I2TOPIE2 ΝΑ 2ΚΕΦΤΕΙΖ -M r lie ισ τ ο ρ ίρ ς κ υ ιμ ο ύ ν ια * t a α α ιδ ιά Kot ξν π ν ά ν ί· ot p r y άλα»·
o |) e r a *5:
WBBBBBSKk.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Μ ΑΡΙΑ Μ ΠεΖΑΚΤΑΚΟΥ
Ιστορίες να σκεφτείς
Τίτλος πρωτοτύπου:
Cuentos para pensar
Εκτύπωση: Πάνος Γκόνης Βιβλιοδεσία: Θ. Ηλιόπουλος - Π. Ροδόπουλος © Editorial Del Nuevo Extremo S.A., 1997 Εκδόσεις opera Κωλέττη 23A, 106 77 Αθήνα Τηλ. (210) 330 45 46 - Fax: (210) 330 36 34 e-mail:
[email protected] www.operabooks.gr
ISBN: 960-8397-22-4
ΧΟΡΧΕ Μ Π Ο Υ Κ Α Ϊ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Μετάφραση Μαρία Μπεζαντάκου
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
Εκδόσεις opera Αθήνα 2008
ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Οΐ ΤΡΕΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ)
ΟΛΟΙ ΟΣΟΙ ΖΟΥΜΕ αναζητώντας την αλήθεια, έχουμε διασταυρωθεί με πάμπολλες ιδέες που μας γοήτευσαν και ρίζωσαν μέσα μας βαθιά, τόσο που ολόκληρο το σύ στημα των αξιών μας επηρεάστηκε. Παρόλα αυτά, μετά από κάποιο καιρό καταλήξαμε να ξεφορτωθούμε τις περισσότερες, είτε γιατί δεν στή ριζαν τους προβληματισμούς μας, είτε γιατί κάποια «νέα αλήθεια», ασύμβατη με τις προηγούμενες, διεκδικούσε μέσα μας τον ίδιο χώρο. Ή, απλώς, επειδή αυτές οι «αλή θειες» έπαυαν πια να θυμίζουν αλήθειες. Εν πάση περιπτώσει, εκείνες οι έννοιες που τις είχα με ως σημεία αναφοράς ακυρώνονταν, και βρισκόμαστε ξαφνικά χωρίς πυξίδα. Καπετάνιοι στο τιμόνι του πλοίου μας, κι έχοντας συνείδηση των δυνατοτήτων μας, αλλά ανίκανοι να χαράξουμε μια αξιόπιστη πορεία. Γράφοντας αυτά, θυμάμαι ξαφνικά τον Μικρό ηρίγκιηα του Antoine de Saint-Exupery: «Στα ταξίδια τον στους μικρούς πλανήτες του γαλαξία του, συνάντησε έναν γεωγράφο που κα-
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
τέγραφε σ ’ ένα μεγάλο κατάστιχο βουνά, ποτά μια και αστέρια. Ο μικρός πρίγκιπας θέλησε να καταγραφεί το λουλούδι του (εκείνο που είχε αφήσει στον πλα νήτη του), αλλά ο γεωγράφος τού είπε: “Δεν καταγράφουμε λουλούδια, γιατί δεν μπο ρούν να θεωρηθούν σημεία αναφοράς τα εφήμε ρ α πράγματα.” Και ο γεωγράφος εξήγησε στον μικρό πρίγκιπα ότι εφήμερο σημαίνει απειλούμενο από γρήγορη εξαφάνιση. Όταν ο μικρός πρίγκιπας το άκουσε, στενοχωρήθηκε πολύ. Είχε μόλις συνειδητοποιήσει ότι το τριαντάφυλλό του ήταν εφήμερο...» Και τότε, αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι: Πρώτον, θα υπάρξουν ποτέ αλήθειες σταθερές σαν βράχοι και αναλλοίωτες όπως η μορφολογία του εδά φους; Ή η αλήθεια θα είναι μια έννοια πρόσκαιρη και εύθραυστη σαν τα λουλούδια; Και δεύτερον, εξετάζοντας το θέμα από μια μακρο κοσμική άποψη: Αραγε τα βουνά, τα ποτάμια και τα αστέρια δεν απει λούνται κι αυτά από γρήγορη εξαφάνιση;
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Ποιο είναι το «γρήγορα», αν το συγκρίνεις με το «πά ντα»; Από αυτήν την άποψη, και τα βουνά εφήμερα δεν εί ναι...; Νομίζω πως αυτό που θα ήθελα σήμερα είναι να προ σπαθήσω να γράψω για κάποιες ιδέες-βουνά, ιδέες-ποτάμια, ιδέες-αστέρια, τις οποίες έχω συναντήσει στο διάβα μου. Για κάποιες αλήθειες που ίσως μερικοί να αμφισβη τούν, —και που μπορεί κι εγώ μια μέρα να αμφισβητή σω—, αλλά που σήμερα, νομίζω, παρουσιάζονται στιβαρές και αξιόπιστες κάτω από το βλέμμα της κοινής λογικής. I. Η πρώτη απ’ αυτές τις σκέψεις αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της φιλοσοφίας της σχολής Γκεστάλτ και είναι η ιδέα του να ξέρεις ότι αυτό που είναι, είναι. (Γράφω το παραπάνω και σκέφτομαι την απογοήτευση όποιου με διαβάζει: «Αυτό που είναι, είναι...! Αυτή είναι η αλήθεια;») Αυτή η έννοια —προφανής αλλά αγνοημένη—, εμπερι έχει τρία στοιχεία τα οποία μου φαίνονται αξιοσημείωτα: το να γνωρίζεις ότι «αυτό που είναι, είναι» συνεπάγεται
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑ! ότι αποδέχεσαι πως τα γεγονότα, τα πράγματα, οι κατα στάσεις είναι όπως είναι.
Η πραγματικότητα δεν είναι όπως θα με συνέφε ρε εμένα να είναι. Δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι. Δ ψ είναι όπως μου είπαν ότι θα είναι. Δεν είναι όπως ήταν. Δεν είναι όπως θα είναι αύριο. Η πραγματικότητα γύρω μου είναι όπως είναι. Ασθενείς και μαθητές που με ακούνε να επαναλαμβάνω αυτές τις έννοιες επιμένουν να βλέπουν σε αυτές έναν τόνο παραίτησης, αδράνειας, εφησυχασμού. Μου φαίνεται χρήσιμο να υπενθυμίσω ότι η αλλαγή μπορεί να έρθει μόνο όταν έχουμε συναίσθηση της πα ρούσας κατάστασης. Πώς μπορούμε να χαράξουμε την πορεία μας προς τη Νέα Υόρκη αν δε γνωρίζουμε σε ποιο σημείο του σύμπαντος βρισκόμαστε; Μπορώ να ξεκινήσω την πορεία μου μόνο από το σημείο αναχώρησής μου, κι αυτό σημαίνει πως αποδέ χομαι ότι τα πράγματα είναι όπως είναι. Το δεύτερο συμπέρασμα, άμεσα συνδεδεμένο με αυτήν την ιδέα, είναι ότι εγώ είμαι αυτός που είμαι. Πάλι: 10
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Εγώ δεν είμαι αυτός που θα ήθελα να είμαι. Δεν είμαι αυτός που θα έηρεηε να είμαι. Δεν είμαι αυτός που η μαμά μου ήθελε να είμαι. Δεν είμαι καν αυτός ηου ήμουν. Εγώ είμαι αυτός ηου είμαι. Παρεμπιπτόντως, για μένα όλη μας η ψυχοπαθολογία προέρχεται από την άρνηση αυτής της φράσης. Όλες μας οι νευρώσεις ξεκινούν από τη στιγμή που προσπαθούμε να είμαστε αυτό που δεν είμαστε. Στο Να σου ηω μια ιστορία έγραψα για την απόρριψη του εαυτού μας:
Όλα άρχισαν εκείνη τη γκρίζα μέρα που αφέθηκες να πεις περήφανος: «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ!»
Και, ντροπιασμένος και φοβισμένος, κατέβασες το κεφάλι κι άλλαξες τα λόγια και τις πράξεις σου με ένα συλλογισμό: «ΕΓΩ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΗΜΟΥΝ...»
... Κι αν δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε το: «είμαι όπως είμαι», πόσο πιο δύσκολο μας φαίνεται, μερικές φορές, να αποδεχτούμε το τρίτο συμπέρασμα που βγαί11
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ νει από την αρχική μας φράση, «αυτό που είναι, είναι»: £σύ... είσαι όπως είσαι. Που σημαίνει:
Εσ^ δεν είσαι όπως χρειάζομαι να είσαι. Εσύ δεν είσαι όηως ήσουν. Εσύ δεν είσαι όπως συμφέρει εμένα. Εσύ δεν είσαι όπως εγώ θέλω. Εσύ είσαι όπως είσαι. Το να δεχτώ αυτό, σημαίνει ότι σε σέβομαι και δεν σου ζητώ ν’ αλλάξεις. Εδώ και λίγο καιρό έχω αρχίσει να ορίζω τον αληθι νό έρωτα ως την ανιδιοτελή προσπάθεια να δημιουρ γήσεις χώρο στον άλλον, ώ στε να μπορεί να είναι όπως είναι. Αυτή η πρώτη «αλήθεια» είναι η αρχή (και με τις δύο σημασίες: του πρωταρχικού και του θεμελιώδους) κάθε ώριμης σχέσης. Αποκτά σάρκα και οστά όταν εγώ σε δέχομαι όπως είσαι, και αντιλαμβάνομαι ότι κι εσύ με δέχεσαι όπως εί μαι. II. Τη δεύτερη αλήθεια που θεωρώ αναγκαία, τη δανεί ζομαι από τη σοφία των σούφι:
12
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Τίποτα καλό δεν είναι δωρεάν. Κι από ’δω απορρέουν, κατά τη γνώμη μου, δύο τουλά χιστον ιδέες. Η πρώτη: αν επιθυμώ κάτι που είναι καλό για μένα, θα όφειλα να ξέρω ότι θα πληρώσω κάποιο αντίτιμο γι’ αυτό. Οπωσδήποτε, αυτή η πληρωμή δεν εί ναι πάντα χρηματική (αν χρειάζονταν μόνο τα χρήματα, θα ήταν τόσο εύκολο!). Το αντίτιμο είναι κάποιες φορές υψηλό κι άλλες πολύ χαμηλό, αλλά πάντα υπάρχει. Γιατί τίποτα καλό δεν είναι δωρεάν. Η δεύτερη: να συνειδητοποιήσω ότι, αν οι γύρω μου μου προσφέρουν κάτι, αν μου συμβαίνει κάτι καλό, αν ζω κα ταστάσεις ευχάριστες και απολαυστικές, είναι επειδή τις έχω κερδίσει. Τις έχω πληρώσει, τις αξίζω. (Μόνο για να προετοιμάσω τους απαισιόδοξους και για να αποθαρρύ νω τους καιροσκόπους, θέλω να ξεκαθαρίσω ότι η πλη ρωμή γίνεται πάντα προκαταβολικά: το καλό που ζω το έχω ήδη πληρώσει. Πληρωμή με δόσεις δε γίνεται.) Μερικοί που με ακούνε να λέω αυτό, ρωτούν: Και το κακό; Δεν ισχύει ότι και το κακό προπληρώνεται; Αν μου συμβεί κάτι κακό, δεν είναι κι αυτό για κάτι που έκανα; Γιατί, κατά κάποιον τρόπο, μου άξιζε; Ίσως είναι αλήθεια. Το δίχως άλλο, μιλάω για αλήθειες αδιαμφισβήτητες κατά τη γνώμη μου, χωρίς εξαιρέσεις. 13
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ οικουμενικές. Και για μένα, ο ισχυρισμός ότι «όλα όσα μου συμβαίνουν μου αξίζουν, συμπεριλαμβανομένων και των κακών» δεν είναι απαραίτητα αληθινός. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι γνωρίζω πρόσω πα στα οποία συνέβησαν γεγονότα πολύ δυσάρεστα και οδυνηρά που, χωρίς καμία αμφιβολία, δεν τους άξιζαν! Υιοθετώντας αυτήν την αλήθεια (τίποτα καλό δεν είναι δωρεάν) εγκαταλείπουμε για πάντα τη νηπιακή ιδέα ότι κάποιος πρέπει να μου δώσει κάτι γιατί έτσι, γιατί το θέλω εγώ. Ότι η ζωή πρέπει να μου εξασφαλίσει αυτό που επιθυμώ απλά και μόνο επειδή το επιθυμώ· από κα θαρή τύχη- διά μαγείας. III. Και την τρίτη ιδέα που θεωρώ σημείο αναφοράς θα μπορούσα να τη διατυπώσω ως εξής: Είναι αλήθεια ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει πάντα αυτό που θέλει, αλλά ο καθένας μπορεί να ΜΗΝ κάνει ΠΟΤΕ αυτό που ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ. Επαναλαμβάνω: Π οτέ να μην κάνω αυτό που δεν θέλω. Το να αποδεχθεί κάποιος αυτήν την ιδέα και να την κά νει σημείο αναφοράς του, —δηλαδή να μάθει να ζει σύμ φωνα με αυτήν—, δεν είναι εύκολο πράγμα. Και, κυρίως. 14
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
δεν είναι δωρεάν. (Τίποτα καλό δεν είναι, κι αυτό είναι κάτι καλό). Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, αν είμαι ενήλικος, κανείς δεν μπορεί να με αναγκάσει να κάνω κάτι που δεν θέλω. Το χειρότερο που μπορεί να μου συμβεί, σε κάθε περίπτωση, είναι να το πληρώσω με τη ζωή μου. (Δεν θε ωρώ μικρό αυτό το κόστος, αλλά συνεχίζω να πιστεύω πως το να σκέφτομαι ότι δεν μπορώ να το κάνω, δια φέρει από το να ξέρω ότι, κάνοντάς το, θα χάσω τη ζωή μου.) Το δίχως άλλο, στην καθημερινή ζωή, έτσι όπως πάνε οι μέρες κι έρχονται, το αντίτιμο είναι πολύ πιο χα μηλό. Γενικά, το μόνο που απαιτείται, είναι να καταφέρω να απαλλαγώ απ’ την ανάγκη μου να βλέπω κάποιους άλλους να με επικροτούν, να με χειροκροτούν, να με αγαπούν. (Το κόστος, όπως μου αρέσει να το αποκαλώ, είναι ότι όταν κάποιος τολμάει να πει «όχι» αρχίζει να ανακαλύπτει κάποιες άγνωστες πλευρές των φίλων του: τον σβέρκο, την πλάτη και όλα τα σημεία που γίνονται ορατά μόνο όταν ο άλλος φεύγει.) Αυτές οι τρεις αλήθειες είναι για μένα ιδέες-βουνά, ιδέες-ποτάμια, ιδέες-αστέρια. Αλήθειες που συνεχίζουν να υπάρχουν μέσα από το πέρασμα του χρόνου και αντέχουν κάτω απ’ όλες τις συνθήκες. Έννοιες που δεν σχετίζονται μόνο με συγκεκριμέ νες στιγμές, αλλά με όλες και με καθεμιά απ’ αυτές, και που το άθροισμά τους συνηθίζουμε να ονομάζουμε: «ζωή μας». 15
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
ΑΛΗΘΕΙΕΣ-ΒΟΥΝΑ, για να μπ ο ρο ύμ ε να χτίζο υ μ ε τα σ π ίτια μ α ς σε σ τέρεη βάση. ΑΑΗΘΕΙΕΣ-ΠΟΤΑΜΙΑ, για να μπ ο ρο ύμ ε να ξεδι ψάμε και να τα ξιδεύουμ ε πάνω το υς ψ ά χνοντας νέους ορίζοντες. ΑΑΗΘΕΙΕΣ-ΑΣΤΕΡΙΑ, γ ια να μ α ς χ ρ η σ ιμ εύ ο υ ν ως οδηγοί, α κ ό μ α και σ τις πιο σ κοτεινές μ α ς ν ύ χτες...
16
ο ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΠΡΙΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ, ενώ τελείωνα μια διάλεξη για ζευγά ρια, θέλησα να διηγηθώ —όηως συνηθίζω — μια ιστορία ως αποχαιρετιστήριο δώρο. Π ρος έκπληξή μου, εκείνη τη φορά κάποιος από την ομ άδα ζήτησε το λόγο και προσφέρθηκε ο ίδιος να μου δωρίσει μια ιστορία. Αυτό το π α ραμύθι που αγαπάω τόσο το γράφω τώρα στη μνήμη του φίλου μου. Jay Rabon.
Αυτή είναι η ιστορία ενός ανθρώπου τον οποίο εγώ θα χαρακτήριζα ερευνητή... Ερευνητής είναι κάποιος που ψάχνει· όχι απαραιτήτως κάποιος που βρίσκει. Ούτε είναι κάποιος που ξέρει στα σίγουρα τι είναι αυτό που ψάχνει. Είναι, απλώς, κάποιος για τον οποίο η ζωή αποτελεί μια αναζήτηση. Μια μέρα, ο ερευνητής διαισθάνθηκε ότι έπρεπε να πάει προς την πόλη του Καμίρ. Είχε μάθει να δίνει με γάλη σημασία στα προαισθήματά του, που πήγαζαν από ένα μέρος δικό του μεν, άγνωστο δε. Μετά από δύο μέρες πορείας στους σκονισμένους 17
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ δρόμους, διέκρινε από μακριά το Καμίρ. Λίγο πριν φτάσει στο χωριό, του τράβηξε την προσοχή ένας λόφος, δε ξιά από το μονοπάτι. Ήταν σκεπασμένος από υπέροχη πρασινάδα και γεμάτος με δέντρα, πουλιά και μαγευτικά λουλούδια. Τον περιτριγύριζε κάτι σαν μικρός φράχτης φτιαγμένος από βαμμένο ξύλο. Μια ^ρρούντζινη πορτούλα τον προσκαλούσε να μπει. Ξαφνικά, αισθάνθηκε να ξεχνά το χωριό και υπέκυ ψε στην επιθυμία του να ξαποστάσει για λίγο σ ’ εκείνο το μέρος. Ο ερευνητής πέρασε την είσοδο κι άρχισε να βαδίζει αργά δίπλα στις λευκές πέτρες που ήταν τοποθετημένες ανάκατα ανάμεσα στα δέντρα. Αφησε το βλέμμα του να ξαποστάσει σαν την πε ταλούδα, σε κάθε λεπτομέρεια του πολύχρωμου αυτού παραδείσου. Τα μάτια του, όμως, ήταν μάτια ερευνητή, κι ίσως γι’ αυτό ανακάλυψε εκείνη την επιγραφή πάνω σε μια απ’ τις πέτρες:
Αμπντούλ Ταρέγκ: έζησε 8 χρόνια, 6 μήνες, δύο εβδομάδες και 3 μέρες. Τρόμαξε λίγο συνειδητοποιώντας ότι εκείνη η πέτρα δεν ήταν απλώς μια πέτρα: ήταν μια ταφόπλακα. Λυπήθηκε όταν σκέφτηκε ότι ένα παιδί τόσο μικρής ηλικίας ήταν θαμμένο σ’ εκείνο το μέρος. Κοιτάζοντας γύρω του, ο άνθρωπος συνειδητοποίη 18
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
σε ότι και η διπλανή πέτρα είχε μια επιγραφή. Πλησίασε να τη διαβάσει. Έλεγε:
Γιαμίρ Καλίμπ: έζησε 5 χρόνια, 8 μήνες και 3 εβδομάδες. Ο ερευνητής αισθάνθηκε φοβερή συγκίνηση. Αυτό το πανέμορφο μέρος ήταν νεκροταφείο, και κάθε πέτρα ήταν ένας τάφος. Μία μία, άρχισε να διαβάζει τις πλάκες. Όλες είχαν παρόμοιες επιγραφές: ένα όνομα και τον ακριβή χρόνο ζωής του νεκρού. Αλλά αυτό που τον τάραξε περισσότερο ήταν η δια πίστωση ότι ο άνθρωπος που είχε ζήσει τον πιο πολύ και ρό, μόλις που ξεπερνούσε τά έντεκα χρόνια... Νικημένος από μια αβάσταχτη θλίψη, έκατσε κι άρ χισε να κλαίει. Ο φύλακας του νεκροταφείου που περνούσε από εκεί τον πλησίασε. Τον κοίταξε να κλαίει για λίγο σιωπηλός, και μετά τον ρώτησε αν έκλαιγε για κάποιον συγγενή. «Όχι, για κανέναν συγγενή» είπε ο ερευνητής. «Τι συμβαίνει σ’ αυτό το χωριό; Τι πράγμα φοβερό έχει αυ τός ο τόπος; Γιατί έχει τόσα πολλά νεκρά παιδιά θαμμέ να σ’ αυτό το μέρος; Ποια είναι η τρομερή κατάρα που βαραίνει αυτούς τους ανθρώπους και τους έχει υποχρε ώσει να φτιάξουν ένα νεκροταφείο για παιδιά;» Ο ηλικιωμένος χαμογέλασε και είπε: «Μπορείτε να ηρεμήσετε. Δεν υπάρχει τέτοια κατά19
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ ρα. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι εδώ έχουμε ένα παλιό έθιμο. Θα σας εξηγήσω... »Όταν ένας νέος συμπληρώνει τα δεκαπέντε του χρόνια, οι γονείς του του χαρίζουν ένα τετράδιο όπως αυτό που έχω εδώ, για να το κρεμάει στο λαιμό. Είναι παράδοση στον τόπο μας. Από τη στιγμή εκείνη κι έπει τα, κάθε ,φορά που κάποιος απολαμβάνει έντονα κάτι, ανοίγει το τετράδιο και σημειώνει:
Στα δεξιά, αντό ηον απόλαυσε. Σ τ’ αριστερά, πόσο χρόνο κράτησε η απόλαυση. »Έστω ότι γνώρισε μια κοπέλα και την ερωτεύτηκε. Πόσο κράτησε το μεγάλο αυτό πάθος και η χαρά της γνωριμίας τους; Μια εβδομάδα; Δύο; Τρεις και μισή;» »Και μετά, η συγκίνηση του πρώτου φιλιού, η θαυ μάσια ευχαρίστηση του πρώτου φιλιού... Πόσο κράτη σε; Μόνο το ενάμισι λεπτό του φιλιού; Δύο μέρες; Μια εβδομάδα; »Και η εγκυμοσύνη, και η γέννηση του πρώτου παι διού; »Και ο γάμος των φίλων; »Και το ταξίδι που πάντα ήθελε; »Και η συνάντηση με τον αδελφό που γυρίζει από μια μακρινή χώρα; »Πόσο κράτησε στ’ αλήθεια η απόλαυση αυτών των αισθήσεων; »Ώρες; Μέρες;
20
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
»'Ετσι, συνεχίζουμε να σημειώνουμε στο τετράδιο κάθε λεπτό που απολαμβάνουμε... Κάθε λεπτό. »Όταν κάποιος πεθαίνει, έχουμε τη συνήθεια να ανοίγουμε το τετράδιό του και να αθροίζουμε το χρόνο της απόλαυσης για να τον γράψουμε πάνω στον τάφο του. Γιατί αυτός είναι για εμάς ο μοναδικός και πραγματικός χρόνος ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΖΗΣΕΙ.»
21
ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ Η ΙΔΕΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ μού ήρθε ακούγοντας μια ιστορία τον Enrique Mariscal. Μου έδωσε την άδεια, από εκείνο το σημείο και μετά, να συνεχίσω το παραμύθι για να το μεταμορφώσω σε άλλη ιστορία, με άλλο μήνυμα και άλλο νόημα.
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα βασίλειο μακρινό και απομονωμένο, ήταν ένας βασιλιάς που του άρεσε πολύ η δύναμη της εξουσίας. Όμως, δεν μπορούσε να ικανο ποιήσει το πάθος του για εξουσία απλώς και μόνο κατέχοντάς την. Είχε και την ανάγκη να τον θαυμάζουν όλοι για τη δύναμή του. Έτσι, —όπως η μητριά της Χιονάτης που δεν της έφτανε μόνο να βλέπει την ομορφιά της—, χρειαζόταν κι αυτός να κοιτάζεται σ’ έναν καθρέφτη που να του λέει πόσο δυνατός ήταν. Δεν είχε μαγικούς καθρέφτες, αλλά ένα σωρό αυλικούς και υπηρέτες τους οποίους ρωτούσε αν ήταν αυτός ο πιο δυνατός άνδρας του βασιλείου. Απαράλλαχτα, όλοι του απαντούσαν: «Μεγαλειότατε, είσαι πολύ δυνατός, αλλά ξέρεις ότι 23
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ ο μάγος έχει μια δύναμη που κανένας άλλος δεν κατέχει. Αυτός, γνωρίζει το μέλλον». Εκείνη την εποχή, αλχημιστές, φιλοσόφους, στοχα στές, ιερείς και αποκρυφιστές τους αποκαλούσαν, γενικεύοντας, «μάγους». Ο βασιλιάς ζήλευε πολύ το μάγο του βασιλείου, ο οποίος ό^ι μόνο είχε τη φήμη ανθρώπου καλού και γεν ναιόδωρου, αλλά και αγαπητού στο λαό που τον θαύμα ζε και γιόρταζε που υπήρχε αυτός ο άνθρωπος και ζούσε εκεί. Δεν έλεγαν τα ίδια και για τον βασιλιά. Ίσως επειδή είχε ανάγκη να αποδεικνύει συνεχώς ότι αυτός κυβερνούσε, ο βασιλιάς δεν ήταν ούτε δίκαιος ούτε αμερόληπτος, και ακόμα λιγότερο καλός και ευγε νικός. Μια μέρα, κουρασμένος να ακούει τον κόσμο να του λέει πόσο δυνατός και αγαπητός ήταν ο μάγος, ή υπο κινούμενος από αυτό το κράμα ζήλειας και φόβου που προκαλεί ο φθόνος, ο βασιλιάς κατέστρωσε ένα σχέδιο: θα οργάνωνε μια μεγάλη γιορτή στην οποία θα προσκαλούσε το μάγο. Μετά το δείπνο, θα ζητούσε την προσο χή όλων. Θα καλούσε το μάγο στο κέντρο της αίθουσας και, μπροστά στους αυλικούς, θα τον ρωτούσε αν ήταν αλήθεια ότι ήξερε να διαβάζει το μέλλον. Ο καλεσμένος θα είχε δύο δυνατότητες: ή να πει όχι, διαψεύδοντας έτσι το θαυμασμό των υπολοίπων, ή να πει ναι, επιβεβαιώνο ντας την αιτία της φήμης του. Τότε, θα του ζητούσε να πει ποια ημερομηνία επρόκειτο να πεθάνει ο μάγος του 24
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
βασιλείου. Αυτός θα έδινε μια απάντηση, μια οποιαδήποτε μέρα — δεν είχε σημασία ποια. Ο βασιλιάς σχεδίαζε να τραβήξει το σπαθί του και να τον σκοτώσει την ίδια εκείνη στιγμή. Έτσι, θα κατάφερνε δύο πράγματα με ένα μόνο χτύπημα: το πρώτο, να απαλλαγεί από τον εχθρό του για πάντα, το δεύτερο, να αποδείξει ότι ο μάγος δεν είχε μπορέσει να δει το μέλλον, μιας και θα είχε κάνει λάθος στην πρόβλεψή του. Σε μία μόνο νύχτα θα τελεί ωναν ο μάγος και ο μύθος των δυνάμεών του... Οι προετοιμασίες ξεκίνησαν αμέσως, και πολύ γρήγορα έφτασε η μέρα της γιορτής. Μετά από ένα μεγάλο δείπνο, ο βασιλιάς έφερε τον μάγο στο κέντρο και του μίλησε: «Είναι αλήθεια ότι μπορείς να διαβάζεις το μέλ λον;» «Λίγο, είπε ο μάγος.» «Και μπορείς να διαβάσεις και το δικό σου μέλλον;» «Λίγο, είπε ο μάγος.» «Τότε, θέλω να μου δώσεις μια απόδειξη» συνέχισε ο βασιλιάς. «Ποια μέρα θα πεθάνεις; Ποια είναι η ημε ρομηνία του θανάτου σου;» Ο μάγος χαμογέλασε, τον κοίταξε στα μάτια και δεν απάντησε. «Τι έγινε μάγε;» είπε ο βασιλιάς χαμογελώντας. «Δεν το ξέρεις; Δεν είναι αλήθεια ότι μπορείς να διαβάζεις το μέλλον;» «Δεν είναι αυτό...» απάντησε ο μάγος, «αλλά αυτό που ξέρω δεν τολμώ να σου το πω.» «Τι σημαίνει δεν τολμάς;» είπε ο βασιλιάς. «Είμαι 25
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ ανώτερος σου και σε διατάζω να μου το πεις. Πρέπει να καταλάβεις ότι είναι πολύ σημαντικό για το βασίλειο να ξέρουμε πότε θα χάσουμε τις πιο εξέχουσες προσωπικότητές μας. Απάντησέ μου λοιπόν. Πότε θα πεθάνει ο μά γος του βασιλείου;» Μετά από μια γεμάτη ένταση σιωπή, ο μάγος τον κοίταξε και,|;ίπε: «Δεν μπορώ να σου πω ακριβώς την ημερομηνία, αλλά ξέρω ότι ο μάγος θα πεθάνει ακριβώς μία μέρα πριν το βασιλιά.» Για λίγες στιγμές, ο χρόνος πάγωσε. Ένας ψίθυρος απλώθηκε ανάμεσα στους καλεσμένους. Ο βασιλιάς πάντα έλεγε ότι δεν πίστευε ούτε σε μά γους ούτε σε προφητείες, αλλά το σίγουρο είναι ότι δεν τόλμησε να σκοτώσει το μάγο. Αργά, ο άρχοντας κατέ βασε τα χέρια κι έμεινε σιωπηλός. Οι σκέψεις στριμώχνονταν στο κεφάλι του. Συνει δητοποίησε ότι είχε κάνει λάθος. Το μίσος του είχε γίνει ο χειρότερος σύμβουλος. «Μεγαλειότατε, χλόμιασες. Τι σου συμβαίνει; ρώτη σε ο καλεσμένος.» «Αισθάνομαι άσχημα» απάντησε ο μονάρχης. «Θα πάω στο δωμάτιό μου. Σε ευχαριστώ που ήρθες...» Και με μια αόριστη χειρονομία, στράφηκε σιωπηλός και κατευθύνθηκε προς τα διαμερίσματά του. Σκέφτηκε πως ο μάγος ήταν έξυπνος. Είχε δώσει την μοναδική απάντηση που μπορούσε να αποτρέψει το θάνατό του. Άραγε, να είχε μαντέψει το θάνατό του; 26
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Η πρόβλεψη δεν μπορούσε να είναι αληθινή. Αλλά, κι αν ήταν; Ένιωθε μπερδεμένος και ζαλισμένος... Ο βασιλιάς επέστρεψε και είπε με βροντερή φωνή: «Μάγε, είσαι διάσημος στο βασίλειο για τη σοφία σου. Σε παρακαλώ να περάσεις αυτή τη νύχτα στο πα λάτι, γιατί πρέπει να σε συμβουλευτώ το πρωί πριν πάρω κάποιες βασιλικές αποφάσεις.» «Μεγαλειότατε! Θα είναι μεγάλη μου τιμή...» είπε ο καλεσμένος υποκλινόμενος. Ο βασιλιάς διέταξε τους προσωπικούς του φρουρούς να συνοδεύσουν το μάγο μέχρι τα δωμάτια των καλεσμέ νων του παλατιού και να επιτηρούν την πόρτα του σιγουρεύοντας ότι δεν θα του συνέβαινε τίποτα. Εκείνη τη νύχτα ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να αποκοι μηθεί. Ήταν πολύ ανήσυχος, σκεφτόταν τι θα συνέβαι νε αν του μάγου του χε κάτσει άσχημα το φαγητό, ή αν πάθαινε κάποιο ατύχημα κατά τη διάρκεια της νύχτας, ή αν, απλώς, είχε έρθει η ώρα του. Πολύ νωρίς το πρωί, ο βασιλιάς χτύπησε την πόρτα του καλεσμένου του. Ποτέ στη ζωή του δεν του ’χε περάσει η σκέψη να συμβουλευτεί κάποιον πριν πάρει τις αποφάσεις του, αλλά αυτή τη φορά, αμέσως μόλις ο μάγος τον δέχτηκε, έκανε μια ερώτηση, καθώς χρειαζόταν μια δικαιολογία. Και ο μάγος, που ήταν σοφός, του έδωσε μια απά ντηση σωστή, δημιουργική και δίκαιη. Ο βασιλιάς, σχεδόν χωρίς να ακούσει την απάντη 27
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ ση, επαίνεσε τον φιλοξενούμενο του για την ευφυΐα του και του ζήτησε να κάτσει μια μέρα παραπάνω, υποτίθε ται για να τον «συμβουλευτεί» για κάποιο άλλο ζήτημα... (Προφανώς, ο βασιλιάς ήθελε μόνο να είναι σίγουρος ότι δεν θα του συνέβαινε τίποτα.) Ο μάγος, ο οποίος απολάμβανε την ελευθερία που μόνο οι^φωτισμένοι κατακτούν, δέχτηκε. Από τότε και κάθε μέρα, το πρωί ή το βράδυ, ο βα σιλιάς πήγαινε μέχρι τα δωμάτια του μάγου για να τον συμβουλευτεί και να τον δεσμεύσει για μια νέα συμβου λή την επόμενη μέρα. Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι ο βασιλιάς να αντιληφθεί ότι οι προτροπές του καινούργιου του συμβού λου ήταν πάντα σωστές, και κατέληξε, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, να τις υπολογίζει σε κάθε μια από τις απο φάσεις του. Πέρασαν οι μήνες, και μετά τα χρόνια. Και, όπως πάντα, κοντά σε αυτόν που ξέρει, μαθαίνει κι αυτός που δεν ξέρει. Έτσι κι έγινε. Σιγά σιγά, ο βασιλιάς γινόταν όλο και πιο δίκαιος. Δεν ήταν πια ούτε δεσποτικός ούτε αυταρχικός. Δεν είχε πια την ανάγκη να αισθάνεται δυνατός, και μάλλον γι’ αυτό δεν είχε και την ανάγκη να επιδεικνύει τη δύνα μή του. Άρχισε να καταλαβαίνει ότι και η ταπεινοφροσύνη μπορούσε να έχει πλεονεκτήματα. Άρχισε να κυβερνά με περισσότερη σοφία και γεν ναιοδωρία. 28
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Έτσι έγινε, κι ο λαός του άρχισε να τον αγαπά όπως δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ πριν. Ο βασιλιάς δεν πήγαινε πια να δει τον μάγο για να ρω τήσει για την υγεία του, μα για να μάθει, να μοιραστεί μια απόφαση, ή απλώς για να κουβεντιάσει. Ο βασιλιάς και ο μάγος κατέληξαν να γίνουν επι στήθιοι φίλοι. Μέχρι που, μια μέρα, πάνω από τέσσερα χρόνια μετά από εκείνο το δείπνο, χωρίς να υπάρξει κανένα κίνητρο, ο βασιλιάς θυμήθηκε. Θυμήθηκε πως αυτός ο άνθρωπος, που τώρα θεω ρούσε τον καλύτερό του φίλο, είχε υπάρξει μισητός εχθρός του. Θυμήθηκε το σχέδιο που είχε οργανώσει για να τον σκοτώσει. Και συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να κρατάει αυτό το μυστικό χωρίς να αισθάνεται υπο κριτής. Ο βασιλιάς μάζεψε το κουράγιο του και πήγε μέχρι το δωμάτιο του μάγου. Χτύπησε την πόρτα και, μόλις μπήκε, είπε: «Αδελφέ μου, έχω κάτι να σου πω που μου βαραίνει το στήθος.» «Μίλα» είπε ο μάγος, «αλάφρωσε την καρδιά σου.» «Τη νύχτα που σε κάλεσα σε δείπνο και σε ρώτη σα για το θάνατό σου, δεν ήθελα να μάθω τίποτα για το μέλλον σου. Σχεδίαζα να σε σκοτώσω ό,τι κι αν μου απα 29
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ ντούσες. Ήθελα ο απρόσμενος θάνατός σου να απομυ θοποιούσε τη φήμη σου ως μάντη. Σε μισούσα γιατί όλοι σε αγαπούσαν... Ντρέπομαι τόσο...» Ο βασιλιάς εισέπνευσε βαθιά και συνέχισε: «Εκείνη τη νύχτα δεν τόλμησα να σε σκοτώσω, και τώρα που είμαστε φίλοι —παραπάνω από φίλοι· αδελ φοί—, με.τρομοκρατεί η σκέψη όλων όσα θα είχα χάσει αν το είχα κάνει. Σήμερα αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να σου κρύβω την ντροπή μου. Είχα ανάγκη να σου τα πω όλα αυτά για να με συγχωρήσεις ή να με απορρίψεις, αλλά χωρίς απάτες.» Ο μάγος τον κοίταξε και του είπε: «Άργησες πολύ μέχρι να μπορέσεις να μου το πεις. Αλλά, όπως και να ’χει, χαίρομαι που το έκανες... Αυτό θα μου επιτρέψει να σου πω ότι το ήξερα ήδη. Όταν μου έκανες εκείνη την ερώτηση και χάιδεψες με το χέρι σου τη λαβή του σπαθιού σου, ήταν τόσο ξεκάθαρη η πρόθε σή σου, που δεν χρειαζόταν να είμαι μάντης για να κατα λάβω τι σκεφτόσουν να κάνεις.» Ο μάγος χαμογέλασε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του βασιλιά. «Σαν δίκαιη ανταμοιβή για την ειλικρίνειά σου, οφείλω να σου πω ότι κι εγώ σου είπα ψέματα. Σου ομο λογώ ότι επινόησα αυτήν την παράλογη ιστορία για τον θάνατό μου πριν απ’ τον δικό σου, για να σου δώσω ένα μάθημα. Ένα μάθημα που δεν είχες μπορέσει να μάθεις μέχρι σήμερα. Ίσως να είναι το πιο σημαντικό απ’ όσα σου έχω διδάξει. 30
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
«Πορευόμαστε στη ζωή απορρίπτοντας με βδελυγμία χαρακτηριστικά των άλλων, ή ακόμα και δικά μας, που θεωρούμε ευτελή, απειλητικά ή άχρηστα... Όμως, αν καθόμασταν λίγο να το σκεφτούμε, θα καταλαβαίνα με πόσο δύσκολο θα μας ήταν να ζήσουμε χωρίς αυτά που πολλές φορές περιφρονούμε. » 0 θάνατός σου, αγαπημένε μου φίλε, θα έρθει ακριβώς την ημέρα του θανάτου σου, κι ούτε ένα λεπτό νωρίτερα. Είναι σημαντικό να ξέρεις ότι εγώ είμαι γέρος, και η δική μου μέρα μάλλον πλησιάζει. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκέφτεσαι ότι η δική σου αποχώρηση θα πρέπει να είναι δεμένη με τη δική μου. Είναι οι ζωές μας που συν δέθηκαν, όχι οι θάνατοί μας.» Ο βασιλιάς και ο μάγος αγκαλιάστηκαν και γιόρτασαν πίνοντας στην εμπιστοσύνη που τους ενέπνεε εκείνη η σχέση που είχαν χτίσει μαζί. Ο μύθος λέει πως, ανεξήγητα, την ίδια εκείνη νύχτα, ο μάγος... πέθανε στον ύπνο του. Ο βασιλιάς έμαθε την κακή είδηση την επόμενη μέρα και αισθάνθηκε εγκαταλελειμμένος. Δεν αγωνιούσε στη τη σκέψη του δικού του θανάτου, καθώς είχε μάθει από 31
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ το μάγο να ζει απελευθερωμένος από την ιδέα της παρα μονής του σε τούτον εδώ τον κόσμο. Ήταν θλιμμένος για το θάνατο του φίλου του. Εξαιτίας ποιας παράξενης σύμπτωσης είχε μπορέσει ο βασι λιάς να μιλήσει στο μάγο γι’ αυτό το θέμα, ακριβώς τη νύχτα του θανάτου του; ,^Ρίναι πιθανό, με τρόπο ανεξήγητο, ο μάγος να είχε επηρεάσει τις καταστάσεις ώστε ο βασιλιάς να μπορέσει να του εξομολογηθεί το μυστικό του και να απελευθε ρωθεί από το φόβο του να πεθάνει την επόμενη μέρα. Ήταν μια τελευταία πράξη αγάπης για να τον λυ τρώσει από τους αλλοτινούς του φόβους... Λένε πως ο βασιλιάς σηκώθηκε κι έσκαψε με τα ίδιά του τα χέρια έναν τάφο για τον φίλο του στον κήπο, κάτω απ’ το παράθυρό του. Έθαψε εκεί το σώμα του, και την υπόλοιπη μέρα την πέρασε δίπλα στο βουναλάκι με το χώμα, να κλαίει όπως κλαίμε μόνο τους πολύ αγαπημένους μας που χάθηκαν. Και, μόλις έπεσε η νύχτα, ο βασιλιάς επέστρεψε στο δωμάτιό του. Λέει ο μύθος πως την ίδια εκείνη νύχτα, είκοσι τέσσερις ώρες μετά το θάνατο του μάγου, ο βασιλιάς πέθανε στο κρεβάτι του ενώ κοιμόταν... Ίσως ήταν σύμπτωση... Ίσως ήταν ο πόνος... Ίσως για να επιβεβαιώσει την τελευταία διδαχή του δασκάλου του.
32
ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ Χ Ω ΡΙΣ ΝΑ ΘΕΛΕΙΣ
ΚΙ ΑΝ ΕΙΝ’ ΑΛΗΘΕΙΑ πως πια δε μ’ αγαπάς σου το ζητάω, σε παρακαλώ, μη μου το πεις! Χρειάζομαι σήμερα κι ακόμα να ταξιδεύω αθώος στα ψέματά σου... Θα κοιμηθώ χαμογελώντας και πολύ ήρεμος. Θα ξυπνήσω πολύ νωρίς το πρωί. Και θα βουτήξω ξανά στα βαθιά σ’ το υπόσχομαι... Αλλά αυτή τη φορά, χωρίς κουράγιο για διαμαρτυρία ή αντίσταση, 33
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ θα βυθιστώ με τη θέλησή μου και χωρίς επιφυλάξεις στη βαθιά απεραντοσύνη της εγκατάλειψής σου...
