JOHN VERDON (2014) - Ο ΠΗΤΕΡ ΠΑΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ.pdf

December 22, 2017 | Author: Anonymous yr6Scno | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download JOHN VERDON (2014) - Ο ΠΗΤΕΡ ΠΑΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ.pdf...

Description

John verdon Ο Πίτερ Παν πρέπει να πεθάνει Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ

Τίτλος πρωτοτύπου: PETER PAN MUST DIE • © John Verdon, 2014 • © Για όλο τον κόσμο, εκδόσεις διόπτρα, 2014 • Εκδίδεται κατόπιν συμφωνίας με το The Friedrich Agency Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. ISBN: 978-960-364-822-2 Ηλεκτρονική έκδοση: Δεκέμβριος 2014 Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ Επιμέλεια-Διόρθωση: Γιώργος Ρουσσόπουλος Ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Ελένη Οικονόμου, Εκδόσεις Διόπτρα Σχεδιασμός εξωφύλλου: Γιώργος Παναρετάκης, Εκδόσεις Διόπτρα

Για τη Ναόμι

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

5

Πρόλογος Πολύ πριν αρχίσουν τα φονικά ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ που ονειρευόταν να γίνει ο αρχηγός ενός σπουδαίου έθνους. Μιας πυρηνικής υπερδύναμης. Ως πρόεδρος, θα είχε το δάχτυλό του στο κουμπί των πυρηνικών όπλων. Ένα τρέμουλο του δάχτυλου αυτού και οι πύραυλοι θα εκτοξεύονταν. Πόλεις αχανείς θα αφανίζονταν. Μπορούσε να θέσει τέλος στη δυσωδία του ανθρώπινου είδους. Να καθαρίσει την επιφάνεια της γης απ’ τη σαπίλα. Μαζί με την ωριμότητα, ωστόσο, είχε έρθει και μια πιο πρακτική θεώρηση του κόσμου, μια πιο ρεαλιστική αίσθηση του τι ήταν εφικτό. Ήξερε ότι το κουμπί των πυρηνικών δεν θα ήταν ποτέ μέσα στις δυνατότητές του. Όμως υπήρχαν κι άλλα κουμπιά, κι άλλοι διακόπτες. Πατώντας ένα κάθε φορά, πολλά μπορούσαν να επιτευχθούν. Όσο το σκεφτόταν –και στα χρόνια της εφηβείας του δεν σκεφτόταν και τίποτε άλλο– ένα σχέδιο για το μέλλον του άρχισε να παίρνει σχήμα λίγο-λίγο. Με τον καιρό κατάλαβε ποια θα ήταν η ξεχωριστή του αποστολή – η τέχνη του, η ειδικότητά του, το πεδίο όπου θα αρίστευε. Και δεν ήταν και μικρή υπόθεση, καθώς τα προηγούμενα χρόνια δεν ήξερε τίποτα σχεδόν για τον εαυτό του, δεν είχε καμία συναίσθηση του ποιος ή τι ήταν. Είχε ελάχιστες αναμνήσεις πριν από την ηλικία των δώδεκα χρόνων. Μόνο τον εφιάλτη. Τον εφιάλτη που επέστρεφε ξανά και ξανά. Το τσίρκο. Τη μητέρα του, πιο μικροκαμωμένη απ’ τις άλλες γυναίκες. Το φρικτό γέλιο. Τη μουσική του καρουσέλ. Το βαθύ, ασταμάτητο γρύλισμα των ζώων. Τον κλόουν. Τον θεόρατο κλόουν που του έδινε λεφτά και τον πονούσε. Τον κλόουν που αγκομαχούσε και που η ανάσα του μύριζε εμετό. Και τα λόγια. Τόσο ξεκάθαρα στον εφιάλτη που οι αιχμές τους ήταν το ίδιο κοφτερές σαν τον πάγο που σπάει σε ένα κομμάτι πέτρα.

6

JOHN VERDON

«Αυτό θα είναι το μυστικό μας. Έτσι και το πεις σε κανέναν, θα σου κόψω τη γλώσσα και θα ταΐσω με αυτή την τίγρη».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

7

8

JOHN VERDON

Μέρος Πρώτο Ένας ανέφικτος φόνος

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

9

Κεφάλαιο 1 Η σκιά του θανάτου ΣΤΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΟΡΗ ΚΑΤΣΚΙΛ, στα βόρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, ο Αύγουστος ήταν ένας μήνας ασταθής, παλινδρομώντας ανάμεσα στις λαμπερές δόξες του Ιουλίου και τις τεφρές καταιγίδες του μεγάλου χειμώνα που ζύγωνε. Ήταν ένας μήνας που μπορούσε να αποσαθρώσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Ήταν λες κι έτρεφε τη σύγχυση του Ντέιβ Γκάρνεϊ ως προς το ρόλο του στη ζωή – μια σύγχυση που είχε αρχίσει με τη συνταξιοδότησή του απ’ την αστυνομία της Νέας Υόρκης τρία χρόνια πριν, έπειτα από είκοσι πέντε χρόνια στη δουλειά, και είχε ενταθεί όταν μαζί με τη Μάντλιν είχαν μετακομίσει στην ύπαιθρο απ’ τη γενέτειρά τους όπου μεγάλωσαν, μορφώθηκαν και σταδιοδρόμησαν. Εκείνη τη στιγμή, ένα συννεφιασμένο απόγευμα της τελευταίας εβδομάδας του Αυγούστου, με τους κεραυνούς να βροντούν στα χαμηλότερα σύννεφα, ανηφόριζαν το λόφο Μπάροου, ακολουθώντας τα απομεινάρια ενός χωματόδρομου που συνέδεε τρία μικρά νταμάρια κυανωπού ψαμμίτη, εγκαταλειμμένα από καιρό και γεμάτα αγκαθωτούς θάμνους με άγρια βατόμουρα. Ο Ντέιβ ανέβαινε με κόπο στο κατόπι της Μάντλιν καθώς αυτή κατευθυνόταν προς τον χαμηλό ογκόλιθο όπου συνήθως σταματούσαν για να ξαποστάσουν, κι έκανε ό,τι μπορούσε για να ακολουθήσει τη συμβουλή που του έδινε συχνά: Κοίτα γύρω σου. Βρίσκεσαι σε ένα πανέμορφο μέρος. Προσπάθησε μόνο να χαλαρώσεις και να ρουφήξεις την ομορφιά. «Λίμνη εμβάθυνσης είναι εκείνη εκεί;» ρώτησε η Μάντλιν. Ο Γκάρνεϊ ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Πού;»

10

JOHN VERDON

«Εκεί». Κι έγνεψε με το κεφάλι προς τη βαθιά, ασάλευτη λίμνη που γέμιζε την πλατιά κοιλότητα που είχε αφήσει χρόνια πριν η αφαίρεση του ψαμμίτη. Κυκλική σε σχήμα, απλωνόταν απ’ το σημείο όπου βρίσκονταν, πλάι στο μονοπάτι, ίσαμε μια συστάδα υδρόφιλες κλαίουσες ιτιές στην άλλη άκρη – μια επιφάνεια σαν γυαλί γύρω στα εξήντα μέτρα πλατιά που καθρέφτιζε τα κυρτά κλαδιά των δέντρων με τόση ακρίβεια, που το αποτέλεσμα έμοιαζε με φωτογραφική οφθαλμαπάτη. «Λίμνη εμβάθυνσης;» «Διάβαζα ένα υπέροχο βιβλίο πεζοπορίας για τα Χάιλαντ της Σκοτίας», είπε εκείνη όλο σοβαρότητα, «κι ο συγγραφέας αναφερόταν ξανά και ξανά σ’ αυτές τις λίμνες εμβάθυνσης, σκαμμένες μες στο βράχο. Είχα την εντύπωση πως ήταν μικρότερες». «Χμμ...» Η απάντηση που δεν ήρθε οδήγησε σε μια μακρά σιωπή, την οποία εντέλει διέκοψε η Μάντλιν. «Βλέπεις εκείνο το σημείο; Εκεί σκεφτόμουν να χτίσουμε το κοτέτσι, πλάι στο περιβόλι με τα σπαράγγια». Ο Γκάρνεϊ κοιτούσε κατηφής την αντανάκλαση από τις ιτιές. Σήκωσε το βλέμμα ακολουθώντας τη ματιά της· ήταν στραμμένη σε μια απαλή πλαγιά μέσα από ένα άνοιγμα στο δάσος, δημιουργημένο από έναν εγκαταλειμμένο δρόμο υλοτομίας. Ένας απ’ τους λόγους για τους οποίους ο βράχος πλάι στο παλιό νταμάρι είχε γίνει το σημείο όπου ξαπόσταιναν συνήθως, ήταν επειδή επρόκειτο για το μοναδικό σημείο στο μονοπάτι απ’ όπου φαινόταν το κτήμα τους –η παλιά αγροικία, τα περιβόλια, οι ξέφραγες μηλιές, η λιμνούλα, ο πρόσφατα ξαναχτισμένος στάβλος, τα γύρω βοσκοτόπια της πλαγιάς (καιρό αφρόντιστα και γεμάτα, αυτή την περίοδο του χρόνου, με γαλατσίδες και μαργαρίτες), το κομμάτι απ’ το βοσκοτόπι πλάι στο σπίτι τους, που κούρευαν και αποκαλούσαν γκαζόν, το πέρασμα μέσα απ’ το χαμηλότερο βοσκοτόπι που επίσης κούρευαν και αποκαλούσαν ράμπα– και η Μάντλιν, καθισμένη τώρα στο βράχο, πάντα έμοιαζε να απολαμβάνει τη μαγευτική θέα που χάριζαν όλες αυτές οι ομορφιές –φυσικές και τεχνητές– σαν μέσα από κορνίζα. Ο Γκάρνεϊ δεν μοιραζόταν τα αισθήματά της. Η Μάντλιν είχε ανακαλύψει το βράχο μόνη της λίγο μετά τη μετακόμιση, κι απ’ την

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

11

πρώτη στιγμή που του είχε δείξει το σημείο, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ο ίδιος ήταν πως επρόκειτο για την ιδανική τοποθεσία απ’ όπου ένας ακροβολιστής μπορούσε να σημαδεύει όποιον έμπαινε ή έβγαινε απ’ το σπίτι. (Είχε βεβαίως την ευθυκρισία να μη μοιραστεί τη σκέψη αυτή μαζί της. Η Μάντλιν εργαζόταν τρεις μέρες τη βδομάδα στην τοπική ψυχιατρική κλινική, και δεν ήθελε να της μπαίνουν ιδέες ότι έχρηζε ψυχιατρικής παρακολούθησης για παράνοια.) Η ανάγκη να αποκτήσουν κοτέτσι, το επίδοξο μέγεθος και η εμφάνισή του, καθώς και το σημείο όπου έπρεπε να χτιστεί, είχαν γίνει καθημερινά θέματα συζήτησης – ολοφάνερα συναρπαστικά για εκείνη, κάπως εκνευριστικά για τον ίδιο. Είχαν αγοράσει τέσσερις κότες στα τέλη του Μάη ύστερα από επιμονή της Μάντλιν και μέχρι στιγμής τις στέγαζαν στο στάβλο – αλλά η ιδέα να τις μεταφέρουν σε νέα τοποθεσία του οικοπέδου την είχε κερδίσει. «Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε ένα ωραίο κοτετσάκι, με ένα περιφραγμένο μονοπάτι ανάμεσα στα σπαράγγια και τις μηλιές», είπε χαρωπά, «ώστε τις ζεστές μέρες να έχουν σκιά». «Εντάξει». Η λέξη τού βγήκε με τόνο πιο κουρασμένο απ’ ό,τι σκόπευε. Η συζήτηση μπορεί να είχε τελειώσει εκεί, αν την προσοχή της Μάντλιν δεν είχε αποσπάσει κάτι άλλο. Έγειρε το κεφάλι. «Τι είναι;» ρώτησε ο Γκάρνεϊ. «Άκου». Ο Γκάρνεϊ περίμενε – κάτι όχι και τόσο ασυνήθιστο. Η ακοή του ήταν φυσιολογική, αλλά της Μάντλιν ήταν το κάτι άλλο. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, καθώς το αεράκι που θρόιζε στις φυλλωσιές υποχωρούσε, άκουσε κι αυτός κάτι πέρα, κάπου χαμηλά στο λόφο, μπορεί και στο δρόμο απ’ την πόλη που κατέληγε σε αδιέξοδο στην κάτω άκρη της κουρεμένης «ράμπας» τους. Καθώς ο ήχος δυνάμωνε, αναγνώρισε το χαρακτηριστικό μουγκρητό ενός οχτακύλινδρου κινητήρα με τρύπια εξάτμιση. Ήξερε κάποιον που οδηγούσε ένα παλιό θηρίο που έκανε ακριβώς αυτόν το σαματά –μία μερικώς αναπαλαιωμένη κόκκινη Πόντιακ GTO του 1970–, κάποιον για τον οποίο ο θρασύς ήχος της εξάτμισης λειτουργούσε ως η τέλεια σύσταση. Ο Τζακ Χάρντγουικ.

12

JOHN VERDON

Ένιωσε το σαγόνι του να σφίγγεται στην προοπτική της επίσκεψης του επιθεωρητή, με τον οποίο είχε μια κοινή και τόσο αλλόκοτη ιστορία παραλίγο θανατηφόρων εμπειριών, επαγγελματικών επιτυχιών και προσωπικών συγκρούσεων. Όχι ότι δεν περίμενε την επίσκεψή του. Μάλιστα, ήξερε ότι θα ερχόταν απ’ τη στιγμή που είχε πληροφορηθεί την επιβεβλημένη αποχώρηση του Χάρντγουικ απ’ την Αστυνομική Διεύθυνση Ανθρωποκτονιών της πολιτείας. Και συνειδητοποιούσε ότι η ένταση που ένιωθε τώρα είχε μεγάλη σχέση με όσα είχαν συμβεί πριν από την αποχώρηση αυτή. Κάτι που αφορούσε ένα μεγάλο χρέος, και κάποιου είδους πληρωμή που εκκρεμούσε. Μια μάζα από χαμηλά, σκούρα νέφη ξεμάκραινε γοργά απ’ την αντίπερα βουνοκορφή σαν να είχε φοβηθεί τον βίαιο θόρυβο του κόκκινου αυτοκινήτου –που πλέον φαινόταν απ’ το σημείο όπου καθόταν ο Γκάρνεϊ– καθώς ανηφόριζε τη ράμπα που οδηγούσε στο αγροτόσπιτο. Για μια στιγμή, μπήκε στον πειρασμό να μείνει στο λόφο μέχρι να φύγει ο Χάρντγουικ, αλλά ήξερε πως δεν θα κατάφερνε τίποτα έτσι – εκτός απ’ το να παρατείνει την περίοδο δυσφορίας μέχρι την αναπόφευκτη συνάντηση. Με ένα μικρό γρύλισμα αποφασιστικότητας σηκώθηκε απ’ τη θέση του στο βράχο. «Σου είχε πει ότι θα ερχόταν;» ρώτησε η Μάντλιν. Ο Γκάρνεϊ κοίταξε προς την πλαγιά. Η Πόντιακ σταμάτησε δίπλα στο σκονισμένο στέισον βάγκον τους, στο μικρό αυτοσχέδιο πάρκινγκ στο πλάι του σπιτιού. Ο θηριώδης κινητήρας της Πόντιακ βρυχήθηκε ακόμα πιο δυνατά για μια δυο στιγμές, καθώς ο οδηγός της γκάζωνε προτού τον σβήσει. «Τον περίμενα γενικώς και αορίστως», είπε ο Γκάρνεϊ, «όχι κατ’ ανάγκη σήμερα». «Θέλεις να τον δεις;» «Θα έλεγα ότι αυτός θέλει να με δει, κι εγώ θέλω μόνο να ξεμπερδεύω». Η Μάντλιν έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε, σπρώχνοντας τα κοντά καστανά μαλλιά της προς τα πίσω. Καθώς έστριβαν στο μονοπάτι, η επιφάνεια-καθρέφτης της λίμνης τρεμούλιασε απ’ το ξαφνικό αεράκι, διαλύοντας την ανεστραμμένη εικόνα απ’ τις ιτιές και τον ουρανό σε χιλιάδες ασαφείς ακίδες πράσινου και γκρι.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

13

Αν ο Γκάρνεϊ ήταν απ’ αυτούς που πιστεύουν σε οιωνούς, μπορεί να είχε ερμηνεύσει τη θρυμματισμένη εικόνα ως σημάδι της επικείμενης καταστροφής.

14

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 2 Τα κατακάθια της γης ΣΤΑ ΜΙΣΑ ΤΟΥ ΛΟΦΟΥ, καθώς προχωρούσαν πια μέσα στο δάσος χωρίς να φαίνονται απ’ το σπίτι, χτύπησε το κινητό του Γκάρνεϊ. Αναγνώρισε τον αριθμό του Χάρντγουικ. «Καλημέρα, Τζακ». «Και τα δυο σου αμάξια είναι εδώ. Στο υπόγειο κρύβεσαι;» «Μια χαρά, ευχαριστώ. Εσύ πώς είσαι;» «Πού διάολο είσαι;» «Κατηφορίζω μέσα απ’ τις κερασιές, καμιά τρακοσαριά μέτρα στ’ αριστερά σου». «Σ’ αυτόν το λόφο μ’ αυτά τα κίτρινα χολεριασμένα δέντρα;» Ο Χάρντγουικ είχε τον τρόπο να δαιμονίζει τον Γκάρνεϊ. Δεν ήταν μόνο οι διάφορες μπηχτές, ούτε η απόλαυση που έμοιαζε να αντλεί απ’ τη διατύπωσή τους· ήταν που έμοιαζε τρομακτικά με αντίλαλο μιας φωνής απ’ τα παιδικά χρόνια του Γκάρνεϊ – την ανηλεώς σαρδόνια φωνή του πατέρα του. «Ναι, στα χολεριασμένα δέντρα. Πώς μπορώ να σε βοηθήσω, Τζακ;» Ο Χάρντγουικ καθάρισε το λαιμό του με αηδιαστικό ενθουσιασμό. «Το θέμα είναι πώς μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο... και τα ρέστα. Παρεμπιπτόντως, πρόσεξα πως έχεις αφήσει την πόρτα ξεκλείδωτη. Σε πειράζει να μπω να περιμένω μέσα; Εδώ έξω είναι τίγκα στις κωλόμυγες». Ο Χάρντγουικ, άντρας γεροδεμένος με ροδαλό πρόσωπο, πρόωρα γκριζαρισμένο

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

15

μαλλί κουρεμένο στρατιωτικά, και γαλανά μάτια που θύμιζαν ανησυχητικά χάσκι της Αλάσκας, στεκόταν στο κέντρο του μεγάλου ενιαίου δωματίου που κάλυπτε το μισό ισόγειο. Στη μία άκρη του βρισκόταν ο πάγκος της κουζίνας. Ένα στρογγυλό τραπέζι από ξύλο πεύκου ήταν στριμωγμένο σε μια γωνία πλάι σε δύο μπαλκονόπορτες. Στην άλλη άκρη ήταν το σαλόνι, διαρρυθμισμένο γύρω από ένα πελώριο πέτρινο τζάκι και μια χωριστή ξυλόσομπα. Στη μέση βρισκόταν μια απλή, μοναστηριακή τραπεζαρία με έξι καρέκλες με δερμάτινη ράχη. Το πρώτο που πρόσεξε ο Γκάρνεϊ μπαίνοντας στο δωμάτιο ήταν κάτι παράξενο στην έκφραση του Χάρντγουικ. Ακόμα και ο πρόστυχος τόνος στην αρχική του ερώτηση –«Η θεσπέσια Μάντλιν πού είναι;»– έμοιαζε αλλόκοτα βεβιασμένος. «Εδώ είμαι», είπε εκείνη, βγαίνοντας απ’ το δωματιάκι των παπουτσιών και πηγαίνοντας προς το νεροχύτη με ένα χαμόγελο μισό φιλόξενο και μισό στρεσαρισμένο. Κρατούσε μια χούφτα μενεξεδιές μαργαρίτες που είχε μόλις κόψει απ’ το πλαϊνό βοσκοτόπι. Τις ακούμπησε δίπλα στο στραγγιστήρι των πιάτων και κοίταξε τον Γκάρνεϊ. «Τα λουλούδια τα αφήνω εδώ. Θα βρω μετά βάζο να τα βάλω. Λέω να ανεβώ επάνω να κάνω λίγη εξάσκηση». Καθώς τα βήματά της απομακρύνονταν προς το επάνω πάτωμα, ο Χάρντγουικ χαμογέλασε πλατιά και ψιθύρισε: «Η εξάσκηση οδηγεί στην τελειότητα. Και σε τι εξασκείται;» «Στο τσέλο». «Α, βέβαια. Ξέρεις γιατί οι άνθρωποι λατρεύουν τόσο το τσέλο;» «Επειδή έχει ωραίο ήχο;» «Αχ, Ντέιβι αγορίνα, να και η ευθύβολη, σοβαρή, διεισδυτική ματιά σου για την οποία φημίζεσαι». Ο Χάρντγουικ έγλειψε τα χείλη του. «Αλλά ξέρεις τι ακριβώς κάνει τον συγκεκριμένο ήχο τόσο ωραίο;» «Γιατί δεν μου λες να τελειώνουμε, Τζακ;» «Και να σου στερήσω τη χαρά να λύσεις τον μικρό μου γρίφο;» Έγνεψε αρνητικά με θεατρινίστικη υπερβολή. «Ούτε κατά διάνοια. Μια μεγαλοφυΐα όπως εσύ χρειάζεται τέτοιες προκλήσεις. Ειδάλλως μπαγιατεύει».

16

JOHN VERDON

Καθώς ο Γκάρνεϊ κοιτούσε επίμονα τον Χάρντγουικ, συνειδητοποίησε τι ήταν αλλιώτικο, λάθος. Κάτω απ’ την επιθετική ψιλοκουβέντα, που ήταν η συνήθης προσέγγισή του σε όλα τα ζητήματα, έμοιαζε να κρύβεται μια όχι και τόσο συνήθης αγωνία. Η αιχμηρότητα ήταν κομμάτι της προσωπικότητας του Χάρντγουικ, αλλά αυτό που ανίχνευε τώρα ο Γκάρνεϊ στην έκφρασή του ήταν κάτι περισσότερο αγχώδες παρά αιχμηρό. Τον έκανε να αναρωτιέται τι τον περίμενε. Η περίεργη διάθεση του επισκέπτη του ήταν μεταδοτική. Και δεν βοηθούσε το γεγονός ότι η Μάντλιν είχε διαλέξει να προβάρει ένα ιδιαιτέρως νευρικό κομμάτι. Ο Χάρντγουικ άρχισε να κάνει το γύρο του μεγάλου δωματίου, αγγίζοντας τη ράχη μιας καρέκλας, τη γωνία ενός τραπεζιού, τις γλάστρες με τα φυτά, τις διακοσμητικές γαβάθες και τα κηροπήγια που η Μάντλιν είχε αγοράσει απ’ τις φτηνές αντικερί της περιοχής. «Υπέροχο το σπιτάκι σας! Ένα χάρμα! Τόσο αυθεντικό το γαμιόλικο!» Κοντοστάθηκε και πέρασε τα χέρια μέσα απ’ τα όρθια μαλλιά του. «Καταλαβαίνεις τι εννοώ». «Τι ακριβώς είναι αυθεντικό;» «Η όλη φάση εδώ – καθαρή επαρχία. Κοίτα τη μαντεμένια ξυλόσομπα, αμερικάνικης κατασκευής, πιο αμερικάνικη κι απ’ τις πουτάνες τις τηγανίτες. Και κοίτα κι εσένα – αδύνατος, Αμερικάνος μέχρι το μεδούλι, με το στιλάκι του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Και κοίτα κι αυτό το ευμεγέθες σανίδι, τίμιο κι απλό σαν τα δέντρα απ’ όπου προήλθε». «Το ευμέγεθες». «Παρντόν;» «Το ευμέγεθες σανίδι. Όχι ευμεγέθες». Ο Χάρντγουικ σταμάτησε το πέρα-δώθε. «Τι σκατά θες να πεις;» «Έχει κάποιο σκοπό αυτή σου η επίσκεψη;» Ο Χάρντγουικ έκανε ένα μορφασμό. «Αχ, Ντέιβι, Ντέιβι – μια ζωή, το μυαλό στη δουλειά. Απορρίπτεις την προσπάθειά μου να κάνω κουβέντα, την προσπάθειά μου να λιπάνω την όλη επαφή, τα φιλικά κομπλιμέντα μου για την πουριτανική απλότητα του οικιακού σας διάκοσμου...» «Τζακ!» «Μάλιστα. Προέχει η δουλειά. Ποιος τη γαμεί την κουβέντα. Πού καθόμαστε;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

17

Ο Γκάρνεϊ του έδειξε το στρογγυλό τραπέζι πλάι στις μπαλκονόπορτες. Μόλις κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον, ο Γκάρνεϊ έγειρε προς τα πίσω και περίμενε. Ο Χάρντγουικ έκλεισε τα μάτια, μαλάζοντας άγαρμπα το μούτρο του με τα χέρια του σαν να προσπαθούσε να ξεριζώσει κάποια βαθιά φαγούρα κάτω απ’ το δέρμα. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια πάνω στο τραπέζι και το πήρε απόφαση να μιλήσει. «Ρωτάς αν έχει κάποιο σκοπό η επίσκεψή μου. Ναι, έχει. Μια ευκαιρία. Ξέρεις αυτό το σημείο στον Ιούλιο Καίσαρα του Σαίξπηρ, που λέει για την παλίρροια στις υποθέσεις των ανθρώπων;» «Όχι. Τι λέει;» Ο Χάρντγουικ έγειρε προς το μέρος του, λες και τα λόγια που ετοιμαζόταν να ξεστομίσει περιείχαν το υπέρτατο μυστικό της ζωής. Η χρόνια χλεύη είχε εξαφανιστεί απ’ τη φωνή του. «Είναι παλίρροια τα πράγματα τ’ ανθρώπινα Αν πιαστούν στην πλήμμη, οδηγούν σ’ επιτυχία Αν η επιτυχία τους ξεφύγει Όλης της ζωής τους το ταξίδι ξέρες κι αθλιότητες». «Το αποστήθισες ειδικά για μένα;» «Στο σχολείο το είχα μάθει. Και μου κόλλησε». «Πρώτη φορά σ’ ακούω να το μνημονεύεις». «Δεν είχε βρεθεί ποτέ η κατάλληλη περίσταση». «Αλλά τώρα...;» Ένα τικ έκανε τη γωνία των χειλιών του Χάρντγουικ να τρεμουλιάσει. «Τώρα, η κατάλληλη στιγμή έφτασε». «Κάποια παλίρροια στις υποθέσεις σου;» «Στις δικές μας υποθέσεις». «Δικές μας;» «Ακριβώς». Ο Γκάρνεϊ έμεινε σιωπηλός για λίγο, κι έμεινε να κοιτάζει απλώς το ξαναμμένο, στρεσαρισμένο πρόσωπο που είχε απέναντί του. Συνειδητοποίησε ότι ένιωθε πολύ πιο άβολα μ’ αυτή την αιφνιδιαστικά

18

JOHN VERDON

απογυμνωμένη και σοβαρή εκδοχή του Τζακ Χάρντγουικ απ’ ό,τι όλα αυτά τα χρόνια με τον αιώνιο κυνισμό του. Για μερικές στιγμές, ο μόνος ήχος μες στο σπίτι ήταν το τσέλο και η αιχμηρή μελωδία ενός κομματιού των αρχών του εικοστού αιώνα που η Μάντλιν πάλευε να μάθει εδώ και μια βδομάδα. Σχεδόν ανεπαίσθητα, το στόμα του Χάρντγουικ τρεμούλιασε πάλι. Βλέποντας το τικ για δεύτερη φορά και περιμένοντας να συμβεί και τρίτη, ο Γκάρνεϊ ένιωθε ολοένα και μεγαλύτερο εκνευρισμό. Γιατί, στα μάτια του, υπονοούσε ότι η πληρωμή που ο Χάρντγουικ θα απαιτούσε από στιγμή σε στιγμή για το χρέος που είχε εγγραφεί μήνες πριν, επρόκειτο να είναι βαριά. «Θα μου πεις καμιά φορά τι σ’ έφερε εδώ;» «Μ’ έφερε εδώ η υπόθεση της δολοφονίας του Σπόλτερ». Ο Χάρντγουικ πρόφερε τις τελευταίες λέξεις με έναν παράξενο συνδυασμό βαρύτητας και περιφρόνησης. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα μάτια του Γκάρνεϊ, σαν να αναζητούσε την αρμόζουσα αντίδραση. Ο Γκάρνεϊ συνοφρυώθηκε. «Λες γι’ αυτή τη σύζυγο του πολιτικού που πυροβόλησε τον πλούσιο άντρα της στο Λονγκ Φολς;» Στις αρχές του χρόνου, η υπόθεση είχε αποτελέσει αντικείμενο ζουμερών και γραφικών τηλεοπτικών ρεπορτάζ. «Αυτή λέω, ναι». «Απ’ ό,τι θυμάμαι, επρόκειτο για ομόφωνη καταδίκη. Η τύπισσα είχε θαφτεί κάτω από μια χιονοστιβάδα αποδεικτικών στοιχείων και μαρτύρων κατηγορίας. Χώρια το κερασάκι – όταν ο σύζυγός της ο Καρλ πέθανε στη διάρκεια της δίκης». «Καλά τα θυμάσαι». Οι λεπτομέρειες άρχισαν να επιστρέφουν στη μνήμη του. «Τον πυροβόλησε στο νεκροταφείο, την ώρα που στεκόταν πάνω απ’ τον τάφο της μητέρας του, έτσι δεν είναι; Και η σφαίρα τον άφησε παράλυτο, τον έκανε φυτό». Ο Χάρντγουικ έγνεψε καταφατικά. «Φυτό στο καροτσάκι. Το οποίο ο δημόσιος κατήγορος έφερνε τσουλώντας στην αίθουσα του δικαστηρίου κάθε μέρα. Φρικαλέο θέαμα. Διαρκής υπεν-

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

19

θύμιση για τους ενόρκους όσο η γυναίκα του δικαζόταν για το κατάντημά του. Μέχρι, βεβαίως, που πέθανε στα μισά της δίκης και δεν μπορούσαν πια να τον κουβαλάνε στο δικαστήριο. Κι έτσι εξακολούθησαν με τη δίκη – απλώς άλλαξαν την κατηγορία από απόπειρα ανθρωποκτονίας σε φόνο εκ προθέσεως». «Ο Σπόλτερ ήταν ευκατάστατος μεσίτης, σωστά; Που είχε μόλις ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για κυβερνήτης με τρίτο κόμμα;» «Ναι, δικέ μου». «Κατά της εγκληματικότητας. Κατά της μαφίας. Σλόγκαν της παπάρας. ‘‘Ήρθε η ώρα να απαλλαγούμε απ’ τα κατακάθια της γης’’. Ή κάτι παρόμοιο». Ο Χάρντγουικ έγειρε πάλι προς το μέρος του. «Αυτό ακριβώς έλεγε το σύνθημα, Ντέιβι αγορίνα. Σε κάθε του λόγο κατάφερνε να αναφέρεται και στα ‘‘κατακάθια της γης’’. Κάθε αναθεματισμένη ώρα και στιγμή. ‘‘Τα κατακάθια της γης έχουν ανέλθει στην κορυφή του βόρβορου της πολιτικής διαφθοράς που μαστίζει τη χώρα’’. Τα κατακάθια αυτό... τα κατακάθια εκείνο. Δεν του άρεσε να αποκλίνει απ’ το μήνυμά του». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Απ’ ό,τι θυμάμαι η σύζυγος είχε κι ένα δεσμό, και φοβόταν ότι ο άλλος μπορεί να τη χώριζε, κάτι που θα της στοίχιζε εκατομμύρια, εκτός κι αν πρόφταινε να πεθάνει πριν αλλάξει τη διαθήκη του». «Όπως τα λες», είπε ο Χάρντγουικ χαμογελαστά. «Όπως τα λέω;» Ο Γκάρνεϊ τον κοίταξε με δυσπιστία. «Αυτή είναι η ευκαιρία-παλίρροια που μου έλεγες πριν; Η υπόθεση Σπόλτερ; Σε περίπτωση που σου έχει διαφύγει, η υπόθεση Σπόλτερ έκλεισε, έληξε, τέρμα. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, η Κέι Σπόλτερ εκτίει ισόβια κάθειρξη με υποχρεωτική φυλάκιση είκοσι πέντε ετών στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Μπέντφορντ Χιλς». «Όντως, έτσι είναι», είπε ο Χάρντγουικ. «Τότε, για τι διάολο συζητάμε;» Ο Χάρντγουικ επέτρεψε στον εαυτό του ένα παρατεταμένο, αργό χαμόγελο δίχως ίχνος ευθυμίας – το είδος της δραματικής παύσης που ο ίδιος λάτρευε και ο Γκάρνεϊ μισούσε. «Μιλάμε για το γεγονός ότι... η κυρία έπεσε θύμα σκευωρίας. Η υπόθεση εναντίον της ήταν σκέτη

20

JOHN VERDON

μαλακία, απ’ την αρχή ως το τέλος. Μια μαλακία και μισή». Και πάλι, στη γωνία των χειλιών, το ίδιο τικ. «Η ουσία είναι ότι μιλάμε για το ενδεχόμενο ανατροπής της καταδίκης της». «Και πού ξέρεις ότι η υπόθεση ήταν μαλακία;» «Της την έστησε ένας διεφθαρμένος μπάτσος». «Κι αυτό πώς το ξέρεις». «Απλώς ξέρω διάφορα. Επιπλέον, ο κόσμος μού μιλάει. Ο συγκεκριμένος μπάτσος έχει εχθρούς – και δικαίως. Δεν είναι μόνο βρόμικος, είναι ελεεινός. Ένας σκατιάρης του κερατά». Τώρα, μια νέα αγριάδα έλαμπε στα μάτια του Χάρντγουικ. «Εντάξει. Ας πούμε ότι της την έστησε ένας βρόμικος μπάτσος. Ας φτάσουμε ως το σημείο να υποθέσουμε πως ήταν αθώα. Τι σχέση έχει αυτό με σένα; Ή με μένα;» «Πέρα απ’ το ήσσον ζήτημα της δικαιοσύνης;» «Το βλέμμα σου δεν έχει καμία σχέση με δικαιοσύνη». «Και βέβαια έχει. Όλα έχουν σχέση με τη δικαιοσύνη. Το σύστημα με πήδησε. Ε, κι εγώ θα το πηδήσω το σύστημα. Έντιμα, νόμιμα, και απολύτως στο πλευρό της δικαιοσύνης. Με εξανάγκασαν σε παραίτηση επειδή αυτό ήθελαν πάντα. Ήμουν λίγο τσαπατσούλης με μερικούς φακέλους στην υπόθεση του Καλού 1 Ποιμένα που σου παραχώρησα, κάτι γραφειοκρατικές παπαριές, κι αυτό έδωσε στους λεχρίτες την κατάλληλη δικαιολογία». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. Αναρωτιόταν αν το χρέος θα μνημονευόταν – το όφελος που είχε προσπορίσει στον Γκάρνεϊ, το κόστος του τέλους της σταδιοδρομίας του που είχε πληρώσει ο Χάρντγουικ. Τώρα δεν χρειαζόταν να αναρωτιέται πλέον. Ο Χάρντγουικ εξακολούθησε. «Κι έτσι, τώρα έχω μπει στο χώρο της ιδιωτικής έρευνας. Άνεργος ντετέκτιβ προς μίσθωση. Και ο πρώτος μου πελάτης θα είναι η Κέι Σπόλτερ, μέσω του δικηγόρου που θα αναλάβει την υπόθεσή της. Έτσι, η πρώτη μου νίκη θα είναι ένας θρίαμβος». Ο Γκάρνεϊ έκανε μια παύση και συλλογίστηκε όσα είχε μόλις ακούσει. «Κι εγώ;» «Εσύ, τι;» «Είπες ότι η ευκαιρία δινόταν και στους δυο μας».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

21

«Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει. Για σένα, θα ήταν υπόθεση ζωής η όλη μαλακία που παίχτηκε. Μπουκάρεις, την κάνεις κομματάκια, και την ανασυνθέτεις σωστά. Η υπόθεση Σπόλτερ ήταν το έγκλημα της δεκαετίας, και ακολουθήθηκε απ’ τη σκευωρία της δεκαετίας. Θα έχεις τη δυνατότητα να το εξακριβώσεις, να το διορθώσεις και, στην πορεία, να διασταυρωθείς με κάποιους μπάσταρδους και να τους χώσεις κλοτσιές στ’ αρχίδια». «Δεν ήρθες ως εδώ σήμερα μόνο και μόνο για να μου δώσεις την ευκαιρία να κλοτσήσω μια χούφτα καθάρματα στ’ αρχίδια. Γιατί επιδιώκεις την ανάμειξή μου στην υπόθεση;» Ο Χάρντγουικ ανασήκωσε τους ώμους και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Για πολλούς λόγους». «Με σπουδαιότερο ποιον;» Για πρώτη φορά ο Χάρντγουικ φάνηκε να κομπιάζει. «Να βοηθήσεις να γυρίσουμε το κλειδί άλλη μια και να κλειδώσουμε τη συμφωνία». «Δεν έχεις ακόμα συμφωνία; Νόμιζα ότι η Κέι Σπόλτερ είναι πελάτισσά σου». «Είπα ότι θα είναι πελάτισσά μου. Ορισμένες νομικές λεπτομέρειες πρέπει να φύγουν απ’ τη μέση προτού την προσεγγίσω». «Λεπτομέρειες;» «Πίστεψέ με, όλα έχουν έρθει στη θέση τους. Χρειάζεται μόνο να πατήσουμε τα σωστά κουμπιά». Ο Γκάρνεϊ πρόσεξε πάλι το τικ κι ένιωσε και τους μυς του δικού του σαγονιού να σφίγγονται. Ο Χάρντγουικ βιάστηκε να συνεχίσει. «Την υπεράσπιση της Κέι Σπόλτερ είχε αναλάβει ένας παπάρας, διορισμένος απ’ το δικαστήριο, που εξακολουθεί να είναι από τεχνική άποψη ο δικηγόρος της, κάτι που αποδυναμώνει ένα κατά τα άλλα ισχυρό σύνολο επιχειρημάτων για την ανατροπή της καταδίκης. Μία εν δυνάμει σφαίρα στο όπλο της έφεσης θα ήταν η ανικανότητα στην εκπροσώπηση, αλλά ο τύπος που την εκπροσωπεί ακόμα δεν μπορεί να προβάλει τέτοιο επιχείρημα. Δεν μπορεί να πει στο δικαστή Πρέπει να αποφυλακίσετε την πελάτισσά μου επειδή είμαι ηλίθιος. Κάποιος άλλος πρέπει να τον αποκαλέσει ηλίθιο. Έτσι ορίζει ο νόμος. Οπότε, η ουσία του πράγματος...»

22

JOHN VERDON

«Για στάσου μισό λεπτό», τον διέκοψε ο Γκάρνεϊ. «Η οικογένεια πρέπει να έχει ένα κάρο λεφτά. Πώς κατέληξε με συνήγορο διορισμένο...;» «Έχουν όντως ένα κάρο λεφτά. Το θέμα είναι ότι ήταν όλα στο όνομα του Καρλ. Αυτός είχε υπό τον έλεγχό του τα πάντα, ενδεικτικό του χαρακτήρα του. Η Κέι ζούσε σαν βαθύπλουτη – χωρίς στην ουσία να έχει ούτε μια δεκάρα στο όνομά της. Από τεχνική άποψη, είναι άπορη. Και της ανατέθηκε το είδος του δικηγόρου που αναλαμβάνει συνήθως τους απόρους. Χώρια ο σφιχτός προϋπολογισμός της υπεράσπισης. Κι έτσι, όπως έλεγα και πριν, η ουσία του πράγματος είναι ότι η τύπισσα χρειάζεται νέα εκπροσώπηση. Κι έχω τον τέλειο άνθρωπο έτοιμο, να λιμάρει τα δόντια του. Ξύπνιος, μοχθηρός, χωρίς ίχνος αρχών ο καριόλης – και πάντα πεινασμένος. Εκείνη απλώς χρειάζεται να υπογράψει κάνα-δυο έγγραφα ώστε η αλλαγή να επισημοποιηθεί». Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε αν είχε ακούσει καλά. «Και περιμένεις εγώ να την ψήσω για την όλη ιδέα;» «Όχι. Σε καμία περίπτωση. Δεν χρειάζεται ψήσιμο. Θα ήθελα απλώς να είσαι μέρος της εξίσωσης». «Ποιο μέρος;» «Ο μεγάλος και τρανός επιθεωρητής ανθρωποκτονιών απ’ τη μεγαλούπολη. Με επιτυχημένη επίλυση υποθέσεων δολοφονίας και παράσημα μέχρι τα μπούνια. Ο τύπος που έφερε την υπόθεση του Καλού Ποιμένα τα πάνω-κάτω κι έκανε όλους τους σκατιάρηδες να μην ξέρουν πού να κρυφτούν». «Μου λες ότι θέλεις να παίξω το ρόλο της ευφυούς, λαμπερής βιτρίνας για σένα και γι’ αυτόν το μοχθηρό καριόλη χωρίς ίχνος αρχών;» «Δεν είναι ακριβώς έτσι. Απλώς είναι... επιθετικός. Ξέρει πώς να ελίσσεται. Και όχι, δεν θα είσαι μόνο βιτρίνα για κανέναν. Θα είσαι παίκτης, μέλος της ομάδας. Κομμάτι του λόγου για τον οποίο η Κέι Σπόλτερ πρέπει να μας προσλάβει για να ανοίξουμε την υπόθεση, να δρομολογήσουμε την έφεσή της και να ανατρέψουμε την παπαριά της καταδίκης της».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

23

Ο Γκάρνεϊ έγνεψε αρνητικά. «Δεν τα καταλαβαίνω όλα αυτά. Από τη στιγμή που δεν είχε λεφτά για να προσλάβει εξαρχής έναν ατσίδα δικηγόρο, πού τα βρήκε τώρα;» «Κατά πρώτον, εξετάζοντας την επιφανειακή ισχύ του κατηγορητηρίου, δεν υπήρχαν και πολλές ελπίδες να αθωωθεί η Κέι. Και αφού δεν μπορούσε να αθωωθεί, δεν θα είχε τον τρόπο να πληρώσει υπέρογκα νομικά έξοδα». «Τώρα όμως...;» «Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Εσύ, εγώ και ο Λεξ Μπίντσερ θα φροντίσουμε γι’ αυτό. Πίστεψέ με, αυτή τη φορά θα αθωωθεί, και οι ένοχοι θα φάνε σκατά. Κι έτσι και αθωωθεί, προβλέπεται να κληρονομήσει ένα πελώριο μέρος των μετρητών του Καρλ ως κύρια κληρονόμος». «Θες να πεις ότι αυτός ο τύπος, ο Μπίντσερ, δουλεύει υπόθεση φόνου με προοπτική τα χρήματα της αθώωσης; Αυτό δεν είναι κομματάκι παράνομο, αν όχι αντιδεοντολογικό;» «Μη χολοσκάς. Η πληρωμή δεν αναφέρεται στο έγγραφο που θα υπογράψει. Μπορείς να πεις ότι η πληρωμή του Λεξ θα εξαρτηθεί ως ένα βαθμό από την έκβαση της έφεσης, αλλά δεν υπάρχει τίποτα γραπτό που να κατοχυρώνει αυτή τη σύνδεση. Εάν αποτύχει η έφεση, η Κέι θα του χρωστάει ένα σωρό λεφτά, αλλά από τεχνική άποψη και μόνο. Αλλά μη σ’ απασχολούν όλα αυτά. Άσε να απασχολούν τον Λεξ. Εξάλλου, η έφεση θα πετύχει!» Ο Γκάρνεϊ τεντώθηκε στην καρέκλα του, κοιτώντας μέσα απ’ την πόρτα το περιβόλι με τα σπαράγγια στην άλλη άκρη της παλιάς πέτρινης βεράντας. Τα φύλλα τους είχαν φτάσει σε πολύ μεγαλύτερο ύψος απ’ ό,τι τα δύο περασμένα καλοκαίρια. Υπέθετε ότι ένας ψηλός άντρας μπορούσε να σταθεί ανάμεσά τους αθέατος. Γαλαζοπράσινα υπό φυσιολογικές συνθήκες, τώρα, κάτω απ’ τον ανήσυχο γκρίζο ουρανό, έμοιαζαν άχρωμα. Έγερναν πότε απ’ τη μια και πότε απ’ την άλλη, ανάλογα με το σποραδικό αεράκι που φυσούσε από απρόβλεπτη κάθε φορά διεύθυνση. Ο Γκάρνεϊ ανοιγόκλεισε τα μάτια, έτριψε δυνατά το πρόσωπό του και με τα δυο του χέρια, και προσπάθησε να εστιάσει και πάλι τη

24

JOHN VERDON

σκέψη του στο να περιορίσει το μπλεγμένο κουβάρι που είχε μπροστά του, στα βασικά του κομμάτια. Όπως έβλεπε το πράγμα, ο Χάρντγουικ του ζητούσε να τον βοηθήσει στο ξεκίνημα της νέας του καριέρας ως ιδιωτικού ντετέκτιβ – βοηθώντας τον να εξασφαλίσει την πρώτη του μεγάλη ανάθεση. Κι αυτή επρόκειτο να είναι η πληρωμή για τις παράτυπες χάρες που του είχε κάνει ο Χάρντγουικ στο παρελθόν, με τίμημα τη σταδιοδρομία του στην αστυνομία. Αυτό ήταν προφανές, τουλάχιστον. Υπήρχαν όμως κι άλλα που έπρεπε να εξεταστούν. Ένα απ’ τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Χάρντγουικ ήταν ανέκαθεν η τόλμη της ανεξαρτησίας του, μια ανεξαρτησία του τύπου ό,τι είναι να γίνει ας γίνει που προερχόταν απ’ το γεγονός ότι δεν ήταν δεμένος με τίποτα και με κανέναν, ούτε ένιωθε πως επιτελούσε κάποιον προκαθορισμένο σκοπό. Αλλά μ’ αυτή την υπόθεση και την ιδανική της έκβαση είχε δεθεί με αόρατα δεσμά, και αυτή η αλλαγή στάσης δεν φαινόταν και τόσο θετική στον Γκάρνεϊ. Αναρωτιόταν πώς θα ήταν η συνεργασία μ’ αυτό τον αλλαγμένο Χάρντγουικ – μ’ όλη του την αψάδα ακέραιη, μονάχα πλέον στην υπηρεσία μιας χολωμένης εμμονής. Έστρεψε την προσοχή του απ’ τα σπαράγγια στο πρόσωπο του Χάρντγουικ. «Για πες μου, τι σημαίνει αυτό το μέλος της ομάδας, Τζακ; Τι ακριβώς θα ήθελες να κάνω, πέρα απ’ το να δείχνω έξυπνος και να κουνάω τα παράσημά μου;» «Ό,τι διάολο θέλεις, κάνεις. Κοίτα, σου λέω ότι το κατηγορητήριο ήταν σάπιο απ’ την αρχή ως το τέλος. Αν ο επικεφαλής της αστυνομίας που συνεργάστηκε με την εισαγγελία δεν καταλήξει στις φυλακές της Άττικα όταν θα έχουμε τελειώσει μαζί του, τότε εγώ θα είμαι εξωγήινος. Σου εγγυώμαι εκατό τοις εκατό ότι τα βασικά δεδομένα και οι συναφείς ιστορίες θα είναι γεμάτα ασυνέπειες. Ακόμα και τα γαμημένα τα πρακτικά της δίκης είναι γεμάτα τρύπες. Και είτε το παραδέχεσαι είτε όχι, Ντέιβι αγορίνα, ξέρεις, πανάθεμά με, ότι κανένας μπάτσος στην ιστορία δεν είχε το δικό σου μάτι και αυτί όταν συνέβαιναν ασύνδετες καταστάσεις. Αυτή είναι όλη η ιστορία. Σε θέλω στην ομάδα μας. Θα μου κάνεις αυτή τη χάρη;» Θα μου κάνεις αυτή τη χάρη; Η έκκληση αντηχούσε στο μυαλό του Γκάρνεϊ. Ένιωθε ανήμπορος να πει όχι.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

25

Τουλάχιστον στη φάση αυτή. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχεις τα πρακτικά της δίκης;» «Τα έχω, ναι». «Μαζί σου;» «Στο αμάξι». «Ας... ας τους ρίξω μια ματιά. Και μετά, βλέπουμε». Ο Χάρντγουικ σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, και τώρα η νευρικότητά του έμοιαζε περισσότερο με ενθουσιασμό. «Θα σου αφήσω κι ένα αντίγραφο του επίσημου φακέλου της υπόθεσης. Έχει ένα κάρο ενδιαφέρουσες μαλακίες. Μπορεί να σε βοηθήσει». «Πού το βρήκες το αντίγραφο;» «Έχω ακόμα φίλους εδώ κι εκεί». Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε αμήχανα. «Δεν υπόσχομαι τίποτα, Τζακ». «Εντάξει. Κανένα πρόβλημα. Πάω να φέρω τα πράγματα απ’ το αμάξι. Τα κοιτάς με το πάσο σου, και κανονίζεις». Καθώς έβγαινε, κοντοστάθηκε κι έκανε μεταβολή. «Δεν θα το μετανιώσεις, Ντέιβι. Η υπόθεση Σπόλτερ έχει απ’ όλα – φρίκη, μίσος, γκάνγκστερ, πολιτικούς, χοντρά λεφτά, μεγάλα ψέματα και ίσως και μια ιδέα αιμομιξίας. Είναι και γαμώ τις υποθέσεις. Θα τη λατρέψεις!» 1. Υπόθεση με την οποία ασχολήθηκε ο Γκάρνεϊ στο προηγούμενο βιβλίο του John Verdon Άσε το διάβολο ήσυχο, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα.

26

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 3 Κάτι μες στο δάσος Η ΜΑΝΤΛΙΝ ΕΤΟΙΜΑΣΕ ένα λιτό δείπνο και οι δυο τους έφαγαν σχετικά βιαστικά και χωρίς πολλές κουβέντες. Ο Γκάρνεϊ περίμενε ότι από ώρα σε ώρα η Μάντλιν θα άνοιγε μια εξαντλητική συζήτηση για τη συνάντησή του με τον Χάρντγουικ, όμως εκείνη έκανε μόνο μία ερώτηση. «Τι θέλει από σένα;» Ο Γκάρνεϊ περιέγραψε την κατάσταση με αρκετές λεπτομέρειες – τη φύση της υπόθεσης Κέι Σπόλτερ, τη νέα ιδιότητα του Χάρντγουικ, την καταπώς φαινόταν πελώρια συναισθηματική του επένδυση στην ανατροπή της καταδίκης της Κέι, και το αίτημά του για βοήθεια. Η μόνη αντίδραση της Μάντλιν περιορίστηκε σε ένα αδιόρατο νεύμα κι ένα μόλις αισθητό «Χμμ...» Έπειτα σηκώθηκε, μάζεψε τα πιάτα και τα ασημικά, και τα πήγε στο νεροχύτη, όπου βάλθηκε να τα πλένει, να τα στεγνώνει και να τα στοιβάζει στο στραγγιστήρι. Έπειτα έβγαλε μια μεγάλη κανάτα απ’ το ντουλάπι και πότισε τα φυτά που στέκονταν στο σανίδι κάτω απ’ τα παράθυρα της κουζίνας. Με κάθε λεπτό που άφηνε το θέμα ασχολίαστο, ο Γκάρνεϊ ένιωθε όλο κι εντονότερη την επιθυμία να προσθέσει μερικές ακόμα εξηγήσεις, για να την καθησυχάσει και να δικαιολογηθεί. Πάνω που ετοιμαζόταν να το κάνει, η Μάντλιν πρότεινε να πάνε μια βόλτα μέχρι τη λιμνούλα. «Έχει τόσο ωραία βραδιά που είναι κρίμα να μείνουμε κλεισμένοι μέσα», είπε. Το ωραία δεν ήταν η λέξη που θα χρησιμοποιούσε ο Γκάρνεϊ για να περιγράψει τον αβέβαιο ουρανό με τα σύννεφα να τρέχουν πέρα-

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

27

δώθε, ωστόσο αντιστάθηκε στην παρόρμηση να διαφωνήσει. Την ακολούθησε στο δωματιάκι με τα παπούτσια πλάι στην κουζίνα, όπου η Μάντλιν φόρεσε ένα απ’ τα τροπικής λαμπερότητας νάιλον μπουφάν της. Ο Γκάρνεϊ φόρεσε μια παλιομοδίτικη λαδί ζακέτα που είχε κοντά είκοσι χρόνια. Η Μάντλιν της έριξε μια πλάγια καχύποπτη ματιά, όπως έκανε συνήθως. «Προσπαθείς να μοιάσεις με παππού;» «Εννοείς κάποιον που είναι σταθερός, φερέγγυος και αξιαγάπητος;» Η Μάντλιν ανασήκωσε ειρωνικά το ένα φρύδι. Τίποτε άλλο δεν ειπώθηκε ώσπου έφτασαν στο χαμηλό βοσκοτόπι και κάθισαν στο πολυκαιρισμένο ξύλινο παγκάκι πλάι στη λιμνούλα. Η Μάντλιν έμοιαζε, όπως πάντα, να βρίσκεται σε μια κατάσταση στατικότητας, όχι ακριβώς χαλάρωσης. Ήταν λες και το λεπτό, εκ φύσεως αθλητικό της σώμα λαχταρούσε την κίνηση όπως μερικοί οργανισμοί λαχταρούν τη ζάχαρη. Πέρα από ένα χορταριασμένο άνοιγμα ανάμεσα στο παγκάκι και το νερό, η λιμνούλα ήταν περιτριγυρισμένη από παραλίμνιες καλαμιές, όπου κοκκινόφτερα κοτσύφια έχτιζαν φωλιές και αμύνονταν κόντρα στους εισβολείς με επιθετικές βουτιές και κρωξίματα απ’ τα τέλη της άνοιξης μέχρι και το καλοκαίρι. «Πρέπει να αρχίσουμε να ξεριζώνουμε μερικά απ’ αυτά τα γιγαντιαία καλάμια», είπε η Μάντλιν, «ειδάλλως θα καταπνίξουν τα πάντα». Κάθε χρόνο τα ζιζάνια στην περιφέρεια της λιμνούλας πύκνωναν, φυτρώνοντας όλο και πιο μέσα στο νερό. Το ξερίζωμά τους, όπως είχε διαπιστώσει ο Γκάρνεϊ τη μοναδική φορά που το είχε δοκιμάσει, ήταν μια βρόμικη, κουραστική, εκνευριστική διαδικασία. «Πράγματι», είπε με τόνο αόριστο. Τα κοράκια, φωλιασμένα στις κορυφές των δέντρων στην περιφέρεια του βοσκότοπου, είχαν στήσει πια κανονική χορωδία – ένα οξύ, αδιάκοπο κρώξιμο που κάθε βράδυ έφτανε στο ζενίθ του με τη δύση του ήλιου, κι έπειτα κόπαζε γοργά σε απόλυτη σιωπή καθώς έπεφτε το σούρουπο.

28

JOHN VERDON

«Και πρέπει επιτέλους να κάνουμε κάτι μ’ εκείνο εκεί το πράγμα», πρόσθεσε η Μάντλιν, κι έδειξε το στραβό, παραμορφωμένο καφασωτό που ένας προγενέστερος ιδιοκτήτης είχε υψώσει στην αρχή του μονοπατιού που έκανε το γύρο της λιμνούλας. «Αλλά θα πρέπει να περιμένει μέχρι να χτίσουμε το κοτέτσι με ένα ωραίο, περιφραγμένο δρομάκι. Οι κότες πρέπει να μπορούν να βγαίνουν και να βολτάρουν, κι όχι να κάθονται κλεισμένες μες στο μαύρο σκοτάδι του στάβλου όλη την ώρα». Ο Γκάρνεϊ δεν απάντησε. Ο στάβλος είχε παράθυρα –δεν επικρατούσε δα και μαύρο σκοτάδι στο εσωτερικό του– αλλά αυτή ήταν μια διαφωνία που σίγουρα δεν θα οδηγούσε πουθενά. Ήταν όντως μικρότερος απ’ το αρχικό κτίσμα, που είχε καταστραφεί σε μια μυστηριώδη φωτιά πριν από κάμποσους μήνες, όταν δούλευε στην υπόθεση του Καλού Ποιμένα, αλλά οπωσδήποτε ήταν αρκετά μεγάλος για έναν κόκορα και τρεις κότες. Για τη Μάντλιν, ωστόσο, τα κλειστά μέρη ήταν στην καλύτερη περίπτωση προσωρινοί σταθμοί ανάπαυσης, ενώ ο καθαρός αέρας, παράδεισος. Ήταν ολοφάνερο ότι συμπονούσε τα κοτόπουλα γι’ αυτό που φανταζόταν ως φυλάκισή τους, και θα ήταν εξίσου εύκολο να πειστεί ότι ο στάβλος αρκούσε για κατοικία τους, όσο και να την πείσεις να εγκατασταθεί εκεί μέσα και η ίδια. Εξάλλου, δεν είχαν έρθει στη λιμνούλα προκειμένου να διαφωνήσουν για το μέλλον των καλαμιών, του καφασωτού ή των πουλερικών. Ο Γκάρνεϊ ήταν βέβαιος ότι η Μάντλιν θα έθιγε ξανά το θέμα του Τζακ Χάρντγουικ, και άρχισε να προετοιμάζει μια σειρά επιχειρημάτων που θα υπερασπίζονταν την πιθανή ανάμειξή του στην υπόθεση. Η Μάντλιν θα ρωτούσε αν σκόπευε να αναλάβει εξ ολοκλήρου ακόμα μία υπόθεση δολοφονίας στην αρχή της υποτιθέμενης συνταξιοδότησής του, και, αν όντως αυτός ήταν ο σκοπός του, για ποιο λόγο είχε βγει στη σύνταξη; Εκείνος θα της εξηγούσε πάλι ότι ο Χάρντγουικ είχε εκδιωχθεί απ’ την αστυνομία της Πολιτείας της Νέας Υόρκης εν μέρει ως συνέπεια της βοήθειας που είχε προσφέρει στον Γκάρνεϊ για την υπόθεση του Καλού Ποιμένα, και ότι η προσφορά βοήθειας σε αντάλλαγμα ήταν απλώς ζήτημα δικαιοσύνης. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

29

Η Μάντλιν θα επισήμαινε ότι ο Χάρντγουικ είχε υπονομεύσει τον εαυτό του – ότι δεν ήταν το μοίρασμα μερικών απόρρητων φακέλων που είχε οδηγήσει στην απόλυσή του, αλλά ότι έφταιγε το μακρύ ιστορικό απείθειας και ασέβειας, και η εφηβική απόλαυση που αντλούσε απ’ το ξεφούσκωμα του εγωισμού των ανωτέρων του. Το είδος αυτό της συμπεριφοράς ενείχε κάποια ρίσκα, κι έτσι είχε πέσει τσεκούρι. Ο Γκάρνεϊ θα αντέτεινε ως επιχείρημα τις λεπτές αξιώσεις της φιλίας. Εκείνη θα ισχυριζόταν ότι αυτός και ο Χάρντγουικ ποτέ δεν είχαν υπάρξει πραγματικοί φίλοι, απλώς αταίριαστοι συνάδελφοι με, περιστασιακά, κοινά ενδιαφέροντα. Εκείνος θα της υπενθύμιζε τον ιδιαίτερο δεσμό που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους χρόνια πριν, όταν είχαν συνεργαστεί στην υπόθεση του Πίτερ Πίγκερτ, και μες στην ίδια μέρα, σε σημεία διαφορετικής δικαιοδοσίας που απείχαν εκατόν εβδομήντα χιλιόμετρα μεταξύ τους, ο καθένας τους είχε βρει το μισό πτώμα της κυρίας Πίγκερτ. Η Μάντλιν θα κουνούσε το κεφάλι και θα απέρριπτε το δεσμό ως μακάβρια σύμπτωση του παρελθόντος που δεν δικαιολογούσε περαιτέρω ενέργειες επί του παρόντος. Ο Γκάρνεϊ έγειρε πάνω στο σανιδένιο παγκάκι και κοίταξε ψηλά τον γκρίζο, σαν σχιστόλιθο, ουρανό. Ένιωθε έτοιμος, αν όχι απόλυτα πρόθυμος, για την ανταλλαγή επιχειρημάτων που περίμενε να αρχίσει από στιγμή σε στιγμή. Μερικά πουλάκια, μόνα τους και σε χαλαρά ζευγάρια, πέρασαν πετώντας γρήγορα από πάνω τους, σαν να είχαν αργήσει να επιστρέψουν στην κούρνια τους. Όταν εντέλει η Μάντλιν μίλησε, ο τόνος της φωνής της και η οπτική της στο θέμα δεν ήταν αυτό που περίμενε. «Συνειδητοποιείς ότι τον έχει καταλάβει αυτή η έμμονη ιδέα», είπε, κοιτώντας πέρα τη λιμνούλα. Κατά το ήμισυ ήταν δήλωση και κατά το ήμισυ ερώτηση. «Ναι». «Ότι του έχει κολλήσει να πάρει εκδίκηση». «Πιθανόν». «Πιθανόν;»

30

JOHN VERDON

«Σύμφωνοι. Πιθανότατα». «Είναι το χειρότερο κίνητρο». «Το ξέρω». «Και ξέρεις επίσης ότι αυτό καθιστά την εκδοχή του σχετικά με την υπόθεση αφερέγγυα;» «Δεν είμαι διατεθειμένος να αποδεχτώ την εκδοχή του για κανένα θέμα. Δεν είμαι τόσο αφελής». Η Μάντλιν κοίταξε προς το μέρος του, κι έπειτα κατηύθυνε το βλέμμα της πάλι στη λιμνούλα. Απόμειναν σιωπηλοί για λίγο. Ο Γκάρνεϊ ένιωσε την παγωνιά στον αέρα, μια νοτερή ψύχρα που μύριζε χώμα. «Πρέπει να μιλήσεις με τον Μάλκολμ Κλάρετ», του είπε αποφασιστικά. Ο Γκάρνεϊ πετάρισε τα βλέφαρα και γύρισε να την κοιτάξει με γουρλωμένα μάτια. «Τι πράγμα;» «Προτού αναμειχθείς, πρέπει να του μιλήσεις». «Για ποιο λόγο, διάολε;» Τα αισθήματά του για τον Κλάρετ ήταν ανάμεικτα – όχι γιατί είχε κάτι εναντίον του, ούτε γιατί αμφέβαλλε για τις επαγγελματικές του ικανότητες, αλλά επειδή οι αναμνήσεις των περιστάσεων που είχαν οδηγήσει σε παλιότερες συναντήσεις τους εξακολουθούσαν να είναι γεμάτες πόνο και σύγχυση. «Μπορεί να σε βοηθήσει... να σε βοηθήσει να καταλάβεις για ποιο λόγο το κάνεις». «Να καταλάβω για ποιο λόγο το κάνω; Τι πάει να πει αυτό;» Η Μάντλιν δεν απάντησε αμέσως. Ούτε κι αυτός επέμεινε – τον είχε ξαφνιάσει για μια στιγμή η αιφνίδια οξύτητα στην ίδια του τη φωνή. Το είχαν θίξει ξανά το θέμα στο παρελθόν, και όχι μόνο μία φορά – το ερώτημα που αφορούσε το γιατί έκανε ό,τι έκανε, γιατί είχε γίνει επιθεωρητής εξαρχής, γιατί τον τραβούσαν συγκεκριμένα οι ανθρωποκτονίες, και γιατί εξακολουθούσαν να του μαγνητίζουν το ενδιαφέρον. Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε τι να είχε προκαλέσει την αμυντική στάση της αντίδρασής του, αφού επρόκειτο για γνώριμο έδαφος. Ένα ακόμα ζευγάρι πουλάκια, ψηλά στον ουρανό που σκοτείνιαζε ολοένα, βιάζονταν να γυρίσουν σε κάποιο πιο οικείο, και ίσως πιο ασφαλές μέρος – πιθανότατα το μέρος που θεωρούσαν σπίτι τους.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

31

Αυτή τη φορά μίλησε πιο ήπια. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς όταν λες για ποιο λόγο το κάνω». «Έχεις κοντέψει να σκοτωθείς πάρα πολλές φορές». Ο Γκάρνεϊ τραβήχτηκε λίγο. «Όταν έχεις να κάνεις με δολοφόνους...» «Σε παρακαλώ, όχι τώρα», τον διέκοψε, υψώνοντας το χέρι. «Όχι την πραγματεία περί Επικίνδυνης Δουλειάς. Δεν αναφέρομαι σ’ αυτό». «Τότε, τι...» «Είσαι ο πιο έξυπνος άνθρωπος που ξέρω. Με διαφορά. Όλες οι οπτικές, όλες οι πιθανότητες – κανείς δεν μπορεί να λύσει μια υπόθεση καλύτερα ή γρηγορότερα απ’ ό,τι εσύ. Κι ωστόσο...» Η φωνή της, άξαφνα τρεμάμενη, έσβησε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα προτού συνεχίσει. «Κι ωστόσο... για κάποιο λόγο... έχεις καταλήξει πρόσωπο με πρόσωπο με οπλισμένο παράφρονα σε τρεις διαφορετικές περιστάσεις τα δύο τελευταία χρόνια. Μια ανάσα απ’ το θάνατο κάθε φορά». Ο Γκάρνεϊ έμεινε σιωπηλός. Η Μάντλιν κοίταξε περίλυπη πέρα προς τη λίμνη. «Κάτι δεν κολλάει στην όλη εικόνα». Του πήρε μερικές στιγμές να απαντήσει. «Νομίζεις ότι θέλω να πεθάνω;» «Θέλεις;» «Και βέβαια όχι». Η Μάντλιν εξακολούθησε να κοιτάζει πέρα. Το βοσκοτόπι της πλαγιάς και το δάσος πέρα απ’ τη λιμνούλα σκοτείνιαζαν όλο και περισσότερο. Στην άκρη του δάσους, οι χρυσαφιές κηλίδες που συνέθεταν με τα ανθάκια τους οι υάκινθοι και η άγρια λεβάντα είχαν ήδη ξεθωριάσει σε αποχρώσεις του γκρι. Η Μάντλιν ένιωσε μια ελαφριά ανατριχίλα, ανέβασε το φερμουάρ του μπουφάν της ως το πιγούνι και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος, σφίγγοντας τους αγκώνες πάνω της. Κάθισαν έτσι σιωπηλοί κάμποση ώρα. Ήταν λες κι η συνομιλία τους είχε φτάσει σε έναν αλλόκοτο φραγμό ή σε μια ολισθηρή κατωφέρεια απ’ όπου δεν υπήρχε ορατή διέξοδος.

32

JOHN VERDON

Την ώρα που μια τρεμάμενη κηλίδα από ασημί φως εμφανιζόταν στο κέντρο της λιμνούλας –μια αντανάκλαση του φεγγαριού, που εκείνη τη στιγμή είχε ξεπροβάλει μέσα από μια χαραγματιά στα σύννεφα– ένας ήχος ακούστηκε απ’ τα βάθη του δάσους πίσω απ’ το παγκάκι, που έκανε τον Γκάρνεϊ να ανατριχιάσει. Μια θρηνητική νότα, μια όχι ακριβώς ανθρώπινη κραυγή απόγνωσης. «Τι διά...» «Το έχω ξανακούσει κάποια βράδια», είπε η Μάντλιν. «Κάθε φορά μοιάζει να έρχεται από διαφορετικό σημείο». Ο Γκάρνεϊ αφουγκράστηκε, περιμένοντας. Ένα λεπτό αργότερα, ήχησε πάλι, παράξενο και παρακλητικό. «Κουκουβάγια θα είναι», είπε, χωρίς να είναι και τόσο σίγουρος. Αυτό που απέφυγε να πει ήταν ότι ο ήχος τού θύμιζε χαμένο παιδί.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

33

Κεφάλαιο 4 Το απόλυτο κακό ΗΤΑΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ και οι προσπάθειες του Γκάρνεϊ να αποκοιμηθεί είχαν αποβεί άκαρπες λες και είχε πιει έξι φλιτζάνια καφέ. Το φεγγάρι, φευγαλέα ιδωμένο πάνω απ’ τη λιμνούλα, είχε εξαφανιστεί πίσω από ένα καινούριο παχύ στρώμα από σύννεφα. Και τα δύο παράθυρα ήταν ανοιχτά στο πάνω μέρος τους, αφήνοντας μια νοτερή παγωνιά να μπαίνει στο δωμάτιο. Το σκοτάδι και το άγγιγμα του υγρού νυχτερινού αέρα στο δέρμα του δημιουργούσε ένα είδος κλοιού, προκαλώντας του μια ύπουλη κλειστοφοβία. Μέσα σ’ εκείνον το μικρό, ασφυκτικό χώρο, του φαινόταν αδύνατον να παραμερίσει τις ανήσυχες σκέψεις του για τη μετέωρη και ούτε κατά διάνοια ολοκληρωμένη κουβέντα του με τη Μάντλιν για το αν επιζητούσε να πεθάνει. Όμως οι σκέψεις του δεν οδηγούσαν πουθενά, σε κανένα συμπέρασμα. Ο εκνευρισμός τον έπεισε να εγκαταλείψει το κρεβάτι. Σηκώθηκε και πήγε ψηλαφητά ως την καρέκλα όπου είχε αφήσει το πουκάμισο και το παντελόνι του. «Αφού σηκώθηκες, μπορείς να κλείσεις και τα παράθυρα στο επάνω πάτωμα». Η φωνή της Μάντλιν απ’ την άλλη άκρη του κρεβατιού μαρτυρούσε πως ήταν ξυπνητή. «Γιατί;» «Έρχεται καταιγίδα. Δεν ακούς τις βροντές που ζυγώνουν;» Δεν τις είχε ακούσει. Αλλά εμπιστευόταν το αυτί της. «Να κλείσω κι αυτά;» «Όχι ακόμα. Ο αέρας είναι σαν μετάξι». «Σαν υγρό μετάξι, θες να πεις».

34

JOHN VERDON

Την άκουσε να αναστενάζει, να πατικώνει δυο-τρεις φορές το μαξιλάρι της και να βολεύεται ξανά. «Νοτισμένο χώμα, νοτισμένο γρασίδι, υπέροχα...» Χασμουρήθηκε, έβγαλε έναν χαμηλόφωνο ήχο ικανοποίησης και σώπασε. Ο Γκάρνεϊ θαύμασε την ικανότητά της να αντλεί τόση αναζωογόνηση απ’ τα ίδια ακριβώς στοιχεία της φύσης τα οποία ο ίδιος απέφευγε ενστικτωδώς. Φόρεσε το παντελόνι και το πουκάμισό του, ανέβηκε πάνω κι έκλεισε τα παράθυρα στις δύο εφεδρικές κρεβατοκάμαρες και στο δωμάτιο που η Μάντλιν είχε αφιερώσει στο ράψιμο, το κέντημα και την εξάσκησή της στο τσέλο. Κατέβηκε πάλι, πήγε στο καθιστικό, πήρε την πλαστική σακούλα του σουπερμάρκετ με το υλικό της υπόθεσης Σπόλτερ που του είχε αφήσει ο Χάρντγουικ και την κουβάλησε στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Το βάρος της σακούλας τον προβλημάτιζε. Έμοιαζε με χοντροκομμένη προειδοποίηση. Άρχισε να απλώνει τα περιεχόμενά της στο τραπέζι. Έπειτα, καθώς θυμήθηκε τη δυσαρέσκεια της Μάντλιν την τελευταία φορά που είχε κάνει πάλι κατάληψη στο συγκεκριμένο τραπέζι για να εξετάσει τα έγγραφα που πιστοποιούσαν την πρόοδο μιας υπόθεσης δολοφονίας, τα μάζεψε όλα και τα πήγε στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά στο τζάκι, στην άλλη άκρη του δωματίου. Τα μεμονωμένα αντικείμενα περιλάμβαναν τα πλήρη πρακτικά της δίκης Πολιτεία της Νέας Υόρκης εναντίον Κάθριν Ρ. Σπόλτερ· το φάκελο της Υπηρεσίας Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας της Πολιτείας της Νέας Υόρκης σχετικά με τη δολοφονία του Σπόλτερ (μαζί με πολλά τμήματα της αρχικής αναφοράς, με φωτογραφίες και σχέδια, τον πλήρη κατάλογο των αποδεικτικών στοιχείων που είχε συλλέξει η μονάδα του Εγκληματολογικού, τα ευρήματα των εργαστηρίων, συνεντεύξεις και καταγραφές ανακρίσεων, αναφορές της ερευνητικής διαδικασίας, την έκθεση του ιατροδικαστή και τις φωτογραφίες της νεκροτομής, την αναφορά του τμήματος βαλλιστικής και πλήθος ποικίλων υπομνήσεων και απομαγνητοφωνήσεων τηλεφωνικών συνομιλιών)· μια λίστα με αιτήματα που είχαν προηγηθεί της δίκης (όλα τους υπηρεσιακής διεκπεραίωσης, πιστά αντίγραφα του εγχειριδίου ένδικης αντιμετώπισης ανθρωποκτονιών) και τις καταθέσεις τους (είχαν όλα απορριφθεί)· ένα φάκελο με άρθρα, εκτυπώσεις

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

35

σελίδων μπλογκ, καταγραφές ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, και μια λίστα συνδέσμων για την απευθείας κάλυψη του εγκλήματος, της σύλληψης και των διαφόρων φάσεων της δίκης· έναν κίτρινο φάκελο που περιείχε μια σειρά από dvd με την καθαυτό δίκη μαγνητοσκοπημένη, τα οποία είχε προμηθεύσει ο τοπικός καλωδιακός τηλεοπτικός σταθμός που καταπώς φαινόταν είχε λάβει άδεια τηλεοπτικής κάλυψης της δίκης· και, τέλος, ένα σημείωμα απ’ τον Τζακ Χάρντγουικ. Ήταν ένα είδος οδικού χάρτη – η προτεινόμενη πορεία του Χάρντγουικ για τη διέλευση μέσα απ’ τον τεράστιο όγκο πληροφοριών που ήταν απλωμένος στο τραπεζάκι. Ο Γκάρνεϊ είχε καλά αλλά και άσχημα προαισθήματα για το χάρτη. Καλά, επειδή οι κατευθύνσεις και η σειρά προτεραιότητας μπορούσαν να του γλιτώσουν πολύ χρόνο. Και άσχημα, επειδή μπορούσαν να είναι χειριστικές. Συχνά, ήταν και τα δύο. Αλλά ήταν δύσκολο να τις αγνοήσει – όπως και τις αρχικές προτάσεις στο σημείωμα του Χάρντγουικ. Ακολούθησε την αλληλουχία που σου προτείνω. Αν ξεστρατίσεις απ’ το μονοπάτι θα πνιγείς σε ένα βάλτο από τεχνικά σκατά. Το υπόλοιπο δισέλιδο σημείωμα είχε μια σειρά με αριθμημένα βήματα που όριζαν την αλληλουχία. Πρώτον: Πάρε μια γεύση της υπόθεσης εναντίον της Κέι Σπόλτερ. Βρες το dvd A στο φάκελο και τσέκαρε τις αρχικές δηλώσεις του δημόσιου κατήγορου. Μιλάμε για υπερπαραγωγή. Ο Γκάρνεϊ έθεσε σε λειτουργία το λάπτοπ του κι έβαλε μέσα το δισκάκι. Όπως κι άλλες μαγνητοσκοπημένες δίκες που είχε δει, η συγκεκριμένη άρχιζε με ένα πλάνο του κατήγορου να στέκεται στο χώρο μπροστά στο έδρανο του δικαστή, στραμμένος προς το μέρος των ενόρκων, τη στιγμή που καθάριζε το λαιμό του. Ήταν ένας μικροκαμωμένος άντρας με κοντοκουρεμένα σκούρα μαλλιά, γύρω στα σαράντα πέντε.

36

JOHN VERDON

Ακούγονταν ήχοι από θρόισμα χαρτιών, καρέκλες που μετακινούνταν, ένα βουητό από μπερδεμένες φωνές, κάποιος να βήχει – τα περισσότερα απ’ τα οποία κόπαζαν ύστερα από μερικά κοφτά χτυπήματα με το σφυράκι του δικαστή στο έδρανο. Ο κατήγορος έριξε μια ματιά στο δικαστή, έναν γεροδεμένο μαύρο άντρα με αυστηρή φυσιογνωμία, που ανταποκρίθηκε με ένα σύντομο νεύμα. Ο κατήγορος πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το πάτωμα για μερικά δευτερόλεπτα προτού υψώσει και πάλι το βλέμμα στους ενόρκους. «Το κακό», είπε εντέλει με δυνατή, επίσημη φωνή. Περίμενε να επικρατήσει απόλυτη σιωπή προτού συνεχίσει. «Όλοι νομίζουμε ότι ξέρουμε τι είναι το κακό. Τα βιβλία της ιστορίας και τα δελτία ειδήσεων είναι γεμάτα με κακές πράξεις, κακούς άντρες, κακές γυναίκες. Αλλά η πλεκτάνη που θα σας παρουσιάσω – και το αδίστακτο αρπακτικό που θα καταδικάσετε στο τέλος αυτής της δίκης– θα σας φέρει αντιμέτωπους με την πραγματικότητα του κακού με έναν τρόπο που δεν θα λησμονήσετε ποτέ». Κοίταξε αγριωπά το πάτωμα κι εξακολούθησε. «Πρόκειται για την αληθινή ιστορία μιας γυναίκας κι ενός άντρα, δύο συζύγων, ενός αρπακτικού κι ενός θύματος. Μια ιστορία γάμου δηλητηριασμένου απ’ την απιστία. Μια ιστορία γύρω από μια φονική πλεκτάνη – μια απόπειρα φόνου που κατέληξε σε ένα αποτέλεσμα που μπορεί κάλλιστα να θεωρήσετε πολύ χειρότερο απ’ τον ίδιο το θάνατο. Καλά ακούσατε, κυρίες και κύριοι. Χειρότερο κι απ’ το θάνατο». Έπειτα από μια παύση, στη διάρκεια της οποίας έμοιαζε να προσπαθεί να κοιτάξει στα μάτια όσο το δυνατόν περισσότερους ενόρκους, γύρισε και προχώρησε ως το τραπέζι των κατηγόρων. Ακριβώς πίσω του, μπροστά απ’ το χώρο που είχε παραχωρηθεί στο κοινό της δίκης, καθόταν ένας άντρας σε ένα ογκώδες καροτσάκι – μια περίτεχνη συσκευή που θύμισε στον Γκάρνεϊ την αναπηρική πολυθρόνα με την οποία ο Στίβεν Χόκινγκ, ο παράλυτος φυσικός, έκανε τις δημόσιες εμφανίσεις του. Το καροτσάκι έμοιαζε να παρέχει στήριξη σε όλα τα μέρη του σώματος του άντρα που το καταλάμβανε, μαζί και το κεφάλι. Εκεί ήταν ορατά σωληνάκια που έμπαιναν στη μύτη του, παρέχοντας οξυγόνο, ενώ σίγουρα υπήρχαν κι άλλα σωληνάκια που οδηγούσαν αλλού, αθέατα.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

37

Παρόλο που η γωνία λήψης και ο φωτισμός παρουσίαζαν προβλήματα, η εικόνα στην οθόνη μετέδιδε επαρκώς την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Καρλ Σπόλτερ, ώστε να κάνει τον Γκάρνεϊ να μορφάσει. Το να μείνεις παράλυτος κατ’ αυτό τον τρόπο, παγιδευμένος σε ένα μουδιασμένο, νεκρωμένο σώμα, ανήμπορος ακόμα και να βήξεις ή να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, εξαρτημένος από ένα μηχάνημα που σε προφύλασσε απ’ το να πνιγείς με το ίδιο σου το σάλιο... Χριστέ μου! Ήταν σαν να σ’ έχουν θάψει ζωντανό, μέσα στο κιβούρι του σώματός σου. Το να βρίσκεσαι παγιδευμένος μέσα σε μια ημιθανή μάζα από σάρκα και οστά, του φαινόταν το άκρον άωτον της κλειστοφοβικής φρίκης. Ανατριχιάζοντας και μόνο στη σκέψη, είδε ότι ο κατήγορος είχε αρχίσει και πάλι να απευθύνεται στους ενόρκους, με το χέρι του τεντωμένο προς το μέρος του καθηλωμένου άντρα. «Η τραγική ιστορία, η αποτρόπαιη κορύφωση της οποίας μας έφερε σήμερα σ’ αυτή την αίθουσα, άρχισε πριν από ένα χρόνο ακριβώς, όταν ο Καρλ Σπόλτερ έλαβε την τολμηρή απόφαση να θέσει υποψηφιότητα κυβερνήτη – με τον ιδεαλιστικό στόχο να απαλλάξει την πολιτεία μας απ’ το οργανωμένο έγκλημα μια για πάντα. Ένας αξιέπαινος στόχος, στον οποίο ωστόσο η σύζυγός του –η κατηγορουμένη– εναντιώθηκε απ’ την αρχή, ως αποτέλεσμα της διαφθοράς γύρω απ’ το πρόσωπό της, για την οποία θα μάθετε περισσότερα στη διάρκεια της δίκης. Απ’ τη στιγμή που ο Καρλ έκανε το πρώτο βήμα στο μονοπάτι του δημόσιου λειτουργήματος, εκείνη όχι μόνο τον γελοιοποίησε δημοσίως, κάνοντας ό,τι μπορούσε για να τον αποθαρρύνει, αλλά επίσης διέκοψε κάθε έγγαμη επαφή μαζί του και άρχισε να τον απατά με έναν άλλο άντρα – τον υποτιθέμενο προσωπικό της γυμναστή». Ύψωσε το ένα φρύδι καθώς πρόφερε τον όρο, και μοιράστηκε ένα ξινισμένο μειδίαμα με τους ενόρκους. «Η κατηγορουμένη αποκαλύφθηκε ως μια γυναίκα αποφασισμένη να κάνει το δικό της με κάθε τίμημα. Όταν οι φήμες της απιστίας της έφτασαν στ’ αυτιά του Καρλ, εκείνος δεν θέλησε να τις πιστέψει. Τελικά όμως αναγκάστηκε να την αντιμετωπίσει. Της είπε πως έπρεπε να διαλέξει. Κι έτσι, κυρίες και κύριοι, η κατηγορουμένη διάλεξε – σαφώς. Θα ακούσετε πειστικές μαρτυρίες για την επιλογή αυτή, η οποία περιλάμβανε την προσέγγιση ενός τύπου του υποκόσμου –του Τζιάκομο Φλατάνο

38

JOHN VERDON

ή Τζίμι Φλατς– στον οποίο προσέφερε πενήντα χιλιάδες δολάρια για να σκοτώσει τον άντρα της». Στο σημείο αυτό έκανε μια παύση, κοιτώντας με νόημα τους ενόρκους έναν προς έναν. «Αποφάσισε να διαλύσει το γάμο, χωρίς όμως να υποστεί την απώλεια της περιουσίας του Καρλ, γι’ αυτό επιδίωξε να προσλάβει πληρωμένο δολοφόνο. Όμως ο συγκεκριμένος δολοφόνος απέρριψε την προσφορά της. Τι έκανε τότε η κατηγορουμένη; Προσπάθησε να πείσει τον εραστή της, τον προσωπικό της γυμναστή, να το κάνει ο ίδιος, με αντάλλαγμα μια ξέγνοιαστη ζωή σε ένα τροπικό νησί, με χρήματα από την κληρονομιά που θα λάβαινε μετά το θάνατο του Καρλ – επειδή, κυρίες και κύριοι, ο Καρλ εξακολουθούσε να ελπίζει πως ο γάμος του μπορούσε να σωθεί, και δεν είχε ακόμα αλλάξει τη διαθήκη του». Άπλωσε τα χέρια προς τα μπρος σαν να ικέτευε τη συμπόνια των ενόρκων. «Ήλπιζε να σώσει το γάμο του. Να ζήσει με μια γυναίκα που εξακολουθούσε να αγαπά. Και τι έκανε η γυναίκα αυτή; Συνωμοτούσε –αρχικά με έναν γκάνγκστερ, κι έπειτα με έναν Ρωμαίο της δεκάρας– για να σκοτώσει τον άντρα της. Υπόδειγμα ανθρώπου...» Μια άλλη φωνή ακούστηκε, εκτός πλάνου, κλαψιάρικη και ανυπόμονη. «Ενίσταμαι! Αξιότιμε κύριε πρόεδρε, οι συναισθηματικές εικασίες του κυρίου Πίσκιν δεν έχουν καμία...» Ο κατήγορος διέκοψε ήρεμα τη φωνή. «Κάθε λέξη που λέω θα υποστηριχθεί από ένορκες καταθέσεις». Ο σωματώδης δικαστής, ορατός στην επάνω γωνία της οθόνης, μουρμούρισε: «Η ένσταση απορρίπτεται. Συνεχίστε». «Ευχαριστώ, κύριε πρόεδρε. Όπως είπα και πριν, η κατηγορουμένη έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι της για να πείσει τον νεαρό της σύνευνο να σκοτώσει τον άντρα της. Όμως εκείνος αρνήθηκε. Μαντέψτε, λοιπόν, τι έκανε η κατηγορουμένη στη συνέχεια. Τι φαντάζεστε ότι θα έκανε μια αποφασισμένη, επίδοξη δολοφόνος;» Κοίταξε διερευνητικά τους ενόρκους για πέντε γεμάτα δευτερόλεπτα προτού απαντήσει ο ίδιος στη ρητορική του ερώτηση: «Ο γκάνγκστερ της δεκάρας φοβόταν να πυροβολήσει τον Καρλ Σπόλτερ. Ο προσωπικός γυμναστής φοβόταν να πυροβολήσει τον Καρλ Σπόλτερ. Οπότε, η Κέι Σπόλτερ άρχισε να παίρνει μαθήματα σκοποβολής η ίδια!»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

39

Η εκτός πλαισίου φωνή ακούστηκε πάλι. «Ενίσταμαι! Κύριε πρόεδρε, η αιτιολογική σύνδεση στη χρήση του συνδέσμου οπότε υπονοεί παραδοχή κινήτρου από την κατηγορουμένη. Δεν υφίσταται τέτοια παραδοχή πουθενά στη...» Ο κατήγορος τον διέκοψε πάλι. «Θα επαναδιατυπώσω τη θέση μου, κύριε πρόεδρε, κατά τρόπο που να υποστηρίζεται πλήρως από τις μαρτυρίες. Ο γκάνγκστερ αρνήθηκε να πυροβολήσει τον Καρλ. Ο γυμναστής αρνήθηκε να πυροβολήσει τον Καρλ. Και σ’ εκείνο το σημείο, η κατηγορουμένη άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα σκοποβολής η ίδια». Ο δικαστής μετατόπισε τον όγκο του με εμφανή σωματική δυσφορία. «Τα πρακτικά να καταγράψουν την επαναδιατύπωση του κυρίου Πίσκιν. Συνεχίστε». Ο κατήγορος στράφηκε προς τους ενόρκους. «Η κατηγορουμένη όχι μόνο άρχισε μαθήματα σκοποβολής, αλλά όπως θα ακούσετε στην προσωπική μαρτυρία ενός έγκριτου εκπαιδευτή πυροβόλων όπλων, έφτασε σε αξιοσημείωτο επίπεδο δεξιότητας. Το οποίο μας φέρνει στην τραγική κορύφωση της ιστορίας μας. Τον περασμένο Νοέμβριο, η μητέρα του Καρλ Σπόλτερ, η Μαίρη Σπόλτερ, απεβίωσε. Πέθανε μόνη, απ’ τη φύση του ατυχήματος που συμβαίνει τόσο συχνά – γλιστρώντας στην μπανιέρα του οίκου ευγηρίας όπου είχε περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Στην κηδεία που έλαβε χώρα στο κοιμητήριο Γουίλοου Ρεστ, ο Καρλ σηκώθηκε για να διαβάσει έναν επικήδειο πάνω απ’ τον τάφο της. Θα ακούσετε πως έκανε έναδυο βήματα, άξαφνα έπεσε προς τα μπρος, και σωριάστηκε μπρούμυτα στο χώμα. Κι έμεινε ακίνητος. Όλοι νόμιζαν ότι είχε σκοντάψει και ότι η πτώση τον είχε κάνει να χάσει τις αισθήσεις του. Χρειάστηκε να περάσουν μερικές στιγμές προτού κάποιος δει το ρυάκι του αίματος στο πλάι του μετώπου του – ένα αιμάτινο ρυάκι που ανάβλυζε από μια μικροσκοπική τρύπα στον κρόταφο. Η επακόλουθη ιατρική εξέταση επιβεβαίωσε αυτό που είχε υποπτευθεί η αρχική ομάδα έρευνας – ότι ο Καρλ είχε δεχτεί σφαίρα από μικρή καραμπίνα. Θα ακούσετε από ειδήμονες της αστυνομίας που αναπαρέστησαν τον πυροβολισμό, ότι η σφαίρα προήλθε από ένα παράθυρο διαμερίσματος σε απόσταση περίπου πεντακοσίων μέτρων από το σημείο όπου στε-

40

JOHN VERDON

κόταν το θύμα. Θα δείτε χάρτες, φωτογραφίες και σχέδια που καταδεικνύουν πώς ακριβώς συνέβη το περιστατικό. Όλα θα καταστούν εμφανέστατα», είπε με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο. Έπειτα κοίταξε το ρολόι του προτού συνεχίσει. Αρχίζοντας και πάλι να μιλά, βάδιζε πέρα-δώθε μπροστά απ’ το έδρανο των ενόρκων. «Το εν λόγω διαμέρισμα, κυρίες και κύριοι, ανήκε στη μεσιτική εταιρεία Σπόλτερ. Το διαμέρισμα απ’ όπου εκπυρσοκρότησε η καραμπίνα ήταν έρημο, υπό ανακαίνιση, όπως και τα περισσότερα διαμερίσματα του συγκεκριμένου κτιρίου. Η κατηγορουμένη είχε εύκολη πρόσβαση στα κλειδιά. Όμως η υπόθεση δεν τελειώνει εδώ. Θα ακούσετε καταδικαστικές μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες η Κέι Σπόλτερ...» –εδώ σταμάτησε κι έδειξε μια γυναίκα που καθόταν στο τραπέζι της υπεράσπισης με το προφίλ της στραμμένο στην κάμερα– «...όχι μόνο βρισκόταν στο κτίριο αυτό το πρωί της δολοφονικής επίθεσης, αλλά και στο συγκεκριμένο διαμέρισμα απ’ όπου εβλήθη η σφαίρα τη στιγμή που ο Καρλ Σπόλτερ επλήγη από αυτήν. Επιπλέον, θα ακούσετε καταθέσεις από αυτόπτες μάρτυρες σύμφωνα με τις οποίες η κατηγορουμένη μπήκε στο άδειο διαμέρισμα μόνη και το εγκατέλειψε και πάλι μόνη». Σταμάτησε και ανασήκωσε τους ώμους, λες και τα δεδομένα της υπόθεσης και η πεποίθηση που τα δεδομένα αυτά στοιχειοθετούσαν ήταν τόσο προφανή που δεν είχε πλέον τι άλλο να πει. Έπειτα από λίγο όμως εξακολούθησε. «Η κατηγορία είναι απόπειρα δολοφονίας. Αλλά τι στ’ αλήθεια σημαίνει ο νομικός αυτός όρος; Σκεφτείτε το εξής. Μία μέρα προτού πυροβοληθεί, ο Καρλ Σπόλτερ έσφυζε από ζωή, ήταν γεμάτος υγεία, ενέργεια και φιλοδοξία. Μία μέρα αφότου πυροβολήθηκε... Βασικά, δείτε και μόνοι σας. Κοιτάξτε καλά τον άντρα που βρίσκεται καθηλωμένος στο αναπηρικό καροτσάκι, ανασηκωμένος και συγκρατημένος σε όρθια θέση με μεταλλικά στηρίγματα και αυτοκόλλητες ταινίες επειδή οι μύες που θα έπρεπε να κάνουν αυτή τη δουλειά, είναι πλέον αχρηστευμένοι. Κοιτάξτε τον στα μάτια. Τι βλέπετε; Έναν άνθρωπο τόσο σακατεμένο απ’ το χέρι του κακού που θα μπορούσε κάλλιστα να παρακαλά να πεθάνει; Έναν άντρα τόσο συντετριμμένο απ’ την προδοσία της αγαπημένης του που μπορεί να εύχεται να μην είχε γεννηθεί;» Και πάλι η εκτός πλάνου φωνή τον διέκοψε. «Ένσταση!»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

41

Ο δικαστής καθάρισε το λαιμό του. «Δεκτή». Η φωνή του ήταν σαν κουρασμένη βροντή. «Κύριε Πίσκιν, υπερέβητε τα εσκαμμένα». «Ζητώ συγγνώμη, κύριε πρόεδρε. Παρασύρθηκα λιγάκι». «Θα σας σύστηνα να επανέλθετε στην τάξη». «Μάλιστα, κύριε πρόεδρε». Αφού φάνηκε να ανασυγκροτεί τις σκέψεις του για μια στιγμή, γύρισε πάλι προς τους ενόρκους. «Κυρίες και κύριοι, το λυπηρό γεγονός είναι ότι ο Καρλ Σπόλτερ δεν μπορεί πλέον να κινηθεί, να μιλήσει ή να επικοινωνήσει μαζί μας καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αλλά η φρίκη στην παγωμένη έκφραση του προσώπου του μου λέει πως έχει πλήρη συναίσθηση όσων του συνέβησαν, ότι γνωρίζει ποιος τον έφερε σ’ αυτή τη θέση, και ότι δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχει το λεγόμενο Απόλυτο Κακό. Να θυμάστε, όταν κρίνετε την Κέι Σπόλτερ ένοχη για απόπειρα δολοφονίας, όπως είμαι σίγουρος ότι θα πράξετε, ότι αυτή –αυτό που βλέπετε ενώπιόν σας– είναι η αληθινή έννοια του άχρωμου νομικού όρου απόπειρα δολοφονίας: ο άντρας αυτός στο καροτσάκι. Αυτή η διαλυμένη ζωή, χωρίς ελπίδα αποκατάστασης. Μια ευτυχία παντοτινά σβησμένη. Αυτή είναι η πραγματικότητα, τόσο φρικτή που δεν χωρά σε λόγια». «Ενίσταμαι!» ανέκραξε πάλι η φωνή. «Κύριε Πίσκιν...» μούγκρισε ο δικαστής. «Ολοκλήρωσα, κύριε πρόεδρε». Ο δικαστής όρισε μισή ώρα διάλειμμα και κάλεσε τον δημόσιο κατήγορο και το συνήγορο υπεράσπισης στο γραφείο του. Ο Γκάρνεϊ έπαιξε πάλι το βίντεο. Ποτέ δεν είχε δει παρόμοια εναρκτήρια κατάθεση. Προσέγγιζε πολύ περισσότερο σε συναισθηματικό τόνο και περιεχόμενο την κατακλείδα. Όμως ήξερε τον Πίσκιν από φήμες, και ο τύπος δεν ήταν ερασιτέχνης. Ποιος ήταν, λοιπόν, ο σκοπός του; Να φερθεί λες και η καταδίκη της Κέι Σπόλτερ ήταν αναπόφευκτη και ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει; Ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του; Κι αν είχε αρχίσει έτσι, πώς θα υπερέβαινε στη συνέχεια την κατηγορία του απόλυτου κακού; Σχετικά μ’ αυτό, ήθελε να δει την έκφραση στο πρόσωπο του Καρλ Σπόλτερ, στην οποία ο Πίσκιν είχε εστιάσει την προσοχή των ενόρκων αλλά η κάμερα του δικαστηρίου δεν είχε καταγράψει. Αναρωτήθηκε αν θα υπήρχαν φωτογραφίες στο ογκώδες υλικό που του

42

JOHN VERDON

είχε παραδώσει ο Χάρντγουικ. Πήρε τον οδηγό και άρχισε να ψάχνει για κάποιο σημάδι. Ίσως όχι τυχαία, ήταν το δεύτερο στοιχείο που ανέφερε η λίστα. Νούμερο δύο: Τσέκαρε τη ζημιά. Φάκελος τμήματος ανθρωποκτονιών, τρίτη φωτογραφία. Όλη η ουσία είναι στα μάτια του. Δεν θα ήθελα να δω ποτέ τι ήταν αυτό που του άφησε αυτή την έκφραση στο πρόσωπο. Ένα λεπτό αργότερα, ο Γκάρνεϊ κρατούσε μία ολοσέλιδη εκτύπωση φωτογραφίας απ’ το ύψος των ώμων. Παρ’ όλη την προετοιμασία του, η φρίκη στα μάτια του Σπόλτερ ήταν σοκαριστική. Το τελικό παραλήρημα του Πίσκιν δεν ήταν υπερβολικό. Υπήρχε όντως μέσα σ’ αυτά τα μάτια η αναγνώριση μιας τρομερής αλήθειας – μιας πραγματικότητας, η φρίκη της οποίας, όπως είχε πει και ο Πίσκιν, δεν χωρούσε σε λόγια.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

43

Κεφάλαιο 5 Αιμοδιψείς νυφίτσες ΤΟ ΣΤΡΙΓΚΟ ΣΚΟΥΞΙΜΟ της δεξιάς μπαλκονόπορτας καθώς τραβιόταν απ’ το σημείο όπου κολλούσε και χτυπούσε στο κούφωμα της αριστερής, ξύπνησε τον Γκάρνεϊ από ένα σουρεαλιστικό όνειρο που ξεγλίστρησε απ’ τη μνήμη του τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια. Ήταν ξαπλωμένος άβολα σε μία απ’ τις δύο πολυθρόνες πλάι στο τζάκι, στην άκρη του μεγάλου καθιστικού, με τα αρχεία της υπόθεσης Σπόλτερ απλωμένα στο τραπεζάκι μπροστά του. Ο σβέρκος του πονούσε όταν σήκωσε το κεφάλι. Το φως που έμπαινε απ’ την ανοιχτή πόρτα είχε την αχνάδα της αυγής. Η Μάντλιν στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας, ένα περίγραμμα που ανάσαινε τον δροσερό, ασάλευτο αέρα. «Τον ακούς;» ρώτησε. «Ποιον να ακούω;» Ο Γκάρνεϊ έτριψε τα μάτια του και ανακάθισε ορθώνοντας τον κορμό του. «Τον Χόρας. Να τος πάλι». Ο Γκάρνεϊ αφουγκράστηκε με μισή καρδιά για το κακάρισμα του νεαρού πετεινού, μα δεν άκουσε τίποτα. «Έλα στην πόρτα και θα τον ακούσεις». Πήγε να πει ότι δεν τον ενδιέφερε διόλου να ακούσει τον κόκορα, αλλά συνειδητοποίησε πως αυτός δεν θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να ξεκινήσει τη μέρα του. Ανασηκώθηκε σπρώχνοντας την πολυθρόνα προς τα πίσω και κατευθύνθηκε στην μπαλκονόπορτα. «Να τος», είπε η Μάντλιν. «Τώρα τον άκουσες, δεν μπορεί». «Έτσι νομίζω».

44

JOHN VERDON

«Θα ακούγεται πολύ καλύτερα», είπε με ζωηρό τόνο η Μάντλιν, δείχνοντας τη χορταριασμένη απλωσιά ανάμεσα στα σπαράγγια και τη μεγάλη μηλιά, «μόλις χτίσουμε το κοτέτσι εκεί πέρα». «Σίγουρα». «Το κάνουν για να γνωστοποιήσουν την περιοχή τους». «Χμμ...» «Για να αποθαρρύνουν άλλους κόκορες, να τους προειδοποιήσουν ότι Εδώ είναι η δική μου αυλή, εγώ ήρθα πρώτος. Δεν είναι υπέροχο;» «Ποιο πράγμα;» «Ο ήχος του. Το κικιρίκου». «Α. Ναι. Πολύ... χμ... αγροτικό». «Δεν ξέρω αν θα ήθελα κι άλλους κόκορες. Αλλά ο ένας είναι ωραίος». «Σίγουρα». «Χόρας. Αρχικά δεν ήμουν βέβαιη, αλλά τώρα μου φαίνεται το τέλειο όνομα, τι λες;» «Έτσι υποθέτω». Η αλήθεια ήταν ότι το όνομα Χόρας, δίχως κάποιο λόγο που να βγάζει νόημα, του θύμιζε το όνομα Καρλ. Και το όνομα Καρλ, με το που του ερχόταν στο νου, εμφανιζόταν πλήρες, με τα συντετριμμένα μάτια της φωτογραφίας, μάτια που έμοιαζαν να κοιτάζουν ένα δαίμονα. «Και οι άλλες τρεις; Η Χάφι, η Πάφι και η Φλάφι – μήπως βρίσκεις τα ονόματά τους υπερβολικά χαζοχαρούμενα;» Ο Γκάρνεϊ χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να συγκεντρώσει και πάλι την προσοχή του. «Υπερβολικά χαζοχαρούμενα για κότες;» Η Μάντλιν γέλασε και ανασήκωσε τους ώμους. «Με το που θα χτίσουμε το κοτέτσι τους, με ένα ωραίο ανοιχτό δρομάκι στην άκρη, μπορούμε να τα απαλλάξουμε όλα απ’ την κλεισούρα του στάβλου». «Σίγουρα». Η έλλειψη ενθουσιασμού του ήταν ολοφάνερη. «Και θα φτιάξεις το κοτέτσι έτσι ώστε να μην έχουν πρόσβαση οι άρπαγες;» «Ναι». «Ο διευθυντής της κλινικής έχασε μία απ’ τις κοκκινόφτερές του την περασμένη βδομάδα. Τη μια στιγμή η κοτούλα ήταν εκεί, και την επόμενη είχε κάνει φτερά». «Διακινδυνεύεις όταν τις αφήνεις έξω».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

45

«Όχι αν χτίσουμε το κατάλληλο κοτέτσι. Τότε θα μπορούν να βγαίνουν, να τρέχουν, να τσιμπολογάνε το χορτάρι –κάτι που λατρεύουν– και θα εξακολουθούν να είναι ασφαλείς. Και θα έχει πλάκα να τις χαζεύουμε· εκεί ακριβώς λέω να το χτίσουμε». Κι έδειξε πάλι με μια εμφατική κίνηση με το δάχτυλο την περιοχή που είχε διαλέξει. «Και τι λες να απέγινε η χαμένη του κοτούλα;» «Κάποιο ζώο θα την άρπαξε. Πιθανότατα κογιότ ή αετός. Ο ίδιος είναι σχεδόν σίγουρος ότι ήταν αετός, επειδή όταν έχει ξηρασία όπως φέτος το καλοκαίρι, οι αετοί αρχίζουν να ψάχνουν για άλλα θηράματα εκτός από ψάρια». «Χμμ...» «Είπε ότι αν σκοπεύουμε να χτίσουμε κοτέτσι πρέπει να σιγουρευτούμε ότι το συρματόπλεγμα φτάνει ως απάνω, κι ότι είναι χωμένο τουλάχιστον δεκαπέντε πόντους στο χώμα. Ειδάλλως ένα σωρό πράγματα μπορούν να τρυπώσουν από κάτω». «Πράγματα;» «Ο ίδιος πάντως έκανε λόγο για νυφίτσες. Είναι φοβερές και τρομερές». «Τι πράγμα;» Η Μάντλιν έκανε ένα μορφασμό. «Λέει ότι έτσι και μπει νυφίτσα στο κοτέτσι αποκεφαλίζει τα κοτόπουλα. Όλα τους». «Και δεν τα τρώει; Απλώς τα σκοτώνει;» Η Μάντλιν έγνεψε καταφατικά, σφίγγοντας τα χείλη. Περισσότερο κι από γκριμάτσα, ήταν μια έκφραση συμπονετικής δυστυχίας. «Μου εξήγησε ότι η νυφίτσα κυριεύεται από ένα είδος φρενίτιδας... έτσι και γευτεί αίμα. Μετά, δεν σταματά να δαγκώνει μέχρι να τα σκοτώσει όλα».

46

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 6 Μυρμήγκια ΛΙΓΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ, νιώθοντας ότι είχε κάνει μια επαρκή χειρονομία σχετικά με την επίλυση του προβλήματος με τις κότες –έχοντας σχεδιάσει ένα διάγραμμα για το χτίσιμο ενός κοτετσιού κι ενός περιφραγμένου μονοπατιού– ο Γκάρνεϊ άφησε το σημειωματάριό του και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας με ένα δεύτερο φλιτζάνι καφέ. Όταν ήρθε και η Μάντλιν, αποφάσισε να της δείξει τη φωτογραφία του Καρλ Σπόλτερ. Απ’ την πείρα της στα Επείγοντα και στη συμβουλευτική της τοπικής ψυχιατρικής κλινικής, ήταν εξοικειωμένη με την παρουσία ακραίων αρνητικών συναισθημάτων – όπως ο πανικός, η οργή, ο σπαραγμός, η απελπισία. Παρ’ όλα αυτά, γούρλωσε τα μάτια όταν αντίκρισε την ένταση της έκφρασης του Σπόλτερ. Ακούμπησε τη φωτογραφία στο τραπέζι, κι έπειτα την έσπρωξε μερικούς πόντους παραπέρα. «Κάτι ξέρει», είπε. «Κάτι που δεν ήξερε προτού η γυναίκα του τον πυροβολήσει». «Μπορεί και να μην τον πυροβόλησε. Σύμφωνα με τον Χάρντγουικ, το κατηγορητήριο εναντίον της ήταν στημένο». «Εσύ το πιστεύεις;» «Δεν ξέρω». «Άρα μπορεί και να το έκανε, μπορεί και όχι. Αλλά τον Χάρντγουικ δεν τον ενδιαφέρει ποιο απ’ τα δύο ισχύει, έτσι δεν είναι;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

47

Ο Γκάρνεϊ μπήκε στον πειρασμό να διαφωνήσει, γιατί δεν του άρεσε η θέση στην οποία τον έφερνε. Αντί γι’ αυτό, περιορίστηκε να ανασηκώσει τους ώμους. «Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να ανατρέψει την καταδίκη της». «Αυτό που στ’ αλήθεια τον ενδιαφέρει είναι να πάρει εκδίκηση – και να δει τα πρώην αφεντικά του να μην έχουν πού να σταθούν». «Το ξέρω». Η Μάντλιν έγειρε το κεφάλι στο πλάι και τον κοίταξε επίμονα, σαν να τον ρωτούσε γιατί αφέθηκε να παρασυρθεί σε ένα τόσο φορτισμένο και στην ουσία μοχθηρό εγχείρημα. «Δεν του υποσχέθηκα τίποτα. Οφείλω όμως να παραδεχτώ», είπε, δείχνοντας τη φωτογραφία πάνω στο τραπέζι, «ότι αυτό μου έχει κινήσει την περιέργεια». Η Μάντλιν έσφιξε τα χείλη, έστρεψε το βλέμμα στην ανοιχτή πόρτα και κοίταξε έξω την αραιή, σκορπισμένη ομίχλη που έλαμπε απ’ τις λοξές αχτίδες του εωθινού ήλιου. Έπειτα κάτι τράβηξε την προσοχή της στην άκρη της πέτρινης βεράντας, λίγο μετά το κούφωμα της πόρτας. «Γύρισαν», είπε. «Ποιος; Τι;» «Τα μυρμήγκια-μαραγκοί». «Πού;» «Παντού». «Παντού;» Η Μάντλιν αποκρίθηκε με έναν τόνο τόσο ήπιο, όσο ανυπόμονος ήταν ο δικός του. «Εκεί έξω. Εδώ μέσα. Στα περβάζια. Στα ντουλάπια. Γύρω απ’ το νεροχύτη». «Και γιατί δεν μου το είπες, γαμώτο;» «Μόλις σου το είπα». Ο Γκάρνεϊ ήταν έτοιμος να οδηγήσει τον καβγά σε ένα ξέσπασμα δίκαιης οργής, αλλά η νηφαλιότητα πρυτάνευσε και το μόνο που είπε ήταν «Τα μισώ τα αναθεματισμένα». Και όντως τα μισούσε. Τα μυρμήγκια-μαραγκοί ήταν οι τερμίτες των Κάτσκιλς και άλλων ψυχρών τόπων, καθώς ροκάνιζαν τις ενδότερες ίνες των δοκών και των πατόξυλων, μετατρέποντας μες στη σιωπή και στο σκοτάδι τα υποστυλώματα στιβαρών σπιτιών σε πριονίδι. Μια υπηρεσία εξολόθρευσης ψέκαζε την εξωτερική πλευρά των θεμελίων κάθε δύο μήνες, και καμιά

48

JOHN VERDON

φορά η μάχη έμοιαζε να έχει κερδηθεί. Σε λίγο όμως τα πρώτα μυρμήγκια-ανιχνευτές επέστρεφαν και μετά ακολουθούσαν λεγεώνες. Για μια στιγμή ξέχασε για ποιο θέμα συζητούσαν με τη Μάντλιν προτού τα μυρμήγκια ξεστρατίσουν την κουβέντα τους. Όταν το θυμήθηκε, ένιωσε ένα βάρος στην καρδιά, σαν να πάσχιζε να δικαιολογήσει μια αμφισβητήσιμη απόφαση. Αποφάσισε να καταβάλει προσπάθεια να μιλήσει όσο γινόταν πιο ανοιχτά. «Άκου, καταλαβαίνω τους κινδύνους και το όχι και τόσο ενάρετο κίνητρο πίσω από την όλη υπόθεση. Πιστεύω όμως πως έχω ένα χρέος απέναντι στον Τζακ. Ίσως όχι μεγάλο, αλλά σίγουρα είναι κάτι. Και μια αθώα γυναίκα μπορεί να καταδικάστηκε με αποδεικτικά στοιχεία παραποιημένα από έναν βρόμικο μπάτσο. Και δεν μ’ αρέσουν οι βρόμικοι μπάτσοι». «Τον Χάρντγουικ δεν τον ενδιαφέρει αν είναι αθώα», τον διέκοψε η Μάντλιν. «Γι’ αυτόν, δεν έχει σημασία». «Το ξέρω. Αλλά εγώ δεν είμαι ο Χάρντγουικ».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

49

Κεφάλαιο 7 Ο Μικ ο Παπάρας «ΔΗΛΑΔΗ ΟΛΟΙ ΝΟΜΙΖΑΝ ότι σκόνταψε, ώσπου βρήκαν μια σφαίρα στον εγκέφαλό του;» ρώτησε ο Γκάρνεϊ. Καθόταν στη θέση του συνοδηγού της θορυβώδους Πόντιακ του Χάρντγουικ – κάτι που δεν θα ήταν δική του ταξιδιωτική επιλογή, αλλά η διαδρομή απ’ το Γουόλνατ Κρόσινγκ στις Φυλακές Γυναικών του Μπέντφορντ Χιλς θα τους έπαιρνε γύρω στις τρεις ώρες, σύμφωνα με το Google Maps, κι έδειχνε να είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να κάνει μερικές ερωτήσεις. «Η μικρή οπή εισόδου ήταν μια κάποια ένδειξη», είπε ο Χάρντγουικ. «Αλλά η αξονική δεν άφησε την παραμικρή αμφιβολία. Με τα πολλά, ένας χειρουργός αφαίρεσε το μεγαλύτερο μέρος απ’ τα θραύσματα της σφαίρας». «Ήταν 22άρα Σουίφτ;» Ο Γκάρνεϊ είχε καταφέρει να διαβάσει τα μισά απ’ τα πρακτικά της δίκης και κάπου το ένα τρίτο απ’ το φάκελο του Εγκληματολογικού προτού ο Χάρντγουικ περάσει να τον πάρει, και ήθελε να είναι σίγουρος για τα στοιχεία. «Ακριβώς. Η πιο γρήγορη σφαίρα που κατασκευάστηκε ποτέ, με την πιο ευθύβολη τροχιά στην πιάτσα. Στην κατάλληλη καραμπίνα και υπό την κατάλληλη γωνία, μπορεί να τινάξει στον αέρα κεφάλι σκίουρου στα τετρακόσια μέτρα. Σαφέστατα εργαλείο ακριβείας. Δεν υπάρχει άλλο σαν κι αυτό. Βάλε κι ένα σιγαστήρα στο πακέτο, κι έχεις...» «Σιγαστήρα;»

50

JOHN VERDON

«Σιγαστήρα, ναι. Γι’ αυτό κανείς δεν άκουσε τον πυροβολισμό. Χώρια οι κροτίδες». «Κροτίδες;» Ο Χάρντγουικ ανασήκωσε τους ώμους. «Μάρτυρες άκουσαν πέντε με δέκα κροτίδες να σκάνε εκείνο το πρωί. Όλες απ’ την κατεύθυνση του κτιρίου απ’ όπου πυροβολήθηκε ο Σπόλτερ. Η τελευταία έσκασε περίπου την ίδια στιγμή με τον πυροβολισμό». «Και πώς ήξεραν από ποιο κτίριο ακούγονταν;» «Προέκυψε απ’ την επιτόπια αναπαράσταση. Κι απ’ τις περιγραφές των μαρτύρων για τη θέση του θύματος την ώρα που δέχτηκε τη σφαίρα. Έγινε και μια επιτόπια έρευνα στα γύρω διαμερίσματα». «Κανείς όμως δεν κατάλαβε αμέσως ότι τον πυροβόλησαν, σωστά;» «Νόμισαν απλώς ότι έπεσε. Την ώρα που προχωρούσε προς το έδρανο στην άκρη του τάφου, δέχτηκε τη σφαίρα στον αριστερό κρόταφο και σωριάστηκε με τα μούτρα. Εκείνη τη στιγμή, η αριστερή του πλευρά βρέθηκε εκτεθειμένη στην άδεια πλευρά του νεκροταφείου – στο ποτάμι, σε έναν πολυσύχναστο αυτοκινητόδρομο και, παραπέρα, σε μια σειρά από πολυκατοικίες υπό ανοικοδόμηση, ιδιοκτησίας των Σπόλτερ». «Και πώς αναγνώρισαν ποιο διαμέρισμα είχε χρησιμοποιήσει ο δράστης;» «Ήταν εύκολο. Η τύπισσα... θέλω να πω, ο τύπος, όποιος κι αν ήταν, άφησε το όπλο στη θέση του, στερεωμένο σε ένα ωραίο τρίποδο». «Με σκόπευτρο;» «Τελευταίας κοπής». «Κι ο σιγαστήρας;» «Δεν βρέθηκε. Πρέπει να τον πήρε μαζί του». «Τότε, πώς ξέρεις...» «Κατά πρώτον, η άκρη της κάννης ήταν βιδωτή κατά παραγγελία. Και δεύτερον, οι κροτίδες από μόνες τους δεν θα κάλυπταν την εκπυρσοκρότηση μιας βροντερής Σουίφτ 22 χιλιοστών. Μιλάμε για σοβαρό πυρομαχικό». «Κι ο σιγαστήρας από μόνος του θα κάλυπτε μόνο την εκπυρσοκρότηση, αφήνοντας ένα καθ’ όλα ακουστό υπερηχητικό σφύριγμα,

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

51

το οποίο εξηγεί την ανάγκη για τον περισπασμό με τα πυροτεχνήματα. Επομένως, επιφυλακτική προσέγγιση, ενδελεχής σχεδιασμός. Αυτή είναι η κρατούσα άποψη;» «Αυτή είναι η άποψη που θα έπρεπε να επικρατεί, αλλά ποιος ξέρει τι έχουν στο κεφάλι τους οι καριόληδες; Στη δίκη πάντως ποτέ δεν αναφέρθηκε. Ένα σωρό μαλακίες παραλείφθηκαν στη δίκη. Μαλακίες που έπρεπε να αναφερθούν». «Ναι, αλλά γιατί να αφήσει το όπλο και να πάρει το σιγαστήρα;» «Έλα ντε, τον γαμιόλη. Γιατί; Εκτός κι αν ήταν κανένας απ’ αυτούς τους φοβερούς και τρομερούς σιγαστήρες τελευταίας γενιάς, που κοστίζουν πέντε χιλιάρικα, και λυπήθηκε να τον αφήσει». Ο Γκάρνεϊ δεν το έβρισκε και πολύ πιστευτό ως εκδοχή. «Απ’ όλους τους τρόπους που μια εκδικητική σύζυγος μπορεί να επέλεγε για να σκοτώσει τον άντρα της, η αφήγηση του κατηγορητηρίου είναι ότι η Κέι Σπόλτερ διάλεξε τον πιο περίπλοκο, ακριβό, υψηλής τεχνολογίας...» «Ντέιβι αγορίνα, δεν χρειάζεται να με πείσεις ότι το κατηγορητήριο είναι για τα μπάζα. Το ξέρω. Έχει πιο πολλές τρύπες κι από χέρι γέρου πρεζάκια. Αυτός είναι ο λόγος που τη διάλεξα για πρώτη μου υπόθεση. Έχει σημαντικές δυνατότητες ανατροπής». «Μάλιστα. Υπήρξε, λοιπόν, σιγαστήρας, αλλά αφαιρέθηκε. Πιθανότατα απ’ το δράστη». «Ακριβώς». «Δακτυλικά αποτυπώματα;» «Ούτε αποτυπώματα ούτε τίποτα. Πρέπει να φορούσε γάντια». «Κι αυτός ο διεφθαρμένος επιθεωρητής – δεν φύτεψε τίποτα στο διαμέρισμα για να ενοχοποιήσει τη γυναίκα του Σπόλτερ;» «Δεν την ήξερε ακόμα. Και δεν αποφάσισε να την ενοχοποιήσει παρά μόνο αφού τη γνώρισε και τη μίσησε, κι αποφάσισε ότι αυτή πρέπει να ήταν η δράστις». «Κι ο τύπος είναι ο κύριος ερευνητής στην υπόθεση; Ο επιθεωρητής Μάικλ Κλέμπερ;» «Ο Μικ ο παπάρας – αυτός είναι, το πουλάκι μου. Ξυρισμένο κεφάλι, μάτια-κουμπότρυπες, φαρδύ στέρνο.

52

JOHN VERDON

Χαρακτήρας ροτβάιλερ. Φανατικός με τις πολεμικές τέχνες. Όπως το να σπάει τούβλα με γυμνές γροθιές, ιδίως μπροστά σε κόσμο. Μιλάμε ότι κουβαλάει πολύ θυμό ο τύπος. Πράγμα που μας πάει ξανά στο ζήτημα του συγχρονισμού. Ο Μικ ο παπάρας χώρισε με τη γυναίκα του πριν από μερικά χρόνια. Μιλάμε για διαζύγιο-σφαγή. Κι ο Μικ... Βασικά, τώρα μπαίνουμε σε χωράφια... αστήρικτης φημολογίας. Σε περιοχές μήνυσης για συκοφαντική δυσφήμηση, διασυρμό, καταλαβαίνεις;» Ο Γκάρνεϊ αναστέναξε. «Πες μου, Τζακ». «Οι κακές γλώσσες λένε ότι η γυναίκα του Μικ τον κεράτωνε με ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο του οργανωμένου εγκλήματος που έτυχε να γνωρίσει επειδή ο Μικ έτυχε να τα πιάνει –έτσι λένε οι φήμες– απ’ τον λεγάμενο». Ο Χάρντγουικ έκανε μια παύση. «Βλέπεις πού είναι το πρόβλημα;» «Βλέπω διάφορα προβλήματα». «Ο Μικ ανακάλυψε ότι η τύπισσα πηδιόταν με το μαφιόζο, αλλά αυτό τον έφερνε σε δίλημμα. Θέλω να πω, δεν είναι το είδος της βρόμας που θες να παρουσιάσεις στο δικαστήριο, ούτε και πουθενά αλλού. Κι έτσι, δεν μπορούσε να προβεί στα νόμιμα μέσα. Ωστόσο, κατ’ ιδίαν έλεγε ότι ήθελε να την καρυδώσει τη σκύλα, να της στρίψει το λαρύγγι, να την αποκεφαλίσει και να ταΐσει το κεφάλι της στο σκύλο του. Καταπώς φαίνεται, τα έλεγε και στην ίδια πότε-πότε. Σε μία απ’ αυτές τις “εξομολογήσεις”, η δικιά σου τον τράβηξε βίντεο την ώρα που της τα περιέγραφε γλαφυρά, έπειτα από μερικά ποτάκια, για το πώς θα τάιζε κομμάτια απ’ το πράμα της στο πίτμπουλ του. Φαντάζεσαι τι ακολούθησε;» «Για πες μου». «Την επόμενη μέρα τον απείλησε ότι θα ανέβαζε το βίντεο στο YouTube και η καριέρα και η σύνταξή του θα πήγαιναν στο βρόντο, έτσι και δεν της έδινε διαζύγιο χωρίς πολλά πολλά, αποδεχόμενος τους εξαιρετικά γενναιόδωρους όρους που είχε θέσει». Το αδύναμο χαμόγελο του Χάρντγουικ αποκάλυπτε ένα είδος διεστραμμένου θαυμασμού. «Τότε ήταν που το δολοφονικό μίσος άρχισε να στάζει απ’ τον Μικ τον παπάρα σαν πύον. Θα τη σκότωνε ευχαρίστως επιτόπου, και δεν πα’ να πηδηχτεί ο μαφιόζος, αν εκείνη δεν είχε εξασφαλίσει ότι το βίντεο θα διέρρεε παντού σε περίπτωση

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

53

που της συνέβαινε κάτι. Κι έτσι, αναγκάστηκε να της δώσει διαζύγιο. Κι ένα κάρο λεφτά. Και από τότε βγάζει τα σπασμένα σε όποια γυναίκα τού θυμίζει έστω κι ελάχιστα την πρώην του. Ο Μικ πάντα ήταν λίγο περίεργος. Αλλά μετά το γαμήσι που έφαγε με το διαζύγιο, μεταμορφώθηκε σε εκατόν είκοσι κιλά απόλυτης εκδίκησης που αναζητά στόχους». «Θες να πεις ότι την έστησε στην Κέι Σπόλτερ μόνο και μόνο επειδή ξενοπηδιόταν όπως η γυναίκα του;» «Χειρότερο απ’ αυτό. Ακόμα πιο παρανοϊκό. Νομίζω ότι το τυφλό του μίσος για οποιονδήποτε σαν τη γυναίκα του τον έκανε να πιστεύει ότι η Κέι Σπόλτερ όντως δολοφόνησε τον άντρα της, κι ότι ήταν καθήκον του να την κάνει να το πληρώσει. Στο σαλεμένο του μυαλό ήταν ένοχη, και ήταν αποφασισμένος να τη χώσει στη φυλακή με κάθε τίμημα. Δεν θα άφηνε άλλη μία άπιστη σκύλα να βγει λάδι. Κι αν αυτό σήμαινε λίγη ψευδορκία δεξιά κι αριστερά, με απώτερο σκοπό τη δικαιοσύνη, στα παπάρια του». «Μου περιγράφεις έναν ψυχοπαθή καραμπινάτο». «Και λίγα λες». «Και πώς ακριβώς τα ξέρεις όλα αυτά;» «Σου είπα. Ο τύπος έχει εχθρούς». «Μπορείς να γίνεις πιο συγκεκριμένος;» «Κάποιος αρκετά γνωστός του ώστε να έχει ακούσει και να ξέρει πράγματα από πρώτο χέρι, μου μετέφερε λεπτομέρειες για τη χολή του και τις μαλακίες του στη δουλειά, φράσεις από τηλεφωνήματα, σκόρπια σχόλια, αυτά που έλεγε για τις γυναίκες γενικά, και για την πρώην του και την Κέι Σπόλτερ συγκεκριμένα. Ο μαλάκας ξέφευγε σε φάσεις, και δεν ήταν τόσο προσεκτικός όσο έπρεπε». «Κι αυτός ο κάποιος έχει όνομα;» «Δεν μπορώ να σου το αποκαλύψω». «Φυσικά και μπορείς». «Με τίποτα». «Άκου, Τζακ. Μου κρατάς μυστικά, και δεν πάει έτσι. Θέλω να ξέρω ό,τι κι εσύ. Να έχω μια απάντηση σε κάθε μου ερώτημα. Μόνο έτσι δέχομαι. Τελεία και παύλα». «Χριστέ μου! Ντέιβι, όλο δύσκολα μου βάζεις». «Κι εσύ δεν μου βάζεις εύκολα».

54

JOHN VERDON

Ο Γκάρνεϊ έριξε μια ματιά στο ταχύμετρο και είδε ότι η βελόνα πλησίαζε τα εκατόν σαράντα. Οι μύες στο σαγόνι του Χάρντγουικ ήταν σφιγμένοι. Όπως και τα χέρια του στο τιμόνι. Πέρασε ένα λεπτό γεμάτο πριν πετάξει σφυριχτά: «Έστι Μορένο». Κι άλλο ένα λεπτό κύλησε προτού συνεχίσει. «Η Έστι ήταν υφιστάμενη του Μικ του παπάρα απ’ τον καιρό του διαζυγίου του μέχρι και το τέλος της δίκης των Σπόλτερ. Με τα πολλά κατάφερε να πάρει μετάθεση – ίδιος στρατώνας, αλλά με διαφορετικό διμοιρίτη. Έπρεπε να δεχτεί δουλειά γραφείου, μ’ όλο το χαρτομάνι που σιχαίνεται. Αλλά το σιχαίνεται λιγότερο απ’ ό,τι τον παπάρα. Η Έστι είναι καλή στη δουλειά της. Έχει μυαλό, παρατηρεί, ακούει. Κι έχει αρχές. Η Έστι έχει αρχές. Ξέρεις τι μου είπε για τον παπάρα;» «Όχι, Τζακ, τι σου είπε;» «Μου είπε: Ό,τι μαλακία κάνεις, το κάρμα θα βρει τον τρόπο και θα σε γαμήσει. Τη λατρεύω την Έστι. Έχει τσαμπουκά. Επίσης, δεν ξέρω αν ανέφερα πως είναι Πορτορικανή σεξοβόμβα. Αλλά μπορεί να το παίξει και χαλαρά. Χαλαρή βόμβα. Πρέπει να τη δεις με ένα απ’ αυτά τα πηλίκια της ομάδας δράσης». Ο Χάρντγουικ χαμογελούσε πλατιά, με τα δάχτυλά του να παίζουν έναν λάτιν ρυθμό στο τιμόνι. Ο Γκάρνεϊ έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα, προσπαθώντας να αφομοιώσει αυτά που είχε μάθει όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά. Ο στόχος ήταν να τα ακούσει όλα και ταυτόχρονα να κρατήσει τις αποστάσεις του, όπως στον τόπο ενός εγκλήματος, όταν πρέπει να φιλτράρεις λεπτομέρειες που μπορεί να έχουν διαφορετικές ερμηνείες. Αναλογίστηκε το αλλόκοτο σχήμα που είχε αρχίσει να παίρνει η υπόθεση στο μυαλό του, μαζί και ο ειρωνικός παραλληλισμός ανάμεσα στην καταδίκη-πάση-θυσία που επιδίωκε ο Κλέμπερ και την ανατροπή-με-κάθε-τίμημα που επιδίωκε ο Χάρντγουικ. Και οι δύο προσπάθειες έμοιαζαν να προσφέρουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για το ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένα πρωτίστως λογικό είδος, και ότι όλη η αυτοαποκαλούμενη λογική μας ποτέ δεν ξεπερνά το βάθος μιας λαμπερής πρόσοψης που κρύβει πολύ πιο σκιώδη κίνητρα – μια προσπάθεια να κουκουλωθεί το πάθος με τα αξιώματα της γεωμετρίας.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

55

Με τη σκέψη του εστιασμένη σε όλα αυτά, ο Γκάρνεϊ έβλεπε με αφηρημένη ματιά το τοπίο με τους λόφους και τις κοιλάδες που διέσχιζαν – τους ατέλειωτους αγρούς που ήταν γεμάτοι αγριόχορτα και λιμασμένα δενδρύλλια, τις εκτάσεις με τα πράσινα και κίτρινα φυτά που είχαν ξεθωριάσει απ’ την ξηρασία, τον ήλιο να μπαινοβγαίνει μέσα σε μια διαλείπουσα χλωμή θαμπάδα, τις μη επικερδείς φάρμες με τους στάβλους και τα σιλό τους άβαφα για δεκαετίες, τα θλιβερά κακοπαθημένα χωριουδάκια, παλιά πορτοκαλί τρακτέρ, σκουριασμένα αλέτρια και τσουγκράνες, την παλιομοδίτικη και διακριτική αγροτική ερημιά που ήταν το καμάρι και η κατάρα της κομητείας του Ντέλαγουερ.

56

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 8 Σκληρόκαρδη σκύλα ΜΑΚΡΙΑ ΑΠ’ ΤΙΣ ΤΡΑΧΙΕΣ και πανέμορφες, οικονομικά ταλαίπωρες, αποδεκατισμένες κομητείες του κέντρου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, η βόρεια κομητεία του Γουέστσεστερ είχε την ανέμελη χάρη της εύπορης υπαίθρου. Καταμεσής αυτού του τοπίου που θύμιζε καρτποστάλ, ωστόσο, το Σωφρονιστικό Κατάστημα του Μπέντφορντ Χιλς έμοιαζε εξίσου παράταιρο όσο κι ένας σκαντζόχοιρος σε ένα ζωολογικό πάρκο για παιδιά. Ο Γκάρνεϊ θυμήθηκε και πάλι ότι τα ουσιαστικά παρελκόμενα μιας φυλακής υψίστης ασφαλείας καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα που εκτείνεται από την εκλέπτυνση ως την τραχύτητα. Στο ένα άκρο, οι τελευταίας τεχνολογίας αισθητήρες και τα σύγχρονα συστήματα ελέγχου. Στο άλλο, τα φυλάκια, η τετράμετρη περίφραξη και το αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Σίγουρα, η τεχνολογία θα καθιστούσε κάποια μέρα το αγκαθωτό συρματόπλεγμα άχρηστο. Για την ώρα όμως ήταν το στοιχείο που έδινε την πιο σαφή διάκριση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού χώρου. Το μήνυμά του ήταν απλό, βίαιο και ωμό. Η παρουσία του θα μπορούσε εύκολα να υπονομεύσει οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας ατμόσφαιρας ομαλότητας – όχι ότι γίνονταν σοβαρές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση στα σωφρονιστικά καταστήματα. Στο εσωτερικό του, το Μπέντφορντ Χιλς ήταν βασικά παρόμοιο με τις περισσότερες φυλακές που είχε επισκεφθεί όλα αυτά τα χρόνια.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

57

Είχε όψη εξίσου ζοφερής ιδρυματοποίησης όσο και ο σκοπός που υπηρετούσε. Και παρά τις μυριάδες σελίδες που είχαν γραφτεί γύρω απ’ το θέμα της σύγχρονης εγκληματολογίας, ο σκοπός αυτός –η ουσία του– συνίστατο σε ένα και μόνο πράγμα. Ήταν ένα κλουβί. Ένα κλουβί με πολλές κλειδαριές, σημεία ελέγχου και διαδικασίες με στόχο να διασφαλίζουν ότι κανείς δεν έμπαινε, ούτε έβγαινε χωρίς έγκυρα αποδεικτικά στοιχεία του δικαιώματός του να μπαινοβγαίνει. Το γραφείο του Λεξ Μπίντσερ είχε φροντίσει ώστε ο Γκάρνεϊ και ο Χάρντγουικ να βρίσκονται στη λίστα των εγκεκριμένων επισκεπτών της Κέι Σπόλτερ, και τους άφησαν να μπουν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Η μακρόστενη δίχως παράθυρα αίθουσα επισκέψεων όπου οδηγήθηκαν για τη συνάντησή τους έμοιαζε με τις αντίστοιχες αίθουσες όλων των άλλων φυλακών. Το κύριο δομικό χαρακτηριστικό της ήταν ένας μακρύς πάγκος, που χώριζε την αίθουσα σε δύο μέρη – την πλευρά των κρατουμένων και την πλευρά των επισκεπτών, με καρέκλες εκατέρωθεν κι ένα όρθιο διαχωριστικό στο ύψος του στήθους που διέσχιζε το μέσο του πάγκου. Φρουροί στέκονταν στη μία και την άλλη άκρη με ορατότητα κατά μήκος του διαχωριστικού, με στόχο να εμποδίζουν μη εγκεκριμένες συναλλαγές. Η αίθουσα ήταν βαμμένη, όχι πρόσφατα, με μια άχρωμη απόχρωση ιδρύματος. Ο Γκάρνεϊ είδε με μεγάλη ανακούφιση ότι εκείνη την ώρα υπήρχαν ελάχιστοι επισκέπτες, κάτι που τους επέτρεπε να έχουν επαρκή χώρο και τη δυνατότητα μιας κάποιας ιδιωτικότητας. Η γυναίκα που οδηγήθηκε στην αίθουσα από έναν εύσωμο μαύρο δεσμοφύλακα ήταν κοντή και αδύνατη, με σκούρα μαλλιά κομμένα σε στιλ ξωτικού. Είχε λεπτή, καλοσχηματισμένη μύτη, έντονα ζυγωματικά και σαρκώδη χείλη. Τα μάτια της είχαν εντυπωσιακό πράσινο χρώμα, και το ένα είχε από κάτω μια μικρή μαβιά μελανιά. Η έκφρασή της είχε μια ένταση και μια σκληράδα που έκανε το πρόσωπό της περισσότερο καθηλωτικό παρά όμορφο. Ο Γκάρνεϊ και ο Χάρντγουικ σηκώθηκαν καθώς πλησίαζε. Ο Χάρντγουικ μίλησε πρώτος, βλέποντας τη μελανιά. «Χριστέ μου, Κέι, τι έπαθες;» «Τίποτα».

58

JOHN VERDON

«Εμένα δεν μου φαίνεται για τίποτα». Ο τόνος του Χάρντγουικ είχε μια βεβιασμένη εξυπηρετικότητα που εκνεύριζε τον Γκάρνεϊ. «Ό,τι ήταν τακτοποιήθηκε», είπε αδιάφορα η γυναίκα. Απευθυνόταν στον Χάρντγουικ, αλλά κοίταζε τον Γκάρνεϊ, μελετώντας το πρόσωπό του με ανυπόκριτη περιέργεια. «Πώς τακτοποιήθηκε;» επέμεινε ο Χάρντγουικ. Η γυναίκα ανοιγόκλεισε τα μάτια ανυπόμονα. «Το κανόνισε η Κρίσταλ Ροκς. Η προστάτις μου». Και χαμογέλασε φευγαλέα, χωρίς ίχνος θυμηδίας. «Αυτή η λεσβία που πουλάει κρακ;» «Αυτή». «Είναι φαν σου;» «Είναι φαν αυτού που νομίζει πως είμαι». «Της αρέσουν οι γυναίκες που σκοτώνουν τους άντρες τους;» «Τις λατρεύει». «Πώς θα αντιδράσει όταν ανατρέψουμε την καταδίκη σου;» «Μια χαρά – αρκεί να μη νομίζει πως είμαι αθώα». «Ναι, βασικά... αυτό δεν θα αποτελέσει πρόβλημα. Η αθωότητα δεν είναι το ζητούμενο στην έφεση. Το ζητούμενο είναι η δικαιοσύνη, και σκοπεύουμε να αποδείξουμε, στην υπόθεσή σου, ότι δικαιοσύνη ουδέποτε αποδόθηκε. Και μια που το ανέφερα, θα ήθελα να σου συστήσω τον άνθρωπο που θα μας βοηθήσει να δείξουμε στο δικαστή πόσο άδικη υπήρξε η δίκη. Κέι Σπόλτερ, από δω ο Ντέιβ Γκάρνεϊ». «Ο σούπερ μπάτσος». Το είπε δίχως ίχνος σαρκασμού, κι έπειτα έκανε μια παύση σαν να ήθελε να δει πώς θα αντιδρούσε. Όταν εκείνος δεν εκδήλωσε την παραμικρή αντίδραση, εξακολούθησε. «Έχω διαβάσει για σένα και τις διακρίσεις σου. Πολύ εντυπωσιακή καριέρα». Η ίδια πάντως δεν έμοιαζε εντυπωσιασμένη. Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε αν τα ψυχρά διερευνητικά πράσινα μάτια της είχαν ποτέ κοιτάξει οποιονδήποτε με εντυπωσιασμό. «Χαίρω πολύ, κυρία Σπόλτερ». «Κέι». Ο τόνος της δεν είχε τίποτα φιλικό. Ακούστηκε πιο πολύ σαν μια οξεία διόρθωση, ένας τρόπος να μεταδώσει την απαρέσκειά της για το επώνυμο του άντρα της. Εξακολούθησε να τον περιεργάζεται, σαν να ήταν εμπόρευμα που σκεφτόταν να αγοράσει. «Παντρεμένος;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

59

«Ναι». «Ευτυχισμένος;» «Ναι». Φάνηκε να επεξεργάζεται την πληροφορία προτού περάσει στην επόμενη ερώτηση. «Πιστεύεις ότι είμαι αθώα;» «Πιστεύω ότι ο ήλιος ανέτειλε σήμερα το πρωί». Τα χείλη της τρεμούλιασαν σε κάτι που για κλάσματα του δευτερολέπτου έμοιαζε με χαμόγελο – εκτός κι αν ήταν το ρίγος που προκαλούσε όλη αυτή η ενέργεια που περιέκλειε το σφιχτό, μικροκαμωμένο της σώμα. «Τι πάει να πει αυτό; Πως πιστεύεις μόνο ό,τι μπορείς να δεις; Πως είσαι ο ακριβοδίκαιος τύπος που βασίζει τα πάντα στα δεδομένα;» «Σημαίνει ότι μόλις γνωριστήκαμε και δεν σε ξέρω αρκετά για να έχω σχηματίσει γνώμη, και μάλιστα απόλυτη». Ο Χάρντγουικ καθάρισε το λαιμό του νευρικά. «Μήπως να καθόμασταν;» Καθώς έπαιρναν θέση αντικριστά στον πάγκο, η Κέι Σπόλτερ κράτησε το βλέμμα της καρφωμένο στον Γκάρνεϊ. «Και τι θα ήθελες να ξέρεις προκειμένου να σχηματίσεις άποψη για το αν είμαι αθώα;» Ο Χάρντγουικ τη διέκοψε σκύβοντας προς το μέρος της. «Ή για το αν η δίκη σου ήταν καθαρή, που είναι το κύριο θέμα». Η Κέι τον αγνόησε, στραμμένη ακόμα στον Γκάρνεϊ. Εκείνος έγειρε στην καρέκλα του και περιεργάστηκε τα κάπως γουρλωτά πράσινα μάτια της. Κάτι του έλεγε ότι η καλύτερη εισαγωγή θα ήταν να παραλείψει την όποια εισαγωγή. «Πυροβόλησες τον Καρλ Σπόλτερ, ή συμμετείχες στον πυροβολισμό του;» «Όχι». Η λέξη βγήκε σκληρή και βιαστική απ’ τα χείλη της. «Είναι αλήθεια πως διατηρούσες εξωσυζυγικές σχέσεις;» «Ναι». «Κι ότι ο άντρας σου έμαθε γι’ αυτές;» «Ναι». «Κι ότι σκεφτόταν να σε χωρίσει;» «Ναι». «Κι ότι ένα διαζύγιο υπ’ αυτές τις συνθήκες θα είχε σημαντικά αρνητική επίπτωση στα οικονομικά σου;»

60

JOHN VERDON

«Εννοείται». «Αλλά στη φάση του μοιραίου τραυματισμού του, ο σύζυγός σου δεν είχε ακόμα λάβει την τελική απόφαση σχετικά με το διαζύγιο, ούτε είχε αλλάξει τη διαθήκη του – κι έτσι εξακολουθούσες να είσαι η κύρια κληρονόμος. Σωστά;» «Σωστά». «Ζήτησες απ’ τον εραστή σου να τον σκοτώσει;» «Όχι». Μια έκφραση αηδίας τρεμόπαιξε στο πρόσωπό της πριν σβήσει απότομα. «Επομένως η ιστορία που ειπώθηκε στη δίκη είναι σκέτη επινόηση;» «Ναι. Αλλά δεν μπορεί να ήταν δική του επινόηση. Ο Ντάριλ ήταν ναυαγοσώστης στην πισίνα του ομίλου μας και αυτοαποκαλούμενος προσωπικός γυμναστής – κορμί εκατομμύριο και μυαλό δεκάρα. Είπε απλώς ό,τι του υπαγόρευσε αυτός ο σκατομαλάκας ο Κλέμπερ». «Ζήτησες από έναν πρώην κρατούμενο που ακούει στο όνομα Τζίμι Φλατς να σκοτώσει τον άντρα σου;» «Όχι». «Άρα και η δική του κατάθεση στη δίκη ήταν επινοημένη;» «Ναι». «Από τον Κλέμπερ;» «Έτσι υποθέτω». «Βρισκόσουν στο κτίριο απ’ όπου προήλθε ο πυροβολισμός, είτε τη μέρα του τραυματισμού είτε σε κάποια προηγούμενη στιγμή;» «Σίγουρα όχι τη μέρα του τραυματισμού». «Δηλαδή η μαρτυρία που σε τοποθετεί στο κτίριο, και μάλιστα στο διαμέρισμα όπου βρέθηκε το όπλο του εγκλήματος, είναι κι αυτή επινοημένη;» «Ακριβώς». «Αν όχι τη συγκεκριμένη μέρα, πότε στο παρελθόν;» «Δεν θυμάμαι. Μήνες; Κάνα χρόνο; Παίζει να βρέθηκα στο κτίριο δυο-τρεις φορές συνολικά – σε περιστάσεις όπου βρισκόμουν με τον Καρλ, όταν σταματούσε να ελέγξει κάτι, τα έργα ανοικοδόμησης και τα σχετικά». «Τα περισσότερα διαμερίσματα ήταν κενά;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

61

«Ναι. Τα μεσιτικά γραφεία Σπόλτερ αγόραζαν πάμφθηνα κτίρια που χρειάζονταν ριζική ανακαίνιση». «Τα διαμερίσματα ήταν κλειδωμένα;» «Συνήθως ναι. Καμιά φορά οι άστεγοι έβρισκαν τρόπο κι έμπαιναν». «Εσύ είχες κλειδιά;» «Όχι πάνω μου». «Τι πάει να πει αυτό;» Η Κέι Σπόλτερ κόμπιασε για πρώτη φορά. «Υπήρχε ένα πασπαρτού για κάθε κτίριο. Ήξερα πού βρισκόταν». «Πού βρισκόταν;» Για μια στιγμή φάνηκε να γνέφει αρνητικά – εκτός κι αν ήταν ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο. «Πάντα μου φαινόταν γελοίο. Ο Καρλ κουβαλούσε το δικό του πασπαρτού για όλα τα διαμερίσματα, αλλά είχε κι ένα δεύτερο κρυμμένο σε κάθε κτίριο. Στην αποθήκη στο υπόγειο του κτιρίου, πίσω απ’ το λέβητα». «Ποιος ήξερε για τα κρυμμένα κλειδιά, εκτός από σένα και τον Καρλ;» «Ιδέα δεν έχω». «Βρίσκονται ακόμα εκεί, πίσω απ’ το λέβητα;» «Έτσι φαντάζομαι». Ο Γκάρνεϊ έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές, αφήνοντας το παράξενο αυτό δεδομένο να αφομοιωθεί προτού συνεχίσει. «Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς σου βρισκόσουν με το φίλο σου τη στιγμή του πυροβολισμού». «Ναι. Συγκεκριμένα, στο κρεβάτι του». Το βλέμμα της, καρφωμένο στον Γκάρνεϊ, παρέμεινε ουδέτερο, και τα μάτια της γουρλωτά. «Επομένως, η κατάθεσή του πως ήταν μόνος του εκείνη τη μέρα είναι μία ακόμα επινόηση;» «Ναι». Τα χείλη της σφίχτηκαν. «Και πιστεύεις ότι ο επιθεωρητής Κλέμπερ ύφανε και έστησε όλον αυτό τον περίτεχνο ιστό ψευδορκίας... γιατί; Μόνο και μόνο επειδή του θύμιζες την πρώην του;» «Αυτή είναι η θεωρία του φίλου σου», είπε εκείνη, δείχνοντας τον Χάρντγουικ. «Όχι η δική μου. Είμαι σίγουρη ότι ο Κλέμπερ είναι ένα

62

JOHN VERDON

μισογύνικο γουρούνι, αλλά χωρίς αμφιβολία υπάρχουν κι άλλα στη μέση». «Όπως...;» «Μπορεί η καταδίκη μου να βόλευε και κάποιον άλλο πέρα απ’ τον Κλέμπερ». «Ποιον, για παράδειγμα;» «Τη μαφία, για παράδειγμα». «Μου λες ότι το οργανωμένο έγκλημα ευθύνεται για...» «Αυτοί έβγαλαν απ’ τη μέση τον Καρλ. Ναι. Το λέω επειδή έχει νόημα. Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο». «Έβγαλαν απ’ τη μέση τον Καρλ. Δεν το βρίσκεις λίγο ψυχρό...» «Λίγο ψυχρό τρόπο να σχολιάζω το θάνατο του συζύγου μου; Έχεις απόλυτο δίκιο, σούπερ μπάτσε. Δεν σκοπεύω να χύσω μαύρο δάκρυ σε κοινή θέα για να αποδείξω την αθωότητά μου στους ενόρκους, σ’ εσένα ή σε οποιονδήποτε άλλον». Τον κοίταξε με πανουργία. «Αυτό δυσκολεύει λίγο τα πράγματα, έτσι; Δεν είναι και τόσο εύκολο να αποδείξεις την αθωότητα μιας σκληρόκαρδης σκύλας». Ο Χάρντγουικ χτύπησε τα δάχτυλά του στο τραπέζι για να τραβήξει την προσοχή τους. Έγειρε προς τα μπρος και επανέλαβε αργά και με έμφαση: «Δεν χρειάζεται να αποδείξουμε ότι δεν το έκανες. Η αθωότητα δεν είναι το ζητούμενο. Το μόνο που πρέπει να αποδείξουμε είναι ότι η δίκη σου γαμήθηκε επί τούτου απ’ τον επικεφαλής επιθεωρητή της υπόθεσης. Που είναι ακριβώς αυτό που θα κάνουμε». Για μια ακόμα φορά η Κέι αγνόησε τον Χάρντγουικ, κρατώντας το βλέμμα καρφωμένο στον Γκάρνεϊ. «Λοιπόν; Πώς πάει; Έχεις σχηματίσει γνώμη ή όχι ακόμα;» Ο Γκάρνεϊ αποκρίθηκε με μία μόνο ερώτηση ακόμα. «Παρακολούθησες μαθήματα σκοποβολής;» «Ναι». «Γιατί;» «Επειδή πίστευα ότι μπορεί να χρειαζόταν να πυροβολήσω κάποιον». «Ποιον;» «Ίσως κάνα μαφιόζο. Είχα ένα κακό προαίσθημα για τις επαφές του Καρλ μ’ αυτούς τους τύπους. Έβλεπα να έρχονται μπελάδες και ήθελα να είμαι έτοιμη».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

63

Είναι τρομερή, συλλογίστηκε ο Γκάρνεϊ, ψάχνοντας για μια λέξη που να περιγράφει το μικροκαμωμένο, τολμηρό, αλύγιστο πλάσμα που καθόταν απέναντί του. Και ίσως και λίγο τρομακτική. «Μπελάδες με τη μαφία επειδή ο Καρλ είχε στα σκαριά ένα κόμμα κατά της εγκληματικότητας; Και για τους λόγους που εκφωνούσε με θέμα Αυτοί είναι τα κατακάθια της κοινωνίας;» Η Κέι ρουθούνισε με περιφρόνηση. «Δεν έχεις ιδέα για τον Καρλ, έτσι;»

64

JOHN VERDON

Κεφάλαιο ̀ Μαύρη χήρα Η ΚΕΪ ΣΠΟΛΤΕΡ ΕΙΧΕ κλειστά τα μάτια, σαν να προσπαθούσε να συγκεντρωθεί. Τα σαρκώδη χείλη της ήταν σφιγμένα σε μια λεπτή γραμμή, και είχε το κεφάλι της χαμηλωμένο, με τα χέρια σταυρωμένα σφιχτά κάτω απ’ το πιγούνι. Καθόταν έτσι απέναντι απ’ τον Γκάρνεϊ και τον Χάρντγουικ αμίλητη για δύο ολόκληρα λεπτά. Ο Γκάρνεϊ υπέθετε ότι πάλευε με το ερώτημα πόσα να εκμυστηρευτεί σε δύο άγνωστους άντρες που ίσως έκρυβαν τον πραγματικό τους σκοπό, απ’ την άλλη όμως μπορεί να ενσάρκωναν την τελευταία της ευκαιρία να κερδίσει την ελευθερία της. Η σιωπή φάνηκε να ενοχλεί τον Χάρντγουικ. Το τικ εμφανίστηκε πάλι στην άκρη των χειλιών του. «Άκου, Κέι, αν σε προβληματίζει κάτι, ας το ξεκαθαρίσουμε για να μπορέσουμε...» Η Κέι σήκωσε το κεφάλι και τον αγριοκοίταξε. «Αν με προβληματίζει κάτι;» «Αυτό που ήθελα να πω ήταν, πως αν έχεις κάποια ερώτηση...» «Αν έχω κάποια ερώτηση, θα την κάνω». Έπειτα στράφηκε στον Γκάρνεϊ, εξετάζοντας το πρόσωπο και εστιάζοντας στα μάτια του. «Ποια είναι η ηλικία σου;» «Σαράντα εννιά. Γιατί ρωτάς;» «Δεν είσαι κάπως μικρός για συνταξιούχος;» «Και ναι, και όχι. Είκοσι πέντε χρόνια στην αστυνομία της Νέας Υόρκης...» Ο Χάρντγουικ τον διέκοψε. «Το θέμα είναι ότι ποτέ δεν βγήκε στ’ αλήθεια στη σύνταξη. Απλώς μετακόμισε βόρεια. Εξακολουθεί να

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

65

κάνει αυτό που έκανε πάντα. Έχει καθαρίσει τρεις μεγάλες υποθέσεις δολοφονίας απ’ τον καιρό που έφυγε. Τρεις υποθέσεις στα δύο τελευταία χρόνια. Δεν θα τον αποκαλούσα ακριβώς συνταξιούχο». Ο Γκάρνεϊ έβρισκε τις διαβεβαιώσεις του Χάρντγουικ –που θύμιζαν ψηστήρι ιδρωμένου πωλητή– δυσάρεστες. «Άκου, Τζακ...» Τούτη τη φορά, η Κέι ήταν αυτή που διέκοψε τον Γκάρνεϊ. «Γιατί το κάνεις;» «Γιατί κάνω τι;» «Γιατί ασχολείσαι με την υπόθεσή μου». Ο Γκάρνεϊ δυσκολεύτηκε να βρει μια απάντηση που θα ήθελε να δώσει. Στο τέλος είπε: «Από περιέργεια». «Ο Ντέιβι είναι γεννημένος για να ξεφλουδίζει το κρεμμύδι», πετάχτηκε πάλι ο Χάρντγουικ. «Τον πιάνουν εμμονές. Και είναι μεγαλοφυής. Ξεφλουδίζει τη μία στρώση μετά την άλλη, ώσπου να φτάσει στην αλήθεια. Όταν λέει από περιέργεια εννοεί και γαμώ τους λόγους σε σχέση με...» «Μη μου λες τι εννοεί. Εδώ είναι του λόγου του, εδώ είμαι κι εγώ. Άσ’ τον να μιλήσει. Την τελευταία φορά, άκουσα τι είχατε να μου πείτε εσύ κι ο φίλος σου ο δικηγόρος». Ανακάθισε στην καρέκλα της, εστιάζοντας επιδεικτικά την προσοχή της στον Γκάρνεϊ. «Και τώρα θέλω να ακούσω τι έχεις να μου πεις εσύ. Πόσα σε πληρώνουν για να ασχοληθείς με την υπόθεσή μου;» «Ποιοι;» Η Κέι έδειξε τον Χάρντγουικ. «Αυτός κι ο δικηγόρος του – ο Λεξ Μπίντσερ του γραφείου Μπίντσερ, Φεν και Μπλάσκετ». Πρόφερε τα ονόματα σαν να ήταν ένα κατάπικρο αλλά αναγκαίο φάρμακο. «Δεν με πληρώνουν τίποτα». «Τσάμπα το κάνεις;» «Ναι». «Περιμένεις όμως ότι θα πληρωθείς κάποια στιγμή στο μέλλον, εφόσον οι προσπάθειές σου αποφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα;» «Όχι, δεν περιμένω τίποτα». «Σοβαρά τώρα; Και δηλαδή, πέρα απ’ τις παπαριές για τα κρεμμύδια και τις φλούδες, γιατί ασχολείσαι;» «Γιατί χρωστάω χάρη στον Τζακ». «Για ποιο θέμα;»

66

JOHN VERDON

«Για τη βοήθειά του στην υπόθεση του Καλού Ποιμένα. Γι’ αυτό κι εγώ τον βοηθάω στη δική σου υπόθεση». «Περιέργεια. Χρέος. Τι άλλο;» Τι άλλο; Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε αν η τύπισσα ήξερε πως υπήρχε και τρίτος λόγος. Έγειρε στην καρέκλα του και συλλογίστηκε για λίγο τι να πει. Έπειτα μίλησε σιγανά. «Είδα μια φωτογραφία του μακαρίτη του άντρα σου στο αναπηρικό καροτσάκι, που απ’ ό,τι φαίνεται είχε τραβηχτεί λίγες μέρες πριν πεθάνει. Η φωτογραφία έδειχνε κυρίως το πρόσωπό του». Η Κέι επιτέλους άφησε να φανεί μια κάποια ένδειξη συναισθηματικής αντίδρασης. Τα πράσινα μάτια της γούρλωσαν και φάνηκε να χάνει το χρώμα της. «Και τι ιδιαίτερο είχε η φωτογραφία;» «Το βλέμμα του. Ήθελα να μάθω τι σκεφτόταν». Η Κέι δάγκωσε το κάτω χείλι της. «Μπορεί να ήταν απλώς... το βλέμμα του ανθρώπου που ξέρει ότι όπου να ’ναι θα πεθάνει». «Δεν νομίζω. Έχω δει πολύ κόσμο να πεθαίνει. Από σφαίρες εμπόρων ναρκωτικών. Αγνώστων. Συγγενών. Μπάτσων. Ποτέ όμως ξανά δεν έχω δει αυτή την έκφραση». Η Κέι πήρε μια βαθιά ανάσα, που βγήκε απ’ τα χείλη της τρεμάμενη. «Όλα καλά;» ρώτησε ο Γκάρνεϊ. Είχε παρατηρήσει εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες, απόπειρες προσποιητού συναισθήματος στην καριέρα του. Μα αυτή έμοιαζε αληθινή. Είχε κλείσει τα μάτια της για μερικές στιγμές κι έπειτα τα ξανάνοιξε. «Ο κατήγορος είπε στους ενόρκους ότι το πρόσωπο του Καρλ αντανακλούσε την απελπισία του ανθρώπου που πληγώθηκε από κάποιον που αγαπούσε. Αυτό πιστεύεις κι εσύ; Ότι μπορεί να ήταν η έκφραση ενός άντρα που η γυναίκα του τον ήθελε νεκρό;» «Θεωρώ πως είναι μία απ’ τις πιθανότητες. Αλλά όχι η μοναδική». Η Κέι αντέδρασε με ένα κοφτό νεύμα. «Μία τελευταία ερώτηση. Το φιλαράκι σου από δω δεν παύει να μου λέει ότι η επιτυχία της έφεσής μου δεν έχει καμία σχέση με το αν πυροβόλησα τον Καρλ ή όχι. Ότι εξαρτάται απλώς από το να αποδείξουμε μια ουσιαστική ολιγωρία στην απόδοση δικαιοσύνης. Πες μου, λοιπόν, κάτι. Για σένα, προσωπικά, έχει σημασία το αν είμαι ένοχη ή αθώα;» «Για μένα, είναι το μόνο που έχει σημασία».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

67

Κράτησε τα μάτια της καρφωμένα στα μάτια του Γκάρνεϊ για κάμποση ώρα προτού καθαρίσει το λαιμό της, γυρίσει προς τον Χάρντγουικ και του απευθυνθεί με αλλαγμένη φωνή, πιο κοφτή κι ανάλαφρη. «Σύμφωνοι, λοιπόν. Ζήτα απ’ τον Μπίντσερ να μου στείλει μια επιστολή συναίνεσης». «Έγινε!» είπε ο Χάρντγουικ με ένα βιαστικό, σοβαρό νεύμα, που μετά βίας έκρυβε την ευφορία του. Η Κέι κοίταξε τον Γκάρνεϊ καχύποπτα. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» «Με εντυπωσιάζει ο τρόπος που παίρνεις αποφάσεις». «Τις παίρνω μόλις το ένστικτό μου έρθει σε συμφωνία με το μυαλό μου. Ποιο είναι το επόμενο πράγμα στη λίστα μας;» «Νωρίτερα είπες ότι δεν έχω ιδέα για τον Καρλ. Διαφώτισέ με». «Από πού να αρχίσω;» «Απ’ ό,τι σου φαίνεται σημαντικό. Για παράδειγμα, ήταν αναμεμειγμένος σε οτιδήποτε μπορεί να οδήγησε στη δολοφονία του;» Η Κέι μόστραρε ένα βιαστικό, πικρό χαμόγελο. «Δεν με εκπλήσσει το ότι δολοφονήθηκε. Η μόνη έκπληξη είναι ότι δεν συνέβη νωρίτερα. Η αιτία του θανάτου του ήταν η ίδια του η ζωή. Ο Καρλ ήταν φιλόδοξος. Είχε έναν αρρωστημένο έρωτα με τη φιλοδοξία. Είχε κληρονομήσει το γονίδιο απ’ τον πατέρα του, ένα σιχαμερό ερπετό που θα κατάπινε τον κόσμο όλο αν μπορούσε». «Όταν λες αρρωστημένο τι εννοείς;» «Ότι η φιλοδοξία του τον κατέστρεφε. Ήθελε ολοένα και περισσότερα, μεγαλύτερα, καλύτερα πράγματα. Κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα. Και ο τρόπος δεν είχε σημασία. Προκειμένου να κερδίσει αυτό που ήθελε, νταραβεριζόταν με άτομα που δεν θα ήθελες να βρεθείς στο ίδιο δωμάτιο μαζί τους. Όταν παίζεις με κροταλίες...» Έκανε μια παύση ενώ τα μάτια της έλαμπαν από θυμό. «Είναι τόσο παράλογο, ρε γαμώτο, ότι είμαι μαντρωμένη σ’ αυτόν το ζωολογικό κήπο. Εγώ είμαι αυτή που τον προειδοποιούσε να ξεκόψει απ’ τα θηρία. Εγώ του έλεγα πως είχε μπλέξει άσχημα, κι ότι θα κατέληγε στο χώμα. Ε, λοιπόν, δεν μου έδωσε την παραμικρή σημασία, και κατέληξε στο χώμα. Και γι’ αυτό καταδικάστηκα εγώ». Έριξε στον Γκάρνεϊ ένα βλέμμα που ήταν σαν να έλεγε Δεν είναι και γαμώ τα καλαμπούρια η ζωή; «Δεν έχεις ιδέα ποιος τον πυροβόλησε;»

68

JOHN VERDON

«Βασικά, έχει κι αυτό την ειρωνεία του. Ο τύπος χωρίς την έγκριση του οποίου τίποτα δεν γίνεται στη βόρεια Νέα Υόρκη –με άλλα λόγια, το φίδι που είτε έδωσε την εντολή να βγάλουν τον Καρλ απ’ τη μέση, είτε στην καλύτερη συμφώνησε μ’ αυτήν– το φίδι αυτό βρέθηκε στο ίδιο μας το σπίτι τρεις φορές. Θα μπορούσα να τον είχα καθαρίσει σε οποιαδήποτε απ’ αυτές τις περιστάσεις. Μάλιστα, την τρίτη φορά, βρεθήκαμε σε απόσταση αναπνοής. Και ξέρεις κάτι; Αν το είχα κάνει τότε, όταν ένιωθα την παρόρμηση, ο Καρλ δεν θα ήταν νεκρός, κι ούτε εγώ θα βρισκόμουν εδώ μέσα. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Καταδικάστηκα για ένα φόνο που δεν διέπραξα – εξαιτίας ενός φόνου που θα έπρεπε να είχα διαπράξει αλλά δεν τόλμησα». «Πώς τον λένε;» «Ποιον;» «Το φίδι που θα έπρεπε να είχες σκοτώσει». «Ντόνι Έιντζελ. Γνωστός και ως Έλληνας. Καθώς επίσης και ως Αντώνης Αγγελίδης. Τρεις φορές είχα την ευκαιρία να τον φάω. Τρεις φορές το άφησα να περάσει». Η νέα αυτή κατεύθυνση της αφήγησης, παρατήρησε ο Γκάρνεϊ, είχε φωτίσει μία ακόμα πλευρά της Κέι Σπόλτερ. Στο εσωτερικό αυτού του ευφυούς, εντυπωσιακού, καλοσχηματισμένου πλάσματος, κρυβόταν κάτι πολύ παγερό. «Για πάμε λιγάκι πίσω», είπε ο Γκάρνεϊ, θέλοντας να σχηματίσει μια πιο σαφή αίσθηση του κόσμου στον οποίο ζούσαν οι Σπόλτερ. «Πες μου για τις δουλειές του Καρλ». «Μπορώ να σου πω μόνο ό,τι ξέρω. Την κορυφή του παγόβουνου». Την επόμενη μισή ώρα, η Κέι κάλυψε όχι μόνο τα επαγγελματικά του Καρλ και την αλλόκοτη εταιρική δομή τους, αλλά και την παράξενη οικογένειά του. Ο πατέρας του, Τζο Σπόλτερ, είχε κληρονομήσει μια μεσιτική εταιρεία απ’ τον δικό του πατέρα. Τα μεσιτικά γραφεία Σπόλτερ κατέληξαν ιδιοκτήτες ενός αχανούς κομματιού από τα ενοικιαζόμενα ακίνητα της βόρειας Νέας Υόρκης, στα οποία συμπεριλαμβάνονταν τα μισά διαμερίσματα του Λονγκ Φολς· όλα αυτά ώσπου ο Τζο, ετοιμοθάνατος, μετέφερε την κυριότητα της εταιρείας στους δύο γιους του, τον Καρλ και τον Τζόνα.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

69

Ο Καρλ έμοιασε στον Τζο, είχε τη φιλοδοξία και τη φιλαργυρία του σε υπέρμετρο βαθμό. Ο Τζόνα έμοιασε στη μάνα του, τη Μαίρη, μαχητική κυνηγό πολλών καταδικασμένων ιδανικών. Ο Τζόνα ήταν ένας ουτοπιστής ονειροπόλος και χαρισματικός πνευματιστής της New Age περιόδου. Η Κέι το έθεσε ως εξής: «Ο Καρλ ήθελε να γίνει ο ιδιοκτήτης του κόσμου, κι ο Τζόνα σωτήρας του κόσμου». Έτσι όπως το έβλεπε ο πατέρας τους, ο Καρλ είχε τα κότσια να φτάσει μέχρι το τέλος – να γίνει ο πλουσιότερος άνθρωπος της Αμερικής, ή και του πλανήτη ολόκληρου. Υπήρχε μόνο το πρόβλημα ότι ο Καρλ ήταν όχι μόνο ανεξέλεγκτος, αλλά και αδίστακτος. Δεν σταματούσε μπροστά σε τίποτα προκειμένου να πετύχει αυτό που ήθελε. Παιδί ακόμα, είχε βάλει φωτιά στο σκύλο ενός γείτονα για να του αποσπάσει την προσοχή και να κλέψει ένα βιντεοπαιχνίδι. Κι αυτή δεν ήταν μια μεμονωμένη στιγμή τρέλας. Τέτοια επεισόδια συνέβαιναν συχνά. Ο Τζο, παρόλη τη δική του ανηθικότητα, έβλεπε το χαρακτηριστικό αυτό ως δυνητικό πρόβλημα – όχι ότι τον ένοιαζε αν έβαζε φωτιά σε σκυλιά ή αν έκλεβε. Ήταν η έλλειψη σύνεσης, η έλλειψη του κατάλληλου υπολογισμού στάθμισης ρίσκου-κέρδους, που τον ενοχλούσε. Η τελική λύση ήταν να σύρει τον Καρλ και τον Τζόνα μαζί στο άρμα της οικογενειακής επιχείρησης. Ο Τζόνα υποτίθεται πως θα ήταν ο μετριοπαθής νους, η πηγή της επιφυλακτικότητας που απουσίαζε στον Καρλ. Το όχημα για τον υποθετικά ευεργετικό αυτό συνδυασμό προσωπικοτήτων ήταν ένα άρρηκτο νομικό σύμφωνο που υπέγραψαν και οι δύο όταν ο Τζο τους παραχώρησε την εταιρεία. Όλοι οι όροι ήταν προμελετημένοι ώστε να εξασφαλίζουν πως καμία δουλειά δεν μπορούσε να κλείσει, καμία απόφαση δεν μπορούσε να ληφθεί και καμία αλλαγή στην εταιρεία δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την κοινή συναίνεση του Καρλ και του Τζόνα. Αλλά η φαντασίωση του Τζο για τη συγχώνευση των αντικρουόμενων προσωπικοτήτων των γιων του σε μια ενιαία δύναμη επιτυχίας ουδέποτε εκπληρώθηκε. Το μόνο που πέτυχε ήταν να προξενήσει διαμάχες, αποτελμάτωση της εταιρείας και μια ολοένα μεγαλύτερη έχθρητα ανάμεσα στα δύο αδέλφια. Όλα αυτά εξώθησαν τον Καρλ

70

JOHN VERDON

προς την κατεύθυνση της πολιτικής ως εναλλακτική οδό για την κατάκτηση πλούτου και ισχύος, με την παρασκηνιακή βοήθεια του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ τον Τζόνα τον έσπρωξαν στην κατεύθυνση της θρησκείας και της ίδρυσης του μεγαλόπνοου εγχειρήματός του, του Καθεδρικού του Κυβερνοχώρου, με την αφανή βοήθεια της μητέρας του, την οποία ο Τζο είχε καταστήσει εξόχως ευκατάστατη. Τη μητέρα στην κηδεία της οποίας ο Καρλ τραυματίστηκε θανάσιμα. Όταν η Κέι ολοκλήρωσε με τα πολλά το χρονικό της οικογένειας Σπόλτερ, ο Γκάρνεϊ ήταν ο πρώτος που μίλησε. «Δηλαδή το κόμμα του Καρλ κατά της εγκληματικότητας και οι ομιλίες του για τα κατακάθια της γης και την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος στη Νέα Υόρκη δεν ήταν παρά...» Η Κέι ολοκλήρωσε τη σκέψη του. «Ένα ψέμα, ένα καμουφλάζ. Για έναν πολιτικό με υπόγειες διασυνδέσεις με τη μαφία, τι καλύτερο ως κάλυψη απ’ την εικόνα του πιο μαχητικού πολέμιου του εγκλήματος σε ολόκληρη την πολιτεία;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά, προσπαθώντας να αφήσει τη διεστραμμένη σαπουνόπερα να κατακάτσει. «Δηλαδή η θεωρία σου είναι ότι ο Καρλ κάποια στιγμή τα ’σπασε μ’ αυτό τον τύπο, τον Έιντζελ; Κι ότι αυτός είναι ο λόγος που οδήγησε στη δολοφονία του;» «Ο Έιντζελ ήταν πάντα ο πιο επικίνδυνος παίκτης στο χώρο. Ο Καρλ δεν θα ήταν όχι ο πρώτος, αλλά ούτε καν ο δέκατος απ’ τους επαγγελματικούς συνδέσμους του Έιντζελ που κατέληγε νεκρός. Υπάρχει ένα ρητό σε ορισμένους κύκλους, ότι ο Έλληνας θέτει μόνο δύο προσφορές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων: Ή πας με τα νερά μου, ή σου τινάζω τα μυαλά στον αέρα. Πάω ό,τι στοίχημα θες ότι ο Καρλ είχε κάτι το ανένδοτο, που δεν δεχόταν να πάει με τα νερά του Ντόνι. Και κατέληξε με τα μυαλά στον αέρα, έτσι δεν είναι;» Ο Γκάρνεϊ δεν απάντησε. Προσπαθούσε να καταλάβει τι έτρεχε μ’ αυτή τη βάναυσα παγερή γυναίκα. «Παρεμπιπτόντως», πρόσθεσε εκείνη, «πρέπει να δεις μερικές φωτογραφίες του Καρλ, τραβηγμένες πριν απ’ το επίμαχο περιστατικό». «Γιατί;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

71

«Για να καταλάβεις τι μέρος του λόγου ήταν. Ο Καρλ ήταν φτιαγμένος για πολιτικός. Πούλαγε την ψυχή του στο διάβολο, με αγγελικό χαμόγελο». «Και γιατί δεν τον άφησες όταν τα πράγματα χόντρυναν;» «Επειδή είμαι μια χρυσοθήρας εθισμένη στην ισχύ και το χρήμα». «Μιλάς σοβαρά;» Η απάντησή της ήταν ένα λαμπερό, αινιγματικό χαμόγελο. «Έχεις κάτι άλλο να ρωτήσεις;» Ο Γκάρνεϊ το σκέφτηκε. «Έχω, ναι. Τι σκατά είναι αυτός ο Καθεδρικός του Κυβερνοχώρου;» «Μία ακόμα θρησκεία χωρίς Θεό. Τσέκαρέ την σε κάποια απ’ τις μηχανές αναζήτησης και θα μάθεις περισσότερα απ’ όσα θες να ξέρεις. Τίποτε άλλο;» «Είχαν καθόλου παιδιά ο Καρλ ή ο Τζόνα;» «Ο Τζόνα, όχι. Δεν άδειαζε με τα θρησκευτικά του. Ο Καρλ έχει μια κόρη απ’ τον πρώτο του γάμο. Μια ψυχοπαθή τσούλα». Η φωνή της Κέι ακούστηκε απαθής και ρεαλιστική όπως αν έλεγε ότι η κοπέλα ήταν μια απλή φοιτήτρια. Ο Γκάρνεϊ ανοιγόκλεισε τα μάτια, περίεργος με την ασυμφωνία τόνου και περιεχομένου. «Θες να το διευκρινίσεις λίγο αυτό;» Η Κέι έμοιαζε έτοιμη να πει κι άλλα, αλλά έγνεψε αρνητικά. «Καλύτερα να το ψάξεις μόνος σου το θέμα. Δεν είμαι και πολύ αντικειμενική σε κάτι τέτοια». Έπειτα από μερικές ακόμα ερωταποκρίσεις, και αφού κανόνισαν το επόμενο τηλεφώνημά τους, ο Χάρντγουικ και ο Γκάρνεϊ σηκώθηκαν να φύγουν. Ο Χάρντγουικ κοίταξε και πάλι επιδεικτικά το μελανιασμένο μάγουλο της Κέι. «Σίγουρα είσαι καλά; Έχω μια γνωστή εδώ μέσα. Μπορώ να της πω να σ’ έχει κατά νου, ίσως και να σε απομονώσει απ’ τον γενικό πληθυσμό για ένα διάστημα». «Σου είπα, το έχω φροντίσει». «Σίγουρα δεν κρατάς πολύ μεγάλο καλάθι μ’ αυτή την τύπισσα την Κρίσταλ;» «Το καλάθι της Κρίσταλ είναι μεγάλο και σκληρό. Και το παρατσούκλι μου βοηθάει. Σας είπα ποιο είναι; Σ’ αυτόν το ζωολογικό κήπο, είναι ένας όρος που εμπνέει σεβασμό».

72

JOHN VERDON

«Ποιο παρατσούκλι;» Η Κέι γύμνωσε τα δόντια της σε ένα φευγαλέο, παγερό χαμόγελο. «Η μαύρη χήρα».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

73

Κεφάλαιο 1. Η ψυχοπαθής τσούλα ΜΕ ΤΟ ΠΟΥ ΑΦΗΣΑΝ τις φυλακές του Μπέντφορντ Χιλς πίσω τους, κατευθυνόμενοι προς τη γέφυρα Ταπάν Ζι, ο Γκάρνεϊ έθιξε το θέμα που τον έτρωγε. «Έχω την εντύπωση ότι ξέρεις διάφορα σημαντικά πράγματα για την υπόθεση που δεν έχεις μοιραστεί μαζί μου». Ο Χάρντγουικ γκάζωσε και προσπέρασε απότομα ένα αργοκίνητο βανάκι με μια έκφραση αποστροφής. «Προφανώς δεν έχει πού να πάει, κι ούτε τον νοιάζει πότε θα φτάσει. Ωραία θα ήταν να είχα μια μπουλντόζα, να ρίχνω κάτι τέτοιες κουράδες στο χαντάκι». Ο Γκάρνεϊ περίμενε. Με τα πολλά ο Χάρντγουικ απάντησε στην ερώτησή του. «Έχεις το περίγραμμα, ατσίδα – τα βασικά στοιχεία, τους πρωταγωνιστές. Τι σκατά θες ακόμα;» Ο Γκάρνεϊ το σκέφτηκε, καθώς και τον τόνο του. «Τώρα είσαι περισσότερο ο εαυτός σου απ’ ό,τι το πρωί». «Τι σκατά πάει να πει αυτό;» «Εσύ να μου πεις. Να θυμάσαι ότι μπορώ ακόμα να ξεκόψω απ’ την όλη υπόθεση, και θα το κάνω έτσι και δεν νιώθω σίγουρος ότι ξέρω όλα όσα ξέρεις για τη δολοφονία του Σπόλτερ. Δεν πρόκειται να παριστάνω τη βιτρίνα μόνο και μόνο για να υπογράψει η τύπισσα το συμφωνητικό του δικηγόρου σου. Πώς είπε ότι τον λένε;» «Χαλάρωσε. Μη σκας. Λεξ Μπίντσερ τον λένε. Θα τον γνωρίσεις». «Βλέπεις, Τζακ, εδώ είναι το θέμα». «Ποιο θέμα;»

74

JOHN VERDON

«Υποθέτεις πράγματα». «Τι πράγματα υποθέτω;» «Υποθέτεις ότι είμαι σύμφωνος». Ο Χάρντγουικ κοίταξε με ένα επίμονο συνοφρύωμα τον άδειο δρόμο μπροστά τους. Το τικ είχε επιστρέψει. «Δεν είσαι;» «Μπορεί να είμαι, μπορεί και όχι. Το θέμα είναι ότι θα σου το πω». «Μάλιστα. Ωραία». Μια σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους που κράτησε ώσπου πέρασαν τον ποταμό Χάντσον και γκάζωσαν δυτικά, για τον αυτοκινητόδρομο Ι-287. Ο Γκάρνεϊ είχε περάσει αυτό το διάστημα αναλογιζόμενος τι ήταν αυτό που τον αναστάτωνε τόσο, και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα δεν ήταν ο Χάρντγουικ, αλλά η δική του ανεντιμότητα. Στην πραγματικότητα, ήταν σύμφωνος. Υπήρχαν πλευρές της υπόθεσης –πέρα απ’ τη φρικιαστική φωτογραφία του Καρλ Σπόλτερ– που τον είχαν προκαλέσει. Αλλά παρίστανε τον αναποφάσιστο. Και η προσποίηση είχε να κάνει περισσότερο με τη Μάντλιν παρά με τον Χάρντγουικ. Προσποιούνταν –και την άφηνε να πιστεύει– πως επρόκειτο για μια λογική διαδικασία που ακολουθούσε σύμφωνα με κάποια αντικειμενικά κριτήρια, ενώ η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό. Η ανάμειξή του δεν ήταν ζήτημα λογικής επιλογής με τον ίδιο τρόπο που δεν μπορούσε να επιλέξει αν θα τον επηρέαζε ή όχι η βαρύτητα. Η αλήθεια ήταν ότι μια σύνθετη υπόθεση δολοφονίας μαγνήτιζε την προσοχή και την περιέργειά του όσο τίποτα στον κόσμο. Μπορούσε να επινοήσει διάφορους λόγους. Μπορούσε να πει ότι το έκανε για τη δικαιοσύνη. Για να επανορθώσει μια τρομερή ανισορροπία στο σχεδιάγραμμα της καθημερινότητας. Για να στηρίξει τους αδικημένους. Μια αναζήτηση της αλήθειας. Μα ήταν κι άλλες φορές, όταν το αντιμετώπιζε σαν την απλή επίλυση ενός γρίφου –έστω και με μεγάλο ρίσκο–, μια έμμονη, ψυχαναγκαστική παρόρμηση να σχηματίσει τη συνολική εικόνα απ’ τα σκόρπια κομμάτια. Ένα διανοητικό παιχνίδι, ένας αγώνας του νου και της θέλησης. Ένας στίβος στον οποίο μπορούσε να αριστεύσει.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

75

Κι απ’ την άλλη, ήταν η ζοφερή εκδοχή της Μάντλιν: η πιθανότητα ότι κατά κάποιον τρόπο τον τραβούσε ο ίδιος ο κίνδυνος, όσο τρομερός κι αν ήταν, ότι κάποιο κομμάτι του ψυχισμού του που μισούσε τον εαυτό του συνεχώς τον παρέσυρε τυφλά στην τροχιά του θανάτου. Το μυαλό του απέρριπτε ένα τέτοιο ενδεχόμενο την ίδια στιγμή που η καρδιά του πάγωνε απ’ αυτό. Τελικά όμως δεν πίστευε σε τίποτε απ’ αυτά που σκεφτόταν ή έλεγε για τα διάφορα γιατί του επαγγέλματός του. Ήταν απλώς ιδέες που είχε πάνω σ’ αυτό, ταμπέλες που καμιά φορά τον βόλευαν. Συνόψιζε καμιά απ’ αυτές τις ταμπέλες την ουσία της βαρυτικής έλξης; Ούτε ο ίδιος ήξερε. Η ουσία ήταν αυτή: Όσο κι αν εκλογίκευε ή χρονοτριβούσε, δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από μια πρόκληση σαν την υπόθεση Σπόλτερ με τον ίδιο τρόπο που ο αλκοολικός δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από ένα μαρτίνι μετά την πρώτη γουλιά. Ξάφνου ένιωσε εξουθενωμένος κι έκλεισε τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε, είδε φευγαλέα τη λίμνη υδροδότησης Πέπακτον ευθεία μπροστά. Αυτό σήμαινε πως είχαν περάσει μέσα απ’ το Κατ Χόλοου και βρίσκονταν πάλι στην κομητεία του Ντέλαγουερ, λιγότερο από είκοσι λεπτά απόσταση από το Γουόλνατ Κρόσινγκ. Το νερό της λίμνης βρισκόταν σε θλιβερά χαμηλή στάθμη, ως συνέπεια ενός ξηρού θέρους, που κατά πάσα πιθανότητα ακολουθείται από ένα μουντό φθινόπωρο. Η σκέψη του επέστρεψε στη συνάντηση στο Μπέντφορντ Χιλς. Έριξε μια ματιά στον Χάρντγουικ, που έμοιαζε χαμένος σε δικές του δυσάρεστες σκέψεις. «Και για πες μου, Τζακ, τι ξέρουμε για την ψυχοπαθή τσούλα, την κόρη του Καρλ Σπόλτερ;» «Προφανώς την αντίστοιχη σελίδα στα πρακτικά της δίκης τη διάβασες διαγωνίως – εκεί όπου καταθέτει πως είχε ακούσει την Κέι να μιλάει στο τηλέφωνο με κάποιον, την προηγουμένη της επίθεσης στον Καρλ, και να λέει πως όλα είχαν τακτοποιηθεί και ότι σε είκοσι τέσσερις ώρες όλα τα προβλήματά της θα είχαν λυθεί. Η αξιαγάπητη

76

JOHN VERDON

αυτή κοπέλα λέγεται Αλίσα. Κάνε θετικές σκέψεις γι’ αυτήν. Η ψυχοπαθολογική πουτανιά της μπορεί να είναι το κλειδί που θα απελευθερώσει την πελάτισσά μας». Ο Χάρντγουικ πήγαινε με εκατόν δέκα σε ένα τμήμα του δρόμου με στροφές όπου το ανώτερο όριο ταχύτητας ήταν τα ογδόντα. Ο Γκάρνεϊ τσέκαρε τη ζώνη ασφαλείας. «Θα μου πεις για ποιο λόγο;» «Η Αλίσα είναι δεκαεννέα ετών, πανέμορφη σαν σταρ του σινεμά, και αντί για αίμα έχει δηλητήριο στις φλέβες. Έχω ακουστά ότι μοστράρει ένα τατουάζ με τις λέξεις Χωρίς όρια σε ένα ιδιαίτερο σημείο του σώματός της». Η έκφραση του Χάρντγουικ εξερράγη σε ένα σαρδόνιο χασκόγελο. «Επίσης είναι ηρωινομανής». «Και πώς αυτό βοηθάει την Κέι;» «Μην είσαι ανυπόμονος. Καταπώς φαίνεται, ο Καρλ ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος με τη μικρή Αλίσα. Την κακομάθαινε ελεεινά, χειρότερο κι από ελεεινά – όσο ζούσε. Αλλά η διαθήκη του ήταν άλλο καπέλο. Μπορεί να είχε μια διόραση στο τι θα έκανε η πρεζού η κόρη του με μερικά εκατομμύρια δολάρια στη διάθεσή της. Έτσι, η διαθήκη του όριζε ότι όλα θα πήγαιναν στην Κέι. Και δεν την είχε αλλάξει ως τη μέρα του τραυματισμού του –ίσως επειδή δεν είχε καταλήξει σε κάποια απόφαση σχετικά με το διαζύγιο, ή απλώς δεν είχε προφτάσει να το κάνει–, ένα θέμα που ο κατήγορος δεν σταμάτησε να τονίζει ως βασικό κίνητρο της Κέι για τη δολοφονία του». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Και μετά τον τραυματισμό του, δεν ήταν σε θέση να την αλλάξει». «Ακριβώς. Αλλά το θέμα έχει κι άλλη μία πλευρά. Με το που καταδικάστηκε η Κέι, σήμαινε πως δεν μπορούσε να κληρονομήσει ούτε δεκάρα – γιατί ο νόμος απαγορεύει την αποδοχή κληρονομιάς από άτομο που προκάλεσε το θάνατο του κληροδότη. Η κληρονομιά μεταφέρεται από τον ένοχο και πηγαίνει, αντ’ αυτού, στους πλησιέστερους συγγενείς – επί του προκειμένου, στην Αλίσα Σπόλτερ». «Αυτή πήρε τα λεφτά του Καρλ;» «Όχι ακριβώς. Αυτές οι διαδικασίες κινούνται αργά στην καλύτερη των περιπτώσεων, και η έφεση θα διακόψει την όποια μεταβίβαση ώσπου να τελεσιδικήσει η υπόθεση». Ο Γκάρνεϊ είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. «Επομένως με ποιον τρόπο η δεσποινίς Χωρίς όρια είναι το κλειδί της υπόθεσης;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

77

«Προφανώς είχε πολύ σημαντικό κίνητρο να κριθεί ένοχη η Κέι. Μπορείς ακόμα και να πεις ότι το κίνητρό της ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να διαπράξει το φόνο η ίδια, αρκεί η κατηγορία να βάραινε την Κέι». «Και λοιπόν; Η υπόθεση δεν αναφέρει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο που να τη συνδέει με τον πυροβολισμό. Μου ξέφυγε κάτι;» «Τίποτε απολύτως». «Τότε, ποιο το νόημα;» Το χαμόγελο του Χάρντγουικ έγινε πιο πλατύ. Όποιο κι αν ήταν το νόημα, ήταν προφανές ότι διασκέδαζε τρομερά με τη διαδρομή. Ο Γκάρνεϊ κοίταξε πάλι τη βελόνα του ταχύμετρου και είδε ότι τώρα τρεμούλιαζε λίγο πάνω από τα εκατόν είκοσι. Κατηφόριζαν στη δυτική πλευρά της λίμνης, πλησιάζοντας την κλειστή στροφή στα Ενοικιαζόμενα Κανό του Μπάρνεϊ. Το σαγόνι του Γκάρνεϊ σφίχτηκε. Αυτά τα παλιά μεγαθήρια είχαν φοβερή ιπποδύναμη, αλλά η συμπεριφορά τους στις κλειστές στροφές με μεγάλη ταχύτητα μπορούσε να αποβεί μοιραία. «Ποιο είναι το νόημα;» Τα μάτια του Χάρντγουικ έλαμπαν από χαρά. «Βασικά, να σε ρωτήσω εγώ κάτι. Δεν θα έλεγες ότι υπάρχει μια κάποια σύγκρουση συμφερόντων... ένα κάποιο θέμα με την απόδοση δικαιοσύνης... μια αμυδρή υπόθεση κακοδιαχείρισης της έρευνας... εάν ένας δυνητικός ύποπτος σε μια υπόθεση δολοφονίας πηδιόταν με τον αστυνομικό που ήταν επικεφαλής της έρευνας;» «Τι πράγμα; Ο Κλέμπερ με την Αλίσα Σπόλτερ;» «Ο Μικ ο Παπάρας και η Ψυχοπαθής Τσούλα αυτοπροσώπως, δικέ μου». «Χριστέ μου... Κι έχεις αποδείξεις γι’ αυτό;» Για μια στιγμή, το χαμόγελο έγινε πιο πλατύ και λαμπερό από ποτέ. «Ξέρεις, Ντέιβι αγορίνα, νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα θεματάκια στα οποία μπορείς να βοηθήσεις».

78

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 11 Τα πουλάκια Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕ. Και παρέμεινε σιωπηλός για τα επόμενα δεκαεφτά λεπτά, όσο χρειάστηκαν να φτάσουν απ’ τη λίμνη στο Γουόλνατ Κρόσινγκ και να ανηφορίσουν τον στριφογυριστό χωματόδρομο και το χαλίκι που οδηγούσε απ’ τον αυτοκινητόδρομο της κομητείας στη λιμνούλα, το βοσκοτόπι και την αγροικία του. Καθισμένος έξω απ’ το σπίτι στην Πόντιακ που γουργούριζε στο ρελαντί, ήξερε ότι έπρεπε να πει κάτι, και ήθελε να είναι σαφές. «Τζακ, έχω την αίσθηση ότι βρισκόμαστε σε δύο διαφορετικά μονοπάτια στο σχέδιό σου». Ο Χάρντγουικ πήρε μια έκφραση σαν να του ήρθε ξινίλα. «Δηλαδή;» «Εξακολουθείς να με σπρώχνεις προς το θέμα της διεφθαρμένης έρευνας, της μη απόδοσης δικαιοσύνης, και τα ρέστα». «Γι’ αυτά τα θέματα γίνονται οι εφέσεις». «Το καταλαβαίνω. Και θα φτάσουμε εκεί. Αλλά δεν μπορώ να αρχίσω από εκεί». «Μα αν ο Μικ Κλέμπερ...» «Ξέρω, Τζακ, ξέρω. Αν μπορείς να αποδείξεις ότι ο επικεφαλής της υπόθεσης παρέκαμψε μία οδό έρευνας επειδή...» «Επειδή πηδιόταν με μια δυνητική ύποπτο, μπορούμε να ανατρέψουμε την καταδίκη και μόνο μ’ αυτό. Τόμπολα! Πού είναι το πρόβλημα;» «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι δικό μου – ότι πρέπει να φτάσω απ’ το ένα σημείο στο άλλο».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

79

«Ένα έξυπνο πρώτο βήμα θα ήταν να κάνεις μια κουβέντα με την εκθαμβωτική Αλίσα, να καταλάβεις με τι άνθρωπο έχεις να κάνεις, τα σημεία πίεσης που θα μπορούσαν να τη φέρουν με το μέρος μας, τα τεχνάσματα με...» «Βλέπεις; Αυτό ακριβώς εννοώ όταν λέω ότι είμαστε σε διαφορετικά μονοπάτια». «Τι σκατά θες να πεις;» «Για μένα, αυτή η κουβεντούλα θα ήταν ένα έξυπνο δέκατο ή ενδέκατο βήμα, όχι το πρώτο». «Γαμώ το κέρατό μου! Κάνεις ένα απλό θέμα να φαίνεται βουνό». Ο Γκάρνεϊ κοίταξε απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου. Πάνω απ’ την οροσειρά που δέσποζε λίγο μακρύτερα απ’ τη λιμνούλα, ένα γεράκι έκοβε κύκλους πετώντας αργά. «Πέρα απ’ το να πείσω την Κέι Σπόλτερ να υπογράψει, τι άλλο υποτίθεται ότι συνεισφέρω στην ομάδα;» «Σου το είπα ήδη». «Πες το μου πάλι». «Έχεις το κομμάτι της στρατηγικής. Και είσαι μέρος των πυρομαχικών. Μέρος της τελικής λύσης». «Αλήθεια;» «Πού είναι το πρόβλημα;» «Αν θέλεις να συνεισφέρω, πρέπει να μ’ αφήσεις να το κάνω με τον δικό μου τρόπο». 2 «Τον δικό σου τρόπο, τον δικό σου τρόπο. Ποιος είσαι, ρε μεγάλε, ο Σινάτρα;» «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω αν περιμένεις να βάλω το δέκατο βήμα μπροστά απ’ το πρώτο». Ο Χάρντγουικ έβγαλε έναν ήχο που έμοιαζε με δυσαρεστημένο στεναγμό παραίτησης. «Ας είναι. Τι θες να κάνεις;» «Θέλω να ξεκινήσω απ’ την αρχή. Απ’ το Λονγκ Φολς. Το νεκροταφείο. Το κτίριο απ’ όπου πυροβόλησε ο δράστης. Θέλω να δω πού συνέβησαν όλα. Το χρειάζομαι». «Τι σκατά; Θες να επαναλάβεις όλη τη γαμημένη την έρευνα;» «Δεν μου ακούγεται και άσχημο ως ιδέα». «Δεν χρειάζεται να το κάνεις».

80

JOHN VERDON

Ήταν έτοιμος να πει στον Χάρντγουικ ότι υπήρχε ένα σημαντικότερο ζήτημα στην υπόθεση απ’ το στόχο της πραγματιστικής προσέγγισης. Το θέμα της Αλήθειας, με κεφαλαίο άλφα. Αλλά η εκζήτηση της φράσης τον συγκρατούσε απ’ το να την προφέρει. «Χρειάζομαι μια βάση, στην κυριολεξία». «Δεν έχω ιδέα τι σκατά θες να πεις. Το θέμα μας είναι οι μαλακίες του Κλέμπερ, όχι το γαμημένο το νεκροταφείο». Συνέχισαν αυτό το πίσω-μπρος για κάνα δεκάλεπτο. Στο τέλος, ο Χάρντγουικ ενέδωσε, κουνώντας το κεφάλι με αγανάκτηση. «Κάνε ό,τι θες. Μόνο μη χαραμίσεις γαμημένο χρόνο, εντάξει;» «Δεν σκοπεύω να χαραμίσω καθόλου χρόνο». «Ό,τι πεις, Σέρλοκ». Ο Γκάρνεϊ βγήκε από το αμάξι. Η βαριά πόρτα έκλεισε με έναν πάταγο πιο δυνατό απ’ όποιον ήχο αμαξιού είχε ακούσει εδώ και δεκαετίες. Ο Χάρντγουικ έγειρε απ’ το ανοιχτό παράθυρο του συνοδηγού. «Θα με κρατάς ενήμερο, έτσι;» «Εννοείται». «Και μη φας πολλή ώρα στο νεκροταφείο. Είναι πολύ παράξενο μέρος». «Τι πάει να πει αυτό;» «Θα το διαπιστώσεις και μόνος σου». Σκυθρωπός, ο Χάρντγουικ μάρσαρε τον ενοχλητικά θορυβώδη κινητήρα του, ξυπνώντας τον από ένα βρογχικό γρύλισμα σε έναν εκκωφαντικό βρυχηθμό. Έπειτα έβαλε ταχύτητα, έστριψε την παλιά κόκκινη Πόντιακ αργά στο κίτρινο χορτάρι και άρχισε να κατηφορίζει στο δρομάκι πλάι στο βοσκοτόπι. Ο Γκάρνεϊ κοίταξε πάλι ψηλά το γεράκι, που έκανε κύκλους με χάρη πάνω απ’ την οροσειρά. Έπειτα μπήκε στο σπίτι, περιμένοντας να δει τη Μάντλιν ή να ακούσει τον ήχο του τσέλου της απ’ το επάνω πάτωμα. Φώναξε το όνομά της. Το εσωτερικό του σπιτιού, ωστόσο, του μετέδιδε μόνο την αλλόκοτη αίσθηση της ερημιάς που έμοιαζε να πλανιέται στο χώρο όταν η Μάντλιν έλειπε. Προσπάθησε να θυμηθεί τι μέρα της εβδομάδας ήταν – αν ήταν μία απ’ τις τρεις μέρες που δούλευε στην ψυχιατρική κλινική, αλλά

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

81

δεν ήταν. Ψαχούλεψε τη μνήμη του για κάποιο ίχνος, κάτι σχετικό με ένα απ’ τα τοπικά συμβούλια στα οποία συμμετείχε, με τα μαθήματα γιόγκα που παρακολουθούσε, με το εθελοντικό ξεχορτάριασμα του κοινοτικού κήπου, ή με τις διαδρομές για ψώνια στην Ονεόντα. Αλλά δεν του ερχόταν τίποτα. Βγήκε πάλι έξω και κοίταξε από πάνω ως κάτω την απαλή πλαγιά και από τις δύο μεριές του σπιτιού. Τρία ελάφια στέκονταν και τον παρατηρούσαν απ’ την κορυφή του βοσκότοπου. Το γεράκι εξακολουθούσε να πετά, τώρα σε πιο πλατύ κύκλο, με μικρές μονάχα προσαρμογές στην κλίση των τεντωμένων του φτερών. Φώναξε το όνομα της Μάντλιν, αυτή τη φορά δυνατά, κι έβαλε τα χέρια γύρω απ’ το αυτί για να αφουγκραστεί την απόκριση. Μα δεν άκουσε τίποτα. Όσο αφουγκραζόταν, ωστόσο, είδε κάτι με την άκρη του ματιού στη βάση του βοσκότοπου, μέσα απ’ τα δέντρα: μια φευγαλέα λάμψη χρώματος φούξια στην πίσω γωνία του μικρού στάβλου. Υπήρχαν μόνο δύο αντικείμενα μ’ αυτό το χρώμα που μπορούσε να σκεφτεί και τα οποία ανήκαν στον απομονωμένο, αδιέξοδο κόσμο τους: το νάιλον μπουφάν της Μάντλιν και το κάθισμα του καινούριου ποδηλάτου που της είχε αγοράσει για τα γενέθλιά της – σε αντικατάσταση αυτού που είχε καεί στη φωτιά η οποία είχε καταστρέψει τον αρχικό τους στάβλο. Όπως κατηφόριζε βιαστικά, ολοένα και πιο περίεργος, μέσα απ’ το βοσκοτόπι, φώναξε το όνομά της άλλη μια φορά, βέβαιος τώρα πως αυτό που αντίκριζε ήταν όντως το μπουφάν της. Όμως και πάλι δεν πήρε απόκριση. Πέρασε την ακανόνιστη δεντροστοιχία από δενδρύλλια που έφραζαν το βοσκοτόπι και, καθώς έμπαινε στην ανοιχτή κουρεμένη περιοχή που περιέβαλλε το στάβλο, είδε τη Μάντλιν καθισμένη στο χορτάρι στην άλλη άκρη του κτίσματος. Έμοιαζε απορροφημένη με κάτι που ήταν λίγο έξω από το οπτικό του πεδίο. «Μάντλιν, γιατί δεν...» πήγε να πει, με την ενόχλησή του για τις αναπάντητες αναζητήσεις του έντονη στη φωνή του. Χωρίς να τον κοιτάξει, εκείνη σήκωσε το ένα χέρι προς το μέρος του σε μια χειρονομία που σήμαινε πως είτε έπρεπε να σταματήσει να πλησιάζει ή να πάψει να μιλά.

82

JOHN VERDON

Όταν υπάκουσε και στα δύο, του έκανε νεύμα να προχωρήσει. Πλησίασε πίσω της και κοίταξε πέρα απ’ τη γωνία του στάβλου. Κι εκεί τα είδε – τα τέσσερα κοτόπουλα, καθισμένα ήσυχα-ήσυχα στο χορτάρι, με τα κεφάλια τους χαμηλωμένα και τα πόδια τους διπλωμένα κάτω απ’ το στήθος. Ο κόκορας καθόταν δίπλα στο τεντωμένο πόδι της Μάντλιν, και οι τρεις κότες κάθονταν στην άλλη πλευρά. Καθώς ο Γκάρνεϊ κοιτούσε την αλλόκοτη αυτή σύναξη, άκουγε τα κοτόπουλα να βγάζουν το ίδιο σιγανό, γαλήνιο γουργούρισμα που έκαναν στο στάβλο όταν ετοιμάζονταν για ύπνο. Η Μάντλιν κοίταξε τον Γκάρνεϊ. «Χρειάζονται ένα σπιτάκι κι ένα ασφαλές δρομάκι για να τρέχουν. Έτσι, θα μπορούν να κάθονται όσο θέλουν στον καθαρό αέρα και να είναι χαρούμενα και άφοβα. Μόνο αυτό θέλουν. Πρέπει, λοιπόν, να τους το προσφέρουμε». «Σύμφωνοι». Η υπενθύμιση του επικείμενου κατασκευαστικού έργου τον εκνεύριζε. Κοίταξε τα κοτόπουλα στο χορτάρι. «Πώς θα τα ξαναβάλεις στο στάβλο;» «Κανένα πρόβλημα», είπε και χαμογέλασε, πιο πολύ στα κοτόπουλα παρά σ’ αυτόν. «Κανένα πρόβλημα», επανέλαβε ψιθυριστά. «Θα πάμε στο στάβλο σε λίγο. Θέλουμε μόνο να αράξουμε στο γρασίδι λίγο ακόμα». Μισή ώρα αργότερα, ο Γκάρνεϊ καθόταν μπροστά στον υπολογιστή του στο καθιστικό, διατρέχοντας τον ιστότοπο του Καθεδρικού του Κυβερνοχώρου Πέρασμα σε μια χαρούμενη ζωή. Ήταν προβλέψιμο ίσως, λόγω της ονομασίας της οργάνωσης, ότι δεν θα έβρισκε κανονική διεύθυνση, ούτε φωτογραφίες κάποιου κτιρίου. Η μόνη επιλογή που προσέφερε η σελίδα της επικοινωνίας ήταν το μέιλ. Η ηλεκτρονική διεύθυνση στην αναδυόμενη φόρμα ήταν [email protected] Ο Γκάρνεϊ το σκέφτηκε για λίγο – την αφοπλιστική, σχεδόν τρυφερή υπόνοια ότι το σχόλιο, η ερώτηση ή η έκκληση για βοήθεια του οποιουδήποτε πήγαινε κατευθείαν στον ιδρυτή. Αυτό κατόπιν τον έκανε να αναρωτηθεί τι είδους σχόλια, ερωτήσεις ή εκκλήσεις για βοήθεια μπορεί να λάβαινε το σάιτ· ψάχνοντας για απάντηση συνέχισε την περιήγηση στον ιστότοπο για είκοσι λεπτά ακόμα. Η τελική εντύπωση που σχημάτισε ήταν ότι η υποσχόμενη χαρούμενη ζωή ήταν μια ασαφής και αόριστη νοοτροπία της Νέας Εποχής,

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

83

γεμάτη από αμβλείς φιλοσοφικούς ορισμούς, παστέλ γραφικά και καλοκαιρία. Το όλο εγχείρημα έμοιαζε να προτάσσει τη γλυκύτητα και 3 την προστασία του ταλκ για μωρά. Ήταν λες και το Χόλμαρκ είχε αποφασίσει να ιδρύσει θρησκεία. Το αντικείμενο που κράτησε την προσοχή του Γκάρνεϊ περισσότερο ήταν μια φωτογραφία του Τζόνα Σπόλτερ στη σελίδα του καλωσορίσματος. Υψηλής ανάλυσης και αρετουσάριστη με μια πρώτη ματιά, είχε μια ευθύτητα και μια ειλικρίνεια που έρχονταν σε έντονη αντίθεση με τα περιρρέοντα φρου-φρου. Το σχήμα του προσώπου του Τζόνα είχε κάτι απ’ τον Καρλ – τα πυκνά σκούρα μαλλιά, λίγο σπαστά, η ίσια μύτη, το προτεταμένο πιγούνι. Αλλά οι ομοιότητες σταματούσαν εκεί. Ενώ τα μάτια του Καρλ ήταν γεμάτα απ’ την πιο ακραία απόγνωση, του Τζόνα έμοιαζαν εστιασμένα σε ένα μέλλον ατέλειωτης επιτυχίας. Σαν τις αρχαίες μάσκες της τραγωδίας και της κωμωδίας, οι εκφράσεις τους ήταν εντυπωσιακά παρόμοιες και τελείως αντίθετες. Αν τα αδέλφια αυτά ήταν παγιδευμένα στο είδος της προσωπικής διαμάχης που είχε υπαινιχθεί η Κέι, και εφόσον η φωτογραφία του Τζόνα ήταν όντως αντιπροσωπευτική της τωρινής εμφάνισής του, τότε δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιος αδελφός είχε βγει νικητής. Μαζί με τη φωτογραφία του Τζόνα, η σελίδα του καλωσορίσματος περιλάμβανε κι έναν μακρύ κατάλογο θεματικών επιλογών. Ο Γκάρνεϊ διάλεξε την κορυφαία: Ανθρώπινο. Καθώς μια σελίδα με περίγραμμα από πλεγμένες μαργαρίτες εμφανιζόταν στην οθόνη, άκουσε τη φωνή της Μάντλιν να τον καλεί απ’ το διπλανό δωμάτιο. «Σερβίρισα». Τη βρήκε καθισμένη στο στρογγυλό τραπεζάκι πλάι στις μπαλκονόπορτες – εκεί όπου έτρωγαν όλα τους τα γεύματα, εκτός από τις περιπτώσεις που είχαν καλεσμένους, οπότε χρησιμοποιούσαν το μακρύ μοναστηριακό τραπέζι. Ο Γκάρνεϊ κάθισε απέναντί της. Τα πιάτα τους ήταν γεμάτα με γενναίες μερίδες από σωταρισμένο βακαλάο, καρότα και μπρόκολο. Ο Γκάρνεϊ τσίμπησε μια φέτα καρότο με το πιρούνι του και άρχισε να τη μασουλάει. Διαπίστωσε ότι δεν πει-

84

JOHN VERDON

νούσε και τόσο, αλλά συνέχισε να τρώει. Ο βακαλάος δεν του πολυάρεσε. Του θύμιζε το άγευστο ψάρι που συνήθιζε να μαγειρεύει η μητέρα του. «Κατάφερες να τα ξαναβάλεις στο στάβλο;» ρώτησε, περισσότερο από εκνευρισμό παρά από ενδιαφέρον. «Φυσικά». Συνειδητοποίησε πως είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου κι έριξε μια ματιά στο ρολόι στον απέναντι τοίχο. Ήταν εξίμισι. Γύρισε το κεφάλι του για να κοιτάξει απ’ την μπαλκονόπορτα και είδε τον ήλιο να του επιστρέφει το βλέμμα αγριωπός λίγο πάνω απ’ τη δυτική οροσειρά. Σε αντίθεση με την όποια ρομαντική ατμόσφαιρα του ηλιοβασιλέματος στην ύπαιθρο, του θύμιζε λάμπα ανάκρισης από αστυνομική ταινία γεμάτη κλισέ. Η συσχέτιση αυτή τον επανέφερε στις ερωτήσεις που είχε θέσει στο Μπέντφορντ Χιλς πριν από μερικές μόλις ώρες, και στα επίφοβα, ασάλευτα πράσινα εκείνα μάτια που έμοιαζαν περισσότερο με μάτια γάτας σε πίνακα παρά με φυλακισμένης γυναίκας. «Θες να μου πεις πώς πήγε;» Η Μάντλιν τον παρατηρούσε μ’ αυτό το ύφος που καμιά φορά τον έκανε να αναρωτιέται μήπως είχε ασυναίσθητα ψιθυρίσει αυτό που σκεφτόταν. «Ποιο πράγμα;» «Η μέρα σου. Η γυναίκα που πήγες να δεις. Τι θέλει ο Τζακ. Το σχέδιό σου. Αν πιστεύεις ότι είναι αθώα». Δεν του είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι θα ήθελε να το συζητήσουν. Αλλά μπορεί και να το περίμενε. Άφησε κάτω το πιρούνι του. «Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι δεν ξέρω κι εγώ τι να πιστέψω. Αν λέει ψέματα, τα καταφέρνει καλά. Παίζει να είναι και η κορυφαία ψεύτρα που έχω συναντήσει». «Αλλά δεν νομίζεις ότι λέει ψέματα;» «Δεν είμαι σίγουρος. Μοιάζει να θέλει να πιστέψω στην αθωότητά της, αλλά δεν χολοσκάει κιόλας για να με πείσει. Είναι λες και θέλει να το κάνει επί τούτου δύσκολο». «Έξυπνο». «Έξυπνο ή... ειλικρινές». «Μπορεί και τα δύο». «Ακριβώς».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

85

«Τι άλλο;» «Τι εννοείς;» «Τι άλλο διέκρινες σ’ αυτήν;» Το σκέφτηκε για λίγο. «Περηφάνια. Δύναμη. Πείσμα». «Είναι ελκυστική;» «Δεν νομίζω ότι θα την έλεγα ακριβώς ελκυστική». «Αλλά...;» «Εντυπωσιακή. Παθιασμένη. Αποφασισμένη». «Αδίστακτη;» «Α. Αυτό είναι δύσκολο. Αν εννοείς αρκετά αδίστακτη ώστε να σκοτώσει τον άντρα της για τα λεφτά, δεν μπορώ ακόμα να απαντήσω με βεβαιότητα». Η Μάντλιν επανέλαβε τη λέξη ακόμα τόσο απαλά, που μετά βίας την άκουσε. «Σκοπεύω να κάνω τουλάχιστον ένα ακόμα βήμα», είπε, μα την ίδια στιγμή που το έλεγε αναγνώρισε την απόχρωση της ανεντιμότητας. Αν η λάμψη αμφιβολίας στα μάτια της Μάντλιν ήταν ενδεικτική, το ίδιο ίσχυε και γι’ αυτήν. «Και το βήμα αυτό θα ήταν...;» «Θέλω να δω τον τόπο του εγκλήματος». «Δεν είχε φωτογραφίες ο φάκελος που σου έδωσε ο Τζακ;» «Οι φωτογραφίες και τα σχέδια αποτυπώνουν ίσως το δέκα τοις εκατό της πραγματικότητας. Πρέπει να βρεθείς εκεί, να τριγυρίσεις στο χώρο, να ψάξεις, να αφουγκραστείς, να μυρίσεις, να νιώσεις τη γενικότερη αίσθηση του μέρους, τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του – τη γειτονιά, την κίνηση, το τι μπορεί να είχε δει το θύμα και ο δολοφόνος, πώς μπορεί να έφτασε εκεί, πού μπορεί να πήγε, ποιος μπορεί να τον είδε». «Ή να την είδε». «Ναι». «Επομένως, πότε θα πας να δεις, να αφουγκραστείς, να μυρίσεις και να νιώσεις;» «Αύριο». «Θυμάσαι ότι έχουμε το δείπνο;» «Αύριο είναι;»

86

JOHN VERDON

Η Μάντλιν φόρεσε ένα μαρτυρικό χαμόγελο. «Τα μέλη της ομάδας γιόγκα. Εδώ. Για δείπνο». «Α ναι, βέβαια. Κανένα πρόβλημα». «Σίγουρα; Θα προλάβεις;» «Κανένα πρόβλημα». Η Μάντλιν τον κοίταξε επίμονα κι έπειτα απέστρεψε το βλέμμα σαν να είχε λήξει το θέμα. Σηκώθηκε, άνοιξε τις μπαλκονόπορτες και ρούφηξε τον δροσερό αέρα. Την επόμενη στιγμή, απ’ το δάσος πέρα απ’ τη λιμνούλα ακούστηκε εκείνη η παράξενη κραυγή χαμένου ζώου που είχαν ακούσει ξανά, σαν την απόκοσμη νότα ενός φλάουτου. Ο Γκάρνεϊ σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και προσπερνώντας τη Μάντλιν βγήκε στην πετρόχτιστη βεράντα. Ο ήλιος είχε βουλιάξει πίσω απ’ τις βουνοκορφές, και η θερμοκρασία έδειχνε να έχει πέσει ίσαμε δέκα βαθμούς. Ο Γκάρνεϊ στάθηκε ακίνητος και περίμενε να ακουστεί και πάλι ο μυστηριώδης αυτός ήχος. Όμως το μόνο που άκουγε ήταν μια σιωπή τόσο βαθιά, που τον έκανε να ανατριχιάσει σύγκορμος. 2. Αναφορά στο τραγούδι «My Way» του Φρανκ Σινάτρα. (ΣτΜ) 3. Αμερικανική εμπορική δικτυακή πύλη και κανάλι με ταινίες. (ΣτΕ)

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

87

Κεφάλαιο 12 Γουίλοου Ρεστ ΟΤΑΝ Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΜΠΗΚΕ στην κουζίνα το επόμενο πρωί, πεινούσε λυσσαλέα. Η Μάντλιν στεκόταν στο νεροχύτη κι έκοβε κομματάκια ψωμί σε ένα μεγάλο χάρτινο πιάτο, το μισό του οποίου ήταν ήδη καλυμμένο με ψιλοκομμένες φράουλες. Μία φορά τη βδομάδα έδινε στα κοτόπουλα ένα πιάτο με λιχουδιές, ξέχωρα απ’ τη συσκευασμένη τροφή που αγόραζαν απ’ το μαγαζί με τα αγροτικά προϊόντα. Ο Γκάρνεϊ θυμήθηκε απ’ το πιο συντηρητικό απ’ ό,τι συνήθως συνολάκι που φορούσε ότι ήταν μία απ’ τις μέρες που δούλευε στην κλινική. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. «Μήπως αργήσεις;» «Θα περάσει να με πάρει ο Χαλ, γι’ αυτό... δεν πειράζει». Αν θυμόταν καλά, ο Χαλ ήταν ο διευθυντής της κλινικής. «Γιατί;» Η Μάντλιν τον κοίταξε στα μάτια. «Α ναι, σωστά, το αμάξι σου είναι στο συνεργείο. Αλλά πώς κι ο Χαλ...» «Του ανέφερα πως είχα προβλήματα με το αμάξι τις προάλλες στη δουλειά, κι ο Χαλ είπε ότι περνάει μπροστά απ’ το δρόμο μας έτσι κι αλλιώς. Εξάλλου, αν αργήσω επειδή έχει αργήσει κι αυτός, δεν μπορεί να παραπονεθεί. Κι αφού μιλάμε για αργοπορία, δεν θα αργήσεις, έτσι;» «Να αργήσω; Για ποιο πράγμα;» «Για το αποψινό. Με την ομάδα της γιόγκα». «Όχι, κανένα πρόβλημα». «Και θα σκεφτείς μήπως τηλεφωνήσεις στον Μάλκολμ Κλάρετ;» «Σήμερα;»

88

JOHN VERDON

«Γιατί όχι σήμερα;» Ακούγοντας αυτοκίνητο να ανηφορίζει το δρόμο του βοσκότοπου, πήγε στο παράθυρο. «Έρχεται», είπε ανάλαφρα. «Πρέπει να φύγω». Και προχωρώντας βιαστικά προς τον Γκάρνεϊ, τον φίλησε, κι έπειτα πήρε την τσάντα της απ’ τον πάγκο με το ένα χέρι και το πιάτο με το ψωμί και τις φράουλες με το άλλο. «Θες να αναλάβω εγώ τα κοτόπουλα;» ρώτησε ο Γκάρνεϊ. «Όχι. Ο Χαλ μπορεί να περιμένει στο στάβλο για μισό λεπτό. Θα τα ταΐσω εγώ. Τα λέμε». Και περνώντας απ’ το χολ και το δωματιάκι των παπουτσιών βγήκε απ’ την πίσω πόρτα. Ο Γκάρνεϊ κοίταξε απ’ το παράθυρο και είδε το γυαλιστερό μαύρο Άουντι του Χαλ να ανεβαίνει αργά προς το στάβλο και να κάνει το γύρο προς τη μεριά όπου βρισκόταν η πόρτα. Συνέχισε να παρατηρεί ώσπου το αυτοκίνητο εμφανίστηκε πάλι πίσω απ’ το στάβλο κάναδυο λεπτά αργότερα, κατευθυνόμενο προς τον αυτοκινητόδρομο. Ήταν μόλις οχτώ και τέταρτο, και ήδη η μέρα του ήταν φορτωμένη από σκέψεις και αισθήματα που θα προτιμούσε να μην τον αφορούν. Ήξερε εκ πείρας ότι το καλύτερο φάρμακο για την αντιμετώπιση του αναστατωμένου νου ήταν να περάσει με κάποιον τρόπο στη δράση, να προχωρήσει. Πήγε στο καθιστικό, πήρε το φάκελο της υπόθεσης Σπόλτερ και το χοντρό πάκο των εγγράφων που περιέγραφαν το ταξίδι της Κέι διαμέσου του δικαστικού συστήματος έπειτα από το κατηγορητήριο – τα προδικαστικά αιτήματα, τα πρακτικά της δίκης, αντίγραφα του οπτικού επικουρικού υλικού της εισαγγελίας και αποδεικτικά στοιχεία, καθώς και την τυπική μετά την καταδίκη έφεση που είχε καταθέσει ο αρχικός συνήγορος υπεράσπισης. Ο Γκάρνεϊ τα μετέφερε όλα στο αμάξι του, γιατί δεν είχε ιδέα ποια απ’ αυτά συγκεκριμένα μπορεί να χρειαζόταν ως σημείο αναφοράς στη διάρκεια της ημέρας. Γύρισε στο σπίτι και πήρε ένα απλό γκρι σπορ τζάκετ απ’ την ντουλάπα του, το ίδιο που είχε φορέσει εκατοντάδες φορές στη δουλειά, αλλά το πολύ δυο-τρεις φορές από τότε που είχε βγει στη σύνταξη. Το τζάκετ αυτό σε συνδυασμό με το σκούρο παντελόνι, το γαλάζιο πουκάμισο και τα απλά, στρατιωτικού τύπου παπούτσια, φώναζαν μπάτσος εξίσου ηχηρά όπως αν φορούσε στολή. Υπέθετε ότι η

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

89

εικόνα αυτή μπορεί να του φαινόταν χρήσιμη στο Λονγκ Φολς. Έριξε μια τελευταία ματιά τριγύρω, μπήκε πάλι στο αμάξι του και πληκτρολόγησε τη διεύθυνση του νεκροταφείου Γουίλοου Ρεστ στο φορητό GPS του ταμπλό. Ένα λεπτό αργότερα βρισκόταν καθ’ οδόν – κι ένιωθε ήδη καλύτερα. Όπως πολλές παλιές πόλεις με ποτάμια και κανάλια υποτονικής εμπορικής δραστηριότητας, το Λονγκ Φολς έμοιαζε να παλεύει ενάντια σε ένα επίμονο ρεύμα παρακμής. Υπήρχαν σκόρπια σημάδια απόπειρας αναζωογόνησης. Ένα εγκαταλειμμένο υφαντουργείο είχε μετατραπεί σε γραφεία επαγγελματικής στέγης· ένα σύνολο από μαγαζάκια καταλάμβαναν ένα πρώην φερετροποιείο· ένα κτίριο ίσαμε ένα οικοδομικό τετράγωνο, από μαυρισμένα τούβλα στο χρώμα ξεραμένου κάκαδου, με την επιγραφή ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΕΙΟ ΚΛΟΒΕΡ-ΣΟΥΪΤ χαραγμένη σε μια γρανιτένια πλάκα πάνω απ’ την είσοδο, είχε μετονομαστεί σε ΣΤΟΥΝΤΙΟ & ΓΚΑΛΕΡΙ NORTHERN ART με μια πλατύτερη και πιο ζωηρόχρωμη επιγραφή κρεμασμένη πάνω απ’ την αρχική. Ωστόσο, καθώς οδηγούσε κατά μήκος της κύριας οδικής αρτηρίας, ο Γκάρνεϊ μέτρησε τουλάχιστον έξι εγκαταλειμμένα κτίρια από εποχές ευημερίας. Υπήρχαν υπερβολικά πολλά έρημα πάρκινγκ και υπερβολικά λίγος κόσμος στους δρόμους. Ένας λιγνός έφηβος, ντυμένος με τη στολή του αποτυχημένου –σακουλιασμένο τζιν και υπερβολικά μεγάλο καπέλο του μπέιζμπολ φορεμένο λοξά– στεκόταν σε μια κατά τα άλλα έρημη γωνία με ένα μυώδες σκυλί δεμένο με κοντό λουρί. Καθώς ο Γκάρνεϊ έκοψε σε ένα κόκκινο φανάρι, μπορούσε να διακρίνει ότι τα γεμάτα άγχος μάτια του νεαρού σάρωναν τα διερχόμενα αυτοκίνητα με τον χαρακτηριστικό συνδυασμό αισθημάτων του χρήστη – ελπίδα και αποστασιοποίηση. Καμιά φορά ο Γκάρνεϊ είχε την αίσθηση ότι κάτι είχε πάει τραγικά στραβά στην Αμερική. Ένα μεγάλο μέρος μιας ολόκληρης γενιάς είχε μολυνθεί από άγνοια, οκνηρία και χυδαιότητα. Πλέον δεν φαινόταν ασυνήθιστο για μια νέα κοπέλα να έχει, λόγου χάρη, τρία μικρά παιδιά από τρεις διαφορετικούς πατεράδες, δύο από τους οποίους βρίσκονταν στη φυλακή. Και μέρη σαν το Λονγκ Φολς, που άλλοτε μπορεί να έτρεφαν την αγάπη για έναν απλούστερο τρόπο ζωής, έμοιαζαν

90

JOHN VERDON

τώρα σε βαθμό καταθλιπτικό με χιλιάδες άλλες ανώνυμες, αδιάφορες πόλεις. Τις σκέψεις αυτές διέκοψε η αναγγελία του GPS που με αυταρχική φωνή δήλωσε: Άφιξη στον προορισμό στα δεξιά. Η πινακίδα, πλάι σε έναν πεντακάθαρο ασφαλτοστρωμένο δρόμο, έγραφε απλώς ΓΟΥΪΛΟΟΥ ΡΕΣΤ – αφήνοντας το χαρακτήρα του μέρους αδιευκρίνιστο. Ο Γκάρνεϊ έστριψε και ακολούθησε το δρόμο που περνούσε μέσα από μια ανοιχτή πύλη με μαντεμένια κάγκελα στη μέση ενός κίτρινου τούβλινου τοίχου. Καλοφροντισμένοι, κουρεμένοι θάμνοι και από τις δύο πλευρές της εισόδου έδιναν την εντύπωση όχι νεκροταφείου, αλλά αναβαθμισμένου οικισμού. Ο δρόμος οδηγούσε κατευθείαν σε ένα μικρό, έρημο πάρκινγκ μπροστά από μια αγγλικού τύπου μονοκατοικία. Οι ζαρντινιέρες, ξέχειλες από μοβ και κίτρινους πανσέδες κάτω από παλιομοδίτικα παράθυρα με μικρά τζάμια, του θύμισαν την αλλόκοτα φιλόξενη αισθητική ενός εξωφρενικά δημοφιλούς ζωγράφου, το όνομα του οποίου πάντα του διέφευγε. Μια πινακίδα που έγραφε ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΩΝ έστεκε πλάι σε ένα λιθόστρωτο μονοπάτι που απλωνόταν ανάμεσα στο πάρκινγκ και τη μονοκατοικία. Καθώς ο Γκάρνεϊ ανηφόριζε το μονοπάτι, η πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα που έδειχνε να μην τον έχει προσέξει βγήκε στο φαρδύ πλατύσκαλο. Ήταν ντυμένη ανέμελα, σαν να ετοιμαζόταν για ελαφριά εργασία κηπουρικής, μια εντύπωση που τόνιζε το μικρό κλαδευτήρι στο χέρι της. Ο Γκάρνεϊ τη λογάριασε γύρω στα πενήντα πέντε. Το πιο αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό της ήταν τα μαλλιά της, κάτασπρα και κουρεμένα κοντά και ντεγκραντέ, με μικρές αιχμηρές τούφες που κατέληγαν γύρω απ’ το μέτωπο και τα μάγουλά της. Θυμήθηκε ότι και η μητέρα του είχε την ίδια κουπ όταν είχε πρωτογίνει της μόδας στα παιδικά του χρόνια. Θυμόταν ακόμα και το παρατσούκλι της: κουπ αγκινάρα. Η λέξη αυτή, στη συνέχεια, του προκάλεσε ένα φευγαλέο αίσθημα αμηχανίας. Η γυναίκα τον κοίταξε έκπληκτη. «Με συγχωρείτε, δεν άκουσα το αυτοκίνητό σας. Πήγαινα να τακτοποιήσω μερικές δουλειές. Λέγομαι Πολέτ Πέρλεϊ. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

91

Στη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το Λονγκ Φολς, ο Γκάρνεϊ είχε εξετάσει διάφορους τρόπους απάντησης σε ερωτήσεις σχετικά με την επίσκεψή του, και είχε καταλήξει σε μια τακτική που ονόμαζε νοερά υποτυπώδη ειλικρίνεια – που σήμαινε ότι θα αποκάλυπτε αρκετά κομμάτια αλήθειας για να μην παγιδευτεί σε κάποιο ψέμα, αλλά με τρόπο που να αποφεύγει την πρόκληση αναίτιας ανησυχίας. «Δεν είμαι βέβαιος ακόμα». Χαμογέλασε αθώα. «Μπορώ να κάνω μια βόλτα στο νεκροταφείο;» Τα αδιάφορα καστανά της μάτια έδειχναν να τον ζυγιάζουν. «Έχετε ξανάρθει;» «Πρώτη φορά. Αλλά έχω εκτυπώσει έναν δορυφορικό χάρτη απ’ το Google». Μια σκιά αμφιβολίας διέτρεξε το πρόσωπό της. «Μισό λεπτό». Γύρισε και ξαναμπήκε στο σπίτι. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα επέστρεψε με μια πολύχρωμη μπροσούρα. «Σε περίπτωση που αυτό το Google δεν είναι απόλυτα σαφές, αυτό μπορεί να σας φανεί χρήσιμο». Έκανε μια παύση. «Θα θέλατε να σας κατευθύνω στον τόπο ανάπαυσης κάποιου συγκεκριμένου φίλου ή συγγενή;» «Όχι. Ευχαριστώ, όμως. Έχει τέτοια ωραία μέρα, που προτιμώ να τον βρω μόνος μου». Η γυναίκα έριξε μια ανήσυχη ματιά στον ουρανό, που ήταν ο μισός γαλάζιος κι ο μισός συννεφιασμένος. «Λένε πως υπάρχει πιθανότητα να βρέξει. Αν θέλετε να μου πείτε το όνομα...» «Πολύ ευγενικό από μέρους σας», είπε, κάνοντας βηματάκια προς τα πίσω, «αλλά θα τα καταφέρω». Και οπισθοχωρώντας προς το πάρκινγκ είδε ένα άλλο λιθόστρωτο μονοπάτι που περνούσε κάτω από μια αναρριχητική τριανταφυλλιά με μια πινακίδα στο πλάι που έγραφε ΕΙΣΟΔΟΣ ΠΕΖΩΝ. Καθώς τη δρασκέλιζε, έριξε μια ματιά προς τα πίσω. Η Πολέτ Πέρλεϊ στεκόταν ακόμα μπροστά στο σπίτι, παρατηρώντας τον με μια έκφραση θορυβημένης περιέργειας. Ο Γκάρνεϊ δεν χρειάστηκε πολύ για να συνειδητοποιήσει τι εννοούσε ο Χάρντγουικ όταν είχε αναφερθεί στο Γουίλοου Ρεστ χαρακτηρίζοντάς το πολύ παράξενο. Το όλο μέρος έμοιαζε ελάχιστα με όποιο άλλο νεκροταφείο είχε δει στο παρελθόν. Κι όμως είχε και κάτι οικείο. Κάτι που δεν μπορούσε να εντοπίσει.

92

JOHN VERDON

Στη βασική του διάταξη κυριαρχούσε ένα ελαφρά επικλινές πλακόστρωτο που εκτεινόταν παράλληλα με τον χαμηλό τούβλινο τοίχο που περιέβαλλε το κοιμητήριο. Μικρότερα δρομάκια διακλαδίζονταν απ’ αυτό προς το κέντρο του νεκροταφείου σε τακτικά διαστήματα, μέσα από μια πληθώρα από ροδόδεντρα, πασχαλιές και κώνειο. Τα δρομάκια αυτά οδηγούσαν σε ακόμα μικρότερα μονοπάτια, που το καθένα τους κατέληγε σαν ράμπα αυτοκινήτου σε μια έκταση κουρεμένου γκαζόν μεγέθους μικρής αυλής, χωρισμένη απ’ τις γειτονικές με σειρές από ψηλές φιλιπέντουλες και παρτέρια με ημεροκαλλίδες. Σε καθεμιά απ’ αυτές τις χορταριασμένες περιοχές υπήρχαν διάσπαρτες μαρμάρινες ταφόπλακες που έμοιαζαν να ξεφυτρώνουν απ’ το χώμα. Εκτός απ’ το όνομα του θανόντος, η κάθε πλάκα έφερε μόνο μία ημερομηνία αντί για τις παραδοσιακές ημερομηνίες γέννησης και θανάτου. Πλάι σε κάθε «ράμπα» υπήρχε ένα απλό μαύρο γραμματοκιβώτιο με ένα επώνυμο οικογένειας γραμμένο στο πλάι. Άνοιξε μερικά απ’ τα γραμματοκιβώτια καθώς προχωρούσε στα δρομάκια, αλλά ήταν όλα άδεια. Περίπου είκοσι λεπτά απ’ την αρχή της εξερεύνησής του, βρήκε ένα γραμματοκιβώτιο με το επώνυμο Σπόλτερ. Βρισκόταν στην είσοδο του μεγαλύτερου απ’ τους τάφους που είχε συναντήσει μέχρι τώρα. Το μνήμα καταλάμβανε ένα απ’ τα ψηλότερα σημεία του Γουίλοου Ρεστ, σε ένα απαλό ύψωμα απ’ το οποίο το στενό ποτάμι ήταν ορατό πέρα απ’ την περίμετρο του τοίχου. Πέρα κι απ’ το ποτάμι βρισκόταν η εθνική οδός που έτεμνε στα δύο το Λονγκ Φολς. Στην άλλη άκρη της, τριώροφες πολυκατοικίες που συγκροτούσαν ένα τετράγωνο υψώνονταν με θέα στο νεκροταφείο.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

93

Κεφάλαιο 13 Θάνατος στο Λονγκ Φολς Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΕΙΧΕ ΗΔΗ εξοικειωθεί με τη βασική τοπογραφία, τα κτίσματα, τις οπτικές γωνίες και τις αποστάσεις. Όλα τους ήταν καταγεγραμμένα στο φάκελο της υπόθεσης. Αλλά βλέποντας με τα ίδια του τα μάτια το επίμαχο κτίριο, κι εντοπίζοντας το συγκεκριμένο παράθυρο απ’ το οποίο είχε βληθεί η μοιραία σφαίρα –στοχεύοντας στην περιοχή όπου στεκόταν ο ίδιος αυτή τη στιγμή– ένιωσε μια κάποια ταραχή. Ήταν η επίδραση της σύγκρουσης μεταξύ πραγματικότητας και προϊδεασμένης άποψης. Μια εμπειρία που είχε βιώσει σε αναρίθμητους τόπους εγκλήματος. Το χάσμα ανάμεσα στη νοερή εικόνα και την αισθητηριακή εντύπωση ήταν αυτό που καθιστούσε τόσο σημαντικό το να βρίσκεται εκεί. Ο τόπος ενός εγκλήματος ήταν συμπαγής και απείραχτος με έναν τρόπο που καμία φωτογραφία ή περιγραφή δεν μπορούσε ποτέ να είναι. Έκρυβε απαντήσεις που μπορούσες να ανακαλύψεις αν κοιτούσες με ανοιχτά μάτια και ανοιχτό μυαλό. Αν τον περιεργαζόσουν προσεκτικά, μπορούσε να σου πει μια ιστορία. Σου έδινε, στην κυριολεξία, ένα μέρος να σταθείς, ένα μέρος απ’ όπου μπορούσες να εποπτεύσεις τις πραγματικές πιθανότητες. Ο Γκάρνεϊ υπολόγιζε τις διαστάσεις της κεντρικής έκτασης με το γκαζόν γύρω στα 350 τετραγωνικά μέτρα. Ήταν μια περιοχή την οποία περιέβαλλε ένας χαμηλός φράχτης από φροντισμένες τριανταφυλλιές. Αφού ολοκλήρωσε μια προκαταρκτική εξέταση 360 μοιρών της περιμέτρου, εστίασε σε λεπτομέρειες του ίδιου του τάφου.

94

JOHN VERDON

Μέτρησε οχτώ επίπεδες μαρμάρινες ταφόπετρες που κείτονταν μερικά χιλιοστά κάτω απ’ το ψηλότερο γρασίδι, τακτοποιημένες σε σειρές που άφηναν χώρο περίπου οχτώ τετραγωνικών μέτρων για κάθε τάφο. Η παλιότερη ημερομηνία, 1899, ήταν χαραγμένη σε μια ταφόπλακα με το όνομα Έμερλινγκ Σπόλτερ. Η πιο πρόσφατη, του 1970, έφερε το όνομα Καρλ Σπόλτερ. Οι άκρες των γραμμάτων στη γυαλιστερή επιφάνεια του μαρμάρου ήταν αιχμηρές και πρόσφατα χαραγμένες. Όμως η ημερομηνία προφανώς δεν αντιστοιχούσε με αυτή του θανάτου του. Της γέννησής του, ίσως; Πιθανότατα. Καθώς ο Γκάρνεϊ παρατηρούσε την ταφόπλακα, είδε ότι βρισκόταν πλάι σ’ αυτήν της Μαίρης Σπόλτερ, της μητέρας στην κηδεία της οποίας ο Καρλ είχε υποστεί τον μοιραίο τραυματισμό. Στην άλλη πλευρά του τάφου της Μαίρης Σπόλτερ βρισκόταν μια ταφόπλακα με το όνομα Τζόζεφ Σπόλτερ. Ο πατέρας, η μητέρα και ο δολοφονημένος γιος. Αλλόκοτη οικογενειακή συγκέντρωση, σ’ αυτό το πέρα για πέρα αλλόκοτο κοιμητήριο. Ο πατέρας, η μητέρα και ο δολοφονημένος γιος –ο γιος που ήλπιζε να γίνει κυβερνήτης– όλοι τους πλέον ένα τίποτα. Καθώς συλλογιζόταν τη θλιβερή συντομία της ανθρώπινης ζωής, άκουσε έναν μπάσο μηχανικό βόμβο από κάπου πίσω του. Γύρισε και είδε ένα ηλεκτροκίνητο αμαξίδιο του γκολφ να πλησιάζει και να σταματά στις τριανταφυλλιές του οικογενειακού τάφου των Σπόλτερ. Το οδηγούσε η Πολέτ Πέρλεϊ, που χαμογελούσε διερευνητικά. «Καλημέρα και πάλι, κύριε...; Συγγνώμη, δεν συγκράτησα το όνομά σας». «Ντέιβ Γκάρνεϊ». «Καλημέρα, Ντέιβ». Κατέβηκε απ’ το αμαξίδιο. «Ετοιμαζόμουν για τον πρωινό μου γύρο όταν πρόσεξα εκείνα τα σκούρα σύννεφα να ζυγώνουν». Κι έδειξε αόριστα κάτι γκρίζα σύννεφα πέρα στα δυτικά. «Σκέφτηκα ότι μπορεί να χρειαζόσουν ομπρέλα. Δεν θα ήταν ό,τι καλύτερο να σε πετύχει νεροποντή εδώ χωρίς ομπρέλα». Καθώς μιλούσε, πήρε μια ζωηρόχρωμη γαλάζια ομπρέλα απ’ το δάπεδο του αμαξιδίου και του την έδωσε. «Μόνο στο κολύμπι δεν πειράζει να γίνεις λούτσα – σε κάθε άλλη περίπτωση, δεν είναι και τόσο ευχάριστο».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

95

Ο Γκάρνεϊ πήρε την ομπρέλα, την ευχαρίστησε και περίμενε να περάσει στον πραγματικό της σκοπό, που ήταν βέβαιος ότι δεν είχε καμία σχέση με την προφύλαξή του απ’ τη βροχή. «Την αφήνετε στο σπίτι φεύγοντας». Γύρισε προς το αμαξίδιο, αλλά ξαφνικά κοντοστάθηκε σαν να είχε μόλις σκεφτεί κάτι άλλο. «Καταφέρατε να βρείτε το δρόμο σας;» «Ναι, μια χαρά. Βέβαια, ο συγκεκριμένος τάφος...» «Κατοικία», τον διέκοψε. «Πώς είπατε;» «Στο Γουίλοου Ρεστ, προτιμάμε να αποφεύγουμε το λεξιλόγιο των νεκροταφείων. Προσφέρουμε κατοικίες στις οικογένειες, και όχι καταθλιπτικούς οικογενειακούς τάφους. Υποθέτω ότι δεν είστε μέλος της οικογένειας». «Όχι, δεν είμαι». «Οικογενειακός φίλος, ίσως;» «Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Ωστόσο, μπορώ να μάθω γιατί ρωτάτε;» Η γυναίκα έδειχνε να προσπαθεί να διαβάσει το πρόσωπό του, γυρεύοντας κάποιο ίχνος που θα της έλεγε πώς να συνεχίσει. Τότε, κάτι στην έκφρασή του φάνηκε να την καθησυχάζει. Η φωνή της χαμήλωσε σε έναν εμπιστευτικό τόνο. «Ζητώ συγγνώμη. Εννοείται πως δεν ήθελα να σας προσβάλω. Αλλά η κατοικία των Σπόλτερ, όπως είμαι σίγουρη ότι καταλαβαίνετε κι ο ίδιος, αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση. Ορισμένες φορές αντιμετωπίζουμε προβλήματα με... πώς να τους χαρακτηρίσω; Λάτρεις συγκινήσεων, υποθέτω. Ή φρικιά, για να μη μασάμε τα λόγια μας». Έσφιξε τα χείλη σε μια έκφραση απαρέσκειας. «Όταν συμβαίνει κάτι τραγικό, κόσμος έρχεται να χαζέψει, να βγάλει φωτογραφίες... Είναι αηδιαστικό, δεν βρίσκετε; Θέλω να πω, μιλάμε για τραγωδία. Για μια φρικτή οικογενειακή τραγωδία. Το χωράει ο νους σας; Ένας άνθρωπος να πυροβολείται στην κηδεία της ίδιας του της μητέρας; Με μια σφαίρα στο κεφάλι! Να μένει παράλυτος! Σακάτης, ανήμπορος τελείως! Φυτό! Κι έπειτα πεθαίνει! Και η ίδια του η γυναίκα αποδεικνύεται πως ήταν ο δολοφόνος! Μιλάμε για μια τρομερή, ανείπωτη τραγωδία! Και τι κάνουν οι διάφοροι; Ξεφυτρώνουν με φωτογραφικές μηχανές. Με βιντεοκάμερες. Ορισμένοι

96

JOHN VERDON

προσπάθησαν μέχρι και να κλέψουν τις τριανταφυλλιές μας. Για ενθύμιο! Το χωράει ο νους σας; Βεβαίως, ως τοπική διευθύντρια, όλα αυτά καταλήγουν να βαραίνουν εμένα. Αηδιάζω και μόνο που τα συζητώ. Μου ανακατεύεται το στομάχι! Δεν μπορώ καν...» Και κούνησε το χέρι σε μια χειρονομία απελπισίας. Σαν υπερβολικά διαμαρτύρεται η κυρία, συλλογίστηκε ο Γκάρνεϊ. Ακούγεται το ίδιο συνεπαρμένη με την «τραγωδία» όσο και οι άνθρωποι που καταδικάζει. Ωστόσο, σκέφτηκε, αυτό δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Ελάχιστες συμπεριφορές στους άλλους είναι πιο ενοχλητικές απ’ αυτές που επιδεικνύουν τα δικά μας κουσούρια με απωθητικό τρόπο. Η επόμενη σκέψη του ήταν ότι η ολοφάνερη όρεξή της για δράματα μπορεί να του έδινε ένα χρήσιμο πάτημα. Την κοίταξε στα μάτια σαν να μοιράζονταν κάποια βαθιά νοερή ταύτιση. «Σας απασχολούν στ’ αλήθεια όλα αυτά, έτσι δεν είναι;» Η γυναίκα πετάρισε τα βλέφαρα. «Αν με απασχολούν; Φυσικά και με απασχολούν. Δεν είναι προφανές;» Αντί για απάντηση, της γύρισε την πλάτη σκεφτικός, προχώρησε ως τις τριανταφυλλιές και τις σκάλισε αφηρημένα με τη μύτη της ομπρέλας που του είχε δώσει. «Ποιος είστε;» ρώτησε εντέλει. Νόμιζε πως διέκρινε μια νότα ενθουσιασμού στην ερώτηση. Συνέχισε να σκαλίζει το χώμα. «Σας είπα, λέγομαι Ντέιβ Γκάρνεϊ». «Και γιατί βρίσκεστε εδώ;» Της απάντησε πάλι χωρίς να γυρίσει. «Θα σας πω σε λίγο. Αλλά πρώτα επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω εγώ κάτι. Ποια ήταν η αντίδρασή σας –το πρώτο που αισθανθήκατε– όταν μάθατε ότι ο Καρλ Σπόλτερ είχε πυροβοληθεί;» Η γυναίκα δίστασε. «Δημοσιογράφος είστε;» Ο Γκάρνεϊ γύρισε προς το μέρος της, έβγαλε το πορτοφόλι του και το κράτησε ψηλά, δείχνοντας τη χρυσή αστυνομική του ταυτότητα. Η γυναίκα στεκόταν αρκετά μακριά ώστε η λέξη Συνταξιοδοτημένος να μη διακρίνεται, ούτε πλησίασε για να την περιεργαστεί. Ο Γκάρνεϊ έκλεισε το πορτοφόλι του και το ξανάβαλε στην τσέπη του. «Είστε αστυνομικός;» «Ακριβώς».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

97

«Α...» Έμοιαζε διαδοχικά σαστισμένη, περίεργη και συνεπαρμένη. «Τι... τι γυρεύετε εδώ;» «Θέλω να κατανοήσω καλύτερα όλα όσα συνέβησαν». Η γυναίκα ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια αρκετές φορές. «Τι μένει να κατανοήσετε; Νόμιζα πως η υπόθεση είχε... κλείσει». Ο Γκάρνεϊ έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της, μιλώντας σαν να μοιραζόταν μαζί της απόρρητες πληροφορίες. «Η υπεράσπιση έχει κάνει έφεση. Υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα, πιθανά κενά στη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων». Το μέτωπο της γυναίκας ζάρωσε. «Δεν γίνεται πάντα έφεση σε όλες τις καταδίκες για φόνο;» «Ναι. Και στη μεγάλη τους πλειονότητα απορρίπτονται. Αλλά η συγκεκριμένη υπόθεση μπορεί να διαφέρει». «Να διαφέρει;» «Επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω και πάλι. Ποια ήταν η αντίδρασή σας –το πρώτο πράγμα που σκεφτήκατε– όταν πληροφορηθήκατε τη δολοφονική επίθεση ενάντια στον Καρλ». «Όταν την πληροφορήθηκα; Θέλετε να πείτε, όταν την αντιλήφθηκα». «Όταν την αντιληφθήκατε;» «Ήμουν η πρώτη που την είδε». «Ποια;» «Τη μικροσκοπική οπή στον κρόταφό του. Στην αρχή δεν ήμουν βέβαιη πως ήταν όντως τρύπα. Έμοιαζε απλώς με ένα στρογγυλό κόκκινο σημάδι. Έπειτα όμως ένα λεπτό κόκκινο ρυάκι άρχισε να κυλάει στο μέτωπό του. Κι εκείνη τη στιγμή το κατάλαβα, από ένστικτο». «Εσείς τη δείξατε στους πρώτους τραυματιοφορείς;» «Φυσικά». «Απίστευτο. Για πείτε μου κι άλλα». Η γυναίκα έδειξε ένα σημείο στο έδαφος μερικά μέτρα από εκεί όπου στεκόταν ο Γκάρνεϊ. «Εκεί ήταν, εκεί ακριβώς – το σημείο όπου η πρώτη σταγόνα αίμα έσταξε απ’ το μέτωπό του κι έπεσε στο χιόνι. Είναι σαν να το βλέπω και τώρα. Έχετε δει ποτέ πώς το αίμα βάφει το χιόνι;» Τα μάτια της γούρλωσαν θαρρείς απ’ την ανάμνηση. «Δεν μπορείτε να φανταστείτε πιο κόκκινο χρώμα».

98

JOHN VERDON

«Τι σας κάνει τόσο βέβαιη ότι ήταν αυτό ακριβώς...» Του απάντησε προτού προλάβει να ολοκληρώσει. «Εξαιτίας εκείνου εκεί». Κι έδειξε ένα άλλο σημείο στο έδαφος, γύρω στο μισό μέτρο πιο πέρα. Ο Γκάρνεϊ χρειάστηκε να πλησιάσει για να δει πως ήταν ένας μικρός πράσινος δίσκος κάτω απ’ το χορτάρι. Η περιφέρειά του ήταν διάτρητη. «Αυτόματο σύστημα ποτίσματος;» «Το κεφάλι του ήταν πεσμένο μπρούμυτα σε απόσταση μερικών εκατοστών». Πλησίασε στο συγκεκριμένο σημείο κι έβαλε το πόδι της πλάι στον κρουνό του ποτίσματος. «Εδώ ακριβώς». Ο Γκάρνεϊ εντυπωσιάστηκε απ’ την ψυχρότητα, την εχθρικότητα της χειρονομίας. «Παρευρίσκεστε σε όλες τις κηδείες;» «Και ναι, και όχι. Ως διευθύντρια, ποτέ δεν απουσιάζω. Αλλά πάντα κρατώ μια διακριτική απόσταση. Οι κηδείες, πιστεύω, προορίζονται για τους προσκεκλημένους συγγενείς και φίλους. Βέβαια, στην περίπτωση της κηδείας Σπόλτερ, η παρουσία μου ήταν πιο έντονη». «Πιο έντονη;» «Βασικά, δεν το θεωρούσα πρέπον να καθίσω μαζί με την οικογένεια Σπόλτερ και τους προσωπικούς του συνεργάτες, κι έτσι έμεινα λίγο στο πλάι – αλλά ήμουν σαφώς περισσότερο παρούσα απ’ ό,τι σε άλλες ταφές». «Για ποιο λόγο;» Η ερώτηση φάνηκε να την εκπλήσσει. «Λόγω της προσωπικής μου σχέσης». «Η οποία είναι...;» «Τα μεσιτικά γραφεία Σπόλτερ είναι ο εργοδότης μου». «Το Γουίλοου Ρεστ ανήκει στους Σπόλτερ;» «Νόμιζα πως ήταν πασίγνωστο. Το Γουίλοου Ρεστ ιδρύθηκε απ’ τον Έμερλινγκ Σπόλτερ, τον παππού του... του προσφάτως θανόντος. Δεν το ξέρατε;» «Θα πρέπει να έχετε υπομονή μαζί μου. Είμαι καινούριος στην υπόθεση, όπως και στο Λονγκ Φολς». Πρόσεξε κάτι επικριτικό στην έκφρασή της και πρόσθεσε με μια ιδέα συνωμοτικού τόνου: «Βλέπετε, με έστειλαν εδώ για να εξετάσω μία εντελώς καινούρια οπτική». Της έδωσε μερικές στιγμές να χωνέψει το υπονοούμενο της δήλωσής

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

99

του, κι έπειτα εξακολούθησε. «Και τώρα ας επιστρέψουμε στην ερώτησή μου για το πρώτο πράγμα που αισθανθήκατε όταν συνειδητοποιήσατε –όταν προσέξατε– τι είχε συμβεί». Η γυναίκα δίστασε και τα χείλη της σφίχτηκαν. «Τι σημασία έχει;» «Θα σας εξηγήσω σε ένα λεπτό. Στο μεταξύ, επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω κάτι άλλο. Τι νιώσατε όταν μάθατε πως η Κέι Σπόλτερ είχε συλληφθεί;» «Ω Θεέ μου. Δυσπιστία. Σοκ. Έπαθα σοκ». «Πόσο καλά γνωριζόσασταν με την Κέι;» «Προφανώς όχι τόσο καλά όσο νόμιζα. Μια τέτοια αποκάλυψη σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσο καλά γνωρίζεις τον οποιονδήποτε». Έπειτα από μια παύση, η έκφρασή της άλλαξε, παίρνοντας μια πανούργα περιέργεια. «Τι αφορούν όλα αυτά; Οι ερωτήσεις σας – τι συμβαίνει;» Ο Γκάρνεϊ την κοίταξε επίμονα και διαπεραστικά, σαν να αποτιμούσε τη φερεγγυότητά της. Έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και μίλησε με έναν τόνο που ήλπιζε ότι θα ακουγόταν εξομολογητικός. «Έχουμε κάτι περίεργο εμείς οι αστυνομικοί, Πολέτ. Περιμένουμε απ’ τους άλλους να μας πουν τα πάντα, αλλά δεν μας αρέσει να φανερώνουμε τις δικές μας σκέψεις. Καταλαβαίνω τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό, αλλά καμιά φορά...» Έκανε μια παύση, κι έπειτα πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα και συνέχισε μιλώντας αργά και κοιτώντας τη στα μάτια. «Έχω την εντύπωση ότι η Κέι ήταν πολύ πιο συμπαθής ως άνθρωπος απ’ ό,τι ο Καρλ. Σίγουρα δεν την έχω ικανή για φόνο. Προσπαθώ να ανακαλύψω αν έχω δίκιο ή άδικο. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω μόνος μου. Χρειάζομαι την οξυδέρκεια άλλων παρατηρητών. Κι έχω την αίσθηση ότι μπορείτε να με βοηθήσετε». Η Πολέτ τον κοίταξε για μερικές στιγμές, κι έπειτα ανατρίχιασε κι έσφιξε τα χέρια γύρω απ’ το στήθος της. «Νομίζω ότι είναι καλύτερα να έρθετε μαζί μου στο σπίτι. Είμαι βέβαιη ότι θα αρχίσει να βρέχει από στιγμή σε στιγμή».

100

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 14 Ο αδελφός του Διαβόλου ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ σε καμία περίπτωση όσο κακόγουστο το περίμενε ο Γκάρνεϊ. Παρά την πρόσοψη, που θύμιζε εικονογραφημένο παραμύθι, το εσωτερικό ήταν μάλλον ισορροπημένο. Η εξώπορτα οδηγούσε σε ένα μικρό χολ. Στ’ αριστερά είδε ένα σαλόνι με ένα τζάκι και αρκετές παραδοσιακές τοπιογραφίες στους τοίχους. Από μια πόρτα στα δεξιά, διέκρινε κάτι που έμοιαζε με χώρο εργασίας, με ένα μαονένιο γραφείο κι έναν μεγάλο πίνακα του Γουίλοου Ρεστ κρεμασμένο πίσω του. Του θύμισε μια απ’ αυτές τις απεικονίσεις χωριών ή αγροκτημάτων του δέκατου ένατου αιώνα. Ευθεία μπροστά στ’ αριστερά, μια σκάλα οδηγούσε στο επάνω πάτωμα, και στα δεξιά μια πόρτα έβγαζε σε κάνα δυο άλλα δωμάτια στο πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί είχε πάει η Πολέτ Πέρλεϊ για να ετοιμάσει τον καφέ, αφού οδήγησε τον Γκάρνεϊ στο καθιστικό και τον έβαλε να καθίσει σε μια μπερζέρα πλάι στο τζάκι. Πάνω στο ράφι βρισκόταν η κορνιζαρισμένη φωτογραφία ενός ξερακιανού άντρα με το μπράτσο του γύρω απ’ τους ώμους μιας νεότερης Πολέτ. Τα μαλλιά της ήταν λίγο μακρύτερα τότε, φουντωτά σαν από κάποιο αεράκι, και ξανθά στο χρώμα του μελιού. Η οικοδέσποινα εμφανίστηκε πάλι με ένα δίσκο που πάνω του βρίσκονταν δύο φλιτζάνια σκέτος καφές, μια μικρή γαλατιέρα, ένα μπολάκι με ζάχαρη και δύο κουταλάκια. Απόθεσε το δίσκο στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά στη θράκα και κάθισε σε μια ασορτί μπερ-

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

101

ζέρα απέναντι απ’ τον Γκάρνεϊ. Κανείς δεν μίλησε καθώς έβαζαν ζάχαρη και γάλα στον καφέ τους, μέχρι να πιουν την πρώτη γουλιά και να γείρουν αναπαυτικά στο κάθισμά τους. Η Πολέτ, όπως πρόσεξε, κρατούσε το φλιτζάνι και με τα δυο της χέρια, ίσως για σταθερότητα, ή για να ζεστάνει τα παγωμένα της δάχτυλα. Τα χείλη της ήταν σφιγμένα, αλλά σάλευαν με μικρά τρεμουλιάσματα. «Και τώρα ας βρέξει όσο θέλει», είπε με ένα ξαφνικό χαμόγελο, σαν να προσπαθούσε να ξορκίσει την ένταση με τον ήχο της φωνής της. «Μου έχει κινήσει την περιέργεια αυτό το μέρος», είπε ο Γκάρνεϊ. «Το Γουίλοου Ρεστ πρέπει να έχει ενδιαφέρουσα ιστορία». Όχι ότι τον ένοιαζε η ιστορία του. Αλλά θεώρησε πως βάζοντάς τη να μιλήσει για κάτι εύκολο, μπορεί στη συνέχεια να ανοιγόταν και σε κάτι δυσκολότερο. Για τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά, η Πολέτ του εξήγησε τη φιλοσοφία του Έμερλινγκ Σπόλτερ, που φάνηκε στον Γκάρνεϊ σαν μια ανοησία με στοιχεία φυγής απ’ την πραγματικότητα, μέσα σε ένα επιτήδειο περιτύλιγμα. Το Γουίλοου Ρεστ ήταν η τελευταία κατοικία, και όχι νεκροταφείο. Μόνο η ημερομηνία γέννησης –ποτέ του θανάτου– ήταν χαραγμένη στις ταφόπλακες, γιατί από τη στιγμή που θα γεννηθούμε ζούμε για πάντα. Το Γουίλοου Ρεστ δεν προσέφερε ταφικά μνημεία, αλλά τόπους κατοικίας, ένα κομμάτι φύσης με χορτάρι και δέντρα και λουλούδια. Κάθε οίκημα ήταν σφραγισμένο, ώστε να εξασφαλίζει τις ανάγκες μιας οικογένειας πολλών γενεών αντί για μεμονωμένα άτομα. Το γραμματοκιβώτιο σε κάθε κατοικία ενθάρρυνε τα μέλη της οικογένειας να αφήνουν κάρτες και γράμματα για τους αγαπημένους τους. (Τα οποία συλλέγονταν μια φορά τη βδομάδα, καίγονταν σε μια μικρή φορητή φουφού στην εκάστοτε κατοικία, και οι στάχτες τους ανακατεύονταν με το χώμα.) Η Πολέτ του εξήγησε όλο σοβαρότητα ότι το Γουίλοου Ρεστ είχε να κάνει με τη ζωή, τη συνέχεια, την ομορφιά, τη γαλήνη και την ιδιωτικότητα. Απ’ ό,τι καταλάβαινε ο Γκάρνεϊ, είχε να κάνει με οτιδήποτε εκτός από το θάνατο. Αλλά δεν σκόπευε να πει κάτι τέτοιο. Ήθελε να αφήσει την Πολέτ να συνεχίσει. Ο Έμερλινγκ και η Άγκνες Σπόλτερ είχαν τρία παιδιά, δύο από τα οποία πέθαναν από πνευμονία όσο ήταν ακόμα στην κούνια. Ο μόνος

102

JOHN VERDON

που επέζησε ήταν ο Τζόζεφ, που παντρεύτηκε μια γυναίκα που ονομαζόταν Μαίρη Κρόουκ. Ο Τζόζεφ και η Μαίρη έκαναν δύο γιους, τον Καρλ και τον Τζόνα. Η αναφορά αυτών των ονομάτων, όπως παρατήρησε ο Γκάρνεϊ, είχε άμεση επίδραση στον τόνο και την έκφραση της Πολέτ, ξαναφέρνοντας στα χείλη της ένα σχεδόν ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα. «Έχω ακουστά πως δύο αδέρφια δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο», της είπε εμψυχωτικά. «Α, βέβαια! Η μέρα με τη νύχτα! Ο Κάιν και ο Άβελ!» Κι έπειτα σώπασε, με τα μάτια της καρφωμένα με θυμό σε κάποια ανάμνηση. Ο Γκάρνεϊ την παρότρυνε πάλι. «Φαντάζομαι ότι ο Καρλ θα ήταν δύσκολος εργοδότης». «Δύσκολος;» Ένα πικρό μονοσύλλαβο επιφώνημα βγήκε απ’ το λαρύγγι της. Έκλεισε τα μάτια για μερικές στιγμές, σαν να προσπαθούσε να καταλήξει σε κάποια απόφαση, κι έπειτα τα λόγια ξεχύθηκαν ορμητικά. «Δύσκολος; Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω. Ο Έμερλινγκ Σπόλτερ πλούτισε πολύ, πουλώντας κι αγοράζοντας μεγάλες εκτάσεις γης στη βόρεια Νέα Υόρκη. Και κληροδότησε την επιχείρηση, τα λεφτά του και το ταλέντο του να βγάζει ολοένα περισσότερα λεφτά, στο γιο του. Ο Τζο Σπόλτερ ήταν μια εξελιγμένη, πιο σκληροτράχηλη εκδοχή του πατέρα του. Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα ήθελες για εχθρό σου. Αλλά ήταν λογικός. Μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί του. Παρόλη τη σκληρότητά του, ήταν δίκαιος. Ούτε συμπαθής ούτε γενναιόδωρος. Αλλά δίκαιος. Ο Τζο ήταν αυτός που προσέλαβε το σύζυγό μου ως τοπικό διευθυντή του Γουίλοου Ρεστ. Αυτό μιλάμε ήταν...» Για μια-δυο στιγμές σώπασε, με ένα χαμένο ύφος. «Πω πω, δύσκολα τα λογαριάζω τα χρόνια. Πριν από δεκαπέντε χρόνια. Δεκαπέντε, ναι». Κοίταξε το φλιτζάνι της, δείχνοντας να εκπλήσσεται που βρισκόταν ακόμη στα χέρια της, και το ακούμπησε με προσοχή στο τραπεζάκι. «Ο Τζο ήταν ο πατέρας του Καρλ και του Τζόνα;» ρώτησε ο Γκάρνεϊ. Η Πολέτ έγνεψε καταφατικά. «Όλη τη σκοτεινή πλευρά του Τζο την κληρονόμησε ο Καρλ, κι ό,τι καλό και λογικό είχε, το πήρε ο Τζόνα. Λένε ότι όλοι έχουμε την καλή και την κακή μας πλευρά, αλλά

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

103

στην περίπτωση των αδελφών Σπόλτερ αυτό δεν ισχύει. Ο Τζόνα ήταν ένας άγγελος, και ο Καρλ ο Διάβολος ο ίδιος. Νομίζω ότι και ο Τζο το είχε καταλάβει, και ο τρόπος με τον οποίο τους έδεσε μαζί, ως όρο για να κληρονομήσουν την επιχείρηση, ήταν η προσπάθειά του να λύσει το πρόβλημα. Ενδεχομένως ήλπιζε ότι έτσι οι αντιθέσεις τους θα εξισορροπούνταν. Φυσικά, το σχέδιο απέτυχε». Ο Γκάρνεϊ ρούφηξε τον καφέ του. «Τι συνέβη;» «Αφότου έφυγε ο Τζο, από τα δύο άκρα αντίθετα έγιναν εχθροί. Δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε τίποτα. Το μόνο που ένοιαζε τον Καρλ ήταν τα λεφτά –λεφτά, λεφτά, λεφτά– και δεν τον ενδιέφερε με ποιον τρόπο θα τα κέρδιζε. Ο Τζόνα έβρισκε την όλη κατάσταση ανυπόφορη, και τότε ήταν που ίδρυσε τον Καθεδρικό του Κυβερνοχώρου κι εξαφανίστηκε». «Εξαφανίστηκε;» «Σχεδόν. Μπορούσες να επικοινωνήσεις μαζί του μέσω του ιστότοπου του Καθεδρικού, αλλά δεν είχε κανονική διεύθυνση. Υπήρχε μια φήμη πως ήταν συνεχώς στο δρόμο, ζώντας σε ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο και διευθύνοντας τον Καθεδρικό και οτιδήποτε άλλο στη ζωή του μέσω υπολογιστή. Όταν εμφανίστηκε στο Λονγκ Φολς για την κηδεία της μητέρας του, ήταν η πρώτη φορά που ξαναφάνηκε εδώ και τρία χρόνια. Κι ακόμα και τότε, δεν ξέραμε ότι θα ερχόταν. Νομίζω ότι ήθελε να ξεκόψει απ’ οτιδήποτε είχε σχέση με τον Καρλ». Έκανε μια παύση. «Μπορεί ακόμα και να τον φοβόταν». «Τον Καρλ;» Η Πολέτ έγειρε προς τα μπρος και πήρε τον καφέ της, κρατώντας το φλιτζάνι πάλι στα δυο της χέρια. Καθάρισε το λαιμό της. «Δεν το λέω ελαφρά τη καρδία, αλλά ο Καρλ Σπόλτερ δεν είχε συνείδηση ηθικής μέσα του. Έτσι και ήθελε κάτι, δεν νομίζω ότι υπήρχε όριο που δεν θα υπερέβαινε». «Τι είναι το χειρότερο...» «Το χειρότερο που έκανε; Δεν ξέρω, κι ούτε θέλω να ξέρω. Ξέρω όμως τι έκανε σε μένα – ή τι προσπάθησε να μου κάνει». Τα μάτια της έλαμψαν με θυμό. «Πείτε μου». «Ο άντρας μου ο Μπομπ κι εγώ ζούσαμε σ’ αυτό το σπίτι δεκαπέντε χρόνια, απ’ τη μέρα που ο Μπομπ δέχτηκε τη θέση εργασίας εδώ.

104

JOHN VERDON

Το ισόγειο χρησίμευε πάντα ως επαγγελματικό γραφείο του Γουίλοου Ρεστ, και το μικρό διαμέρισμα στο επάνω πάτωμα πήγαινε μαζί με το πόστο. Έτσι, μετακομίσαμε εδώ και, κατά κάποιον τρόπο, και οι δύο βγάζαμε τη δουλειά. Μαζί. Για εμάς ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή δουλειά· ήταν μια δέσμευση. Ένας τρόπος να βοηθάμε τους ανθρώπους στη χειρότερη στιγμή της ζωής τους. Δεν ήταν μεροκάματο – ήταν η ζωή μας όλη». Δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της. Τα απόδιωξε πεταρίζοντας τα βλέφαρα κι εξακολούθησε. «Πριν από δέκα μήνες, ο Μπομπ έπαθε ένα βαρύ καρδιακό επεισόδιο. Σ’ εκείνο εκεί το χολ». Καθώς κοιτούσε προς το άνοιγμα της πόρτας, έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή. «Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο ήταν ήδη νεκρός». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Την επομένη της κηδείας, έλαβα ένα μέιλ απ’ τη γραμματέα του Καρλ στη μεσιτική εταιρεία. Μέιλ. Που με πληροφορούσε ότι μια εταιρεία διαχείρισης νεκροταφείων –το διανοείστε; εταιρεία διαχείρισης νεκροταφείων– θα αναλάμβανε τη διεύθυνση του Γουίλοου Ρεστ. Και για την αποτελεσματικότερη μετάβαση, θα ήταν αναγκαίο να εκκενώσω το σπίτι σε δύο μήνες». Κοίταξε τον Γκάρνεϊ κατάματα, ευθυτενής στην μπερζέρα της και γεμάτη οργή. «Πώς σας φαίνεται; Έπειτα από δεκαπέντε χρόνια! Την επομένη της κηδείας του άντρα μου! Με μέιλ! Με ένα τρισκατάρατο, τρισάθλιο, αηδιαστικό, προσβλητικό μέιλ! Ο άντρας σου πέθανε, και τώρα δρόμο από δω. Πείτε μου, επιθεωρητά Γκάρνεϊ – τι είδους άνθρωπος είναι ικανός για τέτοιο πράγμα;» Όταν η οργή της φάνηκε να καταλαγιάζει, ο Γκάρνεϊ είπε σιγανά: «Αυτό συνέβη πριν από δέκα μήνες. Χαίρομαι που βλέπω ότι είστε ακόμα εδώ». «Είμαι ακόμα εδώ επειδή η Κέι Σπόλτερ μου έκανε –και σε μένα και σε όλο τον κόσμο– μια τεράστια χάρη». «Θέλετε να πείτε ότι ο Καρλ πυροβολήθηκε προτού περάσουν οι δύο μήνες;» «Ακριβώς. Κάτι που αποδεικνύει πως υπάρχει ακόμα κάτι καλό σ’ αυτό τον κόσμο». «Εξακολουθείτε να εργάζεστε για τα μεσιτικά γραφεία Σπόλτερ;» «Για τον Τζόνα, στην ουσία. Όταν ο Καρλ έμεινε ανάπηρος, ο πλήρης έλεγχος της εταιρείας πέρασε στον Τζόνα».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

105

«Το πενήντα τοις εκατό της ιδιοκτησίας του Καρλ δεν έγινε μέρος της προσωπικής του περιουσίας;» «Όχι. Και πιστέψτε με, η περιουσία του Καρλ ήταν αρκετά μεγάλη και χωρίς αυτό – ήταν μπλεγμένος σε ένα σωρό άλλα πράγματα. Αλλά σε ό,τι αφορά την κυριότητα της εταιρείας, το εταιρικό συμφωνητικό που τους είχε βάλει να υπογράψουν ο Τζο, περιλάμβανε έναν όρο που μεταβίβαζε τα πάντα στον επιζώντα αδελφό, σε περίπτωση θανάτου του άλλου». Το στοιχείο αυτό φάνηκε αρκετά σημαντικό στον Γκάρνεϊ για να περιλαμβάνεται στο φάκελο της υπόθεσης, αλλά δεν είχε δει να αναφέρεται πουθενά. Έκανε μια νοερή σημείωση να ρωτήσει τον Χάρντγουικ αν γνώριζε γι’ αυτή τη ρύθμιση. «Κι εσείς πώς τα ξέρετε όλα αυτά;» «Ο Τζόνα μου τα εξήγησε τη μέρα που ανέλαβε τα ηνία. Ο Τζόνα είναι πολύ ανοιχτός άνθρωπος. Σου δίνει την εντύπωση ότι στ’ αλήθεια δεν έχει μυστικά». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά, προσπαθώντας να κρύψει τις αμφιβολίες του. Ποτέ δεν είχε γνωρίσει άνθρωπο χωρίς μυστικά. «Υποθέτω, τότε, ότι ο Τζόνα ακύρωσε τα σχέδια του Καρλ να μεταφέρει τη διαχείριση του Γουίλοου Ρεστ». «Ασφαλώς. Επιτόπου. Μάλιστα, πέρασε απ’ το σπίτι και μου προσέφερε την ίδια δουλειά που έκανε ο Μπομπ, με τον ίδιο μισθό. Έφτασε να μου πει ότι η δουλειά ή το σπίτι ή και τα δύο ήταν στη διάθεσή μου για όσο τα ήθελα». «Ακούγεται γενναιόδωρος άνθρωπος». «Είδατε αυτά τα άδεια διαμερίσματα απέναντι απ’ το ποτάμι; Είπε στο φύλακα της εταιρείας να σταματήσει να διώχνει τους άστεγους που έμεναν εκεί. Έφτασε στο σημείο να επανασυνδέσει το ρεύμα στα κτίρια – ενώ ο Καρλ το είχε κόψει». «Φαίνεται άνθρωπος που νοιάζεται για τους άλλους». «Νοιάζεται;» Ένα απόκοσμο χαμόγελο άλλαξε την έκφρασή της τελείως. «Ο Τζόνα δεν νοιάζεται απλώς. Ο Τζόνα είναι ένας άγιος».

106

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 15 Μια κυνική πρόταση ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ των πεντακοσίων μέτρων απ’ τις φροντισμένες εκτάσεις του Γουίλοου Ρεστ, η Λεωφόρος Άξτον προσέφερε μια εικόνα της οικονομικής κατάστασης στην περιοχή. Τα μισά απ’ τα ισόγεια καταστήματα ήταν σε κακό χάλι, και τα άλλα μισά σφραγισμένα. Τα παράθυρα των διαμερισμάτων στα επάνω πατώματα έμοιαζαν παραμελημένα, αν όχι εγκαταλειμμένα. Ο Γκάρνεϊ πάρκαρε μπροστά σε ένα σκονισμένο μαγαζί με ηλεκτρονικά, το οποίο, σύμφωνα με το φάκελο της υπόθεσης, καταλάμβανε το ισόγειο του κτιρίου απ’ όπου είχε πυροβολήσει ο δράστης. Ένα λογότυπο που φαινόταν μέσα από μια κακότεχνα βαμμένη επιγραφή πάνω απ’ τη βιτρίνα, έδειχνε ότι το κατάστημα ήταν κάποτε μέλος της αλυσίδας RadioShack. Δίπλα στο μαγαζί, η πόρτα εισόδου της πολυκατοικίας ήταν μερικά δάχτυλα μισάνοιχτη. Ο Γκάρνεϊ την έσπρωξε και μπήκε σε ένα μικρό, λερό χολ. Το λιγοστό φως προερχόταν απ’ τον ένα γλόμπο που κρεμόταν μέσα σε έναν κλωβό απ’ το ταβάνι. Τον προϋπάντησε η τυπική οσμή των εγκαταλειμμένων πολυκατοικιών: μια μυρωδιά ούρων ανάκατη με πινελιές αλκοόλ, εμετού, τσιγαρίλας, σκουπιδιών και περιττωμάτων. Και στη συνέχεια τα γνώριμα ακουστικά ερεθίσματα. Κάπου από πάνω του δύο αντρικές καβγατζίδικες φωνές, μουσική χιπ-χοπ, ένα σκυλί που γάβγιζε κι ένα μικρό παιδί που ούρλιαζε. Το μόνο που έλειπε για να μεταμορφώσει τη σκηνή σε ταινία-κλισέ ήταν ο βρόντος μιας πόρτας και το ποδοβολητό στις σκάλες. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Γκάρνεϊ άκουσε κάποιον να φωνάζει «Άντε γαμή-

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

107

σου, παλιογαμιόλη!» από κάποιον απ’ τους επάνω ορόφους, και αμέσως μετά –τώρα στ’ αλήθεια– ο ήχος κάποιου που κατέβαινε τα σκαλιά. Η σύμπτωση θα τον έκανε να χαμογελάσει, αν η αποφορά των ούρων δεν του έφερνε ναυτία. Το ποδοβολητό δυνάμωσε, κι έπειτα από λίγο ένας νεαρός εμφανίστηκε στην κορυφή της σκιερής σκάλας που οδηγούσε στο χολ. Βλέποντας τον Γκάρνεϊ, δίστασε για μια στιγμή, κι έπειτα κατέβηκε φουριόζος, τον προσπέρασε και βγήκε στο δρόμο, όπου στάθηκε ξαφνικά για να ανάψει τσιγάρο. Ήταν ισχνός, με στενό πρόσωπο, αιχμηρά χαρακτηριστικά και άλουστα μαλλιά ως τους ώμους. Τράβηξε δύο βαθιές, απελπισμένες ρουφηξιές απ’ το τσιγάρο του κι απομακρύνθηκε βιαστικά. Ο Γκάρνεϊ σκέφτηκε να κατεβεί στο υπόγειο για να πάρει το πασπαρτού που η Κέι του είχε πει ότι ήταν κρυμμένο πίσω απ’ το λέβητα. Αντί γι’ αυτό όμως αποφάσισε να ρίξει μια ματιά στο κτίριο και να πάρει το κλειδί μετά, εφόσον το χρειαζόταν. Εξάλλου, το διαμέρισμα που τον ενδιέφερε περισσότερο μπορεί να ήταν ξεκλείδωτο. Ή κατειλημμένο από εμπόρους της πρέζας. Δεν κουβαλούσε πια όπου πήγαινε το όπλο που είχε μαζί του στη διάρκεια της υπόθεσης του Καλού Ποιμένα – και δεν ήθελε να μπουκάρει, απρόσκλητος και άοπλος, και να πέσει σε κάνα σαλταρισμένο πρεζόνι με Καλάσνικοφ. Ανέβηκε τους δύο ορόφους μέχρι το τελευταίο πάτωμα γρήγορα και αθόρυβα. Κάθε όροφος είχε τέσσερα διαμερίσματα – δύο στην μπροστινή πλευρά του κτιρίου, και δύο πίσω. Στον τρίτο όροφο, ραπ μουσική ακουγόταν πίσω απ’ τη μία πόρτα, κι ένα παιδί που έκλαιγε απ’ την άλλη. Χτύπησε και τις δύο σιωπηλές πόρτες και δεν πήρε απάντηση πέρα από κάτι υπόκωφες φωνές πίσω απ’ τη μία. Όταν χτύπησε τις άλλες δύο, η ραπ χαμήλωσε λίγο σε ένταση, το παιδί εξακολούθησε να κλαίει, αλλά κανείς δεν ήρθε να του ανοίξει. Σκέφτηκε να βροντήξει τις γροθιές του, αλλά απέρριψε γρήγορα τη σκέψη. Η ήπια προσέγγιση είχε την τάση να οδηγεί σε ευρύτερο φάσμα επιλογών στην πορεία. Κι ο Γκάρνεϊ είχε αδυναμία στις επιλογές – ήθελε να τις κρατά όσο το δυνατόν περισσότερες. Κατέβηκε ένα πάτωμα ως το διάδρομο του δεύτερου ορόφου, ο οποίος, όπως και οι υπόλοιποι, φωτιζόταν μόνο από έναν περιφραγμένο γλόμπο στο μέσο της οροφής. Προσανατολίστηκε σύμφωνα με

108

JOHN VERDON

την ανάμνηση της φωτογραφίας στο φάκελο και πλησίασε το διαμέρισμα απ’ όπου είχε βληθεί η μοιραία σφαίρα. Καθώς έβαζε το αυτί του στην πόρτα, άκουσε ένα απαλό βήμα – όχι μέσα στο διαμέρισμα, αλλά πίσω του. Γύρισε απότομα. Στην κορυφή της σκάλας που ανέβαινε απ’ το ισόγειο στεκόταν ένας εύσωμος, γκριζομάλλης άντρας, ακίνητος και σε επιφυλακή. Στο ένα του χέρι κρατούσε έναν μαύρο μεταλλικό φακό. Ήταν σβηστός – και γραπωμένος σαν όπλο. Ο Γκάρνεϊ αναγνώρισε τη λαβή, που διδασκόταν στις αστυνομικές σχολές. Το άλλο χέρι του άντρα ακουμπούσε σε κάτι περασμένο στη ζώνη του, στη σκιά ενός σκούρου νάιλον μπουφάν. Ο Γκάρνεϊ έβαζε στοίχημα ότι στο πίσω μέρος του μπουφάν του ήταν γραμμένες οι λέξεις ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ. Το ύφος στα μικροσκοπικά μάτια του άντρα προσέγγιζε το μίσος. Ωστόσο, καθώς περιεργαζόταν τον Γκάρνεϊ πιο προσεκτικά –καταλαβαίνοντας το συνολάκι μπάτσος επί το έργον– η έκφρασή του άλλαξε σε ένα είδος χολωμένης περιέργειας. «Ψάχνεις κάποιον;» Ο Γκάρνεϊ είχε ακούσει την ίδια ακριβώς φωνή –τη συνέθεταν κακία και καχυποψία, όπως η μυρωδιά των ούρων συνέθετε τη δυσωδία του κτιρίου– από τόσο πολλούς μπάτσους που είχαν ξινίσει με τα χρόνια, ώστε ένιωθε λες και ήξερε τον άντρα προσωπικά. Το αίσθημα δεν ήταν ευχάριστο. «Ναι. Το θέμα είναι ότι δεν ξέρω πώς τον λένε. Στο μεταξύ, θα ήθελα να ρίξω μια ματιά σ’ αυτό το διαμέρισμα». «Ναι, ε; Μια ματιά σ’ αυτό το διαμέρισμα; Θα μου πεις ποιος είσαι και τι διάολο θες;» «Λέγομαι Ντέιβ Γκάρνεϊ. Πρώην αστυνομικός στη Νέα Υόρκη. Όπως κι εσύ». «Τι σκατά ξέρεις για μένα;» «Δεν χρειάζεται να είσαι μεγαλοφυΐα για να αναγνωρίσεις έναν Ιρλανδό μπάτσο από τη Νέα Υόρκη». «Ναι, ε;» Ο άντρας τον κοίταζε ανέκφραστος. «Κάποτε η αστυνομία ήταν γεμάτη τύπους σαν κι εμάς», πρόσθεσε ο Γκάρνεϊ. Είχε πατήσει το σωστό κουμπί. «Τύπους σαν εμάς; Μιλάς για αρχαία ιστορία, φίλε! Αρχαία ιστορία, το κέρατό μου!»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

109

«Ξέρω, ξέρω», είπε ο Γκάρνεϊ, γνέφοντας συμπονετικά. «Άλλες εποχές τότε – πολύ καλύτερες, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Πότε την έκανες;» «Εσύ πότε λες;» «Εσύ θα μου πεις». «Όταν άρχισε να σοβαρεύει αυτή η μαλακία με την ποικιλομορφία. Ποικιλομορφία. Είναι δυνατόν; Δεν μπορούσες να πάρεις προαγωγή άμα δεν ήσουν Νιγηριανή λεσβία με γιαγιά Ινδιάνα. Είχε έρθει η ώρα οι ξύπνιοι λευκοί να κόψουν λάσπη. Είναι να ντρέπεσαι, γαμώ την πουτάνα μου, για το κατάντημα αυτής της χώρας. Ανέκδοτο έχει καταντήσει η πουτάνα. Αμερική. Κάποτε αυτή η λέξη σήμαινε κάτι. Περηφάνια. Δύναμη. Και τώρα; Όχι, πες μου. Τι σημαίνει τώρα;» Ο Γκάρνεϊ κούνησε το κεφάλι περίλυπος. «Θα σου πω τι δεν σημαίνει. Δεν σημαίνει αυτό που σήμαινε κάποτε». «Θα σου πω εγώ τι σημαίνει. Τη γαμημένη αρχή της ίσης εκπροσώπησης. Αυτό σημαίνει. Κράτος πρόνοιας και παπάρια. Πρεζάκηδες, χαπάκηδες, κοκάκηδες. Και ξέρεις γιατί; Θα σου πω εγώ γιατί. Για τη γαμημένη αρχή της ίσης εκπροσώπησης». Ο Γκάρνεϊ γρύλισε, ελπίζοντας να μεταδώσει μια κατηφή συναίνεση. «Εγώ ξέρω ότι ο κόσμος σαν αυτούς που μένουν εδώ πέρα μπορεί να είναι μέρος του προβλήματος». «Αυτό ξαναπές το». «Του διαόλου τις ζόρικες δουλειές κάνεις, κύριε... Συγγνώμη, δεν ξέρω και το όνομά σου». «ΜακΓκράθ. Φρανκ ΜακΓκράθ». Ο Γκάρνεϊ πλησίασε προς το μέρος του και άπλωσε το χέρι. «Χάρηκα, Φρανκ. Σε ποιο τμήμα ήσουν;» Αντάλλαξαν χειραψία. «Φορτ Απάτσι. Αυτό που έκαναν ταινία». «Ζόρικη περιοχή». «Ναι η γαμημένη. Και να σου πω δεν θα με πιστέψεις. Αλλά κι έτσι ακόμα ήταν ένα τίποτα σε σύγκριση μ’ αυτή τη μαλακία της ποικιλομορφίας. Το Φορτ Απάτσι το πάλευα. Για κάνα δίμηνο τη δεκαετία του ’80 θυμάμαι ότι είχαμε μέσο όρο μία δολοφονία την ημέρα. Μια μέρα είχαμε πέντε. Γαμημένη κόλαση. Ήμαστε απ’ τη μια εμείς κι απ’ την άλλη εκείνοι. Αλλά με το που άρχισε αυτή η παρλαπίπα

110

JOHN VERDON

της ποικιλομορφίας, τέρμα το εμείς. Το τμήμα έγινε χαβούζα του κώλου. Καταλαβαίνεις τι λέω;» «Ναι, Φρανκ, καταλαβαίνω απόλυτα τι λες». «Να ντρέπεσαι και που το βλέπεις το μπορντέλο». Ο Γκάρνεϊ κοίταξε λίγο τριγύρω του το διάδρομο όπου στέκονταν. «Και τι ακριβώς κάνεις εδώ;» «Τι κάνω; Τίποτα. Γάμησέ τα κι άφησέ τα». Μια πόρτα στον επάνω όροφο άνοιξε κι ο σαματάς της χιπ-χοπ τριπλασιάστηκε σε ένταση. Η πόρτα βρόντηξε και η ένταση υποχώρησε πάλι. «Ρε Φρανκ, πώς την παλεύεις;» Ο τύπος ανασήκωσε τους ώμους. «Τα λεφτά είναι καλά. Το πρόγραμμα το κανονίζω εγώ. Δεν έχω καμία σκύλα πλακομούνα πάνω απ’ το κεφάλι μου». «Είχες τέτοιο φρούτο στη δουλειά;» «Ναι. Την αστυνόμο Γλειφομούνα». Ο Γκάρνεϊ έβγαλε ένα ηχηρό, ζορισμένο γέλιο. «Πρέπει να είναι πολύ καλύτερα να έχεις αφεντικό τον Τζόνα». «Είναι άλλη φάση». Έκανε μια παύση. «Είπες ότι ήθελες να μπεις στο διαμέρισμα. Μπορείς να μου πεις τι...» Το κινητό του Γκάρνεϊ χτύπησε, κόβοντάς τον στα μισά της πρότασης. Είδε τον αριθμό στην οθόνη. Ήταν της Πολέτ Πέρλεϊ. Είχαν ανταλλάξει κινητά, αλλά δεν περίμενε ότι θα τον καλούσε τόσο σύντομα. «Σόρι, ρε Φρανκ, αλλά πρέπει να απαντήσω. Μισό λεπτό θα κάνω». Πίεσε την επιλογή Απάντηση. «Εδώ Γκάρνεϊ». Η φωνή της Πολέτ ακούστηκε θορυβημένη. «Έπρεπε να σας είχα ρωτήσει και πριν, αλλά με έπιασε τέτοιος θυμός μιλώντας για τον Καρλ, που μου διέφυγε. Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να μιλήσω για όσα είπαμε». «Για τι ακριβώς απ’ όσα είπαμε;» «Για την έρευνά σας, το γεγονός ότι αναζητάτε μια νέα οπτική. Είναι απόρρητο; Μπορώ να κουβεντιάσω οτιδήποτε απ’ αυτά που είπαμε, με τον Τζόνα;» Ο Γκάρνεϊ συνειδητοποίησε πως ό,τι κι αν έλεγε έπρεπε να εξυπηρετεί το σκοπό του τόσο με την Πολέτ όσο και με τον Φρανκ. Αυτό

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

111

καθιστούσε την επιλογή των σωστών λέξεων ζόρικη, αλλά του προσέφερε και μια ευκαιρία. «Θα το θέσω ως εξής. Η επιφυλακτικότητα είναι μεγάλη αρετή. Σε μια υπόθεση δολοφονίας μπορεί να σου σώσει τη ζωή». «Τι προσπαθείτε να μου πείτε;» «Αν δεν το έκανε η Κέι, τότε το έκανε κάποιος άλλος. Ενδεχομένως κάποιος που γνωρίζετε. Και δεν υπάρχει κίνδυνος να καταλήξετε να πείτε το λάθος πράγμα στο λάθος άτομο εάν δεν πείτε τίποτα σε κανέναν». «Με τρομάζετε». «Αυτό επιδιώκω». Η Πολέτ δίστασε. «Σύμφωνοι. Καταλαβαίνω. Ούτε λέξη σε κανέναν. Ευχαριστώ». Και το έκλεισε. Ο Γκάρνεϊ εξακολούθησε να μιλά σαν να μην το είχε κλείσει. «Ακριβώς... αλλά πρέπει πρώτα να ρίξω μια ματιά στο διαμέρισμα... Όχι, δεν πειράζει, μπορώ να πάρω το κλειδί απ’ το τμήμα της περιοχής ή απ’ τα γραφεία της εταιρείας... Εννοείται... Κανένα πρόβλημα απολύτως». Ξαφνικά ξέσπασε σε γέλια. «Ναι, καλά». Κι άλλα γέλια. «Δεν είναι αστείο, ξέρω, αλλά δεν πα’ να γαμηθεί. Είναι καλό πράγμα το γέλιο». Καιρό πριν, είχε μάθει πως τίποτα δεν κάνει μια ψεύτικη συνομιλία να ακούγεται πιο αυθεντική απ’ ό,τι το ανεξήγητο γέλιο. Και τίποτα δεν κάνει τον άλλο πιο πρόθυμο να σου δώσει κάτι, από το να πιστεύει ότι μπορείς εξίσου εύκολα να το προμηθευτείς από κάποιον άλλον. Ο Γκάρνεϊ τερμάτισε επιδεικτικά την ανύπαρκτη συνδιάλεξη και δήλωσε, σχεδόν απολογητικά, καθώς προχωρούσε αποφασιστικά προς τις σκάλες. «Πρέπει να πάω στο τμήμα. Έχουν ένα εφεδρικό κλειδί που μπορούν να μου δώσουν. Τα λέμε σε λίγο». Και φτάνοντας στις σκάλες, άρχισε να τις κατεβαίνει με φούρια. Πάνω που κόντευε να φτάσει στον πρώτο όροφο, άκουσε τον Φρανκ να λέει τις μαγικές λέξεις. «Έι, μην ταλαιπωρείσαι τσάμπα. Έχω εγώ κλειδί. Θα σου ανοίξω. Μόνο πες μου τι διάολο συμβαίνει».

112

JOHN VERDON

Ο Γκάρνεϊ ξανανέβηκε στον ζοφερό, στενό διάδρομο. «Θα μου ανοίξεις; Σίγουρα δεν είναι θέμα; Πρέπει μήπως να μιλήσεις πρώτα με κανέναν;» «Με ποιον να μιλήσω;» «Με τον Τζόνα;» Ο Φρανκ ξεκρέμασε μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά απ’ τη ζώνη του κι άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. «Τι τον νοιάζει; Εφόσον όλα τα τρισάθλια παράσιτα του Λονγκ Φολς περνάνε ζάχαρη, είναι μες στην καλή χαρά». «Έχει τη φήμη πολύ γενναιόδωρου ανθρώπου». «Ναι, κι άλλη Μητέρα Τερέζα, το κέρατό μου». «Δεν βρίσκεις ότι είναι προτιμότερος απ’ τον Καρλ;» «Για να μην παρεξηγηθώ, ο Καρλ ήταν παπάρας πρώτου μεγέθους. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν το χρήμα, οι μπίζνες και η πολιτική. Μεγάλος παπάρας. Αλλά ο παπάρας που μπορούσες να καταλάβεις. Πάντα μπορούσες να καταλάβεις τι ήθελε ο Καρλ. Ήταν προβλέψιμος». «Προβλέψιμος παπάρας;» «Ακριβώς. Αλλά ο Τζόνα είναι άλλη φάση. Δεν μπορείς να προβλέψεις τι θα θελήσει. Είναι για δέσιμο ο μαλάκας. Όπως με τούτα δω τα κτίρια, καλή ώρα. Ο Καρλ ήθελε να πετάξει όλα τα κατακάθια στο δρόμο και να σφραγίσει τις πολυκατοικίες. Λογικό δεν είναι; Κι έρχεται ο Τζόνα και λέει, όχι. Πρέπει να τους δώσουμε στέγη. Να μαζέψουμε τους λεχρίτες να μην πουντιάσουν απ’ τη βροχή. Ακολουθώντας κάποιου είδους πνευματικές αρχές, έτσι; Τίμα τους λεχρίτες. Άσ’ τους να κατουράνε στο πάτωμα». «Δεν σε πείθει η όλη φάση άγγελος-διάβολος στους αδελφούς Σπόλτερ, υποθέτω». Ο Φρανκ του έριξε μια ματιά όλο πανουργία. «Αυτά που σ’ άκουσα να λες στο τηλέφωνο αληθεύουν;» «Τι απ’ όλα;» «Ότι μπορεί τελικά να μην ήταν η Κέι που έφαγε τον Καρλ;» «Χριστέ μου! Φρανκ, δεν είχα καταλάβει ότι φώναζα τόσο. Θα σου ζητήσω να μη σου ξεφύγουν παραέξω». «Κανένα πρόβλημα, μόνο θέλω να μάθω – υπάρχει τέτοια πιθανότητα;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

113

«Αν υπάρχει πιθανότητα; Ναι, υπάρχει». «Που σημαίνει ότι δίνει στην όλη φάση μια δεύτερη ματιά;» «Δεύτερη ματιά;» «Σε όσα έγιναν». Ο Γκάρνεϊ χαμήλωσε τη φωνή του. «Μπορείς να το πεις κι έτσι». Ένα σκεφτικό, ψυχρό, μικρό μειδίαμα γύμνωσε τα κιτρινισμένα δόντια του Φρανκ. «Κοίτα να δεις! Άρα, η Κέι μπορεί να μην τον καθάρισε τελικά. Για φαντάσου!» «Ξέρεις, Φρανκ, έχω την αίσθηση ότι μπορεί να θέλεις κάτι να μου πεις». «Μπορεί και να θέλω». «Θα ήμουν ευγνώμων για οποιαδήποτε ιδέα σου σχετικά με το θέμα». Ο Φρανκ έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα απ’ την τσέπη του μπουφάν του, άναψε ένα και τράβηξε σκεφτικός μια βαθιά ρουφηξιά. Κάτι κακιασμένο και μικρόψυχο απλώθηκε στο χαμόγελό του. «Έχεις σκεφτεί ποτέ αν ο κύριος Τέλειος παραείναι τέλειος;» «Ο Τζόνα λες;» «Ακριβώς. Ο κύριος Γενναιόδωρος. Ο κύριος Αγαπώ - τα - Κατακάθια. Ο κύριος Καθεδρικός - του - γαμημένου Κυβερνοχώρου». «Μου ακούγεται σαν να έχεις δει και μια άλλη πλευρά του». «Μπορεί να είδα αυτό που είδε και η μητέρα του». «Η μητέρα του; Γνωριζόσουν με τη Μαίρη Σπόλτερ;» «Πότε-πότε περνούσε απ’ τα κεντρικά γραφεία. Όταν ο Καρλ ήταν επικεφαλής». «Και είχε προβλήματα με τον Τζόνα;» «Ναι. Ποτέ δεν τον πολυχώνεψε. Δεν το ήξερες αυτό, έτσι;» «Όχι, αλλά θα ήθελα πολύ να μάθω περισσότερα». «Είναι απλό. Ήξερε ότι ο Καρλ ήταν αγκάθι, και δεν την πείραζε. Τους καταλάβαινε τους σκληροτράχηλους άντρες. Ο Τζόνα παραήταν γλυκός για τα γούστα της. Δεν νομίζω πως η γριά την εμπιστευόταν όλη αυτή την καλοσύνη. Ξέρεις τι πιστεύω; Πιστεύω ότι τον θεωρούσε μεγάλη απάτη».

114

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 16 Σαν το μαχαίρι ΑΦΟΤΟΥ ΞΕΚΛΕΙΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ του διαμερίσματος και διαβεβαιώθηκε απ’ τον Γκάρνεϊ ότι θα τον έβρισκε ακόμα εκεί όταν επέστρεφε μετά από μία ώρα, ο χολωμένος Φρανκ συνέχισε την περιπολία του – η οποία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, περιλάμβανε όλα τα ακίνητα της μεσιτικής εταιρείας Σπόλτερ στο Λονγκ Φολς. Το διαμέρισμα ήταν μικρό αλλά σχετικά φωτεινό σε σύγκριση με τον καταθλιπτικά σκοτεινό διάδρομο. Η εξώπορτα έβγαζε σε ένα στριμωγμένο χολ με ξύλινο πάτωμα γεμάτο κηλίδες από νερά. Στα δεξιά βρισκόταν ένα κουζινάκι και στ’ αριστερά μια άδεια ντουλάπα κι ένα μπάνιο. Ευθεία μπροστά είχε ένα μεσαίου μεγέθους δωμάτιο με δύο παράθυρα. Ο Γκάρνεϊ άνοιξε και τα δύο παράθυρα για να μπει καθαρός αέρας. Κοίταξε πέρα στη Λεωφόρο Άξτον, αντίκρυ απ’ το στενό ποτάμι που κυλούσε παράλληλα, και πάνω απ’ τον χαμηλό τούβλινο τοίχο του Γουίλοου Ρεστ. Εκεί, σε ένα απαλό ύψωμα περιφραγμένο από ροδόδεντρα, πασχαλιές και τριανταφυλλιές, βρισκόταν το σημείο όπου ο Καρλ Σπόλτερ αρχικά δέχτηκε τον πυροβολισμό και κατόπιν έγινε η τελευταία του κατοικία. Τυλιγμένο απ’ τη βλάστηση από τρεις μεριές, θύμιζε στον Γκάρνεϊ αντίσκηνο. Υπήρχε ακόμη κι ένα είδος αψιδωτού προσκήνιου, μια οφθαλμαπάτη που δημιουργούσε ο οριζόντιος βραχίονας ενός φανοστάτη που στεκόταν στην πλευρά της λεωφόρου με το ποτάμι, και που έμοιαζε απ’ το οπτικό πεδίο του Γκάρνεϊ να απλώνεται κυρτός πάνω απ’ την κορυφή της σκηνής.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

115

Η εικόνα αυτή τόνιζε και τις υπόλοιπες θεατρικές παραμέτρους της υπόθεσης. Είχε κάτι το οπερετικό, το να τελειώνει η ζωή ενός άντρα στον τάφο της μητέρας του, να σωριάζεται στο ίδιο χώμα όπου σύντομα θα κατέληγε κι ο ίδιος. Και κάτι από σαπουνόπερα στην παράπλευρη ιστορία μοιχείας και απληστίας. Ο Γκάρνεϊ είχε μαγευτεί απ’ το σκηνικό, νιώθοντας το ίδιο αλλόκοτο μυρμήγκιασμα ενθουσιασμού που τον κυρίευε πάντα όταν πίστευε ότι στεκόταν στο σημείο όπου είχε σταθεί ένας δολοφόνος, βλέποντας πολλά απ’ αυτά που είχαν δει τα μάτια του δολοφόνου. Είχε, ωστόσο, μια λεπτή στρώση χιονιού στο έδαφος τη μοιραία εκείνη μέρα, και σύμφωνα με τις φωτογραφίες του φακέλου, δύο σειρές πτυσσόμενες καρέκλες, δεκαέξι συνολικά, είχαν τοποθετηθεί για τους πενθούντες στην άλλη άκρη του ανοιχτού τάφου της Μαίρης Σπόλτερ. Για να βεβαιωθεί ότι αναπαριστούσε σωστά το σκηνικό στο νου του, έπρεπε να ξέρει την ακριβή θέση των καθισμάτων αυτών. Καθώς και τη θέση του φορητού εδράνου. Και τη θέση του Καρλ. Η Πολέτ είχε υπάρξει ακριβέστατη ως προς τη θέση του σώματος του Καρλ όταν σωριάστηκε στο χώμα, αλλά ο Γκάρνεϊ ήθελε να τα οραματιστεί όλα μαζί, με το κάθε πράγμα στη θέση όπου βρισκόταν τη στιγμή του πυροβολισμού. Αποφάσισε να κατεβεί και να πάρει τις φωτογραφίες του τόπου του εγκλήματος από το αμάξι του. Πάνω που ετοιμαζόταν να βγει απ’ το διαμέρισμα, το κινητό του τον σταμάτησε. Ήταν και πάλι η Πολέτ, ακόμα πιο ταραγμένη από πριν. «Ακούστε, κύριε Γκάρνεϊ, πιθανώς να παρεξήγησα, αλλά στ’ αλήθεια με ενοχλεί. Και πρέπει να σας ρωτήσω... Υπονοούσατε ότι κατά κάποιον τρόπο ο Τζόνα...; Θέλω να πω... τι εννοούσατε στ’ αλήθεια;» «Εννοούσα ότι η υπόθεση μπορεί να μην έχει κλείσει όπως πιστεύουν όλοι. Μπορεί η Κέι να μην πυροβόλησε τον Καρλ. Μα αν δεν τον πυροβόλησε...» «Μα πώς μπορείτε να πιστεύετε ότι ο Τζόνα, ειδικά...» Η φωνή της Πολέτ δυνάμωνε ολοένα. «Μισό λεπτό! Το μόνο που ξέρω αυτή τη στιγμή είναι ότι πρέπει να μάθω κι άλλα. Στο μεταξύ, θα ήθελα να σας επιστήσω την προσοχή. Θέλω να είστε ασφαλής. Μόνο αυτό λέω».

116

JOHN VERDON

«Σύμφωνοι. Καταλαβαίνω. Συγγνώμη». Ο ήχος της αναπνοής της γαλήνεψε. «Μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω;» «Στην πραγματικότητα, μπορείτε, ναι. Βρίσκομαι στο διαμέρισμα απ’ όπου προήλθε ο πυροβολισμός. Θέλω να φανταστώ τι ακριβώς έβλεπε ο δράστης απ’ αυτό το παράθυρο. Θα ήταν τεράστια βοήθεια αν μπορούσατε να επιστρέψετε στο σημείο όπου στεκόμασταν πριν, όταν μου δείξατε τη θέση όπου βρισκόταν το κεφάλι του Καρλ όταν σωριάστηκε χάμω». «Και τη σταγόνα του αίματος στο χιόνι». «Ναι. Και το αίμα στο χιόνι. Μπορείτε να πάτε τώρα;» «Υποθέτω. Ναι, μπορώ». «Τέλεια, Πολέτ. Χίλια ευχαριστώ. Και πάρτε αυτή τη φανταχτερή γαλάζια ομπρέλα μαζί σας. Θα είναι χρήσιμη για σημάδι. Και το κινητό σας, για να με καλέσετε μόλις φτάσετε. Εντάξει;» «Εντάξει». Με ανανεωμένη ενέργεια χάρη σ’ αυτό το μικρό βήμα προόδου, έσπευσε να πάρει το φάκελο της υπόθεσης από το αυτοκίνητό του. Γύρισε λίγα λεπτά μετά με έναν μεγάλο κίτρινο φάκελο παραμάσχαλα – πάνω στην ώρα, καθώς την ίδια στιγμή είδε κάποιον να μπαίνει στο διπλανό διαμέρισμα. Ο Γκάρνεϊ κινήθηκε γρήγορα προς την πόρτα, χώνοντας το πόδι του στο άνοιγμα πριν προλάβει να κλείσει. Ένας κοντός, νευρώδης άντρας με μακριά μαύρη αλογοουρά τον κοιτούσε στα μάτια. Έπειτα από μια στιγμή άρχισε να χαμογελάει κάπως παρανοϊκά, φανερώνοντας κάμποσα χρυσά δόντια, σαν Μεξικάνος ληστής σε πολιτικά μη ορθό γουέστερν. Είχε μια ένταση το βλέμμα του που ο Γκάρνεϊ υπέθετε ότι μπορεί να προερχόταν από ναρκωτικά, μια εκ φύσεως νευρικότητα, ή από κάποια ψυχική διαταραχή. «Πώς μπορώ να βοηθήσω;» Η φωνή του άντρα ήταν βραχνή αλλά όχι εχθρική. «Συγγνώμη που μπουκάρω έτσι», είπε ο Γκάρνεϊ. «Δεν έχει καμία σχέση μ’ εσάς. Χρειάζομαι μόνο μερικές λεπτομέρειες σχετικά με το διπλανό διαμέρισμα». Ο τύπος κοίταξε κάτω το πόδι που πίεζε ακόμα την πόρτα του.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

117

Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε κι έκανε πίσω. «Συγγνώμη και πάλι. Βιάζομαι λιγάκι, και δυσκολεύομαι να βρω κόσμο να μου μιλήσει». «Για ποιο πράγμα;» «Για απλά πράγματα. Όπως, ποιος μένει σ’ αυτή την πολυκατοικία τα περισσότερα χρόνια». «Γιατί;» «Ψάχνω ανθρώπους που βρίσκονταν εδώ πριν από οχτώ εννιά μήνες». «Οχτώ-εννιά μήνες. Χμμ... Ανοιγόκλεισε τα μάτια για πρώτη φορά. «Πρέπει να ήταν κοντά στη φάση του Μπιγκ Μπανγκ, έτσι;» «Αν εννοείτε τον πυροβολισμό, ναι». Ο τύπος χάιδεψε το πιγούνι του σαν να είχε γένι. «Ψάχνετε τον Φρέντι;» Αρχικά το όνομα δεν σήμαινε τίποτα. Έπειτα ο Γκάρνεϊ θυμήθηκε ότι είχε δει το όνομα Φρεντερίκο Τάδε στα πρακτικά της δίκης. «Εννοείτε τον Φρέντι που είπε πως είδε την Κέι Σπόλτερ στο κτίριο το πρωινό της επίθεσης;» «Ο μόνος Φρέντι που άραξε ποτέ τα κυβικά του εδώ». «Και γιατί να τον ψάχνω;» «Γιατί εξαφανίστηκε. Για τι άλλο;» «Από πότε εξαφανίστηκε;» «Και καλά, δεν το ήξερες; Πλάκα μου κάνεις; Ρε φίλε, ποιος είσαι τέλος πάντων και τι σκατά θες;» «Είμαι απλώς ένας τύπος που ρίχνει μια δεύτερη ματιά σε όλα». «Πολύ βαριά δουλειά μού ακούγεται για έναν τύπο». «Κωλοδουλειά, για να είμαι ειλικρινής». «Πλάκα έχεις». Το είπε χωρίς να χαμογελάσει. «Πότε, λοιπόν, εξαφανίστηκε ο Φρέντι;» «Μετά που έπεσε το τηλεφώνημα». Έγειρε το κεφάλι στο πλάι και λοξοκοίταξε τον Γκάρνεϊ. «Ρε φίλε, έχω την εντύπωση ότι τις ξέρεις ήδη όλες αυτές τις μαλακίες». «Για πες μου για το τηλεφώνημα». «Δεν ξέρω τίποτα για το τηλεφώνημα. Μόνο ότι το έλαβε ο Φρέντι. Και το έκανε να ακούγεται σαν να τον είχε πάρει κάποιος από εσάς». «Από αστυνομικό;» «Ακριβώς».

118

JOHN VERDON

«Κι έπειτα εξαφανίστηκε;» «Ναι». «Και πότε έγινε αυτό;» «Λίγο αφότου μάντρωσαν την κυρά του ματσωμένου». Το κινητό του Γκάρνεϊ χτύπησε πάλι. Το άφησε να χτυπά. «Σου είπε ο Φρέντι αν το τηλεφώνημα ήταν από έναν αστυνομικό Κλέμπερ;» «Μπορεί». Το κινητό του Γκάρνεϊ συνέχισε να χτυπά. Ο αριθμός κλήσης ήταν και πάλι της Πολέτ Πέρλεϊ. Το ξανάχωσε στην τσέπη του. «Εσύ εδώ μένεις;» «Τις πιο πολλές φορές». «Θα σε βρω αργότερα;» «Μπορεί». «Θα μπορούσαμε να τα πούμε λίγο ακόμα;» «Μπορεί». «Το όνομά μου είναι Ντέιβ Γκάρνεϊ. Εσύ μπορείς να μου πεις πώς σε λένε;» «Μπόλο». «Σαν το κρεμαστό;» «Όχι, φίλε, όχι σαν το κρεμαστό». Χαμογέλασε, μοστράροντας 4 πάλι τα χρυσά του δόντια. «Σαν το μαχαίρι ». 4. bolo tie = τεξανού τύπου κρεμαστό, αντί γραβάτας· bolo knife = μεγάλο μαχαίρι, παρόμοιο με τη μανσέτα. (ΣτΜ)

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

119

Κεφάλαιο 17 Μια σφαίρα από το πουθενά Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΣΤΕΚΟΤΑΝ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ, με το κινητό στο χέρι, κοιτώντας πέρα απ’ τη λεωφόρο και το ποτάμι στον τόπο του θανάσιμου τραυματισμού και της κατοπινής ταφής του Σπόλτερ. Διέκρινε την Πολέτ να στέκεται σχεδόν καταμεσής του πεδίου, με μια γαλάζια ομπρέλα στο ένα χέρι και το κινητό στο άλλο. Έκανε κάμποσα βήματα πίσω απ’ το παράθυρο, ως το σημείο του δωματίου όπου, σύμφωνα με τη φωτογραφία του Εγκληματολογικού, είχε βρεθεί η καραμπίνα, προσαρτημένη στο τρίποδο. Γονάτισε για να χαμηλώσει την οπτική του γωνία κατά προσέγγιση στο ύψος του σκόπευτρου της καραμπίνας, και μίλησε στο τηλέφωνο. «Εντάξει, Πολέτ, ανοίξτε την ομπρέλα και βάλτε την εκεί που θυμάστε πως ήταν πεσμένο το σώμα του Καρλ». Την είδε να το κάνει, μετανιώνοντας που δεν είχε φέρει τα κιάλια του. Έπειτα κοίταξε το σκίτσο της αστυνομίας για τη σκηνή του εγκλήματος, που είχε απλώσει στο πάτωμα μπροστά του. Έδειχνε τις δύο θέσεις του Καρλ: το σημείο όπου στεκόταν όταν δέχτηκε τη σφαίρα, και το σημείο όπου σωριάστηκε στο χώμα. Και οι δύο θέσεις βρίσκονταν ανάμεσα στον ανοιχτό τάφο της μητέρας του από μπροστά και τις δύο σειρές των καθισμάτων από πίσω. Υπήρχε ένας αριθμός σε καθεμιά απ’ τις δεκαέξι καρέκλες του σκίτσου, που θεωρητικά τις συνέδεε με μια ξεχωριστή λίστα όλων των πενθούντων που τις είχαν καταλάβει. «Πολέτ, μήπως κατά τύχη θυμάστε ποιος καθόταν πού;» «Φυσικά. Είναι σαν να το βλέπω μπροστά μου, λες κι έγινε σήμερα το πρωί. Θυμάμαι την κάθε λεπτομέρεια. Όπως εκείνο το αιμάτινο ρυάκι στον κρόταφό του. Εκείνη την κόκκινη σταγόνα στο χιόνι. Ω Θεέ μου, θα μπορέσω ποτέ να την ξεχάσω αυτή την εικόνα;» Είχε κι ο Γκάρνεϊ παρόμοιες αναμνήσεις. Όπως όλοι οι αστυνομικοί. «Ίσως όχι τελείως. Αλλά θα τη θυμάστε όλο και πιο σπάνια». Παρέλειψε να αναφέρει ότι ο λόγος για τον οποίο ορισμένες αναμνήσεις σαν αυτήν είχαν ξεθωριάσει στο δικό του μυαλό ήταν επειδή τις είχαν παραμερίσει άλλες, ακόμα πιο φρικτές. «Πείτε μου όμως για

120

JOHN VERDON

τον κόσμο που καθόταν στις καρέκλες, ιδίως γι’ αυτούς της πρώτης σειράς». «Πριν σηκωθεί, ο Καρλ καθόταν στην άκρη, στη δεξιά πλευρά της σειράς, όπως τη βλέπετε. Πλάι του, ήταν η κόρη του η Αλίσα. Δίπλα στην Αλίσα, η καρέκλα ήταν άδεια. Δίπλα, οι τρεις ξαδέρφες της Μαίρης Σπόλτερ απ’ τη Σαρατόγκα, όλες εβδομηντάρες. Στην πραγματικότητα ήταν τρίδυμες, κι ακόμα ντύνονται πανομοιότυπα. Χαριτωμένο, ή αλλόκοτο, ανάλογα με τα γούστα του καθενός. Έπειτα, άλλη μια άδεια καρέκλα. Και στην όγδοη, ο Τζόνα – όσο το δυνατόν πιο μακριά απ’ τον Καρλ. Κάτι που δεν με εξέπληξε». «Και στη δεύτερη σειρά;» «Η δεύτερη σειρά ήταν κατειλημμένη από οχτώ κυρίες της λέσχης συνταξιούχων της Μαίρης Σπόλτερ. Νομίζω πως ήταν όλες τους μέλη μιας κάποιας οργάνωσης μέσα στη λέσχη. Αχ... πώς το λέγανε να δεις... Κάτι παράξενο. Η Πρεσβυτέρα κάτι... Πρεσβυτέρα Ισχύς – έτσι λεγόταν». «Πρεσβυτέρα Ισχύς; Τι είδους οργάνωση είναι αυτή;» «Δεν ξέρω. Είχα μιλήσει λίγο με μία από τις κυρίες. Κάτι σχετικό με... δώστε μου μισό λεπτό. Α, ναι. Έχουν κι ένα σύνθημα, ή ρητό, απ’ ό,τι θυμάμαι: Πρεσβυτέρα Ισχύς: ποτέ δεν είναι αργά για μια καλή πράξη. Ή κάτι παρόμοιο. Μου έδωσαν την εντύπωση ότι ήταν αναμεμειγμένες σε κάποιου είδους φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Η Μαίρη Σπόλτερ ήταν μέλος». Ο Γκάρνεϊ έκανε μια νοερή σημείωση να ψάξει την Πρεσβυτέρα Ισχύ στο διαδίκτυο. «Ξέρετε αν κανείς περίμενε ότι η Κέι θα εμφανιζόταν στην κηδεία, ή αν εξέφρασε την έκπληξή του όταν δεν εμφανίστηκε;» «Δεν άκουσα κανέναν να ρωτάει κάτι σχετικό. Οι περισσότεροι γνωστοί των Σπόλτερ ήξεραν ότι αντιμετώπιζαν προβλήματα – ότι η Κέι κι ο Καρλ βρίσκονταν σε διάσταση». «Μάλιστα. Κι έτσι, ο Καρλ στη μία άκρη της σειράς, και ο Τζόνα στην άλλη;» «Ναι». «Πόση ώρα αφότου σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του δέχτηκε τον πυροβολισμό;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

121

«Δεν ξέρω. Τέσσερα-πέντε δευτερόλεπτα; Σαν να τον βλέπω να σηκώνεται... να γυρνάει για να προχωρήσει προς το έδρανο... να κάνει ένα, δύο βήματα... και τότε συνέβη. Όπως σας είπα, όλοι νόμισαν ότι σκόνταψε. Αλλά αυτό θα πίστευε ο οποιοσδήποτε, έτσι δεν είναι; Εκτός κι αν είχε ακούσει τον πυροβολισμό, αλλά κανείς δεν τον άκουσε». «Εξαιτίας των παιδιών που παίζανε με τις κροτίδες;» «Ω Θεέ μου, ναι, οι κροτίδες. Κάποιος ηλίθιος έσκαγε τη μία μετά την άλλη απ’ το πρωί. Ήταν τρομερά ενοχλητικό». «Μάλιστα. Ώστε θυμάστε τον Καρλ να κάνει ένα-δυο βήματα. Μπορείτε να πάτε να σταθείτε στο σημείο όπου στεκόταν ο Καρλ τη στιγμή που κατέρρευσε;» «Κανένα πρόβλημα. Τη στιγμή εκείνη περνούσε ακριβώς μπροστά από την Αλίσα». Ο Γκάρνεϊ την είδε να μετακινείται δυόμισι με τρία μέτρα προς τα δεξιά της ομπρέλας που βρισκόταν πεσμένη στο χώμα. «Εδώ», είπε. Ο Γκάρνεϊ έσμιξε τα βλέφαρα για να σιγουρευτεί ότι έβλεπε τη θέση της καθαρά. «Είστε σίγουρη;» «Σίγουρη ότι αυτό είναι το σημείο; Απολύτως!» «Έχετε τόση εμπιστοσύνη στη μνήμη σας;» «Έχω, ναι, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ο τρόπος με τον οποίο διευθετούμε πάντα τις καρέκλες. Τις βάζουμε σε σειρές ίσου μήκους με τον ίδιο τον τάφο, ώστε όλοι να βλέπουν χωρίς να χρειάζεται να γυρίσουν το κεφάλι. Προσθέτουμε όσες σειρές χρειάζονται, αλλά ο προσανατολισμός των καθισμάτων ως προς τον τάφο είναι πάντοτε ο ίδιος». Ο Γκάρνεϊ δεν μίλησε, προσπαθώντας απλώς να αφομοιώσει όσα άκουγε κι έβλεπε. Έπειτα, μια ερώτηση του ήρθε στο μυαλό, κρυμμένη στο βάθος του νου του απ’ την πρώτη ανάγνωση της αναφοράς του περιστατικού. «Αναρωτιόμουν και για κάτι άλλο. Η οικογένεια Σπόλτερ είχε έντονη προβολή. Υποθέτω πως ήταν καλά δικτυωμένοι. Επομένως...» «Για ποιο λόγο η κηδεία ήταν τόσο σεμνή; Αυτό είναι που αναρωτιέστε;»

122

JOHN VERDON

«Δεκατέσσερις παρευρισκόμενοι, αν τους μετράω σωστά, δεν είναι και πολλοί, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες». «Ήταν επιλογή της θανούσας. Μου είπαν ότι η Μαίρη Σπόλτερ πρόσθεσε ένα παράρτημα στη διαθήκη της, στο οποίο κατονόμαζε τα άτομα που ήθελε να είναι μαζί της στο τέλος». «Εννοείτε στην ταφή της;» «Ναι. Οι τρεις ξαδέρφες της, οι δύο γιοι της, η εγγονή της και οι οχτώ κυρίες-μέλη της Πρεσβυτέρας Ισχύος. Νομίζω πως η οικογένεια –ο Καρλ, στην πραγματικότητα– σχεδίαζε ένα πολύ μεγαλύτερο επιμνημόσυνο γεγονός λίγες μέρες μετά, αλλά... ξέρετε...» Η φωνή της έσβησε. Έπειτα από μερικές στιγμές σιωπής, ρώτησε: «Θα θέλατε κάτι άλλο;» «Μία τελευταία ερώτηση. Τι ύψος είχε ο Καρλ;» «Τι ύψος; Ένα ογδόντα πέντε, ίσως και ένα ογδόντα οχτώ. Μπορούσε να γίνει τρομακτικός. Γιατί ρωτάτε;» «Προσπαθώ απλώς να φανταστώ την όλη σκηνή με όσο το δυνατόν περισσότερη ακρίβεια». «Μάλιστα. Τελειώσαμε, λοιπόν;» «Έτσι νομίζω, αλλά... αν δεν σας πειράζει, μείνετε εκεί που είστε μόνο για ένα λεπτό. Θέλω να ελέγξω κάτι». Κρατώντας το βλέμμα κατά το δυνατόν καρφωμένο στην Πολέτ, ο Γκάρνεϊ σηκώθηκε απ’ τη γονατιστή θέση του – εκεί όπου είχε βρεθεί η καραμπίνα με το τρίποδο. Προχώρησε αργά προς τα αριστερά όσο μπορούσε περισσότερο, εξακολουθώντας να έχει οπτική επαφή με την Πολέτ μέσα από ένα απ’ τα δύο παράθυρα του διαμερίσματος. Επανέλαβε την ίδια πορεία, αυτή τη φορά προς τα δεξιά. Έπειτα πήγε στα παράθυρα, στέκοντας πάνω στο περβάζι του καθενός για να δει όσο περισσότερα μπορούσε. Όταν κατέβηκε, ευχαρίστησε την Πολέτ για τη βοήθειά της, της είπε ότι θα μιλούσαν πάλι σύντομα, έκλεισε το κινητό και το ξανάβαλε στην τσέπη του. Έπειτα στάθηκε για πολλή ώρα στο κέντρο του δωματίου, προσπαθώντας να κατανοήσει μια κατάσταση που αίφνης δεν έμοιαζε να υπακούει σε καμία λογική. Υπήρχε ένα πρόβλημα με το φανοστάτη στην απέναντι πλευρά της Λεωφόρου Άξτον. Ο οριζόντιος βραχίονας έμπαινε στη μέση.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

123

Εάν ο Καρλ Σπόλτερ ήταν πάνω από ένα ογδόντα και στεκόταν οπουδήποτε κοντά στο σημείο που του είχε δείξει η Πολέτ, δεν υπήρχε περίπτωση η μοιραία σφαίρα να είχε προέλθει απ’ αυτό το διαμέρισμα. Το διαμέρισμα όπου βρέθηκε το φονικό όπλο. Το διαμέρισμα όπου η ομάδα συλλογής αποδεικτικών στοιχείων του τμήματος ανθρωποκτονιών βρήκε κατάλοιπα πυρίτιδας πανομοιότυπα με τη γόμωση του βλήματος Σουίφτ 22 χιλιοστών – το οποίο ταίριαζε με την καραμπίνα που βρέθηκε, καθώς και με τα θραύσματα της σφαίρας που αφαιρέθηκαν απ’ τον εγκέφαλο του Καρλ Σπόλτερ. Το διαμέρισμα όπου ένας αυτόπτης μάρτυρας είχε τοποθετήσει την Κέι Σπόλτερ το πρωί της δολοφονικής επίθεσης. Το διαμέρισμα όπου έστεκε τώρα ο Γκάρνεϊ, σαστισμένος.

124

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 18 Ζήτημα φύλου Η ΣΑΣΤΙΜΑΡΑ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ να ακινητοποιεί ορισμένους ανθρώπους. Στον Γκάρνεϊ είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Μια ολοφάνερη αντίφαση –όπως το ότι η σφαίρα δεν μπορούσε να είχε ριφθεί απ’ το παράθυρο απ’ το οποίο πρέπει να είχε ριφθεί– είχε πάνω του την επήρεια αμφεταμίνης. Υπήρχαν πράγματα που ήθελε να ελέγξει το συντομότερο στο φάκελο της υπόθεσης. Αντί να μείνει στο έρημο διαμέρισμα, πήρε τον μεγάλο κίτρινο φάκελο στο αμάξι του και πάλι, τον άνοιξε στο μπροστινό κάθισμα, κι άρχισε να ξεφυλλίζει την αρχική αναφορά. Ήταν χωρισμένη σε δύο μέρη, που ακολουθούσαν την παράλληλη πορεία των δύο τόπων του εγκλήματος –του θύματος και του θύτη – με ξεχωριστές αλληλουχίες φωτογραφιών, περιγραφών, συνεντεύξεων και αναφορών συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από κάθε τοποθεσία. Το πρώτο που του έκανε εντύπωση ήταν μια παράξενη παράλειψη. Δεν υπήρχε καμία μνεία στην αρχική αναφορά, ούτε και σε κάποια κατοπινή, του εμποδίου που όρθωνε ο φανοστάτης. Υπήρχε μια φωτογραφία, με τηλεφακό, του τάφου των Σπόλτερ, τραβηγμένη απ’ το παράθυρο του διαμερίσματος, αλλά αφού απουσίαζε η αναφορά της ακριβούς θέσης του Καρλ τη στιγμή που δέχτηκε τη σφαίρα, το πρόβλημα της οπτικής επαφής δεν ήταν προφανές. Σε λίγο ο Γκάρνεϊ βρήκε μία ακόμα, εξίσου αλλόκοτη, παράλειψη. Δεν μνημονεύονταν πουθενά οι κάμερες ασφαλείας. Σίγουρα κάποιος θα είχε ελέγξει την παρουσία τους στο νεκροταφείο και περιμετρικά απ’ αυτό, καθώς και στη Λεωφόρο Άξτον. Δυσκολευόταν να πιστέψει ότι μια τέτοια διαδικασία ρουτίνας είχε παραλειφθεί, κι ακόμα

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

125

περισσότερο δυσκολευόταν να πιστέψει πως είχε διεκπεραιωθεί χωρίς καμία καταγραφή του αποτελέσματος στα επίσημα έγγραφα της υπόθεσης. Έχωσε το φάκελο κάτω απ’ το κάθισμα του οδηγού, βγήκε απ’ το αμάξι και το κλείδωσε. Κοιτώντας απ’ τη μια ως την άλλη άκρη του τετραγώνου, είδε μονάχα τρεις προσόψεις μαγαζιών που έμοιαζαν να λειτουργούν ακόμα. Το πρώην RadioShack, που τώρα φαινόταν να μην έχει όνομα· την πιτσαρία River Kings· κι ένα μαγαζί που η ταμπέλα του έγραφε Dizzy Daze, με μια βιτρίνα γεμάτη φουσκωμένα μπαλόνια αλλά χωρίς καμία άλλη ένδειξη για το τι εμπορευόταν. Το πλησιέστερο σ’ αυτόν ήταν το ανώνυμο κατάστημα ηλεκτρονικών. Καθώς ο Γκάρνεϊ πλησίαζε, είδε δύο χειρόγραφες ταμπέλες στη γυάλινη πόρτα: Αναβαθμισμένα τάμπλετ από 199 δολάρια και Επιστρέφω 2 μ.μ. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν 2:09. Δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη. Έκανε να προχωρήσει προς την πιτσαρία, με σκοπό να αγοράσει ένα-δυο κομμάτια πίτσα και μια Κόκα Κόλα, όταν μια τσίλικη κίτρινη Κορβέτ πάρκαρε μπροστά του. Το ζευγάρι που βγήκε από μέσα δεν ήταν και τόσο τσίλικο. Ο άντρας κόντευε τα πενήντα, και ήταν γεροδεμένος, με περισσότερες τρίχες στα μπράτσα απ’ ό,τι στο κεφάλι του. Η γυναίκα ήταν λίγο νεότερη, με μαλλιά-καρφάκια βαμμένα μπλε και κίτρινα, ένα πλατύ σλαβικό πρόσωπο και πελώρια στήθη που τσίτωναν τα κουμπιά ενός μισάνοιχτου ροζ πουλόβερ. Καθώς πάσχιζε –με τρόπο ακόμα πιο αποκαλυπτικό– να βγει απ’ τη χαμηλή θέση του συνοδηγού, ο άντρας πήγε στην πόρτα του μαγαζιού με τα ηλεκτρονικά, την ξεκλείδωσε κι έριξε μια ματιά στον Γκάρνεϊ. «Θέλεις κάτι;» Η βραχνή του φωνή, με την έντονη ξενική προφορά, έκανε την ερώτησή του να ηχεί εξίσου ως πρόκληση όσο και ως πρόσκληση. «Ναι. Αλλά είναι λίγο περίπλοκο». Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους κι έκανε μια χειρονομία προς τη γυναίκα, που είχε επιτέλους ελευθερωθεί απ’ τη λαβή του αυτοκινήτου. «Μίλα με τη Σοφία. Εγώ έχω μια δουλειά». Και μπήκε μέσα, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή πίσω του. Η Σοφία προσπέρασε τον Γκάρνεϊ και μπήκε κι αυτή στο μαγαζί. «Όλο δουλειές αυτός ο άνθρωπος». Η προφορά της ήταν εξίσου σλαβική όσο και τα ζυγωματικά της. «Πώς μπορώ να βοηθήσω;»

126

JOHN VERDON

«Πόσο καιρό λειτουργεί το κατάστημα;» «Πόσο καιρό; Χρόνια και ζαμάνια. Τι θες;» «Έχετε κάμερες ασφαλείας;» «Ασφαλείας;» «Κάμερες που βιντεοσκοπούν τον κόσμο μέσα στο μαγαζί, στο δρόμο, αυτούς που μπαίνουν, βγαίνουν, ή βουτάνε πράγματα». «Βουτάνε;» «Που σας κλέβουν». «Εμένα;» «Το μαγαζί». «Το μαγαζί. Ναι. Γαμιόληδες θέλουν να κλέψουν μαγαζί». «Άρα έχετε βιντεοκάμερες που μαγνητοσκοπούν;» «Βίντεο. Ναι». «Ήσαστε εδώ εννιά μήνες πριν, όταν έγινε η δολοφονική επίθεση ενάντια στον διάσημο Καρλ Σπόλτερ;» «Ναι. Διάσημος. Εδώ ακριβώς. Γαμιόλα γυναίκα στο πάνω πάτωμα τον πυροβόλησε εκεί πέρα». Η Σοφία έκανε μια αόριστη κίνηση προς την κατεύθυνση του Γουίλοου Ρεστ. «Στην κηδεία μάνας του. Ίδιας μάνας του. Τι σου φαίνεται αυτό;» Και κούνησε το κεφάλι, σαν να έλεγε ότι μια κακή πράξη στην κηδεία της μητέρας κάποιου θα έπρεπε να διπλασιάζει την τιμωρία του δράστη στην κόλαση. «Για πόσο κρατάτε τις κασέτες ή τα ψηφιακά αρχεία της κάμερας;» «Πόσο κρατάμε;» «Για πόσο καιρό; Εβδομάδες, μήνες; Κρατάτε τίποτε απ’ αυτά που γράφει η κάμερα, ή σβήνονται όλα περιοδικά;» «Συνήθως σβήνουν. Αλλά όχι γαμιόλα γυναίκα». «Έχετε αντίγραφο εκείνης της ημέρας που πυροβολήθηκε ο Σπόλτερ;» «Ο μπάτσος πήρε όλα, δεν άφησε τίποτα. Πολλά λεφτά θα ήταν. Χοντρός γαμιόλης μπάτσος». «Ένας μπάτσος πήρε την κασέτα;» «Ναι». Η Σοφία στεκόταν πίσω από έναν πάγκο-βιτρίνα με κινητά που σχημάτιζε ένα ανοιχτό ημικύκλιο γύρω της. Πίσω απ’ το ημικύκλιο βρισκόταν μια μισάνοιχτη πόρτα που ο Γκάρνεϊ έβλεπε πως οδηγούσε σε ένα ακατάστατο γραφείο.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

127

Μπορούσε να ακούσει τη φωνή ενός άντρα που μιλούσε στο τηλέφωνο, αλλά δεν έβγαζε τι έλεγε. «Και δεν επέστρεψε την κασέτα;» «Ποτέ. Στο βίντεο τύπος τρώει σφαίρα στα μυαλά. Ξέρεις τι λεφτά δίνει τιβί για τέτοιο πράγμα;» «Η κάμερα καταγράφει τον τραυματισμό του άντρα στο νεκροταφείο απέναντι απ’ το ποτάμι;» «Βέβαια. Κάμερα μπροστά βλέπει τα πάντα. Υψηλή ανάλυση. Μέχρι ήχους έξω πλάνο. Άριστη ποιότητα. Όλες λειτουργίες αυτόματες. Έκανε μπόλικα λεφτά». «Ο μπάτσος που πήρε...» Η πόρτα πίσω της άνοιξε κι άλλο, κι ο τριχωτός άντρας βγήκε στον πάγκο. Η έκφρασή του βάθαινε κι άλλο τις ρυτίδες καχυποψίας και εχθρικότητας που σχημάτιζαν τα χαρακτηριστικά του. «Κανείς δεν πήρε τίποτα», είπε. «Ποιος είσαι;» Ο Γκάρνεϊ κοίταξε τον τύπο ανέκφραστος. «Ειδικός ερευνητής, που ερευνά το χειρισμό από την αστυνομία της υπόθεσης Σπόλτερ. Είχατε κάποια επαφή με έναν επιθεωρητή Μικ Κλέμπερ;» Η έκφραση του άντρα παρέμεινε σταθερή. Υπερβολικά σταθερή, και για υπερβολικά πολύ χρόνο. Έπειτα έγνεψε αρνητικά με αργές κινήσεις. «Δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο». «Μήπως ο Μικ Κλέμπερ ήταν ο χοντρός γαμιόλης μπάτσος που η κυρία από δω λέει ότι πήρε τα αρχεία της κάμερας ασφαλείας και δεν τα επέστρεψε ποτέ;» Ο τύπος κοίταξε τη γυναίκα με μια έκφραση προσποιητής σύγχυσης. «Τι παπαριές λέει τούτος εδώ;» Εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα με ένα υπερβολικό ανασήκωμα των ώμων. «Μπάτσοι δεν πήραν τίποτα;» Χαμογέλασε αθώα στον Γκάρνεϊ. «Τότε φαντάζομαι δεν πήραν. Λάθος πάλι. Πολύ συχνά λάθος. Μπορεί έπινα πολύ. Ο Χάρι ξέρει, θυμάται καλύτερα από μένα. Έτσι, Χάρι;» Ο Χάρι ο τριχωτός χασκογέλασε στον Γκάρνεϊ, με τα μάτια του να γυαλίζουν σαν μαύρες χάντρες. «Βλέπεις; Όπως είπα, κανείς δεν πήρε τίποτα. Και τώρα, κοπάνα την. Εκτός κι αν θέλεις να αγοράσεις τηλεόραση. Μεγάλη οθόνη. Έτοιμη για ίντερνετ. Καλές τιμές».

128

JOHN VERDON

Ο Γκάρνεϊ του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Θα το σκεφτώ. Όταν λέμε καλές τιμές...;» Ο Χάρι έστρεψε τις παλάμες προς τα πάνω. «Εξαρτάται. Προσφορά και ζήτηση. Η ζωή σαν δημοπρασία η γαμιόλα, ξέρεις τι σου λέω; Αλλά καλή τιμή έτσι κι αλλιώς για σένα. Πάντα καλές τιμές για αστυνομικοί». Λίγο πιο κάτω στη λεωφόρο, και ιδωμένο από κοντά, το μαγαζί με τα μπαλόνια στη βιτρίνα δεν έμοιαζε να λειτουργεί εντέλει. Ο χαμηλός ήλιος είχε φωτίσει τα τζάμια κάνοντάς τα να μοιάζουν κατάφωτα. Και η κάλυψη της μίας και μοναδικής κάμερας ασφαλείας της πιτσαρίας περιοριζόταν σε ένα εύρος δέκα τετραγωνικών γύρω απ’ το ταμείο. Έτσι, αν ο δολοφόνος δεν είχε λιγούρες, δεν είχε τίποτα να μάθει εκεί. Αλλά η φάση στο μαγαζί με τα ηλεκτρονικά είχε βάλει τον εγκέφαλο του Γκάρνεϊ σε κατάσταση πλήρους εγρήγορσης. Αν έπρεπε να μαντέψει, θα έλεγε ότι ο Κλέμπερ είχε ανακαλύψει κάτι που δεν τον βόλευε στο αρχείο της κάμερας, και είχε αποφασίσει να το εξαφανίσει. Σ’ αυτή την περίπτωση, υπήρχαν διάφοροι τρόποι να κρατήσει το στόμα του Χάρι κλειστό. Μπορεί ο Κλέμπερ να ήξερε ότι τα ηλεκτρονικά ήταν βιτρίνα για κάποιου άλλου είδους δραστηριότητα. Ή μπορεί να ήξερε πράγματα για τον Χάρι, που αυτός δεν ήθελε να γίνουν γνωστά. Ο Γκάρνεϊ υπενθύμισε στον εαυτό του, ωστόσο, ότι και οι καλύτερες υποθέσεις παρέμεναν απλώς υποθέσεις. Αποφάσισε να προχωρήσει στο επόμενο ερώτημα. Αν η σφαίρα δεν είχε ριφθεί απ’ το συγκεκριμένο διαμέρισμα, από πού είχε ριφθεί; Κοίταξε απέναντι απ’ το ποταμάκι τη γαλάζια ομπρέλα της Πολέτ, ανοιγμένη κι αφημένη ακόμα στο σημείο όπου είχε σωριαστεί ο Καρλ. Εξετάζοντας τις προσόψεις των κτιρίων κατά μήκος της λεωφόρου, είδε ότι η σφαίρα μπορεί κάλλιστα να είχε ριφθεί από οποιοδήποτε ανάμεσα σε σαράντα ή πενήντα παράθυρα με θέα προς την κατεύθυνση του Γουίλοου Ρεστ. Χωρίς δυνατότητα λίστας προτεραιότητας, θα έθεταν μεγάλη ερευνητική πρόκληση. Αλλά τι νόημα είχε; Εφόσον ίχνη πυρίτιδας συμβατά με βλήμα Σουίφτ 22 χιλιοστών είχαν βρεθεί στο αρχικό διαμέρισμα, τότε η επίμαχη καραμπίνα έπρεπε να είχε εκπυρσοκροτήσει από εκεί. Έπρεπε άραγε να πιστέψει ότι ο

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

129

Καρλ Σπόλτερ είχε πυροβοληθεί από άλλο διαμέρισμα και αμέσως μετά το όπλο είχε μεταφερθεί στο «απίθανο» διαμέρισμα, είχε πυροβολήσει πάλι, και είχε εγκαταλειφθεί πάνω στο τρίποδο; Κι αν ήταν έτσι, το άλλο διαμέρισμα θα έπρεπε να βρίσκεται πολύ κοντά. Το πλησιέστερο, βέβαια, ήταν το διπλανό. Το διαμέρισμα όπου έμενε ο μικρόσωμος τύπος που άκουγε στο όνομα Μπόλο. Ο Γκάρνεϊ μπήκε στην είσοδο, ανέβηκε δύο-δύο τα σκαλιά, πήγε γραμμή στην πόρτα του Μπόλο και χτύπησε απαλά. Ακούστηκε ήχος βιαστικών βημάτων, κάτι να γλιστράει – ενδεχομένως ένα συρτάρι που ανοιγοκλείνει–, μια πόρτα να κλείνει, κι έπειτα βήματα και πάλι προς την άλλη πλευρά της πόρτας απ’ αυτήν όπου στεκόταν ο Γκάρνεϊ. Ενστικτωδώς τραβήχτηκε στο πλάι – τυπικό μέτρο προστασίας όταν υπήρχε λόγος να περιμένεις εχθρική υποδοχή. Για πρώτη φορά απ’ τη στιγμή που είχε φτάσει στο Λονγκ Φολς αναρωτήθηκε για τη σωφροσύνη που επέδειξε ερχόμενος άοπλος. Άπλωσε το χέρι και χτύπησε πάλι, ακόμα πιο απαλά. «Έι, Μπόλο, εγώ είμαι». Άκουσε τα διαπεραστικά κλικ από δύο σύρτες, και η πόρτα άνοιξε γύρω στους οχτώ πόντους – όσο επέτρεπαν οι δύο αλυσίδες. Το πρόσωπο του Μπόλο φάνηκε πίσω απ’ το άνοιγμα. «Τι σκατά! Πάλι εσύ; Ο τύπος που ήρθε να τσεκάρει τα πάντα. Τα πάντα είναι ένα κάρο μαλακίες, φίλε. Και τώρα τι;» «Είναι μεγάλη ιστορία. Μπορώ να ρίξω μια ματιά απ’ το παράθυρό σου;» «Πλάκα έχεις». «Μπορώ;» «Σοβαρά; Δεν μου ξεφουρνίζεις μαλακίες; Θες μόνο να κοιτάξεις απ’ το παράθυρό μου;» «Έχει μεγάλη σημασία». «Έχω ακούσει πολλές παρλαπίπες, δικέ μου, αλλά αυτή είναι κορυφαία». Έκλεισε την πόρτα, έσυρε τις αλυσίδες, και την άνοιξε πάλι, διάπλατα. Φορούσε ένα κίτρινο φούτερ ομάδας μπάσκετ που του έφτανε ως τα γόνατα, και πιθανότατα τίποτε άλλο. «Μπορώ να κοιτάξω απ’ το παράθυρό σου; Θα τη θυμάμαι την ατάκα». Κι έκανε πίσω για να περάσει ο Γκάρνεϊ.

130

JOHN VERDON

Το διαμέρισμα έμοιαζε πανομοιότυπο με το διπλανό. Ο Γκάρνεϊ κοίταξε στην κουζίνα, έπειτα τον μικρό απέναντι διάδρομο όπου βρισκόταν το μπάνιο. Η πόρτα ήταν κλειστή. «Έχεις επισκέψεις;» ρώτησε ο Γκάρνεϊ. Τα χρυσά δόντια έλαμψαν και πάλι. «Έχω μια επισκέπτρια, αλλά δεν γουστάρει να τη δει κανείς». Έδειξε τα παράθυρα στην άλλη άκρη του κυρίως δωματίου. «Θες να κοιτάξεις; Κοίτα». Ο Γκάρνεϊ ένιωθε αμήχανα με την κλειστή πόρτα του μπάνιου, καθώς δεν ήθελε να έχει στα νώτα του ένα άγνωστο άτομο. «Ίσως αργότερα». Βγήκε πάλι στο άνοιγμα της πόρτας, στέκοντας σε τέτοιο σημείο που του επέτρεπε να βλέπει οποιαδήποτε κίνηση τόσο στο διαμέρισμα όσο και στο κεφαλόσκαλο. Ο Μπόλο έγνεψε κι έκλεισε το μάτι με νόημα. «Εννοείται. Πρέπει να φυλάγεσαι. Δεν είσαι ο τύπος που πάει μόνος στο σκοτεινό σοκάκι. Ξύπνιο». «Για πες μου για τον Φρέντι». «Σου είπα. Εξαφανίστηκε. Έτσι κι έχεις πάρε-δώσε με γαμιόλη, θα βρεθείς γαμημένος. Όσο πιο γαμιόλης, τόσο μεγαλύτερο το γαμήσι». «Ο Φρέντι κατέθεσε στη δίκη της Κέι Σπόλτερ ότι βρισκόταν στο διπλανό διαμέρισμα απ’ το δικό σου τη μέρα που πυροβόλησαν τον άντρα της. Το ήξερες ότι αυτό είπε, έτσι;» «Όλοι το ήξεραν». «Εσύ όμως δεν την είδες την Κέι με τα μάτια σου;» «Νόμιζα ότι μπορεί να την είδα, ή κάποια που της μοιάζει». «Τι πάει να πει αυτό;» «Ό,τι είπα και στον άλλο μπάτσο». «Θέλω να τα πεις και σε μένα». «Είδα ένα κοντό... ένα κοντό άτομο, που έμοιαζε με γυναίκα. Μικροκαμωμένη, αδύνατη. Σαν χορεύτρια. Υπάρχει μια λέξη γι’ αυτό. Petite. Την ξέρεις; Και γαμώ τις λέξεις. Σου κάνει εντύπωση που την ξέρω;» «Λες ότι έμοιαζε με γυναίκα; Αλλά δεν είσαι σίγουρος ότι ήταν γυναίκα;» «Την πρώτη φορά, νόμιζα πως ήταν. Αν και δύσκολα καταλάβαινες. Μαύρα γυαλιά. Μεγάλη μπαντάνα. Φαρδύ κασκόλ».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

131

«Την πρώτη φορά; Πόσες φορές...» «Δύο. Τα είπα και στον άλλο μπάτσο». «Ήρθε εδώ δύο φορές; Πότε ήταν η πρώτη φορά;» «Την Κυριακή. Την Κυριακή πριν από την κηδεία». «Είσαι σίγουρος για τη μέρα;» «Κυριακή πρέπει να ήταν. Η μόνη μέρα που είχα ρεπό. Απ’ το γαμημένο το πλυντήριο αυτοκινήτων. Έχω βγει να πάω στο μαγαζί για τσιγάρα και κατεβαίνω τη σκάλα. Και βλέπω αυτό το μικροκαμωμένο άτομο να ανεβαίνει και να με προσπερνάει· με πιάνεις; Στη βάση της σκάλας συνειδητοποιώ ότι δεν έχω πάρει λεφτά μαζί μου. Ανεβαίνω πάλι να πάρω. Και τώρα στέκεται έξω απ’ την πόρτα, πίσω από εκεί που στέκεσαι τώρα εσύ. Μπήκα κατευθείαν στο σπίτι για να πάρω λεφτά». «Δεν τη ρώτησες τι έκανε εδώ, ποιον έψαχνε;» Ένα κοφτό, διαπεραστικό γέλιο βγήκε απ’ τα χείλη του. «Όχι ρε, μαλάκας είμαι; Εδώ δεν ενοχλείς κανέναν. Όλοι έχουν τις δουλειές τους. Και δεν γουστάρουν ερωτήσεις». «Και μπήκε στο διαμέρισμα; Πώς; Είχε κλειδί;» «Ναι. Είχε κλειδί. Εννοείται». «Και πώς το ξέρεις ότι είχε κλειδί;» «Το άκουσα. Οι τοίχοι είναι από τσιγαρόχαρτο. Φτηνιάρα κατασκευή. Άκουσα το κλειδί στην κλειδαριά. Εύκολα τον καταλαβαίνεις τον ήχο. Α, και τώρα που το θυμήθηκα, πρέπει να ήταν σίγουρα Κυριακή. Ντιν-νταν-ντον. Η εκκλησία λίγο πιο κάτω στο ποτάμι, στις δώδεκα κάθε Κυριακή βαράει τις καμπάνες. Ντιν-νταν-ντον. Δώδεκα φορές βαράνε οι γαμημένες». «Και το ξανάδες το μικροκαμωμένο άτομο;» «Ναι. Όχι εκείνη τη μέρα. Το ξανάδα τη μέρα που πυροβόλησαν τον τύπο». «Τι ακριβώς είδες;» «Αυτή τη φορά ήταν Παρασκευή. Πρωί. Δέκα η ώρα. Πριν φύγω για το γαμημένο το πλυντήριο. Έχω βγει να πάρω πίτσα, και γυρίζω». «Στις δέκα το πρωί;» «Ναι, είναι καλό για πρωινό. Όπως γυρίζω που λες, βλέπω αυτό το μπασμένο να μπαίνει στην πολυκατοικία. Το ίδιο άτομο. Petite,

132

JOHN VERDON

που σου έλεγα και πριν. Μπαίνει βιαστικά, μ’ ένα κουτί, ή κάτι τέτοιο, τυλιγμένο με λαμπερό περιτύλιγμα. Όταν μπαίνω κι εγώ, έχει φτάσει στην κορυφή της σκάλας, και τώρα είμαι σίγουρος ότι είναι κουτί με περιτύλιγμα, σαν χριστουγεννιάτικο δώρο. Μακρόστενο κουτί – γύρω στο ενάμισι μέτρο. Και χαρτί χριστουγεννιάτικο. Όταν έφτασα στην κορυφή της σκάλας, είχε ήδη μπει στο διαμέρισμα, αλλά η πόρτα ήταν ακόμα ανοιχτή». «Και μετά;» «Το κοντό πρέπει να είναι στο μπάνιο, σκέφτομαι. Γι’ αυτό είχε τέτοια βιασύνη και ξέχασε την εξώπορτα ανοιχτή». «Και μετά;» «Και όντως, το ακούω που κατουράει. Τότε κατάλαβα». «Τι κατάλαβες;» «Απ’ τον ήχο». «Τι εννοείς;» «Δεν ήταν σωστός». «Τι δεν ήταν σωστό;» «Ο ήχος που κάνουν οι άντρες και οι γυναίκες όταν κατουράνε διαφέρει. Ξέρεις τι λέω». «Κι αυτό που άκουσες ήταν...;» «Εκατό τοις εκατό άντρας που κατουράει. Μπασμένος, ίσως. Αλλά σίγουρα άντρας».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

133

Κεφάλαιο 19 Έγκλημα και τιμωρία ΑΦΟΥ ΑΠΕΣΠΑΣΕ ΑΠ’ ΤΟΝ ΜΠΟΛΟ το κανονικό του όνομα (Εστάβιο Μπολόκο), καθώς και τον αριθμό του κινητού του και την πιο λεπτομερή περιγραφή που μπορούσε να δώσει για το μικροκαμωμένο αρσενικοθήλυκο πλάσμα, ο Γκάρνεϊ επέστρεψε στο αμάξι του και πέρασε άλλο ένα μισάωρο ψάχνοντας στο φάκελο μπας και βρει κάποια κατάθεση του Εστάβιο Μπολόκο για οποιαδήποτε μνεία σχετικά με την εμφάνιση στο διαμέρισμα ενός πιθανού υπόπτου την Κυριακή πριν από τη δολοφονική επίθεση, ή για οποιοδήποτε ερώτημα είχε πιθανώς εγερθεί αναφορικά με το φύλο του δράστη. Και στα τρία μέτωπα δεν βρήκε τίποτε απολύτως. Τα βλέφαρά του είχαν αρχίσει να βαραίνουν, και το κύμα ενέργειας που ένιωθε πριν κόντευε να ξεθυμάνει. Είχε περάσει μια μεγάλη μέρα στο Λονγκ Φολς και είχε έρθει η ώρα να κινήσει για το Γουόλνατ Κρόσινγκ. Καθώς ετοιμαζόταν να ξεπαρκάρει, ένα μαύρο Φορντ Εξπλόρερ πάρκαρε ακριβώς μπροστά του. Ο ογκώδης Φρανκ ΜακΓκράθ βγήκε και προχώρησε ως το παράθυρο του Γκάρνεϊ. «Τέλειωσες από δω;» «Για σήμερα, τουλάχιστον, ναι. Πρέπει να γυρίσω σπίτι πριν με πάρει ο ύπνος. Παρεμπιπτόντως, θυμάσαι την εποχή του πυροβολισμού κάποιον Φρέντι να μένει εδώ;» «Να μένει παράνομα, θες να πεις;» «Ναι, φαντάζομαι». «Ο Φρε-ντε-ρί-κο». Η αργόσυρτη ισπανική προφορά του ΜακΓκράθ ξεχείλιζε περιφρόνηση. «Τι σχέση έχει;»

134

JOHN VERDON

«Ήξερες ότι εξαφανίστηκε;» «Μπορεί και να το ήξερα. Έχει περάσει καιρός». «Άκουσες τίποτα σχετικό από τότε;» «Σαν τι;» «Όπως το γιατί εξαφανίστηκε». «Και τι σκατά με νοιάζει; Οι άστεγοι έρχονται και φεύγουν. Μια κουράδα λιγότερη για να ασχολούμαι. Μακάρι να εξαφανίζονταν όλοι. Κάν’ τους να εξαφανιστούν, και θα σου χρωστάω χάρη». Ο Γκάρνεϊ έκοψε μισή σελίδα απ’ το σημειωματάριό του, έγραψε τον αριθμό του κινητού του, και την έδωσε στον Μακ Γκράθ. «Αν ακούσεις τίποτα σχετικά με τον Φρέντι, κάποια φήμη για το πού μπορεί να βρίσκεται, θα το εκτιμούσα ιδιαιτέρως αν μου έκανες ένα τηλεφώνημα. Στο μεταξύ, Φρανκ, χαλάρωσε. Η ζωή είναι μικρή». «Δόξα να ’χει ο Θεός γι’ αυτό!» Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, ο Γκάρνεϊ ένιωθε σαν να είχε ανοίξει το κουτί ενός παζλ και διαπίστωνε ότι κάμποσα μεγάλα κομμάτια έλειπαν. Το μόνο για το οποίο ένιωθε σίγουρος ήταν ότι καμία σφαίρα απ’ το επίμαχο διαμέρισμα δεν μπορούσε να είχε πετύχει τον Καρλ Σπόλτερ στον κρόταφο χωρίς πρώτα να διαπεράσει τον χοντρό μεταλλικό βραχίονα του φανοστάτη. Κι αυτό ήταν ακατανόητο. Το δίχως άλλο, τα χαμένα κομμάτια του παζλ αργά ή γρήγορα θα έλυναν την ολοφάνερη αντίφαση. Φτάνει να ήξερε τι είδους κομμάτια αναζητούσε, και πόσα. Η δίωρη διαδρομή μέχρι το Γουόλνατ Κρόσινγκ περνούσε κυρίως από μικρότερους δρόμους, μέσα από τοπία με κτήματα σαν μπαλώματα και δάση που ο Γκάρνεϊ έβρισκε συμπαθητικά και η Μάντλιν λάτρευε. Αλλά δεν πρόσεξε και πολλά απ’ όλα αυτά. Τον είχε απορροφήσει ο κόσμος της δολοφονίας. Εξακολουθούσε να είναι απορροφημένος όταν στο τέρμα του χαλικόστρωτου δρόμου της πόλης, πέρασε τη λιμνούλα του κι έστριψε στο δρομάκι του βοσκότοπου. Τότε τον επανέφερε με ένα τράνταγμα στο παρόν το θέαμα τεσσάρων αυτοκινήτων επισκεπτών –τρία Πράιους κι ένα Ρέιντζ Ρόβερ– που ήταν παρκαρισμένα στο χορταριασμένο πλάτωμα δίπλα στο σπίτι. Έμοιαζε με μίνι συνέλευση μιας λέσχης μελών με περιβαλλοντικές ευαισθησίες, κατά κόρον εξοικειωμένα με τη ζωή στην ύπαιθρο.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

135

Ω Θεέ μου. Αυτή η αναθεματισμένη ομάδα της γιόγκα! Κοίταξε την ώρα –6:49 μ.μ.– στο ρολόι του ταμπλό. Είχε αργήσει τρία τέταρτα. Κούνησε το κεφάλι, φουρκισμένος με την αφηρημάδα του. Όταν μπήκε στον ενιαίο μεγάλο χώρο που χρησίμευε ως κουζίνα, τραπεζαρία και σαλόνι, μια παθιασμένη συζήτηση βρισκόταν σε εξέλιξη στην τραπεζαρία. Οι έξι καλεσμένοι ήταν πρόσωπα οικεία –είχαν συστηθεί σε τοπικές συναυλίες και εκθέσεις έργων τέχνης– αλλά δεν θυμόταν με βεβαιότητα το όνομα κανενός. (Η Μάντλιν κάποτε είχε επισημάνει, ωστόσο, ότι ποτέ του δεν ξεχνούσε τα ονόματα δολοφόνων.) Όλοι σήκωσαν το βλέμμα απ’ τη συζήτηση και το φαγητό τους, οι πιο πολλοί χαμογελώντας ή με μια έκφραση εύθυμης περιέργειας. «Συγγνώμη που άργησα. Προέκυψε ένα πρόβλημα». Η Μάντλιν χαμογέλασε απολογητικά. «Στον Ντέιβ προκύπτουν προβλήματα πιο συχνά απ’ ό,τι στον μέσο οδηγό προκύπτει η αναγκαιότητα για ανεφοδιασμό βενζίνης». «Στην πραγματικότητα, έφτασε την κατάλληλη στιγμή!» Η φράση είχε ειπωθεί από μια διαχυτική, εύσωμη γυναίκα που ο Γκάρνεϊ αναγνώρισε ως συνάδελφο της Μάντλιν, σύμβουλο στο κέντρο αντιμετώπισης κρίσεων. Το μόνο που θυμόταν για το όνομά της ήταν η παραξενιά του. Η γυναίκα συνέχισε όλο ενθουσιασμό. «Μιλούσαμε για έγκλημα και τιμωρία. Και ξαφνικά μπαίνει ένας άνθρωπος που η ζωή του όλη περιστρέφεται γύρω απ’ αυτό το θέμα. Πόσο πιο πετυχημένη άφιξη;» Κι έδειξε μια άδεια καρέκλα στο τραπέζι, με τον αέρα της οικοδέσποινας που καλωσορίζει στη σύναξή της τον επίτιμο καλεσμένο. «Κάθισε μαζί μας. Η Μάντλιν μας είπε ότι έλειπες σε μια απ’ τις περιπέτειές σου, αλλά ήταν φειδωλή στις λεπτομέρειες. Μήπως έχει κάποια σχέση με έγκλημα ή/ και τιμωρία;» Ένας απ’ τους καλεσμένους τράβηξε την καρέκλα του μερικούς πόντους στο πλάι για να κάνει χώρο στον Γκάρνεϊ να καθίσει στο ενδιάμεσο. «Ευχαριστώ, Σκοτ». «Σκιπ!»

136

JOHN VERDON

«Σκιπ, ναι. Όποτε σε βλέπω, το όνομα Σκοτ μου έρχεται αμέσως στο μυαλό. Συνεργαζόμουν για χρόνια με έναν Σκοτ που σου έμοιαζε πολύ». Ο Γκάρνεϊ προτίμησε να θεωρήσει το μικρό αυτό ψέμα ως χειρονομία κοινωνικής αβρότητας. Ήταν σαφώς προτιμότερο απ’ την αλήθεια, που ήταν ότι δεν έτρεφε το παραμικρό ενδιαφέρον ούτε για τον συγκεκριμένο τύπο ούτε για το όνομά του. Το πρόβλημα με τη δικαιολογία, την οποία ο Γκάρνεϊ δεν είχε σκεφτεί καθόλου, ήταν ότι ο Σκιπ ήταν εβδομηνταπεντάρης και κοκαλιάρης, με ένα θύσανο ατίθασων λευκών μαλλιών σε στιλ Αϊνστάιν. Με ποιον τρόπο ο τύπος 5 αυτός –που θύμιζε διασταύρωση πτώματος με το Τρίο Στούτζες – μπορεί να έμοιαζε με εν ενεργεία επιθεωρητή του τμήματος ανθρωποκτονιών, ήταν μια ενδιαφέρουσα ερώτηση. Πριν προλάβει κανείς να αναρωτηθεί για την ομοιότητα του Σκιπ με τον Σκοτ, η υπέρβαρη γυναίκα προχώρησε με φόρα μπουλντόζας. «Μέχρι να βάλει ο Ντέιβ κάτι να φάει, να τον ενημερώσουμε για τη συζήτησή μας;» Ο Γκάρνεϊ κοίταξε τριγύρω, συμπεραίνοντας ότι μια ψηφοφορία για το συγκεκριμένο θέμα μπορεί να αποτύγχανε, αλλά ξαφνικά άστραψε στο μυαλό του το όνομά της. Η Φιλομένα –Μένα το υποκοριστικό– ήταν προφανώς επικεφαλής και όχι ακόλουθος. Η Μένα πρόσθεσε: «Ο Σκιπ μόλις επισήμανε ότι ο μόνος στόχος της φυλάκισης είναι η τιμωρία, καθώς ο σωφρονισμός... Πώς ακριβώς το έθεσες, Σκιπ;» Ο Σκιπ έμοιαζε συντετριμμένος, λες κι η πρόσκληση της Μένα να μιλήσει έφερνε στην επιφάνεια κάποια φρικτά ντροπιαστική ανάμνηση από τα σχολικά του χρόνια. «Αυτή τη στιγμή, μου διαφεύγει». «Α. Τώρα το θυμήθηκα! Είπες ότι ο μόνος σκοπός της φυλακής είναι η τιμωρία, καθώς ο σωφρονισμός δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια φαντασίωση των φιλελευθέρων. Αλλά έπειτα η Μάργκο είπε ότι η σωστά εφαρμοσμένη τιμωρία είναι απαραίτητη για το σωφρονισμό. Αλλά δεν είμαι βέβαιη ότι η Μάντλιν συμφωνούσε μ’ αυτό. Κι έπειτα ο Μπρους είπε...»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

137

Μια βλοσυρή γκριζομάλλα γυναίκα τη διέκοψε. «Δεν χρησιμοποίησα τη λέξη τιμωρία. Είπα οι ξεκάθαρες αρνητικές επιπτώσεις. Οι συσχετισμοί διαφέρουν πολύ». «Σύμφωνοι, λοιπόν, η Μάργκο είναι υπέρ των ξεκάθαρων αρνητικών επιπτώσεων. Αλλά έπειτα ο Μπρους είπε... Αχ, Θεούλη μου, τι ακριβώς είπες, Μπρους;» Ένας τύπος στην κεφαλή του τραπεζιού, με σκούρο μουστάκι και τουίντ σακάκι, χαμογέλασε συγκαταβατικά. «Δεν είπα κάτι βαθυστόχαστο. Απλώς έκανα μια μικρή παρατήρηση, ότι το σωφρονιστικό μας σύστημα είναι μια άθλια σπατάλη εις βάρος των φορολογουμένων – ένας παράλογος θεσμός μπες-βγες που εκτρέφει περισσότερο έγκλημα απ’ αυτό που αποτρέπει». Ακουγόταν τρομερά ευγενικός, τρομερά οργισμένος, που η εναλλακτική την οποία θα προτιμούσε αντί της φυλάκισης θα ήταν η εκτέλεση. Ήταν δύσκολο να τον φανταστείς βυθισμένο στο διαλογισμό της γιόγκα, να ανασαίνει βαθιά και να γίνεται ένα με τη Δημιουργία. Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε στη σκέψη καθώς έβαζε στο πιάτο του λίγα απ’ τα λαζάνια με λαχανικά που είχαν απομείνει σε μια πιατέλα στη μέση του τραπεζιού. «Είσαι κι εσύ στην ομάδα γιόγκα, Μπρους;» «Η γυναίκα μου είναι μία απ’ τις δασκάλες, κάτι που υποθέτω ότι με καθιστά επίτιμο μέλος». Ο τόνος του ήταν περισσότερο σαρκαστικός παρά φιλικός. Στην παραδίπλα καρέκλα, μια γυναίκα με σταχτόξανθα μαλλιά, που το μόνο καλλυντικό που χρησιμοποιούσε έμοιαζε να είναι μια γυαλιστερή, διάφανη κρέμα προσώπου, μίλησε με μια φωνή μετά βίας πιο δυνατή από ψίθυρο. «Δεν θα περιέγραφα τον εαυτό μου ακριβώς ως δασκάλα – είμαι κι εγώ ένα απλό μέλος της ομάδας». Έγλειψε τα άχρωμα χείλη της αφηρημένα, σαν να ήθελε να απομακρύνει αόρατα ψίχουλα. «Για να επιστρέψουμε στο θέμα μας, δεν είναι το κάθε έγκλημα μια μορφή ψυχικής νόσου;» Ο άντρας της έστρεψε ειρωνικά τα μάτια στο ταβάνι. «Στην πραγματικότητα, Ιόνα, έχουν γίνει συναρπαστικές έρευνες πρόσφατα γύρω απ’ αυτό το ζήτημα», είπε μια καλοσυνάτη γυναίκα με ένα απαλό στρογγυλό πρόσωπο, που καθόταν απέναντι απ’ τον Γκάρνεϊ. «Έχει διαβάσει κανείς αυτό το άρθρο για τους όγκους; Καταπώς φαίνεται ήταν ένας μεσήλικος άντρας, καθ’ όλα φυσιολογικός,

138

JOHN VERDON

χωρίς ασυνήθιστα προβλήματα – ώσπου άρχισε να έχει ακατανίκητες ορμές για σεξουαλική επαφή με μικρά παιδιά, τελείως ανεξέλεγκτες, και χωρίς σχετικό ιστορικό. Για να μη σας τα πολυλογώ, οι ιατρικές εξετάσεις αποκάλυψαν έναν ταχέως αναπτυσσόμενο όγκο στον εγκέφαλό του. Ο όγκος αφαιρέθηκε, και η καταστροφική σεξουαλική εμμονή εξαφανίστηκε. Ενδιαφέρον, δεν βρίσκετε;» Ο Σκιπ φάνηκε να ενοχλείται. «Θες να πεις ότι το έγκλημα είναι παραπροϊόν του καρκίνου στον εγκέφαλο;» «Λέω μόνο αυτό που διάβασα. Αλλά το άρθρο είχε αναφορές και σε άλλα παραδείγματα φρικιαστικής συμπεριφοράς που συνδεόταν ευθέως με εγκεφαλικές ανωμαλίες. Και είναι λογικό, σωστά;» Ο Μπρους καθάρισε το λαιμό του. «Άρα να υποθέσουμε ότι και 6 το σχέδιο Πόνζι του Μπέρνι Μέιντοφ εκκολάφθηκε σαν μια μικρή σιχαμένη κύστη στον εγκεφαλικό του φλοιό;» «Μπρους, για τον Θεό», τον διέκοψε η Μένα. «Δεν εννοούσε αυτό η Πάτι». Ο Μπρους κούνησε το κεφάλι του πεισματικά. «Μου φαίνεται κάπως ολισθηρό αυτό το μονοπάτι, παίδες. Οδηγεί σε μηδενική ευθύνη, έτσι δεν είναι; Πρώτα είχαμε το Ο διάβολος μ’ έβαλε να το κάνω. Έπειτα, Η στερημένη παιδική μου ηλικία μ’ έκανε έτσι. Και τώρα έχουμε καινούρια δικαιολογία: Δεν φταίω εγώ, ο όγκος μου φταίει. Πού τελειώνουν οι δικαιολογίες;» Η εμπάθειά του προκάλεσε μια αμήχανη σιωπή. Η Μένα, υιοθετώντας τον συνηθισμένο της ρόλο –έτσι έμοιαζε στον Γκάρνεϊ–, αυτόν της κοινωνικής συμβούλου και ειρηνοποιού, προσπάθησε να αποσπάσει την προσοχή της ομήγυρης με ένα λιγότερο φορτισμένο ζήτημα. «Μάντλιν, άκουσα μια φήμη ότι θα παίρνατε κοτόπουλα. Είναι αλήθεια;» «Δεν είναι απλώς φήμη. Αυτή τη στιγμή έχουμε τρεις αξιαγάπητες κοτούλες κι έναν γοητευτικά αλαζόνα κόκορα που ζουν προσωρινά στο στάβλο, κακαρίζοντας, γουργουρίζοντας και βγάζοντας ένα σωρό υπέροχους κοτοπουλίσιους ήχους. Είναι στ’ αλήθεια χάρμα οφθαλμών».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

139

Η Μένα έγειρε το κεφάλι με περιέργεια. «Ζουν προσωρινά στο στάβλο;» «Περιμένουν να χτιστεί το μόνιμο σπιτάκι τους – στο πίσω μέρος της βεράντας μας». Κι έδειξε το χώρο έξω απ’ τις μπαλκονόπορτες. «Να βεβαιωθείτε ότι το κοτέτσι κλείνει καλά», είπε η Πάτι με ένα αμήχανο χαμόγελο ανησυχίας. «Ένα σωρό πλάσματα επιτίθενται σε κοτόπουλα, και τα φουκαριάρικα είναι σχεδόν ανυπεράσπιστα». Ο Μπρους έγειρε προς τα μπρος. «Ξέρετε το πρόβλημα με τις νυφίτσες;» «Ναι, το έχουμε ακούσει», είπε η Μάντλιν βιαστικά, σαν να ήθελε να αποτρέψει κάποια περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι νυφίτσες σκοτώνουν τα κοτόπουλα. Ο Μπρους χαμήλωσε τη φωνή, σαν να ήθελε να προσθέσει έναν τόνο πιο δραματικό. «Τα οπόσουμ είναι ακόμα χειρότερα». Η Μάντλιν ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Οπόσουμ;» Η Ιόνα σηκώθηκε ξαφνικά, ζήτησε συγγνώμη και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα του διαδρόμου. «Τα οπόσουμ», επανέλαβε δυσοίωνα εκείνος. «Μοιάζουν με άγαρμπα πλασματάκια, με τάση να καταλήγουν πατημένα από αυτοκίνητα. Αλλά έτσι και μπουν σε κοτέτσι, εκεί θα δεις ένα τελείως διαφορετικό ζώο – τρελαμένο απ’ τη δίψα για αίμα». Κοίταξε ολόγυρα το τραπέζι σαν να έλεγε ιστορία τρόμου σε παιδιά μαζεμένα γύρω από φωτιά κατασκήνωσης τα μεσάνυχτα. «Το άκακο αυτό πλασματάκι θα λιανίσει κάθε κοτόπουλο. Λες κι ο μόνος σκοπός στη ζωή του είναι να ξεσκίζει καθετί ζωντανό σε λουρίδες». Ακολούθησε μια σιωπή βυθισμένη στην κατάπληξη, την οποία διέκοψε εντέλει ο Σκιπ. «Βέβαια, τα οπόσουμ δεν είναι το μόνο πρόβλημα». Το σχόλιο αυτό, ίσως λόγω του συγχρονισμού του, προκάλεσε εκρήξεις γέλιου. Αλλά ο Σκιπ εξακολούθησε όλο σοβαρότητα. «Πρέπει να φυλάγεστε κι απ’ τα κογιότ, τις αλεπούδες, τα γεράκια, τους αετούς και τα ρακούν. Ένα σωρό πλάσματα εκεί έξω έχουν αδυναμία στα κοτόπουλα». «Ευτυχώς, υπάρχει μια απλή λύση για όλα αυτά τα προβλήματα», είπε ο Μπρους με μια αξιοπερίεργη νότα ικανοποίησης στη φωνή. «Μια ωραία δωδεκάρα καραμπίνα!»

140

JOHN VERDON

Νιώθοντας προφανώς ότι ο περισπασμός της απ’ την αρχική συζήτηση στον κόσμο των κοτόπουλων ήταν λάθος, η Μένα αποπειράθηκε μια επιτόπια αναστροφή. «Θα ήθελα να επιστρέψουμε στη στιγμή που ο Ντέιβ μπήκε στο δωμάτιο. Είμαι πολύ περίεργη να ακούσω τη δική του οπτική περί εγκλήματος και τιμωρίας στη σύγχρονη κοινωνία». «Κι εγώ!» είπε με ενθουσιασμό η Πάτι. «Ιδίως, τι έχει να πει σχετικά με το κακό». Ο Γκάρνεϊ κατάπιε μια μπουκιά λαζάνια κι έστρεψε το βλέμμα στο αγγελικό της πρόσωπο. «Το κακό;» «Πιστεύεις ότι υπάρχει;» ρώτησε εκείνη. «Ή πρόκειται για μυθική έννοια, όπως οι μάγισσες και οι δράκοι;» Η ερώτηση του φάνηκε ενοχλητική. «Νομίζω ότι το κακό μπορεί να είναι χρήσιμο ως όρος». «Άρα πιστεύεις στην ύπαρξή του», πετάχτηκε η Μάργκο απ’ την άλλη άκρη του τραπεζιού, με έναν τόνο δημόσιου ομιλητή που έχει πετύχει έναν πόντο εις βάρος του αντιπάλου του. «Έχω γνώση μιας συνηθισμένης ανθρώπινης εμπειρίας, για την απόδοση της οποίας το κακό είναι χρήσιμο ως λέξη». «Και σε τι εμπειρία αναφέρεσαι;» «Στο να κάνεις αυτό που κατά βάθος ξέρεις ότι είναι λάθος». «Α», έκανε η Πάτι με μια λάμψη επιδοκιμασίας στα μάτια. «Ήταν κάποτε ένας διάσημος γιόγκι που είχε πει Η λαβή στο ξυράφι του κακού κόβει πιο βαθιά απ’ τη λεπίδα του». «Σαν ρητό σε μπισκοτάκι της τύχης μού ακούγεται», είπε ο Μπρους. «Για δοκίμασε να το πεις στα θύματα των Μεξικανών νονών των ναρκωτικών». Η Ιόνα τον κοίταξε χωρίς εμφανές συναίσθημα. «Μοιάζει πολύ με τα ρητά του τύπου Το κακό που σου κάνω, δύο φορές το κάνω σε μένα. Υπάρχουν ένα σωρό τρόποι να μιλήσεις για το κάρμα». Ο Μπρους έγνεψε αρνητικά. «Κατά τη γνώμη μου, το κάρμα είναι μια απάτη. Αν ο δολοφόνος έχει ήδη κάνει δύο φορές το ίδιο κακό στον εαυτό του όσο στο θύμα του –κάτι που ακούγεται ωραίο ως κόλπο– αυτό σημαίνει ότι δεν θα έπρεπε να μπεις στον κόπο να τον καταδικάσεις και να τον εκτελέσεις; Αυτό σε φέρνει σε μια θέση κά-

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

141

πως γελοία. Εφόσον πιστεύεις στο κάρμα, δεν έχει νόημα να ασχολείσαι με τη σύλληψη και την τιμωρία των δολοφόνων. Αν θέλεις όμως να συλλαμβάνονται και να τιμωρούνται οι δολοφόνοι, τότε πρέπει να δεχτείς ότι το κάρμα είναι απάτη». Η Μένα πετάχτηκε μες στην καλή χαρά. «Άρα επιστρέψαμε στο θέμα έγκλημα και τιμωρία. Και ιδού η ερώτησή μου για τον Ντέιβ. Στην Αμερική μοιάζουμε να χάνουμε ολοένα την πίστη μας στη δικαιοσύνη. Εσύ εργάζεσαι σ’ αυτόν το χώρο εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, σωστά;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Ξέρεις, λοιπόν, τα δυνατά και αδύναμα σημεία του, τι λειτουργεί και τι όχι. Άρα πρέπει να έχεις μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες σχετικά με το τι πρέπει να αλλάξει. Θα ήθελα πολύ να ακούσω τις σκέψεις σου πάνω σ’ αυτό». Το ερώτημα του φαινόταν εξίσου ελκυστικό με μια πρόσκληση να χορέψει πάνω στο τραπέζι. «Δεν νομίζω ότι η όποια αλλαγή είναι εφικτή». «Μα υπάρχουν τόσες αδικίες», είπε ο Σκιπ, γέρνοντας προς τα μπρος. «Τόσες ευκαιρίες για βελτίωση». Η Πάτι, σε άλλο μήκος κύματος, είπε με τόνο ανάλαφρο: «Ο Σουάμι Σισναπούσνα έλεγε ότι οι ντετέκτιβ και οι γιόγκι είναι αδέλφια με διαφορετικά ρούχα, ίσοι στην αναζήτηση της αλήθειας». Ο Γκάρνεϊ φάνηκε να αμφιβάλλει. «Θα ήθελα να σκέφτομαι τη δουλειά μου ως αναζήτηση της αλήθειας, αλλά κατά πάσα πιθανότητα το μόνο που κάνω είναι να ξεσκεπάζω ψεύδη». Τα μάτια της Πάτι γούρλωσαν, σαν να είχε βρει κάτι πιο βαθύ στα λόγια του απ’ ό,τι σκόπευε ο Γκάρνεϊ. Η Μένα προσπάθησε να επαναφέρει τη συζήτηση στο θέμα. «Επομένως, αν αναλάμβανες τη διεύθυνση του συστήματος αύριο, Ντέιβ, τι θα άλλαζες;» «Τίποτα». «Δεν το πιστεύω! Μα έχει τα χάλια του». «Φυσικά κι έχει τα χάλια του. Και κάθε κομμάτι απ’ αυτό το χάλι ευνοεί κάποιον στην εξουσία. Και είναι ένα χάλι με το οποίο κανείς δεν θέλει να ασχοληθεί».

142

JOHN VERDON

Ο Μπρους κούνησε το χέρι με αποδοκιμασία. «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, και οδόντα αντί οδόντος. Απλά πράγματα! Η πολλή σκέψη είναι το πρόβλημα, κι όχι η λύση». «Μια κλοτσιά στ’ αρχίδια για μια κλοτσιά στ’ αρχίδια!» ανέκραξε ο Σκιπ μ’ ένα σαλεμένο χαμόγελο. Η Μένα επέμεινε στο θέμα με τον Γκάρνεϊ. «Λες ότι δεν θα άλλαζες τίποτα. Γιατί;» Τις σιχαινόταν κάτι τέτοιες συζητήσεις. «Ξέρεις ποια είναι η ειλικρινής μου γνώμη για το τρισάθλιο σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης; Νομίζω ότι η φρικτή αλήθεια είναι ότι καλύτερα δεν γίνεται». Το σχόλιο αυτό προκάλεσε τη μεγαλύτερη παύση της βραδιάς. Ο Γκάρνεϊ εστίασε στα λαζάνια του. Η χλωμή Ιόνα, μ’ ένα αμυδρό συνοφρύωμα που ανταγωνιζόταν το αλά Τζοκόντα χαμόγελό της, ήταν η πρώτη που μίλησε. «Έχω μια ερώτηση. Είναι κάτι που μ’ ενοχλεί. Το σκέφτομαι συχνά τώρα τελευταία, και δεν έχω καταφέρει ακόμα να καταλήξω σε κάποια απάντηση». Κοιτούσε το σχεδόν άδειο πιάτο της, οδηγώντας αργά ένα μπιζέλι κατά μήκος του κέντρου του με την αιχμή του μαχαιριού της. «Μπορεί να ακουστεί χαζό, αλλά σοβαρολογώ. Επειδή νομίζω ότι μια εντελώς έντιμη απάντηση θα φανέρωνε πολλά για τον άλλο. Γι’ αυτό με ενοχλεί που δεν μπορώ να καταλήξω. Τι σημαίνει αυτή μου η αναποφασιστικότητα;» Ο Μπρους χτύπησε ανυπόμονα τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Για τον Θεό, Ιόνα, πέρνα στο ψητό». «Εντάξει. Συγγνώμη. Ιδού, λοιπόν. Φαντάσου ότι έπρεπε να διαλέξεις. Θα προτιμούσες να είσαι δολοφόνος... ή το θύμα του;» Τα φρύδια του Μπρους ανασηκώθηκαν. «Εμένα ρωτάς;» «Όχι, αγάπη μου, φυσικά και όχι. Ξέρω πολύ καλά τι θα απαντούσες». 5. Διάσημο τριμελές γκρουπ κωμικών ηθοποιών (Λάρι, Μόε και Κάρλι) που έκανε λαμπρή καριέρα στην Αμερική στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. (ΣτΕ) 6. O όρος αναφέρεται σε οποιαδήποτε χρηματική απάτη στηρίζεται σε «πυραμίδα» επενδυτών. (ΣτΕ)

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

143

144

JOHN VERDON

Μέρος Δεύτερο Πίτερ Παν

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

145

Κεφάλαιο 20 Ανησυχητικές ανακολουθίες ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ των καλεσμένων τους –ο Μπρους και η Ιόνα με το πελώριο Ρέιντζ Ρόβερ τους, και οι υπόλοιποι με τα σιωπηλά τους Πράιους– η Μάντλιν άρχισε να καθαρίζει και να συμμαζεύει, και ο Γκάρνεϊ αποσύρθηκε στο καθιστικό με το φάκελο της υπόθεσης Σπόλτερ. Έβγαλε την έκθεση του ιατροδικαστή, κι έπειτα άνοιξε τη γυαλιστερή ταμπλέτα, με οθόνη υγρών κρυστάλλων, που ο γιος του, ο Κάιλ, του είχε κάνει δώρο για τη Γιορτή του Πατέρα. Πέρασε το επόμενο μισάωρο σε μια διαδοχή ιστότοπων νευρολογίας, προσπαθώντας να βγάλει άκρη με την ασυνέχεια μεταξύ της φύσης της κρανιακής κάκωσης του Καρλ Σπόλτερ και των τριών-τεσσάρων μέτρων που η Πολέτ ισχυριζόταν πως είχε τρεκλίσει προτού καταρρεύσει. Ο Γκάρνεϊ είχε το δυσάρεστο πλεονέκτημα να έχει βρεθεί αυτόπτης μάρτυρας, από πιο κοντά απ’ όσο θα ήθελε, σε δύο παρόμοιους τραυματισμούς στη διάρκεια της θητείας του στο Σώμα· και στις δύο περιστάσεις, τα θύματα είχαν σωριαστεί σαν κομμένα δέντρα. Γιατί δεν είχε συμβεί το ίδιο και στον Καρλ; Δύο εξηγήσεις τού ήρθαν στο μυαλό. Η μία ήταν πως ο ιατροδικαστής έκανε λάθος ως προς την έκταση του τραυματισμένου εγκεφαλικού ιστού, και ότι το κινητικό κέντρο δεν είχε καταστραφεί ολοσχερώς από τα θραύσματα της σφαίρας. Η δεύτερη εξήγηση ήταν πως ο Καρλ πυροβολήθηκε όχι μία, αλλά δύο φορές. Η πρώτη σφαίρα τον έκανε να τρεκλίσει και να σωριαστεί στο χώμα. Η δεύτερη, στον κρόταφο, προκάλεσε τη βαριά νευρολογική βλάβη που είχε εντοπιστεί στη νεκροτομή. Το προφανές πρόβλημα

146

JOHN VERDON

με αυτή τη θεωρία ήταν ότι ο ιατροδικαστής είχε βρει μόνο μία οπή εισόδου. Ομολογουμένως, το Σουίφτ 22 χιλιοστών μπορούσε να αφήσει πολύ μικρή τρύπα, ή πολύ στενή αύλακα εισόδου – σίγουρα όμως όχι τόσο ύπουλη που να διαφύγει απ’ το γιατρό, εκτός κι αν ήταν βιαστικός και απρόσεκτος. Ή αν είχε αφαιρεθεί – αλλά από τι; Όσο ο Γκάρνεϊ το συλλογιζόταν, μία ακόμα παράμετρος της μίνι αναπαράστασης της Πολέτ τον έτρωγε – ότι το εντέλει μοιραίο σενάριο παίχτηκε σε απόσταση αναπνοής από δύο άτομα που μπορούσαν να επωφεληθούν τα μέγιστα απ’ το θάνατο του Καρλ: τον Τζόνα, που θα αποκτούσε τον πλήρη έλεγχο της μεσιτικής εταιρείας, και την Αλίσα, την κακομαθημένη ναρκομανή κόρη που περίμενε τη σειρά της να κληρονομήσει την προσωπική περιουσία του πατέρα της – υποθέτοντας ότι η Κέι μπορούσε να βγει απ’ τη μέση, όπως κι έγινε. Ο Τζόνα και η Αλίσα. Είχε ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον να τους γνωρίσει και τους δύο. Όπως και τον Μικ Κλέμπερ. Έπρεπε να έρθει κατάφατσα με αυτό τον τύπο σύντομα. Ενδεχομένως και με τον Πρίσκιν, τον κατήγορο – για να σχηματίσει μια εντύπωση του πού στεκόταν μες στην όλη ομίχλη των αντιθέσεων, των αναξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων και της πιθανής ψευδορκίας. Ένας κρότος ακούστηκε απ’ την κουζίνα. Ο Γκάρνεϊ έκανε ένα μορφασμό. Περίεργο πράγμα οι κρότοι στην κουζίνα. Κάποτε τους θεωρούσε ενδεικτικούς της ψυχικής κατάστασης της Μάντλιν, ώσπου συνειδητοποίησε ότι η ερμηνεία του ήταν στ’ αλήθεια ένδειξη της δικής του ψυχικής κατάστασης. Όταν θεωρούσε ότι της είχε δώσει λόγο να μην είναι ακριβώς ενθουσιασμένη μαζί του, άκουγε τον κρότο των πιατικών ως σύμπτωμα του εκνευρισμού της. Μα αν ένιωθε πως είχε φερθεί στοργικά, ο ίδιος κρότος μπορεί να σήμαινε ένα αθώο ατύχημα. Τη νύχτα εκείνη δεν ένιωθε άνετα με το γεγονός ότι είχε καθυστερήσει σχεδόν μία ώρα για το δείπνο, καθώς και με την αδυναμία του να θυμηθεί τα ονόματα των φίλων της, ή με το ότι την άφησε στην κουζίνα κι έτρεξε στο καθιστικό αμέσως μόλις χάθηκαν οι τελευταίοι προβολείς των αυτοκινήτων στη βάση του λόφου.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

147

Συνειδητοποίησε ότι το τελευταίο πλήγμα μπορούσε ακόμα να διορθωθεί. Αφού έκανε μερικές τελευταίες σημειώσεις απ’ τα πιο εκτενή νευρολογικά σάιτ που είχε πετύχει, έκλεισε το τάμπλετ, έβαλε την ιατροδικαστική έκθεση μέσα στο φάκελο και πήγε στην κουζίνα. Η Μάντλιν εκείνη τη στιγμή έκλεινε την πόρτα του πλυντηρίου των πιάτων. Ο Γκάρνεϊ πήγε στην καφετιέρα, τη γέμισε και πάτησε το διακόπτη. Η Μάντλιν πήρε ένα σφουγγάρι και μια πετσέτα κι άρχισε να καθαρίζει τους πάγκους. «Παράξενη ομήγυρη», είπε με τόνο αστεϊσμού. «Ενδιαφέρουσα θα ήταν πιο ευγενικός χαρακτηρισμός». Καθάρισε το λαιμό του. «Ελπίζω να μη σοκαρίστηκαν απ’ αυτά που τους είπα περί δικαιοσύνης». Η καφετιέρα έβγαλε τον γνώριμο ήχο, ανάμεσα σε φύσημα και φτύσιμο, που σήμαινε πως είχε τελειώσει το φιλτράρισμα. «Δεν είναι τόσο το τι είπες. Ο τόνος σου μετέδιδε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι τα λόγια σου». «Περισσότερα; Σαν τι;» Η Μάντλιν δεν απάντησε αμέσως. Είχε γείρει πάνω στον πάγκο κι έτριβε έναν επίμονο λεκέ. Ο Γκάρνεϊ περίμενε. Η Μάντλιν ανασηκώθηκε και μάζεψε μερικές τρίχες απ’ τα μαλλιά της που της κρέμονταν στο πρόσωπο με τη ράχη του χεριού. «Καμιά φορά ακούγεσαι εκνευρισμένος που πρέπει να περάσεις χρόνο με άλλους ανθρώπους, να τους ακούσεις, να τους μιλήσεις». «Δεν ήμουν ακριβώς εκνευρισμένος. Απλώς…» Αναστέναξε, και η φωνή του έσβησε. Έβαλε το φλιτζάνι του κάτω απ’ το βρυσάκι της καφετιέρας, πρόσθεσε ζάχαρη κι ανακάτεψε τον καφέ για πολύ περισσότερη ώρα απ’ όση χρειαζόταν, προτού συνεχίσει να εξηγείται. «Όταν ασχολούμαι με μια φορτισμένη υπόθεση, μου είναι δύσκολο να επιστρέψω στην καθημερινότητα». «Είναι όντως δύσκολο», σχολίασε εκείνη. «Το ξέρω. Νομίζω ότι καμιά φορά ξεχνάς τι είδους δουλειά κάνω στην κλινική, τι είδους προβλήματα αντιμετωπίζω». Ήταν έτοιμος να της επισημάνει ότι τα προβλήματα αυτά κατά κανόνα δεν αφορούσαν δολοφονίες, αλλά πρόλαβε και συγκρατήθηκε. Η Μάντλιν είχε ένα ύφος που σήμαινε ότι δεν είχε ολοκληρώ-

148

JOHN VERDON

σει το συλλογισμό της, κι έτσι έμεινε ακίνητος και σιωπηλός, κρατώντας το φλιτζάνι του και περιμένοντας να συνεχίσει – με περιγραφές μερικών απ’ τις πλέον αποκρουστικές εικόνες ενός επαρχιακού ψυχιατρείου. Αλλά εκείνη ακολούθησε άλλη πορεία. «Ίσως μπορώ κι αποσυνδέομαι πιο εύκολα απ’ ό,τι εσύ, επειδή δεν είμαι εξίσου καλή σ’ αυτό που κάνω». Ο Γκάρνεϊ ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Τι θες να πεις;» «Όταν κάποιος έχει πραγματικά ταλέντο σε κάτι, υπάρχει ο πειρασμός να εστιάζει σ’ αυτό, αποκλείοντας πρακτικά καθετί άλλο. Δεν πιστεύεις ότι ισχύει αυτό;» «Υποθέτω», αποκρίθηκε, προσπαθώντας να μαντέψει πού το πήγαινε. «Ε, λοιπόν, πιστεύω ότι έχεις τρομερό ταλέντο στο να εξιχνιάζεις μυστήρια, να ξεσκεπάζεις απάτες, να εξακριβώνεις περίπλοκα εγκλήματα. Κι ενδεχομένως είσαι τόσο καλός σ’ αυτό, νιώθεις τόσο άνετα μες στον συγκεκριμένο αυτό τρόπο σκέψης, που η υπόλοιπη ζωή σού φαίνεται σαν μια άβολη διακοπή». Έψαξε με το βλέμμα το πρόσωπό του για κάποια αντίδραση. Ο Γκάρνεϊ ήξερε πως υπήρχε μεγάλη δόση αλήθειας σ’ αυτό που έλεγε, αλλά η μόνη του αντίδραση ήταν ένα ουδέτερο ανασήκωμα των ώμων. Η Μάντλιν εξακολούθησε με σιγανή φωνή. «Εγώ πάλι δεν φαντάζομαι ότι έχω εξαιρετικό ταλέντο σ’ αυτό που κάνω. Μου έχουν πει ότι τα καταφέρνω καλά, αλλά δεν είναι το σύνολο και η υπόσταση της ζωής μου. Δεν είναι το μόνο πράγμα που έχει σημασία. Προσπαθώ να αντιμετωπίζω οτιδήποτε στη ζωή μου σαν να έχει σημασία. Επειδή έχει. Εσύ, πάνω απ’ όλα». Τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε μ’ αυτό το παράξενο χαμόγελό της που έμοιαζε να βγαίνει όχι τόσο απ’ τα χείλη όσο από κάποια βαθύτερη πηγή ακτινοβολίας. «Καμιά φορά», συνέχισε, «όταν κουβεντιάζουμε για το πόσο σ’ έχει απορροφήσει κάποια υπόθεση, η συζήτηση οδηγεί σε καβγά – ίσως επειδή αισθάνεσαι ότι προσπαθώ να σε μεταμορφώσω από αστυνομικό σ’ έναν τύπο που κάνει πεζοπορία, ποδήλατο, καγιάκ. Αυτό μπορεί να ήταν μια ελπίδα ή φαντασίωσή μου όταν μετακομί-

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

149

σαμε εδώ στα βουνά, αλλά δεν είναι πλέον. Καταλαβαίνω ποιος είσαι, και είμαι ευχαριστημένη μ’ αυτό. Περισσότερο κι από ευχαριστημένη. Ξέρω ότι καμιά φορά δεν το δείχνω. Μπορεί να φαίνεται σαν να σε σπρώχνω, να σε τραβάω, να προσπαθώ να σε αλλάξω. Αλλά δεν ισχύει κάτι τέτοιο». Έκανε μια παύση, δείχνοντας να διαβάζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του πιο καθαρά απ’ ό,τι ο ίδιος. «Δεν προσπαθώ να σε μετατρέψω σε κάτι που δεν είσαι. Απλώς αισθάνομαι ότι εσύ θα ήσουν πιο ευτυχισμένος αν μπορούσες να αφήσεις λίγο φως, λίγη ποικιλία, να μπει στη ζωή σου. Έχω την αίσθηση ότι εξακολουθείς να κυλάς τον ίδιο βράχο στην ίδια ανηφόρα ξανά και ξανά, χωρίς ανακούφιση ή ανταμοιβή στο τέλος. Ότι το μόνο που θες είναι να συνεχίσεις να σπρώχνεις, να μοχθείς, να εκτίθεσαι σε κίνδυνο – κι όσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος, τόσο το καλύτερο». Ήταν έτοιμος να διαμαρτυρηθεί για το θέμα του κινδύνου, αντί γι’ αυτό όμως αποφάσισε να την ακούσει ως το τέλος. Εκείνη τον κοίταξε, και μια λύπη γέμισε τα μάτια της. «Είναι λες και μπαίνεις τόσο βαθιά σ’ αυτό το σκοτάδι, που σου κρύβει τον ήλιο. Σου κρύβει τα πάντα. Κι έτσι, συνεχίζω κι εγώ τη ζωή μου με τον μόνο τρόπο που ξέρω. Κάνω τη δουλειά μου στην κλινική. Βγαίνω βόλτες στο δάσος. Πάω σε συναυλίες. Σε γκαλερί. Διαβάζω. Παίζω το τσέλο μου. Κάνω ποδήλατο. Φροντίζω τον κήπο και το σπίτι και τα κοτόπουλα. Το χειμώνα κάνω πεζοπορία με χιονοπέδιλα. Επισκέπτομαι φίλους. Αλλά συνεχώς σκέφτομαι –εύχομαι– να μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα απ’ όλα αυτά τα πράγματα μαζί. Να μπορούσαμε να σταθούμε στον ήλιο μαζί». Δεν ήξερε πώς να αποκριθεί. Σε ένα κάποιο επίπεδο αναγνώριζε την αλήθεια όσων έλεγε, μα καμία λέξη δεν συνδεόταν στο συναίσθημα που του προκαλούσαν. «Αυτά είχα να πω», κατέληξε ήσυχα. «Αυτά με απασχολούν». Η θλίψη στη φωνή της αντικαταστάθηκε από ένα χαμόγελο – ζεστό, πλατύ, γεμάτο ελπίδα. Του φάνηκε πως ήταν απολύτως παρούσα – πως όλο της το είναι βρισκόταν εδώ μπροστά του, χωρίς εμπόδια, υπεκφυγές, χωρίς κανένα τέχνασμα. Ακούμπησε κάτω το φλιτζάνι του, που κρατούσε ασυναίσθητα όση ώρα του μιλούσε, πλησίασε κοντά της, και την πήρε

150

JOHN VERDON

στην αγκαλιά του, νιώθοντας όλο της το σώμα ζεστό πάνω στο δικό του. Ακόμα χωρίς να μιλά, τη σήκωσε στα χέρια του με τον παλιομοδίτικο τρόπο του γαμπρού που περνάει τη νύφη απ’ το κατώφλι –κάνοντάς τη να γελάσει– και την κουβάλησε ως την κρεβατοκάμαρα, όπου έκαναν έρωτα με έναν έντονο, θαυμάσιο συνδυασμό λαχτάρας και τρυφερότητας. Η Μάντλιν σηκώθηκε πρώτη το επόμενο πρωί. Αφού ο Γκάρνεϊ έκανε ντους, ξυρίστηκε και ντύθηκε, τη βρήκε στο τραπέζι της κουζίνας με τον καφέ της, μια φέτα φρυγανισμένο ψωμί με φιστικοβούτυρο κι ένα ανοιχτό βιβλίο. Το φιστικοβούτυρο ήταν απ’ τις αγαπημένες της γεύσεις. Πλησίασε και τη φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού. «Καλημέρα!» είπε εκείνη χαρωπά, με το στόμα της γεμάτο ψωμί. Φορούσε τα ρούχα της κλινικής. «Πλήρες ωράριο σήμερα;» τη ρώτησε. «Ή μειωμένο;» «Δεν ξέρω». Κατάπιε, και ήπιε μια γουλιά καφέ. «Ανάλογα ποιος άλλος θα έρθει. Εσύ; Τι λέει το πρόγραμμα;» «Περιμένω τον Χάρντγουικ στις οχτώμισι». «Α!» «Περιμένουμε τηλεφώνημα απ’ την Κέι Σπόλτερ στις εννιά, ή όσο κοντά στις εννιά μπορέσει». «Προβλήματα;» «Ένα σωρό. Κάθε στοιχείο αυτής της υπόθεσης έχει κι από μια αντίφαση». «Μα έτσι δεν σ’ αρέσουν;» «Απελπιστικά μπλεγμένα, εννοείς, για να μπορώ να τα ξεμπλέξω;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά, κατέβασε την τελευταία της μπουκιά και πήγε το πιάτο και το φλιτζάνι της στο νεροχύτη να τα ξεπλύνει. Έπειτα γύρισε και τον φίλησε. «Φεύγω, θα αργήσω». Ο Γκάρνεϊ φρυγάνισε ψωμί με μερικές φέτες μπέικον και κάθισε σε μια καρέκλα πλάι στις μπαλκονόπορτες. Με την πρωινή ομίχλη να απαλύνει την όψη της, η θέα απ’ την καρέκλα του περιλάμβανε το παλιό βοσκοτόπι, έναν ετοιμόρροπο πέτρινο τοίχο στη μια του άκρη,

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

151

ένα απ’ τα χορταριασμένα χωράφια των γειτόνων τους, καθώς και, μετά βίας ορατό πέρα απ’ όλα αυτά, το λόφο Μπάροου. Πάνω που έβαζε το τελευταίο κομμάτι μπέικον στο στόμα του, ο επιθετικός βρόντος της Πόντιακ του Χάρντγουικ ακούστηκε απ’ το δρόμο πίσω απ’ το στάβλο. Δύο λεπτά αργότερα, το κόκκινο θηρίο με τις κοφτές γωνίες ήταν παρκαρισμένο πλάι στο περιβόλι με τα σπαράγγια, κι ο Χάρντγουικ στεκόταν μπροστά στις μπαλκονόπορτες, φορώντας ένα μαύρο μπλουζάκι και μια λερή γκρι φόρμα. Οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες, αλλά η σίτα μανταλωμένη. Ο Γκάρνεϊ τεντώθηκε κι άνοιξε το ένα φύλλο. Ο Χάρντγουικ μπήκε. «Ξέρεις ότι υπάρχει ένα πελώριο γαμημένο γουρούνι που κόβει βόλτες στο δρόμο σας;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Συμβαίνει συχνά». «Γύρω στα εκατόν πενήντα κιλά το κόβω». «Προσπάθησες να το σηκώσεις;» Ο Χάρντγουικ αγνόησε την ερώτηση κι έριξε μια ματιά τριγύρω στο δωμάτιο με ύφος εκτιμητή. «Το έχω πει και θα το ξαναπώ. Έχετε και γαμώ το χωριατόσπιτο». «Να ’σαι καλά, Τζακ. Θα καθίσεις;» Ο Χάρντγουικ σκάλισε σκεφτικός τα μπροστινά του δόντια με το νύχι, κι έπειτα σωριάστηκε στην καρέκλα απέναντι απ’ τον Γκάρνεϊ και τον κοίταξε καχύποπτα. «Για πες, ατσίδα – προτού μιλήσουμε με την τεθλιμμένη κυρία Σπόλτερ, έχεις τίποτα κατά νου που πρέπει να συζητήσουμε;» «Όχι ιδιαίτερα – πέρα απ’ το γεγονός ότι τίποτα σ’ αυτή την υπόθεση δεν βγάζει νόημα». Τα μάτια του Χάρντγουικ έγιναν δύο σχισμές. «Όλα αυτά που δεν βγάζουν νόημα... λειτουργούν υπέρ μας ή εναντίον μας;» «…μας;» «Ξέρεις τι θέλω να πω. Υπέρ ή εναντίον του στόχου μας – να εξασφαλίσουμε ανατροπή της καταδίκης». «Πιθανότατα υπέρ αυτού του στόχου. Αλλά δεν είμαι βέβαιος. Παραείναι πολλά τα κουλά». «Κουλά; Όπως…;» «Όπως το διαμέρισμα που ταυτοποιήθηκε ως η πηγή του μοιραίου πυροβολισμού».

152

JOHN VERDON

«Γιατί, τι έχει;» «Δεν ήταν αυτό. Δεν μπορεί να ήταν αυτό». «Γιατί;» Ο Γκάρνεϊ εξήγησε πώς είχε χρησιμοποιήσει την Πολέτ για να στήσει την ανεπίσημη αναπαράσταση, και την ανακάλυψη του φανοστάτη που εμπόδιζε τη γωνία βολής. Ο Χάρντγουικ φάνηκε σαστισμένος αλλά όχι ανήσυχος. «Τίποτε άλλο;» «Ένας μάρτυρας, που ισχυρίζεται ότι είδε το δράστη». «Ο Φρέντι; Ο τύπος που έδειξε την Κέι στην παράταξη υπόπτων;» «Όχι. Ένας τύπος που ακούει στο όνομα Εστάβιο Μπολόκο. Δεν υπάρχει αναφορά κατάθεσής του, παρόλο που ο ίδιος δηλώνει ότι του πήραν κατάθεση. Επίσης ισχυρίζεται πως είδε το δράστη, αλλά ότι ήταν άντρας κι όχι γυναίκα». «Είδε το δράστη πού;» «Εδώ είναι ένα ακόμα πρόβλημα. Λέει ότι τον είδε στο διαμέρισμα, το διαμέρισμα απ’ όπου υποτίθεται ότι προήλθε –αλλά δεν μπορεί να προήλθε– η σφαίρα». Ο Χάρντγουικ έκανε ένα μορφασμό σαν να του ήρθε ξινίλα. «Όλα αυτά μας φτιάχνουν ένα σωρό από χρήσιμα στοιχεία και καθαρή μαλακία. Μ’ αρέσει η ιδέα ότι ο τύπος σου λέει πως ο δράστης ήταν άντρας κι όχι γυναίκα. Μ’ αρέσει ιδίως η ιδέα ότι ο Κλέμπερ απέτυχε να κρατήσει αντίγραφο της κατάθεσης. Που σημαίνει παρατυπία της αστυνομίας, ενδεχόμενη αλλοίωση στοιχείων ή, στην καλύτερη, χοντρή τσαπατσουλιά, που όλα μάς βοηθάνε. Αλλά αυτή η παπαριά για το διαμέρισμα αχρηστεύει όλα τα άλλα. Δεν μπορούμε να εμφανίσουμε ένα μάρτυρα που ισχυρίζεται ότι ο δολοφόνος χρησιμοποίησε μια τοποθεσία που εν συνεχεία θα βγούμε και θα πούμε ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιήθηκε. Θέλω να πω, τι σκατά κάνουμε μ’ όλα αυτά;» «Καλή ερώτηση. Και είναι και κάτι άλλο παράδοξο. Ο Εστάβιο Μπολόκο λέει πως είδε το δράστη δύο φορές. Μία την ημέρα του περιστατικού, που ήταν Παρασκευή. Αλλά και πέντε μέρες νωρίτερα. Κυριακή. Λέει πως είναι σίγουρος ότι ήταν Κυριακή, γιατί είναι η μόνη μέρα που έχει ρεπό». «Και πού τον είδε το δράστη;» «Στο διαμέρισμα».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

153

Η δυσπεψία του Χάρντγουικ φάνηκε να επιδεινώνεται. «Να κάνει τι; Να τσεκάρει το χώρο;» «Έτσι φαντάζομαι. Αλλά αυτό εγείρει κι ένα ακόμα ερώτημα. Ας υποθέσουμε ότι ο δολοφόνος είχε πληροφορηθεί το θάνατο της Μαίρης Σπόλτερ, είχε ανακαλύψει την τοποθεσία του οικογενειακού τάφου των Σπόλτερ και είχε εξακριβώσει ότι ο Καρλ θα ήταν μπροστά μπροστά στην κηδεία. Το επόμενο βήμα θα ήταν να ελέγξει τη γύρω περιοχή για να δει αν παρείχε κάποιο ασφαλές σημείο βολής». «Και ως προς τι το ερώτημα;» «Ως προς το θέμα του συγχρονισμού. Αν ο δολοφόνος τσέκαρε την περιοχή την Κυριακή, θεωρητικά ο θάνατος της Μαίρης Σπόλτερ συνέβη το Σάββατο ή νωρίτερα, ανάλογα με το αν ο δράστης ήταν αρκετά γνωστός της οικογένειας για να πληροφορηθεί το γεγονός απευθείας, ή έπρεπε να περιμένει μια-δυο μέρες για τη δημοσίευση του αγγελτήριου. Το ερώτημά μου είναι το εξής: Αν η ταφή δεν έλαβε χώρα παρά, το νωρίτερο, εφτά μέρες μετά το θάνατό της... τι προκάλεσε την καθυστέρηση;» «Ποιος ξέρει; Μπορεί κάποιος συγγενής να μην προλάβαινε να έρθει νωρίτερα για την κηδεία. Τι σε κόφτει;» «Είναι ασυνήθιστο μια κηδεία να καθυστερεί μία ολόκληρη εβδομάδα. Και καθετί ασυνήθιστο μου εξάπτει την περιέργεια, αυτό είναι όλο». «Μάλιστα. Σύμφωνοι. Εντάξει». Ο Χάρντγουικ κούνησε το χέρι σαν να έδιωχνε μύγα. «Μπορούμε να ρωτήσουμε την Κέι όταν πάρει. Μόνο που δεν νομίζω ότι οι διαδικασίες για την κηδεία της πεθεράς της είναι το κατάλληλο υλικό για την έφεση». «Ίσως όχι. Αλλά μια και μιλάμε για την καταδίκη, ήξερες ότι ο Φρέντι –ο τύπος που η Κέι έδειξε στη δίκη– εξαφανίστηκε;»

154

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 21 Μια τρομακτική ευθύτητα ΚΟΝΤΕΥΕ ΕΝΝΙΑΜΙΣΙ, ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΕΝΝΙΑ, όταν έλαβαν το τηλεφώνημα της Κέι Σπόλτερ στο σταθερό του Γκάρνεϊ. Έβαλε το τηλέφωνο του καθιστικού στην ανοιχτή ακρόαση. «Καλημέρα, Κέι», είπε ο Χάρντγουικ. «Πώς πάνε τα πράγματα στο πανέμορφο Μπέντφορντ Χιλς;» «Θαυμάσια». Η φωνή της ήταν τραχιά, στεγνή, ανυπόμονη. «Είσαι εκεί, Ντέιβ;» «Εδώ είμαι». «Είπες ότι θα είχες κι άλλες ερωτήσεις;» Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε αν η απότομη συμπεριφορά της ήταν ένας τρόπος να νιώθει πως είχε τον έλεγχο, ή αν ήταν απλώς ένα σύμπτωμα της έντασης της φυλακής. «Έχω πέντε-έξι μάλιστα». «Σ’ ακούω». «Την τελευταία φορά που μιλήσαμε, ανέφερες έναν μαφιόζο, τον Ντόνι Έιντζελ, ως πρόσωπο ενδιαφέροντος στη δολοφονία του Καρλ. Το πρόβλημα είναι ότι η εκτέλεση του Καρλ μοιάζει υπερβολικά περίπλοκη γι’ αυτό». «Τι θες να πεις;» Η φωνή της ακουγόταν περισσότερο περίεργη παρά προκλητική. «Ο Έιντζελ τον ήξερε, ήξερε πολλά γι’ αυτόν. Θα μπορούσε να είχε οργανώσει μια πολύ πιο εύκολη εκτέλεση από βολή ακροβολιστή σε μια κηδεία σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, για ένα λεπτό ότι ο Έιντζελ δεν ήταν ο κακός της υπόθεσης. Αν είχες να προτείνεις μια δεύτερη επιλογή, ποιον θα διάλεγες;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

155

«Τον Τζόνα». Το είπε χωρίς θυμό και δίχως να διστάσει. «Με κίνητρο τον έλεγχο της οικογενειακής επιχείρησης;» «Ο έλεγχος αυτός θα του έδινε τη δυνατότητα να υποθηκεύσει αρκετά ακίνητα ώστε να επεκτείνει τον Καθεδρικό του Κυβερνοχώρου στη μεγαλύτερη θρησκευτική κομπίνα του κόσμου». «Τι ξέρεις γι’ αυτόν το στόχο του;» «Τίποτα. Υποθέσεις κάνω. Το θέμα είναι ότι ο Τζόνα είναι πολύ μεγαλύτερο κάθαρμα απ’ ό,τι συνειδητοποιεί ο κόσμος, κι ο έλεγχος της εταιρείας σημαίνει χοντρά λεφτά στην τσέπη του. Πολύ χοντρά. Ξέρω ότι ζήτησε απ’ τον Καρλ να υποθηκεύσει μερικά κτίρια, κι ο Καρλ του είπε να πάει να πηδηχτεί». «Ωραία σχέση είχαν τα δύο αδέλφια. Κανείς άλλος υποψήφιος εκτελεστής;» «Μπορεί κι εκατό άνθρωποι που ο Καρλ τους πάτησε τον κάλο». «Όταν σε ρώτησα τις προάλλες γιατί έμενες μαζί του, μου απάντησες μ’ ένα αστειάκι. Τουλάχιστον, έτσι μου φάνηκε. Θέλω να μάθω τον πραγματικό λόγο». «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω τον πραγματικό λόγο. Έψαχνα καιρό για τη μυστηριώδη κόλλα που με κρατούσε κολλημένη μαζί του, αλλά ποτέ δεν κατάφερα να την προσδιορίσω. Κι έτσι, μπορεί απλώς να είμαι μια χυδαία χρυσοθήρας». «Λυπάσαι που πέθανε;» «Λιγάκι, ίσως». «Πώς ήταν οι καθημερινές σας σχέσεις;» «Ο Καρλ ήταν πάντοτε γενναιόδωρος, συγκαταβατικός και αυταρχικός». «Κι απ’ τη δική σου πλευρά;» «Τον αγαπούσα, τον θαύμαζα και ήμουν υποταγμένη σ’ αυτόν. Εκτός απ’ όταν το παρατραβούσε». «Οπότε;» «Οπότε γινόταν κόλαση». «Τον απείλησες ποτέ;» «Ναι». «Μπροστά σε μάρτυρες;» «Ναι». «Δώσε μου ένα παράδειγμα».

156

JOHN VERDON

«Είναι κάμποσα». «Πες μου το χειρότερο». «Στη δέκατη επέτειο του γάμου μας, ο Καρλ προσκάλεσε μερικά φιλικά ζευγάρια να δειπνήσουν μαζί μας. Ήπιε πολύ κι έπιασε το αγαπημένο θέμα που έπιανε όταν μεθούσε: Μπορείς να βγάλεις μια γυναίκα απ’ το Μπρούκλιν, αλλά δεν θα βγάλεις ποτέ το Μπρούκλιν από μέσα της. Και το βράδυ εκείνο, ο μονόλογος κλιμακώθηκε σε κάτι μεγαλόστομες μαλακίες για το πως θα έβαζε υποψηφιότητα για Πρόεδρος αφού γινόταν κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, και πως εγώ θα ήμουν ο σύνδεσμός του με τους απλούς ανθρώπους. Είπε ότι θα γινόταν ό,τι ο Χουάν Περόν στην Αργεντινή, κι εγώ θα ήμουν η Εβίτα του. Η δουλειά μου θα ήταν να κάνω την εργατιά να τον λατρέψει. Και πρόσθεσε και μερικά σεξουαλικά υπονοούμενα για το πώς ακριβώς θα το κατάφερνα. Κι έπειτα είπε μια απίστευτη βλακεία. Ότι θα μπορούσα να αγοράσω χίλια ζευγάρια παπούτσια, όπως έκανε η Εβίτα». «Και;» «Για κάποιο λόγο, αυτό έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Γιατί; Κι εγώ δεν ξέρω. Αλλά δεν πήγαινε άλλο. Δεν άντεχα άλλη βλακεία». «Και μετά;» «Του έβαλα τις φωνές ότι η τύπισσα με τα χίλια ζευγάρια παπούτσια δεν ήταν η Εβίτα Περόν αλλά η Ιμέλντα Μάρκος». «Αυτό είναι όλο;» «Όχι ακριβώς. Του είπα ακόμα ότι έτσι και ξαναμιλούσε για μένα κατ’ αυτό τον τρόπο, θα του έκοβα τον πούτσο και θα του τον έχωνα στον κώλο του». Ο Χάρντγουικ, που δεν είχε βγάλει άχνα απ’ την πρώτη του ερώτηση για το ωραίο Μπέντφορντ Χιλς, ξέσπασε σε ένα διαπεραστικό γέλιο, που η Κέι αγνόησε. Ο Γκάρνεϊ άλλαξε κατεύθυνση. «Πόσα ακριβώς ξέρεις για σιγαστήρες;» «Ξέρω ότι οι μπάτσοι τους λένε σιωπηβόλα, κι όχι σιγαστήρες». «Τι άλλο;» «Ότι η αγορά τους είναι παράνομη στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Κι ότι είναι πιο αποτελεσματικοί με υποηχητικά πυρομαχικά.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

157

Και οι φτηνοί κάνουν δουλειά – αλλά οι ακριβοί είναι πολύ καλύτεροι». «Από πού τα ξέρεις όλα αυτά;» «Ρώτησα στο μέρος όπου έκανα μαθήματα σκοποβολής». «Γιατί;» «Για τον ίδιο λόγο που με είχε φέρει εκεί εξ αρχής». «Επειδή πίστευες ότι μπορεί να χρειαζόταν να πυροβολήσεις κάποιον για να προστατεύσεις τον Καρλ;» «Ναι». «Αγόρασες ή δανείστηκες ποτέ σιγαστήρα;» «Όχι. Τον έφαγαν τον Καρλ πριν προλάβω». «Όταν λες τον έφαγαν, εννοείς τη μαφία;» «Ναι. Θυμάμαι αυτό που είπες, ότι ο ακροβολιστής ήταν παράξενη επιλογή για εκτέλεση της μαφίας. Αλλά και πάλι, πιστεύω ότι αυτοί το έκαναν. Είναι πολύ πιο πιθανό απ’ ό,τι να τον έφαγε ο Τζόνα». Ο Γκάρνεϊ δεν διέβλεπε κάποιο πλεονέκτημα στο να την αμφισβητήσει πάνω σ’ αυτό. Αποφάσισε να ακολουθήσει άλλη πορεία. «Εκτός απ’ τον Έιντζελ, υπήρχαν άλλοι μαφιόζοι με τους οποίους είχε στενές σχέσεις;» Για πρώτη φορά στη συνομιλία τους, η Κέι κόμπιασε. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα ο Γκάρνεϊ νόμισε ότι η σύνδεση είχε κοπεί. «Κέι;» «Ήταν ένας τύπος με τον οποίο μιλούσε, μέλος μιας ομάδας πόκερ όπου έπαιζε κι ο Καρλ». Ο Γκάρνεϊ πρόσεξε μια αμηχανία στη φωνή της. «Είχε αναφέρει κάποιο όνομα;» «Όχι. Απλώς ανέφερε τι δουλειά έκανε ο τύπος». «Τι έκανε;» «Κανόνιζε φόνους. Σαν χρηματιστής ένα πράμα, σαν ενδιάμεσος. Έτσι και ήθελες να βγάλεις κάποιον απ’ τη μέση, πήγαινες σ’ αυτόν και το κανόνιζε». «Σ’ ακούω λίγο ταραγμένη τώρα που μιλάμε γι’ αυτό τον τύπο». «Με ενοχλούσε το ότι ο Καρλ έπαιζε χαρτιά με πολλά λεφτά με έναν τύπο που κανόνιζε εκτελέσεις επαγγελματικά. Του το είπα μια

158

JOHN VERDON

μέρα, Θέλεις όντως να παίζεις πόκερ με έναν τύπο που οργανώνει συμβόλαια θανάτου για τη μαφία; Που δεν θα διστάσει ούτε λεπτό να βγάλει κάποιον απ’ τη μέση; Δεν είναι τελείως τρελό; Κι εκείνος μου είπε ότι δεν καταλάβαινα. Ότι ο τζόγος είχε να κάνει με το ρίσκο και την αδρεναλίνη. Κι ότι το ρίσκο και η αδρεναλίνη ανέβαιναν κατακόρυφα όταν είχες για συμπαίκτη σου τον ίδιο το Θάνατο». Έκανε μια παύση. «Άκου, δεν έχω πολύ χρόνο ακόμα. Τελειώσαμε;» «Κάτι τελευταίο. Πώς και υπήρξε τόση καθυστέρηση μεταξύ του θανάτου της Μαίρης Σπόλτερ και της κηδείας της;» «Τι καθυστέρηση;» «Κηδεύτηκε Παρασκευή. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται πρέπει να πέθανε μια βδομάδα πριν – ή τουλάχιστον πριν απ’ την προηγούμενη Κυριακή». «Τι λες τώρα; Τετάρτη πέθανε, και η κηδεία έγινε δύο μέρες μετά». «Δύο μέρες. Μόνο δύο; Είσαι σίγουρη;» «Φυσικά και είμαι σίγουρη. Κοίτα και το αγγελτήριο θανάτου. Τι σχέση έχει αυτό με το θέμα μας;» «Θα σου πω όταν καταλάβω κι εγώ». Ο Γκάρνεϊ έριξε μια ματιά στον Χάρντγουικ. «Τζακ, θέλεις να ρωτήσεις τίποτα την Κέι πριν κλείσουμε;» Ο Χάρντγουικ έγνεψε αρνητικά κι έπειτα μίλησε με προσποιητή εγκαρδιότητα. «Κέι, θα τα ξαναπούμε σύντομα, εντάξει; Και μην ανησυχείς. Είμαστε στον σωστό δρόμο για την έκβαση που θέλουμε όλοι. Ό,τι ανακαλύπτουμε εδώ λειτουργεί υπέρ μας». Ακουγόταν πολύ πιο σίγουρος απ’ ό,τι φαινόταν.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

159

Κεφάλαιο 22 Το δεύτερο μπουκέτο ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΕΪ, ο Χάρντγουικ βυθίστηκε σε μια αφύσικα παρατεταμένη σιωπή. Στεκόταν μπροστά στο παράθυρο του καθιστικού κι έμοιαζε χαμένος σε μια σειρά από υπολογισμούς και υποθέσεις. Ο Γκάρνεϊ καθόταν στο γραφείο του και τον παρατηρούσε. «Ξέρνα τα, Τζακ. Θα νιώσεις καλύτερα». «Πρέπει να μιλήσουμε με τον Λεξ Μπίντσερ. Κι εννοώ, σύντομα. Εδώ και τώρα. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένες μαλακίες. Και θεωρώ πως είναι και γαμώ τις προτεραιότητες». Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Κι εγώ πιστεύω ότι πρώτη προτεραιότητα είναι να επισκεφθούμε τον οίκο ευγηρίας όπου πέθανε η Μαίρη Σπόλτερ». Ο Χάρντγουικ στράφηκε απ’ το παράθυρο και κοίταξε τον Γκάρνεϊ καταπρόσωπο. «Βλέπεις; Αυτό εννοώ. Πρέπει να βρεθούμε με τον Λεξ, να καθίσουμε και να τα πούμε προτού μας βγει ο πάτος να κυνηγάμε το κάθε τραβηγμένο ενδεχόμενο». «Το συγκεκριμένο ίσως να μην είναι και τόσο τραβηγμένο». «Ναι, ε; Δηλαδή;» «Όποιος τσέκαρε το διαμέρισμα την Κυριακή –τρεις μέρες πριν από το θάνατο της Μαίρης Σπόλτερ– πρέπει να ήξερε ότι θα πέθαινε από μέρα σε μέρα. Που σημαίνει ότι ο θάνατός της δεν ήταν σύμπτωση». «Σιγά, ρε Σέρλοκ! Όλα αυτά κρέμονται στην πιο βλακώδη ένδειξη εμπιστοσύνης που έχω ακούσει εδώ και χρόνια».

160

JOHN VERDON

«Εννοείς την εμπιστοσύνη μου στην ιστορία του Εστάβιο Μπολόκο;» «Ακριβώς. Το ότι πιστεύεις ότι ένας πλυντηριάς, που κάνει κατάληψη σε μια πολυκατοικία-τρώγλη και κατεβάζει ένας Θεός ξέρει τι ντρόγκες, μπορεί να θυμάται την ακριβή μέρα που είδε κάποιον να μπαίνει σε ένα διαμέρισμα πριν από εννιά μήνες». «Παραδέχομαι ότι υπάρχει ένα θέμα με τη φερεγγυότητα του μάρτυρα. Αλλά εξακολουθώ να πιστεύω…» «Θέμα με τη φερεγγυότητα του μάρτυρα το λες εσύ; Εγώ το λέω παπάρια μέντολες!» Ο Γκάρνεϊ μίλησε σιγανά. «Καταλαβαίνω τι λες. Και δεν διαφωνώ μαζί σου. Ωστόσο, εάν –και ξέρω ότι δεν είναι και βέβαιο– λέω εάν ο κύριος Μπολόκο έχει δίκιο για την ακριβή μέρα, τότε η φύση του εγκλήματος διαφέρει τελείως απ’ την εκδοχή που παρουσίασε ο κατήγορος στη δίκη της Κέι. Για τον Θεό, Τζακ, σκέψου το λίγο. Για ποιο λόγο να σκοτώσουν τη μάνα του Καρλ;» «Εγώ λέω ότι τσάμπα χάνουμε χρόνο». «Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Ας πούμε απλώς, υποθετικά, ότι ο θάνατός της δεν ήταν τυχαίος. Μπορώ να σκεφτώ δύο τρόπους προσέγγισης στο ερώτημα γιατί δολοφονήθηκε. Η πρώτη εκδοχή, ότι και αυτή και ο Καρλ ήταν οι κυρίως στόχοι – ότι εμπόδιζαν εξίσου τα σχέδια του δολοφόνου, όποια κι αν ήταν αυτά. Ή, ότι ήταν απλώς και μόνο ένα αναγκαίο βήμα – ένας τρόπος να διασφαλίσουν ότι ο Καρλ, ο βασικός στόχος, θα στεκόταν σε κοινή θέα στο νεκροταφείο, και σε συγκεκριμένη ώρα». Το τικ είχε επιστρέψει σε πλήρη ένταση στη γωνία των χειλιών του Χάρντγουικ. Πήγε να μιλήσει δύο φορές και σταμάτησε. Με την τρίτη προσπάθεια είπε: «Αυτός ήταν ο στόχος σου εξαρχής, έτσι; Να τα τινάξεις όλα στον αέρα και μετά να μαζέψεις τα κομματάκια; Να πάρεις μια απλή εξέταση ενδεχόμενης παρατυπίας της αστυνομίας – κάτι τόσο απλό όσο τη φάση όπου ο Μικ ο Παπάρας, ο επικεφαλής της έρευνας, γαμιόταν με τη δυνητική ύποπτο Αλίσα Σπόλτερ– και να το μετατρέψεις στην εκ νέου ανακάλυψη του γαμημένου του τροχού; Ήδη θες να μετατρέψεις τον ένα φόνο σε δύο! Κι αύριο σε πέντεέξι; Τι σκατά προσπαθείς να κάνεις;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

161

Ο Γκάρνεϊ χαμήλωσε κι άλλο τη φωνή. «Απλώς ακολουθώ τον μίτο της αφήγησης, Τζακ». «Να πα’ να γαμηθεί ο μίτος! Έλεος! Άκου, είμαι σίγουρος ότι μιλώ για τον εαυτό μου όσο και εκ μέρους του Λεξ. Το θέμα είναι ότι πρέπει να συγκεντρωθούμε, να συγκεντρωθούμε. Επίτρεψέ μου να σου το ξεκαθαρίσω μια και καλή. Υπάρχουν το πολύ τέσσερις-πέντε ερωτήσεις που χρειάζεται να απαντηθούν σχετικά με την έρευνα της δολοφονίας του Καρλ Σπόλτερ, και τη δίκη της Κέι Σπόλτερ. Πρώτον: Τι έπρεπε να κάνει και δεν έκανε ο Μικ Κλέμπερ; Δεύτερον: Τι δεν έπρεπε να κάνει και τι έκανε ο Μικ Κλέμπερ; Τρίτον: Τι απέκρυψε ο Μικ Κλέμπερ απ’ τον κατήγορο; Τέταρτον: Τι απέκρυψε ο κατήγορος απ’ το συνήγορο υπεράσπισης; Πέμπτον: Τι έπρεπε να είχε κάνει και δεν έκανε ο συνήγορος υπεράσπισης; Πέντε γαμημένα ερωτήματα. Βρες τις σωστές απαντήσεις, και η καταδίκη της Κέι Σπόλτερ ανατρέπεται. Αυτό είναι όλο, καθαρά και ξάστερα. Πες μου, λοιπόν, συμφωνούμε, ναι ή όχι;» Το υπερτασικό κόκκινο χρώμα του Χάρντγουικ σκούραινε ολοένα. «Ηρέμησε, φίλε μου. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε. Απλώς μην το κάνεις τόσο δύσκολο για μένα». Ο Χάρντγουικ κοίταξε επίμονα τον Γκάρνεϊ κι έπειτα κούνησε το κεφάλι αγανακτισμένος. «Ο Λεξ Μπίντσερ έχει χώσει τα φράγκα για την έρευνα απ’ την τσέπη του. Αν σκοπεύεις να ξοδέψεις αυτά τα λεφτά για οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ αυτά τα πέντε ερωτήματα, θα πρέπει να το εγκρίνει εκ των προτέρων». «Κανένα πρόβλημα». «Κανένα πρόβλημα», επανέλαβε ο Χάρντγουικ αδιάφορα, κοιτώντας πάλι απ’ το παράθυρο. «Μακάρι να το πίστευα κι εγώ αυτό, ατσίδα». Ο Γκάρνεϊ δεν απάντησε. Έπειτα από λίγο, ο Χάρντγουικ αναστέναξε κουρασμένα. «Θα ενημερώσω τον Μπίντσερ για όσα μου είπες». «Ωραία». «Για τον Θεό όμως, μην... μην το αφήσεις να...» Δεν ολοκλήρωσε την πρόταση, κουνώντας απλώς το κεφάλι και πάλι.

162

JOHN VERDON

Ο Γκάρνεϊ ένιωθε το ζόρι που τραβούσε ο Χάρντγουικ από τη θέση του: ήταν απελπισμένος να φτάσει στον επιθυμητό προορισμό, αλλά φρίκαρε με τις αβεβαιότητες της προτεινόμενης πορείας. Μέσα στα διάφορα πρόσθετα του φακέλου της υπόθεσης ήταν και η διεύθυνση της τελευταίας κατοικίας της Μαίρης Σπόλτερ – ενός συγκροτήματος υποβοηθούμενης διαμονής στην οδό Τουίν Λέικς της Ίντιαν Βάλεϊ, κοντά στο Κούπερσταουν, στα μισά περίπου μεταξύ Γουόλνατ Κρόσινγκ και Λονγκ Φολς. Ο Γκάρνεϊ πέρασε τη διεύθυνση στο GPS του και μία ώρα αργότερα του ανακοίνωσε πως είχε φτάσει στον προορισμό του. Έστριψε σε μια λεία ασφαλτοστρωμένη πάροδο που περνούσε μέσα από μια ψηλή πέτρινη μάντρα κι έπειτα διακλαδιζόταν, με βέλη που έδειχναν προς τους Κλειδούχους στη μία κατεύθυνση και τους Επισκέπτες και μεταφορείς στην άλλη. Η τελευταία κατεύθυνση τον έβγαλε σε ένα πάρκινγκ μπροστά από ένα σπιτάκι από ξύλο κέδρου. Μια απλή, φινετσάτη επιγραφή πλάι σε έναν μικρό ροδόκηπο έγραφε: ΕΜΕΡΛΙΝΓΚ ΟΟΥΚΣ. ΑΣΦΑΛΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΤΟΜΩΝ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΝΤΟΣ. Πάρκαρε και χτύπησε την πόρτα. Μια φιλική γυναικεία φωνή αποκρίθηκε σχεδόν αμέσως. «Περάστε». Μπήκε σε ένα φωτεινό, απλόχωρο γραφείο. Μια ελκυστική γυναίκα γύρω στα σαράντα με μαύρισμα σολάριουμ καθόταν σε ένα καλογυαλισμένο γραφείο με κάμποσες αναπαυτικές οπτικά πολυθρόνες διατεταγμένες γύρω του. Στους τοίχους κρέμονταν φωτογραφίες από μονοκατοικίες σε διάφορα χρώματα και μεγέθη. Αφού τον ζύγιασε από πάνω ως κάτω, η γυναίκα χαμογέλασε. «Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» Ο Γκάρνεϊ ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Δεν είμαι βέβαιος. Ήρθα εδώ εντελώς παρορμητικά. Ίσως αυτό που ψάχνω να είναι τραβηγμένο». «Α!» Φάνηκε να της κινεί το ενδιαφέρον. «Και τι ακριβώς ψάχνετε;» «Ούτε γι’ αυτό είμαι βέβαιος».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

163

«Τότε, λοιπόν...» είπε με ένα συνοφρύωμα αμφιβολίας. «Τι θέλετε; Και ποιος είστε;» «Ω, ζητώ συγγνώμη, ξεχάστηκα. Λέγομαι Ντέιβ Γκάρνεϊ». Έβγαλε το πορτοφόλι του λίγο αμήχανα και πλησίασε για να της δείξει τη χρυσή ασπίδα της αστυνομικής του ταυτότητας. «Είμαι επιθεωρητής». Η γυναίκα περιεργάστηκε την ταυτότητα. «Συνταξιούχος λέει». «Βγήκα όντως στη σύνταξη. Και τώρα, λόγω αυτής της υπόθεσης, απ’ ό,τι φαίνεται επέστρεψα απ’ τη σύνταξη στην ενεργό δράση». Η γυναίκα τον κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα. «Αναφέρεστε στην υπόθεση δολοφονίας του Καρλ Σπόλτερ;» «Τη γνωρίζετε;» «Αν τη γνωρίζω;» Έδειξε να εκπλήσσεται. «Ασφαλώς». «Λόγω της δημοσιότητας που έλαβε;» «Και αυτό, καθώς και για το προσωπικό στοιχείο». «Επειδή η μητέρα του θύματος έμενε εδώ;» «Ως ένα σημείο. Όμως... θα είχατε την καλοσύνη να μου πείτε περί τίνος πρόκειται;» «Μου έχει ζητηθεί να επανεξετάσω ορισμένες παραμέτρους της υπόθεσης που παρέμειναν αδιευκρίνιστες». Η γυναίκα τού χαμογέλασε πονηρά. «Σας ζητήθηκε από κάποιο μέλος της οικογένειας;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά χαμογελώντας, σαν να ήθελε να της αναγνωρίσει μια κάποια οξυδέρκεια. «Από ποιον συγκεκριμένα;» ρώτησε. «Πόσα μέλη της οικογένειας γνωρίζετε;» «Όλη την οικογένεια». «Και την Κέι; Τον Τζόνα; Την Αλίσα;» «Την Κέι και τον Τζόνα, φυσικά. Τον Καρλ και τη Μαίρη, όσο ήταν εν ζωή. Την Αλίσα μόνο εξ ακοής». Ο Γκάρνεϊ ήταν έτοιμος να τη ρωτήσει από πού τους ήξερε όλους, όταν η προφανής απάντηση του ήρθε στο νου. Για κάποιο λόγο δεν είχε συνδέσει αμέσως το όνομα της τοποθεσίας –Έμερλινγκ Όουκς– με το γεγονός που είχε πληροφορηθεί απ’ την επίσκεψή του στο Γουίλοου Ρεστ: ότι Έμερλινγκ λεγόταν ο παππούς του Καρλ. Προφανώς οι οικογενειακές επιχειρήσεις περιλάμβαναν πολλά άλλα πέρα από

164

JOHN VERDON

πολυκατοικίες και νεκροταφεία. «Πώς σας φαίνεται που εργάζεστε για τη μεσιτική εταιρεία Σπόλτερ;» Τα μάτια της γυναίκας έγιναν δύο σχισμές. «Πρέπει να απαντήσετε στη δική μου ερώτηση πρώτα. Τι σας φέρνει εδώ;» Ο Γκάρνεϊ έπρεπε να καταλήξει γρήγορα σε μια απόφαση βασισμένη σ’ αυτό που του έλεγε το ένστικτό του γι’ αυτή τη γυναίκα, ζυγίζοντας ταυτόχρονα τα πιθανά ρίσκα και οφέλη των διαφόρων επιπέδων εκμυστήρευσης. Δεν είχε και πολλές ενδείξεις. Στην πραγματικότητα, μόνο μία φευγαλέα πινελιά που μπορεί κάλλιστα να είχε παρεξηγήσει. Το μόνο στοιχείο του ήταν η αμυδρή αίσθηση πως όταν η γυναίκα πρόφερε το όνομα Καρλ ο τόνος της έκρυβε την ίδια απαρέσκεια όπως και της Πολέτ Πέρλεϊ. Κατέληξε σε μια απόφαση. «Ας το θέσω έτσι», είπε χαμηλώνοντας τη φωνή σε τόνο εμπιστευτικό. «Υπάρχουν ορισμένες πλευρές της καταδίκης της Κέι Σπόλτερ που αμφισβητούνται». Η αντίδραση της γυναίκας ήταν αιφνίδια, ενθουσιώδης και απερίφραστη. «Εννοείτε ότι δεν τον σκότωσε αυτή εντέλει; Αχ, Θεέ μου, και ήμουν σίγουρη!» Τα λόγια της τον ενθάρρυναν να ανοίξει τη χαραμάδα λίγο ακόμα. «Δεν τη θεωρείτε ικανή να σκότωσε τον Καρλ;» «Α, ήταν σαφέστατα ικανή. Αλλά ποτέ δεν θα τον σκότωνε κατ’ αυτό τον τρόπο». «Εννοείτε με καραμπίνα;» «Εννοώ από τέτοια απόσταση». «Γιατί όχι;» Η γυναίκα έγειρε το κεφάλι και τον λοξοκοίταξε. «Πόσο καλά γνωρίζεστε με την Κέι;» «Μάλλον όχι τόσο καλά όσο εσείς, δεσποινίς...; Κυρία;» «Κάρολ. Κάρολ Μπλίσι». Ο Γκάρνεϊ έδωσε το χέρι του πάνω απ’ το γραφείο. «Χάρηκα, Κάρολ. Και είμαι ειλικρινά ευγνώμων για το χρόνο που μου διαθέτεις». Η Κάρολ έσφιξε το χέρι του φευγαλέα αλλά με δύναμη. Τα δάχτυλα και η παλάμη της ήταν ζεστά. Ο Γκάρνεϊ εξακολούθησε. «Συνεργάζομαι με τους δικηγόρους της. Έχω βρεθεί μία φορά με την Κέι στις φυλακές κι έχουμε μιλήσει άλλη μία στο τηλέφωνο. Στη συνάντησή

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

165

μας σχημάτισα μια κάποια εντύπωση για το άτομό της, αλλά έχω την αίσθηση ότι εσείς την ξέρετε πολύ καλύτερα». Η Κάρολ Μπλίσι φάνηκε ικανοποιημένη με το σχόλιο. Έσιαξε μηχανικά το ντεκολτέ της μαύρης μεταξωτής πουκαμίσας της. Φορούσε αστραφτερά δαχτυλίδια και στα πέντε δάχτυλα. «Όταν είπα ότι δεν θα το έκανε έτσι, εννοούσα ότι δεν ήταν του στιλ της. Αν τη γνωρίζατε έστω και ελάχιστα, θα ξέρατε ότι είναι πολύ ευθύς άνθρωπος. Δεν έχει τίποτα ύπουλο ή απόμακρο η Κέι. Αν σκόπευε να σκοτώσει τον Καρλ δεν θα τον πυροβολούσε απ’ τα οχτακόσια μέτρα. Θα ορμούσε και θα του άνοιγε το κεφάλι στα δύο με ένα τσεκούρι». Έκανε μια παύση, σαν να άκουγε τα ίδια της τα λόγια, κι έπειτα μόρφασε. «Συγγνώμη, ήταν λίγο αηδιαστικό αυτό που είπα. Αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ, έτσι;» «Καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοείτε. Κι εγώ την ίδια αίσθηση έχω». Κοίταξε για λίγο με θαυμασμό το χέρι της. «Κάρολ, τα δαχτυλίδια σου είναι υπέροχα». «Α!» Τα κοίταξε κι αυτή. «Ευχαριστώ. Είναι όντως χαριτωμένα. Νομίζω ότι κόβει το μάτι μου στα κοσμήματα». Σάλιωσε τις γωνιές των χειλιών με την άκρη της γλώσσας και σήκωσε πάλι το βλέμμα στον Γκάρνεϊ. «Συνειδητοποιώ ότι ακόμα δεν μου είπες για ποιο λόγο είσαι εδώ». Ο Γκάρνεϊ έπρεπε να διαλέξει –μια επιλογή που ανέβαλλε εδώ και ώρα– αναφορικά με το πόσα να αποκάλυπτε. Υπήρχαν σημαντικά ρίσκα και οφέλη σε κάθε επίπεδο ειλικρίνειας. Στην προκειμένη περίπτωση, η ιδιωτική εικόνα που έτεινε να σχηματίσει για την Κάρολ Μπλίσι τον έπεισε να την εμπιστευτεί λίγο περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως. Είχε το προαίσθημα ότι η ευθύτητά του θα ανταμειβόταν με τη συνεργασία της. «Το ζήτημα είναι λεπτό. Δεν είναι κάτι που θα ξεφούρνιζα έτσι απλά χωρίς να ξέρω με ποιον μιλάω». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχουν προκύψει νέα αποδεικτικά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι ο θάνατος της Μαίρης Σπόλτερ μπορεί να μην ήταν τυχαίος». «Να μην ήταν... τυχαίος;» «Κανονικά δεν έπρεπε να σου το πω, αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου, και θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου. Θεωρώ ότι η υπόθεση

166

JOHN VERDON

Σπόλτερ αφορά δύο δολοφονίες. Και δεν πιστεύω ότι η Κέι είχε σχέση με οποιαδήποτε απ’ τις δύο». Η Κάρολ χρειάστηκε μερικές στιγμές για να το χωνέψει. «Θα τη βγάλετε απ’ τη φυλακή;» «Έτσι ελπίζω». «Αυτό είναι θαυμάσιο!» «Αλλά θα χρειαστώ τη βοήθειά σου». «Τι είδους βοήθεια;» «Υποθέτω ότι έχετε κάμερες ασφαλείας εδώ». «Φυσικά». «Πόσο καιρό κρατάτε τις βιντεοσκοπήσεις;» «Πολύ περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται. Παλιότερα, είχαμε εκείνες τις χοντρές βιντεοκασέτες και ήμαστε αναγκασμένοι να τις ανακυκλώνουμε. Αλλά οι δυνατότητες που προσφέρει το ψηφιακό σύστημα είναι απίστευτες, κι εμείς ούτε που το αγγίζουμε. Σβήνει αυτόματα τα παλιότερα αρχεία όταν προκύπτει ζήτημα χωρητικότητας, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό συμβαίνει πάνω από μία φορά το χρόνο – τουλάχιστον όχι με τα αρχεία απ’ τις κάμερες αισθητήρων. Τα αρχεία απ’ τις στατικές κάμερες στο γυμναστήριο και το ιατρείο είναι άλλη υπόθεση. Αυτά σβήνονται πιο σύντομα». «Κι εσύ είσαι υπεύθυνη για την ομαλή λειτουργία του όλου συστήματος;» Η Κάρολ χαμογέλασε. «Εγώ είμαι υπεύθυνη για τα πάντα». Τα φορτωμένα με χρυσάφι δάχτυλά της ίσιωσαν μια ανύπαρκτη ζάρα στο μπροστινό μέρος της πουκαμίσας της. «Και πάω στοίχημα ότι είσαι πολύ καλή στη δουλειά σου». «Το προσπαθώ. Τι ακριβώς σε ενδιαφέρει στα αρχεία μας;» «Οι επισκέπτες στο Έμερλινγκ Όουκς την ημέρα που πέθανε η Μαίρη Σπόλτερ». «Μόνο οι δικοί της επισκέπτες;» «Όχι. Όλοι: οι μεταφορείς, οι τεχνικοί, το συνεργείο συντήρησης – οποιοσδήποτε μπήκε στον οίκο ευγηρίας εκείνη τη μέρα». «Πόσο σύντομα τα θέλεις;» «Πόσο σύντομα θέλεις να αποφυλακιστεί η Κέι;» Ο Γκάρνεϊ ήξερε ότι άφηνε να εννοηθεί μια αμεσότητα στα αποτελέσματα, που ήταν, ακόμα και με ευνοϊκούς όρους, υπερβολική,

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

167

έστω κι αν τα αρχεία περιείχαν το είδος της αδιάψευστης απόδειξης που ήλπιζε να βρει. Η Κάρολ τον έβαλε να καθίσει μπροστά στον υπολογιστή σε ένα δωμάτιο που καταλάμβανε το πίσω μέρος της υποδοχής. Έπειτα πήγε σε ένα άλλο κτίριο κι έστειλε με μέιλ κάμποσα μεγάλα αρχεία βίντεο στον υπολογιστή του Γκάρνεϊ. Όταν επέστρεψε, του έδωσε ορισμένες οδηγίες πλοήγησης, γέρνοντας πάνω απ’ τον ώμο του με έναν τρόπο που δυσκόλευε την αυτοσυγκέντρωσή του. Πάνω που ήταν έτοιμη να επιστρέψει στο γραφείο στην είσοδο, τη ρώτησε πάλι, όσο πιο ανέμελα μπορούσε: «Σ’ αρέσει που δουλεύεις για τους Σπόλτερ;» «Καλύτερα να μην το σχολιάσω». Κι έριξε στον Γκάρνεϊ ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα που άφηνε να εννοηθεί ότι πιθανότατα μπορούσε να πειστεί και να κάνει ένα σωρό πράγματα που δεν έπρεπε. «Θα με βοηθούσε πολύ να γνωρίζω τα αισθήματά σου για την οικογένεια». «Θέλω πραγματικά να βοηθήσω. Αλλά... τώρα όλα αυτά θα μείνουν μεταξύ μας, έτσι;» «Εννοείται». «Βασικά... Η Κέι ήταν τρομερή. Ευέξαπτη αλλά τρομερή. Ο Καρλ, όμως, ήταν απαίσιος. Κρύος σαν τον πάγο. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν τα λεφτά. Κι ο Καρλ ήταν το αφεντικό. Ο Τζόνα δεν συμμετείχε, γιατί δεν ήθελε να έχει καμία επαφή με τον Καρλ». «Και τώρα;» «Τώρα, χωρίς τον Καρλ, ο Τζόνα είναι το αφεντικό». Κοίταξε τον Γκάρνεϊ με επιφύλαξη. «Δεν μου έχει δοθεί η ευκαιρία να τον γνωρίσω και πολύ καλά». «Εγώ δεν τον γνωρίζω καθόλου, Κάρολ. Αλλά θα σου πω τα διάφορα που έχω ακούσει. Ότι είναι άγιος. Ότι είναι μια απάτη. Ότι είναι καταπληκτικός τύπος. Ότι είναι θρησκόληπτος για δέσιμο. Θα είχες κάτι να προσθέσεις σε όλα αυτά;» Η Κάρολ διασταύρωσε τη ματιά της με το διερευνητικό βλέμμα του Γκάρνεϊ και χαμογέλασε. «Δεν νομίζω». Έγλειψε πάλι τις άκρες των χειλιών της. «Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτού του είδους τα άτομα. Δεν θα με έλεγες και ιδιαίτερα θρήσκα».

168

JOHN VERDON

Τις επόμενες τρεις ώρες, ο Γκάρνεϊ έλεγξε τα αρχεία από τις τρεις κάμερες ασφαλείας που θεωρούσε πιο πιθανό να έχουν καταγράψει κάτι χρήσιμο – αυτές που κάλυπταν το πάρκινγκ, το εσωτερικό του γραφείου της Κάρολ Μπλίσι, και των οχημάτων που είχαν κατευθείαν πρόσβαση στο χώρο των ενοίκων. Τα βίντεο απ’ το πάρκινγκ και το γραφείο είχαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Την προσοχή του Γκάρνεϊ τράβηξε ένας μπογιατζής, που παρίστανε θαρρείς την καρικατούρα μπογιατζή – μόνο που δεν πατούσε σε ένα κουτί μπογιά για να πέσει κάτω με τα μούτρα. Κι ένας πιτσαδόρος με αγριεμένο βλέμμα που λες και βρισκόταν σε οντισιόν για το ρόλο ψυχοπαθή σε θρίλερ για εφήβους. Και ήταν κι ένας ντελιβεράς από ανθοπωλείο. Ο Γκάρνεϊ έπαιξε πέντε-έξι φορές τα δύο βίντεο όπου εμφανιζόταν ο τελευταίος. Το πρώτο έδειχνε ένα σκούρο μπλε φορτηγάκι να σταθμεύει στο πάρκινγκ – τελείως αδιάφορο στην όψη, εκτός απ’ την επιγραφή στην πόρτα του οδηγού: ΑΝΘΗ ΦΛΟΡΕΝΣ. Το δεύτερο, που είχε και ήχο, έδειχνε τον οδηγό να μπαίνει στο γραφείο της Κάρολ, να αναγγέλλει πως είχε να παραδώσει κάτι λουλούδια –χρυσάνθεμα– σε μία κυρία Μάρτζορι Στότλμαγιερ, και να ζητά και να παίρνει οδηγίες για να πάει στο διαμέρισμά της. Ο οδηγός ήταν κοντός και ασθενικός στην όψη –το πόσο κοντός, ήταν δύσκολο να κρίνεις εξαιτίας της ψηλής, παραμορφωτικής οπτικής γωνίας της κάμερας– και φορούσε ένα στενό τζιν, δερμάτινο, κασκόλ, μπαντάνα και γυαλιά τύπου Μάτριξ. Παρά τις επαναλήψεις, ο Γκάρνεϊ δεν μπορούσε να είναι βέβαιος αν η μικροκαμωμένη αυτή σιλουέτα ανήκε σε άντρα ή γυναίκα. Μα κάτι άλλο ξεκαθάρισε μετά την τρίτη-τέταρτη φορά που έπαιξε το βίντεο: παρά την αναφορά του σε μία μόνο ένοικο, είχε να παραδώσει δύο μπουκέτα χρυσάνθεμα. Πήγε στο γραφείο της Κάρολ Μπλίσι και γυρνώντας μαζί της, την έβαλε να δει το βίντεο. Το στόμα της έμεινε ανοιχτό απ’ την έκπληξη. «Α, αυτόν λες!» Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε υπερβολικά κοντά στον Γκάρνεϊ. «Βάλ’ το πάλι». Όταν το έβαλε, έγνεψε καταφατικά. «Ναι, αυτόν τον θυμάμαι». «Αυτόν;» ρώτησε ο Γκάρνεϊ. «Ή μήπως αυτήν;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

169

«Περίεργο που το ρωτάς. Θυμάμαι ότι κι εγώ ακριβώς το ίδιο πράγμα αναρωτήθηκα. Η φωνή, οι κινήσεις του, δεν θύμιζαν ούτε άντρα ούτε γυναίκα». «Τι εννοείς;» «Ήταν πιο πολύ... σαν μικροκαμωμένο... ξωτικό. Αυτή την αίσθηση μου έδωσε – του ξωτικού. Δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς». Ο αντίλαλος της λέξης petite που είχε χρησιμοποιήσει ο Μπόλο ήρθε στο νου του Γκάρνεϊ. «Και τον έστειλες σε κάποιο συγκεκριμένο διαμέρισμα, έτσι;» «Ναι, στης Μάρτζορι Στότλμαγιερ». «Ξέρεις αν εντέλει παρέλαβε τα λουλούδια;» «Τα παρέλαβε, ναι, γιατί με πήρε τηλέφωνο μετά. Είχε κάποιο πρόβλημα με τα χρυσάνθεμα, αλλά δεν θυμάμαι τι ακριβώς». «Μένει ακόμα εδώ;» «Ναι, ναι. Όσοι έρχονται εδώ, έρχονται για να μείνουν. Οι μόνες αλλαγές συμβαίνουν σε περίπτωση που κάποιος ένοικος φύγει για το μεγάλο ταξίδι». Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε πόσοι απ’ αυτούς τους ταξιδευτές κατέληγαν στο Γουίλοου Ρεστ. Όμως είχε πιο πιεστικά ζητήματα να επιλύσει. «Πόσο καλά την ξέρεις αυτήν τη Στότλμαγιερ;» «Τι θες να μάθεις;» «Πόσο δυνατή είναι η μνήμη της; Και θα δεχόταν να απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις;» Η Κάρολ Μπλίσι ένιωσε την περιέργειά της να εξάπτεται. «Η Μάρτζορι είναι ενενήντα τριών ετών, με μυαλό ξυράφι και τρελαίνεται για κουτσομπολιό». «Τέλεια», είπε ο Γκάρνεϊ, στρέφοντας προς το μέρος της. Το άρωμά της ήταν διακριτικό, με μια ανεπαίσθητη νότα τριαντάφυλλου. «Θα ήταν μεγάλη βοήθεια αν μπορούσες να την πάρεις και να της πεις ότι ένας επιθεωρητής της αστυνομίας θέλει να μάθει μερικά πράγματα για το άτομο που της παρέδωσε την ανθοδέσμη τον περασμένο Νοέμβριο, κι ότι θα εκτιμούσε δεόντως αν του αφιέρωνε μερικά λεπτά απ’ το χρόνο της».

170

JOHN VERDON

«Το μόνο εύκολο». Σηκώθηκε και το χέρι της άγγιξε ίσα ίσα την πλάτη του καθώς περνούσε πλάι του, επιστρέφοντας στο γραφείο της εισόδου. Τρία λεπτά αργότερα, επέστρεψε με το φορητό. «Η Μάρτζορι λέει ότι σκοπεύει να μπει για μπάνιο, και μετά θα ρίξει έναν υπνάκο, κι έπειτα απ’ αυτό θα πρέπει να ετοιμαστεί για το βραδινό, αλλά μπορεί να σου μιλήσει στο τηλέφωνο τώρα». Ο Γκάρνεϊ ύψωσε με επιδοκιμασία και τους δύο αντίχειρες στην Κάρολ και πήρε το τηλέφωνο. «Χαίρετε. Η κυρία Στότλμαγιερ;» «Λέγε με Μάρτζορι». Η φωνή της ήταν ψιλή και διαπεραστική. «Η Κάρολ μου λέει ότι θες να μάθεις γι’ αυτό το αλλόκοτο πλασματάκι που μου έφερε το μυστηριώδες μπουκέτο. Πώς κι έτσι;» «Μπορεί να μην είναι τίποτα, αλλά μπορεί και να είναι εξαιρετικά σημαντικό. Όταν λέτε μυστηριώδες μπουκέτο, τι…» «Υπόθεση δολοφονίας είναι; Ε;» «Μάρτζορι, ελπίζω να καταλαβαίνετε ότι σ’ αυτή τη φάση πρέπει να είμαι προσεκτικός με το τι λέω». «Άρα είναι όντως υπόθεση δολοφονίας. Πω πω, Θεούλη μου! Το ήξερα απ’ την πρώτη στιγμή ότι κάτι δεν πήγαινε καλά». «Απ’ την πρώτη στιγμή;» «Απ’ τα χρυσάνθεμα. Δεν τα είχα παραγγείλει εγώ. Ούτε είχαν κάποια κάρτα. Κι όσοι με ήξεραν αρκετά καλά για να μου στείλουν λουλούδια έχουν ήδη πεθάνει ή πάσχουν από άνοια». «Μόνο ένα μπουκέτο σάς παρέδωσε;» «Τι εννοείς, μόνο ένα;» «Ήταν μία η ανθοδέσμη ή δύο;» «Δύο; Από πού κι ως πού να πάρω δύο; Εδώ η μία και ήταν για γέλια. Πόσους νεκρούς θαυμαστές πιστεύεις ότι έχω;» «Σ’ ευχαριστώ Μάρτζορι, η βοήθειά σου είναι πολύτιμη. Μια τελευταία ερώτηση. Το αλλόκοτο πλασματάκι, όπως το χαρακτηρίσατε, που σας έφερε τα λουλούδια, ήταν άντρας ή γυναίκα;» «Ντρέπομαι που το λέω, αλλά δεν ξέρω. Αυτό είναι το πρόβλημα όταν γερνάς. Στον κόσμο στον οποίο μεγάλωσα εγώ, οι άντρες και οι 7 γυναίκες διέφεραν πολύ. Vive la difference! Το έχεις ακουστά αυτό; Είναι γαλλικό».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

171

«Σας ρώτησε τίποτα το άτομο αυτό;» «Για ποιο θέμα;» «Δεν ξέρω. Για οτιδήποτε». «Όχι, δεν με ρώτησε. Ούτε μου είπε και τίποτα, παρά μόνο Αυτά τα λουλούδια είναι για εσάς, ή κάτι τέτοιο. Με μια φωνούλα ψιλή, σαν του ποντικού. Και είχε και μια μύτη περίεργη». «Περίεργη;» «Σουβλερή. Σαν ράμφος». «Κάτι άλλο παράξενο που έχετε συγκρατήσει;» «Μπα, δεν νομίζω. Μόνο αυτή τη μύτη πουλιού, τη γαμψή». «Πόσο ύψος είχε;» «Ζήτημα να ήταν στο μπόι μου. Μη σου πω και πιο κοντό». «Και το ύψος σας είναι;» «Ένα και πενήντα εφτά ακριβώς. Με γαλανά μάτια. Τα δικά μου, όχι τα δικά του. Αυτός φορούσε γυαλιά ηλίου ενώ ούτε μισή ηλιαχτίδα δεν είχε σκάσει μύτη εκείνη τη μέρα. Ένας ουρανός γκρίζος σαν τον αρουραίο. Αλλά τα γυαλιά δεν τα φοράνε πια μονάχα για τον ήλιο, έτσι δεν είναι; Έχουν γίνει μόδα. Αξεσουάρ. Το ήξερες αυτό; Το αξεσουάρ;» «Σ’ ευχαριστώ για το χρόνο σου, Μάρτζορι. Η βοήθειά σου ήταν ειλικρινά πολύτιμη. Θα είμαστε σε επαφή». Ο Γκάρνεϊ το έκλεισε κι επέστρεψε τη συσκευή στην Κάρολ. Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Τώρα θυμήθηκα τι θέμα είχε με τα λουλούδια». «Τι;» «Με είχε πάρει τηλέφωνο να με ρωτήσει αν το παιδί απ’ το ανθοπωλείο είχε αφήσει κατά λάθος καμιά κάρτα στο γραφείο μου. Επειδή η ανθοδέσμη δεν είχε. Αλλά τι ρώτησες για τα μπουκέτα, αν ήταν ένα ή δύο;» «Αν δεις προσεκτικά το βίντεο», είπε ο Γκάρνεϊ, «θα προσέξεις ότι τα χρυσάνθεμα είναι τυλιγμένα σε δύο ξεχωριστά μπουκέτα. Άρα παρέδωσε δύο ανθοδέσμες, κι όχι μία». «Δεν καταλαβαίνω. Τι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει ότι το πλασματάκι έκανε και δεύτερη επίσκεψη μετά την κυρία Στότλμαγιερ».

172

JOHN VERDON

«Ή πριν απ’ αυτήν, γιατί είπε ότι όταν μπήκε κρατούσε μόνο ένα μπουκέτο». «Πάω στοίχημα ότι το άλλο το είχε καταχωνιάσει έξω απ’ την πόρτα της». «Γιατί;» «Επειδή νομίζω ότι το πλασματάκι μας ήρθε εδώ για να σκοτώσει τη Μαίρη Σπόλτερ, κι έφερε τη δεύτερη ανθοδέσμη για να έχει δικαιολογία να της χτυπήσει την πόρτα – και να της δώσει την αφορμή να του ανοίξει». «Δεν κατάλαβα. Γιατί να μη φέρει μόνο ένα μπουκέτο και να μου πει ότι είχε να το παραδώσει στην κυρία Σπόλτερ; Γιατί να μπλέξει και την κυρία Στότλμαγιερ; Τι νόημα έχει;» «Κι όμως. Αν στο βιβλίο επισκέψεων ήταν καταχωρισμένη η παράδοση της ανθοδέσμης στη Μαίρη Σπόλτερ λίγο πριν από το θάνατό της, το όλο περιστατικό μπορεί να είχε ερευνηθεί πιο προσεκτικά. Προφανώς είχε σημασία για το δολοφόνο ο θάνατος της Μαίρης Σπόλτερ να φανεί τυχαίος. Και το κόλπο έπιασε. Υποψιάζομαι ότι ακόμα και η νεκροψία έγινε στο πόδι». Το στόμα της έχασκε ορθάνοιχτο. «Δηλαδή... θες να πεις... ότι μπήκε όντως ο δολοφόνος εδώ μέσα... στο γραφείο μου... και στο διαμέρισμα της Μάρτζορι... και...» Ξαφνικά, έδειξε ευάλωτη, φοβισμένη. Και το ίδιο ξαφνικά, ο Γκάρνεϊ κυριεύτηκε απ’ το φόβο ότι έκανε αυτό ακριβώς για το οποίο είχε προειδοποιήσει τον εαυτό του: βιαζόταν υπερβολικά. Έκανε τη μία υπόθεση πάνω στην άλλη, και τις περνούσε για λογικά συμπεράσματα. Κι ένα ακόμη ανησυχητικό ερώτημα του ήρθε στο μυαλό. Για ποιο λόγο ανέφερε τις υποθέσεις του σ’ αυτή τη γυναίκα; Προσπαθούσε να την τρομάξει; Να παρατηρήσει τις αντιδράσεις της; Ή μήπως ήθελε απλώς κάποιον να εκλογικεύσει τον τρόπο με τον οποίο ένωνε τις κουκκίδες – θαρρείς κι αυτό θα αποδείκνυε την ορθότητα της εικοτολογίας του; Κι αν ένωνε τις κουκκίδες λαθεμένα, δημιουργώντας μια τελείως αβάσιμη εικόνα; Αν οι κουκκίδες αυτές ήταν απλώς και μόνο τυχαία, μεμονωμένα περιστατικά; Σε τέτοιες φάσεις θυμόταν πάντα, με κάποια αμηχανία, πως όλοι οι άνθρωποι που ζουν στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος βλέπουν τα ίδια αστέρια στον ουρανό. Αλλά κάθε πολιτισμός

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

173

βλέπει διαφορετικούς αστερισμούς. Είχε δει απτές αποδείξεις του φαινομένου πολλές φορές: τα σχήματα που εκλαμβάνουμε καθορίζονται απ’ τις ιστορίες που θέλουμε να πιστέψουμε. 7. Ζήτω η διαφορά. (ΣτΕ)

174

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 23 Κλικ ΜΕ ΜΙΑ ΔΙΑΘΕΣΗ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ και δυσφορίας, ο Γκάρνεϊ πάρκαρε στο πρώτο μίνι μάρκετ που βρήκε φεύγοντας απ’ το Έμερλινγκ Όουκς. Αγόρασε ένα μεγάλο κύπελλο δυνατό καφέ μαζί με δύο μπάρες δημητριακών για να αναπληρώσει το χαμένο του μεσημεριανό, κι επέστρεψε στο αμάξι. Έφαγε τη μία απ’ τις δύο μπάρες – που ήταν σκληρή, άνοστη και κολλώδης. Την άλλη την έχωσε στο ντουλαπάκι για κάποια στιγμή ακόμη πιο απελπιστικής πείνας, κι έπειτα ήπιε μερικές γουλιές απ’ τον χλιαρό καφέ του. Και μετά στρώθηκε στη δουλειά. Πριν φύγει απ’ το γραφείο της Κάρολ Μπλίσι, είχε κατεβάσει τα βίντεο με τον τυπάκο απ’ το ανθοπωλείο στο κινητό του, και τώρα έστειλε το απόσπασμα του βίντεο που δείχνει τον τυπάκο στο εσωτερικό του γραφείου στον Μπόλο, μαζί με το γραπτό μήνυμα Σου θυμίζει κάτι αυτό το άτομο; Έστειλε το ίδιο υλικό και στον Χάρντγουικ, μαζί με ένα μήνυμα που έλεγε Το άτομο που κουβαλάει τα λουλούδια μπορεί να εμπλέκεται στην υπόθεση Σπόλτερ – ως πιθανός σύνδεσμος των θανάτων της Μαίρης και του Καρλ. Έπεται συνέχεια. Έπαιξε ξανά το βίντεο απ’ το πάρκινγκ του οίκου ευγηρίας, επιβεβαιώνοντας την αρχική του εντύπωση για την επιγραφή του ανθοπωλείου στην πόρτα του φορτηγού: ότι δεν ήταν βαμμένη πάνω στο όχημα, αλλά κολλημένη σαν μεγάλο μαγνητάκι ψυγείου. Επιπλέον,

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

175

ότι η επιγραφή ήταν μόνο μία και τοποθετημένη στην πόρτα του οδηγού αντί του συνοδηγού – παράξενη επιλογή, καθώς κάτω από κανονικές συνθήκες η πόρτα του συνοδηγού είναι αυτή που βλέπει ο κόσμος. Μια επιλογή που είχε νόημα, ωστόσο, εφόσον ο οδηγός ήθελε να μπορεί να την αφαιρέσει στα γρήγορα, χωρίς να χρειάζεται να σταματήσει. Δεν υπήρχε αριθμός τηλεφώνου στην επιγραφή. Έψαξε το κατάστημα Άνθη Φλόρενς στο ίντερνετ, και βρήκε κάμποσα ανθοπωλεία μ’ αυτό το όνομα, αλλά κανένα σε ακτίνα διακοσίων χιλιομέτρων απ’ το Έμερλινγκ Όουκς. Κανένα απ’ τα δύο ευρήματα δεν τον εξέπληξε. Τέλειωσε τον καφέ του, που ούτε καν χλιαρός ήταν πια, και κίνησε για το Γουόλνατ Κρόσινγκ – νιώθοντας ταυτόχρονα να σφύζει από ενέργεια και από εκνευρισμό για τα δύο στοιχεία που θεωρούσε τα πλέον αλλόκοτα της υπόθεσης: τον παρεμβαλλόμενο βραχίονα του φανοστάτη, που έμοιαζε να ακυρώνει την υποτιθέμενη θέση του ακροβολιστή, κι έναν σχετικά απλό στόχο σε συνδυασμό με έναν τρόπο εκτέλεσης που φάνταζε υπερβολικά περίπλοκος. Ο Καρλ είχε σκοτωθεί με τον τρόπο που ο Όσβαλντ σκότωσε τον Κένεντι. Όχι με τον τρόπο που οι γυναίκες σκοτώνουν τους άντρες τους. Ούτε με τον τρόπο που οι μαφιόζοι λύνουν τις διαφορές τους. Ο Γκάρνεϊ είχε την αίσθηση ότι ο στόχος μπορούσε να είχε επιτευχθεί με δέκα διαφορετικούς τρόπους – που θα απαιτούσαν πολύ λιγότερο σχεδιασμό, συντονισμό και ακρίβεια απ’ ό,τι μια σφαίρα από απόσταση πεντακοσίων μέτρων με στόχο μια κηδεία στην άλλη πλευρά ενός ποταμού, κι από μια καραμπίνα με σιγαστήρα σε ένα κτίριο γεμάτο καταληψίες. Αν ευσταθούσε βέβαια η υπόθεση ότι η σφαίρα είχε προέλθει όντως απ’ το συγκεκριμένο κτίριο, κι από ένα παράθυρο με απρόσκοπτη θέα στον κρόταφο του Καρλ Σπόλτερ. Και σε ό,τι αφορά τις περίπλοκες υποθέσεις, για ποιο λόγο να σκοτώσει κανείς πρώτα τη μητέρα του Καρλ; Ο πιο προφανής λόγος, με δεδομένη την κατάληξη, θα ήταν να τοποθετήσει τον Καρλ στο νεκροταφείο. Αν όμως ο φόνος εκείνος είχε γίνει για τελείως διαφορετικό λόγο; Βολοδέρνοντας τα μπλεγμένα αυτά ερωτήματα στο μυαλό του στο δρόμο προς το σπίτι, έκανε τη μία ώρα της διαδρομής να περάσει σαν μια στιγμή. Βυθισμένος σε πιθανές ερμηνείες και διασυνδέσεις, μετά

176

JOHN VERDON

βίας αντιλαμβανόταν πού βρισκόταν, ώσπου, στην κορυφή του ορεινού δρόμου που κατέληγε σε αδιέξοδο μπροστά στο σπίτι, ο ήχος της λήψης γραπτού μηνύματος στο κινητό του, επανέφερε την προσοχή του στο περιβάλλον γύρω του. Συνέχισε να ανηφορίζει το παλιό βοσκοτόπι ίσαμε το σπίτι, προτού κοιτάξει την οθόνη. Ήταν η απάντηση –έστω και κακογραμμένη– που ήλπιζε να λάβει απ’ τον Μπόλο: Ναι ναι τα ίδια γυαλιά αλόκοτη μύτη φάτσα που ξεχορίζει. Όσο αφερέγγυος κι αν ήταν ο αυτόπτης μάρτυρας –ο Χάρντγουικ σίγουρα θα έθιγε πάλι αυτό το θέμα– η επαλήθευσή του (κατά κάποιον τρόπο) ότι το παράξενο τυπάκι ήταν παρόν και στα δύο μέρη, έδινε στον Γκάρνεϊ για πρώτη φορά την αίσθηση πως οι συλλογισμοί του για την υπόθεση ήταν στέρεοι. Μπορεί να μην ήταν παρά το συνταίριασμα των δύο πρώτων κομματιών σε ένα παζλ με πεντακόσια κομμάτια, αλλά και πάλι η ικανοποίηση ήταν μεγάλη. Είναι μέχρι να γίνει το κλικ. Και το πρώτο κλικ έχει πάντα μεγάλη δύναμη.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

177

Κεφάλαιο 24 Όλα τα βάσανα του κόσμου ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ, ο Γκάρνεϊ είδε μια πλαστική σακούλα με διάφορα γωνιώδη αντικείμενα στο εσωτερικό να προεξέχουν, κι ένα σημείωμα απ’ τη Μάντλιν στον πάγκο. Αύριο υποτίθεται ότι θα έχει καλό καιρό. Πήρα μερικά πράγματα απ’ το μαγαζί με τα εργαλεία για να αρχίσουμε να ετοιμάζουμε το κοτέτσι. Σύμφωνοι; Μου άλλαξαν το πρόγραμμα σήμερα, κι έτσι γύρισα σπίτι για ένα δίωρο, και τώρα πρέπει να ξαναφύγω. Θα γυρίσω το νωρίτερο κατά τις εφτά το βράδυ. Γι’ αυτό, μη με περιμένεις για να φας. Έχω φαΐ στο ψυγείο. Με αγάπη – Μ. Κοίταξε μέσα στη σακούλα και είδε μια μεταλλική μεζούρα, ένα μεγάλο κουβάρι κίτρινο νάιλον σπάγκο, δύο ποδιές ξυλουργού από καναβάτσο, δύο μολύβια ξυλουργικής, ένα κίτρινο σημειωματάριο, δύο ζευγάρια γάντια εργασίας, δύο αλφάδια και μια χούφτα μεγάλα μεταλλικά πασσαλάκια οριοθέτησης. Κάθε φορά που η Μάντλιν έκανε το πρώτο συγκεκριμένο βήμα προς ένα σχέδιο που θα απαιτούσε τη συμμετοχή του, η πρώτη του αντίδραση ήταν πάντα η δυσαρέσκεια. Αλλά εξαιτίας της πρόσφατης συζήτησής τους για την ανηλεή εμμονή του με το αίμα και το χάος – ή ίσως και λόγω της στενής επαφής που είχε ακολουθήσει τη συζήτηση αυτή– προσπάθησε να αντιμετωπίσει το επικείμενο χτίσιμο του κοτετσιού πιο αισιόδοξα.

178

JOHN VERDON

Ίσως ένα ντους να βοηθούσε, να του έφτιαχνε λίγο τη διάθεση. Μισή ώρα αργότερα γύρισε στην κουζίνα – ανανεωμένος, πεινασμένος και νιώθοντας κάπως καλύτερα για την προθυμία της Μάντλιν να αρχίσουν τις οικοδομικές εργασίες. Μάλιστα, ένιωθε αρκετά αναζωογονημένος ώστε να κάνει το πρώτο βήμα. Πήρε τα εργαλεία απ’ τον πάγκο κι ένα σφυρί απ’ την ντουλάπα με τα παπούτσια, και βγήκε στη βεράντα, απ’ όπου επόπτευσε την περιοχή που η Μάντλιν είχε ορίσει για το κοτέτσι και το περιφραγμένο δρομάκι: το κομμάτι ανάμεσα στα σπαράγγια και τη μεγάλη μηλιά, όπου ο Χόρας και το μικρό του φτερωτό χαρέμι θα ήταν ορατοί απ’ το τραπέζι της κουζίνας. Το κοτέτσι όπου ο Χόρας θα κακάριζε ευτυχής, ορίζοντας την περιοχή του. Ο Γκάρνεϊ πήγε στο παρτέρι με τα σπαράγγια –ένα μικρό καφασωτό περιβόλι– και ακούμπησε τα εργαλεία της Μάντλιν πλάι του στο γρασίδι. Πήρε το σημειωματάριο κι ένα μολύβι και σχεδίασε χοντρικά τις θέσεις των σπαραγγιών, της βεράντας και της μηλιάς. Έπειτα διέσχισε τις αδρά καθορισμένες διαστάσεις του κοτετσιού και του περιφραγμένου διαδρόμου. Πάνω που έβγαζε τη μεταλλική μεζούρα για να μετρήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τις διαστάσεις, άκουσε το σταθερό να χτυπά. Άφησε το σημειωματάριο και το μολύβι στη βεράντα και πήγε στο καθιστικό. Ήταν ο Χάρντγουικ. «Λοιπόν; Ποιο είναι αυτό το μπασμένο παπάρι;» «Καλή ερώτηση. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο τύπος – πρόκειται για άντρα απ’ ό,τι μου λένε– βρισκόταν στον οίκο ευγηρίας όπου έμενε η Μαίρη Σπόλτερ τη μέρα του θανάτου της, καθώς και στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας στο Λονγκ Φολς πέντε μέρες πριν από την κηδεία και ξανά τη μέρα που πυροβολήθηκε ο Καρλ Σπόλτερ». «Πρόκειται για κάτι που θα έπρεπε να γνωρίζει ο Κλέμπερ;» «Ο Εστάβιο Μπολόκο λέει πως είπε στον Κλέμπερ ότι τον είχε δει τον τύπο στο διαμέρισμα και στις δύο περιστάσεις. Αυτό θα έπρεπε να είχε πονηρέψει τον Κλέμπερ – ή έστω να εγείρει ερωτήματα ως προς τη χρονική στιγμή του θανάτου της μητέρας». «Όμως δεν υπάρχουν μάρτυρες της συνομιλίας μεταξύ Κλέμπερ και Μπολόκο, σωστά;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

179

«Όχι – εκτός κι αν ο Φρέντι, ο μάρτυρας που κατέθεσε στη δίκη, ήταν παρών. Αλλά όπως σου είπα, τα ίχνη του αγνοούνται». Ο Χάρντγουικ ξεφύσησε δυνατά. «Χωρίς τη μαρτυρία τρίτου, η υποτιθέμενη αυτή συνομιλία μεταξύ Κλέμπερ και Μπολόκο είναι άχρηστη». «Το γεγονός ότι ο Μπολόκο αναγνώρισε το άτομο στο βίντεο του Έμερλινγκ Όουκς συνδέει τους θανάτους μητέρας και γιου. Κι αυτό, μόνο άχρηστο δεν το λες». «Από μόνο του δεν αποδεικνύει παράπτωμα της αστυνομίας – κάτι που το καθιστά άχρηστο για την έφεση, που είναι ο μόνος μας στόχος, όπως σου λέω και σου ξαναλέω, γαμώ το κέρατό μου, άλλο εσύ παριστάνεις τον κουφό». «Κι εσύ παριστάνεις τον κουφό σ’ ό,τι αφορά…» «Ξέρω – σ’ ό,τι αφορά τη δικαιοσύνη, την ενοχή και την αθωότητα. Αυτό θες να πεις;» «Εντάξει, Τζακ, πρέπει να κλείσω. Θα συνεχίσω να σου στέλνω ό,τι άχρηστη πληροφορία προκύψει». Μια παύση ακολούθησε. «Παρεμπιπτόντως, ίσως θα έπρεπε να ρίξεις μια ματιά και στους υπόλοιπους μάρτυρες που κατέθεσαν εναντίον της Κέι. Θα έχει ενδιαφέρον να μάθουμε πόσοι απ’ αυτούς μπορούν να εντοπιστούν». Ο Χάρντγουικ δεν απάντησε. Ο Γκάρνεϊ το έκλεισε. Κοίταξε το ρολόι και βλέποντας ότι κόντευε έξι, θυμήθηκε ότι πεινούσε. Πήγε στην κουζίνα κι ετοίμασε μια ομελέτα με τυρί. Το φαΐ τον ηρέμησε, απομακρύνοντας το μεγαλύτερο μέρος της έντασης που συνέχιζε να κλιμακώνεται με κάθε σύγκρουση της προσέγγισής του στην υπόθεση με αυτήν του Χάρντγουικ. Ο Γκάρνεϊ το είχε ξεκαθαρίσει απ’ την πρώτη στιγμή ότι εφόσον ήθελε τη βοήθειά του, θα έπρεπε να αποδεχτεί και τους όρους του. Η παράμετρος αυτή της συμφωνίας τους δεν επρόκειτο να αλλάξει. Ούτε, καταπώς φαίνεται, και η δυσαρέσκεια του Χάρντγουικ γι’ αυτήν. Καθώς στεκόταν στο νεροχύτη πλένοντας το τηγάνι, τα μάτια του γλάρωσαν και η ιδέα ενός υπνάκου του φάνηκε ιδιαίτερα ελκυστική. Απλώς θα έπεφτε να λαγοκοιμηθεί για ένα απ’ αυτά τα αναζωογονητικά δεκάλεπτα που τόσο τον βοηθούσαν παλιότερα, όταν είχε διπλο-

180

JOHN VERDON

βάρδια στο τμήμα. Σκούπισε τα χέρια του, πήγε στην κρεβατοκάμαρα, ακούμπησε το κινητό του στο κομοδίνο, έβγαλε τα παπούτσια του, τεντώθηκε πάνω στο πάπλωμα κι έκλεισε τα μάτια. Τον ξύπνησε το κινητό. Αμέσως κατάλαβε ότι ο υπνάκος του είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα δέκα λεπτά. Στην πραγματικότητα, το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε 7:32 μ.μ. Είχε κοιμηθεί για πάνω από μία ώρα. Η αναγνώριση κλήσης έλεγε Κάιλ Γκάρνεϊ. «Παρακαλώ;» «Καλησπέρα, μπαμπά! Αγουροξυπνημένος μου ακούγεσαι. Δεν σε ξύπνησα, ελπίζω;» «Όχι, όχι. Πού είσαι; Όλα καλά;» «Είμαι στο σπίτι και βλέπω αυτή τη σειρά με τις συνεντεύξεις για πολύκροτες δίκες – Όταν το έγκλημα διχάζει. Και είναι ένας δικηγόρος που σε αναφέρει κάθε λίγο και λιγάκι». «Τι; Ποιος δικηγόρος;» «Ένας τύπος ονόματι Μπίντσερ. Ρεξ, Λεξ, κάπως έτσι είναι το μικρό του». «Στην τηλεόραση;» «Στο αγαπημένο σου κανάλι, το RAM-TV. Με ταυτόχρονη μετάδοση στον ιστότοπό τους». Ο Γκάρνεϊ έκανε ένα μορφασμό. Ακόμα κι αν δεν είχε μπλέξει σε τέτοιον ελεεινό βαθμό με το RAM-TV στη διάρκεια της υπόθεσης του Καλού Ποιμένα, η ιδέα πως οποιοσδήποτε τον μνημόνευε στο πιο τρισάθλιο, υποκειμενικό καλωδιακό κανάλι ενημέρωσης στην ιστορία της ραδιοτηλεόρασης, ήταν από μόνη της αποκρουστική. Και τι διάολο σκάρωνε ο Μπίντσερ πάλι; «Τον δείχνει τώρα που μιλάμε αυτόν το δικηγόρο;» «Ναι. Την έβλεπε ένας φίλος μου την εκπομπή, και τους άκουσε να αναφέρουν το επίθετο Γκάρνεϊ. Με πήρε, λοιπόν, και το έβαλα κι εγώ. Μπες απλά στο σάιτ τους και κλίκαρε το κουμπί Live Stream». Ο Γκάρνεϊ σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, πήγε βιαστικά στο καθιστικό και ακολούθησε τις οδηγίες του Κάιλ στο λάπτοπ του – κάνοντας εναλλάξ εικασίες για το παιχνίδι που πιθανόν έπαιζε ο Μπίντσερ, και ξαναζώντας την εμπειρία που είχε με τον ανατριχιαστικό υπεύθυνο προγράμματος του RAM-TV πριν από μερικούς μήνες.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

181

Με την τρίτη προσπάθεια συνδέθηκε στο πρόγραμμα. Η οθόνη έδειχνε δύο άντρες καθισμένους σε γωνιώδεις καρέκλες από τις δύο πλευρές ενός χαμηλού τραπεζιού, με μια κανάτα νερό και δύο ποτήρια. Στη βάση της οθόνης, άσπρα γράμματα σε μια έντονη κόκκινη λωρίδα έγραφαν ΟΤΑΝ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΔΙΧΑΖΕΙ. Από κάτω, κινούμενα γράμματα σε μια μπλε λωρίδα μετέφεραν μια ατέλειωτη αλληλουχία από πανικόβλητα έκτακτα ρεπορτάζ για κάθε λογής αναταραχή, καταστροφή και διαφωνία στον κόσμο – μια τρομοκρατική απειλή με πυρηνικά, μια επιδημία από τοξίνη αφρικανικού ψαριού κι έναν καβγά δύο επώνυμων που είχαν τρακάρει τις Πόρσε τους. Κρατώντας μερικά φύλλα χαρτί στο χέρι, και με το βαθιά προβληματισμένο ύφος των κενόδοξων τηλεοπτικών δημοσιογράφων όπου γης, ο τύπος στ’ αριστερά έγερνε προς το μέρος του τύπου στα δεξιά. Ο Γκάρνεϊ είχε συνδεθεί στο πρόγραμμα τη στιγμή που ο παρουσιαστής βρισκόταν στα μισά μιας πρότασης. «...πρόκειται για σοβαρή καταγγελία του συστήματος, Λεξ – ελπίζω να χρησιμοποιώ σωστά τον νομικό όρο». Ο άντρας στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, γερμένος ήδη προς τα μπρος κι αυτός, έγειρε κι άλλο. Χαμογελούσε, αλλά η έκφρασή του έμοιαζε να είναι μόνο και μόνο το διεκπεραιωτικό γύμνωμα δοντιών σε μια επίδειξη εχθρικής διάθεσης. Η φωνή του ήταν διαπεραστική, έρρινη και δυνατή. «Μπράιαν, τόσα χρόνια συνήγορος υπεράσπισης, είναι η πρώτη φορά που πέφτω σε τέτοιο αξιόμεμπτο παράδειγμα τρισάθλιας ολιγωρίας από μέρους της αστυνομίας. Μιλάμε για πλήρη υπονόμευση της δικαιοσύνης». Ο Μπράιαν έδειχνε αποτροπιασμό. «Είχες αρχίσει να απαριθμείς ορισμένα απ’ τα προβλήματα λίγο πριν πάμε για διάλειμμα, Λεξ. Αντιφάσεις των αποδεικτικών στοιχείων, ψευδορκία, απουσία καταθέσεων μαρτύρων…» «Και τώρα μπορείς να προσθέσεις σ’ αυτούς τουλάχιστον ένα μάρτυρα που αγνοείται. Μόλις έλαβα ένα σχετικό μήνυμα από ένα μέλος της ομάδας μου έρευνας. Καθώς και τη σεξουαλική παρενόχληση από πιθανό ύποπτο. Συν τη χονδροειδή αποτυχία να εξετάσουν προφανή εναλλακτικά σενάρια για το φόνο – όπως μια μοιραία διαμάχη με το οργανωμένο έγκλημα, άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας με ισχυ-

182

JOHN VERDON

ρότερα κίνητρα για φόνο απ’ ό,τι η Κέι Σπόλτερ, ή ακόμα και το ενδεχόμενο μιας πολιτικά υποκινούμενης δολοφονίας. Μάλιστα, Μπράιαν, βρίσκομαι στα πρόθυρα αιτήματος επισταμένης έρευνας από ειδικό ανακριτή της εισαγγελίας ως προς μια υπόθεση που μπορεί να είναι μια τεράστια συγκάλυψη αμέλειας του δημόσιου κατήγορου. Μου φαίνεται απίστευτο ότι το όλο ενδεχόμενο του οργανωμένου εγκλήματος δεν εξετάστηκε ποτέ». Ο δημοσιογράφος, με μια έκφραση-προσωποποίηση του κουφιοκέφαλου προβληματισμού, έκανε μια χειρονομία με τα χαρτιά που κρατούσε. «Δηλαδή αυτό που μας λες εδώ, Λεξ, είναι ότι η ανησυχητική αυτή υπόθεση μπορεί να είναι πολύ πιο σοβαρή απ’ ό,τι πιστεύαμε μέχρι τώρα;» «Και λίγα λες, Μπράιαν! Προβλέπω να πέφτουν κεφάλια σε υψηλά κλιμάκια της αστυνομίας! Όλοι, από επιθεωρητές μέχρι υπαλλήλους της εισαγγελίας, μπορεί να οδεύσουν προς το αλυσοπρίονο του νόμου! Και δεν θα φοβηθώ να το βάλω μπρος!» «Καταπώς φαίνεται, έχεις καταφέρει να αποκαλύψεις ένα σωρό ζημιογόνα στοιχεία σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Ανέφερες πριν ότι έχεις επιστρατεύσει τις υπηρεσίες ενός κορυφαίου επιθεωρητή της αστυνομίας της Νέας Υόρκης, του Ντέιβ Γκάρνεϊ, ο οποίος συνεργάζεται μαζί σου – ο ίδιος αστυνομικός που πρόσφατα έκανε την επίσημη εκδοχή της υπόθεσης του Καλού Ποιμένα κομματάκια. Είναι ο Ντέιβ Γκάρνεϊ ο υπεύθυνος για την πληροφόρησή σου;» «Να σου το θέσω αλλιώς, Μπράιαν. Διευθύνω μια πολύ δυναμική ομάδα. Εγώ παίρνω τις αποφάσεις, κι έχω εξαιρετικούς συνεργάτες που εκτελούν τις επιμέρους κινήσεις. Ο Γκάρνεϊ έχει τον κορυφαίο αριθμό επιτυχούς επίλυσης υποθέσεων δολοφονίας στα χρονικά της αστυνομίας της Νέας Υόρκης. Κι έχει στο πλευρό του τον ιδανικό συνεργάτη, τον Τζακ Χάρντγουικ – έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ που εκδιώχτηκε απ’ το Σώμα για τη βοήθεια που προσέφερε στον Γκάρνεϊ στην υπόθεση του Καλού Ποιμένα. Τα στοιχεία που έχουμε ανακαλύψει είναι μπαρούτι σκέτο – η μία βόμβα μετά την άλλη. Και σου το λέω να το ξέρεις – με τη βοήθειά τους, θα τινάξω την υπόθεση Σπόλτερ στον αέρα». «Λεξ, μόλις έδωσες την τέλεια κατακλείδα. Και κάπου εδώ, ο χρόνος μας τελειώνει. Σας ευχαριστούμε θερμά που ήσαστε μαζί μας κι

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

183

απόψε. Είμαι ο Μπράιαν Μπορκ, κι αυτή ήταν η εκπομπή Όταν το έγκλημα διχάζει, η βραδινή σας θέση στο ρινγκ για τις πιο εκρηκτικές νομικές διαμάχες που εξελίσσονται αυτή τη στιγμή!» Μια φωνή πίσω απ’ τον Γκάρνεϊ τον ξάφνιασε. «Τι βλέπεις;» Ήταν η Μάντλιν. Στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. «Βράχηκες;» τη ρώτησε. «Μόλις έπιασε βροχή. Δεν το πρόσεξες;» «Έμπλεξα μ’ αυτή τη βλακεία, και με τις δύο έννοιες». Κι έδειξε τον υπολογιστή. Η Μάντλιν μπήκε στο δωμάτιο, κοιτώντας την οθόνη συνοφρυωμένη. «Τι έλεγε πριν από λίγο για σένα;» «Τίποτα καλό». «Εμένα κολακευτικά μου ακούστηκαν». «Η κολακεία δεν είναι πάντα ωφέλιμη. Όλα εξαρτώνται απ’ την πηγή της». «Ποιος ήταν αυτός που έδινε συνέντευξη;» «Ο απερίσκεπτος δικηγόρος που ο Χάρντγουικ προσέλαβε για την Κέι Σπόλτερ». «Και πού είναι το πρόβλημα;» «Δεν μ’ αρέσει να μοστράρουν το όνομά μου στην τηλεόραση, ιδίως τέτοια εγωπαθή άτομα και σ’ αυτό τον τόνο». Η Μάντλιν φάνηκε να θορυβείται. «Πιστεύεις ότι σε βάζει σε κίνδυνο;» Αυτό που πίστευε, αλλά δεν σκόπευε να πει για να μην την τρομάξει, ήταν ότι ο αγωνιστικός χώρος έπαιρνε επίφοβη κλίση όταν ο δολοφόνος ήξερε τη δική σου ταυτότητα πριν εσύ μάθεις τη δική του. Ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν μου αρέσει η δημοσιότητα. Ούτε να φλυαρούν για τα πιθανά σενάρια στα μέσα ενημέρωσης. Ούτε οι υπερβολές. Και κυρίως δεν μ’ αρέσουν οι μεγαλόστομοι, αυτοδιαφημιζόμενοι δικηγόροι». Υπήρχε άλλη μία παράμετρος της αντίδρασής του που δεν ανέφερε: ένα υποδόριο αίσθημα ενθουσιασμού. Παρόλο που τα αρνητικά του σχόλια ήταν όλα ειλικρινή, όφειλε να παραδεχτεί, έστω και στον εαυτό του μόνο, ότι ένας φαφλατάς σαν τον Μπίντσερ είχε τον τρόπο

184

JOHN VERDON

να κινήσει τα πράγματα και να προκαλέσει αποκαλυπτικές απαντήσεις από πρόσωπα ενδιαφέροντος. «Σίγουρα μόνο αυτά σ’ ενοχλούν;» «Δεν είναι αρκετά;» Η Μάντλιν τον κοίταξε επίμονα, ανήσυχη. Με ένα βλέμμα σαν να έλεγε Δεν απάντησες στ’ αλήθεια στην ερώτησή μου. Ο Γκάρνεϊ είχε αποφασίσει να περιμένει μέχρι το επόμενο πρωί προτού τηλεφωνήσει στον Χάρντγουικ για να του αναφέρει το σόου του Μπίντσερ στην τηλεόραση. Τώρα, στις 8:30 π.μ., αποφάσισε να περιμένει λίγο ακόμα – τουλάχιστον μέχρι να πιει τον καφέ του. Η Μάντλιν καθόταν ήδη στο τραπέζι της κουζίνας. Πήρε την κούπα του καφέ του και κάθισε απέναντί της. Ξαφνικά, χτύπησε το σταθερό. Σηκώθηκε πάλι με έναν πήδο και πήγε να το πάρει απ’ το καθιστικό. «Γκάρνεϊ». Έτσι δήλωνε παλιά, όταν δούλευε στο Σώμα, την ταυτότητά του στο τηλέφωνο – μια συνήθεια που νόμιζε πως είχε ξεπεράσει. Η βραχνή, μπάσα, σχεδόν κοιμισμένη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ήταν γνώριμη. «Καλημέρα σας, κύριε Γκάρνεϊ. Λέγομαι Αντώνης Αγγελίδης». Ο συνομιλητής του έκανε μια παύση, σαν να περίμενε κάποια απάντηση σε ένδειξη αναγνώρισης. Όταν ο Γκάρνεϊ δεν είπε τίποτα, εξακολούθησε. «Απ’ ό,τι κατάλαβα συνεργάζεστε με έναν τύπο ονόματι Μπίντσερ, σωστά;» Τώρα είχε την πλήρη προσήλωση του Γκάρνεϊ, που αίφνης ηλεκτρίστηκε απ’ την ανάμνηση όσων του είχε πει η Κέι Σπόλτερ για τον άντρα που ήταν γνωστός με το παρατσούκλι Ντόνι Έιντζελ. «Γιατί ρωτάτε;» «Γιατί ρωτώ; Επειδή τον είδα στην τηλεόραση. Ο Μπίντσερ αναφέρθηκε σ’ εσάς πολλές φορές. Το γνωρίζετε, έτσι;» «Ναι». «Ωραία. Και είστε επιθεωρητής, αν δεν κάνω λάθος;» «Ακριβώς». «Και μάλιστα διάσημος, έτσι;» «Αυτό δεν θα το σχολιάσω».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

185

«Γούστο έχετε. Αυτό δεν θα το σχολιάσω. Μ’ αρέσει η σεμνότητά σας». «Τι θα θέλατε, κύριε Αγγελίδη;» «Τίποτα. Πιστεύω ότι μπορώ να σας βοηθήσω να μάθετε ορισμένα πράγματα». «Τι είδους πράγματα;» «Πράγματα που μπορούν να σχολιαστούν κατ’ ιδίαν. Μπορεί να σας γλιτώσω από μεγάλα βάσανα». «Τι είδους βάσανα;» «Όλα τα βάσανα του κόσμου. Και να σας βοηθήσω να κερδίσετε χρόνο. Πολύ χρόνο. Ο χρόνος είναι χρήμα. Και δεν έχουμε αρκετό. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω;» «Κύριε Αγγελίδη, θέλω να μου πείτε το λόγο του τηλεφωνήματός σας». «Το λόγο; Μα η υπόθεση που έχετε αναλάβει. Βλέποντας τον Μπίντσερ στην τηλεόραση, σκέφτηκα Όλα αυτά είναι μαλακίες, δεν έχουν ιδέα τι σκατά κάνουν. Ορισμένες απ’ τις μαλακίες που είπε θα σας κάνουν να χάσετε το χρόνο σας και θα σας εξοργίσουν. Γι’ αυτό θέλω να σας κάνω μια χάρη και να σας στρέψω προς τη σωστή κατεύθυνση». «Στη σωστή κατεύθυνση ως προς τι;» «Ως προς το ποιος είναι ο δολοφόνος του Καρλ Σπόλτερ. Αυτό δεν θέλετε να μάθετε;»

186

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 25 Ο χοντρο-Γκας Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ που σχεδίαζε στον Χάρντγουικ, παραλείποντας την όποια επίθεση στο όλο στιλάκι του Μπίντσερ. Εξάλλου, είχε ραντεβού με τον Ντόνι Έιντζελ στις δύο το μεσημέρι σε ένα εστιατόριο στο Λονγκ Φολς –ένα ραντεβού που μπορούσε να αλλάξει τα πάντα– το οποίο είχε προφανώς υποκινηθεί απ’ την ερμηνεία του Μπίντσερ. Αφού άκουσε την περίληψη της τηλεφωνικής του συνομιλίας με τον Έιντζελ, ο Χάρντγουικ τον ρώτησε χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό αν ήθελε ενισχύσεις, ή αν προτιμούσε να φορέσει κοριό – σε περίπτωση που τα πράγματα στο εστιατόριο πήγαιναν στραβά. Ο Γκάρνεϊ απέρριψε και τις δύο προσφορές. «Θα υποθέτει ήδη το ενδεχόμενο των ενισχύσεων, και η υπόθεση είναι εξίσου χρήσιμη με την πραγματικότητα. Όσο για τον κοριό, θα υποθέτει την ύπαρξή του, και θα πάρει τις απαραίτητες προφυλάξεις». «Σου έδωσε καθόλου την αίσθηση του τι ακριβώς επιδιώκει;» «Μόνο ότι τον έχει αναστατώσει η κατεύθυνση της έρευνας, όπως τη φαντάζεται, και θέλει να της αλλάξει ρότα». Ο Χάρντγουικ καθάρισε το λαιμό του. «Ένα προφανές πρόβλημα θα ήταν το υπονοούμενο του Λεξ ότι ο Καρλ μπορεί να εκτελέστηκε εξαιτίας διαφωνίας με κάποιο μέλος της μαφίας». «Και μια που το ανέφερες, η χύμα προσέγγισή του στην υπόθεση, μου φαίνεται πολύ ευρύτερη απ’ τη συμβουλή σου να εστιάζω». «Δε μας γαμάς, ρε Σέρλοκ. Επίτηδες δεν περνάς στο ζουμί. Και το ζουμί είναι ότι αναφέρει σενάρια σύμφωνα με τα οποία ο Κλέμπερ

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

187

απέτυχε να ερευνήσει τα ενδεχόμενα που όφειλε. Ό,τι λέει ο Λεξ ξεσκεπάζει μια ανέντιμη, ανίκανη, προκατειλημμένη έρευνα. Αυτό είναι όλο. Κι αυτό είναι το ζητούμενο της έφεσης. Δεν σου λέει ότι πρέπει να κάτσεις και να σκαλίσεις κάθε μαλακία που αναφέρει – λέει μόνο ότι ο Κλέμπερ δεν το έκανε». «Εντάξει, Τζακ. Αλλαγή θέματος. Η φίλη σου στο τμήμα ανθρωποκτονιών – η Έστι Μορένο; Μπορεί να ρίξει μια ματιά στην έκθεση του ιατροδικαστή για τη Μαίρη Σπόλτερ;» Ο Χάρντγουικ δίστασε. «Τι περιμένεις ότι θα λέει;» «Θα λέει ότι τα αίτια θανάτου είναι συμβατά με πτώση, αλλά πάω στοίχημα ότι η περιγραφή των κακώσεων σε κρανίο και ιστούς είναι επίσης συμβατή με τραύμα από αμβλύ όργανο, όπως αυτό που θα προέκυπτε αν κάποιος την άρπαζε απ’ τα μαλλιά και της κοπάναγε το κεφάλι στην μπανιέρα». «Το οποίο θα αποδεικνύει ότι δεν έπεσε εντέλει. Και μετά, τι;» «Μετά θα συνεχίσω να ακολουθώ τον μίτο». Αφού το έκλεισαν, ο Γκάρνεϊ κοίταξε την ώρα και είδε ότι είχε ένα δίωρο ελεύθερο μέχρι να φύγει για το Λονγκ Φολς. Νιώθοντας ότι μπορούσε να περάσει στην πράξη το σχέδιο κοτέτσι, φόρεσε ένα ζευγάρι λαστιχένιες γαλότσες κηπουρικής και βγήκε απ’ την πλαϊνή πόρτα στην περιοχή που είχε αρχίσει να μετρά την προηγούμενη μέρα. Προς μεγάλη του έκπληξη βρήκε τη Μάντλιν ήδη στην αυλή, με τη μεζούρα στο χέρι. Είχε περάσει τη μία, κυρτή άκρη της πάνω απ’ το καφασωτό των σπαραγγιών και πισωπατούσε αργά προς τη μηλιά. Όταν κόντευε να φτάσει, η άλλη άκρη ξελάσκαρε κι άρχισε να μαζεύεται τσουλώντας στο έδαφος, ώσπου χώθηκε όλη μέσα στη θήκη της. «Γαμώτο!» είπε. «Τρίτη φορά γίνεται αυτό». Ο Γκάρνεϊ πλησίασε, πήρε την άκρη της μεζούρας και τη στερέωσε πάλι στα σπαράγγια. «Εδώ τη θέλεις;» ρώτησε. Η Μάντλιν έγνεψε καταφατικά, με μια έκφραση ανακούφισης. «Να ’σαι καλά». Για την επόμενη μιάμιση ώρα τη βοήθησε στις μετρήσεις για το κοτέτσι και το δρομάκι, κάρφωσε μαζί της τα πασσαλάκια στις γωνίες των μετρήσεων, τετραγώνισε τις διαγωνίους, και μόνο μία φορά στη

188

JOHN VERDON

διάρκεια όλης αυτής της δουλειάς εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τις αποφάσεις της Μάντλιν – όταν έδειξε τη θέση του δρόμου σε ένα σημείο που θα είχε ως αποτέλεσμα ένας μεγάλος κίτρινος θάμνος να βρίσκεται στο εσωτερικό της περίφραξης αντί έξω. Ο Γκάρνεϊ θεωρούσε ότι ήταν λάθος να αφήσουν το θάμνο να καταλάβει τόσο πολύ απ’ τον περιφραγμένο χώρο. Αλλά η Μάντλιν είπε ότι στα κοτόπουλα θα άρεσε να έχουν ένα θάμνο στο δρομάκι τους, γιατί, παρόλο που λάτρευαν την ανοιχτωσιά, είχαν εξίσου αδυναμία στη σκιά και τις κρυψώνες. Τα έκαναν να νιώθουν ασφαλή. Καθώς του τα εξηγούσε, ο Γκάρνεϊ ένιωθε πόσο πολύ την απασχολούσε το όλο ζήτημα. Και μάλιστα φθονούσε κάπως την εντυπωσιακή της αυτή ικανότητα να εστιάζει και να νοιάζεται απόλυτα για οτιδήποτε είχε να αντιμετωπίσει. Τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα ήταν σημαντικά γι’ αυτήν. Του ήρθε η μάλλον ανόητη σκέψη πως ίσως ό,τι είχε σημασία στη ζωή να ήταν αυτά τα σημαντικά πράγματα – όσα κι αν ήταν. Είχε κάτι το σχεδόν σουρεαλιστικό αυτή η σκέψη, το οποίο απέδωσε εν μέρει στον περίεργο καιρό. Έκανε αισθητή ψύχρα για Αύγουστο μήνα, με μια φθινοπωρινή θαμπάδα να πλανιέται στον αέρα και μια μυρωδιά χώματος να αναδύεται απ’ το βρεγμένο χορτάρι. Όλα αυτά έκαναν ό,τι συνέβαινε εκείνη τη φευγαλέα στιγμή να μοιάζουν περισσότερο με θολό όνειρο παρά με την αιχμηρή πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Η Οδύσσεια του Αιγαίου, το εστιατόριο όπου θα συναντιόταν με τον Αντώνη –Ντόνι Έιντζελ– Αγγελίδη, βρισκόταν στη Λεωφόρο Άξτον, λιγότερο από τρία τετράγωνα απ’ την πολυκατοικία όπου είχε επικεντρωθεί η έρευνα. Η δίωρη διαδρομή απ’ το Γουόλνατ Κρόσινγκ είχε κυλήσει χωρίς απρόοπτα. Το πάρκινγκ, όπως και στην προηγούμενη επίσκεψή του στην περιοχή, δεν ήταν πρόβλημα. Βρήκε θέση στα πενήντα μέτρα απ’ την είσοδο του εστιατορίου. Ήταν ακριβώς στην ώρα του: 2 μ.μ. Μέσα το μαγαζί ήταν ήσυχο και σχεδόν έρημο. Μόνο ένα από τα περίπου είκοσι τραπέζια ήταν κατειλημμένο, κι αυτό από έναν μοναχικό γέρο που διάβαζε μια ελληνική εφημερίδα. Ο διάκοσμος περιλάμβανε τα συνηθισμένα λευκά και γαλάζια ελληνικά χρώματα, με

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

189

πολύχρωμα πλακάκια στους τοίχους. Στον αέρα πλανιόταν μια ανάκατη μυρωδιά από ρίγανη, μαντζουράνα, ψητό αρνάκι και δυνατό καφέ. Ένας νεαρός σερβιτόρος με σκούρα μάτια τον πλησίασε. «Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» «Λέγομαι Γκάρνεϊ. Έχω ραντεβού με τον κύριο Αγγελίδη». «Φυσικά. Περάστε». Τον οδήγησε στο πίσω μέρος της αίθουσας, που ήταν χωρισμένο σε σεπαρέ, κι έπειτα έκανε στο πλάι και του έδειξε ένα από αυτά, που θα χωρούσε κι έξι άτομα αλλά για την ώρα είχε μόνο ένα θαμώνα – έναν γεροδεμένο άντρα με μεγάλο κεφάλι και ατίθασα γκρίζα μαλλιά. Ο άντρας είχε τη στραβή, πλακουτσή μύτη παλαίμαχου μποξέρ. Οι στιβαροί του ώμοι άφηναν να εννοηθεί ότι κάποτε ήταν πολύ χειροδύναμος, και ότι ίσως να ήταν ακόμα. Στην έκφρασή του κυριαρχούσαν βαθιά χαραγμένες ρυτίδες απαρέσκειας και δυσπιστίας. Κρατούσε ένα χοντρό μάτσο δολάρια και τα μετρούσε τοποθετώντας τα σε μια στοίβα πάνω στο τραπέζι. Φορούσε ένα χρυσό Ρόλεξ στον καρπό. Σήκωσε τα μάτια. Το στόμα του χαμογέλασε χωρίς να χάσει το παραμικρό απ’ την ξινισμένη του έκφραση. «Σας ευχαριστώ που ήρθατε. Είμαι ο Αντώνης Αγγελίδης». Η φωνή του ήταν μπάσα και βραχνή, σαν να είχε οζίδια στις φωνητικές χορδές από πολύχρονη φωνασκία. «Συγγνώμη που δεν σηκώνομαι να σας υποδεχτώ, κύριε Γκάρνεϊ. Η μέση μου... έχει προβλήματα. Καθίστε, παρακαλώ». Παρά τη βραχνάδα του, η άρθρωσή του ήταν αλλόκοτα καθαρή, σαν να επέλεγε την κάθε συλλαβή με προσοχή. Ο Γκάρνεϊ κάθισε ακριβώς απέναντί του. Υπήρχαν κάμποσα πιάτα με φαγητά στο τραπέζι. «Η κουζίνα δεν έχει ανοίξει ακόμα, αλλά τους ζήτησα να ετοιμάσουν μερικά πιάτα, για να έχετε επιλογές. Όλα είναι εξαιρετικά. Ξέρετε από ελληνική κουζίνα;» «Μόνο μουσακά, σουβλάκι και μπακλαβά». «Α! Λοιπόν, να σας εξηγήσω τι είναι τι». Ακούμπησε το πάκο με τα δολάρια στο τραπέζι κι άρχισε να δείχνει και να περιγράφει λεπτομερώς τα συστατικά του κάθε πιάτου – σπανακόπιτα, μελιτζανοσα-

190

JOHN VERDON

λάτα, τηγανητά καλαμαράκια, αρνί γιαχνί, γαρίδες με φέτα. Είχε επίσης ένα μικρό μπολάκι με ελιές, ένα καλαθάκι με χωριάτικο ψωμί κομμένο σε φέτες, και μια μεγάλη γαβάθα με φρέσκα, μαβιά σύκα. «Σας προτείνω να δοκιμάσετε ό,τι θέλετε, ή να πάρετε λίγο απ’ όλα. Είναι όλα εξαιρετικά». «Ευχαριστώ. Θα φάω ένα σύκο». Ο Γκάρνεϊ πήρε ένα και το δάγκωσε. Ο Αγγελίδης τον παρατηρούσε με περιέργεια. Ο Γκάρνεϊ έγνεψε επιδοκιμαστικά. «Έχετε δίκιο. Είναι υπέροχο». «Φυσικά. Με την ησυχία σας. Χαλαρά. Μιλάμε όταν είστε έτοιμος». «Και τώρα μπορούμε να μιλήσουμε». «Εντάξει. Να ρωτήσω κάτι. Κάποιος μου είπε για εσάς, ότι είστε εξπέρ στους φόνους. Αληθεύει; Θέλω να πω, στο να εξιχνιάζετε φόνους, όχι να τους διαπράττετε». Τα χείλη του χαμογέλασαν πάλι. Τα βαριά βλέφαρα παρέμειναν επιφυλακτικά. «Αυτό σας ενδιαφέρει;» «Ναι». «Ωραία. Όχι μαλακίες με την ομάδα δίωξης οργανωμένου εγκλήματος, έτσι;» «Το αντικείμενό μου είναι οι ανθρωποκτονίες. Προσπαθώ να μην αφήνω άλλα θέματα να μπαίνουν στη μέση. «Ωραία. Πολύ ωραία. Μπορεί να έχουμε κοινό πεδίο ενδιαφέροντος. Ή αφορμή για συνεργασία. Έτσι πιστεύετε, κύριε Γκάρνεϊ;» «Έτσι ελπίζω». «Μάλιστα. Και θέλετε να μάθετε για τον Καρλ;» «Ναι». «Ξέρετε από ελληνική τραγωδία;» «Τι πράγμα;» «Τον Σοφοκλή. Τον ξέρετε τον Σοφοκλή;» «Μέσες-άκρες. Ό,τι θυμάμαι απ’ το πανεπιστήμιο». Ο Αγγελίδης έγειρε προς το μέρος του, ακουμπώντας τους χοντρούς του πήχεις πάνω στο τραπέζι. «Η ελληνική τραγωδία είχε μια απλή ιδέα. Και μια μεγάλη αλήθεια. Ότι η δύναμη ενός ανθρώπου είναι και η αδυναμία του. Αυτό είναι μεγαλοφυές. Δεν βρίσκετε;» «Καταλαβαίνω πώς μπορεί να ισχύει».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

191

«Ωραία. Γιατί αυτή η αλήθεια είναι που σκότωσε τον Καρλ». Έκανε μια παύση, κοιτώντας τον Γκάρνεϊ κατάματα. «Αναρωτιέστε τι διάολο προσπαθώ να πω, έτσι;» Ο Γκάρνεϊ δεν απάντησε, παρά μόνο έφαγε άλλη μια μπουκιά απ’ το σύκο, ανταπέδωσε το βλέμμα του Αγγελίδη και περίμενε. «Κάτι απλό. Και τραγικό μαζί. Η μεγάλη δύναμη του Καρλ ήταν η ταχύτητα του μυαλού του στο να φτάνει σε ένα συμπέρασμα, και η προθυμία του να περνάει στην πράξη. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω; Πολύ γρήγορα, χωρίς φόβο. Μεγάλη δύναμη. Ένας τέτοιος άνθρωπος πετυχαίνει πολλά και σπουδαία. Αλλά η δύναμη αυτή ήταν και η αδυναμία του. Γιατί; Επειδή μία τόσο μεγάλη δύναμη δεν έχει υπομονή. Μία τόσο μεγάλη δύναμη πρέπει να εξαφανίζει εμπόδια στη στιγμή. Καταλαβαίνετε;» «Ο Καρλ ήθελε κάτι. Κάποιος στάθηκε εμπόδιο. Και τι έγινε μετά;» «Αποφάσισε, βεβαίως, να εξαφανίσει το εμπόδιο. Τέτοιος ήταν ο χαρακτήρας του». «Και τι έκανε;» «Έμαθα πως ήθελε να πληρώσει ένα συγκεκριμένο άτομο για να βγάλει το εμπόδιο απ’ τη μέση. Του είπα ότι έπρεπε να περιμένει, να κάνει πιο μικρά βήματα. Ρώτησα αν μπορώ να κάνω κάτι. Το ρώτησα όπως ρωτάει ο πατέρας το γιο. Κι αυτός μου λέει όχι, το πρόβλημα είναι εκτός των... των συμφερόντων μου... και δεν πρέπει να ανακατευτώ». «Μου λέτε ότι ήθελε να βάλει να σκοτώσουν κάποιον, αλλά όχι να το κάνετε εσείς;» «Σύμφωνα με τις φήμες, απευθύνθηκε σε έναν τύπο που κανονίζει τέτοιες υποθέσεις». «Έχει όνομα ο τύπος;» «Γκας Γκουρίκος». «Επαγγελματίας;» «Διαχειριστής. Μεσάζων. Καταλαβαίνετε; Λες στον χοντρο-Γκας τι θέλεις, τα βρίσκεις στην τιμή, του δίνεις τις πληροφορίες που χρειάζεται, κι αυτός το αναλαμβάνει. Και τέρμα τα προβλήματά σου. Τα κανονίζει όλα, προσλαμβάνει το μεγαλύτερο ταλέντο – δεν χρειάζεται να ξέρεις τίποτα. Καλύτερα έτσι. Πολλές αστείες ιστορίες λέγονται για τον χοντρο-Γκας. Θα σας πω κάποια στιγμή».

192

JOHN VERDON

Ο Γκάρνεϊ είχε ακούσει ένα κάρο αστείες ιστορίες για μαφιόζους. «Δηλαδή, ο Καρλ Σπόλτερ πλήρωσε τον χοντροΓκας για να προσλάβει τον κατάλληλο άνθρωπο που θα έβγαζε απ’ τη μέση αυτόν που τον εμπόδιζε;» «Έτσι λένε οι φήμες». «Πολύ ενδιαφέρον, κύριε Αγγελίδη. Και πώς τελειώνει η ιστορία;» «Ο Καρλ κινήθηκε υπερβολικά γρήγορα. Κι ο χοντρο-Γκας δεν κινήθηκε αρκετά γρήγορα». «Που πάει να πει…;» «Μόνο ένα πράγμα μπορεί να συνέβη. Ότι ο τύπος τον οποίο βιαζόταν τόσο να βγάλει απ’ τη μέση ο Καρλ πρέπει να έμαθε για την επικείμενη εκτέλεσή του προτού ο Γκας δώσει τις πληροφορίες στον εκτελεστή. Και πήρε μέτρα πρώτος. Προληπτική επίθεση, σωστά; Καθάρισε τον Καρλ πριν ο Καρλ τον καθαρίσει». «Και τι λέει για όλα αυτά ο φίλος σας ο Γκας;» «Ο Γκας δεν λέει τίποτα. Δεν μπορεί να πει. Και ο Γκας βγήκε απ’ τη μέση – την ίδια Παρασκευή όπως και ο Καρλ». Η πληροφορία ήταν σημαντική. «Θέλετε να πείτε ότι ο στόχος έμαθε ότι ο Καρλ είχε προσλάβει τον Γκας για να τον καθαρίσει, αλλά πριν προλάβει να το οργανώσει ο Γκας, ο στόχος τους έφαγε και τους δύο;» «Διάνα! Προληπτική επίθεση». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε αργά. Ήταν σαφώς ένα απ’ τα ενδεχόμενα. Έφαγε άλλη μια μπουκιά απ’ το σύκο. Ο Αγγελίδης εξακολούθησε συνεπαρμένος. «Αυτό, λοιπόν, κάνει τη δουλειά σας απλούστατη. Βρίσκετε απλώς ποιον ήθελε να εκτελέσουν ο Καρλ, κι έχετε στο χέρι τον τύπο που πρόλαβε και καθάρισε τον Καρλ πρώτος». «Έχετε ιδέα ποιος μπορεί να είναι;» «Όχι. Κι αυτό έχει σημασία να το ξέρετε. Ακούστε, λοιπόν, τι έχω να σας πω. Ό,τι συνέβη στον Καρλ δεν έχει καμία σχέση μαζί μου. Καμία σχέση με τα επαγγελματικά μου συμφέροντα». «Πώς το γνωρίζετε αυτό;» «Τον ήξερα καλά τον Καρλ. Αν ήταν κάτι που μπορούσα να αναλάβω, θα απευθυνόταν σε μένα. Το θέμα είναι ότι απευθύνθηκε στον

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

193

χοντρο-Γκας. Άρα ήταν κάτι προσωπικό, δικό του, που δεν είχε σχέση με μένα. Ούτε με την επιχείρησή μου». «Ο χοντρο-Γκας δεν δούλευε για εσάς;» «Δεν δούλευε για κανέναν. Ο χοντρο-Γκας ήταν ελεύθερος επαγγελματίας. Παρείχε τις υπηρεσίες του σε διάφορους πελάτες. Καλύτερα έτσι». «Δεν έχετε, λοιπόν, ιδέα ποιος…» «Καμία απολύτως». Ο Αγγελίδης κοίταξε τον Γκάρνεϊ κατάματα. «Αν ήξερα, θα σας το έλεγα». «Γιατί να μου το πείτε;» «Όποιος σκότωσε τον Καρλ, μου γάμησε το κέρατο. Δεν μ’ αρέσει όταν οι άλλοι μου γαμάνε το κέρατο. Με κάνει να θέλω να τους γαμήσω κι εγώ το κέρατο. Καταλαβαίνετε;» Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος, έτσι;» Η έκφραση του Αγγελίδη σκοτείνιασε. «Τι σκατά πάει να πει αυτό;» Η ερώτηση, και η έντασή της, τον εξέπληξαν. «Είναι ένα εδάφιο από τη Βίβλο, ένας τρόπος απονομής δικαιοσύνης, ανταποδίδοντας…» «Το ξέρω το γαμημένο το ρητό. Εσύ γιατί το είπες;» «Με ρωτήσατε αν καταλαβαίνω την επιθυμία σας να εκδικηθείτε το δολοφόνο του Καρλ και του Γκας». Ο Αγγελίδης φάνηκε να το σκέφτεται. «Δεν έχεις ιδέα για τη δολοφονία του Γκας». «Όχι, δεν έχω. Γιατί;» Ο Αγγελίδης έμεινε για λίγο σιωπηλός, να παρατηρεί τον Γκάρνεϊ με προσοχή. «Μιλάμε για πολύ αρρωστημένο καθίκι. Δεν πήρε τίποτα το αυτί σου;» «Τίποτε απολύτως. Αγνοούσα ακόμα και την ύπαρξή του, πολύ περισσότερο το πώς πέθανε». Ο Αγγελίδης έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Θα σου το πω, επειδή μπορεί να βοηθήσει. Όλα έγιναν τη βραδιά πόκερ που οργάνωνε ο Γκας στο σπίτι του κάθε Παρασκευή. Την Παρασκευή που πυροβόλησαν τον Καρλ, έρχονται οι φίλοι στο σπίτι του και κανείς δεν τους

194

JOHN VERDON

ανοίγει. Χτυπάνε το κουδούνι, την πόρτα. Κανείς. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ. Νομίζουν ότι ο Γκας μπορεί να χέζει. Περιμένουν. Χτυπάνε πόρτες, κουδούνια – άφαντος ο Γκας. Δοκιμάζουν το πόμολο της πόρτας. Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη. Μπαίνουν και βρίσκουν τον Γκας». Έκανε μια παύση, με μια έκφραση σαν να γευόταν κάτι πικρό. «Δεν μ’ αρέσει να το συζητάω. Μιλάμε για πολύ αρρωστημένη μαλακία, με πιάνεις; Όλες οι δουλειές του συναφιού μας πίστευα πως έχουν και κάποια λογικά όρια. Αυτή δεν είχε». Κούνησε το κεφάλι κι άλλαξε θέση σε μερικά απ’ τα πιάτα στο τραπέζι. «Ο Γκας είναι καθισμένος με το σώβρακο μπροστά στην τηλεόραση. Έχει ένα ωραίο μπουκάλι ρετσίνα στο τραπεζάκι, ένα μισογεμάτο κρασοπότηρο, λίγο ψωμί, ταραμοσαλάτα. Ωραία μεζεδάκια. Αλλά...» «Αλλά ήταν νεκρός;» τον παρότρυνε ο Γκάρνεϊ. «Νεκρός; Πιο νεκρός δεν γίνεται. Νεκρός με ένα καρφί δώδεκα γαμοπόντους μπηγμένο σε κάθε μάτι, σε κάθε αυτί, μες στον γαμημένο τον εγκέφαλο, κι ένα πέμπτο στον γαμολαιμό του. Πέντε γαμημένες πρόκες». Σώπασε και περιεργάστηκε το πρόσωπο του Γκάρνεϊ. «Τι σκέφτεσαι;» «Αναρωτιέμαι γιατί τίποτε απ’ όλα αυτά δεν βγήκε στη δημοσιότητα». «Ομάδα δίωξης οργανωμένου εγκλήματος». Ο Αγγελίδης είχε μια όψη λες και οι λέξεις τον έκαναν να θέλει να φτύσει. «Μπουκάρανε και τα κάλυψαν όλα οι κουράδες. Ούτε νεκρολογία ούτε κηδειόχαρτο ούτε τίποτα. Κι όλες οι λεπτομέρειες κρυφές. Το πιστεύεις; Και ξέρεις γιατί τις κράτησαν κρυφές;» Ο Γκάρνεϊ περίμενε να ακούσει. Ο Αγγελίδης ρούφηξε με δύναμη αέρα με τα δόντια κλειστά πριν συνεχίσει. «Τις κρατάνε κρυφές επειδή τους κάνει να νιώθουν ότι κάτι ξέρουν. Ότι ξέρουν διάφορες μυστικές μαλακίες που δεν ξέρει κανείς. Τους κάνει να νιώθουν ισχυροί. Ότι έχουν απόρρητες πληροφορίες. Και ξέρεις τι έχουν; Έχουν σκατά για μυαλό και οδοντογλυφίδα για πούτσα». Έριξε μια ματιά στο μεγάλο χρυσό του Ρόλεξ και χαμογέλασε. «Κατάλαβες τώρα; Γιατί έχει περάσει και η ώρα. Ελπίζω να σε βοήθησα».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

195

«Ήταν όλα πολύ ενδιαφέροντα. Μία τελευταία ερώτηση μόνο». «Ό,τι θες». Ο Αγγελίδης κοίταξε πάλι το ρολόι του. «Πόσο καλά τα πηγαίνατε με τον Καρλ;» «Περίφημα. Σαν γιο μου τον είχα». «Καθόλου προβλήματα;» «Καθόλου». «Δεν σας ενοχλούσαν όλοι αυτοί οι λόγοι του για τα κατακάθια της γης;» «Να με ενοχλούν; Τι θες να πεις;» «Σε διάφορες συνεντεύξεις Τύπου αποκαλούσε ανθρώπους του δικού σου χώρου κατακάθια της γης. Κι ένα σωρό άλλους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς. Δεν σας πείραζε αυτό;» «Το έβρισκα πανέξυπνο. Ο καλύτερος τρόπος για να εκλεγείς». Έδειξε το μπολάκι με τις ελιές. «Είναι πρώτο πράμα. Μου τις στέλνει ο ξάδερφός μου απ’ τη Μύκονο, και είναι διαλεχτές. Πάρε μερικές σπίτι για την κυρά».

196

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 26 Δεν παίζουμε σκάκι, γαμώτο ΟΤΑΝ Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΕΦΤΑΣΕ στο τέρμα του χωματόδρομου που έβγαζε στο σπίτι του, ανακάλυψε προς μεγάλη του έκπληξη ένα μεγάλο μαύρο πολυμορφικό παρκαρισμένο πλάι στο στάβλο. Κατέβασε το τζάμι του παραθύρου όταν έφτασε στο γραμματοκιβώτιο και είδε ότι η Μάντλιν είχε προλάβει να το ελέγξει. Έπειτα ανέβηκε αργά ως το αμάξι της και πάρκαρε μπροστά του. Η πόρτα άνοιξε. Ο άντρας που βγήκε είχε το ογκώδες σουλούπι επιθετικού του ράγκμπι. Είχε επίσης ξυρισμένο κεφάλι, κόκκινα εχθρικά μάτια κι ένα χαμόγελο σαν σπασμό. «Ο κύριος Γκάρνεϊ;» Ο Γκάρνεϊ του ανταπέδωσε το κούφιο χαμόγελο. «Πώς μπορώ να βοηθήσω;» «Λέγομαι Μικ Κλέμπερ. Σου λέει κάτι το όνομα;» «Ο επικεφαλής της υπόθεσης Σπόλτερ;» «Ακριβώς». Έβγαλε το πορτοφόλι του, το άνοιξε κι έδειξε την ταυτότητα του τμήματος ανθρωποκτονιών. Στη νεανική φωτογραφία της πλαστικοποιημένης ταυτότητας, έμοιαζε με κουφιοκέφαλο μπράβο της ιρλανδέζικης μαφίας. «Πώς από δω;» Ο Κλέμπερ ανοιγόκλεισε τα μάτια, και το χαμόγελό του τρεμούλιασε. «Πρέπει να μιλήσουμε – προτού η όλη ανάμειξή σου ξεφύγει τελείως». «Η ανάμειξή μου;» «Οι μαλακίες του Μπίντσερ. Έχεις ιδέα για τι άτομο μιλάμε;» «Αν έχω ιδέα;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

197

«Τι καθίκι είναι;» Ο Γκάρνεϊ το σκέφτηκε για μια στιγμή. «Σε έστειλε κάποιος εδώ, ή ήρθες από μόνος σου;» «Προσπαθώ να σου κάνω χάρη. Μπορούμε να μιλήσουμε;» «Μετά χαράς. Σ’ ακούω». «Στο φιλικό, εννοώ. Σαν να βρισκόμαστε κι οι δυο στο ίδιο στρατόπεδο». Τα μάτια του τύπου ακτινοβολούσαν κίνδυνο. Αλλά η περιέργεια του Γκάρνεϊ ξεπερνούσε την επιφυλακτικότητά του. Έσβησε τη μηχανή και βγήκε από το αμάξι του. «Τι έχεις να μου πεις;» «Αυτός ο Εβραίος ο δικηγόρος που σας έχει προσλάβει, έχει κάνει καριέρα του το να αμαυρώνει την υπόληψη μπάτσων – το ήξερες αυτό;» Ο Κλέμπερ έζεχνε μέντα, που κάλυπτε μετά βίας μια μιασματική απόπνοια αλκοόλ. «Δεν με προσέλαβε κανείς». «Άλλα έλεγε ο Μπίντσερ στην τιβί». «Δεν έχω ευθύνη για το τι λέει». «Άρα η σκατόφατσα ο Εβραίος λέει ψέματα;» Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε, φροντίζοντας ταυτόχρονα να αλλάξει θέση ώστε να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του καλύτερα, σε περίπτωση σωματικής επίθεσης. «Μήπως να επιστρέφαμε στο ίδιο στρατόπεδο;» «Τι πράγμα;» «Είπες ότι θες να μιλήσουμε στο φιλικό». «Η φιλική μου συμβουλή είναι ότι ο Λεξ Μπίντσερ έχει γίνει πλούσιος σκαλίζοντας ψευτο-σφαλματάκια που μπορεί να χρησιμοποιεί για να κρατάει τα καθίκια που υπερασπίζεται έξω απ’ τη στενή. Έχεις δει σε τι σπίτι μένει ο καριόλης; Στη μεγαλύτερη βίλα του Κούπερσταουν, με θέα στη λίμνη, κι όλη πληρωμένη από πρεζέμπορους που κρατάει έξω απ’ τα σίδερα με τη μία τεχνική μαλακία μετά την άλλη. Ήξερες τίποτε απ’ όλα αυτά;» «Δεν με ενδιαφέρει ο Μπίντσερ. Το ενδιαφέρον μου εστιάζεται στην υπόθεση δολοφονίας του Σπόλτερ». «Ωραία, λοιπόν, ας μιλήσουμε γι’ αυτό. Η Κέι Σπόλτερ σκότωσε τον άντρα της. Τον πυροβόλησε στο κεφάλι η κουφάλα. Δικάστηκε, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Η Κέι Σπόλτερ είναι ένα επίορκο

198

JOHN VERDON

δολοφονικό μουνί, που εκτίει την ποινή που της αξίζει. Μόνο που τώρα ο βρομο-Εβραίος ο φίλος σου ο Μπίντσερ προσπαθεί να την αποφυλακίσει με διαδικαστικές…» Ο Γκάρνεϊ τον διέκοψε. «Κλέμπερ, κάνε μου τη χάρη. Δεν με ενδιαφέρει τι ζόρι τραβάς με τους Εβραίους. Άμα θες να μιλήσουμε για την υπόθεση Σπόλτερ, να μιλήσουμε». Μια λάμψη μίσους άστραψε στο πρόσωπο του τύπου, και για μια στιγμή ο Γκάρνεϊ νόμισε ότι η σύγκρουσή τους θα κατέληγε άσχημα. Έσφιξε το δεξί του χέρι σε γροθιά εκτός οπτικού πεδίου του Κλέμπερ και σταθεροποίησε την ισορροπία του. Αλλά ο Κλέμπερ απλώς χαμογέλασε όπως πριν και κούνησε το κεφάλι. «Σύμφωνοι. Γιατί σου τα λέω όλα αυτά. Δεν υπάρχει περίπτωση να τη βγάλουν απ’ τη φυλακή για τεχνικές λεπτομέρειες και μαλακίες. Με τη δική σου πείρα, θα έπρεπε να το ξέρεις. Τι διάολο σε έπιασε και θες να αποφυλακιστεί αυτό το σκουπίδι;» Ο Γκάρνεϊ ανασήκωσε τους ώμους και απάντησε σοβαρά: «Το πρόβλημα με το φανοστάτη το πρόσεξες;» «Τι πράγμα;» «Το φανοστάτη που καθιστά απίθανο το διαμέρισμα ως σημείο βολής». Αν ο Κλέμπερ σκόπευε να κάνει πως δεν ήξερε τι έλεγε, η σκεφτική του καθυστέρηση ακύρωνε το ενδεχόμενο μιας τέτοιας θέσης. «Καθόλου απίθανο. Από κει τον πυροβόλησε». «Πώς;» «Εύκολα – αν το θύμα δεν βρισκόταν ακριβώς στο σημείο που λένε ορισμένοι μάρτυρες, και το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε απ’ το ακριβές σημείο όπου βρέθηκε». «Θες να πεις, αν ο Καρλ βρισκόταν τουλάχιστον τρία μέτρα μακριά απ’ το σημείο όπου όλοι τον είδαν να σωριάζεται, κι αν ο δολοφόνος στεκόταν πάνω σε σκάλα;» «Διόλου απίθανο». «Και τι απέγινε η σκάλα;» «Μπορεί να στεκόταν πάνω σε καρέκλα». «Για να πετύχει στόχο στα πεντακόσια μέτρα; Με ένα τρίποδο δυόμισι κιλά να κρέμεται απ’ το όπλο;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

199

«Ποιος ξέρει; Το θέμα είναι ότι η Κέι Σπόλτερ εθεάθη στην πολυκατοικία – στο ίδιο το διαμέρισμα. Έχουμε αυτόπτη μάρτυρα. Έχουμε πατημασιές μέσα στο διαμέρισμα στο νούμερό της. Έχουμε υπολείμματα πυρίτιδας στο διαμέρισμα». Έκανε μια παύση και κοίταξε τον Γκάρνεϊ με πανουργία. «Και ποιος καριόλης σου είπε ότι βρήκαμε τρίποδο δυόμισι κιλά;» «Δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το σενάριό σου φάσκει και αντιφάσκει. Γι’ αυτό έθαψες το βίντεο απ’ το κατάστημα ηλεκτρονικών;» Ο δισταγμός του Κλέμπερ καθυστέρησε και πάλι περισσότερες στιγμές απ’ όσο έπρεπε. «Ποιο βίντεο;» Ο Γκάρνεϊ αγνόησε την ερώτηση. «Όταν βρίσκεις ένα αποδεικτικό στοιχείο που δεν ταιριάζει στη θεωρία σου πάει να πει ότι η θεωρία σου είναι λαθεμένη. Και το να θάψεις το αποδεικτικό στοιχείο, σου δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα στην πορεία – σαν αυτά που αντιμετωπίζεις τώρα. Τι έδειχνε το βίντεο;» Ο Κλέμπερ δεν απάντησε. Οι μύες του σαγονιού του ήταν σφιγμένοι. Ο Γκάρνεϊ εξακολούθησε. «Άσε με να μαντέψω. Το βίντεο έδειχνε τον Καρλ να δέχεται τη σφαίρα στέκοντας σε ένα σημείο που δεν υπήρχε περίπτωση να κολλάει με το διαμέρισμα ως σημείο βολής. Έχω δίκιο;» Ο Κλέμπερ παρέμεινε σιωπηλός. «Και είναι και κάτι άλλο που δεν κολλάει. Ο δράστης εθεάθη να τσεκάρει την πολυκατοικία τρεις μέρες πριν απ’ το θάνατο της Μαίρης Σπόλτερ». Ο Κλέμπερ ανοιγόκλεισε τα μάτια χωρίς να μιλήσει. Ο Γκάρνεϊ συνέχισε. «Το άτομο που ο μάρτυρας στη δίκη ταύτισε με την Κέι Σπόλτερ στην πραγματικότητα ήταν άντρας, σύμφωνα με μια άλλη μαρτυρία. Κι ο ίδιος άντρας έχει καταγραφεί σε βίντεο του οίκου ευγηρίας όπου έμενε η Μαίρη Σπόλτερ κάνα δίωρο προτού βρεθεί νεκρή». «Ποιος σου τις είπε αυτές τις μαλακίες;» Ο Γκάρνεϊ έκανε σαν να μην τον άκουσε. «Απ’ ό,τι φαίνεται ο δολοφόνος ήταν πληρωμένος εκτελεστής με διπλή ανάθεση. Μητέρα και γιο. Τι έχεις να πεις για όλα αυτά, Μικ;»

200

JOHN VERDON

Η ερώτηση έκανε το μάγουλο του Κλέμπερ να συσπαστεί. Γύρισε απ’ την άλλη και βάδισε πέρα-δώθε μπροστά απ’ το στάβλο. Όταν έφτασε στο γραμματοκιβώτιο πλάι στο δρόμο, κοίταξε για λίγο προς την κατεύθυνση της λιμνούλας, κι έπειτα γύρισε κι επέστρεψε προς το μέρος του Γκάρνεϊ. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά του. «Άκου τι έχω να πω. Όλες αυτές οι μαλακίες δεν σημαίνουν τίποτε απολύτως. Ο ένας μάρτυρας λέει ότι ήταν γυναίκα, ο άλλος ότι ήταν άντρας. Συμβαίνει κάθε λίγο και λιγάκι. Οι αυτόπτες μάρτυρες κάνουν λάθος, αντιφάσκουν ο ένας με τον άλλον. Και λοιπόν; Σιγά τ’ αυγά. Ο Φρέντι την αναγνώρισε τη σκύλα τη γυναίκα του Σπόλτερ. Κι ένας άλλος λεχρίτης κοκάκιας δεν την αναγνώρισε. Και τι μ’ αυτό; Πιθανότατα θα υπάρχει κι άλλος σ’ εκείνο το αχούρι, που νομίζει ότι ο δολοφόνος ήταν εξωγήινος. Χεστήκαμε. Κάποιος άλλος θα σου πει ότι είδε το ίδιο άτομο σε άλλο σημείο. Μπορεί να λέει μαλακίες. Αλλά πες ότι έχει δίκιο. Μήπως έπεσε στην αντίληψή σου το γεγονός ότι η σκύλα η Κέι μισούσε την πεθερά της πιο πολύ κι απ’ τον άντρα της που έφαγε; Δεν το ήξερες, ε; Άρα ίσως έπρεπε να την μπουζουριάσουμε για δύο φόνους τη γαμιόλα αντί για έναν». Ξεραμένο σάλιο είχε μαζευτεί στις γωνίες των χειλιών του. Ο Γκάρνεϊ απάντησε ψύχραιμα. «Έχω το βίντεο απ’ τον οίκο ευγηρίας που δείχνει το άτομο που κατά πάσα πιθανότητα δολοφόνησε τη Μαίρη Σπόλτερ. Και το άτομο αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση η Κέι Σπόλτερ. Κι ένας ακόμη μάρτυρας που έχει δει το βίντεο επιμένει ότι το ίδιο άτομο βρισκόταν στην πολυκατοικία της Λεωφόρου Άξτον τη μέρα και την ώρα που πυροβολήθηκε ο Καρλ». «Χεστήκαμε. Και επαγγελματίας να ήταν, και διπλό συμβόλαιο θανάτου να εκτελούσε, αυτό δεν αθωώνει την άλλη την καριόλα. Το μόνο που σημαίνει είναι ότι πλήρωσε τον εκτελεστή αντί να τους σκοτώσει η ίδια. Άρα δεν ήταν το ιδρωμένο της δάχτυλο που τράβηξε τη σκανδάλη. Άρα προσέλαβε εκτελεστή – όπως είχε προσπαθήσει και στο παρελθόν με τον Τζίμι Φλατς». Ο Κλέμπερ αίφνης φάνηκε να κυριεύεται από ενθουσιασμό. «Ξέρεις κάτι; Τη λατρεύω τη νέα θεωρία σου, Γκάρνεϊ. Ταιριάζει και με την απόπειρα της σκύλας να προσλάβει τον Φλατς για να καθαρίσει τον άντρα της, καθώς και με την προσπάθειά της να πείσει τον γκόμενό της να το κάνει. Δένει τη θηλιά

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

201

ακόμα πιο σφιχτά γύρω απ’ το λαιμό της γαμιόλας». Κοίταξε τον Γκάρνεϊ με ένα χαμόγελο θριάμβου. «Τι έχεις να πεις τώρα;» «Ότι έχει σημασία ποιος τράβηξε τη σκανδάλη. Έχει σημασία αν οι μάρτυρες αναγνώρισαν το σωστό ή το λάθος πρόσωπο. Έχει σημασία αν οι καταθέσεις στη δίκη είναι αληθείς ή ψευδείς. Κι έχει σημασία αν το βίντεο που έθαψες υποστηρίζει ή χαντακώνει το αρχικό σου σενάριο». «Αυτές οι μαλακίες έχουν σημασία για σένα;» Ο Κλέμπερ ρούφηξε τις μύξες του κι έφτυσε στο χώμα. «Περίμενα περισσότερα από σένα». «Δηλαδή;» «Ήρθα εδώ σήμερα επειδή ανακάλυψα ότι δούλευες για είκοσι πέντε χρόνια στο τμήμα ανθρωποκτονιών της Νέας Υόρκης. Είκοσι πέντε χρόνια στην πόλη-υπόνομο. Και φαντάστηκα ότι όποιος περνάει είκοσι πέντε χρόνια αντιμετωπίζοντας ό,τι κουράδα ξεμύτισε απ’ τον απόπατο θα μπορούσε να συλλάβει την πραγματικότητα». «Και τι λέει αυτή η πραγματικότητα». «Πως όταν έρχεται το αυγό στον κώλο, το σωστό έχει μεγαλύτερο βάρος απ’ τους κανόνες. Ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο, δεν παίζουμε σκάκι, γαμώ το κέρατό μου. Μπάτσοι εναντίον καθικιών. Κι όταν ο εχθρός έρχεται καταπάνω σου, τον σταματάς όπως μπορείς τον καριόλη. Και τη σφαίρα δεν τη σταματάς κουνώντας το εγχειρίδιο με τους κανόνες». «Κι αν υποθέσουμε ότι κάνεις λάθος;» «Ότι κάνω λάθος σε τι;» «Ας υποθέσουμε ότι ο θάνατος του Καρλ Σπόλτερ δεν είχε καμία σχέση με τη γυναίκα του. Ας υποθέσουμε ότι ο αδελφός του κανόνισε τη δολοφονία του για να αναλάβει τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης. Ή ότι η μαφία τον έφαγε επειδή αποφάσισαν ότι δεν τον ήθελαν εντέλει για κυβερνήτη. Ή ότι η κόρη του έβαλε να τον φάνε για να τον κληρονομήσει. Ή ότι τον έβγαλε απ’ τη μέση ο γκόμενος της γυναίκας του επειδή…» Ο Κλέμπερ τον διέκοψε, κατακόκκινος. «Μπούρδες. Η Κέι Σπόλτερ είναι ένα μοχθηρό, συνωμοτικό, δολοφονικό μουνί. Κι αν υπάρχει δικαιοσύνη στον κόσμο, θα ψοφήσει στη φυλακή με τα μυαλά της

202

JOHN VERDON

χυμένα στο πάτωμα. Τέλος!» Ριπές ξεραμένου σάλιου εκτοξεύονταν απ’ τα χείλη του στον αέρα. Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά με ύφος σκεφτικό. «Μπορεί και να έχεις δίκιο». Ήταν η αγαπημένη του απάντηση προς κάθε αποδέκτη – για τους φιλικούς και τους έξαλλους, τους λογικούς και τους φρενοβλαβείς. Έπειτα πρόσθεσε ήρεμα: «Πες μου κάτι. Τσέκαρες ποτέ τον τρόπο δράσης του δολοφόνου στο αρχείο δεδομένων του Εγκληματολογικού του FBI;» Ο Κλέμπερ τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια και πετάρισε τα βλέφαρα επανειλημμένα, λες κι αυτό θα τον βοηθούσε να καταλάβει την ερώτηση. «Τι διάολο σε ενδιαφέρει;» Ο Γκάρνεϊ ανασήκωσε τους ώμους. «Απλώς αναρωτιόμουν. Γιατί η προσέγγιση του δράστη έχει ορισμένα πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Και θα ήταν ενδιαφέρον να ξέρουμε αν έχουν προκύψει κι αλλού». «Δεν είσαι καλά», είπε ο Κλέμπερ και πισωπάτησε. «Μπορεί να έχεις δίκιο. Αλλά αν αποφασίσεις να τσεκάρεις τον τρόπο δράσης, θα ήταν καλό να κοίταζες και κάτι ακόμα. Έχεις ακουστά έναν Έλληνα γκάνγκστερ που ακούει στο όνομα Γκας Γκουρίκος ή χοντρο-Γκας;» «Ο Γκουρίκος;» Τώρα ο Κλέμπερ έμοιαζε ειλικρινά σαστισμένος. «Τι σχέση έχει με όλα αυτά;» «Ο Καρλ ζήτησε απ’ τον Γκας μια εκδούλευση. Κι έπειτα ο Γκας δολοφονήθηκε, κατά σύμπτωση την ίδια μέρα που πυροβόλησαν τον Καρλ – δύο μέρες μετά το θάνατο της μητέρας του. Άρα μπορεί να μιλάμε για τριπλό συμβόλαιο». Ο Κλέμπερ συνοφρυώθηκε, αλλά δεν μίλησε. «Εγώ στη θέση σου θα το έψαχνα. Απ’ ό,τι μου είπαν, η ομάδα δίωξης οργανωμένου εγκλήματος δεν έχει αφήσει να διαρρεύσουν λεπτομέρειες για τη δολοφονία του Γκας, αλλά αν υπάρχει σύνδεση με την υπόθεση Σπόλτερ έχεις κάθε δικαίωμα να γνωρίζεις τις λεπτομέρειες αυτές». Κουνώντας το κεφάλι, ο Κλέμπερ πήρε μια έκφραση σαν να έλεγε ότι θα προτιμούσε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού αντί για εκεί. Γύ-

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

203

ρισε απότομα απ’ την άλλη κι έκανε να μπει στο πελώριο πολυμορφικό του, όταν πρόσεξε ότι το αμάξι του Γκάρνεϊ του έκλεινε το δρόμο. «Κάνεις πίσω να βγω;» είπε γρυλίζοντας με τόνο περισσότερο εντολής παρά ερώτησης. Ο Γκάρνεϊ έκανε πίσω, κι ο Κλέμπερ έβαλε μπρος κι απομακρύνθηκε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει, αποφεύγοντας μόλις να παρασύρει το γραμματοκιβώτιο καθώς έστριβε στο χωματόδρομο. Τότε μόνο ο Γκάρνεϊ πρόσεξε τη Μάντλιν που στεκόταν στη γωνία του στάβλου με τον κόκορα και τις τρεις κότες να στέκουν αθόρυβα πίσω της. Η ακινησία των πουλερικών, με τα κεφάλια τους γερμένα στο πλάι, είχε κάτι αλλόκοτο, θαρρείς και είχαν μόλις αντιληφθεί κάτι άγνωστο να πλησιάζει.

204

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 27 Ένας απελπισμένος άνθρωπος ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΟΧΙ και τόσο χαλαρό δείπνο στη διάρκεια του οποίου ούτε αυτή ούτε ο Γκάρνεϊ αντάλλαξαν πολλές κουβέντες, η Μάντλιν άρχισε να πλένει τα πιάτα – ένα καθήκον που πάντα επέμενε πως ήταν δικό της. Ο Γκάρνεϊ πλησίασε και κάθισε ήσυχα-ήσυχα σε ένα σκαμνί κοντά στο νεροχύτη. Ήξερε πως αν περίμενε αρκετά, θα έφτανε στο σημείο να πει τι την απασχολούσε. Όταν τα πλυμένα πιάτα είχαν τοποθετηθεί στο στραγγιστήρι, η Μάντλιν πήρε μια πετσέτα για να τα σκουπίσει. «Υποθέτω ότι ήταν ο επικεφαλής της υπόθεσης Σπόλτερ;» «Ναι. Ο Μικ Κλέμπερ». «Τρομερά οξύθυμος μου φάνηκε». Κάθε φορά που η Μάντλιν δήλωνε το προφανές, ο Γκάρνεϊ ήξερε πως υπονοούσε κάτι λιγότερο προφανές. Στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποφασίσει τι ήταν αυτό, αλλά ένιωθε την ανάγκη να δώσει μια κάποια εξήγηση για όσα, καταπώς φαίνεται, είχε ακούσει. «Πρέπει να πέρασε δύσκολη μέρα». «Δύσκολη;» Ο Γκάρνεϊ της εξήγησε. «Με το που άρχισαν να κυκλοφορούν στο ίντερνετ οι κατηγορίες του Μπίντσερ, ένα σωρό κόσμος πρέπει να πλάκωσε τον Κλέμπερ στα τηλέφωνα, ζητώντας διευκρινίσεις. Ανώτεροι του τμήματος ανθρωποκτονιών, νομικοί εκπρόσωποι της αστυνομίας, εισαγγελείς, υπεύθυνοι εσωτερικών υποθέσεων, υπάλληλοι

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

205

του Υπουργείου Δικαιοσύνης – χώρια τα όρνεα των μέσων ενημέρωσης». Η Μάντλιν κρατούσε ένα πιάτο στο χέρι, συνοφρυωμένη. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί». «Απλό είναι. Όταν μίλησε με την Κέι Σπόλτερ, ο Κλέμπερ αποφάσισε πως ήταν ένοχη. Το ερώτημα είναι, πόσο παθολογική ήταν αυτή η απόφαση». «Παθολογική; » «Θέλω να πω, αν ήταν βασισμένη στο γεγονός ότι η Κέι του θύμιζε την πρώην σύζυγό του. Κι επιπλέον, πόσους νόμους παραβίασε προκειμένου να διασφαλίσει την καταδίκη της;» Η Μάντλιν εξακολουθούσε να κρατά το ίδιο πιάτο. «Δεν εννοώ αυτό. Αναφέρομαι στην έκρηξη οργής που είδα κάτω στο στάβλο, στο πόσο τσιτωμένος ήταν, πόσο…» «Είμαι βέβαιος ότι όλα πηγάζουν απ’ το φόβο του. Το φόβο ότι η σατανική Κέι θα αθωωθεί, ότι η θεωρία του για την υπόθεση από στιγμή σε στιγμή θα καταρρεύσει, ή ακόμα κι απ’ το φόβο ότι θα καταλήξει ο ίδιος στη φυλακή. Ή μπορεί να φοβάται ότι θα καταρρεύσει ο ίδιος, ότι θα χάσει τη σιγουριά του για τον ίδιο του τον εαυτό. Ότι θα γίνει ένα τίποτα». «Δηλαδή, μου μιλάς για έναν απελπισμένο άνθρωπο». «Εντελώς». «Απελπισμένο. Έτοιμο να καταρρεύσει». «Ακριβώς». «Είχες πάνω σου το όπλο σου;» Για μια στιγμή η ερώτηση τον σάστισε. «Όχι. Φυσικά και όχι». «Ήσουν πρόσωπο με πρόσωπο με έναν έξαλλο φρενοβλαβή – έναν άνθρωπο απελπισμένο, υπό κατάρρευση, αλλά φυσικά και δεν οπλοφορούσες;» Τα μάτια της είχαν μια έκφραση οδύνης. Οδύνης και φόβου. «Καταλαβαίνεις, λοιπόν, γιατί ήθελα να βρεθείς με τον Μάλκολμ Κλάρετ;» Ήταν έτοιμος να της πει ότι δεν ήξερε πως ο Κλέμπερ θα τον περίμενε, ότι ποτέ δεν του άρεσε να οπλοφορεί, και ότι γενικώς δεν οπλοφορούσε παρά μόνο όταν αντιμετώπιζε κάποια γνωστή απειλή –

206

JOHN VERDON

αλλά τότε συνειδητοποίησε ότι μιλούσε για κάτι βαθύτερο κι ευρύτερο απ’ το μεμονωμένο αυτό περιστατικό, και ο ίδιος δεν είχε καμία όρεξη να αναλύσει το ευρύτερο αυτό ζήτημα. Αφού συνέχισε να σκουπίζει αφηρημένα το ίδιο πιάτο λίγο ακόμα, η Μάντλιν έφυγε απ’ την κουζίνα και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες. Έπειτα από ένα λεπτό, άκουσε τα πρώτα μέτρα μιας δυσάρεστα δυσαρμονικής μελωδίας στο τσέλο. Ο Γκάρνεϊ είχε αποφύγει να σχολιάσει το υπονοούμενο της ερώτησής της σχετικά με τον Μάλκολμ Κλάρετ, αλλά τώρα, θέλοντας και μη, του ήρθε στο νου η εικόνα του τύπου – το εγκεφαλικό βλέμμα, τα αραιωμένα μαλλιά πάνω από ένα ψηλό, χλωμό μέτωπο, οι χειρονομίες, εξίσου μετρημένες όσο κι ο λόγος του, το άχρωμο παντελόνι και η φαρδιά ζακέτα, η ακινησία, οι σεμνοί τρόποι. Συνειδητοποίησε ότι η εικόνα που είχε για τον Κλάρετ ήταν κάμποσων ετών, και την άλλαξε νοερά όπως θα έκανε ένα πρόγραμμα γήρανσης σε υπολογιστή – βαθαίνοντας τις ρυτίδες, αφαιρώντας κι άλλο μαλλί, προσθέτοντας τη φθοροποιό επίδραση του χρόνου και της βαρύτητας στη σάρκα του προσώπου. Αμήχανος με το αποτέλεσμα, το απώθησε απ’ τη σκέψη του. Αντί γι’ αυτό συλλογίστηκε τον Κλέμπερ – την εχθρική εμμονή του με την Κέι Σπόλτερ, τη βεβαιότητά του ως προς την ενοχή της, την προθυμία του να παρακάμψει τους τύπους της έρευνας για να καταλήξει στο επιθυμητό συμπέρασμα όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Η προσέγγιση ήταν ανησυχητική – κι όχι γιατί απείχε εντελώς απ’ τις τυπικές διαδικασίες, αλλά επειδή δεν απείχε και τόσο. Το σφάλμα του Κλέμπερ κατά τη γνώμη του δεν είχε να κάνει με το είδος αλλά με το βαθμό, την ένταση του σκεπτικού. Η πεποίθηση ότι ένας καλός αστυνομικός πάντα προχωρά με γνώμονα τη λογική, δεκτικός στα αντικειμενικά συμπεράσματα ως προς τη φύση του εγκλήματος και την ταυτότητα του δράστη, είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων μια ευχάριστη φαντασίωση. Στο αληθινό δίπτυχο έγκλημα και τιμωρία – όπως και σε κάθε ανθρώπινο εγχείρημα– η αντικειμενικότητα είναι μια ψευδαίσθηση. Η επιβίωση απαιτεί λογικά άλματα, και η ζωτικής σημασίας δράση πάντοτε είναι βασισμένη σε περιορισμένες αποδείξεις. Ο κυνηγός που απαιτεί βεβαίωση ζωολόγου ότι το ελάφι στο σκόπευτρό του είναι στ’ αλήθεια ελάφι, σύντομα θα λιμοκτονήσει. Ο

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

207

κάτοικος της ζούγκλας που μετρά όλες τις ρίγες μιας τίγρης προτού οπισθοχωρήσει θα καταλήξει νεκρός στο στομάχι της. Τα γονίδια που προτρέπουν προς τη βεβαιότητα τείνουν να προσπερνιούνται από τη μια γενιά στην επόμενη. Στον πραγματικό κόσμο, πρέπει να συνδέουμε τις λιγοστές κουκκίδες που διαθέτουμε και να εικάζουμε ως προς ένα σχήμα που μας εξυπηρετεί. Ως σύστημα είναι ατελές, μα αυτό ισχύει και για την ίδια τη ζωή. Ο κίνδυνος έγκειται όχι τόσο στη χαμηλή πυκνότητα των κουκίδων όσο στην ασυναίσθητη προσωπική νοοτροπία που δίνει προτεραιότητα σε κάποιες κουκκίδες αντί για κάποιες άλλες, μια νοοτροπία που θέλει το τελικό σχήμα να μοιάζει με κάτι προαποφασισμένο. Η αντίληψή μας για τα γεγονότα παραμορφώνεται πιο πολύ απ’ τη δύναμη των συναισθημάτων μας παρά απ’ την αδυναμία των δεδομένων μας. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, η κατάσταση ήταν απλή. Ο Κλέμπερ ήθελε να είναι η Κέι ένοχη, και ως εκ τούτου κατέληξε να πιστεύει ότι όντως ήταν. Οι κουκκίδες που δεν ταίριαζαν στο πλάνο του απαξιώνονταν ή παρακάμπτονταν. Οι κανόνες που παρακώλυαν τη δίκαιη κατάληξη κατέληγαν εξίσου απαξιωμένοι ή παραμερίζονταν. Όμως υπήρχε άλλη μία οπτική γωνία. Καθώς η διαδικασία εξαγωγής ενός συμπεράσματος με βάση ελλιπή δεδομένα ήταν φυσική και αναγκαία, η κοινή προειδοποίηση εναντίον της στην ουσία συνίστατο απλώς και μόνο στην επιφυλακτικότητα απέναντι σε ένα προσεγγίσιμο με αλλεπάλληλα άλματα λάθος συμπέρασμα. Η αλήθεια ήταν πως το οποιοδήποτε συμπέρασμα μπορεί να ήταν πρόωρο και βεβιασμένο. Η τελική ετυμηγορία ως προς την εγκυρότητα των αλμάτων αποδιδόταν απ’ την εγκυρότητα του αποτελέσματος. Η σκέψη αυτή έφερνε στην επιφάνεια ένα ανησυχητικό ενδεχόμενο. Ας υποτεθεί ότι το συμπέρασμα του Κλέμπερ ήταν ορθό. Ας υποτεθεί ότι ο χολερικός από μίσος Κλέμπερ είχε καταλήξει στην αλήθεια. Ας υποθέσουμε ότι η τσαπατσούλικη δουλειά του και τα πιθανά του κακουργήματα συνιστούσαν ένα σαθρό μονοπάτι προς τη σωστή κατάληξη. Ότι η Κέι Σπόλτερ ήταν όντως ένοχη για τη δο-

208

JOHN VERDON

λοφονία του συζύγου της. Ο Γκάρνεϊ δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη να βοηθήσει στην αποφυλάκιση μιας στυγνής δολοφόνου, όσο εσφαλμένη κι αν είχε υπάρξει η καταδίκη της. Και υπήρχε κι άλλο ένα ενδεχόμενο. Ας υποτεθεί ότι το λυσσαλέο πείσμα του Κλέμπερ να χώσει την Κέι στη φυλακή δεν είχε καμία σχέση με περιορισμένες αντιλήψεις ή εσφαλμένα συμπεράσματα. Ας υποτεθεί ότι επρόκειτο για μια κυνική και διεφθαρμένη προσέγγιση, πληρωμένη από κάποιον τρίτο που ήθελε η υπόθεση να κλείσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Υποθέσεις, υποθέσεις, υποθέσεις... Ο Γκάρνεϊ έβρισκε τον αντίλαλό τους ενοχλητικό και αντιπαραγωγικό – και την ανάγκη για περισσότερα δεδομένα αδήριτη. Οι κακόηχες αρμονίες του κομματιού που έπαιζε η Μάντλιν στο τσέλο δυνάμωναν ολοένα.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

209

Κεφάλαιο 28 Σαν κρότος μαστιγίου ΑΦΟΥ ΑΚΟΥΣΕ ΤΟΝ ΓΚΑΡΝΕΪ στο τηλέφωνο να αφηγείται το περιεχόμενο της συνάντησής του με τον Αντώνη Αγγελίδη, μαζί και τις φρικαλέες παραμέτρους της δολοφονίας του Γκας Γκουρίκου, ο Τζακ Χάρντγουικ βυθίστηκε σε μια ασυνήθιστη σιωπή. Έπειτα, αντί να τον κατακρίνει εκ νέου για το ξεστράτισμά του απ’ τα στενά ζητούμενα που θα προωθούσαν την έφεση, ζήτησε απ’ τον Γκάρνεϊ να περάσει απ’ το σπίτι του για μια πιο διεξοδική συζήτηση της πορείας της υπόθεσης. «Τώρα;» Ο Γκάρνεϊ κοίταξε το ρολόι. Κόντευε εφτάμισι, κι ο ήλιος είχε ήδη γλιστρήσει πίσω απ’ τη δυτική οροσειρά. «Δεν πρέπει να χάνουμε χρόνο. Το πράγμα έχει αρχίσει να ξεφεύγει». Όσο κι αν τον εξέπληττε η πρόσκληση, ο Γκάρνεϊ δεν σκόπευε να φέρει αντιρρήσεις. Μια ενδελεχής, αναλυτική συζήτηση ήταν οπωσδήποτε αναγκαία. Μία ακόμα έκπληξη τον περίμενε τριάντα πέντε λεπτά αργότερα, όταν έφτασε στη νοικιασμένη αγροικία του Χάρντγουικ – στο τέρμα ενός μοναχικού χωματόδρομου, στους νυχτωμένους λόφους κοντά στο χωριουδάκι του Ντίλγουιντ. Στο φως των προβολέων του, διέκρινε κι ένα δεύτερο αμάξι παρκαρισμένο πλάι στην κόκκινη Πόντιακ – ένα γαλάζιο Μίνι Κούπερ. Προφανώς ο Χάρντγουικ είχε επισκέψεις. Ο Γκάρνεϊ γνώριζε ότι ο Χάρντγουικ είχε εμπλακεί σε διάφορες προσωπικές σχέσεις στο παρελθόν, αλλά στο νου του καμία απ’ τις

210

JOHN VERDON

σχέσεις αυτές δεν είχε τον θεαματικό αντίκτυπο της γυναίκας που του άνοιξε την πόρτα. Αν δεν ήταν στη μέση το ευφυές, επιθετικό της βλέμμα, που έμοιαζε να τον ζυγιάζει απ’ την πρώτη στιγμή, ο Γκάρνεϊ θα είχε εύκολα αφαιρεθεί απ’ το υπόλοιπο παρουσιαστικό της – μια σιλουέτα μεταξύ γυμνασμένου και χυμώδους, τολμηρά τονισμένη από ένα κοντό τζιν σορτσάκι κι ένα φαρδύ μπλουζάκι με βαθύ ντεκολτέ. Ήταν ξυπόλυτη και είχε τα νύχια των ποδιών βαμμένα κόκκινα, δέρμα στο χρώμα της καραμέλας, κι εβένινα μαλλιά κουρεμένα κοντά έτσι ώστε να αναδεικνύονται τα σαρκώδη χείλη της και τα έντονα ζυγωματικά της. Δεν την έλεγες ακριβώς όμορφη, αλλά είχε τύπο – όπως κι ο ίδιος ο Χάρντγουικ. Ένα λεπτό αργότερα, ο Τζακ εμφανίστηκε στο πλευρό της με ένα πλατύ, κτητικό χαμόγελο. «Πέρασε. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες τέτοια ώρα». Ο Γκάρνεϊ δρασκέλισε το κατώφλι και μπήκε στο καθιστικό. Το λιτό δωμάτιο-κουτί που θυμόταν από προηγούμενες επισκέψεις είχε αποκτήσει μερικές φιλόξενες πινελιές: ένα πολύχρωμο χαλί, έναν κορνιζαρισμένο πίνακα με κόκκινες παπαρούνες λυγισμένες στον άνεμο, ένα βάζο με κλαδιά ιτιάς, ένα πολύφυλλο φυτό σε μια πήλινη γλάστρα, δύο καινούριες πολυθρόνες, έναν όμορφο μπουφέ από ξύλο πεύκου, κι ένα στρογγυλό τραπέζι με τρεις όρθιες καρέκλες στη γωνία της κουζίνας. Η τύπισσα είχε προφανώς αποτελέσει την έμπνευση για ορισμένες αλλαγές. Ο Γκάρνεϊ περιεργάστηκε το διάκοσμο με ύφος επιδοκιμασίας. «Ωραίο το σπίτι, Τζακ. Πολύ καλύτερο από πριν». Ο Χάρντγουικ έγνεψε καταφατικά. «Όντως». Έπειτα ακούμπησε το χέρι του στον μισόγυμνο ώμο της γυναίκας και είπε: «Ντέιβ, από δω η επιθεωρητής Έστι Μορένο, του τμήματος ανθρωποκτονιών». Η σύσταση αιφνιδίασε τον Γκάρνεϊ, κάτι που φάνηκε, προκαλώντας μια έκρηξη γέλιου στον Χάρντγουικ. Συνήλθε γρήγορα κι έδωσε το χέρι του. «Χάρηκα, Έστι». «Κι εγώ, Ντέιβ». Η λαβή της ήταν δυνατή, και το δέρμα της παλάμης της απρόσμενα σκληρό. Θυμήθηκε ότι ο Χάρντγουικ την είχε

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

211

μνημονεύσει ως πηγή πληροφοριών στην αρχική έρευνα της δολοφονίας του Σπόλτερ, καθώς και αναφορικά με τα ελαττώματα του Μικ Κλέμπερ. Αναρωτήθηκε πόσο χωμένη να ήταν στην υπόθεση των Χάρντγουικ-Μπίντσερ, και ποια ήταν η άποψή της γι’ αυτήν. Σαν σε επίδειξη διαισθητικής οξυδέρκειας, μπήκε στο θέμα με αξιοσημείωτη έλλειψη περιστροφών. «Ήθελα πολύ να σε γνωρίσω. Προσπαθώ να πείσω τούτον εδώ να παραμερίσει τις νομικές παραμέτρους της έφεσης της Κέι Σπόλτερ και να δώσει λίγη σημασία στο φόνο αυτό καθαυτό. Ή μάλλον στους φόνους, έτσι; Μιλάμε για τουλάχιστον τρεις; Ή περισσότερους;» Η φωνή της ήταν βραχνή, με μια νότα ισπανικής προφοράς. Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Έχεις καταφέρει τίποτα με την πάρτη του;» «Είμαι πεισματάρα». Έριξε μια ματιά στον Χάρντγουικ, κι έπειτα έστρεψε πάλι το βλέμμα στον Γκάρνεϊ. «Νομίζω ότι η τελευταία σταγόνα ήταν αυτό που του είπες στο τηλέφωνο πριν από λίγο, για τον τύπο με τα καρφιά στα μάτια». Τα χείλη του Χάρντγουικ σφίχτηκαν σε μια έκφραση αηδίας. «Ναι, βέβαια, η όλη φάση με τα καρφιά στα μάτια», επανέλαβε η Μορένο, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι στον Γκάρνεϊ. «Όλοι έχουμε τις ευαισθησίες μας, κάτι που μας τραβά την προσοχή, έτσι δεν είναι; Επομένως μπορούμε τώρα να αφήσουμε τον κύριο συνήγορο να ασχοληθεί με το εφετείο και να καταπιαστούμε με το έγκλημα – το πραγματικό έγκλημα, όχι τις μαλακίες του Κλέμπερ». Πρόφερε το επίθετο του αστυνομικού με ολοφάνερη αποστροφή. «Το θέμα είναι να ανακαλύψουμε τι ακριβώς συνέβη. Να συνταιριάξουμε τα κομμάτια του παζλ. Αυτό δεν πιστεύεις κι εσύ ότι πρέπει να γίνει;» «Απ’ ό,τι φαίνεται, ξέρεις να διαβάζεις τη σκέψη μου». Αναρωτήθηκε αν η τύπισσα ήξερε τι είδους σκέψεις προκαλούσε το αποκαλυπτικό μπλουζάκι της. «Ο Τζακ μου έχει πει πολλά για σένα. Και ξέρω να ακούω». Ο Χάρντγουικ είχε αρχίσει να τσιτώνεται. «Μήπως να φτιάχναμε έναν καφέ και να καθόμασταν να τα πούμε;»

212

JOHN VERDON

Μία ώρα αργότερα, στο γωνιακό τραπέζι, με τα φλιτζάνια τους γεμισμένα για δεύτερη φορά και κίτρινα μπλοκ με σημειώσεις μπροστά τους, περιστρέφονταν γύρω απ’ τα κομβικά σημεία της υπόθεσης. «Άρα συμφωνούμε ότι οι τρεις φόνοι πρέπει να συσχετίζονται ο ένας με τον άλλον, έτσι;» είπε η Έστι, χτυπώντας το στιλό στο σημειωματάριό της. «Θεωρώντας ότι η νεκροψία της μητέρας παραπέμπει σε δολοφονία», είπε ο Χάρντγουικ. Η Έστι κοίταξε τον Γκάρνεϊ. «Λίγο πριν έρθεις, μίλησα με κάποιον στο γραφείο του ιατροδικαστή. Θα με πάρει αύριο να μιλήσουμε. Αλλά το γεγονός ότι ο δράστης τσέκαρε το νεκροταφείο του Λονγκ Φολς πριν από το ατύχημά της λέει πολλά. Ας δεχτούμε, λοιπόν, προς το παρόν ότι μιλάμε για τρεις αλληλοσυνδεόμενους φόνους». Ο Χάρντγουικ είχε το βλέμμα καρφωμένο στο φλιτζάνι του καφέ του, λες και περιείχε κάποια απροσδιόριστη ουσία. «Έχω ένα θέμα μ’ αυτή τη θεωρία. Σύμφωνα με το κολλητάρι του Γκάρνεϊ στην ελληνική μαφία, ο Καρλ απευθύνθηκε στον χοντρο-Γκας για να κανονίσει την εκτέλεση κάποιου – κανείς δεν ξέρει τίνος. Ο στόχος το ανακάλυψε και, για να αποτρέψει το ενδεχόμενο, σκότωσε τον Καρλ πρώτος. Κι έπειτα σκότωσε και τον Γκας, για καλό και για κακό. Όλα καλά ως εδώ;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Εκτός απ’ το κολλητάρι». Ο Χάρντγουικ αγνόησε την ένστασή του. «Αυτό, λοιπόν, που καταλαβαίνω εγώ είναι ότι ο Καρλ και ο στόχος του βρίσκονταν σε κάποιου είδους αγώνα δρόμου για το ποιος θα καθαρίσει τον άλλον. Θέλω να πω, όποιος σκοτώσει πρώτος κερδίζει, σωστά;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε και πάλι. Ο Χάρντγουικ εξακολούθησε. «Τότε για ποιο λόγο ένας τύπος σ’ αυτή την κατάσταση να διαλέξει έναν τόσο χρονοβόρο, προβληματικό τρόπο για να τη φέρει στον Καρλ; Θέλω να πω, όταν ξέρεις ότι έχουν κανονίσει να σε εκτελέσουν γίνεσαι βιαστικός. Δεν θα ήταν πιο λογικό, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, να φορέσει απλώς μια μάσκα του σκι, να μπει στη μεσιτική εταιρεία Σπόλτερ και να τον φάει λάχανο τον καριόλη; Να ξεμπερδέψει μέσα σε δώδεκα ώρες αντί για μια

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

213

ολόκληρη βδομάδα; Και η όλη θεωρία ότι σκότωσε πρώτα τη μάνα; Μόνο και μόνο για να φέρει τον Καρλ στο νεκροταφείο; Μου φαίνεται ακραία μαλακία». Ούτε και στον Γκάρνεϊ καθόταν καλά. «Εκτός», παρενέβη η Έστι, «κι αν η εκτέλεση της μητέρας δεν ήταν απλώς και μόνο παγίδα που θα τοποθετούσε τον Καρλ σε ένα δεδομένο μέρος σε δεδομένη χρονική στιγμή. Μπορεί η μητέρα να ήταν στόχος για άλλο λόγο. Μάλιστα, μπορεί να ήταν ο κύριος στόχος, και ο Καρλ ο δευτερεύων. Το έχετε σκεφτεί αυτό καθόλου ως ενδεχόμενο;» Και οι δύο έμειναν αμίλητοι και σκεφτικοί. «Είναι και κάτι άλλο που δεν μου κολλάει», είπε ο Χάρντγουικ. «Καταλαβαίνω πως υπάρχει σύνδεση μεταξύ των φόνων της Μαίρης και του Καρλ. Δεν μπορεί να μην υπάρχει. Και κάτι ακόμα που συνδέει τους φόνους του Καρλ και του Γκας – μπορεί να είναι αυτό που είπε ο Ντόνι Έιντζελ, μπορεί και όχι. Κι έτσι δεν έχω θέμα με τους φόνους ένα και δύο, ούτε με τους δύο και τρία, αλλά για κάποιο λόγο η αλληλουχία ένα-δύο- τρία δεν με πείθει». Και ο Γκάρνεϊ ένιωθε μια παρόμοια δυσφορία. «Παρεμπιπτόντως, είμαστε βέβαιοι ότι ο Καρλ ήταν το νούμερο δύο και ο Γκας το νούμερο τρία;» Η Έστι συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;» «Έτσι όπως μου τα περιέγραψε ο Αγγελίδης, υπέθετα ότι αυτή ήταν η σειρά, αλλά αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά πως έτσι έγιναν. Το μόνο που ξέρω σίγουρα είναι ότι ο Καρλ και ο Γκας εκτελέστηκαν την ίδια μέρα. Θα ήθελα να εξακριβώσω τη χρονική σειρά». «Πώς;» «Έχουμε στο φάκελο της υπόθεσης τον ακριβή χρόνο του πυροβολισμού που δέχτηκε ο Καρλ. Αλλά με βάση αυτά που μου είπε ο Αγγελίδης, δεν είμαι και τόσο βέβαιος για τον Γκας. Υπάρχουν δύο πηγές που μπορώ να σκεφτώ, αλλά εξαρτάται απ’ το τι είδους συνδέσμους έχουν – είτε στο γραφείο του ιατροδικαστή της κομητείας, όπου έγινε η νεκροτομή του Γκουρίκου, είτε κάποιον στην ομάδα δίωξης οργανωμένου εγκλήματος, με πρόσβαση στο φάκελό του». «Άσε να το δω εγώ αυτό», είπε η Έστι. «Νομίζω ότι έχω μια άκρη».

214

JOHN VERDON

«Τέλεια». Ο Γκάρνεϊ την κοίταξε με επιδοκιμασία. «Εκτός απ’ το χρόνο θανάτου, δες αν μπορείς να κάνεις κανένα αντίγραφο τις αρχικές φωτογραφίες της νεκροψίας». «Εννοείς αυτές που τραβήχτηκαν πριν τον ανοίξουν;» «Ακριβώς – το πτώμα στο τραπέζι, συν ό,τι λεπτομερές πλάνο υπάρχει από κεφάλι και λαιμό». «Θες να δεις πώς ακριβώς τον κάρφωσαν;» Ένα παράξενο μειδίαμα φανέρωσε περισσότερη απόλαυση γι’ αυτού του είδους τα εγκλήματα απ’ αυτήν που θα χαρακτήριζε τις περισσότερες γυναίκες. Ή και τους περισσότερους άντρες, πιθανότατα. Ο κατά κανόνα αδιαπέραστος Χάρντγουικ έκανε ένα μορφασμό αηδίας. Έπειτα γύρισε προς το μέρος του Γκάρνεϊ. «Θεωρείς ότι αυτή η φρίκη στέλνει κάποιου είδους μήνυμα;» «Στις τελετουργικές εκτελέσεις αυτό συμβαίνει – εκτός κι αν πρόκειται για σκόπιμο αντιπερισπασμό». «Τι απ’ τα δύο πιστεύεις πως ήταν;» ρώτησε η Έστι. Ο Γκάρνεϊ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είμαι βέβαιος. Αλλά το μήνυμα μοιάζει ξεκάθαρο». Ο Χάρντγουικ είχε ένα ύφος λες και πίεζε με τη γλώσσα ένα χαλασμένο δόντι. «Του τύπου... Σε μισώ τόσο πολύ, κουφάλα του κερατά, που θα σου μπήξω καρφιά στον εγκέφαλο; Τέτοια φάση;» «Μην ξεχνάς το λαιμό», είπε η Έστι. «Το λάρυγγα», διόρθωσε ο Γκάρνεϊ. Και οι δύο γύρισαν και τον κοίταξαν. Εκείνη μίλησε πρώτη. «Τι εννοείς;» «Πάω στοίχημα ότι ο στόχος του πέμπτου καρφιού ήταν ο λάρυγγας του Γκας». «Γιατί;» «Είναι το όργανο της φωνής». «Και λοιπόν;» «Μάτια, αυτιά, λάρυγγας. Όραση, ακοή, ομιλία. Όλα κατεστραμμένα». «Έχει σημασία αυτό για σένα;» είπε ο Χάρντγουικ. «Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά μου φέρνει στο νου το See no evil, 8 hear no evil, speak no evil. Σαν ηθικό δίδαγμα ένα πράμα».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

215

Η Έστι έγνεψε καταφατικά. «Λογικό. Αλλά σε ποιον απευθύνεται; Στο θύμα; Ή σε κάποιον άλλον;» «Εξαρτάται απ’ το πόσο παρανοϊκός είναι ο δολοφόνος». «Δηλαδή;» «Ένας ψυχοπαθής που σκοτώνει για συναισθηματική εκτόνωση συνήθως αφήνει ένα συμβολικό μήνυμα, που αντανακλά τη φύση της ίδιας του της παθολογίας – συχνά ακρωτηριάζοντας κάποιο μέλος του θύματος. Το μήνυμα συνεισφέρει στο αίσθημα της λύτρωσης. Είναι πρωτίστως μια μορφή επικοινωνίας μεταξύ του δολοφόνου και του θύματός του. Πιθανόν και μεταξύ του δολοφόνου και κάποιας μορφής των παιδικών του χρόνων, με ανάμειξη στη διαμόρφωση της παθολογίας του – συνήθως κάποιον απ’ τους γονείς». «Πιστεύεις ότι αυτό σήμαιναν τα καρφιά στη μούρη του Γκουρίκου;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε αρνητικά. «Αν η δολοφονία του Γκουρίκου συνδέεται με τους φόνους των δύο Σπόλτερ, μητέρας και γιου, θα έλεγα ότι είχε περισσότερο ως κίνητρο κάποιο πρακτικό όφελος παρά την εκτόνωση μιας παρόρμησης». Η Έστι έμοιαζε μπερδεμένη. «Πρακτικό όφελος;» «Έχω την αίσθηση ότι ο δολοφόνος συμβούλευε κάποιον να μην ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, να αποσιωπήσει κάτι, ενώ ταυτόχρονα του έδειχνε τι θα του συνέβαινε αν δεν συμμορφωνόταν. Τα δύο σημαντικά ερωτήματα είναι ποιος το έκανε και ποιο ήταν το ζητούμενο». «Έχεις καμιά ιδέα πάνω σ’ αυτό;» «Μόνο εικασίες. Το ζητούμενο μπορεί να ήταν κάποιο δεδομένο σχετικό με τους δύο πρώτους φόνους». Ο Χάρντγουικ μπήκε στη συζήτηση. «Όπως η ταυτότητα του δολοφόνου;» «Ή το κίνητρο», είπε ο Γκάρνεϊ. «Ή κάποια ενοχοποιητική λεπτομέρεια». Η Έστι έγειρε προς το μέρος του. «Και ποιος πιστεύεις πως ήταν ο στόχος της προειδοποίησης;» «Δεν ξέρω αρκετά για τις διασυνδέσεις του Γκας ώστε να μπορώ να κρίνω. Σύμφωνα με τον Αγγελίδη, ο Γκας διοργάνωνε μια βραδιά πόκερ στο σπίτι του τις Παρασκευές. Μετά το φόνο, την ίδια εκείνη

216

JOHN VERDON

μέρα, ο δολοφόνος άφησε την πόρτα του Γκας ξεκλείδωτη. Αυτό θα μπορούσε να είναι παράλειψη, ή να έγινε εσκεμμένα – ώστε κάποιος απ’ τους συμπαίκτες του στο πόκερ να έβρισκε το πτώμα φτάνοντας εκείνο το βράδυ. Μπορεί το μήνυμα δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μιλάω να απευθυνόταν σε κάποιο μέλος της ομάδας, ή ακόμα και στον ίδιο τον Αγγελίδη. Η ομάδα δίωξης μπορεί να ξέρει περισσότερα για τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση. Μπορεί ακόμα και να έχουν το σπίτι του Γκας υπό παρακολούθηση». Η Έστι συνοφρυώθηκε. «Θα ερευνήσω ό,τι μπορώ διαμέσου της φίλης μου, αν και μπορεί να μην έχει πρόσβαση σε όλα. Δεν θα ήθελα να τη φέρω σε δύσκολη θέση». Οι μύες στο σαγόνι του Χάρντγουικ σφίχτηκαν. «Πρόσεχε τα πάρε-δώσε μ’ αυτούς τους καριόληδες. Αν σου φαίνονται επίφοβοι οι τύποι στο FBI, δεν πιάνουν μία μπροστά στην ελίτ του οργανωμένου εγκλήματος». Η έμφασή του στη λέξη ελίτ είχε έναν τόνο κωμικής περιφρόνησης. Αλλά τα μάτια του δεν έκρυβαν την παραμικρή ευθυμία. «Ξέρω τι μέρος του λόγου είναι, και πώς να τους χειριστώ». Για μια στιγμή κοίταξε τον Χάρντγουικ προκλητικά. «Ας γυρίσουμε στην αρχή. Πώς μας φαίνεται η εξήγηση της προληπτικής επίθεσης – ότι ο Καρλ δολοφονήθηκε απ’ το επικείμενο θύμα του;» Ο Χάρντγουικ έγνεψε αρνητικά. «Μπορεί να ισχύει, αλλά πιθανότατα η θεωρία είναι του κώλου. Ωραία ως στόρι, αλλά σκέψου την πηγή. Για ποιο λόγο να πιστέψουμε ό,τι ξεφουρνίζει ο Ντόνι Έιντζελ;» Η Έστι κοίταξε τον Γκάρνεϊ. «Ντέιβ;» «Δεν νομίζω πως έχει να κάνει με το αν θα τον πιστέψουμε ή όχι. Αυτό που ισχυρίζεται ότι συνέβη ο Αγγελίδης μπορεί όντως να συνέβη. Ως σενάριο είναι αρκετά λογικό. Μάλιστα, έχουμε ακούσει άλλη μια ιστορία που συμβαδίζει μ’ αυτό. Η Κέι Σπόλτερ ανέφερε ότι ο Καρλ έπαιζε πόκερ με έναν τύπο που κανόνιζε φόνους για τη μαφία». Ο Χάρντγουικ κούνησε το χέρι απορριπτικά. «Αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα. Και σίγουρα δεν αποδεικνύει ότι ο Καρλ προσέλαβε τον Γκας για να εκτελέσει κάποιον». Η Έστι κοίταξε πάλι τον Γκάρνεϊ.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

217

Αυτός περιορίστηκε να ανασηκώσει τους ώμους. «Σωστά. Δεν έχουμε αποδείξεις. Αλλά παραμένει πιθανό. Και πειστικό ως συνδετικός κρίκος». «Βασικά», είπε η Έστι, «αν θεωρήσουμε την εκδοχή του Αγγελίδη πιθανή –ότι ο στόχος του Καρλ κατέληξε να είναι ο δολοφόνος– δεν θα έπρεπε να κάνουμε μια λίστα με άτομα που μπορεί να ήθελε ο Καρλ να βγάλει απ’ τη μέση;» Ο Χάρντγουικ έβγαλε ένα σιγανό γρύλισμα δυσπιστίας. Η Έστι γύρισε προς το μέρος του. «Έχεις καμιά καλύτερη ιδέα;» Ο Χάρντγουικ ανασήκωσε τους ώμους. «Κάνε λίστα, αφού το θες». «Θα κάνω». Πήρε το στιλό και το κράτησε πάνω απ’ το σημειωματάριό της. «Ντέιβ; Κάποια πρόταση;» «Ο Τζόνα». «Ο αδελφός του Καρλ; Γιατί;» «Επειδή αν ο Τζόνα έβγαινε απ’ τη μέση, ο Καρλ θα αναλάμβανε τον πλήρη έλεγχο της οικογενειακής επιχείρησης και όλων των ακινήτων, τα οποία θα μπορούσε να μετατρέψει σε μετρητά για να χρηματοδοτήσει τα πολιτικά του σχέδια κατά τρόπο θεαματικό. Το ενδιαφέρον είναι ότι και ο Τζόνα θα είχε το ίδιο κίνητρο για να ξεφορτωθεί τον Καρλ – να αναλάβει τα ηνία της μεσιτικής εταιρείας Σπόλτερ και τον έλεγχο των ακινήτων, τα οποία θα μπορούσε να πουλήσει για να επεκτείνει τον Καθεδρικό του Κυβερνοχώρου». Η Έστι ανασήκωσε το ένα φρύδι. «Τον καθεδρικό...;» «Είναι μεγάλη ιστορία. Το θέμα είναι ότι ο Τζόνα είναι φιλόδοξος, κι έχει ανάγκη από χοντρά φράγκα». «Οκέι, θα σημειώσω το όνομά του. Ποιος άλλος;» «Η Αλίσα». Η Έστι ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν να πέρασε απ’ το νου της μια δυσάρεστη σκέψη προτού προσθέσει το όνομα στη λίστα. Ο Χάρντγουικ έσφιξε τα χείλη. «Η ίδια του η κόρη;» Η Έστι απάντησε πρώτη. «Έχω ακούσει αρκετές φορές τον Κλέμπερ να μιλάει στο τηλέφωνο με την Αλίσα, κι έχω την αίσθηση ότι η σχέση της με τον πατέρα της δεν ήταν... αυτό που θα έλεγες φυσιολογική σχέση πατέρα και κόρης. Σχημάτισα την εντύπωση ότι ο Καρλ την είχε εξαναγκάσει να κάνει σεξ μαζί του».

218

JOHN VERDON

«Μου το έχεις ξαναπεί αυτό», είπε ο Χάρντγουικ. «Δεν μπορώ να σκέφτομαι τέτοιες ανωμαλίες». Τη σιωπή που ακολούθησε διέκοψε ο Γκάρνεϊ. «Δες το μόνο από πρακτική σκοπιά. Η Αλίσα ήταν για χρόνια ναρκομανής και δεν την ένοιαζε να καθαρίσει. Ο Καρλ ήθελε να γίνει κυβερνήτης της Νέας Υόρκης. Είχε πολλά να χάσει – στο παρόν και στο μέλλον. Αν είχε όντως αιμομικτική σχέση με την Αλίσα, που θεωρητικά χρονολογούνταν απ’ τα παιδικά της χρόνια, αυτό θα προσέφερε μεγάλες δυνατότητες εκβιασμού – κάτι στο οποίο δύσκολα θα αντιστεκόταν μια ναρκομανής που χρειάζεται διαρκώς λεφτά για πρέζα. Ας υποθέσουμε ότι οι απαιτήσεις της Αλίσα έγιναν εξωφρενικές. Κι ότι ο Καρλ κατέληξε να τη βλέπει ως αφόρητη απειλή σε όλα όσα επιδίωκε. Έχουμε ακούσει από ορισμένους ότι ήταν ένας αρρωστημένα φιλόδοξος άνθρωπος, ικανός για όλα». Ο Χάρντγουικ είχε τη γνώριμη έκφραση της ξινίλας που του ανέβαινε. «Θες να πεις ότι η Αλίσα μπορεί να ανακάλυψε ότι κανόνιζε να τη βγάλει απ’ τη μέση, κι ότι προσέλαβε κάποιον να τον καθαρίσει πρώτη;» «Κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον αυτό θα ταίριαζε με τη θεωρία του Αγγελίδη. Μια απλούστερη εκδοχή θα ήταν ότι επρόκειτο αμιγώς για δική της πρωτοβουλία –ότι ο Καρλ ποτέ δεν κινήθηκε εναντίον της– , ότι ήθελε τα λεφτά του, ωραία και καλά, και κανόνισε να τον καθαρίσουν». «Σύμφωνα με τη διαθήκη του, όμως, η Κέι ήταν η μοναδική δικαιούχος. Η Αλίσα δεν θα κληρονομούσε τίποτα. Σε τι, λοιπόν, την ωφελούσε…» Ο Γκάρνεϊ τον διέκοψε. «Η Αλίσα δεν θα κληρονομούσε τίποτα εκτός κι αν η Κέι καταδικαζόταν για το φόνο. Με την καταδίκη της Κέι, η νομοθεσία της Νέας Υόρκης θα την εμπόδιζε να κληρονομήσει, και ολόκληρη η περιουσία του Καρλ θα μεταβιβαζόταν στην Αλίσα». Ο Χάρντγουικ χαμογέλασε καθώς άρχιζε να διαβλέπει τις πιθανότητες. «Αυτό θα εξηγούσε τα πάντα. Όπως το γιατί πηδιόταν με τον Κλέμπερ – για να τον κάνει να οδηγήσει την υπόθεση εκεί που ήθελε. Μπορεί να πηδιόταν ακόμα και με τον γκόμενο της μητέρας της, για

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

219

να τον πείσει να διαπράξει ψευδορκία. Μιλάμε για πρεζάκι του κώλου – και με μαϊμού θα γαμιόταν για την πρέζα». Η Έστι φαινόταν προβληματισμένη. «Μπορεί ο πατέρας της να μην έκανε σεξ μαζί της εντέλει. Μπορεί να ήταν απλώς ένα παραμύθι που πούλησε στον Κλέμπερ. Για να κερδίσει τη συμπόνια του». «Παπάρια συμπόνια! Πιο πιθανό είναι να φαντάστηκε ότι η σκέψη θα τον καύλωνε». Η έκφραση της Έστι άλλαξε αργά από αποστροφή σε συμφωνία. «Μαλάκα μου, όσο τον σκέφτομαι τον τύπο, η εικόνα που σχηματίζω πάει απ’ το κακό στο χειρότερο». Έκανε μια παύση κι έγραψε κάτι στο σημειωματάριό της. «Έτσι, η Αλίσα είναι πιθανή ύποπτος. Όπως και ο Τζόνα. Για τον γκόμενο της Κέι τι λέτε;» Ο Χάρντγουικ έγνεψε αρνητικά. «Δεν κολλάει στην προληπτική επίθεση που εξετάζουμε. Δεν βλέπω το λόγο γιατί ο Καρλ να ήθελε να τον καθαρίσει. Δεν νομίζω ότι θα ξόδευε λεφτά για κάτι τέτοιο. Υπήρχαν ευκολότεροι τρόποι να τον ξεφορτωθεί. Και σίγουρα δεν μπορώ να φανταστώ τον νεαρό Ντάριλ να ανακαλύπτει πως είναι ο στόχος πιθανού συμβολαίου θανάτου και να αντιδρά κανονίζοντας μια γρηγορότερη εκτέλεση». «Σύμφωνοι, αλλά ξέχνα για λίγο την προληπτική επίθεση», είπε η Έστι. «Δεν θα μπορούσε ο Ντάριλ να σκοτώσει τον Καρλ ευελπιστώντας ότι η σχέση του με την Κέι μπορεί να εξελισσόταν σε κάτι πιο συμφέρον γι’ αυτόν από τη στιγμή που η Κέι κληρονομούσε τα λεφτά; Εσύ τι λες, Ντέιβ;» «Στο βίντεο της δίκης δεν μοιάζει αρκετά έξυπνος, ούτε αρκετά θαρραλέος για κάτι τέτοιο. Μια μικρούλα ψευδορκία – μπορεί. Αλλά ένα καλά σχεδιασμένο τριπλό φονικό; Πολύ αμφιβάλλω. Ο τύπος ήταν ένας άφραγκος ναυαγοσώστης και επιτηρητής πισίνας στον αθλητικό όμιλο των Σπόλτερ – δεν μιλάμε για δολοφόνο χολιγουντιανών προδιαγραφών. Επιπλέον, δυσκολεύομαι να τον φανταστώ να συνθλίβει το κρανίο μιας γριούλας, ή να μπήγει καρφιά στα μάτια κάποιου». Ο Χάρντγουικ κουνούσε το κεφάλι. «Τι γαμημένο μπέρδεμα. Και δεν μου κάθεται με τίποτα το όλο στόρι. Οι τρεις φόνοι έχουν τελείως

220

JOHN VERDON

διαφορετική μεθοδολογία και τρόπο εκτέλεσης. Δεν μπορώ να διακρίνω κάποια ευθεία γραμμή που να τους συνδέει. Κάτι λείπει. Το νιώθετε κι εσείς αυτό;» Ο Γκάρνεϊ προσέφερε ένα μικρό καταφατικό νεύμα. «Πολλά λείπουν. Και μιλώντας για τρόπο εκτέλεσης, δεν υπάρχει κάποιο έγγραφο στο φάκελο που να δείχνει ότι διασταυρώθηκε με τη βάση δεδομένων του FBI. Έτσι δεν είναι;» «Σύμφωνα με τον Κλέμπερ», είπε η Έστι, «η Κέι πυροβόλησε τον Καρλ. Τελεία και παύλα. Για ποιο λόγο να συμπληρώσει τη φόρμα του FBI ή να κοιτάξει σε άλλες βάσεις δεδομένων; Δεν είναι να πεις ότι ήταν δεκτικός σε άλλες θεωρίες ο καριόλης». «Σίγουρα. Αλλά θα βοηθούσε αν μπορούσαμε να τσεκάρουμε τον τρόπο εκτέλεσης τώρα – έστω και μόνο στη βάση δεδομένων του Εγκληματολογικού του FBI. Και θα ήταν καλό να ξέρουμε και αν το Εθνικό Κέντρο Εγκληματολογικών Πληροφοριών έχει κάποια αναφορά στα πρόσωπα-κλειδιά, ζωντανά και μη. Και να δούμε και στην Ιντερπόλ, τουλάχιστον για τον Γκας Γκουρίκο». Ο Γκάρνεϊ κοίταξε μια την Έστι και μια τον Χάρντγουικ. «Μπορεί κάποιος απ’ τους δυο σας να τα κάνει όλα αυτά χωρίς να αφήσει ίχνη που θα μας δημιουργήσουν προβλήματα;» «Ίσως μπορώ να τσεκάρω τα πρώτα δύο», είπε η Έστι έπειτα από λίγο. Ο τρόπος με τον οποίο είπε το ίσως σήμαινε ότι μπορούσε, αλλά με τρόπο που δεν σκόπευε να αποκαλύψει. «Στο FBI τι σε ενδιαφέρει να κοιτάξω περισσότερο;» «Για να μην πνιγούμε στα αποτελέσματα, εστίασε στα παράδοξα της υπόθεσης –στα πιο αλλόκοτα στοιχεία κάθε εγκλήματος– και χρησιμοποίησέ τα ως όρους αναζήτησης». «Όπως το 22άρι Σουίφτ – το διαμέτρημα της καραμπίνας στο Λονγκ Φολς;» «Ακριβώς. Καθώς και σιγαστήρας σε συνδυασμό με καραμπίνα ακροβολιστή». Η Έστι έκανε μερικές βιαστικές σημειώσεις. «Οκέι. Έχουμε κάτι άλλο;» «Βαρελότα». «Τι;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

221

«Μάρτυρες στο νεκροταφείο άκουσαν βαρελότα να σκάνε τη στιγμή που ο Καρλ άρπαξε τη σφαίρα. Εάν αυτό έγινε σε μια προσπάθεια κάλυψης του υπολειμματικού ήχου απ’ την εκπυρσοκρότηση της καραμπίνας, μπορεί να πρόκειται για τεχνική που ο δράστης χρησιμοποίησε στο παρελθόν, και κάποιος μάρτυρας μπορεί να το ανέφερε σε κάποιον ανακριτή, κι ο ανακριτής να το κατέγραψε στην ειδική φόρμα του FBI». «Γάμα τα», είπε ο Χάρντγουικ. «Μιλάμε για παρατραβηγμένη λεπτομέρεια». «Αξίζει τον κόπο να την ψάξουμε». Η Έστι χτυπούσε πάλι το στιλό της στο σημειωματάριο. «Θεωρείς ότι ο δράστης ήταν επαγγελματίας;» «Αυτή την αίσθηση έχω». «Οκέι. Κανέναν άλλο όρο αναζήτησης;» «Νεκροταφείο και κηδεία. Αν ο δράστης μπήκε στον κόπο να σκοτώσει κάποιον, μόνο και μόνο για να τοποθετήσει το κυρίως θύμα στον τάφο, μπορεί η ίδια συνταγή να του πέτυχε στο παρελθόν». Καθώς η Έστι έγραφε, ο Γκάρνεϊ πρόσθεσε: «Και όλα τα επώνυμα που συνδέονται με την υπόθεση είναι καλό να ψαχτούν – Σπόλτερ, Αγγελίδης, Γκουρίκος. Επίσης, χρειαζόμαστε το επώνυμο του Ντάριλ, των υπόλοιπων μαρτύρων κατηγορίας και το πατρώνυμο της Κέι. Όλα αυτά θα τα βρεις στα πρακτικά της δίκης». Ο Χάρντγουικ μίλησε με τόνο απέχθειας. «Μην ξεχάσεις να συμπεριλάβεις τους όρους καρφιά, καρφιά στα μάτια, καρφιά στ’ αυτιά και καρφιά στο λαιμό». Η Έστι έγνεψε καταφατικά, κι έπειτα ρώτησε τον Γκάρνεϊ: «Κάτι σχετικά με τον τόπο δολοφονίας της μητέρας;» «Αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο. Μπορείς να ψάξεις για δολοφονίες μεταμφιεσμένες σε πτώσεις σε μπανιέρα, ή με πρόφαση παράδοση ανθοδέσμης, ακόμα και το ψεύτικο όνομα του ανθοπωλείου – Άνθη Φλόρενς– αλλά μου φαίνεται ακόμα πιο τραβηγμένο κι απ’ τα βαρελότα». «Νομίζω πως αυτά αρκούν, κι εξάλλου θέλουν το χρόνο τους». «Τζακ, θυμάμαι απ’ την υπόθεση Τζίλιαν Πέρι πως είχες κάποιον γνωστό στην Ιντερπόλ. Υπάρχει ακόμα;» «Απ’ ό,τι ξέρω, ναι».

222

JOHN VERDON

«Μήπως να έβλεπες τι έχουν σχετικά με τον Γκουρίκο;» «Θα προσπαθήσω, αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα». «Θα μπορούσες επίσης να δεις μήπως γίνεται να εντοπίσεις τους κύριους μάρτυρες κατηγορίας;» Ο Χάρντγουικ έγνεψε καταφατικά. «Τον Φρέντι, που κατέθεσε ότι η Κέι βρισκόταν στην πολυκατοικία την ώρα του πυροβολισμού... τον Τζίμι Φλατς, τον απατεώνα που η Κέι προσπάθησε να προσλάβει για να καθαρίσει τον Καρλ... και τον Ντάριλ, τον γκόμενο που είπε ότι δοκίμασε το ίδιο και μ’ αυτόν;» «Αυτούς τους τρεις τουλάχιστον». «Θα δω τι μπορώ να κάνω. Λες να καταφέρουμε να αποσπάσουμε καμιά ομολογία ψευδορκίας με λίγη πίεση;» «Καλά θα ήταν. Αλλά αυτό που θέλω να μάθω βασικά είναι αν είναι ζωντανοί και πώς μπορούμε να τους βρούμε». «Αν είναι ζωντανοί;» Ο Χάρντγουικ έμοιαζε να διαβάζει τη σκέψη του Γκάρνεϊ. Αν στην καρδιά του μυστηρίου βρισκόταν ένα άτομο ικανό γι’ αυτό που είχε συμβεί στον Γκας Γκουρίκο, όλα ήταν πιθανά. Και οι πιθανότητες ήταν φρικιαστικές. Τα φρικιαστικά ενδεχόμενα του έφεραν στο μυαλό τον Κλέμπερ. «Παραλίγο να το ξεχνούσα», είπε ο Γκάρνεϊ, «αλλά ο αγαπημένος σου επιθεωρητής του Εγκληματολογικού με περίμενε σήμερα το απόγευμα σπίτι, όταν γύρισα απ’ το ραντεβού με τον Αγγελίδη». Τα μάτια του Χάρντγουικ έγιναν δύο σχισμές. «Τι σκατά ήθελε;» «Ήθελε να μου δώσει να καταλάβω ότι η Κέι είναι μια μοχθηρή, επίορκη, δολοφονική σκύλα· ότι ο Μπίντσερ είναι ένας μοχθηρός, επίορκος βρομο-Εβραίος· κι ότι ο ίδιος, ο Μικ Κλέμπερ, είναι ένας σταυροφόρος στην επική μονομαχία του Καλού με το Κακό. Παραδέχτηκε ότι μπορεί να έκανε κάνα-δυο λάθη, αλλά τίποτα δεν αλλάζει το γεγονός ότι η Κέι είναι ένοχη σαν αμαρτία, και αξίζει να ψοφήσει στη φυλακή – και κατά προτίμηση σύντομα». Η Έστι έδειξε να βρίσκει τα νέα συναρπαστικά. «Πρέπει να τον έχει πιάσει πανικός για να σκάσει μύτη στο σπίτι σου απ’ το πουθενά και να αρχίσει να παραληρεί». Ο Χάρντγουικ έδειχνε καχύποπτος. «Σίγουρα μόνο αυτό ήθελε; Να σου πει ότι η Κέι είναι ένοχη;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

223

«Έδειχνε να θέλει απελπισμένα να με πείσει πως όλα όσα είχε κάνει ήταν εντός του νόμου, σε κάποιο ευρύτερο πλαίσιο. Μπορεί επίσης να προσπαθούσε, με τη μέθοδο ταύρος σε υαλοπωλείο, να με κάνει να του αποκαλύψω πόσα ξέρω. Όπως το βλέπω, το ερώτημα για τον Κλέμπερ που δεν έχει ακόμα απαντηθεί είναι το πόσο άρρωστος είναι – σε αντιδιαστολή με το πόσο διεφθαρμένος». «Ή πόσο επικίνδυνος», συμπλήρωσε η Έστι. Ο Χάρντγουικ άλλαξε θέμα. «Άρα εγώ αναλαμβάνω να εντοπίσω τους τρεις μάρτυρες, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε τρεις αγνοούμενους, που κι αυτό να εξελιχθεί ένας Θεός ξέρει σε τι. Και θα εκλιπαρήσω το φίλο μου στην Ιντερπόλ για μια ακόμα χάρη. Η Έστι πάλι θα ζητήσει χατίρια από φίλους στο FBI, και κάποιον να αναλάβει την έρευνα στις βάσεις δεδομένων. Εσύ τι θα κάνεις, Σέρλοκ;» «Πρώτα θα μιλήσω με την Αλίσα Σπόλτερ. Έπειτα με τον Τζόνα Σπόλτερ». «Ωραία. Αλλά πώς θα τους πείσεις να σου μιλήσουν;» «Με κολακείες, απειλές, υποσχέσεις – ό,τι πιάσει». Η Έστι έβγαλε ένα κυνικό, κοφτό γελάκι. «Έτσι και δώσεις στην Αλίσα δύο γραμμές καλό πράμα, θα σε ακολουθήσει ως το φεγγάρι. Τον Τζόνα, θα πρέπει να βρεις μόνος σου πώς να τον κουμαντάρεις». «Ξέρεις πού μπορώ να βρω την Αλίσα;» «Τελευταία φορά που έμαθα νέα της, βρισκόταν στην οικογενειακή έπαυλη στη λίμνη Βίνους. Με τον Καρλ και την Κέι φευγάτους, θα την έχει όλη για πάρτη της. Αλλά πρόσεχε τον Κλέμπερ. Έχω την εντύπωση ότι εξακολουθούν να βρίσκονται. Έχει ακόμα αδυναμία στο τερατάκι του». Ο Χάρντγουικ χαμογέλασε ειρωνικά. «Τρυπιέται κι απ’ αυτόν». «Είσαι σιχαμένος». Γύρισε πάλι στον Γκάρνεϊ. «Θα σου στείλω με γραπτό μήνυμα τη διεύθυνση. Ή καλύτερα, θα σου τη δώσω τώρα. Την έχω στο σημειωματάριό μου». Σηκώθηκε απ’ το τραπέζι κι έφυγε απ’ το δωμάτιο. Ο Γκάρνεϊ κάθισε πάλι κι έριξε ένα διερευνητικό βλέμμα στον Χάρντγουικ. «Μπορεί να είναι εντύπωσή μου, αλλά μου φαίνεται ότι τείνεις να πλησιάσεις έστω και λίγο στο σκεπτικό μου αναφορικά με την υπόθεση». «Τι σκατά εννοείς;»

224

JOHN VERDON

«Το ενδιαφέρον σου δείχνει να επεκτείνεται και λίγο πέρα απ’ τις τεχνικές παραμέτρους της έφεσης». Αρχικά ο Χάρντγουικ φάνηκε έτοιμος να διαφωνήσει με την παρατήρησή του. Έπειτα απλώς κούνησε αργά το κεφάλι. «Αυτά τα γαμημένα τα καρφιά...» Χαμήλωσε το βλέμμα στο πάτωμα. «Δεν ξέρω... σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσο καθίκι μπορεί να γίνει ο άνθρωπος. Πόσο απίστευτα καθίκι ο καριόλης». Έκανε μια παύση, κουνώντας ακόμα το κεφάλι, σαν να τον διαπερνούσε σπασμός σε αργή κίνηση. «Έχεις πετύχει ποτέ κάτι που απλώς σε κάνει να απορείς… τι θέλω να πω, γαμώ το κεφάλι μου… αν υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος;» Ο Γκάρνεϊ δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί και πολύ. Εικόνες πλημμύρισαν το νου του – κομμένα κεφάλια, ανοιγμένοι λαιμοί, τεμαχισμένα πτώματα. Παιδιά που τα έκαψαν ζωντανά οι γονείς τους. Η υπόθεση του Σατανικού Αϊ-Βασίλη, με έναν κατά συρροή δολοφόνο που τύλιγε τα πτώματα των θυμάτων του σαν δώρα και τα έστελνε στα σπίτια των μπάτσων τα Χριστούγεννα. «Πολλά έχω πετύχει, Τζακ, αλλά το τελευταίο που μου ταράζει τον ύπνο είναι το πρόσωπο του Καρλ Σπόλτερ – η φωτογραφία του που τραβήχτηκε όταν ήταν ακόμα μετά βίας ζωντανός στη δίκη της Κέι. Είναι κάτι τρομερό. Μπορεί η απόγνωση στο βλέμμα του Καρλ να με επηρεάζει, όπως εσένα τα καρφιά στα μάτια του Γκας». Κανείς απ’ τους δυο τους δεν μίλησε ώσπου η Έστι γύρισε με ένα μικρό χαρτί που το έδωσε στον Γκάρνεϊ. «Πιθανότατα δεν θα χρειαστείς καν τη διεύθυνση», είπε. «Θα μπορούσα να σου πω απλώς να ψάξεις τη μεγαλύτερη βίλα στη Λέικσορ Ντράιβ». «Θα είναι πιο εύκολο έτσι. Ευχαριστώ». Η Έστι κάθισε και κοίταξε επίμονα τους δύο άντρες. «Τι τρέχει; Φαίνεστε και οι δύο πολύ... πεσμένοι». Ο Χάρντγουικ έβγαλε ένα κοφτό, ψυχρό γέλιο. Ο Γκάρνεϊ ανασήκωσε τους ώμους. «Κάθε τόσο, ρίχνουμε μια ματιά στην ουσία της δουλειάς μας. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» Η φωνή της άλλαξε. «Φυσικά και καταλαβαίνω». Μια σιωπή ακολούθησε.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

225

«Πρέπει να εστιάσουμε στο γεγονός ότι σημειώνουμε πρόοδο», είπε ο Γκάρνεϊ. «Κάνουμε τα κατάλληλα βήματα. Τα έγκυρα δεδομένα και η τετράγωνη λογική θα…» Το σχόλιό του διέκοψε ο ήχος μιας ξαφνικής, έντονης πρόσκρουσης στο κούφωμα του σπιτιού. Η Έστι σφίχτηκε, με ένα ύφος φοβισμένο. Ο Χάρντγουικ ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Τι διάολο ήταν αυτό;» Ο ήχος ακούστηκε ξανά –σαν κρότος μαστιγίου πάνω στο σπίτι – κι όλα τα φώτα έσβησαν μεμιάς. 8. «Θα κλείσω τα αυτιά μου στους ψεύτες, θα αποστρέψω τους οφθαλμούς στους δόλιους, θα σφραγίσω το στόμα μου σε διαμάχη άλλων». (Απόσπασμα από τη Βίβλο.) Εδώ: Δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μιλάω. (ΣτΕ)

226

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 29 Το παιχνίδι αλλάζει ΑΠΟ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ, ο Γκάρνεϊ βούτηξε απ’ την καρέκλα στο πάτωμα. Ο Χάρντγουικ και η Έστι τον μιμήθηκαν αμέσως, ξεστομίζοντας μια θύελλα από βρισιές. «Δεν έχω όπλο πάνω μου», είπε ξέπνοα ο Γκάρνεϊ. «Τι έχεις εδώ;» «Ένα εννιάρι Γκλοκ στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας», είπε ο Χάρντγουικ. «Κι ένα SIG 38άρι στο κομοδίνο». «Έχω κι εγώ ένα 38άρι Kel-Tec στην τσάντα μου», είπε η Έστι. «Είναι πίσω σου, Τζακ, στο πάτωμα. Τη σπρώχνεις προς τα δω;» Ο Γκάρνεϊ άκουσε τον Χάρντγουικ να κινείται στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, κι έπειτα κάτι να γλιστράει στο πάτωμα προς το μέρος της Έστι. «Το έπιασα», είπε. «Επιστρέφω αμέσως», ακούστηκε ο Χάρντγουικ. Ο Γκάρνεϊ τον άκουσε να βγαίνει τρέχοντας σκυφτός και βρίζοντας απ’ το δωμάτιο· έπειτα το αυτί του έπιασε το τρίξιμο μιας εσωτερικής πόρτας κι ένα συρτάρι να ανοιγοκλείνει. Ένας φακός άναψε κι έσβησε. Άκουγε επίσης την αναπνοή της Έστι, δίπλα του ακριβώς. «Δεν έχει φεγγάρι απόψε, έτσι;» Σχεδόν ψιθύριζε. Για μια στιγμή παραφροσύνης, γραπωμένος στη λαβή ενός πρωτόγονου φόβου και την υπερένταση της αδρεναλίνης, βρήκε τη χαμηλωμένη φωνή και την εγγύτητά της τόσο θελκτικά ερωτικές, που ξέχασε να της απαντήσει. «Ντέιβ;» «Ναι. Όχι. Δεν έχει φεγγάρι».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

227

Η Έστι πλησίασε κι άλλο, και το μπράτσο της άγγιξε το δικό του. «Τι λες να έγινε;» «Δεν ξέρω. Πάντως, καλό δεν είναι». «Λες να υπερβάλλουμε;» «Μακάρι». «Δεν βλέπω την τύφλα μου. Εσύ βλέπεις τίποτα;» Κάρφωσε τα μάτια του επίμονα στην ευρύτερη κατεύθυνση του παράθυρου πλάι στο τραπέζι. «Μπα. Τίποτα». «Σκατά». Ο μαγνητισμός της αγχώδους, ψιθυριστής φωνής της μες στο σκοτάδι είχε αρχίσει να γίνεται σουρεαλιστικός. «Λες οι κρότοι που ακούστηκαν να ήταν από σφαίρες;» «Μπορεί». Στην πραγματικότητα, ήταν σίγουρος. Είχε βρεθεί σε ανταλλαγή πυρών πολλές φορές στην καριέρα του. «Δεν άκουσα όμως πυροβολισμούς». «Μπορεί να χρησιμοποιεί σιγαστήρα». «Σκατά. Λες όντως να την έχει στήσει κάνας ακροβολιστής εκεί έξω;» Ο Γκάρνεϊ ήταν σχεδόν βέβαιος, μα πριν προλάβει να απαντήσει, ο Χάρντγουικ επέστρεψε. «Πήρα και το Γκλοκ και το SIG. Εγώ λέω να πάρω το Γκλοκ. Εσύ τι λες, ατσίδα; Είσαι οκέι με το SIG;» «Μια χαρά». Ο Χάρντγουικ άγγιξε τον αγκώνα του Γκάρνεϊ, βρήκε το χέρι του, και πίεσε στην παλάμη του το πιστόλι. «Έχει γεμάτο γεμιστήρα, και μία στη θαλάμη. Δεν το έχω απασφαλίσει». «Ωραία. Ευχαριστώ». «Ίσως ήρθε η ώρα να καλέσουμε το ιππικό», είπε η Έστι. «Δεν το γαμάς!» ξέσπασε ο Χάρντγουικ. «Και τι λες να κάνουμε; Να τη βγάλουμε έτσι όλη νύχτα;» «Πρέπει να βρούμε κάποιον τρόπο να τον ξεφορτωθούμε τον καριόλη». «Να τον ξεφορτωθούμε; Αυτό είναι κάτι που κάνει η ομάδα άμεσης δράσης. Εμείς τηλεφωνούμε. Αυτοί έρχονται. Αυτοί τον ξεφορτώνονται». «Ποιος τους γαμεί! Θα τον καθαρίσω μόνος μου. Καμία κουφάλα δεν πυροβολεί το σπίτι μου, γαμώ το κέρατό μου!»

228

JOHN VERDON

«Για τον Θεό, Τζακ, ο τύπος έκοψε το καλώδιο του ηλεκτρικού με μία σφαίρα. Στο σκοτάδι. Μιλάμε για σκοπευτή, όχι αστεία. Με στόχαστρο υπέρυθρων. Κρυμμένο στο δάσος. Πώς διάολο θα τον πυροβολήσεις; Για όνομα του Θεού, Τζακ, λογικέψου!» «Γάμα τον τον καριόλη! Δεν είναι και τόσο καλός – χρειάστηκε δύο σφαίρες για να πετύχει το καλώδιο. Θα του χώσω το Γκλοκ στον κώλο, μαζί με το στόχαστρο». «Μπορεί να μη χρειάστηκε δύο σφαίρες», είπε ο Γκάρνεϊ. «Τι σκατά λες; Αφού τα φώτα έσβησαν με τη δεύτερη σφαίρα, όχι με την πρώτη». «Τσέκαρε το σταθερό». «Τι;» «Απ’ ό,τι άκουσα, οι σφαίρες χτύπησαν σε διαφορετικά σημεία στον τοίχο του επάνω πατώματος. Τα καλώδια του ρεύματος και του τηλεφώνου πάνε μαζί ή χώρια;» Ο Χάρντγουικ δεν απάντησε· η σιωπή του ήταν από μόνη της απάντηση. Ο Γκάρνεϊ τον άκουσε να σέρνεται απ’ το τραπέζι ως την κουζίνα... έπειτα τον ήχο ενός ακουστικού που σηκώνεται, και μια στιγμή μετά να τοποθετείται στη θέση του... κι έπειτα ξανά το σύρσιμο μέχρι το τραπέζι. «Κομμένο. Πέτυχε το καλώδιο του τηλεφώνου ο καριόλης». «Δεν καταλαβαίνω», είπε η Έστι. «Τι νόημα έχει να κόβεις τη γραμμή του σταθερού, τη στιγμή που οι πάντες έχουν κινητό; Δεν μπορεί να μην ξέρει ποιος είναι ο Τζακ, πιθανότατα όλους μας ξέρει, και πρέπει να υποθέτει ότι έχουμε όλοι κινητά. Έχεις δει ποτέ μπάτσο χωρίς κινητό; Το σταθερό γιατί να το κόψει;» «Μπορεί να του αρέσει να κάνει επίδειξη», είπε ο Χάρντγουικ. «Μόνο που ο γαμιόλης άνοιξε παρτίδες με λάθος άνθρωπο». «Δεν είσαι μόνος σου εδώ, Τζακ. Μπορεί να θέλει να παίξει με τα νεύρα του Ντέιβ. Με τα νεύρα όλων μας». «Στ’ αρχίδια μου με ποιανού τα νεύρα παίζει. Το δικό μου σπίτι πυροβόλησε ο καριόλης». «Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Εγώ λέω να καλέσουμε την ομάδα δράσης επιτόπου».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

229

«Δεν είμαστε στο Όλμπανι, γαμώ το κέρατό μου. Δεν είναι παρκαρισμένοι στην άλλη γωνία, περιμένοντας να δώσουμε το σήμα. Θα τους πάρει μία ώρα να ανεβούν εδώ πάνω». «Ντέιβ;» Ο τόνος της ικέτευε για υποστήριξη. Ο Γκάρνεϊ δεν μπορούσε να την προσφέρει. «Ίσως είναι προτιμότερο να το χειριστούμε μόνοι μας». «Τι προτιμότερο, γαμώτο; Από ποια άποψη προτιμότερο;» «Άμα γίνει επίσημη αναφορά, θα ανοίξουμε μεγάλες ιστορίες». «Μεγάλες ιστορίες; Μα τι λες;» «Στη δουλειά σου». «Στη δουλειά μου;» «Είσαι επιθεωρητής στο Εγκληματολογικό, και ο Τζακ έχει εκτοξεύσει ολομέτωπη επίθεση στον τομέα. Πώς θα εκλάβουν την παρουσία σου εδώ; Νομίζεις ότι δεν θα μαντέψουν σε μισό δευτερόλεπτο ποιος του παρέχει εμπιστευτικές πληροφορίες; Πληροφορίες που μπορούν να τους καταστρέψουν; Νομίζεις ότι θα επιβιώσεις από κάτι τέτοιο – νομικά και μη; Χίλιες φορές να αντιμετωπίσω έναν ακροβολιστή κρυμμένο στο δάσος, απ’ το να με θεωρήσουν προδότη οι άνθρωποι που συνεργάζομαι μαζί τους καθημερινά». Η φωνή της Έστι έτρεμε λίγο. «Δεν νομίζω ότι μπορούν να αποδείξουν κάτι. Δεν υπάρχει λόγος…» Σταμάτησε απότομα. «Τι ήταν αυτό;» «Ποιο;» ρώτησε ο Γκάρνεϊ. «Απ’ το παράθυρο... στο λόφο απέναντι απ’ το σπίτι... στο δάσος... μια ξαφνική λάμψη...» Ο Χάρντγουικ μπουσούλησε γύρω απ’ το τραπέζι μέχρι το παράθυρο. «Κόβω το κεφάλι μου πως είδα ένα…» ψιθύρισε η Έστι, κοιτώντας στο σκοτάδι. Και πάλι σταμάτησε πριν ολοκληρώσει την πρόταση. Αυτή τη φορά, το είδαν και ο Γκάρνεϊ με τον Χάρντγουικ. «Να το!» φώναξε ο Γκάρνεϊ. «Είναι μία απ’ τις φωτογραφικές μηχανές μου», είπε ο Χάρντγουικ. «Με αισθητήρα κίνησης. Έχω καμιά δεκαριά μες στο

230

JOHN VERDON

δάσος – κυρίως για την κυνηγετική εποχή». Άλλη μια λάμψη άστραψε, αυτή τη φορά πιο ψηλά θαρρείς στο λόφο. «Ο καριόλης ανηφορίζει το μονοπάτι. Πάει να το σκάσει ο γαμιόλης». Ο Γκάρνεϊ άκουσε τον Χάρντγουικ να σηκώνεται όρθιος βιαστικά και να τρέχει απ’ το καθιστικό στην κουζίνα, απ’ όπου επέστρεψε με δύο αναμμένους φακούς στο ένα χέρι και το Γκλοκ στο άλλο. Έστησε τον ένα φακό στη μέση του τραπεζιού, με τη δέσμη να φωτίζει το ταβάνι. «Νομίζω ότι ξέρω πού πάει το αρχίδι. Μόλις φύγω, μπείτε στα αμάξια σας και πάρτε δρόμο – ξεχάστε ότι ήσαστε εδώ». Η φωνή της Έστι υψώθηκε ανήσυχη. «Πού πας;» «Πάω εκεί που τελειώνει το μονοπάτι – στο Σκατ Χόλοου, στην άλλη μεριά του βουνού. Αν τα καταφέρω να φτάσω εκεί πρώτος...» «Θα έρθουμε κι εμείς μαζί σου!» «Μη μου τα πρήζετε! Πρέπει να φύγετε –προς την αντίθετη κατεύθυνση– τώρα αμέσως! Έτσι και μπλέξετε και σας ανακρίνουν οι ντόπιοι μπάτσοι –ή, ακόμα χειρότερα, το Εγκληματολογικό– τη βάψαμε. Να προσέχετε. Και τώρα, δρόμο!» «Τζακ!» Ο Χάρντγουικ βγήκε τρέχοντας απ’ την εξώπορτα. Δευτερόλεπτα μετά, άκουσαν το βρυχηθμό του μεγάλου οχτακύλινδρου κινητήρα, τους τροχούς να σπινάρουν και χαλίκι να εκτοξεύεται στην πλαϊνή πλευρά του σπιτιού. Ο Γκάρνεϊ άρπαξε τον δεύτερο φακό απ’ το τραπέζι και βγήκε τρέχοντας στη βεράντα· είδε τα πίσω φώτα της Πόντιακ να απομακρύνονται και το αμάξι να παίρνει γκαζωμένο μια στροφή στον στενό χωματόδρομο που κατηφόριζε κάνοντας το γύρο της δασωμένης πλαγιάς ως τον Αυτοκινητόδρομο 10. «Δεν έπρεπε να πάει μόνος του». Η φωνή της Έστι στο πλάι του ακουγόταν εξουθενωμένη και βραχνή. «Έπρεπε να τον ακολουθήσουμε, να ειδοποιήσουμε την ομάδα δράσης». Είχε δίκιο. Το ίδιο κι ο Χάρντγουικ. «Ο Τζακ δεν είναι χαζός. Τον έχω δει και σε πιο ζόρικες καταστάσεις απ’ αυτήν. Δεν θα πάθει τίποτα». Η διαβεβαίωση του Γκάρνεϊ ήχησε κούφια. «Δεν έπρεπε να τον πάρει στο κυνήγι μόνος του τον μανιακό!» «Μπορεί να καλέσει ο ίδιος για ενισχύσεις. Απ’ αυτόν εξαρτάται. Εφόσον δεν είμαστε μαζί του, μπορεί να πλάσει την ιστορία όπως

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

231

θέλει. Αν ήμαστε εκεί, δεν θα ήταν στο χέρι του. Και θα έπρεπε να ξεχάσεις την καριέρα σου». «Γαμώτο! Γαμώτο! Δεν το μπορώ αυτό». Βημάτισε σε έναν κλειστό κύκλο, ξεχειλίζοντας αγανάκτηση. «Και τώρα τι; Σηκωνόμαστε και φεύγουμε; Μπαίνουμε στο αμάξι και πάμε σπίτι;» «Ναι. Πρώτη εσύ. Τώρα». Η Έστι κοίταξε τον Γκάρνεϊ στην τρεμάμενη λάμψη του φακού. «Εντάξει. Εντάξει. Αλλά μιλάμε για μαλακία. Μεγάλη μαλακία». «Συμφωνώ. Αλλά πρέπει να δώσουμε στον Τζακ τη δυνατότητα επιλογών. Έχεις τίποτα δικό σου εδώ πέρα;» Η Έστι ανοιγόκλεισε τα μάτια κάμποσες φορές, σαν να προσπαθούσε να επικεντρωθεί στην ερώτηση. «Την τσάντα μου, μια τσάντα ώμου... αυτό όλο κι όλο, νομίζω». «Οκέι. Ό,τι έχεις εδώ – πάρ’ το, και δρόμο». Της έδωσε το φακό και περίμενε έξω όσο αυτή ξανάμπαινε στο σπίτι. Δύο λεπτά αργότερα άφηνε τις τσάντες της στη θέση του συνοδηγού του Μίνι Κούπερ. «Πού μένεις;» τη ρώτησε. «Ονεόντα». «Μόνη;» «Ναι». «Να προσέχεις». «Εννοείται. Κι εσύ». Μπήκε στο αμάξι, έκανε όπισθεν, έστριψε στον κατηφορικό χωματόδρομο και χάθηκε. Ο Γκάρνεϊ έσβησε το φακό του και στάθηκε στο σκοτάδι να αφουγκραστεί. Δεν άκουγε τον παραμικρό ήχο, ούτε αεράκι ούτε η παραμικρή κίνηση πουθενά. Στάθηκε ένα ακόμα λεπτό, περιμένοντας να ακούσει κάτι, να δει κάτι. Όλα έμοιαζαν αφύσικα ασάλευτα. Με το φακό στο ένα χέρι και το πιστόλι στο άλλο, απασφαλισμένο, έκανε το γύρο της περιοχής. Δεν είδε τίποτα ανησυχητικό, τίποτα παράταιρο. Φώτισε με το φακό το πλάι του σπιτιού, σαρώνοντάς το πέρα-δώθε ώσπου βρήκε ένα κομμένο καλώδιο που ξεπρόβαλλε από ένα κουτί κάτω από ένα παράθυρο του επάνω πατώματος, και γύρω στα τρία μέτρα απ’ αυτό, ένα δεύτερο καλώδιο να ξεπροβάλλει από ένα άλλο κουτί στο άλλο παράθυρο. Έστρεψε το φακό προς το

232

JOHN VERDON

δρόμο, ώσπου εντόπισε το στύλο και τα δύο χαλαρά σύρματα που περίμενε να βρει εκεί κρεμασμένα στο χώμα. Προχώρησε κολλητά με το σπίτι, κάτω απ’ το σημείο όπου κρέμονταν τα κομμένα καλώδια. Στο κόντρα πλακέ πίσω απ’ το καθένα, διέκρινε μια μικρή μαύρη τρύπα σε απόσταση μερικών εκατοστών από κάθε κουτί. Δεν μπορούσε να λογαριάσει τη διάμετρό τους με ακρίβεια απ’ το σημείο όπου στεκόταν, αλλά ήταν σχεδόν σίγουρος πως δεν μπορεί να είχαν προκληθεί από σφαίρα μικρότερη των 30 χιλιοστών και μεγαλύτερη των 35. Αν επρόκειτο για τον ίδιο ακροβολιστή που είχε πυροβολήσει τον Καρλ στο Γουίλοου Ρεστ, μάλλον ήταν ευέλικτος στην επιλογή του όπλου – ο επαγγελματίας που διαλέγει το κατάλληλο εργαλείο για κάθε περίσταση. Πρακτικό πνεύμα ο τύπος. Ή η τύπισσα. Η ερώτηση της Έστι του ήρθε πάλι στο μυαλό. Τι νόημα έχει να κόψεις το σταθερό, τη στιγμή που οι πάντες έχουν κινητό; Από πρακτική άποψη, το να κόψεις το ρεύμα και τους διαύλους επικοινωνίας ήταν το προοίμιο επίθεσης. Όμως ο δράστης δεν είχε επιτεθεί. Ποιο το νόημα, λοιπόν; Προειδοποίηση; Όπως τα καρφιά στο κεφάλι του Γκας; Αλλά γιατί το σταθερό; Ω Χριστέ μου! Ήταν δυνατόν; Ρεύμα και τηλέφωνο. Ρεύμα σημαίνει φώτα, άρα βλέπω. Και το τηλέφωνο; Τι κάνεις με ένα τηλέφωνο – ιδίως με ένα παλιό σταθερό τηλέφωνο; Ακούς και μιλάς. Ούτε ρεύμα ούτε τηλέφωνο. Ούτε όραση ούτε ακοή ούτε ομιλία. Δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μιλάω. Ή μήπως άφηνε τη φαντασία του να οργιάσει, υπερβολικά κολλημένος με τη θεωρία του περί μηνύματος; Ήξερε καλά ότι το να ταυτίζεσαι με την ίδια σου την υπόθεση μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Και πάλι όμως, αν δεν επρόκειτο για μηνύματα, τότε τι διάολο ήταν; Έχοντας σβήσει το φακό, σηκώθηκε πάλι στο σκοτάδι, κρατώντας το πιστόλι στο πλευρό του και προσπαθώντας να δει μες στη σκοτεινιά και να αφουγκραστεί στη σιωπή. Η απόλυτη σιγή τον έκανε να ανατριχιάσει. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του πως είχε να κάνει

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

233

απλώς με την πτώση της θερμοκρασίας και με τον αέρα που νότιζε ολοένα. Μα αυτό δεν τον έκανε να νιώσει καθόλου καλύτερα. Είχε έρθει η ώρα να φύγει από εκεί πέρα. Στα μισά του δρόμου για το Γουόλνατ Κρόσινγκ σταμάτησε σε ένα μίνι μάρκετ εικοσιτετράωρης λειτουργίας για έναν καφέ. Καθισμένος στο πάρκινγκ, ρουφώντας τον καφέ και αναλύοντας όλα όσα είχαν συμβεί στο σπίτι του Χάρντγουικ –τι θα μπορούσε να είχε κάνει, ή τι θα έπρεπε να είχε κάνει– σε μια προσπάθεια να οργανώσει μια κάποια λογική σειρά βημάτων από δω και πέρα, σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στον Κάιλ. Προετοιμασμένος να αφήσει μήνυμα στον τηλεφωνητή, τα ’χασε όταν άκουσε τη φωνή του. «Καλησπέρα, μπαμπά. Τι τρέχει;» «Στην πραγματικότητα, γίνεται της τρελής». «Ναι, ε; Αλλά είναι κάτι που σ’ αρέσει, σωστά;» «Έτσι νομίζεις;» «Είμαι σίγουρος. Αν δεν πνίγεσαι, αισθάνεσαι αργόσχολος». Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Ελπίζω να μην παίρνω πολύ αργά». «Αργά; Δέκα παρά τέταρτο είναι. Και μιλάμε για Νέα Υόρκη. Οι περισσότεροι φίλοι μου τώρα βγαίνουν». «Εσύ δεν θα βγεις;» «Αποφασίσαμε να κάτσουμε μέσα». «Αποφασίσατε;» «Μεγάλη ιστορία. Πώς πάει, λοιπόν;» «Μια ερώτηση, βασισμένη στην πείρα σου απ’ τη Γουολ Στριτ. Δεν ξέρω ούτε πώς να τη διατυπώσω. Πέρασα όλη μου την καριέρα θαμμένος σε φόνους και δεν κατέχω από κυριλέ εγκλήματα. Αυτό που ήθελα να μάθω είναι, αν μια εταιρεία έψαχνε για βαρβάτη χρηματοδότηση –για να επεκταθεί, λόγου χάρη– αυτό είναι κάτι που θα κυκλοφορούσε ως φήμη;» «Εξαρτάται». «Από τι;» «Απ’ το πόσο βαρβάτη είναι η συμφωνία που μου λες ότι ψάχνει να κάνει. Κι απ’ το είδος της χρηματοδότησης. Κι απ’ το ποιοι είναι ανακατεμένοι. Είναι πολλές οι παράμετροι. Για να περάσει στο επίπεδο της φημολογίας, πρέπει να μιλάμε για χοντρά λεφτά. Κανείς στη

234

JOHN VERDON

Γουολ Στριτ δεν ασχολείται με μικρές εταιρείες. Για ποια ρωτάς συγκεκριμένα;» «Μια εταιρεία με την επωνυμία Καθεδρικός του Κυβερνοχώρου – πνευματικό τέκνο ενός τύπου που λέγεται Τζόνα Σπόλτερ». «Κάτι μου λέει το όνομα». «Κάτι συγκεκριμένο;» «Η CyberCath μου έρχεται στο μυαλό...» «CyberCath;» «Οι χρηματιστές ψοφάνε για συντομογραφίες, επωνυμίες μετοχών, γρήγορες συναλλαγές – σαν να βιάζονται τόσο, που δεν αδειάζουν να χρησιμοποιήσουν ολόκληρες λέξεις». «Δηλαδή, ο Καθεδρικός του Κυβερνοχώρου είναι στο χρηματιστήριο;» «Δεν νομίζω. Απλώς έτσι μιλάνε οι πρώην συνάδελφοι. Τι θες να μάθεις;» «Οτιδήποτε συζητιέται που δεν θα βρω στο Google». «Εύκολο. Έχεις αναλάβει κάποια καινούρια υπόθεση;» «Μια έφεση καταδίκης για φόνο. Προσπαθώ να ξεθάψω δεδομένα που η αρχική έρευνα μπορεί να παρέκαμψε». «Σούπερ. Και πώς πάει;» «Έχει ενδιαφέρον». «Επειδή ξέρω πώς μιλάς για τη δουλειά σου, θα υποθέσω ότι αυτό σημαίνει ότι έπεσαν σφαίρες αλλά δεν τραυματίστηκες». «Βασικά... στο περίπου». «Τι έκανε λέει; Θες να πεις ότι έπεσα μέσα; Είσαι καλά; Προσπάθησε κανείς να σε σκοτώσει;» «Όχι, απλώς πυροβόλησε ένα σπίτι στο οποίο βρισκόμουν από σύμπτωση». «Χριστέ μου! Έχει να κάνει με την υπόθεση με την οποία ασχολείσαι;» «Έτσι νομίζω». «Πώς μπορείς και είσαι τόσο ψύχραιμος; Εγώ θα είχα σαλτάρει έτσι και κάποιος πυροβολούσε το σπίτι όπου βρισκόμουν». «Θα ανησυχούσα σίγουρα περισσότερο αν σκόπευε εμένα προσωπικά».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

235

«Γουστάρω! Αν ήσουν ήρωας σε κόμικ, θα σε λέγανε Doctor Cool». Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε, χωρίς να ξέρει τι να πει. Δεν μιλούσε συχνά με τον Κάιλ, αν και απ’ την υπόθεση του Καλού Ποιμένα κι έπειτα, η επικοινωνία τους είχε γίνει πιο τακτική. «Υπάρχει περίπτωση να έρθεις απ’ τα μέρη μας τώρα κοντά;» «Φυσικά. Γιατί όχι. Τέλεια θα ήταν». «Την έχεις ακόμα τη μοτοσικλέτα;» «Εννοείται. Και το κράνος που μου έδωσες. Το παλιό, το δικό σου. Το φοράω αντί για το δικό μου». «Α... ωραία... χαίρομαι που σου κάνει». «Νομίζω ότι τα κεφάλια μας είναι ακριβώς το ίδιο νούμερο». Ο Γκάρνεϊ γέλασε. Δεν ήταν σίγουρος γιατί. «Όποτε και να έρθεις, εμείς θα σε περιμένουμε πώς και πώς». Έκανε μια παύση. «Πώς πάει η Νομική στο Κολούμπια;» «Τρέχω και δεν φτάνω, λιώνω στο διάβασμα, αλλά βασικά, μια χαρά». «Δηλαδή, δεν μετανιώνεις που παράτησες τα χρηματιστηριακά;» «Ούτε στιγμή. Ή, εντάξει, το πολύ μια στο τόσο. Αλλά μετά θυμάμαι όλες τις μαλακίες που σε φορτώνει η δουλειά – και η Γουολ Στριτ είναι τίγκα στις μαλακίες– και νιώθω πανευτυχής που δεν αποτελώ πια κομμάτι εκείνου του κόσμου». «Χαίρομαι». Ακολούθησε μια σιωπή, την οποία εντέλει διέκοψε ο Κάιλ. «Λοιπόν... θα κάνω μερικά τηλεφωνήματα, να δω αν μπορώ να μάθω κάτι σχετικό με την CyberCath, και μιλάμε». «Έγινε, αγόρι μου. Σ’ ευχαριστώ». «Σ’ αγαπώ, μπαμπά». «Κι εγώ σ’ αγαπώ». Αφού έκλεισε, ο Γκάρνεϊ έμεινε ακίνητος με το τηλέφωνο στο χέρι, να αναρωτιέται το αλλόκοτο μοτίβο των επαφών του με το γιο του. Ο νεαρός ήταν... πόσο; Είκοσι πέντε; Είκοσι έξι; Ποτέ δεν θυμόταν ακριβώς την ηλικία του. Και για πολλά απ’ αυτά τα χρόνια, ιδίως τα τελευταία δέκα, αυτός κι ο Κάιλ ήταν... τι; Όχι ακριβώς αποξενωμένοι, ο χαρακτηρισμός ήταν υπερβολικά φορτισμένος. Απόμακροι; Σαφώς χωρισμένοι από περιόδους παντελούς έλλειψης επικοινωνίας.

236

JOHN VERDON

Αλλά όποτε συνέβαινε να επικοινωνήσουν, οι συνομιλίες τους ήταν κατά κανόνα εγκάρδιες, ιδίως απ’ τη μεριά του Κάιλ. Ίσως η εξήγηση να ήταν το ίδιο απλή όσο και η αποτίμηση που είχε προσφέρει στον Γκάρνεϊ η φίλη του στο πανεπιστήμιο, πριν από δεκαετίες, με αφορμή το χωρισμό τους: «Απλώς δεν είσαι κοινωνικός άνθρωπος, Ντέιβιντ». Την έλεγαν Τζέραλντιν. Στέκονταν έξω απ’ το θερμοκήπιο, στον Βοτανικό Κήπο του Μπρονξ. Οι κερασιές ήταν ολάνθιστες. Είχε αρχίσει να βρέχει. Η Τζέραλντιν γύρισε κι απομακρύνθηκε, και συνέχισε να προχωρά παρότι η βροχή δυνάμωνε. Δεν ξαναμίλησαν ποτέ. Κοίταξε το κινητό που κρατούσε. Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στη Μάντλιν, να της πει ότι επέστρεφε. Όταν το σήκωσε, ακουγόταν νυσταγμένη. «Πού είσαι;» «Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω». «Δεν κοιμόμουν. Διάβαζα. Ή μπορεί και να λαγοκοιμήθηκα λίγο». Ο Γκάρνεϊ έμπαινε στον πειρασμό να τη ρωτήσει αν διάβαζε το Πόλεμος και Ειρήνη. Το διάβαζε εδώ και χρόνια, και ήταν πανίσχυρο υπνωτικό. «Ήθελα απλώς να σου πω ότι είμαι στα μισά μεταξύ Ντίλγουιντ και Γουόλνατ Κρόσινγκ. Σε είκοσι λεπτά το πολύ θα είμαι σπίτι». «Ωραία. Πώς κι έτσι αργά;» «Είχαμε μερικά προβλήματα στο σπίτι του Χάρντγουικ». «Τι προβλήματα; Είσαι καλά;» «Μια χαρά. Θα σου πω όταν γυρίσω». «Όταν γυρίσεις θα κοιμάμαι». «Το πρωί, τότε». «Να προσέχεις στο δρόμο». «Θα προσέχω. Τα λέμε σε λίγο». Έχωσε το τηλέφωνο στην τσέπη του, ήπιε μια-δυο γουλιές κρύο καφέ, πέταξε τον υπόλοιπο σε ένα σκουπιδοτενεκέ και ξαναβγήκε στον αυτοκινητόδρομο. Τώρα είχε στο μυαλό του τον Χάρντγουικ. Μαζί με τη δυσάρεστη αίσθηση ότι θα έπρεπε να είχε αγνοήσει τις οδηγίες του και να τον είχε ακολουθήσει τελικά. Βέβαια, υπήρχε ο κίνδυνος το ένα να φέρει το άλλο και να βρεθούν να ανταλλάσσουν πυρά με τον ακροβολιστή,

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

237

να αναμειχθούν τα ανώτερα κλιμάκια, το Εγκληματολογικό να μυριστεί την ανάμειξη της Έστι και να πρέπει να αλλοιώσουν τα δεδομένα της συνάντησής τους προκειμένου να την προστατεύσουν, με μισές αλήθειες στις καταθέσεις τους κι ένα σωρό εμπόδια, μπερδέματα και παγίδες. Απ’ την άλλη, ωστόσο, υπήρχε το ενδεχόμενο ο Χάρντγουικ να ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο –ή κάννη με κάννη– με μια κατάσταση που υπερέβαινε τις δυνάμεις του. Ο Γκάρνεϊ ένιωθε την ακατανίκητη παρόρμηση να κάνει επιτόπια αναστροφή και να γυρίσει στο σημείο όπου θα είχε οδηγήσει τον Χάρντγουικ το κυνηγητό του. Αλλά οι πιθανότητες ήταν αμέτρητες. Όπως και οι δρόμοι και οι διασταυρώσεις. Η καθεμιά θα πολλαπλασίαζε τις πιθανότητες να ξεστρατίσει απ’ το δρόμο που είχε ακολουθήσει ο Τζακ. Κι ακόμα κι αν από κάποια απίθανη σύμπτωση μάντευε σωστά την πορεία του και κατέληγε στο σωστό σημείο, η απρόσμενη άφιξή του μπορεί να δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που θα προσπαθούσε να λύσει. Έτσι, συνέχισε να οδηγεί, διχασμένος, φτάνοντας με τα πολλά στη στροφή για την ιδιοκτησία του στην κορυφή του λόφου. Οδηγούσε αργά επειδή τα ελάφια είχαν την τάση να πετιούνται στο δρόμο απ’ το πουθενά. Είχε χτυπήσει ένα ελαφάκι σχετικά πρόσφατα, κι ακόμα θυμόταν τη φρίκη που είχε νιώσει. Στην κορυφή του δρόμου σταμάτησε για να αφήσει ένα σκαντζόχοιρο να περάσει. Τον παρατηρούσε καθώς προχωρούσε βιαστικά προς το ψηλό χορτάρι στο ύψωμα πάνω απ’ το στάβλο. Οι σκαντζόχοιροι είχαν κακή φήμη, εξαιτίας του ότι μασούλαγαν τα πάντα, από κουφώματα μέχρι καλώδια φρένων. Ο αγρότης που έμενε λίγο πιο κάτω απ’ αυτούς τον είχε συμβουλεύσει να τους πυροβολούν επιτόπου. «Είναι τελείως άχρηστοι, και μπορεί να σου κάνουν ζημιά». Αλλά δεν πήγαινε η καρδιά του Γκάρνεϊ να κάνει κάτι τέτοιο, και η Μάντλιν δεν θα το ανεχόταν σε καμία περίπτωση. Έβαλε ταχύτητα κι ετοιμαζόταν να ανηφορίσει τον χορταριασμένο δρόμο μέχρι το σπίτι, όταν είδε κάτι να αστράφτει. Ήταν ένα απ’ τα παράθυρα του στάβλου – ένα γυαλιστερό, φωτεινό σημείο. Σκέφτηκε ότι ίσως να είχαν ξεχάσει αναμμένο το φως του στάβλου – μπορεί να το είχε ξεχάσει η Μάντλιν, όταν τάισε τις κότες. Αλλά ο γλόμπος του στάβλου ήταν σχετικά αδύναμος, με ένα κιτρινωπό φως,

238

JOHN VERDON

και η λάμψη αυτή στο παράθυρο ήταν έντονη και λευκή. Καθώς ο Γκάρνεϊ την παρατηρούσε, το φως της δυνάμωνε ολοένα. Έσβησε τους προβολείς. Αφού έμεινε για μερικές στιγμές ακόμα σαστισμένος, πήρε τον βαρύ μεταλλικό φακό του Χάρντγουικ απ’ τη θέση του συνοδηγού χωρίς να τον ανάψει, βγήκε απ’ το αυτοκίνητο και προχώρησε προς το στάβλο – με οδηγό του μες στο σκοτάδι το αλλόκοτο αυτό φωτεινό σημάδι, που έμοιαζε να κινείται σε συγχρονισμό μαζί του. Τότε συνειδητοποίησε ανατριχιάζοντας ότι το φως δεν βρισκόταν μέσα στο στάβλο. Ήταν αντανάκλαση – από κάτι φωτεινό κάπου πίσω του. Έκανε απότομα μεταβολή, και το είδε – ένα έντονο φως να λάμπει μέσα απ’ τη δεντροστοιχία στην κορυφή της πλαγιάς πίσω απ’ τη λίμνη. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως επρόκειτο για προβολέα αλογόνου σε οροφή αυτοκινήτου. Στο στάβλο πίσω του, πιθανώς αντιδρώντας στη λάμψη, ο κόκορας έκραξε. Ο Γκάρνεϊ κοίταξε πάλι στην πλαγιά – το ολοένα δυνατότερο φως πίσω απ’ τα δέντρα. Και τότε, κατάλαβε. Όπως θα έπρεπε να είχε καταλάβει απ’ την πρώτη στιγμή. Τίποτα το μυστηριώδες. Ούτε άγνωστα οχήματα ούτε προβολείς. Κάτι εντελώς συνηθισμένο: η πανσέληνος σε μια νύχτα με καθαρό ουρανό. Ένιωσε ολότελα ηλίθιος. Χτύπησε το κινητό του. Ήταν η Μάντλιν. «Εσύ είσαι κάτω στο στάβλο;» «Εγώ είμαι, ναι». «Κάποιος σε πήρε μόλις τώρα. Έρχεσαι;» Η ψύχρα της φωνής της ήταν αισθητή. «Ναι, κάτι κοίταζα. Ποιος ήταν;» «Η Αλίσα». «Ποιος;» «Μια γυναίκα ονόματι Αλίσα». «Δεν σου είπε επώνυμο;» «Τη ρώτησα. Είπε ότι πιθανότατα ξέρεις το επίθετό της, κι αν δεν το ξέρεις, δεν είχε νόημα να μιλήσει μαζί σου έτσι κι αλλιώς. Ακουγόταν ή τρελή ή μαστουρωμένη». «Τηλέφωνο άφησε;» «Ναι, το έχω εδώ».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

239

«Έρχομαι αμέσως». Δύο λεπτά αργότερα, στις 10:12 μ.μ., ήταν στην κουζίνα με το κινητό στο χέρι, πληκτρολογώντας τον αριθμό. Η Μάντλιν στεκόταν μπροστά στο νεροχύτη, με τις ροζ και κίτρινες καλοκαιρινές της πιτζάμες, και μάζευε κάτι ασημικά από το σερβίτσιο που είχαν ξεμείνει στο στραγγιστήρι. Η κλήση του έλαβε απάντηση στο τρίτο χτύπημα – από μια φωνή βραχνή κι απαλή ταυτόχρονα. «Ο επιθεωρητής Γκάρνεϊ;» «Αλίσα;» «Η μία και μοναδική». «Η Αλίσα Σπόλτερ;» «Η Σπόλτερ Αλίσα, με πάθος και λύσσα, και μαύρη πουκαμίσα». Ακουγόταν σαν δωδεκάχρονο που είχε κάνει επιδρομή στα ποτά του μπουφέ. «Πώς μπορώ να βοηθήσω;» «Θες να με βοηθήσεις;» «Εσύ πήρες πριν από λίγο. Τι θέλεις;» «Θέλω να βοηθήσω εγώ. Αυτό θέλω μόνο». «Πώς ακριβώς να βοηθήσεις;» «Θες να μάθεις ποιος σκότωσε τον ροκ σταρ;» «Τι πράγμα;» «Με πόσους φόνους ασχολείσαι;» «Στον πατέρα σου αναφέρεσαι;» «Εσύ τι λες;» «Ξέρεις ποιος σκότωσε τον πατέρα σου;» «Το βασιλιά Κάρολο; Φυσικά και ξέρω». «Πες μου». «Όχι απ’ το τηλέφωνο». «Γιατί όχι;» «Έλα να με δεις, και θα σου πω». «Δώσ’ μου ένα όνομα». «Θα σου δώσω ένα όνομα. Όταν γνωριστούμε καλύτερα. Δίνω σε όλους μου τους γκόμενους τα δικά τους ονόματα. Πότε θα τα πούμε, λοιπόν;» Ο Γκάρνεϊ δεν απάντησε.

240

JOHN VERDON

«Μ’ ακούς;» Ο τόνος της παλινδρομούσε με ευκολία μεταξύ διαύγειας και μέθης. «Σ’ ακούω». «Α. Εδώ είναι το πρόβλημα. Πρέπει να με βλέπεις κιόλας». «Αλίσα... είτε ξέρεις κάτι χρήσιμο είτε όχι. Είτε θα μου πεις περί τίνος πρόκειται είτε όχι. Από σένα εξαρτάται. Αποφάσισε όμως τώρα». «Ξέρω τα πάντα». «Ωραία. Σ’ ακούω». «Δεν παίζει. Η κλήση μπορεί να καταγράφεται. Ζούμε σε πολύ τρομακτικό κόσμο. Παράνομες ηχογραφήσεις παντού. Κοριοί, ιστορίες. Αλλά εσύ είσαι ντετέκτιβ, κι έτσι τα ξέρεις αυτά. Πάω στοίχημα ότι ξέρεις μέχρι και πού μένω». Ο Γκάρνεϊ δεν απάντησε. «Ξέρεις πού μένω, έτσι δεν είναι;» Και πάλι, παρέμεινε σιωπηλός. «Ναι, είμαι σίγουρη». «Αλίσα; Άκουσέ με. Αν θες να μου πεις…» Τον διέκοψε με μια υπερβολική, αργόσυρτη φιληδονία που κάτω από άλλες συνθήκες μπορεί να ήταν και κωμική. «Λοιπόν... Εγώ θα είμαι εδώ όλη νύχτα. Κι αύριο όλη μέρα. Έλα το συντομότερο δυνατόν. Σε παρακαλώ. Θα σε περιμένω. Εσένα μόνο». Και η σύνδεση κόπηκε. Ο Γκάρνεϊ ακούμπησε το κινητό του στο τραπέζι και κοίταξε τη Μάντλιν, που περιεργαζόταν ένα πιρούνι πριν το βάλει στο συρτάρι με τα ασημικά. Συνοφρυώθηκε, άνοιξε τη βρύση κι άρχισε να το τρίβει με δύναμη. Έπειτα το ξέβγαλε, το στέγνωσε, το περιεργάστηκε πάλι, φάνηκε ικανοποιημένη και το έβαλε στο συρτάρι. «Είχες δίκιο, νομίζω», είπε ο Γκάρνεϊ. Το κατσούφιασμα ρυτίδωσε ξανά το μέτωπό της, μα αυτή τη φορά είχε στόχο τον ίδιο. «Για ποιο πράγμα;» «Ότι η πιτσιρίκα είναι ή τρελή ή μαστουρωμένη». Η Μάντλιν χαμογέλασε ψυχρά. «Τι θέλει;» «Καλή ερώτηση». «Τι λέει ότι θέλει;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

241

«Να με δει. Και να μου πει ποιος σκότωσε τον πατέρα της». «Τον Καρλ Σπόλτερ;» «Ναι». «Και θα πας να τη δεις;» «Μάλλον». Έκανε μια παύση και το σκέφτηκε. «Κατά πάσα πιθανότητα». «Πού;» «Εκεί που μένει. Στην οικογενειακή βίλα στη λίμνη Βίνους. Στο Λονγκ Φολς». «Venus όπως Αφροδίτη, η θεά του έρωτα;» «Υποθέτω». «Κι όπως λέμε αφροδίσια;» «Μάλλον». «Ωραίο όνομα για λίμνη». Έκανε μια παύση. «Είπες η οικογενειακή βίλα. Ο πατέρας της είναι νεκρός και η μητριά της στη φυλακή. Ποιος άλλος απόμεινε στην οικογένεια;» «Απ’ όσο ξέρω, κανείς. Η Αλίσα είναι μοναχοπαίδι». «Παιδί τρόπος του λέγειν. Και θα πας μόνος σου;» «Και ναι, και όχι». Η Μάντλιν τον κοίταξε με περιέργεια. «Μπορεί να πάρω ηλεκτρονικές ενισχύσεις». «Εννοείς ότι θα φορέσεις κοριό;» «Όχι όπως στην τηλεόραση, με ένα βανάκι γεμάτο σπασίκλες κομπιουτεράδες και δορυφορικό εξοπλισμό που θα με περιμένει στη γωνία. Σκέφτομαι κάποιο φτηνό υποκατάστατο. Θα είσαι σπίτι αύριο ή δουλεύεις;» «Το απόγευμα έχω κλινική. Το πρωί εδώ θα είμαι μάλλον. Γιατί;» «Άκου τι σκεφτόμουν. Όταν πάω στη λίμνη Βίνους, πριν μπω στο σπίτι, κάνω μια κλήση στο σταθερό μας απ’ το κινητό μου. Όταν το σηκώσεις και βεβαιωθείς ότι είμαι εγώ, βάλε το μαγνητόφωνο να γράφει. Θα αφήσω κι εγώ το κινητό μου ανοιχτό, στην τσέπη του πουκάμισού μου. Μπορεί να μην καταγράφει τα πάντα στην εντέλεια, αλλά θα μου παρέχει μια στοιχειώδη ηχογράφηση της κουβέντας μαζί της, που μπορεί να φανεί χρήσιμη». Η Μάντλιν έδειξε προβληματισμένη. «Αυτό είναι καλό για μετά, για να αποδείξεις ό,τι θες να αποδείξεις, αλλά... δεν το λες και ακριβώς προστασία, όσο θα είσαι εκεί. Στα δύο λεπτά που μιλήσαμε στο

242

JOHN VERDON

τηλέφωνο, η Αλίσα μου έδωσε την εντύπωση ότι μπορεί να είναι τελείως τρελή. Επικίνδυνα τρελή». «Ναι, το ξέρω, αλλά…» Η Μάντλιν τον διέκοψε. «Μη μου πεις με πόσους επικίνδυνα τρελούς είχες πάρε-δώσε στην πόλη. Αυτό ήταν τότε, και μιλάμε για τώρα». Σώπασε για λίγο, σαν να αναρωτιόταν αν έστεκε η διάκριση του τότε με το τώρα. «Πόσα ξέρεις για το συγκεκριμένο άτομο;» Ο Γκάρνεϊ το σκέφτηκε. Η Κέι του είχε πει αρκετά για την Αλίσα. Αλλά το πόσα απ’ αυτά ανταποκρίνονταν στην αλήθεια ήταν άλλη ιστορία. «Πόσα ξέρω μετά βεβαιότητος; Σχεδόν τίποτα. Η μητριά της ισχυρίζεται πως είναι ναρκομανής και ψεύτρα. Μπορεί να είχε σεξουαλικές επαφές με τον πατέρα της. Μπορεί να είχε επαφές και με τον Μικ Κλέμπερ, για να επηρεάσει την έκβαση της έρευνας. Μπορεί να παγίδευσε τη μητριά της, ενοχοποιώντας τη για το φόνο. Μπορεί να ήταν λιώμα στη μαστούρα τώρα που μιλήσαμε. Ή μπορεί να έπαιζε θέατρο για κάποιο λόγο – ένας Θεός ξέρει γιατί». «Ξέρεις τίποτα διασταυρωμένο;» «Δεν θα το ’λεγα». «Βασικά... εσύ αποφασίζεις». Η Μάντλιν έκλεισε το συρτάρι των ασημικών με λίγο περισσότερη δύναμη απ’ όσο χρειαζόταν. «Αλλά πιστεύω ότι το να πας να τη δεις στο σπίτι της ολομόναχος είναι απαίσια ιδέα». «Δεν θα πήγαινα αν δεν μπορούσαμε να ρυθμίσουμε το τηλέφωνο – αυτό μου παρέχει μια κάποια προστασία». Η Μάντλιν έγνεψε καταφατικά αλλά ανεπαίσθητα, καταφέρνοντας μ’ αυτή τη συγκρατημένη κίνηση να περάσει ένα ξεκάθαρο μήνυμα: Είναι τρομερά επικίνδυνο, αλλά ξέρω ότι δεν μπορώ να σε σταματήσω. Έπειτα πρόσθεσε κάτι μεγαλόφωνα. «Έκλεισες ραντεβού ή όχι ακόμα;» Ο Γκάρνεϊ συνειδητοποίησε πως είχε αλλάξει θέμα κι ότι το καινούριο ήταν φορτισμένο, κάτι που προσποιήθηκε ότι δεν κατάλαβε. «Τι ραντεβού;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

243

Η Μάντλιν στεκόταν στο νεροχύτη, με τα χέρια ακουμπισμένα στο χείλος του, καρφώνοντάς τον με ένα βλέμμα γεμάτο δυσπιστία και εγκαρτέρηση. «Με τον Μάλκολμ Κλάρετ λες;» τη ρώτησε. «Ναι. Τι νόμιζες;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε αρνητικά με μια έκφραση ανημποριάς. «Υπάρχει ένα όριο στο πόσα πράγματα μπορώ να συγκρατώ στο μυαλό μου ταυτόχρονα». «Τι ώρα λες να φύγεις αύριο;» Διαισθάνθηκε κι άλλη αλλαγή κατεύθυνσης. «Για τη λίμνη Βίνους; Κατά τις εννιά. Αμφιβάλλω ότι η δεσποινίς Αλίσα σηκώνεται νωρίς. Γιατί;» «Θέλω να βγάλω λίγη δουλειά με το κοτέτσι. Κι έλεγα, αν είχες μερικά λεπτά, μήπως μου εξηγούσες τα επόμενα βήματα, ώστε να το προχωρήσω λίγο προτού φύγω για την κλινική. Υποτίθεται ότι θα έχει καλό καιρό αύριο». Ο Γκάρνεϊ αναστέναξε. Προσπάθησε να εστιάσει στο σχέδιο της Μάντλιν για τα κοτόπουλα –τη βασική γεωμετρία, πόσο είχαν προχωρήσει με τις μετρήσεις τους, τα υλικά που έπρεπε να αγοραστούν, ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα– αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ήταν λες και τα θέματα των Σπόλτερ και των πουλερικών απαιτούσαν δύο διαφορετικούς εγκεφάλους. Κι έπειτα, ήταν και το θέμα του Χάρντγουικ. Κάθε φορά που το σκεφτόταν, μετάνιωνε που είχε υπακούσει στις οδηγίες του. Υποσχέθηκε στη Μάντλιν ότι θα καταπιανόταν αργότερα με το θέμα «κοτέτσι», πήγε στο καθιστικό και κάλεσε τον Χάρντγουικ στο κινητό. Ως συνήθως –και προς μεγάλο του εκνευρισμό– η κλήση πήγε κατευθείαν στον τηλεφωνητή. «Εδώ Χάρντγουικ. Αφήστε μήνυμα». «Έλα, Τζακ, τι γίνεται; Πού είσαι; Πάρε να μου πεις, σε παρακαλώ». Συνειδητοποιώντας εντέλει ότι ο εγκέφαλός του είχε φτάσει σε επίπεδο αχρηστίας απ’ την εξάντληση, ο Γκάρνεϊ πήγε και ξάπλωσε μαζί με τη Μάντλιν. Αλλά ο ύπνος, όταν με τα πολλά ήρθε, δεν έμοιαζε διόλου με ύπνο. Το μυαλό του είχε κολλήσει σε ένα απ’ αυτά

244

JOHN VERDON

τα πυρετώδη, ρηχά, κυκλικά αυλάκια όπου το όνομα και η οδηγία «Εδώ Χάρντγουικ – αφήστε μήνυμα» επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά σε ολοένα και πιο αλλόκοτες παραλλαγές.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

245

Κεφάλαιο 30 Το ωραίο δηλητήριο Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΜΕΧΡΙ το επόμενο πρωί για να αφηγηθεί στη Μάντλιν τα δράματα με το καλώδιο του ηλεκτρικού στο σπίτι του Χάρντγουικ. Όταν ολοκλήρωσε την έντονα συντομευμένη μα κατ’ ουσίαν έγκυρη περιγραφή του περιστατικού, εκείνη απόμεινε να τον κοιτάζει σιωπηλή, σαν να περίμενε κάποια ακόμα, καταληκτική, αποκάλυψη. Στην οποία φοβόταν να προβεί, αν και ένιωθε ότι της το όφειλε. «Νομίζω ότι ως μέτρο προφύλαξης…» ξεκίνησε να λέει, για να ολοκληρώσει η Μάντλιν το συλλογισμό του. «Πρέπει να φύγω απ’ το σπίτι για μερικές μέρες. Αυτό θα έλεγες;» «Για κάθε ενδεχόμενο. Και μόνο για λίγες μέρες. Έχω την αίσθηση ότι ο τύπος πέρασε το μήνυμα που ήθελε, και πιθανότατα δεν θα επαναλάβει το όλο σόου, αλλά και πάλι... θα προτιμούσα να απέχεις απ’ τον οποιονδήποτε κίνδυνο μέχρι το θέμα να διευθετηθεί». Περιμένοντας την ίδια οργισμένη αντίδραση που είχε εισπράξει σε μια παρόμοια πρόταση που είχε κάνει ένα χρόνο πριν, στη διάρκεια της τρομακτικής υπόθεσης Τζίλιαν Πέρι, αιφνιδιάστηκε απ’ την απουσία αντίρρησης από μέρους της. Η πρώτη της ερώτηση ήταν απρόσμενα πρακτικού χαρακτήρα. «Για πόσες μέρες μιλάμε;» «Υποθέσεις κάνω. Αλλά... τρεις; Τέσσερις; Εξαρτάται απ’ το πόσο σύντομα μπορούμε να αποσοβήσουμε τον κίνδυνο». «Τρεις-τέσσερις μέρες από πότε;»

246

JOHN VERDON

«Αύριο βράδυ; Έλεγα μήπως μπορούσες να αυτοπροσκληθείς στο σπίτι της αδελφής σου στο…» «Θα μείνω με τους Ουίνκλερ». «Τι πράγμα;» «Ήμουν σίγουρη ότι δεν θα τους θυμάσαι. Οι Ουίνκλερ; Με τη φάρμα στο Μπακ Ριτζ;» Το όνομα κάτι του θύμιζε αχνά. «Αυτοί με τα περίεργα ζώα;» «Τα αλπακά. Και θυμάσαι μήπως ότι προσφέρθηκα να πάω να τους βοηθήσω με τις ετοιμασίες για το πανηγύρι;» Κι άλλη αχνή ανάμνηση. «Α. Ναι. Σωστά». «Το οποίο αρχίζει αυτό το Σαββατοκύριακο;» Και τρίτη ανάμνηση. «Βέβαια». «Θα είμαι, λοιπόν, εκεί. Στο πανηγύρι μαζί τους, και στη φάρμα τους. Θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς μεθαύριο, αλλά δεν νομίζω ότι θα τους πειράξει αν πάω μία μέρα νωρίτερα. Στην πραγματικότητα, με είχαν καλέσει να μείνω όλη τη βδομάδα. Θα έπαιρνα μερικές μέρες ρεπό απ’ την κλινική. Ξέρεις, το είχαμε συζητήσει όταν μου το πρότειναν». «Κάτι θυμάμαι. Υποθέτω ότι μου φαινόταν μακρινή η ημερομηνία. Αλλά δεν πειράζει – είναι πολύ πιο βολικό απ’ το να τρέχεις στην αδελφή σου ή κάτι παρόμοιο». Ο χαλαρός της τόνος σφίχτηκε. «Εσύ, όμως; Άντε, πες, εγώ δεν πρέπει να είμαι εδώ...» «Δεν παθαίνω τίποτα. Όπως σου είπα, ο τύπος ήθελε απλώς να περάσει κάποιο μήνυμα. Φαίνεται ότι ξέρει πως ο Χάρντγουικ είναι υπεύθυνος για την ανακίνηση της υπόθεσης Σπόλτερ, κι έτσι είναι λογικό να απευθύνει σ’ αυτόν την προειδοποίηση. Εξάλλου, στην απίθανη περίπτωση που θέλει να κάνει αισθητή την παρουσία του για δεύτερη φορά, ίσως μπορέσω να το εκμεταλλευτώ». Το πρόσωπο της Μάντλιν ήταν γεμάτο ανησυχία και σύγχυση, σαν να πάλευε με κάποια τεράστια αντίφαση. Ο Γκάρνεϊ πρόσεξε την έκφρασή της και μετάνιωσε για την αναίτια προσθήκη, απ’ την οποία τώρα προσπάθησε να απομακρυνθεί. «Το θέμα είναι ότι η πιθανότητα να προκύψει κάποιο πρόβλημα είναι

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

247

αμελητέα, αλλά ακόμα κι αν μιλάμε για λιγότερο από ένα τοις εκατό, θα ήθελα να βρίσκεσαι όσο το δυνατόν πιο μακριά». «Και πάλι όμως, εσύ τι θα κάνεις; Ακόμα κι αν οι πιθανότητες είναι λιγότερες από ένα τοις εκατό, που δεν το πολυπιστεύω...» «Εγώ; Μην ανησυχείς. Σύμφωνα με το περιοδικό New York, είμαι 9 ο πιο πετυχημένος μπάτσος στην ιστορία του Μεγάλου Μήλου ». Η θρασύτατη καυχησιολογία του είχε αποκλειστικό σκοπό να την ηρεμήσει. Ωστόσο, είχε το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Το GPS του Γκάρνεϊ τον οδήγησε στην περίκλειστη λίμνη Βίνους μέσα από μια σειρά αγροτικών παραποτάμιων κοιλάδων, παρακάμπτοντας το χάλι του Λονγκ Φολς. Η Λέικσορ Ντράιβ σχημάτιζε έναν δακτύλιο τριάμισι χιλιομέτρων γύρω από μια μάζα νερού που την υπολόγιζε περίπου ενάμισι χιλιόμετρο στο μήκος και τετρακόσια μέτρα στο πλάτος. Ο δακτύλιος άρχιζε και κατέληγε σε ένα γραφικό χωριουδάκι στην όχθη της λίμνης. Η οικία Σπόλτερ –μια διογκωμένη απομίμηση αγροικίας αποικιακού ρυθμού – έστεκε σε ένα φροντισμένο με επισημότητα οικόπεδο δεκάδων στρεμμάτων, στην άλλη άκρη της λίμνης. Έκανε ολόκληρο τον κύκλο προτού σταματήσει στο Εμπορικό του Κίλινγκτον, το οποίο –με την άψογα ρουστίκ πρόσοψη και τη βιτρίνα με τον εξοπλισμό ψαρέματος, τα αγγλικά τσάγια και τον τουίντ ρουχισμό εξοχής– φάνταζε στον Γκάρνεϊ εξίσου αυθεντικό ως αναπαράσταση της ζωής στην ύπαιθρο όσο κι ένας κατάλογος με αρωματικά κεριά. Έβγαλε το κινητό του και κάλεσε τον Χάρντγουικ για τρίτη φορά απ’ το πρωί, και για τρίτη φορά βγήκε τηλεφωνητής. Έπειτα πήρε την Έστι στο κινητό της, επίσης για τρίτη φορά, αλλά τώρα το σήκωσε. «Ντέιβ;» «Έχουμε καθόλου νέα απ’ τον Τζακ;» «Και ναι, και όχι. Με πήρε χθες βράδυ στις δώδεκα παρά τέταρτο. Δεν ακουγόταν και πολύ χαρούμενος. Απ’ ό,τι φαίνεται ο δράστης είχε είτε μοτοσικλέτα κρος είτε γουρούνα. Ο Τζακ είπε ότι τον άκουγε σε κάποια φάση, στο δάσος κοντά στο δρόμο, αλλά δεν κατάφερε να πλησιάσει περισσότερο. Έτσι, απ’ αυτό

248

JOHN VERDON

το μέτωπο τίποτα. Νομίζω ότι σκόπευε να περάσει τη μέρα του προσπαθώντας να εντοπίσει τους τρεις τύπους που κατέθεσαν εναντίον της Κέι». «Με τις φωτογραφίες τι έγινε;» «Απ’ τη νεκροψία του Γκας Γκουρίκου;» «Και αυτές – εννοούσα απ’ τις μηχανές του Τζακ. Θυμάσαι αυτές τις λάμψεις που είδαμε στο δάσος, μετά τους πυροβολισμούς;» «Σύμφωνα με τον Τζακ, οι κάμερες έγιναν κομμάτια. Καταπώς φαίνεται, ο τύπος τις πυροβόλησε μια-δυο φορές την καθεμιά. Όσο για τις φωτογραφίες απ’ τις νεκροψίες του Γκουρίκου και της Μαίρης Σπόλτερ, έχω κάνει μερικά τηλέφωνα. Αν όλα πάνε καλά, θα ξέρουμε σύντομα». Το επόμενο τηλεφώνημα ήταν στο σταθερό του σπιτιού. Αρχικά η Μάντλιν δεν το σήκωσε, και η κλήση πέρασε στον τηλεφωνητή. Ήταν έτοιμος να αφήσει ένα πανικόβλητο μήνυμα Πού είσαι; όταν τελικά το σήκωσε. «Έλα. Είχα βγει έξω, προσπαθώντας να δω από πού θα περνάει το ρεύμα». «Ποιο ρεύμα;» «Δεν είπαμε ότι θα έχει ένα καλώδιο που θα δίνει ρεύμα στο κοτέτσι;» Ο Γκάρνεϊ συγκράτησε ένα στεναγμό αγανάκτησης. «Κάτι θυμάμαι, ναι. Θέλω να πω, δεν είναι... δεν είναι κάτι επείγον». «Εντάξει... αλλά δεν θα έπρεπε να ξέρουμε από πού θα περνάει, για να μην έχουμε θέμα μετά;» «Άκου, δεν μπορώ να σκεφτώ το κοτέτσι αυτή τη στιγμή. Είμαι στη λίμνη Βίνους κι ετοιμάζομαι να πάω να μιλήσω με την κόρη του θύματος. Θέλω να βάλεις το τηλέφωνο να ηχογραφεί». «Ξέρω. Μου το είπες και το πρωί. Να αφήσω το ακουστικό ανοιχτό και να ανοίξω το μαγνητόφωνο». «Ακριβώς. Μόνο που σκέφτηκα έναν καλύτερο τρόπο». Η Μάντλιν δεν είπε τίποτα. «Μ’ ακούς;» «Σ’ ακούω». «Οκέι. Άκου τι θέλω να κάνεις. Πάρε με σε δέκα λεπτά από τώρα. Θα σου πω κάτι –δεν έχει σημασία τι– κι έπειτα θα σου το κλείσω. Πάρε με πάλι αμέσως. Θα σου πω κάτι άλλο και θα

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

249

σου το ξανακλείσω. Πάρε με και τρίτη φορά, και ό,τι κι αν πω, αφήνεις το τηλέφωνο ανοιχτό και βάζεις μπρος το μαγνητόφωνο. Εντάξει;» «Προς τι όλο αυτό το σκηνικό;» Είχε έναν τόνο ανησυχίας στη φωνή, που δυνάμωνε ολοένα. «Η Αλίσα μπορεί να υποθέσει ότι ηχογραφώ τη συνομιλία μας στο κινητό μου, ή ότι αναμεταδίδεται σε άλλο μαγνητόφωνο. Θέλω να της βγει απ’ το μυαλό η ιδέα, δημιουργώντας μια κατάσταση που θα την πείσει ότι έκλεισα το κινητό μου τελείως». «Εντάξει. Σε παίρνω σε δέκα λεπτά. Μετράω από τώρα;» «Ναι». Έχωσε το κινητό στην τσέπη του πουκάμισού του και παίρνοντας ένα μικρό ψηφιακό μαγνητόφωνο απ’ το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, το πέρασε σε ορατό σημείο στη ζώνη του. Έπειτα οδήγησε απ’ το εμπορικό στην άλλη άκρη της λίμνης, ως την ανοιχτή μαντεμένια πύλη και το δρόμο που οδηγούσε στην οικία Σπόλτερ. Πέρασε μέσα απ’ την πύλη αργά και πάρκαρε στο σημείο του δρόμου που φάρδαινε μπροστά στα γρανιτένια σκαλιά. Η εξώπορτα έμοιαζε με αντίκα που είχε περισωθεί από παλιότερο αλλά εξίσου πλούσιο σπίτι. Στον τοίχο πλάι της βρισκόταν ένα θυροτηλέφωνο. Πάτησε το κουμπί. «Πέρνα, είναι ανοιχτά», ακούστηκε μια άυλη γυναικεία φωνή. Κοίταξε το ρολόι του. Έξι μόνο λεπτά μέχρι το τηλεφώνημα της Μάντλιν. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε σε ένα μεγάλο χολ φωτισμένο από μια σειρά παλιές απλίκες σε κάθε τοίχο. Μια αψιδωτή πόρτα στ’ αριστερά έβγαζε σε μια επίσημη τραπεζαρία· μια παρόμοια στα δεξιά, σε ένα πλήρως επιπλωμένο καθιστικό με ένα τζάκι από παλαιωμένο τούβλο όπου χωρούσες να σταθείς όρθιος. Στο βάθος του χολ, μια σκάλα από γυαλισμένο μαόνι, με περίτεχνα σκαλιστά κάγκελα, οδηγούσε στον δεύτερο όροφο. Μια μισόγυμνη κοπέλα βγήκε στο πλατύσκαλο, κοντοστάθηκε, χαμογέλασε κι άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. Φορούσε μόνο δύο αποκαλυπτικά ρούχα – ολοφάνερα σχεδιασμένα για να τονίζουν αυτό που υποτίθεται ότι έκρυβαν: ένα ροζ μπλουζάκι που μετά βίας κάλυπτε το στήθος της, κι ένα λευκό σορτσάκι που δεν κάλυπτε σχεδόν

250

JOHN VERDON

τίποτα. Ένα ανεξήγητο ακρωνύμιο –FMAD– ήταν γραμμένο με έντονα μαύρα γράμματα στο τσιτωμένο ύφασμα της μπλούζας. Το πρόσωπό της έμοιαζε πολύ πιο νεανικό απ’ την ταλαιπωρημένη όψη της ναρκομανούς που περίμενε ο Γκάρνεϊ. Τα σταχτόξανθα μαλλιά της, μακριά ως τους ώμους, ήταν μπερδεμένα και υγρά, σαν να είχε μόλις βγει απ’ το ντους. Ήταν ξυπόλυτη. Όταν κατέβηκε κι άλλο, πρόσεξε ότι τα νύχια των ποδιών της ήταν βαμμένα με ένα απαλό ροζ, ασορτί με την υποψία ροζ στα χείλη της, μικρά και καλοσχηματισμένα σαν της κούκλας. Όταν έφτασε στη βάση της σκάλας, κοντοστάθηκε πάλι, ανταποδίδοντας στον Γκάρνεϊ την επιθεώρηση στην οποία την υπέβαλλε. «Γεια σου, Ντέιβ». Η φωνή της, όπως και η εμφάνισή της, ήταν ματαιόδοξη και ταυτόχρονα παράλογα σαγηνευτική. Τα μάτια της, πρόσεξε με ενδιαφέρον, δεν είχαν το ξέθωρο ύφος αυτολύπησης που χαρακτηρίζει το μέσο πρεζόνι. Ήταν γαλανά σαν τον ουρανό, καθαρά και λαμπερά. Αλλά η ουσία που άστραφτε σ’ αυτά τα μάτια δεν ήταν η αθωότητα της νιότης, αλλά η παγερή λάμψη της φιλοδοξίας. Έχουν κάτι ενδιαφέρον τα μάτια της, συλλογίστηκε ο Γκάρνεϊ. Περιέχουν και αντανακλούν, την ίδια στιγμή που προσπαθούν να το κρύψουν, το συναισθηματικό σύνολο όσων έχουν αντικρίσει. Καθώς το βλέμμα της παρέμενε σταθερό, κάτι στα μάτια της –κάτι που είχαν δει– τον έκανε να παγώσει. Καθάρισε το λαιμό του κι έκανε μια τυπική αλλά αναγκαία ερώτηση. «Η Αλίσα Σπόλτερ;» Τα ροζ χείλη της άνοιξαν ανεπαίσθητα, φανερώνοντας μια σειρά κατάλευκα δόντια. «Αυτό ρωτάνε οι μπάτσοι στις τηλεοπτικές σειρές πριν συλλάβουν κάποιον. Θες να με συλλάβεις;» Ο τόνος της ήταν παιχνιδιάρικος, μα το βλέμμα της έλεγε άλλα. «Δεν είναι μες στο πρόγραμμα». «Και τι είναι μες στο πρόγραμμα;» «Εσύ θα μου πεις. Ήρθα γιατί μου τηλεφώνησες». «Κι επειδή είσαι περίεργος;» «Είμαι περίεργος να μάθω ποιος σκότωσε τον πατέρα σου. Μου είπες ότι ξέρεις. Είναι αλήθεια;» «Μη βιάζεσαι τόσο. Έλα να καθίσουμε λίγο». Και στρίβοντας πέρασε την αψιδωτή πόρτα προς το καθιστικό, με ένα βάδισμα μεταξένιο, σαν χορεύτρια. Δεν γύρισε να κοιτάξει.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

251

Ο Γκάρνεϊ την ακολούθησε – αναλογιζόμενος ότι ποτέ ξανά δεν είχε συναντήσει τέτοιον αξιοσημείωτο συνδυασμό υπερβολικού ερωτισμού και καθαρού υδροκυάνιου. Το ίδιο το δωμάτιο –με το πελώριο τζάκι, τις δερμάτινες πολυθρόνες και τις αγγλικές τοπιογραφίες– προσέφερε μια αλλόκοτη αντίθεση στη νεαρή Λολίτα που μπορεί να το κληρονομούσε σύντομα. Ή ίσως όχι και τόσο έντονη αντίθεση, καθώς το σπίτι δεν πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερο σε ηλικία απ’ την ίδια την Αλίσα, και η εξωτερική του, παλαιωμένη εμφάνιση ένα επιτήδειο τέχνασμα και τίποτα παραπάνω. «Σαν μουσείο είναι», είπε, «αλλά ο καναπές είναι αναπαυτικός. Λατρεύω την αίσθησή του στα πόδια μου. Δοκίμασέ τον». Πριν διαλέξει μέρος για να καθίσει –οπουδήποτε εκτός απ’ τον καναπέ– το κινητό του χτύπησε. Τσέκαρε τον αριθμό. Ήταν η Μάντλιν, στην ώρα της. Κοίταξε την οθόνη με ένα ύφος δυσφορίας, λες κι επρόκειτο για τηλεφώνημα απ’ τον τελευταίο άνθρωπο που ήθελε να ακούσει, πριν απαντήσει. «Ναι;» Μια παύση. «Όχι». Άλλη μια παύση, προτού επαναλάβει θυμωμένα: «Είπα όχι!» Το έκλεισε, ξανάβαλε το κινητό στην τσέπη του πουκάμισού του και κοίταξε την Αλίσα πιο ήρεμος. «Συγγνώμη για τη διακοπή. Πού είχαμε μείνει;» «Ετοιμαζόμασταν να βολευτούμε». Κάθισε στη μία άκρη του καναπέ κι έκανε μια φιλόξενη χειρονομία δείχνοντας το διπλανό της μαξιλάρι. Ο Γκάρνεϊ, απεναντίας, κάθισε σε μια μπερζέρα, με ένα χαμηλό τραπεζάκι να τους χωρίζει. Η Αλίσα κατσούφιασε φευγαλέα. «Να σου βάλω κάτι να πιεις;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε αρνητικά. «Μια μπίρα;» «Όχι». «Σαμπάνια;» «Όχι, ευχαριστώ». «Ένα μαρτίνι; Ένα νεγκρόνι; Μια τεκίλα; Μαργαρίτα;» «Τίποτα». Η Αλίσα κατσούφιασε πάλι. «Δεν πίνεις;» «Αραιά και πού. Όχι τώρα». «Ακούγεσαι τσιτωμένος. Πρέπει να…»

252

JOHN VERDON

Το κινητό του χτύπησε πάλι. Κοίταξε την οθόνη και βεβαιώθηκε ότι ήταν η Μάντλιν. Το άφησε να χτυπήσει άλλες τρεις φορές, σαν να σκόπευε να αφήσει την κλήση να πάει στον τηλεφωνητή, κι έπειτα, σε μια φαινομενική έκρηξη ανυπομονησίας, το σήκωσε. «Τι συμβαίνει;» Έκανε μια παύση. «Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή... Για όνομα του Θεού...» Σταμάτησε πάλι, με έκφραση ολοένα και πιο ενοχλημένη. «Άκου με, σε παρακαλώ. Έχω δουλειά αυτή τη στιγμή. Ναι... Όχι... ΟΧΙ ΤΩΡΑ!» Το έκλεισε και ξανάβαλε το κινητό στην τσέπη του. Η Αλίσα τον κοίταξε πονηρά. «Προβλήματα με την γκόμενα;» Ο Γκάρνεϊ δεν απάντησε, παρά κάρφωσε το βλέμμα στο τραπεζάκι. «Πρέπει να χαλαρώσεις. Ακόμα κι εγώ το νιώθω το τσίτωμα. Τι μπορώ να κάνω;» «Ίσως βοηθούσε αν ντυνόσουν». «Αν ντυνόμουν. Μα είμαι ήδη ντυμένη». «Όχι ιδιαίτερα». Τα χείλη της μισάνοιξαν σε ένα αργό, μελετημένο χαμόγελο. «Πλάκα έχεις». «Οκέι, Αλίσα. Φτάνει. Ας περάσουμε στο θέμα μας. Τι ήθελες να μου πεις;» Το χαμόγελο διαδέχτηκε το πρωτύτερο κατσούφιασμα. «Δεν είναι ανάγκη να θυμώνεις. Να βοηθήσω θέλω». «Πώς;» «Θέλω να σε βοηθήσω να καταλάβεις πώς έχει η πραγματικότητα», είπε με τόνο σοβαρό, λες και η απάντηση αυτή ξεκαθάριζε τα πάντα. Όταν ο Γκάρνεϊ απλώς την κοίταξε περιμένοντας, το γύρισε πάλι στο χαμόγελο. «Σίγουρα δεν θέλεις ένα ποτό; Μήπως ένα τεκίλα σανράιζ; Φτιάχνω τέλειο τεκίλα σανράιζ». Ο Γκάρνεϊ άπλωσε το χέρι με επιδεικτική ανεμελιά στο γοφό του, έξυσε μια ανύπαρκτη φαγούρα, κι έβαλε το μαγνητοφωνάκι που ήταν περασμένο στη ζώνη του να γράφει, κρύβοντας αδέξια το απαλό κλικ με έναν δυνατό βήχα. Το χαμόγελό της πλάτυνε κι άλλο. «Αν θες να το βουλώσω, χρυσό μου, αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος». «Παρακαλώ;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

253

«Τι παρακαλώ;» Μια λάμψη παγερής θυμηδίας άστραψε στα μάτια της. «Τι έγινε;» Και πρόβαλε όσο καλύτερα μπορούσε την έκφραση του ενόχου που προσπαθεί να φανεί αθώος. «Τι είναι αυτό το χαριτωμένο πραγματάκι στη ζώνη σου;» Κοίταξε στο πλευρό του. «Α, αυτό...» Καθάρισε το λαιμό του. «Στην πραγματικότητα, είναι μαγνητόφωνο». «Μαγνητόφωνο. Τι μου λες! Μπορώ να το δω;» Ο Γκάρνεϊ ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Εμ… φυσικά». Το έβγαλε απ’ τη ζώνη και το έτεινε πάνω απ’ το τραπέζι προς το μέρος της. Η Αλίσα το πήρε, το περιεργάστηκε, το έκλεισε και το απόθεσε πλάι της στη μαξιλάρα του καναπέ. Ο Γκάρνεϊ συνοφρυώθηκε ανήσυχος. «Έχεις την καλοσύνη να μου το επιστρέψεις;» «Έλα να το πάρεις». Κοίταξε πρώτα την Αλίσα, έπειτα το μαγνητόφωνο, μετά πάλι την Αλίσα και, τέλος, καθάρισε το λαιμό του. «Είναι τελείως τυπικό. Φροντίζω να ηχογραφώ όλες μου τις συναντήσεις. Είναι πολύ χρήσιμο για να αποφεύγονται οι διαφωνίες εκ των υστέρων ως προς το τι ειπώθηκε ή τι συμφωνήθηκε». «Ναι, ε; Τι λες! Πώς και δεν το σκέφτηκα;» «Αν δεν έχεις πρόβλημα, λοιπόν, θα ήθελα να ηχογραφήσω και τη δική μας συνομιλία». «Σοβαρά; Ε, λοιπόν, όπως είπε κι ο Αϊ-Βασίλης στο άπληστο αγοράκι, άντε και γαμήσου». Ο Γκάρνεϊ έδειξε να θορυβείται. «Είναι τελικά τόσο μεγάλο πρόβλημα;» «Δεν είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα. Απλώς δεν μ’ αρέσει να με ηχογραφούν». «Νομίζω ότι θα ήταν προτιμότερο και για τους δυο μας». «Διαφωνώ». Ο Γκάρνεϊ ανασήκωσε τους ώμους. «Ωραία, λοιπόν». «Τι σκόπευες να κάνεις με την ηχογράφηση;» «Όπως είπα, σε περίπτωση που υπήρχε κάποια διαφωνία αργότερα...»

254

JOHN VERDON

Το κινητό του χτύπησε για τρίτη φορά. Ήταν η Μάντλιν. Το σήκωσε. «Έλεος, τι θες πάλι;» είπε, με φωνή απερίγραπτου εκνευρισμού. Τα επόμενα δέκα δευτερόλεπτα μιμήθηκε τον άνθρωπο που είναι έτοιμος να το χάσει τελείως. «Ξέρω... Ναι... Ναι... Μα δεν μπορούμε να τα πούμε ΜΕΤΑ όλα αυτά;... Ναι... Ναι... Είπα ΝΑΙ». Και απομακρύνοντας το κινητό από το αυτί του, το αγριοκοίταξε σαν να ήταν αποκλειστικά και μόνο πηγή προβλημάτων, πάτησε ένα σημείο κοντά στο κουμπί τερματισμού κλήσης χωρίς να το κλείσει, και το έχωσε, ανοιχτό ακόμα, στην τσέπη του πουκάμισού του. Κούνησε το κεφάλι και κοίταξε την Αλίσα αμήχανα. «Χριστέ μου πια!» Εκείνη χασμουρήθηκε, σαν να μην υπήρχε τίποτα πιο βαρετό στον κόσμο από έναν άντρα που σκέφτεται κάτι άλλο εκτός από αυτήν. Έπειτα τεντώθηκε. Η κίνηση ανασήκωσε το σχεδόν ανύπαρκτο μπλουζάκι της, φανερώνοντας τη βάση του στήθους της. «Μήπως να ξεκινούσαμε απ’ την αρχή;» είπε, και μαζεύτηκε στη γωνία του καναπέ. «Σύμφωνοι. Αλλά θα ήθελα να μου δώσεις το μαγνητόφωνό μου». «Θα το κρατήσω όσο τα λέμε. Θα σου το δώσω όταν είναι να φύγεις». «Εντάξει». Άφησε ένα στεναγμό παραίτησης. «Ας ξεκινήσουμε απ’ την αρχή. Έλεγες ότι ήθελες να καταλάβω την πραγματικότητα της όλης κατάστασης. Ποια πραγματικότητα;» «Αυτή που λέει ότι χάνεις το χρόνο σου, προσπαθώντας να φέρεις τα πάνω κάτω». «Αυτό πιστεύεις ότι κάνω;» «Προσπαθείς να αποφυλακίσεις αυτή τη σκρόφα, έτσι δεν είναι;» «Προσπαθώ να ανακαλύψω ποιος σκότωσε τον πατέρα σου». «Ποιος τον σκότωσε; Αυτό το βρομόμουνο, αυτή η πουτάνα που πήγε και παντρεύτηκε τον σκότωσε. Τελεία και παύλα». «Η Κέι Σπόλτερ, η σούπερ ακροβολιστής;» «Έκανε μαθήματα σκοποβολής. Αλήθεια λέω. Υπάρχουν ντοκουμέντα». Πρόφερε τη λέξη ευλαβικά, σαν να είχε μαγικές δυνάμεις πειθούς. Ο Γκάρνεϊ ανασήκωσε τους ώμους. «Πολύς κόσμος κάνει μαθήματα σκοποβολής χωρίς να σκοτώνει κανέναν».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

255

Η Αλίσα έγνεψε αρνητικά – μια κίνηση βιαστική και πικρόχολη. «Δεν έχεις ιδέα για τι άτομο μιλάμε». «Είμαι όλος αυτιά». «Είναι μια ψεύτρα, μια άπληστη κουράδα». «Κάτι άλλο;» «Παντρεύτηκε τον πατέρα μου για τα λεφτά του. Αυτό είναι όλο. Η Κέι γαμιέται για τα λεφτά. Και γαμιέται γενικώς, από δω κι από κει. Όταν επιτέλους το κατάλαβε ο πατέρας μου, της είπε ότι ήθελε διαζύγιο. Η σκύλα σού λέει, πάει η μεγάλη ζωή, γι’ αυτό τον καθάρισε. Μπαμ και κάτω. Απλά πράγματα». «Δηλαδή, πιστεύεις ότι τα έκανε όλα για τα λεφτά;» «Τα έκανε γιατί ήθελε να περνάει το δικό της η κουφάλα. Ήξερες ότι αγόραζε στον Ντάριλ, που μας καθάριζε την πισίνα, ένα σωρό δώρα με λεφτά του πατέρα μου; Μέχρι διαμαντένιο σκουλαρίκι του πήρε για τα γενέθλιά του. Ξέρεις πόσο το πλήρωσε; Μάντεψε». Ο Γκάρνεϊ περίμενε. «Όχι. Σοβαρά. Μάντεψε πόσο». «Καμιά χιλιάρα;» «Χίλια δολάρια; Καλά θα ήταν! Δέκα χιλιάρικα! Δέκα χιλιάδες γαμοδολάρια απ’ τα γαμολεφτά του πατέρα μου! Για το αρχίδι που μας καθάριζε την πισίνα! Και ξέρεις γιατί;» Και πάλι ο Γκάρνεϊ περίμενε. «Θα σου πω εγώ γιατί. Η βρομιάρα τον πλήρωνε για να τη γαμάει. Με την πιστωτική του πατέρα μου. Πόσο πιο σιχαμένος μπορεί να γίνεις; Και μιλώντας για σιχάματα, έπρεπε να τη δεις να βάφεται... θα σε έπιανε σύγκρυο – σαν πεθαμενατζής που μακιγιάρει πτώμα». Αυτή η οργή, αυτό το πηγάδι χολής και μίσους έδωσε στον Γκάρνεϊ την αίσθηση ό,τι πιο αυθεντικού τού είχε δείξει η Αλίσα μέχρι τώρα. Μα ακόμα και γι’ αυτό δεν ήταν σίγουρος. Αναρωτήθηκε πόσο μεγάλο μπορεί να ήταν το υποκριτικό της ταλέντο. Τώρα καθόταν σιωπηλή, μασουλώντας τον αντίχειρά της. «Σκότωσε και τη γιαγιά σου;» τη ρώτησε με σιγανή φωνή. Η Αλίσα πετάρισε τα βλέφαρα σαστισμένη. «Την... ποια;» «Τη μητέρα του πατέρα σου». «Τι διάολο λες;»

256

JOHN VERDON

«Υπάρχει λόγος να πιστεύω ότι ο θάνατος της Μαίρης Σπόλτερ δεν ήταν ατύχημα». «Τι λόγος;» «Τη μέρα που βρέθηκε νεκρή, ένα άτομο καταγράφηκε από τις κάμερες του οίκου ευγηρίας να βρίσκεται εκεί με ψευδείς προθέσεις. Τη μέρα που πυροβόλησαν τον πατέρα σου, το ίδιο άτομο εθεάθη να μπαίνει στην πολυκατοικία όπου βρέθηκε η καραμπίνα». «Τέτοιες μαλακίες βγάζει απ’ το μυαλό του αυτός ο λεχρίτης ο δικηγόρος σου;» «Ήξερες ότι την ίδια μέρα που πυροβόλησαν τον πατέρα σου, ένας τοπικός μαφιόζος με τον οποίο είχε πάρε-δώσε δολοφονήθηκε; Νομίζεις ότι τον σκότωσε κι αυτόν η Κέι;» Ο Γκάρνεϊ είχε την αίσθηση πως η Αλίσα είχε ταραχτεί και προσπαθούσε να το κρύψει. «Θα μπορούσε. Γιατί όχι; Αφού ήταν ικανή να σκοτώσει τον άντρα της...» Και η φωνή της έσβησε. «Μιλάμε για φάμπρικα φόνων, έτσι; Αυτές οι ισοβίτισσες στο Μπέντφορντ Χιλς πρέπει να φυλάγονται;» Καθώς έκανε το σαρκαστικό αυτό αστείο, θυμήθηκε το ψευδώνυμο που είχαν δώσει στην Κέι οι συγκρατούμενές της –η μαύρη χήρα– κι αναρωτήθηκε μήπως έβλεπαν σ’ αυτήν κάτι που του είχε διαφύγει. Η Αλίσα δεν απάντησε, παρά βούλιαξε κι άλλο στη γωνία του καναπέ και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος. Παρά την καθ’ όλα ενήλικη σιλουέτα της, έμοιαζε φευγαλέα με προβληματισμένο δωδεκάχρονο. Ακόμα κι όταν τελικά μίλησε, ήταν περισσότερο με οργισμένο νταηλίκι παρά με αυτοπεποίθηση. «Τι μαλακίες! Οτιδήποτε για να βγάλεις τη σκύλα απ’ τη φυλακή, έτσι;» Ο Γκάρνεϊ ζύγιαζε τις επιλογές του. Μπορούσε να αφήσει το θέμα, ώστε όσα της είχε αποκαλύψει να σιγοβράσουν στο μυαλό της, και να δει πού θα την οδηγούσαν. Ή μπορούσε να επιμείνει, να χρησιμοποιήσει όλα τα πειραματικά του επιτόπου, και να προσπαθήσει να προκαλέσει κάποια έκρηξη. Υπήρχαν υπολογίσιμα ρίσκα και στις δύο περιπτώσεις. Διάλεξε να επιμείνει. Έχοντας την ελπίδα να έχει μείνει το κινητό του ανοιχτό. Έγειρε προς το μέρος της, με τους αγκώνες στα γόνατα. «Άκου με προσεκτικά, Αλίσα. Ορισμένα απ’ αυτά που θα σου πω τα ξέρεις ήδη.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

257

Για την ακρίβεια, τα περισσότερα απ’ αυτά. Καλά θα κάνεις όμως να δώσεις προσοχή, γιατί δεν θα τα ξαναπώ. Η Κέι Σπόλτερ δεν σκότωσε κανέναν. Καταδικάστηκε επειδή ο Μικ Κλέμπερ τα σκάτωσε στην έρευνα. Σκόπιμα. Το μόνο ερώτημα που παραμένει κατά τη γνώμη μου αναπάντητο είναι το αν ήταν δική του ιδέα ή δική σου. Κι εγώ νομίζω πως ήταν δική σου». «Πλάκα έχεις». «Και νομίζω πως ήταν δική σου ιδέα, επειδή εσύ έχεις το πιο εύλογο κίνητρο. Να μπει η Κέι φυλακή για το φόνο του Καρλ και να κληρονομήσεις τα πάντα. Οπότε γάμησες την έρευνα του Κλέμπερ – και τον ίδιο– για να ενοχοποιήσει την Κέι. Το θέμα είναι ότι ο Κλέμπερ έκανε μισές δουλειές. Δεν μπόρεσε καν να τα σκατώσει σωστά. Κι έτσι τώρα ο πύργος από τραπουλόχαρτα καταρρέει. Το κατηγορητήριο είναι γεμάτο τρύπες που χάσκουν, προβλήματα με τα αποδεικτικά στοιχεία και παρατυπίες της αστυνομίας. Η καταδίκη της Κέι θα ανατραπεί το δίχως άλλο στην έφεση. Τον άλλο μήνα θα είναι έξω, ίσως και νωρίτερα. Και με το που θα συμβεί αυτό, η κληρονομιά του Καρλ πάει αυτομάτως σ’ εκείνην. Τσάμπα, λοιπόν, γαμήθηκες μ’ αυτόν το βλάκα τον Κλέμπερ. Είμαι περίεργος να δω τι θα γίνει στο δικαστήριο – ποιος απ’ τους δυο σας θα φάει τη μεγαλύτερη ποινή». «Τη μεγαλύτερη ποινή; Για ποιο πράγμα;» «Για παρακώλυση δικαιοσύνης. Για ψευδορκία. Για υποκίνηση σε ψευδορκία και συνωμοσία. Και πέντε-έξι άλλα βαριά αδικήματα, που το καθένα επισύρει πολυετή φυλάκιση. Ο Κλέμπερ θα κατηγορήσει εσένα, κι εσύ αυτόν. Οι ένορκοι κατά πάσα πιθανότητα θα σας αντιπαθήσουν και τους δύο». Καθώς μιλούσε, η Αλίσα μάζεψε τα γόνατά της στο στήθος και τύλιξε τα χέρια γύρω απ’ τα πόδια της. Τα μάτια της έμοιαζαν να εστιάζουν σε κάποιον αόρατο οδικό χάρτη. Έπειτα από μια μεγάλη παύση, μίλησε με μια αδύναμη, ήρεμη φωνή. «Κι αν σου πω ότι με εκβίαζε;» Ο Γκάρνεϊ ανησύχησε για το αν το σχόλιό της είχε ειπωθεί αρκετά μεγαλόφωνα για να καταγραφεί απ’ το κινητό του. «Σε εκβίαζε; Πώς; Γιατί;» «Ήξερε κάτι για μένα».

258

JOHN VERDON

«Τι ήξερε;» Τον κοίταξε πονηρά. «Δεν χρειάζεται να το ξέρεις». «Σύμφωνοι. Τι σε εκβίασε να κάνεις;» «Να πηδηχτώ μαζί του». «Και να πεις ψέματα στο δικαστήριο ότι δήθεν άκουσες την Κέι στο τηλέφωνο να λέει διάφορα;» Η Αλίσα δίστασε. «Όχι. Αυτά, όντως την άκουσα να τα λέει». «Παραδέχεσαι, λοιπόν, ότι έκανες σεξ με τον Κλέμπερ, αλλά αρνείσαι την κατηγορία της ψευδορκίας;» «Ακριβώς. Το ότι γαμήθηκα μαζί του δεν είναι έγκλημα. Αλλά το ότι αυτός με ανάγκασε να γαμηθώ μαζί του, είναι. Έτσι, αν κάποιος έχει προβλήματα, είναι αυτός κι όχι εγώ». «Θέλεις να μου πεις τίποτε άλλο;» «Όχι». Χαμήλωσε τα πόδια της με χάρη στο πάτωμα. «Και καλά θα έκανες να ξεχάσεις όσα σου είπα μόλις τώρα». «Γιατί;» «Γιατί μπορεί να έλεγα ψέματα». «Και γιατί μου τα είπες;» «Για να σε βοηθήσω να καταλάβεις όλα αυτά που έλεγες, ότι θα πάω φυλακή. Όχι, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ». Σάλιωσε τα χείλη της με την άκρη της γλώσσας. «Οκέι. Φαντάζομαι, λοιπόν, ότι τελειώσαμε». «Εκτός αν άλλαξες γνώμη και θες να δοκιμάσεις το τεκίλα σανράιζ μου. Πίστεψέ με, αξίζει να αλλάξεις γνώμη». Ο Γκάρνεϊ σηκώθηκε κι έδειξε το μαγνητοφωνάκι του στη μαξιλάρα του καναπέ. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να μου το δώσεις;» Η Αλίσα το πήρε και το έχωσε στην τσέπη του σορτς της, που ήταν ήδη έτοιμο να σκιστεί. Χαμογέλασε. «Θα σου το ταχυδρομήσω. Ή... μπορείς να δοκιμάσεις να μου το πάρεις». «Κράτα το». «Δεν θα προσπαθήσεις καν; Πάω στοίχημα ότι μπορείς να το πάρεις αν προσπαθήσεις πολύ». Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Ο Κλέμπερ δεν είχε καμία ελπίδα, έτσι;» Η Αλίσα του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Σου είπα ότι με εκβίαζε. Με ανάγκασε να κάνω πράγματα που ποτέ δεν θα έκανα με τη θέλησή μου. Ποτέ. Μπορείς να φανταστείς τι είδους πράγματα».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

259

Ο Γκάρνεϊ έκανε το γύρο του τραπεζιού και βγήκε απ’ το σαλόνι· άνοιξε την εξώπορτα και κατέβηκε τα φαρδιά πέτρινα σκαλιά. Η Αλίσα τον ακολούθησε ως την πόρτα και φόρεσε την κατσούφικη γκριμάτσα της. «Οι περισσότεροι άντρες με ρωτάνε τι σημαίνουν τα αρχικά FMAD». Ο Γκάρνεϊ κοίταξε τα μεγάλα γράμματα στο μπλουζάκι της. «Είμαι σίγουρος». «Δεν είσαι περίεργος να μάθεις;» «Είμαι, ναι. Τι σημαίνει FMAD;» Η Αλίσα έγειρε προς το μέρος του και ψιθύρισε: «Fuck Me And Die». 9. Παρωνύμιο της Νέας Υόρκης. (ΣτΕ)

260

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 31 Κι άλλη μαύρη χήρα Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΟΝΤΙΑΚ ΗΤΑΝ παρκαρισμένη στο πλάι του σπιτιού, εκεί όπου περίμενε να τη βρει κι ο Γκάρνεϊ. Είχε πάρει τον Χάρντγουικ επιστρέφοντας απ’ τη λίμνη Βίνους και του είχε αφήσει μήνυμα λέγοντας ότι έπρεπε να βρεθούν το συντομότερο δυνατόν, μαζί με την Έστι αν γινόταν. Ένιωθε πως χρειαζόταν κι άλλες οπτικές γωνίες στη συνομιλία του με την Αλίσα. Ο Χάρντγουικ του είχε τηλεφωνήσει καθώς πλησίαζε στο Γουόλνατ Κρόσινγκ και είχε προσφερθεί να έρθει επιτόπου. Όταν ο Γκάρνεϊ μπήκε στο σπίτι, βρήκε τον Τζακ αραχτό σε μια καρέκλα στην κουζίνα, με τις μπαλκονόπορτες ανοιχτές. «Η αξιαγάπητη σύζυγός σου μου άνοιξε την ώρα που έφευγε. Είπε ότι πήγαινε να ψυχοθεραπεύσει τους ντόπιους φρενοβλαβείς στην κλινική», είπε, αποκρινόμενος στην ερώτηση που δεν είχε προφτάσει να διατυπώσει ο Γκάρνεϊ. «Αμφιβάλλω ότι το έθεσε έτσι». «Μπορεί να χρησιμοποίησε πιο χαδιάρικους όρους. Οι γυναίκες ψοφάνε για τη φαντασίωση ότι οι καριόληδες οι τρελοί μπορούν να ξεσαλτάρουν. Λες και το μόνο που χρειαζόταν ο Τσάρλι Μάνσον ήταν αγκαλιές και χάδια». «Μια και μιλάμε για αξιαγάπητες γυναίκες που ασχολούνται με τρελούς, τι τρέχει με σένα και την Έστι;» «Μακάρι να ’ξερα». «Έχεις σοβαρές προθέσεις;» «Σοβαρές προθέσεις; Ναι, υποθέτω, ό,τι κι αν σημαίνει το σοβαρές. Ένα θα σου πω: το σεξ είναι σοβαρά κορυφαίο».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

261

«Γι’ αυτήν αποφάσισες να αγοράσεις επιτέλους έπιπλα;» «Οι γυναίκες τα γουστάρουν τα έπιπλα. Τις καυλώνουν. Οι πουπουλένιες φωλίτσες ξυπνούν τρυφερά αισθήματα. Οι βιολογικές προσταγές μπαίνουν σε λειτουργία. Κρεβάτια, καναπέδες, πολυθρόνες, χνουδωτά χαλιά – αυτές οι μαλακίες αλλάζουν τα πράγματα». Έκανε μια παύση. «Με πήρε ότι έρχεται. Δεν μιλήσατε;» «Έρχεται εδώ;» «Της μεταβίβασα την πρόσκλησή σου. Φαντάστηκα ότι θα σ’ έπαιρνε». «Όχι, δεν με πήρε, αλλά χαίρομαι που έρχεται. Όσο περισσότερες ματιές έχουμε στο θέμα μας, τόσο το καλύτερο». Ο Χάρντγουικ τον κοίταξε με δυσπιστία –η συνήθης έκφρασή του–, σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και προχώρησε ως τις μπαλκονόπορτες. Κοίταξε έξω περίεργα για λίγο κι έπειτα τον ρώτησε: «Τι σκατά κάνετε εκεί πέρα;» «Τι εννοείς;» «Εκείνα εκεί τα σανίδια». Ο Γκάρνεϊ πλησίασε και είδε όντως μια στοίβα σανίδες που δεν είχε προσέξει καθώς ανηφόριζε για το σπίτι. Οι φτέρες τις έκρυβαν. Για μια στιγμή σάστισε. Υπήρχαν στοιβαγμένες σανίδες σε τρία διαφορετικά μεγέθη. Έβγαλε το κινητό του και κάλεσε τη Μάντλιν. Απρόσμενα, το σήκωσε με την πρώτη. «Παρακαλώ;» «Τι είναι αυτά τα ξύλα στην αυλή;» Την ίδια στιγμή που τη ρωτούσε, συνειδητοποίησε ότι η απάντηση ήταν προφανής και το τηλεφώνημα λάθος του. «Υλικά είναι. Για το κοτέτσι. Σήμερα το πρωί τα φέρανε. Είναι τα υλικά που είπες ότι θα χρειαστούμε για αρχή». Ο Γκάρνεϊ πέρασε στην άμυνα. «Δεν είπα ότι θα τα χρειαζόμασταν σήμερα». «Αύριο, λοιπόν; Μην ανησυχείς. Αν δεν προφταίνεις, μου δείχνεις τι να κάνω και το ξεκινάω μόνη μου». Ο Γκάρνεϊ ήταν προβληματισμένος, αλλά θυμήθηκε τα σοφά λόγια κάποιου – ότι τα αισθήματα δεν είναι γεγονότα. Αποφάσισε ότι θα ήταν συνετό να κρύψει τον εκνευρισμό απ’ τη φωνή του. «Έγινε». «Αυτό ήθελες; Γι’ αυτό με πήρες;»

262

JOHN VERDON

«Ναι». «Εντάξει. Τα λέμε απόψε. Σ’ αφήνω γιατί έχω συνεδρία». Ο Γκάρνεϊ ξανάχωσε το τηλέφωνο στην τσέπη του. Ο Χάρντγουικ τον παρατηρούσε με ένα σαδιστικό μειδίαμα. «Έχουν προβλήματα τα πιτσουνάκια;» «Όχι». «Σοβαρά; Ακουγόσουν έτοιμος να το δαγκώσεις το κινητό». «Η Μάντλιν είναι ικανότερη από μένα στο να εστιάζει αλλού». «Θες να πεις ότι θέλει να αναμειχθείς σε κάτι που το έχεις χεσμένο». Επρόκειτο για σχόλιο, όχι για ερώτηση, κι όπως πολλά απ’ τα σχόλια του Χάρντγουικ, ήταν αγενέστατο αλλά αληθινό. «Ακούω ένα αμάξι να πλησιάζει», είπε ο Γκάρνεϊ. «Η Έστι θα είναι». «Καταλαβαίνεις τον ήχο του Μίνι Κούπερ της;» «Όχι. Αλλά ποιος διάολο θα ανέβαινε αυτό τον κωλόδρομο τον δικό σας;» Ένα λεπτό αργότερα, η Έστι στεκόταν στις μπαλκονόπορτες κι ο Γκάρνεϊ της άνοιγε για να μπει. Ήταν ντυμένη πολύ πιο συντηρητικά απ’ ό,τι στο σπίτι του Χάρντγουικ – σκούρο παντελόνι, άσπρη πουκαμίσα και σκούρο μπλέιζερ, σαν να είχε έρθει απευθείας απ’ τη δουλειά. Τα μαλλιά της είχαν χάσει κάτι απ’ τη χθεσινοβραδινή τους λάμψη. Στο χέρι κρατούσε έναν κίτρινο φάκελο. «Τώρα σχόλασες;» τη ρώτησε ο Γκάρνεϊ. «Ναι. Μεσάνυχτα με δώδεκα το μεσημέρι. Σκότωμα μετά το χθεσινό σόου. Αλλά έπρεπε να κάνω τη βάρδια ενός τύπου που είχε κάνει τη δική μου πριν από δυο βδομάδες. Κι έπειτα έπρεπε να πάω και το αμάξι στο συνεργείο. Τέλος πάντων». Ακολούθησε τον Γκάρνεϊ στην κουζίνα, είδε τον Χάρντγουικ να στέκεται πλάι στο τραπέζι και του έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο. «Καλημέρα, μωρό μου». «Τι λέει, κούκλα;» «Καλά – τώρα που σε βλέπω σώο κι αβλαβή». Πλησίασε, τον φίλησε στο μάγουλο και χάιδεψε το χέρι του, σαν να ήθελε να επαληθεύσει την αρχική της παρατήρηση. «Είσαι σίγουρα εντάξει; Δεν μου κρύβεις κάτι;» «Μωρό μου, είμαι περίφημα – εκατό στα εκατό».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

263

«Χαίρομαι». Του έκλεισε το μάτι πονηρά. «Λοιπόν», εξακολούθησε, σοβαρεύοντας απότομα, «έχω μερικές απαντήσεις. Να τις μοιραστώ με τα αγόρια;» Ο Γκάρνεϊ της έδειξε το τραπέζι της τραπεζαρίας. «Ας καθίσουμε». Η Έστι διάλεξε την καρέκλα στην κορυφή του τραπεζιού. Οι δύο άντρες κάθισαν αντικριστά. Έβγαλε το σημειωματάριό της απ’ το φάκελο. «Να αρχίσουμε με τα απλά. Σύμφωνα με τη νεκροψία –τίποτε το πολύ λεπτομερές– τα τραύματα της Μαίρης Σπόλτερ θα μπορούσαν να έχουν προκύψει εσκεμμένα, αλλά το ενδεχόμενο δεν εξετάστηκε ποτέ σοβαρά. Οι πτώσεις, ακόμα και οι θανατηφόρες, είναι αρκετά συχνό φαινόμενο στους οίκους ευγηρίας, και συνήθως το πόρισμα καταλήγει στην απλούστερη ερμηνεία». Ο Χάρντγουικ γρύλισε. «Δηλαδή, δεν το έψαξαν καθόλου;» «Καθόλου». «Για το χρόνο θανάτου τι λένε;» ρώτησε ο Γκάρνεϊ. «Τοποθετείται κατά προσέγγιση μεταξύ τρεις και πέντε το απόγευμα. Ταιριάζει αυτό με τον τύπο απ’ το ανθοπωλείο στις κάμερες;» «Θα το ελέγξω ξανά», είπε ο Γκάρνεϊ, «αν και νομίζω ότι στο γραφείο της Κάρολ Μπλίσι μπήκε γύρω στις τρεις και τέταρτο. Κάποιο εύρημα απ’ τις βάσεις δεδομένων για τη μέθοδο;» «Τίποτε ακόμα». «Ούτε μαρτυρίες για φορτηγάκια ανθοπωλείων σε τόπους εγκλήματος;» «Ούτε – αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν. Σημαίνει απλώς ότι δεν κατέληξαν στις επίσημες αναφορές». «Μάλιστα», είπε ο Γκάρνεϊ. «Τίποτα σχετικά με τον χοντροΓκας;» «Χρόνος θανάτου μεταξύ δέκα το πρωί και μία το μεσημέρι. Και ναι, όπως το φαντάστηκες, η λέξη λάρυγγας εμφανίζεται στη λίστα με τις περιγραφές τραυμάτων της νεκροψίας. Ο θάνατος, ωστόσο, δεν επήλθε απ’ τα καρφιά που βρήκαν στα μάτια και το λαιμό του. Πρώτα τον πυροβόλησαν – με μια 22άρα σφαίρα που μπήκε απ’ το δεξί μάτι και καρφώθηκε στον εγκέφαλο». «Ενδιαφέρον», είπε ο Γκάρνεϊ. «Που σημαίνει ότι τα καρφιά δεν ήταν εργαλείο βασανισμού».

264

JOHN VERDON

«Και τι μ’ αυτό;» πετάχτηκε ο Χάρντγουικ. «Τι θες να πεις;» «Ότι συμβαδίζει με την ιδέα ότι τα καρφιά προστέθηκαν ως προειδοποίηση για κάποιον τρίτο, κι όχι για να τιμωρηθεί το ίδιο το θύμα. Κι ο χρόνος θανάτου έχει ενδιαφέρον. Στην αρχική αναφορά του τραυματισμού του Καρλ, ο χρόνος των πυροβολισμών τοποθετείται στις δέκα και είκοσι. Η τοποθεσία όπου δολοφονήθηκε ο Γκουρίκος, στο σπίτι του κοντά στη Γιούτικα, καθιστά αδύνατον να τον σκότωσε το ίδιο άτομο στις δέκα, να κάρφωσε τα καρφιά, να καθάρισε απ’ τα αίματα, να οδήγησε μέχρι το Λονγκ Φολς και να πρόλαβε να στήσει το τρίποδο για να πυροβολήσει τον Καρλ στις δέκα και είκοσι. Άρα πρέπει να συνέβη ανάποδα – πρώτα τον Καρλ και μετά τον Γκας». «Υποθέτοντας ότι μιλάμε για ένα μόνο δράστη», παρατήρησε ο Χάρντγουικ. «Ακριβώς. Αλλά αυτό το υποθέτουμε, τουλάχιστον μέχρι να προκύψουν στοιχεία ότι υπήρξαν περισσότεροι». Γύρισε προς το μέρος της Έστι. «Τίποτε άλλο για τον Γκουρίκο;» «Η γνωστή μου στη δίωξη οργανωμένου εγκλήματος το ψάχνει. Δεν είχε προσωπική ανάμειξη στην υπόθεση, οπότε πρέπει να προσέχει. Δεν θέλει να εγείρει υποψίες και ερωτηματικά ως προς την αρχική έρευνα. Είναι λίγο περίπλοκο». «Κάποιο κοινό με τον πυροβολισμό του Σπόλτερ;» «Αυτό είναι άλλη φάση. Ο Κλέμπερ ουδέποτε έκανε έρευνα στις βάσεις δεδομένων, γιατί είχε ήδη αποφασίσει ότι η Κέι ήταν ένοχη. Κι έτσι, μπορώ να κινηθώ με μεγαλύτερη ασφάλεια». «Ωραία. Κι εσύ, Τζακ, κοιτάς να βρεις τους μάρτυρες κατηγορίας – κι ό,τι μπορεί να σου πει ο φίλος σου στην Ιντερπόλ». «Από Ιντερπόλ ακόμα τίποτα. Και κανένας απ’ τους μάρτυρες δεν μένει στη διεύθυνση που αναφέρει ο φάκελος – που μπορεί να μην έχει και μεγάλη σημασία, λόγω της φύσης τους». Η Έστι τον κοίταξε με απορία. «Της φύσης τους;» Τα μάτια του Χάρντγουικ φωτίστηκαν με το υπεροπτικό ύφος που πάντα εκνεύριζε τον Γκάρνεϊ. «Η φύση τους είναι ότι δεν έχουν τίποτα αξιόλογο. Στην ουσία είναι αποβράσματα. Και είναι κοινός τόπος ότι τα ανάξια λόγου αποβράσματα συχνά δεν έχουν μόνιμο τόπο κατοικίας. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η δυσκολία εντοπισμού

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

265

τους δεν σημαίνει και πολλά. Αλλά θα επιμείνω. Ακόμα και τα αποβράσματα κάπου πρέπει να μένουν». Γύρισε στον Γκάρνεϊ. «Θα μας πεις για τη συνάντησή σου με τη μεγαλοκληρονόμο;» «Την επίδοξη κληρονόμο – εφόσον η Κέι μείνει στη φυλακή». «Που γίνεται ολοένα και πιο απίθανο μέρα με τη μέρα. Η τροπή των εξελίξεων πρέπει να είχε ενδιαφέρουσα επίδραση στη δεσποινίδα Αλίσα, έτσι; Θα μοιραστείς μαζί μας τα συμπεράσματά σου;» Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Θα κάνω κάτι καλύτερο. Την ηχογράφησα. Μπορεί να μην ακούγονται όλα πολύ καθαρά, αλλά τα βασικά θα τα καταλάβετε». «Fuck Me And Die; Σου είπε σοβαρά τέτοιο πράγμα; Γάμα με και πέθανες;» Η Έστι είχε σκύψει πάνω απ’ το μαγνητόφωνο καθώς ολοκλήρωναν για δεύτερη φορά την ακρόαση της συνομιλίας στη λίμνη Βίνους. «Τι πάει να πει αυτό;» «Πιθανότατα έτσι θα λέγεται το αγαπημένο της συγκρότημα», πρότεινε ο Χάρντγουικ. «Ή μπορεί να είναι απειλή», είπε η Έστι. «Ή πρόσκληση», είπε ο Χάρντγουικ. «Εσύ ήσουν μπροστά, Ντέιβι. Πώς σου ακούστηκε;» «Όπως οτιδήποτε άλλο είπε κι έκανε – ένας συνδυασμός καρτουνίστικης σαγήνης και υπολογισμένης παπαρολογίας». Ο Χάρντγουικ ύψωσε το ένα φρύδι. «Εμένα μου φαίνεται σαν σκατόπαιδο που προσπαθεί να σοκάρει τους μεγάλους. Το μπλουζάκι που περιέγραψες την κάνει να μοιάζει λιγάκι αξιοθρήνητη. Λες και μέσα της είναι δώδεκα χρονών». «Το μπλουζάκι μπορεί να ήταν αθώο», σχολίασε ο Γκάρνεϊ, «αλλά το βλέμμα της δεν ήταν καθόλου». Η Έστι μπήκε στη συζήτηση. «Μπορεί ούτε το μπλουζάκι να ήταν αθώο. Μπορεί να ήταν η κυριολεκτική δήλωση μιας πράξης». Ο Χάρντγουικ πήρε πάλι το δύσπιστο ύφος του. «Τι είδους πράξη;» «Μπορεί να υπάρχει κι άλλη μαύρη χήρα στην υπόθεση». «Θες να πεις ότι το Fuck Me And Die σημαίνει όντως Γάμησέ με και θα σε σκοτώσω; Έξυπνο, αλλά δεν το πιάνω. Πώς ταιριάζει…»

266

JOHN VERDON

«Η Αλίσα είπε στον Κλέμπερ ότι ο πατέρας της την εξανάγκασε να κάνει σεξ μαζί του. Δεν έχουμε αποδείξεις, αλλά μπορεί να ισχύει». «Και λες ότι η Αλίσα σκότωσε τον πατέρα της για να πάρει εκδίκηση;» «Δεν είναι ολότελα απίθανο. Κι αν κατάφερε να τυλίξει έναν καυλωμένο μαλάκα σαν τον Κλέμπερ ώστε να αλλοιώσει την έρευνα προκειμένου να ενοχοποιηθεί η Κέι, η εκδίκηση θα περιλάμβανε επίσης το να καταλήξει ως μοναδική κληρονόμος του πατέρα της. Μιλάμε για δύο σοβαρά κίνητρα – εκδίκηση και χρήμα». Ο Χάρντγουικ κοίταξε τον Γκάρνεϊ. «Εσύ, ατσίδα, τι λες;» «Είμαι σίγουρος ότι η Αλίσα είναι ένοχη σε κάποιο βαθμό. Μπορεί να έπεισε ή να εκβίασε τον Κλέμπερ ώστε να αλλοιώσει τα αποδεικτικά στοιχεία για να καταδικαστεί η Κέι. Ή μπορεί να εμπνεύστηκε ολόκληρη τη συνωμοσία – και το φόνο, και τη συγκάλυψη». «Φόνο εκ προμελέτης; Την έχεις ικανή για κάτι τέτοιο;» «Έχουν κάτι τρομακτικό τα μάτια της. Αλλά δυσκολεύομαι να τη φανταστώ εκτελεστικό όργανο. Κάποιος άλλος κοπάνησε το κεφάλι της Μαίρης στο χείλος της μπανιέρας και κάρφωσε τα καρφιά στη μούρη του χοντροΓκας». «Λες να προσέλαβε επαγγελματία εκτελεστή;» «Λέω ότι αν ήταν ο υποκινητής των τριών φόνων, θα χρειαζόταν βοήθεια – αλλά τίποτε απ’ όλα αυτά δεν απαντά στην ερώτηση που με τρώει απ’ την πρώτη στιγμή: Γιατί να σκοτώσει τη μητέρα του Καρλ; Στ’ αλήθεια, δεν βγάζει νόημα». Ο Χάρντγουικ χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλα στο τραπέζι. «Ούτε η εκτέλεση του Γκας βγάζει νόημα. Εκτός κι αν χάψουμε την ιστορία του Ντόνι Έιντζελ, ότι και αυτόν και τον Καρλ τους έφαγε ο στόχος που σκόπευαν να καθαρίσουν. Αλλά ακόμα κι αν το δεχτούμε όλο αυτό, όπως και το ότι η Αλίσα ήταν ο υποκινητής, και πάλι καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα – ότι αυτή ήταν ο αρχικός στόχος του Καρλ, που ποτέ δεν με έπεισε ως θεωρία, κι εξακολουθεί να μη με πείθει». «Θα μπορούσε όμως να της προσφέρει κι ένα τρίτο κίνητρο», είπε η Έστι.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

267

Καθώς ο Γκάρνεϊ εξέταζε και πάλι το σενάριο του Αγγελίδη, με την Αλίσα στο ρόλο του άγνωστου στόχου, κάτι στην υπόθεση τον κέντρισε. «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε η Έστι, κοιτώντας τον όλο περιέργεια. «Κάτι όχι και τόσο λογικό. Στην πραγματικότητα, καθόλου λογικό. Μου ήρθε απλώς μια εικόνα και μια γενικότερη αίσθηση». Σηκώθηκε και πήγε στο καθιστικό για να πάρει απ’ το φάκελο τη φωτογραφία του Καρλ που τον βασάνιζε. Επέστρεψε και την ακούμπησε στο τραπέζι ανάμεσα στον Χάρντγουικ και την Έστι. Ο Χάρντγουικ την κοίταξε και το πρόσωπό του σφίχτηκε. «Την έχω δει μια φορά», είπε η Έστι. «Αλλά δεν άντεξα να την περιεργαστώ». Ο Χάρντγουικ κοίταξε τον Γκάρνεϊ, που ακόμα στεκόταν όρθιος. «Θες να καταλήξεις κάπου;» «Όπως είπα, δεν είναι κάτι λογικό. Μια ερώτηση μόνο, τελείως τραβηγμένη». «Έλεος, ρε Ντέιβι, μας ψόφησες στο σασπένς. Πες το». «Θα μπορούσε το βλέμμα του να είναι το βλέμμα ενός ετοιμοθάνατου άντρα –που ξέρει ότι πρόκειται να πεθάνει από στιγμή σε στιγμή– ως συνέπεια της ματαιωμένης του απόπειρας να βγάλει απ’ τη μέση το ίδιο του το παιδί;» Οι τρεις τους απόμειναν να κοιτάζουν σιωπηλοί τη φωτογραφία. Κανείς δεν μίλησε για μερικές στιγμές. Στο τέλος ο Χάρντγουικ τεντώθηκε στην καρέκλα του και γέλασε ως συνήθως με ένα γέλιο σαν γάβγισμα. «Έλα Χριστέ και Παναγία! Αυτό θα ήταν το ύστατο γαμημένο κάρμα!»

268

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 32 Ένας ακόμη χαμένος κρίκος Ο ΧΑΡΝΤΓΟΥΙΚ ΠΡΟΤΕΙΝΕ ΝΑ ΑΚΟΥΣΟΥΝ την ηχογράφηση ακόμα μια φορά, όπως και έκαναν. Φάνηκε να τον ενδιαφέρει ιδίως το κομμάτι όπου η Αλίσα ισχυριζόταν ότι ο Κλέμπερ την είχε εκβιάσει για να πάει μαζί του. «Υπέροχο! Γουστάρω! Τέλειωσε ο μαλάκας – μετρημένα τα ψωμιά του στο Σώμα!» Ήταν η σειρά του Γκάρνεϊ να τον κοιτάξει με δυσπιστία. «Η ηχογράφηση της Αλίσα από μόνη της δεν αρκεί. Ακούς πώς μιλάει – ό,τι θυμάται χαίρεται. Δεν τη λες και ακριβώς υπόδειγμα πολίτη. Θα χρειαστεί ένορκη κατάθεση –όπου να αναφέρει ημερομηνίες, τόπους συνάντησης, λεπτομέρειες– την οποία δεν νομίζω ότι θα δώσει. Γιατί είμαι σχεδόν σίγουρος ότι λέει ψέματα. Αν κάποιος είναι ένοχος για εκβιασμό, νομίζω ότι είναι η ίδια η Αλίσα. Γι’ αυτό, δεν νομίζω να θέλει…» «Τι εννοείς; Ποιον εκβίασε;» τον διέκοψε η Έστι. «Ας υποθέσουμε ότι η Αλίσα αποπλάνησε τον Κλέμπερ όταν ακόμη έκανε μια αντικειμενική έρευνα του πυροβολισμού. Το ένστικτό μου μου λέει ότι η Αλίσα θα τα κατάφερνε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Κι ας υποθέσουμε ότι βιντεοσκόπησε τη... συνεύρεσή τους. Κι ότι το αντίτιμο που απαίτησε για να κρατήσει το βίντεο μακριά απ’ τα χέρια της αστυνομίας ήταν η βοήθεια του Κλέμπερ στο να στρέψει την υπόθεση προς την κατεύθυνση που ήθελε».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

269

«Δεν έχει σημασία πώς κατέληξαν στο κρεβάτι», είπε ο Χάρντγουικ. «Μπορεί να τον εκβίασε, να τον αποπλάνησε – οτιδήποτε. Χεστήκαμε ποιος εκβίαζε ποιον. Όταν γαμάς ύποπτο δολοφονίας, την έβαψες. Η καριέρα του Κλέμπερ πάει περίπατο». Ο Γκάρνεϊ τεντώθηκε στο κάθισμά του. «Αυτή είναι η μία προσέγγιση». «Και η άλλη...;» «Είναι ζήτημα προτεραιοτήτων. Μπορούμε να πιέσουμε την Αλίσα ώστε να καταδικάσει τον Κλέμπερ. Ή μπορούμε να πιέσουμε τον Κλέμπερ ώστε να καταδικάσει την Αλίσα». Η Έστι έδειξε να βρίσκει την ιδέα ενδιαφέρουσα. «Υποθέτω ότι εσύ θα προτιμούσες το δεύτερο, σωστά;» Πριν προλάβει να απαντήσει ο Γκάρνεϊ, πετάχτηκε ο Χάρντγουικ. «Λες ότι η Αλίσα τα οργάνωσε όλα, αλλά πριν από ένα λεπτό μάς έλεγες πως ό,τι θυμάται χαίρεται κι ότι κανείς δεν θα την έπαιρνε στα σοβαρά – και σ’ αυτό με βρίσκεις σύμφωνο. Σου τηλεφώνησε, κανόνισε να βρεθείτε, αλλά στην ηχογράφηση οι αντιδράσεις της είναι τελείως σπασμωδικές – σαν να μην είχε ιδέα πού μπορεί να οδηγούσε η συνομιλία, σαν να μην είχε κανένα απολύτως σχέδιο. Μιλάμε τώρα σοβαρά για εγκέφαλο σκευωρίας;» Η Έστι μίλησε με ένα χαμόγελο όλο νόημα. «Ενδεχομένως – αν είναι υπερβολικά φιλόδοξη. Σίγουρα όμως είχε σχέδιο». «Τι σχέδιο;» «Πιθανότατα το ίδιο όπως και με τον Κλέμπερ. Το σημερινό της σχέδιο ήταν να ρίξει τον Γκάρνεϊ στο κρεβάτι, να βιντεοσκοπήσει τα πάντα και να τον αναγκάσει να αλλάξει προσέγγιση». «Ο Ντέιβ έχει βγει στη σύνταξη. Έχει εξασφαλιστεί. Δεν κινδυνεύει να καταστραφεί η καριέρα του», είπε ο Χάρντγουικ. «Πώς θα τον εκβίαζε, λοιπόν;» «Είναι παντρεμένος», είπε η Έστι και κοίταξε τον Γκάρνεϊ. «Ένα βίντεο που σε δείχνει με μια δεκαεννιάχρονη στο κρεβάτι θα σου δημιουργούσε προβλήματα, έτσι δεν είναι;» Η ερώτηση δεν χρειαζόταν απάντηση.

270

JOHN VERDON

«Αυτό ήταν το πρώτο σχέδιο της Αλίσα», εξακολούθησε η Έστι. «Όταν αυτό το αξιαγάπητο πλασματάκι λέει ξεκάθαρα πως είναι διαθέσιμο, αμφιβάλλω ότι υπάρχουν πολλοί που θα απορρίψουν την πρόσκληση. Το ότι ο Ντέιβ δεν έπαιξε μπάλα πρέπει να την εξέπληξε. Και δεν είχε άλλο σχέδιο». Ο Χάρντγουικ έριξε μια φαρμακερή ματιά στον Γκάρνεϊ. «Ο άγιος Ντέιβιντ από δω είναι γεμάτος εκπλήξεις. Αλλά για πες μου κάτι, ατσίδα. Γιατί να το κάνει βούκινο ότι πηδήχτηκε με τον Κλέμπερ; Γιατί να μην το αρνηθεί κι αυτό;» Ο Γκάρνεϊ ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί να το ξέρει και κάποιος άλλος. Ή μπορεί να νομίζει ότι το ξέρει. Κι έτσι, παραδέχεται το γεγονός, αλλά λέει ψέματα για την αιτία. Αρκετά συνηθισμένο ως τεχνική εξαπάτησης. Ομολογείς την εξωτερική πράξη, αλλά επινοείς ένα κίνητρο που σε αθωώνει». «Ο πρώην μου είχε ταλέντο σ’ αυτά τα κίνητρα», είπε η Έστι, χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα. Κοίταξε το ρολόι της. «Λοιπόν, ποιο είναι το επόμενο βήμα;» «Μπορεί να οργανώσουμε έναν δικό μας εκβιασμό», πρότεινε ο Γκάρνεϊ. «Να ταρακουνήσουμε λίγο τον Κλέμπερ και να δούμε τι έχει να μας πει». Η σκέψη την έκανε να χαμογελάσει. «Μια χαρά μού φαίνεται. Οτιδήποτε μπορεί να το ταρακουνήσει το κάθαρμα». «Θέλεις ενισχύσεις;» ρώτησε ο Χάρντγουικ. «Δεν είναι ανάγκη. Ο Κλέμπερ μπορεί να είναι μαλάκας, αλλά δεν νομίζω ότι θα τραβήξει όπλο. Τουλάχιστον όχι δημόσια. Θέλω μόνο να του εξηγήσω την όλη κατάσταση και να του προσφέρω μια-δυο εναλλακτικές». Ο Χάρντγουικ κάρφωσε το βλέμμα στο τραπέζι, λες και τα πιθανά αποτελέσματα μιας τέτοιας συνομιλίας ήταν γραμμένα πάνω στην τάβλα. «Πρέπει να ενημερώσω τον Μπίντσερ, να δω τι λέει κι αυτός». «Κάν’ το», είπε ο Γκάρνεϊ. «Μόνο φρόντισε να μην ακουστεί σαν να του ζητάω την άδεια». Ο Χάρντγουικ έβγαλε το κινητό του και σχημάτισε έναν αριθμό. Καταπώς φάνηκε έπεσε σε τηλεφωνητή. Πήρε μια έκφραση υπέρτατης δυσαρέσκειας. «Γαμώ το κέρατό μου! Πού διάολο είσαι, Λεξ; Είναι η τρίτη φορά που καλώ. Πάρε με επιτέλους!»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

271

Το έκλεισε και κάλεσε έναν άλλο αριθμό. «Άμπι, κούκλα μου, πού στο διάολο είναι; Του άφησα μήνυμα χθες βράδυ, άλλο ένα σήμερα το πρωί με το που ξύπνησα, κι ένα τρίτο πριν από μισό λεπτό». Έμεινε σιωπηλός, ακούγοντας για λίγο, και η συνοφρυωμένη του έκφραση άλλαξε από αγανάκτηση σε απορία. «Τότε μόλις γυρίσει, πες του ότι πρέπει να μιλήσουμε. Έχουμε εξελίξεις». Άκουσε πάλι, λίγο περισσότερο αυτή τη φορά, και την απορία διαδέχτηκε η ανησυχία. «Σου είπε τίποτε άλλο;... Τι, έτσι ξαφνικά, χωρίς εξηγήσεις;... Κι από τότε, τίποτα;... Ιδέα δεν έχω... Η φωνή δεν σου φάνηκε γνώριμη;... Λες να ήταν επίτηδες;... Πραγματικά, είναι λίγο περίεργο... Ναι... Σε παρακαλώ, μόλις έρθει... Όχι, όχι, είμαι σίγουρος ότι είναι μια χαρά... Ναι... Έγινε... Ωραία». Έκλεισε το κινητό, το ακούμπησε στο τραπέζι και κοίταξε τον Γκάρνεϊ. «Ο Λεξ έλαβε ένα τηλεφώνημα χθες το απόγευμα. Ήταν κάποιος που ισχυρίστηκε πως έχει χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση δολοφονίας του Σπόλτερ. Και μετά το τηλεφώνημα, ο Λεξ έφυγε απ’ το γραφείο φουριόζος. Κι από εκείνη τη στιγμή, η Άμπι δεν έχει καταφέρει να του μιλήσει. Δεν σηκώνει ούτε κινητό ούτε σταθερό. Γαμώτο!» «Η Άμπι είναι η βοηθός του;» «Ναι. Βασικά, η πρώην γυναίκα του. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνουν, πάντως έτσι έχουν τα πράγματα». «Αυτός που τον κάλεσε ήταν άντρας ή γυναίκα;» «Αυτό είναι το θέμα – η Άμπι είπε ότι δεν κατάλαβε. Αρχικά νόμισε ότι ήταν πιτσιρίκι, έπειτα άντρας, ύστερα γυναίκα, και είχε και μια προφορά σαν ξενική – ιδέα δεν είχε με τι σόι άνθρωπο μιλούσε. Κι έπειτα το σήκωσε ο Λεξ. Κάνα δυο λεπτά αργότερα, έφυγε απ’ το γραφείο. Το μόνο που της είπε ήταν ότι είχε να κάνει με την υπόθεση του Λονγκ Φολς, ότι μπορεί να ήταν εξαιρετικά σημαντικό, κι ότι θα γύριζε σε ένα δίωρο περίπου. Αλλά δεν έχει γυρίσει ακόμα – τουλάχιστον όχι στο γραφείο». «Τι σκατά», είπε η Έστι. «Και δεν τον βρίσκει πουθενά;» «Όλες οι κλήσεις καταλήγουν στον τηλεφωνητή». Η Έστι κοίταξε τον Χάρντγουικ. «Το αισθάνεσαι κι εσύ πως εξαφανίζεται πολύς κόσμος σ’ αυτή την υπόθεση;»

272

JOHN VERDON

«Είναι νωρίς ακόμα για να βγάζουμε συμπεράσματα», αποκρίθηκε εκείνος, διόλου πειστικά.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

273

Κεφάλαιο 33 Σημαντικά ραντεβού ΚΑΘΩΣ Η ΔΡΑΣΗ ΕΙΝΑΙ το αντίδοτο του άγχους, και η πληροφορία η μόνη γιατρειά για την αβεβαιότητα, όταν χωρίστηκαν το ίδιο απόγευμα, ο καθένας είχε από μια ανάθεση – μαζί με ένα αίσθημα επείγοντος χρόνου που πήγαζε απ’ τους κινδύνους και τις ιδιορρυθμίες της υπόθεσης, που μεγάλωναν ολοένα. Η Έστι θα πίεζε τις διάφορες επαφές της στη δίωξη οργανωμένου εγκλήματος για στοιχεία σχετικά με τον Γκουρίκο, δεδομένα του Εγκληματολογικού για τα πρόσωπα-κλειδιά της υπόθεσης, και μεθόδους δράσης απ’ το FBI που μπορεί να ταίριαζαν με στοιχεία απ’ τους τόπους εγκλήματος. Ο Γκάρνεϊ θα έκανε μια σοβαρή κουβέντα με τον Μικ Κλέμπερ για τις όλο και λιγότερες επιλογές του, κι έπειτα θα προσπαθούσε να κανονίσει μια συνάντηση με τον Τζόνα Σπόλτερ. Ο Χάρντγουικ θα έκανε μια επίσκεψη στο σπίτι του Λεξ Μπίντσερ στο Κούπερσταουν, θα εντόπιζε τους μάρτυρες κατηγορίας της δίκης και θα πίεζε το φίλο του στην Ιντερπόλ για οτιδήποτε σχετικό με τον Γκουρίκο ή/και τον τρόπο δολοφονίας του. Όπως πολλοί μπάτσοι, ο Μικ Κλέμπερ είχε δύο κινητά – ένα προσωπικό κι ένα της δουλειάς. Η Έστι είχε και τα δύο νούμερα απ’ την περίοδο που συνεργαζόταν στενά, και άθλια, μαζί του. Προτού το διαλύσουν, έδωσε και τα δύο νούμερα στον Γκάρνεϊ. Τώρα, μισή ώρα μετά, καθισμένος στο γραφείο του, ο Γκάρνεϊ κάλεσε τον Κλέμπερ στο προσωπικό του κινητό.

274

JOHN VERDON

Ο Κλέμπερ το σήκωσε στο τρίτο χτύπημα, αλλά προφανώς είχε προλάβει να δει τον αριθμό κλήσης του Γκάρνεϊ. «Πού διάολο βρήκες το προσωπικό μου τηλέφωνο;» Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε, ευχαριστημένος που προκάλεσε την αντίδραση που περίμενε. «Καλησπέρα, Μικ». «Σε ρώτησα πού στα γαμίδια βρήκες το κινητό μου». «Είναι γραμμένο σε ένα σωρό γιγαντοαφίσες». «Τι πράγμα;» «Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή πλέον, Μικ. Θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό. Τα νούμερα κυκλοφορούν». «Τι μαλακίες λες;» «Ότι υπάρχουν ένα σωρό πληροφορίες στη γύρα. Υπερκορεσμός πληροφόρησης. Έτσι δεν το λένε;» «Τι; Τι λες, γαμώ το κέρατό μου;» «Απλώς σκέφτομαι μεγαλόφωνα. Σκέφτομαι σε πόσο ύπουλο κόσμο ζούμε. Ένας άνθρωπος νομίζει ότι κάνει κάτι ιδιωτικά, και την επόμενη μέρα διαρρέει στο ίντερνετ ένα βίντεο που τον δείχνει να χέζει». «Ναι, ε; Να σου πω κάτι; Αυτό που λες είναι σιχαμένο. Σιχαμένο! Για πες μου τώρα, τι σκατά θες;» «Πρέπει να μιλήσουμε». «Μίλα». «Καλύτερα από κοντά. Χωρίς να ανακατεύεται η τεχνολογία. Η τεχνολογία μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα. Παραβίαση της ιδιωτικότητας». Ο Κλέμπερ δίστασε – αρκετά ώστε να δείξει έναν σημαντικό βαθμό ανησυχίας. «Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι διάολο θες να πεις». Ο Γκάρνεϊ υπέθεσε πως μ’ αυτή τη δήλωση φύλαγε τα νώτα του, σε περίπτωση που η κλήση καταγραφόταν, κι ότι δεν επρόκειτο για καθαρή αμβλύνοια. «Θέλω να πω ότι πρέπει να συζητήσουμε μερικά ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος». «Ωραία. Ό,τι σκατά κι αν σημαίνει αυτό. Να ξεμπερδεύουμε με τις μαλακίες. Πού θες να βρεθούμε;» «Το αφήνω σε σένα». «Στ’ αρχίδια μου πού θα βρεθούμε».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

275

«Τι λες για το εμπορικό κέντρο στο Ρίβερσαϊντ;» Ο Κλέμπερ δίστασε πάλι, για περισσότερο αυτή τη φορά. «Στο Ρίβερσαϊντ; Πότε;» «Όσο πιο σύντομα γίνεται. Έχουμε εξελίξεις». «Πού στο εμπορικό;» «Στο κεντρικό πέρασμα; Έχει αρκετά παγκάκια. Συνήθως άδεια». Κι άλλος δισταγμός. «Πότε;» Η Έστι είχε πει στον Γκάρνεϊ ότι η βάρδια του Κλέμπερ τελείωνε στις πέντε. Ο Γκάρνεϊ κοίταξε την ώρα στην οθόνη του κινητού του – 4:01 μ.μ. «Να πούμε πεντέμισι;» «Σήμερα;» «Αύριο μπορεί να είναι πολύ αργά». Κι άλλη παύση. «Σύμφωνοι. Στο Ρίβερσαϊντ στις πεντέμισι ακριβώς. Το καλό που σου θέλω, να καταλάβω τι θες να συζητήσουμε. Γιατί τόση ώρα που μιλάμε το μαλακίζεις». Και το έκλεισε. Ο Γκάρνεϊ έβρισκε την επίδειξη θάρρους του Κλέμπερ ενθαρρυντική. Έμοιαζε με φόβο. Το Ρίβερσαϊντ Μολ απείχε σαράντα λεπτά απ’ το Γουόλνατ Κρόσινγκ, πράγμα που έδινε στον Γκάρνεϊ γύρω στα πενήντα λεπτά μέχρι να ξεκινήσει – σχετικά μικρό διάστημα, στο οποίο έπρεπε να προετοιμαστεί για μια συνάντηση που είχε τη δυνατότητα να ωθήσει την έρευνα της υπόθεσης καταλυτικά προς τη σωστή κατεύθυνση, εφόσον τη χειριζόταν με τον κατάλληλο τρόπο. Έβγαλε ένα κίτρινο σημειωματάριο απ’ το συρτάρι του γραφείου του για να τον βοηθήσει να οργανώσει τις σκέψεις του. Βρήκε το καθήκον απρόσμενα δύσκολο. Οι σκέψεις του ήταν ταραγμένες και πηδούσαν απ’ το ένα άλυτο θέμα στο άλλο. Απ’ την εξαφάνιση του Λεξ Μπίντσερ και την αδυναμία επαφής με τους τρεις βασικούς μάρτυρες, μέχρι τους πυροβολισμούς το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι του Χάρντγουικ και τη φρικτή παραμόρφωση που είχε υποστεί το πτώμα του χοντρο-Γκας – μια προειδοποίηση ότι το μυστικό του δολοφόνου έπρεπε να μείνει κρυφό. Αλλά ποιο μυστικό; Το φύλο του; Ή μήπως κάτι άλλο; Και φυσικά ήταν στη μέση κι ο βασικός γρίφος της υπόθεσης απ’ την πρώτη στιγμή, το κομμάτι του παζλ που ο Γκάρνεϊ διαισθανόταν ότι θα έκανε κι όλα τα υπόλοιπα να βγάλουν νόημα – οι αντιφάσεις

276

JOHN VERDON

ως προς τον τόπο απ’ όπου είχε προέλθει ο πυροβολισμός. Απ’ τη μια, είχες το διαμέρισμα με το όπλο, μαζί με το τρίποδο, το σιγαστήρα, και τα φρέσκα κατάλοιπα πυρίτιδας σε συνδυασμό με ένα χημικό προφίλ που τη συνέδεε με βλήμα 22 χιλιοστών Σουίφτ, συμβατό με τα θραύσματα της σφαίρας που είχαν βγάλει απ’ τον εγκέφαλο του Σπόλτερ. Κι απ’ την άλλη, είχες το φανοστάτη που καθιστούσε τη βολή ανέφικτη. Ήταν πιθανό ο δολοφόνος να είχε χρησιμοποιήσει διαφορετικό διαμέρισμα του κτιρίου για να πετύχει τη βολή, κι έπειτα να μετέφερε το όπλο στο διαμέρισμα όπου βρέθηκε, ρίχνοντας και δεύτερη σφαίρα από εκείνη την τοποθεσία για να αφήσει τα κατάλοιπα πυρίτιδας. Αλλά αυτό το σενάριο ήταν απλούστερο στη θεωρία απ’ ό,τι στην πράξη. Επειδή επιπλέον εμπεριείχε το υψηλό ρίσκο του εντοπισμού, που θα ανάγκαζε το δολοφόνο να κουβαλήσει τον βαρύ και δυσμετακίνητο συνδυασμό καραμπίνας, τρίποδου και σιγαστήρα μέσα απ’ τους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας. Και γιατί να μπει στον κόπο; Υπήρχαν, άλλωστε, πολλά ακατοίκητα διαμερίσματα απ’ τα οποία η βολή θα μπορούσε να είχε πραγματοποιηθεί με επιτυχία. Γιατί, λοιπόν, να μετακινήσει το όπλο έτσι κι αλλιώς; Σίγουρα όχι για να στήσει έναν διανοητικό γρίφο. Οι δολοφόνοι σπάνια είναι τόσο παιγνιώδεις. Και οι επαγγελματίες εκτελεστές δεν είναι ποτέ. Η σκέψη αυτή τον έφερε και πάλι στο πιο πιεστικό ζήτημα του Κλέμπερ. Ήταν όντως ο Μικ ο παπάρας, ο άξεστος, καυλωμένος παλιάτσος που υπονοούσε το παρατσούκλι του και η γενικότερη συμπεριφορά του; Ή μήπως αυτή η βιτρίνα έκρυβε έναν σκοτεινότερο, ψυχρότερο και συνολικά πιο χειριστικό άνθρωπο; Ο Γκάρνεϊ ήλπιζε ότι η συνάντησή τους στο εμπορικό κέντρο θα του έδινε μερικές απαντήσεις. Τώρα έπρεπε να εστιάσει σε ένα ευρύτερο φάσμα πιθανοτήτων, και να τις εξετάσει διεξοδικά – τα προσωπικά συμφέροντα, τους στόχους. Ίσιωσε το κίτρινο σημειωματάριο πάνω στο γραφείο του και πήρε το στιλό του. Προσπάθησε να πιέσει τις σκέψεις του σε μια λογική ακολουθία, σχεδιάζοντας ένα διάγραμμα με διακλαδώσεις, και ξεκινώντας με τέσσερα ενδεχόμενα.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

277

Το πρώτο υποδείκνυε την Αλίσα ως κύριο ενορχηστρωτή του φόνου του Καρλ και της καταδίκης της Κέι. Το δεύτερο υποκαθιστούσε την Αλίσα με τον Τζόνα Σπόλτερ. Το τρίτο πρότεινε έναν άγνωστο ως δολοφόνο του Καρλ, με την Αλίσα και τον Κλέμπερ ως ευκαιριακούς συνωμότες με στόχο την καταδίκη της Κέι. Το τέταρτο παρουσίαζε την Κέι ως ένοχη. Πρόσθεσε ένα δεύτερο επίπεδο διακλαδισμένων πιθανοτήτων σε καθένα απ’ αυτά τα σενάρια. «Είναι κανείς εδώ;» Ο Γκάρνεϊ ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Είναι κανείς εδώ;» Ήταν η φωνή της Μάντλιν, απ’ την άλλη άκρη του σπιτιού. Έμοιαζε να έρχεται απ’ το δωμάτιο των παπουτσιών στο χολ. Πήρε μαζί του το σημειωματάριο και το στιλό, και βγήκε στην κουζίνα. «Καλώς την». Η Μάντλιν έμπαινε εκείνη τη στιγμή απ’ το χολ, κουβαλώντας δύο σακούλες σουπερμάρκετ. «Έχω αφήσει το πορτμπαγκάζ ανοιχτό. Πας να φέρεις το θρυμματισμένο καλαμπόκι;» «Το ποιο;» «Διάβασα κάπου ότι τα κοτόπουλα λατρεύουν το θρυμματισμένο καλαμπόκι». Ο Γκάρνεϊ αναστέναξε και προσπάθησε να δει την αγγαρεία από τη θετική σκοπιά, ως στιγμιαία παράκαμψη απ’ τα ζοφερά καθήκοντά του. «Πού να το αφήσω;» «Στο χολ είναι καλά». Βγήκε στο αμάξι της Μάντλιν, σήκωσε το εικοσιπεντάκιλο σακί απ’ το πορτμπαγκάζ, πάλεψε μερικά δευτερόλεπτα με την πόρτα του σπιτιού, μπήκε κι άφησε το σακί να πέσει στην πιο κοντινή γωνία του χολ – με τη θετική σκοπιά να εξανεμίζεται αυτοστιγμεί. «Για πόσα χρόνια καλαμπόκι πήρες;» τη ρώτησε όταν επέστρεψε στην κουζίνα. «Δεν είχαν μικρότερη συσκευασία. Συγγνώμη για το βάρος. Όλα καλά;» «Μια χαρά. Απλώς είμαι λίγο χαμένος σε σκέψεις – ετοιμάζομαι να φύγω για ένα ραντεβού».

278

JOHN VERDON

«Α, μια που μου το θύμισες – πριν το ξεχάσω...» Ο τόνος της ήταν ευχάριστα ατάραχος. «Έχεις ραντεβού αύριο το πρωί με τον Μάλκολμ». «Τον Μάλκολμ Κλάρετ;» «Ακριβώς». «Δεν καταλαβαίνω». «Του τηλεφώνησα πριν φύγω απ’ την κλινική. Μου είπε ότι μόλις του είχαν ακυρώσει ένα ραντεβού και είχε μια κενή ώρα αύριο στις έντεκα». «Όχι αυτό... Το γιατί δεν καταλαβαίνω». «Γιατί ανησυχώ για σένα. Το έχουμε ξανασυζητήσει». «Όχι, εννοώ γιατί εσύ έκλεισες το δικό μου ραντεβού». «Επειδή δεν το είχες κλείσει ακόμα, κι επειδή είναι σημαντικό». «Κι έτσι απλά, λοιπόν, αποφάσισες ότι ήταν δικό σου θέμα;» «Κάποιου θέμα έπρεπε να είναι». Ο Γκάρνεϊ ύψωσε τις παλάμες σε μια χειρονομία απορίας. «Ειλικρινά δεν μπορώ να το καταλάβω». «Μα πού είναι το δυσνόητο;» «Εγώ ποτέ δεν θα έκλεινα ραντεβού για σένα – μόνο αν μου το ζητούσες». «Ακόμα κι αν πίστευες ότι μπορεί να μου σώσει τη ζωή;» Ο Γκάρνεϊ κόμπιασε. «Δεν νομίζεις ότι δραματοποιείς τα πράγματα λιγάκι;» Η Μάντλιν τον κοίταξε στα μάτια κι απάντησε ήρεμα: «Όχι, καθόλου». Η φωνή του, ξαφνικά, χρωματίστηκε από αγανάκτηση. «Πιστεύεις ειλικρινά ότι ένα ραντεβού με τον Μάλκολμ Κλάρετ μπορεί να μου σώσει τη ζωή;» Το ίδιο ξαφνικά, η φωνή της αποκάλυψε κούραση και λύπη. «Αν δεν θέλεις να τον δεις, μπορείς απλούστατα να ακυρώσεις το ραντεβού». Αν το είχε πει με οποιονδήποτε άλλο τόνο, θα μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να ανοίγει μια τεράστια διαφωνία σχετικά με το ποιανού ευθύνη ήταν η ακύρωση ενός ραντεβού που είχε κανονίσει η ίδια, κι έπειτα μπορεί απ’ αυτό να περνούσε ακόμα και στην ξυλεία που είχε παραγγείλει για το κοτέτσι, και πως είχε τη συνήθεια

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

279

να αρχίζει πράγματα που ήταν αναγκασμένος ο ίδιος να ολοκληρώνει, και πως όλα τύχαινε πάντα να ταιριάζουν με το πρόγραμμά της. Όμως η λύπη στο βλέμμα της βραχυκύκλωσε όλο αυτό το ενδεχόμενο. Εξάλλου, είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί, παραδόξως, ότι μπορεί εντέλει να μην ήταν και τόσο κακή ιδέα ένα ραντεβού με τον Κλάρετ. Ωστόσο, αυτό που τον έσωσε απ’ τη συνέχεια της κουβέντας τους, ήταν ο ήχος του κινητού στην τσέπη του. Το έβγαλε και τσέκαρε τον αριθμό κλήσης. Στην οθόνη αναβόσβησε φευγαλέα το όνομα Κάιλ Γκάρνεϊ κι έπειτα η σύνδεση κόπηκε. Ο Γκάρνεϊ μπήκε στον πειρασμό να καλέσει αυτός, αλλά υπέθεσε ότι ο γιος του κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν σε κίνηση και περνούσε από κάποιο μέρος που δεν είχε σήμα, κι έτσι το πιο λογικό θα ήταν να περιμένει λίγο. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβει – ήταν 4:44 μ.μ. Έπρεπε να φύγει για το Ρίβερσαϊντ Μολ. Για το κρίσιμο ραντεβού, για το οποίο δεν είχε ακόμα καταφέρει να προετοιμαστεί.

280

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 34 Συμφωνία κυρίων ΤΟ ΠΑΡΚΙΓΚ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ Ρίβερσαϊντ ήταν, ως συνήθως, μισοάδειο. Στην ως επί το πλείστον έρημη αλάνα πλάι στο υποκατάστημα T.J. Maxx που καταλάμβανε τη μία άκρη του εμπορικού, ένα παράταιρο σμήνος γλάρων έστεκε σιωπηλά πάνω στην άσφαλτο. Μπαίνοντας στο πάρκινγκ, ο Γκάρνεϊ έκοψε ταχύτητα για να περιεργαστεί τα πουλιά. Υπολόγιζε ότι ήταν καμιά πενηνταριά, ίσως και παραπάνω. Απ’ το σημείο όπου βρισκόταν, μέσα στο αμάξι, οι γλάροι έμοιαζαν ασάλευτοι, στραμμένοι όλοι προς την ίδια κατεύθυνση, με την πλάτη γυρισμένη στον ήλιο που έδυε. Καθώς τους προσπερνούσε για να παρκάρει σε ένα σημείο πιο κοντά στο κεντρικό διάζωμα του εμπορικού κέντρου, ασυναίσθητα αναρωτήθηκε για την ολοένα και συνηθέστερη ενδημία γλάρων σε εμπορικά κέντρα της ενδοχώρας – αναμφίβολα τους τραβούσαν τα απορρίμματα των καταναλωτών φαστφούντ. Άραγε τα μετατοπισμένα αυτά πτηνά ανέπτυσσαν αποφραγμένες αρτηρίες όπως οι ευεργέτες τους, γεγονός που έκανε τη ζωή τους καθιστική και το πέταγμα σπάνιο; Τροφή για σκέψη. Αλλά όχι τώρα. Το επείγον της αποστολής του τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Κλείδωσε το αμάξι και διέσχισε την αψιδωτή είσοδο, μια παράδοξα εορταστική αρχιτεκτονική νότα με τις λέξεις ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΡΙΒΕΡΣΑΪΝΤ γραμμένες κυρτά στην κορυφή με χρωματιστά φωτάκια.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

281

Το εμπορικό κέντρο δεν ήταν μεγάλο. Είχε το κεντρικό διάζωμα, απ’ όπου ξεκινούσαν μικρότερα παρακλάδια. Η πολλά υποσχόμενη, ολόλαμπρη είσοδος, οδηγούσε σε ένα μάλλον μουντό εσωτερικό, που έμοιαζε σχεδιασμένο δεκαετίες πριν, χωρίς ιδιαίτερες ανακαινίσεις από τότε. Στα μισά της μίας πλευράς του κεντρικού διαδρόμου, κάθισε σε ένα παγκάκι μπροστά σε ένα μαγαζί με αθλητικά είδη, η βιτρίνα του οποίου ήταν αφιερωμένη σε γυαλιστερές, εφαρμοστές ενδυμασίες ποδηλασίας. Μια πωλήτρια στεκόταν στην είσοδο του μαγαζιού, κοιτώντας συνοφρυωμένη την οθόνη του κινητού της. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν 5:33. Περίμενε. Ο Κλέμπερ εμφανίστηκε στις 5:45. Ο κόσμος της έννομης τάξης, όπως και η φυλακή, αλλάζει όποιον άνθρωπο περάσει χρόνο στη δουλειά. Αυτό το κάνει καλλιεργώντας κάποια χαρακτηριστικά: το σκεπτικισμό, τον υπολογιστικό νου, τον απομονωτισμό και την τραχύτητα. Τα γνωρίσματα αυτά μπορούν να αναπτυχθούν παράλληλα με τάσεις καλοπροαίρετες ή κακοήθεις, ανάλογα με το χαρακτήρα του ατόμου – τον θεμελιώδη προσανατολισμό της ψυχής του. Ο ένας μπάτσος μπορεί να καταλήξει πεπειραμένος στους τρόπους της πιάτσας, πιστός στους συναδέλφους του και θαρραλέος – αποφασισμένος να κάνει καλά τη δουλειά του ακόμα και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Κι ο άλλος μπορεί να καταλήξει φαρμακερά κυνικός, επικριτικός και απάνθρωπος – αποφασισμένος να εκδικηθεί τον κόσμο για τα προβλήματα που του προξενούσε. Ο Γκάρνεϊ υπέθετε ότι το βλέμμα του Μικ Κλέμπερ καθώς πλησίαζε το παγκάκι, τον τοποθετούσε σίγουρα στη δεύτερη κατηγορία. Ο Κλέμπερ κάθισε στην άλλη άκρη του πάγκου, σε απόσταση δύο μέτρων απ’ τον Γκάρνεϊ. Δεν είπε τίποτα, παρά μόνο άνοιξε έναν μικρό χαρτοφύλακα στα γόνατά του, έστρεψε το πάνω μέρος ώστε να κρύψει το περιεχόμενό του, κι άρχισε να σκαλίζει κάτι στο εσωτερικό. Ο Γκάρνεϊ φαντάστηκε πως επρόκειτο για αστυνομικό ανιχνευτή, πιθανότατα απ’ αυτούς τους πολυμορφικούς που μπορούσαν να εντοπίσουν την παρουσία οποιασδήποτε αναμετάδοσης ή συσκευής μαγνητοφώνησης.

282

JOHN VERDON

Έπειτα από ένα λεπτό περίπου, ο Κλέμπερ έκλεισε το χαρτοφύλακα. Έκανε έναν γρήγορο, περιμετρικό έλεγχο του κεντρικού διαζώματος, κι έπειτα μίλησε με τραχιά φωνή, σχεδόν μέσα απ’ τα δόντια του, και με το βλέμμα καρφωμένο στο δάπεδο. «Λοιπόν; Τι σκατά παιχνίδι παίζεις;» Η επιθετικότητά του έμοιαζε με ασπίδα προστασίας των τεντωμένων του νεύρων, και το ογκώδες παράστημά του τίποτα περισσότερο από περίσσιο βάρος, ένα άχθος υπεύθυνο για τη γυαλάδα του ιδρώτα στο πρόσωπό του. Αλλά θα ήταν λάθος να επεκτείνει το συλλογισμό θεωρώντας τον ακίνδυνο. «Μπορείς να κάνεις κάτι για μένα, κι εγώ κάτι για σένα», είπε ο Γκάρνεϊ. Ο Κλέμπερ ύψωσε το βλέμμα με ένα σιγανό γέλιο σαν ρουθούνισμα, λες και είχε μόλις αναγνωρίσει ένα απ’ τα πολλά τρικ της ανάκρισης. Η κοπέλα στην είσοδο του μαγαζιού με τα αθλητικά εξακολουθούσε να κοιτά συνοφρυωμένη το κινητό της. «Τι κάνει η Αλίσα;» ρώτησε ανέμελα ο Γκάρνεϊ – ξέροντας ότι ήταν ρίσκο η συγκεκριμένη ερώτηση τόσο σύντομα. Ο Κλέμπερ του έριξε μια λοξή ματιά. «Τι πράγμα;» «Η ύποπτη με την οποία έκανες το λάθος να μπλέξεις». Έκανε μια παύση. «Είστε ακόμα φίλοι;» «Γι’ αυτές τις μαλακίες με κουβάλησες;» Η αγριάδα στη φωνή του ήταν η απόδειξη πως είχε χτυπήσει κάποιο νεύρο. «Μπορεί να σου στοιχίσουν πολύ ακριβά αυτές οι μαλακίες». Ο Κλέμπερ κούνησε το κεφάλι, σαν να προσπαθούσε να μεταδώσει την απορία του. «Είναι απίστευτο τι μπορεί να καταγράφεται στις μέρες μας», εξακολούθησε ο Γκάρνεϊ. «Μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα. Αλλά καμιά φορά, άμα είσαι τυχερός, υπάρχει τρόπος να προλάβεις τη ζημιά. Γι’ αυτό θέλω να μιλήσουμε – για την πρόληψη ζημιών». «Δεν καταλαβαίνω τι μου λες». Η άρνησή του ήταν σαφής και μεγαλόφωνη, προορισμένη θαρρείς για τη συσκευή μαγνητοφώνησης που ίσως είχε διαφύγει απ’ τον ανιχνευτή του. «Ήθελα απλώς να σε ενημερώσω σχετικά με την έφεση της Κέι Σπόλτερ». Ο Γκάρνεϊ μιλούσε με μια φωνή σοβαρή κι ανέκφραστη.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

283

«Πρώτον, έχουμε αρκετές αποδείξεις... ας πούμε λαθών... στην αρχική έρευνα, που εγγυώνται ανατροπή της καταδίκης της. Δεύτερον, βρισκόμαστε τώρα σε μια διχάλα στο δρόμο, που σημαίνει ότι πρέπει να διαλέξουμε πώς θα παρουσιαστούν τα λάθη αυτά στο εφετείο. Για παράδειγμα, οι μάρτυρες κατηγορίας που αναγνώρισαν την Κέι ως το άτομο που εθεάθη στο σημείο βολής θα μπορούσαν να είχαν εξαναγκαστεί σε ψευδορκία... ή ενδεχομένως έκαναν ένα αθώο λάθος, κάτι που συμβαίνει συχνά σε προσωπικές μαρτυρίες. Ο απατεώνας που στη δίκη ισχυρίστηκε ότι η Κέι προσπάθησε να τον προσλάβει ως εκτελεστή μπορεί επίσης να εξαναγκάστηκε... ή μπορεί να έβγαλε την ιστορία απ’ το μυαλό του, όπως κάνουν πολλοί στη θέση του. Στον εραστή της Κέι μπορεί να είχαν πει ότι ο μόνος τρόπος να αποφύγει το να γίνει ο ίδιος ο κύριος ύποπτος ήταν να διασφαλίσει ότι η Κέι θα κατέληγε σ’ αυτή τη θέση... ή μπορεί να κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα μόνος του. Ο επικεφαλής της έρευνας μπορεί να απέκρυψε καίρια αποδεικτικά στοιχεία, όπως βιντεοσκοπήσεις, και να αδιαφόρησε για άλλες ανακριτικές προσεγγίσεις εξαιτίας μιας ανάρμοστης σχέσης με την κόρη του θύματος... ή μπορεί απλώς να κόλλησε στον λάθος ύποπτο υπερβολικά νωρίς, όπως συμβαίνει σε πολλούς επιθεωρητές της αστυνομίας». Ο Κλέμπερ εξακολουθούσε να κοιτάζει πεισματικά το δάπεδο. «Όλα αυτά είναι ένα σωρό ανόητες υποθέσεις». «Το θέμα, Μικ, είναι ότι κάθε σφάλμα στην έρευνα μπορεί να περιγραφεί με όρους είτε αθωωτικούς είτε καταδικαστικούς – αρκεί να μη βρεθούν αδιάσειστες αποδείξεις της ανάρμοστης αυτής σχέσης σε λάθος χέρια». «Υποθετικές μαλακίες». «Σύμφωνοι. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι έχω τις αδιάσειστες αυτές αποδείξεις για την ανάρμοστη σχέση – σε μια καθ’ όλα πειστική ψηφιακή μορφή. Κι ας υποθέσουμε ότι θέλω κάτι σε αντάλλαγμα για να τις αποσιωπήσω». «Και γιατί το ζητάς από εμένα;» «Επειδή η δική σου καριέρα διακυβεύεται, μαζί με τη σύνταξη και την ελευθερία σου». «Τι σκατά λες τόση ώρα;»

284

JOHN VERDON

«Θέλω το βίντεο απ’ το κατάστημα ηλεκτρονικών της Λεωφόρου Άξτον». «Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς». «Αν λάβω το εξαφανισμένο βίντεο από κάποιον άλλον, ανώνυμο αποστολέα, είμαι πρόθυμος να αποκρύψω ένα καταστροφικό για την καριέρα σου αποδεικτικό στοιχείο απ’ τη διαδικασία της έφεσης. Επίσης θα ήμουν πρόθυμος να καθυστερήσω επ’ αόριστον το σχέδιό μου να προωθήσω το ίδιο αντικείμενο στον αστυνομικό διευθυντή της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Αυτή είναι η υποθετική συμφωνία. Μια απλή συμφωνία κυρίων, βασισμένη σε αμοιβαία εμπιστοσύνη». Ο Κλέμπερ γέλασε, ή μπορεί απλώς να γρύλισε, και τρεμούλιασε άθελά του. «Ένα κάρο μαλακίες. Σαν ψυχάκιας ακούγεσαι». Κοίταξε προς τη μεριά του Γκάρνεϊ, χωρίς όμως να διασταυρώσει το βλέμμα του με το δικό του. «Εξωπραγματικές μαλακίες, μία προς μία». Σηκώθηκε απότομα, τρεκλίζοντας, και κατευθύνθηκε προς την πλησιέστερη έξοδο. Στο κατόπι του άφησε μια ξινή μυρωδιά αλκοόλ και ιδρώτα.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

285

Κεφάλαιο 35 Ανεξιχνίαστοι αι βουλαί Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΓΚΑΡΝΕΪ μέχρι το σπίτι ήταν ένα ταξίδι στο άγχος. Απέδιδε το δυσάρεστο αυτό συναίσθημα στην ελεύθερη πτώση που συχνά ακολουθούσε μια φορτισμένη συνάντηση. Καθώς ανέβαινε το τελικό κομμάτι του δρόμου προς το στάβλο τους, ωστόσο, συνειδητοποίησε ότι μπορεί να υπήρχε κι άλλη μια αιτία: η σαθρότητα των υποθέσεών του όχι μόνο για τον Κλέμπερ, αλλά και για την υπόθεση εν γένει. Αν η αποτυχία του Κλέμπερ ήταν η ανυπόστατη βεβαιότητά του για την ενοχή της Κέι, δεν θα μπορούσε και η δική του αποτυχία να είναι η ανυπόστατη βεβαιότητα πως ήταν αθώα; Μήπως και ο ίδιος και ο Κλέμπερ ήταν εξίσου τυφλοί σε κάποιο πιο σύνθετο σενάριο που ενέπλεκε την Κέι με τρόπο που κανείς απ’ τους δυο τους δεν είχε σκεφτεί; Και ποια ήταν η σημασία της κατάχρησης αλκοόλ του Κλέμπερ; Άραγε είχε αρχίσει το ποτό νωρίτερα, στη δουλειά; Ή μήπως είχε προμηθευτεί ένα μπουκάλι για μερικές βιαστικές γουλιές στο αμάξι καθ’ οδόν προς το Ρίβερσαϊντ; Και οι δύο πιθανότητες υπονοούσαν τραγική κριτική ικανότητα, μεγάλη κούραση ή σοβαρό πρόβλημα με το αλκοόλ. Και οποιοδήποτε από αυτά τα τρία είχε τη δυνατότητα να κάνει τον Κλέμπερ απρόβλεπτο, ενδεχομένως εκρηκτικό κομμάτι του παζλ. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε μόλις έκανε το γύρο του στάβλου ήταν ότι το αμάξι της Μάντλιν έλειπε απ’ τη συνηθισμένη του θέση

286

JOHN VERDON

πλάι στο σπίτι, που του έφερε στο νου μια μισοσχηματισμένη ανάμνηση πως απόψε ήταν ένα απ’ τα βράδια που είχε συνάντηση με κάποιο συμβούλιο, χωρίς να είναι βέβαιος με ποιο ακριβώς. Μπαίνοντας στην κουζίνα, ένιωσε στιγμιαία ανακουφισμένος απ’ την απουσία της – που τον απάλλασσε απ’ το καθήκον να αποφασίσει επιτόπου πόσο πολλά ή λίγα να αποκάλυπτε για τη συνάντησή του με τον Κλέμπερ. Επίσης σήμαινε πως θα είχε μερικές ώρες στη διάθεσή του, ώστε να βάλει στη σειρά ανενόχλητος τα διάφορα σκόρπια κομμάτια μιας κουραστικής ημέρας σε μια κάποια τάξη. Κατευθυνόταν προς το καθιστικό για την οργανωτική βοήθεια ενός σημειωματάριου κι ενός στιλό, όταν ήχησε το κινητό του. Το έβγαλε απ’ την τσέπη του και κοίταξε τον αριθμό της κλήσης. Ήταν ο Κάιλ. «Έλα, μπαμπά. Ελπίζω να μη σε διακόπτω από κάτι». «Μπορεί να περιμένει. Τι τρέχει;» «Έκανα μερικά τηλεφωνήματα, ρωτώντας για τον Τζόνα Σπόλτερ ή/και τον Καθεδρικό του Κυβερνοχώρου. Κανείς απ’ τους συνδέσμους μου δεν ήξερε κάτι, και μόνο ένας νόμιζε ότι το όνομα το είχε ακουστά, ότι κάτι μπορεί να συνέβαινε σχετικά, αλλά δεν θυμόταν κάτι συγκεκριμένο. Ετοιμαζόμουν να σου στείλω ένα μέιλ που να λέει Λυπάμαι, αλλά κανείς δεν τσιμπάει. Έπειτα όμως ένας απ’ τους γνωστούς μου με πήρε και μου είπε ότι ψάχνοντας ανακάλυψε ότι ένας φίλος του είχε χειριστεί μια αναζήτηση επενδυτικών κεφαλαίων για τον Τζόνα Σπόλτερ, κι ότι η επένδυση ήταν μια τεράστια επέκταση του Καθεδρικού του Σπόλτερ». «Τι είδους επέκταση;» «Δεν έμαθε περισσότερα – μόνο ότι θα κόστιζε ένα κάρο λεφτά». «Ενδιαφέρον». «Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι ότι ο Σπόλτερ σταμάτησε την αναζήτηση κεφαλαίων την επομένη του θανάτου του αδελφού του. Πήρε τηλέφωνο τον τύπο με τον οποίο συνεργαζόταν, τον έβγαλε για φαΐ, διέκοψε την όλη διαδικασία…» «Δεν εκπλήσσομαι», τον διέκοψε ο Γκάρνεϊ. «Θέλω να πω, έτσι όπως είχε ρυθμίσει τα εταιρικά ζητήματα ο πατέρας τους, το μερίδιο του Καρλ απ’ τη μεσιτική εταιρεία Σπόλτερ θα περνούσε κατευθείαν

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

287

στον Τζόνα – τελείως χωριστά απ’ τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία καλύπτονταν στη διαθήκη του. Έτσι, ο Τζόνα θα κληρονομούσε μεγάλο αριθμό ακινήτων, τα οποία θα ήταν ελεύθερος να πουλήσει ή να υποθηκεύσει. Δεν χρειαζόταν, λοιπόν, να συγκεντρώσει επενδυτικά κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της όποιας επέκτασης είχε κατά νου». «Δεν μ’ άφησες να φτάσω στο πραγματικά ενδιαφέρον κομμάτι». «Α; Συγγνώμη. Σ’ ακούω». «Ο Τζόνα Σπόλτερ εμφανίστηκε στο εστιατόριο μισομεθυσμένος, κι έπειτα έγινε πίτα. Κι άρχισε να λέει Ανεξιχνίαστοι αι βουλαί του Κυρίου και τα θαύματα Αυτού, ξανά και ξανά, γελώντας σαν να το έβρισκε ξεκαρδιστικό. Ο τύπος ψιλοφρίκαρε». Ο Γκάρνεϊ απόμεινε σιωπηλός για λίγο, προσπαθώντας να φανταστεί τη σκηνή. «Είπες ότι η επέκταση του Καθεδρικού θα στοίχιζε πολλά. Έχεις ιδέα για πόσα μιλάμε;» «Η αναζήτηση κεφαλαίων έπρεπε να είναι το λιγότερο για πενήντα εκατομμύρια. Ο τύπος με τον οποίο συνεργαζόταν ο Τζόνα δεν θα έκανε συμφωνία για μικρότερο ποσό». «Πράγμα που σημαίνει», είπε ο Γκάρνεϊ, μιλώντας περισσότερο στον εαυτό του, «ότι τα ακίνητα της μεσιτικής εταιρείας πρέπει να αξίζουν τουλάχιστον τόσα, εάν ο Τζόνα ήταν αποφασισμένος να τερματίσει την αναζήτηση κεφαλαίων». «Και τι σκέφτεσαι, μπαμπά;» ρώτησε συνωμοτικά ο Κάιλ. «Ότι τα πενήντα εκατομμύρια μπορεί να ήταν ένα πειστικό κίνητρο για φόνο;» «Εξαιρετικά πειστικό. Αυτός ο γνωστός σου ξέρει τίποτε άλλο σχετικά με τον Σπόλτερ;» «Μόνο ότι είναι πανέξυπνος κι απίστευτα φιλόδοξος – αλλά αυτό δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, είναι απλώς η φύση αυτών των αποκτηνωμένων ανθρώπων». «Οκέι, σ’ ευχαριστώ. Ήταν μεγάλη βοήθεια». «Σοβαρά;» «Σοβαρότατα. Όσο περισσότερα ξέρω τόσο καλύτερα λειτουργεί ο εγκέφαλός μου. Και δεν υπήρχε περίπτωση να μάθαινα μόνος μου αυτό το αποκαλυπτικό περιστατικό. Γι’ αυτό, ευχαριστώ και πάλι».

288

JOHN VERDON

«Χαίρομαι που βοήθησα. Παρεμπιπτόντως, σκοπεύετε να πάτε στο Καλοκαιρινό Πανηγύρι του Βουνού;» «Εγώ; Όχι. Αλλά η Μάντλιν θα πάει. Βοηθάει κάτι φίλους της που έχουν μια φάρμα στο Μπακ Ριτζ. Φέρνουν τα αλπακά τους στο πανηγύρι κάθε χρόνο και τα βάζουν να κάνουν... ξέρω ’γω... ό,τι κάνουν τα αλπακά». «Δεν σ’ ακούω και πολύ ενθουσιώδη». «Σωστά άκουσες». «Θες να πεις ότι δεν σε εντυπωσιάζει το μεγαλύτερο αγροτικό και κτηνοτροφικό πανηγύρι των βορειοανατολικών πολιτειών; Διελκυστίνδες τρακτέρ, ντέρμπι κατεδάφισης, γλυπτική σε βούτυρο, μαλλί της γριάς, καλλιστεία χοίρων, κούρεμα προβάτων, τυροκομία, μουσική κάντρι, καρουσέλ, βραβεύσεις για τη μεγαλύτερη κολοκύθα... πώς γίνεται να μη σ’ εντυπωσιάζουν όλα αυτά;» «Είναι δύσκολο, αλλά θα βρω κάποιον τρόπο να ελέγξω τον ενθουσιασμό μου». Αφού έκλεισε το τηλέφωνο, ο Γκάρνεϊ έμεινε για λίγη ώρα στο γραφείο του, φιλτράροντας τα οικονομικά δεδομένα της υπόθεσης Σπόλτερ, και προσπαθώντας να μαντέψει τη σημασία της διάσημης ρήσης Ανεξιχνίαστοι αι βουλαί του Κυρίου και τα θαύματα Αυτού. Έβγαλε τον χοντρό φάκελο απ’ το γραφείο του και ξεφύλλισε το πάκο των εγγράφων ώσπου έφτασε σε ένα ευρετήριο ονομάτων και διευθύνσεων κομβικής σημασίας. Υπήρχαν δύο διευθύνσεις ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στο όνομα Τζ. Σπόλτερ – μία διεύθυνση Google και μία άλλη, συνδεδεμένη με τον ιστότοπο του Καθεδρικού του Κυβερνοχώρου. Υπήρχε επίσης μια κανονική διεύθυνση στη Φλόριντα, με την επισήμανση ότι υπήρχε για να εξυπηρετεί νομικά και φορολογικά ζητήματα, ότι ήταν η τοποθεσία όπου το αυτοκινούμενο τροχόσπιτο του Τζόνα και ο Καθεδρικός του Κυβερνοχώρου ήταν καταχωρισμένα, αλλά ότι ο ίδιος ο Τζόνα δεν έμενε εκεί. Μια σημείωση στο περιθώριο πρόσθετε: Οι ανακατευθύνσεις της αλληλογραφίας οδηγούν σε μια σειρά από διαφορετικές ταχυδρομικές θυρίδες. Προφανώς ο Τζόνα περνούσε στο δρόμο τον περισσότερο χρόνο του – αν όχι όλο το χρόνο του.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

289

Ο Γκάρνεϊ έστειλε ένα μέιλ και στις δύο διευθύνσεις – ένα μήνυμα που έλεγε ότι η καταδίκη της Κέι κατά πάσα πιθανότητα θα ανατρεπόταν, κι ότι χρειαζόταν επειγόντως τη βοήθεια του Τζόνα για την εξέταση ορισμένων νέων αποδεικτικών στοιχείων.

290

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 36 Ένας ασυνήθιστος δολοφόνος Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΕΚΕΙΝΟ ήρθε για τον Γκάρνεϊ πιο δύσκολα απ’ ό,τι συνήθως. Ήταν μια επίμονη πηγή σύγχυσης αυτή η δουλειά – να προσπαθείς να προχωρήσεις σε μια έρευνα χωρίς τα ερευνητικά εργαλεία που σου παρείχε η θέση σου στην αστυνομία. Και το πρόβλημα έκανε ακόμα πιο σύνθετο η απώλεια πρόσβασης σε φακέλους του Εγκληματολογικού, συστήματα πληροφοριών και διόδους έρευνας από μέρους του Χάρντγουικ. Όντας έξω απ’ το επίσημο παιχνίδι, τους ανάγκαζε να στηρίζονται σχεδόν ολοκληρωτικά σε πηγές στο εσωτερικό των υπηρεσιών που είχαν τη διάθεση να το διακινδυνεύσουν. Και η πρόσφατη εμπειρία του Χάρντγουικ ήταν η απόδειξη πως ο κίνδυνος αυτός ήταν υπολογίσιμος. Στην παρούσα κατάσταση, πολλά εξαρτιόνταν όχι μόνο από την Έστι, η δέσμευση της οποίας έδειχνε κατηγορηματική και άνευ όρων, αλλά και από την προθυμία των συνδέσμων της να τη βοηθήσουν διακριτικά. Κατά παρόμοιο τρόπο, πολλά εξαρτιόνταν απ’ τους γνωστούς του Χάρντγουικ και τα αισθήματα που έτρεφαν για τον Τζακ και τα κίνητρά του. Θα ήταν στρατηγικό σφάλμα να ασκήσουν πιέσεις σε οποιονδήποτε απ’ αυτούς τους συνδέσμους, αφού κανείς τους δεν ήταν υποχρεωμένος να τους προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Ήταν μια κατάσταση την οποία ο Γκάρνεϊ απεχθανόταν – το να εξαρτάται απ’ την απρόβλεπτη γενναιοδωρία των άλλων, ελπίζοντας

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

291

ότι κάποια αποκαλυπτική πληροφορία θα έφτανε από πηγές πέρα απ’ τον έλεγχό του. Το τηλεφώνημα ήρθε λίγο πριν τις 5 π.μ. – μόλις δύο ώρες απ’ τη στιγμή που οι ανάκατες σκέψεις του είχαν χαλαρώσει τη λαβή τους, αφήνοντάς τον να βυθιστεί σε έναν εξουθενωμένο μισόυπνο. Ψάχνοντας στα τυφλά, έριξε κάτω ένα άδειο νεροπότηρο, κάνοντας τη Μάντλιν να βγάλει ένα μουρμουρητό διαμαρτυρίας, και με τα πολλά ψηλάφισε το τηλέφωνο στο κομοδίνο. Όταν είδε το όνομα του Χάρντγουικ στην οθόνη, πήρε το κινητό και πήγε στο γραφείο του. «Ναι;» «Μπορεί να σου φαίνεται λίγο νωρίς για τηλεφωνήματα, αλλά η Τουρκία είναι εφτά ώρες μπροστά. Μεσημέρι έχουν, στην πραγματικότητα. Και πρέπει να κάνει μια ζέστη, σαν να σε λούζουν με αχνιστές κουράδες». «Υπέροχα νέα, Τζακ. Σ’ ευχαριστώ που τα μοιράστηκες μαζί μου». «Ο σύνδεσμός μου στην Άγκυρα με ξύπνησε. Είπα, λοιπόν, να σε ξυπνήσω κι εσένα. Ήρθε η ώρα ο μπαρμπα-Ντέιβ να ταΐσει τις κότες. Μάλιστα, έπρεπε να τις είχε ταΐσει εδώ και καμιά ώρα, παλιοτεμπέλαρε». Ο Γκάρνεϊ ήταν μαθημένος στον ασυνήθιστο τρόπο προσέγγισης των υποθέσεών τους απ’ τη μεριά του Χάρντγουικ, και γενικά προσπερνούσε την τελετουργική κακομεταχείριση. «Αυτός στην Άγκυρα είναι με την Ιντερπόλ;» «Έτσι λέει». «Και τι σου είπε;» «Κάτι ψιλά. Αλλά δεν έχει άλλα. Κι αυτά για την καλή του την καρδιά μου τα είπε». «Θα μου πεις, λοιπόν, τι σου λάλησε ο καλόκαρδος;» «Προλαβαίνεις να σου τα πω; Σίγουρα δεν έχεις καμιά δουλειά με τις κότες πιο επείγουσα;» «Οι κότες είναι μια θαυμάσια προσθήκη στη ζωή στην ύπαιθρο, Τζακ. Πρέπει να πάρεις κι εσύ μερικές». Υιοθετώντας τους τρόπους του Χάρντγουικ, το παράδοξο αποτέλεσμα ήταν να τον επαναφέρει στο θέμα.

292

JOHN VERDON

«Πρώτον: Πριν από δέκα χρόνια, οι δυνάμεις του καλού είχαν πιάσει έναν απ’ τους κορυφαίους κακοποιούς της Κορσικής και τον είχαν απ’ τ’ αρχίδια –θα πήγαινε είκοσι χρόνια φυλακή σε μια τρύπα– και κατάφεραν να τον γυρίσουν. Η συμφωνία ήταν ότι εφόσον τους κατηύθυνε σε ορισμένους συναδέλφους του, οι δυνάμεις του καλού θα τον έβαζαν στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων αντί να τον ρίξουν στη στενή. Το σχέδιο δεν πήγε και πολύ καλά. Μια βδομάδα μετά τη συμφωνία, ο επικεφαλής της ομάδας προστασίας μαρτύρων έλαβε ένα κουτί με το ταχυδρομείο. Θες να μαντέψεις τι είχε μέσα το κουτί;» «Εξαρτάται από το μέγεθός του». «Ναι, βασικά, ας πούμε ότι ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι θα χρειαζόταν αν του είχαν ταχυδρομήσει το καυλί του λεγάμενου. Λοιπόν, τι λες να του έστειλαν;» «Μια υπόθεση κάνω, Τζακ, αλλά αν το κουτί ήταν αρκετά μεγάλο για να χωράει κεφάλι, τότε μάλλον είχε μέσα ένα κεφάλι. Το βρήκα;» Η σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν μια απάντηση από μόνη της. «Κι αν πρέπει να μαντέψω πάλι», εξακολούθησε ο Γκάρνεϊ, «θα έλεγα ότι είχε και ορισμένα καρφιά καρφωμένα στα…» «Καλά, καλά, το βρήκες, Σέρλοκ. Μπράβο. Πάμε στο δεύτερο που μου είπε. Είσαι έτοιμος; Δεν έχεις να πας για κατούρημα;» «Σ’ ακούω». «Πριν από οχτώ χρόνια, ένα μέλος της ρωσικής Δούμας, βαθιά δικτυωμένος πολυεκατομμυριούχος και πρώην καγκεμπίτης, έκανε ένα ταξίδι στο Παρίσι. Για να παραστεί στην κηδεία της μητέρας του. Η μητέρα ζούσε στο Παρίσι επειδή ο τρίτος της σύζυγος ήταν Γάλλος κι επειδή λάτρευε το Παρίσι και ήθελε να ταφεί εκεί. Και μάντεψε τι συνέβη». «Ο τύπος απ’ τη Δούμα έφαγε κατακούτελα σφαίρα στο νεκροταφείο;» «Την ώρα που έβγαινε απ’ την ορθόδοξη ρωσική εκκλησία δίπλα στο νεκροταφείο. Νεκρός επιτόπου, με μια σφαίρα στο κεφάλι – στο μάτι, για την ακρίβεια». «Χμ...»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

293

«Και υπάρχουν και μια-δυο ακόμα ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Θες να μαντέψεις;» «Πες μου». «Η σφαίρα ήταν Σουίφτ 22 χιλιοστών». «Και…;» «Και κανείς δεν άκουσε από ποια κατεύθυνση προήλθε ο πυροβολισμός». «Σιγαστήρας;» «Πιθανότατα». Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Και πυροτεχνήματα;» «Το πέτυχες, ατσίδα». «Ναι, αλλά... πώς τις συνδύασε αυτές τις δύο υποθέσεις ο τύπος στην Ιντερπόλ; Ποιο ήταν το κοινό τους στοιχείο;» «Δεν είχαν κοινό στοιχείο, και ουδέποτε συνδέθηκαν μεταξύ τους». «Τότε πώς…» «Οι ερωτήσεις σου –οι όροι αναζήτησης για τις υποθέσεις Γκουρίκου και Σπόλτερ– έφεραν στην επιφάνεια την περίπτωση του Κορσικανού μαφιόζου και του Ρώσου…» «Μα η λεπτομέρεια με τα καρφιά θα αντιστοιχούσε μόνο στο φάκελο για το φόνο του Κορσικανού, και το δίδυμο νεκροταφείο/πυροτεχνήματα θα αντιστοιχούσε μόνο στον τύπο της Δούμας. Για τι πράγμα μιλάμε, λοιπόν; Με βάση αυτά τα δύο στοιχεία και μόνο, θα μπορούσαν να είναι τα εγκλήματα δύο διαφορετικών εκτελεστών, έτσι δεν είναι;» «Μπορεί να μοιάζει έτσι – με μια μικρή εξαίρεση. Και οι δύο φάκελοι της Ιντερπόλ περιείχαν λίστες υπόπτων – πιθανούς επαγγελματίες εκτελεστές που οι ντόπιοι μπάτσοι ή οι κρατικές υπηρεσίες θα θεωρούσαν ερευνητέους. Τέσσερα ονόματα στην υπόθεση του Κορσικανού, πέντε για τον Ρώσο στο Παρίσι. Απ’ όσο μπορώ να κρίνω, οι αστυνομικές δυνάμεις Κορσικής και Γαλλίας ποτέ δεν έπιασαν κανέναν απ’ όλους αυτούς, ούτε καν μίλησαν μαζί τους. Αλλά το θέμα δεν βρίσκεται εκεί. Το θέμα είναι ότι μόνο ένα όνομα εμφανίζεται και στις δύο λίστες». Ο Γκάρνεϊ έμεινε αμίλητος. Ένας τόσο χαλαρός συνδετικός κρίκος μπορεί να μη σήμαινε και τίποτα.

294

JOHN VERDON

Σαν να αποκρινόταν σ’ αυτή του την αμφιβολία, ο Χάρντγουικ πρόσθεσε: «Ξέρω ότι αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα. Αλλά σίγουρα αξίζει να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά». «Συμφωνώ. Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός ο τύπος που γουστάρει πυροτεχνήματα και να μπήγει καρφιά στα μάτια του κόσμου;» «Ο μόνος που εμφανίζεται και στις δύο λίστες είναι ένας Πέτρος Πανίκος». «Άρα μπορεί να ψάχνουμε Έλληνα εκτελεστή;» «Για εκτελεστή, σίγουρα. Και με ελληνικό όνομα. Αλλά το όνομα από μόνο του δεν λέει τίποτα. Η Ιντερπόλ λέει ότι δεν εκδόθηκε διαβατήριο από οποιαδήποτε χώρα σε οποιοδήποτε άτομο με αυτά τα στοιχεία. Κατά τα φαινόμενα χρησιμοποιούσε κι άλλα ονόματα. Αλλά ο φάκελος που έχουν γι’ αυτόν στο όνομα Πανίκος αξίζει τον κόπο». «Τι αξίζει τον κόπο; Πόσα στ’ αλήθεια ξέρουμε γι’ αυτόν;» «Καλή ερώτηση. Η επαφή μου λέει ότι ο φάκελος είναι μεγάλος αλλά ανάκατος· μερικά δεδομένα, κάποια πράγματα από δεύτερο χέρι, και διάφορες ιστορίες για αγρίους –του υποκόσμου– που μπορεί να ευσταθούν ή να είναι της πλάκας τελείως». «Και το έχεις στα χέρια σου αυτό το συναρπαστικό μείγμα τώρα που μιλάμε;» «Αυτό που έχω είναι τα κόκαλα – ό,τι μπορούσε να θυμηθεί ο δικός μου, χωρίς να ανασύρει ολόκληρο το αρχείο, που είπε ότι θα το κάνει κι αυτό το συντομότερο δυνατόν. Παρεμπιπτόντως, εσύ μπορεί να μην κατουριέσε, Σέρλοκ, αλλά εγώ κοντεύω να σκάσω. Τάιμ άουτ». Κρίνοντας απ’ τα ηχητικά εφέ, ο Χάρντγουικ όχι μόνο πήρε το τηλέφωνο μαζί του στην τουαλέτα, αλλά και κατάφερε να αυξήσει την ένταση. Κάποιες φορές, ο Γκάρνεϊ απορούσε πώς αυτός ο άνθρωπος είχε επιβιώσει τόσα χρόνια στο αυστηρό, τυπολατρικό περιβάλλον της αστυνομίας της Νέας Υόρκης. Ήταν ένα μπερδεμένο μείγμα χαρακτηριστικών. Ένα κοφτερό μυαλό κι ένα αξιόπιστο ερευνητικό ένστικτο κρύβονταν πίσω από μια ανελέητη προθυμία για προσβολή. Η προβληματική του σταδιοδρομία στο Σώμα είχε ναυαγήσει, όπως πολλοί γάμοι, σε ανεπίλυτες διαφορές και αμοιβαία έλλειψη σεβασμού. Ένας απείθαρχος αιρετικός σε έναν οργανισμό που λάτρευε

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

295

την ομοιογένεια και το σεβασμό στην ιεραρχία. Τώρα ο εντυπωσιακός αλλά εριστικός του χαρακτήρας το είχε βάλει σκοπό να ντροπιάσει τον οργανισμό που του είχε δώσει διαζύγιο. Καθώς περιπλανιόταν σ’ αυτούς τους συλλογισμούς, ο Γκάρνεϊ βρέθηκε να κοιτάζει απ’ το ανατολικό παράθυρο του γραφείου καθώς το πρώτο σταχτί φως της αυγής διέγραφε την κορυφογραμμή της πέρα οροσειράς. Το τελευταίο απ’ τα ηχητικά εφέ του τηλεφώνου άφηνε να εννοηθεί ότι ο Χάρντγουικ είχε βγει απ’ την τουαλέτα και ξεφύλλιζε μια στοίβα χαρτιά. Ο Γκάρνεϊ πάτησε το κουμπί της ανοιχτής ακρόασης στο κινητό του, το ακούμπησε στο γραφείο του και τεντώθηκε στην καρέκλα του. Τα βλέφαρά του ήταν βαριά απ’ την αϋπνία, και τα άφησε να κλείσουν ηδονικά. Ο εγκέφαλός του βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση και για μερικές στιγμές ένιωθε χαλάρωση κι ευδαιμονία, σχεδόν σαν να βρισκόταν σε καταστολή. Το σύντομο διάλειμμα έληξε όταν ακούστηκε η φωνή του Χάρντγουικ, ακόμα πιο τραχιά στο φτηνό ηχείο του κινητού. «Εδώ είμαι πάλι! Τίποτα δεν σου καθαρίζει το μυαλό και δεν σου ελευθερώνει την ψυχή όσο ένα καλό κατούρημα. Έι, ατσίδα, είσαι ακόμα στη χώρα των ζωντανών;» «Έτσι νομίζω». «Λοιπόν, άκου τι μου έδωσε. Πέτρος Πανίκος. Γνωστός και ως Πίτερ Παν. Γνωστός και ως Μάγος. Επίσης γνωστός και με άλλα ονόματα που δεν ξέρουμε. Πρέπει να έχει τουλάχιστον ένα ακόμα διαβατήριο σε διαφορετικό όνομα απ’ το Πανίκος. Ταξιδεύει πολύ. Δεν έχει συλληφθεί, ούτε έχει κρατηθεί ποτέ – τουλάχιστον όχι ως Πανίκος. Το ζουμί είναι ότι μιλάμε για ελεύθερο σκοπευτή, και μάλιστα παράξενο. Έχει όπλο και δέχεται να ταξιδέψει με το κατάλληλο αντίτιμο – πάνω από εκατό χιλιάρικα η εκτέλεση, συν τα έξοδα. Μπορείς να τον βρεις μόνο μέσω μιας χούφτας ανθρώπων που ξέρουν πώς να έρθουν σε επαφή μαζί του». «Τα εκατό χιλιάρικα μίνιμουμ σίγουρα τον τοποθετούν ψηλά στην κλίμακα των εκτελεστών». «Βασικά, ο τοσοδούλης είναι ψιλοδιάσημος στο χώρο που κινείται. Επίσης…» «Τοσοδούλης;» τον διέκοψε ο Γκάρνεϊ. «Για τι ύψος μιλάμε;»

296

JOHN VERDON

«Υποτίθεται πως είναι γύρω στο ένα και σαράντα εφτά. Ένα πενήντα το πολύ». «Όπως ο τύπος απ’ τα Άνθη Φλόρενς στο βίντεο του γηροκομείου;» «Κάτι τέτοιο». «Για συνέχισε». «Προτιμά τα βλήματα 22 χιλιοστών σε όλα τα σχήματα και μεγέθη. Αλλά χρησιμοποιεί οτιδήποτε είναι κατάλληλο για τη δουλειά, από μαχαίρι μέχρι βόμβα. Στην πραγματικότητα, έχει αδυναμία στις βόμβες. Μπορεί να έχει επαφές στο ρωσικό εμπόριο όπλων και εκρηκτικών. Καθώς και στη ρωσική μαφία του Μπρούκλιν. Ενδεχόμενη ανάμειξη σε μια σειρά εκρήξεων αυτοκινήτων που σκότωσαν έναν εισαγγελέα και το προσωπικό του στη Σερβία. Πολλά ενδεχόμενα. Παρεμπιπτόντως, οι σφαίρες στον τοίχο του σπιτιού μου; Ήταν 35άρες –πολύ καλύτερη επιλογή για να κόψεις καλώδια απ’ ό,τι η 22άρα– άρα ο τύπος είναι όντως ευέλικτος, υποθέτοντας ότι μιλάμε για ένα μόνο άτομο. Το πρόβλημα με την ευελιξία είναι ότι δεν υπάρχει κάποια κοινή μεθοδολογία σε όλες τις εκτελέσεις. Η Ιντερπόλ θεωρεί ότι ο Πανίκος, ή με όποιο όνομα κυκλοφορεί τέλος πάντων, μπορεί να είχε ανάμειξη σε πάνω από πενήντα φόνους τα τελευταία δέκαδεκαπέντε χρόνια. Αλλά όλα αυτά βασίζονται σε φήμες του υποκόσμου, κουβέντες φυλακόβιων, τέτοιες παπαριές». «Τίποτε άλλο;» «Περιμένω κι άλλα. Φαίνεται ότι υπάρχουν κάτι μυστήρια θέματα στο ιστορικό του – μπορεί να προήλθε από μια οικογένεια που δούλευε σε τσίρκο, μπουλούκι από περιοδεύοντα φρικιά, κι έπειτα να πέρασε από ένα άθλιο ορφανοτροφείο στην ανατολική Ευρώπη· όλα φήμες βέβαια, αλλά θα δούμε. Η επαφή μου έπρεπε να το κλείσει, καιγόταν κι αυτουνού ο κώλος με κάτι μαλακίες. Υποτίθεται ότι θα με ξαναπάρει το συντομότερο δυνατόν. Στο μεταξύ, λέω να πάω απ’ το σπίτι του Μπίντσερ στο Κούπερσταουν. Μπορεί να είναι χάσιμο χρόνου, αλλά ο μαλάκας δεν απαντά ούτε στις δικές μου κλήσεις ούτε στης Άμπι, και κάπου θα είναι, δεν μπορεί. Μιλάμε ξανά όταν έχω καινούρια δεδομένα από την Άγκυρα – αν τα λάβω ποτέ». «Μια τελευταία ερώτηση, Τζακ. Το παρατσούκλι Μάγος από πού προκύπτει;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

297

«Απλούστατο. Ο καριόλης ο κοντός γουστάρει να κάνει μόστρα – να αποδεικνύει ότι μπορεί να καταφέρει το ακατόρθωτο. Πιθανόν να το έβγαλε μόνος του το παρατσούκλι. Το είδος του ψυχάκια αντιπάλου που λατρεύεις όσο τίποτα στον κόσμο, έτσι δεν είναι, Σέρλοκ;» Ο Χάρντγουικ δεν τον αποχαιρέτησε· δεν εξεπλάγη, απλώς τερμάτισε την κλήση. Οι περισσότερες πληροφορίες, κατά τη γνώμη του Γκάρνεϊ, ήταν πάντα ευπρόσδεκτες – αντικειμενικά μιλώντας. Αλλά ήταν επίσης πιθανό να χαθείς μες στις πολλές πληροφορίες. Εκείνη τη στιγμή είχε την αίσθηση ότι όσο περισσότερα ανακάλυπτε τόσο πιο περίπλοκο γινόταν το παζλ. Ο Καρλ Σπόλτερ κατά τα φαινόμενα είχε υπάρξει θύμα όχι μόνο επαγγελματία εκτελεστή, αλλά και ασυνήθιστου δολοφόνου – και μία επίσης ασυνήθιστη επένδυση είχε γίνει ώστε να εξασφαλίσει την επιθυμητή έκβαση. Ωστόσο, λογαριάζοντας τι διακινδύνευαν οι τρεις κοντινότεροί του άνθρωποι –η γυναίκα του, η κόρη του κι ο αδελφός του– το υψηλό κόστος της εκτέλεσης θα ήταν μια λογική επένδυση για τον καθένα από τους τρεις. Εκ πρώτης όψεως, ο Τζόνα φαινόταν το άτομο που είχε την πιο εύκολη πρόσβαση σε τέτοιου είδους ποσά, αλλά και η Κέι και η Αλίσα μπορεί να είχαν δικά τους, κρυφά κεφάλαια, ή συμμάχους πρόθυμους να επενδύσουν με σκοπό μια βασιλική ανταμοιβή. Τότε, μια άλλη πιθανότητα του ήρθε στο νου – η πιθανότητα να ήταν αναμεμειγμένοι περισσότεροι από έναν στην υπόθεση. Ή γιατί όχι και οι τρεις; Ή οι τρεις, συν τον Μικ Κλέμπερ; Ο ήχος των βημάτων της Μάντλιν, που πλησίαζε φορώντας τις παντόφλες της, ανέσυρε τον Γκάρνεϊ απ’ τις εικασίες του στον περιβάλλοντα χώρο. «Καλημέρα», του είπε νυσταγμένα. «Τι ώρα σηκώθηκες;» «Στις πέντε». Έτριψε τα μάτια της και χασμουρήθηκε. «Να σου βάλω καφέ;» «Ναι. Εσύ πώς και σηκώθηκες;» «Η βάρδια μου στην κλινική αρχίζει νωρίς. Αν και στην πραγματικότητα φαίνεται τελείως άσκοπο. Τα πρωινά, το μέρος είναι έρημο». «Χριστέ μου, ακόμα δεν ξημέρωσε. Τι ώρα ανοίγουν;»

298

JOHN VERDON

«Στις οχτώ. Αλλά δεν θα πάω κατευθείαν. Έχω χρόνο να βγάλω τις κότες μια βόλτα πριν φύγω. Πεθαίνω να τις κάνω χάζι. Έχεις προσέξει ότι τα κάνουν όλα μαζί;» «Όπως;» «Τα πάντα. Αν η μία απομακρυνθεί ένα-δυο μέτρα να τσιμπολογήσει κάτι στο χορτάρι, με το που τη βλέπουν οι άλλες, τρέχουν όλες μαζί προς το μέρος της. Κι ο Χόρας κάθεται και τις φυλάει. Έτσι και καμιά ξεμακρύνει πολύ, αρχίζει να κράζει. Ειδάλλως τρέχει και τη φέρνει πίσω. Ο Χόρας είναι ο φρουρός. Πάντα σε επαγρύπνηση. Όσο οι κότες έχουν το κεφάλι κάτω και τσιμπολογούν, αυτός κοιτάζει διαρκώς γύρω-τριγύρω. Είναι η δουλειά του». Ο Γκάρνεϊ το σκέφτηκε για μια στιγμή. «Ενδιαφέρον, το πώς η εξέλιξη καταλήγει σε μια ποικιλία στρατηγικών επιβίωσης. Απ’ ό,τι φαίνεται, το γονίδιο που προκαλεί την έντονη εγρήγορση στον κόκορα επιφέρει συμπεριφορές που καταλήγουν σε υψηλότερο βαθμό επιβίωσης για τις κότες, που με τη σειρά του έχει ως αποτέλεσμα ο κόκορας με το γονίδιο αυτό να ζευγαρώσει με περισσότερες κότες – κι αυτό με τη σειρά του διαιωνίζει το γονίδιο της επαγρύπνησης ευρέως στις επόμενες γενιές». «Αυτό φαντάζομαι κι εγώ», είπε η Μάντλιν, και μ’ ένα ακόμη χασμουρητό κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

299

Κεφάλαιο 37 Επιθυμία θανάτου ΠΙΣΤΕΥΟΝΤΑΣ ΕΝΔΟΜΥΧΑ ΟΤΙ αργά ή γρήγορα θα ακύρωνε το ραντεβού του με τον Μάλκολμ Κλάρετ, ο Γκάρνεϊ ανέβαλλε διαρκώς το τηλεφώνημα, ώσπου έφτασε η ώρα –8:15 π.μ.– που ήταν αναγκασμένος να πάρει μια απόφαση: είτε να ξεκινήσει για τη μεγάλη διαδρομή που είχε μπροστά του για το ραντεβού στις έντεκα, είτε να τηλεφωνήσει στον Κλάρετ και να τον ενημερώσει πως δεν θα πήγαινε. Για λόγους αδιευκρίνιστους ακόμα και για τον ίδιο, αποφάσισε την τελευταία στιγμή να πάει τελικά στο ραντεβού. Η μέρα είχε αρχίσει να ζεσταίνει, υποσχόμενη μια τυπική αυγουστιάτικη κάψα και υγρασία. Έβγαλε το μακρυμάνικο πουκάμισο που φορούσε μες στο σπίτι στη δροσιά του βουνίσιου αέρα, φόρεσε ένα ψιλό πικέ μπλουζάκι κι ένα παντελόνι με τσέπες παντού, ξυρίστηκε, χτένισε τα μαλλιά του, πήρε το πορτοφόλι του και τα κλειδιά του αμαξιού, και δέκα μόλις λεπτά από τη στιγμή που το είχε πάρει απόφαση, βρισκόταν καθ’ οδόν. Το γραφείο του Κλάρετ βρισκόταν στο Σίτι Άιλαντ, μια μικρή προεξοχή του Μπρονξ στον κόλπο του Λονγκ Άιλαντ. Η διαδρομή απ’ το Γουόλνατ Κρόσινγκ ως το Μπρονξ, το βορειότερο απ’ τα πέντε διαμερίσματα της Νέας Υόρκης, του πήρε γύρω στις δυόμισι ώρες. Όταν έφτασε εκεί, για να πάει στο Σίτι Άιλαντ έπρεπε να διασχίσει όλο το πλάτος του Μπρονξ, από δυτικά προς ανατολικά – μια διαδρομή που ο Γκάρνεϊ ποτέ δεν είχε καταφέρει να

300

JOHN VERDON

ολοκληρώσει χωρίς να νιώθει τα αρνητικά συναισθηματικά κατάλοιπα της παιδικής του ηλικίας σ’ αυτά τα μέρη. Το Μπρονξ ήταν σφηνωμένο στο μυαλό του ως ένας τόπος που ελάχιστα εξιλεωνόταν για τη βρομιά του απ’ την ιδιαίτερη γοητεία του. Η ξέθωρη αστική τοπογραφία ήταν ολωσδιόλου ανέμπνευστη. Στην παλιά του γειτονιά, οι πιο στενόχωρες ζωές, από μισθό σε μισθό, δεν απείχαν πολύ απ’ τις πλέον εύπορες. Το φάσμα της επιτυχίας ήταν στενό. Η γειτονιά των παιδικών του χρόνων δεν ήταν σε καμία περίπτωση κάποια τρισάθλια παραγκούπολη, αλλά η απουσία αυτού του αρνητικού ήταν και το μόνο θετικό της. Ό,τι αστική περηφάνια υπήρχε πήγαζε απ’ την επιτυχή απώθηση των ανεπιθύμητων μειονοτήτων. Η παρηκμασμένη αλλά ασφαλής τάξη πραγμάτων συντηρούνταν με επιμονή. Μες στο μείγμα μικρών πολυκατοικιών, διώροφων σπιτιών που στέγαζαν δύο οικογένειες και σεμνών μονοκατοικιών – στριμωγμένων με ελάχιστη αίσθηση τάξης ή πρόνοια για ανοιχτούς χώρους– μόνο δύο σπίτια θυμόταν να ξεχωρίζουν απ’ το μονότονο πλήθος, μόνο δύο κατοικίες που έμοιαζαν ωραίες ή φιλόξενες. Ο ιδιοκτήτης της μιας ήταν ένας καθολικός γιατρός. Της άλλης, ένας καθολικός ιδιοκτήτης γραφείου τελετών. Και οι δύο ήταν πετυχημένοι στη δουλειά τους. Επρόκειτο για μια κατά βάση καθολική γειτονιά, ένα μέρος όπου η θρησκεία εξακολουθούσε να έχει σημασία – ως έμβλημα ευϋποληψίας, ως οικοδόμημα αλληλεγγύης και ως κριτήριο επιλογής παρόχων επαγγελματικών υπηρεσιών. Η στενόμυαλη αυτή νοοτροπία, που επηρέαζε τα συναισθήματα και τη λήψη αποφάσεων, έμοιαζε να πηγάζει απ’ το ίδιο το τεταμένο, στριμωγμένο, άχρωμο περιβάλλον – και είχε δημιουργήσει μέσα του μια ακατανίκητη τάση να αποδράσει. Ήταν μια τάση που είχε νιώσει όταν έγινε αρκετά μεγάλος ώστε να συνειδητοποιήσει πως το Μπρονξ δεν ήταν συνώνυμο του υπόλοιπου κόσμου. Απόδραση. Η λέξη τού θύμισε μια εικόνα, μια αίσθηση, ένα συναίσθημα απ’ τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του: τη σπάνια χαρά που ένιωθε όταν έκανε ποδήλατο, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε με το αγωνιστικό δεκατάχυτο αγγλικό ποδήλατό του, με τον αέρα να

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

301

του μαστιγώνει το πρόσωπο και τον απαλό συριγμό που έβγαζαν οι ρόδες στην άσφαλτο – αυτή η ανεπαίσθητη ελευθερία. Και τώρα επέστρεφε, διασχίζοντας το Μπρονξ για να βρεθεί με τον Μάλκολμ Κλάρετ. Είχε επιτρέψει στον εαυτό του να χειραγωγηθεί προς αυτό το ραντεβού. Περιέργως, και οι δύο προηγούμενες συναντήσεις του με τον Κλάρετ είχαν προκύψει με παρόμοιο τρόπο. Όταν ήταν είκοσι τεσσάρων ετών κι ο πρώτος του γάμος κατέρρεε, ενώ ο Κάιλ ήταν ακόμα μωρό στην κούνια, η γυναίκα του είχε προτείνει να πάνε σε ψυχοθεραπευτή. Δεν το έκανε για να σώσει το γάμο τους. Είχε ήδη παραιτηθεί απ’ αυτή την προσπάθεια, βλέποντας ότι ο Γκάρνεϊ ήταν αποφασισμένος να παραμείνει ένας ταπεινός αστυνομικός καριέρας, κάτι που θεωρούσε τραγική σπατάλη της ευφυΐας του, καθώς επίσης –κι αυτό ήταν το θέμα, υποψιαζόταν ο Γκάρνεϊ– σπατάλη των δυνατοτήτων του να βγάλει περισσότερα χρήματα σε έναν άλλο χώρο. Όχι, ο σκοπός της ψυχοθεραπείας απ’ την οπτική γωνία της Κάρεν ήταν να λειάνει τη διάσταση, να κάνει τη διαδικασία του χωρισμού πιο εύκολη στο χειρισμό. Και κατά κάποιον τρόπο, είχε πετύχει ακριβώς αυτό. Ο Κλάρετ είχε αποδειχτεί ένας λογικός, οξυδερκής, κατευναστικός παράγοντας στη διάλυση ενός γάμου που ήταν καταδικασμένος εξαρχής. Η δεύτερη εμπειρία του Γκάρνεϊ με τον Κλάρετ ήταν έξι χρόνια μετά, έπειτα απ’ το θάνατο του Ντάνι, του τετράχρονου γιου του με τη Μάντλιν. Η αντίδραση του Γκάρνεϊ στο τραγικό γεγονός τους μήνες που ακολούθησαν – άλλοτε σπαραγμός, άλλοτε μούδιασμα, μα ποτέ ούτε μισή κουβέντα– ώθησε τη Μάντλιν, της οποίας η απερίγραπτη οδύνη ήταν πιο ανοιχτά εκφρασμένη, να τον καλοπιάσει ώστε να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία. Χωρίς ελπίδα, μα και χωρίς να προβάλει αντίσταση, είχε δεχτεί να δει τον Κλάρετ, και είχε συναντηθεί μαζί του τρεις φορές. Δεν ένιωθε πως οι συνεδρίες τους έλυναν κάποιο πρόβλημα, και μετά την τρίτη φορά σταμάτησε να πηγαίνει. Όμως μερικές απ’ τις επισημάνσεις του Κλάρετ είχαν μείνει στο μυαλό του για χρόνια. Ένα απ’ τα πράγματα που εκτιμούσε ο Γκάρνεϊ ήταν το ότι ο Κλάρετ απαντούσε σε ερωτήσεις, μιλούσε ελεύθερα και δεν έπαιζε τα παιχνίδια των ψυχοθερα-

302

JOHN VERDON

πευτών. Δεν ανήκε στην εξοργιστική εκείνη φυλή κλινικών ψυχιάτρων που έχουν ως αγαπημένη απάντηση στο πρόβλημα ενός πελάτη τη φράση «Κι εσάς πώς σας κάνει να αισθάνεστε αυτό;» Τώρα, καθώς διέσχιζε τη μικρή γέφυρα που οδηγούσε στον χωριστό κόσμο του Σίτι Άιλαντ, με τις μαρίνες του και τα εστιατόρια με τα θαλασσινά, και καθώς συλλογιζόταν τον Κλάρετ και προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα είχε αλλάξει την εμφάνισή του το πέρασμα του χρόνου, μια βαθιά θαμμένη ανάμνηση ήρθε στην επιφάνεια ολοζώντανη. Στην ανάμνηση αυτή, περπατούσε σ’ αυτή την ίδια γέφυρα με τον πατέρα του, ένα Σάββατο καλοκαιριού πριν από πολλά-πολλά χρόνια – στην πραγματικότητα, πάνω από σαράντα. Αρκετοί στέκονταν στο κιγκλίδωμα κατά μήκος της πεζογέφυρας κι έριχναν πετονιές στο παλιρροϊκό ρεύμα – άντρες γυμνόστηθοι, μαυρισμένοι και ιδρωμένοι στον ήλιο του Αυγούστου. Ήταν λες κι άκουγε τώρα τα καρούλια τους να σφυρίζουν καθώς οι πετονιές τινάζονταν, με μεγάλα δολωμένα αγκίστρια και βαρίδια να τις τραβάνε σε μεγάλα τόξα πάνω απ’ το νερό. Ο ήλιος έλαμπε εδώ κι εκεί – στο νερό, στις τροχαλίες από ανοξείδωτο ατσάλι, στους χρωμιωμένους προφυλακτήρες των διερχόμενων αυτοκινήτων. Οι άντρες ήταν όλοι σοβαροί, αφοσιωμένοι στο ψάρεμα, ρυθμίζοντας τα καλάμια τους, τεντώνοντας τις πετονιές τους και παρατηρώντας τα ρεύματα. Στα μάτια του Γκάρνεϊ φάνταζαν σαν πλάσματα από άλλο κόσμο, εντελώς μυστηριώδεις κι άπιαστοι. Ο πατέρας του δεν ήταν ποτέ γυμνόστηθος ή μαυρισμένος, ποτέ δεν στεκόταν στη σειρά μαζί με άλλους άντρες, ποτέ δεν συμμετείχε σε οποιαδήποτε ομαδική δραστηριότητα. Ο πατέρας του δεν ήταν άνθρωπος της φύσης κατ’ αυτή την έννοια, και σίγουρα δεν ήταν ψαράς. Παρόλο που ο Γκάρνεϊ δεν θα μπορούσε να το είχε αρθρώσει σε ηλικία έξι-εφτά ετών, στους πέντε χιλιομέτρων σαββατιάτικους περιπάτους τους απ’ το διαμέρισμά τους στο Μπρονξ ίσαμε τη γέφυρα του Σίτι Άιλαντ, το πρόβλημα ήταν ότι δεν ένιωθε πως ο πατέρας του ήταν κάτι, οτιδήποτε. Ακόμα και σ’ εκείνες τις βόλτες τους, ο πατέρας του παρέμενε ένα παγερό αίνιγμα – ένας αμίλητος, κρυψίνους άντρας, χωρίς εμφανή ενδιαφέροντα, ένας άντρας που δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν, ούτε εκδήλωνε το παραμικρό ενδιαφέρον για το μέλλον.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

303

Παρκάροντας στο στενό, σκιώδες σοκάκι μπροστά απ’ το πολυκαιρισμένο σπίτι, με επένδυση κόντρα πλακέ, του Μάλκολμ Κλάρετ, ο Γκάρνεϊ ένιωθε αυτό που αισθανόταν κάθε φορά που συλλογιζόταν τον πατέρα του – μια μοναξιά κι ένα κενό. Προσπάθησε να αποδιώξει το συναίσθημα καθώς πλησίαζε στην εξώπορτα. Ασφαλώς και περίμενε ότι ο Κλάρετ θα ήταν ολοφάνερα γερασμένος, ότι μπορεί να είχε γκριζάρει, και τα μαλλιά του να είχαν αραιώσει κι άλλο σε σύγκριση με την εικόνα, είκοσι ετών σχεδόν, που κουβαλούσε στη μνήμη του. Όμως δεν ήταν προετοιμασμένος για το συρρικνωμένο παράστημα – μικρότερο σε ύψος, πλάτος και βάρος– του άντρα που τον υποδέχτηκε στο άδειο από έπιπλα χολ. Μόνο τα μάτια έμοιαζαν ίδια στην αρχή – ένα απαλό γαλάζιο, με ένα βλέμμα σταθερό και ήρεμο. Και το ευγενικό χαμόγελο – κι αυτό είχε μείνει ίδιο. Μάλιστα, ήταν αυτά τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σοφής και γαλήνιας μορφής του Κλάρετ που έμοιαζαν να έχουν γίνει ακόμα πιο έντονα, πιο συγκεντρωμένα, με το πέρασμα του χρόνου. «Πέρασε, Ντέιβιντ». Ο εύθραυστος άντρας έκανε ένα νεύμα προς το ίδιο γραφείο που είχε επισκεφθεί ο Γκάρνεϊ χρόνια πριν – ένα χώρο που έδινε την εντύπωση ότι κάποτε είχε υπάρξει, μαζί με το χολ, κλειστή βεράντα. Ο Γκάρνεϊ μπήκε και κοίταξε τριγύρω, εντυπωσιασμένος απ’ το πόσο πολύ γνώριμο του ήταν το δωματιάκι. Η καφέ δερμάτινη πολυθρόνα του Κλάρετ, δείχνοντας λιγότερο γερασμένη απ’ τον κάτοχό της, βρισκόταν στην ίδια θέση που θυμόταν ο Γκάρνεϊ, απέναντι σε δύο μικρότερες πολυθρόνες, που και οι δύο φαίνονταν να έχουν αλλάξει επένδυση μες στα χρόνια που είχαν περάσει. Ένα κοντοπόδαρο τραπεζάκι στεκόταν στο κέντρο του ασύμμετρου τριγώνου που σχημάτιζαν οι πολυθρόνες. Κάθισαν στις ίδιες θέσεις που είχαν καταλάβει στη διάρκεια των συνομιλιών τους μετά το θάνατο του Ντάνι, ο Κλάρετ λυγίζοντας το γερασμένο του κορμί με εμφανή δυσκολία. «Ας περάσουμε στο ψητό», είπε, με τον ευθύ, απαλό του τόνο, προσπερνώντας την όποια εισαγωγή ή ψιλοκουβέντα. «Θα σου πω τι μου είπε η Μάντλιν. Κι έπειτα μπορείς να μου πεις αν ισχύει. Συμφωνείς;» «Φυσικά».

304

JOHN VERDON

«Μου είπε ότι σε τρεις περιστάσεις τα τελευταία δύο χρόνια βρέθηκες σε καταστάσεις που σε οδήγησαν δυο βήματα απ’ το θάνατο. Κάτι που έκανες εν γνώσει σου. Και τις τρεις φορές κατέληξες με ένα όπλο να σε σημαδεύει. Τη μία απ’ αυτές, πυροβολήθηκες κατ’ επανάληψη κι έπεσες σε κώμα. Η Μάντλιν πιστεύει πως έχεις αναλάβει οικειοθελώς παρόμοιες δραστηριότητες εξαιρετικά υψηλού κινδύνου πολλές φορές στο παρελθόν, χωρίς να της το πεις. Ξέρει ότι η δουλειά του αστυνομικού είναι επικίνδυνη, αλλά θεωρεί ότι για δικούς σου προσωπικούς λόγους απολαμβάνεις αυτό τον κίνδυνο». Έκανε μια παύση, ίσως για να παρατηρήσει την αντίδραση του Γκάρνεϊ, ή περιμένοντας κάποια απάντηση. Ο Γκάρνεϊ χαμήλωσε το βλέμμα στο τραπεζάκι που έστεκε μεταξύ τους, παρατηρώντας κάμποσες γρατσουνιές στην επιφάνειά του, κάτι που σήμαινε πως οι πελάτες το χρησιμοποιούσαν συχνά ως υποπόδιο. «Τίποτε άλλο;» «Δεν το εξέφρασε, αλλά σίγουρα ακουγόταν σαστισμένη και τρομοκρατημένη». «Τρομοκρατημένη;» «Πιστεύει ότι θες να σκοτωθείς». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε αρνητικά. «Σε καθεμιά απ’ τις περιστάσεις που αναφέρει, έκανα ό,τι μπορούσα για να μείνω ζωντανός. Είμαι ζωντανός. Αυτό δεν είναι από μόνο του πρώτης τάξεως απόδειξη ότι θέλω να επιβιώσω;» Τα γαλανά μάτια του Κλάρετ έμοιαζαν να τον διαπερνούν. Ο Γκάρνεϊ εξακολούθησε. «Σε κάθε επικίνδυνη περίσταση, καταβάλλω κάθε προσπάθεια…» Ο Κλάρετ τον διέκοψε, ψιθυρίζοντας σχεδόν: «Εφόσον βρεθείς σ’ αυτήν». «Τι πράγμα;» «Εφόσον βρεθείς σ’ αυτή την κατάσταση, εφόσον είσαι πλήρως εκτεθειμένος στον κίνδυνο, τότε προσπαθείς να παραμείνεις ζωντανός». «Τι θες να πεις;» Ο Κλάρετ απόμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα. Ο τόνος του όταν εντέλει μίλησε ήταν πράος και ήρεμος. «Νιώθεις ακόμα υπεύθυνος για το θάνατο του Ντάνι;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

305

«Τι; Μα τι σχέση έχει αυτό με το θέμα που συζητάμε;» «Η ενοχή είναι πανίσχυρο αίσθημα». «Μα δεν... δεν είμαι ένοχος για το θάνατό του. Ο Ντάνι βγήκε στο δρόμο. Ακολουθούσε ένα καταραμένο περιστέρι και κατέβηκε απ’ το πεζοδρόμιο στο οδόστρωμα χωρίς να κοιτάξει. Τον παρέσυρε με το αμάξι του ένας τύπος που τον εγκατέλειψε κι έφυγε, ένας σουρωμένος με ένα κόκκινο σπορ αμάξι. Ένας πιωμένος που είχε μόλις βγει απ’ το μπαρ. Δεν είμαι υπεύθυνος για το θάνατό του». «Όχι για το θάνατό του. Αλλά για κάτι. Μπορείς να μου πεις τι;» Ο Γκάρνεϊ πήρε μια βαθιά ανάσα, κοιτώντας επίμονα τις γρατσουνιές στο τραπεζάκι. Έκλεισε τα μάτια, έπειτα τα άνοιξε κι ανάγκασε τον εαυτό του να κοιτάξει τον Κλάρετ. «Θα έπρεπε να πρόσεχα περισσότερο. Όταν έχεις ένα παιδί τεσσάρων ετών... Έπρεπε να ήμουν πιο προσεκτικός. Δεν είδα πού πήγαινε. Κι όταν γύρισα να κοιτάξω...» Η φωνή του έσβησε, και το βλέμμα του χαμήλωσε ξανά στην επιφάνεια του τραπεζιού. Έπειτα από λίγο, σήκωσε τα μάτια. «Η Μάντλιν επέμεινε να σε δω, γι’ αυτό ήρθα. Ειλικρινά όμως δεν καταλαβαίνω το λόγο». «Ξέρεις τι είναι η ενοχή;» Κάτι στον ψυχισμό του Γκάρνεϊ έβρισκε την ερώτηση καλοδεχούμενη, ή έστω καλοδεχόταν την ευκαιρία να δραπετεύσει σε αοριστολογίες. «Η ενοχή ως γεγονός θα μπορούσε να είναι η προσωπική υπαιτιότητα για κάτι κακό. Η ενοχή ως συναίσθημα είναι η δυσάρεστη αίσθηση ότι έχεις κάνει κάτι που δεν έπρεπε να κάνεις». «Αυτή η δυσάρεστη αίσθηση – τι ακριβώς πιστεύεις πως είναι;» «Μια επιβαρυμένη συνείδηση». «Αυτός είναι ένας όρος που το περιγράφει, αλλά δεν εξηγεί πραγματικά τι είναι». «Εντάξει, Μάλκολμ, πες μου εσύ τι είναι». «Η ενοχή είναι μια οδυνηρή πείνα για αρμονία – μια ανάγκη να αποζημιωθείς για την παραβίαση του εαυτού, να αποκαταστήσεις μια ισορροπία, μια συνέπεια». «Τι συνέπεια;» «Μεταξύ πεποιθήσεων και συμπεριφοράς. Όταν οι πράξεις μου δεν συμβαδίζουν με τις αξίες μου, δημιουργώ ένα χάσμα, μια πηγή

306

JOHN VERDON

έντασης. Το χάσμα προκαλεί δυσφορία. Συνειδητά ή ασυνείδητα, όλοι προσπαθούμε να κλείσουμε αυτό το χάσμα. Αποζητούμε την ψυχική γαλήνη που θα φέρει το κλείσιμο του χάσματος – εξιλεώνοντάς μας για την παραβίαση του εαυτού». Ο Γκάρνεϊ ανακάθισε στην πολυθρόνα του, νιώθοντας την ανυπομονησία να τον κυριεύει. «Άκου, Μάλκολμ, αν προσπαθείς να πεις ότι πάω γυρεύοντας να σκοτωθώ για να εξιλεωθώ για το θάνατο του γιου μου, τότε γιατί δεν το άφησα να συμβεί ήδη; Δεν είναι δύσκολο για έναν μπάτσο να σκοτωθεί. Αλλά, όπως σου είπα και πριν, εδώ είμαι, σώος και αβλαβής. Πώς γίνεται κάποιος με τόσο ισχυρή επιθυμία θανάτου να καταφέρνει να είναι τόσο καλά στην υγεία του; Θέλω να πω, αυτά είναι ανοησίες!» «Συμφωνώ». «Συμφωνείς;» «Δεν σκότωσες εσύ τον Ντάνι. Άρα, το να σκοτωθείς δεν θα ήταν λογικός στόχος». Ένα ήπιο, σχεδόν παιχνιδιάρικο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. «Κι εσύ είσαι λογικός άνθρωπος, έτσι δεν είναι, Ντέιβιντ;» «Δεν καταλαβαίνω πού το πας». «Μου λες ότι το σφάλμα σου ήταν η έλλειψη προσοχής, ότι τον άφησες να ξεστρατίσει στο δρόμο όπου τον χτύπησε ένα διερχόμενο αμάξι. Άκουσε αυτό που θα σου πω, και πες μου αν περιγράφει την κατάσταση σωστά». Ο Κλάρετ έκανε μια παύση προτού συνεχίσει, μιλώντας αργά και σταθερά. «Χωρίς κανέναν να τον προστατεύει, ο Ντάνι βρισκόταν στο έλεος ενός τυφλού, αδιάφορου σύμπαντος. Η μοίρα έριξε το κέρμα, ένας μεθυσμένος οδηγός εμφανίστηκε, κι ο Ντάνι έχασε». Ο Γκάρνεϊ άκουγε τα λόγια του Κλάρετ, διαισθανόταν την αλήθεια που έκρυβαν, κι ωστόσο δεν ένιωθε τίποτα. Ήταν σαν μια ακτίνα φωτός που διαπερνά ένα άθραυστο τζάμι. Και τα υπόλοιπα που είπε ο Κλάρετ κύλησαν με παρόμοια ευθύτητα. «Έτσι όπως το βλέπεις, η αφαίρεσή σου –το ότι εστίασες σε δικές σου σκέψεις– έθεσε το γιο σου στο έλεος της στιγμής, στο έλεος της μοίρας. Αυτό, κατά τη γνώμη σου, ήταν το σφάλμα σου. Και κάθε τόσο, προκύπτει μια κατάσταση όπου βλέπεις μια ευκαιρία να εκθέσεις τον εαυτό σου στον ίδιο κίνδυνο στον οποίο εξέθεσες τον Ντάνι.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

307

Νιώθεις πως είναι δίκαιο – δίκαιο να εκτεθείς το ίδιο απερίσκεπτα όσο του φέρθηκες. Μ’ αυτό τον τρόπο επιδιώκεις την ισορροπία, τη δικαιοσύνη, την ψυχική γαλήνη. Αυτή είναι η αναζήτησή σου για αρμονία». Απόμειναν για λίγο σιωπηλοί – το μυαλό του Γκάρνεϊ ένα κενό, τα αισθήματά του μουδιασμένα. Έπειτα ο Κλάρετ τον ταρακούνησε με μια τελική ανατροπή: «Φυσικά, η προσέγγισή σου είναι μια εγωκεντρική αυταπάτη ανθρώπου με παρωπίδες». Ο Γκάρνεϊ ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Τι αυταπάτη;» «Αγνοείς όλα όσα έχουν σημασία». «Όπως…;» Ο Κλάρετ πήγε να απαντήσει, έπειτα σταμάτησε, έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να παίρνει αργές, βαθιές ανάσες. Όταν ακούμπησε τα χέρια του προσεκτικά στα γόνατά του, η σοκαριστική ευθραυστότητά τους έγινε φανερή. «Μάλκολμ;» Το δεξί χέρι του Κλάρετ υψώθηκε μερικά εκατοστά απ’ το γόνατό του, σε μια χειρονομία που έμοιαζε προορισμένη να αποσοβήσει την ανησυχία. Ένα λεπτό μετά, τα μάτια του άνοιξαν. Η φωνή του ίσα που ακουγόταν. «Συγγνώμη γι’ αυτό. Η φαρμακευτική μου αγωγή δεν είναι ακριβώς ιδεώδης». «Τι έχεις; Τι...;» «Έναν κακοήθη καρκίνο». «Αντιμετωπίσιμο;» Ο Κλάρετ γέλασε σιγανά. «Στη θεωρία, ναι. Στην πραγματικότητα, όχι». Ο Γκάρνεϊ δεν είπε τίποτα. «Και στην πραγματικότητα ζούμε. Μέχρι να πεθάνουμε». «Πονάς;» «Μάλλον περιοδική δυσφορία θα το έλεγα». Έμοιαζε να το διασκεδάζει. «Αναρωτιέσαι πόσο μου δίνουν. Η απάντηση είναι ένα μήνα, μπορεί και δύο. Βλέποντας και κάνοντας». Ο Γκάρνεϊ προσπάθησε να πει κάτι ταιριαστό με την περίσταση. «Θεέ μου. Πολύ λυπάμαι που το ακούω, Μάλκολμ».

308

JOHN VERDON

«Καλοσύνη σου. Τώρα, μια κι ο χρόνος μας είναι περιορισμένος –τόσο ο δικός σου όσο κι ο δικός μου– ας μιλήσουμε για το πού ζούμε. Ή πού θα έπρεπε να ζούμε». «Το οποίο είναι…;» «Στην πραγματικότητα. Το μέρος όπου πρέπει να ζούμε, προκειμένου να μείνουμε ζωντανοί. Πες μου κάτι. Για τον Ντάνι. Είχες ποτέ κάποιο ιδιαίτερο όνομα γι’ αυτόν;» Ο Γκάρνεϊ για μια στιγμή σάστισε με την ερώτησή του. «Τι εννοείς, ιδιαίτερο όνομα;» «Κάτι άλλο απ’ το κανονικό του όνομα. Ίσως ένα χαϊδευτικό που χρησιμοποιούσες όταν τον έβαζες να κοιμηθεί, ή όταν τον κρατούσες στα γόνατα ή στην αγκαλιά σου». Ήταν έτοιμος να πει «όχι», όταν θυμήθηκε κάτι· κάτι που δεν είχε σκεφτεί εδώ και χρόνια. Η ανάμνηση τον αφινιδίασε με τη θλίψη της. Καθάρισε το λαιμό του. «Αρκουδάκι μου τον έλεγα». «Γιατί;» «Γιατί είχε κάτι... ιδίως όταν ήταν λυπημένος για κάτι... που για κάποιο λόγο μου θύμιζε αρκουδάκι. Δεν ξέρω γιατί». «Και τον αγκάλιαζες;» «Ναι». «Γιατί τον αγαπούσες». «Ναι». «Και σ’ αγαπούσε κι εκείνος». «Υποθέτω. Ναι». «Ήθελες να πεθάνει;» «Και βέβαια όχι». «Θα ήθελε αυτός να πεθάνεις;» «Όχι». «Η Μάντλιν θέλει να πεθάνεις;» «Όχι». «Ο Κάιλ θέλει να πεθάνεις;» «Όχι». Ο Κλάρετ κοίταξε τον Γκάρνεϊ κατάματα, σαν να ζύγιαζε την κατανόησή του, προτού συνεχίσει. «Όλοι όσοι σ’ αγαπούν θέλουν να ζήσεις». «Υποθέτω».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

309

«Τότε λοιπόν, αυτή η εμμονική σου ανάγκη να εξιλεωθείς για το θάνατο του Ντάνι, να αντιμετωπίσεις την ενοχή σου εκθέτοντας τον εαυτό σου στον κίνδυνο του θανάτου... είναι τρομερά εγωιστική, σωστά;» «Είναι όντως;» Η φωνή του Γκάρνεϊ ηχούσε άψυχη στ’ αυτιά του, σαν αποκομμένη, λες και μιλούσε κάποιος άλλος. «Είσαι ο μόνος για τον οποίο έχει νόημα όλο αυτό». «Ο θάνατος του Ντάνι ήταν δικό μου σφάλμα». «Και σφάλμα του πιωμένου οδηγού που τον χτύπησε. Και δικό του σφάλμα που κατέβηκε απ’ το πεζοδρόμιο στο δρόμο, κάτι που θα τον είχες προειδοποιήσει να μην κάνει, ίσαμε εκατό φορές. Και σφάλμα του περιστεριού που κυνηγούσε. Και σφάλμα του όποιου Θεού έπλασε το περιστέρι και το δρόμο και τον μέθυσο και το αμάξι του και όλα τα γεγονότα του παρελθόντος που οδήγησαν μαζί στην κακότυχη εκείνη στιγμή. Ποιος είσαι εσύ που φαντάζεσαι ότι τα έκανες εσύ να συμβούν όλα αυτά;» Ο Κλάρετ σταμάτησε, σαν να ήθελε να ανασάνει, να μαζέψει δυνάμεις, κι έπειτα συνέχισε με ολοένα πιο δυνατή φωνή. «Η αλαζονεία σου είναι εξωφρενική. Η αδιαφορία σου για τους ανθρώπους που σ’ αγαπάνε είναι εξωφρενική. Άκουσέ με, Ντέιβιντ. Δεν πρέπει να προκαλείς πόνο σ’ αυτούς που σ’ αγαπούν. Αν η μεγαλύτερη αμαρτία σου ήταν η αποτυχία σου να δείξεις προσοχή τότε, δείξε προσοχή τώρα. Έχεις γυναίκα. Τι δικαίωμα έχεις να ρισκάρεις τη ζωή του άντρα της; Έχεις γιο. Τι δικαίωμα έχεις να ρισκάρεις τη ζωή του πατέρα του;» Η συναισθηματική ενέργεια που είχε ξοδέψει λέγοντας όλα αυτά έμοιαζε να τον έχει εξουθενώσει. Ο Γκάρνεϊ καθόταν ασάλευτος, αμίλητος, άδειος, και περίμενε. Το δωμάτιο του φαινόταν μικροσκοπικό. Ένιωθε ένα αχνό βουητό στ’ αυτιά του. Ο Κλάρετ χαμογέλασε, και η φωνή του έγινε πιο απαλή, μα η απαλότητα θαρρείς μετέδιδε ακόμα μεγαλύτερη βεβαιότητα, τη βεβαιότητα του ετοιμοθάνατου. «Άκουσέ με, Ντέιβιντ. Τίποτα στη ζωή δεν έχει σημασία εκτός απ’ την αγάπη. Τίποτα. Μόνο η αγάπη».

310

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 38 Αδυναμία στη φωτιά Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΔΕΝ ΘΥΜΟΤΑΝ πώς ακριβώς είχε φύγει απ’ το Σίτι Άιλαντ, ούτε πώς είχε διασχίσει το Μπρονξ και τη γέφυρα Τζορτζ Ουάσινγκτον. Μόνο όταν βρέθηκε να οδηγεί βόρεια στην Πάλισεϊντς ανέκτησε μια αίσθηση κανονικότητας. Μαζί μ’ αυτή την κανονικότητα ήρθε και η διαπίστωση ότι δεν είχε αρκετή βενζίνη για να φτάσει μέχρι το Γουόλνατ Κρόσινγκ. Είκοσι λεπτά αργότερα, καθόταν στο πάρκινγκ ενός μεγάλου βενζινάδικου με εστιατόριο, όπου μπόρεσε να ανεφοδιάσει και το αμάξι και τον εαυτό του. Όταν ο διπλός καφές και τα δύο κουλούρια τον έκαναν να νιώθει πως είχε αποκτήσει και πάλι επαφή με την καθημερινότητα, έβγαλε το κινητό του –που το είχε κλείσει για το ραντεβού με τον Κλάρετ– κι έλεγξε τα μηνύματά του. Είχε τέσσερα. Η φωνή στο πρώτο, από άγνωστο αριθμό, ήταν του Κλέμπερ – ακόμα πιο τραχιά και μπερδεμένη απ’ ό,τι χθες. «Νεότερα μετά τη συνάντησή μας στο Ρίβερμολ...ε… Ρίβερσαϊντ. Μετά τη συνομιλία μας. Τσέκαρε το γραμματοκιβώτιό σου. Θυμήσου τι είπες. Μην μπλέκεις μαζί μου. Όποιος μπλέκει μαζί μου... δεν είναι καλή ιδέα. Μην τα σκατώνεις με μένα. Η συμφωνία είναι συμφωνία… είναι συμφωνία. Να το θυμάσαι. Μην το ξεχάσεις. Τσέκαρε το γραμματοκιβώτιό σου». Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε αν ο τύπος ήταν όντως τόσο μεθυσμένος όσο ακουγόταν. Ακόμα πιο σημαντικό, αν το αντικείμενο που του

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

311

είχε αναφέρει ήταν όντως το χαμένο βίντεο που του είχε ζητήσει. Θέλοντας και μη, θυμήθηκε εκείνη τη φορά που κάποιος είχε βάλει ένα φίδι στο γραμματοκιβώτιό του. Επίσης, ήταν φυσιολογικό σημείο για τοποθέτηση βόμβας. Αλλά αυτό φαινόταν υπερβολικά τραβηγμένο. Το μήνυμα του θύμισε ακόμα ότι έπρεπε να ενημερώσει τον Χάρντγουικ και την Έστι για τη συνάντηση στο Ρίβερσαϊντ και για τη συμφωνία στην οποία αναφερόταν ο Κλέμπερ. Έβαλε να ακούσει το δεύτερο μήνυμα, που ήταν απ’ τον Χάρντγουικ. «Έλα, Σέρλοκ. Μόλις μίλησα με Άγκυρα. Φαίνεται ότι ο τοσοδούλης που μας έσβησε τα φώτα είναι μεγάλο νούμερο. Πάρε με». Το τρίτο μήνυμα ήταν κι αυτό απ’ τον Χάρντγουικ, πιο εκνευρισμένο απ’ το προηγούμενο. «Πού σκατά κρύβεσαι, Σέρλοκ; Είμαι έξω απ’ το Κούπερσταουν, καθ’ οδόν προς το σπίτι του Μπίντσερ. Ακόμα ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Έχω ένα κακό προαίσθημα. Και πρέπει να μιλήσουμε για τον τρελό τον πιστολέρο μας. Κι όταν λέω τρελός, το εννοώ. Πάρε με, γαμώ το κέρατό μου». Το τέταρτο και τελευταίο μήνυμα ήταν από έναν Χάρντγουικ ακόμα πιο βλοσυρό και οργισμένο. «Γκάρνεϊ, όπου κι αν είσαι, σήκωσ’ το το γαμημένο το τηλέφωνο. Είμαι στο σπίτι του Μπίντσερ. Ή ό,τι απόμεινε από δαύτο. Κάηκε χθες βράδυ. Μαζί με τα σπίτια των γειτόνων του. Τρία γαμόσπιτα στη σειρά. Δεν έμεινε τίποτα. Πυρκαγιά ταχείας εξάπλωσης... που άρχισε απ’ το σπίτι του Λεξ... απ’ ό,τι λένε από κάτι εμπρηστικές συσκευές... και μιλάμε για πολλές. Πάρε με! Τώρα!» Ο Γκάρνεϊ αποφάσισε να πάρει πρώτα τη Μάντλιν. Η κλήση πέρασε στον τηλεφωνητή, και της άφησε μήνυμα: «Κάνε μου μια χάρη και μην ανοίξεις το γραμματοκιβώτιο σήμερα. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, αλλά με πήρε ο Κλέμπερ λίγο τσιτωμένος

312

JOHN VERDON

και θα προτιμούσα να το ανοίξω εγώ. Για καλό και για κακό. Θα σου εξηγήσω μετά. Είμαι σε ένα βενζινάδικο στο Σλόουτσμπεργκ. Σ’ αγαπώ πολύ. Τα λέμε σε μια-δυο ώρες». Συλλογιζόμενος τι είχε πει, ευχήθηκε να το είχε διατυπώσει αλλιώς. Το μήνυμα ήταν πολύ δυσοίωνο, πολύ ασαφές. Χρειαζόταν σημεία αναφοράς, επεξηγήσεις. Μπήκε στον πειρασμό να ξαναπάρει και να αφήσει ένα εκτενέστερο μήνυμα, αλλά φοβήθηκε ότι θα κατέληγε να τα κάνει χειρότερα. Κάλεσε τον Χάρντγουικ και βγήκε πάλι τηλεφωνητής. Άφησε μήνυμα λέγοντας ότι βρισκόταν καθ’ οδόν προς Γουόλνατ Κρόσινγκ. Ρώτησε αν υπήρχαν τραυματίες στην πυρκαγιά στο Κούπερσταουν, ή αν είχε νεότερα απ’ τον Μπίντσερ. Και, αναφορικά με τον τρελό πιστολέρο, τι είχε ανακαλύψει; Έκλεισε, βεβαιώθηκε ότι το τηλέφωνό του ήταν ακόμα ανοιχτό, και ξαναπήγε στο εστιατόριο για έναν ακόμα καφέ. Όταν πια βρισκόταν στους αγροτικούς λόφους πάνω απ’ το Μπάρλεϊβιλ ο Χάρντγουικ εδέησε να τον πάρει. «Γίνεται της πουτάνας εδώ, ατσίδα. Τρία μεγάλα σπίτια έγιναν στάχτη. Το σπίτι του Λεξ και τα δύο παράπλευρα. Έξι άνθρωποι κάηκαν – κανένα απ’ τα πτώματα δεν είναι του Μπίντσερ. Βρήκαν δύο στο σπίτι στ’ αριστερά και τέσσερα στα δεξιά, τα δύο παιδάκια. Όλοι παγιδεύτηκαν στις φλόγες. Οι πυροσβέστες λένε ότι συνέβη μετά τα μεσάνυχτα, κι ότι λαμπάδιασε γρήγορα. Ο τύπος απ’ το τμήμα εμπρησμών λέει ότι πρόκειται πιθανότατα για μικρές εμπρηστικές συσκευές, τέσσερις συνολικά, μία σε κάθε γωνία του σπιτιού του Μπίντσερ. Δεν έγινε καμία προσπάθεια απ’ το δράστη να αποκρύψει το γεγονός του εμπρησμού». «Και τα άλλα δύο σπίτια ήταν απλώς παράπλευρες απώλειες; Είσαι σίγουρος;» «Δεν είμαι σίγουρος για τίποτα. Είμαι πίσω απ’ την κίτρινη ταινία, μαζί με τους μαλάκες που κάθονται και χαζεύουν – ό,τι έμαθα το άκουσα απ’ αυτά που λένε οι μπάτσοι μεταξύ τους. Λένε ότι οι χρωμογραφικές αναλύσεις βγήκαν θετικές για παρουσία εύφλεκτων χημικών στο σπίτι του Μπίντσερ, όχι όμως και στα άλλα δύο». «Και το σπίτι του Μπίντσερ ήταν άδειο; Θέλω να πω, δεν βρήκαν πτώματα εκεί;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

313

«Κανένα μέχρι στιγμής. Αλλά βλέπω τους τεχνικούς που ακόμα σκαλίζουν τις στάχτες. Μιλάμε γίνεται της πουτάνας. Πυροσβέστες, εγκληματολόγοι, ομάδα εμπρησμού, χωροφύλακες του σερίφη, καταδρομείς, μπάτσοι...» Έκανε μια παύση. «Χριστέ μου, Ντέιβι, αν είναι αυτό που νομίζω πως είναι... μια προειδοποίηση για τον Μπίντσερ, για να σταματήσει να ασχολείται με την υπόθεση...» Η φωνή του έσβησε. Ο Γκάρνεϊ δεν μίλησε. Ο Χάρντγουικ έβηξε, καθαρίζοντας το λαιμό του. «Ατσίδα, μ’ ακούς;» «Σ’ ακούω. Σκέφτομαι αυτό που είπες για την προειδοποίηση». Έκανε μια παύση. «Θα έλεγα ότι το κόψιμο των καλωδίων ήταν πιθανότατα προειδοποίηση. Ο αποκεφαλισμός του Γκουρίκου ήταν μάλλον κι αυτός προειδοποίηση. Αλλά αυτό... το σπίτι του Μπίντσερ... μοιάζει με κάτι πιο σοβαρό. Με πόλεμο. Χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για το ποιος θα σκοτωθεί». «Συμφωνώ. Το μπασμένο αρχίδι έχει όρεξη για σοβαρές καταστροφές. Και ο εμπρησμός φαίνεται να είναι επαναλαμβανόμενο μοτίβο». «Τι μοτίβο;» Ο Γκάρνεϊ έκοψε ταχύτητα, σταμάτησε σε μια χορταριασμένη προεξοχή του δρόμου πάνω απ’ τη λίμνη, έσβησε τη μηχανή κι άνοιξε το παράθυρό του. «Τι εννοείς, επαναλαμβανόμενο μοτίβο; Τι έμαθες απ’ την Ιντερπόλ;» «Μπορεί πολλά, μπορεί κι αέρα κοπανιστό. Πού να βγάλω άκρη... Το θέμα είναι ότι οι πληροφορίες που έχουν συλλέξει στη βάση δεδομένων τους μπορεί να αναφέρονται σε ένα άτομο, μπορεί και όχι. Τα πρόσφατα δεδομένα, της τελευταίας δεκαετίας περίπου, είναι κατά πάσα πιθανότητα έγκυρα – τα περισσότερα τουλάχιστον. Πριν απ’ αυτό όμως – πριν από μία δεκαετία– ό,τι υπάρχει είναι πιο αμφίβολο. Και πιο αλλόκοτο». Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε πόσο πιο αλλόκοτο μπορούσε να είναι απ’ το να μπήγεις καρφιά στα μάτια ενός νεκρού. «Ο τύπος στην Άγκυρα», εξήγησε ο Χάρντγουικ, «αποφάσισε να μου τα πει στο τηλέφωνο αντί να αφήσει ίχνη με μέιλ, γι’ αυτό κράτησα σημειώσεις. Απ’ όσα μου είπε, προκύπτουν δύο ιστορίες. Ανάλογα με το πώς θα τις δεις, μπορεί να φανούν άμεσα συνδεδεμένες

314

JOHN VERDON

μεταξύ τους, ή τελείως άσχετες. Οι ιστορίες αυτές πάνε αντίστροφα στο χρόνο, ξεκινώντας με το υλικό που συγκεντρώθηκε τα τελευταία δέκα χρόνια περίπου για το δολοφόνο που ακούει στο όνομα Πέτρος Πανίκος. Είσαι έτοιμος;» «Είμαι όλος αυτιά, Τζακ». «Το επίθετο Πανίκος, ως πρωταρχικός κρίκος στην αναζήτηση, οδήγησε σε ένα περιστατικό που συνέβη πριν από είκοσι πέντε χρόνια στο χωριό Λύκονος της νότιας Ελλάδας. Εκεί ζούσε μια οικογένεια Πανίκου που είχαν ένα μαγαζί με είδη δώρων. Είχαν τέσσερις γιους, κι ο μικρότερος λεγόταν πως ήταν υιοθετημένος. Το μαγαζί, μαζί με την οικία Πανίκου, καταστράφηκαν σε μια πυρκαγιά όπου κάηκαν και οι δύο γονείς μαζί με τους τρεις απ’ τους τέσσερις γιους. Ο τέταρτος, ο υιοθετημένος, εξαφανίστηκε. Υπήρξαν υποψίες εμπρησμού, αλλά ουδέποτε επιβεβαιώθηκαν. Δεν βρέθηκαν επίσημα έγγραφα, πιστοποιητικό γέννησης ή υιοθεσίας του αγνοούμενου γιου. Η οικογένεια ήταν πολύ κλειστή, δεν υπήρχαν στενοί συγγενείς, και στο χωριό υπήρχε διαφωνία ακόμα και ως προς το μικρό όνομα του γιου. Ωστόσο –δώσε βάση– δύο πιθανά ονόματα αναφέρονταν: Πέρο και Πέτρος». «Τι ηλικία είχε;» «Κανείς δεν ξέρει σίγουρα. Σύμφωνα με την έρευνα για πιθανό εμπρησμό που είχε γίνει τότε, η ηλικία του μικρού γιου πρέπει να ήταν μεταξύ δώδεκα και δεκαέξι». «Και δεν υπάρχουν πληροφορίες για τα στοιχεία του κατά τη γέννηση ή την καταγωγή του;» «Τίποτα επίσημο. Ωστόσο, στο φάκελο της έρευνας υπάρχει μια δήλωση από έναν παπά του χωριού, που πίστευε ότι ο μικρός προερχόταν από ένα βουλγάρικο ορφανοτροφείο». «Τι τον έκανε να το πιστεύει αυτό;» «Δεν υπάρχουν ενδείξεις στο φάκελο αν μπήκε στον κόπο να τον ρωτήσει κανείς. Αλλά ο παπάς ανέφερε το όνομα του ορφανοτροφείου». Ο Γκάρνεϊ έβγαλε ένα κοφτό γελάκι, που δεν είχε καμία σχέση με κάτι αστείο. Αν έπρεπε να το εξηγήσει, πιθανότατα θα το χαρακτήριζε υπερχείλιση ενέργειας. Υπήρχε κάτι στη διαδικασία της ανίχνευσης, στη μετακίνηση απ’ τη μια μικρή πληροφορία στην άλλη, στα

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

315

διαδοχικά βήματα που διέσχιζαν το ρέμα της άγνοιας, που υπερφόρτιζε τα κυκλώματα του εγκεφάλου του. «Και υποθέτω ότι το ίχνος του ορφανοτροφείου μάς οδηγεί σε ένα άλλο σχετικό περιστατικό;» «Βασικά, μας οδηγεί σε ένα ζοφερό οικοτροφείο της κομμουνιστικής περιόδου για το οποίο δεν υφίστανται επίσημα αρχεία. Θες να μαντέψεις γιατί;» «Κι άλλος εμπρησμός;» «Ακριβώς. Κι έτσι, το μόνο που ξέρουμε για τους τροφίμους την περίοδο της πυρκαγιάς –κατά την οποία οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους– προέρχεται από έναν ισχνό, παλιό φάκελο της αστυνομίας, και στην ουσία από μια κατάθεση στο φάκελο αυτό, που έδωσε μια νοσοκόμα του προσωπικού η οποία είχε επιβιώσει απ’ την πυρκαγιά. Παρεμπιπτόντως, σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπήρχε πρόβλημα στην εξακρίβωση του εμπρησμού ως αιτίου της φωτιάς. Πέρα απ’ το γεγονός ότι και τα τέσσερα κτίρια του ορφανοτροφείου τυλίχτηκαν στις φλόγες ταυτόχρονα –κι ότι και στα τέσσερα βρέθηκαν μπιτόνια βενζίνης– οι εξώπορτες ήταν μπλοκαρισμένες με ξύλινες σφήνες». «Κάτι που σημαίνει ότι ο στόχος ήταν η μαζική δολοφονία. Αλλά έχω την αίσθηση ότι η πυρκαγιά ήταν η κατάληξη της ιστορίας. Ποια ήταν η αρχή της;» «Σύμφωνα με την κατάθεση της νοσοκόμας, περίπου δύο χρόνια πριν ξεσπάσει η πυρκαγιά, ένα παράξενο πιτσιρίκι βρέθηκε ένα χειμωνιάτικο πρωινό κυριολεκτικά στα σκαλιά του ορφανοτροφείου. Ο μικρός έμοιαζε να είναι μουγκός και αναλφάβητος. Έπειτα όμως διαπίστωσαν ότι μιλούσε άπταιστα όχι μόνο βουλγαρικά, αλλά και ρωσικά, γερμανικά και αγγλικά. Η νοσοκόμα θεώρησε ότι επρόκειτο για προβληματικό παιδί-θαύμα με χάρισμα στις γλώσσες – τόσο καλά τις μιλούσε. Του πήρε, λοιπόν, κάποια βιβλία με βασικούς κανόνες γραμματικής, και πράγματι, στα δύο χρόνια που έμεινε εκεί έμαθε γαλλικά, τουρκικά, κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο». «Τους είπε ποτέ από πού είχε έρθει;» «Ο ίδιος ο μικρός ισχυριζόταν ότι έπασχε από ολική αμνησία – ότι δεν θυμόταν τίποτε πριν απ’ την άφιξή του στο ορφανοτροφείο. Ο μόνος συνδετικός κρίκος με το παρελθόν ήταν ένας χρόνιος εφιάλτης. Κάτι σχετικό με ένα πανηγύρι κι έναν κλόουν. Στο τέλος αναγκάστηκαν να τον βάζουν να κοιμάται σε χωριστό δωμάτιο το βράδυ, μακριά

316

JOHN VERDON

απ’ τα άλλα παιδιά, επειδή κάθε λίγο και λιγάκι ξυπνούσε ουρλιάζοντας. Για κάποιο λόγο –ίσως εξαιτίας του κλόουν στο επαναλαμβανόμενο όνειρο– η νοσοκόμα θεώρησε ότι η μητέρα του πρέπει να δούλευε σε κάποιον περιοδεύοντα θίασο με ρεπερτόριο τρόμου». «Πολύ παράξενο παιδί, όντως. Κανείς άλλος κώδωνας κινδύνου πριν από την πυρκαγιά;» «Ναι, βέβαια. Και μεγάλος». Ο Χάρντγουικ έκανε μια παύση για εφέ. Ήταν ένα απ’ τα χούγια του Χάρντγουικ, που ο Γκάρνεϊ είχε μάθει να υπομένει. «Θα μου πεις τι ήταν;» «Κάτι πιτσιρίκια τον κορόιδευαν για τους εφιάλτες». Κι άλλη παύση. «Έλεος, Τζακ…» «Κι εξαφανίστηκαν». «Τα παιδιά που τον κορόιδευαν;» «Ακριβώς. Άνοιξε η γη και τα κατάπιε. Το ίδιο κι έναν υπάλληλο του ορφανοτροφείου που δεν πίστευε πως είχε αμνησία, και τον πείραζε γι’ αυτό. Κι αυτός χάθηκε, και τα ίχνη του αγνοούνται». «Τίποτε άλλο;» «Διάφορα αλλόκοτα πράγματα. Κανείς δεν ήξερε την ηλικία του, γιατί τα δύο χρόνια που έμεινε εκεί δεν άλλαξε καθόλου – ούτε ψήλωσε ούτε έμοιαζε μεγαλύτερος απ’ ό,τι τη μέρα που πρωτόρθε». «Σαν τον Πίτερ Παν». «Ακριβώς». «Τον φώναζαν ποτέ μ’ αυτό το παρατσούκλι στο ορφανοτροφείο;» «Δεν αναφέρει κάτι σχετικό ο βουλγάρικος φάκελος». Ο Γκάρνεϊ ξεδίπλωσε στα γρήγορα την ιστορία νοερά. «Κάτι λείπει. Πώς ξέρουμε ότι ο μικρός στο ορφανοτροφείο είναι το ίδιο αγόρι που υιοθέτησε η οικογένεια Πανίκου;» «Δεν το ξέρουμε με σιγουριά. Η νοσοκόμα είχε πει ότι τον υιοθέτησαν κάτι Έλληνες, αλλά δεν ήξερε το επίθετό τους. Αυτό το χειρίστηκε άλλη υπηρεσία. Αλλά τη μέρα που έφυγε με τους καινούριους του γονείς, σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι παγιδεύτηκαν και κάηκαν ζωντανοί».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

317

Ο Γκάρνεϊ άκουγε σιωπηλός. «Τι σκέφτεσαι, Σέρλοκ;» «Σκέφτομαι ότι κάποιος πλήρωσε εκατό χιλιάρικα για να βάλει αυτό το μικροσκοπικό τέρας στο μάτι τον Καρλ Σπόλτερ». «Και τη Μαίρη Σπόλτερ, και τον Γκας Γκουρίκο, και τον Λεξ Μπίντσερ», πρόσθεσε ο Χάρντγουικ. «Ο Πίτερ Παν», μονολόγησε ο Γκάρνεϊ. «Το αγόρι που δεν μεγάλωνε ποτέ». «Πολύ ποιητικό αυτό, ατσίδα, αλλά πού μας οδηγεί;» «Μας οδηγεί στη μέση του πουθενά, σε ακόμα μεγαλύτερο μπέρδεμα. Έχουμε διάφορες γλαφυρές ιστορίες, αλλά θετικά δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα. Ψάχνουμε για έναν επαγγελματία εκτελεστή που μπορεί να λέγεται Πέτρος Πανίκος ή Πίτερ Παν ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Με όνομα γέννησης άγνωστο. Διαβατήριο άγνωστο. Ημερομηνία γέννησης, υπηκοότητα, γονείς, διεύθυνση, συλλήψεις και καταδίκες, όλα άγνωστα. Στην πραγματικότητα, όλα όσα θα μπορούσαν να μας οδηγήσουν στα ίχνη αυτού του τύπου είναι άγνωστα». «Δεν αντιλέγω. Τι κάνουμε, λοιπόν;» «Πρέπει να μιλήσεις πάλι με το φίλο σου στην Ιντερπόλ και να τον παρακαλέσεις να βρει ό,τι ψίχουλα μπορεί να παράπεσαν στις γωνίες του φακέλου που έχουν για τον Πανίκο· ιδίως κάτι σχετικό με την οικογένεια Πανίκου, τους γείτονές τους, οποιονδήποτε συγχωριανό που μπορεί να ήξερε τον μικρό Πέτρο ή όπως διάολο τον έλεγαν – οτιδήποτε μπορεί να μας δώσει μια πιο σίγουρη λαβή απ’ αυτήν που έχουμε τώρα. Τα στοιχεία κάποιου ακόμα μάρτυρα που να είναι διαθέσιμος...» «Δε με χέζεις, ρε φιλάρα – μιλάμε για είκοσι πέντε χρόνια πριν. Ακόμα και να βρούμε μάρτυρα, δεν θα θυμάται τίποτα. Σοβαρέψου». «Ίσως έχεις δίκιο. Αλλά δεν χάνεις να μιλήσεις με τον τύπο στην Ιντερπόλ. Πού ξέρεις, μπορεί να βρει κάτι». Μετά το τέλος της συνομιλίας τους, ο Γκάρνεϊ απόμεινε με το σημειωματάριο ανοιχτό στα γόνατά του, να κοιτάζει πέρα τον ορίζοντα πάνω απ’ τη λίμνη. Η χαμηλή στάθμη της άφηνε εκτεθειμένες τις βραχώδεις πλαγιές που εκτείνονταν απ’ το χείλος του νερού ίσαμε τα πρώτα δέντρα. Ξερόκλαδα ήταν σκόρπια ανάμεσα στις πέτρες. Σε έναν μικρό ορμίσκο, μες στις βαθιές απογευματινές σκιές, ένα ζευγάρι

318

JOHN VERDON

ροζιασμένα κλαριά υψώνονταν μέσα απ’ το νερό προς την πλαγιά με έναν τρόπο που ανακάλεσε μια ανατριχιαστική ανάμνηση ενός απ’ τους πρώτους τόπους δολοφονίας που είχε δει ως πρωτάρης – το γυμνό πτώμα ενός παιδιού ξεβρασμένο στα βράχια της ακτής του ποταμού Χάντσον. Δεν ήθελε να μείνει στη συγκεκριμένη ανάμνηση. Πήρε το σημειωματάριό του, όπου είχε γράψει τα περισσότερα απ’ όσα του είχε πει ο Χάρντγουικ, και τα χτένισε προσεκτικά. Τα ’βαζε με τον εαυτό του. Που είχε μπλέξει στην υπόθεση εξαρχής. Που δεν είχε σημειώσει κάποια απτή πρόοδο. Η απώλεια του επίσημου αξιώματός του. Και τα δεκάδες ερωτηματικά. Αποφάσισε ότι χρειαζόταν κι άλλο καφέ. Έβαλε μπρος και ήταν έτοιμος να κινήσει για το Μπάρλεϊβιλ, όταν ο Χάρντγουικ τηλεφώνησε ξανά, αυτή τη φορά ακόμα πιο ταραγμένος απ’ ό,τι πριν. «Έχουμε εξελίξεις. Αν ισχύει αυτό που μόλις πήρε το αυτί μου, ο Λεξ Μπίντσερ παίζει να μην είναι πλέον αγνοούμενος». «Ω Χριστέ μου. Τι έγινε πάλι;» «Ένας ανιχνευτής του Εγκληματολογικού βρήκε ένα πτώμα στο νερό, κάτω απ’ την ιδιωτική μαρίνα του Λεξ. Μόνο το σώμα· το κεφάλι έλειπε». «Και είναι βέβαιοι πως ανήκει στον Μπίντσερ;» «Δεν κάθισα πολύ για να μάθω. Έχω ένα κακό προαίσθημα για το κομμένο κεφάλι. Βγήκα απ’ το πλήθος και γύρισα στο αμάξι. Πρέπει να φύγω από δω πριν ξεράσω τα άντερά μου, ή πριν με αναγνωρίσει κανείς του Εγκληματολογικού και καταλάβει τι τρέχει –με μένα και τον Μπίντσερ και την υπόθεση Σπόλτερ– και καταλήξω σε κάνα ανακριτικό γραφείο για ένα δεκαπενθήμερο. Δεν με παίρνει. Όχι, με ό,τι μαλακία έχει γίνει στο μεταξύ. Πρέπει να μπορώ να κινούμαι ελεύθερα, να κάνω ό,τι σκατά πρέπει να γίνει. Τα λέμε μετά». Ο Γκάρνεϊ έμεινε πλάι στη λίμνη για μερικά λεπτά ακόμη, αφήνοντας την είδηση να κατακαθίσει. Το βλέμμα του ξεστράτισε πάλι πέρα απ’ το νερό στα ξερόκλαδα που του θύμιζαν το πτώμα, σκαλωμένο στη βραχώδη ακτή του Χάντσον. Καθώς κοιτούσε τώρα τα γυμνά, περιπεπλεγμένα ξύλα, η διάταξή τους του θύμισε όχι μονάχα πτώμα, αλλά πτώμα αποκεφαλισμένο. Ανατρίχιασε, έβαλε μπρος και κίνησε για το Γουόλνατ Κρόσινγκ.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

319

Κεφάλαιο 39 Απαίσια πλάσματα ΚΑΘΩΣ ΣΥΛΛΟΓΙΖΟΤΑΝ ΤΗΝ ΑΓΩΝΙΩΔΗ φυγή του Χάρντγουικ απ’ τον τόπο του εγκλήματος –το φόβο του μην τον αναγνωρίσουν και προκύψουν ερωτήματα για το λόγο της παρουσίας του εκεί– ο Γκάρνεϊ έφερε στο νου του ένα θέμα που απωθούσε: πού τελείωνε το δικαίωμα διεξαγωγής μυστικής έρευνας για το συμφέρον ενός πελάτη, και πού άρχιζε η παρακώλυση της δικαιοσύνης; Σε ποιο σημείο θα ήταν υποχρεωμένος να μοιραστεί με την αστυνομία όσα είχε μάθει για τον εκτελεστή που αποκαλούσε τον εαυτό του Πέτρο Πανίκο και την πιθανή ανάμειξή του στην ολοένα και μεγαλύτερη αλληλουχία φόνων που σχετίζονταν με την υπόθεση Σπόλτερ; Άραγε το γεγονός ότι η ανάμειξη του Πανίκου ήταν πιθανή και όχι βέβαιη, είχε καμιά διαφορά; Σαφώς, κατέληξε ο Γκάρνεϊ με ένα αίσθημα που δεν το έλεγες κι ακριβώς ανακούφιση, δεν ήταν υποχρεωμένος να μοιραστεί υποθετικά σενάρια με την αστυνομία, που το δίχως άλλο είχε κάμποσα δικά της. Αλλά πόσο έντιμο ήταν στ’ αλήθεια αυτό το επιχείρημα; Η εσωτερική αυτή διχογνωμία τον κράτησε δυσάρεστα απασχολημένο καθώς διέσχιζε το ζοφερό χωριουδάκι του Μπάρλεϊβιλ – και βρήκε το μικρό καφέ απ’ όπου ήλπιζε να ανεφοδιαστεί κλειστό. Συνέχισε μέσα απ’ τους δασωμένους λόφους που τον χώριζαν απ’ το Γουόλνατ Κρόσινγκ, κι από εκεί στον ορεινό δρόμο προς το σπίτι. Οι σκέψεις του κορυφώθηκαν σε ένα παγερό ερώτημα: κι αν οι θάνατοι στο Κούπερσταουν ήταν ένα σημάδι όσων έμελλε να συμβούν; Πόσο

320

JOHN VERDON

μπορούσε κάποιος να κρατήσει απόρρητους τους καρπούς μιας ιδιωτικής έρευνας, εάν ο πόλεμος που καταπώς φαινόταν είχε κηρύξει ο Πανίκος εξακολουθούσε να έχει θύματα; Η θέα του γραμματοκιβωτίου στο τέλος του δρόμου μετακίνησε ξανά τις σκέψεις του απ’ τον Πανίκο στον Κλέμπερ. Άραγε του είχε αφήσει το βίντεο απ’ τις κάμερες του μαγαζιού, όπως υπονοούσε το τηλεφώνημά του; Ή μήπως το γραμματοκιβώτιο έκρυβε μια λιγότερο ευχάριστη έκπληξη; Προσπέρασε το γραμματοκιβώτιο, πάρκαρε πλάι στο στάβλο και γύρισε πίσω με τα πόδια. Θα στοιχημάτιζε ένα δεκαχίλιαρο ότι δεν ήταν βόμβα, αλλά δεν σκόπευε να στοιχηματίσει και την ίδια του τη ζωή. Περιεργάστηκε το γραμματοκιβώτιο και κατέληξε σε μια σχετικά ακίνδυνη τεχνική για να το ανοίξει. Πρώτα έπρεπε να βρει ένα πεσμένο κλαδί αρκετά μακρύ ώστε να φτάνει το πορτάκι από απόσταση, ενώ ο ίδιος θα παρέμενε κρυμμένος πίσω απ’ τον κορμό κάποιου δέντρου σε απόσταση αρκετών μέτρων από το γραμματοκιβώτιο. Έπειτα από ένα πεντάλεπτο ψάξιμο και αρκετές αδέξιες απόπειρες με ένα κλαδί, κάτι λιγότερο από το ιδεώδες για το σκοπό αυτό, κατάφερε να ξελασκάρει το πορτάκι, που άνοιξε με μια κλαγγή. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα, έκανε το γύρο ίσαμε το γραμματοκιβώτιο και κοίταξε στο εσωτερικό του. Το μόνο που περιείχε ήταν ένας λευκός φάκελος. Τον πήρε, τινάζοντας από πάνω του ένα μυρμηγκάκι. Ο φάκελος είχε το όνομά του γραμμένο με έντονα κεφαλαία. Δεν είχε ούτε γραμματόσημο ούτε σφραγίδα. Μπορούσε να ψηλαφίσει ένα μικρό τετράγωνο αντικείμενο μέσα απ’ το χαρτί, που θεωρούσε ότι μπορεί να ήταν φλασάκι. Άνοιξε το φάκελο με προσοχή και διαπίστωσε πως είχε δίκιο. Έβαλε το φλασάκι στην τσέπη του, γύρισε στο αμάξι κι ανηφόρισε μέχρι το σπίτι. Το ρολόι στο ταμπλό έδειχνε 4:18 μ.μ. Το αμάξι της Μάντλιν βρισκόταν στο γνώριμο σημείο, θυμίζοντάς του πως είχε πιάσει δουλειά νωρίς το πρωί και κατά πάσα πιθανότητα είχε επιστρέψει γύρω στις δύο. Περίμενε ότι θα την έβρισκε μέσα να διαβάζει – ενδεχομένως τον σισύφειο αναγνωστικό άθλο του Πόλεμος και Ειρήνη. Μπήκε απ’ την πλαϊνή πόρτα και φώναξε. «Μάντλιν;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

321

Απάντηση καμία. Περνώντας απ’ την κουζίνα και κατευθυνόμενος στο καθιστικό, φώναξε πάλι το όνομά της, χωρίς όμως και πάλι να πάρει απάντηση. Η επόμενη σκέψη του ήταν ότι είχε βγει για έναν απ’ τους περιπάτους της. Στο καθιστικό πάτησε ένα πλήκτρο στο ανοιχτό του λάπτοπ για να το ενεργοποιήσει. Έβγαλε το φλασάκι απ’ την τσέπη του και το έβαλε στην αντίστοιχη θυρίδα. Το εικονίδιο που εμφανίστηκε είχε τίτλο 02 ΔΕΚ 2011 08:00 ΠΜ–11:59 ΠΜ – το χρονικό περιθώριο μέσα στο οποίο είχε εκδηλωθεί η επίθεση στον Σπόλτερ. Πήγε στο μενού πληροφοριών κι ανακάλυψε ότι το μικροσκοπικό φλασάκι είχε χωρητικότητα 64 γιγαμπάιτ, πολύ περισσότερο απ’ όσο θα κάλυπτε το συγκεκριμένο τετράωρο, ακόμα και σε βίντεο υψηλής ανάλυσης. Έκανε κλικ στο εικονίδιο του ντράιβ κι ένα παράθυρο άνοιξε αυτόματα με τέσσερα αρχεία βίντεο – με τίτλους ΚΑΜ 1 (ΕΙΣ), ΚΑΜ 2 (ΑΝΑΤΟΛ), ΚΑΜ 3 (ΔΥΤ) και ΚΑΜ 4 (ΝΟΤ). Ενδιαφέρον. Η τετρακάμερη διάταξη ήταν ασυνήθιστο επίπεδο ασφαλείας για ένα μικρομάγαζο ηλεκτρονικών σε μια μικρή πόλη. Ο Γκάρνεϊ υπέθετε ότι επρόκειτο είτε για επίδειξη με σκοπό την αγορά μιας κάμερας ασφαλείας από τους πελάτες –σαν να έχεις έναν τοίχο από τηλεοράσεις, όλες σε λειτουργία– είτε, μια πιθανότητα που του είχε περάσει απ’ το μυαλό νωρίτερα, ο Χάρι ο τριχωτός και η φίλη του ανακατεύονταν με δουλειές πιο επικίνδυνες απ’ την πώληση οικιακών συσκευών. Καθώς η νότια κάμερα θα ήταν αυτή που είχε θέα στο κοιμητήριο Γουίλοου Ρεστ, ο Γκάρνεϊ επέλεξε πρώτα το δικό της αρχείο. Όταν επέλεξε το εικονίδιο, ένα παράθυρο βίντεο εμφανίστηκε με τις επιλογές PLAY, PAUSE, REVERSE και CLOSE, μαζί με μια κυλιόμενη ράβδο συνδεδεμένη με το χρόνο, για να μεταβαίνει σε συγκεκριμένα σημεία του βίντεο. Πάτησε το PLAY. Αυτό που είδε ήταν αυτό που ήλπιζε. Σχεδόν δεν πίστευε στα μάτια του. Όχι μόνο η ανάλυση του αρχείου ήταν άψογη, αλλά η κάμερα που είχε καταγράψει τις εικόνες προφανώς περιλάμβανε τις τελευταίες τεχνολογίες ανίχνευσης κίνησης και αυτόματης εστίασης. Και,

322

JOHN VERDON

βέβαια, όπως οι περισσότερες κάμερες ασφαλείας, είχε αισθητήρα κίνησης – καταγράφοντας μόνο όταν κάτι συνέβαινε– και δείκτη σε τρέχοντα χρόνο στη βάση του πλαισίου. Ο αισθητήρας κίνησης σήμαινε ότι η τυπική τετράωρη περίοδος που κάλυπτε η κάμερα θα καταλάμβανε πολύ λιγότερο βιντεοσκοπημένο χρόνο στο αρχείο, καθώς τα διαλείμματα αδράνειας στο οπτικό πεδίο της κάμερας δεν θα καταγράφονταν. Έτσι, η πρώτη ώρα της συγκεκριμένης περιόδου είχε λιγότερο από δέκα λεπτά ψηφιακού φιλμ – που ενεργοποιούσαν κυρίως περαστικοί οι οποίοι έβγαζαν βόλτα το σκύλο τους και τζόγκερ με χειμωνιάτικες φόρμες που έκαναν τις πρωινές τελετουργίες τους σε ένα μονοπάτι παράλληλα με τον χαμηλό τοίχο του νεκροταφείου. Τη σκηνή φώτιζε ο χλωμός χειμωνιάτικος ήλιος και μια ψιλή, αραιή στρώση χιονιού. Μόνο λίγο μετά τις εννιά η κάμερα ανταποκρίθηκε σε δραστηριότητα μέσα στο Γουίλοου Ρεστ. Ένα φορτηγάκι διέσχιζε αργά το πλάνο. Σταμάτησε μπροστά στο σημείο που ο Γκάρνεϊ αναγνώρισε ως τον οικογενειακό τάφο των Σπόλτερ (ή, για να χρησιμοποιήσει τον όρο της Πολέτ Πέρλεϊ, την κατοικία τους). Δύο άντρες με ογκώδεις φόρμες βγήκαν απ’ το φορτηγό, άνοιξαν τις πίσω πόρτες κι άρχισαν να ξεφορτώνουν μια σειρά σκούρα, επίπεδα, ορθογώνια αντικείμενα. Αυτά σύντομα αποκαλύφθηκε πως ήταν πτυσσόμενες καρέκλες, τις οποίες οι άντρες έστησαν με φανερή φροντίδα σε δύο σειρές απέναντι από μία επιμήκη λωρίδα σκούρο χώμα – τον φρεσκοσκαμμένο τάφο που προοριζόταν για τη Μαίρη Σπόλτερ. Έπειτα από μερικές μικροαλλαγές στη θέση των καθισμάτων, ο ένας απ’ τους δύο άντρες έστησε ένα φορητό έδρανο στην άκρη του τάφου, ενώ ο άλλος έβγαλε μια μεγάλη σκούπα απ’ το φορτηγάκι κι άρχισε να σκουπίζει το χιόνι απ’ το χορταριασμένο κομμάτι ανάμεσα στις καρέκλες και τον τάφο. Καθώς οι εργασίες αυτές προχωρούσαν, ένα μικρό άσπρο αμάξι εμφανίστηκε στο πλάνο και σταμάτησε πίσω απ’ το φορτηγό. Παρόλο που δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για το πρόσωπό της, υπερβολικά μικροσκοπικό στο πλάνο του βίντεο, ο Γκάρνεϊ είχε ένα προαίσθημα ότι η γυναίκα που έβγαινε απ’ το αμάξι, φασκιωμένη με γούνινο παλτό και καπέλο, και χειρονομώντας σαν να έδινε οδηγία στους

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

323

εργάτες, ήταν η Πολέτ Πέρλεϊ. Έπειτα από μερικές ακόμα μετακινήσεις των καθισμάτων, οι δύο άντρες επέστρεψαν στο φορτηγό και βγήκαν εκτός πλάνου. Η γυναίκα έστεκε ολομόναχη, κοιτώντας τριγύρω το μνήμα σαν να έριχνε μια τελευταία ματιά, κι έπειτα μπήκε πάλι στο αμάξι της, προσπέρασε το ανοιχτό κομμάτι με το γρασίδι, και στάθμευσε πλάι σε κάτι μαραμένα απ’ το κρύο ροδόδεντρα. Το βίντεο συνέχιζε για ακόμη ένα λεπτό περίπου κι έπειτα σταματούσε. Άρχιζε πάλι σε ένα σημείο είκοσι οχτώ λεπτά τρέχοντος χρόνου αργότερα –στις 9:54 π.μ.– με την άφιξη της νεκροφόρας και άλλων αυτοκινήτων. Ένας άντρας με μαύρο παλτό βγήκε απ’ τη θέση του συνοδηγού της νεκροφόρας, και η γυναίκα που ο Γκάρνεϊ είχε αναγνωρίσει στο πρόσωπό της την Πολέτ Πέρλεϊ βγήκε πάλι απ’ το αμάξι της. Συναντήθηκαν, έδωσαν τα χέρια, μίλησαν για λίγο. Ο άντρας επέστρεψε στη νεκροφόρα, χειρονομώντας καθώς προχωρούσε. Έξι μαυροντυμένοι άντρες βγήκαν από μια λιμουζίνα, άνοιξαν την πίσω πόρτα της νεκροφόρας, κι έβγαλαν με αργές κινήσεις από μέσα ένα φέρετρο, το οποίο κατόπιν κουβάλησαν με εξασκημένη ευκολία ίσαμε τον ανοιχτό τάφο, τοποθετώντας το σε ένα υποστύλωμα που το κρατούσε στην επιφάνεια του εδάφους. Ανταποκρινόμενοι σε κάποιο άλλο σήμα που ο Γκάρνεϊ δεν εντόπισε, οι πενθούντες άρχισαν να βγαίνουν απ’ τα υπόλοιπα αμάξια που ήταν παρκαρισμένα σε σειρά πίσω απ’ τη νεκροφόρα. Τυλιγμένοι σε χειμωνιάτικα πανωφόρια και φορώντας καπέλα, οι μαυροντυμένοι άντρες και γυναίκες προχώρησαν προς τις δύο σειρές καθισμάτων κατά μήκος του τάφου, καταλαμβάνοντας τελικά τα δεκατέσσερα από τα δεκαέξι καθίσματα. Τα δύο που είχαν μείνει κενά βρίσκονταν παράπλευρα των τρίδυμων εξαδέλφων της Μαίρης Σπόλτερ. Ο σχετικά ψηλός άντρας με το μαύρο παλτό, μάλλον ο υπεύθυνος του γραφείου τελετών, πήγε και στάθηκε πίσω απ’ τους καθισμένους πενθούντες. Οι έξι μεταφορείς, αφού έκαναν μερικές αλλαγές στη θέση του φερέτρου, στάθηκαν ώμο με ώμο πλάι του. Η Πολέτ Πέρλεϊ έστεκε μερικά μέτρα στο πλάι του τελευταίου μεταφορέα. Η προσοχή του Γκάρνεϊ ήταν εστιασμένη στον άντρα στην ακριανή θέση της πρώτης σειράς. Το ανυποψίαστο επικείμενο θύμα. Το ρολόι στη βάση του βίντεο έδειχνε ότι η ώρα στο Γουίλοου Ρεστ

324

JOHN VERDON

ήταν 10:19 π.μ. Κάτι που σήμαινε ότι τη στιγμή εκείνη στον Καρλ Σπόλτερ απέμενε μόλις ένα λεπτό. Ένα μόνο λεπτό της ζωής που ήξερε ως τώρα. Το βλέμμα του Γκάρνεϊ πηγαινοερχόταν ανάμεσα στον Καρλ και το ρολόι, κι ένιωθε το λιγόστεμα του χρόνου και της ζωής με μια οδυνηρή ένταση. Απόμενε μόλις μισό λεπτό προτού η σφαίρα Σουίφτ των 22 χιλιοστών –η ταχύτερη και πιο ακριβής σφαίρα στον κόσμο– διαπεράσει τον αριστερό κρόταφο του άντρα, εκραγεί μες στον εγκέφαλό του και βάλει οριστικό τέλος σε ό,τι μέλλον μπορεί να φανταζόταν. Στη μακρά του καριέρα στην αστυνομία της Νέας Υόρκης, ο Γκάρνεϊ είχε παρακολουθήσει αμέτρητα βίντεο εγκλημάτων που είχαν καταγραφεί από κάμερες ασφαλείας –στα οποία συμπεριλαμβάνονταν ληστείες, ξυλοδαρμοί και ανθρωποκτονίες– σε βενζινάδικα, κάβες, μίνι μάρκετ, πλυντήρια, μηχανήματα ΑΤΜ. Όμως αυτό το βίντεο ήταν αλλιώτικο. Ο ανθρώπινος παράγοντας, με τις σύνθετες και τεταμένες οικογενειακές σχέσεις, ήταν βαθύτερος. Το συναισθηματικό στοιχείο ήταν πιο έντονο. Η γαλήνια όψη της σκηνής –οι καθισμένοι πενθούντες, η αίσθηση μιας επίσημης, ομαδικής φωτογραφίας– δεν είχε καμία ομοιότητα με το περιεχόμενο των συνηθισμένων βίντεο ασφαλείας. Κι ο Γκάρνεϊ ήξερε περισσότερα για τον άνθρωπο που θα δεχόταν τον πυροβολισμό –σε μερικά δευτερόλεπτα– απ’ ό,τι, εξαρχής, για οποιοδήποτε άλλο μαγνητοσκοπημένο θύμα. Και τότε ήρθε η στιγμή. Ο Γκάρνεϊ έγειρε προς την οθόνη του υπολογιστή, στην κυριολεξία καθισμένος στην άκρη της καρέκλας. Ο Καρλ Σπόλτερ σηκώθηκε και γύρισε προς το έδρανο που είχε στηθεί στην άλλη άκρη του ανοιχτού τάφου. Έκανε ένα βήμα προς εκείνη την κατεύθυνση, περνώντας μπροστά από την Αλίσα. Έπειτα, εκεί που ετοιμαζόταν να κάνει το επόμενο βήμα, έπεσε προς τα μπρος σαν να σκόνταφτε ή να κατέρρεε από μια ώθηση θαρρείς που τον έριξε μπροστά στην πρώτη σειρά. Σωριάστηκε στο χώμα με τα μούτρα κι έμεινε ασάλευτος στο χιονοσκέπαστο χορτάρι ανάμεσα στο φέρετρο της μητέρας του και την καρέκλα του αδελφού του.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

325

Ο Τζόνα και η Αλίσα ήταν οι πρώτοι που σηκώθηκαν, και τους ακολούθησαν δύο κυρίες της Πρεσβυτέρας Ισχύος απ’ τη δεύτερη σειρά. Οι μεταφορείς έφεραν ένα γύρο τα καθίσματα. Η Πολέτ έτρεξε προς το μέρος του Καρλ, έπεσε στα γόνατα κι έσκυψε από πάνω του. Έπειτα απ’ αυτό το σημείο ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει τι συνέβαινε, καθώς ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι συνωθούνταν γύρω απ’ τον σωριασμένο άντρα. Στα λεπτά που ακολουθούσαν, τουλάχιστον τρεις άνθρωποι φαίνονταν να έχουν βγάλει τα κινητά τους και να τηλεφωνούν. Ο Γκάρνεϊ πρόσεξε ότι ο Καρλ δέχτηκε τη σφαίρα, όπως καταγραφόταν στην αναφορά, στις 10:20 ακριβώς. Ο πρώτος αστυνομικός έφτασε στις 10:28 – ένας ντόπιος ένστολος με ένα περιπολικό του Λονγκ Φολς. Μέσα στο επόμενο δίλεπτο, δύο ακόμη αστυνομικοί εμφανίστηκαν, και λίγο μετά ένα ακόμη περιπολικό. Στις 10:42, μια ομάδα τραυματιοφορέων έφτασε με ένα μεγάλο ασθενοφόρο. Πάρκαραν ακριβώς μπροστά απ’ τη σκηνή του δράματος και απέκοψαν τη θέα της κάμερας ασφαλείας, με συνέπεια το υπόλοιπο βίντεο να καταστεί άχρηστο στον Γκάρνεϊ. Ακόμα και το πρώτο χωρίς διακριτικά αυτοκίνητο της αστυνομίας –στο οποίο θεωρητικά επέβαινε ο Κλέμπερ– κρύφτηκε όταν πάρκαρε στην άλλη πλευρά του ασθενοφόρου. Αφού πέρασε στα γρήγορα και το υπόλοιπο βίντεο, σταματώντας σε κάνα-δυο σημεία χωρίς να εντοπίσει πρόσθετες σημαντικές πληροφορίες, ο Γκάρνεϊ τεντώθηκε στην καρέκλα του γραφείου του για να σκεφτεί όσα είχε μόλις δει. Πέρα απ’ την ατυχή θέση του ασθενοφόρου, υπήρχε κι άλλο ένα πρόβλημα με το οπτικό υλικό. Παρά την υψηλή ανάλυση της κάμερας, το εντυπωσιακό της ζουμ και το αυτόματο καδράρισμα του πλάνου, η απόσταση κάμερας-αντικειμένου από μόνη της είχε ως αποτέλεσμα ένα οπτικό προϊόν με σαφείς περιορισμούς. Παρόλο που είχε καταλάβει όσα έβλεπε να συμβαίνουν, ήξερε πως μέρος της αντίληψης αυτής βασιζόταν σε όσα γνώριζε ήδη. Ο Γκάρνεϊ είχε προ πολλού αποδεχτεί μια σημαντική αρχή που αφορούσε τη διαισθητική γνώση: δεν σκεφτόμαστε ό,τι σκεφτόμαστε επειδή βλέπουμε αυτό που βλέπουμε – αλλά βλέπουμε ό,τι βλέπουμε επειδή σκεφτόμαστε αυτό που

326

JOHN VERDON

σκεφτόμαστε. Οι προειλημμένες αντιλήψεις μπορούν εύκολα να υπερκαλύψουν τα οπτικά δεδομένα – ακόμα και να μας κάνουν να βλέπουμε πράγματα που δεν υπάρχουν. Αυτό που ήθελε ήταν κάτι πιο ισχυρό απ’ τα άμεσα οπτικά δεδομένα – για να βεβαιωθεί ότι οι προειλημμένες του αντιλήψεις δεν τον οδηγούσαν σε λάθος κατεύθυνση. Ιδεωδώς, θα ήθελε να υποβάλει το ψηφιακό αρχείο σε μια τελευταίας τεχνολογίας εργαστηριακή ανάλυση μέγιστης βελτίωσης της εικόνας, αλλά μέρος του τιμήματος της συνταξιοδότησής του ήταν η έλλειψη ελεύθερης πρόσβασης σε αυτού του είδους τις δυνατότητες. Σκέφτηκε ότι η Έστι ίσως είχε κάποια πίσω πόρτα στο εργαστήριο της αστυνομίας της Νέας Υόρκης που θα της επέτρεπε να επεξεργαστεί το βίντεο χωρίς ταυτότητα ή αριθμό καταχώρισης που μπορεί να της δημιουργούσε προβλήματα, αλλά δεν ήθελε να την επιβαρύνει. Τουλάχιστον όχι προτού εξαντλούσαν τις λιγότερο ριψοκίνδυνες επιλογές. Πήρε το κινητό του και κάλεσε τον Κάιλ – ανεξάντλητη παρακαταθήκη πληροφοριών για οτιδήποτε σχετικό με υπολογιστές, κι όσο πιο σύνθετο τόσο το καλύτερο. Ο τηλεφωνητής τον προέτρεψε να αφήσει μήνυμα, όπως κι έκανε. «Έλα, αγόρι μου. Έχω ένα πρόβλημα με κάτι ψηφιακό. Οι επίσημοι δίαυλοι δεν είναι στη διάθεσή μου. Το πράγμα έχει ως εξής: Έχω ένα αρχείο βίντεο υψηλής ανάλυσης που θα γινόταν πιο αποκαλυπτικό αν μπορούσαμε να εφαρμόσουμε κάποιο εφέ ψηφιακού ζουμ χωρίς να χαθεί η καθαρότητα της εικόνας. Ακούγεται αντιφατικό, αλλά νομίζω ότι υπάρχουν λογισμικά βελτίωσης με ορισμένους αλγορίθμους που μπορούν να αντιμετωπίσουν το θέμα... Μήπως θα μπορούσες να με στρέψεις προς τη σωστή κατεύθυνση; Σ’ ευχαριστώ προκαταβολικά. Ό,τι κι αν έχεις να μου πεις θα είναι περισσότερο απ’ όσα ήδη ξέρω». Τερμάτισε τη σύνδεση και αποφάσισε να γυρίσει το βίντεο στην αρχή και να το ξαναδεί. Αλλά εκείνη τη στιγμή πρόσεξε την ώρα, στην επάνω δεξιά γωνία της οθόνης του λάπτοπ. Ήταν 5:48 μ.μ. Ακόμα κι αν η Μάντλιν είχε κάνει τη μεγαλύτερη απ’ τις συνηθισμένες βόλτες της στο δάσος – αυτήν που την οδηγούσε πάνω απ’ την κορυφή του Κάρλσον Ριτζ– θα έπρεπε να είχε γυρίσει ως τώρα. Ήταν η ώρα του βραδινού, και ποτέ... Ω Χριστέ μου! Φυσικά!

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

327

Ένιωθε σαν ηλίθιος. Σήμερα ήταν η μέρα που θα έφευγε για να πάει να μείνει στους Ουίνκλερ. Ένα σωρό πράγματα συνέβαιναν με υπερβολική ταχύτητα. Ήταν λες κι ο εγκέφαλός του δεν μπορούσε να χωρέσει έστω κι ένα ψήγμα επιπλέον πληροφορίας, και κάθε φορά που σφηνωνόταν κάτι καινούριο, εξωθούσε κάτι παλιό. Ήταν λίγο τρομακτικό ως σκέψη. Τι άλλο μπορεί να είχε ξεχάσει; Τότε θυμήθηκε ότι καθώς έμπαινε είχε δει το αμάξι της παρκαρισμένο πλάι στο σπίτι. Αν έχει πάει στους Ουίνκλερ, γιατί είναι το αμάξι της εδώ; Τι διάολο; Σαστισμένος, με ολοένα μεγαλύτερη δυσφορία, την πήρε στο κινητό της. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα τον ξάφνιασε ο ήχος κλήσης του κινητού της στην κουζίνα. Δεν είχε πάει στους Ουίνκλερ τελικά; Βρισκόταν κάπου αλλού μες στο σπίτι; Τη φώναξε, αλλά δεν πήρε απάντηση. Πήγε στην κουζίνα. Ακολουθώντας το κουδούνισμά του, βρήκε το κινητό της στον πάγκο, πλάι στο φούρνο. Αυτό ήταν πολύ παράξενο. Απ’ όσο ήξερε, η Μάντλιν ποτέ δεν έφευγε απ’ το σπίτι χωρίς το κινητό της. Σαστισμένος, κοίταξε απ’ το παράθυρο, ελπίζοντας να τη δει να κατηφορίζει απ’ το βοσκοτόπι προς το σπίτι. Όμως η Μάντλιν ήταν άφαντη. Μόνο το αμάξι της. Που σήμαινε ότι πρέπει να βρισκόταν κάπου κοντά – εκτός αν είχε περάσει να την πάρει κάποια φίλη της με το αμάξι. Ή εκτός αν (Θεός φυλάξοι) της είχε συμβεί κάποιο ατύχημα και την είχε πάρει το ασθενοφόρο. Έβαλε τα δυνατά του μήπως θυμηθεί κάτι που του είχε πει... Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένα αεράκι έκανε τις φτέρες να σαλέψουν και κάτι ζωηρόχρωμο έλαμψε στην άκρη του οπτικού του πεδίου. Κάτι ροζ, έτσι του φάνηκε. Κι έπειτα οι φτέρες έκλεισαν πάλι, κι αναρωτήθηκε αν είχε όντως δει κάτι. Η περιέργεια τον έκανε να βγει για να το διαπιστώσει. Με το που έφτασε στην πέρα άκρη του περιβολιού με τα σπαράγγια, η απορία του απαντήθηκε – με μια ακόμα μεγαλύτερη. Η Μάντλιν καθόταν στο χορτάρι φορώντας ένα απ’ τα ροζ μπλουζάκια της.

328

JOHN VERDON

Δίπλα της είχε μερικά κομμάτια από τετραγωνισμένη πέτρα λιθοδομής πλάι σε ένα κομμάτι φρεσκοσκαμμένο χώμα. Στην άλλη μεριά απ’ τις στοιβαγμένες πέτρες, ένα φτυάρι, πρόσφατα χρησιμοποιημένο, ήταν αφημένο στο χορτάρι. Με το δεξί της χέρι, η Μάντλιν πίεζε απαλά το σκούρο χώμα γύρω απ’ τις ακμές των πλίνθων. Στην αρχή δεν μίλησε. «Μάντι;» Γύρισε και τον κοίταξε με το στόμα της σφιγμένο σε μια έκφραση λύπης. «Τι έχεις; Τι συμβαίνει;» «Ο Χόρας». «Ο Χόρας;» «Ένα απ’ αυτά τα απαίσια πλάσματα τον σκότωσε». «Τον κόκορά μας;» Η Μάντλιν έγνεψε καταφατικά. «Τι είδους απαίσιο πλάσμα;» τη ρώτησε. «Δεν ξέρω. Υποθέτω κάτι απ’ αυτά που είχε αναφέρει ο Μπρους τις προάλλες. Νυφίτσα; Οπόσουμ; Κι εγώ δεν ξέρω τι. Και μας προειδοποίησε. Έπρεπε να τον είχα ακούσει», είπε, και δάγκωσε το κάτω χείλι της. «Πότε συνέβη;» «Σήμερα το απόγευμα. Όταν γύρισα απ’ τη δουλειά, έβγαλα τα πουλιά απ’ το στάβλο να πάρουν λίγο αέρα. Είχε τόσο καλό καιρό... Είχα και λίγο θρυμματισμένο καλαμπόκι, που το λατρεύουν, κι έτσι με ακολούθησαν μέχρι το σπίτι. Εδώ πέρα ήταν. Έτρεχαν γύρω-γύρω, τσιμπολογούσαν το χορτάρι... Κάποια στιγμή, μπήκα στο σπίτι να πάρω... κάτι, δεν θυμάμαι τι. Απλώς...» Για μια στιγμή σώπασε, κουνώντας το κεφάλι. «Τεσσάρων μηνών ήταν το καημένο. Ακόμα μάθαινε πώς να κακαρίζει. Κι έμοιαζε τόσο περήφανος. Ο καημενούλης ο Χόρας. Και μας τα έλεγε ο Μπρους... μας προειδοποίησε για... το τι μπορεί να συμβεί». «Τον έθαψες;» «Ναι». Άπλωσε το χέρι και ίσιωσε το χώμα πλάι στις πέτρες. «Δεν μπορούσα να αφήσω το δόλιο το κορμάκι του στα χόρτα». Ρούφηξε τη μύτη της και καθάρισε το λαιμό της. «Πιθανότατα προσπαθούσε να προστατέψει τις κότες απ’ τη νυφίτσα. Εσύ τι λες;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

329

Ο Γκάρνεϊ δεν είχε ιδέα. «Υποθέτω». Αφού πατίκωσε το χώμα με το χέρι μερικές φορές ακόμα, σηκώθηκε απ’ το χορτάρι και γύρισαν μαζί στο σπίτι. Ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να γλιστράει πίσω απ’ τη δυτική οροσειρά. Η πλαγιά του απέναντι λόφου ήταν λουσμένη σ’ εκείνο το χρυσοκόκκινο φως που δεν κρατούσε πάνω από ένα-δυο λεπτά. Ήταν μια παράξενη βραδιά. Έπειτα από ένα σύντομο, σιωπηλό δείπνο από περισσεύματα, η Μάντλιν κάθισε σε μια απ’ τις πολυθρόνες μπροστά στο μεγάλο άδειο τζάκι στην άλλη άκρη του δωματίου, κρατώντας αφηρημένα στην αγκαλιά της ένα απ’ τα πλεκτά που ποτέ δεν τελείωνε. Ο Γκάρνεϊ ρώτησε αν θα ήθελε να της ανάψει τη λάμπα δαπέδου πίσω απ’ την πολυθρόνα της. Εκείνη έγνεψε αρνητικά, σχεδόν ανεπαίσθητα. Πάνω που ετοιμαζόταν να τη ρωτήσει αν είχε αλλάξει το πρόγραμμά της για την επίσκεψη στη φάρμα των Ουίνκλερ, τον ρώτησε εκείνη για το πρωινό του ραντεβού με τον Μάλκολμ Κλάρετ. Σήμερα ήταν αυτό; Είχαν μεσολαβήσει τόσα, που η επίσκεψή του στο Μπρονξ έμοιαζε να έχει γίνει την περασμένη βδομάδα. Δυσκολευόταν να εστιάσει σ’ αυτό, να το χωρέσει στη συνολική του κατανόηση των πεπραγμένων της ημέρας. Άρχισε με το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό. «Όταν έκλεισες το ραντεβού μου, ο Μάλκολμ σου είπε πως είναι στα τελευταία του;» «Τι πράγμα;» «Έχει θανατηφόρο καρκίνο». «Κι εξακολουθεί να... Ω Θεέ μου». «Τι;» «Δεν μου είπε κάτι, τουλάχιστον όχι ευθέως, αλλά... θυμάμαι ότι μου είπε πως έπρεπε να σου κλείσω το ραντεβού το συντομότερο δυνατόν. Υπέθεσα απλώς ότι είχε κάποια ανειλημμένη υποχρέωση τώρα κοντά, και... Ω Θεέ μου. Πώς είναι;» «Όπως τον θυμάσαι, πάνω-κάτω. Θέλω να πω, έχει σπάσει και είναι πολύ αδυνατισμένος. Αλλά εξακολουθεί να έχει εξαιρετική... διαύγεια». Μια σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους.

330

JOHN VERDON

Η Μάντλιν μίλησε πρώτη. «Γι’ αυτό μιλήσατε; Για τον καρκίνο του;» «Όχι, όχι, καθόλου. Μάλιστα, μέχρι το τέλος της συνεδρίας δεν μου το ανέφερε καν. Μιλήσαμε ως επί το πλείστον... για μένα... και για σένα». «Σε βοήθησε;» «Έτσι πιστεύω». «Εξακολουθείς να είσαι θυμωμένος που σου έκλεισα εγώ το ραντεβού;» «Όχι. Εντέλει το χρειαζόμουν». Τουλάχιστον, έτσι νόμιζε. Εξακολουθούσε να δυσκολεύεται να μετουσιώσει σε λόγια την επίδραση που είχε πάνω του. Έπειτα από μια σύντομη σιωπή η Μάντλιν μειδίασε. «Χαίρομαι», είπε. Ακολούθησε μια μακρύτερη σιωπή, κι ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε αν μπορούσε να φέρει τη συζήτηση στο θέμα των Ουίνκλερ, και να βγάλει άκρη. Ήταν ακόμη αποφασισμένος να κρατήσει τη Μάντλιν σε απόσταση ασφαλείας απ’ το σπίτι. Αλλά σκέφτηκε πως είχαν χρόνο να επιλύσουν το θέμα το πρωί. Στις οχτώ, η Μάντλιν πήγε να ξαπλώσει. Λίγο μετά, την ακολούθησε. Δεν ήταν ότι νύσταζε και τόσο. Στην πραγματικότητα, δυσκολευόταν να κατονομάσει αυτό που αισθανόταν. Η μέρα αυτή τον είχε αφήσει μπερδεμένο και φορτισμένο. Πρώτα πρώτα, ήταν η έντονη επίδραση του μηνύματος που του μετέδωσε ο Κλάρετ. Και πέρα απ’ αυτό, η σύγχυση απ’ την καταβύθισή του στο Μπρονξ των παιδικών του χρόνων, την οποία ακολούθησαν οι ολοένα και πιο φρικτές περιγραφές του Χάρντγουικ απ’ το Κούπερσταουν, και τέλος η οδύνη της Μάντλιν για το θάνατο του κόκορα – ο οποίος πίστευε πως απηχούσε υποσυνείδητα τον πόνο για έναν άλλο χαμό. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα, γδύθηκε και ξάπλωσε πλάι της. Ακούμπησε απαλά το χέρι του πάνω στο δικό της, ανήμπορος να βρει πιο εύγλωττο ή κατάλληλο τρόπο επικοινωνίας.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

331

332

JOHN VERDON

Μέρος Τρίτο Όλη η μοχθηρία του κόσμου

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

333

Κεφάλαιο 40 Το επόμενο πρωί Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΞΥΠΝΗΣΕ Μ’ ΕΝΑΝ βαρύ πονοκέφαλο συνοδευόμενο από συναισθηματική φόρτιση. Τελματωμένος ανάμεσα στη σκέψη και το όνειρο, ο ύπνος του ήταν επιπόλαιος και ταραγμένος για να εκπληρώσει τη ζωτική λειτουργία της καταχώρισης των συγκεχυμένων εμπειριών της ημέρας στα τακτοποιημένα ντουλάπια της μνήμης. Κομμάτια του χθεσινού αναβρασμού παρέμεναν στη σκέψη του, εμποδίζοντας τη θέα στο παρόν. Μόνο αφότου έκανε ντους, ντύθηκε, ήπιε τον καφέ του και κάθισε με τη Μάντλιν στο τραπέζι της κουζίνας πρόσεξε επιτέλους ότι η μέρα ήταν ηλιόλουστη κι ανέφελη. Αλλά ακόμα κι ο θετικός αυτός παράγοντας δεν του έφερε τη συνηθισμένη ανάταση για τις προοπτικές της ημέρας. Το ραδιόφωνο έπαιζε ένα μουσικό κομμάτι, κάτι ορχηστρικό. Δεν άντεχε καθόλου τη μουσική το πρωί, και με τη σημερινή του διάθεση το έβρισκε τρομερά εκνευριστικό. Η Μάντλιν τον κοίταξε πάνω απ’ τις σελίδες του βιβλίου που είχε στήσει μπροστά της. «Τι έχεις;» «Νιώθω λίγο χαμένος». Κατέβασε μερικά εκατοστά το βιβλίο. «Έχει να κάνει με την υπόθεση;» «Κυρίως... υποθέτω». «Τι ακριβώς;» «Δεν κολλάνε τα κομμάτια. Γίνεται όλο και πιο άσχημο και χαοτικό». Της είπε για τα τηλεφωνήματα του Χάρντγουικ απ’ το Κούπερσταουν, παραλείποντας το κομμένο κεφάλι, το οποίο δεν είχε το

334

JOHN VERDON

κουράγιο να αναφέρει. Κατέληξε λέγοντας: «Δεν είμαι σίγουρος τι διάολο συμβαίνει. Και δεν νομίζω ότι έχω τις δυνατότητες να το αντιμετωπίσω». Η Μάντλιν έκλεισε το βιβλίο. «Να το αντιμετωπίσεις;» «Να καταλάβω τι τρέχει – τι ακριβώς συμβαίνει, ποιος κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά, και γιατί». Τον κοίταξε επίμονα. «Δεν έχεις ήδη καταφέρει αυτό που σου ζητήθηκε να κάνεις;» «Τι έχω καταφέρει;» «Είχα την εντύπωση ότι, λίγο-πολύ, την έκανες κομματάκια την καταδίκη της Κέι Σπόλτερ». «Όντως». «Άρα θα την αποφυλακίσουν μετά την έφεση. Αυτό δεν ήταν το ζητούμενο;» «Ήταν». «Τι εννοείς ήταν; Δεν είναι πια;» «Ξαφνικά γίνεται πραγματικός χαμός. Η χθεσινή φονική πυρκαγιά…» «Γι’ αυτόν το λόγο υπάρχει η αστυνομία», τον διέκοψε. «Ναι, αλλά δεν τα καταφέρανε και τόσο καλά την πρώτη φορά. Και νομίζω ότι δεν έχουν ιδέα περί τίνος πρόκειται». «Κι εσύ έχεις;» «Δεν θα το ’λεγα». «Άρα κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει. Ποιανού δουλειά είναι να το διαπιστώσει;» «Επίσημα του Εγκληματολογικού». Η Μάντλιν έγειρε το κεφάλι με ένα ύφος πρόκλησης. «Επίσημα, νομικά, λογικά, και με κάθε άλλο τρόπο». «Δίκιο έχεις». «Αλλά, τι;» Ακολούθησε μια αμήχανη παύση. «Αλλά εξακολουθεί να τριγυρνά ελεύθερος ένας τύπος τελείως τρελός», είπε. «Υπάρχουν πολλοί τρελοί που κυκλοφορούν ελεύθεροι». «Αυτός σκοτώνει κόσμο από τότε που ήταν οχτώ χρονών. Του αρέσει να σκοτώνει. Όσο πιο πολλούς τόσο το καλύτερο. Κάποιος τον έστρεψε εναντίον του Καρλ Σπόλτερ, και τώρα δεν λέει να ξαναμπεί στο κουτάκι του».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

335

Η Μάντλιν τον κοίταξε κατάματα. «Άρα ο κίνδυνος είναι ολοένα και μεγαλύτερος. Τις προάλλες, μου είπες ότι υπάρχει ένα τοις εκατό πιθανότητα να στραφεί κι εναντίον σου. Προφανώς, τα φρικτά γεγονότα στο Κούπερσταουν έχουν αλλάξει τα δεδομένα». «Σε κάποιο βαθμό ναι, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω…» «Ντέιβιντ», τον διέκοψε, «πρέπει να σου το πω – ξέρω ποια θα είναι η απάντησή σου, αλλά θα σου το πω έτσι κι αλλιώς. Έχεις ακόμα την επιλογή να αποτραβηχτείς». «Αν αποτραβηχτώ απ’ την έρευνα, ο τύπος θα εξακολουθήσει να τριγυρνάει ελεύθερος. Απλώς θα έχω λιγότερες πιθανότητες να τον πιάσω». «Ναι, αλλά αν δεν τον κυνηγήσεις, μπορεί να μη σε κυνηγήσει κι αυτός». «Το μυαλό του μπορεί να μη λειτουργεί με αυτό τον λογικό τρόπο». Η Μάντλιν έμοιαζε αγχωμένη, μπερδεμένη. «Απ’ ό,τι μου έχεις πει, έχω την αίσθηση ανθρώπου που καταστρώνει τα σχέδιά του με λογική και ακρίβεια». «Μόνο που όλα αυτά υποκινούνται από μια δολοφονική οργή. Αυτό είναι το παράξενο με τους επαγγελματίες εκτελεστές. Μπορεί να φαίνονται ψύχραιμοι και πρακτικοί για πράξεις που θα προκαλούσαν φρίκη στους περισσότερους ανθρώπους, αλλά τα κίνητρά τους δεν έχουν τίποτε ψύχραιμο ή λογικό – και δεν εννοώ τα χρήματα που παίρνουν για να κάνουν ό,τι κάνουν. Αυτό είναι δευτερεύον. Έχω γνωρίσει τέτοιους τύπους. Τους έχω ανακρίνει. Ορισμένους τους έμαθα καλά. Και ξέρεις τι είναι, ως επί το πλείστον; Οργισμένοι, καθ’ έξιν δολοφόνοι που έχουν καταφέρει να μετατρέψουν την παραφροσύνη τους σε αμειβόμενη εργασία. Και να σου πω και κάτι τελείως τρελό;» Η έκφρασή της ήταν περισσότερο επιφυλακτική απ’ ό,τι περίεργη, αλλά ο Γκάρνεϊ συνέχισε. «Όταν ήταν μικρός ο Κάιλ του έλεγα ότι ένα απ’ τα πράγματα που οδηγούν σε μια ευτυχισμένη ζωή, μια ευτυχισμένη σταδιοδρομία, είναι να βρεις μια ασχολία που να σου δίνει τέτοια ικανοποίηση ώστε να είσαι πρόθυμος να τη φέρεις εις πέρας ακόμη και χωρίς λεφτά – κι έπειτα να βρεις κάποιον διατεθειμένο να σε πληρώνει γι’ αυτήν. Ε, λοιπόν, δεν το καταφέρνουν πολλοί αυτό.

336

JOHN VERDON

Μόνο οι πιλότοι, οι μουσικοί, οι ηθοποιοί και οι άλλοι καλλιτέχνες, άντε και οι αθλητές. Και οι εκτελεστές. Δεν εννοώ ότι οι επαγγελματίες δολοφόνοι καταλήγουν ευτυχισμένοι. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι βρίσκουν βίαιο θάνατο ή τελειώνουν τη ζωή τους στη φυλακή. Αλλά τους αρέσει αυτό που κάνουν κάθε φορά που το κάνουν. Οι περισσότεροι θα κατέληγαν να σκοτώνουν κόσμο, είτε πληρώνονταν γι’ αυτό είτε όχι». Καθώς μιλούσε, η Μάντλιν έδειχνε όλο και πιο θορυβημένη. «Ντέιβιντ, τι στο καλό προσπαθείς να μου πεις;» Συνειδητοποίησε πως είχε κουρδιστεί από μόνος του, κι ότι είχε πει περισσότερα απ’ όσα σκόπευε. «Μόνο ότι η απομάκρυνσή μου απ’ την υπόθεση σ’ αυτή τη φάση δεν θα είχε κανέναν θετικό αντίκτυπο». Η Μάντλιν προσπαθούσε ολοφάνερα να κρατήσει την ψυχραιμία της. «Γιατί βρίσκεσαι ήδη στο ραντάρ του;» «Πιθανόν». Η φωνή της άρχισε να τρεμουλιάζει. «Έχει να κάνει μ’ αυτή την ελεεινή εκπομπή, Όταν το έγκλημα διχάζει, που σε συνδέει με τον Χάρντγουικ, όπως ο ίδιος ο Μπίντσερ ανακοίνωσε δημόσια. Αυτός ο βλάκας ο Μπράιαν Μπορκ φταίει. Πρέπει να τα μπαλώσει. Πρέπει να πει στον αέρα ότι δεν ασχολείσαι πια με την υπόθεση. Τέλος». «Δεν είμαι βέβαιος ότι κάτι τέτοιο θα άλλαζε τα πράγματα στην παρούσα φάση». «Τι μου λες, δηλαδή; Ότι κατάφερες να βρεθείς –για μια ακόμα φορά– στο στόχαστρο κάποιου φρενοβλαβή δολοφόνου; Ότι δεν μπορούμε να κάνουμε πλέον τίποτα παρά να περιμένουμε κάποια φρικιαστική αντιπαράθεση;» «Αυτό ακριβώς προσπαθώ να αποφύγω – βρίσκοντάς τον πριν με βρει αυτός». «Πώς;» «Ανακαλύπτοντας όσο το δυνατόν περισσότερα γι’ αυτόν. Ώστε να μπορώ να προβλέψω τις κινήσεις του καλύτερα απ’ ό,τι αυτός τις δικές μου». «Αυτό είναι το μοτίβο, έτσι; Εσύ κι αυτός». «Τι πράγμα;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

337

«Εσύ κι αυτός. Ένας εναντίον ενός. Η ίδια αναμέτρηση ζωής ή θανάτου στην οποία μπλέκεις κάθε φορά. Γι’ αυτό ήθελα να δεις τον Μάλκολμ». Ο Γκάρνεϊ ένιωθε μουδιασμένος. «Δεν είναι το ίδιο αυτή τη φορά. Δεν είμαι μόνος μου. Έχω ανθρώπους στο πλευρό μου». «Ναι, ε; Ποιον; Τον Τζακ Χάρντγουικ, που σε έσυρε σ’ αυτό το χάλι; Την αστυνομία, το έργο της οποίας υπονομεύει η έρευνά σας; Αυτοί είναι οι φίλοι και οι σύμμαχοί σου;» Η Μάντλιν κούνησε το κεφάλι με έναν τρόπο που έμοιαζε σαν να τη διαπερνούσε ρίγος, κι έπειτα συνέχισε. «Ακόμα κι αν ο κόσμος όλος ήταν διατεθειμένος να σε βοηθήσει, και πάλι δεν θα είχε σημασία. Θα ήταν όπως πάντα: απ’ τη μια εσύ, κι απ’ την άλλη ο δολοφόνος. Εκεί καταλήγεις πάντα. Σαν φινάλε παλιού γουέστερν». Ο Γκάρνεϊ δεν μίλησε. Η Μάντλιν έγειρε στην καρέκλα της, παρατηρώντας τον. Σταδιακά, ένα ύφος συνειδητοποίησης άλλαξε την έκφρασή της. «Μόλις κατάλαβα κάτι». «Τι;» «Ποτέ δεν δούλευες για την αστυνομία, έτσι δεν είναι; Ποτέ δεν θεωρούσες τον εαυτό σου υπάλληλό τους, εργαλείο του Σώματος. Έβλεπες το Σώμα ως δικό σου εργαλείο – κάτι που μπορούσες να χρησιμοποιείς με τους δικούς σου όρους, εάν και όποτε το ήθελες, για να πετύχεις τους δικούς σου στόχους». «Οι στόχοι μου ήταν πάντοτε ίδιοι με τους δικούς τους. Να πιάνουμε τους κακούς. Να βρίσκουμε αποδεικτικά στοιχεία. Και να τους μαντρώνουμε». Η Μάντλιν συνέχισε σαν να μην τον είχε ακούσει. «Για σένα, η αστυνομία ήταν στην πραγματικότητα ενισχύσεις. Η αληθινή αναμέτρηση ήταν πάντα ανάμεσα σε σένα και τον κακό της υπόθεσης. Εσύ κι ο κακός στο δρόμο προς το μεγάλο φινάλε. Καμιά φορά εκμεταλλευόσουν τις δυνατότητες του Σώματος, κι άλλοτε πάλι όχι. Αλλά πάντα το έβλεπες ως δική σου μάχη, δική σου απόφαση». Ο Γκάρνεϊ άκουγε τι του έλεγε. Μπορεί και να είχε δίκιο. Μπορεί η προσέγγισή του στα πράγματα να ήταν πολύ περιορισμένης οπτικής, πολύ προσωπική. Κι αυτό μπορεί να ήταν σοβαρό

338

JOHN VERDON

πρόβλημα, μπορεί και όχι. Ίσως να ήταν απλώς το φυσιολογικό εξαγόμενο της βιοχημείας του εγκεφάλου του, κάτι που δεν θα μπορούσε ποτέ να ελέγξει. Μα ό,τι κι αν ήταν, δεν είχε καμία διάθεση να το συζητήσει. Ξαφνικά, το όλο θέμα τού φάνηκε εξοντωτικό. Δεν ήταν σίγουρος ποια έπρεπε να είναι η επόμενη κίνησή του. Αλλά έπρεπε κάτι να κάνει. Ακόμα κι αν δεν οδηγούσε πουθενά. Αποφάσισε να τηλεφωνήσει στον Αντώνη Αγγελίδη.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

339

Κεφάλαιο 41 Το δίδαγμα της ιστορίας Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΓΚΑΡΝΕΪ στον αριθμό κινητού που του είχε δώσει ο Αγγελίδης απαντήθηκε αμέσως απ’ τον ίδιο τον Έλληνα. Η σύντομη περιγραφή μιας ταχέως εξελισσόμενης κατάστασης που μπορούσε να ενδιαφέρει και τους δυο τους είχε ως αποτέλεσμα τη συναίνεσή του να βρεθούν στο ελληνικό εστιατόριο Αιγαίου Οδύσσεια σε δύο ώρες. Καθώς δεν ήθελε να φύγει προτού βεβαιωθεί ότι η Μάντλιν ήταν έτοιμη να πάει στη φάρμα των Ουίνκλερ στο Μπακ Ριτζ, χάρηκε όταν τη βρήκε στην κρεβατοκάμαρα, να γεμίζει ένα μεγάλο νάιλον σακ βουαγιάζ. Του μίλησε καθώς παράχωνε ένα ζευγάρι κάλτσες σε ένα αθλητικό παπούτσι. «Οι κότες έχουν αρκετή τροφή και νερό, κι έτσι δεν χρειάζεται να ασχοληθείς. Όμως μήπως θα μπορούσες να τους πηγαίνεις μερικές ψιλοκομμένες φράουλες το πρωί;» «Και βέβαια», είπε με τόνο αόριστο, μετά βίας προσέχοντας το αίτημά της. Είχε μπερδεμένα συναισθήματα για την όλη ανάμειξή της στο πανηγύρι για λογαριασμό των Ουίνκλερ. Την έβρισκε ταυτόχρονα εκνευριστική και καλότυχη. Εκνευριστική γιατί ποτέ δεν είχε συμπαθήσει ιδιαίτερα τους Ουίνκλερ, και τους συμπαθούσε ακόμα λιγότερο τώρα, για το ότι είχαν πείσει τη Μάντλιν να περάσει μια βδομάδα ως απλήρωτη εκτροφέας αλπακά προκειμένου να τους διευκολύνει. Αλλά όφειλε να ομολογήσει πως ήταν επίσης μεγάλη καλοτυχία, καθώς θα παρείχε έναν ασφαλή τόπο διαμονής στη Μάντλιν τη

340

JOHN VERDON

στιγμή που τον χρειαζόταν περισσότερο. Και φυσικά, η δουλειά με τα ζώα ήταν κάτι που θα απολάμβανε. Τελικά, της άρεσε να βοηθάει, ιδίως όταν είχε να κάνει με φτερωτά ή μαλλιαρά πλάσματα. Χαμένος μέσα σε όλους αυτούς τους συλλογισμούς, διαπίστωσε ότι η Μάντλιν τον παρατηρούσε με μια απ’ τις πιο πράες κι ανεξιχνίαστες εκφράσεις της. Με κάποιον τρόπο τον ηρέμησε και τον έκανε να χαμογελάσει. «Σ’ αγαπώ πολύ», του είπε. «Και να προσέχεις, σε παρακαλώ». Άπλωσε τα χέρια της κι αγκαλιάστηκαν – σφιχτά και για τόση ώρα, που δεν απόμενε θαρρείς τίποτα να ειπωθεί με λόγια. Όταν έφτασε στο Λονγκ Φολς, στο οικοδομικό τετράγωνο όπου βρισκόταν το εστιατόριο, το μαγαζί ήταν έρημο. Μπαίνοντας είδε μόνο έναν υπάλληλο, έναν μυώδη σερβιτόρο με ανέκφραστο βλέμμα. Πελάτης, κανένας. Ούτε καν στο σκοτεινό μπαρ. Βέβαια ήταν ούτε δέκα και μισή, και ήταν μάλλον απίθανο το Αιγαίου Οδύσσεια να σέρβιρε πρωινό. Σκέφτηκε ότι το μαγαζί μπορεί να ήταν ανοιχτό εκείνο το πρωί μόνο και μόνο για να διευκολυνθεί ο Αγγελίδης. Ο σερβιτόρος οδήγησε τον Γκάρνεϊ κατά μήκος του μπαρ μέχρι έναν μισοφωτισμένο διάδρομο, προσπερνώντας δύο τουαλέτες και δύο πόρτες χωρίς επιγραφές, ώσπου έφτασαν σε μια βαριά, ατσάλινη θύρα εξόδου. Την έσπρωξε δυνατά με τον ώμο, και η πόρτα άνοιξε με ένα μεταλλικό στρίγκλισμα. Έπειτα έκανε στο πλάι και με μια χειρονομία έδειξε στον Γκάρνεϊ έναν πολύχρωμο, περίκλειστο κήπο. Ο κήπος είχε το ίδιο φάρδος με το κτίριο, γύρω στα δεκαπέντε μέτρα, και τουλάχιστον το διπλάσιο μήκος. Το μόνο κενό στον κόκκινο τούβλινο τοίχο που τον περιέβαλλε ήταν δύο μεγάλες πόρτες στην άλλη άκρη. Ήταν ορθάνοιχτες, πλαισιώνοντας τη θέα στο ποτάμι, το μονοπάτι των τζόγκερ και το γαλήνιο, κουρεμένο γκαζόν του Γουίλοου Ρεστ. Η θέα απ’ αυτό το σημείο ήταν παρόμοια με τη θέα απ’ το διαμέρισμα του πυροβολισμού τρία τετράγωνα πιο κάτω. Μόνο η οπτική γωνία διέφερε. Ο κήπος ήταν ένας όμορφος συνδυασμός από χορταριασμένα πλινθόστρωτα και παρτέρια που τα περιέβαλλαν ποώδη φυτά. Ο σερβιτόρος του έδειξε μια σκιερή γωνία, όπου βρισκόταν ένα μικρό λευκό τραπεζάκι με δύο μαντεμένιες καρέκλες. Ο Αντώνης Αγγελίδης καθόταν στη μία.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

341

Όταν ο Γκάρνεϊ πλησίασε, ο Αγγελίδης έγνεψε προς την άδεια καρέκλα. «Παρακαλώ». Ένας δεύτερος σερβιτόρος εμφανίστηκε απ’ το πουθενά κι ακούμπησε ένα δίσκο στο κέντρο του τραπεζιού. Είχε δύο φλιτζανάκια μαύρο καφέ, δύο ποτήρια για σφηνάκια κι ένα μισογεμάτο μπουκάλι ούζο, το παραδοσιακό ελληνικό ποτό με γλυκάνισο. «Τον πίνεις δυνατό τον καφέ;» Η φωνή του Αγγελίδη ήταν μπάσα και τραχιά – σαν το γουργουρητό μεγαλόσωμου γάτου. «Ναι». «Μπορεί να σου αρέσει μαζί με ούζο. Πιο ωραίος απ’ ό,τι με ζάχαρη». «Θα δοκιμάσω αν είναι». «Ήταν καλή η διαδρομή;» «Μια χαρά». Ο Αγγελίδης έγνεψε καταφατικά. «Ωραία μέρα σήμερα». «Ο κήπος είναι πανέμορφος». «Ναι. Έχει φρέσκο σκόρδο. Δυόσμο. Ρίγανη. Όλα υπέροχα». Ο Αγγελίδης μετατοπίστηκε ελαφρά στο κάθισμά του. «Πώς μπορώ να βοηθήσω;» Ο Γκάρνεϊ τράβηξε το φλιτζανάκι του καφέ προς το μέρος του και τον ρούφηξε σκεφτικός. Στη διαδρομή απ’ το Γουόλνατ Κρόσινγκ είχε σκαρφιστεί μια εισαγωγή που τώρα, όπως καθόταν απέναντι απ’ αυτό τον τύπο που μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας απ’ τους ευφυέστερους μαφιόζους στην Αμερική, του φάνηκε μάλλον χωρίς έμπνευση. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισε να τη ρίξει στο τραπέζι. Καμιά φορά δεν σου απομένει παρά το τελευταίο χαρτί. «Έχω μερικές πληροφορίες που μπορεί να σε ενδιαφέρουν». Το βλέμμα του Αγγελίδη μαρτυρούσε μια αμυδρή περιέργεια. «Πρόκειται μόνο για φήμες, φυσικά», εξακολούθησε ο Γκάρνεϊ. «Φυσικά». «Έχει να κάνει με την ομάδα δίωξης οργανωμένου εγκλήματος». «Σκατιάρηδες. Άνθρωποι χωρίς αρχές». «Αυτό που έμαθα», είπε ο Γκάρνεϊ, ρουφώντας άλλη μια γουλιά απ’ τον καφέ του, «είναι ότι προσπαθούν να σου φορτώσουν τη δολοφονία του Σπόλτερ».

342

JOHN VERDON

«Του Καρλ; Βλέπεις τι λέω; Μια σβουνιά κουράδες! Γιατί να θέλω να σκοτώσω τον Καρλ; Αφού σου είπα και τις προάλλες, σαν γιο μου τον είχα. Γιατί να κάνω τέτοιο πράγμα; Σιχάματα!» Τα μεγάλα σαν του μποξέρ χέρια του Αγγελίδη είχαν σφιχτεί σε γροθιές. «Σύμφωνα με τις εικασίες τους, εσύ κι ο Καρλ τα τσουγκρίσατε…» «Μαλακίες!» «Όπως σου είπα, σύμφωνα με τις εικασίες τους…» «Το σκατά σημαίνει εικασίες;» «Η υπόθεση, το σενάριο που φτιάχνουν». «Και βέβαια το φτιάχνουν. Όλα φτιαχτά. Σκατιάρηδες!» «Το σενάριο αυτό λέει ότι εσύ κι ο Καρλ μαλώσατε, ότι κανόνισες τη δολοφονία του μέσω του χοντρο-Γκας, κι έπειτα σε έπιασε άγχος κι αποφάσισες να καλύψεις τα ίχνη σου σκοτώνοντας τον Γκας – μπορεί και με τα ίδια σου τα χέρια». «Εγώ; Νομίζουν ότι έμπηξα τα καρφιά στο κεφάλι του;» «Σου λέω απλώς αυτά που άκουσα». Ο Αγγελίδης τεντώθηκε στην καρέκλα του, κι ένα ύφος πανουργίας διαδέχτηκε την οργή στα μάτια του. «Από που τα έμαθες αυτά;» «Το ότι σκοπεύουν να σου φορτώσουν το φόνο;» «Ναι. Η διεύθυνση της ομάδας δίωξης τα λέει;» Κάτι στον τόνο του, έδωσε στον Γκάρνεϊ την ιδέα ότι ο Αγγελίδης μπορεί να είχε κάποια επαφή στην ομάδα δίωξης. Κάποιον που θα είχε γνώση των κινήσεών τους. «Απ’ ό,τι μου είπαν, όχι. Έχω την αίσθηση ότι η στροφή εναντίον σου είναι λίγο πλάγια. Ανεπίσημη. Κάνας-δυο τύποι που δεν σε χωνεύουν. Σου λέει τίποτα αυτό;» Ο Αγγελίδης δεν απάντησε. Οι μύες της σιαγόνας του σφίχτηκαν. Έμεινε σιωπηλός για ένα ολόκληρο λεπτό, κι όταν μίλησε, η φωνή του ήταν ανέκφραστη. «Ήρθες απ’ το Γουόλνατ Κρόσινγκ μόνο και μόνο για να μου μεταφέρεις αυτό;» «Και κάτι ακόμα. Έμαθα ποιος είναι ο εκτελεστής». Ο Αγγελίδης δεν σάλεψε. Ο Γκάρνεϊ τον παρατηρούσε προσεκτικά. «Ο Πέτρος Πανίκος».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

343

Κάτι άλλαξε στο βλέμμα του Αγγελίδη. Αν έπρεπε να μαντέψει, ο Γκάρνεϊ θα έλεγε ότι ο τύπος προσπαθούσε να κρύψει μια σουβλιά φόβου. «Πού το ξέρεις;» Ο Γκάρνεϊ κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε. «Καλύτερα να μη σου πω». Για πρώτη φορά απ’ τη στιγμή που ήρθε, ο Αγγελίδης κοίταξε τριγύρω, τον κήπο με τον τούβλινο τοίχο, και το βλέμμα του στάθηκε στις ανοιχτές πόρτες που έβλεπαν στο ποτάμι και το κοιμητήριο. «Γιατί μου τα μεταφέρεις όλα αυτά;» «Έλεγα μήπως ήθελες να βοηθήσεις». «Να βοηθήσω σε τι;» «Θέλω να βρω τον Πανίκο. Θέλω να τον συλλάβω. Προκειμένου να κάνει κάποια συμφωνία με τον εισαγγελέα, μπορεί να μας πει ποιος πλήρωσε για την εκτέλεση του Σπόλτερ. Και καθώς αυτός δεν ήσουν εσύ, η ομάδα δίωξης να πάει να πηδηχτεί. Πώς σου φαίνεται;» Ο Αγγελίδης ακούμπησε τους χοντρούς του πήχεις στο τραπέζι κι έγνεψε αρνητικά. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» «Υπάρχει». Ο Αγγελίδης έβγαλε ένα κοφτό, ψυχρό γέλιο. «Το σχέδιό σου να τον συλλάβεις. Αυτό δεν παίζει. Άκουσέ με. Δεν παίζει. Δεν έχεις ιδέα με ποιον έχεις μπλέξει». Και πάλι ο Γκάρνεϊ ανασήκωσε τους ώμους, στρέφοντας τις παλάμες του προς τα πάνω. «Ίσως πρέπει να μάθω μερικά ακόμα πράγματα γι’ αυτόν». «Μερικά; Πολλά, πες καλύτερα». «Πες μου τι δεν ξέρω». «Δηλαδή;» «Για παράδειγμα, ποιον τρόπο εκτέλεσης χρησιμοποιεί ο Πανίκος;» «Πιστόλι. Συνήθως μια σφαίρα στο κεφάλι. Κατά κύριο λόγο στο δεξί μάτι. Ή με εκρηκτικά». «Και οι αναθέσεις; Πώς κανονίζονται;» «Με ενδιάμεσο». «Έναν τύπο σαν τον χοντρο-Γκας;»

344

JOHN VERDON

«Σαν τον χοντρο-Γκας, ναι. Αλλά για τον Πανίκο, μόνο πρώτης γραμμής. Υπάρχουν ελάχιστοι στον κόσμο με τους οποίους συνεργάζεται. Αυτοί αναλαμβάνουν τη συναλλαγή, καταθέτοντας την αμοιβή». «Τις οδηγίες τις δίνουν αυτοί;» «Οδηγίες;» Ο Αγγελίδης γέλασε βραχνά. «Μόνο όνομα, προθεσμία και ποσό. Όλα τα άλλα εξαρτώνται απ’ αυτόν». «Δεν καταλαβαίνω». «Ας πούμε ότι θες να βγάλεις απ’ τη μέση κάποιον. Θεωρητικά, για παράδειγμα. Πληρώνεις την τιμή του Πίτερ Παν. Ο στόχος εκτελείται. Τέλος. Το πώς εκτελείται είναι δουλειά του Πίτερ. Δεν παίρνει οδηγίες». «Για να καταλάβω. Τα καρφιά στο κεφάλι του χοντρο- Γκας δεν ήταν μέρος της συμφωνίας;» Το σημείο αυτό φάνηκε να εξάπτει το ενδιαφέρον του Αγγελίδη. «Όχι... αυτό με τίποτα δεν ήταν μέρος της συμφωνίας. Εφόσον ο εκτελεστής ήταν ο Πίτερ». «Άρα θα ήταν δική του πρωτοβουλία, όχι εντολή του πελάτη;» «Σου λέω, ο τύπος δεν δέχεται εντολές – μόνο ονόματα και μετρητά». «Άρα αυτά τα αρρωστημένα που έκανε στον Γκας – ήταν δική του ιδέα;» «Ακούς τι σου λέω; Ο τύπος δεν παίρνει διαταγές». «Και γιατί να κάνει τέτοιο πράγμα;» «Δεν έχω καμία γαμημένη ιδέα. Αυτό είναι το θέμα. Ξέροντας τον Πανίκο και τον Γκουρίκο, δεν βγάζει νόημα». «Δεν βγάζει νόημα ότι ο Πανίκος μπορεί να ανησυχούσε μήπως ο Γκουρίκος γνώριζε κάτι ενοχοποιητικό; Ή ότι μπορεί να μιλούσε; Ή ότι μπορεί να είχε ήδη μιλήσει;» «Πρέπει να καταλάβεις κάτι. Ο Γκας έκανε φυλακή – πολλά χρόνια. Δώδεκα χρόνια σ’ αυτό το κολαστήριο τις φυλακές Άττικα, ενώ θα μπορούσε να είχε βγει σε δύο χρονάκια. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μαρτυρήσει ένα όνομα. Αλλά δεν μίλησε. Κι ο τύπος δεν θα μπορούσε να τον αγγίξει. Δεν θα υπήρχε κίνδυνος για αντίποινα. Δεν το έκανε, λοιπόν, από φόβο. Ξέρεις γιατί το έκανε;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

345

Ο Γκάρνεϊ είχε ακούσει παρόμοιες ιστορίες στο παρελθόν, και ήξερε την ατάκα. «Για λόγους αρχών;» «Ναι, ρε πούστη μου, για λόγους αρχών! Μιλάμε για αρχίδια ατσάλινα!» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Κι αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι… τι του ’ρθε του Πανίκου κι έκανε τέτοιο πράγμα; Τίποτε απ’ αυτά δεν κολλάει». «Αφού σου είπα, δεν βγάζει γαμονόημα. Ο Γκας ήταν σαν την Ελβετία. Μούγκα σε κανέναν. Δεν θα κατέδιδε άνθρωπο ποτέ. Κι αυτό ήταν γνωστό στην πιάτσα, και γι’ αυτό τον σέβονταν. Αυτό ήταν το μυστικό της επιτυχίας του. Ότι είχε αρχές». «Σύμφωνοι. Ο Γκας ήταν τάφος. Ο Πανίκος, όμως; Αυτός τι καπνό φουμάρει;» «Ο Πίτερ; Ο Πίτερ είναι... ειδική περίπτωση. Αναλαμβάνει μονάχα δουλειές που μοιάζουν ανέφικτες. Έχει μεγάλη αποφασιστικότητα. Και υψηλό βαθμό επιτυχίας». «Ωστόσο...» «Ωστόσο, τι;» «Λίγο επιφυλακτικό σε ακούω». «Επιφυλακτικό;» Ο Αγγελίδης έκανε μια παύση προτού συνεχίσει με φανερή προσοχή. «Ο Πίτερ... τον προσλαμβάνεις μόνο... μόνο σε πολύ δύσκολες καταστάσεις». «Γιατί;» «Γιατί μαζί με το ταλέντο του... υπάρχουν και ρίσκα». «Όπως…;» Ο Αγγελίδης έκανε μια γκριμάτσα σαν να του ανέβαινε στο στόμα η ξινίλα από το χθεσινό ούζο. «Η ΚαΓκεΜπέ παλιά δολοφονούσε κόσμο βάζοντας ραδιενεργό δηλητήριο στο φαΐ τους. Τρομερά αποτελεσματικό. Αλλά πρέπει να είσαι πολύ, πάρα πολύ προσεκτικός μ’ αυτές τις μαλακίες. Κι ο Πίτερ έτσι είναι». «Τόσο τρομακτικός είναι αυτός ο Πανίκος;» «Έτσι και σε βάλει στο μάτι, μπορεί να είναι πρόβλημα». Ο Γκάρνεϊ το συλλογίστηκε. Η σκέψη ότι το να σε βάλει στο μάτι ένας αποφασισμένος, ψυχοπαθής δολοφόνος μπορεί να ήταν πρόβλημα τον έκανε να θέλει να γελάσει μεγαλόφωνα. «Έχεις ακουστά ότι του άρεσε να βάζει φωτιές;»

346

JOHN VERDON

«Κάτι έχει πάρει το αυτί μου. Είναι μέρος του πακέτου. Κάτι που νομίζω ότι δεν καταλαβαίνεις». «Έχω αντιμετωπίσει κι άλλες δυσκολίες στο παρελθόν». «Δυσκολίες; Πολύ αστείο. Να σου πω μια ιστορία για τον Πίτερ – για να ξέρεις τι θα πει δυσκολία». Ο Αγγελίδης έγειρε προς το μέρος του, απλώνοντας τις παλάμες του στο τραπέζι. «Ήταν δύο πόλεις, όχι πολύ μακριά η μία απ’ την άλλη. Η κάθε πόλη είχε τον σκληρό της. Αυτό δημιουργούσε προβλήματα – κυρίως, στο ποιος είχε δικαιώματα στα νταραβέρια ανάμεσα στις δύο πόλεις. Καθώς οι πόλεις μεγάλωναν και πλησίαζαν, μεγάλωνε και το πρόβλημα. Έγιναν πολλές μαλακίες. Το πρόβλημα κλιμακώθηκε». Πρόφερε τη λέξη με προσοχή. «Κλιμακώθηκε και απ’ τη μια και απ’ την άλλη. Στο τέλος, δεν υπήρχε περίπτωση να επικρατήσει ειρήνη. Δεν υπήρχε περίπτωση να συμφωνήσουν. Τότε ο ένας απ’ τους δύο σκληρούς αποφασίζει ότι ο άλλος πρέπει να βγει απ’ τη μέση. Αποφασίζει να προσλάβει τον Πίτερ για να το κανονίσει. Ο Πίτερ εκείνο τον καιρό μόλις είχε βγει στην πιάτσα». «Την πιάτσα των εκτελεστών;» ρώτησε άτονα ο Γκάρνεϊ. «Ναι. Το επάγγελμά του. Τέλος πάντων, κάνει τη δουλειά. Γρήγορα, παστρικά, χωρίς προβλήματα. Κι έπειτα εμφανίζεται στο μαγαζί του άλλου για να πληρωθεί. Του τύπου που για λογαριασμό του είχε κάνει τη δουλειά. Κι ο λεγάμενος του λέει ότι πρέπει να περιμένει – δεν έχει ρευστό. Ο Πίτερ λέει Όχι, τώρα θα με πληρώσεις. Ο τύπος λέει Όχι, πρέπει να περιμένεις. Ο Πίτερ λέει ότι δεν του αρέσει καθόλου όλο αυτό. Κι ο άλλος βάζει τα γέλια. Τότε ο Πίτερ βγάζει το πιστόλι και τον καθαρίζει. Μπαμ και κάτω. Έτσι απλά». Ο Γκάρνεϊ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είναι έξυπνο να προσπαθείς να ρίξεις επαγγελματία εκτελεστή». Το στόμα του Αγγελίδη τρεμούλιασε σε κάτι που μπορεί και να ήταν φευγαλέο χαμόγελο. «Καθόλου έξυπνο. Όντως. Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εκεί. Ο Πίτερ πάει στο σπίτι του τύπου και σκοτώνει τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του. Έπειτα βγαίνει γύρα στην πόλη, σκοτώνει τον αδελφό του τύπου και πέντε ξαδέρφια του, τις γυναίκες τους, όλη την οικογένεια. Είκοσι ένα άτομα. Με είκοσι μία σφαίρες στο κεφάλι». «Τρομακτική αντίδραση».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

347

Το στόμα του Αγγελίδη άνοιξε, αφήνοντας να φανεί μια σειρά γυαλιστερά δόντια-θήκες. Έπειτα έβγαλε ένα εκρηκτικό γρύλισμα που ο Γκάρνεϊ θεώρησε το πιο απόκοσμο γέλιο που είχε ακούσει ποτέ. «Τρομακτική δεν θα πει τίποτα. Πλάκα έχεις, Γκάρνεϊ. Τρομακτική αντίδραση. Πρέπει να το συγκρατήσω αυτό». «Φαίνεται πολύ επισφαλές, ωστόσο – από επιχειρηματική άποψη». «Τι πάει να πει επισφαλές;» «Εγώ θα περίμενα, μετά απ’ αυτό –μετά το φόνο είκοσι ενός ατόμων εξαιτίας μιας αργοπορημένης πληρωμής– ότι οι δυνητικοί πελάτες μπορεί να φοβούνταν τα πάρε-δώσε μαζί του. Μπορεί να ήθελαν κάποιον λιγότερο... εύθικτο». «Εύθικτο; Ρε συ, Γκάρνεϊ, πολύ πλάκα έχεις. Άκου εύθικτο! Αυτό που δεν καταλαβαίνεις είναι ότι ο Πίτερ έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Ο Πίτερ είναι μοναδικός». «Από ποια άποψη;» «Ο Πίτερ αναλαμβάνει αυτά που δεν γίνονται. Δουλειές που οι άλλοι σου λένε ότι δεν γίνονται – πολύ ριψοκίνδυνες, ο στόχος πολύ καλά προστατευμένος, τέτοια σκατολοΐδια. Κι εκεί μπαίνει ο Πίτερ. Σαν να θέλει να αποδείξει πως είναι ο καλύτερος απ’ όλους. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; Ο Πίτερ είναι μοναδικό όπλο. Πρόθυμος, αποφασιστικός. Εννιά στις δέκα, την καταφέρνει τη δουλειά. Μόνο που... υπάρχει πάντα η πιθανότητα για παράπλευρο μακελειό». Ο Γκάρνεϊ κόντεψε να βάλει τα γέλια με το γλωσσικό ατόπημα 10 του Αγγελίδη . Αντί γι’ αυτό, τον ρώτησε συνοφρυωμένος και σοβαρός: «Θα μπορούσες να μου δώσεις ένα παράδειγμα;» «Παράδειγμα; Όπως τότε που τον προσέλαβαν να καθαρίσει έναν τύπο σε ένα απ’ αυτά τα ταχύπλοα φέρι που πάνε στα ελληνικά νησιά, αλλά δεν ήξερε πώς έμοιαζε ο τύπος, μόνο ότι θα ήταν στο συγκεκριμένο σκάφος τη συγκεκριμένη ώρα. Τι έκανε, λοιπόν; Το ανατίναξε το γαμίδι μια κι έξω, και σκότωσε ίσαμε εκατό άτομα. Παράπλευρο μακελειό. Αλλά θα σου πω και κάτι άλλο. Δεν είναι μόνο το παράπλευρο μακελειό – το θέμα είναι πως, απ’ ό,τι λένε, το απολαμβάνει. Φωτιές, εκρήξεις... Όσο πιο μεγάλη η ζημιά τόσο το καλύτερο».

348

JOHN VERDON

Αυτό έκανε τον Γκάρνεϊ να αναρωτιέται για διάφορα πράγματα. Αλλά επέστρεφε συνεχώς στο κομβικό ερώτημα: Τι ακριβώς ήταν αυτό που έκανε τον Πανίκο να φαίνεται η σωστή επιλογή για τη δολοφονία του Σπόλτερ; Τι ήταν αυτό που έκανε την εκτέλεση να μοιάζει ανέφικτη; Ο Αγγελίδης διέκοψε τον ειρμό του. «Έι, κόντεψα να το ξεχάσω. Έχω και κάτι ακόμα να σου πω – σχετικά με το περιστατικό που σου περιέγραψα και που όσοι ήταν εκεί ακόμα γι’ αυτό μιλάνε. Αυτό που τους σόκαρε πιο πολύ. Είσαι έτοιμος;» Δεν επρόκειτο όντως για ερώτηση. «Όταν ο μικρούλης ο Πίτερ τριγύριζε στην πόλη και καθάριζε όλη τη φαμίλια από προσώπου γης, μάντεψε τι έκανε». Σταμάτησε για λίγο, με τα μάτια του να λάμπουν από ανυπόκριτο ενθουσιασμό. «Μάντεψε». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε αρνητικά. «Δεν ξέρω». «Δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς δεν θα το έβρισκες». Έγειρε λίγο ακόμα προς το μέρος του. «Ο τύπος τραγουδούσε». Πριν φύγει απ’ τον κήπο του εστιατορίου, ο Γκάρνεϊ κοίταξε πάλι απ’ τις ανοιχτές πόρτες στον πίσω τοίχο. Μπορούσε να διακρίνει εύκολα τον οικογενειακό τάφο των Σπόλτερ – ολόκληρο, χωρίς φανοστάτες να του κόβουν τη θέα. Άκουσε τα δάχτυλα του Αγγελίδη να χτυπούν ανυπόμονα στο τραπέζι. Ο Γκάρνεϊ γύρισε προς το μέρος του. «Τον σκέφτεσαι ποτέ τον Καρλ όταν κοιτάζεις το Γουίλοου Ρεστ εκεί έξω;» ρώτησε. «Φυσικά. Φυσικά και τον σκέφτομαι». Παρατηρώντας τα δάχτυλά του να κροταλίζουν στη μεταλλική επιφάνεια, ο Γκάρνεϊ έκανε κι άλλη ερώτηση: «Το ότι ο Πανίκος ήταν ο εκτελεστής, σου λέει τίποτα γι’ αυτόν που τον πλήρωσε;» «Φυσικά». Τα δάχτυλα σταμάτησαν να χτυπούν. «Μου λέει πως ήξερε την πιάτσα. Δεν παίρνεις τον τηλεφωνικό κατάλογο, ψάχνεις το Πανίκος και λες Έι, έχω μια δουλειά για σένα. Δεν πάει έτσι». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Ελάχιστοι άνθρωποι θα ήξεραν πώς να επικοινωνήσουν μαζί του», είπε, με τόνο σαν να μονολογούσε.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

349

«Ο Πίτερ δέχεται αναθέσεις με τη μεσολάβηση το πολύ πέντε-έξι ανθρώπων στον κόσμο. Πρέπει να είσαι βαθιά χωμένος για να ξέρεις ποιοι είναι αυτοί οι πέντε-έξι». Ο Γκάρνεϊ άφησε μια σιωπή να τους τυλίξει προτού ρωτήσει: «Θα έλεγες ότι η Κέι Σπόλτερ ήταν τόσο καλά χωμένη;» Ο Αγγελίδης τον κοίταξε στα μάτια. Φάνηκε να βρίσκει την ερώτηση απρόσμενη, αλλά αντί για απάντηση περιορίστηκε να ανασηκώσει τους ώμους. Γυρίζοντας να φύγει, ο Γκάρνεϊ είχε μια τελευταία ερώτηση. «Τι τραγουδούσε;» Ο Αγγελίδης πήρε μια έκφραση σαστιμάρας. «Ο Πανίκος. Όταν σκότωνε τον κόσμο». «Α, ναι. Ένα παιδικό τραγούδι. Ποιηματάκι». «Θυμάσαι ποιο ακριβώς;» «Πού να ξέρω; Κάτι για ρόδα, λουλούδια, μια τέτοια μαλακία». «Τραγουδούσε ένα παιδικό τραγούδι για λουλούδια; Την ώρα που γύριζε στην πόλη και πυροβολούσε κόσμο στο κεφάλι;» «Ακριβώς. Χαμογελώντας αγγελικά και λέγοντας το τραγουδάκι του με μια ψιλή κοριτσίστικη φωνή. Όσοι τον άκουσαν, δεν τον ξέχασαν ποτέ». Ο Αγγελίδης έκανε μια παύση. «Αυτό που πρέπει να ξέρεις για τον Πίτερ –το πιο σημαντικό απ’ όλα– θα σου πω τι είναι. Έχει δύο όψεις ανθρώπου. Ο ένας είναι ακριβής, προσεκτικός, που τα κάνει όλα μεθοδικά. Ο άλλος είναι τρελός για δέσιμο». 10. Με τη χρησιμοποίηση της λέξης carnage (μακελειό) αντί damage (απώλειες). [ΣτΜ]

350

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 42 Το κομμένο κεφάλι Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ βενζινάδικο που βρήκε στο δρόμο προς το Γουόλνατ Κρόσινγκ – για βενζίνη, καφέ (αφού με το ζόρι είχε αγγίξει το φλιτζανάκι του στο εστιατόριο) και για να στείλει ένα ακόμα μέιλ στον Τζόνα Σπόλτερ. Αποφάσισε να δώσει προτεραιότητα σ’ αυτό το τελευταίο πριν απ’ όλα. Τσέκαρε τις λέξεις και τον τόνο που είχε χρησιμοποιήσει στο προηγούμενο μήνυμα, κι έκανε επίτηδες αυτό πιο τραχύ, ξεκάθαρα ανησυχητικό, λιγότερο σαφές και με ένα επιτακτικό αίσθημα επείγοντος – πιο πολύ σαν βεβιασμένο γραπτό μήνυμα παρά σαν μέιλ. Ολοένα και περισσότερα νέα δεδομένα, εμφανής διαφθορά. Ανατροπή της καταδίκης και επικείμενη επιθετική έρευνα. Οι οικογενειακές σχέσεις το κλειδί; Είναι άραγε τόσο απλό όσο το Ακολούθησε το χρήμα; Πώς μπορούν τα προβληματικά οικονομικά του CyberCath να αναμειγνύονται στην έρευνα; Πρέπει να βρεθούμε ΑΜΕΣΩΣ για να συζητήσουμε ανοιχτά τα νέα στοιχεία. Το ξαναδιάβασε και δεύτερη φορά. Αν το τεταμένο ύφος και η αμφισημία του δεν προκαλούσαν κάποια αντίδραση από μέρους του Τζόνα, δεν είχε ιδέα τι άλλο μπορούσε να κάνει. Έπειτα μπήκε στο παρακμιακό μίνι μάρκετ για τον καφέ του κι ένα σκέτο κουλούρι, που αποδείχτηκε μπαγιάτικο και σκληρό σαν πέτρα. Όμως πεινούσε τόσο που το έφαγε. Ο καφές, ωστόσο, ήταν απρόσμενα φρέσκος, δίνοντάς του μια φευγαλέα αίσθηση ευεξίας.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

351

Ήταν έτοιμος να παρκάρει δίπλα στις αντλίες βενζίνης, όταν συνειδητοποίησε ότι ακόμα δεν είχε μιλήσει στον Χάρντγουικ για τη συνάντησή του με τον Κλέμπερ στο εμπορικό του Ρίβερσαϊντ, και για την κατοπινή άφιξη στο γραμματοκιβώτιό του του βίντεο απ’ την κάμερα ασφαλείας στο Λονγκ Φολς. Αποφάσισε να του τηλεφωνήσει αμέσως. Η κλήση του έβγαλε τηλεφωνητή, κι άφησε ένα μήνυμα. «Τζακ, πρέπει να σε ενημερώσω για τις εξελίξεις στο μέτωπο Κλέμπερ. Τα είπαμε λίγο για τις διάφορες πιθανές καταλήξεις της ιστορίας, ορισμένες λιγότερο οδυνηρές γι’ αυτόν από άλλες, και ως διά μαγείας, το εξαφανισμένο βίντεο εμφανίστηκε στο γραμματοκιβώτιό μου. Ο τύπος μπορεί να προσπαθεί να ελαττώσει τον αντίκτυπο της πτώσης του, και πρέπει να συζητήσουμε τι ενέχει αυτή. Επίσης, πρέπει να δεις το βίντεο. Δεν έχει προφανείς αντιφάσεις με τις καταθέσεις των μαρτύρων, σίγουρα όμως αξίζει τον κόπο. Πάρε με όσο γίνεται πιο σύντομα». Αυτό του θύμισε άλλο ένα επείγον θέμα που είχε παραμεληθεί – το να δει τα βίντεο απ’ τις άλλες τρεις κάμερες της τετρακάμερης διάταξης, ιδίως αυτά που είχαν την επιγραφή ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ και ΔΥΤΙΚΗ, καθώς θα είχαν καταγράψει άτομα που πλησίαζαν ή έβγαιναν απ’ την πολυκατοικία. Αναλογιζόμενος τη δυνητική ώθηση που ένα τέτοιο αποδεικτικό στοιχείο μπορεί να έδινε στην υπόθεση, ο Γκάρνεϊ ξεπέρασε κατά πολύ το ανώτατο όριο ταχύτητας στο δρόμο του γυρισμού. Προς μεγάλη του έκπληξη, που έγινε σαστιμάρα και κατέληξε σε ανησυχία, βρήκε το αμάξι της Μάντλιν παρκαρισμένο στο ίδιο σημείο όπου το είχε δει το πρωί, πριν φύγει για το Λονγκ Φολς, περιμένοντας ότι κι εκείνη θα έφευγε λίγο μετά για τη φάρμα των Ουίνκλερ. Μπαίνοντας στο σπίτι συνοφρυωμένος κι αγχωμένος, τη βρήκε στο νεροχύτη να πλένει πιάτα. «Ακόμα εδώ είσαι;» Ο τόνος του είχε μια αιχμή κατηγορίας, τον οποίο η Μάντλιν αγνόησε. «Μόλις έφυγες, πάνω που έμπαινα στο αμάξι, κατέφθασε η Μένα με το φορτηγάκι της». «Μένα;» «Απ’ τη γιόγκα; Θυμάσαι; Ήταν καλεσμένη τις προάλλες».

352

JOHN VERDON

«Α. Αυτή η Μένα». «Ναι, αυτή η Μένα – όχι κάποια απ’ τις δεκάδες άλλες Μένες που ξέρουμε». «Μάλιστα. Ήρθε, λοιπόν, με το φορτηγάκι της. Και τι ήθελε;» «Βασικά, είπε ότι τάχα ήθελε να μοιραστεί μαζί μας τον πλούτο του κήπου της. Ρίξε μια ματιά στο δωματιάκι του χολ – έχει κολοκυθάκια, σκόρδα, ντομάτες και πιπεριές». «Σε πιστεύω. Αλλά μιλάμε για ώρες πριν. Κι εσύ είσαι ακόμα…» «Πάνε ώρες που έφτασε, αλλά ζήτημα να είναι τρία τέταρτα που έφυγε». «Χριστέ μου!» «Η Μίνα είναι πολύ της κουβέντας. Μπορεί να το πρόσεξες στο δείπνο. Αλλά, για να είμαστε δίκαιοι, τραβάει διάφορα ζόρια, θέματα με την οικογένεια, πράγματα που θέλει να μοιραστεί. Και χρειαζόταν κάποιον να την ακούσει. Δεν μου πήγαινε η καρδιά να τη σταματήσω». «Τι είδους θέματα;» «Ω Θεέ μου, ό,τι μπορείς να φανταστείς – απ’ τους γονείς της που έχουν Αλτσχάιμερ, τον αδελφό της που είναι στη φυλακή για εμπόριο ναρκωτικών, κι ανίψια με ένα σωρό ψυχικές διαταραχές – δεν ξέρω... θες στ’ αλήθεια να σου πω;» «Καλύτερα όχι». «Τέλος πάντων, της έβαλα να φάει, της έφτιαξα τσάι, κι άλλο τσάι. Δεν ήθελα να σου αφήσω άπλυτα πιάτα, κι έτσι είπα να τα πλύνω. Εσύ πώς είσαι; Σαν φουριόζος μου φάνηκες όταν μπήκες». «Έλεγα να ξαναδώ τα βίντεο απ’ τις κάμερες ασφαλείας του μαγαζιού στο Λονγκ Φολς». «Βίντεο; Ω Θεέ μου, κόντεψα να το ξεχάσω! Έμαθες ότι ο Τζακ Χάρτνγουικ βγήκε στο RAM-TV χθες βράδυ;» «Τι πράγμα;» «Στην τηλεόραση. Σ’ αυτή την τραγική εκπομπή, Όταν το έγκλημα διχάζει, με τον Μπράιαν Μπορκ». «Πού το…» «Με πήρε ο Κάιλ πριν από καμιά ώρα να ρωτήσει αν το είχες δει». «Τελευταία φορά που μιλήσαμε, ο Χάρντγουικ ήταν στο Κούπερσταουν – χθες το μεσημέρι; Δεν μου είπε ότι σχεδίαζε…»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

353

«Πρέπει να το δεις», τον διέκοψε η Μάντλιν. «Είναι στα τρέχοντα θέματα στην ιστοσελίδα τους». «Εσύ το είδες;» «Έριξα μια ματιά όταν έφυγε η Μίνα. Ο Κάιλ είπε ότι πρέπει να το δούμε το συντομότερο δυνατόν». «Είναι... υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» Του έδειξε προς το γραφείο του. «Άφησα τη σελίδα του RAM ανοιχτή στον υπολογιστή. Δες το εσύ και πες μου αν υπάρχει πρόβλημα». Η θορυβημένη της έκφραση μαρτυρούσε πως είχε ήδη καταλήξει σε δικά της συμπεράσματα. Ένα λεπτό αργότερα καθόταν στο γραφείο του, κοιτάζοντας την προβαρισμένη ανησυχία και τα παστωμένα με τζελ μαλλιά του Μπράιαν Μπορκ. Ο οικοδεσπότης της εκπομπής Όταν το έγκλημα διχάζει καθόταν στη μία από τις δύο πολυθρόνες που ήταν στημένες αντικριστά, με ένα τραπεζάκι στη μέση. Ήταν γερμένος προς τα μπρος λες και η σημασία όσων έλεγε δεν τον άφηνε να χαλαρώσει. Η άλλη πολυθρόνα ήταν άδεια. Μιλούσε κοιτάζοντας την κάμερα. «Καλησπέρα, φίλες και φίλοι. Καλώς ήρθατε στη δραματική σειρά ζωής Όταν το έγκλημα διχάζει. Απόψε, σκοπεύαμε να έχουμε μια δεύτερη συνάντηση με τον Λεξ Μπίντσερ, τον αμφιλεγόμενο δικηγόρο που μας άφησε άναυδους πριν από λίγες ημέρες με την ολομέτωπη επίθεσή του στο Εγκληματολογικό του FBI – μια επίθεση με στόχο την ανατροπή αυτού που ο ίδιος χαρακτήρισε ως τραγικά εσφαλμένη καταδίκη της Κέι Σπόλτερ για τη δολοφονία του συζύγου της. Από τότε συνέβησαν σοκαριστικές εξελίξεις στην ήδη συνταρακτική αυτή υπόθεση. Η τελευταία είδηση είναι ο χαμός και η τραγωδία που έπληξαν το ειδυλλιακό χωριουδάκι Κούπερσταουν της Νέας Υόρκης – που περιλαμβάνει εμπρησμό, πολλαπλές δολοφονίες και τη δυσοίωνη εξαφάνιση του ίδιου του Λεξ Μπίντσερ, ο οποίος επρόκειτο να βρίσκεται μαζί μας απόψε. Αντί γι’ αυτόν, θα μας μιλήσει ο Τζακ Χάρντγουικ – ιδιωτικός ντετέκτιβ και συνεργάτης του Μπίντσερ. Ο επιθεωρητής Χάρντγουικ βρίσκεται στο στούντιο του RAM-TV στο Όλμπανι». Η οθόνη διαχωρίστηκε στα δύο, με τον Μπορκ στ’ αριστερά και τον Χάρντγουικ, σε ένα παρόμοιο σκηνικό, στα δεξιά. Ο Χάρντγουικ,

354

JOHN VERDON

φορώντας ένα απ’ τα αιώνια μαύρα πικέ μπλουζάκια του, έμοιαζε ήρεμος, κάτι που ο Γκάρνεϊ αναγνώρισε ως το παράδοξα αντεστραμμένο προσωπείο που ο Τζακ χρησιμοποιούσε ορισμένες φορές για να κρύψει το θυμό του. Η οργή που κατά πάσα πιθανότητα ένιωθε για τα γεγονότα στο Κούπερσταουν και η προσωπική του περιφρόνηση για τον Μπορκ και το RAM-TV ήταν καλά κρυμμένες. Ο Γκάρνεϊ είχε μια απορία: για ποιο λόγο ο Χάρντγουικ είχε δεχτεί να εμφανιστεί σε ένα κανάλι που απεχθανόταν; Ο Μπορκ εξακολούθησε. «Πρώτα απ’ όλα, σας ευχαριστώ που δεχτήκατε την πρόσκλησή μου να βρίσκεστε απόψε μαζί μας, σε μια τόσο δύσκολη φάση. Απ’ ό,τι κατάλαβα έρχεστε απευθείας απ’ τον τόπο της τραγωδίας στη λίμνη Οτσέγκο». «Ακριβώς». «Θα μπορούσατε να μας δώσετε μια εικόνα;» «Τρία σπίτια στην όχθη της λίμνης κάηκαν ολοσχερώς. Έξι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί, συμπεριλαμβανομένων δύο μικρών παιδιών. Ένα έβδομο θύμα βρέθηκε στη λίμνη, κάτω από μια μικρή προβλήτα». «Έχει αναγνωριστεί το τελευταίο θύμα;» «Αυτό θα πάρει χρόνο», είπε με ψύχραιμη φωνή ο Τζακ. «Το κεφάλι έλειπε». «Είπατε ότι το κεφάλι έλειπε;» «Μάλιστα». «Ο δολοφόνος αποκεφάλισε το θύμα του; Και τι άλλο; Υπάρχει κάποια ένδειξη για το τι μπορεί να απέγινε το κεφάλι;» «Μπορεί να το έκρυψε κάπου. Ή να το πέταξε. Ή να το πήρε μαζί του. Διενεργείται σχετική έρευνα αυτή τη στιγμή». Ο Μπορκ κούνησε το κεφάλι – με την έκφραση ανθρώπου που δεν μπορεί να καταλάβει πώς έχει καταντήσει έτσι ο κόσμος. «Αυτό που μας λέτε είναι φρικιαστικό. Επιθεωρητά Χάρντγουικ, οφείλω να ρωτήσω το προφανές. Σκέφτεστε ότι το ακρωτηριασμένο πτώμα μπορεί να ανήκει στον Λεξ Μπίντσερ;» «Θα μπορούσε, ναι». «Και η επόμενη προφανής ερώτηση: τι στο καλό γίνεται; Έχετε κάποια εξήγηση που θα μπορούσατε να μοιραστείτε με τους τηλεθεατές μας;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

355

«Είναι απλό, Μπράιαν. Η Κέι Σπόλτερ κατηγορήθηκε άδικα για τη δολοφονία του συζύγου της από έναν καθ’ ολοκληρία διεφθαρμένο επιθεωρητή της αστυνομίας. Είναι θύμα χονδροειδώς αλλοιωμένων αποδεικτικών στοιχείων, χονδροειδούς ψευδορκίας των μαρτύρων και μιας χονδροειδώς ανίκανης υπεράσπισης. Η καταδίκη της, φυσικά, ενθουσίασε τον πραγματικό δολοφόνο. Τον άφησε ελεύθερο να συνεχίσει τους σκοτωμούς». Ο Μπορκ πήγε να ρωτήσει κάτι ακόμα, αλλά ο Χάρντγουικ τον διέκοψε. «Τα πρόσωπα που έχουν ανάμειξη σ’ αυτή την υπόθεση – όχι μόνο ο ανέντιμος αστυνομικός που έστειλε με σκανδαλώδη αναλγησία μια αθώα γυναίκα στη φυλακή, αλλά ολόκληρη η ομάδα που συναίνεσε σ’ αυτή τη δίκη-φάρσα και την επακόλουθη καταδίκη– αυτοί είναι στην ουσία υπεύθυνοι για τη σημερινή σφαγή στο Κούπερσταουν». Ο Μπορκ έμεινε για λίγο σιωπηλός, θαρρείς εμβρόντητος απ’ αυτό που είχε μόλις ακούσει. «Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή κατηγορία. Μάλιστα, είναι το είδος της κατηγορίας που πιθανόν να πυροδοτήσει την οργή ολόκληρης της αστυνομίας. Δεν σας απασχολεί αυτό;» «Δεν κατηγορώ ολόκληρη την αστυνομία. Εγκαλώ τα συγκεκριμένα μέλη της αστυνομικής κοινότητας που παραποίησαν αποδεικτικά στοιχεία και υπήρξαν συνεργοί στην άδικη σύλληψη και καταδίκη της Κέι Σπόλτερ». «Έχετε τα αποδεικτικά στοιχεία γι’ αυτούς τους ισχυρισμούς σας;» Η απάντηση του Χάρντγουικ ήταν άμεση και ήρεμη – ούτε που ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Ναι». «Θα μπορούσατε να τα μοιραστείτε μαζί μας;» «Θα τα μοιραστούμε όταν έρθει η ώρα». Ο Μπορκ απηύθυνε αρκετές ακόμα ερωτήσεις στον Χάρντγουικ, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να αποσπάσει πιο συγκεκριμένες απαντήσεις. Έπειτα, ξαφνικά, άλλαξε τροπάριο κι έκανε την ερώτηση που προφανώς θεωρούσε την πιο προβοκατόρικη απ’ όλες. «Κι αν δικαιωθείτε; Αν καταφέρετε να ντροπιάσετε όλους αυτούς που ισχυρίζεστε ότι υπέπεσαν σε αδικήματα; Αν κερδίσετε, και πετύχετε την

356

JOHN VERDON

αποφυλάκιση της Κέι – και κατόπιν ανακαλύψετε πως ήταν όντως ένοχη για το φόνο; Πώς θα νιώθατε σ’ αυτή την περίπτωση;» Για πρώτη φορά στη διάρκεια της συνέντευξης, η περιφρόνηση του Χάρντγουικ για τον Μπορκ άρχισε να διαποτίζει την έκφρασή του. «Πώς θα ένιωθα; Το τι νιώθω δεν έχει σχέση με την υπόθεση. Αυτό που θα ήξερα θα ήταν ακριβώς το ίδιο που ξέρω και τώρα: πως επρόκειτο για διαφθορά της δικαιοσύνης, απ’ την αρχή ως το τέλος. Και οι υπεύθυνοι ξέρουν ποιοι είναι». Ο Μπορκ έκανε λες και κοίταζε την ώρα, κι έπειτα έστρεψε το βλέμμα στην κάμερα. «Μάλιστα, φίλοι και φίλες, ακούσατε τι είχε να μας πει ο επιθεωρητής Χάρντγουικ». Το μισό του πλάνου που τον έδειχνε κατέλαβε ολόκληρη την εικόνα. Παίρνοντας μια έκφραση γενναίου μάρτυρα τραγικών γεγονότων, κάλεσε τους τηλεθεατές να δώσουν προσοχή σε ορισμένα σημαντικά μηνύματα απ’ τους χορηγούς της εκπομπής. Και κατέληξε λέγοντας: «Μείνετε μαζί μας. Επιστρέφουμε σε δύο λεπτά με μια νέα σκληρή διαμάχη για πνευματικά δικαιώματα αναπαραγωγής υλικού, που έχει πάρει το δρόμο της για μια θεαματική εκδίκαση στο Ανώτατο Δικαστήριο. Είμαι ο Μπράιαν Μπορκ και βλέπετε την εκπομπή Όταν το έγκλημα διχάζει – τη βραδινή σας πρώτη θέση στις πιο εκρηκτικές νομικές διαμάχες». Ο Γκάρνεϊ έκλεισε το παράθυρο του βίντεο, έσβησε το λάπτοπ και τεντώθηκε στην καρέκλα του. «Πώς σου φάνηκε;» Η φωνή της Μάντλιν, πίσω ακριβώς απ’ την καρέκλα του, τον ξάφνιασε. Γύρισε προς το μέρος της. «Προσπαθώ να καταλάβω». «Τι να καταλάβεις;» «Για ποιο λόγο εμφανίστηκε σ’ αυτή την εκπομπή». «Θες να πεις, πέρα απ’ το γεγονός ότι του προσέφερε το ιδανικό μέσο για να πλήξει τους εχθρούς του – αυτούς ακριβώς που τον έδιωξαν απ’ το Σώμα;» «Ναι, πέρα απ’ αυτό». «Υποθέτω ότι εφόσον οι κατηγορίες που διατύπωσε είχαν και κάποιον άλλο στόχο πέρα απ’ την εκτόνωσή του, μπορεί να τραβήξουν στον μέγιστο βαθμό την προσοχή των μέσων ενημέρωσης – να ‘‘τσιμπήσουν’’ όσο το δυνατόν περισσότεροι δημοσιογράφοι του αστυνομικού ρεπορτάζ, και να αρχίσουν όλοι να σκαλίζουν την υπόθεση

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

357

Σπόλτερ, κρατώντας τη για καιρό στα πρωτοσέλιδα. Εσύ γι’ αυτό πιστεύεις ότι το έκανε;» «Ή επειδή ήθελε να προκαλέσει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση και διασπορά ψευδών ειδήσεων – την οποία είναι αισιόδοξος ότι θα κερδίσει. Ή για να στριμώξει την αστυνομία της Νέας Υόρκης στη γωνία –ξέροντας ότι οι υπεύθυνοι δεν θα τον μηνύσουν γιατί θα χάσουν– οπότε ο πραγματικός του στόχος θα ήταν να εξαναγκάσει το Σώμα να ρίξει τον Κλέμπερ στα λιοντάρια για να μην έχουν χειρότερα». Η Μάντλιν έδειχνε να αμφιβάλλει. «Δεν θα φανταζόμουν ότι το κίνητρό του είναι κάτι τόσο ύπουλο. Είσαι σίγουρος ότι δεν είναι απλώς τσαντισμένος και θέλει να τα σπάσει;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε αρνητικά. «Ο Τζακ αρέσκεται στο να δίνει την εντύπωση του άξεστου. Αλλά το μυαλό που κρύβεται πίσω απ’ αυτό το προσωπείο είναι πολύ κοφτερό». Η Μάντλιν ακόμα δεν έδειχνε να έχει πειστεί. «Δεν λέω ότι δεν υποκινείται από θυμό», συνέχισε ο Γκάρνεϊ. «Είναι ολοφάνερα χολωμένος. Δεν αντέχει τη σκέψη ότι τον εξανάγκασαν να παρατήσει μια δουλειά που λάτρευε, άνθρωποι τους οποίους απεχθανόταν. Και τώρα τους απεχθάνεται ακόμα περισσότερο. Είναι έξω φρενών, διψάει για εκδίκηση – όλα αυτά ισχύουν. Λέω απλώς ότι δεν είναι χαζός, και οι τακτικές του μπορεί να είναι πολύ πιο ευφυείς απ’ όσο φαίνονται». Το σχόλιο αυτό διαδέχτηκε μια σύντομη σιωπή, την οποία διέκοψε η Μάντλιν. «Παρεμπιπτόντως, δεν μου ανέφερες αυτή την... τελευταία φρικιαστική λεπτομέρεια». Ο Γκάρνεϊ την κοίταξε απορημένος. Εκείνη μιμήθηκε το ύφος του. «Νομίζω ότι ξέρεις σε τι αναφέρομαι». «Α. Για το κομμένο κεφάλι λες; Όχι... ξέχασα να σου το αναφέρω». «Γιατί;» «Μου φάνηκε... πολύ μακάβριο». «Φοβήθηκες ότι μπορεί να με τάραζε;» «Κάτι τέτοιο». «Διαχείριση πληροφοριών;»

358

JOHN VERDON

«Τι πράγμα;» «Θυμάμαι μια φορά έναν γλοιώδη πολιτικό να εξηγεί ότι ποτέ δεν εξαπατούσε· απλώς διαχειριζόταν τη ροή των πληροφοριών κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην προκαλεί σύγχυση στον κόσμο». Ο Γκάρνεϊ μπήκε στον πειρασμό να διαφωνήσει, λέγοντας πως αυτό ήταν διαφορετικό, ότι το δικό του κίνητρο ήταν στ’ αλήθεια ευγενές και στοργικό, αλλά η Μάντλιν διατάραξε την ισορροπία του με ένα αιφνιδιαστικό κλείσιμο του ματιού, σαν να ήθελε να τον αθωώσει – και μονομιάς ένας άλλος πειρασμός τον κυρίευσε. Οι ευφυείς γυναίκες είχαν την τάση να επιδρούν ερωτικά πάνω του, και η Μάντλιν ήταν ευφυέστατη.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

359

Κεφάλαιο 43 Βιντεοσκοπημένες αποδείξεις ΚΑΘΕ ΤΟΣΟ ΣΤΗΝ ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΟΥ ως ερευνητής της αστυνομίας, ο Γκάρνεϊ είχε την αίσθηση ότι έπαιζε με χειροβομβίδες. Ήξερε ότι κανείς άλλος δεν έφταιγε για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Απ’ την πρώτη στιγμή, ήταν ξεκάθαρο ότι η υπόθεση κατά πάσα πιθανότητα θα μπλεκόταν κατά τρόπο απρόβλεπτο με τα προσωπικά θέματα του Χάρντγουικ. Ωστόσο είχε δεχτεί να πάρει μέρος έτσι κι αλλιώς, σπρωγμένος απ’ τις δικές του εμμονές και τα δικά του κίνητρα – κίνητρα που η Μάντλιν είχε μαντέψει σωστά και που τώρα του τόνιζε, ενώ ο ίδιος είχε προτιμήσει την επίμονη θέση ότι απλώς ανταπέδιδε μια προσωπική χάρη. Έχοντας ξεγελάσει τον εαυτό του στο να συμμετάσχει σε ένα σόου για τρία άτομα χωρίς κεντρική οργάνωση, βίωνε τώρα την αναπόφευκτη αταξία που χαρακτήριζε την τωρινή διευθέτηση. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι η απροθυμία του να κρατήσει αποστάσεις –τώρα που η ανατροπή της καταδίκης της Κέι ήταν σχεδόν βέβαιη, και επομένως το υποτιθέμενο καθήκον του απέναντι στον Χάρντγουικ είχε εκπληρωθεί– πήγαζε από ένα ευγενές χαρακτηριστικό που τον έκανε να αναζητά την αλήθεια. Μα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ήξερε ότι ο εθισμός του στο επάγγελμα του ερευνητή είχε ρίζες πολύ πιο βαθιές από οποιοδήποτε ευγενές κίνητρο. Προσπαθούσε επίσης να πείσει τον εαυτό του ότι η δυσφορία που ένιωθε για τις σκληρές επικρίσεις του Χάρντγουικ κατά του Μικ Κλέμπερ (που δεν κατονομαζόταν αλλά ήταν εύκολο να αναγνωριστεί) στην εκπομπή πήγαζαν από άλλο ένα υψηλόφρον σκεπτικό – ότι όλες

360

JOHN VERDON

οι συμφωνίες, ακόμα κι αυτές με συνωμότες και σκουλήκια, είναι ιερές. Υποψιαζόταν, ωστόσο, ότι η αμηχανία του στην πραγματικότητα πήγαζε απ’ την αργοπορημένη συνειδητοποίηση ότι είχε υποσχεθεί στον Κλέμπερ περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να πετύχει. Η ιδέα ότι θα μπορούσε να βάλει μαξιλάρι στην πτώση του αστυνομικού χαρακτηρίζοντας τα σφάλματά του ως απόρροια ανόητου λάθους αντί για κακουργηματική πρόθεση, τώρα έμοιαζε μάλλον με βολική φαντασίωση. Ο Γκάρνεϊ καταλάβαινε πως ασυναίσθητα είχε οδηγηθεί για μια ακόμα φορά σε μια θέση επικίνδυνη και ανίσχυρη, χωρίς οδό διαφυγής – πέρα απ’ το να προχωρήσει. Είχε δίκιο η Μάντλιν. Το μοτίβο ήταν ξεκάθαρο. Προφανώς είχε κάποιο πρόβλημα. Η συνειδητοποίηση αυτή από μόνη της, ωστόσο, δεν παρείχε κάποια διέξοδο. Ο μόνος δρόμος που του απόμενε εξακολουθούσε να είναι προς τα μπρος, με ή χωρίς χειροβομβίδες. Ενεργοποίησε το λάπτοπ του και αναζήτησε τα αρχεία βίντεο απ’ τις κάμερες ασφαλείας του μαγαζιού στο Λονγκ Φολς. Του πήρε σχεδόν μία ώρα να βρει αυτό που ήλπιζε πως θα είχαν καταγράψει – την εικόνα ενός μάλλον μικρόσωμου ατόμου να προχωρά στη Λεωφόρο Άξτον πλησιάζοντας προς την κάμερα. Καθώς ο Γκάρνεϊ έβλεπε, ο άγνωστος, ή, υποθετικά, η άγνωστη, μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας κι εξαφανίστηκε. Την ταυτοποίηση του φύλου δυσχέραινε ένα φουσκωτό χειμωνιάτικο μπουφάν, μια φαρδιά μπαντάνα σκιέρ που κάλυπτε αυτιά, μέτωπο και τις ρίζες των μαλλιών, ένα ζευγάρι τεράστια γυαλιά ηλίου, κι ένα χοντρό χειμερινό κασκόλ που έκρυβε όχι μόνο το λαιμό, αλλά και μεγάλο μέρος απ’ το πιγούνι και το σαγόνι. Ό,τι απόμενε απ’ το πρόσωπο –μια έντονη, κάπως γαμψή μύτη κι ένα μικρούτσικο στόμα– έμοιαζαν συμβατά με το πρόσωπο απ’ τα Άνθη Φλόρενς που ο Γκάρνεϊ είχε δει στο βίντεο απ’ τις κάμερες του οίκου ευγηρίας Έμερλινγκ Όουκς. Μάλιστα, η μπαντάνα, τα γυαλιά και το κασκόλ, έμοιαζαν πανομοιότυπα μ’ εκείνα στο προηγούμενο βίντεο. Ο Γκάρνεϊ γύρισε το βίντεο προς τα πίσω κατά ένα λεπτό περίπου, και ξανάπαιξε το περπάτημα του αγνώστου κατά μήκος του δρόμου και την είσοδό του στην πολυκατοικία. Σε αντίθεση με το βίντεο του

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

361

γηροκομείου, δεν κρατούσε λουλούδια. Είχε όμως ένα δέμα. Ένα μακρόστενο δέμα, γύρω στο ένα με ενάμισι μέτρο μακρύ, τυλιγμένο με κόκκινο και πράσινο χριστουγεννιάτικο χαρτί περιτυλίγματος κι έναν μεγάλο φιόγκο στο μέσο. Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. Πρέπει να ήταν ο πιο αθώος στην όψη τρόπος μεταφοράς καραμπίνας ακροβολιστή στο δρόμο καταμεσής της εορταστικής περιόδου. Σημείωσε την ένδειξη του ρολογιού στο πλάνο τη στιγμή που το άτομο έμπαινε στην πολυκατοικία – 10:03 π.μ. Μόλις δεκαεφτά λεπτά πριν ριφθεί ο πυροβολισμός που γκρέμισε τον Καρλ Σπόλτερ. Το ίδιο άτομο ξανάβγαινε στο δρόμο στις 10:22 π.μ. – μόλις δύο λεπτά μετά τον πυροβολισμό– και στρίβοντας απομακρυνόταν χωρίς βιασύνη, βαδίζοντας στη Λεωφόρο Άξτον ώσπου έβγαινε απ’ το οπτικό πεδίο της κάμερας. Ο Γκάρνεϊ τεντώθηκε στην καρέκλα του, συνοψίζοντας τη σημασία όσων είχε μόλις δει. Πρώτον, το βίντεο παρείχε ισχυρή ένδειξη για το ότι η βολή είχε όντως πραγματοποιηθεί από το διαμέρισμα όπου βρέθηκε έπειτα το όπλο. Ο συγχρονισμός της εξόδου του πιθανού δράστη καθιστούσε κάθε άλλο σενάριο απίθανο, αν όχι αδύνατο – κάτι που επιπλέον τόνιζε το πρόβλημα με το φανοστάτη. Δεύτερον, το άτομο στο βίντεο σίγουρα δεν ήταν η Κέι Σπόλτερ. Ο Γκάρνεϊ ένιωσε ένα ευπρόσδεκτο κύμα οργής για τον Κλέμπερ, καθώς και την εξάλειψη κάθε δυσφορίας για την παράβαση της συμφωνίας τους. Το βίντεο από μόνο του θα έβαζε τέλος στη δίκη εναντίον της Κέι Σπόλτερ. Αν μη τι άλλο, θα εξασφάλιζε την ύπαρξη λογικών αμφιβολιών, υποστηρίζοντας μια πειστική εναλλακτική θεωρία για την υπόθεση, παρουσιάζοντας έναν πιστευτό εναλλακτικό ύποπτο. Και θα είχε εμποδίσει την καταδίκη και φυλάκισή της. Η εσκεμμένη απόκρυψη του συγκεκριμένου αποδεικτικού στοιχείου απ’ τον Κλέμπερ –προφανώς σε αντάλλαγμα για τα σεξουαλικά χατίρια της Αλίσα Σπόλτερ– ήταν όχι μόνο εγκληματική, αλλά και ασυγχώρητη. Τρίτον, είχε έρθει η στιγμή να πάψει να σκέφτεται το άτομο στα βίντεο της Λεωφόρου Άξτον και του οίκου ευγηρίας απλώς ως το άτομο. Είχε έρθει η στιγμή να αρχίσει να το αποκαλεί με το όνομα που είχε το ίδιο διαλέξει: Πέτρος Πανίκος.

362

JOHN VERDON

Δεν ήταν εύκολο. Κάτι μέσα του επαναστατούσε στη σύνδεση της μικροσκοπικής, λεπτεπίλεπτης σχεδόν μορφής που κρατούσε δύο μπουκέτα χρυσάνθεμα στη μία περίπτωση κι ένα χριστουγεννιάτικο δέμα στην άλλη, με τον βίαιο ψυχοπαθή που περιέγραφαν η Ιντερπόλ και ο Αντώνης Αγγελίδης. Τον ψυχοπαθή που έμπηξε τα καρφιά στα μάτια, τα αυτιά και το λαρύγγι του Γκας Γκουρίκου. Τον ψυχοπαθή που έκαψε τρία σπίτια στο Κούπερσταουν, σκοτώνοντας έξι αθώους ανθρώπους, κι έπειτα αποκεφάλισε έναν ακόμη. Χριστέ μου, λες να τραγουδούσε κι όταν τα έκανε όλα αυτά; Το μυαλό του αρνιόταν να κάνει μια τέτοια σκέψη. Ήταν σκέτος εφιάλτης. Είχε έρθει η ώρα για πιο πρακτικές σκέψεις – για μια σύσκεψη με τον Χάρντγουικ και την Έστι. Ώρα να συμφωνήσουν για τα επόμενα βήματά τους. Έβγαλε το κινητό του και κάλεσε πρώτα τον Χάρντγουικ. Σκόπευε να του αφήσει μήνυμα, κι ένιωσε έκπληξη όταν η κλήση του απαντήθηκε αμέσως – και σε τόνο αμυντικό. «Πήρες να με ξεχέσεις για την εκπομπή;» Ο Γκάρνεϊ αποφάσισε να αναβάλει τη συζήτηση αυτή για κάποια άλλη στιγμή. «Νομίζω ότι πρέπει να βρεθούμε». «Για ποιο πράγμα;» «Μήπως για να καταστρώσουμε κάποιο σχέδιο; Να συντονιστούμε; Να συνεργαστούμε μεταξύ μας;» Μια σύντομη παύση ακολούθησε. «Έγινε. Κανένα πρόβλημα. Πότε;» «Το συντομότερο δυνατόν. Αύριο το πρωί, καλή ώρα. Εσύ, εγώ και η Έστι, αν μπορεί. Πρέπει να θέσουμε επί τάπητος δεδομένα, ερωτήσεις και υποθέσεις. Με όλα όσα έχουμε ήδη, ίσως μπορούμε να μαντέψουμε τι λείπει». «Εντάξει». Ο Χάρντγουικ ακουγόταν δύσπιστος, ως συνήθως. «Πού θες να βρεθούμε;» «Σπίτι μου». «Υπάρχει κάποιος λόγος γι’ αυτό;» Ο πραγματικός λόγος ήταν ότι ο Γκάρνεϊ ήθελε να ανακτήσει μια κάποια αίσθηση ελέγχου, ότι είχε το πάνω χέρι στην υπόθεση. Ωστόσο είπε: «Το σπίτι σου έχει τρύπες από σφαίρες. Το δικό μου, όχι».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

363

Αφού συμφώνησαν, χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό, να συναντηθούν στις εννιά το επόμενο πρωί στο σπίτι του Γκάρνεϊ, ο Χάρντγουικ προσφέρθηκε να το μεταφέρει στην Έστι, καθώς ετοιμαζόταν να την πάρει έτσι κι αλλιώς και για κάτι άλλο. Προσωπικό. Ο Γκάρνεϊ θα προτιμούσε να της τηλεφωνούσε ο ίδιος –και πάλι, γι’ αυτό το φευγαλέο αίσθημα ελέγχου– αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποιο λογικό επιχείρημα για να επιμείνει. Το τηλεφώνημα τερματίστηκε χωρίς κανένας απ’ τους δύο να αναφέρει το θέμα της συμφωνίας με τον Μικ Κλέμπερ, ή το σχετικό υπονοούμενο που είχε αφήσει ο Γκάρνεϊ στο τελευταίο του μήνυμα. Καθώς έβγαινε στο σαλόνι, η Μάντλιν κατέβαινε απ’ την κρεβατοκάμαρα. Πήρε το σακ βουαγιάζ που είχε ετοιμάσει το πρωί στο αμάξι της, κι έπειτα γύρισε για να του θυμίσει πάλι τις φράουλες για τις κότες. «Ξέρεις», είπε εκείνος, «ο Όζι Μπάγκοτ που μένει παρακάτω απλώς ρίχνει στα κοτόπουλά του έναν κουβά αποφάγια την ημέρα, και δείχνουν μια χαρά». «Ο Όζι Μπάγκοτ είναι ένας σιχαμένος φρενοβλαβής. Θα πετούσε τα σκουπίδια στην αυλή του, είτε είχε κότες είτε όχι». Όσο το σκεφτόταν, κατέληγε ότι δεν μπορούσε να διαφωνήσει στ’ αλήθεια μ’ αυτό το επιχείρημα. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, και η Μάντλιν έφυγε. Καθώς το αμάξι της περνούσε απ’ το στάβλο και χανόταν απ’ τα μάτια του, η τελευταία φλούδα του ήλιου έδυε κι εξαφανιζόταν πίσω απ’ τη δυτική οροσειρά.

364

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 44 Η συγκίνηση του κυνηγού Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ. Το ολοένα και πιο σκοτεινό σούρουπο είχε αλλάξει το χρώμα της δασωμένης πλαγιάς από τις δέκα αποχρώσεις του πράσινου και του χρυσού σε ένα μονόχρωμο πρασινωπό γκρίζο. Η εικόνα τού έφερνε στο νου την πλαγιά απέναντι απ’ το σπίτι του Τζακ Χάρντγουικ, την πλαγιά απ’ όπου είχαν ακουστεί οι πυροβολισμοί που είχαν κόψει ρεύμα και τηλέφωνο. Σε λίγο οι σκέψεις του άρχισαν να συνωθούνται γύρω απ’ τα διάφορα κομμάτια της υπόθεσης Σπόλτερ, ιδίως αυτά που δεν ταίριαζαν με τα υπόλοιπα. Κάτι που του έφερε στο νου το υπ’ αριθμόν ένα αξίωμα που οι εκπαιδευτές του στην αστυνομία είχαν τονίσει σε ένα μάθημα για προχωρημένους με αντικείμενο την ερμηνεία των αποδεικτικών στοιχείων απ’ τον τόπο του εγκλήματος. Τα κομμάτια που φαίνονται αταίριαστα, είναι εκείνα που στο τέλος θα αποκαλύψουν τα περισσότερα. Έβγαλε ένα κίτρινο σημειωματάριο απ’ το συρτάρι του γραφείου κι άρχισε να γράφει. Είκοσι λεπτά αργότερα επιθεώρησε τα αποτελέσματα, που είχε οργανώσει σε μια λίστα με οχτώ ζητήματα: Αυτόπτες μάρτυρες τοποθετούσαν το θύμα τη στιγμή που δέχτηκε τον πυροβολισμό σε μια θέση που καθιστούσε ανέφικτη τη βολή σφαίρας απ’ το διαμέρισμα όπου είχαν βρεθεί το φονικό όπλο και τα κατάλοιπα πυρίτιδας. Η δολοφονία της μητέρας του θύματος για να εξασφαλίσει την παρουσία του στο νεκροταφείο έμοιαζε με μια αναίτια σύνθετη πλεκτάνη. Μήπως η μητέρα είχε δολοφονηθεί για άλλο λόγο;

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

365

Ο συγκεκριμένος επαγγελματίας εκτελεστής ήταν γνωστό πως δεχόταν μόνο τις πιο δύσκολες υποθέσεις. Τι μπορεί να έκανε την εκτέλεση του Καρλ Σπόλτερ να εμπίπτει σ’ αυτή την κατηγορία; Εάν η Κέι Σπόλτερ δεν ήταν η δράστις, θα μπορούσε να είχε προσλάβει τον εκτελεστή; Θα μπορούσε ο Τζόνα να είχε προσλάβει τον εκτελεστή για να αναλάβει ο ίδιος τον έλεγχο της μεσιτικής εταιρείας των Σπόλτερ; Θα μπορούσε η Αλίσα να είχε προσλάβει τον εκτελεστή –και να είχε συνωμοτήσει με τον Κλέμπερ μετά την εκτέλεση για να ενοχοποιήσει την Κέι– προκειμένου να κληρονομήσει την περιουσία του πατέρα της; Τι μυστικό προστάτευε ο Γκουρίκος που οδήγησε στη δολοφονία και τον αποκεφαλισμό του; Άραγε ο Καρλ είχε σκοτωθεί σε αντίποινα για την προσπάθειά του να δολοφονήσει κάποιον άλλον; Ελέγχοντας ξανά τα οχτώ ερωτήματα, και συλλογιζόμενος το καθένα διαδοχικά, ο Γκάρνεϊ δυσανασχέτησε για την ασήμαντη πρόοδο που είχε σημειώσει. Ένα θετικό στοιχείο, ωστόσο, μιας υπόθεσης με πολλαπλές ιδιαιτερότητες ήταν πως έτσι και κατέληγες σε μια θεωρία που ταίριαζε με όλες τις ιδιαιτερότητες, μπορούσες να είσαι σίγουρος ότι η θεωρία σου ήταν σωστή. Μία και μόνη παραδοξότητα σε μια έρευνα μπορούσε συχνά να ερμηνευτεί με ποικίλους τρόπους. Αλλά ήταν απίθανο να υπήρχαν περισσότερες από μία θεωρίες που να μπορούσαν να εξηγήσουν το πρόβλημα με το φανοστάτη και τη φρικιαστική παραμόρφωση του Γκας Γκουρίκου και την αλλόκοτη χρονική στιγμή του θανάτου της Μαίρης Σπόλτερ. Όταν κοίταξε πάλι απ’ το βορινό παράθυρο λίγα λεπτά μετά, το δάσος εκεί ψηλά έμοιαζε να μην έχει ίχνος πράσινου. Τα δέντρα και η πλαγιά που κάλυπταν ήταν τώρα μια ενιαία σκούρα μάζα στο γκρίζο φόντο του ουρανού. Η νύχτα που κατέβαινε στους λόφους, του έφερε στο νου την επίθεση στο σπίτι του Χάρντγουικ και την απόδραση του μηχανοκίνητου δράστη μέσα απ’ τα μονοπάτια του δάσους. Εκείνη τη στιγμή, άκουσε τον ήχο μιας μοτοσικλέτας, που για ένα δευτερόλεπτο ερμήνευσε ως αποκύημα της φαντασίας του. Έπειτα ο

366

JOHN VERDON

ήχος δυνάμωσε και η κατεύθυνσή του έγινε ξεκάθαρη. Πήγε στην κουζίνα για να δει απ’ το παράθυρο, βέβαιος πλέον ότι άκουγε μια πραγματική μοτοσικλέτα να ανηφορίζει το δρόμο. Μισό λεπτό αργότερα, ο μονός προβολέας της μηχανής έστριψε απ’ το στάβλο κι άρχισε να ανεβαίνει το κακοτράχαλο δρομάκι του βοσκότοπου. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα, πήρε την Μπερέτα των 32 χιλιοστών απ’ το κομοδίνο, έβαλε μια σφαίρα στη θαλάμη, έχωσε το πιστόλι στην τσέπη του, και πήγε στην πλαϊνή πόρτα του σπιτιού. Περίμενε ώσπου η μοτοσικλέτα σταμάτησε πλάι στο αυτοκίνητό του, κι έπειτα άναψε τα φώτα της βεράντας. Μια αθλητική σιλουέτα με μαύρη δερμάτινη στολή μοτοσικλετιστή και μαύρο κράνος με το πρόσωπο καλυμμένο με γείσο, έβγαλε έναν λεπτό μαύρο χαρτοφύλακα απ’ τη μια πλάγια τσάντα της μηχανής και πλησίασε την πόρτα. Χτύπησε δυνατά με ένα γαντοφορεμένο χέρι. Τότε ο Γκάρνεϊ, έτοιμος να βγάλει αθόρυβα το όπλο απ’ την τσέπη του, αναγνώρισε το κράνος. Ήταν το δικό του, απ’ την εποχή που ήταν μοτοσικλετιστής πριν από σχεδόν τρεις δεκαετίες. Το κράνος που είχε δώσει στον Κάιλ μερικούς μήνες πιο πριν. Άναψε τα εσωτερικά φώτα κι άνοιξε την πόρτα. «Γεια σου μπαμπά!» Ο Κάιλ του έδωσε το χαρτοφύλακα, έβγαλε το κράνος με το ένα χέρι και πέρασε το άλλο μέσα απ’ τα κοντά σκούρα μαλλιά που ήταν πιστό αντίγραφο των μαλλιών του πατέρα του. Αντάλλαξαν ίδια χαμόγελα, αν και στου Γκάρνεϊ υπήρχε κι ένα ίχνος σαστιμάρας. «Μήπως μου έστειλες κάποιο μέιλ ή μήνυμα που δεν πήρα;» «Που ήρθα έτσι ξαφνικά; Όχι. Ήταν απόφαση της στιγμής. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να φροντίσω την αναβάθμιση του βίντεο πιο εύκολα εδώ απ’ ό,τι στο σπίτι – για να βλέπεις τι κάνω και να το φτάσουμε στο επίπεδο που θέλεις. Γι’ αυτό ήρθα κυρίως. Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος λόγος». «Α ναι;» «Το μπίνγκο με αγελαδοκούραδα». «Τι πράγμα;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

367

«Μπίνγκο με αγελαδοκούραδα – στο καλοκαιρινό σας πανηγύρι του βουνού. Ήξερες ότι υπήρχε τέτοιο πράγμα; Και για το τηγανητό τυρί ήρθα. Και για την Κυριακή το απόγευμα που έχει το ντέρμπι κατεδάφισης μόνο για κυρίες. Α, και για το διαγωνισμό ρίψης κολοκύθας». «Πας καλά;» «Οκέι, αυτό το τελευταίο το έβγαλα απ’ το μυαλό μου. Αλλά τι διάολο, δεν είναι τόσο περίεργο όσο αυτά που θα έχουν στ’ αλήθεια. Ποτέ δεν έχω πάει σε κανονικό πανηγύρι της επαρχίας. Με αληθινά αγελαδοκούραδα. Και είπα, ήρθε η στιγμή. Πού είναι η Μάντλιν;» «Είναι μεγάλη ιστορία. Έχει πάει να μείνει σε κάτι φίλους της. Για το πανηγύρι, και... για λόγους ασφαλείας, κατά κάποιον τρόπο. Θα σου τα πω όλα μετά». Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, κρατώντας την πόρτα ανοιχτή. «Έλα, βγάλε τα δερμάτινα και βολέψου. Έχεις φάει για βράδυ;» «Ένα μπέργκερ κι ένα γιαούρτι στο σταθμό ανεφοδιασμού του Σλόουτσμπεργκ». «Αυτό είναι κοντά διακόσια χιλιόμετρα δρόμος. Θες να φτιάξω μια ομελέτα και για τους δυο μας;» «Αμέ! Ευχαριστώ. Πάω να φέρω και την άλλη τσάντα μου και θα αλλάξω». «Για πες μου τι ήταν αυτοί οι λόγοι ασφαλείας που ανέφερες». Αν και δεν εξέπληξε τον Γκάρνεϊ, αυτή ήταν η πρώτη ερώτηση του Κάιλ μόλις κάθισαν να φάνε είκοσι λεπτά αργότερα. Αντί να προσποιηθεί ότι η απειλή ήταν ασήμαντη, όπως είχε την τάση να κάνει, ο Γκάρνεϊ του αφηγήθηκε την επίθεση στο σπίτι του Χάρντγουικ και τις φρικαλεότητες στο Κούπερσταουν χωρίς μισόλογα. Αν επρόκειτο να πείσει τον Κάιλ να φύγει –και να γυρίσει σπίτι, ή να πάει να μείνει σε ένα πιο ασφαλές μέρος, τουλάχιστον την επομένη το πρωί– δεν είχε νόημα να αποκρύψει το μέγεθος του κινδύνου. Όσο ο Γκάρνεϊ μιλούσε, ο γιος του άκουγε με έναν κάποιο προβληματισμό – καθώς και με τον εμφανή ενθουσιασμό που και μια υποψία κινδύνου συχνά ξυπνά στους νέους άντρες. Αφού έφαγαν, ο Κάιλ έστησε το λάπτοπ του στο τραπέζι της τραπεζαρίας κι ο Γκάρνεϊ του έδωσε το φλασάκι με τα αρχεία βίντεο απ’ τη Λεωφόρο Άξτον. Εντόπισαν τα δύο σύντομα κομμάτια που ο

368

JOHN VERDON

Γκάρνεϊ ήθελε σε μεγαλύτερη ανάλυση. Το πρώτο ήταν αυτό απ’ το νεκροταφείο, που άρχιζε με τον Καρλ να σηκώνεται απ’ την καρέκλα του και τέλειωνε δείχνοντάς τον πεσμένο μπρούμυτα, με μια σφαίρα στο κεφάλι. Το δεύτερο ήταν το κομμάτι απ’ την κάμερα του δρόμου, που έδειχνε τη μικροσκοπική σιλουέτα που ο Γκάρνεϊ θεωρούσε ότι ανήκε στον Πέτρο Πανίκο να μπαίνει στην πολυκατοικία με το δέμα που υποθετικά περιείχε την καραμπίνα η οποία βρέθηκε αργότερα στο διαμέρισμα. Ο Κάιλ περιεργαζόταν τις εικόνες στην οθόνη του υπολογιστή του. «Θες να σου τις μεγεθύνω για μάξιμουμ λεπτομέρεια με μίνιμουμ παρεμβολή λογισμικού;» «Για ξαναπές το». «Όταν μεγεθύνεις κάτι, απλώνεις τα πραγματικά ψηφιακά δεδομένα. Η εικόνα μεγαλώνει αλλά θολώνει κιόλας, γιατί έχεις λιγότερες πληροφορίες ανά τετραγωνικό εκατοστό. Το λογισμικό μπορεί να αποκαταστήσει τη διαφορά κάνοντας υποθέσεις, γεμίζοντας τα κενά των δεδομένων, δίνοντας μεγαλύτερη καθαρότητα και ομοιομορφία. Αλλά έτσι εισάγει ένα στοιχείο αναξιοπιστίας στην εικόνα επειδή όσα περιλαμβάνει η βελτιωμένη εκδοχή δεν υπάρχουν όλα στα αρχικά εικονοστοιχεία. Προκειμένου να ξεθολώσει τη μεγέθυνση, το λογισμικό κάνει υπολογισμένες υποθέσεις βασισμένες περισσότερο στις πιθανότητες παρά σε στέρεα δεδομένα». «Εσύ τι προτείνεις;» «Θα πρότεινα να διαλέξεις ένα σημείο λογικού συμβιβασμού μεταξύ της οξύτητας της μεγέθυνσης και της αξιοπιστίας των δεδομένων που τη συνθέτουν». «Σύμφωνοι. Διάλεξε όποιο συνδυασμό θεωρείς καλύτερο». Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε όχι μόνο με το πόσο καλά κατείχε την όλη διαδικασία ο γιος του, αλλά και με τον ενθουσιασμό στη φωνή του. Έμοιαζε με το ευτυχισμένο αρχέτυπο της γενιάς των εικοσιπεντάρηδων, που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει με μια έμφυτη οικειότητα με καθετί ψηφιακό. «Δώσε μου μόνο λίγο χρόνο να παίξω με μερικές δοκιμές. Θα σου πω όταν έχω κάτι που αξίζει τον κόπο». Ο Κάιλ άνοιξε τη γραμμή εργαλείων του προγράμματος, έκανε κλικ σε ένα απ’ τα εικονίδια του ζουμ και σταμάτησε. Κοίταξε τον Γκάρνεϊ, που κουβαλούσε τα πιάτα

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

369

στο νεροχύτη, κι έκανε μια ερώτηση που έμοιαζε ολότελα ξεκάρφωτη. «Πέρα απ’ τους συναρπαστικούς φόνους, πώς τα περνάτε εδώ πάνω;» «Πώς τα περνάμε; Καλά, υποθέτω. Γιατί ρωτάς;» «Μου φαίνεται ότι εσύ ασχολείσαι με τα δικά σου και η Μάντλιν με τα δικά της». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε αργά. «Έτσι είναι, μέσες-άκρες. Τα δικά μου και τα δικά της. Γενικά χώρια, αλλά ως επί το πλείστον συμβατοί». «Και σ’ αρέσει που είστε έτσι;» Έβρισκε την ερώτηση παράδοξα δύσκολη. «Αφού λειτουργούμε», είπε στο τέλος. Ένιωθε όμως αμήχανα για τον τυπικό τόνο της απάντησής του. «Δεν θέλω να σου τα παρουσιάσω μουντά και ψυχρά. Με τη Μάντλιν αγαπιόμαστε. Εξακολουθούμε να βρίσκουμε ο ένας τον άλλον ελκυστικό. Και μας αρέσει που ζούμε μαζί. Αλλά το μυαλό μας λειτουργεί διαφορετικά. Εγώ έτσι και χωθώ σε κάτι, λίγο-πολύ μένω εκεί. Η Μάντλιν έχει τον τρόπο να αλλάζει οπτική γωνία, να στρέφει όλη της την προσοχή σε ό,τι έχει μπροστά της – να προσαρμόζεται στις ανάγκες της στιγμής. Είναι πάντα εδώ, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Και φυσικά, είναι απείρως πιο κοινωνική από εμένα». «Όπως ο περισσότερος κόσμος». Ο Κάιλ αφαίρεσε την αρνητική αιχμή απ’ το σχόλιό του με ένα πλατύ χαμόγελο. «Γεγονός. Κι έτσι, τον περισσότερο καιρό καταλήγουμε να κάνουμε διαφορετικά πράγματα. Ή εκείνη κάνει, κι εγώ τα σκέφτομαι». «Θες να πεις ότι είναι έξω και ταΐζει τις κότες ενώ εσύ κάθεσαι εδώ και προσπαθείς να καταλάβεις ποιος τεμάχισε το πτώμα που βρέθηκε στα σκουπίδια;» Ο Γκάρνεϊ γέλασε. «Δεν είναι ακριβώς έτσι. Όταν η Μάντλιν είναι στην κλινική αντιμετωπίζει τα εκεί προβλήματα –μερικά απ’ τα οποία είναι σκέτη φρίκη– κι όταν είναι εδώ ασχολείται με το τι υπάρχει εδώ. Εγώ έχω την τάση να χάνομαι σε σκέψεις, κολλημένος σε κάποιο πρόβλημα, ανεξάρτητα από το πού βρίσκομαι. Αυτή είναι μία απ’ τις διαφορές μας. Επιπλέον, η Μάντλιν περνά πολύ χρόνο κοιτώντας, μαθαίνοντας, κάνοντας πράγματα. Εγώ περνάω το χρόνο μου με διερωτήσεις, υποθέσεις κι αναλύσεις». Έκανε μια παύση κι ανασήκωσε

370

JOHN VERDON

τους ώμους. «Φαντάζομαι ότι ο καθένας μας κάνει ό,τι τον κρατά πιο ζωντανό». Ο Κάιλ απόμεινε για λίγο σκεφτικός και συνοφρυωμένος, σαν να προσπαθούσε να ευθυγραμμιστεί με το μυαλό του πατέρα του για να καταλάβει καλύτερα τις σκέψεις του. Στο τέλος γύρισε πάλι στην οθόνη του υπολογιστή του. «Καλύτερα να αρχίσω, σε περίπτωση που αποδειχτεί πιο δύσκολο απ’ όσο νόμιζα». «Καλή τύχη». Ο Γκάρνεϊ πήγε στο γραφείο του κι άνοιξε τα μέιλ του. Το βλέμμα του διέτρεξε τα κάπου είκοσι μηνύματα που είχε λάβει απ’ το πρωί. Ένα απ’ αυτά του τράβηξε την προσοχή. Ο αποστολέας εμφανιζόταν απλώς ως Τζόνα. Το κείμενο του μέιλ έδειχνε να απαντά προσωπικά στο αίτημα του Γκάρνεϊ για μια συνάντηση με θέμα την εξέλιξη της υπόθεσης. Θα με ενδιέφερε πολύ να έχουμε τη συνάντηση που προτείνετε το συντομότερο δυνατόν. Ο τόπος διαμονής μου, ωστόσο, καθιστά τη διά ζώσης συνάντησή μας δυσχερή επί της παρούσης. Προτείνω να μιλήσουμε μέσω τηλεδιάσκεψης αύριο το πρωί στις 8:00 π.μ. Εάν συμφωνείτε, παρακαλώ στείλτε μου τη σχετική κωδική ονομασία σας. Σε περίπτωση που δεν το έχετε ήδη, μπορείτε να κατεβάσετε το λογισμικό απ’ την ιστοσελίδα του Skype. Αναμένω ανυπόμονα την απάντησή σας. Ο Γκάρνεϊ δέχτηκε την πρόσκληση του Τζόνα χωρίς δεύτερη σκέψη. Είχαν ήδη εγκατεστημένο το Skype. Έπειτα από αίτημα της αδελφής της στο Ρίτζγουντ, η Μάντλιν το είχε εγκαταστήσει στον υπολογιστή τους όταν είχαν πρωτομετακομίσει στα βουνά. Πατώντας το SEND, ένιωσε ένα μικρό κύμα αδρεναλίνης – ένα προαίσθημα πως κάτι επρόκειτο να αλλάξει. Έπρεπε να προετοιμαστεί. Η συζήτηση στις 8:00 π.μ. θα πραγματοποιούνταν σε λιγότερο από δώδεκα ώρες. Κι έπειτα, στις εννιά, μαζί με τον Χάρντγουικ και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, την Έστι, θα μαζεύονταν για αλληλοενημέρωση. Μπήκε στον ιστότοπο του Καθεδρικού του Κυβερνοχώρου και βυθίστηκε για τα επόμενα σαράντα πέντε λεπτά στη γλυκανάλατη, θετική σαν εικονίδιο σμάιλι φιλοσοφία του Τζόνα Σπόλτερ.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

371

Είχε αρχίσει να οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο τύπος ήταν μια γλυκερή μεγαλοφυΐα –ένας Ουόλτ Ντίσνεϊ της αυτοβελτίωσης– όταν ο Κάιλ τον φώναξε απ’ το διπλανό δωμάτιο. «Μπαμπά, νομίζω ότι αναβάθμισα τα βίντεο όσο καλύτερα μπορούσα». Ο Γκάρνεϊ πήγε στο τραπέζι της τραπεζαρίας και κάθισε δίπλα στο γιο του. Ο Κάιλ έκανε κλικ σε ένα εικονίδιο, και μια βελτιωμένη εκδοχή της σκηνής στο νεκροταφείο άρχισε να παίζει – μεγεθυσμένη, με μεγαλύτερη καθαρότητα και στο μισό της κανονικής ταχύτητας. Όλα ήταν όπως τα θυμόταν ο Γκάρνεϊ απ’ την πρώτη του θέαση – αλλά τώρα ήταν μεγαλύτερα και πιο καθαρά. Ο Καρλ καθόταν τέρμα δεξιά στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Σηκώθηκε κατευθυνόμενος προς το βάθρο στην άλλη άκρη του τάφου. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της Αλίσα, πήγε να κάνει και δεύτερο, κι έπεσε προς την ίδια κατεύθυνση, καταλήγοντας μπρούμυτα μετά το τελευταίο κάθισμα στην άλλη άκρη της σειράς. Ο Τζόνα, η Αλίσα και τα μέλη της Πρεσβυτέρας Ισχύος σηκώθηκαν. Η Πολέτ έτρεξε προς το μέρος του. Οι μεταφορείς του φερέτρου κι ο νεκροθάφτης έφεραν ένα γύρο τα καθίσματα. Ο Γκάρνεϊ έγειρε πιο κοντά στην οθόνη, ζητώντας απ’ τον Κάιλ να πατήσει pause και προσπαθώντας να διακρίνει την έκφραση στα πρόσωπα του Τζόνα και της Αλίσα, αλλά ο βαθμός λεπτομέρειας που ήθελε δεν υπήρχε. Κατά παρόμοιο τρόπο, ακόμα και σ’ αυτή τη μεγέθυνση, το πρόσωπο του Καρλ στο έδαφος ήταν ελάχιστα πιο διακριτό από ένα τυπικό προφίλ. Είχε μια σκούρα κηλίδα στις ρίζες των μαλλιών πάνω στον κρόταφο που μπορεί να ήταν η οπή εισόδου τη σφαίρας – ή μπορεί να ήταν ένα κομματάκι χώμα, μια μικροσκοπική σκιά ή ένα στοιχείο του ίδιου του λογισμικού. Ζήτησε απ’ τον Κάιλ να ξαναπαίξει το ίδιο κομμάτι, ελπίζοντας ότι κάτι καινούριο θα αποκαλυπτόταν. Δεν είδε τίποτα. Ζήτησε να το δει και τρίτη φορά, κοιτώντας επίμονα τον κρόταφο του Καρλ καθώς γύριζε προς το έδρανο, έκανε ένα βήμα, πήγαινε να κάνει το δεύτερο, κι έπεφτε προς τα μπρος παραπατώντας προτού σωριαστεί. Είτε κάποιο ρεύμα του αέρα στο νεκροταφείο είτε οι ίδιες οι ασταθείς κινήσεις του Καρλ είχαν ανακατέψει τα μαλλιά του, καθιστώντας αδύνατον το να διακρίνει τη μικρή αυτή

372

JOHN VERDON

κουκκίδα ώσπου το κεφάλι του έπεφτε στο χώμα κι έπαυε να κινείται, λίγους πόντους απ’ τα πόδια του Τζόνα. «Είμαι βέβαιος ότι το FBI έχει λογισμικά που μπορούν να σου δώσουν ακόμα καλύτερη εικόνα», είπε απολογητικά ο Κάιλ. «Το συγκεκριμένο το ζόρισα όσο πάει χωρίς να καταλήξω με μια εικόνα ουσιαστικά πλασματική». «Είναι πολύ καλύτερο απ’ το αρχικό. Ας δούμε και το πλάνο του δρόμου». Ο Κάιλ έκλεισε μερικά παράθυρα, άνοιξε ένα καινούριο και πάτησε το play. Ξεκινώντας με ένα αντικείμενο πολύ πιο κοντά στην κάμερα, που γέμιζε μεγαλύτερο μέρος του πλάνου εξαρχής, η μεγέθυνση σ’ αυτή την περίπτωση ήταν πιο καθαρή και λεπτομερέστερη. Ο πιθανός δολοφόνος της Μαίρης Σπόλτερ, του Καρλ Σπόλτερ, του Γκας Γκουρίκου και του Λεξ Μπίντσερ πλησίαζε προχωρώντας στη Λεωφόρο Άξτον κι έμπαινε στην πολυκατοικία. Ο Γκάρνεϊ ευχόταν να άφηνε ο μικροκαμωμένος άντρας μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του ακάλυπτο. Αλλά, βέβαια, η κάλυψη ήταν εσκεμμένη. Προφανώς και ο Κάιλ σκεφτόταν κάτι παρόμοιο. «Δεν δίνει πολλά για αφίσα καταζητούμενου, έτσι;» «Ούτε για πρόγραμμα αναγνώρισης προσώπου». «Επειδή τα μάτια του είναι κρυμμένα πίσω απ’ αυτά τα τεράστια γυαλιά;» «Ακριβώς. Το σχήμα των ματιών, η θέση της κόρης, οι γωνίες των ματιών. Το κασκόλ κρύβει το σαγόνι και το πιγούνι. Και η μπαντάνα κρύβει τα αυτιά και τις ρίζες των μαλλιών. Δεν απομένει τίποτα που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω στους αλγορίθμους μέτρησης». «Και πάλι, αν ξανάβλεπα το ίδιο πρόσωπο, νομίζω ότι θα το αναγνώριζα – απ’ το στόμα και μόνο». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Απ’ το στόμα, κι απ’ ό,τι φαίνεται απ’ τη μύτη». «Ναι, κι αυτό. Σαν πουλί είναι ο γαμιόλης – με το συμπάθιο». Έγειραν στις καρέκλες τους, κοιτώντας την οθόνη. Το μισοκρυμμένο πρόσωπο ενός απ’ τους πιο αλλόκοτους δολοφόνους στον κόσμο. Του Πέτρου Πανίκου. Του Πίτερ Παν. Του Μάγου. Και φυσικά, είχε και την περιγραφή του Αντώνη Αγγελίδη απ’ το τέλος της συνάντησής τους: τρελός για δέσιμο.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

373

Κεφάλαιο 45 Εκτός κινδύνου «ΤΙ ΓΝΩΜΗ ΕΧΕΙΣ, ΛΟΙΠΟΝ;» Ο Κάιλ, με ένα διερευνητικό ύφος, κρατούσε μια κούπα ζεστό μαύρο καφέ και με τα δυο του χέρια, με τους αγκώνες να ακουμπούν στο τραπέζι της κουζίνας. «Για τα βίντεο;» Ο Γκάρνεϊ καθόταν στην άλλη πλευρά του στρογγυλού τραπεζιού από ξύλο πεύκου, κρατώντας τη δική του κούπα με παρόμοιο τρόπο, κι απολαμβάνοντας τη ζεστασιά στις παλάμες του. Η θερμοκρασία είχε πέσει σχεδόν έντεκα βαθμούς μες στη νύχτα, από τους 21 στους 10, κάτι όχι ασυνήθιστο για τα βορειοδυτικά όρη Κάτσκιλς, όπου το φθινόπωρο έφτανε συχνά τον Αύγουστο. Ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα που έκρυβαν τον ήλιο, ο οποίος, κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, θα ήταν ορατός πάνω απ’ την ανατολική οροσειρά αυτή την ώρα – εφτά και τέταρτο το πρωί. «Λες να σε βοηθήσουν να πετύχεις... ό,τι θέλεις να πετύχεις;» Ο Γκάρνεϊ ήπιε αργά μια γουλιά απ’ την κούπα του. «Το βίντεο απ’ το νεκροταφείο θα φανεί χρήσιμο σε ένα-δυο πράγματα. Επιβεβαιώνει το σημείο όπου ο Καρλ δέχτηκε τη σφαίρα, και η περιορισμένη ορατότητα απ’ το παράθυρο του διαμερίσματος ως προς αυτή τη θέση υπονομεύει το σενάριο της αστυνομίας σχετικά με την προέλευση του πυροβολισμού. Και το γεγονός ότι το βίντεο βρισκόταν απ’ την πρώτη στιγμή στα χέρια της αστυνομίας –στα χέρια του Κλέμπερ– θα στηρίξει την κατηγορία της απόκρυψης αποδεικτικών στοιχείων». Σώπασε, ταραγμένος για μια στιγμή απ’ την ανάμνηση της συνομιλίας του με τον Κλέμπερ στο εμπορικό του Ρίβερσαϊντ. Είδε τον Κάιλ να τον παρατηρεί με περιέργεια, και συνέχισε. «Το βίντεο απ’ το δρόμο είναι κι αυτό χρήσιμο με δύο τρόπους – γι’ αυτά

374

JOHN VERDON

που δείχνει και γι’ αυτά που δεν δείχνει. Το γεγονός και μόνο ότι δεν δείχνει την Κέι Σπόλτερ να μπαίνει στην πολυκατοικία θα παρείχε ένα σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο για την υπεράσπιση και την αθώωσή της. Κι έτσι, τουλάχιστον, στηρίζει σοβαρές κατηγορίες απόκρυψης αποδεικτικών στοιχείων και αστυνομικής παρατυπίας». «Γιατί όμως δεν σ’ ακούω πιο χαρούμενο;» «Χαρούμενο;» Ο Γκάρνεϊ δίστασε. «Υποθέτω ότι θα χαρώ όταν φτάσουμε πιο κοντά στο τελικό σημείο». «Ποιο είναι το τελικό σημείο;» «Εξαρτάται από ποια οπτική το εξετάζεις». «Δηλαδή;» «Απ’ τη μια είναι ο δηλωμένος στόχος της ομάδας, κι απ’ την άλλη ο στόχος του Χάρντγουικ». «Δεν ταυτίζονται;» «Όχι, βέβαια. Αφού του αρέσει να περιπλέκει τα πράγματα». Ξαφνιασμένος απ’ την οξύτητα του τόνου του, έκανε μια παύση προτού συνεχίσει. «Ο στόχος στον οποίο έχουμε καταλήξει κατά γενική ομολογία είναι το να εξασφαλίσουμε απόδοση δικαιοσύνης στην Κέι, βάσει αποδείξεων ότι καταδικάστηκε άδικα. Ο στόχος αυτός έχει ως επί το πλείστον επιτευχθεί – με την έννοια ότι έχουμε ανακαλύψει αρκετά ώστε να εξασφαλίσουμε τουλάχιστον μια νέα δίκη και κατά πάσα πιθανότητα τη συνοπτική ανατροπή της καταδίκης. Απ’ την άλλη, ο προσωπικός στόχος του Τζακ είναι να πάρει εκδίκηση –να προκαλέσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ζημιά στην αστυνομία για την εκδίωξή του– κι ένας Θεός ξέρει πότε θα θεωρήσει ότι ο στόχος αυτός έχει επιτευχθεί». Ο Κάιλ έγνεψε καταφατικά. «Κι ο δικός σου στόχος ποιος είναι;» «Θα ήθελα να μάθω τι ακριβώς συνέβη». «Εννοείς, να μάθεις ποιος σκότωσε τον Καρλ;» «Ναι. Αυτό είναι το μόνο που έχει στ’ αλήθεια σημασία. Εάν η Κέι είναι αθώα, τότε κάποιος άλλος ήθελε τον Καρλ νεκρό, το σχεδίασε και προσέλαβε τον Πανίκο ως εκτελεστή. Και θέλω να μάθω ποιος ήταν. Κι όσο για τον μικροσκοπικό δολοφόνο που τράβηξε τη σκανδάλη, μέχρι τώρα έχει καταφέρει να σκοτώσει άλλα εννέα άτομα στην πορεία – χωρίς να μετράμε τους δεκάδες ανθρώπους που έχει

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

375

σκοτώσει στο παρελθόν, καταφέρνοντας πάντα να ξεφύγει και να το ξανακάνει. Θα προτιμούσα να μην ξεφύγει αυτή τη φορά». «Πόσο κοντά πιστεύεις ότι βρίσκεσαι στο να πετύχεις να τον σταματήσεις;» «Κι εγώ δεν ξέρω». Το ευφυές, ανακριτικό βλέμμα του Κάιλ παρέμεινε καρφωμένο πάνω του, περιμένοντας φανερά κάποια καλύτερη απάντηση. Καθώς ο Γκάρνεϊ ετοιμαζόταν να προσφέρει μία –παρόλο που θα έμοιαζε με υπεκφυγή– τον έσωσε το κουδούνισμα του κινητού του. Ήταν ο Χάρντγουικ. Ως συνήθως, δεν έχασε χρόνο με καλημέρες. «Πήρα το μήνυμά σου για το Skype με τον Τζόνα Σπόλτερ. Πού διάολο βρίσκεται αυτός;» «Ιδέα δεν έχω. Αλλά η προθυμία του να τα πούμε έστω κι έτσι, είναι καλύτερη απ’ το τίποτα. Θες να έρθεις από δω στις οχτώ αντί για τις εννιά, να πάρεις κι εσύ μέρος;» «Εννιά είναι το νωρίτερο που μπορώ. Και η Έστι το ίδιο. Αλλά έχουμε βαθιά και απόλυτη εμπιστοσύνη στο ταλέντο σου ως συνομιλητή. Έχεις το κατάλληλο λογισμικό για να καταγράψεις την κλήση;» «Όχι, αλλά μπορώ να το κατεβάσω. Έχεις καμιά συγκεκριμένη ερώτηση που θα ήθελες να του κάνω;» «Ναι. Ρώτα τον αν αυτός πλήρωσε τον εκτελεστή του αδελφού του». «Φοβερή ιδέα. Καμιά άλλη συμβουλή;» «Ναι. Μην τα σκατώσεις. Τα λέμε στις εννιά». Ο Γκάρνεϊ ξανάβαλε το κινητό στην τσέπη του. Ο Κάιλ έγειρε το κεφάλι με βλέμμα όλο περιέργεια. «Τι θες να κατεβάσεις;» «Ένα πρόγραμμα καταγραφής κλήσεων, συμβατό με το Skype. Θα μπορούσες να μου βρεις κάποιο;» «Δώσε μου το όνομα και τον κωδικό σου στο Skype και θα το φροντίσω επιτόπου». Καθώς ο νεαρός κατευθυνόταν προς το γραφείο εξοπλισμένος με τις πληροφορίες που χρειαζόταν, ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε όχι μόνο με τη μεγάλη προθυμία του να βοηθήσει, αλλά και με την απλή χαρά της παρουσίας του στο σπίτι. Τον έκανε να αναρωτιέται, για πολλοστή φορά, γιατί βρίσκονταν τόσο σπάνια και για τόσο λίγο.

376

JOHN VERDON

Υπήρχε μια περίοδος που νόμιζε πως ήξερε το λόγο – μια περίοδος που είχε κορυφωθεί πριν από ένα-δυο χρόνια, όταν ο Κάιλ έβγαζε ένα σωρό λεφτά στη Γουολ Στριτ, κάνοντας μια δουλειά που είχε βρει από μια πόρτα που του είχε ανοίξει ένας φίλος συμφοιτητής. Ο Γκάρνεϊ ήταν πεπεισμένος ότι η κίτρινη Πόρσε που συνόδευε τη δουλειά ήταν η απόδειξη ότι το φρενιασμένο για χρήμα γονίδιο της πρώην γυναίκας του, μεσίτριας και μητέρας του Κάιλ, τον είχε κυριεύσει. Όμως τώρα υποπτευόταν ότι αυτή ήταν απλώς μια εκλογίκευση που τον απάλλασσε απ’ τη βαρύτερη και λιγότερο ευεξήγητη αποτυχία του να αποκτήσει ουσιαστική επαφή με το γιο του. Τότε έλεγε στον εαυτό του ότι έφταιγε το γεγονός ότι ο Κάιλ του θύμιζε την πρώην σύζυγό του και σε άλλα δυσάρεστα στοιχεία – σε κάποιες χειρονομίες, στον τόνο της φωνής, σε εκφράσεις του προσώπου. Αλλά κι αυτή ήταν μια αμφίβολης βαρύτητας δικαιολογία. Υπήρχαν πολύ περισσότερες διαφορές απ’ ό,τι ομοιότητες μεταξύ μητέρας και γιου, κι ακόμα κι αν δεν υπήρχαν, θα ήταν επιπόλαιο και άδικο να τους εξισώνει. Καμιά φορά σκεφτόταν ότι η πραγματική εξήγηση ήταν απλή: η άμυνα της δικής του ιδιόρρυθμης βολής – μιας ζώνης ασφαλείας που δεν συμπεριλάμβανε άλλους ανθρώπους. Αυτό είχε χαραχτεί βαθιά μέσα του, όταν η Τζεραλντίν, η φίλη του στο πανεπιστήμιο, τον είχε παρατήσει πριν από τόσα χρόνια. Εξετάζοντας το θέμα απ’ αυτή τη σκοπιά, έβλεπε την προφανή αποφυγή του γιου του ως ένα ακόμα σύμπτωμα της έμφυτης εσωστρέφειάς του. Τίποτα φοβερό. Τέλος. Αλλά με το που καταστάλαζε σ’ αυτό, μια μικρή αμφιβολία άρχιζε να ροκανίζει τη βεβαιότητά του. Αρκούσε η εσωστρέφεια για να εξηγήσει πλήρως το πόσο σπάνια βλεπόταν με τον Κάιλ; Και το ροκάνισμα γινόταν άγχος που τον κατέτρωγε. Κι έπειτα, ένα αναπάντητο ερώτημα: μήπως η παρουσία ενός γιου τού θύμιζε αναπόφευκτα ότι κάποτε είχε δύο γιους, κι ότι θα είχε ακόμα δύο γιους αν... Ο Κάιλ φάνηκε πάλι στην πόρτα της κουζίνας. «Έτοιμος. Σου άφησα την οθόνη ανοιχτή. Είναι παιχνιδάκι». «Α. Τέλεια. Ευχαριστώ». Ο Κάιλ τον παρατηρούσε με ένα χαμόγελο περιέργειας. Το χαμόγελο του θύμιζε μια έκφραση που έβλεπε συχνά στο πρόσωπο της Μάντλιν. «Τι σκέφτεσαι;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

377

«Το πόσο σ’ αρέσει να εξακριβώνεις διάφορα πράγματα. Πόση σημασία έχει για σένα. Όση ώρα κατέβαινε το πρόγραμμα, σκεφτόμουν... αν η Μάντλιν ήταν ντετέκτιβ, θα ήθελε να λύσει το γρίφο ώστε να πιάσει τον ένοχο. Αλλά εσύ νομίζω ότι θες να πιάσεις τον ένοχο για να λύσεις το γρίφο». Ο Γκάρνεϊ ένιωσε βαθιά ικανοποίηση όχι για τη θέση του σ’ αυτή τη σύγκριση –που δεν του φαινόταν και τόσο επαινετική– αλλά από την αντίληψη του Κάιλ. Ο μικρός είχε γερό μυαλό, κάτι που σήμαινε πολλά για τον Γκάρνεϊ. Ένιωσε ένα φευγαλέο κύμα συντροφικότητας. «Ξέρεις τι σκεφτόμουν; Ότι χρησιμοποιείς το ρήμα σκέφτομαι σχεδόν εξίσου συχνά όσο κι εγώ». Καθώς μιλούσε, το σταθερό άρχισε να χτυπάει. Πήγε στο γραφείο για να το σηκώσει. Σαν να την είχε καλέσει η αναφορά του Κάιλ, ήταν η Μάντλιν. «Καλημέρα!» Ακουγόταν κεφάτη. «Πώς πάει;» «Μια χαρά. Εσύ τι κάνεις;» «Η Ντίρντρι, ο Ντένις κι εγώ, μόλις φάγαμε πρωινό. Χυμό πορτοκάλι, μύρτιλα, γαλλικό τοστ και... μπέικον!» Το τελευταίο ειπώθηκε με την πλαστή ενοχή της διάπραξης μιας πλαστής αμαρτίας. «Σε λίγο φεύγουμε για να ελέγξουμε τα ζώα και να τα ετοιμάσουμε για τη μεταφορά στο πανηγύρι. Μάλιστα, ο Ντένις έχει ήδη βγει στο μικρό μαντρί και μας κάνει νεύμα να πάμε κι εμείς». «Ωραίο ακούγεται», αποκρίθηκε ο Γκάρνεϊ χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό, απορώντας για μια ακόμα φορά με την ικανότητα της Μάντλιν να βρίσκει κομμάτια αμιγούς απόλαυσης σε ένα ευρύτερο τοπίο σοβαρών προβλημάτων. «Υπέροχα είναι! Τι κάνουν οι κοτούλες μας;» «Καλά είναι, υποθέτω. Ετοιμαζόμουν να πάω να τις ταΐσω». Η Μάντλιν έκανε μια παύση, κι έπειτα ρώτησε μ’ έναν τόνο που έμπαινε διστακτικά στο ευρύτερο τοπίο, αυτό όπου ο ίδιος ήταν βαλτωμένος. «Είχαμε κανένα νεότερο;» «Βασικά, χθες βράδυ ήρθε ο Κάιλ». «Πώς κι έτσι;» «Ζήτησα τη συμβουλή του για ένα θέμα με τον υπολογιστή, και απλώς αποφάσισε να έρθει ο ίδιος να το τακτοποιήσει. Στην πραγματικότητα, με βοήθησε πολύ».

378

JOHN VERDON

«Τον έστειλες σπίτι;» «Τώρα ετοιμαζόμουν». Κι άλλη παύση. «Να προσέχεις, σε παρακαλώ». «Θα προσέχω». «Το εννοώ». «Ξέρω». «Οκέι. Λοιπόν... ο Ντένις πάλι μας κουνάει το χέρι, γι’ αυτό πρέπει να πηγαίνω. Σ’ αγαπώ!» «Κι εγώ». Τοποθέτησε το σταθερό στη βάση του κι απόμεινε να το κοιτάζει χωρίς να βλέπει, με το νου του να επιστρέφει στο πρόσωπο του Πανίκου στο βίντεο, και στο χαρακτηρισμό τρελός για δέσιμο. «Είπες ότι έχεις ραντεβού στο Skype στις οχτώ;» Η φωνή του Κάιλ απ’ το γραφείο επανέφερε τον Γκάρνεϊ στην παρούσα στιγμή. Έριξε μια ματιά στην ώρα, στη γωνία της οθόνης του υπολογιστή – 7:56 π.μ. «Ναι. Και τώρα που το θυμήθηκα – θέλω να σου ζητήσω να μείνεις όσο το δυνατόν εκτός του οπτικού πεδίου της κάμερας όσο θα μιλάω. Εντάξει;» «Κανένα πρόβλημα. Μάλιστα, αυτό που σκεφτόμουν, μια κι έχεις και το άλλο ραντεβού στις εννιά και η μέρα προσφέρεται... έλεγα να έκανα μια βόλτα με τη μηχανή μέχρι το Σίρακιουζ». «Το Σίρακιουζ;» Κάποτε το όνομα της γκρίζας, χιονισμένης πόλης δεν σήμαινε και πολλά για τον Γκάρνεϊ, όμως τώρα ήταν μια νοερή αποθήκη όλων των φρικτών γεγονότων της υπόθεσης του Καλού Ποιμένα. Προφανώς, για τον Κάιλ είχε πιο θετική χροιά. «Ναι, έλεγα να πάω μια βόλτα, μια κι ήρθα που ήρθα βόρεια, να δω μήπως βρεθώ με την Κιμ». «Την Κιμ Κορασόν; Έχετε ακόμα επαφή;» «Μιλάμε λίγο. Μέσω μέιλ κυρίως. Κατέβηκε και στην πόλη μια φορά. Της είπα ότι σχεδίαζα να ανεβώ να σας δω για μερικές ημέρες, κι ότι αφού είστε στα μισά του δρόμου για το Σίρακιουζ, είπα μήπως ήθελε να βρεθούμε». Έκανε μια παύση, κοιτώντας τον πατέρα του επιφυλακτικά. «Έχεις μια έκφραση λες κι έχεις πάθει σοκ».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

379

«Όχι, απλώς εκπλήσσομαι. Δεν έχεις αναφερθεί ξανά στην Κιμ από τότε... απ’ το τέλος της υπόθεσης». «Σκεφτόμουν ότι θα σου θύμιζε όλη την ταλαιπωρία που είχες περάσει εξαιτίας της. Όχι ότι το έκανε σκόπιμα. Αλλά η όλη υπόθεση κατέληξε αρκετά τραυματική». Ήταν γεγονός ότι δεν του άρεσε να μιλά για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Ούτε να τη σκέφτεται. Ελάχιστοι τη σκέφτονταν. Μάλιστα, σπάνια συλλογιζόταν το παρελθόν γενικά, εκτός κι αν επρόκειτο για κάποια παλιά υπόθεση με εκκρεμότητες που απαιτούσαν τελική διευθέτηση. Αλλά η υπόθεση του Καλού Ποιμένα δεν ήταν μία απ’ αυτές. Η υπόθεση αυτή είχε επιλυθεί. Τα κομμάτια του παζλ, στο τέλος, είχαν όλα βρει τη θέση τους. Μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, βέβαια, ότι το τίμημα ήταν υπερβολικά μεγάλο. Και η δική του θέση στην τελική πράξη του δράματος είχε γίνει ένα απ’ τα κύρια επιχειρήματα της Μάντλιν στον ισχυρισμό της ότι ήταν υπερβολικά πρόθυμος να εκθέσει τον εαυτό του σε ανεξήγητα επίπεδα κινδύνου. Ο Κάιλ τον παρατηρούσε προβληματισμένος. «Σε πειράζει που θα τη δω;» Κάτω από άλλες συνθήκες, η ειλικρινής απάντηση θα ήταν «ναι». Η Κιμ κατά τη γνώμη του ήταν υπερβολικά φιλόδοξη, υπερβολικά ευσυγκίνητη και υπερβολικά αφελής – ένας συνδυασμός πολύ πιο προβληματικός απ’ ό,τι θα ήθελε για την όποια φίλη του γιου του. Αλλά με τις παρούσες συνθήκες, το σχέδιο του Κάιλ του φάνηκε σαν βολική σύμπτωση – στην ίδια κατηγορία όπως το σχέδιο της Μάντλιν να βοηθήσει τους Ουίνκλερ. «Στην πραγματικότητα», είπε ο Γκάρνεϊ, «στην παρούσα φάση μού φαίνεται εξαιρετική ως ιδέα, τουλάχιστον ασφαλέστερη για σένα». «Ρε μπαμπά, έλεος πια, πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι κάτι επικίνδυνο θα συμβεί εδώ;» «Θεωρώ ότι οι πιθανότητες είναι ελάχιστες. Αλλά δεν θα ήθελα να σε εκθέσω σ’ αυτές». «Κι εσύ;» Ήταν η ίδια ερώτηση που του είχε κάνει και η Μάντλιν, και στον ίδιο τόνο. «Είναι μέρος της δουλειάς – μέρος όσων δέχτηκα όταν συμφώνησα να βοηθήσω στην υπόθεση».

380

JOHN VERDON

«Μπορώ να κάνω κάτι;» «Όχι, αγόρι μου, δεν χρειάζομαι κάτι άλλο. Σ’ ευχαριστώ πάντως». «Καλά», είπε εκείνος με μια έκφραση αμφιβολίας. Για μια στιγμή έμοιαζε χαμένος, σαν να ήλπιζε να παρουσιαζόταν και κάποια άλλη επιλογή, κάποιο ακόμα σχέδιο δράσης. Ο Γκάρνεϊ δεν μίλησε, απλώς περίμενε. «Καλά», επανέλαβε ο Κάιλ. «Να πάρω μερικά πράγματα και φεύγω. Μόλις φτάσω στο Σίρακιουζ θα σου τηλεφωνήσω να δω τι κάνεις». Κι έφυγε απ’ το γραφείο συνοφρυωμένος. Μια μελωδία στον υπολογιστή ανακοίνωσε την έναρξη της συνομιλίας του Γκάρνεϊ.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

381

Κεφάλαιο 46 Οι αδελφοί Σπόλτερ ΕΝΑ ΜΕΣΑΙΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΠΛΑΝΟ που έδειχνε έναν άντρα καθισμένο σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, γέμιζε το μεγαλύτερο μέρος της οθόνης του λάπτοπ. Ο Γκάρνεϊ αναγνώρισε τον Τζόνα Σπόλτερ απ’ τη φωτογραφία του στον ιστότοπο του Καθεδρικού του Κυβερνοχώρου. Το πλάνο ήταν φωτεινό και ευδιάκριτο, επαγγελματικό, χωρίς εξωτερικά στοιχεία που να τον αποσπούν απ’ τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου του Τζόνα. Η έκφραση του συνομιλητή του ήταν η προσωποποίηση της εξασκημένης γαλήνης με μια δόση ήπιου προβληματισμού. Είχε το βλέμμα καρφωμένο στην κάμερα, και ήταν σαν να κοίταζε τον Γκάρνεϊ κατάματα. «Καλημέρα, Ντέιβιντ. Εδώ Τζόνα». Αν η φωνή του ήταν χρώμα, θα ήταν κάποιο παστέλ. «Δεν πειράζει, ελπίζω, να σε λέω Ντέιβιντ. Εκτός κι αν προτιμάς το επιθεωρητής Γκάρνεϊ». «Μια χαρά είναι το Ντέιβιντ. Σ’ ευχαριστώ που πήρες». Ο Τζόνα ανταποκρίθηκε με ένα ανεπαίσθητο νεύμα κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο – με μια υπόνοια συλλογισμένου κοινωνικού λειτουργού στο βλέμμα. «Ο τόνος του μέιλ σου ήταν επιτακτικός και περιλάμβανε μερικές ιδιαιτέρως ανησυχητικές φράσεις. Πώς μπορώ να βοηθήσω;» «Πόσα ξέρεις για την προσπάθειά μας να ανατρέψουμε την καταδίκη της πρώην γυναίκας του αδελφού σου;» «Ξέρω ότι η προσπάθεια αυτή οδήγησε στη δολοφονία του δικηγόρου της, μαζί και έξι γειτόνων του». «Τίποτε άλλο;»

382

JOHN VERDON

«Ξέρω ότι ο Μπίντσερ διατύπωσε ορισμένες σοβαρές κατηγορίες περί αστυνομικής διαφθοράς. Το μέιλ σου αναφερόταν κι αυτό στη διαφθορά, καθώς και στη δυναμική της οικογένειας. Το οποίο μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε. Ίσως θα μπορούσες να μου το εξηγήσεις». «Πρόκειται για μια κατεύθυνση στην οποία κατά πάσα πιθανότητα θα κινηθεί η έρευνα». «Μιλάμε για επίσημη έρευνα;» «Η δολοφονία του Λεξ Μπίντσερ θα αναγκάσει το Εγκληματολογικό να επανεξετάσει τη δολοφονία του αδελφού σου. Κι όχι μόνο το Εγκληματολογικό, αλλά πιθανότατα και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, αφού οι κατηγορίες για διαφθορά στην έφεση της Κέι έχουν στόχο το Εγκληματολογικό. Σ’ εκείνη τη φάση, θα παραδώσουμε ό,τι νέα στοιχεία έχουμε ανακαλύψει – στοιχεία ενδεικτικά κακόβουλης ενοχοποίησης της Κέι. Επομένως, όποια υπηρεσία κι αν αναμειχθεί, θα θέλει να μάθει ποιος, εκτός από την Κέι, θα είχε οφέλη από το θάνατο του Καρλ». «Βασικά», είπε ο Τζόνα με περίλυπο ύφος στα ορθάνοιχτα μάτια του, «μια τέτοια λίστα σαφώς θα συμπεριλάμβανε κι εμένα». «Είναι αλήθεια ότι δεν τα πηγαίνατε καλά με τον αδελφό σου;» «Δεν τα πηγαίναμε καλά;» Γέλασε αχνά, θλιμμένα. «Και λίγα λες». Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή, κουνώντας το κεφάλι σαν να τον κατέκλυζαν σκέψεις για το θέμα που είχε θιγεί. Έπειτα μίλησε πάλι, κι ο τόνος του ήταν πιο οξύς. «Ξέρεις πού βρίσκομαι αυτή τη στιγμή;» «Ιδέα δεν έχω». «Κανείς δεν ξέρει. Αυτό είναι το θέμα». «Ποιο θέμα;» «Ο Καρλ κι εγώ ποτέ δεν τα βρίσκαμε. Στα νιάτα μας δεν είχε και μεγάλη σημασία. Αυτός είχε τους φίλους του κι εγώ τους δικούς μου. Ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Κι έπειτα, όπως ίσως ξέρεις –δεν είναι δα και μυστικό– ο πατέρας μας μας έζεψε μαζί σ’ αυτό το τερατούργημα που ακούει στο όνομα Κτηματομεσιτική Εταιρεία Σπόλτερ. Τότε οι διαφορές μας έδωσαν τη θέση τους σε κάτι δηλητηριώδες. Όταν βρέθηκα αναγκασμένος να συνεργάζομαι με τον Καρλ σε καθημερινή βάση... συνειδητοποίησα ότι είχα απέναντί μου κάτι χειρότερο από έναν ανάποδο αδελφό. Ότι είχα απέναντί μου ένα τέρας».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

383

Ο Τζόνα έκανε μια παύση, σαν να ήθελε να αφήσει το χαρακτηρισμό να πάρει διαστάσεις στη φαντασία του Γκάρνεϊ. Ο Γκάρνεϊ είχε την αίσθηση ότι ο Τζόνα μπορεί να είχε βγάλει τον ίδιο λόγο και στο παρελθόν – πως επρόκειτο για μια συχνά διατυπωμένη εξήγηση μιας φρικτής σχέσης. «Είδα τον Καρλ να μεταμορφώνεται από εγωιστή κι επιθετικό επιχειρηματία σε απόλυτο ψυχοπαθή. Όσο μεγάλωνε η φιλοδοξία του, στο παρουσιαστικό του γινόταν ολοένα και πιο γοητευτικός, πιο ελκυστικός και χαρισματικός. Μέσα του όμως, τον είχε φάει ολόκληρο η σαπίλα – μια μαύρη τρύπα απληστίας και φιλοδοξίας. Με βιβλικούς όρους, ήταν ο έσχατος κεκονιαμένος τάφος. Συνεργαζόταν με ομοίους του. Με ανθρώπους αδίστακτους, εγκληματίες. Μαφιόζους σαν τον Ντόνι Έιντζελ. Δολοφόνους. Ο Καρλ ήθελε να αποσύρει τεράστια κεφάλαια απ’ την εταιρεία για να χρηματοδοτήσει τις μεγαλομανείς ραδιουργίες του μ’ αυτούς τους ανθρώπους, καθώς και την τελείως υποκριτική υποψηφιότητά του ως κυβερνήτη. Με πίεζε συνεχώς για να συμφωνήσω σε αντιδεοντολογικές δοσοληψίες που δεν ήθελα – δεν μπορούσα– να εγκρίνω. Το ήθος, η ηθική, η νομιμότητα – όλα αυτά τού ήταν άγνωστες λέξεις. Είχε αρχίσει να με φοβίζει. Κι ακόμα χειρότερα. Η αλήθεια είναι ότι με τρομοκρατούσε. Κατέληξα να πιστεύω ότι δεν υπήρχε τίποτα –τίποτα– που δεν ήταν ικανός να κάνει για να πετύχει αυτό που ήθελε. Καμιά φορά... το βλέμμα του... ήταν στ’ αλήθεια σατανικό. Λες κι όλη η μοχθηρία του κόσμου ήταν συμπυκνωμένη σ’ εκείνο το βλέμμα». «Πώς αντιμετώπισες την όλη κατάσταση;» «Πώς την αντιμετώπισα;» Και πάλι, το ίδιο αχνό χαμόγελο και το θλιμμένο γέλιο, που τα διαδέχτηκε μια φωνή σιγανή, σχεδόν εξομολογητική. «Το ’βαλα στα πόδια». «Πώς;» «Άλλαζα διαρκώς τόπο διαμονής. Ήμουν στην κυριολεξία εν κινήσει. Μία απ’ τις ευλογίες της σύγχρονης τεχνολογίας είναι ότι μπορείς να κάνεις πρακτικά τα πάντα από παντού. Αγόρασα ένα τροχόσπιτο, το εφοδίασα με τον κατάλληλο εξοπλισμό επικοινωνίας και το έκανα το κινητό αρχηγείο του Καθεδρικού του Κυβερνοχώρου. Μια διαδικασία στην οποία πλέον βλέπω το χέρι της Θείας Πρόνοιας. Το καλό μπορεί να πηγάζει απ’ το κακό, εφόσον είναι ο στόχος μας».

384

JOHN VERDON

«Και το καλό σ’ αυτή την υπόθεση είναι...;» «Το να μην έχω συγκεκριμένες γεωγραφικές συντεταγμένες, το να μη βρίσκομαι, ουσιαστικά, πουθενά. Ο μόνος τόπος κατοικίας μου είναι πλέον το ίντερνετ, και το ίντερνετ βρίσκεται παντού. Κάτι που αποδείχτηκε ο ιδανικός χώρος για τον Καθεδρικό – τον πανταχού παρόντα, παγκόσμιας εξάπλωσης Καθεδρικό του Κυβερνοχώρου. Καταλαβαίνεις τι εννοώ, Ντέιβιντ; Η ανάγκη να ξεφύγω απ’ τον αδελφό μου και τους δολοφόνους με τους οποίους συνεργαζόταν μεταμορφώθηκε σε δώρο. Οι βουλές του Κυρίου είναι όντως άγνωστες. Όπως και τα θαύματά Του. Πρόκειται για μια αλήθεια που συναντάμε παντού. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχεις ανοιχτό μυαλό κι ανοιχτή καρδιά». Ο Τζόνα έμοιαζε ολοένα και περισσότερο να ακτινοβολεί. Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε αν είχε αλλάξει κάπως ο φωτισμός του πλάνου. Ένιωσε την παρόρμηση να μειώσει τη φωτεινότητα του συνομιλητή του. «Άρα έλαβες κι ένα δεύτερο δώρο, και μάλιστα μεγάλο, με το θάνατο του Καρλ». Το χαμόγελο του Τζόνα ψύχρανε. «Όντως. Για μια ακόμα φορά, κάτι καλό βγήκε από κάτι κακό». «Καταπώς φαίνεται, κάτι πολύ καλό. Έμαθα ότι η αξία της Μεσιτικής Εταιρείας Σπόλτερ ξεπερνά τα πενήντα εκατομμύρια δολάρια. Είναι αλήθεια;» Το μέτωπο του άντρα συνοφρυώθηκε ενώ το χαμόγελο παρέμενε στο στόμα του. «Με τη σημερινή κατάσταση της αγοράς, τίποτα δεν είναι βέβαιο». Έκανε μια παύση κι ανασήκωσε τους ώμους. «Αλλά υποθέτω ότι, πάνω-κάτω, η εκτίμησή σου στέκει». «Αληθεύει ότι πριν απ’ το θάνατο του Καρλ δεν μπορούσες να αγγίξεις αυτά τα χρήματα, αλλά ότι τώρα τα κληρονόμησες εξ ολοκλήρου;» «Ονομαστικά μου ανήκουν, αλλά ο απώτατος αποδέκτης τους είναι ο Καθεδρικός. Εγώ είμαι απλώς μία δίοδος. Ο Καθεδρικός είναι εγχείρημα ύψιστης σημασίας. Πολύ πιο σημαντικός από ένα μεμονωμένο άτομο. Το έργο του Καθεδρικού είναι το μόνο σημαντικό. Το μόνο υπαρκτό». Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε αν διέκρινε μια όχι και τόσο ανεπαίσθητη απειλή στην εμφατική αυτή δήλωση προτεραιότητας. Αντί να

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

385

θίξει το θέμα ευθέως, ωστόσο, αποφάσισε να αλλάξει γραμμή πλεύσης. «Σε ξάφνιασε η δολοφονία του Καρλ;» Η ερώτηση πυροδότησε τον πρώτο φανερό δισταγμό στον Τζόνα. Ένωσε τα δάχτυλά του σε τρίγωνο μπροστά στο στήθος του. «Και ναι, και όχι. Ναι, γιατί πάντα σε εκπλήσσει αρχικά η έσχατη αυτή μορφή βίας. Και όχι, επειδή ο φόνος δεν ήταν αναπάντεχη κατάληξη με το είδος της ζωής που έκανε ο Καρλ. Και θα μπορούσα εύκολα να φανταστώ κάποιον οικείο του να εξωθείται σ’ αυτό το ακραίο μέτρο». «Ακόμα και κάποιον σαν την Κέι;» «Ακόμα και κάποιον σαν την Κέι». «Ή κάποιον σαν εσένα;» Ο Τζόνα περιέβαλε την απάντησή του με ένα σοβαρό συνοφρύωμα. «Ή κάποιον σαν εμένα». Έπειτα κοίταξε, όχι και τόσο διακριτικά, το ρολόι του. Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Μια-δυο ερωτήσεις ακόμα». «Έχω προγραμματισμένη τηλεδιάσκεψη σε δέκα λεπτά, αλλά σε ακούω, παρακαλώ». «Τι γνώμη έχεις για τον Μικ Κλέμπερ;» «Ποιον;» «Τον υπεύθυνο έρευνας για τη δολοφονία του Καρλ». «Α, ναι. Τι γνώμη έχω γι’ αυτόν; Νομίζω ότι μπορεί να είναι αλκοολικός». «Μίλησε μαζί σου;» «Δεν θα το έλεγα ακριβώς συνομιλία. Μου έκανε μερικές βασικές ερωτήσεις στο νεκροταφείο εκείνη τη μέρα. Σημείωσε τα στοιχεία μου, αλλά δεν επικοινώνησε από τότε. Δεν μου έδωσε την εντύπωση και τόσο μεθοδικού ανθρώπου... ούτε και πολύ αξιόπιστου». «Θα έπεφτες απ’ τα σύννεφα αν μάθαινες ότι είναι ένοχος για παραποίηση αποδεικτικών στοιχείων;» «Δεν θα πάθαινα και σοκ». Έγειρε το κεφάλι όλο περιέργεια. «Μου λες ότι παραβίασε το νόμο προκειμένου να καταδικαστεί η Κέι; Γιατί;» «Και πάλι, αυτό εμπίπτει στα εμπιστευτικά δεδομένα της έφεσης, για την ώρα. Αλλά εγείρει ένα ενδιαφέρον ζήτημα. Αν υποθέσουμε ότι η Κέι δεν σκότωσε τον Καρλ, προφανώς τον σκότωσε κάποιος

386

JOHN VERDON

άλλος. Δεν σε ανησυχεί το ενδεχόμενο ο πραγματικός δολοφόνος να τριγυρνά ελεύθερος;» «Ρωτάς αν ανησυχώ για την προσωπική μου ασφάλεια; Καθόλου. Ο Καρλ κι εγώ ήμαστε διαμετρικά αντίθετοι σε κάθε απόφαση, σε κάθε προτεινόμενο τρόπο δράσης της εταιρείας – καθώς και σε ό,τι προσωπικό ζήτημα προέκυπτε ποτέ μεταξύ μας. Δεν είχαμε ποτέ τους ίδιους φίλους, τους ίδιους στόχους, οτιδήποτε ίδιο. Είναι τελείως απίθανο να έχουμε τον ίδιο εχθρό». «Μία τελευταία ερώτηση». Ο Γκάρνεϊ έκανε μια παύση, πιο πολύ για εφέ παρά από αναποφασιστικότητα. «Τι θα είχες να πεις αν σου έλεγα ότι ο θάνατος της μητέρας σας μπορεί να μην οφειλόταν σε ατύχημα;» «Τι εννοείς;» Ο Τζόνα ανοιγόκλεισε τα μάτια, με ένα ύφος κατάπληξης. «Πρόσφατες αποδείξεις συνδέουν το θάνατό της με το θάνατο του Καρλ». «Τι αποδείξεις;» «Δεν μπορώ να πω περισσότερα. Αλλά φαίνονται πειστικές. Μπορείς να σκεφτείς κάποιο λόγο για τον οποίο το άτομο που έβαλε στόχο τον Καρλ, ίσως είχε στο ίδιο στόχαστρο και τη μητέρα σας;» Η έκφραση του Τζόνα ήταν ένα παγωμένο μείγμα συναισθημάτων. Το πλέον αναγνωρίσιμο ήταν ο φόβος. Ήταν όμως ο φόβος του αγνώστου; Ή μήπως ο φόβος ότι το άγνωστο μπορεί να γίνει γνωστό; Στο τέλος έγνεψε αρνητικά. «Δεν... δεν ξέρω τι να πω. Άκουσε, πρέπει να μου πεις... θέλω να πω, για τι αποδείξεις μιλάμε;» «Αυτή τη στιγμή, το στοιχείο αυτό παραμένει εμπιστευτικό μέσα στο πλαίσιο της έφεσης. Θα φροντίσω να ενημερωθείς το συντομότερο δυνατόν». «Αυτό που λες είναι τελείως... αλλόκοτο». «Είμαι σίγουρος ότι σου φαίνεται έτσι. Πάντως αν σου έρθει στο νου οποιαδήποτε εξήγηση, οποιοδήποτε σενάριο πιστεύεις ότι θα μπορούσε να συνδέει τους δύο θανάτους, θα σε παρακαλούσα να επικοινωνήσεις αμέσως». Η μόνη αισθητή αντίδραση του Τζόνα ήταν ένα μικρό καταφατικό νεύμα. Ο Γκάρνεϊ αποφάσισε και πάλι να αλλάξει απότομα ρότα.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

387

«Τι γνώμη έχεις για την κόρη του Καρλ;» Ο Τζόνα ξεροκατάπιε και ανακάθισε. «Με ρωτάς αν θα ήταν ικανή να... να σκοτώσει τον πατέρα της. Και τη γιαγιά της;» Έμοιαζε χαμένος. «Ιδέα δεν έχω. Η Αλίσα είναι... δεν στέκει καλά στην υγεία της, αλλά... τον πατέρα της; Τη γιαγιά της;» «Από ποια άποψη δεν στέκει καλά στην υγεία της; Θα μπορούσες να γίνεις πιο συγκεκριμένος;» «Όχι. Όχι τώρα». Κοίταξε πάλι το ρολόι του, σαστισμένος θαρρείς απ’ τα δεδομένα που του μετέδιδε. «Πρέπει να κλείσω. Λυπάμαι ειλικρινά». «Κάτι τελευταίο. Ποιος άλλος μπορεί να ήθελε τον Καρλ νεκρό;» Ο Τζόνα ύψωσε τις παλάμες προς τα πάνω, σε μια χειρονομία που φανέρωνε την αδυναμία του να απαντήσει στην ερώτηση. «Οποιοσδήποτε – οποιοσδήποτε βρισκόταν αρκετά κοντά του ώστε να διακρίνει τη σήψη πίσω απ’ το χαμόγελο». «Ευχαριστώ για τη βοήθεια, Τζόνα. Ελπίζω να τα ξαναπούμε. Παρεμπιπτόντως, τι θέμα έχει η διάσκεψη;» «Συγγνώμη, η ποια;» «Η τηλεδιάσκεψη». «Α». Είχε μια έκφραση ναυτίας. «Το σημερινό θέμα είναι Το μονοπάτι μας προς τη χαρά».

388

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 47 Άφαντο κατ’ εξακολούθηση Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΗΚΕ το δεκαπεντάλεπτο μέχρι τον προγραμματισμένο ερχομό του Χάρντγουικ και της Έστι στις εννιά, για να πληκτρολογήσει και να εκτυπώσει τρία αντίγραφα των χθεσινών του σημειώσεων – για τα βασικά ζητήματα της υπόθεσης. Η Έστι έφτασε πρώτη, αλλά για ένα μόλις λεπτό. Την ώρα που πάρκαρε το σκούρο μπλε Μίνι Κούπερ της πλάι στα σπαράγγια, η κόκκινη Πόντιακ του Χάρντγουικ ακούστηκε να βρυχάται πίσω απ’ το στάβλο. Η Έστι βγήκε απ’ το αμαξάκι της, με το μπλουζάκι της, το τζιν σορτσάκι και το χαλαρό της χαμόγελο να προμηνύουν μια μέρα εκτός δουλειάς. Το καραμελόχρωμο δέρμα της έλαμπε στον πρωινό ήλιο. Καθώς πλησίαζε την πλαϊνή πόρτα, έριξε μια ματιά όλο περιέργεια στις επίπεδες πέτρες που οριοθετούσαν τον τάφο του κόκορα. Ο Γκάρνεϊ άνοιξε τη σίτα και της έσφιξε το χέρι. «Καλημέρα», είπε εκείνη, «έχει τόσο τέλεια μέρα σήμερα, που πρέπει να αράξουμε εδώ έξω». Ο Γκάρνεϊ της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Ωραία θα ήταν. Το πρόβλημα είναι ότι έχω ορισμένα βίντεο μέσα που θέλω να δείτε με τον Τζακ». «Μια σκέψη μόνο. Μ’ αρέσει αυτός ο ήλιος». Ο Χάρντγουικ πάρκαρε δίπλα της, βγήκε κι έκλεισε με δύναμη τη βαριά πόρτα. Χωρίς να μπει στον κόπο να χαιρετήσει κανέναν απ’ τους δυο τους, σκίασε τα μάτια με το χέρι κι άρχισε να σαρώνει με το βλέμμα τα γύρω χωράφια και τις δασωμένες πλαγιές. Η Έστι του έριξε μια λοξή ματιά. «Περιμένεις κάποιον;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

389

Εκείνος δεν απάντησε, παρά μόνο συνέχισε να κοιτάζει τριγύρω. Ο Γκάρνεϊ ακολούθησε το βλέμμα του ώσπου έφτασε στο λόφο Μπάροου, και τότε συνειδητοποίησε τι τον απασχολούσε. «Εκείνο εκεί είναι το πιθανότερο σημείο», είπε ο Γκάρνεϊ. Ο Χάρντγουικ έγνεψε καταφατικά. «Στην κορυφή εκείνου του μονοπατιού;» «Στην πραγματικότητα, είναι παρατημένος δρόμος παλιού λατομείου». Ο Χάρντγουικ εξακολούθησε να κοιτάζει το λόφο. «Είναι αρκετή η απόσταση απ’ το σπίτι. Πρέπει να έχει εκπληκτικό σημάδι. Μπορεί να είναι γύρω στα τριακόσια πενήντα μέτρα;» «Ίσως και περισσότερο. Δεν διαφέρει και πολύ απ’ το σκηνικό στο Λονγκ Φολς». Η Έστι έδειξε να ανησυχεί. «Μιλάτε για ακροβολιστή εσείς οι δύο;» «Για πιθανή θέση βολής», είπε ο Γκάρνεϊ. «Είναι ένα σημείο κοντά στην κορυφή εκείνου του λόφου, που προσωπικά θα επέλεγα αν είχα ως στόχο μου κάποιον σ’ αυτό το σπίτι. Έχει άμεση οπτική επαφή με την πλαϊνή πόρτα και με τα αυτοκίνητα». Η Έστι στράφηκε προς τον Χάρντγουικ. «Δηλαδή, τώρα όπου και να πας, αυτό το πράγμα τσεκάρεις; Πιθανές θέσεις ακροβολιστή;» «Με δύο σφαίρες στον τοίχο του σπιτιού μου, με απασχολεί αρκετά αυτές τις μέρες. Όπως κι όλες οι περιοχές που προσφέρουν επαρκή κάλυψη». Η Έστι γούρλωσε τα μάτια. «Μήπως, λοιπόν, αντί να στεκόμαστε εδώ σαν στημένοι στόχοι, κοιτώντας το μέρος απ’ όπου μπορεί να φάμε τη σφαίρα, να μπαίναμε σιγά-σιγά μέσα;» Ο Χάρντγουικ έμοιαζε έτοιμος να κάνει ένα εξυπναδίστικο σχόλιο, αλλά περιορίστηκε να χαμογελάσει και την ακολούθησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Έπειτα από μια τελευταία ματιά προς την κορυφή του λόφου, ο Γκάρνεϊ τους ακολούθησε. Αφού πήρε το λάπτοπ του και τη λίστα με τα βασικά ζητήματα απ’ το γραφείο, κάθισαν και οι τρεις τους στο τραπέζι της τραπεζαρίας. «Μήπως να αρχίζαμε από μια ενημέρωση γύρω από τις πρόσφατες εξελίξεις;» πρότεινε ο Γκάρνεϊ. «Εσύ και η Έστι θα κάνατε κάτι τηλέφωνα. Έχετε τίποτα νεότερο;»

390

JOHN VERDON

Η Έστι μίλησε πρώτη. «Μιλάς γι’ αυτό τον Έλληνα μαφιόζο, τον Αγγελίδη; Σύμφωνα με το φίλο μου στη δίωξη οργανωμένου εγκλήματος, είναι μεγάλο κεφάλι. Χαμηλών τόνων, σε σχέση με Ιταλούς και Ρώσους, αλλά με μεγάλη επιρροή. Συνεργάζεται με όλες τις φαμίλιες. Το ίδιο ίσχυε και για τον Γκουρίκο, τον τύπο με τα καρφιά στο πρόσωπο. Κανόνιζε εκτελέσεις για λογαριασμό μεγάλων παικτών. Καταπληκτικές διασυνδέσεις. Ιδιαίτερα έμπιστος». «Τότε γιατί εκτελέστηκε;» ρώτησε ο Χάρντγουικ. «Έχει ιδέα ο φιλαράκος σου;» «Καμία απολύτως. Σύμφωνα με τη Δίωξη, ο Γκουρίκος τα πήγαινε καλά με όλους. Δεν είχε καθόλου τριβές. Εξαιρετικά χρήσιμος». «Ναι, αλλά κάποιος είχε αντίθετη γνώμη». Η Έστι έγνεψε καταφατικά. «Μπορεί να συνέβη αυτό που είπε ο Αγγελίδης στον Ντέιβ: Ο Καρλ να πήγε στον Γκουρίκο για να κανονίσει την εκτέλεση κάποιου, κι έπειτα αυτός ο κάποιος να το έμαθε και να προσέλαβε τον Πανίκο για να τους καθαρίσει και τους δύο. Λογικό δεν ακούγεται;» Ο Χάρντγουικ ύψωσε τις παλάμες με μια έκφραση αβεβαιότητας. Η Έστι κοίταξε τον Γκάρνεϊ. «Ντέιβ;» «Από μια άποψη, θα ήθελα η εκδοχή του Αγγελίδη να ήταν αλήθεια. Κάτι όμως δεν μου κολλάει. Σαν να βγάζει νόημα, αλλά όχι ακριβώς. Το πρόβλημα είναι ότι δεν εξηγεί τα καρφιά στο πρόσωπο του Γκας. Μια πρακτική, προληπτική εκτέλεση του Καρλ και του Γκας είναι λογική – αλλά μια φρικιαστική προειδοποίηση για όποιον δεν κρατάει τα μυστικά του είναι άλλο πράγμα. Αυτά τα δύο δεν κολλάνε». «Έχω το ίδιο πρόβλημα με τη μητέρα», είπε η Έστι. «Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο έπρεπε να πεθάνει». Ο Χάρντγουικ ακούστηκε ανυπόμονος. «Δεν είναι δα κάνα μεγάλο μυστήριο. Για να βρεθεί ο Καρλ στην κηδεία, εκτεθειμένος, την ώρα που θα εκφωνούσε τον επικήδειο». «Και γιατί ο Πανίκος δεν περίμενε μέχρι να σταθεί στο έδρανο; Γιατί τον πυροβόλησε πριν φτάσει εκεί;» «Ποιος ξέρει; Ίσως ήθελε να τον εμποδίσει να αποκαλύψει κάτι».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

391

Ο Γκάρνεϊ δεν το έβρισκε λογικό όλο αυτό. Γιατί να στήσεις με τόσο εξεζητημένες τεχνικές ένα τέτοιο σκηνικό όπου κάποιος επρόκειτο να βγάλει λόγο, αν φοβόσουν όσα μπορεί να έλεγε; «Έχω και κάτι τελευταίο», είπε η Έστι. «Σχετικά με τον εμπρησμό στο Κούπερσταουν. Ανακάλυψα κάτι ενδιαφέρον, αλλά παράξενο. Οι τέσσερις εμπρηστικές συσκευές που χρησιμοποιήθηκαν στο σπίτι του Μπίντσερ διέφεραν όλες μεταξύ τους, και σε είδος και σε μέγεθος». Το βλέμμα της μετακινήθηκε απ’ τον Χάρντγουικ στον Γκάρνεϊ, και αντίστροφα. «Σας λέει κάτι αυτό;» Ο Χάρντγουικ ρούφηξε τον αέρα μέσα απ’ τα δόντια του κι ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί αυτά να είχε ο μικρούλης ο Πίτερ στο κουτί με τα παιχνίδια του σ’ εκείνη τη φάση». «Ή μπορεί αυτά να είχε ο προμηθευτής του. Εσύ τι λες, Ντέιβ;» «Μια τελείως τραβηγμένη πιθανότητα: ότι πειραματιζόταν». «Πειραματιζόταν; Με τι σκοπό;» «Δεν ξέρω. Πιθανόν για να αξιολογήσει τις διάφορες συσκευές έχοντας κάποιο μελλοντικό σχέδιο κατά νου;» Η Έστι έκανε μια γκριμάτσα. «Ας ελπίσουμε ότι δεν ήταν αυτός ο λόγος». Ο Χάρντγουικ ανακάθισε. «Έχεις τίποτε άλλο, μωρό μου;» «Ναι. Το ακέφαλο πτώμα που βρέθηκε χθες, αναγνωρίστηκε θετικά». Έκανε μια παύση για εντύπωση. «Ανήκει στον Λεξ Μπίντσερ. Εγγυημένα». Ο Χάρντγουικ την κοιτούσε με ένα κουρασμένο βλέμμα. «Το κεφάλι... αγνοείται ακόμα», εξακολούθησε εκείνη. Τα σαγόνια του Χάρντγουικ σφίχτηκαν. «Λες και παίζουμε σε καμιά κωλοταινία τρόμου!» Η Έστι ζάρωσε το πρόσωπό της. «Δεν καταλαβαίνω γιατί σε πειράζει τόσο. Αυτή η ιστορία, πώς γνωριστήκατε με τον Ντέιβ – εκείνη η υπόθεση με τη γυναίκα που βρέθηκε κομμένη στα δύο; Καλά δεν θυμάμαι; Σε είχα ακούσει να γελάς γι’ αυτή την υπόθεση και να κάνεις αρρωστημένα καλαμπούρια, έτσι δεν είναι;» «Έτσι». «Γιατί, λοιπόν, κάθε φορά που γίνεται λόγος για το κεφάλι σε πιάνει τέτοια ταραχή;»

392

JOHN VERDON

«Άκουσέ με, γαμώτο...» Ύψωσε τα χέρια σε ένδειξη παραίτησης, γνέφοντας αρνητικά. «Είναι άλλο να βρίσκεις ένα τεμαχισμένο πτώμα. Ένα πτώμα σε δέκα κομμάτια. Άμα είσαι αρκετό καιρό στο Σώμα, άμα ασχοληθείς αρκετά με τα αστικά γκέτο, όλο και θα σου κάτσει μια τέτοια υπόθεση. Σίγουρα πράγματα. Υπάρχει όμως μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο να βρεις ένα κομμένο κεφάλι και να μην το βρεις. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Το γαμημένο το κεφάλι είναι άφαντο! Που σημαίνει ότι κάποιος, κάπου, το φυλάει. Για κάποιο λόγο. Για ό,τι σιχαμένο σκοπό το προορίζει. Πίστεψέ με, θα εμφανιστεί το γαμοκέφαλο εκεί που δεν το περιμένουμε». «Εκεί που δεν το περιμένουμε; Πολλά θρίλερ βλέπεις», είπε η Έστι και του έκλεισε το μάτι τρυφερά. «Τέλος πάντων, αυτά τα νεότερα έχω. Εσείς; Μάθατε τίποτα;» Ο Χάρντγουικ έτριψε το πρόσωπό του με τις παλάμες, σαν να έσβηνε κάποιο δυσάρεστο όνειρο, προσπαθώντας να δώσει ένα νέο ξεκίνημα στη μέρα του. «Εγώ κατάφερα να εντοπίσω έναν απ’ τους αγνοούμενους μάρτυρες – τον Φρέντι, αυτόν που στην κατάθεσή του λέει ότι η Κέι ήταν στην πολυκατοικία της Λεωφόρου Άξτον την ώρα του πυροβολισμού. Επισήμως, Φρεντερίκο Χαβιέ Ροζάλες». Έριξε μια ματιά στον Γκάρνεϊ. «Κάνα καφέ παίζει να πιούμε;» «Και το ρωτάς;» Ο Γκάρνεϊ πήγε στον πάγκο να γεμίσει την καφετιέρα. «Είχαμε μια κουβέντα στο φιλικό, εγώ κι ο Φρέντι», εξακολούθησε ο Χάρντγουικ. «Εστιάσαμε στο ενδιαφέρον χάσμα ανάμεσα σ’ αυτά που όντως είδε, και σ’ αυτά που ο Μικ ο παπάρας τού είπε να πει πως είδε». Η Έστι γούρλωσε τα μάτια. «Παραδέχτηκε ότι ο Κλέμπερ του υπαγόρευσε τι να πει στο εδώλιο;» «Όχι μόνο τι να πει, αλλά τον απείλησε κιόλας». «Με τι;» «Ο Φρέντι ήταν ναρκομανής. Βαποράκι της πλάκας με πολύ δαπανηρό εθισμό. Άλλη μία καταδίκη και θα έτρωγε είκοσι χρόνια κάθειρξη, χωρίς δυνατότητα αναστολής. Όταν το πρεζόνι βρεθεί σε τέτοια ζόρια, ένας μαλάκας σαν τον Μικ έχει μεγάλη δύναμη». «Τότε, σε σένα γιατί ανοίχτηκε;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

393

Ο Χάρντγουικ χαμογέλασε μοχθηρά. «Τα τυπάκια σαν τον Φρέντι έχουν διάσπαση προσοχής. Πάντα βλέπουν ως μεγαλύτερη την απειλή που έχουν μπροστά τους – και τώρα είχε εμένα μπροστά του. Αλλά μη σου μπαίνουν ιδέες. Ήμουν καθ’ όλα πολιτισμένος. Του εξήγησα ότι ο μόνος τρόπος να αποφύγει τη σοβαρή ποινή για ψευδορκία σε υπόθεση δολοφονίας ήταν να αντι-ψευδορκήσει». Η Έστι τον κοίταξε με δυσπιστία. «Να αντι-ψευδορκήσει;» «Ωραίο δεν ακούγεται; Του είπα ότι μπορούσε να γλιτώσει απ’ τα σκατά που θα τον έπνιγαν έτσι και τον έπαιρνε η μπάλα, εφόσον περιέγραφε πως η αρχική του μαρτυρία ήταν εξ ολοκλήρου επινόηση του Μικ του παπάρα». «Και κάθισε και τα έγραψε;» «Τα υπέγραψε κιόλας. Μέχρι αποτύπωμα του αντίχειρα έβαλε ο μαλάκας». Η Έστι έδειχνε συγκρατημένη ικανοποίηση. «Ο Φρέντι νομίζει ότι συνεργάζεσαι με το Εγκληματολογικό;» «Μπορεί να σχημάτισε την εντύπωση ότι η σχέση μου με την υπηρεσία είναι πιο στενή απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Αλλά χέστηκα τι νομίζει. Εσένα σε νοιάζει;» Η Έστι έγνεψε αρνητικά. «Αν σε βοηθάει να χώσεις φυλακή τον Κλέμπερ, όχι. Έχεις καμιά άκρη για τους άλλους δύο μάρτυρες που εξαφανίστηκαν – τον Τζίμι Φλατς και τον γκόμενο της Κέι, τον Ντάριλ;» «Όχι ακόμα. Αλλά η δήλωση του Φρέντι, σε συνδυασμό με την ηχογραφημένη συνομιλία του Ντέιβ με την Αλίσα, πρέπει να αρκούν για να στοιχειοθετήσουν το θέμα παρατυπίας της αστυνομίας – που με τη σειρά του αρκεί για την έφεση της Κέι». Ο τόνος του Χάρντγουικ ενοχλούσε τον Γκάρνεϊ όπως ο ήχος νυχιών που γλιστρούν σε μαυροπίνακα. Έπειτα όμως σκέφτηκε ότι ο εκνευρισμός του μπορεί να προερχόταν από άλλη πηγή – απ’ το ανεπίλυτο ερώτημα της ενοχής της Κέι, ένα θέμα ξέχωρο απ’ το αν η δίκη της είχε βασιστεί σε ανομίες. Δεν υπήρχαν ιδιαίτερες αμφιβολίες ως προς την παραποίηση αποδεικτικών στοιχείων και προσωπικών καταθέσεων. Αλλά κανένα απ’ αυτά τα νομικά ζητήματα δεν καθι-

394

JOHN VERDON

στούσε την Κέι αθώα. Εφόσον η ταυτότητα του ατόμου που προσέλαβε τον Πέτρο Πανίκο για να σκοτώσει τον Σπόλτερ παρέμενε άγνωστη, η Κέι Σπόλτερ εξακολουθούσε να είναι πιθανή ύποπτος. Η φωνή της Έστι διέκοψε τον ειρμό της σκέψης του. «Είπες ότι είχες να μας δείξεις κάτι βίντεο;» «Ναι. Μπράβο. Εκτός απ’ τη συνομιλία μου με τον Τζόνα, έχω ένα-δυο βίντεο από κάτι κάμερες ασφαλείας στη Λεωφόρο Άξτον – ένα κοντινό πλάνο κάποιου που μπαίνει στην πολυκατοικία πριν πέσει ο πυροβολισμός, κι ένα μακρινό που δείχνει τον Καρλ να δέχεται τη σφαίρα και να καταρρέει». Κοίταξε τον Χάρντγουικ. «Είπες στην Έστι από πού βρήκα τα βίντεο;» «Οι εξελίξεις έτρεχαν και δεν μου είπες και πολλά στο μισό λεπτό που διαρκεί το μήνυμά σου». «Κι ό,τι πληροφορίες περιείχε προτίμησες απλώς να τις αγνοήσεις, έτσι;» «Τι διάολο θες να πεις;» «Το μήνυμά μου ήταν σαφές ως προς ένα βασικό ζήτημα. Έπρεπε να πω στον Κλέμπερ ότι τα πράγματα γι’ αυτόν θα πήγαιναν καλύτερα, αν το υλικό απ’ τις κάμερες κατέληγε στα χέρια μου. Πράγμα που έγινε. Αλλά έπειτα έκανες την αποκαλυπτική σου εμφάνιση στην εκπομπή κι έθαψες τον εντελώς διεφθαρμένο επιθεωρητή της υπόθεσης για τη σκευωρία ενοχοποίησης της Κέι διαμέσου ψευδών μαρτυριών. Κι όλα τα μέλη του δικαστικού σώματος που ασχολούνται με την υπόθεση, ξέρουν ότι ο εν λόγω επιθεωρητής ήταν ο Μικ Κλέμπερ – στην ουσία τον φωτογράφισες και τον κατηγόρησες, αδιαφορώντας ολότελα για τη σχέση μου μαζί του». Η έκφραση του Χάρντγουικ είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. «Όπως σου είπα, οι εξελίξεις έτρεχαν. Είχα μόλις γυρίσει απ’ τη σκηνή του εμπρησμού στη λίμνη –μιλάμε για εφτά νεκρούς, Ντέιβι, εφτά νεκρούς– κι εννοείται ότι έγραφα στ’ αρχίδια μου τις αβρότητες της συνάντησής σου με τον παπάρα τον Μικ». Στη συνέχεια, ο Χάρντγουικ θύμισε στον Γκάρνεϊ ότι οι αμφίσημες υποσχέσεις και τα κατά συνθήκη ψεύδη ήταν οι κρυφοί ακρογωνιαίοι λίθοι του συστήματος. Κατέληξε με ένα σχεδόν ρητορικό ερώτημα. «Και τι διάολο σε νοιάζει για έναν σκατιάρη σαν τον Κλέμπερ;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

395

Ο Γκάρνεϊ αποφάσισε να απαντήσει απλά και πρακτικά, φέρνοντας στο νου του την οσμή του αλκοόλ που ανέδιδε ο τύπος, και το σχεδόν ακατανόητο μήνυμα που είχε αφήσει στον τηλεφωνητή του την επομένη της συνομιλίας τους. «Με νοιάζει, γιατί ο Μικ Κλέμπερ είναι ένας οργισμένος μπεκρής που στριμώχτηκε στη γωνία και μες στην απελπισία του μπορεί να κάνει καμιά βλακεία». Καθώς ο Χάρντγουικ έμεινε σιωπηλός, ο Γκάρνεϊ εξακολούθησε. «Έχω, λοιπόν, την Μπερέτα μου λίγο πιο κοντά μου απ’ ό,τι συνήθως, για καλό και για κακό. Στο μεταξύ, η Έστι με ρώτησε για τα βίντεο. Ας ρίξουμε μια ματιά. Θα σας βάλω πρώτο το πλάνο του δρόμου, κι έπειτα το μακρινό του νεκροταφείου».

396

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 48 Ο πυροβολισμός ΑΦΟΥ ΕΙΔΑΝ ΤΑ ΒΙΝΤΕΟ από δύο φορές το καθένα, ο Χάρντγουικ ρώτησε: «Μπορούμε να αποδείξουμε ότι ο Κλέμπερ είχε τα βίντεο αυτά στην κατοχή του στη διάρκεια της δίκης;» «Δεν είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να αποδείξουμε ότι τα είχε. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού μπορεί να πειστεί να υπογράψει ένορκη δήλωση, όπου να λέει ότι του παρέδωσε τα βίντεο, αλλά είναι ακόμα πιο μυστήριος απ’ τον Κλέμπερ. Κι επιπλέον…» «Όταν όμως τα ζήτησες απ’ τον Κλέμπερ, σου τα έδωσε», τον διέκοψε η Έστι. «Του είπα ότι εφόσον μου τα έδινε, τα πράγματα μπορεί να πήγαιναν καλύτερα γι’ αυτόν. Και την επομένη εμφανίστηκαν στο γραμματοκιβώτιό μου. Εσύ κι εγώ ξέρουμε τι σημαίνει αυτό. Αλλά από νομική άποψη, δεν αποδεικνύει ακριβώς την κατοχή. Όπως και να ’ναι, δεν έχει σημασία αυτή τη στιγμή σε ποιανού την κατοχή βρίσκονταν. Σημασία έχει αυτό που δείχνουν». Ο Χάρντγουικ έδειχνε έτοιμος να φέρει αντίρρηση, αλλά ο Γκάρνεϊ συνέχισε. «Το σημαντικό στοιχείο στο μακρινό πλάνο του νεκροταφείου είναι ότι δείχνει τον Καρλ να πυροβολείται στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου τον τοποθετούν όλες οι μαρτυρίες – κάτι που στην ουσία επιβεβαιώνει ότι η βολή ήταν αδύνατον να προήλθε απ’ το παράθυρο που ισχυρίζεται ο Κλέμπερ». Η Έστι έδειχνε προβληματισμένη. «Πρέπει να είναι η τέταρτη φορά που σε ακούω να μιλάς για την προέλευση της βολής – την αντίφαση ως προς το σημείο απ’ όπου πυροβόλησε ο ακροβολιστής. Εσύ ποια πιστεύεις ότι είναι η απάντηση;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

397

«Ειλικρινά; Αυτό ακόμα δεν έχω καταφέρει να το εξακριβώσω. Τα φυσικά και χημικά αποδεικτικά στοιχεία στο διαμέρισμα όπου βρέθηκε το φονικό όπλο καταμαρτυρούν ότι η βολή πρέπει να πραγματοποιήθηκε από εκεί. Αλλά η ορατότητα στο θύμα το αποκλείει». «Αυτό μου θυμίζει το χάος με την υπόθεση Μοντέλ Τζόουνς στο Σκενέκταντι. Θυμάσαι, Τζακ; Πριν από πέντε-έξι χρόνια;» «Για τον πρεζέμπορα λες; Το θέμα που είχε εγερθεί για το αν η δολοφονία του ήταν δικαιολογημένη;» «Ακριβώς». Στράφηκε προς τον Γκάρνεϊ. «Ένας νεαρός αστυνομικός κόβει βόλτες με το περιπολικό σε μια γειτονιά όπου παίζει πολλή πρέζα –μέρα μεσημέρι, καλοκαίρι– όταν ξαφνικά δέχεται μια κλήση για πυροβολισμούς σε μια τοποθεσία δύο τετράγωνα από εκεί όπου βρίσκεται. Σε δέκα δευτερόλεπτα είναι εκεί κι έχει βγει απ’ το περιπολικό. Ο κόσμος στο δρόμο, του δείχνει ένα φαρδύ σοκάκι ανάμεσα από δύο αποθήκες και του λένε ότι από εκεί ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί πριν από ένα-δυο λεπτά. Είναι ο πρώτος που έχει φτάσει, και κανονικά θα έπρεπε να περιμένει για ενισχύσεις, αλλά δεν περιμένει. Απεναντίας, βγάζει το πιστόλι του –εννέα χιλιοστών– και μπαίνει στο σοκάκι. Απέναντί του, στα δεκαπέντε μέτρα, στέκεται ο Μοντέλ Τζόουνς, ένα ντόπιο κάθαρμα, διαβόητος έμπορος ναρκωτικών με ένα ποινικό μητρώο από δω ως απέναντι. Απ’ ό,τι λέει ο μπάτσος, βλέπει ότι κι ο Μοντέλ κραδαίνει το δικό του εννιάρι. Με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Και το υψώνει αργά προς την κατεύθυνσή του. Ο μπάτσος τού φωνάζει να το πετάξει κάτω. Το εννιάρι ανεβαίνει απειλητικά. Ο αστυνομικός ρίχνει μια σφαίρα. Ο Μοντέλ σωριάζεται. Περιπολικά αρχίζουν να καταφθάνουν. Ο Μοντέλ αιμορραγεί από τραύμα στην κοιλιά. Έρχεται το ασθενοφόρο, τον μαζεύει και στο δρόμο προς το νοσοκομείο πεθαίνει. Όλα φαίνονται υπεράνω υποψίας. Ο νεαρούλης ο μπάτσος γίνεται ήρωας για ένα εικοσιτετράωρο. Κι έπειτα, όλα πάνε κατά διαόλου. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων τον καλεί για κατάθεση. Αυτός δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία για οτιδήποτε. Σε όλα σαφής και ξεκάθαρος – πώς είδε τον Μοντέλ, πώς είχε τέλεια ορατότητα με τον ήλιο, το εννιάρι του Μοντέλ να υψώνεται προς το μέρος του. Κι έπειτα πυροβολεί, κι ο Μοντέλ πέφτει κάτω. Τελεία και παύλα. Ο ανακριτής τού ζητάει να τα επαναλάβει. Τα ξαναλέει δεύτερη φορά. Τρίτη φορά. Τα έχουν όλα

398

JOHN VERDON

μαγνητοφωνημένα, εκτυπωμένα, κι αυτός τα υπογράφει. Κι έπειτα, του ρίχνουν τη βόμβα. Μόνο που έχουμε ένα πρόβλημα. Ο ιατροδικαστής λέει ότι το τραύμα στην κοιλιακή χώρα ήταν οπή εξόδου, όχι εισόδου. Ο μπάτσος άφωνος, δεν καταλαβαίνει τι του λένε. Τους ρωτάει τι διάολο εννοούν. Του λένε: Απλό είναι, πυροβόλησες τον Μοντέλ πισώπλατα. Και θέλουν να μάθουν το γιατί». «Ακούγεται σαν τον χειρότερο εφιάλτη του μπάτσου», είπε ο Γκάρνεϊ. «Τουλάχιστον όμως αυτός ο τύπος ο Μοντέλ είχε σφαίρες στο όπλο, σωστά;» «Είχε, ναι. Το πρόβλημα δεν ήταν αυτό, αλλά η σφαίρα στην πλάτη». «Δεν πρόβαλε ο μπάτσος τη γνωστή δικαιολογία Γύρισε να το σκάσει τη στιγμή που τράβηξα τη σκανδάλη;» «Όχι. Έλεγε και ξανάλεγε ότι ο πυροβολισμός έγινε ακριβώς όπως τον περιέγραφε. Επέμενε ακόμη ότι ο Μοντέλ ποτέ δεν γύρισε την πλάτη του, ότι ήταν στραμμένος προς το μέρος του απ’ την αρχή ως το τέλος». «Ενδιαφέρον», είπε ο Γκάρνεϊ, με μια σκεφτική λάμψη στο βλέμμα. «Και ποιο είναι το κλου της υπόθεσης;» «Ο Μοντέλ είχε δεχτεί σφαίρα στην πλάτη ένα-δυο λεπτά πριν, από έναν άγνωστο δράστη – που ήταν και η αιτία της αρχικής αναφοράς για πυροβολισμούς στην οποία ανταποκρίθηκε ο νεαρός αστυνομικός. Κι αφού ο άλλος τον άφησε να πεθάνει στο σοκάκι, ο Μοντέλ κατάφερε να σηκωθεί – πάνω στην ώρα για την άφιξη του ήρωά μας. Ο Μοντέλ πιθανότατα βρισκόταν σε κατάσταση σοκ και δεν είχε ιδέα τι έκανε με το όπλο του. Ο μπάτσος πυροβολεί –δεν τον πετυχαίνει καν– κι ο Μοντέλ σωριάζεται κάτω». «Και πώς κατάφεραν να βγάλουν άκρη οι Εσωτερικές Υποθέσεις;» «Σε μια δεύτερη εξονυχιστική έρευνα ανακάλυψαν έναν κάλυκα στον υπόνομο έξω απ’ το σοκάκι με ίχνη απ’ το DNA του Μοντέλ επάνω του – έναν υπόνομο πίσω απ’ το σημείο όπου στεκόταν ο μπάτσος, που σημαίνει ότι η αρχική σφαίρα είχε προέλθει απ’ την αντίθετη κατεύθυνση». «Είχαν τύχη βουνό που τη βρήκαν», είπε ο Γκάρνεϊ. «Μπορεί να είχε άλλη κατάληξη η υπόθεση».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

399

«Μην το γελάς καθόλου», είπε η Έστι. «Καμιά φορά, το μόνο που έχεις με το μέρος σου είναι η τύχη». Ο Χάρντγουικ χτυπούσε τα δάχτυλα στο τραπέζι. «Τι σχέση έχει αυτή η υπόθεση με τη δολοφονία του Σπόλτερ;» «Δεν ξέρω. Αλλά για κάποιο λόγο, μου ήρθε στο νου. Άρα μπορεί να συνδέεται κάπως», είπε η Έστι. «Πώς; Λες ο Καρλ να πυροβολήθηκε από άλλη κατεύθυνση; Όχι απ’ την πολυκατοικία;» «Δεν ξέρω, Τζακ. Έτυχε να θυμηθώ το συγκεκριμένο περιστατικό. Δεν μπορώ να σου το εξηγήσω. Εσύ τι λες, Ντέιβ;» Ο Γκάρνεϊ απάντησε χωρίς δισταγμό. «Είναι ένα ενδιαφέρον παράδειγμα του πώς δύο πράγματα συμβαίνουν με τέτοιον τρόπο, που όλοι θεωρούν ότι συνδέονται μεταξύ τους, ενώ αυτό δεν ισχύει». «Ποια δύο πράγματα;» «Το ότι ο μπάτσος πυροβόλησε τον Μοντέλ, κι ότι ο Μοντέλ δέχτηκε μια σφαίρα στην κοιλιά».

400

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 49 Σατανικός ΚΑΘΩΣ ΑΔΕΙΑΖΑΝ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ κανάτα καφέ, ο Γκάρνεϊ τους έβαλε να δουν τη συνομιλία του στο Skype με τον Τζόνα Σπόλτερ. Όταν τελείωσε, ο Χάρντγουικ ήταν ο πρώτος που αντέδρασε. «Δεν ξέρω ποιος είναι μεγαλύτερος σκατιάρης – ο Μικ ο παπάρας, ή αυτός ο μαλάκας». Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Η Πολέτ Πέρλεϊ, η διευθύντρια του Γουίλοου Ρεστ, είναι σίγουρη ότι ο Τζόνα είναι ένας άγιος που θέλει να σώσει τον κόσμο». «Όλους αυτούς τους αγίους που θέλουν να σώσουν τον κόσμο πρέπει να τους κάνουν κιμά για λίπασμα. Τα σκατά που έχουν στο κεφάλι τους είναι ένα κι ένα για το χώμα». «Καλύτερα στο χώμα, παρά στη φυλακή· έτσι, Τζακ;» «Αυτό ξαναπές το, αδελφέ». «Και ’κονόμησε πενήντα εκατομμύρια δολάρια με το θάνατο του αδελφού του;» ρώτησε η Έστι. «Είναι αλήθεια αυτό;» «Δεν το αρνείται», είπε ο Γκάρνεϊ. «Και γαμώ τα κίνητρα», ξέσπασε ο Χάρντγουικ. «Στην πραγματικότητα», συνέχισε ο Γκάρνεϊ, «δεν έδειχνε να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα να αρνηθεί οτιδήποτε. Παραδέχτηκε με άνεση ότι επωφελήθηκε ιδιαίτερα απ’ το θάνατο του Καρλ. Ούτε είχε κάνα ζόρι να πει ότι μισούσε τον αδελφό του. Μάλιστα ήταν πρόθυμος να

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

401

απαριθμήσει όλους τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να τον μισούν οι πάντες». Η Έστι έγνεψε καταφατικά. «Τον αποκαλεί τέρας, ψυχοπαθή, μεγαλομανή...» «Και σατανικό», πρόσθεσε ο Χάρντγουικ. «Σε αντίθεση με τον εαυτό του, που θα ήθελε να θεωρούμε όλοι άγγελο επί της γης». «Παραδέχεται ότι θα έκανε τα πάντα γι’ αυτό τον Καθεδρικό του», συνέχισε η Έστι. «Τα πάντα. Στην πραγματικότητα, ακούστηκε λίγο σαν να καυχιόταν». Έκανε μια παύση. «Παράξενο. Παραδέχτηκε όλα αυτά τα κίνητρα για φόβο σαν να μην έχουν σημασία. Σαν να πιστεύει ότι δεν μπορούμε να τον αγγίξουμε». «Όπως θα μιλούσε κάποιος με ισχυρές διασυνδέσεις», παρατήρησε ο Χάρντγουικ. «Εκτός απ’ το κομμάτι στο τέλος», είπε ο Γκάρνεϊ. Η Έστι συνοφρυώθηκε. «Εννοείς αυτό για τη μητέρα του;» «Αφήνοντας έξω το ενδεχόμενο να είναι ο μεγαλύτερος ηθοποιός του κόσμου, πιστεύω ότι στο σημείο εκείνο ήταν ειλικρινά ταραγμένος. Αλλά δεν είμαι βέβαιος αν τον τάραζε το γεγονός ότι μπορεί η μητέρα του να δολοφονήθηκε, ή το γεγονός ότι το γνωρίζουμε. Επίσης, μου φαίνεται περίεργη η προθυμία του να μάθει τι αποδεικτικά στοιχεία έχουμε, ενώ δεν έκανε ποτέ τη βασική ερώτηση Για ποιο λόγο κάποιος να θέλει να σκοτώσει τη μητέρα μου;» Ο Χάρντγουικ ξεγύμνωσε τα δόντια του σε ένα ψυχρό χαμόγελο. «Μου δίνει λίγο την αίσθηση ότι ο φιλικός και υπέροχος Τζόνα μπορεί στην πραγματικότητα να τους έχει όλους χεσμένους. Μαζί και τη μητέρα του». Η Έστι έμοιαζε μπερδεμένη. «Και τώρα τι κάνουμε;» Το παγερό χαμόγελο του Χάρντγουικ πλάτυνε κι άλλο. Έδειξε τη λίστα με τα ανεπίλυτα θέματα του Γκάρνεϊ που βρισκόταν στο τραπέζι, πλάι στο λάπτοπ. «Εύκολο. Ακολουθούμε το χάρτη με τα ίχνη και τις έξυπνες ερωτήσεις του ντετέκτιβ Ατσίδα». Πήραν ο καθένας τους ένα απ’ τα αντίγραφα που είχε εκτυπώσει ο Γκάρνεϊ και διάβασαν τις οχτώ επισημάνσεις σιωπηλοί. Όσο πιο χαμηλά στη λίστα κατέβαινε η Έστι, τόσο πιο ανήσυχη γινόταν η έκφρασή της. «Η λίστα αυτή είναι...

402

JOHN VERDON

αποκαρδιωτική». Ο Γκάρνεϊ τη ρώτησε γιατί. «Επειδή είναι οδυνηρά ξεκάθαρο ότι δεν ξέρουμε τίποτα σ’ αυτή τη φάση, τουλάχιστον όχι τόσα όσα θα ήθελα. Δεν συμφωνείς;» «Και ναι, και όχι», είπε ο Γκάρνεϊ. «Απαριθμεί αρκετά αναπάντητα ερωτήματα, αλλά είμαι σίγουρος ότι αν ανακαλύψουμε την απάντηση σε οποιοδήποτε απ’ αυτά, όλα τα άλλα κομμάτια του παζλ θα βρουν τη θέση τους από μόνα τους». Η Έστι συμφώνησε με ένα σφιγμένο νεύμα, αλλά δεν έμοιαζε να έχει πειστεί. «Καταλαβαίνω τι λες, αλλά... από πού να αρχίσουμε; Αν μπορούσαμε να συντονίσουμε τις προσπάθειες των σχετικών υπηρεσιών –του Εγκληματολογικού, του FBI, της Ομάδας Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος, της Ιντερπόλ, της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας, του Τμήματος Μηχανοκίνητων Οχημάτων, και τα λοιπά– και να ενισχυθούμε με ανθρώπινο δυναμικό, ο εντοπισμός αυτού του Πανίκου μπορεί να ήταν εφικτός. Αλλά έτσι όπως έχουν τα πράγματα... τι μπορούμε να κάνουμε; Ξέχωρα απ’ τον Πανίκο, το θέμα είναι ότι δεν έχουμε αρκετά άτομα και επαρκή χρόνο για να εξετάσουμε όλες τις άλλες σχέσεις και συγκρούσεις στις ζωές του Καρλ, του Τζόνα, της Κέι και της Αλίσα – για να μην πω για τον Αγγελίδη, τον Γκουρίκο κι ένας Θεός ξέρει ποιον άλλον». Έγνεψε αρνητικά σε ένδειξη ανημποριάς. Τα σχόλιά της ακολούθησε η πιο μακρόσυρτη σιωπή της συνάντησης. Αρχικά, ο Χάρντγουικ δεν πρόδιδε την παραμικρή αντίδραση. Έδειχνε να συγκρίνει τους αντίχειρές του μεταξύ τους και να περιεργάζεται το μέγεθος και το σχήμα τους. Η Έστι τον κοίταξε επίμονα. «Εσύ τι λες, Τζακ;» Εκείνος ύψωσε το βλέμμα και καθάρισε το λαιμό του. «Σαφώς και έχουμε δύο ξεχωριστές καταστάσεις. Η μία είναι η έφεση της Κέι, που σύμφωνα με το συνεταίρο του Λεξ βρίσκεται σε καλό δρόμο. Η άλλη είναι η προσπάθεια να βρούμε την απάντηση στο ερώτημα Ποιος σκότωσε τον Καρλ; που είναι πιο ακανθώδες. Αλλά το εξυπνοπούλι μας ο Σέρλοκ έχει μια αισιοδοξία στο μάτι». Το στρεσαρισμένο βλέμμα της μετατοπίστηκε στον Γκάρνεϊ. «Νιώθεις καθόλου αισιόδοξος;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

403

«Στην πραγματικότητα, νιώθω λίγο, ναι». Ακόμα και τη στιγμή που το έλεγε, του έκανε εντύπωση η απότομη αλλαγή της στάσης του στο μικρό χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει απ’ τη σύνταξη της λίστας και τη σύγχυση που του προκαλούσε η περιπλοκότητα του όλου εγχειρήματος και η έλλειψη μέσων που άλλοτε θεωρούσε δεδομένα – ακριβώς αυτό για το οποίο είχε μόλις διαμαρτυρηθεί η Έστι. Κανένα από τα δύο αυτά προβλήματα –ούτε η περιπλοκότητα ούτε η έλλειψη μέσων– είχε λυθεί. Κι ωστόσο είχε επιτέλους συνειδητοποιήσει ότι δεν χρειαζόταν απαντήσεις σε μια ατέλειωτη αλληλουχία ερωτήσεων για να ξεμπλοκάρει ο δρόμος προς τη λύση. Η Έστι είχε ένα ύφος όλο δυσπιστία. «Πώς μπορείς να αισιοδοξείς όταν ακόμη αγνοούμε τόσα πράγματα;» «Μπορεί να μας λείπουν απαντήσεις, αλλά... έχουμε ένα άτομο». «Έχουμε ένα άτομο; Ποιο άτομο;» «Τον Πίτερ Παν». «Τι εννοείς, τον έχουμε;» «Εννοώ ότι είναι εδώ. Στην περιοχή. Κάτι σχετικό με την έρευνά μας τον κρατάει εδώ». «Τι ακριβώς;» «Νομίζω ότι φοβάται πως θα ανακαλύψουμε το μυστικό του». «Το μυστικό πίσω απ’ τα καρφιά στο πρόσωπο του χοντροΓκας;» «Ναι». Ο Χάρντγουικ βάλθηκε πάλι να χτυπά τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι το μυστικό είναι του Πανίκου κι όχι αυτού που τον προσέλαβε;» «Κάτι που μου είπε ο Αγγελίδης. Είπε ότι ο Πανίκος δέχεται μόνο ρητές υποθέσεις εκτέλεσης. Χωρίς περιορισμούς. Χωρίς συγκεκριμένες οδηγίες. Θέλεις κάποιον νεκρό, του δίνεις τα λεφτά και κατά πάσα πιθανότητα αυτός ο κάποιος καταλήγει νεκρός. Αλλά χειρίζεται όλες τις λεπτομέρειες με τον δικό του τρόπο. Αν έστελνε, λοιπόν, ένα μήνυμα με τα καρφιά στα μούτρα του χοντρο- Γκας, ήταν μήνυμα δικό του, του Πανίκου – κάτι σημαντικό γι’ αυτόν». Ο Χάρντγουικ πήρε πάλι την έκφραση της ξινίλας. «Εμένα μου φαίνεται πως εμπιστεύεσαι υπερβολικά τις μαλακίες που σου είπε ο

404

JOHN VERDON

Αγγελίδης – ένας μαφιόζος που λέει ψέματα, κλέβει και εξαπατά επαγγελματικά». «Δεν θα είχε κανένα όφελος λέγοντας ψέματα για το πώς κάνει τις δουλειές του ο Πανίκος. Κι ό,τι άλλο έχουμε μάθει γι’ αυτόν, ιδίως απ’ το φίλο σου στην Ιντερπόλ, συνηγορεί σε όσα είπε ο Αγγελίδης. Ο Πίτερ Παν ακολουθεί δικούς του κανόνες. Κανείς δεν του λέει τι θα κάνει». «Θες να πεις ότι ο μικρός μπορεί να έχει λίγο θέμα με τον απόλυτο έλεγχο;» Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε με τη διπλωματική περιγραφή. «Κανείς δεν τον διέταξε να κόψει τα καλώδια στο σπίτι σου, Τζακ. Δεν δέχεται τέτοιου είδους οδηγίες. Και δεν πιστεύω ότι του έδωσε κανείς εντολή να κάψει τα σπίτια στο Κούπερσταουν, ούτε να φύγει κουβαλώντας το κεφάλι του Λεξ Μπίντσερ σε μια πάνινη τσάντα ώμου». «Ξαφνικά σ’ έχει πιάσει μια αναθεματισμένη σιγουριά για όλα αυτά». «Τα σκέφτομαι από χθες. Καιρός ήταν να αρχίσω να βλέπω καθαρά τουλάχιστον ένα κομμάτι της εικόνας». Η Έστι ύψωσε τα χέρια μπερδεμένη. «Σόρι, μπορεί να ακουστεί ηλίθιο, αλλά τι είναι αυτό που βλέπεις τόσο καθαρά;» «Την ανοιχτή πόρτα που στεκόταν μπροστά μας εξαρχής». «Ποια ανοιχτή πόρτα;» «Του ίδιου του Πίτερ Παν». «Μα τι λες τώρα;» «Ο τύπος ανταποκρίνεται στις κινήσεις μας, στην έρευνά μας για τη δολοφονία του Καρλ. Μια αντίδραση ισοδυναμεί με κάθε σύνδεση. Και κάθε σύνδεση συνεπάγεται μια ανοιχτή πόρτα». «Ανταποκρίνεται στις κινήσεις μας;» Η Έστι έμοιαζε να μην πιστεύει στ’ αυτιά της, θυμωμένη σχεδόν. «Εννοείς, πυροβολώντας το σπίτι του Τζακ; Σκοτώνοντας τον Λεξ και τους γείτονές του στο Κούπερσταουν;» «Προσπαθεί να σταματήσει αυτό που κάνουμε». «Δηλαδή, εμείς ερευνάμε, και η απάντησή του είναι να καίει, να πυροβολεί και να σκοτώνει. Κι αυτό εσύ το λες ανοιχτή πόρτα;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

405

«Αποδεικνύει ότι προσέχει τις κινήσεις μας. Ότι είναι ακόμα εδώ. Δεν έχει φύγει απ’ τη χώρα. Δεν έχει ξαναχωθεί στο λαγούμι του. Αποδεικνύει ότι μπορούμε να τον αγγίξουμε. Πρέπει απλώς να βρούμε τον τρόπο να τον αγγίξουμε ώστε να προκαλέσουμε μια χρήσιμη για εμάς αντίδραση». Η Έστι τον λοξοκοίταξε και η έκφρασή της άλλαξε από δυσπιστία σε περίσκεψη. «Θες να πεις, όπως αν χρησιμοποιούσαμε τα μίντια – ενδεχομένως αυτόν το μαλάκα τον Μπορκ– για να προσφέρουμε στον Πανίκο κάποιου είδους συμφωνία ώστε να μας αποκαλύψει ποιος τον προσέλαβε;» «Ο Μπορκ θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος, όχι όμως για να προσφέρει κάποια συμφωνία. Νομίζω ότι ο φιλαράκος μας ο Πίτερ Παν κινείται σε άλλο μήκος κύματος». «Τι μήκος κύματος;» «Βασικά... δες απλώς τα όσα ξέρουμε γι’ αυτόν». Η Έστι ανασήκωσε τους ώμους. «Ξέρουμε ότι είναι επαγγελματίας εκτελεστής». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Και τι άλλο;» «Είναι ακριβός και ειδικεύεται στις δύσκολες αναθέσεις». «Στις ανέφικτες, αυτές που δεν αναλαμβάνει κανείς άλλος – έτσι το έθεσε ο Αγγελίδης. Και τι άλλο;» «Ότι είναι ψυχοπαθής, σωστά;» «Ψυχοπαθής δεν θα πει τίποτα», πετάχτηκε ο Χάρντγουικ. «Ότι τον βασανίζουν εφιάλτες. Όπως το βλέπω εγώ, αυτό το μπασμένο το αρχιδάκι είναι κινούμενη φονική μηχανή – οργισμένος, θεότρελος, αιμοδιψής– και δεν σκοπεύει να αλλάξει χαρακτήρα. Εσύ τι λες, Σέρλοκ; Έχεις κάποια άλλη αποκαλυπτική παρατήρηση για εμάς;» Ο Γκάρνεϊ κατάπιε την τελευταία γουλιά του χλιαρού καφέ του. «Εγώ προσπαθώ απλώς να συνδυάσω όλα όσα ξέρουμε και να δω πού με οδηγούν. Η τρομερή του επιμονή να κάνει τα πάντα με τον δικό του τρόπο, ο υψηλός του δείκτης ευφυΐας, σε συνδυασμό με μια παντελή έλλειψη συμπόνιας, η παθολογική του οργή, η δολοφονική δεξιοτεχνία του, η όρεξή του για κατά συρροή φόνους – όλα αυτά μαζί μοιάζουν να συνθέτουν την εικόνα ενός μικρού Πίτερ που θέλει να έχει τα πάντα κάτω από έλεγχο. Κι έπειτα, είναι και το τελευταίο εκρηκτικό συστατικό – το τελευταίο νήμα, το μυστικό, το ‘‘κάτι’’ που

406

JOHN VERDON

θέλει απεγνωσμένα να αποκρύψει και τρέμει μήπως ανακαλύψουμε. Α, και κάτι ακόμα που μου είπε ο Αγγελίδης –παραλίγο να το ξεχνούσα– είναι ότι του αρέσει να τραγουδάει όταν σκοτώνει κόσμο. Όλα αυτά μαζί φτιάχνουν τη συνταγή για μια ενδιαφέρουσα τελική αναμέτρηση». «Ή για να γίνουν όλα σκατά», είπε ο Χάρντγουικ. «Υποθέτω πως αυτό είναι το μειονέκτημα».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

407

Κεφάλαιο 50 Κουρδίζοντας τον τρελό «ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ;» Η ελπίδα και η επιφύλαξη μάχονταν στην έκφραση της Έστι. Και η επιφύλαξη κέρδιζε. «Έτσι νομίζω». Ο τόνος του Γκάρνεϊ έδειχνε ρεαλισμό. «Ο Πανίκος μού δίνει την αίσθηση ότι το απώτατο κίνητρό του είναι το μίσος, πιθανότατα εναντίον κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Αλλά οι τακτικές του, ο σχεδιασμός του – αυτές οι παράμετροι είναι σταθερές και μεθοδικές. Η επαγγελματική του επιτυχία εξαρτάται απ’ το να διατηρεί μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην τρομερή του έφεση για φόνο και την ψυχρή διαδικασία του προγραμματισμού. Είναι προφανές στη συμπεριφορά που βλέπουμε, κι ο Ντόνι Έιντζελ μου είπε το ίδιο, λίγο-πολύ. Επιφανειακά ο Πανίκος είναι ένας φερέγγυος επαγγελματίας που αναλαμβάνει δύσκολες αναθέσεις χωρίς συναισθηματικές διακυμάνσεις. Μέσα του όμως είναι ένα τέρας, που η βασική του ηδονή –ενδεχομένως η μόνη του ηδονή– είναι ο φόνος». Το γέλιο του Χάρντγουικ ήταν τραχύ σαν γάβγισμα. «Θα μπορούσε να ανοίξει τα μάτια σ’ αυτούς τους ψυχιάτρους που μιλάνε για το παιδί που κρύβουμε μέσα μας». Ο Γκάρνεϊ έβγαλε κι αυτός ένα κοφτό γελάκι άθελά του. Η Έστι στράφηκε προς το μέρος του. «Άρα είναι εν μέρει μεθοδικός και εν μέρει ψυχάκιας. Το κίνητρο είναι τρελό, αλλά η μέθοδος λογική. Ας πούμε ότι έχεις δίκιο. Πού μας οδηγεί αυτό;» «Από τη στιγμή που η ισορροπία μεταξύ τρέλας και λογικής μοιάζει να λειτουργεί, πρέπει να τη διαταράξουμε». «Πώς;»

408

JOHN VERDON

«Χτυπώντας τον στο πιο προσβάσιμο ευαίσθητο σημείο του». «Το οποίο είναι…;» «Το μυστικό που προσπαθεί να προστατεύσει. Αυτός είναι ο τρόπος να τον πλησιάσουμε. Να μπούμε στο μυαλό του. Και να κατανοήσουμε το φόνο του Καρλ και ποιος τον προσέλαβε γι’ αυτόν». «Ωραία θα ήταν να ξέραμε και ποιο είναι αυτό το γαμημένο το μυστικό του», πετάχτηκε ο Χάρντγουικ. Ο Γκάρνεϊ ανασήκωσε τους ώμους. «Το μόνο που χρειάζεται είναι να τον κάνουμε να πιστέψει ότι το ξέρουμε, ή ότι κοντεύουμε να το ανακαλύψουμε. Είναι ένα παιχνίδι που πρέπει να παίξουμε – ένα παιχνίδι με το μυαλό του». «Και ποιος είναι ο σκοπός του παιχνιδιού;» ρώτησε η Έστι. «Να διαταράξουμε τους ψύχραιμους υπολογισμούς στους οποίους στηρίζεται για την επιτυχία και την επιβίωσή του. Πρέπει να χώσουμε μια σφήνα ανάμεσα στον πυρήνα της παραφροσύνης του και στο λογικό σύστημα επιβίωσής του». «Τώρα με μπέρδεψες». «Ασκούμε πίεση με τρόπο που απειλεί τον αυτοέλεγχό του. Αν ο έλεγχος είναι η κύρια εμμονή του, είναι επίσης και η μεγαλύτερη αδυναμία του. Αν αφαιρέσεις το αίσθημα ελέγχου από έναν άνθρωπο παθολογικά εξαρτημένο απ’ το να ελέγχει τα πάντα, το αποτέλεσμα είναι κινήσεις πανικού». «Μα ακούς τι λέει ο άνθρωπος;» τον διέκοψε πάλι ο Χάρντγουικ. «Σχεδιάζει να χώσει μια βελόνα στο μάτι ενός μανιακού δολοφόνου για να δει πώς θα αντιδράσει». Ήταν ένα σχήμα λόγου που έμοιαζε να απηχεί την ολοένα και μεγαλύτερη αγωνία της Έστι. Εκείνη γύρισε προς το μέρος του Γκάρνεϊ. «Κι αν υποθέσουμε ότι αυτό που θα συμβεί έτσι κι ασκήσουμε την πίεση που λες στον Πανίκο είναι να σκοτώσει άλλα έξι-εφτά άτομα; Τι κάνουμε τότε; Ασκούμε κι άλλη πίεση; Κι αν σφάξει άλλα δώδεκα τυχαία θύματα; Τι κάνουμε τότε;» «Δεν λέω ότι δεν υπάρχει ρίσκο. Αλλά η εναλλακτική είναι να τον αφήσουμε να κρυφτεί και πάλι στις σκιές. Αυτή τη στιγμή, τον έχουμε φέρει κοντά στην επιφάνεια. Μπορούμε σχεδόν να τον αγγίξουμε. Κι εγώ θέλω να τον κρατήσουμε εκεί, να διεγείρουμε το φόβο

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

409

του, να τον εξωθήσουμε να κάνει κάποια ανοησία. Κι όσο για τη δυνητική σφαγή των αθώων, μπορούμε να αφαιρέσουμε τον παράγοντα του τυχαίου απ’ την απόφασή του και να τον τροφοδοτήσουμε με έναν συγκεκριμένο στόχο, χρησιμοποιώντας τον για να τον παγιδεύσουμε». «Στόχο;» Τα σοκολατί μάτια της Έστι άνοιξαν διάπλατα. «Πρέπει να τον κάνουμε να εστιάσει σε κάτι που εμείς θα αποφασίσουμε. Δεν αρκεί να ανεβάσουμε απλώς την κλίμακα της απειλής και να τον εξωθήσουμε στα άκρα. Πρέπει να μπορούμε να προλάβουμε την αντίδραση που θα προκαλέσουμε – κρατώντας την εστιασμένη σε μια ελεγχόμενη κατεύθυνση, με ελεγχόμενο χρονικό πλαίσιο». Η Έστι εξακολουθούσε να φαίνεται αμετάπειστη. «Του στήνουμε την παγίδα», συνέχισε ο Γκάρνεϊ, «προκαλούμε την αντίδραση που θέλουμε, κι έπειτα τον ψαρεύουμε – σε χώρο και χρόνο δικής μας επιλογής». «Το λες σαν να είναι κάτι εύκολο. Είναι όμως τρομερά ριψοκίνδυνο, σωστά;» «Είναι – αλλά όχι τόσο ριψοκίνδυνο όσο η εναλλακτική. Ο Τζακ περιέγραψε τον Πίτερ Παν ως φονική μηχανή. Και συμφωνώ. Αυτό κάνει, αυτό είναι. Αυτό ήταν ανέκαθεν – από παιδί ακόμα. Και θα συνεχίσει να σκοτώνει, έτσι και περάσει το δικό του. Είναι σαν μοιραία ασθένεια που κανείς δεν έχει ανακαλύψει πώς να σταματήσει την εξέλιξή της. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποια μη ριψοκίνδυνη επιλογή. Είτε αφήνουμε τη φονική μηχανή να δουλεύει, μετατρέποντας κι άλλους ανθρώπους σε πτώματα, είτε κάνουμε ό,τι μπορούμε για να την μπλοκάρουμε». «Είτε», πρότεινε διστακτικά η Έστι, «παραδίδουμε ό,τι έχουμε στο Εγκληματολογικό εδώ και τώρα, και τους αφήνουμε να βγάλουν το φίδι απ’ την τρύπα. Γιατί έχουν τα μέσα, ενώ εμείς δεν τα έχουμε. Κι αυτά τα μέσα θα μπορούσαν…» «Να πάει να γαμηθεί το Εγκληματολογικό!» γρύλισε ο Χάρντγουικ. Η Έστι έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό και στράφηκε πάλι στον Γκάρνεϊ. «Ντέιβ; Τι λες;»

410

JOHN VERDON

Ο Γκάρνεϊ δεν απάντησε. Το μυαλό του είχε κατακλυστεί αιφνίδια από μια ολοζώντανη ανάμνηση. Ένας αποκρουστικός γδούπος. Μια κόκκινη BMW να απομακρύνεται απ’ τον τόπο γκαζωμένη... να ξεμακραίνει σε μια λεωφόρο της πόλης... να στρίβει σε μια γωνία, με τα λάστιχα να στριγκλίζουν... και να εξαφανίζεται... για πάντα. Εκτός από τη μνήμη του. Το θύμα του φονικού τροχαίου κείτεται με το κορμάκι του συστραμμένο στη σχάρα του υπονόμου. Ο τετράχρονος γιος του. Ο Ντάνι του. Και το περιστέρι που ο Ντάνι είχε κυνηγήσει, απερίσκεπτα, στο δρόμο – το περιστέρι να υψώνεται τινάζοντας τα φτερά του, φοβισμένο μα άθικτο, και πετώντας να χάνεται. Γιατί δεν είχε επιτάξει ένα αυτοκίνητο επιτόπου; Γιατί δεν είχε καταδιώξει το δολοφόνο παντού, μέχρι τις πύλες της Κόλασης; Καμιά φορά η ανάμνηση του έφερνε δάκρυα. Άλλοτε πάλι μονάχα έναν πόνο στο λαιμό. Και μερικές φορές, μια τρομερή οργή. Αυτή τη στιγμή η οργή τον έπνιγε. «Ντέιβ;» «Ναι». «Δεν πιστεύεις πως ήρθε η ώρα να παραδώσουμε την υπόθεση στο Εγκληματολογικό;» «Να παραδώσουμε την υπόθεση; Και να σταματήσουμε αυτό που ξεκινήσαμε;» Η Έστι έγνεψε καταφατικά. «Στην ουσία, η υπόθεση εμπίπτει…» «Όχι. Όχι ακόμα», τη διέκοψε. «Τι εννοείς, όχι ακόμα;» «Δεν πιστεύω ότι πρέπει να αφήσουμε τον Πανίκο να εξαφανιστεί. Κι αν σταματήσουμε, αυτό ακριβώς θα συμβεί». Ό,τι επιθυμία τής είχε απομείνει για να συνεχίσει να διαφωνεί θαρρείς κι εξανεμίστηκε μεμιάς. Ίσως να ήταν η πέτρινη φωνή του Γκάρνεϊ. Ή η αποφασιστικότητα στο βλέμμα του. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Δεν σκόπευε να παραδώσει τίποτα σε κανέναν. Όχι όσο ο δολοφόνος ήταν ακόμα σε απόσταση αναπνοής. Όχι όσο η κόκκινη BMW ήταν ακόμα ορατή. Αφού έκαναν ένα διάλειμμα για να ελέγξουν και να απαντήσουν σε γραπτά μηνύματα και μηνύματα στον τηλεφωνητή, ο Γκάρνεϊ έβαλε και τρίτη κανάτα καφέ να γίνεται κι άνοιξε τις μπαλκονόπορτες

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

411

για να μπει το ζεστό αυγουστιάτικο αεράκι. Ως συνήθως, τον ξάφνιασαν τα αρώματα της ζεσταμένης γης, του χορταριού, των αγριολούλουδων. Ήταν λες και δεν μπορούσε να θυμηθεί τη μυρωδιά της φύσης. Όταν μαζεύτηκαν πάλι στο μεγάλο τραπέζι, το βλέμμα της Έστι διασταυρώθηκε με το δικό του. «Ακούγεσαι σίγουρος για το πώς πρέπει να κινηθούμε. Έχεις κάποια συγκεκριμένα βήματα κατά νου;» «Πρώτα πρέπει να αποφασίσουμε ποιο θα είναι το περιεχόμενο του μηνύματός μας στον Πανίκο. Έπειτα το δίαυλο επικοινωνίας, την ταυτότητα του στόχου στον οποίο θέλουμε να εστιάσει, το χρόνο, τις αναγκαίες προετοιμασίες και…» «Πιο σιγά, αν μπορείς, ένα-ένα. Το περιεχόμενο του μηνύματος; Θες να πεις, κάτι που αφήνει να εννοηθεί ότι ξέρουμε το μυστικό που προστατεύει;» «Ακριβώς. Κι ότι σκοπεύουμε να το αποκαλύψουμε σε δεδομένη χρονική στιγμή». «Και ο δίαυλος; Εννοείς το πώς ακριβώς θα του στείλουμε το μήνυμα;» «Το είπες και σήμερα το πρωί. Μέσα από την εκπομπή και τον Μπράιαν Μπορκ. Πάω στοίχημα ότι ο Πανίκος είδε τη συνέντευξη του Λεξ, και πιθανότατα είδε επίσης τη συνέντευξη του Τζακ μετά τον εμπρησμό στο Κούπερσταουν». Η Έστι έκανε μια γκριμάτσα. «Ξέρω ότι ανέφερα τον Μπορκ, αλλά τώρα που το σκέφτομαι, δεν μπορώ να φανταστώ τον ψυχοπαθή δολοφόνο μας να κάθεται αραχτός και να βλέπει τηλεόραση». «Μπορεί να έχει κάποια αυτόματη ειδοποίηση στη μηχανή αναζήτησής του που να τον ενημερώνει όταν εμφανίζονται κάποια ονόματα –όπως Σπόλτερ, Γκουρίκος, Μπίντσερ– ώστε αν η ανάρτηση διαφημίζει κάποια επικείμενη εκπομπή ή οτιδήποτε σχετικό με την υπόθεση στα μίντια, να το μαθαίνει αμέσως». Η Έστι ανταποκρίθηκε με ένα μικρό, αμήχανο νεύμα. Μια λάμψη ενθουσιασμού φώτισε τα μάτια του Χάρντγουικ. «Εγώ έχω ανοιχτή πρόσκληση απ’ τον αρχιμαλάκα τον Μπορκ, για ό,τι νεότερο σχετικά με την υπόθεση. Κι έτσι, μπορώ να πασάρω στην εκπομπή ό,τι μήνυμα θέλουμε».

412

JOHN VERDON

Η Έστι γύρισε προς το μέρος του Γκάρνεϊ. «Πράγμα που μας ξαναφέρνει σ’ αυτό που είπες, και που δεν μου αρέσει καθόλου. Ο στόχος. Τι εννοείς μ’ αυτό;» «Απλούστατο, μωρό μου», πετάχτηκε ο Χάρντγουικ. «Θέλει να στρέψει τον κοντορεβιθούλη τον Πίτερ εναντίον μας». Η Έστι ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Ντέιβ; Αυτό εννοούσες;» «Μόνο εφόσον είμαστε βέβαιοι ότι μπορούμε να κρατήσουμε την όλη κατάσταση κάτω από έλεγχο – κι ότι αυτός θα πέσει στη δική μας παγίδα, κι όχι εμείς στη δική του». Η έκφρασή της ήταν η προσωποποίηση της ανησυχίας. «Ωστόσο», έσπευσε να προσθέσει ο Γκάρνεϊ, «δεν σκοπεύω να στοχοποιήσω εμάς». Η Έστι τον κοίταξε στα μάτια. «Αλλά ποιον;» Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Εμένα». Ο Χάρντγουικ έγνεψε αρνητικά. «Το πιο λογικό είναι να είμαι εγώ ο στόχος. Εγώ εμφανίστηκα στην εκπομπή. Εμένα θα δει ως υπ’ αριθμόν ένα εχθρό». «Μάλλον ως εχθρό της αστυνομίας, αν θυμάμαι καλά το παραλήρημά σου». Ο Χάρντγουικ αγνόησε την επίκριση κι έγειρε προς το μέρος του, υψώνοντας το δείκτη για να δώσει έμφαση σ’ αυτό που ετοιμαζόταν να πει. «Ξέρεις, υπάρχει κι ένα άλλο θέμα. Σκεφτόμουν τους πυροβολισμούς που έκοψαν το ρεύμα και το τηλέφωνο στο σπίτι μου. Πέρα απ’ αυτή την πιθανή προειδοποίηση –δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν μιλάω– μπορεί να είχε και δεύτερο σκοπό. Κάτι πιο πρακτικό». Έκανε μια παύση, για να βεβαιωθεί ότι είχε την απόλυτη προσοχή τους. Ο Γκάρνεϊ είχε ένα προαίσθημα ότι ήξερε τι θα ακολουθούσε. «Αυτός ο τύπος ο Μπόλο, που ισχυρίζεται ότι ο Πανίκος επισκέφθηκε την πολυκατοικία στη Λεωφόρο Άξτον σχεδόν μια βδομάδα πριν καθαρίσει τον Καρλ. Το ερώτημα είναι Γιατί; Ε, λοιπόν, μόνο ένα λόγο μπορώ να σκεφτώ. Ένας εκτελεστής με μανία ελέγχου μπορεί να ήθελε να κεντράρει το όπλο του πριν ρίξει τη βολή – στο μέρος απ’ όπου θα πυροβολούσε. Τι λες;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

413

Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά με θαυμασμό. Του άρεσε να βεβαιώνεται κάθε τόσο ότι κάτω απ’ το εκνευριστικό παρουσιαστικό του Χάρντγουικ κρυβόταν ένας στιβαρός, διορατικός ντετέκτιβ. Η Έστι συνοφρυώθηκε. «Τι σχέση έχει αυτό με τους πυροβολισμούς στο σπίτι σου;» «Εάν μπορούσε να κόψει τα καλώδια βλέποντας μέσα από το στόχαστρο υπέρυθρων της καραμπίνας του, πετυχαίνοντάς τα με την πρώτη, θα μπορούσε να μου φυτέψει και μια σφαίρα στο μέτωπο απ’ την ίδια απόσταση όποια στιγμή έβγαινα στην μπροστινή βεράντα». Η Έστι έμοιαζε να προσπαθεί να κρύψει την ταραχή της. «Εννοείς ότι έκανε εξάσκηση; Ότι προετοιμαζόταν; Πιστεύεις ότι αυτός ήταν ο στόχος των πυροβολισμών απ’ το λόφο;» Ήταν προφανές απ’ τον ενθουσιασμό της εικασίας στο βλέμμα του Χάρντγουικ ότι αυτό ακριβώς σκεφτόταν κι ο ίδιος. Έπειτα η Έστι είπε κάτι. Κι ο Χάρντγουικ της απάντησε. Κι έπειτα εκείνη είπε κάτι άλλο. Κι ο Τζακ απάντησε και σ’ αυτό. Όμως τίποτε απ’ όσα έλεγαν δεν έγινε αντιληπτό στο συνειδητό του Γκάρνεϊ – ούτε μία συλλαβή μετά την τελευταία φράση της Έστι για τους πυροβολισμούς απ’ το λόφο. Επειδή το μυαλό του είχε κάνει ένα άλμα απ’ το σπίτι του Χάρντγουικ στο δικό του. Και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί αυτή τη στιγμή ήταν τι θα μπορούσε να πετύχει ένας πιθανός πυροβολισμός απ’ το λόφο Μπάροου. Είκοσι λεπτά αργότερα, με το φτυάρι της κηπουρικής πασαλειμμένο με φρέσκο χώμα, αφημένο στη γωνία, ο Γκάρνεϊ στεκόταν μπροστά στο νιπτήρα της αποθηκούλας. Είχε το βλέμμα καρφωμένο κι όλη του την προσοχή στραμμένη στο άτσαλα πλυμένο κουφάρι του κόκορα που είχε μόλις ξεθάψει απ’ τον τάφο του. Στο λασπωμένο στραγγιστήρι πλάι στο νιπτήρα βρισκόταν μια απ’ τις μεταξωτές μαντίλες της Μάντλιν, βρόμικη και ματωμένη, με την οποία είχε τυλίξει τον νεκρό Χόρας. Η Έστι κι ο Χάρντγουικ, δίχως να έχουν λάβει απάντηση στις επανειλημμένες ερωτήσεις τους, στέκονταν στο άνοιγμα της πόρτας,

414

JOHN VERDON

παρατηρώντας τον με ολοένα αυξανόμενη ανησυχία. Ο Γκάρνεϊ, κρατώντας κάθε τόσο την ανάσα του για να αποφύγει την οσμή της σήψης, και σκυφτός πάνω απ’ το νεκρό πουλί, το περιεργαζόταν όσο πιο προσεκτικά του επέτρεπε ο τραυματισμός που είχε δώσει τέλος στη ζωή του. Όταν θεώρησε ότι η αυτοσχέδια νεκροψία του είχε αποκαλύψει όσα μπορούσε, ανασηκώθηκε και γύρισε προς το μέρος τους για να δώσει εξηγήσεις. «Η Μάντλιν μαζί με τις τρεις κότες είχε κι αυτό τον κόκορα. Τον είχε βαφτίσει Χόρας». Μια σουβλιά λύπης τον διαπέρασε στην αναφορά του ονόματος. «Όταν τον βρήκε νεκρό στο χορτάρι τις προάλλες, νόμισε ότι τον είχε αρπάξει κάποια νυφίτσα και του είχε κόψει το κεφάλι. Ένας γείτονας μας είπε ότι έτσι κάνουν οι νυφίτσες με τα κοτόπουλα». Ένιωθε τα χείλη του να σφίγγονται απ’ το θυμό καθώς μιλούσε. «Και είχε δίκιο, κατά κάποιον τρόπο. Μόνο που η συγκεκριμένη νυφίτσα είχε καραμπίνα ακροβολιστή». Αρχικά, η έκφραση της Έστι έδειχνε μόνο σαστιμάρα. Κι έπειτα κατάλαβε τι σήμαιναν τα λόγια του Γκάρνεϊ. «Ω Θεέ μου!» «Γαμώτο!» είπε ο Χάρντγουικ. «Δεν ξέρω αν επρόκειτο για εξάσκηση ή αν ήθελε απλώς να μου στείλει ένα έμμεσο μήνυμα», είπε ο Γκάρνεϊ. «Αλλά ό,τι κι αν ήταν, προφανώς έχω καρφωθεί στο μυαλό του κοντοπίθαρου καθάρματος».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

415

Κεφάλαιο 51 Το σχέδιο Ο ΝΕΚΡΟΣ ΚΟΚΟΡΑΣ, Η ΠΡΟΦΑΝΗΣ μέθοδος εκτέλεσής του και τα πιθανά κίνητρα πίσω απ’ αυτήν είχαν κάνει ακόμα πιο ζοφερό το κλίμα της συνάντησης. Ακόμα κι ο Χάρντγουικ έμοιαζε καταπτοημένος, στέκοντας τώρα στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα και κοιτάζοντας πέρα τα δυτικά χωράφια του λόφου Μπάροου. Γύρισε και κοίταξε τον Γκάρνεϊ, που καθόταν στο τραπέζι με την Έστι. «Λες ο πυροβολισμός να προήλθε απ’ το σημείο που μας έδειξες πριν, στην κορυφή του μονοπατιού;» «Έτσι πιστεύω». «Η όλη διαρρύθμιση του χώρου –το σπίτι, ο λόφος, το δάσος, τα μονοπάτια– μοιάζει λιγάκι με το δικό μου. Το μόνο που διαφέρει είναι ότι το δικό μου σπίτι το χτύπησε νύχτα, ενώ εσένα τον κόκορα τον σκότωσε μέρα-μεσημέρι». «Ακριβώς». «Μπορείς να φανταστείς το λόγο γι’ αυτό;» Ο Γκάρνεϊ ανασήκωσε τους ώμους. «Μόνο τον προφανή. Ότι τη νύχτα το εφέ τού να κόψεις το ρεύμα είναι ακόμα πιο δραματικό. Αλλά αν θέλεις να πετύχεις τα κοτόπουλά μας, πρέπει να το κάνεις στη διάρκεια της ημέρας. Το βράδυ τα κλειδώνουμε στο στάβλο». Ο Χάρντγουικ έμοιαζε να σκέφτεται τα λόγια του και μια σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους – την οποία διέκοψε η Έστι. «Λέτε, λοιπόν, ότι ο Πανίκος σας προειδοποίησε και τους δύο με τον ίδιο τρόπο; Να ξεκόψετε απ’ την υπόθεση επειδή σας έχει στο στόχαστρο;» «Κάπως έτσι», είπε ο Γκάρνεϊ.

416

JOHN VERDON

«Βασικά, να θέσω το πιο σημαντικό ερώτημα. Πόσος χρόνος απομένει προτού περάσει απ’ τα κοτόπουλά σου σε...;» Άφησε τη φωνή της να σβήσει όλο νόημα. «Αν θέλει όντως να υποχωρήσουμε και το κάνουμε, τότε μπορεί να μην προχωρήσει σε άλλες ενέργειες. Αν δεν υποχωρήσουμε, τότε η επόμενη κίνηση μπορεί να γίνει σύντομα». Η Έστι χρειάστηκε μια-δυο στιγμές για να χωνέψει τα λόγια του. «Μάλιστα. Τι κάνουμε, λοιπόν; Ή τι δεν κάνουμε;» «Περνάμε στο επόμενο βήμα». Ο τόνος της φωνής του Γκάρνεϊ ήταν το ίδιο ψύχραιμος όπως αν έλεγε ότι σκόπευε να γεμίσει την αλατιέρα. «Που σημαίνει ότι του δίνουμε έναν ακαταμάχητο λόγο για να με σκοτώσει. Καθώς και μια επείγουσα προθεσμία. Δεν χρειάζεται να διαλέξουμε το μέρος – το έχει ήδη διαλέξει ο ίδιος». «Θες να πεις... εδώ, στο σπίτι σου;» «Ακριβώς». «Και πώς φαντάζεσαι ότι θα αντιδράσει;» «Υπάρχουν πολλές πιθανότητες. Τι πιστεύω εγώ; Θα προσπαθήσει να κάψει το σπίτι, κι εμένα μαζί. Πιθανόν χρησιμοποιώντας κάποιον τηλεχειριζόμενο εμπρηστικό μηχανισμό, σαν αυτούς που χρησιμοποίησε στο Κούπερσταουν. Κι έπειτα, αν μπορέσω να βγω απ’ το φλεγόμενο σπίτι, θα με πυροβολήσει». Η Έστι τον κοιτούσε πάλι με γουρλωμένα μάτια. «Πώς ξέρεις ότι θα κυνηγήσει πρώτα εσένα και όχι τον Τζακ; Ή εμένα;» «Με τη βοήθεια του Μπράιαν Μπορκ, μπορούμε να τον στρέψουμε προς τη σωστή κατεύθυνση». Όπως το περίμενε ο Γκάρνεϊ, ο Χάρντγουικ έφερε αντιρρήσεις – επαναδιατυπώνοντας το επιχείρημα ότι είχε ήδη θέσει εαυτόν ως απειλή στον Πανίκο, κι έτσι θα ήταν εύκολο να στήσει την παγίδα παίζοντας ο ίδιος το ρόλο του πειστικού στόχου– αλλά το επιχείρημά του τώρα έμοιαζε ανερμάτιστο και δίχως σθένος. Ο κόκορας, φαίνεται, είχε γείρει την πλάστιγγα προς το μέρος του Γκάρνεϊ. Το μόνο που απόμενε να συζητήσουν ήταν οι λεπτομέρειες, οι αρμοδιότητες και τα πρακτικά ζητήματα. Μία ώρα μετά, με ένα μείγμα αποφασιστικότητας και αμφιβολίας, συμφώνησαν σε ένα τελικό σχέδιο.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

417

Η Έστι, που κρατούσε σημειώσεις στη διάρκεια της συζήτησης, έμοιαζε να είναι η λιγότερο ευχαριστημένη με την έκβασή της. Όταν ο Γκάρνεϊ τη ρώτησε τι την προβλημάτιζε, κόμπιαζε. «Μήπως... θα μπορούσες να τα επαναλάβεις άλλη μια φορά; Αν δεν σε πειράζει;» «Σιγά μην τον πειράζει», γρύλισε ο Χάρντγουικ. «Ο Σέρλοκ από δω ψοφάει για στρατηγικά σκατά». Σηκώθηκε απ’ το τραπέζι. «Όσο τα ξαναλές, εγώ θα κάνω κάτι χρήσιμο, δηλαδή να πάρω τα απαραίτητα τηλέφωνα. Πρέπει να κλείσουμε τον Μπορκ το συντομότερο δυνατόν και να σιγουρευτώ ότι η Σκράντον έχει σε απόθεμα όσα χρειαζόμαστε». Η Εταιρεία Ασφαλείας & Επιβίωσης Σκράντον ήταν ένα είδος σουπερμάρκετ τεχνολογικών και οπλικών συστημάτων, με πελάτες άντρες ασφαλείας, παρανοϊκούς πολέμιους της κυβέρνησης και ποικιλώνυμους παράφρονες. Το λογότυπό της –SSS, απ’ το Scranton Security & Survival– έδειχνε τρεις κροταλίες με τα δόντια τους ξεγυμνωμένα. Οι υπάλληλοι φορούσαν στολές και μπερέδες καταδρομέων. Ο Γκάρνεϊ είχε επισκεφθεί το κατάστημα μια φορά από περιέργεια, και είχε αποκομίσει ένα δυσάρεστο αίσθημα παράλληλου σύμπαντος. Ήταν, ωστόσο, οι πιο βολικοί προμηθευτές για το είδος του ηλεκτρονικού εξοπλισμού που χρειάζονταν. Ο Χάρντγουικ προσφέρθηκε να πεταχτεί στο μαγαζί. Πρώτα όμως ήθελε να βεβαιωθεί ότι είχαν απόθεμα. Στράφηκε προς τον Γκάρνεϊ. «Πού έχει καλύτερο σήμα εδώ πάνω;» Αφού του έδειξε την άκρη της πλαϊνής βεράντας, ο Γκάρνεϊ επέστρεψε στην Έστι, που καθόταν ακόμα στο τραπέζι με μια έκφραση αμηχανίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Κάθισε απέναντί της και της ανέλυσε πάλι το σχέδιο που είχαν καταστρώσει στη διάρκεια της προηγούμενης ώρας. «Ο στόχος είναι να δώσουμε στον Πανίκο την αίσθηση ότι θα εμφανιστώ την ερχόμενη Δευτέρα στην εκπομπή Όταν το έγκλημα διχάζει, όπου θα αποκαλύψω όλα όσα έχω ανακαλύψει γύρω απ’ την υπόθεση Σπόλτερ, μαζί και το εκρηκτικό μυστικό που ο Πανίκος προσπαθεί να κρατήσει κρυφό. Ο Τζακ είναι βέβαιος πως μπορεί να πείσει τον Μπράιαν Μπορκ και το RAM-TV να προβάλουν σποτάκια που να διαφημίζουν

418

JOHN VERDON

αυτή την αποκαλυπτική εκπομπή απ’ το πρωί ως το βράδυ της Κυριακής». «Ναι, αλλά τι θα κάνεις τη Δευτέρα, που υποτίθεται ότι θα βγεις στην εκπομπή; Τι θα αποκαλύψεις στην πραγματικότητα;» Ο Γκάρνεϊ απέφυγε την ερώτηση. «Με λίγη τύχη, το παιχνίδι θα έχει τελειώσει ως τότε, και δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε στ’ αλήθεια το πρόβλημα της εκπομπής. Το όλο θέμα είναι η προώθηση των υποτιθέμενων αποκαλύψεων και η απειλή που θα συνιστούν για τον Πανίκο – η προθεσμία που θα τον πιέσει να μου κλείσει το στόμα πριν έρθει το βράδυ της Δευτέρας». Η Έστι δεν έμοιαζε καθησυχασμένη. «Και τι ακριβώς θα λένε αυτά τα σποτάκια;» «Το κείμενο θα το ετοιμάσουμε μετά, αλλά το κλου θα είναι να κάνουμε τον Πανίκο να πιστέψει ότι ξέρω κάτι φοβερό για την υπόθεση Σπόλτερ που κανείς άλλος δεν ξέρει». «Δεν θα υποθέσει ότι θα έχεις ήδη μοιραστεί ό,τι ανακάλυψες με τον Τζακ κι εμένα;» «Κατά πάσα πιθανότητα». Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Γι’ αυτό πιστεύω ότι εσύ κι ο Τζακ ίσως πρέπει να ‘‘σκοτωθείτε’’ σε κάποιο τροχαίο. Ο Μπορκ θα το χρησιμοποιήσει χωρίς αμφιβολία στο προμοτάρισμα της εκπομπής. Τραγωδία, αντιπαλότητα, δράματα – όλα αυτά είναι μαγικές λέξεις για το RAM-TV». «Τροχαίο; Τι διάολο;» «Τώρα μου ’ρθε. Αλλά μ’ αρέσει ως ιδέα. Και σαφώς θα περιορίσει τους πιθανούς στόχους του Πανίκου». Η Έστι τον κοίταξε με αμφιβολία. «Για μένα, όλο αυτό ακούγεται πολύ τραβηγμένο. Είσαι σίγουρος ότι το RAM-TV θα δεχτεί να παίξει τέτοιες παπαριές;» «Σαν τη μύγα στο σκατό θα πέσουν. Ξεχνάς ότι το RAM-TV ειδικεύεται στις παπαριές. Οι παπαριές φέρνουν τα μεγάλα νούμερα. Παπαριές πουλάνε έτσι κι αλλιώς». Η Έστι έγνεψε καταφατικά. «Όλο αυτό, λοιπόν, είναι σαν χωνί – όλα στοχεύουν στο να κατευθύνουν τον Πανίκο προς μία απόφαση, ένα άτομο, μία τοποθεσία». «Ακριβώς».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

419

«Μόνο που μου φαίνεται λίγο ασταθές το χωνί. Όπως και το δοχείο στο οποίο καταλήγει. Κι αν έχει τρύπες;» «Τι σόι τρύπες;» «Ας πούμε ότι το χωνί λειτουργεί: Ο Πανίκος βλέπει τα σποτάκια την Κυριακή, τρώει αμάσητη την παπαριά, πιστεύει ότι ξέρεις το μυστικό του, κι ότι ο Τζακ κι εγώ είμαστε νεκροί – σε τροχαίο ή οτιδήποτε– κι ότι θα ήταν συνετό να σε βγάλει απ’ τη μέση, οπότε έρχεται εδώ να το κάνει... πότε; Κυριακή βράδυ; Δευτέρα πρωί;» «Κυριακή βράδυ θα ’λεγα». «Ωραία. Ας πούμε ότι έρχεται να σε καθαρίσει Κυριακή βράδυ. Μπορεί να ανηφορίσει μέσα απ’ το δάσος με τα πόδια ή να ανεβεί με αμάξι. Κουβαλώντας εμπρηστικούς μηχανισμούς, ή όπλο, ή και τα δύο. Καλά ως εδώ;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Και η άμυνά μας εναντίον του είναι, τι; Κάμερες στα χωράφια; Κάμερες στο δάσος; Πομποί που σου στέλνουν πλάνα εδώ στο σπίτι; Ο Τζακ με το Γκλοκ, εγώ με το SIG, κι εσύ μ’ αυτή τη μικροσκοπική Μπερέτα σου;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε πάλι καταφατικά. «Δεν παρέλειψα κάτι;» «Όπως…;» «Όπως το να έχουμε ειδοποιήσει το ιππικό για να σώσουμε το τομάρι μας! Ξεχνάτε και εσύ και ο Τζακ τι έγινε στο Κούπερσταουν; Τρία μεγάλα σπίτια έγιναν στάχτη, εφτά άνθρωποι σκοτώθηκαν, και το κομμένο κεφάλι ακόμα είναι άφαντο. Αμνησία έχετε πάθει;» «Δεν έχουμε ανάγκη το ιππικό, μωρό μου», τη διέκοψε ο Χάρντγουικ, μπαίνοντας απ’ τη βεράντα με ένα πλατύ χαμόγελο. «Μόνο θετική ενέργεια και τον καλύτερο εξοπλισμό υπέρυθρης παρακολούθησης στην αγορά. Μόλις νοίκιασα όλα όσα θα χρειαστούμε. Κι εξασφάλισα πλήρη συνεργασία απ’ τα φιλαράκια μας στο RAM-TV. Κι έτσι, το παρανοϊκό σχέδιο του Ντέιβι να βάλουμε τη λεοπάρδαλη να επιτεθεί στο αρνί μπορεί και να πιάσει». Τον κοιτούσε σαν να ήταν τρελός. Εκείνος στράφηκε προς τον Γκάρνεϊ και πρόσθεσε, σαν να του είχαν ζητηθεί οι λεπτομέρειες. «Οι τύποι στη Σκράντον θα τα έχουν όλα έτοιμα για παραλαβή στις τέσσερις αύριο το απόγευμα».

420

JOHN VERDON

«Που σημαίνει ότι θα γυρίσεις εδώ την ώρα που σκοτεινιάζει», είπε ο Γκάρνεϊ. «Δεν είναι και η καλύτερη ώρα για να στήσουμε τα μαραφέτια μας στο δάσος». «Δεν έχει σημασία. Κυριακή πρωί νωρίς-νωρίς θα είμαστε έτοιμοι. Κι έπειτα απλώς παίρνουμε θέσεις. Ο παραγωγός του Μπορκ μου είπε ότι θα αρχίσουν να παίζουν τα σποτάκια στη διάρκεια των κυριακάτικων πρωινών εκπομπών, κι έπειτα όλη μέρα μέχρι το βραδινό δελτίο ειδήσεων». «Σοβαρά;» Ο τόνος της Έστι είχε κάτι το ξινισμένο. «Έτσι απλά;» «Έτσι απλά, μωρό μου». «Και στ’ αλήθεια δεν τους νοιάζει που είναι όλα μαλακίες;» Το χαμόγελο του Χάρντγουικ έλαμψε σχεδόν. «Καθόλου. Και γιατί να τους νοιάζει; Ο Μπορκ ψοφάει για την ατμόσφαιρα κρίσης που δημιουργεί η όλη φάση». Η Έστι έγνεψε ανεπαίσθητα – με έναν τρόπο που μετέδιδε περισσότερο παραίτηση παρά συναίνεση. «Παρεμπιπτόντως, Ντέιβι», είπε ο Χάρντγουικ, «στη θέση σου θα πέταγα αυτό το ψόφιο κοκόρι από κει μέσα. Βρομάει και ζέχνει το σκατιάρικο». «Έχεις δίκιο. Θα το φροντίσω. Πρώτα όμως –και χαίρομαι που μου το θύμισες– έχουμε κάτι πρόσθετο για τα έκτακτα δελτία του RAM-TV Ένα τραγικό τροχαίο».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

421

Κεφάλαιο 52 Η Φλόρενς στις φλόγες ΜΟΛΙΣ ΕΦΥΓΑΝ Ο ΧΑΡΝΤΓΟΥΙΚ ΚΑΙ Η ΈΣΤΙ –και αφού το ευκίνητο μικρό Μίνι και η θορυβώδης Πόντιακ είχαν στρίψει πίσω απ’ το στάβλο κατηφορίζοντας προς τον κεντρικό δρόμο– ο Γκάρνεϊ κάθισε κοιτώντας τη στοίβα της ξυλείας και συλλογίστηκε το πλάνο ανοικοδόμησης του κοτετσιού που αντιπροσώπευε. Έπειτα η σκέψη του προχώρησε απ’ το κοτέτσι στον Χόρας. Πίεσε τον εαυτό του να σηκωθεί και περνώντας απ’ τον πλαϊνό διάδρομο μπήκε στην αποθηκούλα. Γυρνώντας στο σπίτι λίγο αργότερα, αφού είχε ξαναθάψει τον κόκορα, ο Γκάρνεϊ διαπίστωσε ότι όλη η αίσθηση οργάνωσης και ελέγχου που είχε βιώσει στη διάρκεια της συνάντησης με τον Χάρντγουικ και την Έστι είχε εξανεμιστεί, κι ένιωσε να ξαφνιάζεται με την προχειρότητα του αυτοσχεδιασμού που χαρακτήριζε αυτό που τολμηρά αποκάλεσε σχέδιο. Τώρα, το όλο υπερδραστήριο εγχείρημα φάνταζε ολότελα ερασιτεχνικό – ωθούμενο περισσότερο από θυμό, περηφάνια κι αισιόδοξες υποθέσεις παρά από δεδομένα ή χειροπιαστές δυνατότητες. Η ίδια του η ηρεμία και το νταηλίκι του Χάρντγουικ έδειχναν παράταιρα. Πιο πολύ έμοιαζε να ταιριάζει στο όλο πλάνο η έκφραση δυσπιστίας και προβληματισμού της Έστι. Τα όσα «ήξεραν» για τον Πέτρο Πανίκο, άλλωστε, δεν ήταν παρά ένα συνονθύλευμα διαδόσεων και περιστατικών από πηγές ευρύτατα κυμαινόμενης αξιοπιστίας. Η αβέβαιη προέλευση των δεδομένων άνοιγε την πόρτα σε μια σειρά από ανησυχητικές πιθανότητες. Για τι ακριβώς, αναρωτήθηκε, ήταν βέβαιος;

422

JOHN VERDON

Στην πραγματικότητα, για ελάχιστα. Πολύ λίγα στοιχεία πέρα απ’ τη σταθερή επιμονή του εχθρού – την αποδεδειγμένη προθυμία του να κάνει το παν για να πετύχει το σκοπό του ή να δώσει ένα μάθημα. Αν το κακό ήταν, όπως κάποτε ισχυρίζονταν οι καθηγητές φιλοσοφίας του Γκάρνεϊ, η διάνοια στην υπηρεσία των ορέξεων, χωρίς μετριασμό απ’ τη συμπόνια, τότε ο Πίτερ Παν ήταν η ενσάρκωση του κακού. Για τι άλλο ήταν σίγουρος; Βασικά, δεν υπήρχε αμφιβολία ως προς το ρίσκο στην καριέρα της Έστι. Θα διακινδύνευε τα πάντα για να ενώσει τις δυνάμεις της με μια ομάδα που έμοιαζε ολοένα και περισσότερο με εκτροχιασμένο τρένο. Κι έπειτα, υπήρχε τουλάχιστον ένα ακόμη αναντίρρητο γεγονός. Έβαζε πάλι τον εαυτό του στο στόχαστρο ενός δολοφόνου. Έμπαινε στον πειρασμό να πιστέψει ότι αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν αλλιώτικα –ότι οι συνθήκες το απαιτούσαν, ότι οι προετοιμασίες τούς το επέτρεπαν– αλλά ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να πείσει κανέναν άλλο γι’ αυτό. Και βέβαια όχι τη Μάντλιν. Ούτε τον Μάλκολμ Κλάρετ. Τίποτα στη ζωή δεν έχει σημασία εκτός απ’ την αγάπη. Αυτό είχε πει ο Κλάρετ την ώρα που ο Γκάρνεϊ έφευγε απ’ το μικρό, ηλιόλουστο γραφείο του. Συλλογιζόμενος τη δήλωση αυτή τώρα, συνειδητοποιούσε δύο πράγματα. Ήταν απολύτως ορθή. Και ήταν τελείως ανέφικτη ως προτεραιότητα στο μυαλό του. Η αντίφαση αυτή του φάνηκε ως άλλο ένα άσχημο κόλπο της ανθρώπινης φύσης. Αυτό που τον έσωσε απ’ το να βουλιάξει στις ατέλειωτες εικασίες και την απελπισία, ήταν το κουδούνισμα του σταθερού τηλεφώνου στο γραφείο. Η αναγνώριση κλήσης έδειχνε τον αριθμό του Χάρντγουικ. «Έλα, Τζακ». «Δέκα λεπτά αφότου έφυγα απ’ το σπίτι σου με πήρε ο τύπος απ’ την Ιντερπόλ – και δεν νομίζω να ξαναπάρει, κρίνοντας απ’ τον τόνο του. Τον έχω ζορίσει πολύ για ό,τι λεπτομέρεια μπορούσε να βρει στα

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

423

παλιά τους αρχεία για την οικογένεια Πανίκου. Του τα ’πρηξα κανονικά –που δεν είναι στη φύση μου– αλλά ήθελες κι άλλες πληροφορίες, κι εγώ ζω για να υπηρετώ τους καλύτερούς μου». «Πολύ θετικό χαρακτηριστικό. Και τι έμαθες;» «Θυμάσαι εκείνη τη φωτιά που κατέστρεψε το μαγαζάκι με είδη δώρων στο ελληνικό χωριουδάκι της Λυκόνου; Που όλοι κάηκαν ζωντανοί, εκτός απ’ τον υιοθετημένο πυρομανή; Ε, απ’ ό,τι φαίνεται δεν ήταν απλώς μαγαζάκι με δώρα. Είχε κι ένα μικρό παράρτημα, μια δεύτερη επιχείρηση, που τη διηύθυνε η μητέρα». Έκανε μια παύση. «Χρειάζεται να πω κι άλλα;» «Άσε με να μαντέψω. Το παράρτημα ήταν ανθοπωλείο. Και τη μητέρα την έλεγαν Φλόρενς». «Φλορένσια, συγκεκριμένα». «Και πέθανε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια, σωστά;» «Τυλίχτηκε στις φλόγες, και αυτή και οι άλλοι. Και τώρα ο μικρούλης ο Πίτερ τριγυρνάει με ένα βανάκι που η επιγραφή του λέει Άνθη Φλόρενς. Έχεις καμιά ιδέα γι’ αυτό, ατσίδα; Λες απλώς να του αρέσει να σκέφτεται τη μαμά του την ώρα που σκοτώνει κόσμο;» Ο Γκάρνεϊ δεν απάντησε αμέσως. Για δεύτερη φορά στην ίδια μέρα, η χρήση μιας σύντομης φράσης –νωρίτερα ήταν το σχόλιο της Έστι για τους πυροβολισμούς απ’ το λόφο– τον έβαζαν σε μια καινούρια νοερή τροχιά. Αυτή τη φορά ήταν η φράση του Χάρντγουικ τυλίχτηκε στις φλόγες. Οι λέξεις τού έφεραν στο νου μια παλιά υπόθεση που είχε να κάνει με ένα φλεγόμενο τροχαίο. Ήταν ένα απ’ αυτά τα διδακτικά παραδείγματα που είχε χρησιμοποιήσει στην αστυνομική ακαδημία, σε ένα σεμινάριο με τίτλο Ο ερευνητικός νους. Το περίεργο ήταν ότι για τρίτη φορά μέσα σε τρεις μέρες κάτι του θύμιζε αυτή την υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση, το άκουσμα της φράσης τυλίχτηκε στις φλόγες έμοιαζε να εξηγεί τον ειρμό, αλλά τίποτα τόσο προφανές δεν είχε συμβεί στις δύο προηγούμενες περιστάσεις. Ο Γκάρνεϊ τοποθετούσε τον εαυτό του στον άκρο αντίποδα των προληπτικών ανθρώπων, αλλά όταν κάτι σαν αυτό –μια συγκεκριμένη υπόθεση– εισέβαλλε επίμονα στο συνειδητό του, είχε μάθει να μην το αγνοεί. Το ερώτημα ήταν, πώς μπορούσε να του χρησιμεύσει; «Έι, ατσίδα, μ’ ακούς;»

424

JOHN VERDON

«Σ’ ακούω. Απλώς μου θύμισες κάτι». «Πιστεύεις όπως κι εγώ ότι ο μικροκαμωμένος μανιακός μπορεί να έχει θέματα με τη μαμά του;» «Πολλοί καθ’ έξιν δολοφόνοι έχουν». «Γεγονός. Η μητρική μαγεία. Τέλος πάντων, αυτά για τώρα. Σκέφτηκα απλώς ότι θα ήθελες να ξέρεις για τη Φλορένσια». Ο Χάρντγουικ το έκλεισε, κάτι που βόλευε τον Γκάρνεϊ, το μυαλό του οποίου είχε κατακλυστεί απ’ την υπόθεση με το φλεγόμενο τροχαίο. Θυμόταν ότι η προηγούμενη περίσταση που είχε φέρει στην επιφάνεια την ίδια ανάμνηση ήταν η ιστορία της Έστι για τον μπάτσο στο σοκάκι. Υπήρχαν ομοιότητες ανάμεσα στα δύο περιστατικά; Ήταν άραγε πιθανό και τα δύο να σχετίζονταν κατά κάποιον τρόπο με την υπόθεση Σπόλτερ; Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποια σύνδεση. Μπορεί όμως να τη σκεφτόταν η Έστι. Την κάλεσε στο κινητό της, βγήκε τηλεφωνητής και της άφησε ένα σύντομο μήνυμα. Τρία λεπτά αργότερα, του τηλεφώνησε. «Έλα. Όλα καλά;» Η φωνή της είχε ακόμα κάτι απ’ την αγωνία που είχε εκφράσει στην πρωινή τους συνάντηση. «Μια χαρά. Και μπορεί να σε πήρα για το τίποτα. Αλλά μου έχει κολλήσει ότι η υπόθεση με τον μπάτσο στο σοκάκι, που ανέφερες, σχετίζεται με μια άλλη παλιότερη δική μου – κι ότι και οι δύο μαζί μπορεί να συνδέονται με την υπόθεση Σπόλτερ». «Με ποιον τρόπο;» «Κι εγώ δεν ξέρω. Σκέφτηκα να σου πω τη δική μου υπόθεση, μήπως σου έρθει κάτι». «Αμέ! Γιατί όχι; Δεν ξέρω αν μπορώ να βοηθήσω, αλλά σ’ ακούω». Με τόνο σχεδόν απολογητικό, της αφηγήθηκε την ιστορία. «Στην αρχή, ο τόπος του δυστυχήματος έμοιαζε απόλυτα κατανοητός. Ένας μεσόκοπος άντρας γυρνώντας σπίτι απ’ τη δουλειά ένα βράδυ κατέβαινε ένα λόφο με το αμάξι. Στους πρόποδες του λόφου, ο δρόμος είχε μια στροφή. Το αμάξι του, ωστόσο, πέρασε ευθεία μέσα απ’ το κιγκλίδωμα και καρφώθηκε με τη μούρη σε ένα ρέμα. Το ντεπόζιτο εξερράγη.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

425

Η φωτιά ήταν δυνατή, αλλά τα απομεινάρια του οδηγού αρκούσαν για νεκροψία, απ’ την οποία προέκυψε ότι είχε υποστεί σοβαρό καρδιακό επεισόδιο. Το οποίο αναφερόταν ως αίτιο για το μοιραίο δυστύχημα που ακολούθησε. Η ιστορία θα τελείωνε εκεί, αν δεν ήταν στη μέση ο υπεύθυνος επιθεωρητής της υπόθεσης, κι ένα δυσάρεστο αίσθημα που τον έτρωγε. Πήγε στον τόπο του δυστυχήματος, απ’ όπου ο γερανός είχε πάρει το όχημα, και τσέκαρε άλλη μια φορά τις λεπτομέρειες. Τότε πρόσεξε ότι τα σημεία που είχαν επηρεαστεί περισσότερο απ’ την απότομη πρόσκρουση και τη φωτιά στο εσωτερικό του οχήματος δεν ταίριαζαν με το εξωτερικό του. Γι’ αυτό, ζήτησε πλήρη εργαστηριακό έλεγχο του αυτοκινήτου». «Μισό λεπτό», είπε η Έστι. «Δεν υπήρχε αντιστοιχία μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού του αυτοκινήτου;» «Ο ίδιος πρόσεξε ότι οι εκτεταμένες ζημιές απ’ την πρόσκρουση και τη φωτιά στη θέση του συνοδηγού δεν αντιστοιχούσαν με ανάλογες ζημιές στο γύρω αμάξωμα. Η εξήγηση που βρήκαν στο εργαστήριο ήταν ότι είχαν συμβεί δύο εκρήξεις. Πριν εκραγεί το ντεπόζιτο, είχε συμβεί μια πρώτη, μικρότερη έκρηξη μέσα στο αμάξι – κάτω απ’ τη θέση του οδηγού. Αυτή η έκρηξη έκανε τον οδηγό να χάσει τον έλεγχο και προκάλεσε το καρδιακό επεισόδιο. Χημικές αναλύσεις απέδειξαν ότι τόσο η αρχική έκρηξη όσο και η έκρηξη του ντεπόζιτου είχαν προκληθεί από μακριά, με τηλεχειριζόμενο πυροκροτητή». «Από πόσο μακριά;» «Πιθανώς από ένα όχημα που ακολουθούσε το επίμαχο». «Χμμ... Ενδιαφέρον. Αλλά πού το πας;» «Κι εγώ δεν ξέρω. Μπορεί να μην έχει σχέση, αλλά η υπόθεση αυτή μου έρχεται συνεχώς στο μυαλό. Τη θυμήθηκα πρώτη φορά όταν μας ανέφερες το περιστατικό με τον μπάτσο που πυροβόλησε τον τύπο στο σοκάκι. Ξέρω έναν ψυχολόγο που χρησιμοποιεί τον όρο αντήχηση μοτίβου – πώς ένα πράγμα μας θυμίζει ένα άλλο, επειδή μοιράζονται ένα δομικό χαρακτηριστικό. Κι αυτό μπορεί να συμβεί χωρίς να έχουμε συνειδητή αντίληψη της ομοιότητας που τα συνδέει». Πέρα από ένα ακόμα «Χμμ…» δεν έλαβε απάντηση.

426

JOHN VERDON

Ένιωθε αμηχανία, ακόμα και ντροπή. Δεν τον πείραζε να μοιράζεται ιδέες, προβληματισμούς, υποθέσεις. Αλλά ένιωθε ιδιαίτερα άβολα όταν μοιραζόταν το μπέρδεμά του, την αδυναμία του να αντιληφθεί κάποια συσχέτιση που ήλπιζε ότι μπορεί να υπήρχε. Όταν η Έστι μίλησε, η φωνή της ήταν διστακτική. «Νομίζω ότι καταλαβαίνω τι λες. Λοιπόν, το σκέφτομαι και τα λέμε αύριο, εντάξει;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

427

Κεφάλαιο 53 Μια τρομερή γαλήνη ΤΟ ΑΙΣΘΗΜΑ ΠΩΣ ΕΙΧΕ ΦΟΡΤΩΣΕΙ άδικα τις απορίες του στην Έστι, τον απασχολούσε όλο το βράδυ. Η ανακάλυψη κοινών χαρακτηριστικών σε καταστάσεις που σχετίζονταν με μια άλλη, υποτίθεται πως ήταν το δικό του δυνατό σημείο. Ο ήλιος είχε δύσει και τα χρώματα ξεθώριαζαν στους λόφους και τα χωράφια ολόγυρα. Η ώρα του βραδινού είχε περάσει, αλλά δεν πεινούσε. Έβαλε ένα φλιτζάνι καφέ και τον ήπιε χωρίς γάλα – η μόνη του παραχώρηση στην ανάγκη για κάτι θρεπτικό ήταν η προσθήκη μίας επιπλέον κουταλιάς ζάχαρης. Ίσως να κοιτούσε υπερβολικά ευθύγραμμα το πρόβλημα, για να διακρίνει τις λεπτομέρειες. Ίσως να ήταν ένα ακόμη παράδειγμα του φαινομένου του θαμπού άστρου, που είχε ανακαλύψει ένα βράδυ που κοιτούσε τον ουρανό ξαπλωμένος σε μια αιώρα. Υπάρχουν ορισμένα άστρα τόσο μακρινά, που η αχνή φωτεινή τους κουκκίδα δεν γίνεται αντιληπτή απ’ το κέντρο του αμφιβληστροειδούς, το οποίο για κάποιο λόγο είναι λιγότερο ευαίσθητο απ’ την υπόλοιπη επιφάνεια του χιτώνα. Ο μόνος τρόπος να δεις ένα απ’ αυτά τα άστρα είναι να κοιτάξεις αρκετές μοίρες δεξιά ή αριστερά του. Σε ευθεία παρατήρηση το άστρο είναι αόρατο. Μα μόλις στρέψεις αλλού το βλέμμα, εμφανίζεται. Ένας εκνευριστικά περίπλοκος γρίφος έμοιαζε συχνά με αυτό το φαινόμενο. Έτσι και τον άφηνες για λίγο, μπορεί η απάντηση να εμφανιζόταν ξαφνικά από μόνη της. Ένα όνομα ή μια λέξη που πάσχιζες να θυμηθείς μπορεί να ερχόταν στην επιφάνεια μόνο όταν εγκατέλειπες την προσπάθεια. Ο Γκάρνεϊ τα ήξερε όλα αυτά, είχε ακόμα και τη

428

JOHN VERDON

δική του θεωρία για το πώς λειτουργούσε η όλη διαδικασία, αλλά η επιμονή του –το πείσμα του, όπως το χαρακτήριζε η Μάντλιν– τον δυσκόλευε να εγκαταλείψει την όποια προσπάθεια. Καμιά φορά, την απόφαση έπαιρνε γι’ αυτόν η εξάντληση. Ή, άλλοτε, κάποια εξωγενής παρεμβολή, όπως ένα τηλεφώνημα – όπως συνέβη και τώρα. Ήταν ο Κάιλ. «Έλα μπαμπά, πώς πάει;» «Μια χαρά. Ακόμα στο Σίρακιουζ είσαι;» «Ναι, εδώ ακόμα. Μάλιστα, έλεγα να μείνω γι’ απόψε. Το Σαββατοκύριακο έχει μια μεγάλη έκθεση στο πανεπιστήμιο εδώ και η Κιμ συμμετέχει με κάτι βίντεο. Έλεγα, λοιπόν, να μείνω, μέχρι το μεσημέρι αν είναι, και μετά... κι εγώ δεν ξέρω ακόμα. Αρχικά, όταν ερχόμουν να σε δω, έλεγα να πάω στο πανηγύρι, αλλά τώρα... με την κατάσταση εκεί πάνω...» «Δεν υπάρχει λόγος να μην πας στο πανηγύρι. Απλώς με προβλημάτιζε το ενδεχόμενο να μείνεις εδώ στο σπίτι – κι ακόμα κι αυτό μπορεί να είναι τραβηγμένο σε σχέση με το όποιο ενδεχόμενο πρόβλημα. Αν θες να πας στο πανηγύρι, πήγαινε». Ο Κάιλ αναστέναξε – με έναν ήχο αβεβαιότητας. «Αλήθεια. Πήγαινε. Δεν υπάρχει λόγος να μην πας». Ένας ακόμα στεναγμός ακολούθησε, και μια παύση. «Σάββατο βράδυ γίνεται ο χαμός με τις διάφορες επιδείξεις;» «Έτσι νομίζω». «Βασικά, μπορεί να περάσω να ρίξω μια ματιά, στο δρόμο προς την πόλη. Μπορεί να κάτσω για το ντέρμπι κατεδάφισης. Θα σε πάρω πάλι όταν αποφασίσω τι θα κάνω». «Ωραία. Και μην ανησυχείς για μένα. Μια χαρά θα πάνε όλα». «Έγινε, μπαμπά. Φρόντισε να προσέχεις». Παρόλο που το τηλεφώνημα δεν είχε διαρκέσει ούτε δύο λεπτά, άλλαξε θέση στις σκέψεις του Γκάρνεϊ για το επόμενο μισάωρο – καλύπτοντας τους προβληματισμούς του για την υπόθεση με πατρικές ανησυχίες. Λέγοντας εντέλει στον εαυτό του ότι η πιθανή σχέση του Κάιλ με την Κιμ Κορασόν δεν τον αφορούσε, προσπάθησε να εστιάσει και πάλι στα αινίγματα που περιέβαλλαν την υπόθεση Σπόλτερ και τον

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

429

Πίτερ Παν. Αυτή τη φορά, αντί για το τηλέφωνο, ήταν η εξουθένωση που μπήκε στη μέση – το είδος της κόπωσης που καθιστούσε τη γραμμική σκέψη ανέφικτη. Τότε μόνο, καθισμένος πλάι στην ανοιχτή ακόμα μπαλκονόπορτα και βλέποντας τον ουρανό να σκοτεινιάζει, άκουσε τον οικείο, απόκοσμο ήχο απ’ το δάσος –αυτό το τρεμάμενο κλάμα– που το διαδέχτηκε μια σιωπή τόσο βαθιά, που ηχούσε πιο αλλόκοτη κι απ’ το ίδιο το κλαψούρισμα. Στο εξουθενωμένο του μυαλό, φάνταζε σαν τη σιωπή της ερημιάς και της απομόνωσης. Τη σιωπή διέκοψε μια υπόκωφη βοή από άγνωστη κατεύθυνση που έμοιαζε να βγαίνει απ’ την ίδια τη γη. Ή μήπως απ’ τον ουρανό; Το δίχως άλλο ήταν κάποιος μακρινός κεραυνός, με τον αντίλαλό του να φιμώνεται απ’ τους γύρω λόφους και κοιλάδες. Όταν έσβησε σαν το γρύλισμα γέρικου σκυλιού, άφησε στο κατόπι του μια ανησυχητική ακινησία, μια τρομερή γαλήνη που μέσα από κάποιο αδέσποτο μονοπάτι του εγκεφάλου, του έφερε στο νου μια παιδική ανάμνηση – την έρημη, γκρίζα ζώνη που απλωνόταν ανάμεσα στους γονείς του. Ήταν αυτή η δυσάρεστη καμπή στον ειρμό της σκέψης του που τον έπεισε εντέλει ότι χρειαζόταν απελπισμένα ύπνο και τον έστειλε στο κρεβάτι – αφού πρώτα κλείδωσε πόρτες και παράθυρα, καθάρισε και γέμισε την Μπερέτα του και τοποθέτησε το αξιόπιστο μικρό περίστροφο πάνω στο κομοδίνο.

430

JOHN VERDON

Μέρος Τέταρτο Απόλυτη δικαιοσύνη

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

431

Πρόλογος Το γρύλισμα της τίγρης Τα κοτσύφια κρώζουν. Σηκώνει το βλέμμα απ’ την οθόνη του κινητού όπου φυλάει την ειδική λίστα επαφών. Ξέρει ότι το σκούξιμο των κοτσυφιών είναι μια άμυνα της περιοχής τους, ένας συναγερμός για το είδος τους, κάλεσμα σε μάχη ενάντια στον καταπατητή. Ωστόσο, κανένας απ’ τους δικούς του ηλεκτρονικούς συναγερμούς δεν αναβοσβήνει, κάτι που σημαίνει πως δεν έχει συμβεί ανθρώπινη εισβολή. Όμως κοιτάζει έτσι κι αλλιώς μέσα απ’ τα τέσσερα παραθυράκια στα πλαϊνά του μικρού κτίσματος από τσιμεντότουβλα, σαρώνοντας με τη ματιά του τη λιμνούλα με τις φωλιές-λοφίσκους όπου λουφάζουν οι κάστορες, και το βαλτωμένο δάσος. Κοράκια κουρνιάζουν στις κορυφές τριών νεκρών δέντρων με πνιγμένες ρίζες. Τα κοράκια, συμπεραίνει, είναι οι εισβολείς που αναστάτωσαν τα κοτσύφια, προκαλώντας το στριγκό τους κρώξιμο. Βρίσκει την προστασία που παρέχουν τα κοτσύφια σωτήρια. Όπως το τρίξιμο μιας σκάλας, που θα μαρτυρούσε την παρουσία διαρρήκτη. Ή όπως αυτό το ίδιο, το μικρό και θλιβερό κτίσμα, καταμεσής τετρακοσίων στρεμμάτων χαμηλού δάσους και βάλτου, μοιάζει καθησυχαστικό. Σχεδόν απροσπέλαστο, απωθητικό όσο δεν παίρνει, είναι το ιδανικό του σπίτι μακριά απ’ το σπίτι. Έχει πολλά τέτοια σπίτια. Μέρη όπου μένει όσο να φέρει εις πέρας μια δουλειά. Να εκπληρώσει τους όρους της ανάθεσης. Το συγκεκριμένο, δίχως ορατό μονοπάτι απ’ τη δημοσιά, πάντα έμοιαζε πιο ασφαλές απ’ όλα τα άλλα.

432

JOHN VERDON

Ο χοντρο-Γκας είχε αποτελέσει ένα άλλο είδος μονοπατιού. Ένα μονοπάτι γεμάτο επικίνδυνες πληροφορίες. Το είδος των πληροφοριών που μπορούσαν να αποβούν καταστροφικές. Μα το είχε αφανίσει απ’ την πηγή του. Κάτι που καθιστούσε την όλη υπόθεση με τον Μπίντσερ και τον Χάρντγουικ και τον Γκάρνεϊ τόσο ακατανόητη. Τόσο εξοργιστική. Στη σκέψη του Μπίντσερ, το βλέμμα του ξεστρατίζει σε μια σκιερή γωνία του δωματίου που μοιάζει με γκαράζ. Σε ένα μπλε και άσπρο πλαστικό φορητό ψυγείο. Χαμογελά. Μα το χαμόγελο γρήγορα σβήνει. Το χαμόγελο σβήνει γιατί ο εφιάλτης επανέρχεται στο νου του, πιο ζωντανός από ποτέ. Οι εικόνες του εφιάλτη τον συντροφεύουν σχεδόν μόνιμα πια – απ’ τη στιγμή που είδε εκείνον το μύλο στο λούνα παρκ. Ο μύλος έχει τρυπώσει στον εφιάλτη του – πλεγμένος με τη χαρωπή μουσική, το φρικτό γέλιο. Τον αποκρουστικό, βρομερό, λαχανιασμένο κλόουν. Το μπάσο, βροντερό γρύλισμα της τίγρης. Και τώρα, ο Χάρντγουικ κι ο Γκάρνεϊ. Να στροβιλίζονται γύρω του, να πλησιάζουν. Ο κλοιός να σφίγγει, η τελική αναμέτρηση αναπόφευκτη. Θα ήταν μεγάλο ρίσκο, αλλά με ακόμα πιο μεγάλη ανταμοιβή: την υπέρτατη ανακούφιση. Η φλόγα του εφιάλτη μπορεί επιτέλους να έσβηνε. Πηγαίνει στην πιο σκοτεινή γωνία του δωματίου, σε ένα μικρό τραπέζι. Πάνω του είναι ένα μεγάλο κερί κι ένα κουτί σπίρτα. Παίρνει τα σπίρτα κι ανάβει το κερί. Σηκώνει το κερί και κοιτάζει τη φλόγα. Λατρεύει το σχήμα, την αγνότητα, τη δύναμή της. Φαντάζεται την αναμέτρηση – την πυρκαγιά. Το χαμόγελο επιστρέφει. Ξαναγυρίζει στο κινητό του – στην καταχώριση των ιδιαίτερων επαφών. Τα κοτσύφια κρώζουν. Τα κοράκια κουρνιάζουν ανήσυχα στις κορυφές των νεκρών δέντρων.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

433

Κεφάλαιο 54 Στριμωγμένος στη γωνία Ο ΓΚΑΡΝΕΪ ΔΕΝ ΕΔΙΝΕ ΣΗΜΑΣΙΑ στα όνειρα. Αν έδινε, ο φαντασμαγορικός μαραθώνιος εκείνης της νύχτας θα μπορούσε να τον απασχολεί για μια βδομάδα αδιάκοπης ανάλυσης. Όμως η άποψή του ήταν αμετακίνητα ρεαλιστική – και γενικά, δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τις εξωφρενικές αυτές πομπές εικόνων και περιστατικών. Πίστευε εδώ και χρόνια πως τα όνειρα δεν ήταν παρά το παραπροϊόν της νυχτερινής καταχώρισης του ευρετηρίου-καταλόγου που ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί στη μετακίνηση της καταγεγραμμένης εμπειρίας απ’ τη μνήμη βραχείας διάρκειας στη μακράς διάρκειας μνήμη. Κομμάτια οπτικοακουστικών δεδομένων που αναδεύονται κι αναμειγνύονται, πυροδοτώντας αφηγήσεις, κατασκευάζοντας βινιέτες – αλλά χωρίς περισσότερο νόημα απ’ ό,τι μια βαλίτσα με παλιές φωτογραφίες, ερωτικές επιστολές ή διαγωνίσματα, όλα τους διαλυμένα και ξαναμαζεμένα, θαρρείς, από μια μαϊμού. Το ένα πρακτικό αποτέλεσμα μιας νύχτας γεμάτης δυσάρεστα όνειρα ήταν μια επίμονη ανάγκη για περισσότερο ύπνο – που είχε ως αποτέλεσμα ο Γκάρνεϊ να σηκωθεί μία ώρα αργότερα απ’ ό,τι συνήθως, με έναν ελαφρύ πονοκέφαλο. Όταν με τα πολλά έπινε την πρώτη γουλιά του καφέ του, ο ήλιος, χλωμός από μια αραιή συννεφιά, είχε ήδη ανατείλει για τα καλά πάνω απ’ την ανατολική οροσειρά. Η αίσθηση που είχε την περασμένη νύχτα –η ανησυχητική ησυχία έπειτα απ’ τον απόκοσμο ήχο στο δάσος– τον κατέκλυζε ακόμα.

434

JOHN VERDON

Ένιωθε στριμωγμένος στη γωνία. Παγιδευμένος απ’ την απροθυμία του να παραιτηθεί απ’ το παιχνίδι εγκαίρως. Παγιδευμένος απ’ τη δίψα του για έλεγχο, για συγκρότηση, για ολοκλήρωση. Παγιδευμένος απ’ το ίδιο του το σχέδιο, να εξιχνιάσει την υπόθεση προκαλώντας το δολοφόνο στη λήψη ενός ανόητου και μοιραίου ρίσκου. Σπρωγμένος πίσω-μπρος από εναλλασσόμενα ρεύματα που έμοιαζαν τη μια στιγμή να οδηγούν στην επιτυχία και την άλλη στην ήττα, ο Γκάρνεϊ αποφάσισε να αποζητήσει την ανακούφιση που συνόδευε το πέρασμα στη δράση. Ο Χάρντγουικ θα επέστρεφε το βράδυ απ’ το Σκράντον με τις βιντεοκάμερες που χρειάζονταν, και θα είχαν όλο το επόμενο πρωί, της Κυριακής, για να εγκαταστήσουν τις μονάδες παρακολούθησης κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ότι οποιοσδήποτε πλησίαζε το σπίτι του Γκάρνεϊ σε ακτίνα οχτακοσίων μέτρων θα γινόταν αντιληπτός. Η στρατηγική τοποθέτηση ήταν κρίσιμη, και η προεπιλογή των σημείων θα τους γλίτωνε πολύτιμο χρόνο απ’ το πρωί της Κυριακής. Πήγε στην αποθηκούλα και φόρεσε ένα ζευγάρι λαστιχένιες γαλότσες ως το γόνατο – προστασία ενάντια στα γαϊδουράγκαθα, τους ξερόθαμνους και τα αγκάθια των άγριων σμέουρων. Πιάνοντας ένα κατάλοιπο απ’ την οσμή του ψόφιου κόκορα, άνοιξε το παράθυρο για να μπει καθαρός αέρας, κι έπειτα βγήκε ως τη στοίβα με τα υλικά ανοικοδόμησης του κοτετσιού, απ’ όπου δανείστηκε μια μεταλλική μεζούρα, ένα κουβάρι κίτρινο σπάγκο κι ένα σουγιά. Με αυτά στο χέρι, ξεκίνησε για το δάσος στην άλλη πλευρά της μικρής λίμνης, πιστοποιώντας και σημειώνοντας θέσεις-κλειδιά για τις κάμερες. Ο στόχος ήταν να επιλέξει τα σημεία απ’ όπου μια διάταξη από κάμερες με αισθητήρες κίνησης και ασύρματους πομπούς θα παρείχε πλήρη κάλυψη του δάσους και των χωραφιών γύρω απ’ το σπίτι του. Σύμφωνα με τον Χάρντγουικ, κάθε κάμερα θα έδινε τις δικές της συντεταγμένες μέσω GPS, παρουσιάζοντας τις πληροφορίες αυτές μαζί με το βίντεο σε μια οθόνη λήψης στο εσωτερικό του σπιτιού, ώστε η θέση του Πίτερ Παν –ή του όποιου εισβολέα– να γίνεται ακαριαία αντιληπτή. Αναλογιζόμενος τις τεχνικές δυνατότητες του εξοπλισμού ο Γκάρνεϊ ένιωθε, αν όχι ακριβώς αισιοδοξία, τουλάχιστον μια κάποια ανακούφιση απ’ το φόβο ότι το σχέδιό του ήταν υπερβολικά σαθρό

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

435

για να πετύχει. Η λογική διαδικασία μέτρησης γωνιών και αποστάσεων είχε κι αυτή θετική επίδραση. Με ένα καλό επίπεδο αυτοπειθαρχίας κι αποφασιστικότητας, ολοκλήρωσε την τοπογραφική μελέτη σε τέσσερις ώρες και κάτι. Είχε προγραμματίσει την πορεία του στα διακόσια στρέμματα του οικοπέδου του και στους εφαπτόμενους τομείς των οικοπέδων των γειτόνων του με τέτοιον τρόπο ώστε να ολοκλήρωνε τη διαδρομή στην κορυφή του λόφου Μπάροου. Ήταν σίγουρος ότι αυτό το σημείο θα επέλεγε ο Πανίκος. Επομένως, αυτό ήταν το μέρος, με τα διάφορα μονοπάτια και σημεία πρόσβασής του, που ήθελε να απομνημονεύσει πιο προσεκτικά. Όταν εντέλει γύρισε σπίτι, είχε μεσημεριάσει και η πρωινή συννεφιά είχε πυκνώσει σε έναν άμορφο γκρίζο ουρανό. Ο αέρας ήταν ασάλευτος, αλλά η σιωπή δεν είχε τίποτα γαλήνιο. Περνώντας απ’ την αποθηκούλα για να βγάλει τις γαλότσες, το θέαμα του νιπτήρα τού έφερε στο νου το ερώτημα πώς και πότε θα ενημέρωνε τη Μάντλιν ως προς το αίτιο θανάτου του κόκορα. Το αν θα την ενημέρωνε δεν ετίθετο καν. Η Μάντλιν είχε μια έμφυτη προτίμηση στην ειλικρίνεια αντί της υπεκφυγής, και οι σημαντικές παραλείψεις μπορεί να είχαν μεγάλο τίμημα. Αφού εξέτασε τις παραμέτρους του πότε και του πώς, αποφάσισε να της το πει το συντομότερο δυνατόν, κι από κοντά. Η μισάωρη διαδρομή μέχρι τη μικρή φάρμα των Ουίνκλερ ήταν γεμάτη με μια ήπια ανησυχία. Παρόλο που η ανάγκη να της αποκαλύψει την αλήθεια ήταν προφανής, η πραγματικότητα αυτή δεν άλλαζε το συναίσθημα που τον κατέκλυζε. Γύρω στα τετρακόσια μέτρα πριν φτάσει στον προορισμό του, σκέφτηκε ότι έπρεπε να είχε τηλεφωνήσει πρώτα. Κι αν ήταν όλοι στο πανηγύρι; Ή αν οι Ουίνκλερ ήταν σπίτι και η Μάντλιν έλειπε στο πανηγύρι; Όμως με το που πάρκαρε στη ράμπα τους, είδε τη Μάντλιν. Στεκόταν σε ένα περιφραγμένο μαντρί, κοιτώντας μια κατσικούλα. Πάρκαρε πλάι στο σπίτι. Καθώς πλησίαζε το μαντρί, η Μάντλιν δεν έδειξε να εκπλήσσεται διόλου απ’ την άφιξή του – απλώς του χαμογέλασε φευγαλέα, κοιτώντας τον επίμονα και διερευνητικά. «Κουβεντούλα με την κατσίκα;» τη ρώτησε. «Υποτίθεται ότι είναι πολύ έξυπνα ζώα».

436

JOHN VERDON

«Την έχω κι εγώ ακουστά αυτή τη φήμη». «Τι σε απασχολεί;» «Θες να πεις, τι γυρεύω εδώ;» «Όχι, θέλω να πω ότι μοιάζεις προβληματισμένος. Κι αναρωτιέμαι τι να φταίει». Ο Γκάρνεϊ αναστέναξε βαθιά, προσπαθώντας να χαλαρώσει. «Η υπόθεση Σπόλτερ». Η Μάντλιν χάιδευε απαλά το κεφάλι της κατσίκας. «Κάτι συγκεκριμένο στην υπόθεση;» «Κάνα-δυο πράγματα». Επέλεξε να θίξει πρώτο το λιγότερο περίπλοκο ζήτημα. «Η υπόθεση μου θυμίζει επίμονα μια παλιά έρευνα ενός τροχαίου». «Υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ τους;» «Δεν ξέρω». Έκανε μια γκριμάτσα. «Χριστέ μου!» «Τι;» «Βρομοκοπάει κοπριά εδώ πέρα». Η Μάντλιν έγνεψε καταφατικά. «Μου αρέσει λιγάκι». «Σου αρέσει;» «Είναι η φυσική μυρωδιά της φάρμας. Τίποτα το περίεργο». «Έλεος πια». «Και τι τροχαίο ήταν αυτό;» «Είναι ανάγκη να τα πούμε εδώ με την κατσίκα;» Η Μάντλιν κοίταξε τριγύρω, κι έπειτα του έδειξε ένα πολυκαιρισμένο τραπέζι του πικ-νικ σε ένα χορταριασμένο σημείο πίσω απ’ το σπίτι. «Εκεί κάτω;» «Μια χαρά». Η Μάντλιν χάιδεψε λίγο ακόμα την κατσίκα, βγήκε απ’ το μαντρί, μαντάλωσε την πόρτα και τον οδήγησε στο τραπέζι. Κάθισαν ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον, κι ο Γκάρνεϊ της αφηγήθηκε την ιστορία με το φλεγόμενο τροχαίο –την αρχική λαθεμένη εντύπωση ως προς το τι είχε συμβεί, και τις επακόλουθες ανακαλύψεις– με τον ίδιο τρόπο που την είχε διηγηθεί και στην Έστι. Όταν έφτασε στο τέλος, η Μάντλιν του έριξε ένα αινιγματικό βλέμμα. «Και λοιπόν;» «Απλώς μου έχει καρφωθεί, και δεν ξέρω γιατί. Έχεις καμιά ιδέα;» «Τι ιδέα;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

437

«Υπάρχει κάτι στην υπόθεση που να σου φαίνεται ιδιαίτερα σημαντικό;» «Όχι, για να είμαι ειλικρινής. Τίποτα πέρα απ’ το προφανές». «Το προφανές λέγοντας...;» «Την αλληλουχία». «Τι ακριβώς;» «Η υπόθεση ότι η καρδιακή προσβολή συνέβη πριν απ’ το τρακάρισμα, και το τρακάρισμα πριν απ’ την έκρηξη, αντί να προηγηθεί η έκρηξη και να προκαλέσει όλα τα άλλα. Ήταν μια λογική υπόθεση, ωστόσο. Ένας μεσήλικος άντρας παθαίνει καρδιακή προσβολή, χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου, βγαίνει απ’ το δρόμο, το αμάξι συγκρούεται και το ντεπόζιτο παίρνει φωτιά. Απολύτως λογικό». «Λογικό ναι, μόνο που ήταν τελείως λάθος. Αυτό έθιγα κι όταν μιλούσα για την υπόθεση στα σεμινάρια στην ακαδημία – ότι κάτι μπορεί να φαίνεται απολύτως λογικό και να είναι τελείως λάθος. Ο εγκέφαλός μας έχει τέτοια αδυναμία στη συνοχή, που συγχέει το λογικό με την αλήθεια». Η Μάντλιν έγειρε το κεφάλι με περιέργεια. «Αφού τα ξέρεις όλα αυτά, γιατί με ρωτάς;» «Σε περίπτωση που επισήμαινες κάτι που μου έχει ξεφύγει». «Ήρθες ως εδώ μόνο και μόνο για να με ρωτήσεις αυτό;» «Όχι μόνο γι’ αυτό». Δίστασε λίγο, κι έπειτα πίεσε τον εαυτό του να συνεχίσει. «Ανακάλυψα κάτι σχετικά με τον κόκορα». Η Μάντλιν ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Τον Χόρας;» «Διαπίστωσα τι τον σκότωσε». Η Μάντλιν καθόταν ασάλευτη, περιμένοντας. «Δεν ήταν αγρίμι τελικά». Δίστασε πάλι. «Κάποιος τον πυροβόλησε». Η Μάντλιν γούρλωσε τα μάτια. «Κάποιος...;» «Δεν ξέρω με σιγουριά ποιος». «Ντέιβιντ, μην...» Η φωνή της είχε μια αιχμή προειδοποίησης. «Δεν ξέρω με σιγουριά ποιος το έκανε, αλλά υπάρχει πιθανότητα να ήταν ο Πανίκος». Ο ρυθμός της αναπνοής της άλλαξε, και στο πρόσωπό της απλώθηκε αργά μία μόλις ελεγχόμενη οργή. «Ο φρενοβλαβής δολοφόνος που κυνηγάτε; Αυτός... σκότωσε τον Χόρας;»

438

JOHN VERDON

«Δεν είμαι σίγουρος. Είπα ότι είναι πιθανό». «Πιθανό». Επανέλαβε τη λέξη σαν να ήταν ένας ήχος δίχως νόημα. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο δικό του. «Γιατί ήρθες ως εδώ να μου το πεις;» «Σκέφτηκα ότι αυτό ήταν το σωστό». «Μόνο γι’ αυτό ήρθες;» «Για τι άλλο;» «Εσύ θα μου πεις». «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Σκέφτηκα απλώς ότι έπρεπε να σου το πω». «Πώς το ανακάλυψες;» «Ότι τον πυροβόλησαν; Εξετάζοντας το πτώμα». «Τον ξέθαψες;» «Ναι». «Γιατί;» «Επειδή... επειδή κάτι αναφέρθηκε στη συνάντησή μας χθες που με έκανε να σκεφτώ ότι μπορεί να είχε σκοτωθεί από σφαίρα». «Χθες;» «Στη συνάντηση με τον Χάρντγουικ και την Έστι». «Και σκέφτηκες ότι έπρεπε να το μάθω σήμερα; Ότι δεν χρειαζόταν να το μάθω χθες;» «Σου το είπα μόλις έγινε προφανές ότι έπρεπε να σου το πω. Ίσως έπρεπε να σου το είχα πει από χθες. Τι προσπαθείς να πεις;» «Εσύ τι προσπαθείς να πεις, αναρωτιέμαι». «Δεν σε πιάνω». Τα χείλη της σχημάτισαν ένα ειρωνικό μειδίαμα. «Τι άλλο πρόβλημα έχει η λίστα;» «Η λίστα;» Ο Γκάρνεϊ άρχισε να συνειδητοποιεί πού το πήγαινε η Μάντλιν – κι ότι, ως συνήθως, με σχετικά ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία, είχε ρίξει άπλετο φως στο σκοτάδι. «Πρέπει να πιάσουμε τον Πανίκο πριν ξεφύγει και τρυπώσει πάλι σε ό,τι λαγούμι κι αν κατοικεί ανάμεσα στις αναθέσεις». Η Μάντλιν έγνεψε καταφατικά, χωρίς να μεταδώσει το παραμικρό αίσθημα.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

439

«Όσο πιστεύει ότι μπορούμε να του κάνουμε ζημιά, θα μείνει κοντά, και... θα προσπαθήσει να μας σταματήσει. Η προσπάθειά του αυτή θα τον κάνει ευάλωτο στην παγίδα μας». «Ευάλωτο στην παγίδα». Πρόφερε τη φράση αργά, στοχαστικά – σαν να συνόψιζε όλη την παραπλανητική αργκό του κόσμου. «Και θες να μείνω εδώ, ώστε εσύ να μπορείς να ρισκάρεις τη ζωή σου χωρίς να νοιάζεσαι για μένα;» Δεν έμοιαζε να τον ρωτά στ’ αλήθεια, κι έτσι δεν της απάντησε. «Θα είσαι το δόλωμα για μια ακόμα φορά. Σωστά;» Ούτε κι αυτή ήταν ακριβώς ερώτηση. Μια μακρά σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους. Ο συννεφιασμένος ουρανός είχε βαρύνει, σαν πέτρα και σαν σούρουπο. Ένα τηλέφωνο άρχισε να χτυπά μέσα στο σπίτι, αλλά η Μάντλιν δεν εκδήλωσε την παραμικρή πρόθεση να πάει να το σηκώσει. Χτύπησε εφτά φορές. «Ρώτησα τον Ντένις γι’ αυτό το πουλί», είπε. «Ποιο πουλί;» «Αυτό το παράξενο που ακούμε καμιά φορά όταν σουρουπώνει. Το έχουν ακούσει κι ο Ντένις με την Ντίρντρι, και το τσέκαρε στο Συμβούλιο Προστασίας Ορεινής Πανίδας. Του είπαν ότι είναι ένα σπάνιο είδος περιστεριού που ενδημεί μόνο στη βόρεια Νέα Υόρκη και σε μέρη της Νέας Αγγλίας, και μόνο πάνω από ένα ορισμένο υψόμετρο. Οι αυτόχθονες Αμερικανοί της περιοχής το θεωρούσαν ιερό. Το Πνεύμα που Μιλά με τους Νεκρούς, έτσι το έλεγαν. Οι σαμάνοι ερμήνευαν τις κραυγές του. Καμιά φορά ήταν κατηγορίες, κι άλλοτε μηνύματα συγχώρεσης. Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε για το συνειρμό που είχε οδηγήσει τη Μάντλιν στην ιστορία για το πένθιμο περιστέρι. Καμιά φορά ενώ νόμιζε πως είχε αλλάξει θέμα, διαπίστωνε ότι εξακολουθούσε να μιλά για το ίδιο πράγμα.

440

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 55 Γύρω-γύρω όλοι ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΑΠ’ ΤΗ ΦΑΡΜΑ των Ουίνκλερ, ο Γκάρνεϊ ένιωθε πότε ελεύθερος και πότε παγιδευμένος. Ελεύθερος να προχωρήσει σύμφωνα με το σχέδιο. Και παγιδευμένος απ’ τους περιορισμούς του, απ’ τις επισφαλείς υποθέσεις στις οποίες βασιζόταν, κι απ’ την παρόρμησή του να ζορίζει τα πράγματα. Υποπτευόταν ότι ο Μάλκολμ Κλάρετ και η Μάντλιν είχαν δίκιο – ότι υπήρχε κάτι παθολογικό στο πάθος του για ρίσκο. Αλλά η αυτογνωσία δεν είναι πανάκεια. Το να ξέρεις ποιος είσαι δεν σου δίνει αυτομάτως τη δύναμη να αλλάξεις αυτό που είσαι. Το γεγονός που είχε τη μεγαλύτερη σημασία αυτή τη στιγμή ήταν ότι η Μάντλιν σκόπευε να μείνει στη φάρμα των Ουίνκλερ τουλάχιστον μέχρι την Τρίτη, την τελευταία μέρα του πανηγυριού, κι ότι έτσι θα ήταν ασφαλής. Ακόμα ήταν Σάββατο. Τα σποτάκια για τις αποκαλύψεις της δευτεριάτικης εκπομπής Όταν το έγκλημα διχάζει θα άρχιζαν να παίζουν απ’ την επομένη το πρωί. Σ’ αυτά θα διαφημιζόταν όχι μόνο η αποκάλυψη της ταυτότητας του δράστη στην υπόθεση Σπόλτερ, αλλά και η διαρροή επτασφράγιστων μυστικών που ο δολοφόνος προσπαθούσε να προστατεύσει. Αν ο Πανίκος ήθελε να εμποδίσει ένα τέτοιο ξεγύμνωμα, είχε ένα πολύ στενό περιθώριο δράσης – από το πρωί της Κυριακής μέχρι το βράδυ της Δευτέρας. Κι ο Γκάρνεϊ ήθελε να είναι προετοιμασμένος. Ανηφορίζοντας τον ολοένα και πιο σκοτεινό δρόμο προς το κτήμα του, προσπάθησε να κρατηθεί από ένα λογικό αίσθημα αισιοδοξίας. Αλλά η αινιγματική ιστορία της Μάντλιν για εκείνο το κωλόπουλο

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

441

των Ινδιάνων συνεχώς υπονόμευε κάθε ρεαλιστική σκέψη που κατάφερνε να συγκροτήσει. Καθώς περνούσε το στάβλο κι αντίκριζε το σπίτι, πρόσεξε ότι το φως στο κατώφλι της πλαϊνής εισόδου ήταν αναμμένο, όπως κι αυτό της αποθηκούλας. Ένιωσε μια απότομη σουβλιά αδρεναλίνης –το ένστικτο μάχης ή φυγής– που υποχώρησε σε μια ανήσυχη περιέργεια όταν είδε μια λάμψη να αντανακλάται στο χρώμιο της μηχανής του Κάιλ. Συνέχισε να ανεβαίνει το βοσκοτόπι και πάρκαρε δίπλα στη μοτοσικλέτα. Μπαίνοντας στο σπίτι, άκουσε τον ήχο του ντους στο επάνω πάτωμα. Όταν βρήκε το φως του χολ αναμμένο, όπως κι όλα τα φώτα της κουζίνας, τη δυσφορία του διαδέχτηκε η αίσθηση του ξαναϊδωμένου, που ίσως να πήγαζε απ’ την ανάμνηση της εποχής που ο Κάιλ, στην αρχή της εφηβείας του, έμενε με τη μητέρα του κι επισκεπτόταν τον Γκάρνεϊ τα Σαββατοκύριακα, και δεν μπορούσε θαρρείς να θυμηθεί να σβήσει τα φώτα όταν έφευγε από ένα δωμάτιο. Πήγε στο γραφείο για να ελέγξει τυχόν μηνύματα στον τηλεφωνητή του σταθερού και του κινητού, που είχε ξεχάσει να πάρει όταν πήγε να δει τη Μάντλιν. Στο σταθερό δεν βρήκε τίποτα. Στο κινητό είχε τρία μηνύματα. Το πρώτο ήταν απ’ την Έστι, αλλά η σύνδεση ήταν τόσο κακή που δεν έβγαζε λέξη. Το δεύτερο ήταν απ’ τον Χάρντγουικ, ο οποίος, μέσα από ένα χείμαρρο βρισιές, κατάφερνε να του γνωστοποιήσει πως είχε κολλήσει στον αυτοκινητόδρομο Ι-81 σε ένα μποτιλιάρισμα-μαμούθ εξαιτίας οδικών έργων, «μόνο που δεν έχουν κάνει τίποτα οι μαλάκες, εκτός απ’ το να κλείσουν με κώνους τις δύο από τις τρεις λωρίδες του γαμόδρομου» – γι’ αυτό δεν θα πρόφταινε να φέρει τον εξοπλισμό απ’ το SSS στο Γουόλνατ Κρόσινγκ νωρίτερα απ’ ό,τι «μεσάνυχτα και βάλε, γαμώ το κέρατό μου». Η καθυστέρηση ήταν δυσάρεστη για τον Χάρντγουικ αλλά δεν δημιουργούσε στ’ αλήθεια κάποιο πρόβλημα, καθώς έτσι κι αλλιώς δεν σχεδίαζαν να εγκαταστήσουν τις κάμερες νωρίτερα απ’ την επομένη το πρωί. Ο Γκάρνεϊ άκουσε και το τρίτο μήνυμα, που ήταν κι αυτό απ’ την Έστι, γεμάτο διακοπές, ενώ στο τέλος η σύνδεση κοβόταν απότομα σαν να είχε μείνει από μπαταρία.

442

JOHN VERDON

Ήταν έτοιμος να την καλέσει, όταν άκουσε βήματα στο διάδρομο. Ο Κάιλ εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας φορώντας τζιν κι ένα μπλουζάκι, με τα μαλλιά του βρεγμένα απ’ το ντους. «Καλησπέρα, μπαμπά. Πώς πάει;» «Είχα βγει για λίγο. Πήγα να δω τη Μάντλιν. Σάστισα όταν είδα τη μηχανή σου έξω. Δεν σε περίμενα. Μήπως μου άφησες κάποιο μήνυμα και δεν το άκουσα;» «Όχι, όχι, και σόρι κιόλας. Έλεγα να πάω κατευθείαν στο πανηγύρι, αλλά όπως περνούσα απ’ το χωριό είπα να πεταχτώ από δω να κάνω ένα ντουσάκι και να αλλάξω. Ελπίζω να μην πειράζει». «Απλώς... ξαφνιάστηκα. Είμαι ακόμα πιο χαμένος σε σκέψεις απ’ ό,τι συνήθως». «Α, παρεμπιπτόντως, ο γείτονας στη βάση του δρόμου κυνηγός είναι;» «Κυνηγός; Γιατί;» «Όπως ανέβαινα, ήταν ένας τύπος μες στα πεύκα, κάνα χιλιόμετρο απ’ το στάβλο σας – με μια καραμπίνα, αν είδα καλά». «Πότε τον είδες;» «Έχει κάνα μισάωρο». Τα μάτια του Κάιλ γούρλωσαν καθώς μιλούσε. «Όχου γαμώτο, λες να ’ταν...» «Τι ύψος είχε;» «Τι ύψος; Δεν ξέρω... ψηλός ήταν, νομίζω. Θέλω να πω, δεν στεκόταν κοντά στο δρόμο, κι έτσι δεν είδα καλά. Το σίγουρο είναι ότι βρισκόταν στο οικόπεδο του γείτονα, όχι στο δικό σου». «Και κρατούσε καραμπίνα;» «Εκτός κι αν ήταν δίκαννο. Το είδα με την άκρη του ματιού, καθώς περνούσα με τη μηχανή». «Πρόσεξες τίποτα συγκεκριμένο στο όπλο; Κάτι ασυνήθιστο στην κάννη;» «Έλεος, ρε μπαμπά, πού να ξέρω; Έπρεπε να είχα δώσει μεγαλύτερη προσοχή. Φαντάστηκα ότι όλοι όσοι μένουν εδώ πάνω πρέπει να βγαίνουν για κυνήγι». Έκανε μια παύση, με ένα ύφος ολοένα και πιο πονεμένο. «Λες να μην ήταν ο γείτονας;» Ο Γκάρνεϊ του έδειξε το διακόπτη πλάι στην πόρτα. «Σβήνεις το φως μισό λεπτό;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

443

Με το φως σβησμένο, ο Γκάρνεϊ χαμήλωσε τα στόρια και στα δύο παράθυρα του δωματίου. «Ωραία, τώρα μπορείς να το ανοίξεις». «Ρε συ μπαμπά, τι τρέχει;» «Μία ακόμα προφύλαξη». «Από τι;» «Απόψε τίποτα, πιθανότατα. Μην ανησυχείς». «Λοιπόν... ποιος λες να ήταν ο τύπος στο δάσος;» «Κατά πάσα πιθανότητα ο γείτονας, όπως λες κι εσύ». «Ναι, αλλά δεν έχει αρχίσει η κυνηγετική περίοδος, έτσι δεν είναι;» «Όχι, αλλά αν κάποιος έχει προβλήματα με τίποτα κογιότ, μαρμότες, οπόσουμ ή σκαντζόχοιρους, δεν κάθεται να περιμένει την κυνηγετική περίοδο». «Μόλις είπες ότι πιθανότατα δεν χρειάζεται να ανησυχώ απόψε. Πότε πιστεύεις ότι θα υπάρχει λόγος ανησυχίας;» Ο Γκάρνεϊ δεν σκόπευε να το κάνει, αλλά αυτή τη στιγμή το να εξηγήσει την όλη κατάσταση έμοιαζε να είναι η καλύτερη και μια τίμια προσέγγιση. «Είναι περίπλοκο το θέμα. Κάθισε». Κάθισαν μαζί στον καναπέ κι ο Γκάρνεϊ πέρασε τα επόμενα είκοσι λεπτά ενημερώνοντας τον Κάιλ γύρω απ’ τα σημεία της υπόθεσης Σπόλτερ που δεν γνώριζε ακόμα, καθώς και για το πώς είχαν τώρα τα πράγματα και τι σχεδίαζαν να κάνουν την επόμενη μέρα. Καθώς τον άκουγε, η σύγχυση στο πρόσωπο του Κάιλ μεγάλωνε ολοένα. «Μισό λεπτό. Τι εννοείς όταν λες ότι το RAM-TV θα αρχίσει να παίζει τα σποτάκια αύριο το πρωί;» «Αυτό ακριβώς. Απ’ τα πρωινάδικα της Κυριακής και για όλη την υπόλοιπη μέρα». «Μιλάς για διαφημιστικά που θα λένε για τις φοβερές και τρομερές αποκαλύψεις σου σχετικά με την υπόθεση και το δολοφόνο;» «Ακριβώς». «Και θα παίξουν αύριο;» «Ναι. Γιατί…» «Δεν το ήξερες; Δεν ήξερες ότι τα σποτάκια που μου λες άρχισαν να προβάλλονται από χθες το απόγευμα; Κι ότι σήμερα τα παίζουν όλη μέρα απ’ το πρωί;» «Τι πράγμα;»

444

JOHN VERDON

«Τα διαφημιστικά που μου περιγράφεις – το RAM-TV τα προβάλλει τουλάχιστον εδώ κι ένα εικοσιτετράωρο». «Πού το ξέρεις;» «Η Κιμ δεν την κλείνει ποτέ τη ρημάδα την τηλεόραση. Ω Θεέ μου, δεν είχα καταλάβει... Συγγνώμη... Δεν ήξερα ότι άλλο είχατε συμφωνήσει. Έπρεπε να σου είχα τηλεφωνήσει». «Δεν υπήρχε περίπτωση να το ξέρεις». Ο Γκάρνεϊ ένιωθε ναυτία, προσπαθώντας να απορροφήσει το σοκ και να ξεδιαλύνει τις επιπλοκές που προέκυπταν. Τηλεφώνησε στον Χάρντγουικ και του είπε αυτό που είχε μόλις μάθει. Ο Χάρντγουικ, μποτιλιαρισμένος ακόμα, έβγαλε έναν ήχο ανάμεσα σε γρύλισμα και αναγούλα. «Από χθες; Τα προβάλλουν από χθες οι μαλάκες;» «Απόγευμα, βράδυ και σήμερα όλη μέρα απ’ το πρωί». «Το αρχίδι τον Μπορκ! Τον ξεκωλιάρη! Τη σάπια κουράδα! Θα του ξεριζώσω το κεφάλι και θα του το χώσω στον κώλο, του γαμιόλη!» «Καλό ακούγεται, Τζακ, αλλά πρέπει πρώτα να φροντίσουμε μερικά πρακτικά ζητήματα». «Αφού του είπα του μπάσταρδου ότι το χρονικό πλαίσιο ήταν ζωτικής σημασίας για το όλο σχέδιο, ότι κρέμονται ανθρώπινες ζωές απ’ αυτό, ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, γαμώ το κεφάλι του! Δέκα φορές του το είπα του ξεσκισμένου!» «Χαίρομαι που το ακούω. Αλλά τώρα πρέπει να κάνουμε μερικές αλλαγές στο σχέδιο». «Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να αλλάξει θέση ο κώλος σου και να φύγεις από κει πέρα! Τώρα, όμως!» «Συμφωνώ ότι η κατάσταση απαιτεί έκτακτα μέτρα. Αλλά πριν μας πιάσει πανικός…» «ΚΟΥΝΑ ΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΡΕΧΑ, ΛΕΜΕ! Ή τουλάχιστον κάνε αυτό που έλεγε η Έστι απ’ την πρώτη στιγμή – πάρε το γαμημένο το ιππικό!» «Έχω την αίσθηση ότι αυτό ακριβώς περιμένει κι ο Πανίκος – να πανικοβληθούμε και να κάνουμε κάποια λάθος κίνηση».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

445

«Άκου, τη θαυμάζω απεριόριστα αυτή την ψυχραιμία σου σε ώρα κρίσης, αλλά ήρθε η στιγμή να παραδεχτούμε ότι το σχέδιο είναι για τα γαμίδια, και να τα μαζέψουμε και να φύγουμε». «Πού είσαι;» «Τι;» «Πού ακριβώς είσαι;» «Πού είμαι; Ακόμα στην Πενσιλβάνια είμαι, καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα απ’ το Χάνκοκ. Τι διάολο σημασία έχει το πού είμαι;» «Δεν ξέρω ακόμα. Θέλω απλώς να το σκεφτώ λίγο, προτού πάρω τον κατήφορο τσιρίζοντας». «Ντέιβι, για όνομα του Θεού, ή φύγε τώρα, ή κάλεσε τις γαμημένες τις ενισχύσεις». «Εκτιμώ το ενδιαφέρον, Τζακ. Ειλικρινά. Κάνε μου μια χάρη κι ενημέρωσε την Έστι για τις εξελίξεις. Σε παίρνω σε λίγο». Ο Γκάρνεϊ έκλεισε το τηλέφωνο πάνω που ο Χάρντγουικ γκάριζε να μην το κλείσει. Μισό λεπτό αργότερα, το κινητό του χτύπησε, αλλά το άφησε να γυρίσει στον τηλεφωνητή. Ο Κάιλ τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. «Μ’ αυτό τον Χάρντγουικ μιλούσες, έτσι;» «Ναι». «Έτσι που φώναζε, άκουγα τα πάντα». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Ήταν λίγο ταραγμένος». «Κι εσύ δεν είσαι;» «Φυσικά και είμαι. Αλλά δεν ωφελεί να χάνουμε χρόνο με υστερίες. Όπως στα περισσότερα πράγματα στη ζωή, το σημαντικό ερώτημα είναι ένα: Τι κάνουμε τώρα;» Ο Κάιλ τον παρατηρούσε, περιμένοντας να συνεχίσει. «Υποθέτω ότι μία λύση θα ήταν να σβήσουμε όσο γίνεται περισσότερα απ’ τα φώτα και να κατεβάσουμε τα στόρια σε όποιο δωμάτιο θέλουμε να τα αφήσουμε αναμμένα. Εγώ θα ελέγξω τα μπάνια και τα υπνοδωμάτια. Εσύ σβήσε το φως της κουζίνας και της αποθηκούλας». Ο Κάιλ πέρασε απ’ την κουζίνα στην αποθηκούλα, ενώ ο Γκάρνεϊ κατευθύνθηκε προς τη σκάλα. Προτού αρχίσει να ανεβαίνει, ο Κάιλ τον φώναξε. «Μπαμπά; Έλα δω λίγο».

446

JOHN VERDON

«Τι έγινε;» «Για έλα να δεις». Ο Γκάρνεϊ βρήκε τον Κάιλ στο διάδρομο της πλαϊνής πόρτας, να δείχνει μέσα απ’ το τζάμι κάτι που βρισκόταν έξω. «Έχεις μείνει από λάστιχο, το ξέρεις;» Ο Γκάρνεϊ κοίταξε απ’ το παράθυρο. Ακόμα και στο λιγοστό φως του γλόμπου των σαράντα βατ, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το μπροστινό λάστιχο στη μεριά του οδηγού ήταν τελείως ξεφούσκωτο. Και δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι όταν ανέβαινε προς το σπίτι μισή ώρα πριν, το λάστιχο ήταν μια χαρά. «Έχεις γρύλο και ρεζέρβα;» ρώτησε ο Κάιλ. «Ναι, αλλά δεν πρόκειται να τα χρησιμοποιήσουμε». «Γιατί;» «Γιατί λες να είναι σκασμένο το λάστιχο;» «Πάτησες καμιά πρόκα;» «Πιθανόν. Μία άλλη πιθανότητα είναι να το τρύπησε μια σφαίρα όσο ήταν παρκαρισμένο εδώ έξω. Και σ’ αυτή την περίπτωση, το ερώτημα είναι: Γιατί;» Ο Κάιλ γούρλωσε πάλι τα μάτια. «Για να μην μπορούμε να φύγουμε;» «Ίσως. Αλλά αν ήμουν ακροβολιστής κι ο στόχος μου ήταν να εμποδίσω κάποιον να το σκάσει, θα πυροβολούσα όσο το δυνατόν περισσότερα λάστιχα – όχι μόνο ένα». «Άρα γιατί...;» «Ίσως επειδή το ένα σκασμένο λάστιχο αντιμετωπίζεται – με γρύλο και ρεζέρβα, όπως είπες». «Δηλαδή...;» «Με γρύλο, ρεζέρβα κι έναν από εμάς γονατισμένο εκεί έξω για πέντε-δέκα λεπτά μέχρι να αλλάξει λάστιχο». «Θες να πεις ότι θα είμαστε εύκολοι στόχοι;» «Ακριβώς. Και μιλώντας για στόχους, ας σβήσουμε το φως της αποθήκης κι ας απομακρυνθούμε απ’ την πόρτα». Ο Κάιλ ξεροκατάπιε. «Επειδή αυτός ο περίεργος κοντοπίθαρος εκτελεστής που μου είπες μπορεί να είναι εκεί έξω... και να παραμονεύει;» «Πιθανόν».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

447

«Ο τύπος με την καραμπίνα που είδα στα πεύκα δεν ήταν και τόσο κοντός. Μήπως ήταν όντως ο γείτονας;» «Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ένα τρομερά προβοκατόρικο σποτάκι παίζει εδώ και μιάμιση μέρα, ένα μήνυμα που απευθύνεται στον Πίτερ Παν και του λέει Έλα να με πιάσεις. Πρέπει να υποθέσω ότι το μήνυμα έπιασε. Επίσης, θα ήταν καλό να υποθέσουμε…» Τον διέκοψε πάλι το κουδούνισμα του κινητού απ’ το γραφείο. Ήταν η Έστι. Ακουγόταν τσιτωμένη. «Πού είσαι;» Της είπε. «Ακόμα εκεί είσαι; Φύγε, σε παρακαλώ, μην έχουμε χειρότερα». «Λες κι ακούω τον Τζακ». «Δίκιο έχει ο Τζακ. Πρέπει να φύγεις τώρα. Σε πήρα δύο φορές σήμερα, όταν έμαθα για τη μαλακία που παίχτηκε στο κανάλι. Και σε πήρα για να σου πω να φύγεις από κει». «Ενδεχομένως να είναι λίγο αργά γι’ αυτό». «Γιατί;» «Νομίζω ότι κάποιος πυροβόλησε το μπροστινό μου λάστιχο». «Τι σκατά! Σοβαρά; Αν είναι έτσι, πρέπει να πάρεις την αστυνομία. Τώρα, όμως. Θες να ’ρθω; Σε τρία τέταρτα μπορώ να είμαι εκεί». «Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα». «Ωραία, τότε πάρε την αστυνομία». «Όπως είπα και πριν, λες κι ακούω τον Τζακ». «Ποιος διάολο νοιάζεται πώς ακούγομαι; Το θέμα είναι ότι χρειάζεσαι βοήθεια, εδώ και τώρα». «Πρέπει να το σκεφτώ λίγο». «Να το σκεφτείς; Αυτό θα κάνεις; Θα το σκεφτείς; Την ώρα που ο άλλος έχει ανοίξει πυρ;» «Το λάστιχο πέτυχε, όχι εμένα». «Ντέιβιντ, δεν είσαι με τα καλά σου. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Είσαι τρελός, άνθρωπέ μου; Ο άλλος πυροβολεί κι εσύ σκέφτεσαι;» «Πρέπει να κλείσω, Έστι. Σε παίρνω σε λίγο». Το έκλεισε όπως και με τον Χάρντγουικ – διακόπτοντας τη σύνδεση στα μισά μιας κραυγής διαμαρτυρίας. Τότε θυμήθηκε το μήνυμα που είχε έρθει αμέσως μετά το τέλος της συνομιλίας του με τον Χάρντγουικ. Είχε υποθέσει πως ήταν ο ίδιος, προσπαθώντας να ολοκληρώσει αυτό που ήθελε να πει, αλλά

448

JOHN VERDON

τώρα, ελέγχοντας την οθόνη του σταθερού, είδε ότι το νούμερο δεν ήταν το κινητό του Χάρντγουικ αλλά ένας άγνωστος αριθμός. Το έβαλε να παίξει. Ακούγοντάς το, ένα ρίγος απλώθηκε στην πλάτη του, ορθώνοντας τις τρίχες στο σβέρκο του. Μια αντρική φωνή σε υψηλή οκτάβα, τσιριχτή και μεταλλική, μια φωνή όχι ακριβώς ανθρώπινη, τραγουδούσε το πιο αλλόκοτο και παρεξηγημένο απ’ όλα τα παιδικά τραγουδάκια – μια αδιανόητα μελωδική αναφορά στις ρόδινες πληγές, στα λουλούδια που χρησιμοποιούνταν για να καλύπτουν τη δυσωδία της σαπισμένης σάρκας, και τις στάχτες απ’ τα καμένα πτώματα στη διάρκεια μιας από τις πιο φονικές επιδημίες πανούκλας στην ιστορία της Ευρώπης. Γύρω-γύρω όλοι Στα ρόδα η φύσις όλη Στάχτες, στάχτες Και καταγής.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

449

Κεφάλαιο 56 Μοιραία οργή «ΜΠΑΜΠΑ;» Ο Κάιλ κι ο πατέρας του στέκονταν ανήσυχοι κοντά στο τζάκι του καθιστικού – όσο πιο μακριά γινόταν απ’ την κουζίνα, και σε απόσταση ασφαλείας απ’ τις πόρτες. Τα στόρια ήταν κατεβασμένα σε όλα τα παράθυρα. Το μόνο φως προερχόταν από ένα μικρό πορτατίφ. «Ναι;» «Πριν χτυπήσει το τηλέφωνο, πήγες να πεις ότι θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι αυτός ο Πίτερ Παν μπορεί να κρύβεται κάπου εκεί έξω;» Ο Κάιλ έριξε μια νευρική ματιά προς την μπαλκονόπορτα. Ο Γκάρνεϊ άργησε να απαντήσει. Το μυαλό του επέστρεφε διαρκώς στο αγριευτικό, τραγουδιστό μήνυμα στον τηλεφωνητή, και τώρα τα λόγια του παιδικού τραγουδιού δεν αντανακλούσαν μονάχα τις καταβολές του από τη φρίκη της βουβωνικής πανώλης, αλλά και τα στοιχεία εμπρησμού και τα Άνθη Φλόρενς – τον ιδιαίτερο τρόπο δράσης του Πανίκου. « Μπορεί να είναι, ναι». «Έχεις ιδέα πού ακριβώς;» «Αν έχω δίκιο για το σκασμένο λάστιχο, πρέπει να είναι κάπου στα δυτικά μας, κι ο λόφος Μπάροου θα ήταν η πιθανότερη επιλογή». «Λες να κατεβεί μέχρι το σπίτι;» «Πολύ αμφιβάλλω. Κρίνοντας απ’ το λάστιχο, πρέπει να έχει μαζί του καραμπίνα ακροβολιστή. Σ’ αυτό το παιχνίδι, η απόσταση του δίνει μεγάλο πλεονέκτημα. Πιστεύω ότι θα μείνει…»

450

JOHN VERDON

Μια λάμψη τούς ξάφνιασε, μαζί με μια απότομη έκρηξη, και κάτι μπήκε πετώντας μέσα απ’ το τζάμι της κουζίνας, σκορπώντας ολόγυρα κομμάτια γυαλί. «Τι διάολο!» αναφώνησε ο Κάιλ. Ο Γκάρνεϊ τον άρπαξε και τον σώριασε στο πάτωμα· έπειτα έβγαλε την Μπερέτα απ’ το θηκάρι του αστραγάλου, έσβησε το πορτατίφ τραβώντας το καλώδιο απ’ την πρίζα, και σύρθηκε ως το κοντινότερο παράθυρο. Περίμενε μια στιγμή, προσπαθώντας να αφουγκραστεί, κι έπειτα μισάνοιξε το κάτω στόρι και κοίταξε έξω. Του πήρε κάμποσα δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει τι έβλεπε. Σκορπισμένα σε μια μεγάλη έκταση γύρω απ’ τη βεράντα βρίσκονταν τα απομεινάρια των υλικών για το κοτέτσι, πολλά απ’ αυτά τυλιγμένα στις φλόγες. Η φωνή του Κάιλ πίσω του ήταν ένας τραχύς ψίθυρος. «Τι διάολο...;» «Τα ξύλα... τα... ανατίναξε». «Ανατίναξε... τι... πώς;» «Με κάποιου είδους... δεν ξέρω... εμπρηστικό μηχανισμό;» «Εμπρηστικό; Τι σκατά...;» Ο Γκάρνεϊ ήταν απορροφημένος, σαρώνοντας τον γύρω χώρο όσο καλύτερα μπορούσε στο σχεδόν απόλυτο σκοτάδι. «Μπαμπά;» «Μισό λεπτό». Με την αδρεναλίνη εκτοξευμένη στα ύψη, κοιτούσε με σμιχτά βλέφαρα την περίμετρο του σπιτιού, ψάχνοντας για τυχόν ίχνη κίνησης. Κοιτούσε και τις μικρές φωτιές, πολλές απ’ τις οποίες έσβηναν πάνω στα νοτισμένα ξύλα το ίδιο γρήγορα όσο είχαν ανάψει. «Γιατί;» Η ερώτηση του Κάιλ είχε μια απόγνωση που έκανε τον Γκάρνεϊ να αποκριθεί. «Δεν ξέρω. Για τον ίδιο λόγο που έσκασε το λάστιχο; Θέλει να βγω απ’ το σπίτι; Φαίνεται βιαστικός». «Ω Θεέ μου! Θες να πεις ότι ήταν... ήταν ο ίδιος εκεί έξω τόση ώρα... κι έστηνε κάποια βόμβα;» «Μπορεί και νωρίτερα, όταν είχα πάει στη φάρμα των Ουίνκλερ, πριν φύγεις απ’ το Σίρακιουζ». «Χριστέ μου! Βόμβα; Ωρολογιακή;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

451

«Το πιθανότερο με πυροκροτητή που ενεργοποιείται από κινητό. Πιο ελεγχόμενη, πιο ακριβής». «Τι κάνουμε τώρα;» «Πού είναι τα κλειδιά της μοτοσικλέτας;» «Στη μηχανή τα έχω αφήσει. Γιατί;» «Έλα μαζί μου». Έρποντας στο πάτωμα, οδήγησε τον Κάιλ μακριά απ’ το καθιστικό –που τώρα φωτιζόταν μέσα απ’ την μπαλκονόπορτα με το τρεμάμενο φως των μισοσβημένων ξύλων– ίσαμε τον πίσω διάδρομο και το σκοτεινό γραφείο. Ψηλάφισε γύρω-γύρω τα έπιπλα ώσπου έφτασε το βορινό παράθυρο, σήκωσε τα στόρια, το άνοιξε, και με την Μπερέτα ακόμη στο χέρι, βγήκε έρποντας με προσοχή στο χώμα. Ο Κάιλ τον μιμήθηκε. Δεκαπέντε μέτρα μπροστά τους, ανάμεσα στο σπίτι και το ψηλό βοσκοτόπι, βρισκόταν ένα μικρό σύθαμνο, μόλις ορατό στην περιφέρεια της αχνής λάμψης της φωτιάς, όπου ο Γκάρνεϊ πάρκαρε καμιά φορά το χορτοκοπτικό του μικρό τρακτέρ. Έδειξε τον μαύρο όγκο μιας πελώριας βελανιδιάς. «Πίσω ακριβώς απ’ το δέντρο είναι δύο μεγάλοι βράχοι, με ένα κενό μεταξύ τους. Χώσου μέσα και μείνε εκεί μέχρι να σου πω». «Κι εσύ τι θα κάνεις;» «Θα εξουδετερώσω το πρόβλημα». «Τι;» «Δεν έχω χρόνο να σου εξηγήσω. Κάνε αυτό που σου λέω, σε παρακαλώ». Και του έδειξε πάλι το σημείο, ακόμα πιο επιτακτικά. «Εκεί. Πίσω απ’ το δέντρο. Ανάμεσα στους βράχους. Δεν έχουμε χρόνο. Τώρα!» Ο Κάιλ μπουσούλησε βιαστικά προς το σύθαμνο κι εξαφανίστηκε απ’ το τρεμάμενο φως των φλεγόμενων ξύλων στο σκοτάδι. Ο Γκάρνεϊ έστριψε απ’ τη γωνία του σπιτιού στο σημείο όπου ήταν παρκαρισμένη η μοτοσικλέτα. Ήταν σχεδόν σίγουρος ότι η θέση της δεν ήταν ορατή απ’ την κορυφή του λόφου Μπάροου. Ήλπιζε ότι ο Κάιλ είχε δίκιο για το κλειδί. Αν δεν ήταν στη μηχανή... Αλλά ήταν. Έχωσε πάλι την Μπερέτα στο θηκάρι του αστραγάλου και καβάλησε τη μηχανή. Είχαν περάσει πάνω από είκοσι πέντε χρόνια απ’ την τελευταία φορά που είχε οδηγήσει παρόμοια μοτοσικλέτα – την παλιά Triumph 650 που είχε φοιτητής. Εξοικειώθηκε γρήγορα με τις

452

JOHN VERDON

θέσεις των φρένων, του συμπλέκτη, του μοχλού ταχυτήτων. Κοιτώντας το δείκτη του ντεπόζιτου, το τιμόνι, τον χρωμιωμένο προβολέα, τον μπροστινό προφυλακτήρα και την μπροστινή ρόδα – θυμήθηκε ξανά την όλη εμπειρία. Ακόμα και η αίσθηση, η ανάμνηση της ισορροπίας και της ορμής, ήταν όλα εκεί, φυλαγμένα θαρρείς σε κάποιο αεροστεγές δοχείο της μνήμης, ολοζώντανα κι άσβεστα, έτοιμα προς άμεση χρήση. Έπιασε το γκάζι στο τιμόνι κι άρχισε να ευθυγραμμίζει τη μηχανή απ’ την πλαγιαστή θέση της στάθμευσης, όταν ένα φευγαλέο φούντωμα της φωτιάς που έκαιγε ακόμα τα ξύλα φώτισε κάτι σκοτεινό και ογκώδες στο έδαφος, πλάι στο παρτέρι με τα σπαράγγια. Άφησε τη μηχανή να γείρει ξανά στο μεταλλικό στήριγμα κι έβγαλε πάλι το πιστόλι απ’ το θηκάρι του. Απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει στο τρεμουλιαστό φως, το αντικείμενο στο έδαφος ήταν ακίνητο. Είχε περίπου τις διαστάσεις ανθρώπινου σώματος. Κάτι στο πλευρό του θα μπορούσε να είναι ένα απλωμένο χέρι. Ο Γκάρνεϊ ύψωσε το όπλο του, κατέβηκε με προσοχή απ’ τη μηχανή και προχώρησε ίσαμε τη γωνία του σπιτιού. Ήταν πλέον βέβαιος ότι αυτό που αντίκριζε ήταν το πεσμένο μπρούμυτα σώμα ενός άντρα, και στην άκρη του τεντωμένου χεριού διέκρινε το αδρό σχήμα μιας καραμπίνας. Γονάτισε κι έριξε μια γρήγορη ματιά στην πρόσοψη του σπιτιού – επαληθεύοντας ότι το αμάξι του εμπόδιζε την οπτική επαφή μεταξύ του λόφου και του χώρου που έπρεπε να διασχίσει για να φτάσει στο πεσμένο σώμα. Δίχως καθυστέρηση, σύρθηκε βιαστικά προς τα μπρος, κραδαίνοντας την Μπερέτα, και με το βλέμμα καρφωμένο στην καραμπίνα. Σε απόσταση ενός μέτρου περίπου, το ελεύθερο χέρι του ακούμπησε σε ένα βρεγμένο, κολλώδες κομμάτι γης. Από την ήπια αλλά χαρακτηριστική οσμή του, συνειδητοποίησε ότι σερνόταν πάνω σε μια λιμνούλα αίματος. «Αχ!» Το ψιθυριστό του επιφώνημα ήταν εξίσου αντανακλαστικό όσο και το τράβηγμά του μακριά απ’ το αίμα. Έχοντας αρχίσει τη σταδιοδρομία του στην αστυνομία της Νέας Υόρκης στην περίοδο της κορύφωσης του τρόμου για το AIDS, είχε διδαχτεί να βλέπει το αίμα ως θανατηφόρα τοξίνη μέχρι να αποδειχτεί το ενάντιο. Το αίσθημα αυτό τον επηρέαζε ακόμα. Μετανιώνοντας που δεν είχε μαζί

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

453

του γάντια, αλλά θέλοντας απελπισμένα να κατανοήσει την όλη κατάσταση, πίεσε τον εαυτό του να πλησιάσει κι άλλο. Σε μια κλίμακα απ’ το μηδέν ως το δέκα, το εξασθενημένο φως απ’ τα σκόρπια αποκαΐδια που φλέγονταν ακόμα γύρω απ’ τα σπαράγγια κυμαινόταν μεταξύ μηδέν και δύο. Έφτασε πρώτα την καραμπίνα, γραπώνοντάς τη σφιχτά και τραβώντας την απ’ το χέρι που την κρατούσε. Ήταν μια συνηθισμένη επαναληπτική καραμπίνα, απ’ αυτές που χρησιμοποιούσαν για να κυνηγούν ελάφια. Μόνο που μεσολαβούσαν τέσσερις ακόμα μήνες ως την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου. Περνώντας την καραμπίνα στη ράχη του, ζύγωσε κι άλλο το ασάλευτο σώμα, τόσο κοντά που διέκρινε ότι το αίμα στο χώμα προερχόταν από μια φρικτή πληγή στο πλάι του λαιμού – ένα τραύμα τόσο βαθύ, που είχε σκίσει τελείως την καρωτίδα, κι έτσι ο θάνατος πρέπει να ήταν ζήτημα δευτερολέπτων. Το αντικείμενο που είχε προκαλέσει το θανατηφόρο τραύμα ήταν ακόμα καρφωμένο στην πληγή. Έμοιαζε με δύο λεπίδες στιλέτων που ενωμένες συνέθεταν ένα αλλόκοτο όπλο σε σχήμα V. Κι έπειτα αναγνώρισε περί τίνος επρόκειτο. Ήταν ένα απ’ τα αιχμηρά μεταλλικά υποστυλώματα που είχαν παραδοθεί μαζί με την ξυλεία. Η προφανής εξήγηση ήταν ότι η έκρηξη είχε εκτοξεύσει το φονικό αυτό οικοδομικό υλικό με τέτοια τρομερή δύναμη προς το μέρος του άντρα με την καραμπίνα, που του είχε κόψει το λαιμό. Μόνο που αυτό γεννούσε κι άλλα ερωτήματα. Άραγε ο άντρας είχε προκαλέσει ο ίδιος την έκρηξη κι έπειτα είχε υποστεί την αθέλητη αυτή επίπτωσή της; Φαινόταν όμως απίθανο να είχε ενεργοποιήσει την όποια εκρηκτική συσκευή όσο βρισκόταν ακόμα μέσα στην ακτίνα διασποράς των χαλασμάτων. Μήπως την είχε πυροδοτήσει κατά λάθος; Ή αγνοώντας τη δύναμη του εκρηκτικού φορτίου; Ή μήπως ήταν ο άτυχος συνεργός ενός άλλου ατόμου, που είχε δράσει βιαστικά; Όμως ερωτήματα σαν αυτά υπαγόρευαν ένα ακόμα πιο θεμελιώδες. Ποιος διάολο ήταν; Παραβιάζοντας τους κανόνες του τόπου του εγκλήματος, ο Γκάρνεϊ άρπαξε τον μυώδη ώμο του άντρα, και καταβάλλοντας αρκετή προσπάθεια τον γύρισε ανάσκελα για να δει το πρόσωπό του.

454

JOHN VERDON

Το πρώτο του συμπέρασμα ήταν ότι ο άντρας δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο γείτονάς του. Το δεύτερο συμπέρασμα, καθυστερημένο εξαιτίας του μισοσκόταδου και της άσχημα σπασμένης μύτης του άντρα, που είχε προκληθεί πιθανότατα απ’ την πρόσκρουση του προσώπου του στο έδαφος, ήταν πως το είχε ξαναδεί αυτό το πρόσωπο. Του πήρε μερικές στιγμές να το αναγνωρίσει. Ήταν ο Μικ Κλέμπερ. Τότε ο Γκάρνεϊ αντιλήφθηκε και μια δεύτερη οσμή, όχι τόσο ήπια όσο του αίματος. Αλκοόλ. Κι αυτό τον οδήγησε σε ένα τρίτο συμπέρασμα – ένα γεμάτο υποθέσεις αλλά ακόμα κι έτσι πιστευτό. Ο Κλέμπερ, πιθανώς όπως κι ο Πανίκος, είχε δει –ή είχε πάρει είδηση– το διαφημιστικό σποτάκι της εκπομπής Όταν το έγκλημα διχάζει με τις υποσχέσεις των συγκλονιστικών αποκαλύψεων, κι αυτό τον είχε εξωθήσει να περάσει σε αντίποινα. Πιωμένος κι έξαλλος – πιθανώς σε μια φρενιασμένη προσπάθεια να περιορίσει τη ζημιά, ή σπρωγμένος από μια έκρηξη οργής γι’ αυτό που σίγουρα θεωρούσε ως παραβίαση της υπόσχεσης του Γκάρνεϊ– είχε έρθει να τιμωρήσει τον άνθρωπο που τον πρόδωσε, που έβαλε τέλος στην καριέρα και στη ζωή του όπως ήταν μέχρι τώρα. Πιωμένος κι έξαλλος, είχε έρθει κραδαίνοντας την καραμπίνα του στο κατόπι του Γκάρνεϊ, παραμονεύοντας στο δάσος και ξεγλιστρώντας προς το σπίτι καθώς σκοτείνιαζε. Πιωμένος κι έξαλλος, δεν είχε σκεφτεί ούτε στιγμή πόσο επικίνδυνο ήταν το συγκεκριμένο σπίτι τη συγκεκριμένη στιγμή.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

455

Κεφάλαιο 57 Στα ρόδα η φύσις όλη ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΦΟΡΑ ο Γκάρνεϊ βρισκόταν αντιμέτωπος με το απλό, πιεστικό ερώτημα: Και τώρα τι κάνουμε; Σε μια λιγότερο ζόρικη θέση, μπορεί να είχε διαλέξει την πιο νηφάλια και ασφαλή προσέγγιση – να καλούσε επιτόπου την αστυνομία. Ένας αξιωματικός της αστυνομίας, όσο παρανοϊκό κι αν ήταν το κίνητρο της εκεί παρουσίας του, είχε σκοτωθεί. Αν και ενδεχομένως αθέλητος, ο θάνατός του δεν ήταν σε καμία περίπτωση συνέπεια ατυχήματος. Συμβαίνοντας ως άμεσο αποτέλεσμα ενός κακουργήματος – της απερίσκεπτης πυροδότησης του εκρηκτικού μηχανισμού– ισοδυναμούσε με φόνο. Η αποφυγή άμεσης ενημέρωσης, σε συνδυασμό με τις σχετικές πληροφορίες, των αρμόδιων αρχών και σε εύθετο χρόνο, μπορούσε να θεωρηθεί παρεμπόδιση του έργου της δικαιοσύνης. Απ’ την άλλη, πολλά συγχωρούνταν στο πλαίσιο της επείγουσας καταδίωξης ενός υπόπτου. Και ίσως υπήρχε τρόπος να φέρει τις τοπικές αρχές στον τόπο του εγκλήματος χωρίς να παγιδευτεί στην επίμονη ανάκριση που θα ακολουθούσε αναμφίβολα, και η οποία θα του στερούσε την τελευταία του ίσως ευκαιρία να πιάσει τον Πανίκο και να ξεμπλέξει το κουβάρι της υπόθεσης Σπόλτερ. Αφού τοποθέτησε το πτώμα του Κλέμπερ στην αρχική του θέση – ευελπιστώντας ότι οι τεχνικοί του Εγκληματολογικού δεν θα ήταν αρκετά οξυδερκείς ώστε να διακρίνουν ίχνη της παρέμβασής του– ο

456

JOHN VERDON

Γκάρνεϊ σύρθηκε ξανά ίσαμε τη γωνία του σπιτιού και ειδοποίησε χαμηλόφωνα τον Κάιλ. Λιγότερο από μισό λεπτό μετά, ο νεαρός στεκόταν πλάι του. «Χριστέ μου... αυτός που είναι πεσμένος στο χώμα είναι...;» «Ναι. Αλλά μην το σκέφτεσαι τώρα. Κάνε πως δεν το είδες. Έχεις επάνω σου το κινητό σου;» «Ναι, το έχω. Αλλά τι…;» «Πάρε την αστυνομία. Πες τους ό,τι έχει συμβεί απ’ την αρχή μέχρι που βγήκαμε απ’ το παράθυρο – για το σκασμένο λάστιχο, την έκρηξη, τη θεωρία μου ότι το λάστιχο έσκασε από σφαίρα. Πες τους ότι είμαι πρώην αστυνομικός κι ότι μετά την έκρηξη είδα κίνηση στο λόφο Μπάροου και σου είπα να κρυφτείς στους θάμνους, κι ότι έπειτα καβάλησα τη μοτοσικλέτα σου και πήρα στο κυνήγι τον όποιον νόμιζα ότι κρυβόταν στο δάσος. Κι ότι δεν ξέρεις κάτι άλλο». Το βλέμμα του Κάιλ ήταν ακόμα καρφωμένο στο πτώμα του Κλέμπερ. «Ναι αλλά... και τι...;» «Είχαμε τα φώτα σβηστά, ήταν σκοτεινά, ο πατέρας σου σ’ έστειλε να κρυφτείς. Δεν είδες ούτε πτώμα ούτε τίποτα. Άσε τους αστυνομικούς να το βρουν οι ίδιοι. Μπορείς να είσαι εξίσου έκπληκτος και ταραγμένος όσο κι αυτοί». «Έκπληκτος και ταραγμένος – δεν μου φαίνεται και τόσο δύσκολο». «Μείνε στην κρυψώνα μέχρι να ακούσεις το πρώτο περιπολικό να ανηφορίζει απ’ το βοσκοτόπι. Κι έπειτα βγες αργά-αργά κι άσ’ τους να σε δουν. Να δουν τα χέρια σου». «Ακόμα δεν μου είπες τι συνέβη... σ’ αυτόν». «Όσο λιγότερα ξέρεις τόσο λιγότερα θα πρέπει να ξεχάσεις και τόσο πιο εύκολο θα είναι να φανείς έκπληκτος και σαστισμένος». «Κι εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Αυτό εξαρτάται απ’ την κατάσταση στο λόφο. Θα το σκεφτώ στο δρόμο. Αλλά ό,τι κι αν είναι να γίνει, πρέπει να γίνει τώρα». Ανέβηκε πάλι στη μηχανή, έβαλε μπρος όσο πιο σιγανά μπορούσε, την έστρεψε απ’ την άλλη, και κατευθύνθηκε αργά γύρω απ’ το πίσω μέρος του σπιτιού. Αισιοδοξώντας ότι το όλο οικοδόμημα του παρείχε ικανοποιητική κάλυψη, άναψε τον προβολέα κι άρχισε να ανηφορίζει αργά το παλιό

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

457

μονοπάτι των αγελάδων που οδηγούσε στο μεγάλο χωράφι ανάμεσα στο οικόπεδό του και το λόφο Μπάροου. Ήταν σχεδόν βέβαιος ότι ο κύκλος που έκανε θα εμπόδιζε τον όποιο στεκόταν στην κορυφή του λόφου να διακρίνει τον προβολέα της μηχανής να πλησιάζει. Έπειτα θα ανηφόριζε απ’ το βορινό μονοπάτι, ένα κομμάτι ανώμαλου δρόμου χωρίς κατευθείαν οπτική επαφή με την κορυφή. Όλα αυτά ακούγονταν μια χαρά για αρχή. Αλλά δεν οδηγούσαν σε κάποιο σίγουρο τέλος. Ήταν πολλοί οι άγνωστοι, αστάθμητοι παράγοντες. Ο Γκάρνεϊ δεν μπορούσε να απαλλαγεί απ’ το αίσθημα ότι κατευθυνόταν σε μια κατάσταση όπου ο αντίπαλός του δεν είχε απλώς καλύτερο φύλλο, αλλά καλύτερη θέση και μεγαλύτερο όπλο. Χώρια το ιστορικό των επιτυχιών του. Έμπαινε στον πειρασμό να κατηγορήσει για όλα, τα κυνικά, διπρόσωπα ρεμάλια στο RAM-TV, ο λάθος συγχρονισμός των οποίων στα σποτάκια για την εκπομπή Όταν το έγκλημα διχάζει ήταν σχεδόν αναμφίβολα προϊόν συνειδητής απόφασης. Περισσότερη διαφήμιση σήμαινε μεγαλύτερο κοινό, και το μεγάλο κοινό ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα στόχος τους. Στην πραγματικότητα, ήταν ο μόνος στόχος τους. Κι αν κάποιος πέθαινε ως απόρροια της απόφασης αυτής, βασικά... αυτό θα ήταν ό,τι καλύτερο για τα νούμερα τηλεθέασης της Δευτέρας. Αλλά το πρόβλημα με την πλήρη απόδοση ευθυνών στο κανάλι, όσο αχρεία και συμφεροντολογικά κι αν είχε φερθεί, ήταν ότι ήξερε πως ο ίδιος ευθυνόταν για ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος – για το ότι παρίστανε, πιο πολύ για να πείσει τον εαυτό του, ότι το όλο σχέδιο ήταν λογικό. Ήταν δύσκολο να συντηρήσει αυτή την αυταπάτη πλέον – καθώς πάσχιζε να κρατήσει την ισορροπία του πάνω στη μηχανή ενώ διέσχιζε ένα στριφογυριστό μονοπάτι ανάμεσα σε αγκαθωτούς θάμνους, δενδρύλλια λεύκας και λαγούμια από μαρμότες που θα έκαναν την περιφέρεια του αφρόντιστου χωραφιού δύσβατη ακόμα και με πλήρη ορατότητα. Σε μια κατασκότεινη νύχτα σαν την αποψινή, η διαδρομή ήταν σκέτος εφιάλτης. Καθώς πλησίαζε στους πρόποδες του λόφου, το έδαφος γινόταν ακόμα πιο ανώμαλο, και το τράνταγμα της φωτεινής δέσμης του προβολέα μέσα απ’ τα θαμνώδη αγριόχορτα γέμιζε το χώρο μπροστά του

458

JOHN VERDON

με τρεμάμενες σκιές. Ο Γκάρνεϊ είχε αντιμετωπίσει αντίξοες συνθήκες στο παρελθόν, κατά την τελική αναμέτρηση με επικίνδυνους αντιπάλους, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν χειρότερα. Δίχως χρόνο να σκεφτεί, να αξιολογήσει τα υπέρ και τα κατά και το επίπεδο επικινδυνότητας, ένιωθε εξαναγκασμένος να δράσει. Το εξαναγκασμένος δεν αρκούσε για να περιγράψει την κατάσταση. Τώρα που βρισκόταν σε απόσταση βολής απ’ τον Πανίκο, το ενδεχόμενο να τον αφήσει να ξεφύγει ήταν αδιανόητο. Όταν βρισκόταν τόσο κοντά στη λεία του, το βαρυτικό πεδίο της καταδίωξης δυνάμωνε και η λογική αποτίμηση του ρίσκου άρχιζε να εξασθενεί. Και ήταν και κάτι ακόμα. Κάτι πολύ συγκεκριμένο. Η ηχώ του παρελθόντος – που κινητοποιούσε μέσα του μια δύναμη πολύ μεγαλύτερη απ’ τη λογική. Η καυτή σαν πυρωμένο σίδερο ανάμνηση του αυτοκινήτου που έτρεχε και χανόταν, ο Ντάνι νεκρός στο πεζοδρόμιο. Μια ανάμνηση που γεννούσε την ατσάλινη πεποίθηση ότι ποτέ ξανά –ποτέ ξανά, όσο μεγάλος κι αν ήταν ο κίνδυνος– δεν θα άφηνε ένα δολοφόνο να ξεφύγει μέσα απ’ τα χέρια του. Ήταν κάτι πέρα απ’ την ορθότητα της λογικής. Κάτι που έκαιγε με τη φωτιά της αβάσταχτης απώλειας τα κυκλώματα του εγκεφάλου του. Φτάνοντας στο άνοιγμα του βορινού μονοπατιού, έπρεπε να πάρει μια απόφαση άμεσα, και καμία απ’ τις επιλογές δεν ήταν ενθαρρυντική. Με δεδομένο ότι ο Πανίκος ήταν πιθανότατα οπλισμένος με στόχαστρο υπέρυθρων και κιάλια, κάθε προσπάθεια να φτάσει στην κορυφή του λόφου θα απέβαινε το πιθανότερο μοιραία πολύ προτού ο Γκάρνεϊ έφτανε σε απόσταση ικανή για το βεληνεκές της Μπερέτας. Ο μόνος τρόπος που μπορούσε να σκεφτεί για να εξουδετερώσει το τεχνολογικό πλεονέκτημα του τύπου ήταν να τον κάνει να το βάλει στα πόδια. Κι ο μόνος τρόπος γι’ αυτό ήταν να του δώσει την εντύπωση ότι απέναντί του είχε υπεράριθμη υπεροπλία – κάτι όχι και τόσο εύκολα εφικτό χωρίς ενισχύσεις. Για μερικές στιγμές, ο Γκάρνεϊ σκέφτηκε το ενδεχόμενο να ανεβεί γκαζωμένος απ’ το αδιάβατο μονοπάτι, φωνάζοντας εντολές σε φανταστικούς συμμαχητές, κι αποκρινόμενος σε ανύπαρκτες φωνές. Αλλά απέρριψε την πλεκτάνη ως υπερβολικά τρωτή και προφανή.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

459

Τότε συνειδητοποίησε πως υπήρχε μία ακόμα λύση. Παρόλο που δεν είχε ενισχύσεις, η εμφάνιση ενισχύσεων μπορεί να αρκούσε από μόνη της – και σύντομα στη σκηνή θα εμφανίζονταν καθ’ όλα χειροπιαστές ενισχύσεις. Ένα-δυο περιπολικά, ίσως και τρία, καλώς εχόντων των πραγμάτων με τα φώτα οροφής αναμμένα, θα κατέφθαναν ανά πάσα στιγμή μέσα απ’ το βοσκοτόπι, ανταποκρινόμενα στην κλήση του Κάιλ. Η άφιξή τους θα ήταν ορατή απ’ την πιθανή θέση του Πανίκου κοντά στη λίμνη – και το θέαμά τους θα δημιουργούσε μια επαρκή αίσθηση ανθρώπινου δυναμικού ικανού να ταρακουνήσει τον Πανίκο και να τον πείσει να υποχωρήσει απ’ το πίσω μονοπάτι ως την οδό Μπίβερ Κρος. Όλα αυτά θα ήταν μάταια, ωστόσο, εάν ο Πανίκος κατάφερνε να απομακρυνθεί αρκετά απ’ τον Γκάρνεϊ ώστε να χαθεί μες στη νύχτα – είτε, ακόμα χειρότερα, να κατευθυνθεί απαρατήρητος μακριά απ’ το μονοπάτι και να τους στήσει ενέδρα. Για να αποφύγει αυτό το ενδεχόμενο, ο Γκάρνεϊ αποφάσισε να οδηγήσει τη μηχανή όσο πιο αθόρυβα μπορούσε σε μια θέση γύρω στα τρία τέταρτα του δρόμου ως την κορυφή του μονοπατιού, να περιμένει την άφιξη των περιπολικών στο βοσκοτόπι, κι έπειτα να αυτοσχεδιάσει, ανάλογα με την αντίδραση του Πανίκου. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Δεν είχαν περάσει ούτε δύο λεπτά απ’ τη στιγμή που έφτασε στη θέση που είχε επιλέξει στο μονοπάτι –σε απόσταση βολής απ’ την κορυφή του λόφου– όταν είδε τρεμουλιαστά πολύχρωμα φώτα να διαπερνούν τα δέντρα στην άλλη άκρη του οικοπέδου. Και σχεδόν αμέσως άκουσε τον ήχο που ήλπιζε να ακούσει –μια γουρούνα, που μάρσαρε στην αρχή, κι έπειτα ξεμάκραινε– που σήμαινε ότι ο Πανίκος αντιδρούσε, τουλάχιστον για την ώρα, όπως είχε υπολογίσει. Ο Γκάρνεϊ γκάζωσε τη μηχανή κι ανηφόρισε όσο πιο γρήγορα τολμούσε το υπόλοιπο μονοπάτι. Όταν έφτασε τη μικρή ανοιχτωσιά στην κορυφή, έβαλε πάλι νεκρά για λίγο προκειμένου να ακούσει τον ήχο της γουρούνας και να λογαριάσει τη θέση και την ταχύτητά της. Υπέθεσε ότι δεν πρέπει να βρισκόταν περισσότερο από εκατό μέτρα στην κατηφόρα του λόφου. Καθώς έστριβε πάλι στο μονοπάτι κι ο προβολέας του σάρωνε το ξέφωτο, το βλέμμα του έπεσε πρώτα σε κάτι παράξενο, κι έπειτα σε

460

JOHN VERDON

κάτι ακόμα πιο παράξενο. Ακουμπισμένο στον πλατύ βράχο που είχε την καλύτερη οπτική επαφή με το σπίτι του Γκάρνεϊ, βρισκόταν ένα μπουκέτο λουλούδια. Οι μίσχοι τους ήταν τυλιγμένοι με κίτρινο χαρτί. Τα άνθη είχαν ένα βαθύ κόκκινο-καφέ χρώμα, ίδιο με το ξεραμένο αίμα – κι επίσης το πιο συνηθισμένο χρώμα στα ντόπια αυγουστιάτικα χρυσάνθεμα. Άθελά του αναρωτήθηκε αν τα λουλούδια –τα ρόδα στο στίχο του παιδικού τραγουδιού– προορίζονταν για παράδοση στον ίδιο, ενδεχομένως ως τελευταίο μήνυμα αφημένο πάνω στο νεκρό του σώμα. Το δεύτερο αλλόκοτο αντικείμενο ήταν μαύρο και μεταλλικό, μεγέθους όσο μισό πακέτο τσιγάρα, και βρισκόταν στο έδαφος ανάμεσα στον Γκάρνεϊ και το μπουκέτο. Η αντίδρασή του μόλις το αντίκρισε ήταν αιφνίδια και σωματική· έστριψε απότομα με δύναμη το τιμόνι προς τα δεξιά και άνοιξε τέρμα το γκάζι. Η μηχανή έστριψε απότομα, εκτοξεύοντας βροχή από χώμα και χαλίκια στο σκοτάδι, και διέσχισε επιταχύνοντας την κορυφή του λόφου. Αν δεν είχε απομακρυνθεί με τόση ταχύτητα, η έκρηξη που ακολούθησε θα τον είχε σκοτώσει. Τώρα, η μόνη αρνητική επίπτωση ήταν ένα επώδυνο κύμα από χώμα και πέτρες στην πλάτη του. Ως άμεση αντίδραση στην απόπειρα δολοφονίας του, φώναξε με την πιο πειστική φωνή αρχηγού ομάδας: «Όλες οι μονάδες σε σύμπτυξη στο πίσω μέρος του λόφου Μπάροου. Η έκρηξη δεν είχε θύματα». Το σχέδιο ήταν να αυξήσει την πίεση. Να εξωθήσει τον Πανίκο να ενεργήσει απερίσκεπτα, να κάνει λάθη, να χάσει τον έλεγχο. Ενδεχομένως να καρφωθεί σε ένα δέντρο ή χαντάκι. Ο στόχος του ήταν να τον σταματήσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Το μόνο ασυγχώρητο θα ήταν να τον αφήσει να ξεφύγει. Να αφήσει την κόκκινη BMW να ξεμακρύνει στο βάθος του δρόμου και να χαθεί για πάντα. Όχι. Δεν επρόκειτο να συμβεί. Ό,τι και να γίνει, δεν θα συμβεί ποτέ ξανά. Δεν μπορούσε να αφήσει τον Πανίκο να απομακρυνθεί πολύ, γιατί στα διακόσια μέτρα, για παράδειγμα, μπορεί να είχε το χώρο και το χρόνο που χρειαζόταν για να σταματήσει απότομα, να γυρίσει, να σημαδέψει και να πυροβολήσει, ενώ ο Γκάρνεϊ θα βρισκόταν ακόμα πολύ μακριά για να μπορεί να τον πετύχει με την Μπερέτα.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

461

Με την προσοχή του στραμμένη τώρα πότε στους πίσω προβολείς της γουρούνας και πότε στο γεμάτο λακκούβες μονοπάτι, ο Γκάρνεϊ ούτε κέρδιζε ούτε έχανε έδαφος. Όμως με κάθε δευτερόλεπτο καβάλα στη μηχανή, ένιωθε τη σωματική μνήμη του μοτοσικλετιστή να επιστρέφει. Σαν το σκι έπειτα από διάλειμμα χρόνων, η κατηφορική πορεία του επανέφερε το συγχρονισμό και το συντονισμό των κινήσεών του. Όταν βγήκαν στην ασφαλτοστρωμένη Μπίβερ Κρος, με τη γουρούνα να προπορεύεται ακόμα γύρω στα εκατό μέτρα, ο Γκάρνεϊ ένιωθε αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του ώστε να ανοίξει τέρμα το γκάζι. Η γουρούνα έτρεχε με ασυνήθιστη ταχύτητα –προφανώς κατασκευασμένη ή πειραγμένη για κόντρες– αλλά η μηχανή ήταν ταχύτερη. Σε λιγότερο από ένα χιλιόμετρο, ο Γκάρνεϊ είχε ελαττώσει τη μεταξύ τους απόσταση στα πενήντα, μπορεί και σαράντα μέτρα – ακόμα πολύ μακριά για βολή με πιστόλι από κινούμενη μοτοσικλέτα. Υπέθετε ότι μετά από οχτακόσια μέτρα θα βρισκόταν σε κατάλληλη απόσταση. Νιώθοντας ίσως το ίδιο ενδεχόμενο απ’ την αντίθετη πλευρά, ο Πανίκος βγήκε απ’ τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο σε ένα σχεδόν παράλληλο αγροτικό δρομάκι που διέσχιζε την άκρη ενός μεγάλου αγρού σπαρμένου με καλαμπόκια. Ο Γκάρνεϊ τον ακολούθησε, για την περίπτωση που ο κοντοπίθαρος αποφάσιζε να χωθεί μες στα καλαμπόκια. Με ακόμα πιο πολλές λακκούβες απ’ το μονοπάτι του λόφου, ο χωματόδρομος αυτός επέβαλλε δικό του όριο ταχύτητας, πενήντα χιλιόμετρα την ώρα το πολύ, αφαιρώντας το πλεονέκτημα της μηχανής και συντηρώντας την πρωτιά του Πανίκου – ακόμα και μεγαλώνοντάς τη λίγο, καθώς οι στροφές και οι κραδασμοί της γουρούνας ήταν πολύ πιο διαχειρίσιμα στην ανώμαλη επιφάνεια απ’ ό,τι της μηχανής του Γκάρνεϊ. Ο δρόμος και το παρακείμενο χωράφι κατηφόριζαν σε ένα πιο επίπεδο αλλά και πάλι εξαιρετικά ανώμαλο έδαφος προς την κοιλάδα του ποταμού. Στο τέρμα του δρόμου, ο Πανίκος συνέχισε διασχίζοντας το εγκαταλειμμένο βοσκοτόπι που οι περίοικοι είχαν πει στον Γκάρνεϊ ότι κάποτε φιλοξενούσε τη μεγαλύτερη γαλακτοκομική μονάδα της περιοχής. Τώρα, μια έκταση γεμάτη μπαλώματα από χορ-

462

JOHN VERDON

ταριασμένους λοφίσκους και λασπερά ρυάκια προσέφερε στη γουρούνα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι της μοτοσικλέτας, διευρύνοντας την απόστασή τους σε πάνω από εκατό μέτρα και αναγκάζοντας τον Γκάρνεϊ να τρέχει με εξωφρενική ταχύτητα σε ένα έδαφος παρόμοιο με σκοτεινή πίστα σλάλομ. Είχε μια πρωτόγονη απλότητα το κυνηγητό, που αναισθητοποιούσε το φόβο και κατέπνιγε κάθε λογική αξιολόγηση του κινδύνου. Εκτός απ’ τα κόκκινα φώτα θέσης που ζύγωνε ολοένα, άρχισε να προσέχει κι άλλες λάμψεις στο βάθος της κοιλάδας. Φώτα χρωματιστά και λευκά, κάποια ακίνητα κι άλλα κινούμενα. Αρχικά η παρουσία τους τον σάστισε. Πού διάολο βρισκόταν; Η φωταγώγηση ήταν εξίσου ασυνήθιστη στο Γουόλνατ Κρόσινγκ όσο και οι κορυδαλλοί στο Μανχάταν. Βλέποντας όμως έναν κύκλο από πορτοκαλί φώτα να περιστρέφεται αργά, κατάλαβε τι αντίκριζε. Ήταν ο μύλος του θερινού πανηγυριού. Ο Πανίκος είχε διευρύνει κι άλλο την απόστασή τους, διασχίζοντας ένα βαθουλωμένο κομμάτι βάλτου που χώριζε το αλλοτινό βοσκοτόπι απ’ το ψηλότερο και πιο στεγνό χωράφι των δυόμισι χιλιάδων στρεμμάτων που φιλοξενούσε το πανηγύρι και το χώρο του πάρκινγκ. Για μερικά δευτερόλεπτα απελπισίας, ο Γκάρνεϊ νόμιζε πως είχε χάσει τον Πανίκο μες στη θάλασσα των οχημάτων που περιέβαλλαν τον περιμετρικό φράκτη του πανηγυριού. Έπειτα όμως διέκρινε τα γνώριμα κόκκινα φώτα να διασχίζουν μια εξωτερική λωρίδα του πάρκινγκ, κατευθυνόμενα προς την είσοδο των εκθετών. Ώσπου να φτάσει κι αυτός στην ίδια είσοδο, η γουρούνα την είχε ήδη περάσει. Τρεις νεαρές κοπέλες με περιβραχιόνια που έγραφαν ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΟΥ, υπεύθυνες προφανώς για τον έλεγχο των διερχόμενων οχημάτων, έμοιαζαν ταραγμένες. Η μία μιλούσε σε ένα γουόκι-τόκι, και η άλλη στο κινητό. Ο Γκάρνεϊ σταμάτησε πλάι στην τρίτη. Καβάλα ακόμα στη μοτοσικλέτα, της έδειξε την αστυνομική ταυτότητα καθώς μιλούσε. «Μήπως πέρασε μόλις από δω μια γουρούνα;» «Ναι! Ένας πιτσιρικάς καβάλα σε ένα θηρίο σαν τέσσερα επί τέσσερα! Αυτόν κυνηγάς;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

463

Δίστασε για μια στιγμή ακούγοντας τη λέξη πιτσιρικάς προτού συνειδητοποιήσει ότι, φευγαλέα, ο Πανίκος θα έδινε αυτήν ακριβώς την εντύπωση. «Ναι, αυτόν κυνηγάω. Τι φορούσε;» «Τι φορούσε; Χριστέ μου… νομίζω... ένα μαύρο γυαλιστερό μπουφάν; Σαν αυτά τα νάιλον τα αντιανεμικά; Αλλά δεν κόβω και το κεφάλι μου». «Δεν πειράζει. Είδες προς τα πού πήγε;» «Ναι, το σίχαμα! Από κει μέσα πέρασε». Και του έδειξε ένα αυτοσχέδιο δρομάκι ανάμεσα σε μία απ’ τις μεγαλύτερες τέντες και μια μακριά σειρά από τροχόσπιτα. Ο Γκάρνεϊ πέρασε την πύλη ακολουθώντας το δρομάκι κι έφτασε ως το τέρμα του που έβγαζε σε έναν απ’ τους κεντρικούς δρόμους του πανηγυριού. Το ανέμελο ύφος του πλήθους που σουλατσάριζε έμοιαζε να αποκλείει πρόσφατο συναπάντημα με μια γκαζωμένη γουρούνα – που σήμαινε ότι ο Πανίκος είχε πιθανότατα ξεγλιστρήσει μέσα από τα κενά ανάμεσα στα τροχόσπιτα και μπορούσε να βρίσκεται σε οποιοδήποτε σημείο του πανηγυριού. Ο Γκάρνεϊ γύρισε τη μηχανή απ’ την άλλη και διέσχισε πάλι το δρομάκι μέχρι την πύλη, όπου είδε ότι μαζί με τις τρεις κοπέλες στεκόταν ένας μπάτσος με ξινισμένα μούτρα – πιθανότατα κάποιος απ’ τους ντόπιους που εκτελούσε λαθραία διπλοβάρδια ως φύλακας. Γκριζομάλλης, με μια πεταχτή κοιλιά που τσίτωνε μια στολή η οποία ίσως να του έκανε πριν από μια δεκαετία, κοίταξε τη μηχανή με ολοφάνερη περιφρόνηση ανάκατη με φθόνο. «Τι τρέχει εδώ;» Ο Γκάρνεϊ του έδειξε την ταυτότητά του. «Ο τύπος που πέρασε απ’ την πύλη πριν από κάνα-δυο λεπτά είναι οπλισμένος κι επικίνδυνος. Έχω λόγο να πιστεύω ότι πυροβόλησε το λάστιχο του αμαξιού μου». Ο μπάτσος κοιτούσε την ταυτότητα σαν να ήταν βορειοκορεάτικο διαβατήριο. «Οπλοφορείς;» «Ναι». «Εδώ λέει ότι βγήκες στη σύνταξη. Έχεις άδεια οπλοφορίας μαζί σου;»

464

JOHN VERDON

Ο Γκάρνεϊ άνοιξε βιαστικά το κομμάτι του πορτοφολιού του όπου φαινόταν η άδεια. «Ο χρόνος μάς πιέζει, συνάδελφε. Ο τύπος στη γουρούνα είναι επικίνδυνος…» Ο μπάτσος τον διέκοψε. «Βγάλε την άδεια απ’ το πορτοφόλι και δώσ’ τη μου». Ο Γκάρνεϊ υπάκουσε, αλλά απάντησε με ακόμα μεγαλύτερο θυμό. «Άκου. Ο τύπος στη γουρούνα είναι φυγάς, ύποπτος για φόνο. Αν μας ξεφύγει θα μπλέξουμε άσχημα». Ο μπάτσος περιεργάστηκε την άδεια. «Μισό λεπτό, μισό λεπτό... κύριε επιθεωρητά. Εδώ δεν είναι το Σαπισμένο Μήλο». Ζάρωσε τη μύτη του με δυσαρέσκεια. «Έχει όνομα ο φυγάς σου;» Ο Γκάρνεϊ ήλπιζε να μη χρειαζόταν να ανοίξει το συγκεκριμένο θέμα, αλλά τώρα δεν είχε άλλη εναλλακτική. «Λέγεται Πέτρος Πανίκος και είναι επαγγελματίας εκτελεστής». «Τι πράγμα;» Οι τρεις κοπέλες που φρουρούσαν την πύλη στέκονταν στη σειρά πίσω απ’ τον μπάτσο, με γουρλωμένα μάτια. Ο Γκάρνεϊ πάλευε να μη χάσει την υπομονή του. «Ο Πέτρος Πανίκος σκότωσε εφτά άτομα στο Κούπερσταουν τη βδομάδα που μας πέρασε. Μπορεί να ευθύνεται για το θάνατο ενός αστυνομικού πριν από μισή ώρα. Κι αυτή τη στιγμή βρίσκεται κάπου στο πανηγύρι. Συνειδητοποιείς τι σου λέω;» Ο μπάτσος έφερε το χέρι στη λαβή του όπλου του. «Και ποιος είσαι εσύ;» «Η ταυτότητά μου γράφει ακριβώς ποιος είμαι – Ντέιβιντ Γκάρνεϊ, επιθεωρητής της αστυνομίας της Νέας Υόρκης, συνταξιοδοτημένος. Σου είπα επίσης ότι καταδιώκω έναν ύποπτο για πολλαπλές δολοφονίες. Και τώρα θα σου πω και κάτι άλλο. Δημιουργείς αναίτια πρόβλημα στη σύλληψή του. Εάν η παρακώλυσή σου έχει ως αποτέλεσμα την απόδραση του υπόπτου, η καριέρα σου τελείωσε. Ακούς τι σου λέω;» Η πηχτή σαν λάσπη εχθρότητα στο βλέμμα του αστυνομικού γινόταν κάτι πιο οξύ και επικίνδυνο. Τα χείλη του τραβήχτηκαν, φανερώνοντας τα κίτρινα, σφιγμένα δόντια του. Έκανε αργά ένα βήμα προς τα πίσω. Με το χέρι του να σφίγγει το όπλο, η κίνηση ήταν πολύ

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

465

πιο απειλητική από ένα βήμα προς τα μπρος. «Αρκετά. Κατέβα απ’ τη μηχανή». Ο Γκάρνεϊ κοίταξε πέρα απ’ τον μπάτσο και απευθύνθηκε στις τρεις κοπέλες που κοιτούσαν με ανοιχτό το στόμα, μιλώντας με φωνή δυνατή κι αποφασιστική. «Ειδοποιήστε τον υπεύθυνο ασφαλείας! Πείτε του να έρθει εδώ – ΤΩΡΑ!» Ο μπάτσος έκανε μεταβολή, υψώνοντας το ελεύθερο χέρι του σαν στοπ. «Δεν χρειάζεται να ειδοποιήσετε κανέναν. Κανένας δεν θα καλέσει κανέναν. Θα το αναλάβω μόνος μου το πρόβλημα». Ο Γκάρνεϊ σκέφτηκε ότι αυτή μπορεί να ήταν η μοναδική του ευκαιρία. Και στο διάολο το ρίσκο – το να χάσει τον Πανίκο δεν ήταν αποδεκτή επιλογή. Άνοιξε γρήγορα το γκάζι, γύρισε το τιμόνι προς τα δεξιά, σπινάρισε σε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, και με το πίσω λάστιχο να βγάζει καπνούς, διέσχισε πάλι σαν σφαίρα το δρομάκι μέσα απ’ τα τροχόσπιτα. Στα μισά του κεντρικού δρόμου του πανηγυριού, έστριψε απότομα ανάμεσα από δύο ογκώδη οχήματα και βρέθηκε να οδηγεί σε ένα λαβύρινθο από τροχόσπιτα κάθε μεγέθους και τύπου. Βγήκε σε έναν στενότερο δρόμο, με τέντες εκθετών που πουλούσαν από πολύχρωμα περουβιανά σκουφιά μέχρι ξυλόγλυπτα αγάλματα αρκούδων φτιαγμένα με αλυσοπρίονο. Άφησε τη μηχανή σε ένα μισοκρυμμένο σημείο ανάμεσα σε δύο τέντες, η μία από τις οποίες πουλούσε φούτερ με μια στάμπα που έγραφε Γουόλνατ Κρόσινγκ και η άλλη ψάθινα καουμπόικα καπέλα. Σε μια παρόρμηση, αγόρασε ένα απ’ το καθένα κι έπειτα χώθηκε σε μια τουαλέτα λίγα μέτρα παρακάτω για να φορέσει πάνω απ’ το σκούρο κοντομάνικο μπλουζάκι το ανοιχτό γκρίζο φούτερ. Μετέφερε την Μπερέτα απ’ το θηκάρι του αστραγάλου στην τσέπη του φούτερ, και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Η αλλαγή, σε συνδυασμό με το πλατύγυρο καπέλο που έκρυβε τα μάτια του, τον έπεισε ότι θα ήταν λιγότερο εύκολα αναγνωρίσιμος, τουλάχιστον σε απόσταση, τόσο στον Πανίκο όσο και στον ενοχλητικό αστυνόμο. Έπειτα σκέφτηκε ότι ο Πανίκος μπορεί να είχε λάβει ανάλογα μέτρα προκειμένου να μην ξεχωρίζει απ’ τον περίγυρο – κι αυτό οδήγησε σε ένα προφανές ερώτημα. Καθώς ο Γκάρνεϊ θα αναζητούσε τον μικροκαμωμένο άντρα ανάμεσα στο πλήθος, για τι χαρακτηριστικά έψαχνε;

466

JOHN VERDON

Το ύψος του –που είχε υπολογίσει μεταξύ 1,47 και 1,55– θα τον έβαζε στο μέσο ανάστημα των περισσότερων δεκάχρονων παιδιών. Δυστυχώς, τα δεκάχρονα πιθανότατα αποτελούσαν πολλές εκατοντάδες απ’ τους περίπου δέκα χιλιάδες επισκέπτες του πανηγυριού. Υπήρχαν άλλα κριτήρια που να περιόριζαν τις επιλογές; Τα βίντεο απ’ τις κάμερες ασφαλείας ήταν χρήσιμα στην επιβεβαίωση ορισμένων δεδομένων, αλλά για το σκοπό της δημιουργίας ενός ανθρώπινου τύπου ανεξάρτητου απ’ την αρχική εικόνα που παρουσίαζαν, η αξία τους ήταν περιορισμένη – καθώς μεγάλο μέρος απ’ τα μαλλιά και το πρόσωπο του Πανίκου ήταν κρυμμένα πίσω απ’ τα γυαλιά, την μπαντάνα και το κασκόλ. Η μύτη του ήταν ορατή και χαρακτηριστική, όπως και το στόμα του, αλλά πέρα απ’ αυτά σχεδόν τίποτα – ή τίποτα που να διευκόλυνε τον γρήγορο εντοπισμό του προσώπου του μες στο κινούμενο πλήθος. Η τσιτωμένη κοπέλα στην πύλη είχε πει ότι νόμιζε πως φορούσε ένα σκούρο μπουφάν, αλλά ο Γκάρνεϊ δεν έδινε μεγάλο βάρος στην παρατήρησή της. Δεν ακουγόταν και τόσο σίγουρη, κι ακόμα κι αν ήταν, οι πιεσμένες αναφορές μαρτύρων σαν αυτήν ήταν συχνότερα τελείως λαθεμένες παρά έστω και ελάχιστα ορθές. Και οτιδήποτε κι αν φορούσε ο Πανίκος όταν διέσχισε τρέχοντας την πύλη, στο μεταξύ μπορεί να είχε αλλάξει εμφάνιση εξίσου γρήγορα κι εύκολα όσο κι ο Γκάρνεϊ μόλις τώρα. Έτσι, τουλάχιστον προς το παρόν, έψαχνε για έναν κοντό, αδύνατο άντρα με σουβλερή μύτη και παιδικό στόμα. Σαν να υπογράμμιζαν την ανεπάρκεια της περιγραφής, ένα θορυβώδες τσούρμο τουλάχιστον δώδεκα παιδιών – δεκάχρονα, εντεκάχρονα, μπορεί και δωδεκάχρονα– διέσχισαν το δρόμο μπροστά του. Ίσως τα μισά απ’ αυτά να αποκλείονταν απ’ τις παραμέτρους αναζήτησης λόγω ύψους ή πάχους, αλλά ο Πανίκος θα μπορούσε άνετα να περάσει απαρατήρητος ανάμεσα στα άλλα μισά. Κι αν όντως είχε χωθεί ανάμεσά τους; Αν ο Πανίκος προχωρούσε ανάμεσα στα πιτσιρίκια, ακριβώς μπροστά του – πώς θα τον ξεχώριζε ο Γκάρνεϊ; Η πρόκληση ήταν αποκαρδιωτική – ιδίως από τη στιγμή που η ομάδα είχε ολοφάνερα μόλις επισκεφθεί ένα απ’ τα κιόσκια με τις βαφές προσώπου, και τα χαρακτηριστικά τους καλύπτονταν από τις μάσκες που ο Γκάρνεϊ υπέθετε ότι αναπαριστούσαν υπερήρωες των

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

467

κόμικ. Πόσες παρόμοιες ομάδες παιδιών μπορεί να βρίσκονταν στο πανηγύρι αυτή τη στιγμή, με τον Πανίκο ως πιθανή κολλητσίδα; Τότε πρόσεξε τι έκαναν ορισμένα μέλη της συγκεκριμένης ομάδας. Πλησίαζαν άλλους επισκέπτες του πανηγυριού, ενηλίκους κυρίως, προσφέροντάς τους ματσάκια λουλούδια. Επιτάχυνε το βήμα και τα ακολούθησε σε έναν μεγαλύτερο δρόμο για να παρατηρήσει πιο προσεκτικά τι γινόταν. Τα λουλούδια τα πουλούσαν – ή, πιο σωστά, έδιναν δωρεάν από ένα ματσάκι σε όποιον έκανε δωρεά τουλάχιστον δέκα δολαρίων στο Λογαριασμό Αντιμετώπισης Πλημμυρών του Γουόλνατ Κρόσινγκ. Αλλά αυτό που του είχε τραβήξει την προσοχή –το εκατό τοις εκατό της προσοχής του– ήταν η εμφάνιση των μπουκέτων αυτών. Τα λουλούδια ήταν κόκκινα χρυσάνθεμα, στο χρώμα της σκουριάς, και οι μίσχοι τους ήταν τυλιγμένοι με κίτρινο χαρτί γκοφρέ – ολόιδια θαρρείς μ’ αυτά που είχε αφήσει ο Πανίκος στην κορυφή του λόφου, πάνω στο βράχο. Τι σήμαινε αυτό; Εξετάζοντας τα ενδεχόμενα, ο Γκάρνεϊ γρήγορα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα λουλούδια στο βράχο είχαν πιθανότατα προέλθει απ’ το πανηγύρι, που σήμαινε ότι ο Πανίκος το είχε επισκεφθεί προτού ανεβεί το λόφο Μπάροου, κάτι που οδηγούσε σε ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Γιατί; Σίγουρα δεν είχε πάει στο πανηγύρι με σκοπό να αγοράσει ένα μπουκέτο για να το κουβαλήσει μαζί του στο οικόπεδο του Γκάρνεϊ – καθώς δεν μπορούσε να γνωρίζει αν θα έβρισκε τέτοια λουλούδια στο πανηγύρι, κι ένα ντόπιο ανθοπωλείο θα ήταν σίγουρα προτιμότερη πηγή σε κάθε περίπτωση. Όχι, είχε πάει στο πανηγύρι για κάποιον άλλο λόγο, και τα χρυσάνθεμα ήταν δευτερεύον ζήτημα. Και ποιος ήταν ο βασικός λόγος; Σίγουρα δεν είχε πάει για την επαρχιώτικη διασκέδαση, το μαλλί της γριάς και το μπίνγκο με αγελαδοκούραδα. Τι διάολο, λοιπόν...; Το χτύπημα του κινητού του διέκοψε τον ειρμό της σκέψης του. Ήταν ο Χάρντγουικ κι ακουγόταν εκτός εαυτού. «Έλα, ρε φίλε! Είσαι καλά;» «Έτσι νομίζω. Τι τρέχει;» «Εσύ θα μου πεις! Πού διάολο είσαι;»

468

JOHN VERDON

«Στο πανηγύρι. Όπως κι ο Πανίκος». «Και τότε τι σκατά συμβαίνει στο σπίτι σου;» «Πού ξέρεις…;» «Πλησιάζω τη στροφή της ανηφόρας σου, και βλέπω ολόκληρο κονβόι –δύο περιπολικά, το αμάξι του σερίφη κι ένα πολυμορφικό του Εγκληματολογικού– να έχει πάρει την ανηφόρα προς το σπίτι σου. Τι σκατά γίνεται;» «Ο Κλέμπερ είναι έξω απ’ το σπίτι. Νεκρός. Μεγάλη ιστορία. Φαίνεται ότι οι πρώτοι που έφτασαν βρήκαν το πτώμα και κάλεσαν ενισχύσεις. Το κονβόι που βλέπεις πρέπει να είναι το δεύτερο κύμα». «Νεκρός; Ο παπάρας ο Μικ; Πώς πέθανε;» Ο Γκάρνεϊ του έδωσε τις πιο σύντομες εξηγήσεις που μπορούσε – απ’ το σκασμένο λάστιχο και την έκρηξη στη στοίβα με τα ξύλα μέχρι το μοιραίο μεταλλικό υποστύλωμα στο λαιμό του Κλέμπερ και τα λουλούδια στο λόφο Μπάροου και στο πανηγύρι. Επαναλαμβάνοντάς τα ένιωσε την ανάγκη να τηλεφωνήσει επιτόπου στον Κάιλ. Ο Χάρντγουικ άκουσε σιωπηλός την εξιστόρηση των γεγονότων. «Αυτό που θέλω να κάνεις», είπε ο Γκάρνεϊ, «είναι να έρθεις εδώ στο πανηγύρι. Έχεις δει τα ίδια βίντεο όπως κι εγώ, κι έτσι οι πιθανότητες να αναγνωρίσεις τον Πανίκο είναι όσες και οι δικές μου». «Δηλαδή σχεδόν μηδενικές». «Ξέρω. Αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε. Είναι κάπου εδώ μέσα. Κι έχει έρθει για κάποιο λόγο». «Τι λόγο;» «Μακάρι να ’ξερα. Αλλά είχε έρθει και νωρίτερα, και τώρα επέστρεψε. Δεν είναι σύμπτωση». «Άκου, ξέρω ότι πιστεύεις πως η σύλληψη του Πανίκου θα λύσει όλα τα προβλήματα, αλλά μην ξεχνάς ότι κάποιος τον προσέλαβε, και νομίζω ότι αυτός είναι ο Τζόνα». «Έμαθες κάτι καινούριο;» «Έτσι μου λέει το ένστικτό μου. Κάτι δεν κολλάει – ο τύπος είναι βρομερό κάθαρμα». «Κάτι εκτός απ’ το κίνητρο των πενήντα εκατομμυρίων δολαρίων;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

469

«Ναι. Έτσι νομίζω. Μου φάνηκε υπερβολικά χαμογελαστός και κουλ». «Μπορεί να ευθύνεται απλώς η έμφυτη γοητεία των Σπόλτερ». Ο Χάρντγουικ γέλασε βραχνά, σαν να καθάριζε το λαιμό του. «Σ’ εμένα δεν πιάνει». Ο Γκάρνεϊ ανυπομονούσε όλο και περισσότερο – ήθελε να μιλήσει με τον Κάιλ και να αρχίσει να ψάχνει τον Πανίκο. «Λοιπόν, Τζακ, κάνε γρήγορα. Πάρε με μόλις φτάσεις». Τη στιγμή που το έκλεινε, άκουσε την έκρηξη.

470

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 58 Στάχτες, στάχτες ΕΙΧΕ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙ ΤΟΝ ΗΧΟ που κάνει ο υπόκωφος γδούπος μιας μικρής εμπρηστικής συσκευής. Με το που έφτασε στον τόπο της έκρηξης, δύο δρόμους πιο κάτω, η εντύπωσή του επιβεβαιώθηκε. Ένα μικρό περίπτερο ήταν τυλιγμένο στις φλόγες και τους καπνούς, αλλά ήδη δύο άντρες με περιβραχιόνια που έγραφαν ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΟΥ έτρεχαν προς τα εκεί με πυροσβεστήρες και φώναζαν στο ταραγμένο πλήθος να παραμερίσει. Δύο γυναίκες της ασφάλειας άρχισαν να περνούν ανάμεσα από τον κόσμο που στεκόταν στην πίσω πλευρά του περιπτέρου, φωνάζοντας ξανά και ξανά: «Είναι κανείς μέσα; Είναι κανείς μέσα;» Ένα όχημα πρώτων βοηθειών με σειρήνα και φώτα που αναβόσβηναν διέσχιζε το πλήθος περνώντας απ’ τη μέση του δρόμου. Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να προσφέρει κάτι στην όλη προσπάθεια, ο Γκάρνεϊ προτίμησε να εστιάσει την προσοχή του στους παρευρισκόμενους που στέκονταν και κοιτούσαν τη φωτιά. Οι εμπρηστές είχαν μια γνωστή και τεκμηριωμένη τάση να απολαμβάνουν το έργο τους, αλλά ό,τι ελπίδα κι αν έτρεφε να αναγνωρίσει κάποιον που να ταίριαζε έστω και αμυδρά στην περιγραφή του Πίτερ Παν σύντομα εξανεμίστηκε. Πρόσεξε όμως κάτι άλλο. Η μισοκαμένη επιγραφή πάνω απ’ το περίπτερο έγραφε ΚΕΝΤΡΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΩΝ ΓΟΥΟΛΝΑΤ ΚΡΟΣΙΝΓΚ. Κι ανάμεσα στα αποκαΐδια από την έκρηξη, σκορπισμένα στο δρόμο, κείτονταν καψαλισμένα μπουκέτα από χρυσάνθεμα στο χρώμα της σκουριάς. Φαίνεται ότι ο Πανίκος είχε μια σχέση αγάπης-μίσους με τα χρυσάνθεμα, ή ενδεχομένως και με όλα τα λουλούδια, ή με οτιδήποτε

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

471

του θύμιζε τη Φλορένσια. Αυτό από μόνο του, όμως, δεν εξηγούσε την παρουσία του στο πανηγύρι. Υπήρχε κι ένα άλλο ενδεχόμενο, φυσικά. Ένα πολύ πιο τρομακτικό ενδεχόμενο. Οι πολυσύχναστες δημόσιες εκδηλώσεις ήταν ελκυστικοί προορισμοί για κάποιον που ήθελε να περάσει ένα αξιομνημόνευτο μήνυμα. Ήταν άραγε πιθανό ο στόχος της πρωτύτερης επίσκεψης του Πανίκου στο πανηγύρι κατά τη διάρκεια της ημέρας να ήταν η προετοιμασία για ένα τέτοιο μήνυμα; Συγκεκριμένα, ήταν πιθανό να είχε γεμίσει το μέρος εκρηκτικά; Μήπως η καταστροφή του περιπτέρου με τα λουλούδια ήταν απλώς η εναρκτήρια πρόταση του μηνύματός του; Και ήταν το πιθανό αυτό σενάριο κάτι που ο Γκάρνεϊ έπρεπε να μοιραστεί επιτόπου με την ασφάλεια του πανηγυριού; Με την αστυνομία του Γουόλνατ Κρόσινγκ; Ή με το Εγκληματολογικό; Ή μήπως η απόπειρά του να εξηγήσει ένα τέτοιο σενάριο θα του έπαιρνε περισσότερο χρόνο απ’ όσο άξιζε; Στο κάτω-κάτω, αν ίσχυε αυτό, αν ήταν αντιμέτωποι με αυτή την πραγματικότητα, μέχρι η ιστορία του να γίνει κατανοητή και πιστευτή, μπορεί να ήταν ήδη πολύ αργά για να προλάβουν τα χειρότερα. Όσο παρανοϊκό κι αν φάνταζε το συμπέρασμα, ο Γκάρνεϊ αποφάσισε ότι η μόνη λογική οδός δράσης ήταν να το αντιμετωπίσει μόνος του. Φυσικά αυτό εξαρτιόταν απ’ την επιτυχή αναγνώριση του Πίτερ Παν – ένα καθήκον που συνειδητοποιούσε ότι προσέγγιζε το ανέφικτο. Δεν είχε όμως άλλες επιλογές. Έτσι, ξεκίνησε να κάνει το μόνο που μπορούσε – να διασχίζει το πλήθος, χρησιμοποιώντας το ύψος ως πρώτο κριτήριο, το βάρος ως δεύτερο, και την κατατομή του προσώπου ως τρίτο. Καθώς περνούσε στον επόμενο δρόμο, ελέγχοντας όχι μόνο άτομα μες στο κινούμενο πλήθος αλλά και πελάτες σε κάθε περίπτερο και τέντα εκθετών, μια ειρωνική σκέψη τού ήρθε στο μυαλό: Το πλεονέκτημα του χειρότερου σεναρίου – ότι ο Πίτερ Παν είχε έρθει στο πανηγύρι για να το ανατινάξει κομμάτι-κομμάτι– ήταν ότι θα του έπαιρνε χρόνο. Κι όσο βρισκόταν εκεί, υπήρχε η πιθανότητα να τον πιάσει. Προτού ο Γκάρνεϊ προλάβει να παλέψει με το ακανθώδες ηθικό ερώτημα πόση ανθρώπινη και υλική απώλεια ήταν διατεθειμένος να ανταλλάξει προκειμένου να βάλει τον Πίτερ Παν στο χέρι,

472

JOHN VERDON

χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Χάρντγουικ, που είχε φτάσει στην κεντρική πύλη και ρωτούσε πού μπορούσαν να βρεθούν. «Δεν χρειάζεται να βρεθούμε», είπε ο Γκάρνεϊ. «Μπορούμε να καλύψουμε μεγαλύτερη έκταση χώρια». «Εντάξει. Τι κάνω, λοιπόν – αρχίζω απλώς να ψάχνω για τον μπασμένο;» «Όσο πιο προσεκτικά μπορείς, βασισμένος σε ό,τι θυμάσαι απ’ τα βίντεο ασφαλείας. Δώσε ιδιαίτερη προσοχή σε ομάδες παιδιών». «Με σκοπό...;» «Ο τύπος θα θέλει να περάσει όσο το δυνατόν περισσότερο απαρατήρητος. Ένας ενήλικος άντρας με ύψος ένα και πενήντα τραβάει την προσοχή, αλλά ένα παιδί μ’ αυτό το μπόι περνάει απαρατήρητο, κι έτσι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να προσπαθεί να παραστήσει το πιτσιρίκι. Το δέρμα του προσώπου μπορεί να προδώσει την ηλικία του, γι’ αυτό φαντάζομαι ότι θα έχει βρει έναν τρόπο να το καλύψει. Πολλά παιδιά απόψε έχουν τα πρόσωπά τους μπογιατισμένα, κι αυτό θα προσέφερε μια προφανή λύση». «Καταλαβαίνω, αλλά γιατί να χωθεί μες στο μπουλούκι;» «Και πάλι, για να μην τραβάει την προσοχή. Ένα παιδί μόνο του τραβάει την προσοχή περισσότερο απ’ ό,τι είκοσι παιδιά μαζί». Ο Χάρντγουικ έβγαλε ένα στεναγμό, κάνοντάς τον να ακουστεί σαν υπέρτατη έκφραση αμφιβολίας. «Πολλές υποθέσεις πρέπει να κάνουμε». «Σίγουρα. Και κάτι ακόμα. Να υποθέσεις ότι είναι οπλισμένος και, για τον Θεό, μην τον υποτιμήσεις. Να θυμάσαι ότι ο ίδιος είναι αλώβητος, ενώ πολύς κόσμος που του εναντιώθηκε βρίσκεται στο χώμα». «Και τι κάνω έτσι και τον αναγνωρίσω;» «Κρατάς οπτική επαφή μαζί του και με καλείς. Κι εγώ το ίδιο θα κάνω. Σ’ εκείνο το σημείο θα χρειαστεί να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Παρεμπιπτόντως, ο τύπος ανατίναξε ένα περίπτερο με λουλούδια μόλις το κλείσαμε πριν από λίγο». «Το ανατίναξε;» «Μου ακούστηκε σαν χαμηλού φορτίου εμπρηστική συσκευή. Πιθανότατα σαν αυτές στο Κούπερσταουν». «Και γιατί περίπτερο με λουλούδια;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

473

«Δεν είμαι ψυχαναλυτής, Τζακ, αλλά τα λουλούδια –ιδίως τα χρυσάνθεμα– φαίνεται να έχουν μεγάλη σημασία γι’ αυτόν». 11 «Ξέρεις ότι mum λένε οι Βρετανοί τις μαμάδες τους;» «Φυσικά, αλλά…» Μια σειρά από ραγδαίες, αλλεπάλληλες εκρήξεις έκοψε την απάντησή του – ρίχνοντάς τον χάμω σε ένα ενστικτώδες σκύψιμο. Ένιωσε το ωστικό κύμα να έρχεται από κάπου πάνω του. Σαρώνοντας γρήγορα με το βλέμμα τον κόσμο γύρω του, έφερε πάλι το κινητό στο αυτί του, πάνω στην ώρα για να ακούσει τον Χάρντγουικ να ουρλιάζει: «Γαμώτο! Τι ανατίναξε πάλι;» Η απάντηση δόθηκε από μια δεύτερη σειρά εκρήξεων – που χάραξαν φωτεινές γραμμές και γέμισαν σύννεφα από πολύχρωμες σπίθες τον νυχτερινό ουρανό. Το τσίτωμα του Γκάρνεϊ εκτονώθηκε σε ένα κοφτό μονοσύλλαβο γέλιο. «Πυροτεχνήματα! Αυτό ήταν τελικά! Πυροτεχνήματα του πανηγυριού!» «Πυροτεχνήματα; Τι διάολο; Η 4η Ιουλίου ήταν πριν από ένα μήνα». «Ποιος ξέρει; Είναι παράδοση. Το κάνουν κάθε χρόνο». Μια τρίτη σειρά πυροτεχνημάτων εξερράγη – ήταν ακόμα πιο βροντερά κι εκθαμβωτικά. «Μαλάκες», μουρμούρισε ο Χάρντγουικ. «Ναι. Λοιπόν, έχουμε δουλειά». Ο Χάρντγουικ έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές, κι έπειτα άλλαξε απότομα ρότα. «Τι λες, λοιπόν, για τον Τζόνα; Δεν αντέδρασες όταν τον ανέφερα. Πιστεύεις ότι έχω δίκιο;» «Ότι είναι ο εγκέφαλος πίσω απ’ τη δολοφονία του Καρλ;» «Ότι όλα έγιναν προς όφελός του. Όλα. Και πρέπει να το παραδεχτείς, είναι γλοιώδης ο τύπος». «Η Έστι τι λέει για όλα αυτά; Συμφωνεί μαζί σου;» «Με τίποτα. Αυτή έχει βάλει στο μάτι την Αλίσα. Είναι σίγουρη ότι η όλη φάση ήταν αντίποινα επειδή ο Καρλ την είχε βιάσει – παρόλο που δεν υπάρχουν απτές αποδείξεις γι’ αυτό. Είναι όλα διαδόσεις, μέσω του Κλέμπερ. Και τώρα που το θυμήθηκα, πρέπει να της πω για την απώλεια του παπάρα του Μικ. Σου εγγυώμαι ότι θα στήσει χορό απ’ τη χαρά της».

474

JOHN VERDON

Ο Γκάρνεϊ χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να απαλλαγεί απ’ αυτή την εικόνα. «Εντάξει, Τζακ, και τώρα επί το έργον. Ο Πανίκος είναι εδώ. Σε απόσταση αναπνοής. Πάμε να τον βρούμε». Καθώς έκλεινε, μια εκκωφαντική έκρηξη βεγγαλικών φώτισε τον ουρανό. Τον έκανε να σκεφτεί, για δωδέκατη φορά μέσα σε δύο μέρες, την υπόθεση με το αμάξι που είχε εκραγεί μετά την πρόσκρουση. Το οποίο, με τη σειρά του, του θύμισε την υπόθεση με τον μπάτσο στο σοκάκι που τους είχε περιγράψει η Έστι. Κι αυτό τον έκανε να αναρωτηθεί για πολλοστή φορά ποιο αποκαλυπτικό στοιχείο μπορεί να μοιράζονταν με την υπόθεση Σπόλτερ. Όσο σημαντικό κι αν ήταν το ερώτημα, ωστόσο, δεν μπορούσε να το αφήσει να του αποσπάσει την προσοχή αυτή τη στιγμή. Συνέχισε να διασχίζει το πανηγύρι, εστιάζοντας στο πρόσωπο κάθε κοντού, αδύνατου επισκέπτη που συναντούσε. Καλύτερα να περιεργαζόταν υπερβολικά πολλά πρόσωπα παρά υπερβολικά λίγα. Αν κάποιος με τις κατάλληλες διαστάσεις ήταν γυρισμένος προς την άλλη πλευρά, ή τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν κρυμμένα πίσω από γυαλιά, γενειάδες, το γείσο ενός καπέλου, τον ακολουθούσε διακριτικά, επιδιώκοντας καλύτερη οπτική επαφή. Με ολοένα μεγαλύτερη αισιοδοξία, ακολούθησε μια μικροσκοπική φιγούρα απροσδιόριστης ηλικίας και φύλου, ένα πλάσμα με φαρδύ μαύρο τζιν και χαχόλικο πουλόβερ, ώσπου ένας νευρώδης, ηλιοκαμένος άντρας με διαφημιστικό καπέλο εταιρείας τρακτέρ την καλωσόρισε σε μια τέντα με σπόνσορα την Ευαγγελική Εκκλησία του Αναστημένου Χριστού, αποκαλώντας την Έλενορ και ρωτώντας τη για τις αγελάδες της. Δύο ακόμα τέτοιες πιθανότητες –που είχε ανακαλύψει στους δύο επόμενους δρόμους και οι οποίες είχαν καταρρεύσει κάτω από παρόμοιες, παράλογες συνθήκες– είχαν αρχίσει να στραγγίζουν την ελπίδα της αναζήτησής του, ενώ οι έρρινοι στίχοι των τραγουδιών κάντρι που έπαιζαν δυνατά στη γιγάντια τετραπλή οθόνη στην κεντρική διασταύρωση του πανηγυριού πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα με έναν γλυκερό συναισθηματισμό που τον αποπροσανατόλιζε. Την ίδια επίδραση είχαν και οι ανάκατες μυρωδιές, όπου κυριαρχούσαν το ποπκόρν, οι τηγανητές πατάτες και η κοπριά.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

475

Καθώς ο Γκάρνεϊ έστριβε σε μια γωνία όπου ένα ψυγείο διαστάσεων δωματίου με γυάλινη πρόσοψη διαφήμιζε ένα πελώριο γλυπτό από βοδινό βούτυρο, το βλέμμα του έπεσε στο ίδιο κινούμενο τσούρμο πιτσιρικάδων με τα μπογιατισμένα πρόσωπα που είχε δει και προηγουμένως. Επιτάχυνε το βήμα για να τους πλησιάσει. Προφανώς είχαν καταφέρει να πουλήσουν τα φιλανθρωπικού σκοπού μπουκέτα τους. Μόνο δύο μέλη της ομάδας κουβαλούσαν ακόμα τα κοκκινωπά λουλούδια και δεν έδειχναν να βιάζονται ιδιαίτερα να τα πουλήσουν. Καθώς παρατηρούσε τα παιδιά, διέκρινε τον μπάτσο απ’ την πύλη των εκθετών να διασχίζει το δρόμο απ’ την αντίθετη κατεύθυνση με δύο συναδέλφους του με πολιτικά. Ο Γκάρνεϊ τρύπωσε σε μια πόρτα και βρέθηκε στην τέντα μιας νεολαίας με σπόνσορα το Υπουργείο Γεωργίας, περικυκλωμένος από περίπτερα με μεγάλα, γυαλιστερά λαχανικά. Με το που η τριάδα των αστυνομικών πέρασε, βγήκε πάλι έξω. Ζύγωνε ξανά το τσούρμο των παιδιών με τα βαμμένα πρόσωπα, όταν τον ξάφνιασε μια ακόμα έκρηξη, από κάπου κοντά. Ήταν ένας δυνατός γδούπος –τύπου εμπρηστικής συσκευής– με τη διπλάσια ίσως ισχύ απ’ αυτόν που είχε καταστρέψει το περίπτερο με τα λουλούδια. Αλλά είχε ελάχιστη επίδραση στο κινούμενο πλήθος των επισκεπτών, πιθανότατα επειδή τα πυροτεχνήματα ήταν πιο θορυβώδη. Κατάφερε, ωστόσο, να τραβήξει την προσοχή των παιδιών. Κοντοστάθηκαν κοιτώντας το ένα το άλλο με ανοιχτό το στόμα –λες και η έκρηξη τους είχε ανοίξει την όρεξη για καταστροφές– κι έπειτα έκαναν μεταβολή και κατευθύνθηκαν βιαστικά προς το μέρος απ’ όπου είχε ακουστεί ο κρότος. Ο Γκάρνεϊ τα πρόφτασε δύο δρόμους παρακάτω. Είχαν σταθεί στην άκρη ενός μεγαλύτερου πλήθους περιέργων. Ένα σύννεφο καπνού υψωνόταν απ’ την αρένα που φιλοξενούσε το βραδινό ντέρμπι κατεδάφισης. Ορισμένοι έτρεχαν προς την αρένα. Άλλοι απομακρύνονταν, σφίγγοντας στην αγκαλιά τους μικρά παιδιά. Μερικοί ρωτούσαν ο ένας τον άλλο, με μάτια διάπλατα απ’ την αγωνία. Κάποιοι έβγαζαν τα κινητά τους και πληκτρολογούσαν αριθμούς. Μια σειρήνα άρχισε να ουρλιάζει στο βάθος. Κι έπειτα, μόλις αισθητός μες στην οχλοβοή, ακούστηκε ένας ακόμα γδούπος.

476

JOHN VERDON

Μόνο μερικά μέλη της ομάδας των παιδιών που ακολουθούσε ο Γκάρνεϊ έδειξαν να αντιδρούν ακαριαία, αλλά έπειτα άρχισαν να μεταδίδουν το νέο στους συντρόφους τους. Ο τελευταίος κρότος έδειχνε επίσης να διασπά την ομάδα – σ’ αυτούς που είχαν ακούσει την έκρηξη και σ’ αυτούς που δεν την είχαν ακούσει (ή την είχαν ακούσει, αλλά θεώρησαν ότι ο συνωστισμός μπροστά τους είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον). Σε κάθε περίπτωση, τρία παιδιά χωρίστηκαν απ’ την ομάδα και κατευθύνθηκαν προς τον τόπο της πιο πρόσφατης έκρηξης. Περίεργος κι ο ίδιος για τη διάταξη της επίθεσης που είχε εξαπολύσει ο Πανίκος, ο Γκάρνεϊ αποφάσισε να ακολουθήσει τη μικρότερη ομάδα που είχε αποσχιστεί. Καθώς περνούσαν όσους επισκέπτες απόμεναν στον περίγυρο του ανήσυχου πλήθους των περιέργων, προσπάθησε να δει καλύτερα καθένα απ’ τα προσωπάκια τους, για να κρίνει τη συμβατότητά του με τις νοερές εικόνες που είχε συγκρατήσει από τα βίντεο. Αποτυγχάνοντας να διακρίνει κάποια αρκετά πειστική ομοιότητα που να απαιτεί εγγύτερη παρατήρηση, συνέχισε να ακολουθεί την τριάδα των πιτσιρικάδων. Τη μετακίνησή του επιβράδυναν επισκέπτες που άρχισαν να έρχονται από την αρένα. Απ’ ό,τι άκουγε απ’ τα σχόλια που αντάλλασσαν, συμπέρανε ότι το κοινό στις κερκίδες δεν είχε συνειδητοποιήσει ούτε κατά διάνοια το νόημα αυτού που είχαν μόλις δει – την τρομερή, φλογερή έκρηξη ενός απ’ τα αυτοκίνητα στο τελευταίο μέρος του ντέρμπι, τη φριχτή πυρπόληση του οδηγού, και τους πολλαπλούς τραυματίες μεταξύ των υπόλοιπων οδηγών. Φαίνεται πως τα είχαν αποδώσει όλα στη δυσλειτουργία κάποιου ντεπόζιτου ή στη χρήση κάποιου απαγορευμένου καυσίμου. Η πιο σκοτεινή εκδοχή που τους πέρασε απ’ το μυαλό ήταν το σαμποτάζ, στο πλαίσιο κάποιας οικογενειακής βεντέτας. Έτσι, παρά τις δύο εκρήξεις εμπρηστικών μηχανισμών μέσα σε διάστημα είκοσι λεπτών, κανείς δεν είχε ακόμα πανικοβληθεί. Αυτό ήταν ευχάριστο. Το δυσάρεστο ήταν ότι ο μόνος λόγος που δεν είχε ξεσπάσει πανικός ήταν ότι κανείς δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε. Ο Γκάρνεϊ αναρωτήθηκε αν ο τρίτος κρότος που είχε ακούσει θα άλλαζε τα πράγματα.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

477

Γύρω στα διακόσια μέτρα μπροστά του, ένα όχημα της πυροσβεστικής προσπαθούσε να ανοίξει δρόμο μέσα απ’ το πλήθος με φρενιασμένα κορναρίσματα. Πάνω απ’ τον κόσμο, ο άνεμος παρέσυρε τον καπνό – που ερχόταν απ’ την περιοχή προς την οποία κατευθυνόταν το πυροσβεστικό. Η νύχτα ήταν συννεφιασμένη κι αφέγγαρη, και τον καπνό φώτιζαν με μια αλλόκοτη λάμψη τα φώτα του πανηγυριού από κάτω του. Ο κόσμος άρχιζε να δείχνει σημάδια δυσφορίας. Πολλοί κινούνταν στην ίδια κατεύθυνση με το πυροσβεστικό – άλλοι περπατώντας πλάι του με βήμα ταχύ, κι άλλοι τρέχοντας μπροστά του. Οι εκφράσεις στα πρόσωπά τους κάλυπταν όλο το φάσμα απ’ τον ενθουσιασμό ως το φόβο. Οι τρεις μικροκαμωμένες σιλουέτες που ακολουθούσε είχαν χαθεί μες στην κινούμενη μάζα των σωμάτων. Στρίβοντας στη διασταύρωση περίπου εκατό μέτρα πίσω απ’ το πυροσβεστικό, διέκρινε τις φλόγες στο μαύρο φόντο του ουρανού. Αναδύονταν απ’ την οροφή ενός μακρόστενου, ξύλινου μονώροφου κτιρίου, το οποίο αναγνώρισε ως το κύριο κατάλυμα για τα ζώα που συμμετείχαν στις διάφορες επιδείξεις και στους διαγωνισμούς. Καθώς πλησίαζε, είδε αγελάδες και άλογα να βγαίνουν απ’ τις κύριες πόρτες του κτιρίου, με τους νεαρούς υπεύθυνους του πανηγυριού να τα οδηγούν. Έπειτα κι άλλα ζώα, μόνα τους και σαστισμένα, άρχισαν να βγαίνουν κι απ’ τις υπόλοιπες πόρτες – κάποια διστάζοντας πρώτα και πατώντας με αβεβαιότητα στο χώμα, κι άλλα ορμώντας καταμεσής του πλήθους, ξεσηκώνοντας κραυγές φόβου. Ένας υπερβολικά ταραγμένος επισκέπτης με ατυχή ροπή στο δράμα φώναξε «Θα μας ποδοπατήσουν!» Ο πανικός, την απουσία του οποίου είχε παρατηρήσει ο Γκάρνεϊ πριν από μερικά λεπτά, τώρα έμοιαζε να επηρεάζει πηγαδάκια μες στο πλήθος. Άνθρωποι σκουντιόνταν για να φτάσουν σε κάποιο σημείο που θεωρούσαν πιο ασφαλές. Ο θόρυβος δυνάμωνε ολοένα. Όπως κι ο άνεμος. Οι φλόγες στην οροφή του στάβλου μαστίγωναν λοξά τον αέρα. Χαλαρά δεμένα πανιά από διάφορες τέντες στον κεντρικό δρόμο πετάριζαν με δύναμη. Ένα ξαφνικό καλοκαιρινό μπουρίνι έμοιαζε να ζυγώνει. Μια λάμψη στα σύννεφα και μια βροντή στους λόφους το επαλήθευσαν.

478

JOHN VERDON

Λίγες στιγμές αργότερα, η αστραπή έλαμψε ακόμα πιο έντονα και οι βροντές δυνάμωσαν. 11. Υποκοριστικό του χρυσάνθεμου στα αγγλικά. (ΣτΜ)

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

479

Κεφάλαιο 59 Και καταγής ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ασφαλείας έτρεχαν τώρα προς το μέρος της έκρηξης. Ορισμένοι προσπαθούσαν να απομακρύνουν τους επισκέπτες του πανηγυριού απ’ το στάβλο και το πέρασμα του πυροσβεστικού και των πυροσβεστών που ξετύλιγαν τις λαστιχένιες μάνικες. Άλλοι πάσχιζαν να κρατήσουν κάτω από έλεγχο τα αλαφιασμένα άλογα, γελάδια, γουρούνια και πρόβατα που πήγαιναν να το σκάσουν, καθώς κι ένα ζευγάρι πελώρια βόδια. Ο Γκάρνεϊ παρατήρησε ότι η είδηση των δύο πρωτύτερων εκρήξεων είχε αρχίσει να εξαπλώνεται, δημιουργώντας έναν ολοένα υψηλότερο βαθμό σύγχυσης και φόβου. Τουλάχιστον το ένα τρίτο του πλήθους ήταν τώρα με το κινητό στο χέρι – μιλώντας, στέλνοντας μηνύματα και φωτογραφίζοντας τη φωτιά και το χαλασμό τριγύρω τους. Σαρώνοντας με το βλέμμα το κινούμενο πλήθος με την ελπίδα να εντοπίσει την τριάδα που του είχε ξεφύγει, ή οποιονδήποτε άλλο μπορεί να έμοιαζε στον Πανίκο, ο Γκάρνεϊ ξαφνιάστηκε απ’ το φευγαλέο θέαμα της Μάντλιν να βγαίνει απ’ το στάβλο. Προσπαθώντας να βρει κάποιο σημείο με καλύτερη θέα, διέκρινε ότι οδηγούσε δύο αλπακά απ’ τα χαλινάρια τους, ένα με κάθε χέρι. Κι ο Ντένις Ουίνκλερ ακολουθούσε στο κατόπι της, οδηγώντας άλλα δύο με τον ίδιο τρόπο. Με το που βγήκαν απ’ τη ζώνη άμεσης πυρόσβεσης που είχε καταλάβει το σωστικό συνεργείο, κοντοστάθηκαν για να συζητήσουν κάτι· ο Ουίνκλερ μιλούσε και η Μάντλιν έγνεφε καταφατικά. Έπειτα συνέχισαν να προχωρούν, με τον Ουίνκλερ τώρα να προπορεύεται,

480

JOHN VERDON

ακολουθώντας κάτι σαν πέρασμα ανάμεσα στον κόσμο που είχαν ανοίξει μερικοί άντρες της ασφάλειας για την απομάκρυνση των ζώων. Αυτό τους έφερε σε απόσταση μερικών μέτρων απ’ τον Γκάρνεϊ. Πρώτος τον είδε ο Ουίνκλερ. «Ντέιβιντ! Θες να βάλεις κι εσύ ένα χεράκι;» «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να βοηθήσω αυτή τη στιγμή». Ο Ουίνκλερ έδειξε να θίγεται. «Έχω σοβαρό πρόβλημα εδώ πέρα». «Εγώ να δεις!» Ο Ουίνκλερ τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, κι έπειτα προχώρησε μουρμουρίζοντας κάτι που χάθηκε κάτω απ’ τον κρότο ενός κεραυνού. Η Μάντλιν στάθηκε και κοίταξε τον Γκάρνεϊ όλο περιέργεια. «Τι κάνεις εδώ;» «Εσύ τι κάνεις εδώ;» Την ίδια στιγμή που της μιλούσε, η αγριάδα στη φωνή του τον προειδοποιούσε να ηρεμήσει. «Βοηθάω τον Ντένις και την Ντίρντρι. Όπως σου είχα πει». «Πρέπει να φύγεις από δω. Τώρα, όμως». «Τι; Μα τι σ’ έχει πιάσει;» Ο αέρας φυσούσε τα μαλλιά της προς τα μπρος, γύρω απ’ το πρόσωπό της. Με τα δυο της χέρια να κρατούν τα χαλινάρια, κούναγε το κεφάλι για να μην της μπαίνουν στα μάτια. «Είναι επικίνδυνα εδώ». Η Μάντλιν ανοιγόκλεισε τα μάτια με απορία. «Για τη φωτιά στο στάβλο λες;» «Για τη φωτιά στο στάβλο, και τις άλλες δύο στην αρένα και στο περίπτερο με τα λουλούδια». «Μα τι λες τώρα;» «Ο τύπος που κυνηγάω; Αυτός που έκαψε τα σπίτια στο Κούπερσταουν;» Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό, για να την ακολουθήσει η πιο δυνατή ως τώρα βροντή. Η Μάντλιν τινάχτηκε και ύψωσε τη φωνή της. «Τι προσπαθείς να μου πεις;» «Ότι είναι εδώ. Ο Πέτρος Πανίκος. Είναι εδώ, απόψε. Και νομίζω ότι έσπειρε εκρηκτικά σε ολόκληρο το πανηγύρι». Τα μαλλιά της ακόμα μαστίγωναν το πρόσωπό της, αλλά τώρα δεν προσπαθούσε να τα μαζέψει. «Και πού το ξέρεις ότι είναι εδώ;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

481

«Τον ακολούθησα». «Από πού;» Κι άλλη αστραπή, κι άλλη βροντή. «Απ’ το λόφο Μπάροου. Τον κυνήγησα με τη μηχανή του Κάιλ». «Τι συνέβη; Γιατί…» «Σκότωσε τον Μικ Κλέμπερ». «Μάντλιν!» Η ανυπόμονη φωνή του Ντένις Ουίνκλερ έφτασε προς το μέρος τους απ’ το σημείο όπου στεκόταν, περιμένοντας, κάπου δέκα μέτρα μακριά. «Έλα, Μάντλιν! Πρέπει να φύγουμε». «Ο Κλέμπερ; Πώς; Πού;» «Έξω απ’ το σπίτι μας. Δεν προλαβαίνω να σου εξηγήσω. Αλλά ο Πανίκος είναι εδώ. Έχει αρχίσει να ανατινάζει και να καίει, και θέλω να φύγεις από δω». «Και τα ζώα;» «Για τον Θεό, Μάντλιν μου...» «Μα είναι τρομοκρατημένα απ’ τη φωτιά», είπε και γύρισε να κοιτάξει ταραγμένη τα αλπακά της με την παραδόξως στοχαστική όψη. «Μάντι...» «Καλά, καλά... Μόνο να πάω αυτά τα δύο σε κάποιο ασφαλές σημείο. Κι έπειτα φεύγω». Ήταν ολοφάνερο ότι έβρισκε την απόφαση δύσκολη. «Κι εσύ; Τι θα κάνεις;» «Θα προσπαθήσω να τον βρω και να τον σταματήσω». Ένας εύγλωττος φόβος γέμισε τα μάτια της· έκανε να φέρει αντίρρηση, αλλά ο Γκάρνεϊ την πρόλαβε. «Δεν γίνεται αλλιώς! Κι εσύ πρέπει να φύγεις απ’ αυτό το ρημάδι το πανηγύρι – σε παρακαλώ, τώρα!» Η Μάντλιν φάνηκε για μια στιγμή ακινητοποιημένη απ’ τις ίδιες τις τρομακτικές της σκέψεις· έπειτα άφησε τα γκέμια, πλησίασε προς το μέρος του, τον αγκάλιασε με κάτι σαν απελπισία, έκανε μεταβολή χωρίς άλλη λέξη κι οδήγησε τα ζώα στο δρόμο προς το μέρος όπου στεκόταν και την περίμενε ο Ουίνκλερ. Αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, κι έπειτα απομακρύνθηκαν βιαστικά, βαδίζοντας πλάι-πλάι, μέσα απ’ το διάδρομο που είχαν ανοίξει οι πυροσβέστες ανάμεσα στο πλήθος.

482

JOHN VERDON

Παρατηρώντας τους για μερικές στιγμές ώσπου χάθηκαν απ’ τα μάτια του, ο Γκάρνεϊ ένιωσε τη σουβλιά ενός αισθήματος που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Έμοιαζαν τόσο αναθεματισμένα εξοικειωμένοι, τόσο συμβατοί, σαν στοργικοί γονείς μικρών παιδιών που βιάζονται να βρουν καταφύγιο απ’ την καταιγίδα. Έκλεισε τα μάτια, ελπίζοντας να βρει μια οδό διαφυγής απ’ τη φουρτούνα. Όταν τα άνοιξε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η τριάδα με τα παράξενα βαμμένα πρόσωπα είχε ξεμυτίσει και πάλι, απ’ το πουθενά θαρρείς. Τον προσπέρασαν βιαστικά βαδίζοντας προς την ίδια κατεύθυνση που είχαν πάρει η Μάντλιν και ο Ουίνκλερ. Ο Γκάρνεϊ είχε την ανησυχητική εντύπωση –μπορεί να ήταν της φαντασίας του– ότι το ένα από τα τρία πρόσωπα ήταν χαμογελαστό. Άφησε τα πιτσιρίκια να απομακρυνθούν καμιά δεκαπενταριά μέτρα ακόμα προτού κινήσει στο κατόπι τους. Ο δρόμος μπροστά του ήταν ένα χάος από αντίθετα κινούμενα μπουλούκια. Η περιέργεια έφερνε πλήθη άμυαλου κόσμου προς τον φλεγόμενο στάβλο, ενώ οι άντρες της ασφάλειας έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους στρέψουν προς την αντίθετη κατεύθυνση και να κρατήσουν μια δίοδο ανοιχτή για τα ζώα και τους ιδιοκτήτες τους, που κινούνταν με προορισμό μια σειρά μαντριά στην άλλη πλευρά του πανηγυριού. Πέρα απ’ την ακτίνα ορατότητας της φωτιάς και μακριά απ’ την πρωτόγονη έλξη που ασκούσε, η απειλή της νεροποντής έπειθε πλήθη επισκεπτών να εγκαταλείψουν τους κεντρικούς δρόμους του πανηγυριού για να τρυπώσουν κάτω από τέντες ή στα αμάξια τους. Η ελαττωμένη πυκνότητα διευκόλυνε τον Γκάρνεϊ να κρατά το βλέμμα του καρφωμένο στην τριάδα. Στον απόηχο μιας τρομερής βροντής που αντήχησε σε ολάκερη την κοιλάδα, συνειδητοποίησε ότι χτυπούσε το κινητό του. Ήταν ο Χάρντγουικ. «Τον βρήκες τον καριόλη, ή ακόμα;» «Έχω κάνα-δυο υπόπτους, αλλά τίποτα σίγουρο. Εσύ ποια περιοχή έχεις καλύψει μέχρι τώρα;» Απάντηση καμία. «Τζακ;» «Μισό λεπτό». Καθώς τα δευτερόλεπτα περνούσαν, ο Γκάρνεϊ βρέθηκε με την προσοχή του μοιρασμένη ανάμεσα στο τρίο που ακολουθούσε και

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

483

στην τεράστια γιγαντο-οθόνη που καταλάμβανε την κεντρική διασταύρωση του πανηγυριού, παρέχοντας αδιάκοπα συνοδεία μουσικής κάντρι στον εφιάλτη που βρισκόταν σε εξέλιξη. Καθώς περίμενε τον Χάρντγουικ να επιστρέψει στη γραμμή, πρόσεξε άθελά του το φρικιαστικά οιδιπόδειο ρεφρέν ενός τραγουδιού με τίτλο Η γιορτή της μητέρας – για έναν σκληραγωγημένο, μέθυσο οδηγό ημιφορτηγού που ποτέ δεν είχε γνωρίσει γυναίκα τόσο αγαπησιάρα όσο η μαμά του. «Έλα». «Τι έγινε;» «Ακολουθώ μια συμμορία και δεν θέλω να τους χάσω. Είναι ντυμένοι σαν λέτσοι. Κάνας-δυο έχουν τα μούτρα τους μπογιατισμένα μ’ αυτά τα σκατά». «Τίποτε πιο συγκεκριμένο;» «Καταπώς φαίνεται υπάρχει το πηγαδάκι, και είναι κι ένας άσχετος». «Άσχετος;» «Ναι. Σαν να πηγαίνει μαζί τους, αλλά να μην είναι στ’ αλήθεια μέλος της ομάδας». «Ενδιαφέρον». «Ναι, αλλά μην τρελαίνεσαι κιόλας. Σε όλες τις ομάδες υπάρχει ένα πιτσιρίκι που είναι λίγο εκτός. Δεν σημαίνει και τίποτα». «Μπορείς να δεις τι σχέδιο έχει βαμμένο στο πρόσωπό του;» «Πρέπει να περιμένω να γυρίσει». «Πού βρίσκεσαι;» «Μόλις πέρασα ένα περίπτερο που πουλάει ταριχευμένους σκίουρους». «Χριστέ μου! Τίποτα πιο μεγάλο που να ξεχωρίζει;» «Στο βάθος έχει ένα κτίριο με τη ζωγραφιά μιας πελώριας κολοκύθας πάνω στην πόρτα, πλάι σε μια τέντα με βιντεοπαιχνίδια. Μάλιστα, τα κοπριτάκια μόλις μπήκαν στην τέντα». «Κι ο παρείσακτος;» «Κι αυτός μαζί. Όλοι μέσα είναι. Θες να μπουκάρω κι εγώ;» «Δεν νομίζω. Όχι ακόμα. Βεβαιώσου μόνο ότι η τέντα έχει μόνο μία έξοδο, για να μην τους χάσεις». «Μισό λεπτό, μόλις βγήκαν. Πάνε κάπου αλλού».

484

JOHN VERDON

«Όλοι; Κι ο παράταιρος;» «Ναι. Τώρα τους μετράω... οχτώ, εννιά... ναι, όλοι εδώ είναι». «Προς τα πού πηγαίνουν;» «Πέρα απ’ το κτίριο με την κολοκύθα στο τέρμα του δρόμου». «Που σημαίνει ότι θα τρακάρουμε. Εγώ είμαι ένα δρόμο πιο πέρα και κινούμαι προς την ίδια κατεύθυνση – ακολουθώντας κάτι ζώα και μια ακόμα ομάδα μπογιατισμένων πιτσιρικάδων». «Ζώα; Τι ζώα;» «Αυτά που ήταν μες στο στάβλο. Τα μεταφέρουν στα μαντριά πίσω απ’ το μύλο. Ο στάβλος λαμπάδιασε». «Σκατά! Κάτι άκουσα να λέει ένας για μια πυρκαγιά σε ένα στάβλο, αλλά νόμισα ότι την είχε μπερδέψει με τη φωτιά της αρένας. Κοίτα, πρέπει να κλείσω, για να τα έχω από κοντά τα μούλικα. Αλλά πριν κλείσουμε, για πες μου – έχεις νεότερα απ’ την κατάσταση στο σπίτι;» «Πρέπει να πάρω το γιο μου να μάθω». «Όταν μάθεις πάρε με». Κλείνοντας το τηλέφωνο, είδε τη Μάντλιν και τον Ουίνκλερ να στρίβουν σε έναν κυκλικό δρόμο που περιέβαλλε τα παιχνίδια του λούνα παρκ και τα μαντριά. Ένα λεπτό αργότερα, η τριάδα που ακολουθούσε ο Γκάρνεϊ κατευθύνθηκε προς το ίδιο μέρος, και μέχρι να φτάσει στη διασταύρωση, είχαν ανταμώσει με τους εννιά που ακολουθούσε ο Χάρντγουικ. Προχωρώντας ανάμεσα στα ζώα και στα πηγαδάκια των επισκεπτών που εξακολουθούσαν να είναι ανυποψίαστοι για την καταστροφή που είχε ξεσπάσει και απτόητοι από την καταιγίδα που ερχόταν, τα δώδεκα μικροκαμωμένα πιτσιρίκια δυσκόλευαν θαρρείς τις προσπάθειες του Γκάρνεϊ να αναγνωρίσει κάποιο παρείσακτο μέλος που να ξεχώριζε – κάποια τερατώδη μικρογραφία ενηλίκου μασκαρεμένη σε παιδί. Καθώς τα περιεργαζόταν, έστριψαν προς το ψηλό κιγκλίδωμα που χώριζε τον κυκλικό δρόμο απ’ τα παιχνίδια. Η Μάντλιν, ο Ντένις και τα αλπακά είχαν προσπεράσει τα παιχνίδια και πλησίαζαν τα μαντριά. Ο Γκάρνεϊ στάθηκε σε ένα σημείο απ’ όπου είχε την πιο ανεμπόδιστη θέα προς το μέρος τους ενώ διατηρούσε ταυτόχρονα άμεση οπτική επαφή με την ομάδα που στριμωχνόταν στο κιγκλίδωμα. Εντόπισε τον Χάρντγουικ, που έπαιρνε κι

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

485

αυτός θέση σε ένα σημείο όπου ο δεύτερος δρόμος έβγαζε στον κυκλικό. Αντί να αποκαλύψει τη συνεργασία τους προχωρώντας προς το μέρος του και μιλώντας του κατευθείαν, έβγαλε το κινητό του και τον πήρε. Όταν το σήκωσε, ο Χάρντγουικ κοιτούσε προς το μέρος του. «Προς τι το καπέλο του γελαδάρη;» «Αυτοσχέδιο καμουφλάζ. Πού να σ’ τα λέω τώρα. Για πες – είδες κανένα άλλο ενδιαφέρον πρόσωπο, ή τούτο δω το τσούρμο είναι οι βασικοί μας ύποπτοι;» «Αυτοί είναι. Και τους μισούς τους ξεσκαρτάρεις και μόνο λόγω μπάκας». «Τι πράγμα;» «Μερικά απ’ τα πιτσιρίκια παραείναι χοντρά. Απ’ ό,τι είδα στα βίντεο, ο Πίτερ μας είναι κοκαλιάρης σαν λιμασμένο ζώο». «Που σημαίνει ότι έχουμε γύρω στους έξι υποψήφιους;» «Δυο-τρεις, πες καλύτερα. Εκτός απ’ την μπάκα, είναι και το μπόι στη μέση, και η βασική κατατομή. Που σημαίνει ότι μας μένει ένας ίσως απ’ τη δική σου ομάδα, και κάνας-δυο απ’ τη δική μου. Και πάλι τραβηγμένο, βέβαια». «Σε ποιους τρεις αναφέρεσαι;» «Σ’ αυτόν που στέκεται πιο κοντά σε σένα – με το σαχλό καπελάκι του μπέιζμπολ και τα χέρια στα κάγκελα. Μετά είναι ο πλαϊνός του, με τη μαύρη ζακέτα με την κουκούλα και τα χέρια στις τσέπες και, τέλος, αυτός που είναι προς το μέρος μου, με την μπλε γυαλιστερή στολή του μπάσκετ που του είναι τρία νούμερα μεγαλύτερη. Έχεις καμιά καλύτερη επιλογή;» «Κάτσε να δω και σε παίρνω». Έχωσε το κινητό στην τσέπη του και βάλθηκε να περιεργάζεται τις δώδεκα μικροκαμωμένες μορφές στο κιγκλίδωμα, δείχνοντας ιδιαίτερη προσοχή στους τρεις που είχε επισημάνει ο Χάρντγουικ. Αλλά μια φράση που είχε χρησιμοποιήσει τον είχε κεντρίσει: και πάλι τραβηγμένο, βέβαια. Τραβηγμένο δεν θα πει τίποτα. Ο Γκάρνεϊ είχε ένα δυσάρεστο αίσθημα, σαν σφίξιμο στο στομάχι, ότι το όλο σκεπτικό είχε κάτι το παράλογο – η ιδέα ότι ένας απ’ αυτούς τους ανήσυχους, αλλόκοτα

486

JOHN VERDON

ντυμένους νεαρούς προεφηβικής ηλικίας μπορεί στην πραγματικότητα να ήταν ο Πίτερ Παν. Καθώς άλλαζε θέση για να βλέπει καλύτερα τα πρόσωπά τους, μπήκε στον πειρασμό να τα παρατήσει και να αποδεχτεί την πιθανότητα ότι ο Πέτρος Πανίκος το ’χε σκάσει απ’ το πανηγύρι και όδευε αυτή τη στιγμή προς άγνωστο προορισμό, μακριά απ’ το Γουόλνατ Κρόσινγκ. Σίγουρα ήταν πιο λογική ως σκέψη απ’ την πεποίθηση ότι ένα απ’ τα πιτσιρίκια στο κιγκλίδωμα –συνεπαρμένα θαρρείς με το βρυχηθμό και τα ποδοβολητά των διασκεδάσεων– ήταν ένας αδίστακτος εκτελεστής. Ήταν άραγε δυνατόν ο άνθρωπος στον οποίο η Ιντερπόλ απέδιδε πάνω από πενήντα φόνους, που είχε τσακίσει το κρανίο της Μαίρης Σπόλτερ στο χείλος της μπανιέρας της, που είχε μπήξει καρφιά στα μάτια του Γκας Γκουρίκου, που είχε κάψει ζωντανούς εφτά ανθρώπους στο Κούπερσταουν και είχε αποκεφαλίσει το πτώμα του Λεξ Μπίντσερ – ήταν δυνατόν να παρίστανε πως ήταν ένα απ’ αυτά τα πιτσιρίκια; Καθώς ο Γκάρνεϊ περνούσε πλάι τους σαν να έψαχνε ένα μέρος με καλύτερη θέα στον γιγαντιαίο μύλο, δυσκολευόταν να φανταστεί οποιοδήποτε απ’ αυτά σε ρόλο επαγγελματία δολοφόνου – κι όχι απλού δολοφόνου, αλλά ενός εκτελεστή που ειδικευόταν σε αναθέσεις φόνων που άλλοι θεωρούσαν ανέφικτους. Η τελευταία αυτή σκέψη οδήγησε τον Γκάρνεϊ έμμεσα σε ένα ζήτημα για το οποίο είχε αναρωτηθεί αρκετά τις τελευταίες μέρες, αλλά δεν είχε χρόνο να το αναλύσει. Ήταν ίσως το πιο περίπλοκο ερώτημα απ’ όλα: Ποια ήταν η ιδιαίτερη δυσκολία για την εκτέλεση του Καρλ Σπόλτερ; Ποια παράμετρος την καθιστούσε ανέφικτη; Τι την έκανε να κινήσει το ενδιαφέρον του Πανίκου; Ίσως η απάντηση σ’ αυτό το κεφαλαιώδες ερώτημα να ξετύλιγε το νήμα όλων των άλλων μυστικών της υπόθεσης. Ο Γκάρνεϊ αποφάσισε επιτόπου να το σκεφτεί μέχρι η αλήθεια να αναδυθεί. Η απλότητα της ερώτησης τον έπειθε πως ήταν η σωστή ερώτηση. Μέχρι που αποκαθιστούσε μέσα του ένα σεμνό αίσθημα αισιοδοξίας. Ένιωθε ότι βρισκόταν στον σωστό δρόμο. Και τότε συνέβη κάτι που τον ξάφνιασε. Μια απάντηση του ήρθε στο νου, εξίσου απλή με την ερώτηση.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

487

Αρχικά δεν τολμούσε ούτε να ανασάνει – λες και η λύση ήταν εύθραυστη σαν τον καπνό, και η αναπνοή του μπορεί να τη σκόρπιζε στον αέρα. Όμως όσο περισσότερο την επεξεργαζόταν, όσο έλεγχε τη στιβαρότητά της, τόσο πιο βέβαιος ένιωθε πως είχε δίκιο. Κι αν είχε δίκιο, τότε η υπόθεση Σπόλτερ είχε επιτέλους επιλυθεί. Καθώς έβλεπε έκπληκτος την εξοργιστικά απλή εξήγηση να παίρνει μορφή στο μυαλό του, αισθανόταν τον γαργαλιστικό ενθουσιασμό που πάντα συνόδευε την ανάδυση της αλήθειας. Επανέλαβε το ερώτημα-κλειδί από μέσα του. Ποια ήταν η ιδιαίτερη δυσκολία για την εκτέλεση του Καρλ Σπόλτερ; Τι ήταν αυτό που την καθιστούσε σχεδόν ανέφικτη; Κι έπειτα, γέλασε μεγαλόφωνα. Γιατί η απάντηση ήταν, απλούστατα, τίποτε απολύτως. Τίποτε απολύτως δεν καθιστούσε την εκτέλεση ανέφικτη. Καθώς προσπερνούσε ξανά τα πιτσιρίκια στα κάγκελα, έλεγξε για δεύτερη φορά την εγκυρότητα της ανάλυσής του και όλες τις επιπτώσεις της, διερωτώμενος με ποιον τρόπο φώτιζε τα όσα σκοτεινά σημεία της υπόθεσης είχαν απομείνει. Το αίσθημα του ενθουσιασμού έγινε ακόμα πιο έντονο καθώς το ένα μυστήριο μετά το άλλο άρχισαν να ξεδιαλύνονται. Τώρα καταλάβαινε για ποιο λόγο η Μαίρη Σπόλτερ έπρεπε να πεθάνει. Ήξερε ποιος είχε δώσει την εντολή για τη σφαίρα που είχε τερματίσει τη ζωή του Καρλ Σπόλτερ. Το κίνητρο ήταν ηλίου φαεινότερον. Και ζοφερό σαν μια νύχτα στην κόλαση. Ήξερε ποιο ήταν το φρικτό μυστικό, τι σήμαιναν τα καρφιά στο πρόσωπο του Γκας, και τι σκοπό εξυπηρετούσε η σφαγή του Κούπερσταουν. Μπορούσε επιτέλους να καταλάβει τη θέση που η Αλίσα, ο Κλέμπερ κι ο Τζόνα είχαν στο τελικό παζλ. Το μυστήριο του πυροβολισμού ο οποίος είχε ριφθεί από ένα σημείο που δεν μπορεί να ήταν σωστό, δεν αποτελούσε πλέον μυστήριο. Στην πραγματικότητα, τα πάντα γύρω απ’ την υπόθεση της δολοφονίας του Σπόλτερ έμοιαζαν άξαφνα απλά. Απωθητικά απλά. Κι όλα τόνιζαν μια αναπόδραστη αλήθεια. Κάποιος έπρεπε να σταματήσει τον Πίτερ Παν.

488

JOHN VERDON

Καθώς ο Γκάρνεϊ συλλογιζόταν την τελευταία αυτή πρόκληση, τις ολοένα και πιο ξέφρενες σκέψεις του διέκοψε ένας ακόμη γδούπος.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

489

Κεφάλαιο 60 Ο υπέροχος μικρούλης Πίτερ Παν ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ του πανηγυριού που περνούσαν από εκείνο το μέρος κοντοστάθηκαν, στρέφοντας το κεφάλι και κοιτώντας ο ένας τον άλλον ανήσυχοι και συνοφρυωμένοι. Αλλά κανένα από τα πιτσιρίκια στο κιγκλίδωμα δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται οτιδήποτε ασυνήθιστο. Ίσως, σκέφτηκε ο Γκάρνεϊ, να ήταν απορροφημένα από το σαματά των παιχνιδιών και τις χαρούμενες κραυγές των θαμώνων του λούνα παρκ. Κι αν κάποιος ανάμεσά τους ήταν υπεύθυνος για την τελευταία στη σειρά των υπόκωφων εκρήξεων –αν είχε τοποθετήσει ωρολογιακό εκρηκτικό μηχανισμό ή είχε στείλει κάποιο ηλεκτρικό σήμα σε τηλεχειριζόμενο πυροκροτητή– το βέβαιο είναι ότι δεν έκανε τίποτα για να τονίσει το γεγονός. Συνειδητοποιώντας ότι αυτή ήταν πιθανότατα η καλύτερη, και ίσως η τελευταία του ευκαιρία να αποφασίσει μόνος του αν κάποιο απ’ αυτά τα άτομα άξιζε περισσότερης προσοχής – ή αν είχε φτάσει σε αδιέξοδο στην κατά πόδας καταδίωξη του Πανίκου– ο Γκάρνεϊ πλησίασε στο κιγκλίδωμα, σε μια θέση που του παρείχε καλύτερη θέα στα πρόσωπα των πιτσιρικάδων. Παραμερίζοντας τις επιλογές και τους αποκλεισμούς του Χάρντγουικ, περιεργάστηκε το κάθε προφίλ προσώπου και σχήμα σώματος ξεχωριστά. Από τα δώδεκα, μπορούσε να διακρίνει καθαρά τα εννιά ώστε να κρίνει με μια κάποια σιγουριά, και οι εννέα κρίσεις ήταν όλες αρνητικές. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και τα τρία παιδιά που είχε ακολουθήσει νωρίτερα, κάτι που τον έκανε να μετανιώσει φευγαλέα για το χρόνο που είχε σπαταλήσει – παρόλο που ήξερε καλά

490

JOHN VERDON

ότι το ερευνητικό έργο είχε να κάνει τόσο με τον αποκλεισμό όσο και με την επιβεβαίωση. Σε κάθε περίπτωση, μόνο τρία άτομα έμεναν προς αξιολόγηση. Έτυχε να είναι αυτά που βρίσκονταν πιο κοντά του, αλλά είχαν όλα γυρισμένα το πρόσωπο απ’ την άλλη. Και τα τρία φορούσαν την τρισάθλια ενδυμασία των εξεγερμένων νιάτων. Όπως και πολλές άλλες πόλεις της βόρειας Νέας Υόρκης που για χρόνια παρέμεναν καθηλωμένες σε μια χρονική δίνη παλιομοδίτικων τρόπων και προσχημάτων, το Γουόλνατ Κρόσινγκ είχε αρχίσει λίγολίγο να εμποτίζεται –όπως είχε ήδη συμβεί στο Λονγκ Φολς– απ’ την τοξική κουλτούρα του σκουπιδαριού της ραπ, του περιθωριακού ντυσίματος στιλ συμμορίας και της φτηνής ηρωίνης. Οι τρεις νεαροί που παρατηρούσε ο Γκάρνεϊ έμοιαζαν με ζωντανά παραδείγματα της τάσης αυτής. Ήλπιζε, ωστόσο, ότι οι δύο απ’ αυτούς ήταν απλώς ηλίθιοι, κι ότι ο τρίτος… Όσο αλλόκοτο κι αν φαινόταν, ήλπιζε ότι ο τρίτος ήταν η ενσάρκωση του κακού. Ήλπιζε επίσης να μπορούσε να το πιστεύει χωρίς αμφιβολία. Ωραία θα ήταν αν όλα επαφίονταν στα μάτια – αν μπορούσες με μια προσεκτική ματιά να αναγνωρίσεις το κακό εξίσου εύκολα όσο και να το αποκλείσεις. Αλλά φοβόταν πως η περίπτωση εδώ δεν ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία, κι ότι θα χρειαζόταν περισσότερα απ’ την απλή παρατήρηση για να καταλήξει σε ένα τόσο κρίσιμο συμπέρασμα. Ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα έπρεπε να ανοίξει μια κάποια συνομιλία που θα γεννούσε μια σειρά προκλήσεων οι οποίες θα απαιτούσαν μια σειρά από απαντήσεις. Απαντήσεις σε πολλές μορφές – με λέξεις, τονισμούς, εκφράσεις, με τη γλώσσα του σώματος. Η αλήθεια είναι αθροιστικό εξαγόμενο. Το ερώτημα που είχε μπροστά του τώρα, φυσικά, ήταν πώς να φτάσει απ’ το ένα σημείο στο άλλο. Οι επιλογές απλουστεύτηκαν όταν το ένα απ’ τα τρία άτομα που είχαν το βλέμμα στραμμένο προς την άλλη, στράφηκε προς το μέρος του Γκάρνεϊ αρκετά ώστε να αποκαλύψει μια κατατομή τελείως ασύμβατη με αυτή που είχε δει στα βίντεο ασφαλείας. Είπε κάτι στους άλλους δύο για το μύλο, στην αρχή σαν να τους καλόπιανε, κι έπειτα πειράζοντάς τους για να τον ακολουθήσουν. Μάλιστα, έμοιαζε να

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

491

τους τσιγκλάει να έρθουν μαζί του να πάνε με τους υπόλοιπους εννιά, που τώρα ξεχύνονταν ενθουσιασμένοι μέσα απ’ το άνοιγμα στο κιγκλίδωμα που οδηγούσε κατευθείαν στην ουρά για το μύλο. Με τα πολλά, παράτησε τους άλλους δύο που αντιστέκονταν, αφού φώναξε ότι ήταν χεσμένοι κώλοι, και πήγε και στάθηκε στην ουρά. Τότε ο ένας απ’ τους άλλους δύο, αυτός που βρισκόταν πιο κοντά στον Γκάρνεϊ, γύρισε επιτέλους το πρόσωπό του προς το μέρος του. Φορούσε μια μαύρη ζακέτα με κουκούλα που έκρυβε τα μαλλιά του και μεγάλο μέρος του μετώπου του, ενώ ταυτόχρονα σκίαζε τα μάτια του. Το πρόσωπό του ήταν βαμμένο στο κίτρινο της χολής. Ένα επίσης μπογιατισμένο χαμόγελο στο κόκκινο της σκουριάς έκρυβε το περίγραμμα των χειλιών του. Μόνο ένα χαρακτηριστικό ήταν φανερά διακριτό. Όμως αυτό από μόνο του αρκούσε για να καθηλώσει την προσοχή του Γκάρνεϊ. Ήταν η μύτη – μικρή, σουβλερή, λίγο γαμψή. Δεν θα έπαιρνε και όρκο ότι ταίριαζε απόλυτα με τη μύτη που είχε δει στα βίντεο, αλλά ένιωθε ότι η ομοιότητα ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να καθιστά το συγκεκριμένο άτομο σίγουρο ύποπτο. Θα χρειαζόταν περισσότερα, ωστόσο, για να μετακινήσει τη βελόνα της ζυγαριάς προς τον πιθανό ένοχο. Κι ακόμα δεν είχε σαφή εικόνα για το πρόσωπο του φίλου του στο κιγκλίδωμα. Καθώς ο Γκάρνεϊ ετοιμαζόταν να στρέψει σ’ αυτόν την προσοχή του, ο νεαρός έκανε την κατάσταση ακόμα πιο απλή στρέφοντας το κεφάλι του αρκετά ώστε να αποκλείσει τον εαυτό του (και το πλατύ πλακουτσωτό του μούτρο) από δεύτερη αξιολόγηση. Έλεγε κάτι στον τύπο με τη μαύρη κουκούλα, κι ο Γκάρνεϊ έπιασε μερικές λέξεις στον αέρα. Δεν ήταν βέβαιος, αλλά είχε ακουστεί σαν να τον ρωτούσε: «Σου έχει μείνει καθόλου πράμα;» Δεν μπόρεσε να ακούσει την απάντηση της Μαύρης Κουκούλας, αλλά η απογοήτευση στο πρόσωπο του άλλου δεν είχε τίποτα διφορούμενο. «Θα σου φέρουν τίποτα;» Και πάλι η απάντηση χάθηκε στον αέρα, αλλά ο τόνος της φωνής δεν ήταν ευχάριστος. Ο συνομιλητής του προφανώς ξαφνιάστηκε, κι έπειτα από έναν αμήχανο δισταγμό έκανε δυο βήματα πίσω και, τέλος, γύρισε και προχώρησε βιαστικά στο δρόμο όπου στεκόταν ο

492

JOHN VERDON

Χάρντγουικ. Έπειτα από μερικές στιγμές δισταγμού, ο Χάρντγουικ τον ακολούθησε, και σύντομα είχαν και οι δύο χαθεί στο βάθος του δρόμου. Ο τύπος με τη μαύρη κουκούλα είχε μείνει μόνος στο κιγκλίδωμα. Είχε γυρίσει πάλι προς τα παιχνίδια του λούνα παρκ, και τώρα κοιτούσε, με ένα είδος ονειροπόλας περίσκεψης, τα φανταχτερά φώτα του μύλου. Οι κινήσεις του είχαν μια μετρημένη αρμονία, και τώρα τον είχε καταλάβει μια ακινησία που ο Γκάρνεϊ θεωρούσε σαφώς πιο ενήλικη παρά παιδική. Ο κουκουλοφόρος (όπως τον αποκαλούσε μέσα του ο Γκάρνεϊ, αποφεύγοντας να του δώσει το χαρακτηρισμό του δολοφόνου πρόωρα) κρατούσε τα χέρια του χωμένα στις τσέπες στο μπροστινό μέρος της ζακέτας – ένας βολικός τρόπος να μένουν τα χέρια κρυμμένα, καθώς η επιδερμίδα των χεριών λέει πολλά για την ηλικία του ατόμου, χώρια η παραδοξότητα να φοράς γάντια Αύγουστο μήνα. Το ύψος του –ένα και πενήντα το πολύ– ταίριαζε με του Πίτερ Παν, κι έμοιαζε να έχει το ίδιο αδύναμο σώμα που άφηνε το ερώτημα του φύλου του αναπάντητο. Είχε κηλίδες λάσπης στη μαύρη φόρμα και στα αθλητικά του, όπως θα ήταν πιτσιλισμένος αυτός που είχε διασχίσει τρέχοντας, καβάλα σε μια γουρούνα, το λόφο Μπάροου και το λασπερό βοσκοτόπι στα όρια του πανηγυριού. Η υπόνοια, απ’ τη συνομιλία του με το φίλο του στο κιγκλίδωμα, ότι μπορεί να προμήθευε ναρκωτικά εξηγούσε πώς ένας άγνωστος μπορεί να είχε γίνει μονομιάς δεκτός στην άθλια συντροφιά. Καθώς ο Γκάρνεϊ παρατηρούσε τη μαυροντυμένη σιλουέτα και ζύγιαζε τα δευτερεύοντα αποδεικτικά στοιχεία, το γρατσούνισμα που συνέθετε το μουσικό φόντο ξαφνικά σταμάτησε – και το ακολούθησαν αρκετά δευτερόλεπτα από ηχηρά παράσιτα και τέλος μια ανακοίνωση. Κυρίες και κύριοι, την προσοχή σας, παρακαλώ. Πρόκειται για επείγον ζήτημα. Παρακαλώ να παραμείνετε ψύχραιμοι. Το ζήτημα είναι επείγον. Αυτή τη στιγμή τα πυροσβεστικά συνεργεία ανταποκρίνονται σε πολυάριθμες φωτιές άγνωστης αιτιολογίας. Για την ασφάλεια όλων, τα προγραμματισμένα αποψινά δρώμενα αναβάλλονται. Ο χώρος του πανηγυριού θα εκκενωθεί με τάξη και ασφάλεια. Όσα παιχνίδια του

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

493

λούνα παρκ λειτουργούν ακόμα, θα είναι τα τελευταία για απόψε. Ζητούμε απ’ όλους τους εκθέτες να κλείσουν τα περίπτερα και τις τέντες τους. Ζητούμε απ’ όλους τους παρευρισκόμενους να ακολουθήσουν τις οδηγίες του προσωπικού ασφαλείας, πυρασφάλειας και παροχής πρώτων βοηθειών. Το ζήτημα είναι επείγον. Όλοι οι επισκέπτες του πανηγυριού πρέπει να αρχίσουν να κατευθύνονται με ψυχραιμία και τάξη προς τις εξόδους και τα πάρκινγκ. Επαναλαμβάνω, αυτή τη στιγμή ανταποκρινόμαστε σε πολυάριθμες πυρκαγιές άγνωστης αιτιολογίας. Για την ασφάλεια όλων, ζητούμε αυτή τη στιγμή να αρχίσετε με τάξη και ψυχραιμία την… Την ανακοίνωση διέκοψε η ισχυρότερη μέχρι τώρα έκρηξη. Ο πανικός εξαπλωνόταν ραγδαία. Φωνές. Μητέρες που στρίγκλιζαν, αναζητώντας τα παιδιά τους. Κόσμος που κοιτούσε γύρω αλαφιασμένος, μερικοί ασάλευτοι κι άλλοι κινούμενοι σπασμωδικά. Ο κουκουλοφόρος, στέκοντας στο κιγκλίδωμα και κοιτάζοντας τον κολοσσιαίο μύλο, δεν έδειξε την παραμικρή αντίδραση. Ούτε σοκ ούτε περιέργεια. Αυτό, κατά την εκτίμηση του Γκάρνεϊ, ήταν το πλέον ενοχοποιητικό στοιχείο μέχρι στιγμής. Πώς ήταν δυνατόν το άτομο αυτό να μην αντιδράσει; Εκτός κι αν όσα συνέβαιναν δεν του προκαλούσαν την παραμικρή έκπληξη. Όπως συνέβαινε συχνά στον νοερό κόσμο του Γκάρνεϊ, ωστόσο, η ολοένα μεγαλύτερη βεβαιότητα έφερνε μαζί της μια αντίστοιχη επιφυλακή. Ήξερε καλά πόσο η αντίληψη και οι προειλημμένες αποφάσεις μπορούν να αρχίσουν να στηρίζουν από μόνες τους ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα. Όταν ένα μοτίβο αρχίζει να παίρνει σχήμα, όσο σφαλερό κι αν είναι, το μυαλό ασυναίσθητα ευνοεί ό,τι δεδομένα τείνουν να το υποστηρίζουν, και παραβλέπει όσα του αντιτίθενται. Τα αποτελέσματα μπορεί να αποβούν καταστροφικά και, ειδικά στο χώρο της έννομης τάξης, μοιραία. Κι αν ο κουκουλοφόρος ήταν ένας ακόμη παθητικός χασομέρης, τόσο μαστουρωμένος που τον απορροφούσαν περισσότερο τα φώτα του λούνα παρκ απ’ τον καθ’ όλα αληθινό κίνδυνο γύρω του; Κι αν ήταν απλώς ένας από τα εκατομμύρια των ανθρώπων στη γη με μικρή, γαμψή μύτη; Κι αν οι πιτσιλιές από λάσπη στα μπατζάκια του βρίσκονταν εκεί για μια βδομάδα;

494

JOHN VERDON

Κι αν όλα όσα έμοιαζαν να συνθέτουν ολοένα και περισσότερο ένα προφανές μοτίβο δεν συνέθεταν τίποτε απολύτως; Ο Γκάρνεϊ έπρεπε να κάνει κάτι, οτιδήποτε, για να επιλύσει το ζήτημα. Κι έπρεπε να το κάνει μόνος του. Και γρήγορα. Δεν είχε χρόνο για να προσεγγίσει την κατάσταση διακριτικά. Ούτε ομαδικά. Ένας Θεός ήξερε πού είχε φτάσει ο Χάρντγουικ στο μεταξύ. Και δεν υπήρχε πιθανότητα να εξασφαλίσει τη συνεργασία της τοπικής αστυνομίας, που πιθανότατα πάσχιζε ήδη να αντιμετωπίσει το αρχικό πανδαιμόνιο – χώρια το εμπόδιο της προσωπικής έχθρητας που είχε προκαλέσει. Αν τους προσέγγιζε τώρα, το πιθανότερο ήταν να τον συλλάβουν, παρά να τον βοηθήσουν να διευθετήσει το ζήτημα του μαυροντυμένου κουκουλοφόρου. Τα παιχνίδια του λούνα παρκ εξακολουθούσαν να βροντούν και να στριγκλίζουν γύρω απ’ τα μηχανικά τους όρια. Ο μύλος γύριζε αργά, με το μέγεθος και τη συγκριτική σιωπή της κίνησής του να του προσδίδουν ένα ιδιαίτερο μεγαλείο εν μέσω των πιο ταπεινών και οχληρών κατασκευών. Ο κόσμος περπατούσε ακόμα και προς τις δύο κατευθύνσεις στον κεντρικό δρόμο του πανηγυριού. Γονείς γεμάτοι ανησυχία άρχιζαν να μαζεύονται στο κιγκλίδωμα, προφανώς για να μαζέψουν τα παιδιά τους μόλις κατέβαιναν απ’ τα διάφορα παιχνίδια του λούνα παρκ. Ο Γκάρνεϊ δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Έσφιξε τη λαβή της Μπερέτας στη φαρδιά τσέπη του φούτερ του, την απασφάλισε και προχώρησε παράλληλα με το κιγκλίδωμα σε μια θέση απόστασης μερικών μέτρων απ’ τον κουκουλοφόρο. Βασιζόμενος πλέον σε ελάχιστα πέρα απ’ το ένστικτό του και την παρόρμηση της στιγμής, άρχισε να σιγοτραγουδά: Γύρω-γύρω όλοι Στα ρόδα η φύσις όλη Στάχτες, στάχτες Και καταγής. Ένας άντρας και μια γυναίκα που στέκονταν κοντά στον Γκάρνεϊ του έριξαν μια περίεργη ματιά. Ο κουκουλοφόρος παρέμενε ακίνητος.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

495

Ένα παιχνίδι με το όνομα Ο γύρος του τρόμου φρέναρε με έναν ήχο σαν από χιλιάδες νύχια που ξύνονταν σε μαυροπίνακα, κι απελευθέρωσε μερικές δεκάδες κατενθουσιασμένα πιτσιρίκια, πολλά από τα οποία απομακρύνθηκαν βιαστικά απ’ τους ενηλίκους που περίμεναν – με αποτέλεσμα να εκκενωθεί ο χώρος γύρω απ’ τον Γκάρνεϊ. Με την κρυμμένη του Μπερέτα να σημαδεύει τη μαυροντυμένη μορφή μπροστά του στην πλάτη, συνέχισε το σιγανό τραγούδι, κρατώντας τον ανόητο, κελαρυστό τόνο του παιδικού τραγουδιού όσο καλύτερα μπορούσε, ενώ ταυτόχρονα πρόσθετε δικά του λόγια. Ο μικρούλης Πίτερ Παν Για φόνο έκανε το παν Μέχρι που έγινε θαρρείς Σκόρπια στάχτη καταγής Πίτερ Παν, πού θα κρυφτείς; Ο κουκουλοφόρος γύρισε ελαφρά το κεφάλι, αρκετά ίσως ώστε να διακρίνει με την περιφερική του όραση τη σωματική διάπλαση και τη θέση του ανθρώπου που στεκόταν πίσω του, αλλά παρέμεινε σιωπηλός. Ο Γκάρνεϊ μπορούσε τώρα να ξεχωρίσει κάμποσα κόκκινα κυκλικά σημάδια διαμέτρου μπιζελιού μπογιατισμένα στο μάγουλο του τύπου με τρόπο που του θύμιζε τα τατουάζ σε σχήμα δακρύων που συχνά έκαναν στο ίδιο σημείο τα μέλη συμμοριών – καμιά φορά ως φόρο τιμής σε δολοφονημένους φίλους, κι άλλοτε πάλι ως διαφήμιση των φόνων που οι ίδιοι είχαν διαπράξει. Ξαφνικά ένιωσε μια μικρή ανατριχίλα, συνειδητοποιώντας πως δεν επρόκειτο για κόκκινες βούλες, ούτε καν για δάκρυα. Ήταν κόκκινα, μικροσκοπικά λουλουδάκια. Τα χέρια του κουκουλοφόρου άλλαξαν ανεπαίσθητα θέση μες στις φαρδιές μπροστινές τσέπες της ζακέτας του. Στη δική του τσέπη, ο δεξιός δείκτης του Γκάρνεϊ γλίστρησε πάνω στη σκανδάλη της Μπερέτας.

496

JOHN VERDON

Στο δρόμο πίσω του, σε απόσταση το πολύ εκατό μέτρων, ακούστηκε κι άλλη έκρηξη – που την ακολούθησαν φωνές, τσιρίδες, βρισιές, η κλαγγή από καμπάνες της πυροσβεστικής που άρχιζαν να χτυπούν όλες μαζί, κι άλλες κραυγές, κάποιος που ούρλιαζε το όνομα Τζόζεφ και ήχος από ομαδικό ποδοβολητό. Ο κουκουλοφόρος στεκόταν τελείως ασάλευτος. Ο Γκάρνεϊ ένιωσε ένα κύμα οργής να τον κατακλύζει καθώς φανταζόταν τη σκηνή που εκτυλισσόταν πίσω του, τη σκηνή που προκαλούσε αυτές τις κραυγές πόνου και τρόμου. Άφησε την οργή να δώσει τον τόνο στα επόμενα λόγια του. «Τέλειωσες, Πανίκο;» «Σ’ εμένα μιλάς;» Ο τόνος της ερώτησης ξεχώριζε λόγω της απουσίας κάθε ίχνους ανησυχίας. Η προφορά είχε την αόριστη χροιά της πόλης, με κάτι το τραχύ. Και ήταν απροσδιόριστης ηλικίας –μια φωνή παραδόξως παιδική– με το φύλο εξίσου αβέβαιο όσο και το σώμα απ’ το οποίο προερχόταν. Ο Γκάρνεϊ περιεργάστηκε όσο λίγο μπορούσε να διακρίνει απ’ το βαμμένο κίτρινο πρόσωπο που έκρυβε η μαύρη κουκούλα. Τα εκτυφλωτικά φώτα του πανηγυριού, οι κραυγές φόβου και ταραχής που ξεχείλιζαν απ’ τους τόπους των εκρήξεων, και η διαπεραστική οσμή του καπνού που μετέφερε ο άνεμος μεταμόρφωναν το πλάσμα ενώπιόν του σε κάτι απόκοσμο. Μια μινιατούρα του Δρεπανηφόρου Θεριστή-Θανάτου. Ένας ηθοποιός-παιδί στο ρόλο ενός δαίμονα. Ο Γκάρνεϊ απάντησε με ψυχραιμία. «Μιλάω στον ‘‘τέλειο’’ Πίτερ Παν, που σκότωσε τον λάθος άνθρωπο». Το πρόσωπο του κουκουλοφόρου γύρισε προς το μέρος του αργά. Τη στροφή ακολούθησε και το σώμα. «Μείνε εκεί που είσαι», είπε ο Γκάρνεϊ. «Ακίνητος». «Δεν γίνεται, φίλε». Μια παραπονιάρικη δυσφορία διαπερνούσε τη φωνή του κουκουλοφόρου. «Πώς μπορώ να μείνω ακίνητος;» «Ακίνητος είπα!» Η κίνηση σταμάτησε. Τα ορθάνοιχτα μάτια στο φόντο του κίτρινου προσώπου ήταν τώρα εστιασμένα στην τσέπη όπου ο Γκάρνεϊ κράδαινε την Μπερέτα, έτοιμος να πυροβολήσει. «Και τι θα κάνεις, ρε φίλε;» Ο Γκάρνεϊ δεν απάντησε.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

497

«Θα με πυροβολήσεις;» Το στιλ της ομιλίας, ο ρυθμός, η προφορά της, όλα ταίριαζαν σε σκληραγωγημένο παιδί που είχε μεγαλώσει στο δρόμο. Ωστόσο, κατά κάποιον τρόπο, συλλογίστηκε ο Γκάρνεϊ, η ομοιότητα δεν ήταν επαρκής. Για μια στιγμή δεν μπορούσε να καταλάβει το πρόβλημα. Και τότε συνειδητοποίησε τι έφταιγε. Η φωνή είχε τον τυποποιημένο τόνο του ανήλικου γκάνγκστερ, χωρίς να θυμίζει κάποια συγκεκριμένη περιοχή ή πόλη. Ήταν σαν την αδυναμία στην ομιλία των Βρετανών ηθοποιών που έπαιζαν τους Νεοϋορκέζους. Οι προφορές τους περιπλανιόνταν από περιφέρεια σε περιφέρεια της Νέας Υόρκης, καταλήγοντας να μην προέρχονται από πουθενά. «Αν θα σε πυροβολήσω;» Ο Γκάρνεϊ συνοφρυώθηκε σκεφτικός. «Θα σε πυροβολήσω αν δεν κάνεις ακριβώς αυτό που σου λέω». «Σαν τι, φίλε;» Καθώς μιλούσε, άρχισε πάλι να γυρίζει σαν να σκόπευε να κοιτάξει τον Γκάρνεϊ καταπρόσωπο. «Ακίνητος!» Ο Γκάρνεϊ έσπρωξε την Μπερέτα μες στην τσέπη του φούτερ, κάνοντας την παρουσία της ακόμα πιο αισθητή. «Δεν ξέρω ποιος είσαι, φίλε, αλλά είσαι τρελός για δέσιμο». Γύρισε μερικές μοίρες ακόμα. «Ένα χιλιοστό ακόμα, Πανίκο, και τραβάω τη σκανδάλη». «Ποιος σκατά είναι αυτός ο Πανίκος;» Ο τόνος του άξαφνα ακούστηκε γεμάτος σαστιμάρα κι αγανάκτηση. Ίσως σε σημείο υπερβολής. «Θες να μάθεις ποιος είναι ο Πανίκος;» Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Είναι ο μεγαλύτερος αποτυχημένος στην υπόθεση». Εκείνη τη στιγμή πρόσεξε μια φευγαλέα αλλαγή στα παγερά μάτια – κάτι που ήρθε κι έφυγε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Αν έπρεπε να το χαρακτηρίσει, θα έλεγε πως ήταν μια λάμψη λυσσαλέου μίσους. Το οποίο αντικατέστησε μια επιδεικτική αποστροφή. «Τα ’χεις χαμένα, φίλε. Εντελώς χαμένα». «Μπορεί», είπε ο Γκάρνεϊ ψύχραιμα. «Μπορεί να είμαι τρελός. Μπορεί, όπως κι εσύ, να πυροβολήσω κι εγώ τον λάθος άνθρωπο. Μπορεί να φας μια σφαίρα μόνο και μόνο επειδή βρέθηκες στο λάθος μέρος τη λάθος χρονική στιγμή. Συμβαίνουν αυτά, έτσι δεν είναι;»

498

JOHN VERDON

«Λες μαλακίες, φίλε! Δεν πρόκειται να με πυροβολήσεις εν ψυχρώ μπροστά σε χιλιάδες κόσμο μες στο γαμημένο το πανηγύρι. Έτσι και το κάνεις, τελείωσες, φίλε. Καθάρισες. Φαντάσου τους τίτλους των εφημερίδων – Τρελός μπάτσος σκοτώνει ανυπεράσπιστο πιτσιρίκι. Αυτά θες να διαβάσουν οι δικοί σου στις εφημερίδες, φίλε;» Το χαμόγελο του Γκάρνεϊ πλάτυνε κι άλλο. «Καταλαβαίνω τι λες. Πολύ ενδιαφέρον. Για πες μου και κάτι άλλο. Πώς ήξερες ότι είμαι μπάτσος;» Για δεύτερη φορά κάτι έλαμψε στα μάτια του τύπου. Όχι μίσος αυτή τη φορά, αλλά περισσότερο το στιγμιαίο κόλλημα σε ένα βίντεο προτού αρχίσει πάλι να παίζει κανονικά. «Πρέπει να είσαι μπάτσος, έτσι δεν είναι; Δεν μπορεί να μην είσαι. Είναι προφανές, δεν είναι;» «Τι το κάνει προφανές;» Ο κουκουλοφόρος κούνησε το κεφάλι. «Είναι απλώς προφανές, φίλε». Γέλασε ψυχρά, φανερώνοντας τα μικρά, αιχμηρά δόντια του. «Και να σου πω και κάτι άλλο. Θα σ’ το πω. Η συζήτηση αυτή είναι σκέτη μαλακία. Είσαι τρελός για δέσιμο, φίλε. Η συζήτηση έληξε». Και με μια γρήγορη κίνηση, γύρισε προς το μέρος του Γκάρνεϊ, με τους αγκώνες του να υψώνονται ταυτόχρονα σαν τα φτερά πουλιού, τα μάτια του γουρλωτά κι αγριεμένα, και με τα δυο του χέρια κρυμμένα ακόμα στις πτυχές της φαρδιάς μαύρης ζακέτας. Ο Γκάρνεϊ έβγαλε την Μπερέτα και πυροβόλησε.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

499

Κεφάλαιο 61 Απόλυτο χάος ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΗΧΗΡΗ εκπυρσοκρότηση του όπλου, καθώς η κοκαλιάρικη μαυροντυμένη φιγούρα σωριαζόταν κατάχαμα, ο πρώτος ήχος που αντιλήφθηκε ο Γκάρνεϊ ήταν η κραυγή οδύνης της Μάντλιν. Στεκόταν σε απόσταση το πολύ έξι-εφτά μέτρων, προφανώς επιστρέφοντας απ’ τα μαντριά. Η έκφρασή της αντανακλούσε όχι μόνο το εύλογο σοκ από το ότι είχε μόλις παραστεί μάρτυρας σε πυροβολισμό, αλλά και τη φρικτή κι ακατανόητη διαπίστωση ότι αυτός που είχε πυροβολήσει ήταν ο άντρας της, κι ότι το θύμα, εξ όψεως, ήταν μικρό παιδί. Με το χέρι στο στόμα, έμοιαζε να έχει παγώσει στη θέση της, λες και η προσπάθεια να κατανοήσει αυτό που έβλεπε την απορροφούσε τόσο απόλυτα, που οποιαδήποτε άλλη κίνηση ήταν αδύνατη. Κι άλλοι άνθρωποι στο δρόμο έμοιαζαν σαστισμένοι, ορισμένοι πισωπατώντας, άλλοι προσπαθώντας να πλησιάσουν για να δουν καλύτερα, ρωτώντας ο ένας τον άλλον τι είχε συμβεί. Φωνάζοντας «Αστυνομία!» κάμποσες φορές, ο Γκάρνεϊ έβγαλε το πορτοφόλι του και το άνοιξε με το ελεύθερο χέρι του, υψώνοντάς το πάνω απ’ το κεφάλι του για να επιδείξει τα διαπιστευτήριά του απ’ την αστυνομία της Νέας Υόρκης, και να προλάβει την πιθανότητα παρέμβασης κάποιου ένοπλου πολίτη. Καθώς πλησίαζε το σώμα που κειτόταν στο έδαφος για να επιβεβαιώσει την εξουδετέρωση του όποιου κινδύνου και να ελέγξει τις ζωτικές λειτουργίες, μια τραχιά φωνή πίσω του διαπέρασε το ανήσυχο κουβεντολόι των θεατών. «Ακίνητος! Ούτε βήμα!»

500

JOHN VERDON

Σταμάτησε μονομιάς. Είχε ακούσει τον ίδιο τόνο πολλές φορές στη δουλειά του – μια εύθραυστη στοιβάδα θυμού που περιέβαλλε έναν σπασμωδικό χαρακτήρα. Η πιο ασφαλής λύση ήταν να μην κάνει απολύτως τίποτα πέρα απ’ το να συμμορφωθεί με τις εντολές της, γρήγορα και με ακρίβεια. Ένας μπάτσος με την ταυτότητά του εμφανή παρά τα πολιτικά του ρούχα πλησίασε απ’ τα δεξιά τον Γκάρνεϊ, άρπαξε σφιχτά τον δεξιό του πήχη, και του πήρε το πιστόλι απ’ το χέρι. Την ίδια στιγμή, κάποιος πίσω του τράβηξε το πορτοφόλι απ’ το υψωμένο αριστερό του χέρι. Λίγες στιγμές αργότερα, θεωρητικά αφού είχε περιεργαστεί την ταυτότητά του, ο τύπος με τη νευρική φωνή δήλωσε: «Κοίτα να δεις – ο τύπος που ψάχνουμε είναι». Ο Γκάρνεϊ τώρα αναγνώρισε τη φωνή του ένστολου αστυνομικού που δούλευε ως φύλακας στην είσοδο του πανηγυριού. Ο μπάτσος ήρθε και στάθηκε μπροστά στον Γκάρνεϊ, τον παρατήρησε από πάνω ως κάτω, κοίταξε το ασάλευτο σώμα στο έδαφος, κι έπειτα πάλι τον Γκάρνεϊ. «Τι διάολο έκανες; Πυροβόλησες το παιδί;» «Δεν είναι παιδί. Είναι ο φυγάς που σου έλεγα στην πύλη». Μιλούσε μεγαλόφωνα και καθαρά, επιδιώκοντας η περιγραφή της κατάστασης να ακουστεί από όσο το δυνατόν περισσότερους μάρτυρες. «Πρέπει να ελέγξεις τις ζωτικές του λειτουργίες. Η πληγή πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα στον δεξιό ώμο και τη δεξιά θωρακική κοιλότητα. Πες στους τραυματιοφορείς να ελέγξουν αμέσως για τυχόν αρτηριακή αιμορραγία». «Ποιος γαμιόλης είσαι του λόγου σου;» Ο μπάτσος κοίταξε πάλι το πεσμένο σώμα. Η σαστιμάρα διαπότιζε την εχθρικότητά του δίχως να την ελαττώνει. «Μικρό παιδί είναι. Άοπλο. Γιατί το πυροβόλησες;» «Δεν είναι παιδί. Λέγεται Πέτρος Πανίκος. Πρέπει να ειδοποιήσεις το Εγκληματολογικό στη Σασπαρίλα και το τοπικό γραφείο του FBI στο Όλμπανι. Ήταν ο εκτελεστής στην υπόθεση δολοφονίας του Καρλ Σπόλτερ». «Εκτελεστής; Αυτός; Πλάκα μου κάνεις, ρε μαλάκα; Γιατί το πυροβόλησες το παιδί;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

501

Ο Γκάρνεϊ του έδωσε τη μοναδική αποδεκτή και νόμιμη απάντηση, που συνέβαινε να είναι και η αλήθεια. «Επειδή πίστευα ότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος για τη ζωή μου». «Από ποιον; Από τι;» «Αν βγάλεις τα χέρια απ’ τις τσέπες του, στη μία απ’ αυτές θα βρεις ένα όπλο». «Σοβαρά;» Κοίταξε τριγύρω να εντοπίσει τον μπάτσο με τα πολιτικά, ο οποίος έμοιαζε να έχει μια διαφωνία ως προς τις πρώτες βοήθειες με κάποιον στο γουόκι-τόκι. «Ντουέιν; Έι, Ντουέιν! Βγάζεις τα χέρια του μικρού απ’ τις τσέπες να δούμε τι έχει μέσα; Ο τύπος εδώ λέει ότι θα βρεις ένα πιστόλι». Ο Ντουέιν αντάλλαξε μερικά τελευταία λόγια με το συνομιλητή του και πέρασε το γουόκι-τόκι στη ζώνη του. «Μάλιστα, αστυνόμε. Κανένα πρόβλημα». Γονάτισε πλάι στο πεσμένο σώμα. Τα μάτια του κουκουλοφόρου ήταν ακόμη ανοιχτά. Έμοιαζε να έχει τις αισθήσεις του. «Είσαι οπλισμένος, μικρέ;» Απάντηση καμία. «Δεν θέλουμε να έχουμε άλλους τραυματίες, έτσι; Θα ελέγξω, λοιπόν, να δω μήπως έχεις επάνω σου κανένα όπλο που ξέχασες να αναφέρεις». Καθώς ψηλαφούσε την τσέπη της χοντρής μαύρης ζακέτας συνοφρυώθηκε. «Κάτι πιάνω εδώ, μικρέ. Θες να μου πεις τι είναι, για να μην έχουμε μπλεξίματα;» Το βλέμμα του κουκουλοφόρου ήταν τώρα καρφωμένο στον Ντουέιν, αλλά παρέμεινε σιωπηλός. Ο Ντουέιν έχωσε τα χέρια και στις δύο τσέπες ταυτόχρονα, άρπαξε τα κρυμμένα χέρια και τα έβγαλε αργά στο φως. Το αριστερό χέρι ήταν άδειο. Το δεξί κρατούσε ένα παράταιρα κοριτσίστικο ροζ κινητό. Ο ένστολος αστυνομικός έριξε στον Γκάρνεϊ ένα προσποιητό βλέμμα συμπόνιας. «Ωχ, κακό αυτό. Πήγες και πυροβόλησες το πιτσιρίκι επειδή είχε ένα κινητό στην τσέπη του. Ένα ακίνδυνο κινητό. Δεν σε βλέπω καθόλου καλά. Έχουμε πρόβλημα με το ζήτημα της άμεσης απειλής εδώ πέρα. Έι, Ντουέιν, τσέκαρε τις ζωτικές λειτουργίες του μικρού και ειδοποίησε το ασθενοφόρο». Κοίταξε πάλι τον Γκάρνεϊ, κουνώντας το κεφάλι. «Δύσκολα τα πράγματα, κύριος, πολύ δύσκολα».

502

JOHN VERDON

«Ο τύπος οπλοφορεί. Πρέπει να τον ψάξετε καλύτερα». «Είσαι βέβαιος, ε; Και πώς διάολο είσαι βέβαιος;» «Άμα δουλεύεις πάνω από είκοσι χρόνια στο τμήμα ανθρωποκτονιών της Νέας Υόρκης, μαθαίνεις να ψυχανεμίζεσαι ποιος οπλοφορεί». «Σοβαρά; Άκου να δεις. Ε, λοιπόν, σύμφωνοι, οπλοφορούσε. Ήταν οπλισμένος με ένα ροζ κινητό», πρόσθεσε με ένα απωθητικό χαμόγελο. «Κάτι που δυσκολεύει την κατάσταση για σένα. Δύσκολα τον αποκαλείς δικαιολογημένο τον πυροβολισμό, ακόμα κι αν ήσουν εν ενεργεία – που, βεβαίως, δεν είσαι. Πολύ φοβάμαι ότι θα πρέπει να μας ακολουθήσεις, μίστερ Γκάρνεϊ». Ο Γκάρνεϊ πρόσεξε ότι ο Χάρντγουικ είχε επιστρέψει και βρισκόταν στο εσωτερικό άκρο του ολοένα μεγαλύτερου πλήθους των θεατών, όχι πολύ μακριά απ’ τη Μάντλιν, που έμοιαζε λιγότερο με άγαλμα αλλά είχε ακόμα τον ίδιο φόβο στα μάτια. Το βλέμμα του Χάρντγουικ είχε πάρει μια παγερή ακινησία που σήμαινε κίνδυνο – τον ιδιαίτερο κίνδυνο που πηγάζει από την άγνοια του κινδύνου. Ο Γκάρνεϊ είχε την αίσθηση ότι αν έκανε ένα ανεπαίσθητο νεύμα προς το μέρος του μπάτσου που τον κοντράριζε, ο Χάρντγουικ θα φύτευε χαλαρά μια σφαίρα των εννέα χιλιοστών στο στέρνο του τύπου. Τότε ένας ήχος σαν σιγανό μουρμούρισμα τραγουδιού τράβηξε την προσοχή του Γκάρνεϊ – μόλις αισθητός μες στην αυξανόμενη φασαρία της πυρκαγιάς και του εξοπλισμού πρώτων βοηθειών που μετακινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις του πανηγυριού. Καθώς πάσχιζε να ξεχωρίσει την πηγή του αλλόκοτου μουρμουρητού, αυτό δυνάμωσε, ακολουθώντας μια πιο ξεκάθαρη μελωδία. Και τότε αναγνώρισε το τραγούδι. Ήταν το Γύρω-γύρω όλοι. Ο Γκάρνεϊ έπιασε πρώτα τη μελωδία, κι έπειτα την πηγή της. Ερχόταν απ’ τα μισάνοιχτα χείλη του τραυματία στο έδαφος – τα μισάνοιχτα χείλη στο κέντρο του μπογιατισμένου κόκκινου χαμόγελου. Μια κηλίδα αίμα, ίσα ίσα πιο κόκκινη απ’ το χαμόγελο, είχε αρχίσει να ποτίζει τον ώμο της μαύρης ζακέτας και να λεκιάζει το σκονισμένο πεζοδρόμιο. Καθώς όλοι όσοι το άκουγαν έστεκαν με γουρλωμένα μάτια, το μουρμουρητό έδωσε σταδιακά τη θέση του στους στίχους του παιδικού τραγουδιού.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

503

Γύρω-γύρω όλοι Στα ρόδα η φύσις όλη Στάχτες, στάχτες Και καταγής. Καθώς τραγουδούσε, ύψωσε αργά το ροζ κινητό που κρατούσε ακόμα στο αριστερό του χέρι. «Χριστέ μου!» φώναξε ο Γκάρνεϊ στους δύο μπάτσους μόλις κατάλαβε τι συνέβαινε. «Το κινητό! Πάρτε το κινητό απ’ το χέρι του! Μ’ αυτό θα πυροδοτήσει τον πυροκροτητή! Πάρτε το απ’ το χέρι του!» Όταν κανείς απ’ τους δύο δεν έδειξε να καταλαβαίνει τι έλεγε, χίμηξε ο ίδιος, ρίχνοντας μια γερή κλοτσιά προς το κινητό – την ίδια στιγμή που οι δύο μπάτσοι ορμούσαν στο κατόπι του. Το πόδι του πέτυχε το χέρι που κρατούσε το κινητό, στέλνοντάς το να τσουλήσει στο τσιμέντο, ενώ την ίδια στιγμή οι μπάτσοι τον σώριαζαν χάμω. Αλλά ο Πίτερ Παν είχε ήδη πιέσει το πλήκτρο ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Πριν περάσουν τρία δευτερόλεπτα, τον αέρα έσκισαν σε ραγδαία διαδοχή έξι ισχυρές εκρήξεις –διαπεραστικές, εκκωφαντικές σχεδόν– αλλιώτικες απ’ τον υπόκωφο κρότο των πρωτύτερων εμπρηστικών συσκευών. Τα αυτιά του Γκάρνεϊ βούιζαν – καλύπτοντας κάθε άλλο ήχο. Καθώς οι μπάτσοι που τον είχαν ρίξει κάτω πάσχιζαν να σηκωθούν, το έδαφος κοντά του τραντάχτηκε με δύναμη. Ο Γκάρνεϊ κοίταξε αλαφιασμένος τριγύρω ψάχνοντας τη Μάντλιν, και την είδε να σφίγγει το κιγκλίδωμα, εμβρόντητη. Έτρεξε προς το μέρος της, απλώνοντας τα χέρια του. Τη στιγμή που την έφτανε, εκείνη ούρλιαξε, δείχνοντας κάτι που βρισκόταν πίσω του. Ο Γκάρνεϊ γύρισε και κοίταξε, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια χωρίς να καταλαβαίνει τι ήταν αυτό που έβλεπε. Ο μύλος είχε ξεκολλήσει απ’ τα υποστυλώματά του. Αλλά εξακολουθούσε να γυρίζει. Να γυρίζει. Όχι να περιστρέφεται ακίνητος γύρω απ’ τον άξονά του –τα ατσάλινα στηρίγματα του οποίου έμοιαζαν να έχουν διαλυθεί– αλλά να κυλάει με όλο του το βάρος προς τα μπρος, μέσα σε ένα

504

JOHN VERDON

σύννεφο πνιγηρής σκόνης, πέρα απ’ τη ραγισμένη τσιμεντένια βάση του. Τότε τα φώτα έσβησαν –παντού– και το ξαφνικό σκοτάδι δυνάμωσε και πολλαπλασίασε τα ουρλιαχτά τρόμου ολόγυρα, κοντά και μακριά. Ο Γκάρνεϊ και η Μάντλιν αρπάχτηκαν ο ένας απ’ τον άλλον καθώς ο θηριώδης τροχός κυλούσε πλάι τους, συνθλίβοντας το κιγκλίδωμα που τον περιέκλειε, και με τις αστραπές των χαμηλών νεφών να τον διαγράφουν, ενώ απ’ την ταλαντευόμενη υποδομή του έβγαιναν όχι μονάχα τα ουρλιαχτά όσων επέβαιναν, αλλά και ο φριχτός ήχος του μετάλλου που τρίβεται σε μέταλλο, ένα ξύσιμο σαν τον κρότο ατσάλινου μαστίγιου. Το μόνο φως που διέκρινε πλέον ο Γκάρνεϊ στο πανηγύρι προερχόταν απ’ τις περιστασιακές αστραπές και τις σκόρπιες φωτιές, που θέριευαν κι εξαπλώνονταν με τον άνεμο. Σε μια φελινική σκηνή επίγειας κόλασης, ο αποκολλημένος μύλος κυλούσε σε ένα είδος εφιαλτικής αργής κίνησης προς τον κεντρικό δρόμο – πιο πολύ στο σκοτάδι, εκτός κι αν τον φώτιζε σαν γαλανόλευκο φωτορυθμικό η λάμψη μιας αστραπής. Τα δάχτυλα της Μάντλιν είχαν γραπώσει το μπράτσο του Γκάρνεϊ. Η φωνή της ακουγόταν ραγισμένη. «Για όνομα του Θεού, τι συμβαίνει;» «Διακοπή ρεύματος», είπε εκείνος. Η δήλωσή του ήταν τόσο παράλογα μικρή για να περιγράψει αυτό που συνέβαινε, ώστε προκάλεσε και στους δύο την ίδια στιγμή μια ταυτόχρονη έκρηξη νευρικού γέλιου. «Ο Πανίκος... έσπειρε εκρηκτικά σε ολόκληρο το πανηγύρι», κατάφερε να προσθέσει ο Γκάρνεϊ, κοιτώντας γύρω του άγρια. Το σκοτάδι ήταν γεμάτο τσουχτερό καπνό και ουρλιαχτά. «Τον σκότωσες;» φώναξε η Μάντλιν, όπως θα ρωτούσε κανείς με απελπισία αν ο κροταλίας που βρισκόταν μπροστά τους ήταν σίγουρα νεκρός. «Τον πυροβόλησα». Κοίταξε προς το μέρος του πεσμένου σώματος. Περίμενε τη λάμψη μιας αστραπής για να τον κατευθύνει προς τη μαυροντυμένη φιγούρα που κειτόταν στο χώμα, συνειδητοποιώντας καθώς περίμενε ότι το σημείο βρισκόταν στην πορεία που είχε

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

505

ακολουθήσει ο μύλος. Η σκέψη τού τι μπορεί να αντίκριζε του έφερε ένα κύμα ναυτίας. Η πρώτη λάμψη του επέτρεψε να ζυγώσει, με τη Μάντλιν κολλημένη ακόμα στο μπράτσο του. Η δεύτερη λάμψη φανέρωσε αυτό που δεν ήθελε να δει. «Ω Θεέ μου!» φώναξε η Μάντλιν. «Ω Θεέ μου!» Καταπώς φαινόταν, μία απ’ τις πελώριες, δεκάδων τόνων ατσάλινες ρόδες του μύλου είχε κυλήσει πάνω απ’ τη μέση του σώματος – κόβοντάς το ουσιαστικά στα δύο. Καθώς έστεκαν εκεί στα σκοτεινά, ανάμεσα στις φευγαλέες λάμψεις της αστραπής και τις εκρήξεις της βροντής, άρχισε να βρέχει, και σύντομα η βροχή έγινε νεροποντή. Οι λάμψεις της αστραπής φώτιζαν ένα κινούμενο στα τυφλά πλήθος κόσμου. Πιθανότατα μονάχα το σκοτάδι κι ο κατακλυσμός τούς εμπόδιζαν να ξεχυθούν και να ποδοπατήσουν ο ένας τον άλλον. Ο Ντουέιν κι ο ένστολος μπάτσος είχαν προφανώς απομακρυνθεί απ’ το πτώμα του Πανίκου όταν πέρασε μπροστά τους ο μύλος – τον οποίο τώρα ακολουθούσαν στον κεντρικό δρόμο, μαγνητισμένοι θαρρείς κι ανήμποροι να αντισταθούν στις κραυγές φρίκης των παγιδευμένων επιβατών του. Ήταν ένα μέτρο του κολασμένου χάους της όλης σκηνής –με όλη την υπερφόρτιση αισθητηριακών, νοητικών και συναισθηματικών ερεθισμάτων– το γεγονός ότι μπορούσαν να εγκαταλείψουν το θύμα μιας ανθρωποκτονίας χωρίς να ρίξουν δεύτερη ματιά. Η Μάντλιν ακουγόταν σαν να πάσχιζε απεγνωσμένα να κρατήσει τη φωνή της ψύχραιμη. «Θεέ μου, Ντέιβιντ, τι κάνουμε τώρα;» Ο Γκάρνεϊ δεν απάντησε. Κοιτούσε κάτω, περιμένοντας την επόμενη λάμψη για να του δείξει το πρόσωπο μες στη μαύρη κουκούλα. Ώσπου να αστράψει, η καταρρακτώδης βροχή είχε ξεπλύνει μεγάλο μέρος της κίτρινης μπογιάς. Είδε αυτό που περίμενε να δει. Κάθε αμφιβολία έσβησε. Ήταν βέβαιος ότι το λεπτεπίλεπτο, καρδιόσχημο στόμα ήταν το ίδιο στόμα που είχε δει στα βίντεο ασφαλείας. Το ακρωτηριασμένο σώμα στα πόδια του, ανήκε όντως στον Πέτρο Πανίκο. Ο διαβόητος εκτελεστής είχε περάσει στην ανυπαρξία.

506

JOHN VERDON

Ο Πίτερ Παν είχε καταντήσει ένα αξιοθρήνητο μάτσο σπασμένα κόκαλα. Η Μάντλιν τράβηξε τον Γκάρνεϊ απ’ τη λιμνούλα αίματος και βρόχινου νερού όπου στεκόταν, και συνέχισε να τον τραβά ώσπου έφτασαν στο διαλυμένο κιγκλίδωμα. Οι αστραπές και οι κεραυνοί – τονίζοντας τον φρικιαστικό γδούπο του κινούμενου ακόμα μύλου και το κουδούνισμα των ξεχωριστών καλαθιών του που κουβαλούσαν τους επιβάτες, τις μεταλλικές στριγκλιές και τις ανθρώπινες κραυγές– έκανε κάθε λογική σκέψη σχεδόν ανέφικτη. Οι προσπάθειες της Μάντλιν να συγκρατήσει τον αυτοέλεγχό της είχαν αρχίσει να καταρρέουν και η φωνή της να ραγίζει και πάλι. «Ω Θεέ μου, Ντέιβιντ, ω Θεέ μου, θα πεθάνει κόσμος… θα πεθάνει κόσμος… τι μπορούμε να κάνουμε;» «Ένας Θεός ξέρει… ό,τι μπορούμε θα κάνουμε… αλλά πρώτα… εδώ και τώρα… πρέπει να βρω αυτό το κινητό… το κινητό που χρησιμοποίησε ο Πανίκος… το τηλεχειριστήριο… προτού χαθεί… προτού πυροδοτήσει κάτι ακόμα». Μια γνώριμη φωνή, υψωμένη σχεδόν σε κραυγή μες στη βουή, έκανε τον Γκάρνεϊ να χάσει την αυτοσυγκέντρωσή του. «Μείνε μαζί της. Θα το βρω εγώ». Πίσω του, πίσω απ’ τα απομεινάρια του κιγκλιδώματος, στο σημείο όπου ήταν στερεωμένος ο μύλος, οι ξύλινες πλατφόρμες που οι επιβάτες χρησιμοποιούσαν για να μπαινοβγαίνουν στα καλάθια, ξαφνικά τυλίχτηκαν στις φλόγες. Στο τρεμάμενο πορτοκαλί φως της καινούριας φωτιάς, διέκρινε τον Χάρντγουικ να προχωρά μέσα από τη λοξή βροχή προς το πτώμα στο έδαφος. Όταν το έφτασε, δίστασε λίγο προτού σκύψει για να πιάσει το γυαλιστερό ροζ κινητό, που βρισκόταν στο χέρι του Πανίκου. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα για να έχει κάνει η νεκρική ακαμψία τα δάχτυλα άκαμπτα, κι έτσι η αφαίρεση του τηλεφώνου δεν θα έπρεπε να παρουσιάζει δυσκολίες. Μα όταν ο Χάρντγουικ προσπάθησε να το αποσπάσει, το χέρι του Πανίκου υψώθηκε μαζί με το κινητό. Ακόμα και στο αχνό φως της φωτιάς, ο Γκάρνεϊ έβλεπε για ποιο λόγο γινόταν αυτό. Η μία άκρη ενός κοντού λουριού ήταν συνδεδεμένη με το κινητό, και η άλλη ήταν περασμένη γύρω απ’ τον καρπό του. Ο Χάρντγουικ άρπαξε το τηλέφωνο σφιχτά, τραβώντας το λουρί

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

507

για να ξελασκάρει. Η κίνηση ύψωσε κι άλλο το χέρι του Πανίκου. Τη στιγμή που το χέρι βρισκόταν τεντωμένο, ακούστηκε ένας δυνατός πυροβολισμός. Ο Γκάρνεϊ άκουσε τον Χάρντγουικ να βγάζει ένα απότομο μουγκρητό, κι έπειτα να σωριάζεται με τα μούτρα πάνω στο μικροκαμωμένο πτώμα. Ένας βοηθός σερίφη έτρεχε με τη βοήθεια ενός φακού κατά μήκος του κυρτού τσιμεντένιου δρόμου προς την κατεύθυνση του μύλου που κυλούσε ακόμα. Ακούγοντας τον πυροβολισμό σταμάτησε απότομα, με το ελεύθερο χέρι του στη λαβή του όπλου στο θηκάρι του, και το βλέμμα του κινήθηκε με ένα επικίνδυνα φορτισμένο βλέμμα απ’ τον Γκάρνεϊ στα διασταυρωμένα σώματα στο έδαφος κι έπειτα πάλι στο πρόσωπό του. «Τι διάολο;» Η απάντηση ήρθε απ’ τον ίδιο τον Χάρντγουικ, που πάσχιζε να ανασηκωθεί απ’ το πτώμα του Πανίκου, με μια φωνή σαν σφύριγμα ανάκατης οδύνης και οργής που έβγαινε με το ζόρι μέσα απ’ τα σφιγμένα του δόντια. «Αυτό το γαμημένο πτώμα μόλις με πυροβόλησε». Ο βοηθός σερίφη κοιτούσε με εύλογη σαστιμάρα. Έπειτα, καθώς πλησίαζε, το συναίσθημα ξεπέρασε την απλή σαστιμάρα. «Τζακ;» Η απάντηση ήταν ένα ακατάληπτο γρύλισμα. Κοίταξε προς το μέρος του Γκάρνεϊ. «Ο... ο Τζακ Χάρντγουικ είναι αυτός;»

508

JOHN VERDON

Κεφάλαιο 62 Κόλπα του μυαλού ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ, ΚΑΤΑΜΕΣΗΣ ενός πεδίου μάχης που θύμιζε Αποκάλυψη, όταν η επίθεση στα ψυχικά αποθέματα του Γκάρνεϊ άγγιζε την απόλυτη συντριβή, ένα πιθανό μονοπάτι προς την ασφάλεια εμφανιζόταν ξαφνικά. Αυτή τη φορά, εμφανίστηκε με τη μορφή του βοηθού σερίφη Τζ. Ολζέφσκι. Ο Ολζέφσκι αναγνώρισε τον Χάρντγουικ από ένα σεμινάριο της αστυνομίας σχετικά με τις ειδικές συνθήκες του νόμου περί εθνικής ασφάλειας. Δεν γνώριζε για την αποπομπή του Χάρντγουικ απ’ το Εγκληματολογικό, κάτι που έκανε το να κερδίσει τη συνεργασία του πιο εύκολο απ’ ό,τι θα ήταν διαφορετικά. Με σύντομα λόγια που άρμοζαν στην επείγουσα περίσταση, ο Γκάρνεϊ περιέγραψε στο βοηθό σερίφη την όλη κατάσταση σε γενικές γραμμές, κι εξασφάλισε τη συναίνεσή του να περιφράξει την περιοχή γύρω απ’ το πτώμα του Πανίκου, να κατασχέσει το κινητό του, να καλέσει το προσωπικό επίβλεψης του τομέα του αντί για την τοπική αστυνομία, να διενεργήσει ο ίδιος την έρευνα για το κρυμμένο όπλο που είχε εκπυρσοκροτήσει όταν υψώθηκε το χέρι του Πανίκου, και να βεβαιωθεί ότι το όπλο θα περνούσε στην κατοχή του σερίφη. Παρόλο που η μετακίνηση του Χάρντγουικ έκρυβε κινδύνους, όλοι συμφώνησαν ότι το να περιμένουν για ασθενοφόρο κάτω από τις συνθήκες αυτές θα ήταν ακόμα πιο ριψοκίνδυνο. Παρά την αιμορραγία απ’ το τραύμα της σφαίρας στα πλευρά του, ο ίδιος ο Χάρντγουικ ήταν αποφασισμένος να σηκωθεί όρθιος –κάτι

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

509

που κατόρθωσε με τη βοήθεια του Γκάρνεϊ και του Ολζέφσκι, εξαπολύοντας ένα χείμαρρο από βρισιές– και να κατευθυνθεί προς τα ασθενοφόρα που θα έμπαιναν απ’ τις πύλες του πανηγυριού. Σαν να ενέκρινε αυτή την απόφασή του, μια γεννήτρια πήρε μπρος και μερικά απ’ τα φώτα του δρόμου άναψαν πάλι – μονάχα σε ένα μικρό κλάσμα της κανονικής τους φωτεινότητας. Τουλάχιστον η αλλαγή έκανε εφικτή τη μετακίνηση πέρα απ’ τα όρια φωτισμού των πυρκαγιών και των αστραπών. Ο Χάρντγουικ κούτσαινε και μόρφαζε, με τον Γκάρνεϊ να τον υποβαστάζει από τη μια μεριά και τη Μάντλιν απ’ την άλλη, όταν ο μύλος –με το πάνω μισό του ορατό πάνω απ’ την κορυφή της κεντρικής τέντας στον επόμενο δρόμο– άρχισε να τραντάζεται και να ταλαντεύεται εν μέσω ήχων μετάλλου που τσάκιζε και βαριών αντικειμένων που έπεφταν με πάταγο στο τσιμέντο του πεζοδρομίου. Έπειτα, σε μια σουρεαλιστική αργή κίνηση, το πελώριο κυκλικό κατασκεύασμα έγειρε και χάθηκε απ’ τα μάτια τους πίσω απ’ την τέντα – κι ένα δευτερόλεπτο μετά, ακολούθησε ένας κρότος που έκανε το έδαφος να τρανταχτεί. Ο Γκάρνεϊ ένιωθε να ανακατεύεται. Η Μάντλιν έβαλε τα κλάματα. Ο Χάρντγουικ έβγαλε έναν βραχνό ήχο απ’ τα σωθικά του που μπορεί να εξέφραζε τη φρίκη του ή τον σωματικό του πόνο. Ήταν δύσκολο να κρίνεις τι μέρος της συμφοράς που τους περιέβαλλε αντιλαμβανόταν. Καθώς πλησίαζαν προς την πύλη των οχημάτων, ωστόσο, κάτι τον έκανε να αλλάξει γνώμη για το ασθενοφόρο. «Έχει πολλούς τραυματίες εδώ, και οι γιατροί είναι τρομερά πιεσμένοι, γι’ αυτό δεν θέλω να πάρω τη θέση κάποιου άλλου που χρειάζεται μεγαλύτερη βοήθεια από εμένα – όχι, με τίποτα». Η φωνή του ήταν σιγανή, ένας βραχνός ψίθυρος σχεδόν. Ο Γκάρνεϊ έγειρε προς το μέρος του για να βεβαιωθεί πως είχε ακούσει καλά. «Και τι θες να κάνουμε, Τζακ;» «Νοσοκομείο. Εκτός ακτίνας. Εδώ θα γίνεται χαμός. Δεν γίνεται. Στο Κούπερσταουν. Στο Κούπερσταουν καλύτερα. Γραμμή στα Επείγοντα. Τι λες, ατσίδα; Θα καταφέρεις να οδηγήσεις το αμάξι μου;»

510

JOHN VERDON

Ο Γκάρνεϊ έβρισκε την ιδέα τραγική – το να μεταφέρει έναν άνθρωπο με τραύμα από σφαίρα εκατό χιλιόμετρα μέσα από έναν στριφογυριστό διπλής κατεύθυνσης επαρχιακό δρόμο σε ένα απλό αμάξι χωρίς εξοπλισμό πρώτων βοηθειών. Όμως δέχτηκε να το κάνει. Επειδή το να εμπιστευτεί τον Χάρντγουικ στο έλεος ενός ακραία υπερφορτωμένου συστήματος αντιμετώπισης επειγόντων περιστατικών εν μέσω ενός κατακλυσμού που όμοιό του κανένα σωστικό συνεργείο της περιοχής δεν είχε αντιμετωπίσει, του φαινόταν ακόμα πιο τραγικό ως ιδέα. Ένας Θεός ξέρει πόσα ακρωτηριασμένα, ημιθανή θύματα του μύλου –χώρια τα θύματα των προηγούμενων εκρήξεων και πυρκαγιών– έπρεπε να περάσουν απ’ τα Επείγοντα πριν απ’ τον Τζακ. Πέρασαν με βήμα βαρύ απ’ την πύλη των οχημάτων –που λειτουργούσε επίσης ως είσοδος των εκθετών– και βγήκαν έξω όπου, στην άκρη του δρόμου της εισόδου, ο Χάρντγουικ είχε παρκάρει την παλιά του Πόντιακ. Προτού μπουν, ο Γκάρνεϊ έβγαλε το πουκάμισο που φορούσε κάτω απ’ το φούτερ του και το έσκισε σε τρία κομμάτια. Δίπλωσε τα δύο σε ογκώδεις, αυτοσχέδιους επιδέσμους, και τα τοποθέτησε στο πλευρό του Χάρντγουικ, καλύπτοντας τα σημεία εισόδου και εξόδου της σφαίρας, κι έπειτα έδεσε το τρίτο κομμάτι σφιχτά γύρω απ’ τη μέση του Χάρντγουικ για να μείνουν τα πανιά στη θέση τους. Μαζί με τη Μάντλιν μπήκαν στο μπροστινό κάθισμα του συνοδηγού και το τράβηξαν όσο πιο πίσω πήγαινε. Με το που ο Χάρντγουικ συνήλθε κάπως απ’ τον πόνο της μετακίνησης, έβγαλε το κινητό απ’ τη ζώνη του, πάτησε έναν αριθμό που είχε στην επιλογή ταχείας κλήσης, περίμενε, κι άφησε ένα μήνυμα με φωνή τελείως εξουθενωμένη αλλά γελαστή, μιλώντας προφανώς στον τηλεφωνητή της Έστι. «Έλα, μωρό μου. Είχαμε ένα προβληματάκι. Τα κάναμε λίγο θάλασσα και με πυροβόλησαν. Ντροπή και αίσχος. Με πυροβόλησε νεκρός άνθρωπος. Πού να σου εξηγώ τώρα. Πηγαίνω στα Επείγοντα του Κούπερσταουν, με τον Σέρλοκ για σοφέρ. Σ’ αγαπάω πολύ, κούκλα. Τα λέμε». Το τηλεφώνημα θύμισε στον Γκάρνεϊ ότι έπρεπε να πάρει τον Κάιλ. Και η δική του κλήση πέρασε στον τηλεφωνητή: «Έλα, αγόρι μου. Πήρα να δω τι κάνεις. Ακολούθησα τον λεγάμενο ως το πανηγύρι, όπου κι έγινε της τρελής. Ο Τζακ Χάρντγουικ τραυματίστηκε. Τον πηγαίνω τώρα στο νοσοκομείο του Κούπερσταουν. Ελπίζω τα

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

511

πράγματα να είναι εντάξει στο σπίτι. Πάρε με να μου πεις μόλις μπορέσεις. Σ’ αγαπώ». Με το που έκλεισε το κινητό, η Μάντλιν μπήκε στο πίσω κάθισμα, ο ίδιος στη θέση του οδηγού, και ξεκίνησαν. Το πλήθος των οχημάτων που εγκατέλειπαν την περιοχή του πανηγυριού είχε δημιουργήσει ένα μποτιλιάρισμα που έμοιαζε εξωπραγματικό σε ένα μέρος όπου οι αγελάδες κατά κανόνα ήταν περισσότερες από τα αυτοκίνητα, και όπου οι σπάνιες στιγμές κυκλοφοριακής συμφόρησης προκαλούνταν από αργοκίνητα κάρα που κουβαλούσαν άχυρα. Ώσπου να φτάσουν στον αυτοκινητόδρομο της κομητείας, το μέτωπο της θύελλας είχε μετακινηθεί ανατολικά προς το Όλμπανι, κι ελικόπτερα των τηλεοπτικών καναλιών πλησίαζαν, σαρώνοντας την κοιλάδα με τους προβολείς τους – ψάχνοντας προφανώς για το πιο φωτογενές κομμάτι της καταστροφής που μπορούσαν να βρουν. Ο Γκάρνεϊ σαν να το έβλεπε μπροστά του – ένα αυθαίρετο ρεπορτάζ του RAM-TV να αναφέρει απνευστί την πανικόβλητη απόδραση μες στη νύχτα από τη φερόμενη ως τρομοκρατική επίθεση. Με το που ελευθερώθηκαν απ’ την προσωρινή συμφόρηση, ο Γκάρνεϊ άρχισε να οδηγεί όσο πιο γρήγορα τολμούσε, κι ακόμα γρηγορότερα. Με το ταχύμετρο να κυμαίνεται μεταξύ ενενήντα κι εκατόν εξήντα στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, έφτασαν στα Επείγοντα του Κούπερσταουν σε σαράντα πέντε λεπτά. Πράγμα εκπληκτικό, στο δρόμο οι τρεις τους δεν αντάλλαξαν ούτε μια κουβέντα. Ο δραματικός συνδυασμός υπερβολικής ταχύτητας, η επιθετική οδική συμπεριφορά του Γκάρνεϊ στις στροφές και ο μετά βίας φιμωμένος βρυχηθμός του μεγάλου οχτακύλινδρου κινητήρα έμοιαζαν να αποκλείουν κάθε πιθανότητα συζήτησης στη διαδρομή – όσο κρίσιμα κι επείγοντα κι αν παρέμεναν τα ανοιχτά ακόμη ζητήματα και τα αναπάντητα ερωτήματα. Δύο ώρες μετά, η κατάσταση είχε αλλάξει τελείως. Ο Χάρντγουικ είχε υποβληθεί σε εξετάσεις, ψηλαφίσεις, τομογραφίες, τσιμπήματα σύριγγας, ράμματα, επιδέσμους και σε μετάγγιση αίματος· του είχαν βάλει μια σακούλα με ενδοφλέβια αντιβίωση, αναλγητικά και ηλεκτρολύτες· και του είχαν κάνει εισαγωγή στο νοσοκομείο για περαιτέρω παρακολούθηση. Ο Κάιλ είχε καταφθάσει

512

JOHN VERDON

απρόσμενα και είχε βρει τον Γκάρνεϊ και τη Μάντλιν στο θάλαμο του Χάρντγουικ. Οι τρεις τους κάθονταν σε καρέκλες τοποθετημένες γύρω απ’ το κρεβάτι του Χάρντγουικ. Ο Κάιλ τους ενημέρωσε για όλα όσα είχαν συμβεί στο σπίτι, από την άφιξη της αστυνομίας μέχρι και τη διακομιδή του πτώματος του Κλέμπερ και την αιφνίδια αναστολή της αρχικής διερευνητικής διαδικασίας, όταν, μαζί με τους υπόλοιπους αστυνομικούς και τραυματιοφορείς σε ακτίνα ενενήντα χιλιομέτρων, είχαν κληθεί στις εγκαταστάσεις του πανηγυριού – αφήνοντας μια μεγάλη περιοχή έξω απ’ το σπίτι περιφραγμένη ως τόπο εγκλήματος. Σ’ εκείνη τη φάση, έχοντας κρυφακούσει αρκετές απ’ τις συνομιλίες των αστυνομικών ώστε να αποκομίσει μια αίσθηση της καταστροφής που εξελισσόταν, ο Κάιλ είχε αλλάξει λάστιχο στο αμάξι και είχε κινήσει κι ο ίδιος για το πανηγύρι. Μόνο τότε τσέκαρε το κινητό του και βρήκε το μήνυμα του πατέρα του που βρισκόταν στο δρόμο προς το Κούπερσταουν. Όταν τελείωσε την αφήγησή του, η Μάντλιν έβγαλε ένα νευρικό γέλιο. «Φαντάζομαι ότι σκέφτηκες πως αν κάποιος τρελός ανατίναζε το πανηγύρι, ο πατέρας σου θα βρισκόταν εκεί». Ο Κάιλ, με έκφραση αμήχανη, έριξε μια ματιά στον Γκάρνεϊ, αλλά παρέμεινε σιωπηλός. Η Μάντλιν χαμογέλασε, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Κι εγώ το ίδιο υπέθεσα». Έπειτα έκανε μια ερώτηση χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον απ’ τους δύο συγκεκριμένα, με έναν απατηλά ανέμελο τόνο. «Πρώτα ο Λεξ Μπίντσερ. Μετά ο Χόρας. Έπειτα ο Μικ Κλέμπερ. Ποιος θα ήταν ο επόμενος;» Ο Κάιλ κοίταξε πάλι τον πατέρα του. Ο Χάρντγουικ κειτόταν ανάσκελα πάνω σε μια στοίβα μαξιλάρια, ήρεμος αλλά σε πλήρη εγρήγορση. Ο Γκάρνεϊ εντέλει έδωσε μια απόκριση τόσο πλάγια, που μετά βίας την έλεγες απάντηση. «Βασικά, αυτό που έχει σημασία –το μόνο που έχει σημασία– είναι ότι όλα τελείωσαν». Όλοι μαζί γύρισαν και τον κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια – ο Κάιλ περίεργος, ο Χάρντγουικ δύσπιστος και η Μάντλιν σαστισμένη. Ο Χάρντγουικ μίλησε αργά – σαν να φοβόταν ότι πιο γρήγορα θα πονούσε. «Πλάκα μου κάνεις».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

513

«Όχι. Το τοπίο επιτέλους ξεκαθάρισε», είπε ο Γκάρνεϊ. «Η πελάτισσά σου, η Κέι, θα κερδίσει την έφεση. Ο δράστης είναι νεκρός. Ο κίνδυνος εξουδετερώθηκε. Η υπόθεση έκλεισε». «Έκλεισε; Ξεχνάς το πτώμα στον κήπο σου; Κι ότι δεν έχουμε αποδείξεις ότι ο κοντοπίθαρος που πυροβόλησες είναι όντως ο Πίτερ Παν; Κι ότι σποτάκια στο RAM-TV που υπόσχονται τις φοβερές σου αποκαλύψεις για την υπόθεση Σπόλτερ θα κάνουν κάθε εμπλεκόμενο μπάτσο να σε κυνηγάει;» Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. «Είπα ότι η υπόθεση έκλεισε. Οι επιπλοκές και οι έριδες θα χρειαστούν χρόνο για να επιλυθούν. Η χολή θα παραμείνει. Όπως και η επίρριψη ευθυνών. Θα χρειαστεί χρόνος μέχρι τα δεδομένα να γίνουν αποδεκτά. Αλλά υπερβολικά μεγάλο κομμάτι της αλήθειας βρίσκεται πλέον στο φως και κανείς δεν μπορεί να την ξαναθάψει». Η Μάντλιν τον κοιτούσε επίμονα. «Θες να πεις ότι τελείωσε η ανάμειξή σου με την υπόθεση Σπόλτερ;» «Ακριβώς». «Και δεν θα ασχοληθείς άλλο;» «Καθόλου». «Έτσι απλά;» «Έτσι απλά». «Δεν καταλαβαίνω». «Τι δεν καταλαβαίνεις;» «Ποτέ δεν απομακρύνεσαι από ένα γρίφο όταν ακόμα λείπει ένα σημαντικό κομμάτι του». «Όντως». «Και τώρα θα το κάνεις;» «Όχι. Το ακριβώς αντίθετο». «Θες να πεις ότι η υπόθεση έκλεισε επειδή την έλυσες; Ξέρεις ποιος προσέλαβε τον Πίτερ Παν για να σκοτώσει τον Καρλ Σπόλτερ;» «Το θέμα είναι ότι κανείς δεν τον προσέλαβε για να σκοτώσει τον Καρλ». «Μα τι λες;» «Ο Καρλ δεν έπρεπε να σκοτωθεί. Η όλη υπόθεση ήταν μια κωμωδία –ή τραγωδία– λαθών απ’ την αρχή. Θα καταλήξει να χρησιμοποιείται ως σπουδαίο διδακτικό εργαλείο. Το κεφάλαιο της έρευνας

514

JOHN VERDON

ανθρωποκτονιών στο εγχειρίδιο της αστυνομίας θα έχει τίτλο Οι μοιραίες συνέπειες της αποδοχής εύλογων υποθέσεων». Ο Κάιλ είχε γείρει στην καρέκλα προς το μέρος του. «Ο Καρλ δεν έπρεπε να σκοτωθεί; Πώς το διαπίστωσες αυτό;» «Χτυπώντας το κεφάλι μου σε όλα τα άλλα κομμάτια της υπόθεσης που δεν έβγαζαν νόημα εάν ο Καρλ ήταν ο στόχος. Το σενάριο σύζυγος δολοφονεί σύζυγο της εισαγγελίας κατέρρευσε σχεδόν αμέσως όταν το περιεργάστηκα. Φαινόταν πολύ πιο πιθανό η Κέι, ή ενδεχομένως κάποιος άλλος, να είχε προσλάβει έναν επαγγελματία για την εκτέλεση του Καρλ. Αλλά ακόμη κι αυτό το σενάριο παρουσίαζε προβλήματα – όπως το μέρος απ’ όπου είχε βληθεί η σφαίρα και η γενικότερη περιπλοκότητα του χτυπήματος, καθώς και η παραδοξότητα του να εμπλέξεις έναν ακριβό αλλά ανεξέλεγκτο επαγγελματία δολοφόνο όπως ο Πίτερ Παν σε μια εκτέλεση που θα έπρεπε να φαντάζει πολύ πιο απλή. Δεν μπόρεσα ποτέ να το χωνέψω. Κι έπειτα, ήταν και ορισμένες παλιές υποθέσεις που επέστρεφαν στο μυαλό μου διαρκώς – ένας πυροβολισμός σε ένα σοκάκι, κι ένα αμάξι που είχε εκραγεί». Ο Κάιλ τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. «Και οι υποθέσεις αυτές συνδέονταν με τη δολοφονία του Καρλ;» «Όχι ευθέως. Αλλά και οι δύο είχαν να κάνουν με εσφαλμένες υποθέσεις ως προς τη χρονική σειρά και την αλληλουχία των γεγονότων. Μπορεί να διαισθάνθηκα ότι οι ίδιες υποθέσεις παραμόνευαν και στη δολοφονία του Σπόλτερ». «Τι είδους υποθέσεις;» «Στην υπόθεση του πυροβολισμού στο σοκάκι, δύο βασικές υποθέσεις: ότι ο πυροβολισμός του αστυνομικού πέτυχε όντως τον ύποπτο και τον σκότωσε, κι ότι ο αστυνομικός έλεγε ψέματα ως προς το πώς στεκόταν ο ύποπτος όταν τον πυροβόλησε. Και οι δύο υποθέσεις ήταν εύλογες. Αλλά και λαθεμένες. Το τραύμα από σφαίρα που τελικά σκότωσε τον ύποπτο είχε προκληθεί προτού ο αστυνομικός φτάσει στον τόπο του εγκλήματος. Και ο αστυνομικός έλεγε αλήθεια. Με το αμάξι, η υπόθεση έλεγε ότι είχε εκραγεί επειδή ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του οχήματος και το κάρφωσε σε ένα ρέμα. Στην πραγματικότητα, ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του οχήματος και το κάρφωσε στο ρέμα επειδή είχε εκραγεί».

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

515

Ο Κάιλ έγνεψε καταφατικά, με ύφος σκεφτικό. Ο Χάρντγουικ πήρε μια έκφραση δυσφορίας. «Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Καρλ;» «Γιατί κι εκεί κάναμε εσφαλμένες υποθέσεις ως προς το χρόνο και την αλληλουχία των γεγονότων». «Μήπως να τα εξηγούσες και με απλά λόγια για τους χωριάτες όπως η αφεντιά μου;» «Όλοι υπέθεταν ότι ο Καρλ σκόνταψε κι έπεσε επειδή είχε πυροβοληθεί. Αλλά ας υποθέσουμε ότι πυροβολήθηκε επειδή σκόνταψε κι έπεσε». Ο Χάρντγουικ ανοιγόκλεισε τα μάτια με ένα βλέμμα που μαρτυρούσε μια άρδην αναθεώρηση των πιθανοτήτων. «Θες να πεις ότι σκόνταψε κι έπεσε μπροστά στον πραγματικό στόχο;» Η Μάντλιν φάνηκε δύσπιστη. «Δεν είναι λίγο τραβηγμένο; Ότι πυροβολήθηκε κατά λάθος επειδή σκόνταψε μπροστά στο άτομο που είχε στο στόχαστρο ο δολοφόνος;» «Μα αυτό ακριβώς είδαν όλοι να συμβαίνει, μόνο που έπειτα άλλαξαν γνώμη – επειδή το μυαλό τους ένωσε αυτομάτως τις κουκκίδες με έναν πιο πειστικό τρόπο». Ο Κάιλ έμοιαζε μπερδεμένος. «Τι εννοείς αυτό ακριβώς είδαν όλοι;» «Όλοι οι παρευρισκόμενοι στην κηδεία που έδωσαν καταθέσεις στην αστυνομία, ισχυρίζονταν ότι αρχικά νόμισαν πως ο Καρλ είχε σκοντάψει – ότι ενδεχομένως το πόδι του είχε πιαστεί σε κάτι, ή ότι του είχε γυρίσει ο αστράγαλος, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του. Λίγο αργότερα, όταν ανακαλύφθηκε το τραύμα από τη σφαίρα, όλοι αναθεώρησαν αυτομάτως τις αρχικές τους πεποιθήσεις. Στην ουσία, ο εγκέφαλός τους ασυναίσθητα αξιολόγησε τη σχετική πιθανότητα της κάθε πιθανής αλληλουχίας και προτίμησε αυτή που κάτω από φυσιολογικές συνθήκες θα είχε περισσότερες πιθανότητες να συμβεί». «Αυτό δεν υποτίθεται ότι κάνει έτσι κι αλλιώς ο εγκέφαλός μας;» «Ως ένα σημείο. Το θέμα είναι ότι από τη στιγμή που δεχόμαστε μια δεδομένη αλληλουχία –στην προκειμένη περίπτωση, ότι πυροβολήθηκε, σκόνταψε κι έπεσε αντί για σκόνταψε, πυροβολήθηκε κι έπεσε– τείνουμε να απορρίπτουμε και να ξεχνούμε την άλλη εκδοχή.

516

JOHN VERDON

Η νέα εκδοχή μετατρέπεται σε μοναδική εκδοχή. Το μυαλό μας είναι δομημένο έτσι ώστε να επιλύει τις αμφισημίες και να προχωρά στο επόμενο συμπέρασμα. Στην πράξη, αυτό σημαίνει συχνά ένα λογικό άλμα από μια λογική υπόθεση στην υποτιθέμενη αλήθεια, χωρίς δεύτερη ματιά. Βέβαια, εάν η εύλογη υπόθεση τύχει να είναι λαθεμένη, ό,τι συμπέρασμα έχει βασιστεί κατόπιν επάνω της είναι καθαρή ανοησία, και στο τέλος καταρρέει». Η Μάντλιν ήταν συνοφρυωμένη, με τη γνώριμη ανυπομονησία με την οποία υποδεχόταν τις περισσότερες από τις ψυχολογικές θεωρίες του Γκάρνεϊ. «Ποιον, λοιπόν, είχε στο στόχαστρο ο Πανίκος, όταν ο Καρλ μπήκε στη μέση;» «Η απάντηση σε αυτό είναι απλούστατη: εκείνον που, ως υποψήφιο θύμα, θα έκανε όλες τις άλλες παραδοξότητες να αποκτούν νόημα, άρα και εξήγηση». Το βλέμμα του Κάιλ ήταν καρφωμένο στον πατέρα του. «Το ξέρεις ήδη, έτσι δεν είναι;» «Έχω έναν υποψήφιο που ικανοποιεί τα δικά μου κριτήρια, αυτό όμως δεν σημαίνει πως έχω δίκιο». Η Μάντλιν επανήλθε. «Αυτό που ακούω εγώ, αυτή η παραδοξότητα που σε ενοχλεί περισσότερο, είναι η ανάμειξη του Πίτερ Παν – ο οποίος θεωρητικά δεχόταν μόνο πραγματικά ζόρικες αναθέσεις. Αυτό, λοιπόν, μας οδηγεί σε δύο ερωτήματα. Πρώτον: Ποιος θα ήταν ο δυσκολότερος στόχος στην κηδεία της Μαίρης Σπόλτερ; Και δεύτερον: Πέρασε όντως ο Καρλ μπροστά απ’ αυτό το άτομο την ώρα που κατευθυνόταν προς το έδρανο; » Η απάντηση του Χάρντγουικ, που μπήκε σφήνα, ακουγόταν γεμάτη σιγουριά, παρότι η ομιλία του ήταν κάπως αλλοιωμένη. «Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ο Τζόνα. Και η απάντηση στο δεύτερο είναι ‘‘ναι’’». Ο Γκάρνεϊ είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα σχεδόν τέσσερις ώρες νωρίτερα, στο κιγκλίδωμα του μύλου, ένιωθε όμως καθησυχαστικό να βλέπει κι ένα άλλο μυαλό να οδηγείται στο ίδιο συμπέρασμα. Με τον Τζόνα προβλεπόμενο θύμα, όλα τα στρεβλά κομμάτια της υπόθεσης ίσιωναν. Ο εντοπισμός του Τζόνα ήταν από δύσκολος έως ανέφικτος, κάτι που τον έκανε την τέλεια πρόκληση για τον Πανίκο. Μάλιστα, η κηδεία της μητέρας του μπορεί κάλλιστα να ήταν η

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

517

μοναδική αιτία που μπορούσε να εγγυηθεί την παρουσία του σε ένα προβλέψιμο μέρος, σε μια προβλέψιμη χρονική στιγμή, κι αυτός ήταν ο λόγος που την είχε σκοτώσει ο Πανίκος. Το κάθισμα του Τζόνα δίπλα στον τάφο έλυνε το πρόβλημα του παρεμβαλλόμενου φανοστάτη απ’ το διαμέρισμα της Λεωφόρου Άξτον. Ο Καρλ δεν μπορούσε να είχε δεχτεί τη σφαίρα καθώς προσπερνούσε την Αλίσα, αλλά μπορεί κάλλιστα να είχε τραυματιστεί από μια σφαίρα προορισμένη για τον Τζόνα καθώς σκόνταφτε κι έπεφτε στο έδαφος μπροστά του. Το σενάριο αυτό εξηγούσε επιπλέον και την ασυνέπεια που προβλημάτιζε τον Γκάρνεϊ εξαρχής: Πώς είχε κατορθώσει ο Καρλ να διασχίσει τρία ή τέσσερα μέτρα αφού η σφαίρα είχε καταστρέψει το κινητικό κέντρο του εγκεφάλου του; Η απλούστατη απάντηση ήταν ότι δεν τα είχε διασχίσει. Τέλος, η παράλογη έκβαση –στην οποία ο Μάγος πυροβολούσε τον λάθος άνθρωπο, κάνοντας τον εαυτό του περίγελο στους κύκλους όπου η υπόληψή του είχε σημασία– εξηγούσε τις κατοπινές, θανάσιμες προσπάθειές του να κρατήσει το καταστροφικό αυτό δεδομένο μυστικό. Το επόμενο ερώτημα ακολούθησε κατά τρόπο φυσικό. Το εξέφρασε ο Κάιλ, με μια κάποια αμηχανία. «Εάν ο Τζόνα ήταν ο αληθινός στόχος, ποιος προσέλαβε τον Πανίκο για να τον σκοτώσει;» Απ’ την άποψη του ποιος είχε να ωφεληθεί απ’ αυτόν το φόνο, η απάντηση έμοιαζε στον Γκάρνεϊ προφανής. Μόνο ένας άνθρωπος θα επωφελούνταν απ’ το θάνατο του Τζόνα, και το όφελος θα ήταν τεράστιο. Οι εκφράσεις στα πρόσωπά τους μαρτυρούσαν ότι η απάντηση ήταν εξίσου προφανής σε όλους. «Το καθίκι το ελεεινό», μουρμούρισε ο Χάρντγουικ. «Ω Θεέ μου». Η Μάντλιν έμοιαζε λες και η άποψή της για την ανθρώπινη φύση είχε υποστεί ένα σωματικό πλήγμα. Απόμειναν για λίγο να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, σαν να αναρωτιόνταν αν μπορούσε να υπάρχει και κάποια άλλη εξήγηση. Όλα όμως έδειχναν ότι η ανατριχιαστική αλήθεια ήταν καταλυτική. Ο άνθρωπος που είχε πληρώσει τον εκτελεστή ο οποίος σκότωσε τον Καρλ Σπόλτερ δεν μπορεί να ήταν άλλος παρά ο ίδιος ο Καρλ

518

JOHN VERDON

Σπόλτερ. Στην προσπάθειά του να βγάλει τον αδελφό του απ’ τη μέση, είχε προκαλέσει τον φρικτό του θάνατο – ένα θάνατο αργό, με πλήρη γνώση της υπαιτιότητάς του. Ήταν ταυτόχρονα φρικιαστικό και γελοίο. Αλλά είχε και μια τρομερή, αναντίρρητη και ικανοποιητική συμμετρία. Τα αντίποινα ενός εκδικητικού κάρμα. Και εντέλει παρείχε και μια επαρκή εξήγηση για το βλέμμα τρόμου και απόγνωσης στο πρόσωπο του ετοιμοθάνατου άντρα στο δικαστήριο – ενός άντρα που βρισκόταν ήδη στην κόλαση. Στο επόμενο δεκαπεντάλεπτο, η συζήτηση αναλώθηκε ανάμεσα σε ζοφερές παρατηρήσεις περί αδελφοκτονίας και στη συνολική τους προσπάθεια να αποδεχτούν τις βασανιστικές πρακτικές πλευρές της κατάστασης στην οποία είχαν μπλέξει. Όπως το έθεσε ο Χάρντγουικ, μιλώντας αργά αλλά αποφασιστικά: «Πέρα απ’ την τραγωδία τύπου Κάιν και Άβελ, πρέπει να καταλήξουμε πού στεκόμαστε. Μια απερίγραπτη παρτούζα της έννομης τάξης πρόκειται να ξεσπάσει, όπου ο κάθε συμμετέχων θα κάνει ό,τι μπορεί για να γαμήσει και να μη γαμηθεί». Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Από πού θες να αρχίσουμε;» Πριν προλάβει να απαντήσει ο Χάρντγουικ, η Έστι φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας – λαχανιασμένη και ανήσυχη, ανακουφισμένη και περίεργη, σε γοργή διαδοχή. «Καλώς την κούκλα!» Ο τραχύς ψίθυρος του Χάρντγουικ συνοδεύτηκε από ένα αχνό χαμόγελο. «Πώς κατάφερες να ’ρθεις εδώ με τη σκατοκατάσταση που επικρατεί;» Η Έστι παρέκαμψε την ερώτηση, κι έσπευσε στο προσκέφαλό του για να σφίξει το χέρι του. «Πώς είσαι;» Ο Χάρντγουικ χαμογέλασε πάλι, με συστραμμένα τα χείλη. «Μια χαρά. Μια σφαίρα ήταν μόνο, κι ευτυχώς γλίστρησε μέσα μου χωρίς να πειράξει τίποτα ζωτικό». «Ευτυχώς!» Η Έστι ακουγόταν ταραγμένη κι ευτυχισμένη ταυτόχρονα. «Πες μου, πώς κατάφερες και ξέφυγες;»

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

519

«Δεν ξέφυγα – τουλάχιστον όχι επισήμως· απλώς έκανα μια παράκαμψη καθ’ οδόν προς ένα τροχαίο. Είναι απίστευτο – έχουμε περισσότερους ηλίθιους που συρρέουν τώρα στην περιοχή απ’ αυτούς που φεύγουν. Ψοφάνε για καταστροφές οι μαλάκες οι αργόσχολοι!» «Γι’ αυτό αναθέτουν τροχαία στους επιθεωρητές;» «Αναθέτουν τα πάντα στους πάντες. Δεν φαντάζεσαι τι χάος επικρατεί εκεί κάτω. Και κυκλοφορούν ένα σωρό φήμες». Κοίταξε με νόημα τον Γκάρνεϊ, που καθόταν στα πόδια του κρεβατιού. «Φήμες για τον τρελό που ανατίναξε το σύμπαν. Φήμες για έναν επιθεωρητή της αστυνομίας της Νέας Υόρκης που πυροβόλησε ένα πιτσιρίκι. Ή μήπως ήταν ο τρελός βομβιστής; Ή κάποιος αγνώστων στοιχείων νάνος;» Έστρεψε πάλι το βλέμμα στον Χάρντγουικ. «Ένας απ’ τους βοηθούς σερίφη μού είπε ότι ο νάνος ήταν ο Πανίκος, κι ότι αυτός σε πυροβόλησε – κι ότι κατά κάποιον τρόπο κατάφερε να το κάνει αφού είχε ήδη πεθάνει. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Όλοι λένε διάφορα, και άκρη δεν βγάζεις. Και σαν να μην έφταναν αυτά, έχει ξεσπάσει και κόντρα ως προς τη δικαιοδοσία μεταξύ του σερίφη της κομητείας, της τοπικής αστυνομίας, της αστυνομίας της πολιτείας, και μπορεί σύντομα να χωθεί και το FBI στη μέση. Και γιατί όχι; Όσο πιο πολλοί τόσο πιο καλά. Κι όλα αυτά συμβαίνουν την ίδια στιγμή που διάφοροι παράφρονες στο πάρκινγκ κοπανάνε ο ένας τον άλλο λες και είναι στα συγκρουόμενα, καθώς ο κάθε μαλάκας προσπαθεί να φύγει πρώτος. Κι έχεις ακόμα χειρότερους παράφρονες που προσπαθούν να μπουν στο χώρο του πανηγυριού, για να βγάλουν φωτογραφίες και να τις ανεβάσουν στο Facebook. Κάτι τέτοια, λοιπόν, συμβαίνουν κάτω». Κοίταξε πάλι μια τον Χάρντγουικ και μια τον Γκάρνεϊ. «Εσείς που ήσαστε εκεί, πείτε μου – τι συνέβη τελικά με τον πιτσιρικά; Τον πυροβόλησες; Σε πυροβόλησε; Και τι διάολο κάνατε εκεί πέρα, τέλος πάντων;» Ο Χάρντγουικ κοίταξε τον Γκάρνεϊ. «Παρακαλώ. Έχω λαχανιάσει λίγο». «Κοίτα, θα σ’ τα πω στα γρήγορα, αλλά πρέπει να τα πιάσω απ’ την αρχή». Η Έστι άκουσε, γεμάτη ανησυχία και κατάπληξη, τη βιαστική αφήγηση των βασικών συμβάντων της βραδιάς – απ’ την έκρηξη της ξυλείας και το θάνατο του Κλέμπερ δίπλα στα σπαράγγια μέχρι το

520

JOHN VERDON

κυνηγητό με τη μοτοσικλέτα και το θάνατο του Πίτερ Παν εν μέσω της ξέφρενης καταστροφής στο πανηγύρι. Έπειτα από μια σαστισμένη σιωπή, η πρώτη της ερώτηση ήταν σοβαρή. «Μπορείς να αποδείξεις ότι το άτομο που πυροβόλησες είναι όντως ο Πανίκος;» «Και ναι, και όχι. Μπορούμε σαφώς να αποδείξουμε ότι το άτομο που πυροβόλησα είναι αυτό που πυροδότησε τις εκρήξεις· εξάλλου το κρυμμένο όπλο του εκπυρσοκρότησε κατά λάθος και τραυμάτισε τον Τζακ. Οι βοηθοί σερίφη έχουν το πτώμα, το όπλο και το κινητό του – που χρησιμοποιούσε ως τηλεχειριστήριο για να πυροδοτεί τον πυροκροτητή. Η πιο κοντινή κεραία κινητής τηλεφωνίας θα δείξει ότι κάλεσε μία σειρά από αριθμούς στην ίδια τοποθεσία. Και δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι οι χρονικές στιγμές των κλήσεων θα συμπίπτουν απόλυτα με αυτές των εκρήξεων – κάτι που μπορούν να επαληθεύσουν οι κάμερες ασφαλείας του πανηγυριού. Με λίγη τύχη, τα θραύσματα απ’ τις βόμβες θα περιέχουν κομμάτια κινητών τηλεφώνων ως τηλεχειριστήρια πυροκροτητών, τα οποία θα ταιριάζουν με τις εμπρηστικές συσκευές που χρησιμοποιήθηκαν στο σπίτι του Μπίντσερ. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι και το εύφλεκτο χημικό μείγμα που χρησιμοποιήθηκε στο πανηγύρι θα είναι ίδιο με αυτό του Κούπερσταουν. Εάν το κρυμμένο όπλο που βρέθηκε στο πτώμα του Πανίκου χρησιμοποιήθηκε και αλλού, μπορεί να μας ανοίξει κι άλλη πόρτα. Τη σύνδεση του πτώματος και του DNA του με την ταυτότητα του Πανίκου στην Ευρώπη, θα αναλάβουν η Ιντερπόλ και οι συνεργάτες της. Στο μεταξύ, φωτογραφίες του προσώπου του πριν απ’ τη νεκροτομή – τελευταία φορά που τον είδα, το μούτρο του ήταν απείραχτο– μπορούν να συγκριθούν με τα χαρακτηριστικά του προσώπου που καταγράφονται στα βίντεο ασφαλείας που έχουμε στην κατοχή μας». Καθώς η Έστι έγνεφε καταφατικά, σε μια εμφανή προσπάθεια να απορροφήσει και να απομνημονεύσει τις διάφορες λεπτομέρειες, ο Γκάρνεϊ κατέληξε λέγοντας: «Προσωπικά, είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι το πτώμα ανήκει στον Πανίκο. Αλλά από καθαρά πρακτική άποψη, για να καλύψω τα νώτα μου σε περίπτωση ανάκρισης,

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

521

το κατά πόσο αυτό ισχύει δεν έχει σημασία. Μπορούμε να αποδείξουμε ότι το πτώμα ανήκει στο άτομο που ευθύνεται για τους θανάτους κι εγώ δεν ξέρω πόσων ανθρώπων μέσα στο τελευταίο δίωρο». «Στην πραγματικότητα, μπορώ να σου πω εγώ. Σύμφωνα με την τελευταία καταμέτρηση, μιλάμε για πενήντα με εκατό άτομα». «Τι πράγμα;» «Αυτό άκουσα καθώς έφευγα για το τροχαίο. Ο αριθμός αναμένεται να μεγαλώσει. Μιλάμε για σοβαρά εγκαύματα, δύο κτίρια που έχουν καταρρεύσει, μια διαφωνία στο πάρκινγκ που απέβη μοιραία, παιδιά που ποδοπατήθηκαν... Και ο μεγαλύτερος αριθμός προέρχεται απ’ το μύλο». «Πενήντα με εκατό άτομα;» ψιθύρισε με φρίκη η Μάντλιν. «Χριστέ μου!» Ο Γκάρνεϊ αφέθηκε βαριά στην καρέκλα του, κλείνοντας τα μάτια. Σαν να έβλεπε μπροστά του το μύλο να γέρνει, να πέφτει αργά και να χάνεται πίσω απ’ την τέντα. Στ’ αυτιά του ηχούσαν ακόμα ο συνταρακτικός κρότος και τα ουρλιαχτά που διαπερνούσαν τον τρομερό σαματά. Μια μακρά σιωπή απλώθηκε στο θάλαμο, την οποία διέκοψε ο Χάρντγουικ. «Θα μπορούσε να είναι ακόμα χειρότερα, ίσως πολύ χειρότερα», γρύλισε, ξαναζωντανεύοντας, «αν ο Ντέιβ δεν το προλάβαινε εγκαίρως το καθικάκι». Την επισήμανση αυτή δέχτηκαν και οι υπόλοιποι με νεύματα συμφωνίας. «Χώρια που παρόλη τη σκατοκατάσταση, κατάφερε να λύσει την υπόθεση Σπόλτερ», πρόσθεσε. Η Έστι σάστισε. «Την έλυσε; Πώς...;» «Πες της, Σέρλοκ». Ο Γκάρνεϊ της εξήγησε συνοπτικά το σενάριο με τον Καρλ στο ρόλο του τραγικού δολοπλόκου, η πλεκτάνη του οποίου είχε στραφεί εναντίον του με μοιραίες συνέπειες. «Δηλαδή, το σχέδιό του ήταν να βγάλει τον αδελφό του απ’ τη μέση, να αναλάβει τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης και να τη ρευστοποιήσει για δική του χρήση;» Ο Γκάρνεϊ έγνεψε καταφατικά. «Έτσι νομίζω». Ο Χάρντγουικ πρόσθεσε και τη δική του πινελιά. «Μιλάμε για πενήντα εκατομμύρια. Όσα χρειαζόταν για να εξαγοράσει την έπαυλη του κυβερνήτη».

522

JOHN VERDON

«Και πίστευε ότι δεν θα τον πιάναμε ποτέ; Πόση αλαζονεία το κάθαρμα!» Έριξε στον Γκάρνεϊ μια ματιά όλο περιέργεια. «Κρίνοντας απ’ το ύφος σου, κάτι πρέπει να σκέφτεσαι εσύ». «Σκέφτομαι απλώς ότι η εκτέλεση του αδελφού του μπορεί να ωφελούσε ιδιαίτερα την καμπάνια του Καρλ. Θα μπορούσε να την παρουσιάσει ως απόπειρα εκφοβισμού της μαφίας – με στόχο να εμποδίσουν έναν ηθικά ακέραιο άνθρωπο να αναλάβει τη διακυβέρνηση της πολιτείας. Αναρωτιέμαι αν αυτό ήταν εξαρχής το σχέδιό του – να χρησιμοποιήσει τη δολοφονία του αδελφού του ως απόδειξη της δικής του αρετής». «Ενδιαφέρον», είπε ο Χάρντγουικ, με μια κυνική λάμψη στο βλέμμα. «Θα πήγαινε καβάλα πάνω στο πτώμα του μαλάκα του Τζόνα σαν τον ιππότη στο άσπρο άλογο – ίσαμε την ορκωμοσία του!» Ο Γκάρνεϊ χαμογέλασε. Έβλεπε στην επιστροφή του υβρεολόγιου του Τζακ σημάδια της ανάρρωσής του. Η Έστι άλλαξε θέμα. «Άρα ο Κλέμπερ και η Αλίσα ήταν απλώς δύο σιχαμένα όρνεα που προσπαθούσαν να επωφεληθούν, κατόπιν εορτής, εις βάρος της Κέι;» «Μπορείς να το θέσεις κι έτσι», είπε ο Γκάρνεϊ. «Στην πραγματικότητα», έκανε την παρεμβολή του ο Χάρντγουικ με μια δόση απόλαυσης, «ένα ήταν το όρνεο – η Αλίσα. Ο παπάρας ο Μικ είχε απλώς την ατυχία να γαμήσει το όρνεο». Αφού τον κοίταξε για μερικές στιγμές με τη βασανισμένη τρυφερότητα που κάποιος θα ένιωθε για ένα χαρισματικό αλλά αδιόρθωτο παιδί, η Έστι πήρε πάλι το χέρι του και το έσφιξε στο δικό της. «Να πηγαίνω σιγά-σιγά. Κανονικά θα έπρεπε να στέλνω πίσω όλους τους κρετίνους που πάνε στο χώρο του πανηγυριού μέσω εθνικής». «Τους μαλάκες. Βγάλε το πιστόλι και ρίξε στο ψαχνό», της πρότεινε ο Χάρντγουικ. Ακολούθησαν μερικά ακόμη λεπτά συζήτησης μετά την αναχώρησή της, με θέμα διάφορες θεωρίες ενοχής και αυτοκαταστροφής, που όλες τους έμοιαζαν να νανουρίζουν τον Χάρντγουικ. Ο Κάιλ ανέφερε κάτι που θυμόταν από ένα μάθημα ψυχολογίας στη σχολή: τη θεωρία του Φρόιντ περί ατυχημάτων, την ιδέα ότι τα γεγονότα αυτά μπορεί να μην είναι συμπτωματικά, αλλά να έχουν σκοπό να εμποδίσουν ή να τιμωρήσουν μια πράξη για την οποία το

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

523

άτομο διχάζεται. «Αναρωτιέμαι, θα μπορούσε κάτι παρόμοιο να ήταν ο λόγος που ο Καρλ σκόνταψε μπροστά απ’ τον αδελφό του;» Κανείς δεν έδειχνε διατεθειμένος να αναλύσει το θέμα. Σαν να έψαχνε στα τυφλά για κάποια οργανωτική δομή στην οποία θα μπορούσε να προσαρμόσει τα χαοτικά γεγονότα, έθιξε το ζήτημα του κάρμα. «Και δεν ήταν μόνο ο Καρλ που πλήρωσε ακριβά τις κακές του πράξεις. Θέλω να πω, το ίδιο συνέβη και στον Πανίκο όταν τον έλιωσε ο μύλος που ο ίδιος είχε ανατινάξει. Και κοίτα τι έπαθε ο Μικ Κλέμπερ όταν ήρθε να σκοτώσει τον μπαμπά. Ακόμα κι ο Λεξ Μπίντσερ – το εγωκεντρικό του ντελίριο στο RAM-TV, όπου πίστωνε στον εαυτό του ολόκληρη την έρευνα, είχε για συνέπεια το θάνατό του. Είναι μεγάλη αλήθεια αυτό το κάρμα». Ο Κάιλ ακουγόταν τόσο σοβαρός, τόσο ενθουσιασμένος με την όλη ιδέα, τόσο νέος –θυμίζοντας τον εαυτό του στις παθιασμένες στιγμές της εφηβείας του– που ο Γκάρνεϊ ένιωσε την παρόρμηση να τον αγκαλιάσει. Αλλά το να ενδώσει σε μια τόσο αυθόρμητη εκδήλωση, ιδίως σε κοινή θέα, δεν ήταν στη φύση του. Έπειτα από λίγο, δύο νοσηλευτές ήρθαν για να μεταφέρουν τον Χάρντγουικ στο ακτινολογικό για συμπληρωματικές τομογραφίες. Καθώς τον τακτοποιούσαν στο φορείο, γύρισε προς το μέρος του Γκάρνεϊ. «Σ’ ευχαριστώ, Ντέιβι. Νομίζω... ότι μπορεί και να μου έσωσες τη ζωή... που μ’ έφερες εδώ, στο φτερό». Πράγμα σπάνιο για τον Χάρντγουικ, η ευχαριστία δεν κατέληγε σε κάποια ειρωνική ανατροπή. «Βασικά...» ψέλλισε αμήχανα ο Γκάρνεϊ, που πάντα ένιωθε άβολα με τις ευχαριστίες, «έχεις γρήγορο αμάξι». Ο Χάρντγουικ έβγαλε ένα γελάκι –που κατέληξε σε ένα πνιχτό επιφώνημα πόνου– κι έπειτα οι νοσηλευτές τον πήραν μαζί τους. Η Μάντλιν, ο Κάιλ κι ο Γκάρνεϊ απόμειναν στο θάλαμο, στέκοντας γύρω απ’ το άδειο κρεβάτι. Στα πρόθυρα κατάρρευσης όλοι, χωρίς να έχουν πια τι άλλο να πουν. Τη σιωπή διέκοψε το χτύπημα ενός τηλεφώνου – του Κάιλ. Έριξε μια ματιά στην οθόνη. «Ω γαμώτο...» μονολόγησε, κι έπειτα κοίταξε τον πατέρα του. «Είναι η Κιμ. Της είπα ότι θα της τηλεφωνούσα, αλλά με όλα όσα έγιναν απόψε...» Έπειτα από μια στιγμή αναποφα-

524

JOHN VERDON

σιστικότητας, πρόσθεσε: «Πρέπει να της μιλήσω». Βγήκε στο διάδρομο μιλώντας χαμηλόφωνα, κι απομακρύνθηκε ώσπου δεν τον άκουγαν πια. Η Μάντλιν κοιτούσε τον Γκάρνεϊ με μια έκφραση γεμάτη ανακούφιση και κούραση ταυτόχρονα – ο ίδιος συνδυασμός που χρωμάτιζε και τη φωνή της. «Τα κατάφερες τελικά», είπε. Κι αμέσως μετά πρόσθεσε: «Αυτό είναι το βασικό». «Ναι». «Κι έλυσες το μυστήριο ολομόναχος. Για μια ακόμα φορά». «Πράγματι. Τουλάχιστον, έτσι νομίζω». «Α, δεν υπάρχει αμφιβολία». Ένα γλυκό, ανεξιχνίαστο χαμόγελο ήταν χαραγμένο στο πρόσωπό της. Ανάμεσά τους απλώθηκε σιωπή. Πέρα απ’ την έντονη συγκίνηση και τη σωματική εξάντληση, ο Γκάρνεϊ είχε αρχίσει να νιώθει έναν πόνο και μια ακαμψία σε πολλά σημεία του κορμιού του – τα οποία, έπειτα από μερικές στιγμές απορίας, απέδωσε στην τρικλοποδιά των δύο μπάτσων τη στιγμή που προσπαθούσε να κλοτσήσει το ροζ κινητό απ’ τα χέρια του Πανίκου. Ξαφνικά, η κούραση τον κατέκλυσε – δεν άντεχε πια ούτε να σκεφτεί ούτε να σηκωθεί απ’ την καρέκλα του. Για μια στιγμή, στέκοντας μες στο θάλαμο, ο Γκάρνεϊ κλείνει τα μάτια. Μονομιάς, βλέπει τον Πίτερ Παν – ντυμένο στα μαύρα, με την πλάτη γυρισμένη. Ο μικρόσωμος άντρας αρχίζει να γυρίζει. Το πρόσωπό του είναι κατακίτρινο, το χαμόγελό του κόκκινο σαν το αίμα. Γυρίζει, γυρίζει προς το μέρος του, υψώνοντας τα χέρια σαν φτερά αρπακτικού πουλιού. Τα μάτια στο κατακίτρινο πρόσωπο είναι τα μάτια του Καρλ Σπόλτερ. Γεμάτα φρίκη, μίσος κι απελπισία. Τα μάτια ενός ανθρώπου που ευχόταν να μην είχε γεννηθεί. Ο Γκάρνεϊ τραβιέται ενστικτωδώς μακριά απ’ το νοερό θέαμα και προσπαθεί να εστιάσει στη Μάντλιν. Εκείνη του προτείνει να ξαπλώσει στο κρεβάτι του θαλάμου. Προσφέρεται να του κάνει μασάζ στο σβέρκο, στους ώμους και στην πλάτη.

Ο ΠΗΤΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ

525

Εκείνος συμφωνεί και σε λίγο αρχίζει να πέφτει σε ένα συνειδησιακό κενό, νιώθοντας μόνο τη ζεστασιά και την απαλή πίεση των χεριών της. Η φωνή της, σιγανή κι ανακουφιστική, είναι η μόνη απτή πραγματικότητα που συναισθάνεται. Στο μεταίχμιο μεταξύ εξάντλησης και ύπνου υπάρχει ένα τοπίο βαθιάς αποστασιοποίησης, απλότητας και διαύγειας όπου συχνά ανακαλύπτει ένα είδος γαλήνης που δεν βρίσκει πουθενά αλλού. Φαντάζεται ότι μπορεί να μοιάζει με το πρώτο κύμα ηρωίνης στις φλέβες του χρήστη – ένα κύμα ανόθευτης, αδιαπέραστης ηρεμίας. Η κατάσταση αυτή συνήθως τον απομονώνει από κάθε αισθητηριακό ερέθισμα –φέρνοντας μαζί της μια ευλογημένη αδυναμία να διακρίνει πού τελειώνει το σώμα του και πού αρχίζει ο υπόλοιπος κόσμος– όμως απόψε είναι αλλιώτικη. Απόψε ο ήχος της φωνής της Μάντλιν και η διαπεραστική ζεστασιά των χεριών της έχουν γίνει κομμάτι απ’ το κουκούλι του. Μιλάει για βόλτες στην ακτή της Κορνουάλης, για τους πράσινους λόφους, τους πέτρινους τοίχους, τους γκρεμούς που υψώνονται πάνω απ’ τη θάλασσα... Για καγιάκ σε μια γαλαζοπράσινη λίμνη του Καναδά... Για ποδηλασία στις κοιλάδες των Κάτσκιλ... Για μύρτιλα που τα μαζεύεις με τις χούφτες... Για σπιτάκια από γαλαζόπετρα στα όρια του βοσκότοπου... Για τα σκαλιά σε ένα μονοπάτι που διασχίζει τους αγρούς των σκοτσέζικων Χάιλαντς... Η φωνή της είναι απαλή και ζεστή σαν το άγγιγμα των χεριών της στους ώμους του. Σαν να τη βλέπει μπρος του σε ένα ποδήλατο, με άσπρα αθλητικά, κίτρινες κάλτσες, φούξια σορτσάκι κι ένα μοβ γυαλιστερό μπουφάν που στραφταλίζει στον ήλιο. Ο ήλιος κομματιάζεται σε πελώριους φωτεινούς κύκλους. Σε έναν τροχό από φως. Το χαμόγελό της είναι το χαμόγελο του Μάλκολμ Κλάρετ. Η φωνή της είναι η φωνή του. «Τίποτα στη ζωή δεν έχει σημασία εκτός απ’ την αγάπη. Τίποτα. Μόνο η αγάπη».

526

JOHN VERDON

Ευχαριστίες Η σειρά μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστή τον Ντέιβ Γκάρνεϊ εξακολουθεί να έχει την εξαιρετικά ζωτικής σημασίας καθοδήγηση και υποστήριξη της καλύτερης ατζέντισσας στον κόσμο, της Μόλι Φρίντριχ, και των αξιοθαύμαστων συνεργατών της, Λούσι Κάρσον και Νικόλ ΛεΦέμπρ, που έχουν συνεισφέρει σε τεράστιο βαθμό στη διεθνή επιτυχία της σειράς. Είμαι για μια ακόμα φορά υπόχρεος στον καταπληκτικό επιμελητή μου, Ρικ Χόργκαν, τα διεισδυτικά σχόλια και οι υποδείξεις του οποίου κάνουν ό,τι γράφω πολύ καλύτερο. Ξεχωριστές ευχαριστίες οφείλω στον καλό μου φίλο Πόρτερ Κέρκγουντ, που αφιέρωσε τον πολύτιμο χρόνο του για να διαβάσει ένα πρώτο προσχέδιο του βιβλίου αυτού και με διόρθωσε σε ορισμένα από τα νομικά ζητήματα που υπεισέρχονται στην πλοκή. Χάρη σ’ αυτόν πέτυχα ό,τι σωστό αναφέρεται στο βιβλίο – και ό,τι λάθος μπορεί να ξέφυγε είναι αποκλειστικά δικό μου.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF