John Green (2012) - Το Λαθοσ Αστερι
December 27, 2017 | Author: popi72 | Category: N/A
Short Description
John Green (2012) - Το Λαθοσ Αστερι...
Description
ΚΥΚΛΟΦΟΡ ΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ ΑΪΖΑΚ ΜΑΡ ΙΟΝ Θερμά Σώματα ΓΚΕΪΛ ΦΟΡ ΜΑΝ Αν Μείνω ΚΙΘ ΝΤΟΝΑΧΙΟΥ Το Κλεμμένο Παιδί ΜΠΡ ΟΝΤΙ ΑΣΤΟΝ Everneath – Αιώνια Προσδοκία ΣΤΕΪΣΙ ΚΕΪΝΤ The Ghost and the Ghoth – Αταίραιστο Ζευγάρι ΑΜΑΝΤΑ ΧΟΚΙΝΓΚ Ανταλλαγή Διχασμός Στέψ η
ΤΖΟΝ ΓΚΡΙΝ
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
Μ ετάφραση από τα αγγλικά ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡ ΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ
Σημείωμα του Μεταφ ραστή: Στο βιβλίο υπάρχουν αναφορές σε αρκετά λογ οτεχνικά έργ α. Οι μεταφράσεις των έργ ων που χρησιμοποιήθηκαν είναι οι εξής: William Shakespeare, Σονέτα, μετάφραση Βασίλη Ρ ώτα και Βούλας Δαμιανάκου, Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα, 1997. William Shakespeare, Ιούλιος Καίσαρας, μετάφραση Κ. Καρθαίου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2004. Wallace Stevens, Δεκατρείς Τρόποι να Κοιτάς Ένα Κοτσύφ ι, μετάφραση Χάρη Βλαβιανού, Εκδόσεις Άγ ρα, Αθήνα, 2007. William Carlos Williams, Ποιήματα, μετάφραση Τάσου Κόρφη, Εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήνα, 1989.
Σειρά: ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Tίτλος: THE FAULT IN OUR STARS Συγγραφ έας: JOHN GREEN Γλωσσική επιμέλεια: ΛΕΝΙΑ ΜΑΖΑΡΑΚΗ Copyright © John Green, 2012 Copyright © 2013, γ ια την ελληνική γ λώσσα: EKΔOTIKOΣ OP ΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABE Σόλωνος 98 – 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Aπαγ ορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγ ωγ ή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογ ράφησης ή άλλο, χωρίς προηγ ούμενη γ ραπτή άδεια του εκδότη. Nόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Eλλάδα. Παραγ ωγ ή: Εκδοτικός Οργ ανισμός Λιβάνη ISBN 978-960-14-2674-7
Στην Έστερ Ερλ
Όπως ερχόταν η παλίρροια, ο Ολλανδός Τουλίπας στάθηκε απέναντι στη θάλασσα: « Συνδέει, επανενώνει, φαρμακώνει, συγ καλύπτει, αποκαλύπτει. Κοίταξέ τον, όπως έρχεται και φεύγ ει, παρασύροντας τα πάντα στο πέρασμά του» . « Ποιος;» τον ρώτησα. « Ο ωκεανός» , είπε ο Ολλανδός. « Αυτός, κι ο χρόνος» . ΠΕΤΕΡ ΦΑΝ ΧΑΟΥΤΕΝ, Μια Αυτοκρατορική Βάσανος
Σημείωμα του συγγραφέα Δεν πρόκειται τόσο για σημείωμα του συγγραφέα όσο για μια υπενθύμιση του συγγραφέα μιας επισήμανσης η οποία τυπώθηκε με μικρή γραμματοσειρά πριν από μερικές σελίδες: Το βιβλίο αυτό είναι μυθιστόρημα. Εγώ το έπλασα. Ούτε τα μυθιστορήματα ούτε οι αναγνώστες τους ωφελούνται από τις απόπειρες να διαγνωστεί το κατά πόσο εμπεριέχονται κάποια πραγματικά γεγονότα στην ιστορία. Οι προσπάθειες αυτές επιτίθενται στην ιδέα ότι οι μυθοπλασίες μπορεί να έχουν σημασία, ιδέα η οποία υπό μία έννοια αποτελεί τη θεμελιώδη παραδοχή του είδους μας. Ευχαριστώ για τη συνεργασία σας σε αυτό το σημείο.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
9
1
ΑΡ ΓΑ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ του δέκατου έβδομου χρόνου μου η μητέρα μου αποφάσισε ότι έπασχα από κατάθλιψη, μάλλον γιατί έβγαινα ελάχιστα από το σπίτι, περνούσα πολύ χρόνο στο κρεβάτι, διάβαζα το ίδιο βιβλίο ξανά και ξανά, έτρωγα σπάνια και αφιέρωνα σημαντικό μέρος του άφθονου ελεύθερου χρόνου μου σκεπτόμενη το θάνατο. Είτε διαβάζεις κάποιο φυλλάδιο για τον καρκίνο είτε κάποια ιστοσελίδα ή ό,τι άλλο, η κατάθλιψη συμπεριλαμβάνεται πάντοτε στις παρενέργειες της αρρώστιας. Στην πραγματικότητα, όμως, η κατάθλιψη δεν είναι παρενέργεια του καρκίνου. Η κατάθλιψη είναι παρενέργεια του ότι πεθαίνεις. (Ο καρκίνος είναι επίσης μια παρενέργεια του ότι πεθαίνεις. Βασικά, σχεδόν τα πάντα αυτό είναι.) Όμως η μητέρα μου πίστευε ότι χρειαζόμουν θεραπεία, οπότε με πήγε στον τακτικό γιατρό μου, τον Τζιμ, ο οποίος συμφώνησε ότι πράγματι πελαγοδρομούσα, έρμαιο μιας παραλυτικής και απολύτως κλινικής περίπτωσης κατάθλιψης, και επομένως ότι η φαρμακευτική αγωγή μου έπρεπε να ρυθμιστεί ανάλογα καθώς και ότι όφειλα να συμμετάσχω στις εβδομαδιαίες συναντήσεις μιας Ομάδας Υποστήριξης. Αυτή η Ομάδα Υποστήριξης αποτελούνταν από έναν
10
JOHN GREEN
εναλλασσόμενο θίασο ατόμων σε διάφορα στάδια κακοήθους ασθένειας. Για ποιο λόγο εναλλασσόταν ο θίασος; Παρενέργεια του ότι πεθαίνεις κι αυτό. Η Ομάδα Υποστήριξης, φυσικά, ήταν καταθλιπτική του θανατά. Συναντιόταν κάθε Τετάρτη στο υπόγειο μιας πέτρινης επισκοπικής εκκλησίας, χτισμένης σε σχήμα σταυρού. Καθόμασταν σε κύκλο, καταμεσής του σταυρού, στο σημείο όπου θα ενώνονταν οι δυο σανίδες, εκεί όπου θα βρισκόταν η καρδιά του Ιησού. Αυτό το παρατήρησα γιατί ο Πάτρικ, ο Αρχηγός της Ομάδας Υποστήριξης και το μοναδικό άτομο εκεί μέσα που ήταν πάνω από δεκαοκτώ χρονών, σε κάθε φρικαλέα συνάντησή μας μιλούσε για την καρδιά του Ιησού, έλεγε ότι εμείς, ως νεαροί επιζώντες του καρκίνου, βρισκόμαστε ακριβώς πάνω στην αγιότατη καρδιά του Χριστού και κάτι τέτοια. Να σας πω, λοιπόν, τι παιζόταν στην καρδιά του Θεού: τα έξι, εφτά ή δέκα μέλη της ομάδας μας μπαίναμε στο δωμάτιο, περπατώντας ή τσουλώντας, όπως μπορούσε ο καθένας, βοσκούσαμε κάτι από μια τραγική ποικιλία μπισκότων, κατεβάζαμε λίγη λεμονάδα, καθόμασταν στον Κύκλο της Εμπιστοσύνης και ακούγαμε τον Πάτρικ να μας αφηγείται για χιλιοστή φορά την καταθλιπτικά θλιβερή ιστορία της ζωής του, το πώς εμφάνισε καρκίνο στους όρχεις και όλοι νόμιζαν πως θα πέθαινε, όμως αυτός δεν πέθανε, και να τος τώρα, ένας κανονικός ενήλικας στο υπόγειο μιας εκκλησίας στην 137η καλύτερη πόλη της Αμερικής, χωρισμένος, εθισμένος στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, ουσιαστικά χωρίς φίλους, να βγάζει, τρόπος του λέγειν, το ψωμί του αρμέγοντας το καρκινικό παρελθόν του, καθώς προχωρούσε αργά αλλά σταθερά το μεταπτυχιακό του, το οποίο σε τίποτα δε θα βελτίωνε τις προοπτικές της καριέρας του, περιμένοντας, όπως όλοι μας άλλωστε, τη δαμόκλειο σπάθη να του προσφέρει τη λύτρωση την οποία απέφυγε πριν από τόσα και τόσα χρόνια, όταν ο καρκίνος τού πήρε μεν τα αρχίδια, αλλά του χάρισε τη ζωή – όπως μόνο
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
11
κάποιος πολύ γενναιόψυχος θα αποκαλούσε αυτό που ζούσε. ΚΙ ΙΣΩΣ ΣΤΑΘΕΙΣ ΚΙ ΕΣΥ ΤΟΣΟ ΤΥΧΕΡΟΣ! Στη συνέχεια συστηνόμασταν. Όνομα. Ηλικία. Διάγνωση. Και πώς είμαστε σήμερα. Μ ε λένε Χέιζελ, έλεγα εγώ, όταν έφτανε η σειρά μου. Είμαι δεκαέξι χρονών. Αρχικά εντοπίστηκε στο θυρεοειδή, όμως διαθέτω μια εντυπωσιακή όσο και εδραιωμένη μετάσταση στους πνεύμονες. Και είμαι καλά. Μ όλις τελειώναμε με τις συστάσεις, ο Πάτρικ ρωτούσε αν ήθελε κάποιος να μοιραστεί τις σκέψεις του με τους υπόλοιπους. Κάπου εκεί ξεκινούσε η ομαδική μαλακία της υποστήριξης: όλοι μιλούσαν για τη μάχη, τον αγώνα, τη νίκη, τη συρρίκνωση, τους ελέγχους. Για να είμαι δίκαιη με τον Πάτρικ, μας άφηνε να μιλάμε και για το θάνατο. Όμως οι περισσότεροι εκεί μέσα δεν πέθαιναν. Οι περισσότεροι θα προλάβαιναν να ενηλικιωθούν, όπως ο Πάτρικ. (Πράγμα που σημαίνει ότι η κατάσταση ήταν άκρως ανταγωνιστική, καθώς όλοι ήθελαν όχι μόνο να νικήσουν τον καρκίνο, αλλά και τους άλλους που βρίσκονταν στο δωμάτιο. Εντάξει, το καταλαβαίνω πως είναι παράλογο, όμως όταν γυρνάνε και σου λένε πως έχεις, ας πούμε, πιθανότητα είκοσι τοις εκατό να ζήσεις άλλα πέντε χρόνια, πιάνουν δουλειά τα μαθηματικά και σκέφτεσαι, δηλαδή μία στις πέντε... οπότε κοιτάζεις τριγύρω και σκέφτεσαι, όπως θα έκανε κάθε υγιής άνθρωπος: πρέπει να βάλω κάτω τέσσερις από αυτούς τους μπάσταρδους.) Το μόνο θετικό αυτής της Ομάδας Υποστήριξης ήταν ένα παιδί που το έλεγαν Άιζακ, ένας κοκαλιάρης με μακρύ πρόσωπο και ίσια ξανθά μαλλιά που του ’πεφταν στο ένα μάτι. Και το πρόβλημα εντοπιζόταν ακριβώς στα μάτια του. Είχε εμφανίσει μια ασύλληπτα απίθανη μορφή καρκίνου του ματιού. Το ένα μάτι είχε αφαιρεθεί όταν ήταν παιδί και φορούσε κάτι χοντρά γυαλιά που έκαναν τα μάτια του (τόσο το κανονικό όσο και το γυάλινο) να μοιάζουν πελώρια, λες και ολόκληρο το κεφάλι του ήταν βασικά το ψεύτικο και το αληθινό του μάτι που
12
JOHN GREEN
σε κάρφωναν διαρκώς. Απ’ ό,τι μπόρεσα να καταλάβω στις σπάνιες περιπτώσεις που ο Άιζακ μοιράστηκε κάποιες σκέψεις του με την ομάδα, ο καρκίνος είχε επανεμφανιστεί, θέτοντας σε θανάσιμο κίνδυνο και το δεύτερο μάτι. Ο Άιζακ κι εγώ επικοινωνούσαμε σχεδόν αποκλειστικά μέσω αναστεναγμών. Κάθε φορά που κάποιος σχολίαζε μια αντικαρκινική δίαιτα ή τα οφέλη του να σνιφάρεις αλεσμένο πτερύγιο καρχαρία ή δεν ξέρω τι άλλο, εκείνος μου έριχνε μια ματιά κι αναστέναζε, σχεδόν ανεπαίσθητα. Εγώ κούναγα απειροελάχιστα το κεφάλι μου και ανταπέδιδα τον αναστεναγμό. Έτσι λοιπόν, η Ομάδα Υποστήριξης ήταν ένα αίσχος, και ύστερα από μερικές βδομάδες είχα αρχίσει να αντιδρώ άσχημα στην όλη φάση. Για την ακρίβεια, την Τετάρτη που γνώρισα τον Ογκάστους Γουότερς έκανα ό,τι μπορούσα για να γλιτώσω από την Ομάδα Υποστήριξης, ενώ καθόμουν στον καναπέ με τη μητέρα μου παρακολουθώντας το τρίτο σκέλος του δωδεκάωρου μαραθωνίου του America’s Next Top Model από την προηγούμενη σεζόν, το οποίο οφείλω να ομολογήσω ότι είχα ήδη παρακολουθήσει, αλλά και πάλι... Εγώ: «Αρνούμαι να πάω στην Ομάδα Υποστήριξης». Μ αμά: «Ένα από τα συμπτώματα της κατάθλιψης είναι η αδιαφορία για τις δραστηριότητες». Εγώ: «Σε παρακαλώ, άσε με να δω την εκπομπή. Δραστηριότητα είναι κι αυτό». Μ αμά: «Η τηλεόραση είναι παθητικότητα». Εγώ: «Αμάν, ρε μαμά, σε παρακαλώ». Μ αμά: «Χέιζελ, είσαι έφηβη. Δεν είσαι παιδάκι πια. Πρέπει να κάνεις φίλους, να βγαίνεις από το σπίτι, να ζήσεις τη ζωή σου». Εγώ: «Αν θες να είμαι έφηβη, μη με στείλεις στην Ομάδα Υποστήριξης. Αγόρασέ μου μια ψεύτικη ταυτότητα για να μπορώ να μπαίνω στα κλαμπ, να πίνω βότκα και να ρουφάω τσιγάρα».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
13
Μ αμά: «Κατ’ αρχάς, δε λέμε ρουφάω τσιγάρα». Εγώ: «Βλέπεις, κάτι τέτοιες λεπτομέρειες θα τις ήξερα αν μου έβρισκες μια ψεύτικη ταυτότητα». Μ αμά: «Θα πας στην Ομάδα Υποστήριξης». Εγώ: «Μ ΑΜ ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ». Μ αμά: «Χέιζελ, σου αξίζει μια ζωή». Το επιχείρημα αυτό με έκανε να το βουλώσω, παρότι δεν μπορούσα να καταλάβω τι σχέση είχε η συμμετοχή στην Ομάδα Υποστήριξης με τον ορισμό της ζωής. Πάντως, συμφώνησα να πάω, αφού πρώτα διαπραγματεύτηκα το δικαίωμα να γράψω το ενάμισι επεισόδιο του ΑΝΤΜ που θα έχανα. Πήγαινα στην Ομάδα Υποστήριξης για τον ίδιο λόγο που άλλοτε είχα επιτρέψει σε νοσοκόμες με μόλις δεκαοκτώ μήνες εκπαίδευσης να με δηλητηριάζουν με χημικές ουσίες που είχαν εξωτικές ονομασίες: ήθελα να ευχαριστήσω τους γονείς μου. Μ όνο ένα πράγμα είναι χειρότερο από το να τα τεζάρεις από καρκίνο στα δεκαέξι σου, κι αυτό είναι να έχεις ένα παιδί που τα τεζάρει από καρκίνο. Η μητέρα μου σταμάτησε στο κυκλικό δρομάκι πίσω από την εκκλησία στις 4:56. Εγώ έκανα πως κάτι σκάλιζα στη φιάλη οξυγόνου, απλώς για να κερδίσω λίγο χρόνο. «Θέλεις να σε βοηθήσω να την πας μέσα;» «Όχι, εντάξει», είπα εγώ. Η κυλινδρική πράσινη φιάλη ζύγιζε λίγα μόλις κιλά κι εγώ είχα ένα μικρό ατσάλινο καρότσι με το οποίο την έσερνα πίσω μου. Η φιάλη διοχέτευε δύο λίτρα οξυγόνο στο σώμα μου κάθε λεπτό μέσω ενός καθετήρα, ενός διαφανούς σωλήνα ο οποίος σχημάτιζε διχάλα ακριβώς κάτω από το λαιμό μου, περνούσε πίσω από τα αφτιά μου και συναντιόταν ξανά στα ρουθούνια μου. Αυτό το μαραφέτι ήταν απαραίτητο, γιατί αν περίμενα από τους πνεύμονές μου... «Σ’ αγαπώ», μου είπε όπως κατέβαινα. «Κι εγώ, μαμά. Τα λέμε στις έξι».
14
JOHN GREEN
«Να κάνεις φίλους!» μου είπε πίσω από το κατεβασμένο παράθυρο καθώς απομακρυνόμουν. Δεν ήθελα να κατέβω με το ασανσέρ, γιατί το να παίρνεις το ασανσέρ όταν συμμετέχεις σε Ομάδα Υποστήριξης είναι σαν να ρίχνεις αυλαία, οπότε πήγα από τη σκάλα. Πήρα ένα μπισκότο, έβαλα λίγη λεμονάδα σε ένα πλαστικό κύπελλο και έκανα μεταβολή. Ένα αγόρι με κάρφωνε με το βλέμμα του. Ήμουν σίγουρη πως τον έβλεπα πρώτη φορά. Ψηλός και μυώδης χωρίς να είναι φουσκωτός, έμοιαζε με γίγαντα όπως καθόταν σε εκείνη την πλαστική καρέκλα δημοτικού σχολείου. Μ αλλιά στο χρώμα του μαονιού, ίσια και κοντά. Πρέπει να ήταν στην ηλικία μου, ίσως ένα χρόνο μεγαλύτερος. Καθόταν με τον κόκκυγά του στο χείλος της καρέκλας, σε μια επιθετικά άχαρη στάση, με το μισό χέρι χωμένο στην τσέπη του σκούρου τζιν παντελονιού του. Απέστρεψα το βλέμμα, έχοντας ξαφνικά πλήρη συναίσθηση των αναρίθμητων ατελειών μου. Φορούσα ένα παλιό τζιν παντελόνι, το οποίο κάποτε ήταν εφαρμοστό αλλά τώρα κρεμούσε σε αλλόκοτα σημεία, κι ένα κίτρινο μπλουζάκι με το όνομα μιας μπάντας που ούτε καν μου άρεσε πια. Για να μη μιλήσω για τα μαλλιά μου: τα είχα κόψει κοντό καρέ και δεν είχα μπει καν στον κόπο να τα βουρτσίσω. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα μάγουλά μου ήταν πρησμένα λες κι ήμουν μπουκωμένη, παρενέργεια της θεραπείας. Έμοιαζα σαν άτομο κανονικών διαστάσεων που για κεφάλι είχε ένα μπαλόνι. Για να μη σχολιάσω καν τους τουμπανιασμένους αστραγάλους μου. Κι όμως, όταν ξέκλεψα μια ματιά προς το μέρος του, το βλέμμα του εξακολουθούσε να είναι στραμμένο πάνω μου. Τότε συνειδητοποίησα τι εννοούν οι άνθρωποι όταν λένε οπτική επαφή. Πήγα στον κύκλο και κάθισα δίπλα στον Άιζακ, δύο θέσεις πιο πέρα από το αγόρι. Έριξα ξανά μια ματιά προς το μέρος του. Εξακολουθούσε να με παρατηρεί.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
15
Λοιπόν, το λέω φόρα παρτίδα για να ξεμπερδεύουμε: ήταν κούκλος. Έτσι και σε καρφώνει ασταμάτητα ένα αγόρι που δεν το λες και κούκλο η κατάσταση είναι στην καλύτερη περίπτωση αμήχανη και στη χειρότερη μια μορφή επίθεσης. Αν όμως το αγόρι είναι κουκλί... εντάξει. Έβγαλα το κινητό μου και πάτησα ένα πλήκτρο ώστε να εμφανιστεί η ώρα: 4:59. Ο κύκλος με τους άτυχους νέους δώδεκα έως δεκαοκτώ χρονών ολοκληρώθηκε, και στη συνέχεια ο Πάτρικ ξεκίνησε τη συνάντηση με την προσευχή της γαλήνης: Θεέ μου, χάρισέ μου τη γαλήνη να αποδεχτώ τα πράγματα που δεν μπορώ να αλλάξω, το θάρρος να αλλάξω τα πράγματα που μπορώ και τη σοφία να αντιλαμβάνομαι τη διαφορά. Ο τύπος εξακολουθούσε να με κόβει. Ένιωσα να αναψοκοκκινίζω. Τελικά, αποφάσισα πως η σωστή στρατηγική ήταν να κάνω το ίδιο. Άλλωστε, δεν έχουν τα αγόρια το μονοπώλιο του Κοιτάγματος. Έτσι, βάλθηκα να τον κόβω από πάνω μέχρι κάτω, την ώρα που ο Πάτρικ αναγνώριζε για χιλιοστή φορά την αμπαλοσύνη του κτλ., και σύντομα είχαμε ξεκινήσει κόντρα ποιος θα αντέξει να κοιτάξει τον άλλο περισσότερο. Ύστερα από λίγο το αγόρι χαμογέλασε και τελικά τα γαλάζια μάτια του στράφηκαν αλλού. Όταν με κοίταξε ξανά, εγώ σήκωσα προς τα πάνω τα φρύδια μου, σαν να έλεγα Νίκησα. Σήκωσε τους ώμους του. Ο Πάτρικ συνέχιζε να λέει τα δικά του και τελικά έφτασε η ώρα για τις συστάσεις. «Άιζακ, ίσως θα ήθελες να μιλήσεις πρώτος σήμερα. Ξέρω ότι αντιμετωπίζεις μια δύσκολη περίοδο». «Ναι», είπε ο Άιζακ. «Μ ε λένε Άιζακ. Είμαι δεκαεφτά χρονών. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, σε μια δυο βδομάδες μπαίνω στο χειρουργείο, οπότε μετά θα είμαι τυφλός. Δε θέλω να γκρινιάξω, γιατί ξέρω πως πολλοί εδώ έχουν χειρότερα θέματα, αλλά, εντάξει, θέλω να πω... το να είσαι τυφλός είναι χάλια. Πάντως, η κοπέλα μου με βοηθάει. Και φίλοι όπως ο Ογκάστους». Έγνεψε προς τη μεριά του αγοριού, το οποίο διέθετε πλέον όνομα. «Αυτά, λοιπόν», συνέχισε ο Άιζακ. Κοίταζε τα χέρια του, που τα
16
JOHN GREEN
είχε πλέξει μεταξύ τους. «Δεν μπορείς να κάνεις κάτι». «Είμαστε στο πλευρό σου, Άιζακ», είπε ο Πάτρικ. «Ελάτε να το πούμε στον Άιζακ, παιδιά». Κι ύστερα, όλοι μαζί, με μονότονη φωνή, επαναλάβαμε «Είμαστε στο πλευρό σου, Άιζακ». Σειρά είχε ο Μ άικλ. Ήταν δώδεκα χρονών. Είχε λευχαιμία. Εκ γενετής. Και ήταν καλά. (Τουλάχιστον έτσι έλεγε ο ίδιος. Είχε πάρει το ασανσέρ.) Η Λίντα ήταν δεκαέξι χρονών και αρκετά όμορφη για να τραβήξει την προσοχή του κούκλου. Ήταν τακτικό μέλος της ομάδας – βρισκόταν σε παρατεταμένη περίοδο ύφεσης μιας κακοήθειας της σκωληκοειδούς απόφυσης, που μέχρι να τη γνωρίσω δεν ήξερα καν ότι υπήρχε. Είπε –όπως έκανε κάθε φορά που συμμετείχα στην Ομάδα Υποστήριξης– ότι ένιωθε δυνατή, πράγμα που σ’ εμένα ακουγόταν σαν να καυχιόταν, έτσι όπως την κοίταζα με τα σωληνάκια του οξυγόνου να γαργαλούν τα ρουθούνια μου. Μ εσολάβησαν άλλοι πέντε μέχρι να φτάσουμε στον κούκλο. Εκείνος χαμογέλασε λιγάκι όταν ήρθε η σειρά του. Η φωνή του ήταν σιγανή, καπνιστή και σούπερ σέξι. «Μ ε λένε Ογκάστους Γουότερς», είπε. «Είμαι δεκαεφτά χρονών. Είχα κάποιο θεματάκι με ένα οστεοσάρκωμα πριν από ενάμιση χρόνο, όμως σήμερα βρίσκομαι εδώ απλώς γιατί μου το ζήτησε ο Άιζακ». «Και πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε ο Πάτρικ. «Α, τέλεια». Ο Ογκάστους Γουότερς χαμογέλασε με τη μια άκρη του στόματός του. «Όλα καλά, φίλε μου». Όταν ήρθε η σειρά μου, είπα «Μ ε λένε Χέιζελ. Είμαι δεκαέξι χρονών. Θυρεοειδής με μεταστάσεις στους πνεύμονες. Είμαι καλά». Η ώρα κύλησε όπως συνήθως: περιγραφές μαχών, κερδισμένοι αγώνες στο πλαίσιο ενός πολέμου με βέβαιη κατάληξη την ήττα· ελπίδες από τις οποίες κρατιόταν ο καθένας· λόγια θετικά και αρνητικά για τις οικογένειες· γενική συμφωνία πως οι φίλοι απλώς δεν καταλάβαιναν· δάκρυα· λόγια
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
17
παρηγοριάς. Ούτε ο Ογκάστους Γουότερς ούτε εγώ είχαμε ξαναμιλήσει, μέχρι τη στιγμή που ο Πάτρικ είπε: «Ογκάστους, ίσως θα ήθελες να μοιραστείς τους φόβους σου με την ομάδα». «Τους φόβους μου;» «Ναι». «Φοβάμαι τη λήθη», είπε, χωρίς να διστάσει στιγμή. «Τη φοβάμαι όπως ο παροιμιώδης τυφλός φοβάται το σκοτάδι». «Πολύ νωρίς, βιάζεσαι», σχολίασε ο Άιζακ, σκάζοντας ένα χαμόγελο. «Είπα χοντράδα;» ρώτησε ο Ογκάστους. «Καμιά φορά, η αναισθησία μου τυφλώνει». Ο Άιζακ γελούσε, όμως ο Πάτρικ σήκωσε αυστηρά το δείκτη του και είπε «Ογκάστους, σε παρακαλώ. Ας επιστρέψουμε σ’ εσένα και στις δικές σου δυσκολίες. Είπες ότι φοβάσαι τη λήθη;» «Το είπα», απάντησε ο Ογκάστους. Ο Πάτρικ έμοιαζε να τα έχει χαμένα. «Μ ήπως, ε... θα ήθελε κάποιος να το σχολιάσει αυτό;» Είχα τρία χρόνια να πάω σε κανονικό σχολείο. Οι γονείς μου ήταν οι καλύτεροί μου φίλοι. Ο τρίτος καλύτερός μου φίλος ήταν ένας συγγραφέας που δεν ήξερε καν ότι υπήρχα. Ήμουν αρκετά ντροπαλό άτομο, σίγουρα όχι ο τύπος που σηκώνει το χέρι του. Κι όμως, εκείνη τη φορά, αποφάσισα να μιλήσω. Σήκωσα δειλά το χέρι μου και ο Πάτρικ, φανερά ενθουσιασμένος, είπε αμέσως «Χέιζελ!» Είμαι σίγουρη πως υπέθετε ότι είχα αρχίσει να ανοίγομαι. Να γίνομαι Μ έλος της Ομάδας. Κοίταξα προς το μέρος του Ογκάστους Γουότερς, ο οποίος ανταπέδωσε το βλέμμα. Μ πορούσες σχεδόν να δεις πίσω από τα μάτια του, τόσο γαλανά ήταν. «Θα έρθει κάποια στιγμή», είπα, «που όλοι μας θα είμαστε νεκροί. Όλοι μας. Θα έρθει κάποια στιγμή που δε θα ζει κανένας άνθρωπος για να θυμάται ότι κάποτε υπήρξαν άνθρωποι ή το είδος μας έκανε κάτι. Δε θα υπάρχει κανείς για να θυμάται τον Αριστοτέλη ή την Κλεοπάτρα, πόσο μάλλον εσένα. Όλα όσα κάναμε, χτίσαμε,
18
JOHN GREEN
γράψαμε, σκεφτήκαμε και ανακαλύψαμε θα ξεχαστούν, κι όλα αυτά» –έγνεψα ολόγυρα– «θα έχουν εξαφανιστεί. Ίσως αυτή η στιγμή να κοντεύει ή μπορεί να απέχει εκατομμύρια χρόνια, όμως ακόμα κι αν επιβιώσουμε από την κατάρρευση του ήλιου μας, δε θα επιβιώσουμε για πάντα. Υπήρχε μια εποχή πριν αποκτήσουν συνείδηση οι ζωντανοί οργανισμοί και θα υπάρξει μια τέτοια εποχή και μετά. Κι αν σε ανησυχεί το αναπόφευκτο της ανθρώπινης λήθης, θα σου πρότεινα να μη δίνεις σημασία. Άλλωστε, αυτό ακριβώς κάνουν και όλοι οι άλλοι». Αυτά τα είχα μάθει από τον προαναφερθέντα τρίτο καλύτερό μου φίλο, τον Πέτερ Φαν Χάουτεν, το μοναχικό συγγραφέα της Αυτοκρατορικής Βασάνου, του βιβλίου που για μένα ήταν ό,τι κοντινότερο είχα σε Βίβλο. Ο Πέτερ Φαν Χάουτεν ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που γνώριζα ο οποίος έμοιαζε (α) να καταλαβαίνει τι σημαίνει να πεθαίνεις και (β) να μην έχει πεθάνει. Αφού ολοκλήρωσα, ακολούθησε ένα αρκετά μεγάλο διάστημα σιωπής, καθώς παρατηρούσα ένα χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπο του Ογκάστους – όχι εκείνο το λοξό χαμόγελο του αγοριού που προσπαθούσε να είναι σέξι την ώρα που με κάρφωνε με το βλέμμα του, αλλά το πραγματικό του χαμόγελο, το οποίο παραέπεφτε μεγάλο στο πρόσωπό του. «Τι ’πες τώρα», έκανε σιγανά ο Ογκάστους. «Εσύ δεν παίζεσαι». Κανείς από τους δυο μας δεν ξαναμίλησε στην υπόλοιπη συνάντηση. Στο τέλος, πιαστήκαμε όλοι υποχρεωτικά από τα χέρια και ο Πάτρικ προσευχήθηκε. «Κύριε Ημών Ιησού Χριστέ, έχουμε συγκεντρωθεί εδώ, στην καρδιά Σου, κυριολεκτικά στην καρδιά Σου, ως επιζώντες του καρκίνου. Εσύ και μόνο Εσύ μας γνωρίζεις όπως γνωρίζουμε τον εαυτό μας. Οδήγησέ μας στη ζωή και στο Φως την ώρα της δοκιμασίας μας. Προσευχόμαστε για τα μάτια του Άιζακ, το αίμα του Μ άικλ και του Τζέιμι, τα οστά του Ογκάστους, τους πνεύμονες της Χέιζελ και το λάρυγγα του Τζέιμς. Προσευχόμαστε να μας θεραπεύσεις ώστε να γνωρίσουμε την αγάπη Σου και τη γαλήνη Σου, η οποία
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
19
υπερβαίνει οτιδήποτε μπορούμε να αντιληφθούμε. Και κρατούμε στην καρδιά μας την ανάμνηση εκείνων που γνωρίσαμε και επέστρεψαν κοντά Σου: τη Μ αρία και τον Κέιντ, τον Τζόζεφ και τη Χέιλι, την Αμπιγκέιλ και την Αντζελίνα, τον Τέιλορ και τον Γκέιμπριελ και... Η λίστα ήταν μεγάλη. Ο κόσμος συμπεριλαμβάνει πολλούς νεκρούς. Και όση ώρα ο Πάτρικ συνέχιζε τη μονότονη απαρίθμηση, διαβάζοντας τα ονόματα από ένα χαρτί γιατί ήταν πάρα πολλά για να τα απομνημονεύσει, εγώ είχα τα μάτια μου κλειστά, προσπαθούσα να μπω στο πνεύμα, αλλά κυρίως φανταζόμουν τη μέρα που το όνομά μου θα συμπεριλαμβανόταν σ’ εκείνη τη λίστα, φτάνοντας μέχρι το τέλος, όταν δε θα υπήρχε πια κανείς για να την ακούσει. Όταν τέλειωσε ο Πάτρικ, είπαμε όλοι μαζί εκείνη την ανόητη φράση –ΖΟΥΜ Ε ΤΟ ΣΗΜ ΕΡΑ ΟΣΟ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ– και η συνάντηση έληξε. Ο Ογκάστους Γουότερς σηκώθηκε από την καρέκλα του και με πλησίασε. Το βάδισμά του ήταν λοξό, όπως το χαμόγελό του. Ορθωνόταν σαν γίγαντας μπροστά μου, όμως έμεινε σε κάποια απόσταση, ώστε να μη χρειαστεί να στραβολαιμιάσω για να μπορέσω να τον κοιτάξω στα μάτια. «Πώς σε λένε;» ρώτησε. «Χέιζελ». «Όχι, ολόκληρο το όνομά σου». «Ε... Χέιζελ Γκρέις Λάνκαστερ». Ετοιμαζόταν να πει κάτι ακόμα, όταν πλησίασε ο Άιζακ. «Μ ισό λεπτό», είπε ο Ογκάστους σηκώνοντας το δείκτη του και στράφηκε στον Άιζακ. «Φίλε, ήταν χειρότερα απ’ ό,τι μου τα έλεγες». «Σου είπα πως είναι στενάχωρα». «Και γιατί ταλαιπωρείσαι;» «Δεν ξέρω. Μ ήπως γιατί βοηθάει;» Ο Ογκάστους έγειρε προς το μέρος του, νομίζοντας ότι έτσι δεν τον άκουγα. «Είναι τακτική εδώ;» Δεν άκουσα το σχόλιο του Άιζακ, όμως ο Ογκάστους απάντησε «Και λίγα λες». Έπιασε γερά τον Άιζακ και από τους δύο ώμους και ύστερα έκανε μισό
20
JOHN GREEN
βήμα πίσω. «Πες στη Χέιζελ για την κλινική». Ο Άιζακ ακούμπησε την παλάμη του στο τραπεζάκι με τα σνακ και εστίασε το πελώριο μάτι του πάνω μου. «Λοιπόν, πήγα στην κλινική σήμερα το πρωί και έλεγα στο χειρουργό μου ότι θα προτιμούσα να μείνω κουφός παρά τυφλός. Κι εκείνος είπε “Δεν πάει έτσι”, κι εγώ του λέω “Ναι, το καταλαβαίνω πως δεν πάει έτσι· απλώς, λέω πως αν μπορούσα να διαλέξω θα προτιμούσα να έμενα κουφός παρά τυφλός, και εννοείται πως ξέρω ότι δεν μπορώ”, κι αυτός είπε “Κοίτα, τα καλά νέα είναι πως δε θα μείνεις κουφός”, οπότε γυρνάω και του λέω “Ευχαριστώ που μου εξήγησες πως ο καρκίνος στο μάτι δε θα με κουφάνει. Αισθάνομαι απίστευτα τυχερός που δέχεται να με χειρουργήσει ένας πνευματικός γίγαντας σαν και του λόγου σου”». «Τρελό ταλέντο ακούγεται ο τύπος», είπα. «Θα κοιτάξω να βγάλω καρκίνο στο μάτι για να έχω τη χαρά να τον γνωρίσω». «Καλή τύχη σού εύχομαι. Λοιπόν, ώρα να πηγαίνω. Μ ε περιμένει η Μ όνικα. Πρέπει να την κοιτάζω όσο ακόμα μπορώ». «Ισχύει το ραντεβού για αύριο;» ρώτησε ο Ογκάστους. «Εννοείται». Ο Άιζακ έκανε μεταβολή και έφυγε τρέχοντας, ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλοπάτια. Ο Ογκάστους Γουότερς στράφηκε προς το μέρος μου. «Κυριολεκτικά», είπε. «Κυριολεκτικά;» ρώτησα. «Βρισκόμαστε κυριολεκτικά στην καρδιά του Ιησού», είπε. «Εγώ νόμιζα πως ήμασταν στο υπόγειο μιας εκκλησίας, όμως βρισκόμαστε κυριολεκτικά στην καρδιά του Ιησού». «Κάποιος θα έπρεπε να ενημερώσει τον Ιησού», είπα. «Θέλω να πω, σίγουρα είναι ρίσκο να μαζεύεις ένα σωρό παιδιά με καρκίνο μέσα στην καρδιά σου». «Θα Του το έλεγα εγώ», είπε ο Ογκάστους, «όμως δυστυχώς είμαι κυριολεκτικά χωμένος μέσα στην καρδιά Του, οπότε δε θα με ακούσει». Γέλασα. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του κι απλώς με κοίταζε. «Τι;» ρώτησα.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
21
«Τίποτα», είπε. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» Ο Ογκάστους χαμογέλασε λοξά. «Γιατί είσαι όμορφη. Μ ου αρέσει να κοιτάζω όμορφους ανθρώπους, και αποφάσισα πριν από κάποιο καιρό να μη στερώ από τον εαυτό μου τις απλές χαρές της ζωής». Ακολούθησε μια σύντομη, αμήχανη παύση. Ο Ογκάστους συνέχισε ακάθεκτος: «Θέλω να πω, ειδικά από τη στιγμή που, όπως τόσο έξοχα επισήμανες, όλα αυτά θα καταλήξουν στη λήθη και στο μηδέν». Εγώ, πάλι, κάγχασα ή αναστέναξα ή ξεφύσηξα με έναν τρόπο που έφερνε κάπως σε βήχα και ύστερα είπα «Δεν είμαι όμο...» «Μ οιάζεις με μια Νάταλι Πόρτμαν της Γενιάς Υ. Σαν τη Νάταλι Πόρτμαν στο V For Vendetta». «Δεν την έχω δει την ταινία». «Σοβαρά;» ρώτησε εκείνος. «Μ ια πανέμορφη κοπέλα με κοντό μαλλί αντιπαθεί την εξουσία και της είναι αδύνατο να μην ερωτευτεί ένα αγόρι που ξέρει πως θα τη βάλει σε μπελάδες. Η αυτοβιογραφία σου, απ’ ό,τι μπορώ να καταλάβω». Φλέρταρε με την κάθε του συλλαβή. Η αλήθεια είναι πως είχε αρχίσει να με φτιάχνει. Δεν ήξερα καν πως τα αγόρια μπορούσαν να με φτιάξουν... όχι στην πραγματική ζωή, τουλάχιστον. Μ ια μικρότερη κοπέλα πέρασε από δίπλα μας. «Πώς πάει, Αλίσα;» τη ρώτησε. Εκείνη χαμογέλασε και μουρμούρισε «Γεια, Ογκάστους». «Γνωριζόμαστε από το Μ εμόριαλ», μου εξήγησε. Το Μ εμόριαλ ήταν το μεγάλο ερευνητικό νοσοκομείο της περιοχής. «Εσύ πού πηγαίνεις;» «Στο Παίδων», απάντησα, με φωνή πιο ψιλή απ’ ό,τι θα περίμενα. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Η συζήτηση έμοιαζε να έχει φτάσει στο τέλος της. «Λοιπόν», είπα, γνέφοντας αόριστα προς τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην έξοδο της Κυριολεκτικής Καρδιάς του Ιησού. Προχώρησε δίπλα μου κουτσαίνοντας. «Εντάξει, ίσως τα πούμε την επόμενη φορά, ναι;» ρώτησα.
22
JOHN GREEN
«Αξίζει να το δεις», είπε. «Το V for Vendetta, θέλω να πω». «Εντάξει», απάντησα. «Θα το ψάξω». «Όχι. Μ αζί μου. Στο σπίτι μου», είπε. «Τώρα». Σταμάτησα. «Σε ξέρω ελάχιστα, Ογκάστους Γουότερς. Ποιος μου λέει πως δεν είσαι μανιακός δολοφόνος;» Έγνεψε καταφατικά. «Πολύ σωστά, Χέιζελ Γκρέις». Πέρασε μπροστά μου, οι ώμοι του γέμιζαν το πράσινο πλεκτό μπλουζάκι του, η πλάτη του ήταν ίσια, τα βήματά του έγερναν ελαφρώς προς τα δεξιά καθώς περπατούσε σταθερά και σίγουρα, στηριγμένος πάνω σε προσθετικό πόδι, όπως είχα αποφασίσει. Το οστεοσάρκωμα κάποιες φορές παίρνει ένα άκρο για να σε δοκιμάσει. Ύστερα, αν του αρέσεις, παίρνει και το υπόλοιπο σώμα. Τον ακολούθησα πάνω, χάνοντας έδαφος καθώς προχωρούσα με αργό ρυθμό, μιας και τα σκαλοπάτια δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τους πνεύμονές μου. Κάπως έτσι βγήκαμε από την καρδιά του Ιησού και περάσαμε στο πάρκινγκ. Ο ανοιξιάτικος αέρας ήταν μια ιδέα πιο κρύος από το ιδανικό και το φως του απογεύματος φάνταζε μαγευτικό αν και εκτυφλωτικό. Η μητέρα μου δεν ήταν ακόμα εκεί, πράγμα ασυνήθιστο, καθώς σχεδόν πάντοτε με περίμενε. Έριξα μια ματιά τριγύρω και είδα μια ψηλή χυμώδη καστανομάλλα να έχει κολλήσει τον Άιζακ στον πέτρινο τοίχο της εκκλησίας και να τον φιλάει μάλλον επιθετικά. Βρίσκονταν αρκετά κοντά μου ώστε να ακούω τους αλλόκοτους ήχους που έκαναν τα στόματά τους, εκείνον να λέει «Πάντα» κι εκείνη να απαντά με την ίδια λέξη. Ξαφνικά, ο Ογκάστους στεκόταν ακριβώς δίπλα μου και μου μισοψιθύρισε: «Πιστεύουν πολύ στις διαχύσεις». «Γιατί λένε όλη την ώρα “πάντα”;» Εν τω μεταξύ, οι ήχοι από τα σαλιαρίσματα δυνάμωναν. «Έχουν μανία με το πάντα. Θα αγαπιούνται πάντα ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Μ ε μια συντηρητική εκτίμηση, θα έλεγα πως έχουν ανταλλάξει με γραπτά μηνύματα τη λέξη πάντα
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
23
τέσσερα εκατομμύρια φορές τον τελευταίο χρόνο». Πέρασαν δυο αυτοκίνητα, παίρνοντας μαζί τους τον Μ άικλ και την Αλίσα. Είχαμε μείνει μόνοι μας, ο Ογκάστους κι εγώ, να παρακολουθούμε τον Άιζακ και τη Μ όνικα, οι οποίοι συνέχιζαν ακάθεκτοι, λες και δεν ήταν γερμένοι πάνω σε έναν τόπο λατρείας. Το χέρι του σηκώθηκε προς το στήθος της, πάνω από το μπλουζάκι της, και το χούφτωσε κανονικά, η παλάμη έμεινε ακίνητη ενώ τα δάχτυλά του έκαναν τα δικά τους. Αναρωτήθηκα αν ήταν όμορφη αυτή η αίσθηση. Δεν την έκοβα για ευχάριστη, όμως αποφάσισα να συγχωρήσω τον Άιζακ μιας και θα τυφλωνόταν. Οι αισθήσεις πρέπει να το απολαύσουν όσο υπάρχει ακόμα η αίσθηση της πείνας και τέτοια. «Φαντάσου την τελευταία διαδρομή προς το νοσοκομείο», είπα σιγανά. «Την τελευταία φορά που θα μπεις σε αυτοκίνητο». Χωρίς να με κοιτάξει, ο Ογκάστους είπε «Μ ου χαλάς τη φάση, Χέιζελ Γκρέις. Προσπαθώ να παρατηρήσω τον άγουρο έρωτα μέσα από τη θαυμαστή αμηχανία του». «Μ ου φαίνεται πως την πονάει», είπα. «Ναι, είναι δύσκολο να πει κανείς με βεβαιότητα αν προσπαθεί να την ερεθίσει ή να της κάνει εξέταση μαστού». Τότε, ο Ογκάστους Γουότερς έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα – αν είναι δυνατόν. Το άνοιξε με ένα τίναγμα του αντίχειρα και έβαλε ένα τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του. «Καλά, είσαι σοβαρός;» ρώτησα. «Νομίζεις πως είναι μαγκιά αυτό που κάνεις; Καλά, εσύ χάλασες όλη τη φάση». «Ποια φάση;» ρώτησε εκείνος, γυρνώντας προς το μέρος μου. Το τσιγάρο κρεμόταν σβηστό από την αγέλαστη γωνία του στόματός του. «Τη φάση όπου ένα αγόρι το οποίο δεν είναι άχαρο ή ανόητο ή φαινομενικά τουλάχιστον απαράδεκτο σε κάτι με καρφώνει με το βλέμμα του, επισημαίνει άστοχες χρήσεις της κυριολεξίας και με συγκρίνει με ηθοποιούς λίγο πριν μου προτείνει να δούμε μια ταινία στο σπίτι του. Όμως, φυσικά, δε γίνεται να μην υπάρχει
24
JOHN GREEN
κάποια αμαρτία στο όλο σκηνικό, και η δική σου, αν είναι ποτέ δυνατόν, είναι πως παρότι ΕΙΧΕΣ ΚΑΡΚΙΝΟ ΓΑΜ ΩΤΗ Μ ΟΥ, πας και δίνεις χρήματα σε μια εταιρεία με αντάλλαγμα την ευκαιρία να ΞΑΝΑΒΓΑΛΕΙΣ ΚΑΡΚΙΝΟ. Ω Θεέ μου. Να σε διαβεβαιώσω απλώς πως το να μην μπορείς να ανασάνεις είναι ΧΑΛΙΑ. Τελείως απογοητευτικό. Τελείως». «Τι αμαρτία;» ρώτησε, με το τσιγάρο να παραμένει σβηστό στο στόμα του. Όπως έκανε την ερώτηση, έσφιξε το πιγούνι του. Είχε τρομερά σέξι πιγούνι, δυστυχώς. «Θανάσιμο ελάττωμα», εξήγησα, γυρνώντας του την πλάτη. Προχώρησα προς το πεζοδρόμιο, αφήνοντας τον Ογκάστους Γουότερς πίσω μου, και τότε άκουσα ένα αυτοκίνητο να ξεκινά λίγο παρακάτω. Ήταν η μητέρα μου. Περίμενε τόση ώρα να κάνω φίλους ή δεν ξέρω τι άλλο. Ένιωσα έναν αλλόκοτο συνδυασμό απογοήτευσης και θυμού να φουντώνει μέσα μου. Δεν είμαι σίγουρη τι συναίσθημα ήταν αυτό, όμως ήταν πολύ. Ένιωσα επίσης ότι ήθελα να τραβήξω ένα χαστούκι στον Ογκάστους Γουότερς καθώς και να αντικαταστήσω τους πνεύμονές μου με άλλους, που να μην είναι άχρηστοι. Στεκόμουν στο χείλος του πεζοδρομίου, φορώντας τα πάνινα αθλητικά μου, με τη φιάλη του οξυγόνου στο καροτσάκι να μοιάζει με αλυσίδα φυλακισμένου στο πλευρό μου, και πάνω που πλησίαζε η μητέρα μου, ένιωσα ένα χέρι να αρπάζει το δικό μου. Το τράβηξα απότομα, αλλά στράφηκα προς το μέρος του. «Για να σε σκοτώσουν, πρέπει να τα ανάψεις», είπε, καθώς η μητέρα μου έφτανε στο πεζοδρόμιο. «Κι εγώ δεν άναψα ποτέ ούτε ένα. Είναι μια μεταφορά, βλέπεις: βάζεις το θάνατο ανάμεσα στα δόντια σου, αλλά δεν του δίνεις τη δυνατότητα να σε σκοτώσει». «Είναι μια μεταφορά», είπα, χωρίς να έχω πειστεί. Η μητέρα μου περίμενε. «Είναι μια μεταφορά», επανέλαβε εκείνος. «Επιλέγεις τη συμπεριφορά σου βασισμένος στη μεταφορική
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
25
σημασία της...» είπα. «Ω ναι». Χαμογέλασε. Εκείνο το μεγάλο, παιδικό, πραγματικό χαμόγελο. «Πιστεύω πολύ στις μεταφορές, Χέιζελ Γκρέις». Γύρισα προς το αυτοκίνητο. Χτύπησα το παράθυρο, το οποίο κατέβηκε. «Πηγαίνω να δω μια ταινία με τον Ογκάστους Γουότερς», είπα. «Σε παρακαλώ, γράψε μου κάμποσα από τα επόμενα επεισόδια του μαραθωνίου ΑΝΤΜ».
26
JOHN GREEN
2
Ο ΟΓΚΑΣΤΟΥΣ ΓΟΥΟΤΕΡ Σ οδηγούσε απαράδεκτα. Είτε σταματούσε είτε ξεκινούσε, όλα συνοδεύονταν από ένα τρομερό ΤΙΝΑΓΜ Α. Τιναζόμουν κάτω από τη ζώνη του Toyota του κάθε φορά που φρέναρε και ο λαιμός μου χτυπούσε στην πλάτη του καθίσματος κάθε φορά που πατούσε γκάζι. Ίσως ήμουν νευρική –κάτι που καθόμουν στο αυτοκίνητο ενός άγνωστου αγοριού πηγαίνοντας προς το σπίτι του, κάτι που είχα απόλυτη συναίσθηση ότι οι άχρηστοι πνεύμονές μου θα περιέπλεκαν την προσπάθεια να αποκρούσω τυχόν ανεπιθύμητες κινήσεις–, όμως οδηγούσε τόσο χάλια, ώστε δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο. Πρέπει να είχαμε κάνει γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο βουβοί, σταμάτα ξεκίνα, όταν ο Ογκάστους είπε «Απέτυχα στις εξετάσεις για το δίπλωμα τρεις φορές». «Μ η μου πεις». Γέλασε κι έγνεψε καταφατικά. «Ναι, δεν μπορώ να νιώσω την πίεση στο ωραίο μου Κούτσουρο, ούτε μπορώ να συνηθίσω να οδηγώ με το αριστερό πόδι. Οι γιατροί μού λένε ότι οι περισσότεροι ακρωτηριασμένοι οδηγούν χωρίς κανένα πρόβλημα, όμως... ναι. Όχι εγώ. Τέλος πάντων, πηγαίνω τέταρτη
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
27
φορά να δώσω εξετάσεις, και η πορεία εξελίσσεται όπως πηγαίνουμε τώρα». Γύρω στα οκτακόσια μέτρα μπροστά μας ένα φανάρι έγινε κόκκινο. Ο Ογκάστους φρέναρε απότομα, στέλνοντάς με πάνω στην τριγωνική αγκαλιά της ζώνης. «Συγγνώμη. Σου τ’ ορκίζομαι, προσπαθώ να πηγαίνω μαλακά. Τέλος πάντων, στο τέλος της εξέτασης ήμουν σίγουρος πως είχα αποτύχει και πάλι, όμως ο εξεταστής γυρνάει και μου λέει “Ο τρόπος που οδηγείς είναι δυσάρεστος, όμως από τεχνική άποψη δεν είναι επικίνδυνος”». «Δεν είμαι σίγουρη πως συμφωνώ», λέω. «Υποψιάζομαι πως έπεσε Πάσο». Πάσα είναι εκείνα τα μικρά πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν τα παιδιά που πάσχουν από καρκίνο σε σχέση με τα υπόλοιπα: μπάλες του μπάσκετ υπογεγραμμένες από αστέρια του χώρου, παρατάσεις για να παραδώσουν τις εργασίες τους, διπλώματα οδήγησης χωρίς να τα αξίζουν κτλ. «Ναι», είπε εκείνος. Το φανάρι έγινε πράσινο. Προσπάθησα να κρατηθώ. Ο Ογκάστους κόλλησε το γκάζι στο δάπεδο. «Το ξέρεις πως έχουν συστήματα ελέγχου των πεντάλ με τα χέρια, για ανθρώπους που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα πόδια τους», επισήμανα. «Ναι», είπε. «Ίσως βάλω κάποια στιγμή». Αναστέναξε με έναν τρόπο που με έκανε να αναρωτηθώ κατά πόσο πίστευε πως θα έφτανε εκείνη η κάποια στιγμή. Ήξερα πως το οστεοσάρκωμα είχε υψηλά ποσοστά ίασης, αλλά και πάλι... Υπάρχουν αρκετοί τρόποι να καταλάβεις πώς κρίνει ο καθένας τις πιθανότητες επιβίωσης που έχει χωρίς να ρωτήσεις κανονικά. Κατέφυγα σε μια κλασική επιλογή: «Λοιπόν, σχολείο πηγαίνεις;» Σε γενικές γραμμές, οι γονείς σου σε σταματάνε από το σχολείο κάποια στιγμή αν περιμένουν πως θα τα τινάξεις. «Ναι», είπε. «Πηγαίνω στο Νορθ Σέντραλ. Έχω χάσει χρονιά όμως. Εσύ;» Σκέφτηκα να πω ψέματα. Στο κάτω κάτω, σε κανέναν δεν αρέσει να κάνει παρέα με ένα πτώμα. Όμως, τελικά είπα την αλήθεια: «Όχι, οι γονείς μου με σταμάτησαν πριν από τρία
28
JOHN GREEN
χρόνια». «Τρία χρόνια;» ρώτησε κατάπληκτος. Περιέγραψα με λίγα λόγια στον Ογκάστους το μικρό μου θαύμα: διαγνώστηκα με καρκίνο του θυρεοειδούς τέταρτου σταδίου όταν ήμουν δεκατριών. (Δεν του είπα ότι η διάγνωση έγινε τρεις μήνες μετά την πρώτη μου περίοδο. Σαν να λέμε: Συγχαρητήρια! Έγινες γυναίκα. Ώρα να πεθάνεις.) Ήταν, όπως μας ενημέρωσαν, ανίατος. Υποβλήθηκα σε χειρουργική επέμβαση, η οποία ονομάζεται ριζική θυρεοειδεκτομή, που είναι τόσο ευχάριστη όσο ακούγεται. Στη συνέχεια, ακτινοβολία. Ύστερα, δοκίμασαν κάποια χημειοθεραπεία για τους όγκους στους πνεύμονές μου. Οι όγκοι συρρικνώθηκαν και ύστερα αναπτύχθηκαν ξανά. Εν τω μεταξύ, ήμουν δεκατεσσάρων. Οι πνεύμονές μου άρχισαν να γεμίζουν υγρό. Είχα τα χάλια μου: τα χέρια και τα πόδια μου πρήστηκαν· η επιδερμίδα μου έσκαγε· τα χείλη μου ήταν διαρκώς μπλε. Έχουν ένα φάρμακο το οποίο σε κάνει να μην αισθάνεσαι εντελώς πανικόβλητη επειδή δεν μπορείς να αναπνεύσεις, οπότε μια μεγάλη ποσότητα από αυτό κυλούσε μέσα μου από καθετήρα, μαζί με πάνω από μια ντουζίνα φάρμακα. Και πάλι, η αίσθηση ότι πνίγεσαι είναι κάπως δυσάρεστη, ειδικά όταν σε συνοδεύει αρκετούς μήνες. Τελικά, κατέληξα στη Μ ΕΘ με πνευμονία. Η μητέρα μου γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι και είπε «Είσαι έτοιμη, καρδιά μου;» κι εγώ της είπα πως ήμουν έτοιμη κι ο πατέρας μου συνέχεια μου έλεγε πως με αγαπούσε, με εκείνη τη φωνή του που δεν τσάκιζε ακριβώς, περισσότερο ήδη τσακισμένη ακουγόταν, κι εγώ του έλεγα συνέχεια πως τον αγαπούσα, κι ήμασταν πιασμένοι από τα χέρια, εγώ δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, οι πνεύμονές μου αντιδρούσαν απεγνωσμένα, πάλευαν να γεμίσουν, με ανασήκωναν από το κρεβάτι προσπαθώντας να με φέρουν σε μια στάση που θα τους επέτρεπε να πάρουν αέρα, κι εγώ ντρεπόμουν για την αντίδρασή τους, αηδίαζα που δεν αποφάσιζαν να σταματήσουν, και θυμάμαι τη μητέρα μου να μου λέει πως όλα ήταν καλά, όλα καλά, θα ήμουν καλά, κι ο πατέρας
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
29
μου προσπαθούσε τόσο πολύ να συγκρατηθεί, ώστε, όταν του ξέφευγε ένας λυγμός, κι αυτό συνέβαινε συχνά, έμοιαζε με σεισμό. Και θυμάμαι πως δεν ήθελα να έχω τις αισθήσεις μου. Όλοι έλεγαν πως ήμουν τελειωμένη, όμως η Γιατρός Μ αρία κατάφερε να βγάλει μια ποσότητα του υγρού από τους πνεύμονές μου και λίγο αργότερα τα αντιβιοτικά που μου είχαν δώσει για την πνευμονία έφεραν αποτέλεσμα. Συνήλθα και σύντομα εντάχτηκα σε μια από εκείνες τις πειραματικές δοκιμές οι οποίες στη Δημοκρατία της Καρκινίας φημίζονται για την Αποτυχία τους. Το φάρμακο ονομαζόταν Phalanxifor, και η μοριακή του σύσταση ήταν σχεδιασμένη έτσι ώστε να προσκολλάται στα καρκινικά κύτταρα και να επιβραδύνει την ανάπτυξή τους. Στο εβδομήντα τοις εκατό των ανθρώπων δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Σ’ εμένα, όμως, είχε. Οι όγκοι συρρικνώθηκαν. Και παρέμειναν συρρικνωμένοι. Ζήτω στο Phalanxifor! Τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες οι μεταστάσεις μου έχουν μεταβληθεί ελάχιστα, πράγμα που σημαίνει ότι εξακολουθώ να έχω δυο πνεύμονες σε κακά χάλια, οι οποίοι, όμως, θεωρητικά, θα μπορούσαν να συνεχίσουν το αγκομαχητό τους επ’ αόριστον, με την παροχή επιπλέον οξυγόνου και καθημερινών δόσεων Phalanxifor. Η αλήθεια ήταν πως το Καρκινικό Θαύμα μου είχε οδηγήσει απλώς σε μια μικρή παράταση ζωής. (Δε γνώριζα ακόμα πόσο μικρή.) Όμως, όταν περιέγραψα την κατάσταση στον Ογκάστους Γουότερς, του έδωσα την πιο θετική εικόνα που μπορούσα, τονίζοντας το θαυμαστό του θαύματός μου. «Άρα τώρα θα επιστρέψεις στο σχολείο», είπε. «Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ», εξήγησα, «γιατί πήρα ήδη το απολυτήριό μου. Έτσι, κάνω μαθήματα στο M CC», δηλαδή στο κολέγιο της περιοχής μας. «Φοιτήτρια», είπε εκείνος γνέφοντας καταφατικά. «Έτσι εξηγείται αυτή η εκλεπτυσμένη αύρα». Μ ου χαμογέλασε πονηρά. Τον σκούντησα στο μπράτσο. Ένιωσα το μυ κάτω από
30
JOHN GREEN
την επιδερμίδα του, σφιγμένο και υπέροχο. Στρίψαμε, με τις ρόδες να στριγκλίζουν, σε μια γειτονιά με στοκαρισμένους τοίχους ύψους δυόμισι μέτρων. Το σπίτι του ήταν το πρώτο στα αριστερά. Ένα διώροφο κτίριο αποικιακού ρυθμού. Σταματήσαμε απότομα μπροστά στο γκαράζ. Τον ακολούθησα στο σπίτι. Μ ια ξύλινη επιφάνεια πάνω από την είσοδο ήταν σκαλισμένη με καλλιγραφικούς χαρακτήρες, με τη φράση Σπίτι Είναι Εκεί Όπου Βρίσκεται η Καρδιά, ενώ ολόκληρο το κτίσμα πρέπει να ήταν διακοσμημένο με τέτοιου είδους παρατηρήσεις. Οι Καλοί Φίλοι Είναι Δυσεύρετοι και Αξέχαστοι έγραφε πάνω από την κρεμάστρα των παλτών. Η Πραγματική Αγάπη Γεννιέται Μέσα Από τις Δυσκολίες υποσχόταν ένα κεντητό μαξιλαράκι στο καθιστικό με τα παλιομοδίτικα έπιπλα. Ο Ογκάστους με είδε που διάβαζα. «Οι γονείς μου τα λένε Ενθαρρύνσεις», εξήγησε. «Θα τις δεις παντού». Η μητέρα και ο πατέρας του τον φώναζαν Γκας. Ετοίμαζαν εντσιλάδας στην κουζίνα (ένα κομμάτι χρωματιστού γυαλιού δίπλα στο νεροχύτη έγραφε, με φουσκωτά γράμματα, Η Οικογένεια Είναι Παντοτινή). Η μητέρα του έβαζε κομμάτια κοτόπουλο πάνω σε τορτίγιες, τις οποίες στη συνέχεια ο πατέρας του τύλιγε και τις τοποθετούσε σε ένα γυάλινο σκεύος. Δεν έδειξαν να εκπλήσσονται και τόσο από την άφιξή μου, πράγμα μάλλον λογικό: το γεγονός ότι ο Ογκάστους με έκανε να αισθάνομαι ξεχωριστή δε σήμαινε απαραιτήτως ότι ήμουν ξεχωριστή. Ίσως κάθε βράδυ να έφερνε στο σπίτι και διαφορετική κοπέλα για να δουν μαζί ταινία και να τη χουφτώσει. «Από δω η Χέιζελ Γκρέις», είπε εκείνος, κάνοντας τις απαραίτητες συστάσεις. «Σκέτο Χέιζελ», είπα. «Πώς πάει, Χέιζελ;» ρώτησε ο πατέρας του Γκας. Ήταν
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
31
ψηλός –σχεδόν όσο ο Γκας– και αδύνατος, έτσι όπως δεν είναι συνήθως οι γονείς όταν μεγαλώνουν. «Καλά», είπα. «Πώς ήταν στην Ομάδα Υποστήριξης του Άιζακ;» «Απίθανα», είπε ο Γκας. «Άσε τις εξυπνάδες, σε ξέρουμε κι εσένα», σχολίασε η μητέρα του. «Χέιζελ, σου αρέσουν αυτές οι συναντήσεις;» Δεν απάντησα αμέσως, προσπαθούσα να αποφασίσω αν έπρεπε να πω κάτι που θα ευχαριστούσε περισσότερο τον Ογκάστους ή τους γονείς του. «Οι περισσότεροι άνθρωποι εκεί είναι πολύ καλοί», είπα τελικά. «Αυτό ακριβώς διαπιστώσαμε κι εμείς όταν μιλούσαμε με κάποιες οικογένειες στο Μ εμόριαλ, το διάστημα που νοσηλευόταν εκεί ο Γκας», είπε ο πατέρας του. «Όλοι ήταν τόσο καλοί. Και δυνατοί, επίσης. Στις πιο δύσκολες στιγμές, ο Κύριος φέρνει τους καλύτερους ανθρώπους στη ζωή σου». «Πέτα μου γρήγορα ένα μαξιλαράκι και μια βελόνα, αυτό αξίζει να το κεντήσουμε», είπε ο Ογκάστους, κι ο πατέρας του έδειξε να ενοχλείται κάπως, όμως ύστερα ο Γκας πέρασε το μακρύ του χέρι γύρω από το λαιμό του πατέρα του και είπε «Αστειεύομαι, μπαμπά. Γουστάρω τρελά τις Ενθαρρύνσεις. Αλήθεια. Απλώς δεν μπορώ να το παραδεχτώ γιατί είμαι έφηβος». Ο πατέρας του γύρισε τα μάτια προς τα πάνω σε ένδειξη απελπισίας. «Θα μείνεις να φάμε μαζί, ελπίζω», μου είπε η μητέρα του. Ήταν μικρόσωμη, καστανή, με μια αμυδρά ποντικίσια έκφραση. «Ναι, θα μπορούσα», είπα. «Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι πριν από τις δέκα. Επίσης δεν, ε... τρώω κρέας;» «Κανένα πρόβλημα. Θα ετοιμάσουμε μερικές χορτοφαγικές», είπε εκείνη. «Τι έγινε, βρίσκεις ακαταμάχητα χαριτωμένα τα ζώα;» ρώτησε ο Γκας. «Θέλω να ελαχιστοποιήσω τον αριθμό των θανάτων για τους οποίους είμαι υπεύθυνη», αποκρίθηκα.
32
JOHN GREEN
Ο Γκας ήταν έτοιμος να απαντήσει, όμως συγκρατήθηκε. Η μητέρα του κάλυψε τη σιωπή που ακολούθησε. «Λοιπόν, εγώ το βρίσκω θαυμάσιο». Μ ου ανέλυσαν ότι οι εντσιλάδας ήταν οι Περίφημες Εντσιλάδας της Φαμίλιας Γουότερς και ότι άξιζε να τις δοκιμάσω, καθώς και ότι στις δέκα έπρεπε και ο Γκας να συμμαζευτεί, καθώς και ότι αισθάνονταν μια εγγενή δυσπιστία απέναντι σε όσους ζητούσαν από τα παιδιά τους να επιστρέψουν άλλη ώρα πέρα από τις δέκα. Ρώτησαν επίσης αν πήγαινα σχολείο –«σπουδάζει στο κολέγιο», εξήγησε ο Ογκάστους–, σχολίασαν πως ο καιρός ήταν πραγματικά καταπληκτικός για Μ άρτιο μήνα και ότι την άνοιξη τα πάντα αναγεννιούνται και δε με ρώτησαν ούτε μία φορά για το οξυγόνο ή τη διάγνωσή μου, πράγμα αλλόκοτο και συνάμα θαυμάσιο, κι ύστερα ο Ογκάστους είπε «Μ ε τη Χέιζελ θα βάλουμε το V for Vendetta για να δει την κινηματογραφική της σωσία, τη Νάταλι Πόρτμαν των μέσων της δεκαετίας του 2000». «Η τηλεόραση του καθιστικού είναι στη διάθεσή σας», είπε εύθυμα ο πατέρας του. «Έλεγα να κατεβαίναμε στο υπόγειο για να δούμε την ταινία». Ο πατέρας του γέλασε. «Καλή προσπάθεια. Στο καθιστικό». «Μ α, ήθελα να δείξω στη Χέιζελ Γκρέις το υπόγειο», επέμεινε ο Ογκάστους. «Σκέτο Χέιζελ», είπα εγώ. «Εντάξει, λοιπόν, δείξε στη Σκέτο Χέιζελ το υπόγειο», είπε ο πατέρας του. «Και ύστερα ελάτε πάνω και δείτε την ταινία σας στο καθιστικό». Ο Ογκάστους φούσκωσε τα χείλη του, ισορρόπησε στο πόδι του και έστριψε τους γοφούς του, τινάζοντας το προσθετικό μέλος μπροστά. «Καλά», μουρμούρισε. Τον ακολούθησα στη σκάλα, η οποία ήταν καλυμμένη με μοκέτα. Οδηγούσε σε ένα πελώριο υπνοδωμάτιο στο υπόγειο. Ένα ράφι στο ύψος των ματιών μου εκτεινόταν περιμετρικά του
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
33
δωματίου και ήταν ασφυκτικά γεμάτο με αναμνηστικά του μπάσκετ: δεκάδες κύπελλα με χρυσά πλαστικά ανθρωπάκια να σουτάρουν ή να τριπλάρουν ή να επιχειρούν να περάσουν την μπάλα από κάποιο αόρατο καλάθι. Υπήρχαν επίσης πολλές υπογεγραμμένες μπάλες και αθλητικά παπούτσια. «Παλιότερα έπαιζα μπάσκετ», εξήγησε εκείνος. «Πρέπει να ήσουν πολύ καλός». «Εντάξει, δεν ήμουν κακός, όμως όλα τα παπούτσια και οι μπάλες είναι δώρα λόγω αρρώστιας». Προχώρησε στην τηλεόραση, όπου μια πελώρια στοίβα από DVD και ηλεκτρονικά παιχνίδια σχημάτιζε ένα κάπως συγκεχυμένο σχήμα πυραμίδας. Έσκυψε και άρπαξε το V for Vendetta. «Ήμουν, ας πούμε, το κλασικό λευκό παιδί από την Ιντιάνα», είπε. «Το μόνο που με απασχολούσε ήταν να αναστήσω τη χαμένη τέχνη του τζαμπ σουτ από μέση απόσταση, όμως μια μέρα, εκεί που προπονούμουν στις ελεύθερες βολές –ξέρεις, στεκόμουν στη γραμμή του φάουλ στο γυμναστήριο του σχολείου και έπαιρνα μπάλες από ένα καροτσάκι– κάτι παράξενο συνέβη. Εντελώς ξαφνικά, δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο λόγο πετούσα μεθοδικά ένα σφαιρικό αντικείμενο μέσα από ένα τοροειδές αντικείμενο. Μ ου φαινόταν το πιο βλακώδες πράγμα που θα μπορούσα να κάνω. »Άρχισα να σκέφτομαι τα πιτσιρίκια που περνούν ένα κυλινδρικό κομμάτι μέσα από μια κυλινδρική τρύπα, και πώς το κάνουν ξανά και ξανά επί μήνες μόλις καταλάβουν τι παίζει, και ότι το μπάσκετ ήταν βασικά μια ελαφρώς πιο αερόβια εκδοχή της ίδιας εκείνης άσκησης. Τέλος πάντων, συνέχισα να ρίχνω ελεύθερες βολές πολλή ώρα ακόμα. Έβαλα ογδόντα καλάθια στη σειρά, η καλύτερη επίδοσή μου, όμως όπως συνέχιζα αισθανόμουν όλο και περισσότερο σαν δίχρονο. Και τότε, για κάποιο λόγο, το μυαλό μου πήγε στους εμποδιστές. Είσαι εντάξει;» Είχα καθίσει στην άκρη του άστρωτου κρεβατιού του. Δεν υπονοούσα τίποτε, απλώς κουραζόμουν κάπως όταν έπρεπε να
34
JOHN GREEN
στέκομαι όρθια πολλή ώρα. Είχα σταθεί όρθια στο καθιστικό, ύστερα ακολούθησαν τα σκαλοπάτια και μετά ακόμα περισσότερη ορθοστασία, κι όλα αυτά μαζί ήταν υπερβολικά για μένα, και δεν είχα καμιά όρεξη να λιποθυμήσω ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Στο θέμα της λιποθυμίας έφερνα ελαφρώς σε κυρία της βικτοριανής εποχής. «Μ ια χαρά είμαι», είπα. «Σε ακούω. Κάτι έλεγες για τους εμποδιστές;» «Ναι, τους εμποδιστές. Δεν ξέρω γιατί. Άρχισα να σκέφτομαι πώς τρέχουν και πηδάνε πάνω από αυτά τα εντελώς αφηρημένα αντικείμενα τα οποία έχουν τοποθετηθεί στην πορεία τους. Κι αναρωτήθηκα αν οι εμποδιστές σκέφτονταν ποτέ κάτι του στιλ Θα τελειώναμε πολύ γρηγορότερα αν ξεφορτωνόμασταν τα εμπόδια. «Όλα αυτά έγιναν πριν από τη διάγνωσή σου;» ρώτησα. «Σωστά, ναι, ήταν κι αυτό». Χαμογέλασε με το μισό στόμα του. «Η μέρα των υπαρξιακά φορτισμένων ελεύθερων βολών συμπτωματικά ήταν και η τελευταία μέρα που πέρασα ως δίποδο. Μ εσολαβούσε ένα Σαββατοκύριακο από τη στιγμή που συνέβη μέχρι το προγραμματισμένο χειρουργείο για τον ακρωτηριασμό. Ήταν η δική μου ματιά στα όσα περνάει τώρα ο Άιζακ». Έγνεψα καταφατικά. Μ ου άρεσε ο Ογκάστους Γουότερς. Μ ου άρεσε πολύ, μα πάρα πολύ. Μ ου άρεσε ο τρόπος που η ιστορία του έκλεινε με κάποιον άλλο. Μ ου άρεσε η φωνή του. Μ ου άρεσε το ότι έριξε υπαρξιακά φορτισμένες ελεύθερες βολές. Μ ου άρεσε που ήταν τακτικός καθηγητής στη Σχολή Ελαφρώς Στραβών Χαμόγελων και παράλληλα επισκέπτης στον Τομέα Φωνής Που Έκανε Την Επιδερμίδα Μ ου Να Συμπεριφέρεται Περισσότερο Σαν Επιδερμίδα. Μ ου άρεσε επίσης που είχε δύο ονόματα. Πάντοτε μου άρεσαν οι άνθρωποι με δύο ονόματα, γιατί έτσι αποφασίζεις εσύ πώς θα τους λες: Γκας ή Ογκάστους; Εγώ μια ζωή ήμουν μια σκέτη Χέιζελ, μια μονοσθενής Χέιζελ. «Αδέρφια έχεις;» ρώτησα. «Ε;» έκανε. Φαινόταν κάπως αφηρημένος.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
35
«Είπες κάτι για το πώς είναι να παρακολουθείς πιτσιρίκια να παίζουν». «Α, ναι, όχι. Έχω ανίψια, από τις ετεροθαλείς αδερφές μου. Όμως είναι μεγαλύτερες. Είναι, να δεις... Μ ΠΑΜ ΠΑ, ΠΟΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΕΙΝΑΙ Η ΤΖΟΥΛΙ ΚΑΙ Η Μ ΑΡΘΑ;» «Είκοσι οκτώ!» «Είναι είκοσι οκτώ χρονών. Ζουν στο Σικάγο. Παντρεύτηκαν και οι δύο κάτι σούπερ κυριλέ δικηγόρους. Ή τραπεζικούς. Δε θυμάμαι. Εσύ έχεις αδέρφια;» Έγνεψα αρνητικά. «Λοιπόν, ποια είναι η ιστορία σου;» ρώτησε, ενώ καθόταν δίπλα μου, σε ασφαλή απόσταση. «Σου την είπα ήδη την ιστορία μου. Διαγνώστηκα όταν ήμουν...» «Όχι, δεν εννοώ την ιστορία του καρκίνου σου. Τη δική σου ιστορία. Ενδιαφέροντα, χόμπι, πάθη, προχωρημένα φετίχ και τα λοιπά». «Χμμ», έκανα. «Μ η μου πεις ότι είσαι από εκείνους τους ανθρώπους που γίνονται ένα με την αρρώστια τους. Ξέρω ένα σωρό τέτοιους. Είναι αποκαρδιωτικό. Θέλω να πω, ο καρκίνος είναι συνώνυμο της ανάπτυξης, σωστά; Αναπτύσσεται και κατακλύζει τους ανθρώπους. Όμως, δεν μπορείς να τον αφήσεις να πετύχει το στόχο του πριν την ώρα του». Μ ου πέρασε από το μυαλό η σκέψη πως ίσως και να το είχα κάνει. Δυσκολευόμουν να αποφασίσω πώς να παρουσιάσω τον εαυτό μου στον Ογκάστους Γουότερς, ποια πράγματα που με ενθουσίαζαν έπρεπε να αποκαλύψω, και στη σιωπή που ακολούθησε μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη πως δεν ήμουν και ιδιαίτερα ενδιαφέρον άτομο. «Είμαι μάλλον αδιάφορη». «Αυτό το απορρίπτω ασυζητητί. Σκέψου κάτι που σου αρέσει. Το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό». «Ε... Το διάβασμα;» «Τι διαβάζεις;» «Τα πάντα. Από τα πιο γλυκανάλατα ρομάντζα μέχρι δήθεν
36
JOHN GREEN
ψαγμένα μυθιστορήματα και ποίηση. Ό,τι υπάρχει πρόχειρο». «Γράφεις κι εσύ ποίηση;» «Όχι. Δε γράφω». «Ορίστε!» Ο Ογκάστους σχεδόν ούρλιαξε. «Χέιζελ Γκρέις, είσαι η μοναδική έφηβη στην Αμερική που προτιμά να διαβάζει ποίηση αντί να γράφει. Αυτό μου λέει ένα σωρό πράγματα για σένα. Διαβάζεις πολλά σπουδαία βιβλία, με το Σ κεφαλαίο, σωστά;» «Μ άλλον;» «Ποιο είναι το αγαπημένο σου;» «Χμμ», έκανα. Το αγαπημένο μου βιβλίο, με διαφορά, ήταν το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος, όμως δε μου άρεσε να μιλώ γι’ αυτό στους ανθρώπους. Κάποιες φορές διαβάζεις ένα βιβλίο και αυτό σε κατακλύζει με έναν αλλόκοτο, ιεραποστολικό ζήλο, οπότε πείθεσαι πως ο κατακερματισμένος κόσμος μας δεν πρόκειται να αποκατασταθεί πάρα μόνο και έως ότου όλοι οι άνθρωποι διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Και μετά υπάρχουν βιβλία όπως το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος, για τα οποία δεν μπορείς να μιλήσεις στους άλλους, βιβλία τόσο ξεχωριστά, τόσο σπάνια, τόσο δικά σου, ώστε το να διατυμπανίζεις την αγάπη σου γι’ αυτά φαντάζει προδοσία. Δεν έπαιζε καν πως το βιβλίο ήταν τόσο καλό και τέτοια· το θέμα ήταν πως ο συγγραφέας, ο Πέτεφ Φαν Χάουτεν, έμοιαζε να με καταλαβαίνει με τρόπους αλλόκοτους όσο και αδύνατους. Το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος ήταν το δικό μου βιβλίο, όπως το σώμα μου ήταν το δικό μου σώμα και οι σκέψεις μου ήταν οι δικές μου σκέψεις. Παρ’ όλα αυτά, απάντησα στον Ογκάστους: «Το αγαπημένο μου βιβλίο πιθανότατα είναι το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος». «Για ζόμπι λέει;» ρώτησε εκείνος. «Όχι», είπα. «Για μαχητές του Διαστήματος;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν είναι από αυτά τα βιβλία».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
37
Χαμογέλασε. «Θα διαβάσω αυτό το απαίσιο βιβλίο με το βαρετό τίτλο που δε γράφει λέξη για τους μαχητές του Διαστήματος», υποσχέθηκε, κι αμέσως ένιωσα ότι δεν έπρεπε να του το αναφέρω. Ο Ογκάστους στράφηκε γρήγορα προς μια στοίβα βιβλίων κάτω από το κομοδίνο του. Άρπαξε ένα με μαλακό εξώφυλλο και πήρε ένα στιλό. Όπως έγραφε σβέλτα κάτι στην πρώτη σελίδα, είπε «Το μόνο που ζητώ σε αντάλλαγμα είναι να διαβάσεις αυτή την έξοχη όσο και μαγευτική μυθιστορηματική εκδοχή του αγαπημένου μου ηλεκτρονικού παιχνιδιού». Σήκωσε το βιβλίο προς το μέρος μου, το οποίο είχε τίτλο Το Τίμημα της Αυγής. Γέλασα και το πήρα. Τα χέρια μας κάπως έμπλεξαν πάνω στην παραλαβή-παράδοση του βιβλίου, έτσι ξαφνικά μου κρατούσε το χέρι. «Κρύο», είπε, ακουμπώντας το δάχτυλό του στον ωχρό καρπό μου. «Όχι ακριβώς κρύο, μάλλον ανεπαρκώς οξυγονωμένο», παρατήρησα. «Μ ε τρελαίνεις όταν μου μιλάς με ιατρικούς όρους», είπε. Σηκώθηκε και με βοήθησε να σταθώ, και δεν άφησε το χέρι μου παρά μόνο όταν φτάσαμε στη σκάλα. Παρακολουθήσαμε την ταινία έχοντας αρκετούς πόντους καναπέ ανάμεσά μας. Έκανα εκείνο το τελείως γυμνασιακό πράγμα, ακούμπησα την παλάμη μου πάνω στον καναπέ, κάπου στα μισά της απόστασης μεταξύ μας, για να του δείξω πως δεν υπήρχε πρόβλημα να το πιάσει, όμως εκείνος δεν το επιχείρησε καν. Μ ία ώρα μετά την έναρξη της ταινίας εμφανίστηκαν οι γονείς του Ογκάστους και μας έφεραν τις εντσιλάδας, τις οποίες φάγαμε στον καναπέ και ήταν πολύ νόστιμες, οφείλω να το πω. Στην ταινία πρωταγωνιστούσε ένας ηρωικός μασκοφόρος ο οποίος πεθαίνει ηρωικά για χάρη της Νάταλι Πόρτμαν, που με τη σειρά της είναι πολύ ζόρικη και σούπερ σέξι και δεν έχει καμία, μα καμία σχέση με το πρησμένο από τα στεροειδή πρόσωπό μου. Καθώς περνούσαν από την οθόνη οι τίτλοι τέλους, ο
38
JOHN GREEN
Ογκάστους είπε: «Πολύ καλή, ε;» «Πολύ καλή», συμφώνησα, αν και δεν ήταν πραγματικά. Αγορίστικη ταινία. Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο τα αγόρια περιμένουν να μας αρέσουν οι αγορίστικες ταινίες. Εμείς δεν έχουμε την απαίτηση να τους αρέσουν οι κοριτσίστικες ταινίες. «Ώρα να πηγαίνω. Έχω μάθημα το πρωί», είπα. Έμεινα καθισμένη στον καναπέ για λίγο, όσο ο Ογκάστους έψαχνε τα κλειδιά του. Η μητέρα του κάθισε δίπλα μου και είπε «Μ ου αρέσει πάρα πολύ η συγκεκριμένη, εσένα;» Μ άλλον κοίταζα προς το μέρος της Ενθάρρυνσης πάνω από την τηλεόραση· ήταν μια ζωγραφιά αγγέλου με τη λεζάντα Χωρίς Πόνο Δε θα Ξέραμε τι Σημαίνει Χαρά. (Αυτό είναι ένα παμπάλαιο επιχείρημα στον τομέα του Διαλογισμού Περί Πόνου, και τόσο η βλακεία όσο και η έλλειψη ουσίας αυτής της φράσης θα μπορούσαν να δίνουν αφορμές για σχόλια επί αιώνες, όμως αρκεί να επισημάνουμε ότι η ύπαρξη του μπρόκολου σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει τη γεύση της σοκολάτας.) «Ναι», είπα. «Θαυμάσια σκέψη». Οδήγησα εγώ το αυτοκίνητο του Ογκάστους, με εκείνον στη θέση του συνοδηγού. Μ ου έβαλε να ακούσω δυο τραγούδια που του άρεσαν, ενός συγκροτήματος που λεγόταν The Hectic Glow. Ήταν όντως ωραία τραγούδια, όμως επειδή δεν τα ήξερα δεν ήταν τόσο ιδιαίτερα για μένα όσο ήταν για εκείνον. Έριχνα διαρκώς κλεφτές ματιές προς το πόδι του, ή τουλάχιστον προς το μέρος όπου κάποτε ήταν το πόδι του, προσπαθώντας να φανταστώ πώς θα ήταν το προσθετικό μέλος. Δεν ήθελα να με ενδιαφέρει, όμως με ενδιέφερε, λιγάκι. Κι εκείνον πιθανότατα τον ενδιέφερε το οξυγόνο μου. Η αρρώστια απωθεί. Το είχα μάθει εδώ και καιρό αυτό, και είχα την υποψία πως το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση του Ογκάστους. Καθώς σταματούσα έξω από το σπίτι μου, ο Ογκάστους έκλεισε το ραδιόφωνο. Η ατμόσφαιρα φορτίστηκε. Πιθανότατα σκεφτόταν να με φιλήσει· εγώ σίγουρα σκεφτόμουν να τον φιλήσω. Αναρωτιόμουν αν ήθελα να το κάνω. Είχα φιλήσει
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
39
αγόρια, αλλά είχε περάσει καιρός από τότε. Προ του Θαύματος. Έβαλα το αυτόματο κιβώτιο στη θέση στάθμευσης και κοίταξα προς το μέρος του. Ήταν πραγματικά πανέμορφος. Ξέρω πως δε χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη για να περιγράψουμε ένα αγόρι, όμως αυτός ήταν. «Χέιζελ Γκρέις», είπε. Το όνομά μου ακουγόταν καινούριο και καλύτερο με τη δική του φωνή. «Χάρηκα ειλικρινά για τη γνωριμία». «Παρομοίως, κύριε Γουότερς», αποκρίθηκα. Αισθανόμουν αμηχανία έτσι όπως τον κοίταζα. Δεν μπορούσα να σταθώ ισάξια απέναντι στην ένταση των καταγάλανων ματιών του. «Θα μπορούσα να σε ξαναδώ;» ρώτησε. Η φωνή του είχε μια χαριτωμένη νευρικότητα. Χαμογέλασα. «Εντάξει». «Αύριο;» ρώτησε. «Υπομονή, ακρίδα», τον συμβούλευσα. «Δε θέλεις να φανείς υπερβολικά πρόθυμος». «Ακριβώς, γι’ αυτό είπα αύριο», εξήγησε. «Κανονικά, θέλω να σε δω ξανά απόψε. Όμως είμαι διατεθειμένος να περιμένω όλη νύχτα και ένα μεγάλο μέρος της αυριανής μέρας». Σήκωσα τα μάτια μου προς τα πάνω. «Σοβαρολογώ», επέμεινε εκείνος. «Ούτε που με ξέρεις», είπα. Πήρα το βιβλίο από την κεντρική κονσόλα. «Τι θα έλεγες να σου τηλεφωνούσα μόλις τελειώσω τούτο δω;» «Μ α δεν έχεις καν το τηλέφωνό μου», αντέτεινε. «Έχω τη σοβαρή υποψία πως το έγραψες στο βιβλίο». Εκείνο το αγαθό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Και μετά λες πως δεν ξέρουμε ο ένας τον άλλο».