34
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΟΠΟΔΗΣ
(... ή η τέχνη να εξισώνεις ηρος τα κάτω)
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΟΠΟΔΗΣ ήταν ένας άντρας που ερ γαζόταν ως ξυλοκόπος. Μια μέρα, ο Γιάννης αγόρασε ένα ηλεκτρικό πριόνι πιστεύοντας ότι θα τον διευκόλυνε πολύ στη δουλειά. Η ιδέα του θα ήταν πολύ επιτυχημένη, αν είχε προνοήσει να μάθει πρώτα να χειρίζεται το πριόνι — αλλά δεν το έκανε. Ένα πρωί, ενώ δούλευε στο δάσος, το ουρλιαχτό ενός λύκου έκανε τον ξυλοκόπο να χάσει· την συγκέ ντρωσή του... Το ηλεκτρικό πριόνι τού γλίστρησε από τα χέρια, και ο Γιάννης τραυματίστηκε σοβαρά στα δυο του πόδια. Τίποτα δεν μπόρεσαν να κάνουν οι γιατροί για να τα σώσουν, κι έτσι ο Γιάννης Κουτσοπόδης —σαν θύμα της προφητικής μοίρας που έφερε τ ’ όνομά του—, έμεινε ακρωτηριασμένος πάνω σε μια αναπηρική πολυθρόνα για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Γιάννης έπεσε σε κατάθλιψη για πολλούς μήνες 35
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ εξαιτίας του ατυχήματος. Μετά από ένα χρόνο, φάνηκε ότι λίγο λίγο άρχιζε να καλυτερεύει. Ωστόσο, κάτι συνωμότησε ενάντια στην ψυχική του ανάρρωση και, ξαφνικά, ξανάπεσε στη βαθιά και απύθ μενη κατάθλιψη. Οι γιατροί τον έστειλαν στον ψυχίατρο. Ο Γιάννης Κουτσοπόδης, αφού αντιστάθηκε λίγο, πήγε να επισκευθεί έναν ειδικό. Ο ψυχίατρος ήταν ευχάριστος και ήρεμος. Ο Γιάν νης ένιωσε αμέσως εμπιστοσύνη και του διηγήθηκε εν συντομία τα γεγονότα που τον είχαν οδηγήσει σε αυτήν την ψυχολογική κατάσταση. Ο ψυχίατρος του είπε πως καταλάβαινε την κατά θλιψή του. Η απώλεια των ποδιών ήταν, πράγματι, μια αιτία που δικαιολογούσε την αγωνία του. «Δεν είναι αυτό, γιατρέ» είπε ο Γιάννης. «Η κατά θλιψή μου δεν έχει να κάνει με την απώλεια των ποδιών μου. Δεν είναι η αναπηρία που με ενοχλεί πιο πολύ. Αυτό που με πονάει περισσότερο είναι η αλλαγή στη σχέση μου με τους φίλους μου.» Ο ψυχίατρος άνοιξε τα μάτια κι έμεινε να τον κοιτά ζει περιμένοντας εξηγήσεις. «Πριν το ατύχημα, οι φίλοι μου έρχονταν κάθε Πα ρασκευή να με βρουν για να πάμε για χορό, Μια-δυο φο ρές τη βδομάδα μαζευόμασταν για να βουτήξουμε στο ποτάμι και να παραβγούμε στο κολύμπι. Μέχρι λίγες μέρες πριν από την εγχείρησή μου, πηγαίναμε τις Κυρι ακές για τρέξιμο δίπλα στη θάλασσα. Ωστόσο, φαίνεται πως εξαιτίας αυτού του ατυχήματος, όχι μόνο έχασα τα 36
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
πόδια μου, αλλά και οι φίλοι μου έχασαν την όρεξή τους να μοιράζονται πράγματα μαζί μου. Κανένας τους δεν με έχει ξανακαλέσει από τότε, πουθενά. Ο ψυχίατρος τον κοίταξε και χαμογέλασε. Του ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι ο Γιάννης Κουτσοπόδης δεν καταλάβαινε πόσο παράλογος ήταν ο συλλογισμός του... Ωστόσο, ο ψυχίατρος αποφάσισε να του μιλήσει ανοιχτά για την περίπτωσή του. Αυτός ήξερε καλύτερα απ’ όλους ότι το μυαλό κρύβει ειδικούς μηχανισμούς που μπορεί να καταστήσουν κάποιον άνθρωπο εντελώς ανί κανο να αντιληφθεί τα προφανή και αυτονόητα. Ο ψυχίατρος εξήγησε στον Γιάννη Κουτσοπόδη ότι οι φίλοι του δεν τον απέφευγαν επειδή δεν τον αγαπού σαν ή επειδή τον απέρριπταν. Αν και ήταν οδυνηρό, το ατύχημα είχε αλλάξει την πραγματικότητα. Είτε του άρεσε είτε όχι, δεν ήταν πια ο ιδανικός σύντροφος για όσα μοιράζονταν πριν. «Μα, γιατρέ» τον διέκοψε ο Γιάννης Κουτσοπόδης, «εγώ ξέρω ότι μπορώ να κολυμπήσω, να τρέξω, ακόμα και να χορέψω. Ευτυχώς, έχω μάθει να χειρίζομαι άριστα την αναπηρική μου καρέκλα και τίποτ’ απ’ αυτά δεν μου είναι εμπόδιο.» Ο γιατρός τον ηρέμησε και συνέχισε να του εξηγεί. Οπωσδήποτε, δεν είχε τίποτα εναντίον στο να συνεχίσει να κάνει τα ίδια πράγματα· αντιθέτως, ήταν πολύ σημα ντικό να μην τα παρατήσει. Απλώς, ήταν δύσκολο να συνεχίσει να προσπαθεί να τα μοιραστεί με τους παλιούς του φίλους. 37
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ Ο ψυχίατρος εξήγησε στον Γιάννη ότι, στην πραγ ματικότητα, μπορούσε να κολυμπήσει, αλλά θα έπρεπε να συναγωνιστεί αυτούς που είχαν την ίδια δυσκολία με τον ίδιο... Ότι μπορούσε να πάει για χορό, αλλά σε κάποια λέσχη με άλλους που επίσης δεν θα είχαν πόδια... Μπορούσε να προπονείται δίπλα στη θάλασσα, αλλά θα έπ ρ ^ ε να μάθει να το κάνει με άλλους ανάπηρους. Ο Γιάννης έπρεπε να καταλάβει ότι οι φίλοι του δεν θα ήταν πια μαζί του όπως πριν, γιατί τώρα οι συνθή κες μεταξύ τους ήταν πολύ διαφορετικές... Δεν ήταν πια όμοιοι. Για να μπορέσει να κάνει αυτά που επιθυμούσε —και άλλα περισσότερα—, θα ήταν καλύτερα να συνηθίσει να τα κάνει με τους ομοίους του. Θα έπρεπε, λοιπόν, να αφι ερωθεί στο να δημιουργήσει νέες σχέσεις με ανθρώπους σαν κι αυτόν. Ο Γιάννης αισθάνθηκε σαν να τραβήχτηκε ένα πέπλο μέσα στο μυαλό του, κι αυτή η αίσθηση τον γαλήνεψε. «Είναι δύσκολο να σας εξηγήσω πόσο ευγνώμων σας είμαι για τη βοήθειά σας, γιατρέ» είπε ο Γιάννης. «Με έφεραν εδώ οι φίλοι σας σχεδόν με το ζόρι, αλλά τώρα βλέπω πως είχαν δίκιο. Κατάλαβα το μήνυμά σας και σας βεβαιώνω πως θα ακολουθήσω τις συμβουλές σας, γιατρέ. Ευχαριστώ πολύ, η επίσκεψή μου εδώ ήταν πραγματικά πολύ χρήσιμη. «Νέες σχέσεις με ανθρώπους σαν κι εμένα» επανα λάμβανε ο Γιάννης για να μην το ξεχάσει.
38
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Και τότε, ο Γιάννης Κουτσοπόδης βγήκε από το ιατρείο και γύρισε σπίτι του... Έβαλε μπρος το ηλεκτρικό του πριόνι... Σχεδίαζε να κόψει τα πόδια όλων των φίλων του, κι έτσι να «δημιουργήσει» κάποιους σαν κι αυτόν.
39
ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ
ΑΥΤΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ είναι εμπνευσμένη απ ό έν α ποίημα ενός μοναχού απ ό το Θιβέτ, τον Ριμποτσέ, που εγώ το ξαναέγραψ α σύμφωνα με το δικό μου τρόπο αφήγησης, για να τονίσω κάπ οια παραπανίσια χαρακτηριστικά που έχουμε εμείς οι άνθρωποι.
Σηκώνομαι το πρωί. Βγαίνω από το σπίτι μου. Υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο. Δεν την βλέπω και πέφτω μέσα. Την επόμενη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου, ξεχνάω ότι υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο, και ξαναπέφτω μέσα. Την τρίτη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου προσπαθώντας να θυμηθώ 41
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ ότι υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο. Ωστόσο, δεν το θυμάμαι και πέφτω μέσα. Την τέταρτη μέρα vj, βγαίνω απ’ το σπίτι μου προσπαθώντας να θυμηθώ την τρύπα στο πεζοδρόμιο. Τη θυμάμαι και, παρόλα αυτά, δεν τη βλέπω και πέφτω μέσα. Την πέμπτη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου. Θυμάμαι ότι πρέπει να έχω στο νου μου την τρύπα στο πεζοδρόμιο και περπατάω κοιτάζοντας κάτω. Την βλέπω και, παρόλο που την βλέπω, πέφτω μέσα. Την έκτη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου. Θυμάμαι την τρύπα στο πεζοδρόμιο. Πηγαίνω ψάχνρντάς την με τα μάτια μου. Την βλέπω, προσπαθώ να πηδήξω από πάνω, αλλά πέφτω μέσα.
42
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Την έβδομη μέρα βγαίνω απ’ το σπίτι μου. Βλέπω την τρύπα. Παίρνω φόρα, πηδάω, φτάνω με την άκρη των ποδιών μου ώς την άλλη μεριά, αλλά όχι αρκετά μακριά, και πέφτω μέσα. Την όγδοη μέρα, βγαίνω απ’ το σπίτι μου, βλέπω την τρύπα, παίρνω φόρα, πηδάω, φτάνω στην άλλη άκρη! Αισθάνομαι τόσο υπερήφανος που τα κατάφερα που χοροπηδάω από τη χαρά μου... Και, έτσι όπως χοροπηδάω, ξαναπέφτω μέσα. Την ένατη μέρα, βγαίνω απ’ το σπίτι μου, βλέπω την τρύπα, παίρνω φόρα, πηδάω και συνεχίζω τον δρόμο μου. Τη δέκατη μέρα, σήμερα μόλις. 43
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ συνειδητοποιώ ότι είναι πιο βολικό να περπατάω... στο απέναντι πεζοδρόμιο.
44
To ΠΑΡΑΜΥΘΙ Μ ΕΣΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
ΕΔΩ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΖΟΥΣΕ τρομοκρατημένος από φρικτές σκέψεις καταστροφής που τον βασάνιζαν... κυρίως τη νύχτα. Έπεφτε για ύπνο τρέμοντας ότι δεν θα έβλεπε το ξημέρωμα της επόμενης μέρας και δεν κατάφερνε να κοιμηθεί πριν βγει ο ήλιος — μερικές φορές, μόλις μία ώρα προτού σηκωθεί για να πάει στη δουλειά. Όταν έμα θε ότι ο Φωτισμένος θα περνούσε τη νύχτα λίγο έξω απ’ το χωριό, συνειδητοποίησε ότι του δινόταν μια ευκαιρία μοναδική, μιας και δεν ήταν καθόλου σύνηθες να περ νούν ταξιδιώτες —ούτε καν κοντά απ’ το χωρίο—, χαμέ νο καθώς ήταν ανάμεσα στα βουνά της Καλδέα. Η σπουδαία φήμη προηγήθηκε του μυστηριώδους επισκέπτη και, αν και κανείς δεν τον είχε δει, όλοι έλε γαν ότι ο δάσκαλος είχε τις απαντήσεις σε όλες τις ερω τήσεις. Γι’ αυτό, εκείνο το ίδιο χάραμα, χωρίς κανείς απ’ το σπίτι του να τον πάρει είδηση, πήγε να τον δει στη σκηνή την οποία —όπως του είχαν πει— είχε στήσει δί πλα στο ποτάμι. Όταν έφτασε, ο ήλιος μόλις που άρχιζε να ξεπρο βάλλει από τον ορίζοντα. 45
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ Βρήκε τον Φωτισμένο σε στιγμή διαλογισμού. Περίμενε με σεβασμό λίγα λεπτά μέχρι ο δάσκαλος να αντιληφθεί την παρουσία του... Εκείνος, σαν να τον περίμενε, στράφηκε προς το μέ ρος του και με μια γαλήνια έκφραση τον κοίταξε σιωπη λά στα μάτια. «Δάσκαλε, βοήθησε με» είπε ο άντρας, «Φρικτές σκέί|/εις στοιχειώνουν τις νύχτες μου και δεν έχω γαλή νη ούτε κουράγιο για να ξεκουραστώ και να απολαύσω τη ζωή μου. Λένε πως εσύ τα γιατρεύεις όλα. Βοήθησε με να ξεφύγω από αυτήν την αγωνία...» Ο δάσκαλος του χαμογέλασε και του απάντησε: «Θα σου πω μια ιστορία»: Ένας πλούσιος άντρας έστειλε τον υπηρέτη του στην αγο ρά για τρόφιμα. Δεν είχε περάσει όμως πολλή ώρα αφότου έφτασε, και διασταυρώθηκε με το θάνατο, ο οποίος τον κοί ταξε έντονα στα μάτια. Ο υπηρέτης χλόμιασε από το φόβο του κι έφυγε τρέχοντας, αφήνοντας πίσω του τα ψώνια και το μουλάρι. Λαχα νιασμένος, έφτασε στο σπίτι του αφέντη του. «Αφέντη, αφέντη! Σε παρακαλώ, χρειάζομαι ένα άλογο και λίγα λεφτά για να φύγω τώρα αμέσως από την πόλη... Αν φύγω αμέσως, ίσως φτάσω στην Ταμούρ πριν το ηλιοβασί λεμα... Σε παρακαλώ, αφέντη, σε παρακαλώ!» Ο κύριος τον ρώτησε το λόγο αυτής της τόσο επείγου σας παράκλησης, και ο υπηρέτης τού διηγήθηκε κομπιάζο ντας τη συνάντησή του με το θάνατο. Ο κύριος του σπιτιού συλλογίστηκε για λίγη ώρα, έβγα46
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
^ε ένα σακούλι με νομίσματα, του το έδωσε και του είπε: «Εντάξει, ας είναι. Φύγε. Πάρε το μαύρο άλογο, το πιο ι'ρήγορο που έχω.» «Ευχαριστώ, αφέντη» είπε ο υπηρέτης. Και, αφού του φίλησε τα χέρια, έτρεξε στο στάβλο, έζεψε το άλογο κι έφυ γε γρήγορα προςτην πόλη Ταμούρ. Όταν ο υπηρέτης είχε πια χαθεί απ' τα μάτια του, ο πάμπλουτος άντρας περπάτησε προς την αγορά ψάχνοντας το θάνατο. «Γιατί τρόμαξες τον υπηρέτη μου;» τον ρώτησε όταν τον είδε. «Εγώ τον τρόμαξα;» ρώτησε ο θάνατος. «Ναι» είπε ο πλούσιος άντρας. «Μου είπε ότι σήμερα διασταυρώθηκε μαζί σου κι ότι τον κοίταξες απειλητικά.» «Εγώ δεν τον κοίταξα απειλητικά» είπε ο θάνατος. «Τον κοίταξα έκπληκτος. Δεν περίμενα να τον δω εδώ αυτό το απόγευμα, γιατί υποτίθεται ότι πρέπει να τον πάρω από την Ταμούρ απόψε τη νύχτα.» «Καταλαβαίνεις;» ρώτησε ο Φωτισμένος. «Φυσικά και καταλαβαίνω, δάσκαλε. Το να προσπα θείς να ξεφύγεις από τα κακά είναι σαν να πηγαίνεις να τα ψάξεις. Αποφεύγοντας το θάνατο πηγαίνεις να τον βρεις.» «Έτσι είναι.» «Πρέπει να σε ευχαριστήσω, δάσκαλε...» είπε ο άντρας. «Αισθάνομαι ότι από απόψε κιόλας θα κοιμάμαι πολύ ήσυχος έχοντας στο νου μου αυτήν την ιστορία, και θα σηκώνομαι ήρεμος κάθε πρωί...» 47
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ «Από απόψε κι έπειτα...» διέκοψε ο ηλικιωμένος, «δεν θα υπάρξουν άλλα πρωινά.» «Δεν καταλαβαίνω» είπε ο άντρας. «Τότε, δεν κατάλαβες την ιστορία.» Ο άντρας, έκπληκτος, κοίταξε τον Φωτισμένο... ...και είδε πως η έκφραση του προσώπου του... δεν ήταν πια η ίδια...
48
ΑΠΛΗΣΤΙΑ
ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ανεβάσω ένα φράχτη που θα χώ ριζε το οικόπεδό μου από των γειτόνων μου, βρήκα θαμ μένο στον κήπο ένα παλιό μπαούλο γεμάτο χρυσά νομί σματα. Εμένα δεν μου κίνησε το ενδιαφέρον ο πλούτος, αλ λά το παράδοξο του ευρήματος. Ποτέ δεν υπήρξα φιλοχρήματος, ούτε και νοιάζομαι πολύ για τα ακριβά πράγματα... Αφού ξέθαψα το μπαούλο, έβγαλα τα νομίσματα και τα γυάλισα.Ήταν τόσο βρόμικα και σκουριασμένα — τα καημένα! Καθώς τα τακτοποιούσα σε στοίβες πάνω στο τρα πέζι μου, άρχισα να τα μετράω... Μαζευόταν μια αληθινή περιουσία. Μόνο αφού πέρασε καιρός άρχισα να φαντάζομαι όλα τα πράγματα που θα μπορούσα να αγοράσω με αυτά... Σκεφτόμουν πόσο χαρούμενος θα ήταν ένας άπλη στος που θα έπεφτε πάνω σε έναν σημαντικής αξίας θη σαυρό... 49
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ Ευτυχώς... Ευτυχώς δεν ήμουν τέτοια περίπτωση... Σήμερα ήρθε ένας κύριος να διεκδικήσει τα νομίσματα. Ήταν ο γείτονας μου. Προσπαθούσε να με πείσει, ο άθλιος, πως τα νομί σματα τα είχε θάψει ο παππούς του και πως γι’ αυτό του ανήκαν. Εκνευρίστηκα τόσο... ...που τον σκότωσα! Αν δεν τον είχα δει να ζητάει τόσο απελπισμένα να τα αποκτήσει θα του τα είχα δώσει γιατί, αν υπάρχει κάτι που δεν με ενδιαφέρει, είναι τα πράγματα που αποκτώνται με λεφτά... Αλλά, —το δίχως άλλο—, δεν αντέχω τους άπληστους ανθρώπους...
50
Η Α ρκο ύδα ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ που έχουν ιδιαίτερη σημασία για μένα. Ένα α π ’ α υ τά είναι αυτή η ηαμπάλαιη ιστορία που μου διηγήθηκε κάποτε ο παππούς μου και που θέλω να την διηγηθώ σε σένα όπως τη θυμάμαι σήμερα.
Αυτή είναι η ιστορία ενός ράφτη, ενός τσάρου και της αρκούδας του. Μια μέρα, ο τσάρος ανακάλυψε ότι ένα από τα κου μπιά της αγαπημένης του ζακέτας είχε κοπεί. Ο τσάρος ήταν ιδιότροπος, αυταρχικός και σκλη ρός (όπως όλοι όσοι μπλέκονται για πολύ καιρό με την εξουσία). Έτσι, οργισμένος εξαιτίας της απουσίας του κουμπιού, έστειλε να βρουν τον ράφτη και διέταξε να αποκεφαλιστεί την επόμενη μέρα από τον μπαλτά του δήμιου. Κανείς δεν αντιμιλούσε στον αυτοκράτορα ολόκλη ρης της Ρωσίας, έτσι ο φρουρός πήγε μέχρι το σπίτι του ράφτη και, τραβώντας τον μέσα από τα χέρια της οικογένειάς του, τον πήγε στο μπουντρούμι του παλατιού για να περιμένει εκεί τον θάνατό του. Το ηλιοβασίλεμα, όταν ο δεσμοφύλακας οδήγησε το 51
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
ράφτη στο τελευταίο του δείπνο, αυτός τίναξε το κεφάλι και μουρμούρισε: «Καημένε τσάρε». Ο φρουρός δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια του. «Καημένε τσάρε; Καημένος είσαι εσύ. Το κεφάλι σου θα βρίσκεται αρκετά μακριά από το σώμα σου, αύ ριο κιόλας.» «ρσύ δεν καταλαβαίνεις» είπε ο ράφτης. «Τι είναι πιο σημαντικό απ’ όλα για τον τσάρο μας;» «Πιο σημαντικό απ’ όλα;» απάντησε ο φρουρός. «Δεν ξέρω. Ο λαός του.» «Μην είσαι χαζός. Λέω κάτι πραγματικά σημαντικό γι’ αυτόν.» «Η γυναίκα του;» «Πιο σημαντικό!» «Τα διαμάντια!» προσπάθησε να μαντέψει ο δεσμο φύλακας. «Τι είναι αυτό που ενδιαφέρει τον τσάρο πιο πολύ απ’ όλα στον κόσμο;» «Το βρήκα! Η αρκούδα του!» «Αυτό. Η αρκούδα του.» «Και;» «Αύριο, όταν ο δήμιος θα έχει τελειώσει μαζί μου, ο τσάρος θα έχει χάσει τη μοναδική ευκαιρία που είχε να κάνει την αρκούδα του να μιλήσει.» «Εσύ είσαι εκπαιδευτής για αρκούδες;» «Ένα παλιό οικογενειακό μυστικό...» είπε ο ράφτης. «Καημένε τσάρε...» Θέλοντας να κερδίσει την εύνοια του τσάρου, ο φτωχός 52
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
φρουρός έτρεξε να διηγηθεί στον άρχοντα την ανακά λυψή του. Ο ράφτης μπορούσε να μάθει στις αρκούδες να μι λάνε! Ο τσάρος ξετρελάθηκε. Έστειλε να βρουν αμέσως τον ράφτη και, όταν τον είχε μπροστά του, τον διέταξε: «Μάθε στην αρκούδα μου τη γλώσσα μας!» Ο ράφτης έσκυψε το κεφάλι. «Θα ήθελα πολύ να σας ευχαριστήσω, μεγαλειότατε, αλλά το να μάθεις σε μια αρκούδα να μιλάει είναι μια ερ γασία επίπονη και απαιτεί χρόνο... Δυστυχώς, ο χρόνος είναι αυτό που μου λείπει περισσότερο.» «Πόσο χρόνο θα πάρει η εκπαίδευση;» ρώτησε ο τσάρος. «Εξαρτάται από την ευφυΐα της αρκούδας...» «Η αρκούδα είναι πολύ ευφυής!» διέκοψε ο τσάρος. «Στην πραγματικότητα, είναι η πιο ευφυής αρκούδα της Ρωσίας.» «Ωραία. Αν η αρκούδα είναι ευφυής... κι έχει όρεξη για μάθηση... εγώ νομίζω... ότι τα μαθήματα θα διαρκέ σουν... θα διαρκέσουν... όχι λιγότερο από... δύο χρόνια!» Ο τσάρος έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή. «Ωραία. Η ποινή σου θα αναβληθεί για δύο χρόνια, όσο θα εκπαιδεύεις την αρκούδα. Αύριο αρχίζεις!» διέ ταξε. «Μεγαλειότατε» είπε ο ράφτης, «αν εσύ με στείλεις στο δήμιο για να μου πάρει το κεφάλι, αύριο θα είμαι νεκρός και η οικογένειά μου θα επινοήσει τρόπους για να επιβιώσει. Αλλά, αν μου μετατρέψεις την ποινή, δεν 53
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
θα έχω πια χρόνο για να αφιερώσω στην αρκούδα σου... Θα πρέπει να δουλεύω σαν ράφτης για να συντηρώ την οικογένεια μου...» «Αυτό δεν είναι πρόβλημα» είπε ο τσάρος. «Από σή μερα και για δύο χρόνια, εσύ και η οικογένειά σου θα βρίσκεστε υπό τη βασιλική προστασία. Θα σας παρέχε ται ενδ,^ασία, διατροφή και εκπαίδευση από τα λεφτά του τσάρου, και κανείς δεν θα σας αρνηθεί τίποτα απ’ όσα χρειάζεστε ή επιθυμείτε. Αλλά... αν σε δύο χρόνια η αρκούδα δε μιλάει... θα μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή που σκέφτηκες αυτήν την πρόταση. Θα εύχεσαι να σε είχε σκοτώσει ο δήμιος... Καταλαβαίνεις, έτσι;» «Μάλιστα, μεγαλειότατε.» «Ωραία. Φρουροί!» φώναξε ο τσάρος. «Να οδηγηθεί ο ράφτης στο σπίτι του με την άμαξα της Αυλής. Δώστε του δύο σακούλες χρυσάφι, φαγητό και δώρα για τα παι διά του. Τώρα! Έξω!» Ο ράφτης, υποκλινόμενος και περπατώντας προς τα πίσω, άρχισε να αποσύρεται μουρμουρίζοντας ευχα ριστίες. «Μην ξεχνάς ράφτη» του είπε ο τσάρος σημαδεύοντάς τον με το δάχτυλο. «Αν σε δύο χρόνια η αρκούδα δεν μιλάει...» Ενώ όλοι στο σπίτι έκλαιγαν για το χαμό του πατέρα της οικογένειας, ο ράφτης εμφανίστηκε στο σπίτι με την άμαξα του τσάρου χαμογελαστός, ευτυχισμένος και φέρνοντας δώρα σε όλους. Η γυναίκα του ράφτη δεν πίστευε στα μάτια της. 54
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Ο άντρας της, ο οποίος λίγες ώρες πριν είχε οδηγηθεί στο δήμιο, επέστρεφε τώρα πανηγυρίζοντας, νικητής και πλούσιος... Όταν έμειναν μόνοι, της διηγήθηκε τα γεγονότα. «Είσαι τρελός!» φώναξε η γυναίκα. «Να μάθεις την αρκούδα του τσάρου να μιλάει! Εσύ, που ούτε καν έχεις δει αρκούδα από κοντά. Είσαι τρελός. Να μάθεις μια αρ κούδα να μιλάει... Τρελός, είσαι τρελός...» «Ηρέμησε, γυναίκα, ηρέμησε. Κοίτα, θα μου έκοβαν το κεφάλι αύριο την αυγή, και τώρα έχω δύο χρόνια. Σε δύο χρόνια μπορεί να συμβούν τόσα πράγματα... »Σε δύο χρόνια» συνέχισε ο ράφτης, «μπορεί να πεθάνει ο τσάρος... μπορεί να πεθάνω εγώ... αλλά το πιο σημαντικό... μπορεί να μιλάει η αρκούδα!»
