε παρακαλώ. Όχι άλλο νερό. Τσινγκ. Σε παρακαλώ». Η ροή του νερού αυξήθηκε. Ήταν ήδη πολύ, και τα δόντια της κροτάλιζαν τόσο πολύ που πονούσε. «Σταμάτα!» έβαλε μια φωνή, που έμοιαζε περισσότερο με άναρθρη κραυγή. Συγκεντρώσου. Ανάσαινε. Ανάσαινε βαθιά. Γέμιζε τα πνευμόνια, σου. Το νερό εξακολουθούσε να τρέχει. Είχε φτάσει ήδη στη μέση της. Χτύπησε το ταβάνι. «Σε παρακαλώ. Τσινγχ. Σε παρακαλώ». Το γέλιο ακούστηκε πιο δυνατό. Με κακεντρέχεια. Τα πράγματα ήταν άσχημα. Σκόπευαν να την πνίξουν. Το αίμα στις φλέβες της χτυπούσε τόσο δυνατά που την ξεκούφαινε. Γιατί να την πνίξουν; Γιατί; Δεν μπορούσε να

καταλάβει. Για να δώσουν ένα μάθημα στον Τσανγκ Αν Λο. Αγάπη μου. Αγάπη μου. Το νερό έφτασε στο στήθος της, στο λαιμό της, και ήταν πάρα πολύ παγωμένο. Ένιωσε το κορμί της να παραλύει. Προσπάθησε να κουνηθεί, και όταν τα κατάφερε, με πολύ κόπο, κάθισε ανακούρκουδα, πίεσε το πρόσωπο της πάνω στο μέταλλο και άρχισε να παίρνει όσο πιο βαθιές εισπνοές μπορούσε. Ένα ξαφνικό και ανεξέλεγκτο κύμα θυμού την κυρίευσε, με αποτέλεσμα να πάψει ν’ ανασαίνει και ν’ αρχίσει να χτυπάει με μανία το κεφάλι της στη μεταλλική οροφή. «Κάθαρμα, διαβολόσπερμα. Δεν θέλω να πεθάνω, δεν θέλω, δεν...» Στο στόμα της μπήκε νερό. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την κράτησε. Έκλεισε τα μάτια της. Το νερό μπήκε στη μύτη της, σαν πυκνό χιόνι. Οι σπασμοί ξεκίνησαν από τα πόδια της και ανέβηκαν μέχρι επάνω. Έφερε στο μυαλό της τον χαμογελαστό Τσανγκ Αν Λο που την περίμενε και φίλησε τα ζεστά του χείλη. Το Κουτί ξεχείλισε. Ο Τσανγκ μπήκε στον κήπο και κάθισε ανακούρκουδα. Πλησίασε στο υπόστεγο. Με κάποιον περίεργο τρόπο είχε έρθει πιο κοντά της. Από την αυγή αυτό που είχε απομείνει στον ουρανό ήταν μια αχνή ρόδινη γραμμή, αλλά ήδη μια τσίχλα σκαρφαλωμένη σε μια κίτρινη ιτιά είχε αρχίσει το τραγούδι της. Μια γάτα φανκί, μια πολύχρωμη σκιά μες στο σκοτάδι, σουλατσάριζε στο γρασίδι και η παχιά γούνα της ανέμιζε στον παγωμένο αγέρα που ερχόταν από τα δυτικά βουνά. Το υπόστεγο. Ο Τσανγκ είχε ήδη μπει μέσα, είχε δει το αίμα και είχε ακουμπήσει το χέρι του στο άδειο κλουβί του κουνελιού. Είχε δώσει υπόσχεση στον Τσου Τζονγκ, το θεό της φωτιάς και της

εκδίκησης, να του προσφέρει τάματα και να προσεύχεται για το αίμα του κουνελιού. Όχι της Λίντιας. Όλη τη νύχτα έψαχνε. Δύο φορές είχε χρησιμοποιήσει το μαχαίρι του γιατί δύο φορές του είχαν επιτεθεί δολοφόνοι πληρωμένοι από τον Πο Τσου. Ο πυρετός είχε μειώσει τα αντανακλαστικά του, αλλά όχι τόσο πολύ. Το στριφογυριστό χτύπημα με τις φτέρνες είχε καταστρέψει ένα νεφρό, το χτύπημα της τίγρης είχε βρει τον άλλο στο λαιμό και μια μαχαιριά στα πλευρά για σιγουριά. Πριν πάνε όμως να ενωθούν με τους προγόνους τους, ο Τσανγκ έκανε ερωτήσεις. Πού βρισκόταν τώρα ο Πο Τσου; Το αρχηγείο τους; Το κρησφύγετο τους; Κάποιος έδωσε απαντήσεις και ο Τσανγκ ακολούθησε το μονοπάτι, αλλά τον οδήγησε σένα μαύρο αδιέξοδο όπου μόνο ο θάνατος παραμόνευε. Ο Πο Τσου ήταν προσεκτικός. Μετακινούνταν συνέχεια, ποτέ δεν έμενε για πολύ σ ένα μέρος, πήγαινε από δω και από κει μες στη νύχτα, σαν τη νυχτερίδα που είναι μονίμως σε εγρήγορση. Ο Τσανγκ δεν μπορούσε να τον εντοπίσει. «Πο Τσου, ορκίζομαι στους θεούς ότι θα σε κυνηγήσω κι όταν σε βρω, θα σου δώσω να φας τα ματωμένα σωθικά σου, αν πειράξεις έστω και μια τρίχα από την αλεπουδίτσα μου». Ούρλιαξε, μες στους θεοσκότεινους δρόμους της παλιάς πόλης, όπου κάμποσα μάτια γεμάτα επιφύλαξη παρακολουθούσαν κρυμμένα πίσω από τις πόρτες, αλλά λίγα από αυτά θα τολμούσαν να καταδείξουν ποιον είδαν. και αυτός και η κοφτερή λεπίδα του μαχαιριού του μύριζαν αίμα κι εκείνοι το οσμίζονταν. Ο Τσανγκ περίμενε να ξημερώσει. Ένιωθε το αίμα του να κυλάει στις φλέβες του κι ήξερε πολύ καλά ότι ήταν ο αγγελιαφόρος του θανάτου και αυτός, ο θάνατος, τον ακολουθούσε κατά πόδας, αλαφροπατώντας πλάι του, ένιωθε την παγερή του ανάσα στο

σβέρκο του, πρώτα για τον Ταν Γουά και μετά για τη Λίντια. Και εκείνος, ο Τσανγκ, ήξερε ότι η Λίντια θα πέθαινε. Ακόμη και αν ο Πο Τσου τη χρησιμοποιούσε σαν δόλωμα για να τον ξαναπιάσει, ο σατανικός γιος του Φενγκ Του Χονγκ πολύ θα το ευχαριστιόταν να τη σκοτώσει. και όταν θα τέλειωνε θα της έκοβε το λαιμό για να τιμωρήσει τον Τσανγκ για τη ζημιά στο πρόσωπο του. Αν, έστω και ένας, βρισκόταν να του πει ότι ο Πο Τσου θα την ελευθέρωνε με αντάλλαγμα τον ίδιο, θα ήταν κιόλας εκεί, στα γόνατα πεσμένος και με το μαχαίρι του στο χώμα. Όχι, ο Πο Τσου θα τους σκότωνε και τους δυο. Αφού θα διασκέδαζε πρώτα μαζί τους. Ο Τσανγκ ξερίζωσε μια χούφτα παγωμένο γρασίδι από κάτω και την έβαλε στο στόμα του για να εμποδίσει την κραυγή του πόνου που του γράπωνε την καρδιά. Όταν αγαπάς κάποιον, η καρδιά σου γίνεται χίλια κομμάτια. Γίνεται τόσο ευάλωτη που τα κοράκια έρχονται και σου την αποτελειώνουν με τα γαμψά τους ράμφη. Έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια. Οι επίδεσμοι είχαν διαλυθεί. Η αγάπη σε κάνει να νιώθεις ασφάλεια, σαν το γατάκι που κοιμάται ανάσκελα και η τρυφερή του κοιλίτσα είναι εκτεθειμένη στους γύρω. Έτσι ένιωθε και εκείνος. Τόσο αδύναμος. Πώς θα μπορούσε να πολεμήσει όταν ήθελε μονάχα να την προστατεύσει; Όχι την Κίνα. Μονάχα εκείνη. Δάγκωσε το μέρος που κάποτε βρισκόταν το μικρό του δάχτυλο για να νιώσει τον πόνο και να του εντυπωθεί στο μυαλό, αλλά και πάλι ένιωθε να πνίγεται. Υπενθύμισε στον εαυτό του το δόγμα του Μάο Τσε-τουνγκ που πρέσβευε ότι οι ανάγκες του Ενός πρέπει να συμπιέζονται για το καλό Όλων. Μέσα στο μυαλό του το ήξερε ότι έτσι έπρεπε να γίνει, ωστόσο τώρα ήταν κολλημένος αλλού. Αυτός ήταν μαχητής ενός ισχυρού κομμουνιστικού στρατού με οξύ πνεύμα.

Αυτή ήταν μια κοπέλα. Μια φανκί κοπέλα. Υπήρχε μόνο ένας τρόπος όμως για να τη βρει. Να τη σώσει. Αν και ήταν σίγουρος ότι θα πέθαινε. Μα είναι δυνατό να είναι τόσο εγωιστής; Να δώσει τη ζωή του για το κορίτσι που αγαπούσε αντί για τη λατρεμένη του χώρα; Λίντια, πες τους αυτά που θέλουν ν’ ακούσουν. Μην τους εξαγριώνεις. Έφτυσε το γρασίδι. Στάθηκε στα πόδια του και έπειτα χάθηκε μέσα στο γκρίζο πρωινό.

56 Την ιστορία με το νερό την επανέλαβαν άλλες δύο φορές. Κάθε φορά με μεγαλύτερη ένταση. Τα πνευμόνια της έκαιγαν. Αναγούλιαζε συνέχεια από τη βρόμα. Τα μάτια της ήταν θολωμένα. Ήθελε να πεθάνει, αν και κάθε φορά πάλευε σαν λυσσασμένο σκυλί για τη ζωή της. Ο άντρας με το εκδικητικό γέλιο το απολάμβανε ιδιαίτερα. Έριχνε κλοτσιές στο Κουτί και κουβέντιαζε στα κινέζικα. και μόνο όταν εκείνη ένιωσε ότι αυτή τη φορά θα πνιγόταν, όταν νόμιζε ότι το μαύρο τούνελ μες στο κεφάλι της είχες γεμίσει λάμψεις και όταν τα πνευμόνια της την έκαιγαν σαν να είχαν πάρει φωτιά, τότε εκείνος τράβηξε μια τάπα που υπήρχε στο κάτω μέρος και άδειασε το Κουτί. Κι εκείνη, μισοπεθαμένη, απόμεινε κουλουριασμένη στο πάτωμα. Πονούσε παντού. Κι όταν το έντερο της χαλάρωσε, ούτε που το κατάλαβε. Δεν είχε αίσθηση του χρόνου. Μερικές φορές τσιμπούσε τα μαγουλά της για να βεβαιωθεί ότι ήταν ακόμη ζωντανή. Ήταν ακόμη η Λίντια Ιβάνοβα. Ακόμη και γι’ αυτό είχε αρχίσει ν’ αμφιβάλλει. Όταν τράβηξαν το συρτή, άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι. Βήματα κατέβαιναν τα σκαλοπάτια. Με τεράστια προσπάθεια προσπάθησε να πάρει αέρα, για να μπει όσο το δυνατόν πιο βαθιά, να γεμίσει ακόμη και τη μικρότερη υποδοχή μέσα της. Έπρεπε να έχει αποθέματα αέρα. Πριν έρθει το νερό. Το δέρμα της το ένιωθε μουδιασμένο από το κρύο. Ήταν πανικόβλητη. και ετοιμάστηκε. Κι όμως, αυτή τη φορά δεν άκουσε να σέρνουν το λάστιχο. Αυτή τη φορά ακούστηκε κάτι σαν γδάρσιμο στον πάτο του Κουτιού και το αδύναμο φως έγινε λίγο πιο έντονο.

Και τώρα; Συγκεντρώσου. Ανάσανε. Μην κλάψεις. Και ξαφνικά ο κόσμος άλλαξε. Η οροφή άνοιξε. Ένα χέρι τη γράπωσε από τα μαλλιά, τόσο δυνατά σαν να ήθελε να της τα ξεριζώσει, και την ανάγκασε να σταθεί στα πόδια της. Το κορμί της ήταν εντελώς άκαμπτο και ένιωσε ένα σφύριγμα στ’ αυτί της. Απόμεινε να κοιτάζει ένα σκουρόχρωμο Κινέζο με σουβλερό πρόσωπο και μαύρα μάτια, σχεδόν κολλημένα το ένα με το άλλο. Τα δόντια του ήταν κόκκινα και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι ήταν αίμα, ότι εκείνος έτρωγε κάποιο ζωντανό πλάσμα και ύστερα κατάλαβε ότι μασούσε κάτι σκούρους κόκκινους σπόρους που είχε στο ελεύθερο χέρι του. «Γκούο λάι! Γχι νου!» Την τράβηξε απότομα έξω από το Κουτί και εκείνη κοίταξε γύρω της, με τα μάτια θολωμένα από το φως. Είχε δίκιο τελικά. Κελάρι ήταν. Δυο ποντίκια σε μια γωνιά την κοίταξαν επίμονα, κουνώντας τα μουστάκια τους. Το Κουτί ήταν ένας μεταλλικός κύβος πάνω σε ξύλινες τάβλες από όπου στράγγιζε, με μια μικρή ανεμόσκαλα στερεωμένη στη μία πλευρά. Δεν τα κατάφερε να κατέβει την ανεμόσκαλα κι έπεσε κάτω. Τα πόδια της παραήταν μουδιασμένα για να την υπακούσουν. Μην κλάψεις. Μην παρακαλέσεις. Φτύστον κατάμουτρα. Δεν έκλαψε. Δεν παρακάλεσε. Δεν τον έφτυσε κατάμουτρα. Ο δεσμοφύλακας της της έδεσε τα χέρια σε κάτι ξύλα, της πέρασε ένα σχοινί στο λαιμό και μετά την έσυρε σαν το σκυλί μέσα από ένα σκοτεινό διάδρομο με πέτρινους τοίχους που έμοιαζαν με πέρασμα ανάμεσα σε δυο κτίρια. Ανέβηκε σκαλοπάτια. Πέντε. Να προσπαθούσε άραγε να το σκάσει; Εδώ; Έκανε πολύ μεγάλο κόπο για να περπατήσει. Σκόνταφτε ή δίσταζε να περπατήσει και τότε το σκοινί σφιγγόταν τόσο πολύ στο λαιμό της που καταλάβαινε ότι

επρόκειτο για έναν πολύ δυνατό άντρα και επομένως, έτσι όπως ήταν ερείπιο, καλύτερα να μην προσπαθούσε να το σκάσει. Όχι. Όχι ακόμη. Ο άντρας με το σουβλερό πρόσωπο άνοιξε μια πόρτα. Ζέστη. Αυτό ήταν το πρώτο που ένιωσε. Την πλημμύρισε από πάνω μέχρι κάτω σαν χρυσαφένιο μετάξι που ζέσταινε τα παγωμένα της κόκαλα. Από τη χαρά της, της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Προς στιγμήν, ένιωσε ευγνωμοσύνη για το δεσμοφύλακα της που της έκανε αυτό το δώρο, αλλά ένα κομμάτι του μυαλού της της έλεγε ότι αν το έκανε θα ήταν εντελώς τρελή. Τους μισούσε. Τους μισούσε. Και έπειτα ακούστηκε ο θόρυβος. Τόσο πολύς θόρυβος μέσα στο δωμάτιο που ένιωσε το κεφάλι της να γυρίζει. Πολύς θόρυβος. Δυνατά γέλια, που τρύπωσαν στο πονεμένο κι άδειο κεφάλι της, μαζί με τα φώτα που τη στράβωσαν. Παρ όλα αυτά, κατάφερε να δει σε τι χώρο βρισκόταν. Ένα μεγάλο ψηλοτάβανο δωμάτιο, με γλυπτά που την περιεργάζονταν, κόκκινα πλακάκια κάτω από τα γυμνά της πόδια, μικρά αμπαρωμένα παράθυρα. Οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με ξύλο. Το δωμάτιο γεμάτο με κινέζικες φάτσες. Τη γιουχάισαν. Την έδειχναν με το δάχτυλο. Την έφτυναν. Μαύρες φιγούρες παντού. Τόσο πολλή μαυρίλα. Τόσο πολύς θάνατος. Το γεγονός ότι φορούσε μόνο ένα ζευγάρι αυτοσχέδιες χειροπέδες και ένα σκοινί στο λαιμό, δεν της προκαλούσε κανένα άγχος. Το είχε ξεπεράσει αυτό. Όσο θα την ένοιαζε η γύμνια της μπροστά σένα κοπάδι αγριόσκυλα άλλο τόσο την ένοιαζε και τώρα. Μια γροθιά προσγειώθηκε ξαφνικά στο πρόσωπο της. Έσκυψε για να την αποφύγει. Στόματα μεγάλα σαν πηγάδια της γελούσαν κατάμουτρα, αλλά ο άντρας που προσπάθησε να τη χτυπήσει δεν τους μιμήθηκε. Σίγουρα γυμνασμένος, είχε πλατύ στέρνο, χοντροκομμένο πρόσωπο και απαλό λιπαρό δέρμα. Ποτέ

της δεν μπορούσε να καταλάβει την ηλικία των Κινέζων, αλλά αυτός της φάνηκε γύρω στα τριάντα και μ’ έναν αέρα εξουσίας. Είχε ψηλό μέτωπο και νευρικά χείλη. Παραδόξως φορούσε ένα πολύ καλό μαύρο δυτικό κοστούμι. Η Λίντια αναθάρρησε. Στεκόταν μπροστά της και την καταριόταν στα κινέζικα. «Παλιοβρόμα, θα τρως τα σκατά σου χωρίς δάχτυλα». Η αγγλική μετάφραση την τρόμαξε. «Θα τα χάσεις τα δάχτυλα σου. και τα μάτια σου. και τα λευκά τα στήθη σου. Μ αυτά θα ταΐσω τα ποντίκια στο κελάρι». Κι όμως, δεν τη φόβισε ο άντρας όσο ένα αγόρι, το πολύ δεκαπέντε χρόνων, με ακατάστατα μαλλιά και νευρικά μάτια που μετέφραζε χωρίς το παραμικρό συναίσθημα στο λόγο του. Στεκόταν πίσω από τον ώμο του μεγαλόσωμου άντρα που την καταριόταν και κατάλαβε με το νερουλιασμένο μυαλό της ότι το αγόρι ήταν απλώς ο διερμηνέας, επαναλάμβανε τα λόγια του αφέντη του. Ξανακοίταξε τον αφέντη του και ξαφνικά τον θυμήθηκε. Τον αναγνώρισε. Από την κηδεία του Κινέζου, που είχε πάει με τον Τσανγκ. Ήταν αυτός στα λευκά που είχε πέσει πίσω από το φέρετρο. Ο αδελφός του Γιουεσένγκ, ο γιος του Φενγκ Του Χονγκ: ο Πο Τσου αυτοπροσώπως. Τον έφτυσε έφτυσε αυτόν που είχε βασανίσει τον Τσανγκ Αν Λο. Εκείνος τη χτύπησε πολύ άγρια και βρυχήθηκε. «Μ ει σι χούε χούι βουν». «Εσύ μάθεις να σέβεσαι», μετέφρασε το αγόρι. «Άσε με να φύγω», σφύριξε αυτή μέσα από τα δόντια της νιώθοντας τη γεύση του αίματος. «Εσύ απαντάς ερωτήσεις». «Είμαι η κόρη ενός σπουδαίου μανδαρίνου βρετανικής εφημερίδας. Άσε με τώρα αμέσως, αλλιώς θα έρθει ο Αγγλικός

Στρατός και θα.» «Μπάο τσι!» «Σκασμός», είπε το αγόρι. Το χέρι του άντρα την άρπαξε από τα μαλλιά και της έστριψε το κεφάλι. Άρχισε να της φωνάζει κατάμουτρα, η ανάσα του μύριζε οινόπνευμα και η σκοτεινή ματιά του περιπλανήθηκε στα στήθη της και στο λαιμό της, έπειτα στους μηρούς της και. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της να μην τον βλέπει. Και τότε άφησε τα μαλλιά της και της ξερίζωσε μια τούφα τρίχες από το εφηβαίο. Ο πόνος ήταν ξαφνικός αλλά σύντομος και εκείνη δεν έκλαψε. Ο άντρας κράτησε τις ξανθές τρίχες στα χέρια του σαν τρόπαιο, για να τη δουν όλοι και να ζητωκραυγάσουν. και εκείνη θυμήθηκε πώς έπαιζε ο Τσανγκ Αν Λο με την ήβη της, που την αποκαλούσε μάλιστα αλεπουδίσια φλόγα. Αυτό που την ενόχλησε όμως πιο πολύ απ’ όλα ήταν όταν έριξε μια ματιά στον πήχη της στην προσπάθεια της να ελευθερώσει τα χέρια της. Ήταν γεμάτος δαγκωματιές από τα δικά της δόντια όταν μέσα στο σκοτεινό Κουτί μασουλούσε το χέρι της. Έτσι κάνει και η αλεπού άμα πιαστεί στο δόκανο, και αυτόπτη φόβισε πάρα πολύ. Στάθηκε ξανά όρθια. «Ο σερ Έντουαρντ Καρλάιλ θα σας γδάρει όλους ζωντανούς». Το αγόρι μετέφρασε. Ο Πο Τσου χαχάνισε. «Πού είναι ο Τσανγκ Αν Λο;» «Δεν ξέρω». «Ναι. Εσύ ξέρει. Εσύ πει». «Όχι, δεν ξέρω. Το έσκασε όταν ήρθαν οι άντρες του Κούομιντανγκ». «Εσύ ψέματα». «Όχι». «Ναι».