40
JOHN GREEN
3
ΕΜΕΙΝΑ
ΞΥΠΝΙΑ ως αργά εκείνη τη νύχτα διαβάζοντας Το Τίμημα της Αυγής. (Όσοι δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο και δε θέλετε να μάθετε την πλοκή, πηδήξτε την επόμενη φράση: Το τίμημα της αυγής είναι το αίμα). Εντάξει, δεν ήταν ισάξιο του Μία Αυτοκρατορική Βάσανος, όμως ο πρωταγωνιστής, ο Αρχιλοχίας Μ αξ Μ έιχεμ ο Μ ακελάρης, ήταν αρκετά συμπαθητικός, παρά το γεγονός ότι σκότωσε, απ’ ό,τι υπολόγισα, γύρω στα 118 άτομα σε 284 σελίδες. Έτσι, σηκώθηκα αργά το επόμενο πρωί, ημέρα Πέμπτη. Η πολιτική της μητέρας μου ήταν να μη με ξυπνάει ποτέ, γιατί ένα από τα καθήκοντα του Επαγγελματία Ασθενή είναι να κοιμάται πολύ, οπότε σάστισα κάπως στην αρχή όταν ξύπνησα απότομα νιώθοντας τις παλάμες της πάνω στους ώμους μου. «Κοντεύει δέκα», μου είπε. «Ο ύπνος καταπολεμά τον καρκίνο», απάντησα. «Έμεινα ξύπνια ως αργά, διάβαζα». «Πρέπει να ήταν σπουδαίο βιβλίο», σχολίασε εκείνη καθώς γονάτιζε δίπλα στο κρεβάτι μου και με ξεβίδωνε από το μεγάλο παραλληλόγραμμο συμπυκνωτή οξυγόνου, τον οποίο είχα βαφτίσει Φίλιπ, γιατί το μηχάνημα για κάποιο λόγο έφερνε σε
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
41
Φίλιπ. Η μητέρα μου με συνέδεσε σε μια φορητή φιάλη και ύστερα μου θύμισε πως είχα μάθημα. «Εκείνο το αγόρι σού το έκανε δώρο;» ρώτησε στο ξεκάρφωτο. «Τον έρπη στα χείλια εννοείς;» «Είσαι ανυπόφορη», είπε η μητέρα μου. «Το βιβλίο, Χέιζελ. Εννοώ το βιβλίο». «Ναι, αυτός μου έδωσε το βιβλίο». «Το βλέπω πως σου αρέσει», είπε εκείνη, με τα φρύδια σηκωμένα, λες και η παρατήρηση αυτή απαιτούσε κάποιο ένστικτο που μονάχα μια μητέρα μπορούσε να διαθέτει. Σήκωσα τους ώμους μου. «Σου το είπα πως άξιζε τον κόπο να πηγαίνεις στην Ομάδα Υποστήριξης». «Απέξω περίμενες όλη την ώρα;» «Ναι. Έφερα μαζί μου διάφορα έντυπα που έπρεπε να διαβάσω. Τέλος πάντων, ώρα να ξεκινήσουμε την ημέρα μας, δεσποινίς». «Μ αμά. Ύπνος. Καρκίνος. Καταπολέμηση». «Το ξέρω, καρδιά μου, όμως έχουμε μάθημα. Εκτός αυτού, σήμερα είναι...» Η χαρά στη φωνή της μητέρας μου ήταν ολοφάνερη. «Πέμπτη;» «Σοβαρά τώρα, το ξέχασες;» «Ίσως;» «Είναι Πέμπτη 29 Μ αρτίου!» είπε, για την ακρίβεια ούρλιαξε, την ώρα που ένα παρανοϊκό χαμόγελο απλωνόταν στο πρόσωπό της. «Ποπό, σε φτιάχνει τρομερά να ξέρεις την ημερομηνία!» της απάντησα στον ίδιο τόνο. «ΧΕΪΖΕΛ! ΣΗΜ ΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑΚΟΣΤΑ ΤΡΙΤΑ Μ ΙΣΑ ΣΟΥ ΓΕΝΕΘΛΙΑ!» «Αααααα», έκανα. Η μητέρα μου ήταν πραγματικά άπιαστη στη μεγιστοποίηση τέτοιου είδους επετείων. ΗΜ ΕΡΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ! ΠΑΜ Ε ΝΑ ΑΓΚΑΛΙΑΣΟΥΜ Ε ΔΕΝΤΡΑ ΚΑΙ ΝΑ
42
JOHN GREEN
ΦΑΜ Ε ΚΕΪΚ! Ο ΚΟΛΟΜ ΒΟΣ ΕΦΕΡΕ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΣΤΟΥΣ ΙΘΑΓΕΝΕΙΣ. ΘΑ ΤΙΜ ΗΣΟΥΜ Ε ΤΗΝ ΗΜ ΕΡΑ Μ Ε ΕΝΑ ΠΙΚΝΙΚ! κτλ. «Μ άλιστα, να τα χιλιάσω τότε», είπα. «Τι θα ήθελες να κάνεις αυτή την πολύ ιδιαίτερη ημέρα;» «Μ ήπως να επιστρέψω στο σπίτι από το μάθημα και να σπάσω το παγκόσμιο ρεκόρ διαδοχικής παρακολούθησης επεισοδίων του Top Chef;» Η μητέρα μου άπλωσε το χέρι στο ράφι πάνω από το κρεβάτι μου και βούτηξε τον Γαλαζούλη, τον μπλε λούτρινο αρκούδο που είχα από τότε που ήμουν, δεν ξέρω, ενός... από την εποχή που ήταν κοινωνικά αποδεκτό να δίνεις στους φίλους σου ονόματα ανάλογα με το χρώμα τους. «Δε θέλεις να δεις μια ταινία με την Κέιτλιν ή τον Μ ατ ή κάποιον άλλο;» ρώτησε, αναφέροντας δυο φίλους μου. Καλή ιδέα. «Εντάξει», είπα. «Θα στείλω μήνυμα στην Κέιτλιν για να δω αν θέλει να πάμε στο εμπορικό κέντρο ή να κάνουμε κάτι αφού σχολάσει». Η μητέρα μου χαμογέλασε, σφίγγοντας τον αρκούδο στο στομάχι της. «Δεν έχει περάσει η μόδα των εμπορικών κέντρων;» ρώτησε. «Αισθάνομαι ιδιαίτερα περήφανη που δεν έχω ιδέα τι είναι στη μόδα», απάντησα. Έστειλα γραπτό μήνυμα στην Κέιτλιν, έκανα ντους, ντύθηκα και ύστερα η μητέρα μου με πήγε στη σχολή. Είχα μάθημα Αμερικανικής Λογοτεχνίας, η διάλεξη είχε θέμα τον Φρέντερικ Ντάγκλας και δόθηκε σε ένα σχεδόν άδειο αμφιθέατρο, όπου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να παραμείνω ξύπνια. Στο τεσσαρακοστό από τα ενενήντα λεπτά που διαρκούσε συνολικά το μάθημα, η Κέιτλιν μου απάντησε. Φανταστικότατα. Χαρούμενα Μισά Γενέθλια. Τα λέμε στο Κάσλτον, στις 3:32;
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
43
Η Κέιτλιν είχε έντονη κοινωνική ζωή και έπρεπε να προγραμματίζει τα πάντα με ακρίβεια λεπτού. Απάντησα: Εντάξει. Θα είμαι στο επίπεδο των εστιατορίων.
Μ ετά τη σχολή η μητέρα μου με πήγε στο βιβλιοπωλείο δίπλα στο εμπορικό κέντρο, όπου αγόρασα τόσο το Αυγές του Μεσονυκτίου όσο και το Ρέκβιεμ για τον Μέιχεμ, τις δύο πρώτες συνέχειες του έπους Το Τίμημα της Αυγής. Ύστερα πήγα στον πελώριο χώρο όπου στεγάζονταν τα εστιατόρια και αγόρασα μια κόκα κόλα διαίτης. Η ώρα ήταν 3:21. Παρακολουθούσα κάτι πιτσιρίκια να παίζουν στον παιδότοπο που ήταν σαν πειρατικό πλοίο, ενώ παράλληλα διάβαζα. Υπήρχε ένα τούνελ από το οποίο δύο παιδιά περνούσαν μπουσουλώντας ξανά και ξανά, χωρίς να κουράζονται με τίποτα. Η εικόνα μού έφερε στο νου τον Ογκάστους Γουότερς και τις υπαρξιακά φορτισμένες ελεύθερες βολές του. Η μητέρα μου βρισκόταν επίσης στο χώρο των εστιατορίων, μόνη της. Καθόταν σε μια γωνιά όπου νόμιζε ότι δεν την έβλεπα, έτρωγε ένα σάντουιτς με μπριζόλα και τυρί και διάβαζε κάτι έντυπα. Ιατρικού περιεχομένου, πιθανότατα. Η χαρτούρα ήταν ατελείωτη. Στις 3:32 ακριβώς εντόπισα την Κέιτλιν να περνά με σίγουρο βήμα μπροστά από το Σπίτι του Γουόκ. Μ ε είδε τη στιγμή που σήκωσα το χέρι μου, μου χάρισε ένα χαμόγελο με τα απαστράπτοντα και πρόσφατα ισιωμένα δόντια της και πλησίασε. Φορούσε ένα ανθρακί παλτό ως το γόνατο, το οποίο της καθόταν άψογα, και γυαλιά ηλίου που κυριαρχούσαν στο πρόσωπό της. Τα σήκωσε και τα στερέωσε στο κεφάλι της, καθώς έσκυβε για να με αγκαλιάσει. «Καλή μου», είπε, με μια υποψία βρετανικής προφοράς. «Πώς είσαι;» Οι άνθρωποι δεν έβρισκαν την προφορά της αλλόκοτη ή ενοχλητική, καθώς η Κέιτλιν ήταν μια άκρως εκλεπτυσμένη εικοσιπεντάχρονη Βρετανίδα κοσμική
44
JOHN GREEN
παγιδευμένη στο σώμα μιας δεκαεξάχρονης από την Ινδιανάπολη. Ήταν κάτι που το αποδέχονταν οι πάντες. «Καλά είμαι. Εσύ;» «Ειλικρινά, δεν ξέρω πια. Διαίτης είναι;» Έγνεψα καταφατικά και της έδωσα το κύπελλο. Άρχισε να πίνει με το καλαμάκι. «Μ ακάρι να ήσουν στο σχολείο αυτό τον καιρό. Κάποια από τα αγόρια είναι να τα πιεις στο ποτήρι». «Α, ναι; Για πες ονόματα», την παρότρυνα. Εκείνη μου απαρίθμησε πέντε παιδιά με τα οποία είχαμε πάει μαζί δημοτικό και γυμνάσιο, όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ κανένα. «Εδώ και λίγο καιρό βγαίνω με τον Ντέρεκ Γουέλινγκτον», είπε, «όμως δε βλέπω να κρατάει πολύ. Είναι τόσο παιδί. Όμως, αρκετά μιλήσαμε για μένα. Τι νέα από τον Κόσμο της Χέιζελ;» «Τίποτα ιδιαίτερο», απάντησα. «Από υγεία, πώς πάμε, καλά;» «Τα ίδια, μάλλον». «Ας είναι καλά το Phalanxifor!» αναφώνησε ενθουσιασμένη, χαμογελαστή. «Σαν να λέμε, θα μπορούσες να ζήσεις για πάντα, σωστά;» «Μ άλλον όχι για πάντα», είπα. «Εντάξει, καταλαβαίνεις πώς το εννοώ», απάντησε. «Άλλα νέα;» Σκέφτηκα να της πω ότι έβλεπα κι εγώ ένα αγόρι, ή τουλάχιστον είχα δει μια ταινία με ένα αγόρι, μόνο και μόνο επειδή ήξερα πως θα της προκαλούσε κατάπληξη η σκέψη πως μια κοπέλα τόσο απεριποίητη, άχαρη και ζαρωμένη σαν και του λόγου μου θα μπορούσε να κεντρίσει το ενδιαφέρον ενός αγοριού έστω και για λίγο. Όμως, ουσιαστικά δεν είχα κάτι για να καυχηθώ, οπότε απλώς σήκωσα τους ώμους. «Τι στην ευχή είναι αυτό;» ρώτησε η Κέιτλιν γνέφοντας προς το βιβλίο. «Α, επιστημονικής φαντασίας. Έπεσε τυχαία στα χέρια μου. Είναι ολόκληρη σειρά». «Ανησυχώ. Τι λες, πάμε για ψώνια;»
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
45
Πήγαμε σε ένα κατάστημα με παπούτσια. Η Κέιτλιν μου διάλεγε συνέχεια κάτι μπαλαρίνες πιπ τόου, σχολιάζοντας «Αυτά θα ήταν τρέλα στο δικό σου πόδι», πράγμα που μου θύμιζε ότι η Κέιτλιν δε φορούσε ποτέ ανοιχτά παπούτσια επειδή σιχαινόταν το δεύτερο δάχτυλό της που ήταν πολύ μακρύ, λες και το δάχτυλο αυτό ήταν παράθυρο στην ψυχή ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Έτσι, όταν της έδειξα ένα ζευγάρι σανδάλια που θα ταίριαζαν με το χρώμα της επιδερμίδας της, εκείνη είπε «Ναι, αλλά...» Το αλλά σήμαινε αλλά θα αποκαλύπτουν τα απαίσια δάχτυλά μου στον κόσμο, οπότε της είπα «Κέιτλιν, είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει ο οποίος εκδηλώνει δυσμορφία εστιασμένη στα δάχτυλα των ποδιών», κι εκείνη είπε «Τι πάει να πει αυτό;» «Ξέρεις, όταν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και αυτό που βλέπεις δεν είναι αυτό που πραγματικά είναι». «Αχά. Αχά», έκανε. «Σου αρέσουν αυτά;» Μ ου έδειξε ένα ζευγάρι χαριτωμένες αλλά όχι ιδιαίτερες γόβες, οπότε εγώ έγνεψα καταφατικά, εκείνη βρήκε το νούμερό της και τις δοκίμασε. Βημάτιζε πάνω κάτω στο διάδρομο παρακολουθώντας τα πόδια της στους καθρέφτες που εστίαζαν στο ύψος του αστραγάλου. Ύστερα, έπιασε ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα σανδάλια και είπε «Καλά, γίνεται να περπατήσεις με αυτά; Τι να πω, εγώ θα πέθαινα...» κι εκεί έκοψε τη φράση της στη μέση, κοιτάζοντάς με σαν να έλεγε συγγνώμη, λες και ήταν έγκλημα να αναφέρεις το θάνατο στους ετοιμοθάνατους. «Δοκίμασέ τα εσύ», συνέχισε η Κέιτλιν, προσπαθώντας να ξεπεράσει την αμήχανη στιγμή. «Θα προτιμούσα να πεθάνω», τη διαβεβαίωσα. Τελικά διάλεξα ένα ζευγάρι σαγιονάρες, απλώς και μόνο για να πάρω κάτι, και ύστερα κάθισα σε έναν πάγκο απέναντι από μερικά ράφια με παπούτσια και παρακολουθούσα την Κέιτλιν να περνά ανάμεσα στους διαδρόμους και να δοκιμάζει με μια ένταση και μια συγκέντρωση που οι περισσότεροι άνθρωποι θα συσχέτιζαν με το επαγγελματικό σκάκι. Εγώ, πάλι, ήθελα να
46
JOHN GREEN
βγάλω το Αυγές του Μεσονυκτίου και να διαβάσω λίγο, όμως ήξερα πως αυτό θα ήταν αγένεια, οπότε περιορίστηκα να κοιτάζω την Κέιτλιν. Κάθε τόσο περνούσε από μπροστά μου κρατώντας ένα κλειστό ζευγάρι και ρωτούσε «Αυτά;» κι εγώ προσπαθούσα να κάνω κάποιο έξυπνο σχόλιο για το παπούτσι. Τελικά αγόρασε τρία ζευγάρι, κι εγώ τις σαγιονάρες μου. Όπως βγαίναμε από το κατάστημα είπε «Πάμε να πιούμε κάτι;» «Καλύτερα να γυρίσω στο σπίτι», είπα. «Είμαι κάπως κουρασμένη». «Βέβαια, εννοείται», απάντησε. «Πρέπει να σε βλέπω συχνότερα, καλή μου». Ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους μου, με φίλησε και στα δύο μάγουλα και έφυγε, λικνίζοντας τους στενούς γοφούς της. Δεν πήγα στο σπίτι, όμως. Είπα στη μητέρα μου να περάσει να με πάρει στις έξι, και παρότι υπολόγιζα πως βρισκόταν είτε κάπου μέσα στο εμπορικό κέντρο είτε στο χώρο στάθμευσης, ήθελα να περάσω μόνη μου τις επόμενες δύο ώρες. Αγαπούσα τη μητέρα μου, όμως η διαρκής παρουσία της κάποιες φορές μού προκαλούσε μια αλλόκοτη αμηχανία. Και την Κέιτλιν την αγαπούσα. Αλήθεια. Όμως, ύστερα από τρία χρόνια αποχής από την κανονική, πλήρη σχολική έκθεση στους συνομηλίκους μου αισθανόμουν ότι είχε δημιουργηθεί ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσά μας. Νομίζω πως οι φίλοι μου από το σχολείο ήθελαν να με βοηθήσουν να ξεπεράσω τον καρκίνο, όμως τελικά συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν. Κατ’ αρχάς, ο καρκίνος δεν είναι κάτι που το ξεπερνάς. Έτσι, δικαιολογήθηκα λέγοντας ότι πονούσα και ήμουν κουρασμένη, όπως έκανα συχνά στην πορεία των χρόνων όποτε συναντούσα την Κέιτλιν ή κάποιον άλλο από τους φίλους μου. Η αλήθεια ήταν ότι πονούσα συνέχεια. Πονάς συνέχεια όταν δεν μπορείς να ανασάνεις φυσιολογικά, όταν πρέπει διαρκώς να θυμίζεις στους πνεύμονές σου να λειτουργήσουν σαν πνεύμονες, όταν πιέζεις τον εαυτό σου να αποδεχτεί ως άλυτο πρόβλημα τον επίμονο, οξύ πόνο που προκαλεί η ελλιπής οξυγόνωση.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
47
Επομένως, δεν έλεγα ψέματα, όχι ακριβώς. Απλώς επέλεγα ποια αλήθεια να προβάλω. Βρήκα έναν πάγκο που περιβαλλόταν από ένα κατάστημα με Ιρλανδέζικα Δώρα, το Κέντρο Πένας και ένα μαγαζί που πουλούσε καπέλα του μπέιζμπολ – μια γωνιά του εμπορικού κέντρου απ’ όπου ακόμα και η Κέιτλιν δε θα ψώνιζε ποτέ, και κάθισα εκεί για να διαβάζω το Αυγές του Μεσονυκτίου. Η αναλογία προτάσεων και πτωμάτων στο βιβλίο έφτανε σχεδόν το 1:1. Το καταβρόχθιζα, χωρίς να σηκώνω κεφάλι. Μ ου άρεσε ο Αρχιλοχίας Μ αξ Μ έιχεμ ο Μ ακελάρης, παρότι δε διέθετε ιδιαίτερη προσωπικότητα· μου άρεσε κυρίως το γεγονός ότι η περιπέτειά του συνεχιζόταν ασταμάτητα. Υπήρχαν πάντοτε ακόμα περισσότεροι κακοί που έπρεπε να σκοτώσει, ακόμα περισσότεροι καλοί που έπρεπε να σώσει. Καινούριοι πόλεμοι ξεσπούσαν πριν ακόμα κερδηθούν οι παλιοί. Είχα να διαβάσω μια κανονική σειρά βιβλίων σαν κι αυτή από τότε που ήμουν μικρή, και ήταν συναρπαστικό να ζω ξανά σε έναν ατελείωτο φανταστικό κόσμο. Είκοσι σελίδες πριν από το τέλος του Αυγές του Μεσονυκτίου τα πράγματα άρχισαν να ζορίζουν άσχημα για τον Μ έιχεμ, καθώς χτυπήθηκε δεκαεφτά φορές ενώ επιχειρούσε να σώσει μια (ξανθιά Αμερικανίδα) όμηρο από τα χέρια του Εχθρού. Εγώ, όμως, ως αναγνώστρια, δεν απελπίστηκα. Ο αγώνας θα συνεχιζόταν και χωρίς εκείνον. Θα μπορούσαν να γραφούν – όπως σίγουρα θα συνέβαινε– συνέχειες με πρωταγωνιστές τους συντρόφους του: τον Καταδρομέα Μ άνι Λόκο, τον Οπλίτη Τζάσπερ Τζακς και τους άλλους. Είχα σχεδόν τελειώσει το βιβλίο όταν ένα κοριτσάκι με πλεξούδες εμφανίστηκε μπροστά μου και ρώτησε «Τι είναι αυτό στη μύτη σου;» Κι εγώ είπα «Ε... ονομάζεται καθετήρας. Οι σωλήνες αυτοί μου δίνουν οξυγόνο και με βοηθούν να αναπνέω». Η μητέρα της έτρεξε αμέσως και είπε «Τζάκι» με επιτιμητικό τόνο, όμως εγώ είπα «Όχι, όχι, δεν πειράζει», γιατί πραγματικά δεν πείραζε, και
48
JOHN GREEN
τότε η Τζάκι ρώτησε «Θα με βοηθούσαν κι εμένα να αναπνεύσω;» «Δεν ξέρω. Να το δοκιμάσουμε». Έβγαλα τα σωληνάκια και άφησα την Τζάκι να περάσει το σωλήνα γύρω από τη μύτη της και να ανασάνει. «Γαργαλάει», είπε. «Το ξέρω, είδες;» «Νομίζω πως αναπνέω καλύτερα», είπε. «Ναι;» «Ναι». «Λοιπόν», είπα, «μακάρι να γινόταν να σου χαρίσω τα σωληνάκια μου, αλλά χρειάζομαι πολύ τη βοήθειά τους». Αισθανόμουν ήδη την απώλειά τους. Εστίασα την προσοχή μου στην αναπνοή μου, καθώς η Τζάκι μού επέστρεφε τα σωληνάκια. Τα σκούπισα γρήγορα στο μπλουζάκι μου, τα πέρασα πίσω από τα αφτιά μου και έβαλα τις απολήξεις στη θέση τους. «Σε ευχαριστώ που με άφησες να τα δοκιμάσω», είπε. «Κανένα πρόβλημα». «Τζάκι», επανέλαβε η μητέρα της, κι αυτή τη φορά άφησα το κοριτσάκι να φύγει. Επέστρεψα στο βιβλίο, όπου ο Αρχιλοχίας Μ αξ Μ έιχεμ ο Μ ακελάρης λυπόταν που είχε μόνο μία ζωή να προσφέρει στην πατρίδα του, όμως ο νους μου ήταν σε εκείνο το κοριτσάκι. Το είχα συμπαθήσει πολύ. Το άλλο πρόβλημα με την Κέιτλιν ήταν νομίζω πως δε θα μπορούσα ποτέ να ξαναμιλήσω φυσικά μαζί της. Η όποια προσπάθεια να προκύψει μια φαινομενικά φυσιολογική κοινωνική επαφή κατέληγε απλώς καταθλιπτική, γιατί ήταν ηλίου φαεινότερο πως σε όποιον κι αν μιλούσα στην υπόλοιπη ζωή μου θα αισθανόταν αμήχανα κοντά μου, θα ένιωθε σφιγμένος, εκτός ίσως από κάτι παιδάκια όπως η Τζάκι που απλώς δεν ήξεραν τι συνέβαινε. Τέλος πάντων, μου άρεσε πολύ που ήμουν μόνη μου. Μ ου άρεσε που ήμουν μαζί με τον άμοιρο Αρχιλοχία Μ αξ Μ έιχεμ το Μ ακελάρη, ο οποίος... σοβαρά τώρα, είναι δυνατόν να επιζήσει
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
έχοντας φάει δεκαεφτά σφαίρες; (Συγγνώμη αν σας χαλάω το σασπένς: Τελικά επιζεί.)
49
50
JOHN GREEN
4
ΠΗΓΑ ΝΑ ΞΑΠΛΩΣΩ κάπως νωρίς εκείνη τη νύχτα. Φόρεσα ένα αγορίστικο μποξεράκι και ένα μπλουζάκι προτού τρυπώσω κάτω από τα σκεπάσματα. Το κρεβάτι μου ήταν υπέρδιπλο και γεμάτο μαξιλάρια και γενικά ένα από τα αγαπημένα μου σημεία σε όλο τον κόσμο. Κι εκεί άρχισα να διαβάζω το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος για εκατομμυριοστή φορά. Στο βιβλίο πρωταγωνιστούν μια κοπέλα που τη λένε Άννα (η οποία αφηγείται την ιστορία) και η μονόφθαλμη μητέρα της, η οποία είναι επαγγελματίας κηπουρός με εμμονή στις τουλίπες. Ζουν μια φυσιολογική μικροαστική ζωή σε μια κωμόπολη της κεντρικής Καλιφόρνιας, μέχρι τη στιγμή που η Άννα εμφανίζει μια σπάνια μορφή καρκίνου του αίματος. Όμως δεν είναι ένα βιβλίο για τον καρκίνο, γιατί αυτά τα βιβλία είναι αίσχος. Ας πούμε, στα βιβλία για τον καρκίνο ο χαρακτήρας που εμφανίζει καρκίνο ξεκινά μια φιλανθρωπική οργάνωση με σκοπό να συγκεντρωθούν χρήματα για την καταπολέμηση του καρκίνου, σωστά; Κι η ενασχόληση με την προσπάθεια αυτή θυμίζει στον καρκινοπαθή ότι κατά βάθος οι άνθρωποι είναι καλοί κι έτσι αισθάνεται την αγάπη και ενθαρρύνεται γιατί θα αφήσει πίσω του μια αντικαρκινική
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
51
κληρονομιά. Στο Μία Αυτοκρατορική Βάσανος όμως, η Άννα αποφασίζει ότι το να είσαι καρκινοπαθής που ξεκινά μια αντικαρκινική πρωτοβουλία είναι κάπως ναρκισσιστικό, οπότε ξεκινά μια οργάνωση με την ονομασία Ίδρυμα Άννα για τους Ανθρώπους με Καρκίνο Που Θέλουν να Θεραπεύσουν τη Χολέρα. Επίσης, η Άννα είναι ειλικρινής απέναντι στην όλη κατάσταση με έναν τρόπο που κανείς άλλος δεν είναι: σε ολόκληρο το βιβλίο αναφέρεται στον εαυτό της ως παρενέργεια, πράγμα απόλυτα σωστό. Τα παιδιά με καρκίνο είναι ουσιαστικά οι παρενέργειες της ακατάπαυστης μετάλλαξης η οποία επέτρεψε να εμφανιστεί τέτοια ποικιλία ζωής στον πλανήτη. Εν τω μεταξύ, καθώς προχωρά η ιστορία, η υγεία της Άννα επιδεινώνεται, θεραπείες και αρρώστια βρίσκονται σε κόντρα ποια θα προλάβει να τη σκοτώσει, ενώ η μητέρα της ερωτεύεται έναν Ολλανδό έμπορο τουλίπας, τον οποίο η Άννα ονομάζει Ολλανδό Τουλίπα. Ο Ολλανδός Τουλίπας έχει πολλά χρήματα και ιδιαίτερα εκκεντρικές ιδέες σχετικά με την αντιμετώπιση του καρκίνου, όμως η Άννα σκέφτεται πως ίσως να είναι απατεώνας κι ίσως να μην είναι καν Ολλανδός, και μετά, πάνω που ο ενδεχομένως Ολλανδός και η μητέρα της ετοιμάζονται να παντρευτούν και η Άννα να ξεκινήσει μια πολύ τρελή θεραπεία που περιλαμβάνει φύτρες σιταριού και μικρές δόσεις αρσενικού, το βιβλίο τελειώνει αφήνοντας στη μέση μια Το ξέρω πως είναι μια πολύ λογοτεχνική απόφαση και τα σχετικά, και πιθανότατα ένας από τους λόγους που αγαπώ τόσο πολύ αυτό το βιβλίο, όμως από την άλλη αξίζει να επαινέσει κανείς μια ιστορία η οποία τελειώνει. Κι αν δεν μπορεί να τελειώσει, τουλάχιστον θα πρέπει να συνεχίζεται στον αιώνα τον άπαντα, όπως οι περιπέτειες της διμοιρίας του Αρχιλοχία Μ αξ Μ έιχεμ του Μ ακελάρη. Καταλαβαίνω ότι η ιστορία τέλειωσε γιατί η Άννα πέθανε ή η υγεία της χειροτέρεψε τόσο, που δεν μπορούσε να γράψει, και το ότι το βιβλίο σταματά στη μέση μιας πρότασης υποτίθεται ότι
52
JOHN GREEN
αντικατοπτρίζει το πώς η ζωή μπορεί να τελειώσει στην πραγματικότητα ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, όμως υπήρχαν κι άλλοι χαρακτήρες εκτός από την Άννα στην ιστορία, και μου φαινόταν άδικο που δε θα μάθαινα ποτέ τι απέγιναν όλοι αυτοί. Είχα γράψει, με διεύθυνση παραλήπτη τη διεύθυνση του εκδότη, μια ντουζίνα γράμματα στον Πέτερ Φαν Χάουτεν, ζητώντας του στο καθένα κάποιες απαντήσεις σχετικά με το τι συμβαίνει μετά το τέλος της ιστορίας: αν ο Ολλανδός Τουλίπας είναι απατεώνας, αν η μητέρα της Άννα τον παντρεύεται τελικά, τι απογίνεται το ηλίθιο χάμστερ της Άννα (το οποίο σιχαίνεται η μητέρα της), αν οι φίλοι της Άννα αποφοιτούν από το λύκειο... τέτοια πράγματα. Όμως δεν απάντησε ποτέ σε κανένα από τα γράμματά μου. Το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος ήταν το μοναδικό βιβλίο που είχε γράψει ο Πέτερ Φαν Χάουτεν, και το μόνο πράγμα που είχε μαθευτεί γι’ αυτόν ήταν πως μετά την κυκλοφορία του βιβλίου έφυγε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, πήγε να ζήσει στην Ολλανδία κι εκεί απομονώθηκε. Φανταζόμουν ότι δούλευε μια συνέχεια η οποία θα διαδραματιζόταν στην Ολλανδία – ίσως η μητέρα της Άννα και ο Ολλανδός Τουλίπας τελικά να πηγαίνουν εκεί για να ξεκινήσουν μια καινούρια ζωή. Όμως είχαν περάσει δέκα χρόνια από την κυκλοφορία του Μία Αυτοκρατορική Βάσανος, κι ο Φαν Χάουτεν δεν είχε δημοσιεύσει ούτε μία καταχώριση σε ιστολόγιο. Δεν μπορούσα να περιμένω για πάντα. Όπως ξαναδιάβαζα το βιβλίο εκείνη τη νύχτα, το μυαλό μου πήγαινε διαρκώς στον Ογκάστους Γουότερς. Τον φανταζόμουν να διαβάζει τις ίδιες εκείνες λέξεις. Αναρωτιόμουν αν θα του άρεσε ή αν θα το απέρριπτε θεωρώντας το φλύαρο. Τότε, θυμήθηκα την υπόσχεσή μου να του τηλεφωνήσω μόλις τέλειωνα Το Τίμημα της Αυγής, οπότε βρήκα τον αριθμό του στην πρώτη σελίδα του βιβλίου και του έστειλα γραπτό μήνυμα. Κριτική γ ια Το Τίμημα της Αυγής: Υπερβολικά πολλά πτώματα. Όχι αρκετά επίθετα. Πώς είναι το ΜΑΒ;
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
53
Απάντησε ένα λεπτό αργότερα: Αν θυμάμαι καλά, υποσχέθηκες να ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕΙΣ όταν θα τέλειωνες το βιβλίο, όχι να στείλεις γ ραπτό μήνυμα.
Έτσι, τηλεφώνησα. «Χέιζελ Γκρέις», είπε με το που απάντησε. «Λοιπόν, το διάβασες;» «Κοίτα, δεν το έχω τελειώσει ακόμα. Είναι εξακόσιες πενήντα μία σελίδες κι εγώ είχα μόνο είκοσι τέσσερις ώρες στη διάθεσή μου». «Πού έχεις φτάσει;» «Στην τετρακόσια πενήντα τρία». «Και;» «Επιφυλάσσομαι μέχρι να το τελειώσω. Πάντως, οφείλω να πω ότι αισθάνομαι κάπως αμήχανα που σου έδωσα Το Τίμημα της Αυγής». «Κακώς. Έχω ξεκινήσει ήδη το Ρέκβιεμ για τον Μέιχεμ». «Εξαιρετική προσθήκη στη σειρά. Λοιπόν, για πες, αυτός ο τύπος με τις τουλίπες απατεώνας είναι; Δε τον κόβω για σόι». «Α, δε μαρτυράμε την υπόθεση», του είπα. «Έτσι και δεν αποδειχτεί άψογος, θα του βγάλω τα μάτια». «Σαν να λέμε, σου άρεσε». «Επιφυλάσσομαι μέχρι να το τελειώσω! Πότε θα σε δω;» «Σίγουρα όχι πριν τελειώσεις το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος». Μ ου άρεσε που έκανα τη δύσκολη. «Τότε καλύτερα να κλείσω για να συνεχίσω το διάβασμα». «Καλύτερα, ναι», είπα, οπότε η γραμμή νέκρωσε χωρίς να ακουστεί ούτε λέξη παραπάνω. Ήμουν καινούρια στο φλερτ, αλλά μου άρεσε. Το επόμενο πρωί είχα Αμερικανική Ποίηση του 20ού Αιώνα στο κολέγιο. Το μάθημα το έκανε μια ηλικιωμένη κυρία η οποία κατάφερνε να μιλά ενενήντα λεπτά για τη Σίλβια Πλαθ χωρίς να
54
JOHN GREEN
αναφέρει ούτε μία λέξη από όσες έγραψε η Σίλβια Πλαθ. Όταν βγήκα από το μάθημα, η μητέρα μου περίμενε στο αυτοκίνητο, στο ρελαντί, μπροστά στο κτίριο. «Εδώ ήσουν όλη αυτή την ώρα;» ρώτησα, καθώς έσπευδε να με βοηθήσει να φορτώσω τη φιάλη του οξυγόνου στο αυτοκίνητο. «Όχι, πέρασα από το καθαριστήριο και ύστερα πήγα στο ταχυδρομείο». «Και μετά;» «Διαβάζω ένα βιβλίο», είπε. «Κατά τα άλλα, εγώ πρέπει να αποκτήσω περισσότερες δραστηριότητες». Χαμογέλασα, προσπάθησε κι εκείνη να μου χαμογελάσει, όμως η έκφρασή της είχε κάτι αδύναμο. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα είπα «Θες να πάμε κινηματογράφο;» «Βέβαια. Παίζει κάποια ταινία που θα ήθελες να δεις;» «Προτείνω να πάμε και να μπούμε σε όποια ταινία αρχίζει πρώτη». Μ ου έκλεισε την πόρτα και κάθισε στη θέση του οδηγού. Πήγαμε στον κινηματογράφο του Κάσλτον και παρακολουθήσαμε μια τρισδιάστατη ταινία με πρωταγωνιστές κάτι ομιλούντες γεβρίλους. Είχε αρκετό γούστο, τελικά. Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο, βρήκα στο κινητό μου τέσσερα γραπτά μηνύματα από τον Ογκάστους. Πες μου ότι από το αντίτυπό μου λείπουν οι τελευταίες είκοσι σελίδες ή κάτι τέτοιο. Χέιζελ Γκρέις, πες μου ότι δεν έφτασα στο τέλος αυτού του βιβλίου. Ω ΘΕΕ ΜΟΥ ΤΕΛΙΚΑ ΠΑΝΤΡ ΕΥΟΝΤΑΙ Ή ΟΧΙ ΘΕΕ ΜΟΥ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ Δηλαδή, η Άννα πεθαίνει και έτσι το βιβλίο απλώς τελειώνει; ΑΚΑΡΔΟ. Τηλεφώνησέ μου όποτε μπορείς. Ελπίζω να είναι όλα καλά.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
55
Έτσι, όταν επέστρεψα στο σπίτι βγήκα στην πίσω αυλή και κάθισα σε μια καρέκλα με πλεχτό μεταλλικό κάθισμα που είχε αρχίσει να σκουριάζει και του τηλεφώνησα. Ήταν μια συννεφιασμένη μέρα, κλασικός καιρός για την Ιντιάνα: εκείνος ο καιρός που σε κλείνει μέσα. Στο μικρό μας κήπο κυριαρχούσε η παιδική μου κούνια, η οποία έμοιαζε μάλλον μουσκεμένη και θλιβερή. Ο Ογκάστους απάντησε στο τρίτο χτύπημα. «Χέιζελ Γκρέις», είπε. «Καλώς όρισες λοιπόν στο γλυκό μαρτύριο της ανάγνωσης του Μία Αυτοκρατορική...» Σταμάτησα καθώς άκουσα δυνατούς λυγμούς από την άλλη άκρη της γραμμής. «Είσαι καλά;» ρώτησα. «Μ ια χαρά», απάντησε ο Ογκάστους. «Είμαι, όμως, παρέα με τον Άιζακ, ο οποίος φαίνεται πως καταρρέει». Κι άλλοι οδυρμοί. Έμοιαζαν με τις επιθανάτιες κραυγές τραυματισμένου ζώου. Ο Γκας έστρεψε την προσοχή του στον Άιζακ. «Φίλε. Φίλε. Η Χέιζελ από την Ομάδα Υποστήριξης σε βοηθάει ή σε κάνει χειρότερα; Άιζακ. Συγκεντρώσου. Εδώ. Εμένα κοίτα». Ύστερα από ένα λεπτό ο Γκας μού είπε «Μ πορείς να μας συναντήσεις στο σπίτι μου σε... πόσο, κανένα εικοσάλεπτο;» «Έγινε», είπα κι έκλεισα το τηλέφωνο. Αν μπορούσες να οδηγήσεις σε ευθεία γραμμή, θα χρειαζόταν μόλις ένα πεντάλεπτο για να πας από το σπίτι μου στο σπίτι του Ογκάστους, όμως δε γίνεται να οδηγήσεις σε ευθεία γραμμή γιατί ανάμεσά μας παρεμβάλλεται το Πάρκο Χολιντέι. Παρότι από γεωγραφική άποψη ήταν άβολο, μου άρεσε πραγματικά αυτό το πάρκο. Όταν ήμουν μικρή πλατσούριζα με τον πατέρα μου στο ποτάμι που περνούσε από κει και κάθε φορά έφτανε εκείνη η τέλεια στιγμή που με πετούσε ψηλά στον αέρα, απλώς με πετούσε πάνω, κι εγώ άπλωνα τα χέρια μου όπως πετούσα κι εκείνος τέντωνε τα δικά του, κι ύστερα καταλαβαίναμε και οι δύο πως δε θα καταφέρναμε να πιαστούμε
56
JOHN GREEN
ξανά και δεν υπήρχε κανείς να με πιάσει, οπότε μας κόβονταν και των δύο τα γόνατα, αλλά με τον πιο τέλειο τρόπο, κι ύστερα εγώ έσκαγα στο νερό, κλοτσώντας στον αέρα, κι έβγαινα για να πάρω ανάσα, χωρίς να έχω χτυπήσει, και το ρεύμα με πήγαινε πίσω σε εκείνον ενώ εγώ του έλεγα Ξανά, μπαμπά, ξανά. Σταμάτησα στο δρομάκι μπροστά στο σπίτι, ακριβώς δίπλα σε ένα παλιό μαύρο Toyota σεντάν, το οποίο υπέθεσα πως ήταν το αυτοκίνητο του Άιζακ. Ανηφόρισα προς την πόρτα σέρνοντας τη φιάλη πίσω μου. Τη χτύπησα. Άνοιξε ο πατέρας του Γκας. «Σκέτο Χέιζελ», είπε. «Χαίρομαι που σε βλέπω». «Σας είπε ο Ογκάστους πως θα περνούσα;» «Ναι, είναι με τον Άιζακ στο υπόγειο». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε ένας θρήνος από κάτω. «Αυτός είναι ο Άιζακ», είπε ο πατέρας του Γκας, κουνώντας αργά το κεφάλι του. «Η Σίντι δεν άντεξε και βγήκε βόλτα. Ο ήχος από...» είπε, αφήνοντας τη φράση του στη μέση. «Τέλος πάντων, νομίζω πως σε περιμένουν κάτω. Μ ήπως να βοηθήσω με, ε... τη φιάλη σου;» ρώτησε. «Μ πα, εντάξει είμαι. Σας ευχαριστώ, κύριε Γουότερς». «Μ αρκ», είπε. Φοβόμουν κάπως να κατέβω εκεί κάτω. Το να ακούω ανθρώπους να κλαίνε και να χτυπιούνται δεν ήταν από τις αγαπημένες μου ασχολίες. Πάντως, κατέβηκα. «Χέιζελ Γκρέις», είπε ο Ογκάστους μόλις άκουσε τα βήματά μου. «Άιζακ, έρχεται η Χέιζελ από την Ομάδα Υποστήριξης. Χέιζελ, μια φιλική υπενθύμιση: ο Άιζακ βιώνει ένα ψυχωσικό επεισόδιο». Ο Ογκάστους και ο Άιζακ κάθονταν στο πάτωμα, σε κάτι καρέκλες ειδικές για να παίζεις παιχνίδια που έμοιαζαν με ξαπλώστρες, και είχαν απέναντί τους μια οθόνη κολοσσιαίων διαστάσεων. Η οθόνη ήταν χωρισμένη στα δύο, με το κομμάτι του Άιζακ στα αριστερά και του Ογκάστους στα δεξιά. Εκεί υπήρχαν στρατιώτες που πολεμούσαν σε μια βομβαρδισμένη σύγχρονη πόλη. Αναγνώρισα το μέρος από Το Τίμημα της Αυγής.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
57
Όπως πλησίαζα, δεν παρατήρησα κάτι ασυνήθιστο: ήταν απλώς δύο αγόρια καθισμένα μπροστά σε μια πελώρια τηλεόραση που προσποιούνταν ότι σκότωναν ανθρώπους. Μ όνο όταν στάθηκα παράλληλα και με τους δύο μπόρεσα να δω το πρόσωπο του Άιζακ. Δάκρυα κυλούσαν στα κατακόκκινα μάγουλά του, ασταμάτητα, ενώ το πρόσωπό του έμοιαζε με σφιγμένη μάσκα πόνου. Είχε το βλέμμα καρφωμένο στην οθόνη, ούτε που γύρισε να με κοιτάξει, και ούρλιαζε, ενώ ταυτόχρονα κοπανούσε τα πλήκτρα του χειριστηρίου του. «Πώς είσαι, Χέιζελ;» ρώτησε ο Ογκάστους. «Καλά είμαι», είπα. «Άιζακ;» Καμία απάντηση. Ούτε καν κάποια ένδειξη πως είχε αντιληφθεί την παρουσία μου. Μ ονάχα τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό του και κατέληγαν στο μαύρο μπλουζάκι του. Ο Ογκάστους πήρε μια στιγμή τα μάτια του από την οθόνη. «Μ ια χαρά σε βλέπω», είπε. Φορούσα εκείνο το οριακά κάτω από το γόνατο φόρεμα που είχα... ούτε κι εγώ θυμάμαι από πότε. «Τα κορίτσια νομίζουν ότι επιτρέπεται να φοράνε φορέματα μόνο σε επίσημες εκδηλώσεις, όμως μου αρέσει μια γυναίκα που λέει, ξέρεις, Πάω να δω ένα αγόρι που βιώνει μια νευρική κατάρρευση, ένα αγόρι που η σχέση του με την αίσθηση της όρασης είναι ελαφρώς προβληματική, και, μα την πίστη μου, θα βάλω ένα φόρεμα για χατίρι του». «Κι όμως», είπα, «ο Άιζακ δεν καταδέχεται να μου ρίξει ούτε μια ματιά. Μ άλλον είναι φουλ ερωτευμένος με τη Μ όνικα», είπα, σχόλιο το οποίο οδήγησε σε έναν σπαραξικάρδιο λυγμό. «Κομματάκι ευαίσθητο το θέμα που έθιξες», εξήγησε ο Ογκάστους. «Άιζακ, δεν ξέρω πώς το βλέπεις εσύ, εγώ όμως έχω την αμυδρή αίσθηση ότι πάνε να μας περικυκλώσουν». Κι ύστερα, απευθυνόμενος ξανά σ’ εμένα, είπε «Ο Άιζακ και η Μ όνικα σκάλωσαν κάπου, όμως ο φίλος μας δε θέλει να το συζητήσει. Το μόνο που θέλει είναι να κλαίει και να παίζει Το Τίμημα της Αυγής 2: Μια Νέα Απειλή». «Κατάλαβα», είπα.
58
JOHN GREEN
«Άιζακ, ανησυχώ όλο και περισσότερο για τη θέση μας. Αν συμφωνείς, προωθήσου σ’ εκείνο το σταθμό ενέργειας κι εγώ σε καλύπτω». Ο Άιζακ έτρεξε προς ένα αδιάφορο κτίριο, την ώρα που ο Ογκάστους, τρέχοντας πίσω του, έριχνε κοφτές ριπές προς κάθε κατεύθυνση με ένα οπλοπολυβόλο. «Τέλος πάντων», μου είπε ο Ογκάστους, «δεν κάνει κακό να του μιλήσεις. Αν έχεις κάποια σοφά λόγια γυναικείων συμβουλών να του προσφέρεις». «Ξέρεις, νομίζω πως η αντίδρασή του είναι πιθανότατα η κατάλληλη», είπα, την ώρα που μια ριπή από το όπλο του Άιζακ σκότωνε έναν εχθρό ο οποίος ξεμύτισε πίσω από το καμένο κουφάρι ενός ημιφορτηγού. Ο Ογκάστους έγνεψε καταφατικά προς την οθόνη. «Ο πόνος απαιτεί να τον νιώσεις», είπε, φράση βγαλμένη κατευθείαν από το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος. «Είσαι σίγουρος πως δεν είναι κανείς πίσω μας;» ρώτησε τον Άιζακ. Λίγες στιγμές αργότερα, τροχιοδεικτικές σφαίρες άρχισαν να σφυρίζουν πάνω από τα κεφάλια τους. «Ω γαμώτο, Άιζακ», είπε ο Ογκάστους. «Δε θέλω να σε κατακρίνω αυτή τη δύσκολη ώρα, όμως τους άφησες να μας περικυκλώσουν και τώρα δεν υπάρχει κανείς να εμποδίσει τους τρομοκράτες να φτάσουν στο σχολείο». Ο χαρακτήρας του Άιζακ έφυγε τρέχοντας προς τη φωτιά, αλλάζοντας διαρκώς κατεύθυνση όπως προχωρούσε σε ένα στενό σοκάκι. «Θα μπορούσατε να πάτε από τη γέφυρα και να κάνετε τον κύκλο», πρότεινα εγώ, τακτική την οποία γνώριζα χάρη στο Τίμημα της Αυγής. Ο Ογκάστους αναστέναξε. «Δυστυχώς, η γέφυρα βρίσκεται ήδη υπό τον έλεγχο των αντιπάλων λόγω της συζητήσιμης στρατηγικής που ακολούθησε ο συγκλονισμένος σύντροφός μου». «Εγώ;» είπε ο Άιζακ ξεφυσώντας. «Εγώ;! Εσύ πρότεινες να πάμε να κλειστούμε στον κωλοσταθμό ενέργειας». Ο Γκας πήρε το βλέμμα του μια στιγμή από την οθόνη και χαμογέλασε λοξά στον Άιζακ. «Το ήξερα ότι μπορούσες να
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
59
μιλήσεις, φίλε», είπε. «Πάμε τώρα να σώσουμε μερικούς εικονικούς μαθητές». Συνέχισαν μαζί τρέχοντας στο σοκάκι, πυροβολώντας και βρίσκοντας κρυψώνες τις κατάλληλες στιγμές, μέχρι που έφτασαν στο σχολείο, το οποίο αποτελούνταν από έναν όροφο και ένα δωμάτιο, μόνο. Γονάτισαν πίσω από έναν τοίχο στην απέναντι πλευρά του δρόμου και βάλθηκαν να εξοντώνουν τους εχθρούς, έναν προς ένα. «Γιατί θέλουν να πάνε στο σχολείο;» ρώτησα. «Θέλουν να πάρουν τα παιδιά ομήρους», απάντησε ο Ογκάστους. Οι ώμοι του έγερναν πάνω από το χειριστήριο, πατούσε με δύναμη τα πλήκτρα, οι πήχεις του ήταν τεντωμένοι, διακρίνονταν οι φλέβες του. Ο Άιζακ έσκυβε προς την οθόνη, το χειριστήριο χόρευε ανάμεσα στα λεπτά του δάχτυλα. «Πάρ’ τα, πάρ’ τα, πάρ’ τα», έλεγε ο Ογκάστους. Οι τρομοκράτες συνέχιζαν να επιτίθενται κατά κύματα, ενώ οι δύο συμπολεμιστές τούς θέριζαν με βολές εξαιρετικής ακρίβειας, όπως άλλωστε έπρεπε, διαφορετικά θα χτυπούσαν το σχολείο. «Χειροβομβίδα! Χειροβομβίδα!» φώναξε ο Ογκάστους τη στιγμή που κάποιο αντικείμενο διέγραφε τόξο στην οθόνη, αναπηδούσε στο κατώφλι του σχολείου και σταματούσε δίπλα στην πόρτα. Ο Άιζακ άφησε το χειριστήριο να πέσει από τα χέρια του απογοητευμένος. «Αν δεν μπορούν να πιάσουν τους ομήρους οι μπάσταρδοι, τους σκοτώνουν και μετά ισχυρίζονται ότι το κάναμε εμείς». «Κάλυψέ με!» είπε ο Ογκάστους καθώς πηδούσε από τη θέση του πίσω από τον τοίχο και έφευγε τρέχοντας προς το σχολείο. Ο Άιζακ προσπάθησε να πιάσει το χειριστήριό του και ύστερα άρχισε να ρίχνει, την ώρα που οι σφαίρες έπεφταν βροχή γύρω από τον Ογκάστους. Κάποια στιγμή μία βρήκε στόχο, ύστερα και μια δεύτερη, εκείνος όμως συνέχισε να τρέχει. Ο Ογκάστους φώναζε «ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΣΚΟΤΩΣΕΤΕ ΤΟΝ ΜΑΞ ΜΕΪΧΕΜ!» και με έναν τελευταίο συνδυασμό κινήσεων βούτηξε
60
JOHN GREEN
πάνω στη χειροβομβίδα, η οποία εξερράγη από κάτω του. Το διαμελισμένο πτώμα του τινάχτηκε σαν πίδακας και η οθόνη έγινε κόκκινη. Μ ια τραχιά φωνή είπε «ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΠΕΤΥΧΕ», ο Ογκάστους όμως είχε μάλλον διαφορετική γνώμη καθώς παρατηρούσε χαμογελαστός τα διασκορπισμένα μέλη του στην οθόνη. Έβαλε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε ένα τσιγάρο, το έχωσε ανάμεσα στα δόντια του. «Έσωσα τα παιδιά», είπε. «Προσωρινά», επισήμανα. «Κάθε σωτηρία προσωρινή είναι», αντέτεινε ο Ογκάστους. «Τους εξασφάλισα ένα λεπτό. Ίσως αυτό το λεπτό να τους εξασφαλίσει μία ώρα, κι η ώρα αυτή να τους εξασφαλίσει ένα χρόνο. Τίποτα δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει την αιωνιότητα, Χέιζελ Γκρέις, όμως η ζωή μου τους εξασφάλισε ένα λεπτό. Κι αυτό δεν είναι ασήμαντο». «Καλά, εντάξει», είπα. «Για πίξελ μιλάμε». Σήκωσε τους ώμους του, σαν να πίστευε πως το παιχνίδι μπορεί να ήταν πραγματικό. Ο Άιζακ οδυρόταν και πάλι. Ο Ογκάστους γύρισε απότομα το κεφάλι προς το μέρος του. «Δοκιμάζουμε ξανά την αποστολή, δεκανέα;» Ο Άιζακ έγνεψε αρνητικά. Έσκυψε πάνω από τον Ογκάστους για να με κοιτάξει και με σφιγμένες φωνητικές χορδές είπε «Δεν ήθελε να το κάνει μετά». «Δεν ήθελε να παρατήσει έναν τυφλό», είπα. Έγνεψε καταφατικά, τα δάκρυά του δεν έμοιαζαν τόσο με δάκρυα όσο με βουβό μετρονόμο – σταθερά, ατελείωτα. «Είπε πως δεν μπορούσε να χειριστεί την κατάσταση», μου εξήγησε. «Εγώ πρόκειται να μείνω τυφλός κι αυτή δεν μπορεί να το χειριστεί». Εγώ πάλι σκεφτόμουν τη λέξη χειριστεί και όλες εκείνες τις ασύλληπτες καταστάσεις που με κάποιο τρόπο τις χειριζόμαστε. «Λυπάμαι», είπα. Σκούπισε το κλαμένο πρόσωπό του με το μανίκι του. Πίσω από τα γυαλιά του, τα μάτια του Άιζακ έμοιαζαν τόσο μεγάλα,
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
61
ώστε όλα τα άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν σαν να εξαφανίζονταν και απέμεναν μονάχα εκείνα τα ασώματα, αιωρούμενα μάτια που καρφώνονταν πάνω μου – το ένα πραγματικό, το άλλο γυάλινο. «Είναι απαράδεκτο», μου είπε. «Εντελώς απαράδεκτο». «Κοίτα, για να είμαστε δίκαιοι», είπα, «δηλαδή, θέλω να πω, πιθανότατα να μην μπορεί να το χειριστεί. Ούτε κι εσύ, βέβαια, όμως εκείνη δεν είναι υποχρεωμένη να το χειριστεί. Σε αντίθεση μ’ εσένα». «Σήμερα της έλεγα συνέχεια “πάντα”, ασταμάτητα, “πάντα, πάντα, πάντα”, κι εκείνη έλεγε τα δικά της και δε μου απαντούσε. Λες και ήμουν ήδη παρελθόν, καταλαβαίνεις; Το “πάντα” ήταν μια υπόσχεση! Πώς μπορείς να πατάς έτσι μια υπόσχεση;» «Κάποιες φορές οι άνθρωποι δε συνειδητοποιούν τη σημασία των υποσχέσεών τους όταν τις δίνουν», είπα. Ο Άιζακ με κοίταξε ενοχλημένος. «Ναι, φυσικά. Όμως όπως και να ’χει την υπόσχεση την κρατάς. Αυτή είναι η σημασία της αγάπης. Αγάπη είναι να κρατάς την υπόσχεση, όπως και να ’χει. Δεν πιστεύεις στην αληθινή αγάπη;» Δεν απάντησα. Δεν είχα κάποια απάντηση. Όμως σκέφτηκα πως αν πράγματι υπήρχε αληθινή αγάπη, αυτός ήταν ένας πολύ καλός ορισμός. «Λοιπόν, εγώ πιστεύω στην αληθινή αγάπη», είπε ο Άιζακ. «Και την αγαπώ. Κι εκείνη υποσχέθηκε. Μ ου υποσχέθηκε για πάντα». Σηκώθηκε κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου. Κατάφερα να σηκωθώ κι εγώ, σκεφτόμουν πως θα ήθελε μια αγκαλιά ή κάτι τέτοιο, όμως την επόμενη στιγμή έκανε επιτόπου μεταβολή, σαν να μην μπορούσε να θυμηθεί για ποιο λόγο είχε σηκωθεί κι αμέσως ο Ογκάστους κι εγώ είδαμε μια έκφραση οργής να απλώνεται στο πρόσωπό του. «Άιζακ», είπε ο Γκας. «Τι;» «Μ οιάζεις κάπως... Συγχώρα με γι’ αυτό που θα πω, φίλε
62
JOHN GREEN
μου, όμως η έκφραση των ματιών σου με ανησυχεί κάπως». Ξαφνικά ο Άιζακ άρχισε να κλοτσά με λύσσα την καρέκλα του, η οποία εκσφενδονίστηκε προς το κρεβάτι του Γκας. «Άντε πάλι», είπε ο Ογκάστους. Ο Άιζακ κυνήγησε την καρέκλα και την κλότσησε ξανά. «Ναι», είπε ο Ογκάστους. «Κλότσα την. Άλλαξέ της τα φώτα!» Ο Άιζακ κλότσησε ξανά την καρέκλα, μέχρι που κόλλησε στο κρεβάτι του Γκας, οπότε βούτηξε ένα από τα μαξιλάρια και το πέταξε μανιασμένα στον τοίχο, ανάμεσα στο κρεβάτι και στο ράφι με τα κύπελλα από πάνω. Ο Ογκάστους με κοίταξε, εξακολουθώντας να έχει το τσιγάρο στο στόμα του, και χαμογέλασε λοξά. «Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι εκείνο το βιβλίο». «Σε καταλαβαίνω απόλυτα». «Δηλαδή, δεν εξήγησε ποτέ τι απέγιναν οι υπόλοιποι χαρακτήρες;» «Όχι», του είπα. Εν τω μεταξύ, ο Άιζακ συνέχιζε την προσπάθεια να πνίξει τον τοίχο με το μαξιλάρι. «Πήγε να ζήσει στο Άμστερνταμ, πράγμα που με κάνει να σκέφτομαι πως ίσως ετοίμαζε μια συνέχεια με πρωταγωνιστή τον Ολλανδό Τουλίπα, όμως δεν έχει δημοσιεύσει τίποτα. Ούτε συνεντεύξεις έχει δώσει. Στο Διαδίκτυο δε φαίνεται να συμμετέχει. Του έχω γράψει κάμποσες φορές, ρωτώντας τι απέγιναν οι υπόλοιποι, όμως δε μου απάντησε ποτέ. Οπότε... ναι». Σταμάτησα να μιλάω γιατί ο Ογκάστους δεν έδειχνε να με ακούει. Αντίθετα, παρατηρούσε με μισόκλειστα μάτια τον Άιζακ. «Μ ισό», μουρμούρισε. Πλησίασε τον Άιζακ και τον έπιασε από τους ώμους. «Φίλε, τα μαξιλάρια δε σπάνε. Δοκίμασε κάτι που σπάει». Ο Άιζακ έπιασε ένα κύπελλο από το ράφι πάνω από το κρεβάτι και ύστερα το σήκωσε ψηλά, σαν να περίμενε να πάρει την άδεια. «Ναι», είπε ο Ογκάστους. «Ναι!» Το κύπελλο έσκασε στο πάτωμα, το χέρι του πλαστικού μπασκετμπολίστα κόπηκε, εξακολουθώντας να κρατά την μπάλα. Ο Άιζακ άρχισε να ποδοπατά το έπαθλο. «Ναι!» είπε ο Ογκάστους. «Δως του να
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
63
καταλάβει!» Κι ύστερα, μιλώντας ξανά σ’ εμένα, είπε «Έψαχνα έναν τρόπο να πω στον πατέρα μου πως κατά βάθος σιχαίνομαι το μπάσκετ, και νομίζω πως τον βρήκαμε». Τα κύπελλα κατέβηκαν από τη θέση τους, το ένα μετά το άλλο, κι ο Άιζακ τα ποδοπατούσε και ούρλιαζε, ενώ ο Ογκάστους κι εγώ στεκόμασταν λίγα μέτρα παραπέρα, μάρτυρες της τρέλας. Τα άμοιρα, τσακισμένα κορμιά των πλαστικών αθλητών είχαν κατακλύσει τη μοκέτα: εδώ μια μπάλα πιασμένη σε ένα ακρωτηριασμένο χέρι, εκεί δυο πόδια χωρίς κορμό παγωμένα τη στιγμή του άλματος. Ο Άιζακ συνέχιζε να επιτίθεται στα τρόπαια, πηδούσε πάνω τους και με τα δυο του πόδια, ούρλιαζε, λαχάνιαζε, ίδρωνε, μέχρι που τελικά σωριάστηκε στα ρημαγμένα κομμάτια των επάθλων. Ο Ογκάστους πλησίασε και κοίταξε τριγύρω. «Νιώθεις καλύτερα;» ρώτησε. «Όχι», μουρμούρισε ο Άιζακ βαριανασαίνοντας. «Αυτό είναι το θέμα με τον πόνο», είπε ο Ογκάστους, κι ύστερα έριξε μια ματιά προς το μέρος μου. «Απαιτεί να τον αισθανθείς».
64
JOHN GREEN
5
ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕ περίπου μία βδομάδα μέχρι να μιλήσω ξανά στον Ογκάστους. Του είχα τηλεφωνήσει τη Νύχτα των Τσακισμένων Τροπαίων, οπότε η παράδοση όριζε ότι ήταν σειρά του να τηλεφωνήσει. Όμως δεν τηλεφώνησε. Εντάξ ει, αυτό δε σημαίνει πως κρατούσα το τηλέφωνο στην ιδρωμένη παλάμη μου όλη μέρα, κοιτάζοντάς το σαν χαμένη, φορώντας το Ξεχωριστό Κίτρινο Φόρεμά μου, περιμένοντας υπομονετικά να ανταποκριθεί στο χρέος του ο κύριος που μου είχε γνωστοποιήσει το ενδιαφέρον του. Συνέχιζα τη ζωή μου: συναντήθηκα με την Κέιτλιν και το (χαριτωμένο αλλά, ειλικρινά, καμία σύγκριση με τον Ογκάστους) αγόρι της για καφέ ένα απόγευμα· έπαιρνα τη συνιστώμενη ημερήσια ποσότητα Phalanxifor· παρακολούθησα μαθήματα στο κολέγιο τρία πρωινά εκείνη τη βδομάδα· και κάθε βράδυ καθόμουν για φαγητό με τη μητέρα και τον πατέρα μου. Το βράδυ της Κυριακής φάγαμε πίτσα με πιπεριές και μπρόκολο. Καθόμασταν γύρω από το μικρό κυκλικό τραπέζι μας στην κουζίνα, όταν το κινητό μου άρχισε να χτυπά, όμως δεν μπορούσα να δω ποιος ήταν γιατί τηρούσαμε αυστηρά τον κανόνα που απαγόρευε τα τηλεφωνήματα την ώρα του φαγητού.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
65
Έτσι, έφαγα λίγο όση ώρα η μητέρα και ο πατέρας μου συζητούσαν για ένα σεισμό που είχε μόλις γίνει στην Παπούα Νέα Γουινέα. Είχαν γνωριστεί στο Σώμα Ειρήνης στην Παπούα Νέα Γουινέα, κι έτσι κάθε φορά που συνέβαινε κάτι εκεί, ακόμα και κάτι τρομερό, ήταν λες και ξαφνικά έπαυαν να είναι μεγάλα ήσυχα πλάσματα και μετατρέπονταν στους νεαρούς, ιδεαλιστές, αυτάρκεις και ανθεκτικούς ανθρώπους που ήταν κάποτε, και τόσο πολύ τους μάγευε αυτή η μεταμόρφωση, ώστε δε γύρισαν καν να κοιτάξουν προς το μέρος μου καθώς έτρωγα γρηγορότερα από κάθε άλλη φορά, μεταφέροντας κομμάτια τροφής από το πιάτο στο στόμα μου με τέτοια ταχύτητα και δυναμισμό, ώστε τελικά λαχάνιασα, πράγμα που με έκανε να ανησυχήσω πως οι πνεύμονές μου κολυμπούσαν και πάλι σε μια όλο και μεγαλύτερη λίμνη υγρού. Έδιωξα τη σκέψη αυτή από το μυαλό μου όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσα. Είχα κανονίσει να κάνω τομογραφία σε μερικές βδομάδες. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά, θα το μάθαινα σύντομα. Δεν ωφελούσε λοιπόν να ανησυχώ στο διάστημα που μεσολαβούσε έως τότε. Κι όμως, ανησυχούσα. Μ ου άρεσε που ήμουν άνθρωπος. Ήθελα να συνεχίσω να είμαι. Η ανησυχία είναι μία ακόμα παρενέργεια του ότι πεθαίνεις. Τελικά, τέλειωσα και είπα «Μ πορώ να σηκωθώ;» κι οι γονείς μου μετά βίας έκαναν μια παύση για να μου απαντήσουν, καθώς συζητούσαν για τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες των υποδομών της Γουινέας. Βούτηξα το κινητό από την τσάντα μου στον πάγκο της κουζίνας και κοίταξα τις εισερχόμενες κλήσεις. Ογκάστους Γουότερς. Βγήκα από την πίσω πόρτα και στάθηκα στο λυκόφως. Μ πορούσα να διακρίνω την κούνια και σκέφτηκα να πάω ως εκεί και να καθίσω όση ώρα τού μιλούσα, όμως η απόσταση μου φαινόταν πολύ μεγάλη, δεδομένου ότι ακόμα και το να τρώω με κούραζε. Έτσι, κάθισα στο γρασίδι, στο χείλος της βεράντας, έστρεψα το βλέμμα στον Ωρίωνα, το μοναδικό αστερισμό που ήξερα να
66
JOHN GREEN
ξεχωρίζω, και του τηλεφώνησα. «Χέιζελ Γκρέις», είπε. «Γεια», είπα. «Πώς είσαι;» «Τέλεια», απάντησε. «Ήθελα να σου τηλεφωνήσω σχεδόν κάθε λεπτό που περνούσε, όμως περίμενα μέχρι να καταφέρω να σχηματίσω μια σκέψη με ειρμό αναφορικά με το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος». (Είπε «αναφορικά με». Αλήθεια. Τι αγόρι.) «Και;» ρώτησα. «Νομίζω πως είναι σαν. Ενώ το διάβαζα, συνεχώς αισθανόμουν σαν, σαν». «Σαν;» επανέλαβα περιπαικτικά. «Σαν να ήταν ένα δώρο;» είπε, με ένα ερωτηματικό στο τέλος. «Σαν να μου είχες προσφέρει κάτι σημαντικό». «Α», έκανα σιγανά. «Πολύ γλυκανάλατο ακούστηκε», είπε. «Συγγνώμη». «Όχι», είπα. «Όχι. Μ η ζητάς συγγνώμη». «Όμως δεν τελειώνει». «Ναι», συμφώνησα. «Βάσανο. Το καταλαβαίνω απόλυτα, καταλαβαίνω πως η κοπέλα πέθανε ή κάτι τέτοιο». «Σωστά, αυτό υποθέτω κι εγώ», είπα. «Εντάξει, δεκτό, όμως υπάρχει ένα άγραφο συμβόλαιο μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη, και νομίζω ότι το να μην τελειώσεις το βιβλίο σου κατά βάση παραβαίνει τους όρους αυτού του συμβολαίου». «Δεν ξέρω», είπα, νιώθοντας την ανάγκη να υπερασπιστώ τον Πέτερ Φαν Χάουτεν. «Είναι κι αυτό ένας από τους λόγους που μου αρέσει το συγκεκριμένο βιβλίο, κατά κάποιον τρόπο. Αποδίδει το θάνατο με αληθινό τρόπο. Εκεί που ζεις, ξαφνικά πεθαίνεις, στη μέση μιας πρότασης. Όμως θέλω, ένας Θεός ξέρει πόσο πολύ θέλω να μάθω τι απέγιναν όλοι οι άλλοι. Αυτό τον ρωτούσα στα γράμματά μου. Όμως, δε μου απάντησε ποτέ». «Μ άλιστα. Είπες πως ζει απομονωμένος;»
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
67
«Σωστά». «Κι είναι αδύνατο να τον εντοπίσεις». «Σωστά». «Εντελώς αδύνατο», είπε ο Ογκάστους. «Δυστυχώς ναι», συμφώνησα. «“Αγαπητέ κύριε Γουότερς”», απάντησε. «“Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για το ηλεκτρονικό σας μήνυμα, το οποίο παρέλαβα μέσω της κυρίας Βλίγκενχαρτ, στις 6 Απριλίου του τρέχοντος έτους, από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στο βαθμό που θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι γεωγραφικοί όροι εξακολουθούν να ενέχουν την όποια σημασία στη θριαμβευτικά ψηφιοποιημένη πραγματικότητά μας”». «Ογκάστους, τι διάβολο...» «Έχει μια βοηθό», εξήγησε ο Ογκάστους. «Την κυρία Λιντεβέι Βλίγκενχαρτ. Την εντόπισα. Της έστειλα email. Του προώθησε το email. Κι αυτός απάντησε μέσω του δικού της λογαριασμού». «Εντάξει, εντάξει. Συνέχισε». «“Η απάντησή μου αποτυπώνεται με μελάνι στο χαρτί, σύμφωνα με τις ένδοξες παραδόσεις των προγόνων μας, και στη συνέχεια μεταγράφεται από την κυρία Βλίγκενχαρτ σε μια σειρά από 1 και 0, προκειμένου να ταξιδέψει διαμέσου του άγευστου ιστού ο οποίος προσφάτως αιχμαλώτισε το είδος μας, οπότε θα ήθελα να ζητήσω εκ των προτέρων συγγνώμη για τυχόν σφάλματα ή παραλείψεις που θα προκύψουν στην πορεία. »”Δεδομένης της οργιαστικής ποικιλίας μορφών διασκέδασης που βρίσκεται στη διάθεση των νέων αντρών και γυναικών της γενιάς σας, αισθάνομαι ευγνώμων απέναντι στον καθένα, απανταχού της γης, ο οποίος διαθέτει τις απαραίτητες ώρες για την ανάγνωση του ταπεινού πονήματός μου. Όμως αισθάνομαι ιδιαίτερα ευγνώμων απέναντι σ’ εσάς, κύριε, τόσο για τα καλά σας λόγια ως προς την Αυτοκρατορική Βάσανο όσο και για το ότι διαθέσατε το χρόνο για να μου πείτε ότι το βιβλίο, και εδώ παραθέτω την άποψή σας επί λέξει, ‘είχε μεγάλη σημασία’ για
68
JOHN GREEN
σας. »”Το σχόλιο αυτό, εντούτοις, μου γεννά μία απορία: τι εννοείτε με τη λέξη σημασία; Δεδομένης της ατρόπου ματαιότητας της πάλης μας, αποκτά άραγε το φευγαλέο νόημα που μας παρέχει η τέχνη την όποια αξία; Ή μήπως η μόνη αξία είναι ότι συντελεί στο να περνά ο χρόνος κατά το δυνατόν ανώδυνα; Ως τι θα έπρεπε να επιχειρεί να λειτουργήσει μια ιστορία, Ογκάστους; Ως ηχηρός συναγερμός; Ως κάλεσμα σε δράση; Ως ορός μορφίνης; Φυσικά, όπως κάθε μορφής ερώτημα που τίθεται στο σύμπαν, αυτό το σκεπτικό αναπόφευκτα μας οδηγεί στο να διερωτώμαστε τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και κατά πόσο –για να δανειστώ μια έκφραση από τη φρασεολογία των ταλανιζόμενων από την αγωνία δεκαεξάχρονων τους οποίους αναμφιβόλως απεχθάνεστε– υπάρχει τελικά κάποιος λόγος για όλη αυτή τη φάση. »”Φοβάμαι πως η απάντηση είναι αρνητική, φίλε μου, και ελάχιστη ενθάρρυνση θα αποκομίζατε από τυχόν νέες επαφές με τα κείμενά μου. Όμως, για να απαντήσω στην ερώτησή σας: όχι, δεν έχω γράψει τίποτε άλλο, ούτε πρόκειται να γράψω. Θεωρώ πως το να συνέχιζα να μοιράζομαι τις σκέψεις μου με τους αναγνώστες δε θα αποδεικνυόταν επωφελές, είτε για εκείνους είτε για μένα. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω και πάλι για το ευγενέστατο μήνυμά σας. »”Ειλικρινώς δικός σας, Πέτερ Φαν Χάουτεν, μέσω της Λιντεβέι Βλίγκενχαρτ”». «Απίστευτο», είπα. «Από το μυαλό σου τα ’βγαλες όλα αυτά;» «Χέιζελ Γκρέις, θα μπορούσα ποτέ εγώ, εγκλωβισμένος στα ταπεινά νοητικά μου όρια, να σκαρφιστώ ένα γράμμα από τον Πέτερ Φαν Χάουτεν, αποτελούμενο από φράσεις όπως “η θριαμβευτικά ψηφιοποιημένη πραγματικότητά μας”;» «Δε θα μπορούσες», του αναγνώρισα. «Μ πορώ... μπορώ να έχω την ηλεκτρονική του διεύθυνση;» «Φυσικά», είπε ο Ογκάστους, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
69
αυτό ήταν το καλύτερο δώρο στην ιστορία των δώρων. Πέρασα τις επόμενες δύο ώρες συντάσσοντας ένα email με αποδέκτη τον Πέτερ Φαν Χάουτεν. Κάθε φορά που άλλαζα κάτι μου φαινόταν ότι γινόταν όλο και χειρότερο, όμως μου ήταν αδύνατο να συγκρατηθώ. Αγ απητέ κύριε Πέτερ Φαν Χάουτεν (μέσω Λιντεβέι Βλίγ κενχαρτ) Ονομάζομαι Χέιζελ Γκρέις Λάνκαστερ. Ο φίλος μου, ο Ογ κάστους Γουότερς, ο οποίος διάβασε το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος κατόπιν συστάσεώς μου, μόλις έλαβε ένα email από σας σε αυτή τη διεύθυνση. Ελπίζω να μη σας πειράζει που ο Ογ κάστους μοιράστηκε το μήνυμα αυτό μαζί μου. Κύριε Φαν Χάουτεν, από το μήνυμά σας συμπεραίνω ότι δεν προτίθεστε να δημοσιεύσετε άλλα βιβλία στο μέλλον. Υπό μία έννοια με λυπεί αυτό, παράλληλα όμως με ανακουφίζει: δε θα χρειάζεται να ανησυχώ γ ια το κατά πόσο το επόμενο βιβλίο σας θα σταθεί αντάξιο της μαγ ευτικής τελειότητας του αρχικού. Έχοντας συμπληρώσει τρία χρόνια ως επιζήσασα καρκίνου τέταρτου σταδίου, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι αποτυπώσατε τα πάντα στην εντέλεια στις σελίδες της Αυτοκρατορικής Βασάνου. Ή, τουλάχιστον, αποτυπώσατε εμένα στην εντέλεια. Το βιβλίο σας έχει έναν τρόπο να μου λέει τι αισθάνομαι πριν καν το αισθανθώ, και το έχω διαβάσει πάμπολλες φορές. Αναρωτιέμαι, όμως, αν θα σας πείραζε να απαντούσατε σε ορισμένες απορίες που έχω σχετικά με το τι συμβαίνει μετά το τέλος του μυθιστορήματος. Αντιλαμβάνομαι ότι το βιβλίο τελειώνει καθώς η Άννα πεθαίνει ή εξασθενεί τόσο, ώστε είναι αδύνατο να συνεχίσει να γ ράφει, όμως θα ήθελα πολύ να μάθω τι απογ ίνεται η μητέρα της η Άννα – αν τελικά παντρεύτηκε τον Ολλανδό Τουλίπα, αν απέκτησε άλλο παιδί, αν συνεχίζει να μένει στον αριθμό 917 της Γ. Τεμπλ κτλ. Επίσης, ο Ολλανδός Τουλίπας είναι απατεώνας ή την αγ απά πραγ ματικά; Τι απογ ίνονται οι φίλοι της Άννα – ειδικά η Κλερ και ο Τζέικ; Συνεχίζουν να είναι μαζί; Και τέλος – αντιλαμβάνομαι πως ένα τέτοιο καίριο και έμπλεο νοήματος ερώτημα ελπίζατε ανέκαθεν να σας απευθύνουν οι αναγ νώστες σας–, τι απογ ίνεται ο Σίσυφος το χάμστερ; Τα ερωτήματα αυτά με βασανίζουν εδώ και χρόνια –
70
JOHN GREEN και δεν ξέρω πόσος χρόνος μού απομένει γ ια να βρω τις απαντήσεις. Γνωρίζω πως αυτά δεν είναι σοβαρά λογ οτεχνικά ερωτήματα και ότι το βιβλίο σας βρίθει σοβαρών λογ οτεχνικών ερωτημάτων, όμως θα ήθελα πάρα πολύ να μάθω τι έγ ινε. Και φυσικά, αν ποτέ αποφασίσετε να γ ράψετε κάτι άλλο, ακόμα κι αν δε θέλετε να το εκδώσετε, θα ήταν τιμή μου να το διαβάσω. Ειλικρινά, θα διάβαζα ακόμα και τις λίστες σας γ ια τα ψώνια. Με μεγ άλο θαυμασμό, Χέιζελ Γκρέις Λάνκαστερ (16 χρονών)
Αφού το έστειλα, τηλεφώνησα ξανά στον Ογκάστους και μείναμε ξύπνιοι μέχρι αργά συζητώντας για το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος, και όταν του διάβασα το ποίημα της Έμιλι Ντίκινσον που είχε χρησιμοποιήσει στον τίτλο ο Φαν Χάουτεν, εκείνος είπε πως είχα καλή φωνή για απαγγελία και δεν έκανα υπερβολικά μεγάλες παύσεις στους στίχους, κι ύστερα μου είπε πως το έκτο βιβλίο της σειράς Το Τίμημα της Αυγής, με τίτλο Το Αίμα Εγκρίνει, ξεκινά παραθέτοντας μερικούς στίχους ενός ποιήματος. Χρειάστηκε λίγη ώρα για να βρει το βιβλίο, όμως τελικά μου διάβασε τους στίχους. «“Πες πως η ζωή σου κατέρρευσε. Το τελευταίο καλό φιλί/Το γεύτηκες πριν από χρόνια”». «Δεν είναι άσχημο», είπα. «Κάπως βαρύγδουπο. Νομίζω πως ο Μ αξ Μ έιχεμ θα το περιέγραφε με τον όρο “αδερφίστικες μαλακίες”». «Ναι, σφίγγοντας τα δόντια του, το δίχως άλλο. Θεέ μου, πολύ τα σφίγγει τα δόντια του ο Μ έιχεμ σε αυτά τα βιβλία. Σίγουρα θα τρέχει στους οδοντιάτρους, έτσι και γλιτώσει από όλες αυτές τις μάχες». Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο ο Γκας με ρώτησε «Πότε γεύτηκες τελευταία φορά ένα καλό φιλί;» Το σκέφτηκα λίγο. Τα φιλιά μου –όλα προ της διάγνωσης– ήταν αμήχανα και γεμάτα σάλια, ενώ σε κάποιο επίπεδο είχα πάντοτε την αίσθηση παιδιών που πήγαιναν να το παίξουν
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
71
μεγάλοι. Εννοείται, βέβαια, πως είχε μεσολαβήσει αρκετός καιρός. «Πάνε χρόνια», είπα τελικά. «Εσύ;» «Αντάλλαξα μερικά καλά φιλιά με το πρώην κορίτσι μου, την Καρολάιν Μ άδερς». «Πάνε χρόνια;» «Το τελευταίο ήταν κάτι λιγότερο από ένα χρόνο πριν». «Τι συνέβη;» «Στη διάρκεια του φιλιού;» «Όχι, μ’ εσένα και την Καρολάιν». «Α», έκανε. Κι ύστερα, έπειτα από ένα δευτερόλεπτο είπε «Η Καρολάιν δεν πάσχει πλέον από το σύνδρομο της ζωής». «Α», έκανα με τη σειρά μου. «Ναι», είπε. «Λυπάμαι», συνέχισα. Εννοείται πως είχα γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που ήταν νεκροί πλέον. Ποτέ, όμως, δεν τα είχα με κάποιον από αυτούς. Δεν μπορούσα καν να φανταστώ πώς θα ήταν. «Δε φταις εσύ, Χέιζελ Γκρέις. Άλλωστε, όλοι μας είμαστε απλώς παρενέργειες, σωστά;» «Πεταλίδες κολλημένες στη φορτηγίδα της συνείδησης», είπα, καταφεύγοντας σε μια φράση από την Αυτοκρατορική Βάσανο. «Εντάξει», είπε. «Πρέπει να πάω για ύπνο. Κοντεύει μία». «Εντάξει», είπα. «Εντάξει», είπε. Χαχάνισα και είπα «Εντάξει». Κι ύστερα η γραμμή σώπασε, αλλά δεν έκλεισε. Ένιωσα σχεδόν σαν να βρισκόταν στο δωμάτιο μαζί μου, όμως κατά κάποιο τρόπο ήταν ακόμα καλύτερα, σαν να μη βρισκόμουν στο δωμάτιό μου κι εκείνος στο δικό του, αλλά να ήμασταν μαζί σε κάποιο αόρατο και απροσδιόριστο τρίτο χώρο, στον οποίο μπορούσες να φτάσεις μόνο μέσω του τηλεφώνου. «Εντάξει», είπε, ύστερα από δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα. «Ίσως το εντάξει να είναι το δικό μας πάντα».
72
JOHN GREEN
«Εντάξει», είπα. Ο Ογκάστους ήταν εκείνος που έκλεισε τελικά το τηλέφωνο. Ο Πέτερ Φαν Χάουτεν είχε απαντήσει στο email του Ογκάστους τέσσερις ώρες από τη στιγμή που του το έστειλε, όμως δύο μέρες αργότερα ο Φαν Χάουτεν εξακολουθούσε να μη μου έχει απαντήσει. Ο Ογκάστους με διαβεβαίωσε πως αυτό οφειλόταν στο ότι το δικό μου μήνυμα ήταν καλύτερο και απαιτούσε προσεκτικότερη απάντηση, ότι ο Φαν Χάουτεν είχε καταπιαστεί με το να γράφει απαντήσεις στα ερωτήματά μου και ότι η έξοχη πρόζα ήθελε το χρόνο της. Εγώ, πάντως, εξακολουθούσα να ανησυχώ. Την Τετάρτη, την ώρα της Εισαγωγής στην Αμερικανική Ποίηση για Στόκους, έλαβα ένα γραπτό μήνυμα από τον Ογκάστους. Ο Άιζακ βγ ήκε από το χειρουργ είο. Πήγ ε καλά. Είναι και επισήμως ΚΑΚ.
ΚΑΚ σήμαινε «καθαρός από καρκίνο». Ακολούθησε ένα δεύτερο μήνυμα, μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. Θέλω να πω, είναι τυφλός. Αυτό δεν είναι ευχάριστο.
Εκείνο το απόγευμα η μητέρα μου δέχτηκε να μου δανείσει το αυτοκίνητο ώστε να πάω στο Μ εμόριαλ για να επισκεφτώ τον Άιζακ. Έφτασα στο δωμάτιό του στον πέμπτο όροφο και χτύπησα την πόρτα, παρότι ήταν ανοιχτή, οπότε μια γυναικεία φωνή είπε «Περάστε». Ήταν μια νοσοκόμα, η οποία κάτι έκανε στους επιδέσμους στο μάτι του Άιζακ. «Γεια, Άιζακ», είπα. Κι εκείνος είπε «Μ όνικα;» «Α, όχι. Συγγνώμη. Όχι, είμαι η, ε... Χέιζελ. Από την Ομάδα Υποστήριξης; Η Χέιζελ της Νύχτας των Τσακισμένων Τροπαίων;»
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
73
«Α», έκανε εκείνος. «Ναι, μου λένε διάφοροι πως οι υπόλοιπες αισθήσεις μου θα βελτιωθούν για να καλύψουν το κενό, αλλά ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΟΧΙ ΑΚΟΜ Α. Γεια, Χέιζελ από την Ομάδα Υποστήριξης. Έλα εδώ ώστε να ψηλαφίσω το πρόσωπό σου με τις παλάμες μου για να δω στην ψυχή σου βαθύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσε να δει ένας άνθρωπος με κανονική όραση». «Αστειεύεται», είπε η νοσοκόμα. «Ναι», απάντησα. «Το κατάλαβα». Έκανα μερικά βήματα προς το κρεβάτι. Πήρα μια καρέκλα και κάθισα, του έπιασα το χέρι. «Γεια», είπα. «Γεια», επανέλαβε. Ύστερα, τίποτα, για κάποια ώρα. «Πώς αισθάνεσαι;» ρώτησα. «Εντάξει», είπε. «Δεν ξέρω». «Τι δεν ξέρεις;» ρώτησα. Κοίταζα την παλάμη του γιατί δεν ήθελα να κοιτάξω το πρόσωπό του, φασκιωμένο με τους επιδέσμους. Ο Άιζακ έτρωγε τα νύχια του και μπορούσα να διακρίνω λίγο αίμα σε κάποια ακροδάχτυλα. «Δεν πέρασε καν για επίσκεψη», είπε. «Θέλω να πω, ήμασταν μαζί δεκατέσσερις μήνες. Δεκατέσσερις μήνες είναι πολύ μεγάλο διάστημα. Πονάει πολύ». Ο Άιζακ άφησε το χέρι μου, προσπαθώντας να εντοπίσει την αντλία πόνου την οποία χρησιμοποιείς για να διοχετεύσεις στο σώμα σου μια δόση παυσίπονων. Η νοσοκόμα, έχοντας ολοκληρώσει την αλλαγή των επιδέσμων, έκανε πίσω. «Έχει περάσει μόλις μία ημέρα, Άιζακ», είπε, με ελαφρά συγκαταβατικό τόνο. «Πρέπει να δώσεις στον εαυτό σου χρόνο για να συνέλθει. Και δεκατέσσερις μήνες δεν είναι τόσο πολύς καιρός, τουλάχιστον όχι σε βάθος χρόνου. Στην αρχή βρίσκεσαι ακόμα, καλέ μου. Θα δεις». Η νοσοκόμα βγήκε από το δωμάτιο. «Έφυγε;» ρώτησε ο Άιζακ. Έγνεψα καταφατικά και ύστερα συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσε να δει το νεύμα. «Ναι», είπα. «Θα δω; Σοβαρά; Είπε τέτοιο πράγμα;»
74
JOHN GREEN
«Χαρακτηριστικά της Καλής Νοσοκόμας: Πάμε», είπα. «1. Δεν κάνει λογοπαίγνια με το πρόβλημά σου», είπε ο Άιζακ. «2. Πετυχαίνει φλέβα με την πρώτη», συνέχισα. «Σωστό, πολύ σοβαρό θέμα αυτό. Πού πας, κυρά μου; Το μπράτσο μου είναι, όχι μαξιλαράκι για καρφίτσες. 3. Δεν έχει συγκαταβατική φωνή». «Πώς τα πας, καλέ μου;» ρώτησα με γλυκερή φωνή. «Θα σου καρφώσω μια βελόνα τώρα. Ίσως να σε κάνει λιγάκι βαβά». «Άχου, το ζουζουνάκι μου, πονάς, χρυσό μου;» απάντησε εκείνος. Κι ύστερα, έπειτα από ένα δευτερόλεπτο, «Οι περισσότερες είναι καλές, εδώ που τα λέμε. Απλώς θέλω να σηκωθώ να φύγω από δω μέσα το συντομότερο». «Εννοείς από το νοσοκομείο;» «Και αυτό», είπε. Το στόμα του σφίχτηκε. Διέκρινα τον πόνο. «Σοβαρά, πολύ περισσότερο σκέφτομαι τη Μ όνικα παρά το μάτι μου. Είμαι τρελός; Είμαι τρελός». «Λιγάκι», του είπα. «Απλώς πιστεύω στην πραγματική αγάπη, καταλαβαίνεις; Δεν πιστεύω πως όλοι θα έχουν για πάντα τα μάτια τους ή ότι κανείς δε θα αρρωστήσει ή δεν ξέρω τι άλλο, όμως όλοι θα έπρεπε να γνωρίσουν την πραγματική αγάπη, και η πραγματική αγάπη θα έπρεπε να διαρκεί τουλάχιστον όσο διαρκεί η ζωή καθενός από μας». «Ναι», είπα. «Αλλά, να, είναι φορές που εύχομαι να μην είχε συμβεί όλο αυτό. Η ιστορία με τον καρκίνο, θέλω να πω». Η ομιλία του είχε αρχίσει να επιβραδύνεται. Το φάρμακο ενεργούσε. «Λυπάμαι», είπα. «Πέρασε ο Γκας νωρίτερα. Ήταν εδώ όταν συνήλθα. Δεν πήγε σχολείο. Ήταν...» Το κεφάλι του γύρισε στο πλάι λιγάκι. «Κάπως καλύτερα», είπε σιγανά. «Ο πόνος;» ρώτησα. Έγνεψε καταφατικά, αμυδρά. «Ωραία», είπα. Κι ύστερα, επειδή είμαι σκύλα, ρώτησα: «Κάτι
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
75
έλεγες για το Γκας;» Όμως ο Άιζακ είχε αποκοιμηθεί. Κατέβηκα στο ισόγειο, στο μικροσκοπικό κατάστημα δώρων χωρίς παράθυρα που υπήρχε εκεί, και ρώτησα την ταλαίπωρη εθελόντρια που καθόταν σε ένα σκαμπό πίσω από το ταμείο ποια λουλούδια είχαν εντονότερη μυρωδιά. «Όλα το ίδιο μυρίζουν. Τα ψεκάζουν με ένα άρωμα», απάντησε εκείνη. «Σοβαρά;» «Ε, ναι, τα περνάνε ένα χέρι με το σπρέι». Άνοιξα το ψυγείο στα αριστερά της και μύρισα μια ντουζίνα τριαντάφυλλα, ύστερα έσκυψα πάνω από κάτι γαρίφαλα. Ίδια μυρωδιά, και μάλιστα έντονη. Τα γαρίφαλα ήταν φτηνότερα, οπότε πήρα μια ντουζίνα κίτρινα γαρίφαλα. Έκαναν δεκατέσσερα δολάρια. Επέστρεψα στο δωμάτιο· ήταν η μητέρα του εκεί, του κρατούσε το χέρι. Ήταν νέα και πραγματικά όμορφη. «Φίλη είσαι;» ρώτησε, και μου φάνηκε πως ήταν μια από εκείνες τις ασυναίσθητα γενικές και αναπάντητες ερωτήσεις. «Ε... ναι», απάντησα. «Είμαι από την Ομάδα Υποστήριξης. Αυτά είναι για τον Άιζακ». Τα πήρε και τα ακούμπησε στα πόδια της. «Ξέρεις τη Μ όνικα;» ρώτησε. Έγνεψα αρνητικά. «Τουλάχιστον κοιμάται», είπε. «Ναι. Του μίλησα λιγάκι προηγουμένως, την ώρα που έφτιαχναν τους επιδέσμους, κάτι τέτοιο». «Δεν ήθελα να τον αφήσω μόνο του, όμως έπρεπε να περάσω από το σχολείο να πάρω τον Γκρέιαμ», είπε. «Καλά τα πήγε», της είπα. Έγνεψε καταφατικά. «Καλύτερα να τον αφήσω να κοιμηθεί». Έγνεψε και πάλι καταφατικά. Έφυγα. Το επόμενο πρωί σηκώθηκα νωρίς και το πρώτο πράγμα που
76
JOHN GREEN
έκανα ήταν να τσεκάρω τα email μου. Επιτέλους, είχε έρθει η απάντηση που περίμενα. Αγ απητή κυρία Λάνκαστερ, Φοβάμαι ότι οι ελπίδες σας δεν πρόκειται να δικαιωθούν – αν και, συνήθως, αυτή είναι η μοίρα των ελπίδων. Δεν μπορώ να απαντήσω στα ερωτήματά σας, τουλάχιστον όχι εγ γ ράφως, καθώς το να γ ράψω αυτές τις απαντήσεις θα συνιστούσε συνέχεια του Μία Αυτοκρατορική Βάσανος, την οποία ενδεχομένως να δημοσιεύατε ή να διανέματε με κάποιο άλλο τρόπο στο Διαδίκτυο, το οποίο κατέλαβε τη θέση του εγ κεφάλου των ανθρώπων της γ ενιάς σας. Υπάρχει η επιλογ ή του τηλεφώνου, όμως σε μια τέτοια περίπτωση ενδεχομένως να ηχογ ραφούσατε τη συζήτηση. Όχι πως δε σας εμπιστεύομαι, φυσικά, απλώς δε σας εμπιστεύομαι. Αλίμονο, αγ απητή Χέιζελ, δε θα μπορούσα ποτέ να δώσω αυτές τις απαντήσεις παρά μόνο καταπρόσωπο, όμως εσείς βρίσκεστε εκεί, ενώ εγ ώ εδώ. Ανεξαρτήτως αυτού, οφείλω να ομολογ ήσω ότι η απρόσμενη λήψη του μηνύματός σας μέσω της κυρίας Βλίγ κενχαρτ με ενθουσίασε: είναι τόσο θαυμάσιο να γ νωρίζω ότι δημιούργ ησα κάτι χρήσιμο γ ια σας – έστω κι αν εκείνο το βιβλίο φαντάζει τόσο μακρινό, ώστε αισθάνομαι ότι το συνέγ ραψε ένας ολότελα διαφορετικός άνθρωπος. (Ο συγ γ ραφέας εκείνου του μυθιστορήματος ήταν τόσο λεπτός, τόσο αδύνατος, τόσο αισιόδοξος συγ κριτικά μ’ εμένα!) Σε περίπτωση που βρεθείτε στο Άμστερνταμ, όμως, παρακαλώ να με επισκεφθείτε, όποτε εσείς κρίνετε. Συνήθως βρίσκομαι στο σπίτι. Θα σας επέτρεπα ακόμα και να ρίξετε μια ματιά στις λίστες γ ια τα ψώνια μου. Ειλικρινά δικός σας, Πέτερ Φαν Χάουτεν Μέσω Λιντεβέι Βλίγ κενχαρτ
«ΤΙ;» φώναξα δυνατά. «ΤΙ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ;» Η μητέρα μου ήρθε τρέχοντας. «Τι έγινε;» «Τίποτα», τη διαβεβαίωσα. Η μητέρα μου, ταραγμένη ακόμα, γονάτισε για να ελέγξει τον Φίλιπ και να βεβαιωθεί ότι συμπύκνωνε σωστά το οξυγόνο. Εγώ φανταζόμουν ότι καθόμουν σε κάποιο ηλιόλουστο καφέ
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
77
συντροφιά με τον Πέτερ Φαν Χάουτεν, καθώς εκείνος ακουμπούσε με τους αγκώνες του στο τραπέζι και μιλούσε χαμηλόφωνα, έτσι ώστε να μην ακούσει κανείς άλλος την αλήθεια σχετικά με το τι απέγιναν οι χαρακτήρες τους οποίους είχα χρόνια στο μυαλό μου. Έγραφε πως δεν μπορούσε να μου απαντήσει παρά μόνο καταπρόσωπο και στη συνέχεια με προσκάλεσε στο Άμστερνταμ. Τα εξήγησα όλα αυτά στη μητέρα μου και ύστερα είπα «Πρέπει να πάω». «Χέιζελ, σε αγαπώ και ξέρεις πως θα έκανα τα πάντα για σένα, όμως δεν... δεν έχουμε τα χρήματα για ένα υπερατλαντικό ταξίδι και τα έξοδα για να μεταφερθούν τα απαραίτητα εκεί... Καρδιά μου, δεν μπορεί να...» «Ναι», είπα, διακόπτοντάς τη. Συνειδητοποίησα πως ήταν αφέλεια και μόνο που το σκέφτηκα. «Μ ην ανησυχείς». Εκείνη, όμως, έδειχνε να ανησυχεί. «Έχει μεγάλη σημασία για σένα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε, ενώ καθόταν στο κρεβάτι και ακουμπούσε το χέρι της στη γάμπα μου. «Θα ήταν πραγματικά απίθανο», είπα, «να είμαι ο μόνος άνθρωπος που ξέρει τι γίνεται μετά, εκτός από τον ίδιο». «Ναι, θα ήταν απίθανο», συμφώνησε. «Θα μιλήσω στον πατέρα σου». «Όχι, δε χρειάζεται», είπα. «Σοβαρά, μην ξοδέψετε χρήματα γι’ αυτό το λόγο, σε παρακαλώ. Κάτι θα σκαρφιστώ». Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως ο λόγος που οι γονείς μου δεν είχαν καθόλου χρήματα ήμουν εγώ. Είχα εξαντλήσει τις αποταμιεύσεις της οικογένειας για την αγορά φαρμάκων, ενώ η μητέρα μου δεν μπορούσε να εργαστεί καθώς είχε αναλάβει σε μόνιμη βάση το επάγγελμα να Μ ε Γυροφέρνει. Δεν ήθελα να τους φορτώσω με ακόμα μεγαλύτερα χρέη. Είπα στη μητέρα μου ότι ήθελα να τηλεφωνήσω στον Ογκάστους για να την αναγκάσω να βγει από το δωμάτιο, γιατί δεν άντεχα να τη βλέπω να με κοιτάζει με θλιμμένο ύφος, σαν να έλεγε Δεν Μ πορώ να Πραγματοποιήσω τα Όνειρα της Κόρης μου.
78
JOHN GREEN
Ακολουθώντας την τακτική του Ογκάστους Γουότερς, του διάβασα την απάντηση με το που σήκωσε το τηλέφωνο. «Απίθανο», είπε. «Ναι, δεν είναι;» είπα. «Για ρίξε καμιά ιδέα, πώς θα πάω στο Άμστερνταμ;» «Έχεις κρατήσει την Ευχή σου;» ρώτησε, αναφερόμενος στην οργάνωση Κάνε Μ ια Ευχή, η οποία αναλάμβανε να πραγματοποιήσει μία ευχή ενός άρρωστου παιδιού. «Όχι», είπα. «Την Ευχή μου τη χρησιμοποίησα προ Θαύματος». «Τι ζήτησες;» Αναστέναξα δυνατά. «Ήμουν δεκατριών χρονών, εντάξει;» είπα. «Μ η μου πεις ότι πήγες...» Καμία απάντηση. «Δεν μπορεί να πήγες στην Ντίσνεϊλαντ». Καμία απάντηση. «Χέιζελ ΓΚΡΕΪΣ!» φώναξε. «Δεν μπορεί να χρησιμοποίησες τη μία και μοναδική ευχή σου όταν σε είχαν για ετοιμοθάνατη για να πας στην Ντίσνεϊλαντ με τους γονείς σου». «Ήταν πακέτο με το Κέντρο Έπκοτ», μουρμούρισα. «Ω Θεέ μου», είπε ο Ογκάστους. «Δεν το πιστεύω ότι είμαι ερωτευμένος με μια κοπέλα που κάνει τόσο κλισέ ευχές». «Ήμουν δεκατριών», επανέλαβα, αν και εννοείται πως το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το ερωτευμένος, ερωτευμένος, ερωτευμένος, ερωτευμένος, ερωτευμένος. Αισθανόμουν κολακευμένη, όμως άλλαξα αμέσως θέμα συζήτησης. «Καλά, εσύ δεν έπρεπε να είσαι στο σχολείο τέτοια ώρα;» «Έκανα κοπάνα για να κρατήσω παρέα στον Άιζακ, όμως κοιμάται, οπότε είμαι στο αίθριο και διαβάζω γεωμετρία». «Πώς τα πηγαίνει;» ρώτησα. «Δεν μπορώ να καταλάβω αν απλώς δεν είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τη σοβαρότητα της αναπηρίας του ή αν πράγματι τον ενδιαφέρει περισσότερο το ότι τον παράτησε η Μ όνικα,
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
79
πάντως μόνο γι’ αυτό μιλάει». «Ναι», είπα. «Πόσο καιρό θα μείνει στο νοσοκομείο;» «Μ ερικές μέρες. Ύστερα θα πάει σε κάποιο κέντρο αποκατάστασης, όμως θα κοιμάται στο σπίτι του, νομίζω». «Χάλια», είπα. «Βλέπω τη μητέρα του. Πρέπει να κλείσω». «Εντάξει», είπα. «Εντάξει», απάντησε. Τον έβλεπα να χαμογελάει λοξά. Το Σάββατο, πήγαμε με τους γονείς μου στη λαϊκή αγορά στο Μ πρόουντ Ριπλ. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, πράγμα σπάνιο για Απρίλη μήνα στην Ιντιάνα, και όλοι στη λαϊκή αγορά φορούσαν κοντομάνικο, παρότι η θερμοκρασία δε δικαιολογούσε ακόμα μια τέτοια επιλογή. Εμείς οι ντόπιοι έχουμε μια υπέρμετρη αισιοδοξία ως προς το καλοκαίρι. Μ ε τη μητέρα μου καθόμασταν δίπλα δίπλα σε ένα παγκάκι απέναντι από έναν τύπο που έφτιαχνε σαπούνι από γάλα κατσίκας, έναν άντρα που φορούσε ολόσωμη φόρμα και έπρεπε να εξηγεί σε κάθε περαστικό ότι, ναι, οι κατσίκες ήταν δικές του και ότι, όχι, το σαπούνι από γάλα κατσίκας δε μυρίζει κατσικίλα. Χτύπησε το κινητό μου. «Ποιος είναι;» ρώτησε η μητέρα μου πριν προλάβω καν να το πιάσω. «Δεν ξέρω», είπα. Ο Γκας ήταν, όμως. «Σπίτι σου είσαι;» ρώτησε. «Ε... όχι», είπα. «Ήταν ερώτηση-παγίδα. Ήξερα ήδη την απάντηση, γιατί είμαι εγώ στο σπίτι σου αυτή τη στιγμή». «Α. Μ άλιστα. Καλά, ερχόμαστε κι εμείς σε λίγο, εντάξει;» «Τέλεια. Τα λέμε σε λίγο». Όταν φτάσαμε στο σπίτι ο Ογκάστους Γουότερς καθόταν στο σκαλοπάτι της βεράντας. Κρατούσε ένα μπουκέτο ζωηρόχρωμες πορτοκαλιές τουλίπες οι οποίες μόλις είχαν αρχίσει να ανθίζουν
80
JOHN GREEN
και φορούσε μια φανέλα της τοπικής ομάδας μπάσκετ κάτω από το μπουφάν του, ενδυματολογική επιλογή τελείως ξένη προς το χαρακτήρα του, αν και η αλήθεια ήταν πως του πήγαινε. Σηκώθηκε από το σκαλοπάτι, μου έδωσε τις τουλίπες και ρώτησε «Θέλεις να πάμε για πικνίκ;» Έγνεψα καταφατικά όπως έπαιρνα τα λουλούδια. Ο πατέρας μου ήρθε από πίσω μου και έσφιξε το χέρι του Γκας. «Η φανέλα του Ρικ Σμιτς είναι αυτή;» ρώτησε τον Γκας. «Πράγματι». «Ποπό, τον λάτρευα τον τύπο», είπε ο πατέρας μου, κι αμέσως έπιασαν κουβέντα για το μπάσκετ, μια συζήτηση την οποία δεν μπορούσα (κι ούτε ήθελα) να παρακολουθήσω, οπότε πήγα τις τουλίπες μέσα. «Θέλεις να τις βάλω σε ένα βάζο;» ρώτησε η μητέρα μου ενώ έμπαινα στο σπίτι, με ένα πελώριο χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Όχι, εντάξει», της είπα. Αν τις βάζαμε σε κάποιο βάζο στο καθιστικό, τα λουλούδια θα ήταν όλων. Εγώ ήθελα να είναι δικά μου αυτά τα λουλούδια. Πήγα στο δωμάτιό μου, αλλά δεν άλλαξα. Βούρτσισα τα μαλλιά μου και τα δόντια μου, έβαλα λίγο λιπγκλός στα χείλη και μια ιδέα άρωμα. Κοίταζα διαρκώς τα λουλούδια. Ήταν επιθετικά πορτοκαλιά, σχεδόν υπερβολικά πορτοκαλιά για να τα πεις όμορφα. Δεν είχα βάζο ή κάτι αντίστοιχο, οπότε έβγαλα την οδοντόβουρτσά μου από το ποτήρι της, το γέμισα ως τη μέση με νερό και έβαλα τα λουλούδια εκεί, σε αυτό το βάζο. Καθώς επέστρεφα στο δωμάτιό μου, άκουσα ομιλίες, οπότε κάθισα στην άκρη του κρεβατιού μου για λίγο για να παρακολουθήσω το διάλογο πίσω από την κούφια πόρτα του υπνοδωματίου μου: Μ παμπάς: «Δηλαδή, με τη Χέιζελ γνωριστήκατε στην Ομάδα Υποστήριξης». Ογκάστους: «Μ άλιστα. Υπέροχο το σπίτι σας. Μ ου αρέσει η διακόσμηση».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
81
Μ αμά: «Ευχαριστούμε, Ογκάστους». Μ παμπάς: «Είσαι κι εσύ επιζών, σωστά;» Ογκάστους: «Ναι. Δεν έκοψα αυτό εδώ το κομμάτι για γούστο, αν και είναι εξαιρετική στρατηγική απώλειας βάρους. Τα πόδια είναι ασήκωτα!» Μ παμπάς: «Και πώς είναι η υγεία σου τώρα;» Ογκάστους: «ΚΑΚ εδώ και δεκατέσσερις μήνες». Μ αμά: «Υπέροχα. Οι θεραπείες που υπάρχουν πλέον, οι επιλογές... είναι πραγματικά εντυπωσιακό». Ογκάστους: «Το ξέρω. Είμαι τυχερός». Μ παμπάς: «Πρέπει να καταλάβεις ότι η Χέιζελ εξακολουθεί να είναι άρρωστη, Ογκάστους, και θα συνεχίσει να είναι την υπόλοιπη ζωή της. Θα θέλει να παρακολουθήσει το ρυθμό σου, όμως οι πνεύμονές της...» Κάπου εκεί έκανα την εμφάνισή μου, διακόπτοντάς τον. «Λοιπόν, πού θα πάτε;» ρώτησε η μητέρα μου. Ο Ογκάστους σηκώθηκε, έγειρε προς το μέρος της, ψιθύρισε μια απάντηση και ύστερα έφερε το δείκτη στα χείλη του. «Σσς», της είπε. «Είναι μυστικό». Η μητέρα μου χαμογέλασε. «Έχεις το κινητό σου;» με ρώτησε. Το σήκωσα ψηλά, σαν αποδεικτικό στοιχείο, έγειρα τη φιάλη του οξυγόνου μου στις μπροστινές της ρόδες και άρχισα να περπατάω. Ο Ογκάστους ήρθε γρήγορα δίπλα μου, προτείνοντάς μου το μπράτσο του, το οποίο και έπιασα. Τα δάχτυλά μου έκλεισαν γύρω από το δικέφαλό του. Δυστυχώς, επέμεινε να οδηγήσει εκείνος, ώστε η έκπληξη να παραμείνει έκπληξη. Καθώς οδεύαμε μάλλον σπασμωδικά προς τον προορισμό μας, είπα «Λίγο ακόμα και θα την ξετρέλαινες τη μητέρα μου». «Ναι, κι ο πατέρας σου είναι θαυμαστής του Σμιτς, πράγμα που βοηθάει. Λες να με συμπάθησαν;» «Φυσικά και σε συμπάθησαν. Όχι πως έχει καμιά σημασία, σωστά; Γονείς είναι». «Είναι οι δικοί σου γονείς», είπε, ρίχνοντας μια ματιά προς το
82
JOHN GREEN
μέρος μου. «Άλλωστε, μου αρέσει να με συμπαθούν οι άλλοι. Τόσο παράξενο είναι;» «Δεν ξέρω, πάντως δε χρειάζεται να τρέχεις να μου ανοίγεις την πόρτα ή να με βομβαρδίζεις με φιλοφρονήσεις για να σε συμπαθήσω». Κόλλησε το φρένο στο δάπεδο, οπότε τινάχτηκα προς τα εμπρός, τόσο, που ένιωσα την ανάσα μου κάπως παράξενα, σαν να πνιγόμουν. Το μυαλό μου πήγε στην τομογραφία. Μην ανησυχείς. Η ανησυχία δε βοηθάει σε τίποτα. Εγώ, πάντως, ανησυχούσα. Η ταλαιπωρία των λάστιχων συνεχίστηκε, καθώς αφήναμε πίσω μας ένα STOP και στρίβαμε αριστερά στη μάλλον άστοχα βαφτισμένη Γκράνβιου (εντάξει, από κει φαίνεται ένα γήπεδο του γκολφ, αλλά η θέα δεν έχει τίποτα το επιβλητικό). Το μόνο μέρος που ήξερα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν το νεκροταφείο. Ο Ογκάστους άπλωσε το χέρι στην κεντρική κονσόλα, άνοιξε ένα γεμάτο πακέτο τσιγάρων και πήρε ένα. «Τα πετάς κάποια στιγμή;» τον ρώτησα. «Ένα από τα πολυάριθμα πλεονεκτήματα να μην καπνίζεις είναι ότι τα πακέτα των τσιγάρων κρατάνε πολύ», απάντησε. «Το συγκεκριμένο το έχω σχεδόν ένα χρόνο. Μ ερικά έχουν σπάσει κοντά στο φίλτρο, όμως νομίζω πως το πακέτο μπορεί να με πάει άνετα μέχρι τα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου». Κράτησε το φίλτρο ανάμεσα στα δάχτυλά του, ύστερα το έφερε στο στόμα του. «Λοιπόν, εντάξει», είπε. «Εντάξει. Πες μερικά πράγματα τα οποία δε συναντάς ποτέ στην Ινδιανάπολη». «Χμμ. Αδύνατους ενήλικες», είπα. Γέλασε. «Καλό. Συνέχισε». «Μ μμ, παραλίες. Οικογενειακά εστιατόρια. Τοπογραφία». «Όλα έξοχα παραδείγματα πραγμάτων που μας λείπουν. Επίσης, ο πολιτισμός». «Ναι, στον πολιτισμό υστερούμε κομματάκι», είπα, συνειδητοποιώντας τελικά πού ήθελε να καταλήξει. «Σε κάποιο μουσείο πηγαίνουμε;» «Κατά κάποιο τρόπο».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
83
«Α, μήπως θα πάμε σε εκείνο το πάρκο, να δεις πώς το λένε...;» Ο Γκας έμοιαζε κάπως απογοητευμένος. «Ναι, πηγαίνουμε σε εκείνο το πάρκο, να δεις πώς το λένε», είπε. «Το κατάλαβες, ε;» «Ε... τι πράγμα να καταλάβω;» «Τίποτα». Υπήρχε ένα πάρκο πίσω από το μουσείο όπου κάποιοι καλλιτέχνες είχαν δημιουργήσει μεγάλα γλυπτά. Το είχα ακουστά, αλλά δεν το είχα επισκεφτεί ποτέ. Περάσαμε μπροστά από το μουσείο και σταματήσαμε ακριβώς δίπλα σε ένα γήπεδο του μπάσκετ, καλυμμένο από πελώρια κόκκινα και μπλε ατσάλινα τόξα, τα οποία υποτίθεται ότι απεικόνιζαν την πορεία μιας μπάλας που αναπηδά. Κατηφορίσαμε μια πλαγιά που για τα μέτρα της πόλης μας λογαριάζεται για λόφος και φτάσαμε σε ένα ξέφωτο όπου κάποια παιδιά σκαρφάλωναν σε ένα πελώριο γλυπτό σε σχήμα σκελετού. Καθένα από τα κόκαλα έφτανε σε ύψος περίπου τη μέση μου και ο μηρός ήταν μακρύτερος από το μπόι μου. Έμοιαζε με παιδική ζωγραφιά ενός σκελετού που ξεπρόβαλλε μέσα από το έδαφος. Μ ε πονούσε ο ώμος μου. Ανησυχούσα πως ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση από τους πνεύμονες. Φανταζόμουν τον όγκο να μεταφέρεται στα δικά μου κόκαλα, να ανοίγει τρύπες στο σκελετό μου, ένα αεικίνητο χέλι με σκοτεινούς σκοπούς. «Τρελά Οστά», είπε ο Ογκάστους. «Έργο του Γιουπ Φαν Λίσχαουτ». «Ολλανδός ακούγεται». «Είναι», είπε ο Γκας. «Όπως και ο Ρικ Σμιτς. Και οι τουλίπες». Ο Γκας σταμάτησε στη μέση του ξέφωτου με τα οστά ακριβώς μπροστά μας, κατέβασε το σακίδιο που κουβαλούσε από τον έναν ώμο του και ύστερα από τον άλλο. Άνοιξε το φερμουάρ κι έβγαλε από μέσα μια πορτοκαλιά κουβέρτα, ένα μπουκάλι χυμό πορτοκάλι και μερικά σάντουιτς, τυλιγμένα σε μεμβράνη με
84
JOHN GREEN
τις κόρες κομμένες. «Προς τι τόσο πορτοκαλί;» ρώτησα, καθώς ακόμα δεν ήθελα να επιτρέψω στον εαυτό μου να φανταστεί πως όλο αυτό θα οδηγούσε στο Άμστερνταμ. «Μ α, είναι το εθνικό χρώμα της Ολλανδίας, φυσικά. Θυμάσαι τον Γουλιέλμο της Οράγγης και όλα τα σχετικά;» «Δεν τον ανέφεραν τα διαγωνίσματα για το απολυτήριο λυκείου». Χαμογέλασα, προσπαθώντας να συγκρατήσω τον ενθουσιασμό μου. «Σάντουιτς;» ρώτησε. «Άσε να μαντέψω». «Ολλανδικό τυρί. Και ντομάτα. Οι ντομάτες είναι από το Μ εξικό. Συγγνώμη». «Είσαι μια διαρκής απογοήτευση, Ογκάστους. Δεν μπορούσες τουλάχιστον να βρεις πορτοκαλιές ντομάτες;» Γέλασε, κι ύστερα φάγαμε τα σάντουίτς μας σιωπηλά, παρακολουθώντας τα παιδιά να παίζουν στην κατασκευή. Δεν μπορούσα βέβαια να τον ρωτήσω τι είχε κατά νου, οπότε καθόμουν, περικυκλωμένη από όλες αυτές τις αναφορές στην Ολλανδία, νιώθοντας αμηχανία και συνάμα ελπίδα. Στο βάθος, λουσμένη στο άψογο φως του ήλιου, πράγμα σπάνιο όσο και πολύτιμο στη γενέτειρά μας, μια παρέα παιδιών έφτιαχνε ένα σκελετό στην παιδική χαρά, πηδώντας μπρος πίσω ανάμεσα στα ψεύτικα κόκαλα. «Δύο πράγματα λατρεύω σε αυτό το γλυπτό», είπε ο Ογκάστους. Κρατούσε το σβηστό τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά του, το τίναζε σαν να ήθελε να ρίξει τη στάχτη. Το έβαλε και πάλι στο στόμα του. «Πρώτον, τα κόκαλα έχουν ακριβώς τη σωστή απόσταση, ώστε, αν είσαι παιδί, είναι αδύνατο να αντισταθείς στην παρόρμηση να πηδήξεις ανάμεσά τους. Σαν να λέμε, πρέπει να πηδήξεις από το θώρακα στο κρανίο. Πράγμα το οποίο σημαίνει, κι εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο, το γλυπτό ουσιαστικά υποχρεώνει τα παιδιά να παίξουν πάνω στα κόκαλα. Οι συμβολισμοί είναι αναρίθμητοι, Χέιζελ Γκρέις».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
85
«Φαίνεται πως σου αρέσουν τα σύμβολα», είπα, ελπίζοντας να στρέψω τη συζήτηση προς τα πολλά σύμβολα της Ολλανδίας που συνόδευαν το πικνίκ μας. «Σωστά, είναι κι αυτό. Πιθανότατα αναρωτιέσαι για ποιο λόγο τρως ένα άνοστο σάντουιτς με τυρί πίνοντας χυμό πορτοκάλι, και γιατί εγώ φοράω τη φανέλα ενός Ολλανδού που διακρίθηκε σε ένα άθλημα το οποίο έχω καταλήξει να σιχαίνομαι». «Η αλήθεια είναι πως μου πέρασε από το μυαλό αυτή η σκέψη», είπα. «Χέιζελ Γκρέις, όπως τόσα παιδιά πριν από σένα –και να ξέρεις πως το λέω με πολλή αγάπη– ξόδεψες την Ευχή σου βιαστικά, χωρίς να προβληματιστείς αρκετά για τις συνέπειες. Ο Μ αύρος Θεριστής σε κοίταζε στα μάτια κι ο φόβος ότι θα πέθαινες έχοντας την Ευχή αχρησιμοποίητη στο τσεπάκι σου σε οδήγησε να επιλέξεις άκριτα το πρώτο πράγμα που σου ήρθε στο μυαλό, έτσι κι εσύ, όπως και τόσοι άλλοι, επέλεξες τις ψυχρές και τεχνητές απολαύσεις ενός θεματικού πάρκου». «Αν θες να ξέρεις, τα πέρασα πολύ ωραία σ’ εκείνο το ταξίδι. Γνώρισα τον Γκούφι και τη Μ ίνι...» «Σταμάτα, προσπαθώ να ολοκληρώσω το μονόλογό μου! Έγραψα όσα ήθελα να πω και τα απομνημόνευσα, κι αν με διακόπτεις θα τα κάνω μαντάρα», με διέκοψε ο Ογκάστους. «Συνέχισε αν έχεις την καλοσύνη να τρως το σάντουίτς σου και να ακούς». (Το σάντουιτς ήταν απερίγραπτα στεγνό, όμως εγώ χαμογέλασα κι έφαγα μια μπουκιά.) «Λοιπόν, τι έλεγα;» «Για τις τεχνητές απολαύσεις». Ξαναέβαλε το τσιγάρο στο πακέτο. «Σωστά, τις ψυχρές και τεχνητές απολαύσεις ενός θεματικού πάρκου. Εγώ, όμως, θα ήθελα να υποστηρίξω ότι οι πραγματικοί ήρωες της Βιομηχανίας Ευχών είναι οι νεαροί άντρες και γυναίκες που περιμένουν, όπως ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν περιμένουν τον Γκοντό και οι σωστές χριστιανές την πρώτη νύχτα του γάμου. Αυτοί οι νεαροί ήρωες περιμένουν στωικά και αδιαμαρτύρητα την
86
JOHN GREEN
εμφάνιση της μίας και αληθινής Ευχής τους. Σύμφωνοι, ίσως να μην εμφανιστεί ποτέ, όμως τουλάχιστον μπορούν να αναπαύονται ήσυχοι στον τάφο τους γνωρίζοντας ότι συνέβαλαν στο βαθμό που μπορούσαν στη διατήρηση της ακεραιότητας της Ευχής ως ιδέας. »Από την άλλη, τίποτα δεν αποκλείει να εμφανιστεί τελικά η Ευχή: ίσως κάποια στιγμή συνειδητοποιήσεις ότι η μία και αληθινή Ευχή σου είναι να επισκεφτείς τον ιδιοφυή Πέτερ Φαν Χάουτεν στην αμστελοδαμική εξορία του, και τότε θα χαρείς πραγματικά που έχεις φυλάξει την Ευχή σου». Ο Ογκάστους είχε σταματήσει να μιλάει αρκετή ώρα, ώστε κατάλαβα πως ο μονόλογος είχε τελειώσει. «Μ α, εγώ δε φύλαξα την Ευχή μου», είπα. «Α», έκανε εκείνος. Κι ύστερα, έπειτα από μια παύση που μου φάνηκε ότι την είχε κάνει πρόβα, πρόσθεσε «Εγώ, όμως, φύλαξα τη δική μου». «Αλήθεια;» Μ ου έκανε εντύπωση που ο Ογκάστους είχε δικαίωμα συμμετοχής στο πρόγραμμα Κάνε Μ ια Ευχή, υπό την έννοια ότι συνέχιζε να πηγαίνει στο σχολείο, ενώ εδώ και πάνω από χρόνο ήταν καθαρός από καρκίνο. Κανονικά, έπρεπε να ήσουν πολύ άρρωστος για να αποφασίσουν τα Τζίνια να σου δώσουν μια Ευχή. «Την εξασφάλισα σε αντάλλαγμα για το πόδι», εξήγησε. Άπλετο φως έπεφτε στο πρόσωπό του· έπρεπε να μισοκλείνει τα μάτια για να με κοιτάξει, πράγμα που έκανε τη μύτη του να ζαρώνει χαριτωμένα. «Λοιπόν, μη φανταστείς πως θα σου χαρίσω την Ευχή μου. Όμως, με ενδιαφέρει κι εμένα να συναντήσω τον Πέτερ Φαν Χάουτεν, και δε θα ήταν λογικό να συμβεί αυτό χωρίς το κορίτσι που με έφερε σε επαφή με το βιβλίο του». «Σίγουρα, δε θα ήταν λογικό», είπα. «Οπότε, μίλησα με τα Τζίνια και συμφωνούν απολύτως. Είπαν πως το Άμστερνταμ είναι υπέροχο στις αρχές Μ αΐου. Πρότειναν να αναχωρήσουμε στις 3 του μήνα και να
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
87
επιστρέψουμε στις 7». «Ογκάστους, αλήθεια;» Άπλωσε το χέρι κι άγγιξε το μάγουλό μου· για μια στιγμή μού φάνηκε πως θα με φιλούσε. Το σώμα μου σφίχτηκε και νομίζω πως το κατάλαβε, γιατί τράβηξε το χέρι του. «Ογκάστους», είπα. «Αλήθεια. Δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό». «Αστειεύεσαι», είπε. «Εδώ βρήκα την Ευχή μου». «Τι να πω, είσαι ο καλύτερος», αποκρίθηκα. «Βάζω στοίχημα πως τα ίδια λες σε όλα τα αγόρια που χρηματοδοτούν τα ταξίδια σου στο εξωτερικό», απάντησε εκείνος.
88
JOHN GREEN
6
ΟΤΑΝ ΓΥΡ ΙΣΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ,
η μητέρα μου δίπλωνε τα ρούχα μου παρακολουθώντας μια τηλεοπτική σειρά που λεγόταν The View. Της είπα πως οι τουλίπες και ο Ολλανδός καλλιτέχνης και όλα τα άλλα είχαν γίνει επειδή ο Ογκάστους θα χρησιμοποιούσε την Ευχή του για να με πάει στο Άμστερνταμ. «Όχι, παραείναι γενναιόδωρο», είπε εκείνη κουνώντας το κεφάλι της. «Δεν μπορούμε να δεχτούμε μια τέτοια προσφορά από ένα παιδί που ουσιαστικά μας είναι άγνωστο». «Δεν είναι άγνωστος. Είναι χαλαρά ο δεύτερος καλύτερός μου φίλος». «Μ ετά την Κέιτλιν;» «Μ ετά από σένα», είπα. Ήταν αλήθεια, όμως βασικά το είπα γιατί ήθελα να πάω στο Άμστερνταμ. «Θα ρωτήσω τη δρ Μ αρία», είπε εκείνη έπειτα από λίγο. Η δρ Μ αρία αποφάνθηκε ότι δεν μπορούσα να πάω στο Άμστερνταμ χωρίς να συνοδεύομαι από έναν ενήλικα που γνωρίζει άριστα την κατάσταση της υγείας μου, πράγμα το οποίο ουσιαστικά σήμαινε πως θα έπρεπε να έρθει μαζί είτε η μητέρα
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
89
μου είτε εκείνη. (Ο πατέρας μου αντιλαμβανόταν τον καρκίνο μου όπως κι εγώ: με εκείνο τον αόριστο και ατελή τρόπο που αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι τα ηλεκτρικά κυκλώματα και τα ωκεάνια ρεύματα. Όμως η μητέρα μου γνώριζε περισσότερα πράγματα για το διαφοροποιημένο καρκίνωμα του θυρεοειδούς στους εφήβους απ’ ό,τι η πλειοψηφία των ογκολόγων.) «Εντάξει, θα έρθεις εσύ», είπα. «Θα πληρώσουν τα Τζίνια τα έξοδά σου. Τα Τζίνια είναι ματσωμένα». «Μ α, ο πατέρας σου...» είπε εκείνη. «Θα του λείπαμε πολύ. Θα ήταν άδικο για εκείνον, και δεν μπορεί να πάρει άδεια από τη δουλειά». «Πλάκα μού κάνεις; Νομίζεις ότι ο μπαμπάς δε θα χαρεί που θα παρακολουθεί για μερικές μέρες στην τηλεόραση εκπομπές που δεν έχουν σχέση με φιλόδοξα μοντέλα, που θα παραγγέλνει πίτσα κάθε βράδυ και θα χρησιμοποιεί χαρτί κουζίνας αντί για πιάτα, ώστε να μην έχει να πλένει μετά;» Η μητέρα μου γέλασε. Τελικά, άρχισε να ενθουσιάζεται και να πληκτρολογεί στο κινητό της πράγματα που έπρεπε να γίνουν: θα έπρεπε να τηλεφωνήσει στους γονείς του Γκας και να μιλήσει με τα Τζίνια σχετικά με τις ιατρικές ανάγκες μου, να ρωτήσει αν είχαν κλείσει ήδη ξενοδοχείο, να βρει ποιοι ήταν οι καλύτεροι ταξιδιωτικοί οδηγοί και επίσης να οργανωθούμε αν ήταν να μείνουμε μόνο τρεις μέρες, και τα λοιπά, και τα λοιπά. Εγώ, πάλι, είχα πονοκέφαλο, οπότε κατέβασα δυο παυσίπονα και αποφάσισα να πάρω έναν υπνάκο. Τελικά, όμως, ξαγρύπνησα στο κρεβάτι, ξαναπαίζοντας στο μυαλό μου όλες τις σκηνές του πικνίκ με τον Ογκάστους. Δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι εκείνη τη φευγαλέα στιγμή όταν σφίχτηκα ολόκληρη καθώς με άγγιξε. Εκείνη η τρυφερή οικειότητα μου είχε φανεί λάθος, για κάποιο λόγο. Σκεφτόμουν πως ίσως να έφταιγε το ότι είχε ενορχηστρώσει την όλη κατάσταση: ο Ογκάστους ήταν καταπληκτικός, όμως τα είχε παρακάνει όλα στο πικνίκ, μέχρι και τα σάντουιτς τα οποία είχαν μεταφορική σημασία αλλά απαίσια γεύση και τον
90
JOHN GREEN
απομνημονευμένο μονόλογο που απέτρεπε τη συζήτηση. Το όλο σκηνικό φάνταζε ρομαντικό, αλλά δεν ήταν. Όμως η αλήθεια είναι πως δεν είχα επιθυμήσει να με φιλήσει, τουλάχιστον όχι έτσι όπως υποτίθεται πως επιθυμείς αυτά τα πράγματα. Εννοείται πως ήταν κούκλος. Μ ου άρεσε. Σίγουρα τον έβλεπα έτσι, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση από τη γυμνασιακή καθομιλουμένη. Όμως το άγγιγμα τελικά, αυτό που ένιωσα στην πράξη... ήταν τελείως λάθος. Ύστερα άρχισα να ανησυχώ πως θα έπρεπε να φιληθώ μαζί του προκειμένου να πάω στο Άμστερνταμ, κι αυτό δεν είναι κάτι που θέλεις να σκέφτεσαι, γιατί α) δε θα έπρεπε καν να τίθεται το ερώτημα κατά πόσο ήθελα να τον φιλήσω και β) το να φιλήσεις κάποιον προκειμένου να ταξιδέψεις δωρεάν πλησιάζει επικίνδυνα στην κανονική εκπόρνευση, και οφείλω να ομολογήσω ότι παρότι δε θεωρούσα τον εαυτό μου ιδιαίτερα καλό άνθρωπο, ποτέ δε θα φανταζόμουν ότι η πρώτη ερωτική μου πράξη θα είχε τέτοιο χαρακτήρα. Από την άλλη, ούτε εκείνος είχε προσπαθήσει να με φιλήσει· είχε αγγίξει απλώς το πρόσωπό μου, κίνηση που δε θεωρείται καν σεξουαλική. Δεν ήταν μια κίνηση που στόχο είχε να ερεθίσει, όμως σίγουρα ήταν μια σχεδιασμένη κίνηση, γιατί ο Ογκάστους Γουότερς δεν ήταν άνθρωπος με τάση στον αυτοσχεδιασμό. Επομένως, τι προσπαθούσε να δείξει; Και για ποιο λόγο δεν ήθελα εγώ να το δεχτώ; Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι έβλεπα την όλη κατάσταση μέσα από το πρίσμα της Κέιτλιν, οπότε αποφάσισα να στείλω μήνυμα στην ίδια, ζητώντας τη συμβουλή της. Μ ου τηλεφώνησε αμέσως. «Έχω θέμα με ένα αγόρι», της είπα. «ΘΕΣΠΕΣΙΑ», απάντησε η Κέιτλιν. Της εξήγησα τι είχε συμβεί, χωρίς να παραλείψω και την αμήχανη σκηνή με το άγγιγμα στο μάγουλο, παραλείποντας μόνο το Άμστερνταμ και το όνομα του Ογκάστους. «Είσαι σίγουρη πως είναι κούκλος;» ρώτησε όταν τέλειωσα.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
91
«Τι να λέμε τώρα, σίγουρη είμαι», απάντησα. «Αθλητικός;» «Ναι, παλιότερα έπαιζε μπάσκετ στο Νορθ Σέντραλ». «Μ πράβο... Και πού τον γνώρισες;» «Σε εκείνη τη φρικτή Ομάδα Υποστήριξης». «Χμμ», έκανε η Κέιτλιν. «Από καθαρή περιέργεια, πόσα πόδια έχει ο τύπος;» «Κάτι λιγότερο από ενάμισι», απάντησα χαμογελώντας. Οι μπασκετμπολίστες ήταν πασίγνωστοι στην Ιντιάνα, και παρότι η Κέιτλιν δεν πήγαινε στο Νορθ Σέντραλ, οι κοινωνικές της επαφές ήταν αναρίθμητες. «Ογκάστους Γουότερς», είπε. «Ε... ίσως;» «Ω Θεέ μου. Τον έχω πετύχει σε κάτι πάρτι. Δε θες να ξέρεις τι θα ήμουν διατεθειμένη να κάνω γι’ αυτό το αγόρι. Θέλω να πω, όχι τώρα που ξέρω ότι ενδιαφέρεσαι εσύ. Αλλά, Χριστούλη μου, πολύ θα ήθελα να καβαλήσω αυτό το μονοπόδαρο πόνι μέχρι το στάβλο». «Κέιτλιν», είπα αυστηρά. «Συγγνώμη. Λες να πρέπει να είσαι εσύ από πάνω;» «Κέιτλιν», επανέλαβα. «Κάτσε, κάτι λέγαμε τώρα. Α, ναι, για σένα και τον Ογκάστους Γουότερς. Μ ήπως... είσαι λεσβία;» «Μ ήπως όχι; Δηλαδή, σίγουρα μου αρέσει». «Δε φαντάζομαι να έχει άσχημα χέρια; Ξέρεις, κάποιοι όμορφοι άνθρωποι έχουν κακάσχημα χέρια». «Όχι, τα χέρια του είναι τέλεια, θα έλεγα». «Χμμ», έκανε. «Χμμ», συμφώνησα. Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο η Κέιτλιν είπε «Θυμάσαι τον Ντέρεκ; Μ ου ζήτησε να τα χαλάσουμε την περασμένη βδομάδα επειδή αποφάσισε ότι κατά βάθος υπήρχε κάτι θεμελιωδώς ασύμβατο μ’ εμάς τους δύο και το μόνο που θα καταφέρναμε θα ήταν να πληγωθούμε αν επιμέναμε. Χρησιμοποίησε τον όρο
92
JOHN GREEN
προληπτική χυλόπιτα. Οπότε δεν αποκλείεται να έχεις κι εσύ ένα προαίσθημα ότι υπάρχει κάτι θεμελιωδώς ασύμβατο μ’ εσάς τους δύο και απλώς να προλαβαίνεις την προληπτική χυλόπιτα». «Χμμ», σχολίασα. «Δεν ξέρω, ιδέες ρίχνω». «Λυπάμαι για τον Ντέρεκ». «Α, τον ξεπέρασα, χρυσό μου. Μ ε ένα πακέτο καραμέλες μέντας, σε σαράντα λεπτά ο τύπος αποτελούσε παρελθόν». Γέλασα. «Εντάξει. Ευχαριστώ, Κέιτλιν». «Σε περίπτωση που τελικά παίξει κάτι μ’ εσάς τους δύο, θέλω όλες τις σκανδαλιστικές λεπτομέρειες». «Μ α, φυσικά», είπα, οπότε η Κέιτλιν μου έστειλε φιλάκια μέσω τηλεφώνου, εγώ είπα «Γεια», και ύστερα έκλεισε. Όπως άκουγα την Κέιτλιν, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα κάποιο προαίσθημα ότι θα τον πλήγωνα. Μ άλλον μεταίσθημα είχα. Πήρα το φορητό υπολογιστή μου και αναζήτησα πληροφορίες για την Καρολάιν Μ άδερς. Οι ομοιότητες στην εμφάνιση ήταν εντυπωσιακές: το ίδιο στρογγυλεμένο πρόσωπο από τα στεροειδή, ίδια μύτη, σε γενικές γραμμές ίδιο σώμα. Όμως τα μάτια της ήταν σκούρα καστανά (τα δικά μου είναι πράσινα) και το χρώμα της επιδερμίδας της πολύ πιο σκούρο – έφερνε σε Ιταλίδα ή κάτι τέτοιο. Χιλιάδες άτομα –κυριολεκτικά χιλιάδες– είχαν αφήσει συλλυπητήρια μηνύματα για εκείνη. Μ ια ατελείωτη σειρά ανθρώπων στους οποίους έλειπε, τόσο πολλοί, που μου πήρε μία ώρα να προσπεράσω τα μηνύματα του στιλ Λυπάμαι που πέθανες και να φτάσω σε εκείνα του στιλ Προσεύχομαι για σένα. Είχε πεθάνει πριν από ένα χρόνο, από καρκίνο του εγκεφάλου. Μ πόρεσα να δω μερικές φωτογραφίες της. Ο Ογκάστους ήταν σε αρκετές από τις παλιότερες: σε μια ύψωνε τον αντίχειρα δείχνοντας την τεθλασμένη ουλή στο άτριχο κρανίο της· σε μια άλλη ήταν πιασμένοι από τα μπράτσα στον παιδότοπο του
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
93
Νοσοκομείου Μ εμόριαλ, με τις πλάτες τους στραμμένες στο φακό· παρακάτω φιλούσε την Καρολάιν, ενώ εκείνη κρατούσε τη φωτογραφική μηχανή προς τα έξω, έτσι που το μόνο που έβλεπες ήταν οι μύτες και τα κλειστά μάτια τους. Οι πιο πρόσφατες φωτογραφίες ήταν όλες δικές της από παλιά, όταν ήταν υγιής. Τις είχαν ανεβάσει μετά το θάνατό της οι φίλοι της: ένα όμορφο κορίτσι με φαρδιά λεκάνη και καμπύλες, με μακριά, ίσια, κατάμαυρα μαλλιά που έπεφταν στο πρόσωπό της. Ο υγιής εαυτός μου ελάχιστα θύμιζε τον υγιή εαυτό της. Όμως οι καρκινοπαθείς εαυτοί μας θα μπορούσαν να είναι αδέρφια. Διόλου παράξενο που ο Ογκάστους με κάρφωνε την πρώτη φορά που με είδε. Επέστρεφα συνεχώς σε ένα συγκεκριμένο μήνυμα, γραμμένο πριν από δύο μήνες, εννέα μήνες αφότου πέθανε, από κάποιο φίλο της. Λείπεις σε όλους μας αφάνταστα. Δεν τελειώνει ποτέ αυτή η αίσθηση. Είναι λες και βγήκαμε όλοι τραυματισμένοι από τη μάχη που έδωσες, Καρολάιν. Μου λείπεις. Σε αγαπώ. Ύστερα από λίγο, οι γονείς μου ανακοίνωσαν πως ήταν ώρα για φαγητό. Έκλεισα τον υπολογιστή και σηκώθηκα, όμως δεν μπορούσα να βγάλω το μήνυμα από το μυαλό μου και, για κάποιο λόγο, μου προκαλούσε νευρικότητα και μου έκοψε την όρεξη. Σκεφτόμουν συνέχεια τον ώμο μου που πονούσε, ενώ εξακολουθούσα να έχω πονοκέφαλο, ίσως όμως αυτό να οφειλόταν στο ότι σκεφτόμουν ένα κορίτσι το οποίο είχε πεθάνει από καρκίνο του εγκεφάλου. Διαρκώς παρότρυνα τον εαυτό μου να σκέφτεται τμηματικά, να μείνει στο παρόν, στο στρογγυλό τραπέζι (πιθανόν πολύ μεγάλο για τρία άτομα και σίγουρα πολύ μεγάλο για δύο) με ένα παραβρασμένο μπρόκολο μπροστά μου κι ένα μπιφτέκι από μαυροφάσουλα, το οποίο όλη η κέτσαπ του κόσμου δεν ήταν αρκετή για να του δώσει λίγη υγρασία. Έλεγα στον εαυτό μου ότι το να φαντάζομαι μια μετάσταση στον εγκέφαλο ή στον ώμο δε θα επηρέαζε την αόρατη πραγματικότητα που υπήρχε μέσα μου, και επομένως όλες αυτές οι σκέψεις ήταν χαμένες στιγμές μιας ζωής αποτελούμενης από
94
JOHN GREEN
ένα εξ ορισμού πεπερασμένο σύνολο τέτοιων στιγμών. Μ άλιστα, προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου να ζήσω όσο το δυνατόν καλύτερα το σήμερα. Για πάρα πολλή ώρα μού ήταν αδύνατο να καταλάβω για ποιο λόγο κάτι που είχε γράψει ένας άγνωστος στο Διαδίκτυο, απευθυνόμενος σε μια άγνωστη (και νεκρή), με ενοχλούσε τόσο πολύ και με έκανε να ανησυχώ πως υπήρχε κάποιο θέμα με τον εγκέφαλό μου – που, πάντως, πονούσε πραγματικά, αν και ήξερα από χρόνια προσωπικής εμπειρίας ότι ο πόνος είναι ένα αμβλύ και αόριστο διαγνωστικό εργαλείο. Καθώς δεν είχε γίνει κάποιος σεισμός στην Παπούα Νέα Γουινέα εκείνη τη μέρα, οι γονείς μου είχαν εστιάσει σε υπερβολικό βαθμό την προσοχή τους πάνω μου, οπότε δε γινόταν να κρύψω αυτή την ξαφνική ανησυχία μου. «Όλα εντάξει;» ρώτησε η μητέρα μου ενώ έτρωγα. «Χμμ», έκανα. Δάγκωσα μια μπουκιά από το μπιφτέκι. Κατάπια. Προσπάθησα να πω κάτι που θα έλεγε ένα φυσιολογικό άτομο, ο εγκέφαλος του οποίου δεν πνιγόταν στον πανικό. «Έχουν μπρόκολο αυτά τα μπιφτέκια;» «Λιγάκι», είπε ο πατέρας μου. «Συναρπαστικές εξελίξεις, μαθαίνω πως μπορεί να πας στο Άμστερνταμ». «Ναι», είπα. Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι τη λέξη τραυματισμένοι, παρότι, φυσικά, ήταν κι αυτός ένας τρόπος να τη σκέφτομαι. «Χέιζελ», είπε η μητέρα μου. «Είσαι εντάξει αυτή τη στιγμή;» «Ναι, απλώς... σκεφτόμουν», είπα. «Αχ, αυτά τα καρδιοχτύπια», είπε ο πατέρας μου χαμογελώντας. «Καθόλου καρδιοχτύπια, κι αν θέλετε να ξέρετε δεν είμαι ερωτευμένη με τον Γκας Γουότερς, ούτε με κανέναν άλλο», απάντησα, υπερβολικά επιθετικά. Τραυματισμένοι. Λες και η Καρολάιν Μ άδερς ήταν μια βόμβα, κι όταν εξερράγη όλοι γύρω της γέμισαν θραύσματα. Ο πατέρας μου με ρώτησε αν ετοίμαζα κάτι για τη σχολή αυτό
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
95
τον καιρό. «Έχω κάποιες προχωρημένες ασκήσεις άλγεβρας να κάνω», του είπα. «Τόσο προχωρημένες, που δε θα μπορούσα να τις εξηγήσω σε κάποιον που δεν ασχολείται με το αντικείμενο». «Κι ο φίλος σου ο Άιζακ πώς είναι;» «Τυφλός», απάντησα. «Σαν να σου βγαίνει πολύ η εφηβεία σήμερα», σχολίασε η μητέρα μου. Έδειχνε ενοχλημένη. «Αυτό δεν ήθελες να γίνει, μαμά; Να αρχίσω να φέρομαι σαν έφηβη;» «Ναι, δηλαδή... όχι απαραιτήτως τέτοιου είδους έφηβη, όμως εννοείται πως ο πατέρας σου κι εγώ χαιρόμαστε που σε βλέπουμε να γίνεσαι μια νέα γυναίκα, να κάνεις φίλους, να κανονίζεις ραντεβού». «Δεν κανονίζω ραντεβού», είπα. «Δε θέλω να βγω ραντεβού με κανέναν. Τα ραντεβού είναι απαίσια ιδέα, χάσιμο χρόνου και...» «Καρδιά μου», είπε η μητέρα μου. «Τι συμβαίνει;» «Δεν... Είμαι σαν... Είμαι σαν χειροβομβίδα, μαμά. Είμαι μια χειροβομβίδα και κάποια στιγμή θα εκραγώ και θα ήθελα να ελαχιστοποιήσω τις απώλειες, εντάξει;» Ο πατέρας μου έγειρε το κεφάλι ελαφρώς στο πλάι, σαν μαλωμένο κουτάβι. «Είμαι μια χειροβομβίδα», επανέλαβα. «Το μόνο που θέλω είναι να μείνω μακριά από τους ανθρώπους, να διαβάζω βιβλία, να σκέφτομαι και να είμαι μαζί σας, γιατί δεν μπορώ να κάνω κάτι για να μην πληγώσω εσάς· είστε ήδη υπερβολικά δεμένοι μαζί μου, οπότε, σας παρακαλώ, αφήστε με να κάνω αυτό που θέλω, εντάξει; Δεν έχω πάθει κατάθλιψη. Δεν έχω ανάγκη να βγαίνω έξω. Κι ούτε μπορώ να γίνω μια κανονική έφηβη, επειδή είμαι χειροβομβίδα». «Χέιζελ», είπε ο πατέρας μου, κι ύστερα κόμπιασε. Έκλαιγε πολύ ο πατέρας μου. «Πηγαίνω στο δωμάτιό μου να διαβάσω λίγο, εντάξει; Καλά είμαι. Αλήθεια, καλά είμαι· απλώς, θέλω να πάω να διαβάσω
96
JOHN GREEN
λίγο». Ξεκίνησα την προσπάθεια να διαβάσω αυτό το μυθιστόρημα που μου είχαν αναθέσει στη σχολή, όμως ζούμε σε ένα σπίτι με τραγικά λεπτούς τοίχους, οπότε άκουσα το μεγαλύτερο μέρος του ψιθυριστού διαλόγου που ακολούθησε. Ο πατέρας μου έλεγε «Μ ε σκοτώνει αυτό το πράγμα» και η μητέρα μου απαντούσε «Αυτό ακριβώς δεν πρέπει να ακούει» κι ο πατέρας μου συνέχιζε «Συγγνώμη, απλώς δεν...» και η μητέρα μου τον διέκοπτε, «Δεν είσαι ευγνώμων;» Κι αυτός κατέληγε «Μ α τι λες, φυσικά και είμαι ευγνώμων». Εγώ, πάλι, συνέχιζα την προσπάθεια να παρακολουθήσω την ιστορία του βιβλίου, όμως ήταν αδύνατο να μην τους ακούω. Έτσι, άνοιξα τον υπολογιστή μου και άκουσα λίγη μουσική, κι έχοντας την αγαπημένη μπάντα του Ογκάστους, τους Hectic Glow, για υπόκρουση, επέστρεψα στις σελίδες που είχαν αφιερωθεί στη μνήμη της Καρολάιν Μ άδερς. Διάβαζα πόσο ηρωικά έδωσε τον αγώνα της και πόσο πολύ τους έλειπε, ότι βρισκόταν σε ένα καλύτερο μέρος τώρα και ότι θα ζούσε για πάντα στη μνήμη τους και πως όλοι όσοι τη γνώρισαν –όλοι– συγκλονίστηκαν από την απώλειά της. Δεν ξέρω, μπορεί να έπρεπε να μισώ την Καρολάιν Μ άδερς ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, επειδή ήταν με τον Ογκάστους, αλλά δεν ένιωθα έτσι. Δεν μπορούσα να τη διακρίνω καθαρά μέσα από όλα εκείνα τα μηνύματα, όμως δεν έβλεπα να υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσα να μισήσω – μου έδινε κυρίως την εντύπωση μιας κοπέλας που είχε σημαδευτεί από την αρρώστια της, όπως κι εγώ, πράγμα που με έκανε να ανησυχώ πως όταν θα πέθαινα οι άλλοι δε θα είχαν τίποτα να πουν για μένα πέρα από το ότι έδωσα ηρωικά τον αγώνα μου, λες και το μόνο πράγμα που είχα καταφέρει στη ζωή μου ήταν να Έχω Καρκίνο. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή άρχισα να διαβάζω τα σύντομα σημειώματα της Καρολάιν Μ άδερς, τα περισσότερα από τα οποία είχαν γραφεί από τους γονείς της, μάλλον επειδή η μορφή
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
97
καρκίνου του εγκεφάλου που είχε ήταν από εκείνες που σε κάνουν να μην είσαι ο εαυτός σου, προτού σε κάνουν να μη ζεις. Έτσι, βρέθηκα μπροστά σε σημειώματα όπως Η Καρολάιν εξακολουθεί να έχει προβλήματα συμπεριφοράς. Αγωνίζεται να ξεπεράσει τα έντονα αισθήματα οργής και εκνευρισμού καθώς δεν μπορεί να μιλήσει (επηρεαζόμαστε και εμείς από αυτή την κατάσταση, φυσικά, όμως έχουμε περισσότερο κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους να χειριζόμαστε την οργή μας). Ο Γκας έχει αρχίσει να λέει την Καρολάιν ΘΥΜΩΜΕΝΟ ΧΑΛΚ, πράγμα που αρέσει στους γιατρούς. Δεν είναι καθόλου εύκολη αυτή η κατάσταση, για κανένα μας δεν είναι εύκολη, όμως προσπαθείς να αντλήσεις λίγη ευθυμία από όπου μπορείς. Ελπίζουμε να επιστρέψουμε στο σπίτι την Πέμπτη. Θα σας κρατάμε ενήμερους... Περιττό να πούμε ότι δεν επέστρεψε στο σπίτι της την Πέμπτη. Φυσικό, λοιπόν, ήταν να σφιχτώ μόλις με άγγιξε ο Ογκάστους. Αν ήμουν μαζί του, θα τον πλήγωνα – αργά ή γρήγορα. Κι αυτό ακριβώς είχα αισθανθεί όταν έκανε να με αγγίξει: είχα νιώσει σαν να διέπραττα μια βίαιη πράξη σε βάρος του, γιατί αυτό έκανα. Αποφάσισα να του στείλω μήνυμα με το κινητό. Ήθελα να αποφύγω να του μιλήσω στο τηλέφωνο. Γεια, λοιπόν, δεν ξέρω αν θα το καταλάβεις, όμως δεν μπορώ να σε φιλήσω ή κάτι τέτοιο. Όχι πως θα το ήθελες απαραιτήτως εσύ, πάντως δεν μπορώ. Όταν προσπαθώ να σε δω έτσι, το μόνο που σκέφτομαι είναι τι θα περάσεις εξαιτίας μου. Δεν ξέρω, μπορεί να μην το καταλαβαίνεις αυτό. Τέλος πάντων, συγ γ νώμη.
Απάντησε μερικά λεπτά αργότερα.
98
JOHN GREEN Εντάξει.
Σειρά μου να απαντήσω. Εντάξει.
Κι εκείνος απάντησε: Για όνομα, πάψε να με φλερτάρεις!
Εγώ έγραψα απλά: Εντάξει.
Το κινητό μου βούιξε μερικές στιγμές αργότερα. Πλάκα έκανα, Χέιζελ Γκρέις. Καταλαβαίνω. (Όμως ξέρουμε και οι δύο πως το εντάξει είναι μια πολύ ερωτική λέξη. Το εντάξει ΣΦΥΖΕΙ από αισθησιασμό.)
Ο πειρασμός ήταν μεγάλος να του απαντήσω και πάλι Εντάξει, όμως τον φαντάστηκα στην κηδεία μου, κι αυτό με βοήθησε να γράψω ένα σωστό μήνυμα. Συγ γ νώμη.
Προσπάθησα να πέσω για ύπνο φορώντας τα ακουστικά μου, όμως ύστερα από λίγο μπήκαν στο δωμάτιο η μητέρα και ο πατέρας μου, οπότε η μητέρα μου βούτηξε τον Γαλαζούλη από το ράφι και τον έσφιξε στο στομάχι της, ενώ ο πατέρας μου κάθισε στην καρέκλα του γραφείου και, χωρίς να κλάψει, μου είπε «Δεν είσαι χειροβομβίδα, όχι για μας. Η σκέψη πως μπορεί να πεθάνεις μας στεναχωρεί αφάνταστα, Χέιζελ, όμως δεν είσαι χειροβομβίδα. Είσαι ένα υπέροχο κορίτσι. Δεν ξέρεις, καρδιά μου, γιατί δεν είδες το μωρό σου να μεγαλώνει και να γίνεται μια
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
99
θαυμάσια νεαρή αναγνώστρια η οποία παράλληλα παρακολουθεί απαίσιες τηλεοπτικές εκπομπές, όμως η χαρά που μας προσφέρεις είναι απείρως μεγαλύτερη από την όποια λύπη νιώθουμε εξαιτίας της αρρώστιας σου». «Εντάξει», είπα. «Αλήθεια», επέμεινε ο πατέρας μου. «Δε θα σου έλεγα κούφια λόγια γι’ αυτό το θέμα. Αν δεν άξιζαν οι μπελάδες στους οποίους μας βάζεις, απλώς θα σε πετούσαμε στο δρόμο». «Δεν είμαστε αισθηματίες εμείς», πρόσθεσε η μητέρα μου, με πρόσωπο απόλυτα σοβαρό. «Θα σε παρατούσαμε σε κάποιο ορφανοτροφείο με ένα σημείωμα καρφιτσωμένο στην πιτζάμα σου». Γέλασα. «Δε χρειάζεται να συνεχίσεις στην Ομάδα Υποστήριξης», είπε η μητέρα μου. «Τίποτα δε χρειάζεται να κάνεις. Εκτός από το να πηγαίνεις στη σχολή». Μ ου έδωσε τον αρκούδο. «Νομίζω πως ο Γαλαζούλης μπορεί να κοιμηθεί στο ράφι απόψε», είπα. «Να σας θυμίσω μόνο ότι έχω κλείσει τα τριάντα τρία μισά μου χρόνια». «Κράτησέ τον σήμερα», είπε εκείνη. «Μ αμά», είπα. «Έχει μοναξιές», επέμεινε. «Για όνομα, μαμά», είπα. Πάντως, πήρα το χαζό αρκούδο και τον αγκάλιασα, περίπου, καθώς με έπαιρνε ο ύπνος. Για την ακρίβεια, εξακολουθούσα να έχω το ένα χέρι περασμένο πάνω από τον Γαλαζούλη όταν ξύπνησα, λίγο μετά τις τέσσερις το πρωί, νιώθοντας έναν αφόρητο πόνο να αναδύεται από το κέντρο του κεφαλιού μου.
100
JOHN GREEN
7
ΟΥΡΛΙΑΞΑ για να ξυπνήσω τους γονείς μου, κι εκείνοι όρμησαν στο δωμάτιο ύστερα από μερικές στιγμές, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν το παραμικρό προκειμένου να κατευνάσουν τις αστρικές εκρήξεις που γίνονταν μέσα στον εγκέφαλό μου, μια ασταμάτητη αλυσίδα ενδοκρανιακών πυροτεχνημάτων που με έκαναν να σκέφτομαι πως αυτή τη φορά ήμουν σίγουρα τελειωμένη, οπότε έλεγα στον εαυτό μου –όπως του είχα ξαναπεί κι άλλοτε– πως το σώμα κατεβάζει τους διακόπτες όταν ο πόνος γίνεται αφόρητος, ότι η αίσθηση αυτή ήταν παροδική, θα περνούσε. Όμως, όπως πάντοτε, δεν έγινε έτσι. Απέμεινα ναυαγισμένη στην ακτή, με τα κύματα να σκάνε ανελέητα πάνω μου, ανήμπορη να πνιγώ. Ο πατέρας μου οδηγούσε, ενώ παράλληλα μιλούσε με το νοσοκομείο από το κινητό, την ώρα που εγώ ήμουν ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα πόδια της μητέρας μου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα: τα ουρλιαχτά επιδείνωναν την κατάσταση. Ακριβέστερα, το παραμικρό ερέθισμα επιδείνωνε την κατάσταση. Η μόνη λύση ήταν να προσπαθήσω να αποδομήσω τον κόσμο, να τον κάνω μαύρο, βουβό και ακατοίκητο ξανά, να
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
101
επιστρέψω στη στιγμή πριν από τη Μ εγάλη Έκρηξη, στην αρχή, όταν υπήρξε ο Λόγος, και να ζήσω σε εκείνο το χαοτικό, αδημιούργητο κενό, μόνη με το Λόγο. Οι άνθρωποι αναφέρονται στο σθένος των καρκινοπαθών, και δεν αρνούμαι πως αυτό το σθένος υπάρχει. Χρόνια με τρυπούσαν, με πιλάτευαν και με φαρμάκωναν, κι όμως εξακολουθούσα να προσπαθώ. Όμως, ας είμαστε ειλικρινείς: εκείνη τη στιγμή ο θάνατος θα ήταν κάτι περισσότερο από καλοδεχούμενος. Ανέκτησα τις αισθήσεις μου στη Μ ΕΘ. Καταλάβαινα ότι βρισκόμουν στη Μ ΕΘ γιατί δεν είχα δικό μου δωμάτιο, από παντού ακούγονταν βόμβοι και γιατί ήμουν μόνη: δεν επιτρέπουν στους δικούς σου να βρίσκονται διαρκώς μαζί σου στη Μ ΕΘ του Παίδων, γιατί υπάρχει κίνδυνος μολύνσεων. Από το διάδρομο ακούγονταν οδυρμοί. Κάποιου το παιδί είχε πεθάνει. Ήμουν ολομόναχη. Πίεσα το κόκκινο κουμπί. Ύστερα από δευτερόλεπτα εμφανίστηκε μια νοσοκόμα. «Γεια», είπα. «Γεια σου, Χέιζελ. Είμαι η Άλισον, η νοσοκόμα σου», είπε εκείνη. «Γεια, Νοσοκόμα Μ ου Άλισον», είπα. Κάπου εκεί άρχισα να αισθάνομαι ξανά πολύ κουρασμένη. Όμως συνήλθα κάπως όταν μπήκαν οι γονείς μου στο δωμάτιο, κλαίγοντας και φιλώντας συνέχεια το πρόσωπό μου, οπότε σήκωσα το χέρι και προσπάθησα να το σφίξω, όμως πονούσα παντού όταν έσφιγγα, κι η μητέρα με τον πατέρα μου είπαν πως δεν είχα όγκο στον εγκέφαλο, αλλά ότι ο πονοκέφαλός μου είχε προκληθεί από την ανεπαρκή οξυγόνωση, κι αυτό γιατί οι πνεύμονές μου είχαν γεμίσει υγρό, ενάμισι λίτρο (!!!) το οποίο είχε αφαιρεθεί επιτυχώς από το στήθος μου, κι αυτός ήταν ο λόγος που ενδεχομένως να ένιωθα δυσφορία στο πλευρό, όπου υπήρχε, για δες εδώ, ένας σωλήνας που ξεκινούσε από το
102
JOHN GREEN
στήθος μου και κατέληγε σε μια πλαστική σακούλα, μισογεμάτη με ένα υγρό το οποίο θύμιζε απίστευτα την αγαπημένη κεχριμπαρένια μπίρα του πατέρα μου. Η μητέρα μου είπε πως θα επέστρεφα στο σπίτι, αλήθεια θα επέστρεφα, κι ότι απλώς θα έπρεπε κάθε τόσο να αφαιρείται το υγρό και ότι θα ξεκινούσα ξανά το BiPAP, εκείνη την εφιαλτική συσκευή η οποία διοχετεύει με πίεση και στη συνέχεια αφαιρεί τον αέρα από τους άχρηστους πνεύμονές μου. Όμως είχα κάνει ολόσωμη τομογραφία την πρώτη βραδιά στο νοσοκομείο, μου είπαν, και τα αποτελέσματα ήταν καλά: οι όγκοι δεν είχαν αναπτυχθεί. Ούτε είχαν εμφανιστεί καινούριοι. Ο πόνος στον ώμο οφειλόταν στην έλλειψη οξυγόνου. Ήταν πόνος από την υπερβολική πίεση που δεχόταν η καρδιά. «Η δρ Μ αρία είπε σήμερα το πρωί ότι παραμένει αισιόδοξη», είπε ο πατέρας μου. Τη συμπαθούσα τη συγκεκριμένη γιατρό, δε σου έλεγε φούμαρα, οπότε αυτό ήταν μια ευχάριστη είδηση. «Ένα θεματάκι είναι, Χέιζελ», είπε η μητέρα μου. «Μ πορούμε να το χειριστούμε». Έγνεψα καταφατικά και ύστερα η Νοσοκόμα Μ ου Άλισον τους οδήγησε ευγενικά στην έξοδο. Μ ε ρώτησε αν ήθελα λίγο τριμμένο πάγο, έγνεψα καταφατικά, και ύστερα κάθισε στο κρεβάτι δίπλα μου και με τάισε με το κουτάλι. «Που λες, ήσουν οφ δυο μέρες», είπε η Άλισον. «Χμμ, για να δούμε τι έχασες... Μ ια επώνυμη έκανε χρήση ναρκωτικών. Κάτι πολιτικοί τσακώθηκαν. Μ ια άλλη επώνυμη φόρεσε μπικίνι και φάνηκε μια ατέλεια του σώματός της. Μ ια ομάδα κέρδισε έναν αγώνα, αλλά η άλλη έχασε». Χαμογέλασα. «Δε γίνεται να εξαφανίζεσαι έτσι, Χέιζελ. Χάνεις πολύ σημαντικά πράγματα». «Λίγο ακόμα;» ρώτησα, γνέφοντας προς το λευκό κυπελλάκι που κρατούσε στο χέρι της. «Κανονικά δεν κάνει», είπε, «αλλά είμαι επαναστάτρια εγώ». Μ ου έδωσε ακόμα μία κουταλιά θρυμματισμένο πάγο. Μ ουρμούρισα ευχαριστώ. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν καλές νοσοκόμες. «Μ ήπως κουράστηκες;» ρώτησε. Έγνεψα
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
103
καταφατικά. «Κοιμήσου λίγο», είπε. «Θα προσπαθήσω να σου εξασφαλίσω μια δυο ώρες, πριν έρθει κάποιος για να τσεκάρει τις ζωτικές λειτουργίες σου και τα σχετικά». Την ευχαρίστησα και πάλι. Λες πολλές φορές ευχαριστώ σε ένα νοσοκομείο. Προσπάθησα να βολευτώ στο κρεβάτι. «Δε θα ρωτήσεις για το αγόρι σου;» ρώτησε εκείνη. «Δεν έχω αγόρι», της είπα. «Δεν ξέρω, μια φορά είναι ένα αγόρι που δεν έχει φύγει σχεδόν καθόλου από την αίθουσα αναμονής, από την ώρα που σε έφεραν εδώ», είπε η νοσοκόμα. «Δε φαντάζομαι να με είδε έτσι;» «Όχι. Μ όνο οι δικοί σου». Έγνεψα καταφατικά και αφέθηκα σε έναν υγρό ύπνο. Θα περνούσαν έξι μέρες μέχρι να επιστρέψω στο σπίτι, έξι αφόρητες μέρες που το μόνο που θα είχα να κάνω θα ήταν να κοιτάζω τα πλακάκια της ψευδοροφής, να βλέπω τηλεόραση, να κοιμάμαι, να πονάω και να εύχομαι να περάσει η ώρα. Δεν είδα τον Ογκάστους, ούτε και κανέναν άλλο εκτός από τους γονείς μου. Τα μαλλιά μου έμοιαζαν με φωλιά πουλιών· το συρτό περπάτημά μου θύμιζε ασθενή με άνοια. Πάντως, κάθε μέρα που περνούσε ένιωθα όλο και καλύτερα: κάθε ύπνος οδηγούσε στην αποκάλυψη ενός ατόμου που θύμιζε κάπως περισσότερο εμένα. Ο ύπνος καταπολεμά τον καρκίνο, είπε ο Τακτικός Δρ Τζιμ για χιλιοστή φορά καθώς έστεκε από πάνω μου ένα πρωί, κυκλωμένος από μια κουστωδία φοιτητών της ιατρικής. «Αν είναι έτσι, είμαι κανονική μηχανή καταπολέμησης του καρκίνου», του απάντησα. «Αυτό είναι αλήθεια, Χέιζελ. Συνέχισε να ξεκουράζεσαι, κι αν όλα πάνε καλά θα επιστρέψεις σύντομα στο σπίτι σου». Την Τρίτη μού είπαν ότι θα επέστρεφα στο σπίτι μου την Τετάρτη. Την Τετάρτη δύο φοιτητές της ιατρικής, σχεδόν χωρίς
104
JOHN GREEN
καμία εποπτεία, αφαίρεσαν τον καθετήρα από το στήθος μου. Ένιωσα σαν να με μαχαίρωναν από μέσα προς τα έξω και γενικά η όλη διαδικασία δεν εξελίχτηκε καθόλου καλά, οπότε αποφάσισαν ότι έπρεπε να μείνω μέχρι την Πέμπτη. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι ήμουν το αντικείμενο κάποιου υπαρξιακού πειράματος γύρω από τη διαρκή αναβολή της ευχαρίστησης, όταν η δρ Μ αρία εμφανίστηκε το πρωί της Παρασκευής, με γυρόφερε λίγο και μου είπε πως ήμουν έτοιμη να φύγω. Έτσι, η μητέρα μου άνοιξε την υπερμεγέθη τσάντα της, αποκαλύπτοντας πως είχε τα ρούχα της Επιστροφής στο Σπίτι μαζί της από την αρχή. Ήρθε μια νοσοκόμα και αφαίρεσε τον ορό μου. Ένιωθα αδέσμευτη, κι ας εξακολουθούσα να κουβαλάω μαζί μου τη φιάλη του οξυγόνου. Πήγα στο μπάνιο, έκανα το πρώτο μου ντους ύστερα από μία βδομάδα, ντύθηκα και όταν βγήκα έξω ήμουν τόσο κουρασμένη ώστε χρειάστηκε να ξαπλώσω για να συνέλθω. Η μητέρα μου ρώτησε «Θέλεις να δεις τον Ογκάστους;» «Ναι, μάλλον», είπα ύστερα από λίγο. Σηκώθηκα και έσυρα τα βήματά μου μέχρι μία από τις μονοκόμματες πλαστικές καρέκλες που ήταν ακουμπισμένες στον τοίχο, κρύβοντας τη φιάλη μου από κάτω. Η όλη προσπάθεια με εξουθένωσε. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε ο πατέρας μου με τον Ογκάστους. Τα μαλλιά του ήταν αχτένιστα, έπεφταν στο μέτωπό του. Μ όλις με είδε, το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα Αληθινό Χαμόγελο, κι εγώ δεν μπόρεσα να μην του χαμογελάσω με τη σειρά μου. Κάθισε στην μπλε πολυθρόνα από δερματίνη δίπλα στην καρέκλα μου. Έγειρε προς το μέρος μου, μην μπορώντας να συγκρατήσει εκείνο το χαμόγελο. Οι γονείς μου μας άφησαν μόνους, πράγμα που με έκανε να νιώσω κάπως αμήχανα. Κατέβαλα προσπάθεια να τον κοιτάξω στα μάτια, κι ας ήταν από εκείνα τα όμορφα μάτια που είναι δύσκολο να μην τα κοιτάς. «Μ ου έλειψες», είπε ο Ογκάστους. Η φωνή μου ακούστηκε πιο αδύναμη απ’ ό,τι θα ήθελα. «Ευχαριστώ που δεν προσπάθησες να με δεις όταν είχα τα χάλια
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
105
μου». «Για να είμαστε ειλικρινείς, και τώρα δεν είσαι στα καλύτερά σου». Γέλασα. «Κι εσύ μου έλειψες. Απλώς δε θέλω να βλέπεις... όλα αυτά. Να, πώς να το πω, θέλω... Δεν έχει σημασία. Δεν μπορείς να έχεις πάντοτε αυτό που θέλεις». «Τι μου λες;» είπε. «Κι εγώ που νόμιζα πως ο κόσμος όλος είναι ένα εργοστάσιο πραγματοποίησης ευχών». «Είδες, ψέματα μας είπαν», απάντησα. Ήταν πανέμορφος. Έκανε να αγγίξει το χέρι μου, όμως εγώ κούνησα το κεφάλι μου. «Όχι», είπα σιγανά. «Αν είναι να κάνουμε παρέα θα πρέπει να είναι, ξέρεις... όχι έτσι». «Εντάξει», είπε. «Λοιπόν, έχω καλά και κακά νέα από το μέτωπο της πραγματοποίησης ευχών». «Εντάξει;» είπα. «Τα κακά νέα είναι ότι προφανώς δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε στο Άμστερνταμ μέχρι να βελτιωθεί η κατάστασή σου. Τα Τζίνια, όμως, περιμένουν να κάνουν τα μαγικά τους μόλις θα είσαι αρκετά καλά». «Αυτά ήταν τα καλά νέα;» «Όχι, τα καλά νέα είναι πως όσο εσύ κοιμόσουν ο Πέτερ Φαν Χάουτεν αποφάσισε να μοιραστεί λίγες ακόμα σκέψεις του ιδιοφυούς εγκεφάλου του». Πήγε να αγγίξει και πάλι το χέρι μου, όμως αυτή τη φορά το έκανε για να μου περάσει ένα χιλιοδιπλωμένο χαρτί, στην πάνω πλευρά του οποίου έγραφε Πέτερ Φαν Χάουτεν, Επίτιμος Μυθιστοριογράφος. Δεν το διάβασα παρά μόνο όταν επέστρεψα στο σπίτι και τακτοποιήθηκα στο δικό μου πελώριο και άδειο κρεβάτι, εκεί όπου δεν υπήρχε περίπτωση να με διακόψει κάποιος γιατρός ή νοσοκόμα. Μ ου πήρε πάρα πολλή ώρα να αποκωδικοποιήσω τον πλαγιαστό, τραχύ γραφικό χαρακτήρα του Φαν Χάουτεν.
106
JOHN GREEN Αγ απητέ κύριε Γουότερς, Έχω παραλάβει το ηλεκτρονικό σας μήνυμα, το οποίο στείλατε στις 14 Απριλίου, και δε διστάζω να δηλώσω αρκούντως εντυπωσιασμένος από τη σαιξπηρικών διαστάσεων πολυπλοκότητα της τραγ ωδίας σας. Όλοι οι χαρακτήρες αυτού του έργ ου συνοδεύονται από μια αδιάσειστη αμαρτία: η δική της, το ότι είναι τόσο άρρωστη· η δική σας, το ότι είστε τόσο καλά. Εφόσον εκείνη ήταν υγ ιέστερη ή εσείς ασθενέστερος, τα άστρα σας δε θα ήταν τόσο τραγ ικά κακότυχα, όμως είναι στη φύση των άστρων να είναι κακότυχα, και ο Σαίξπηρ ουδέποτε αστόχησε περισσότερο στο κείμενό του απ’ ό,τι στο σημείο που έβαλε τον Κάσσιο να επισημαίνει « Δε φταίει το άστρο μας, φίλε Βρούτε, που είμαστε δούλοι· είναι δικό μας λάθος» . Εύκολα το λες αυτό όταν είσαι Ρ ωμαίος ευγ ενής (ή ο Σαίξπηρ!) όμως ουδεμία έλλειψη αδικίας εντοπίζεται μεταξύ των άστρων μας. Με την ευκαιρία της αναφοράς στις αστοχίες του φίλτατου Γουλιέλμου, το μήνυμά σας σχετικά με τη νεαρή Χέιζελ μου θυμίζει το Πεντηκοστό Πέμπτο σονέτο του Βάρδου, το οποίο βεβαίως ξεκινά ως εξής: « Αγ άλματα ή βασιλικά μνημεία χρυσωμένα/πιο πολύ δε θα ζήσουν απ’ τον δυνατό μου στίχο/παρά συ θα ’ σαι πιο λαμπρός σε τούτα τα γ ραμμένα/κι από φθαρμένο μάρμαρο, χρονογ λυμμένον τοίχο» . (Εκτρεπόμαστε του θέματος, όμως: Τι άτιμο πράγ μα που είναι ο χρόνος. Όλους τους πουλάει.) Το σονέτο είναι έξοχο, αλλά, φευ, απατηλό: Πράγ ματι θυμόμαστε το δυνατό στίχο του Σαίξπηρ, όμως τι αλήθεια θυμόμαστε γ ια το πρόσωπο το οποίο μνημονεύει; Τίποτα. Είμαστε μάλλον βέβαιοι ότι επρόκειτο γ ια άντρα· τα υπόλοιπα είναι απλώς εικασίες. Ο Σαίξπηρ ελάχιστες πληροφορίες μάς έδωσε γ ια τον άνθρωπο που ενταφίασε στη γ λωσσική σαρκοφάγ ο του. (Ας σημειωθεί επίσης πως όταν αναφερόμαστε στη λογ οτεχνία, το πράττουμε στον ενεστώτα. Όταν αναφερόμαστε στους νεκρούς, δεν είμαστε εξίσου ευγ ενείς.) Δε χαρίζεις την αθανασία σε όσους χάθηκαν γ ράφοντας γ ι’ αυτούς. Η γ λώσσα ενταφιάζει, αλλά δεν ανασταίνει. (Υποσημείωση χάριν της πλήρους αλήθειας: Δεν είμαι ο πρώτος που έκανε αυτή την παρατήρηση, βλ. το ποίημα του Μακλίς με τίτλο « Αγ άλματα ή Βασιλικά Μνημεία Χρυσωμένα» , το οποίο περιέχει τον ηρωικό στίχο « Πως θα πεθάνεις μοναχά θα πω, κι από τη θύμηση θα σβήσεις» .) Ξεφεύγ ω από το θέμα, αλλά η ουσία είναι η εξής: οι νεκροί είναι ορατοί μόνο στο τρομερό, αβλέφαρο μάτι της μνήμης. Οι ζωντανοί, ευτυχώς, διατηρούν τη δυνατότητα να εκπλήσσουν και να απογ οητεύουν. Η δική σας Χέιζελ είναι ζωντανή, Γουότερς, και δεν πρέπει να επιβάλετε τη βούλησή σας στην απόφαση ενός άλλου ανθρώπου, ιδίως μια απόφαση η
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
107
οποία ελήφθη κατόπιν ωρίμου σκέψεως. Επιθυμία της είναι να σας γ λιτώσει από κάποιο πόνο, και θα έπρεπε να την αφήσετε να το κάνει. Ενδεχομένως να μη βρίσκετε πειστική τη λογ ική της νεαρής Χέιζελ, όμως έχω περιπλανηθεί σε αυτή την κοιλάδα των δακρύων περισσότερο απ’ ό,τι εσείς και, από τη δική μου οπτική γ ωνία, δεν είναι εκείνη η παρανοϊκή. Ειλικρινά δικός σας, Πέτερ Φαν Χάουτεν
Είχε γραφεί πράγματι από εκείνον. Έγλειψα το δάχτυλό μου και άγγιξα ελαφρά το χαρτί, το μελάνι έτρεξε λίγο κι έτσι ήξερα πως ήταν πραγματικά πραγματικό. «Μ αμά», είπα. Δεν το είπα δυνατά, όμως δε χρειάστηκε. Βρισκόταν διαρκώς σε αναμονή. Το κεφάλι της πρόβαλε στην πόρτα. «Είσαι καλά, καρδιά μου;» «Μ πορούμε να τηλεφωνήσουμε στη δρ Μ αρία και να τη ρωτήσουμε αν θα με σκότωνε ένα υπερατλαντικό ταξίδι;»
108
JOHN GREEN
8
ΜΕΡ ΙΚΕΣ
ΜΕΡ ΕΣ ΑΡ ΓΟΤΕΡΑ είχαμε μια μεγάλη Συνάντηση Αντικαρκινικής Ομάδας. Κάθε τόσο, κάμποσοι γιατροί, κοινωνικοί λειτουργοί, φυσικοθεραπευτές και διάφοροι άλλοι συγκεντρώνονταν γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι σε μια αίθουσα συσκέψεων και συζητούσαν την κατάστασή μου. (Όχι την κατάσταση με τον Ογκάστους Γουότερς ή την κατάσταση με το Άμστερνταμ. Την κατάσταση του καρκίνου.) Τη συζήτηση συντόνιζε η δρ Μ αρία. Μ ε αγκάλιασε όταν έφτασα. Είχε μια τάση προς τις αγκαλιές. Ένιωθα κάπως καλύτερα, μάλλον. Καθώς κοιμόμουν συνδεδεμένη στο BiPAP όλη νύχτα, οι πνεύμονές μου λειτουργούσαν σχεδόν φυσιολογικά, αν και, από την άλλη, δε θυμόμουν ακριβώς πώς ήταν να έχεις φυσιολογικούς πνεύμονες. Συγκεντρώθηκαν όλοι και φρόντισαν να κλείσουν επιδεικτικά βομβητές και κινητά, ώστε να είναι πλήρως αφοσιωμένοι σ’ εμένα, και ύστερα η δρ Μ αρία είπε «Λοιπόν, τα σπουδαία νέα είναι ότι το Phalanxifor εξακολουθεί να ελέγχει την πορεία των όγκων σου, όμως προφανώς έχουμε ακόμα σοβαρά θέματα με τη συγκέντρωση υγρού. Επομένως, το ερώτημα είναι πώς θα κινηθούμε στη συνέχεια».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
109
Σ’ εκείνο το σημείο γύρισε και με κοίταξε, λες και περίμενε κάποια απάντηση. «Ε...» έκανα, «μήπως δεν είμαι εγώ το πλέον αρμόδιο άτομο σε αυτό το δωμάτιο να απαντήσω στη συγκεκριμένη ερώτηση;» Η δρ Μ αρία χαμογέλασε. «Σωστά, περίμενα το δρ Σίμονς. Δρ Σίμονς;» Ήταν ένας ακόμα γιατρός ειδικός στους καρκίνους. «Λοιπόν, γνωρίζουμε από άλλες περιπτώσεις ασθενών ότι οι περισσότεροι όγκοι τελικά εμφανίζουν μηχανισμούς ανάπτυξης παρά τη χορήγηση του Phalanxifor, όμως αν συνέβαινε κάτι τέτοιο εδώ, θα βλέπαμε την αύξηση των όγκων στις τομογραφίες, κάτι το οποίο δε συμβαίνει. Επομένως, δεν έχουμε φτάσει ακόμα σε αυτό το σημείο». Ακόμα, σκέφτηκα. Ο δρ Σίμονς χτύπησε το δείκτη του στο τραπέζι. «Ο βασικός προβληματισμός εδώ είναι πως δεν αποκλείεται το Phalanxifor να επιβαρύνει το οίδημα, όμως αν διακόπταμε τη χρήση του θα αντιμετωπίζαμε πολύ σοβαρότερα προβλήματα». Η δρ Μ αρία πρόσθεσε: «Δεν κατανοούμε απόλυτα τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του Phalanxifor. Σε ελάχιστες περιπτώσεις έχει χορηγηθεί για τόσο μεγάλο διάστημα όσο στη δική σου». «Δηλαδή, δε θα κάνουμε κάτι;» «Θα συνεχίσουμε στην ίδια κατεύθυνση», είπε η δρ Μ αρία, «όμως θα πρέπει να κάνουμε περισσότερα πράγματα ώστε να εμποδίσουμε την επιδείνωση του οιδήματος». Για κάποιο λόγο ένιωσα να ανακατεύομαι, σαν να μου ερχόταν εμετός. Σιχαινόμουν αυτές τις συναντήσεις γενικά, όμως τη συγκεκριμένη τη σιχαινόμουν ειδικά. «Ο καρκίνος στην περίπτωσή σου δεν εξαφανίζεται, Χέιζελ. Όμως έχουμε δει ανθρώπους να ζουν έχοντας τα δικά σου επίπεδα καρκινικής διείσδυσης μεγάλο χρονικό διάστημα». (Δε ρώτησα τι ακριβώς σήμαινε το μεγάλο διάστημα. Αυτό το λάθος το είχα κάνει παλιότερα.) «Καταλαβαίνω πως, έχοντας περάσει από τη Μ ΕΘ, δεν αισθάνεσαι έτσι, όμως το υγρό αυτό παραμένει, τουλάχιστον
110
JOHN GREEN
επί του παρόντος, διαχειρίσιμο». «Δε γίνεται να κάνω μεταμόσχευση πνεύμονα ή κάτι τέτοιο;» ρώτησα. Τα χείλη της δρ Μ αρία ζάρωσαν προς το κέντρο του στόματός της. «Δε θα σε θεωρούσουν ισχυρή υποψήφια για μεταμόσχευση, δυστυχώς», είπε. Καταλάβαινα: ήταν ανώφελο να σπαταληθούν γεροί πνεύμονες σε μια χαμένη υπόθεση. Έγνεψα καταφατικά, προσπαθώντας να μη δείξω πως το σχόλιο με είχε πληγώσει. Ο πατέρας μου άρχισε να κλαίει λιγάκι. Δε γύρισα να τον κοιτάξω, όμως για αρκετή ώρα κανείς δε μίλησε, οπότε το κλάμα του, που θύμιζε λόξιγκα, ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν στο δωμάτιο. Μ ε πείραζε πολύ που τον πλήγωνα. Τον περισσότερο καιρό κατόρθωνα να το ξεχνάω, όμως η αναπόφευκτη αλήθεια είναι αυτή: οι γονείς μου μπορεί να χαίρονταν που με είχαν κοντά τους, όμως αποτελούσα το άλφα και το ωμέγα των δεινών τους. Λίγο πριν από το Θαύμα, όταν νοσηλευόμουν στη Μ ΕΘ και φαινόταν πως θα πέθαινα και η μητέρα μου έλεγε πως δεν ήταν κακό να αφεθώ, κι εγώ προσπαθούσα να αφεθώ όμως οι πνεύμονές μου επέμεναν να αναζητούν λίγο αέρα, η μητέρα μου είπε ανάμεσα στα αναφιλητά της κάτι, έτσι όπως ακουμπούσε στο στήθος του πατέρα μου, το οποίο εύχομαι να μην είχα ακούσει και ελπίζω να μη μάθει ποτέ ότι τελικά το άκουσα. Είπε «Θα πάψω να είμαι μητέρα». Μ ε πλήγωσε πάρα πολύ. Δεν μπορούσα να σταματήσω να το σκέφτομαι σε όλη τη διάρκεια της συνάντησης. Μ ου ήταν αδύνατο να το βγάλω από το μυαλό μου, το πώς είχε ακουστεί όταν το είπε, σαν να ήταν κάτι που δε θα το ξεπερνούσε ποτέ, και προφανώς δε θα το ξεπερνούσε, ποτέ. Τέλος πάντων, αποφασίσαμε να διατηρήσουμε τα πράγματα ως είχαν, απλώς θα αυξανόταν η συχνότητα της αφαίρεσης του
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
111
υγρού. Στο τέλος, ρώτησα αν μπορούσα να ταξιδέψω στο Άμστερνταμ, οπότε ο δρ Σίμονς πραγματικά και κυριολεκτικά έβαλε τα γέλια, όμως ύστερα η δρ Μ αρία είπε «Γιατί όχι;» Κι ο Σίμονς επανέλαβε, σαν να αμφέβαλλε, «Γιατί όχι;» Οπότε η δρ Μ αρία είπε «Ναι, δε βλέπω το λόγο γιατί να μην ταξιδέψει. Άλλωστε, στα αεροπλάνα έχουν οξυγόνο». Ο δρ Σίμονς είπε «Δηλαδή, θα πάρουν μαζί τους ένα BiPAP;» Και η Μ αρία είπε «Ναι, ή αλλιώς θα κανονίσουν να την περιμένει ένα εκεί». «Για να καταλάβω, συζητάμε αν πρέπει να βρεθεί η ασθενής – μία από τις πλέον υποσχόμενες επιζήσασες του Phalanxifor, μάλιστα– σε απόσταση οκτώ ωρών με το αεροπλάνο από τους μόνους γιατρούς που γνωρίζουν λεπτομερώς την περίπτωσή της; Κάτι τέτοιο θα ήταν απερίγραπτα επικίνδυνο». Η δρ Μ αρία σήκωσε τους ώμους. «Οπωσδήποτε αυξάνονται κάποιοι κίνδυνοι», συμφώνησε, αλλά ύστερα γύρισε προς το μέρος μου και είπε, «όμως, δική σου είναι η ζωή». Μ όνο που δεν ήταν ακριβώς έτσι. Στη διαδρομή της επιστροφής, στο αυτοκίνητο, οι γονείς μου συμφώνησαν: δεν επρόκειτο να ταξιδέψω στο Άμστερνταμ εκτός και έως ότου συμφωνούσαν όλοι οι γιατροί πως κάτι τέτοιο θα ήταν ασφαλές. Ο Ογκάστους τηλεφώνησε εκείνο το βράδυ μετά το φαγητό. Είχα ξαπλώσει ήδη –μετά το φαγητό ήταν η ώρα που έπεφτα στο κρεβάτι επί του παρόντος– ακουμπισμένη πάνω σε αμέτρητα μαξιλάρια, έχοντας μαζί μου τον Γαλαζούλη και το φορητό υπολογιστή στα πόδια μου. Σήκωσα το τηλέφωνο κι αμέσως είπα «Άσχημα νέα», κι εκείνος απάντησε «Σκατά, τι έγινε;» «Δεν μπορώ να πάω στο Άμστερνταμ. Ένας από τους γιατρούς μου θεωρεί πως δεν είναι καλή ιδέα». Έμεινε σιωπηλός για λίγο. «Α, ρε γαμώτο», είπε. «Έπρεπε να είχα καλύψει εγώ τα έξοδα. Έπρεπε να σε είχα πάει κατευθείαν από το πικνίκ στο Άμστερνταμ».
112
JOHN GREEN
«Τότε, όμως, πιθανότατα θα αντιμετώπιζα ένα οξύ επεισόδιο αποξυγόνωσης στο Άμστερνταμ, οπότε η σορός μου θα επέστρεφε στο χώρο αποσκευών ενός αεροπλάνου», είπα. «Ναι, εντάξει», αποκρίθηκε εκείνος. «Πριν από αυτό, όμως, η τέλεια ρομαντική χειρονομία μου θα σε είχε ρίξει στο κρεβάτι μου, χίλια τοις εκατό». Γέλασα αρκετά δυνατά, τόσο, που ένιωσα το σημείο όπου είχε τοποθετηθεί η σωλήνα στο θώρακά μου. «Γελάς επειδή είναι αλήθεια», είπε. Γέλασα ξανά. «Αλήθεια είναι, παραδέξου το!» «Μ άλλον όχι», είπα, κι αφού άφησα να περάσει μια στιγμή πρόσθεσα «αν και δεν πρόκειται να το μάθουμε ποτέ». Βόγκηξε από τη δυστυχία. «Θα πεθάνω παρθένος», είπε. «Είσαι παρθένος;» ρώτησα αιφνιδιασμένη. «Χέιζελ Γκρέις», είπε εκείνος, «μήπως έχεις στιλό και χαρτί;» Απάντησα πως είχα. «Ωραία, σχεδίασε σε παρακαλώ έναν κύκλο». Το έκανα. «Τώρα σχεδίασε ένα μικρότερο κύκλο μέσα στον πρώτο κύκλο». Το έκανα. «Ο μεγαλύτερος κύκλος είναι οι παρθένοι. Ο μικρότερος κύκλος είναι οι δεκαεφτάχρονοι με ένα πόδι». Γέλασα ξανά και του είπα πως το να έχεις τις περισσότερες κοινωνικές επαφές σου σε κάποιο νοσοκομείο παίδων επίσης δεν ευνοούσε την όλη κατάσταση, και ύστερα μιλήσαμε για το εξαιρετικά ευφυές σχόλιο του Πέτερ Φαν Χάουτεν σχετικά με τη συμπεριφορά του χρόνου, και παρότι εγώ ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου κι εκείνος βρισκόταν στο υπόγειό του, ένιωσα πραγματικά σαν να είχαμε επιστρέψει σε εκείνο τον αχαρτογράφητο τρίτο χώρο, ο οποίος ήταν ένα μέρος που μου άρεσε πολύ να επισκέπτομαι μαζί του. Τελικά έκλεισα το τηλέφωνο, οπότε η μητέρα και ο πατέρας μου μπήκαν στο δωμάτιο, και παρότι το κρεβάτι δεν ήταν αρκετά μεγάλο και για τους τρεις μας, ξάπλωσαν αριστερά και δεξιά μου και παρακολουθήσαμε όλοι μαζί το επεισόδιο του ΑΝΤΜ στη
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
113
μικρή τηλεόρασή μου. Η κοπέλα που δε συμπαθούσα, η Σελένα, έφυγε από την εκπομπή, πράγμα που για κάποιο λόγο με χαροποίησε ιδιαίτερα. Ύστερα η μητέρα μου με συνέδεσε στο BiPAP και με σκέπασε, ο πατέρας μου με φίλησε στο μέτωπο – ήταν αξύριστος– κι έκλεισα τα μάτια μου. Το BiPAP ουσιαστικά μου αφαιρούσε τον έλεγχο της αναπνοής, πράγμα ιδιαίτερα ενοχλητικό, όμως το σημαντικό ήταν πως έκανε συνέχεια θόρυβο, γουργούριζε με κάθε εισπνοή και σφύριζε με κάθε εκπνοή. Εγώ σκεφτόμουν συνέχεια πως ακουγόταν λες και ένας δράκος είχε συγχρονίσει την αναπνοή του με τη δική μου, σαν να είχα έναν κατοικίδιο δράκο ο οποίος κούρνιαζε δίπλα μου και με νοιαζόταν αρκετά ώστε να συγχρονίζει τις ανάσες του με τις δικές μου. Αυτό σκεφτόμουν καθώς με έπαιρνε ο ύπνος. Ξύπνησα αργά το επόμενο πρωί. Είδα τηλεόραση στο κρεβάτι, τσέκαρα τα email μου και ύστερα από λίγο άρχισα να συντάσσω ένα μήνυμα με αποδέκτη τον Πέτερ Φαν Χάουτεν σχετικά με το ότι δεν μπορούσα να πάω στο Άμστερνταμ, όμως ορκιζόμουν στη ζωή της μητέρας μου ότι δε θα μοιραζόμουν ποτέ τυχόν πληροφορίες για τους χαρακτήρες με κανέναν άλλο, πως δεν ήθελα καν να τις μοιραστώ, γιατί ήμουν τρομερά εγωίστρια, και τον παρακαλούσα να μου πει αν ο Ολλανδός Τουλίπας είναι εντάξει άτομο, αν η μητέρα της Άννα τον παντρεύεται και επίσης τι απογίνεται ο Σίσυφος το χάμστερ. Όμως δεν το έστειλα. Παραήταν θλιβερό, ακόμα και για τα δικά μου μέτρα. Γύρω στις τρεις, όταν λογάριαζα πως ο Ογκάστους θα είχε επιστρέψει από το σχολείο, πήγα στην πίσω αυλή και του τηλεφώνησα. Ενώ το τηλέφωνο χτυπούσε, κάθισα στα χορτάρια, τα οποία είχαν μεγαλώσει και είχαν γεμίσει ανθισμένα ραδίκια. Εκείνη η κούνια εξακολουθούσε να βρίσκεται στο ίδιο μέρος, ενώ στο αυλάκι που είχα ανοίξει όπως κλοτσούσα για να φτάσω
114
JOHN GREEN
ψηλότερα όταν ήμουν μικρή φύτρωναν αγριόχορτα. Θυμάμαι τον πατέρα μου να φέρνει την κούνια από το κατάστημα όπου την είχε αγοράσει και να τη στήνει στην πίσω αυλή με τη βοήθεια ενός γείτονα. Επέμεινε να κάνει πρώτος κούνια, για να τη δοκιμάσει, και η άτιμη παραλίγο να σπάσει. Ο ουρανός ήταν γκρίζος και βαρύς, προμήνυε βροχή, όμως δεν είχε αρχίσει ακόμα να βρέχει. Έκλεισα το τηλέφωνο μόλις βγήκε ο τηλεφωνητής του Ογκάστους και ύστερα το ακούμπησα στο χώμα δίπλα μου και συνέχισα να κοιτάζω την κούνια, ενώ σκεφτόμουν πως θα αντάλλαζα όλες τις άρρωστες μέρες που μου απέμεναν με μερικές υγιείς. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα, πως ο κόσμος δεν ήταν ένα εργοστάσιο πραγματοποίησης ευχών, πως ζούσα με τον καρκίνο και δεν πέθαινα εξαιτίας του, πως δεν έπρεπε να τον αφήσω να με σκοτώσει προτού με σκοτώσει, κι ύστερα άρχισα να μουρμουρίζω ηλίθια ηλίθια ηλίθια ηλίθια ηλίθια ηλίθια, ξανά και ξανά, ώσπου ο ήχος αποκόπηκε από το νόημά του. Εξακολουθούσα να λέω αυτή τη λέξη, όταν μου τηλεφώνησε. «Γεια», είπα. «Χέιζελ Γκρέις», είπε εκείνος. «Γεια», επανέλαβα. «Κλαις, Χέιζελ Γκρέις;» «Περίπου;» «Γιατί;» ρώτησε. «Γιατί είμαι... γιατί θέλω να πάω στο Άμστερνταμ και θέλω να μου πει τι γίνεται μετά που τελειώνει το βιβλίο και δε θέλω τη ζωή που μου έτυχε, κι επίσης ο ουρανός μού προκαλεί κατάθλιψη και εδώ έξω υπάρχει μια κούνια που μου έφτιαξε ο πατέρας μου όταν ήμουν παιδί». «Πρέπει να δω αμέσως αυτή την παλιά κούνια των δακρύων», είπε. «Θα είμαι εκεί σε ένα εικοσάλεπτο».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
115
Έμεινα στην πίσω αυλή γιατί η μητέρα μου ήταν πάντοτε πολύ φορτική και ανήσυχη όταν έκλαιγα, γιατί δεν έκλαιγα συχνά και ήξερα πως θα ήθελε να μιλήσουμε και να συζητήσουμε μήπως έπρεπε να σκεφτούμε το ενδεχόμενο να τροποποιήσουμε την αγωγή μου, και η σκέψη όλης εκείνης της κουβέντας με έκανε να θέλω να ξεράσω. Όχι δηλαδή πως είχα κάποια εξαιρετικά ζωντανή, ολοφώτεινη ανάμνηση ενός υγιούς πατέρα να σπρώχνει ένα υγιές παιδί και το παιδί να λέει πιο ψηλά, πιο ψηλά, πιο ψηλά ή κάποια άλλη μεταφορικά σημαντική στιγμή. Η κούνια ήταν απλώς εκεί, παρατημένη, κρεμόταν ακίνητη και θλιβερή από μια γκριζαρισμένη σανίδα, το περίγραμμα των καθισμάτων θύμιζε χαμόγελο ζωγραφισμένο από παιδί. Άκουσα πίσω μου τη συρόμενη τζαμόπορτα να ανοίγει. Στράφηκα προς τα εκεί. Ήταν ο Ογκάστους. Φορούσε χακί παντελόνι και μια κοντομάνικη κεντητή ζακέτα. Σκούπισα το πρόσωπο με το μανίκι μου και χαμογέλασα. «Γεια», είπα. Του πήρε λίγη ώρα για να καθίσει στο έδαφος δίπλα μου και μόρφασε όπως έσκαγε άχαρα στον πισινό του. «Γεια», είπε τελικά. Γύρισα και τον κοίταξα. Κοίταζε κάπου πίσω μου, προς την αυλή. «Καταλαβαίνω τι εννοείς», είπε, όπως περνούσε το μπράτσο του γύρω από τον ώμο μου. «Μ ιλάμε, σκέτη κατάθλιψη είναι η άτιμη η κούνια». Κόλλησα το κεφάλι μου στον ώμο του. «Σ’ ευχαριστώ που προσφέρθηκες να έρθεις». «Καταλαβαίνεις πως το να προσπαθείς να μείνεις μακριά μου δε θα περιορίσει αυτό που αισθάνομαι για σένα», είπε. «Το καταλαβαίνω;» έκανα. «Όλες σου οι προσπάθειες να με σώσεις από σένα θα αποτύχουν», αποφάνθηκε. «Γιατί; Γιατί να με συμπαθείς, έστω; Αρκετά δεν ταλαιπώρησες τον εαυτό σου με τέτοιες καταστάσεις;» ρώτησα, έχοντας κατά νου την Καρολάιν Μ άδερς. Ο Γκας δεν απάντησε. Απλώς συνέχισε να με κρατάει
116
JOHN GREEN
αγκαλιά, ένιωθα τα δάχτυλά του δυνατά στο αριστερό μπράτσο μου. «Κάτι πρέπει να κάνουμε με τη βλαμμένη την κούνια», είπε. «Να ξέρεις, το ενενήντα τοις εκατό του προβλήματος είναι αυτή». Μ όλις συνήλθα κάπως, πήγαμε μέσα και καθίσαμε στον καναπέ, δίπλα δίπλα, με το φορητό υπολογιστή να ακουμπά ο μισός πάνω στο (ψεύτικο) γόνατό του και ο μισός στο δικό μου. «Καίει», είπα, αναφερόμενη στη βάση του υπολογιστή. «Αλήθεια;» Χαμογέλασε. Ο Γκας εμφάνισε μια ιστοσελίδα δωρεάς διάφορων πραγμάτων και μαζί γράψαμε μια αγγελία. «Τίτλος;» ρώτησε. «Κούνια Ζητά Σπίτι», πρότεινα. «Μ οναχική Κούνια Αποζητά Απεγνωσμένα Στοργικό Σπίτι», αντιπρότεινε. «Μ οναχική, Αμυδρά Παιδοφιλική Κούνια Αποζητά Παιδικούς Πισινούς», είπα με τη σειρά μου. Γέλασε. «Να γιατί». «Τι;» «Γι’ αυτό μου αρέσεις. Καταλαβαίνεις πόσο σπάνιο είναι να συναντήσεις ένα σέξι κορίτσι που πλάθει ένα επίθετο της λέξης παιδόφιλος; Είσαι τόσο απασχολημένη με το να είσαι ο εαυτός σου, που δεν μπορείς να φανταστείς καν πόσο μοναδική είσαι». Πήρα μια βαθιά ανάσα από τη μύτη μου. Στον κόσμο μου δεν υπήρχε ποτέ αρκετός αέρας, όμως η έλλειψή του ήταν ιδιαίτερα έντονη τη συγκεκριμένη στιγμή. Γράψαμε την αγγελία μαζί, βελτιώνοντας ο ένας το κείμενο του άλλου καθώς προχωρούσαμε. Στο τέλος, καταλήξαμε στο εξής: Μοναχική Κούνια Αναζητά Στοργικό Σπίτι Μια κούνια, αρκετά μεταχειρισμένη αλλά δομικά ασφαλής, αναζητά καινούριο σπίτι. Δημιουργ ήστε αναμνήσεις με το παιδί ή τα παιδιά σας, ώστε
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
117
κάποια μέρα αυτό ή αυτά να κοιτάξουν στην πίσω αυλή και να αισθανθούν το γ λυκό πόνο της συγ κίνησης με την ίδια ένταση που τον αισθάνθηκα κι εγ ώ σήμερα το απόγ ευμα. Είναι μια ευαίσθητη και φευγ αλέα κατάσταση, φίλε αναγ νώστη, όμως με αυτή την κούνια το παιδί ή τα παιδιά σου θα γ νωρίσουν τα σκαμπανεβάσματα της ανθρώπινης ύπαρξης με μέτρο και ασφάλεια, κι ίσως να αποκομίσουν και το πολυτιμότερο μάθημα απ’ όλα: όσο δυνατά κι αν κλοτσήσεις, όσο ψηλά κι αν φτάσεις, είναι αδύνατο να κάνεις μια πλήρη περιστροφή. Η κούνια σάς περιμένει κοντά στη συμβολή της 83ης με Σπρινγ κ Μιλ.
Ύστερα ανοίξαμε την τηλεόραση για λίγο, όμως δεν καταφέραμε να βρούμε κάτι να παρακολουθήσουμε, οπότε έπιασα το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος από το κομοδίνο και το έφερα στο καθιστικό, κι ο Ογκάστους Γουότερς μού διάβασε ένα απόσπασμα, ενώ η μητέρα μου άκουγε καθώς ετοίμαζε το φαγητό. «“Το γυάλινο μάτι της Μητέρας στράφηκε προς τα μέσα”», ξεκίνησε ο Ογκάστους. Όπως διάβαζε, ερωτεύτηκα τον τρόπο που αποκοιμιέσαι: αργά, και ύστερα με τη μία, στη στιγμή. Όταν τσέκαρα το email μου, μία ώρα αργότερα, διαπίστωσα πως είχαμε πολλούς υποψήφιους μνηστήρες για την κούνια. Τελικά, διαλέξαμε έναν τύπο ονόματι Ντάνιελ Άλβαρεζ, ο οποίος είχε στείλει και μια φωτογραφία των τριών παιδιών του να παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια, με τον τίτλο Θέλω απλώς να βγουν λίγο από το σπίτι. Του απάντησα και του είπα να περάσει να την πάρει όποτε τον βόλευε. Ο Ογκάστους ρώτησε αν ήθελα να πάμε μαζί στην Ομάδα Υποστήριξης, όμως ήμουν πολύ κουρασμένη από τη δύσκολη μέρα μου ως Καρκινοπαθούς, οπότε αρνήθηκα. Καθόμασταν στον καναπέ, μαζί, και κάποια στιγμή έκανε να σηκωθεί, όμως ύστερα ξανακάθισε και μου έδωσε ένα κλεφτό φιλί στο μάγουλο. «Ογκάστους!» είπα. «Φιλικό», είπε εκείνος. Έσπρωξε με τις παλάμες του τα
118
JOHN GREEN
μαξιλάρια και αυτή τη φορά σηκώθηκε κανονικά, έκανε δυο βήματα προς τη μητέρα μου και είπε «Χάρηκα που σας είδα». Η μητέρα μου άνοιξε τα χέρια για να τον αγκαλιάσει, οπότε ο Ογκάστους έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. Γύρισε και με κοίταξε. «Είδες;» ρώτησε. Πήγα να ξαπλώσω αμέσως μετά το φαγητό, με τους ήχους του BiPAP να πνίγουν τον κόσμο πέρα από το δωμάτιό μου. Δεν ξανάδα ποτέ εκείνη την κούνια. Κοιμήθηκα πολύ, δέκα ώρες, πιθανόν εξαιτίας της βραδείας ανάρρωσης και πιθανόν γιατί ο ύπνος καταπολεμά τον καρκίνο και πιθανόν γιατί ήμουν μια έφηβη χωρίς λόγο να ξυπνήσει συγκεκριμένη ώρα. Δεν ήμουν ακόμα αρκετά δυνατή ώστε να επιστρέψω στα μαθήματα στο κολέγιο. Όταν με τα πολλά ένιωσα έτοιμη να σηκωθώ, αφαίρεσα τη μάσκα του BiPAP από τη μύτη μου, φόρεσα τα σωληνάκια του οξυγόνου, άνοιξα την παροχή, κι ύστερα έπιασα το φορητό υπολογιστή μου κάτω από το κρεβάτι, εκεί όπου τον είχα αφήσει το προηγούμενο βράδυ. Είχα email από τη Λιντεβέι Βλίγκενχαρτ. Αγ απητή Χέιζελ, Τα Τζίνια με ενημέρωσαν ότι θα μας επισκεφτείς μαζί με τον Ογ κάστους Γουότερς και τη μητέρα σου, ξεκινώντας στις 4 Μαΐου. Απομένει μόλις μία βδομάδα! Ο Πέτερ κι εγ ώ είμαστε κατενθουσιασμένοι και ανυπομονούμε να σε γ νωρίσουμε. Το ξενοδοχείο σας, το Φιλοζόοφ, βρίσκεται σε απόσταση ενός μόλις δρόμου από το σπίτι του Πέτερ. Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να σε αφήσουμε να ξεκουραστείς μία μέρα από το ταξίδι, ναι; Οπότε, αν εξυπηρετεί, θα σε συναντήσουμε στο σπίτι του Πέτερ, το πρωινό της 5ης Μαΐου, στις δέκα, γ ια να πιούμε καφέ και να απαντήσει στις ερωτήσεις σου σχετικά με το βιβλίο του. Στη συνέχεια, τι θα έλεγ ες να επισκεφτούμε κάποιο μουσείο ή ίσως το Σπίτι της Άννα Φρανκ; Θερμές ευχές, Λιντεβέι Βλίγ κενχαρτ,
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
119
Προσωπική Βοηθός του κ. Πέτερ Φαν Χάουτεν, συγ γ ραφέα του Μία Αυτοκρατορική Βάσανος
«Μ αμά», είπα. Δεν απάντησε. «Μ ΑΜ Α!» φώναξα. Τίποτα. Ξανά, ακόμα δυνατότερα, «Μ ΑΜ Α!» Μ πήκε τρέχοντας στο δωμάτιο, τυλιγμένη με μια τριμμένη ροζ πετσέτα πιασμένη κάτω από τις μασχάλες της, στάζοντας, ελαφρώς πανικόβλητη. «Τι συμβαίνει;» «Τίποτα. Συγγνώμη, δεν ήξερα πως έκανες ντους», είπα. «Μ πάνιο», διευκρίνισε εκείνη. «Απλώς, να...» Έκλεισε τα μάτια της. «Απλώς προσπαθούσα να κάνω μπάνιο για πέντε λεπτά. Συγγνώμη. Συνέβη κάτι;» «Μ πορείς να τηλεφωνήσεις στα Τζίνια και να τους πεις ότι το ταξίδι ακυρώνεται; Μ όλις τώρα έλαβα μήνυμα από τη βοηθό του Πέτερ Φαν Χάουτεν. Νομίζει ότι θα πάμε». Σούφρωσε τα χείλη της και κοίταξε κάπου πίσω μου. «Τι;» ρώτησα. «Κανονικά δεν πρέπει να σου το πω μέχρι να γυρίσει ο πατέρας σου». «Τι;» ρώτησα ξανά. «Το ταξίδι ισχύει», είπε τελικά. «Μ ας τηλεφώνησε η δρ Μ αρία χτες το βράδυ και μας έπεισε ότι πρέπει να ζήσεις τη...» «Μ ΑΜ Α, Σ’ ΑΓΑΠΩ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ!» φώναξα, οπότε ήρθε στο κρεβάτι και με άφησε να την αγκαλιάσω. Έστειλα γραπτό μήνυμα στον Ογκάστους, γιατί ήξερα ότι ήταν στο σχολείο: Εξακολουθείς να είσαι ελεύθερος στις 3 Μαΐου; :-)
Μ ου απάντησε αμέσως. Είδες πώς έρχονται τα πράγ ματα καμιά φορά;
Αν κατάφερνα να μείνω ζωντανή για μία βδομάδα, θα μάθαινα τα άγραφα μυστικά της μητέρας της Άννα και του
120
JOHN GREEN
Ολλανδού Τουλίπα. Κοίταξα την μπλούζα που κάλυπτε το στήθος μου. «Φροντίστε να κρατήσετε λίγο ακόμα», ψιθύρισα στους πνεύμονές μου.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
121
9
ΤΗΝ
ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΝΑΧΩΡ ΗΣΗΣ ΜΑΣ για το Άμστερνταμ επέστρεψα στην Ομάδα Υποστήριξης, πρώτη φορά από τότε που γνώρισα τον Ογκάστους. Ο θίασος είχε υποστεί κάποιες αλλαγές στο μεταξύ, στην Κυριολεκτική Καρδιά του Ιησού. Έφτασα νωρίς, αρκετά νωρίς ώστε η μονίμως δυνατή επιζήσασα του καρκίνου της σκωληκοειδούς απόφυσης, η Λίντα, να με ενημερώσει για όλα όσα είχαν συμβεί, καθώς έτρωγα ένα μπισκότο με κομματάκια σοκολάτας, ακουμπώντας στο τραπέζι με τα βουτήματα. Ο δωδεκάχρονος Μ άικλ, που έπασχε από λευχαιμία, είχε φύγει από τη ζωή. Είχε αγωνιστεί σκληρά, μου είπε η Λίντα, λες και υπήρχε άλλος τρόπος να αγωνιστείς. Οι υπόλοιποι ήταν ακόμα εκεί. Ο Κεν ήταν καθαρός από καρκίνο μετά τις ακτινοβολίες. Ο Λούκας είχε εμφανίσει ξανά την αρρώστια, και το είπε με ένα θλιμμένο χαμόγελο και ένα ελαφρύ σήκωμα των ώμων, όπως θα έλεγε κάποιος πως ένας αλκοολικός είχε πιάσει ξανά το μπουκάλι. Ένα χαριτωμένο στρουμπουλό κορίτσι πλησίασε στο τραπέζι, είπε γεια στη Λίντα κι ύστερα μου συστήθηκε ως Σούζαν. Δεν ήξερα τι πρόβλημα είχε, πάντως είχε μια ουλή η οποία
122
JOHN GREEN
εκτεινόταν κατά μήκος της πλευράς της μύτης της, έφτανε μέχρι το χείλος και περνούσε πάνω από το μάγουλό της. Είχε βάλει μέικαπ στην ουλή, με αποτέλεσμα το σημάδι να φαίνεται ακόμα περισσότερο. Στο μεταξύ εγώ είχα αρχίσει να κουράζομαι από την ορθοστασία, οπότε είπα «Πάω να καθίσω», κι εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ και εμφανίστηκε ο Άιζακ με τη μητέρα του. Εκείνος φορούσε γυαλιά ηλίου και στηριζόταν με το ένα χέρι στο μπράτσο της μητέρας του, ενώ στο άλλο κρατούσε ένα μπαστούνι. «Είμαι η Χέιζελ από την Ομάδα Υποστήριξης και όχι η Μ όνικα», είπα μόλις πλησίασε αρκετά, οπότε μου χαμογέλασε και είπε «Γεια, Χέιζελ. Πώς πάει;» «Καλά. Έγινα πραγματικά κούκλα από τότε που τυφλώθηκες». «Είμαι σίγουρος», είπε. Η μητέρα του τον οδήγησε σε μια καρέκλα, τον φίλησε στο κεφάλι και ύστερα έσυρε ξανά τα βήματά της μέχρι το ασανσέρ. Εκείνος ψηλάφισε από κάτω του και ύστερα κάθισε. Πήγα και κάθισα δίπλα του. «Λοιπόν, πώς πάει;» «Εντάξει. Χαίρομαι που γύρισα στο σπίτι μου. Ο Γκας μού είπε πως νοσηλεύτηκες στη Μ ΕΘ;» «Ναι», απάντησα. «Χάλι», σχολίασε. «Είμαι πολύ καλύτερα τώρα», είπα. «Αύριο φεύγω για Άμστερνταμ παρέα με τον Γκας». «Το ξέρω. Είμαι καλά ενημερωμένος για το τι συμβαίνει στη ζωή σου, γιατί ο Γκας, ξέρεις... Δε μιλάει και για τίποτε άλλο». Χαμογέλασα. Ο Πάτρικ ξερόβηξε και είπε «Θα μπορούσαμε να καθίσουμε όλοι στις θέσεις μας;» Κοίταξε προς το μέρος μου. «Χέιζελ!» είπε. «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!» Κάθισαν όλοι, και ο Πάτρικ ξεκίνησε να αφηγείται για ακόμα μία φορά την ιστορία της αμπαλοσύνης του, κι εγώ έπιασα τη ρουτίνα της Ομάδας Υποστήριξης: επικοινωνούσα με τον Άιζακ μέσω αναστεναγμών, ένιωθα θλίψη για όλους όσοι βρίσκονταν
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
123
στο δωμάτιο κι επίσης για όλους όσοι δε βρίσκονταν στο δωμάτιο, ξεφεύγοντας από τη συζήτηση για να εστιάσω στη δύσπνοια και στον πόνο μου. Ο κόσμος συνέχιζε την πορεία του, έτσι όπως κάνει, χωρίς την πλήρη συμμετοχή μου, και συνήλθα από την ονειροπόλησή μου μόνο όταν κάποιος πρόφερε το όνομά μου. Ήταν η Λίντα η Δυνατή. Η Λίντα σε ύφεση. Η ξανθιά, υγιής, γεροδεμένη Λίντα, που συμμετείχε στην ομάδα κολύμβησης του λυκείου της. Η Λίντα, που της έλειπε μονάχα η σκωληκοειδίτιδά της, πρόφερε το όνομά μου, έλεγε «Η Χέιζελ αποτελεί μεγάλη έμπνευση για μένα· πραγματικά. Συνεχίζει να δίνει τη μάχη της, να ξυπνά κάθε πρωί και να ρίχνεται στον πόλεμο αδιαμαρτύρητα. Είναι τόσο δυνατή. Είναι πολύ δυνατότερη απ’ ό,τι εγώ. Μ ακάρι να είχα τη δύναμή της». «Χέιζελ;» ρώτησε ο Πάτρικ. «Πώς σε κάνει να αισθάνεσαι αυτό το σχόλιο;» Σήκωσα τους ώμους και κοίταξα προς το μέρος της Λίντα. «Σου χαρίζω τη δύναμή μου αν μου δώσεις την ύφεσή σου». Ένιωσα απαίσια μόλις το είπα. «Δε νομίζω πως εννοούσε αυτό ακριβώς η Λίντα», είπε ο Πάτρικ. «Νομίζω ότι...» Εγώ, όμως, είχα πάψει να ακούω. Μ ετά τις προσευχές για τους ζωντανούς και την ατελείωτη λιτανεία των νεκρών (με τον Μ άικλ να έχει προστεθεί στο τέλος), πιαστήκαμε από τα χέρια και είπαμε «Ζούμε το σήμερα όσο το δυνατόν καλύτερα!» Η Λίντα ήρθε αμέσως κοντά μου, θέλοντας να ζητήσει συγγνώμη και να μου εξηγήσει, όμως εγώ της είπα «Όχι, όχι, κανένα πρόβλημα, αλήθεια», γνέφοντάς της με το χέρι, και μετά είπα στον Άιζακ «Θέλεις να με συνοδεύσεις μέχρι πάνω;» Πιάστηκε από το μπράτσο μου και τον πήγα μέχρι το ασανσέρ, ευγνώμων που είχα μια δικαιολογία για να αποφύγω τη σκάλα. Είχα φτάσει σχεδόν εκεί όταν είδα τη μητέρα του να στέκεται σε μια γωνιά της Κυριολεκτικής Καρδιάς. «Εδώ είμαι», είπε στον Άιζακ, οπότε εκείνος πέρασε από το μπράτσο μου στο
124
JOHN GREEN
δικό της προτού ρωτήσει «Θέλεις να έρθεις από το σπίτι;» «Βέβαια», είπα. Ένιωθα άσχημα για εκείνον. Παρότι εγώ απεχθανόμουν τη συμπόνια που μου έδειχναν οι άλλοι, δεν μπορούσα να μην την αισθάνομαι για εκείνον. Ο Άιζακ ζούσε σε ένα μικρό αγροτόσπιτο στο Μ ερίντιαν Χιλς, δίπλα στο κυριλέ ιδιωτικό σχολείο του. Καθίσαμε στο καθιστικό, ενώ η μητέρα του πήγε στην κουζίνα για να ετοιμάσει το φαγητό, κι ύστερα με ρώτησε αν ήθελα να παίξω ένα παιχνίδι. «Βέβαια», είπα. Οπότε μου ζήτησε το τηλεκοντρόλ. Του το έδωσα, άνοιξε την τηλεόραση και ύστερα έναν υπολογιστή συνδεδεμένο με αυτή. Η οθόνη παρέμεινε μαύρη, όμως ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα μια μπάσα φωνή ακούστηκε από μέσα της. «Εξαπάτηση», είπε η φωνή. «Ένας ή δύο παίκτες;» «Δύο», είπε ο Άιζακ. «Παύση». Γύρισε προς το μέρος μου. «Παίζω συνέχεια αυτό το παιχνίδι με τον Γκας, όμως είναι εξοργιστικό γιατί έχει μια απίστευτη τάση αυτοκαταστροφής στα παιχνίδια. Πώς να το πω, δεν τον κρατάει τίποτε αν είναι να σώσει ζωές αμάχων». «Ναι», είπα, φέρνοντας στο νου μου τη Νύχτα των Τσακισμένων Τροπαίων. «Ενεργοποίηση», είπε ο Άιζακ. «Παίκτη ένα, παρουσιάσου». «Αυτή είναι η σούπερ σέξι φωνή του παίκτη ένα», είπε ο Άιζακ. «Παίκτη δύο, παρουσιάσου». «Εγώ μάλλον είμαι ο παίκτης δύο», είπα. Ο Αρχιλοχίας Μαξ Μέιχεμ ο Μακελάρης και ο Οπλίτης Τζάσπερ Τζακς ανακτούν τις αισθήσεις τους σε ένα σκοτεινό, άδειο δωμάτιο, διαστάσεων τρεισήμισι επί τρεισήμισι. Ο Άιζακ έδειξε την τηλεόραση, σαν να έπρεπε να της μιλήσω ή δεν ξέρω κι εγώ τι. «Χμμ», έκανα. «Διακόπτης υπάρχει;»
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
125
Όχι. «Πόρτα υπάρχει;» Ο Οπλίτης Τζακς εντοπίζει την πόρτα. Είναι κλειδωμένη. Ο Άιζακ ανέλαβε πρωτοβουλία. «Υπάρχει ένα κλειδί πάνω από το κούφωμα της πόρτας». Ναι, υπάρχει. «Ο Μ έιχεμ ανοίγει την πόρτα». Το σκοτάδι παραμένει απόλυτο. «Βγάλε το μαχαίρι», είπε ο Άιζακ. «Βγάλε το μαχαίρι», πρόσθεσα. Ένα παιδάκι –ο αδερφός του Άιζακ υποθέτω– πετάχτηκε από την κουζίνα. Πρέπει να ήταν γύρω στα δέκα, νευρώδης και υπερκινητικός, οπότε άρχισε να χοροπηδά στο δωμάτιο, προτού φωνάξει, μιμούμενος αρκετά πειστικά τη φωνή του Άιζακ, «ΑΥΤΟΚΤΟΝΩ». Ο Αρχιλοχίας Μέιχεμ φέρνει το μαχαίρι στο λαιμό του. Είσαι σίγουρος ότι... «Όχι», είπε ο Άιζακ. «Παύση. Γκρέιαμ, δε θες να σε πλακώσω στις γρήγορες». Ο Γκρέιαμ γέλασε σκανταλιάρικα και έφυγε χοροπηδώντας προς το διάδρομο. Ως Μ έιχεμ και Τζακς ο Άιζακ κι εγώ προχωρήσαμε ψηλαφιστά στη σπηλιά, μέχρι που πέσαμε πάνω σε έναν τύπο τον οποίο μαχαιρώσαμε, αφού πρώτα τον κάναμε να μας πει ότι βρισκόμασταν σε μια ουκρανική σπηλιά-φυλακή, σε βάθος μεγαλύτερο του ενάμισι χιλιομέτρου. Καθώς προχωρούσαμε, τα ηχητικά εφέ –ένας αγριεμένος υπόγειος ποταμός, φωνές που μιλούσαν ουκρανικά και αγγλικά με βαριά προφορά– σε οδηγούσαν σε αυτή τη σπηλιά, όμως δεν υπήρχε τίποτα να δεις στο παιχνίδι. Αφού παίξαμε μία ώρα, αρχίσαμε να ακούμε τις φωνές ενός απελπισμένου αιχμαλώτου, ο οποίος έλεγε ικετευτικά «Θεέ μου, βοήθεια, Θεέ μου, βοήθεια». «Παύση», είπε ο Άιζακ. «Εδώ είναι που ο Γκας επιμένει κάθε φορά να βρούμε τον αιχμάλωτο, παρότι έτσι δεν μπορείς να κερδίσεις – και ο μόνος τρόπος να απελευθερώσεις τελικά τον
126
JOHN GREEN
αιχμάλωτο είναι να κερδίσεις». «Ναι, παίρνει υπερβολικά σοβαρά τα παιχνίδια», είπα. «Νομίζω πως είναι ερωτευμένος με τη μεταφορική τους σημασία». «Σου αρέσει;» ρώτησε ο Άιζακ. «Φυσικά και μου αρέσει. Είναι σπουδαίος». «Όμως δεν τα έχετε φτιάξει;» Σήκωσα τους ώμους μου. «Είναι πολύπλοκο το θέμα». «Ξέρω τι προσπαθείς να κάνεις. Δε θέλεις να τον οδηγήσεις σε μια κατάσταση την οποία δε θα μπορεί να χειριστεί. Δε θέλεις να γίνει η Μ όνικά σου», είπε. «Κάπως έτσι», αποκρίθηκα. Όμως, δεν ήταν αυτό. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελα να γίνω εγώ ο δικός του Άιζακ. «Για να είμαστε δίκαιοι με τη Μ όνικα», είπα, «αυτό που της έκανες κι εσύ δεν ήταν πολύ καλό». «Τι της έκανα εγώ;» ρώτησε εκείνος ενοχλημένος. «Ξέρεις, που πήγες και τυφλώθηκες και τα σχετικά». «Μ α, δε φταίω εγώ γι’ αυτό», είπε ο Άιζακ. «Δε λέω ότι φταις. Λέω πως δεν ήταν καλό».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
127
10
ΜΠΟΡ ΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΠΑΡ ΟΥΜΕ μόνο μία βαλίτσα. Εγώ δεν υπήρχε περίπτωση να κουβαλήσω βαλίτσα και η μητέρα μου επέμενε ότι δεν μπορούσε να κουβαλήσει δύο, οπότε χρειάστηκε να δώσουμε μάχη για λίγο χώρο μέσα σε μια μαύρη βαλίτσα που είχαν πάρει οι γονείς μου δώρο στο γάμο τους πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια, μια βαλίτσα η οποία υποτίθεται πως θα περνούσε τη ζωή της σε εξωτικές τοποθεσίες, όμως τελικά κατέληξε να πηγαινοέρχεται στο Ντέιτον, όπου η M orris Property Inc. είχε ένα υποκατάστημα το οποίο επισκεπτόταν συχνά ο πατέρας μου. Στη μητέρα μου είπα πως κανονικά έπρεπε να μου παραχωρηθεί κάτι περισσότερο από το μισό της βαλίτσας, καθώς χωρίς εμένα και τον καρκίνο μου δε θα ταξιδεύαμε ποτέ στο Άμστερνταμ. Η μητέρα μου αντέτεινε πως εφόσον ήταν διπλάσια από μένα και επομένως χρειαζόταν περισσότερο ύφασμα για να διατηρήσει μια αξιοπρεπή εμφάνιση, δικαιούνταν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της βαλίτσας. Τελικά, χάσαμε και οι δύο. Έτσι συμβαίνει συνήθως. Η πτήση μας αναχωρούσε το μεσημέρι, όμως η μητέρα μου με ξύπνησε στις πέντε και μισή, ανάβοντας το φως και φωνάζοντας
128
JOHN GREEN
«ΑΜ ΣΤΕΡΝΤΑΜ !» Πέρασε όλο το πρωί τρέχοντας για να βεβαιωθεί πως είχαμε αντάπτορες για τις πρίζες στην Ολλανδία, τσεκάροντας τρεις και τέσσερις φορές πως είχαμε πάρει το σωστό αριθμό φιαλών οξυγόνου και ότι ήταν όλες γεμάτες κτλ., ενώ εγώ απλώς σηκώθηκα από το κρεβάτι και φόρεσα τη Στολή Ταξιδιού προς Άμστερνταμ (τζιν παντελόνι, ροζ μπλουζάκι και μαύρη ζακέτα, σε περίπτωση που έκανε κρύο στο αεροπλάνο). Το αυτοκίνητο είχε φορτωθεί ως τις έξι και τέταρτο, οπότε η μητέρα μου επέμεινε να φάμε πρωινό μαζί με τον πατέρα μου, παρότι εγώ είχα αντιρρήσεις στο να τρώω πριν από την αυγή – δεν ήμουν καμιά αγρότισσα στην επαρχία της Ρωσίας του δέκατου ένατου αιώνα για να χρειάζομαι δυνάμεις πριν βγω να αναμετρηθώ με τα χωράφια. Τέλος πάντων, προσπάθησα να φάω λίγο αβγό, ενώ οι γονείς μου απολάμβαναν μια σπιτική εκδοχή του σάντουιτς με τηγανητό αβγό. «Γιατί τρώμε για πρωινό τα φαγητά του πρωινού;» τους ρώτησα. «Θέλω να πω, γιατί δεν τρώμε κάρι για πρωινό;» «Χέιζελ, τρώγε». «Ναι, αλλά γιατί;» ρώτησα. «Σοβαρά, θέλω να καταλάβω: πώς εξασφάλισαν οι ομελέτες την αποκλειστικότητα του πρωινού; Μ πορείς να βάλεις μπέικον σε ένα σάντουιτς και ούτε που θα ασχοληθεί κανείς. Έτσι και βάλεις αβγό, όμως, οπ, είναι σάντουιτς πρωινού». Ο πατέρας μου απάντησε με το στόμα γεμάτο. «Όταν επιστρέψεις με το καλό, θα φάμε πρωινό το βράδυ. Σύμφωνοι;» «Δε θέλω να φάω “πρωινό το βράδυ”», απάντησα, σταυρώνοντας μαχαίρι και πιρούνι πάνω από το σχεδόν γεμάτο πιάτο μου. «Θέλω να φάω ομελέτα για βραδινό χωρίς να με βαραίνει αυτή η φαιδρή επινόηση πως ένα γεύμα που περιλαμβάνει ομελέτα είναι πρωινό ακόμα κι όταν τρώγεται το βράδυ». «Πρέπει να διαλέξεις τις μάχες που θα δώσεις σε αυτό τον κόσμο, Χέιζελ», είπε η μητέρα μου. «Πάντως, αν αυτό είναι το θέμα για το οποίο θέλεις να αγωνιστείς, εμείς θα σταθούμε στο
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
129
πλευρό σου». «Σε διακριτική απόσταση», πρόσθεσε ο πατέρας μου, και η μητέρα μου γέλασε. Τέλος πάντων, το ήξερα πως ήταν βλακεία, όμως για κάποιο λόγο ένιωθα άσχημα για την καημένη την ομελέτα. Αφού τέλειωσαν το φαγητό τους, ο πατέρας μου έπλυνε τα πιάτα και μας συνόδευσε στο αυτοκίνητο. Φυσικά, άρχισε να κλαίει και με φίλησε στο μάγουλο με το υγρό, αξύριστο πρόσωπό του. Κόλλησε τη μύτη του στο ζυγωματικό μου και ψιθύρισε «Σε αγαπώ. Είμαι πολύ περήφανος για σένα». (Για ποιο λόγο, αναρωτήθηκα.) «Ευχαριστώ, μπαμπά». «Τα λέμε σε μερικές μέρες, εντάξει, καρδιά μου; Σε αγαπώ πάρα πολύ». «Κι εγώ σε αγαπώ, μπαμπά». Χαμογέλασα. «Τρεις μέρες θα λείψουμε μόνο». Όπως βγαίναμε με την όπισθεν στο δρόμο, εγώ τον χαιρετούσα. Μ ε χαιρετούσε κι εκείνος, κι έκλαιγε. Σκέφτηκα τότε πως πιθανότατα σκεφτόταν ότι ίσως να μη με έβλεπε ποτέ ξανά, πράγμα το οποίο μάλλον σκεφτόταν κάθε πρωί της εργάσιμης βδομάδας του την ώρα που έφευγε για τη δουλειά, και το οποίο πιθανότατα ήταν αίσχος. Μ ε τη μητέρα μου πήγαμε στο σπίτι του Ογκάστους. Όταν φτάσαμε, μου είπε να μείνω στο αυτοκίνητο και να ξεκουραστώ, όμως εγώ πήγα μαζί της στην εξώπορτα. Καθώς πλησιάζαμε στο σπίτι, άκουσα κλάματα από μέσα. Στην αρχή δε σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν ο Γκας, γιατί η φωνή δε θύμιζε σε τίποτα το βαθύ τόνο του, όμως ύστερα άκουσα μια φωνή που ήταν σίγουρα μια αλλοιωμένη εκδοχή της δικής του να λέει «ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΙΑ Μ ΟΥ Η ΖΩΗ, Μ ΑΜ Α. Σ’ ΕΜ ΕΝΑ ΑΝΗΚΕΙ». Η μητέρα μου πέρασε αμέσως το μπράτσο της γύρω από τους ώμους μου, με γύρισε προς το αυτοκίνητο και προχώρησε γρήγορα. «Μ αμά, τι τρέχει;» τη ρώτησα απορημένη. Κι εκείνη είπε «Δεν κάνει να κρυφακούμε, Χέιζελ».
130
JOHN GREEN
Επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο κι έστειλα γραπτό μήνυμα στον Ογκάστους πως περιμέναμε έξω από το σπίτι, κι όποτε ήταν έτοιμος μπορούσε να έρθει. Κοιτάζαμε το σπίτι για λίγο. Το παράξενο με τα σπίτια είναι πως σχεδόν πάντοτε μοιάζουν λες και δε συμβαίνει τίποτα μέσα, παρότι εκεί περνάμε την περισσότερη ζωή μας. Αναρωτήθηκα αν αυτή ήταν κατά κάποιο τρόπο η ουσία της αρχιτεκτονικής. «Λοιπόν», είπε η μητέρα μου ύστερα από λίγο, «μάλλον ήρθαμε νωρίς». «Μ η μου πεις πως άδικα σηκώθηκα στις πεντέμισι το χάραμα», σχολίασα. Η μητέρα μου άπλωσε το χέρι στην κονσόλα ανάμεσά μας, έπιασε την κούπα του καφέ και ήπιε μια γουλιά. Το κινητό μου βούιξε. Μ ήνυμα από τον Ογκάστους. Είναι ΑΔΥΝΑΤΟ να αποφασίσω τι να φορέσω. Με προτιμάς με φούτερ ή με μπλουζάκι με κουμπιά;
Απάντηση: Το δεύτερο.
Τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα η εξώπορτα άνοιξε και ένας χαμογελαστός Ογκάστους έκανε την εμφάνισή του, σέρνοντας ένα σάκο πίσω του. Φορούσε ένα σιδερωμένο γαλάζιο μπλουζάκι με κουμπιά, περασμένο μέσα από το τζιν του. Ένα Camel ελαφρύ κρεμόταν από τα χείλη του. Η μητέρα μου κατέβηκε από το αυτοκίνητο για να τον χαιρετήσει. Εκείνος έβγαλε μια στιγμή το τσιγάρο από το στόμα του και μίλησε με τη σίγουρη φωνή στην οποία με είχε συνηθίσει. «Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω». Τους παρακολουθούσα μέσα από τον εσωτερικό καθρέφτη, ώσπου η μητέρα μου άνοιξε το πορτμπαγκάζ. Λίγες στιγμές αργότερα ο Ογκάστους άνοιξε την πόρτα πίσω μου και ξεκίνησε τη σύνθετη διαδικασία να μπει σε αυτοκίνητο έχοντας μόνο ένα πόδι. «Θέλεις να καθίσεις δίπλα μου;» ρώτησα.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
131
«Σε καμία περίπτωση», είπε. «Και, καλημέρα, Χέιζελ Γκρέις». «Γεια», είπα. «Εντάξει;» ρώτησα. «Εντάξει», είπε. «Εντάξει», επανέλαβα. Η μητέρα μου μπήκε στο αυτοκίνητο και έκλεισε την πόρτα. «Επόμενη στάση, Άμστερνταμ», ανακοίνωσε. Πράγμα το οποίο δεν ήταν ακριβώς αλήθεια. Η επόμενη στάση ήταν ο χώρος στάθμευσης του αεροδρομίου, από όπου ένα λεωφορείο μάς πήγε στον αερολιμένα και στη συνέχεια ένα ανοιχτό ηλεκτρικό όχημα μας μετέφερε στην ουρά για τον έλεγχο επιβίβασης. Ο τύπος της Υπηρεσίας Ασφάλειας Αεροδρομίων στην αρχή της ουράς φώναζε πως καλό θα ήταν οι αποσκευές μας να μην περιέχουν εκρηκτικά, πυροβόλα όπλα ή οτιδήποτε υγρό σε ποσότητα μεγαλύτερη των 90 ml, οπότε είπα στον Ογκάστους «Παρατήρηση: Το να στέκεσαι στην ουρά αποτελεί μορφή καταπίεσης» και εκείνος απάντησε «Απολύτως». Αντί να μου κάνουν σωματικό έλεγχο προτίμησα να περάσω από τον ανιχνευτή μετάλλων χωρίς το καροτσάκι ή τη φιάλη μου, χωρίς καν τα πλαστικά σωληνάκια στη μύτη μου. Το πέρασμα από το μηχάνημα σηματοδότησε την πρώτη φορά που έκανα έστω ένα βήμα χωρίς οξυγόνο εδώ και κάποιους μήνες. Το συναίσθημα να περπατάς χωρίς όλα εκείνα τα βαρίδια ήταν απίθανο, ήταν σαν να διάβαινα το Ρουβίκωνα, και η σιωπή του μηχανήματος αναγνώριζε πως ήμουν, έστω για ένα ελάχιστο διάστημα, ένα πλάσμα απαλλαγμένο από μεταλλικά στοιχεία. Ένιωσα κυρία του εαυτού μου με έναν τρόπο που δεν μπορώ να τον περιγράψω πραγματικά, πέραν του να αναφέρω πως όταν ήμουν μικρή είχα ένα πολύ βαρύ σακίδιο το οποίο κουβαλούσα παντού, με όλα τα βιβλία μου μέσα, κι αν περπατούσα με το σακίδιο αρκετή ώρα και ύστερα το έβγαζα ένιωθα σαν να
132
JOHN GREEN
πετούσα. Ύστερα από περίπου δέκα δευτερόλεπτα οι πνεύμονές μου ήταν σαν να ζάρωναν, όπως διπλώνουν τα λουλούδια τα πέταλά τους με το που σουρουπώνει. Κάθισα σε έναν γκρίζο πάγκο ακριβώς πίσω από το μηχάνημα και προσπάθησα να πάρω ανάσα, ο βήχας μου έβγαινε τραχύς και κοφτός και γενικά αισθανόμουν πολύ χάλια μέχρι που το οξυγόνο επέστρεψε στη θέση του. Ακόμα και τότε όμως πονούσα. Ο πόνος ήταν διαρκώς παρών, σαν να με τραβούσε από μέσα, σαν να απαιτούσε να γίνει αισθητός. Μ ονίμως ένιωθα σαν να συνερχόμουν από τον πόνο κάθε φορά που κάτι στον έξω κόσμο απαιτούσε ξαφνικά κάποιο σχόλιο ή την προσοχή μου. Η μητέρα μου με κοίταζε ανήσυχη. Είχε μόλις κάνει μια ερώτηση. Τι είχε πει; Ύστερα από λίγο το θυμήθηκα. Είχε ρωτήσει αν συνέβαινε κάτι. «Τίποτε», απάντησα. «Άμστερνταμ!» φώναξε σχεδόν. Χαμογέλασα. «Άμστερνταμ», απάντησα. Άπλωσε το χέρι της προς το μέρος μου και με σήκωσε από τον πάγκο. Φτάσαμε στην πύλη μία ώρα πριν από την προγραμματισμένη έναρξη της επιβίβασης. «Κυρία Λάνκαστερ, είστε ένα εντυπωσιακά ακριβές άτομο», σχολίασε ο Ογκάστους όπως καθόταν δίπλα μου στη σχεδόν άδεια αίθουσα αναμονής. «Κοίτα, βοηθάει και το ότι δεν είμαι ιδιαίτερα πολυάσχολη», απάντησε η μητέρα μου. «Μ ια χαρά πολυάσχολη είσαι», της είπα, παρότι καταλάβαινα πως οι ασχολίες της μητέρας μου αφορούσαν κατά κύριο λόγο εμένα. Υπήρχε επίσης το θέμα ότι ήταν παντρεμένη με τον πατέρα μου –εκείνος ήταν βασικά άσχετος σε θέματα όπως το να συναλλάσσεται με την τράπεζα, να βρίσκει υδραυλικό, να μαγειρεύει και να κάνει πράγματα εκτός του να δουλεύει στη M orris Property, Inc.–, όμως η δουλειά της ήμουν κυρίως εγώ. Ο βασικός λόγος για τον οποίο ζούσε και ο βασικός λόγος για
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
133
τον οποίο ζούσα ήταν ανησυχητικά αλληλένδετοι. Καθώς τα καθίσματα γύρω από την πύλη άρχιζαν να γεμίζουν, ο Ογκάστους είπε «Πηγαίνω να πάρω ένα μπέργκερ πριν φύγουμε. Να σου φέρω κάτι;» «Όχι», απάντησα, «όμως εκτιμώ πραγματικά την άρνησή σου να υποκύψεις στις κοινωνικές προγευματικές συμβάσεις». Έγειρε το κεφάλι στο πλάι και με κοίταξε απορημένος. «Η Χέιζελ έχει αναπτύξει ένα θέμα με την περιθωριοποίηση της ομελέτας», σχολίασε η μητέρα μου. «Είναι ντροπή να περνάμε τη ζωή μας αποδεχόμενοι άκριτα πως η ομελέτα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πρωινό». «Θέλω να το συζητήσουμε διεξοδικότερα αυτό το θέμα», είπε ο Ογκάστους. «Όμως, πεινάω τρελά. Επιστρέφω αμέσως». Πέρασαν είκοσι λεπτά και ο Ογκάστους δεν είχε φανεί, οπότε ρώτησα τη μητέρα μου αν πίστευε πως κάτι συνέβαινε. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της από το απαίσιο περιοδικό της και είπε «Δε νομίζω, μάλλον στην τουαλέτα θα έχει πάει». Μ ια υπάλληλος του αεροδρομίου ήρθε για να αλλάξει τη φιάλη του οξυγόνου με μία από εκείνες που παρείχε η αεροπορική εταιρεία. Αισθανόμουν αμηχανία βλέποντας αυτή την κυρία να γονατίζει μπροστά μου ενώ ο κόσμος γύρω μας παρακολουθούσε, οπότε όση ώρα έκανε τη δουλειά της εγώ έστειλα μήνυμα στον Ογκάστους. Δεν απάντησε. Η μητέρα μου δεν έδειχνε να ανησυχεί, όμως εγώ φανταζόμουν διάφορες εξελίξεις που θα κατέστρεφαν το ταξίδι στο Άμστερνταμ (σύλληψη, τραυματισμό, ψυχολογική κατάρρευση) και καθώς τα λεπτά περνούσαν ένιωθα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το στήθος μου – κάτι που δεν είχε σχέση με τον καρκίνο. Ακριβώς τη στιγμή που η κυρία πίσω από το γκισέ ανακοίνωνε πως θα ξεκινούσαν τη διαδικασία επιβίβασης για άτομα τα οποία ενδεχομένως να χρειάζονταν λίγο περισσότερο
134
JOHN GREEN
χρόνο και όλοι οι άλλοι στην αίθουσα γύριζαν και κοίταζαν εμένα, είδα τον Ογκάστους να έρχεται κουτσαίνοντας γρήγορα προς το μέρος μας, κρατώντας μια χαρτοσακούλα στο ένα χέρι, με το σακίδιο κρεμασμένο στον ώμο του. «Πού ήσουν;» τον ρώτησα. «Η ουρά ήταν ατελείωτη, συγγνώμη», είπε, προτείνοντάς μου το χέρι του. Τον κράτησα για να σηκωθώ και περπατήσαμε πλάι πλάι ως την πύλη ώστε να επιβιβαστούμε πρώτοι. Ένιωθα τα βλέμματα όλων πάνω μας, να αναρωτιούνται τι πρόβλημα είχαμε και κατά πόσο αυτό θα μας σκότωνε, τι ηρωίδα πρέπει να ήταν η μητέρα μου και όλα τα σχετικά. Αυτό ήταν το χειρότερο πράγμα με τον καρκίνο κάποιες φορές: οι ορατές αποδείξεις της αρρώστιας σε διαχωρίζουν από τους άλλους ανθρώπους. Ήμασταν αναπόφευκτα άλλοι, διαφορετικοί, κι αυτό ποτέ δεν ήταν περισσότερο εμφανές παρά όταν οι τρεις μας διασχίσαμε το άδειο αεροπλάνο, με την αεροσυνοδό να γνέφει καταφατικά, με συμπάθεια, και να μας δείχνει τη σειρά των καθισμάτων μας, στο βάθος. Κάθισα στη μέση της σειράς των τριών καθισμάτων. Ο Ογκάστους κάθισε στο παράθυρο και η μητέρα μου στο διάδρομο. Αισθανόμουν κάπως στριμωγμένη από τη μητέρα μου, οπότε φυσικά στράφηκα προς τον Ογκάστους. Καθόμασταν ακριβώς πίσω από το φτερό του αεροπλάνου. Εκείνος άνοιξε τη χαρτοσακούλα του και ξετύλιξε το μπέργκερ του. «Το θέμα με τα αβγά, όμως», είπε εκείνος, «είναι ότι η προγευματοποίηση προσδίδει στην ομελέτα μια κάποια ιερότητα, σωστά; Μ πορείς να προσθέσεις λίγο ζαμπόν ή τυρί παντού και πάντα, από τα τάκος μέχρι το σάντουιτς του πρωινού ή το σαγανάκι, όμως η ομελέτα... είναι σημαντική». «Γελοιότητες», σχολίασα. Εν τω μεταξύ, ο κόσμος είχε αρχίσει να επιβιβάζεται. Δεν ήθελα να κοιτάζω τους άλλους, οπότε απέστρεψα το βλέμμα μου και αναπόφευκτα κοίταζα τον Ογκάστους. «Λέω απλώς το εξής: μπορεί η ομελέτα να περιθωριοποιείται,
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
135
όμως ταυτόχρονα είναι ιδιαίτερη. Έχει τον τόπο και την ώρα της, όπως η εκκλησία». «Κάνεις πέρα για πέρα λάθος», απάντησα. «Αποδέχεσαι τα κεντητά συναισθήματα που αποτυπώνουν οι γονείς σου στα μαξιλαράκια. Υποστηρίζεις ότι ένα ευάλωτο, σπάνιο πράγμα είναι όμορφο απλώς και μόνο επειδή είναι ευάλωτο και σπάνιο. Όμως αυτό είναι ψέμα, και το ξέρεις». «Δύσκολα σε παρηγορεί κανείς», είπε ο Ογκάστους. «Η εύκολη παρηγοριά δεν είναι παρηγορητική», είπα. «Ήσουν κι εσύ κάποτε ένα σπάνιο και ευάλωτο λουλούδι. Θυμάσαι». Για μια στιγμή δεν είπε τίποτα. «Το σίγουρο είναι πως ξέρεις πώς να με κάνεις να το βουλώνω, Χέιζελ Γκρέις». «Είναι προνόμιο και ευθύνη μου», απάντησα. Πριν στρέψω το βλέμμα μου αλλού είπε «Κοίτα, λυπάμαι που απέφυγα την αίθουσα αναμονής. Η ουρά για το μπέργκερ δεν ήταν και τόσο μεγάλη· απλώς, δεν... δεν ήθελα να καθίσω εκεί, με όλους εκείνους τους ανθρώπους να μας κοιτάνε συνέχεια». «Κυρίως εμένα κοίταζαν», είπα. Τον Γκας μπορεί να τον έβλεπες και να μην καταλάβαινες πως κάποτε ήταν άρρωστος, εγώ όμως κουβαλούσα την ασθένειά μου μαζί μου, εξωτερικά, κι αυτός ήταν εν μέρει ο λόγος που είχα κλειστεί στο σπίτι μου. «Ο Ογκάστους Γουότερς, χαρισματικός, ντρέπεται να κάθεται δίπλα σε μια κοπέλα συνδεδεμένη με φιάλη οξυγόνου». «Δεν ντρέπομαι», είπε. «Απλώς μερικές φορές θυμώνω. Και δε θέλω να είμαι θυμωμένος σήμερα». Ύστερα από λίγο έχωσε το χέρι στην τσέπη του και άνοιξε το πακέτο των τσιγάρων. Γύρω στα εννέα δευτερόλεπτα αργότερα μια ξανθιά αεροσυνοδός έσπευσε στη σειρά μας και είπε «Κύριε, δεν μπορείτε να καπνίσετε σε αυτό το αεροπλάνο. Σε κανένα αεροπλάνο». «Δεν καπνίζω», εξήγησε εκείνος, με το τσιγάρο να κρέμεται από το στόμα του καθώς μιλούσε. «Μ α...»
136
JOHN GREEN
«Είναι μια μεταφορά», εξήγησα εγώ. «Βάζει το φονικό πράγμα στο στόμα του, αλλά δεν του δίνει τη δύναμη να τον σκοτώσει». Η αεροσυνοδός έδειξε να τα χάνει, για μια στιγμή μονάχα. «Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη μεταφορά απαγορεύεται στην πτήση μας», είπε. Ο Γκας έγνεψε καταφατικά και ξανάβαλε το τσιγάρο στο πακέτο του. Κάποια στιγμή περάσαμε στο διάδρομο απογείωσης, οπότε ο πιλότος είπε Πλήρωμα καμπίνας, έτοιμοι για απογείωση και ύστερα από λίγο δύο τρομεροί κινητήρες βρυχήθηκαν και αρχίσαμε να επιταχύνουμε. «Έτσι νιώθω όταν είμαι στο αυτοκίνητο και οδηγείς εσύ», είπα, οπότε εκείνος χαμογέλασε. Όμως είδα ότι έσφιγγε το σαγόνι του κι έτσι τον ρώτησα «Εντάξει;» Εξακολουθούσαμε να αναπτύσσουμε ταχύτητα. Ξαφνικά το χέρι του Ογκάστους βούτηξε το μπράτσο του καθίσματος, τα μάτια του γούρλωσαν, κι εγώ ακούμπησα το χέρι μου στο χέρι του και είπα «Εντάξει;» Δε μου απάντησε, με κοίταζε μονάχα με μάτια γουρλωμένα, κι έτσι τον ρώτησα «Φοβάσαι τα αεροπλάνα;» «Θα σου πω σε ένα λεπτό», αποκρίθηκε. Η μύτη του αεροπλάνου σηκώθηκε και λίγες στιγμές μετά απογειωθήκαμε. Ο Γκας είχε καρφώσει το βλέμμα του στο παράθυρο, παρακολουθούσε τον πλανήτη να συρρικνώνεται από κάτω μας, και τότε ένιωσα το χέρι του να χαλαρώνει κάτω από το δικό μου. Μ ου έριξε μια ματιά και ύστερα κοίταξε ξανά προς το παράθυρο. «Πετάμε», ανακοίνωσε. «Δεν έχεις ξαναμπεί σε αεροπλάνο;» Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «ΚΟΙΤΑ!» αναφώνησε, δείχνοντας το παράθυρο. «Ναι», είπα. «Ναι, το βλέπω. Έτσι φαίνονται τα πράγματα από το αεροπλάνο».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
137
«ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΕΤΣΙ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ», είπε. Ο ενθουσιασμός του ήταν αξιολάτρευτος. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ, έσκυψα και τον φίλησα στο μάγουλο. «Απλώς για να μην ξεχνιόμαστε, είμαι κι εγώ εδώ», είπε η μητέρα μου. «Κάθομαι δίπλα σου. Η μητέρα σου. Εκείνη που σου κρατούσε το χέρι όταν έκανες τα πρώτα σου βήματα, μωρό ακόμα». «Φιλικό ήταν», της υπενθύμισα, και γύρισα για να τη φιλήσω κι εκείνη στο μάγουλο. «Εμένα δε μου φάνηκε και τόσο φιλικό», μουρμούρισε ο Γκας, αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσω. Όταν ο έκπληκτος, ενθουσιασμένος και αθώος Γκας πρόβαλλε μέσα από το Μ εταφορικά Επιρρεπή στις Μ εγάλες Χειρονομίες Ογκάστους, πραγματικά ήταν αδύνατο να συγκρατηθώ. Ακολούθησε μια σύντομη πτήση μέχρι το Ντιτρόιτ, όπου το ηλεκτρικό αυτοκινητάκι μάς περίμενε και μας οδήγησε στην πύλη από όπου αναχωρούσε η πτήση για Άμστερνταμ. Το δεύτερο αεροπλάνο είχε τηλεοράσεις στις πλάτες όλων των καθισμάτων, και μόλις βρεθήκαμε πάνω από τα σύννεφα, ο Ογκάστους κι εγώ συγχρονιστήκαμε έτσι ώστε να αρχίσουμε να παρακολουθούμε την ίδια ρομαντική κωμωδία ταυτόχρονα στις αντίστοιχες οθόνες μας. Όμως παρότι είχαμε συγχρονίσει τέλεια την έναρξη, για κάποιο λόγο η δική του ταινία ξεκίνησε δύο δευτερόλεπτα πριν από τη δική μου, οπότε σε κάθε αστεία στιγμή εκείνος γελούσε την ώρα που εγώ άκουγα το αστείο. Η μητέρα μου είχε καταστρώσει σχέδιο το οποίο προέβλεπε πως τις τελευταίες ώρες της πτήσης θα κοιμόμασταν, έτσι ώστε, όταν θα προσγειωνόμασταν στις οκτώ το πρωί, θα φτάναμε στην πόλη έτοιμοι να ρουφήξουμε το μεδούλι της ζωής και τέτοια. Γι’ αυτό λοιπόν, μόλις τέλειωσε η ταινία, η μητέρα μου, ο Ογκάστους κι
138
JOHN GREEN
εγώ πήραμε υπνωτικά χάπια. Η μητέρα μου ξεράθηκε σε μερικά δευτερόλεπτα, όμως ο Ογκάστους κι εγώ μείναμε ξύπνιοι και κοιτάζαμε έξω από το παράθυρο για λίγο. Ήταν μια ανέφελη μέρα, και παρότι δεν μπορούσαμε να δούμε τον ήλιο που έδυε, μπορούσαμε να δούμε την αντίδραση του ουρανού. «Θεέ μου, είναι πανέμορφα», είπα, βασικά στον εαυτό μου. «“Ο ήλιος ξεπρόβαλε, εκτυφλωτικός, οδηγώντας τα μάτια της σε βέβαιη ήττα”», είπε εκείνος, παραθέτοντας μια φράση από το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος. «Μ α δεν ξεπροβάλλει», είπα. «Σε κάποιο μέρος του κόσμου ξεπροβάλλει», απάντησε εκείνος και ύστερα από μια στιγμή πρόσθεσε «Παρατήρηση: Θα ήταν τέλειο να πετούσες με ένα σούπερ γρήγορο αεροπλάνο που θα μπορούσε να κυνηγάει την ανατολή του ήλιου γύρω από τον κόσμο για ένα διάστημα». «Επίσης, θα ζούσα περισσότερο». Μ ε κοίταξε λοξά. «Ξέρεις, λόγω της θεωρίας της σχετικότητας και τα λοιπά». Εξακολουθούσε να με κοιτάζει απορημένος. «Η γήρανση επιβραδύνεται όταν κινούμαστε γρήγορα σε σχέση με την ακινησία. Επομένως, αυτή τη στιγμή ο χρόνος περνά βραδύτερα για μας απ’ ό,τι για τους ανθρώπους στο έδαφος». «Φοιτήτριες», είπε εκείνος. «Πανέξυπνες». Γύρισα τα μάτια μου προς τα πάνω. Σκούντησε το γόνατό μου με το (πραγματικό) γόνατό του κι εγώ ανταπέδωσα με το δικό μου. «Νυστάζεις;» τον ρώτησα. «Καθόλου», απάντησε. «Ναι», είπα. «Ούτε κι εγώ». Οι υπνωτικές και ναρκωτικές ουσίες δεν επιδρούσαν στον οργανισμό μου όπως στους φυσιολογικούς ανθρώπους. «Θέλεις να δούμε άλλη μια ταινία;» ρώτησε. «Έχουν μία όπου πρωταγωνιστεί η Πόρτμαν από την Περίοδο Χέιζελ». «Θέλω να δω μια ταινία που να μην έχεις δει». Τελικά παρακολουθήσαμε τους 300, μια πολεμική ταινία με θέμα τους τριακόσιους Σπαρτιάτες που υπερασπίστηκαν την
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
139
πόλη τους έναντι ενός στρατού Περσών εισβολέων που πρέπει να ήταν γύρω στο ένα δισεκατομμύριο. Η ταινία του Ογκάστους ξεκίνησε και πάλι πριν από τη δική μου, οπότε ύστερα από μερικά λεπτά που τον άκουγα να λέει «Πάρ’ τα!» ή «Ψόφος!» κάθε φορά που κάποιος σκοτωνόταν με σούπερ θεαματικό τρόπο, έγειρα πάνω από το μπράτσο του καθίσματος και ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του ώστε να βλέπω τη δική του οθόνη για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε πραγματικά μαζί την ταινία. Από την οθόνη παρέλασε μια διόλου ευκαταφρόνητη συλλογή γυμνόστηθων, καλολαδωμένων, γυμνασμένων παλικαριών, οπότε το θέαμα δεν ήταν δυσάρεστο, όμως κυρίως κουνάγανε τα σπαθιά τους πέρα δώθε χωρίς να κάνουν τίποτα. Πτώματα Περσών και Σπαρτιατών σωριάζονταν ολόγυρα, κι εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς γιατί οι Πέρσες ήταν τόσο καθάρματα ή οι Σπαρτιάτες τόσο τέλειοι. «Η σύγχρονη εποχή», για να χρησιμοποιήσω ένα απόσπασμα του ΜΑΒ, «εξειδικεύεται σε εκείνο το είδος των μαχών όπου κανείς δε χάνει οτιδήποτε έχει αξία πέραν της ζωής του, αλλά ακόμα κι αυτό σηκώνει συζήτηση». Το ίδιο ακριβώς ίσχυε και στη συγκεκριμένη σύγκρουση τιτάνων. Προς το τέλος της ταινίας σχεδόν όλοι είναι νεκροί, οπότε σε μια τρελή σκηνή οι Σπαρτιάτες αρχίζουν να στοιβάζουν τις σορούς των νεκρών για να σχηματίσουν ένα τείχος από πτώματα. Οι νεκροί μετατρέπονται σε ένα τεράστιο ανάχωμα που στέκει ανάμεσα στους Πέρσες και στο δρόμο προς τη Σπάρτη. Τα αίματα παραήταν πολλά, οπότε απέστρεψα το βλέμμα μια στιγμή και ρώτησα τον Ογκάστους «Πόσοι νεκροί λες να είναι εκεί;» Εκείνος μου έκανε ένα νεύμα με το χέρι. «Σσς. Σσς. Τώρα αρχίζει το καλό». Όταν επιτίθεντο οι Πέρσες, αναγκάζονταν να σκαρφαλώνουν σε εκείνο το τείχος του θανάτου, ενώ οι Σπαρτιάτες είχαν πάρει θέση ψηλά στην κορυφή του βουνού των πτωμάτων, και καθώς
140
JOHN GREEN
τα πτώματα εξακολουθούσαν να στοιβάζονται, το τείχος των μαρτύρων ολοένα μεγάλωνε, επομένως η ανάβαση δυσκόλευε, όλοι ανεβοκατέβαζαν σπαθιά, έριχναν βέλη, ποτάμια αίματος κυλούσαν στις πλαγιές του Θανατερού Βουνού κτλ. Σήκωσα το κεφάλι μου από τον ώμο του μια στιγμή, ώστε να κάνω ένα διάλειμμα από τη σφαγή, και παρατήρησα τον Ογκάστους που παρακολουθούσε την ταινία. Του ήταν αδύνατο να συγκρατήσει το αθώο χαμόγελό του. Εγώ κοίταζα την οθόνη μου με μάτια μισόκλειστα, καθώς το βουνό από τα πτώματα των Περσών και των Σπαρτιατών θέριευε. Τελικά, οι Πέρσες κατάφεραν να καταβάλουν τους Σπαρτιάτες, οπότε γύρισα και κοίταξα τον Ογκάστους. Παρότι οι καλοί είχαν μόλις χάσει, ο Ογκάστους έμοιαζε κατενθουσιασμένος. Κούρνιασα πάλι πάνω του, όμως κράτησα τα μάτια μου κλειστά μέχρι να τελειώσει η μάχη. Όπως έπεφταν οι τίτλοι τέλους, έβγαλε τα ακουστικά του και είπε «Συγγνώμη, με παρέσυρε η ευγένεια της θυσίας. Τι έλεγες;» «Πόσοι νεκροί λες να υπάρχουν;» «Εννοείς, πόσοι φανταστικοί χαρακτήρες πέθαναν σ’ αυτή τη φανταστική ταινία; Όχι αρκετοί», αστειεύτηκε. «Όχι, εννοώ, πώς να το πω, συνολικά. Δηλαδή, πόσοι άνθρωποι λες να έχουν πεθάνει;» «Συμπτωματικά, γνωρίζω την απάντηση σε αυτή την ερώτηση», είπε. «Υπάρχουν εφτά δισεκατομμύρια ζωντανοί και περίπου ενενήντα οκτώ δισεκατομμύρια νεκροί». «Α», έκανα. Νόμιζα πως από τη στιγμή που ο πληθυσμός αυξανόταν τόσο γρήγορα, θα υπήρχαν περισσότεροι ζωντανοί απ’ ό,τι όλοι οι νεκροί μαζί. «Αναλογούν περίπου δεκατέσσερις νεκροί άνθρωποι σε κάθε ζωντανό», είπε εκείνος. Οι τίτλοι τέλους συνέχιζαν να προβάλλονται. Μ άλλον χρειαζόταν πολλή ώρα για να περάσουν τα ονόματα όλων εκείνων των πτωμάτων. Το κεφάλι μου εξακολουθούσε να ακουμπά στον ώμο του. «Το έψαξα λίγο πριν από μερικά χρόνια», συνέχισε ο Ογκάστους. «Αναρωτιόμουν αν
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
141
θα ήταν δυνατό να μην ξεχαστεί κανένας. Σαν να λέμε, έτσι και οργανωνόμασταν και αναθέταμε από έναν αριθμό νεκρών σε κάθε ζωντανό, θα υπήρχαν αρκετοί ζωντανοί ώστε να μην ξεχαστεί κανένας νεκρός;» «Και τι γίνεται, υπάρχουν;» «Βέβαια, ο καθένας θα μπορούσε να κατονομάσει δεκατέσσερις νεκρούς. Όμως είμαστε ανοργάνωτοι στο πένθος μας, οπότε πολλοί άνθρωποι καταλήγουν να θυμούνται τον Σαίξπηρ, αλλά κανείς δε θυμάται εκείνον που είχε κατά νου ο Σαίξπηρ όταν έγραφε το Πεντηκοστό Πέμπτο σονέτο». «Α, ναι», είπα. Ακολούθησε σιωπή για λίγο και ύστερα με ρώτησε «Θέλεις να διαβάσουμε κάτι;» Συμφώνησα. Είχα ξεκινήσει ένα μεγάλο ποίημα με τον τίτλο Ουρλιαχτό, του Άλεν Γκίνσμπεργκ, για το μάθημα της ποίησης στο κολέγιο, κι ο Γκας διάβαζε ξανά το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος. Ύστερα από λίγο ρώτησε «Λέει τίποτε;» «Το ποίημα;» «Ναι». «Ναι, είναι τέλειο. Οι χαρακτήρες στο ποίημα παίρνουν περισσότερες ουσίες απ’ ό,τι ακόμα κι εγώ. Το ΜΑΒ τι λέει;» «Εξακολουθεί να είναι τέλειο», είπε. «Διάβασέ μου». «Ξέρεις, δεν είναι το καταλληλότερο ποίημα για να το διαβάσεις φωναχτά ενώ κάθεσαι δίπλα στην κοιμισμένη μητέρα σου. Έχει αναφορές στο σοδομισμό και στην αγγελόσκονη, μεταξύ άλλων», είπα. «Μ όλις ανέφερες δύο από τις αγαπημένες μου ασχολίες», είπε. «Εντάξει, μήπως να μου διάβαζες κάτι άλλο;» «Χμ», έκανα, «μήπως δεν έχω τίποτε άλλο μαζί μου;» «Πολύ κρίμα. Έχω τρελή διάθεση για ποίηση. Δεν έχεις απομνημονεύσει κάτι;» «“Πάμε λοιπόν, εσύ κι εγώ”», ξεκίνησα νευρικά, «“Όταν το βράδυ απλώνεται στον ουρανό επάνω/Σας ασθενής αναίσθητος επάνω στο τραπέζι”».
142
JOHN GREEN
«Πιο σιγά», είπε. Ένιωσα αμήχανα, όπως την πρώτη φορά που του μίλησα για το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος. «Ε... εντάξει. Εντάξει. “Πάμε να διαβούμε, δρόμους παρατημένους,/Τα μουρμουριστά καταφύγια/Ασίγαστων νυχτών σε φτηνά ξενοδοχεία/Και ταπεινών φαγάδικων με θαλασσινά:/Σε δρόμους που απλώνονται σαν βαρετό επιχείρημα/Μ ε πονηρό σκοπό/Να σε οδηγήσουν σε ένα συντριπτικό ερώτημα.../Ω, μη ρωτάς, «Ποιο είναι αυτό;»/ Πάμε για την επίσκεψή μας”». «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου», είπε σιγανά. «Ογκάστους», είπα. «Αφού είμαι», επέμεινε. Μ ε κοίταζε κατάματα, έβλεπα τις άκρες των ματιών του να ζαρώνουν. «Είμαι ερωτευμένος μαζί σου και δε με ενδιαφέρει να στερήσω από τον εαυτό μου την απλή απόλαυση του να λέω αλήθειες. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου, και το ξέρω πως ο έρωτας είναι απλώς μια κραυγή στο κενό, πως η λήθη είναι αναπόφευκτη και πως είμαστε όλοι καταδικασμένοι, και θα έρθει η μέρα που ο κόπος μας θα γίνει ξανά σκόνη, ξέρω πως ο ήλιος θα καταπιεί τη μόνη γη που θα αποκτήσουμε, κι είμαι ερωτευμένος μαζί σου». «Ογκάστους», επανέλαβα, καθώς δεν ήξερα τι άλλο να πω. Ένιωθα λες και τα πάντα φούντωναν μέσα μου, σαν να πνιγόμουν σε μια αλλόκοτα επώδυνη χαρά, όμως δεν μπορούσα να του πω το ίδιο. Τίποτα δεν μπορούσα να πω. Τον κοίταζα και τον άφηνα να με κοιτάζει ώσπου έγνεψε καταφατικά, σούφρωσε τα χείλη του κι απέστρεψε το βλέμμα, ακουμπώντας το πλάι του κεφαλιού του στο παράθυρο.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
143
11
ΝΟΜΙΖΩ
πως τον πήρε ο ύπνος. Το ίδιο κι εμένα, τελικά, και ξύπνησα από τον ήχο των τροχών του αεροπλάνου που κατέβαιναν. Είχα μια απαίσια γεύση στο στόμα και προσπάθησα να το κρατήσω κλειστό, από φόβο μήπως δηλητηριάσω το αεροπλάνο. Κοίταξα προς το μέρος του Ογκάστους, ο οποίος είχε καρφώσει το βλέμμα του έξω από το παράθυρο καθώς περνούσαμε κάτω από τα χαμηλά σύννεφα. Ίσιωσα την πλάτη μου για να δω την Ολλανδία. Η γη έμοιαζε βυθισμένη στον ωκεανό, μικρά πράσινα παραλληλόγραμμα κυκλωμένα ολόγυρα από κανάλια. Μ άλιστα, προσγειωθήκαμε παράλληλα σε ένα κανάλι, σαν να υπήρχαν δύο διάδρομοι: ένας για μας και ένας για τις αγριόπαπιες. Αφού πήραμε τις αποσκευές μας και περάσαμε από το τελωνείο, μπήκαμε σε ένα ταξί που το οδηγούσε ένας στρουμπουλός φαλακρός τύπος ο οποίος μιλούσε τέλεια αγγλικά – σαν να λέμε, καλύτερα απ’ ό,τι εγώ. «Ξενοδοχείο Φιλοζόοφ;» είπα. Κι εκείνος απάντησε «Αμερικανοί είστε;» «Ναι», είπε η μητέρα μου. «Είμαστε από την Ιντιάνα».
144
JOHN GREEN
«Από την Ιντιάνα», είπε εκείνος. «Κλέβουν τα εδάφη από τους Ινδιάνους και κρατάνε το όνομα, σωστά;» «Κάπως έτσι», είπε η μητέρα μου. Ο ταξιτζής μπήκε στη ροή της κυκλοφορίας και κατευθυνθήκαμε προς έναν αυτοκινητόδρομο με πολλές μπλε πινακίδες και διπλά φωνήεντα: Οοστχάουζεν, Χάαρλεμ. Δίπλα στον αυτοκινητόδρομο, επίπεδα, άκτιστα εδάφη εκτείνονταν για χιλιόμετρα και σποραδικά ξεπρόβαλλαν εκεί τα πελώρια κεντρικά γραφεία κάποιας εταιρείας. Μ ε δυο λόγια, η Ολλανδία ήταν φτυστή η Ινδιανάπολη, μόνο που είχε μικρότερα αυτοκίνητα. «Το Άμστερνταμ είναι αυτό;» ρώτησα τον ταξιτζή. «Ναι και όχι», απάντησε. «Το Άμστερνταμ είναι όπως οι δακτύλιοι ενός δέντρου: όσο πλησιάζεις στο κέντρο τόσο παλιότερο γίνεται». Όλα συνέβησαν μεμιάς: βγήκαμε από τον αυτοκινητόδρομο και εμφανίστηκαν τα στοιχισμένα σπίτια της φαντασίας μου, χτισμένα ριψοκίνδυνα κοντά στα κανάλια, τα πανταχού παρόντα ποδήλατα και οι καφετέριες που διαφήμιζαν ότι διέθεταν Μ ΕΓΑΛΟ ΚΑΠΝΙΣΤΗΡΙΟ. Περάσαμε πάνω από ένα κανάλι και από την κορυφή της γέφυρας μπορούσα να διακρίνω δεκάδες πλωτά σπίτια δεμένα κατά μήκος της όχθης. Το μέρος δε θύμιζε σε τίποτα την Αμερική. Έμοιαζε με παλιό πίνακα, αλλά πραγματικό –τα πάντα φάνταζαν επώδυνα ειδυλλιακά στο φως του πρωινού– κι εγώ σκέφτηκα πόσο θαυμάσια παράξενο θα ήταν να ζεις σε ένα μέρος όπου σχεδόν τα πάντα είχαν χτιστεί από τους νεκρούς. «Είναι πολύ παλιά αυτά τα σπίτια;» ρώτησε η μητέρα μου. «Πολλά από τα σπίτια στα κανάλια χρονολογούνται από το Χρυσό Αιώνα, το δέκατο έβδομο αιώνα», είπε ο οδηγός. «Η πόλη μας διαθέτει πλούσια ιστορία, παρότι πολλοί τουρίστες ενδιαφέρονται μόνο για τη συνοικία με τα Κόκκινα Φανάρια». Έκανε μια παύση. «Ορισμένοι τουρίστες νομίζουν πως το Άμστερνταμ είναι μια έκλυτη πόλη, όμως στην πραγματικότητα είναι μια ελεύθερη πόλη. Και στην ελευθερία, οι περισσότεροι
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
145
άνθρωποι βρίσκουν την αμαρτία». Όλα τα δωμάτια στο Ξενοδοχείο Φιλοζόοφ είχαν το όνομα κάποιου φιλοζοόφου: η μητέρα μου κι εγώ μέναμε στο ισόγειο, στο Κίρκεγκορ· ο Ογκάστους έμενε στον επάνω όροφο, στο Χάιντεγκερ. Το δωμάτιό μας ήταν μικρό: ένα διπλό κρεβάτι κολλημένο στον τοίχο, με το BiPAP μου, ένα συμπυκνωτή οξυγόνου και μια ντουζίνα φιάλες οξυγόνου που ξαναγέμιζαν αραδιασμένα στα πόδια του κρεβατιού. Πέρα από τον εξοπλισμό, υπήρχε μια σκονισμένη παλιά καρέκλα με βαθουλωμένο κάθισμα, ένα γραφειάκι και μια μικρή βιβλιοθήκη πάνω από το κρεβάτι που φιλοξενούσε τη συλλογή των έργων του Σέρεν Κίρκεγκορ. Πάνω στο γραφείο βρήκαμε ένα ψάθινο καλάθι γεμάτο δώρα από τα Τζίνια: ξυλοπάπουτσα, ένα πορτοκαλί μπλουζάκι που έγραφε Ολλανδία, σοκολάτες και διάφορα άλλα καλούδια. Το Φιλοζόοφ βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο Βόντελπαρκ, το διασημότερο πάρκο του Άμστερνταμ. Η μητέρα μου ήθελε να πάμε περίπατο, εγώ όμως ήμουν σούπερ κουρασμένη, οπότε κι εκείνη έβαλε το BiPAP να λειτουργήσει και τοποθέτησε τη μάσκα πάνω μου. Δε μου άρεσε καθόλου να μιλάω μ’ εκείνο το πράγμα, όμως είπα «Πήγαινε εσύ στο πάρκο και θα σου τηλεφωνήσω όταν ξυπνήσω». «Εντάξει», είπε. «Καλό ύπνο, καρδιά μου». Όμως όταν ξύπνησα, μερικές ώρες αργότερα, τη βρήκα να κάθεται στην παμπάλαια καρέκλα στη γωνία, διαβάζοντας έναν ταξιδιωτικό οδηγό. «Καλημέρα», είπα. «Καλό απόγευμα, για την ακρίβεια», απάντησε εκείνη, καθώς ανασηκωνόταν από την καρέκλα με έναν αναστεναγμό. Πλησίασε το κρεβάτι, τοποθέτησε μια φιάλη στο καρότσι και τη συνέδεσε στο σωλήνα, ενώ εγώ έβγαζα τη μάσκα του BiPAP και
146
JOHN GREEN
τοποθετούσα τα λαστιχάκια στη μύτη μου. Ρύθμισε την παροχή στα 2,5 λίτρα το λεπτό –έξι ώρες πριν χρειαστεί αλλαγή– και ύστερα σηκώθηκα. «Πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε. «Καλά», είπα. «Τέλεια. Πώς ήταν το Βόντελπαρκ;» «Δεν πήγα τελικά», είπε. «Διάβασα τα πάντα, όμως, στον ταξιδιωτικό οδηγό». «Μ αμά», είπα, «δε χρειαζόταν να καθίσεις εδώ». Σήκωσε τους ώμους της. «Το ξέρω. Ήθελα και το έκανα. Μ ου αρέσει να σε βλέπω να κοιμάσαι». «Είπε η φύλακας». Γέλασα, όμως και πάλι αισθανόμουν άσχημα. «Απλώς θέλω να το διασκεδάσεις λίγο, εντάξει;» «Εντάξει. Θα το διασκεδάσω απόψε, σύμφωνοι; Θα κάνω μαμαδίστικες τρέλες, όσο εσύ και ο Ογκάστους θα λείπετε για φαγητό». «Χωρίς εσένα;» ρώτησα. «Ναι, χωρίς εμένα. Για την ακρίβεια, έχετε κράτηση σε ένα μέρος που ονομάζεται Οράνιε», είπε. «Το κανόνισε η βοηθός του κυρίου Φαν Χάουτεν. Βρίσκεται σε μια συνοικία που ονομάζεται Γιορντάαν. Πολύ κυριλέ, σύμφωνα με τον οδηγό. Υπάρχει σταθμός του τραμ εδώ δίπλα. Ο Ογκάστους έχει τη διεύθυνση. Μ πορείτε να φάτε έξω, να βλέπετε τα σκάφη να περνούν. Θα είναι υπέροχα. Πολύ ρομαντικά». «Μ αμά». «Μ ια κουβέντα είπα», απάντησε εκείνη. «Να βάλεις κάτι ωραίο. Εκείνο το φόρεμα, ίσως;» Θα μπορούσε κανείς να απορήσει με την παράνοια της όλης κατάστασης: μια μητέρα στέλνει τη δεκαεξάχρονη κόρη της να βγει μόνη με ένα δεκαεφτάχρονο αγόρι σε μια ξένη πόλη που φημίζεται για τα χαλαρά της ήθη. Όμως ήταν κι αυτό μια παρενέργεια του να πεθαίνεις: δεν μπορούσα να τρέξω, να χορέψω ή να φάω τροφές πλούσιες σε άζωτο, όμως στην πόλη της ελευθερίας συγκαταλεγόμουν μεταξύ των πλέον απελευθερωμένων κατοίκων της. Φόρεσα πράγματι εκείνο το καλοκαιρινό φόρεμα, ένα μπλε
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
147
εμπριμέ με λουλούδια που μου έφτανε ως το γόνατο, με καλσόν και μπαλαρίνες, γιατί μου άρεσε να είμαι αρκετά κοντύτερη απ’ ό,τι εκείνος. Μ πήκα σε ένα τραγικά μικρό μπάνιο και έδωσα μάχη με το αναμαλλιασμένο κεφάλι μου για λίγη ώρα, μέχρι που η όλη εικόνα θύμιζε αρκετά τη Νάταλι Πόρτμαν στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Στις 6 μ.μ. ακριβώς (μεσημέρι στην πατρίδα) ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. «Παρακαλώ;» είπα. Δεν υπήρχε ματάκι στις πόρτες του Ξενοδοχείου Φιλοζόοφ. «Εντάξει», απάντησε ο Ογκάστους. Άκουγα το τσιγάρο στο στόμα του. Κοιτάχτηκα. Το φόρεμα άφηνε να φανεί ό,τι περισσότερο είχε δει από το θώρακα και τις κλείδες μου ο Ογκάστους. Όχι πως ήταν χυδαίο ή κάτι τέτοιο, όμως ήταν ό,τι κοντινότερο σε αποκαλυπτικό ρούχο είχα φορέσει. (Η μητέρα μου είχε ένα ρητό για το θέμα αυτό με το οποίο συμφωνούσα: «Οι Λάνκαστερ δεν τσιτσιδώνονται».) Άνοιξα δυναμικά την πόρτα. Ο Ογκάστους φορούσε μαύρο κοστούμι με στενά πέτα, άψογα ραμμένο, πάνω από ένα ανοιχτό μπλε πουκάμισο και μια λεπτή μαύρη γραβάτα. Ένα τσιγάρο κρεμόταν από την αγέλαστη γωνιά του στόματός του. «Χέιζελ Γκρέις», είπε, «είσαι πανέμορφη». «Εγώ...» είπα. Σκεφτόμουν πως η υπόλοιπη πρότασή μου θα ακολουθούσε καθώς περνούσε αέρας από τις φωνητικές μου χορδές, όμως δεν έγινε τίποτα. Τελικά είπα «Μ ου φαίνεται πως δεν ντύθηκα αρκετά καλά». «Α, γι’ αυτό το παλιόρουχο λες;» είπε χαμογελώντας μου. «Ογκάστους», είπε η μητέρα μου από πίσω μου, «είσαι εξαιρετικά γοητευτικός απόψε». «Σας ευχαριστώ, κυρία Λάνκαστερ», είπε. Μ ου πρότεινε το μπράτσο του. Το έπιασα, όπως έριχνα μια ματιά προς τη μητέρα μου. «Θα τα πούμε στις έντεκα», είπε εκείνη.
148
JOHN GREEN
Ενώ περιμέναμε το τραμ νούμερο ένα σε ένα φαρδύ και πολύβουο δρόμο, είπα στον Ογκάστους «Το κοστούμι που φοράς στις κηδείες να υποθέσω;» «Να σου πω την αλήθεια, όχι», απάντησε. «Εκείνο το κοστούμι δεν είναι τόσο ωραίο». Το γαλανόλευκο τραμ έφτασε, ο Ογκάστους έδωσε τις κάρτες μας στον οδηγό κι εκείνος εξήγησε πως έπρεπε να τις περάσουμε μπροστά από έναν κυκλικό αισθητήρα. Όπως προχωρούσαμε στο γεμάτο τραμ, ένας ηλικιωμένος άντρας σηκώθηκε για να μας παραχωρήσει τη θέση του δίπλα σε μια ήδη ελεύθερη, κι εγώ προσπάθησα να του πω να μη σηκωθεί, όμως εκείνος έγνεψε επίμονα προς το κάθισμα. Πήγαμε με το τραμ τρεις στάσεις παρακάτω, ενώ εγώ έγερνα στον Γκας για να βλέπουμε μαζί έξω από το παράθυρο. Ο Ογκάστους έδειξε τα δέντρα και ρώτησε «Το βλέπεις αυτό;» Το έβλεπα. Υπήρχαν παντού ιτιές κατά μήκος των καναλιών κι από πάνω τους έπεφταν σπόροι. Όμως δεν έμοιαζαν με σπόρους. Έμοιαζαν με μικρογραφίες ροδοπέταλων, αποχρωματισμένων. Εκείνα τα ωχρά πέταλα χόρευαν στον αέρα σαν σμήνος πουλιών, ήταν χιλιάδες, σαν ανοιξιάτικη χιονοθύελλα. Ο ηλικιωμένος άντρας που μας είχε παραχωρήσει τη θέση του μας είδε που παρατηρούσαμε τη σκηνή και είπε στα αγγλικά «Είναι άνοιξη στο Άμστερνταμ τώρα. Τα ιέπεν ρίχνουν πολύχρωμα κομφετί για να υποδεχτούν την άνοιξη». Αλλάξαμε τραμ και ύστερα από τέσσερις ακόμα στάσεις φτάσαμε σε ένα δρόμο τον οποίο χώριζε στα δύο ένα εντυπωσιακό κανάλι, με τις αντανακλάσεις μιας παλιάς γέφυρας και των γραφικών σπιτιών να τρεμοπαίζουν στα νερά. Το Οράνιε απείχε τρία βήματα από τη στάση. Το εστιατόριο βρισκόταν στη μια πλευρά του δρόμου· το υπαίθριο κομμάτι του στην απέναντι, σε μια τσιμεντένια προεξοχή ακριβώς δίπλα στην όχθη του καναλιού. Τα μάτια της σερβιτόρας φωτίστηκαν μόλις
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
149
ο Ογκάστους κι εγώ κατευθυνθήκαμε προς το μέρος της. «Ο κύριος και η κυρία Γουότερς;» «Μ άλλον», είπα. «Το τραπέζι σας», είπε εκείνη, γνέφοντας προς ένα στενό τραπέζι σε απόσταση εκατοστών από το κανάλι, στην απέναντι πλευρά του δρόμου. «Η σαμπάνια είναι προσφορά του καταστήματος». Κοιταχτήκαμε με τον Γκας και χαμογελάσαμε. Μ όλις διασχίσαμε το δρόμο, τράβηξε την καρέκλα για να καθίσω και με βοήθησε να πλησιάσω στο τραπέζι. Υπήρχαν πράγματι δύο ποτήρια σαμπάνια στο λευκό τραπεζομάντιλο που κάλυπτε το τραπέζι μας. Η ελαφριά δροσιά στον αέρα ισορροπούσε άψογα με την ηλιοφάνεια· στη μια πλευρά μας περνούσαν ποδηλάτες – καλοντυμένοι άντρες και γυναίκες που επέστρεφαν στα σπίτια τους από τη δουλειά, απίθανα γοητευτικές ξανθές κοπέλες καθισμένες πλαγιαστά πίσω από τους φίλους τους που ποδηλατούσαν, παιδάκια χωρίς κράνη που αναπηδούσαν σε πλαστικά καθίσματα πίσω από τους γονείς τους. Και στην άλλη πλευρά, το νερό του καναλιού καλυπτόταν από αμέτρητους σπόρους κομφετί. Μ ικρά σκάφη ήταν δεμένα δίπλα στις τούβλινες όχθες, μισογεμάτα βροχόνερο, ορισμένα έτοιμα να βυθιστούν. Λίγο παρακάτω στο κανάλι μπορούσα να διακρίνω πλωτά σπίτια, και στο κέντρο του καναλιού ένα ανοιχτό, επίπεδο σκάφος γεμάτο ξαπλώστρες και ένα φορητό στέρεο κινούνταν νωχελικά προς το μέρος μας. Ο Ογκάστους έπιασε το ποτήρι με τη σαμπάνια του και το ύψωσε. Τον μιμήθηκα, κι ας μην είχα πιει ποτέ μου αλκοόλ, πέρα από μερικές γουλιές από την μπίρα του πατέρα μου. «Εντάξει», είπε. «Εντάξει», είπα και τσουγκρίσαμε. Ήπια μια γουλιά. Οι μικροσκοπικές φυσαλίδες διαλύθηκαν στο στόμα μου και ταξίδεψαν βόρεια προς τον εγκέφαλό μου. Γλυκές. Ζωηρές. Θαυμάσιες. «Είναι πολύ καλή», είπα. «Πρώτη φορά πίνω σαμπάνια».
150
JOHN GREEN
Εμφανίστηκε ένας γεροδεμένος νεαρός σερβιτόρος με κυματιστά ξανθά μαλλιά. Ήταν ψηλός, ίσως ψηλότερος ακόμα κι από τον Ογκάστους. «Ξέρετε», ρώτησε με θεσπέσια προφορά, «τι είπε ο Ντομ Περινιόν όταν ανακάλυψε τη σαμπάνια;» «Όχι», είπα. «Φώναξε στους άλλους μοναχούς “Ελάτε γρήγορα: Γεύομαι τ’ αστέρια”. Καλώς ορίσατε στο Άμστερνταμ. Θα θέλατε να δείτε το μενού ή θα επιλέξετε την πρόταση του σεφ;» Κοίταξα τον Ογκάστους κι εκείνος εμένα. «Η πρόταση του σεφ ακούγεται θαυμάσια, όμως η Χέιζελ είναι χορτοφάγος». Αυτό το είχα αναφέρει στον Ογκάστους μία φορά, την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε. «Κανένα πρόβλημα», είπε ο σερβιτόρος. «Τέλεια. Θα μπορούσαμε να έχουμε λίγο ακόμα από αυτό;» ρώτησε ο Γκας, δείχνοντας τη σαμπάνια. «Φυσικά», είπε ο σερβιτόρος μας. «Έχουμε εμφιαλώσει όλα τα αστέρια απόψε, φίλοι μου. Αχ, το κομφετί!» είπε και τίναξε ελαφρά ένα σπόρο από το γυμνό ώμο μου. «Χρόνια είχαμε να δούμε τόσο πολύ. Είναι παντού. Πολύ ενοχλητικό». Ο σερβιτόρος εξαφανίστηκε. Παρακολουθούσαμε το κομφετί να πέφτει από τον ουρανό, να χορεύει στο έδαφος παρασυρμένο από το αεράκι και να πέφτει στο κανάλι. «Κάπως δύσκολο να πιστέψεις πως κάποιος θα μπορούσε να το βρει ενοχλητικό», είπε ο Ογκάστους ύστερα από λίγο. «Ναι, όμως οι άνθρωποι πάντοτε συνηθίζουν την ομορφιά». «Εγώ, πάντως, ακόμα δε σε έχω συνηθίσει», απάντησε χαμογελώντας. Ένιωσα να κοκκινίζω. «Σε ευχαριστώ που ήρθες στο Άμστερνταμ», είπε. «Σε ευχαριστώ που με άφησες να εκμεταλλευτώ την ευχή σου», είπα. «Σε ευχαριστώ που φοράς αυτό το φόρεμα που είναι και πολύ πρώτο», είπε. Κούνησα το κεφάλι μου, προσπαθώντας να μην του χαμογελάσω. Δεν ήθελα να γίνω χειροβομβίδα. Από την άλλη, ήξερε τι έκανε, σωστά; Ήταν και δική του επιλογή. «Για
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
151
πες, πώς τελειώνει εκείνο το ποίημα;» ρώτησε. «Ορίστε;» «Το ποίημα που ξεκίνησες να μου λες στο αεροπλάνο». «Α, αυτό. Τελειώνει ως εξής: “Στης θάλασσας τα θαλάμια μείναμε/Δίπλα σε γοργόνες στολισμένες με φύκια κεραμιδιά και καστανά/Ώσπου μας ξυπνούν των ανθρώπων οι φωνές, και πνιγόμαστε”». Ο Ογκάστους έβγαλε ένα τσιγάρο και χτύπησε το φίλτρο στο τραπέζι. «Οι βλάκες οι άνθρωποι και οι φωνές τους, πάλι μαντάρα τα έκαναν». Ο σερβιτόρος ήρθε φέρνοντας ακόμα δυο ποτήρια σαμπάνια και κάτι που περιέγραψε ως «βελγικά λευκά σπαράγγια με εκχύλισμα λεβάντας». «Ούτε κι εγώ είχα ξαναπιεί σαμπάνια», είπε ο Γκας όταν έφυγε ο σερβιτόρος. «Σε περίπτωση που αναρωτιέσαι, ας πούμε. Επίσης, δεν έχω δοκιμάσει ποτέ μου λευκά σπαράγγια». Εγώ μασούσα την πρώτη μου μπουκιά. «Είναι καταπληκτικά», τον διαβεβαίωσα. Δοκίμασε κι εκείνος, κατάπιε. «Θεούλη μου. Αν τα σπαράγγια είχαν πάντα τέτοια γεύση, θα γινόμουν κι εγώ χορτοφάγος». Κάποιοι άνθρωποι πάνω σε ένα βερνικωμένο ξύλινο σκάφος μάς πλησίαζαν από το κανάλι. Μ ια επιβάτισσα, μια γυναίκα με σγουρά ξανθά μαλλιά γύρω στα τριάντα που έπινε μπίρα, σήκωσε το ποτήρι της προς το μέρος μας και φώναξε κάτι. «Δε μιλάμε ολλανδικά», φώναξε με τη σειρά του ο Γκας. Ένας από τους άλλους επιβάτες ανέλαβε τη μετάφραση: «Το όμορφο ζευγάρι είναι υπέροχο». Το φαγητό ήταν τόσο καλό, ώστε με κάθε πιάτο που ερχόταν η συζήτησή μας εξελισσόταν όλο και περισσότερο σε αποσπασματικούς επαίνους της νοστιμιάς του: «Θέλω αυτό το ριζότο καρότου να γίνει άνθρωπος ώστε να το πάρω στο Λας Βέγκας και να το παντρευτώ». «Σορμπέ αρακά, είσαι τόσο
152
JOHN GREEN
απρόσμενα θεσπέσιο». Ευχόμουν να πεινούσα περισσότερο. Μ ετά τα πράσινα νιόκι με σκόρδο, σερβιρισμένα με κόκκινα φύλλα μουστάρδας, ο σερβιτόρος είπε «Ακολουθεί το επιδόρπιο. Λίγα ακόμα αστέρια πρώτα;» Κούνησα το κεφάλι μου. Δύο ποτήρια ήταν αρκετά για μένα. Η σαμπάνια δεν αποτελούσε εξαίρεση στις υψηλές αντοχές μου στα αντικαταθλιπτικά και τα παυσίπονα· ένιωθα ζεστή αλλά όχι ζαλισμένη. Δεν ήθελα όμως να μεθύσω. Κάτι τέτοιες νύχτες δεν ήταν συχνές, και αυτή ήθελα να τη θυμάμαι. «Μ μμ», έκανα μόλις έφυγε ο σερβιτόρος. Ο Ογκάστους χαμογελούσε λοξά, καθώς κοίταζε προς τη μια μεριά του καναλιού, την ώρα που εγώ κοίταζα στην άλλη. Είχαμε πολλά να κοιτάξουμε, οπότε η σιωπή δε φάνταζε αμήχανη τελικά, όμως ήθελα να είναι τα πάντα τέλεια. Φαντάζομαι πως ήταν πράγματι τέλεια, όμως ένιωθα λες και κάποιος είχε επιχειρήσει να σκηνοθετήσει το Άμστερνταμ των ονείρων μου, πράγμα που με δυσκόλευε να ξεχάσω πως αυτό το δείπνο, ολόκληρο το ταξίδι, ήταν αποτέλεσμα του καρκίνου. Το μόνο που ήθελα ήταν να συζητάμε και να αστειευόμαστε, χαλαροί, σαν να ήμασταν στο καναπέ μαζί, πίσω στην πατρίδα, όμως υπέβοσκε μια ένταση. «Δεν είναι το κοστούμι που φοράω στις κηδείες», είπε ο Ογκάστους ύστερα από λίγο. «Όταν πρωτόμαθα ότι ήμουν άρρωστος... θέλω να πω, μου είπαν πως είχα πιθανότητες ίασης της τάξης του ογδόντα πέντε τοις εκατό. Το ξέρω πως είναι εξαιρετικές πιθανότητες, όμως εγώ συνέχεια σκεφτόμουν πως ήταν σαν ρώσικη ρουλέτα. Θέλω να πω, θα έπρεπε να περάσω έξι μήνες ή ένα χρόνο σκέτη κόλαση κι επιπλέον να χάσω το πόδι μου, και τελικά, ακόμα κι έτσι, ίσως να μην έβγαινε άκρη, καταλαβαίνεις;» «Καταλαβαίνω», είπα, παρότι δεν καταλάβαινα, όχι πραγματικά. Εγώ από την πρώτη στιγμή θεωρούμουν ανίατη περίπτωση· όλες οι θεραπείες στις οποίες είχα υποβληθεί στόχο είχαν να παρατείνουν τη ζωή μου, όχι να θεραπεύσουν τον καρκίνο μου. Το Phalanxifor είχε εισαγάγει κάποιο στοιχείο
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
153
αβεβαιότητας στην καρκινική μου ιστορία, όμως ήμουν διαφορετική περίπτωση από εκείνη του Ογκάστους: το τελευταίο κεφάλαιο είχε γραφτεί με τη διάγνωση. Ο Γκας, όπως οι περισσότεροι επιζώντες από καρκίνο, ζούσε με την αβεβαιότητα. «Λοιπόν», είπε. «Πέρασα μια φάση του στιλ ότι ήθελα να είμαι έτοιμος. Αγοράσαμε ένα χώρο στο Κράουν Χιλ, και πήγα μια μέρα με τον πατέρα μου εκεί και διάλεξα ένα συγκεκριμένο σημείο. Είχα σχεδιάσει όλη την κηδεία μου και τα πάντα, και τότε, ακριβώς πριν από την εγχείρηση, ρώτησα τους γονείς μου αν θα μπορούσα να αγοράσω ένα κοστούμι, ένα πραγματικά καλό κοστούμι, για την περίπτωση που θα την πατούσα. Τέλος πάντων, δε μου δόθηκε η ευκαιρία να το φορέσω. Τουλάχιστον, όχι πριν από σήμερα». «Δηλαδή, είναι το κοστούμι που διάλεξες για τη δική σου κηδεία». «Σωστά. Εσύ έχεις διαλέξει τα ρούχα σου;» «Ναι», είπα. «Είναι ένα φόρεμα που αγόρασα για το πάρτι των δέκατων πέμπτων γενεθλίων μου. Όμως δεν το φοράω σε ραντεβού». Τα μάτια του φωτίστηκαν. «Έχουμε βγει ραντεβού;» ρώτησε. Χαμήλωσα το βλέμμα μου, ντρεπόμουν. «Μ η ζορίζεις την τύχη σου». Είχαμε σκάσει και οι δύο στο φαγητό, όμως το γλυκό –ένα λαχταριστά πλούσιο crémeux σερβιρισμένο με φρούτα του πάθους– ήταν τόσο καλό, που δε γινόταν να μην το τσιμπολογήσεις τουλάχιστον, οπότε καθίσαμε για λίγο με το γλυκό μπροστά μας, προσπαθώντας να ξαναπεινάσουμε. Ο ήλιος έμοιαζε με παιδάκι που αρνούνταν πεισματικά να πάει για ύπνο: ήταν περασμένες οκτώμισι και εξακολουθούσε να έχει φως. Εντελώς ξαφνικά ο Ογκάστους ρώτησε «Πιστεύεις στη μετά θάνατον ζωή;» «Νομίζω πως η αιωνιότητα είναι μια εσφαλμένη έννοια»,
154
JOHN GREEN
απάντησα. Χαμογέλασε λοξά. «Εσύ είσαι μια εσφαλμένη έννοια». «Το ξέρω. Αυτός είναι και ο λόγος που το μοντέλο μου αποσύρεται από την κυκλοφορία». «Δεν είναι αστείο αυτό», είπε κοιτάζοντας προς το δρόμο. Δύο κοπέλες πέρασαν από κει με ένα ποδήλατο, η μια καθόταν πλαγιαστά πάνω από την πίσω ρόδα. «Έλα τώρα», είπα. «Αστείο ήταν». «Η σκέψη πως θα αποσυρθείς από την κυκλοφορία δε μου ακούγεται καθόλου αστεία», είπε εκείνος. «Σοβαρά, όμως: μετά θάνατον ζωή;» «Όχι», είπα, και ύστερα διόρθωσα κάπως την απάντησή μου. «Εντάξει, ίσως να μην έφτανα στο απόλυτο όχι. Εσύ;» «Ναι», είπε, με φωνή γεμάτη σιγουριά. «Ναι, απολύτως. Δεν πιστεύω σε κάποιον παράδεισο όπου καλπάζεις στις ράχες μονόκερων, παίζεις άρπα και ζεις σε ένα παλάτι καμωμένο από σύννεφα. Όμως, ναι. Πιστεύω σε Κάτι με κάπα κεφαλαίο. Πάντοτε πίστευα». «Αλήθεια;» ρώτησα. Μ ου έκανε εντύπωση. Εγώ ανέκαθεν συνέδεα την πίστη στον παράδεισο με μια, ας είμαι ειλικρινής, πνευματική δυσκαμψία. Όμως ο Γκας δεν ήταν βλάκας. «Ναι», είπε σιγανά. «Πιστεύω σε εκείνη τη φράση από το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος: “Ο ήλιος ξεπρόβαλε, εκτυφλωτικός, οδηγώντας τα μάτια της σε βέβαιη ήττα”. Αυτό είναι ο Θεός, νομίζω, ο ήλιος που ανατέλλει, και το φως είναι τόσο εκτυφλωτικό, ώστε τα μάτια της χάνουν τη μάχη αλλά δεν είναι χαμένα. Δεν πιστεύω πως επιστρέφουμε για να στοιχειώσουμε ή να παρηγορήσουμε τους ζωντανούς, όμως νομίζω πως κάτι γινόμαστε όταν φεύγουμε από δω». «Φοβάσαι τη λήθη». «Βέβαια, φοβάμαι την επίγεια λήθη. Όμως, πώς να το πω... δε θέλω να ακουστώ σαν τους γονείς μου, όμως πιστεύω πως οι άνθρωποι έχουν ψυχή και πιστεύω στο διάλογο των ψυχών. Ο φόβος της λήθης είναι κάτι άλλο, ο φόβος πως δε θα μπορέσω
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
155
να προσφέρω τίποτα σε αντάλλαγμα για τη ζωή μου. Αν δε ζεις στην υπηρεσία ενός μεγαλύτερου καλού, πρέπει τουλάχιστον να πεθάνεις στην υπηρεσία ενός μεγαλύτερου καλού, καταλαβαίνεις; Κι εγώ φοβάμαι πως ούτε η ζωή ούτε ο θάνατός μου θα έχουν κάποιο νόημα». Κούνησα απλώς το κεφάλι μου. «Τι;» ρώτησε εκείνος. «Η εμμονή που έχεις να πεθάνεις για κάποιο ανώτερο σκοπό ή να αφήσεις πίσω σου κάποιο αξέχαστο σημάδι του ηρωισμού σου, ας πούμε. Είναι αλλόκοτη». «Όλοι θέλουν να ζήσουν μια εξαιρετική ζωή». «Όχι όλοι», είπα, αδυνατώντας να κρύψω την ενόχλησή μου. «Έχεις θυμώσει;» «Απλώς δεν...» είπα, χωρίς να καταφέρω να ολοκληρώσω την πρότασή μου. «Απλώς», επανέλαβα. Ανάμεσά μας τρεμόπαιζε η φλόγα του κεριού. «Είναι πολύ σκληρό να λες πως οι μόνες ζωές που έχουν σημασία είναι εκείνες που αφιερώθηκαν σε κάτι ή θυσιάστηκαν για κάποιο σκοπό. Είναι πολύ σκληρό να λες αυτό το πράγμα σ’ εμένα». Αισθανόμουν σαν παιδάκι για κάποιο λόγο, οπότε έφαγα λίγο από το γλυκό μου για να δώσω την εντύπωση πως το θέμα δεν ήταν και τόσο σημαντικό για μένα. «Συγγνώμη», είπε. «Δεν το εννοούσα έτσι. Απλώς σκεφτόμουν τον εαυτό μου». «Ναι, αυτό σκεφτόσουν», είπα. Ήμουν τόσο χορτάτη, που δεν μπόρεσα να συνεχίσω. Ανησυχούσα πως μπορεί να έκανα εμετό, γιατί συχνά αυτό συνέβαινε όταν έτρωγα. (Δεν ήταν θέμα βουλιμίας, αλλά καρκίνου.) Έσπρωξα το πιάτο με το γλυκό μου προς το μέρος του Γκας, όμως εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Συγγνώμη», επανέλαβε, απλώνοντας το χέρι του στο τραπέζι για να πιάσει το δικό μου. Τον άφησα. «Θα μπορούσε να ήταν χειρότερα, ξέρεις». «Πώς;» ρώτησα, με περιπαικτική διάθεση. «Να, έχω μια καλλιγραφική επιγραφή πάνω από την τουαλέτα μου που γράφει “Αφέσου Καθημερινά στην Παρηγοριά
156
JOHN GREEN
των Λόγων του Θεού”, Χέιζελ. Θα μπορούσα να ήμουν πολύ χειρότερος». «Ανθυγιεινό μου ακούγεται», είπα. «Θα μπορούσα να ήμουν χειρότερος». «Θα μπορούσες να ήσουν χειρότερος». Χαμογέλασα. Του άρεσα πραγματικά. Ίσως να ήμουν νάρκισσος, δεν ξέρω, όμως μόλις το συνειδητοποίησα, εκεί, εκείνη τη στιγμή, στο Οράνιε, ένιωσα πως μου άρεσε ακόμα περισσότερο. Όταν ήρθε ο σερβιτόρος για να πάρει το γλυκό είπε «Το γεύμα σας πληρώθηκε από τον κύριο Πέτερ Φαν Χάουτεν». Ο Ογκάστους χαμογέλασε. «Τελικά αυτός ο Φαν Χάουτεν είναι μια χαρά τύπος». Περπατούσαμε κατά μήκος του καναλιού καθώς νύχτωνε. Ένα τετράγωνο πιο κάτω από το Οράνιε σταματήσαμε σε ένα παγκάκι περικυκλωμένο από παλιά σκουριασμένα ποδήλατα, κλειδωμένα στις σχάρες στάθμευσης και μεταξύ τους. Καθίσαμε γοφό με γοφό κοιτάζοντας το κανάλι και ο Ογκάστους πέρασε το μπράτσο του γύρω μου. Μ πορούσα να διακρίνω το φωτεινό στεφάνι που εκτεινόταν πάνω από την περιοχή με τα Κόκκινα Φανάρια. Παρότι ήταν η περιοχή των Κόκκινων Φαναριών, η λάμψη που πήγαζε από κει είχε μια απόκοσμα πράσινη χροιά. Φανταζόμουν χιλιάδες τουρίστες να μεθάνε, να μαστουρώνουν και να γκελάρουν σαν μπίλιες από φλιπεράκι στα στενά δρομάκια. «Απίστευτο μου φαίνεται που αύριο θα μας πει τι γίνεται», είπα. «Ο Πέτερ Φαν Χάουτεν θα μας διηγηθεί το περίφημο άγραφο τέλος του καλύτερου βιβλίου της ιστορίας». «Συν του ότι πλήρωσε το δείπνο μας», είπε ο Ογκάστους. «Φαντάζομαι διαρκώς πως θα μας ψάξει μήπως έχουμε πάνω μας κασετόφωνα πριν μας μιλήσει. Κι ύστερα θα καθίσει ανάμεσά μας, σε έναν καναπέ στο καθιστικό του, και θα ψιθυρίσει τι απέγινε η μητέρα της Άννα και αν παντρεύτηκε τον
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
157
Ολλανδό Τουλίπα». «Μ ην ξεχνάς το Σίσυφο το χάμστερ», πρόσθεσε ο Ογκάστους. «Σωστά, και φυσικά την τύχη που περίμενε το Σίσυφο το χάμστερ». Έγειρα μπροστά, για να κοιτάξω το κανάλι. Ήταν τόσα πολλά εκείνα τα χλομά πέταλα ιτιάς μέσα στα κανάλια, που καταντούσε γελοίο. «Μ ια συνέχεια η οποία θα υπάρξει μόνο για μας», είπα. «Για πες, τι νομίζεις ότι γίνεται;» με ρώτησε. «Ειλικρινά, δεν ξέρω. Τα έχω σκεφτεί όλα αμέτρητες φορές. Κάθε φορά που ξαναδιαβάζω το βιβλίο σκέφτομαι κάτι διαφορετικό, καταλαβαίνεις;» Έγνεψε καταφατικά. «Εσύ έχεις κάποια θεωρία;» «Ναι. Δε νομίζω ότι ο Ολλανδός Τουλίπας είναι απατεώνας, όμως ούτε πλούσιος είναι, όπως τους κάνει να πιστέψουν. Νομίζω επίσης πως αφού πεθαίνει η Άννα, η μητέρα της πηγαίνει στην Ολλανδία μαζί του, πιστεύοντας πως θα ζήσουν εκεί για πάντα, όμως στην πορεία δεν της βγαίνει γιατί θέλει να βρίσκεται κοντά στα μέρη όπου έζησε η κόρη της». Δεν είχα συνειδητοποιήσει πως το βιβλίο τον είχε απασχολήσει τόσο πολύ, ότι το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος είχε σημασία για τον Γκας ανεξάρτητα από τη σημασία που είχα εγώ για εκείνον. Το νερό έγλειφε νωχελικά τους πέτρινους τοίχους του καναλιού από κάτω μας· μια παρέα φίλων πέρασε με ποδήλατα. Φώναζαν ο ένας στον άλλο στα γοργά λαρυγγικά ολλανδικά· τα μικρά βαρκάκια, που δεν πρέπει να ήταν πολύ μακρύτερα απ’ ό,τι εγώ, μισοβυθισμένα στο κανάλι· η μυρωδιά του νερού που είχε μείνει ακίνητο πάρα πολύ καιρό· το μπράτσο του που με τραβούσε κοντά του· το πραγματικό του πόδι ακουμπισμένο πάνω στο πραγματικό μου πόδι, από τη λεκάνη μέχρι το πέλμα. Έγειρα στο κορμί του λιγάκι. Μ όρφασε. «Συγγνώμη, είσαι εντάξει;» Πρόφερε ένα ναι, αλλά ήταν φανερό ότι πονούσε.
158
JOHN GREEN
«Συγγνώμη», είπα. «Έχω κοκαλιάρικους ώμους». «Δεν πειράζει», αποκρίθηκε. «Ωραία είναι». Καθίσαμε εκεί πολλή ώρα. Τελικά η παλάμη του εγκατέλειψε τον ώμο μου και ακούμπησε ξανά στο παγκάκι. Κυρίως κοιτάζαμε το κανάλι. Εγώ σκεφτόμουν πολύ πώς είχαν κάνει αυτό το μέρος να υπάρχει, παρότι κανονικά έπρεπε να βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του νερού, και πώς για τη δρ Μ αρία ήμουν κι εγώ ένα μικρό Άμστερνταμ, μια μισοπνιγμένη ανωμαλία, κι αυτό με έκανε να συλλογιστώ το θάνατο. «Μ πορώ να σε ρωτήσω για την Καρολάιν Μ άδερς;» «Και μετά λες πως δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή», απάντησε χωρίς να με κοιτάξει. «Όμως, ναι, φυσικά. Τι θέλεις να μάθεις;» Ήθελα να μάθω αν θα ήταν εντάξει αν πέθαινα. Ήθελα να μην είμαι χειροβομβίδα, να μην είμαι μια καταστροφική δύναμη στη ζωή των ανθρώπων που αγαπούσα. «Δεν ξέρω, τι συνέβη, μάλλον». Αναστέναξε τόσο μακρόσυρτα, που για τα μέτρα των άχρηστων πνευμόνων μου ήταν σαν να κόμπαζε. Έβαλε ένα καινούριο τσιγάρο στο στόμα του. «Ξέρεις πως λένε ότι δεν υπάρχει μέρος που να έχει αξιοποιηθεί λιγότερο απ’ ό,τι η παιδική χαρά ενός νοσοκομείου;» Έγνεψα καταφατικά. «Λοιπόν, ήμουν στο Μ εμόριαλ μερικές βδομάδες, τότε που μου αφαίρεσαν το πόδι και τα σχετικά. Ήμουν στον πέμπτο όροφο και από κει έβλεπα την παιδική χαρά, η οποία, φυσικά, ήταν μονίμως εντελώς έρημη. Εγώ, πάλι, κατακλυζόμουν από τη μεταφορική σημασία της άδειας παιδικής χαράς στο προαύλιο του νοσοκομείου. Κάποια στιγμή, όμως, άρχισε να εμφανίζεται μια κοπέλα, μόνη της, στην παιδική χαρά, κάθε πρωί· έκανε κούνια ολομόναχη, σαν τις σκηνές που βλέπεις στις ταινίες, ας πούμε. Οπότε, παρακάλεσα μια από τις πιο ευγενικές νοσοκόμες που είχα να μάθει τι έπαιζε με την κοπέλα, και η νοσοκόμα την έφερε στο δωμάτιό μου να με επισκεφτεί, και ήταν η Καρολάιν, οπότε εγώ αξιοποίησα την απίστευτη γοητεία μου για να την
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
159
κερδίσω». Έκανε μια παύση, κι έτσι αποφάσισα να πω κάτι. «Δεν έχεις και τόση γοητεία», είπα. Εκείνος κάγχασε, σαν να μη με πίστευε. «Βασικά, κούκλος είσαι, τίποτα παραπάνω», του εξήγησα. Γέλασε. «Το θέμα με τους νεκρούς...» είπε κι ύστερα σταμάτησε. «Το θέμα είναι πως ακούγεσαι σαν κάθαρμα έτσι και δεν τους εξιδανικεύσεις, όμως η αλήθεια είναι... περίπλοκη, μάλλον. Ας πούμε, ξέρεις την κλασική εικόνα της στωικής και αποφασιστικής καρκινοπαθούς η οποία αντιστέκεται ηρωικά στον καρκίνο της με υπεράνθρωπη δύναμη και ποτέ δεν παραπονιέται ούτε σταματά να χαμογελά, μέχρι το τέλος, και τα λοιπά, και τα λοιπά;» «Πράγματι», είπα. «Είναι ευγενικές και γενναιόδωρες ψυχές, που η κάθε τους ανάσα αποτελεί Έμπνευση για Όλους Μ ας. Είναι τόσο δυνατές! Πόσο πολύ τις θαυμάζουμε!» «Σωστά. Όμως η αλήθεια είναι, εξαιρώντας εμάς τους δύο προφανώς, πως τα παιδιά που πάσχουν από καρκίνο δεν έχουν στατιστικά περισσότερες πιθανότητες να είναι ξεχωριστά ή γενναιόψυχα ή υπομονετικά ή δεν ξέρω τι άλλο. Η Καρολάιν ήταν μονίμως δύσθυμη και κατηφής, όμως μου άρεσε. Μ ου άρεσε να αισθάνομαι πως είχε επιλέξει να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που δε μισούσε, οπότε περνούσαμε πολύ χρόνο μαζί κατακρίνοντας όλους τους άλλους, καταλαβαίνεις; Κακολογούσαμε τις νοσοκόμες, τα άλλα παιδιά, τις οικογένειές μας, τους πάντες και τα πάντα. Δεν ξέρω αν αυτό οφειλόταν στο χαρακτήρα της ή στον όγκο. Θέλω να πω, μια από τις νοσοκόμες μού είπε κάποτε πως το είδος του όγκου που είχε η Καρολάιν ήταν γνωστό στον ιατρικό κόσμο ως Όγκος του Κωλόπαιδου, βασικά γιατί σε μετατρέπει σε τέρας. Είχα λοιπόν απέναντί μου μια κοπέλα από την οποία είχε αφαιρεθεί το ένα πέμπτο του εγκεφάλου της και ο Όγκος του Κωλόπαιδου είχε επανεμφανιστεί, και δεν ήταν, ξέρεις, το υπόδειγμα του στωικού, ηρωικού καρκινοπαθούς. Ήταν... πώς να το πω, για να είμαι ειλικρινής ήταν μια σκύλα. Όμως δεν μπορείς να το πεις αυτό
160
JOHN GREEN
γιατί είχε εκείνο τον όγκο και, εκτός αυτού, είναι νεκρή. Άσε που είχε ένα σωρό λόγους να μην είναι ευχάριστος άνθρωπος, καταλαβαίνεις;» Καταλάβαινα. «Θυμάσαι εκείνο το σημείο στο Μία Αυτοκρατορική Βάσανος όπου η Άννα διασχίζει το γήπεδο για να πάει στο μάθημα της γυμναστικής και τέλος πάντων πέφτει και σκάει με το πρόσωπο στο γρασίδι και τότε καταλαβαίνει ότι ο καρκίνος έχει επιστρέψει στο νευρικό της σύστημα και δεν μπορεί να σηκωθεί και το πρόσωπό της απέχει σκάρτους τρεις πόντους από το γρασίδι του γηπέδου και έχει μείνει εκεί να κοιτάζει το χορτάρι από κοντά, παρατηρώντας τον τρόπο που το φως πέφτει πάνω του και... δε θυμάμαι ακριβώς πώς το λέει, όμως στο περίπου γράφει πως η Άννα βιώνει μια αποκάλυψη τύπου Γουίτμαν, στο στιλ ότι ο ορισμός της ανθρωπιάς είναι η ευκαιρία να θαυμάζεις το μεγαλείο της δημιουργίας ή κάπως έτσι. Το θυμάσαι αυτό το σημείο». «Το θυμάμαι», είπα. «Λοιπόν, μετά, το διάστημα που με ρήμαζε η χημειοθεραπεία, για κάποιο λόγο αποφάσισα να αισθάνομαι ιδιαίτερη αισιοδοξία. Όχι ειδικά για την πιθανότητα να επιβιώσω, όμως ένιωθα έτσι όπως νιώθει η Άννα στο βιβλίο, εκείνο το συναίσθημα ενθουσιασμού και ευγνωμοσύνης επειδή είχα τη δυνατότητα να θαυμάζω όλα όσα υπήρχαν γύρω μου. »Εν τω μεταξύ, όμως, η κατάσταση της Καρολάιν χειροτέρευε διαρκώς. Ύστερα από λίγο καιρό επέστρεψε στο σπίτι της και υπήρξαν στιγμές που θεώρησα ότι θα μπορούσαμε να έχουμε, ξέρεις, μια κανονική σχέση, όμως δεν μπορούσαμε, ουσιαστικά, γιατί δε διέθετε κανένα φίλτρο ανάμεσα στη σκέψη και στην ομιλία της, πράγμα που ήταν θλιβερό και δυσάρεστο, και συχνά σκληρό. Όμως, πώς να το πω, δε γίνεται να παρατήσεις μια κοπέλα που έχει όγκο στον εγκέφαλο. Εκτός αυτού, οι γονείς της με συμπαθούσαν, κι έχει ένα μικρό αδερφό που είναι πραγματικά πολύ καλό παιδί. Θέλω να πω, πώς γίνεται
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
161
να την παρατήσεις; Πεθαίνει. »Ήταν μια ατελείωτη δοκιμασία. Διήρκεσε σχεδόν ένα χρόνο, και ήταν ένας χρόνος που τον πέρασα παρέα με μια κοπέλα η οποία άρχιζε να γελάει στο ξεκάρφωτο, να δείχνει το προσθετικό πόδι μου και να με λέει Κούτσαβλο». «Όχι», είπα. «Κι όμως. Εντάξει, ο όγκος έφταιγε. Κατέτρωγε το μυαλό της, καταλαβαίνεις; Ίσως όμως και να μην ήταν ο όγκος. Δεν μπορώ να το ξέρω, γιατί οι δυο τους ήταν αχώριστοι, εκείνη και ο όγκος. Όμως, καθώς η υγεία της χειροτέρευε, επαναλάμβανε τις ίδιες ιστορίες, γελούσε με τα σχόλια που έκανε η ίδια, ακόμα κι αν είχε πει το ίδιο πράγμα εκατό φορές την ίδια μέρα. Για να καταλάβεις, βδομάδες ολόκληρες έλεγε το ίδιο αστείο: “Ο Γκας έχει τέλεια πόδια. Δηλαδή, πόδι”. Και ύστερα άρχιζε να γελάει σαν μανιακή». «Αχ, Γκας», είπα. «Είναι πολύ...» Δεν ήξερα τι να πω. Δε με κοίταζε, κι εγώ ένιωθα πως θα εισέβαλλα στον προσωπικό του χώρο αν τον κοίταζα. Τον ένιωσα να μετακινείται προς τα εμπρός. Πήρε το τσιγάρο από το στόμα του και το κοίταξε, το έπαιξε ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείκτη του, και τελικά το έβαλε ξανά ανάμεσα στα χείλη του. «Πάντως», είπε, «για να είμαστε δίκαιοι, έχω πράγματι ένα τέλειο πόδι». «Λυπάμαι», είπα. «Αλήθεια, λυπάμαι». «Δεν υπάρχει λόγος, Χέιζελ Γκρέις. Όμως, για να είμαστε ξεκάθαροι, όταν νόμισα πως είδα το φάντασμα της Καρολάιν Μ άδερς στην Ομάδα Υποστήριξης δε χάρηκα ακριβώς. Κοίταζα μεν επίμονα, όχι όμως με λαχτάρα, αν με καταλαβαίνεις». Έβγαλε το πακέτο από την τσέπη του και έβαλε το τσιγάρο στη θέση του. «Λυπάμαι», επανέλαβα. «Κι εγώ», είπε. «Δε θα ήθελα ποτέ να σου κάνω κάτι τέτοιο», του είπα. «Α, δε θα με πείραζε, Χέιζελ Γκρέις. Θα ήταν τιμή μου να
162
μου ραγίσεις την καρδιά».
JOHN GREEN
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
163
12
ΞΥΠΝΗΣΑ ΣΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡ ΙΣ ΤΟ ΠΡ ΩΙ, ώρα Ολλανδίας, έτοιμη για τη μέρα που θα ακολουθούσε. Όλες οι προσπάθειες να κοιμηθώ ξανά απέτυχαν, οπότε έμεινα ξαπλωμένη με το BiPAP να στέλνει αέρα μέσα μου και ύστερα να τον αφαιρεί, απολαμβάνοντας τους ήχους του μηχανικού δράκοντα, αν κι ευχόμουν να μπορούσα να επιλέξω τις δικές μου ανάσες. Ξαναδιάβασα το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος, μέχρι την ώρα που ξύπνησε η μητέρα μου και στράφηκε προς το μέρος μου, γύρω στις έξι. Κούρνιασε το κεφάλι της στον ώμο μου, κίνηση που μου προκάλεσε αμηχανία και μου θύμισε αμυδρά τον Ογκάστους. Το ξενοδοχείο μάς έφερε πρωινό στο δωμάτιο, στο οποίο, προς μεγάλη μου χαρά, περιλαμβάνονταν διάφορα εκλεκτά κομμάτια κρύου κρέατος, καθώς και πολλά άλλα που μας στερούσαν οι αμερικανικές συμβάσεις περί πρωινού. Το φόρεμα που είχα επιλέξει να φορέσω στη συνάντηση με τον Πέτερ Φαν Χάουτεν είχε χρησιμοποιηθεί ήδη για το δείπνο στο Οράνιε, οπότε αφού έκανα ντους και κατάφερα να στρώσω, στο περίπου, τα μαλλιά μου, πέρασα γύρω στη μισή ώρα συζητώντας με τη μητέρα μου τα διάφορα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των
164
JOHN GREEN
διαθέσιμων ενδυματολογικών επιλογών, προτού αποφασίσω να ντυθώ με τρόπο ο οποίος θύμιζε όσο το δυνατόν περισσότερο την Άννα του ΜΑΒ: πάνινα αθλητικά παπούτσια, σκούρο τζιν παντελόνι, όπως ντυνόταν πάντα εκείνη, και ένα ανοιχτό μπλε μπλουζάκι. Το μπλουζάκι είχε μια στάμπα ενός περίφημου σουρεαλιστικού έργου του Ρενέ Μ αγκρίτ, στο οποίο σχεδίασε μια πίπα και ύστερα από κάτω έγραψε με καλλιγραφικούς χαρακτήρες Ceci n’est pas une pipe, «Αυτό δεν είναι μια πίπα». «Λυπάμαι, αλλά δεν το καταλαβαίνω αυτό το μπλουζάκι», είπε η μητέρα μου. «Ο Πέτερ Φαν Χάουτεν θα το καταλάβει, πίστεψέ με. Στο Μία Αυτοκρατορική Βάσανος έχει χωρέσει γύρω στις εφτά χιλιάδες αναφορές στο έργο του Μ αγκρίτ». «Μ α, αφού είναι πίπα». «Όχι, δεν είναι», είπα. «Είναι η εικόνα μιας πίπας. Καταλαβαίνεις; Όλες οι αναπαραστάσεις ενός αντικειμένου είναι εγγενώς αφηρημένες. Πολύ έξυπνο». «Πότε μεγάλωσες τόσο ώστε να καταλαβαίνεις πράγματα που μπερδεύουν τη γριά μητέρα σου;» ρώτησε η μαμά. «Μ ου φαίνεται σαν χτες που εξηγούσα στην εφτάχρονη Χέιζελ για ποιο λόγο ο ουρανός είναι γαλάζιος. Εκείνα τα χρόνια με είχες για ιδιοφυΐα». «Για πες, γιατί είναι γαλάζιος ο ουρανός;» ρώτησα. «Γιατί έτσι», απάντησε. Γέλασα. Όσο κόντευε δέκα τόσο αυξανόταν η ταραχή μου: ανυπομονούσα να δω τον Ογκάστους· ανυπομονούσα να συναντήσω τον Πέτερ Φαν Χάουτεν· ανησυχούσα πως δεν είχα διαλέξει τα κατάλληλα ρούχα· ανησυχούσα πως δε θα βρίσκαμε το σωστό σπίτι, καθώς όλα τα σπίτια στο Άμστερνταμ ήταν παρόμοια· ανησυχούσα πως θα χανόμασταν και δε θα επιστρέφαμε ποτέ στο Φιλοζόοφ· ταραχή, ανυπομονησία, νευρικότητα. Η μητέρα μου προσπαθούσε διαρκώς να μου πιάσει κουβέντα, όμως εγώ δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
165
Ετοιμαζόμουν να της ζητήσω να πάει πάνω και να βεβαιωθεί πως ο Ογκάστους είχε ξυπνήσει, όταν μας χτύπησε την πόρτα. Σηκώθηκα και άνοιξα. Κοίταξε το μπλουζάκι μου και χαμογέλασε. «Αστείο», είπε. «Μ η λες το στήθος μου αστείο», απάντησα. «Εδώ είμαι», μας θύμισε η μητέρα μου πίσω μας. Εγώ όμως είχα καταφέρει να κάνω τον Ογκάστους να κοκκινίσει και να σαστίσει αρκετά, ώστε να μπορέσω, επιτέλους, να τον κοιτάξω. «Σίγουρα δε θες να έρθεις;» ρώτησα τη μητέρα μου. «Θα πάω στο μουσείο και στο πάρκο σήμερα», είπε. «Άλλωστε, δεν καταλαβαίνω τι προσπαθεί να πει στο βιβλίο του. Χωρίς παρεξήγηση. Να τον ευχαριστήσεις, όπως και τη Λιντεβέι, εκ μέρους μας, εντάξει;» «Εντάξει», είπα. Αγκάλιασα τη μητέρα μου, κι εκείνη με φίλησε στο κεφάλι, ακριβώς πάνω από το αφτί. Το άσπρο σπίτι του Πέτερ Φαν Χάουτεν βρισκόταν λίγο πιο κάτω από το ξενοδοχείο, μετά την πρώτη στροφή, στη Βοντελστράατ, με θέα προς το πάρκο. Στον αριθμό 158. Ο Ογκάστους μού πρότεινε το μπράτσο του, έπιασε το καροτσάκι του οξυγόνου με το άλλο χέρι, και ανεβήκαμε μαζί τα τρία σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη λακαριστή μαυρομπλέ εξώπορτα. Η καρδιά μου χτυπούσε, ανάστατη. Μ ια κλειστή πόρτα με χώριζε από τις απαντήσεις που ονειρευόμουν από την πρώτη στιγμή που διάβασα εκείνη την τελευταία, ανολοκλήρωτη σελίδα. Από το σπίτι άκουγα έναν μπάσο ρυθμικό γδούπο, τόσο έντονο, που τράνταζε τα τζάμια των παραθύρων. Αναρωτήθηκα μήπως ο Πέτερ Φαν Χάουτεν είχε κάποιο παιδί που του άρεσε η ραπ μουσική. Έπιασα το ρόπτρο σε σχήμα κεφαλιού λιονταριού και χτύπησα διστακτικά την πόρτα. Ο γδούπος συνεχιζόταν. «Μ ήπως δεν ακούει εξαιτίας της μουσικής;» ρώτησε ο
166
JOHN GREEN
Ογκάστους. Έπιασε με τη σειρά του το ρόπτρο και χτύπησε την πόρτα αρκετά δυνατότερα. Η μουσική σταμάτησε, παραχωρώντας τη θέση της σε συρτά βήματα. Ένας σύρτης σύρθηκε. Ύστερα, ένας ακόμα. Η πόρτα έτριξε. Ένας άντρας με πεταχτό στομάχι και λιγοστά μαλλιά, κρεμαστό προγούλι και γένια μιας βδομάδας έστρεψε τα μισόκλειστα μάτια του προς το φως του ήλιου. Φορούσε γαλάζιες πιτζάμες, σαν τους τύπους στις παλιές ταινίες. Το πρόσωπο και το στομάχι του ήταν τόσο στρογγυλά, τα μπράτσα του τόσο ισχνά, ώστε έμοιαζε με μπάλα από ζυμάρι πάνω στην οποία είχαν καρφωθεί τέσσερις οδοντογλυφίδες. «Ο κύριος Φαν Χάουτεν;» ρώτησε ο Ογκάστους με κάπως ψιλή φωνή. Η πόρτα έκλεισε με δύναμη. Πίσω της άκουσα μια τρεμάμενη, αδύναμη φωνή να φωνάζει «ΛΙΙΙΙ - ΝΤΕ - ΒΙΧ!» (Μ έχρι τότε πρόφερα το όνομα της βοηθού του «Λιντεβέι»). Ακούγαμε τα πάντα πίσω από την πόρτα. «Ήρθαν, Πέτερ;» ρώτησε μια γυναίκα. «Ήρθαν, Λίντεβιχ, δυο έφηβες οπτασίες στέκουν μπροστά στην πόρτα». «Οπτασίες;» ρώτησε εκείνη, με ευχάριστη ολλανδική προφορά. Ο Φαν Χάουτεν απάντησε απνευστί. «Φαντάσματα, αερικά, ίσκιοι, παρωρίτες, εξωγήινες οπτασίες, Λίντεβιχ. Πώς είναι δυνατό μια γυναίκα που επιχειρεί να εξασφαλίσει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στην αμερικανική λογοτεχνία να επιδεικνύει τέτοια τραγική λεξιλογική ανεπάρκεια;» «Πέτερ, δεν είναι οπτασίες. Είναι ο Ογκάστους και η Χέιζελ, οι νεαροί θαυμαστές με τους οποίους αλληλογραφούσες το τελευταίο διάστημα». «Ποιοι είπες πως είναι; Μ α, εγώ... νόμιζα πως βρίσκονταν στην Αμερική!» «Ναι, όμως τους προσκάλεσες να έρθουν εδώ, σίγουρα το θυμάσαι». «Ξέρεις για ποιο λόγο έφυγα από την Αμερική, Λίντεβιχ; Για
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
167
να μη χρειαστεί να ξανασυναντήσω ποτέ Αμερικανούς». «Μ α, αφού κι εσύ Αμερικανός είσαι». «Ατυχώς, η πάθηση αυτή είναι ανίατη, καθώς φαίνεται. Όμως, όσον αφορά τους συγκεκριμένους Αμερικανούς πρέπει να τους πεις να φύγουν αμέσως, πως όλα αυτά ήταν μια τραγική παρεξήγηση, ότι ο καημένος ο Φαν Χάουτεν ρητορικά προσφέρθηκε να τους συναντήσει, όχι πραγματικά, και πως αυτού του είδους οι προτάσεις πρέπει να ερμηνεύονται συμβολικά». Ένιωσα ότι μου ερχόταν εμετός. Γύρισα και κοίταξα τον Ογκάστους, ο οποίος είχε το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα, και είδα τους ώμους του να καμπουριάζουν. «Αποκλείεται να κάνω αυτό που λες, Πέτερ», απάντησε η Λίντεβιχ. «Πρέπει να τους συναντήσεις. Πρέπει. Είναι ανάγκη να τους δεις. Πρέπει να καταλάβεις πώς επηρεάζει το έργο σου τους ανθρώπους». «Λίντεβιχ, συνειδητά με εξαπάτησες ώστε να κανονιστεί αυτή η συνάντηση;» Ακολούθησε μια παρατεταμένη παύση και τελικά η πόρτα άνοιξε ξανά. Ο Φαν Χάουτεν άρχισε να κουνάει το κεφάλι του σαν μετρονόμος, μια προς τον Ογκάστους μια προς εμένα, συνεχίζοντας να έχει τα μάτια μισόκλειστα. «Ποιος από τους δυο σας είναι ο Ογκάστους Γουότερς;» ρώτησε. Ο Ογκάστους σήκωσε διστακτικά το χέρι του. Ο Φαν Χάουτεν έγνεψε καταφατικά και είπε «Τι έγινε, το έριξες το γκομενάκι ή ακόμα;» Αυτή ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που είδα τον Ογκάστους Γουότερς να μένει πραγματικά άφωνος. «Εγώ...» έκανε να πει, «δηλαδή, εγώ, η Χέιζελ, ξέρετε. Αυτά». «Ο νεαρός από δω φαίνεται πως έχει κάποιου είδους πνευματική υστέρηση», αποφάνθηκε ο Πέτερ Φαν Χάουτεν, απευθυνόμενος στη Λίντεβιχ. «Πέτερ», τον μάλωσε εκείνη. «Τέλος πάντων», είπε ο Πέτερ Φαν Χάουτεν, προτείνοντάς μου το χέρι του. «Σε κάθε περίπτωση, είναι χαρά μου να
168
JOHN GREEN
συναντώ δύο τόσο οντολογικά απίθανα πλάσματα». Έσφιξα το πρησμένο χέρι του, κι ύστερα αντάλλαξε χειραψία με τον Ογκάστους. Προσπαθούσα να καταλάβω τι σήμαινε η λέξη οντολογικά. Ό,τι κι αν σήμαινε, μου άρεσε. Ο Ογκάστους κι εγώ αποτελούσαμε από κοινού τη Λέσχη των Απίθανων Πλασμάτων: εμείς και οι πλατύποδες με τις μουσούδες που έμοιαζαν με πάπιες. Φυσικά, έτρεφα την ελπίδα πως ο Πέτερ Φαν Χάουτεν θα ήταν λογικός, όμως ο κόσμος δεν είναι εργοστάσιο πραγματοποίησης ευχών. Σημασία είχε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή, κι εγώ διέσχιζα το κατώφλι του σπιτιού προκειμένου να μάθω τι συμβαίνει μετά το τέλος του Μία Αυτοκρατορική Βάσανος. Αυτό αρκούσε. Ακολουθήσαμε το συγγραφέα και τη Λίντεβιχ στο σπίτι, περνώντας μπροστά από ένα πελώριο δρύινο τραπέζι όπου υπήρχαν μόνο δύο καρέκλες, για να καταλήξουμε σε ένα ανατριχιαστικά αποστειρωμένο καθιστικό. Θύμιζε μουσείο, με τη μόνη διαφορά ότι δεν υπήρχε κανένα έργο τέχνης στους άδειους άσπρους τοίχους. Πέρα από έναν καναπέ και μια πολυθρόνα, αμφότεροι συνδυασμός ατσαλιού και μαύρου δέρματος, το δωμάτιο έμοιαζε άδειο. Τότε παρατήρησα δύο μεγάλες μαύρες σακούλες σκουπιδιών, γεμάτες και δεμένες, πίσω από τον καναπέ. «Σκουπίδια;» μουρμούρισα στον Ογκάστους, αρκετά σιγανά ώστε να νομίζω πως δε θα μας άκουγε κανείς. «Γράμματα θαυμαστών», απάντησε ο Φαν Χάουτεν, ενώ καθόταν στην πολυθρόνα. «Σταλμένα τα τελευταία δεκαοκτώ χρόνια. Δεν μπορώ να τα ανοίξω. Τρέμω. Τα δικά σας ήταν τα πρώτα μηνύματα στα οποία απάντησα, και ορίστε πού κατάντησα. Ειλικρινά, βρίσκω την πραγματικότητα των αναγνωστών παντελώς δυσάρεστη». Έτσι εξηγούνταν γιατί δεν είχε απαντήσει ποτέ στα γράμματά μου: δεν τα είχε διαβάσει. Αναρωτήθηκα για ποιο λόγο τα φύλαγε όλα, και μάλιστα σε ένα κατά τα άλλα άδειο, απρόσωπο καθιστικό. Ο Φαν Χάουτεν ανέβασε τα πόδια του στο υποπόδιο
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
169
μπροστά στην πολυθρόνα και σταύρωσε τις παντόφλες του. Έγνεψε προς τον καναπέ. Ο Ογκάστους κι εγώ καθίσαμε δίπλα δίπλα, αλλά όχι πολύ δίπλα. «Θα θέλατε πρωινό;» ρώτησε η Λίντεβιχ. Εγώ πήγα να πω ότι είχαμε ήδη φάει πρωινό, όμως με πρόλαβε ο Πέτερ. «Παραείναι νωρίς για πρωινό, Λίντεβιχ». «Σκέψου πως έχουν έρθει από την Αμερική, Πέτερ, άρα για τα σώματά τους είναι περασμένο μεσημέρι». «Τότε, παραείναι αργά για πρωινό», είπε εκείνος. «Πάντως, αφού είναι περασμένο μεσημέρι για το σώμα και τα λοιπά, θα μπορούσαμε να απολαύσουμε ένα κοκτέιλ. Πίνεις ουίσκι;» με ρώτησε. «Αν πίνω... όχι, ευχαριστώ», απάντησα. «Ογκάστους Γουότερς;» ρώτησε ο Φαν Χάουτεν, γνέφοντας προς τον Γκας. «Ε... ευχαριστώ, δε θα πάρω». «Μ όνο για μένα τότε, Λίντεβιχ. Ουίσκι με νερό, αν έχεις την καλοσύνη». Ο Πέτερ έστρεψε την προσοχή του στον Γκας και ρώτησε «Ξέρεις πώς ετοιμάζουμε ένα ουίσκι με νερό σε αυτό το σπίτι;» «Όχι, κύριε», απάντησε ο Γκας. «Βάζουμε ουίσκι σε ένα ποτήρι και στη συνέχεια φέρνουμε στο νου μας εικόνες με νερό, και ύστερα αναμειγνύουμε το πραγματικό ουίσκι με την αφηρημένη έννοια του νερού». Η Λίντεβιχ είπε «Ίσως θα ήταν καλύτερα να φας πρώτα κάτι, Πέτερ». Εκείνος κοίταξε προς το μέρος μας και ψιθύρισε, δήθεν συνωμοτικά, «Νομίζει ότι έχω πρόβλημα με το ποτό». «Νομίζω επίσης ότι ο ήλιος έχει ανατείλει», απάντησε η Λίντεβιχ. Πάντως, στράφηκε προς το μέρος του μπαρ στο καθιστικό, έπιασε ένα μπουκάλι με ουίσκι και γέμισε μισό ποτήρι. Του το πήγε. Ο Πέτερ Φαν Χάουτεν ήπιε μια γουλιά κι ύστερα ανακάθισε στην πολυθρόνα του. «Ένα τόσο καλό ποτό αξίζει μια σωστή κορμοστασιά», αποφάνθηκε.
170
JOHN GREEN
Συνειδητοποίησα πως είχα αφήσει το σώμα μου να κρεμάσει, οπότε ανακάθισα κάπως στον καναπέ. Ίσιωσα το σωλήνα μου. Ο πατέρας μου πάντοτε έλεγε ότι μπορείς να καταλάβεις το χαρακτήρα των ανθρώπων από τον τρόπο που συμπεριφέρονται στους σερβιτόρους και στους βοηθούς. Μ ε αυτό το κριτήριο, ο Πέτερ Φαν Χάουτεν διεκδικούσε τον τίτλο του πιο σκατένιου σκατιάρη σε ολόκληρο τον πλανήτη. «Λοιπόν, σας αρέσει το βιβλίο μου», είπε, απευθυνόμενος στον Ογκάστους, ύστερα από μία ακόμα γουλιά. «Ναι», απάντησα, μιλώντας εξ ονόματος του Ογκάστους. «Και πράγματι, αποφασίσαμε, δηλαδή ο Ογκάστους αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την Ευχή του ώστε να μπορέσουμε να έρθουμε εδώ για να μας πείτε τι συμβαίνει μετά το τέλος του Μία Αυτοκρατορική Βάσανος». Ο Φαν Χάουτεν δεν απάντησε, απλώς ήπιε μια γερή γουλιά από το ποτό του. Ύστερα από λίγο ο Ογκάστους είπε «Το βιβλίο σας κατά κάποιο τρόπο ήταν αυτό που μας έφερε κοντά». «Μ α δεν είστε μαζί», παρατήρησε εκείνος χωρίς να με κοιτάξει. «Ήταν αυτό που μας έφερε πολύ κοντά, χωρίς να είμαστε μαζί», σχολίασα. Τώρα στράφηκε προς το μέρος μου. «Επίτηδες ντύθηκες σαν εκείνη;» «Σαν την Άννα;» ρώτησα. Εκείνος συνέχισε να με κοιτάζει αμίλητος. «Κατά κάποιο τρόπο», είπα. Ήπιε μια ακόμα γερή γουλιά κι ύστερα μόρφασε. «Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το ποτό», ανακοίνωσε, με πιο δυνατή φωνή απ’ ό,τι χρειαζόταν. «Η σχέση μου με το αλκοόλ κινείται στους άξονες του Τσόρτσιλ: μπορώ να λέω αστεία, να κυβερνώ την Αγγλία και γενικά να κάνω ό,τι θέλω. Εκτός από το να μην πίνω». Έριξε μια ματιά προς το μέρος της Λίντεβιχ και έγνεψε προς το ποτήρι του. Εκείνη το πήρε και ύστερα επέστρεψε στο
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
171
μπαρ. «Μ ια ιδέα νερό μόνο, Λίντεβιχ», της είπε. «Καλά, κατάλαβα», απάντησε εκείνη, με προφορά σχεδόν αμερικανική. Έφτασε το δεύτερο ποτό. Η σπονδυλική στήλη του Φαν Χάουτεν ίσιωσε, από σεβασμό. Τίναξε τις παντόφλες από τα πόδια του. Είχε πραγματικά άσχημα πόδια. Έμοιαζε αποφασισμένος να μου γκρεμίσει την εικόνα της συγγραφικής ιδιοφυΐας που είχα πλάσει στο μυαλό μου. Όμως, είχε τις απαντήσεις. «Λοιπόν, ναι», είπα, «πρώτα απ’ όλα θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για το δείπνο χτες το βράδυ και...» «Τους κεράσαμε το δείπνο χτες το βράδυ;» ρώτησε ο Φαν Χάουτεν τη Λίντεβιχ. «Ναι, στο Οράνιε». «Α, μάλιστα. Λοιπόν, πιστέψτε με, αν θέλετε να ευχαριστήσετε κάποιον, αυτός δεν είμαι εγώ αλλά η Λίντεβιχ, η οποία είναι εξαιρετικά ταλαντούχα στο να ξοδεύει τα χρήματά μου». «Χαρά μας», είπε η Λίντεβιχ. «Όπως και να ’χει, ευχαριστούμε», είπε ο Ογκάστους. Άκουγα τον εκνευρισμό στη φωνή του. «Λοιπόν, εδώ είμαι», είπε ο Φαν Χάουτεν ύστερα από λίγο. «Ποιες είναι οι ερωτήσεις σας;» «Ε...» έκανε ο Ογκάστους. «Κρίμα, φαινόταν τόσο έξυπνος στα γραπτά μηνύματά του», είπε ο Φαν Χάουτεν στη Λίντεβιχ, αναφερόμενος στον Ογκάστους. «Ίσως ο καρκίνος να σχημάτισε κάποιο προγεφύρωμα στον εγκέφαλό του». «Πέτερ», αναφώνησε η Λίντεβιχ, φρίττοντας με το σχόλιο. Είχα φρίξει κι εγώ, όμως ταυτόχρονα ήταν κάπως ευχάριστο να έχεις απέναντί σου έναν τύπο τόσο απαίσιο που δε δεχόταν να μας αντιμετωπίσει με σεβασμό. «Η αλήθεια είναι ότι έχουμε κάποιες ερωτήσεις», είπα. «Τις ανέφερα και στο email μου. Δεν ξέρω αν τις θυμάστε».
172
JOHN GREEN
«Δεν τις θυμάμαι». «Έχει κάποιες δυσκολίες με τη μνήμη του», είπε η Λίντεβιχ. «Μ ακάρι να είχα δυσκολίες με τη μνήμη μου», απάντησε ο Φαν Χάουτεν. «Λοιπόν, οι ερωτήσεις μας», είπα, για να επιστρέψουμε στο θέμα μας. «Χρησιμοποιεί τον πληθυντικό ευγενείας», είπε ο Πέτερ, χωρίς να απευθύνεται κάπου συγκεκριμένα. Κι άλλη γουλιά. Δεν ήξερα τι γεύση είχε το ουίσκι, όμως αν έμοιαζε κάπως με τη σαμπάνια δεν μπορούσα να φανταστώ πώς κατάφερνε να πίνει τόσο πολύ, τόσο γρήγορα, τόσο νωρίς το πρωί. «Γνωρίζεις το παράδοξο με τη χελώνα του Ζήνωνα;» με ρώτησε. «Έχουμε κάποιες ερωτήσεις σχετικά με το τι απογίνονται οι χαρακτήρες μετά το τέλος του βιβλίου, και ειδικότερα...» «Υποθέτεις λανθασμένα ότι πρέπει να ακούσω την ερώτησή σου προκειμένου να απαντήσω. Γνωρίζεις το φιλόσοφο Ζήνωνα;» Κούνησα αόριστα το κεφάλι μου. «Αλίμονο. Ο Ζήνωνας ήταν ένας προσωκρατικός φιλόσοφος ο οποίος λέγεται ότι εντόπισε σαράντα παράδοξα στο πλαίσιο της κοσμοθεωρίας την οποία πρότεινε ο Παρμενίδης... Δεν μπορεί, σίγουρα ξέρεις τον Παρμενίδη», είπε, κι εγώ έγνεψα καταφατικά, πως ναι, τον ήξερα τον Παρμενίδη, κι ας μην είχα ιδέα ποιος ήταν. «Δόξα τω Θεώ», είπε εκείνος. «Ο Ζήνωνας εξειδικευόταν επαγγελματικά στην αποκάλυψη ανακριβειών και υπεραπλουστεύσεων στις θέσεις του Παρμενίδη, πράγμα το οποίο δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, δεδομένου ότι ο Παρμενίδης έκανε θεαματικά λάθος παντού και πάντα. Η συμβολή του Παρμενίδη είναι πολύτιμη με τον ίδιο τρόπο που είναι πολύτιμο το να έχεις ένα γνωστό ο οποίος συστηματικά ποντάρει στο λάθος άλογο κάθε φορά που τον παίρνεις μαζί σου στον ιππόδρομο. Όμως η σημαντικότερη συμβολή του Ζήνωνα... μισό λεπτό, βοήθησέ με να καταλάβω πόσο εξοικειωμένη είσαι με τη σουηδική χιπ χοπ σκηνή». Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ο Πέτερ Φαν Χάουτεν αστειευόταν. Ύστερα από λίγο απάντησε ο Ογκάστους για
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
173
λογαριασμό μου. «Ελάχιστα», είπε. «Εντάξει, φαντάζομαι όπως πως ξέρεις το μνημειώδες έργο των Afasi och Filthy, με τίτλο Fläcken». «Δεν το ξέρουμε», απάντησα και για τους δυο μας. «Λίντεβιχ, βάλε να παίξει το “Bomfallarella”, αμέσως». Η Λίντεβιχ πλησίασε ένα M P3 player και πάτησε ένα κουμπί. Στο δωμάτιο ξέσπασαν οι νότες ενός ραπ κομματιού. Ακουγόταν σαν ένα αρκετά συνηθισμένο ραπ τραγούδι, με τη μόνη διαφορά ότι οι στίχοι ήταν στα σουηδικά. Μ όλις τέλειωσε, ο Πέτερ Φαν Χάουτεν μας κοίταξε με προσμονή, γουρλώνοντας όσο μπορούσε τις κουμπότρυπες που είχε για μάτια. «Λοιπόν;» ρώτησε. «Λοιπόν;» «Λυπάμαι», απάντησα, «όμως δεν ξέρουμε σουηδικά». «Μ α, φυσικά και δεν ξέρετε. Ούτε κι εγώ ξέρω. Ποιος ξέρει σουηδικά, διάβολε; Σημασία δεν έχουν οι ανοησίες που λένε οι φωνές, αλλά το τι αισθάνονται οι φωνές. Δεν μπορεί να μην ξέρετε ότι υπάρχουν μόνο δύο συναισθήματα, αγάπη και φόβος, και οι Afasi och Filthy κινούνται ανάμεσά τους με μια ευκολία την οποία πολύ απλά δε συναντά κανείς στη χιπ χοπ σκηνή εκτός Σουηδίας. Θέλετε να το βάλω να το ακούσετε ξανά;» «Πλάκα κάνεις;» είπε ο Γκας. «Ορίστε;» «Είναι κάποιου είδους παράσταση όλο αυτό;» Σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε τη Λίντεβιχ και ρώτησε «Παράσταση είναι;» «Δυστυχώς όχι», απάντησε η Λίντεβιχ. «Δεν είναι πάντοτε... συνήθως δεν είναι...» «Ω πάψε πια, Λίντεβιχ. Ο Ρούντολφ Ότο είπε πως αν δεν είχες έρθει σε επαφή με το θείο, αν δεν είχες βιώσει μια εμπειρία πέρα από τη λογική με το μέγα μυστήριο, τότε το έργο του δεν απευθυνόταν σ’ εσένα. Έτσι σας λέω κι εγώ, νεαροί μου φίλοι, πως αν δεν μπορείτε να διακρίνετε την παλικαρίσια απόκριση των Afasi och Filthy στο φόβο, τότε το έργο μου δεν απευθύνεται σ’ εσάς». Δεν μπορώ να τονίσω αρκετά αυτό το σημείο: ήταν ένα
174
JOHN GREEN
απολύτως συνηθισμένο ραπ τραγούδι, μόνο που οι στίχοι ήταν στα σουηδικά. «Μ άλιστα», είπα. «Λοιπόν, σχετικά με το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος. Η μητέρα της Άννα, όταν τελειώνει το βιβλίο, ετοιμάζεται να...» Ο Φαν Χάουτεν με διέκοψε, χτυπώντας το ποτήρι του καθώς μιλούσε, ώσπου η Λίντεβιχ το ξαναγέμισε. «Όπως έλεγα, ο Ζήνωνας είναι περισσότερο γνωστός για το παράδοξο της χελώνας. Ας φανταστούμε ότι συμμετέχετε σε αγώνα δρόμου απέναντι σε μια χελώνα. Η χελώνα έχει προβάδισμα δέκα μέτρων στην αφετηρία. Στο χρόνο που σας παίρνει να καλύψετε εκείνα τα δέκα μέτρα, η χελώνα έχει προχωρήσει βαριά ένα μέτρο. Και στο χρόνο που σας παίρνει να καλύψετε αυτή την απόσταση, η χελώνα προχωράει λίγο ακόμα, και ούτω καθεξής. Είστε γρηγορότεροι απ’ ό,τι η χελώνα, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να την προλάβετε· μπορείτε μόνο να μειώσετε το προβάδισμά της. »Φυσικά, μπορείτε να προσπεράσετε τη χελώνα χωρίς να ασχοληθείτε με τους μηχανισμούς πίσω από αυτή την πράξη, όμως το ερώτημα του πώς καταφέρνετε να το κάνετε αυτό αποδεικνύεται εξαιρετικά σύνθετο, και κανείς δεν είχε καταφέρει πραγματικά να δώσει απάντηση, μέχρι τη στιγμή που ο Κάντορ μάς απέδειξε ότι ορισμένα άπειρα είναι μεγαλύτερα απ’ ό,τι κάποια άλλα άπειρα». «Ε...» έκανα. «Φαντάζομαι πως αυτό απαντά στο ερώτημά σου», είπε με σιγουριά, και στη συνέχεια βάλθηκε να τιμά το περιεχόμενο του ποτηριού του. «Όχι ακριβώς», είπα. «Αναρωτιόμασταν, μετά το τέλος του Μία Αυτοκρατορική Βάσανος...» «Αποκηρύττω κάθε λέξη εκείνου του αισχρού μυθιστορήματος», είπε ο Φαν Χάουτεν διακόπτοντάς με. «Όχι», είπα. «Ορίστε;» «Όχι, αυτό δεν είναι αποδεκτό», είπα. «Αντιλαμβάνομαι ότι η
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
175
ιστορία σταματά στη μέση μιας φράσης γιατί η Άννα πεθαίνει ή η υγεία της επιδεινώνεται τόσο, που δεν μπορεί να συνεχίσει, όμως είπατε πως θα μας λέγατε τι απογίνονται οι διάφοροι χαρακτήρες, κι αυτός είναι ο λόγος που είμαστε εδώ και πρέπει να μας εξηγήσετε, να μου εξηγήσετε». Ο Φαν Χάουτεν αναστέναξε. Ύστερα από μία ακόμα γερή γουλιά είπε «Πολύ καλά. Τίνος η ιστορία σε ενδιαφέρει;» «Της μητέρας της Άννα, του Ολλανδού Τουλίπα, του Σίσυφου του χάμστερ. Θέλω να πω... τι απογίνονται όλοι οι χαρακτήρες στο βιβλίο». Ο Φαν Χάουτεν έκλεισε τα μάτια του, φούσκωσε τα μάγουλά του καθώς αναστέναζε, κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα του στα γυμνά ξύλινα δοκάρια που διέσχιζαν χιαστί την οροφή. «Το χάμστερ», είπε έπειτα από λίγο. «Το χάμστερ το υιοθετεί η Κριστίν, η οποία ήταν μια από τις φίλες της Άννα προτού αρρωστήσει». Λογικό ακουγόταν. Η Κριστίν και η Άννα έπαιζαν με το Σίσυφο σε μερικές σκηνές. «Τον υιοθετεί η Κριστίν και ζει μερικά χρόνια μετά το τέλος του μυθιστορήματος. Τελικά πεθαίνει ήσυχα στο χαμστερένιο ύπνο του». Τώρα κάτι γινόταν. «Τέλεια», είπα. «Τέλεια. Εντάξει, πάμε στον Ολλανδό Τουλίπα. Είναι απατεώνας; Παντρεύονται με τη μητέρα της Άννα;» Ο Φαν Χάουτεν συνέχιζε να κοιτάζει επίμονα τα δοκάρια της οροφής. Ήπιε μια γουλιά. Το ποτήρι κόντευε να αδειάσει και πάλι. «Λίντεβιχ, δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ». Έστρεψε το βλέμμα του κατευθείαν πάνω μου. «Τίποτα δεν απογίνεται ο Ολλανδός Τουλίπας. Δεν είναι απατεώνας ούτε έντιμος· είναι ο Θεός. Είναι μια προφανής και ξεκάθαρη μεταφορική απεικόνιση του Θεού, και το να ρωτάς τι απογίνεται είναι το πνευματικό ισοδύναμο του να ρωτάς τι απογίνονται τα ασώματα μάτια του Δρ. Τ. Τ. Έκλεμπεργκ στο Μεγάλο Γκάτσμπι. Μ α, να ρωτάς αν παντρεύεται τη μητέρα της Άννα; Για μυθιστόρημα μιλάμε, καλό μου παιδί, όχι για κάποια ιστορική καταγραφή».
176
JOHN GREEN
«Εντάξει, όμως σίγουρα έχετε σκεφτεί τι απογίνονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ως χαρακτήρες εννοώ, δηλαδή ανεξάρτητα από τη μεταφορική τους σημασία ή ό,τι άλλο». «Αποκυήματα της φαντασίας είναι», είπε χτυπώντας ξανά το ποτήρι του. «Τίποτα δεν απογίνονται». «Είπατε πως θα μου λέγατε», επέμεινα. Υπενθύμισα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να είμαι δυναμική. Έπρεπε να διατηρήσω τη μουδιασμένη προσοχή του εστιασμένη στα ερωτήματά μου. «Ίσως, όμως όταν το υποσχέθηκα είχα τη λανθασμένη, όπως αποδείχτηκε, εντύπωση ότι αδυνατούσες να πραγματοποιήσεις ένα υπερατλαντικό ταξίδι. Προσπαθούσα να... να σου προσφέρω κάποια παρηγοριά, φαντάζομαι, αν και θα έπρεπε να ήξερα πως αυτό ήταν μάταιο. Όμως, για να είμαι απολύτως ειλικρινής, αυτή η παιδιάστική ιδέα πως ο συγγραφέας ενός μυθιστορήματος μπορεί να κατανοήσει καλύτερα τι συμβαίνει με τους χαρακτήρες στο βιβλίο είναι... φαιδρή. Εκείνο το μυθιστόρημα αποτελούνταν από ορνιθοσκαλίσματα πάνω σε μια σελίδα, αγαπητή μου. Οι χαρακτήρες του δεν έχουν καμία ζωή πέρα από εκείνα τα ορνιθοσκαλίσματα. Θες να μάθεις τι απέγιναν; Όλοι τους έπαψαν να υπάρχουν τη στιγμή που τέλειωσε το μυθιστόρημα». «Όχι», είπα. Έσπρωξα τα μαξιλάρια με τις παλάμες μου για να σηκωθώ. «Όχι, το καταλαβαίνω αυτό, όμως είναι αδύνατο να μην υπάρχει κάποιο μέλλον γι’ αυτούς. Κι εσείς είστε ο πλέον αρμόδιος να φανταστεί αυτό το μέλλον. Κάτι απέγινε η μητέρα της Άννα. Είτε παντρεύτηκε είτε όχι. Είτε πήγε στην Ολλανδία για να ζήσει με τον Ολλανδό Τουλίπα είτε όχι. Είτε απέκτησε κι άλλα παιδιά είτε όχι. Πρέπει να μάθω τι απέγινε». Ο Φαν Χάουτεν σούφρωσε τα χείλη του. «Λυπάμαι που δεν μπορώ να ανταποκριθώ στα παιδιάστικα καπρίτσια σου, όμως αρνούμαι να σου δείξω τον οίκτο στον οποίο είσαι καταφανώς εθισμένη». «Δε θέλω τον οίκτο σας», είπα. «Όπως όλα τα άρρωστα παιδιά», απάντησε με απάθεια,
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
177
«ισχυρίζεσαι πως δε θέλεις τον οίκτο, όμως όλη η ύπαρξή σου εξαρτάται από αυτόν». «Πέτερ», είπε η Λίντεβιχ, όμως εκείνος συνέχισε ενώ βυθιζόταν στην πολυθρόνα. Τα λόγια του στρογγύλευαν στο μεθυσμένο στόμα του. «Τα άρρωστα παιδιά αναπόφευκτα σταματούν να μεγαλώνουν: είναι μοιραίο να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου στο παιδικό στάδιο που βρισκόσουν όταν διαγνώστηκε η αρρώστια, σαν ένα παιδί που πιστεύει πως υπάρχει ζωή μετά το τέλος ενός μυθιστορήματος. Κι εμείς, ως ενήλικες, αισθανόμαστε οίκτο απέναντι σε αυτή την κατάσταση, οπότε πληρώνουμε για τις θεραπείες σου, για τις συσκευές οξυγόνου. Σου παρέχουμε τροφή και νερό, παρότι είναι μάλλον απίθανο να ζήσεις αρκετά ώστε να...» «ΠΕΤΕΡ!» φώναξε η Λίντεβιχ. «Είσαι μια παρενέργεια», συνέχισε ο Φαν Χάουτεν, «μιας εξελικτικής διαδικασίας η οποία ελάχιστα ενδιαφέρεται για τη ζωή του ατόμου. Είσαι ένα αποτυχημένο πείραμα της μεταλλακτικής διαδικασίας». «ΠΑΡΑΙΤΟΥΜ ΑΙ!» φώναξε η Λίντεβιχ. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Εγώ, όμως, δεν ήμουν θυμωμένη. Εκείνος έψαχνε τον πιο σκληρό τρόπο για να πει την αλήθεια, όμως εννοείται πως εγώ γνώριζα ήδη την αλήθεια. Είχα περάσει χρόνια κοιτάζοντας τα ταβάνια των δωματίων στις διάφορες Μ ΕΘ όπου είχα νοσηλευτεί, οπότε είχα ανακαλύψει προ πολλού τους πλέον σκληρούς τρόπους να φαντάζομαι την αρρώστια μου. Τον πλησίασα. «Άκουσε, χαμένε», είπα, «δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσες να μου πεις για την αρρώστια το οποίο δε γνωρίζω ήδη. Ένα και μόνο πράγμα χρειάζομαι από σένα προτού φύγω από τη ζωή σου για πάντα: ΤΙ ΑΠΟΓΙΝΕΤΑΙ Η Μ ΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΝΝΑ;» Σήκωσε τα πλαδαρά μάγουλά του αμυδρά προς το μέρος μου και ζάρωσε τους ώμους του. «Δεν μπορώ να σου πω τι απογίνεται, όπως δεν μπορώ να σου πω τι απογίνεται ο Αφηγητής του Προυστ, η αδερφή του Χόλντεν Κόλφιλντ ή ο
178
JOHN GREEN
Χάκλμπερι Φιν μετά που ξεκινά το ταξίδι του». «Μ ΑΛΑΚΙΕΣ! Αυτά είναι μαλακίες. Απλώς πες μου! Σκαρφίσου κάτι!» «Όχι, και θα σε παρακαλούσα να μη βρίζεις μέσα στο σπίτι μου. Είναι ανάρμοστη συμπεριφορά για μια δεσποινίδα». Και πάλι δεν είχα θυμώσει ακριβώς, όμως ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένη στο να πάρω αυτό που μου είχε υποσχεθεί. Κάτι μέσα μου θέριεψε, άπλωσα το χέρι και τράβηξα ένα χαστούκι σε εκείνο το πρησμένο χέρι που κρατούσε το ποτήρι με το ουίσκι. Ό,τι απέμενε από το περιεχόμενό του χύθηκε στην ατελείωτη επιφάνεια του προσώπου του, ενώ το ποτήρι αναπήδησε στη μύτη του και ύστερα σαν μπαλαρίνα διέγραψε μερικές στροφές στον αέρα, καταλήγοντας να πέσει και να γίνει κομμάτια πάνω στα παμπάλαια δρύινα πατώματα. «Λίντεβιχ», είπε ο Φαν Χάουτεν απόλυτα ψύχραιμα, «θα συνεχίσω με ένα μαρτίνι, αν έχεις την καλοσύνη. Μ ε μια υποψία βερμούτ». «Έχω παραιτηθεί», είπε η Λίντεβιχ ύστερα από λίγο. «Μ η λες ανοησίες». Δεν ήξερα τι να κάνω. Η ευγένεια δεν είχε φέρει αποτέλεσμα. Η αγένεια, επίσης. Χρειαζόμουν μια απάντηση. Είχα έρθει ως εδώ, είχα χρησιμοποιήσει την Ευχή του Ογκάστους. Έπρεπε να μάθω. «Αναρωτήθηκες ποτέ», είπε, καθώς είχε αρχίσει να σαλιώνει τις λέξεις του, «γιατί σε απασχολούν τόσο πολύ οι ανόητες απορίες σου;» «ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΕΣ!» φώναξα, ενώ στα αφτιά μου αντηχούσαν τα θλιβερά κλαψουρίσματα του Άιζακ από τη Νύχτα των Τσακισμένων Τροπαίων. Ο Φαν Χάουτεν δεν απάντησε. Εξακολουθούσα να στέκομαι από πάνω του, περίμενα να πει κάτι, όταν ένιωσα το χέρι του Ογκάστους στο μπράτσο μου. Μ ε τράβηξε προς την πόρτα κι εγώ τον ακολούθησα, την ώρα που ο Φαν Χάουτεν γκρίνιαζε στη Λίντεβιχ για την αχαριστία των
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
179
εφήβων στην εποχή μας και για το θάνατο της ευγένειας στην κοινωνία, ενώ η Λίντεβιχ, κάπως υστερικά, του φώναζε, εξαπολύοντας καταιγισμό ολλανδικών λέξεων. «Θα σας ζητήσω να συγχωρήσετε την τέως βοηθό μου», είπε. «Τα ολλανδικά δεν είναι ακριβώς γλώσσα, φέρνουν περισσότερο σε λαρυγγίτιδα». Ο Ογκάστους με έβγαλε από το δωμάτιο, με οδήγησε στην πόρτα κι από κει στο ανοιξιάτικο πρωινό και στα κομφετί των ιτιών που εξακολουθούσαν να πέφτουν. Δεν είχα τη δυνατότητα να αποχωρήσω στα γρήγορα, πάντως κατεβήκαμε τα σκαλοπάτια, με τον Ογκάστους να κρατά το καροτσάκι μου, και ύστερα πήραμε το δρόμο της επιστροφής στο Φιλοζόοφ, ακολουθώντας ένα πεζοδρόμιο αποτελούμενο από παραλληλόγραμμα τουβλάκια χτισμένα μεταξύ τους, γεμάτο ανωμαλίες. Πρώτη φορά μετά το επεισόδιο με την κούνια άρχισα να κλαίω. «Ε», έκανε ο Ογκάστους αγγίζοντας τη μέση μου. «Ε. Δεν έγινε τίποτα». Έγνεψα καταφατικά και σκούπισα το πρόσωπό μου με την ανάστροφη της παλάμης μου. «Ο τύπος είναι γελοίος». Έγνεψα καταφατικά. «Θα σου γράψω εγώ έναν επίλογο», είπε ο Γκας. Αυτό με έκανε να κλάψω ακόμα περισσότερο. «Θα δεις», είπε. «Θα δεις. Και θα είναι ανώτερος από οτιδήποτε θα μπορούσε να γράψει αυτός ο μέθυσος. Το μυαλό του έχει σαπίσει. Ούτε που θυμάται πως έγραψε το βιβλίο. Εγώ μπορώ να γράψω μια ιστορία δέκα φορές καλύτερη απ’ ό,τι εκείνος. Θα έχει αίματα, κότσια και θυσίες. Μια Αυτοκρατορική Βάσανος συναντά Το Τίμημα της Αυγής. Θα ξετρελαθείς». Εγώ συνέχιζα να γνέφω καταφατικά, προσπαθούσα να χαμογελάσω, και τότε με αγκάλιασε, τα δυνατά του μπράτσα με έσφιξαν στο μυώδες στήθος του, οπότε του μούσκεψα λιγάκι το μπλουζάκι, όμως κατάφερα να συνέλθω αρκετά ώστε να μιλήσω. «Χαράμισα την Ευχή σου γι’ αυτό τον καραγκιόζη», είπα
180
JOHN GREEN
κολλημένη στο στήθος του. «Χέιζελ Γκρέις. Όχι. Εντάξει, είναι αλήθεια πως ξόδεψες τη μία και μοναδική Ευχή μου, όμως δεν την ξόδεψες για εκείνον. Την ξόδεψες για μας». Άκουσα πίσω μας το στακάτο ήχο από ψηλοτάκουνα που έτρεχαν. Στράφηκα προς τα εκεί. Ήταν η Λίντεβιχ. Το μακιγιάζ της κυλούσε στα μάγουλά της κι έμοιαζε ανάστατη, όπως προσπαθούσε να μας προλάβει τρέχοντας στο πεζοδρόμιο. «Θα μπορούσαμε ίσως να πάμε στο Σπίτι της Άννα Φρανκ», πρότεινε η Λίντεβιχ. «Δεν πρόκειται να πάω πουθενά με εκείνο το τέρας», είπε ο Ογκάστους. «Αυτός δεν είναι καλεσμένος», είπε η Λίντεβιχ. Ο Ογκάστους εξακολουθούσε να με κρατά, προστατευτικά, με την παλάμη ακουμπισμένη στο πλάι του προσώπου μου. «Δε νομίζω πως...» έκανε να πει, όμως τον διέκοψα. «Λέω να πάμε». Εξακολουθούσα να θέλω απαντήσεις από τον Φαν Χάουτεν. Όμως δεν ήταν αυτό το μόνο που ήθελα. Μ ου απέμεναν μόλις δύο μέρες στο Άμστερνταμ, παρέα με τον Ογκάστους Γουότερς. Δε θα επέτρεπα σε ένα θλιβερό γέρο να μου τις καταστρέψει. Η Λίντεβιχ οδηγούσε ένα παλιό γκρίζο Fiat με έναν κινητήρα που ακουγόταν σαν ενθουσιασμένο τετράχρονο κοριτσάκι. Καθώς διασχίζαμε τους δρόμους του Άμστερνταμ, μας ζήτησε επανειλημμένα και ειλικρινά συγγνώμη. «Λυπάμαι πάρα πολύ. Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Είναι πολύ άρρωστος», είπε. «Σκέφτηκα πως η συνάντηση μαζί σας θα τον βοηθούσε, αν έβλεπε πως το έργο του έχει αγγίξει τις ζωές πραγματικών ανθρώπων, όμως... λυπάμαι πάρα πολύ. Είναι μια πολύ, πολύ δυσάρεστη κατάσταση». Δεν απαντήσαμε, ούτε ο Ογκάστους ούτε εγώ. Καθόμουν στο πίσω κάθισμα, πίσω του. Άπλωσα το χέρι μου ανάμεσα στο πλάι του αυτοκινήτου και στο κάθισμά
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
181
του, αναζητώντας ψηλαφιστά το χέρι του, όμως δεν μπόρεσα να το βρω. Η Λίντεβιχ συνέχισε: «Εξακολουθούσα να εργάζομαι κοντά του γιατί τον θεωρώ ιδιοφυή και η αμοιβή είναι πολύ καλή, όμως έχει εξελιχτεί σε τέρας». «Φαντάζομαι ότι έβγαλε πολλά χρήματα από το βιβλίο», είπα ύστερα από λίγο. «Α, όχι, όχι, είναι της οικογένειας των Φαν Χάουτεν», είπε. «Το δέκατο έβδομο αιώνα, ο πρόγονός του ανακάλυψε πώς να αναμειγνύει κακάο στο νερό. Κάποια μέλη της οικογένειας μετοίκησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και πολλά χρόνια, και ο Πέτερ είναι απόγονος αυτών, όμως επέστρεψε στην Ολλανδία μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματός του. Είναι η ντροπή μιας σπουδαίας οικογένειας». Ο κινητήρας έσκουζε. Η Λίντεβιχ άλλαξε ταχύτητα και περάσαμε με ταχύτητα πάνω από τη γέφυρα ενός καναλιού. «Οι περιστάσεις», είπε. «Οι περιστάσεις τον έκαναν τόσο σκληρό. Δεν είναι κακός άνθρωπος. Σήμερα, όμως, δεν περίμενα... όταν είπε εκείνα τα απαίσια πράγματα, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Λυπάμαι πολύ. Πάρα, μα πάρα πολύ». Αναγκαστήκαμε να παρκάρουμε ένα τετράγωνο μακριά από το Σπίτι της Άννα Φρανκ, κι ύστερα, όσο η Λίντεβιχ στεκόταν στην ουρά για να μας αγοράσει εισιτήρια, εγώ κάθισα με την πλάτη ακουμπισμένη σε ένα δεντράκι, κοιτάζοντας όλα τα πλωτά σπίτια που ήταν δεμένα στο κανάλι του Πρίνσενγκραχτ. Ο Ογκάστους στεκόταν από πάνω μου, διέγραφε νωχελικά κύκλους με το καροτσάκι μου, χάζευε τις ρόδες καθώς γύριζαν. Εγώ ήθελα να καθίσει δίπλα μου, όμως ήξερα πως του ήταν δύσκολο να κάθεται, κι ακόμα δυσκολότερο να σηκώνεται. «Εντάξει;» ρώτησε, ενώ γύρισε και με κοίταξε. Σήκωσα τους ώμους και άπλωσα το χέρι για να αγγίξω τη γάμπα του. Ήταν η ψεύτικη, όμως την κράτησα. Σταμάτησε και με κοίταζε. «Απλώς ήθελα...» είπα.
182
JOHN GREEN
«Ξέρω», απάντησε εκείνος. «Ξέρω. Τελικά, φαίνεται πως ο κόσμος δεν είναι ένα εργοστάσιο πραγματοποίησης ευχών». Το σχόλιο αυτό με έκανε να χαμογελάσω λιγάκι. Η Λίντεβιχ επέστρεψε με τα εισιτήρια, όμως τα λεπτά της χείλη ήταν σουφρωμένα από την ανησυχία. «Δεν υπάρχει ανελκυστήρας», είπε. «Λυπάμαι πάρα, πάρα πολύ». «Δεν πειράζει», είπα. «Όχι, είναι πολλά τα σκαλοπάτια», επέμεινε εκείνη. «Και απότομα». «Δεν πειράζει», επανέλαβα. Ο Ογκάστους έκανε να πει κάτι, όμως τον σταμάτησα. «Δεν πειράζει. Θα τα καταφέρω». Ξεκινήσαμε από ένα δωμάτιο στο οποίο προβαλλόταν ένα βίντεο σχετικά με τους Εβραίους στην Ολλανδία, την εισβολή των ναζί και την οικογένεια Φρανκ. Στη συνέχεια ανεβήκαμε πάνω, στο σπίτι δίπλα στο κανάλι, όπου στεγαζόταν άλλοτε η επιχείρηση του Ότο Φρανκ. Τα σκαλοπάτια μάς πήραν ώρα, τόσο εμένα όσο και του Ογκάστους, όμως αισθανόμουν δυνατή. Σύντομα βρισκόμουν μπροστά στην περίφημη βιβλιοθήκη πίσω από την οποία είχαν κρυφτεί η Άννα Φρανκ, η οικογένειά της και τέσσερις άλλοι. Η βιβλιοθήκη ήταν μισάνοιχτη, και πίσω της υπήρχαν ακόμα πιο απότομα σκαλοπάτια, από τα οποία χωρούσε να ανέβει μόνο ένα άτομο. Ολόγυρά μας βρίσκονταν άλλοι επισκέπτες, και δεν ήθελα να καθυστερήσω τον κόσμο, όμως η Λίντεβιχ είπε «Λίγη υπομονή, παρακαλώ», κι έτσι άρχισα να ανεβαίνω, με τη Λίντεβιχ να κουβαλά το καροτσάκι πίσω μου και τον Γκας να την ακολουθεί. Ήταν δεκατέσσερα σκαλοπάτια. Συνεχώς σκεφτόμουν τους ανθρώπους πίσω μου –ήταν κυρίως ενήλικες που μιλούσαν διάφορες γλώσσες– κι αισθανόμουν αμήχανα, αισθανόμουν, ας πούμε, σαν φάντασμα που παρηγορεί και ταυτόχρονα στοιχειώνει, όμως τελικά κατάφερα να φτάσω στην κορυφή και εκεί βρέθηκα σε ένα απόκοσμα άδειο δωμάτιο, να γέρνω στον τοίχο, με τον εγκέφαλό μου να λέει στους πνεύμονές μου Όλα καλά, όλα καλά, ηρεμήστε, όλα καλά, και οι πνεύμονές μου να
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
183
λένε στον εγκέφαλό μου Ω Θεέ μου, πεθαίνουμε. Δεν είδα καν τον Ογκάστους να ανεβαίνει, όμως πλησίασε και σκούπισε το μέτωπό του με την ανάστροφη της παλάμης του, σαν να έλεγε ουφ, και είπε «Είσαι αστέρι». Ύστερα από μερικά λεπτά ξεκούρασης στον τοίχο κατάφερα να περάσω στο επόμενο δωμάτιο, το οποίο είχε μοιραστεί η Άννα με τον οδοντίατρο Φριτζ Πφέφερ. Ήταν μικροσκοπικό, χωρίς κανένα έπιπλο. Δε θα μπορούσα να φανταστώ πως κάποιος έζησε εκεί, όμως οι φωτογραφίες που είχε βάλει στον τοίχο η Άννα, κομμένες από περιοδικά και εφημερίδες, παρέμεναν στη θέση τους. Μ ια ακόμα σκάλα οδηγούσε στο δωμάτιο όπου είχε ζήσει η οικογένεια Φαν Πελς· ήταν πιο απότομη από την προηγούμενη, σχεδόν κάθετη, και αποτελούνταν από δεκαοκτώ σκαλοπάτια. Έφτασα στη βάση της, κοίταξα ψηλά, σκέφτηκα πως δε θα τα κατάφερνα, ταυτόχρονα όμως ήξερα πως ο μόνος τρόπος για να συνεχίσω ήταν να ανεβώ. «Πάμε πίσω», πρότεινε ο Γκας που με ακολουθούσε. «Καλά είμαι», απάντησα ήσυχα. Ήταν ανοησία, όμως συνεχώς σκεφτόμουν πως της το χρωστούσα –της Άννα Φρανκ, θέλω να πω– γιατί εκείνη ήταν νεκρή κι εγώ όχι, γιατί είχε κάνει ησυχία, είχε κρατήσει τα στόρια κατεβασμένα, είχε κάνει τα πάντα σωστά και πάλι πέθανε, οπότε όφειλα να ανεβώ τα σκαλοπάτια για να δω τον υπόλοιπο κόσμο της, εκεί όπου έζησε τα χρόνια πριν εμφανιστεί η Γκεστάπο. Άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλοπάτια, να σέρνομαι πάνω τους σαν παιδάκι, αργά στην αρχή ώστε να μπορώ να ανασαίνω, στη συνέχεια όμως γρηγορότερα, γιατί ήξερα πως δεν μπορούσα να αναπνεύσω και ήθελα να φτάσω στην κορυφή πριν καταρρεύσω. Η μαυρίλα πλάκωνε το οπτικό μου πεδίο καθώς ανέβαινα, δεκαοκτώ σκαλοπάτια, βασανιστικά απότομα. Τελικά, κατάφερα να φτάσω στην κορυφή, σχεδόν τυφλή, έτοιμη να κάνω εμετό, καθώς οι μύες στα χέρια και στα πόδια μου έκαιγαν, αποζητώντας λίγο οξυγόνο. Κάθισα αποκαμωμένη με την πλάτη
184
JOHN GREEN
στον τοίχο, βαριανασαίνοντας, παραδομένη σε ένα νερωμένο βήχα. Υπήρχε μια άδεια γυάλινη θήκη στερεωμένη στον τοίχο από πάνω μου κι εστίασα εκεί το βλέμμα μου, κοίταζα μέσα από εκείνη το ταβάνι, προσπαθώντας να μη λιποθυμήσω. Η Λίντεβιχ γονάτισε δίπλα μου και είπε «Έφτασες στην κορυφή, αυτό ήταν», κι εγώ έγνεψα καταφατικά. Είχα αμυδρά μια εικόνα των ενηλίκων ολόγυρα που έριχναν ανήσυχες ματιές προς το μέρος μου· της Λίντεβιχ να μιλά σιγανά σε μια γλώσσα και ύστερα σε μια άλλη και μετά σε μια τρίτη, απευθυνόμενη στους διάφορους επισκέπτες· του Ογκάστους να στέκεται από πάνω μου, με το χέρι ακουμπισμένο στο κεφάλι μου, χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου κατά μήκος της χωρίστρας. Ύστερα από πολλή ώρα η Λίντεβιχ και ο Ογκάστους με σήκωσαν όρθια, και τότε είδα τι προστάτευε η γυάλινη θήκη: μολυβιές πάνω στην ταπετσαρία που μετρούσαν την ανάπτυξη όλων των παιδιών σ’ εκείνα τα δωμάτια, το διάστημα που έζησαν εκεί, πόντο πόντο, μέχρι το σημείο που δε θα μεγάλωναν άλλο. Φύγαμε από το χώρο όπου έζησαν οι Φρανκ, όμως παραμέναμε στο μουσείο: ένας μακρύς, στενός διάδρομος φιλοξενούσε φωτογραφίες καθενός από τους οκτώ ενοίκους εκείνων των δωματίων, με περιγραφές για το πώς, πού και πότε πέθαναν. «Το μοναδικό μέλος όλης αυτής της οικογένειας που επέζησε στον πόλεμο», μας είπε η Λίντεβιχ, αναφερόμενη στον πατέρα της Άννα, τον Ότο. Η φωνή της ήταν ψιθυριστή, σαν να βρισκόμασταν σε εκκλησία. «Μ α ουσιαστικά δεν επέζησε από τον πόλεμο», είπε ο Ογκάστους. «Από μια γενοκτονία επέζησε». «Σωστά», είπε η Λίντεβιχ. «Δεν ξέρω πώς μπορείς να συνεχίσεις χωρίς την οικογένειά σου. Δεν ξέρω». Όπως διάβαζα τις πληροφορίες για τα εφτά μέλη που πέθαναν, σκεφτόμουν τον Ότο Φρανκ να έχει πάψει να είναι πατέρας, να έχει απομείνει με ένα ημερολόγιο αντί για τη γυναίκα του και τις δύο κόρες του. Στο τέρμα του διαδρόμου ένα πελώριο βιβλίο, μεγαλύτερο
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
185
ακόμα κι από λεξικό, κατέγραφε τα ονόματα των 103.000 νεκρών από την Ολλανδία στο Ολοκαύτωμα. (Μ όλις 5.000 από τους εκτοπισμένους Ολλανδούς Εβραίους, εξηγούσε μια πινακίδα στον τοίχο, είχαν επιζήσει. Πέντε χιλιάδες άνθρωποι, σαν τον Ότο Φρανκ.) Το βιβλίο ήταν ανοιγμένο στη σελίδα με το όνομα της Άννα Φρανκ, όμως αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν το γεγονός ότι ακριβώς κάτω από το όνομά της υπήρχαν τέσσερις Άρον Φρανκ. Τέσσερις. Τέσσερις Άρον Φρανκ χωρίς μουσεία, χωρίς ιστορικές επιγραφές, χωρίς κανένα να πενθεί για το χαμό τους. Έδωσα βουβά την υπόσχεση στον εαυτό μου να θυμάμαι τους τέσσερις Άρον Φρανκ και να προσεύχομαι γι’ αυτούς, όσο διάστημα θα παρέμενα σε αυτό τον κόσμο. (Ίσως κάποιοι άνθρωποι να χρειάζονται να πιστεύουν σε κάποιο κανονικό και παντοδύναμο Θεό προκειμένου να προσευχηθούν, εγώ όμως όχι.) Καθώς φτάναμε στο βάθος του δωματίου, ο Γκας σταμάτησε και ρώτησε «Είσαι εντάξει;» Έγνεψα καταφατικά. Έδειξε προς τα πίσω, προς τη φωτογραφία της Άννα. «Το χειρότερο είναι πως παραλίγο να επιβιώσει, το ξέρεις; Πέθανε λίγες βδομάδες πριν από την απελευθέρωση». Η Λίντεβιχ απομακρύνθηκε μερικά βήματα για να παρακολουθήσει κάποιο βίντεο, ενώ εγώ έπιασα το μπράτσο του Ογκάστους καθώς περνούσαμε στο επόμενο δωμάτιο. Ήταν ένα δωμάτιο σε σχήμα Α, το οποίο φιλοξενούσε μερικά γράμματα που είχε γράψει ο Ότο Φρανκ σε διάφορους ανθρώπους στη διάρκεια των μηνών της αναζήτησης των παιδιών του. Στον τοίχο, στη μέση του δωματίου, προβαλλόταν ένα βίντεο στο οποίο εμφανιζόταν ο Ότο Φρανκ. Μ ιλούσε στα αγγλικά. «Έχουν απομείνει τίποτα ναζί που θα μπορούσα να καταδιώξω για να τους οδηγήσω στη δικαιοσύνη;» ρώτησε ο Ογκάστους όπως γέρναμε πάνω από τις βιτρίνες και διαβάζαμε τα γράμματα του Ότο και τις σπαρακτικές απαντήσεις που τον ενημέρωναν πως όχι, κανείς δεν είχε δει τις κόρες του μετά την απελευθέρωση.
186
JOHN GREEN
«Νομίζω πως είναι όλοι νεκροί. Όμως, δεν είχαν οι ναζί το μονοπώλιο της κακίας». «Σωστά», συμφώνησε. «Αυτό πρέπει να κάνουμε, Χέιζελ Γκρέις: να σχηματίσουμε μια ομάδα, ένα δίδυμο ανάπηρων εκδικητών που θα ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο, θα αποκαθιστά τη δικαιοσύνη, θα υπερασπίζεται τους αδύναμους, θα προστατεύει τους κυνηγημένους». Παρότι το όνειρο αυτό ήταν δικό του και όχι δικό μου, ακολούθησα το σκεπτικό του. Άλλωστε, κι εκείνος είχε ακολουθήσει το δικό μου σκεπτικό. «Το θάρρος μας θα είναι το μυστικό μας όπλο», είπα. «Οι ιστορίες για τα κατορθώματά μας θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν όσο θα υπάρχει ανθρώπινη φωνή», συνέχισε. «Αλλά και μετά, όταν τα ρομπότ θα αφηγούνται την παράλογη συμπεριφορά των ανθρώπων, τις θυσίες και τη συμπόνια τους, θα μας θυμούνται». «Θα γελάνε ρομποτικά με τη θαρραλέα αποκοτιά μας», είπε. «Όμως κάτι μέσα στις σιδερένιες, ρομποτικές καρδιές τους θα λαχταρά να μπορούσε να ζήσει και να πεθάνει όπως εμείς: πραγματοποιώντας έργο ηρωικό». «Ογκάστους Γουότερς», είπα, σηκώνοντας το κεφάλι για να τον κοιτάξω, ενώ σκεφτόμουν πως δε γίνεται να φιλήσεις κάποιον στο Σπίτι της Άννα Φρανκ, κι ύστερα θυμήθηκα πως η Άννα Φρανκ, τελικά, φίλησε κάποιον στο Σπίτι της Άννα Φρανκ, και πως πιθανότατα τίποτα δε θα την ευχαριστούσε περισσότερο από το να γίνει το σπίτι της ο χώρος όπου οι νέοι και αθεράπευτα τσακισμένοι παραδίδονται στον έρωτα. «Οφείλω να πω», έλεγε ο Ότο Φρανκ στο βίντεο με την έντονη προφορά του, «ότι μου προκάλεσε μεγάλη έκπληξη το βάθος των σκέψεων της Άννα». Την επόμενη στιγμή φιλιόμασταν. Το χέρι μου άφησε το καροτσάκι του οξυγόνου, άγγιξα το λαιμό του κι εκείνος με έπιασε από τη μέση και με σήκωσε στις μύτες των ποδιών μου. Καθώς τα μισάνοιχτα χείλη του συναντούσαν τα δικά μου,
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
187
άρχισα να νιώθω ότι μου κοβόταν η ανάσα, με ένα διαφορετικό όσο και συναρπαστικό τρόπο. Ο χώρος ολόγυρά μας εξανεμίστηκε, και για μια αλλόκοτη στιγμή μού άρεσε πραγματικά το σώμα μου· αυτό το πράγμα, ρημαγμένο από τον καρκίνο, που είχα περάσει χρόνια περιφέροντάς το, ξαφνικά φάνταζε σαν κάτι που άξιζε να αγωνιστώ για να το διατηρήσω, άξιζε τους σωλήνες που τρύπωναν στο στήθος, τα σωληνάκια των ορών, την ασταμάτητη, καθημερινή προδοσία των όγκων. «Η Άννα που γνώριζα ως κόρη μου ήταν πολύ διαφορετική. Ουσιαστικά, δε φανέρωσε ποτέ αυτού του είδους τα εσωτερικά συναισθήματα», συνέχισε ο Ότο. Το φιλί φάνταζε ατελείωτο, καθώς ο Ότο Φρανκ συνέχιζε να μιλά πίσω μου. «Και το συμπέρασμά μου είναι», είπε, «καθώς είχα πολύ καλή σχέση με την Άννα, ότι οι περισσότεροι γονείς δε γνωρίζουν πραγματικά τα παιδιά τους». Συνειδητοποίησα ότι τα βλέφαρά μου ήταν κλειστά, οπότε τα άνοιξα. Ο Ογκάστους με κοίταζε κατάματα, τα γαλάζια μάτια του βρίσκονταν πιο κοντά μου από κάθε άλλη φορά, και πίσω του ένα πλήθος ανθρώπων είχε σχηματίσει κάτι σαν κύκλο γύρω μας. Ήταν θυμωμένοι, σκέφτηκα. Είχαν φρίξει. Δυο έφηβοι, έρμαια των ορμονών τους, χαμουρεύονταν κάτω από ένα βίντεο που μετέδιδε την τσακισμένη φωνή ενός πρώην πατέρα. Απομακρύνθηκα από τον Ογκάστους, κι εκείνος μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μέτωπο, ενώ εγώ κοίταζα αμήχανα τα πάνινα αθλητικά μου. Και τότε άρχισαν να χειροκροτούν. Όλοι οι άνθρωποι, όλοι εκείνοι οι ενήλικες, άρχισαν να χειροκροτούν, ένας μάλιστα φώναξε «Μ πράβο!» με ευρωπαϊκή προφορά. Ο Ογκάστους, χαμογελώντας, υποκλίθηκε. Έκανα κι εγώ μια μικρή υπόκλιση γελώντας, η οποία έγινε δεκτή με νέο γύρο χειροκροτημάτων. Κατεβήκαμε από τη σκάλα, αφήνοντας τους ενήλικες να προπορευτούν, και λίγο πριν φτάσουμε στο καφέ (όπου ευτυχώς ένα ασανσέρ μάς οδήγησε στο ισόγειο και στο κατάστημα με τα αναμνηστικά) είδαμε σελίδες από το ημερολόγιο της Άννα,
188
JOHN GREEN
καθώς επίσης και το αδημοσίευτο βιβλίο με τις φράσεις που της είχαν κάνει εντύπωση. Το βιβλίο έτυχε να είναι ανοιγμένο σε μια σελίδα με φράσεις από κείμενα του Σαίξπηρ. Γιατί ποιανού η ψυχή είναι τόσο στέρεη, ώστε να μη μπορεί να πλανεθεί; είχε γράψει. Η Λίντεβιχ μας πήγε πίσω στο Φιλοζόοφ. Ψιλόβρεχε και με τον Ογκάστους στεκόμασταν στο τούβλινο πεζοδρόμιο έξω από το ξενοδοχείο και βρεχόμασταν. Ογκάστους: «Καλό θα ήταν να ξεκουραστείς λίγο». Εγώ: «Εντάξει είμαι». Ογκάστους: «Εντάξει». (Παύση.) «Τι σκέφτεσαι;» Εγώ: «Εσένα». Ογκάστους: «Δηλαδή;» Εγώ: «“Δεν ξέρω τι να προτιμήσω/Την ομορφιά των αλλοιώσεων/Ή την ομορφιά των υπαινιγμών/Τις τρίλιες του κοτσυφιού/Ή αυτό που ακολουθεί”». Ογκάστους: «Θεέ μου, είσαι σέξι». Εγώ: «Θα μπορούσαμε να πάμε στο δωμάτιό σου». Ογκάστους: «Έχω ακούσει χειρότερες ιδέες». Τρυπώσαμε στο μικροσκοπικό ασανσέρ. Κάθε επιφάνεια, συμπεριλαμβανομένου και του δαπέδου, καλυπτόταν από καθρέφτες. Χρειάστηκε να κλείσουμε μόνοι μας την πόρτα και ύστερα το παλιό μηχάνημα άρχισε να ανεβαίνει αργά, τρίζοντας, προς το δεύτερο όροφο. Ήμουν κουρασμένη, ιδρωμένη και ανησυχούσα πως γενικά έδειχνα και μύριζα απαίσια, όμως ακόμα κι έτσι τον φίλησα μέσα σ’ εκείνο το ασανσέρ, και μετά αυτός τραβήχτηκε, έδειξε τον καθρέφτη και είπε «Κοίτα, άπειρες Χέιζελ». «Ορισμένα άπειρα είναι μεγαλύτερα απ’ ό,τι κάποια άλλα άπειρα», είπα με μακρόσυρτη φωνή, μιμούμενη τον Φαν Χάουτεν.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
189
«Τι καραγκιόζης», είπε ο Ογκάστους, και χρειάστηκε να περάσει όλη αυτή η ώρα κι ακόμα περισσότερη απλώς για να φτάσουμε στο δεύτερο όροφο. Τελικά, το ασανσέρ σταμάτησε κάπως απότομα, οπότε σπρώξαμε την πόρτα με τον καθρέφτη για να ανοίξει. Ενώ η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, ο Ογκάστους μόρφασε από τον πόνο και του ξέφυγε το χερούλι για μια στιγμή. «Είσαι εντάξει;» ρώτησα. Ύστερα από ένα δευτερόλεπτο είπε «Ναι, ναι, η πόρτα μάλλον είναι βαριά». Την έσπρωξε ξανά και κατάφερε να την ανοίξει. Μ ε άφησε να περάσω πρώτη, φυσικά, όμως δεν ήξερα σε ποια κατεύθυνση του διαδρόμου να προχωρήσω, οπότε στάθηκα έξω από το ασανσέρ, και το ίδιο έκανε κι εκείνος, με το πρόσωπο ακόμα συσπασμένο από τον πόνο, κι έτσι τον ξαναρώτησα «Εντάξει;» «Ναι, απλώς έχω χάσει τη φόρμα μου, Χέιζελ Γκρέις. Όλα καλά». Στεκόμασταν έτσι στο διάδρομο, κι εκείνος δεν προχωρούσε για να μου δείξει προς τα πού είναι το δωμάτιο, κι εγώ δεν ήξερα προς τα πού ήταν, και καθώς το αδιέξοδο συνεχιζόταν, πείστηκα πως έψαχνε τρόπο να μη γίνει κάτι μαζί μου, πως δεν έπρεπε να το είχα προτείνει καν, πως δεν ήταν συμπεριφορά που άρμοζε σε μια νέα γυναίκα και επομένως είχε αηδιάσει τον Ογκάστους Γουότερς, ο οποίος στεκόταν εκεί και με κοίταζε, κάπως σαστισμένος, προσπαθώντας να σκεφτεί τρόπο για να ξεφύγει διακριτικά από αυτή την κατάσταση. Και τότε, ύστερα από μια αιωνιότητα, είπε: «Είναι πάνω από το γόνατό μου, στενεύει σε εκείνο το σημείο λιγάκι και ύστερα είναι σκέτο δέρμα. Έχει και μια μεγάλη ουλή, όμως δεν είναι τίποτα το...» «Σε τι αναφέρεσαι;» ρώτησα. «Στο πόδι μου», είπε εκείνος. «Για να είσαι προετοιμασμένη σε περίπτωση που... θέλω να πω, έτσι και το δεις, δηλαδή...» «Ω, μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου», είπα κι έκανα τα δύο βήματα που χρειαζόμουν για να τον φτάσω. Τον φίλησα, δυνατά, κολλώντας τον στον τοίχο, και συνέχισα να τον φιλάω
190
JOHN GREEN
καθώς εκείνος προσπαθούσε να βρει το κλειδί του δωματίου του. Συρθήκαμε στο κρεβάτι, οι κινήσεις μου ήταν κάπως περιορισμένες εξαιτίας του οξυγόνου, όμως ακόμα κι έτσι κατάφερα να καθίσω πάνω του, να του βγάλω το μπλουζάκι και να γευτώ τον ιδρώτα στην επιδερμίδα του, κάτω από την κλείδα του, καθώς ψιθύριζα πάνω στο κορμί του «Σε αγαπώ, Ογκάστους Γουότερς», ενώ το σώμα του χαλάρωνε κάτω από το δικό μου όπως με άκουγε να το λέω. Άπλωσε τα χέρια του και προσπάθησε να βγάλει το μπλουζάκι μου, όμως αυτό μπερδεύτηκε στη σωλήνα του οξυγόνου. Γέλασα. «Πώς το κάνεις αυτό καθημερινά;» ρώτησε ενώ εγώ ξετύλιγα την μπλούζα μου από τα σωληνάκια. Βλακωδώς, μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι το ροζ σλιπ μου δεν ταίριαζε με το μοβ σουτιέν μου, λες και υπήρχε περίπτωση να προσέξει ένα αγόρι κάτι τέτοιο. Χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα, έβγαλα το τζιν και τις κάλτσες μου και ύστερα παρακολούθησα το πάπλωμα να χορεύει καθώς από κάτω του ο Ογκάστους έβγαζε πρώτα το παντελόνι και ύστερα το πόδι του. Ήμασταν ξαπλωμένοι ανάσκελα ο ένας δίπλα στον άλλο, με τα πάντα κρυμμένα από τα σκεπάσματα, και ύστερα από λίγο άπλωσα το χέρι προς το μηρό του και άφησα την παλάμη μου να κατεβεί προς το ακρωτηριασμένο πόδι, την παχιά, τραχιά επιδερμίδα. Κράτησα για μια στιγμή το άκρο. Μ όρφασε. «Πονάει;» ρώτησα. «Όχι», είπε. Γύρισε στο πλάι και με φίλησε. «Είσαι πολύ σέξι», είπα, με το χέρι μου να συνεχίζει να ακουμπά το πόδι του. «Αρχίζω να υποψιάζομαι πως έχεις φετίχ με τους
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
191
ακρωτηριασμούς», απάντησε συνεχίζοντας να με φιλάει. Γέλασα. «Έχω φετίχ με τον Ογκάστους Γουότερς», εξήγησα. Η όλη διαδικασία ήταν το ακριβώς αντίθετο απ’ ό,τι υπολόγιζα πως θα είναι: αργή, υπομονετική και ήσυχη, όχι ιδιαίτερα επώδυνη ούτε ιδιαίτερα εκστατική. Παρουσιάστηκαν πολλά προβλήματα προφυλακτικής φύσεως, τα οποία δεν μπόρεσα να παρατηρήσω πολύ καλά. Δεν προέκυψαν σπασμένα κρεβάτια. Ούτε κραυγές. Ειλικρινά, πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο διάστημα που περάσαμε μαζί χωρίς να μιλήσουμε. Μ ονάχα ένα πράγμα ακολούθησε τα προβλεπόμενα: μετά, όταν είχα ακουμπήσει το πρόσωπό μου στο στήθος του Ογκάστους κι άκουγα την καρδιά του να χτυπά δυνατά, εκείνος είπε «Χέιζελ Γκρέις, κυριολεκτικά δεν μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά». «Κατάχρηση της κυριολεξίας», είπα. «Όχι», επέμεινε. «Είμαι πολύ κουρασμένος». Το πρόσωπό του γύρισε από την άλλη, το αφτί μου είχε κολλήσει στο στήθος του, αφουγκραζόμουν τους πνεύμονές του να περνούν στο ρυθμό του ύπνου. Ύστερα από λίγο σηκώθηκα, ντύθηκα, βρήκα το σημειωματάριο με το λογότυπο του ξενοδοχείου και του έγραψα ένα ερωτικό γράμμα: Λατρεμένε μου Ογ κάστους,
Δικιά σου, Χέιζελ Γκρέις
192
JOHN GREEN
13
ΤΟ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡ ΩΙ, την τελευταία ολόκληρη μέρα μας στο Άμστερνταμ, η μητέρα μου, ο Ογκάστους κι εγώ περπατήσαμε σε απόσταση μισού οικοδομικού τετραγώνου από το ξενοδοχείο και πήγαμε στο Βόντελπαρκ, όπου βρήκαμε ένα καφέ στη σκιά του ολλανδικού εθνικού μουσείου κινηματογράφου. Πίνοντας λάτε –τον οποίο, όπως μας εξήγησε ο σερβιτόρος, οι Ολλανδοί τον ονομάζουν «λάθος καφέ», γιατί περιέχει περισσότερο γάλα παρά καφέ– καθίσαμε στη δαντελωτή σκιά μιας πελώριας καστανιάς και διηγηθήκαμε στη μητέρα μου τη συνάντηση με το σπουδαίο Πέτερ Φαν Χάουτεν. Δώσαμε στην ιστορία αστεία χροιά. Πιστεύω πως σε αυτή τη ζωή έχεις τη δυνατότητα να διαλέξεις πώς θα διηγηθείς μια θλιβερή ιστορία, κι εμείς προτιμήσαμε την αστεία πλευρά: ο Ογκάστους, γερμένος στην καρέκλα της καφετέριας, υποδυόταν το γλωσσοδεμένο, σαλιάρη Φαν Χάουτεν, ο οποίος δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί από την καρέκλα του· εγώ σηκώθηκα για να υποδυθώ την αφεντιά μου, φουριόζα και δυναμική. Φώναζα «Σήκω πάνω, κακάσχημε γέρο!» «Τον είπες κακάσχημο;» ρώτησε ο Ογκάστους. «Εκεί βρήκες να κολλήσεις;» του είπα. «Διεν είμαι άσκημους. Εσύ είσαι άσκημη, σωληνού».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
193
«Είσαι θρασύδειλος!» άστραψα και βρόντηξα, οπότε ο Ογκάστους διέκοψε το ρόλο του για να γελάσει. Κάθισα κάτω. Είπαμε στη μητέρα μου για το σπίτι της Άννα Φρανκ, παραλείποντας το φιλί. «Και μετά γυρίσατε στο σπίτι του Φαν Χάουτεν;» ρώτησε η μητέρα μου. Ο Ογκάστους δε μου άφησε περιθώριο ούτε να κοκκινίσω. «Μ πα, όχι, αράξαμε σε ένα καφέ. Η Χέιζελ με διασκέδασε σκαρώνοντας αστεία με διαγράμματα». Μ ου έριξε μια ματιά. Θεέ μου, ήταν τόσο σέξι. «Υπέροχα», έκανε η μητέρα μου. «Λοιπόν, λέω να πάω μια βόλτα. Να σας αφήσω να τα πείτε λίγο», είπε κοιτάζοντας τον Γκας με μια υποψία έντασης στη φωνή της. «Αργότερα θα μπορούσαμε να κάνουμε μια βόλτα με ένα πλοιάριο στα κανάλια». «Ε... εντάξει», είπα. Η μητέρα μου άφησε ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ κάτω από το πιατάκι της και ύστερα με φίλησε στο κεφάλι ψιθυρίζοντας «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ», δηλαδή δύο αγάπες παραπάνω απ’ ό,τι συνήθως. Ο Γκας έγνεψε προς τις σκιές που έριχναν τα κλαδιά πάνω στο τσιμέντο, κι άλλοτε ενώνονταν κι άλλοτε έσπαγαν. «Πανέμορφο δεν είναι;» «Ναι», είπα. «Και πάρα πολύ καλή μεταφορά», μουρμούρισε. «Αλήθεια;» ρώτησα. «Η αρνητική αποτύπωση πραγμάτων τα οποία συναντιούνται τυχαία και ύστερα χωρίζουν», είπε. Μ προστά μας περνούσαν εκατοντάδες άνθρωποι, έκαναν τζόκινγκ, ποδήλατο και πατίνια. Το Άμστερνταμ ήταν μια πόλη σχεδιασμένη για κίνηση και δραστηριότητα, μια πόλη η οποία προτιμούσε να μη μετακινείται με αυτοκίνητο, και επομένως, αναπόφευκτα, αισθανόμουν αποκομμένη από αυτή. Όμως, πραγματικά, ήταν πανέμορφη, το κανάλι σχημάτιζε ένα μονοπάτι γύρω από το πελώριο δέντρο, ένας ερωδιός στεκόταν ακίνητος στην άκρη του νερού,
194
JOHN GREEN
αναζητούσε το πρωινό του ανάμεσα στα εκατομμύρια πέταλα ιτιάς που έπλεαν στην επιφάνεια. Όμως ο Ογκάστους δεν παρατήρησε εκείνη την εικόνα. Ήταν απασχολημένος με το να παρατηρεί τις σκιές να κινούνταν. Τελικά, είπε «Θα μπορούσα να το κοιτάζω όλη μέρα, όμως καλύτερα να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο». «Προλαβαίνουμε;» ρώτησα. Χαμογέλασε θλιμμένα. «Μ ακάρι», είπε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησα. Έγνεψε προς τα πίσω, προς την κατεύθυνση του ξενοδοχείου. Περπατούσαμε σιωπηλοί, ο Ογκάστους ήταν μισό βήμα μπροστά μου. Εγώ φοβόμουν τόσο, που δεν τολμούσα να ρωτήσω αν είχα λόγο να φοβάμαι. Λοιπόν, υπάρχει κάτι που ονομάζεται Ιεραρχία των Αναγκών του Μ άσλοου. Βασικά, αυτός ο τύπος, ο Έιμπραχαμ Μ άσλοου, έγινε διάσημος λόγω της θεωρίας του, η οποία υποστηρίζει ότι πρέπει να καλυφθούν συγκεκριμένες ανάγκες πριν μπορέσουμε να σκεφτούμε έστω άλλα είδη αναγκών. Η διάταξη έχει ως εξής:
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
195
ΙΕΡΑΡ ΧΙΑ ΑΝΑΓΚΩΝ ΤΟΥ ΜΑΣΛΟΟΥ
Από τη στιγμή που καλύπτονται οι ανάγκες σου για τροφή και νερό, προχωράς στο επόμενο σύνολο αναγκών, την ασφάλεια, κι από κει στο επόμενο, και ούτω καθεξής, όμως το σημαντικό στοιχείο, σύμφωνα με τον Μ άσλοου, είναι ότι μέχρι να καλυφθούν οι σωματικές ανάγκες σου δεν μπορείς καν να ανησυχήσεις για την ασφάλεια ή τις κοινωνικές ανάγκες, πόσο μάλλον για την «αυτοπραγμάτωση», η οποία προκύπτει όταν, ας πούμε, αρχίζεις να δημιουργείς τέχνη και να αναρωτιέσαι για το τι είναι ζωή και κβαντική φυσική και δεν ξέρω τι άλλο. Σύμφωνα με τον Μ άσλοου, εγώ ήμουν εγκλωβισμένη στο δεύτερο επίπεδο της πυραμίδας, αδυνατώντας να αισθανθώ ασφαλής για την υγεία μου και επομένως ανήμπορη να επιδιώξω την αγάπη, το σεβασμό, την τέχνη και όλα αυτά, πράγμα το οποίο είναι, φυσικά, μια μπούρδα και μισή: η ανάγκη να δημιουργήσεις τέχνη ή να θέσεις φιλοσοφικά ερωτήματα δε σβήνει όταν είσαι άρρωστος. Οι ανάγκες αυτές απλώς αλλοιώνονται από την αρρώστια. Η πυραμίδα του Μ άσλοου έμοιαζε να οδηγεί στη σκέψη πως
196
JOHN GREEN
ήμουν λιγότερο άνθρωπος απ’ ό,τι κάποιοι άλλοι άνθρωποι, και οι περισσότεροι άνθρωποι θα συμφωνούσαν μαζί του. Όχι, όμως, ο Ογκάστους. Πάντοτε νόμιζα πως μπορούσε να με αγαπήσει γιατί κάποτε ήταν άρρωστος κι ο ίδιος. Μ όλις τώρα μου περνούσε από το μυαλό η σκέψη πως ίσως εξακολουθούσε να είναι. Φτάσαμε στο δωμάτιό μου, στο Κίρκεγκορ. Κάθισα στο κρεβάτι, περιμένοντας να έρθει κι εκείνος να καθίσει εκεί, όμως τελικά προτίμησε τη σκονισμένη καρέκλα με τα λαχούρια. Τι καρέκλα κι αυτή. Πόσων χρονών να ήταν; Πενήντα; Ένιωσα ένα σφίξιμο στη βάση του λαιμού μου καθώς τον έβλεπα να παίρνει ένα τσιγάρο από το πακέτο του και να το βάζει ανάμεσα στα χείλη του. Έγειρε προς τα πίσω και αναστέναξε. «Λίγο πριν μπεις στη Μ ΕΘ άρχισα να νιώθω έναν πόνο στο γοφό». «Όχι», είπα. Ο πανικός ξέσπασε, με σάρωσε. Έγνεψε καταφατικά. «Έτσι, πήγα κι έκανα τομογραφία». Σταμάτησε. Τράβηξε απότομα το τσιγάρο από το στόμα και έσφιξε τα δόντια του. Μ εγάλο μέρος της ζωής μου είχε αφιερωθεί στην προσπάθεια να μην κλαίω μπροστά σε ανθρώπους που με αγαπούσαν, οπότε ήξερα τι έκανε ο Ογκάστους. Σφίγγεις τα δόντια. Κοιτάς ψηλά. Λες στον εαυτό σου πως αν σε δουν να κλαις θα πληγωθούν, οπότε δε θα είσαι τίποτα παραπάνω από μια Εστία Θλίψης στη ζωή τους, οπότε πρέπει να μην καταλήξεις μια απλή θλίψη, οπότε δεν κλαις, κι όλα αυτά τα λες στον εαυτό σου ενώ κοιτάζεις το ταβάνι, κι ύστερα ξεροκαταπίνεις, κι ας μη θέλει το λαρύγγι σου να κλείσει, κοιτάς τον άνθρωποι που σε αγαπά και χαμογελάς. Μ ου χάρισε το λοξό του χαμόγελο και ύστερα είπε «Φωτίστηκα λες και ήμουν χριστουγεννιάτικο δέντρο, Χέιζελ Γκρέις. Περιμετρικά του θώρακα, στον αριστερό γοφό, στο
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
197
συκώτι, παντού». Παντού. Η λέξη αιωρήθηκε για λίγο στην ατμόσφαιρα. Γνωρίζαμε και οι δυο μας τι σήμαινε αυτό. Σηκώθηκα, έσυρα το κορμί και το καρότσι μου πάνω στη μοκέτα που μετρούσε περισσότερα χρόνια ύπαρξης από όσα θα έφτανε ο Ογκάστους, γονάτισα στα πόδια της καρέκλας, ακούμπησα το κεφάλι μου στην ποδιά του και τον αγκάλιασα από τη μέση. Μ ου χάιδευε τα μαλλιά. «Λυπάμαι πολύ», μουρμούρισα. «Εγώ λυπάμαι που δε σου το είπα», απάντησε με ψύχραιμη φωνή. «Η μητέρα σου πρέπει να το ξέρει. Το καταλαβαίνω από τον τρόπο που με κοιτάζει. Πρέπει να της το είπε η δικιά μου, μάλλον. Έπρεπε να σου το είχα πει. Ήταν βλακεία μου. Εγωισμός». Ήξερα γιατί δε μου είχε πει τίποτα, φυσικά: ήταν ο ίδιος λόγος για τον οποίο δεν είχα θελήσει να με δει στη Μ ΕΘ. Δεν μπορούσα να του θυμώσω ούτε μια στιγμή, και μόνο τώρα που αγαπούσα μια χειροβομβίδα καταλάβαινα πόσο ανόητο ήταν που προσπαθούσα να γλιτώσω τους άλλους από την επικείμενη ανατίναξή μου: δεν μπορούσα να πάψω να αγαπώ τον Ογκάστους Γουότερς. Ούτε το ήθελα. «Δεν είναι δίκαιο», είπα. «Είναι τελείως άδικο, γαμώτο». «Ο κόσμος», απάντησε, «δεν είναι εργοστάσιο πραγματοποίησης ευχών», και τότε λύγισε, για μια στιγμή μονάχα, ο λυγμός του βρυχήθηκε ανήμπορος, σαν αστραπή που δε συνοδεύεται από κεραυνό, μ’ εκείνη την τρομερή δύναμη που οι ερασιτέχνες της δυστυχίας θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν, λανθασμένα, σαν αδυναμία. Ύστερα με τράβηξε πάνω του, και με το πρόσωπό του σε απόσταση εκατοστών από το δικό μου, πήρε την απόφαση: «Θα το πολεμήσω. Θα το πολεμήσω για σένα. Μ ην ανησυχείς για μένα, Χέιζελ Γκρέις. Εντάξει είμαι. Θα βρω τρόπο να μείνω εδώ για να σε εκνευρίζω πολύ καιρό ακόμα». Εγώ έκλαιγα. Ακόμα και τότε, όμως, εκείνος ήταν δυνατός, με κρατούσε τόσο σφιχτά, που μπορούσα να δω τους σμιλεμένους μυς των μπράτσων του να τυλίγονται γύρω μου
198
JOHN GREEN
καθώς έλεγε «Λυπάμαι. Θα είσαι εντάξει. Όλα θα πάνε καλά. Σ’ το υπόσχομαι», και χαμογέλασε ξανά, λοξά. Μ ε φίλησε στο μέτωπο και ύστερα ένιωσα το δυνατό του στήθος να ξεφουσκώνει λιγάκι. «Τελικά, φαίνεται πως κουβαλούσα κι εγώ μια αμαρτία». Ύστερα από λίγο τον τράβηξα στο κρεβάτι και μείναμε ξαπλωμένοι, μαζί, καθώς μου έλεγε πως είχαν ξεκινήσει παρηγορητική χημειοθεραπεία, όμως τη διέκοψε προκειμένου να ταξιδέψει στο Άμστερνταμ, παρότι η απόφαση αυτή έκανε έξαλλους τους γονείς του. Είχαν προσπαθήσει να τον εμποδίσουν, μέχρι και εκείνο το πρωί, όταν τον άκουσα να ωρύεται πως το σώμα του ανήκε στον ίδιο. «Έπρεπε να είχαμε αναβάλει το ταξίδι», είπα. «Όχι, δε γινόταν», απάντησε. «Έτσι κι αλλιώς, η θεραπεία δεν έφερνε αποτέλεσμα. Το ένιωθα πως δεν έφερνε αποτέλεσμα, καταλαβαίνεις;» Έγνεψα καταφατικά. «Είναι μεγάλη αδικία όλο αυτό», είπα. «Θα δοκιμάσουν κάτι άλλο μόλις επιστρέψω. Πάντοτε βρίσκουν κάτι καινούριο να προτείνουν». «Ναι», είπα, καθώς είχα αποτελέσει κι εγώ αντικείμενο πειραματισμών. «Φοβάμαι πως σε ξεγέλασα, σε έκανα να νομίζεις ότι ερωτευόσουν έναν υγιή άνθρωπο», είπε. Σήκωσα τους ώμους. «Το ίδιο θα είχα κάνει κι εγώ στη θέση σου». «Όχι, δε θα το είχες κάνει, όμως δε γίνεται να είμαστε όλοι τόσο τέλειοι όσο εσύ». Μ ε φίλησε κι ύστερα μόρφασε. «Πονάει;» ρώτησα. «Όχι. Λιγάκι». Έμεινε ακίνητος κοιτάζοντας το ταβάνι πολλή ώρα προτού πει «Μ ου αρέσει αυτός ο κόσμος. Μ ου αρέσει να πίνω σαμπάνια. Μ ου αρέσει να μην καπνίζω. Μ ου αρέσει η προφορά των Ολλανδών όταν μιλάνε ολλανδικά. Και τώρα...
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
199
Δεν έχω καν μπροστά μου μια μάχη. Δεν έχω την ευκαιρία να αγωνιστώ». «Έχεις την ευκαιρία να πολεμήσεις τον καρκίνο», είπα. «Αυτή είναι η μάχη σου. Και θα συνεχίσεις να πολεμάς», του είπα. Μ ε ενοχλούσε πολύ όταν οι άλλοι προσπαθούσαν να με πωρώσουν για να πολεμήσω, όμως αυτό έκανα κι εγώ τώρα. «Θα... θα... ζήσεις με τον καλύτερο τρόπο το σήμερα. Αυτός είναι πλέον ο πόλεμός σου». Σιχαινόμουν τον εαυτό μου για τα γλυκανάλατα λόγια που ξεστόμιζα, όμως τι άλλο μου είχε απομείνει; «Σιγά τον πόλεμο», είπε εκείνος απογοητευμένος. «Ποιον πολεμάω; Τον καρκίνο μου. Και τι είναι ο καρκίνος μου; Ο καρκίνος μου είμαι εγώ. Οι όγκοι είναι φτιαγμένοι από μένα. Είναι φτιαγμένοι από το δικό μου υλικό, όπως ο εγκέφαλος και η καρδιά μου. Είναι εμφύλιος ο πόλεμος αυτός, Χέιζελ Γκρέις, και ο νικητής είναι προαποφασισμένος». «Γκας», είπα. Δεν μπορούσα να πω τίποτε άλλο. Ήταν τόσο έξυπνος, που δεν είχα κάποια παρηγοριά να του προσφέρω. «Εντάξει», είπε. Όμως δεν ήταν εντάξει. Ύστερα από λίγο είπε «Αν πας στο Ρεϊκσμουζέουμ, στο οποίο ήθελα πραγματικά να πάμε... όμως, ας μη γελιόμαστε, κανείς μας δεν έχει τις αντοχές να περπατήσει ένα ολόκληρο μουσείο. Τέλος πάντων, κοίταξα τη συλλογή στο Διαδίκτυο πριν φύγουμε. Αν ήταν να πάμε, κι ελπίζω πως κάποια μέρα θα πας, θα έβλεπες πολλούς πίνακες νεκρών ανθρώπων. Θα έβλεπες τον Ιησού πάνω στο σταυρό, θα έβλεπες έναν τύπο να μαχαιρώνεται στο λαιμό, θα έβλεπες ανθρώπους να πεθαίνουν στη θάλασσα, σε μάχες, ολόκληρη πομπή μαρτύρων. Δε θα έβλεπες όμως ούτε ένα παιδί με καρκίνο. Δε θα έβλεπες ούτε έναν που να πεθαίνει από ευλογιά, κίτρινο πυρετό ή ό,τι άλλο, γιατί δεν υπάρχει ίχνος δόξας στην αρρώστια. Δεν υπάρχει κανένα νόημα. Δεν υπάρχει καμία τιμή στο να πεθαίνεις από κάτι». Έιμπραχαμ Μ άσλοου, να σου συστήσω τον Ογκάστους Γουότερς, οι υπαρξιακές ανησυχίες του οποίου έστεκαν σαν
200
JOHN GREEN
κολοσσοί απέναντι σ’ εκείνες των καλοθρεμμένων, αγαπημένων, υγιών συνανθρώπων του. Την ώρα που η μεγάλη μάζα των ανθρώπων ζούσε μια ολότελα ανερμάτιστη ζωή άκρατου καταναλωτισμού, ο Ογκάστους Γουότερς εξέταζε από μακριά τη συλλογή του μεγαλύτερου μουσείου της Ολλανδίας. «Τι;» ρώτησε ο Ογκάστους ύστερα από λίγο. «Τίποτα», είπα. «Απλώς...» Δεν μπορούσα να ολοκληρώσω την πρόταση, δεν ήξερα πώς να το κάνω. «Απλώς, μου αρέσεις πάρα, μα πάρα πολύ». Χαμογέλασε με το μισό στόμα του, έχοντας τη μύτη του ελάχιστα εκατοστά από τη δική μου. «Τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Δε φαντάζομαι να σου είναι εύκολο να ξεχάσεις τι είπαμε και να με αντιμετωπίσεις σαν να μην πεθαίνω». «Δε νομίζω ότι πεθαίνεις», είπα. «Νομίζω πως έχεις απλώς μια ελαφρά περίπτωση καρκίνου». Χαμογέλασε. Το χιούμορ του ικριώματος. «Βρίσκομαι σε ένα τρένο που μονάχα προς τα πάνω κινείται», είπε. «Και είναι προνόμιο και ευθύνη μου να σε ακολουθήσω μέχρι το τέρμα», είπα. «Θα ήταν εντελώς γελοίο αν προσπαθούσαμε να περάσουμε όμορφα;» «Δεν υπάρχει προσπαθώ», είπα. «Μ όνο κάνω».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
201
14
ΣΤΗΝ ΠΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡ ΟΦΗΣ, είκοσι χιλιάδες πόδια πάνω από τα σύννεφα, τα οποία βρίσκονταν δέκα χιλιάδες πόδια πάνω από το έδαφος, ο Γκας είπε «Παλιά έλεγα πως θα είχε γούστο να ζεις πάνω σε ένα σύννεφο». «Ναι», είπα. «Θα ήταν σαν εκείνες τις φουσκωτές συσκευές των αιθεροβαμόνων, μόνο που θα κρατούσε για πάντα». «Αργότερα, όμως, στο μάθημα της φυσικής στο γυμνάσιο, ο κύριος Μ αρτίνεζ ρώτησε ποια παιδιά στην τάξη ονειρεύονταν να ζήσουν στα σύννεφα, και όλοι σηκώσαμε το χέρι. Τότε ο κύριος Μ αρτίνεζ μάς είπε ότι ψηλά, στα σύννεφα, ο άνεμος φυσούσε με εκατόν ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα, η θερμοκρασία ήταν τριάντα βαθμοί υπό το μηδέν, οξυγόνο δεν υπήρχε και θα πεθαίναμε σε δευτερόλεπτα». «Σαν να λέμε, έξω καρδιά ο άνθρωπος». «Ήταν ειδικός στο να δολοφονεί όνειρα, Χέιζελ Γκρέις, αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Νομίζεις πως τα ηφαίστεια είναι τέλεια; Τράβα να το πεις στις δέκα χιλιάδες πτώματα των ανθρώπων που πέθαναν ουρλιάζοντας στην Πομπηία. Διατηρείς κρυφά μέσα σου την ελπίδα πως υπάρχει κάποιο στοιχείο μαγείας σε αυτό τον κόσμο; Κι όμως, δεν είναι τίποτε άλλο από άψυχα
202
JOHN GREEN
μόρια τα οποία γκελάρουν τυχαία το ένα πάνω στο άλλο. Ανησυχείς για το ποιος θα σε φροντίζει αν πεθάνουν οι γονείς σου; Καλά κάνεις, γιατί θα έρθει η ώρα που θα γίνουν τροφή για τα σκουλήκια». «Η άγνοια είναι ευλογία», είπα. Μ ια αεροσυνοδός περνούσε από το διάδρομο, σπρώχνοντας το καροτσάκι με τα ποτά, μισοψιθυρίζοντας, «Θέλετε κάτι να πιείτε; Κάτι να πιείτε; Κάτι να πιείτε;» Ο Γκας έσκυψε από πάνω μου, σήκωσε το χέρι του. «Θα μπορούσαμε να έχουμε λίγη σαμπάνια, παρακαλώ;» «Είστε είκοσι ενός ετών;» ρώτησε εκείνη καχύποπτα. Εγώ ίσιωσα με επιδεικτικό τρόπο τα σωληνάκια στη μύτη μου. Η αεροσυνοδός χαμογέλασε κι ύστερα έριξε μια ματιά στην κοιμισμένη μητέρα μου. «Δε θα την πειράξει;» «Μ πα, όχι», είπα. Έτσι, μας έβαλε σαμπάνια σε δυο πλαστικά κυπελλάκια. Τα τυχερά του καρκίνου. Ο Γκας κι εγώ τσουγκρίσαμε τα κύπελλα. «Στην υγειά σου», είπε. Ήπιαμε. Τα αστέρια δεν ήταν τόσο ζωηρά όσο εκείνα που γευτήκαμε στο Οράνιε, όμως και πάλι είχαν αρκετό ενδιαφέρον. «Ξέρεις», μου είπε ο Γκας, «όλα όσα είπε ο Φαν Χάουτεν ήταν αλήθεια». «Πιθανόν, όμως δεν ήταν ανάγκη να φερθεί τόσο απαράδεκτα. Δεν μπορώ να πιστέψω πως φαντάστηκε ένα μέλλον για το Σίσυφο το χάμστερ, αλλά όχι για τη μητέρα της Άννα». Ο Ογκάστους σήκωσε τους ώμους. Ξαφνικά έμοιαζε αφηρημένος. «Είσαι εντάξει;» ρώτησα. Κούνησε το κεφάλι του, σχεδόν ανεπαίσθητα. «Πονάει», είπε. «Το στήθος;» Έγνεψε καταφατικά. Γροθιές σφιγμένες. Αργότερα θα περιέγραφε την αίσθηση σαν να στεκόταν καταμεσής στο στήθος
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
203
του ένας χοντρός μονοπόδαρος φορώντας γόβα στιλέτο. Έκλεισα το τραπεζάκι που κρεμόταν από το κάθισμα μπροστά μου κι έσκυψα για να πάρω κάτι χάπια από το σακίδιό του. Κατάπιε ένα με τη σαμπάνια. «Εντάξει;» ρώτησα ξανά. Ο Γκας καθόταν στη θέση του, σφίγγοντας τη γροθιά του, περιμένοντας να ενεργήσει το φάρμακο, όμως το φάρμακο ουσιαστικά δεν εξουδετέρωνε τον πόνο, απλώς βοηθούσε τον Ογκάστους να απομακρυνθεί από αυτόν (κι από μένα). «Έκανε λες κι ήταν προσωπικό το θέμα», είπε σιγανά. «Σαν να ήταν θυμωμένος μαζί μας για κάποιο λόγο. Ο Φαν Χάουτεν, εννοώ». Ήπιε την υπόλοιπη σαμπάνια του με γρήγορες, συνεχόμενες γουλιές, και σύντομα τον πήρε ο ύπνος. Ο πατέρας μου μας περίμενε στο χώρο παραλαβής αποσκευών, στεκόταν ανάμεσα στους οδηγούς από τις λιμουζίνες που κρατούσαν πινακίδες με τα επίθετα των επιβατών που περίμεναν να παραλάβουν: ΤΖΟΝΣΟΝ, Μ ΠΑΡΙΝΓΚΤΟΝ, ΚΑΡΜ ΑΪΚΛ. Ο πατέρας μου είχε ετοιμάσει μια δική του πινακίδα. Η ΥΠΕΡΟΧΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Μ ΟΥ, έγραφε, κι από κάτω (ΚΑΙ Ο ΓΚΑΣ). Τον αγκάλιασα, οπότε άρχισε να κλαίει (φυσικά). Όπως γυρίζαμε στο σπίτι, με τον Γκας διηγηθήκαμε στον πατέρα μου ιστορίες από το Άμστερνταμ, όμως περίμενα να φτάσουμε, να συνδεθώ με τον Φίλιπ για να παρακολουθήσουμε εκπομπές της αμερικανικής τηλεόρασης μαζί με τον πατέρα μου, τρώγοντας αμερικανική πίτσα από χαρτοπετσέτες πάνω στα πόδια μας, για να του πω τι συνέβαινε στον Γκας. «Ο καρκίνος επανεμφανίστηκε στον Γκας», είπα. «Το ξέρω», απάντησε. Ήρθε πιο κοντά μου κι ύστερα πρόσθεσε «Μ ας το είπε η μητέρα του πριν από το ταξίδι. Λυπάμαι που σου το κράτησε μυστικό. Απλώς... λυπάμαι, Χέιζελ». Για αρκετή ώρα δεν είπα λέξη. Η εκπομπή που παρακολουθούσαμε έδειχνε κάτι ανθρώπους που προσπαθούσαν
204
JOHN GREEN
να αποφασίσουν ποιο σπίτι θα αγόραζαν. «Που λες, διάβασα το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος όσο λείπατε», είπε ο πατέρας μου. Γύρισα και τον κοίταξα. «Α, τέλεια. Πώς σου φάνηκε;» «Καλό είναι. Λιγάκι μπερδεμένο για τα μέτρα μου. Εγώ σπούδασα βιοχημική, μην το ξεχνάς, όχι λογοτεχνία. Πάντως, θα ήθελα να είχε καλύτερο τέλος». «Ναι», είπα. «Είναι συχνό παράπονο αυτό». «Επίσης, είναι κάπως απαισιόδοξο», είπε. «Αρκετά ηττοπαθές». «Αν με τη λέξη ηττοπαθές εννοείς ειλικρινές, τότε, ναι, συμφωνώ». «Δε νομίζω πως η ηττοπάθεια είναι ειλικρίνεια», απάντησε ο πατέρας μου. «Αρνούμαι να το δεχτώ αυτό». «Σαν να λέμε, όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο και μια μέρα θα καταλήξουμε στα σύννεφα να παίζουμε άρπες και να ζούμε σε ουράνια παλάτια;» Ο πατέρας μου χαμογέλασε. Πέρασε το μεγάλο μπράτσο του γύρω μου και με τράβηξε κοντά του, φιλώντας με στο πλάι του κεφαλιού. «Δεν ξέρω τι πιστεύω, Χέιζελ. Νόμιζα πως το να είσαι ενήλικας σήμαινε πως ξέρεις τι πιστεύεις, όμως κρίνοντας από την εμπειρία μου κάτι τέτοιο δεν ισχύει». «Ναι», είπα. «Εντάξει». Μ ου ξαναείπε πως λυπόταν για τον Γκας κι ύστερα συνεχίσαμε να βλέπουμε την εκπομπή, τελικά οι άνθρωποι διάλεξαν σπίτι, ο πατέρας μου εξακολουθούσε να έχει το μπράτσο του γύρω μου κι εμένα είχε αρχίσει να με παίρνει κάπως ο ύπνος, όμως δεν ήθελα να πάω στο κρεβάτι, και τότε ο πατέρας μου είπε «Ξέρεις τι πιστεύω; Θυμάμαι στο κολέγιο, είχα ένα μάθημα μαθηματικών, ήταν ένα πραγματικά σπουδαίο μάθημα, το οποίο δίδασκε μια ηλικιωμένη, μικροκαμωμένη γυναίκα. Μ ας μιλούσε για τους γρήγορους μετασχηματισμούς Φουριέ, όταν ξαφνικά άφησε τη φράση της στη μέση και είπε “Μ ερικές φορές το σύμπαν μοιάζει σαν να θέλει να το παρατηρήσει κάποιος”.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
205
»Αυτό πιστεύω. Πιστεύω πως το σύμπαν θέλει να το παρατηρήσει κάποιος. Νομίζω πως, όλως παραδόξως, το σύμπαν τείνει προς τη συναίσθηση, ανταμείβει την ευφυΐα εν μέρει επειδή αρέσκεται να το παρατηρούν. Και ποιος είμαι εγώ, που ζω σε μια στιγμή της ιστορίας, για να πω στο σύμπαν πως αυτό –ή τα όσα μπορώ να παρατηρήσω από αυτό– είναι παροδικά;» «Αρκετά καλή παρατήρηση», είπα ύστερα από λίγο. «Κι εσύ είσαι αρκετά καλή στις φιλοφρονήσεις», απάντησε. Το επόμενο απόγευμα πήγα στο σπίτι του Γκας και έφαγα σάντουιτς με μαρμελάδα και φιστικοβούτυρο παρέα με τους γονείς του και τους είπα ιστορίες από το Άμστερνταμ, όση ώρα ο Γκας έπαιρνε έναν υπνάκο στον καναπέ του καθιστικού, εκεί όπου είχαμε παρακολουθήσει το V for Vendetta. Τον διέκρινα οριακά από την κουζίνα: ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με το κεφάλι γυρισμένο στην απέναντι πλευρά και τον ορό ήδη περασμένο στο χέρι. Εξαπέλυαν επίθεση στον καρκίνο με ένα νέο κοκτέιλ φαρμάκων: δύο χημικούς παράγοντες και έναν υποδοχέα πρωτεΐνης, συνδυασμό με τον οποίο ήλπιζαν ότι θα ανέκοπταν την ογκογένεση στον οργανισμό του Γκας. Ήταν τυχερός που εντάχθηκε στη δοκιμή, όπως μου είπαν. Τυχερός. Ήξερα το ένα από τα φάρμακα. Το άκουσμα του ονόματός του ήταν αρκετό για να μου προκαλέσει τάση για εμετό. Ύστερα από λίγο εμφανίστηκαν ο Άιζακ και η μητέρα του. «Άιζακ, γεια, είμαι η Χέιζελ από την Ομάδα Υποστήριξης, όχι το πρώην κορίτσι σου». Η μητέρα του ήρθε προς το μέρος μου, οπότε σηκώθηκα από την καρέκλα της τραπεζαρίας και τον αγκάλιασα, το σώμα του χρειάστηκε μια στιγμή πριν βρει το δικό μου για να ανταποδώσει την αγκαλιά, δυνατά. «Πώς ήταν το Άμστερνταμ;» ρώτησε. «Τέλειο», είπα. «Γουότερς;» είπε ο Άιζακ. «Πού είσαι, αδερφέ μου;» «Κοιμάται», είπα και η φωνή μου σκάλωσε. Ο Άιζακ κούνησε
206
JOHN GREEN
το κεφάλι του, όλοι σωπάσαμε. «Χάλια», είπε ο Άιζακ ύστερα από λίγο. Η μητέρα του τον πήγε στην καρέκλα που του είχε βρει. Κάθισε. «Μ η χαίρεσαι, ακόμα σε βάζω κάτω στο παιχνίδι», είπε ο Ογκάστους, χωρίς να γυρίσει προς το μέρος μας. Το φάρμακο επιβράδυνε κάπως την ομιλία του, αλλά και πάλι είχε την ταχύτητα ενός μέσου ανθρώπου. «Καλά, είμαι σίγουρος», απάντησε ο Άιζακ, απλώνοντας αόριστα τα χέρια του στον αέρα, αναζητώντας τη μητέρα του. Εκείνη τον έπιασε, τον σήκωσε και πήγαν μαζί στον καναπέ, όπου ο Γκας και ο Άιζακ αγκαλιάστηκαν αμήχανα. «Πώς νιώθεις;» ρώτησε ο Άιζακ. «Τα πάντα έχουν γεύση σόλας. Αν εξαιρέσεις αυτό, όλα καλά, φίλε», απάντησε ο Γκας. Ο Άιζακ γέλασε. «Πώς πάνε τα μάτια;» «Α, τέλεια», απάντησε εκείνος. «Το μόνο πρόβλημα, δηλαδή, είναι ότι δε βρίσκονται στο κεφάλι μου». «Τέλεια, ναι», είπε ο Γκας. «Όχι πως πάω να βγω από πάνω, αλλά ολόκληρο το σώμα μου είναι φτιαγμένο από καρκίνο». «Το έμαθα», είπε ο Άιζακ, προσπαθώντας να μην αφήσει την κατάσταση να τον επηρεάσει. Έκανε να βρει το χέρι του Γκας, όμως κατάφερε να αγγίξει μόνο το μηρό του. «Είμαι λογοδοσμένος», είπε ο Γκας. Η μητέρα του Άιζακ έφερε δύο καρέκλες από την τραπεζαρία και μαζί με τον Άιζακ καθίσαμε δίπλα στον Γκας. Έπιασα το χέρι του Γκας διαγράφοντας κύκλους στο σημείο ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείκτη του. Οι ενήλικες κατέβηκαν στο υπόγειο για να ανταλλάξουν συλλυπητήρια, μάλλον, αφήνοντάς μας μόνους στο καθιστικό. Ύστερα από λίγο ο Ογκάστους έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος μας, του έπαιρνε ώρα για να ξυπνήσει. «Τι κάνει η Μ όνικα;» ρώτησε. «Ούτε μία φορά δεν είχα νέα της», είπε ο Άιζακ. «Ούτε
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
207
κάρτες ούτε email. Έχω μια συσκευή που μου διαβάζει τα email. Είναι τέλεια. Μ πορεί να αλλάξει φωνή ανάλογα με το φύλο του αποστολέα, έχει διαφορετικές προφορές, τα πάντα». «Σαν να λέμε, μπορώ να σου στείλω το σενάριο μιας τσόντας και να βάλεις ένα γέρο Γερμανό να σου το διαβάσει;» «Ακριβώς», είπε ο Άιζακ. «Βέβαια, πρέπει να με βοηθά η μητέρα μου στο χειρισμό, οπότε ίσως θα ήταν καλύτερα να αποφύγεις τη γερμανική τσόντα για την ώρα». «Δηλαδή, δε σου έστειλε ούτε ένα γραπτό μήνυμα να ρωτήσει τι κάνεις;» ρώτησα. Μ ου φαινόταν ασύλληπτα άδικο αυτό. «Ούτε φωνή ούτε ακρόαση», απάντησε ο Άιζακ. «Γελοιότητες», είπα. «Δεν το σκέφτομαι πλέον. Δεν έχω χρόνο να έχω κοπέλα. Από το πρωί μέχρι το βράδυ μαθαίνω πώς να ζω τυφλός». Ο Γκας απέστρεψε ξανά το κεφάλι του από μας. Κοίταζε έξω από το παράθυρο, τη βεράντα που έβλεπε στην πίσω αυλή. Τα μάτια του έκλεισαν. Ο Άιζακ ρώτησε πώς τα πήγαινα, εγώ είπα πως ήμουν καλά, κι αυτός μου είπε πως στην Ομάδα Υποστήριξης είχε έρθει μια καινούρια κοπέλα με σούπερ σέξι φωνή και ήθελε να περάσω για να του πω αν είχε και αντίστοιχη εμφάνιση. Από το πουθενά, ο Ογκάστους πετάχτηκε και είπε «Δε γίνεται να μην επικοινωνείς με το πρώην αγόρι σου πάνω που του βγάζουν τα μάτια από το γαμημένο το κεφάλι του». «Μ όνο το ένα είχα...» έκανε να πει ο Άιζακ. «Χέιζελ Γκρέις, μήπως σου βρίσκονται τέσσερα δολάρια;» ρώτησε ο Γκας. «Χμμ», έκανα. «Ναι;» «Τέλεια. Θα βρεις το πόδι μου κάτω από το τραπεζάκι του καθιστικού», είπε. Ο Γκας σηκώθηκε και σύρθηκε μέχρι την άκρη του καναπέ. Του έδωσα το προσθετικό μέλος· το προσάρμοσε σε αργή κίνηση. Τον βοήθησα να σηκωθεί και στη συνέχεια πρότεινα το
208
JOHN GREEN
μπράτσο μου στον Άιζακ, τον βοήθησα να αποφύγει τα έπιπλα, τα οποία ξαφνικά έμοιαζαν να εμποδίζουν, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούσα ότι, πρώτη φορά εδώ και χρόνια, ήμουν το υγιέστερο άτομο στο χώρο. Οδήγησα. Ο Ογκάστους καθόταν δίπλα μου. Ο Άιζακ στο πίσω κάθισμα. Σταματήσαμε σε ένα παντοπωλείο, όπου, ακολουθώντας τις οδηγίες του Ογκάστους, αγόρασα μια ντουζίνα αβγά, ενώ εκείνος με τον Άιζακ περίμεναν στο αυτοκίνητο. Στη συνέχεια ο Άιζακ μας οδήγησε από μνήμης στο σπίτι της Μ όνικα, ένα επιθετικά στείρο, διώροφο κτίσμα κοντά στο κολέγιο. Το καταπράσινο Pontiac Firebird της Μ όνικα, φορώντας κάτι πελώρια λάστιχα, ήταν παρκαρισμένο στο δρομάκι μπροστά από το γκαράζ. «Εκεί είναι;» ρώτησε ο Άιζακ, μόλις ένιωσε πως σταματούσα. «Ω ναι, εκεί είναι», είπε ο Ογκάστους. «Ξέρεις με τι μοιάζει, Άιζακ; Μ οιάζει με όλες τις ελπίδες που κάποια στιγμή τρέφαμε, πάνω στην αφέλειά μας». «Δηλαδή, είναι μέσα;» Ο Γκας έστρεψε το κεφάλι με αργές κινήσεις και κοίταξε τον Άιζακ. «Τι σημασία έχει πού είναι αυτή; Δε μας νοιάζει αυτή. Το θέμα αφορά εσένα». Ο Γκας έπιασε γερά τη θήκη με τα αβγά, ύστερα άνοιξε την πόρτα και κατέβασε τα πόδια του στο δρόμο. Άνοιξε την πόρτα του Άιζακ, κι εγώ παρακολουθούσα από τον καθρέφτη καθώς ο Γκας βοηθούσε τον Άιζακ να κατεβεί από το αυτοκίνητο, οι δυο τους έγερναν ο ένας πάνω στον ώμο του άλλου και ύστερα προχώρησαν με αβέβαιο βήμα, σαν χέρια που πάνε να ενωθούν σε προσευχή αλλά δε συναντιούνται τελείως στις παλάμες. Κατέβασα το παράθυρο και παρακολούθησα τη συνέχεια από το αυτοκίνητο, γιατί οι βανδαλισμοί μού προκαλούν νευρικότητα. Οι δυο τους έκαναν μερικά βήματα προς το αυτοκίνητο, κι εκεί ο Γκας άνοιξε την αβγοθήκη και έδωσε στον Άιζακ ένα αβγό. Ο Άιζακ το πέταξε, αλλά η βολή του πέρασε τουλάχιστον δώδεκα μέτρα από το αυτοκίνητο.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
209
«Λιγάκι αριστερά», είπε ο Γκας. «Το αβγό έφυγε λιγάκι αριστερά ή εγώ πρέπει να σημαδέψω λιγάκι αριστερά;» «Σημάδεψε αριστερά». Ο Άιζακ έστρεψε τους ώμους του. «Αριστερότερα», είπε ο Γκας. Ο Άιζακ έστριψε ξανά. «Ναι. Τέλεια. Βάλε δύναμη». Ο Γκας τού έδωσε ένα ακόμα αβγό, ο Άιζακ το εκσφενδόνισε, το αβγό πέρασε πάνω από το αυτοκίνητο και έσκασε στη στέγη του σπιτιού. «Διάνα!» είπε ο Γκας. «Αλήθεια;» ρώτησε ενθουσιασμένος ο Άιζακ. «Όχι, το έριξες γύρω στα έξι μέτρα πάνω από το αμάξι. Λοιπόν, βάλε δύναμη, αλλά σημάδευε χαμηλά. Και μια ιδέα προς τα δεξιά, σε σχέση με την προηγούμενη φορά». Ο Άιζακ άπλωσε το χέρι και βρήκε μόνος του ένα αβγό από τη θήκη που κρατούσε ο Γκας. Το πέταξε, βρίσκοντας ένα από τα φώτα των φρένων. «Ναι!» είπε ο Γκας. «Ναι! ΦΩΤΑ!» Ο Άιζακ έπιασε ένα ακόμα αβγό, η βολή του έφυγε δεξιά, δοκίμασε ξανά, αστόχησε προς τα κάτω, προσπάθησε ξανά, βρήκε το πίσω παρμπρίζ. Ύστερα, έστειλε τρία διαδοχικά πάνω στο πορτμπαγκάζ. «Χέιζελ Γκρέις», φώναξε ο Γκας προς το μέρος μου. «Τράβα μια φωτογραφία, για να τη δει ο Άιζακ όταν εφεύρουν ρομποτικά μάτια». Ανακάθισα, έτσι ώστε να κάθομαι στο κατεβασμένο παράθυρο, με τους αγκώνες μου να ακουμπούν στην οροφή του αυτοκινήτου, και τράβηξα μια φωτογραφία με το κινητό μου: ο Ογκάστους, με το σβηστό τσιγάρο στο στόμα του, το χαμόγελό του λαχταριστά λοξό, κρατά τη σχεδόν άδεια ροζ αβγοθήκη πάνω από το κεφάλι του. Το άλλο του χέρι είναι περασμένο γύρω από τον ώμο του Άιζακ, τα γυαλιά ηλίου του οποίου δεν είναι ακριβώς στραμμένα στο φακό. Πίσω τους, ωμό αβγό στάζει από το παρμπρίζ και τον προφυλακτήρα του πράσινου Firebird. Και πιο πίσω, μια πόρτα ανοίγει. «Τι στην ευχή...» ρώτησε η μεσήλικη γυναίκα μια στιγμή αφότου είχα τραβήξει τη φωτογραφία, και ύστερα άφησε τη φράση της στη μέση.
210
JOHN GREEN
«Κυρία μου», είπε ο Ογκάστους, γνέφοντας προς το μέρος της, «το αυτοκίνητο της κόρης σας μόλις έγινε δικαίως στόχος αβγών τα οποία πέταξε ένας τυφλός. Σας παρακαλώ, κλείστε την πόρτα και επιστρέψτε στο σπίτι σας, διαφορετικά θα αναγκαστούμε να καλέσουμε την αστυνομία». Αφού δίστασε μια στιγμή, η μητέρα της Μ όνικα έκλεισε την πόρτα και χάθηκε από μπροστά μας. Ο Άιζακ πέταξε τα τρία τελευταία αβγά γρήγορα και ύστερα ο Γκας τον οδήγησε πίσω στο αυτοκίνητο. «Βλέπεις, Άιζακ, αν τους αφαιρέσεις –φτάνουμε στο πεζοδρόμιο τώρα– το αίσθημα της νομιμότητας, αν αντιστρέψεις την κατάσταση έτσι ώστε να αισθάνονται αυτοί ότι διαπράττουν αδίκημα παρακολουθώντας –λίγα ακόμα βήματα– τα αυτοκίνητά τους να βομβαρδίζονται με αβγά, μπερδεύονται, φοβούνται και ταράζονται, οπότε απλώς επιστρέφουν –θα βρεις το χερούλι της πόρτας ακριβώς μπροστά σου– στην υποτονικά απεγνωσμένη ζωή τους». Ο Γκας πέρασε γρήγορα μπροστά από το αυτοκίνητο και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Οι πόρτες έκλεισαν κι εγώ ξεκίνησα μαρσάροντας, οδήγησα αρκετά μέτρα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι κατευθυνόμουν προς ένα αδιέξοδο. Έκανα αναστροφή και πέρασα βολίδα μπροστά από το σπίτι της Μ όνικα. Δεν τον έβγαλα ποτέ ξανά φωτογραφία.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
211
15
ΛΙΓΕΣ ΜΕΡ ΕΣ ΑΡ ΓΟΤΕΡΑ, στο σπίτι του Γκας, οι γονείς
του, οι γονείς μου, ο Γκας κι εγώ είχαμε στριμωχτεί γύρω από το τραπέζι της τραπεζαρίας και τρώγαμε γεμιστές πιπεριές πάνω σε ένα τραπεζομάντιλο το οποίο, σύμφωνα με τον πατέρα του Γκας, τελευταία φορά είχε χρησιμοποιηθεί τον προηγούμενο αιώνα. Ο πατέρας μου: «Έμιλι, αυτό το ριζότο...» Η μητέρα μου: «Είναι πεντανόστιμο». Η μητέρα του Γκας: «Α, ευχαριστώ. Μ ετά χαράς να σας δώσω τη συνταγή». Ο Γκας, καταπίνοντας μια μπουκιά: «Ξέρετε κάτι, η κυρίως γεύση που εισπράττω δε θυμίζει Οράνιε». Εγώ: «Καλή παρατήρηση, Γκας. Το φαγητό αυτό, παρότι θαυμάσιο, δεν έχει τη γεύση του Οράνιε». Η μητέρα μου: «Χέιζελ». Γκας: «Έχει γεύση...» Εγώ: «Φαγητού». Γκας: «Ναι, ακριβώς. Έχει γεύση φαγητού, άριστα μαγειρεμένου. Όμως, δεν έχει τη γεύση του, πώς να το διατυπώσω ακριβώς...» Εγώ: «Δεν έχει γεύση λες και ο Ίδιος ο Θεός συμπύκνωσε
212
JOHN GREEN
τον παράδεισο σε πέντε πιάτα, τα οποία στη συνέχεια σου προσφέρθηκαν συνοδευόμενα από αμέτρητες φωτεινές φυσαλίδες ζυμωμένου, αφρώδους πλάσματος, την ώρα που πραγματικά και κυριολεκτικά πέταλα έραιναν το τραπέζι όπου δειπνούσες δίπλα στο κανάλι». Γκας: «Πολύ εύστοχη διατύπωση». Ο πατέρας του Γκας: «Τα παιδιά μας είναι αλλόκοτα». Ο πατέρας μου: «Πολύ εύστοχη διατύπωση». Μ ία βδομάδα μετά το δείπνο μας ο Γκας κατέληξε στα Επείγοντα με πόνο στο στήθος. Τον κράτησαν εκεί τη νύχτα, οπότε το επόμενο πρωί πήγα με το αυτοκίνητο στο Μ εμόριαλ και τον επισκέφτηκα, στο δωμάτιό του στον τέταρτο όροφο. Είχα να περάσω από το νοσοκομείο από τότε που επισκέφτηκα τον Άιζακ. Το κτίριο αυτό δε διέθετε τους εκτυφλωτικά φωτεινούς, βαμμένους στα βασικά χρώματα, τοίχους, ούτε τους κορνιζαρισμένους πίνακες που απεικόνιζαν σκύλους να οδηγούν αυτοκίνητα που έβλεπε κανείς στο Παίδων, όμως η απόλυτη αυστηρότητα του χώρου με έκανε να νοσταλγήσω τις χαρωπές, παιδιάστικες ανοησίες του Παίδων. Το Μ εμόριαλ ήταν τόσο... λειτουργικό. Ήταν ένας αποθηκευτικός χώρος. Ένα πρεματόριο. Μ όλις άνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ στον τέταρτο όροφο, είδα τη μητέρα του Γκας να βηματίζει στο χώρο αναμονής, να μιλά στο κινητό. Έκλεισε γρήγορα, ύστερα με αγκάλιασε και προσφέρθηκε να πάρει το καροτσάκι μου. «Εντάξει είμαι», είπα. «Πώς είναι ο Γκας;» «Πέρασε δύσκολη νύχτα, Χέιζελ», είπε εκείνη. «Η καρδιά του κουράζεται πολύ. Πρέπει να περιορίσει τις δραστηριότητές του. Στο εξής, θα μετακινείται με καρέκλα. Θα του δώσουν κάτι καινούρια φάρμακα που μάλλον θα βοηθήσουν με τον πόνο. Μ όλις έφτασαν και οι αδερφές του». «Εντάξει», είπα. «Μ πορώ να τον δω;» Πέρασε το μπράτσο της γύρω μου και έσφιξε τον ώμο μου.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
213
Αισθάνθηκα αλλόκοτα. «Το ξέρεις πως σε αγαπάμε, Χέιζελ, όμως αυτή τη στιγμή πρέπει να λειτουργήσουμε ως οικογένεια. Ο Γκας συμφωνεί. Εντάξει;» «Εντάξει», είπα. «Θα του πω ότι τον επισκέφτηκες». «Εντάξει», είπα. «Μ ου φαίνεται πως θα καθίσω εδώ να διαβάσω λίγο». Εκείνη απομακρύνθηκε στο διάδρομο, επέστρεψε στο χώρο όπου βρισκόταν αυτός. Καταλάβαινα, όμως και πάλι μου έλειπε, σκεφτόμουν πως ίσως έχανα την τελευταία μου ευκαιρία να τον δω, να πω αντίο ή δεν ξέρω τι άλλο. Ο χώρος αναμονής ήταν στρωμένος με καφέ μοκέτα και καφέ παραγεμισμένες υφασμάτινες καρέκλες. Κάθισα σε μια πολυθρόνα λίγο, με το καροτσάκι του οξυγόνου χωμένο κάτω από τα πόδια μου. Είχα φορέσει τα πάνινα αθλητικά μου και το μπλουζάκι με την πίπα που δεν ήταν πίπα, ακριβώς εκείνα τα ρούχα που φορούσα πριν από δύο βδομάδες, το Περασμένο Απόγευμα του Διαγράμματος, κι εκείνος δε θα τα έβλεπε. Άρχισα να κοιτάζω τις φωτογραφίες στο κινητό μου, να ανατρέχω στο άλμπουμ των τελευταίων μηνών, ανάποδα, ξεκινώντας με τον Γκας και τον Άιζακ να στέκονται έξω από το σπίτι της Μ όνικα και να κλείνω με την πρώτη φωτογραφία του που είχα τραβήξει, στη διαδρομή μέχρι το πάρκο. Μ ου φαινόταν λες και είχαν περάσει αιώνες, σαν να είχαμε ζήσει ένα σύντομο αλλά και πάλι ατελείωτο για πάντα. Ορισμένα άπειρα είναι μεγαλύτερα από κάποια άλλα άπειρα. Δύο βδομάδες αργότερα έσπρωχνα το καροτσάκι του Γκας στο πάρκο με τα έργα τέχνης, τραβώντας προς τα Τρελά Οστά, έχοντας ένα ολόκληρο μπουκάλι πολύ ακριβής σαμπάνιας και το καροτσάκι με το οξυγόνο μου πάνω στα πόδια του. Η σαμπάνια ήταν δωρεά ενός από τους γιατρούς του Γκας – καθώς ο Γκας ήταν άνθρωπος που ενέπνεε τους γιατρούς να δωρίζουν τα
214
JOHN GREEN
καλύτερα μπουκάλια σαμπάνιας που διέθεταν σε παιδιά. Καθίσαμε, ο Γκας στην καρέκλα του κι εγώ στο νοτισμένο γρασίδι, όσο πιο κοντά στα Τρελά Οστά μπορούσαμε να φτάσουμε με την καρέκλα του. Του έδειξα τα παιδάκια που παρακινούσαν το ένα το άλλο να πηδήξουν από τα πλευρά στον ώμο, κι ο Γκας απάντησε, οριακά δυνατά για να τον ακούσω μέσα στη φασαρία, «Την τελευταία φορά φανταζόμουν τον εαυτό μου στη θέση του παιδιού. Αυτή τη φορά στη θέση του σκελετού». Ήπιαμε από χάρτινα κύπελλα με τον Γουίνι το Αρκουδάκι.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
215
16
ΜΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡ ΙΣΤΙΚΗ ΜΕΡΑ με τον Γκας στο τελευταίο στάδιο: Πέρασα από το σπίτι του γύρω στο μεσημέρι, αφού είχε φάει και είχε κάνει εμετό το πρωινό του. Μ ε υποδέχτηκε στην πόρτα, καθισμένος στην καρέκλα του. Δεν ήταν πια το μυώδες, πανέμορφο αγόρι που με κοίταζε επίμονα στην Ομάδα Υποστήριξης, όμως και πάλι χαμογελούσε λοξά, κάπνιζε το σβηστό τσιγάρο του, τα γαλάζια μάτια του ήταν φωτεινά και ολοζώντανα. Φάγαμε μεσημεριανό με τους γονείς του στην τραπεζαρία. Σάντουιτς με φιστικοβούτυρο και μαρμελάδα, καθώς και σπαράγγια από το προηγούμενο βράδυ. Ο Γκας δεν έφαγε. Τον ρώτησα πώς αισθανόταν. «Τέλεια», είπε. «Εσύ;» «Καλά. Τι έκανες χτες το βράδυ;» «Κοιμήθηκα πολύ. Θέλω να σου γράψω μια συνέχεια, Χέιζελ Γκρέις, όμως είμαι διαρκώς απίστευτα κουρασμένος». «Μ πορείς να μου τη διηγηθείς», είπα. «Λοιπόν, επιμένω στην ανάλυσή μου πριν από τη συνάντηση με τον Φαν Χάουτεν όσον αφορά τον Ολλανδό Τουλίπα. Δεν είναι απατεώνας, όχι όμως και τόσο πλούσιος όσο αφήνει τους
216
JOHN GREEN
άλλους να νομίζουν». «Και με τη μητέρα της Άννα τι γίνεται;» «Δεν έχω καταλήξει ακόμα. Υπομονή, ακρίδα». Ο Ογκάστους χαμογέλασε. Οι γονείς του ήταν σιωπηλοί, τον παρακολουθούσαν, δεν έπαιρναν στιγμή τα μάτια τους από πάνω του, σαν να ήθελαν να απολαύσουν το Σόου του Γκας Γουότερς όσο ακόμα προβαλλόταν. «Κάποιες φορές ονειρεύομαι πως γράφω τα απομνημονεύματά του. Αποτυπώνω τις σκέψεις μου, έτσι ώστε να μείνω για πάντα στην καρδιά και στο μυαλό του κοινού μου που με λατρεύει». «Τι χρειάζεσαι ένα κοινό που σε λατρεύει, τη στιγμή που έχεις εμένα;» «Χέιζελ Γκρέις, όταν είσαι τόσο πνευματώδης και γοητευτικός όσο εγώ είναι αρκετά εύκολο να κερδίσεις τους ανθρώπους που συναντάς. Όμως το να κάνεις αγνώστους να σε αγαπήσουν... αυτό είναι το κόλπο γκρόσο». Σήκωσα τα μάτια μου προς τα πάνω. Μ ετά το φαγητό βγήκαμε στον πίσω κήπο. Ήταν ακόμα αρκετά δυνατός ώστε να τσουλάει την καρέκλα του, έκανε μικρές σούζες για να σηκώνει τις μπροστινές ρόδες πάνω από το πλαίσιο της πόρτας. Παρέμενε αθλητικός, σε πείσμα όσων συνέβαιναν, διέθετε ισορροπία και γρήγορα αντανακλαστικά, τα οποία ακόμα και οι άφθονες παυσίπονες ουσίες που κυλούσαν μέσα σου δεν ήταν ικανές να κρύψουν τελείως. Οι γονείς του έμειναν μέσα, όμως κάθε φορά που έριχνα μια ματιά προς την τραπεζαρία ήταν εκεί και μας παρακολουθούσαν. Καθίσαμε για λίγο αμίλητοι, και ύστερα ο Γκας είπε: «Είναι φορές που εύχομαι να είχαμε εκείνη την κούνια». «Λες αυτή από την αυλή του σπιτιού μου;» «Ναι. Η νοσταλγία μου είναι τόσο έντονη, ώστε αισθάνομαι πως μου λείπει μια κούνια στην οποία δεν ακούμπησα ποτέ τον πισινό μου».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
217
«Η νοσταλγία είναι παρενέργεια του καρκίνου», του είπα. «Μ πα, η νοσταλγία είναι παρενέργεια του ότι πεθαίνεις», απάντησε. Ο άνεμος φυσούσε και οι σκιές των κλαδιών αναζητούσαν νέες θέσεις πάνω στα σώματά μας. Ο Γκας μού έσφιξε το χέρι. «Η ζωή είναι ωραία, Χέιζελ Γκρέις». Πήγαμε μέσα όταν χρειάστηκε τα φάρμακα, τα οποία διοχετεύονταν στο σώμα του μαζί με υγρή τροφή από έναν πλαστικό σωλήνα που χανόταν στην κοιλιά του. Έμεινε ήσυχος για λίγο, απόμακρος. Η μητέρα του ήθελε να κοιμηθεί λίγο ο Γκας, εκείνος όμως κουνούσε το κεφάλι του κάθε φορά που του το πρότεινε, οπότε τον αφήσαμε να καθίσει λίγο μισοκοιμισμένος στην καρέκλα του. Οι γονείς του παρακολουθούσαν ένα παλιό βίντεο με τον Γκας και τις αδερφές του – εκείνες πρέπει να ήταν στην ηλικία μου και ο Γκας γύρω στα πέντε. Έπαιζαν μπάσκετ στο δρομάκι μπροστά από το γκαράζ ενός άλλου σπιτιού, και παρότι ο Γκας ήταν μικρούλης, χειριζόταν την μπάλα λες και ήταν γεννημένος αθλητής, χόρευε γύρω από τις αδερφές του κι εκείνες γελούσαν. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα να παίζει μπάσκετ. «Καλός ήταν», σχολίασα. «Και πού να τον έβλεπες στο λύκειο», είπε ο πατέρας του. «Από την πρώτη τάξη ξεκινούσε βασικός». Ο Γκας μουρμούρισε «Μ πορώ να πάω κάτω;» Η μητέρα και ο πατέρας του κατέβασαν την καρέκλα στο υπόγειο με τον Γκας καθισμένο πάνω της. Οι ρόδες αναπηδούσαν τρελά, με τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επικίνδυνος, αν η έννοια του κινδύνου διατηρούσε τη σημασία της, και ύστερα μας άφησαν μόνους μας. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και μείναμε εκεί μαζί, κάτω από τα σκεπάσματα, εγώ γυρισμένη στο πλάι και ο Γκας ανάσκελα, με το κεφάλι μου πάνω στον κοκαλιάρικο ώμο του, νιώθοντας τη ζέση του σώματός του να εκπέμπεται μέσα από το μπλουζάκι του και
218
JOHN GREEN
να αγγίζει την επιδερμίδα μου, τα πόδια μου τυλιγμένα γύρω από το κανονικό πόδι του, το χέρι μου ακουμπισμένο στο μάγουλό του. Όταν έφερνα το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου, έτσι που μπορούσα να διακρίνω μόνο τα μάτια του, δεν καταλάβαινα πως ήταν άρρωστος. Φιληθήκαμε για λίγο και ύστερα ακούγαμε το ομώνυμο άλμπουμ των Hectic Glow, και τελικά μας πήρε ο ύπνος, ένα κβαντικό κουβάρι σωλήνων και σωμάτων. Ξυπνήσαμε αργότερα και στήσαμε μια ολόκληρη αρμάδα μαξιλαριών, ώστε να μπορέσουμε να καθίσουμε άνετα στην άκρη του κρεβατιού για να παίξουμε Το Τίμημα της Αυγής 2. Εγώ δεν ήξερα πού παν τα τέσσερα, εννοείται, όμως η ασχετοσύνη μου του ήταν χρήσιμη: τον διευκόλυνε να πεθαίνει όμορφα, να πηδάει μπροστά στη σφαίρα ενός ελεύθερου σκοπευτή, θυσιάζοντας τον εαυτό του για να με σώσει, ή αλλιώς να σκοτώνει το φρουρό που ήταν έτοιμος να με πυροβολήσει. Πόσο του άρεσε να με σώζει. Φώναζε «Δεν πρόκειται να σκοτώσεις το κορίτσι μου σήμερα, Διεθνή Τρομοκράτη Αδιευκρίνιστης Εθνικότητας!» Μ ου πέρασε από το μυαλό η σκέψη να προσποιηθώ ότι πνιγόμουν ή κάτι τέτοιο, ώστε να έχει την ευκαιρία να μου κάνει τεχνητή αναπνοή. Ίσως έτσι να μπορούσε να απαλλαγεί από το φόβο πως είχε ζήσει και είχε πεθάνει χωρίς να υπηρετήσει έναν ανώτερο σκοπό. Όμως, μετά τον φαντάστηκα να μην μπορεί λόγω της κατάστασής του να μου κάνει τεχνητή αναπνοή, εγώ να αναγκάζομαι να αποκαλύψω πως ψέματα έκανα ότι πνιγόμουν, την αμοιβαία ταπείνωση που θα ακολουθούσε. Είναι δύσκολο να διατηρείς την αξιοπρέπειά σου όταν ο ήλιος που ανατέλλει είναι τόσο εκτυφλωτικός ώστε τα μάτια σου να χάνουν τη μάχη, κι αυτό ακριβώς σκεφτόμουν καθώς καταδιώκαμε τους κακούς στα ερείπια μιας ανύπαρκτης πόλης.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
219
Τελικά, ο πατέρας του ήρθε και ανέβασε με κόπο τον Γκας στο ισόγειο, και στο κατώφλι του σπιτιού, κάτω από την Ενθάρρυνση που μου υπενθύμιζε ότι Οι Φίλοι είναι Παντοτινοί, γονάτισα για να τον καληνυχτίσω με ένα φιλί. Γύρισα στο σπίτι και έφαγα με τους γονείς μου, αφήνοντας τον Γκας να φάει (και να κάνει εμετό) το δικό του φαγητό. Αφού είδα λίγο τηλεόραση, έπεσα να κοιμηθώ. Ξύπνησα. Γύρω στο μεσημέρι πέρασα ξανά από κει.
220
JOHN GREEN
17
ΕΝΑ
ΠΡ ΩΙ, ένα μήνα μετά την επιστροφή μας από το Άμστερνταμ, πήγα με το αυτοκίνητο στο σπίτι του. Οι γονείς του μου είπαν πως κοιμόταν ακόμα στο υπόγειο, οπότε χτύπησα δυνατά την πόρτα προτού περάσω μέσα, κι ύστερα είπα «Γκας;» Τον βρήκα να μουρμουρίζει ακατάληπτα σε μια δική του γλώσσα. Είχε κατουρήσει το κρεβάτι. Ήταν απαίσια. Βασικά, δεν άντεχα ούτε να κοιτάζω. Φώναξα τους γονείς του, ήρθαν κάτω κι εγώ ανέβηκα στο ισόγειο, όση ώρα τον καθάριζαν. Όταν κατέβηκα και πάλι, είχε αρχίσει να ξυπνά σταδιακά από τα βαριά παυσίπονα, για να έρθει αντιμέτωπος με μια ακόμα βασανιστική μέρα. Τακτοποίησα τα μαξιλάρια για να μπορέσουμε να παίξουμε Το Τίμημα της Αυγής στο γυμνό στρώμα, όμως ήταν τόσο κουρασμένος και ζαλισμένος, ώστε έπαιζε σχεδόν εξίσου χάλια μ’ εμένα, οπότε δεν μπορούσαμε να παίξουμε ούτε πέντε λεπτά χωρίς να σκοτωθούμε και οι δύο. Κι ούτε ήταν τίποτα ψαγμένοι, ηρωικοί θάνατοι, πεθαίναμε από απροσεξία. Ουσιαστικά, δεν του μίλαγα. Σχεδόν ήθελα να ξεχάσει ότι ήμουν εκεί, μάλλον, ήλπιζα να μη θυμόταν ότι είχα βρει το αγόρι που αγαπούσα να παραμιλά, μέσα σε μια λίμνη από ούρα. Ήλπιζα πως θα γυρνούσε προς το μέρος μου, θα με κοίταζε και θα έλεγε
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
221
«Α, Χέιζελ Γκρέις. Πότε ήρθες;» Δυστυχώς, θυμόταν. «Κάθε στιγμή που περνά αναπτύσσω μια ολοένα βαθύτερη εκτίμηση για το νόημα της λέξης ντροπή», είπε τελικά. «Έχω βρέξει κι εγώ το κρεβάτι μου, Γκας, πίστεψέ με. Δεν έγινε τίποτα». «Παλιά», είπε, και ανάσανε κοφτά, «με έλεγες Ογκάστους». «Ξέρεις», είπε ύστερα από λίγο, «παιδιάστικες φαντασιώσεις είναι όλα αυτά, όμως πάντοτε σκεφτόμουν πως η νεκρολογία μου θα δημοσιευόταν σε όλες τις εφημερίδες, πως θα είχα μια ιστορία που θα άξιζε να τυπωθεί. Έτρεφα πάντοτε την κρυφή υποψία πως ήμουν ξεχωριστός». «Είσαι ξεχωριστός», είπα. «Καταλαβαίνεις τι εννοώ, όμως», επέμεινε. Πράγματι, καταλάβαινα. Απλώς δε συμφωνούσα. «Δε με νοιάζει αν θα δημοσιεύσουν οι New York Times τη νεκρολογία μου. Το μόνο που θέλω είναι να γράψεις εσύ μία», του είπα. «Λες πως δεν είσαι ξεχωριστός γιατί δε σε γνωρίζει όλος ο κόσμος, όμως αυτό με προσβάλλει. Σε γνωρίζω εγώ». «Δε νομίζω πως θα καταφέρω να γράψω τη νεκρολογία σου», είπε, αντί άλλης συγγνώμης. Ήμουν πολύ θυμωμένη μαζί του. «Το μόνο που θέλω είναι να είμαι αρκετή για σένα, όμως ποτέ δε θα τα καταφέρω. Όλο αυτό δε θα είναι ποτέ αρκετό για σένα. Όμως, αυτός είναι ο κλήρος σου. Εγώ, η οικογένειά σου, αυτός ο κόσμος. Αυτή είναι η ζωή σου. Λυπάμαι αν είναι χάλια. Όμως, δεν πρόκειται να γίνεις ο πρώτος άνθρωπος που θα πατήσει στον Άρη, δε θα γίνεις αστέρας του NBA, δε θα κυνηγήσεις ναζί. Θέλω να πω... κοίτα πώς είσαι, Γκας». Δεν απάντησε. «Δεν το εννοούσα έτσι...» έκανα να πω. «Κι όμως, έτσι το εννοούσες», με διέκοψε. Έκανα να ζητήσω συγγνώμη, όμως εκείνος είπε «Όχι, λυπάμαι. Έχεις δίκιο. Ας
222
παίξουμε καλύτερα». Έτσι, παίξαμε.
JOHN GREEN
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
223
18
ΞΥΠΝΗΣΑ ακούγοντας το τηλέφωνό μου να παίζει ένα τραγούδι των Hectic Glow. Το αγαπημένο του Γκας. Αυτό σήμαινε πως μου τηλεφωνούσε – ή πως κάποιος τηλεφωνούσε από το κινητό του. Έριξα μια ματιά στο ρολόι: 2:35 π.μ. Έφυγε, σκέφτηκα, τη στιγμή που τα πάντα μέσα μου κατέρεαν. Μ ετά βίας κατάφερα να ψελλίσω «Παρακαλώ;» Περίμενα να ακούσω τη συντετριμμένη φωνή ενός γονιού. «Χέιζελ Γκρέις», είπε αδύναμα ο Ογκάστους. «Ω δόξα τω Θεώ, εσύ είσαι. Γεια. Γεια, σ’ αγαπώ». «Χέιζελ Γκρέις, είμαι στο βενζινάδικο. Κάτι δεν πάει καλά. Πρέπει να με βοηθήσεις». «Τι πράγμα; Πού βρίσκεσαι;» «Στο βενζινάδικο, στη συμβολή της Ογδοηκοστής Έκτης με τη Ντιτς. Κάποιο λάθος έκανα με το σωλήνα, δεν μπορώ να βγάλω άκρη και...» «Τηλεφωνώ αμέσως για ασθενοφόρο», είπα. «Όχι, όχι, όχι, όχι, θα με πάνε στο νοσοκομείο. Χέιζελ, άκουσέ με. Μ ην καλέσεις ασθενοφόρο, ούτε να πάρεις τους γονείς μου, δε θα σε συγχωρήσω ποτέ, σε παρακαλώ, έλα εδώ, έλα να φτιάξεις το γαμημένο τον καθετήρα. Θέλω να... ρε
224
JOHN GREEN
γαμώτο, πώς τα έκανα έτσι; Δε θέλω να καταλάβουν οι γονείς μου πως έφυγα. Σε παρακαλώ. Έχω τα φάρμακα μαζί μου· μόνο που δεν μπορώ να συνδέσω τον καθετήρα. Σε παρακαλώ». Έκλαιγε. Ποτέ δεν τον είχα ακούσει να κλαίει έτσι, παρά μόνο εκείνη τη φορά που στεκόμουν έξω από το σπίτι του, πριν φύγουμε για το Άμστερνταμ. «Εντάξει», είπα. «Ξεκινάω αμέσως». Έκλεισα το BiPAP και συνέδεσα μια φιάλη οξυγόνου, την ανέβασα στο καροτσάκι μου, φόρεσα αθλητικά παπούτσια, για να ταιριάζουν με τη ροζ βαμβακερή πιτζάμα μου κι ένα μπλουζάκι της ομάδας μπάσκετ του Μ πάτλερ που αρχικά ανήκε στον Γκας. Βούτηξα τα κλειδιά από το συρτάρι της κουζίνας, εκεί όπου τα φύλαγε η μητέρα μου, και έγραψα ένα σημείωμα, σε περίπτωση που ξυπνούσαν την ώρα που έλειπα. Πήγ α να δω τι κάνει ο Γκας. Είναι επείγ ον. Συγ γ νώμη. Σας αγ απώ, Χ.
Ενώ οδηγούσα εκείνα τα λίγα χιλιόμετρα που με χώριζαν από το βενζινάδικο, συνήλθα αρκετά από τη ζάλη του ύπνου ώστε να αναρωτηθώ για ποιο λόγο είχε φύγει ο Γκας από το σπίτι του μέσα στη νύχτα. Ίσως να είχε παραισθήσεις ή τελικά να τον είχαν παρασύρει οι φαντασιώσεις του για κάποιο μαρτυρικό θάνατο. Διέσχιζα γρήγορα την οδό Ντιτς, περνώντας τους σηματοδότες που αναβόσβηναν πορτοκαλί, έτρεχα υπερβολικά, εν μέρει για να φτάσω εκεί όπου βρισκόταν εκείνος, εν μέρει ελπίζοντας πως κάποιος αστυνομικός θα με σταματούσε και θα μου έδινε τη δικαιολογία να πω σε κάποιον ότι το ετοιμοθάνατο αγόρι μου αγωνιούσε έξω από ένα βενζινάδικο, αντιμετωπίζοντας πρόβλημα με τον καθετήρα του. Κανένας αστυνομικός δεν εμφανίστηκε, όμως, για να πάρει την απόφαση αυτή για λογαριασμό μου.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
225
Στο βενζινάδικο υπήρχαν μόνο δύο αυτοκίνητα. Σταμάτησα δίπλα στο δικό του. Άνοιξα την πόρτα. Τα φώτα της καμπίνας άναψαν. Ο Ογκάστους καθόταν στη θέση του οδηγού, λερωμένος από τον εμετό του, με τα χέρια κολλημένα στην κοιλιά του, εκεί όπου έμπαινε ο καθετήρας. «Γεια», μουρμούρισε. «Ω Θεέ μου, Ογκάστους, πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο». «Σε παρακαλώ, ρίξε μια ματιά». Η μυρωδιά με ανακάτευε, όμως έσκυψα για να ελέγξω το σημείο πάνω από τον αφαλό του, εκεί όπου είχε τοποθετηθεί χειρουργικά ο καθετήρας. Η επιδερμίδα της κοιλιάς του ήταν ζεστή και ερεθισμένη. «Γκας, νομίζω πως κάτι έχει μολυνθεί. Δεν μπορώ να βοηθήσω. Γιατί είσαι εδώ; Γιατί δεν είσαι στο σπίτι σου;» Έκανε εμετό, δεν είχε καν τη δύναμη να στρέψει το στόμα του ώστε να μη λερώσει τα πόδια του. «Αχ, καρδιά μου», είπα. «Ήθελα να αγοράσω ένα πακέτο τσιγάρα», μουρμούρισε. «Έχασα το πακέτο μου. Ή μου το πήραν. Δεν ξέρω. Είπαν πως θα μου αγόραζαν άλλο, όμως ήθελα... να το κάνω μόνος μου. Να κάνω ένα απλό πραγματάκι μόνος μου». Είχε το βλέμμα του καρφωμένο ευθεία μπροστά. Διακριτικά, έβγαλα το κινητό μου και έριξα μια ματιά στην οθόνη, για να σχηματίσω τον αριθμό των Πρώτων Βοηθειών. «Λυπάμαι», του είπα. Πρώτες Βοήθειες, τι σας συμβαίνει; «Γεια, βρίσκομαι στο βενζινάδικο στη συμβολή της Ογδοηκοστής Έκτης και Ντιτς, χρειάζομαι ασθενοφόρο. Ο έρωτας της ζωής μου αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον καθετήρα του». Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Ήταν μια απαίσια στιγμή. Μ ετά βίας άντεξα να τον αντικρίσω. Ο Ογκάστους Γουότερς των λοξών χαμόγελων και των ακάπνιστων τσιγάρων είχε χαθεί, παραχωρώντας τη θέση του σε αυτό το απελπισμένο, ταπεινωμένο πλάσμα που καθόταν ανήμπορο από κάτω μου.
226
JOHN GREEN
«Αυτό ήταν. Ούτε να μην καπνίσω δεν μπορώ πια». «Γκας, σ’ αγαπώ». «Πού είναι η ευκαιρία μου να γίνω ένας Πέτερ Φαν Χάουτεν;» Χτύπησε αδύναμα το τιμόνι, η κόρνα συνόδευσε το κλάμα του. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, κοίταξε προς τα πάνω. «Σιχαίνομαι τον εαυτό μου, τον σιχαίνομαι, σιχαίνομαι αυτή την κατάσταση, αηδιάζω με τον εαυτό μου, δε θέλω άλλο, δε θέλω, αφήστε με να πεθάνω». Σύμφωνα με τις συμβάσεις του χώρου, ο Ογκάστους Γουότερς διατήρησε το χιούμορ του μέχρι τέλους, ούτε μια στιγμή δεν έχασε το θάρρος του και το πνεύμα του πετούσε σαν ελεύθερος αετός, μέχρι που ο κόσμος ο ίδιος δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει την ολόφωτη ψυχή του. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν αυτή, ένα θλιβερό αγόρι που αποζητούσε απεγνωσμένα να ξεσπάσει, ούρλιαζε κι έκλαιγε, φαρμακωμένο από ένα μολυσμένο καθετήρα που τον κρατούσε ζωντανό, αλλά όχι αρκετά ζωντανό. Σκούπισα το πιγούνι του, κράτησα το πρόσωπό του στις παλάμες μου και γονάτισα κοντά του για να κοιτάξω τα μάτια του, τα οποία εξακολουθούσαν να ζουν. «Λυπάμαι. Μ ακάρι να ήταν τα πράγματα όπως σ’ εκείνη την ταινία με τους Πέρσες και τους Σπαρτιάτες». «Ναι, μακάρι», είπε. «Όμως, δεν είναι», είπα. «Το ξέρω», απάντησε. «Δεν υπάρχουν κακοί». «Ναι». «Ακόμα κι ο καρκίνος ουσιαστικά δεν είναι κακός: το μόνο που θέλει κι αυτός είναι να ζήσει». «Ναι». «Όλα θα πάνε καλά», του είπα. Άκουγα τις σειρήνες. «Εντάξει», συμφώνησε. Είχε αρχίσει να χάνει τις αισθήσεις του. «Γκας, πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δε θα το ξανακάνεις
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
227
αυτό. Θα σου πάρω εγώ τσιγάρα, εντάξει;» Γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια του κολυμπούσαν στις κόχες τους. «Πρέπει να μου το υποσχεθείς». Έγνεψε καταφατικά, αδύναμα, κι ύστερα τα μάτια του έκλεισαν, το κεφάλι του κρέμασε. «Γκας», είπα. «Μ είνε μαζί μου». «Διάβασέ μου κάτι», είπε, τη στιγμή που το αναθεματισμένο ασθενοφόρο περνούσε ουρλιάζοντας από μπροστά μας. Έτσι, όση ώρα περίμενα να κάνουν αναστροφή και να μας εντοπίσουν, του απάγγειλα το μοναδικό ποίημα που μπόρεσα να θυμηθώ, «Το Κόκκινο Καροτσάκι» του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς. Πολλά μπορούν να συμβούν από ένα κόκκινο καροτσάκι που αστράφτει από βρόχινο νερό κοντά στις άσπρες κότες
Ο Γουίλιαμς ήταν γιατρός. Το ποίημα μου φαινόταν σαν ποίημα γιατρού. Το ποίημα ολοκληρωνόταν εκεί, όμως το νοσοκομειακό συνέχιζε να απομακρύνεται, οπότε κι εγώ συνέχισα να το γράφω. Και τόσο πολλά εξαρτώνται, είπα στον Ογκάστους, από το γαλανό ουρανό που τον σκίζουν τα κλαδιά των δέντρων από πάνω μας. Τόσο πολλά εξαρτώνται από το διάφανο καθετήρα που ξεπηδά μέσα από το στομάχι του αγοριού με τα γαλάζια χείλη. Τόσο πολλά εξαρτώνται από αυτό τον παρατηρητή του σύμπαντος.
228
JOHN GREEN
Μ ισολιπόθυμος, έριξε μια ματιά προς το μέρος μου και μουρμούρισε «Και μετά λες πως δεν μπορείς να γράψεις ποίηση».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
229
19
ΕΠΕΣΤΡ ΕΨΕ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ λίγες μέρες αργότερα, έχοντας αποστερηθεί τις φιλοδοξίες του, οριστικά και αμετάκλητα. Απαιτούνταν μεγαλύτερες δόσεις φαρμάκων προκειμένου να μην αισθάνεται τον πόνο. Μ εταφέρθηκε οριστικά στο ισόγειο, σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι τοποθετημένο κοντά στο παράθυρο του καθιστικού. Ακολούθησαν μέρες με πιτζάμες και αξύριστα μάγουλα που πάσχιζαν να σχηματίσουν γένια, μέρες με μουρμουρητά και παρακλήσεις και ατελείωτες ευχαριστίες προς όλους, για όλα όσα έκαναν για εκείνον. Ένα απόγευμα έδειξε αόριστα προς μια λεκάνη για ρούχα, ακουμπισμένη στη γωνία του δωματίου, και με ρώτησε «Τι είναι αυτό;» «Εκείνη η λεκάνη;» «Όχι, δίπλα της». «Δε βλέπω τίποτα δίπλα της». «Είναι το τελευταίο ψήγμα της αξιοπρέπειάς μου. Είναι πολύ μικρό». Την επόμενη μέρα μπήκα μόνη μου στο σπίτι. Δεν ήθελα να
230
JOHN GREEN
χτυπάω το κουδούνι πλέον, γιατί μπορεί να ξυπνούσε. Οι αδερφές του ήταν εκεί, με τους τραπεζικούς συζύγους τους και τα τρία παιδιά, όλα αγόρια, τα οποία έτρεξαν προς το μέρος μου ρωτώντας ποια είσαι ποια είσαι ποια είσαι, διαγράφοντας κύκλους γύρω από το κατώφλι, λες και η περιέργεια αποτελούσε ανανεώσιμη ενέργεια. Είχα συναντήσει κι άλλοτε τις αδερφές, ποτέ όμως τα παιδιά ή τους πατεράδες τους. «Είμαι η Χέιζελ», απάντησα. «Ο Γκας έχει κορίτσι», είπε ένα από τα παιδιά. «Το ξέρω πως ο Γκας έχει κορίτσι», απάντησα. «Έχει βυζιά», είπε το δεύτερο. «Σοβαρά;» «Αυτό γιατί το έχεις;» ρώτησε το πρώτο, δείχνοντας το καροτσάκι με τη φιάλη του οξυγόνου. «Μ ε βοηθάει να αναπνέω», είπα. «Είναι ξύπνιος ο Γκας;» «Όχι, κοιμάται». «Πεθαίνει», είπε το δεύτερο. «Πεθαίνει», επιβεβαίωσε το τρίτο, έχοντας πάρει ξαφνικά σοβαρό ύφος. Έμεινα σιωπηλή για λίγο, προσπαθώντας να φανταστώ τι έπρεπε να απαντήσω, όμως ύστερα το ένα κλότσησε το άλλο και άρχισαν να τρέχουν ξανά, έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο, και το κουβάρι μεταφέρθηκε σύσσωμο στην κουζίνα. Πήγα στους γονείς του Γκας που βρίσκονταν στο καθιστικό και γνώρισα τους γαμπρούς του, τον Κρις και τον Ντέιβ. Δεν είχα γνωριστεί ουσιαστικά με τις ετεροθαλείς αδερφές του, όμως αυτό δεν τις εμπόδισε να με αγκαλιάσουν. Η Τζούλι καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, μιλούσε στον κοιμισμένο Γκας, μ’ εκείνον ακριβώς τον τόνο της φωνής που θα χρησιμοποιούσε κάποιος για να πει σε ένα μωρό πως ήταν αξιολάτρευτο, καθώς έλεγε «Αχ, Γκας, Γκας, ο μικρός μας Γκας». Μ ας; Πότε είχε γίνει δικός τους; «Πώς πάει, Ογκάστους;» είπα, προσπαθώντας να συμπεριφερθώ κατάλληλα.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
231
«Ο καλός μας ο Γκας», είπε η Μ άρθα, γέρνοντας προς το μέρος του. Άρχισα να αναρωτιέμαι αν πράγματι κοιμόταν ή απλώς είχε πατήσει κάμποσες φορές την αντλία των παυσίπονων προκειμένου να αποφύγει την Επίθεση των Καλοπροαίρετων Αδερφών. Ξύπνησε ύστερα από λίγο και το πρώτο πράγμα που είπε ήταν «Χέιζελ», το οποίο οφείλω να ομολογήσω ότι με ευχαρίστησε πολύ, σαν να ήμουν κι εγώ κατά κάποιο τρόπο μέλος της οικογένειας. «Έξω», είπε σιγανά. «Μ πορούμε να πάμε;» Πήγαμε, με τη μητέρα του να σπρώχνει την καρέκλα, ενώ οι αδερφές, οι γαμπροί, ο πατέρας, τα ανίψια κι εγώ ακολουθούσαμε. Ήταν μια συννεφιασμένη μέρα, αέρας δε φυσούσε, έκανε ζέστη, καθώς το καλοκαίρι έμπαινε για τα καλά. Φορούσε ένα μακρυμάνικο μπλουζάκι, σκούρο μπλε, και χοντρό παντελόνι φόρμας. Για κάποιο λόγο κρύωνε διαρκώς. Ζήτησε νερό, οπότε ο πατέρας του πήγε και του έφερε. Η Μ άρθα προσπάθησε να πιάσει κουβέντα με τον Γκας, γονάτισε δίπλα του και είπε «Πάντοτε είχες πανέμορφα μάτια». Εκείνος έγνεψε αδύναμα. Ένας από τους συζύγους ακούμπησε το μπράτσο του στον ώμο του Γκας και είπε «Πώς σου φαίνεται ο καθαρός αέρας;» Ο Γκας σήκωσε τους ώμους του. «Θέλεις παυσίπονο;» ρώτησε η μητέρα του, μπαίνοντας κι εκείνη στον κύκλο των γονατισμένων γύρω του. Εγώ έκανα ένα βήμα πίσω, καθώς παρακολουθούσα τους ανιψιούς να ρημάζουν ένα παρτέρι όπως κατευθύνονταν προς το λιγοστό γρασίδι στην πίσω αυλή του Γκας. Αμέσως άρχισαν να παίζουν, πετώντας ο ένας τον άλλο στο έδαφος. «Παιδιά!» φώναξε αόριστα η Τζούλι. «Ελπίζω μόνο», είπε η Τζούλι, γυρνώντας ξανά προς το μέρος του Γκας, «μεγαλώνοντας να γίνουν ευγενικοί, ευφυείς νέοι, όπως έγινες εσύ».
232
JOHN GREEN
Αντιστάθηκα στην παρόρμηση να κάνω έναν ήχο σαν να μου ερχόταν εμετός. «Δεν είναι και τόσο έξυπνος», είπα στην Τζούλι. «Δίκιο έχει. Απλώς οι περισσότεροι πραγματικά όμορφοι άνθρωποι είναι τούβλα, οπότε εγώ ξεπέρασα τις προσδοκίες». «Σωστά, βασικά είναι παίδαρος», είπα. «Εκτυφλωτικά κούκλος», συνέχισε εκείνος. «Πώς νομίζεις ότι στραβώθηκε ο φίλος μας ο Άιζακ;» αναρωτήθηκα. «Ήταν τρομερή τραγωδία. Όμως, γίνεται να συγκρατήσεις τέτοια θανατηφόρα ομορφιά;» «Δε γίνεται». «Τέτοιο πρόσωπο, τέτοιο κάλλος, βάσανο σωστό». «Για να μη σχολιάσουμε το σώμα σου». «Έλα τώρα, μην αρχίσω να μιλάω για το απίθανο κορμί μου. Δε θες να με δεις γυμνό, Ντέιβ. Να, η Χέιζελ που με είδε γυμνό της κόπηκε η ανάσα», είπε, γνέφοντας προς τη φιάλη του οξυγόνου. «Έλα, φτάνει», είπε ο πατέρας του Γκας, κι ύστερα, εντελώς ξαφνικά, πέρασε το μπράτσο του γύρω μου, με φίλησε στο πλάι του κεφαλιού και ψιθύρισε «Ευχαριστώ το Θεό κάθε μέρα που μπήκες στη ζωή του, μικρή». Τέλος πάντων, αυτή ήταν η τελευταία καλή μέρα που έζησα με τον Γκας, μέχρι την Τελευταία Καλή Ημέρα.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
233
20
ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΛΙΓΟΤΕΡ Ο ΒΛΑΚΩΔΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ που αφορούν
τα καρκινοπαθή παιδιά είναι η σύμβαση της Τελευταίας Καλής Ημέρας, βάσει της οποίας το θύμα του καρκίνου βιώνει απρόσμενα μερικές ώρες κατά τις οποίες δημιουργείται η εντύπωση πως η αναπότρεπτη κατάπτωση ξαφνικά σταματά, όταν ο πόνος για μια στιγμή αντέχεται. Το πρόβλημα, φυσικά, είναι πως δεν υπάρχει τρόπος να ξέρεις ότι αυτή η τελευταία καλή μέρα είναι η Τελευταία Καλή Ημέρα. Όταν ήρθε, ήταν απλώς μια ακόμα καλή μέρα. Δεν είχα επισκεφτεί τον Ογκάστους εκείνη τη μέρα γιατί αισθανόμουν κι εγώ κάπως αδιάθετη: δεν είχα κάτι συγκεκριμένο, απλώς ένιωθα κουρασμένη. Ήταν μια άτονη μέρα, κι όταν τηλεφώνησε ο Ογκάστους, λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα, είχα συνδεθεί ήδη με το BiPAP, το οποίο είχαμε μεταφέρει με κόπο στο καθιστικό, για να παρακολουθήσω τηλεόραση παρέα με τους γονείς μου. «Γεια, Ογκάστους», είπα. Απάντησε με εκείνη τη φωνή που είχα ερωτευτεί. «Καλησπέρα, Χέιζελ Γκρέις. Λες να καταφέρεις να περάσεις από την Κυριολεκτική Καρδιά του Ιησού γύρω στις οκτώ απόψε;»
234
JOHN GREEN
«Ε... ναι». «Τέλεια. Επίσης, αν δε σου κάνει μεγάλο κόπο, ετοίμασέ μου σε παρακαλώ μια νεκρολογία». «Ε...» έκανα. «Σ’ αγαπώ», είπε. «Κι εγώ», απάντησα. Ύστερα το τηλέφωνο έκλεισε. «Χμμ», είπα. «Πρέπει να περάσω από την Ομάδα Υποστήριξης στις οκτώ απόψε. Έκτακτη συνάντηση». Η μητέρα μου έκλεισε τον ήχο της τηλεόρασης. «Όλα εντάξει;» Γύρισα και την κοίταξα, με τα φρύδια σηκωμένα. «Υποθέτω πως η ερώτηση είναι ρητορική». «Μ α, γιατί να κανονιστεί...» «Γιατί ο Γκας με χρειάζεται, για κάποιο λόγο. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Πηγαίνω μόνη μου». Βάλθηκα να σκαλίζω το μηχάνημα, ώστε να με βοηθήσει η μητέρα μου να το αποσυνδέσω, όμως δεν το έκανε. «Χέιζελ», είπε, «ο πατέρας σου κι εγώ νιώθουμε πως σε βλέπουμε ελάχιστα τον τελευταίο καιρό». «Ειδικά όσοι δουλεύουμε όλη τη βδομάδα», σχολίασε ο πατέρας μου. «Μ ε χρειάζεται», είπα, καταφέρνοντας τελικά να αποσυνδέσω το BiPAP μόνη μου. «Κι εμείς σε χρειαζόμαστε, καλή μου», είπε ο πατέρας μου. Μ ε έπιασε από τον καρπό, λες και ήμουν κανένα δίχρονο που ετοιμαζόταν να ορμήσει στο δρόμο, και με έσφιξε. «Εντάξει, μπαμπά, απόκτησε κι εσύ μια ανίατη ασθένεια και θα μένω περισσότερο στο σπίτι». «Χέιζελ», είπε η μητέρα μου. «Εσύ ήσουν που δεν ήθελες να κλειστώ στο σπίτι», της είπα. Ο πατέρας μου συνέχιζε να μου σφίγγει το χέρι. «Και τώρα θέλεις να πεθάνει εκείνος, ώστε να επιστρέψω εδώ, αλυσοδεμένη, να σε αφήνω να με φροντίζεις, έτσι όπως έκανα παλιά. Όμως δεν το έχω ανάγκη, μαμά. Δε σε χρειάζομαι όπως
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
235
παλιά. Εσύ είσαι αυτή που πρέπει να βγεις παραέξω και να ζήσεις». «Χέιζελ!» είπε ο πατέρας μου, σφίγγοντάς με δυνατότερα. «Ζήτησε συγγνώμη από τη μητέρα σου». Τραβούσα το χέρι μου, όμως δε με άφηνε και δεν μπορούσα να συνδέσω τον αναπνευστήρα μου με το ένα χέρι. Ήταν εξοργιστικό. Το μόνο που ήθελα ήταν να καταφύγω σε μια παραδοσιακή Αποχώρηση Εφήβου, να βγω φουριόζα από το δωμάτιο, να κλείσω με κρότο την πόρτα του υπνοδωματίου μου, να βάλω τους Hectic Glow να παίζουν στη διαπασών και να γράψω οργισμένη μια νεκρολογία. Όμως δεν μπορούσα να το κάνω, γιατί δεν μπορούσα να αναπνεύσω, γαμώτη μου. «Τον αναπνευστήρα», κλαψούρισα. «Τον χρειάζομαι». Ο πατέρας μου με άφησε αμέσως και έτρεξε να με συνδέσει με το οξυγόνο. Διέκρινα τις τύψεις στο βλέμμα του, όμως εξακολουθούσε να είναι θυμωμένος. «Χέιζελ, ζήτησε συγγνώμη από τη μητέρα σου». «Εντάξει, συγγνώμη, αφήστε με όμως τώρα». Δεν απάντησαν. Η μητέρα μου καθόταν με τα μπράτσα σταυρωμένα, ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Ύστερα από λίγο σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιό μου για να γράψω μερικά λόγια για τον Ογκάστους. Τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας μου χτύπησαν μερικές φορές την πόρτα του δωματίου μου και προσπάθησαν να μπουν, όμως εγώ τους απαντούσα πως είχα σοβαρή δουλειά. Έκανα εκατό ώρες μέχρι να αποφασίσω τι ήθελα να πω, αλλά ακόμα κι έτσι δεν ήμουν πολύ ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα. Πριν κλείσω και τυπικά το κείμενο, παρατήρησα πως η ώρα είχε πάει 7:40, πράγμα το οποίο σήμαινε πως θα έφτανα καθυστερημένη ακόμα κι αν δεν άλλαζα, οπότε στο τέλος φόρεσα το γαλάζιο παντελόνι μιας βαμβακερής πιτζάμας, σαγιονάρες και το μπλουζάκι του Μ πάτλερ που παλιά ανήκε στον Γκας. Βγήκα από το δωμάτιο και προσπάθησα να περάσω από μπροστά τους, όμως ο πατέρας μου είπε «Δεν μπορείς να φύγεις
236
JOHN GREEN
από το σπίτι χωρίς άδεια». «Για όνομα, μπαμπά. Μ ου ζήτησε να του γράψω μια νεκρολογία, εντάξει; Από μέρα σε μέρα θα είμαι στο σπίτι συνέχεια, ολημερίς κι ολονυχτίς, εντάξει;» Αυτό έκαμψε τελικά τις αντιρρήσεις τους. Μ ου πήρε όλη τη διάρκεια της διαδρομής για να ηρεμήσω από το σκηνικό με τους γονείς μου. Σταμάτησα στην πίσω πλευρά της εκκλησίας και άφησα το αυτοκίνητο στο ημικυκλικό δρομάκι, πίσω από εκείνο του Ογκάστους. Η πίσω πόρτα της εκκλησίας έστεκε ανοιχτή, τη συγκρατούσε μια πέτρα στο μέγεθος γροθιάς. Μ παίνοντας μέσα, σκέφτηκα να πάω από τη σκάλα, όμως αποφάσισα να περιμένω το παμπάλαιο ασανσέρ που ανεβοκατέβαινε τρίζοντας. Όταν άνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ, βρέθηκα στο δωμάτιο της Ομάδας Υποστήριξης. Οι καρέκλες ήταν τοποθετημένες στο γνωστό κύκλο. Αυτή τη φορά όμως ήταν παρών μόνο ο Γκας, καθισμένος στο καροτσάκι, αφύσικα αδύνατος. Στεκόταν απέναντί μου, στο κέντρο του κύκλου. Περίμενε να ανοίξουν οι πόρτες του ασανσέρ. «Χέιζελ Γκρέις», είπε, «είσαι εκθαμβωτική». «Είμαι, δεν είμαι;» Άκουσα ένα σύρσιμο από μια σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Ο Άιζακ στεκόταν πίσω από ένα μικρό ξύλινο βήμα, κρατιόταν γερά από πάνω του. «Θέλεις να καθίσεις;» τον ρώτησα. «Όχι, ετοιμάζομαι να εκφωνήσω τη νεκρολογία. Άργησες». «Ετοιμάζεσαι... Δηλαδή... τι;» Ο Γκας μού έγνεψε να καθίσω. Έφερα μια καρέκλα στο κέντρο του κύκλου, δίπλα του, καθώς εκείνος έστριβε το καροτσάκι του για να κοιτάζει τον Άιζακ. «Θέλω να παραστώ στην κηδεία μου», είπε ο Γκας. «Παρεμπιπτόντως, εσύ θα μιλήσεις στην κηδεία μου;» «Ε... ναι, φυσικά», είπα, αφήνοντας το κεφάλι μου να γείρει
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
237
στον ώμο του. Πέρασα το χέρι μου γύρω από την πλάτη του και τον αγκάλιασα, μαζί με την καρέκλα. Μ όρφασε. Τραβήχτηκα. «Τέλεια», είπε. «Ελπίζω να καταφέρω να είμαι εκεί ως φάντασμα, αλλά για κάθε ενδεχόμενο σκέφτηκα να... εντάξει, δε θέλω να σε φέρω σε δύσκολη θέση, όμως το απόγευμα σκέφτηκα πως θα μπορούσα να κανονίσω μια πρόβα της κηδείας και αφού είμαι σε σχετικά καλή κατάσταση, είπα πως το γοργό και χάριν έχει». «Πώς κατάφερες να κατεβείς εδώ κάτω;» τον ρώτησα. «Θα το πίστευες αν σου έλεγα πως αφήνουν την πόρτα ξεκλείδωτη όλη νύχτα;» ρώτησε ο Γκας. «Χμμ, όχι», απάντησα. «Και πολύ καλά θα έκανες». Ο Γκας χαμογέλασε. «Τέλος πάντων, ξέρω πως όλα αυτά είναι κομματάκι πομπώδη». «Ε, μου κλέβεις αυτά που θέλω να πω», διαμαρτυρήθηκε ο Άιζακ. «Στην εισαγωγή μου αναφέρομαι στο πόσο πομπώδες κάθαρμα ήσουν». Γέλασα. «Εντάξει, εντάξει», είπε ο Γκας. «Όποτε είσαι έτοιμος, ξεκινάς». Ο Άιζακ ξερόβηξε. «Ο Ογκάστους Γουότερς ήταν ένα πομπώδες κάθαρμα. Όμως, τον συγχωρούμε. Τον συγχωρούμε όχι γιατί η καρδιά του μεταφορικά έσκιζε, ενώ η κυριολεκτική του ήταν για τα μπάζα, ούτε γιατί γνώριζε περισσότερα για το πώς κρατάς ένα τσιγάρο από κάθε άλλο μη καπνιστή στην ιστορία της ανθρωπότητας, ούτε γιατί έζησε δεκαοκτώ χρόνια ενώ θα έπρεπε να είχε ζήσει περισσότερα». «Δεκαεφτά», τον διόρθωσε ο Γκας. «Υποθέτω ότι σου απομένει ακόμα λίγος χρόνος, ανάγωγο κάθαρμα». «Ειλικρινά», συνέχισε ο Άιζακ, «ο Ογκάστους Γουότερς ήταν τόσο φλύαρος, που ήταν ικανός να σε διακόψει ακόμα και στην κηδεία του. Ήταν και δήθεν: Μ α τον Χριστό, ο τύπος ούτε να κατουρήσει δεν μπορούσε χωρίς να αναλογιστεί τις άφθονες
238
JOHN GREEN
μεταφορικές πτυχές της ανθρώπινης απέκκρισης. Ήταν επίσης ματαιόδοξος: δε νομίζω να έχω γνωρίσει σωματικά γοητευτικότερο άτομο που να είχε εντονότερη συναίσθηση της σωματικής γοητείας του. »Όμως, ένα πράγμα θα πω: όταν οι επιστήμονες του μέλλοντος σκάσουν μύτη στο σπίτι μου, έχοντας εφεύρει ρομποτικά μάτια, και μου ζητήσουν να τα δοκιμάσω, εγώ θα πω στους επιστήμονες να τσακιστούν να φύγουν, γιατί δε θέλω να δω έναν κόσμο στον οποίο δε θα βρίσκεται αυτός». Εν τω μεταξύ, εμένα με είχαν πάρει τα κλάματα. «Και μετά, αφού θα έχω ρίξει τη συγκινητική ατάκα μου, θα βάλω τα ρομποτικά μου μάτια, γιατί, τι να λέμε τώρα, με δυο τέτοια μάτια θα μπορείς να βλέπεις μέσα από τις φούστες των κοριτσιών και δε συμμαζεύεται. Ογκάστους, φίλε μου, καλό ταξίδι». Ο Ογκάστους περιορίστηκε να γνέψει καταφατικά με χείλη σουφρωμένα. Ύστερα έστρεψε τον υψωμένο αντίχειρά του προς τον Άιζακ. Όταν ανέκτησε κάπως την αυτοκυριαρχία του, πρόσθεσε: «Στη θέση σου θα παρέλειπα εκείνη την αναφορά στις φούστες των κοριτσιών». Ο Άιζακ ήταν ακόμα γραπωμένος από το βήμα. Άρχισε να κλαίει. Κόλλησε το μέτωπό του στο ξύλο, έβλεπα τους ώμους του να τραντάζονται, και τελικά είπε «Γαμώτο, Ογκάστους, διορθώνεις ακόμα και τη νεκρολογία σου». «Μ η βλασφημείς μέσα στην Κυριολεκτική Καρδιά του Ιησού», είπε ο Γκας. Είχα ξεχάσει πως ο Άιζακ δεν μπορούσε να επιστρέψει στον κύκλο μόνος του. Σηκώθηκα, ακούμπησα την παλάμη μου στο μπράτσο του και τον οδήγησα με αργά βήματα στην καρέκλα δίπλα στον Ογκάστους, εκεί όπου καθόμουν εγώ προηγουμένως. Ύστερα προχώρησα στο βήμα και ξεδίπλωσα το χαρτί στο οποίο είχα εκτυπώσει τη νεκρολογία μου. «Μ ε λένε Χέιζελ. Ο Ογκάστους Γουότερς ήταν ο μεγάλος, άτυχος έρωτας της ζωής μου. Ζήσαμε μια επικά ρομαντική
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
239
ιστορία, και δε θα μπορέσω να αρθρώσω ούτε μία φράση γι’ αυτή χωρίς να χαθώ σε μια λίμνη δακρύων. Ο Γκας ήξερε. Ο Γκας ξέρει. Δε θα σας διηγηθώ την ιστορία της αγάπης μας, γιατί – όπως όλες οι αληθινές ιστορίες αγάπης– θα χαθεί μαζί μας, κι αυτό είναι το σωστό. Ήλπιζα πως θα εκφωνούσε εκείνος τον επικήδειό μου, γιατί δε θα προτιμούσα κανέναν άλλο...» Άρχισα να κλαίω. «Εντάξει, πώς να μην κλάψεις. Πώς θα μπορέσω να... εντάξει. Εντάξει». Πήρα μερικές ανάσες και επέστρεψα στο κείμενο της σελίδας. «Δεν μπορώ να μιλήσω για την αγάπη μας, οπότε θα μιλήσω για τα μαθηματικά. Δεν είμαι μαθηματικός, όμως ξέρω ένα πράγμα: υπάρχουν άπειροι αριθμοί μεταξύ του 0 και του 1. Υπάρχει το 0,1 και το 0,12 και το 0,112 και αμέτρητοι ακόμα αριθμοί. Φυσικά, υπάρχει ένα ακόμα μεγαλύτερο άπειρο σύνολο αριθμών μεταξύ του 0 και του 2, ή μεταξύ του 0 και του ένα εκατομμύριο. Ορισμένα άπειρα είναι μεγαλύτερα απ’ ό,τι κάποια άλλα άπειρα. Αυτό μας το έμαθε ένας συγγραφέας που κάποτε μας άρεσε. Υπάρχουν μέρες, πολλές μάλιστα, που θυμώνω με την έκταση του άπειρου συνόλου μου. Θέλω περισσότερους αριθμούς απ’ όσους πιθανότατα θα συγκεντρώσω και, μα τω Θεώ, θέλω και ο Ογκάστους Γουότερς να είχε περισσότερους αριθμούς από όσους συγκέντρωσε τελικά. Όμως, Γκας, αγάπη μου, δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο τυχερή αισθάνομαι που ζήσαμε τη μικρή αιωνιότητά μας. Δε θα την άλλαζα με τίποτα στον κόσμο. Μ ου χάρισες το παντοτινό μέσα από τις μετρημένες μέρες μας, και γι’ αυτό είμαι ευγνώμων».
240
JOHN GREEN
21
Ο ΟΓΚΑΣΤΟΥΣ ΓΟΥΟΤΕΡ Σ πέθανε οκτώ μέρες μετά την πρόβα της κηδείας του, στο Μ ερόριαλ, στη Μ ΕΘ, όταν ο καρκίνος, ο οποίος ήταν φτιαγμένος από τον ίδιο, σταμάτησε τελικά την καρδιά του, η οποία ήταν επίσης φτιαγμένη από τον ίδιο. Μ αζί του βρίσκονταν η μητέρα του, ο πατέρας του και οι αδερφές του. Η μητέρα του μου τηλεφώνησε στις τρεις και μισή τα ξημερώματα. Το ήξερα, φυσικά, πως το τέλος πλησίαζε. Είχα μιλήσει με τον πατέρα του πριν πέσω για ύπνο και μου είχε πει «Μ πορεί κι απόψε», όμως και πάλι, όπως άρπαξα το κινητό από το κομοδίνο μου και είδα στην οθόνη τις λέξεις Μαμά Γκας, τα πάντα μέσα μου κατέρρευσαν. Έκλαιγε στην άλλη άκρη της γραμμής, μου είπε πως λυπόταν, της είπα κι εγώ ότι λυπόμουν και μετά μου είπε πως τις τελευταίες ώρες πριν φύγει είχε χάσει τις αισθήσεις του. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν στο δωμάτιο οι γονείς μου, περιμένοντας να ακούσουν την επιβεβαίωση, κι εγώ απλώς έγνεψα καταφατικά, οπότε έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, νιώθοντας, είμαι βέβαιη, τον αρμονικό τρόμο που μια μέρα θα ερχόταν να συναντήσει κι εκείνους, άμεσα. Τηλεφώνησα στον Άιζακ, κι εκείνος καταράστηκε τη ζωή, το
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
241
σύμπαν και τον ίδιο το Θεό, κι αναρωτήθηκε πού να εξαφανίζονται τα αναθεματισμένα τρόπαια όταν θες κάτι να σπάσεις, και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα να τηλεφωνήσω σε κανέναν άλλο, κι αυτό ήταν το πιο θλιβερό απ’ όλα. Το μοναδικό άτομο στο οποίο ήθελα πραγματικά να μιλήσω για το θάνατο του Ογκάστους Γουότερς ήταν ο Ογκάστους Γουότερς. Οι γονείς μου έμειναν στο δωμάτιό μου πολλή ώρα, μέχρι που ξημέρωσε, και τελικά ο πατέρας μου είπε «Θέλεις να μείνεις μόνη σου;» κι εγώ έγνεψα καταφατικά και η μητέρα μου είπε «Εδώ απέξω θα είμαστε», κι εγώ σκέφτηκα Είμαι σίγουρη. Ήταν αφόρητο. Όλο αυτό που συνέβαινε. Κάθε δευτερόλεπτο φάνταζε χειρότερο από το προηγούμενο. Συνέχεια σκεφτόμουν να του τηλεφωνήσω, αναρωτιόμουν τι θα συνέβαινε, αν θα απαντούσε κανείς. Τις τελευταίες βδομάδες είχαμε περιοριστεί να περνάμε το χρόνο μας μαζί ανατρέχοντας στις αναμνήσεις μας, όμως αυτό δεν ήταν ασήμαντο: είχα στερηθεί την απόλαυση της ανάμνησης, γιατί δεν υπήρχε πλέον κανείς με τον οποίο θα μπορούσα να ανατρέξω σε αυτή. Η απώλεια του ανθρώπου με τον οποίο μοιραζόσουν τις αναμνήσεις ήταν σαν να ισοδυναμούσε με απώλεια της ίδιας της μνήμης, λες και όλα τα πράγματα που είχαμε κάνει ήταν λιγότερο αληθινά και σημαντικά απ’ ό,τι λίγες ώρες νωρίτερα. Όταν φτάνεις στα Επείγοντα, ένα από τα πρώτα πράγματα που σου ζητάνε είναι να βαθμολογήσεις τον πόνο σου σε μια κλίμακα από το ένα έως το δέκα, και στη συνέχεια αποφασίζουν ποια φάρμακα να χρησιμοποιήσουν και πόσο σύντομα να καταφύγουν σε αυτά. Στην πορεία των χρόνων μού είχαν κάνει αυτή την ερώτηση αμέτρητες φορές, και θυμάμαι μια φορά στην αρχή, που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα κι ένιωθα λες και το στήθος μου είχε πιάσει φωτιά, οι φλόγες έγλειφαν το εσωτερικό των πλευρών μου, αναζητούσαν τρόπο να ξεπηδήσουν μέσα από το
242
JOHN GREEN
σώμα μου, και οι γονείς μου με πήγαν στα Επείγοντα. Μ ια νοσοκόμα με ρώτησε για τον πόνο, κι εγώ ούτε να μιλήσω δεν μπορούσα, οπότε σήκωσα εννέα δάχτυλα. Αργότερα, όταν μου είχαν δώσει κάτι, η νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο, κι όπως μου έπαιρνε την πίεση σαν να χάιδεψε το χέρι μου και είπε «Ξέρεις πώς κατάλαβα ότι είσαι μαχήτρια; Το δεκάρι το βαθμολόγησες με εννέα». Όμως αυτό δεν ήταν απόλυτα αλήθεια. Το βαθμολόγησα με εννέα γιατί φύλαγα το δεκάρι μου γι’ αργότερα. Και να που είχε έρθει, το φοβερό και τρομερό δεκάρι, έσκαγε πάνω μου ξανά και ξανά, καθώς ξάπλωνα μόνη μου, ακίνητη, στο κρεβάτι και κοίταζα σαν χαμένη το ταβάνι, τα κύματα με έριχναν στα βράχια κι έπειτα με παράσερναν ξανά προς τη θάλασσα, για να με πετάξουν και πάλι από κει πάνω στον κοφτερό γκρεμό, αφήνοντάς με να επιπλέω ανάσκελα στο νερό, άπνιχτη. Τελικά, του τηλεφώνησα. Το κινητό του χτύπησε πέντε φορές και ύστερα πέρασε στον τηλεφωνητή. «Συνδεθήκατε με τον αυτόματο τηλεφωνητή του Ογκάστους Γουότερς», είπε, με εκείνη την καθάρια φωνή που είχα ερωτευτεί. «Αφήστε μήνυμα». Ακολούθησε το μπιπ. Η σιωπή στη γραμμή ήταν τελείως απόκοσμη. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να επιστρέψω σ’ εκείνο το μυστικό τρίτο χώρο μαζί του, εκεί όπου ταξιδεύαμε κάθε φορά που μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Περίμενα εκείνο το συναίσθημα, όμως δεν εμφανίστηκε ποτέ: η απόλυτη σιωπή στη γραμμή δεν πρόσφερε καμία παρηγοριά, και τελικά έκλεισα το τηλέφωνο. Τράβηξα τον υπολογιστή μου κάτω από το κρεβάτι, τον άνοιξα και μπήκα στη σελίδα του τοίχου του, ο οποίος κατακλυζόταν ήδη από συλλυπητήρια μηνύματα. Το πιο πρόσφατο έγραφε: Σε αγ απώ, αδερφέ μου. Τα λέμε στην άλλη πλευρά.
...γραμμένο από κάποιον που πρώτη φορά έβλεπα το όνομά
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
243
του. Για την ακρίβεια, σχεδόν όλα τα μηνύματα στον τοίχο, τα οποία εμφανίζονταν όσο γρήγορα προλάβαινα να τα διαβάζω, ήταν γραμμένα από ανθρώπους που ποτέ μου δε συνάντησα και ποτέ του δεν είχε αναφέρει, από ανθρώπους που εκθείαζαν τις διάφορες αρετές του τώρα που ήταν νεκρός, κι ας ήμουν απολύτως βέβαιη πως είχαν να τον δουν μήνες, κι ούτε είχαν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να τον επισκεφτούν. Αναρωτήθηκα αν κι ο δικός μου τοίχος θα κατέληγε έτσι όταν πέθαινα ή αν είχα απουσιάσει αρκετά από το σχολείο και τη ζωή γενικότερα ώστε να γλιτώσω από την εκτεταμένη έκθεση σε συλλυπητήρια μηνύματα. Συνέχισα να διαβάζω. Μου λείπεις κιόλας, αδερφέ μου. Σε αγ απώ, Ογ κάστους. Ο Θεός να σε ευλογ εί και να σε προστατεύει. Θα ζεις γ ια πάντα στις καρδιές μας, μεγ άλε.
(Αυτό ειδικά το μήνυμα με εκνεύρισε απίστευτα, γιατί εμμέσως καθιστούσε αθάνατους όσους έμεναν πίσω: θα ζήσεις για πάντα στη μνήμη μου, γιατί κι εγώ θα ζήσω για πάντα! ΕΙΜ ΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΣΟΥ ΠΛΕΟΝ, ΝΕΚΡΟ ΑΓΟΡΙ! ΕΙΣΑΙ ΔΙΚΟΣ Μ ΟΥ! Το να νομίζεις ότι δεν πρόκειται να πεθάνεις είναι μια ακόμα παρενέργεια του ότι πεθαίνεις.) Ήσουν πάντοτε σπουδαίος φίλος, λυπάμαι που δεν ειδωθήκαμε περισσότερο μετά που έφυγ ες από το σχολείο, αδερφέ μου. Σίγ ουρα παίζεις ήδη μπάσκετ στον παράδεισο.
Φαντάστηκα πώς θα ανέλυε ο Ογκάστους Γουότερς το συγκεκριμένο σχόλιο: αν παίζω μπάσκετ στον παράδεισο, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κάπου συγκεκριμένα ένας παράδεισος ο οποίος διαθέτει και μπάλες του μπάσκετ; Ποιος κατασκευάζει τις συγκεκριμένες μπάλες; Υπάρχουν μήπως κάποιες λιγότερο τυχερές ψυχές στον παράδεισο, που εργάζονται στο επουράνιο
244
JOHN GREEN
εργοστάσιο που παράγει μπάλες του μπάσκετ, για να μπορώ να παίζω εγώ; Ή μήπως κάποιος παντοδύναμος Θεός δημιούργησε τις μπάλες από το κενό του Διαστήματος; Άραγε αυτός ο παράδεισος είναι κάποιου είδους απαρατήρητο σύμπαν, όπου οι νόμοι της φυσικής δεν έχουν εφαρμογή, κι αν ναι, γιατί στον κόρακα να παίζω μπάσκετ ενώ θα μπορούσα να πετάω ή να διαβάζω ή να κοιτάζω όμορφους ανθρώπους ή να κάνω κάτι άλλο που να μου αρέσει πραγματικά; Τελικά, ο τρόπος που φαντάζεστε το νεκρό εαυτό μου μάλλον λέει περισσότερα για σας απ’ ό,τι λέει είτε για το άτομο που ήμουν είτε για το ό,τι είμαι τώρα. Οι γονείς του τηλεφώνησαν γύρω στο μεσημέρι για να ενημερώσουν ότι η κηδεία θα γινόταν σε πέντε μέρες, το Σάββατο. Φαντάστηκα την εκκλησία κατακλυσμένη από ανθρώπους που νόμιζαν πως του άρεσε το μπάσκετ και μου ερχόταν να ξεράσω, όμως ήξερα πως έπρεπε να πάω, καθώς θα μιλούσα στην κηδεία. Όταν έκλεισα το τηλέφωνο, συνέχισα να διαβάζω τα μηνύματα στον τοίχο του: Μόλις έμαθα ότι ο Γκας Γουότερς πέθανε, ύστερα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο. Καλό ταξίδι, φίλε.
Ήξερα πως οι άνθρωποι αυτοί λυπούνταν πραγματικά και ότι δεν ήμουν αληθινά θυμωμένη μαζί τους. Θυμωμένη ήμουν με το σύμπαν. Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση με εξόργιζε: εμφανίζονται όλοι αυτοί οι φίλοι όταν πια δε χρειάζεσαι φίλους. Έγραψα μια απάντηση σ’ εκείνο το σχόλιο: Ζούμε σε ένα σύμπαν αφιερωμένο στη δημιουργ ία και στην εξάλειψη της συνείδησης. Ο Ογ κάστους Γουότερς δεν πέθανε ύστερα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο. Πέθανε ύστερα από μακροχρόνια μάχη με την ανθρώπινη συνείδηση, θύμα –όπως κι εσύ μια μέρα– της ανάγ κης του σύμπαντος να δημιουργ ήσει και να καταλύσει ό,τι είναι δυνατόν.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
245
Δημοσίευσα το μήνυμα και περίμενα να απαντήσει κάποιος, ανανεώνοντας ξανά και ξανά τη σελίδα. Τίποτα. Το σχόλιό μου χάθηκε στη θύελλα των νέων μηνυμάτων. Όλοι δήλωναν πως θα τους έλειπε τρομερά. Όλοι προσεύχονταν για την οικογένειά του. Θυμήθηκα το γράμμα του Φαν Χάουτεν: η γλώσσα δεν ανασταίνει. Ενταφιάζει. Ύστερα από κάποια ώρα πήγα στο σαλόνι για να καθίσω με τους γονείς μου και να παρακολουθήσω τηλεόραση. Δε θα μπορούσα να σας πω ποια εκπομπή είδαμε, όμως κάποια στιγμή η μητέρα μου είπε «Χέιζελ, μπορούμε να σε βοηθήσουμε με κάποιο τρόπο;» Εγώ κούνησα απλώς το κεφάλι μου. Άρχισα να κλαίω ξανά. «Τι μπορούμε να κάνουμε;» επέμεινε η μητέρα μου. Σήκωσα τους ώμους. Εκείνη όμως συνέχιζε να ρωτάει, λες και υπήρχε πράγματι κάτι που θα μπορούσε να κάνει, ώσπου τελικά σύρθηκα στον καναπέ, ξάπλωσα στην αγκαλιά της, ο πατέρας μου πλησίασε και έπιασε τα πόδια μου πολύ σφιχτά, εγώ έπλεξα τα μπράτσα μου γύρω από τη μέση της μητέρας μου και με κράτησαν έτσι ώρες ολόκληρες, ενώ η θύελλα εξακολουθούσε να μαίνεται.
246
JOHN GREEN
22
ΟΤΑΝ ΦΤΑΣΑΜΕ, κάθισα στο βάθος του δωματίου επίσκεψης, σε ένα χώρο φτιαγμένο από γυμνούς πέτρινους τοίχους, στο πλάι του ιερού της εκκλησίας της Κυριολεκτικής Καρδιάς του Ιησού. Πρέπει να υπήρχαν γύρω στις ογδόντα καρέκλες σ’ εκείνο το δωμάτιο, το οποίο ήταν κατά τα δύο τρίτα γεμάτο, αλλά έδινε την αίσθηση πως ήταν κατά το ένα τρίτο άδειο. Αρκετή ώρα παρακολουθούσα τους ανθρώπους να πλησιάζουν το φέρετρο, το οποίο ήταν τοποθετημένο πάνω σε κάποιου είδους φορείο καλυμμένο με μοβ ύφασμα. Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι, που τους έβλεπα πρώτη φορά, γονάτιζαν δίπλα του ή στέκονταν από πάνω του και τον κοίταζαν για λίγο, κάποιοι έκλαιγαν, ορισμένοι έλεγαν κάτι, κι όλοι τους άγγιζαν το φέρετρο αντί να αγγίξουν τον ίδιο, γιατί κανείς δε θέλει να αγγίζει τους νεκρούς. Η μητέρα και ο πατέρας του Γκας στέκονταν δίπλα στο φέρετρο, τους αγκάλιαζαν όλους όπως περνούσαν από κει, όμως μόλις με είδαν χαμογέλασαν και πλησίασαν. Σηκώθηκα και αγκάλιασα πρώτα τον πατέρα του και μετά τη μητέρα του, η οποία με έσφιξε πολύ, όπως έκανε κι ο Γκας, πιέζοντας τις ωμοπλάτες μου. Και οι δυο τους έμοιαζαν τόσο γερασμένοι, τα
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
247
μάτια τους ήταν ρουφηγμένα, η επιδερμίδα κρεμόταν από τα εξουθενωμένα πρόσωπά τους. Είχαν φτάσει κι εκείνοι στο τέλος ενός αγώνα μετ’ εμποδίων. «Σε αγαπούσε τόσο πολύ», είπε η μητέρα του Γκας. «Πραγματικά. Δεν ήταν... δεν ήταν ένας παιδιάστικος έρωτας», πρόσθεσε, λες και δεν το ήξερα αυτό. «Κι εσάς σας αγαπούσε πάρα πολύ», είπα σιγανά. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω, όμως όπως τους μιλούσα ένιωθα σαν να τους μαχαίρωνα και ταυτόχρονα να μαχαιρωνόμουν. «Λυπάμαι», είπα. Κι ύστερα, οι γονείς του μίλησαν με τους γονείς μου. Ήταν ένας διάλογος κατακλυσμένος από καταφατικά νεύματα και σφιγμένα χείλη. Γύρισα και κοίταξα το φέρετρο, είδα πως δε στεκόταν κανείς εκεί, έτσι αποφάσισα να πάω εγώ. Τράβηξα τη σωλήνα του οξυγόνου από τα ρουθούνια μου, πέρασα τον αναπνευστήρα πάνω από το κεφάλι μου και τον παρέδωσα στον πατέρα μου. Ήθελα να μείνουμε για λίγο οι δυο μας, μόνοι. Έπιασα γερά τη μικρή μου τσάντα και διέσχισα το διάδρομο που σχηματιζόταν ανάμεσα στις καρέκλες. Η διαδρομή μού φάνηκε μεγάλη, όμως συνέχεια έλεγα στους πνεύμονές μου να κόψουν την γκρίνια, τους έλεγα πως ήταν δυνατοί, πως θα τα κατάφερναν. Καθώς πλησίαζα τον είδα: τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα προσεκτικά, σχημάτιζαν χωρίστρα στα αριστερά, τέτοια που θα τον έκανε να φρίξει, ενώ το πρόσωπό του ήταν βαριά μακιγιαρισμένο. Και πάλι, όμως, ήταν ο Γκας. Το ψιλόλιγνο, πανέμορφο αγόρι μου. Ήθελα να φορέσω το μικρό μαύρο φόρεμα που είχα αγοράσει για το πάρτι των δέκατων πέμπτων γενεθλίων μου, το φόρεμα της κηδείας μου, όμως δε μου έκανε πια, οπότε φόρεσα ένα απλό μαύρο φόρεμα στο ύψος του γόνατου. Ο Ογκάστους φορούσε εκείνο το κοστούμι με τα λεπτά πέτα που είχε φορέσει στο Οράνιε. Όπως γονάτιζα, συνειδητοποίησα ότι του είχαν κλείσει τα μάτια –φυσικά και του τα είχαν κλείσει– και ότι δε θα αντίκριζα ποτέ ξανά τα γαλάζια μάτια του. «Σε αγαπώ, στον ενεστώτα»,
248
JOHN GREEN
ψιθύρισα, κι ύστερα ακούμπησα την παλάμη μου στη μέση του στήθους του και είπα «Όλα εντάξει, Γκας. Όλα εντάξει. Όλα εντάξει, μ’ ακούς;» Δεν είχα –ούτε έχω– καμία απολύτως βεβαιότητα ότι μπορούσε να με ακούσει. Έγειρα προς τα εμπρός και φίλησα το μάγουλό του. «Εντάξει», είπα. «Εντάξει». Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ήταν τόσοι άνθρωποι εκεί που μας παρακολουθούσαν, πως η τελευταία φορά που μας είδαν τόσο πολλοί άνθρωποι να φιλιόμαστε ήταν στο Σπίτι της Άννα Φρανκ. Όμως, ουσιαστικά, δεν υπήρχε πλέον κανένα «μας» για να παρακολουθήσουν. Μ ονάχα εγώ. Άνοιξα την τσάντα μου, έβαλα το χέρι μέσα και έβγαλα ένα σκληρό πακέτο Camel Light. Μ ε μια γρήγορη κίνηση, ελπίζοντας πως δε θα με έβλεπε κανείς, έχωσα τα τσιγάρα στο χώρο ανάμεσα στο πλευρό του και στην παχιά ασημένια επένδυση του φέρετρου. «Αυτά μπορείς να τα ανάψεις», του ψιθύρισα. «Δε θα θυμώσω». Όση ώρα τού μιλούσα η μητέρα και ο πατέρας μου προχώρησαν στη δεύτερη σειρά με τη φιάλη μου, οπότε ο δρόμος της επιστροφής δεν ήταν μακρύς. Όπως καθόμουν με περίμενε ένα χαρτομάντιλο από τα χέρια του πατέρα μου. Φύσηξα τη μύτη μου, πέρασα τον αναπνευστήρα γύρω από τ’ αφτιά μου, έβαλα τα σωληνάκια στη θέση τους. Νόμιζα πως θα μεταφερόμασταν στο κυρίως ιερό για την κανονική κηδεία, όμως όλα έγιναν σε εκείνο το μικρό βοηθητικό δωμάτιο, στο Κυριολεκτικό Χέρι του Ιησού μάλλον, στο σημείο του σταυρού πάνω στο οποίο είχε καρφωθεί. Ένας ιερέας πλησίασε και στάθηκε πίσω από το φέρετρο, λες και το φέρετρο ήταν άμβωνας ή κάτι τέτοιο, και μίλησε λίγο για τη γενναία μάχη που έδωσε ο Ογκάστους και για το πώς η ηρωική στάση του απέναντι στην αρρώστια αποτελούσε πηγή έμπνευσης για όλους μας, κι εγώ είχα αρχίσει ήδη να φορτώνω με τον ιερέα όταν είπε «Στον παράδεισο, ο Ογκάστους θα είναι επιτέλους υγιής και
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
249
άρτιος», σαν να υπαινισσόταν πως ήταν λειψός σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους επειδή είχε χάσει το ένα του πόδι, κι εγώ δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τελείως έναν αναστεναγμό αηδίας. Ο πατέρας μου με έπιασε δυνατά λίγο πάνω από το γόνατο και μου έριξε μια ματιά αποδοκιμασίας, όμως από τη σειρά των καθισμάτων πίσω μου, κάποιος ψιθύρισε σχεδόν ανεπαίσθητα στο αφτί μου «Τι μαλακίες ξεφουρνίζει ο τύπος, ε, μικρή;» Γύρισα απότομα. Ο Πέτερ Φαν Χάουτεν φορούσε λευκό λινό κοστούμι, ραμμένο ώστε να φιλοξενεί το στρογγυλό κορμί του, ανοιχτό γαλάζιο πουκάμισο και πράσινη γραβάτα. Έτσι όπως ήταν ντυμένος έμοιαζε με αποικιοκράτη έτοιμο να κατακτήσει τον Παναμά, όχι με άνθρωπο που πήγαινε σε κηδεία. Ο ιερέας είπε «Ας προσευχηθούμε», όμως την ώρα που όλοι οι άλλοι χαμήλωναν τα κεφάλια τους, εγώ κοιτούσα με το στόμα ανοιχτό τον Πέτερ Φαν Χάουτεν. Λίγο μετά ψιθύρισε «Πρέπει να καμωθούμε πως προσευχόμαστε», και έσκυψε το κεφάλι του. Προσπάθησα να τον ξεχάσω και να προσευχηθώ για τον Ογκάστους. Φρόντιζα να ακούω τον ιερέα και απέφυγα να κοιτάξω πίσω. Ο ιερέας κάλεσε τον Άιζακ, ο οποίος ήταν πολύ πιο σοβαρός απ’ ό,τι στην πρόβα της κηδείας. «Ο Ογκάστους Γουότερς ήταν ο Δήμαρχος της Μ υστικής Καρκινίας, και είναι αναντικατάστατος», άρχισε να λέει ο Άιζακ. «Κάποιοι άλλοι άνθρωποι θα μπορέσουν να σας διηγηθούν αστείες ιστορίες με πρωταγωνιστή τον Γκας, γιατί ήταν άνθρωπος με χιούμορ, όμως επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ μια σοβαρή: την επομένη της εγχείρησης για την αφαίρεση του ματιού μου, ο Γκας ήρθε στο νοσοκομείο. Ήμουν τυφλός και αποκαρδιωμένος, δεν ήθελα να κάνω τίποτα, οπότε ο Γκας μπήκε φουριόζος στο δωμάτιό μου και φώναξε «Έχω θαυμάσια νέα!» Κι εγώ απάντησα «Δεν έχω διάθεση να ακούσω θαυμάσια νέα αυτή τη στιγμή», όμως ο Γκας επέμεινε, «Αυτά τα θαυμάσια νέα θέλεις να τα ακούσεις», οπότε τον ρώτησα «Εντάξει, τι έγινε;» κι εκείνος μου είπε «Θα ζήσεις
250
JOHN GREEN
χρόνια πολλά και καλά, γεμάτα υπέροχες και τρομερές στιγμές τις οποίες ούτε μπορείς να φανταστείς!» Ο Άιζακ δεν μπόρεσε να συνεχίσει, ή ίσως αυτό ήταν ό,τι είχε να πει. Ακολούθησε ένας φίλος από το σχολείο, ο οποίος διηγήθηκε ορισμένα περιστατικά που φανέρωναν τις σημαντικές αθλητικές ικανότητες του Γκας καθώς και τα πολλά χαρίσματά του ως συμπαίκτη, και μετά ο ιερέας είπε «Τώρα θα μας πει μερικά λόγια μια ξεχωριστή φίλη του Ογκάστους, η Χέιζελ». Ξεχωριστή φίλη; Ακούστηκαν μερικά χαχανητά από το ακροατήριο, οπότε θεώρησα πως με έπαιρνε να πω «Η κοπέλα του ήμουν». Ο κόσμος γέλασε. Ύστερα, άρχισα να διαβάζω το κείμενο που είχα προετοιμάσει. «Στο σπίτι του Γκας υπάρχει ένα σπουδαίο απόφθεγμα, μια φράση από την οποία και οι δυο μας αντλούσαμε μεγάλη παρηγοριά: Χωρίς Πόνο, Δε θα Ξέραμε τι Σημαίνει Χαρά». Συνέχισα ξεφουρνίζοντας βλακώδεις Ενθαρρύνσεις, την ώρα που οι γονείς του Γκας, πιασμένοι μπράτσο με μπράτσο, αγκαλιάζονταν και έγνεφαν καταφατικά στο άκουσμα κάθε λέξης. Οι κηδείες, όπως είχα αποφασίσει, είναι για τους ζωντανούς. Αφού μίλησε και η αδερφή του, η Τζούλι, η κηδεία έκλεισε με μια προσευχή για την ένωση του Γκας με το Θεό, κι εγώ θυμήθηκα αυτό που μου είχε πει στο Οράνιε, ότι δεν πίστευε σε παλάτια στα σύννεφα και σε άρπες, όμως πίστευε σε Κάτι με το κάπα κεφαλαίο, κι έτσι, ενώ προσευχόμασταν, προσπάθησα να τον φανταστώ Κάπου με το κάπα κεφαλαίο, όμως ακόμα και τότε δεν μπορούσα να πείσω τελείως τον εαυτό μου πως οι δυο μας θα συναντιόμασταν και πάλι, κάποτε. Γνώριζα ήδη πάρα πολλούς νεκρούς. Ήξερα πως πλέον ο χρόνος θα κυλούσε διαφορετικά για μένα απ’ ό,τι γι’ αυτόν, ότι εγώ, όπως και όλοι οι
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
251
άλλοι σ’ εκείνο το δωμάτιο, θα συνεχίζαμε να συγκεντρώνουμε αγάπες και απώλειες, ενώ ο Γκας όχι. Και για μένα αυτή ήταν η ύστατη και πραγματικά αφόρητη τραγωδία: όπως όλοι οι αναρίθμητοι νεκροί, είχε υποβιβαστεί οριστικά και αμετάκλητα από στοιχειωμένο σε στοιχειό. Και τότε, ένας από τους γαμπρούς του Γκας έφερε ένα φορητό κασετόφωνο και έπαιξαν το τραγούδι που είχε διαλέξει ο Γκας, ένα λυπητερό και ήσυχο τραγούδι των Hectic Glow με τίτλο «Ο Νέος Σύντροφος». Ειλικρινά, το μόνο που ήθελα ήταν να γυρίσω στο σπίτι. Δε γνώριζα σχεδόν κανέναν εκεί μέσα, ενώ παράλληλα ένιωθα τις κουμπότρυπες που είχε για μάτια ο Πέτερ Φαν Χάουτεν να καρφώνονται σαν τρυπάνια πάνω στις εκτεθειμένες ωμοπλάτες μου, όμως όταν τέλειωσε το τραγούδι όλοι σηκώθηκαν και ήρθαν να μου πουν ότι ήταν πανέμορφα τα λόγια που είχα πει, πως ήταν μια θαυμάσια τελετή, πράγμα που ήταν ψέμα: κηδεία ήταν. Μ ια κηδεία όπως όλες οι άλλες. Οι άνθρωποι που θα μετέφεραν το φέρετρο –ξάδερφοι, ο πατέρας του, ένας θείος, φίλοι που δεν είχα δει ποτέ– ήρθαν και τον παρέλαβαν, κι όλοι μαζί άρχισαν να κατευθύνονται προς τη νεκροφόρα. Μ όλις μπήκαμε με τους γονείς μου στο αυτοκίνητο είπα «Δε θέλω να πάω. Είμαι κουρασμένη». «Χέιζελ», είπε η μητέρα μου. «Μ αμά, δε θα έχει πού να καθίσω, θα κάνουν εκατό ώρες και είμαι εξαντλημένη». «Χέιζελ, πρέπει να πάμε για χάρη του κυρίου και της κυρίας Γουότερς», είπε η μητέρα μου. «Απλώς...» είπα. Για κάποιο λόγο αισθανόμουν τόσο μικρή στο πίσω κάθισμα. Κατά κάποιο τρόπο ήθελα να είμαι μικρή. Ήθελα να ξαναγίνω έξι χρονών, ας πούμε. «Καλά», είπα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο για λίγο. Πραγματικά δεν ήθελα να πάω. Δεν ήθελα να τους δω να τον κατεβάζουν στο χώμα, στο σημείο που είχε διαλέξει μαζί με τον πατέρα του, ούτε ήθελα να δω τους γονείς του να πέφτουν στα γόνατα πάνω στο
252
JOHN GREEN
παχνισμένο γρασίδι και να βογκάνε από την οδύνη, δεν ήθελα να δω την αλκοολική κοιλιά του Πέτερ Φαν Χάουτεν να δοκιμάζει τις αντοχές του λινού σακακιού του, δεν ήθελα να κλάψω μπροστά σε ένα σωρό αγνώστους, δεν ήθελα να πετάξω μια χούφτα χώμα στον τάφο του, ούτε ήθελα να σταθούν οι γονείς μου κάτω από τον ανέφελο, καταγάλανο ουρανό, σ’ εκείνο το λοξό, απογευματινό φως, και να σκέφτονται τη δική τους μέρα και το δικό τους παιδί, το δικό μου τάφο, το δικό μου φέρετρο, το δικό μου χώμα. Τελικά, όμως, τα έκανα όλα αυτά. Τα έκανα όλα, κι ακόμα χειρότερα, γιατί η μητέρα κι ο πατέρας μου θεωρούσαν πως ήταν υποχρέωσή μας. Αφού τέλειωσε κι αυτό, ο Φαν Χάουτεν με πλησίασε, ακούμπησε την παχιά του παλάμη στον ώμο μου και είπε «Θα μπορούσατε να με πάρετε μαζί σας; Άφησα το αυτοκίνητο που νοίκιασα στα ριζά του λόφου». Σήκωσα τους ώμους κι εκείνος άνοιξε την πίσω πόρτα τη στιγμή ακριβώς που ο πατέρας μου ξεκλείδωνε το αυτοκίνητο. Στην καμπίνα, έγειρε ανάμεσα στα μπροστινά καθίσματα και συστήθηκε. «Πέτερ Φαν Χάουτεν: Επίτιμος Συγγραφέας και Ημιεπαγγελματίας Διαψευστής Προσδοκιών». Οι γονείς μου συστήθηκαν με τη σειρά τους. Αντάλλαξαν χειραψίες. Μ ου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που ο Πέτερ Φαν Χάουτεν είχε ταξιδέψει από τόσο μακριά για να παραστεί σε μια κηδεία. «Πώς μάθατε ότι...» έκανα να ρωτήσω, όμως με διέκοψε. «Κατέφυγα στο αναθεματισμένο Διαδίκτυο της γενιάς σας προκειμένου να παρακολουθώ τις ανακοινώσεις κηδειών στην Ινδιανάπολη». Έφερε το χέρι στην τσέπη του λινού σακακιού του κι από μέσα έβγαλε ένα φλασκί με ουίσκι. «Δηλαδή, πήγες κι αγόρασες εισιτήριο για να...» Μ ε διέκοψε ξανά, ενώ ξεβίδωνε το καπάκι. «Ένα εισιτήριο
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
253
πρώτης θέσης στοιχίζει δεκαπέντε χιλιάρικα, όμως διαθέτω αρκετό κεφάλαιο ώστε να ικανοποιώ τις όποιες τέτοιες παρορμήσεις μου. Τουλάχιστον, τα ποτά ήταν δωρεάν στην πτήση. Ένας επαρκώς φιλόδοξος ταξιδιώτης θα μπορούσε έτσι να ισοσκελίσει τη δαπάνη». Ο Φαν Χάουτεν κατέβασε μια γουλιά ουίσκι και στη συνέχεια έγειρε προς τα εμπρός για να προτείνει το φλασκί στον πατέρα μου, ο οποίος είπε «Χμμ, όχι, ευχαριστώ». Ύστερα ο Φαν Χάουτεν έγειρε το φλασκί προς το μέρος μου. Το βούτηξα. «Χέιζελ», είπε η μητέρα μου, εγώ όμως ξεβίδωσα το καπάκι και ήπια. Το ποτό προκάλεσε στο στομάχι μου την ίδια αίσθηση που είχα στους πνεύμονές μου. Επέστρεψα το φλασκί στον Φαν Χάουτεν, ο οποίος ήπιε μια γερή γουλιά και στη συνέχεια είπε «Λοιπόν. Omnis cellula e cellula». «Ορίστε;» «Μ ε το αγόρι σου, τον Γουότερς, αλληλογραφούσαμε αρκετά, και στο τελευταίο του...» «Μ ισό λεπτό, άρχισες να διαβάζεις τις επιστολές των θαυμαστών σου;» «Όχι, την έστειλε στο σπίτι μου, όχι μέσω του εκδότη μου. Εκτός αυτού, ο όρος θαυμαστής είναι μάλλον ανακριβής. Μ ε απεχθανόταν. Σε κάθε περίπτωση, επέμεινε σε όλους τους τόνους πως η ανάρμοστη συμπεριφορά μου θα συγχωρούνταν εφόσον παρευρισκόμουν στην κηδεία του και σου αποκάλυπτα τι απέγινε η μητέρα της Άννα. Ιδού, λοιπόν, ήρθα, και αυτή είναι η απάντησή μου: Omnis cellula e cellula». «Τι πράγμα;» ρώτησα ξανά. «Omnis cellula e cellula», επανέλαβε. «Όλα τα κύτταρα προέρχονται από κύτταρα. Κάθε κύτταρο γεννιέται από ένα προϋπάρχον κύτταρο, το οποίο γεννήθηκε από ένα προϋπάρχον κύτταρο. Η ζωή πηγάζει μέσα από τη ζωή. Η ζωή γεννά ζωή, η οποία γεννά ζωή, η οποία γεννά ζωή». Φτάσαμε στα ριζά του λόγου. «Εντάξει, ναι», είπα. Δεν είχα καμία διάθεση για τέτοιες φιλοσοφίες. Ο Πέτερ Φαν Χάουτεν δε
254
JOHN GREEN
θα γινόταν ο πρωταγωνιστής της κηδείας του Γκας. Δε θα επέτρεπα κάτι τέτοιο. «Ευχαριστώ», είπα. «Λοιπόν, νομίζω πως φτάσαμε». «Δε θέλεις μια εξήγηση;» ρώτησε. «Όχι», είπα. «Είμαι εντάξει. Θεωρώ πως είσαι ένας θλιβερός αλκοολικός, ο οποίος ξεφουρνίζει δήθεν ψαγμένα λόγια για να τραβήξει την προσοχή, λες κι είναι κανένα ανώριμο εντεκάχρονο, και σε λυπάμαι πάρα, μα πάρα πολύ. Όμως, ναι, όχι, δεν είσαι ο τύπος που έγραψε το Μία Αυτοκρατορική Βάσανος πλέον, οπότε δε θα μπορούσες να γράψεις τη συνέχεια ακόμα κι αν το ήθελες. Ευχαριστώ, πάντως. Να είσαι καλά». «Μ α...» «Ευχαριστώ και για το ποτό», είπα. «Άντε, κατέβα από το αυτοκίνητο». Έμοιαζε ντροπιασμένος. Ο πατέρας μου είχε σταματήσει και περιμέναμε στο ρελαντί, εκεί, κάτω από τον τάφο του Γκας, ένα ολόκληρο λεπτό, όση ώρα πήρε στον Φαν Χάουτεν να ανοίξει την πόρτα και, έχοντας σωπάσει τελικά, να κατεβεί. Καθώς απομακρυνόμασταν, γύρισα και κοίταξα προς τα πίσω, τον είδα να πίνει μια γουλιά και να σηκώνει το φλασκί προς το μέρος μου, σαν σε πρόποση. Τα μάτια του έμοιαζαν πολύ θλιμμένα. Για να είμαι ειλικρινής, τον λυπήθηκα κάπως. Ύστερα από όλα αυτά, γυρίσαμε στο σπίτι γύρω στις έξι. Ήμουν εξουθενωμένη. Το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ, όμως η μητέρα μου με έβαλε να φάω λίγα ζυμαρικά με τυρί, αλλά τουλάχιστον με άφησε να φάω στο κρεβάτι. Κοιμήθηκα με το BiPAP δυο ώρες. Όταν ξύπνησα, η αίσθηση ήταν απαίσια, γιατί για μερικές στιγμές, πάνω στη ζάλη μου, νόμιζα πως όλα ήταν εντάξει, και ξαφνικά η πραγματικότητα χίμηξε να με σαρώσει και πάλι. Η μητέρα μου με αποσύνδεσε από το BiPAP, συνδέθηκα μόνη μου με μια φορητή φιάλη και πήγα παραπατώντας στο μπάνιο για να βουρτσίσω τα δόντια μου.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
255
Παρατηρώντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη, όπως βούρτσιζα τα δόντια μου, σκεφτόμουν συνέχεια ότι υπήρχαν δύο είδη ενηλίκων: από τη μια, υπήρχαν οι Φαν Χάουτεν, εκείνα τα άθλια πλάσματα που περιφέρονταν στον πλανήτη αναζητώντας κάποιον για να τον πληγώσουν. Κι από την άλλη, υπήρχαν άνθρωποι όπως οι γονείς μου, οι οποίοι περιφέρονταν σαν ζόμπι κι έκαναν ό,τι έπρεπε να κάνουν προκειμένου να συνεχίσουν να περιφέρονται. Κανένα από αυτά τα δύο χαρακτηριστικά δε μου φαινόταν ιδιαίτερα θελκτικό. Είχα την αίσθηση πως είχα δει ήδη ό,τι αγνό και καλό σε αυτό τον κόσμο, κι είχα αρχίσει να υποψιάζομαι πως ακόμα κι αν δεν έμπαινε στη μέση ο θάνατος, το είδος της αγάπης που ζήσαμε με τον Ογκάστους δε θα μπορούσε να αντέξει έτσι κι αλλιώς. Έτσι χάνεται της μέρας η αυγή, έγραψε ο ποιητής. Κανένα χρυσάφι δεν αντέχει πολύ. Κάποιος χτύπησε την πόρτα του μπάνιου. «Άλλος», είπα. «Χέιζελ», ακούστηκε η φωνή του πατέρα μου. «Μ πορώ να περάσω;» Δεν απάντησα, όμως ύστερα από λίγο ξεκλείδωσα την πόρτα. Κάθισα στο κατεβασμένο καπάκι της λεκάνης. Γιατί να είναι τόσο δύσκολη δουλειά η αναπνοή; Ο πατέρας μου γονάτισε δίπλα μου. Άρπαξε το κεφάλι μου, το έφερε πάνω στην κλείδα του και είπε «Λυπάμαι που πέθανε ο Γκας». Ένιωσα να με πνίγει κάπως το μπλουζάκι του, όμως ήταν όμορφα που με κρατούσε τόσο δυνατά, που κολλούσα πάνω στην οικεία μυρωδιά του πατέρα μου. Ήταν λες κι είχε θυμώσει, μάλλον, και μου άρεσε αυτό, γιατί ήμουν κι εγώ θυμωμένη. «Είναι μεγάλη αδικία», είπε. «Όλη αυτή η κατάσταση. Ογδόντα τοις εκατό ποσοστό επιβίωσης, κι αυτός ανήκει στο είκοσι τις εκατό; Αδικία. Ήταν τόσο έξυπνο παιδί. Αδικία. Τα έχω πάρει. Όμως, σίγουρα ήταν σπουδαίο πράγμα που τον αγάπησες, σωστά;» Έγνεψα καταφατικά, πάνω στο μπλουζάκι του. «Παίρνεις έτσι μια ιδέα για το πώς αισθάνομαι εγώ για σένα», είπε.
256
JOHN GREEN
Ο πατέρας μου. Ήξερε πάντοτε ακριβώς τι έπρεπε να πει.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
257
23
ΔΥΟ ΜΕΡ ΕΣ ΑΡ ΓΟΤΕΡΑ σηκώθηκα γύρω στο μεσημέρι και πήγα με το αυτοκίνητο στο σπίτι του Άιζακ. Άνοιξε ο ίδιος την πόρτα. «Η μητέρα μου πήγε τον Γκρέιαμ σινεμά», είπε. «Λέω να κάνουμε κάτι», είπα. «Γίνεται αυτό το κάτι να είναι παιχνίδια για τυφλούς, καθισμένοι στον καναπέ;» «Αμέ, αυτό ακριβώς το κάτι είχα κατά νου». Έτσι, καθίσαμε μερικές ώρες μιλώντας στην οθόνη μαζί, διασχίζοντας αυτή την αόρατη δαιδαλώδη σπηλιά, όπου δεν υπήρχε ούτε υποψία φωτός. Το πλέον διασκεδαστικό κομμάτι του παιχνιδιού, με διαφορά, ήταν η προσπάθεια να κάνουμε τον υπολογιστή να πιάσει χιουμοριστική συζήτηση μαζί μας: Εγώ: «Άγγιξε το τοίχωμα της σπηλιάς». Υπολογιστής: «Αγγίζεις το τοίχωμα της σπηλιάς. Είναι υγρό». Άιζακ: «Γλείψε το τοίχωμα της σπηλιάς». Υπολογιστής: «Δεν καταλαβαίνω. Επανάλαβε». Εγώ: «Πήδα το υγρό τοίχωμα της σπηλιάς». Υπολογιστής: «Προσπαθείς να πηδήξεις. Χτυπάς το κεφάλι σου». Άιζακ: «Όχι πήδα. ΠΗΔΑ».
258
JOHN GREEN
Υπολογιστής: «Δεν καταλαβαίνω». Άιζακ: «Φίλε, είμαι μόνος μου μέσα σε αυτή τη σκοτεινή σπηλιά εδώ και βδομάδες, πρέπει να ξεδώσω λιγάκι. ΠΗΔΑ ΤΟ ΤΟΙΧΩΜ Α ΤΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ». Υπολογιστής: «Προσπαθείς να πηδ...» Εγώ: «Σπρώξε τη λεκάνη σου πάνω στο τοίχωμα της σπηλιάς». Υπολογιστής: «Δεν κατ...» Άιζακ: «Κάνε τρυφερό έρωτα στη σπηλιά». Υπολογιστής: «Δεν κατ...» Εγώ: «ΕΝΤΑΞΕΙ. Ακολούθησε το αριστερό μονοπάτι». Υπολογιστής: «Ακολουθείς το αριστερό μονοπάτι. Το πέρασμα στενεύει». Εγώ: «Μ πουσούλα». Υπολογιστής: «Μ πουσουλάς εκατό μέτρα. Το πέρασμα στενεύει». Εγώ: «Σύρσου». Υπολογιστής: «Σέρνεσαι τριάντα μέτρα. Στο σώμα σου κυλά λίγο νερό. Φτάνεις μπροστά σε ένα μικρό σωρό από πέτρες που φράζουν το πέρασμα». Εγώ: «Τώρα μπορώ να πηδήξω τη σπηλιά;» Υπολογιστής: «Δεν μπορείς να πηδήξεις αν δε στέκεσαι». Άιζακ: «Δε μου αρέσει να ζω σε έναν κόσμο χωρίς τον Ογκάστους Γουότερς». Υπολογιστής: «Δεν καταλαβαίνω...» Άιζακ: «Ούτε κι εγώ. Παύση». Άφησε το τηλεχειριστήριο να πέσει στον καναπέ ανάμεσά μας και ρώτησε: «Ξέρεις αν πονούσε, ας πούμε;» «Πρέπει να δυσκολευόταν πολύ να αναπνεύσει, φαντάζομαι», είπα. «Στο τέλος, έχασε τις αισθήσεις του, όμως απ’ ό,τι έχω μάθει, ναι, δεν ήταν εύκολο. Ο θάνατος είναι άσχημη φάση».
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
259
«Ναι», είπε ο Άιζακ. Κι ύστερα από μια μεγάλη παύση συμπλήρωσε «Φαντάζει τελείως απίστευτο». «Συμβαίνει συνέχεια», είπα. «Θυμωμένη ακούγεσαι», σχολίασε. «Ναι», παραδέχτηκα. Μ είναμε έτσι αρκετή ώρα, αμίλητοι, πράγμα με το οποίο δεν είχα κανένα πρόβλημα, ενώ θυμόμουν την αρχή της γνωριμίας μας, στην Κυριολεκτική Καρδιά του Ιησού, όταν ο Γκας μάς είπε ότι φοβόταν τη λήθη, κι εγώ του είπα ότι φοβόταν κάτι πανανθρώπινο και αναπόφευκτο, και ότι κατά βάθος το πρόβλημα δεν είναι ο ίδιος ο πόνος ή η ίδια η λήθη, αλλά η απαίσια απουσία νοήματος σε όλες αυτές τις καταστάσεις, ο απολύτως απάνθρωπος μηδενισμός του πόνου. Θυμόμουν τον πατέρα μου να μου λέει ότι το σύμπαν θέλει να το παρατηρούν. Όμως αυτό που θέλουμε εμείς είναι να μας παρατηρεί το σύμπαν, να δώσει μια δεκάρα για το τι μας συμβαίνει – όχι στη συλλογική έννοια της νοήμονος ζωής, αλλά να νοιαστεί για τον καθένα μας, ατομικά. «Ο Γκας σε αγαπούσε πραγματικά, ξέρεις», είπε ο Άιζακ. «Το ξέρω». «Έτσι κι άρχιζε να μιλάει για σένα, δε σταματούσε με τίποτα». «Το ξέρω», είπα. «Ήταν εκνευριστικό». «Εγώ δεν το έβρισκα εκνευριστικό», σχολίασα. «Τελικά τι έγινε, σου έδωσε αυτό που έγραφε;» «Τι εννοείς;» «Εκείνη τη συνέχεια του βιβλίου που άρεσε και στους δυο σας». Γύρισα προς το μέρος του. «Τι είπες;» «Έλεγε πως είχε βάλει μπροστά να γράφει κάτι για σένα, αλλά ότι δεν ήταν και τόσο καλός συγγραφέας». «Πότε το είπε αυτό;» «Δεν ξέρω. Κάποια στιγμή μετά που γυρίσατε από το Άμστερνταμ».
260
JOHN GREEN
«Πότε ακριβώς;» επέμεινα. Τι είχε συμβεί; Δεν είχε προλάβει να το ολοκληρώσει; Το είχε ολοκληρώσει, αλλά το είχε αφήσει στον υπολογιστή του ή κάπου αλλού; «Χμμ», έκανε ο Άιζακ. «Ε... δεν ξέρω. Το είχαμε συζητήσει εδώ μία φορά. Είχε περάσει από το σπίτι, ξέρεις... παίζαμε με τη συσκευή που διαβάζει τα email μου, κι είχα μόλις λάβει ένα μήνυμα από τη γιαγιά μου. Μ πορώ να τσεκάρω να δω πότε ήταν αν σε...» «Ναι, ναι, πού είναι;» Το είχε αναφέρει ένα μήνα πριν. Έναν ολόκληρο μήνα. Σύμφωνοι, δεν ήταν ένας καλός μήνας αυτός που μεσολάβησε, όμως και πάλι... ήταν ένας μήνας. Είχε αρκετό χρόνο ώστε να γράψει κάτι, τουλάχιστον. Υπήρχε ακόμα ένα κομμάτι του, ή τουλάχιστον κάτι γραμμένο από εκείνον, που κυκλοφορούσε εκεί έξω. Το χρειαζόμουν. «Θα περάσω από το σπίτι του», είπα στον Άιζακ. Πήγα γρήγορα στο φορτηγάκι και φόρτωσα το καροτσάκι για τη φιάλη του οξυγόνου στη θέση του συνοδηγού. Έβαλα μπρος τη μηχανή. Αμέσως, το στέρεο άρχισε να παίζει στη διαπασών ένα κομμάτι χιπ χοπ, κι όπως έκανα να αλλάξω σταθμό κάποιος άρχισε να ραπάρει. Στα σουηδικά. Έστρεψα απότομα το κεφάλι και ούρλιαξα βλέποντας τον Πέτερ Φαν Χάουτεν να κάθεται στο πίσω κάθισμα. «Ζητώ συγγνώμη για την αναστάτωση», είπε ο Πέτερ Φαν Χάουτεν, υπό τους ήχους του ραπ κομματιού. Φορούσε και πάλι το κοστούμι που είχε βάλει στην κηδεία, σχεδόν μία βδομάδα αργότερα. Μ ύριζε λες κι από τους πόρους του αντί για ιδρώτας έβγαινε αλκοόλ. «Ευχαρίστως να κρατήσεις το CD», είπε. «Είναι οι Snook, ένα από τα σημαντικότερα σουηδικά...» «Α, α, α, α, ΒΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ Μ ΟΥ». Έκλεισα τη μουσική. «Το αυτοκίνητο ανήκει στη μητέρα σου, απ’ ό,τι
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
261
καταλαβαίνω», είπε. «Επίσης, δεν ήταν κλειδωμένο». «Ω Θεέ μου! Κατέβα από το αυτοκίνητο, αλλιώς καλώ την αστυνομία. Ρε μεγάλε, ποιο είναι το πρόβλημά σου;» «Μ ακάρι να ήταν ένα το πρόβλημα», μονολόγησε εκείνος. «Βρίσκομαι εδώ για να ζητήσω συγγνώμη. Ορθά διαπίστωσες προ ημερών ότι είμαι ένα θλιβερό ανθρωπάριο εξαρτημένο από το αλκοόλ. Κάποτε είχα μια γνωστή η οποία περνούσε κάποιο χρόνο μαζί μου απλώς και μόνο επειδή την πλήρωνα για να το κάνει – κι ακόμα χειρότερα, έκτοτε δήλωσε παραίτηση, κατατάσσοντάς με στη σπάνια εκείνη κατηγορία ανθρώπων που αδυνατούν να βρουν συντροφιά ακόμα και μέσω της δωροδοκίας. Είναι όλα αλήθεια, Χέιζελ. Όλα αυτά, κι ακόμα περισσότερα». «Εντάξει», είπα. Τα λόγια του θα ήταν ακόμα πιο συγκινητικά αν κατάφερνε να μη σαλιώνει τις λέξεις του. «Μ ου θυμίζεις την Άννα». «Σε διάφορους ανθρώπους θυμίζω διάφορα άτομα», απάντησα. «Πρέπει να πηγαίνω». «Καλώς, ξεκίνα», είπε. «Κατέβα». «Όχι. Μ ου θυμίζεις την Άννα», επανέλαβε. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα έβαλα ταχύτητα και άρχισα να κάνω όπισθεν. Δεν μπορούσα να τον υποχρεώσω να φύγει, ούτε ήμουν υποχρεωμένη να το κάνω. Θα πήγαινα στο σπίτι του Γκας κι εκεί οι γονείς του θα τον υποχρέωναν να φύγει. «Γνωρίζεις, φυσικά», είπε ο Φαν Χάουτεν, «την περίπτωση της Αντονιέτα Μ έο». «Ναι, όχι», είπα. Άνοιξα το στέρεο, οπότε η σουηδική χιπ χοπ συνέχισε να παίζει στην προηγούμενη ένταση, όμως ο Φαν Χάουτεν γκάριζε για να ακουστεί. «Σύντομα ενδέχεται να αποτελέσει τη νεαρότερη αγία της καθολικής Εκκλησίας, χωρίς να ανήκει στην κατηγορία των μαρτύρων. Έπασχε από την ίδια μορφή καρκίνου με τον Γουότερς, οστεοσάρκωμα. Ακρωτηρίασαν το δεξί της πόδι. Ο
262
JOHN GREEN
πόνος ήταν φρικτός. Ετοιμοθάνατη η Αντονιέτα Μ έο, στην ώριμη ηλικία των έξι ετών, θύμα αυτού του βασανιστικού καρκίνου, είπε στον πατέρα της, “Ο πόνος είναι σαν το ύφασμα: όσο δυνατότερος είναι τόσο περισσότερο αξίζει”. Είναι αλήθεια αυτό, Χέιζελ;» Δεν τον κοίταζα ευθέως, έβλεπα όμως το είδωλό του μέσα από τον καθρέφτη. «Όχι», φώναξα, για να ακουστώ μέσα στο σαματά. «Μ αλακίες είναι». «Δεν εύχεσαι όμως να ήταν αλήθεια!» απάντησε φωναχτά. Έκλεισα τη μουσική. «Λυπάμαι που κατέστρεψα το ταξίδι σας. Ήσασταν πολύ νέοι. Ήσασταν...» Λύγισε. Λες και είχε δικαίωμα να κλαίει για τον Γκας. Ο Φαν Χάουτεν ήταν απλώς ένας ακόμα από τους αμέτρητους εκείνους ανθρώπους που θρηνούσαν για το χαμό ενός αγοριού που κατά βάθος τούς ήταν άγνωστο, ο συντάκτης ενός ακόμα συλλυπητήριου μηνύματος που δημοσιευόταν στον τοίχο όταν πλέον ήταν πολύ αργά. «Δεν κατέστρεψες το ταξίδι μας, φαντασμένο καθίκι. Περάσαμε υπέροχα στο ταξίδι». «Προσπαθώ», είπε, «προσπαθώ, ειλικρινά». Σε αυτό περίπου το σημείο συνειδητοποίησα ότι ο Πέτερ Φαν Χάουτεν είχε χάσει ένα δικό του άνθρωπο. Αναλογίστηκα την ειλικρίνεια με την οποία είχε γράψει για τα καρκινοπαθή παιδιά· το γεγονός ότι στο Άμστερνταμ δεν μπόρεσε να μου μιλήσει παρά μόνο για να ρωτήσει αν είχα ντυθεί επίτηδες σαν εκείνη· τη σκατοσυμπεριφορά του όταν τον επισκεφτήκαμε εγώ κι ο Ογκάστους· την αγωνία με την οποία με ρώτησε για τη σχέση ανάμεσα στην ένταση και την αξία του πόνου. Καθόταν και έπινε, ένας γέρος, διαρκώς μεθυσμένος εδώ και χρόνια. Το μυαλό μου πήγε σε μια στατιστική που θα προτιμούσα να μη γνώριζα: οι μισοί γάμοι διαλύονται μέσα σε ένα χρόνο από το θάνατο του παιδιού. Κοίταξα προς τα πίσω τον Φαν Χάουτεν. Οδηγούσα στη λεωφόρο Κόλετζ, οπότε σταμάτησα πίσω από μια σειρά παρκαρισμένων αυτοκινήτων και ρώτησα: «Είχες παιδί που πέθανε;»
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
263
«Η κόρη μου», είπε. «Ήταν οκτώ χρονών. Υπέμεινε το μαρτύριό της θαυμάσια. Δε θα ανακηρυχτεί ποτέ αγία». «Λευχαιμία είχε;» ρώτησα. Έγνεψε καταφατικά. «Όπως η Άννα». «Ακριβώς όπως η Άννα, ναι». «Ήσουν παντρεμένος;» «Όχι. Δηλαδή, όχι τον καιρό που πέθανε. Είχα καταντήσει αφόρητος πολύ πριν τη χάσουμε. Η οδύνη δε σε αλλάζει, Χέιζελ. Απλώς σε αποκαλύπτει». «Έζησες μαζί της;» «Όχι, κατά κύριο λόγο όχι, αν και στο τέλος τη φέραμε στη Νέα Υόρκη, εκεί όπου ζούσα, για μια σειρά πειραματικών βασανιστηρίων τα οποία επέτειναν τη δυστυχία της ζωής της χωρίς να αυξήσουν τη διάρκειά της». Ύστερα από λίγο είπα: «Δηλαδή, είναι σαν να της πρόσφερες μια δεύτερη ζωή, κι αυτή τη φορά έφτασε στην εφηβεία». «Αρκετά σωστή ερμηνεία κι αυτή», είπε, και έσπευσε να προσθέσει «Να υποθέσω ότι γνωρίζεις το Πρόβλημα του Τρόλεϊ της Φιλίπα Φουτ;» «Και ξαφνικά εμφανίζομαι στο σπίτι σου και είμαι ντυμένη όπως εκείνη, αν έφτανε σε αυτή την ηλικία, και το όλο σκηνικό σε ταράζει». «Ένα τρόλεϊ κινείται ανεξέλεγκτο σε μια γραμμή», συνέχισε εκείνος. «Δε με ενδιαφέρει το ηλίθιο ψυχολογικό πείραμά σου», είπα. «Της Φιλίπα Φουτ είναι το πείραμα». «Εντάξει, ούτε το δικό της πείραμα με ενδιαφέρει», επέμεινα. «Δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο της συνέβαινε αυτό», είπε ο Φαν Χάουτεν. «Έπρεπε να της πω εγώ ότι θα πέθαινε. Η κοινωνική λειτουργός που την είχε αναλάβει είπε πως έπρεπε να της το πω. Έπρεπε να της πω ότι θα πέθαινε, οπότε κι εγώ της είπα πως θα πήγαινε στον παράδεισο. Μ ε ρώτησε αν θα ήμουν κι εγώ εκεί, κι εγώ της είπα όχι, δε θα ήμουν, όχι ακόμα. Κάποια στιγμή, όμως, δε θα πάω, με ρώτησε, κι εγώ της υποσχέθηκα πως
264
JOHN GREEN
ναι, θα πήγαινα κι εγώ εκεί, φυσικά, πολύ σύντομα. Και της είπα πως στο μεταξύ είχαμε μια υπέροχη οικογένεια εκεί πάνω που θα τη φρόντιζε. Κι όταν με ρώτησε πότε θα πήγαινα κι εγώ, της είπα σύντομα. Όλα αυτά έγιναν πριν από είκοσι δύο χρόνια». «Λυπάμαι». «Κι εγώ». Ύστερα από λίγο ρώτησα «Τι απέγινε η μητέρα της;» Χαμογέλασε. «Ακόμα ψάχνεις τη συνέχειά σου, τερατάκι». Ανταπέδωσα το χαμόγελο. «Θα πρότεινα να γυρίσεις στο σπίτι σου», του είπα. «Να κόψεις το ποτό. Να γράψεις κι άλλο μυθιστόρημα. Να κάνεις αυτό στο οποίο ξεχωρίζεις. Δεν έχουν πολλοί άνθρωποι την τύχη να είναι τόσο καλοί σε κάτι». Μ ε κοίταζε πολλή ώρα μέσα από τον καθρέφτη. «Εντάξει», είπε. «Ναι. Έχεις δίκιο. Έχεις δίκιο». Όμως, ακόμα κι εκείνη τη στιγμή έβγαλε το σχεδόν άδειο φλασκί με το ουίσκι. Ήπιε, το έκλεισε ξανά, άνοιξε την πόρτα. «Αντίο, Χέιζελ». «Να προσέχεις, Φαν Χάουτεν». Κάθισε στο πεζοδρόμιο, πίσω από το αυτοκίνητο. Όπως τον έβλεπα να συρρικνώνεται στον εσωτερικό καθρέφτη, έβγαλε το φλασκί και για μια στιγμή έκανε σαν να πήγαινε να το αφήσει στο πεζοδρόμιο. Κι ύστερα ήπιε μια γουλιά ακόμα. Ήταν ένα αφόρητα ζεστό απόγευμα στην Ινδιανάπολη, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και πνιγηρή, σαν να βρισκόμασταν μέσα σε ένα σύννεφο. Ήταν ό,τι χειρότερο για μένα, και βάλθηκα να λέω στον εαυτό μου πως ήταν απλώς ο αέρας, όταν η διαδρομή από το δρομάκι μπροστά στο γκαράζ μέχρι την εξώπορτα φάνταζε ατελείωτη. Χτύπησα το κουδούνι, κι η μητέρα του Γκας άνοιξε την πόρτα. «Αχ, Χέιζελ», είπε, και με έκλεισε στην αγκαλιά της, σαν να ήθελε να με τυλίξει, κλαίγοντας. Μ ου έβαλε να φάω λίγα λαζάνια με μελιτζάνα –φαντάζομαι ότι πολλοί άνθρωποι τους είχαν φέρει φαγητό– και καθίσαμε με
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
265
τον πατέρα του Γκας. «Πώς είσαι;» «Μ ου λείπει». «Ναι». Ουσιαστικά, δεν ήξερα τι να πω. Το μόνο που ήθελα ήταν να κατεβώ στο υπόγειο και να βρω ό,τι ήταν αυτό που μου είχε γράψει. Εκτός αυτού, η σιωπή στο δωμάτιο με τάραζε πραγματικά. Εγώ ήθελα να μιλάνε μεταξύ τους, να παρηγορούνται, να κρατιούνται από τα χέρια, κάτι τέλος πάντων. Εκείνοι, όμως, κάθονταν και έτρωγαν πολύ μικρές μπουκιές από λαζάνια, χωρίς καν να κοιτάζονται. «Ο παράδεισος χρειαζόταν έναν άγγελο», είπε ο πατέρας του ύστερα από λίγο. «Το ξέρω», είπα. Λίγο αργότερα εισέβαλαν στην κουζίνα οι αδερφές του και τα θηρία τα παιδιά τους. Σηκώθηκα, αγκάλιασα και τις δύο αδερφές και ύστερα παρακολούθησα τα παιδιά να τρέχουν ολόγυρα στην κουζίνα, προσφέροντας το θόρυβο και την κίνηση που χρειαζόταν ο χώρος, ασίγαστα μόρια που γκέλαραν το ένα πάνω στο άλλο και φώναζαν «Εσύ τα φυλάς, όχι, εσύ τα φυλάς, όχι, εγώ τα φυλούσα, αλλά μετά σε έπιασα και δεν είπες φτου ξελευτερία και δε με πέτυχες, να, το λέω τώρα, όχι, βρε μπουμπούνα, τώρα δεν πιάνεται, ΝΤΑΝΙΕΛ, Μ Η ΛΕΣ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ ΣΟΥ Μ ΠΟΥΜ ΠΟΥΝΑ, Μ αμά, άμα δεν κάνει να λέω αυτή τη λέξη τότε εσύ γιατί την είπες τώρα, μπουμπούνα, μπουμπούνα», κι ύστερα, όλα μαζί, μπουμπούνα μπουμπούνα μπουμπούνα, και στο μεταξύ στο τραπέζι οι γονείς του Γκας είχαν πιαστεί από το χέρι, πράγμα που με έκανε να νιώσω κάπως καλύτερα. «Ο Άιζακ μου είπε πως ο Γκας έγραφε κάτι, ετοίμαζε κάτι για μένα», είπα. Τα παιδιά συνέχιζαν να τραγουδάνε το τραγούδι του μπουμπούνα. «Μ πορούμε να κοιτάξουμε στον υπολογιστή του», είπε η μητέρα του. «Δεν το χρησιμοποιούσε συχνά τις τελευταίες βδομάδες», σχολίασα. «Σωστά. Δεν ξέρω καν αν τον φέραμε από κάτω. Στο υπόγειο
266
JOHN GREEN
είναι ακόμα, Μ αρκ;» «Ιδέα δεν έχω». «Λοιπόν», είπα, «μήπως θα μπορούσα...» Έγνεψα προς την πόρτα του υπογείου. «Εμείς δεν είμαστε έτοιμοι ακόμα», είπε ο πατέρας του. «Όμως, φυσικά, εννοείται, Χέιζελ. Φυσικά και μπορείς». Κατέβηκα στο υπόγειο, πέρασα μπροστά από το ξέστρωτο κρεβάτι του, δίπλα από τις πολυθρόνες, κάτω από την τηλεόραση. Ο υπολογιστής του ήταν ακόμα αναμμένος. Κούνησα ελαφρά το ποντίκι για να τον επαναφέρω και ύστερα έψαξα τους φακέλους που είχαν τροποποιηθεί πρόσφατα. Καμία μεταβολή τον τελευταίο μήνα. Το πιο πρόσφατο έγγραφο ήταν μια εργασία για τα Γαλάζια Μάτια της Τόνι Μ όρισον. Ίσως να είχε ετοιμάσει κάτι χειρόγραφο. Πλησίασα στα ράφια του, αναζητώντας κάποιο ημερολόγιο ή σημειωματάριο. Τίποτα. Φυλλομέτρησα το αντίτυπο του Μία Αυτοκρατορική Βάσανος. Δεν είχε κάνει ούτε ένα σημάδι πάνω στο βιβλίο. Στη συνέχεια πήγα στο κομοδίνο του. Το Απέραντο Χάος, η ένατη συνέχεια του Τιμήματος της Αυγής, ήταν ακουμπισμένο εκεί πάνω, δίπλα στο πορτατίφ, με τη γωνία της σελίδας 138 τσακισμένη. Δεν πρόλαβε να φτάσει στο τέλος του βιβλίου. «Αν θες να ξέρεις, ο Μ έιχεμ επιζεί στο τέλος», του φώναξα, σε περίπτωση που μπορούσε να με ακούσει. Κι ύστερα ξάπλωσα στο άστρωτο κρεβάτι του, τυλίχτηκα με το σκέπασμα σαν να ήταν κουκούλι, κλείστηκα μέσα στη μυρωδιά του. Έβγαλα τον αναπνευστήρα μου, ώστε να μπορώ να μυρίζω καλύτερα, τον εισέπνευσα και τον εξέπνευσα, το άρωμά του εξασθενούσε όση ώρα ήμουν εκεί και το στήθος μου άρχιζε να καίει, σε σημείο που δεν μπορούσα να διακρίνω πια πού πονούσα. Ανακάθισα στο κρεβάτι ύστερα από λίγο, τοποθέτησα ξανά τον αναπνευστήρα μου, πήρα μερικές ανάσες προτού
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
267
κατευθυνθώ στη σκάλα. Περιορίστηκα σε ένα αρνητικό νεύμα, αντικρίζοντας τους γονείς του να με κοιτάζουν με προσμονή. Τα παιδιά πέρασαν βολίδα από δίπλα μου. Μ ία από τις αδερφές του Γκας –δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω– είπε «Μ αμά, θες να τα πάω στο πάρκο, να ησυχάσετε λίγο;» «Όχι, όχι, άφησέ τα να παίξουν». «Υπάρχει κάποιο σημείο όπου θα άφηνε ένα σημειωματάριο; Ας πούμε, δίπλα στο νοσοκομειακό κρεβάτι σου;» Το κρεβάτι είχε φύγει ήδη, το είχε παραλάβει το νοσοκομείο. «Χέιζελ», είπε ο πατέρας του, «ήσουν κάθε μέρα κοντά μας. Δεν... δεν έμενε πολλή ώρα μόνος του, καλή μου. Δε θα προλάβαινε να γράψει κάτι. Το ξέρω πως θέλεις... κι εγώ το θέλω. Όμως τα μηνύματα που μας στέλνει πλέον έρχονται από τον ουρανό, Χέιζελ». Έδειξε το ταβάνι, λες και ο Γκας αιωρούνταν πάνω από το σπίτι. Δεν αποκλείεται. Δεν ξέρω. Πάντως, δεν αισθανόμουν την παρουσία του. «Ναι», είπα. Υποσχέθηκα πως θα τους επισκεπτόμουν ξανά σε μερικές μέρες. Ήταν η τελευταία φορά που ένιωσα το άρωμά του.
268
JOHN GREEN
24
ΤΡ ΕΙΣ ΜΕΡ ΕΣ ΑΡ ΓΟΤΕΡΑ, την εντέκατη μέρα Μ Γ, ο πατέρας του Γκας μού τηλεφώνησε το πρωί. Ήμουν ακόμα συνδεδεμένη στο BiPAP, οπότε δεν απάντησα, όμως άκουσα το μήνυμά του αμέσως μόλις πέρασε στο κινητό μου. «Χέιζελ, γεια, είμαι ο μπαμπάς του Γκας. Βρήκα ένα, ε... ένα μαύρο δερματόδετο σημειωματάριο, στο ράφι με τα περιοδικά που ήταν κοντά στο νοσοκομειακό κρεβάτι του, νομίζω πως ήταν αρκετά κοντά για να το φτάνει. Δυστυχώς, δεν υπάρχει τίποτα γραμμένο στο σημειωματάριο. Όλες οι σελίδες είναι κενές. Όμως οι πρώτες σελίδες, τρεις με τέσσερις όπως το υπολογίζω, είναι σκισμένες. Ψάξαμε στο σπίτι, όμως δεν καταφέραμε να τις βρούμε. Οπότε, δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Μ ήπως όμως αυτές είναι οι σελίδες στις οποίες αναφέρθηκε ο Άιζακ; Τέλος πάντων, ελπίζω να τα πηγαίνεις καλά. Σε μνημονεύουμε καθημερινά στις προσευχές μας, Χέιζελ. Εντάξει, γεια». Τρεις με τέσσερις σελίδες σκισμένες από ένα δερματόδετο σημειωματάριο, οι οποίες δε βρίσκονταν πλέον στο σπίτι του Ογκάστους Γουότερς. Πού θα μπορούσε να μου τις είχε αφήσει; Δεμένες πάνω στα Τρελά Οστά; Όχι, δεν ήταν αρκετά καλά για να φτάσει ως εκεί.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
269
Στην Κυριολεκτική Καρδιά του Ιησού. Ίσως να μου τις άφησε εκεί, την Τελευταία Καλή Ημέρα του. Έτσι, την επόμενη μέρα έφυγα είκοσι λεπτά νωρίτερα για τη συνάντηση της Ομάδας Υποστήριξης. Πέρασα με το αυτοκίνητο από το σπίτι του Άιζακ, τον πήρα μαζί μου και από κει πήγαμε στην Κυριολεκτική Καρδιά του Ιησού, έχοντας κατεβασμένα τα παράθυρα, ακούγοντας την καινούρια δουλειά των Hectic Glow που είχε διαρρεύσει και την οποία ο Γκας δε θα άκουγε ποτέ. Πήραμε το ασανσέρ. Οδήγησα τον Άιζακ σε μια καρέκλα στον Κύκλο της Εμπιστοσύνης κι ύστερα βάλθηκα να ερευνώ μεθοδικά την Κυριολεκτική Καρδιά. Έψαξα παντού: κάτω από τις καρέκλες, πίσω από το βήμα όπου είχα σταθεί όταν εκφώνησα τη νεκρολογία μου, κάτω από το τραπέζι, στον πίνακα των ανακοινώσεων που ήταν γεμάτος με ζωγραφιές των παιδιών του κατηχητικού με θέμα την αγάπη του Θεού. Τίποτα. Ήταν το μοναδικό μέρος όπου είχαμε συναντηθεί εκείνες τις τελευταίες μέρες, εκτός από το σπίτι του, και οι σελίδες είτε βρίσκονταν εδώ είτε κάτι μου διέφευγε. Ίσως να μου τις είχε αφήσει στο νοσοκομείο, όμως αν είχε γίνει έτσι, τότε ήταν σχεδόν βέβαιο πως είχαν πεταχτεί μετά το θάνατό του. Πραγματικά είχα λαχανιάσει μέχρι να καθίσω σε μια καρέκλα δίπλα στον Άιζακ, οπότε αφιέρωσα το σύνολο της άμπαλης μαρτυρίας του Πάτρικ στο να λέω στους πνεύμονές μου πως ήταν εντάξει, πως μπορούσαν να αναπνεύσουν, πως είχαν αρκετό οξυγόνο. Είχαν αποστραγγιχτεί μόλις μία βδομάδα πριν από το θάνατο του Γκας –είχα παρακολουθήσει το κεχριμπαρένιο καρκινικό υγρό να περνά από τη σωλήνα που έβγαινε από μέσα μου–, κι όμως τους ένιωθα ήδη γεμάτους και πάλι. Τόσο απορροφημένη ήμουν στο να λέω στον εαυτό μου να αναπνέει, ώστε στην αρχή δεν κατάλαβα ότι ο Πάτρικ έλεγε το όνομά μου. Ξαφνικά, επέστρεψα στο παρόν. «Ναι;» ρώτησα. «Πώς είσαι;» «Εντάξει είμαι, Πάτρικ. Κάπως λαχανιασμένη».
270
JOHN GREEN
«Θα ήθελες να μοιραστείς μια ανάμνηση από τον Ογκάστους με την ομάδα;» «Μ ακάρι να πέθαινα, Πάτρικ. Εσύ λες καμιά φορά μακάρι να πέθαινα;» «Ναι», απάντησε ο Πάτρικ, προσπερνώντας τη συνηθισμένη παύση του. «Ναι, φυσικά. Οπότε, γιατί δεν το κάνεις;» Το σκέφτηκα λίγο. Η παλιά, κλασική απάντησή μου ήταν πως ήθελα να μείνω ζωντανή για χάρη των γονιών μου, γιατί θα απέμεναν ρημαγμένοι, χωρίς παιδιά, όταν θα έφευγα εγώ, κι αυτό εξακολουθούσε ως ένα βαθμό να ισχύει, όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος, όχι ακριβώς. «Δεν ξέρω». «Ελπίζεις ότι θα βελτιωθεί η κατάστασή σου;» «Όχι», είπα. «Δεν είναι αυτός ο λόγος. Ειλικρινά, δεν ξέρω. Άιζακ;» ρώτησα. Είχα κουραστεί να μιλάω. Ο Άιζακ άρχισε να μιλάει για την αληθινή αγάπη. Δεν μπορούσα να τους πω τι σκεφτόμουν, γιατί μου φαινόταν δακρύβρεχτο, όμως σκεφτόμουν το σύμπαν που ήθελε να το παρατηρούν και ότι όφειλα να το παρατηρήσω όσο καλύτερα μπορούσα. Αισθανόμουν ότι ήμουν υπόχρεη απέναντι στο σύμπαν και μόνο η προσοχή μου μπορούσε να ξεπληρώσει αυτό το χρέος, κι επίσης ότι ήμουν υπόχρεη απέναντι σε όλους εκείνους που πλέον δεν ήταν άτομα και απέναντι σε όλους εκείνους που δεν είχαν γίνει ακόμα άτομα. Αυτό που μου είχε πει ο πατέρας μου, βασικά. Παρέμεινα σιωπηλή στην υπόλοιπη διάρκεια της συνάντησης, κι ο Πάτρικ είπε μια προσευχή ειδικά για μένα, ενώ το όνομα του Γκας προστέθηκε στην ατελείωτη λίστα των νεκρών – δεκατέσσερις αναλογούσαν στον καθένα μας– και υποσχεθήκαμε να ζήσουμε το σήμερα όσο το δυνατόν καλύτερα, κι ύστερα πήγα τον Άιζακ στο αυτοκίνητο. Όταν έφτασα στο σπίτι, οι γονείς μου κάθονταν στην τραπεζαρία, ο καθένας μπροστά στο φορητό υπολογιστή του.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
271
Αμέσως μόλις μπήκα μέσα, η μητέρα μου κατέβασε απότομα την οθόνη της. «Τι έβλεπες στον υπολογιστή;» «Τίποτα, κάτι συνταγές για αντιοξειδωτικά φαγητά. Έτοιμη για το BiPAP και το επόμενο επεισόδιο του America’s Next Top Model;» ρώτησε. «Λέω να πάω να ξαπλώσω λιγάκι». «Είσαι εντάξει;» «Ναι, απλώς κουράστηκα». «Καλά, όμως πρώτα να φας κάτι αν είναι να...» «Μ αμά, δεν πεινάω καθόλου, μα καθόλου». Έκανα να πάω προς την πόρτα, όμως μου έκλεισε το δρόμο. «Χέιζελ, πρέπει να φας. Λίγο τυρί...» «Όχι. Πάω να ξαπλώσω». «Όχι», είπε η μητέρα μου. «Δε θα πας». Έριξα μια ματιά στον πατέρα μου, κι αυτός σήκωσε τους ώμους του. «Για τη ζωή μου μιλάμε», είπα. «Δεν υπάρχει περίπτωση να πεθάνεις από ασιτία επειδή πέθανε ο Ογκάστους. Θα καθίσεις να φας κάτι». Για κάποιο λόγο ήμουν πραγματικά διαολισμένη. «Δεν μπορώ να φάω, μαμά. Δεν μπορώ. Εντάξει;» Προσπάθησα να περάσω από δίπλα της, όμως εκείνη με άρπαξε κι από τους δύο ώμους και είπε «Χέιζελ, θα καθίσεις να φας. Πρέπει να φροντίζεις την υγεία σου». «ΟΧΙ», φώναξα. «Δεν πρόκειται να φάω, και δεν μπορώ να φροντίσω την υγεία μου, γιατί δεν είμαι υγιής. Πεθαίνω, μαμά. Θα πεθάνω και θα σε αφήσω εδώ μόνη σου, και δε θα με έχεις για να ασχολείσαι συνέχεια, και θα πάψεις να είσαι μητέρα, και λυπάμαι πολύ γι’ αυτό, όμως δεν μπορώ να κάνω κάτι, εντάξει;» Το μετάνιωσα αμέσως μόλις το είπα. «Μ ε άκουσες». «Ορίστε;» «Μ ε άκουσες που το είπα στον πατέρα σου;» Τα μάτια της βούρκωσαν. «Μ ε άκουσες;» Έγνεψα καταφατικά. «Αχ, Χέιζελ. Λυπάμαι. Έκανα λάθος, καρδιά μου. Δεν ήταν αλήθεια αυτό που
272
JOHN GREEN
είπα. Μ ου ξέφυγε, σε μια στιγμή απελπισίας. Δεν το πιστεύω». Κάθισε σε μια καρέκλα, οπότε κάθισα κι εγώ. Σκεφτόμουν πως θα ήταν καλύτερα να της έκανα το χατίρι και να ξερνούσα λίγα ζυμαρικά παρά να εκνευριστώ. «Και τότε τι πιστεύεις;» ρώτησα. «Πιστεύω πως όσο η μια από τις δυο μας είναι ζωντανή, θα είμαι η μητέρα σου», είπε. «Ακόμα κι αν πεθάνεις, εγώ...» «Όταν», τη διόρθωσα. Έγνεψε καταφατικά. «Ακόμα κι όταν πεθάνεις, εγώ θα συνεχίσω να είμαι η μητέρα σου, Χέιζελ. Δε θα πάψω να είμαι η μητέρα σου. Εσύ έπαψες να αγαπάς τον Γκας;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Τότε εγώ πώς θα μπορούσα να πάψω να σε αγαπώ;» «Εντάξει», είπα. Εν τω μεταξύ, ο πατέρας μου έκλαιγε. «Θέλω να έχετε δική σας ζωή», είπα. «Ανησυχώ πως δε θα έχετε δική σας ζωή, πως θα κάθεστε άπραγοι όλη μέρα όταν δε θα έχετε να φροντίζετε εμένα, θα κοιτάτε σαν χαμένοι τους τοίχους και θα θέλετε να αυτοκτονήσετε». Ύστερα από λίγο η μητέρα μου είπε «Παρακολουθώ κάποια μαθήματα. Μ έσω του Διαδικτύου, από το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Για να πάρω το μεταπτυχιακό μου ως κοινωνική λειτουργός. Η αλήθεια είναι πως δεν κοίταζα συνταγές για αντιοξειδωτικά φαγητά· ετοίμαζα μια εργασία». «Αλήθεια;» «Δε θέλω να νομίζεις ότι φαντάζομαι έναν κόσμο χωρίς εσένα. Όμως, αν τελειώσω το μεταπτυχιακό μου, θα μπορώ να παρέχω στήριξη σε δοκιμαζόμενες οικογένειες ή να συντονίζω ομάδες ατόμων που αντιμετωπίζουν ασθένειες στις οικογένειές τους ή...» «Στάσου, θα γίνεις ένας θηλυκός Πάτρικ;» «Κοίτα, όχι ακριβώς. Υπάρχουν πολύ διαφορετικές θέσεις για κοινωνικούς λειτουργούς». Ο πατέρας μου είπε «Ανησυχούσαμε μήπως αισθανόσουν ότι σε εγκαταλείπουμε. Θέλουμε να ξέρεις πως θα είμαστε πάντοτε
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
273
στο πλευρό σου, Χέιζελ. Η μητέρα σου δεν πρόκειται να σε αφήσει». «Όχι, τι λέτε, είναι τέλειο! Είναι καταπληκτικό αυτό!» Χαμογελούσα πραγματικά. «Η μαμά θα γίνει ένας Πάτρικ. Θα είναι ένας τέλειος Πάτρικ! Θα είναι χίλιες φορές καλύτερη απ’ ό,τι ο Πάτρικ». «Σ’ ευχαριστώ, Χέιζελ. Δεν έχω λόγια να σου περιγράψω πόσο χαίρομαι». Έγνεψα καταφατικά. Έκλαιγα. Δεν μπορούσα να ξεπεράσω τη χαρά που αισθανόμουν, έκλαιγα πραγματικά από τη χαρά μου, ίσως πρώτη φορά στη ζωή μου, καθώς φανταζόμουν τη μητέρα μου σαν έναν Πάτρικ. Το μυαλό μου πήγε στη μητέρα της Άννα. Κι εκείνη θα γινόταν μιας πρώτης τάξεως κοινωνική λειτουργός. Ύστερα από λίγο ανοίξαμε την τηλεόραση και βάλαμε να παρακολουθήσουμε το ΑΝΤΜ. Όμως το έκλεισα έπειτα από πέντε δευτερόλεπτα, γιατί είχα ένα σωρό ερωτήσεις για τη μητέρα μου. «Λοιπόν, θες πολύ για να πάρεις το πτυχίο;» «Αν καταφέρω να πάω στο Μ πλούμινγκτον για μία βδομάδα το καλοκαίρι, λογικά θα καταφέρω να τελειώσω μέχρι το Δεκέμβριο». «Καλά, πόσο καιρό μού το κρατούσες κρυφό;» «Ένα χρόνο». «Μαμά». «Δεν ήθελα να σε πληγώσω, Χέιζελ». Απίστευτο. «Δηλαδή, κάθε φορά που με περίμενες έξω από το κολέγιο, την Ομάδα Υποστήριξης κι όπου αλλού με έτρεχες, έκανες...» «Ναι, εργασίες ή διάβασμα». «Τέλεια. Έτσι και πεθάνω, θέλω να ξέρεις πως θα σου αναστενάζω από τον παράδεισο κάθε φορά που θα ζητάς από κάποιον να μοιραστεί τα συναισθήματά του». Ο πατέρας μου γέλασε. «Να ξέρεις πως θα σου κάνω σεκόντο, μικρή», με διαβεβαίωσε. Τελικά, καθίσαμε να δούμε την εκπομπή. Ο πατέρας μου
274
JOHN GREEN
κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες να μην πεθάνει από τη βαρεμάρα, συνέχεια ξεχνούσε ποιες ήταν οι διάφορες κοπέλες και ρωτούσε «Αυτή τη συμπαθούμε;» «Όχι, όχι. Σιχαινόμαστε την Αναστασία. Συμπαθούμε την Αντωνία, την άλλη ξανθιά», του εξήγησε η μητέρα μου. «Δεν ξέρω, εμένα όλες μου φαίνονται ψηλές κι απαίσιες», απάντησε εκείνος. «Συγγνώμη που δεν τις ξεχωρίζω». Ο πατέρας μου πέρασε το χέρι του από πάνω μου για να πιάσει το χέρι της μητέρας μου. «Δε μου λέτε, θα μείνετε μαζί εσείς οι δύο αν πεθάνω;» ρώτησα. «Χέιζελ, τι είναι αυτά που λες; Καρδιά μου». Η μαμά μου βρήκε στα τυφλά το τηλεχειριστήριο και σταμάτησε ξανά την εκπομπή. «Τι έχεις πάθει;» «Απλώς, πείτε μου, θα μείνετε μαζί;» «Ναι, φυσικά. Φυσικά», είπε ο πατέρας μου. «Η μαμά σου κι εγώ αγαπιόμαστε, κι αν σε χάσουμε, θα το αντιμετωπίσουμε μαζί». «Ορκίσου», του είπα. «Ορκίζομαι», απάντησε. Κοίταξα ξανά τη μητέρα μου. «Ορκίζομαι», συμφώνησε κι εκείνη. «Μ α, καλά, εσύ γιατί ανησυχείς γι’ αυτό;» «Να, δε θέλω να σας καταστρέψω τη ζωή». Η μητέρα μου έσκυψε, κόλλησε το πρόσωπό της πάνω στα αχτένιστα, φουντωτά μαλλιά μου και με φίλησε στο κεφάλι. Στον πατέρα μου είπα «Δε θέλω να καταλήξεις ένας δυστυχισμένος άνεργος αλκοολικός, ας πούμε». Η μητέρα μου χαμογέλασε. «Ο πατέρας σου δεν είναι ο Πέτερ Φαν Χάουτεν, Χέιζελ. Δε χρειάζεται να σου εξηγήσει κανείς ότι είναι δυνατό να ζήσεις με τον πόνο». «Καλά, εντάξει», είπα. Η μητέρα μου με αγκάλιασε, κι εγώ την άφησα, κι ας μην είχα πραγματικά διάθεση για αγκαλιές. «Εντάξει, μπορείς να το συνεχίσεις», είπα. Η Αναστασία έφυγε από την εκπομπή. Τα πήρε άσχημα, έκανε σαν τρελή. Ήταν
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
275
τέλειο. Έφαγα μερικές μπουκιές για βραδινό –φαρφάλες με πέστο– και κατάφερα να τις κρατήσω στο στομάχι μου.
276
JOHN GREEN
25
ΞΥΠΝΗΣΑ
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡ ΩΙ πανικόβλητη, καθώς είχα ονειρευτεί πως είχα μείνει ολομόναχη, χωρίς σκάφος, σε μια πελώρια λίμνη. Πετάχτηκα, με φρέναρε ο αναπνευστήρας που με συνέδεε με το BiPAP και ένιωσα το μπράτσο της μητέρας μου πάνω μου. «Γεια, είσαι εντάξει;» Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή, όμως έγνεψα καταφατικά. Η μητέρα μου είπε «Είναι η Κέιτλιν στο τηλέφωνο, θέλει να σου μιλήσει». Έδειξα το BiPAP. Μ ε βοήθησε να αποσυνδεθώ και με συνέδεσε με τον Φίλιπ, οπότε με τα πολλά πήρα το κινητό από τη μητέρα μου και είπα «Γεια, Κέιτλιν». «Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω», είπε. «Να δω πώς τα πηγαίνεις». «Ναι, ευχαριστώ», απάντησα. «Καλά είμαι». «Στάθηκες πολύ άτυχη, καλή μου. Είναι αδιανόητο». «Μ άλλον», είπα. Εδώ και καιρό είχα πάψει να προβληματίζομαι για το αν ήμουν τυχερή ή άτυχη. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχα καμία διάθεση να μιλήσω με την Κέιτλιν για οτιδήποτε, εκείνη όμως επέμενε να τραβάει τη συζήτηση. «Λοιπόν, πώς ήταν;» ρώτησε.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
277
«Το να πεθαίνει το αγόρι σου; Τι να σου πω... αίσχος». «Όχι», είπε. «Το να είσαι ερωτευμένη». «Α», έκανα. «Α. Ήταν... ήταν όμορφα που βρέθηκα κοντά σε έναν τόσο ενδιαφέροντα άνθρωπο. Ήμασταν πολύ διαφορετικοί και διαφωνούσαμε σε πολλά θέματα, όμως ήταν πάντοτε πολύ ενδιαφέρων, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» «Αλίμονο, όχι. Τα αγόρια που γνωρίζω εγώ είναι αδιάφορα σε σημείο απελπισίας». «Δεν ήταν τέλειος, ας πούμε. Δεν ήταν ο πρίγκιπας του παραμυθιού ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Κάποιες φορές προσπαθούσε να είναι, όμως περισσότερο μου άρεσε όταν έπεφταν αυτές οι μάσκες». «Και τώρα έχεις κάποιο λεύκωμα με φωτογραφίες και γράμματα που σου έγραψε;» «Έχω μερικές φωτογραφίες, όμως γράμματα δε μου έγραψε ποτέ. Μ όνο που, να, λείπουν κάτι σελίδες από ένα σημειωματάριό του, στις οποίες μπορεί και να μου είχε γράψει κάτι, όμως μάλλον τις πέταξε, ή μπορεί να χάθηκαν, δεν ξέρω». «Δεν αποκλείεται να σου τις ταχυδρόμησε», είπε η Κέιτλιν. «Μ πα, θα είχαν φτάσει ύστερα από τόσες μέρες». «Τότε, ίσως οι σελίδες να μην απευθύνονταν σ’ εσένα», είπε. «Ίσως... εντάξει, δε θέλω να σε ρίξω στην κατάθλιψη, όμως ίσως να τις έγραψε για κάποιον άλλο και να τις ταχυδρόμησε...» «Ο ΦΑΝ ΧΑΟΥΤΕΝ!» φώναξα. «Είσαι εντάξει; Βήχας ήταν αυτός;» «Κέιτλιν, σε λατρεύω. Είσαι ιδιοφυΐα. Πρέπει να κλείσω». Έκλεισα το τηλέφωνο, γύρισα στο πλάι, άπλωσα το χέρι να πιάσω τον υπολογιστή μου, τον άνοιξα, έστειλα ένα email στη διεύθυνση lidewij.vliegenthart. Λίντεβιχ, Πιστεύω πως ο Ογ κάστους Γουότερς έστειλε μερικές σελίδες ενός σημειωματάριου στον Πέτερ Φαν Χάουτεν λίγ ο καιρό πριν πεθάνει (ο
278
JOHN GREEN Ογ κάστους, δηλαδή). Είναι ιδιαίτερα σημαντικό γ ια μένα να διαβάσει κάποιος αυτές τις σελίδες. Θέλω να τις διαβάσω κι εγ ώ, φυσικά, όμως ίσως να μη γ ράφτηκαν γ ια μένα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διαβαστούν. Οπωσδήποτε. Μπορείς να βοηθήσεις; Η φίλη σου, Χέιζελ Γκρέις Λάνκαστερ
Απάντησε αργά εκείνο το απόγευμα. Αγ απητή Χέιζελ, Δεν ήξερα ότι πέθανε ο Ογ κάστους. Λυπάμαι πολύ που το μαθαίνω. Ήταν πολύ χαρισματικός νέος. Λυπάμαι πολύ, και το γ ράφω με κάθε ειλικρίνεια. Δεν έχω μιλήσει με τον Πέτερ μετά την παραίτησή μου, τη μέρα που γ νωριστήκαμε. Είναι πολύ περασμένη η ώρα εδώ, όμως θα περάσω από το σπίτι του νωρίς το πρωί αύριο, γ ια να βρω αυτό το γ ράμμα και να τον πιέσω να το διαβάσει. Τα πρωινά ήταν η καλύτερή του ώρα, συνήθως. Η φίλη σου, Λίντεβιχ Βλίγ κενχαρτ ΥΓ. Θα πάρω και τον φίλο μου μαζί, σε περίπτωση που χρειαστεί να βάλουμε κάτω τον Πέτερ.
Προσπαθούσα να φανταστώ για ποιο λόγο είχε γράψει στον Φαν Χάουτεν εκείνες τις τελευταίες μέρες και όχι σ’ εμένα, για να του πει πως η συμπεριφορά του θα συγχωρούνταν εφόσον μου πρόσφερε τη συνέχεια που ζητούσα. Ίσως μέσα από εκείνες τις σελίδες του σημειωματάριου να είχε επαναλάβει αυτό το αίτημα στον Φαν Χάουτεν. Ήταν λογικό, ο Γκας ποντάριζε στο επικείμενο τέλος του προκειμένου να πραγματοποιήσει το όνειρό μου: η συνέχεια ενός βιβλίου δεν ήταν σπουδαίος λόγος για να πεθάνει κανείς, όμως ήταν ό,τι σπουδαιότερο είχε πλέον στη διάθεσή του. Ανανέωνα τη σελίδα του email μου διαρκώς εκείνη τη νύχτα, κοιμήθηκα ελάχιστα και γύρω στις πέντε τα ξημερώματα
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
279
βάλθηκα να την ανανεώνω ξανά. Όμως, κανένα νέο μήνυμα δεν είχε έρθει. Προσπάθησα να δω τηλεόραση για να ξεχαστώ, όμως οι σκέψεις μου ταξίδευαν συνέχεια στο Άμστερνταμ, φανταζόμουν τη Λίντεβιχ Βλίγκενχαρτ και το φίλο της να διασχίζουν με τα ποδήλατά τους την πόλη για να φέρουν εις πέρας την απίθανη αποστολή τους, να εντοπίσουν την τελευταία επιστολή ενός νεκρού αγοριού. Πόσο διασκεδαστικό θα ήταν να χοροπηδώ στη σέλα του ποδηλάτου της Λίντεβιχ Βλίγκενχαρτ, καθώς θα διέσχιζε τους πλακόστρωτους δρόμους, με τα σγουρά κόκκινα μαλλιά της να ανεμίζουν στο πρόσωπό μου, τη μυρωδιά των καναλιών και του τσιγάρου, τους ανθρώπους να κάθονται έξω από τις καφετέριες και να πίνουν μπίρα, προφέροντας τα ρο και τα όμικρον με έναν τρόπο που ποτέ δε θα μάθαινα. Μ ου έλειπε το μέλλον. Εννοείται πως ακόμα και πριν επανεμφανιστεί ο καρκίνος του ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να γεράσω στο πλευρό του Ογκάστους Γουότερς. Όμως, έτσι όπως σκεφτόμουν τη Λίντεβιχ και το φίλο της ένιωθα σαν να με είχαν ληστέψει. Κατά πάσα πιθανότητα δε θα έβλεπα ποτέ ξανά τον ωκεανό από υψόμετρο τριάντα χιλιάδων ποδιών, τόσο ψηλά που δεν μπορούσες να διακρίνεις ούτε κύματα ούτε πλοία, έτσι που ο ωκεανός να φαντάζει σαν έναν πελώριο, ατελείωτο μονόλιθο. Φανταζόμουν την εικόνα. Τη θυμόμουν. Όμως δε θα την αντίκριζα ξανά, οπότε σκέφτηκα πως η ακόρεστη φιλοδοξία των ανθρώπων σε καμία περίπτωση δεν καλύπτεται από την πραγματοποίηση των ονείρων τους, γιατί υπάρχει πάντοτε η σκέψη πως τα πάντα θα μπορούσαν να γίνουν καλύτερα την επόμενη φορά. Αυτό πιθανότατα ισχύει ακόμα κι αν ζήσεις μέχρι τα ενενήντα σου, αν και ζηλεύω τους ανθρώπους που θα καταφέρουν να το διαπιστώσουν από πρώτο χέρι. Από την άλλη, είχα ζήσει ήδη διπλάσια χρόνια απ’ ό,τι η κόρη του Φαν Χάουτεν. Και τι δε θα έδινε για να είχε μια κόρη που θα πέθαινε στα δεκαέξι. Ξαφνικά, η μητέρα μου στεκόταν μπροστά από την
280
JOHN GREEN
τηλεόραση, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη της. «Χέιζελ», είπε. Η φωνή της ήταν τόσο σοβαρή, που φοβήθηκα πως κάτι είχε συμβεί. «Ναι;» «Ξέρεις τι μέρα είναι σήμερα, σωστά;» «Πάντως, τα γενέθλιά μου δεν είναι, ε;» Γέλασε. «Όχι ακόμα. Έχουμε δεκατέσσερις Ιουλίου σήμερα, Χέιζελ». «Μ ήπως είναι τα δικά σου γενέθλια;» «Όχι...» «Μ ήπως είναι τα γενέθλια του Χουντίνι;» «Όχι...» «Έχω αρχίσει να βαριέμαι κάπως». «ΕΙΝΑΙ Η ΗΜ ΕΡΑ ΤΗΣ ΒΑΣΤΙΛΗΣ!» Έφερε τα χέρια μπροστά εμφανίζοντας δυο μικρές πλαστικές γαλλικές σημαίες, τις οποίες βάλθηκε να κουνάει με ενθουσιασμό. «Φόλα γιορτή μού ακούγεται. Σαν την Ημέρα Ευαισθητοποίησης για τη Χολέρα». «Πίστεψέ με, Χέιζελ, η Ημέρα της Βαστίλης δεν είναι καθόλου μα καθόλου φόλα. Ήξερες ότι σαν σήμερα, πριν από διακόσια πενήντα τρία χρόνια, ο γαλλικός λαός επιτέθηκε στις φυλακές της Βαστίλης προκειμένου να εξοπλιστεί και να πολεμήσει για την ελευθερία του;» «Δεν τα λένε έτσι απότομα αυτά!» είπα. «Έχεις δίκιο, πρέπει να γιορτάσουμε αυτή τη μνημειώδη επέτειο». «Λοιπόν, εντελώς συμπτωματικά, με τον πατέρα σου κανονίσαμε να πάμε για πικνίκ στο Χολιντέι Παρκ». Δε σταματούσε ποτέ να προσπαθεί η μητέρα μου. Πίεσα με τις παλάμες μου τον καναπέ και σηκώθηκα. Ετοιμάσαμε πρόχειρα μερικά υλικά για σάντουιτς και βρήκαμε ένα σκονισμένο καλαθάκι για πικνίκ στην αποθηκούλα του διαδρόμου.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
281
Ήταν μια αρκετά όμορφη μέρα, το καλοκαίρι είχε φτάσει επιτέλους στην Ινδιανάπολη, ζεστό και υγρό – ήταν εκείνος ο καιρός που σου θυμίζει, ύστερα από ένα μακρύ χειμώνα, πως παρότι ο κόσμος δε φτιάχτηκε για τους ανθρώπους, οι άνθρωποι φτιαχτήκαμε για τον κόσμο. Ο πατέρας μου μας περίμενε, φορώντας ένα ανοιχτό καφέ κοστούμι, στεκόταν σε μια θέση στάθμευσης για άτομα με αναπηρία και κάτι πληκτρολογούσε στο κινητό του. Μ ας χαιρέτησε όπως παρκάραμε και ύστερα με αγκάλιασε. «Τι τέλεια μέρα», είπε. «Έτσι και ζούσαμε στην Καλιφόρνια, κάθε μέρα θα ήταν σαν κι αυτή». «Ναι, όμως τότε δε θα τις απολάμβανες», είπε η μητέρα μου. Λάθος έκανε, όμως δεν τη διόρθωσα. Απλώσαμε την κουβέρτα μας κοντά στα Ερείπια, εκείνο το αλλόκοτο παραλληλόγραμμο ρωμαϊκών ερειπίων που ξεφύτρωνε καταμεσής μιας επίπεδης έκτασης στην Ινδιανάπολη. Όμως, δεν είναι πραγματικά ερείπια: είναι κάτι σαν γλυπτική αναπαράσταση των ερειπίων που είχαν χτιστεί πριν από ογδόντα χρόνια, μόνο που εκείνα τα ψεύτικα Ερείπια αφέθηκαν τόσο πολύ στην τύχη τους, ώστε κατά λάθος κατέληξαν κανονικά ερείπια. Τα Ερείπια θα άρεσαν στον Φαν Χάουτεν. Όπως και στον Γκας. Έτσι, καθίσαμε στη σκιά των Ερειπίων και φάγαμε ένα ελαφρύ γεύμα. «Χρειάζεσαι αντηλιακό;» ρώτησε η μητέρα μου. «Εντάξει είμαι», είπα. Άκουγες τον άνεμο να φυσά στα φύλλα, και με τον άνεμο εκείνο ταξίδευαν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν στην παιδική χαρά, στο βάθος, κάτι παιδάκια που ανακάλυπταν πώς είναι να είσαι ζωντανός, να κινείσαι σε έναν κόσμο που δεν ήταν φτιαγμένος για παιδιά, ξεκινώντας από μια παιδική χαρά που ήταν φτιαγμένη για εκείνα. Ο πατέρας μου με είδε να παρατηρώ τα παιδιά και είπε «Σου λείπει να τρέχεις πέρα δώθε;» «Κάποιες φορές μάλλον». Όμως, δε σκεφτόμουν αυτό. Απλώς προσπαθούσα να παρατηρήσω τα πάντα: το φως πάνω στα ερειπωμένα Ερείπια, ένα παιδάκι που σχεδόν μπουσουλούσε ακόμα να ανακαλύπτει ένα ξυλαράκι σε μια γωνιά της παιδικής
282
JOHN GREEN
χαράς, την ακατάβλητη μητέρα μου να απλώνει με ζωηρές κινήσεις μουστάρδα στο σάντουιτς με γαλοπούλα που ετοίμαζε, τον πατέρα μου που χτυπούσε ελαφρά το χέρι στην τσέπη με το κινητό του, προσπαθώντας να αντισταθεί στην ανάγκη να δει αν είχε μηνύματα, έναν τύπο που πετούσε ένα φρίσμπι στο σκύλο του, κι εκείνος έτρεχε συνέχεια από κάτω, το έπιανε και του το επέστρεφε. Ποια είμαι εγώ που θα πω ότι αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να αντέξουν για πάντα; Ποιος είναι ο Πέτερ Φαν Χάουτεν που θα προβάλει ως δεδομένη την άποψη ότι ματαιοπονούμε; Ό,τι ξέρω για τον παράδεισο κι ό,τι ξέρω για το θάνατο βρίσκονται σε αυτό το πάρκο: ένα περίτεχνο σύμπαν σε αδιάκοπη κίνηση, κατακλυσμένο από ερειπωμένα ερείπια και από παιδιά που τσιρίζουν. Ο πατέρας μου, στο μεταξύ, κουνούσε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό μου. «Χέιζελ, σου μιλάω. Έλα, με ακούς;» «Συγγνώμη, ναι, τι;» «Η μητέρα σου πρότεινε να επισκεφτούμε τον Γκας, τι λες κι εσύ;» «Α. Ναι», είπα. Έτσι, μετά το μεσημεριανό, πήγαμε με το αυτοκίνητο στο νεκροταφείο του Κράουν Χιλ, το χώρο που φιλοξενούσε την τελευταία κατοικία τριών αντιπροέδρων, ενός προέδρου και του Ογκάστους Γουότερς. Ανεβήκαμε με το αυτοκίνητο στο λόφο και παρκάραμε. Πίσω μας, στην Τριακοστή Όγδοη Οδό, τα αυτοκίνητα βρυχιόνταν. Ήταν εύκολο να βρεις τον τάφο του: ήταν ο πιο πρόσφατος. Τα φτυαρισμένα χώματα κάλυπταν το φέρετρό του. Δεν είχε τοποθετηθεί ακόμα το μνήμα. Δεν αισθανόμουν ότι βρισκόταν εκεί, πάντως πήρα μία από τις ανόητες γαλλικές σημαιούλες της μητέρας μου και την έμπηξα στο έδαφος, στην άκρη του τάφου του. Ίσως κάποιος περαστικός να νόμιζε πως ήταν μέλος της Γαλλικής Λεγεώνας
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
283
των Ξένων ή κάποιου είδους ηρωικός μισθοφόρος. Τελικά, η Λίντεβιχ μου απάντησε λίγο μετά τις 6 μ.μ., ενώ καθόμουν στον καναπέ παρακολουθώντας τηλεόραση και έχοντας ταυτόχρονα το νου μου στον υπολογιστή μου. Αμέσως παρατήρησα ότι υπήρχαν τέσσερα συνημμένα στο email και ήθελα να ανοίξω κατευθείαν αυτά, όμως αντιστάθηκα στον πειρασμό και διάβασα πρώτα το μήνυμά της. Αγ απητή Χέιζελ, Ο Πέτερ βρισκόταν σε κατάσταση βαριάς μέθης όταν φτάσαμε στο σπίτι του σήμερα το πρωί, όμως αυτό διευκόλυνε κάπως τη δουλειά μας. Ο Μπας (ο φίλος μου) τον απασχόλησε, όση ώρα εγ ώ έψαχνα στη σακούλα των σκουπιδιών μέσα στην οποία κρατάει ο Πέτερ τα γ ράμματα των θαυμαστών του, όμως στην πορεία συνειδητοποίησα ότι ο Ογ κάστους ήξερε τη διεύθυνση του Πέτερ. Πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας υπήρχε μια μεγ άλη στοίβα από αλληλογ ραφία, κι εκεί δεν άργ ησα να εντοπίσω το γ ράμμα. Το άνοιξα και είδα πως απευθυνόταν στον Πέτερ, οπότε του ζήτησα να το διαβάσει. Αρνήθηκε. Εκείνη την ώρα θύμωσα πολύ, Χέιζελ, όμως δεν του έβαλα τις φωνές. Αντίθετα, του είπα πως το χρωστούσε στη νεκρή κόρη του να διαβάσει αυτό το γ ράμμα που του είχε στείλει ένα νεκρό αγ όρι, του έδωσα το γ ράμμα και το διάβασε ολόκληρο και είπε –επί λέξει– « Στείλ’ το στην κοπέλα και πες της πως δεν έχω τίποτα να προσθέσω» . Δεν έχω διαβάσει το γ ράμμα, αν και το βλέμμα μου έπεσε σε μερικές φράσεις όπως είχα μπροστά μου τις σελίδες. Τις πέρασα ως συνημμένα σε αυτό το μήνυμα και αργ ότερα θα σου τις ταχυδρομήσω στο σπίτι σου· ισχύει η διεύθυνση που έχω; Ο Θεός να σε έχει καλά, Χέιζελ. Η φίλη σου, Λίντεβιχ Βλίγ κενχαρτ
Άνοιξα τα τέσσερα συνημμένα αρχεία. Ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν άτσαλος, ξέφευγε από τις γραμμές, το μέγεθος
284
JOHN GREEN
των γραμμάτων άλλαζε στην πορεία, όπως και το χρώμα της μελάνης. Το είχε γράψει στην πορεία πολλών ημερών, σε διάφορα στάδια διαύγειας.
Φαν Χάουτεν, Είμαι καλός άνθρωπος, αλλά χάλια συγ γ ραφέας. Εσύ είσαι χάλια άνθρωπος, αλλά καλός συγ γ ραφέας. Θα κάναμε καλή ομάδα εμείς οι δύο. Δε θέλω να σου ζητήσω κάποια χάρη, όμως αν έχεις χρόνο στη διάθεσή σου –κι απ’ ό,τι είδα, έχεις άφθονο– έλεγ α μήπως θα μπορούσες να γ ράψεις έναν επικήδειο γ ια τη Χέιζελ. Έχω κρατήσει αρκετές σημειώσεις, όμως μήπως θα μπορούσες να τις βάλεις σε μια σειρά, να βγ άζουν τέλος πάντων κάποιο νόημα; Ή έστω να μου πεις τι θα έπρεπε να γ ράψω διαφορετικά. Το θέμα με τη Χέιζελ είναι το εξής: σχεδόν όλοι έχουν μια μανία, να αφήσουν το σημάδι τους στον κόσμο. Να αφήσουν πίσω τους μια κληρονομιά. Να νικήσουν το θάνατο. Όλοι μας θέλουμε να μας θυμούνται. Κι εγ ώ αυτό θέλω. Αυτό με προβληματίζει περισσότερο, μήπως καταλήξω μία ακόμα ξεχασμένη απώλεια στον προαιώνιο και άδοξο πόλεμο απέναντι στην αρρώστια. Θέλω να αφήσω το σημάδι μου. Όμως, Φαν Χάουτεν, το πρόβλημα είναι πως τα σημάδια που αφήνουν οι άνθρωποι πολύ συχνά είναι ουλές. Χτίζεις ένα απαίσιο εμπορικό κέντρο, κάνεις μια επανάσταση ή προσπαθείς να γ ίνεις αστέρι του ροκ και λες « Τώρα δε θα με ξεχάσουν» , όμως α) μια χαρά σε ξεχνάνε και β) το μόνο που αφήνεις πίσω σου είναι ακόμα περισσότερες ουλές. Η επανάστασή σου μετατρέπεται σε δικτατορία. Το εμπορικό σου κέντρο καταντάει πληγ ή. (Εντάξει, ίσως να μην είμαι και τόσο χάλια συγ γ ραφέας. Όμως, δεν μπορώ να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά, Φαν Χάουτεν. Οι σκέψεις μου είναι αστέρια με τα οποία μου είναι αδύνατο να σχηματίσω αστερισμούς.) Είμαστε σαν ένα κοπάδι αδέσποτων σκυλιών που κατουράνε στις γ ωνίες των κτιρίων. Φαρμακώνουμε τον υδροφόρο ορίζοντα με το τοξικό κάτουρό
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
285
μας, μαρκάρουμε τα πάντα, κοιτάμε να τα κάνουμε ΔΙΚΑ ΜΑΣ, σε μια γ ελοία προσπάθεια να ζήσουμε μετά το θάνατό μας. Δεν μπορώ να πάψω να κατουράω στις γ ωνίες. Το ξέρω πως είναι φαιδρό και ανώφελο –ιδιαίτερα στην κατάσταση που είμαι τώρα–, όμως κι εγ ώ ένα ζώο είμαι, όπως όλα τα άλλα. Η Χέιζελ είναι διαφορετική. Έχει βήμα ανάλαφρο, γ έρο μου. Βαδίζει ανάλαφρα στη γ η. Η Χέιζελ γ νωρίζει την αλήθεια: οι πιθανότητες να πληγ ώσουμε το σύμπαν είναι εξίσου μεγ άλες με το να το βοηθήσουμε, και κατά πάσα πιθανότητα θα περάσουμε και δε θα ακουμπήσουμε. Ο κόσμος θα πει πως είναι κρίμα που αφήνει πίσω της μια μικρότερη ουλή, πως θα τη θυμούνται λιγ ότεροι άνθρωποι, πως την αγ άπησαν βαθιά αλλά όχι πλατιά. Όμως, δεν είναι κρίμα, Φαν Χάουτεν. Είναι ένας θρίαμβος. Είναι κάτι ηρωικό. Αυτός δεν είναι ο αληθινός ηρωισμός; Όπως λένε κι οι γ ιατροί: πρώτα, να μην κάνεις κακό. Οι πραγ ματικοί ήρωες, άλλωστε, δεν είναι οι άνθρωποι που κάνουν διάφορα· οι πραγ ματικοί ήρωες είναι οι άνθρωποι που ΠΑΡΑΤΗΡ ΟΥΝ, οι άνθρωποι που προσέχουν. Ο τύπος που βρήκε το εμβόλιο γ ια την ευλογ ιά ουσιαστικά δεν εφηύρε τίποτε. Απλώς παρατήρησε ότι οι άνθρωποι που είχαν δαμαλίτιδα δεν κολλούσαν ευλογ ιά. Όταν η τομογ ραφία μου βγ ήκε γ εμάτη ευρήματα, μπήκα κρυφά στη ΜΕΘ και την είδα, όσο ήταν αναίσθητη. Πέρασα πίσω από μια νοσοκόμα που είχε άδεια εισόδου και κατάφερα να καθίσω δίπλα της γ ύρω στα δέκα λεπτά πριν με καταλάβουν. Νόμισα πραγ ματικά πως θα πέθαινε πριν προλάβω να της πω ότι θα πέθαινα κι εγ ώ. Ήταν βάναυσος εκείνος ο αδιάκοπος μηχανικός ρόγ χος της εντατικής. Από το στήθος της έσταζε ένα σκούρο καρκινικό υγ ρό. Μάτια κλειστά. Διασωληνωμένη. Όμως το χέρι της εξακολουθούσε να είναι το χέρι της, παρέμενε ζεστό, τα νύχια της ήταν βαμμένα με σκούρο μπλε βερνίκι, σχεδόν μαύρο, κι εγ ώ την κράτησα από το χέρι και προσπάθησα να φανταστώ τον κόσμο χωρίς εμάς, και γ ια περίπου ένα δευτερόλεπτο ήμουν αρκετά καλός άνθρωπος ώστε να βρω τη δύναμη να ελπίσω πως θα πέθαινε, ώστε να μη μάθει ποτέ ότι πέθαινα κι εγ ώ. Όμως ύστερα θέλησα να έχουμε περισσότερο χρόνο γ ια να προλάβουμε να ερωτευτούμε. Θαρρώ πως η ευχή μου πραγ ματοποιήθηκε. Άφησα την ουλή μου.
286
JOHN GREEN Ήρθε ένας νοσοκόμος και μου είπε πως έπρεπε να φύγ ω, ότι δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε επισκέπτες, οπότε τον ρώτησα πώς τα πήγ αινε, κι εκείνος είπε « Τα υγ ρά είναι το θέμα» . Ευλογ ία αν είσαι στην έρημο, κατάρα αν είσαι στον ωκεανό. Τι άλλο; Είναι πανέμορφη. Μπορείς να την κοιτάζεις συνέχεια και δε θα κουραστείς ποτέ. Δε χρειάζεται να ανησυχείς μήπως είναι εξυπνότερη από σένα: το ξέρεις πως είναι. Είναι αστεία, χωρίς ίχνος κακίας. Την αγ απώ. Είμαι τόσο τυχερός που την αγ απώ, Φαν Χάουτεν. Δεν μπορείς να αποφασίσεις αν θα πληγ ωθείς σε αυτή τη ζωή, γ έρο, όμως σου πέφτει κάποιος λόγ ος στο ποιος θα είναι αυτός που θα σε πληγ ώσει. Μου αρέσουν οι επιλογ ές που έκανα. Ελπίζω να της αρέσουν κι εκείνης. Μου αρέσουν, Ογ κάστους. Αλήθεια.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΑΣΤΕΡΙ
287
Ευχαριστίες
Ο συγ γ ραφέας θα ήθελε να επισημάνει ορισμένα σημεία: Η αρρώστια και οι θεραπείες της αντιμετωπίζονται σε φανταστικό πλαίσιο στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος. Παραδείγ ματος χάρη, δεν υπάρχει καμία φαρμακευτική ουσία με την ονομασία P halanxifor. Εγ ώ την εφηύρα, γ ιατί θα ήθελα να υπάρχει. Σε όποιον ενδιαφέρεται γ ια την πραγ ματική ιστορία του καρκίνου, θα πρότεινα να διαβάσει το The Emperor of All Maladies, του Siddhartha Mukherjee. Υπόχρεος είμαι επίσης απέναντι στο The Biology of Cancer, του Robert A. Weinberg, καθώς και στους Josh Sundquist, Marshall Urist και Jonneke Hollanders, οι οποίοι μου διέθεσαν το χρόνο και τις γ νώσεις τους πάνω σε ιατρικά θέματα, τις οποίες απροβλημάτιστα αγ νόησα στις περιπτώσεις που με εξυπηρετούσε. Ένα ευχαριστώ στην Esther Earl, η ζωή της οποίας αποτέλεσε δώρο γ ια μένα και γ ια πολλούς άλλους. Αισθάνομαι επίσης ευγ νώμων απέναντι στην οικογ ένεια Earl –τους Lori, Wayne, Abby, Angie, Graham και Abe– γ ια τη γ ενναιοδωρία και τη φιλία τους. Εμπνευσμένοι από τη ζωή της Esther, οι Earl έχουν ιδρύσει μια ΜΚΟ, το This Star Won’ t Go Out, στη μνήμη της. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην ηλεκτρονική διεύθυνση tswgo.org. Ευχαριστώ επίσης το Ολλανδικό Ίδρυμα Λογ οτεχνίας, γ ια τους δύο μήνες φιλοξενίας στο Άμστερνταμ, προκειμένου να γ ράψω. Ιδιαίτερα υπόχρεος είμαι στους Fleur van Koppen, Jean Cristophe Boele van Hensbroek, Janneta de With, Carlijn van Ravenstein, Margje Scheepsma και στην ολλανδική κοινότητα των nerdfighters.
288
JOHN GREEN
Να ευχαριστήσω επίσης την επιμελήτρια και εκδότριά μου, Julie Strauss-Gabel, η οποία στήριξε αυτή την ιστορία στη διάρκεια πολλών χρόνων γ εμάτων ανατροπές και εκπλήξεις, όπως και η εξαιρετική ομάδα του εκδοτικού οίκου P enguin. Ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ στους Rosanne Lauer, Deborah Kaplan, Liza Kaplan, Elyse Marshall, Steve Meltzer, Nova Ren Suma και Irene Vandervoort. Ευχαριστώ την Ilene Cooper, μέντορα και νεραϊδονονά μου. Την ατζέντισσά μου, Joid Reamer, οι σοφές συμβουλές της οποίας με γ λίτωσαν από αναρίθμητες καταστροφές. Τους nerdfighters, γ ιατί είναι τέλειοι. Την Catitude, γ ιατί δεν επιδιώκει τίποτα περισσότερο από το να κάνει τον κόσμο λιγ ότερο χάλια. Τον αδερφό μου, Hank, τον καλύτερο φίλο και στενότερο συνεργ άτη μου. Τη σύζυγ ό μου, Sarah, η οποία δεν είναι απλώς ο μεγ άλος έρωτας της ζωής μου, αλλά και ο πρώτος και πλέον έμπιστος αναγ νώστης μου. Επίσης, το μωρό μας, τον Henry, που εκείνη έφερε στη ζωή. Επίσης, τους γ ονείς μου, Mike και Sydney Green, καθώς και τους γ ονείς της συζύγ ου μου, Connie και Marshall Urist. Τους φίλους μου, Chris και Marina Waters, οι οποίοι βοήθησαν αυτή την ιστορία σε καίρια σημεία, όπως άλλωστε βοήθησαν και οι Joellen Hosler, Shannon James, Vi Hart, τη διαγ ραμματικά έξοχη Karen Kavett, τη Valerie Barr, τη Rosianna Halse Rojas και τον John Darnielle.
View more...
Comments