55
MONO ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ
ΒΑΔΙΖΩ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΟΥ. Το δρόμο μου, που έχει μία μόνο λωρίδα κυκλοφο ρίας: τη δική μου. Στ’ αριστερά μου, ένας αιώνιος τοίχος χωρίζει το δρόμο μου απ’ το δρόμο κάποιου που βαδίζει δίπλα μου, απ’ την άλλη πλευρά του τοίχου. Πού και πού, σ’ αυτόν τον τοίχο βρίσκω μια τρύπα, ένα παράθυρο, μια σχισμή... Και μπορώ να κοιτάξω το δρόμο του γείτονα ή της γειτόνισσάς μου. Μια μέρα, καθώς περπατώ, μου φαίνεται ότι βλέπω στην άλλη άκρη του τοίχου μια μορφή που κινείται στο δικό μου ρυθμό, προς την ίδια κατεύθυνση. Κοιτάζω αυτή τη μορφή: είναι μια γυναίκα. Είναι όμορφη. Με βλέπει και αυτή. Με κοιτάζει. Την ξανακοιτάζω. Της χαμογελώ... Μου χαμογελά. Παίρνει πάλι να βαδίζει το δρόμο της, κι εγώ επι ταχύνω το βήμα μου γιατί ανυπομονώ για την επόμενη ευκαιρία να ξανασυναντηθώ με αυτήν την γυναίκα. 57
Χ Ο ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
Στο επόμενο παράθυρο κοντοστέκομαι μισό λεπτό. Όταν εκείνη φτάνει, κοιταζόμαστε μέσα από το άνοιγμα. Της δείχνω με νοήματα πόσο πολύ μου αρέσει. Μου απαντά με νοήματα. Δεν ξέρω αν σημαίνουν ό,τι και τα δικά μου, αλλά διαισθάνομαι ότι καταλαβαί νει τι θ ^ ω να της πω. Νιώθω ότι θα μπορούσα να σταθώ αρκετή ώρα να την κοιτάζω και να την αφήνω να με κοιτάζει, αλλά ξέρω πως ο δρόμος μου συνεχίζεται... Λέω στον εαυτό μου ότι ίσως, παρακάτω, να υπάρχει μια πόρτα. Και ίσως να μπορώ να την διαβώ για να συ ναντηθώ μαζί της. Τίποτα δεν δίνει περισσότερη σιγουριά από την επι θυμία, κι έτσι επιταχύνω για να βρω την πόρτα που φα ντάζομαι. Αρχίζω να τρέχω με τη ματιά μου καρφωμένη στον τοίχο. Λίγο πιο κάτω, η πόρτα εμφανίζεται. Είναι εκεί, στην άλλη πλευρά, η πολυπόθητη πια και αγαπημένη μου σύντροφος. Περιμένοντας... Περιμένοντάς με... Κάνω μια χειρονομία. Αυτή μου επιστρέφει ένα φιλί με τον αέρα. Μου κάνει ένα νόημα σαν να με καλεί. Μου αρκεί. Επιταχύνω προς την πόρτα για να βρεθώ μαζί της στη δική της πλευρά του τοίχου. Η πόρτα είναι πολύ στενή. Περνάω ένα χέρι, περ νάω έναν ώμο, ρουφάω λίγο το στομάχι, στρίβω λιγάκι 58
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
το σώμα μου, σχεδόν καταφέρνω να περάσω το κεφάλι μου... Αλλά το δεξί μου αφτί μένει σφηνωμένο. Σπρώχνω. Δεν υπάρχει τρόπος. Δεν περνάει. Και δεν μπορώ να βοηθήσω με το χέρι μου, γιατί δεν περνάει ούτε δαχτυλάκι εκεί μέσα. Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να περάσω μαζί με το αφτί μου, κι έτσι παίρνω μια απόφαση... (γιατί η αγα πημένη μου είναι εκεί και με περιμένει... γιατί είναι η γυ ναίκα που πάντα ονειρευόμουν και με καλεί...) Βγάζω ένα σουγιά από την τσέπη μου και, με μια γρήγορη κίνηση βρίσκω το κουράγιο να κόψω το αφτί μου για να περάσω απ’ την πόρτα. Και το καταφέρνω: το κεφάλι μου περνάει. Αλλά, μετά το κεφάλι μου, βλέπω πως και ο ώμος μου μένει παγιδευμένος. Η πόρτα δεν έχει το σχήμα του σώματός μου. Βάζω δύναμη, αλλά δεν υπάρχει λύση. Το χέρι και το σώμα μου έχουν περάσει, αλλά ο άλλος μου ώμος και το άλλο μου χέρι δεν περνούν... Και δεν με νοιάζει τίποτα, οπότε... Κάνω πίσω, και χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες παίρ νω φόρα και ορμώ να περάσω την πόρτα. Από το χτύπημα, ο ώμος μου εξαρθρώνεται και το χέρι μου μένει κρεμασμένο και άψυχο. Αλλά τώρα, ευ τυχώς, σε μια θέση που μου επιτρέπει να περάσω την πόρτα... Είμαι πια σχεδόν στην άλλη πλευρά. Μόλις είμαι έτοιμος να ολοκληρώσω το πέρασμά 59
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
μου από τη σχισμή, συνειδητοποιώ ότι το δεξί μου πόδι έχει μείνει κολλημένο στην άλλη πλευρά. Όσο και να προσπαθώ, δεν καταφέρνω να περάσω. Δεν υπάρχει τρόπος. Η πόρτα είναι υπερβολικά στε νή για να περάσει ολόκληρο το σώμα μου. Υπερβολικά στενή: δεν χωρούν και τα δύο μου πό δια...^ Δε διστάζω. Είμαι πια σχεδόν δίπλα στην αγαπημέ νη μου. Δεν μπορώ να κάνω πίσω... Έτσι, αρπάζω τον μπαλτά και σφίγγοντας τα δόντια δίνω ένα χτύπημα και κόβω και το πόδι. Ματωμένος, κουτσός, στηριγμένος στον μπαλτά και με το ένα χέρι εξαρθρωμένο, μ’ ένα αφτί κι ένα πόδι λιγότερο, συναντιέμαι με την αγαπημένη μου. «Να ’μαι. Επιτέλους, πέρασα. Με κοίταξες, σε κοίτα ξα, σε ερωτεύτηκα. Πλήρωσα όλα τα τιμήματα για σένα. Όλα επιτρέπονται στον έρωτα και στον πόλεμο. Δεν έχουν σημασία οι θυσίες. Άξιζε το κόπο, αν έγιναν για να συναντηθώ μαζί σου, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε μαζί... Μαζί, για πάντα...» Αυτή με κοιτάζει και της ξεφεύγει ένας μορφασμός. «Έτσι, όχι... Έτσι, δεν θέλω... Εμένα μου άρεσες όταν ήσουν ολόκληρος.»
60
ΣΥΜΦΩΝΙΑ TOY Σ
Σε ακούω...
Σου μιλάω...
Σ ε αγκαλιάζω...
Σε φιλάω...
Σε έχω...
Σε σφίγγω... Σε αιχμαλωτίζω... Σε απορροφώ...
Σε πνίγω... Σ ε αγαπώ; 61
ΕΜΠΟΔΙΑ
το ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩ εδώ δεν είναι ένα πραγ ματικό παραμύθι αλλά, μάλλον, ένας καθοδηγούμενος στοχασμός σχεδιασμένος σε μορφή ονείρου, που στόχο έχει να εξερευνήσει τις πραγματικές αιτίες των αποτυχιών μας. Παίρνω το θάρρος να σου προτείνω να το διαβάσεις με προσοχή, προσπαθώ ντας να σταμ ατάς λίγα δευτερόλε πτα σε κάθε φράση και να φαντάζεσαι την κάθε εικόνα.
Περπατώ σ ’ ένα μονοπάτι. Αφήνω τα πόδια μου να με οδηγήσουν. Η ματιά μου στέκεται στα δέντρα, στα πουλιά, στις πέτρες. Στον ορίζοντα διαγράφεται το περίγραμμα μιας πό λης. Οξύνω τη ματιά μου για να την ξεχωρίσω καλύτε ρα. Αισθάνομαι ότι η πόλη με έλκει. Χωρίς να ξέρω πώς, συνειδητοποιώ ότι σε αυτήν την πόλη μπορώ να βρω όλα όσα επιθυμώ. 63
Χ Ο ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
Όλους μου τους στόχους, τους σκοπούς, τα μελλο ντικά μου επιτεύγματα. Οι φιλοδοξίες και τα όνειρά μου βρίσκονται σε αυ τήν την πόλη. Αυτό που θέλω να καταφέρω, αυτό που χρειάζομαι, αυτό που θα ήθελα να γίνω πιο πολύ, αυτό που επιδιώκω, αυτό πρυ προσπαθώ, αυτό για το οποίο δουλεύω, αυτό που πάντα φιλοδοξούσα, αυτό που θα ήταν η μεγαλύτε ρη από τις επιτυχίες μου. Φαντάζομαι ότι όλα αυτά βρίσκονται σε αυτήν την πόλη. Χωρίς δισταγμό, αρχίζω να πηγαίνω προς τα ’κει. Λίγο μετά, αφού έχω ήδη αρχίσει να βαδίζω, το μο νοπάτι γίνεται ανηφορικό. Κουράζομαι λίγο, αλλά δεν πειράζει. Συνεχίζω. Διακρίνω μια μαύρη σκιά παρακάτω, στο δρόμο. Πλησιάζω και βλέπω ότι μια τεράστια τάφρος εμπο δίζει το πέρασμά μου. Φοβάμαι... Διστάζω. Μ ’ ενοχλεί που ο στόχος μου δεν μπορεί να επιτευ χθεί εύκολα. Όπως και να ’χει, αποφασίζω να πηδήξω την τάφρο. Κάνω πίσω, παίρνω φόρα και πηδώ... Καταφέρνω να την περάσω. Ξαναρχίζω το δρόμο μου και συνεχίζω να περπατώ. Λίγα μέτρα πιο κάτω εμφανίζεται άλλη τάφρος. Ξαναπαίρνω φόρα και την περνάω κι αυτήν. Τρέχω προς την πόλη: ο δρόμος φαίνεται καθαρός. 64
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Με ξαφνιάζει μια άβυσσος που ανοίγεται στο δρόμο μου. Σταματώ. Είναι αδύνατον να πηδήξω από πάνω. Βλέπω πως δίπλα υπάρχουν ξύλα, καρφιά και εργα λεία. Συνειδητοποιώ ότι βρίσκονται εκεί για την κατα σκευή μιας γέφυρας. Ποτέ δεν ήμουν επιδέξιος στα χέρια... ... σκέφτομαι να παραιτηθώ. Κοιτώ το στόχο που επιθυμώ... και αντιστέκομαι. Αρχίζω την κατασκευή της γέφυρας. Περνούν ώρες, μέρες, μήνες. Η γέφυρα είναι έτοιμη. Συγκινημένος, τη διασχίζω Και φτάνοντας στην άλλη μεριά... ανακαλύπτω το τείχος. Ένα γιγαντιαίο τείχος, κρύο και υγρό, περικυκλώνει την πόλη των ονείρων μου... Αισθάνομαι απελπισμένος... Ψάχνω τρόπο να το αποφύγω. Δεν υπάρχει. Πρέπει να σκαρφαλώσω. Η πόλη είναι τόσο κοντά... Δε θα αφήσω το τείχος να μου φράξει το πέρασμα. Σκέφτομαι να αναρριχηθώ. Ξεκουράζομαι μερικά λεπτά και παίρνω αέρα...
65
Χ Ο ΡΧ Ε ΜΠΟΥΚΑΪ
Ξαφνικά βλέπω, σε μια άκρη του δρόμου, ένα παιδί να με κοιτά σαν να με γνώριζε. Μου χαμογελά με συνενοχή. Μου θυμίζει τον εαυτό μου... όταν ήμουν παιδί. Ίσως γι’ αυτό τολμώ να εκφράσω φωναχτά το παράπονό μου.
«Γιατί τόσα εμπόδια ανάμεσα σ ’ εμένα και στο σκοηό μου;» Το παιδί.σηκώνει τους ώμους και μου απαντά.
«Και γιατί ρω τάς εμένα; Τα εμπόδια δεν υπήρχαν μέχρι να έρθεις... Τα εμπόδια τα έφερες εσύ.»
66
ΗΤΑΝ MIA ΦΟΡΑ... (ή, για τα εύθραυστα όρια μεταξύ παραμυθιού και πραγματικότητας)
Ήταν μια φορά... «μια φορά» που από το πολύ που τη διηγήθηκαν ακούστηκε τόσες φορές... που έγινε πραγματικότητα.
67
Τ α ΠΑΙΔΙΑ ΗΤΑΝ ΜΟΝΑ
Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥΣ ΕΙΧΕ ΦΥΓΕΙ από νωρίς το πρωί και τα είχε αφήσει στη Μαρίνα, μια νέα δεκαοχτώ χρόνων, την οποία έπαιρνε κάποιες φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει με αντάλλαγμα μερικά νομίσματα. Από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας, οι καιροί εί χαν δυσκολέψει πολύ για να το ρισκάρει να λείψει από τη δουλειά όταν η γιαγιά αρρώσταινε ή έλειπε από την πόλη. Όταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για να της προτείνει μια βόλτα με το καινούριο του αυτοκίνητο, η Μαρίνα δεν δίστασε και πολύ. Αλλωστε, τα παιδιά κοιμούνταν όπως κάθε απόγευμα, και δεν θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε. Μόλις άκουσε την κόρνα, άρπαξε την τσάντα της κι άφησε ανοιχτό το ακουστικό του τηλεφώνου. Προνόησε να κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της. Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη σκάλα για να την ψάξει, γιατί, όπως και να ’χει, ήταν μόνο έξι χρόνων, και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντά 69
Χ Ο ΡΧ Ε ΜΠΟΥΚΑΪ
ψει και να χτυπήσει. Επίσης, σκέφτηκε ότι αν συνέβαι νε αυτό, δεν θα ήξερε πώς να εξηγήσει στην μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρει. Ίσως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα στου σαλονιού, ή μπορεί μια φλόγα στα καυσόξυλα — το θέμα είναι ότι όταν οι κουρ τίνες (^ρχισαν να καίγονται, ή φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια. Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού, εξαιτίας του κα πνού που περνούσε κάτω απ’ την πόρτα. Χωρίς να σκεφτεί, ο Πάντσο πήδηξε απ το κρεβάτι και πίεσε με δύ ναμη το πόμολο για ν’ ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερε. Όπως και να ’χει, ακόμα κι αν το είχε καταφέρει, οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών αδερφό του σε ελάχιστα λεπτά. Ο Πάντσο φώναξε τη Μαρίνα, αλλά κανείς δεν απά ντησε στην έκκλησή του. Έτσι, έτρεξε στο τηλέφωνο του δωματίου (αυτός ήξερε πώς να παίρνει τηλέφωνο τη μαμά του) αλλά δεν υπήρχε γραμμή. Ο Πάντσο συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βγάλει τον αδερφό του από κει μέσα. Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο που έβγαζε στο περβάζι, αλλά ήταν αδύ νατο για τα μικρά του χέρια να λύσει την ασφάλεια και —ακόμα και αν τα κατάφερνε—, θα έπρεπε να ξεμπλέξει το συρμάτινο πλέγμα που οι γονείς του είχαν βάλει για προστασία. Όταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς, το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο: 70
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
—Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά τη σήτα; —Πως μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο; —Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβα λώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει από το δέντρο; —Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδελφού του και τη δική του; Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν, τους έδωσε την απάντηση: «Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος... Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν θα μπορούσε.»
71
ΣΥΝΤΟΜΙΑ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ σήμερα το ξημέρωμα έζησα την παιδική μου ηλικία το πρωί και γύρω στο μεσημέρι έμπαινα ήδη στην εφηβεία μου. Και δεν είναι ότι τρόμαξα που ο χρόνος μου περνάει τόσο βιαστικά. Μόνο με ανησυχεί λίγο να σκέφτομαι ότι ίσως αύριο να είμαι πολύ γέρος για να κάνω όλα όσα άφησα σ’ εκκρεμότητα.
73
Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΠΗΓΑΔΙΩΝ
ΑΥΤΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ συμβολίζει για μένα την αλυσίδα που ενώνει τους ανθρώπους μ έσα από την σοφία των π α ρ α μυθιών. Μου την διηγήθηκε ένας ασθενής που την είχε ακούσει με τη σειρά του από τα χείλη ενός υπέροχου αν θρώπου, του λατινοαμερικάνου π απ ά Μ αμέρτο Μ εναπάσε. Με τη μορφή που την παρουσιάζω τώρα, τη χάρισα ένα β ράδυ στη Μ αρσέ και την Πάουλα.
Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη. Σ’ εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά... αλλά πηγάδια. Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο). Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια τα πεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη. Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γι 75
Χ Ο ΡΧ Ε ΜΠΟΥΚΑΪ
νόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ’ άκρη σ ’ άκρη. Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλ λον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό. Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό όν που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότε ρο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο. Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα. Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέ στα και εξειδικευμένα περιοδικά. Πέρασε ο καιρός. Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτ’ άλλο δεν χωρούσε. Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβι βάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους... Ένα απ’ αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητά του διευρύνοντας το χώρο του. Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοι πα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια 76
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειας τους για να επεκταθούν και ν’ αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους.Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του... Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, άλλα βαθαί νοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντο μα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενό του... Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε. Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει... Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος... βρή κε νερό! Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό. Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξή του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πι τσιλώντας το στόμιό του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω. 77
Χ Ο ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτ’ άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια. Έτσι, η γη τριγύρω απ’ το πηγάδι, αναζωογονη μένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά. Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκ^ν αργότερα σε δέντρα... Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι, το οποίο άρχισαν να αποκαλούν: «το Περιβόλι». Όλοι το ρωτούσαν πώς είχε καταφέρει αυτό το θαύ μα. «Δεν είναι κανένα θαύμα» απαντούσε το Περιβόλι. «Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό, προς τα μέσα.» Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού, αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συ νειδητοποίησαν ότι, για να βαθύνουν, θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν. Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ, για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγμα τα... Στην άλλη άκρη της πόλης, ένα άλλο πηγάδι απο φάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει... Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει... Κι έφτασε κι αυτό στο νερό... Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό... «Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό;» το ρωτού σαν. «Δεν ξέρω τι θα συμβεί» απαντούσε. «Αλλά, προς το 78
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
παρόν, όσο περισσότερο νερό βγάζω, τόσο περισσότερο νερό βρίσκω.» Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυ ψη. Μια μέρα, σχεδόν κατά τύχη, τα δύο πηγάδια κατά λαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο... Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα, γέμιζε το βάθος του άλλου. Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι’ αυτά μια καινούργια ζωή. Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο, επιφανειακά, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά η ανα ζήτηση τους, τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής. Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαί νουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξής τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν...
79
Η ΛΟΓΙΚΗ Τ ο υ Μ ε θ υ ς μ ε ν ο υ
ΕΝΑΣ ΤΥΠΟΣ ΜΠΑΙΝΕΙ σ ’ ένα μπαρ, κάθεται στην μπά ρα και ζητάει πέντε ποτήρια ουίσκι. «Όλα μαζί;» ρωτάει ο σερβιτόρος. «Ναι, και τα πέντε» απαντά ο πελάτης, «σκέτα, χω ρίς πάγο.» Τον σερβίρει, και ο πελάτης τα πίνει μονορούφι. «Σερβιτόρε» λέει. «Τώρα, βάλε μου τέσσερα ποτή ρια ουίσκι, χωρίς πάγο.» Ενώ αυτός τα σερβίρει, αρχίζει να βλέπει ότι ο πελά της έχει αποκτήσει ένα χαζό χαμόγελο. Αφού πιει συνε χόμενα και τα τέσσερα ποτήρια, προσπαθεί να κρατηθεί όρθιος, και καθώς αρπάζεται από την μπάρα αναφωνεί: «Αγόρι! Φέρε μου άλλα τρία ποτήρια ουίσκι». Γελάει λίγο και προσθέτει: «Χωρίς πάγο». Ο σερβιτόρος υπακούει και ο πελάτης τα ξαναπίνει γρήγορα. Τώρα δεν είναι χαζό μόνο το χαμόγελο, αλλά και το βλέμμα. «Φίλε!» λέει τώρα με δυνατή φωνή, «βάλε μου δύο ποτήρια από το ίδιο.» 81
Χ Ο ΡΧ Ε ΜΠΟΥΚΑΪ
Τα κατεβάζει, και φωνάζει γι’ άλλη μια φορά στον σερβιτόρο: «Αδελφέ! Είσαι σαν αδελφός για μένα...» Γε λάει με λόξυγκα και προσθέτει: «Βάλε μου άλλο ένα πο τήρι ουίσκι, χωρίς πάγο. Αλλά μόνο ένα, έτσι; Μονάχα ένα...» Ο μπάρμαν τον σερβίρει. ζΙ τύπος κατεβάζει το ποτήρι με μία και μόνη γουλιά και, εξαιτίας μιας ακαταμάχητης ζαλάδας, πέφτει στο πάτωμα εντελώς και οριστικά μεθυσμένος. Από εκεί κάτω, λέει στο σερβιτόρο: «Ο γιατρός μου δε θέλει να με πιστέψει, αλλά εσύ είσαι μάρτυρας: Όσο λιγότερο πίνω, τόσο χειρότερα γίνομαι!»
82
ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΩ ΡΙΣ Σ
ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ ΑΦΗΡΗΜΕΝΑ στο δρόμο και, ξαφνικά, τον είδε. Εκεί βρισκόταν ο εντυπωσιακός μικρός καθρέφτης, δίπλα στο μονοπάτι, σαν να τον περίμενε. Πλησίασε, τον σήκωσε και κοίταξε μέσα τον εαυτό του. Κοιτάχτηκε καλά. Δεν ήταν νέος, αλλά ο χρόνος του είχε φερθεί γεν ναιόδωρα. Το δίχως άλλο, υπήρχε κάτι δυσάρεστο στην εικόνα του. Μια κάποια αυστηρότητα στην έκφρασή του, άφηνε να φανούν οι πιο δυσάρεστες πλευρές της προσωπικής του ιστορίας. Η οργή, Η περιφρόνηση, Η επιθετικότητα, Η εγκατάλειψη Η μοναξιά. 83
Χ Ο ΡΧ Ε ΜΠΟΥΚΑΪ
Είχε μια παρόρμηση να τον πάρει μαζί του, αλλά γρήγορα απέρριψε αυτήν την ιδέα. Υπήρχαν ήδη αρκε τά δυσάρεστα πράγματα στον πλανήτη για να φορτωθεί ένα ακόμα. Αποφάσισε να φύγει και να ξεχάσει για πάντα και το δρόμο και τον αυθάδη καθρέφτη. Περπάτησε για ώρες προσπαθώντας να κατανικήσει την τάση του να επιστρέψει. Εκείνο το μυστηριώδες αντι κείμενο τον τραβούσε όπως οι μαγνήτες τα μέταλλα. Σιγομουρμούριζε παιδικά τραγούδια για να μη σκέ φτεται εκείνη τη φρικτή εικόνα του εαυτού του. Τρέχοντας, έφτασε στο σπίτι όπου ζούσε ανέκαθεν. Χώθηκε με τα ρούχα στο κρεβάτι και κάλυψε το κεφάλι του με τα σεντόνια. Δεν έβλεπε πια τον εξωτερικό κόσμο, ούτε το μο νοπάτι, ούτε τον καθρέφτη, ούτε την αντανάκλαση της εικόνας του. Αλλά δεν μπορούσε να αποδιώξει την ανά μνηση αυτής της εικόνας. Της πικρίας του πόνου της μοναξιάς του μίσους του φόβου της περιφρόνησης. Υπήρχαν κάποια πράγματα ανείπωτα και αδιανόητα. Αλλά αυτός ήξερε από πού είχε ξεκινήσει όλο αυτό... 84
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Είχε ξεκινήσει εκείνο το απόγευμα, πριν τριάντα και κάτι χρόνια... Το παιδί ήταν ξαπλωμένο μπροστά στη λίμνη κι έκλαιγε από πόνο για την κακή συμπεριφορά των άλ λων. Εκείνο το απόγευμα, το παιδί αποφάσισε να σβήσει για πάντα το γράμμα της αλφαβήτου. Εκείνο το γράμμα. Εκείνο. Το γράμμα που είναι απαραίτητο για να κατονομά σεις τον άλλον, αν είναι παρών. Το αναγκαίο γράμμα για να μιλήσεις στους άλλους, όταν τους απευθύνεις το λόγο. Αν δεν υπήρχε τρόπος να τους ονομάσει, θα έπαυαν να είναι επιθυμητοί... Και τότε δεν θα υπήρχε λόγος να τους θεωρεί απα ραίτητους... Και χωρίς ούτε λόγο ούτε τρόπο για να τους επικα λεστεί, θα αισθανόταν, επιτέλους, ελεύθερος...
85
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Γράφοντας χωρίς «σ» μπορώ να μιλάω μέχρι να κουραστώ για το δικό μου, για μένα γι’ αυτό που έχω γι’ αυτό που μου ανήκει... Μπορώ ακόμα να γράφω γι’ αυτόν γι’ αυτούς και για τους άλλους. Αλλά χωρίς «σ» δεν μπορώ να μιλάω για σάς για σένα για το δικό σας. Δεν μπορώ να μιλάω για το δικό τους για το δικό σου ούτε για το δικό μας. Έτσι μου συμβαίνει... Μερικές φορές χάνω το «σ»... και δεν μπορώ πια να σου μιλάω να σε σκέφτομαι, να σ ε αγαπώ, να σου λέω. Χωρίς «σ» εγώ μένω αλλά εσύ εξαφανίζεσαι. 86
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Και χωρίς να μπορώ να σε ονομάσω, πώς θα μπορούσα να σε απολαύσω; όπως στην ιστορία... Αν εσύ δεν υπάρχεις καταδικάζομαι να βλέπω τη χειρότερη εικόνα μου να αντανακλάται αιώνια στον ίδιο ακριβώς ίδιο ανόητο καθρέφτη.
87
ΘΕΛΩ ΑΥΤΗ Η ΠΡΟΤΑΣΗ μου για τις διαπροσωπικές σχέσεις δη μοσιεύτηκε αρχικά στον πρόλογο της τρίτης επανέκδοσης του βιβλίου μου: Γράμματα στην Κλαούντια, το 1989.
Θέλω να με ακούς χωρίς να με κρίνεις Θέλω τη γνώμη σου χωρίς συμβουλές Θέλω να με εμπιστεύεσαι χωρίς απαιτήσεις Θέλω τη βοήθεια σου, κι όχι ν αποφασίζεις για μένα Θέλω να με προσέχεις χωρίς να με ακυρώνεις Θέλω να με κοιτάς χωρίς να προβάλλεις τον εαυτό σου σε μένα Θέλω να με αγκαλιάζεις χωρίς να με κάνεις να ασφυκτιώ Θέλω να μου δίνεις ζωντάνια χωρίς να με σπρώχνεις Θέλω να με υποστηρίζεις χωρίς να με φορτώνεσαι Θέλω να με προστατεύεις χωρίς ψέματα Θέλω να πλησιάζεις χωρίς να εισβάλλεις Θέλω να ξέρεις τις πλευρές μου που πιο πολύ σε ενοχλούν Να τις αποδέχεσαι και να μην προσπαθείς να τις αλλάξεις Θέλω να ξέρεις... πως σήμερα μπορείς να βασίζεσαι πάνω μου... Χωρίς όρους. 89
ΜΙΚΡΗ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ κι έναν καφό ένας κύριος που ζούσε σύμφωνα με αυτό που ήταν: ένας άνθρωπος απλός και συνηθισμένος. Μια ωραία πρωία, μυστηριωδώς, παρατήρησε ότι ο κό σμος άρχιζε να τον κολακεύει λέγοντας του πόσο ψηλός ήταν: «Τι ψηλός που είσαι!» «Πόσο έχεις μεγαλώσει!» «Ζηλεύω το ύψος σου...» Στην αρχή αυτό τον εξέπληξε, οπότε, για μερικές μέρες, πρόσεξε ότι κοίταζε λόξα τον εαυτό του περνώντας από τις βιτρίνες των μαγαζιών και τους καθρέφτες των λεω φορείων. Αλλά έβλεπε τον εαυτό του ίδιο — ούτε πολύ ψηλό ούτε πολύ κοντό... Προσπάθησε να μη δώσει σημασία, αλλά όταν μερι κές εβδομάδες αργότερα άρχισε να παρατηρεί ότι τρεις 91
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
στους τέσσερις ανθρώπους τον κοίταζαν από χαμηλά, άρχισε να ενδιαφέρεται για το φαινόμενο. Ο κύριος αγόρασε ένα μέτρο για να μετρηθεί. Το έκανε μεθοδικά και σχολαστικά, και μετά από πολλές μετρήσεις και επαληθεύσεις, επιβεβαίωσε ότι το ύψος του ήταν το ίδιο όπως πάντα. ,^Ρι άλλοι συνέχιζαν να τον θαυμάζουν: «Τι ψηλός που είσαι!» «Πόσο έχεις μεγαλώσει!» «Ζηλεύω το ύψος σου...» Ο άντρας άρχισε να περνά πολλές ώρες μπροστά στον καθρέφτη κοιτάζοντας τον εαυτό του. Προσπα θούσε να επιβεβαιώσει αν πραγματικά ήταν πιο ψηλός από πριν. Δεν υπήρχε τρόπος: αυτός έβλεπε τον εαυτό του φυ σιολογικό: ούτε πολύ ψηλό ούτε πολύ κοντό. Καθώς αυτό δεν τον ικανοποιούσε, αποφάσισε να σημειώσει το πιο ψηλό σημείο του κεφαλιού του με μια κιμωλία στον τοίχο (έτσι ώστε να έχει ένα αξιόπιστο ση μείο αναφοράς σχετικά με την εξέλιξή του). Ο κόσμος επέμενε να του λέει: «Τι ψηλός που είσαι!» «Πόσο έχεις μεγαλώσει!» «Ζηλεύω το ύψος σου...» ...και έγερναν για να τον κοιτάξουν από χαμηλά. Πέρασαν οι μέρες. Ο άνθρωπος έβαλε και πάλι σημάδι στον τοίχο με 92
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
κιμωλία αρκετές φορές, αλλά το σημάδι βρισκόταν πά ντα στο ίδιο ύψος. Ο άνθρωπος άρχισε να πιστεύει πως τον κοροΐδευαν. Έτσι, κάθε φορά που κάποιος του μιλούσε για ύψος, αυ τός άλλαζε θέμα, τον προσέβαλλε, ή απλά έφευγε χωρίς να πει λέξη. Δε βοήθησε σε τίποτα... Το πράγμα συνεχιζόταν: «Τι ψηλός που είσαι!» «Πόσο έχεις μεγαλώσει!» «Ζηλεύω το ύψος σου...» Ο άνθρωπος ήταν ορθολογιστής και σκέφτηκε ότι όλα αυτά θα έπρεπε να έχουν μια εξήγηση. Του έδειχναν τόσο θαυμασμό κι αυτό ήταν τόσο όμορφο, ώστε ο άντρας επιθύμησε να ήταν αλήθεια... Και μια μέρα σκέφτηκε ότι, ίσως, τα μάτια του να τον ξεγελούσαν. Ίσως αυτός να είχε μεγαλώσει σαν γίγαντας και, από κάποιο ξόρκι ή μάγια, να ήταν ο μόνος που δεν μπορούσε να το δει... «Αυτό είναι! Αυτό θα πρέπει να συμβαίνει!» Έχοντας αυτήν την ιδέα στο μυαλό του, ο κύριος άρ χισε να βιώνει, από εκείνη τη στιγμή, μια ένδοξη εποχή. Απολάμβανε τα σχόλια και τα βλέμματα των άλ λων: «Τι ψηλός που είσαι!» «Πόσο έχεις μεγαλώσει!» «Ζηλεύω το ύψος σου...»
93
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
Είχε σταματήσει να αισθάνεται αυτό το σύμπλεγμα του ψεύτη που τόσο τον ενοχλούσε. Μια μέρα, συνέβη ένα θαύμα. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και, πραγματικά, του φάνηκε ότι είχε ψηλώσει. Όλα άρχιζαν να ξεκαθαρίζουν. Τα μάγια είχαν λυ θεί. Τώρα μπορούσε κι αυτός να δει τον εαυτό του πιο ψηλό. Συνήθισε να περπατά πιο στητός. Περπατούσε ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω. Χρησιμοποιούσε ρούχα που του έδιναν τύπο και αγό ρασε διάφορα ζευγάρια παπούτσια με ψηλή σόλα. Ο άντρας άρχισε να κοιτά τους άλλους αφ’ υψηλού. Τα μηνύματα που δεχόταν από τον περίγυρο ήταν όλο κατάπληξη και θαυμασμό: «Τι ψηλός που είσαι!» «Πόσο έχεις μεγαλώσει!» «Ζηλεύω το ύψος σου...» Ο κύριος πέρασε από την ικανοποίηση στη ματαιοδοξία κι από αυτήν στην υπεροψία, χωρίς να μεσολαβήσει τί ποτε άλλο. Δεν έμπαινε πια σε συζητήσεις με όποιον του έλεγε ότι είναι ψηλός. Επικροτούσε το σχόλιο και εφεύρισκε κάποια συμβουλή για το πώς να ψηλώσει κάποιος γρή γορα. Έτσι πέρασε ο καιρός, μέχρι που μια μέρα... Συναντήθηκε με τον νάνο. Ο ματαιόδοξος κύριος έσπευσε να σταθεί 94
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
δίπλα του, ενώ φανταζόταν με ανυπομονησία τα σχόλιά του. Αισθανόταν πιο ψηλός από ποτέ... Αλλά, προς έκπληξή του, ο νάνος παρέμενε σιωπη λός. Ο ματαιόδοξος κύριος έβηξε, αλλά ο νάνος δεν φά νηκε να δίνει σημασία. Κι αν και τεντώθηκε και ξανατεντώθηκε μέχρι να κοντεύει να του βγει ο λαιμός, ο νάνος παρέμεινε απαθής. Όταν πια δεν κρατιόταν άλλο, του ψιθύρισε: «Δεν σε εκπλήσσει το ύψος μου; Δεν σου φαίνομαι γιγαντιαίος;» Ο νάνος τον κοίταξε από πάνω ώς κάτω, τον ξανα κοίταξε, και είπε με σκεπτικισμό: «Κοιτάξτε: από το ύψος μου είναι όλοι γίγαντες, και η αλήθεια είναι ότι από εδώ κάτω εσείς δεν μου φαίνεστε πιο γίγαντας από τους υπόλοιπους.» Ο ματαιόδοξος κύριος τον κοίταξε περιφρονητικά και, αντί άλλου σχολίου, του φώναξε: «Νάνε!» Γύρισε σπίτι του, έτρεξε στον μεγάλο καθρέφτη του σα λονιού και στάθηκε μπροστά του... Δεν βρήκε τον εαυτό του τόσο ψηλό όσο του είχε φανεί το πρωί. Στάθηκε δίπλα στα σημάδια στον τοίχο. Σημείωσε με μια κιμωλία το ύψος του, και το σημά δι... ήταν πάνω σε όλα τα προηγούμενα! Πήρε το μέτρο και, τρέμοντας, μετρήθηκε, επιβεβαι ώνοντας αυτό που ήδη ήξερε: 95
Χ Ο ΡΧ Ε ΜΠΟΥΚΑΪ
Δεν είχε ψηλώσει ούτε ένα χιλιοστό... Ποτέ του δεν είχε ψηλώσει ούτε ένα χιλιοστό... Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ξαναείδε τον εαυ τό του σαν έναν άνθρωπο ίδιο με όλους τους άλλους. Βίωρε και πάλι το ύψος του: ούτε ψηλός ούτε κο ντός. Τι θα έκανε όταν θα συναντιόταν με τους άλλους; Τώρα, ήξερε ότι δεν ήταν πιο ψηλός από κανέναν. Ο κύριος έκλαψε. Χώθηκε στο κρεβάτι και πίστεψε πως δεν θα ξανάβγαινε ποτέ από το σπίτι. Ντρεπόταν πολύ για το πραγματικό του ύψος. Κοίταξε από το παράθυρο και είδε τους ανθρώπους της γειτονιάς του να περνούν μπροστά από το σπίτι του... Όλοι του φαίνονταν τόσο ψηλοί! Τρομαγμένος, έτρεξε ξανά μπροστά στον καθρέφτη του σαλονιού — αυτή τη φορά για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε κοντύνει. Όχι. Το ύψος του ήταν το ίδιο όπως πάντα... Και τότε κατάλαβε... Ό καθένας βλέπει τους υπόλοιπους κοιτάζοντάς τους από ψηλά ή από χαμηλά. Ο καθένας βλέπει τους ψηλούς και τους κοντούς ανάλογα με τη δική του θέση στον κόσμο. 96
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Ανάλογα με τα όριά του, ανάλογα με τις συνήθειές του, ανάλογα με την επιθυμία του, ανάλογα με την ανάγκη του... Ο άντρας χαμογέλασε και βγήκε στο δρόμο. Αισθανόταν τόσο ανάλαφρος, που σχεδόν πετούσε. Ο κύριος συναντήθηκε με εκατοντάδες ανθρώπους που τον βρήκαν γίγαντα και με άλλους που αδιαφόρη σαν, μα κανένας απ’ όλους αυτούς δεν κατάφερε να τον ταράξει. Τώρα, ήξερε ότι ήταν ένας ακόμα σαν όλους τους άλλους... Ένας ακόμα... Όπως όλοι...
97
Η ΘΛΙΨΗ ΚΑΙ Η ΟΡΓΗ
Γ/α την Άννα Μ αρία Μηόβο
Σ ’ ΕΝΑ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΒΑΣΙΑΕΙΟ όπου οι άνθρωποι δεν
μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν... Σ’ ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά... Ήταν μια φορά κι έναν καιρό... μια πανέμορφη λίμνη. Ήταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς... Ως εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα. Και οι δύο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπή καν στη λίμνη. 99
Χ Ο ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε απ’ το νερό... Αλλά η οργή είναι τυφλή — ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. Έτσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας απ’ το νερό το πρώτο ρούχο που βρήρ... Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι το δικό της αλλά της θλίψης... Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε. Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και —χωρίς καμία βιασύνη— ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη. Στην όχθη συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί. Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή. Έτσι, φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φό ρεμα της οργής. Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή και θυμωμένη. Αλλά αν στα ματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλα βαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η θλίψη. 100
ΓΡΑΜΜΑ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟ
Δρ. Χοακίν Μ αρία Αγιανάκ Οδός Γουαλεγοναΐτσου 431 Ομοσπονδιακή Πρωτεύουσα
Αξιότιμε κύριε. Πριν α π ’ ο,τιδήηοτε άλλο, οφείλω να σας πω ότι εσείς δεν με γνωρίζετε. Τουλάχιστον, με την κοινή σημασία του ρή ματος γνωρίζω. Δηλαδή, όπως εγώ γνωρίζω εσάς. Εννοώ ότι εγώ έχω καταγεγραμμένα στην ατζέντα μου το όνομα και τη διεύθυνσή σας. Γνωρίζω την ηλικία σας, τα γούστα σας, το μέρος όπου πηγαίνετε διακοπές, τη μάρ κα του αυτοκινήτου που οδηγείτε. Γνωρίζω το όνομα της συζύγου σας, των παιδιών σας, μέχρι και του σκύλου σας ράτσας κόκερ (Πόνγκο, σωστά;). Διακόπτω σκεπτόμενος ότι ίσως όλα αυτά τα στοιχεία σας ανησυχούν λίγο. Οπως όλοι όσοι περνούν από θέσεις εξουσίας, έχετε κι εσείς 101
ΧΟ ΡΧΕ Μ ΠΟΥΚΑ!
τις παρανοϊκές πλευρές σας. Σας φαντάζομαι να αναρω τιέστε: «Πώς ξέρει αυτά τα πράγματα για μένα; Αυτό από πού το έμαθε;» Για να μη συνεχίσετε να αγωνιάτε με αυτές τις ερωτήσεις, σπεύδω να σας απαντήσω ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να,μην μπορεί να αποκτηθεί με λίγα λεφτά και πολύ χρόνο... Και η αλήθεια είναι ότι 5εν μου λείπουν ούτε το ένα ούτε το άλλο. (Μερικές φορές μου φαίνεται ότι αυτό που κάνει τον Θεό παντοδύναμο δεν είναι η εξουσία, αλλά η ατελείωτη υπομονή που του δίνει η αθανασία. Εμείς οι άνθρωποι, αντίθετα, είμαστε αντιμέτωποι με αυτό το β α θ μό βιασύνης στον οποίο μας καταδικάζει η αναπόφευκτη συνειδητοποίηση του τέλους μας). Είναι αλήθεια ότι για να προχωρήσει μια σοβαρή έρευνα χρειάζεται να προσθέσουμε στην υπομονή λίγη ευφυΐα και —προφανώς— ένα ποσοστό ενδιαφέροντος για το αντικεί μενο έρευνας, ανάλογο με το βαθμό δυσκολίας. (Γιατί, συν τοις άλλοις, χωρίς ενδιαφέρον είναι αδύνατον να ο,ξυνθεί η ευφυΐα...) Ίσως το σωστό θα ήταν να αρχίσω εξηγώντας σας πότε ξεκίνησε το ενδιαφέρον μου για εσάς. Είναι πολύ πιθανό να μην το θυμάστε, μιας κι έχουν περάσει πια πολλά χρόνια. Αλλά το γεγονός είναι ότι μια μέρα, την Πέμπτη 23 Ιουλίου του 1991, μετά τις δύο το απόγευ μα (στις δύο και τέταρτο για την ακρίβεια), περνούσατε με 102
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
την γκρι BMW σας αηό την οδό Αβεγιανέδα, στην περιοχή Φλόρες. Είχε βρέξει όλο το απόγευμα και οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι — όπως πάντα. Φτύνοντας στη γωνία με την Αρτίγας στρίψατε αριστερά με μεγάλη ταχύτητα και κατευθυνθήκατε γρήγορα προς την Γκάονα, αφήνοντας την ουρά του αυτοκινήτου να σας φύγει λίγο, όπως σας αρέσει εσάς να παίρνετε τις στροφές. Εκεί ακριβώς, λίγα μέτρα από την Αβεγιανέδα, υπάρχει μια λακκούβα. Εσείς το γνωρίζατε, ξέρατε γι’ αυτήν τη λακκούβα, γιατί κάνατε δεξιά για να την αποφύγετε (θυμάστε;)... Κάνοντας αυτό, φυσικά, πετάξατε νερά στον γεράκο που προσπαθούσε να διασχίσει το δρόμο επωφελούμενος του φαναριού που έκο βε την κίνηση από την Αρτίγας. Τον βρέξατε από πάνω ώς κάτω, από τα γόνατα μέχρι το καπέλο. Και το είδατε. Το ξέρω ότι το είδατε. Και, μυστηριωδώς, αντίθετα α π ’ το αναμενόμενο, δόκτωρ, δεν σταματήσατε! Και όχι μόνο δεν σταματήσατε, αλλά επίσης (κι αυτό είναι το πιο σημαντικό) κάνατε μια χει ρονομία... Μια χειρονομία που πρέπει να διήρκεσε τρία ή τέσσερα δευτερόλεπτα, όχι παραπάνω... Μια περιφρονητι κή χειρονομία, έναν μορφασμό αηδίας, λίγα χιλιοστά που στράβωσαν τα χείλη σας... Μ ετά από αυτό ανασηκώσατε ελαφρά (ελαφρότατα) τους ώμους, κίνηση η οποία κατέδείξε, ξεκάθαρα και αστραπιαία, όλα όσα μου χρειαζόταν να ξέρω σχετικά με την κατανόησή σας για το συμβάν. Εκείνη τη μέρα, εγώ είπα: «Τι κακός άνθρωπος!» 103
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
Θα ήταν καλό να ξεκαθαρίσω κάτι για μένα. Δεν έχω προ καταλήψεις. Δεν έχω τίποτα εναντίον των εισαγόμενων αυτοκίνητων ούτε εναντίον των κατόχων τους. Επίσης είμαι, πιστεύω, άνθρωπος ανεκτικός και με κατανόηση. Έτσι, αργότερα, σκέφτηκα πως ίσως να είχα κάνει λάθος, φ α ι η συμπεριφορά σας να μην ήταν τέτοια. Ή, μπορεί εκείνη η συμπεριφορά σας να είχε υπάρξει μια εξαίρεση. Μια εξαίρεση στον κανόνα της ζωής σας, μια κακή στιγμή, ένα λάθος... Μ ακάρι να με αντιλαμβάνεστε, δόκτωρ. Για κάποιον σαν κι εμένα, που δεν καταλαβαίνει από γενικότητες και μισόλογα, τα πράγματα ή είναι ή δεν είναι. Και ο μόνος τρόπος για να μάθω αν εσείς ήσαστε ή όχι ένα κάθαρμα ήταν να το ερευνήσω, να το ερευνήσω σοβαρά... Αυτό και έκανα! Έχω αφιερώσει τα τελευταία πέντε χρόνια στο να μαθαί νω για εσάς, έτσι ώστε να μπορέσω να επιβεβαιώσω ή να αναιρέσω εκείνη τη φρικτή πρώτη εντύπωση που μου προκάλεσε η συμπεριφορά σας. Εδώ είμαι λοιπόν, δόκτωρ Αγιανάκ. Η έρευνα τελείωσε, ή μάλλον τα στοιχεία είναι υπεραρκετά για να οδηγήσουν σ' ένα συμπέρασμα: εσείς είστε ακόμα πιο αξιοκαταφρόνη τος από ό,τι μπορούσα εγώ να φανταστώ το 1991. 104
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Στις 24 Ιουλίου, την επομένη του συμβάντος, στη μία και μισή το απόγευμα, στάθηκα στην ίδια γωνία της Αρτίγας με την Αβεγιανέδα και περίμενα να περάσετε, στηριζόμενος στην υποψία ότι εσείς —όπως και εγώ — δεν αλλάζατε τις καθημερινές σας διαδρομές (πάντα μου έκανε εντύπω ση αυτή η απαίσια μανία που έχουμε εμείς οι άνθρωποι να παγιοποιούμε τη συμπεριφορά μας σε όλες μας τις συ νήθειες: τρώμε πάντα το ίδιο, ντυνόμαστε πάντα στο ίδιο χρώμα, περνάμε το καλοκαίρι στην ίδια πόλη, καπνίζουμε την ίδια μάρκα τσιγάρων και, φυσικά, διατρέχουμε τους ίδιους δρόμους για να πάμε α π ’ το ένα μέρος στο άλλο). Εσείς δεν αποτελείτε εξαίρεση. Έτσι, στις δύο και δεκατέσ σερα λεπτά ξαναστρίψατε με την BM W σας στην Αρτίγας κατευθυνόμενος προς Γκαόνα και αποφύγατε τη λακκού β α κάνοντας δεξιά. Εκείνη τη μέρα δεν υπήρχε νερό ούτε γεράκος να διασχίζει το δρόμο. Δεν υπήρξε χειρονομία ούτε τίποτ’ άλλο που να με απ ο σπάσει από το να σημειώσω τον αριθμό κυκλοφορίας σας: Β-2153412. Την επόμενη Δευτέρα αποφάσισα να μην πάω στη δου λειά και να αφιερώσω όλη τη μέρα στην έρευνα. Έτσι, ανέβηκα στο αυτοκίνητό μου, πάρκαρα στην Αρτίγας και, ξανά, περίμενα να περάσετε. Τη γνωστή ώρα, το γκρι εισαγόμενο αυτοκίνητο έστριψε κι εγώ άρχισα να το ακο 105
Χ Ο ΡΧ Ε ΜΠΟΥΚΑΪ
λουθώ: Χονάν Μ. Μπονστό, Βάρνες, Σεράνο, Σάντα Φε, Γκουρουτσάγκα. Ομολογώ πως ενοχλήθηκα λίγο όταν σας είδα να παρκάρετε σε μια απο τις θέσεις του αστυνο μικού τμήματος της γωνίας Σάντα Φε με Γκουρουτσάγκα. Για μια στιγμή σκάφτηκα πως ίσως ήσαστε αξιωματικός ή κάτι τέτοιο. Αλλά όχι, εσείς ούτε καν μπήκατε στο αστυνομικόβμήμα. Π εράσατε μπροστά από την πόρτα, και ο φρουρός σας χαιρέτησε με σεβασμό. Από το αυτοκίνητό μου σας είδα να περπατάτε είκοσι-τριάντα μέτρα στην οδό Σάντα Φε προς Κάνινγκ και να μπαίνετε σ ’ένα κτίριο. Εκείνη τη στιγμή ο φρουρός σφύριξε κάνοντάς μου νόημα να προχωρήσω. Γιατί, δόκτωρ, μπορείτε εσείς να παρκάρετε στις κρατημέ νες για την αστυνομία θέσεις κι εγώ έπρεπε να ψάξω θέση για να παρκάρω — παρεμπιπτόντως, πράγμα δύσκολο σ’ εκείνη την περιοχή; Γιατί, δόκτωρ, έχουμε μετατραπεί σε ένα συνονθύλευμα σκοτεινών προνομίων τα οποία παραχωρούνται σε κάποι ους —ή τα οικειοποιούνται κάποιοι—, και τα οποία ευνο ούν μερικούς εις βάρος όλων των υπολοίπων; Πώς γίνεται, το να έχεις ένα επάγγελμα όπως αυτό του αξιωματικού ή του υπαξιωματικού, να σου επιτρέπει να ιδιοποιείσαι ένα κομμάτι της πόλης για να αφήνεις το αυ τοκίνητό σου, και επιπλέον να σου παραχωρεί το δικαίω μα να μεταφέρεις αυτό το προνόμιο και σε άλλους;
106
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Γιατί εσείς, δόκτωρ, δεν δουλεύετε στο αστυνομικό τμή μα. Εσείς είστε «φίλος του αξιωματικού». Σας δίνει αυτό παραπάνω δικαίωμα σε μερικά τετραγωνικά μέτρα δημό σιου δρόμου; Πόσο κοστίζει αυτό το δώρο, δόκτωρ; Μια «εξυπηρετησούλα»; Ένα «φιλοδωρηματάκι»; Μια βρόμικη «υπαναχωρησούλα»; Μουρμουρίζοντας βρισιές εναντίον σας, εναντίον της αστυνομίας, του δημαρχείου και του συστήματος, παρκάρησα και περπάτησα δύο τετράγωνα για να επιστρέψω στην Σάντα Φε. Αργά το απόγευμα, ήξερα πια τι χρειαζόμουν για να ξεκι νήσω την έρευνά μου. Γνώριζα το όνομά σας, τη διεύθυν ση της δουλειάς σας, το επάγγελμά σας (δικηγόρος του ποινικού δικαίου) και το ωράριό σας: Δευτέρα, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή από τις δύο έως τις έξι. Μέχρι τη στιγμή που μπήκα στο γραφείο σας, ομολογώ πως ακόμα είχα αμφιβολίες. Τόσο το επεισόδιο στην Φλόρες όσο και το «προνόμιο» της στάθμευσης μπροστά στο αστυνομικό τμήμα δεν μου ήταν αρκετά... Αλλά όταν η γραμματέας σας η Μ ίρτα (η ξανθιά, που έχει δύο παιδιά και μένει στο Λινιέρς) μου έκλεισε ραντεβού μαζί σας για τις δύο της επόμενης Δευτέρας, κατάλαβα πως σας έλειπε ο σεβασμός για τους άλλους. Γιατί η γραμματέας σας ακο λουθεί τις οδηγίες σας, δόκτωρ, και τόσο εγώ όσο κι εσείς ξέρουμε ότι δεν γίνεται να φτάσετε στις δύο, αφού στις δύο και τέταρτο... στρίβετε στην Αρτίγας, στην Φλόρες! 107
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΎΚΑΪ
Τι υποτίθεται ηως κάνει κάποιος που έχει ραντεβού στις δύο, από τις δύο μέχρι τις τρεις παρά τέταρτο που φτάνετε εσείς; Τι κάνει με το νομικό του πρόβλημα, την ανησυχία και την αγωνία του; Δεν ξέρετε τι κάνει, έτσι 5εν είναι, δόκτωρ; Δεν το ξέρετε και δεν σας ενδιαφέρει ούτε τόσο δα^ Να περιμένει. Ο άλλος, να περιμένει. Ομολογώ, δόκτωρ, πως η γνώμη μου για τους δικηγόρους ποτέ δεν ήταν η καλύτερη. Π άντα πίστευα πως oj. άνθρω ποι θα πρέπει να συσχετίζουν κάποια πλευρά του εαυτού τους με το επάγγελμα που διαλέγουν μετά. Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση που σχεδόν όλοι οι γιατροί είναι υποχόν δριοι, που σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι είναι απατεώνες και που 5εν υπάρχουν αξιόπιστοι δικηγόροι. Πολλούς από τους μήνες της έρευνάς μου τους αφιέρωσα στη μελέτη της Ψυχολογίας. Ήταν μια προσπάθεια να καταφέρω να καταλάβω εσάς και τους μηχανισμούς σας. Δεν χωρού σε στο μυαλό μου ότι ένα πρόσωπο που ασχολείται με τη δικαιοσύνη έχει μια τέτοια ιδέα —ελάχιστα αποδεκτή — σχετικά με το ηθικό και το δίκαιο. Έμαθα τότε κάτι που ονομάζεται «μηχανισμός αντίδρασης» (ένας υποτιθέμενος μεσάζων μηχανισμός, τον οποίο θέτει κάποιος σε λειτουρ γία για να προσπαθήσει ν’ αλλάξει τον χαρακτήρα της πράξης η οποία ακολουθεί μια κατακριτέα επιθυμία...). Η ψυχολογία θα ήταν πολύ περισσότερο επιεικής μαζί σας α π ’ό,τι εγώ, δόκτωρ. Κ ατά την άποψη της επιστήμης, εσείς «ωραιοποιείτε τις παρορμήσεις σας» με το επάγγελμά σας. 108
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
κάτι που, — έτσι διατυπωμένο —, φαίνεται πως εξευγενί ζει. Όχι, δόκτωρ. Δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός αντί δρασης που να δικαιολογεί, για παράδειγμα, το ότι εσείς πετύχατε να αφεθεί ελεύθερος ο πελάτης σας, Φουέντες Ορβίδε, ενοχοποιώντας τον συνάδελφο και κουνιάδο του. Εσείς γνωρίζατε ότι ο άλλος ήταν αθώος. Γνωρίζατε ότι η παρουσίαση και η οργάνωση της υπεράσπισης Θα οδη γούσαν στο να αλλάξουν θέση —στη φυλακή— ο πελάτης σας με το θύμα του. Ωστόσο, το κάνατε. Εσείς δεν υπερα σπιστήκατε τη δικαιοσύνη, δόκτωρ. Ούτε καν τον πελάτη σας. Εσείς υπερασπιστήκατε την τσέπη σας, τη φήμη σας, το προσωπικό σας συμφέρον. Δύο βδομάδες μετά τη φυλάκι ση του άτυχου συναδέλφου του πελάτη σας, κάποιος σας μίλησε σχετικά με την περίπτωση, σε κάποιο διάδρομο των δικαστηρίων. Το σχόλιο ήταν ένα είδος μομφής, ότι τον εί χατε «στείλει στη φυλακή»... Θυμάστε την απάντησή σας, δόκτωρ; Τα λόγια σας ηχούν σ τ’ αφτιά μου σαν να ήμουν εκεί και να άκουγα. Είπατε: «Ε, λοιπόν, αν δεν μπορεί να πληρώσει έναν καλό δικηγόρο, ας πάει στο διάολο!» Καμιά δικαιολογία αντίδρασης για σας, δόκτωρ. Καμιά ερμηνεία ωραιοποίησης για τις πράξεις του πιο ποταπού είδους. Θα καταλήξουμε να επιρρίψουμε το φταίξιμο στις αδυνα μίες σας γι’ αυτό το αηδιαστικό σύστημα αξιών, σύμφωνα με το οποίο εσείς χειρίζεστε τις διαπροσωπικές σας σχέ 109
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
σεις; Θα φτάσονμε τώρα να ερμηνεύσουμε σαν «φοβία για τη φτώχεια» εκείνη τη συμπεριφορά σας στο εστιατόριο της οδού Αλβεάρ, εκείνο το μεσημέρι του Σεπτέμβρη...; Αφήστε με να σας βοηθήσω να θυμηθείτε... Ήταν πβίν περίπου δύο χρόνια. Εσείς γευματίζατε με τη Μ αρία Ελένα, την ερωμένη σας, στο εστιατόριο της οδού Αλβεάρ. Άρα, θα πρέπει να ήταν Τρίτη (μου πήρε πολύ χρόνο ώσπου να καταλάβω ότι η Τρίτη ήταν μέρα αφιε ρωμένη στην ερωμένη σας). Εγώ σας κοιτούσα καθισμένος σ ’ ένα τραπέζι όχι πολύ μακριά, όπως τόσες άλλες φορές. Εκείνη τη μέρα, καθώς τρώγαμε, μπήκε ένα παιδί δέκα χρόνων πάνω-κάτω, για να πουλήσει τριαντάφυλλα στα τραπέζια. Κανείς δεν το είχε δει: ούτε οι σερβιτόροι, ούτε η Μ αρία Ελένα, ούτε εγώ... Και, ξαφνικά, εσείς φωνάξατε: «Σερβιτόρε!» Και ο σερβιτόρος που σας εξυπηρετεί πάντα (και που όσο σας τρέμει, τόσο και σας μισεί), πλησίασε γρήγορα. Τότε, κάνατε το σερβιτόρο να πετάξει το παιδί με σπρωξιές και κλοτσιές στο δρόμο. Η ψυχολογία θα έχει πολλές εξηγήσεις γι αυτές τις π α λιανθρωπιές, αλλά εγώ έχω μόνο μία. Είστε ένας παλιάν θρωπος, δόκτωρ. Τόσο παλιάνθρωπος που δεν σας αξίζει να ζείτε. Θα σκέφτεστε: «Κι αυτόν εδώ τι τον ενδιαφέρει;» Με ενδιαφέρει, δόκτωρ, με ενδιαφέρει πολύ...
110
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Με ενδιαφέρει, γιατί εγώ είμαι εκείνος ο γεράκος που βρέξατε στην Αρτίγας με Γκαόνα πριν από πέντε χρόνια. Με ενδιαφέρει γιατί, επίσης, είμαι αυτός που πρέπει κάθε μέρα να περπατάει δύο τετράγωνα γιατί δεν βρίσκει να παρκάρει στην Γκουροντσάγα με Σάντα Φε. Με ενδιαφέ ρει γιατί είμαι η σύζυγός σας, δόκτωρ, που θα ήθελε να γευματίσει μαζί σας κάποια φορά, και γιατί, κατά κάποιο τρόπο, είμαι και η ερωμένη σας, που θα ήθελε να μη γευ ματίσει μαζί σας κάποια Τρίτη. Με ενδιαφέρει γιατί είμαι ο αθώος φυλακισμένος που πληρώνει για κάτι που δεν έκανε. Με ενδιαφέρει γιατί, για πολλούς λόγους, είμαι το παιδί που προσπαθεί να πουλήσει λουλούδια στο εστιατό ριο της οδού Αλβεάρ... Οι ψυχολόγοι μού έχουν μάθει πολλά για τους μηχανι σμούς του μυαλού. Έτσι, οφείλω να ομολογήσω επιτέλους, αν και πονάει, ότι με ενδιαφέρει γιατί μάλλον είμαι το ίδιο παλιάνθρωπος με εσάς, δόκτωρ. Είμαι τόσο διεφ θαρμέ νος, τόσο υπερόπτης, τόσο επιθετικός, τόσο συμφερο ντολόγος, τόσο εγωιστής, τόσο προσβλητικός, τόσο αυταρχικός και τόσο αξιοκαταφ ρόνητος όσο εσείς. Αυτά τα τελευταία χρόνια, δόκτωρ, έφτασα να πιστέψω για δευτερόλεπτα ότι εσείς δεν ήσαστε παρά ένα δικό μου κομμάτι. Ένα φρικτό κομμάτι μου, με ζωή δική του, ανε ξάρτητη, που επιδεικνύει τον χειρότερο εαυτό μου σε κάθε του πράξη. Νομίζω ότι ακριβώς εξαιτίας αυτών των ιδεών περί «εν σαρκώσεων», «ταυτίσεων» και «διχασμών προσωπικότη111
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
τας» συνειδητοποίησα ότι εσείς όχι μόνο δεν αξίζατε να ζείτε, αλλά επιπλέον, οφείλατε να πεθάνετε. Ναι. Να πεθάνετε! Αλλά να πεθάνετε πώς; Ποιος ξέρει... Ποιος θα ήταν ο πιο δίκαιος τρόπος; Ατύχημα; Έμφραγμα; Αυτοκτονία; Λεν ξέρω... Ο πιο έντιμος, χωρίς αμφιβολία, θα ήταν απλά και καθαρά η δολοφονία. Δηλαδή, να αποφάσιζε κάποιος να σκοτώσει επιτέλους αυτό που εσείς τόσο αρχετυπικά συμβολίζετε για εμάς του υπόλοιπους. Κ αταλαβαίνετε την αιτία του γράμματός μου, δόκτωρ; Δεν σας γράφω για να μετανιώσετε... Σας γράφω για να σας πληροφορήσω (γιατί νομίζω πως σας ενδιαφέρει) ότι έχω αποφασίσει να σας σκοτώσω. Οπωσδήποτε —εγώ το ξέρω—, θα σκεφτείτε να λάβετε τα μέτρα σας για την προφύλαξή σας: φρουροί, όπλα, οπι σθοφύλακες, συστήματα συναγερμού, συνοδεία μέχρι το σπίτι σας, έρευνα σε όλο το προσωπικό σας, κ.λπ. Αλλά, πόσο καιρό μπορεί να κρατήσει όλο αυτό;
112
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Μου πήρε πέντε χρόνια, να συγκεντρώσω τις πληροφορίες παν μου επιτρέπουν να σας καταδικάσω δίκαια σε θάνατο! Μπορώ να περιμένω πέντε, δέκα ή είκοσι χρόνια για να πραγματοποιήσω την εκτέλεση... Κ άποια στιγμή η επιφυ λακή εξασθενεί, η προφύλαξη ξεχνιέται, οι λεπτομέρειες παραμελούνται... Κι εκείνη τη στιγμή, δόκτωρ Αγιανάκ, εγώ θα σας περιμένω. Μ πορεί κάποιος να αμφισβητήσει (ίσως κι εσείς ο ίδιος) το κατά πόσο αυτή η αναγγελία δολοφονίας είναι αληθινή... Αν εγώ ο ίδιος είμαι αληθινός... Πώς να ξέρει κάποιος, φερ’ ειπείν, αν αυτό δεν είναι ένα είδος ασυνείδητης παραδοχής της ενοχής σας; Κάνοντας μια ακραία ψυχολογική ανάλυση, κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί αν αυτό το γράμμα δεν γράφτηκε από εσάς προς εσάς, ως καταδίκη των άθλιων πράξεών σας. Στη θέση αυτή αντιτίθεται η ιδέα μου, ότι εσείς είστε απολύτως ανίκανος να νιώσετε τύψεις. Σας θεωρώ έναν ανήθικο, με όλη τη σημασία της λέξης. Βεβαίως, υπάρχει ένα ανησυχητικό στοιχείο που συνηγο ρεί υπέρ της προηγούμενης πιθανότητας. Όπως η αστυ νομία θα μπορέσει να επιβεβαιώσει, αυτό το γράμμα γρά φτηκε στη γραφομηχανή σας, αυτή που είναι πάνω στο γραφείο, στο σπίτι της οδού Φλορέστα. Το χαρτί είναι το 113
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
ίδιο με αυτό που χρησιμοποιείτε εσείς κι έχει βγει από το συρτάρι του γραφείου σας. Αν υπολογίσουμε το χρόνο που χρειάζεται για να τη συγγραφή αυτού του γράμματος, θα φτάναμε στο συμπέρασμα ότι το μοναδικό πρόσωπο που θα μπορούσε να το έχει γράψει χωρίς να κινήσει υποψίες... είστε εσείς ο ίδιος, δόκτωρ. Είναι πολύ ωραίο αυτό το μικρό μυστήριο το οποίο απ ο κτά η ιστορία μας στο τέλος της, γιατί της δίνει έναν τόνο αστυνομικής νουβέλας που με κάνει να ενθουσιάζομαι. Θα κρατήσω μυστικό το πώς το έκανα, για να μπορέσω να σας ξαναγράψω σε περίπτωση που προκύψει κάτι ακόμα που θα όφειλα να σας πω. Προς το παρόν σας αποχαιρετώ, όχι όμως πριν μου επιτρέ ψετε να κάνω μια παράκληση. Να προσέχετε, δόκτωρ Αγιανάκ, να προσέχετε! Δεν θα ήθελα εξαιτίας μιας ανόητης απροσεξίας, ενός πραγματι κού ατυχήματος, να πάει χαμένη όλη μου η δουλειά. Χ.Μ.Α.
114
ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ
(Δημοσιευμένο στα Γράμματα στην Κλαούντια, 1982)
ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ένας αγρότης χοντρός και άσχημος που είχε ερωτευτεί (φυσικά!) μια πριγκίπισσα ξανθιά και πανέμορφη... Μια μέρα, η πριγκίπισσα —κανείς δεν ξέρει γιατί— έδωσε ένα φιλί στον χοντρό και άσχημο αγρότη... και, ως διά μαγείας, αυτός μεταμορφώθηκε σ’ έναν κομψό και λυγερόκορμο πρίγκιπα. (Τουλάχιστον, έτσι τον έβλεπε αυτή...) (Τουλάχιστον, έτσι αισθανόταν αυτός...)
115
ο ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ «Μπορώ να πω για τον έρωτα που είχα πως δεν είναι αθάνατος, αφού είναι φλόγα αιώνια για όσο διαρκεί...» V IN IC IU S D E M O R A E S
ΤΟ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΟ ΣΩΜΑ του σουμέριου πολεμιστή ήταν χαραγμένο με ουλές και το δέρμα του ψημένο από τον ήλιο και το χιόνι. Το όνομά του ήταν Χορμά, και όπως λέει αυτή η ιστορία, κάποια φορά που πήγαινε ιππεύοντας με τρεις φίλους του από μια πόλη σε άλλη, έπεσαν σε μια ενέδρα στα χέρια των πιο άκαρδων εχθρών τους. Οι τέσσερις πολεμιστές πάλεψαν άγρια, μα μόνο ο Χορμά κατάφερε να επιζήσει. Οι τρεις φίλοι του έπεσαν νεκροί κατά τη διάρκεια της μάχης. Αιμορραγώντας και εξαντλημένος, ο Χορμά συνει δητοποίησε ότι έπρεπε να ξεκουραστεί, να ανακτήσει δυνάμεις και να γιατρέψει τις πληγές του. Κοίταξε γύρω του ψάχνοντας ένα ασφαλές μέρος και διέκρινε μια μικρή σπηλιά σκαμμένη στο κοντινό βουνό. 117
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
Έφτασε σχεδόν έρποντας μέχρι εκεί και, μόλις μπή κε στη σπηλιά, άπλωσε στο έδαφος το αρκουδοτόμαρό του κι έπεσε σε βαθύ ύπνο. Ώρες ή μέρες αργότερα τον ξύπνησε η πείνα. Αισθάνθηκε το στομάχι του ζεστό. Πονώντας ακό μα, ο Χορμά αποφάσισε να βγει για να ψάξει κλαδιά και ξερούς ^ ρμούς, ν’ ανάψει μια μικρή φωτιά στην προσω ρινή του κρυψώνα και να φάει λίγο από το αλατισμένο κρέας που είχε μαζί του. Όταν οι φλόγες της φωτιάς φώτισαν το εσωτερικό του καταφυγίου, ο πολεμιστής δεν μπορούσε να πιστέ ψει στα μάτια του: το κατάλυμα που είχε βρει δεν ήταν απλά μια σπηλιά, αλλά ένας ναός — ένας ναός σκαμμέ νος στο βράχο... Από τις επιγραφές και τα σύμβολα, ο Σουμέριος ανακάλυψε ότι ο ναός είχε φτιαχτεί προς τιμήν ενός μόνο θεού... Του θεού Γκοτζού. Ο Χορμά είχε μάθει να μην πιστεύει στις συμπτώ σεις, και ίσως γι’ αυτό τόλμησε να σκεφτεί πως τα βήμα τά του είχαν οδηγηθεί στη σπηλιά από τον ίδιο τον θεό του ναού, για να μπορέσει να τον προφυλάξει στον ύπνο του. Ο Χορμά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν κάποιο ση μάδι. Από εκείνη τη στιγμή εμπιστεύτηκε το σπαθί του στον θεό Γκοτζού. Θα έμενε εκεί μέχρι να γιατρεύονταν οι πληγές του. Εν τω μεταξύ, θα άναβε μια μεγάλη φωτιά κάτω από 118
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
το βωμό που είχε την αναπαράσταση της τεράστιας μορ φής του θεού πάνω σε μια πέτρα, και θα έπιανε κάποιο ζώο το οποίο θα θυσίαζε προς τιμήν του. Πέντε μέρες και πέντε νύχτες έμεινε ο πολεμιστής στη σπηλιά του βουνού, δοξάζοντας και τιμώντας τον Γκοτζού. Κατά το διάστημα αυτό, δεν άφησε ούτε λεπτό να σβήσει η φλόγα που φώτιζε τον ναό. Την έκτη μέρα ο Χορμά συνειδητοποίησε ότι ήταν ώρα να συνεχίσει το δρόμο του, και θέλησε, πριν φύγει, να αφήσει μια προσφορά στον Γκοτζού, σε ένδειξη ευ γνωμοσύνης. «Μία αιώνια φλόγα» σκέφτηκε. «Αλλά, πώς θα το καταφέρω;» Ο Χορμά βγήκε από την σπηλιά και κάθισε σε μια πέτρα στην άκρη του μονοπατιού, για να διαλογιστεί σχετικά με το πρόβλημα. Ήξερε πως λίγο λάδι θα βοηθούσε νά διατηρηθεί η φλόγα, αλλά δεν αρκούσε. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως ίσως θα έπρεπε να μα ζέψει πολλά καυσόξυλα, τόσα ώστε να μην καίγονταν ποτέ. Τόσα, ώστε να κρατούσαν για πάντα... Αλλά γρή γορα κατάλαβε πόσο μάταιη θα ήταν αυτή προσπάθεια... Τα πολλά ξύλα θα μεγάλωναν την ένταση της φωτιάς αλλά όχι τη διάρκεια της φλόγας... Ένας μοναχός με λευκό μανδύα που περπατούσε στο μο νοπάτι, σταμάτησε μπροστά στον Χορμά. Ίσως από απλή περιέργεια, ή ίσως από έκπληξη που 119
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
είδε έναν πολεμιστή τόσο σκεφτικό, ο μοναχός κάθισε απέναντι στον Σουμέριο κι έμεινε ακίνητος να τον κοι τάζει, σαν να αποτελούσε μέρος του τοπίου. Ώρες αργότερα, όταν ο ήλιος πια έδυε, ο Χορμά ακόμα σκεφτόταν... Τον απασχολούσε τόσο το πρόβλημά του που δεν ξαφνιάσιηκε πολύ όταν ο μοναχός του μίλησε. «Τι σου συμβαίνει πολεμιστή; Φαίνεσαι προβλημα τισμένος... Μπορώ να σε βοηθήσω;» «Δεν νομίζω» είπε ο πολεμιστής. «Αυτή η σπηλιά εί ναι ο ναός του θεού Γκοτζού, τον οποίο εδώ και πέντε μέρες έχω επιλέξει για προστάτη μου, προορισμό των προσευχών μου, τελικό σκοπό της μάχης μου. Σύντομα θα πρέπει να φύγω, κι ήθελα να τον τιμήσω αιώνια, αλλά δεν ξέρω πώς να καταφέρω ώστε η φλόγα που έχω ανά ψει να κρατήσει για πάντα.» Ο μοναχός κούνησε το κεφάλι και, σαν να είχε μαντέψει την διαδρομή που είχε κάνει η σκέψη του πολεμιστή, του είπε: «Για να είναι η φλόγα αιώνια θα χρειαστείς κάτι πα ραπάνω από λάδι και ξύλα...» «Τι θα χρειαστώ;» έσπευσε να ρωτήσει ο Χορμά. «Τι παραπάνω χρειάζομαι;» «Μαγεία» είπε ξερά ο μοναχός. «Μα εγώ δεν είμαι μάγος, ούτε ξέρω από μαγεία...» «Μόνο η μαγεία μπορεί να καταφέρει να κάνει κάτι αιώνιο.» «Εγώ θέλω η φλόγα να μείνει αιώνια» είπε ο πολε 120
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
μιστής, και συνέχισε: «Αν βρω τα μάγια, μπορείς να μου εγγυηθείς ότι η φλόγα του Γκοτζού θα είναι αιώνια;» «Να σου εγγυηθώ; Πριν μια βδομάδα, ούτε καν γνώ ριζες την ύπαρξη αυτού του ναού του Γκοτζού... Και σή μερα θέλεις γι’ αυτόν ένα μνημείο αιώνιο. Αυτό είναι που σήμερα επιθυμείς. Άραγε, εσύ μπορείς να μου εγγυηθείς ότι η επιθυμία σου θα είναι αιώνια;» Ο Χορμά έμεινε σιωπηλός. Μόλις είχε συνειδητοποιήσει ότι κανείς δεν μπορού σε να εγγυηθεί την αιωνιότητα μιας επιθυμίας... Ο μοναχός κούνησε ξανά το κεφάλι και σηκώθηκε. Πλησίασε τον Χορμά και, ακουμπώντας την ανοι χτή του παλάμη στο στήθος, του είπε: «Θα σου πω ένα μυστικό... »Η μαγεία διαρκεί μόνο όσο παραμένει η επιθυ μία!»
121
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΚΑΙ, ΞΑΦΝΙΚΑ, ακούστηκε το κουδούνι. «Είσαι εκεί;» άκουσα. «Είναι ώρα!» «Τώρα, έρχομαι» απάντησα μηχανικά. «Είναι ήδη αργά. Άνοιξε την πόρτα.» Ήμουν απαυδισμένος. Σκέφτηκα να πάρω το σφυρί και να το κάνω... Με λίγη τύχη θα μπορούσα, με ένα μόνο χτύπημα, να τελειώνω με το ασταμάτητο μαρτύριο. Θα ήταν θαυμάσιο. Όχι άλλοι έλεγχοι... Όχι άλλη βιασύνη... Όχι άλλη φυλακή! Αργά η γρήγορα, όλοι θα μάθαιναν τι έκανα...
Αργά η γρήγορα, κάποιος θα έβρισκε το θάρρος να με μιμηθεί... 123
Χ Ο ΡΧ Ε ΜΠΟΥΚΑΪ
Και μετά, ίσως άλλος... Κι άλλος... Και πολλοί άλλοι θα έπαιρναν κουράγιο. Μια αλυσιδωτή αντίδραση που θα επέτρεπε να τελειώ νουμε μια για πάντα με την καταπίεση. Να ^αλλαγούμε οριστικά απ’ αυτά. Να απαλλαγούμε απ’ αυτά σε όλες τους τις μορ φές... Σύντομα συνειδητοποίησα ότι το όνειρό μου ήταν ανέ φικτο. Η σκλαβιά μας μοιάζει να είναι, την ίδια στιγμή, και η μόνη μας επιλογή... Εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε τις φυλακές μας, και τώρα, χωρίς αυτές, η κοινωνία δεν θα υπήρχε. Είμαι αναγκασμένος να το παραδεχτώ... Δεν θα ξέραμε να ζήσουμε χωρίς ρολόγια!
124
Ο ν ε ιρ α Σ π ο ρ ο ι
το 1980 ΕΦΤΑΣΑΝ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ μερικά αηό τα βιβλία του δόκτω ρα Ίρα Προγγόφ, με αντήν τη θαυμ άσια μ ετα φορά της βελανιδιάς και του βελανιδιού. Η ιδέα ηου α κ ο λουθεί προέκυψε διαβάζοντας τις εργασίες του.
Μέσα στη σιωπή της σκέψης μου αντιλαμβάνομαι τον εσωτερικό μου κόσμο σαν έναν σπόρο, κατά κάποιον τρόπο μικρό κι ασήμαντο, αλλά και γεμάτο δυνατότητες. Και βλέπω μέσα του το σπέρμα ενός θαυμάσιου δέντρου, του δέντρου της ζωής μου, σε διαδικασία εξέλιξης. Κάθε μικρός σπόρος περιέχει το πνεύμα του δέντρου που θα γίνει μετά. Κάθε σπόρος ξέρει πώς να μετατραπεί σε δέντρο 125
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
πέφτοντας σε γόνιμη γη, απορροφώντας τους χυμούς που τον τρέφουν, απλώνοντας τα κλαδιά και τα φύλλα του, γεμίζοντας καρπούς και λουλούδια για να μπορέσει να δώσει ό,τι έχει να δώσει. Κάθε σπόρος ξέρει πώς θα καταφέρει να γίνει δέντρο. Και τόσοι είναι οι σπόροι όσα και τα κρυφά όνειρα. Μέσα μας, αμέτρητα όνειρα περιμένουν τη στιγμή που θα γονιμοποιηθούν, θα πετάξουν ρίζες και θα γεννηθούν, θα πεθάνουν σαν σπόροι... για να γίνουν δέντρα. Δέντρα θαυμάσια και περήφανα που όλα μαζί μας λένε, σταθερά, ν’ ακούμε την εσωτερική μας φωνή, ν’ ακούμε προσεκτικά τη σοφία των ονείρων-σπόρων που έχουμε μέσα μας. Αυτά τα όνειρα δείχνουν το δρόμο με σημάδια και σύμβολα όλων των ειδών, σε κάθε γεγονός, σε κάθε στιγμή, στα πράγματα και στα πρόσωπα, στον πόνο και στην ευχαρίστηση, στο θρίαμβο και στην αποτυχία. 126
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Το όνειρο μας μαθαίνει, στον ύπνο ή στο ξύπνημα, να βλέπουμε, να ακούμε, να συνειδητοποιούμε. Μας δείχνει την πορεία με φευγαλέα προαισθήματα ή με εκτυφλωτικά φωτεινές αστραπές. Και έτσι μεγαλώνουμε αναπτυσσόμαστε και εξελισσόμαστε... Κι μια μέρα, ενώ διασχίζουμε αυτό το αιώνιο παρόν που ονομάζουμε ζωή, οι σπόροι των ονείρων μας θα μετατραπούν σε δέντρα και θα ξεδιπλώσουν τα κλαδιά τους, που σαν γιγάντια φτερά θα διασχίσουν τον ουρανό, ενώνοντας με μία μόνο γραμμή το παρελθόν μας με το μέλλον μας. Δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε... Τους συνοδεύει μια εσωτερική σοφία... Γιατί κάθε σπόρος ξέρει πώς να γίνει δέντρο.
127
ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
28 Νοεμβρίου 1984 ΣΗΜΕΡΑ ΠΕΘΑΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Ο άνθρωπος αυτός ήταν φίλος μου. Ο άνθρωπος αυτός ήταν 35 χρόνων. Από μια άποψη υπερβολικά νέος, κυρίως από την οπτική της ηλικίας που οι στατιστικές καταγράφουν για το θάνατο. Χρόνος αρκετός για όσα έκανε και απολύτως ανε παρκής για όσα δεν έκανε. Αυτός ο άντρας ήταν ένα ανθρώπινο πλάσμα ενδιαφέ ρον, ένα πρόσωπο θαυμάσιο, αλλά, κυρίως, ήταν ένας άνθρωπος πολύ ιδιαίτερος. Οι απόψεις ως προς την ύπαρξή του ποικίλλουν μεταξύ αυτών που τον θεωρού σαν ανυπόφορα σχολαστικό και αυτών που υποστήρι ζαν ότι διέθετε τη λάμψη και την έλλειψη μετριοφροσύ νης μιας ιδιοφυίας. Εγώ, που τον γνώρισα όσο κανένας άλλος, μπορώ να πω ότι δεν ήταν ούτε ιδιοφυία ούτε σχολαστικός. Ήταν ένας άνθρωπος που απολάμβανε τη 129
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
δράση και που, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του ηδονι στή, ζούσε —όπως είναι λογικό—, μια έντονη ζωή. Αυτή η τάση του να αναζητά συνεχώς τη δράση, υπήρξε ίσως μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετώπισε στις σχέσεις του με τους άλλους. Σχεδόν όλοι ήταν γι’ αυτόν πολύ αργοί ή καθόλου ενεργητικοί, και, για κάποιο λόγο που νομίζω ότι μαντεύω, ο περί γυρός του ήταν μονίμως άνθρωποι πνευματικά οκνηροί, τους οποίους ο ίδιος έκρινε ανελέητα. Προσπαθώντας να δω ξεκάθαρα αυτή τη συμπεριφορά του —ίσως για να τον δικαιολογήσω— σκέφτομαι πως αυτός όχι μόνο δεν θεωρούσε τον εαυτό του ιδιοφυία, αλλά υποψιαζό ταν σε όλη του τη ζωή ότι, κατά βάθος, ήταν ανόητος, ακατάλληλος, ανεπαρκής ή, απλώς, ένα πλάσμα ανίκα νο για οποιαδήποτε δημιουργική πράξη. Αλλά πολύ περισσότερο από την ενεργητικότητα, ο φίλος μου, που κείται εδώ, αγαπούσε τη φαντασμαγορία των πραγμάτων. Οι έρωτές του έπρεπε να είναι παθια σμένοι. Τα κέφια του αστείρευτα. Το έργο του ασύγκρι το. Η ενέργειά του ανεξάντλητη. Στην επαγγελματική του δράση ήταν —γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο— ένας θαυμάσιος θεραπευτής. Κανείς δεν ήξερε όπως αυτός να απελευθερώνει την κρυμμένη συναισθηματική φόρτιση. (Αναρωτιέμαι σήμερα: να ήταν αυτό που έψαχνε πάντα; Άλλωστε, ο ίδιος παραπονιόταν ότι ποτέ δεν είχε βρει έναν θεραπευτή ικανό να τον βοηθήσει καθοριστικά. Τι να ήθελε; Ίσως, έναν θεραπευτή σαν τον εαυτό του...) Όλα αυτά, έτσι ειπωμένα, τον κάνουν να φαίνεται θαυ130
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
μάσιος. Πώς να μην ερωτευτείς κάποιον που δίνεται ολοκληρωτικά σε ό,τι κι αν κάνει, σπουδαίο ή ασήμαντο, με τον ίδιο παράλογα υπέρμετρο ενθουσιασμό; Βέβαια, το δίχως άλλο, υπήρχε κι η άλλη όψη αυτού του εύθυ μου νομίσματος. Μια άλλη, πιο απόκρυφη εικόνα της ίδιας εκείνης κατάστασης, όπως έλεγε κι ο ίδιος... Ίσως η ανεπιθύμητη πλευρά αυτής της κατάστασης ή —γιατί όχι— το κίνητρο όλων αυτών των χαρακτηριστικών, να ήταν το εξής: Αυτός ο άνθρωπος βαριόταν πολύ εύκολα. Ίσως να υπήρξε η μοναδική αληθινή ώθηση ολόκληρης της δραστηριότητας του καλού φίλου και συναδέλφου μου. Ερωτευόταν και βαριόταν τους ανθρώπους, τις δου λειές, τα αθλήματα, τους τρόπους ντυσίματος και ομι λίας. Για να είμαστε ειλικρινείς, βαριόταν και τους τρό πους σκέψης και ύπαρξης. Αν και σήμερα, που κλείνει το κεφάλαιο μιας ζωής, οφείλω να αναγνωρίσω ότι υπήρ ξαν και πράγματα τα οποία ποτέ δεν βαρέθηκε. Ζούσε —απολάμβανε ή υπέφερε— απ’ αυτά και γι’ αυτά, με το ίδιο πάθος που ζούσε και για όλα τα υπόλοιπα. Αυτό που πιο ξεκάθαρα μου έρχεται στο μυαλό, είναι ότι ποτέ δεν τον είδα να κουράζεται, να βαριέται ή να απομακρύνεται από τα παιδιά του. (Να είναι αυτή η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κα νόνα; Ή, απλώς, δεν πρόλαβε να τα βαρεθεί κι αυτά... Ατυχώς για τη μνήμη του, δεν θα το μάθουμε ποτέ.) Είναι μια αναντίρρητη αλήθεια πως αυτός ο άνθρω 131
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
πος αγαπούσε τα παιδιά του πάνω απ’ όλα. Ν’ αγαπούσε κάποιον όπως αγαπούσε τα παιδιά του; (Όχι «τόσο όσο» άλλα μόνο «όπως» αγαπούσε τα παιδιά του.) Ακόμα πε ρισσότερο: Να είχε άραγ ε αγαπήσει κάποιον πάνω από μια φορά (με τη σημασία που έδινε αυτός στη λέξη «αγα πώ»); Δηλαδή: Να είχε αποδεχτεί κάποιον ολοκληρωτι κά; ^^τό, σίγουρα αποτελεί ένα αίνιγμα, ένα άγνωστο σημείο για τους βιογράφους. Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι αγαπούσε πάντοτε εκτός από... όταν ήθελε κάποιον. Γιατί, όταν αυτός ο άνθρωπος ήθελε κάποιον, η αγάπη, η αποδοχή και η γενναιοδωρία έμοιαζαν να εξατμίζονται και στη θέση τους άνθιζαν οι χειρότερες απαιτήσεις του, οι πιο αρρωστημένες του προσδοκίες, οι πιο δουλικές εξαρτήσεις του... Γιατί μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει το αν αγάπη σε ή όχι, αλλά δεν χωράει καμία αμφιβολία για το ότι ποτέ δεν αισθάνθηκε πραγματικά να τον αγαπούν. Πίσω και στη σκιά αυτού του «παντοδύναμου», ισχυ ρού, άτρωτου, «πανδωρικού» (ας μου επιτραπεί ο νεο λογισμός) ανδρός, στη σκιά, λέω, αυτής της ύπαρξης που τόσο την πόθησαν και τη θαύμασαν, περπατούσε ή άλλη του ύπαρξη, κρυμμένη σαν ένας μακάβριος κύριος Χάιντ, όχι εξαΐτίας της σκληρότητάς του, μα εξαιτίας της ανάγκης του για στοργή.Ένας άλλος άνθρωπος γεμάτος ελλείψεις, αδύναμος, απαιτητικός, δύσκολος και δυσαρεστημένος. Αποδιωγμένος, ανασφαλής και αξιολύπη τος... Αργησε πάνω από τη μισή του ζωή να βρεθεί πρό σωπο με πρόσωπο μ’ εκείνο το τόσο άγνωστο Εγώ. Και 132
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
τελικά τα κατάφερε. Όχι επειδή ήταν θαρραλέος —γιατί δεν ήταν—, αλλά επειδή ήταν ξεροκέφαλος. Και όταν, μετά από είκοσι χρόνια αναζήτησης, ανακάλυψε τον εαυτό του (ή πίστεψε πως ανακάλυψε τον εαυτό του), ανακάλυψε επίσης (ή πίστεψε πως ανακάλυψε), πως οι άλλοι, αυτοί που αγαπούσε, συνέχιζαν να του ζητούν να είναι αυτός που πάντα ήταν. Κι αυτός, κατά κάποιον τόπο, ενέδωσε. Δέχτηκε να συνεχίσει να παίζει αενάως το ρόλο τού υπερήρωα αποδιώχνοντας —με τη βεβιασμένη ευφορία του— τις πιο μαύρες του νύχτες. Ούτε ο ίδιος ήξερε τι μηχανεύτηκε για να το καταφέρει, αλλά ποτέ δεν βασίστηκε σε κανέναν. Θέλω να πω, να βασιστεί πραγματικά. Να βασιστεί όπως προσπαθούσε αυτός — χωρίς όρους. Μέσα του ήξερε πως κανείς δεν βασίζεται στον άλλον χωρίς όρους, αλλά ποτέ δεν μπορεί να αποφύγει αυτή τη γελοία αναζήτηση ενός ανθρώ που στου οποίου τον ώμο θα γείρει με ειλικρίνεια και αθωότητα το κεφάλι για να ξεκουραστεί, χωρίς καμιά επιφύλαξη, κλείνοντας τα μάτια και χαλαρώνοντας τις άμυνες... Χωρίς αμφιβολίες και φόβους. Ίσως σήμερα τολμώ να πω αυτό που ποτέ δεν τόλμη σα να του πω κατά πρόσωπο:
Ποτέ δεν εμπιστεύτηκες κανέναν. Πονάει να σκέφτομαι έτσι γι’ αυτόν, που ήταν τόσο κοι νωνικός, τόσο καλοδιάθετος. Ποιος από εσάς, που πα 133
Χ Ο ΡΧ Ε ΜΠΟΥΚΑΪ
ραμένετε ζωντανοί, μπορεί να βεβαιώσει ότι υπήρξε φί λος του; Πολλοί θα μπορούσαν ίσως να καυχηθούν πως ο ίδιος είχε γίνει φίλος τους, αλλά ποιος μπορεί να είναι βέβαιος για την αμοιβαιότητα της σχέσης; Ειλικρινά υποπτεύομαι πως κανένας, γιατί αμφιβάλλω αν εκείνος, με τις καλύτερες των προθέσεών του, θα ήταν ικανός να εμπιστευτεί αυτούς που τον περιτριγύριζαν. Όχι εξαιτίας των άλλων, αλλά εξαιτίας της δικής του προσωπικής ανεπάρκειας. Το δίχως άλλο, μπορώ να φανταστώ πως κάποια φορά πρέπει να ένιωσε εμπιστοσύνη. Ίσως κάποια φορά, εκεί πίσω στο χρόνο, να εμπι στεύτηκε. Ίσως να εμπιστεύτηκε και τον πρόδωσαν... Αλλά, τι παράλογη δικαιολογία! Τι αλλάζει αυτή η ψευδής υπόθεση; Τον κάνει λιγότερο υποκριτή; Του αφαιρεί, μήπως, λίγη απ την ευθύνη για το ότι δεν υπήρξε ικανός να δημιουργήσει φίλους; (Εκτός από έναν, οφείλω να αναγνωρίσω, που σώθηκε μεταναστεύοντας.) Παραμερίζεται μήπως η εμπλοκή του σε αυτήν την —ας πούμε— «αποτυχία»; Αν ο ίδιος ήταν εδώ και άκουγε, θα αρνιόταν να δε χτεί την κατανόηση, τη συμπόνια ή τη λύπη μας. Πόσα πράγματα μένουν για πάντα ασαφή σ’ αυτήν την μπερδεμένη ζωή! Ένα απ’ αυτά τα ασαφή πράγματα που συνήθιζαν να 134
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
απασχολούν ένα μέρος των σκέψεων όσων τον γνώρι ζαν και τον αγαπούσαν ήταν και το ακόλουθο: Τι γινό ταν στη συζυγική του ζωή; Τι ένωνε αυτόν τον άντρα με εκείνη τη γυναίκα; Τι αισθανόταν γι’ αυτήν; Ο θάνατος δεν αφήνει να ακουστεί η τελεσίδικη απάντηση που θα έδινε ο χρόνος. Το σίγουρο είναι πως, μέχρι τη μέρα του θανάτου του —αφήνοντας τις αμφισβητήσεις κατά μέρος, τις αμ φιβολίες στο περιθώριο και συμπεριλαμβάνοντας τους καβγάδες—, αυτός παρέμεινε με τη σύζυγό του. Θα ήταν πολύ απλοϊκό να σκεφτούμε ότι έμεινε για τα παιδιά του. Θα ήταν άρνηση της πραγματικότητας να πιστέψου με πως ήταν απόλυτα ευτυχισμένος σε αυτήν τη σχέση. Θα ήταν ανόητο να σκεφτούμε πως ήταν —ή πως πί στευε πως ήταν— ανίκανος να γοητεύσει ή να γοητευτεί από άλλη γυναίκα. Θα ήταν χαζό να υποθέσουμε πως αγνοούσε αυτό που συνέβαινε ή αυτό που αρνιόταν... Τελικά, έμενε από αγάπη γι’ αυτήν τη γυναίκα ή έμενε δεμένος πάνω στους φόβους του; Οποιοσδήποτε έχει αναρωτηθεί, ξέρει πως αυτός την αγάπησε — και πολύ μάλιστα. Αλλά αυτό που κανείς δεν έμαθε, ήταν μέχρι πότε. Την αγαπούσε τη στιγμή του θα νάτου του; Εγώ υποθέτω πως ναι. Οπωσδήποτε, εκείνη είχε πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του, ή με τη ζωή της μαζί του, ή με το ρόλο της μέσα σ’ αυτήν τη σχέ ση. Εκείνη ήταν —απολύτως δικαιολογημένα— γεμάτη 135
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
πικρία, αποστασιοποιημένη απ’ όσα εκείνος απαιτούσε χωρίς μέτρο. Και λέω «απολύτως δικαιολογημένα» γιατί πιστεύω πως η ζωή μαζί του δεν πρέπει να ήταν ούτε εύ κολη ούτε ικανοποιητική. Ωστόσο, σήμερα, μπροστά σ’ αυτόν τον νεκρό, με ενδια φέρει [^νο να μιλήσω για τον άντρα — και ο ίδιος πί στευε πως ήταν άριστος σύντροφος (τουλάχιστον, προ τού βαρεθεί και εγκαταλείψει τη μάχη, ή μάλλον, προ τού την αφήσει στα δικά της χέρια). Αυτός πίστευε πως είχε αντέξει το ανυπόφορο, πως είχε ανεχτεί τα πάντα και πως είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να δημιουργήσει τη σχέση που πάντα ονειρευόταν. Το σίγουρο είναι πως δεν είχαν αρκετό χρόνο. Ο κουτός, πάντα θεωρούσε υπεύθυνη τη γυναίκα του γι’ αυτές τις διαφορές. Και, δικαίως ή αδίκως, πέθανε πιστεύοντας πως αυτή ήταν που δεν είχε μπορέσει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων του χρόνων μά ζευε κι αυτός πικρίες και μνησικακία που μαγάρισαν τη ζωή του... Και ποτέ δεν βρήκε το βαθύ νερό ενός ήσυχου ποταμού για να ξεπλύνει αυτή την απωθητική και χρό νια βρομιά. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως, πολύ πιο έντονος από την αγάπη του γι’ αυτήν τη γυναίκα, υπήρξε ο τρό πος με τον οποίο αυτός ο άντρας θέλησε αυτήν τη γυ ναίκα. Γιατί (κι αυτό δεν μπορούμε να το αρνηθούμε) ποτέ δεν θέλησε κανέναν όπως εκείνη! Ποτέ! 136
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Και ίσως αυτό να ήταν το πρόβλημα. Μόνο σε αυτήν είχε παραχωρηθεί το αμφίβολο προ νόμιο να τον βλέπει όπως ακριβώς ήταν. Αποκλειστικά και μόνο μέσα στη σχέση του τολ μούσε να δείξει την πιο αδύναμη και εξαρτημένη πλευρά του. Αλλά ούτε κι αυτή μπορούσε να τον αποδεχτεί ούτε και να του βάλει όρια. Και, αν μπορούσε, δεν ήθελε... Κι αν ήθελε, αυτός ποτέ δεν το έμαθε. Γιατί συνέχισε; Αυτός ήξερε, δίδασκε και επαναλάμ βανε πως η αγάπη δεν είναι αρκετή. Αλλά τότε τι; Ο φόβος! Είναι πολύ πιθανόν, εκεί να κρύβεται το κλειδί των τρόπων συμπεριφοράς του, καθώς και η απάντηση στο αίνιγμα του γάμου του: στο φόβο. Γιατί, όσο ικανός ήταν να δρα επαγγελματικά χωρίς περιορισμούς, όσο ριψο κίνδυνος ήταν στις δράστη ριότητές του, τόσο αδύναμος και ανασφαλής ήταν μέσα του. Κάποτε σκέφτηκε πως η πραγματική του ψυχιατρι κή διάγνωση σχετιζόταν περισσότερο με τις φοβίες του παρά με οτιδήποτε άλλο. Είχε ήδη συνειδητοποιήσει, από πολύ καιρό, ότι η υστερία του ήταν οπωσδήποτε ένα είδος συμπεριφοράς, ένας μηχανισμός άμυνας ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια έκφραση επιθυμίας. Αυτός ο άντρας ήταν γεμάτος φόβους. Φόβους ανόητους και κοινότοπους, όπως ταχυκαρδία όταν χτυπούσε το τηλέ φωνο μετά τις δώδεκα τη νύχτα, μέχρι τρόμο ή πανικό 137
ΧΟ ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
στην ιδέα και μόνο ότι κάτι θα μπορούσε να συμβεί σε κάποιον από τους γιους του (απλά, ο βήχας ή ο πονοκέ φαλος ενός από τους δύο μπορούσε να του στερήσει τον ύπνο ή, έστω, την ηρεμία). Και ανάμεσα στα δύο άκρα, το επιφανειακό και το βαθύ, ο φόβος για το θάνατο... Για το θάνατό του. Ένας φόβος που τον ακολούθησε μέχρι την τε^υτα ία του μέρα καταστρέφοντας μεγάλο μέρος της ύπαρξής του. Τον τελευταίο καιρό συμπεριφερόταν σαν υποχόνδριος, κρεμασμένος στην αναπνοή του, στο ρυθμό της καρδιάς του, στους μυϊκούς του πόνους ή σε οποιονδήποτε ερεθισμό του δέρματός του. Πάντα τον ενοχλούσε η σκέψη ότι ήταν υποχόνδριος, ίσως γιατί ήξερε πως το επεισόδιο που τον σκότωσε θα έμενε κρυμ μένο πίσω από τους μόνιμους φόβους του για τις ασθέ νειες. Να ήταν άραγε αυτή η υποχονδρία του μια προφη τική πρόβλεψη του θανάτου του; Ήταν αυτή η ανησυχία του για το θάνατο, μέρος της ψυχολογικής του δομής ή μέρος της παραψυχολογικής, προφητικής του πλευράς; Σήμερα, σε ένα «μετά» μη αναστρέψιμο, αυτή η ανησυ χία μοιάζει ελάχιστα ή καθόλου σημαντική. Πράγματι, κοιτάζοντας αυτήν την ιστορία αναδρομικά, ο θάνατος θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν το φυσικό και επιθυμη τό επακόλουθο μιας τρομακτικά σπάταλης ενέργειας... Μόνο που αυτός δεν ήθελε να πεθάνει. Ή, τουλάχιστον, ήθελε περισσότερο να ζήσει παρά να πεθάνει. Γιατί, παρόλα όσα είπα, αυτός ο άνθρωπος απολάμβανε τη ζωή, κι όσοι τον περιέβαλλαν απολάμ βαναν τη ύπαρξή του. Αλλά, προσοχή: αυτή η αμοιβαία απόλαυση όφειλε πάντα «να τηρεί τις αποστάσεις». 138
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
Γιατί αυτός είχε μια απαίσια συνήθεια — ή καλύ τερα, μια φρικτή εξάρτηση: μια τάση ειλικρίνειας στην οποία ο κόσμος γύρω του δεν ήταν συνηθισμένος κι ούτε σκόπευε να συνηθίσει. Αυτή η παράλογη μανία του για ευθύτητα, του έφερνε πολλά προβλήματα. Ο άνθρω πος έλεγε: «Είμαι καλός θεραπευτής». Κι ο κόσμος τού κολλούσε την ετικέτα του αλαζόνα. Ρίσκαρε σε καταστάσεις από τις οποίες άλλοι δρα πέτευαν, κι ο κόσμος τον έλεγε παντοδύναμο. Καυχιόταν για τα επιτεύγματά του, που είχε κατα φέρει τίμια, και το περιβάλλον του τον κατηγορούσε για ματαιοδοξία. Έλεγε την αλήθεια με ένα «δεν θέλω να σε δω» και ο συνομιλητής του του φώναζε πως ήταν επιθετικός. Σταματούσε να πηγαίνει εκεί που δεν ήθελε, και τον χαρακτήριζαν αντικοινωνικό. Αρνιόταν να πει ψέματα και τον επέπλητταν για τη σκληρότητά του. Αρνιόταν να είναι «όπως όλοι» μόνο και μόνο για να μην μπει στο περιθώριο, κι όλοι τον κατηγορούσαν πως ήθελε να είναι το επίκεντρο. Πρέπει να το αποδεχτούμε. Αυτός, που ήταν γιατρός, ψυχίατρος, ψυχοθεραπευ τής, ψυχαναλυτής, καθηγητής στην επικοινωνία, οπαδός της σχολής Γκεστάλτ, και λίγο ή πολύ προσεκτικός παρα τηρητής του εξωτερικό κόσμου... αυτός, αν και ακούγεται περίεργο, ποτέ του δεν κατάλαβε τους ανθρώπους!
139
Χ Ο ΡΧ Ε ΜΠΟΥΚΑΪ
Τι απομένει από το πέρασμα αυτού του ανθρώπου από τη ζωή; Άξιζε τον κόπο; Απομένουν οι γιοί του — και μόνο γι’ αυτό, ήδη αξίζει τον κόπο. Μένουν oj^a όσα, πολλά ή λίγα (κι εγώ νομίζω πολλά), αυτός ο άνθρωπος έδωσε, άφησε, δίδαξε στους ασθενείς του. Μένει η συνέχεια του έργου του από άλλους επαγγελματίες της υγείας και της εκπαίδευσης που έμαθαν — ή είπαν πως έμαθαν απ’ αυτόν. Μένει η σταθερή οικονομική βάση που τόσο τον απα σχολούσε τα τελευταία χρόνια. Μένει η σκέψη και ο τρόπος γραφής αυτού του ανθρώ πινου πλάσματος. Μένει η καταγραφή του ωραίου χιούμορ του, του χαμό γελου και της αυθεντικότητάς του. Μένει η βεβαιότητα ότι είναι δυνατόν και ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε για την ιδεολογία μας. Ενθάδε κείται κάποιος για τον οποίο μπορούμε να πούμε, χωρίς φόβο λάθους. 140
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να είναι ευτυχισμένος ... και τα κατάφερε! Ίσως, μετά απ’ όλα αυτά, αποκτά νόημα η επιγραφή που ο ίδιος ζήτησε να τοποθετηθεί πάνω στον τάφο του; Ευτυχία είναι να αισθάνεσαι τη σιγουριά ότι βρίσκεσαι στο σωστό δρόμο
141
ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 1996 ταξίδεψα στη νέα Υόρκη για να ξεκινήσω το 47ο έτος μου μαζί με τον «αδελφό της ζωής» Γιοσονα. Ο εξ αίματος αδερφός τον, ο Νταβίντ, μου χ ά ρισε αυτό το εβραϊκό παραμύθι που σήμερα διαλέγω να μοιραστώ μαζί σου σαν αποχαιρετιστήριο δώρο.
Αυτή η ιστορία μάς μιλάει για έναν διάσημο εβραίο ραβίνο; τον Μπάαλ Σεμ Τοβ. Ο Μπάαλ Σεμ Τοβ ήταν πολύ γνωστός μέσα στην κοινό τητά του γιατί όλοι έλεγαν ότι ήταν ένας άνθρωπος τόσο ευσεβής, τόσο γενναιόδωρος, με τόσο αγνή και καθαρή ψυχή, που ο θεός άκουγε τα λόγια του όταν μιλούσε. Είχε δημιουργηθεί μια παράδοση σ’ εκείνο το χωριό: όλοι όσοι είχαν κάποια ανικανοποίητη επιθυμία ή χρειά ζονταν κάτι που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν, πήγαι ναν να δουν τον ραβίνο. Ο Μπάαλ Σεμ Τοβ συναντιόταν μαζί τους μια φορά το χρόνο, τη μέρα που επέλεγε ο ίδιος. Και τους οδηγού 143
Χ Ο ΡΧ Ε ΜΠΟΥΚΑΪ
σε όλους σε ένα μέρος μοναδικό που γνώριζε, στη μέση του δάσους. Όταν έφταναν εκεί, λέει ο μύθος, ο Μπάαλ Σεμ Τοβ άναβε μια φωτιά με φύλλα και κλαδιά, μ’ έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο και όμορφο, και μετά τραγουδούσε κάποια λόγια με πολύ χαμηλή φωνή, σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του. Και λένε... Πως άρεσαν τόσο πολύ στον θεό εκείνα τα λόγια του Μπάαλ Σεμ Τοβ, πως τον ενθουσίαζε τόσο εκείνη η φωτιά η αναμμένη μ’ εκείνον τον τρόπο, πως αγα πούσε τόσο εκείνη τη συγκέντρωση ανθρώπων στο δά σος... που δεν μπορούσε να αντισταθεί στη έκκληση του Μπάαλ Σεμ Τοβ, και ικανοποιούσε τις επιθυμίες όλων όσοι βρίσκονταν εκεί. Όταν πέθανε ο ραβίνος, ο κόσμος συνειδητοποίησε ότι κανείς δεν γνώριζε τα λόγια που τραγουδούσε ο Μπάαλ Σεμ Τοβ όταν πήγαιναν όλοι μαζί να ζητήσουν κάτι. Αλλά γνώριζαν το μέρος στο δάσος, και ήξεραν πώς ν’ ανάψουν τη φωτιά. Μια φορά το χρόνο, συνεχίζοντας την παράδοση που είχε καθιερώσει ο Μπάαλ Σεμ Τοβ, όλοι όσοι είχαν ανικανοποίητες ανάγκες και επιθυμίες μαζεύονταν σ’ εκείνο το ίδιο μέρος στο δάσος, άναβαν τη φωτιά με τον τρόπο που είχαν μάθει από τον γέρο ραβίνο και, επειδή δεν γνώριζαν τα λόγια του, τραγουδούσαν οποιοδήποτε τραγούδι ή ψαλμό, ή απλά κοιτάζονταν και μιλούσαν για 144
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ
οποιοδήποτε θέμα σ’ εκείνο το ίδιο σημείο γύρω απ’ τη φωτιά. Και λένε... Πως άρεσε τόσο πολύ στο Θεό εκείνη η φωτιά, πως του άρεσε τόσο εκείνο το μέρος στο δάσος κι εκείνη η συγκέντρωση ανθρώπων... που αν και κανείς δεν έλεγε τα κατάλληλα λόγια, και πάλι ικανοποιούσε τις επιθυ μίες όλων όσοι βρίσκονταν εκεί. Ο χρόνος πέρασε και, από γενιά σε γενιά, χάθηκε η σοφία... Κι εδώ βρισκόμαστε εμείς. Εμείς δεν ξέρουμε ποιο είναι το μέρος στο δάσος. Δεν ξέρουμε ποια είναι τα λόγια... Ούτε και ξέρουμε ν’ ανάβουμε τη φωτιά όπως το έκανε ο Μπάαλ Σεμ Τοβ... Ωστόσο, υπάρχει κάτι που σίγουρα ξέρουμε.
Ξέρουμε αυτήν την ιστορία. Ξέρουμε αυτό το παραμύθι... Και λένε... Πως ο Θεός αγαπάει τόσο αυτό το παραμύθι, 145
Χ Ο ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
πως του αρέσει τόσο αυτή η ιστορία, που αρκεί κάποιος να τη διηγηθεί και κάποιος να την ακούσει ώστε Εκείνος, ευχαριστημένος, να ικανοποιήσει οποιαδήποτε επιθυμία και ανάγκη όλων όσοι μοιράζονται αυτή τη στιγμή... Ας είναι έτσι...
146
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή (Οι τρεις α λή θειες)........................................... 7 Ο ερευνητής........................................................................ 17 Ο τρομερός εχ θ ρ ό ς........................................................... 23 Να γνωρίζεις χωρίς να θέλεις........................................... 33 Γιάννης Κουτσοπόδης....................................................... 35 Συνειδητοποίηση ............................................................... 41 Το παραμύθι μέσα στο παραμύθι................................... 45 Α πληστία................................... ..........................................49 Η αρκούδα........................................................................... 51 Μόνο από έρωτα ................................................................57 Συμφωνία του Σ ..................................................................61 Εμπόδια................................................................................ 63 Ήταν μια φ ο ρ ά ....................................................................67 Τα παιδιά ήταν μόνα ......................................................... 69 Συντομία.............................................................................. 73 Η πόλη των πηγαδιών ...................................................... 75 Η λογική του μεθυσμένου................................................81 Ιστορία χωρίς Σ ................................................................... 83 Θ έλ ω ......................................................................................89 Μικρή αυτοβιογραφική ιστορία..................................... 91 Η θλίψη και η οργή.............................................................99 Γράμμα ομολογίας από ένα δολοφόνο ........................ 101 Ψευδαίσθηση......................... ............................................115 147
Χ Ο ΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
Ο πολεμιστής....................................................................117 Επανάσταση ...................................................................... 123 Όνειρα σπόροι ................................................................. 125 Νεκρολογία για έναν μοναδικό άνθρωπο.................. 129 Ένα μέρος στο δ ά σ ο ς ...................................................... 143
c c
'}-fruv μια qx)Qd... «μια φορά»
που από το πολΰ ποι» τη διηγήθηκαν 'ακοι'κττηκε τόσες φο