Κάθε φορά, τα λόγια του Πο Τσου τα επαναλάμβανε το αγόρι στα αγγλικά και ήρεμα. «Πες αλήθεια». Αυτή τη φορά η ερώτηση συνοδεύτηκε από ένα χαστούκι. «Πες αλήθεια». και άλλο χαστούκι. «Πες αλήθεια». Κι άλλο χαστούκι. και άλλο. και άλλο. Πάλι. Πάλι. Ώσπου έχασε το λογαριασμό. Άνοιξαν τα χείλη της. Το κεφάλι της έγινε σαν χυλός. Τ αυτιά της βούιζαν. Χαστούκι. Χαστούκι. Πιο δυνατά. Ένα μαχαίρι της τρύπησε το αριστερό της βλέφαρο και συνέχισε την πορεία του προς το μάτι σαν να θελε να το βγάλει. «Είναι νεκρός», ούρλιαξε εκείνη. Το μαχαίρι κοκάλωσε. Τα χαστούκια σταμάτησαν. Εκείνη πήρε ανάσα. Μικρές σύντομες ανάσες. «Πότε πεθάνει;» ζήτησε να μάθει ο Πο Τσου στα αγγλικά. Εκείνη ούτε που το πρόσεξε. Το μυαλό της ήταν θολωμένο. «Πώς πεθάνει;» Έσυρε το μαχαίρι γύρω από το ένα της στήθος και εκείνη ένιωσε το τσίμπημα και το αίμα που κυλούσε. «Αρρώστησε». Σεν μέσι χόου; Πότε;» «Το Σάββατο. Τον πήγα στις αποβάθρες. Τον φρόντισα. Εκεί, σένα καλύβι. πέθανε». Δάκρυα κύλησαν στα μαγουλά της. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο. Το αγόρι μετέφρασε, αλλά ο Πο Τσου πείστηκε μάλλον από τα δάκρυα. Έκανε ένα βήμα πίσω χαμογελώντας, πέταξε στον αέρα το μαχαίρι του και με μια επιδέξια κίνηση το έπιασε από τη φιλντισένια λαβή. Την κοίταξε προσεκτικά. «Γκουο λάι».

«Έλα», είπε το αγόρι. Ο Πο Τσου την τράβηξε από το σκοινί και την έσυρε μπροστά σένα παραβάν, σε μια γωνιά του δωματίου. Τα μάτια της καρφώθηκαν στη μαρκετερί του από λάπις λάζουλι, φίλντισι, κοράλλια και μαργαριτάρια, και προσπάθησε να τα καταγράψει όλα στο μυαλό της. Αν αυτός ο άθλιος σκόπευε να την τυφλώσει, τουλάχιστον ας είχε να θυμάται κάτι όμορφο. «Δες, γκι νου». Ο Πο Τσου αναμέρισε το παραβάν. Κι εκείνη είδε και τότε ευχήθηκε να είχε πνιγεί στο Κουτί. Πάνω σένα τραπέζι ήταν τακτικά βαλμένα, λες και βρίσκονταν σε χειρουργείο, δύο σειρές εργαλεία. Μεγάλες λαβίδες και λάμες, μερικά εξαρτήματα πριονωτά και άλλα με μυτερές βελόνες στην άκρη και δίπλα σε όλα αυτά σφυριά σε αμβλύ σχήμα, αλυσίδες, δερμάτινα κολάρα και χειροπέδες. Το μάτι της έπεσε σένα σιδερένιο κομμάτι που το τελείωμα του ήταν σαν στενό φτυάρι με γερή ξύλινη λαβή. Ούτε στα χειρότερα όνειρα της δεν μπορούσε να φανταστεί σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύσει αυτό. Ανακατεύτηκαν τα σωθικά της. Δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί πια. Σταμάτησε και ν’ αναπνέει. Ένιωσε κάτι ζεστό να κυλάει πίσω από τους μηρούς της και κατάλαβε ότι το σώμα της, με τον δικό τρόπο, προσπαθούσε ν’ αποβάλει το αίσθημα του φόβου. Δεν ντράπηκε καθόλου. Εξάλλου είχε ξεχάσει να ντρέπεται εδώ και πολύ καιρό. «Δες, γκι νου», επανέλαβε ο Πο Τσου. «Σιχαμένη πόρνη. Δες». Τ’ αυτιά της, προς το παρόν, λειτουργούσαν. Τα λόγια του φανέρωναν προσδοκία. «Πες αλήθεια». Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Πού Τσανγκ Αν Λο;»

«Πέθανε». Εκείνος διάλεξε ένα ζευγάρι μεταλλικές οδοντωτές τσιμπίδες, τις ζύγισε στο χέρι του και σούφρωσε τα παχιά μαύρα φρύδια του για να συγκεντρωθεί. Έπιασε με αυτά τη μια θηλή της και την έσφιξε. Εκείνη ούρλιαξε. Αίμα, κατακόκκινο αίμα. Ένας τρομερός πόνος της έκαψε το στήθος. Ούρλιαξε δυνατά και ένιωσε τόσο μίσος που αν δεν υπήρχε το σκοινί στο λαιμό της να την τραβάει προς τα πίσω, θα του είχε χυμήξει και θα του είχε βγάλει τα μάτια με τα δόντια της. «Ωραίο», χαμογέλασε παγερά ο Πο Τσου, που το πιγούνι του ήταν πιτσιλισμένο από το αίμα της. «Τώρα λέει αλήθεια».

57 Τον κρατούσαν πολύ γερά. Γκρίζες στολές από πάνω του σαν κρεατόμυγες. Μια κλοτσιά στα πλευρά, μια μπότα στους βουβώνες του, αλλά ο Τσανγκ Αν Λο δεν αντιδρούσε. Μόνο όταν του σούβλισαν το πονεμένο χέρι του με το τουφέκι έφτυσε, τίποτε άλλο. Το αρχηγείο τους ήταν σένα τσιμεντένιο οικοδόμημα στην άκρη του παλιού Τζαντσόου, κρυμμένο από μεγάλους πέτρινους τοίχους και την είσοδο του φρουρούσαν δύο νεαροί Κινέζοι υπαξιωματικοί, πρόθυμοι να εντυπωσιάσουν τους ανωτέρους τους. Όταν εμφανίστηκε μπροστά τους ο Τσανγκ μέσα από την πρωινή ομίχλη, τα μάτια τους γούρλωσαν από την έκπληξη. Χτύπησαν τα πόδια τους με τις αρβύλες και σήκωσαν τα όπλα τους σίγουροι ότι θα γινόταν φασαρία, αλλά μόλις κατάλαβαν ότι δεν ερχόταν κανείς, τον οδήγησαν στο γραφείο του αρχηγού τους. «Εσύ είσαι το κομμουνιστικό σκυλί που κυνηγάμε», είπε ο αξιωματικός του Κούομιντανγκ με απόλαυση. «Είμαι ο λοχαγός Γουά». Έβγαλε το καπέλο του, το ακούμπησε σε μια άκρη και σκάλισε στο χάος των εγγράφων που ήταν πάνω στο γραφείο του. Μετά από ένα λεπτό άρπαξε ένα χαρτί και το κοίταξε προσεκτικά. Ήταν ένα αχνό πορτρέτο του Τσανγκ, φτιαγμένο με επιδεξιότητα και προφανώς σταλμένο σε όλα τα κέντρα των κινέζικων στρατευμάτων και στα αστυνομικά τμήματα. Ο Τσανγκ αναρωτήθηκε με πικρία σε ποιον από τους φίλους του το χρωστούσε. Ο λοχαγός Γουά παρατήρησε τον Τσανγκ με παγωμένα και λυπημένα μάτια και άναψε ένα λεπτό πουράκι. «Πρώτα θα περάσεις από ανάκριση, αρουραίε των υπονόμων, και κατόπιν ο ανακριτής θα διατάξει την εκτέλεση σου. Όλοι εσείς οι κομμουνιστές είστε δειλοί και σέρνεστε σαν τα σκουλήκια κάτω

από τα παπούτσια μας. Η εκτέλεση σου είναι σίγουρη, οπότε δεν χρειάζεται να προσθέσεις κι άλλο πόνο στην Κίνα. Με τη βοήθεια του μεγάλου Βούδα θα ξεφορτωθούμε όλα τα παράσιτα σαν και εσένα που βρομίζουν τη χώρα μας». Ακόμη και με τις χειροπέδες στους καρπούς και τον πυρετό να τον ψήνει, ο Τσανγκ ήξερε ότι θα μπορούσε με μια κλοτσιά να σπάσει τα δόντια αυτού του άντρα πριν προλάβει να σκεφτεί καν να τραβήξει το όπλο του. Η αλήθεια είναι μάλιστα ότι μπήκε στον πειρασμό. Μα τι θα ωφελούσε τη Λίντια αν εκείνος βρισκόταν με μια σφαίρα στο κεφάλι; «Αξιοσέβαστε λοχαγέ», του είπε με μια ταπεινή υπόκλιση, «έχω πληροφορίες να δώσω, όπως πολύ σοφά υποψιάζεστε, αλλά θα τις δώσω μόνο σ’ έναν άντρα». Ο λοχαγός Γουά έδειξε ότι ενοχλήθηκε πολύ. «Θα ήταν συνετό να τις δώσεις σ’ εμένα», του είπε κοφτά. Σηκώθηκε -ήταν ψηλός- και έσκυψε απειλητικά πάνω από το γραφείο του. «Κάνε όπως σου λέω, αλλιώς θα πεθάνεις βασανιστικά αργά». «Σ’ έναν άντρα», είπε ο Τσανγκ ήρεμα, «στο Ρώσο. Σ’ αυτόν που συμβουλεύονται οι Κούομιντανγκ». Η έκφραση του λοχαγού άλλαξε. Ρούφηξε τα μαγουλά του, έτριψε το βλογιοκομμένο πιγούνι του και φάνηκε να το σκέφτεται. Δάγκωσε τη γόπα από το πουράκι και το έφτυσε στο πάτωμα. «Νομίζω», του είπε, «ότι θα σ’ εκτελέσω αυτή τη στιγμή». «Αν έτσι νομίζεις, σου λέω ότι ο Ρώσος θα σου ρουφήξει ως και το μεδούλι από τα κόκαλα σου», είπε μουρμουριστά ο Τσανγκ και έκανε μια υπόκλιση.

58 Η Ρολς Ρόις σταμάτησε στο κράσπεδο του πεζοδρομίου κι όπως έμπαινε ο Τέο, τα ρουθούνια του γέμισαν με μυρωδιά από δέρμα και χρήμα. «Καλή σου μέρα, Φενγκ Του Χονγκ». «Γουίλμπι, ζήτησες να με δεις. Ήρθα. Σ’ ακούω». Ο Τέο βολεύτηκε στο αναπαυτικό κάθισμα από μαροκέν δέρμα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, δίπλα στον Φενγκ, κι άρχισε να μελετάει τον εχθρό του. Φορούσε ένα μακρύ γκρίζο παλτό με φαρδύ γούνινο ασημί γιακά και μαλακά καστόρινα ανοιχτόγκριζα γάντια, αλλά ακόμη και με όλα τούτα τα στολίδια έμοιαζε σαν βουβάλι έτοιμο να επιτεθεί. Ο Τέο χαμογέλασε. «Φαίνεσαι καλά, Φενγκ». «Μπορεί, αλλά δεν είμαι». «Εκτιμώ πολύ που σπαταλάς λίγα λεπτά από την πολυάσχολη μέρα σου». «Κάθε μέρα μου είναι πολυάσχολη για έναν άντρα σαν εμένα που έχει τόσες έγνοιες στο κεφάλι του, αλλά δεν έχει ένα γιο να τον βοηθάει». Ο Τέο κοίταξε το γυάλινο χώρισμα πίσω από το κεφάλι του οδηγού. Έξω, μερικές χιονονιφάδες χόρευαν στον άνεμο. Ο Φενγκ του είχε δώσει λαβή για σχόλια, αλλά έπρεπε να το χειριστεί με προσοχή. «Με λυπεί που ακούω ότι ο Πο Τσου δεν είναι πια μαζί σου. Η καρδιά του πατέρα πρέπει να υποφέρει πολύ όταν ο μονάκριβος γιος του φεύγει με λόγια βαριά». «Κόρη ή γιος, η καρδιά του πατέρα το ίδιο αιμορραγεί». «Ήρθα να σου μιλήσω για τον Πο Τσου». «Είναι ένα ασήμαντο σκουλήκι και του αξίζει να ζει μόνο σε υπονόμους».

«Φοβάμαι ότι πολύ σύντομα θα ζει στη φυλακή και όχι στους υπονόμους». Ο Φενγκ έχωσε τη μούρη του στον γούνινο γιακά του κοιτάζοντας προσεκτικά τον Τέο. «Λες ψέματα». «Όχι, Φενγκ Του Χονγκ, σου λέω την αλήθεια. Ο γιος σου έχει απαγάγει ένα φανκί κορίτσι. Είναι η κόρη ενός Βρετανού δημοσιογράφου, ο οποίος θα φέρει τον Αγγλικό Στρατό για να πάρει τα κεφάλια των Κινέζων στο Τζαντσόου, αν δεν απελευθερωθεί αμέσως η κοπέλα». Το πελώριο χέρι του Φενγκ γράπωσε το φιλντισένιο μπαστούνι που είχε στα γόνατα του. Ο Τέο ήξερε από τη Λι Μέι ότι επρόκειτο για σπαθί κρυμμένο μέσα στο μπαστούνι, αν και ποτέ του δεν είχε δει τη λεπτή του λάμα. Ούτε και το ήθελε. Ο Φενγκ βαριανάσανε μα δεν μίλησε. «Τέτοια αντιπαλότητα», συνέχισε ο Τέο, «μεταξύ των ανθρώπων μας θα κάνει πολύ κακό στις δικές σου. επιχειρήσεις». Ο Φενγκ κάγχασε. «Τι θέλεις, Γουίλμπι;» «Θέλω να μάθω πού την έχει κρύψει ο Πο Τσου». «Ωραίος είσαι! Μου πήρες την κόρη και τώρα θέλεις να μου πάρεις και το γιο. Εγγλέζε, πρόσεχε, είσαι τυχερός που δεν σου παίρνω και εγώ το κεφάλι». «Κάνεις λάθος, Φενγκ. Το κορίτσι θέλω να πάρω, όχι το γιο σου. Όσο πιο σύντομα την έχω στα χέρια μου τόσο λιγότερο κινδυνεύει να πάθει κακό ο Πο Τσου. Εγώ ήρθα να σ’ ενημερώσω απλώς για τον κίνδυνο που διατρέχει». Ο Φενγκ έστρεψε το σκοτεινιασμένο του πρόσωπο έξω και κοίταξε αφηρημένος. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, ένας ακροβάτης ισορροπούσε πάνω σε ξυλοπόδαρα και μια αδύνατη μαϊμού με

κόκκινο γιλέκο κρατούσε ένα καπέλο για τα λεφτά. Ο οδηγός πέταξε ένα νόμισμα. «Γουίλμπι, ο γιος μου με παράκουσε. Όπως και ο αδελφός του ο Γιουεσένγκ πριν απ’ αυτόν και ακόμη πιο πριν η κόρη μου. Τον έχω διώξει από το σπίτι μου αλλά. στενοχωριέμαι πολύ γιατί δεν μπορώ πια να γεννήσω και άλλους γιους με τις πλούσιες και νεαρές παρθένες που λαχταράω. Το κούτσουρο μου αντέχει ακόμη μα οι σπόροι του είναι ξεροί και ζαρωμένοι σαν και εμένα και ας τρώω κρέας λιονταριού. Γέρασα». Πέρασε το χέρι του πάνω από τα στιλπνά του μαλλιά και με δυσφορία χάιδεψε τους γκρίζους κροτάφους του. «Θέλω το γιο μου». «Τα αγγλικά δικαστήρια θα τον κρεμάσουν». Ο Φενγκ γύρισε και κοίταξε τον Τέο τα μάτια του ήταν θολά και γεμάτα απελπισία. «Τον θέλω ζωντανό και ας μην του αξίζει». «Έχει άλλη μία ευκαιρία, αν βρω πρώτος εγώ την κοπέλα πριν μπλεχτεί η αστυνομία». Ο Φενγκ έγειρε προς τον Τέο και ο τελευταίος με δυσκολία συγκρατήθηκε να μη δείξει το θυμό του. Δεν είχε ξεχάσει ότι αυτός ήταν ο υπεύθυνος για τον πόνο της Λι Μέι και για τα προβλήματα που είχε ο ίδιος με τον Μέισον. «Εντάξει, Γουίλμπι. Σ’ εμπιστεύομαι γιατί δεν έχω άλλη επιλογή. Ο Πο Τσου είναι πολύ επιφυλακτικός με τους ανθρώπους μου αλλά εσύ διαφέρεις. Εσένα μπορεί να σου μιλήσει γιατί δεν σε βλέπει σαν απειλή». Αναστέναξε τόσο βαθιά που σίγουρα θα έτριξαν τα κόκαλα του. «Τα μυστικά μου μάτια λένε ότι αυτός και οι δικοί του κρύβονται σε μια αγροικία. Κοντά στα Εφτά Δάση, ανατολικά της πόλης». Το σκοτεινό του βλέμμα καρφώθηκε στον Τέο. «Δάσκαλε, να τον

σώσεις. Για μένα. Για τον πατέρα του». Ο Τέο ένευσε καταφατικά. «Όταν τελειώσουν όλα αυτά, τότε θα σου πω ποιο θα είναι το αντάλλαγμα», είπε και βγήκε από το αυτοκίνητο. «Άλφρεντ.» «Τέο, δόξα τω Θεώ, ήρθες!» Ο πάντοτε περιποιημένος Άλφρεντ φορούσε τσαλακωμένο σακάκι, ενώ πίσω από τα γυαλιά του φαίνονταν οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του. «Κανένα νέο;» «Ναι». «Τη βρήκες;» «Όχι ακόμη». Ο Τέο κούνησε το κεφάλι και πήρε το ουίσκι που του είχε ετοιμάσει ο Άλφρεντ. «Η μαμά της, πώς είναι;» «Τα έχει βάλει με τον εαυτό της. Θεέ μου, δεν αντέχω να τη βλέπω μέσα σε τόση αγωνία. και η αστυνομία κοιμάται όρθια». «Δεν έπρεπε να την ανακατέψεις ακόμη». «Συγγνώμη, φίλε, αλλά έπρεπε. Κοίταξε, δεν είπα ότι ο φίλος της Λίντιας ήταν ένας κομμουνιστής φυγάς, οπότε εσύ δεν εμπλέκεσαι πουθενά. και τώρα πες μου, ποια είναι τα νέα;» «Μια αγροικία. Εκεί την έχουν». Ο Τέο δεν ήταν απόλυτα σίγουρος πόσα θα έπρεπε ν’ αποκαλύψει στον Άλφρεντ, γιατί δεν ήθελε να φτάσουν στ’ αυτιά της αστυνομίας, από την άλλη όμως ήθελε κάποιον να του καλύψει τα νώτα. «Σκοπεύω να πάω εκεί κρυφά να το διαπραγματευτώ με τον Πο Τσου». «Πολύ καλό». «Θα έρθεις μαζί μου;» «Ασφαλώς». «Πάρε και το όπλο σου». «Άλφρεντ, άκουσε με. Πάρτε μαζί σας και τον Λιεφ Παπκόφ».

«Ποιον;» «Μη μ’ εκνευρίζεις, τον θυμάσαι καλά. Τον μεθυσμένο Ρώσο που μας χάλασε τη γαμήλια δεξίωση. Ξέρω πού μένει και μπορώ να στείλω κάποιον να τον φέρει αμέσως εδώ». «Α, ναι. Εντάξει. Καλή ιδέα. Είναι και τεράστιος». «Να προσέχετε, και οι δυο σας. Δεν θέλω τον άντρα μου νεκρό, κύριε Γουίλαμπι». «Μην ανησυχείς, Βαλεντίνα. Θεού θέλοντας, θα γυρίσω ζωντανός και μαζί με τη Λίντια. Είναι και δική μου κόρη τώρα». «Άλφρεντ, αν το κάνεις αυτό θα γίνω χαλί να με πατάς. είτε το θέλει ο Θεός είτε όχι. Για έλα δω, τώρα». «Φρόνιμα, παλιοκόριτσο. Μας βλέπει ο Τέο». «Ας μας βλέπει». Ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος και με δυσκολία τον διέσχιζε η Μόρις Κάουλι του Τέο. Δηλαδή, τι δρόμος; Ένα μονοπάτι ήταν γεμάτο λακκούβες και γύρω γύρω χωράφια, ξερά και γκρίζα. Μπορεί την άνοιξη να πρασίνιζαν και να ήταν γεμάτα στάρι, το χειμώνα όμως έμοιαζαν με θάλασσα από στάχτη, που γινόταν ακόμη πιο σκούρα από τον θεοσκότεινο ουρανό. Ο Τέο έβριζε και προσπαθούσε να μην πέφτει στις λακκούβες. Δίπλα του, ο Άλφρεντ κάπνιζε αμίλητος την πίπα του και η ηρεμία του έκανε έξαλλο τον Τέο. Η καρδιά του χτυπούσε σαν σφυρί. Μακάρι να κάπνιζε κι εκείνος μια πίπα πριν ξεκινήσει, μια απ’ αυτές που θα του ηρεμούσαν τα τεντωμένα του νεύρα. „ «Άλφρεντ, σαν καλό παιδί που είσαι, σταμάτα να μας ντουμανιάζεις εδώ μέσα, εντάξει;» Ο Άλφρεντ τον κοίταξε προσεκτικά και ύστερα άνοιξε το παράθυρο και άδειασε την πίπα του. «Εντάξει, τώρα;» Ο Τέο δεν μίλησε, συγκεντρώθηκε στη διαδρομή. Στο πίσω

κάθισμα, ο γιγαντόσωμος Ρώσος γέλασε κοροϊδευτικά. Το μονοπάτι έφτανε σ’ έναν κατσικόδρομο και εκεί άφησαν το αυτοκίνητο πίσω από μια συστάδα πεύκων, αυτό που ο Φενγκ Του Χονγκ αποκαλούσε δάσος. Έφτασαν κοντά στην αγροικία με τα πόδια. Κάθισαν ανακούρκουδα και την παρατηρούσαν, καθώς απείχε καμιά πεντακοσαριά μέτρα από αυτούς. Ήταν μια σειρά από ξύλινα κτίσματα που κάλυπταν τις τρεις πλευρές ενός τετραγώνου με μια αυλή στη μέση και η τέταρτη πλευρά ήταν ένας ασβεστωμένος πέτρινος τοίχος με ψηλή αψιδωτή πόρτα από μασίφ βελανιδιά. Σύμφωνα με το ρολόι του Άλφρεντ, περίμεναν εκεί μισή ώρα. Μέσα από τα σταχτιά σύννεφα εμφανίστηκαν κάτι χιλιομαδημένες κουρούνες που κάθισαν στο ξερό χώμα μπροστα στην είσοδο του σπιτιού και σαν γέροι με ξύλινα πόδια άρχισαν να σκαλίζουν μπας και βρουν τίποτε να φάνε. Κάποια στιγμή ένα από τα πουλιά τέντωσε το λαιμό του και πέταξε πάνω από τα κεφάλια των φανχί και ο Τέο ήλπισε να μην επρόκειτο για οιωνό. «Τίποτε», είπε εκνευρισμένος όταν το ρολόι του Άλφρεντ έδειξε δύο. Κοίταζαν και οι δυο την πύλη και εύχονταν ν ανοίξει. «Καλό θα ήταν να πηγαίναμε μέχρι εκεί και να ρίχναμε μια ματιά. Ο Πο Τσου και εγώ έχουμε κάτι εκκρεμότητες να τακτοποιήσουμε». «Τον ξέρεις αυτόν τον άντρα;» «Και βέβαια. Είναι αδελφός της Λι Μέι». «Έπρεπε να το είχες πει». «Το λέω τώρα». «Είναι λοιπόν προσωπικό;» «Όχι βέβαια, είμαι εδώ για τη Λίντια». «Καταλαβαίνω». Ο μονόφθαλμος Ρώσος μετακινήθηκε με βαριά βήματα πίσω από κάποια δέντρα. Το μοναδικό μαύρο μάτι του κοίταξε πρώτα τον

Άλφρεντ και ύστερα τον Τέο. «Ζντίτε ζντες. Περιμένετε εδώ», είπε και έδειξε το ρολόι του Τέο και την κίνηση του λεπτοδείκτη. «Μία». και έδειξε με τον παχύ και γεμάτο ουλές δείκτη του. «Μία. Εσείς εδώ». «Μία ώρα;» «Ντα», συμφώνησε ο Λιεφ. «Θέλεις να μείνουμε εδώ μία ώρα;» «Ντα». «Και μετά;» τον ρώτησε ο Άλφρεντ. «Εσείς. εκεί», είπε και έδειξε την πύλη. «Κι εσύ; Εσύ πού θα είσαι;» Ο Ρώσος έγλειψε τα χείλη του, μέσα από τη μαύρη γενειάδα του γερά δόντια ξεπρόβαλαν, μούγκρισε κάτι στη γλώσσα του και κρύφτηκε πίσω από τα δέντρα. Με τον γούνινο σκούφο του και το μακρύ γκρίζο παλτό που φορούσε, δύσκολα τον ξεχώριζες από το περιβάλλον. «Χριστέ και Κύριε!» μουρμούρισε ο Τέο και στήθηκε να περιμένει. Ο Άλφρεντ έβγαλε τα γυαλιά του και τα καθάρισε με προσοχή. Ο Τέο βρόντησε τη δρύινη πόρτα. Ο Άλφρεντ χτύπησε ένα μικρό μπρούντζινο κουδούνι που κρεμόταν από μια αλυσίδα στο πλάι και σχεδόν αμέσως μια στενή περσίδα άνοιξε και ξεπρόβαλε ένα πρόσωπο. Δυο κινέζικα μάτια κοίταξαν έξω: το ένα ήταν θαμπό και το άλλο νευρικό. «Ήρθα για να μιλήσω στον Φενγκ Πο Τσου». Ο Τέο μίλησε κοφτά στη γλώσσα των μανδαρίνων. «Ενημέρωσε τον αφέντη σου ότι είναι εδώ ο Αξιότιμος Τίγιο Γουίλμπι. Και κάνε γρήγορα. Το κρύο είναι χειρότερο και απ’ την ανάσα του σατανά». Τα μάτια άνοιξαν ακόμη περισσότερο πηγαίνοντας πότε στον Τέο και πότε στον Άλφρεντ. «Όχι εδώ», είπε και έκλεισε την περσίδα.

Ο Άλφρεντ χτύπησε με τη γροθιά του την πόρτα τόσο δυνατά που έτριξε η κλειδαριά. «Ανοιξε, μη σε πάρει ο διάβολος!» Προς μεγάλη τους έκπληξη, το κλειδί γύρισε, και δύο συρτές, ένας επάνω και ένας κάτω, τραβήχτηκαν και η δρύινη πόρτα άνοιξε. Μπροστά τους εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος Κινέζος με μια μακριά παλιομοδίτικη κοτσίδα αναίσθητος στο έδαφος, ενώ δίπλα στην πόρτα ένας γενειοφόρος κράδαινε ένα μεγάλο κούτσουρο. «Παπκόφ!» φώναξε ο Άλφρεντ. «Πώς.» «Τι σε νοιάζει πώς το έσπασε;» είπε ανυπόμονα ο Τέο. «Πάμε να ψάξουμε». Και πήρε το όπλο του. Ο Ρώσος τράβηξε από τη ζώνη του δύο μακρύκαννες καραμπίνες και ο Άλφρεντ ένα μικρό Σμιθ & Γουέσον. Κίνησαν όλοι προς το κτίριο. Ο Τέο ένιωσε την αδρεναλίνη να τον πλημμυρίζει. Του φάνηκε σαν το όπιο στον ποταμό Πει Χο μια ανταριασμένη νύχτα. Έτρεξε στην πρώτη πόρτα, την άνοιξε αλλά τα δωμάτια ήταν άδεια. Έψαξαν παντού σε κάθε κτίριο και σε κάθε παράγκα. Η Λίντια πουθενά. Ένας αγρότης, οι δύο ρωμαλέοι γιοι του και λίγες γυναίκες ήταν οι μόνοι που είχαν ξεμείνει εκεί. «Ο Φενγκ Πο Τσου έχει φύγει. Πριν από δυο μέρες. Πήρε μαζί του και τους βρομιάρηδες τους άντρες του», είπε μία από τις νεαρές συζύγους τους. Ο Ρώσος μούγκρισε θυμωμένα. Είχαν αργήσει πολύ.

59 Η Λίντια έσφιγγε το στήθος της που πονούσε τρομερά. Καθόταν ανακούρκουδα και με το ένα της χέρι πίεζε την πληγή για να σταματήσει την αιμορραγία. Ποτέ δεν περίμενε ότι θα χαιρόταν που θα επέστρεφε στο Κουτί, αλλά έτσι ήταν. Έκλαψε από ανακούφιση όταν την κλείδωσαν ξανά μέσα στο σκοτάδι. Είχε επιμείνει στην ιστορία της. Ο Τσανγκ Αν Λο ήταν νεκρός. Αν κατάφερνε να κάνει τον Πο Τσου να το πιστέψει, ίσως τον έσωζε. Όχι. Μην το σκέφτεσαι αυτό. Αυτό είναι, πολύ μακρινό. Να σκέφτεσαι μόνο το επόμενο λεπτό. Να σκέφτεσαι το τώρα. Εκείνος την είχε χτυπήσει κάμποσες φορές ακόμη μα τίποτε άλλο. Λες και η μυρωδιά και η θέα από το αίμα, που το είχε γευτεί κιόλας στο πιγούνι του, του ικανοποίησε κάποια εσωτερική ανάγκη. Προς στιγμήν. Ωστόσο, όπως κάθε εθισμένος, έτσι και αυτός μπορεί να επέστρεφε αργότερα για περισσότερο πόνο. Η θηλή της πονούσε πάρα πολύ, αλλά κατά κάποιον παράξενο τρόπο ο πόνος της είχε ξυπνήσει το αδρανές από την αιχμαλωσία μυαλό της και την είχε κάνει να βγει από τη νάρκη, όπου παραμόνευε ο θάνατος με χαμόγελα και ανοιχτές αγκάλες. Η ζωή ήταν περίπλοκη. Και πόνος σημαίνει ζωή. Έτσι λοιπόν συνέχισε να λέει ότι ο πόνος αυτός ήταν καλό σημάδι. Ο Τσανγκ Αν Λο. Η μαμά. Ο Σουν Γιατ-σεν. Ακόμη και ο Άλφρεντ. Ο μικρός στρατός της που θ’ απέκρουε τους φόβους της. Και η Πόλι. Το πρόσωπο της φίλης της ήρθε με χίλια ζόρια, αλλά τελικά ήρθε.

Μπορώ να το κάνω. Μπορώ. Επιβίωση. Είμαι καλή σ’ αυτό. Ο συρτής πάνω, στα σκαλοπάτια. Άρχισε να παίρνει βαθιές εισπνοές και προετοιμάστηκε για το νερό. Όμως τα βήματα ήταν διαφορετικά, πιο βαριά, μπερδεμένα, και εκείνη ένιωσε το λαιμό της να κλείνει από τον πανικό. Το αδύναμο φως έγινε πιο φωτεινό μέσα από τις τρύπες, τα βήματα πλησίασαν και άλλο. Κοίταξε προς τα πάνω. Αυτή τη φορά, τι; Νερό; Καυτό λάδι; Οξύ; Κάτι άλλο; Η οροφή άνοιξε. Τα μάτια της πετάρισαν. Ένα χέρι τη γράπωσε από τα μαλλιά. Νόμιζε ότι τα πόδια της ήταν από τσιμέντο αλλά, όταν το χέρι κόντευε να της ξεριζώσει το κεφάλι, στήριξε τα χέρια στα πόδια της και αμέσως μετά, άλλο ένα απότομο τράβηγμα την έφερε στο χείλος του Κουτιού και έπειτα κατέρρευσε στο βρόμικο πάτωμα του κελαριού σαν ένα σακί γεμάτο με σπασμένα μέλη. Ένας άντρας γελούσε. Προσπάθησε να σταθεί όρθια μα δεν τα κατάφερε. Πάλι το γέλιο, κακό και πρόστυχο. Ήξερε πριν ακόμη δει το πρόσωπο του ποιος ήταν ο βασανιστής της. Ο Πο Τσου. Είχε έρθει και για άλλα. Όμως αυτή τη φορά ήταν αλλιώς. Ήταν μεθυσμένος. Και μονάχος του. Μύρισε το οινόπνευμα πάνω του, το μαοτάι στην ανάσα του και τον ιδρώτα του που έσταζε στο απαλό του δέρμα. Της άφησε τα μαλλιά αλλά της άρπαξε το χέρι και την έσπρωξε ν’ ακουμπήσει πάνω στον νοτισμένο τοίχο. Η Λίντια ήξερε πολύ καλά τι θα επακολουθούσε. Τα χείλη του βρήκαν το στόμα της, της δάγκωσαν τη σάρκα και εκείνη άφησε τη μεγάλη μαλακή γλώσσα του να μπει μέσα στο στόμα της και ύστερα να γλιστρήσει μέχρι το λαιμό της. Δεν μπορούσε ν’ ανασάνει. Πνιγόταν. Ο Πο Τσου γέλασε και το γέλιο του ήταν σαν άγριο χλιμίντρισμα

αλόγου. Ένα στιβαρό χέρι γράπωσε τον καρπό της, ενώ το κορμί του την πίεζε πάνω στον τοίχο και έχωνε τα πόδια του ανάμεσα στα δικά της καθώς με το άλλο του χέρι προσπαθούσε να τη χουφτώσει από κάτω. Ανατρίχιασε ολόκληρη στο άγγιγμα του, αλλά δεν αντιστάθηκε. Αντιθέτως, χτύπησε ενθαρρυντικά τη φαρδιά του πλάτη με το ελεύθερο χέρι της. Εκείνος βόγκηξε βαριά καθώς έσκυβε στα στήθη της και έγλειφε την πληγωμένη θηλή της. Ο πόνος που ένιωθε την τρέλαινε, ωστόσο συνέχισε να τον παροτρύνει, να δείχνει ότι της αρέσει, να κολλάει πάνω του και να καθοδηγεί τα χέρια του. Ταυτόχρονα έβαζε τα δικά της στους γοφούς του και μέσα στο παντελόνι του. Ο Πο Τσου βόγκηξε από ηδονή όταν του χούφτωσε το ερεθισμένο του μόριο, ενώ η ίδια αηδίασε αλλά, επιτέλους, εκείνος της ελευθέρωσε τον άλλο καρπό και έβαλε το χέρι του γύρω από τη γυμνή της μέση. Την τράβηξε άγαρμπα προς το μέρος του και κατέβασε το παντελόνι του για να τη διευκολύνει. Η Λίντια εξακολουθούσε να το χαϊδεύει με το ένα της χέρι για να του αποσπάσει την προσοχή, ενώ με το άλλο ψαχούλευε κάτω από το σακάκι του μέχρι που ένιωσε το όπλο να προεξέχει κάτω από το αριστερό του μπράτσο. Του άνοιξε τα πόδια της. Κι εκείνος την εμπιστεύτηκε. Με μια γρήγορη κίνηση, εκείνη τράβηξε έξω το όπλο, το έχωσε στα πλευρά του και πάτησε τη σκανδάλη. Δεν έγινε τίποτε. Ο Πο Τσου κάτι είπε δυνατά, τα σάλια του της μούσκεψαν το πρόσωπο, και άπλωσε το χέρι του για να της πάρει το όπλο, αλλά η Λίντια το πήρε και τον χτύπησε στον κρόταφο με το βαρύ σιδερικό. Εκείνος σωριάστηκε καταγής, αλλά τα χέρια του εξακολουθούσαν να την κρατάνε και μάλιστα είχε αρχίσει να

γραπώνεται από πάνω της για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Σταμάτησε ν’ αναπνέει. Το μυαλό της όμως δούλευε πολύ καλά. Αν δεν έδινε ένα τέλος τώρα, ήξερε ότι θα ήταν νεκρή. Τα λόγια του Τσανγκ αντήχησαν στ’ αυτιά της. Θα σκότωνες άνθρωπο. Αν έπρεπε να το κάνεις. Τραβήχτηκε για να μην τη φτάνει και στόχευσε με την κάννη το πρόσωπο του. Πυροβόλησε. Η έκρηξη έκανε το κεφάλι της να γυρίζει και ο Πο Τσου τινάχτηκε στο πάτωμα. Στο αδύναμο φως της λάμπας που ήταν ακουμπισμένη στα σκαλοπάτια είδε ότι το πρόσωπο του είχε μετατραπεί σε μια άμορφη μάζα όπου ξεχώριζαν άσπρα γυαλιστερά κόκαλα. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Το χέρι που κρατούσε ακόμη το όπλο έτρεμε ανεξέλεγκτα. Κι ενώ περίμενε να νιώσει φόβο, το μόνο που ένιωσε ήταν μια πολύ βαθιά ικανοποίηση που εκδηλώθηκε με κλάμα. Κι άρχισε να τρέχει. Μπερδεύτηκε στους διαδρόμους. Έκανε βόλτες πέρα-δώθε γυρεύοντας την πόρτα που θα την έβγαζε έξω αλλά κάθε φορά που άνοιγε μια πόρτα, αυτή την οδηγούσε σε κάποιο άλλο δωμάτιο. Πίσω της άκουσε φωνές. Πυροβόλησε στις σκιές τους. Ξανά και ξανά. Μια σφαίρα της έγδαρε τον ώμο. Μπήκε τρέχοντας σένα δωμάτιο όπου δυο φοβισμένα Κινεζάκια είχαν ζαρώσει κάτω από ένα τομάρι τίγρης, πήρε ένα σκαμπό και το εκσφενδόνισε στο παράθυρο. Τα τζάμια και το εξώφυλλο διαλύθηκαν. Στο δωμάτιο μπήκε ένας αγέρας παγωμένος. Παρά τον πόνο που ένιωθε στα μουδιασμένα πόδια της, πήδησε και βρέθηκε μέσα σένα περιβόλι με χειμωνιάτικα λαχανικά φυτεμένα σε σειρές. Την ξάφνιασε που έξω δεν ήταν σκοτεινά, επειδή όμως μια φωτεινή λεπτή και γκρίζα πάχνη κάλυπτε τα

πάντα, δεν μπορούσε να καταλάβει αν ξημέρωνε ή αν νύχτωνε. και άλλη μια σφαίρα σφύριξε κοντά στα μαλλιά της. Κοίταξε γύρω της, πυροβόλησε στο πουθενά. Να τρέξει, χωρίς να έχει ιδέα προς τα πού. Μέσα από ένα στάβλο. Με άλογα. Με σκυλιά που γάβγιζαν. Στ’ ανοιχτά. Λιβάδια, ένα μονοπάτι και δέντρα. Περισσότεροι πυροβολισμοί και άντρες στο κατόπι της, κοντά της. και ξαφνικά μπροστά της μια συμπαγής σειρά από κινέζικες φάτσες. Δυο χέρια την άρπαξαν. Όχι. Όχι τώρα. Όχι τώρα που ήταν ελεύθερη. «Όχι», ούρλιαξε και σημάδεψε με το όπλο της το πρόσωπο του άντρα. «Λίντια. Εγώ είμαι». Σταμάτησε να ουρλιάζει. Χαμήλωσε το όπλο. Εντελώς θολωμένη, προσπάθησε να εστιάσει στο πρόσωπο που της μίλησε. Γκρίζες στολές την είχαν περικυκλώσει. «Στάσου. Ορίστε». Ένα γκρίζο παλτό τύλιγε το ξυλιασμένο γυμνό της κορμί. «Πάει πέρασε. Τώρα είσαι ασφαλής». Τα μάτια της πετάρισαν. Η αντρική φιγούρα της φάνηκε γνωστή. «Αλεξέι Σέροφ!» είπε κατάπληκτη και έπεσε ολόκληρη πάνω του.

60 «Μαμά.» «Τι είναι, αγάπη μου;» «Δεν χρειάζεται να κάθεσαι εδώ όλη τη νύχτα». «Σώπα, κοιμήσου τώρα». «Είμαι καλά». «Ασφαλώς και είσαι. Γι’ αυτό κοιμήσου και δες όνειρα γλυκά». Η Βαλεντίνα καθόταν σε μια χαμηλή πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι της Λίντιας, με τους αγκώνες της στο πάπλωμα και το πιγούνι στα χέρια. Κοίταζε μόνο το πρόσωπο της κόρης της. Ήταν κουρασμένη ρυτίδες πλαισίωναν τα μάτια και το στόμα της. Για πρώτη φορά η Λίντια παρατηρούσε πώς θα ήταν όταν θα γερνούσε και θ’ άσπριζαν τα μαλλιά της. Χαμογέλασε φευγαλέα στη μητέρα της. και οι δυο ήξεραν ότι τα όνειρα της κάθε άλλο παρά γλυκά θα ήταν. Στο νοσοκομείο οι γιατροί της είχαν δώσει κάτι φάρμακα που μούδιαζαν τον πόνο και το μυαλό αλλά τίποτε για τους εφιάλτες, και έτσι αφότου είχε γυρίσει στο σπίτι, δεν ήθελε να πάρει άλλα χάπια οπότε έμενε ξύπνια. Τρεις νύχτες η μητέρα της βρισκόταν στο πλευρό της έτσι ώστε να είναι εκεί κάθε φορά που η Λίντια θ’ άνοιγε τα μάτια της. και όταν άκουσε τη Βαλεντίνα να μουρμουρίζει την εισαγωγή από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα, έβαλε τα κλάματα. «Πού είναι, μαμά;» «Ποιος;» Η Λίντια σκέπασε το χέρι της μητέρας της με το δικό της. «Ξέρεις ποιος». Η πράσινη λάμπα ήταν αναμμένη στη γωνιά του δωματιου, αλλά η Βαλεντίνα την είχε σκεπάσει μ’ ένα ρουμπίνι μαντίλι και το φως που γέμιζε το δωμάτιο έμοιαζε σαν χειμωνιάτικο ηλιοβασίλεμα. Της έφτανε για να βλέπει τα μάτια της μητέρας της.

Η Βαλεντίνα πήρε το χέρι της Λίντιας και έσυρε το δικό της αδύνατο δάχτυλο στη γραμμή της ζωής που διαγραφόταν στην παλάμη της και έφτανε μέχρι τον καρπό της. «Είναι στη φυλακή». «Πού;» «Πού θες να ξέρω, ντουσενκα;» «Ποιοι τον έχουν;» «Οι Κινέζοι, ποιοι άλλοι; και ξέρεις πώς είναι αυτοί, ο ένας να βγάλει το μάτι του άλλου». «Εννοείς τους Κούομιντανγκ;» «Υποθέτω πως ναι, αυτούς με τις απαίσιες χωριάτικες φορεσιές». «Είναι ζωντανός;» Το στόμα της Βαλεντίνας μαλάκωσε. «Ναι. Ο αναθεματισμένος σου κομμουνιστής είναι ακόμη ζωντανός». «Κι εσύ πώς το ξέρεις;» «Έβαλα τον Άλφρεντ να το ψάξει. Λίντια, μη χαίρεσαι. Δεν είναι για σένα. Πρέπει να τον ξεχάσεις». «Θα τον ξεχάσω τη μέρα που θα ξεχάσω ν’ αναπνέω». «Ντούσενκα! Αρκετά πέρασες! Έλα στα συγκαλά σου». «Μαμά, τον αγαπάω». «Να τον ξε-αγαπήσεις». «Δεν μπορώ. Τώρα τον αγαπάω ακόμη πιο πολύ». Η Βαλεντίνα σηκώθηκε, άγγιξε τρυφερά το χέρι της Λίντιας στο πάπλωμα, έσφιξε το κιμονό και άνοιξε τα χέρια της. «Πολύ καλά, αγάπη μου. Λοιπόν, πες μου. Τι θέλει η ξεροκέφαλη ψυχούλα σου; Τι σχέδια έχει σκαρώσει το κεφαλάκι σου;» Παρατεταμένη σιωπή. Κάτω, το μεγάλο παλιό εκκρεμές χτύπησε τρεις. Η Λίντια αφουγκραζόταν την ανάσα της μητέρας της. «Μαμά, κόντεψα να πεθάνω σ’ εκείνο το Κουτί», της είπε ήρεμα.

«Μη, γλυκιά μου αγάπη. Μη». «Πάντα έλεγα ότι η επιβίωση είναι αρκετή από μόνη της μα τώρα δεν είναι». Εφτάμισι το πρωί, ο ουρανός είχε αρχίσει να φέγγει και η Λίντια κατέβηκε. Η Βαλεντίνα ήταν στο λουτρό και ίσως να έμενε εκεί για λίγη ώρα ακόμη, καταπώς καταλάβαινε η Λίντια από τη μυρωδιά του αφρόλουτρου που έφτανε στο χολ, έτσι ο Άλφρεντ θα ήταν μόνος του και απροστάτευτος. «Γεια». «Για όνομα του Θεού, Λίντια, με τρόμαξες!» Καθόταν στο τραπέζι του πρωινού, απορροφημένος στην εφημερίδα του, ενώ μπροστά του άχνιζε ένα μπολ με ζεστό γάλα και κουάκερ. «Καλή μου, δεν θα έπρεπε να είσαι στο κρεβάτι σου;» Έβαλε την καρέκλα της απέναντι του και κάθισε. «Χρειάζομαι τη συμβουλή σου». Ο Άλφρεντ κατέβασε την εφημερίδα του και της χάρισε την αμέριστη προσοχή του. «Πες μου τι θέλεις και θα το κάνω». «Η μαμά μου είπε ότι έκανες έρευνα για τον Τσανγκ Αν Λο». «Πράγματι. «Πρέπει να τον δω. Γι’ αυτό...» «Όχι, Λίντια». «Άλφρεντ, αν δεν ήταν αυτός, τώρα θα ήμουν νεκρή». «Η αλήθεια είναι ότι εκείνος ο νεαρός Ρώσος ήταν που.» «Όχι, ο Τσανγκ Αν Λο ήταν. Αυτός ήταν που έβαλε τα κινέζικα στρατεύματα να με ψάξουν. Μου το είπε ο ίδιος ο Αλεξέι Σέροφ στο δάσος. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι πρέπει να του μιλήσω». Ο Άλφρεντ ένιωσε άβολα. Ανακάτεψε το κουάκερ με το κουτάλι, πρόσθεσε έναν κύβο ζάχαρη και κούνησε το κεφάλι του λυπημένα. «Λυπάμαι, Λίντια. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Δεν επιτρέπονται οι

επισκέψεις στον Τσανγκ Αν Λο». «Πού είναι;» «Στη φυλακή Τσόου Τουνγκ, πέρα απ’ το ποτάμι. Άκουσε με». Της έδωσε μια φέτα ψωμί και εκείνη τσίμπησε μια μπουκιά επειδή ήξερε ότι ο Άλφρεντ προσπαθούσε να τη βοηθήσει. «Όλη αυτή η ιστορία με την απαγωγή σου και με το θάνατο του Φενγκ Πο Τσου έχει προκαλέσει κάποια αναστάτωση». Σήκωσε το κεφάλι της. «Νόμιζα ότι είπαν πως ήταν απόλυτα σαφές. Επρόκειτο για αυτοάμυνα». «Αυτό είναι αλήθεια». Της χάιδεψε στοργικά το χέρι, αλλά εκείνη κατάλαβε ότι δεν ένιωθε καθόλου καλά. «Βλέπεις, ο σερ Έντουαρντ Καρλάιλ πιστεύει ότι όσο πιο γρήγορα ηρεμήσουν τα πράγματα τόσο το καλύτερο, γιατί, για να είμαι ειλικρινής, υπάρχει μια τεταμένη ατμόσφαιρα ανάμέσα στους Κινέζους και σ’ εμάς. Αν αρχίσεις να κάνεις παράπονα και να προκαλείς αναστάτωση σχετικά με τον φυλακισμένο κομμουνιστή, τότε θα χειροτερέψουν τα πράγματα. Αν θέλεις λοιπόν τη συμβουλή μου, προτείνω να μην κάνεις τίποτε. Γύρνα στο κρεβάτι σου και μείνε εκεί μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση. Λυπάμαι πολύ, Λίντια, ξέρω ότι είναι πολύ σκληρό, αλλά είναι για το καλό σου, χρυσό μου». Η Λίντια άλειψε βούτυρο στο ψωμί της. Έβαλε και μέλι. Το δίπλωσε στα δυο. «Καλό για ποιον;» ρώτησε. «Για σένα». Τον κοίταξε. Πίσω από τα γυαλιά, τα μάτια του καθρέφτιζαν ενδιαφέρον. «Σε παρακαλώ, καθώς θα πηγαίνεις στο γραφείο σου θα με αφήσεις στη βίλα των Σέροφ;» «Δεν είναι απαραίτητο».

«Τι εννοείς;» «Ο Αλεξέι Σέροφ τηλεφωνεί κάθε μέρα. Στις εννιάμισι θα είναι εδώ να ρωτήσει για την υγεία σου». «Τσορτ Διάβολε! Γιατί δεν μου το είπε κανείς;» «Λίντια μου, λες και δεν ξέρεις τη γνώμη που έχει η μητέρα σου γι’ αυτόν. Προφανώς θα με στολίσει και εμένα που στο είπα». Η Λίντια επέτρεψε στον εαυτό της ν’ ανοίξει έστω και λίγο ένα παράθυρο στην ελπίδα. «Αλεξέι, πες μου τι συνέβη. Σε παρακαλώ, δικαιούμαι να ξέρω». Ο ψηλός Ρώσος έδειχνε ανακουφισμένος και η Λίντια συνειδητοποίησε ότι προφανώς περίμενε μια πιο δύσκολη ερώτηση. Ήταν καθισμένος στον δερμάτινο καναπέ με τα πόδια του σταυρωμένα, τα γάντια ακουμπισμένα στο πλάι τακτικά, χαλαρός μες στο σκούρο κοστούμι του, και όμως η έκφραση του φανέρωνε ένταση. «Λίντια Ιβάνοβα, είσαι πολύ καλύτερα», της είπε. Ήταν ψέμα, αλλά ευγενικό, και η Λίντια το άφησε ασχολίαστο. Έτσι και αλλιώς η ιυζήτησή τους ήταν διανθισμένη με αδέξιες σιωπές. Οι συνηθισμένες τυπικότητες δεν έκαναν πια γι’ αυτούς. «Πες μου πώς με βρήκες;» τον ξαναρώτησε. «Δεν ήταν δύσκολο. Μην το πεις όμως και στον σερ Έντουαρντ», είπε εκείνος φελώντας, «γιατί με θεωρεί ήρωα». Η Λίντια χαμογέλασε. «Κι εγώ το ίδιο». «Μπα, χρησιμοποίησα απλώς τις επαφές μου, χωρίς κανέναν ηρωισμό». «Μα γιατί επέλεξε ο Τσανγκ να έρθει σ’ εσένα;» Ο Αλεξέι έγειρε μπροστά, ενώ τα πράσινα μάτια του σκλήρυναν ξαφνικά, και το ύφος του έγινε εντελώς στρατιωτικό. «Έμαθε για τη διαμάχη ανάμεσα στον Φενγκ και τον Πο Τσου, και

άκουσε ψιθύρους ότι ο γιος συμμάχησε με το Κούομιντανγκ ενάντια στον πατέρα του. Αυτό σήμαινε ότι οι κατάσκοποι του Φενγκ θα ήξεραν πού ακριβώς κρύβεται ο Πο Τσου. και ο κομμουνιστής σου χρησιμοποίησε το μυαλό του. Ποιος είναι ο μόνος άνθρωπος που σε ξέρει και ταυτόχρονα έχει επιρροή στους Κινέζους;» Άπλωσε τα χέρια του. «Εγώ. Κι ο μόνος τρόπος για να με βρει γρήγορα ήταν μέσω του Κούομιντανγκ». «Τώρα όμως τον έχουν ρίξει στη φυλακή». Ο Αλεξέι την κοίταξε εξεταστικά. «Μάλιστα». «Δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να τον βγάλεις; Σε παρακαλώ!» «Λίντια, μη γίνεσαι χαζή. Δεν παίζουμε εδώ πέρα. Ο Τσανγκ Κάισεκ και ο στρατός του Κούομιντανγκ έχουν πόλεμο με τους κομμουνιστές. Σφάζονται καθημερινά. στις μάχες τους πέφτουν εκατοντάδες νεκροί. Ο Τσανγκ το ήξερε αυτό όταν πήγε και έπεσε στα χέρια του λοχαγού Γουά. Ε, λοιπόν, όχι, δεν μπορώ να τον βγάλω απ’ τη φυλακή». «Μα το μόνο που έκανε ήταν να κολλήσει μερικές αφίσες. Αυτό δεν είναι αρκετό για να.» Ο Αλεξέι γέλασε κοροϊδευτικά. «Μη λες ανοησίες. Είναι εκπαιδευμένος στην αποκρυπτογράφηση ένας από τους καλύτερους. Γι’ αυτό τον ανακρίνει το Κούομιντανγκ πριν.» Σταμάτησε. Η σιωπή που βασίλεψε στο δωμάτιο ήταν τόσο κρυστάλλινη, και τα βήματα της Βαλεντίνας που πηγαινοερχόταν έξω από το δωμάτιο ακούγονταν σαν τουφεκιές. Είχαν παιδευτεί για να την πείσουν ότι η Λίντια έπρεπε να δεχτεί το Ρώσο από ευγένεια, ότι του το χρωστούσε. «Αλεξέι.»

«ότι και αν θέλεις, Λίντια Ιβάνοβα, η απάντηση είναι «Αλεξέι, κατέχεις μια θέση με μεγάλη επιρροή». Εκείνος σηκώθηκε αμέσως και μάζεψε τα γάντια του. «Πρέπει να πηγαίνω». Οι τοίχοι του γραφείου του Αλεξέι Σέροφ ήταν από τη μέση και πάνω βαμμένοι με έντονο κίτρινο χρώμα και από τη μέση και κάτω με σκούρο λαδί. Το τραπέζι του ήταν μεταλλικό γκρι και το πάτωμα ήταν στρωμένο με σκέτα σανίδια. Η Λίντια κοίταζε γύρω της με απέχθεια, καθισμένη στη γωνιά, όση ώρα ο Αλεξέι έβαζε υπογραφές και τακτοποιούσε τα χαρτιά του. Πρόσεξε ότι τα μαλλιά του, αν και κοντά, είχαν αρχίσει να κατσαρώνουν ξανά πίσω από ταυτιά του, και εντυπωσιάστηκε από την ταχύτητα με την οποία διεκπεραίωνε τα διάφορα έγγραφα. Ωστόσο την εκνεύριζε το ότι καθόταν εκεί τόσο ήρεμος, την ώρα που σε κάποιο άλλο μέρος του κτιρίου ο Τσανγκ Αν Λο. Τι; Πονούσε; Τον βασάνιζαν; Κειτόταν αλυσοδεμένος; Νεκρός; Τον διέκοψε δύο φόρες αναστέναξε, σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε επιτιμητικά. «Τον φέρνουν;» «Έδωσα διαταγή να τον φέρουν στο γραφείο μου. Ήδη έχω ξεπεράσει τις αρμοδιότητες μου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε παραπάνω. Στην Κίνα βρισκόμαστε. Κάνε υπομονή». Η Λίντια έμεινε καθισμένη εκεί δύο ώρες και σαράντα λεπτά. και ύστερα η πόρτα άνοιξε. Σαν είδε το πρόσωπο της Λίντιας, ο Τσανγκ ένιωσε τη ζωή να επανέρχεται στο στήθος του. Το χαμόγελο της φώτιζε το άχαρο δωμάτιο. Τα μαλλιά της έβαζαν φωτιά στο χώρο. Έπρεπε να το ξέρει ότι θα ερχόταν, ότι θα έβρισκε κάποιον τρόπο για να βρεθεί κοντά του. Έπρεπε να έχει περισσότερη πίστη. Η Λίντια τινάχτηκε όρθια, αλλά ο Ρώσος, καθισμένος όπως ήταν πίσω από το γραφείο, της έριξε μια προειδοποιητική ματιά. και

εκείνη έμεινε ήσυχα στη γωνιά της, με τα ελαφίσια μάτια της καρφωμένα στο πρόσωπο του Τσανγκ, τραβολογώντας τα κουμπιά του παλτού της σαν να θελε να τα ξηλώσει. Πίσω του στέκονταν προσοχή δύο Κινέζοι στρατιώτες και ο Τσανγκ ήξερε πως αν τους έδινε την παραμικρή αφορμή, μετά χαράς θα πρόσθεταν καινούργια σημάδια στην πλάτη του με τον υποκόπανο των όπλων τους. Από την άλλη όμως ήταν σίγουρος πως το χωριάτικο μυαλό τους δεν θα καταλάβαινε αγγλικά. «Τσανγκ Αν Λο», είπε με επισημότητα ο Ρώσος, «σε κάλεσα για ν’ απαντήσεις σε μερικές ερωτήσεις». Ο Τσανγκ τον κοίταξε σταθερά και αποκρίθηκε στα αγγλικά. «Η θωριά σου γεμίζει χαρά την καρδιά μου και κάνει το αίμα να καλπάζει στις φλέβες μου». Ο Ρώσος πετάρισε τα μάτια. Η Λίντια έβγαλε μια φωνούλα, αλλά οι φρουροί έμειναν σιωπηλοί. «Δεν ξέρω πόση ώρα θα μου επιτραπεί να παραμείνω εδώ. Έχω πράγματα να σου πω. Να πω ότι είσαι για μένα το φεγγάρι και τ’ αστέρια, ο αέρας που αναπνέω. Όσο ζω θα σ’ αγαπώ και άμα πεθάνω.» Άλλη μια φωνούλα από τη Λίντια. «. θα εξακολουθήσω να ζω μέσα σου». Ο Ρώσος έχασε την υπομονή του. «Αρκετά, για όνομα του Θεού!» στρίγκλισε. Ο Τσανγκ τον αγνόησε. Η μόνη παρουσία που αντιλαμβανόταν μέσα στο δωμάτιο ήταν αυτή της Λίντιας. Έστρεψε το βλέμμα του και μόλις συνάντησε το δικό της, το κύμα της επιθυμίας που τον κατέκλυσε του έδωσε να καταλάβει πως δεν ήταν έτοιμος ακόμη να πεθάνει. Ξαφνικά, ο Ρώσος διέταξε τους φρουρούς να βγουν από το δωμάτιο και τους ακολούθησε.

«Έχετε δύο λεπτά. Όχι παραπάνω», είπε αυστηρά. Ο Τσανγκ Αν Λο πλησίασε τη Λίντια. Άνοιξε την αγκαλιά του και εκείνη χώθηκε μέσα της.

61 Ο Τέο άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε την πίπα με προσοχή. Χάιδεψε το μακρύ ελεφάντινο στέλεχος της και ένιωσε τα παμπάλαια σκαλίσματα του να του μιλάνε μέσα από τα ακροδάχτυλά του. Η ανάγκη που ένιωθε να την έχει εκεί, δίπλα στο κρεβάτι του, ήταν τόσο δυνατή, που ήξερε πως έπρεπε να την καταστρέψει. Από εκείνη την αλλόκοτη μέρα στο αγρόκτημα με τον Άλφρεντ και τον Λιεφ Παπκόφ, είχε συνειδητοποιήσει ότι η ζωή του ήταν πολύ εύθραυστη για να παίζει μαζί της. Ίσως έφταιγε εκείνη η τρελή κούρσα που είχε κάνει με το όπλο στο χέρι. ή ο βίαιος θάνατος του Πο Τσου. ή η επικείμενη εκτέλεση του κομμουνιστή. Ο θάνατος του ψιθύριζε συνέχεια στ’ αυτί. Ή μήπως έφταιγε εκείνο το ξερό και σύντομο γράμμα του Μέισον, που δήλωνε πως δεν ήθελε καμιά επαφή μαζί του στο μέλλον; Τον είχε κάνει ν’ απορήσει αυτό το γραμμα. Τι διάβολο είχε κάνει αυτό τον παλιάνθρωπο ν’ αλλάξει γνώμη; Το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρος τώρα ήταν πως ήθελε και άλλα από τη ζωή του. Για τον εαυτό του, για το αγαπημένο του σχολείο και για τη Λι Μέι. Πήρε το βλέμμα του από την πίπα και κοίταξε τη γυναίκα. Δεν φορούσε κοσμήματα ούτε ήταν βαμμένη και τα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα σ’ έναν αυστηρό κότσο μένα λευκό λουλούδι. Πενθούσε τον αδελφό της. Καθόταν στο παράθυρο, με τα χέρια σταυρωμένα στην ποδιά της, και τα αμυγδαλωτά της μάτια ήταν καρφωμένα πάνω του. Ένας μυς που παλλόταν στην άκρη των χειλιών της ήταν το μόνο σημάδι που έδειχνε πόσο ήθελε να καταστρέψει την πίπα. Κρατώντας την και με τα δυο χέρια, ο Τέο τη σήκωσε ψηλά σαν προσφορά στους θεούς. Προς στιγμήν, αποθύμησε τον γλυκό καπνό της μα δεν έδωσε σημασία. Κοπάνησε την πίπα στο

μπρούντζινο κεφαλάρι του κρεβατιού με όλη του τη δύναμη. Το ελεφαντόδοντο έγινε θρύψαλα. Τα κομμάτια του σκορπίστηκαν σε όλο το δωμάτιο και ένα απ αυτά έπεσε πάνω στο μικροσκοπικό πόδι της Λι Μέι που το κλότσησε μακριά. «Τώρα θα πεις ναι;» ρώτησε ο Τέο. Τα μαύρα της μάτια έλαμπαν ευτυχισμένα. «Ρώτησε με ξανά». «Λι Μέι, θα με παντρευτείς;» «Ναι». «Τίγιο.» «Τι τρέχει;» «Ήρθε ξανά στην πύλη αυτή». «Ποια;» «Εκείνη η Κινέζα». «Αγνόησε την». «Μπορεί να θέλει πίσω τη γάτα της». «Τη Γιβάι;» «Ναι, δική της ήταν. και τώρα που ο άντρας της έχει εκτελεστεί, το σκάφος του έχει κατασχεθεί και της έχουν πάρει και την κόρη της, δεν βλέπω για ποιο λόγο δεν της δίνεις πίσω τη γάτα». «Αν θέλει τη γάτα, ας έρθει να τη ζητήσει». «Τίγιο, δεν μ’ αρέσει αυτή η γυναίκα ούτε η γάτα της. Γύρω απ’ το κεφάλι της πετάνε κακά πνεύματα». «Αγάπη μου, αυτά είναι ανόητες προλήψεις. Αν όμως αυτό σ’ ευχαριστεί, θα της δώσω μερικά δολάρια μόλις βγω έξω». «Ναι, Τίγιο, καν’ το. Μπορεί αυτό να βοηθήσει». Όταν βγήκε όμως ο Τέο από την πύλη με το αυτοκίνητο του, η παλιά ιδιοκτήτρια της Γιβάι δεν φαινόταν πουθενά. Η κίνηση στην πόλη ήταν μεγάλη, ήταν Σάββατο, και είχαν βγει όλοι για ψώνια, και έτσι έκανε πολλή ώρα μέχρι να φτάσει στο

σπίτι του Άλφρεντ. Του Τέο δεν του άρεσε ν’ αργεί. Στις μέρες που θ’ ακολουθούσαν θα γίνονταν πολλά πράγματα και πολλά από αυτά θα τα έβλεπε θολά και όχι με σαφήνεια. Κάπως έτσι έβλεπε και την άφιξη του τώρα στο σπίτι του Άλφρεντ. Αργότερα θυμόταν ότι είχε μπει με την όπισθεν στο δρομάκι του κήπου και ότι είχε σταματήσει μπροστά στην ογκώδη Άρμστρονγκ Σίντλι του Άλφρεντ που έπιανε όλο το πάρκινγκ. και μετά, το κενό - μέχρι που εκείνος τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. «Χαίρομαι που σε βλέπω, παλιόφιλε. Η Λίντια ανυπομονεί να σ’ ευχαριστήσει». Του Τέο δεν του φάνηκε πως έτσι είχαν τα πράγματα. Η κοπέλα στεκόταν σαν μαγκωμένη μπροστά στο παράθυρο του σαλονιού: ή πονούσε ή βρισκόταν σε επιφυλακή. Μπορεί και τα δυο. Ο Τέο ακολούθησε το βλέμμα της για να δει πού κοίταζε. Τίποτε. Ένα παλιό υπόστεγο μόνο. Ωστόσο η Λίντια δεν έδειχνε καλά. Τα χαρακτηριστικά της ήταν τραβηγμένα. Η επιδερμίδα της διάφανη. Το στόμα της σφιγμένο από την ένταση και τα κεχριμπαρένια μάτια της έδειχναν να έχουν σκουρύνει πολύ. και όμως κάτι έλαμπε μέσα τους, μια εσωτερική φλόγα που ο Τέο δεν την είχε ξαναδεί. Αργότερα, όταν ξανάφερνε την εικόνα της στη σκέψη του, τη θυμόταν αυτή τη φλόγα. «Λίντια, έλα να χαιρετήσεις τον κύριο Γουίλαμπι». Είχε μιλήσει η Βαλεντίνα. Χαμογελούσε γοητευτικά στον Τέο, δίνοντας του την εντύπωση πως είχε κατεβάσει ήδη τις βότκες της. Όταν το αναλογιζόταν αργότερα, εκείνο που θυμόταν ήταν ο μακρύς δροσερός λαιμός της. Γιατί τάχα; Ίσως επειδή φορούσε κάτι έντονα κόκκινο που αναδείκνυε τη λευκότητα του λαιμού της και εκείνη τη φλέβα που έπαιζε χαμηλά. και χαμογελούσε συνέχεια, πολύ. Και τα μάτια της εξέφραζαν πραγματική ευτυχία,

τόσο ώστε να δείχνει νεότερη απ’ ότι στο γάμο της μερικές εβδομάδες νωρίτερα. «Είμαστε πολύ τυχεροί που σ’ έχουμε ξανά στο σπίτι, ε, αγάπη μου; Σώα και αβλαβή. Δηλαδή.» Γέλασε, και το βλέμμα που έριξε στην κόρη της έκρυβε και κάτι άλλο, πιο ευαίσθητο. «Τέλος πάντων, σχεδόν αβλαβή». «Πώς είσαι, Λίντια;» τη ρώτησε ο Τέο. «Τώρα, καλά». «Μπράβο, κοπέλα μου». «Έλα, αγάπη μου, μη γίνεσαι ανάγωγη. Ευχαρίστησε τον κύριο Γουίλαμπι». «Σας ευχαριστώ, κύριε Γουίλαμπι, που ψάξατε να με βρείτε». «Μα είναι ευχαριστώ αυτό; Του αξίζει κάτι καλύτερο! Ρισκάρισε τη ζωή του για σένα». Η Λίντια τρεμούλιασε. Ύστερα όμως χαμογέλασε, σαν κάτι ν’ άνοιξε μέσα της και να ξαναβρήκε για μια στιγμή τα νιάτα της. Άπλωσε το χέρι της στον Τέο. «Κύριε Γουίλαμπι, σας είμαι ευγνώμων. Αλήθεια». «Τη ρώσικη αρκούδα σου πρέπει να ευχαριστήσεις. Εκείνος έκανε όλη τη βρομοδουλειά». «Ο Λιεφ.» Ύψωσε το ποτήρι με το χυμό λάιμ που κρατούσε προς τη μεριά του Λιεφ Παπκόφ, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα. Με το ένα του μάτι κοίταζε τον πάτο ενός ποτηριού με βότκα που κρατούσε στα τεράστια χέρια του, αλλά όταν αντιλήφθηκε ότι τον κοιτάζει κούνησε το κεφάλι του δείχνοντας τα λευκά του δόντια, σαν να θελε κάποιον να δαγκώσει. Η Βαλεντίνα τον αγριοκοίταξε και μουρμούρισε κάτι στα ρώσικα. «Κι ο Τσανγκ Αν Λο;» ρώτησε ο Τέο. «Στη φυλακή».

«Λυπάμαι πολύ, Λίντια». «Κι εγώ». Πήγε και στάθηκε δίπλα στον μεγαλόσωμο Ρώσο και κοίταξε πάλι έξω από το παράθυρο. Δεν μιλούσαν, αλλά ο Τέο ένιωθε το δεσμό που υπήρχε ανάμεσα τους. Παράξενο. «Τα νέα από τον Τσανγκ δεν είναι καλά», είπε χαμηλόφωνα ο Τέο στον Άλφρεντ, που έδειχνε ιδιαίτερα κομψός μέσα στο καινούργιο ανθρακί κοστούμι του. Η Βαλεντίνα είχε κάνει θαύματα μαζί του. «Δυστυχώς». «Θα εκτελεστεί;» «Φαίνεται αναπόφευκτο. Από μέρα σε μέρα». «Κακόμοιρη, Λίντια Ο Άλφρεντ έβγαλε από την τσέπη του ένα μεγάλο λευκό μαντίλι και σκούπισε το στόμα του. «Μπορεί μακροπρόθεσμα να είναι για καλό», είπε κουνώντας το κεφάλι στενάχωρα. «Μακάρι να βρει κανένα καλό Εγγλεζόπουλο στο σχολείο σου». «Γιατί τόσο βλοσυρός, άγγελε μου;» μπήκε στη μέση γελώντας η Βαλεντίνα. Είχε πλησιάσει τον άντρα της και τον αγκάλιασε από τη μέση. Ο Τέο διασκέδασε με το ευχαριστημένο ύφος του φίλου του, ο οποίος συγχρόνως έδειχνε μαγκωμένος επειδή η Βαλεντίνα εκδήλωνε δημόσια την αγάπη Της. Αργότερα, όλη αυτή η αγάπη που εξέφραζε το χαμόγελο του Άλφρεντ, θα τον κυνηγούσε συνέχεια τον Τέο. Η επόμενη ώρα ήταν μια σκέτη θολούρα. Εξαιτίας όσων ακολούθησαν, που μισόσβηναν τις λεπτομέρειες, έτσι όπως μουντζουρώνει μια γραμμένη σελίδα το νερό που χύνεται πάνω της. και έτσι δεν ήταν σίγουρος πώς βρέθηκε να βαδίζει στο δρομάκι του κήπου πίσω από τη Βαλεντίνα. Θυμόταν μόνο κάτι για τσιγάρα.

«Ανάθεμα!» είχε φωνάξει κάποια στιγμή η Βαλεντίνα. «Έμεινα από τσιγάρα». «Δοκίμασε τα δικά μου», της πρότεινε ο Τέο. «Όχι, Θεέ μου! Η μυρωδιά τους και μόνο είναι θανατηφόρα». Κι έτσι προσφέρθηκε να την πάει με το αυτοκίνητο σ εκείνο το μαγαζάκι που πουλούσε τα απαίσια ρώσικα τσιγάρα της και εκείνη ενθουσιάστηκε. Πήγε κοντά στην κόρη της, της ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί και της χάιδεψε τα μαλλιά. Η Λίντια κατένευσε αλλά κατέβασε τα μούτρα. Δεν της άρεσε που έφευγε η μητέρα της. Ο Τέο θυμόταν μετά ότι της είχε ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και ότι εκείνη τον είχε φιλήσει. Θυμόταν το απαλό άγγιγμα των χειλιών της στο μάγουλο του, το άρωμα της, το χέρι της που του χάιδεψε ελαφρά το στήθος. Το κέφι και η ζωντάνια της ήταν κολλητικά, ξεχείλιζαν από παντού. Η κόρη της ήταν ασφαλής τόσο από τον Πο Τσου όσο και από τον Τσανγκ Αν Λο, και τον Άλφρεντ τον έπαιζε με το μικρό της δαχτυλάκι. Τι άλλο μπορούσε να θέλει; Καθώς έμπαινε στη θέση του οδηγού, ο Τέο είδε δύο πράγματα που τον εξέπληξαν: το ένα ήταν η Λίντια που στεκόταν στην εξώπορτα. Γιατί είχε βγει; Το άλλο ήταν η Κινέζα με τη γάτα, που τις τελευταίες δυο μέρες τριγύριζε έξω από το σχολείο του. Τι στο διάβολο γύρευε εκεί πέρα; Και μάλιστα, στεκόταν ακριβώς μπροστά στο αυτοκίνητο του. Ο Τέο της κορνάρισε. Στο πλατύ πρόσωπο της με τα σκιστά μάτια χαράχτηκε μια έκφραση μίσους έφτυσε με μανία πάνω στο παρμπρίζ. «Α, τούτη η πόλη είναι γεμάτη παλαβούς», γκρίνιαξε η Βαλεντίνα, χωρίς να τρομάξει όμως. Τίποτε δεν θα της χαλούσε την καλή της διάθεση σήμερα. «Θα την ξεφορτωθώ», είπε ο Τέο και βγήκε από το αυτοκίνητο. και τότε άρχισαν όλα να πηγαίνουν ακόμη πιο στραβά.

Η γυναίκα τίναξε το χέρι της και κάτι πέταξε κάτω από το αυτοκίνητο. Ο Τέο έτρεξε να την κυνηγήσει, αλλά αυτή το έβαλε στα πόδια με απίθανη ταχύτητα. και τη στιγμή που ο Τέο έφτανε στην αυλόπορτα, ο κόσμος έγινε χίλια κομμάτια. Ακούστηκε ένας τρομερός βρυχηθμός, κάτι τον άρπαξε και τον τίναξε έξω στο δρόμο, και όπως προσγειωνόταν, ένιωσε να σπάει ο καρπός του και να τρυπάνε ταυτιά του. Σηκώθηκε σέρνοντας και κοίταξε πίσω του. Το Μόρις Κάουλι είχε εξαφανιστεί. Στη θέση του υπήρχε ένας κρατήρας και μερικά κομμάτια παραμορφωμένο μέταλλο. Πίσω του, η Άρμστρονγκ Σίντλι του Άλφρεντ ήταν τουμπαρισμένη στο πλάι σαν να την είχε κλοτσήσει κάποιος γίγαντας. Θραύσματα γυαλιών έπεφταν από τον ουρανό σαν βροχή. Δέκα μέτρα πιο κει, πάνω στο καψαλισμένο γρασίδι, κειτόταν διαμελισμένο το κορμί της Βαλεντίνας. Η σάρκα της ήταν ξεσκισμένη. Δίπλα της, είχε γονατίσει η Λίντια με το στόμα ανοιχτό σε μια κραυγή που ο Τέο δεν μπορούσε να την ακούσει. Σ’ εκείνο το σημείο το μυαλό του θόλωσε και βυθίστηκε σένα μαύρο παγερό πηγάδι.

62 Η κηδεία ήταν φρικτή. Παραλίγο να μην πάει ο Τέο, αλλά ήξερε ότι έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία τα τραύματα του. Δεν ήταν βαθιά, ήταν όμως εντυπωσιακά. Κοψίματα και μελανιές στο πρόσωπο, ένα σπασμένο καρπό στο γύψο, ένα κομμάτι του αυτιού χαμένο. Τελικά πήγε. Αυτός ήταν ο ένοχος, ο υπεύθυνος που εξαιτίας του γινόταν τώρα τούτη η κηδεία. Έπρεπε να το χωνέψει. Πραγματικά, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Άλφρεντ και η μικρή Ρωσίδα δεν τον έδιωξαν με τις κλοτσιές από την εκκλησία. Ήταν και οι δυο τους ντυμένοι στα μαύρα. και τα πρόσωπα τους ήταν γκρίζα σαν το χώμα που θα κατάπινε σύντομα τη Βαλεντίνα. Ο Τέο κάθισε στο τελευταίο στασίδι, με τη Λι Μέι δίπλα του, να κοιτάζει με περιέργεια, και το λευκό λουλούδι του πένθους να στολίζει το κεφάλι της. «Αγαπητοί φίλοι, ας ευχαριστήσουμε το Θεό για τη ζωή που έζησε η Βαλεντίνα Πάρκερ, που ήταν χαρά για όλους μας». Στον άμβωνα στεκόταν εκείνος ο ηλικιωμένος ιεραπόστολος, μένα πλατύ χαμόγελο και μαλλιά λευκά σαν του Αβραάμ. «Ήταν μια αληθινή αχτίδα φωτός σε τούτο τον κόσμο. Ο Κύριος της είχε δώσει το χάρισμα της μουσικής για να μας ευφραίνει». Ο Τέο δεν άντεχε να τον ακούει. Τις αντιπαθούσε τις εκκλησίες. Δεν του άρεσε η ταπείνωση που σου προκαλούσε τεχνηέντως η αρχιτεκτονική τους, που ήταν σχεδιασμένη μεγαλοφυώς για να σε κάνει να νιώθεις ανάξιος, αμαρτωλός. και αν η Βαλεντίνα ήταν μια θεϊκή αχτίδα φωτός, γιατί Εκείνος την έσβησε τόσο βίαια; Γιατί έκανε τον Άλφρεντ, έναν από τους πιο αφοσιωμένους υπηρέτες Του, να υποφέρει τόσο; Όλα αυτά ακύρωναν την ιδέα του ελεήμονος Θεού. Όχι. Οι Κινέζοι ήξεραν καλύτερα. Τα κακά συμβαίνουν όταν τα

πνεύματα θυμώνουν. Αυτό ακούγεται λογικό. Πρέπει λοιπόν να τα εξευμενίζεις και γι’ αυτό ο Τέο είχε αποφασίσει να εφαρμόσει τη συμβουλή του Τσανγκ και να φτιάξει ένα βωμό στο σπίτι του για τα πνεύματα του πατέρα, της μητέρας και του αδελφού του. Δεν θα τους έδινε αφορμή να κάνουν κακό στη Λι Μέι του, όπως έκαναν στη Βαλεντίνα. Στην Κίνα ίσχυαν διαφορετικοί κανόνες. Η Κινέζα με τη γάτα και τη χειροβομβίδα της το ήξερε αυτό. Τον κατηγορούσε για την εκτέλεση του άντρα της και για την αυτοκτονία της κόρης της στο κρεβάτι του Φενγκ Του Χονγκ, και είχε τιναχτεί και η ίδια στον αέρα με μια δεύτερη χειροβομβίδα. Αυτό δεν σήμαινε όμως πως δεν αποτελούσε πλέον απειλή. Ο Τέο είχε βάλει τη Λι Μέι να του υποσχεθεί πως στο εξής θα μιλούσε καλοσυνάτα στη γάτα Γιβάι, καλού κακού. Τα πνεύματα είναι απρόβλεπτα. Όταν το εκκλησίασμα σηκώθηκε να ψάλει έναν ύμνο, ο Τέο έμεινε καθιστός και έκλεισε τα μάτια, κρατώντας σφιχτά το χέρι της Λι Μέι. Η δεξίωση ήταν ακόμη χειρότερη και από την κηδεία. Ο Τέο όμως χάρηκε βλέποντας την Πόλι να στέκεται διαρκώς σαν βράχος πλάι στη Λίντια, να τη φροντίζει και να την προστατεύει από τους καλοθελητές. και ο Άλφρεντ αντιμετώπιζε καλά την κατάσταση. Μ’ έναν τρόπο σπαρακτικό. «Άλφρεντ, αν μπορώ να σου φανώ χρήσιμος με οποιονδήποτε τρόπο.» «Σ’ ευχαριστώ, Τέο, μα δεν χρειάζεται». «Να φάμε μαζί κανένα βράδυ;» «Καλοσύνη σου, μα όχι ακόμη. Αργότερα ίσως». «Ασφαλώς». «Τέο.» «Ναι;»

«Σκέφτομαι να ζητήσω μετάθεση. Δεν μπορώ πια να μένω εδώ». «Απολύτως κατανοητό, αγαπητέ μου φίλε. Πού λες να πας;» «Στην πατρίδα». «Στην Αγγλία;» «Ναι. Δεν είμαι φτιαγμένος για τούτα τα ειδωλολατρικά μέρη». «Θα μου λείψεις. και εσύ και το σκάκι που παίζαμε». «Να έρθεις να μ’ επισκεφθείς». «Και η μικρή; Τι θα χάνεις με τη Λίντια;» «Θα την πάρω μαζί μου στην Αγγλία. Θα τη σπουδάσω. Αυτή ήταν η επιθυμία της Βαλεντίνας». «Αναλαμβάνεις μεγάλη ευθύνη. Μην ξεχνάς πως δεν ξέρει τίποτε από Αγγλία. και δεν μπορείς να πεις πως είναι. χμ. αρκετά εξημερωμένη για να ταιριάξει εκεί περά». Ο Άλφρεντ έβγαλε τα γυαλιά του και τα καθάρισε με μανία. «Τώρα είναι κόρη μου». Ο Τέο αναρωτήθηκε αν η Λίντια θα το έβλεπε έτσι. «Άλφρεντ, λυπάμαι.» είπε αδέξια. «Δεν μπορώ να σου εκφράσω πόσο άσχημα αισθάνομαι επειδή εκείνη η χειροβομβίδα είχε για στόχο εμένα και όχι τη Βαλεντίνα». Το στόμα του Άλφρεντ σφίχτηκε. «Δεν φταις εσύ, Τέο. Μην τα βάζεις με τον εαυτό σου. Φταίει τούτη η καταραμένη χώρα». Ο Τέο όμως κατηγορούσε τον εαυτό του. Προτίμησε να γυρίσει με τα πόδια στο σπίτι του, αντί ν’ ανέβει σένα από τα ρίκσο που πλημμύριζαν τους δρόμους, και ας τον πονούσαν τα πόδια του. Ήθελε να περπατήσει, για να διώξει τους δαίμονες των ενοχών από την ψυχή του. Δεν είχε αμφιβολία ότι θα επέστρεφαν ξανά και ξανά, έπρεπε να συνηθίσει να ζει μαζί τους. Κατά βάθος όμως ήξερε πως ο Άλφρεντ είχε δίκιο. Το φταίξιμο ήταν της χώρας αυτής. Η Κίνα

είχε μια ιστορία βίας χιλιετιών, και ακόμη και τώρα η υπέροχη ομορφιά της ποδοπατούνταν από τον αγώνα για την εξουσία. Δικαιοσύνη, το έλεγαν. Αγώνα για ισότητα και βασικό μισθό. Όμως αυτό δεν ήταν παρά ένα άλλο όνομα για τον ίδιο ζυγό στο σβέρκο των κατοίκων της. Τους άξιζε κάτι καλύτερο των Κινέζων. Ο Τέο πίστευε πως ακόμη και της γυναίκας με τη χειροβομβίδα της άξιζε κάτι καλύτερο. Τι σύστημα δικαιοσύνης ήταν αυτό που αντάλλασσε την ελευθερία σου με το κορμί της κόρης σου ή που πουλούσε παιδιά για σκλάβους; «Γουίλμπι, θα βάλεις και τ’ άλλο σου χέρι στο γύψο αν δεν προσέχεις». Ο Τέο τινάχτηκε για ν’ αποφύγει τα αυτοκίνητα που ορμούσαν καταπάνω του, ανάκατα με ποδήλατα, ρίκσο και κάρα. Ακόμη και ένας νεαρός καβάλα σένα σκούτερ του κορνάρισε. «Καλή σου μέρα, Φενγκ Του Χονγκ». Η μηχανή της μαύρης Ρολς Ρόις γουργούριζε δίπλα στο πεζοδρόμιο. Το πίσω τζάμι της ήταν κατεβασμένο, αλλά ο άνθρωπος που καθόταν μέσα δεν ήταν ίδιος μ’ εκείνον που λίγες μέρες νωρίτερα ακτινοβολούσε δύναμη και εξουσία. Ο Τέο είδε το παραζαλισμένο πρόσωπο ενός ανθρώπου που είχε χάσει το γιο του. Στο κεφάλι του φορούσε και πάλι μια λευκή ταινία. «Σε γύρευα, Γουίλμπι. Σε παρακαλώ, κάνε μου την τιμή να μου αφιερώσεις ένα λεπτό. Μια σύντομη βόλτα με το ανάξιο αυτοκίνητο μου μπορεί να ελαφρύνει το βάρος των πληγών σου». «Σ’ ευχαριστώ, Φενγκ». Για λίγο προχώρησαν σιωπηλοί. Τους βάραιναν και τους δυο πάρα πολλά για να μπορέσουν να βρουν με ευκολία κάποια λόγια που θα γεφύρωναν το χάος ανάμεσα τους. Οι δρόμοι ξεχείλιζαν από κόσμο που πήγαινε στις δουλειές του μέσα στη χειμωνιάτικη λιακάδα. Το μεγάλο αυτοκίνητο τραβούσε την προσοχή και

αρκετοί Κινέζοι έσκυβαν και έκαναν υποκλίσεις μέχρι το έδαφος. Ο Φενγκ όμως ούτε που το πρόσεχε. «Φενγκ, σου εκφράζω το, συλλυπητήρια μου για την απώλεια σου. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να ελέγξω την κατάσταση, αλλά το αγρόκτημα ήταν άδειο όταν έφτασα». «Το έμαθα». «Κι η κόρη σου στέλνει τα συλλυπητήρια της στον πατέρα της». «Μια σωστή κόρη θα βρισκόταν στο πλευρό του πατέρα της». «Ένας σωστός πατέρας δεν θ’ απειλούσε τόσο βάναυσα την κόρη του». Ο Φενγκ συνέχισε να κοιτάζει ίσια μπροστά, βυθισμένος στον δικό του κατάμαυρο κόσμο. Το φαρδύ του στήθος φούσκωσε καθώς ανάσαινε βαθιά για να συγκρατήσει το θυμό του. και ο Τέο κατάλαβε ξαφνικά πως κάτι ήθελε τούτος ο άνθρωπος. Δεν δυσκολεύτηκε να μαντέψει τι ήταν. «Φενγκ Του Χονγκ, ανάμεσα μας υπάρχει ένα ιστορικό διαφωνιών και θλίβομαι που δεν μπορούμε να κάνουμε στην άκρη τις διαφορές μας για χάρη της κόρης σου που την αγαπάμε και οι δυο. Τούτη την ώρα που σε πνίγει η οδύνη για την απώλεια του τελευταίου γιου σου.» δίστασε πριν προφέρει τη συνέχεια, «σε καλώ στο σπίτι μου». Το ένιωσε ότι του κόπηκε η ανάσα του Φενγκ. «Θα είναι τιμή της κόρης σου να σου προσφέρει τσάι, αν και αυτά που έχουμε να σου προσφέρουμε είναι μηδαμινά μπροστά σ’ εκείνα που στολίζουν το δικό σου τραπέζι». Ο Φενγκ στράφηκε αργά και ο ταυρίσιος σβέρκος του καμπούριασε αμυντικά. «Σ’ ευχαριστώ, Γουίλμπι. Η καρδιά μου θα χαρεί να δει ξανά την κόρη μου. Τώρα πια είναι το μοναδικό μου παιδί και δεν θέλω να τη στενοχωρήσω».

«Τότε είσαι ευπρόσδεκτος». Ο Φενγκ έσκυψε, έσπρωξε στο πλάι το χώρισμα του οδηγού και του έδωσε οδηγίες. Όταν ξανάκλεισε το τζάμι, μετακινήθηκε ανήσυχα στο κάθισμα και ξερόβηξε. Ο Τέο περίμενε. Ανήσυχος. «Τίγιο Γουίλμπι, δεν έχω πλέον γιο». Ο Τέο κατένευσε σιωπηλός. «Χρειάζομαι έναν εγγονό». Ο Τέο χαμογέλασε. Ώστε αυτό ήταν. Ο γερο-διάβολος ερχόταν παρακαλώντας. Αυτό τα άλλαζε όλα. Τώρα τη δύναμη την είχε η Λι Μέι. «Έλα», είπε ευγενικά ο Τέο καθώς το αυτοκίνητο σταματούσε στην αυλή της Ακαδημίας Γουίλαμπι. «Έλα να πιεις τσάι μαζί μας». Ήταν και αυτό μια αρχή.

63 «Λίντια!» Η Λίντια βρισκόταν στο δωμάτιο της. Κοίταζε έξω, στο σκοτάδι και τη βροχή. Μέσα στη μοναξιά, τα μυαλό της είχε δραπετεύσει από το παρόν. Τριγύριζε σε μέρες περασμένες, τότε που η μητέρα της χόρευε στη σοφίτα τους κρατώντας στο ένα χέρι ένα μικρό τετράγωνο ψωμί της μπίρας και ένα μεγάλο κομμάτι κίτρινο βούτυρο στο άλλο. Η Λίντια είχε ενθουσιαστεί πολύ από την καινούργια, παράξενη μυρωδιά αυτού του ψωμιού που δεν έμοιαζε με ψωμί, κι είχε ανέβει σε μια καρέκλα για να παρακολουθήσει τη μητέρα της καθώς το άλειβε με βούτυρο. και ύστερα η Βαλεντίνα την τάισε τη μια φέτα μετά την άλλη, σαν πουλάκι. Γελούσαν τόσο πολύ, που τους ήρθαν δάκρυα. Μα τώρα σφιγγόταν η ψυχή της σαν θυμόταν πόσο λίγο είχε φάει η μητέρα της και πώς έγλειφε εκστατικά το βούτυρο από το μαχαίρι. «Λίντια! Έλα γρήγορα!» Η Λίντια είχε ένα ένστικτο που την προειδοποιούσε αμέσως για τους κινδύνους. Άρπαξε σαν όπλο μια βούρτσα των μαλλιών και έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα του Άλφρεντ. Κοκάλωσε. Για μια στιγμή, στο στήθος της γεννήθηκαν ανομολόγητες προσδοκίες. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο ανθρώπους, κι όλοι ήταν η μητέρα της. Ο Άλφρεντ καθόταν τεντωμένος στην άκρη του διπλού κρεβατιού, στο ένα του χέρι έσφιγγε δύο φακέλους, και με το άλλο τραβολογούσε τα σεντόνια λες κι ήθελε να κρατηθεί απ’ αυτά και να μην παλαβώσει. «Κοίταξε, Λίντια» είπε ξέπνοα. «Γράμματα». Η Λίντια δεν μπορούσε να ξεκαρφώσει τα μάτια της απ το πάτωμα. Ήταν στρωμένο με τα ρούχα της μητέρας της, βαλμένα τακτικά και ταιριαστά. Ναυτικό ταγιέρ πάνω σε ναυτικά παπούτσια. Μεταξωτό κρεμ

ταγιέρ, καμηλό μπλούζα και καφέ σανδάλια. Κάλτσες, καπέλα, γάντια, ακόμη και κοσμήματα, τοποθετημένα όπως τα φορούσε εκείνη. Άδεια. Η παρουσία της μητέρας της χωρίς τη μητέρα της. και σε κάθε σετ, εκεί που θα έπρεπε να ήταν το πρόσωπο της, ένα φουλάρι. Έπαθε σοκ. «Λίντια», είπε βιαστικά ο Άλφρεντ, «η Βαλεντίνα μας έχει γράψει γράμματα». Δεν φορούσε τα γυαλιά του, και το πρόσωπο του έδειχνε γυμνό και ευαίσθητο. Το ρολόι στο κομοδίνο του έδειχνε τέσσερις και είκοσι το πρωί, όμως αυτός φορούσε ακόμη το χθεσινό τσαλακωμένο κοστούμι του κι ήταν αξύριστος. «Τι θες να πεις;» «Τώρα τα βρήκα. Κάτω απ’ τα εσώρουχα της, σ’ εκείνο το συρτάρι. Ένα γράμμα για τον καθένα μας». Έσφιξε τους φακέλους στο στήθος του. Η Λίντια γονάτισε στο χαλί μπροστά του, ακούμπησε απαλά τα χέρια της στα γόνατα του και ένιωσε ότι έτρεμε ολόκληρος. «Άλφρεντ. Άλφρεντ.» μουρμούρισε απαλά και τον κοίταξε. Δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά του. «Δεν μπορούμε να τη φέρουμε πίσω». «Το ξέρω!» φώναξε εκείνος. «Αν ο Θεός όμως πήρε πίσω το γιο Του, γιατί να μην πάρω και εγώ πίσω τη γυναίκα μου;» Αγαπημένη μου, ντούσενκα, Αφού το διαβάζεις αυτό, τότε έχω κάνει πια το χειρότερο πράγμα που μπορεί να κάνει μια μητέρα στην κόρη της. Έχω φύγει και σ’ έχω αφήσει. Βέβαια, ποτέ δεν ήμουν καλή στο ρόλο της μητέρας, έτσι δεν είναι; Σήμερα παντρεύομαι. Σου γράφω γιατί έχω τρομερά προαισθήματα που με τυλίγουν σαν σάβανο. Μια παγωνιά μου σφίγγει την καρδιά. Εσύ βέβαια θα γελάσεις και θα μου πεις πως τώρα μιλάει η βότκα. Μπορεί. Μπορεί και όχι. Λοιπόν, έχω να σου πω μερικά πράγματα. Σοβαρά πράγματα.

Ουφ! Ξέρεις, αγάπη μου, ότι είμαι μυστικοπαθής, κρατάω πολλά μέσα μου. Ας τα πω λοιπόν στα σβέλτα. Πρώτον, σ’ αγαπάω χρυσαφένια μου κόρη. Περισσότερο και απ’ τη ζωή μου. Αν βρίσκομαι λοιπόν μέσα στην κρύα γη, μη με θρηνήσεις. Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη. Γιατί αυτό που μετράει είναι ότι εσύ επιβιώνεις. Στο όνομα της Κόλασης, μην κλαις, μη χαλάς τα ωραία σου ματάκια. Θα τα πάω μια χαρά με το Διάβολο. Και τώρα τα δύσκολα. Ο πατέρας σου, ο Γιενς Φρίις, είναι ζωντανός. Ορίστε, το είπα. Βρίσκεται σένα από τα απαίσια στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας του Στάλιν, σε κάποια ξεχασμένη απ’ το Θεό τρύπα της Ρωσίας. Βρίσκεται εκεί δέκα χρόνια. Πώς το ξέρω; Από τον Λιεφ Παπκόφ. Ήρθε και μου το είπε τη μέρα που τον βρήκες στη μίζερη σοφίτα μας. Την ίδια μέρα είχα πει το «ναι» στην πρόταση γάμου που μου έκανε ο Άλφρεντ. Ειρωνεία, ε; Χα! Λίντια, ήθελα να πεθάνω - να πεθάνω από λύπη. Σε τι θα μπορούσε όμως να σου χρησιμεύσει ο πατέρας σου, χαμένος μες στις παγωμένες στέπες της Σιβηρίας, όπου κατά πάσα πιθανότητα θα πέθαινε σύντομα; Κανείς δεν ζει πολύ σ’ εκείνα τα βάρβαρα στρατόπεδα. Κι έτσι, σου βρήκα έναν καινούργιο πατέρα. Είναι κακό αυτό; Σου βρήκα κάποιον που θα σε φροντίσει όπως πρέπει. και εμένα. Μη με ξεχάσεις. Είχα κουραστεί να είμαι. άδεια. Αδύναμη και άδεια. Για σένα θέλω άλλα, πολλά. Ορίστε. Το είπα και αυτό. Μη θυμώσεις που δεν στο είχα πει νωρίτερα. Και τώρα ένα μυστικό που δεν σκόπευα ποτέ μου να το πω. Θα μπορούσα να το πάρω μαζί μου στον τάφο. Εσύ όμως θέλεις την αλήθεια. Εντάξει λοιπόν. Θα την πω, μικρή

μου αγριόγατα, μα δεν θα σου βγει σε καλό. Σου έχω πει πως όταν γνώρισα τον πατέρα σου έμοιαζε με γενναίο πολεμιστή των Βίκινγκ. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που την άκουγα την ώρα που έπαιζα πιάνο για τον τσάρο Νικόλαο. Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος μου, αλλά εγώ ορκίστηκα επιτόπου πως θα τον παντρευόμουν αυτόν το βόρειο θεό. Μου πήρε τρία χρόνια μα τα κατάφερα. Όσον καιρό ήμουν πολύ μικρή γι’ αυτόν, εκείνος δεν καθόταν με σταυρωμένα χέρια στην Αυλή του τσάρου. Είχε δημιουργήσει ένα δεσμό. Τελικά, ο Βίκινγκ μου ήταν άνθρωπος και αυτός. Είχε δεσμό μ’ εκείνη τη Ρωσίδα σκύλα, την κόμισσα Ναταλία Σέροβα, που έμεινε έγκυος από τον Γιενς και γέννησε το παιδί του. Μάλιστα. Ο Αλεξέι Σέροφ είναι ετεροθαλής αδελφός σου. Ικανοποιήθηκες τώρα; Ακόμη και τώρα που σου γράφω, κλαίω. Η κόμισσα είχε τη λογική να φύγει από τη Ρωσία προτού ξεσπάσει η κόκκινη θύελλα και να πάρει μαζί το παιδί της, τα λεφτά της, τα κοσμήματα της. και ν’ αφήσει τον κερατωμένο σύζυγο της να τον σφάζουν οι μπολσεβίκοι. Τώρα ξέρεις. Γι’ αυτό δεν ανεχόμουν εκείνον τον πρασινομάτη μπάσταρδο στο σπίτι μου. Τα μάτια του είναι τα μάτια του πατέρα του. Ορίστε, ντούσενκα, έκανα την εξομολόγηση μου. Καν τα ότι θέλεις τα μυστικά μου. Εγώ πάντως σε ικετεύω να τα ξεχάσεις. Να ξεχάσεις τη Ρωσία και τους Ρώσους. Να γίνεις η σωστή Αγγλιδούλα του καλού μου του Άλφρεντ. Είναι ο μόνος τρόπος για να πας μπροστά. Αντίο λοιπόν, πολύτιμη κορούλα μου. Θυμήσου τις επιθυμίες μου. Αγγλική μόρφωση, καριέρα, και να μη γίνεις ποτέ κτήμα κανενός άντρα. Μη με ξεχνάς. Ουφ! Αρκετά μ’ αυτές τις παλαβομάρες. Αρνούμαι να πεθάνω από

τώρα, έτσι αυτό το γράμμα θα παλιώσει και θα κιτρινίσει ανάμεσα στα καλύτερα γαλλικά μεταξωτά μου εσώρουχα. Λεν θα μάθεις ποτέ τα μυστικά του. Αγάπη μου, σε φιλώ. Με πολλή αγάπη, Η μαμά σου Μαμά, μαμά, μαμά. Μια θύελλα συναισθημάτων τη χτύπησε κατακέφαλα. Έτρεξε και κρύφτηκε στο δωμάτιο της, κλαίγοντας και γελώντας μαζί, σφίγγοντας πάνω της το γράμμα της μητέρας της. Ο μπαμπάς ζει! Ο μπαμπάς. Ζει. και έχω και έναν αδελφό. Εδώ, στο Τζαντσόου. Τον Αλεξέι. Αχ, μαμά, με κάνεις να θυμώνω. Γιατί δεν μου τα είπες; Γιατί δεν τα μοιράστηκες μαζί μου; Κι όμως ήξερε το γιατί. Έτσι πίστευε ότι προστάτευε την κόρη της. Αυτό έλεγε το ένστικτο της επιβίωσης της Βαλεντίνας. Μαμά, ξέρω πως με θεωρείς πεισματάρα και ξεροκέφαλη, αλλά θ’ άκουγα ότι μου έλεγες. Αλήθεια. Έπρεπε να με εμπιστευτείς. Μαζί θα. Η εικόνα του πατέρα της εμφανίστηκε απ’ το πουθενά και γέμισε το μυαλό της, το κεφάλι της ολόκληρο. Δεν ήταν πια ψηλός αλλά καμπουριασμένος, κοκαλιάρης και ασπρομάλλης. Τα πόδια του ήταν δεμένα με σίδερα και γεμάτα κακοφορμισμένες πληγές. Το φωτοστέφανο του Βίκινγκ είχε χαθεί. Ήταν βουτηγμένος στη βρομιά. Κρύωνε. Έτρεμε. Σοκαρισμένη, πετάρισε τα βλέφαρα και η εικόνα εξαφανίστηκε. Μα πριν χαθεί, ο Γιενς Φρίις την κοίταξε κατάματα και χαμογέλασε. Ήταν εκείνο το χαμόγελο, που τόσο καλά το θυμόταν, το μοναδικό ενθύμιο που κουβαλούσε πάντα μέσα της. «Μπαμπά!» φώναξε. Ως τις εφτά το πρωί, είχε φτιάξει ένα βωμό. Μεγάλο, μέσα στο σαλόνι. Ο Άλφρεντ καθόταν και την παρακολουθούσε σιωπηλός καθώς άδειαζε τον μπουφέ και τον έντυνε με τα καφέ και τα

κεχριμπαρένια φουλάρια της μητέρας της. Στις άκρες, έβαλε τα ψηλά κηροπήγια της τραπεζαρίας. Στη μέση, έστησε περήφανη μια φωτογραφία της Βαλεντίνας. Γελούσε, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και κρατούσε ένα παρασόλι για τον ήλιο. Μια χαρούμενη φωτογραφία από το μήνα του μέλιτος. Ήταν τόσο όμορφη, θα μπορούσε να μαγέψει ακόμη και τους θεούς. Ύστερα υπολόγισε ποια πράγματα της θα χρειαζόταν η Βαλεντίνα και τα τοποθέτησε γύρω της. Βούρτσα για τα μαλλιά, καθρέφτη, κραγιόν για τα χείλη, πούδρα και βερνίκι νυχιών, το τσαντάκι της γεμάτο χρήματα που τα πήρε από το πορτοφόλι του Άλφρεντ. Την μπιζουτιέρα της, οπωσδήποτε. και μπροστά, για να το πιάνει εύκολα, ένα κρυστάλλινο ψηλό ποτήρι ξέχειλο με ρώσικη βότκα. Χρειαζόταν και άλλα. Στα δεξιά, μια στοίβα παρτιτούρες και στ’ αριστερά, ένα βιβλίο για τη σχέση του Σοπέν με τη Γεωργία Σάνδη, και μια τράπουλα για να ρίχνει πασιέντσες όταν θα βαριέται. Ένα μπολ με φρούτα και ένα πιάτο με ζαχαρωτά μαρτζιπάν. Τι άλλο; Η Λίντια βρήκε ένα μεγάλο μπρούντζινο πιάτο, το ακούμπησε στον μπουφέ και το γέμισε με χαρτιά πάνω στα οποία ζωγράφισε ένα σπίτι, ένα μεγάλο πιάνο με ουρά, ένα διαβατήριο, ένα αυτοκίνητο, ρούχα και λουλούδια. και ύστερα άναψε ένα σπίρτο και τους έβαλε φωτιά. Οι φλόγες τα μετέφεραν όλα στη μητέρα της. Όταν κάηκαν και καθάρισε ο καπνός, η Λίντια έρανε όλο το βωμό με το άρωμα της μητέρας της, αδειάζοντας το όλο πάνω του. Και τότε ο Άλφρεντ, που όλη αυτή την ώρα καθόταν σιωπηλός, πολύ απαλά, σαν να μην ήθελε να ενοχλήσει τη γυναίκα του, έβγαλε τη βέρα του και την ακούμπησε δίπλα στη γελαστή φωτογραφία της Βαλεντίνας. «Για δες, να και η Λίντια, η Ρωσίδα ντέβουσκα που δεν ξέρει την

ίδια της τη γλώσσα!» «Κόμισσα Σέροβα, Βάχαβαρίτς Αλεζέγιεμ; Μπορώ να μιλήσω με τον Αλεξέι;» «Α, επιτέλους μαθαίνεις; Μπράβο. Όχι, δεν μπορείς να περάσεις. Είναι πολύ νωρίς για επισκέψεις». «Πρόκειται για κάτι σημαντικό». «Έλα αργότερα». «Πρέπει να τον δω τώρα». «Μη γίνεσαι αυθάδης. Δεν έχουμε πάρει ακόμη το πρωινό μας». «Ακούστε με. Ο πατέρας μου είναι ζωντανός». «Φύγε! Φύγε αμέσως μικρή!» «Όχι. Πόσες φορές πρέπει να στο πω; Η απάντηση είναι όχι !» «Αλεξέι, θα στο ζητήσω ξανά. Σαν αδελφή σου». «Λίντια, αυτό που κάνεις είναι άδικο». «Και πότε μας φέρθηκε δίκαια η ζωή;» Περπατούσαν μέσα στο πάρκο Βικτόρια, με το κεφάλι σκυφτό κόντρα στον άνεμο που κατέβαινε ουρλιάζοντας από τις στέπες της Σιβηρίας. Η Λίντια ένιωθε το χιονιά που κατέβαινε στο έρημο πάρκο. «Είναι πάρα πολύ!» «Πρόκειται για σοκ, αλλά πρέπει να σεβαστείς τη μητέρα σου που παραδέχτηκε την αλήθεια, και ας της είναι τόσο οδυνηρή». «Οδυνηρή;» «Καλά, λάθος λέξη. Πρέπει να παραδεχτείς όμως πως φέρθηκε θαρραλέα». «Είμαι ένας Δανός μπάσταρδος. Αυτό είμαι». Αγνοώντας την επιγραφή Μην πατάτε τη χλόη, βγήκε από το δρομάκι και τσαλαπατώντας το γρασίδι, κατευθύνθηκε προς το σιντριβάνι. Η Λίντια τον άφησε μόνο του για λίγο. Η περηφάνια του είχε κουρελιαστεί, και εκείνη είχε μάθει από τον Τσανγκ πόση σημασία

έχει για έναν άντρα η περηφάνια του. Συνέχισε λοιπόν να βαδίζει στο χαλικόστρωτο μονοπάτι, που κάνοντας ένα γύρο κατέληγε και αυτό στο σιντριβάνι με τον μεγάλο δράκοντα. Σήμερα το νερό δεν χόρευε, άρχιζε κιόλας να παγώνει. Ο Αλεξέι ακουμπισμένος στα κάγκελα, κοίταζε τα ασημένια και τα χρυσαφιά σχήματα των ψαριών που κολυμπούσαν στη λιμνούλα. Ακίνητος, με το μακρύ μαύρο του παλτό, φάνταζε και εκείνος σαν άγαλμα. «Γιος του Γιενς Φρίις», του είπε σιγανά η Λίντια, «όχι Δανός μπάσταρδος». «Και τι ακριβώς ήταν αυτός ο πατέρας μας;» είπε ο Αλεξέι χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα ψάρια που τριγύριζαν σαν φαντάσματα κάτω από την επιφάνεια του νερού. «Ήταν μηχανικός. Μεγαλοφυής. Ένας εμπνευσμένος δημιουργός καινούργιων σχεδίων. Ο τσάρος Νικόλαος και η τσαρίνα τον λάτρευαν και χρησιμοποίησαν τα σχέδια του για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος ύδρευσης της Αγίας Πετρούπολης». Έκανε μια μικρή παύση. «Έπαιζε και βιολί, όχι πολύ καλά όμως». Ο Αλεξέι γύρισε και την κοίταξε. «Τον θυμάσαι;» «Ελάχιστα. Θυμάμαι το γέλιο του όταν με πετούσε στον αέρα και με ξανάπιανε με τα μεγάλα του χέρια. Αυτά τα χέρια που ήμουν σίγουρη πως ποτέ δεν θα μ’ άφηναν να πέσω». Έκλεισε τα μάτια της για να φέρει πιο κοντά τις αναμνήσεις της. «Και το χαμόγελο του. Ήταν όλος μου ο κόσμος». «Λυπήθηκα για τη μητέρα σου». Αυτό της ήρθε κάπως ξαφνικό και για μια στιγμή νόμισε πως θα κάνει εμετό. Άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε. «Ας μείνουμε στον πατέρα μας». Ο Αλεξέι κατένευσε και κάτι στο βλέμμα του ξύπνησε στη Λίντια

μια κοιμισμένη ανάμνηση από κάποια άλλα πράσινα μάτια που την κοίταζαν με μεγάλη σοβαρότητα και μια βαθιά φωνή που της ψιθύριζε στ’ αυτί να μη βγάλει άχνα και να κρατάει το χέρι του σφιχτά. Κρατώντας την κουπαστή στο κιγκλίδωμα της λιμνούλας έκανε τη βόλτα της αργά και ήρθε ξανά δίπλα στον Αλεξέι, που στεκόταν πάντα αλύγιστος, με τα χέρια στις τσέπες. Αρκετό χρόνο του είχε δώσει. Παραπάνω από αρκετό. και η ώρα περνούσε. «Αλεξέι...» Γύρισε και την κοίταξε. Τον κοίταξε και αυτή κατάματα, προσπαθώντας να καταλάβει τι είδους άντρας ήταν ο αλαζόνας αδελφός της. «Βοήθησε με». «Λίντια, δεν ξέρεις τι ζητάς». «Ξέρω». «Αν σε βοηθήσω, θα χάσω τη δουλειά μου. Το συνειδητοποιείς αυτό; Το Κούομιντανγκ αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά τους προδότες». «Τότε γιατί δουλεύεις γι’ αυτούς;» «Γιατί μισώ τους κομμουνιστές και όλα τους τα πιστεύω. Υποβιβάζουν τους πάντες στο κατώτατο επίπεδο, καταστρέφουν καθετί όμορφο και δημιουργικό στον άνθρωπο και σακατεύουν τη σκέψη του ατόμου. Δες την καταστροφή που υφίσταται η Ρωσία. Λοιπόν όχι, δεν έχω καμιά επιθυμία να σώσω τη ζωή ενός κομμουνιστή, έστω και αν είναι φίλος σου. Κάνω όλα όσα περνάνε από το χέρι μου για να βοηθήσω τον Τσανγκ Κάι-σεκ ν’ απαλλάξει τούτη την απίθανη χώρα από την κατάρα των κομμουνιστών και να στήσει μια καλή, ισχυρή κυβέρνηση. και θα συνεχίσω να το κάνω». «Αλεξέι, είσαι εντελώς λάθος».

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Πρέπει να συμφωνήσουμε ότι σ’ αυτό το θέμα θα διαφωνούμε». Η φωνή του είχε γίνει ξανά σοβαρή, ξερή. Ήξερε να ξεπερνάει γρήγορα τα πλήγματα. Η Λίντια κατάλαβε πως τον είχε χάσει. Σφίχτηκε το στήθος της, της πιάστηκε η ανάσα. Προσπάθησε να φέρει στη σκέψη της τον Τσανγκ Αν Λο, αλλά το μόνο που είδε ήταν μια μαυρίλα σαν τη γενειάδα του Λιεφ Παπκόφ. Άρπαξε απότομα τον Αλεξέι από τον ώμο και τον ανάγκασε να γυρίσει και να την κοιτάξει. «Αλεξέι Σέροφ Φρίις», του είπε ορμητικά, «είμαι η αδελφή σου, η Λίντια Ιβάνοβα Φρίις. Δεν μπορείς να μου αρνηθείς αυτό που σου ζητάω».

64 Όλη τη μέρα η Λίντια είχε μείνει στο υπόστεγο, κουκουλωμένη με το πάπλωμα της. Ο Άλφρεντ είχε φύγει για την εφημερίδα και εκείνη όφειλε να παραδεχτεί ότι είχε θαυμάσει τον τρόπο που είχε αντιδράσει, λες και δεν του είχε φύγει η ζωή κάτω από τα πόδια του. Από την άλλη όμως, ένα κομμάτι της καρδιάς της ήθελε να τον δει να φωνάζει, να θυμώνει. Να διατυμπανίσει το πένθος του για τη Βαλεντίνα. Ένα σκούρο κοστούμι. Ένα μαύρο περιβραχιόνιο. και αυτό ήταν αρκετό. Η Λίντια είχε φορέσει ένα από τα λευκά φορέματα της μητέρας της. Ήταν απέριττο, με μια σειρά μαύρα κουμπιά που το στόλιζαν μπροστά και ένα μεγάλο δαντελένιο γιακά. Όλα πάνω της ήταν χάλια, το ήξερε, μα δεν την ένοιαζε καθόλου. Όπως καθόταν στο υπόστεγο, βάλθηκε να παρατηρεί το ξεραμένο αίμα στους ξύλινους τοίχους και στο πάτωμα, και σκέφτηκε να το πλύνει, αλλά το μετάνιωσε. Θα ήταν σαν να ξεχνούσε τον Σουν Γιατ-σεν, και δεν ήταν έτοιμη ακόμη να το κάνει. Όλη τη μέρα ήταν ξαπλωμένη μέσα στο πάπλωμα, καταγής, και χάζευε τον ουρανό από το φεγγίτη πάνω από το κεφάλι της. Οι ώρες περνούσαν και το μόνο που συνέβαινε ήταν ότι η νύχτα έδωσε τη θέση της στη μέρα κι εκείνη έλεγε συνέχεια το όνομα του. «Τσανγκ Αν Λο. Τσανγκ Αν Λο. Τσανγκ Αν Λο.» Μέσα της ήξερε ότι αν έπαυε να τον φωνάζει, εκείνος θα πέθαινε. Τόσο απλά. Ένιωσε τα χέρια της να μυρμηγκιάζουν και ήξερε ότι εκείνος ήταν κοντά. Πάνω της, ο ουρανός είχε μαυρίσει ενώ δίπλα της, ένα μοναχικό κερί έκαιγε και η φλόγα του έκανε τις σκιές στον τοίχο να χορεύουν. Σκέφτηκε ότι ήταν ο αέρας που έμπαινε από τις χαραμάδες τις πόρτας. Έτσι ήθελε να πιστεύει. Όμως άκουγε τις ανάσες τους. Τα

πνεύματα. Μαζεύονταν. Εκείνος στεκόταν εκεί. Στην πόρτα. Αναμαλλιασμένος από τον αέρα, σαν τρελός, και κουκουλωμένος με μια βρόμικη πράσινη κουβέρτα αντί για παλτό. Τα μάτια του την κοίταζαν με πόθο. «Τσανγκ Αν Λο.» είπε ξεψυχισμένα και έπεσε στην αγκαλιά του. Εκείνος γέλασε, κλότσησε την πόρτα να κλείσει και την ακούμπησε στις κουβέρτες. Τα λόγια ήταν περιττά. Δεν χωρούσαν τα πώς, τα πότε, τα εάν. Ήθελαν απελπισμένα ο ένας τον άλλο. Τα κορμιά τους ήταν τόσο πεινασμένα που τους προκαλούσε πόνο. Φιλιόνταν ασταμάτητα, ενώ κραύγαζαν ηδονικά από τα βάθη της ψυχής τους καθώς τα κορμιά τους είχαν γίνει ένα. Τα χέρια της απέκτησαν ζωή καθώς εξερευνούσαν την ισχνή φιγούρα του Τσανγκ Αν Λο, πότε ταξίδευαν στους μακριούς μηρούς του και πότε στο φαρδύ του στήθος. Τα ακροδάχτυλά της άγγιξαν τα γνώριμα πια σημάδια από τα εγκαύματα καθώς και τις καινούργιες ουλές που την έκαναν να καταριέται τον Πο Τσου και τους Κούομιντανγκ. Τόσο χυδαία, που εκείνον τον έπιασαν τα γέλια. Μέχρι που είδε το στήθος της. Τα λόγια που βγήκαν σαν χείμαρρος από μέσα του ήταν ακαταλαβίστικα, στη γλώσσα των μανδαρίνων, και πίσω από την οργή που πλημμύριζε τα κατάμαυρα μάτια του υπήρχε κάτι πολύ σκληρό και τρομερά εκδικητικό, κάτι που εκείνη δεν είχε ξαναδεί. «Λίντια, σ’ ευγνωμονώ που τον πυροβόλησες στο πρόσωπο». Με το χέρι του είχε αγκαλιάσει προστατευτικά το βασανισμένο στήθος της. «Γιατί; Το άξιζε το κάθαρμα, μακάρι να σαπίσει στην κόλαση ». «Λαχταρούσα να το κάνω εγώ», της είπε τσατισμένος, «αφού θα του είχα κόψει όμως πρώτα τ’ αχαμνά του και του τα είχα χώσει στο στόμα».

Του φίλησε το στήθος και ένιωσε την καρδιά του να σφυροκοπάει στα χείλη της. Έσυρε το χέρι της στους λεπτούς γοφούς του και μετά το κατέβασε ανάμεσα στους λαγόνες. Χαμήλωσε το κεφάλι του και η γλώσσα του από το απαλό στομάχι της ταξίδεψε ανάμεσα στους μηρούς της. Το σώμα της έγινε σαν τόξο καθώς τη θώπευε, την άγγιζε, την ερέθιζε ώσπου διείσδυσε, και μια φλόγα τόσο δυνατή όσο και το πάθος τους φούντωσε μέσα τους. και έγιναν ένα. Ένα σχήμα ολοκληρωμένο. Δύο μισά που ενώθηκαν και έγιναν ένα. Έπειτα από πολύ καιρό, επιτέλους ενώνονταν ξανά, η κάψα της ανάσας τους έκαιγε τα γυμνά κορμιά τους και οι καρδιές τους χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό. «Λίντια.» Εκείνη χαμογέλασε. Ήθελε μονάχα να τον ακούει να προφέρει το όνομα της. Όμως την ίδια στιγμή ένας οξύς πόνος της σούβλισε το στήθος. Χώθηκε στην αγκαλιά του, ακούμπησε το κεφάλι της στο θώρακα του, τον τύλιξε με τα πόδια της, ανάσανε την ανάσα του, μύρισε το δέρμα του και έκλεισε τα μάτια της για ώρα πολλή. Αποτύπωσε αυτή τη στιγμή ανεξίτηλα στο μυαλό της. και ύστερα άνοιξε πάλι τα μάτια της. «Ξέρω, αγάπη μου. Ξέρω τι θέλεις να μου πεις». «Πρέπει να φύγω από το Τζαντσόου». «Ναι». Την έσφιξε πάνω του και μια παγωμάρα απλώθηκε στις φλέβες του. «Πρέπει να σ’ αφήσω εδώ, φως της ψυχής μου. Εδώ είσαι ασφαλής». «Το ξέρω». Της φίλησε το μέτωπο, ενώ τα χείλη του δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από το κορμί της.

«Αγαπημένη μου, δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου». «Το ξέρω». Πνιγόταν και ο πόνος στο στήθος της ήταν χειρότερος και από μαχαιριά. «Όταν μ’ έπιασε στα χέρια του ο Πο Τσου, κατάλαβα. Οι άντρες του δεν διέφεραν από τους κομμουνιστές αντάρτες ενός στρατοπέδου. Γι’ αυτούς θα ήμουν πάντα μια ξένη, μια κακή υπενθύμιση εκείνου που παλεύουν να νικήσουν. και όσο θα είμαι μαζί σου, εσύ θα κινδυνεύεις. και εγώ δεν θα το άντεχα αυτό. Ο εχθρός θα με χρησιμοποιούσε για να σε πιάσει». Το χέρι του άγγιξε το πρόσωπο της, τα δάχτυλα του σύρθηκαν πολύ τρυφερά στα χείλη της, που τα πρόσφερε με το ζόρι. «Θα είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα για σένα αν είμαι μαζί σου. Ξέρω λοιπόν ότι πρέπει να είσαι μόνος σου». «Το μόνο χειρότερο πράγμα θα είναι η πονεμένη μου καρδιά. Σου ορκίζομαι όμως πως θα γυρίσω». Τα μάτια του έλαμπαν στο φως του κεριού. Απύρετα. Είδε μέσα τους την αλήθεια της υπόσχεσης που της έδινε, αλλά είδε και τον πόθο του για κείνη που ήταν ξαπλωμένη μπροστά του, και η μαχαιριά στο στήθος της υποχώρησε για λίγο. «Και πολύ καλά θα κάνεις», του είπε γελώντας και έγειρε πίσω το κεφάλι της δείχνοντας του τα δόντια της, «γιατί αλλιώς θα έρθω στα βουνά και θα σε πάρω». Της φίλησε το λαιμό. «Οι κομμουνιστές και οι Κούομιντανγκ θα το έβαζαν στα πόδια φοβισμένοι απ’ αυτό το αλεπουδίσιο μυαλουδάκι». «Σου ετοίμασα κάτι». Του έδειξε μια δερμάτινη τσάντα μένα μακρύ λουρί για τον ώμο, γεμάτη πράγματα, ακουμπισμένη δίπλα στα τσουβάλια στον τοίχο. «Τρόφιμα και ρούχα. και κάμποσα χρήματα». «Μαχαίρι;» «Ασφαλώς. και μάλιστα πολύ καλό».

Κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος. «Σ’ ευχαριστώ, αγάπη μου. Ο πατέρας σου έγινε πιο γενναιόδωρος;» «Ο πατέρας μου.» Μια βραχνάδα στη φωνή της. Ξεροκατάπιε και άρχισε πάλι. «Ο πατριός μου έχει άλλα πράγματα στο μυαλό του». και τότε του το είπε. Για τη μητέρα της. Για το γράμμα. Για τον Αλεξέι Σέροφ. Ο Τσανγκ την έσφιξε πάνω του και εκείνη, για πρώτη φορά μετά το θάνατο της μητέρας της, έκλαψε. Κάτι άκαμπτο και σκληρό μαλάκωσε μέσα της. «Θα σε κυνηγήσουν οι Κούομιντανγκ;» τον ρώτησε μετά. «Όπως οι λύκοι το φρέσκο αίμα». «Κι ο Αλεξέι;» «Όταν ανακαλύψουν ότι εκείνος διέταξε την απελευθέρωση μου, θα πρέπει να τους δώσει μια εξήγηση». Η Λίντια κούνησε το κεφάλι συλλογισμένη. Για ένα λεπτό την κοίταξε σιωπηλός και ύστερα τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Στηρίχτηκε στον αγκώνα του και πήρε το πιγούνι της στο χέρι του. Της το κούνησε με σπασμωδικές κινήσεις και η Λίντια παρατήρησε ότι η πληγή στο δάχτυλο του είχε σχεδόν κλείσει. «Καλά τα σχεδίασες», της είπε, «και μάλιστα μ’ έναν τρόπο που βοηθάει την ύπαρξη των κομμουνιστών». Εκείνη συμφώνησε. «Οι Κούομιντανγκ θα χάσουν τον στρατιωτικό τους σύμβουλο εδώ στο Τζαντσόου». Η φωνή του ήταν ήρεμη, αλλά ο ίδιος είχε χλομιάσει. «Κι εσύ. Λίντια, όχι. Όχι. Θα είσαι στο στόμα του λύκου». Εκείνη του χαμογέλασε και χάιδεψε τα μήλα του προσώπου του. «Αγάπη μου, εσύ μ’ έμαθες πώς να κάνω το λύκο να έχει το στόμα του κλειστό».

Την έπιασε από τα μαλλιά λες και έτσι θ’ απόδιωχνε τις σκέψεις από το μυαλό της. «Θα γυρίσεις στη Ρωσία». «Ναι». «Να ψάξεις για τον πατέρα σου». «Ναι». «Θα είναι επικίνδυνο». «Θα είμαι καλά προετοιμασμένη, σου το υπόσχομαι». «Μα τους θεούς, το δικό σου ταξίδι θα είναι χειρότερο απ’ το δικό μου. Σου τ’ ορκίζομαι όμως ότι θα ταξιδεύεις κι η ψυχή μου θα είναι στην τσέπη σου». Ένιωσε να την κατακλύζει ένα κύμα ευφορίας και του φίλησε τα βλέφαρα. «Αγάπη μου, Σ’ ευχαριστώ για την κατανόηση. Όπως εσύ παλεύεις για τα πιστεύω σου, έτσι πρέπει και εγώ να παλέψω για τα δικά μου». «Σ’ ακούω, και ο φόβος μου κατατρώει τις σάρκες». «Μα δεν χρειάζεται. Μαζί θα το περάσουμε και αυτό, εσύ και εγώ. Πίστευα ότι η επιβίωση είναι το παν. Όλη μου τη ζωή πάλευα για να φάω και ν’ αναπνεύσω σ’ αυτό τον τρισάθλιο κόσμο, και η μαμά μου πολύ σωστά με αποκαλούσε αλανιάρα γάτα. Τώρα όμως έμαθα. Από σένα. Από τον ανιαρό γερο-Άλφρεντ. Ακόμη και από την αγριότητα μέσα στο Κουτί. Πρέπει να έχεις ένα λόγο για να επιβιώσεις». Ο Τσανγκ Αν Λο την έκλεισε στην αγκαλιά του και τη φίλησε στον απαλό της ώμο λες και ήθελε να την καταβροχθίσει ολόκληρη. «Αχ, Λίντια, ο άνεμος της ζωής είναι πολύ δυνατός μέσα σου!» «Για τον έρωτα», του είπε, «και για την αφοσίωση. Αυτοί είναι οι δικοί μου λόγοι. γι’ αυτούς αξίζει να επιβιώσω. Είναι πατέρας μου, Τσανγκ Αν Λο. και θέλω να μάθω ποιος είναι

ο δικός του λόγος που τον κράτησε ζωντανό δέκα ατέλειωτα χρόνια σε μια τρισάθλια ρώσικη φυλακή». «Η σιδερένια θέληση που βρίσκεται στην καρδιά ενός άντρα προέρχεται απ’ το μυαλό του». «Και μιας γυναίκας». Ο Τσανγκ χαμογέλασε, αλλά όχι χαρούμενος πλέον. Πήγε εκεί που είχε παραπετάξει τα ρούχα του στο πάτωμα. «Έχω κάτι για σένα», είπε. Μέσα από ένα δερμάτινο πουγκί έβγαλε ένα μικρό ροζ μενταγιόν που το απόθεσε στην παλάμη της. «Αυτό είναι ένα πανίσχυρο κινέζικο σύμβολο: του έρωτα». Το κοίταξε προσεκτικά. «Ένας δράκος». Ήταν πολύ όμορφα σχεδιασμένος, κουλουριασμένος σαν γατάκι. «Ναι. Είναι σκαλισμένος σε ροζ κουάρτς. Να το φοράς πάντα. Θα σε προστατεύει και θα διώχνει τα πονηρά πνεύματα μέχρι να γυρίσω». «Είναι πανέμορφο, Σ’ ευχαριστώ». Τον φίλησε και έκαναν έρωτα γι’ άλλη μια φορά, αργά κι αισθησιακά. Στην κορύφωση της έκστασης ένιωσε και εκείνη την αλλαγή του και ρίγησε ολάκερη σ’ εκείνο το σημείο της παθιασμένης ολοκλήρωσης, το ένιωσε, ένιωσε το ένστικτο του που τον έκανε να της κλείνει το στόμα και κάτι να της ψιθυρίζει στ’ αυτί. «Άκουσε». Κι εκείνη έκανε όπως της είπε μα δεν άκουσε τίποτε. Εκτός από τον αγέρα ανάμεσα στα δέντρα. Ωστόσο η καρδιά της και το στομάχι της σφίχτηκαν. «Χρειάζεσαι το μαχαίρι». Η πόρτα άνοιξε διάπλατα, με μια κλοτσιά. Οι μεντεσέδες έτριξαν,

η πόρτα βρόντησε στον τοίχο και ένας Βρετανός αξιωματικός εισέβαλε στο μουχλιασμένο υπόστεγο, με κοφτερό βλέμμα. Πίσω του, οι γκρίζες στολές των Κούομιντανγκ έψαχναν για ίχνη σαν λαγωνικά. Η Λίντια σηκώθηκε κουκουλωμένη με μια κουβέρτα. «Έξω! Πώς τολμάτε να μπαίνετε έτσι; Εδώ είναι ιδιωτικός χώρος». «Ένταλμα». Ο αξιωματικός κούνησε με αγένεια ένα χαρτί μπροστά της. «Δεσποινίς, μην παριστάνετε την αθώα. Πού είναι αυτός;» Στη στιγμή, χέρια άρχισαν να ψαχουλεύουν τις κουβέρτες, ανάμεσα στα κουτιά, στα παλιά κονσερβοκούτια, λες και υπήρχε περίπτωση να κρύβεται το θήραμα τους εκεί. Όταν ο Κινέζος λοχαγός με το πέτρινο πρόσωπο τράβηξε απότομα τα σακιά από τον πίσω τοίχο, άρχισε να φωνάζει στους άντρες του να ψάξουν έξω από το υπόστεγο. Διότι εκεί που ήταν τα σακιά υπήρχε μια μεγάλη τρύπα. Το κάτω μέρος από δύο πριονισμένες σανίδες είχε τοποθετηθεί ξανά στη θέση του με προσοχή. Η Λίντια δεν είχε καθίσει με σταυρωμένα χέρια όλο το απόγευμα στο υπόστεγο. «Δεσποινίς, πού είναι;» της φώναξε ο Άγγλος αξιωματικός. «Έφυγε», είπε. και το είπε άλλη μια φορά, στον εαυτό της, τρυφερά: «Έφυγε».

65 Από εκείνη τη νύχτα και μετά, η ζωή της Λίντιας έγινε κομμάτια. Οι μέρες περνούσαν αλλά εκείνη ήταν σαν να μην υπήρχε. Εικόνες περνούσαν από μπροστά της, θολωμένες και χωρίς κανένα νόημα. Μόνο η συνάντηση της με την Πόλι της τράβηξε την προσοχή. «Λίντια, συγγνώμη». Η Πόλι βρισκόταν στο κατώφλι και κρατούσε γλυκά τυλιγμένα σε μεταξωτό ύφασμα και δεμένα με μια κορδέλα στο χρώμα της λεβάντας. «Λιντ, συγχώρεσε με. Νόμιζα πως το έκανα για το καλό σου». Ήταν πολύ σκληρό να κρατήσει το θυμό της. Ωστόσο η Λίντια σκέφτηκε ότι ακόμη και αν τα λόγια της Πόλι δεν έφταναν στους άντρες του Πο Τσου εκείνη τη μέρα, σίγουρα θα την έβρισκαν κάποια άλλη στιγμή. Σε κάποιο άλλο μέρος. και η κατάληξη θα ήταν ίδια: στο Κουτί. Με το νερό να πλημμυρίζει το λαιμό της. Η σιδερένια τσιμπίδα να της σφίγγει τη θηλή. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν θ’ άλλαζε. Τελικά χαμογέλασε στα ανήσυχα γαλανά μάτια της Πόλι και την έσφιξε στην αγκαλιά της. «Εντάξει, καταλαβαίνω. Αλήθεια, σου λέω. Ασφαλώς και νοιαζόσουν για μένα, απλώς κάτι στράβωσε στο τέλος». «Ξέρεις, ο πατέρας μου.» «Σώπα, Πόλι, σώπα. Δεν έφταιγες εσύ. Μερικές φορές ο πατέρας σου κάνει κάποια πράγματα που δεν είναι σωστά». Αλλά όχι πια. Ο Κρίστοφερ Μέισον δεν θα ξανάκανε λάθος πράγματα στην κόρη του. και έτσι η Λίντια φίλησε το χλομό μάγουλο της φιλενάδας της και της είπε ότι θα έφευγε από το Τζαντσόου. Η Πόλι είχε βάλει τα κλάματα και είχαν ορκιστεί κάποια μέρα να συναντηθούν στο Λονδίνο, στην πλατεία Τραφάλγκαρ με τα περιστέρια. Όλες αυτές τις μέρες μόνο αυτό υπήρχε εντυπωμένο στο μυαλό

της Λίντιας. Μέχρι εκείνο το πρωινό που τη βρήκε να στέκεται στην πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού μαζί με τον Άλφρεντ, να κρατάει σφιχτά ένα δίχτυ με πορτοκάλια κάτω από τη μασχάλη της και ένα εισιτήριο για το Βλαδιβοστόκ στο άλλο χέρι. και όλα ξεκαθάρισαν. και ήταν τόσο πολύ φωτεινά, που της πόνεσε το κεφάλι. Ο θόρυβος της ατμομηχανής την τάραξε. Το πλήθος γύρω της στριμωχνόταν, οι ταξιδιώτες φώναζαν ο ένας στον άλλο, οι πόρτες στις σκευοφόρους έκλειναν με βρόντο. Ένας αχθοφόρος κουβαλούσε μπαγκάζια. Γυρολόγοι περνούσαν από μπροστά της με δίσκους γεμάτους μπάο και ψητά φιστίκια, χτυπούσαν τις κουδούνες τους και διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. και μέσα σε όλο αυτό το πλήθος πέντε βουδιστές μοναχοί περιπλανιόνταν σαν ποτάμι με τον πορτοκαλί μανδύα τους, προσεύχονταν και θυμιάτιζαν με λιβάνι. Η Λίντια έριξε ένα νόμισμα στο σακούλι τους. Για να ευχαριστήσει τους θεούς του Τσανγκ Αν Λο. «Θα μου λείψεις», είπε στον Άλφρεντ. «Καλό μου κορίτσι, μήπως θα μπορούσα να σε μεταπείσω ακόμη και τώρα;» «Όχι, Άλφρεντ. Να ξέρεις όμως ότι σου είμαι ευγνώμων, αλήθεια σου λέω». Και το εννοούσε. Ο Άλφρεντ είχε μείνει κατάπληκτος. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να της αλλάξει γνώμη, είχε χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που είχε στη διάθεση του και είχε αποταθεί στον σερ Έντουαρντ Καρλάιλ ώστε να παρακάμψει τη γραφειοκρατία και έτσι της είχε εκδώσει εισιτήριο και βίζα πολύ γρήγορα. και τα δυο είχαν εκδοθεί στο όνομα που ακόμη ηχούσε περίεργα στ’ αυτιά της: Λίντια Πάρκερ. «Ένα καλό βρετανικό διαβατήριο», είχε επιμείνει εκείνος, «είναι αυτό που θα σε προστατεύσει από τον υπόλοιπο κόσμο. Θα

νιώθεις ότι έχεις τη δύναμη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας». Κι είχε δίκιο, χωρίς αμφιβολία. Ωστόσο εκείνη είχε περισσότερη πίστη στον εαυτό της παρά στην Αυτοκρατορία του, και έτσι χωρίς να το ξέρει ο Άλφρεντ, είχε άλλο ένα διαβατήριο κρυμμένο στη ζώνη της. Ρώσικο διαβατήριο, στο όνομα Λίντια Ιβάνοβα. Για κάθε περίπτωση. Κομμάτι της επιβίωσης της και αυτό. «Άλφρεντ, θα σου τηλεγραφήσω το συντομότερο. Σου το υπόσχομαι». «Ναι, σε παρακαλώ. Το ξέρεις ότι θ’ ανησυχώ». Τον κοίταξε και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς και τη νοιαζόταν τόσο πολύ. Εκείνος είχε χάσει λίγα κιλά και τα καστανά του μάτια έμοιαζαν να βυθίζονται όλο και περισσότερο μέσα στις κόγχες τους. περισσότερο απ’ ότι πριν. Κι εκείνη κάποτε του είχε φερθεί τόσο υπεροπτικά. Τον πλησίασε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. «Σίγουρα έχεις αρκετά χρήματα;» τη ρώτησε. «Αν ράψω και άλλες χρυσές γκινέες μέσα στα ρούχα μου και κολλήσω και άλλες στις σόλες των παπουτσιών μου, το τρένο σίγουρα θα χρειαστεί μία επιπλέον μηχανή για να μπορέσει ν’ ανέβει στα βουνά». Ο Άλφρεντ γέλασε. «Λοιπόν, έχεις τη διεύθυνση του δικηγόρου μου στο Λονδίνο και έτσι όποτε θελήσεις, μπορώ να σου στείλω χρήματα για να έρθεις στην Αγγλία. Δεν σκοπεύω να μείνω πολύ εδώ στην Κίνα». Του κράτησε το χέρι για λίγο, ενόσω προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα λόγια μα δεν τα κατάφερε. και στο τέλος του είπε μένα χαμόγελο: «Να είσαι ευτυχισμένος στην Αγγλία. Εκείνη αυτό θα ήθελε». «Το ξέρω». Τα χείλη του σφίχτηκαν. Κούνησε το κεφάλι του. Τη χτύπησε χαϊδευτικά στην πλάτη. «Κι εσύ, καλό μου κορίτσι, να

προσέχεις. Ο Θεός να είναι μαζί σου». «Έχω την αρκούδα μαζί μου». Κοίταξε στο βαγόνι. Ο Λιεφ Παπκόφ καθόταν μέσα. Η τεράστια παλάμη του έπαιζε με τη γενειάδα του και με κάποιον περίεργο τρόπο κατόρθωνε ακόμη και αυτή η απλή κίνηση να φαντάζει απειλητική. Η μικρή δερμάτινη βαλίτσα της ήταν δίπλα του, ασφαλής όσο και η Τράπεζα της Αγγλίας. Ίσως και παραπάνω. Ακόμη και ο Άλφρεντ γέλασε όταν είδε δυο άντρες να βγαίνουν γρήγορα από το σεπαρέ του τρένου μόλις αντίκρισαν το μοναδικό μαύρο μάτι του Λιεφ και τα τεντωμένα του πόδια. Λες και είχε ρουθουνίσει ένας βούβαλος μες στη μούρη τους. Ο σταθμάρχης άρχισε να κλείνει τις πόρτες. Η μυρωδιά του ζεσταμένου μετάλλου κόλλησε στα ρουθούνια της Λίντιας και ένας μαύρος καπνός άρχισε να γεμίζει την πλατφόρμα. Η μηχανή είχε αρχίσει να ζωντανεύει. Ακούστηκαν οι σφυρίχτρες. Αυτό ήταν. Η καρδιά της σφυροκοπούσε στο στήθος της, αλλά την ίδια στιγμή κάτι κοβόταν μέσα της, κάτι που δεν μπορούσε να το συγκρατήσει. Πετάχτηκε στο σκαλοπάτι του βαγονιού και τότε είδε την ψηλή φιγούρα με το μεταξωτό φουλάρι, τα κοντοκομμένα καστανά μαλλιά. βάδιζε τόσο νωχελικά, σαν να είχε όλο το χρόνο του κόσμου στη διάθεση του. Την πλησίασε και έβγαλε το καινούργιο γούνινο σκούφο του. «Αλεξέι.» του χαμογέλασε. «Νόμιζα ότι δεν θα ερχόσουν». «Άλλαξα γνώμη. Δεν έχω πια αδυναμία σ’ αυτό το μέρος, παραείναι κρύο για μένα». Έριξε μια ματιά στην είσοδο του σταθμού και ενώ έδειχνε αμέριμνος, εκείνη διέκρινε την ανησυχία στα πράσινα μάτια του. «Εννοείς, τόση ζέστη. Έλα, ο μπαμπάς θα χαρεί πολύ να σε δει», του είπε και έκανε στην άκρη.

Ο Αλεξέι την κοίταξε μ’ έναν τρόπο που δεν μπόρεσε να τον ερμηνεύσει. και τι έγινε; Ο αδελφός της ήταν εκεί. Εκείνος έσφιξε τα χέρια με τον Άλφρεντ, που μουρμούριζε: «Καλέ μου άνθρωπε, να την προσέχεις», είπε και ο Αλεξέι πήδησε στο βαγόνι. «Έχουμε και παρέα, βλέπω», είπε κοιτάζοντας καχύποπτα τον μεγαλόσωμο Ρώσο. Η Λίντια γέλασε. Αυτό ήταν πολύ ενδιαφέρον. και το ταξίδι θα ήταν μεγάλο. Τα σύννεφα πάνω από το κεφάλι τους είχαν αρχίσει ν’ ασημίζουν όταν η Λίντια κάθισε στη θέση της. Έγειρε το κεφάλι της στο παράθυρο, πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά, όπως την είχε μάθει ο Τσανγκ Αν Λο, κι απόμεινε να κοιτάζει έξω, στο σκοτάδι. Αυτό που υπήρχε μπροστά της τη φόβιζε και συνάμα την απελευθέρωνε. Ήξερε ότι θα τα έβγαζε πέρα επειδή είχε την ικανότητα να επιβιώνει. Σάμπως δεν το είχε αποδείξει; Τώρα λοιπόν θα πήγαινε να βοηθήσει τον πατέρα της να επιβιώσει. Καθάρισε το παράθυρο με το χέρι της. Γιατί τώρα πια το ήξερε ότι δεν επιβιώνεις μόνος σου. Καθένας που αγγίζει τη ζωή σου, σου αφήνει το δικό του στίγμα που σ’ επηρεάζει, και όλα αυτά ενώνονται μεταξύ τους. Εκείνη τα ένιωθε μέσα της, να υπάρχουν και να αιωρούνται, να διπλώνονται και να ξεδιπλώνονται, και πάλι από την αρχή. και στο κέντρο όλων αυτών, ο Τσανγκ Αν Λο. Έσφιξε στο χέρι της το ροζ μενταγιόν. Θα επιβίωναν και οι δυο τους, και θα ήταν και πάλι μαζί, ήταν απόλυτα σίγουρη γι’ αυτό. Κοίταξε επίμονα τις χαμηλές πλαγιές των λόφων όπου σύμφωνα με τις φήμες στρατοπέδευαν οι κομμουνιστές, λες και θα μπορούσε να τον κρατήσει ασφαλή μόνο με τη θέληση της. Του

έστειλε το δικό της στίγμα. Μένα μουγκρητό, το τρένο ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι.

ΠΕΡΙΓΡΑ Φ Η Ρωσία, 1928. Η Ρωσική Επανάσταση βρίσκεται στο απόγειό της και η αριστοκράτισσα Βαλε​ντίνα καταφεύγει μαζί με το κοριτσάκι της, τη Λίν​τ ια, στην Κίνα. Οι συνθήκες της ζωής τους εκεί είναι τρισάθλιες και για να μπορέσουν να επιβιώσουν, η Λίντια αρχίζει να κλέβει. Όταν χάνεται ένα βαρύτιμο κολιέ με ρουμπίνια, ο Τσανγκ Αν Λο, ένα ωραίο παλικάρι και ιδεολόγος κομμουνιστής, σώζει τη Λίντια από βέβαιο θάνατο. Παγιδευμένοι στη λαίλαπα από τη σύγκρουση ανάμεσα σε κομμουνιστές και εθνικιστές, τις κινεζικές μαφίες και τον υποκριτικό συντηρητισμό των λευκών αποίκων, η Λίντια και ο Τσανγκ Αν Λο ερωτεύονται τρελά...

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF