John Connolly - Φλεγόμενη Ψυχή

September 30, 2017 | Author: Χρήστος Τσαφούλης | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

John Connolly - Φλεγόμενη Ψυχή...

Description

ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟ «ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΨΥΧΗ» ΚΑΙ ΤΟΝ JOHN CONNOLLY «Είναι τόσο καλός συγγραφέας, σε βαθμό τρομακτικό». The Times «Μια απίστευτα καλή ιστορία που συνδυάζει απρόσκοπτα σασπένς, μυστήριο και την ελαφριά πινελιά υπερφυσικού που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του συγγραφέα. Όπως πάντα, ο Κόνολι γράφει πανέμορφα. Ζωντανεύει τις ερημιές του Μέιν, και οι χαρακτήρες, βασικοί και δευτερεύοντες, σκιαγραφούνται όλοι με οξυδέρκεια». Irish Independent «Ένα ευφυές, πειστικό θρίλερ, που σε ταράζει βαθιά και μένει αλησμόνητο». Kirkus Reviews «Ο Κόνολι συνδέει τα νήματα της πλοκής με απόλυτη επιδεξιότητα... ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα μυστηρίου... σου παγώνει πραγματικά το αίμα... Πολύ λίγοι συγγραφείς μπορούν να τον συναγωνιστούν». The Sunday Times «Μια σύνθετη ιστορία που οδηγεί σε μια εκρηκτική, τρομακτική κατάληξη». The Irish Independent «Ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα μυστηρίου». Mystery Gazette «Τον συγκρίνουν με τον Στίβεν Κινγκ επειδή οι ιστορίες του περιέχουν το στοιχείο του υπερφυσικού, αλλά ο Τζον Κόνολι είναι ένας ξεχωριστός αστέρας με τη δική του αξία. Ο Ιρλανδός έχει αποδείξει την ικανότητά του και με το παραπάνω, κι αυτό το νέο βιβλίο της σειράς του Τσάρλι Πάρκερ είναι ένα ακόμη εκπληκτικό μυθιστόρημα». Sun «Ένας απόλυτα ολοκληρωμένος συγγραφέας». Irish Times «Ο Κόνολι επιδεικνύει πραγματικό χάρισμα στο να συνδυάζει τα είδη του αστυνομικού και του τρόμου, φτιάχνοντας μια λογική αλυσίδα στοιχείων και συμπερασμάτων για την πλοκή». Publishers’ Weekly «Ελάχιστοι συγγραφείς μπορούν πραγματικά να υφαίνουν ένα συναρπαστικό κείμενο δίνοντας την εντύπωση ότι αυτό γίνεται αβίαστα· να εκφράζουν ένα εκπληκτικό φάσμα συναισθημάτων, οικοδομώντας πιστευτές –αν αυτός είναι ο σκοπός τους– καταστάσεις και περίπλοκους χαρακτήρες στο χαρτί. Ο Κόνολι είναι ένας από τους λίγους που διαπρέπουν σ’ αυτό τον τομέα. Οι χαρακτήρες του είναι πλασμένοι με τόσο ενδιαφέροντα τρόπο, που ποτέ δεν αμφισβητείς την πραγματικότητά τους, κι ας είναι όλοι μόνο ένας ψίθυρος από τους εφιάλτες σου...» Suspense Magazine «Ένας συγγραφέας πολύ μεγάλων δυνατοτήτων». Sunday Tribune «Ο Κόνολι διαθέτει το γνήσιο χάρισμα να περιγράφει τη βία μ’ έναν τρόπο που κάνει την καρδιά να σταματά και το στομάχι να σφίγγεται». Sunday Independent, Dublin «Γράφει με απόλυτη αυτοπεποίθηση, με μια σιγουριά που εντυπωσιάζει...» Dublin Evening Herald

«Ο Κόνολι πραγματικά είναι ασυναγώνιστος στο να προκαλεί ρίγη στους αναγνώστες του». Daily Express «Η υποβλητική πρόζα και οι αιχμηρές ατάκες του Κόνολι συγγενεύουν παράξενα με την ποίηση». Independent

Για τον συγγραφέα Ο Τζον Κόνολι γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1968, σπούδασε αγγλική φιλολογία και δημοσιογραφία και συνεργάστηκε για πέντε χρόνια με τους Irish Times, όπου αρθρογραφεί τακτικά μέχρι σήμερα. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Κάθε Νεκρό Πράγμα, εκδόθηκε το 1999 και σ’ αυτό πρωτοεμφανίστηκε ο χαρακτήρας του Τσάρλι Πάρκερ, ενός πρώην αστυνομικού που καταδιώκει τον δολοφόνο της γυναίκας και της κόρης του. Το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ σε χρόνο ρεκόρ και στη συνέχεια απέσπασε το αμερικανικό Βραβείο Σέιμους καλύτερου αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο για πρώτη φορά απονεμόταν σε μη-Αμερικανό συγγραφέα. Ακολούθησαν άλλα δώδεκα μυθιστορήματα και μία συλλογή μικρών ιστοριών, που εκδόθηκαν σε δεκαεννέα γλώσσες και τον καθιέρωσαν ως έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς στο χώρο του θρίλερ. Τον αποκαλούν συχνά «ο Δουβλινέζος που γράφει σαν Αμερικανός», επειδή τοποθετεί τη δράση των μυθιστορημάτων του στις ΗΠΑ με απίστευτη άνεση και αυθεντικότητα. Ιδιοφυής σκηνοθέτης της φρίκης αλλά και εξαιρετικός τεχνίτης της γραφής, ξεχωρίζει απ’ όλους τους ομότεχνούς του για το μοναδικό του στυλ, που συνδυάζει το νουάρ με το μεταφυσικό στοιχείο και την αγωνιώδη πλοκή της περιπέτειας με την κατάδυση στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Το Φλεγόμενη Ψυχή είναι η δέκατη περιπέτεια του Τσάρλι Πάρκερ. Για περισσότερες πληροφορίες, επισκεφθείτε τον ιστότοπο του συγγραφέα, www.johnconnollybooks.com

Έργα του συγγραφέα που εκδοθηκαν στη σειρά BELL Best Seller: Οι περιπέτειες του Τσάρλι Πάρκερ Κάθε Νεκρό Πράγμα Το Δέντρο του Θανάτου Φονικό Είδος Στο Λευκό Δρόμο Ο Μαύρος Άγγελος Οι Κούφιοι Άνθρωποι Οι Θεριστές Οι Εραστές Οι Ψιθυριστές Φλεγόμενη Ψυχή

Άλλα έργα Το Βιβλίο των Χαμένων Πραγμάτων Οι Κακοί Οι Πύλες

JOHN CONNOLLY ΦΛΕΓΟΜΕΝΗ ΨΥΧΗ Mετάφραση: Νίκος Σπυριδάκης

ISBN 978-960-507-032-8 Τίτλος πρωτοτύπου: «The Burning Soul» Copyright © John Connolly 2011 All rights reserved Για την ελληνική γλώσσα: © 2012 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ Μετάφραση: Νίκος Σπυριδάκης Επιμέλεια: Βασιλική Αντωνοπούλου Διόρθωση: Κυριάκος Μιχελόγκωνας Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης ΤΕΥΧΟΣ 1032

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.

Για τον Τζο Λονγκ, μυστικό πράκτορα

Τα αποσπάσματα από το «The Dead Girls Speak in Unison» της Danielle Pafunda χρησιμοποιούνται με την ευγενική άδεια της δημιουργού

Ι «Ας υποθέσουμε, Πιπ, πως υπήρχε μέσα στο πλήθος ένα όμορφο παιδάκι που μπορούσε να σωθεί· ... ο νομικός σύμβουλος είχε αυτή τη δύναμη: “Ξέρω τι έκανες, και πώς το έκανες ... Άφησε το παιδί ... Δώσε το παιδί σ’ εμένα”». Από τις Μεγάλες Προσδοκίες του Τσαρλς Ντίκενς

1

Γ

κρίζα θάλασσα, γκρίζος ουρανός, αλλά στο δάσος η φωτιά μαινόταν και τα δέντρα φλέγονταν. Δεν είχε κάψα, δεν έβγαινε καπνός, κι όμως το δάσος καιγόταν, στεφανωμένο με κόκκινες και κίτρινες και πορτοκαλί λάμψεις· ήταν μια ψυχρή πυρκαγιά που σημάδευε τον ερχομό του φθινοπώρου, και τα φύλλα έπεφταν υποταγμένα στη μοίρα τους. Στον αέρα πλανιόταν η αίσθηση του θανάτου, φερμένη με τις πρώτες πνοές του χειμώνα, με την απειλητική παγωνιά τους, και τα ζώα προετοιμάζονταν για τα χιόνια που θα έπεφταν. Είχε αρχίσει η αναζήτηση τροφής, η προσπάθεια να γεμίσουν οι κοιλιές για να αντέξουν στους δύσκολους καιρούς. Η πείνα θα έκανε τα πιο ευάλωτα πλάσματα να διακινδυνεύσουν για να τραφούν, και τα αρπακτικά θα περίμεναν. Μαύρες αράχνες ήταν μαζεμένες στις άκρες των ιστών τους, αλλά δεν τεμπέλιαζαν ακόμη. Απέμεναν κάποια ξεστρατισμένα έντομα να φαγωθούν και επιπλέον τρόπαια να προστεθούν στη συλλογή τους από συρρικνωμένα κουφάρια. Το χειμωνιάτικο τρίχωμα άρχιζε να πυκνώνει και η γούνα να γίνεται πιο ανοιχτόχρωμη, για να διακρίνεται πιο δύσκολα στο χιόνι. Χήνες έσκιζαν τον ουρανό σε σμήνη, σαν πρόσφυγες που έτρεχαν να γλιτώσουν από επικείμενες συμπλοκές, αφήνοντας πίσω τους όσους ήταν αναγκασμένοι να μείνουν και να αντιμετωπίσουν ό,τι τους περίμενε. Τα κοράκια ήταν ασάλευτα. Πολλά αδέρφια τους από τις βορινές εσχατιές είχαν πάει νότια για να αποφύγουν τη βαρυχειμωνιά, όχι όμως αυτά τα πουλιά. Ήταν πελώρια αλλά κομψά, με μάτια που έλαμπαν με μια εξωπραγματική ευφυΐα. Ορισμένοι σ’ αυτό τον απόμερο δρόμο τα είχαν ήδη προσέξει, και όσοι είχαν κάποιον για παρέα στον περίπατο ή στο αυτοκίνητό τους σχολίαζαν την παρουσία τους. Πράγματι, συμφωνούσαν, αυτά τα καμπουριασμένα πλάσματα, αυτοί οι υπομονετικοί, ύπουλοι ανιχνευτές ήταν μεγαλύτεροι από τα συνηθισμένα κοράκια και προκαλούσαν, ίσως, μια αίσθηση δυσφορίας. Ήταν κουρνιασμένα βαθιά ανάμεσα στα κλαδιά μιας αρχαίας βαλανιδιάς, ενός ζωντανού οργανισμού που ζύγωνε στο θάνατό του, ρίχνοντας τα φύλλα του όλο και πιο νωρίς κάθε χρόνο, έτσι που στο τέλος κάθε Σεπτέμβρη ήταν ήδη γυμνός, ένα καρβουνιασμένο πράγμα ανάμεσα στις φλόγες, λες και η αδηφάγα φωτιά τού είχε ήδη επιβληθεί, αφήνοντας πίσω της μόνο τις καπνισμένες μουντζούρες από φωλιές εγκαταλελειμμένες εδώ και καιρό. Το δέντρο έστεκε στις παρυφές μιας μικρής συστάδας που εξείχε ελαφρώς σ’ αυτό το σημείο ακολουθώντας την καμπή του δρόμου· η βαλανιδιά ήταν στην άκρη της. Κάποτε υπήρχαν κι άλλες σαν αυτή, αλλά οι άνθρωποι που έφτιαξαν το δρόμο τις είχαν κόψει πριν από πολλά χρόνια. Τώρα ετούτη η βαλανιδιά ήταν ένας μοναχικός εκπρόσωπος του είδους της, και σύντομα θα χανόταν με τη σειρά της. Όμως τα κοράκια είχαν πάει σ’ αυτή, γιατί τους άρεσαν τα ετοιμοθάνατα πράγματα. Τα μικρότερα πουλιά το έσκασαν αμέσως, κατέφυγαν στα φυλλώματα των αειθαλών δέντρων, και από κει παρατηρούσαν επιφυλακτικά τους εισβολείς. Στο πέρασμά τους το δάσος βουβαινόταν. Εξέπεμπαν απειλή: ήταν η ακινησία τους, τα γαμψά νύχια τους που αγκάλιαζαν τα κλαδιά, τα κοφτερά σαν λεπίδες ράμφη τους. Τα κοράκια παρακολουθούσαν αθέατα, παρατηρούσαν, περιμένοντας να αρχίσει το κυνήγι. Ήταν σαν αγάλματα· τόσο ασάλευτα, που θα μπορούσε κανείς να τα περάσει για δύσμορφες προεξοχές του ίδιου του δέντρου, καρκινικά βλαστήματα πάνω στο φλοιό του. Σπάνια έβλεπε κανείς τόσο πολλά συγκεντρωμένα, αφού τα κοράκια δεν είναι κοινωνικά πουλιά· μπορεί να έβρισκες δύο μαζί, αλλά όχι έξι, όχι με τέτοιο τρόπο, από τη στιγμή που δε

φαινόταν πουθενά τροφή. Συνεχίστε το δρόμο σας, συνεχίστε. Αφήστε τα κοράκια πίσω σας, όχι όμως πριν τους ρίξετε μια τελευταία ματιά γεμάτη ανησυχία, γιατί με την εμφάνισή τους σας θύμισαν τι σημαίνει να σε καταδιώκουν, να παρακολουθούν την πορεία σου από ψηλά, ενώ οι κυνηγοί ακολουθούν αδυσώπητα. Αυτό κάνουν τα κοράκια: οδηγούν τους λύκους στο θήραμά τους, και παίρνουν ένα μέρος από τα λάφυρα ως ανταμοιβή για τον κόπο τους. Θέλεις να τα δεις να βγαίνουν από την ακινησία τους. Θέλεις να τα δεις να φεύγουν. Ακόμη και το συνηθισμένο κοράκι μπορεί να προκαλέσει συναισθηματική ταραχή, αλλά αυτά τα κοράκια δεν ήταν συνηθισμένα. Όχι, αυτά τα πουλιά ήταν πέρα για πέρα ασυνήθιστα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, και εκείνα ακόμη περίμεναν. Θα νόμιζε κανείς ότι είχαν αποκοιμηθεί αν δεν έβλεπε τη μαυρίλα των ματιών τους να διαγράφεται στο φως που έσβηνε, κι αν δεν παρατηρούσε τον τρόπο που κοίταξαν το αχνό φεγγάρι, όταν σκόρπισαν τα σύννεφα, φυλακίζοντας εντός τους την εικόνα του. Μια βραχύουρη νυφίτσα πρόβαλε μέσα από το σάπιο κούτσουρο όπου είχε κάνει το σπίτι της και οσμίστηκε τον αέρα. Η καστανή γούνα της είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει, το χρώμα της άνοιγε, και το θηλαστικό έμοιαζε με φάντασμα του εαυτού του. Η νυφίτσα είχε αντιληφθεί τα πουλιά εδώ και κάμποση ώρα, αλλά πεινούσε και ανυπομονούσε να βρει τροφή. Τα παιδιά της είχαν πάρει το δρόμο τους, κι εκείνη δε θα ξαναζευγάρωνε μέχρι τον επόμενο χρόνο. Η φωλιά της ήταν στρωμένη με γούνες ποντικών που πρόσφεραν μόνωση, αλλά το μικρό κελάρι όπου είχε αποθηκεύσει όσα θηράματα της είχαν περισσέψει ήταν τώρα άδειο. Για να επιζήσει έπρεπε να τρώει το σαράντα τοις εκατό του βάρους της κάθε μέρα. Αυτό αντιστοιχούσε περίπου σε τέσσερα ποντίκια, αλλά τα τρωκτικά είχαν γίνει σπάνια στα μέρη όπου συνήθως κυνηγούσε. Τα κοράκια φαίνονταν να αγνοούν την παρουσία της, αλλά η νυφίτσα ήταν πολύ έξυπνη για να ρισκάρει τη ζωή της βασισμένη στην ακινησία τους. Γύρισε με τρόπο που να αντικρίζει το εσωτερικό της φωλιάς της και χρησιμοποίησε την ουρά της με τη μαύρη άκρη σαν δόλωμα για να δει αν τα πουλιά θα έμπαιναν στον πειρασμό να επιτεθούν. Αν το έκαναν, θα σημάδευαν την ουρά της αντί για το σώμα της κι εκείνη θα χωνόταν στην ασφάλεια του κούτσουρου, αλλά τα κοράκια δεν αντέδρασαν. Η μύτη της νυφίτσας συσπάστηκε. Ξαφνικά ακούστηκε θόρυβος και φάνηκε φως. Προβολείς αυτοκινήτου έλουσαν τα κοράκια, που γύρισαν τώρα τα κεφάλια τους ακολουθώντας τις φωτεινές δέσμες. Η νυφίτσα, διχασμένη ανάμεσα στο φόβο και στην πείνα, επέτρεψε στην κοιλιά της να κάνει την επιλογή. Χώθηκε στο δάσος ενώ τα κοράκια είχαν στρέψει αλλού την προσοχή τους, και σε λίγο έγινε άφαντη. Το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο στριφογυριστό δρόμο πηγαίνοντας πιο γρήγορα απ’ όσο υπαγόρευε η σύνεση και παίρνοντας τις στροφές πιο ανοιχτά απ’ όσο έπρεπε, αφού ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς τα οχήματα που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση, και όποιος δε γνώριζε αυτή τη διαδρομή μπορούσε κάλλιστα να βρεθεί σε μια μετωπική σύγκρουση ή να ανοίξει βίαια ένα μονοπάτι ανάμεσα στους θάμνους που πλαισίωναν το δρόμο. Ο συγκεκριμένος οδηγός θα μπορούσε να έχει τέτοια κατάληξη αν οι ταξιδιώτες συνήθιζαν να παίρνουν αυτόν το δρόμο, ελάχιστοι όμως ήταν οι επισκέπτες που έρχονταν εδώ. Η πόλη συγκρατούσε στα όριά της την επιρροή της επίσκεψής τους, η έκδηλη στασιμότητά της απέτρεπε οποιαδήποτε περαιτέρω διερεύνηση, και τους ξαπόστελνε στο τέλος να πάρουν τον ίδιο δρόμο απ’ όπου είχαν έρθει, πέρα από τη γέφυρα και προς την Εθνική Οδό 1, για να συνεχίσουν από εκεί βόρεια προς τα σύνορα, ή νότια προς τον αυτοκινητόδρομο και μετά για την Ογκάστα και το Πόρτλαντ, τις μεγάλες πόλεις, τα μέρη που οι κάτοικοι της χερσονήσου πάσχιζαν τόσο σκληρά να αποφύγουν. Έτσι λοιπόν, δεν ήταν τουρίστες αλλά ξένοι αυτοί που

έκαναν μερικές φορές εκεί μια σύντομη στάση στο ταξίδι της ζωής τους, και ύστερα από κάποιο διάστημα, αν αποδεικνύονταν κατάλληλοι, η χερσόνησος θα τους έβρισκε μια θέση στους κόλπους της και θα γίνονταν μέρος μιας κοινότητας που είχε την πλάτη στραμμένη στην ενδοχώρα και το πρόσωπο σταθερά κόντρα στη θάλασσα. Σ’ αυτή την Πολιτεία υπήρχαν πολλές παρόμοιες κοινότητες· προσέλκυαν όσους επιθυμούσαν να αποδράσουν, όσους αναζητούσαν την προστασία της μεθορίου, αφού ετούτη η Πολιτεία εξακολουθούσε να ζει στα όρια και περιχαρακωνόταν από δάση και θάλασσα. Ορισμένοι διάλεγαν την ανωνυμία των δασών, όπου ο άνεμος που περνούσε ανάμεσα στα δέντρα δημιουργούσε έναν ήχο σαν τα κύματα που έσκαγαν στην ακτή, έναν αντίλαλο του τραγουδιού του ωκεανού στα ανατολικά. Αλλά εδώ, σ’ αυτό το μέρος, υπήρχε και δάσος και θάλασσα· τα βράχια περιέβαλλαν το μικρό κόλπο, και ένα στενό λιθόστρωτο υπερυψωμένο μονοπάτι ήταν το αντίστοιχο της γέφυρας που συνέδεε την ηπειρωτική χώρα με όσους είχαν επιλέξει να απομακρυνθούν από αυτή· υπήρχε μια κωμόπολη με έναν και μοναδικό κεντρικό δρόμο, και με αρκετούς πόρους για να καλύψει το κόστος μιας μικρής αστυνομικής δύναμης. Η χερσόνησος ήταν μεγάλη, με πληθυσμό διασκορπισμένο πέρα από τα κτίρια που ήταν συγκεντρωμένα γύρω από τη Μέιν Στρητ. Επίσης, για διοικητικούς και γεωγραφικούς λόγους που κανείς δε θυμόταν πια, η κωμόπολη του Πάστορ’ς Μπέι εκτεινόταν ως την απέναντι πλευρά του μονοπατιού και δυτικά μέχρι την ηπειρωτική χώρα. Επί χρόνια ο σερίφης της Κομητείας κάλυπτε τις ανάγκες αστυνόμευσης του Πάστορ’ς Μπέι, μέχρι που οι κάτοικοι της κωμόπολης κοίταξαν τον προϋπολογισμό τους και αποφάσισαν ότι όχι μόνο μπορούσαν να διαθέσουν δική τους αστυνομική δύναμη, αλλά ίσως επίσης να εξοικονομούσαν μερικά χρήματα με αυτό τον τρόπο. Έτσι γεννήθηκε η Αστυνομία του Πάστορ’ς Μπέι. Όταν όμως οι ντόπιοι μιλούσαν για το Πάστορ’ς Μπέι, αναφέρονταν στη χερσόνησο, και η αστυνομία ήταν η δική τους αστυνομία. Οι ξένοι συχνά αποκαλούσαν την περιοχή «νησί», μολονότι δεν ήταν νησί εφόσον υπήρχε φυσική σύνδεση με την ηπειρωτική χώρα, αν και η γέφυρα δεχόταν το μεγαλύτερο μέρος της οδικής κίνησης. Ήταν αρκετά φαρδιά για να χωρέσει ένα δρόμο της προκοπής με δύο λωρίδες, και αρκετά ψηλή για να αποτρέπεται ο κίνδυνος να αποκόπτεται εντελώς η κοινότητα όταν είχε κακοκαιρία, παρ’ ότι υπήρξαν περιπτώσεις που τα ορμητικά κύματα κάλυψαν το δρόμο. Ένας πέτρινος σταυρός υψωνόταν στην ηπειρωτική πλευρά, μάρτυρας της αλλοτινής παρουσίας σ’ αυτό τον κόσμο κάποιου Μέιλοκ Γουίλερ, που παρασύρθηκε από τα νερά το 1997 ενώ είχε βγάλει βόλτα το σκυλί του, την Κάγια. Το σκυλί σώθηκε και υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι στην ηπειρωτική πλευρά, αφού ο Μέιλοκ Γουίλερ ήταν εργένης, από τους πιο φανατικούς του είδους. Το σκυλί όμως προσπαθούσε συνέχεια να επιστρέψει στο νησί, όπως κάνουν συχνά όσοι γεννιούνται σε τέτοια μέρη, και τελικά το ζευγάρι εγκατέλειψε την προσπάθεια να το κρατήσει και το περιμάζεψε ο Γκρόβερ Κορνό, ο τότε διοικητής του τοπικού αστυνομικού τμήματος. Το ζώο έμεινε με τον Γκρόβερ μέχρι που εκείνος συνταξιοδοτήθηκε, πέθαναν δε και οι δύο, σκύλος και αφεντικό, με μία εβδομάδα διαφορά. Στον τοίχο του αστυνομικού τμήματος του Πάστορ’ς Μπέι εξακολουθούσε να κρέμεται μια φωτογραφία των δυο τους, γεγονός που έκανε τον Κερτ Άλαν, τον αντικαταστάτη του Γκρόβερ, να αναρωτιέται αν έπρεπε να πάρει κι εκείνος ένα σκύλο. Μα ο Άλαν ζούσε μόνος και δεν ήταν συνηθισμένος σε ζώα. Το αυτοκίνητο που πέρασε τώρα κάτω από τη γέρικη βαλανιδιά και σταμάτησε μπροστά στο σπίτι στην απέναντι πλευρά του δρόμου ήταν του Άλαν. Εκείνος κοίταξε προς τα δυτικά σκιάζοντας με το χέρι τα μάτια του κόντρα στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που τον έτεμνε ο ορίζοντας. Έρχονταν κι άλλα αυτοκίνητα. Ο ίδιος τους είχε πει να τον ακολουθήσουν. Η γυναίκα θα τους χρειαζόταν.

Ντετέκτιβ από την Πολιτειακή Αστυνομία του Μέιν βρίσκονταν επίσης καθ’ οδόν μετά την επιβεβαίωση του Amber Alert, του συναγερμού εξαφάνισης ανηλίκων, και το NCIC, το Εθνικό Κέντρο Εγκληματολογικών Πληροφοριών, είχε αυτομάτως ειδοποιηθεί για την εξαφάνιση ενός παιδιού. Μέσα στις επόμενες ώρες θα αποφάσιζαν αν έπρεπε να ζητήσουν πρόσθετη βοήθεια από το FBI. Το σπίτι έμοιαζε με αγροικία και ήταν καλοδιατηρημένο και φρεσκοβαμμένο. Τα πεσμένα φύλλα είχαν μαζευτεί και είχαν προστεθεί στο σωρό του κοπροχώματος στην προφυλαγμένη πλευρά του κτίσματος. Ο Άλαν σκέφτηκε ότι η γυναίκα τα είχε καταφέρει καλά, παρ’ όλο που δεν είχε έναν άντρα να τη βοηθάει ούτε ήταν από αυτά τα μέρη. Τα κοράκια παρακολουθούσαν καθώς ο Άλαν χτυπούσε την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε, ειπώθηκαν μερικές κουβέντες, ο Άλαν μπήκε μέσα, και για κάποιο διάστημα δεν υπήρξε θόρυβος ή κίνηση στο εσωτερικό του σπιτιού. Έφτασαν άλλα δύο αυτοκίνητα. Από το πρώτο βγήκε ένας ηλικιωμένος άντρας που κρατούσε μια φθαρμένη δερμάτινη ιατρική τσάντα. Το άλλο το οδηγούσε μια εξηντάρα μεσόκοπη γυναίκα με μπλε παλτό, το οποίο πιάστηκε στην πόρτα του αυτοκινήτου καθώς η γυναίκα έβγαινε βιαστικά για να πάει στο σπίτι. Το ελευθέρωσε τραβώντας το απότομα και το παλτό σκίστηκε, αλλά εκείνη δε σταμάτησε για να εξετάσει τη ζημιά. Είχε σημαντικότερα πράγματα να φροντίσει. Οι δυο τους είχαν ήδη φτάσει στη μέση της αυλής όταν άνοιξε διάπλατα η εξώπορτα και μια γυναίκα έτρεξε προς το μέρος τους. Κόντευε τα σαράντα, είχε λίγο περιττό βάρος στη μέση και στους μηρούς, και τα λυτά μαλλιά της ανέμιζαν. Οι νεοφερμένοι σταμάτησαν βλέποντάς την, και η μεσόκοπη γυναίκα σήκωσε ανοιχτά τα χέρια της σαν να περίμενε ότι η νεότερη θα έπεφτε στην αγκαλιά της. Μα εκείνη τους προσπέρασε και τους δύο, σπρώχνοντας το γιατρό· της έφυγε το ένα παπούτσι, κι η φτέρνα της κόπηκε βαθιά στο άσπρο λιθόστρωτο του μονοπατιού, αφήνοντας πάνω του ματωμένα χνάρια. Παραπάτησε και έπεσε βαριά, κι όταν ξανασηκώθηκε το τζιν παντελόνι της ήταν σκισμένο, τα γόνατα γδαρμένα και είχε σπάσει ένα νύχι. Ο Κερτ Άλαν εμφανίστηκε στην είσοδο του σπιτιού, αλλά η γυναίκα είχε ήδη φτάσει στο δρόμο ξεφωνίζοντας ένα όνομα ξανά και ξανά... «Άννα! Άννα! Άννα!» Έκλαιγε τώρα και ήθελε να το βάλει στα πόδια, αλλά ο δρόμος πήγαινε και δεξιά και αριστερά, κι εκείνη δεν ήξερε προς τα πού να στρίψει. Η μεσόκοπη γυναίκα πλησίασε και την πήρε επιτέλους στην αγκαλιά της, μολονότι εκείνη πάλευε να της ξεφύγει φωνάζοντας ξανά το όνομα, καθώς ο γιατρός και ο Άλαν κατευθύνονταν προς το μέρος της. Πουλιά πέταξαν τρομαγμένα από τα γύρω δέντρα, ενώ αθέατα πλάσματα πετάχτηκαν από τους θάμνους και τα χαμόδεντρα λες κι ήθελαν να μεταφέρουν το μήνυμα. Το κορίτσι χάθηκε, το κορίτσι χάθηκε. Μόνο τα κοράκια παρέμειναν. Ο ορίζοντας κατάπιε τελικά τον ήλιο, κι άρχισε να πέφτει πραγματικά το σκοτάδι, που ρούφηξε τα κοράκια και το ρούφηξαν κι αυτά, γιατί η μαυρίλα τους ήταν πιο αδιαπέραστη από οποιαδήποτε νύχτα. Κάποτε η νυφίτσα ξαναγύρισε. Το πτώμα ενός χοντρού αρουραίου κρεμόταν άνευρα από τα σαγόνια της, κι η γεύση του αίματός του πλημμύριζε το στόμα της. Με δυσκολία συγκρατήθηκε για να μην τον ξεσκίσει μόλις τον σκότωσε, αλλά άκουσε το ένστικτό της, που της έλεγε να ελέγξει τις παρορμήσεις της. Ανταμείφθηκε ωστόσο για την αυτοσυγκράτησή της –ένα μικρότερο ποντίκι βρέθηκε στο διάβα της καθώς γύριζε στο σπίτι της, οπότε καταβρόχθισε αυτό αντί για τον αρουραίο

και έκρυψε τα απομεινάρια του. Ίσως τα μάζευε αργότερα, αφού πρώτα αποθήκευε σε σίγουρο μέρος το μεγαλύτερο τρόπαιο. Δεν άκουσε το κοράκι να πλησιάζει. Το πήρε είδηση όταν ένιωσε τα νύχια του να τη χτυπούν στη ράχη, τρυπώντας τη γούνα και τη σάρκα της. Το πουλί την καθήλωσε στο έδαφος και μετά άρχισε να την τσιμπολογάει αργά, ανοίγοντας τρύπες στο κορμί της με το μακρύ ράμφος του. Δεν την έφαγε. Τη βασάνισε μονάχα μέχρι θανάτου, παρατείνοντας την αγωνία της. Όταν την είχε μετατρέψει πια σε μια ματωμένη τριχωτή μάζα, άφησε το κουφάρι για τα πτωματοφάγα ζώα και γύρισε στους συντρόφους του. Περίμεναν να αρχίσει το κυνήγι, και ήταν περίεργα για τον κυνηγό που θα ερχόταν. Όχι, περίεργος για τον κυνηγό ήταν αυτός που τα είχε στείλει εκεί, και τα κοράκια παρακολουθούσαν για λογαριασμό του. Γιατί εκείνος ήταν το μεγαλύτερο αρπακτικό απ’ όλους.

2

M

ερικές αλήθειες είναι τόσο φοβερές που δεν πρέπει να λέγονται φωναχτά, τόσο απαίσιες που μέχρι και η παραδοχή τους ενέχει τον κίνδυνο να θυσιάσει κανείς ένα ζωτικό κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής του, να βρεθεί σε έναν κόσμο ακόμη πιο παγερό, ακόμη πιο σκληρό. Το παράδοξο είναι ότι, προκειμένου να μη μετατραπεί τούτος ο κόσμος σε οστεοφυλάκιο, πρέπει ορισμένοι να αποδεχτούν αυτές τις αλήθειες, ενώ συνεχίζουν βαθιά στα φυλλοκάρδια τους, στην ψυχή τους, να ελπίζουν πεισματικά στο ενδεχόμενο ότι, έστω για μία φορά, ο κόσμος μπορεί να τις διαψεύσει, ότι, σ’ αυτή την περίπτωση, ο Θεός δε θα έχει κλείσει στιγμιαία τα μάτια Του. Ιδού μία από αυτές τις αλήθειες: Μετά την παρέλευση τριών ωρών, η απαγωγή ενός παιδιού έχει καθιερωθεί να αντιμετωπίζεται ως ανθρωποκτονία.

Το πρώτο πρόβλημα που αντιμετώπισαν όσοι ερευνούσαν την εξαφάνιση της Άννας Κόρι προέκυψε από την καθυστέρηση ενεργοποίησης του σχετικού συναγερμού. Το κορίτσι είχε εξαφανιστεί από ένα μικρό αλλά πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο στα ηπειρωτικά όπου είχε πάει με μια φίλη της από το σχολείο, την Έλεν Ντιμπιούκ, και με τη μητέρα της Έλεν για να κάνει μερικά σαββατιάτικα ψώνια, και κυρίως για να πάρει ένα αντίτυπο του βιβλίου Ο Υπέροχος Γκάτσμπι για το σχολείο. Η Άννα είχε αφήσει τις Ντιμπιούκ για να ψάξει σε ένα βιβλιοπωλείο καινούριων και μεταχειρισμένων βιβλίων, ενώ εκείνες πήγαν στο Σίερς για να αγοράσει η Έλεν καθημερινά παπούτσια. Δεν ανησύχησαν ιδιαίτερα όταν πέρασαν είκοσι λεπτά χωρίς να εμφανιστεί η Άννα· ήταν παιδί που λάτρευε τα βιβλιοπωλεία, και οι Ντιμπιούκ ήταν σίγουρες ότι είχε απλώς κουρνιάσει σε μια γωνιά και το είχε ρίξει στο διάβασμα, χαμένη στις σελίδες κάποιου μυθιστορήματος. Αλλά η Άννα δεν ήταν στο βιβλιοπωλείο. Ο υπάλληλος τη θυμήθηκε και είπε ότι το κορίτσι δεν είχε μείνει πολλή ώρα, είχε ρίξει απλώς μια ματιά στα ράφια και μετά είχε πάρει το βιβλίο που ήθελε και είχε φύγει. Η Έλεν και η μητέρα της επέστρεψαν στο αυτοκίνητό τους, αλλά η Άννα δεν ήταν εκεί. Την κάλεσαν στο κινητό της, μα βγήκε κατευθείαν ο τηλεφωνητής. Έψαξαν στο εμπορικό κέντρο, πράγμα που δεν τους πήρε πολλή ώρα, και μετά τηλεφώνησαν στο σπίτι της, για την περίπτωση που είχε γυρίσει με κάποιον άλλο και είχε αμελήσει να τις ενημερώσει, αν και κάτι τέτοια δεν ήταν του χαρακτήρα της. Η Βάλερι Κόρι, η μητέρα της Άννας, δε βρισκόταν στο σπίτι. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, είχε πάει να τη χτενίσει η Λουίζ Ντουσέ, που είχε ανοίξει ένα μικρό κομμωτήριο στο πίσω μέρος του σπιτιού της, πέρα από τη Μέιν Στρητ. Το τηλέφωνο της Βάλερι χτυπούσε την ώρα που η Λουίζ την έλουζε, και το κουδούνισμα δεν ακούστηκε πάνω από τον ήχο του νερού. Τελικά η κυρία Ντιμπιούκ ειδοποίησε όχι την Άμεσο Δράση, αλλά την Αστυνομία του Πάστορ’ς Μπέι. Ήταν μια κίνηση που έγινε καθαρά από συνήθεια, αποτέλεσμα της ζωής σε μια μικρή πόλη με το δικό της αστυνομικό τμήμα, αλλά προκάλεσε μία ακόμη καθυστέρηση, καθώς ο διοικητής Άλαν αναρωτιόταν αν έπρεπε να ειδοποιήσει ή όχι την κομητειακή και την πολιτειακή αστυνομία, που με τη σειρά τους θα ενημέρωναν τον Τομέα Διερεύνησης Εγκλημάτων της περιοχής ευθύνης τους. Μέχρι να σημάνει ο συναγερμός εξαφάνισης ανηλίκων, είχε περάσει πάνω από μία ώρα και

δεκαπέντε λεπτά, ή αλλιώς πάνω από το ένα τρίτο του τρίωρου διαστήματος που θεωρείται κρίσιμο σε ενδεχόμενη απαγωγή ανηλίκου, μετά την παρέλευση του οποίου το παιδί λογίζεται νεκρό για τους σκοπούς της έρευνας. Από τη στιγμή όμως που σήμανε ο συναγερμός, οι Αρχές αντέδρασαν γρήγορα. Η Πολιτεία είχε ορίσει διαδικασίες για την περίπτωση τέτοιου είδους εξαφανίσεων, οι οποίες και ενεργοποιήθηκαν αμέσως, υπό το συντονισμό της αρμόδιας μεικτής ομάδας. Περίπολοι της αστυνομίας συνέκλιναν στην περιοχή και άρχισαν να ψάχνουν στους δρόμους. Μία ομάδα της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας στάλθηκε στο Πάστορ’ς Μπέι για να ερευνήσει τον υπολογιστή της Άννας Κόρι και να ζητήσει από τη μητέρα της έγγραφη άδεια πρόσβασης στα αρχεία του κινητού της Άννας, ώστε να μη χρειαστεί δικαστική εντολή. Ενημερώθηκε ο πάροχος και έγιναν προσπάθειες να εντοπιστεί το τηλέφωνο της Άννας με τριγωνομέτρηση, αλλά όποιος την είχε απαγάγει δεν είχε κλείσει απλώς τη συσκευή· είχε αφαιρέσει και την μπαταρία, καθιστώντας έτσι αδύνατο τον εντοπισμό της με την επεξεργασία του σήματος των κεραιών. Οι λεπτομέρειες σχετικά με το θύμα διοχετεύτηκαν στο NCIC, οπότε η Άννα Κόρι έγινε και επίσημα «άτομο που έχει εξαφανιστεί ή διατρέχει κίνδυνο». Αυτός ο χαρακτηρισμός ενεργοποίησε την αυτόματη ειδοποίηση προς το Κέντρο για τα Εξαφανισμένα και Κακοποιημένα Παιδιά και το FBI. Η Ομάδα Άνταμ, στελεχωμένη από ειδικευμένα μέλη του Κέντρου, και η περιφερειακή Ομάδα Αντιμετώπισης Απαγωγών Παιδιών του FBI στη Βοστόνη τέθηκαν σε συναγερμό περιμένοντας επίσημο αίτημα βοήθειας από την Πολιτειακή Αστυνομία του Μέιν. Οι δασοφύλακες και οι θηροφύλακες άρχισαν να προετοιμάζονται για τη διεξαγωγή ενδελεχούς έρευνας των φυσικών ζωνών γύρω από τον τόπο της εικαζόμενης απαγωγής. Όταν πέρασε το όριο των τριών ωρών χωρίς να βρεθεί η Άννα Κόρι, οι άνθρωποι των μονάδων επιβολής του νόμου ρίγησαν. Ήταν μια σιωπηρή παραδοχή ότι φαινόταν πλέον απαραίτητο να αλλάξει ο χαρακτήρας της έρευνας. Έγινε η καταγραφή των μελών της οικογένειας και του στενού περιβάλλοντός της, που είναι οι πρώτοι ύποπτοι όποτε συμβαίνει κάτι κακό σε ένα παιδί. Όλοι συμφώνησαν να καταθέσουν περνώντας παράλληλα τη δοκιμασία ανίχνευσης ψεύδους. Πρώτη κλήθηκε η Βάλερι Κόρι. Πέντε λεπτά αφότου ξεκίνησε η κατάθεσή της, το FBI δέχτηκε ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα.

Η Άννα Κόρι αγνοούνταν πάνω από εβδομήντα δύο ώρες, αλλά η εξαφάνισή της ήταν αλλόκοτη, αν μπορεί να ειπωθεί ότι οι περιστάσεις απαγωγής ενός παιδιού είναι πιο περίεργες από τις περιστάσεις απαγωγής κάποιου άλλου παιδιού. Ίσως θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι αυτό που θεωρήθηκε περίεργο ήταν το επακόλουθο της εξαφάνισης, αφού η Βάλερι Κόρι, η μητέρα του θύματος, δε φερόταν με τον τρόπο που θα περίμενε κανείς σε ανάλογες συνθήκες. Στην αρχή φάνηκε να διστάζει να εμφανιστεί στις τηλεοπτικές κάμερες. Αρχικά τουλάχιστον, δεν έγιναν δηλώσεις από μέρους της, ούτε από συγγενείς για λογαριασμό της, στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ και στις εφημερίδες. Η εξαφάνιση της κόρης της έγινε σταδιακά μόνο μέρος ενός δημόσιου θεάματος, η πιο πρόσφατη πράξη σε μια παράσταση διαρκείας που εκμεταλλευόταν τη γενικώς ακαταμάχητη έλξη που ασκούν στον κόσμο οι βιασμοί, οι φόνοι και οι διάφορες άλλες ανθρώπινες τραγωδίες. Η διοχέτευση πληροφοριών για το κορίτσι στα μέσα ενημέρωσης αφέθηκε στην κρίση της αστυνομίας, πολιτειακής και τοπικής, και στις πρώτες δώδεκα ώρες μετά το συναγερμό εξαφάνισης οι σχετικές λεπτομέρειες δίνονταν με

φειδώ. Οι έμπειροι ανταποκριτές διαισθάνθηκαν ότι οι Αρχές εξέπεμπαν αντιφατικά μηνύματα και μυρίστηκαν πως πίσω από αυτά καθαυτά τα γεγονότα της εξαφάνισης του παιδιού υπήρχε μια άλλη ιστορία, αλλά οι προσπάθειες προσέγγισης των πηγών τους στην αστυνομία βρήκαν τοίχο. Ακόμη και ο ντόπιος πληθυσμός του Πάστορ’ς Μπέι φαινόταν να έχει συστρατευθεί σε ενιαίο μέτωπο, και οι ανταποκριτές δυσκολεύονταν να βρουν κάποιον διατεθειμένο να σχολιάσει την υπόθεση έστω και με γενικότητες, μολονότι αυτό αποδόθηκε μάλλον στη χαρακτηριστική ιδιορρυθμία των ντόπιων παρά σε μια εκτεταμένη συνωμοσία σιωπής. Τρεις μέρες μετά την απαγωγή της κόρης της, η Βάλερι Κόρι συμφώνησε –ή της επετράπη– να δώσει την πρώτη της δημόσια συνέντευξη, κατά την οποία θα έκανε έκκληση σε όποιον είχε πληροφορίες για το κορίτσι να μιλήσει στις Αρχές. Αυτού του είδους οι εκκλήσεις παρουσίαζαν πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα. Τραβούσαν περισσότερο την προσοχή του κοινού, και με τον τρόπο αυτό μπορεί να ενθάρρυναν πιθανούς μάρτυρες να βοηθήσουν. Από την άλλη πλευρά όμως, συχνά σ’ αυτές τις περιπτώσεις όσο πιο συναισθηματική ήταν η πίεση που ασκούνταν στο δράστη τόσο πιο ψηλοί γίνονταν οι τοίχοι που μπορεί να ύψωνε γύρω του, οπότε υπήρχε ο κίνδυνος μια δημόσια έκκληση να προκαλέσει την αρνητική αντίδραση του απαγωγέα. Παρ’ όλ’ αυτά, αποφασίστηκε ότι η Βάλερι έπρεπε να εμφανιστεί μπροστά στις κάμερες. Η συνέντευξη Τύπου δόθηκε στο δημοτικό κτίριο του Πάστορ’ς Μπέι, ένα απλό κτίσμα με ξύλινο σκελετό πολύ κοντά στον κεντρικό δρόμο, τη Μέιν Στρητ –που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ονομαστεί «Μοναδικός Δρόμος», εφόσον δεν υπήρχαν άλλες οδικές αρτηρίες που να δικαιολογούν τον τίτλο «κεντρικός δρόμος», αν, δε, απομακρυνόταν κάποιος λίγα μέτρα παραπάνω από την κατάφωτη Μέιν Στρητ, βρισκόταν ουσιαστικά στο πουθενά. Πιο δίπλα, κολλητά το ένα στο άλλο, υπήρχαν ένα ντράγκστορ και ένα κατάστημα γενικού εμπορίου, που ανήκαν και τα δύο στην ίδια οικογένεια· δύο μπαρ, από τα οποία το ένα λειτουργούσε και σαν πιτσαρία· ένα βενζινάδικο· μία πανσιόν που δε διαφήμιζε την ύπαρξή της, καθώς οι ιδιοκτήτες ήθελαν με κάθε τρόπο να αποφύγουν την προσέλκυση της «λάθος είδους» πελατείας, οπότε, για να εξασφαλίζουν πελάτες, στηρίζονταν αποκλειστικά στη διαφήμιση από στόμα σε στόμα· δύο οίκοι λατρείας, ένας των βαπτιστών και ένας των καθολικών, οι οποίοι επίσης δε διαφήμιζαν υπερβολικά την παρουσία τους, και μία μικρή βιβλιοθήκη που άνοιγε μόνο τα πρωινά, ή και καθόλου εάν η βιβλιοθηκάριος είχε κάποια άλλη δουλειά να κάνει. Όταν δόθηκε στο τσίρκο των μέσων ενημέρωσης αυστηρά ελεγχόμενη πρόσβαση στην πόλη, σημειώθηκε η σημαντικότερη συρροή ξένων που είχε γνωρίσει το Πάστορ’ς Μπέι από τον καιρό της επίσημης ίδρυσής του, το 1787. Η πόλη είχε πάρει το όνομά της από έναν κοσμικό ιεροκήρυκα που λεγόταν Τζέιμς Γουέστον Χάρις και είχε έρθει στην περιοχή το 1755, κατά τη διάρκεια του αγγλογαλλικού πολέμου. Ένα χρόνο νωρίτερα, ο Χάρις ήταν μέλος μιας μικρής ομάδας σαράντα αντρών, με επικεφαλής τον Γουίλιαμ Τρεντ, που είχαν αναλάβει την ευθύνη κατασκευής οχυρωματικών έργων στη συμβολή των ποταμών Αλεγκένι και Μονονγκαχίλα στην Περιοχή Οχάιο. Πριν προλάβει να ολοκληρωθεί η περίφραξη, έφτασε ο Γαλλοκαναδός λοχαγός Κλοντ-Πιερ Πεκοντύ ντε Κοντρεκέρ με πεντακόσιους άντρες, αλλά επέτρεψε στους ανθρώπους του Τρεντ να φύγουν ανενόχλητοι, και μάλιστα αγόρασε τα εργαλεία τους για να συνεχίσει την κατασκευή του οχυρού που στη συνέχεια θα ονομαζόταν Φορτ Ντουκέιν. Ο Χάρις, που είχε πιστέψει ότι διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο και περίμενε καρτερικά να πεθάνει στα χέρια των Γάλλων, θεώρησε τη σωτηρία του σημάδι ότι έπρεπε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη διάδοση του λόγου του Θεού, και έτσι οδήγησε την οικογένειά του στην άκρη μιας χερσονήσου στη

Νέα Αγγλία με σκοπό να ιδρύσει εκεί έναν οικισμό. Οι αυτόχθονες, οι Ινδιάνοι Πενόμπσκοτ –που είχαν συνταχθεί με τους Γάλλους, εν μέρει λόγω της φυσικής αντιπάθειας που έτρεφαν προς τους Μόχοκ, οι οποίοι ήταν σύμμαχοι των Άγγλων–, δεν εντυπωσιάστηκαν από την ανανεωμένη θεϊκή αποστολή του Χάρις και τον πετσόκοψαν πριν κλείσει ένα μήνα στη γη τους. Χάρισαν όμως τη ζωή στην οικογένειά του. Μετά την κατάπαυση των εχθροπραξιών, η οικογένεια Χάρις επέστρεψε στην περιοχή και δημιούργησε την κοινότητα που έμελλε να γίνει γνωστή ως Πάστορ’ς Μπέι*. Η τύχη τους δε βελτιώθηκε πάντως, και οι δίδυμες δυνάμεις της θνητότητας και της απογοήτευσης εξάγνισαν τελικά το Πάστορ’ς Μπέι από κάθε κατάλοιπο της παρουσίας των Χάρις. Έστω κι έτσι όμως, άφησαν πίσω τους μια μικρή πόλη, παρ’ ότι ορισμένοι έλεγαν πως αυτός ο πρώτος θάνατος, ο θάνατος του Χάρις, είχε καταδικάσει το Πάστορ’ς Μπέι, που ποτέ δεν κατάφερε να προκόψει πραγματικά. Επέζησε, και αυτό ήταν μέσες άκρες το καλύτερο που θα μπορούσε να πει κανείς για τη συγκεκριμένη πόλη. Τώρα, τόσους αιώνες μετά, το Πάστορ’ς Μπέι είχε βρεθεί στο επίκεντρο σημαντικής προσοχής για πρώτη φορά αφότου ρίχτηκαν και ποτίστηκαν με το αίμα του Τζέιμς Γουέστον Χάρις οι σπόροι της ίδρυσής του. Οχήματα των ειδησεογραφικών συνεργείων ήταν σταθμευμένα στη Μέιν Στρητ και ανταποκριτές στήνονταν μπροστά στις κάμερες, με τις πλάτες στραμμένες στο δρόμο, και διηγούνταν το μαρτύριο αυτής της μικρής πόλης του Μέιν. Έχωναν τα μικρόφωνά τους στα πρόσωπα ανθρώπων που δεν είχαν καμιά διάθεση να δουν τους εαυτούς τους στην τηλεόραση, ούτε να μιλήσουν με ξένους για την κακοτυχία ενός δικού τους. Μπορεί η Βάλερι Κόρι και το κορίτσι της να ήταν «από αλλού», αλλά είχαν φτιάξει το σπιτικό τους στο Πάστορ’ς Μπέι και οι κάτοικοι τις είχαν αγκαλιάσει προστατευτικά. Ο διοικητής του τοπικού αστυνομικού τμήματος δεν αποθάρρυνε αυτή την υποστήριξη, γεγονός που έκανε κάποιους πολίτες του Πάστορ’ς Μπέι να ψιθυρίζουν, όπως ακριβώς οι δημοσιογράφοι, ότι η εξαφάνιση της Άννας Κόρι έκρυβε ενδεχομένως περισσότερα από όσα φαίνονταν. Στη μια πλευρά του δημοτικού κτιρίου είχε στηθεί ένα τραπέζι με καφέ και κουλουράκια για τους επισκέπτες. Το σερβίρισμα είχαν αναλάβει η Έλι και η Έριν Χόουτον, δύο δίδυμες γεροντοκόρες απροσδιόριστης ηλικίας. Η Έριν ήταν επίσης η βιβλιοθηκάριος της πόλης, ενώ η αδερφή της διηύθυνε τη μυστηριώδη, ελιτίστικη πανσιόν, μολονότι δεν ήταν σπάνια η ανταλλαγή ρόλων μεταξύ τους ανάλογα με τα κέφια τους. Εφόσον ήταν ολόιδιες, αυτό ελάχιστα επηρέαζε την ομαλή λειτουργία της κοινότητας. Σέρβιραν τον καφέ με τον ίδιο τρόπο που έκαναν και όλες τις άλλες δουλειές τους, εθελοντικές ή μη: με μια ευγένεια που αποθάρρυνε την υπερβολική οικειότητα και μια αυστηρότητα που δεν ανεχόταν την ανυπακοή. Όταν οι πρώτοι ανταποκριτές άρχισαν να διαγκωνίζονται μπροστά στο τραπέζι, με αποτέλεσμα να χυθεί λίγη κρ έμα από το κανατάκι της, οι αδερφές έδειξαν σαφώς με τον τρόπο που κρατούσαν τις καφετιέρες ότι δε θα ανέχονταν τέτοιες ανοησίες, και οι σκληρόπετσοι δημοσιογράφοι δέχτηκαν την κατσάδα σαν συνεσταλμένα σχολιαρόπαιδα. Οι εκπρόσωποι του Τύπου απηύθυναν όλες τις ερωτήσεις τους στον υπαστυνόμο Στίβεν Λόγκαν, επικεφαλής του Τομέα Διερεύνησης Εγκλημάτων της Πολιτειακής Αστυνομίας του Μέιν για το νότιο τμήμα της Πολιτείας, μολονότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο Λόγκαν τους παρέπεμπε στο διοικητή της Αστυνομίας του Πάστορ’ς Μπέι, τον Κερτ Άλαν, όταν επρόκειτο για τοπικά ζητήματα. Αναλόγως την ερώτηση, ο Άλαν με τη σειρά του στρεφόταν στη χλομή γυναίκα δίπλα του για να δει αν ήθελε εκείνη να απαντήσει, αλλά κι αυτό μόνο σε περίπτωση που δεν μπορούσε ο ίδιος να δώσει την απάντηση. Όταν η γυναίκα δεν ήθελε να πάρει το λόγο, κουνούσε απλώς μία φορά το κεφάλι

της. Όποτε απαντούσε, το έκανε με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις. Όχι, δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο θα ήθελε κάποιος να απαγάγει την κόρη της. Όχι, δεν είχε τσακωθεί μαζί της, ή τουλάχιστον δεν είχε συμβεί κάτι που θα ήταν πρωτόγνωρο για οποιαδήποτε μητέρα ενός πεισματάρικου δεκατετράχρονου κοριτσιού. Φαινόταν ψύχραιμη, αλλά αν κάποιος την παρατηρούσε πιο προσεκτικά θα έβλεπε ότι η Βάλερι Κόρι διατηρούσε την αυτοκυριαρχία της με τη δύναμη της θέλησής της και μόνο. Ήταν σαν να κοίταζες ένα φράγμα που από στιγμή σε στιγμή θα υποχωρούσε· ένα κοφτερό μάτι μπορούσε να διακρίνει τις ρωγμές που απειλούσαν να εξαπολύσουν τις συσσωρευμένες πίσω από την πρόσοψη δυνάμεις. Όταν κάποιος τη ρώτησε για τον πατέρα του κοριτσιού, τότε μόνο έγιναν εύκολα εμφανείς σε όλους εκείνες οι ρωγμές. Η Βάλερι προσπάθησε να απαντήσει, αλλά τα λόγια την έπνιξαν και για πρώτη φορά άρχισαν να κυλούν δάκρυα από τα μάτια της. Ο Λόγκαν ανέλαβε να παρέμβει και ανακοίνωσε ότι οι δυνάμεις επιβολής του νόμου αναζητούσαν τον πατέρα, κάποιον Αλέκο «Άλεξ» Κόρι, ο οποίος ήταν σε διάσταση με τη σύζυγό του, με την ελπίδα ότι ίσως εκείνος θα μπορούσε να βοηθήσει στις έρευνές τους. Όταν ρωτήθηκε αν ο Κόρι ήταν ύποπτος για την εξαφάνιση της θυγατέρας του, ο Λόγκαν είπε μόνο ότι η αστυνομία δεν απέκλειε κανένα ενδεχόμενο, αλλά ήθελαν όσο το δυνατόν συντομότερα να διαγράψουν τον Αλέκο Κόρι από τη λίστα των υπόπτων. Κατόπιν ο ανταποκριτής μιας εφημερίδας της Βοστόνης παραπονέθηκε ότι δυσκολευόταν να πάρει πληροφορίες και σχόλια από την αστυνομία, οπότε ακούστηκαν μουρμουρητά και από άλλους που συμφωνούσαν. Ο Άλαν απάντησε αδέξια στην ερώτηση, λέγοντας κάτι για «επίδειξη ευαισθησίας απέναντι στην οικογένεια», αλλά το μισό Μέιν θα μπορούσε να είχε απαντήσει καλύτερα, ικανοποιώντας με μία φράση όσους είχαν κάτι παραπάνω από μια επιδερμική γνώση για εκείνα τα μέρη. Ο τόπος εκείνος ήταν το Πάστορ’ς Μπέι. Ο κόσμος ήταν απλώς διαφορετικός εκεί πέρα. Αλλά δεν ήταν αυτή όλη η αλήθεια. Ούτε κατά διάνοια.

Παρακολούθησα τη συνέντευξη Τύπου στο βραδινό δελτίο ειδήσεων όρθιος στο καθιστικό του σπιτιού μου, ενώ η κόρη μου, η Σαμ, αποτέλειωνε το γάλα της κι ένα σάντουιτς στην κουζίνα. Η Ρέιτσελ, η μητέρα της Σαμ και πρώην κοπέλα μου, ήταν καθισμένη στην άκρη μιας πολυθρόνας με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη. Εκείνη και η Σαμ θα πήγαιναν στη Βοστόνη για να πάρουν μια πτήση για το Λος Άντζελες, όπου η Ρέιτσελ θα μιλούσε σε ένα συμπόσιο με θέμα την κλινική πρόοδο στο πεδίο της γνωστικής ψυχοθεραπείας. Νωρίτερα είχε προσπαθήσει να μου εξηγήσει την ουσία αυτής της προόδου, αλλά το μόνο που κατάφερα να υποθέσω ήταν ότι όσοι παρακολουθούσαν το συμπόσιο ήταν πιο έξυπνοι από μένα, και μπορούσαν να μένουν συγκεντρωμένοι για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Η Ρέιτσελ είχε φίλους στην Κομητεία Όραντζ, στους οποίους σκόπευε να μείνει, και η κόρη τους ήταν λίγους μήνες μεγαλύτερη από τη Σαμ. Το συμπόσιο θα διαρκούσε μόνο μία μέρα, και το υπόλοιπο της διαμονής τους στην Καλιφόρνια θα ήταν αφιερωμένο στην Ντίσνεϊλαντ και στα στούντιο της Γιουνιβέρσαλ, όπως είχε υποσχεθεί στη Σαμ από καιρό. Η Σαμ και η Ρέιτσελ ζούσαν στο σπίτι των γονιών της Ρέιτσελ στο Μπέρλινγκτον του Βερμόντ. Εγώ συναντούσα τη Σαμ όσο πιο συχνά μπορούσα, αλλά όχι όσο συχνά θα έπρεπε, κατάσταση που γινόταν ακόμη πιο περίπλοκη, όπως έλεγα τουλάχιστον στον εαυτό μου, επειδή η Ρέιτσελ έβλεπε

κάποιον άλλο εδώ και ένα χρόνο. Ο Τζεφ Ριντ ήταν μεγαλύτερης ηλικίας, πρώην εκτελεστικός διευθυντής του τομέα κεφαλαιαγοράς μιας μεγάλης τράπεζας. Είχε βγει πρόωρα στη σύνταξη, αποφεύγοντας έτσι εύσχημα τις επιπτώσεις των διαφόρων σκανδάλων και καταρρεύσεων στα οποία πιθανόν να είχε συμβάλει και ο ίδιος. Αυτό δεν το ήξερα με βεβαιότητα, αλλά ήμουν αρκετά μικρόψυχος ώστε να τον ζηλεύω για τη θέση που είχε στη ζωή της Ρέιτσελ και της Σαμ. Είχαμε βρεθεί τυχαία όταν είχα πάει να δω τη Σαμ για τα γενέθλιά της, κι εκείνος μου είχε κάνει επίθεση φιλίας. Χρησιμοποίησε όλα τα κόλπα του ανθρώπου που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής και της καριέρας του κάνοντας τους άλλους να τον εμπιστευτούν, δικαίως ή όχι: το πλατύ χαμόγελο, τη σταθερή χειραψία, το αριστερό χέρι στο μπράτσο μου για να με κάνει να αισθανθώ ότι είχα αξία γι’ αυτόν. Μερικά δευτερόλεπτα μετά τη γνωριμία μας, έλεγξα να βεβαιωθώ ότι εξακολουθούσα να έχω το πορτοφόλι και το ρολόι μου. Παρατηρούσα τη Ρέιτσελ να προσέχει διάφορες λεπτομέρειες της τηλεοπτικής συνέντευξης. Είχε επιτρέψει σε μερικές γκρίζες τρίχες να παρεισφρήσουν στα κόκκινα μαλλιά της, και γύρω από τα μάτια και το στόμα της υπήρχαν λεπτές ρυτίδες που δε θυμόμουν να τις είχα ξαναδεί, αλλά εξακολουθούσε να είναι πολύ όμορφη. Αισθάνθηκα έναν πόνο στην καρδιά μου, και τον καταπράυνα με τη γνώση ότι όλα είχαν εξελιχθεί όπως έπρεπε, όσο κι αν μου έλειπαν και οι δύο. «Τι γνώμη έχεις;» τη ρώτησα. «Η γλώσσα του σώματός της είναι παράταιρη», μου απάντησε. «Η γυναίκα αυτή δε βρίσκεται εκεί επειδή το θέλει, και ο λόγος δεν είναι απλώς ότι είναι παγιδευμένη στον εφιάλτη κάθε μητέρας. Φαίνεται φοβισμένη, και δε νομίζω ότι φταίνε οι δημοσιογράφοι γι’ αυτό. Θα διακινδύνευα την εικασία ότι κάτι κρύβει. Έχεις ακούσει τίποτα για την υπόθεση;» «Όχι, αλλά ούτε έχω επιδιώξει να μάθω». Η κάλυψη της συνέντευξης ολοκληρώθηκε, και η παρουσιάστρια συνέχισε με ένα θέμα πολεμικών συρράξεων εκτός συνόρων. Άκουσα ένα θόρυβο πίσω μου, και είδα ότι η Σαμ παρακολουθούσε τόση ώρα τις ειδήσεις από το διάδρομο. Ήταν ψηλή για την ηλικία της, με μαλλιά λίγο πιο ανοιχτόχρωμα από της μητέρας της και σοβαρά καστανά μάτια. «Τι έπαθε το κορίτσι;» ρώτησε μπαίνοντας στο δωμάτιο. Μασουλούσε μια μεγάλη μπουκιά από το σάντουιτς και κρατούσε στο δεξί της χέρι ό,τι είχε απομείνει από αυτό. Είχαν πέσει ψίχουλα στο πουλόβερ της, και της τα τίναξα. Η κίνησή μου δε φάνηκε να της αρέσει καθόλου. Ίσως σχεδίαζε να τα φυλάξει για αργότερα. «Δεν ξέρουν», είπα. «Εξαφανίστηκε, και τώρα προσπαθούν να τη βρουν». «Το έσκασε; Μερικές φορές οι άνθρωποι το σκάνε». «Ίσως, γλυκιά μου». Μου έδωσε το υπόλοιπο σάντουιτς. «Δε θέλω άλλο». «Σ’ ευχαριστώ», είπα. «Θα δώσω να το κορνιζάρουν». Η Σαμ με κοίταξε παράξενα και μετά ρώτησε αν μπορούσε να βγει έξω. «Και βέβαια», είπε η Ρέιτσελ. «Φρόντισε όμως να μείνεις κάπου που να σε βλέπουμε». Η Σαμ έκανε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε. «Μπαμπά», είπε, «εσύ βρίσκεις ανθρώπους, έτσι δεν είναι;» «Ναι, έτσι είναι». «Πρέπει να πας να βρεις το κορίτσι», μου είπε, και μετά έφυγε με πηδηχτά βηματάκια. Σε λίγα δευτερόλεπτα φάνηκε η κορυφή του κεφαλιού της στο παράθυρο, καθώς άρχισε να εξερευνά τα παρτέρια με τα λουλούδια. Στη διάρκεια της τελευταίας της επίσκεψης με είχε βοηθήσει να φυτέψω

ντόπια πολυετή φυτά σε όλα τα παρτέρια, αφού είχα παραμελήσει λίγο τον κήπο από τότε που έφυγαν εκείνη και η μητέρα της. Τώρα υπήρχαν λαγόχορτα, καμπανούλες, ορχιδέες και διάφορα άλλα είδη, όλα με τις αντίστοιχες ταμπελίτσες για να ξέρει η Σαμ τι ήταν το καθένα. Δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμη, αλλά τα φώτα στον εξωτερικό χώρο του σπιτιού ενεργοποιούνταν μόλις ανίχνευαν κίνηση, και της Σαμ της άρεσε να τα ανάβει χορεύοντας από κάτω. Η Ρέιτσελ πήγε στο παράθυρο και της κούνησε το χέρι. Έσβησα την τηλεόραση και στάθηκα δίπλα της. «Είναι φορές που την κοιτάζω και βλέπω εσένα», μου είπε. «Ή που μιλάει κι εγώ ακούω τη δική σου φωνή. Μοιάζει περισσότερο σ’ εσένα παρά σ’ εμένα, νομίζω. Δεν είναι παράξενο αυτό, από τη στιγμή που σε βλέπει τόσο λίγο;» Δεν μπόρεσα να μην αντιδράσω, και η Ρέιτσελ ζήτησε αμέσως συγνώμη. Ακούμπησε το μπράτσο μου απαλά με το δεξί της χέρι. «Δεν ήθελα να ακουστεί έτσι. Δε σε κατηγορώ. Παραθέτω απλώς ένα γεγονός», εξήγησε. Έστρεψε πάλι την προσοχή της στην κόρη μας. «Της αρέσει να βρίσκεται κοντά σου, ξέρεις. Ο Τζεφ είναι καλός μαζί της, και την κακομαθαίνει, αλλά η Σαμ πάντοτε κρατάει κάποια απόσταση από αυτόν». Μπράβο, Σαμ, είπα με το νου μου. Κατά πάσα πιθανότητα, θα σε συμβούλευε να επενδύσεις το χαρτζιλίκι σου σε όπλα και στις μεγάλες καπνοβιομηχανίες. «Είναι πολύ συγκρατημένο παιδί», συνέχισε η Ρέιτσελ. «Έχει φίλους, και τα πάει καλά στο νηπιαγωγείο –περισσότερο από καλά: είναι το πιο προχωρημένο παιδί στην τάξη της σχεδόν σε όποιο θέμα μπορείς να φανταστείς. Αλλά υπάρχει ένα κομμάτι της που το κρατάει μέσα της και για τον εαυτό της· ένα μυστικό κομμάτι. Αυτό δεν το πήρε από μένα. Είναι δικό σου στοιχείο». «Δε φαίνεσαι πεπεισμένη ότι πρόκειται για καλό χαρακτηριστικό». Εκείνη χαμογέλασε. «Δεν ξέρω τι είναι, κι έτσι δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη». Το χέρι της εξακολουθούσε να ακουμπά το μπράτσο μου. Ξαφνικά φάνηκε να το πρόσεξε και το άφησε να πέσει, αλλά η κίνησή της δεν έκρυβε καμιά βιασύνη. Αυτό που υπήρχε πια ανάμεσά μας ήταν διαφορετικό· υπήρχε θλίψη εκεί, αίσθημα μεταμέλειας επίσης, αλλά όχι πόνος, ή τουλάχιστον όχι τόσο έντονος ώστε να επηρεάζει τη συμπεριφορά μας όταν συναντιόμασταν. «Κάνε μια προσπάθεια να τη βλέπεις λίγο πιο συχνά», είπε η Ρέιτσελ. «Μπορούμε να το κανονίσουμε». Δεν απάντησα. Σκέφτηκα τη Βάλερι Κόρι και το κορίτσι της που αγνοούνταν. Σκέφτηκα τη μακαρίτισσα τη γυναίκα μου και την πρώτη μου κόρη, που αποσπάστηκαν βίαια από αυτό τον κόσμο, αλλά παρέμεναν μέσα του με μια άλλη μορφή ύπαρξης. Είχα γίνει μάρτυρας της θολής ανάμειξης των κόσμων, παρακολουθώντας στοιχεία από αυτό που κάποτε υπήρξε και από αυτό που επρόκειτο να έρθει να διαχέονται σ’ αυτή τη ζωή σαν μαύρο μελάνι μέσα στο νερό. Ήξερα πως υπάρχει μια μορφή κακού που ξεπερνά τις ανθρώπινες ικανότητες, που αποτελεί την πηγή όλων των άλλων μορφών κακού. Όπως ήξερα και ότι ήμουν σημαδεμένος, έστω κι αν δεν καταλάβαινα ακόμη για ποιο σκοπό. Γι’ αυτό λοιπόν είχα κρατήσει τις αποστάσεις μου από το ίδιο μου το παιδί, επειδή φοβόμουν αυτό στο οποίο θα μπορούσα να το εκθέσω. «Θα κάνω ό,τι μπορώ», είπα λέγοντας ψέματα. Η Ρέιτσελ σήκωσε πάλι το χέρι της, αλλά αυτή τη φορά άγγιξε το πρόσωπό μου, ιχνηλατώντας τα χαρακτηριστικά μου, ακολουθώντας τις γραμμές των οστών, κι αισθάνθηκα τα μάτια μου να καίνε. Τα έκλεισα για μια στιγμή, και σ’ εκείνο το απειροελάχιστο διάστημα βρέθηκα να ζω μια άλλη ζωή. «Ξέρω ότι προσπαθείς να την προστατεύσεις μένοντας μακριά της, αλλά το σκέφτηκα πολύ αυτό το θέμα», μου είπε. «Στην αρχή, ήθελα να φύγεις από τη ζωή μας. Με φόβιζες, τόσο εξαιτίας αυτών

που ήσουν ικανός να κάνεις, όσο και εξαιτίας των αντρών και των γυναικών που σε ανάγκαζαν να ενεργείς έτσι, αλλά πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία, και αυτή η ισορροπία λείπει τώρα. Είσαι ο πατέρας της, και κρατώντας αυτή την απόσταση την πληγώνεις. Και οι δύο την πληγώνουμε, γιατί ήμουν εξίσου υπαίτια για όσα συνέβησαν. Πρέπει και οι δυο μας να προσπαθήσουμε περισσότερο, για το καλό της. Είμαστε σύμφωνοι, λοιπόν;» «Είμαστε σύμφωνοι», είπα. «Σ’ ευχαριστώ». «Δε θα με ευχαριστείς όταν θα σε τραβολογάει για ψώνια στο Αμέρικαν Γκερλ. Ούτε η τσέπη σου θα με ευχαριστεί». Η Σαμ καθόταν ανακούρκουδα κοντά στα δέντρα. Μάζευε κλαδιά και κλαράκια και τα λύγιζε, δοκιμάζοντας να τους δώσει διάφορα σχήματα. «Πώς και έκανες αυτές τις σκέψεις;» ρώτησα. «Η Σαμ το προκάλεσε», απάντησε η Ρέιτσελ. «Με ρώτησε αν ήσουν καλός άνθρωπος, επειδή βρίσκεις τους κακούς ανθρώπους και τους βάζεις στη φυλακή». «Κι εσύ τι της είπες;» «Την αλήθεια: ότι είσαι καλός άνθρωπος. Ανησύχησα όμως μήπως το γεγονός ότι ήξερε τι δουλειά κάνεις σήμαινε επίσης ότι είχε συνδέσει το επάγγελμά σου με τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται, και τη ρώτησα αν φοβόταν για σένα. Η απάντησή της ήταν αρνητική, και την πίστεψα». «Σου είπε για ποιο λόγο δε φοβόταν;» «Όχι». Η Ρέιτσελ συνοφρυώθηκε. «Είπε μονάχα κάτι πολύ παράξενο –δεν ήταν παράξενες οι λέξεις που χρησιμοποίησε, αλλά ο τρόπος που τις είπε. Είπε ότι οι κακοί είναι αυτοί που πρέπει να σε φοβούνται, αλλά δεν αστειευόταν, ούτε επρόκειτο για λεονταρισμό. Ήταν πολύ σοβαρή, και πολύ σίγουρη. Έπειτα απλώς γύρισε πλευρό και κοιμήθηκε. Συνέβη προχτές το βράδυ, και στη συνέχεια δε μου κολλούσε ύπνος. Ήταν σαν να μιλούσα σε έναν ιεροφάντη, αν βγάζεις νόημα από αυτό που λέω». «Αν η Σαμ έχει μαντικές ικανότητες, στη θέση σου δε θα το κουβέντιαζα καθόλου», σχολίασα. «Αλλιώς θα δεις τη μισή Νέα Αγγλία να συρρέει εδώ και να της ζητάει τους αριθμούς του λαχείου, ενώ ο Τζεφ πιθανότατα θα χρεώνει την επίσκεψη δέκα δολάρια το κεφάλι». Η Ρέιτσελ μου έριξε μια μπουνιά στο χέρι και πήγε προς την πόρτα. Είχε έρθει η ώρα να φύγουν. «Φτιάξ’ τα με καμία», μου είπε. «Λίγο ακόμη και θα βάλεις ράσα». «Δεν είναι η κατάλληλη εποχή του χρόνου», απάντησα. «Ποτέ δεν αρχίζεις τα ραντεβού όταν μπαίνει χειμώνας. Τα πολλά ρούχα το ένα πάνω στ’ άλλο δε σ’ αφήνουν να καταλάβεις τι πήρες μέχρι να είναι πια πολύ αργά». «Τώρα μίλησε ο κυνικός». «Όλοι οι κυνικοί υπήρξαν κάποτε ρομαντικοί. Οι περισσότεροι εξακολουθούν να είναι». «Θεέ μου, έμπλεξα με φιλόσοφο της πεντάρας». Τη βοήθησα να βάλει το παλτό της και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. «Να θυμάσαι αυτά που είπαμε». «Θα τα θυμάμαι». Φωνάξαμε τη Σαμ, που καθόταν τώρα έξω στο παγκάκι. Καθώς ερχόταν προς το μέρος μας είχε κάτι κρυμμένο κάτω από το πανωφόρι της, αλλά δεν το φανέρωσε παρά αφότου αγκαλιαστήκαμε. Τότε το έβγαλε προσεκτικά και μου το έβαλε στο χέρι. Ήταν ένας σταυρός. Τον είχε φτιάξει από κλαράκια που τα είχε πλέξει μεταξύ τους όπου μπορούσε, ενώ σε άλλα σημεία τα είχε δέσει με κισσό.

«Έχε τον για όταν έρθουν οι κακοί άνθρωποι», μου είπε. Η Ρέιτσελ κι εγώ κοιταχτήκαμε αλλά δεν είπαμε τίποτα, και μόνο όταν είχαν ήδη φύγει συνειδητοποίησα πόσο παράξενα ήταν τα λόγια της. Δε μου είχε δώσει το σταυρό για να κρατήσω μακριά τους κακούς, όπως θα περίμενε κανείς από ένα παιδί. Όχι, στο δικό της μυαλό τίποτα δεν μπορούσε να κρατήσει μακριά τους κακούς. Θα έρχονταν οπωσδήποτε, κι εγώ θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσω. * Pastor’s Bay: Ο Κόλπος του Πάστορα. (Σ.τ.Μ.)

3

Σ

ιγανές φωνές παντού καθώς ο φθινοπωρινός άνεμος έλεγε ψιθυριστά πόσο λυπόταν και τα καφετιά φύλλα παρασύρονταν στα ρείθρα ενώ το ψιλόβροχο ξάφνιαζε με την αίσθηση της παγωνιάς που προκαλούσε. Οι τουρίστες είχαν αραιώσει πια στους δρόμους του Φρίπορτ· έρχονταν κυρίως τα Σαββατοκύριακα, κι αυτή την καταθλιπτική μέρα τα μαγαζιά ήταν ουσιαστικά άδεια. Τα όμορφα αγόρια και κορίτσια στο Άμπερκρομπι & Φιτς δίπλωναν και ξαναδίπλωναν τα ρούχα για να περάσει η ώρα, και μερικοί ντόπιοι περιφέρονταν στο Ελ Ελ Μπιν για να κάνουν προετοιμασίες για το χειμώνα, πρώτα όμως θα έριχναν μια ματιά στα μοντέλα της προηγούμενης χρονιάς που πωλούνταν σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές στο πρατήριο λιανικής του καταστήματος, αφού ό,τι μπορεί να εξοικονομήσει κανείς καλό είναι, και αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν το συμφέρον τους. Το Σάουθ Φρίπορτ, όμως, ήταν πολύ διαφορετικό από τη νεόπλουτη, εμπορευματοποιημένη βόρεια αδερφή του. Ήταν πιο ήσυχο, και το κέντρο του δεν ήταν τόσο κραυγαλέο, έχοντας διατηρήσει ουσιαστικά την αγροτική ταυτότητά του, παρά την εγγύτητα με το Πόρτλαντ. Αυτός ήταν ο λόγος που η δικηγόρος Έιμι Πράις είχε επιλέξει αυτή την πόλη για να ζήσει και να δουλέψει. Τώρα, καθισμένη στο γραφείο της στη διασταύρωση Παρκ και Φρίπορτ, παρακολουθούσε τη βροχή να σχηματίζει μια περίπλοκη διακλάδωση νευρώσεων πάνω στο παράθυρό της, σαν το τζάμι να ήταν οργανικό δημιούργημα όπως το φτερό ενός εντόμου. Η διάθεσή της βάραινε με κάθε σταγόνα βροχής, με κάθε νεκρό φύλλο που παρασυρόταν, με κάθε εκατοστό γυμνού κλαδιού που αποκάλυπτε το φύλλωμα που έπεφτε. Πόσες φορές είχε σκεφτεί να φύγει από αυτή την Πολιτεία; Κάθε φθινόπωρο έφερνε την ίδια διαπίστωση: Αυτός ο καιρός ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να περιμένει μέχρι το Μάρτιο, ίσως ακόμη και μέχρι τον Απρίλιο. Κι αν τούτα τα μουσκεμένα φύλλα, το παγερό ψιλόβροχο και η σκοτεινιά τα πρωινά και τα απογεύματα ήταν άσχημα, ο χειμώνας θα ήταν πολύ χειρότερος. Ω, ναι, θα υπήρχαν και όμορφες στιγμές, όπως όταν οι ηλιαχτίδες θα σκόρπιζαν πετράδια πάνω στα πρώτα χιόνια, και ο κόσμος εκείνες τις πρώτες πρωινές ώρες θα φαινόταν καθαρός από την ασχήμια του, εξαγνισμένος από τις αμαρτίες του, αλλά μετά η λέρα θα μαζευόταν σε σωρούς, το χιόνι θα βρόμιζε και το γαρμπίλι θα γέμιζε τις σόλες των παπουτσιών της Έιμι και το δάπεδο του αυτοκινήτου της και όλο της το σπίτι, κι εκείνη θα ευχόταν να ήταν ένα από αυτά τα πλάσματα που κοιμούνται κουλουριασμένα σε μια ζεστή, σκοτεινή σπηλιά ή στην κουφάλα κάποιου δέντρου, περιμένοντας να περάσουν οι μήνες του χειμώνα. Η Έιμι τα συλλογιζόταν όλα αυτά ενώ ο παιδοκτόνος έκανε τις δικές του μελαγχολικές σκέψεις έξω από το γραφείο της. Πόσο συνηθισμένος φαινόταν, πόσο κοινός. Είχε μέτριο ανάστημα και διάπλαση, φορούσε μέσης τιμής κουστούμι και ανάλογα παπούτσια. Η γραβάτα του δεν ήταν ούτε πολύ φτηνή ούτε πολύ ακριβή, το χρώμα και το σχέδιό της δεν ήταν ούτε υπερβολικά έντονα ούτε υποτονικά. Το πρόσωπό του ήταν μέτρια όμορφο. Αν η Έιμι ήταν αδέσμευτη και είχε βγει κάποιο βραδάκι για να διασκεδάσει, μπορεί να του μιλούσε αν την πλησίαζε, αλλά δε θα έκανε καμία ιδιαίτερη προσπάθεια να του τραβήξει την προσοχή, κι αν δεν υπήρχε κανενός είδους επαφή ανάμεσά τους, δε θα το μετάνιωνε· σε καμία περίπτωση δε θα αισθανόταν ότι είχε χάσει μια ευκαιρία. Ο άνθρωπος εκείνος, με τον τρόπο του, ήταν προσεκτικά καμουφλαρισμένος, όπως μερικά έντομα που μιμούνται τα φύλλα γύρω τους. Τώρα, όπως συμβαίνει με τέτοια πλάσματα, είχε αποκαλυφθεί από το ξεγύμνωμα

των κλαδιών, από το μαρασμό του φθινοπώρου. Η Έιμι τέντωσε ελαφρά το λαιμό της. Από τη θέση της μπορούσε να δει το είδωλό του στον καθρέφτη που κρεμόταν στον τοίχο του χώρου υποδοχής. Τα μαλλιά του έμοιαζαν με νοτισμένα άχυρα, τα μάτια του είχαν απαλό καστανό χρώμα. Τα χείλη του ήταν από τη φύση τους σουφρωμένα, και τα έσωζε από την εντύπωση της θηλυπρέπειας μια μικρή ουλή που χώριζε στ’ αριστερά το πάνω χείλος του. Ήταν καλοξυρισμένος, με δυνατό πιγούνι· αυτό έδινε στα χαρακτηριστικά του έναν αέρα κύρους που διαφορετικά θα έλειπε. Στο τραπέζι μπροστά του υπήρχαν περιοδικά καθώς και οι τελευταίες εφημερίδες, αλλά δε διάβαζε τίποτα. Καθόταν μάλιστα απόλυτα ασάλευτος, με τα χέρια ακουμπισμένα άτονα στους μηρούς. Μόλις που ανοιγόκλεινε τα μάτια του, τόσο βυθισμένος ήταν στις σκέψεις του. Πρέπει να υπέθετε πως τον είχαν ξεχάσει· στο κάτω κάτω, είχε κάνει μεγάλο ταξίδι και είχε αλλάξει πάρα πολύ. Είχε μια καινούρια ταυτότητα και μια ιστορία προσεκτικά κατασκευασμένη, που συντηρούνταν με επιμέλεια. Δεν υπήρχε τίποτε παράνομο σ’ αυτό· ήταν ένα δώρο από το δικαστήριο, και εκείνος είχε στηριχτεί πάνω του και το είχε εξελίξει στα χρόνια που ακολούθησαν. Το αγόρι, που αποτελούσε μια πολύ θολή ανάμνηση, δεν ήταν ο γεννήτορας αυτού του άντρα, κι όμως ζούσε μέσα του, καθηλωμένο στη στιγμή που έγινε φονιάς. Η Έιμι διερωτήθηκε πόσο συχνά εκείνος αναλογιζόταν την πράξη του. Από την προσωπική της εμπειρία σε τέτοια θέματα (και όχι μόνο επειδή διευθετούσε τα εγκλήματα άλλων, αλλά επίσης γιατί είχε και η ίδια διαχειριστεί το ναυάγιο των δικών της σφαλμάτων και ενοχών), υποψιαζόταν ότι μπορεί κατά καιρούς να περνούσαν μέρες ολόκληρες χωρίς να θυμηθεί τις αμαρτίες του, ούτε ακόμη και την πραγματική του ταυτότητα, αλλιώς η ζωή του θα ήταν ανυπόφορη και το βάρος της απάτης του θα τον λύγιζε. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να συνεχίσει θα ήταν να αρνηθεί στον εαυτό του ότι είχε εμπλακεί σε μια τέτοια εξαπάτηση. Ήταν αυτό που είχε καταλήξει να είναι, και είχε αποδιώξει την ανάμνηση της προηγούμενης ύπαρξής του όπως ακριβώς το έντομο που ξεπροβάλλει από το κουκούλι της χρυσαλλίδας έχει αφήσει πίσω του τη μορφή της προνύμφης. Κι όμως, κάτι πρέπει σίγουρα να παραμένει από εκείνο το πρώιμο στάδιο: ένα όνειρο σαν αυτά που έχουν τα έντομα, μια ανάμνηση της εποχής που δεν μπορούσε να πετάξει, τότε που ήταν κάτι άλλο από αυτό που είναι σήμερα. Οι αμαρτίες σου σε ακολουθούν. Η Έιμι το γνώριζε αυτό, και πίστευε ότι ο άντρας στον προθάλαμο το γνώριζε επίσης. Στην αντίθετη περίπτωση, αν είχε προσπαθήσει να απαρνηθεί την πραγματικότητα των αμαρτιών του, τότε αυτός που θα ερχόταν σε λίγο θα τον έβγαζε από την πλάνη του. Ο άντρας που θα συναντούσαν σύντομα –ο ντετέκτιβ, ο κυνηγός– ήξερε τα πάντα για τις αμαρτίες και τις σκιές. Η μόνη ανησυχία της Έιμι ήταν μήπως ο προσωπικός του πόνος τον έκανε να γυρίσει την πλάτη σ’ εκείνη, αλλά μαζί και στον άνθρωπο που περίμενε έξω από το γραφείο της και είχε ζητήσει τη βοήθειά της. Ο ντετέκτιβ είχε χάσει ένα παιδί. Είχε αγγίξει με τα ίδια του τα χέρια την κομματιασμένη μορφή της πρώτης του κόρης. Ήταν πιθανό ένας τέτοιος άνθρωπος να μην αντιμετωπίσει σπλαχνικά κάποιον που είχε αφαιρέσει τη ζωή ενός κοριτσιού, ανεξάρτητα από το πόσο μικρός ήταν κι ο ίδιος όταν το έκανε. Όλα αυτά θα τα έλεγε αργότερα στον ντετέκτιβ. Προς το παρόν, έστρεψε πάλι την προσοχή της στον άντρα απέξω. Ήταν φονιάς ενός παιδιού, αλλά παιδί κι ο ίδιος όταν σκότωσε το κορίτσι. Μέχρι σήμερα η Έιμι δεν ήξερε την αλήθεια γι’ αυτόν, παρ’ ότι τον είχε εκπροσωπήσει στο παρελθόν, πρώτα σε μια αμφισβητούμενη περίπτωση οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ και στη συνέχεια σε μια διαμάχη με ένα γείτονα που κινδύνευσε να εξελιχθεί σε ανοιχτή εχθροπραξία. Δεν

είχε κανένα λόγο να την ενημερώσει για το παρελθόν του, μολονότι η αγωνία του για τις κτηματικές διαφορές τής είχε φανεί υπερβολική τότε. Οι αποκαλύψεις εκείνου του απογεύματος είχαν ρίξει φως στην κατάσταση. Ο άνθρωπος αυτός απέφευγε κάθε είδους προσοχή. Ακόμη και το επάγγελμά του εγγυημένα έστρεφε σε άλλη κατεύθυνση οποιαδήποτε συζήτηση σχετική με επαγγέλματα. Ήταν φοροτεχνικός και είχε συναλλαγές με μεμονωμένα πρόσωπα και μικρές τοπικές επιχειρήσεις. Κατά κύριο λόγο δούλευε από το σπίτι του. Οι επαφές με τους πελάτες του ήταν ελάχιστες, και αν ήταν απαραίτητες περιορίζονταν κυρίως σε οικονομικά θέματα. Ακόμη κι όταν χρειάστηκε νομική βοήθεια, είχε επιλέξει μια δικηγόρο που το γραφείο της βρισκόταν σχετικά μακριά από τον τόπο κατοικίας του. Υπήρχαν πιο κοντά του δικηγόροι στους οποίους θα μπορούσε να αποταθεί, αλλά προτίμησε να μην το κάνει. Αυτό τότε η Έιμι το είχε βρει κάπως αλλόκοτο, αλλά δεν είχε πια την ίδια άποψη. Ο πελάτης της φοβόταν μήπως μαθευτεί κάτι, μήπως αποκαλυφθεί το μυστικό του σε ένα κρεβάτι, ή με τη συντροφιά ενός ποτού, έτρεμε μήπως μια στιγμιαία αδιακρισία τον έστελνε στον πάτο. Φοβάσαι διαρκώς, σκέφτηκε η Έιμι. Παρ’ ότι άλλαξες τόσο πολύ από τότε που έγινε το έγκλημα, φοβάσαι τη δεύτερη ματιά που ίσως σου ρίξει κάποιος στο μπαρ, την άτυχη στιγμή που θα διασταυρωθεί ο δρόμος σου με κάποιου άλλου, την ώρα που ένας φύλακας ή ένας πρώην συγκρατούμενος ή ένας επισκέπτης των φυλακών στον οποίο κάποιος κάποτε σε είχε δείξει θα συνδέσει τα στοιχεία και θα συνδυάσει το πρόσωπό σου με την ιστορία σου. Ναι, υπάρχει πιθανότητα ο άλλος να κουνήσει το κεφάλι και να συνεχίσει το δρόμο του πιστεύοντας πως έκανε λάθος, κι εσύ θα μπορούσες να απομακρυνθείς στα γρήγορα αν αισθανόσουν το βλέμμα του να σε καίει. Αλλά αν δε συνέχιζε το δρόμο του ή αν, ακόμη χειρότερα, από μια φρικτή σύμπτωση, σε έβλεπε στο καινούριο σου σπίτι, όπου κανείς δε γνώριζε το παρελθόν σου, τι θα γινόταν; Θα αντιμετώπιζες την κατάσταση με θράσος; Θα αποδεχόσουν τη μοίρα σου; Ή θα το έβαζες στα πόδια; Θα μάζευες τα υπάρχοντά σου, θα έμπαινες στο αυτοκίνητό σου και θα γινόσουν άφαντος; Θα προσπαθούσες να ξεκινήσεις πάλι από την αρχή; Ή μήπως το αγόρι που κρύβεται μέσα σου, προικισμένο σήμερα με τη δύναμη ενός άντρα, θα πρότεινε κάποια άλλη διέξοδο; Στο κάτω κάτω, έχεις ήδη σκοτώσει μία φορά. Πόσο δύσκολο θα ήταν να το ξανακάνεις; Η Έιμι έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Ο ντετέκτιβ είχε πει ότι θα βρισκόταν στο γραφείο της σε λιγότερο από μία ώρα, και σπάνια αργούσε. Μια μορφή πέρασε μπροστά από το παράθυρο και μια σκιά μπήκε φευγαλέα στο δωμάτιο και κινήθηκε πάνω από το κορμί της Έιμι πριν χαθεί. Εκείνη άκουσε τις φτερούγες του να χτυπούν, και σχεδόν αισθάνθηκε το άγγιγμα των φτερών του. Έμεινε να κοιτάζει καθώς το κοράκι βολευόταν στο κλαδί της σημύδας που εξείχε πάνω από το μικρό πάρκινγκ. Τα κοράκια την τάραζαν. Έφταιγε το σκοτάδι που τα τύλιγε και η ευφυΐα τους, ο τρόπος με τον οποίο οδηγούσαν λύκους και σκυλιά στη λεία τους. Ήταν αποστάτες μεταξύ των πουλιών: Το ένστικτό τους τα οδηγούσε να προδίδουν στην αγέλη την παρουσία των αδύναμων. Το κοράκι αυτό, όμως, δεν ήταν μόνο του· άλλο ένα είχε κουρνιάσει πιο ψηλά. Η Έιμι δεν το είχε προσέξει έτσι όπως καθόταν με φόντο τα μπλεγμένα κλαδιά του δέντρου. Τώρα ήρθε κι ένα τρίτο. Προσγειώθηκε σε έναν πάσσαλο του φράχτη, τέντωσε για μια στιγμή τα φτερά του και μετά βυθίστηκε σε μια κατάσταση απόλυτης ακινησίας. Ήταν σαν αγάλματα, και όλα κοίταζαν το δρόμο. Περίεργο. Έπειτα όμως η Έιμι ξέχασε για την ώρα τα κοράκια. Εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο, μια παλιά

Μάστανγκ. Ποτέ δεν την πολυενδιέφεραν τα αυτοκίνητα και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα κλασικά αυτοκίνητα μεταξύ τους, αλλά η θέα του συγκεκριμένου οχήματος έφερε ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη της για πρώτη φορά εκείνο το απόγευμα. Ήταν ο ντετέκτιβ και το παιχνίδι του. Βγήκε από το αυτοκίνητό του. Όπως πάντα, η Έιμι τον παρατήρησε με έντονη περιέργεια. Με τον τρόπο του, την αναστάτωνε όπως και τα μαύρα πουλιά που είχαν μαζευτεί εκεί κοντά, η ευφυΐα και τα ένστικτά του ήταν για εκείνη εξίσου αλλότρια με τα δικά τους. Φορούσε σκούρο κουστούμι και λεπτή μαύρη γραβάτα. Ήταν ασυνήθιστο ντύσιμο γι’ αυτόν, αφού κατά κανόνα προτιμούσε τα πιο σπορ ρούχα, αλλά του πήγαινε. Το σακάκι ήταν μονόπετο και εφαρμοστό και το παντελόνι είχε πολύ στενά ρεβέρ. Με το χλομό πρόσωπό του και τα μαύρα μαλλιά που είχαν γκριζάρει εδώ κι εκεί συνέθετε μια μονόχρωμη οπτασία, λες και είχε βρεθεί ξαφνικά στο φθινοπωρινό τοπίο από μια παλιά φωτογραφία, από μια αλλοτινή εποχή. Όσα χρόνια τον γνώριζε, η Έιμι είχε συλλογιστεί αρκετές φορές το λόγο για τον οποίο την τάραζε τόσο πολύ. Εν μέρει, έφταιγε η ροπή του προς τη βία. Όχι, αυτό ήταν άδικο· μάλλον, καλύτερα, ήταν το γεγονός ότι κατέφευγε πολύ πρόθυμα στη βία και ότι προφανώς ένιωθε άνετα με αυτό. Ο ντετέκτιβ είχε σκοτώσει, και η Έιμι ήξερε ότι θα σκότωνε ξανά. Θα του το υπαγόρευαν οι περιστάσεις, επειδή τραβούσε κοντά του τους κακούς, άντρες και γυναίκες, και τους καθάριζε όταν δεν είχε άλλη επιλογή. Μερικές φορές ακόμη κι όταν είχε άλλη επιλογή, όπως υποψιαζόταν η Έιμι. Δεν ήξερε για ποιο λόγο έστρεφαν πάνω του την προσοχή τους τέτοιου είδους άνθρωποι, αλλά όποτε το σκεφτόταν περνούσαν από το συνειδητό της διάφορες σκόρπιες φράσεις: προπέτασμα, αποδιοπομπαίος τράγος. Δόλωμα. Μερικές φορές διακρινόταν στον ντετέκτιβ κάτι το απόκοσμο, προξενούσε το ίδιο συναίσθημα με μια μοναχική φιγούρα που την είδες φευγαλέα να κινείται στον περίβολο μιας εκκλησίας ανάμεσα στους τάφους και να ξεθωριάζει αργά καθώς χανόταν στο σούρουπο, κι έτσι δεν ήσουν σίγουρος αν είχες δει απλώς έναν πενθούντα που απομακρύνεται ή κάποια λιγότερο ενυπόστατη παρουσία. Ίσως ήταν αδύνατο να έχεις κοιτάξει κατάματα τόσο πόνο και τόσο θάνατο όσο αυτός ο άνθρωπος και να μην έχεις δεχτεί κάποια επίδραση από τον άλλο κόσμο, με την προϋπόθεση ότι πιστεύεις στην ύπαρξη ενός κόσμου πέρα από αυτόν. Η Έιμι πίστευε, και τίποτε στις συναντήσεις της μαζί του δεν την είχε κάνει να αμφιβάλει για την πίστη της. Ο ντετέκτιβ φορούσε μια κολόνια που μύριζε θυμίαμα, μυρωδιά που η ίδια θεωρούσε πολύ ταιριαστή. Όμως ο ντετέκτιβ ήταν ικανός να εναρμονίζεται με το περιβάλλον του. Αλλιώς δε θα μπορούσε να ακολουθήσει το επάγγελμα που είχε διαλέξει. Δεν τον κάλυπτε απλώς ένα επίχρισμα φυσιολογικότητας. Η φυσιολογικότητα συνυπήρχε με την παραδοξότητά του. Ακόμη και τώρα, με το κομψό μαύρο κουστούμι του, κρατούσε μια χάρτινη σακούλα στο δεξί χέρι. Η Έιμι ήξερε ότι η σακούλα περιείχε μάφιν. Τα μάφιν ήταν η αδυναμία της. Για το κατάλληλο είδος μάφιν, την κατάλληλη στιγμή, θα μπορούσε ακόμη και να προδώσει τον αρραβωνιαστικό της, αν και τον αγαπούσε βαθιά. Συνειδητοποίησε ότι έπαιζε με το δαχτυλίδι των αρραβώνων της, βγάζοντάς το και ξαναβάζοντάς το, και δεν μπορούσε να θυμηθεί αν αυτό που την έκανε να το αγγίξει ήταν η σκέψη του Μπρέναν, του άντρα που της το είχε δώσει, ή αν είχε αρχίσει να το στριφογυρίζει όταν εμφανίστηκε ο ντετέκτιβ. Αποφάσισε ότι δεν ήθελε να το σκεφτεί, μολονότι θα το έλεγε κι αυτό στον ντετέκτιβ κάποια άλλη στιγμή, σε κάποιο άλλο μέρος. Εκείνος διέσχισε το πάρκινγκ και ανηφόρισε το υγρό μονοπάτι που οδηγούσε στο κτίριο όπου

βρισκόταν το γραφείο της. Η Έιμι είχε την εντύπωση ότι τα μαύρα πουλιά είχαν γυρίσει και τον κοιτούσαν να ανεβαίνει, νιώθοντας έλξη ίσως από το σκούρο κουστούμι του, σαν να διέκριναν σ’ αυτόν κάποιον δικό τους. Η Έιμι ευχήθηκε να έφευγαν. Γύρισε τα στόρια του παραθύρου αλλάζοντας το οπτικό της πεδίο, όμως η επίγνωση της παρουσίας τους παρέμεινε. Πουλιά είναι μόνο, σκέφτηκε, μεγάλα μαύρα πουλιά. Δεν πρόκειται για ταινία τρόμου. Δεν είσαι η Τίπι Χέντρεν, ούτε κάνεις γυρίσματα με τον Χίτσκοκ. Αποφάσισε να βγάλει τα κοράκια από το μυαλό της. Ίσως χρησιμοποιούσε την παρουσία τους ως αντιπερισπασμό, ως μέσο καθυστέρησης της συζήτησης που επρόκειτο να γίνει. Δεν ήθελε να αρνηθεί ο ντετέκτιβ να βοηθήσει την ίδια ή τον πελάτη της. Θα το κατανοούσε, αν συνέβαινε, και δε θα έχανε την εκτίμηση που έτρεφε για εκείνον, αλλά θεωρούσε σημαντική τη συναίνεσή του να αναμειχθεί στην υπόθεση. Κάποτε της είχε πει ότι τον ενοχλούσαν οι συμπτώσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι συμπτώσεις είχαν ξεπεράσει κάθε όριο. Η Έιμι ετοιμάστηκε να τον υποδεχτεί. Είχε έρθει η ώρα.

Διέσχισα το χώρο υποδοχής χωρίς να ρίξω ούτε ματιά σχεδόν στον άνθρωπο που περίμενε και μπήκα στο γραφείο της Έιμι. Άφησα μπροστά της τη σακούλα και την άνοιξα για να μπορέσει να δει το περιεχόμενο. «Τσάρλι Πάρκερ, είσαι σατανικός», είπε παίρνοντας ένα μάφιν. «Ροδάκινο; Δεν είχαν με σμέουρο;» «Είχαν με σμέουρο, αλλά αυτός που πληρώνει το φούρναρη διαλέγει τη γεύση». «Θες να πεις ότι δε σου αρέσουν τα σμέουρα;» «Δε θέλω να πω τίποτε. Είναι ένα μάφιν. Με ροδάκινο. Πάρ’ το απόφαση. Ξέρεις, αρχίζω να καταλαβαίνω γιατί ο Μπρέναν καθυστερεί να προσθέσει μια χρυσή βέρα σ’ εκείνη την πέτρα που πασπατεύεις. Ίσως κάποιες φορές να αναρωτιέται αν έχει κρατήσει την απόδειξη». Την είδα να απομακρύνει βιαστικά το χέρι της από το δαχτυλίδι. Για να του βρει κάτι άλλο να κάνει, άρχισε να τσιμπολογά το μάφιν, αν και από την έκφρασή της κατάλαβα ότι δεν την είχε ενθουσιάσει καθόλου. Συνήθως μπορούσε να φάει ένα μάφιν οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας, κάτι όμως της είχε κόψει την όρεξη. Κατάπιε το κομμάτι που είχε βάλει στο στόμα της, αλλά δεν έφαγε άλλο. Φαίνεται πως το έβρισκε πολύ στεγνό. Έβηξε κι έπιασε το μπουκάλι με το νερό που είχε πάντοτε πάνω στο γραφείο της. «Έτσι και ανακαλύψω ότι κράτησε την απόδειξη, θα τον σκοτώσω», είπε όταν δρόσισε το λαιμό της. «Ένας ψυχολόγος μπορεί να αναρωτιόταν για ποιο λόγο πασπατεύεις τόσο αυτό το δαχτυλίδι». Η Έιμι κοκκίνισε. «Δεν το πασπατεύω». «Λάθος θα έκανα». «Ναι, λάθος έκανες». Ο Μπρέναν, ο αρραβωνιαστικός της, ήταν ένας μαντράχαλος που λάτρευε το χώμα που πατούσε η Έιμι, αλλά ήταν αρραβωνιασμένοι τόσα πολλά χρόνια, ώστε ο παπάς που είχαν διαλέξει για το γάμο τους είχε πεθάνει στο μεταξύ. Κάποιος από τους δύο καθυστερούσε σέρνοντας τα πόδια του στο μονοπάτι προς την εκκλησία, και δεν ήμουν σίγουρος πως ήταν ο Μπρέναν. «Δεν τρως το μάφιν σου. Εγώ περίμενα πως τώρα θα είχαν μείνει μόνο ψίχουλα».

«Θα το φάω αργότερα». «Εντάξει. Ίσως θα έπρεπε να σου είχα φέρει με σμέουρο τελικά». Δεν είπα τίποτε άλλο, αλλά περίμενα να μιλήσει εκείνη. «Γιατί φοράς κουστούμι;» με ρώτησε. «Ήμουν μάρτυρας». «Στην εκκλησία;» «Πολύ αστείο. Στο δικαστήριο. Για την υπόθεση του Ντένι Κράους». Ο Ντένι Κράους είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο στο πάρκινγκ κοντά στη Φόρεστ Άβενιου πριν από δεκαοχτώ μήνες, στη διάρκεια κάποιου καβγά εξαιτίας ενός σκύλου. Όπως προέκυψε αργότερα, το θύμα, ο Φίλιπ Έσπβαλ, είχε πουλήσει το ζώο στον Ντένι Κράους ισχυριζόμενος ότι επρόκειτο για καθαρόαιμο πόιντερ, που είναι κυνηγετική ράτσα, αλλά την πρώτη φορά που ο Ντένι έριξε τουφεκιά κοντά στο σκυλί, εκείνο έφυγε προς τους λόφους και δεν ξαναφάνηκε. Ο Ντένι το είχε πάρει πολύ άσχημα και είχε πάει να βρει τον Έσπβαλ στο μπαρ Η Μεγάλη Χαμένη Αρκούδα, όπου τυχαία δούλευα κατά διαστήματα όταν ξέμενα από λεφτά, ή όταν το έκανα κέφι, και εκεί βρισκόμουν, πίσω από τον πάγκο, τη βραδιά που ο Ντένι ήρθε γυρεύοντας τον Έσπβαλ. Οι δύο άντρες λογομάχησαν, τους πέταξα και τους δύο έξω από το μαγαζί και μετά ειδοποίησα προληπτικά την αστυνομία. Μέχρι να έρθουν οι αστυνομικοί, ο Έσπβαλ είχε μια τρύπα στο στήθος και ο Ντένι στεκόταν από πάνω του κραδαίνοντας ένα πιστόλι και φωνάζοντας για κάποιο καθυστερημένο σκυλί. «Ξέχασα ότι είχες μπλέξει σ’ αυτή την ιστορία», είπε η Έιμι. «Εκείνη τη βραδιά ήμουν υπεύθυνος στο μπαρ. Τουλάχιστον δεν είχαμε σερβίρει καθόλου οινόπνευμα στον Ντένι». «Η υπόθεση φαίνεται ξεκάθαρη. Ο δικηγόρος του θα έπρεπε να τον συμβουλεύσει να έρθουν σε συμφωνία με τον εισαγγελέα». «Είναι πιο περίπλοκο. Ο Ντένι θέλει να επικαλεστεί πρόκληση εκ μέρους του θύματος, αλλά ο δικηγόρος του προσπαθεί να τον πείσει ότι είναι προτιμότερο να κριθεί πνευματικά ανίκανος να οδηγηθεί σε δίκη. Ο Ντένι δεν πιστεύει ότι είναι τρελός, κι έτσι εγώ φοράω κουστούμι ενώ ο δικηγόρος του προσπαθεί να πείσει το δικαστή για ένα πράγμα και ο πελάτης του προσπαθεί να τον πείσει για το αντίθετο. Η γνώμη μου, αν έχει καμιά αξία, είναι πως ο Ντένι είναι τρελός. Ο εισαγγελέας παίζει σκληρά, αλλά είναι γεγονός πως ο Ντένι μπαινοβγαίνει στο Ψυχιατρικό Ίδρυμα του Μπάνγκορ τα τελευταία δέκα χρόνια». «Και παρ’ όλ’ αυτά είχε όπλο στην κατοχή του». «Το αγόρασε πριν βρεθεί μπλεγμένος στα γρανάζια του κρατικού συστήματος ψυχικής υγείας. Δεν μπήκε, για παράδειγμα, στο μπαρ αφρίζοντας και βρίζοντας πρόστυχα τα σκυλιά γενικώς». Την προσοχή της Έιμι απέσπασαν τα φτερουγίσματα που ακούστηκαν πίσω της. Ένα κοράκι προσπαθούσε να προσγειωθεί στο περβάζι του παραθύρου, αλλά δεν μπορούσε να βρει πάτημα. Έτσι ξαναγύρισε στο κλαδί όπου ήταν και τα άλλα. Τώρα είχαν γίνει τέσσερα. «Δε μου αρέσουν», είπε η Έιμι. «Και τούτα είναι στ’ αλήθεια μεγάλα. Έχεις ξαναδεί τόσο μεγάλα κοράκια;» Σηκώθηκα και πήγα στο παράθυρο. Μόλις που ξεχώριζα τα πουλιά μέσα από τα στόρια, αλλά δε θέλησα να τα παραμερίσω για να φανούν καλύτερα. Πιο πέρα στο δρόμο είδα αυτοκίνητα να περνούν, το καθένα τουλάχιστον με ένα παιδί μέσα, ερχόμενα από την κατεύθυνση της Γαλλικής Σχολής του Μέιν, που βρισκόταν λίγο πιο πάνω. Ένα κοράκι έστρεψε το κεφάλι του κι έκρωξε διαμαρτυρόμενο για την παρουσία τους.

«Πόση ώρα είναι εκεί;» «Όχι πολλή. Εμφανίστηκαν λίγο πριν έρθεις. Ξέρω ότι είναι απλώς και μόνο πουλιά, αλλά είναι πραγματικά έξυπνα. Τα ζώα δεν έχουν δικαίωμα να είναι τόσο έξυπνα, και αυτά εδώ κάθονται λες και περιμένουν κάτι». Κοίταξα τα κοράκια για λίγο ακόμη κι έπειτα γύρισα στην καρέκλα μου. «Απλώς και μόνο πουλιά», επανέλαβα τα λόγια της. Η Έιμι έγειρε μπροστά στο κάθισμά της. Μπαίναμε πλέον στο θέμα. «Είδες αυτόν που περιμένει απέξω;» με ρώτησε. «Ναι». «Σου έκανε εντύπωση κάτι πάνω του;» Σκέφτηκα την ερώτησή της. «Έχει μεγάλη νευρικότητα, αλλά προσπαθεί να το κρύψει. Διόλου ασυνήθιστο για κάποιον που βρίσκεται σε δικηγορικό γραφείο χωρίς να είναι δικηγόρος, και δε δίνει την εντύπωση δικηγόρου. Τα πάει μια χαρά, πάντως. Είτε για επαγγελματικούς είτε για προσωπικούς λόγους, έχει μάθει να κρύβει καλά τα αισθήματά του. Φαίνονται όμως· τα βλέπεις στα μάτια του». «Η πρώην φιλενάδα σου σε έμαθε να το κάνεις αυτό;» «Μέχρι ενός σημείου. Εκείνη με δίδαξε πώς να εκφράζω με λόγια τις εντυπώσεις». «Ε, λοιπόν, τα καταφέρατε και οι δύο. Εκείνος ο άνθρωπος κρύβει την αλήθεια για τον εαυτό του εδώ και πάρα πολύ καιρό. Θα ήθελα να ακούσεις την ιστορία του». «Πάντοτε ακούω ευχαρίστως». «Υπάρχει ένα ζήτημα. Τον έχω εκπροσωπήσει ξανά στο παρελθόν· τίποτα το σοβαρό, μια παράβαση για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, την οποία ακυρώσαμε, και μια μικροδιαφωνία με κάποιο γείτονα. Συμφώνησα να τον εκπροσωπήσω ξανά σε αυτή την υπόθεση, στο βαθμό που μπορώ, αλλά χρειάζομαι κάποιον με τις δικές σου ικανότητες για να αναλάβει σημαντικές πτυχές του θέματος». «Επομένως θα ακούσω την ιστορία του και θα αποφασίσω αν θέλω τη δουλειά». «Θέλω να αποφασίσεις πριν ακούσεις την ιστορία του». «Δε δουλεύω μ’ αυτό τον τρόπο. Γιατί θέλεις να κάνω κάτι τέτοιο;» «Επειδή θέλω να δεσμευτείς ως προς την τήρηση εμπιστευτικότητας όπως έχω δεσμευτεί κι εγώ». «Δε μου έχεις εμπιστοσύνη;» «Σου έχω. Απλώς δεν είμαι σίγουρη πώς θα αντιδράσεις σε ορισμένα στοιχεία της συγκεκριμένης ιστορίας. Κι αν ανακατευτεί κάποια στιγμή η αστυνομία, θέλω να είσαι σε θέση να πεις ότι δουλεύεις για μένα, κατά συνέπεια θα ισχύει και για σένα η προστασία του επαγγελματικού απορρήτου». «Μα αν αρνηθώ να αναλάβω την υπόθεση, τι πρόβλημα θα υπάρξει; Πώς θα το μάθει η αστυνομία;» Η Έιμι το σκέφτηκε αρκετά πριν απαντήσει. «Επειδή μπορεί να αισθανθείς την υποχρέωση να μοιραστείς με τους αστυνομικούς ό,τι μάθεις εδώ». Τώρα ήταν η δική μου σειρά να το σκεφτώ. «Όχι, δεν είναι αυτό το στυλ μου», είπα τελικά. «Εσύ έχεις εμπιστοσύνη σ’ εμένα;» με ρώτησε η Έιμι. «Ναι». «Θα θέλεις να αναλάβεις αυτή την υπόθεση. Μπορεί να έχεις επιφυλάξεις για τον πελάτη, αλλά θα

θέλεις να την αναλάβεις. Αυτό που έκανε το έκανε πριν από πολύ καιρό, αλλά μπορεί να προκαλέσει περιπλοκές σε μια έρευνα που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη». «Τι έκανε;» «Θα αναλάβεις την υπόθεση;» «Τι έκανε;» Η Έιμι μόρφασε κι έγειρε πίσω στο κάθισμά της. «Δολοφόνησε ένα κορίτσι».

4 Οτύπος μπήκε στο γραφείο ελαφρά σκυφτός, σαν να ήταν έτοιμος να δεχτεί κάποιο χτύπημα, και η στάση του είχε κάτι το παιδιάστικο σχεδόν. Μου θύμιζε άτακτο παιδί που το έχει καλέσει στο γραφείο του ο διευθυντής του σχολείου να δώσει εξηγήσεις για τις πράξεις του, κι αυτό δεν πιστεύει ότι έχει κάποια ευλογοφανή δικαιολογία. Τέτοιοι άντρες και γυναίκες αποτελούσαν γνώριμο θέαμα για μένα και για την Έιμι Πράις. Τα δικηγορικά γραφεία έχουν κάτι που θυμίζει εξομολογητήριο· πίσω από τις κλειστές τους πόρτες αποκαλύπτονται αλήθειες, παρουσιάζονται δικαιολογίες και γίνονται παζάρια για τα επιτίμια. Φορούσε γυαλιά με σκούρο σκελετό. Οι φακοί τους είχαν πολύ ελαφριά απόχρωση, δε φαίνονταν χοντροί, και η μεγέθυνση των ματιών ήταν ανεπαίσθητη. Τα γυαλιά εκείνα μου έδωσαν την εντύπωση ότι λειτουργούσαν σαν ένα είδος ασπίδας, σαν στοιχείο της αμυντικής του εξάρτυσης. Είπε ότι λεγόταν Ράνταλ Χέιτ. Αυτό το όνομα ήταν γραμμένο στην επαγγελματική κάρτα του, και έτσι τον γνώριζαν οι γείτονές του, με τους οποίους διατηρούσε απόμακρες αλλά φιλικές σχέσεις, με μοναδική εξαίρεση τον Άρθουρ Χόλντεν, το έτερο μέρος στην παλιά διαφωνία που είχε αφήσει μια επίμονη πικρία να αιωρείται σαν μίασμα πάνω από τα όμορα οικόπεδα. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Έιμι, ο Χέιτ είχε υποχωρήσει πριν φτάσει το θέμα στα δικαστήρια, οπότε θα γινόταν όλο και μεγαλύτερο το μπλέξιμο, όλο και υψηλότερο το κόστος, όλο και ευρύτερη η δημοσιοποίησή του. Δημοσιοποίηση: αυτή ήταν η λέξη-κλειδί, γιατί ο Ράνταλ Χέιτ ήταν εξαιρετικά κλειστός άνθρωπος. Κάθισε δίπλα μου, αφού πρώτα αντάλλαξε χειραψία μαζί μου διστακτικά, γέρνοντας μακριά μου την ίδια στιγμή που μου έδινε το χέρι του, φοβούμενος ενδεχομένως ότι από μένα θα ερχόταν το χτύπημα που περίμενε. Ήξερε ότι η Έιμι θα μου είχε πει αρκετά ώστε να σχηματίσω αρνητική γνώμη για εκείνον, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα είχα θελήσει να σχηματίσω την όποια γνώμη. Προσπάθησα να διατηρήσω ουδέτερη έκφραση γιατί, για να είμαι ειλικρινής, δεν ήμουν βέβαιος για τα συναισθήματά μου απέναντί του. Ήθελα να ακούσω τι είχε να πει πριν βγάλω οποιαδήποτε συμπεράσματα, αλλά διέκρινα μέσα μου ένα μείγμα περιέργειας και εχθρότητας, καθώς, παρά την προσπάθεια που κατέβαλλα, άρχισα να σχηματίζω κάποια γνώμη, πράγμα που σίγουρα διαισθάνθηκε μέχρι ενός σημείου. Έβλεπα τον τρόπο που με κοίταζε, με λοξές ματιές, χωρίς να συναντά το βλέμμα μου. Μέσα του αντιπάλευαν η αξιοπρέπεια και η ντροπή, ενώ από κάτω έβραζαν η ενοχή και ο θυμός. Όλα αυτά τα ένιωσα, τα είδα, και αναρωτήθηκα τι άλλο μπορεί να έκρυβε βαθιά στην καρδιά του. Για το θυμό ήμουν βέβαιος· τον αντιλήφθηκα με τον ίδιο τρόπο που λέγεται ότι τα ζώα μπορούν να μυρίσουν την αρρώστια στους ανθρώπους. Εγώ είχα την ικανότητα να μυρίζω το δηλητήριο που έκρυβαν οι άνθρωποι, και ο θυμός του Χέιτ ήταν σαν ρύπος που κυκλοφορούσε στο αίμα του, μολύνοντας τον οργανισμό του. Θα ήταν πάντα εκεί, περιμένοντας να ξεχειλίσει αποζητώντας μια διέξοδο: ένα πολύπλοκο, πολυκέφαλο πράγμα, μια Λερναία Ύδρα. Ήταν θυμός απέναντι στον εαυτό του για την πράξη του, που τον έτρεφε η αυτολύπηση· θυμός απέναντι στο κορίτσι που είχε πεθάνει, επειδή δεν είχε παίξει παθητικό ρόλο, και ο θάνατος είναι από μόνος του μια ενέργεια· θυμός ενάντια στις Αρχές που τον είχαν τιμωρήσει, καταστρέφοντας το μέλλον του· και, τέλος, θυμός ενάντια στο συνεργό του στο φονικό, αφού, όπως με είχε ενημερώσει η Έιμι, ο Ράνταλ Χέιτ δεν είχε ενεργήσει μόνος του. Ήταν και κάποιος άλλος μαζί του τη μέρα που πέθανε το κορίτσι, και κατά την άποψη της Έιμι η σχέση του Χέιτ με εκείνο το πρόσωπο ήταν

έντονα αντιφατική. Θυμός, θυμός, θυμός. Ο Χέιτ είχε προσπαθήσει να τον περιορίσει, να τον απομονώσει δημιουργώντας μια πλαστή προσωπικότητα και έναν τρόπο ζωής που δεν έδινε στο θυμό καμιά ευκαιρία να εκφραστεί. Έτσι, όμως, τον είχε καταστήσει πιο επικίνδυνο και πιο απρόβλεπτο, επειδή του στερούσε κάθε διέξοδο. Μπορεί να το ήξερε αυτό, μπορεί και όχι, αλλά αυτό τον τρόπο είχε επιλέξει για να αντιμετωπίσει όλα τα συναισθήματά του. Φοβόταν ότι αν επέτρεπε έστω και στο παραμικρό αληθινό συναίσθημα να βγει στην επιφάνεια, ολόκληρη η πλαστή προσωπικότητά του θα παρασυρόταν από την παλίρροια που θα ακολουθούσε. Αυτά σκεφτόμουν καθώς ο Χέιτ καθόταν δίπλα μου, αναδίδοντας μια ανεπαίσθητη μυρωδιά σαπουνιού και φτηνής κολόνιας, έτοιμος να εκθέσει τον εαυτό του στους σιωπηλούς κριτές του. «Μετέφερα στον κύριο Πάρκερ μόνο ένα μικρό μέρος των όσων μου έχετε πει», άρχισε η Έιμι. «Πιστεύω ότι είναι καλύτερα να ακούσει τα υπόλοιπα κατευθείαν από σας». Ο Χέιτ ξεροκατάπιε με δυσκολία. Έκανε ζέστη στο γραφείο και το πρόσωπό του γυάλιζε από τον ιδρώτα. Φάνηκε σαν να ετοιμαζόταν να βγάλει το σακάκι του, αλλά καθώς το κατέβαζε από τους ώμους πρόσεξε τους λεκέδες ιδρώτα κάτω από τις μασχάλες του και το ξαναφόρεσε. Δεν ήθελε να νιώσει πιο ευάλωτος απ’ όσο ένιωθε ήδη, οπότε αντιστάθηκε σ’ αυτό το ολίσθημα στην έλλειψη τυπικότητας, έστω και με κόστος την προσωπική του άνεση. Δίπλα σε μια αρχειοθήκη υπήρχε ένα ψυγειάκι. Η Έιμι πήρε από εκεί δύο μπουκάλια νερό και έδωσε το ένα στον Χέιτ. Εγώ πήρα το δεύτερο, μολονότι δε διψούσα. Ο Χέιτ ήπιε με βουλιμία μέχρι τη στιγμή που πρόσεξε ότι ούτε η Έιμι ούτε εγώ ακολουθούσαμε το παράδειγμά του, και είδα στο πρόσωπό του τη στιγμιαία του ευγνωμοσύνη προς την Έιμι επειδή είχε θελήσει να τον ανακουφίσει στη δύσκολη θέση που βρισκόταν, συνάμα όμως και την αμηχανία του γι’ αυτή την ελάχιστη επίδειξη αδυναμίας από μέρους του. Λίγο νερό κύλησε στο πιγούνι του και ο Χέιτ το σκούπισε με το αριστερό του χέρι, δυσφορώντας ταυτόχρονα με τον εαυτό του και μ’ εμάς. Με κοίταξε πάλι με την άκρη του ματιού του. Ήξερε πως τον ζύγιζα, παρατηρώντας την κάθε του κίνηση. «Αδεξιότητα από μέρους μου», είπε. Από τη δερμάτινη τσάντα του έβγαλε έναν ενισχυμένο μπεζ φάκελο που περιείχε μια σειρά φωτογραφιών, οι οποίες μάλλον είχαν τυπωθεί σε φωτοεκτυπωτή οικιακής χρήσης. Ήταν συνολικά πέντε. Ο Χέιτ τις άπλωσε πάνω στο γραφείο για να φαίνονται. Το θέμα ήταν το ίδιο σε όλες, έστω κι αν σε καθεμία διέφερε το συγκεκριμένο αντικείμενο. Οι φωτογραφίες έδειχναν πόρτες αχυρώνων. Δύο ήταν κόκκινες, μία πράσινη, μία μαύρη, και η τελευταία ήταν ανατύπωση ασπρόμαυρης φωτογραφίας από δημοσίευση εφημερίδας, αλλά η συγκεκριμένη πόρτα φαινόταν τόσο φθαρμένη και παλιά, ώστε ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς αν είχε ποτέ βαφτεί με κάποιο χρώμα. Τα νερά του ξύλου έφεραν στο νου μου ρυτίδες σε δέρμα, μια εντύπωση που ενισχυόταν από δύο τρύπες στο πάνω τμήμα της πόρτας και από τον τρόπο που η αμπάρα με το μάνταλο κρεμόταν λόξα σαν μισό χαμόγελο κάνοντας το σύνολο να θυμίζει υπερήλικο πρόσωπο. Ο Χέιτ ξεχώρισε κάπως αυτή τη φωτογραφία από τις άλλες, παραμερίζοντάς τη με τα ακροδάχτυλά του. Η συγκεκριμένη εικόνα φαινόταν πως τον έκανε να υποφέρει περισσότερο απ’ ό,τι οι υπόλοιπες. «Οι φωτογραφίες άρχισαν να φτάνουν πριν από τέσσερις μέρες», είπε. «Πρώτα ήρθε η κόκκινη και μετά η πράσινη. Την τρίτη μέρα δεν έγινε τίποτε, και στη συνέχεια έφτασε άλλη μία κόκκινη μαζί με τη μαύρη, σε χωριστούς φακέλους. Εκείνη εκεί», πρόσθεσε δείχνοντας την παλιά γκρίζα πόρτα, «ήρθε σήμερα το πρωί».

«Ταχυδρομικά ή τις έφερε κάποιος;» ρώτησα. «Ταχυδρομικά. Κράτησα τους φακέλους». «Τι σφραγίδες είχαν;» «Του Μπάνγκορ και της Ογκάστα». «Υποθέτω ότι αυτές οι εικόνες έχουν κάποια σημασία για σας;» Ο Χέιτ τσιτώθηκε. Έπιασε το μπουκάλι και ήπιε λίγο νερό ακόμη. Ξεκίνησε να μιλά αργά, αλλά μόνο στην αρχή. Η ιστορία του είχε τη δική της ορμή, και όταν άρχισε να διηγείται τι είχε κάνει, ξέφυγε από τον έλεγχό του, σχεδόν σαν το φονικό που περιέγραφε. «Το 1982, όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών, ο Λόνι Μάιντας κι εγώ πήγαμε ένα κορίτσι που λεγόταν Σελίνα Ντέι σε έναν αχυρώνα στο Ντρέικ Κρικ της Βόρειας Ντακότα. Ήταν κι εκείνη δεκατεσσάρων, ένα μικροκαμωμένο μαύρο κορίτσι. Φορούσε λευκή μπλούζα και φούστα με κόκκινα και μαύρα καρό, και τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε πολλά σφιχτά κοτσιδάκια. Ο Λόνι κι εγώ την είχαμε εντοπίσει στην περιοχή και το είχαμε συζητήσει. Έξω από την πόλη υπήρχε μια εκκλησία ελάχιστα μεγαλύτερη από ένα κανονικό σπίτι, με εκκλησίασμα αποκλειστικά έγχρωμων. Ο Λόνι κι εγώ πηγαίναμε εκεί μερικές φορές και τους παρακολουθούσαμε από το παράθυρο. Έκαναν λειτουργίες στη διάρκεια της βδομάδας, και τους ακούγαμε να λένε ότι ο Χριστός ήταν ο Κύριος και Σωτήρας τους και να αναφωνούν συνέχεια “αμήν” και “αλληλούια”. Ο Λόνι έλεγε πως ήταν αστείο που τόσοι έγχρωμοι πίστευαν ότι θα τους έσωζε ένας λευκός, αλλά εγώ δεν το έβρισκα καθόλου αστείο. Η μητέρα μου μου έλεγε ότι ο Ιησούς αγαπούσε όλο τον κόσμο και ότι δεν είχε σημασία το χρώμα της επιδερμίδας». Σε αυτό το σημείο της αφήγησης ο Χέιτ σούφρωσε σεμνότυφα τα χείλη του και μας κοίταξε αποζητώντας επιδοκιμασία. Βλέπετε; Δεν είμαι ρατσιστής, και μπορώ να ξεχωρίσω το καλό από το κακό. Και τότε μπορούσα, και τώρα μπορώ. Αυτό που έγινε, αυτό που έκανα, ήταν μια παρεκτροπή. Δε θα έπρεπε να με κρίνουν μόνο βάσει αυτού που έγινε τότε, έτσι δεν είναι; Εμείς όμως δε μιλήσαμε, αφού τα ερωτήματα είχαν διατυπωθεί μόνο με το βλέμμα, και έτσι συνέχισε την ιστορία του. «Δεν είχα καν φιλήσει ποτέ κορίτσι. Ο Λόνι το είχε κάνει. Μια φορά είχε πάει στο δάσος με ένα από τα κορίτσια των Μπίελ, και αργότερα μου είπε ότι τον είχε αφήσει να αγγίξει το ένα από τα στήθη της, μόνο που δε χρησιμοποίησε τη λέξη “στήθη”, φυσικά. Τα είπε “βυζιά”». Να το πάλι το σεμνότυφο ύφος. Ο αηδιαστικός Λόνι Μάιντας, με τις χυδαίες εκφράσεις του και με τον Ιησού των λευκών. «Δεν είχαμε όμως ξαναδεί γυμνό κορίτσι, και ήμασταν περίεργοι, και όλοι έλεγαν ότι η Σελίνα Ντέι δε φορούσε τίποτε κάτω από τα ρούχα της. Έτσι λοιπόν την περιμέναμε την ώρα που γύριζε με τα πόδια στο σπίτι της από το σχολείο για τα φτωχά παιδιά, περπατήσαμε για λίγο παρέα και μετά την πήγαμε στον αχυρώνα. Δεν ήταν δύσκολο. Της είπαμε ότι μια γάτα είχε γεννήσει τα μικρά της εκεί μέσα και θέλαμε να τα δούμε και να τους δώσουμε λίγο φαγητό. Τη ρωτήσαμε απλώς αν ήθελε να έρθει μαζί μας, σαν να μας ήταν αδιάφορο το αν θα ερχόταν ή όχι, κι εκείνη το σκέφτηκε και μας ακολούθησε. Όταν μπήκαμε στον αχυρώνα άρχισε να φαίνεται ανήσυχη, της είπαμε όμως πως όλα ήταν εντάξει, και μας πίστεψε. »Όταν κατάλαβε τι θέλαμε, αντιστάθηκε και αναγκαστήκαμε να πέσουμε πάνω της για να την εμποδίσουμε να σηκωθεί και να το σκάσει. Την αγγίζαμε συνεχώς, και μας είπε πως θα έλεγε στην αστυνομία τι είχαμε κάνει, και στους θείους της –γιατί δεν είχε πατέρα, είχε πεθάνει–, και οι θείοι της και οι φίλοι τους θα μας έπιαναν και θα μας έκοβαν τα αχαμνά. Άρχισε να τσιρίζει, και ο Λόνι της

έκλεισε το στόμα με το χέρι του. Την πίεσε με μεγάλη δύναμη, φράζοντας και τα ρουθούνια της. Του είπα ότι έπρεπε να την αφήσουμε να φύγει. Είδα πως τα μάτια της είχαν γουρλώσει και δυσκολευόταν να ανασάνει, αλλά από εκείνη τη στιγμή και μετά ο Λόνι δεν εννοούσε να απομακρύνει το χέρι του. Προσπάθησα να τον τραβήξω από πάνω της, ήταν όμως πιο μεγαλόσωμος και πιο δυνατός από μένα. Τελικά η Σελίνα άρχισε να χτυπιέται με σπασμούς, και ο Λόνι κάθισε πάνω στο στήθος της, ώσπου εκείνη σταμάτησε εντελώς να σαλεύει, παρ’ όλο που τα μάτια της παρέμεναν ανοιχτά και μπορούσα να δω μέσα τους το είδωλό μου. »Άρχισα να κλαίω, αλλά ο Λόνι μου είπε να το κόψω, και το ’κοψα. Σκεπάσαμε τη Σελίνα με σάπια άχυρα και την αφήσαμε εκεί πέρα. Ήταν ένας παλιός αχυρώνας σε μια εγκαταλελειμμένη φάρμα. Φανταστήκαμε πως θα περνούσε λίγος καιρός μέχρι να τη βρουν. Ορκιστήκαμε πως δε θα λέγαμε ποτέ τι είχαμε κάνει, ακόμη κι αν μας έπιαναν οι αστυνομικοί και μας έβαζαν σε χωριστά δωμάτια για να μας ανακρίνουν, όπως έκαναν στην τηλεόραση. Αν συμφωνούσαμε κι οι δυο μας να μη μιλήσουμε, τότε δε θα μπορούσαν να μας κάνουν τίποτε. Έπρεπε μόνο να μείνουμε σταθεροί στην ιστορία μας: Δεν είχαμε δει τη Σελίνα Ντέι και δεν ξέραμε τίποτε για κανέναν παλιό αχυρώνα». Όλα αυτά βγήκαν μονομιάς, σαν πύον από μολυσμένη πληγή. Η φωνή που τα έλεγε ήταν αντρική, τα λόγια, όμως, και η έμφαση ήταν χαρακτηριστικά παιδικής αφήγησης. «Αλλά κάποιος μας είχε δει μαζί της. Ήταν ένας εργάτης γης από άλλη Πολιτεία, ένας περιπλανώμενος καματάρης. Άκουσε πως είχε χαθεί ένα μαύρο κορίτσι και θυμήθηκε τα δύο αγόρια που είχε δει εκείνη τη μέρα παρέα με ένα μικρό μαύρο κορίτσι, ένα μαύρο κορίτσι με φούστα που είχε κόκκινα και μαύρα καρό, ακριβώς όπως στην περιγραφή που είχε δώσει η αστυνομία. Πήγε στους αστυνομικούς και τους είπε τι είχε δει. Το μάτι του έκοβε: Θυμόταν την εμφάνισή μας, τι φορούσαμε, τα πάντα. Το Ντρέικ Κρικ δεν ήταν μεγάλη πόλη, και οι αστυνομικοί κατάλαβαν ποιοι ήμασταν πριν καν τελειώσει την περιγραφή του. Ήρθαν, μας έπιασαν και μας έβαλαν σε χωριστά δωμάτια, όπως γίνεται στα σίριαλ της τηλεόρασης, και ένας μεγαλόσωμος ντετέκτιβ μου είπε ότι ο Λόνι είχε ρίξει το φταίξιμο σ’ εμένα, ότι είχε πει πως ήταν όλα δική μου ιδέα, πως εγώ είχα προσπαθήσει να βιάσω τη Σελίνα Ντέι και εκείνος είχε θελήσει να με σταματήσει, και πως εγώ ήμουν εκείνος που την έπνιξε. Ο ντετέκτιβ είπε ότι θα δικαζόμουν ως ενήλικος και ότι θα ζητούσαν τη θανατική ποινή. Είπε ότι θα μου έχωναν την ένεση γι’ αυτά που είχα κάνει, και πως δεν έπρεπε να νομίζω ότι θα ήταν σαν να με παίρνει ο ύπνος, γιατί δε θα ήταν έτσι. Θα αισθανόμουν τα πάντα –το δηλητήριο να κυλάει στις φλέβες μου, τον πόνο καθώς τα όργανά μου θα σταματούσαν να λειτουργούν– και δε θα μπορούσα να μιλήσω ή να φωνάξω, γιατί τα υπόλοιπα φάρμακα θα με είχαν παραλύσει. Και θα ήμουν ολομόναχος εκεί μέσα, χωρίς τη μαμά μου ή τον μπαμπά μου. Είπε ακόμη πως, μερικές φορές, “μαγείρευαν” επίτηδες τα φάρμακα ώστε να είναι πιο έντονος ο πόνος και πως μπορεί να το εφάρμοζαν και σ’ εμένα για να με τιμωρήσουν γι’ αυτό που είχα κάνει, επειδή είχα προσπαθήσει να βιάσω ένα κοριτσάκι και το είχα σκοτώσει όταν αντιστάθηκε. »Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Από την αρχή η ιδέα ήταν του Λόνι, και αυτός ήταν που το παρατράβηξε, που της έκλεισε με το χέρι τα ρουθούνια και το στόμα και την πίεσε τόσο που να μην μπορεί να πάρει ανάσα. Εγώ ήθελα να την αφήσουμε να φύγει, αλλά εκείνος φοβόταν όσα μπορεί να έλεγε η Σελίνα, φοβόταν ότι μπορεί να του έκοβαν τα αχαμνά». Ο Χέιτ είχε πλέον γυρίσει ολοκληρωτικά στο παρελθόν. Μιλούσε με πιο λεπτή φωνή και είχε γλιστρήσει χαμηλά στο κάθισμά του, δείχνοντας πιο μικρόσωμος. Ακόμη και το κουστούμι του φαινόταν να του πέφτει μεγάλο. Δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια του, και δεν επιχείρησε να τα σκουπίσει καθώς κυλούσαν στα μάγουλά του. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο αποκλειστικά στα

μύχια της ψυχής του, και νομίζω πως είχε ξεχάσει την παρουσία μας στο γραφείο, είχε ξεχάσει ακόμη και το ίδιο το γραφείο και το λόγο για τον οποίο βρισκόταν εκεί. Είχε ξαναγίνει δεκατεσσάρων χρονών, κλεισμένος πάλι σε ένα δωμάτιο που μύριζε ιδρώτα και ούρα και εμετό, και ένας σωματώδης αστυνομικός με λεκιασμένη γραβάτα του έλεγε ψιθυριστά πόσο θα υπέφερε όταν θα του έχωναν τη βελόνα. «Φοβόμουν τόσο πολύ να πεθάνω, που ξέχασα ότι η θανατική ποινή είχε καταργηθεί στη Βόρεια Ντακότα από το 1973». Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο πετάρισε στα χείλη του και μετά χάθηκε πάλι εκεί όπου ο Χέιτ είχε κρυμμένα όλα τα φαντάσματα της παλιάς ζωής του. «Του είπα λοιπόν τι είχαμε κάνει, ήθελα όμως να ξέρει ότι δεν ήταν δική μου ιδέα. Αρχικά είχα συμφωνήσει, αλλά τώρα μετάνιωνα. Δεν έπρεπε να είχα κάνει ποτέ τέτοιο πράγμα, και ευχόμουν να ήταν ακόμη ζωντανή η Σελίνα Ντέι. Είπα στον αστυνομικό ότι είχα προσπαθήσει να αναγκάσω τον Λόνι να σταματήσει. Μέχρι που του έδειξα και πώς τον είχα αρπάξει από τους καρπούς στην προσπάθειά μου να τον τραβήξω από πάνω της. Θυμάμαι ότι ο ντετέκτιβ με χτύπησε χαϊδευτικά στην πλάτη όταν τελείωσα και μου έφερε ένα αναψυκτικό. Μετά ήρθε ένας δικηγόρος και με ρώτησε αν μου είχαν διαβάσει τα δικαιώματά μου, αλλά εγώ δεν μπορούσα να θυμηθώ, και τότε εκείνος άρχισε να μιλάει με τον ντετέκτιβ, και δεν ξαναέγινε καμία αναφορά στα δικαιώματά μου. Με άφησαν να δω τη μαμά μου και τον μπαμπά μου, και η μαμά μου με πήρε στην αγκαλιά της. Ο μπαμπάς μου δυσκολευόταν μέχρι και να με κοιτάξει, ακόμη και όταν του είπα ότι δεν έφταιγα εγώ και ότι δεν ήμουν εγώ αυτός που τη σκότωσε. Εκείνη την εποχή ήταν ήδη άρρωστος. Ήταν αναγκασμένος να περπατάει με μπαστούνι, και το δέρμα του είχε γίνει γκρίζο. Έζησε μόνο άλλα τρία με τέσσερα χρόνια, μα εγώ έτσι κι αλλιώς ήμουν πάντα πιο δεμένος με τη μαμά μου». Ο Χέιτ ήπιε το υπόλοιπο νερό του και έκλεισε προσεκτικά το άδειο μπουκάλι. Το έβαλε ανάμεσα στα πόδια του, πιέζοντας το πώμα με τα δάχτυλά του, λες και ήταν ένα κουμπί που μπορούσε να κάνει το παρελθόν να εξαφανιστεί, σβήνοντας όλες τις αναμνήσεις, όλες τις αμαρτίες. «Ο Λόνι κι εγώ δικαστήκαμε ως ενήλικοι, και περάσαμε δεκαοχτώ χρόνια ο καθένας σε διαφορετικές εγκαταστάσεις, από αναμορφωτήρια μέχρι φυλακές ενηλίκων. Ο δικαστής διέταξε να σφραγιστούν όλα τα πρακτικά της δίκης, τόσο για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας μετά την αποφυλάκιση, όσο και για την ασφάλειά μας, επειδή κυκλοφορούσε η φήμη ότι οι θείοι της Σελίνα Ντέι ήταν αναμεμειγμένοι στο Μαύρο Απελευθερωτικό Στρατό, αν και δεν ξέρω κατά πόσο ήταν αλήθεια αυτό. Αναλογιζόμενος το παρελθόν, νομίζω ότι το πρόσθεσαν απλώς σε όλα τα άλλα, γιατί ήταν ένας τρόπος να καλυφθεί ο εισαγγελέας σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, συμφωνήθηκε ότι έπρεπε να μας δοθούν καινούριες ταυτότητες κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού μας, και ότι μόνο μια χούφτα άνθρωποι έπρεπε να τις γνωρίζουν, αλλά αυτό το μάθαμε αργότερα. Θυμάμαι ότι ο δικαστής μάς είπε πως είχαμε κάνει ένα φοβερό πράγμα, αλλά πως ο ίδιος πίστευε ότι όλοι οι άνθρωποι είχαν μέσα τους τη δυνατότητα του εξιλασμού, ιδιαίτερα τα παιδιά. Μας είπε ότι θα μας δινόταν μια ευκαιρία να το αποδείξουμε, αφού πρώτα εκτίαμε την ποινή μας. »Ύστερα από δώδεκα χρόνια μας μετέφεραν σε φυλακές εκτός Πολιτείας για να γίνουν πιο ομαλά οι αλλαγές ταυτότητας. Εγώ γεννήθηκα με το όνομα Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ, αλλά έγινα Ράνταλ Χέιτ μεταξύ του εγκλεισμού μου στο πολιτειακό σωφρονιστικό κατάστημα του Μπίσμαρκ και στο Βόρειο Πολιτειακό Σωφρονιστικό Ίδρυμα του Νιούπορτ στο Βερμόντ. Έπειτα από δύο χρόνια με μετέφεραν στο Μπέρλιν του Νιου Χάμσαϊρ, όπου εξέτισα τον τελευταίο χρόνο της ποινής μου. Δε θέλησαν να μου πουν το καινούριο όνομα του Λόνι, κι άλλωστε ούτε εγώ ήθελα να το μάθω. Δεν

ήθελα να τον ξαναδώ, ύστερα από τους μπελάδες που μας προκάλεσε. Κάποια στιγμή ήρθα στο Μέιν». Ο Χέιτ έδειξε τη φωτογραφία της φθαρμένης πόρτας. «Αυτός ήταν ο αχυρώνας όπου πέθανε η Σελίνα Ντέι», είπε. «Η φωτογραφία μπήκε σε μερικές εφημερίδες. Δεν ξέρω για τους άλλους αχυρώνες, αλλά αυτός εδώ βρίσκεται, ή βρισκόταν, στο Ντρέικ Κρικ. Εξακολουθώ να τον βλέπω στα όνειρά μου». Κοίταξε τη δικηγόρο του, αποζητώντας την αντίδρασή της σ’ αυτή τη δεύτερη αφήγηση της ιστορίας του. Η Έιμι προσπάθησε να του χαμογελάσει ενθαρρυντικά, αλλά το χαμόγελό της έμοιαζε περισσότερο με γκριμάτσα. Ο Χέιτ στράφηκε σ’ εμένα. Άνοιξε το στόμα του και άπλωσε τα χέρια ανοιχτά προς το μέρος μας, σαν να ήθελε να προσθέσει κάτι στην αφήγηση –να ζητήσει συγνώμη ή να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν, και να ξεκαθαρίσει πόσο διαφορετικός ήταν τώρα–, αλλά φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι δεν υπήρχε τίποτε άλλο να ειπωθεί, γι’ αυτό έκλεισε το στόμα, σταύρωσε τα χέρια και έμεινε σιωπηλός, περιμένοντας να ακούσει τι θα του λέγαμε. «Κάποιος λοιπόν ανακάλυψε ποιος είστε;» ρώτησα. «Ναι. Δεν ξέρω ποιος ή πώς, αλλά αυτό έγινε». «Θα μπορούσε να είναι το προοίμιο εκβιασμού», είπε η Έιμι. «Υπήρξε κάποια απειλή εκβιασμού;» ρώτησα πάλι. «Όχι ακόμη», απάντησε η Έιμι. Ανασήκωσα τους ώμους μου. Το φως του ήλιου που έδυε πίσω μου καθρεφτίστηκε στους φακούς των γυαλιών του Χέιτ, και δεν μπορούσα πια να διακρίνω τα μάτια του. «Προς το παρόν, φαίνεται πως ο κύριος Χέιτ έχει δύο επιλογές», είπα. «Μπορεί να μείνει εκεί που βρίσκεται και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες αν αυτό το πρόσωπο αποφασίσει να δημοσιοποιήσει ό,τι γνωρίζει, ή μπορεί να εγκαταλείψει το σπίτι του και να πάει κάπου αλλού. Ίσως καταφέρει να έρθει σε επαφή με τις Αρχές στη Βόρεια Ντακότα και να δει αν δέχονται να του δώσουν μια άλλη ταυτότητα, αν και υποθέτω πως θα πρέπει να αποδείξει ότι διατρέχει κάποιον κίνδυνο ως συνέπεια της ενδεχόμενης αποκάλυψής του, αλλά ακόμη κι έτσι δε δίνονται τόσο εύκολα καινούριες ταυτότητες. Κοίταξε, σε τελευταία ανάλυση, όποια κι αν είναι η φύση του εγκλήματός του, εξέτισε την ποινή του. Ήταν παιδί όταν σκοτώθηκε η Σελίνα Ντέι, όχι ενήλικος. Επίσης, αν θέλουμε να το δούμε ψυχρά, πρόκειται για ένα έγκλημα που έγινε πριν από πολύ καιρό και σε άλλη Πολιτεία. Αν αποκαλυφθεί η ταυτότητά του, ενδέχεται να υπάρξουν κάποιοι στο Μέιν που θα αντιδράσουν άσχημα, αλλά ίσως και να ξαφνιαστεί από την κατανόηση που μπορεί να δείξει ο κόσμος». «Όλα αυτά είναι σωστά», είπε η Έιμι. «Υπάρχει όμως μια λεπτομέρεια την οποία δε σου εκμυστηρεύτηκε ακόμη ο κύριος Χέιτ. Είναι ο τόπος κατοικίας του. Γιατί δε λέτε στον κύριο Πάρκερ πού έχετε φτιάξει το σπιτικό σας;» Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι αυτό ήταν το δόλωμα στην παγίδα, η λεπτομέρεια που η Έιμι μου είχε αποκρύψει επίτηδες, και καθώς άρχισε να μιλάει ο Χέιτ αισθάνθηκα τα σαγόνια του δόκανου να με κλείνουν απότομα μέσα τους και συνειδητοποίησα ότι δε θα κατάφερνα να απεμπλακώ. «Μένω σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από το σπίτι της Άννας Κόρι. Στο Πάστορ’ς Μπέι», είπε ο Χέιτ.

5 ΟΡάνταλ Χέιτ είχε ξαναπάρει τη θέση του στο χώρο υποδοχής. Η ρεσεψιονίστ, τις υπηρεσίες της οποίας μοιραζόταν η Έιμι με άλλες επιχειρήσεις στο κτίριο, είχε γυρίσει στο σπίτι της, και έτσι ο Χέιτ είχε μείνει μόνος με τις σκέψεις του. Έδειχνε δυσαρεστημένος καθώς έβγαινε από το γραφείο της Έιμι. Αυτό ήταν φανερό στη συγκρατημένη στάση του, στον τρόπο που κοντοστάθηκε πριν κλείσει την πόρτα πίσω του, στην αίσθηση που δημιούργησε ότι υπήρχαν κι άλλα που έπρεπε να ειπωθούν ή που έπρεπε να είχαν ειπωθεί –και όχι από το δικό του στόμα. Η αντίδρασή μας –ή ενδεχομένως, πιο σωστά, η δική μου αντίδραση– στην ιστορία του δεν τον είχε ικανοποιήσει. Νομίζω ότι μπορεί να αποζητούσε κάποιας μορφής καθησύχαση και παρηγοριά, όχι ως προς το πρόβλημα με τις φωτογραφίες, αλλά ως προς την ίδια του τη φύση. Έξω είχε σουρουπώσει πια και συνέχιζε να βρέχει. Τα διερχόμενα οχήματα φώτιζαν με τους προβολείς τους το πάρκινγκ, ρίχνοντας καινούριες σκιές στο γραφείο όπου καθόμασταν η Έιμι και εγώ. Οι μαύρες μουντζούρες παρέμεναν στα κλαδιά του δέντρου. Τα κοράκια δεν είχαν σαλέψει, ούτε είχαν βγάλει τον παραμικρό ήχο. Αισθάνθηκα την παρόρμηση να πάρω μερικές πέτρες και να τα αναγκάσω να φύγουν από την κούρνια τους. Άπιστα πουλιά. Αποστάτες. «Λοιπόν;» είπε η Έιμι. Δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε κουβέντα από τη στιγμή που βγήκε ο Χέιτ από το δωμάτιο, όπως του ζήτησε η Έιμι, για να μπορέσουμε να συζητήσουμε ιδιαιτέρως όλα όσα μας είχε πει. Οι φωτογραφίες είχαν παραμείνει πάνω στο γραφείο. Τις μετακίνησα με το δείκτη του δεξιού χεριού μου, αλλάζοντας τη σειρά τους, λες και τα χρώματα αντιπροσώπευαν κάποιον κώδικα που θα μπορούσα να σπάσω, προσφέροντάς μου με αυτό τον τρόπο την αποκάλυψη, τη βεβαιότητα που αποζητούσα. Αναρωτιόμουν τι από όσα είχαμε ακούσει ήταν ψέμα. Ίσως είχα γίνει πιο κυνικός με το πέρασμα των χρόνων, ή μπορεί να ήταν απλώς ένα αταβιστικό ένστικτο που είχα μάθει να μην παραβλέπω, αλλά κάπου στη μαρτυρία που μας έδωσε ο Ράνταλ Χέιτ ήταν κρυμμένο ένα ψέμα. Μπορεί να ήταν ψέμα που ειπώθηκε με δόλο ή από αμέλεια, πάντως υπήρχε. Το ήξερα, γιατί πάντα υπάρχει κάποιο ψέμα. Ακόμη και κάποιος σαν τον Χέιτ, ο οποίος στα νιάτα του ήταν συνεργός σε ένα τρομερό έγκλημα και το είχε μόλις ομολογήσει σε δύο ξένους, μειώνοντας τον εαυτό του στα μάτια τους, θα παρασιωπούσε τουλάχιστον μία σημαντική λεπτομέρεια. Αν μη τι άλλο, έτσι ήταν η ανθρώπινη φύση. Δεν έδινες τα πάντα, γιατί, αν το έκανες, δε θα σου έμενε τίποτε. Ορισμένοι είχαν την άποψη ότι η ομολογία προσφέρει λύτρωση, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό το υποστήριζαν όσοι άκουγαν τις ομολογίες άλλων και όχι όσοι ομολογούσαν. Οι μόνες πλήρεις ομολογίες είναι οι επιθανάτιες. Όλες οι άλλες είναι μονομερείς, τροποποιημένες. Το ψέμα που κρυβόταν στην ιστορία του Χέιτ ήταν μάλλον αποτέλεσμα εξάσκησης· είχε αναδιατάξει ή παραλείψει πληροφορίες που είχαν γίνει τώρα κρίσιμες για την περιγραφή των γεγονότων από την πλευρά του, ενδεχομένως σε βαθμό που ο ίδιος δε συνειδητοποιούσε πλέον ότι επρόκειτο για ψέμα. Η μαρτυρία του είχε κάποιο στοιχείο επεξεργασίας, αλλά δεν ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι αυτό είχε γίνει αποκλειστικά για δικό μας όφελος. «Λέει ψέματα», είπα. «Για ποιο πράγμα;»

«Δεν ξέρω. Τον παρακολουθούσα καθώς μιλούσε, και υπήρχε κάτι στον τρόπο που έλεγε την ιστορία του. Ήταν υπερβολικά αψεγάδιαστη, σαν να την προετοίμαζε χρόνια ολόκληρα στο μυαλό του, περιμένοντας την ευκαιρία να τη διηγηθεί». «Μπορεί πράγματι να την προετοίμαζε. Ήταν μια καμπή στη ζωή του –το χειρότερο πράγμα που έκανε ή που θα κάνει ποτέ. Δε θα απορούσα αν επανερχόταν σ’ αυτό ξανά και ξανά κι αν κατασκεύαζε τη δική του εκδοχή για το έγκλημα και τα επακόλουθά του. Στο κάτω κάτω, το πιθανότερο είναι ότι εδώ και χρόνια προσπαθεί να το εξηγήσει στον εαυτό του –όταν δηλαδή δεν το εξηγούσε στην αστυνομία ή σε κάποιον ψυχοθεραπευτή». «Μία εκδοχή», είπα. «Τι;» «Την περιέγραψες ως μία “εκδοχή”. Αυτό είναι όλο κι όλο. Οι μόνοι άνθρωποι που ξέρουν πραγματικά τι συνέβη σ’ εκείνο τον αχυρώνα είναι ο Ράνταλ Χέιτ, ο Λόνι Μάιντας και η Σελίνα Ντέι, κι εμείς το ακούσαμε μόνο από τον Ράνταλ Χέιτ, που λέει ότι δεν έφταιγε εκείνος, ότι προσπάθησε να αποτρέψει το φονικό, αλλά ο Λόνι Μάιντας ήταν πολύ δυνατός». «Δεχόμαστε ότι έτσι πρέπει να τον φέρνουμε στο νου μας –ως Ράνταλ Χέιτ και όχι ως Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ;» «Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Ο ίδιος πώς βλέπει τον εαυτό του;» «Παρατήρησα ότι δεν τον ρώτησες». «Δεν τον ρώτησα επειδή δε νομίζω ότι έχει σημασία, προς το παρόν. Για το σκοπό της δικής σου δουλειάς, και στα μάτια των συμπολιτών του, είναι ο Ράνταλ Χέιτ. Σε γενικές γραμμές, φαντάζομαι πως έτσι βλέπει τον εαυτό του. Για να επιζήσει, όφειλε να αποδεχτεί την πραγματικότητα της νέας του ταυτότητας, με την όποια φανταστική ιστορία τη συνοδεύει». Η Έιμι έγραψε κάτι στο σημειωματάριό της και άλλαξε θέμα. «Ίσως να λέει την αλήθεια για ό,τι συνέβη στον αχυρώνα», είπε. «Εσύ αμφισβητείς λεπτομέρειες αντί της ουσίας. Ο Ράνταλ Χέιτ δεν αρνείται ότι είναι εν μέρει υπαίτιος για το θάνατο της Σελίνα Ντέι». «Σύμφωνοι, μπορεί να λέει την αλήθεια, αν όμως εγώ είχα αναμειχθεί στο θάνατο ενός νεαρού κοριτσιού και μπορούσα να μεταθέσω μέρος της ευθύνης στις πλάτες κάποιου άλλου, θα το έκανα». «Όχι, εσύ δε θα το έκανες», είπε η Έιμι. «Κάποιος άλλος ίσως, αλλά όχι εσύ». «Γιατί το λες αυτό; Δεν πιστεύω ότι είμαι τόσο έντιμος». «Η εντιμότητα είναι μόνο το ένα μέρος της εικόνας. Ο αυτοβασανισμός είναι το υπόλοιπο». Το είπε με χαμόγελο, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι δεν το εννοούσε ειλικρινά. Ο Θεός να με φυλάει από ψυχολόγους της πεντάρας, ιδίως όταν φοράνε το χιτώνα του δικηγόρου, σκέφτηκα. «Ήταν δεκατεσσάρων χρονών», είπα. «Εγώ δε σκότωσα κανέναν στα δεκατέσσερα. Αν το είχα κάνει, δεν ξέρω με βεβαιότητα πώς θα είχα αντιδράσει στη συνέχεια». «Όλα αυτά είναι άσχετα». «Έτσι λες;» «Το ξέρεις πως είναι άσχετα. Κάποιος παρενοχλεί τον Ράνταλ Χέιτ· το όπλο του είναι το ότι γνωρίζει αυτό που έκανε ο Χέιτ όταν ήταν μικρός. Ταυτόχρονα, στο Πάστορ’ς Μπέι έχει χαθεί ένα δεκατετράχρονο κορίτσι. Οι ομοιότητες είναι ανησυχητικές». Είδα νοερά τη Σαμ να με κοιτάζει, και την άκουσα να μου ζητάει να βρω την Άννα Κόρι. Κοίταξα τα χέρια μου, και διέκρινα το φάσμα ενός σταυρού φτιαγμένου από κλαράκια. Στο λαιμό μου κρεμόταν μια μικρότερη εκδοχή του ίδιου συμβόλου: ένας μπρούντζινος βυζαντινός σταυρός.

Μερικές φορές κάτι πρέπει να μας υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις μας απέναντι στους άλλους, έστω κι αν αυτό έχει κάποιο κόστος για τον εαυτό μας. «Κι αυτό γιατί», είπα, «αν ο άνθρωπος που έχει καταλάβει την αληθινή ταυτότητα του Ράνταλ Χέιτ ενδιαφερόταν έστω και ελάχιστα για την τύχη της Άννας Κόρι, θα είχε πάει στην αστυνομία να δηλώσει όσα γνωρίζει: Ο καταδικασμένος φονιάς ενός δεκατετράχρονου κοριτσιού ζει στην ίδια πόλη από την οποία πρόσφατα εξαφανίστηκε κάποιο δεκατετράχρονο κορίτσι. Αντί όμως να μιλήσει στην αστυνομία, αυτός στέλνει στον Χέιτ φωτογραφίες από πόρτες αχυρώνων και περιμένει να δει την αντίδρασή του». «Εν μέρει εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτή η κίνηση θα μπορούσε να αποτελεί το προοίμιο μιας απόπειρας εκβιασμού». «Σ’ αυτή την περίπτωση, ο Χέιτ πρέπει να πάει στην αστυνομία». «Αν πάει στην αστυνομία, θα τον θεωρήσουν ύποπτο». «Ή θα τον αποκλείσουν από την έρευνα, αν απαντήσει ικανοποιητικά σε όλες τις ερωτήσεις τους κι αν δεν το έκανε». Η Έιμι μόρφασε όταν άκουσε το «αν». «Έλα τώρα», είπα, «δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν έχεις σκεφτεί καν αυτή την πιθανότητα». «Αν υποθέσουμε ότι πράγματι έχει περάσει μια τέτοια σκέψη από το μυαλό μου, πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι θα μπορούσε να έχει απαγάγει την Άννα Κόρι;» «Όχι, εκτός πια κι αν παίζει χοντρό παιχνίδι εμπλέκοντάς μας, οπότε ή είναι εξωφρενικά έξυπνος ή είναι τρελός». «Εμένα δε μου δίνει την εντύπωση ότι είναι κάτι από τα δύο. Είναι έξυπνος, αλλά αν είναι τρελός, τότε το κρύβει καλά. Τι τρέχει;» Δεν είχα κατορθώσει να κρύψω ένα συνοφρύωμα αμφιβολίας. «Η λέξη “τρελός” μπορεί να είναι πολύ βαριά, αλλά πρόκειται για έναν άνθρωπο που ζει με την επίγνωση ότι κάποτε σκότωσε ένα παιδί. Υποχρεώθηκε να πάρει νέα ταυτότητα και ζει σε μια απομονωμένη κοινότητα μακριά από τη γενέτειρά του. Νομίζω ότι λειτουργεί κάτω από απερίγραπτη συναισθηματική και ψυχολογική πίεση. Ουσιαστικά τα νεύρα του έχουν γίνει κουρέλια. Ξέρεις αν έχει διατηρήσει κάποιου είδους επαφή με την οικογένειά του;» «Ο ίδιος λέει ότι δεν έχει καμία επαφή. Ξέρουμε πως ο πατέρας του είναι νεκρός. Δε γνωρίζει πού βρίσκεται η μητέρα του. Μου είπε ότι έμενε μαζί της για κάποιο διάστημα μετά την αποφυλάκισή του από το Μπέρλιν, αλλά ένιωθε την παρουσία της να τον πνίγει. Εκτός αυτού, πίστευε ότι για να μπορέσει να ενδυθεί την καινούρια του ταυτότητα, θα ήταν καλύτερα από ένα σημείο και μετά να διακόψει κάθε επαφή με την οικογένειά του. Δεν είναι ασυνήθιστο. Είχε μάθει να ζει χωρίς αυτούς για μεγάλο διάστημα, και πολλοί κρατούμενοι δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στις οικογενειακές σχέσεις μετά την αποφυλάκισή τους. Η κατάσταση θα ήταν ακόμη δυσκολότερη για τον Ράνταλ, δεδομένου ότι πλέον επίσημα δεν ήταν καν μέλος της οικογένειάς του». «Σε σπουδαίο κοινωνικό πείραμα βρέθηκαν μπλεγμένοι εκείνος και ο Λόνι Μάιντας». «Το αποδοκιμάζεις;» «Όχι. Απλώς δεν καταλαβαίνω απόλυτα το σκεπτικό πίσω από αυτό το εγχείρημα». «Θα πρέπει να μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες». «Θα γίνει κι αυτό». «Έχουμε διαπιστώσει επίσης ότι δεν είναι τρελός, αλλά ότι αν υποστεί πίεση μπορεί να λυγίσει». «Σύμφωνοι», είπα, με μισή καρδιά.

«Αν πάει στην αστυνομία, η παλιά του ζωή στο Πάστορ’ς Μπέι θα τελειώσει. Δεν το θέλει αυτό. Θέλει να μείνει εκεί που βρίσκεται και να ζήσει εκεί την υπόλοιπη ζωή του. Όπως είπες, έχει εκτίσει την ποινή του. Ο νόμος και η κοινωνία δεν μπορούν να του ασκήσουν κανέναν έλεγχο από αυτή την άποψη». «Θα κρατήσει λοιπόν το στόμα του κλειστό, ελπίζοντας ότι θα βρεθεί το κορίτσι;» «Εγώ αυτό θα τον συμβουλεύσω, για την ώρα. Στο μεταξύ εσύ θα διερευνήσεις ποιος μπορεί να του στέλνει τις φωτογραφίες, καθώς αντιλαμβάνεσαι για ποιο λόγο είναι σημαντικό». Η Έιμι με είχε στριμώξει. Απ’ ό,τι ξέραμε, ο Ράνταλ Χέιτ δεν είχε διαπράξει κανένα έγκλημα στην Πολιτεία του Μέιν. Ήταν πελάτης της Έιμι, κι εγώ είχα διστακτικά συμφωνήσει να συνεργαστώ μαζί της για λογαριασμό του. Δεσμευόμουν από την πολιτική εχεμύθειας, μέχρι ενός σημείου, κι αυτό μου εξασφάλιζε κάποιο βαθμό προστασίας σε περίπτωση που η αστυνομία με πίεζε να αποκαλύψω λεπτομέρειες της ανάμειξής μου, αν το θέμα έφτανε ως εκεί. Δε μου άρεσε όμως η κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν. Για να προστατέψουμε τον Χέιτ, αποκρύπταμε πληροφορίες πιθανόν σχετικές με την έρευνα για την εξαφάνιση της Άννας Κόρι, παρ’ ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις που να υπαινίσσονται την ύπαρξη άμεσης σχέσης ανάμεσα στον Χέιτ και στο συγκεκριμένο έγκλημα πέρα από τη γεωγραφική εγγύτητα και την ομοιότητα της ηλικίας των δύο κοριτσιών. Η περιοχή αυτή ήταν πολύ γκρίζα, κι ένιωθα πως η Έιμι το εκμεταλλευόταν. «Σε ενοχλεί;» ρώτησε η Έιμι. «Σου προκαλεί ταραχή αυτό που έκανε ο Ράνταλ;» «Και βέβαια». «Περισσότερο όμως απ’ όσο θα έπρεπε; Μήπως αισθάνεσαι προσωπική εχθρότητα απέναντί του λόγω της απώλειας του δικού σου παιδιού; Είμαι υποχρεωμένη να σου κάνω αυτή την ερώτηση. Το καταλαβαίνεις, έτσι;» «Το καταλαβαίνω. Όχι, δεν αισθάνομαι υπερβολική εχθρότητα προς τον Χέιτ. Σκότωσε ένα παιδί όταν ήταν και ο ίδιος παιδί, και έχω την εντύπωση ότι είναι λίγο κάθαρμα, αν και δεν μπορώ να προσδιορίσω το γιατί. Ξέρεις ότι θα μπορούσα να σηκωθώ και να φύγω, σωστά; Τίποτε από όσα συμφώνησα μέσα σ’ αυτό το γραφείο δεν είναι δεσμευτικό». «Το ξέρω. Όπως επίσης ξέρω ότι δε θα φύγεις». «Αν υποθέσουμε ότι έχεις δίκιο, θα ήθελες να μου πεις το λόγο;» «Γιατί στην υπόθεση εμπλέκεται άλλο ένα παιδί. Γιατί η Άννα Κόρι βρίσκεται κάπου εκεί έξω, και ίσως είναι ακόμη ζωντανή. Όσο υπάρχει ελπίδα γι’ αυτή, δεν πρόκειται να τα παρατήσεις. Ξέρω ότι δεν αισθάνεσαι άνετα που δεν ενημερώνεται η αστυνομία. Θα δω μήπως μπορέσω να πείσω τον Ράνταλ να εμφανιστεί και να μιλήσει οικειοθελώς, αλλά αν καταφέρεις να βρεις μία αδιαμφισβήτητη σύνδεση ανάμεσα σ’ αυτό που συμβαίνει στον πελάτη μας και στην εξαφάνιση της Άννας Κόρι, θα καλέσω η ίδια την αστυνομία και θα θρονιαστώ πάνω στον Ράνταλ για να τον εμποδίσω να φύγει μέχρι να έρθουν οι αστυνομικοί». Ενώ εγώ πάλευα να συλλάβω αυτή την εικόνα, η Έιμι πρόσθεσε: «Γιατί θα αναλάβεις την υπόθεση για έναν ακόμη λόγο: Αναρωτιέσαι, όπως κι εγώ, αν υπάρχει το ενδεχόμενο ο άνθρωπος που παρενοχλεί τον Ράνταλ Χέιτ να είναι ο ίδιος με αυτόν που απήγαγε την Άννα Κόρι».

Επέστρεψα στο Σκάρμπορο καταπονώντας τα μάτια μου καθώς η βροχή σφυροκοπούσε το παρμπρίζ. Τα φώτα της Μάστανγκ δεν άξιζαν και πολλά πράγματα με τέτοιο καιρό, όμως νωρίτερα η

κατάσταση δεν ήταν τόσο άσχημη και χαιρόμουν να κυκλοφορώ το αυτοκίνητο όποτε μπορούσα. Ήταν μια αδυναμία μου, αλλά μου άρεσε να πιστεύω ότι ήμουν άνθρωπος με σχετικά λίγες αδυναμίες. Στο κάθισμα δίπλα μου ήταν ένας κατάλογος με τα ονόματα όσων μπόρεσε να θυμηθεί ο Χέιτ ότι είχαν κάποια ανάμειξη στη δίωξη για την υπόθεση της Σελίνα Ντέι. Δεν ήταν σίγουρος για την ορθογραφία σε ορισμένες περιπτώσεις, και ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ιδέα πού μπορεί να βρίσκονταν τώρα εκείνοι οι άνθρωποι. Όταν τον ρώτησα αν είχε μπει στον πειρασμό να μάθει γι’ αυτούς, απάντησε ότι ο Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ μπορεί να είχε μπει σε τέτοιο πειρασμό, αλλά ο Ράνταλ Χέιτ όχι. Η υπόθεση του Χέιτ μου προκαλούσε αναστάτωση, αλλά θα την αναλάμβανα έστω κι αν δεν είχα να συνυπολογίσω το θέμα της Άννας Κόρι. Στο κάτω κάτω, χρειαζόμουν τα χρήματα αλλά και την ευκαιρία περισπασμού που μου πρόσφερε. Αυτή την εποχή οι δουλειές ήταν λιγοστές. Οι επιχειρήσεις και οι πολίτες δεν είχαν να διαθέσουν μετρητά για ιδιωτικούς ντετέκτιβ, εκτός εάν διακυβεύονταν μεγάλα ποσά ή σημαντικές υπολήψεις, οπότε και θα προσέγγιζαν κάποιο από τα μεγαλύτερα πρακτορεία. Είχε στεγνώσει ακόμη και η πηγή των συζυγικών υποθέσεων, οι οποίες συνήθως απέφεραν κάποιο ελάχιστο εισόδημα. Σύζυγοι που είχαν υποψίες ότι οι σύντροφοί τους ξεστράτιζαν έκαναν μόνοι τους τις έρευνές τους, ελέγχοντας αρχεία κινητών τηλεφώνων, λογαριασμούς πιστωτικών καρτών, κρατήσεις ξενοδοχείων. Έφταναν σε σημείο ακόμη και να παρακολουθούν οι ίδιοι τους ή τις συζύγους τους, ή έβαζαν κάποιο φίλο να το κάνει, αν μπορούσαν να βρουν κάποιον που εμπιστεύονταν αρκετά και για τον οποίο ήταν σίγουροι ότι δεν αποτελούσε το τρίτο πρόσωπο της πιθανής παράλληλης σχέσης. Ήταν όμως πολλοί και αυτοί που απλώς ζούσαν με τις υποψίες τους, γιατί έστω και αν ανακάλυπταν ότι είχαν δίκιο, τι θα έκαναν; Όλος ο κόσμος πάλευε να τα βγάλει πέρα. Ήταν αρκετά δύσκολο να κρατήσουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους· δεν μπορούσαν να διαθέσουν τα χρήματα για δύο. Μερικές φορές τα οικονομικά αρκούσαν από μόνα τους να αποτρέψουν τα παραστρατήματα αντρών και γυναικών, ή να τους αναγκάσουν να ζουν με τις αμφιβολίες τους. Έτσι λοιπόν αναλάμβανα όποια δουλειά μπορούσα να βρω, κυρίως ασφαλιστικές υποθέσεις και παρακολουθήσεις για λογαριασμό επιχειρήσεων που ενδιαφέρονταν για τις δραστηριότητες των υπαλλήλων τους. Είχα αρχίσει να ασχολούμαι ακόμη και με την ανάκτηση κλεμμένων αγαθών, πράγμα που ήταν ένα σκαλοπάτι ψηλότερα από την ανάκτηση κλοπιμαίων ή αγαθών με παρακρατημένη κυριότητα, και τα λεφτά αυτά ήθελαν κόπο για να βγουν. Στην καλύτερη περίπτωση, σήμαινε ότι έπρεπε να χτενίζω τα ενεχυροδανειστήρια αναζητώντας αντικείμενα που είχαν κλαπεί και πουληθεί, και μετά να πληροφορώ τον ενεχυροδανειστή ότι ήταν υποχρεωμένος να υποστεί τη ζημία, με την προϋπόθεση φυσικά ότι αφ’ ενός επρόκειτο για ευυπόληπτο επιχειρηματία και αφ’ ετέρου ότι μπορούσα να αποδείξω πως το συγκεκριμένο αντικείμενο ήταν προϊόν κλεπταποδοχής. Στη χειρότερη περίπτωση, σήμαινε ότι έπρεπε να χτυπάω τις πόρτες πρεζάκηδων, ρεμαλιών και κλεφτών εξ επαγγέλματος, οι περισσότεροι από τους οποίους έτειναν να σκέφτονται την πιθανότητα συνεργασίας στην έσχατη ανάγκη, όταν δεν έπιαναν πλέον τα ψέματα, ο εκφοβισμός και η παλιά και αξιόπιστη μέθοδος της βίας. Σε τελευταία ανάλυση, δεν ήταν δυνατόν να τσαλαβουτά κάποιος στο βούρκο για καιρό και να μη βυθιστεί τελικά σ’ αυτόν. Αφού συμφωνήσαμε ότι θα αναλάμβανα την υπόθεση του Χέιτ, και αφού η Έιμι επιχείρησε από συνήθεια να περικόψει την αμοιβή μου κι εγώ έβαλα τα γέλια και περίμενα μέχρι που σοβαρεύτηκε, προσφέρθηκε να δει αν θα μπορούσε να βρει μέσω της δικαστικής οδού έγγραφα σχετικά με το φόνο της Σελίνα Ντέι. Αν τα αρχεία ήταν σφραγισμένα, όπως ισχυριζόταν ο Ράνταλ Χέιτ, τότε θα

είχε περιορισμένη πρόσβαση. Στο μεταξύ, ο Χέιτ είχε πάρει το δρόμο του γυρισμού στο Πάστορ’ς Μπέι. Εκεί θα καθόταν στο γραφείο του και θα έκανε τη λίστα όλων όσους γνώριζε στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένων των επαγγελματικών επαφών του και όλων των γνωριμιών του, έστω και περιστασιακών, με ιδιαίτερη έμφαση σε καινούριους πελάτες και σε νεοφερμένους. Θα πήγαινα εκεί σε μια δυο μέρες για να μιλήσω μαζί του και να προσπαθήσω να εξακριβώσω αν υπήρχε κάποιος στην πόλη που είχε αρχίσει να φέρεται διαφορετικά απέναντί του, ή αν κάποιος νεοφερμένος μπορεί να είχε σχέση με τη Βόρεια Ντακότα, είτε με το αναμορφωτήριο στο οποίο είχε εκτίσει ο Χέιτ τα πρώτα χρόνια της ποινής του είτε με το πολιτειακό σωφρονιστικό κατάστημα. Έπρεπε επίσης να αναζητήσω σημεία ενδεχόμενης επαφής μεταξύ των φυλακών του Νιούπορτ και του Μπέρλιν, αν και φαινόταν λιγότερο πιθανό να αποτελούσαν τους αδύναμους κρίκους, με την προϋπόθεση ότι η μεταφορά του Χέιτ με τη νέα του ταυτότητα είχε γίνει ομαλά. Στη συνέχεια μου έμενε να ψάξω σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία σε μια προσπάθεια να διαπιστώσω πού βρίσκονταν τα πρόσωπα αυτά, για την περίπτωση που κάποιος ή κάποια είχε έρθει στο ανατολικό Μέιν και είχε διασταυρωθεί ο δρόμος του με του Ράνταλ Χέιτ. Καθώς οδηγούσα, σκεφτόμουν σε τι αποσκοπούσε η παρενόχληση του Χέιτ. Η προφανής απάντηση ήταν ο εκβιασμός, αλλά κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ότι ο δράστης δεν ήταν υπεύθυνος για την εξαφάνιση της Άννας Κόρι. Αλλιώς για ποιο λόγο θα διακινδύνευε να τραβήξει πάνω του την προσοχή, αν είχε ήδη διαπράξει σοβαρό έγκλημα απάγοντας ένα μικρό κορίτσι; Η δεύτερη πιθανότητα ήταν ο σαδισμός: Κάποιος απολάμβανε την ταραχή του Χέιτ, είτε από καθαρή εκδικητικότητα είτε επειδή ενδεχομένως είχε χάσει και ο ίδιος ένα παιδί σε παρόμοιες συνθήκες. Το να βασανίζεις έναν άνθρωπο που είναι ένοχος για τη διάπραξη εγκλήματος με θύμα ένα παιδί είναι η αμέσως καλύτερη επιλογή από το να βασανίζεις εκείνον που είναι υπεύθυνος για το έγκλημα που είχε θύμα του το δικό σου παιδί. Το τρίτο ενδεχόμενο ήταν αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο, μολονότι προσπάθησα να μη δείξω ότι έτεινα κυρίως προς τα εκεί, για να μην προδιαθέσω τον εαυτό μου και διακινδυνεύσω κατά συνέπεια να παραβλέψω κρίσιμα στοιχεία που ίσως έδειχναν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το συγκεκριμένο ενδεχόμενο, όπως είχε πει η Έιμι, ήταν να είχε γίνει ο Ράνταλ Χέιτ στόχος του απαγωγέα της Άννας Κόρι, ο οποίος με αυτό τον τρόπο προετοίμαζε το έδαφος για να τον κάνει εξιλαστήριο θύμα. Αν ήταν όντως έτσι, για να το επιτύχει θα έπρεπε ο Χέιτ να πανικοβληθεί και να το σκάσει, και να αποκαλυφθεί ανώνυμα το παρελθόν του στην αστυνομία και στους δημοσιογράφους, απομακρύνοντας έτσι την έρευνα από τον πραγματικά υπεύθυνο για την εξαφάνιση της Άννας και στρέφοντάς τη στον Χέιτ. Ωστόσο, κι αν ακόμη ο Χέιτ δεν το έβαζε στα πόδια, και πάλι ήταν πιθανό να διαρρεύσουν οι πληροφορίες, οπότε η έρευνα θα έπαιρνε καινούρια τροπή, ούτως ή άλλως. Επίσης, από την άλλη πλευρά, μπορεί ο Χέιτ να μην άντεχε την πίεση και, ακολουθώντας τη συμβουλή της δικηγόρου του, να πήγαινε στην αστυνομία και να ομολογούσε την αλήθεια για το παρελθόν του, στερώντας έτσι θεωρητικά από το βασανιστή του το μόνο όπλο που μπορούσε να χρησιμοποιήσει εναντίον του: το μυστικό του παλιού του εγκλήματος. Όμως ο Χέιτ δεν είχε άλλοθι για τη μέρα που είχε εξαφανιστεί η Άννα Κόρι, κι αυτό ήταν σοβαρό πρόβλημα. Μας είχε πει ότι βρισκόταν στο σπίτι του, ελέγχοντας τα λογιστικά μιας επιπλοποιίας με έδρα το Νόρθπορτ. Τα βιβλία και οι αποδείξεις ήταν φοβερά μπερδεμένα, και ο Χέιτ σκόπευε να αφιερώσει όλο το χρόνο του στην προσπάθεια να τα βάλει απλώς σε κάποια τάξη. Δυστυχώς, άρπαξε μια εικοσιτετράωρη ίωση, με αποτέλεσμα εκείνη τη μέρα να την περάσει κυρίως κάνοντας

εμετό ή παίρνοντας σύντομους υπνάκους στον καναπέ του βυθισμένος στη ναυτία. Κατά συνέπεια, δεν είχε ανοίξει καθόλου τον υπολογιστή του, ούτε είχε χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο ή το Ίντερνετ. Δεν είχε δεχτεί καμία επίσκεψη, και τα ελάχιστα πράγματα που είχε φάει τα είχε πάρει από το ψυγείο του. Δεν είχε παραγγείλει φαγητό απέξω, ώστε να επιβεβαιωθεί η παρουσία του στο σπίτι. Έτσι, αν πήγαινε στην αστυνομία, θα θεωρούνταν ύποπτος, οπότε, ακόμη κι αν ήταν απόλυτα αθώος, η ζωή του θα άλλαζε απ’ όσα θα ακολουθούσαν. Ο ίδιος ο Χέιτ όμως ήθελε, αν αυτό ήταν δυνατό, να συνεχίσει να ζει όπως ζούσε μέχρι τώρα. Καταλάβαινε ότι δεν υπήρχε πιθανότητα να του δοθεί άλλη καινούρια ταυτότητα, και η δύναμη του Ίντερνετ σήμαινε ότι από τη στιγμή που θα γινόταν γνωστό το παρελθόν του, η αλήθεια θα τον ακολουθούσε παντοτινά –ή αυτό πίστευε, τουλάχιστον. Ο Ράνταλ Χέιτ ήταν μια ψυχή που υπέφερε. Η Έιμι είχε προσπαθήσει να τον διαβεβαιώσει πως εκείνη κι εγώ θα κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να τον προστατεύσουμε, αλλά είδα στα μάτια του ότι ήξερε πώς είχαν στην ουσία τα πράγματα. Η προσεκτικά κατασκευασμένη ζωή του είχε πάρει να διαλύεται, και η μάσκα που φορούσε είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει πάνω στο δέρμα του και να πέφτει, αποκαλύπτοντας για μία ακόμη φορά το πρόσωπο του φονιά Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ.

6

Έ

βρεχε, είχε νυχτώσει και η ζεστασιά των μπαρ ήταν σαν το κάλεσμα των σειρήνων για τους άντρες και τις γυναίκες που διάβαιναν στους γλιστερούς δρόμους, αν και όσοι απαντούσαν σ’ εκείνο το κάλεσμα το πιο πιθανό ήταν πως θα είχαν καταλήξει ούτως ή άλλως σε τέτοια μέρη, ή τουλάχιστον σε μέρη όπως το συγκεκριμένο καταγώγιο στο Γούμπερν. Οι άντρες και οι γυναίκες που συναθροίζονταν εκεί μέσα δεν έκαναν και τόσο κέφι να πάνε στα σπίτια τους, και όσοι τα μοιράζονταν με κάποιον άλλο ήξεραν ότι κανείς δεν περίμενε την επιστροφή τους με ιδιαίτερη προσμονή. Το μπαρ εκείνο λεγόταν Ο Περιπλανώμενος, και ο καλύτερος τρόπος για να το περιγράψει κανείς ήταν ότι, με τον τρόπο του, αποτελούσε προϊόν εξέλιξης, αν και η εξέλιξή του ήταν συγκρίσιμη με εκείνη ενός πρωτόγονου πλάσματος που είχε αντικαταστήσει τα βράγχια με πνευμόνια, είχε σκαρφαλώσει αδέξια από τη θάλασσα στη στεριά, και μετά δεν είχε προχωρήσει καθόλου, εγκαταλείποντας διαπαντός κάθε ιδέα προόδου γιατί προτίμησε να παραμείνει στο στάδιο ενός ελάχιστα εκλεπτυσμένου πρωτογονισμού. Το συγκεκριμένο εξελικτικό μονοπάτι που είχε ακολουθήσει πήγαινε ως εξής: Ένας μεθυσμένος δίνει ένα μπουκάλι σε έναν άλλο μεθυσμένο· αυτοί οι δύο βρίσκουν ένα παγκάκι για να ακουμπήσουν το μπουκάλι· ένας τρίτος μεθυσμένος, όμως λιγότερο πιωμένος από τους άλλους, καταφθάνει και τους βοηθάει να γεμίσουν τα ποτήρια τους· κάποιος υψώνει γύρω τους έναν τοίχο για να έχουν κάπου να ακουμπήσουν όσο δηλητηριάζουν τους εαυτούς τους με οινόπνευμα· προστίθεται μια στέγη για να μην τους νερώνει η βροχή το ποτό· κάποιος κρεμά απέξω μια ταμπέλα, ενημερώνοντας όλο τον κόσμο ότι ο Περιπλανώμενος άνοιξε και δέχεται πελάτες. Τέλος της εξέλιξης. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με φτηνά πράσινα πλακάκια που θύμιζαν καντίνα νοσοκομείου, μαυρισμένα από τις γόπες που είχαν πατηθεί και λιώσει στην επιφάνειά τους με το πέρασμα των χρόνων. Στην πέρα γωνία υπήρχε ένα τζουκμπόξ, αλλά κανείς δε θυμόταν να έχει λειτουργήσει ποτέ. Παρέμενε φωτισμένο και φαινομενικά διαθέσιμο, αλλά οι μόνοι που επιχειρούσαν καμιά φορά να το κάνουν να παίξει ένα τραγούδι ήταν μεθύστακες και περιστασιακοί πελάτες. Τότε το τζουκμπόξ απλώς κατάπινε τα λεφτά τους και παρέμενε σιωπηλό. Όποτε κάποιος παραπονιόταν για την απείθαρχη φύση του μηχανήματος έπαιρνε για απάντηση ένα ανασήκωμα των ώμων του μπάρμαν, ο οποίος τον πληροφορούσε ότι το τζουκμπόξ ήταν νοικιασμένο και ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει από την πλευρά του ήταν να ειδοποιήσει την ιδιοκτήτρια εταιρεία, εφόσον μόνο το δικό της προσωπικό είχε δικαίωμα να πασπατεύει τα σωθικά του. Όλα αυτά ήταν τόσο ξεδιάντροπα ψέματα, που ήταν να απορεί κανείς πώς δεν κοβόταν η γλώσσα του μπάρμαν από τη ρίζα πριν προλάβει να ολοκληρώσει το παραμύθι του. Αν όμως ο παραπονούμενος πελάτης ενδιαφερόταν στ’ αλήθεια τόσο πολύ για τα πενήντα σεντς που είχε χάσει, ο μπάρμαν συνέχιζε λέγοντας ότι θα μπορούσε να γράψει στην εταιρεία, εφόσον βέβαια κατάφερνε να ξεθάψει το όνομά της, πράγμα δύσκολο, αφού η εταιρεία ήταν ανύπαρκτη. Το τζουκμπόξ ήταν ιδιοκτησία του μπαρ και του ανήκε από τον καιρό που είχε φαλιρίσει η κατασκευάστρια εταιρεία του. Οι μπάρμαν δεν έβγαζαν και πολλά από τα κέρματα των ανόητων που μαζεύονταν σιγά σιγά μέσα στο μηχάνημα, αλλά το τζουκμπόξ ήταν γι’ αυτούς πηγή διασκέδασης, ως ένα βαθμό. Πότε πότε κάποιος δοκίμαζε να το κοπανήσει για να το κάνει να παίξει, ή τουλάχιστον για να του επιστρέψει τα λεφτά του. Σ’ αυτή την περίπτωση, αν ήταν τυχερός,

ο μπάρμαν τον προειδοποιούσε, ή αν ήταν λίγο άτυχος τον πετούσε έξω. Αν ήταν πολύ άτυχος, και έκανε ήδη μαλακίες πριν τα βάλει με το τζουκμπόξ, τότε ο μπάρμαν τον πετούσε έξω από την πίσω πόρτα, οπότε ο τύπος μπορεί να σκόνταφτε κάπου, να κοπάναγε το κεφάλι του και να χτυπούσε, πράγμα που δεν υπήρχε λόγος να προξενήσει ιδιαίτερη λύπη σε κανέναν. Πάντως, τέτοιες ενέργειες σπάνια ήταν απαραίτητες. Σε γενικές γραμμές, οι ντόπιοι καταλάβαιναν την ατμόσφαιρα του μπαρ, και οι ξένοι ελάχιστες φορές το επισκέπτονταν. Το όνομά του ήταν σωστή επιλογή, δεδομένου ότι ο Περιπλανώμενος δεν είχε σταθερή ταυτότητα και μάζευε όσους δεν είχαν συγκεκριμένους εθνικούς, αθλητικούς ή φυλετικούς δεσμούς, οπότε δεν τους άναβαν τα αίματα με κάτι τέτοια. Ιδιοκτήτης ήταν ένας Πολωνός, διαχειριστής ένας Ιταλός, και οι μπάρμαν ήταν όλοι καθάρματα, με μόνο κοινό παρονομαστή ότι ήταν λευκοί, αφού το Γούμπερν της Μασαχουσέτης συγκέντρωνε ενενήντα τοις εκατό λευκούς, πέντε τοις εκατό Ασιάτες και πέντε τοις εκατό όλα τα υπόλοιπα, και το δέκα τοις εκατό όσων δεν ήταν λευκοί φρόντιζαν να μένουν μακριά από τον Περιπλανώμενο. Έτσι είχαν τα πράγματα, και κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να τα σχολιάσει. Το ντεκόρ του Περιπλανώμενου ήταν ουδέτερο, κυρίως επειδή ουσιαστικά δεν είχε κανένα ντεκόρ, εκτός και αν λογάριαζες ένα ραγισμένο διαφημιστικό καθρέφτη της Μπαντγουάιζερ. Οι καρέκλες ήταν παράταιρες και δεν πατούσαν καλά στο δάπεδο. Τα τραπέζια ήταν κοκκινόμαυρα με επιφάνειες σε απομίμηση μαρμάρου. Τα σκαμπό κατά μήκος του μπαρ ήταν από ματ ατσάλι με μαξιλάρια από μαύρο βινίλιο, και την τελευταία φορά που ανανεώθηκε η ταπετσαρία τους ο Τζον Μακναμάρα ήταν ακόμη προπονητής των Ρεντ Σοξ και η ομάδα κέρδιζε με χίλια ζόρια τα μισά παιχνίδια, οπότε τον αντικατέστησε ο Τζο Μόργκαν και οι Ρεντ Σοξ κέρδισαν δεκαεννιά από τους επόμενους είκοσι αγώνες και κατέκτησαν το πρωτάθλημα της Ανατολικής Περιφέρειας της Αμερικανικής Ομοσπονδίας. Το εν λόγω επίτευγμα πέρασε σχετικά απαρατήρητο στον Περιπλανώμενο, μια και τον καιρό εκείνο το μπαρ δεν είχε τηλεόραση –ούτε έχει αποκτήσει έκτοτε. Ο Περιπλανώμενος δεν ενδιαφερόταν για τα αθλητικά παραπάνω από ό,τι για την πολιτική, τις τέχνες, τον πολιτισμό, τον κινηματογράφο, ή οποιαδήποτε άλλη πλευρά της ζωής που δεν είχε να κάνει με το σερβίρισμα ποτών και την είσπραξη του σχετικού αντιτίμου. Είχε τακτικούς πελάτες, αλλά οι μπάρμαν, πέρα από το να τους χαιρετούν με το όνομά τους όποτε έκαναν κέφι, δεν έδιναν δεκάρα να μάθουν περισσότερα για τις συνθήκες της ζωής τους. Στην πλειονότητά τους, όσοι σύχναζαν στον Περιπλανώμενο έρχονταν για να βρουν ησυχία. Δεν ενδιαφέρονταν για τους άλλους ανθρώπους, ωστόσο δεν ενδιαφέρονταν ούτε για τους ίδιους τους εαυτούς τους, οπότε, αν μη τι άλλο, ήταν συνεπείς. Αλλά το μπαρ εξακολουθούσε να λειτουργεί ύστερα από σαράντα και πλέον χρόνια, και ο λόγος ήταν ότι γνώριζε την αγορά του. Η αγορά εκείνη αποτελούνταν από μεθύστακες και άντρες που έδερναν τις γυναίκες τους· από γυναίκες που ήταν ένα σκαλί πιο πάνω από την πορνεία και πουλιόνταν τόσα πολλά χρόνια για λίγο ποτό, λίγη παρέα και ένα διαφορετικό κρεβάτι, ώστε είχαν καταφέρει με κάποιο τρόπο να πείσουν τους εαυτούς τους ότι αυτές οι βραχυχρόνιες διευθετήσεις ήταν ικανές να θεωρηθούν πραγματικές σχέσεις· από νεοφερμένους που ήταν γνωστοί μόνο με το μικρό τους όνομα, έψαχναν για δουλειά και δεν πρόβαλλαν απαιτήσεις για το είδος της δουλειάς, για την καταχώριση του αριθμού κοινωνικής ασφάλισής τους ή για το αν η δουλειά ήταν απόλυτα νόμιμη· από εργάτες με φθαρμένες μπότες και καρό πουκάμισα που άφηναν σημειώματα πίσω από το μπαρ για άλλους άντρες· και από επιχειρηματίες με φτηνά κουστούμια και πουκάμισα χωρίς γραβάτες που σταματούσαν καθ’ οδόν προς Κάπου Αλλού, Για Να Συναντήσουν Έναν Τύπο ή για

κάποιον άλλο εξίσου αόριστο λόγο που εξηγούσε μια προσωρινή στάση στον Περιπλανώμενο. Μέρος της συγκεκριμένης αγοράς ήταν επίσης άντρες σαν εκείνους τους δύο που κάθονταν στο μπαρ κοντά στο τζουκμπόξ, με τα φερμουάρ των μπουφάν τους κλειστά παρά τη ζέστη εκεί μέσα, και βρίσκονταν ήδη στις δεύτερες μπίρες τους, έχοντας τις πλάτες στραμμένες στο καγκελόφραχτο παράθυρο που έβλεπε στη Γουίν Στρητ. Ο ένας είχε διπλωμένη μπροστά του μια Μπόστον Χέραλντ που φαινόταν ανέγγιχτη. Κανένας από τους δύο δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμος, και τους χώριζε μία δεκαετία, μολονότι τα χαρακτηριστικά τους φανέρωναν παρόμοια σκληρότητα και κούραση. Ο νεότερος από τους δύο είχε κόκκινα κατσαρά μαλλιά και δε φορούσε κανένα κόσμημα: ούτε δαχτυλίδι ούτε ρολόι ούτε κάποια αλυσίδα. Φορούσε ένα καφέ δερμάτινο μπουφάν από εκείνα που ήταν της μόδας τη δεκαετία του ογδόντα, αλλά το είχε αγοράσει πολύ αργότερα. Το τζιν του ήταν ξεβαμμένο μπλε και γεμάτο με ψεύτικες πιτσιλιές μπογιάς. Τα αθλητικά του παπούτσια είχαν το σήμα της Νάικι, αν και δεν είχαν βρεθεί ποτέ κοντά σε κάποιο εργοστάσιο της εταιρείας. Μπροστά του βρισκόταν ένα μπουκάλι Μπαντ, αλλά ίσα που είχε πιει μια δυο γουλιές. Ο τύπος δίπλα του ήταν πιο γεροδεμένος, είχε μακριά μαύρα μαλλιά, χτενισμένα προς τα πίσω και περασμένα με μπριγιαντίνη, που άφηναν ελεύθερο το μέτωπο αλλά ήταν κουρεμένα πιο κοντά στο πλάι και στο σβέρκο, δημιουργώντας μια αόριστα τράιμπαλ εντύπωση. Είχε γένια δύο ημερών, και με το δεξί του χέρι στριφογύριζε αδιάκοπα ένα πακέτο Κάμελ: ανάποδα, στο πλάι, όρθια, στο πλάι, ανάποδα, στο πλάι, όρθια, στο πλάι. Είχε δύο δαχτυλίδια στο δεξί του χέρι, και ένα στο μικρό δάχτυλο του αριστερού. Στο δεξιό καρπό του φορούσε μία χοντρή χρυσή αλυσίδα και στο λαιμό του άλλη μία, από την οποία κρεμόταν ένας χρυσός σταυρός. Και στα δύο μπράτσα είχε τατουάζ, με το μεγαλύτερο μέρος τους να το κρύβουν τα μανίκια του μαύρου δερμάτινου μπουφάν του, αλλά στη βάση του αυχένα του διακρίνονταν οι μαύρες απολήξεις του καλλιτεχνήματος που είχε στην πλάτη του. Φορούσε μπότες Τίμπερλαντ, πολύ γδαρμένες, και σκούρο μπλε Λιβάις. Γύρω από τον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού χεριού του υπήρχαν ουλές. Έμοιαζαν με παλιό κάψιμο. Η δεύτερη μπίρα του κόντευε να τελειώσει, και το σκεφτόταν σοβαρά αν άξιζε τον κόπο να παραγγείλει άλλη μία. Λεγόταν Μάρτιν Ντέμπσι, και η προφορά του πρόδιδε μια ζωή γεμάτη περιπλανήσεις. Σε ιρλανδέζικα μπαρ, τριγυρισμένος από μετανάστες, τα πολλά χρόνια που είχε περάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού έβρισκαν πεδίο έκφρασης στη φωνή του. Σε αυτή την πλευρά το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ήταν λιγότερο εμφανές, εξακολουθούσε ωστόσο να διακρίνεται στο ρυθμό της ομιλίας του. Ο άλλος τύπος λεγόταν Φράνσις Ράιαν, και η προφορά του ήταν ιρλανδέζικη της Βοστόνης, με ένα ανεπαίσθητο ίχνος από κάτι άλλο. Δεν ήταν τακτικοί πελάτες στον Περιπλανώμενο, και κανένας από τους γνωστούς τους δε σύχναζε εκεί. Το μόνο που ήξερε ο Ντέμπσι ήταν ότι οι Ιρλανδοί δε συγκαταλέγονταν στις εθνότητες των θαμώνων, πράγμα που εκείνου του αρκούσε. Ο Περιπλανώμενος ήταν εκτός πόλης, μακριά από τα γνωστά στέκια. Ήταν Αλλού. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είχε διαλέξει το συγκεκριμένο μπαρ, γιατί πλέον υπήρχαν ελάχιστα μέρη όπου μπορούσαν να εμφανιστούν οι δύο άντρες χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο. Η κούραση γύρω από τα μάτια τους, οι γραμμές της έντασης γύρω από τα στόματά τους ήταν πρόσφατες προσθήκες. Ήταν δύο άνθρωποι κυνηγημένοι. «Θες άλλη μία;» ρώτησε ο Ντέμπσι. «Α, μπα, δε νομίζω ότι θα καταφέρω να τελειώσω ούτε αυτή». «Τότε γιατί την παρήγγειλες;» «Από ευγένεια. Δεν ήθελα να σε βλέπω να πίνεις μόνος». «Μα μόνος πίνω, αφού εσύ δεν πίνεις καθόλου. Τι έχεις πάθει;»

«Δε μου αρέσει να πίνω πολύ πριν από μια δουλειά». «Απ’ ό,τι βλέπω, δε σου αρέσει να πίνεις ούτε μετά από μια δουλειά. Δε σου αρέσει να πίνεις, τελεία». «Δεν το σηκώνω όπως εσύ το ποτό. Ποτέ δεν το σήκωνα. Με διαλύει ο πονοκέφαλος το επόμενο πρωί». «Δεν μπορεί να σε πιάσει πονοκέφαλος με δύο μπίρες. Ούτε ένα πιτσιρίκι δε θα το έπιανε πονοκέφαλος την άλλη μέρα με δύο μπίρες». «Όπως και να ’χει το πράγμα, έχουμε μια δουλειά να κάνουμε». «Δουλειά; Δεν έχουμε δουλειά. Είμαστε παιδιά για τα θελήματα και θα παραδώσουμε ένα μήνυμα. Μια δουλειά είναι διαφορετική· έχει σκοπό, και ένα μετρήσιμο αποτέλεσμα. Στο τέλος μιας δουλειάς περιμένει μια αμοιβή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση χαραμίζω το ταλέντο μου», είπε ο Ντέμπσι. «Με συγχωρείς, χαραμίζουμε το ταλέντο μας», διόρθωσε τον εαυτό του. «Πήγαινε να κάνεις ένα τσιγάρο. Έτσι θα σκοτώσεις λίγο την ώρα». «Προσπαθώ να το κόψω». «Τότε γιατί κουβαλάς τα Κάμελ;» «Είπα ότι προσπαθώ να το κόψω. Δεν είπα ότι το έκοψα. Έτσι ή αλλιώς, με βλέπεις να καπνίζω; Όχι. Δεν καπνίζω. Παίζω μόνο με το πακέτο». «Αυτό είναι, πώς το λένε, μία πράξη μετάθεσης». «Πού σκατά έμαθες και λες τέτοιους όρους; Άκου “πράξη μετάθεσης”!» «Προσπαθώ να βελτιωθώ». «Ο μόνος δρόμος είναι προς τα πάνω, που λένε». «Κάνε ένα τσιγάρο, εντάξει; Σταμάτα να παίζεις με δαύτα». «Με συγχωρείς», είπε ο Ντέμπσι, και το εννοούσε, παρ’ όλ’ αυτά συνέχισε να στριφογυρνάει το πακέτο. Ο Ράιαν κοίταξε το ρολόι πάνω από το μπαρ. «Λες το ρολόι αυτό να πηγαίνει καλά;» «Αν πηγαίνει καλά, τότε είναι το μόνο πράγμα εδώ μέσα που πηγαίνει καλά. Ακόμη και το τζουκμπόξ είναι σκάρτο, δεν υπάρχει τίποτα της προκοπής εδώ μέσα. Είναι σκέτο αίσχος». «Είναι παλιό». «Δεν είναι παλιό. Τα κάστρα είναι παλιά. Η Γαλλία είναι παλιά. Αυτό το μέρος δεν είναι παλιό. Μόνο κακοφτιαγμένο είναι. Είναι μια τρύπα. Χειρότερο και από τρύπα. Η τρύπα είναι απλώς άδεια. Τούτο εδώ είναι μια τρύπα γεμάτη σκουπίδια και ρεμάλια που στηρίζουν τους τοίχους». «Γι’ αυτή την περιοχή είναι παλιό», είπε ο Ράιαν. «Μπας και έχεις μετοχές εδώ;» «Όχι». «Μήπως είναι του γέρου σου;» «Όχι». «Μήπως η μάνα σου παίρνει πελάτες στις αντρικές τουαλέτες;» «Όχι. Εδώ μέσα δε θα έβγαζε αρκετά ούτε για να πληρώσει το ταξί». «Τότε τι σε κόφτει αν το κριτικάρω, ιδίως αν αυτά που λέω είναι αλήθεια;» «Δε σημαίνει τίποτε αυτό το μέρος για μένα». Ένα ζευγάρι γύρω στα τριάντα που καθόταν στο τραπέζι πίσω τους γέλασε δυνατά και είπε ένα καλαμπούρι για το Χάρβαρντ και το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης. Φαίνονταν

υπερβολικά καλοντυμένοι για τον Περιπλανώμενο, και ακόμη και χωρίς το καλαμπούρι ήταν φανερό πως εκείνη τη βραδιά είχαν βγει βόλτα για να χαζέψουν τις φτωχογειτονιές. Η γυναίκα δεν ήταν άσχημη, αλλά το πρόσωπό της παραήταν μακρύ και το στόμα της περιείχε υπερβολικά πολλά λευκά δόντια για το μέγεθός του. Ο άντρας φορούσε ριγέ πόλο μπλούζα Ραλφ Λόρεν και χακί παντελόνι. Τα μαλλιά του παραήταν καλοχτενισμένα και τα κρατούσε στη θέση τους με κάποιο προϊόν που ο Ράιαν υποψιαζόταν ότι δεν απευθυνόταν σε άντρες. Κατά τη γνώμη του, ο τύπος φαινόταν κόπανος, αλλά ο Ράιαν, αν και ήταν κάμποσα χρόνια νεότερος από τον Ντέμπσι, δεν ήταν τόσο εριστικός απέναντι στον κόσμο και είχε μάθει ότι αν επέτρεπε στον εαυτό του να εξοργίζεται από τον κάθε κόπανο που συναντούσε στην καθημερινή του ζωή, θα πέθαινε από ανεύρυσμα πριν φτάσει τα τριάντα. Ο Ντέμπσι αγριοκοίταξε το είδωλο του ζευγαριού στον καθρέφτη πίσω από το μπαρ, και ο Ράιαν αισθάνθηκε το στομάχι του να σφίγγεται. Μερικές φορές ήταν αδύνατον να προβλέψει κανείς την πιθανή αντίδραση του Ντέμπσι ακόμη και στις πιο ακίνδυνες καταστάσεις. Για την ώρα, πάντως, αρκέστηκε να τους κοιτάξει εκνευρισμένος. «Όπως το είπες: τίποτε», είπε ο Ντέμπσι. «Αυτό ακριβώς είναι για μας. Η γειτονιά αυτή δεν είναι δική μας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι δικοί μας. Μπορούμε να λέμε ό,τι μας αρέσει γι’ αυτούς». «Το ξέρω», είπε ο Ράιαν. «Λες το ρολόι να πηγαίνει καλά;» «Μην αλλάζεις θέμα. Πού γεννήθηκες;» «Στο Σαμπέιν του Ιλινόι». «Έχεις ξαναπάει ποτέ εκεί;» «Όχι. Ο γέρος μου δούλευε στην περιοχή τον καιρό που γεννήθηκα. Δεν περάσαμε πάνω από μήνα εκεί και εγκατασταθήκαμε στο Σάουθι. Δεν ξαναγύρισα ποτέ». «Σωστά. Δεν πρέπει να σε πιάνουν συναισθηματισμοί για ένα μέρος που εγκατέλειψες όταν ήσουν παιδί. Να θυμάσαι τι είπε ο Όσκαρ Ουάιλντ». «Ποιος είναι ο Όσκαρ Ουάιλντ;» «Για όνομα του Θεού. Ήταν συγγραφέας». «Δεν τον έχω ξανακούσει. Το ρολόι πρέπει να πηγαίνει καλά. Αυτή την αίσθηση μου δίνει». «Ο Όσκαρ Ουάιλντ είπε ότι “η συναισθηματικότητα είναι η αργία του κυνισμού”». «Δεν ξέρω τι πάει να πει αυτό». «Πάει να πει ότι αν είσαι συναισθηματικός τύπος, στην πραγματικότητα, βαθιά μέσα σου, είσαι κυνικός. Εσύ δε θέλεις να είσαι κυνικός. Θα το είχα καταλάβει. Ξέρω εγώ απ’ αυτά». «Δεν είμαι συναισθηματικός. Απλώς πιστεύω ότι υπάρχουν και χειρότερα μέρη από δω πέρα». «Σχεδόν παντού υπάρχουν χειρότερα μέρη. Αυτό δε σημαίνει τίποτε, εκτός κι αν ζεις στο χειρότερο μέρος του κόσμου, οπότε η κατάσταση μόνο να βελτιωθεί μπορεί». «Στην Αφρική». «Τι;» «Φαντάζομαι ότι το χειρότερο μέρος του κόσμου είναι κάπου στην Αφρική, σε μια από εκείνες τις χώρες όπου λιμοκτονούν και πολεμάνε και κόβουν χέρια και πόδια. Έχω δει φωτογραφίες: γυναίκες χωρίς χέρια, μικρά παιδιά. Είναι ζώα, να τι είναι». «Έστω. Έχουμε κι εμείς απ’ αυτά. Δε χρειάζεται να πας στην Αφρική για να τα βρεις». «Μπορώ να ρίξω μια ματιά στο ρολόι σου; Θέλω να δω αν το ρολόι του μπαρ πηγαίνει καλά». «Άσ’ το ήσυχο το ρολόι. Γιατί ανησυχείς τόσο πολύ;» «Δε θέλω να τον χάσουμε».

«Δε θα τον χάσουμε. Εδώ που τα λέμε, όσο περισσότερο περιμένουμε τόσο μικρότερη πιθανότητα υπάρχει να τον χάσουμε». «Έι», είπε ο Ράιαν κάνοντας νόημα στον μπάρμαν, «πάει καλά εκείνο το ρολόι;» Ο μπάρμαν ζύγωσε σκουπίζοντας τα χέρια του σε μια πετσέτα που κρεμόταν από τη ζώνη του πάνω από τα αχαμνά του. Ήταν κοκαλιάρης και φαλακρός, με σάπια δόντια, και δούλευε στον Περιπλανώμενο σχεδόν δύο δεκαετίες. Ορισμένοι έλεγαν ότι θυμόταν ακόμη και την εποχή που λειτουργούσε το τζουκμπόξ. Φορούσε μια πράσινη μπλούζα με το όνομα του μπαρ στα αριστερά, στο ύψος του στήθους. Αυτές οι μπλούζες δεν ήταν προς πώληση. Από την άλλη, πάλι, κανείς δεν είχε επιχειρήσει ποτέ να αγοράσει μία. «Ναι», είπε, «φροντίζω εγώ να πηγαίνει καλά. Δε θέλω να περνάω εδώ μέσα ούτε λεπτό παραπάνω απ’ όσο είναι απαραίτητο». «Μάλιστα. Τέτοιο πνεύμα πρέπει να έχεις», είπε ο Ντέμπσι. «Να κάνεις τους πελάτες να νιώθουν ευπρόσδεκτοι». «Αν τους κάνω να νιώθουν ευπρόσδεκτοι, θα μείνουν», απάντησε ο μπάρμαν. «Θα προσπαθήσουν να μου πιάσουν κουβέντα. Εγώ δε θέλω να μου μιλάνε οι πελάτες». «Ούτε καν εγώ;» «Ούτε καν εσύ». «Θα έλεγε κανείς πως δε θέλεις να βγάλεις λεφτά», σχολίασε ο Ντέμπσι. «Ναι, έκανα οικονομίες για να αγοράσω ένα γιοτ με τα φιλοδωρήματά μου, αλλά πάει αυτό το όνειρο, πέθανε». «Το ρολόι πάει καλά», είπε ο Ράιαν. «Πρέπει να φύγουμε». «Καλά, καλά, εντάξει. Έλεος, σαν γριά κάνεις». Το ζευγάρι πίσω τους έβαλε πάλι τα γέλια, αυτή τη φορά πιο δυνατά. Ο Ντέμπσι γύρισε λίγο το κεφάλι και τους έριξε μια ματιά. Τα γέλια έσβησαν, αλλά μετά η γυναίκα χαχάνισε με κάτι που της είπε ο συνοδός της. Ο Ντέμπσι πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο και το έβαλε στο στόμα του χωρίς να το ανάψει. «Τους ξέρεις;» ρώτησε τον μπάρμαν. «Όχι», απάντησε εκείνος. «Αλλά ούτε κι εσένα ξέρω». «Πρέπει να είσαι πιο επιλεκτικός με τους πελάτες σου». «Εδώ μέσα γίνεται μόνο φυσική επιλογή». «Έτσι, ε; Τότε λοιπόν πρόκειται να δεις το δαρβινισμό να εφαρμόζεται». Ο Ντέμπσι ρίχτηκε στον τύπο πριν ο Ράιαν προλάβει καν να κουνηθεί. Μέχρι να φτάσει στο τραπέζι, ο Ντέμπσι είχε σφηνώσει τον πήχη του κάτω από το σαγόνι του φλώρου και είχε χώσει το γόνατό του στα αχαμνά του, προσπαθώντας με όλο του το βάρος να τον περάσει μέσα από τον τοίχο. «Είπες κάτι για μένα;» ρώτησε. «Ε; Είπες κάτι;» Τα σάλια του έπεσαν στο πρόσωπο του άλλου άντρα, που είχε αρχίσει να κοκκινίζει. Προσπάθησε να κουνήσει το κεφάλι του αρνητικά, αλλά ήταν αδύνατο να κάνει την παραμικρή κίνηση. Από τα χείλη του βγήκε με το ζόρι ένας πνιχτός ήχος. Η γυναίκα άπλωσε το χέρι της σαν να ήθελε να απομακρύνει το μπράτσο του Ντέμπσι. Εκείνος στράφηκε και της είπε: «Μη». «Σε παρακαλώ», είπε η γυναίκα. «Τι με παρακαλείς;» «Άσ’ τον ήσυχο, σε παρακαλώ».

«Δε γελάς πια, έτσι δεν είναι, αλογομούρα βρόμα;» είπε ο Ντέμπσι. «Απάντησέ μου. Απάντησέ μου!» «Όχι, δε γελάω». Και θέλοντας, λες, να το επιβεβαιώσει, η γυναίκα άρχισε να κλαίει. Ο Ράιαν ακούμπησε προσεκτικά τον Ντέμπσι στον ώμο. «Έλα, ξέχνα το. Δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε εδώ πέρα». Ο Ντέμπσι άφησε αργά ελεύθερο το φλώρο. «Γυρίστε στο γαμημένο το Κέμπριτζ όπου ανήκετε», είπε. «Έτσι και σας ξαναδώ, αυτή θα την πηδήξω κι εσένα θα σε βάλω να κοιτάς». Ο Ντέμπσι ύψωσε το κορμί του και έκανε ένα βήμα πιο πέρα. Ανάσαινε βαριά. Το θύμα του ήταν τόσο ταραγμένο, που δε σάλεψε. Έτσι γινόταν με τους αδύναμους: Αν τους ριχνόσουν στα γρήγορα και τους τρόμαζες αρκετά, δε χρειαζόταν να τους κάνεις αληθινή ζημιά. Ο μπάρμαν παρατηρούσε τον Ντέμπσι προσεκτικά. Δεν είχε κάνει καμία προσπάθεια να σταματήσει αυτό που συνέβη, αλλά ο λόγος ήταν πως τα είχε ξαναδεί όλα αυτά, και ήταν πρόθυμος να αφήσει τα πράγματα να εξελιχθούν μέχρι κάποιο σημείο πριν μπει στη μέση. Έστω κι έτσι όμως, δεν έδειξε να εντυπωσιάστηκε. Ο Ντέμπσι και ο Ράιαν δε θα ήταν πλέον ευπρόσδεκτοι εδώ μέσα – όχι πως σκόπευαν να ξανάρθουν. Ο Ντέμπσι πέταξε ένα εικοσαδόλαρο στο μπαρ. «Πρόσθεσέ το στα λεφτά για το γιοτ», είπε στον μπάρμαν. «Θα του δώσω το όνομά σου», απάντησε εκείνος. «Το “Μαλάκας” το γράφεις με ένα λάμδα ή με δύο;» «Εσύ γράφ’ το με δύο. Έτσι θα ξέρουμε ότι είναι το δικό σου όταν σ’ το κάψουμε». Ο Ντέμπσι πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα του και το έβαλε στην τσέπη του μπουφάν του. «Άντε, πάμε», είπε στον Ράιαν. «Πάμε να τελειώνουμε».

7

Τ

ο σπίτι ήταν από κάθε άποψη συνηθισμένο, άλλο ένα αδιάφορο και βαρετό προαστιακό κουτί σε ένα δρόμο γεμάτο πανομοιότυπα προαστιακά κουτιά έξω από το Μπέντφορντ, το καθένα με το αυτοκίνητό του στο ιδιωτικό δρομάκι και τη λάμψη της τηλεόρασης να τρεμοπαίζει στα μπροστινά δωμάτια. Τα σπίτια είχαν διακοσμηθεί για το Χαλοουίν: ταφόπλακες, σκιάχτρα και κολοκύθες που είχαν αρχίσει να σαπίζουν, προσελκύοντας τα τελευταία νυχτερινά έντομα. Ο Ράιαν αισθανόταν στην κύστη του την πίεση της μπίρας. Αν δεν ήταν ο Ντέμπσι και τα καμώματά του, θα μπορούσε να είχε πάει στην τουαλέτα του Περιπλανώμενου. Τώρα πάλι ο Ντέμπσι βλαστημούσε ανθρώπους που δε γνώριζε καν, λες και η ποιότητα της δικής του ζωής άξιζε παραπάνω από μερικές πενταροδεκάρες. «Κοίτα όλες αυτές τις αηδίες που έχουν στις πρασιές τους», είπε καθώς πάρκαρε το αυτοκίνητο. «Πόσοι απ’ αυτούς λες ότι έχουν στ’ αλήθεια δικά τους παιδιά;» «Τι εννοείς;» «Δε νομίζεις ότι κάτι δεν πάει καλά με τους μοναχικούς γέρους που βάζουν απέξω μαλακίες του Χαλοουίν για να προσελκύσουν τα παιδιά;» «Όχι, δε νομίζω ότι κάτι δεν πάει καλά», άρχισε να λέει ο Ράιαν, αλλά συγκρατήθηκε. Δεν του φαινόταν συνετό να πει ότι υπήρχε κάτι φυσιολογικό στο να χρησιμοποιεί κάποιος στολίδια του Χαλοουίν για να προσελκύσει παιδιά, επειδή κάτι τέτοιο γεννούσε το ερώτημα για ποιο λόγο, κατ’ αρχήν, θα ήθελε αυτός ο κάποιος να προσελκύσει παιδιά. Ο Ράιαν προσπάθησε να διατυπώσει διαφορετικά τη σκέψη του. «Το κάνεις να ακούγεται άσχημο ενώ δεν είναι. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Απλώς ο κόσμος μπαίνει στο πνεύμα της εποχής, όπως γίνεται τα Χριστούγεννα». «Μη με κάνεις τώρα να αρχίσω για τα Χριστούγεννα», αποκρίθηκε ο Ντέμπσι. «Ξέρεις, είσαι ένα αξιολύπητο κάθαρμα». «Κι εσύ παραέχεις εμπιστοσύνη στον κόσμο. Αυτό θα σε οδηγήσει στον τάφο». Ο Ντέμπσι έλεγξε το πιστόλι του για να δει αν ήταν εντάξει, κι έτσι δεν αντιλήφθηκε το βλέμμα που του έριξε ο Ράιαν. Αν το είχε δει, μπορεί να είχε επαναξιολογήσει τη σχέση του με το νεότερο άντρα. Αλλά δεν πήρε είδηση το παραμικρό. Όταν τελικά στράφηκε προς το μέρος του, σχεδόν κάθε ίχνος συνοφρυώματος στο μέτωπο του Ράιαν είχε χαθεί. «Υποτίθεται πως πρέπει απλώς να του μιλήσουμε», είπε. «Μα και βέβαια θα του μιλήσουμε. Μόνο που θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι, όταν το κάνουμε, θα έχουμε την αμέριστη προσοχή του. Και από πότε μου έγινες τόσο ευαίσθητος;» «Ο άνθρωπος δεν είναι δα και κάνα σκληρό μούτρο. Τον έχω γνωρίσει. Δε θα χρειαστούμε πιστόλια». «Θέλεις να δοκιμάσεις ένα πείραμα; Έλα να κάνουμε ένα πείραμα. Κλείσε τα μάτια σου». Ο Ράιαν δεν έκλεισε τα μάτια του. Δεν ήθελε να το κάνει όσο βρισκόταν κοντά στον Ντέμπσι. Είχε αρχίσει να βγάζει το συμπέρασμα ότι δεν του άρεσε η παρουσία του Ντέμπσι ακόμη κι αν είχε τα μάτια του ορθάνοιχτα. «Γιατί να κλείσω τα μάτια μου;» «Ένα πείραμα θα είναι μόνο. Έλα, κλείσ’ τα». Ο Ράιαν έκλεισε τα μάτια του και περίμενε. Πέρασαν πέντε δευτερόλεπτα και μετά ο Ντέμπσι είπε:

«Εντάξει, άνοιξέ τα». Όταν ο Ράιαν άνοιξε πάλι τα μάτια του, η κάννη του πιστολιού απείχε ελάχιστους πόντους από το πρόσωπό του. Αν κι ένα κομμάτι του εαυτού του περίμενε ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, το σοκ που ένιωσε ήταν αρκετό για να κάνει το σφιγκτήρα του να αντιδράσει χαλαρώνοντας, και χρειάστηκε να σφιχτεί για να τον ελέγξει πριν γίνει ρεζίλι. «Βλέπεις;» είπε ο Ντέμπσι. «Είτε είσαι σκληρός είτε όχι, αυτή η τρύπα επιβάλλει πάντα την προσοχή». Ο Ράιαν ξεροκατάπιε. Δε μίλησε παρά μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι υπήρχε αρκετό σάλιο στο στόμα και στο λαιμό του. «Τελείωσες;» είπε. «Πλάκα σου κάνω», απάντησε ο Ντέμπσι κατεβάζοντας το όπλο. «Στ’ αλήθεια παραείσαι ευαίσθητος». Ο Ράιαν έγνεψε. Ήθελε να πάρει βαθιές ανάσες. Ήθελε να στηρίξει το κεφάλι του πάνω στο δροσερό τζάμι του παραθύρου και να περιμένει να υποχωρήσουν τα κύματα του φόβου που τον σάρωναν. Ήθελε να πάψει την τρεχάλα και το κρυφτούλι. Είχε αρχίσει να πιστεύει πως ο φόβος για ό,τι θα μπορούσε να συμβεί ήταν χειρότερος από το ίδιο το ενδεχόμενο συμβάν. «Μη μου κουνάς εμένα το κεφάλι», είπε ο Ντέμπσι. «Τι είναι;» «Τίποτε». «Ε, με συγχωρείς, εντάξει;» «Καλά». «Έλα τώρα, μην κάνεις έτσι». «Κόντεψα να κατουρηθώ». Ο Ντέμπσι έπνιξε ένα χαμόγελο. «Λάθος μου». «Φταίει όλη εκείνη η μπίρα που με έβαλες να πιω». «Όλο εκείνο το ένα μπουκάλι;» «Η μπίρα δε μένει καθόλου μέσα μου. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως να έχω καμιά αλλεργία». Ο Ντέμπσι βγήκε από το αυτοκίνητο με το όπλο κρυμμένο στις πτυχές του μπουφάν του, και ο Ράιαν τον ακολούθησε. Δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, ούτε κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα στο δρόμο. Ο Ράιαν ένιωθε κάπως καλύτερα που βρισκόταν τόσο μακριά από τη Βοστόνη. Η τελευταία παρόμοια δουλειά τους είχε γίνει στο Έβερετ, που τον παλιό καιρό ήταν μέρος του Τσάρλσταουν. Ακόμη και η ιστορική σχέση της πόλης με τα παλιά τους λημέρια έφερνε κρύο ιδρώτα στον Ράιαν. Έτσι και έσκαγαν μύτη χωρίς προφυλάξεις στο Τσάρλσταουν, θα ήταν νεκροί πριν ανάψουν τα επόμενα φανάρια του δρόμου. Προχώρησαν στο μικρό δρομάκι μέχρι την εξώπορτα, ενώ ο Ντέμπσι παρατηρούσε την παραμελημένη πρασιά και τα αγριόχορτα στα παρτέρια. «Αυτό είναι αίσχος», είπε. «Σε λίγο θα χειμωνιάσει», σχολίασε ο Ράιαν. «Τα αγριόχορτα θα μαραθούν. Το γρασίδι δε θα μεγαλώνει. Τι πειράζει λοιπόν;» «Είναι ένδειξη μιας συγκεκριμένης ψυχικής κατάστασης. Ή φροντίζεις όλα σου τα πράγματα, ή δε φροντίζεις τίποτε. Έτσι ξεκίνησαν τα προβλήματά του». «Επειδή δεν κούρευε το γρασίδι του;» «Ναι, επειδή δεν κούρευε το γρασίδι του. Μπορείς να μου πεις τι έχεις πάθει απόψε;» Ο Ντέμπσι χτύπησε το κουδούνι, αλλά η προσοχή του ήταν στραμμένη στο συνεργάτη του.

«Αυτή την ώρα η τηλεόραση δείχνει ένα παιχνίδι. Θα προτιμούσα να το παρακολουθώ». «Βέβαια, αλλά και εδώ γίνεται ένα παιχνίδι. Με αυτό πληρώνονται οι λογαριασμοί σου. Πρέπει να προετοιμαστείς. Έτσι και δεν προσέξεις, θα κάνεις λάθη». «Ο τύπος οδηγεί πειρατικό ταξί. Τι θα κάνει, θα μας χρεώσει παραπάνω την ταρίφα;» Μια σκιά εμφανίστηκε πίσω από το γαλακτώδες τζάμι, και ο Ντέμπσι μόλις που πρόλαβε να υψώσει προειδοποιητικά το δάχτυλό του πριν μισανοίξει η πόρτα και προβάλει το πρόσωπο μιας γυναίκας. Ο Ράιαν είδε πως η αλυσίδα ασφαλείας ήταν στη θέση της, αλλά του φάνηκε χαλαρή· αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η γυναίκα άνοιξε την πόρτα της ενώ είχε νυχτώσει, σήμαινε ότι ο άντρας της μάλλον δεν είχε γυρίσει ακόμη. Τώρα ο Ντέμπσι θα είχε κάτι ακόμη για να γκρινιάξει, αφού ο Ράιαν ήταν αυτός που είχε βιαστεί να φύγουν από το μπαρ. «Η κυρία Νέιπιερ;» ρώτησε ο Ντέμπσι. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Έμοιαζε κουρασμένη και τρομερά ταλαιπωρημένη, όπως ακριβώς τα ρούχα της, αν και ο Ράιαν είχε την εντύπωση ότι θα ήταν μια χαρά αν περιποιόταν τον εαυτό της. Από το λίγο που φαινόταν το σώμα της, έδειχνε σε φόρμα. «Γυρεύουμε τον άντρα σας», είπε ο Ντέμπσι. «Είναι στη δουλειά», απάντησε η γυναίκα. Ο Ράιαν κατάλαβε ότι η κυρία Νέιπιερ προσπαθούσε να ζυγίσει την κατάσταση. Ήταν περασμένες οχτώ, έβλεπε στην πόρτα της δύο ξένους, που τώρα είχαν μάθει ότι ο άντρας του σπιτιού δεν ήταν εκεί. Η γυναίκα είχε δύο επιλογές: ή να ισχυριστεί ότι ήταν κάποιος άλλος στο σπίτι μαζί της, ή... Προτίμησε τη δεύτερη επιλογή. «Τον περιμένω να γυρίσει από στιγμή σε στιγμή, πάντως. Μπορώ να του δώσω ένα μήνυμα, αν θέλετε». «Θα προτιμούσαμε να περιμένουμε και να του το δώσουμε μόνοι μας, αν δε σας πειράζει», απάντησε ο Ντέμπσι. Η κυρία Νέιπιερ πήγε να πει κάτι, αλλά το μετάνιωσε. Ο Ράιαν κατάλαβε πως είχε αρχίσει να ανησυχεί. Ίσως να ήξερε για τη δουλειά που έκανε κρυφά ο άντρας της, ή μπορεί να το είχε απλώς μαντέψει όταν το χρήμα άρχισε να κυκλοφορεί με μεγαλύτερη άνεση. Ο Ράιαν αναρωτήθηκε αν ήταν από τις γυναίκες που έκαναν ερωτήσεις. Ο άντρας της, πάντως, δεν ήταν από αυτούς που θα της απαντούσαν. Ανέκαθεν έδινε στον Ράιαν την εντύπωση βλοσυρού και λιγομίλητου ανθρώπου, και εκείνη δεν είχε το πρόσωπο γυναίκας που ο σύζυγός της την έπνιγε με τη στοργή του. Ό,τι κι αν γνώριζε ή υποψιαζόταν, ήταν αρκετό για να συνδέσει την άφιξή τους στο κατώφλι της με τις όποιες αμφιβολίες διατηρούσε για τη φύση των υποθέσεων του άντρα της. Του Ράιαν του άρεσε να πιστεύει για τον εαυτό του ότι μπορούσε να αναμειχθεί με το πλήθος και να μοιάζει με τον οποιονδήποτε συνηθισμένο τύπο, αλλά ο Ντέμπσι κουβαλούσε μαζί του τη μυρωδιά του δρόμου. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που μπορούσαν να περιμένουν ήταν ότι η κυρία Νέιπιερ θα τηλεφωνούσε στο σύζυγό της για να τον προειδοποιήσει. Στην καλύτερη περίπτωση. «Κοιτάξτε, δεν είμαι σίγουρη πότε θα γυρίσει». «Από στιγμή σε στιγμή», είπε ο Ντέμπσι. «Έτσι μας είπατε». «Αυτό παίζεται. Ποτέ δεν είμαι σίγουρη. Ο άντρας μου είναι ταξιτζής. Αν η δουλειά πηγαίνει καλά, μερικές φορές αργεί πολύ να γυρίσει». «Απόψε έχει ησυχία παντού», είπε ο Ντέμπσι. «Δε φαντάζομαι να αργήσει». «Προφανώς είστε ελεύθεροι να περιμένετε στο αυτοκίνητό σας», είπε η κυρία Νέιπιερ. «Κάνει κρύο. Θα κλείσω την πόρτα τώρα».

Προσπάθησε να το κάνει, αλλά ο Ντέμπσι είχε βάλει το πόδι του στο άνοιγμα. Ο Ράιαν είδε τη γυναίκα να χλομιάζει. «Πάρτε το πόδι σας από την πόρτα, σας παρακαλώ», είπε στον Ντέμπσι. «Θα θέλαμε να περιμένουμε μέσα στο σπίτι», της απάντησε εκείνος. «Όπως είπατε, έξω κάνει κρύο». «Αν δεν πάρετε από εκεί το πόδι σας, θα καλέσω την αστυνομία». «Τότε δε μένει άλλη λύση», είπε ο Ντέμπσι. Έχωσε απότομα το χέρι του στο άνοιγμα, άρπαξε την κυρία Νέιπιερ από τα μαλλιά και τράβηξε το πρόσωπό της προς το μέρος του, σφηνώνοντάς το ανάμεσα στην πόρτα και στην παραστάδα. Της έδειξε το πιστόλι του. «Βγάλε την αλυσίδα». «Σε παρακαλώ...» Ο Ντέμπσι πίεσε με δύναμη την κάννη στο μέτωπό της. «Δεν πρόκειται να σου το ξαναπώ». «Δεν μπορώ να τη βγάλω χωρίς να κλείσω την πόρτα». «Δε χρειάζεται να την κλείσεις εντελώς». «Πρέπει να την κλείσω λίγο». «Κανένα πρόβλημα. Δώσε μου το αριστερό σου χέρι». Η κυρία Νέιπιερ δίστασε. Ο Ντέμπσι πίεσε το πιστόλι πιο δυνατά στο κρανίο της, κάνοντάς τη να βγάλει μια πονεμένη κραυγή. «Ήρεμα», είπε μηχανικά ο Ράιαν, και ο Ντέμπσι τον κοίταξε προειδοποιητικά, γυμνώνοντας τα δόντια του. «Δώσε μου το χέρι σου», επανέλαβε. Η γυναίκα έκανε αυτό που της είπε. Ο καρπός της ήταν πολύ λεπτός, και εύθραυστος σαν σκελετός πουλιού. Ο Ντέμπσι της γύρισε το χέρι έτσι που τα δάχτυλά της ακούμπησαν στην παραστάδα της πόρτας. Έδωσε το πιστόλι στον Ράιαν και έβγαλε ένα μαχαίρι από την τσέπη του. Με ένα τίναγμα, πίεσε την κοφτερή λεπίδα δυνατά κάτω από τις πρώτες αρθρώσεις των δαχτύλων της κυρίας Νέιπιερ. Σε μερικά δευτερόλεπτα άρχισε να κυλά αίμα. «Αν κάνεις κανένα κόλπο, θα σου κόψω τα δάχτυλα», της είπε. «Κλείσε την πόρτα μέχρι να ακουμπήσει στο χέρι σου και βγάλε την αλυσίδα». Εκείνη έκλεισε αργά την πόρτα και την άκουσαν να πασπατεύει την αλυσίδα. «Και πάλι δεν ανοίγει», είπε κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. «Προσπάθησε περισσότερο». Η γυναίκα έσπρωξε την πόρτα, προσπαθώντας να κλείσει λίγο ακόμη το άνοιγμα. Η πίεση πάνω στα δάχτυλά της έκανε το αίμα να κυλήσει πιο γρήγορα. «Πονάει», είπε. «Και μπορείς να το κάνεις να σταματήσει», αποκρίθηκε ο Ντέμπσι. Είχε αρχίσει να ανησυχεί. Μέχρι τώρα ο δρόμος ήταν άδειος, αλλά ο Ράιαν διέκρινε μια σιλουέτα να πλησιάζει από τα ανατολικά· ένας άντρας είχε βγάλει το σκύλο του για τη βραδινή του βόλτα. Η αλυσίδα βγήκε και η πόρτα άνοιξε. Ο Ντέμπσι και ο Ράιαν μπήκαν στο σπίτι.

«Ωραία είναι. Ο άντρας σου την αγόρασε;» Ο Ντέμπσι στεκόταν πλάι σε μια τηλεόραση με επίπεδη οθόνη, από αυτές που ήταν τόσο μεγάλες ώστε έπρεπε να γυρίζεις το κεφάλι δεξιά κι αριστερά για να μπορείς να δεις ολόκληρη την εικόνα. Φαινόταν του κουτιού. Από κάτω βρισκόταν ένα Blu-ray player, ένας αποκωδικοποιητής καλωδιακής τηλεόρασης και ένας ενισχυτής για το home cinema. Ήταν μια περιποιημένη εγκατάσταση, και το μόνο που χαλούσε την εντύπωση ήταν τα ρούχα που στέγνωναν πίσω από την τηλεόραση, σε μια απλώστρα δίπλα στο καλοριφέρ. Η κυρία Νέιπιερ έγνεψε καταφατικά. Ήταν ακόμη χλομή και έτρεμε από το σοκ. Ο Ράιαν είχε βρει ένα καθαρό πανί στην κουζίνα και της το είχε δώσει για να τυλίξει το πληγωμένο χέρι της. Δεν είχε χρειαστεί μεγάλη πίεση για να διακόψει η λεπίδα τη συνοχή του δέρματος, και το πανί είχε μουσκέψει από το αίμα. «Είναι καινούρια;» συνέχισε ο Ντέμπσι. «Έτσι δείχνει». Η κυρία Νέιπιερ ξαναβρήκε τη φωνή της. «Είναι αρκετά καινούρια». «Το να οδηγείς ταξί πρέπει να είναι πιο προσοδοφόρο από όσο νόμιζα. Αν ήξερα πόσα λεφτά θα μπορούσε να βγάλει κανείς, θα έκανα κι εγώ την ίδια δουλειά. Τι λες, πιστεύεις πως θα έπρεπε να γίνουμε ταξιτζήδες;» Ο Ράιαν δεν απάντησε. Είχε την εντύπωση ότι η κυρία Νέιπιερ φαινόταν έτοιμη να κάνει εμετό. Το ισόγειο του σπιτιού ήταν ένας ενιαίος χώρος, και μόνο μία διακοσμητική καμάρα χώριζε την κουζίνα από το καθιστικό. Ο Ράιαν πήγε προς το νεροχύτη. «Πού πας;» «Η γυναίκα είναι σε κατάσταση σοκ. Πάω να της φέρω λίγο νερό». Ο Ντέμπσι κοίταξε την κυρία Νέιπιερ. «Είσαι σε κατάσταση σοκ;» Για μια στιγμή εκείνη δεν απάντησε, μετά είπε: «Δεν ξέρω. Νιώθω αναγούλα». «Μάλιστα, είσαι σε κατάσταση σοκ», είπε ο Ντέμπσι. Στο στραγγιστήρι υπήρχαν κύπελλα. Ο Ράιαν γέμισε ένα με νερό και το έφερε στην κυρία Νέιπιερ. Εκείνη το πήρε, αλλά δεν είπε ευχαριστώ. Ο Ράιαν δεν είχε ακριβώς αυτή την απαίτηση, πάντως θα ήταν ευγενικό από μέρους της αν το είχε κάνει. «Μα γιατί έπαθες σοκ;» τη ρώτησε ο Ντέμπσι. «Επειδή τραυματίστηκες; Επειδή είμαστε εμείς εδώ; Ή μήπως επειδή ο ταξιτζής σου φαίνεται να διαθέτει λεφτά για ένα home cinema σαν αυτό του Ντόναλντ Τραμπ;» Η κυρία Νέιπιερ ήπιε μια γουλιά νερό και συνέχισε να κοιτάζει κάτω. «Πώς λέγεσαι;» «Έλεν». «Λοιπόν, Έλεν, έχει αγοράσει και άλλα πράγματα ο άντρας σου που θα ’πρεπε να ξέρουμε; Μήπως απέκτησες κάνα καινούριο φόρεμα τώρα τελευταία; Μήπως βγαίνετε για φαγητό σε ωραιότερα μαγαζιά; Μπορείς να μας μιλήσεις. Θα θέλαμε να μάθουμε». «Μόνο την τηλεόραση». «Μόνο την τηλεόραση;» Ο Ντέμπσι έβαλε τα γέλια. Πλησίασε στη βιβλιοθήκη, όπου υπήρχαν ελάχιστα βιβλία –δύο χαρτόδετα μυθιστορήματα, μια έκδοση σχετική με την οικιακή οικονομία και μια εγκυκλοπαίδεια τόσο παλιά, που μάλλον περιείχε φωτογραφίες ελικοφόρων αεροπλάνων–, αλλά ένα ολόκληρο ράφι ήταν γεμάτο αποκλειστικά με δίσκους Blu-ray, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονταν ακόμα στις πλαστικές συσκευασίες τους. Ο Ντέμπσι έριξε μια ματιά στους

τίτλους διατρέχοντας με τα δάχτυλα τις ράχες των δίσκων, και μετά μπήκε στο χώρο της κουζίνας, όπου επιθεώρησε τις ηλεκτρικές συσκευές και άνοιξε τα συρτάρια. Όταν τελείωσε, είπε στον Ράιαν να έχει το νου του στη γυναίκα και πήγε στο πάνω πάτωμα. Σε λίγο ακούστηκαν ντουλάπες να ανοιγοκλείνουν και ο ήχος κάποιου μικρού και ντελικάτου γυάλινου αντικειμένου που έσπαγε. Η Έλεν Νέιπιερ έκανε να σηκωθεί, αλλά ο Ράιαν έβαλε το χέρι του στον ώμο της και την ανάγκασε να ξανακαθίσει. «Γιατί το κάνετε αυτό;» τον ρώτησε. «Λυπάμαι». «Όχι, δε λυπάσαι». Εκείνη προσπάθησε να μη βάλει τα κλάματα, και τα κατάφερε. Το θέαμα έφερε ξανά στο μυαλό του Ράιαν τη δυσάρεστη εικόνα της γυναίκας στον Περιπλανώμενο. Η συγκεκριμένη ανάμνηση δεν τον έκανε να νιώσει καλά για τον εαυτό του. Όταν ο Ντέμπσι κατέβηκε πάλι στο ισόγειο κρατούσε ένα κουτί από παπούτσια. Κοντοκάθισε μπροστά στην κυρία Νέιπιερ και της έδειξε το περιεχόμενο. Τα χαρτονομίσματα ήταν στοιβαγμένα τακτικά σε δεσμίδες αποκλειστικά των είκοσι δολαρίων. Ο Ράιαν υπολόγισε πως πρέπει να υπήρχαν δύο με τρία χιλιάρικα μέσα στο κουτί. «Δεν έχετε εμπιστοσύνη στις τράπεζες;» ρώτησε ο Ντέμπσι. «Δεν ξέρω τι είναι αυτά», είπε η γυναίκα, και ο Ράιαν την πίστεψε. «Λεφτά, να τι είναι». «Δεν ήξερα πως υπήρχαν λεφτά εκεί πάνω». «Ο άντρας σου έχει μυστικά από σένα; Κακό αυτό. Όταν αρχίζουν τα ψέματα, πεθαίνει ο γάμος». Ο Ντέμπσι έγειρε τον κορμό του, φέρνοντας το πρόσωπό του κοντά στο δικό της. «Θέλεις να μάθεις πώς βρέθηκαν εκεί; Θα σου πω εγώ. Ο άντρας σου δε μεταφέρει μόνο επιβάτες στον προορισμό τους. Πέρα από αυτό, παραλαμβάνει και παραδίδει δέματα. Κάνει τακτικότατα το διανομέα μεταφέροντας χρήματα που πάνε για προστασία, κοκαΐνη, μαριχουάνα, ίσως και λίγη ηρωίνη. Δεν πουλάει ναρκωτικά, αλλά δουλεύει για τον έμπορο. Το πρόβλημά μας είναι ότι μάλλον φαντάζεται πως είναι κι ο ίδιος λίγο έμπορος, ανεξάρτητος επιχειρηματίας. Τόσο λίγο». Ο Ντέμπσι πλησίασε μεταξύ τους το δείκτη και τον αντίχειρά του. «Μια σταλίτσα. Με αυτό κατά νου, ξαφρίζει το προϊόν: αρκετά για να βγάλει λίγα επιπλέον μετρητά και να εκνευρίσει αυτούς που πλήρωσαν για όλη την ποσότητα και όχι μόνο για το μεγαλύτερο μέρος της, γιατί αν ήθελαν καλαμποκάλευρο και ταλκ θα είχαν πάει να τα πάρουν από το Γουόλμαρτ. Αυτό λοιπόν σημαίνει ότι εμείς πρέπει να του μιλήσουμε και να μάθουμε πόσο προϊόν έχει αρπάξει, και πόσα λεφτά έβγαλε, και να καταλήξουμε σε μια συμφωνία επανόρθωσης. Κατάλαβες;» «Ο άντρας μου δεν παίρνει ναρκωτικά», είπε η κυρία Νέιπιερ. «Τι πράγμα;» Ο Ντέμπσι φάνηκε ειλικρινά σαστισμένος. «Είπα: “Ο άντρας μου δεν παίρνει ναρκωτικά”». «Ποιος είπε ότι “παίρνει” ναρκωτικά; Ο άντρας σου μεταφέρει ναρκωτικά. Η χρήση δεν είναι καν θέμα. Αν τα ξάφριζε και μετά τα κατανάλωνε ο ίδιος, θα ήταν πιο χαζός απ’ όσο είναι ήδη, κι εσύ θα παρακολουθούσες το Αμέρικαν Άιντολ σε μια τηλεόραση της δεκάρας με κρεμάστρα για κεραία. Ξέρεις, δε μου φαίνεσαι και τόσο ξύπνια. Αυτό είναι στ’ αλήθεια θλιβερό, επειδή εκ πείρας σου λέω ότι τα χαζά θηλυκά είναι που παρασέρνουν τους άντρες τους στην καταστροφή, και όχι το αντίθετο. Μήπως εσύ φταις που έγιναν όλα αυτά; Μπορεί εσύ να ήθελες την ωραία τηλεόραση, και τα καλύτερα ρούχα, και ταξίδια στη Φλόριντα για να φτιάξεις μαύρισμα. Έτσι έγιναν τα πράγματα;»

«Όχι», απάντησε η γυναίκα. «Εγώ δε θέλω τίποτα από αυτά». «Τι θέλεις λοιπόν;» Εκείνη ξεροκατάπιε με δυσκολία. «Να διορθωθεί αυτή η κατάσταση». Ο Ντέμπσι χτύπησε χαϊδευτικά το γυμνό πόδι της και άφησε το χέρι του εκεί λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω. «Τελικά ίσως δεν είσαι και τόσο χαζή». Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Τηλεφώνησε στον άντρα σου. Μάθε πού βρίσκεται». Η κυρία Νέιπιερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Θα του κάνετε κακό». «Όχι, δε θα του κάνουμε κακό. Ήρθαμε εδώ μόνο για να του κάνουμε μια ελαφριά επίπληξη». «Τότε τι το χρειάζεσαι το πιστόλι;» «Μα την πίστη μου, κι εσύ τα ίδια; Λάθος άντρα παντρεύτηκες». Ο Ντέμπσι έδειξε τον Ράιαν με τον αντίχειρα. «Εσύ κι αυτός πρέπει να τα φτιάξετε. Έχω πιστόλι επειδή συχνά ο κόσμος είναι ευερέθιστος, και σύμφωνα με την εμπειρία μου η θέα του πιστολιού τούς βοηθάει να ηρεμήσουν. Από την άλλη πλευρά, μερικοί άνθρωποι δεν κατανοούν τη βαρύτητα μιας κατάστασης, οπότε το πιστόλι ενισχύει με θαυμάσιο τρόπο την αυτοσυγκέντρωσή τους. Κάνε αυτό που σου είπα: Τηλεφώνησε στον άντρα σου, και σε λίγο θα τελειώσει αυτή η ιστορία». Η κυρία Νέιπιερ σηκώθηκε σκουπίζοντας τα δάκρυά της. Ο Ντέμπσι την ακολούθησε από κοντά όταν εκείνη πήγε να πάρει το κινητό από την τσάντα της. «Τι θα του πεις;» τη ρώτησε. «Δεν ξέρω. Τι θέλεις να του πω;» Ο Ντέμπσι χαμογέλασε. «Τώρα μπήκες στο νόημα. Ρώτα τον πότε θα γυρίσει στο σπίτι. Πες του...» Το χαμόγελό του πλάτυνε. «Πες του ότι χάλασε η καινούρια τηλεόραση. Μόλις την άναψες, άρχισε να βγάζει καπνούς από πίσω, γι’ αυτό την έκλεισες πάλι και τώρα ανησυχείς. Το ’πιασες;» «Ναι, κατάλαβα». Μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί ότι είχε όντως καταλάβει, ο Ντέμπσι της έδειξε πάλι το μαχαίρι, αφήνοντάς τη να δει το είδωλό της στη λεπίδα. Η γυναίκα ήξερε ήδη τι μπορούσε να κάνει εκείνο το μαχαίρι, καθώς και τι ήταν έτοιμος να της κάνει μ’ αυτό ο Ντέμπσι. Στην περίπτωσή της, αυτό ήταν πιο αποτελεσματικό και από την απειλή του πιστολιού. Το πιστόλι ήταν ένα μέσο ικανό να δώσει οριστική λύση, αλλά μια λάμα μπορούσε να σε βλάψει όλο και περισσότερο κάθε φορά που θα στρεφόταν εναντίον σου. Η κυρία Νέιπιερ πάτησε το πλήκτρο της επανάκλησης και στην οθόνη του κινητού εμφανίστηκε το όνομα του συζύγου της. Ο Ντέμπσι κράτησε το κεφάλι του κοντά στο δικό της για να μπορεί να ακούει και τις δύο πλευρές της συνομιλίας, αλλά η γραμμή πέρασε κατευθείαν στον τηλεφωνητή. Ο Ντέμπσι σκούντησε με τον αγκώνα του την κυρία Νέιπιερ, και εκείνη, κομπιάζοντας κάπως, είπε το ψέμα σχετικά με την τηλεόραση και ζήτησε από τον άντρα της να της τηλεφωνήσει και να της πει πότε υπολόγιζε να γυρίσει στο σπίτι. Μετά κάθισε πάλι στη θέση της. Ο Ράιαν πήγε πάλι στην κουζίνα, έφτιαξε καφέ και οι τρεις τους περίμεναν μέσα σε βαριά και δυσάρεστη σιωπή την άφιξη του δυσεύρετου Χάρι Νέιπιερ. Όταν πέρασε μισή ώρα, ο Ντέμπσι άρχισε να γίνεται νευρικός. Βημάτιζε στο δωμάτιο κοιτάζοντας διάφορες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες, και ξεφύλλιζε χαρτιά σε συρτάρια και ντουλάπια, ενώ η κυρία Νέιπιερ τον παρακολουθούσε διαρκώς, εξοργισμένη και ταπεινωμένη. Ο Ντέμπσι βρήκε ένα φωτογραφικό άλμπουμ και άρχισε να γυρίζει τις σελίδες. Σταμάτησε βλέποντας μια φωτογραφία της κυρίας Νέιπιερ με μαγιό. Πρέπει να είχε τραβηχτεί πριν από τέσσερα με πέντε χρόνια, και αναδείκνυε τη

σιλουέτα της. «Δεν έχεις παιδιά, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε ο Ντέμπσι. Στα μάτια της εμφανίστηκε ένα χάσμα σκοτεινιάς, σαν πληγή που έμεινε ακάλυπτη για μια στιγμή, αλλά ο Ράιαν το αντιλήφθηκε. «Όχι, δεν έχουμε παιδιά». Ο Ντέμπσι έβγαλε τη φωτογραφία από το άλμπουμ και την κράτησε ψηλά για να τη δει η κυρία Νέιπιερ. «Αυτό σημαίνει ότι εξακολουθείς να είσαι έτσι, σωστά;» «Για όνομα του Θεού», διαμαρτυρήθηκε ο Ράιαν. «Τι σκοπεύεις να;...» «Σκάσε», του είπε ο Ντέμπσι, χωρίς καν να γυρίσει να τον κοιτάξει. Τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στα μάτια της γυναίκας. «Σε ρώτησα κάτι. Εξακολουθείς να είσαι έτσι;» «Δεν ξέρω. Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε πριν από πολλά χρόνια». «Πόσα;» «Καμιά δεκαριά;» «Ερώτηση ήταν αυτή ή δήλωση;» «Δήλωση». «Λες ψέματα. Αυτή η φωτογραφία δεν είναι τόσο παλιά. Πέντε χρόνων, μπορεί, όχι όμως δέκα». «Δε θυμάμαι. Δεν κοιτάζω συχνά τις παλιές φωτογραφίες». Ο Ντέμπσι άφησε το άλμπουμ σε μια καρέκλα, αλλά κράτησε τη φωτογραφία. Για μια ακόμη φορά κοντοκάθισε μπροστά στην κυρία Νέιπιερ, κοιτάζοντας μια εκείνη και μια τη φωτογραφία της. «Θυμάσαι για ποιο λόγο ήρθαμε εδώ, κυρία Νέιπιερ; Ή μήπως Έλεν; Μπορώ να σε λέω Έλεν;» Εκείνη απάντησε μόνο στην πρώτη ερώτηση. «Είπατε πως ήρθατε για να κάνετε μια ελαφριά επίπληξη στον άντρα μου». Ο Ράιαν την είδε να ξύνει ζωηρά το αριστερό της πόδι πάνω ακριβώς από το γόνατο. Στο σημείο εκείνο υπήρχε μια κοκκινίλα, και αναρωτήθηκε εάν ήταν κάποια δερματίτιδα ή αν ξυνόταν χωρίς να το συνειδητοποιεί, από νευρικότητα. «Ακριβώς», είπε ο Ντέμπσι. «Ήρθαμε για να του δώσουμε το μήνυμα ότι η κλοπή είναι πολύ κακό πράγμα, για να τον κάνουμε να καταλάβει τις συνέπειες των πράξεών του. Ξέρω πως νομίζεις ότι θέλουμε να τον σκοτώσουμε, αλλά δεν είναι έτσι. Οι σκοτωμοί κάνουν κακό στη δουλειά. Τραβούν την προσοχή. Αν τον σκοτώσουμε, τότε θα πρέπει να σκοτώσουμε κι εσένα, οπότε θα πρέπει ξαφνικά να αρχίσουμε να ψάχνουμε για σεντόνια και σάκους και να πηγαίνουμε νυχτιάτικα σε βάλτους και δάση, και, ειλικρινά, δεν έχουμε χρόνο για τέτοια. Άσε που έχω αρχίσει να βαριέμαι στο όμορφο αλλά ανιαρό σπίτι σου. Πρέπει να δώσουμε το μήνυμα στον άντρα σου, αλλά ίσως μπορείς να του το μεταφέρεις εσύ εκ μέρους μας. Ή, για να ακριβολογήσω, εκ μέρους μου». Ο Ντέμπσι κοίταξε τον Ράιαν. Εκείνος του έγνεψε αρνητικά. «Όχι». «Δε σου ζήτησα την άδεια. Σε αφήνω να καταλάβεις ότι πρέπει να φύγεις και να με περιμένεις έξω». «Έλα τώρα, ρε φίλε, δεν είναι σωστό. Αρκετά την τρομάξαμε. Ο Νέιπιερ θα επανορθώσει. Δεν έχει άλλη επιλογή». «Περίμενε στο αυτοκίνητο, Φράνκι», είπε ο Ντέμπσι, και ο Ράιαν διέκρινε την προειδοποίηση στη φωνή του και κατάλαβε ότι, αν το παρατραβούσε, ο Ντέμπσι θα του ριχνόταν, και η αντιπαράθεση που θα ακολουθούσε μπορεί να απαιτούσε να ληφθούν σοβαρά μέτρα, ενώ δεν είχε έρθει ο καιρός για κάτι τέτοιο –όχι ακόμη.

Οι άκρες των χειλιών της κυρίας Νέιπιερ κρέμασαν και άρχισε να τρέμει. «Σας παρακαλώ», είπε. «Έκανα ό,τι μου ζητήσατε». Στράφηκε στον Ράιαν για βοήθεια, αλλά εκείνος δεν επρόκειτο να τη βοηθήσει. Ήθελε να το κάνει, πραγματικά, αλλά δεν μπορούσε. «Λυπάμαι», της είπε πάλι. «Όχι», είπε εκείνη. «Όχι, όχι, όχι...» Ο Ντέμπσι σηκώθηκε. Άπλωσε το χέρι του και της χάιδεψε τα μαλλιά. «Κλείσε την πόρτα βγαίνοντας, Φράνκι», είπε, και το τελευταίο πράγμα που είδε ο Ράιαν ήταν τον Ντέμπσι να πιάνει τη γυναίκα από το χέρι και να την οδηγεί στον καναπέ, ενώ εκείνη προσπαθούσε να αντισταθεί σέρνοντας τα πόδια, με το βλέμμα της να εξακολουθεί να ικετεύει μάταια τον Ράιαν. Αυτός έκλεισε την πόρτα και πήγε στο αυτοκίνητο με τα χέρια στις τσέπες και το κεφάλι σκυφτό. Η ιστορία δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Τα πάντα διαλύονταν. Πίστευε ότι σύντομα θα ερχόταν η στιγμή που ίσως θα αναγκαζόταν να σκοτώσει τον Μάρτιν Ντέμπσι.

8 Ηώρα δεν είχε πάει ακόμη εννιά. Καθόμουν στο γραφείο του σπιτιού μου, ακούγοντας τη βροχή να πέφτει στη στέγη, έναν αλλόκοτα ανακουφιστικό ήχο. Τα σύννεφα είχαν πνίξει το φεγγάρι, και από το παράθυρο δε διακρινόταν κανένα τεχνητό φως που να σπάει το σκοτάδι. Υπήρχαν μόνο παραλλαγές σκιάς: των δέντρων πάνω στο χορτάρι, της ξηράς που συνόρευε με τα μαύρα νερά, και πιο πέρα της θάλασσας που περίμενε. Δίπλα μου είχα μια κούπα με καφέ και τον κατάλογο που μου είχε δώσει ο Ράνταλ Χέιτ με τα ονόματα όσων είχαν σχέση με τη δίκη του. Έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται τη Σελίνα Ντέι. Ήθελα να δω μια φωτογραφία της, γιατί σ’ αυτή την ιστορία εκείνη είχε σχεδόν ξεχαστεί. Για τον Χέιτ, η Σελίνα Ντέι ήταν ένα φάντασμα από το παρελθόν του που το είχε καλέσει στο παρόν η χλεύη κάποιου άλλου φαντάσματος, προκαλώντας του αναστάτωση. Η ιστορία της ζωής της είχε γραφτεί και οδηγηθεί στην κατάληξή της. Αν η Σελίνα εξακολουθούσε να έχει κάποια σημασία, αυτό οφειλόταν απλώς στο γεγονός ότι είχε την ίδια ηλικία με την Άννα Κόρι, και το μόνο στο οποίο μπορούσε να ελπίζει κανείς ήταν ότι δε θα είχαν την ίδια μοίρα. Έτσι άρχισα να αναζητώ στο Ίντερνετ λεπτομέρειες σχετικά με το φόνο της Σελίνα Ντέι. Οι πληροφορίες ήταν λιγότερες από όσες θα ήθελα, κυρίως επειδή ο θάνατός της συνέβη τις ένδοξες εκείνες εποχές πριν αρχίσουν τα πάντα να καταλήγουν στο Διαδίκτυο, είτε ως γεγονότα είτε ως εικασίες. Τελικά συγκέντρωσα μια μικρή στοίβα από εκτυπώσεις, οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονταν από τα αρχεία της τοπικής εφημερίδας Μπίκον & Εξπλέινερ, όπου καταγράφονταν με λεπτομέρειες η ανακάλυψη του πτώματός της, η αρχή της έρευνας και τελικά η ανάκριση δύο ανηλίκων που δεν κατονομάζονταν, η απαγγελία κατηγορίας και η καταδίκη τους για το έγκλημα. Σε όλα ανεξαιρέτως τα δημοσιεύματα αναφερόταν η φυλή του άτυχου κοριτσιού, και η ιστορία άρχισε να μπαίνει στην πρώτη σελίδα μόνο όταν έγινε γνωστή η ηλικία των δύο αγοριών. Ωστόσο, βρήκα αυτό που έψαχνα: μια φωτογραφία του δολοφονημένου κοριτσιού. Όταν τραβήχτηκε εκείνη η φωτογραφία, η Σελίνα ήταν πιο μικρή, κατά τρία με τέσσερα χρόνια, περίπου. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε κοτσιδάκια, και ανάμεσα στα πάνω μπροστινά δόντια της φαινόταν καθαρά ένα κενό που ίσως είχε διορθωθεί αργότερα με σιδεράκια. Φορούσε καρό φόρεμα με δαντελένιο γιακά. Η κάμερα την είχε πάρει από το πλάι και εκείνη είχε γυρίσει ελαφρά το κεφάλι της για να αντικρίσει το φακό. Δεν ήταν μια τυπική πόζα, και η Σελίνα φαινόταν χαρούμενη και χαλαρή. Έδειχνε αυτό ακριβώς που ήταν: ένα όμορφο κοριτσάκι που σύντομα θα γινόταν κοπέλα. Αναρωτήθηκα για ποιο λόγο δεν είχε χρησιμοποιηθεί μια πιο πρόσφατη φωτογραφία, και μετά φαντάστηκα ότι αυτή την εικόνα είχε διαλέξει η μητέρα της να δείξει στον κόσμο. Έτσι ήθελε να θυμούνται όλοι την κόρη της, σαν το κοριτσάκι της που είχε όλη τη ζωή μπροστά του. Κανείς δεν μπορούσε να αντικρίσει μια τέτοια εικόνα χωρίς να νιώσει θλίψη για όσους είχαν μείνει πίσω και οργή για το τέλος της Σελίνα. Τα άρθρα που συνόδευαν τη φωτογραφία δε χαρακτηρίζονταν από την απόγνωση που συνήθως εμπνέουν τέτοιες περιπτώσεις, και που εκφράζεται κατά κύριο λόγο με το δίπολο «Τι Συμβαίνει στα Παιδιά Μας και Τι Μπορούμε Εμείς να Κάνουμε Ώστε να Γίνουν Καλύτεροι Άνθρωποι με Μικρότερη Προδιάθεση να Σκοτώνουν Κορίτσια στην Εφηβεία;» και «Τι Συμβαίνει στα Παιδιά Μας και Μπορούμε να τα Κάνουμε Καλύτερους Ανθρώπους Κλείνοντάς τα για Πάντα στη Φυλακή, ή Δικάζοντάς τα ως Ενήλικες και Καταδικάζοντάς τα σε Θάνατο;». Αντί γι’ αυτό, τα ρεπορτάζ

περιορίζονταν επιμελώς στα γεγονότα, ακόμη και μετά την καταδίκη των δύο αγοριών στην ελάχιστη ποινή φυλάκισης των δεκαοχτώ ετών το καθένα. Μόλις έκλεισε η υπόθεση, φάνηκε να ξεχνιέται εντελώς. Υπέθεσα ότι αυτή η αντίδραση δε θα έπρεπε να δημιουργεί έκπληξη. Μια μικρή κοινότητα δε θα επιθυμούσε να ξύνει κάθε τόσο τη συγκεκριμένη πληγή: μια δολοφονία την οποία διέπραξαν δύο δικά της μέλη, δύο φαινομενικά φυσιολογικά παιδιά, με θύμα ένα μαύρο κορίτσι, που λόγω της φυλής της δεν ήταν «δική τους», αλλά δεν έπαυε να είναι ένα μικρό κορίτσι. Η κατάσταση περιπλεκόταν ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι οι κοινότητες μαύρων και λευκών σε εκείνη την περιοχή της Βόρειας Ντακότα είχαν έναν κοινό δεσμό μέσω του μπέιζμπολ. Η Βόρεια Ντακότα, όπως και η Μινεσότα, ήταν από τις ελάχιστες Πολιτείες της Ένωσης όπου μαύροι και λευκοί ανέκαθεν έπαιζαν μαζί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Ο Φρέντι Σιμς και ο Τσάπι Γκρέι ήταν οι πρώτοι μαύροι αθλητές που έπαιξαν ημιεπαγγελματικό μπέιζμπολ στη Βόρεια Ντακότα, και σύντομα ακολούθησαν ο Αρτ Χάνκοκ, ο «μαύρος Μπέιμπ Ρουθ», και ο αδερφός του ο Τσάρλι. Τελικά η ομάδα της πόλης Μπίσμαρκ στη Βόρεια Ντακότα προσέλκυσε τον μεγάλο Σάτσελ Πέιτζ, κι εκείνη ήταν η πρώτη φορά που έπαιξε ο Πέιτζ σε μεικτή ομάδα. Όταν σταμάτησαν να αγωνίζονται, αρκετοί από τους μαύρους παίκτες αποφάσισαν να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στο Ντρέικ Κρικ, όπου υπάρχει ακόμη ένα μικρό μουσείο αφιερωμένο στα επιτεύγματά τους. Με άλλα λόγια, η δολοφονία για σεξουαλικούς λόγους ενός μαύρου κοριτσιού από δύο λευκά αγόρια θα είχε απειλήσει τη λεπτή φυλετική ισορροπία που είχε καταφέρει να διατηρήσει τόσο καιρό αυτή η περιοχή της Βόρειας Ντακότα. Ήταν καλύτερα να αντιμετωπίσουν την υπόθεση, να βάλουν μετά στην άκρη όλα όσα είχαν συμβεί χαρακτηρίζοντάς τα εξαιρετικά ασυνήθιστα, και να αφήσουν τη ζωή να συνεχιστεί. Και ίσως να είχαν δίκιο όσοι συμμερίζονταν αυτά τα συναισθήματα: Ο σκοτωμός παιδιών από παιδιά αποτελεί τρομακτική εξαίρεση, ή τουλάχιστον έτσι ήταν τα πράγματα μέχρι που συμμορίτες και ανεγκέφαλοι ενήλικες άρχισαν να εξυμνούν στις κρατικές συνοικιακές πολυκατοικίες και στα γκέτο τον κώδικα ζωής και θανάτου σύμφωνα με τον οποίο όλα λύνονται αν έχεις ένα όπλο στο χέρι. Κάθε αντίστοιχη περίπτωση άξιζε να εξετάζεται, έστω μόνο για να γίνουν κάπως κατανοητές οι εκάστοτε συνθήκες, αλλά φαινόταν μάλλον απίθανο μια υπόθεση σαν τη δολοφονία της Σελίνα Ντέι να έδινε κάποιο γενικό μάθημα στην κοινωνία. Έστω κι έτσι, μέχρι να τελειώσω την έρευνά μου είχα επιβεβαιώσει αρκετά από τα ονόματα που περιέχονταν στον κατάλογο του Χέιτ: των δύο δημοσίων συνηγόρων που είχαν διοριστεί για τα δύο παιδιά, του δημόσιου κατήγορου (ήταν ο ίδιος και στις δύο υποθέσεις), και του δικαστή. Οι μαρτυρικές καταθέσεις ήταν ελάχιστες, εφόσον τα αγόρια είχαν ομολογήσει το έγκλημα πριν από τη δίκη, οπότε το θέμα ήταν σαφώς ο καθορισμός των ποινών. Δεν αναφερόταν πουθενά η συμφωνία που είχε γίνει κατά τα λεγόμενα του Ράνταλ Χέιτ, το κοινωνικό πείραμα που θα επέτρεπε τελικά στον ίδιο και στον Λόνι Μάιντας να ξεφύγουν από τη σκιά του εγκλήματός τους, τουλάχιστον δημοσίως. Και πάλι, ούτε αυτό ήταν ιδιαίτερα ασυνήθιστο· ως ένα βαθμό, θα αποτελούσε συνάρτηση της προόδου που θα σημείωναν τα αγόρια στο διάστημα του εγκλεισμού τους, και κανένας λογικός κατήγορος, συνήγορος ή δικαστής που έτρεφε την ελπίδα να ανέλθει στην ιεραρχία του δικαστικού σώματος δε θα ήταν πρόθυμος να συναινέσει ανοιχτά σε μια τέτοια συμφωνία αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δίκης. Άρχισα να ερευνώ εκείνα τα τέσσερα ονόματα. Η Λαρέιν Γουόκερ, η μία από τους δημόσιους συνηγόρους, είχε πεθάνει σε ένα δυστύχημα με μοτοσικλέτα το 1996. Ο δεύτερος δημόσιος συνήγορος, ο Κόρι Φέλντερ, είχε γίνει άφαντος και δεν μπόρεσα να βρω τίποτε γι’ αυτόν μετά το

1998. Ο δημόσιος κατήγορος ήταν κάποιος Ρ. Ντιν Μπέιλι. Το όνομα κάτι μου θύμιζε. Χρειάστηκε ελάχιστο ψάξιμο για να διαπιστώσω πως ο Ρ. Ντιν Μπέιλι είχε αποτύχει επανειλημμένα να χριστεί υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για το Κονγκρέσο. Οι απόψεις του για τα θέματα μετανάστευσης, κοινωνικής πρόνοιας και, στην πραγματικότητα, διακυβέρνησης θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν το λιγότερο γραφικές, ακόμη και με τα κριτήρια του δηλητηρίου που πολύ τακτικά εκτόξευε η υπερσυντηρητική πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Στην ουσία, οι απόψεις του Μπέιλι για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση –όπως και των περισσοτέρων ομοίων του– μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής: «Πρέπει να τη διατηρήσουμε όσο γίνεται πιο μικρή, εκτός αν εμένα και τους φίλους μου μας βολεύει κάτι διαφορετικό, και εφόσον μπορώ ακόμη να συμμετέχω σ’ αυτή και να τρώω απ’ τα ομοσπονδιακά κονδύλια»· ή, για να το θέσω αλλιώς, «όλες οι ομοσπονδιακές δαπάνες είναι μια άσκοπη σπατάλη, με εξαίρεση εκείνες που με ωφελούν». Στο μεταξύ, οι απόψεις του για τα φυλετικά θέματα, για όποια θρησκεία δεν είχε σχέση με το Χριστό, για όποιον δεν είχε μητρική του γλώσσα τα αγγλικά, και για τους φτωχούς γενικά θα είχαν κάνει ακόμη και τους συνέδρους του Ναζιστικού Κόμματος να τον λοξοκοιτάξουν. Ευτυχώς, στους κόλπους της Ρεπουμπλικανικής Εθνικής Επιτροπής εξακολουθούσε να επικρατεί η κοινή λογική ώστε να μην προσφέρουν στον Μπέιλι εθνικό βήμα από όπου εκείνος θα άφηνε να ξεχυθεί ένας χείμαρρος που άγγιζε τα όρια της ρητορείας του μίσους και του στασιασμού. Δεν μπορούσα ούτε να φανταστώ τη διαδρομή που είχε ακολουθήσει ώστε από δημόσιος κατήγορος έτοιμος να δώσει σε δύο παιδιά καταδικασμένα για φόνο δεύτερου βαθμού μια ευκαιρία να ζήσουν φυσιολογικά, να καταντήσει κάποιος που πρέσβευε ότι έπρεπε να αφήσουμε τους φτωχούς να λιμοκτονήσουν και πρότεινε να περιοριστεί το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Αλλά κατά πάσα πιθανότητα δε θα ξεχείλιζε από χαρά αν κάποιος του θύμιζε την υπόθεση της Σελίνα Ντέι. Ο Μπέιλι ήταν τώρα συνεταίρος στο δικηγορικό γραφείο Γιανγκ Γκράνθαμ Μπέιλι. Μια γρήγορη έρευνα έδειξε διάφορες υποθέσεις όπου κατά κανόνα οι αποκλειστικά πλούσιοι και ισχυροί επιχειρηματικοί πελάτες του γραφείου τα έβαζαν με κοινότητες και μεμονωμένα άτομα των οποίων η ποιότητα ζωής φερόταν να έχει πληγεί, ορισμένες φορές θανάσιμα, από τις πράξεις εκείνων που χρησιμοποιούσαν τον Μπέιλι και τους συνεταίρους του σε ρόλους φερέφωνων, πυροσβεστών και νταήδων. Οι τρεις συνεταίροι έδειχναν ιδιαίτερη ικανότητα στη χρήση παρελκυστικών τακτικών οι οποίες προκαλούσαν πολυετείς καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα είτε να εξαντληθούν οι πόροι και η ενέργεια των αντιπάλων τους είτε, όπως είχε συμβεί σε ορισμένες ιδιαίτερα απαίσιες περιπτώσεις, απλώς να πεθάνουν οι ενάγοντες και μαζί τους να πεθάνουν και οι υποθέσεις. Έκανα μια σημείωση να τηλεφωνήσω στους Γιανγκ Γκράνθαμ Μπέιλι το πρωί, έστω και μόνο για να δω πώς μπορεί να αντιδρούσε ο Μπέιλι, αλλά μετά τη διέγραψα. Ο Ράνταλ Χέιτ είχε αρκετά προβλήματα και δε χρειαζόταν να τραβήξει την προσοχή κάποιου σαν τον Ρ. Ντιν Μπέιλι, ιδίως μετά την πλήρη μεταστροφή του πρώην εισαγγελέα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι έμενε μόνο ο δικαστής, ο Μορίς Π. Μπόουενς. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Χέιτ, ο Μπόουενς ήταν ο βασικός υποστηρικτής της πρότασης προσφοράς νέων ταυτοτήτων στα δύο αγόρια πριν από την αποφυλάκισή τους. Βρήκα στο Ίντερνετ μια σύντομη βιογραφία του Μπόουενς, που είχε γραφτεί επ’ ευκαιρία της συνταξιοδότησής του. Είχε αρχίσει τη δικηγορική σταδιοδρομία του στην Πενσιλβάνια, αλλά στη συνέχεια είχε μετοικήσει στη Βόρεια Ντακότα, όπου τελικά έγινε ομοσπονδιακός δικαστής. Αποσύρθηκε από το αξίωμά του το 2005, δηλώνοντας ότι επιθυμούσε να ζήσει μόνιμα στο σπίτι του κοντά στο Μπίσμαρκ, όπου θα κοίταζε τον «κραταιό Μιζούρι να κυλά έξω από την πόρτα του», όπως το έθεσε.

Στον τηλεφωνικό κατάλογο του Μπίσμαρκ υπήρχε καταχωρισμένος μόνο ένας Μορίς Π. Μπόουενς. Μη έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνω, κάλεσα τον αριθμό και στο τρίτο κουδούνισμα μου απάντησε μια γυναίκα. Της είπα το όνομα και το επάγγελμά μου και τη ρώτησα εάν έμενε εκεί ο πρώην δικαστής. Η απάντησή της ήταν καταφατική. «Είμαι η κόρη του, η Ανίτα», μου είπε. «Θα μπορούσα να μιλήσω με τον πατέρα σας; Το θέμα αφορά μια από τις παλιές υποθέσεις του». «Λυπάμαι. Τους τελευταίους δεκαοχτώ μήνες ο πατέρας μου έπαθε αλλεπάλληλα εγκεφαλικά. Τον κατέβαλαν ιδιαίτερα, και δυσκολεύεται πολύ να μιλήσει. Τώρα φροντίζω εγώ τις υποθέσεις του για λογαριασμό του». «Λυπάμαι γι’ αυτό. Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μπορούσατε να αναφέρετε στον πατέρα σας ότι τηλεφώνησα. Πρόκειται για τον Ράνταλ Χέιτ, ή Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ, ανάλογα με το πώς προτιμά ο πατέρας σας να τον θυμάται. Ενεργώ εκ μέρους του κυρίου Χέιτ. Σας παρακαλώ να του πείτε ότι, απ’ όσο ξέρω, ο κύριος Χέιτ δεν έχει κάνει κανένα κακό, αλλά βρίσκεται σε δύσκολη θέση, και η όποια πληροφορία που θα μπορούσε ενδεχομένως να μου δώσει ο πατέρας σας θα βοηθούσε». «Τι είδους πληροφορία αναζητάτε;» με ρώτησε. Ανέφερα την υπόθεση της Σελίνα Ντέι, και τη συμφωνία που είχε γίνει με τον Ρ. Ντιν Μπέιλι. Ζήτησα να μάθω αν ο πατέρας της θα μπορούσε να μου δώσει κάποιο ιστορικό εκείνης της συμφωνίας, καθώς και κάθε περαιτέρω λεπτομέρεια που θα θεωρούσε συναφή. Για να είμαι ειλικρινής, έψαχνα στα τυφλά, αλλά στο σημείο που βρισκόμουν ακόμη και το παραμικρό φως που θα μπορούσε να ρίξει εκείνος στην υπόθεση θα ήταν καλύτερο από το τίποτε. Η Ανίτα δε μου είπε αν τα ονόματα που ανέφερα σήμαιναν κάτι για την ίδια. Συμφώνησε να σημειώσει τους αριθμούς του φαξ και του τηλεφώνου μου, καθώς και την ηλεκτρονική διεύθυνσή μου. Της έδωσα επίσης τα στοιχεία της Έιμι Πράις, και είπα ότι με είχε προσλάβει η Έιμι για λογαριασμό του Χέιτ, οπότε δεσμευόμουν από τους όρους εχεμύθειας. Η Ανίτα είπε ότι ο πατέρας της κοιμόταν, αλλά μόλις ξυπνούσε θα του έλεγε για το τηλεφώνημά μου. Την ευχαρίστησα, έκλεισα και μετά πήρα την Έιμι για να την ενημερώσω ότι είχα κάνει μια επαφή με τον Μπόουενς. Στη συνέχεια, αφού δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω προς το παρόν, μαγείρεψα πένες αλ πέστο και έφαγα παρακολουθώντας τις ειδήσεις στη φορητή τηλεόραση που είχα στην κουζίνα μου. Η εξαφάνιση της Άννας Κόρι ήταν η δεύτερη είδηση μετά από μια σοβαρή σύγκρουση οχημάτων στα βόρεια της Ογκάστα, αλλά για μένα ήταν ξεκάθαρο ότι τα τηλεοπτικά δίκτυα είχαν ήδη αρχίσει να χάνουν το ενδιαφέρον τους. Στο κάτω κάτω, πόσους διαφορετικούς τρόπους θα μπορούσαν να βρουν για να πουν ότι δεν είχε σημειωθεί καμία πρόοδος; Η Άννα Κόρι θα γινόταν πάλι πρώτη είδηση μόνο εάν την έβρισκαν, ζωντανή ή νεκρή. Όταν τελείωσαν οι ειδήσεις, πήρα ένα μυθιστόρημα του Γουίλι Βλάουτιν και την άραξα στο σαραβαλιασμένο καναπέ του γραφείου μου για να διαβάσω, αλλά η εικόνα της Σελίνα Ντέι επέμενε να μου διασπά διαρκώς την προσοχή. Τελικά νομίζω πως πρέπει να γλάρωσα για λίγο καθώς γυρόφερνα στο μυαλό μου τις λεπτομέρειες της ιστορίας του Ράνταλ Χέιτ. Η πραγματικότητα έγινε συγκεχυμένη όπως συμβαίνει όταν σε παίρνει αναπάντεχα ο ύπνος, και είχα την εντύπωση πως είδα τον Χέιτ έξω από το παράθυρό μου να με κοιτάζει. Ήταν πολύ χλομός, και υπήρχαν ρυτίδες στην κορυφή του κεφαλιού του και στα μάγουλά του τις οποίες δεν είχα προσέξει προηγουμένως, λες και το κρανίο του είχε αρχίσει να συρρικνώνεται. Σήκωσε το δεξί του χέρι, το έχωσε μέσα στη σάρκα του και απέσπασε το πρόσωπό του. Αυτό που αποκαλύφθηκε έμοιαζε με κερί γεμάτο αίματα, αλλά ήταν ακόμη αναγνωρίσιμο. Ο Χέιτ επανέλαβε την ίδια ενέργεια ξανά και ξανά, μια με το ένα χέρι και

μια με το άλλο, πετώντας τα υπολείμματα στα πόδια του σαν αράχνη που αποβάλλει τον εξωσκελετό της για να μεγαλώσει, ώσπου στο τέλος εκεί που κάποτε ήταν τα χαρακτηριστικά του έμεινε μία κενή μορφή, με άδειες τις κόγχες των ματιών, κι όμως εξακολουθούσε να κλαίει. Ένας κουδουνιστός ήχος από τον υπολογιστή μου με επανέφερε στο συνειδητό κόσμο. Είχα λάβει μήνυμα από την Ανίτα Μπόουενς, αποτελούμενο από ένα σύντομο κείμενο και ένα συνημμένο αρχείο. Το κείμενο έλεγε: Ο πατέρας μου ελπίζει ότι ο Ράνταλ, όπως τον σκέφτεται τώρα (και όπως ελπίζει ότι και ο ίδιος ο Ράνταλ σκέφτεται τον εαυτό του), είναι καλά και ότι άδραξε την ευκαιρία να αφήσει πίσω του το παρελθόν χωρίς να πάψει να μετανιώνει για τις πράξεις του. Του στέλνει τα χαιρετίσματά του. Μολαταύτα, επιθυμεί να μην υπάρξει περαιτέρω επαφή μαζί του είτε από τον Ράνταλ είτε από εσάς αναφορικά με αυτό το θέμα. Όλα τα στοιχεία που μπορεί να έχουν κάποια συνάφεια με τις έρευνές σας βρίσκονται στα συνοδευτικά έγγραφα. Με εκτίμηση, Ανίτα Μπόουενς ΥΓ. Γνωρίζω ορισμένα πράγματα για την ιστορία πίσω από αυτή την υπόθεση διότι ο πατέρας μου είχε αναφερθεί στο παρελθόν στην «ατελή συμφωνία» που έγινε με το δημόσιο κατήγορο, τον κύριο Μπέιλι. Τα συνημμένα έγγραφα θα πρέπει να σας αποκαλύψουν τους λόγους της απογοήτευσης του πατέρα μου. Προς το παρόν, αρκεί να αναγνωριστεί πως ήθελε να δικαστούν τα αγόρια ως ανήλικοι, όχι ως ενήλικες. Τόσο ο γενικός εισαγγελέας όσο και ο περιφερειακός εισαγγελέας διαφώνησαν, όπως και ο κύριος Μπέιλι, και επικράτησε η ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της κατηγορούσας Αρχής. Αντί να εγκαταλείψει τα δύο παιδιά απόλυτα στο αμφίβολο έλεος του συστήματος, το τίμημα της συγκατάθεσης του πατέρα μου ήταν ένα καινούριο ξεκίνημα γι’ αυτά, από τη στιγμή που θα είχαν εκτίσει τις ποινές τους. Υποψιάζομαι ότι εξακολουθεί να πιστεύει πως ξεπούλησε τις αρχές του πολύ φτηνά. Α.Μ.

Άνοιξα το συνημμένο αρχείο. Περιείχε ένα σκαναρισμένο αντίγραφο της επιστολής του Μορίς Μπόουενς προς το Ανώτατο Δικαστήριο της Πενσιλβάνια με την οποία γνωστοποιούσε την απόφασή του να πάψει να δικηγορεί εκεί διαμαρτυρόμενος για τη συνεχιζόμενη επιμονή της Πολιτείας να δικάζει παιδιά ως ενήλικες και να επιτρέπει να καταδικάζονται σε ισόβια χωρίς τη δυνατότητα αποφυλάκισης υπό όρους. Περιείχε επίσης ένα άρθρο που είχε δημοσιεύσει σε κάποιο νομικό περιοδικό αναπτύσσοντας αυτό το θέμα. Σύμφωνα με το άρθρο, όπου υπήρχαν πιο πρόσφατες υποσημειώσεις με νεότερα στοιχεία αναφορικά με ορισμένα σημεία καθώς και στατιστικά δεδομένα, η Πενσιλβάνια ήταν μία από τις είκοσι δύο Πολιτείες οι οποίες, μαζί με το Διοικητικό Διαμέρισμα της Κολούμπια, επέτρεπαν να δικάζονται ως ενήλικα άτομα ακόμη και εφτάχρονα παιδιά, και μία από τις σαράντα δύο Πολιτείες που επέτρεπαν να καταδικάζονται παιδιά σε ισόβια χωρίς τη δυνατότητα αποφυλάκισης υπό όρους, ακόμη και σε περιπτώσεις πρώτης καταδίκης. Στην Πενσιλβάνια και μόνο αντιστοιχούσε πάνω από το είκοσι τοις εκατό των παιδιών στις Ηνωμένες Πολιτείες που αντιμετώπιζαν την προοπτική να πεθάνουν πίσω από τα σίδερα εάν καταδικάζονταν. Το κείμενο του Μπόουενς υποστήριζε ότι καταδικάζοντας «ενθουσιωδώς» δεκατριάχρονα και δεκατετράχρονα παιδιά, ή ακόμη και νεότερα, να πεθάνουν στη φυλακή κατηγορούμενα για ανθρωποκτονία αλλά και για παραβάσεις που δε συνιστούσαν εγκλήματα κατά της ζωής, η Πολιτεία ήταν ένοχη για την επιβολή «σκληρής και ασυνήθιστης» τιμωρίας και συνεπώς για παράβαση της Όγδοης Τροπολογίας του Συντάγματος, του Διεθνούς Δικαίου και, θεωρητικά, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την οποία, όπως σημείωνε ο Μπόουενς, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σκανδαλωδώς αρνηθεί να επικυρώσουν, με αποτέλεσμα να είναι μαζί με τη Σομαλία οι μοναδικές χώρες που είχαν

αρνηθεί να το πράξουν. Εκτιμούσε ότι ένας τέτοιος νόμος δε λάμβανε υπόψη του το ευπρόσβλητο των παιδιών, τις εξελικτικές και νομικές διαφορές μεταξύ παιδιών και ενηλίκων και την ικανότητα των παιδιών να αναπτυχθούν, να αλλάξουν και να επανορθώσουν. «Επιτρέποντας τον εγκλεισμό παιδιών στα σωφρονιστικά καταστήματα χωρίς ελπίδα αποφυλάκισης υπό όρους, αποδειχτήκαμε ανάξιοι της εμπιστοσύνης που μας επιδείχθηκε και των καθηκόντων που μας ανατέθηκαν ως νομοθέτες», κατέληγε ο Μπόουενς. «Μπερδέψαμε την τιμωρία με την εκδίκηση, και θυσιάσαμε το δίκαιο στην αδικία. Αλλά το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι επιτρέψαμε να μας κυβερνούν η σκληρότητα και η σκοπιμότητα, απαρνούμενοι τον ανθρωπισμό μας. Καμία χώρα που μεταχειρίζεται με αυτό τον τρόπο το πιο ευάλωτο τμήμα της νεολαίας της δεν αξίζει να αποκαλείται πολιτισμένη. Αποτύχαμε στο καθήκον μας ως νομοθέτες, ως γονείς, ως προστάτες των παιδιών, και ως ανθρώπινα όντα». Προώθησα το e-mail στην Έιμι και μετά τύπωσα την επιστολή και το άρθρο και τα πρόσθεσα στο φάκελο της υπόθεσης. Δεν ήξερα για τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, αλλά η συνεύρεση με τη Σομαλία δε μου φάνηκε κάτι για το οποίο έπρεπε να είμαστε περήφανοι. Δεν ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς για ποιο λόγο δεν είχαν υπογράψει οι Σομαλοί –κάθε χώρα που γεμίζει τις τάξεις του στρατού της με παιδιά δεν είναι σε θέση να υπογράψει τίποτε άλλο εκτός από μια απόδειξη παραλαβής ακόμη περισσότερων όπλων–, αλλά την τελευταία φορά που ασχολήθηκα με το θέμα, η δύναμη των ενόπλων δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών δεν είχε μειωθεί αριθμητικά σε βαθμό που να υποχρεωθεί να στρατολογεί σε δημοτικά σχολεία. Έστω κι έτσι όμως, ήταν σαφές ότι κάποιος κάπου στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών είχε βρει κάποιο επιχείρημα εναντίον της υπογραφής μιας συμφωνίας για την προστασία των παιδιών. Όποιος κι αν ήταν αυτός, ήμουν σίγουρος πως τα παιδιά του ήταν περήφανα για τον πατέρα τους και πως οι Σομαλοί του έστελναν ευχετήρια κάρτα κάθε Χριστούγεννα. Έτσι λοιπόν ο Μπόουενς είχε φύγει από την Πενσιλβάνια, είχε ανέλθει στην κλίμακα της ιεραρχίας του δικαστικού σώματος της Βόρειας Ντακότα, και τελικά είχε βρεθεί να εκδικάζει μια υπόθεση που για μία ακόμη φορά έβαζε σε δοκιμασία τις αρχές του. Αντί όμως να παραιτηθεί πάλι μπροστά στην αδιαλλαξία της κατηγορούσας Αρχής, είχε κάνει μια συμφωνία που εγγυόταν ένα νέο ξεκίνημα για τα παιδιά, έστω και αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να κάνει μια υποχώρηση στους ηθικούς κανόνες του, γιατί μία μικρή νίκη είναι καλύτερη από καμία. Αν η κόρη του έλεγε αλήθεια, το είδος εκείνου του συμβιβασμού δεν είχε πάψει να τον βασανίζει από τότε. Κοίταξα πάλι την επιστολή του Μπόουενς. Λυπόμουν που δεν είχα καταφέρει να του μιλήσω προσωπικά και που οποιαδήποτε περαιτέρω επικοινωνία μεταξύ μας φαινόταν πλέον ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτη. Εάν μου είχε δοθεί η ευκαιρία, θα τον είχα ρωτήσει για το τρίτο πρόσωπο που είχε αναμειχθεί σ’ εκείνο το φονικό πριν από δεκαετίες, για την κορυφή του τριγώνου που συνέδεε τρεις ζωές: για τον Λόνι Μάιντας. Ο Χέιτ είχε παρουσιάσει τον Μάιντας ως πρωταίτιο αυτού που είχε συμβεί, αλλά, όπως είχα επισημάνει στην Έιμι, αυτή ίσως να ήταν απλώς η χροιά που είχε επιλέξει ο Χέιτ να προσδώσει στα γεγονότα. Στο νου μου ήρθε ξανά ο τρόπος με τον οποίο, κατά την περιγραφή του φονικού και των επακόλουθών του, είχε κάποιες φορές παλινδρομήσει σε ένα στάδιο ανωριμότητας που του προκαλούσε παράλυση. Ήταν η αντίδραση ενός στριμωγμένου παιδιού το οποίο, αντιμετωπίζοντας την τιμωρία για κάτι κακό που είχε κάνει, κατηγορούσε κάποιον άλλο για το χειρότερο κομμάτι της πράξης. Ήθελα να μάθω περισσότερα για τον Λόνι Μάιντας, αλλά εκτός κι αν κατάφερνα να τον βρω και να τον ρωτήσω καταπρόσωπο για το θάνατο της Σελίνα Ντέι, απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα θα έπρεπε να στηριχτώ στη μαρτυρία του Ράνταλ Χέιτ και μόνο. Μα

περιγράφοντας το ρόλο του, ο Χέιτ στην καλύτερη περίπτωση φρόντιζε το συμφέρον του, και στη χειρότερη μπορεί να ήταν ψεύτης. Όσο σκεφτόμουν, μουντζούρωνα το χαρτί και σταμάτησα όταν είδα ότι είχα σχεδιάσει το αδρό περίγραμμα ενός κοριτσίστικου κεφαλιού πλαισιωμένου από δυο κοτσιδάκια δεμένα με κορδέλες. Ψεύτης. Ξαναγύριζα διαρκώς σ’ εκείνη τη λέξη. Γιατί ήμουν τόσο σίγουρος ότι η περιγραφή του φόνου από τον Χέιτ δεν είχε απλώς χαρακτήρα αναθεώρησης, αλλά περιείχε επίσης στιγμές ενεργού απόκρυψης; Στο κάτω κάτω, τι μπορεί να ήταν αυτό που άξιζε να κρυφτεί; Ο Χέιτ είχε παραδεχτεί την ανάμειξή του σε ένα τρομερό έγκλημα. Το γεγονός ότι ισχυριζόταν πως ο Λόνι Μάιντας ήταν αυτός που έπνιξε τη Σελίνα είχε σημασία μόνο από την άποψη ότι αντιπροσώπευε την κορύφωση μιας ακολουθίας γεγονότων στα οποία είχε συμμετάσχει, και για τα οποία ο ίδιος και ο Μάιντας ήταν εξίσου ένοχοι. Μπορεί στο τέλος να είχε αγωνιστεί ενάντια στον Μάιντας, αλλά είχε άραγε προσπαθήσει να τον τραβήξει όταν ο Μάιντας άρχισε να βιάζει τη Σελίνα; Ή μήπως είχε πάρει και ο ίδιος μέρος στο βιασμό; Σε ποιο σημείο συνειδητοποίησε ότι η υπόθεση είχε πάει πολύ μακριά –εδώ που τα λέμε, είχε ποτέ του συνειδητοποιήσει αυτό το πράγμα; Τότε κατάλαβα ότι το πρόβλημά μου με τον Ράνταλ Χέιτ δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι δεν πίστευα απόλυτα την ιστορία του· ήταν και το ότι δεν τον συμπαθούσα. Δεν μπορούσα να πω με σιγουριά αν αυτό οφειλόταν σε ό,τι είχε κάνει, και στο θάνατο του δικού μου παιδιού, οπότε έπρεπε να το βγάλω από το μυαλό μου, αν επρόκειτο να συνεχίσω να δουλεύω για λογαριασμό του, ή αν ο λόγος ήταν κάποια πιο βαθιά ριζωμένη απέχθεια, η αίσθηση ότι ο Χέιτ ήταν μια μιασμένη ψυχή που κρυβόταν πίσω από μια επίστρωση φυσιολογικότητας. Και αποκοιμήθηκα βλέποντας απρόσωπους άντρες στα όνειρά μου.

9 ΟΡάιαν δεν ένιωθε άνετα μόνος μέσα στο αυτοκίνητο. Σε γειτονιές σαν αυτή μπορεί κάποιος, επειδή του καρφώθηκε ξαφνικά, να καλούσε την αστυνομία γιατί ένας άντρας περίμενε μόνος μέσα σε ένα άγνωστο αυτοκίνητο, σε έναν ήσυχο δρόμο όπου τα άγνωστα αυτοκίνητα τραβούσαν την προσοχή. Ή αυτό, ή μπορεί αυτός ο κάποιος να αποφάσιζε ότι δε χρειαζόταν να ανακατέψει την αστυνομία, οπότε ίσως να ξεκαθάριζε το ζήτημα χτυπώντας του το παράθυρο για να ρωτήσει αν υπήρχε κάποιο πρόβλημα, ενδεχομένως έχοντας δυο φιλαράκια μαζί του για ενίσχυση, έτσι για να μην αρχίσουν να μπαίνουν σε κανέναν οι λάθος ιδέες. Ο Ράιαν προσπάθησε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε φάει: όχι κάνα κομμάτι πίτσα στο πόδι, ούτε τηγανητές πατάτες που έσταζαν λίπος σε κάποιο μπαρ του οποίου το όνομα θα ξεχνούσε μία ώρα αργότερα, αλλά κανονικό γεύμα, είτε μόνος είτε με φίλους. Πρέπει να είχε περάσει τουλάχιστον μία βδομάδα από τότε. Δεν ήταν καν σίγουρος ότι είχε πλέον φίλους. Όσοι από αυτούς άξιζαν δε θα ήθελαν να τον δουν, αφού αν κρατιόταν μακριά τους δε θα μπορούσαν να πουν το παραμικρό για πράγματα που δε γνώριζαν, έτσι και τους πλησίαζαν κάποιοι περίεργοι τύποι, ενώ οι υπόλοιποι θα τον κάρφωναν χωρίς δεύτερη σκέψη. Βέβαια, θα μπορούσε να βγει από το αυτοκίνητο και να φύγει. Πάντα υπήρχε αυτή η εναλλακτική λύση. Ο Ράιαν όμως είχε κάποιο ρόλο να παίξει στα όσα συνέβαιναν, και ήθελε να το φτάσει ως το τέλος. Κατά παράξενο τρόπο, ο Ντέμπσι ήταν πια ό,τι πλησιέστερο είχε σε φίλο. Δεν ήταν ιδιαίτερα δεμένοι, δε συμπαθούσαν καν ο ένας τον άλλο, αλλά υπήρχε αλληλεξάρτηση στη σχέση τους. Η ανάγκη τούς κρατούσε μαζί, αλλά για πόσο ακόμη; Η άμμος κυλούσε μέσα στην κλεψύδρα, και ο Ράιαν δεν ήξερε πόσοι κόκκοι απέμεναν. Έριξε μια ματιά στο σπίτι των Νέιπιερ. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές και δε διακρινόταν καμία κίνηση στο εσωτερικό. Κοπάνησε το χέρι του στο ταμπλό, και μετά επανέλαβε την κίνηση αρκετές φορές, μέχρι που το αυτοκίνητο άρχισε να τραντάζεται και το χέρι του να τσούζει. Δεν έπρεπε να είχε αφήσει μόνη της τη γυναίκα. Ήξερε τι θα έκανε ο Ντέμπσι, κι όμως αδιαφόρησε και έκλεισε την πόρτα πίσω του, επιτρέποντάς του να τον αντιμετωπίσει σαν τσουτσέκι, όπως βεβαίως θα φερόταν και στην κυρία Νέιπιερ εκείνη τη στιγμή που τη βίαζε. Έσκυψε και σήκωσε το μπατζάκι του. Το μικρό περίστροφο ήταν χωμένο στη θήκη του. Το έβγαλε, το ακούμπησε στο μηρό του και έμεινε να το κοιτάζει. Πήγαινε λίγος καιρός που είχε αρχίσει να το κουβαλάει, παρ’ όλο που είχε ήδη άλλο ένα όπλο περασμένο στη ζώνη του παντελονιού του. Κανείς δε γνώριζε την ύπαρξη του περίστροφου, οπωσδήποτε όχι ο Ντέμπσι. Εδώ που τα λέμε, ο Ντέμπσι ήταν ο κυριότερος λόγος που ο Ράιαν είχε αρχίσει να το παίρνει μαζί του. Η συμπεριφορά του γινόταν όλο και πιο αλλοπρόσαλλη. Μέχρι τότε ο Ράιαν μόνο πρεζόνια και αλκοολικούς είχε δει να φέρονται έτσι, τη μια στιγμή να είναι φιλικοί και την άλλη απειλητικοί, προβλέψιμοι μόνο ως προς το ανερμάτιστο του χαρακτήρα τους, αλλά ο Ντέμπσι δεν ήταν ούτε πρεζόνι ούτε μεθύστακας. Περιοριζόταν σε μια δυο μπίρες όταν πήγαινε σε κάνα μπαρ, και ο Ράιαν δεν τον είχε δει ποτέ να τραβάει έστω και μία τζούρα από τσιγαριλίκι. Ίσως θα έπρεπε να πάρει κάποιο φάρμακο, αλλά ο Ράιαν δε σκόπευε να του προτείνει να πάει σε ψυχίατρο. Έκλεισε τα μάτια του, αλλά τα άνοιξε πάλι σύντομα επειδή είδε με το νου του την κάννη ενός όπλου. Τη στιγμή που αντίκρισε εκείνο το μαύρο, σταθερό μάτι, είχε νιώσει τα όρια της ύπαρξής του και ένιωσε την επίγνωση της θνητότητάς του σαν σφραγίδα στο πετσί του.

Διερωτήθηκε αν θα έβλεπε τη σφαίρα που θα τον σκότωνε, αν, σ’ εκείνα τα τελευταία δέκατα του δευτερολέπτου, το μάτι θα γινόταν από μαύρο ασημόγκριζο, καθώς η σφαίρα θα έμπαινε μέσα του και μετά θα έβγαινε, παίρνοντας μαζί της τη ζωή του. «Πλάκα σου κάνω». Αυτό του είχε πει ο Ντέμπσι, αλλά στην πραγματικότητα δεν του έκανε πλάκα. Ήταν λες και είχε κοιτάξει βαθιά στην καρδιά του Ράιαν και είχε δει το ενδεχόμενο της προδοσίας. Το πιστόλι ήταν μια προειδοποίηση. Βλέπεις, Φράνκι, είμαι πιο μεγάλος από σένα –πιο μεγάλος και πιο σκληρός και πιο περπατημένος. Ξέρω πώς σκέφτεσαι γιατί κάποτε, μια φορά κι έναν καιρό, ήμουν κι εγώ σαν εσένα. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ μας: Εγώ κάποτε ήμουν σαν εσένα, αλλά εσύ ποτέ δεν ήσουν σαν εμένα. Αυτό είναι το μικρό πλεονέκτημα που σου χαρίζει η ηλικία, το βραβείο παρηγοριάς για την απώλεια της ταχύτητας, για τη μείωση του χρόνου αντίδρασης. Ξέρεις πώς σκέφτονται οι νέοι, αλλά εκείνοι δεν ξέρουν πώς σκέφτεσαι εσύ. Αυτό είναι σημαντικό για ανθρώπους σαν εμάς. Βρίσκεσαι πάντοτε δυο βήματα πιο μπροστά από τους νέους, έτσι ώστε όταν στραφούν εναντίον σου, όταν πάνε να τραβήξουν το πιστόλι, εσύ έχεις ήδη τραβηγμένο το δικό σου επειδή ήσουν προετοιμασμένος γι’ αυτό. Σε ξέρω, Φράνκι. Σε ξέρω. Ο Ράιαν ρίγησε. Είχε ακούσει τη φωνή πολύ καθαρά, λες και ο Ντέμπσι καθόταν δίπλα του, με το πιστόλι στο χέρι. Αλλά ο Ντέμπσι δεν ήταν τόσο έξυπνος όσο νόμιζε, και ο Ράιαν δεν ήταν τόσο νέος και άπραγος όσο πίστευε ο άλλος. Αν ο Ντέμπσι συνέχιζε να κάνει κόλπα σαν εκείνο που είχε κάνει νωρίτερα με το πιστόλι, ο Ράιαν θα αναγκαζόταν να δώσει τη δική του λύση στα όποια ψυχολογικά προβλήματα αντιμετώπιζε ο συνεργάτης του. Σκέφτηκε να επιστρέψει στο σπίτι, να κολλήσει το περίστροφό του στο σβέρκο του Ντέμπσι όσο εκείνος ήταν χωμένος στη Νέιπιερ και να πατήσει τη σκανδάλη. Η εικόνα ήταν τόσο θελκτική, ώστε ο Ράιαν αισθάνθηκε το δάχτυλό του να γλιστράει πάνω από την ασφάλεια και να τυλίγεται γύρω από τη σκανδάλη, ασκώντας μηχανικά την απαραίτητη πίεση. Όταν εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του, λίγο έλειψε να πατήσει πραγματικά τη σκανδάλη από την ταραχή. Δε χρειάστηκε να κοιτάξει την αναγνώριση κλήσης. Όπως ακριβώς και ο Ντέμπσι, έτσι κι εκείνος είχε δύο κινητά: ένα για προσωπική χρήση και για τις δουλειές γενικότερης φύσεως που απαιτούσαν πάντα διακριτικότητα, και ένα δεύτερο που το άλλαζε κάθε βδομάδα. Οι κλήσεις προς το δεύτερο εκείνο τηλέφωνο προέρχονταν μόνο από μία πηγή. Ο Ράιαν απάντησε στο δεύτερο κουδούνισμα. «Πού βρίσκεστε;» Εκείνη η φωνή με τη χαρακτηριστική βραχνάδα ανήκε στον άνθρωπο που τους είχε φέρει σ’ αυτή την κρίσιμη κατάσταση, που τους είχε υποβιβάσει στο επίπεδο του θηράματος. Οι τύχες τους ήταν συνδεδεμένες με τη δική του, και ακόμη περίμεναν από εκείνον να βρει έναν τρόπο για να διορθώσει τα πράγματα. Ούτε ο Ράιαν ούτε ο Ντέμπσι είχαν εκφράσει φωναχτά αυτή τη σκέψη, αλλά είχαν αρχίσει να υποψιάζονται και οι δύο ότι μπορεί να πέθαιναν περιμένοντας. «Στου ταξιτζή. Ακόμη δεν εμφανίστηκε. Βρήκαμε όμως μετρητά». «Μετρητά; Ωραία». Εκεί είχαν καταντήσει: να ψάχνουν για μετρητά που θα τους επέτρεπαν να συνεχίσουν να κινούνται και να μένουν ζωντανοί. «Ξεχάστε τον ταξιτζή. Θα τον κανονίσουμε μια άλλη φορά. Ξέρεις το Μπρατλ Θίατερ;» «Τον κινηματογράφο; Και βέβαια».

«Βρείτε κάπου εκεί να παρκάρετε, όσο πιο κοντά μπορείτε». «Τώρα;» «Όχι, τον άλλο μήνα. Δώσε μου τον Ντέμπσι». «Δεν είναι εδώ. Εγώ είμαι στο αυτοκίνητο. Εκείνος είναι μέσα». «Γιατί;» «Για την περίπτωση που επιστρέψει ο τύπος, ξέρεις». «Ποιος είναι εκεί μαζί του;» «Μια γυναίκα. Η γυναίκα του τύπου». Ο άλλος έμεινε σιωπηλός, και ο Ράιαν κατάλαβε ότι συνέδεε τα στοιχεία. Ο άνθρωπος εκείνος ήταν ανέκαθεν καλός κριτής χαρακτήρων, ή έτσι τουλάχιστον έδειχνε. Είχε όμως χάσει αυτό το χάρισμα όταν αξιολογούσε τους εχθρούς του. «Πάρ’ τον από κει. Πρόκειται για κάτι σημαντικό», είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Ράιαν έμεινε με το κινητό στο ένα χέρι και το όπλο στο άλλο. Ξανάβαλε το περίστροφο στη θήκη του αστραγάλου του, έχωσε το κινητό στην τσέπη του, βγήκε έξω και διέσχισε βιαστικά το δρόμο. Εκείνη τη στιγμή περνούσε από εκεί ένας άντρας με μια εφημερίδα κάτω από τη μασχάλη και ένα κουτί μπίρα στο χέρι, κρυμμένο μέσα σε χαρτοσακούλα. Ο άντρας χαιρέτησε τον Ράιαν με ένα νεύμα. Ο Ράιαν ανταπέδωσε το χαιρετισμό και συνέχισε να παρακολουθεί με το βλέμμα τον άντρα μέχρι που έφτασε στο σπίτι των Νέιπιερ, αλλά ο άλλος δε γύρισε να του ρίξει δεύτερη ματιά. Ο Ράιαν είχε αφήσει την πόρτα ξεκλείδωτη όταν βγήκε από το σπίτι. Την άνοιξε βιαστικά, κάνοντάς τη να κοπανηθεί στον τοίχο, και για την περίπτωση που ο πιο μεγαλόσωμος συνεργάτης του κυριευόταν από πανικό και έβγαινε κραδαίνοντας το πιστόλι ή το μαχαίρι του, φώναξε από την είσοδο: «Εγώ είμαι! Πρέπει να φύγουμε». Πριν μπει στο καθιστικό, χτύπησε την πόρτα. Είδε τον Ντέμπσι να κουμπώνει τη ζώνη του. Η Έλεν Νέιπιερ ήταν γονατιστή πάνω στον καναπέ. Το καλσόν και η κιλότα της ήταν πεταμένα στο πάτωμα σ’ έναν μπερδεμένο σωρό. Έστρωνε το φόρεμά της, τραβώντας το για να καλύψει τα πόδια της, εξακολουθώντας να έχει την πλάτη στραμμένη στην πόρτα. Οι ώμοι της έτρεμαν. Δε γύρισε να κοιτάξει τον Ράιαν. «Είναι καλά;» ρώτησε εκείνος. «Εσύ τι λες; Αν αυτό σε παρηγορεί, σου λέω πως της φέρθηκα ευγενικά. Ο συγχρονισμός σου είναι καλός, πάντως, αυτό σ’ το αναγνωρίζω. Αν είχες έρθει μερικά λεπτά νωρίτερα, μπορεί να είχα ενοχληθεί από την εισβολή σου». Ο Ντέμπσι έριξε μια ματιά στο δωμάτιο για να βεβαιωθεί πως δεν του είχε πέσει τίποτε, και μετά μίλησε στη Νέιπιερ. «Έλεν», είπε. Εκείνη τσιτώθηκε, μα ούτε τώρα έστρεψε το κεφάλι να κοιτάξει. «Έχεις μια επιλογή», συνέχισε ο Ντέμπσι. «Μπορείς να πεις στον άντρα σου τι συνέβη απόψε. Απ’ ό,τι ακούω, είναι από αυτούς που κάτι τέτοιο θα μπορούσε να τους ανεβάσει το αίμα στο κεφάλι, πράγμα που ίσως τον ωθούσε να έρθει να με βρει. Σε αυτή την περίπτωση, θα τον σκοτώσω. Αυτός προκάλεσε όσα έπαθες, οι δικές του πράξεις, αλλά δεν πρόκειται να το δει έτσι. Και ξέρεις, το να του μιλήσεις δεν πρόκειται να σε βοηθήσει. Κάποτε γνώριζα έναν που η φιλενάδα του βιάστηκε. Δεν μπόρεσε ποτέ να την ξαναδεί με τα ίδια μάτια. Ίσως την είχε πια για χαλασμένο πράγμα. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, χώρισαν. Τέλος της ιστορίας. Σκέψου το αυτό πριν ανοίξεις το στόμα σου και πεις

στον άντρα σου πράγματα που δεν πρέπει. Στη θέση σου, εγώ θα του έλεγα απλώς πως περάσαμε από εδώ, πως σε κατατρομάξαμε και πως εκείνος πρέπει να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του πριν ξαναπεράσουμε». Ο Ντέμπσι πήρε το κουτί με τα μετρητά. «Στο μεταξύ, εγώ θα πάρω αυτά τα λεφτά ως έναντι των χρωστούμενων. Εμείς πηγαίνουμε τώρα. Άντε κι εσύ να σενιαριστείς. Δε θέλεις να σε δει έτσι ο άντρας σου όταν γυρίσει». Ο Ντέμπσι πέρασε δίπλα από τον Ράιαν και τον σκούντησε σχεδόν καθώς έβγαινε. «Θα έρθεις;» Ο Ράιαν εξακολουθούσε να κοιτάζει την κυρία Νέιπιερ. «Θέλεις να της πεις πάλι ότι λυπάσαι;» τον ρώτησε ο Ντέμπσι. «Μπορείς να το κάνεις, αν πιστεύεις ότι θα βοηθήσει». Αλλά ο Ράιαν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Κάτι απ’ όσα έβλεπε δεν ήταν σωστό: όχι απλώς η πράξη που είχε συντελεστεί, αλλά τα επακόλουθα. Προσπάθησε να το προσδιορίσει, αλλά δεν μπορούσε, και ύστερα ο Ντέμπσι άρχισε να τον τραβολογάει για να φύγουν, μετά βρέθηκαν να βαδίζουν προς το αυτοκίνητο, έφυγαν, και ο Ράιαν αναγκάστηκε για την ώρα να βγάλει την κακοποίηση της γυναίκας από το μυαλό του καθώς έλεγε στον Ντέμπσι για το τηλεφώνημα. «Μάλιστα, άλλη μια τυπική κλήση στην Άμεσο Δράση», του είπε εκείνος μετρώντας τις δεσμίδες με τα χαρτονομίσματα. Έβγαλε χωριστά τετρακόσια δολάρια σε εικοσάρικα, μοίρασε δίκαια στα δύο το πάκο και μετά έχωσε διακόσια στο πορτοφόλι του και διακόσια στην τσέπη του μπουφάν του Ράιαν. «Χαρτζιλίκι. Αν ο δικός μας σου δώσει περισσότερα, πάρ’ τα και μην πεις κουβέντα». «Πόσα λεφτά ήταν στο κουτί;» ρώτησε ο Ράιαν. «Δύο χιλιάρικα και κάτι». Ο Ράιαν έβαλε τα γέλια. Ή αυτό θα έκανε ή θα σταματούσε στην άκρη του δρόμου και θα άρχιζε να χτυπιέται από την απόγνωση. «Όλη αυτή η ιστορία για ούτε τρία ψωροχιλιάρικα;» «Κοίτα, εγώ μια χαρά πέρασα». Αυτή τη φορά ο Ράιαν σταμάτησε πραγματικά το αυτοκίνητο, κάνοντας τον οδηγό που ακολουθούσε να κορνάρει αποδοκιμαστικά. Γύρισε στο κάθισμά του, έτοιμος να βγάλει τη ζώνη ασφαλείας και να γραπώσει τον Ντέμπσι από το λαρύγγι, αλλά εκείνος είχε ήδη το δεξί του χέρι στη λαβή του όπλου του και είχε σηκώσει προειδοποιητικά το αριστερό. «Τι δηλαδή; Θα με σκοτώσεις;» είπε ο Ράιαν. «Θα πατήσεις τη σκανδάλη αυτή τη φορά;» «Όχι, αλλά θα σου σπάσω τη μύτη με το πιστόλι, και θα συνεχίσω αν με αναγκάσεις. Θέλεις να με αναγκάσεις να σου φερθώ έτσι;» «Βίασες μια γυναίκα μόνο και μόνο για δύο χιλιάρικα». «Όχι, δεν το έκανα γι’ αυτό. Τα δύο χιλιάρικα τα είχα έτσι κι αλλιώς». Ο Ράιαν κόντεψε πάλι να χάσει την αυτοκυριαρχία του, αλλά η θέα του όπλου που τον σημάδευε τον έκανε να συνέλθει. Οι ώμοι του έγειραν και ακούμπησε το μέτωπό του στο τιμόνι. Του ερχόταν αναγούλα. Το πρόσωπό του είχε μουσκέψει από τον ιδρώτα. «Δύο χιλιάρικα», ψιθύρισε. «Δύο χιλιάρικα και κάτι ψιλά». «Ίσως δεν έχεις παρακολουθήσει τελευταία τις εξελίξεις, Φράνκι, αλλά ο κύριος Μόρις έχει στριμώγματα. Δύο χιλιάρικα εδώ, ένα χιλιάρικο εκεί, δύο κατοστάρικα από τα πρεζόνια –όλα αυτά μαζεύονται. Εκείνον τον βοηθούν να κρατάει την επιχείρησή του, και εμάς να κρατάμε τη δουλειά μας. Και για να ακριβολογήσω, μας κρατάνε ζωντανούς. Η πιστωτική αξιοπιστία μας δεν είναι και

τόσο σπουδαία αυτή την περίοδο, και η τράπεζα της αγαθής προαίρεσης έχει κλείσει τις πόρτες της για μας». «Ο Μόρις βουλιάζει», είπε ο Ράιαν. «Ξόφλησε». «Εγώ δεν είπα αυτό, και στη θέση σου δε θα έλεγα τέτοια πράγματα μεγαλόφωνα. Μπορεί να θεωρηθούν απιστία. Υπάρχουν σκαμπανεβάσματα. Όλοι τραβάνε ζόρι σ’ αυτή την οικονομική κατάσταση. Ο κύριος Μόρις θα ξαναπάρει τα πάνω του. Χρειάζεται απλώς λίγο χρόνο». Ο Ράιαν σήκωσε το κεφάλι του. Το πρόσωπο του Ντέμπσι ήταν ανέκφραστο. Δεν άφηνε να φανεί αν πίστευε έστω και μία λέξη απ’ όσα έλεγε. «Θα ξαναπιάσεις το τιμόνι τώρα, Φράνκι. Σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι». «Είμαστε εντάξει;» Ο Ράιαν έγνεψε καταφατικά. «Θέλω να μου το πεις, για να το ακούσω». «Είμαστε εντάξει». «Καλώς. Και τώρα πάμε να δούμε τι μας θέλει». Συνέχισαν σιωπηλοί τη διαδρομή προς το Κέμπριτζ. Κάποια στιγμή ο Ντέμπσι έγειρε το κεφάλι του στο παράθυρο, καρφώνοντας το βλέμμα σε κάτι μακρινά φώτα. Ο Ράιαν άναψε τσιγάρο και σκεφτόταν ένα αγόρι που ήξερε κάποτε, τον Τζος Τάιλερ, που πέθανε στη λίμνη κάποιας θερινής κατασκήνωσης του Νιου Χάμσαϊρ όταν μπατάρισε το κανό του. Ο Τζος ήξερε κολύμπι, αλλά ο πιτσιρικάς που ήταν μαζί του στο κανό δεν ήξερε, ή τουλάχιστον όχι αρκετά καλά. Ο μικρός πανικοβλήθηκε και τράβηξε τον Τζος κάτω από την επιφάνεια. Κλοτσούσε απεγνωσμένα, και μία από τις κλοτσιές του πέτυχε τον Τζος στο πλάι του κεφαλιού και τον άφησε αναίσθητο. Ο πιτσιρικάς κατάφερε με κάποιο τρόπο να φτάσει στο κανό και να κρατηθεί, αλλά ο Τζος Τάιλερ πνίγηκε. Κάποιος που πνίγεται μπορεί να σε παρασύρει στον πάτο αν του το επιτρέψεις, σκέφτηκε ο Ράιαν. Μερικές φορές, για να επιζήσεις, πρέπει να αφήσεις τον άλλο να βουλιάξει. Βρήκαν ένα σημείο όχι πολύ μακριά από την είσοδο του Μπρατλ Θίατερ, πάρκαραν και περίμεναν. «Τι έργο παίζει;» ρώτησε ο Ράιαν. «Οι Φίλοι του Έντι Κόιλ», απάντησε ο Ντέμπσι. «Το διάβασα στην εφημερίδα». «Δεν το ξέρω». «Τι πάει να πει δεν το ξέρεις;» «Σου είπα, δεν το ξέρω. Δεν το έχω δει ποτέ, ούτε έχω ακούσει γι’ αυτό. Πρέπει να είναι καινούριο». «Όχι, δεν είναι καινούριο. Είναι παλιό. Του 1973. Παίζει ο Ρόμπερτ Μίτσαμ κι εκείνος ο τύπος από το Ο Αξιαγάπητος Ρέιμοντ· ο Μπόιλ, ο Πίτερ Μπόιλ. Έχει πεθάνει. Ήταν πολύ καλός σ’ εκείνη την ταινία. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν την έχεις ξανακούσει, μια και μεγάλωσες στη Βοστόνη». «Δεν πολυπήγαινα στον κινηματογράφο όταν ήμουν μικρός». «Έστω κι έτσι, θα ’πρεπε να ξέρεις αυτή την ταινία». «Ποιο είναι το θέμα της;» «Ένας χαφιές». Ο Ντέμπσι δεν είπε τίποτε άλλο. Ο Ράιαν αισθανόταν το βλέμμα του πάνω του, αλλά δε μίλησε· απλώς περίμενε τη συνέχεια. Τελικά ο Ντέμπσι συνέχισε. «Ο Έντι –τον έπαιζε ο Μίτσαμ– αποφασίζει να καρφώσει τους φίλους του για να γλιτώσει τη φυλακή. Έχει γεράσει πια. Δε θέλει να ξαναμπεί μέσα».

«Και;» «Και τι;» «Πώς τελειώνει το έργο;» «Δε θα σου πω πώς τελειώνει. Πήγαινε να το νοικιάσεις κάποια στιγμή». «Δεν πρόκειται να το νοικιάσω». «Εγώ πάντως δεν πρόκειται να σου πω πώς τελειώνει». «Πολύ καλά». «Ακριβώς, πολύ καλά. Είσαι πολύ μαλάκας, το ξέρεις;» «Εσύ είσαι μαλάκας, που δε μου λες πώς τελειώνει». «Θέλεις να μάθεις το τέλος;» «Όχι, τώρα πια δε μ’ ενδιαφέρει». «Θέλεις να μάθεις;» «Όχι». «Κι όμως, θέλεις. Το ξέρω ότι θέλεις». «Εντάξει, πες μου». «Τελειώνει δείχνοντας να δένουν κάποιον σε μια καρέκλα ενώ ένας άλλος τον υποχρεώνει να παρακολουθήσει την κωλοταινία. Έτσι τελειώνει». Ο Ράιαν έμεινε αμίλητος για μια στιγμή. «Δε νομίζω ότι τελειώνει έτσι». Για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ, ο Ντέμπσι χαμογέλασε με κάτι που δεν είχε σχέση με τη δυστυχία κάποιου άλλου. «Μαλάκα». «Ναι, καλά», είπε ο Ράιαν, και θυμήθηκε για ποιο λόγο μερικές φορές δεν τον πείραζε η παρέα του Ντέμπσι. Αυτό δε θα τον εμπόδιζε να τον σκοτώσει αν παρουσιαζόταν τέτοια ανάγκη, αλλά μπορεί να του χάριζε ένα γρήγορο θάνατο. «Αν όλη αυτή η ιστορία είναι τόσο σημαντική, τότε τι δουλειά έχει ο Μόρις στον κινηματογράφο;» «Του αρέσει το σινεμά. Λέει πως τον βοηθάει να σκεφτεί πιο καθαρά. Πάντα πηγαίνει στον κινηματογράφο όταν παλεύει με κάποιο πρόβλημα. Στο τέλος της ταινίας έχει βρει τη λύση. Φαντάζομαι πως έχει να κάνει με το ότι κάθεται στο σκοτάδι και αφήνει τις εικόνες να τον κατακλύζουν. Αλλά ακόμη κι αν δε βρει κάποια λύση, πρέπει να περνά λίγη ώρα κρυμμένος στα σκοτεινά. Είναι πιο εύκολο από το να κρύβεται στο φως της μέρας». «Συμφωνώ απόλυτα». «Σίγουρα. Εδώ πέρα κυκλοφορούν κάτι ωραίες γυναίκες». «Είναι κολεγιοκόριτσα». «Δε δίνουν σημασία σε κάτι τύπους σαν εμάς, εκτός και αν τις πετύχεις μεθυσμένες». Τα λόγια του Ντέμπσι έφεραν πάλι στο νου του Ράιαν τη φοβισμένη έκφραση εκείνης της κοπέλας, και τον τρόπο που ο Ντέμπσι είχε βαλθεί να ταπεινώσει τον άντρα που τη συνόδευε αφήνοντάς του μια επιλογή που δεν ήταν επιλογή: Μπορούσε να ρίξει μια μπουνιά, οπότε ο Ντέμπσι θα τον τσάκιζε στο ξύλο, ή να καταπιεί την προσβολή και να φύγει αλώβητος σωματικά αλλά με την περηφάνια του κουρελιασμένη. Η κοπέλα του είχε υποχρεωθεί να ικετεύσει τον Ντέμπσι να τους αφήσει ήσυχους. Ο Ράιαν είχε ξαναδεί τέτοιες σκηνές, και συχνά, όταν διαδραματίζονταν, είχε παρατηρήσει κάτι να πεθαίνει στα μάτια της γυναίκας. Το αγόρι της δεν είχε τσαγανό, και η αδυναμία του είχε φανεί ανοιχτά. Βαθιά μέσα της, κάθε γυναίκα ήθελε πάντα να βλέπει τον άντρα της να παλεύει, να κερδίζει

ή να τις τρώει. Έδειχνε δύναμη το να βγει κάποιος νικητής σε έναν τέτοιο καβγά, εξίσου όμως δύναμη έδειχνε και η απροθυμία ενός άντρα να τον ξεφτιλίσει κάποιος άλλος, είτε έχανε είτε κέρδιζε, η άρνησή του να επιτρέψει να τον ταπεινώσουν ή να χουφτώσουν την κοπέλα του χωρίς συνέπειες. Και αυτό που είχε κάνει ο Ντέμπσι στο μπαρ ήταν η προθέρμανση για όσα έκανε αργότερα στην Έλεν Νέιπιερ. Του είχαν ανάψει τα αίματα, και την είχε πληρώσει εκείνη. «Έρχεται», είπε ο Ντέμπσι, και ο Ράιαν ακολούθησε το βλέμμα του. Ο Τόμι Μόρις έβγαινε κλεφτά από τον κινηματογράφο με το κεφάλι σκυφτό και τα μαλλιά του κρυμμένα κάτω από ένα μάλλινο σκούφο. Ο Τόμι Μόρις, που κουβαλούσε πάνω του την μπόχα της αποτυχίας, την μπόχα του θανάτου. Ο Τόμι Μόρις, ο άνθρωπος που πνιγόταν.

Η οικογένεια του Τόμι Μόρις ανήκε ανέκαθεν στη μεσαία τάξη των καθολικών Ιρλανδών της Βοστόνης. Είχαν φιλοδοξίες για μια καλύτερη ζωή, πράγμα που τους έκανε να αφήσουν πίσω τους τις συνοικιακές πολυκατοικίες του Γουέστ Μπρόντγουεϊ στην Ντι Στρητ του Σάουθι και να πάνε στο πιο υγιεινό, όπως θεωρούσαν, περιβάλλον μιας τριπλοκατοικίας στο Σόμερβιλ, μολονότι οι γείτονές τους αντιμετώπιζαν τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους με σαρκασμό. Στη Βοστόνη οι Ιρλανδοί της εργατικής τάξης έβλεπαν με καχυποψία την επιτυχία, εκτός κι αν ήταν στο πολιτικό πεδίο, δεδομένου ότι στην ουσία θεωρούσαν τη λέξη «επιτυχία» συνώνυμη με την εγκληματική δραστηριότητα όπως την ασκούσε επαγγελματικά η Σχολή της Βοστόνης. Όμως, η ταυτόχρονη επιτυχία κάποιων σε πολλούς τομείς έκανε τους άλλους να αισθάνονται άσχημα για τη δική τους κατάσταση, αφού οι φιλοδοξίες τους για βελτίωση δεν ξεπερνούσαν το να πιάσουν την καλή στην παράνομη λοταρία. Έτσι λοιπόν, ο κόσμος μιλούσε υποτιμητικά για την οικογένεια Μόρις μόνο και μόνο επειδή τα μέλη της δε θέλησαν να μείνουν κολλημένα στο βούρκο του πάτου της λίμνης. Όταν ο πατέρας του Τόμι, που είχε ένα ανθοπωλείο, αγόρασε καινούριο φορτηγάκι για να κάνει τις παραδόσεις του, κάποιοι έχυσαν πάνω του μαύρη μπογιά πριν καν κλείσει μία βδομάδα. Αυτό ο Τόμι δεν το ξέχασε ποτέ, και ύστερα από πολλά χρόνια εκδικήθηκε με το δικό του τρόπο τη Νότια Βοστόνη, βοηθώντας τον Γουάιτι Μπάλτζερ να την πνίξει στην κοκαΐνη μαζί με την υπόλοιπη πόλη. Για τον Τόμι έλεγαν πως μισούσε τους συμπατριώτες του, στάση που δηλώνει πάντα κάποιον που κατά βάθος μισεί τον εαυτό του. Αυτό το μίσος τον έκανε ευάλωτο, παρ’ ότι ο ίδιος δε θέλησε ποτέ να αναγνωρίσει αυτή την αδυναμία του, επιλέγοντας, αντιθέτως, να πιστέψει ότι εδραιώνοντας τη θέση του και ενεργώντας έξυπνα θα μπορούσε να ξεπεράσει κατά κάποιον τρόπο το ρήγμα που ανοιγόταν κάτω από τα θεμέλια της ζωής του. Ο Τόμι ξεκίνησε κάνοντας κλοπές και ληστεύοντας φορτία, όπως και οι περισσότεροι όμοιοί του, και μετά, για ένα σύντομο διάστημα, βελτίωσε τις δεξιότητές του στις ληστείες τραπεζών, ώσπου συνειδητοποίησε ότι οι εκβιασμοί ήταν πιο εύκολοι στο επίπεδο του σχεδιασμού, εξιχνιάζονταν πιο δύσκολα και συνεπάγονταν λιγότερες πιθανότητες να φάει μεγάλη ποινή φυλάκισης ή να φάει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο κόσμος έλεγε πως ο Τόμι Μόρις ήταν έξυπνος, πως διέφερε από τα άλλα παλιοτόμαρα των συνοικισμών. Οι πραγματικοί λύκοι, όπως ο Γουάιτι και το τσιράκι του ο Στίβι Φλέμι, περιγελούσαν τον Τόμι. Τον αποκαλούσαν «Ψιλικατζή» Τόμι, και μερικές φορές «Μαίρη»

Μόρις, επειδή προτιμούσε να αποφεύγει τη βία. Γι’ αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του τον θεωρούσαν λιγότερο απειλητικό, και έτσι γλίτωσε από την αδυσώπητη εκκαθάριση ανταγωνιστών που έκανε ο Γουάιτι, με σφαίρες στο κεφάλι και αργούς στραγγαλισμούς, για να γίνει ο αρχηγός της αγέλης. Στην επιβίωση του Τόμι συνέβαλε επίσης μια ποινή πενταετούς φυλάκισης στις φυλακές υψίστης ασφαλείας Σίνταρ Τζάνκσον κατά τη χειρότερη περίοδο αυτού του μακελειού, στη διάρκεια της οποίας είχε φροντίσει να λουφάξει και να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Όταν ο Τόμι βγήκε από τη φυλακή, η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών είχε γονατίσει την επιχείρηση κοκαΐνης του Γουάιτι, αποκαλύπτοντας συμπαιγνίες δεκαετιών ανάμεσα στον Γουάιτι και σε διεφθαρμένους πράκτορες του FBI, και ήταν τόσοι πολλοί αυτοί που αποφάσισαν να γίνουν μάρτυρες κατηγορίας και να ενταχθούν στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, ώστε δεν έφταναν τα μαγνητόφωνα που υπήρχαν για να καταγραφούν οι καταθέσεις τους. Στο μεταξύ, οι Ιταλοί είχαν μείνει σκιά του εαυτού τους, διαλυμένοι από εσωτερικούς καβγάδες και από την προθυμία του Γουάιτι να τους πουλήσει στους ομοσπονδιακούς. Ο Τόμι Κάτσι και ο Αλ Ζι, ηγετικά στελέχη της βοστονέζικης μαφίας και τώρα πλέον μακαρίτες, προσπαθούσαν να ξαναχτίσουν την οργάνωσή τους, αλλά στην αγορά υπήρχε ένα κενό που έπρεπε να καλυφθεί. Αυτή την έλλειψη ο Τόμι και οι δικοί του κατάφεραν να την εκμεταλλευτούν, ιδίως από τη στιγμή που ο Γουάιτι, αντιμετωπίζοντας τη δίωξη, έγινε φυγάς. Ο Τόμι –λογικός, προσεκτικός, αξιόπιστος– γνώρισε μέρες ευημερίας. Είχε όμως αρχίσει να γερνάει, και υπήρχαν πεινασμένοι νέοι άντρες που αισθάνονταν ότι είχε έρθει ο δικός τους καιρός, με επικεφαλής τον Όουενι Φάρελ, τον πιο ανελέητο απ’ όλους. Σύντομα, τόσο γρήγορα που ο Τόμι δεν πρόλαβε σχεδόν να αντιληφθεί την απειλή πριν γίνει πολύ απτή, η οργάνωσή του άρχισε να διαλύεται. Εκείνο το παλιό ρήγμα, την ύπαρξη του οποίου αρνιόταν να παραδεχτεί τόσο καιρό, διευρύνθηκε και κατάπιε τον κόσμο του. Τον απομόνωσαν και άρχισαν οι ψίθυροι. Ο Τόμι Μόρις δεν ήταν πια αξιόπιστος. Ο Τόμι Μόρις δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Ο Τόμι Μόρις αποτελούσε απειλή επειδή γνώριζε πάρα πολλά. Άνθρωποι τους οποίους είχε εμπιστευτεί άρχισαν να παίρνουν αποστάσεις από αυτόν, για να μην αρπάξουν καμιά αδέσποτη σφαίρα όταν θα έφτανε το τέλος. Έπαψε να ρέει το χρήμα, και μαζί του χάθηκαν και οι σύμμαχοι. Ο Τόμι γνώριζε ιστορία. Θυμόταν τον Ντόναλντ Κιλίν, που έκανε γενικό κουμάντο στο Σάουθι ώσπου, το 1972, ο Γουάιτι αποφάσισε ότι είχε λήξει η βασιλεία του και έβαλε να τον πυροβολήσουν το ίδιο βράδυ που ο Κιλίν έκανε πάρτι για τα τέταρτα γενέθλια του γιου του. Σαν να ήθελε να υπογραμμίσει την ευκολία της μετάβασης από τη μια κατάσταση στην άλλη, και να δώσει μια αίσθηση συνέχειας, ο Γουάιτι μετέτρεψε σε δική του βάση το πρώην αρχηγείο του Κιλίν, το Τράνζιτ Καφέ, μετονομάζοντάς το σε Τριπλ Ο’ς. Ο Τόμι δεν είχε καμία πρόθεση να βγει από τη μέση σαν τον Κιλίν. Παρ’ όλ’ αυτά, οι αντίπαλοί του συνέχισαν να πελεκούν την οργάνωσή του –οι αστυνομικοί, οι ομοσπονδιακοί, το δικό του σινάφι. Είχε υποχρεωθεί να επιδιώξει μια συνάντηση, που συμφωνήθηκε να γίνει σε κάποιο μπαρ του Τσέλσι μετά το κλείσιμο. Τη μέρα της συνάντησης, ο Τόμι είχε δεχτεί ένα ανώνυμο τηλεφώνημα που τον συμβούλευε να μην πάει. Τότε ήταν που ο Τόμι Μόρις άρχισε να κρύβεται.

Ο Τόμι μπήκε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. «Οδήγα», είπε.

«Προς τα πού;» ρώτησε ο Ράιαν. «Δεν έχει σημασία. Απλώς οδήγα». Ο Ράιαν ξεκίνησε και πήγε προς την έξοδο της πόλης. Ο Ντέμπσι έδωσε στον Τόμι το κουτί με τα χρήματα. Εκείνος τα μέτρησε και τους έδωσε από άλλα διακόσια δολάρια. «Μπορείτε να τα προσθέσετε σε όσα πήρατε ήδη», είπε. «Με πληγώνεις, Τόμι», είπε ο Ντέμπσι. «Θα το κάνω αν σε ξαναπιάσω να βάζεις χέρι στις εισπράξεις», σχολίασε ο Τόμι. Ο Ντέμπσι δεν είπε τίποτε, αλλά κοίταξε με νόημα τον Ράιαν. «Έχεις νέα;» ρώτησε τον Τόμι. «Ναι, έχω νέα». «Για τον Όουενι;» «Όχι», απάντησε ο Τόμι. Έδειχνε απόμακρος, σαστισμένος. «Ίσως. Δεν ξέρω». Ο Ντέμπσι τον κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη. «Τι τρέχει, Τόμι;» ρώτησε, και η φωνή του έδειχνε πραγματική έγνοια. «Είναι προσωπικό θέμα», απάντησε τελικά ο Τόμι. «Είναι κάτι που θα λυθεί με αίμα».

II Μη μας ρωτάς πώς μοιάζει η στιγμή που το κορμί ξεγλιστράει πέρα από εκείνη τη χαζή δειλή ανάσα. Εδώ κάτω, κανείς δε ρωτάει. Όλες πεθάναμε με μια μπότα να μας λιώνει το λαιμό. Όλες μας σβήσαμε σκληρίζοντας ένα αναθεματισμένο όνομα. Από το The Dead Girls Speak in Unison της Ντανιέλ Πάφουντα

10

Υ

πάρχουν μέρη κατά μήκος της ακτογραμμής του Μέιν που σου κόβουν την ανάσα με την ομορφιά τους, σαν καρτ ποστάλ, και έλκουν τουρίστες, συνταξιούχους με τροχόσπιτα και παραθεριστές. Εκείνες οι παράκτιες περιοχές είναι διάστικτες από ακριβά σπίτια μασκαρεμένα σε καλοκαιρινά εξοχικά, και οι κωμοπόλεις που τα εξυπηρετούν προσφέρουν γαστριμαργικές λιχουδιές στα μπακάλικά τους και υπερβολικά μοδάτα εστιατόρια με υπαλλήλους που σερβίρουν λες και κάνουν μεγάλη χάρη σε ανάξιους πελάτες. Υπάρχουν όμως άλλα μέρη που μαρτυρούν την αγριότητα της θάλασσας, την ύπαρξη κοινοτήτων που έχουν καταφύγει πίσω από τις επάλξεις των μαύρων βράχων, και ακτές με κροκάλες πάνω στις οποίες ορμούν τα κύματα σαν πολιορκητικές στρατιές, διαβρώνοντας σταδιακά τις αμυντικές τους θέσεις καθώς περνούν οι αιώνες, οι χιλιετίες, με τη βεβαιότητα που εξασφαλίζει η γνώση ότι τελικά θα θριαμβεύσει ο ωκεανός και θα πνίξει τη στεριά. Σ’ εκείνα τα μέρη τα δέντρα είναι γερμένα, αψευδείς μάρτυρες της δύναμης του ανέμου, και τα σπίτια φθαρμένα και λειτουργικά, βαρύθυμα και υποταγμένα στη μοίρα τους όπως τα σκυλιά που περιφέρονται στις αυλές τους. Οι μικρές πόλεις σαν κι αυτές δεν καλωσορίζουν τους τουρίστες, αφού οι ίδιες δεν έχουν τίποτα να τους προσφέρουν και οι τουρίστες δεν έχουν τίποτε να τους δώσουν, εκτός από το να καθρεφτίζουν πάνω τους τις απογοητεύσεις των ντόπιων. Η ζωή εκεί είναι σκληρή και φτωχική. Όσοι έχουν νιάτα και φιλοδοξίες φεύγουν, ενώ αυτοί που έχουν νιάτα αλλά όχι και φιλοδοξίες μένουν, ή περιπλανώνται για κάποιο διάστημα και μετά επιστρέφουν, γιατί οι μικρές πόλεις έχουν τα θέλγητρά τους και έναν τρόπο να αγκιστρώνονται βαθιά στο πετσί και στη σάρκα και στο πνεύμα σου. Κι όμως, σε τέτοιους τόπους πρέπει να διατηρείται μια ισορροπία, και η ενότητα προσφέρει δύναμη. Το νέο αίμα είναι καλόδεχτο, αρκεί να παίξει το ρόλο που του αναλογεί στο ευρύτερο σύστημα της καθημερινότητας, να βρει το επίπεδο που του ταιριάζει, τη θέση του στον περίπλοκο μηχανισμό που τροφοδοτεί την ύπαρξη της πόλης: να προσφέρει αρκετά στο ξεκίνημα για να δείξει προθυμία, αλλά όχι πάρα πολλά, αλλιώς θα του καταλογίσουν διάθεση κολακείας· να ακούει μάλλον παρά να μιλάει, και να μη διαφωνεί, γιατί εδώ η διαφωνία μπορεί να ερμηνευτεί ως δυσαρέσκεια, και πρέπει να κερδίσεις επάξια το δικαίωμα να είσαι δυσάρεστος, κι αυτό μόνο ύστερα από πολλά χρόνια προσεκτικής, τετριμμένης και καλά επιλεγμένης αντιλογίας· και να καταλαβαίνει ότι η πόλη είναι συνάμα μια σταθερή οντότητα και μια ρευστή ιδέα, κάτι που οφείλει να είναι δεκτικό στις μικρές μεταβολές που φέρνουν οι γεννήσεις και οι γάμοι, η ζωντάνια και η θνητότητα, αν πρόκειται να παραμείνει τελικά αμετάβλητο. Έτσι λοιπόν υπήρχαν κοινότητες σαν το Πάστορ’ς Μπέι κατά μήκος των ακτών του Μέιν, καθεμιά διαφορετική αλλά και παρόμοια με τις άλλες. Αν ξεχώριζε για κάτι το Πάστορ’ς Μπέι, ήταν μόνο για τη συγκριτική έλλειψη ομορφιάς, φυσικής και μη. Δεν είχε παραλία, μόνο μια ακτή γεμάτη κροκάλες. Μια μπερδεμένη μάζα ακανόνιστων κοφτερών βράχων περιέκλειε τη χερσόνησο στην ανατολική εσχατιά της και καθιστούσε επικίνδυνη την προσέγγιση με μικρό σκάφος σε όποιον δε γνώριζε τα ρεύματα. Από εκεί, ένας δρόμος περνούσε μέσα από ένα σύμπλεγμα παλιού και νέου δάσους, μπροστά από σπίτια πολυκαιρισμένα και καινούρια, εγκαταλελειμμένα και επισκευασμένα (μεταξύ των οποίων και εκείνο όπου καθόταν η μητέρα της Άννας Κόρι, με μάτια κόκκινα, βασανιστικά, τρομακτικά ασάλευτη, με τη σκέψη γεμάτη από το παιδί της που χίλιες φορές πέθαινε

και άλλες τόσες γύριζε ζωντανό, ενώ κάθε κατάληξη της ιστορίας που έπλαθε πάλευε να επικρατήσει), μέχρι να φτάσει στην πόλη, με τα κτίρια στις πλευρές του κεντρικού δρόμου που έγερναν, θαρρείς, προς το εσωτερικό τους, έχοντας τα στόρια στα παράθυρα κατεβασμένα μεσίστια από την οδύνη, τον ουρανό από πάνω μολυβένιο και απειλητικό, κάθε ζωή στιγματισμένη τώρα από την απουσία ενός κοριτσιού. Και τελικά, αφήνοντας την πόλη πίσω του, ο δρόμος ξετυλιγόταν κυματιστά πάνω σε ανώμαλο, βραχώδες έδαφος και έφτανε στη γέφυρα που οδηγούσε στην ηπειρωτική χώρα, σχεδόν οχτακόσια μέτρα νότια του γεμάτου πέτρες και χώμα και αγριόχορτα μονοπατιού, το οποίο, πριν από την κατασκευή της πρώτης γέφυρας, πρόσφερε την αποκλειστική διαδρομή εξόδου σε όσους επιθυμούσαν να φύγουν, είτε μόνιμα είτε προσωρινά, και προτιμούσαν να το κάνουν χωρίς να πληρώσουν τα ναύλα του φέρι. Η πρώτη γέφυρα, η παλιά ξύλινη κατασκευή που ανέγειραν οι Χέρντινγκ το 1885 με τα έσοδα μιας φορολογίας που επιβλήθηκε στους κατοίκους, έδειχνε πως θα έβγαζε το φέρι οριστικά από την κυκλοφορία, αλλά οι Χέρντινγκ είχαν τοποθετήσει λανθασμένα τα υποστυλώματα. Η γέφυρα άρχισε να ταλαντεύεται κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης καταιγίδας το 1886, οπότε οι κάτοικοι την άκουσαν να βογκάει και να υποφέρει κι άρχισαν πάλι να χρησιμοποιούν το παλιό μονοπάτι όταν πήγαιναν με τα πόδια και το φέρι όταν είχαν να μεταφέρουν εμπορεύματα και ζώα. Οι Χέρντινγκ υποχρεώθηκαν να φροντίσουν ξανά το θέμα της γέφυρας, και το φέρι συνέχισε τα δρομολόγιά του στο διάστημα των επισκευών. Μέχρι να τοποθετήσουν πάλι τα υποστυλώματα και να καθησυχάσουν τους ντόπιους για τη σταθερότητα της κατασκευής, η επιχείρηση των Χέρντινγκ είχε χρεοκοπήσει γιατί είχαν χάσει την εμπιστοσύνη των γειτόνων τους. Έκλεισαν την αποθήκη ξυλείας που είχαν και αναχώρησαν για το Μπάνγκορ, όπου άνοιξαν την επιχείρηση με νέα επωνυμία, αρνούμενοι ότι ήξεραν οτιδήποτε για γέφυρες ή ασταθή υποστυλώματα ή για το Πάστορ’ς Μπέι. Κι όμως, η γέφυρα των Χέρντινγκ άντεξε για ογδόντα χρόνια, ώσπου η διέλευση φορτηγών και αυτοκινήτων άρχισε να αφήνει τα σημάδια της, με αποτέλεσμα να επανέλθουν τα βογκητά και οι τριγμοί, οπότε άρχισε να παίρνει μορφή μια καινούρια γέφυρα πλάι της. Τώρα το μόνο που έμενε από τη γέφυρα των Χέρντινγκ ήταν τα παλιά υποστυλώματα. Αν μη τι άλλο, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι Χέρντινγκ μπορεί να τα έκαναν μαντάρα την πρώτη φορά, αλλά τη δεύτερη η δουλειά έγινε σωστά. Είχαν απλώς την ατυχία να βρεθούν σε μια πόλη όπου ο κόσμος προτιμούσε να γίνονται σωστά τα πράγματα εξαρχής, ιδίως όταν αφορούσαν την προσωπική τους ασφάλεια, και ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για γέφυρες και νερά, αφού ζούσαν κοντά στη θάλασσα και φοβόνταν μήπως πνιγούν. Ο Ράνταλ Χέιτ έμενε στα νοτιοανατολικά της πόλης. Μου είχε δώσει σαφείς οδηγίες, και θυμόμουν το αυτοκίνητό του από την επίσκεψή του στο γραφείο της Έιμι. Άνοιξε την εξώπορτα καθώς έμπαινα στην αυλή του. Το πουκάμισό του με το απαλό ροζ χρώμα ήταν ανοιχτό στο λαιμό, και φορούσε τιράντες αντί για ζώνη. Το παντελόνι του ήταν ανεβασμένο ψηλά στη μέση του και στένευε στα ρεβέρ, αφήνοντας να διακρίνονται οι πρακτικές μπεζ κάλτσες του. Η εμφάνισή του είχε κάτι το παλιομοδίτικο, αλλά όχι επιμελημένα. Δεν επρόκειτο για επιτήδευση· απλώς ο Χέιτ ήταν άνθρωπος που έβρισκε παρηγοριά στα παλαιότερα πράγματα. Δεν κατέβηκε στην αυλή, αλλά περίμενε μέχρι να φτάσω κοντά του. Μόνο τότε έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες για να με χαιρετήσει. Δάγκωνε το εσωτερικό του κάτω χείλους του, και τράβηξε απότομα το χέρι του ύστερα από μια στιγμιαία χειραψία. Ήταν προφανής η απροθυμία του να με δεχτεί στο σπίτι του, αλλά εξίσου προφανής ήταν η βαθύτερη δυστυχία του για όσα του συνέβαιναν. «Έγινε κάτι, κύριε Χέιτ;» «Έλαβα άλλο ένα δέμα», μου είπε. «Το βρήκα στο γραμματοκιβώτιό μου σήμερα το πρωί».

«Μια φωτογραφία;» «Όχι, κάτι άλλο. Χειρότερο». Περίμενα να με καλέσει να μπω στο σπίτι, αλλά δεν το έκανε και εξακολουθούσε να φράζει την είσοδο με το σώμα του. «Θα μου το δείξετε;» ρώτησα. Αγωνίστηκε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Δε δέχομαι πολλές επισκέψεις», είπε. «Είμαι πολύ κλειστός άνθρωπος». «Καταλαβαίνω». Φάνηκε σαν να πήγε να πει κάτι ακόμη, αλλά τελικά παραμέρισε και άπλωσε το αριστερό του χέρι με μια μηχανική κίνηση, δείχνοντας ότι μου επέτρεπε να περάσω. «Οπότε, παρακαλώ, περάστε». Το είπε όμως με διάθεση παραίτησης, χωρίς ίχνος καλωσορίσματος.

Μπορεί ο Χέιτ να θεωρούσε ότι ήταν κλειστός άνθρωπος, αλλά φάνηκε ότι δεν είχε και πολλά ιδιωτικά στοιχεία που θα άξιζαν να μείνουν μυστικά. Το σπίτι του δεν είχε καμιά προσωπική πινελιά. Αντίθετα, διέθετε την προσωπικότητα εκθεσιακού χώρου: έπιπλα καλόγουστα, αλλά χωρίς ιδιαίτερο χαρακτήρα· ξύλινα πατώματα καλυμμένα με χαλιά που θα μπορούσαν να ήταν περσικά αλλά μάλλον δεν ήταν· ράφια από σκούρο ξύλο που δεν προέρχονταν από το Χόουμ Ντίπο αλλά από το πρατήριο λιανικής κάποιου καλύτερου καταστήματος μέσης κατηγορίας, κατά πάσα πιθανότητα από το ίδιο μέρος απ’ όπου είχε προμηθευτεί τον καναπέ και τις καρέκλες, καθώς και το ερμάριο όπου βρίσκονταν η θηριώδης γκρίζα τηλεόραση της Sony με το ασορτί DVD player από κάτω και ο αποκωδικοποιητής καλωδιακής. Τα μόνα δείγματα προσωπικού γούστου ήταν δύο πίνακες στον τοίχο. Ήταν αφηρημένης τεχνοτροπίας, αυθεντικοί και θύμιζαν σφαγείο, γεμάτοι κόκκινα και μαύρα και γκρίζα χρώματα. Ο ένας κρεμόταν πάνω από τον καναπέ και ο άλλος πάνω από το τζάκι, οπότε ήταν δύσκολο να κάτσεις οπουδήποτε μέσα στο δωμάτιο και να μην αντικρίζεις κάποιον από τους δύο. Ο Χέιτ ακολούθησε το βλέμμα μου και αντιλήφθηκε το μορφασμό απέχθειας που έκανα άθελά μου. «Δεν τους βρίσκουν όλοι του γούστου τους», είπε. «Σίγουρα πάντως κάτι δηλώνουν», παρατήρησα, εννοώντας ότι οι πίνακες δήλωναν: «Τον σκότωσα, κύριε αστυνόμε, και άπλωσα τα σωθικά του σ’ ένα μουσαμά». «Είναι τα μόνα αντικείμενα σ’ αυτό το σπίτι που η αξία τους αυξήθηκε τα τελευταία δύο χρόνια. Όλα τα άλλα πάτωσαν». «Και είστε και λογιστής. Φανταζόμουν πως θα ήσασταν καλύτερα προετοιμασμένος για την ύφεση». «Υποθέτω ότι είναι σαν την περίπτωση των γιατρών που προσπαθούν να διαγνώσουν τη δική τους ασθένεια. Είναι ευκολότερο να βρει κανείς τα ψεγάδια στους άλλους παρά να καταλάβει τι δεν πάει καλά στον ίδιο τον εαυτό του. Μπορώ να σας προσφέρω ένα ποτό, καφέ, ίσως;» «Τίποτε, ευχαριστώ». Κοίταξα τα βιβλία στο ράφι. Τα περισσότερα δεν ανήκαν στο χώρο της μυθιστοριογραφίας, ήταν δοκίμια με φανερή προτίμηση στην ευρωπαϊκή ιστορία. «Μήπως είστε ένας απογοητευμένος ιστορικός;» ρώτησα.

«Η ιστορία μού προσφέρει έναν τρόπο φυγής από το επάγγελμα που ασκώ για βιοπορισμό. Οι στρατηγικές και ηγετικές ικανότητες εξάπτουν την περιέργειά μου. Για να είμαι ειλικρινής, στον κόσμο των επιχειρήσεων δε βλέπω και πολλά αποτελεσματικά παραδείγματα ούτε των μεν ούτε των δε. Παρακαλώ, καθίστε». Πήγα προς τον καναπέ απέναντι από την τηλεόραση, αλλά ο Χέιτ φάνηκε να τα χάνει και μου πρότεινε να καθίσω σε μια από τις πολυθρόνες. Μετά βολεύτηκε και ο ίδιος στη δική του. Ήταν το μόνο έπιπλο που έδειχνε πραγματικά σημάδια χρήσης. Διέκρινα τα αποτυπώματα από φλιτζάνια και ποτήρια στο δεξί μπράτσο, καθώς και τη λίγο πιο σκούρα απόχρωση της ταπετσαρίας στο σημείο όπου ο Χέιτ ακουμπούσε το κεφάλι του τόσα χρόνια. Για μερικά δευτερόλεπτα δε μίλησε κανείς μας. Μου δημιουργήθηκε μια αίσθηση αμηχανίας, σαν να ήμουν με κάποιον που πενθούσε μια πρόσφατη απώλεια. Το σπίτι δήλωνε την απουσία, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτό που αισθανόμουν ήταν αποτέλεσμα της σχετικής έλλειψης προσωπικότητας που χαρακτήριζε το σπίτι ή πήγαζε από κάτι βαθύτερο. Γιατί, φυσικά, κανείς δε ζούσε εκεί στην πραγματικότητα· το σπίτι ανήκε στον Ράνταλ Χέιτ, ο οποίος κρεμούσε κακότεχνους πίνακες στους τοίχους, αλλά ο Ράνταλ Χέιτ ήταν ένα τεχνητό δημιούργημα. Ίσως κάποιες φορές να περιφερόταν στα δωμάτια ο Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ, αλλά ούτε αυτός υπήρχε. Είχε εξαφανιστεί από τον κόσμο και τώρα ήταν μόνο μια ανάμνηση. Όλη αυτή την ώρα αντιλαμβανόμουν τη νευρικότητα του Χέιτ, παρ’ όλο που προσπαθούσε να την κρύψει. Τα χέρια του έτρεμαν, και όταν έδενε τα δάχτυλα για να σταματήσει το τρέμουλο η ένταση περνούσε απλώς στο δεξί του πόδι, που άρχιζε να χτυπά ρυθμικά το χαλί. Υπέθεσα ότι αν είχα σκοτώσει κάποτε ένα παιδί, και τώρα πίστευα ότι είχα στοχοποιηθεί ως συνέπεια της εξαφάνισης ενός άλλου παιδιού, κι εγώ θα αισθανόμουν νευρικότητα. Ο Χέιτ μου έδωσε ένα δακτυλογραφημένο κατάλογο ονομάτων, όπου παρέθετε λεπτομέρειες για εκείνους που είχε πρόσφατα αναλάβει τα λογιστικά τους, καθώς και για όσους ήταν νεοφερμένοι στο Πάστορ’ς Μπέι. Έριξα μια ματιά στον κατάλογο και μετά τον άφησα παράμερα. Τα ονόματα δε μου έλεγαν τίποτε προς το παρόν. «Τι σας έστειλαν, κύριε Χέιτ;» ρώτησα. Εκείνος ξεροκατάπιε και μετατόπισε ένα ταλαιπωρημένο βιβλίο ζωγραφικής στο τραπεζάκι που υπήρχε ανάμεσά μας. Από κάτω βρισκόταν άλλος ένας μπεζ ενισχυμένος φάκελος με τη διεύθυνσή του δακτυλογραφημένη σε μια ετικέτα. «Περιείχε ένα DVD. Το έχω αφήσει μέσα στο φορητό υπολογιστή μου για να μπορέσετε να το δείτε, αν και δεν είναι το χειρότερο από όσα βρήκα». Έσπρωξε το φάκελο προς το μέρος μου αγγίζοντάς τον ελαφρά με τα δάχτυλα. Τον άνοιξα με την άκρη του στυλό μου ώστε να μην υπάρξει περαιτέρω επιμόλυνση, για την περίπτωση που ο φάκελος ήταν απαραίτητος ως πειστήριο κάποια στιγμή αργότερα. Στο εσωτερικό του διέκρινα κομμάτια από χαρτιά διαφόρων μεγεθών, τα περισσότερα γυαλιστερά. Έμοιαζαν με φωτογραφίες. «Επιστρέφω αμέσως», είπα. Πήγα στο αυτοκίνητό μου και έβγαλα από το πορτμπαγκάζ ένα κουτί με πλαστικά γάντια μίας χρήσης. Ο Χέιτ δεν κουνήθηκε καθόλου από τη θέση του όσο έλειπα. Το φως στο εσωτερικό του δωματίου άλλαξε ελαφρά καθώς τα σύννεφα μετακινήθηκαν στον ουρανό, και συνειδητοποίησα πόσο σταχτής ήταν ο Χέιτ. Έδειχνε επίσης σαν να ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Έβγαλα τις φωτογραφίες από το φάκελο. Ήταν όλες παρόμοιες, και απεικόνιζαν νεαρά κορίτσια· κανένα δεν ήταν πάνω από δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε ετών, ενώ μερικά ήταν πολύ πιο μικρά. Είχαν φωτογραφηθεί γυμνά πάνω σε κρεβάτια και μοκέτες, καθώς και σε γυμνά δάπεδα. Ορισμένα

προσπαθούσαν να χαμογελάσουν. Τα περισσότερα όχι. Το φωτογραφικό χαρτί ήταν το στάνταρ της Κόντακ. Ίσως ένας ειδικός σε θέματα υπολογιστών να ήταν σε θέση να προσδιορίσει τον τύπο του εκτυπωτή απ’ όπου είχαν βγει αυτές οι φωτογραφίες, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν χρήσιμο μόνο σε περίπτωση δίωξης, με την προϋπόθεση ότι θα βρισκόταν ο υπεύθυνος για τη δημιουργία των φωτογραφιών και ότι θα είχε τον εκτυπωτή στην κατοχή του. «Δε μου αρέσουν τέτοια πράγματα», είπε ο Χέιτ. «Είμαι ετεροφυλόφιλος, μα αυτά εδώ είναι παιδιά. Δε θέλω να κοιτάζω γυμνά παιδιά». Να την πάλι: εκείνη η σεμνοτυφία, εκείνη η ανάγκη να διαβεβαιώσει τον ακροατή του ότι ο φόνος ενός νεαρού κοριτσιού υπήρξε μια προσωρινή παρεκτροπή. Δεν είχε μεταφέρει στην ενήλικη ζωή του τον εφηβικό πόθο του για τα μικρά κορίτσια. Ήταν ένας φυσιολογικός άντρας, με φυσιολογικές ερωτικές προτιμήσεις. «Και το DVD;» είπα. «Έφτασε μέσα στον ίδιο φάκελο, τυλιγμένο σε χαρτομάντιλο». Ο φορητός υπολογιστής του ήταν στο πάτωμα, δίπλα στην πολυθρόνα του, σε λειτουργία αναμονής. Σε μερικά δευτερόλεπτα, είδα στην οθόνη την εικόνα μιας παλιάς πόρτας αχυρώνα, αλλά δεν ήταν εκείνη της προηγούμενης φοράς. Η συγκεκριμένη πόρτα ήταν κατακόκκινη. Καθώς το πλάνο γινόταν πιο κοντινό, ένα γαντοφορεμένο χέρι πρόβαλε και άνοιξε την πόρτα. Το εσωτερικό ήταν σκοτεινό, μέχρι που άναψε ο προβολέας της κάμερας. Πάνω στο πέτρινο δάπεδο ήταν απλωμένο άχυρο, και διέκρινα φευγαλέα άδεια παχνιά δεξιά και αριστερά. Η κάμερα σταμάτησε στα μισά του κεντρικού διαδρόμου του αχυρώνα και στράφηκε δεξιά. Στο δάπεδο ενός παχνιού ήταν απλωμένα κοριτσίστικα ρούχα: μια λευκή μπλούζα, μια φούστα με κόκκινα και μαύρα καρό, λευκές κάλτσες και μαύρα παπούτσια. Οι θέσεις τους αντιστοιχούσαν χοντρικά στις διαστάσεις ενός κοριτσίστικου σώματος, με τον τρόπο που κάποιος γονιός μπορεί να ετοίμαζε τα ρούχα της επόμενης μέρας για ένα κοριτσάκι, αλλά έδιναν και τη δυσάρεστη εντύπωση ότι το παιδί που τα φορούσε είχε εξαφανιστεί με κάποιο τρόπο, είχε γίνει άφαντο μέσα σε μια στιγμή, ότι το κατάπιε το κενό έτσι όπως ήταν ξαπλωμένο σ’ εκείνο το σημείο του αχυρώνα, κοιτάζοντας το ξύλινο ταβάνι, τους ιστούς από τις αράχνες και τα περιστέρια ή τις δεκαοχτούρες, μια και άκουγα τώρα τα πουλιά να κουκουρίζουν σιγανά στο βάθος. Η οθόνη έγινε μαύρη. Αυτό ήταν όλο. «Τι φορούσε η Σελίνα Ντέι τη μέρα που πέθανε, κύριε Χέιτ;» Εκείνος δεν απάντησε αμέσως. «Λευκή μπλούζα, φούστα με κόκκινα και μαύρα καρό, λευκές κάλτσες, μαύρα παπούτσια», είπε τελικά. «Ήταν η στολή του σχολείου της». Τα σχετικά ρεπορτάζ στις εφημερίδες ήταν πολύ πιθανό να περιλάμβαναν τις λεπτομέρειες του ντυσίματος της Σελίνα. Αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, τα ρούχα θα ήταν γνωστά εκεί γύρω, δεδομένου ότι το κορίτσι είχε πεθάνει φορώντας τη σχολική στολή του. Ούτως ή άλλως, δε θα ήταν δύσκολο για κάποιον που θα έκανε μια μικρή έρευνα να φτιάξει ένα αντίγραφο των ρούχων της. Δε θα είχε απαιτηθεί εξειδικευμένη γνώση για την περιοχή. «Ξέρετε, νομίζω ότι τελικά θα τον πιω εκείνο τον καφέ», είπα. Ο Χέιτ με ρώτησε πώς τον έπινα, κι εγώ ζήτησα γάλα, χωρίς ζάχαρη. Όσο εκείνος ήταν στην κουζίνα, είδα πάλι το βίντεο, προσπαθώντας να διακρίνω κάποιο στοιχείο για την τοποθεσία του αχυρώνα που μπορεί να μου είχε διαφύγει: ένα τσουβάλι με ζωοτροφή από κάποιον ντόπιο προμηθευτή, ένα κομμάτι χαρτί με μια διεύθυνση που θα μπορούσε να μεγεθυνθεί, οτιδήποτε, αλλά

δεν υπήρχε το παραμικρό. Ο αχυρώνας ήταν ένα θεατρικό σκηνικό από το οποίο απουσίαζε ο ηθοποιός. Ο Χέιτ γύρισε με τον καφέ μου και με μια ζεστή μέντα για εκείνον, όπως κατάλαβα από τη μυρωδιά. «Μιλήστε μου για τον Λόνι Μάιντας, κύριε Χέιτ», είπα. Ήπιε μια γουλιά από το ρόφημά του. Το έκανε με τρόπο προσεκτικό, σχεδόν λεπτεπίλεπτο. Οι κινήσεις του ήταν μελετημένα θηλυπρεπείς. Όλα όσα είχα δει μέχρι στιγμής έδειχναν ότι προσπαθούσε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ήταν αδύναμος, ασήμαντος, ότι δεν αποτελούσε απειλή. Ήταν ένας άνθρωπος που έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να χάνεται στο περιβάλλον του ώστε να μην τραβά την προσοχή των άλλων, αλλά δεν άφηνε την επιθυμία του να περνά απαρατήρητος να τον κυριεύσει, γιατί αυτό θα έφερνε το αντίθετο αποτέλεσμα και θα τον έκανε να ξεχωρίζει. Ήταν κάποιος που στα νιάτα του υπήρξε αρπακτικό και τώρα, με τα χρόνια, είχε γίνει θήραμα. Και το λέω αυτό γιατί σε όλα όσα ακολούθησαν, σε όλα όσα μου είπε εκείνο το απόγευμα, παρέμεινε το γεγονός ότι ο Χέιτ και ο Λόνι Μάιντας είχαν ενεργήσει από κοινού στο παραφύλαγμα και στο φόνο της Σελίνα Ντέι. Μπορεί ο Μάιντας να υπήρξε ο υποκινητής, αλλά ο Χέιτ είχε σταθεί στο πλευρό του μέχρι τέλους. «Ο Λόνι δεν ήταν κακό παιδί», είπε. «Ο κόσμος έλεγε ότι ήταν, αλλά δεν ήταν, όχι πραγματικά. Οι δικοί του ήταν μεγάλοι όταν τον έκαναν. Δηλαδή, όταν λέω “μεγάλοι”, εννοώ ότι η μαμά του πλησίαζε τα σαράντα και ο πατέρας του τα πενήντα. Ο αδερφός του, ο Τζέρι, ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος, αλλά δε θυμάμαι πολλά πράγματα γι’ αυτόν. Είχε φύγει πια από το σπίτι όταν... ε, όταν έγινε το κακό. Αλλά η μαμά και ο μπαμπάς του Λόνι δεν ήταν απλώς μεγάλοι· ήταν παλιομοδίτες. Ο πατέρας του ήθελε να γίνει ιεροκήρυκας, αλλά δε νομίζω ότι ήταν αρκετά έξυπνος. Όχι πως χρειάζεται να είσαι έξυπνος για να γίνεις ιεροκήρυκας, όχι στ’ αλήθεια, αλλά πρέπει να έχεις την ικανότητα να παίρνεις τον κόσμο με το μέρος σου, να τον πείθεις ότι αξίζει να σε ακολουθήσει και να σε ακούσει, και ο πατέρας του Λόνι δεν είχε αυτή την επαφή με τους κοινούς ανθρώπους. Έτσι, δούλευε σε μια αποθήκη και τα βράδια διάβαζε τη Βίβλο του. Η μαμά του Λόνι βρισκόταν πάντα στο παρασκήνιο μαγειρεύοντας, καθαρίζοντας ή ράβοντας. Είχε μεγάλη αδυναμία στον Λόνι, πάντως. Φαντάζομαι ότι επειδή ο μεγάλος γιος της είχε φύγει και ο άντρας της ήταν χαμένος στο Ιερό Βιβλίο, το μόνο που της είχε μείνει ήταν ο Λόνι, και του χάριζε όλη την αγάπη και τη στοργή που, κατά τη γνώμη μου, λαχταρούσε η ίδια. Από αυτή την άποψη, έμοιαζε πολύ με τη δική μου μητέρα, παρ’ ότι πήρε πολύ πιο βαριά αυτό που κάναμε και δεν ήταν τόσο επιεικής. Εάν δεν είχε πεθάνει, δεν ξέρω κατά πόσο θα τον είχε καλοδεχτεί μετά την αποφυλάκισή του. Νομίζω ότι για τον Λόνι ήταν καλύτερα που πέθαναν και οι δύο γονείς του όσο εκείνος ήταν στη φυλακή. »Η μητέρα του, όμως, έδειχνε πάντοτε ευγνωμοσύνη όταν πήγαινα στο σπίτι τους να παίξω με τον Λόνι ή όταν μας έβλεπε μαζί στο δρόμο. Το πρόσωπό της φωτιζόταν επειδή φαινόταν ότι υπήρχε και κάποιος άλλος που συμπαθούσε το γιο της σχεδόν όσο κι η ίδια». «Υπονοείτε ότι υπήρχαν και κάποιοι που δεν τους άρεσε ιδιαίτερα ο Λόνι;» ρώτησα. «Κοιτάξτε, όταν είσαι μικρός πάντα θα υπάρχουν μερικά παιδιά με τα οποία τα πας καλά, και άλλα που δεν ταιριάζουν τα χνότα σας. Στην περίπτωση του Λόνι, θα μπορούσατε να πείτε ότι τα περισσότερα παιδιά ανήκαν στη δεύτερη κατηγορία. Ο Λόνι ήταν οξύθυμος, αλλά είχε την εξυπνάδα να το κρύβει. Αυτό είναι κακός συνδυασμός. Είχε περιέργεια, και του άρεσαν οι περιπέτειες, αλλά αν έμπαινες στο δρόμο του ή προσπαθούσες να τον εμποδίσεις να πάρει αυτό που ήθελε, τότε άφηνε

την οργή του να ξεσπάσει. Μου έλεγε συχνά ότι ο πατέρας του τον έδερνε για το παραμικρό παράπτωμα, αλλά το μόνο που κατάφερνε μ’ αυτό τον τρόπο ήταν να κάνει τον Λόνι να θέλει να τον κοντράρει όλο και περισσότερο. Ο πατέρας του δεν μπορούσε να τον ελέγξει. Ούτε η μητέρα του. Τελικά, φαντάζομαι πως ούτε καν ο ίδιος ο Λόνι μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του. »Εγώ δεν ήμουν τέτοιος τύπος. Ήθελα να συμμορφώνομαι σε όσα μου έλεγαν. Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια: Ήθελα ενστικτωδώς να υπακούω, αλλά όπως συμβαίνει με πολλά ήσυχα, μαζεμένα παιδιά, από μέσα μου ζήλευα τους Λόνι Μάιντας αυτού του κόσμου. Ακόμη τους ζηλεύω. Νομίζω πως γίναμε φίλοι επειδή ο τρόπος που ενεργούσα ήταν τόσο διαφορετικός από τον δικό του, όμως μου άρεσε να πιστεύω ότι του έμοιαζα λιγάκι στο πνεύμα. Ο Λόνι με έκανε να ξανοίγομαι, να βγαίνω από τα όρια του εαυτού μου, και εγώ μερικές φορές κατάφερνα να τον συγκρατήσω, να τον ηρεμήσω, όταν τα πράγματα έδειχναν πως η γλώσσα και οι γροθιές του θα τον έβαζαν σε μπελάδες. Αλλά, φίλε μου, δεν ξέρω πόσες φορές έμπλεξα εξαιτίας του, και οι γονείς μου δεν ήταν σαν τους δικούς του. Δεν ήταν πολύ νεότεροι από εκείνους, αλλά συγκριτικά ήταν κάπως χαλαροί. Ο μπαμπάς του Λόνι τον έδερνε όταν έκανε κάτι κακό, αλλά ο δικός μου πάντα βρισκόταν στη σκιά της μαμάς μου, και εκείνη, όποτε έμπλεκα σε φασαρίες, άρχιζε απλώς να διαβάζει από την αρχή βιβλία με συμβουλές προς τους γονείς, λες και έφταιγαν εκείνοι και όχι εγώ. Πίστευαν ότι ο Λόνι ήταν κακή επιρροή για μένα, αλλά το πράγμα δεν ήταν τόσο απλό. Ποτέ δεν είναι». «Πόσο καιρό γνωριζόσασταν με τον Λόνι πριν σκοτώσετε τη Σελίνα Ντέι;» Για πρώτη φορά ο Χέιτ δε μόρφασε από πόνο ακούγοντας το όνομά της. Ήταν εν μέρει χαμένος σε μια ονειροπόληση του παρελθόντος. Το έβλεπα στα μάτια του και στο πρόσωπό του. Είχε αρχίσει ακόμη και να χαλαρώνει λίγο στο κάθισμά του. Βρισκόταν πάλι στην εποχή πριν γίνει δολοφόνος, όταν εκείνος και ο Λόνι Μάιντας ήταν μόνο πιτσιρίκια που έμπαιναν σε μπελάδες γνώριμους σε ολόκληρες γενιές παιδιών πριν από εκείνους. «Ήμασταν φίλοι από το δημοτικό. Αχώριστοι. Σαν αδέρφια». Χαμογέλασε, και τα μάτια του βούρκωσαν. Ο Γουίλιαμ και ο Λόνι, οι μικροί φονιάδες. «Και από κορίτσια τι γινόταν;» τον ρώτησα. «Είχε κάποιος από τους δυο σας κανένα δεσμό;» «Εγώ ήμουν στα δεκατέσσερα. Μόνο να ονειρευτώ μπορούσα τα κορίτσια». «Και ο Λόνι;» Ο Χέιτ σκέφτηκε λίγο την ερώτηση. «Ο Λόνι άρεσε στα κορίτσια περισσότερο απ’ όσο εγώ. Δε νομίζω ότι αυτό συνέβαινε γιατί ήταν πιο όμορφος από μένα, όμως είχε άλλον αέρα. Νομίζω πως στο γραφείο της δεσποινίδας Πράις σας είπα ότι ο Λόνι είχε φιλήσει κάνα δυο κορίτσια, και ίσως να τους είχε βάλει και λίγο χέρι, αλλά τίποτε πιο σοβαρό». «Και πριν από τη Σελίνα Ντέι, είχε προτείνει κάποιος από τους δυο σας να βρείτε ένα κορίτσι και να το παρασύρετε κάπου;» «Όχι, ποτέ». «Γιατί λοιπόν το κάνατε στη Σελίνα Ντέι;» Ο Χέιτ ήπιε πάλι μια γουλιά από τη μέντα του, καθυστερώντας να απαντήσει. Κάπου στο πάνω πάτωμα ένα ρολόι χτύπησε τη μισή ώρα. Έξω το φως είχε αρχίσει να αλλάζει, και το δωμάτιο σκοτείνιαζε. Η μεταβολή ήταν τόσο απότομη ώστε, για μια δυο στιγμές, έπαψα να βλέπω τον Ράνταλ Χέιτ, ή έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον, όπως ακριβώς η κάμερα είχε δυσκολευτεί να προσαρμοστεί στο σκοτάδι του αχυρώνα. Και τότε κατάλαβα με μια ψυχρή βεβαιότητα ότι εδώ πέρα παιζόταν κάποιο παιχνίδι, διαφορετικό όμως από εκείνο που είχα υποθέσει νωρίτερα. Καμιά αλήθεια δεν ήταν απόλυτη, ιδίως όταν επρόκειτο για έναν άνθρωπο ο οποίος στα νιάτα του είχε σκοτώσει ένα

παιδί και τώρα κατασκεύαζε συνειδητά μια αφήγηση που πίστευε ότι θα με ικανοποιούσε. Ήταν όμως μια αφήγηση που επιδεχόταν διαρκώς αλλαγές και προσαρμογές, όπως ακριβώς κι ο ίδιος είχε προσκολληθεί σ’ εκείνες τις πλευρές της νεανικής του ηλικίας που θα μπορούσε να επεκτείνει στην εκδοχή της ενήλικης ζωής του, επιτρέποντας έτσι στον εαυτό του να χαθεί βαθμιαία στο περιβάλλον του και να γίνει ο Ράνταλ Χέιτ. «Επειδή η Σελίνα ήταν διαφορετική», είπε τελικά, και για μια στιγμή φάνηκε φευγαλέα το τσαγανό που πρέπει να είχε ελκύσει τον Λόνι Μάιντας όταν ήταν παιδιά, το ενδεχόμενο ότι, στο βάθος, είχαν την ίδια ψυχή. «Ήταν μαύρη. Στο σχολείο μας δεν υπήρχαν μαύρα κορίτσια, και ορισμένα αγόρια έλεγαν ότι τα μαύρα κορίτσια ήταν εύκολα και ότι η Σελίνα Ντέι ήταν η πιο εύκολη απ’ όλες. Ο Λόνι είπε πως ο αδερφός του ήξερε ένα αγόρι που βίασε ένα μαύρο κορίτσι και την έβγαλε καθαρή. Μπορεί εκείνες οι εποχές να ήταν διαφορετικές, δεν ήταν όμως και τόσο. Ο νόμος με άλλο αυτί άκουγε τους μαύρους και με άλλο εμάς, και η ακοή του δεν ήταν εξίσου καλή και στα δύο. »Ο Λόνι ήταν αυτός που το πρότεινε, αλλά εγώ συμφώνησα. Ω, στην αρχή προσπάθησα να τον μεταπείσω. Φοβόμουν, αλλά παράλληλα με είχε κυριεύσει η έξαψη, και όταν αρχίσαμε να τη χαϊδεύουμε, το μυαλό μου λες και γέμισε αίμα, και το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να της σκίσω τα ρούχα και να τριφτώ πάνω της και να βρω τα απόκρυφά της. Αυτό θέλατε να ακούσετε, κύριε Πάρκερ; Ότι μου άρεσε; Ε, λοιπόν, αλήθεια είναι: Μου άρεσε, μέχρι τη στιγμή που ο Λόνι της έκλεισε το στόμα και τη μύτη για να την εμποδίσει να φωνάξει. Δεν το πέτυχε απόλυτα, πάντως. Την άκουγα μέσα από το χέρι του, σαν γατάκι που νιαούριζε, και τότε ήταν που το αίμα άρχισε να κυλάει ανάποδα, και από κόκκινα έγιναν όλα άσπρα. Προσπάθησα να τραβήξω τον Λόνι από πάνω της, αλλά εκείνος με έσπρωξε κι εγώ σκόνταψα και χτύπησα το κεφάλι μου. Έμεινα εκεί ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά επειδή ήταν πιο εύκολο να μείνω εκεί από το να παλέψω μαζί του, ήταν πιο εύκολο να μείνω εκεί από το να τη βλέπω να χτυπιέται με τα μάτια γουρλωμένα και να γρατζουνάει και να κλοτσάει, ήταν πιο εύκολο να μείνω εκεί που έπεσα μέχρι που η Σελίνα σταμάτησε να σαλεύει, και στα ρουθούνια μου έφτασε η μυρωδιά αυτού που είχε κάνει ο Λόνι, αυτού που είχε αναγκάσει τη Σελίνα να κάνει. »Κατά κάποιον τρόπο, χάρηκα όταν ήρθαν να με συλλάβουν. Έτσι κι αλλιώς, τελικά θα το ομολογούσα. Θα έμπαινα στο αστυνομικό τμήμα κάποια μέρα που θα γύριζα στο σπίτι από το σχολείο και θα τους έλεγα τι είχαμε κάνει. Δε θα ήταν απαραίτητο να με απειλήσουν. Να με ακούσουν μόνο θα ήθελα, όχι να μου βάλουν τις φωνές. Δε θα μπορούσα να το κρατήσω μέσα μου. Νομίζω πως ο Λόνι το κατάλαβε αυτό. Ακόμη και την ώρα που κρύβαμε τη Σελίνα σε μια γωνιά του αχυρώνα και με έβαλε να του υποσχεθώ πως δε θα μιλούσα, ήξερε ότι θα τον απογοήτευα. Αν ήταν μεγαλύτερος, νομίζω πως μπορεί να είχε σκοτώσει κι εμένα και να είχε διακινδυνεύσει να το σκάσει, αλλά ήταν μόνο δεκατεσσάρων, πού θα μπορούσε να πάει; Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που μιλήσαμε. Ακόμη και στο δικαστήριο δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Στο κάτω κάτω, τι θα μπορούσαμε να πούμε;» «Πιστεύετε πως ο Λόνι σας θεωρούσε υπεύθυνο για όσα συνέβησαν επειδή ομολογήσατε;» «Εκείνος δε θα μιλούσε ποτέ. Ομολόγησε μόνο όταν κατέδωσα εγώ και τους δυο μας». «Μα θα υπήρχαν πειστήρια στον τόπο του εγκλήματος, ακόμη κι αν δε σας είχε δει κανείς. Στο τέλος οι αστυνομικοί θα ανακάλυπταν ότι εσείς το κάνατε». «Ίσως. Δεν ξέρω. Ο Λόνι πίστευε πως θα κατηγορούσαν κάποιον μαύρο. Έλεγε πως οι μαύροι συνέχεια σκότωναν μαύρες. Ο μπαμπάς του το έλεγε αυτό. Η ζωή τους ήταν πιο βάναυση από τη δική μας. Ο Λόνι ήταν σίγουρος ότι αν λουφάζαμε και κρατούσαμε το στόμα μας κλειστό, θα τη

γλιτώναμε. Ήμασταν δεκατετράχρονα παιδιά. Τα δεκατετράχρονα αγόρια δε σκοτώνουν μικρά κορίτσια. Οι μεγάλοι άντρες σκοτώνουν μικρά κορίτσια. Έναν τέτοιο άνθρωπο θα αναζητούσε η αστυνομία: κάποιο μεγάλο άντρα που του άρεσαν τα μικρά κορίτσια. Σαν αυτόν που έστειλε τούτες τις φωτογραφίες». Ο καφές μου είχε αρχίσει να κρυώνει. Έτσι κι αλλιώς δεν τον ήθελα. Προσπαθούσα απλώς να βρω έναν τρόπο να κάνω τον Χέιτ να χαλαρώσει και να ξανοιχτεί. Το κόλπο είχε πιάσει, κατά μία έννοια, αν και τώρα ήθελα να σηκωθώ να φύγω και να τον αφήσω στα βάσανά του. Με τη φαντασία μου έβλεπα τη Σελίνα Ντέι να πεθαίνει στο βρόμικο δάπεδο ενός αχυρώνα, και δε χρειαζόμουν άλλες εικόνες παιδιών που πέθαιναν να γεμίζουν το μυαλό μου. «Και από τότε δεν έχετε ξαναδεί τον Λόνι;» «Σας είπα, τα πρακτικά της δίκης σφραγίστηκαν. Το όνομά του άλλαξε. Δεν είμαι σίγουρος αν θα μπορούσα καν να τον αναγνωρίσω σήμερα». «Και με τους δικούς σας γονείς τι έγινε; Ξέρω ότι ο πατέρας σας πέθανε λίγο καιρό αφότου μπήκατε στη φυλακή, αλλά η μητέρα σας;» «Όταν βγήκα από τη φυλακή, η μαμά μου συνέχισε να επικοινωνεί μαζί μου για κάποιο διάστημα, και μου πρόσφερε ένα μέρος να μείνω, αλλά εγώ δεν άντεχα να βλέπω τον τρόπο που με κοίταζε. Της γύρισα την πλάτη. Μπορεί κάλλιστα να είναι νεκρή πλέον. Είμαι μόνος. Δεν έχω κανέναν». «Και πώς σκέφτεστε τον εαυτό σας, κύριε Χέιτ;» είπα. «Δεν καταλαβαίνω. Εννοείτε από ηθικής πλευράς, εξαιτίας αυτού που κάναμε;» «Όχι, εννοώ, με ποιο όνομα γνωρίζετε τον εαυτό σας; Είστε ο Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ ή ο Ράνταλ Χέιτ;» Και πάλι άφησε να περάσει λίγη ώρα πριν απαντήσει. «Είμαι... δεν ξέρω. Εδώ και πολλά χρόνια έβγαλα τον Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ από το μυαλό μου. Υποθέτω ότι έτσι έγινε πιο εύκολη η ζωή μου. Ο Γουίλιαμ ήταν αυτός που έκανε εκείνο το απαίσιο πράγμα, όχι ο Ράνταλ Χέιτ. Ο Ράνταλ είναι απλώς ένας λογιστής που ζει σε μια μικρή πόλη. Δεν έκανε ποτέ του κανένα κακό. Νομίζω ότι είναι πιο εύκολο να ενσαρκώνει κανείς μια τέτοια προσωπικότητα». «Και ο Γουίλιαμ;» «Δεν υπάρχει πια. Υπάρχει μόνο ο Ράνταλ». «Αν το καλοσκεφτείτε, ούτε ο Ράνταλ Χέιτ υπάρχει στην πραγματικότητα». Με κοίταξε, και τον ένιωσα να με επανεκτιμά, έχοντας παραδεχτεί ότι, αν και δεν είχα ακόμη πλήρη επίγνωση των κανόνων, πάντως είχα τουλάχιστον καταλάβει τη φύση του παιχνιδιού. «Πράγματι, δεν υπάρχει. Είναι φορές που δεν είμαι σίγουρος ποιος είμαι, ή αν είμαι κάποιος τελικά. Δε θέλω να είμαι ο Γουίλιαμ, γιατί εκείνος σκότωσε ένα μικρό κορίτσι. Δε θέλω να είμαι ο Ράνταλ Χέιτ, γιατί αυτός φοβάται και τη σκιά του, δεν κοιμάται καλά τις νύχτες και περνά όλη του τη ζωή περιμένοντας πως κάποιος θα καταλάβει την αλήθεια και θα τον αναγκάσει να τραπεί σε φυγή. Όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη περιμένω πως θα αντικρίσω μια μαυρίλα ή ένα κενό. Κάθε φορά ξαφνιάζομαι βλέποντας το πρόσωπό μου, γιατί δεν είναι ένα πρόσωπο που αναγνωρίζω. Αυτό που φαίνεται απέξω και αυτό που βρίσκεται από μέσα δεν ταιριάζουν, κι ούτε θα ταιριάξουν ποτέ». Ο Χέιτ συνοφρυώθηκε. Ίσως επειδή είχε πει περισσότερα απ’ όσα ήθελε, ή απλώς επειδή ήταν τόσο άμαθος να μιλάει για την προηγούμενη ζωή και ταυτότητά του, μπερδεύτηκε και αναστατώθηκε. «Κύριε Χέιτ, τι θέλετε να κάνω για σας;»

Μου έδειξε το φορητό υπολογιστή του και τις φωτογραφίες. «Θέλω να κάνετε να σταματήσουν όλα αυτά. Θέλω να ανακαλύψετε αυτόν που βρίσκεται από πίσω και να τον αναγκάσετε να σταματήσει». «Να “τον” αναγκάσω;» «“Τον”, “την”, δεν έχει σημασία. Εγώ θέλω μόνο να σταματήσει αυτή η ιστορία». «Και πώς προτείνετε ότι θα μπορέσω να το κάνω αυτό;» Ο Χέιτ φάνηκε να ξαφνιάζεται, έπειτα όμως θύμωσε. «Τι εννοείτε; Σας προσλαμβάνω για να κάνετε αυτή την κατάσταση να εξαφανιστεί». «Κι εγώ σας λέω ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. Αν βρω τον άνθρωπο που τα κάνει αυτά, πώς θέλετε να αντιδράσω; Να τον απειλήσω; Να τον σκοτώσω; Αυτό θέλετε;» «Αν έτσι μπορέσω να συνεχίσω να ζω με γαλήνη, τότε ναι». «Δεν είναι αυτή η δουλειά μου, κύριε Χέιτ». Εκείνος έγειρε μπροστά στο κάθισμά του και με ακούμπησε με το δάχτυλο. «Ίσα ίσα, κύριε Πάρκερ, αυτή ακριβώς είναι η δουλειά σας. Όπως εσείς ξέρετε τώρα τόσα για μένα, έτσι κι εγώ έκανα την έρευνά μου για σας. Έχετε σκοτώσει. Διάβασα τα ονόματα». «Προσπαθώ να μην προσθέσω και άλλα ονόματα σε αυτό τον κατάλογο. Θέλετε να σοβαρευτείτε, κύριε Χέιτ, ή μήπως είναι καλύτερα να σας αφήσω στις περίτεχνες φαντασιώσεις σας;» Ο Χέιτ σηκώθηκε. «Δεν μπορείτε να μου μιλάτε έτσι». «Καθίστε κάτω». «Εδώ είναι το σπίτι μου και...» «Καθίστε κάτω». Εκείνος περίμενε μερικά δευτερόλεπτα για να περισώσει την αξιοπρέπειά του και μετά κάθισε. «Πρέπει να σκεφτείτε προσεκτικά αυτό που θα σας πω», του είπα. «Ή σας βασανίζει κάποιος που θεωρεί διασκεδαστικό το να σας βλέπει να αγωνιάτε, ή πρόκειται να υποστείτε κάποιον εκβιασμό. Το πρόσωπο που σας έβαλε στο στόχαστρό του μπορεί να παίξει μόνο ένα χαρτί, έχει μόνο ένα όπλο εναντίον σας, και αυτό είναι το γεγονός πως κρατήσατε το παρελθόν σας μυστικό επί τόσα χρόνια. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να εξουδετερώσετε την απειλή είναι να πάτε στην αστυνομία...» «Όχι». «...είναι να πάτε στην αστυνομία, να τους πείτε όλα αυτά που σας συμβαίνουν, και να αφήσετε τους αστυνομικούς να αναλάβουν από εκεί και πέρα». «Μα δεν πρόκειται μόνο για την αστυνομία», είπε ο Χέιτ. «Τι θα γίνει αν αυτό το πρόσωπο αποφασίσει να στείλει λεπτομέρειες στις εφημερίδες; Τι θα γίνει αν αποφασίσει να βάλει ανακοινώσεις σε όλο το Πάστορ’ς Μπέι, πληροφορώντας τους πάντες ότι ζει ανάμεσά τους ένας παιδοκτόνος; Αλλά ακόμη κι αν δεν το κάνει, πιστεύετε ότι η αστυνομία εδώ θα μπορέσει να το κρατήσει μυστικό, έστω και αν υποθέσουμε ότι θα ήθελε κάτι τέτοιο; Εδώ σου δίνουν μια κλήση το πρωί και μέχρι να μεσημεριάσει κάνουν καλαμπούρια γι’ αυτό το θέμα στο ταχυδρομείο. Η ζωή μου θα καταστραφεί και δε θα είναι αρκετό να φύγω απλώς από το Πάστορ’ς Μπέι, ή από το Μέιν. Το όνομα και η φωτογραφία μου θα φιγουράρουν παντού στο Ίντερνετ. Δε θα μπορώ να εργαστώ, ούτε καν να ζήσω ήσυχα. Εσείς μου ζητάτε να αυτοκτονήσω επαγγελματικά. Δε θα μένει παρά να το κάνω και κυριολεκτικά στη συνέχεια». Ο Χέιτ έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του και έμεινε σ’ αυτή τη στάση. «Ξεχνάτε κάτι», του είπα. «Τι πράγμα;»

«Τη χρονική συγκυρία των γεγονότων». Χαμήλωσε τα χέρια στη βάση της μύτης του και με κοίταξε πάνω από την πυραμίδα που σχημάτιζαν. «Εννοείτε την Άννα Κόρι», είπε. «Ναι. Αν η ιστορία μαθευτεί παρά τη θέλησή σας, θα θεωρηθείτε ύποπτος. Ας ανατρέξουμε πάλι σ’ εκείνη τη μέρα. Τι θυμάστε;» «Γιατί;» «Γιατί θέλω να ξέρω. Ξεκινήστε από την αρχή». «Έλειπα από την πόλη εκείνο το πρωί. Έφυγα λίγο μετά τις εννιά». «Είχατε επαγγελματικά ραντεβού;» «Μόνο ένα. Στο Νόρθπορτ. Το ξέρετε». «Τι κάνατε στη συνέχεια;» «Έφαγα μεσημεριανό και μετά γύρισα στο σπίτι. Αισθανόμουν αδιαθεσία. Σας το είπα αυτό την πρώτη φορά που βρεθήκαμε». «Συναντήσατε κάποιον, είχατε καμιά επίσκεψη, κάνατε κανένα τηλεφώνημα;» «Όχι. Και πάλι, σας το είπα: Ξάπλωσα στον καναπέ. Με πήρε ο ύπνος». «Πότε ξυπνήσατε;» «Δε θυμάμαι». «Περάσατε όλη τη νύχτα ξαπλωμένος στον καναπέ;» «Όχι, πήγα στο κρεβάτι μου». «Είχε σκοτεινιάσει εκείνη την ώρα;» «Νομίζω. Δεν ξέρω. Σταματήστε, σας παρακαλώ!» «Αυτού του είδους τις ερωτήσεις θα σας κάνει η αστυνομία, κύριε Χέιτ, αν αποκαλυφθεί το παρελθόν σας. Φροντίστε να δώσετε καλές απαντήσεις, ιδίως αν κάποιος τους έχει ενημερώσει ανώνυμα ότι ο ντόπιος λογιστής είχε καταδικαστεί για τη δολοφονία ενός παιδιού». «Για όνομα του Θεού». Ο Χέιτ έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του με κλειστά τα μάτια. «Θέλετε να προκαταλάβετε την εξέλιξη μιας κατάστασης που ίσως δε θα συμβεί», είπε. «Όποιος σας προκαλεί ξέρει για τη Σελίνα Ντέι. Έχει ήδη αρχίσει να εντείνει την εκστρατεία εναντίον σας στέλνοντάς σας πορνογραφικές εικόνες παιδιών, η κατοχή των οποίων θεωρείται έγκλημα. Δεν πιστεύω ότι το πράγμα θα σταματήσει εκεί. Το επόμενο βήμα θα είναι να αρχίσει να πετάει υπονοούμενα για το παρελθόν σας στην ευρύτερη κοινότητα». «Πρέπει να το σκεφτώ», είπε τελικά. «Να το σκεφτείτε, αλλά στη θέση σας δε θα άφηνα να περάσει πολύς χρόνος. Υπάρχει και κάτι άλλο». «Τι πράγμα;» Ο Χέιτ ακούστηκε αποκαμωμένος. «Θα πρέπει να αναλογιστείτε το ενδεχόμενο να μη σας εκβιάζουν, ούτε να σας βασανίζουν απλώς για κάποιο έγκλημα του παρελθόντος». «Τότε γιατί το κάνουν;» «Ίσως να θέλουν να σας ενοχοποιήσουν για την εξαφάνιση της Άννας Κόρι», είπα. Και με αυτά τα λόγια τον άφησα να σκεφτεί το μέλλον του, όσο μέλλον του απέμενε, δηλαδή.

11 ΗΑστυνομία του Πάστορ’ς Μπέι καταλάμβανε ένα μέρος του δημοτικού κτιρίου, το οποίο, σύμφωνα με την ταμπέλα στην είσοδο και όπως διαπίστωσα με μια σύντομη ματιά στο εσωτερικό του καθώς περνούσα απέξω, στέγαζε επίσης το γραφείο του γενικού γραμματέα του Δήμου, την Πυροσβεστική, την τοπική υπηρεσία αποκομιδής απορριμμάτων και διάφορες αίθουσες συνεδριάσεων, μικροσκοπικά γραφεία, τραπέζια γεμάτα με στοίβες χαρτιά, και πιθανότατα τη συλλογή της πόλης με στολές του Χαλοουίν, καπέλα και γενειάδες του Άγιου Βασίλη και κεφάλια βαλσαμωμένων ζώων. Η εξαφάνιση της Άννας Κόρι είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν σημαντικά οι ανάγκες που έπρεπε να καλύψει το κτίριο, και έτσι τώρα, εκτός από το μοναδικό και ελαφρώς στραπατσαρισμένο Εξπλόρερ της Αστυνομίας του Πάστορ’ς Μπέι, ήταν παρκαρισμένα απέξω διάφορα οχήματα της πολιτειακής αστυνομίας, μαύρα SUV χωρίς διακριτικά, και μία κινητή μονάδα του εγκληματολογικού εργαστηρίου. Εκεί ήταν και το Γουινεμπέιγκο που χρησιμοποιούσε μερικές φορές ο Τομέας Διερεύνησης Εγκλημάτων σαν κινητό αρχηγείο, αλλά δε διέκρινα ίχνος δραστηριότητας τριγύρω. Είχα θελήσει να δω τον Ράντολ Χέιτ στο δικό του περιβάλλον, ελπίζοντας ότι θα μπορούσα έτσι να τον καταλάβω καλύτερα, αλλά το μόνο συμπέρασμα που είχα βγάλει από τη συνάντησή μας ήταν ότι ο Χέιτ παρέμενε μια χαμένη ψυχή, ένας άνθρωπος εξαιρετικά μπερδεμένος που αντιμετώπιζε εσωτερικές συγκρούσεις. Το κοινωνικό πείραμα του δικαστή Μπόουενς, όσο καλές και αν ήταν οι προθέσεις του, έδειχνε να έχει ολοένα και πιο σοβαρές υπαρξιακές επιπτώσεις στον νεαρό που ο δικαστής είχε προσπαθήσει να βοηθήσει. Αυτό, με τη σειρά του, γεννούσε το ερώτημα εάν και ο Λόνι Μάιντας είχε υποστεί παρόμοια κρίση ταυτότητας. Το Πάστορ’ς Μπέι δεν είχε πολλά να προσφέρει σε όσους είχαν ελεύθερο χρόνο: μερικά καταστήματα, δύο μπαρ, μία τράπεζα, και ένα ταχυδρομείο. Το τοπικό ντράγκστορ δεν ανήκε σε κάποια αλυσίδα, και στεγαζόταν σε ένα παλιό κτίριο από κόκκινο τούβλο στη δυτική άκρη της Μέιν Στρητ. Μια χειρόγραφη ταμπέλα στην πόρτα του προειδοποιούσε: ΔΕΝ ΠΟΥΛΑΜΕ ΟΞΙΚΟΝΤΙΝ . Στην Πολιτεία είχε σημειωθεί κύμα ληστειών σε ντράγκστορ, κυρίως από κάθιδρους, όλο νευρικότητα νεαρούς που επιθυμούσαν μόνο να ικανοποιήσουν τον εθισμό τους με Οξικοντίν, Βικοντίν και Ζανάξ. Στην πλειονότητά τους προτιμούσαν τα μαχαίρια από τα πιστόλια, και η απόγνωση τους έκανε να επιτίθενται σε πελάτες και υπαλλήλους που δεν ήταν συνεργάσιμοι. Θα πρέπει όμως να ήταν πολύ ηλίθιοι αν έρχονταν στο Πάστορ’ς Μπέι για να πάρουν αυτό που γύρευαν. Ακόμη και αν κατάφερναν να το σκάσουν από την πόλη, θα έπρεπε να διανύσουν οχτώ χιλιόμετρα σε ένα στενό δρόμο με δύο λωρίδες κυκλοφορίας μέχρι να φτάσουν σε κάποια άλλη κεντρική αρτηρία, οπότε θα ήταν εύκολο να τους πιάσουν από τη στιγμή που θα σήμαινε συναγερμός. Ξαναγύρισα προς το δημοτικό κτίριο. Το Εξπλόρερ έλειπε. Δεν το είχα πάρει είδηση να φεύγει. Σπουδαίος ντετέκτιβ ήμουν, μα την αλήθεια. Ακόμη δεν είχα αποκτήσει αίσθηση της πόλης, ούτε ήξερα πώς θα αντιμετώπιζα το πρόβλημα του Ράνταλ Χέιτ. Ίσως εάν έμενα αρκετά στο Πάστορ’ς Μπέι να βρισκόταν κάποιος που θα ένιωθε την έντονη ανάγκη να ομολογήσει. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου υπήρχε μια καφετέρια που λεγόταν Χάλοουντ Γκράουντς, και έτσι, μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω, μπήκα και παρήγγειλα ένα σάντουιτς με γαλοπούλα και ένα μπουκάλι νερό. «Έχετε προβλήματα με ληστείες ντράγκστορ στην περιοχή;» ρώτησα τον τύπο πίσω από τον

πάγκο που πήρε την παραγγελία μου. «Όχι ακόμη», απάντησε. «Σχεδιάζεις καμιά τέτοια δουλειά;» «Μόλις πρόσεξα την επιγραφή στην πόρτα του ντράγκστορ που λέει ότι δεν πουλάει Οξικοντίν». «Προληπτική τακτική. Υποθέτω πως θα πρέπει να ψάξεις αλλού για να καλύψεις τις ανάγκες σου σε οπιοειδή». «Πολύ αστείο», είπα. «Το χιούμορ σου είναι τόσο ξερό που θα μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις για προσάναμμα». Έπιασα μια θέση κοντά στο παράθυρο για να παρακολουθώ το πήγαιν’ έλα απέξω όσο ο νεαρός ετοίμαζε την παραγγελία μου. Ήταν γύρω στα είκοσι δύο και είχε ήδη αρκετά σκουλαρίκια και τατουάζ που έδειχναν ότι αντιμετώπιζε το σώμα του σαν ένα έργο σε εξέλιξη, έναν καμβά για την αποτύπωση μιας ουσιαστικά ανέμπνευστης συλλογής από ιδέες που στρέφονταν γύρω από τον πολιτισμό των Μαορί, το βουδισμό, την κελτική μυθολογία και το σκανδιναβικό ντεθ μέταλ –το τελευταίο το υπέθεσα κρίνοντας από το μπλουζάκι του, που είχε τη φάτσα ενός κακέκτυπου των Kiss, ο οποίος, αν δε με απατούσε η μνήμη μου, είχε κάνει φυλακή για τη δολοφονία ενός άλλου κακέκτυπου των Kiss, αφού προηγουμένως είχε κάψει και μια δυο εκκλησίες. Μπορείτε να λέτε ό,τι θέλετε για τον Τζιν Σίμονς, το συνιδρυτή των Kiss, αλλά το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να βγει ραντεβού με την κόρη σας. Από το στερεοφωνικό του μαγαζιού ακουγόταν εξαιρετικά σιγανά μια εξαιρετικά δυνατή μουσική, και ο μπαρίστας κουνούσε ρυθμικά το λιγδιασμένο μαλλί του πάνω από τον καφέ και τα διάφορα γλυκά. Το δικό μου σάντουιτς ήταν προπαρασκευασμένο και τυλιγμένο σε μεμβράνη, οπότε δεν είχα πρόβλημα, εκτός και αν αυτός που το είχε φτιάξει νωρίτερα ήταν ο συγκεκριμένος γελαστός νεαρός. Αναρωτήθηκα εάν είχε λάβει υπόψη του το αποτέλεσμα που θα είχε η βαρύτητα στο δέρμα και στο μυϊκό του τόνο με την πάροδο του χρόνου. Μέχρι να φτάσει στα πενήντα, μερικά τατουάζ θα του είχαν φτάσει στα γόνατα. Διάολε, είπα μέσα μου, σε λίγο θα είμαι κι εγώ πενηντάρης και ήδη σκέφτομαι σαν γέρος. Άσε το παιδί να κάνει την πλάκα του. Αν ζούσε η Τζένιφερ, τώρα θα πλησίαζε στην εφηβεία, κι εγώ θα ανησυχούσα για σκουλαρίκια και αγόρια, και ορισμένες προτάσεις μου θα άρχιζαν με τις λέξεις «Η δική μου κόρη αποκλείεται να βγει έξω ντυμένη σαν...». Μα η Τζένιφερ δε ζούσε, και θα περνούσαν μερικά χρόνια ώσπου ν’ αρχίσω να ανησυχώ μ’ αυτό τον τρόπο για τη Σαμ. Ίσως εκείνη θα με κρατούσε νέο, αλλά σίγουρα δε θα βοηθούσε πουθενά να σκέφτομαι με σαρκασμό ένα παιδί από μια μικρή πόλη σαν το Πάστορ’ς Μπέι που προσπαθούσε απλώς να μην αφήσει εκείνο τον τόπο να το καταβάλει. Θα κατέληγα σαν τον πατέρα του Λόνι Μάιντας, να μην καταλαβαίνω, και να μη θέλω να καταλάβω. Ο νεαρός έφερε το σάντουιτς και το νερό μου μαζί με ένα πακέτο τσιπς, δώρο του καταστήματος. «Υποχρέωσή μου», μου είπε. «Αν δε δυσαρεστηθείς εσύ, δεν μπορώ να είμαι ευχαριστημένος εγώ». Η καλοσύνη του με έκανε να νιώσω ακόμη μεγαλύτερη ενοχή. Και λες και ήθελε να μου τρίψει στη μούρη την κακία μου, άλλαξε και η μουσική. Οι κιθάρες έδωσαν τη θέση τους στο πιάνο, και μια γυναικεία φωνή με ξενική προφορά άρχισε να τραγουδάει κάποια επανεκτέλεση ενός τραγουδιού που ακουγόταν αόριστα γνώριμο, παρ’ ότι πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα για να το θυμηθώ. Κοίταξα προς τον πάγκο, όπου ο νεαρός συνέχιζε να κουνιέται ρυθμικά, αν και πιο συγκρατημένα. «Δε μου λες, αυτοί είναι οι... Abba;» ρώτησα. «Δε νομίζω». Ο νεαρός πήγε στο στερεοφωνικό και έπιασε τη θήκη ενός CD. «Είναι η Σουζάνα... ε... Βάλαμρεντ. Έτσι μου φαίνεται ότι προφέρεται. Το CD είναι της κοπέλας μου, αλλά μπορώ να το

βάζω μόνο ορισμένες ώρες της μέρας, συνήθως όταν δεν έχει κόσμο στο μαγαζί. Αυτό λέει το αφεντικό. Μερικοί άνθρωποι το βρίσκουν κάπως καταθλιπτικό». Δεν ήταν καταθλιπτικό. Η μουσική ήταν απαλή και λίγο θλιμμένη και σε στοίχειωνε, αλλά δεν ήταν καταθλιπτική. «Είναι μια επανεκτέλεση ενός τραγουδιού των Abba», είπα. «“Lay All Your Love on Me”. Και σε παρακαλώ, μη με ρωτήσεις πώς το ξέρω». «Abba, είπες; Δε νομίζω ότι τους ξέρω». «Σουηδικό συγκρότημα. Από την ίδια περίπου γειτονιά μ’ εκείνον το Νορβηγό Κόμη Πώς-τονλένε που έχεις στο μπλουζάκι σου. Δεν ήταν όμως τόσο καλοί στους εμπρησμούς εκκλησιών, ή τουλάχιστον εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ κανένα τέτοιο περιστατικό». «Ναι, ο Κόμης είναι ένα μοχθηρό παλιόμουτρο. Εμένα πάντως μου αρέσει μόνο η μουσική. Η μουσική είναι μουσική, ξέρεις. Είτε είναι απαλή είτε είναι δυνατή, είναι ή καλή ή κακή». Ο νεαρός έβαλε φρέσκο καφέ στην καφετιέρα και άρχισε να γεμίζει μια κανάτα. «Είσαι αστυνομικός;» με ρώτησε. «Όχι». «Ομοσπονδιακός;» «Όχι». «Δημοσιογράφος;» «Όχι». «Ο Ρουμπελστίλτσκιν;» «Ίσως». Έβαλε τα γέλια. «Είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ», είπα. «Σοβαρά μιλάς; Ήρθες εδώ για τη μικρή Κόρι;» «Όχι, για μια βαρετή υπόθεση κάποιου πελάτη. Γιατί, τη γνωρίζεις;» «Την έβλεπα στη γειτονιά», απάντησε, και μετά διόρθωσε: «Τη βλέπω στη γειτονιά. Εντάξει φαίνεται. Τριγυρνάει με ένα τσούρμο μικρότερα παιδιά, αλλά εδώ πέρα τα πιτσιρίκια δεν είναι τόσο πολλά, και έτσι τα ξέρεις όλα με τα ονόματά τους». «Έχεις καμιά ιδέα τι μπορεί να της συνέβη;» «Α, μπα. Αν ήταν λίγο μεγαλύτερη, θα έλεγα ότι μπορεί να την έκανε για την πόλη. Τη Βοστόνη ή και τη Νέα Υόρκη, εννοώ, όχι το Μπάνγκορ ή το Πόρτλαντ. Αυτά δεν είναι καλύτερα από εδώ, για να πούμε την αλήθεια, απλώς είναι μεγαλύτερα. Αν είναι να το σκάσεις, τότε πρέπει να πας μακριά, αλλιώς αυτός ο τόπος θα σε τραβήξει πάλι πίσω». «Εσύ είσαι ακόμη εδώ». «Εγώ προσπαθώ να αλλάξω το σύστημα από μέσα, δίνοντας τον καλό αγώνα, όλες αυτές τις μαλακίες». «Αν δεν το κάνεις εσύ, ποιος θα το κάνει;» «Ακριβώς». «Δεν πιστεύεις λοιπόν ότι η Άννα Κόρι το έσκασε;» «Μπα. Όχι δηλαδή ότι τα κορίτσια της ηλικίας της δεν το σκάνε, αλλά εκείνη δε φαίνεται τέτοιος τύπος. Όλοι λένε πως ήταν καλό παιδί». «Αυτό δεν ακούγεται και τόσο καλό για εκείνη». «Όχι, φαντάζομαι πως όχι».

Ο νεαρός βυθίστηκε στη σιωπή. Η Σουζάνα Βάλαμρεντ τραγουδούσε για τους ελάχιστους έρωτές της. Κρίνοντας από την ερμηνεία της, τους είχε βαρεθεί όλους. «Είχε φίλο η Άννα Κόρι;» «Νόμιζα πως είπες ότι δεν έχεις έρθει γι’ αυτή». «Έτσι είναι. Από επαγγελματική περιέργεια ρωτάω». Ο νεαρός σταύρωσε τα μπράτσα του και με ζύγισε με το βλέμμα. «Ο διοικητής μού είπε να τον ενημερώσω αν εμφανιστεί κανείς και αρχίσει τις ερωτήσεις για την Άννα». «Δεν αμφιβάλλω καθόλου. Υποθέτω ότι δε θα αργήσω να κουβεντιάσω μαζί του. Λοιπόν: Είχε φίλο η Άννα Κόρι;» «Όχι. Η μητέρα της ήταν –είναι– πολύ προστατευτική, έτσι έχω ακούσει, τουλάχιστον. Την είχε από κοντά την Άννα, ξέρεις, επειδή τη μεγαλώνει μόνη της. Μάλλον θα χαλάρωνε τα λουριά κάποια στιγμή». «Ναι. Ε, με λίγη τύχη, θα της δοθεί η ευκαιρία να το κάνει». «Μακάρι». Μου γύρισε την πλάτη και άρχισε να τακτοποιεί όσα γλυκά είχαν απομείνει. Εγώ συνέχισα να τρώω παρακολουθώντας τον κόσμο του Πάστορ’ς Μπέι να κάνει τη δουλειά του. Παρ’ ότι οι μαθητές είχαν σχολάσει πια, δεν έβλεπα νεαρά παιδιά στο δρόμο. «Ευχαριστώ για το σάντουιτς», είπα όταν τελείωσα. «Θα τα ξαναπούμε». «Και βέβαια. Καλή σου μέρα». Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα προς τη γέφυρα. Το μεσημέρι είχε περάσει προ πολλού. Σκεφτόμουν τη Σελίνα Ντέι και τον Λόνι Μάιντας. Αναρωτιόμουν πού να ήταν τώρα ο Λόνι. Ο Χέιτ μου είχε πει ότι οι γονείς του Λόνι είχαν πεθάνει όταν εκείνος ήταν στη φυλακή, δεν έπρεπε όμως να ξεχνάω ότι ζούσε ακόμη ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Τζέρι. Ίσως ο Λόνι να είχε επικοινωνήσει μαζί του αφότου αποφυλακίστηκε, αλλά κι έτσι να ήταν, τι σημασία είχε; Τι μπορούσε να μου πει ο Λόνι Μάιντας που δεν μπορούσε να μου το πει ο Χέιτ; Από την άλλη, βέβαια, θεωρούσα δεδομένο ότι μόνο το μυστικό του Χέιτ είχε αποκαλυφθεί. Αν η πληροφορία είχε προέλθει από κάποιον που είχε πάρε δώσε με τους δύο άντρες όταν γίνονταν οι απαραίτητες ενέργειες για την αποφυλάκισή τους, τότε ήταν πιθανό να είχε μπει και ο Μάιντας στο στόχαστρο. Όμως, είχα υπόψη μου και κάτι άλλο που είχε αποκαλύψει ο Χέιτ: την πεποίθησή του ότι ο Λόνι Μάιντας, εάν ήταν μεγαλύτερος όταν είχε γίνει ο φόνος, ίσως δε θα είχε διστάσει να τον σκοτώσει προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα κρατούσε το στόμα του κλειστό. Ήταν άραγε δυνατόν να του το φύλαγε ο Μάιντας όσα χρόνια ήταν και οι δύο στη φυλακή, και μόλις βγήκε να βάλθηκε να τον βρει και να υπονομεύσει την καινούρια του ύπαρξη; Θα μπορούσε ο Λόνι ακόμη και να είχε απαγάγει την Άννα Κόρι για να πετύχει το σκοπό του; Αυτά τα λογικά άλματα παραήταν μεγάλα. Ήταν συμπτώματα της απογοήτευσής μου, και ένα μέρος του εαυτού μου ήθελε να φύγει και να αφήσει τον Ράνταλ Χέιτ να επιπλεύσει ή να πάει στον πάτο, ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης. Αυτό που με συγκρατούσε και δεν πετούσα το μπαλάκι της υπόθεσης πίσω στην Έιμι Πράις ήταν η μικρή πιθανότητα να σχετίζεται κάπως η εξαφάνιση της Άννας Κόρι με το παρελθόν του Χέιτ, αλλά μέχρι στιγμής δεν μπορούσα να διακρίνω κάποια άμεση σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο. Είδα να εμφανίζεται η γέφυρα, με τα υποστυλώματα της προκατόχου της να σαπίζουν πλάι της σαν σκιά που είχε αποκτήσει υπόσταση. Είχα φτάσει στα μισά της γέφυρας, όταν από μια συστάδα δέντρων στην άλλη άκρη πρόβαλε το ασπρόμαυρο Εξπλόρερ με το φάρο του να αναβοσβήνει και

μπλόκαρε το δρόμο. Περίμενα την εμφάνισή του από τη στιγμή που ο νεαρός στην καφετέρια είχε αναφέρει το «διάταγμα» του διοικητή του τοπικού αστυνομικού τμήματος. Δικό μου ήταν το σφάλμα που είχα ξεπεράσει τα όρια. Συνέχισα να οδηγώ μέχρι που πάτησα στη στεριά, και μετά έκανα δεξιά και ακούμπησα τα χέρια στο τιμόνι. Ένας άντρας κοντά στα σαράντα, πιο κοντός από μένα αλλά με διάπλαση κολυμβητή ή κωπηλάτη, βγήκε από τη θέση του οδηγού του περιπολικού με το χέρι να αγγίζει το όπλο του, φροντίζοντας παράλληλα να μένει καλυμμένος πίσω από το αυτοκίνητο. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα και είχε μουστάκι. Από κοντά ο διοικητής Άλαν φαινόταν μεγαλύτερος απ’ ό,τι στην τηλεόραση, και το μουστάκι δεν τον κολάκευε καθόλου. Ζύγωσε αργά. Περίμενα να πλησιάσει αρκετά ώστε να με βλέπει ολόκληρο και μετά, με προσεκτικές κινήσεις, άνοιξα το παράθυρό μου. «Δίπλωμα και άδεια κυκλοφορίας, παρακαλώ», είπε. Το χέρι του έμενε κολλημένο στη λαβή του όπλου του. Δε φαινόταν νευρικός, αλλά ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος με τους αστυνομικούς των επαρχιακών πόλεων. Του έδωσα τα χαρτιά. Τους έριξε μια ματιά, αλλά δεν επικοινώνησε με κανέναν για να του ζητήσει να τα εξακριβώσει. «Τι δουλειά έχεις εδώ, κύριε Πάρκερ;» «Είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ», απάντησα. Έπιασα στο βλέμμα του μια λάμψη που έδειξε ότι με αναγνώρισε. Από γεωγραφικής πλευράς το Μέιν είναι μεγάλη Πολιτεία, αλλά η κοινωνία της είναι μικρή, κι εγώ είχα δημιουργήσει αρκετό θόρυβο, με αποτέλεσμα να με έχουν τουλάχιστον ακουστά οι περισσότεροι άνθρωποι του νόμου, ακόμη και στην περιφέρεια. «Ποιος είναι ο πελάτης σου;» «Εργάζομαι για λογαριασμό μιας δικηγόρου, της Έιμι Πράις. Σ’ εκείνη πρέπει να αποταθείς, αν θες κάτι να ρωτήσεις». «Πότε ήρθες στην πόλη;» «Πριν από λίγες ώρες». «Θα έπρεπε να είχες περάσει από τα γραφεία μας». «Δεν είχα αντιληφθεί ότι είχα αυτή την υποχρέωση». «Θα μπορούσες να το είχες θεωρήσει επίσκεψη αβροφροσύνης, δεδομένων των συνθηκών. Ξέρεις πού είναι το αστυνομικό τμήμα;» «Ναι, εκεί που είναι και όλα τα υπόλοιπα. Αριστερά στην υπηρεσία αποκομιδής απορριμμάτων, δεξιά στο γραφείο του γενικού γραμματέα του Δήμου, και μετά όλο ευθεία». «Είναι δεξιά στην υπηρεσία αποκομιδής απορριμμάτων, αλλά έπεσες αρκετά κοντά. Θέλω να γυρίσεις εκεί και να με περιμένεις». «Μπορώ να ρωτήσω το λόγο;» «Μπορείς να ρωτήσεις, αλλά η μόνη απάντηση που θα πάρεις είναι ότι σου λέω εγώ να το κάνεις. Το επόμενο βήμα θα είναι να σε βάλω στο πίσω κάθισμα του περιπολικού και να σε πάω εκεί ο ίδιος». «Πάω στοίχημα ότι οι χειροπέδες σου παραείναι σφιχτές». «Και σκουριασμένες. Ίσως πάρει πολλή ώρα για να βγουν». «Τότε, προτιμώ να γυρίσω με το δικό μου αυτοκίνητο». «Θα έρχομαι ακριβώς από πίσω σου». «Τώρα ησύχασα».

Ο Άλαν περίμενε να κάνω αναστροφή, και μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι ήμουν πάλι στη γέφυρα μπήκε κι αυτός στο Εξπλόρερ. Κρατήθηκε σε μικρή απόσταση πίσω μου, αν και είχε την καλοσύνη να σβήσει το φάρο του. Ο πιτσιρικάς με τα τατουάζ στεκόταν στην είσοδο της καφετέριας όταν μπήκα στο δημοτικό πάρκινγκ. Του κούνησα το χέρι και εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. Δε σου κρατάω κακία, είπα με το νου μου. Έκανες αυτό που έπρεπε. Ο διοικητής σταμάτησε δίπλα μου. Βγήκα από το αυτοκίνητο και τον περίμενα. Μου έγνεψε να πάω μέσα. Μια κεφάτη εξηντάρα καθόταν πίσω από ένα γραφείο κοντά στην πόρτα, περιτριγυρισμένη από φακέλους στοιβαγμένους τακτικά, δύο υπολογιστές και έναν ασύρματο. Μου χαμογέλασε ευγενικά όταν μπήκα και μου πρόσφερε κουλουράκι από το πιάτο που είχε πάνω στο γραφείο της. Θα ήταν αγένεια να αρνηθώ, και έτσι πήρα ένα. «Οπλοφορείς;» με ρώτησε ο Άλαν. «Έχω πιστόλι στην αριστερή πλευρά μου», απάντησα. «Βγάλ’ το και δώσ’ το στην κυρία Σέι». Δάγκωσα το κουλουράκι και κρατώντας το με τα δόντια έβγαλα το σακάκι και έδωσα τη θήκη ώμου στη γυναίκα. «Ευχαριστώ», είπε εκείνη. Τύλιξε τα λουριά γύρω από τη θήκη, την έβαλε σε ένα χαρτόκουτο κι έπιασε πάνω του με το συρραπτικό ένα τραπουλόχαρτο: το εννιά σπαθί. Μου έδωσε ένα άλλο εννιά σπαθί. «Μην το χάσετε», μου είπε. «Παρομοίως», απάντησα. «Πάρτε άλλο ένα κουλουράκι», είπε η κυρία Σέι. «Για κάθε ενδεχόμενο». «Τι ενδεχόμενο υπάρχει;» τη ρώτησα, αλλά δεν της δόθηκε η ευκαιρία να μου απαντήσει. Ο Άλαν μου έδειξε να πάω αριστερά, αν και το γραφείο του ήταν απέναντι, στα δεξιά. Με πήγε σε μια από τις αίθουσες συνεδριάσεων. Ήταν τόσο μικρή, που μόλις μπήκα φάνηκε ότι δε χώραγε άλλος άνθρωπος. «Βολέψου», είπε ο Άλαν. «Θα πω στην κυρία Σέι να σου φέρει καφέ». Έκλεισε την πόρτα βγαίνοντας, και την κλείδωσε. Κάθισα σε μια καρέκλα, αποτελείωσα το πρώτο μου κουλουράκι και άφησα το άλλο πάνω στο τραπέζι. Το δωμάτιο είχε ένα παράθυρο που έβλεπε στο πίσω πάρκινγκ, και χάζευα κάποιον ντυμένο με φόρμα που πασπάτευε ένα άλλο αστυνομικό αυτοκίνητο, ένα Κράουν Βικτόρια που προφανώς είχε αγοραστεί μεταχειρισμένο από κάποια άλλη υπηρεσία, κρίνοντας από τα υπολείμματα που είχε αφήσει το προηγούμενο αυτοκόλλητο σήμα στην πόρτα. Δύσκολοι καιροί για την πόλη, που έλεγε κι ο Μπομπ Ντίλαν, δύσκολοι και για την επαρχία. Η κυρία Σέι εμφανίστηκε φέρνοντας καφέ, ζάχαρη και άλλο ένα κουλουράκι, αν και ακόμη δεν είχα φάει το δεύτερο. Πέρασε μία ατέλειωτη ώρα. Και ο ήλιος έδυσε στο Πάστορ’ς Μπέι.

Ο Ράνταλ Χέιτ καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας του με τις παλάμες ακουμπισμένες στο φτηνό ξύλο, κοιτάζοντας το είδωλό του στο παράθυρο. Δε γνώριζε τον άνθρωπο που αντίκριζε εκεί. Δε γνώριζε τον Ράνταλ Χέιτ, επειδή ο Ράνταλ δεν είχε κάτι που να άξιζε να γνωρίσει κάποιος. Ούτε τον Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ γνώριζε, γιατί ο Γουίλιαμ είχε σβηστεί από το χάρτη των ανθρώπων. Το πρόσωπο στο τζάμι αντιπροσώπευε κάποιον Άλλο, ένα χλομό πράγμα εξόριστο στο σκοτάδι, και μια

Ετερότητα, ένα χώρο ύπαρξης που τον κατείχαν ψυχές χωρίς δεσμά. Ο ήλιος που έδυε άναβε φωτιές στον ουρανό γύρω από την όψη του. Μπροστά του ήταν ανοιχτό το ημερολόγιό του, με τις σελίδες του γεμάτες μικροσκοπικά, σχεδόν ακατάληπτα γράμματα. Είχε αρχίσει να καταγράφει τις σκέψεις του λίγο μετά την αποφυλάκισή του. Είχε διαπιστώσει ότι μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούσε να διατηρήσει τα λογικά του, να κρατήσει χωριστούς τους εαυτούς του. Έκρυβε το ημερολόγιο πίσω από ένα κομμάτι ξύλο στη βάση της ντουλάπας στην κρεβατοκάμαρά του. Στη φυλακή είχε μάθει τη σημασία που είχαν οι κρυψώνες. Στις πόρτες και στα παράθυρα υπήρχαν κλειδαριές. Κανονικά, τέτοια ώρα θα είχε αρχίσει να μαγειρεύει το βραδινό του, αλλά δεν είχε όρεξη. Είχαν χαθεί όλες οι απολαύσεις του από τότε που άρχισαν να καταφθάνουν οι φωτογραφίες, και η τελευταία φουρνιά τού είχε φέρει αναγούλα. Τι είδους άνθρωπος μπορούσε να κάνει τέτοια πράγματα σε ένα παιδί; Ο Χέιτ χρωστούσε χάρη στον ντετέκτιβ που φεύγοντας είχε πάρει μαζί του τις φωτογραφίες. Δεν τις ήθελε στο σπίτι του. Το κορίτσι μπορεί να διαμόρφωνε λανθασμένη εντύπωση για το άτομό του, κι εκείνος δεν ήθελε να συμβεί αυτό. Η ισορροπία μεταξύ τους ήταν ήδη επισφαλής. Τώρα καταλάβαινε ο Χέιτ για ποιο λόγο ο ντετέκτιβ είχε αντιδράσει τόσο έντονα απέναντί του στο γραφείο της δικηγόρου. Ο Ράνταλ είχε ενοχληθεί από την αίσθηση της αποστροφής που ανέδιδε ο ντετέκτιβ σε εκείνη την πρώτη συνάντηση, από την έλλειψη συμπόνιας του απέναντι στην απειλή που αντιπροσώπευαν τα μηνύματα για τη γαλήνη του Ράνταλ, για τη ζωή του στο Πάστορ’ς Μπέι. Εκείνη η αντίδραση τον είχε οδηγήσει να αναζητήσει περισσότερες πληροφορίες για τον ντετέκτιβ, και αυτά που ανακάλυψε ήταν ταυτόχρονα ενδιαφέροντα και, όπως υπέθετε ο Ράνταλ, συγκινητικά. Ο ντετέκτιβ είχε χάσει ένα παιδί από το χέρι κάποιου φονιά, κι όμως τώρα δούλευε για λογαριασμό ενός άλλου ανθρώπου που είχε σκοτώσει ένα παιδί. Ο Ράνταλ πάσχισε να βάλει τον εαυτό του στη θέση του ντετέκτιβ. Για ποιο λόγο θα αναλάμβανε ο ίδιος ένα τέτοιο δύσκολο έργο; Από καθήκον; Μα ο ντετέκτιβ δεν είχε κανένα καθήκον απέναντί του, ούτε καν απέναντι στη δικηγόρο. Από περιέργεια; Από την επιθυμία να αποκαταστήσει τις αδικίες; Για να αποδοθεί δικαιοσύνη; Και τότε ο Ράνταλ κατάλαβε το λόγο: Το ανέλαβε εξαιτίας της Άννας Κόρι. Ένα στήθος κοτόπουλου ξεπάγωνε στο πιάτο δίπλα στο νεροχύτη. Ακόμη και αν δεν είχε όρεξη, ο Χέιτ έπρεπε να φάει. Αλλιώς θα αδυνάτιζε και θα αρρώσταινε, ενώ ήταν απαραίτητο να διατηρήσει τις δυνάμεις του. Και όχι μόνο αυτό, έπρεπε να μπορεί να σκέφτεται καθαρά. Η ίδια του η ύπαρξη αντιμετώπιζε απειλή. Τα μυστικά του κινδύνευαν να αποκαλυφθούν. Όλα τα μυστικά του. Στο καθιστικό πίσω του η τηλεόραση έπαιζε. Κινούμενα σχέδια, πάντα κινούμενα σχέδια. Ήταν τα μόνα προγράμματα που φαίνονταν να ηρεμούν το κορίτσι. Ο Χέιτ άκουσε έναν ήχο πίσω του, αλλά δε γύρισε. «Φύγε», μουρμούρισε. «Γύρνα πάλι στις εκπομπές σου». Και το κορίτσι έκανε αυτό που του είπε.

12

Μ

ερικές φορές συμβαίνουν καλά πράγματα σε όσους ξέρουν να περιμένουν. Αυτή δεν ήταν μία από εκείνες τις φορές. Λίγο πριν από τις οχτώ το βράδυ, και αφού τα πόδια μου είχαν αρχίσει να μουδιάζουν από το πολύ καθισιό, άκουσα να ξεκλειδώνουν την πόρτα και είδα έναν τεράστιο τύπο να μπαίνει στο δωμάτιο. Λεγόταν Γκόρντον Γουόλς και ήταν κατά βάση κορυφαίος ειδικός σε υποθέσεις ανθρωποκτονιών και μέλος του Τομέα Διερεύνησης Εγκλημάτων. Οι δρόμοι μας είχαν συναντηθεί στο παρελθόν και ακόμη δεν είχα καταφέρει να τον αποξενώσω εντελώς, πράγμα που ήταν θαύμα ισάξιο με την ανάσταση των νεκρών. Ο Γουόλς είχε πρώτα τη βάση του έξω από το Μπάνγκορ, όπου μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε μία από τις τρεις μονάδες του Τομέα στην Πολιτεία, αλλά ύστερα από μια αναδιοργάνωση είχαν απομείνει μόνο δύο, μία στο Γκρέι και μία στο Μπάνγκορ. Είχα ακούσει ότι ο Γουόλς είχε μετατεθεί στο Γκρέι και ότι η βάση του ήταν στο γραφείο του περιφερειακού εισαγγελέα στο Αντροσκόγκιν. Η αλλαγή δεν ήταν ανυπόφορη γι’ αυτόν, μια και ζούσε στο Όουκλαντ, σε ίση ουσιαστικά απόσταση τόσο από το Γκρέι όσο και από το Μπάνγκορ. Το Πάστορ’ς Μπέι ανήκε στη δικαιοδοσία του Τομέα Διερεύνησης Εγκλημάτων στο Γκρέι επειδή βρισκόταν στο βόρειο τμήμα της Κομητείας Νοξ, αν και σε τέτοιες περιπτώσεις οι ορισμοί των δικαιοδοσιών ήταν κάπως ρευστοί, και οι δεκαέξι ντετέκτιβ του Γκρέι μπορούσαν να ενισχυθούν από μερικούς συναδέλφους τους από το Μπάνγκορ εάν χρειαζόταν. Να τος λοιπόν τώρα ο Γουόλς, με την έκφραση ανθρώπου που μόλις τον ξύπνησαν από βαθύ ύπνο για να σώσει έναν αντιπαθητικό γάτο ανίκανο να κατέβει από το δέντρο που σκαρφάλωσε. Κοίταξε το μαύρο κουστούμι και τη μαύρη γραβάτα μου και είπε: «Τηλεφώνησε ο νεκροθάφτης. Θέλει πίσω τα ρούχα του». «Ντετέκτιβ Γουόλς», είπα, «εξακολουθείς να υποβάλλεις σε καθημερινή δοκιμασία την αντοχή και την ελαστικότητα του πολυεστέρα;» «Είμαι ένας έντιμος δημόσιος λειτουργός. Φοράω ό,τι μπορώ να αγοράσω με τα λεφτά που παίρνω». Έτριψε το στρίφωμα του σακακιού του ανάμεσα στα δάχτυλά του και μόρφασε ελαφρά. «Στατικός ηλεκτρισμός;» «Ναι». «Φταίει η ατμόσφαιρα». Ο Γουόλς εξακολουθούσε να είναι γερμένος στον τοίχο, και η διάθεσή του δεν έδειχνε να βελτιώνεται. Αντίθετα, η δυσαρέσκειά του εντεινόταν όσο κυλούσαν τα δευτερόλεπτα. Δεν ήταν από τους τύπους που έκρυβαν τα συναισθήματά τους. Το πιθανότερο ήταν ότι έβαζε τα κλάματα βλέποντας ημερολόγια με φωτογραφίες κουταβιών και ούρλιαζε σαν λύκος στο φεγγαρόφωτο όποτε έχαναν αγώνα οι Ρεντ Σοξ. «Σε έστειλαν για να με μαλακώσεις;» τον ρώτησα. «Ναι. Ελπίζουμε ότι θα ανταποκριθείς σε ένα μειλίχιο τόνο». «Θέλεις κουλουράκι; Είναι ωραία». «Έφαγα ένα. Είναι πράγματι ωραία, αλλά πρέπει να προσέχω το βάρος μου. Η γυναίκα μου θέλει να ζήσω αρκετά για να προλάβω να πάρω τη σύνταξή μου. Όχι όμως περισσότερο. Ίσα ίσα μέχρι να γίνει η εκκαθάριση των επιταγών».

Απομακρύνθηκε από τον τοίχο πριν κάνει ρωγμές από το βάρος του και σωριάστηκε σε μια καρέκλα στην άλλη πλευρά του μικρού τραπεζιού. Έξω, ο τύπος με τη φόρμα είχε τελειώσει τη δουλειά του στο Κράουν Βικτόρια. Δεν είχε σταματήσει όταν σουρούπωσε, μόνο άναψε τα φώτα του γκαράζ για να μπορέσει να ολοκληρώσει αυτό που έκανε. Ενώ μάζευε τα εργαλεία και τις λάμπες του, βγήκε ο Άλαν για να του μιλήσει. Ο μηχανικός πήρε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη της φόρμας του και κάπνισε παρέα με τον Άλαν, ενώ του περιέγραφε, προφανώς, τα μειονεκτήματα του αυτοκινήτου καθώς έφερναν μια βόλτα γύρω του. Σε λίγο θα διαπίστωνα πώς ένιωθε το αυτοκίνητο. «Τι γνώμη έχεις γι’ αυτόν;» είπε ο Γουόλς. «Για τον Άλαν; Δεν ξέρω τίποτε γι’ αυτόν». «Θα έπρεπε να ήταν κάπου αλλού και όχι εδώ στην ερημιά. Είναι ξύπνιος και αφοσιωμένος. Μέχρι στιγμής τα έχει πάει πολύ καλά στην υπόθεση της Άννας Κόρι». Ο Γουόλς άφησε το όνομα του κοριτσιού να αιωρείται σαν αγκίστρι. Εγώ δεν τσίμπησα, ή τουλάχιστον όχι τόσο γερά ώστε να μου καρφωθεί. «Εσύ είσαι ο υπεύθυνος της έρευνας;» τον ρώτησα. «Ναι. Αν ντύθηκες έτσι για την κηδεία, ήρθες πολύ νωρίς». «Ποιος είναι ο επικεφαλής αρχιφύλακας;» Σε κάθε έρευνα υπήρχε ένας υπεύθυνος ντετέκτιβ, ο οποίος με τη σειρά του έδινε αναφορά σε έναν αρχιφύλακα των ντετέκτιβ που ενεργούσε ως προϊστάμενος. «Ο Ματ Πράγκερ». Τον ήξερα τον Πράγκερ. Ήταν καλός, έστω και αν, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, του άρεσαν υπερβολικά τα μιούζικαλ και τα τραγούδια τέτοιου είδους. Το βρήκα λογικό να συνεργάζεται με τον Γουόλς στην υπόθεση της Κόρι. Ήταν δύο από τους παλαιότερους ντετέκτιβ της Πολιτειακής Αστυνομίας του Μέιν, και γενικά συνεργάζονταν αρμονικά με τους άλλους. «Λοιπόν», συνέχισε ο Γουόλς, «αν και είμαι σίγουρος ότι έχεις θιγεί βαθύτατα που είσαι υποχρεωμένος να κάθεσαι εδώ πέρα και να παρακολουθείς το σκοτάδι να πέφτει, ενώ θα μπορούσες να ήσουν κάπου αλλού αποδίδοντας το δικό σου είδος δικαιοσύνης –ή καθαρίζοντας πίσω από τον πάγκο του μπαρ όπου δουλεύεις όταν σφίγγουν τα πράγματα και ο κόσμος έχει βαρεθεί για λίγο τους ήρωες–, πρέπει να καταλάβεις ότι βρισκόμαστε στο επίκεντρο μιας έρευνας σε εξέλιξη για την εξαφάνιση ενός νεαρού κοριτσιού, και ότι ο Άλαν καλά έκανε και σε έφερε εδώ για να βράσεις για λίγο στο ζουμί σου». «Δεν έχω πρόβλημα με αυτό που έκανε». «Ωραία. Ξαναγυρίζουμε λοιπόν στο θέμα της παρουσίας σου εδώ. Δουλεύεις για κάποιον πελάτη, να υποθέσω;» «Πότε πότε συμβαίνει και αυτό». «Πρέπει να ξέρουμε». «Θα πρέπει να τηλεφωνήσεις στην Έιμι Πράις και να της θέσεις το αίτημά σου. Δουλεύω για λογαριασμό της. Δεν μπορώ να σου πω τίποτε αν δε δώσει εκείνη τη συγκατάθεσή της». «Μιλήσαμε με την Έιμι Πράις. Σε σύγκριση μ’ εκείνη, εσύ φαίνεσαι λογικός». «Είναι δικηγόρος. Οι δικηγόροι είναι λογικοί μόνο με τους δικούς τους όρους». «Ε, τότε έχετε τουλάχιστον ένα κοινό σημείο. Σε ξέρω. Αν υπάρχουν μπελάδες και εμφανιστείς εσύ, τότε είσαι ανακατεμένος. Όταν πρόκειται για σένα, οι συμπτώσεις πάνε περίπατο. Δεν έχω ιδέα γιατί συμβαίνει αυτό, και στη θέση σου θα με προβλημάτιζε, αλλά προς το παρόν αυτό που μου λέει

εμένα είναι ότι ο λόγος της παρουσίας σου εδώ διασταυρώνεται πιθανόν σε κάποιο σημείο με την υπόθεση της Άννας Κόρι, και θέλω να μου πεις πού ακριβώς βρίσκεται αυτό το σημείο». «Αυτή η συζήτηση δεν οδηγεί πουθενά. Λέμε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Με έχει προσλάβει η Έιμι Πράις, πράγμα που σημαίνει ότι οι πληροφορίες που αφορούν τον πελάτη είναι εμπιστευτικές». «Κινδυνεύει η ζωή ενός κοριτσιού». «Το καταλαβαίνω αυτό, αλλά...» «Δεν υπάρχει “αλλά”. Πρόκειται για ένα παιδί». Ο Γουόλς είχε υψώσει τη φωνή του. Άκουσα σύρσιμο έξω από την πόρτα, αλλά δεν μπήκε κανείς. «Άκου, Γουόλς, θέλω όσο κι εσύ να γυρίσει η Άννα Κόρι στο σπίτι της σώα και αβλαβής. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δεν πιστεύω ότι ο πελάτης μου είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην εξαφάνισή της, και δεν έχω βρει κανένα στοιχείο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των διερευνητικών επαφών που κάνω για λογαριασμό του πελάτη μου και της δικής σου έρευνας». «Δεν αρκεί αυτό. Δε θα το κρίνεις εσύ». «Τα χέρια μου είναι δεμένα. Η Έιμι είναι σταθερός και αξιόπιστος άνθρωπος, τη συμπαθώ και την εμπιστεύομαι, αλλά ξέρω ότι αν παραβώ τους όρους εχεμύθειας θα με κρεμάσει, ανεξάρτητα από τις νομικές ενέργειες στις οποίες μπορεί να προβεί ο πελάτης της. Σου το ξαναλέω: Απ’ όσο ξέρω, η υπόθεση του πελάτη είναι άσχετη με την εξαφάνιση της Άννας Κόρι, αλλά συμβούλευσα τον πελάτη να έρθει σε επαφή με την αστυνομία και να την ενημερώσει για το θέμα που χειριζόμαστε, ώστε να αποφευχθεί η όποια σύγχυση». «Και πώς αντέδρασε ο πελάτης σ’ αυτή τη μεγαλόθυμη χειρονομία σου;» «Το σκέφτεται». Ο Γουόλς σήκωσε τα χέρια του ψηλά. «Ε, λοιπόν, αυτό είναι υπέροχο. Τώρα μπορώ να ηρεμήσω. Ο πελάτης σου θα σκεφτεί αν θα πράξει το καθήκον του να μοιραστεί μαζί μας πληροφορίες που μπορεί να σχετίζονται με μια έρευνα σε εξέλιξη. Στο μεταξύ, έχει εξαφανιστεί ένα δεκατετράχρονο κορίτσι και, σύμφωνα με την πείρα μου, όσοι απάγουν δεκατετράχρονα κορίτσια δεν έχουν ακριβώς το καλό τους κατά νου. Κι εσύ, άβουλε λεχρίτη, μεταθέτεις τις ηθικές ευθύνες σου σε μια δικηγόρο. Αυτή τη στιγμή βρίσκεσαι στον πάτο του βάλτου, Πάρκερ, μαζί με τα αγριόχορτα και τα παράσιτα. Εσύ, περισσότερο απ’ όλους τους ανθρώπους, θα έπρεπε να είχες τη σύνεση να φερθείς σωστά. Είδες τις ειδήσεις; Είδες τη Βάλερι Κόρι να κλαίει για το παιδί της; Ξέρεις τι περνάει, και την περιμένουν ακόμη χειρότερα, αν δε βρούμε έγκαιρα την κόρη της. Θέλεις τέτοιο κρίμα στο λαιμό σου, ένας άνθρωπος που έχασε το δικό του παιδί, που καταλαβαίνει...» Η αναφορά του στην Τζένιφερ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι –μαζί με το γεγονός ότι ήξερα πως ο Γουόλς είχε δίκιο. Πετάχτηκα αμέσως όρθιος, το ίδιο κι εκείνος. Άκουσα τον εαυτό μου να του φωνάζει, εκτός ελέγχου, και ούτε που ήξερα τι του έλεγα. Ο Γουόλς φώναζε κι αυτός, ενώ σάλια πετάγονταν από το στόμα του, και κουνούσε το δάχτυλό του μπροστά στο πρόσωπό μου. Η πόρτα πίσω μας άνοιξε και μπήκε ο Άλαν μαζί με ένα μεγαλύτερο σε ηλικία αστυνομικό που δεν είχα ξαναδεί, ενώ στο βάθος διέκρινα πρόσωπα που μας κοίταζαν καλά καλά: η κυρία Σέι, ο μηχανικός, ο συνεργάτης του Γουόλς, ο Σόουμς, δύο άντρες της πολιτειακής αστυνομίας και δύο τύποι με κουστούμια. Παρ’ όλη την οργή και την αυτολύπηση που ένιωθα, παρ’ όλη τη γελοία ηθικολογία που είχα επιστρατεύσει για να κρύψω την ντροπή μου, αναγνώρισα τον έναν από τους δύο και κατάλαβα ότι

το παιχνίδι είχε πάρει άλλη τροπή. Απομακρύνθηκα από τον Γουόλς, και μαζί απομακρύνθηκα από τα χειρότερα ένστικτά μου. «Θέλω να κάνω ένα τηλεφώνημα», είπα. «Θέλω να τηλεφωνήσω στη δικηγόρο μου».

Κλείδωσαν πάλι την πόρτα και με άφησαν ξανά μόνο μου. Δε με είχαν συλλάβει και δε μου είχαν απαγγείλει κατηγορίες για κάποιο έγκλημα. Ούτε τηλέφωνο όμως μου έφεραν. Ίσως μπορούσαν να με κρατήσουν για παρακώλυση της δικαιοσύνης, αλλά η Έιμι θα κατέρριπτε αυτό τον ισχυρισμό χωρίς καμιά δυσκολία. Το πρόβλημα, έτσι όπως καθόμουν στην καρέκλα με το θυμό μου να σιγοβράζει, ήταν ότι ένιωθα στο πετσί μου την αλήθεια των λόγων του Γουόλς. Ήξερα ότι δεν έπρεπε να φέρομαι όπως φερόμουν, το ήξερα επειδή όπου κι αν πήγαινα κουβαλούσα την ανάμνηση ενός νεκρού παιδιού. Το βάρος του χαμού της Τζένιφερ μου πλάκωνε την καρδιά, και δεν ήθελα ούτε μπορούσα να ευχηθώ να νιώσει άλλος άνθρωπος τέτοιο πόνο. Από νομικής πλευράς, είχα κάθε δικαίωμα να μην αποκαλύψω τα όσα γνώριζα για τον Ράνταλ Χέιτ· από ηθικής πλευράς, ήμουν κατάπτυστος, γιατί το δικαίωμα του Χέιτ να μην παραβιαστεί η ιδιωτική ζωή του ήταν δευτερεύουσας σημασίας σε σύγκριση με το δικαίωμα ενός παιδιού να ζήσει. Κι όμως, παρ’ όλο που αισθανόμουν ότι ο Χέιτ είχε επιδοθεί σε μια παραπλανητική παρουσίαση των πληροφοριών, μια παραχάραξη της αλήθειας που αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση των δικών του σκοπών, εξακολουθούσα να μην πιστεύω ότι είχε ανάμειξη σε οτιδήποτε είχε συμβεί στην Άννα Κόρι. Ταυτόχρονα, παρά τις διαβεβαιώσεις μου προς τον Γουόλς, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος ότι τα προβλήματα του Χέιτ και η εξαφάνιση του κοριτσιού δε συνδέονταν απλώς και μόνο επειδή εγώ δεν είχα βρει ακόμη αποδείξεις περί του αντιθέτου. Εάν όμως συνδέονταν, και πάλι δεν μπορούσα να πιστέψω ότι το πρόσωπο που έστελνε φωτογραφίες και DVD στον Χέιτ θα ήταν τόσο απρόσεκτο ώστε να αφήσει πειστήρια στο περιεχόμενο των φακέλων, ή ακόμη και στους ίδιους τους φακέλους. Πάντως, αυτό δεν μπορούσα να το κρίνω εγώ. Δεν είχα εγκληματολογικό εργαστήριο στο υπόγειό μου, και ποιος ήξερε τι ίχνη πειστηρίων ή γενετικού υλικού μπορεί να βρίσκονταν εάν οι φάκελοι και το περιεχόμενό τους υποβάλλονταν σε εξέταση. Με προβλημάτιζε όμως και ο άντρας που είχα δει να με κοιτάζει από την είσοδο του γραφείου του διοικητή Άλαν. Δεν είχαμε συστηθεί ποτέ, αλλά τον γνώριζα εξ όψεως: Νωρίτερα φέτος τον είχα προσέξει στην Ογκάστα να τριγυρίζει στο περιθώριο μιας δίκης εναντίον της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ εγώ κατέθετα σχετικά με μια επιχείρηση λαθρεμπορίου που είχε δώσει λόγο ύπαρξης στις εφημερίδες στη διάρκεια του καλοκαιριού. Λεγόταν Ρόμπερτ Ένγκελ, και είχε το νεφελώδη τίτλο του αναπληρωτή επόπτη επιχειρησιακού σχεδιασμού της Ομάδας Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος στο γραφείο του FBI στη Βοστόνη. Στην ουσία, τα καθήκοντα του Ένγκελ απαιτούσαν διαρκείς μετακινήσεις, και ενεργούσε σαν δίαυλος πληροφοριών και πόρων μεταξύ των γραφείων του FBI στη Νέα Αγγλία και των τριών μονάδων του Τομέα Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος στο αρχηγείο του FBI στην Ουάσινγκτον –αυτές ήταν: η μονάδα που ερευνούσε τη δράση της Κόζα Νόστρα και την αθέμιτη παροχή προστασίας· η μονάδα που ήταν αρμόδια για τη διερεύνηση εγκλημάτων στην Ευρασία και τη Μέση Ανατολή· και η μονάδα που ερευνούσε εγκληματικές δραστηριότητες στην Ασία και στην Αφρική. Ο Ένγκελ συνεργαζόταν επίσης με τη Μεικτή Ειδική Αντιτρομοκρατική Δύναμη με στόχο την αποκάλυψη πιθανών πηγών χρηματοδότησης της τρομοκρατίας μέσω του οργανωμένου εγκλήματος. Ήταν ένας

προικισμένος διπλωμάτης, ικανός να κινείται με προσοχή στο ανελέητο θέατρο του αλύπητου πολέμου αλληλοεξόντωσης που μαινόταν στο εσωτερικό του FBI καθώς και στο ναρκοπέδιο των αδιάκοπων διενέξεων του FBI με αδελφές υπηρεσίες –ιδίως με το Γραφείο Οινοπνευματωδών, Καπνού, Όπλων και Εκρηκτικών. Εκτός αυτού, είχε δουλέψει για την αποκατάσταση της φήμης του FBI στη Βοστόνη μετά την αποκάλυψη της στενής συνεργασίας ορισμένων πρακτόρων με ηγετικές φυσιογνωμίες του οργανωμένου εγκλήματος στην πόλη. Ο Ένγκελ δεν είχε κανέναν προφανή λόγο να βρίσκεται στο αστυνομικό τμήμα μιας ασήμαντης κωμόπολης ενώ γινόταν έρευνα για την εξαφάνιση ενός κοριτσιού. Κι όμως, ήταν εδώ, και η παρουσία του εξηγούσε μερικές από τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, μεταξύ των οποίων τη μεγάλη καθυστέρηση της Βάλερι Κόρι να απευθύνει δημόσια έκκληση για την Άννα. Το γεγονός αυτό δήλωνε ότι υπήρχε διάσταση απόψεων, και η παρουσία του Ένγκελ σήμαινε ότι στην έρευνα για την Κόρι είχαν εμπλακεί τουλάχιστον δύο κλάδοι του FBI. Συν τοις άλλοις, αν ήταν ανακατεμένος ο Ένγκελ, τότε οι ομοσπονδιακοί ή είχαν στοιχεία για οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες στο Πάστορ’ς Μπέι, ή παρακολουθούσαν κάποιον στην ευρύτερη περιοχή, κάποιον με διασυνδέσεις που εκτείνονταν πέρα από τα όρια της μικρής αυτής πόλης. Έπρεπε να μιλήσω στην Έιμι, για το καλό και των δυο μας. Τώρα περισσότερο από ποτέ ήταν σημαντικό να πείσουμε τον Ράνταλ Χέιτ ότι ήταν ανάγκη να παρουσιαστεί και να αποκαλύψει τη φύση των μηνυμάτων που λάμβανε και το λόγο που του τα έστελναν, έστω και αν κινδύνευε να διαρραγεί η ενότητα της ύπαρξής του, την οποία διαφύλασσε με προσοχή. Από την πλευρά μου, είχα πολύ καλούς λόγους να αποφεύγω όσο γινόταν να μπαίνω στη μύτη της Πολιτειακής Αστυνομίας του Μέιν. Η άδεια άσκησης του επαγγέλματός μου είχε ανακληθεί στο παρελθόν επειδή τους είχα εξοργίσει, και οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον μου στο μέλλον θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ως αποτέλεσμα την οριστική ακύρωσή της. Άλλο όμως ήταν το να ενοχλείς την πολιτειακή αστυνομία, και άλλο το να ανακατεύεσαι με το FBI και να το εκνευρίζεις. Οι αστυνομικοί ήταν αναγκασμένοι είτε να μου απαγγείλουν κατηγορία είτε να με αφήσουν να φύγω, αλλά οι ομοσπονδιακοί μπορούσαν να με χώσουν πίσω από τα σίδερα για όσο καιρό ήθελαν. Η Έιμι μάλλον δε θα είχε πρόβλημα, αφού ακόμη και το FBI απέφευγε να στέλνει δικηγόρους στη φυλακή χωρίς καλό λόγο. Εγώ όμως ήμουν ένας απλός ιδιωτικός ντετέκτιβ, και μολονότι ήξερα πως στο FBI υπήρχαν κάποιοι που ενδιαφέρονταν για μένα και, για δικούς τους λόγους, ήταν έτοιμοι να με προστατεύσουν μέχρι ενός σημείου, το έκαναν από αίσθηση καθήκοντος μάλλον παρά από μεγάλη προσωπική συμπάθεια, και δεν ήταν απίθανο να θεωρούν ότι λίγος καιρός μέσα, είτε στην κομητειακή φυλακή είτε σε κάποιον άλλο, πιο ακαθόριστο, χώρο σωφρονισμού ήταν ένας χρήσιμος τρόπος να μου υπενθυμίσουν τα όρια της ανοχής τους. Τελικά, αφού είχε περάσει σχεδόν μία ώρα, η πόρτα άνοιξε. Αυτή τη φορά μπήκε ο Άλαν, και η πόρτα παρέμεινε ανοιχτή. Πίσω του στο κτίριο επικρατούσε σχετική ησυχία. Ο Ένγκελ και οι παρατρεχάμενοί του, ο Γουόλς και οι άντρες της πολιτειακής αστυνομίας ήταν όλοι αλλού. Εκτός από τον Άλαν έβλεπα μόνο τον πιο ηλικιωμένο αστυνομικό με το πηλήκιό του παραμάσχαλα και μια χαριτωμένη κοπέλα ντυμένη με παντελόνι φόρμας γυμναστικής και ένα παλιό μακό των Μπλακ Μπερς, μάλλον αντικαταστάτρια της κυρίας Σέι, που έβαζε τώρα το παλτό της και ετοιμαζόταν να φύγει. «Είσαι ελεύθερος», μου είπε ο Άλαν. Δε φαινόταν να τον χαροποιεί το γεγονός. «Αυτό ήταν;» «Αυτό ήταν. Δεν είναι δική μου απόφαση. Αν ήταν στο χέρι μου, ως τώρα θα μας είχες πει όλα

όσα ξέρεις». «Δε θα το πιστέψεις, αλλά δε θα σε κατηγορούσα αν αποφάσιζες να με ζορίσεις». «Μην κουράζεσαι. Θα μάθουμε με ποιον μιλούσες, έτσι κι αλλιώς. Ήδη αρχίσαμε τις ερωτήσεις σχετικά με το αυτοκίνητό σου. Η κοινότητα εδώ είναι μικρή και επιφυλακτική. Κάποιος θα σε έχει δει κάπου να παρκάρεις, οπότε θα ξεκινήσουμε από εκεί. Φρόντισε να το πεις αυτό στον “πελάτη” σου. Μπορείς να πάρεις το όπλο και το τηλέφωνό σου από την Μπέκι». Έδωσα το τραπουλόχαρτό μου στην Μπέκι. Εκείνη δεν είχε τόσο φιλική διάθεση όσο η κυρία Σέι, ούτε φαινόταν να της άρεσαν πολύ τα κουλουράκια, εγώ πάντως την ευχαρίστησα. Όταν πήγα στο αυτοκίνητό μου, άνοιξα το κινητό και πήρα την Έιμι. Απάντησε με το πρώτο κουδούνισμα. «Σ’ ευχαριστώ που έτρεξες να με βοηθήσεις», της είπα. «Φοβήθηκα μήπως αισθανόσουν ότι απειλούσα τον ανδρισμό σου. Σε άφησαν να φύγεις;» «Χωρίς ιδιαίτερη προθυμία. Δε θέλω να μιλήσω από το τηλέφωνο, και είμαι πολύ κουρασμένος για να τα πούμε από κοντά τώρα. Μπορείς να βρεις λίγη ώρα για μένα το πρωί;» «Στο ξεκίνημα της μέρας. Θα είμαι εκεί στις οχτώ. Στο μεταξύ, μίλησα με τον πελάτη μας». «Και;» «Νομίζω ότι άρχισε να λογικεύεται μετά την κουβέντα που έκανες μαζί του, αλλά ακόμη διστάζει να εκτεθεί». «Πίεσέ τον», της είπα. «Ή θα εκτεθεί ή θα τον παρατήσω». Έκλεισα το τηλέφωνο. Ήμουν τόσο κουρασμένος, που σκεφτόμουν να διανυκτερεύσω κάπου στο Πάστορ’ς Μπέι, αλλά μια γρήγορη ματιά στον έρημο κεντρικό δρόμο με έπεισε πως δεν ήταν καλή ιδέα. Ανάλογα με τις εξελίξεις μπορεί να αναγκαζόμουν να μείνω πιο κοντά στην πόλη, αλλά δεν είχα καμία όρεξη να μείνω μέσα στην πόλη. Ίσως να έφταιγε η κούρασή μου ύστερα από τόσες ώρες που είχα περάσει σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο, και το σάβανο που είχε πέσει στην πόλη λόγω της εξαφάνισης της Άννας Κόρι, αλλά αισθανόμουν ότι, ακόμη και χωρίς το τραύμα της εξαφάνισης, εγώ και πάλι θα ανυπομονούσα να φύγω από το Πάστορ’ς Μπέι. Βλέποντάς το τώρα, χωρίς να κυκλοφορεί ψυχή στο δρόμο, κατάλαβα το λάθος που είχε γίνει εδώ: ο τόπος αυτός δεν ήταν κατάλληλος για πόλη, ή τουλάχιστον όχι γι’ αυτή την πόλη. Η πρώτη πέτρα που είχε μπει στα θεμέλιά της είχε τοποθετηθεί στραβά, το πρώτο σπίτι είχε χτιστεί σε άσχημη τοποθεσία και ήταν αφιλόξενο, και όλα όσα είχαν γίνει στη συνέχεια βγήκαν στρεβλά και χωρίς ισορροπία εξαιτίας εκείνων των αρχικών λαθών. Ο θάνατος του Τζέιμς Γουέστον Χάρις στα χέρια των ιθαγενών θα έπρεπε να είχε λειτουργήσει σαν προειδοποίηση των όσων επρόκειτο να συμβούν μελλοντικά, αλλά ήταν πια πολύ αργά για να αποκατασταθεί η ζημιά, πολύ αργά για να γίνει μια καινούρια αρχή, και έτσι όσοι ζούσαν εδώ ήταν υποχρεωμένοι να υποταχθούν σ’ αυτές τις βαθιές ατέλειες ή να αρνηθούν ολοκληρωτικά την ύπαρξή τους, ενώ συνάμα αναρωτιόνταν για ποιο λόγο δεν μπόρεσαν ποτέ να προκόψουν στ’ αλήθεια ούτε οι ίδιοι ούτε η πόλη. Άκουσα ένα βόμβο από το κινητό μου. Είχα μήνυμα, αλλά ο αριθμός του αποστολέα ήταν απόρρητος. Το άνοιξα, ούτως ή άλλως. Έλεγε: Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΛΑΝ ΛΕΕΙ ΨΕΜΑΤΑ. Έκλεισα το μήνυμα και ξανακοίταξα το σκοτεινό, άσχημο δρόμο, λες και περίμενα να ξεπροβάλει ο αποστολέας σαν σκιά ανάμεσα σε πιο έντονες σκιές, αλλά δεν είδα καμία κίνηση. Στο διάολο η κούραση. Η επιθυμία μου να φύγω από το Πάστορ’ς Μπέι είχε γίνει ακατανίκητη. Γύρισα το κλειδί στη μίζα και άκουσα μόνο έναν επιθανάτιο ρόγχο. Δοκίμασα πάλι, και αυτή τη φορά δεν ακούστηκε ούτε ρόγχος. Η μπαταρία μου είχε αδειάσει. Πριν αρχίσω να βλαστημώ όποιο θεό με είχε φέρει σ’

αυτό το μέρος, άκουσα ένα χτύπο στο παράθυρό μου. Είδα τον μηχανικό να στέκεται δίπλα, έχοντας πάλι ένα τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του. Κατέβασα το παράθυρο. «Χρειάζεσαι λίγη τόνωση της μπαταρίας;» με ρώτησε. «Χρειάζομαι λίγη τόνωση από κάθε άποψη», απάντησα. Το φορτηγάκι του ήταν παρκαρισμένο εκεί κοντά, και σε λίγο γύρισε με έναν εκκινητή. Άνοιξε το καπό, τοποθέτησε τους ακροδέκτες και μου είπε να κάνω μια δοκιμή. Το αυτοκίνητο πήρε αμέσως μπροστά. Συνέχισα να πατώ το γκάζι και έβγαλα ένα εικοσαδόλαρο από το πορτοφόλι μου. Ο μηχανικός είδε την κίνηση και έγνεψε αρνητικά. «Δε χρειάζεται», είπε. «Κάτι μ’ αυτό που έγινε τώρα και κάτι με τα κουλουράκια της μητέρας μου, ίσως να μη σκέφτεσαι πολύ άσχημα για μας όταν φύγεις». «Η κυρία Σέι είναι η μητέρα σου;» «Ναι, και δεν κερνάει τα κουλουράκια της στον οποιονδήποτε. Λέγομαι Πάτρικ Σέι, αλλά όλοι στην περιοχή με φωνάζουν Πατ. Επίσης, ξέρω ποιος είσαι· το πιο πιθανό είναι πως τώρα πια σε ξέρουν όλοι στην πόλη». Δώσαμε τα χέρια, κι εκείνος έβγαλε τους ακροδέκτες από την μπαταρία της Μάστανγκ. «Ωραίο μηχάνημα», μου είπε. «Μόνος σου το φροντίζεις;» «Μέχρι ενός σημείου». «Μου αρέσουν αυτά τα παλιά αυτοκίνητα. Αν κάτι χαλάσει, μπορεί να επισκευαστεί εύκολα. Δε χρειάζεσαι ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μόνο λίγο γράσο και να σκαμπάζεις από τέτοια πράγματα». «Σε είδα να ασχολείσαι μ’ εκείνο το Κράουν Βικτόρια πίσω από το κτίριο. Φαντάζομαι πως έχεις συμβόλαιο συντήρησης των δημοτικών οχημάτων». «Ναι, και με λίγη τύχη θα εξακολουθήσω να το έχω και αύριο, όταν μάθει ο διοικητής ότι σε βοήθησα. Δεν είναι από αυτούς που συγχωρούν. Καλύτερα να μην τον τσαντίζει κανείς». Το είπε σαν να μην ήταν κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, αλλά ο τόνος του έκρυβε κάποια τραχύτητα. Δεν τον πίεσα να μου εξηγήσει περισσότερα. Με χαιρέτησε και πρόσθεσε: «Υποθέτω πως θα σε ξαναδούμε στη γειτονιά, έτσι δεν είναι;» «Γιατί το λες αυτό;» «Επειδή φαίνεσαι τύπος που δεν το βάζει στα πόδια όταν του γαβγίζει ένας σκύλος, έστω και αν ο σκύλος έχει δόντια σαν του διοικητή». «Μου δίνει την εντύπωση πως είναι καλός σ’ αυτό που κάνει». «Είναι καλός, αλλά καλός στο να αστυνομεύει μια μικρή πόλη που έχει τα προβλήματα μιας μικρής πόλης», είπε ο μηχανικός ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου του. «Το θέμα είναι ότι τώρα αντιμετωπίζουμε ένα μεγαλύτερο πρόβλημα». «Την υπόθεση της Άννας Κόρι». «Ακριβώς». «Πιστεύεις ότι δεν είναι ικανός να τη βρει;» «Αυτό δεν μπορώ να το κρίνω εγώ». «Αυτός είναι ο λόγος που βρίσκεται εδώ το FBI;» Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε πλατιά. «Καλή η προσπάθεια, κύριε Πάρκερ. Εγώ απλώς επισκευάζω αυτοκίνητα». Έμεινα πίσω του για δύο με τρία χιλιόμετρα, και μου αναβόσβησε τα αλάρμ του όταν βγήκε από τον κεντρικό δρόμο. Συνέχισα ευθεία και σκεφτόμουν το μήνυμα που είχε έρθει στο κινητό μου. Ο Άλαν μου είχε μιλήσει ελάχιστα, και στις λιγοστές κουβέντες που είχαμε ανταλλάξει δεν μπορούσα

να βρω το παραμικρό που θα ήταν δυνατό να προκαλέσει αμφιβολίες ή υποψίες, πράγμα που σήμαινε ότι όποιος είχε στείλει το ανώνυμο μήνυμα, χρησιμοποιώντας πιθανότατα το δικτυακό τόπο ενός διακομιστή μεσολάβησης, αναφερόταν σε κάτι που εγώ αγνοούσα. Αλλά και πάλι, ίσως ήταν απλώς μια προσπάθεια να θολώσει τα νερά, και τον ίδιο σκοπό μπορεί να εξυπηρετούσαν επίσης οι φάκελοι που είχαν σταλεί στον Ράνταλ Χέιτ, οπότε ενδεχομένως ένα πρόσωπο ή μία ομάδα ήταν υπεύθυνα και για τα δύο. Είχα αρχίσει να εύχομαι να μη με είχε ειδοποιήσει ποτέ η Έιμι Πράις, ούτε να είχα γνωρίσει τον Ράνταλ Χέιτ, έστω και χωρίς τις περαιτέρω επιπλοκές που υποδήλωνε η παρουσία του πράκτορα του FBI, του Ένγκελ. Ο Ένγκελ ήταν άτομο με μεγάλη επιρροή. Το γεγονός ότι είχε αφήσει το άντρο του στη Βοστόνη για να έρθει στο Πάστορ’ς Μπέι πρέπει να οφειλόταν στο ότι οι περιστάσεις της εξαφάνισης του κοριτσιού έκρυβαν κάτι που τον ενδιέφερε. Αλλά το πραγματικό ενδιαφέρον του Ένγκελ ήταν το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία, κι εγώ δεν είχα καμία όρεξη να αντιμετωπίσω μαφιόζους και τρομοκράτες χωρίς κάποια βοήθεια. Σταμάτησα σε ένα βενζινάδικο και έκανα άλλο ένα τηλεφώνημα, αυτή τη φορά από θάλαμο, καθώς στους κυρίους που τηλεφώνησα στη Νέα Υόρκη δεν άρεσαν οι κλήσεις από κινητά. Αλλά, βέβαια, οι κύριοι στη Νέα Υόρκη στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου κύριοι.

13

Τ

ο διαμέρισμα βρισκόταν στο δεύτερο όροφο ενός καταθλιπτικού κτιρίου της Τέταρτης Λεωφόρου στο Μπρούκλιν. Δεν ήταν η πιο άσχημη πολυκατοικία της λεωφόρου, αλλά δεν απείχε πολύ. Το 2003 είχε αλλάξει η χρήση γης στην Τέταρτη Λεωφόρο με την ελπίδα δημιουργίας μιας Παρκ Άβενιου στο Μπρούκλιν, όπου τα φαναρτζίδικα θα έδιναν τη θέση τους σε ένα μοδάτο, αναβαθμισμένο οικιστικό περιβάλλον. Δυστυχώς, στα πρώτα στάδια της διεργασίας, η Πολεοδομία επέλεξε να χρησιμοποιήσει απλούστερες και φτηνότερες λύσεις, και οι πρώτες πολυκατοικίες που χτίστηκαν μετά την αλλαγή της χρήσης γης απέφυγαν τα εμπορικά καταστήματα και τις βιτρίνες στο ισόγειο για να βάλουν αεραγωγούς και να φτιάξουν υπόγειους χώρους στάθμευσης. Οι ιθύνοντες είχαν συνειδητοποιήσει τελικά το λάθος τους, αλλά ήταν πολύ αργά για να αποκατασταθεί η αρχική ζημιά, και έτσι τώρα η Τέταρτη Λεωφόρος ήταν ένα άγαρμπο μείγμα από μπουτίκ, εστιατόρια και προσόψεις στο ύφος της αστικής μπρουτάλ αρχιτεκτονικής. Ο άντρας που έλεγχε τους αριθμούς στον πίνακα του κτιρίου είχε την εντύπωση ότι το μόνο κοινό που υπήρχε μεταξύ της Τέταρτης Λεωφόρου και της αγαπημένης του Παρκ Άβενιου ήταν η κυκλοφορία, τα αυτοκίνητα που πλημμύριζαν και τις έξι λωρίδες. Εάν του δινόταν η επιλογή, θα αγόραζε ακίνητο χωρίς δεύτερη σκέψη στην Πέμπτη Λεωφόρο ή και στην Έβδομη, ακόμη πιο ψηλά στην πλαγιά του λόφου. Από την άλλη, βέβαια, αυτό προϋπέθετε ότι ενδιαφερόταν να ζήσει στο Μπρούκλιν, πράγμα που δεν ίσχυε. Ο κόσμος μπορεί να έλεγε ότι εκεί πέρα βρισκόταν η καρδιά μιας νέας μποέμικης περιοχής, αλλά εκείνος δεν το έχαφτε. Ούτε την παλιά μποέμικη περιοχή συμπαθούσε ιδιαίτερα, και εξάλλου όλα όσα χρειαζόταν μπορούσε να τα βρει στο νησί του Μανχάταν. Κατά τη γνώμη του, τις άλλες τέσσερις περιφέρειες μπορούσαν να τις κόψουν με μια μεγάλη λεπίδα, να τις ρυμουλκήσουν μέχρι τη Γροιλανδία –με εξαίρεση το τμήμα του Κουίνς που περιείχε το αεροδρόμιο Κένεντι– και να βάλουν φέρι για να πηγαινοέρχονται οι κάτοικοι. Όσο για το Τζέρσι, αυτός ήταν ο λόγος που χωριζόταν με νερό από το Μανχάταν. Στις πιο σκοτεινές στιγμές του, οι προτάσεις του συγκεκριμένου ανθρώπου περί αναδιαπραγμάτευσης των σχέσεων του Μανχάταν με το Νιου Τζέρσι προέβλεπαν το μπάζωμα των τούνελ, την ανατίναξη της γέφυρας Τζορτζ Ουάσινγκτον και στη συνέχεια την τοποθέτηση μεγάλων κανονιών που θα σημάδευαν δυτικά, για την περίπτωση που έμπαιναν ιδέες σε όσους θα ξέμεναν στην άλλη πλευρά. Παραδεχόταν ότι θα έπρεπε να βρεθεί κάποιος άλλος χώρος για να πεταχτούν τα πτώματα, αλλά κανενός η ζωή δεν είναι πάντα ρόδινη. Δεν υπήρχε κάμερα στον πίνακα της κεντρικής εισόδου του κτιρίου, ούτε ονόματα δίπλα στα κουδούνια. Ο άντρας χτύπησε το κουδούνι με τον αριθμό που του είχαν δώσει, μια γυναικεία φωνή τον ρώτησε πώς λεγόταν, κι εκείνος έδωσε το όνομά του, ή τουλάχιστον κάποιο όνομα. Σ’ αυτή τη δουλειά κανείς δεν περίμενε στ’ αλήθεια από κανέναν να χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα – ούτε οι μεσάζοντες ούτε οι πελάτες, και οπωσδήποτε όχι τα κορίτσια. Η προσωπική του εμπειρία σε τέτοια θέματα ήταν περιορισμένη, αλλά κυρίως λόγω επιλογής και προσανατολισμού, κι όχι γιατί είχε καμιά αφελή εντύπωση για τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος. Του άνοιξαν την πόρτα κι ανέβηκε από τις σκάλες στο διαμέρισμα, αποφεύγοντας το ασανσέρ. Φώτα άναβαν καθώς προχωρούσε, μια αόριστη παραχώρηση στην οικολογική συνείδηση σε ένα κτίριο τόσο κακής κατασκευής, που μπορούσες σχεδόν να δεις τα φανάρια του δρόμου να

αναβοσβήνουν στα σημεία συναρμογής των τοίχων. Τα περισσότερα διαμερίσματα που προσπερνούσε ήταν βυθισμένα στη σιωπή. Ένας έλεγχος που είχε κάνει νωρίτερα στα αρχεία του κτιρίου είχε αποκαλύψει ότι το ποσοστό χρήσης του ήταν περίπου εξήντα τοις εκατό, και ήδη υπήρχαν σημάδια φθοράς και παραμέλησης στις μοκέτες και στις πατούρες. Το διαμέρισμα που έψαχνε ήταν στο βάθος του διαδρόμου. Χτύπησε την πόρτα, είδε το ματάκι να σκοτεινιάζει, και μια γυναίκα τού άνοιξε. Φορούσε μακρύ κόκκινο πουλόβερ και σκούρο μπλουτζίν. Ήταν ξυπόλυτη και μύριζε τσιγαρίλα. Τα μαλλιά της ήταν πλατινένια με κόκκινες ανταύγειες, λες και είχε τραυματιστεί πρόσφατα στο κεφάλι και δεν είχε συνέλθει αρκετά για να ξεπλύνει το αίμα. Ο άντρας την υπολόγισε γύρω στα τριάντα πέντε, πρόωρα γερασμένη από τη σκληρή ζωή που έκανε. Έτσι γινόταν στο επάγγελμά της. Την είχε εξαντλήσει, και τώρα ή είχε ανέβει στην ιεραρχία και είχε γίνει η ίδια προαγωγός ή είχε αναλάβει το ρόλο της υπηρέτριας για ένα μερίδιο από τα χρήματα. «Γεια σου, γλυκέ μου», του είπε. «Έλα από εδώ». Στα αριστερά υπήρχε ένα μπάνιο και μια κλειστή πόρτα, αλλά η γυναίκα τον οδήγησε σε ένα καθιστικό προς τα δεξιά, όπου υπήρχαν άλλες δύο πόρτες –η μία ανοιχτή, η άλλη κλειστή. Η πρώτη έβγαζε σε μια στενή κουζίνα. Πάνω στον πάγκο υπήρχαν ένα πακέτο με τσιπς τορτίγια και ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς δίπλα σε ένα ποτήρι με υπολείμματα από γάλα. Ο άντρας είχε την εντύπωση ότι πίσω από την κλειστή πόρτα άκουσε να παίζει σιγανά άλλη μια τηλεόραση. «Μήπως είσαι μέλος της κοινότητας δίωξης του εγκλήματος;» ρώτησε η γυναίκα. «Όχι, δεν είμαι». «Είμαι υποχρεωμένη να ρωτήσω». «Την ξέρω τη διαδικασία». Ήταν μύθος η γενική πεποίθηση ότι ένας μυστικός αστυνομικός ήταν υποχρεωμένος να αποκαλύψει την ταυτότητά του, αν τον ρωτούσαν σχετικά. Δε χρειάζεται και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι μια τέτοια απαίτηση θα μπορούσε να καταφέρει θανάσιμο πλήγμα στην όλη ιδέα των μυστικών επιχειρήσεων, αλλά ο άντρας είχε διαπιστώσει με έκπληξη ότι πολλοί στο επαγγελματικό σινάφι εκείνης της γυναίκας εξακολουθούσαν να θεωρούν ότι ο συγκεκριμένος μύθος ήταν αλήθεια. Τεχνικά μιλώντας, ένας δικηγόρος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι επρόκειτο για παγίδευση, αλλά από την άλλη μεριά ο ορισμός της λέξης «παγίδευση» ήταν κάπως νεφελώδης, ιδίως σε μια κατάσταση σαν αυτή, όπου ήταν προφανής εξαρχής η πρόθεση διάπραξης εγκλήματος. Τελικά δεν είχε σημασία. Οι περισσότεροι εγκληματίες ήταν ηλίθιοι, και ο άντρας είχε την άποψη ότι η επιστήμη της εγκληματολογίας στο σύνολό της ήταν στην ουσία προβληματική, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας της βασιζόταν στη μελέτη εγκληματιών που είχαν συλληφθεί, και άρα ήταν είτε ηλίθιοι είτε άτυχοι, σε αντίθεση με τη μελέτη εκείνων που δεν είχαν συλληφθεί, και άρα ήταν έξυπνοι και είχαν λίγη τύχη με το μέρος τους, μόνο λίγη, όμως. Η τύχη κάποτε τελείωνε, αλλά η εξυπνάδα κρατούσε μια ζωή. Ο άντρας έβγαλε ένα φάκελο από την τσέπη του παλτού του και τον άφησε στο τραπέζι, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε πάρει όταν έκανε το αρχικό τηλεφώνημα. Η γυναίκα έριξε μια ματιά στο περιεχόμενό του, φυλλομέτρησε στα γρήγορα τα χαρτονομίσματα και μετά τα έβαλε σε ένα συρτάρι κάτω από την τηλεόραση. «Θα σε πείραζε αν σε ψάξω;» Την κοίταξε απορημένος. «Για ποιο λόγο;» «Στο παρελθόν υπήρξαν προβλήματα –όχι για μας, σε διαβεβαιώνω, αλλά για άλλους της δουλειάς μας. Κάποιοι πελάτες τούς έβγαλαν μαχαίρια και σχοινιά. Εμάς μας ενδιαφέρει η ασφάλεια, η δική

σου όσο και η δική μας». Εκείνος δεν ήταν και τόσο βέβαιος ότι είχαν όντως έτσι τα πράγματα, αλλά της επέτρεψε να τον ψάξει αδέξια. «Σ’ ευχαριστώ για την κατανόηση», του είπε. «Θα περάσεις καλά». «Μπορώ να δω τώρα την κοπέλα;» «Και βέβαια. Είναι εκεί μέσα. Θα σου αρέσει. Είναι αυτό ακριβώς που ζήτησες». Ο άντρας την ακολούθησε στο διάδρομο πέρα από το μπάνιο, μέχρι την κλειστή πόρτα. Η γυναίκα χτύπησε και άνοιξε ταυτόχρονα, αποκαλύπτοντας μια κρεβατοκάμαρα με ευχάριστη επίπλωση και χαμηλό φωτισμό. Εκεί μέσα υπήρχε άλλη μία τηλεόραση και στην οθόνη πηγαινοερχόταν το σήμα του DVD. Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν ένα βαρύ άρωμα, αλλά δεν έφτανε για να καλύψει εντελώς τη μυρωδιά του σεξ που είχε ποτίσει τους τοίχους. Η κοπέλα που ήταν στο κρεβάτι φορούσε μπέιμπι ντολ. Ακόμη και το έντονο μακιγιάζ της δεν μπορούσε να κρύψει το γεγονός ότι δεν πήγαινε πολύς καιρός από τότε που έπαιζε με κούκλες. Ο άντρας σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν δώδεκα με δεκατριών ετών. Σκούρες ρίζες διακρίνονταν στη βάση των ξανθών μαλλιών της. «Αυτή είναι η Άνια», είπε η γυναίκα. «Άνια, πες “γεια σου” στον Φρέντρικ». «Γεια σου», είπε η Άνια, και ο τρόπος που πρόφερε ακόμη κι εκείνες τις δυο λέξεις φανέρωσε πως ήταν ξένη. Η άκρη του στόματός της ανασηκώθηκε, αλλά κανείς δε θα το αποκαλούσε αυτό χαμόγελο. «Γεια σου», είπε ο επισκέπτης, αλλά έδειξε να αμφιβάλλει. «Υπάρχει πρόβλημα;» ρώτησε η γυναίκα. «Τελικά δεν είναι αυτό που ζήτησα», της απάντησε. Ο τόνος της άλλαξε αμέσως, αλλά προσπάθησε να παραμείνει ευγενική. «Μιλήσαμε από το τηλέφωνο», του είπε. «Σημείωσα προσωπικά όλες τις λεπτομέρειες. Ζήτησες μια ξανθιά». «Αυτή η κοπέλα δεν είναι ξανθιά. Τα μαλλιά της είναι βαμμένα. Φαίνονται οι ρίζες». Η Άνια κοίταζε μια τη γυναίκα και μια εκείνον, προσπαθώντας να παρακολουθήσει τη συζήτηση. Καταλάβαινε ότι ο επισκέπτης της δεν ήταν ευχαριστημένος, αλλά τίποτε περισσότερο. Δεν της άρεσε όταν η συνάντηση ξεκινούσε με δυσαρέσκεια, γιατί συνήθως η συνέχεια αποδεικνυόταν δυσκολότερη. Η κοπέλα μάζεψε ακόμη περισσότερο τα πόδια προς το στήθος της και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω τους. Ακούμπησε το πιγούνι στα γόνατά της, στάση που την έκανε να φαίνεται ακόμη πιο νεαρή. Στο κομοδίνο δίπλα της υπήρχαν προφυλακτικά και ένα κουτί χαρτομάντιλα. «Λυπάμαι», είπε η γυναίκα, «αλλά κάναμε μια συμφωνία. Κοίτα, όταν χαμηλώσουν τα φώτα ούτε που θα προσέξεις τη διαφορά, και οπωσδήποτε όχι στα σημεία που έχει σημασία». Χαμογέλασε λάγνα και πρόσθεσε: «Και τώρα, αν θέλεις να κάνεις ένα ντους...» «Δε θέλω ντους», την έκοψε ο άντρας. «Θέλω τα λεφτά μου πίσω». Η γυναίκα εγκατέλειψε κάθε προσποιητή ευγένεια. Το πάνω χείλος της ανασηκώθηκε αυτόματα αποκαλύπτοντας τα δόντια της σε έναν άγριο μορφασμό, σαν σκυλί που δίνει μια τελευταία προειδοποίηση πριν δαγκώσει. «Αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Πλήρωσες για μία ώρα. Μπορείς να παίξεις Γκρινιάρη μαζί της, αν θέλεις, ή να της πεις πώς πέρασες τη μέρα σου, ή να φύγεις από δω και να πας όπου θες. Η επιλογή είναι δική σου, αλλά τα λεφτά θα μείνουν εδώ». Η γυναίκα έκανε μια τελευταία προσπάθεια συμβιβασμού. «Κοίτα, γλυκέ μου, γιατί να τσακωνόμαστε και να χαλάμε μια όμορφη συνάντηση; Θα περάσεις καλά».

«Αυτό μου το είπες ήδη». «Η Άνια είναι καλό κορίτσι. Θα σου αρέσει». «Δε με νοιάζει ακόμη και αν είναι η Μις Αμέρικαν Πάι. Δεν είναι αυτό που ζήτησα», είπε ο άντρας βγάζοντας το κινητό του. «Ίσως πρέπει να καλέσω την αστυνομία». Η γυναίκα πισωπάτησε. «Ρούντι!» φώναξε. «Έχουμε πρόβλημα». Η κλειστή πόρτα στο βάθος του διαδρόμου άνοιξε, και ο επισκέπτης άκουσε πιο καθαρά την τηλεόραση. Έδειχνε έναν αγώνα χόκεϊ. Δεν ήξερε ποιοι έπαιζαν. Δεν τον ενδιέφερε το άθλημα. Μόνο οι λευκοί εκτιμούσαν πραγματικά το χόκεϊ, και αυτό επειδή δεν ήξεραν τι τους γινόταν. Ο άντρας που εμφανίστηκε φορούσε παντελόνι φόρμας, αθλητικά παπούτσια και μια μεγάλη μπλούζα των Γιάνκις. Ήταν κοντά στα τριάντα και γυμνασμένος. Τα σκούρα μαλλιά του ήταν καλοκουρεμένα. Έμοιαζε με φοιτητή σε διακοπές, με εξαίρεση το πιστόλι Γιάμα που ήταν περασμένο στη ζώνη του. Είχε φιλντισένια λαβή και φινίρισμα χρωμίου που αντανακλούσε το φως. Ο Ρούντι πλησίασε στο διάδρομο, σταματώντας για λίγο στην πόρτα του μπάνιου. Πέρασε το δεξιό του αντίχειρα στο λάστιχο της φόρμας του, κοντά στη λαβή του όπλου, και έγειρε στην παραστάδα της πόρτας. Έδειχνε βαριεστημένος. Ο επισκέπτης σκέφτηκε πως ο Ρούντι δεν ήταν και πολύ έξυπνος. Ένας έξυπνος άνθρωπος θα ήταν σε επιφυλακή για την περίπτωση που αντιμετώπιζε κάποιο κίνδυνο. Ο Ρούντι είχε παρασυνηθίσει να πουλάει ζοριλίκι σε ανήλικα κορίτσια και υπέρβαρους πελάτες. Ο επισκέπτης δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. «Τι τρέχει;» είπε ο Ρούντι, κοιτάζοντας νωχελικά τη γυναίκα. «Ετούτος εδώ λέει ότι το κορίτσι δεν είναι αυτό που ζήτησε. Θέλει τα λεφτά του πίσω». Ο Ρούντι γέλασε κοφτά και έστρεψε όλη του την προσοχή στον επισκέπτη. «Τι νομίζεις πως είμαστε εδώ, δικέ μου, το Σίερς; Δε δεχόμαστε επιστροφές, ούτε δίνουμε πίσω τα λεφτά. Μπορείς, λοιπόν, να μείνεις και να διασκεδάσεις με την Άνια ή να πάρεις ένα ταξί μέχρι το Χαντς Πόιντ και να δεις μήπως εκεί έχουν αυτό που ψάχνεις. Τα λεφτά πάντως θα μείνουν εδώ». «Θέλω τα λεφτά μου». Ο Ρούντι άλλαξε τακτική. «Ποια λεφτά; Εγώ δε βλέπω λεφτά εδώ πέρα. Τα λεφτά που λες έγραφαν το όνομά σου; Τα τύπωσε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προσωπικά για σένα; Θέλω να πω, εγώ έχω λεφτά, αλλά δε νομίζω πως είναι δικά σου. Εσύ δεν έφερες χρήμα εδώ μέσα. Ήρθες μόνο για επίσκεψη, για να διασκεδάσεις λιγάκι. Δε θυμάμαι να είδα λεφτά να αλλάζουν χέρια. Αδερφέ, το να πληρώνεις για να πηδήξεις, αυτό είναι παράνομο. Θα έπρεπε να προσέχεις τι λες. Κοίτα, η ώρα που έχεις στη διάθεσή σου περνάει. Στη θέση σου, θα πάθαινα αχρωματοψία μέχρι να περάσει αυτή η ώρα και θα φρόντιζα να το ευχαριστηθώ. Τι λες, λοιπόν;» Ο επισκέπτης έδειξε να το σκέφτεται για μια στιγμή. «Εξακολουθώ να νομίζω πως πρέπει να ειδοποιήσω κάποιον», είπε. «Πραγματικά, η κατάσταση αυτή δεν είναι καθόλου ικανοποιητική». Το δάχτυλό του έμεινε να αιωρείται πάνω από τα πλήκτρα του ογκώδους μαύρου κινητού. Η γυναίκα απομακρύνθηκε περισσότερο από κοντά του και στάθηκε πίσω από τον Ρούντι. «Μαλάκα», είπε. «Είσαι κόπανος, το ξέρεις; Έρχεσαι εδώ και μας τρως την ώρα. Σου αξίζει να σου κόψουν τον κώλο». «Σε προειδοποιώ», είπε ο Ρούντι. «Μάζεψε το τηλέφωνό σου και φύγε αμέσως». Έφερε το χέρι του πιο κοντά στη λαβή του όπλου, αλλά δεν το τράβηξε. Ο επισκέπτης σκέφτηκε πως τελικά ο τύπος μπορεί να μην ήταν και τόσο αδέξιος. Στο μυαλό του ήρθε το παλιό αξίωμα που έλεγε να μην τραβάς ποτέ πιστόλι αν δε σκοπεύεις να το χρησιμοποιήσεις. Ο Ρούντι ή ήταν έτοιμος να τον σκοτώσει, οπότε η διστακτικότητά του οφειλόταν στο ότι κατανοούσε πως μια τέτοια πράξη

ήταν αμετάκλητη, ή δεν ήταν έτοιμος να πυροβολήσει, οπότε δίσταζε επειδή φοβόταν. Ο επισκέπτης πίστευε ότι ίσχυε πιθανότατα το δεύτερο, αλλά κι αν αποδεικνυόταν ότι ίσχυε το πρώτο, δεν είχε σημασία, ήταν σε θέση να το αντιμετωπίσει κι αυτό. «Ξέρεις τι είχε πει ο στρατηγός Πάτον για τις φιλντισένιες λαβές;» ρώτησε τον Ρούντι. «Είχε πει ότι μόνο νταβατζήδες από τη Νέα Ορλεάνη κουβαλάνε πιστόλια με φιλντισένια λαβή. Υποθέτω πως έκανε λάθος. Φαίνεται πως τα κουβαλάνε και ανίκανοι Νεοϋορκέζοι νταβατζήδες». Αυτή τη φορά ο Ρούντι δοκίμασε να πιάσει το πιστόλι του, και ο επισκέπτης γύρισε προς το μέρος του το κινητό που κρατούσε. Δύο ακίδες εκτοξεύθηκαν από την άκρη του κινητού, διαπέρασαν την μπλούζα του Ρούντι και καρφώθηκαν στο στήθος του, διοχετεύοντας στο κορμί του πενήντα χιλιάδες βολτ. Ο Ρούντι σωριάστηκε στο πάτωμα και άρχισε να χτυπιέται σαν τρελός. Η γυναίκα έτρεξε προς το καθιστικό φωνάζοντας βοήθεια, ενώ ο επισκέπτης ιδιοποιήθηκε το νταβατζίδικο πιστόλι του Ρούντι. Ένας δεύτερος άντρας εμφανίστηκε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, πιο μεγαλόσωμος από τον Ρούντι αλλά ντυμένος με τον ίδιο τρόπο. Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο και είχε αδρά, σλαβικά χαρακτηριστικά. Αντίθετα με τον Ρούντι, ήταν αρκετά σβέλτος και είχε ήδη το όπλο του στο χέρι, αλλά δεν ήταν αρκετά προετοιμασμένος ώστε να δώσει μικρότερο στόχο. Οι δύο σφαίρες από το όπλο του Ρούντι τον βρήκαν στο στήθος. Κρατήθηκε από το κούφωμα της πόρτας και σωριάστηκε στα γόνατα. Ύψωσε πάλι το πιστόλι του, και μια τρίτη σφαίρα τον πέταξε πίσω, παγιδεύοντας τα λυγισμένα γόνατά του κάτω από το σώμα του. Τραντάχτηκε από σπασμούς, όπως και ο Ρούντι, μόνο που το τέλος του ήταν διαφορετικό. Ο επισκέπτης κλότσησε μακριά το όπλο του νεκρού και συνέχισε να κινείται. Το καθιστικό ήταν άδειο, αλλά η γυναίκα ακουγόταν από την κουζίνα. Ο άντρας ακολούθησε το θόρυβο και τη βρήκε να ψάχνει στο συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα. Έδωσε μια κλοτσιά στο συρτάρι, προσπαθώντας να της μαγκώσει το χέρι, αλλά η γυναίκα ήταν πολύ γρήγορη. Του όρμησε με ένα μαχαίρι, μα το σήκωσε ψηλά και η λεπίδα βρέθηκε στο ύψος του κεφαλιού της. Ο επισκέπτης πλησίασε και χρησιμοποίησε τον αριστερό του πήχη για να της κολλήσει το χέρι στον τοίχο, ενώ ταυτόχρονα τη χτύπησε με το πιστόλι στο πλάι του κεφαλιού. Της κατάφερε δύο χτυπήματα και εκείνη σωριάστηκε στο πάτωμα βογκώντας. Αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανένας άλλος στο διαμέρισμα, ο επισκέπτης ξαναγύρισε στο διάδρομο και είδε ότι ο Ρούντι είχε συρθεί μέσα στο μπάνιο. Πλησίασε προσεκτικά στην ανοιχτή πόρτα. Ο Ρούντι είχε ήδη βγάλει ένα δεύτερο 38άρι κάτω από το νιπτήρα όταν εμφανίστηκε ο επισκέπτης στην είσοδο του μπάνιου. «Μη», είπε ο άντρας στον Ρούντι. Ο Ρούντι πυροβόλησε, αλλά έτρεμε ακόμη από την ηλεκτρική εκκένωση. Η σφαίρα τίναξε ένα κομμάτι σοβά σε απόσταση τριάντα πόντων δεξιά από τον επισκέπτη, εκείνος απάντησε φυτεύοντας στον Ρούντι δύο σφαίρες από το Γιάμα και μετά το πέταξε στο πλάι. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Το κορίτσι που λεγόταν Άνια είχε συρθεί σε μια γωνιά δίπλα στο παράθυρο κλείνοντας τα αυτιά της με τα χέρια. «Αντιεβάισα», της είπε ο επισκέπτης. «Μπίστρα». Το κορίτσι έμεινε ακίνητο. Έτρεμε και τον κοίταζε χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια, λες και φοβόταν ότι τη στιγμή που θα έκλεινε τα βλέφαρά της, εκείνος θα τη σκότωνε. Ο επισκέπτης προσπάθησε να θυμηθεί τη λέξη «φίλος», και κατόρθωσε να ανασύρει κάτι από τη μνήμη του. «Ντρουκ», είπε, και μετά διόρθωσε: «Ντρουζιά». Αυτό φάνηκε να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η κοπελίτσα σταμάτησε να τρέμει, αν και

εξακολουθούσε να δείχνει φοβισμένη. Της είχε πει να ντυθεί. Και γρήγορα. Έγνεψε λοιπόν καταφατικά και πήγε στην ντουλάπα, από όπου πήρε ένα τζιν και ένα φούτερ στολισμένο με μια γάτα από στρας. Την κοίταζε καθώς ντυνόταν, μα η κοπέλα δε φάνηκε να ενοχλείται από το βλέμμα του. Ο επισκέπτης υπέθεσε ότι, ύστερα απ’ όσα είχε περάσει, το να στέκεται μισόγυμνη μπροστά σε έναν ξένο της προκαλούσε ελάχιστη ενόχληση. Η κοπέλα φόρεσε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια χωρίς κορδόνια. Εκείνος της έκανε νόημα να προχωρήσει και μετά την ακολούθησε στο καθιστικό. Είχε την εντύπωση πως άκουσε κάτι από το διάδρομο, μια πόρτα να ανοιγοκλείνει βιαστικά. Οι πυροβολισμοί που είχε ανταλλάξει με τους δύο άντρες ήταν μια δυσάρεστη εξέλιξη αλλά όχι αναπάντεχη, και ο επισκέπτης δεν είχε πανικοβληθεί. Έψαξε το διαμέρισμα, βρήκε δύο iPhone και ένα BlackBerry, καθώς και τέσσερις χιλιάδες δολάρια σε μετρητά, πέρα από τα χίλια που είχε δώσει νωρίτερα ο ίδιος. Η γυναίκα είχε σταματήσει τα βογκητά και είχε χάσει τις αισθήσεις της. Η ανάσα της ήταν ρηχή, το δέρμα της είχε πάρει γαλαζωπή απόχρωση, και από το ένα αυτί της έτρεχε αίμα. Ο επισκέπτης δεν ήταν σίγουρος αν η γυναίκα θα ζούσε, πράγμα που τον βόλευε. Πήρε την κοπέλα από το χέρι και την τράβηξε μέσα στο μπάνιο, αναγκάζοντάς τη να περάσει πάνω από το πτώμα του Ρούντι. Άκουσε σειρήνες να πλησιάζουν όταν άνοιξε το παράθυρο, αποκαλύπτοντας την έξοδο κινδύνου. Έβαλε την κοπέλα να βγει πρώτη και κατέβηκε και ο ίδιος. Μια Λέξους σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Ο άντρας έβαλε την κοπέλα να καθίσει στο πίσω μέρος κι ύστερα κάθισε κι εκείνος στη θέση του συνοδηγού. «Τι έγινε λοιπόν;» ρώτησε ο οδηγός. Ήταν κοντός και μαυρομάλλης, ντυμένος με παλιό τζιν και τριμμένο δερμάτινο μπουφάν. Δεν έμοιαζε με άνθρωπο που θα έπρεπε να βρίσκεται στο τιμόνι μιας Λέξους, εκτός και αν την είχε κλέψει. Το όνομά του ήταν Έιντζελ. «Φασαρία. Μπάχαλο», είπε ο σύντροφός του στη δουλειά και στη ζωή. Λεγόταν Λούις, και ήταν ντυμένος σαν διευθυντικό στέλεχος μιας από εκείνες τις μυστηριώδεις και αφανείς εταιρείες που διαχειρίζονται τα χρήματα των άλλων, και το κάνουν αποτελεσματικά. Τα μαλλιά του ήταν κουρεμένα πολύ κοντά και το εβένινο δέρμα του σχεδόν αρυτίδωτο. Θα ήταν δύσκολο να προσδιορίσει κανείς την ηλικία του, αν δεν είχε αφήσει να μεγαλώσουν τα γκρίζα γένια του σε ένα μουσάκι που δε συνδεόταν με το μουστάκι του. Στην πιάτσα αυτό το στυλ γενειάδας ήταν γνωστό ως «μπάλμπο», αλλά ο σύντροφός του το χαρακτήριζε απλώς «εκείνο το κωλόπραμα που φυτρώνει στη μούρη σου». «Άσχημη ιστορία;» ρώτησε ο Έιντζελ. «Δύο πτώματα, και ένα τρίτο ετοιμάζεται». «Εσύ πληγώθηκες;» «Όχι». Ο Λούις έβγαλε τα τηλέφωνα και το BlackBerry και έλεγξε τους αριθμούς και τις επαφές. «Πολύ πράγμα εδώ», σχολίασε. «Πολλά τηλέφωνα». Έβγαλε ένα νέτμπουκ κάτω από το κάθισμα, το άνοιξε και άρχισε να μεταφέρει τις λεπτομέρειες των επαφών από τα τηλέφωνα στον υπολογιστή. «Ξέρεις», είπε ο Έιντζελ, «πρέπει να σε ρωτήσω: Έχουμε ξεκινήσει σταυροφορία;» «Εκτός κι αν έχεις κάποια καλύτερη λέξη υπόψη σου», απάντησε ο Λούις. «Μερικές φορές εύχομαι να μη με είχες συστήσει ποτέ στον Τσάρλι Πάρκερ. Υποψιάζομαι ότι μπορεί να με έχει μολύνει με τον ιδεαλισμό του». «Αν εσύ νομίζεις πως έχεις διαγράψει μεγάλη πορεία, τι να πω κι εγώ, που παλιά απλώς έκλεβα». Ο Έιντζελ κοίταξε στο πίσω κάθισμα από τον εσωτερικό καθρέφτη. Η κοπέλα τού αντιγύρισε το βλέμμα. Τα μάτια της θύμιζαν στρατιώτη που έχει πάθει σοκ από τους βομβαρδισμούς.

«Είσαι καλά, γλυκιά μου;» τη ρώτησε. «Δε νομίζω ότι μιλάει και πολλά αγγλικά», είπε ο Λούις. Ανέσυρε από τη μνήμη του τα υπολείμματα των λίγων ρωσικών που ήξερε. «Χαρασό;» Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. «Τι β μπιεζαπάσναστι. Ντρουζιά». «Τι της είπες;» ρώτησε ο Έιντζελ. «Της είπα ότι είναι ασφαλής και ότι είμαστε φίλοι. Αυτά μόνο ξέρω. Για οτιδήποτε περισσότερο, θα πρέπει να σταματήσουμε στο Μπράιτον Μπιτς και να βάλουμε ένα σερβιτόρο να μεταφράσει». Ο Λούις ένιωσε κάτι να πιέζει το μπράτσο του. Η κοπέλα είχε ακουμπήσει το χέρι της πάνω του. «Ντίνα», του είπε. «Όχι Άνια. Ντίνα». «Ντίνα», επανέλαβε ο Λούις. Έπιασε το χέρι της και συνέχισε να το κρατάει στη διάρκεια της διαδρομής.

Το καταφύγιο βρισκόταν στο Κανάρσι του Μπρούκλιν, σ’ ένα σημείο απ’ όπου μπορούσες σχεδόν να δεις τον κόλπο Τζαμάικα. Όταν απείχαν ένα τετράγωνο, ο Έιντζελ τηλεφώνησε κάπου χρησιμοποιώντας ένα από τα κλεμμένα κινητά. Είπε στη γυναίκα που απάντησε ότι είχαν μαζί τους μια μικρή κοπέλα η οποία ήταν θύμα εμπόρων λευκής σαρκός, καθώς και τα κινητά τηλέφωνα των εμπλεκομένων. Ο Έιντζελ και ο Λούις έσβησαν τα φώτα του αυτοκινήτου και έδειξαν το καταφύγιο στην κοπέλα. Της έδωσαν τα τηλέφωνα και τα μετρητά. «Θα σε προσέχουμε εμείς, Ντίνα», είπε ο Λούις. Έβαλε το δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο στα μάτια του, και κατόπιν έδειξε το κορίτσι και το καταφύγιο. «Για τβόι ντρουκ». Ο Έιντζελ της άνοιξε την πόρτα. Η κοπέλα έβγαλε το ένα πόδι έξω από το αυτοκίνητο και μετά κοντοστάθηκε. «Για νιτσιβό νι βίντιελα», είπε. Ο Λούις σήκωσε απογοητευμένος τα χέρια και κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Λυπάμαι, δεν καταλαβαίνω». Η κοπέλα συνοφρυώθηκε και μετά ξαναμίλησε, αυτή τη φορά στα αγγλικά. «Δε βλέπω τίποτε», είπε προσεκτικά, και ύστερα απομακρύνθηκε. Εκείνοι την παρακολουθούσαν καθώς προχωρούσε, έχοντας το νου τους μήπως δουν αγνώστους στο δρόμο. Καθώς η κοπέλα πλησίαζε στο καταφύγιο, άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε μια γυναίκα. Ακούμπησε ήρεμα το χέρι της στον ώμο της Ντίνα και την οδήγησε στην ασφάλεια του καταφυγίου. Η Ντίνα δε γύρισε να κοιτάξει πίσω της, και οι κύριοι από τη Νέα Υόρκη έβαλαν μπροστά και έφυγαν.

14 ΟΝτέμπσι και ο Ράιαν κάθονταν σε μια καφετέρια στη Σκόλεϊ Σκουέαρ της Βοστόνης. Αν υπήρχε στη Βοστόνη περιοχή πιο άχαρη από τη Σκόλεϊ Σκουέαρ, ο Ντέμπσι τουλάχιστον δεν την είχε ακόμη ανακαλύψει. Μπορεί να υπήρχαν μέρη πιο αποκρουστικά και σκληρά, λαϊκές πολυκατοικίες, εγκαταλελειμμένες γειτονιές και σκουπιδότοποι, αλλά η Σκόλεϊ Σκουέαρ βρισκόταν στην καρδιά του αστικού κέντρου, μια σειρά από αυστηρές κατασκευές που απάρτιζαν το λεγόμενο Κυβερνητικό Κέντρο, μεταξύ των οποίων δέσποζε το Δημαρχείο και το Ομοσπονδιακό Κτίριο Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι. Το δέκατο όγδοο αιώνα στη Σκόλεϊ Σκουέαρ ζούσε η ελίτ της Βοστόνης. Το δέκατο ένατο αιώνα χτίστηκαν σπίτια με τοξωτά παράθυρα στις προσόψεις και επιβλητικές κατοικίες παρατεταγμένες στη σειρά, και μετά ήρθαν οι μετανάστες και έφυγε η ελίτ, και η Σκόλεϊ Σκουέαρ μεταβλήθηκε σε κέντρο εμπορικής δραστηριότητας και ψυχαγωγίας, με πυρήνα τo μεγαλόπρεπο θέατρο Χάουαρντ Αθενίουμ, που αργότερα έγινε γνωστό ως Ολντ Χάουαρντ. Κατά τη δεκαετία του εξήντα αποφασίστηκε ότι το παλιό δεν ήταν καλό, ότι το άσχημο ήταν καλό, και ότι η Σκόλεϊ Σκουέαρ έπρεπε να κατεδαφιστεί. Η ύπαρξη του Ολντ Χάουαρντ αποτελούσε το μόνο πραγματικό εμπόδιο σ’ εκείνο το σχέδιο, και μια ομάδα ευαισθητοποιημένων πολιτών άρχισε να πιέζει για την επισκευή και την αναπαλαίωση του θεάτρου, αλλά η εκστρατεία διάσωσης ακυρώθηκε όταν το Ολντ Χάουαρντ έγινε στάχτη το 1961 για λόγους επισήμως απροσδιόριστους, αν και πολλοί ήταν αυτοί που πρόθυμα θα διατύπωναν κάποια εικασία. Όπως γνώριζε πολύ καλά ο Ντέμπσι, στη Βοστόνη δεν υπήρχε έλλειψη ανθρώπων που ήξεραν πώς να ανάβουν ένα σπίρτο. Η καταστροφή της παλιάς Σκόλεϊ Σκουέαρ είχε οδηγήσει στη συνέχεια στη γέννηση των στριπτιζάδικων και των πορνοκινηματογράφων της Λόουερ Ουάσινγκτον, παρ’ ότι ξεχνιούνταν σιγά σιγά οι υπερβολές της Εμπόλεμης Ζώνης, όπως είχε γίνει γνωστή η περιοχή λόγω της μεγάλης εγκληματικότητας, αλλά και επειδή την επισκέπτονταν οι φαντάροι στην έξοδό τους. Προς το παρόν, πάντως, η Σκόλεϊ Σκουέαρ ήταν ασφαλής περιοχή, όσο ασφαλές θα μπορούσε να είναι ένα μέρος για τον Ντέμπσι και τον Ράιαν στην κατάσταση που βρίσκονταν, και αυτό γιατί μόνο ένας τρελός θα προσπαθούσε να σκοτώσει κάποιον απέναντι από το Δημαρχείο και από ένα κτίριο που ξεχείλιζε από ομοσπονδιακούς πράκτορες σαν αλατιέρα φρεσκογεμισμένη με αλάτι. Ο Ντέμπσι δεν ήταν σίγουρος ότι είχαν επικηρυχθεί όλοι τους, για την ώρα τουλάχιστον, και αυτός ήταν ο λόγος που είχε κανονιστεί η συνάντηση. Κατά τη γνώμη του, η ανακοίνωση της οριστικής καταδίκης τους ήταν θέμα χρόνου, αν δεν είχε ήδη συμφωνηθεί ερήμην τους. Δεν είχε μιλήσει γι’ αυτό στον Ράιαν, αλλά υποψιαζόταν ότι ο νεότερος άντρας συμμεριζόταν την πεποίθησή του. Η εκτέλεση θα έπρεπε να εγκριθεί· εκτελέσεις που γίνονταν χωρίς έγκριση είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα τη θανατική καταδίκη όσων εμπλέκονταν –αυτό τουλάχιστον έλεγε η θεωρία. Στην πραγματικότητα, με κάποιες σπάνιες εξαιρέσεις, συνήθως καταδικαζόταν μόνο όποιος πατούσε τη σκανδάλη και όχι αυτός που του είχε πει πού να σημαδέψει. Αν όμως είχε ληφθεί η απόφαση να θάψουν τον Τόμι Μόρις, ήταν απίθανο να προβληματιστούν οι εντολοδόχοι της εκτέλεσης για το πρόσθετο κόστος που θα είχαν δύο σφαίρες με στόχο τους ανθρώπους που είχαν μείνει πιστοί στον Τόμι. Όπως κάθε ικανός τζογαδόρος, ο Ντέμπσι χρειαζόταν απλώς να ξεκαθαρίσει μέχρι ποιο σημείο είχαν εκτεθεί πριν παίξει το χαρτί του. Εκείνος και ο Ράιαν είχαν αράξει στο τραπέζι με τους καφέδες τους, παρακολουθώντας τους

διαβάτες, τουρίστες και επαγγελματίες. Ένα κοντινό εστιατόριο είχε πετάξει απέξω ένα σωρό μπαγιάτικα ντόνατς και κουλούρια για τα πουλιά, και οι γλάροι έδιναν μάχη με τα περιστέρια για να πάρουν ένα μερίδιο από τα λάφυρα. Ο Ντέμπσι είχε παραγγείλει καφέ για τον Ράιαν, που τώρα κοίταζε καχύποπτα την κούπα του. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε. «Λάτε». «Και τι έχει μέσα;» «Καφέ. Καφέ δε ζήτησες;» «Ναι, αλλά κανονικό καφέ». «Κανονικός είναι κι αυτός. Απλώς προσθέτουν γάλα». «Εγώ θέλω να βάζω μόνος μου το γάλα». «Έλα, πιες τον. Πρέπει να διευρύνεις τους ορίζοντές σου». Ο Ράιαν ήπιε επιφυλακτικά μια γουλιά. «Έχει γεύση σαν γάλα». «Σ’ τ’ ορκίζομαι, δε με νοιάζει πόσοι μπάτσοι υπάρχουν τριγύρω, έτσι και δεν το βουλώσεις και δεν πιεις τον καφέ σου, θα βρεθείς αιμόφυρτος στο πάτωμα». Ο Ράιαν κατσούφιασε. Είχε αρχίσει να πέφτει ψιλόβροχο, τόσο ψιλό που καταλάβαινες ότι έβρεχε μόνο από τη γυαλάδα στο έδαφος και από την έκφραση που είχε όλος ο κόσμος, τη «βροχερή φάτσα της Βοστόνης», όπως την αποκαλούσε ο Ράιαν, μια γκριμάτσα που μαρτυρούσε έντονη δυσαρέσκεια απέναντι στο Θεό και στα στοιχεία της φύσης. Ο Ντέμπσι ήπιε τον καφέ του. Κάτι τέτοιες ώρες ευχόταν να κάπνιζε ακόμη, αντί μόνο να κουβαλάει ένα πακέτο Κάμελ για να υπενθυμίζει στον εαυτό του τι έπρεπε να αποφεύγει, συμπεριφορά που και ο ίδιος παραδεχόταν ότι βρισκόταν στα όρια της διαστροφής. Ένα τσιγάρο σε βοηθούσε να χαλαρώσεις λιγάκι, χωρίς να σου αφαιρεί την ενεργητικότητα. Στα γόνατά του ήταν ένα φύλλο της Μπόστον Φοίνιξ. Μέσα στη διπλωμένη εφημερίδα βρισκόταν το πιστόλι του, και το δεξί χέρι του ήταν τυλιγμένο γύρω από τη λαβή. Άρχισε να χαλαρώνει μόνο όταν εμφανίστηκε ο Τζόι «Τούνα», με τα χέρια χωμένα βαθιά στις τσέπες του παλτού του. Ο Τζόι είχε μια ιχθυαγορά στο Ντόρτσεστερ, που του άφηνε καλά λεφτά· και έκανε κρυφά δουλίτσες με ναρκωτικά, όπλα, προστασία, πόρνες και τοκογλυφία, που του άφηναν καλύτερα λεφτά· επίσης είχε διασυνδέσεις σε όλη τη βορειοανατολική Βοστόνη. Ο θείος του Τζόι, που ήταν νεότερος απ’ αυτόν – πράγμα που ο Ντέμπσι δεν κατάφερε ποτέ να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν– και είχε ακόμη καλύτερες διασυνδέσεις –πράγμα που ο Ντέμπσι καταλάβαινε–, εξέτιε δεκαετή ποινή στη Σίνταρ Τζάνκσον, που όλη η γενιά του Τζόι εξακολουθούσε να την ονομάζει Γουόλπολ, από το όνομα της περιοχής όπου βρισκόταν. Αν ήθελε κανείς να κανονίσει μια συνάντηση σαν αυτή, σε περιστάσεις όπου η εμπιστοσύνη ήταν δυσεύρετη, απευθυνόταν στον Τζόι, μια και κανείς δεν τολμούσε να τραβήξει πιστόλι μπροστά στον Τζόι Τούνα. Με τον Τζόι μπορούσαν εγγυημένα να κινηθούν ελεύθερα, αλλά ο Ντέμπσι παρέμενε επιφυλακτικός και δεν του άρεσε η ιδέα ότι ίσως κάποιος περίμενε μέχρι να φύγει ο Τζόι για να δοκιμάσει μια άλλη συμπεριφορά. Ήταν καλύτερα, επομένως, να συναντηθούν εδώ, σε ένα μέρος που ήταν ασφαλές, δημόσιο και γεμάτο αστυνομικούς, αρκεί αυτοί οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του νόμου να μην κοίταζαν πολύ επίμονα μέσα από τα φιμέ τζάμια. Το αληθινό όνομα του Τζόι ήταν Τζόι Τούμι, αλλά οι περισσότεροι γνωστοί του τον έλεγαν Τζόι Τούνα. Όμως, στα αποβράσματα της κοινωνίας ήταν γνωστός με ένα άλλο όνομα, ένα όνομα που δεν το έλεγαν ποτέ φωναχτά μπροστά του, και όταν δεν ήταν παρών το πρόφεραν μόνο ψιθυριστά. Τον έλεγαν Τζόι «Τουμς», Τζόι ο Τάφος.

Ο Τζόι μπήκε στην καφετέρια, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε. Πρέπει να κόντευε πια τα εβδομήντα, αλλά ήταν κοτσονάτος. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει πριν κλείσει τα σαράντα –πίσω από την πλάτη του κυκλοφορούσε το ανέκδοτο ότι αυτό συνέβη όταν κάποιος πελάτης τού ζήτησε πίστωση–, δίνοντάς του έτσι πρόωρα ένα χαρακτηριστικό αέρα που δεν είχε βλάψει καθόλου την άνοδό του στη θέση ισχύος όπου βρισκόταν τώρα. Είχε τη φυσική στιβαρότητα ανθρώπου που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το είχε περάσει κάνοντας σκληρή χειρωνακτική δουλειά, και οι γυναίκες κάποιας ηλικίας εξακολουθούσαν να τον θεωρούν ωραίο άντρα, τουλάχιστον μέχρι να ανοίξει το στόμα του: Ο Τζόι Τούνα δεν είχε μπει ποτέ στον κόπο να φτιάξει τα δόντια του, με αποτέλεσμα το χαμόγελό του να θυμίζει σπασμένο φράχτη. Ο Ντέμπσι ήξερε πως ήταν παντρεμένος, αν και κανείς δεν είχε γνωρίσει ποτέ τη σύζυγό του. Όπως και ο άντρας της, έτσι κι εκείνη δεν ήταν τύπος που της άρεσαν οι περιττές κοινωνικές επαφές. «Απαίσιος καιρός», είπε ο Τζόι. Τόσα χρόνια στη Βοστόνη δεν είχαν σχεδόν καμία επίδραση στην προφορά του, λες και μόλις είχε κατέβει από το καράβι με ένα σάκο στην πλάτη. Ο Ντέμπσι δεν ήταν ο μόνος που αγωνιζόταν καμιά φορά να καταλάβει τι έλεγε ο Τζόι. «Δεν μπορώ ούτε να δω τη βροχή, αλλά έχω μουσκέψει ως το κόκαλο». Ο Τζόι και ο Ντέμπσι αντάλλαξαν χειραψία. Ο Ράιαν πήρε ένα κούνημα του κεφαλιού για τον κόπο του. «Τι μπορώ να σας φέρω να πιείτε, κύριε Τούμι;» ρώτησε. Ο Ράιαν πάντα φερόταν με ευγένεια στους μεγαλύτερούς του, ο Ντέμπσι το είχε παρατηρήσει. Ήταν ξύπνιος από αυτή την άποψη. Έδειχνε σεβασμό. Αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, μπορεί ο νεαρός να έφτανε πολύ μακριά. «Λες να έχουν τσάι εδώ πέρα;» είπε ο Τζόι. «Ποτέ δεν μπαίνω σε τέτοια μέρη. Θα μπορούσες να αγοράσεις μετοχές σε φυτεία με τα λεφτά που σε χρεώνουν για ένα φλιτζάνι καφέ». «Έχουν τσάι, αλλά δε θα σου αρέσει», είπε ο Ντέμπσι. «Χρησιμοποιούν νερό από το βραστήρα. Η γεύση του δεν είναι καλή. Αυτό το νερό ποτέ δεν έχει τη θερμοκρασία που πρέπει για να φτιαχτεί ένα σωστό τσάι». Ο Τζόι σήκωσε τα μάτια στο ταβάνι, δήθεν αγανακτισμένος. Σ’ εκείνον το χώρο βρισκόταν έξω από την προσωπική του ζώνη άνεσης, πράγμα ακριβώς που επιδίωκε ο Ντέμπσι. Του Τζόι Τούνα του άρεσαν εστιατόρια όπου γνώριζαν το όνομά του και όπου τα πλαστικοποιημένα μενού διατηρούνταν απαράλλακτα από την εποχή της άνευ όρων παράδοσης της Ιαπωνίας στις ΗΠΑ. Δεν έπινε, δεν έπαιρνε ναρκωτικά και δε σύχναζε σε μπαρ. Έτρωγε σάντουιτς έξι μέρες τη βδομάδα καθισμένος σ’ ένα ακατάστατο γραφείο σε ένα δωμάτιο που μύριζε ψαρίλα, και έπινε τσάι από μια στραπατσαρισμένη μεταλλική τσαγιέρα που τη ζέσταινε σε ηλεκτρικό μάτι. Ήταν προσκολλημένος στις παραδόσεις, πιστός εκπρόσωπος της παλιάς σχολής, έδειχνε την επιδοκιμασία του με χαϊδευτικά χτυπήματα στην πλάτη και με χειραψίες. Ο Τζόι Τούνα μοίραζε ψεύτικα χαμόγελα, ήταν ένας έντιμος μεσάζων ανέντιμων ανθρώπων, ένας τύπος που έγραφε στα κατάστιχά του παλιά, ανεξόφλητα χρέη και άκριτες υποσχέσεις που δόθηκαν βιαστικά. Ήταν ψυχρός και ανελέητος άνθρωπος, χωρίς αισθήματα· στους πάγκους της επιχείρησής του υπήρχαν ψάρια που έκρυβαν μέσα τους περισσότερη ζεστασιά. «Καφέ, λοιπόν, ας πιω καφέ», είπε ο Τζόι. «Σκέτο, με λίγο γάλα. Δε θέλω αυτές τις αηδίες με μόκα και τέτοια». Ο Ράιαν σηκώθηκε για να δώσει την παραγγελία. «Πώς τα πας, Τζόι;» είπε ο Ντέμπσι. Είχε την πλάτη του στον τοίχο και το δεξί του χέρι

εξακολουθούσε να είναι κρυμμένο κάτω από την εφημερίδα. «Καλά τα πάω. Μόνο η αρθρίτιδα με ταλαιπωρεί πάλι. Φταίνε ο καιρός και η εποχή. Από τώρα μέχρι τον Απρίλιο θα είμαι σαν το Χριστό πάνω στο σταυρό». Έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του και φύσηξε τη μύτη του. «Έχει τίποτε το χέρι σου, Μάρτιν;» ρώτησε. «Τίποτε απολύτως, ευτυχώς. Ανταποκρίνεται γρήγορα στα ερεθίσματα». «Ας ελπίσουμε πως δε θα σπάσει κανείς κάνα φλιτζάνι». «Ζούμε σε ταραγμένους καιρούς, Τζόι». «Γιατί, υπήρξαν καιροί που δεν ήταν ταραγμένοι;» Ο Τζόι έκρυψε το μαντίλι του, αλλά το έκανε με πολύ αργές κινήσεις, φροντίζοντας να μπουν στην τσέπη μόνο τα ακροδάχτυλά του. «Δεν μπορούσες να είχες διαλέξει ένα μέρος με λιγότερους μπάτσους, ε; Οι ομοσπονδιακοί δε θα χρειαστεί να μας πάνε μακριά έτσι και έρθουν να μας πιάσουν. Θα μπορούσαν απλώς να κλειδώσουν την πόρτα του μαγαζιού και να μας αφήσουν εδώ». «Υπάρχει μεγάλη έχθρα. Σκέφτηκα πως δε θα ήταν κακό να έχω το νόμο με το μέρος μου». «Δε μου έχεις εμπιστοσύνη;» «Εσένα σου έχω», απάντησε ο Ντέμπσι, φροντίζοντας να μη φανεί στο πρόσωπό του ίχνος από το ψέμα του. «Για τους άλλους δεν είμαι τόσο βέβαιος, και δε γίνεται να μείνω κρυμμένος κάτω από το παλτό σου όλη την υπόλοιπη μέρα». Ο Τζόι κοίταξε αλλού. «Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, θα χρειαζόταν να μείνεις εκεί κάτω πολύ περισσότερο». «Γι’ αυτόν το λόγο βρισκόμαστε εδώ. Ο Τόμι ανησυχεί». «Και καλά κάνει. Όλοι μας ανησυχούμε». «Τι θα γίνει, λοιπόν;» «Θα έπρεπε απλώς να σηκωθεί και να φύγει. Του το έχω πει αυτό». «Δεν έχει τα μέσα για να φύγει. Θέλει να ξαναστήσει τη δουλειά του». «Έχουν χαθεί όλα, ή σχεδόν όλα. Θα τον θάψουν κάτω από τα συντρίμμια όσων έχουν απομείνει». «Βλέπεις, Τζόι, ο Τόμι προσπαθεί να καταλάβει πού στράβωσε το πράγμα. Αν το καταφέρει αυτό, πιστεύει ότι μπορεί να διορθώσει την κατάσταση». «Λάθος επενδύσεις. Γκίνια. Θα μπορούσε να τύχει στον καθένα. Όταν τα πράγματα πάρουν τον κατήφορο, οι εξελίξεις είναι γρήγορες. Είναι σαν να αφήνεις μια κοτρόνα να κυλήσει στη λοφοπλαγιά. Αν η κοτρόνα είναι αρκετά μεγάλη και αποκτήσει μεγάλη ταχύτητα, δεν τη σταματάει τίποτε. Κατρακυλάει και τσακίζει όποιον βρεθεί στο διάβα της. Προσπάθησα να του το πω αυτό, αλλά εκείνος δεν εννοούσε να με ακούσει». «Ε, λοιπόν, ο Τόμι έχει την εντύπωση ότι μπορεί κάποιοι να συνωμότησαν για να κυλήσει η κοτρόνα προς το μέρος του. Πιστεύει ότι του την έστησαν για να τον τσακίσουν». «Ο κακός τεχνίτης ρίχνει το φταίξιμο στα εργαλεία του, Μάρτιν. Το ξέρεις αυτό. Ο Τόμι έκανε λάθη, και τώρα ψάχνει κάποιον άλλο για να του ρίξει την ευθύνη. Είναι ευνόητο, αλλά αυτό δε σημαίνει πως είναι και σωστό. Υπάρχουν χρέη που πρέπει να εξοφληθούν. Αν δεν κερδίσει το λαχείο, θα πρέπει να απαρνηθεί τα επιχειρηματικά του συμφέροντα για να καλύψει τις υποχρεώσεις του». «Αυτά έχει όλα κι όλα, Τζόι. Αν φύγει, δε θα του μείνει τίποτε». «Θα του μείνει η ζωή του». «Για πόσο ακόμη;»

«Τι πάει να πει αυτό;» «Ξέρεις τι πάει να πει». «Όχι, δεν ξέρω». «Έλα τώρα, Τζόι, παραείσαι μεγάλος για να το παίζεις παρθένα». Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο Ράιαν με τον καφέ. «Έχει γάλα;» ρώτησε ο Τζόι. «Είπατε πως τον θέλατε σκέτο». «Σκέτο, με λίγο γάλα για συνοδευτικό. Δεν ήθελα να κάνουν μαλακίες με τον καφέ μου πίσω από τον πάγκο και να βάλουν μέσα αηδίες». «Θα σας φέρω τη γαλατιέρα», είπε ο Ράιαν. «Μπα, κάν’ το εσύ. Μη βάλεις πολύ. Ίσα να πάρουν λίγο χρώμα τα μάγουλά του». Ο Ράιαν κοίταξε τον Ντέμπσι. Δεν είχε ιδέα τι σήμαινε αυτό. «Κάν’ τον λίγο καστανό», του εξήγησε ο Ντέμπσι. «Όπως είναι οι Ασιάτισσες». Ο Ράιαν απομακρύνθηκε ακόμη πιο μπερδεμένος από πριν. «Παραείμαι μεγάλος για να το παίζω παρθένα, ε; Πολύ μεγάλη γλώσσα έχεις. Θα έπρεπε να δείχνεις περισσότερο σεβασμό», είπε ο Τζόι, αλλά χαμογελούσε. Ο Ράιαν επέστρεψε με τον καφέ. Ο Τζόι τον κοίταξε, δοκίμασε και έγνεψε καταφατικά. «Μπράβο, λεβέντη. Και τώρα πήγαινε έξω ένα λεπτό, εντάξει; Πάρε λίγο αέρα». «Βρέχει», είπε ο Ράιαν. «Η βροχή κάνει καλό στο δέρμα. Άντε, πήγαινε». Ο Ράιαν αναστέναξε και βγήκε από την καφετέρια παίρνοντας μαζί και τον καφέ του. Στάθηκε με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος τους κρατώντας στο ένα χέρι τον καφέ και στο άλλο το πιστόλι που βρισκόταν στην τσέπη του μαύρου δερμάτινου μπουφάν του. Είχε αφαιρέσει τη φόδρα ακριβώς γι’ αυτόν το σκοπό, ένα κόλπο που του είχε μάθει ο Ντέμπσι. «Ο Ράιαν είναι εντάξει», είπε ο Ντέμπσι. «Θα μπορούσες να τον αφήσεις να μείνει». «Είναι νέος, και δεν είμαι σίγουρος πόσα ξέρει ή δεν ξέρει. Είναι και τύπος που ακούει προσεκτικά, και δε μου αρέσουν όσοι ακούν προσεκτικά, εκτός αν τους πω εγώ να το κάνουν. Δε συνηθίζω να αποκαλύπτω μυστικά. Όσο για τον Τόμι και τα προβλήματά του, αυτή είναι η θέση μας. Δε θέλεις να μπλέξεις περισσότερο τα πράγματα». «Ο Τόμι ανησυχεί πως έχουν ήδη μπλεχτεί». «Λες για το κορίτσι». «Ακριβώς. Δεν ήταν σωστό αυτό που έγινε». «Το κορίτσι δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτή την ιστορία». «Το κορίτσι είναι ο λόγος που βρισκόμαστε εδώ. Ο Τόμι θέλει να σιγουρευτεί πως δεν την έχει ο Όουενι». «Δεν την έχει ο Όουενι. Τον ρώτησα. Μου είπε ότι δεν την έχει». «Με όλο το σεβασμό, δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει τίποτε άλλο». «Πρόσεχε, Μάρτιν», είπε ο Τζόι κουνώντας προειδοποιητικά το ροζιασμένο δάχτυλό του. «Ανέκαθεν υπήρξα πολύ ανεκτικός απέναντί σου. Είσαι πιο ξύπνιος από δέκα σαν κι εσένα μαζί, αλλά μη νομίζεις ότι σε παίρνει να με μειώνεις. Σου λέω ότι ο Όουενι δεν έχει πάρει το κορίτσι. Αν το είχε κάνει, θα το είχες μάθει εδώ και πολύ καιρό. Σε τι θα εξυπηρετούσε η απαγωγή αν δε σκόπευε να τη χρησιμοποιήσει για να πιέσει τα πράγματα; Μα την πίστη μου, νομίζω πως ο Όουενι δεν ήξερε καν για το κορίτσι προτού μου μιλήσεις εσύ γι’ αυτή». Ο Τζόι ήπιε μια γουλιά καφέ. «Δεν

είναι άσχημος αυτός ο καφές», είπε. «Χαίρομαι που δεν τον πληρώνω εγώ, αλλά δεν είναι άσχημος». Ο καφές φάνηκε να τον καλμάρει λιγάκι ή, όπως υποψιάστηκε ο Ντέμπσι, του έδωσε την ευκαιρία να αλλάξει την προσέγγισή του, να βάλει ένα άλλο προσωπείο. Αν το διακύβευμα δεν ήταν τόσο μεγάλο, ο Ντέμπσι μπορεί ακόμη και να απολάμβανε την παράσταση. «Είναι φοβερό», είπε ο Τζόι. «Να αρπάζουν με τέτοιο τρόπο ένα μικρό κορίτσι. Πού θα καταντήσει ο κόσμος, Μάρτιν;» Μετά άλλαξε πάλι μάσκες, και ο Ντέμπσι ένιωσε και τα τελευταία ίχνη σεβασμού που διατηρούσε για το γέρικο παλιόμουτρο να εξαφανίζονται. «Ποιος ξέρει τι του κάνουν του κοριτσιού –καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Εκεί έξω κυκλοφορούν τόσοι ανώμαλοι, που δεν το έχουν σε τίποτε να επιβληθούν σε ένα παιδί, να το βιάσουν και μετά να το παρατήσουν σε ένα χαντάκι να πεθάνει. Αν το κορίτσι ήταν συγγενής μου, αίμα μου, δεν ξέρω τι θα έκανα. Υποθέτω πως θα έκανα οτιδήποτε, μα οτιδήποτε, στην προσπάθειά μου να το βοηθήσω». Ο Τζόι ένωσε τα χέρια του σχηματίζοντας με τους αντίχειρες το σημείο του σταυρού, όπως έκανε κάθε Κυριακή στην εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου της Σαλ όταν γονάτιζε για να προσευχηθεί στη λειτουργία των έντεκα, με το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια κλειστά, λες και ο Θεός ενδιαφερόταν να ακούσει τις προσευχές ενός τέτοιου ανθρώπου. «Γνωρίζουμε κόσμο εκεί πάνω, Μάρτιν. Έχουμε διασυνδέσεις. Αν ο Τόμι κάνει το σωστό, μπορούμε να ενεργήσουμε για λογαριασμό του. Θα στείλουμε άντρες να χτενίσουν την περιοχή. Θα στριμώξουμε όλους τους ανώμαλους από εδώ μέχρι τον Καναδά. Μπορούμε να τον βοηθήσουμε, Μάρτιν, αλλά μόνο αν ο ίδιος θέλει να βοηθήσει τον εαυτό του». Και ο Ντέμπσι διερωτήθηκε μήπως, στην πραγματικότητα, είχαν το κορίτσι και όλα αυτά ήταν μέρος του παιχνιδιού: να παρασύρουν τον Τόμι να εμφανιστεί τώρα που ήταν αδύναμος, και μετά να τον αποτελειώσουν πριν ελευθερώσουν το κορίτσι. Γιατί σίγουρα θα το ελευθέρωναν· ακόμη κι ένα μοχθηρό άδειο κουφάρι σαν τον Τζόι Τούνα δε θα ήθελε να βαραίνει την ψυχή του ο θάνατος ενός παιδιού. «Θα φροντίσω να του το πω αυτό», είπε ο Ντέμπσι. «Εσύ κάνε ό,τι θέλεις. Εγώ είμαι εδώ για να βοηθήσω αν με χρειαστεί». «Έστω και αν δεν την έχει ο Όουενι», συνέχισε ο Ντέμπσι, «ο Τόμι θέλει από εκείνον να κάνει πίσω. Συμπεριφέρεται λες και ο Τόμι είναι ήδη στον τάφο και του τα έχει αφήσει όλα στη διαθήκη του». «Ο Τόμι πεθαίνει, Μάρτιν. Μόνο που δε θέλει να το παραδεχτεί. Όταν είσαι ετοιμοθάνατος, τα όρνια αρχίζουν να κόβουν κύκλους από πάνω σου». «Ο Όουενι δεν κόβει κύκλους, Τζόι. Τραβάει τη σάρκα από τα κόκαλα του Τόμι ενώ είναι ακόμη ζωντανός. Ο Τόμι δεν πεθαίνει απλώς· ο Όουενι τον σκοτώνει». «Υπάρχουν άλλες ανησυχίες εδώ, Μάρτιν. Το είπες και μόνος σου. Ούτε εσύ είσαι παρθένα. Αν ο Τόμι είναι απεγνωσμένος, τότε είναι ευάλωτος. Κυκλοφορεί πολλά χρόνια στην πιάτσα. Μπορεί να δώσει ένα σωρό ονόματα. Θα μπορούσε να βλάψει πολύ κόσμο. Είχαμε κάμποσες τέτοιες ιστορίες στο παρελθόν». «Ο Τόμι δεν είναι τέτοιος άνθρωπος, Τζόι. Το ξέρεις. Είναι αξιόπιστος». «Έχεις βρεθεί ποτέ σε ομοσπονδιακή φυλακή, Μάρτιν;» «Όχι». «Ε, λοιπόν, αν είχες βρεθεί σε τέτοιο μέρος θα ήξερες ότι οι μισοί απ’ όσους είναι κλεισμένοι εκεί μέσα την έπαθαν επειδή εμπιστεύτηκαν κάποιον που νόμιζαν ότι ήταν αξιόπιστος. Όλοι είναι

αξιόπιστοι μέχρι τη στιγμή που παύουν να είναι, όταν παίζεται η επιβίωσή τους και πρέπει να κάνουν μια συμφωνία για να συνεχίσουν να ζουν. Αν ήμουν στη θέση του Τόμι, τώρα θα έψαχνα να βρω μια διέξοδο. Μια τέτοια διέξοδος βρίσκεται λίγα μέτρα από εδώ που καθόμαστε», είπε ο Τζόι και έδειξε με τον αντίχειρά του τη φωλιά των ανθρώπων του νόμου πίσω από την πλάτη του. «Θα το ήξερα, Τζόι. Αν ο Τόμι έκανε τέτοιες σκέψεις, θα το μάθαινα». «Μην είσαι ανόητος. Δε θα το μάθαινες μέχρι τη στιγμή που θα σου χτυπούσαν την πόρτα έχοντας έτοιμο το ομοσπονδιακό ένταλμα σύλληψης. Τότε θα το μάθαινες, και θα ήταν πια πολύ αργά για να κάνεις το παραμικρό. Υπάρχουν άνθρωποι σ’ αυτή την πόλη που δεν έχουν καμιά πρόθεση να πεθάνουν στη φυλακή, κι εγώ είμαι ένας από αυτούς. Μη νομίζεις πως κι εσύ είσαι ασφαλής. Ο Τόμι θα σε πουλήσει μαζί μ’ εμάς τους υπόλοιπους. Έτσι δουλεύουν αυτά τα καθάρματα. Θέλουν τα πάντα, κάθε όνομα που μπορείς να ξεράσεις, κάθε άντρα και γυναίκα που σου έκαναν κάποτε μια χάρη. Τα θέλουν όλα ή τίποτε, όλα ή τίποτε». «Ο Τόμι δεν προσπαθεί να κάνει συμφωνία. Σου το λέω εγώ αυτό». «Εσύ όλο λες», είπε ο Τζόι κάνοντας μια περιφρονητική χειρονομία. «Άκου αυτό που σου λέω εγώ: Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να πεις στον Τόμι να εμφανιστεί. Θα κανονίσουμε μια συνάντηση. Θα βρούμε μια άκρη. Αν είναι αξιόπιστος, όπως λες εσύ ότι είναι, τότε δεν έχει κανένα λόγο να ανησυχεί». Γράπωσε τον Ντέμπσι από τον καρπό με το χοντρό χέρι του και τον έσφιξε τόσο, που τα δάχτυλα του Ντέμπσι άρχισαν να μυρμηγκιάζουν. Στα χείλη του υπήρχαν σταγόνες σάλιου, και ο Ντέμπσι έπιασε τη μυρωδιά της ψαρίλας που φαινόταν να ακολουθεί παντού τον Τζόι Τούνα. «Με καταλαβαίνεις, Μάρτιν;» ρώτησε ο Τζόι, ενώ η μπόχα του έπνιγε τώρα τον Ντέμπσι, που ένιωθε το δέρμα του να καίει λες και ήταν αλλεργικός σ’ εκείνο το βδελυρό πλάσμα. «Πες του να εμφανιστεί, ή τηλεφώνησέ μου και πες μου πού μπορούμε να τον βρούμε. Αυτό είναι το μόνο που πρέπει να κάνεις. Εμείς θα σε φροντίσουμε, όπως θα φροντίσουμε κι εκείνον. Σου το υπόσχομαι. Θα γίνουν όλα όπως πρέπει». Ήξεραν και οι δύο ποιο ήταν το θέμα της συζήτησης εδώ πέρα. Επρόκειτο για πράξη προδοσίας, μετά την οποία υπήρχαν μόνο δύο επιλογές: Να αυτοεξοριστείς ή να υποκριθείς ότι ίσως ήταν δυνατόν να εξακολουθήσεις να ζεις στη Βοστόνη κάνοντας όποια δουλειά σου έδιναν, ώσπου τελικά να αποφάσιζαν να σου φυτέψουν μια σφαίρα, επειδή κανείς δεν μπορεί να εμπιστεύεται κάποιον που είχε πουλήσει το αφεντικό του. Ο Ντέμπσι τράβηξε το χέρι του. Κοίταξε το ρολόι του. Ο εκπρόσωπος του Όουενι είχε αργήσει δεκαπέντε λεπτά. Η συμφωνία ήταν ότι πρώτα θα ερχόταν ο Τζόι, και η παρουσία του στη συνάντηση θα εξασφάλιζε ότι η συζήτηση θα παρέμενε σε πολιτισμένο επίπεδο, μόνο που ο άνθρωπος του Όουενι δεν είχε εμφανιστεί ακόμη. Έξω, ο Ράιαν είχε τελειώσει τον καφέ του και χοροπηδούσε νευρικά από το ένα πόδι στο άλλο. «Ο άνθρωπος του Όουενι θα έπρεπε να ήταν εδώ», είπε ο Ντέμπσι, αλλά ο Τζόι είχε σηκωθεί και κούμπωνε το παλτό του. «Πού πας;» τον ρώτησε ο Ντέμπσι. «Η συνάντηση δεν έγινε ακόμη». «Κι όμως, έγινε», είπε ο Τζόι, και ο Ντέμπσι αισθάνθηκε τον αέρα να φεύγει από τα πνευμόνια του σαν να είχε φάει γροθιά στο στομάχι. Ο άνθρωπος του Όουενι δε θα ερχόταν. Ποτέ δεν υπήρξε τέτοια πρόθεση. Είχε μιλήσει ο Τζόι για λογαριασμό του Όουενι. Είχε μιλήσει για λογαριασμό όλων τους, για λογαριασμό όποιου δεν ήταν ο Τόμι Μόρις, ούτε είχε καμία σχέση με τον Τόμι Μόρις, όποιου ήθελε να κλείσουν το στόμα του Τόμι με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, όποιου

τα μάτια θα έτσουζαν από τη μυρωδιά του ασβέστη που θα κατέτρωγε το σώμα του Τόμι, και θα κρατούσε ένα σφυρί για να του σπάσουν τα δόντια όταν όλα θα τελείωναν. Η καταδικαστική απόφαση είχε παρθεί. Το μόνο που έμενε ήταν να εκτελεστεί. «Με το κορίτσι τι θα γίνει;» είπε ο Ντέμπσι. «Πες μου την αλήθεια. Ο Τόμι θέλει να ξέρει. Είπες ότι δεν την έχει ο Όουενι. Μήπως την έχεις εσύ; Μήπως το κορίτσι χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης;» Όμως ο Τζόι βρισκόταν ήδη κάπου αλλού νοερά. Απλώς το κορμί του δεν είχε φτάσει ακόμη εκεί. «Πες του να εμφανιστεί, Μάρτιν. Μη μας αναγκάσετε να ψάξουμε να τον βρούμε. Σε συμπαθώ. Συμπαθώ και το νεαρό που είναι έξω. Δε θα ήθελα να πάθετε το παραμικρό. Γι’ αυτό μίλα στον Τόμι. Κάν’ τον να λογικευτεί. Είσαι έξυπνος άνθρωπος. Θα βρεις τα κατάλληλα λόγια. Να ’σαι καλά». Ο Τζόι έφυγε από την καφετέρια χτυπώντας χαϊδευτικά τον Ράιαν στην πλάτη. Εκείνος τον κοίταξε για λίγο καθώς απομακρυνόταν, και μετά γύρισε στον Ντέμπσι με ανοιχτό το στόμα, το ένα χέρι σηκωμένο σε μια χειρονομία που έλεγε «Τι στο διάολο έγινε;» και το άλλο ακόμη να σφίγγει το πιστόλι στην τσέπη του. Μπράβο, παλικάρι μου, είπε με το νου του ο Ντέμπσι. Συνέχισε να κρατάς το πιστόλι. Τώρα χαιρόταν που είχε κανονίσει να γίνει εδώ η συνάντηση που ναυάγησε και όχι κάπου στο Ντόρτσεστερ ή στο Τσάρλσταουν, όπως είχε προτείνει αρχικά ο Τζόι. Αν είχε συμφωνήσει, τώρα θα βρισκόταν στο πάτωμα κάποιας αποθήκης και θα του έχωναν καρφιά στα χέρια και στα πόδια για να τον κάνουν να μιλήσει. Ο Ντέμπσι πήγε στην πόρτα κρατώντας αδέξια την εφημερίδα πάνω από το όπλο του. Την ίδια στιγμή έμπαινε μια γυναίκα και εκείνος πέρασε πλάι της και τη σκούντησε. Η γυναίκα είπε κάτι, αλλά δεν την άκουσε. Είχε συγκεντρώσει την προσοχή του στο χώρο έξω από την καφετέρια, στην πλατεία που ξαφνικά φαινόταν πιο άδεια από πριν, στα πρόσωπα που ξαφνικά έδειχναν πιο πληροφορημένα, που φαίνονταν πιο απειλητικά. Στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από την ώρα που μπήκε στην καφετέρια, το βασίλειο της ύπαρξής του είχε γίνει ένας έρημος, αμείλικτος τόπος. Ο Ντέμπσι είπε στον Ράιαν να πηγαίνουν, και οι δύο μαζί γλίστρησαν σ’ εκείνο το εχθρικό σύμπαν.

15 ΗΈιμι αναγκάστηκε να ακυρώσει την πρωινή μας συνάντηση λόγω κάποιου περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας που είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί ένας πενηντάρης με τσακισμένο χέρι, ραγισμένο κρανίο και κάμποσα σπασμένα πλευρά. Είχε δεχτεί άγρια επίθεση από τη σαραντατριάχρονη σύζυγό του, η οποία μόλις που ζύγιζε σαράντα κιλά με όλα της τα ρούχα –και μάλιστα βρεγμένα– και μιλούσε τόσο σιγανά, ώστε μόνο νυχτερίδες μπορούσαν να την ακούσουν. Προφανώς ο άντρας της την ξυλοφόρτωνε τα πρώτα δεκαεννιά χρόνια του γάμου τους, κι έτσι εκείνη αποφάσισε να σημαδέψει το ξεκίνημα της εικοστής χρονιάς ενθαρρύνοντάς τον να γυρίσει καινούρια σελίδα επιχειρηματολογώντας με τη διακριτική χρήση ενός σφυριού την ώρα που εκείνος κοιμόταν για να συνέλθει από το μεθύσι του. Ένα καταφύγιο γυναικών, όπου η Έιμι πρόσφερε τις υπηρεσίες της αφιλοκερδώς, την είχε καλέσει για να μιλήσει στη γυναίκα, οπότε είχε μεταθέσει τη συζήτησή μας για το απόγευμα. Υπήρχαν λιγοστοί πιστοί στην πρωινή λειτουργία των οχτώ στην εκκλησία του Αγίου Μαξιμιλιανού Κόλμπε στο Σκάρμπορο όταν έφτασα εκεί. Έπιασα πίσω ένα στασίδι και έμεινα με το κεφάλι σκυφτό σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας. Δεν πήγαινα πια τόσο συχνά στην εκκλησία· μόνο όταν χρειαζόμουν παρηγοριά, ή απλώς χώρο για να πάρω μια ανάσα για λίγο. Εκεί έβρισκα τη γαλήνη, τη γαλήνη που έρχεται όταν απομακρύνεται κανείς από τα εγκόσμια ζητήματα, έστω και για λίγο, και αποδέχεται την πιθανότητα να υπάρχει ηρεμία πέρα από τον κόσμο τούτο. Ποτέ δεν ήξερα πότε θα μου ερχόταν η ανάγκη να αποζητήσω μια τέτοια ανάσα, αλλά την αισθάνθηκα εκείνο το πρωί μετά την αναβολή της συνάντησης, και δεν προσπάθησα να την καταπολεμήσω. Ο Λούις με είχε ρωτήσει κάποτε αν πίστευα στο Θεό ύστερα από όσα είχαν δει τα μάτια μου και όσα είχα περάσει, και πιο συγκεκριμένα ύστερα από το χαμό της Σούζαν και της Τζένιφερ. Του έδωσα τρεις απαντήσεις, με άλλα λόγια τουλάχιστον δύο παραπάνω από όσες περίμενε. Του είπα ότι το έβρισκα ευκολότερο να πιστεύω στο Θεό από το να μην πιστεύω, διότι αν δεν πίστευα σε κάτι, τότε ο θάνατος της Σούζαν και της Τζένιφερ δε θα είχε κανένα νόημα ούτε λόγο, και προτιμούσα να ελπίζω ότι ο χαμός τους ήταν μέρος ενός σχεδίου το οποίο ακόμη δεν καταλάβαινα. Του είπα ότι ο Θεός στον οποίο πίστευα μερικές φορές απέστρεφε το βλέμμα Του. Ήταν ένας Θεός που σάστιζε εύκολα, που ένιωθε να κατακλύζεται από τις απαιτήσεις μας, κι εμείς ήμασταν μικροί, πάρα πολύ μικροί, και πολλοί, μα πάρα πολλοί. Του είπα ότι καταλάβαινα πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο Θεός μου ήταν σαν ένας γονιός που προσπαθεί πάντα να προσέχει τα παιδιά του, αλλά δεν μπορείς να είσαι πάντα εκεί όταν σε χρειάζονται τα παιδιά σου, όσο σκληρά κι αν προσπαθείς. Εγώ δεν ήμουν εκεί όταν με χρειάστηκε η Τζένιφερ, και δεν εννοούσα να κατηγορήσω το Θεό μου γι’ αυτό. Του είπα επίσης ότι πίστευα στο Θεό επειδή είχα δει τον αντίθετό Του. Είχα δει όλα όσα δεν ήταν Εκείνος, και αυτό με είχε σημαδέψει, οπότε δεν μπορούσα να αρνηθώ το ενδεχόμενο της ύπαρξης μιας απόλυτης καλοσύνης που θα αντιμαχόταν την εξαχρείωση, όπως δεν μπορούσα να αρνηθώ ότι το σκοτάδι το ακολουθεί το φως και τη μέρα τη διαδέχεται η νύχτα. Του τα είπα όλα αυτά, και μετά ο Λούις έμεινε σιωπηλός. Όταν τελείωσε η λειτουργία, πήγα στο Πάλας Ντάινερ στο Μπίντεφορντ για πρωινό. Ίσως κάποιοι θεωρούσαν πως παραήταν μακριά για να πας για πρωινό, αλλά όσοι είχαν αυτή την άποψη δεν είχαν

φάει ποτέ στο Πάλας. Ήπια τον καφέ μου χωρίς να βιάζομαι, διάβασα εφημερίδα, και πάνω που είχα χαλαρώσει και ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω τη μέρα που με περίμενε, ακούστηκε ένας βόμβος από το κινητό μου που έδειχνε ότι είχα μήνυμα. Το διάβασα, το αποθήκευσα, και ένιωσα την καλή μου διάθεση να εξαφανίζεται. Γύρισα στο σπίτι μου και άρχισα να επεξεργάζομαι τον κατάλογο των ονομάτων που μου είχε δώσει ο Ράνταλ Χέιτ, χρησιμοποιώντας χαρακτηριστικές πληροφορίες για να καταγράψω τις κινήσεις τους στο πέρασμα των χρόνων, εξετάζοντας την περίπτωση κάποιοι να είχαν προσληφθεί με μια ιδιότητα που μπορεί να τους είχε φέρει σε επαφή με τους χώρους των φυλακών. Παρέβαλα ονόματα και διευθύνσεις με τα αρχεία των φυλακών, σε μια προσπάθεια να εξακριβώσω αν κάποιος από το Πάστορ’ς Μπέι είχε ποτέ εκτίσει ποινή στη Βόρεια Ντακότα, στο Βερμόντ ή στο Νιου Χάμσαϊρ, ή αν είχε στενούς συγγενείς που είχαν φυλακιστεί σ’ εκείνες τις Πολιτείες. Δεν μπόρεσα να βρω απολύτως τίποτε, αλλά αυτή δεν ήταν παρά η πρώτη φάση σε μια ενδεχομένως μακρά και κουραστική διαδικασία, κατά την οποία θα ξεχώριζα τα νήματα της ζωής δεκάδων ατόμων που ίσως είχαν υφανθεί μαζί. Λίγο μετά τη μία πήγα στο Σάουθ Φρίπορτ και άφησα το αυτοκίνητό μου στο πάρκινγκ δίπλα στο κτίριο της Έιμι. Σήμερα δεν υπήρχαν κοράκια στα δέντρα. Ήταν κάπου αλλού, πράγμα που δε με πείραξε καθόλου. Στο παρελθόν είχα δει μεγάλα μαύρα κοράκια να κάθονται στους τοίχους της παλιάς φυλακής στο Τόμαστον. Τότε μου είχαν φανεί τερατώδη πουλιά και κάτι περισσότερο συνάμα, οντότητες που μεταλλάσσονταν καθώς τις παρατηρούσα, απεσταλμένοι ενός κόσμου πιο μιαρού από τον δικό μας. Εκείνη η εικόνα δεν είχε σβήσει ποτέ από τη μνήμη μου, και τώρα όποτε έβλεπα τέτοια πουλιά αναρωτιόμουν ποια ήταν η πραγματική τους φύση και ποιος ήταν ο πραγματικός σκοπός τους. Μύρισα φρέσκο καφέ όταν μπήκα στο γραφείο, και άκουσα τη φωνή της Έιμι που με χαιρέτησε από τη μικρή κουζίνα δίπλα στο χώρο υποδοχής. Σε μερικά δευτερόλεπτα, η Έιμι εμφανίστηκε κουβαλώντας μια καφετιέρα πάνω σε ένα δίσκο, μαζί με δύο τυλιχτές τορτίγιες με κοτόπουλο και ένα βάζο με δύο μοβ μαργαρίτες. «Τι νοικοκυρά», είπα. «Τελικά μπορεί και να σε παντρευτεί». «Δεν παύει να με ξαφνιάζει το έντονο ενδιαφέρον σου για την οικογενειακή μου κατάσταση», σχολίασε. «Αν δεν ήξερα ποια είναι η πραγματικότητα, θα υποπτευόμουν ότι ζηλεύεις και θέλεις να πάρεις τη θέση του». «Εγώ σκέφτομαι απλώς τη δωρεάν νομική βοήθεια». «Ευχαριστώ. Αν συνεχίσεις να πέφτεις στα χέρια της αστυνομίας επειδή κάνεις δυσάρεστες ερωτήσεις, θα αναγκαστείς να κυκλοφορείς με ένα μόνιμο νομικό σύμβουλο καθισμένο δίπλα σου σ’ εκείνο το αντρικό παιχνίδι που οδηγείς». «Ένα αυτοκίνητο είναι». «Ένα αυτοκίνητο είναι μια Τογιότα Κάμρι. Αυτό που έχεις εσύ είναι μια τετράτροχη κρίση μέσης ηλικίας». Κάθισα σε μια καρέκλα. Η Έιμι σέρβιρε καφέ, εγώ πήρα μια τορτίγια και αρχίσαμε. «Πού βρισκόμαστε, λοιπόν;» με ρώτησε. «Πουθενά». Της είπα για τη συζήτησή μου με τον Ράνταλ Χέιτ, για τη συνάντησή μου με τον Άλαν και για τις κατοπινές δοσοληψίες μου με τον Γκόρντον Γουόλς. Δεν ανέφερα ότι εκείνος είχε χρησιμοποιήσει τη δολοφονία της κόρης μου για να μου κεντρίσει τη συνείδηση, ούτε για την έκρηξη που

ακολούθησε. Είπα μέσα μου ότι οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες ήταν άσχετες με την υπόθεση, πράγμα που εν μέρει μόνο ήταν αλήθεια. Κατόπιν έδειξα στην Έιμι τον τελευταίο φάκελο που είχε σταλεί στον Χέιτ. Το πρόσωπό της έμεινε απαθές καθώς εξέταζε τις φωτογραφίες. Ούτε έκανε κάποιο σχόλιο για το βίντεο με τα ρούχα στον αχυρώνα, απλώς το παρακολούθησε αμίλητη. Στο τέλος είπε μόνο: «Η κατάσταση έχει αρχίσει να κλιμακώνεται». «Ναι». «Είχες μαζί σου τις φωτογραφίες όταν σε έπιασαν οι αστυνομικοί;» «Ήταν στο πορτμπαγκάζ». «Στάθηκες τυχερός που δεν έψαξαν το αυτοκίνητο. Θα μπορούσες να είχες μπλέξει άσχημα. Θα κρατήσω εδώ τις φωτογραφίες προς το παρόν, και θα τις χαρακτηρίσω πειστήρια». Η Έιμι έβαλε το φάκελο σε μια πλαστική σακούλα, τη σφράγισε και την τοποθέτησε στο χρηματοκιβώτιό της. «Τι άλλο;» είπε. «Άρχισα να ψάχνω τον κατάλογο των ονομάτων που μου έδωσε ο Χέιτ, ελπίζοντας να ανακαλύψω κάποιο συσχετισμό, αλλά μέχρι στιγμής δε βρήκα τίποτα. Αν δεν καταφέρω να ξετρυπώσω πολύ σύντομα αδιάσειστες αποδείξεις του εγκλήματος, τότε δε θα έχουμε άλλη επιλογή παρά να ερευνήσουμε εξονυχιστικά την προσωπική ζωή όλων εκείνων των ατόμων, κι αυτό ίσως κρατήσει βδομάδες ή και μήνες. Αν όμως αποδειχτεί ότι το πρόβλημα του Χέιτ συνδέεται με την απαγωγή της Άννας Κόρι...» «Εφόσον πρόκειται για απαγωγή», με διέκοψε η Έιμι. «Τα παιδιά αυτής της ηλικίας συμβαίνει να το σκάνε από τα σπίτια τους, ξέρεις». «Δεν αποκόμισα την εντύπωση ότι η Άννα ήταν τέτοιο παιδί», απάντησα. «Ούτε ο Γουόλς μου έδωσε αυτή την αίσθηση. Η αστυνομία ανησυχεί. Ας αποδεχτούμε ότι το κορίτσι δεν εξαφανίστηκε με τη θέλησή του». «Συμφωνώ. Με επιφύλαξη». «Παραμένει λοιπόν το εξής πρόβλημα: Εξακολουθούμε να μην είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, για την ώρα, αν το πρόβλημα του Χέιτ συνδέεται με την εξαφάνιση της Άννας Κόρι». «Αυτή η σύνδεση είναι μεγάλο λογικό άλμα έτσι κι αλλιώς». «Κοίτα, θα σου μιλήσω καθαρά. Η συζήτηση με τον Γουόλς με έκανε να νιώσω τύψεις. Δεν ήταν ευχάριστη, και ανταλλάξαμε μερικές βαριές κουβέντες, αλλά εκείνος είχε δίκιο κι εγώ άδικο. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχουμε το δικαίωμα να αποφασίσουμε αν το πρόβλημα του Χέιτ είναι ουσιώδες για την υπόθεση της Άννας Κόρι. Προσωπικά, εξακολουθεί να μη μου αρέσει το στοιχείο της σύμπτωσης σ’ αυτή την ιστορία. Ένα κορίτσι εξαφανίζεται, και ένας άντρας που είχε οδηγηθεί στη φυλακή για το φόνο ενός άλλου κοριτσιού της ίδιας περίπου ηλικίας γίνεται στόχος απειλών από μια άγνωστη πηγή. Διότι αναμφισβήτητα πρόκειται περί απειλών: απειλών αποκάλυψης, απειλών εκβιασμού, ενδεχομένως ακόμη και απειλών σωματικής βλάβης κάποια στιγμή στο μέλλον. »Αφήνοντας αυτό το θέμα στην άκρη, έχουμε καθήκον να πούμε ό,τι ξέρουμε στην αστυνομία. Παρακρατούμε στοιχεία που μπορεί να συνδέονται με τη διάπραξη εγκλήματος. Μολονότι παραδέχομαι ότι από νομικής πλευράς πρόκειται για γκρίζα περιοχή και ότι είναι απίθανο να βρεθεί κάποιος από εμάς πίσω από τα σίδερα γι’ αυτόν το λόγο, δε θέλω να έχω βάρος στη συνείδησή μου το φόνο ενός κοριτσιού, και είμαι σίγουρος πως ούτε εσύ το θέλεις». Η Έιμι τελείωσε τη μισή τορτίγια της και άρχισε να τρώει την άλλη μισή. Εγώ είχα φάει μόνο μια δυο μπουκιές από τη δική μου, αλλά βέβαια εγώ πρόσεχα να μη μιλάω με το στόμα γεμάτο. Η Έιμι δεν είχε τέτοιες έγνοιες. Μου είχε πει κάποτε ότι ένα από τα προβλήματα της δικηγορίας ήταν ότι ή

είχες πάρα πολλά να πεις σε πολύ λίγο χρόνο, ή πολύ λίγα να πεις και πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα να καλύψεις. «Ξαναμίλησα με τον Χέιτ πριν από μια ώρα», είπε, εξακολουθώντας να μασάει. «Και;» «Πρότεινε συμβιβασμό». «Τι είδους συμβιβασμό;» «Να παραδώσει μέσω εμού στην αστυνομία για εξέταση όλο το υλικό που του έχει σταλεί μέχρι στιγμής, αλλά να μην αποκαλύψω την πηγή». Το σκέφτηκα. «Δεν πρόκειται να δεχτούν. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να τους εξηγήσεις τη συνάφεια των φωτογραφιών και του βίντεο. Από τη στιγμή που θα το κάνεις αυτό, θα θέλουν να πάρουν κατάθεση από τον Χέιτ, και θα τον προσθέσουν στον κατάλογο των υπόπτων, ενώ, όπως ξέρουμε, δεν έχει άλλοθι για την περίοδο που εξαφανίστηκε η Άννα. Έστω και αν, από κάποιο θαύμα, συμφωνήσει η αστυνομία ότι δεν είναι ύποπτος, και πάλι θα κληθεί να δώσει δακτυλικά αποτυπώματα και δείγματα DNA για να αποκλειστεί από οποιαδήποτε στοιχεία βρεθούν στους φακέλους ή στις φωτογραφίες». «Ούτε εγώ πιστεύω πως μπορεί να γίνει αυτό που προτείνει», είπε η Έιμι. «Ξέρει ότι οι επιλογές του περιορίζονται ολοένα και περισσότερο, αλλά δε νομίζω ότι θα λυγίσει μέχρι τη στιγμή που θα βρεθεί στριμωγμένος στη γωνία. Το λες σοβαρά ότι θα πας στην αστυνομία αν δεν αλλάξει γνώμη;» «Δε θέλω να καταστρέψω τη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά κάπου μέσα μου έχω την αίσθηση ότι οι συνέπειες της αποκάλυψής του στην αστυνομία δε θα είναι τόσο φοβερές όσο πιστεύει ο ίδιος». «Έτσι λες;» Ο τόνος της Έιμι φανέρωνε δυσπιστία. «Θα είναι δυσάρεστες, αλλά είναι πολλοί εκείνοι που επέζησαν από ακόμη χειρότερες καταστάσεις». «Θα χρειαστεί προστασία». «Το σκέφτηκα κι αυτό. Μπορούμε να βάλουμε τους Φούλτσι να φυλάνε το σπίτι». Το αίμα κόντεψε να στραγγίξει από το πρόσωπο της Έιμι. «Δε μιλάς σοβαρά. Αυτοί οι άνθρωποι είναι...» Προσπάθησε να βρει τη σωστή λέξη, αλλά ο αριθμός των επιλογών της ήταν συντριπτικός. Τελικά, αρκέστηκε στο χαρακτηρισμό «παράφρονες». «Δεν είναι παράφρονες», απάντησα. «Ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή. Τα φάρμακα τους διατηρούν οριακά σώφρονες. Αν βέβαια δεν έπαιρναν φάρμακα, ίσως να δεχόμουν τη διάγνωσή σου, αλλά, με όλο το σεβασμό, δεν είσαι μέλος της ιατρικής κοινότητας. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα έπρεπε να πετάς λέξεις όπως “παράφρονες”, ιδίως όταν αναφέρεσαι στους Φούλτσι. Είναι ευαίσθητοι άνθρωποι. Είναι επίσης πολύ μεγαλόσωμοι ευαίσθητοι άνθρωποι». «Αληθεύει πως ένας από αυτούς επιτέθηκε σε κάποιο δικαστή με το σφυρί του;» «Όχι». «Δόξα τω Θεώ». «Δεν ήταν δικαστής αλλά δικηγόρος. Ο δικός τους δικηγόρος. Αυτό όμως συνέβη πριν από πολύ καιρό, όταν ήταν νέοι και άμυαλοι· και ούτως ή άλλως ο συγκεκριμένος δικηγόρος δεν άξιζε και πολλά, αλλιώς δε θα είχε φάει το σφυρί κατακέφαλα. Κοίτα, οι Φούλτσι μπορεί να μην είναι έξυπνοι, αλλά θα μεταπείσουν τους όποιους ηλίθιους ίσως αποφασίσουν, έχοντας κατεβάσει και κάνα δυο ποτήρια, ότι στην περίπτωση του Χέιτ πρέπει να αποδοθεί λίγη άγρια δικαιοσύνη. Ο Χέιτ μάλλον θα μπορεί να διεκπεραιώνει μεγάλο μέρος της δουλειάς του από το σπίτι του, αν χρειαστεί να τον κρατήσουμε περιορισμένο. Ίσως ακόμη και να αποφασίσει ότι θέλει να φύγει από την πόλη

για ένα διάστημα. Στην περίπτωση αυτή, μπορούμε να του βρούμε κάπου να μείνει. Όχι αναγκαστικά στο δωμάτιο ενός μοτέλ. Μπορούμε να τον βολέψουμε κάπου όμορφα. Δε νομίζω ότι ο κύριος Χέιτ θα ήθελε να χάσει εντελώς τις ανέσεις του». «Φαίνεται πως έχουμε αποφασίσει ότι θα παρουσιαστεί στην αστυνομία, αν και εκείνος συνεχίζει να υποστηρίζει ότι δε θα το κάνει». «Είναι θέμα χρόνου. Ακόμη κι αν η Άννα Κόρι βρεθεί σώα και αβλαβής, δε θα λυθεί το πρόβλημα του Χέιτ. Προσπάθησα να του εξηγήσω ορισμένα πράγματα χτες, αλλά είναι περίεργος άνθρωπος και εγωιστής». «Τι εννοείς;» «Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να συνεχίσει να υπάρχει ως Ράνταλ Χέιτ. Το γεγονός ότι ένα νεαρό κορίτσι μπορεί να κινδυνεύει δε φαίνεται να τον απασχολεί». «Δεν είναι όλοι έτοιμοι να θυσιάσουν τον εαυτό τους όπως εσύ». «Να λείπει ο σαρκασμός». «Δεν ήταν σαρκασμός», είπε η Έιμι. Άφησε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα και συνέχισε: «Μήπως δυσκολεύεσαι στις επαφές σου με τον πελάτη μας; Δεν είσαι υποχρεωμένος να τον συμπαθήσεις, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να είσαι ικανός να τον αντιμετωπίσεις χωρίς να αφήσεις να φανεί η αντιπάθειά σου». «Μπορώ να τον αντιμετωπίσω, και μπορώ να κρύψω τα τυχόν αρνητικά συναισθήματα που ίσως τρέφω για το άτομό του», απάντησα. «Πρέπει όμως κι εσύ να καταλάβεις το βαθμό της ιδιοτέλειάς του, και ο μόνος τρόπος να τον πείσουμε να κάνει αυτό που θέλουμε είναι να το παρουσιάσουμε με τρόπο που να φαίνεται ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες εξυπηρετούν τους δικούς του σκοπούς. Αν πρόκειται να τον ενθαρρύνουμε να πάει στην αστυνομία, τότε ίσως πρέπει να καταλάβει ότι, αν συμβεί κανένα κακό στο κορίτσι και γίνει έρευνα για φόνο, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ανακαλύψουν οι αστυνομικοί ποιος είναι και τι έκανε, και τότε θα αποκαλυφθεί και η υπόλοιπη ιστορία. Αν υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στις δύο υποθέσεις, η καλύτερη –η ιδανικότερη– έκβαση στην οποία μπορεί να ελπίζει είναι ότι θα γίνει γνωστός σε όλους ως ο άνθρωπος που άφησε ένα κορίτσι να πεθάνει ενώ θα μπορούσε να είχε δώσει στοιχεία που ίσως να το είχαν σώσει. Θα μπορούσε επίσης να καταλήξει στη φυλακή, και δε νομίζω ότι αυτό θα τον ικανοποιούσε. Θα περάσει πολύ δύσκολα μέσα με το στίγμα του ενόχου για παιδοκτονία που εμπλέκεται στο φόνο κάποιου άλλου παιδιού. Δε θα επιζήσει ούτε ένα χρόνο». Η Έιμι έγνεψε καταφατικά. «Του είπα πως θα συναντιόμασταν και πως θα του τηλεφωνούσα μόλις τελειώναμε. Η απειλή της επιστροφής στη φυλακή, όσο μικρές κι αν είναι οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο, ίσως αρκεί για να πειστεί να μιλήσει στην αστυνομία. Πιθανόν να είναι το μοναδικό πράγμα που φοβάται περισσότερο από την αποκάλυψη του παρελθόντος του. Υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να έχω υπόψη μου;» «Κατά κάποιον τρόπο. Πρέπει να το μάθεις, αλλά δε νομίζω πως θα χαρείς ιδιαίτερα. Η κατάσταση είναι πιο δύσκολη απ’ όσο φαινόταν αρχικά». «Αυτό δυσκολεύομαι να το πιστέψω». «Δύο πράγματα έχω να σου πω: Το πρώτο είναι ότι ενώ εγώ μαράζωνα σ’ εκείνο το ντουλάπι για τις σκούπες στο Πάστορ’ς Μπέι, είδα έναν ομοσπονδιακό ονόματι Ρόμπερτ Ένγκελ να καραδοκεί στα παρασκήνια». «Και λοιπόν; Η πολιτειακή αστυνομία ζήτησε τη βοήθεια του FBI. Δεν είναι ασυνήθιστο σε τέτοιες περιπτώσεις».

«Οι απαγωγές παιδιών δε συγκαταλέγονται στις δραστηριότητες του Ένγκελ. Εκείνος ασχολείται με το οργανωμένο έγκλημα: Ιταλούς, Ρώσους, Ιρλανδούς. Όχι ότι όλοι αυτοί είναι ανώτεροι άνθρωποι που δεν οργανώνουν απαγωγές, αλλά για ποιο λόγο τέτοιοι εγκληματίες θα απήγαν ένα κορίτσι από το Πάστορ’ς Μπέι της Πολιτείας του Μέιν;» «Τι ξέρουμε για την οικογένεια της Άννας Κόρι;» «Όχι πολλά πράγματα, αλλά σκοπεύω να μάθω κι άλλα». «Και το δεύτερο πράγμα ποιο είναι;» Της έδειξα το ανώνυμο μήνυμα που είχα λάβει στο κινητό μου για το διοικητή του τοπικού αστυνομικού τμήματος. «Σκατά», είπε η Έιμι. «Το Πάστορ’ς Μπέι είναι πραγματικά ο λάκκος με τα φίδια. Δεν τους έχει πει κανείς ότι το κουτσομπολιό κάνει κακό στην ψυχή; Τι ψέματα λέει λοιπόν ο Άλαν, αν όντως λέει ψέματα;» «Ως προς αυτό θα πρέπει να δεις το δεύτερο μήνυμα. Ήρθε ενώ τελείωνα το πρωινό μου». Της έδωσα το τηλέφωνο. Το μήνυμα περιείχε οχτώ λέξεις: Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΛΑΝ ΕΙΝΑΙ ΠΕΔΕΡΑΣΤΗΣ. ΚΗΝΥΓΑΕΙ ΜΙΚΡΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ. «Θεέ και Κύριε», είπε η Έιμι. Έκανε πέρα το τηλέφωνο λες και ήταν μολυσμένο. Ήταν φανερό πως είχε αρχίσει τους υπολογισμούς, στάθμιζε κάθε ενδεχόμενο. Νωρίτερα είχα κάνει κι εγώ το ίδιο, και δεν είχα χαρεί καθόλου με τα αποτελέσματα. «Θα μπορούσε να είναι απλώς κάποιος ντόπιος που τον έχει άχτι», είπα. «Ο Άλαν είναι διοικητής της αστυνομίας σε μια μικρή πόλη, οπότε μπορείς να είσαι σίγουρη ότι έχει καταφέρει να τσαντίσει μερικούς. Δίνει κλήση σε λάθος άνθρωπο, αναγκάζει έναν άλλο να θανατώσει το σκύλο του επειδή δάγκωσε ενώ δεν έπρεπε, δεν κάνει τα στραβά μάτια σε μια σύλληψη για κατοχή ναρκωτικών. Δε χρειάζεται και πολύ». «Μα αν είναι αλήθεια; Έχει εξαφανιστεί ένα δεκατετράχρονο κορίτσι από την περιοχή δικαιοδοσίας του. Αν είναι ανακατεμένος, τότε σημαίνει ότι χειρίζεται προς όφελός του μια έρευνα της οποίας μπορεί να είναι ο ίδιος το επίκεντρο». «Έχουμε πάρει φόρα», της είπα. «Χρειάζομαι όμως βοήθεια, και δεν εννοώ τη βοήθεια των Φούλτσι. Πρέπει να μπορώ να παρακολουθώ τις κινήσεις του Άλαν, αλλά εμένα με γνωρίζει, και όταν ο Χέιτ πάει να μιλήσει στην αστυνομία, θα γίνω αγαπητός στους αστυνομικούς όσο και οι μύγες σε ένα γάμο, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Με προβληματίζει και ο Ένγκελ. Ασχολείται με μερικούς εξαιρετικά δυσάρεστους ανθρώπους, και αν είναι ανακατεμένη η μαφία σ’ αυτή την υπόθεση, θα πρέπει να κινηθούμε προσεκτικά, για καλό δικό μας και του Χέιτ». «Τι προτείνεις;» «Η πρότασή μου έχει ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται. Ζήτησα από κάτι φίλους να έρθουν από τη Νέα Υόρκη. Θα βρίσκονται εδώ αύριο». Η Έιμι ήξερε ποιους εννοούσα. Είχε ακούσει τις ιστορίες. «Ξέρεις», είπε, «είμαι πολύ περίεργη να γνωρίσω αυτούς τους φίλους». *** Η Έιμι έκανε τη δεύτερη συζήτηση της μέρας με τον Χέιτ, στην οποία του κοινοποίησε τις σκέψεις μας, και μετά από λίγο του μίλησα κι εγώ στο τηλέφωνο. Ακουγόταν παραζαλισμένος και λιγότερο

βέβαιος για το κατά πόσο ήταν συνετό να αποσιωπήσει αυτά που του συνέβαιναν, και κατάλαβα ότι πολύ σύντομα θα αντιμετωπίζαμε την αστυνομία σε ένα δωμάτιο καταθέσεων. Ο Χέιτ μπορεί να μην το είχε συνειδητοποιήσει ακόμη, αλλά ήταν ίσως η καλύτερη κίνηση που θα μπορούσε να κάνει, δεδομένων των συνθηκών. Το μόνο μέρος της κουβέντας μας που φάνηκε να τον ξαφνιάζει ήταν η τελευταία μου ερώτηση. «Κύριε Χέιτ, στο πλαίσιο του επαγγέλματός σας είχατε ποτέ δοσοληψίες με εγκληματικές οργανώσεις;» «Τι θέλετε να πείτε;» με ρώτησε. «Τι υπονοείτε;» «Δεν υπονοώ τίποτα. Το μόνο που ρωτώ είναι αν, είτε εν γνώσει σας είτε εν αγνοία σας, είναι πιθανό να ήρθατε σε επαφή με επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να έχουν διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα. Αναφέρομαι σε στριπτιζάδικα, χαρτοπαικτικές λέσχες, τοκογλύφους, ή ακόμη και φαινομενικά νόμιμες επιχειρήσεις που αποδείχτηκε ότι δεν ήταν και τόσο νόμιμες όταν ελέγχθηκαν τα βιβλία τους». «Όχι», είπε, και ακούστηκε απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό. «Συναλλάσσομαι κυρίως με μικρές επιχειρήσεις, και καμιά τους δε μου έδωσε ποτέ πραγματικό λόγο ανησυχίας. Εξάλλου, πρόκειται για ανθρώπους που είναι αρκετά συνετοί ώστε να μη μου ζητήσουν να συνεργήσω σε παράνομες δραστηριότητες». «Πολύ καλά, κύριε Χέιτ. Ήθελα απλώς να βεβαιωθώ». «Μου αρέσει η δουλειά μου. Ορισμένοι μπορεί να τη βρίσκουν ανιαρή, όχι όμως εγώ. Μου αρέσει η αίσθηση της τάξης που προϋποθέτει. Δε θέλω να χάσω τη δουλειά μου, κύριε Πάρκερ. Δε θέλω να χάσω τους πελάτες και τους φίλους μου. Δε θέλω να χάσω αυτή τη ζωή». «Καταλαβαίνω». «Όχι», απάντησε. «Νομίζετε ότι καταλαβαίνετε, αλλά δεν καταλαβαίνετε καθόλου». Και λέγοντας αυτό έκλεισε το τηλέφωνο.

16 ΟΤζόζεφ Άντονι Τούμι, ή Τζόι Τούνα όπως ήταν γνωστός στους πελάτες του στην Κεντρική Ιχθυαγορά του Ντόρτσεστερ –ονομασία που υποδήλωνε ότι το Ντόρτσεστερ είχε πήξει στις ιχθυαγορές–, ήταν καθισμένος στο γραφείο του μετρώντας τις εισπράξεις της ημέρας και προγραμματίζοντας τις παραγγελίες του για την ερχόμενη βδομάδα. Γύρω του επικρατούσε ησυχία. Η δουλειά είχε τελειώσει στις εφτά το βράδυ, και ο Τζόι δεν είχε ουσιαστικά κανένα λόγο να βρίσκεται εκεί μετά το κλείσιμο, αλλά απολάμβανε τη σιγαλιά του παλιού κτιρίου, που τη διέκοπταν μόνο ο χαμηλός βόμβος των ψυγείων και ο ήχος των νερών που έσταζαν. Κάθε κομμάτι της μέρας είχε το δικό του ρυθμό, το δικό του τόνο, και ύστερα από τόσα χρόνια δουλειάς στην αγορά το ίδιο το κορμί του Τζόι ήταν συντονισμένο πλέον με τους κύκλους της επιχείρησής του. Γι’ αυτό ήξερε ότι δε θα κατάφερνε ποτέ να βγει στη σύνταξη: Ήταν δεμένος με αυτό το μέρος σαν να τον ένωνε μαζί του ένας ομφάλιος λώρος. Χωρίς την αγορά, θα έσβηνε και θα πέθαινε. Την αγαπούσε, αγαπούσε την αίσθησή της, τους ήχους της, τη μυρωδιά της. Την κουβαλούσε μέσα στην καρδιά του, στις σκέψεις του, στα ρούχα και στο δέρμα του. Η γυναίκα του, η αγαπημένη του Αϊλίν, συχνά αστειευόταν λέγοντας πως στη θάλασσα ζούσαν πλάσματα που μύριζαν αρμύρα και ψαρίλα λιγότερο έντονα από τον Τζόι της. Και τι μ’ αυτό; Άλλωστε, από εκεί είχαμε προέλθει όλοι, και η γεύση της παρέμενε ακόμη στον ιδρώτα μας. Η θάλασσα είχε δώσει ζωή στον Τζόι, και συνέχιζε να τον συντηρεί. Ο ίδιος δεν είχε επιχειρήσει ποτέ να απομακρυνθεί από κοντά της και ζούσε πάντα σε μέρη όπου άκουγε να σκάει το κύμα. Παρ’ όλ’ αυτά, πάντοτε βρισκόταν στην αγορά όταν εμφανίζονταν οι πρώτοι εργάτες, το συνεργείο επεξεργασίας που έπιανε δουλειά στις έξι το πρωί για να τεμαχίσει τα ψάρια, κυρίως μπακαλιάρους, τόνους και ξιφίες. Όλη τη μέρα η παρουσία του Τζόι ήταν γενικά πολύ διακριτική, αφού είχε εμπιστοσύνη στους υπαλλήλους του πως θα έκαναν ό,τι χρειαζόταν για να εξασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της επιχείρησης· στο κάτω κάτω, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν μαζί του πολλά χρόνια, και πλέον ο Τζόι ήταν σίγουρος ότι η όποια ανάμειξη του αφεντικού τους, ακόμη κι αν είχε τις πιο ευγενικές προθέσεις, θα τους προκαλούσε κατά βάση αναστάτωση. Ο καθένας είχε το δικό του τομέα ευθύνης, συνεργάζονταν αρμονικά μεταξύ τους, και οπότε έχωνε τη μύτη του ο Τζόι, το μόνο που κατάφερνε ήταν να μπερδεύει τους πάντες. Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να εξασφαλίζει μόνο ότι είχαν ψάρια για να πουλήσουν κάθε πρωί, ένα χρηματοκιβώτιο για να μπαίνουν τα χρήματα κάθε βράδυ και αρκετά μετρητά στο τέλος της βδομάδας για να τους πληρώνει όλους. Έτσι λοιπόν, κάθε πρωί, ένα τέταρτο πριν τις οχτώ, έκανε ένα βιαστικό έλεγχο και μετά άρχιζε να τριγυρνάει με μια κούπα τσάι στο χέρι και να πιάνει ψιλή κουβέντα με τους πελάτες του. Τους ρωτούσε αν ήταν ευχαριστημένοι, αν οι δουλειές τους πήγαιναν καλά κι αν όλοι στις οικογένειές τους ήταν γεροί, προσφερόταν να βοηθήσει όπου μπορεί να τον χρειάζονταν, και κάθε φορά που κάποιος δεχόταν μια χάρη, ο Τζόι την κατέγραφε στο νοερό του τεφτέρι των χρεωστών και πιστωτών, αφού δεν ήταν όλα χρέη που μετριόνταν με δολάρια και σεντς. Ο Τζόι ήξερε το όνομα κάθε σημαντικού άντρα και γυναίκας που διάβαινε το κατώφλι της Κεντρικής Ιχθυαγοράς του Ντόρτσεστερ, αλλά και τα ονόματα πολλών από τους λιγότερο σημαντικούς. Είχε την ικανότητα να υπολογίζει απειροελάχιστες μεταβολές στην οικονομική κατάσταση ενός εστιατορίου κρίνοντας από

το μοτίβο των παραγγελιών του και φρόντιζε να παρακολουθεί τα όποια σημάδια ευπάθειας, όχι μόνο για να βεβαιωθεί ότι σε περίπτωση λουκέτου δε θα έμεναν ανεξόφλητοι οι δικοί του λογαριασμοί, αλλά και επειδή η κακοτυχία κάποιων σήμαινε καλή τύχη για άλλους. Μπορούσαν να δοθούν δάνεια, να υπογραφούν συμφωνίες, να αποκτηθούν μερίδια επιχειρήσεων για ένα πιάτο φαΐ, και από τη στιγμή που ο Τζόι ή οι συνεργάτες του εξασφάλιζαν θέση στο τραπέζι, το φαγοπότι δε σταματούσε στιγμή. Για όσους ήταν τρωτοί, ή δεν είχαν αρκετό μυαλό στο κεφάλι τους, η προσφορά βοήθειας του Τζόι Τούνα μπορούσε να εξελιχθεί σε κακοήθη όγκο. Όταν τα φορτηγά έφευγαν για να κάνουν τις παραδόσεις στα εστιατόρια, ο Τζόι συχνά εξαφανιζόταν για μερικές ώρες ώστε να φροντίσει υποθέσεις που δεν είχαν σχέση με την αγορά και πώληση αλιευμάτων, και επέστρεφε αργά το απόγευμα για να ενημερώσει τα βιβλία του, να μετρήσει το χρήμα και να τακτοποιήσει τυχόν μικροπροβλήματα που μπορεί να είχαν προκύψει στη διάρκεια της μέρας. Τώρα τελευταία, αυτά τα προβλήματα όλο και συχνότερα αφορούσαν τη χορήγηση πίστωσης και απλήρωτους λογαριασμούς, δεν ήταν όμως από εκείνα που μπορεί να κέντριζαν το ενδιαφέρον του Τζόι και των ομοίων του για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Για την ώρα, ήταν προσωρινές αναποδιές τις οποίες αντιμετώπιζαν άνθρωποι που βρίσκονταν γραμμένοι στα κιτάπια του Τζόι για δεκαετίες ολόκληρες, που γνώριζαν τα τερτίπια του, αλλά ήξεραν επίσης ότι ήταν ντόμπρος στις συναλλαγές του, ότι κρατούσε το λόγο του και δεν εκβίαζε τίμιους ανθρώπους. Ήταν αλήθεια ότι ο Τζόι είχε μια πλευρά που έπρεπε να την αποφεύγει κανείς, όσο γι’ αυτό όμως, κάθε άλλο παρά μοναδική ήταν η περίπτωσή του, και ορισμένοι από τους πελάτες του ήταν τουλάχιστον εξίσου σκληροί με τον ίδιο. Ο Τζόι δεν έκλεβε. Δεν ανακάτευε το ψαχνό των κατεψυγμένων αστακών με εκείνο των φρέσκων. Δεν έβαζε αποβραδίς τις πίνες να μουσκέψουν, διπλασιάζοντας έτσι το βάρος τους· το ίδιο μάλιστα μπορούσε να γίνει και με τους μπακαλιάρους, αν και δεν απορροφούσαν τόσο νερό. Αν ήταν αναγκασμένος να καταψύξει ψάρια, κατέψυχε μόνο τα πιο λιπαρά –τόνους, ξιφίες, σολομούς–, αλλά παρ’ ότι τα πουλούσε σε χαμηλότερη τιμή, έλεγε στον αγοραστή ότι ήταν κατεψυγμένα και άρα δε θα ήταν τόσο νόστιμα. Με τον Τζόι Τούνα ήξερες τι έπαιρνες. Η ύφεση είχε πλήξει όλο τον κόσμο, και ο Τζόι τους συμπονούσε, αλλά αν άφηνε τη συμπόνια του να επηρεάσει την αίσθηση κοινής λογικής, τότε ο ίδιος, μαζί με τους άντρες και τις γυναίκες που είχε στη δούλεψή του θα έμπαιναν στους καταλόγους των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Όλα ήταν θέμα ισορροπίας. Όπως ο καθένας, ο Τζόι είχε τους ανταγωνιστές του, που ευχαρίστως θα του αποσπούσαν δυσαρεστημένους πελάτες. Σε αυτή την πόλη δε σταματούσαν ποτέ να χτυπούν τα ταμταμ της ζούγκλας· πριν περάσει μία ώρα από τη στιγμή που θα ανέφερε κάποιος ότι ήταν δυσαρεστημένος με την τιμή του προμηθευτή του, μπορούσες να είσαι σίγουρος ότι θα ακολουθούσε ένα τηλεφώνημα και θα γινόταν μια καλύτερη προσφορά. Ο ίδιος ο Τζόι δεν ήταν υπεράνω τέτοιων πρακτικών, για ποιο λόγο λοιπόν θα διέφερε κάποιος άλλος; Δεν του άρεσε να χάνει πελάτες, πάντως, και από το καλοκαίρι μέχρι τώρα είχε αναγκαστεί τρεις φορές να αποθαρρύνει ευγενικά κάποιους εστιάτορες που είχαν μπει στον πειρασμό να πάνε σε άλλον προμηθευτή, χρυσώνοντάς τους προσωρινά το χάπι για να κάνει λιγότερο δυσάρεστη την απειλή. Δύσκολοι καιροί για τους έντιμους ανθρώπους, αλλά και για μερικούς ανέντιμους. Εκείνο το βραδάκι στο γραφείο του Τζόι ήταν αναμμένο μόνο το πορτατίφ στο τραπέζι του. Το τσάι πάνω στο ηλεκτρικό μάτι είχε πάρει ένα βαθύ καφεκίτρινο χρώμα και η γεύση του ήταν πολύ έντονη, σαν να πιπιλούσε κανείς τα ίδια τα φύλλα, αλλά τον Τζόι δεν τον ένοιαζε. Στο δεξί του χέρι κρατούσε μια γεμάτη κούπα, που του ζέσταινε τα κόκαλα. Ο Τζόι δεν άγγιζε ποτέ αλκοόλ. Δεν το

έκανε από σεμνοτυφία, και δεν τον ενοχλούσε όταν έπιναν οι άλλοι, αλλά είχε δει τη ζημιά που είχε κάνει το ποτό σε φίλους και συγγενείς, και είχε αποφασίσει ότι δε θα πάθαινε τα ίδια. Είχε διδαχτεί από τα λάθη της Συμμορίας του Γουίντερ Χιλ· είχε δει τα μέλη της να υποκύπτουν στις ίδιες κακές συνήθειες τις οποίες είχαν ενθαρρύνει σε άλλους. Πέρα από αυτό όμως, ο Τζόι καταλάβαινε την ίδια του τη φύση: Υποψιαζόταν ότι ήταν επιρρεπής στις εξαρτήσεις, και φοβόταν ότι αν άρχιζε να πίνει ή να τζογάρει ή να τριγυρνάει με πόρνες, ίσως να μην κατάφερνε ποτέ να σταματήσει. Γι’ αυτό λοιπόν έπινε τσάι, αδιαφορούσε για τον ιππόδρομο και έμενε πιστός στη γυναίκα του. Όποιος μάλιστα τον έκρινε μόνο βάσει των φαινομένων, και τον άκουγε να αστειεύεται λέγοντας ότι φοβόταν τους εθισμούς, μπορεί να αναρωτιόταν αν ένας τέτοιος άνθρωπος, με τόση αυτογνωσία, τέτοια επίγνωση των ελαττωμάτων του, είχε στ’ αλήθεια λόγο να ανησυχεί μήπως, από τη στιγμή που άρχιζε να επιδίδεται σε κάτι, του ήταν αδύνατον να το σταματήσει. Όμως αυτός ο κάποιος δε θα είχε δει τις γροθιές του Τζόι σε δράση –γιατί του Τζόι Τούνα του άρεσε να δουλεύει με τα χέρια του. Από τη στιγμή που άρχιζε να γρονθοκοπεί κάποιον δε σταματούσε, δεν μπορούσε να σταματήσει, γιατί ο κόσμος του σκοτείνιαζε και το μόνο που υπήρχε εκείνη την ώρα ήταν ο ρυθμός της σάρκας που σφυροκοπούσε άλλη σάρκα, ξανά και ξανά, μεθοδικά και όμως παράλογα, διώχνοντας τη ζωή όλο και πιο μακριά από το σώμα με κάθε γροθιά. Και όταν επιτέλους το φως άρχιζε να διαπερνά το ζόφο –μια κόκκινη ακτίνα, σαν την κόκκινη αυγή που προειδοποιεί το βοσκό για το κρύο που έρχεται– και ο Τζόι έβλεπε το έργο των χεριών του νιώθοντας πόνο σε όλο του το κορμί, με τους μυς στο στομάχι και στην πλάτη του έτοιμους να γίνουν κομμάτια, η άμορφη μάζα σάρκας που είχε απομείνει δεν του γεννούσε την ανάγκη να κοντοσταθεί και να σκεφτεί, όχι περισσότερο απ’ ό,τι αν αντίκριζε ένα ξεντεριασμένο ψάρι ή μια ακέφαλη γαρίδα. Αυτός ήταν ο λόγος που τώρα πια ο Τζόι Τούνα άφηνε σε άλλους τους ξυλοδαρμούς, παρ’ όλο που προσπαθούσε να βεβαιώνεται ότι επιστρατεύονταν μόνο όταν υπήρχε απόλυτη ανάγκη. Οι ποινές πιο οριστικής μορφής αποτελούσαν επίσης αντικείμενο αυστηρού ελέγχου· ίσως περισσότερο από ποτέ άλλοτε, τώρα που ο Γουάιτι κρυβόταν. Δεν παρουσιαζόταν τόσο συχνά η ανάγκη τέτοιων ποινών, φυσικά, και δεν ήταν ιδιαίτερα σκόπιμο να επιβάλλονται έστω και ως έσχατη λύση. Βέβαια, εξακολουθούσαν να υπάρχουν νεαροί θερμοκέφαλοι που για ψύλλου πήδημα άρχιζαν να κραδαίνουν το πιστόλι τους, που τους άρεσε η αίσθηση του όπλου στο ζωνάρι τους· οι μάγκες της γειτονιάς που ήθελαν να «φτιάξουν όνομα», όπως θα έλεγαν οι νεαροί συμμορίτες, φυτεύοντας μια σφαίρα στο κεφάλι κάποιου φουκαρά. Αλλά οι περισσότεροι νεαροί αυτού του είδους δεν έφταναν στα γεράματα, και πολλοί από αυτούς που επιζούσαν γερνούσαν με το οπτικό τους πεδίο μόνιμα περιορισμένο από τα κάγκελα της φυλακής. Και ο Τζόι είχε κάνει φυλακή, όταν ήταν κι εκείνος ένας θερμοκέφαλος και άπειρος νεαρός, αλλά τα χρόνια που πέρασε στη στενή τον είχαν καλμάρει κάπως και όταν βγήκε ήταν διαφορετικός άνθρωπος. Ανήκε σ’ εκείνη τη σπάνια ράτσα αυτών που μάθαιναν από τα λάθη τους και δεν τα επαναλάμβαναν. Και, κάτι ακόμη πιο σπάνιο, ήταν ένας εγκληματίας που σκεφτόταν μ’ αυτό τον τρόπο. Ήταν ένα κοινό σημείο που είχε με τον Τόμι Μόρις, τον προστατευόμενό του, συν το γεγονός ότι ήταν και οι δύο καθαρόαιμοι Ιρλανδοί, πράγμα που τους είχε κατατάξει τόσα χρόνια στην κατηγορία των ξένων. Στους εγκληματικούς κύκλους της Βοστόνης στους οποίους κινούνταν, ο κανόνας ήταν οι μπάσταρδοι. Συνήθως ο Τζόι απολάμβανε αυτές τις στιγμές ησυχίας στο γραφείο του. Τον ευχαριστούσε να υπολογίζει το υπόλοιπο των λογαριασμών, να ξέρει πως η επιχείρησή του λειτουργούσε αποτελεσματικά και ήταν κερδοφόρα. Του άρεσε πολύ η τάξη. Ακόμη και τον καιρό που ήταν παιδί.

Ήταν πολύ τακτικός και ποτέ δεν έχασε το παραμικρό. Τα πάντα βρίσκονταν στη θέση τους. Απόψε, όμως, η σκέψη του ταξίδευε. Αυτός ο Τόμι Μόρις του προκαλούσε πονοκέφαλο, ωστόσο θα έπρεπε να το περιμένει ότι ο Τόμι δε θα έμπαινε από μόνος του σ’ έναν τάφο για να πεθάνει. Ο Τζόι ακόμη πάσχιζε να προσδιορίσει πότε ακριβώς είχε αρχίσει ο Τόμι να χάνει τον έλεγχο των επιχειρήσεών του και για ποιο λόγο, αλλά από τη στιγμή που είχε αρχίσει η σήψη, ήταν πάρα πολλοί αυτοί που ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν την αδυναμία του, και ο Τζόι, δίνοντας τη συγκατάθεσή του σιωπηρά στην αρχή και ενεργητικά αργότερα, τους είχε ενθαρρύνει να το κάνουν. Στη δουλειά δεν είχαν θέση οι συναισθηματισμοί, όμως ο Τζόι ευχόταν να μην είχε τέτοια κατάληξη η σχέση του με τον Τόμι. Ανέκαθεν είχε αδυναμία στον Τόμι, αλλά τώρα πια το άλογο του Τζόι είχε κάνει πίσω και η κούρσα είχε αρχίσει. Στο τέλος νικητής θα έβγαινε ο Όουενι Φάρελ, γιατί ο αγώνας ήταν στημένος από την αρχή, αλλά έπρεπε να βγάλουν τον Τόμι στα γρήγορα από τη μέση με κίνδυνο να γεμίσει ο στίβος νεκρούς αναβάτες. Μπορεί και να τον είχαν ήδη καθαρίσει αν δεν υπήρχε ο Μάρτιν Ντέμπσι. Ο Ντέμπσι ήταν αναμφίβολα ικανός. Ο Τζόι σχεδόν θα λυπόταν να τον δει κι αυτόν νεκρό. Όμως ο Τόμι Μόρις... Τι άλλο μπορούσε να γίνει με τον Τόμι Μόρις; Και τότε, λες και τον είχε καλέσει μέσα από το σκοτάδι, ο Τόμι ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. «Πώς είσαι, Τζόι;» Ο Τζόι σήκωσε το βλέμμα από τα χαρτιά του. Στα αριστερά του υπήρχε μια αποθήκη. Εκεί κρατούσε τα αρχεία του, μαζί με τις δεσμίδες του μηχανογραφικού χαρτιού, τη γραφική ύλη και οτιδήποτε άλλο δεν ήθελε να αρπάξει υγρασία ή μυρωδιά από την ιχθυαγορά. Η πόρτα ήταν πάντα ανοιχτή, επειδή οι υπάλληλοί του ήξεραν τι τους περίμενε αν έμπαιναν σ’ εκείνο το δωμάτιο χωρίς την άδειά του, και έτσι ο Τζόι κλείδωνε μόνο την πόρτα του γραφείου του. Τώρα ο Τόμι Μόρις βγήκε από την αποθήκη. Είχε κουρέψει κοντά τα λιγοστά μαλλιά που του είχαν απομείνει, ήταν αξύριστος, η κοιλιά του περίσσευε πάνω από τη ζώνη του σαν ωχρή γλώσσα, ξεπροβάλλοντας στο τελείωμα της μπλούζας του τριχωτή και, με κάποιο τρόπο, άσεμνη. Φορούσε την μπλε φόρμα της ιχθυαγοράς ανοιχτή μέχρι τον καβάλο. Πρέπει να ήταν κρυμμένος εκεί σχεδόν μία ώρα, περιμένοντας υπομονετικά να γίνει ησυχία, να μείνουν μόνο οι δυο τους. «Τόμι», είπε ο Τζόι, «με κοψοχόλιασες. Τι γυρεύεις κρυμμένος μέσα σε ντουλάπες; Έχεις αρχίσει να αδελφίζεις, Τόμι;» Χαμογέλασε με το αστείο του, και ο Τόμι ανταπέδωσε το χαμόγελο. Οι ρυτίδες του φαίνονταν να έχουν αυξηθεί και τα καινούρια γένια του έβγαιναν εντελώς γκρίζα. Αυτά κάνει στον άνθρωπο η αποτυχία, σκέφτηκε ο Τζόι –η αποτυχία και η γνώση ότι πλησιάζει η ώρα του θανάτου του. Αλλά δεν ήταν μόνο ο Τόμι που ένιωθε την ανάσα του Χάρου. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα πιστόλι. Ο σιγαστήρας το έκανε να φαίνεται συνάμα πιο κομψό και πιο άσχημο. Όχι πως θα τον χρειαζόταν το σιγαστήρα. Δεν υπήρχε κανείς για να ακούσει τον πυροβολισμό, και τα τζάμια και οι τοίχοι είχαν μεγάλο πάχος. Έτσι όμως ήταν ο Τόμι, φρόντιζε τις μικρολεπτομέρειες αλλά δεν πρόσεχε τη συνολική εικόνα. Γι’ αυτό ήταν άφραγκος και κυνηγημένος, και γι’ αυτό είχε απομείνει μόνο με τον Ράιαν και τον Ντέμπσι στο πλευρό του. «Ξέρεις πολύ καλά πως δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, Τζόι. Πάντα μου άρεσαν τα κορίτσια». Αυτό ήταν αλήθεια. Ο Τόμι πάντα τα είχε με δύο τουλάχιστον γυναίκες ταυτόχρονα. Ο Τζόι είχε δυσκολευτεί πολύ να εντοπίσει τα κορίτσια που ανήκαν στο τωρινό χαρέμι του Τόμι, ελπίζοντας ότι θα τον έπιανε με τα παντελόνια κατεβασμένα. «Θα έπρεπε να είχες νοικοκυρευτεί όπως εγώ», είπε. «Αν το κάνεις σωστά, δε νιώθεις πια την ανάγκη για όλες αυτές τις ανοησίες, ή τουλάχιστον για τις περισσότερες. Γιατί δεν παίρνεις μια

καρέκλα να κάτσεις, να ξεκουράσεις τα πόδια σου;» Ο Τόμι δε σάλεψε από τη θέση του. Το πιστόλι δεν είχε κινηθεί καθόλου. Εξακολουθούσε να σημαδεύει τον Τζόι, που ήταν άοπλος. Δεν είχε όπλο στο συρτάρι του γραφείου του. Δεν είχε κανένα λόγο για κάτι τέτοιο. Ήταν ο Τζόι Τούνα, ο μεσάζων. Όποτε χρειαζόταν, ήταν ο Τζόι ο Τάφος, ο άνθρωπος που απένεμε δικαιοσύνη, αλλά δικαιοσύνη που είχε συμφωνηθεί εκ των προτέρων, από σοφούς ανθρώπους. Αυτό ήταν πάντα το σωστό. «Αυτό το μέρος δεν έχει αλλάξει», είπε ο Τόμι. «Μου φαίνεται πως ακόμη και τα χαρτιά πάνω στο γραφείο σου είναι τα ίδια». «Δεν υπάρχει λόγος να αλλάξω κάτι που λειτουργεί καλά, Τόμι. Βγάζω λεφτά. Αφού μέχρι που άρχισε η κάτω βόλτα, κάθε χρόνο μεγάλωναν και λίγο οι δουλειές μας. Εδώ πέρα τα κάνουμε σωστά τα πράγματα. Δίνουμε μεγάλη σημασία στη λεπτομέρεια. Είμαστε τόσο καθαροί, ώστε η εφορία είναι σίγουρη πως είμαστε βρόμικοι. Έτσι ήταν όταν κληρονόμησα την επιχείρηση από το θείο μου, και Θεού θέλοντος έτσι θα είναι όταν θα φύγω κι εγώ». Δε μόρφασε λέγοντας αυτά τα λόγια. Δε σκόπευε να προσφέρει τέτοια ικανοποίηση στον Τόμι. Εξάλλου, ακόμη δεν είχαν τελειώσει όλα. Μπορεί να κατάφερνε να τον μεταπείσει. «Θυμάσαι όταν σου έδωσα εδώ την πρώτη σου δουλειά;» ρώτησε. «Το θυμάμαι», είπε ο Τόμι. «Καθάριζα τα έντερα, τα λέπια και τη γλίτσα. Σιχαινόμουν τη μυρωδιά. Δεν μπορούσα να τη βγάλω από τα χέρια μου». «Η καθαρή δουλειά πάντα βρομάει», είπε ο Τζόι. «Η τίμια δουλειά». «Μερικές φορές και η βρομοδουλειά μυρίζει άσχημα. Μυρίζει αίμα και σκατά. Όπως αυτό το μαγαζί. Μου φαίνεται πως είσαι τόσα χρόνια εδώ μέσα που έχεις μπερδευτεί. Δεν μπορείς πια να ξεχωρίσεις τη διαφορά». Ο Τζόι φάνηκε να θίγεται. «Ξέρεις, πάντα ήσουν τεμπελόσκυλο. Δε σου άρεσε η σκληρή δουλειά». «Δεν είχα πρόβλημα με τη σκληρή δουλειά, Τζόι. Ο γέρος μου δούλευε στις αποβάθρες και η μάνα μου καθάριζε γραφεία. Μου έμαθαν την αξία της τίμιας δουλειάς. Εσύ ήσουν αυτός που με δελέασε με την ξεκούραστη επιλογή, με την υπόσχεση του πιο εύκολου χρήματος». «Κατηγορείς εμένα λοιπόν γι’ αυτό που έγινες; Μα την αλήθεια, αν είχα ξανακούσει τέτοια λόγια, θα έλεγα πως είναι κουβέντες ενός δειλού». «Όχι, δεν κατηγορώ εσένα. Δεν έχει σημασία ποιος μου το πρότεινε πρώτος, εγώ και πάλι θα διάλεγα τον εύκολο δρόμο. Ήμουν πιτσιρικάς. Έκλεβα από φορτηγά, μπούκαρα σε αποθήκες –όλα αυτά μου φαίνονταν φυσιολογικά. Ωστόσο, εσύ άνοιξες την πόρτα. Εσύ μου έδειξες το δρόμο. Ήταν σίγουρο ότι θα έπεφτα, αλλά αυτός που με έσπρωξε ήσουν εσύ». Ο Τζόι κοκκίνισε. Έγλειψε τα χείλη του και ο αγωνιστής που έκρυβε μέσα του βγήκε στην επιφάνεια. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες, θα είχε ως τώρα σηκώσει τα μανίκια του και θα έσφιγγε τις χοντρές γροθιές του. «Εγώ σε φρόντισα», είπε. «Αυτό μην το ξεχνάς. Όταν ξεπερνούσες τα όρια, όταν παραέπαιρναν τα μυαλά σου αέρα, εγώ εμπόδιζα τους άλλους να σου κάνουν κακό. Υπήρχαν κάποιοι που ήθελαν να σου σπάσουν τα χέρια ή τα πόδια. Εκείνος ο μπάσταρδος ο Μπρόγκαν ήθελε να σε τυφλώσει για τις δουλειές που έκανες στα κρυφά, αλλά εγώ σε στήριξα. Τους είπα πως ήσουν φιλόδοξος, πως με τη σωστή καθοδήγηση θα μπορούσες να τα καταφέρεις. Τη γλίτωσες φτηνά: με λίγο ξύλο, ενώ τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν πολύ χειρότερα. Και όταν οι άλλοι ξεμπέρδεψαν μαζί σου, εγώ σου άφησα χώρο να δουλέψεις. Έτσι φτιάχτηκες. Εγώ σε έφτιαξα. Όταν ο Γουάιτι σε θεωρούσε

απειλή, εγώ τον καθησύχασα. Αν δεν ήμουν εγώ, τώρα θα σάπιζες κάτω από την Τένιαν Μπιτς ή σε ένα ρηχό τάφο δίπλα στον ποταμό Νεπόνσετ. Είπα στον Γουάιτι ότι ήσουν αξιόπιστος. Το είπα σε όλους ότι ήσουν αξιόπιστος. Τους έδωσα το λόγο μου, και κανείς δε θα μπορούσε να ζητήσει κάτι παραπάνω από το λόγο του Τζόι Τούνα. Ο λόγος μου πάντα μετρούσε. Έναν άντρα τον μετράς με την αξιοπιστία του, Τόμι. Το ξέρεις αυτό». «Και τώρα τι κάνεις, Τζόι; Με φροντίζεις, Τζόι; Ενδιαφέρεσαι για το καλό μου;» «Έχεις μπλέξει. Είσαι ευάλωτος. Όταν ένας άντρας γίνει ευάλωτος, τότε είναι που έρχεται ο πειρασμός. Κάποιοι θέλουν να ξέρουν ότι είσαι αξιόπιστος, αυτό είναι όλο. Ένας αξιόπιστος άντρας δεν έχει τίποτα να φοβάται. Έτσι λοιπόν ήρθαν σ’ εμένα. Πάντα έρχονται στον Τζόι Τούνα. Εγώ δεν κρατάω κακία σε κανέναν, και κανένας δε μου κρατάει κακία. Όταν είναι στη μέση ο Τζόι Τούνα, και οι δύο πλευρές μπορούν πάντοτε να καθίσουν και να μιλήσουν με ασφάλεια. Έτσι γίνεται εδώ και σαράντα χρόνια». «Όπως είπες κι εσύ, γιατί να αλλάξεις κάτι που λειτουργεί καλά. Σωστά;» «Σωστά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια». «Γιατί λοιπόν αλλάζεις τώρα; Εγώ δε βλέπω μπροστά μου έναν ουδέτερο άνθρωπο». «Φροντίζω για το καλό όλων, Τόμι. Το μόνο που θέλαμε να κάνουμε ήταν να μιλήσουμε μαζί σου, να καθαρίσουμε την ατμόσφαιρα». «Γι’ αυτό με ψάχνουν οι λεβέντες του Όουενι, για να καθαρίσουν την ατμόσφαιρα; Ποτέ δεν πίστευα πως ήταν άνθρωποι της συζήτησης. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν μπορούν να αρθρώσουν δύο λέξεις στη σειρά χωρίς να κομπιάσουν ή να βλαστημήσουν». «Είχες χαθεί, Τόμι. Ο κόσμος ανησυχούσε. Δεν ήξεραν πού βρισκόσουν. Θα μπορούσες να είσαι πεθαμένος σε κάνα χαντάκι». «Θες να πεις ότι θα μπορούσα να είμαι καθισμένος στο Ομοσπονδιακό Κτίριο, ξερνώντας τα άντερά μου σαν τα ψάρια στους πάγκους σου». «Οι άνθρωποι ανησύχησαν. Ήθελαν απλώς να βεβαιωθούν». «Ότι είμαι αξιόπιστος». «Ακριβώς, ότι είσαι αξιόπιστος. Εγώ το ήξερα πως είσαι αξιόπιστος, Τόμι. Τους το είπα. Τους είπα: “Ο Τόμι Μόρις είναι σπαθί. Θα σας το αποδείξω. Θα τον φέρω εδώ και θα μιλήσουμε, και θα δείτε τι άνθρωπος είναι: σπαθί είναι”. Σε αναζήτησα, Τόμι, αλλά δεν μπορούσα να σε βρω. Όταν συμβαίνει αυτό, πώς να το κάνουμε, δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον επειδή ανησυχεί». «Και έτσι επιστράτευσες τα παλικάρια του Όουενι για να σε βοηθήσουν». «Ο Όουενι θέλει να σου κάνει τις δικές του ερωτήσεις. Θέλει να εξαγοράσει την επιχείρησή σου. Να το κάνει σωστά». «Έτσι, ε;» «Το ξέρεις. Και ο Όουενι είναι σπαθί. Πάντα ήταν. Όπως κι εσύ. Δύο ξηγημένοι άντρες». «Ο Όουενι, ξηγημένος; Έτσι και ήταν ψάρι, δε θα τον τάιζες ούτε στα πουλιά. Πάντοτε ήταν ένα ύπουλο κωλόπαιδο. Το ξέρεις ότι οι δικοί του μπούκαραν στο σπίτι μιας φίλης μου; Πριν από δύο νύχτες. Την έδειραν. Έχασε κάμποσα δόντια. Ήθελαν να μάθουν πού είμαι, αλλά εκείνη δεν μπορούσε να τους πει τίποτε. Είχα να τη δω βδομάδες ολόκληρες. Κρατιόμουν μακριά της για να την προστατεύσω, και να το αποτέλεσμα». «Λυπάμαι που το ακούω», είπε ο Τζόι. «Ο άντρας δεν πρέπει να σηκώνει χέρι στη γυναίκα παρά μόνο σαν έσχατη λύση». «Το αστείο είναι ότι νόμιζα πως ο Όουενι δεν ήξερε γι’ αυτή. Είχα προσέξει πολύ. Πάω στοίχημα,

όμως, ότι εσύ ήξερες για την ύπαρξή της. Ξέρεις τι κάνει ο καθένας. Αυτός είναι ο λόγος που όλοι στρέφονται σ’ εσένα, επειδή είσαι απόλυτα ενημερωμένος». Ο Τζόι ακούμπησε το δείκτη του στο γραφείο και χτύπησε με δύναμη το ξύλο για να υπογραμμίσει την κάθε του λέξη: «Ο. Κόσμος. Ανησύχησε! Εσύ δεν εννοούσες να εμφανιστείς από μόνος σου. Έπρεπε να αναγκαστείς να το κάνεις». «Γι’ αυτό απήγαγαν την ανιψιά μου;» «Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς. Το είπα και στον δικό σου, τον Μάρτιν». «Είναι η κόρη της αδερφής μου. Ζει σε μια μικρή ήσυχη πόλη, μακριά απ’ όλα αυτά. Εσύ τη βρήκες; Ή μήπως ο Όουενι;» Υπήρχε κάτι στον τόνο του Τόμι, ένα είδος τρέλας, καθώς μιλούσε για την ανιψιά του, και αυτό έκανε τον Τζόι να νιώσει μια σουβλιά φόβου στα σωθικά του, λες και ο Τόμι, ξέροντας πως ο ίδιος ήταν καταδικασμένος, είχε προσηλωθεί στο κορίτσι σαν να ήταν η σωτηρία του. Ο Τζόι το είχε ξαναδεί αυτό σε ανθρώπους που επρόκειτο να πεθάνουν. Άρχιζαν να έχουν εμμονές με κάποιο φίλο, με ένα γονιό, με μια φωτογραφία που είχαν στο πορτοφόλι τους, με το Θαυματουργό Φυλαχτό της Παναγίας, με οτιδήποτε θα μπορούσε να ξορκίσει την πραγματικότητα εκείνου που έμελλε να συμβεί. «Εμείς δεν κάνουμε απαγωγές μικρών κοριτσιών, Τόμι. Δεν είναι αυτό το στυλ μας». «Αλήθεια; Από πότε;» «Για όνομα του Θεού, Τόμι, για τι μας περνάς, για παιδεραστές; Για ανώμαλους; Ο Όουενι δεν έχει το κορίτσι. Οι άνθρωποι, οι ξηγημένοι άνθρωποι, δεν κάνουν τέτοια πράγματα, όχι στους δικούς τους. Ήθελαν μόνο να μιλήσετε. Αν είχαν το κορίτσι, θα σε είχαν ειδοποιήσει. Θα σου είχαν στείλει μήνυμα, και μετά, όταν εμφανιζόσουν, θα άφηναν το παιδί να πάει στο σπίτι του. Η φάρα μας δεν υπάρχει περίπτωση να φερόταν διαφορετικά. Δεν είμαστε σαν τους Ρώσους εμείς. Δεν είμαστε ζώα». Ο Τόμι έγνεψε καταφατικά. Το πιστόλι ταλαντεύτηκε στο χέρι του. Ο Τζόι διέκρινε το πλεονέκτημα που του προσφερόταν και προσπάθησε να το εκμεταλλευτεί. «Έλα τώρα, Τόμι. Μάζεψε το όπλο και θα το ξεχάσουμε. Θα κάνω μερικά τηλεφωνήματα. Θα πω σε όλους ότι μπορούν να χαλαρώσουν. Θα τους πω ότι ο Τόμι Μόρις είναι εντάξει όπως πάντα. Ότι είναι ξηγημένος. Έτσι, Τόμι; Ξηγημένος». Ο Τόμι άρχισε να κουμπώνει τη φόρμα. Του έπεφτε πολύ μικρή και πάλευε με τα κουμπιά, αλλά δεν πήρε τα μάτια του από τον Τζόι. «Και η συνάντηση; Η συνάντηση όπου δεν εμφανίστηκε ο Όουενι αλλά εσύ; Ο Μάρτιν είχε την εντύπωση πως αυτό ήταν ένα μήνυμα». «Ένα μήνυμα; Και βέβαια, Τόμι, πάντα υπάρχει κάποιο μήνυμα. Το μήνυμα ήταν ότι έπρεπε να εμφανιστείς και να ξεκαθαρίσεις την κατάσταση, να καθησυχάσεις τον κόσμο. Τώρα το άκουσες από πρώτο χέρι». «Όχι», είπε ο Τόμι. «Δεν ήταν καθόλου αυτό το μήνυμα που έπιασε ο Μάρτιν». «Τότε έκανε λάθος, Τόμι. Η συνείδησή μου είναι ήσυχη». «Ωραία», είπε ο Τόμι. «Τότε μπορεί να ησυχάσει και το σώμα σου». Πυροβόλησε κρατώντας το πιστόλι χαμηλά και κολλημένο πάνω στην κοιλιά του, ώστε να πέσουν στη φόρμα του τα κατάλοιπα της πυρίτιδας. Η πρώτη σφαίρα πέτυχε τον Τζόι στην κοιλιά. «Αχ», είπε εκείνος. Ακούστηκε απογοητευμένος, σαν να είχε τσακώσει τον Τόμι να κάνει κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται. Στηρίχτηκε στο γραφείο και ο Τόμι του έριξε ξανά. Ο Τζόι κατέρρευσε παρασύροντας μια χούφτα τιμολόγια. Η κούπα του έπεσε στο πάτωμα και έσπασε. Ο ηλικιωμένος

άντρας έμεινε σωριασμένος δίπλα στα κομμάτια του σπασμένου κεραμικού ενώ το τσάι κυλούσε στους αρμούς του ξύλινου πατώματος. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή και το στόμα του γέμισε με αίμα. Τα χέρια του έμεναν μετέωρα πάνω από τις πληγές του, γιατί δεν επιθυμούσε να τις αγγίξει. Ανοιγόκλεινε διαρκώς τα βλέφαρά του, σαν να φοβόταν μήπως αντικρίσει κάποιο έντονο φως. «Αχ», είπε πάλι. «Αχ, όχι». Ο Τόμι στάθηκε από πάνω του. «Ποτέ μου δε σε χώνεψα έτσι κι αλλιώς», είπε. «Ποτέ δεν ήσουν ξηγημένος». Και με αυτά τα λόγια έφυγε και άφησε τον Τζόι Τούνα να πεθάνει εκεί μέσα, με το πρόσωπο πάνω στα δροσερά σανίδια και τη γεύση του χώρου να σταλάζει στις τελευταίες ανάσες του, σαν τελευταίο δώρο στο γέρικο κάθαρμα που τον είχε δημιουργήσει.

17

Ή

ταν μια κρύα νύχτα στη Βοστόνη και η βροχή έπεφτε τώρα με δύναμη. Όλη τη μέρα δεν είχε σταματήσει καθόλου, αυξομειωνόταν μόνο η έντασή της, λες και ο ουρανός είχε αποφασίσει να ξεπλύνει καλά τη γη. Τα φώτα των πιο ψηλών κτιρίων, που πάντα έδειχναν εκτός τόπου στη Φασολούπολη**, φαίνονταν να αγγίζουν τα σύννεφα από πάνω τους, να τα διαπερνούν και να αφήνουν τη βροχή να πέφτει ορμητικά από τις τρύπες. Απόψε η πόλη ήταν γεμάτη μουσκεμένα ρούχα, παπούτσια που ρουφούσαν με λαχτάρα την υγρασία, ισιωμένα μαλλιά που γίνονταν σπαστά και φριζάριζαν, μάγουλα και στήθη που δέχονταν το ψυχρό φιλί της βροχής, θολές φωτεινές επιγραφές που καθρεφτίζονταν σε λίμνες βρόχινου νερού σαν δίνες χρώματος, αυτοκίνητα που σέρνονταν στην κυκλοφορία και ανυπόμονους πεζούς που περνούσαν επικίνδυνα κοντά σε τροχούς και προφυλακτήρες, αδιαφορώντας για τα προειδοποιητικά κορναρίσματα και τους προβολείς που αναβόσβηναν. Ακόμη και τα κορίτσια που κατευθύνονταν στα κλαμπ και στα μπαρ είχαν αναγκαστεί να καλύψουν τα πόδια και τα μπράτσα τους για να μην ανατριχιάσουν, και στα πρόσωπά τους ήταν ολοφάνερα ζωγραφισμένη η απογοήτευση. Αργότερα, όσα κορίτσια δεν είχαν βρει σύντροφο για τη νύχτα θα εγκατέλειπαν τη μάχη και θα άφηναν τη βροχή να καταστρέψει την κόμμωσή τους και να μουντζουρώσει τη μάσκαρα, θα έβριζαν και θα χασκογελούσαν πασχίζοντας να βρουν ταξί, αφού οι ταξιτζήδες θα είχαν πιένες εκείνο το βράδυ. Αλλά το κρύο, μα το Θεό, το κρύο ήταν το χειρότερο απ’ όλα. Σου τρύπαγε τα κόκαλα και οι λευκές ακίδες του κέντριζαν τα δάχτυλα χεριών και ποδιών, τις μύτες και τα αυτιά, σαν όρνεο που τσιμπολογούσε ένα κουφάρι μέσα στο χιόνι. Άλλο ήταν ο χειμώνας, ο χειμώνας με το χιόνι στο έδαφος και τον καθαρό γαλανό ουρανό. Με το χειμώνα ήξερες τι σε περίμενε. Αλλά όταν είχες να κάνεις με αυτό τον αλλοπρόσαλλο καιρό, δεν μπορούσες να βγάλεις συμπέρασμα. Ήταν καλύτερα να μη βγαίνεις καθόλου από το σπίτι, κάτι τέτοιο όμως θα σήμαινε ότι ενέδιδες στα καπρίτσια του, ότι επέτρεπες στον καιρό να κυριαρχήσει στην πόλη, ότι θυσίαζες μια νυχτερινή έξοδο επειδή τα στοιχεία της φύσης είχαν συνωμοτήσει εναντίον σου, ιδίως αν ήσουν νέος και όμορφος και είχες λεφτά στην τσέπη. Ίσως όταν θα μεγάλωνες, και δε θα είχες τόσα πράγματα να αναζητήσεις και να αποδείξεις, ο καιρός να σε έκανε να διστάσεις, αλλά όχι τώρα. Όχι, τέτοιες νύχτες ήταν πολύτιμες και κερδισμένες με κόπο. Ας βρέχει· ας σε περονιάζει το κρύο. Η ζεστασιά και η συντροφιά θα είναι ακόμη πιο ευπρόσδεκτες επειδή θα έχεις παλέψει για να τις βρεις, και λίγα πράγματα είναι πιο όμορφα από το να παρακολουθείς τη βροχή να πέφτει μέσα στο σκοτάδι βολεμένος σε μια πολυθρόνα με ένα ποτήρι στο χέρι και μια φωνή να σου ψιθυρίζει γλυκόλογα στο αυτί. Καθισμένοι στο αυτοκίνητό τους στο Ιστ Μπρόντγουεϊ του Σάουθι, περιμένοντας να έρθει η κατάλληλη στιγμή, ο Ντέμπσι και ο Ράιαν κοίταζαν τη νεολαία της περιοχής να περνάει από μπροστά τους. Οι δύο άντρες χαίρονταν που έβρεχε, επειδή η βροχή κρατούσε τα κεφάλια των περαστικών σκυμμένα και οι ίδιοι δε φαίνονταν μέσα από το παρμπρίζ. Και οι δύο είχαν τα κεφάλια τους καλυμμένα: Ο Ντέμπσι φορούσε μαύρο μάλλινο σκούφο και ο Ράιαν κασκέτο των Σέλτικς, που τον έκανε να μοιάζει με ένα από τα δεκάδες ηλίθια παλιόμουτρα που αργόσερναν τα βήματά τους σαν γορίλες στην κεντρική λεωφόρο τέτοιες ώρες. Αυτοί οι τύποι έβγαιναν από το ίδιο καλούπι, με τα τατουάζ τους και τις πελώριες μπλούζες τους, με τα ξαστοχισμένα αισθήματά τους για ένα νησί που στην ουσία δε σήμαινε τίποτε γι’ αυτούς, για ένα μέρος που μπορούσαν να

προσδιορίσουν στο χάρτη μόνο εξαιτίας του σχήματός του. Ο Ντέμπσι και ο Ράιαν τους ήξεραν καλά αυτούς τους τύπους. Το είδος τους έτρεφε πικρίες που τους είχαν μεταδώσει οι γονείς τους και οι γονείς των γονιών τους. Ο ρατσισμός ήταν βαθιά ριζωμένος μέσα τους αλλά ανακόλουθος. Μισούσαν τους μαύρους, όμως ζητωκραύγαζαν τους Σέλτικς, που δεν είχαν σχεδόν κανέναν λευκό στις τάξεις τους. Είχαν μεγαλύτερους αδερφούς που θυμόνταν ακόμη το πρόγραμμα άρσης των φυλετικών διαχωρισμών στα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα, τότε που ο δικαστής Γκάριτι και οι υποτιθέμενοι ειδικοί του παρέβλεψαν τις προειδοποιήσεις που δέχονταν από τη Νότια Βοστόνη –και όχι μόνο– και ένωσαν το φτωχό λευκό Σάουθι με το φτωχό μαύρο Ρόξμπερι, δύο τμήματα της κοινότητας μεταναστών της Βοστόνης που είχαν υποφέρει τα πάνδεινα από τις συνέπειες του κακού αστικού σχεδιασμού. Οι μεγαλύτεροι αδερφοί θυμόνταν επίσης την αδιαλλαξία της Επιτροπής Δημοσίων Σχολείων της Βοστόνης, την οποία αποτελούσαν αποκλειστικά λευκοί, που εκμεταλλεύτηκε τους φόβους της ενσωμάτωσης –και ουσιαστικής γκετοποίησης–, αλλά και το βαθιά προβληματικό πείραμα του Ομίλου Τραπεζών της Βοστόνης για την Αστική Ανάπλαση που έκλεισε τους μαύρους μέσα στις πρώην εβραϊκές γειτονιές του Βόρειου Ντόρτσεστερ, του Ρόξμπερι και του Μάταπαν. Σίγουρα υπήρχαν ρατσιστές και θρησκόληπτοι στο Σάουθι και στο Τσάρλσταουν, παντού υπήρχαν ρατσιστές και θρησκόληπτοι, αλλά το πρόγραμμα άρσης των φυλετικών διακρίσεων έπαιξε το παιχνίδι των χειρότερων εξ αυτών, και μάλιστα κατάφερε δύο κοινότητες που πρώτα αλληλοτρώγονταν, οι Ιρλανδοί και οι Ιταλοί, να συμμαχήσουν εναντίον ενός και μόνο κοινού εχθρού με διαφορετική επιδερμίδα. Διάολε, ακόμη και ο πατέρας του Ράιαν, που ήταν πιο ξύπνιος από όλους τους γείτονές του μαζί και μέλος του παραρτήματος της Διεθνούς Σοσιαλιστικής Οργάνωσης στη Βοστόνη, βρέθηκε ξαφνικά στόχος απειλών από τους μαλάκες της Ειδικής Μονάδας Καταστολής Ταραχών επειδή είχε σχηματίσει ένα συμβούλιο για να εγγυηθεί την ασφάλεια των μαύρων μαθητών στο γυμνάσιο του γιου του. Ο Ράιαν δεν είχε ευχαριστήσει το γέρο του για τις φιλελεύθερες απόψεις του, μια και εκείνος ήταν που έτρωγε το ξύλο επειδή ο πατέρας του ήταν «φίλος των νέγρων», αλλά σήμερα τον σεβόταν περισσότερο γι’ αυτό που είχε κάνει. Τα χρόνια είχαν αλλάξει τον Ράιαν, ο ίδιος όμως κρατούσε κρυφές πολλές από εκείνες τις αλλαγές. Τώρα ήταν πίσω από το τιμόνι και αναλογιζόταν αυτό που επρόκειτο να κάνουν. Δίπλα στα πόδια του Ντέμπσι ήταν το κουτί των παπουτσιών που είχαν πάρει από το σπίτι των Νέιπιερ, αλλά δεν ήταν πια γεμάτο χρήματα. Ο μηχανισμός που περιείχε ήταν άτεχνος αλλά αποτελεσματικός: ένας πυροκροτητής από αζωτούχο μόλυβδο και οχτακόσια γραμμάρια νιτρικού πενταερυθρίτη, αλλιώς PETN. Η φονική ισχύς της εκρηκτικής ύλης είχε ενισχυθεί με τα καρφάκια για μοκέτες που ο Ντέμπσι είχε προσθέσει γενναιόδωρα στο μείγμα. Ο Ράιαν τον είχε παρακολουθήσει έντρομος να το κατασκευάζει νωρίτερα, στο δωμάτιο του μοτέλ. «Τα καρφιά τι σκοπό έχουν;» είχε ρωτήσει. «Είναι προστιθέμενη αξία». «Μα θα...» Η φωνή του έσβησε. Το στόμα του ήταν κατάξερο. Αυτό δεν ήταν σωστό. Έπρεπε να το σταματήσει. «Τι “θα”; Θα τραυματίσουν κόσμο; Θα τους σημαδέψουν; Για ποιο λόγο νομίζεις ότι γίνεται αυτό, Φράνσις;» Ο Ράιαν κατάφερε να βρει λίγο σάλιο. «Για να βγει από τη μέση ο Όουενι Φάρελ». «Όχι. Για να βγουν από τη μέση ο Όουενι Φάρελ και όλοι όσοι τον περιστοιχίζουν. Για να μη μείνει όρθιος κανένας από τον εσώτερο κύκλο του. Για να σταλεί ένα μήνυμα ότι ο Τόμι Μόρις δεν

ξόφλησε, ούτε πάει πουθενά, και ότι οι επιχειρήσεις που γεμίζουν το πορτοφόλι του δε βγαίνουν στο σφυρί». «Δεν πρόκειται να το αφήσουν να περάσει έτσι. Δεν μπορούν». «Θα το αφήσουν αν ο Τόμι δεν τους δώσει περιθώριο επιλογής. Εκείνοι τραβήχτηκαν και περίμεναν να δουν τι θα έκανε ο Όουενι και πώς θα αντιδρούσε ο Τόμι. Αυτή είναι η αντίδραση του Τόμι. Με αυτό τον τρόπο επιστρέφει». Ο Ράιαν κοίταξε αλλού. Τα χέρια του έτρεμαν. Άναψε ένα τσιγάρο για να ηρεμήσει. «Δεν είναι σωστό αυτό, Μάρτιν. Εμείς δεν κάνουμε τέτοια πράγματα. Εκεί μέσα θα υπάρχει κόσμος που δεν έχει καμία σχέση με αυτή την ιστορία». Προσπάθησε να φανταστεί τη ζημιά που θα προκαλούσε ένας καταιγισμός καρφιών σε κλειστό χώρο, και θέλησε να κάνει εμετό. Άραγε ο Τόμι είχε ζητήσει από τον Ντέμπσι να το κάνει αυτό, ή μήπως η ιδέα ήταν του Ντέμπσι; Ο Τόμι σ’ εκείνον έδινε τις εντολές του, εκτός και αν ο Ντέμπσι ήταν απασχολημένος με κάτι άλλο, όπως στην περίπτωση της Έλεν Νέιπιερ. Ο Ράιαν έπρεπε να αποδέχεται καλόπιστα ότι όσα άκουγε από τον Ντέμπσι αντιπροσώπευαν όντως την ουσία των συζητήσεών του με τον Τόμι. Εάν ο Τόμι είχε στ’ αλήθεια εγκρίνει τέτοιες ενέργειες, τότε είχαν χαθεί τα πάντα και ο αγώνας του δεν ήταν καθόλου δίκαιος. «Κοίτα», του είχε πει ο Ντέμπσι, «ή θα γίνει ό,τι σου είπα ή ο Τόμι θα πέσει μόνος του στα χέρια τους». Τα δευτερόλεπτα άρχισαν τότε να κυλούν. «Ίσως αυτό να είναι για καλό», σχολίασε ο Ράιαν. Μίλησε τόσο αργά και τόσο σιγανά, που ο Ντέμπσι αναγκάστηκε να γείρει προς το μέρος του για να σιγουρευτεί ότι είχε ακούσει καλά. Ο Ράιαν εξακολουθούσε να είναι γυρισμένος αλλού. Κρατούσε το τσιγάρο στο αριστερό του χέρι, αλλά το δεξί δε φαινόταν πλέον. Κρίνοντας από την κλίση του μπράτσου του, το χέρι του πρέπει να ήταν κοντά στη ζώνη του. Ο Ντέμπσι έμεινε ακίνητος. Πάνω στο τραπέζι ήταν το δικό του όπλο. Δήθεν αδιάφορα, ακούμπησε το χέρι του λίγα εκατοστά πιο πέρα. «Νόμιζα ότι είχαμε κάνει ήδη αυτή τη συζήτηση, Φράνσις», είπε. Ξαφνιάστηκε και ο ίδιος από το χαλαρό τόνο του. Άγγιξε το όπλο με τα ακροδάχτυλά του. Οι ώμοι του Ράιαν έτρεμαν. Ο Ντέμπσι πίστεψε ότι ίσως ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Όταν ξαναμίλησε ο Ράιαν, η φωνή του ακούστηκε σπασμένη. «Κοίτα πού φτάσαμε. Φτιάχνουμε μια βόμβα. Είμαστε έτοιμοι να σκοτώσουμε και να σακατέψουμε κόσμο. Εγώ δεν είμαι σαν εσένα, Μάρτιν. Ίσως να μην είμαι τόσο σκληρός. Έχω σαπίσει κόσμο στο ξύλο, έχω πλακωθεί μάλιστα με πολλά πρωτοπαλίκαρα, αλλά ποτέ δε σκότωσα άνθρωπο. Δε θέλω να σκοτώσω κανέναν, ούτε καν τον Όουενι Φάρελ». «Πώς νόμιζες ότι θα τελείωνε αυτή η ιστορία;» «Δεν ξέρω. Ίσως με μια συνάντηση, με αμοιβαίους συμβιβασμούς. Νόμιζα ότι θα μας βοηθούσε ο Τζόι Τούνα. Νόμιζα...» «Τι νόμιζες, ότι είχες να κάνεις με λογικούς ανθρώπους;» Δεν υπήρχε ίχνος χλευασμού στον τόνο του Ντέμπσι. Ακουγόταν μονάχα κουρασμένος, και στη φωνή του διακρινόταν ο τρόμος γι’ αυτό που είχε επιτρέψει στον εαυτό του να καταντήσει. «Όχι», απάντησε ο Ράιαν. «Απλώς με ανθρώπους. Με συνηθισμένους ανθρώπους». «Αυτοί οι άνθρωποι δεν υπήρξαν ποτέ συνηθισμένοι, Φράνσις. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι ζουν συνηθισμένες ζωές. Αυτοί όμως όχι. Τα χέρια και οι ψυχές όλων τους είναι βαμμένα με αίμα. Έχουμε μολυνθεί κι εμείς, μόνο και μόνο γιατί είμαστε κοντά τους».

«Έχεις σκοτώσει ποτέ σου, Μάρτιν;» Ο Ράιαν είχε στραφεί πια και κοίταζε το μεγαλύτερο σε ηλικία συνεργάτη του. Είχε ακούσει διάφορες ιστορίες: Ο Ντέμπσι δούλευε μόνος, και κανείς δεν ξανάβλεπε τους ανθρώπους που περιποιόταν. Όπου και αν βρίσκονταν, ήταν θαμμένοι βαθιά. Ο Ράιαν ήθελε να ακούσει την επιβεβαίωση από το στόμα του Ντέμπσι. «Ναι», είπε εκείνος. Στα μάτια του δε διακρινόταν κανένα συναίσθημα. «Για τον Τόμι;» «Και πριν από τον Τόμι». «Ποιους σκότωσες, Μάρτιν; Ποιους σκότωσες πιο πριν;» «Δεν έχει σημασία». Κι όμως, είχε σημασία. Για τον Ράιαν είχε σημασία. Ο Ντέμπσι είχε γεννηθεί στο Μπέλμοντ, αλλά στις τάξεις τους είχε μπει ερχόμενος από το εξωτερικό. Οι φήμες έλεγαν ότι έφτιαχνε βόμβες, ότι είχε τοποθετήσει εκρηκτικούς μηχανισμούς στη Βόρεια Ιρλανδία για λογαριασμό του Προσωρινού IRA, της πτέρυγας του IRA που υποστήριζε την πλήρη πολιτική ανεξαρτησία της Ιρλανδίας και το αντάρτικο πόλεων, και στη Μαδρίτη για λογαριασμό των Βάσκων αυτονομιστών της ΕΤΑ. Δεν μπορούσε πλέον να επιστρέψει στην Ευρώπη γιατί, έστω και αν είχε επέλθει κάποιο είδος ειρήνευσης και στις δύο αυτές περιοχές συγκρούσεων, υπήρχαν κάποιοι που δεν ξεχνούσαν και ήθελαν να κλείσουν τους ανοιχτούς λογαριασμούς. Ο Τόμι του είχε προσφέρει ένα σπίτι και ένα ρόλο, και η φήμη του Ντέμπσι προηγούνταν του ίδιου όποτε υπήρχαν προβλήματα που έπρεπε να λυθούν. Πριν προλάβει ο Ράιαν να του κάνει άλλες ερωτήσεις, ο Ντέμπσι ξαναμίλησε. «Λες πως δεν έχεις σκοτώσει ποτέ σου, Ράιαν. Λες πως δεν μπορείς να το κάνεις. Αλλά πριν τελειώσει αυτή η ιστορία, ίσως να έρθουν έτσι τα πράγματα που να αναγκαστείς να πατήσεις τη σκανδάλη για να σώσεις τον εαυτό σου. Το έχεις σκεφτεί αυτό;» «Ναι», είπε ο Ράιαν. «Το έχω σκεφτεί. Μάλιστα, το βλέπω στα όνειρά μου». «Και στα όνειρα τι κάνεις, πατάς τη σκανδάλη;» Ο Ντέμπσι περίμενε την απάντηση. Το μόνο φως στο χώρο ερχόταν από το πορτατίφ πάνω στο τραπέζι, η λάμψη του αγκάλιαζε τις ακίδες των καρφιών. «Ναι», απάντησε επιτέλους ο Ράιαν. «Πατάω τη σκανδάλη». «Ίσως λοιπόν μπορείς να σκοτώσεις τελικά. Ποιον σκοτώνεις στα όνειρά σου;» «Άντρες χωρίς πρόσωπα. Δεν ξέρω ποιοι είναι». «Αλλά τους σκοτώνεις έτσι κι αλλιώς;» «Ναι». «Και μ’ εμένα τι γίνεται;» ρώτησε ο Ντέμπσι. «Εμένα θα με σκότωνες στα όνειρά σου; Με σκοτώνεις στα όνειρά σου;» Ο Ράιαν είχε φτάσει πολύ μακριά. Δεν είχε πλέον νόημα τώρα ο γυρισμός. «Το έχω σκεφτεί». «Δεν το έχεις ονειρευτεί, αλλά το έχεις σκεφτεί;» «Ναι». Ο Ντέμπσι είδε ότι το χέρι του Ράιαν βρισκόταν πολύ κοντά σε ό,τι φύλαγε στη ζώνη του, και η πραγματικότητα των λόγων του πλανιόταν ανάμεσά τους σαν λευκό μαντίλι που σε λίγο θα το άφηναν να πέσει για να αρχίσει η μονομαχία. «Δεν πειράζει, Φράνσις», είπε ο Ντέμπσι. «Το ξέρω ότι το έχεις σκεφτεί. Το έχω δει στα μάτια

σου». Μετακίνησε ελαφρά το κουτί των παπουτσιών με το αριστερό του χέρι, κρύβοντας έτσι το δεξί του. «Αλλά δεν είμαι εγώ ο εχθρός εδώ πέρα. Ό,τι κι αν σκέφτεσαι για μένα, δεν είμαι εγώ αυτός που πρέπει να φοβάσαι. Αν βρεθούμε αντιμέτωποι τώρα, θα κάνουμε τη δουλειά εκείνων. Πρέπει να υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ μας, γιατί δεν έχουμε κανέναν άλλο». Ο Ράιαν τον άκουγε προσεκτικά, αβέβαιος ακόμη. «Είναι φορές που με τρομάζεις, Μάρτιν. Το παρατραβάς. Εκείνη η γυναίκα τις προάλλες, δεν της άξιζε αυτό που της έκανες. Σε καμιά γυναίκα δεν αξίζει τέτοιο πράγμα». «Εσύ όμως δεν προσπάθησες να το αποτρέψεις». «Έπρεπε να το είχα κάνει. Φάνηκα αδύναμος». «Όχι, δεν είσαι αδύναμος. Το να αποφεύγεις μια μάχη που δεν μπορείς να κερδίσεις δεν είναι αδυναμία. Είναι κοινή λογική. Εξάλλου, τι σου ήταν εκείνη η γυναίκα; Τίποτε. Φρόντιζε τους δικούς σου και άσε τους άλλους να κολυμπήσουν ή να βουλιάξουν». Το χέρι του Ράιαν εξακολουθούσε να μη φαίνεται. «Πού καταλήγουμε λοιπόν, Φράνσις; Πού βρισκόμαστε;» Το τσιγάρο αναπήδησε στα δάχτυλα του Ράιαν. Ένα κομμάτι στάχτης έπεσε στη μοκέτα, αποσπώντας τον από τις σκέψεις του. Ασυναίσθητα, άπλωσε το πόδι του για να την πατήσει. Ο Ντέμπσι διέκρινε στιγμιαία το δεξί του χέρι. Δεν υπήρχε όπλο. Κοίταξε πιο πέρα και είδε το πιστόλι δίπλα στο νεροχύτη, εκεί που το είχε αφήσει ο Ράιαν όταν πήγε να πλύνει τα ποτήρια που είχαν χρησιμοποιήσει νωρίτερα. Τότε ο Ράιαν κοίταξε προς το μέρος του. Είδε το πιστόλι, είδε τον Ντέμπσι να χαϊδεύει το ατσάλι, και την ψυχρή λάμψη στα μάτια του. «Για όνομα του Θεού», είπε. «Μην το παίρνεις προσωπικά, Φράνσις. Απλώς ακούστηκες κάπως παράξενα». Ο Ράιαν ξεφύσηξε· ήταν μια μακρόσυρτη, ακανόνιστη ανάσα. «Κουβέντα έκανα». «Δεν μπορούσα να δω το χέρι σου». «Ήσουν έτοιμος να με σκοτώσεις». «Αν ήμουν έτοιμος να το κάνω, θα το έκανα. Δε θέλω να σε σκοτώσω, Φράνσις. Σε συμπαθώ. Και όπως σου είπα, πρέπει να μείνουμε ενωμένοι, για το καλό μας και για το καλό του Τόμι. Αν δεν το κάνουμε αυτό, θα μας ριχτούν οι άλλοι. Μη νομίζεις ότι θα μπορέσεις να κάνεις κάποια συμφωνία μαζί τους· δε θα τα καταφέρεις. Έχουμε μείνει πολύ καιρό στη δούλεψη του Τόμι. Δε θα μπορούσαν ποτέ να χαλαρώσουν ή να μας γυρίσουν τα νώτα τους. Θα αναρωτιόνταν διαρκώς, θα είχαν αμφιβολίες, και κάποια στιγμή θα αποφάσιζαν να δώσουν ένα τέλος στις ανησυχίες τους, γιατί αυτό θα ήταν πιο εύκολο. Τώρα είναι ή όλα ή τίποτε. Αν στείλουμε ένα αρκετά ηχηρό μήνυμα, μπορούμε να τους κάνουμε να το ξανασκεφτούν. Αν βγάλουμε από τη μέση τον Όουενι και τους δικούς του, ξαφνικά θα αντιστραφούν οι όροι». «Θα θέλουν να πάρουν εκδίκηση», είπε ο Ράιαν. «Όχι, όχι αν πάθουν κακό μόνο ο Όουενι και οι άνθρωποί του. Θα καταλάβουν ότι έκαναν λάθος, ότι έπρεπε να είχαν υποστηρίξει τον Τόμι και όχι τον Όουενι. Πρόκειται για επίδειξη δύναμης. Πρέπει να είναι κτηνώδης και οριστική». Ο Ράιαν πλησίασε στο τραπέζι και κοίταξε τον εκρηκτικό μηχανισμό. Έπιασε ένα καρφί και το σήκωσε στο φως, εξετάζοντάς το σαν εντομολόγος που περιεργάζεται ένα άγνωστο αλλά σαφώς επικίνδυνο έντομο. «Ο Τζόι Τούνα μου πρόσφερε μια διέξοδο», είπε ο Μάρτιν. «Σήμερα το πρωί, όταν συζητούσαμε,

μου ζήτησε να καρφώσω τον Τόμι. Μου είπε ότι θα μπορούσα να τα αφήσω όλα πίσω μου, αν τηλεφωνούσα και τους έλεγα πού μπορούν να τον βρουν». «Κι εμένα;» «Εσένα δε σε ανέφερε, Φράνσις». Ο Ράιαν έγνεψε καταφατικά. Κατάλαβε. Θα τον σκότωναν μόνο και μόνο για να είναι σίγουροι. «Τι του είπες;» «Τίποτα. Είμαι εδώ, έτσι δεν είναι; Είμαι με τον Τόμι και μ’ εσένα. Εσύ κι εγώ είμαστε διαφορετικοί, αλλά πρέπει να μείνουμε ενωμένοι σ’ αυτή την υπόθεση. Και να θυμάσαι, εσύ δε σκοτώνεις κανέναν. Εγώ έφτιαξα τη βόμβα κι εγώ θα την τοποθετήσω. Το αίμα θα είναι στα δικά μου χέρια, το βάρος στη δική μου ψυχή». Ο Ράιαν στριφογύρισε το καρφί μια τελευταία φορά και μετά το έριξε μέσα στο κουτί. «Όχι», είπε. «Θα είναι και στη δική μου ψυχή». Και έτσι τώρα βρίσκονταν εδώ, ακούγοντας τη βροχή να χτυπά στην οροφή του αυτοκινήτου, με όλα τα εσωτερικά φώτα σβηστά για να μη φαίνονται, και τον εκρηκτικό μηχανισμό στο δάπεδο, στα πόδια του Ντέμπσι. Ο Ράιαν δεν μπορούσε να αποφύγει τη σκέψη ότι η βόμβα ήταν πλάσμα ζωντανό, ένα τέρας που περίμενε να ξαμοληθεί. Θα έπρεπε να είχαν ανοίξει τρύπες στο κουτί, για να μπορεί να αναπνέει. Στα αυτιά του Ράιαν έφτανε σχεδόν ο χτύπος της καρδιάς του. Αν η κατάσταση ήταν ιδανική, ο Ντέμπσι θα είχε τοποθετήσει τη βόμβα νωρίτερα, αλλά το μαγαζί ανήκε στον Όουενι, και δεν υπήρχε τρόπος να μπει μέσα από πριν. Το μπαρ ήταν μικρό και θα περιόριζε την εκτόνωση των αερίων. Σε τόσο περιορισμένο χώρο, τα αποτελέσματα θα ήταν καταστροφικά. Το πρόβλημα ήταν να μπάσουν μέσα τη βόμβα. Ο Ντέμπσι είχε πει στον Ράιαν ότι σκόπευε να εφαρμόσει την απλή προσέγγιση. Θα είχε τη βόμβα στο ένα χέρι και ένα τούβλο στο άλλο. Με το τούβλο θα έσπαγε το τζάμι της πρόσοψης και μετά θα πέταγε μέσα τη βόμβα. «Τι χρονική καθυστέρηση έχει ο πυροκροτητής;» είχε ρωτήσει ο Ράιαν, κάνοντας τον Ντέμπσι να κοντοσταθεί. «Πού έμαθες εσύ γι’ αυτά τα πράγματα;» «Εκεί που έμαθα και για όλα τα υπόλοιπα: από την τηλεόραση». «Πέντε ή έξι δευτερόλεπτα». «Δεν είναι και πολλά. Καλύτερα να μη σκοντάψεις πουθενά, ούτε να περιμένεις τη φωτεινή ένδειξη όταν τον ενεργοποιήσεις». «Δε σκόπευα να βοηθήσω κανέναν να περάσει απέναντι». Παρ’ όλη τη βροχή που έπεφτε στο παρμπρίζ, ο Ράιαν διέκρινε το μεγάλο κεφάλι του Όουενι Φάρελ από εκεί που κάθονταν. Αναγνώρισε επίσης μερικούς από την παρέα του. Είδε και δύο γυναίκες. Ο Ράιαν ήλπιζε ότι θα πήγαιναν στην τουαλέτα πριν ξεκινήσει ο Ντέμπσι. Ίσως έτσι να δεχόταν πιο εύκολα αυτό που επρόκειτο να συμβεί. «Εσύ βάλε μπρος μόλις βγω από το αυτοκίνητο», είπε ο Ντέμπσι. «Να είσαι προετοιμασμένος για την έκρηξη, και μόλις γίνει ξεκίνα. Μην κοιτάξεις προς τα εκεί τη στιγμή της έκρηξης, αλλά ούτε κι αφού γίνει. Δε χρειάζεται να δεις το αποτέλεσμα, και δε θέλω να παγώσεις και να μην μπορείς να κουνηθείς». «Καταλαβαίνω, Μάρτιν». «Εντάξει». Ο Ντέμπσι έπιασε το κουτί και το τούβλο και τα στήριξε στο κοίλωμα του αγκώνα του. Φορούσε φούτερ με κουκούλα κάτω από το μπουφάν του, και έβαλε την κουκούλα για να κρύψει το πρόσωπό

του καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο. Ο Ράιαν ήταν έτοιμος να του ευχηθεί καλή τύχη, αλλά κρατήθηκε. Μία από τις κοπέλες στο μπαρ γελούσε με την καρδιά της, με το κεφάλι ριγμένο προς τα πίσω. Ήταν όμορφη, αλλά δεν είχε τη σκληρή ομορφιά των γυναικών που έκαναν παρέα με τον Όουενι και τα παλικάρια του. Τα χαρακτηριστικά της ήταν ντελικάτα, τα μαλλιά της πολύ σκούρα. Δεν μπορεί να ήταν πάνω από δεκαεννιά ή είκοσι χρονών. Στα περισσότερα μπαρ της Βοστόνης θα της είχαν ζητήσει ταυτότητα και θα την είχαν διώξει, όχι όμως εδώ, όχι στο μαγαζί του Όουενι. Ο Ράιαν είδε τον Ντέμπσι να σηκώνει την άκρη του κουτιού για να οπλίσει το μηχανισμό καθώς έβγαινε στον ψυχρό αέρα της νύχτας. Το μεγαλύτερο μέρος του κουτιού ήταν τυλιγμένο με κολλητική ταινία, αλλά ο Ντέμπσι είχε σκίσει τη μία γωνία και είχε αφήσει εκείνο το σημείο ακάλυπτο για να έχει εύκολη πρόσβαση στην ασφάλεια που θα ενεργοποιούσε τον πυροκροτητή. Ξεκίνησε για το μπαρ, με τα δάχτυλα έτοιμα πάνω από το άνοιγμα του κουτιού, και τότε ο Ράιαν είδε προβολείς στον καθρέφτη του αυτοκινήτου και άκουσε σειρήνες. Ο Ντέμπσι πέταξε το τούβλο στο δρόμο και γύρισε γρήγορα στο αυτοκίνητο, κρατώντας ακόμη τη βόμβα. Ο Ράιαν έβαλε μπρος και ξεκίνησε πίσω από ένα φορτηγό την ώρα που το πρώτο περιπολικό φρέναρε απότομα έξω από το μπαρ. Εμφανίστηκαν κι άλλα περιπολικά, αλλά και το μεγάλο μαύρο κλειστό φορτηγό των Ειδικών Δυνάμεων, που έμοιαζε σαν τη βασίλισσα του μελισσιού ανάμεσα στους υπηκόους της. «Δικέ μου», είπε ο Ράιαν, «άσχημο αυτό. Πολύ άσχημο». «Συνέχισε να οδηγείς. Δεν ψάχνουν εμάς. Δεν ήταν δυνατόν να ξέρουν τι ετοιμάζαμε». Ο Ράιαν συνέχισε ευθεία μέχρι που έφτασαν στον κυκλικό κόμβο. Εκεί έστριψε αριστερά, πέρασε τον ανδριάντα του αντιναυάρχου Φάραγκατ και το παγοδρόμιο Φράνσις Μέρφι. Μόνο όταν έφτασαν στο άδειο πάρκινγκ του Κασλ Άιλαντ δίπλα στη θάλασσα συνειδητοποίησε ότι ο δρόμος που είχε πάρει έβγαζε σε αδιέξοδο. Βλαστήμησε και άρχισε να κάνει όπισθεν αδέξια, αλλά ο Ντέμπσι του είπε να ηρεμήσει. «Κάλμα», του είπε. «Πάρε μια ανάσα. Είμαστε εντάξει». Ο Ράιαν υπάκουσε. Πήρε μια δυο βαθιές ανάσες. Αισθάνθηκε το τέρας να αναπηδά νευρικά μέσα στο κουτί στα πόδια του Ντέμπσι. Ίσως το ένιωσε κι εκείνος, γιατί άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, πήγε μέχρι την άκρη του πάρκινγκ και πέταξε το κουτί στο νερό. Ξαναγύρισαν στον κυκλικό κόμβο και πήραν τη Φερστ Στρητ για να βγουν από το Σάουθι. «Τι γύρευαν εκεί οι αστυνομικοί;» ρώτησε ο Ράιαν. «Γιατί ήρθαν;» Την απάντηση όμως την έμαθαν αργότερα, όταν ο Ντέμπσι δέχτηκε το τηλεφώνημα του Τόμι Μόρις και έμαθε ότι ο Τζόι Τούνα ήταν νεκρός.

III Όταν κάνουμε ένα βήμα σου να τρίζει, όταν ραγίζουμε το ποτήρι σου, όταν χτυπάμε, ταπ, ταπ, ταπ, αυτό είναι ένα κόκαλο δεν έχουμε τίποτε άλλο αν και αστραφτοκοπάμε και είμαστε γεμάτες σκαθάρια.

Είμαστε φτιαγμένες ολόκληρες από κόκαλο. από το The Dead Girls Speak in Unison της Ντανιέλ Πάφουντα ** Beantown: παρωνύμιο της Βοστόνης. (Σ.τ.Μ.)

18 ΟΡάνταλ Χέιτ αισθάνθηκε τη διαφορά στο σπίτι μόλις γύρισε από το εμπορικό. Ήταν λες και ένα τεράστιο φορτίο στατικού ηλεκτρισμού που πριν συσσωρευόταν στις μοκέτες και στα υφάσματα είχε ξεχυθεί κατά την απουσία του. Έμεινε ακίνητος στο χολ κρατώντας αγκαλιά με το αριστερό του μπράτσο μια χάρτινη σακούλα, νιώθοντας την κρυάδα του παγωτού που περιείχε να διαπερνά το πουλόβερ του. Είχε αγοράσει και σοκολάτα, αναψυκτικά και καραμέλες κανέλας. Στο κορίτσι άρεσε να τα μυρίζει αυτά και ασκούσαν πάνω του ηρεμιστική επίδραση. Στα περισσότερα παιδιά συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο, σκέφτηκε ο Χέιτ, αλλά βέβαια εκείνο το κορίτσι ήταν πολύ διαφορετικό από τα άλλα παιδιά. Η σύντομη επίσκεψη στην πόλη είχε ήδη προσφέρει στον Χέιτ μια ανησυχητική εμπειρία. Είχε δει τη Βάλερι Κόρι στο δρόμο. Τη συνόδευε ένας άντρας τον οποίο δεν αναγνώρισε, αλλά, κρίνοντας από το μπόι και τη στάση του, πίστευε ότι ήταν κάποιου είδους αστυνομικός. Η κυρία Κέντολ, που εργαζόταν με μειωμένο ωράριο στο ντράγκστορ, ακουμπούσε το δεξί της χέρι στον ώμο της Βάλερι καθώς της έλεγε, όπως υπέθεσε ο Ράνταλ, λόγια ελπίδας και παρηγοριάς. Κατόπιν ο Ντάνι, ο ιδιόρρυθμος αλλά ευγενικός νεαρός που διαχειριζόταν την καφετέρια Χάλοουντ Γκράουντς, βγήκε και έδωσε στη Βάλερι μια λευκή χάρτινη σακούλα γεμάτη γλυκίσματα και μάφιν. Κάτι έσπασε μέσα της μ’ εκείνη τη μικρή, αναπάντεχη χειρονομία, και η Βάλερι ένιωσε την ανάγκη να απομακρυνθεί, ακολουθούμενη κατά πόδας από τον αστυνομικό. Ο Ράνταλ την είδε να φεύγει, και προσπάθησε να προσδιορίσει τα συναισθήματα που του προκάλεσε αυτή η εικόνα. Λύπη. Συμπόνια. Ενοχή, μήπως; Ο αστυνομικός τον είχε πάρει είδηση που την κοίταζε, αλλά ο Ράνταλ δεν είχε αντιδράσει υπερβολικά. Είχε μόνο χαμογελάσει θλιμμένα, επειδή αυτό πίστευε ότι θα έκανε ένας κανονικός άνθρωπος, ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Εκείνος ήταν ηθοποιός που ενσάρκωνε ένα ρόλο, και τον ενσάρκωνε καλά, αλλά μόλις η Βάλερι βγήκε από το οπτικό του πεδίο, την έβγαλε κι από το μυαλό του. Αντί γι’ αυτό, συνειδητοποίησε ότι παρατηρούσε τα πρόσωπα των ανθρώπων που περνούσαν από δίπλα του ακόμη και στην περίπτωση που τους χαιρετούσε φιλικά, και κρυφοκοίταζε στα τζάμια των καταστημάτων της Μέιν Στρητ, περιμένοντας να δει αν κάποιος θα προδιδόταν γυρίζοντας το κεφάλι για να τον κοιτάξει κάπως πιο επίμονα, αφήνοντας το βλέμμα του να συναντήσει το δικό του για λίγο παραπάνω από το κανονικό. Ποιος από όλους σας είναι; Ποιος από όλους σας ξέρει, ή νομίζει ότι ξέρει; Μη βρίσκοντας όμως απαντήσεις, ούτε επιβεβαίωση στις υποψίες του, είχε επιστρέψει σιωπηλός στο σπίτι του κι αναρωτιόταν στη διαδρομή αν είχε περάσει ως τότε ο ταχυδρόμος, φοβούμενος τι μπορεί να είχε μέσα το γραμματοκιβώτιό του. Ανακουφίστηκε όταν είδε πως υπήρχαν μόνο λογαριασμοί και το τεύχος του Νάσιοναλ Τζιογκράφικ, στο οποίο ήταν συνδρομητής. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες, ούτε βίντεο, ούτε εικόνες γυμνών παιδιών, και ο Χέιτ προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι μπορεί να είχε τελειώσει η ιστορία, μολονότι αναγνώριζε ότι επρόκειτο μόνο για μια σύντομη ανάπαυλα. Τώρα, ασφαλής και πάλι μέσα στο σπίτι του, αισθάνθηκε ένα ασυνήθιστο κενό, μια απουσία. Πήγε από κρεβατοκάμαρα σε κρεβατοκάμαρα, ελέγχοντας τις ντουλάπες και κάτω από τα κρεβάτια. Κοίταξε στο κεντρικό λουτρό και στο λουτρό των επισκεπτών, το οποίο δεν είχε χρησιμοποιηθεί

ποτέ. Τέλος, πήγε στο υπόγειο και στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Της άρεσε το υπόγειο· ήταν σκοτεινό και δροσερό. Μερικές φορές ο Ράνταλ την άκουγε να τραγουδά μόνη της εκεί κάτω. Όταν ήταν θυμωμένος ή είχε δουλειά, της έλεγε να πάψει, αλλά εκείνη δεν του έδινε ποτέ σημασία. Τραγουδούσε τους στίχους τηλεοπτικών διαφημίσεων και παλιά ποπ κομμάτια που ο ίδιος είχε σχεδόν ξεχάσει ότι υπήρχαν καν, και επινοούσε τραγουδάκια, παράτονες ρίμες που του καρφώνονταν στο μυαλό και η απόλυτα τυχαία φύση τους τον τάραζε. Αλλά το υπόγειο ήταν η δική της κρυψώνα, το δικό της καταφύγιο, και ο Ράνταλ ήταν ικανοποιημένος που της το είχε παραχωρήσει. Προσπαθούσε να μην την ενοχλεί όταν βρισκόταν στο υπόγειο, γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί την αντίδρασή της. Σε μια περίπτωση του είχε ορμήσει εξοργισμένη, προσπαθώντας να του βγάλει τα μάτια με τα νύχια της, αλλά τις περισσότερες φορές άρχιζε απλώς να ουρλιάζει ασταμάτητα, ο ήχος του ουρλιαχτού της αναπηδούσε στους πέτρινους τοίχους και έφτανε στ’ αυτιά του. Ο Ράνταλ έπρεπε να ξέρει πού βρισκόταν η μικρή. Κλείδωνε όλα τα παράθυρα και τις εξώπορτες, αν και το έκανε μάλλον για να μην αφήσει τον κόσμο να μπει παρά για να την κρατήσει κλεισμένη στο σπίτι, επειδή τον κυρίευε ο φόβος της εισβολής στη ζωή του. Τώρα πια δεν έδειχνε κανένα σημάδι ότι ήθελε να τον αφήσει. Ο Χέιτ διερωτάτο εάν το μίσος της γι’ αυτόν είχε μετατραπεί σε ένα είδος αγάπης, εάν η ανάγκη της είχε γίνει ένας δίαυλος που συνέδεε τα δύο αντικρουόμενα συναισθήματα. Εκείνος την αντιμετώπιζε σχεδόν σαν κόρη του, ένα απείθαρχο, δύσκολο, απαιτητικό παιδί, και ήταν ο πατέρας της γιατί ο ίδιος την είχε κάνει αυτό που ήταν. Τις τελευταίες δύο μέρες δεν την είχε πολυδεί. Η μικρή είχε κρυφτεί όταν εμφανίστηκε ο ντετέκτιβ, όπως έκανε πάντα όταν ερχόταν κάποιος ξένος. Νωρίτερα την ίδια εκείνη μέρα, ο Ράνταλ την είχε δει φευγαλέα να διασχίζει την κουζίνα, ενώ εργαζόταν στον υπολογιστή του. Δεν του άρεσε να ακούει την τηλεόραση όταν προσπαθούσε να συγκεντρωθεί. Εκείνη το είχε μάθει γρήγορα αυτό το μάθημα, και τώρα φρόντιζε απλώς να μένει μακριά από το καθιστικό πριν από τις πέντε. Την τελευταία φορά που της είχε μιλήσει ήταν για να της πει να πάει πάλι να δει τις εκπομπές της, την επομένη της επίσκεψης του ντετέκτιβ. Τώρα ο Χέιτ χτύπησε την πόρτα του υπογείου. Καμιά απάντηση. «Ε», είπε. «Είσαι κάτω;» Άνοιξε την πόρτα και μίλησε στο σκοτάδι. Δεν της άρεσαν οι ξαφνικές εμφανίσεις και οι απρόσμενοι θόρυβοι. «Μπορείς να δεις ό,τι σου αρέσει τώρα. Τελείωσα τη δουλειά μου για σήμερα. Θα κάτσω μαζί σου, αν θέλεις». Στο βάθος, το φωτάκι νυκτός στον τοίχο ήταν αναμμένο. Στη γωνία υπήρχε μια μικρή στοίβα βιβλίων, που παρέμεναν αδιάβαστα, και ένα λούτρινο ζωάκι που της είχε αγοράσει από το Τρίχαουζ Τόις, όταν δούλευε για ένα διάστημα στο Πόρτλαντ. Προχώρησε στο πρώτο σκαλοπάτι, διστάζοντας ακόμη να μπει στον ιδιωτικό της χώρο. Παλιότερα, πριν καταλάβει τα χούγια της, κι εκείνη τα δικά του, είχε επιχειρήσει να τον γκρεμοτσακίσει μια φορά που πήγε να μπει στο υπόγειο, και μόλις που πρόλαβε να κρατηθεί από το κάγκελο για να μη σπάσει το σβέρκο του. Μια πελώρια σκλήθρα τού είχε τρυπήσει την παλάμη, και μολονότι είχε καταφέρει να βγάλει το μεγαλύτερο μέρος της, μερικά κομματάκια είχαν εισχωρήσει βαθιά στη σάρκα του προκαλώντας μόλυνση, σε σημείο που είχε αναγκαστεί να επισκεφθεί γιατρό για να του τα αφαιρέσει με τοπική αναισθησία. Ύστερα από εκείνο το περιστατικό είχε κλειδώσει την πόρτα του υπογείου και είχε απομακρύνει το καλώδιο της τηλεοπτικής κεραίας. Η στέρηση της

τηλεόρασης ήταν η χειρότερη τιμωρία που μπορούσε να της επιβάλει, και κατέληγε πάντοτε σε έντονη κόντρα μεταξύ τους. Ο Χέιτ είχε μάθει να κλειδώνει το καλώδιο στο χρηματοκιβώτιό του, αλλιώς εκείνη το έβρισκε, αλλά τα διαστήματα που την ανάγκαζε να περνάει χωρίς τηλεόραση για να μάθει να πειθαρχεί ήταν τα δυσκολότερα στη σχέση τους. Θέλοντας να τον εκδικηθεί, έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τον εκνευρίσει· κοπάναγε τον τοίχο τη νύχτα ενώ εκείνος προσπαθούσε να κοιμηθεί, ανακάτευε τα χαρτιά του για να μην μπορεί να παρακολουθήσει τους λογαριασμούς του, ή έχυνε γάλα μέσα στο ψυγείο όταν εκείνος έλειπε και μετά έβγαζε τη συσκευή από την πρίζα, με αποτέλεσμα ο Χέιτ να είναι αναγκασμένος να αδειάσει το ψυγείο και να το πλύνει για να φύγει η ξινίλα. Τελικά έφταναν σε κάποιο συμβιβασμό και το κορίτσι απολάμβανε ξανά το προνόμιο της τηλεόρασης, αλλά η σύγκρουση πάντα είχε ένα τίμημα και για τους δυο τους, είχαν λοιπόν μάθει πως ήταν καλύτερα να αποφεύγουν τέτοιες αντιπαραθέσεις. Πάντως οι σχέσεις τους δεν ήταν μονίμως τόσο εχθρικές. Μερικές φορές, ιδιαίτερα τις κρύες νύχτες, όταν το παλιό σπίτι έτριζε και βογκούσε, όταν ο άνεμος έβρισκε και χωνόταν στα κενά ανάμεσα στις σανίδες και κάτω από τις πόρτες, και τα κλαδιά των δέντρων έσπαγαν από το βάρος του χιονιού και του πάγου, το κορίτσι χωνόταν απρόσκλητο στο κρεβάτι του και κολλούσε πάνω του, κλέβοντας τη ζεστασιά του, σαν όνειρο που έβγαινε αληθινό. Ο Χέιτ κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια ακόμη, κοντοκάθισε για να μπορέσει να δει ολόκληρο το υπόγειο, και αισθάνθηκε πανικό, και φόβο, και απώλεια. Αλλά, πάνω απ’ όλα, ένιωσε κάτι σαν ανακούφιση. Το κορίτσι είχε φύγει.

19 Ηνύχτα που ακολούθησε μια ατελείωτη, καταθλιπτική μέρα ήταν ψυχρή και υγρή. Είχα κληθεί από την υπεράσπιση να δώσω πρόσθετη κατάθεση για την υπόθεση του Ντένι Κράους, και αναγκάστηκα να περιμένω ώρες ολόκληρες κοντά στα δικαστήρια της Φέντεραλ Στρητ ενώ ο συνήγορος του Ντένι πάσχιζε να διατηρήσει την ψυχραιμία του, αντιμετωπίζοντας έναν εισαγγελέα που ήταν αποφασισμένος να αποδείξει ότι ο Ντένι ήταν αρκετά εχέφρων για να δικαστεί, πράγμα με το οποίο επανειλημμένα είχε συμφωνήσει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Ο συνήγορος ήταν νέος, είχε διοριστεί από το δικαστήριο και έπρεπε να είχε πιέσει τον Ντένι να κρατήσει το στόμα του κλειστό, αλλά δεν ήταν ο μόνος υπεύθυνος γι’ αυτή την κατάσταση. Η κατηγορούσα Αρχή ήθελε να καταδικαστεί ο Ντένι για φόνο, για λόγους που δεν μπορούσα να καταλάβω αλλά μάλλον είχαν να κάνουν με θέματα πολιτικής και φιλοδοξίας και με την επιθυμία κάποιου να παρουσιάσει ικανοποιητικά νούμερα στο τέλος της χρονιάς. Ένας πιο ψημένος δικηγόρος θα είχε καταφέρει να φτάσει σε κάποιο συμβιβασμό που θα ικανοποιούσε τους πάντες, εκτός ίσως από τον ίδιο τον Ντένι, αλλά σε τελευταία ανάλυση δεν είχε στ’ αλήθεια σημασία τι ήθελε ο Ντένι. Μάλλον θα έπρεπε να είχε σκεφτεί πιο σοβαρά τα μελλοντικά του σχέδια πριν σκοτώσει έναν άνθρωπο για ένα σκύλο. Ενώ έχανα την ώρα μου περιμένοντας να έρθει η μεγάλη μου στιγμή στο εδώλιο του μάρτυρα, συνέχιζα να ερευνώ τις προσωπικές λεπτομέρειες όσων περιλαμβάνονταν στον κατάλογο του Ράνταλ Χέιτ με τους καινούριους πελάτες και τους νεοφερμένους στο Πάστορ’ς Μπέι, αλλά είχα αρχίσει να πιστεύω ότι η προσπάθεια ήταν αδιέξοδη. Ήμουν υποχρεωμένος να προχωρήσω με βάση την υπόθεση ότι δεν ήταν έτσι, αλλά δεν μπορούσα να αγνοήσω το ένστικτό μου που έλεγε ότι εκείνα τα ονόματα δεν έκρυβαν πίσω τους τίποτε, ότι δε θα ανακάλυπτα κάτι χρήσιμο. Αυτή η έλλειψη στοιχείων έκανε όλο και πιο πιθανό το ενδεχόμενο εκείνος που βασάνιζε τον Ράνταλ Χέιτ να είχε μείνει σε αδράνεια για καιρό, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να χρησιμοποιήσει το παρελθόν του Χέιτ εναντίον του. Σ’ αυτή την περίπτωση, θα είχα να αντιμετωπίσω το σχεδόν ακατόρθωτο έργο της διερεύνησης του παρελθόντος κάθε ενηλίκου που είχε βρεθεί ποτέ στο δρόμο του Χέιτ. Εξίσου πιθανό πάντως ήταν κάποιος από το παρελθόν του να τον είχε δει τυχαία στους δρόμους του Μπέλφαστ, του Πόρτλαντ ή της Ογκάστα, ή περνώντας από το ίδιο το Πάστορ’ς Μπέι, και μετά να ανακάλυψε τη διεύθυνσή του και να τον έβαλε στο στόχαστρο χωρίς να έχουν ανταλλάξει ούτε λέξη. Είχα όμως καταλήξει σε μία τουλάχιστον απόφαση: Αν μέχρι το επόμενο πρωί δεν είχα την επιβεβαίωση της Έιμι ότι ο Χέιτ ήταν έτοιμος να καταθέσει στην αστυνομία, θα τηλεφωνούσα ο ίδιος στον Γκόρντον Γουόλς και θα του πρότεινα να μιλήσει στον Χέιτ, έστω και αν υπήρχε κίνδυνος να δηλητηριάσω τη σχέση μου με την Έιμι και ενδεχομένως να κατηγορηθώ για παραβίαση του απορρήτου και να καταλήξω στη φυλακή. Την τελική ώθηση σ’ αυτή την απόφαση μου την είχε δώσει κάτι που θα έπρεπε να είχα συνειδητοποιήσει νωρίτερα, τη στιγμή κιόλας που ο Χέιτ μου έδειξε τις φωτογραφίες των γυμνών παιδιών: Κάποιος που είχε στην κατοχή του άσεμνες φωτογραφίες ανήλικων παιδιών θα μπορούσε κάλλιστα να απαγάγει ένα παιδί για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Αυτός ήταν ο συσχετισμός που χρειαζόμουν για να φιμώσω τη συνείδησή μου σε περίπτωση που αναγκαζόμουν να προδώσω την Έιμι ή τον Χέιτ. Άκουσα να φωνάζουν το όνομά μου λίγο μετά τις τρεις το απόγευμα, αλλά το διάστημα της

αντεξέτασής μου θα μπορούσε να είχε μετρηθεί σε νανοδευτερόλεπτα. Ακόμη και ο δικαστής φαινόταν να έχει χάσει τη θέλησή του για ζωή ύστερα από μια μέρα διαδικασιών που είχαν απλώς επιβεβαιώσει ό,τι οι πάντες γνώριζαν ήδη: Ο Ντένι Κράους ήταν τρελός, αφού στη θέση του μόνο ένας φρενοβλαβής θα αρνιόταν ότι ήταν τρελός. Όταν ξεμπέρδεψα από το δικαστήριο, πήγα στο Νος στην Κόνγκρες Στρητ και κουβέντιασα για λίγο με τον Ματ, έναν από τους συνεταίρους. Αν πριν από δύο χρόνια μου έλεγε κάποιος ότι το Πόρτλαντ χρειαζόταν άλλο ένα μπαρ που θα σέρβιρε χάμπουργκερ, θα του είχα γελάσει κατάμουτρα, μαζί με όλο τον υπόλοιπο κόσμο που θα έκανε το ίδιο. Έπειτα όμως άνοιξε το Νος, και ο κόσμος άρχισε να γεύεται τα χάμπουργκερ, και κατέληξε σε μια γενική συμφωνία ότι, πράγματι, ίσως χρειαζόμασταν άλλο ένα μπαρ που σέρβιρε χάμπουργκερ, αρκεί το φαγητό να ήταν τόσο καλό. Και επειδή ένιωθα ότι το χρωστούσα στον εαυτό μου ύστερα από τη μέρα που είχα περάσει, έφαγα μερικές τηγανητές πατάτες με μπέικον, και ξέφυγα από τον προϋπολογισμό μου παραγγέλνοντας μια δυνατή ντόπια Κλόουν Σουζ, ώσπου η μέρα άρχισε σιγά σιγά να μη φαντάζει τόσο άσχημη τελικά. Καθώς γύριζα στο σπίτι μου, τα κανάλια που διέσχιζαν τους αλμυρούς βάλτους του Σκάρμπορο έμοιαζαν μόνο σαν σκοτεινότερες λωρίδες με φόντο το ψηλό χορτάρι, σαν μακριές μαύρες κορδέλες που είχαν πέσει από τον ουρανό. Έστριψα στο δρομάκι και οι προβολείς του αυτοκινήτου μου καθρεφτίστηκαν στα παράθυρα του άδειου σπιτιού μου. Μπήκα από την πίσω πόρτα της κουζίνας και άναψα το φως. Το κεντρικό παράθυρο που έβλεπε βόρεια είχε καλυφθεί με πάχνη, και κάποιος είχε γράψει κάτι με το δάχτυλό του στο τζάμι, σχηματίζοντας προσεκτικά τις λέξεις πάνω στην υγρή επιφάνεια. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν παιδικός, και τον αναγνώρισα, γιατί τον είχα ξαναδεί μια φορά στη σκόνη κάποιας σοφίτας. Μου είχε δώσει και τότε το μήνυμά του, όμως είχε περάσει πια πολύς καιρός. Νόμιζα πως είχαν φύγει, αλλά πώς θα μπορούσαν ποτέ να φύγουν στ’ αλήθεια; Τώρα είχε γυρίσει η μία από τις δύο, η ηχώ της νεκρής κόρης μου, και όπου πήγαινε εκείνη, την ακολουθούσε η μητέρα της, μια πιο αλλόκοτη, πιο νεφελώδης μορφή. Αν η κόρη μου ήταν ένα μικρό, ψυχρό αστέρι, τότε η μητέρα της ήταν ο νυχτερινός ουρανός πάνω στον οποίο έλαμπε. Οι λέξεις στο τζάμι έλεγαν: ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΕΙΝΑΙ ΘΥΜΩΜΕΝΟ Πλησίασα στο παράθυρο. Η πρόταση είχε γραφτεί πρόσφατα· από τις άκρες των γραμμάτων εξακολουθούσαν να κυλάνε μικρά ρυάκια υγρασίας, λες και οι λέξεις ήταν μαχαιριές πάνω σε σάρκα και μετέδιδαν το μήνυμά τους με αίμα. Από τα κενά που σχημάτιζαν στην υγρασία του τζαμιού έβλεπα το δάσος. Βγήκα πάλι έξω και στάθηκα στην αυλή μου, κοιτάζοντας τα δέντρα, προσπαθώντας να τις κάνω να εμφανιστούν με τη θέλησή μου, αλλά εκείνες δε φάνηκαν. Ίσως να μην ήταν πια εκεί, όμως η σιγαλιά της νύχτας μαρτυρούσε επαγρύπνηση, και ακόμη και τα αγριόχορτα του βάλτου είχαν πάψει να ψιθυρίζουν. Έπειτα φύσηξε πάλι ο αέρας από τη θάλασσα, κουνώντας το χορτάρι και τα δέντρα, και παρασέρνοντας μερικές από τις σκιές. Έσβησα τις λέξεις με τα ακροδάχτυλά μου, αγγίζοντας έτσι τα σημεία που είχε αγγίξει και εκείνη, και θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος στοιχειώνεται και μπορεί να αγαπά και συνάμα να φοβάται τις οντότητες που βαδίζουν στα χνάρια του. Έμεινα στο παράθυρο, παρακολουθώντας τη νύχτα να βαθαίνει, ακούγοντας με τη φαντασία μου τη φωνή της χαμένης κόρης μου να μου λέει εκείνα τα γραμμένα λόγια, βλέποντας τη μικροκαμωμένη, ωχρή σιλουέτα της να περνάει κάτω από τα δέντρα και τις ακτίνες του

φεγγαρόφωτου να κάνουν τα γυμνά κλαδιά να τυλίγονται σταυρωτά στο κορμί της, δένοντάς τη με λωρίδες σκοταδιού. Θυμήθηκα εκείνη την παλιά ιστορία τρόμου με το ποδαράκι του πιθήκου που μπορούσε να εκπληρώσει τρεις ευχές και το ηλικιωμένο ζευγάρι που ευχήθηκε σ’ αυτό να ξαναγυρίσει κοντά τους ο νεκρός γιος τους· τη φρίκη τους όταν διαπίστωσαν πόσο κυριολεκτικά είχε πραγματοποιηθεί η επιθυμία τους. Και διερωτήθηκα, όχι για πρώτη φορά, αν η θλίψη μου ήταν αυτή που είχε θελήσει να ξανάρθουν στον κόσμο η γυναίκα και το παιδί μου.

Πήγα για ύπνο τα μεσάνυχτα, αφού σκέφτηκα για λίγο το νόημα των λέξεων πάνω στο τζάμι. Έμοιαζαν με προειδοποίηση, αλλά δεν ήμουν βέβαιος για ποιο λόγο με προειδοποιούσαν. Σε ποιο κορίτσι αναφέρονταν; Κατάφερα με κάποιο τρόπο να κοιμηθώ βαθιά μέχρι τις τρεις το πρωί. Αν προσπαθούσα να εξηγήσω σε έναν ψυχίατρο πώς ήταν δυνατόν να κοιμηθώ ξέροντας ότι στο παράθυρό μου είχε γράψει κάτι ένα νεκρό παιδί, ίσως να άρχιζα υποστηρίζοντας πως όταν κάποιος έρχεται συχνά σε επαφή με την παραδοξότητα, φτάνει η στιγμή που το παράδοξο γίνεται τελικά οικείο. Με τον καιρό, το μυαλό μπορεί να προσαρμοστεί σχεδόν σε οτιδήποτε: στον πόνο, στη θλίψη, στην απώλεια, ακόμη και στο ενδεχόμενο οι νεκροί να μιλούν στους ζωντανούς. Καταλάβαινα επίσης ότι όλα αυτά ήταν τμήμα ενός μεγαλύτερου σχεδίου, οδόσημο σε ένα ταξίδι του οποίου δεν μπορούσα να γνωρίζω τον τελικό προορισμό. Είχα ενδώσει σε οτιδήποτε έμελλε να συμβεί, και αυτή μου η παράδοση συνοδευόταν από ένα είδος γαλήνης. Οπότε κοιμόμουν, κι ένιωθα ευγνωμοσύνη που κοιμόμουν. Όταν δε θα μπορούσα πια να κοιμηθώ, θα ήξερα πως είχα αρχίσει να τρελαίνομαι. Ένα λεπτό μετά τις τρεις, ξύπνησα. Από το ισόγειο ακούγονταν ήχοι: χτυπήματα και σπασίματα και αλλεπάλληλες μουσικές συγχορδίες. Μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι ήταν ανοιχτή η τηλεόραση. Όμως δεν είχα παρακολουθήσει τηλεόραση πριν ξαπλώσω, κι αν ακόμη το είχα κάνει, με τίποτα δε θα την είχα αφήσει ανοιχτή. Κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο, έπιασα το πιστόλι μου και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Το δωμάτιο ήταν κρύο. Ήμουν γυμνός από τη μέση και πάνω, και το δέρμα μου φάνηκε να τσιτώνεται στον ψυχρό αέρα. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας ήταν ανοιχτή και ο διάδρομος σκοτεινός, αλλά φτάνοντας στη σκάλα διέκρινα τα φώτα που αντικατόπτριζε η τηλεοπτική οθόνη να χοροπηδούν στον τοίχο. Τα κάγκελα στην κουπαστή της σκάλας ήταν αραιά και θα βρισκόμουν εκτεθειμένος μόλις θα έφτανα στο τρίτο σκαλοπάτι από την κορυφή. Αν επρόκειτο για παγίδα, η αργή και προσεκτική κίνηση δε θα με βοηθούσε καθόλου. Απλώς θα πρόσφερα ευκολότερο στόχο. Ακούστηκε άλλη μια σειρά δυνατών εκρήξεων από την τηλεόραση, και εκμεταλλεύτηκα το θόρυβο για να καλύψω την κάθοδό μου. Κατέβηκα γρήγορα, κολλητά στον τοίχο, κρατώντας το πιστόλι κοντά στο κορμί μου με το δεξί χέρι, ενώ με το αριστερό διατηρούσα την ισορροπία μου, αλλά κανείς δε μου όρμησε από τις σκιές, ούτε έπεσαν πυροβολισμοί. Η αλυσίδα ασφαλείας στην εξώπορτα παρέμενε στη θέση της. Αριστερά από τη σκάλα ήταν το γραφείο, αλλά η πόρτα ήταν κλειστή, όπως την είχα αφήσει πηγαίνοντας για ύπνο. Μπροστά μου ήταν το καθιστικό, με την πόρτα του ανοιχτή, και από το άνοιγμα φαινόταν η τηλεόραση. Έδειχνε ένα καρτούν με το Μπι-μπιπ και το Κογιότ. Το δωμάτιο είχε μόνο μία πόρτα. Δεν είχα επιλογή.

Το καθιστικό ήταν άδειο. Δεν υπήρχε κανείς στον καναπέ ή στις πολυθρόνες απέναντι από την τηλεόραση. Το τηλεκοντρόλ ήταν στην αριστερή πλευρά του καναπέ, δίπλα στο μπράτσο. Χωρίς να κλείσω την τηλεόραση, ξαναγύρισα στον κεντρικό διάδρομο. Έριξα πρώτα μια ματιά στην κουζίνα, αλλά ούτε εκεί υπήρχε κανείς και η πίσω πόρτα ήταν κλειδωμένη. Τελικά, πήγα στο γραφείο μου. Έπιασα σφιχτά το χερούλι, άνοιξα απότομα την πόρτα και περίμενα, αλλά δεν υπήρξε αντίδραση από το εσωτερικό του δωματίου. Κοίταξα από το κενό που άφηναν οι μεντεσέδες, μα δε φαινόταν τίποτε. Τελικά, μη μπορώντας να κάνω αλλιώς, μπήκα με το πιστόλι προτεταμένο, αλλά το γραφείο μου ήταν ακριβώς όπως το είχα αφήσει την προηγουμένη, ακόμη και το φούτερ με την κουκούλα ήταν πάνω στο τραπέζι, στο σημείο όπου το είχα πετάξει όταν γύρισα από το μπακάλικο πριν από μερικές μέρες. Τώρα, παρά την ψύχρα, ήμουν λουσμένος στον ιδρώτα. Έκανα ένα βιαστικό έλεγχο στα πάνω δωμάτια, για κάθε ενδεχόμενο, αλλά το σπίτι ήταν άδειο. Ξαναγύρισα στο καθιστικό και κοίταξα την τηλεόραση. Τη θέση του Μπι-μπιπ και του Κογιότ είχε πάρει ο Μπαγκς Μπάνι. Ο Γιοσέμιτι Σαμ είχε βγει για κυνήγι με το μεγάλο του τουφέκι. Υπέθεσα ότι η τηλεόραση μπορεί να είχε ανοίξει μόνη της εξαιτίας μιας απότομης αύξησης της τάσης. Έκλεισα το διακόπτη της συσκευής, αλλά και της πρίζας, για την περίπτωση που γινόταν πάλι το ίδιο. Βρισκόμουν στα μισά της σκάλας όταν η τηλεόραση ζωντάνεψε ξανά. Κρατώντας το πιστόλι στο πλευρό μου μπήκα στο δωμάτιο. Εξακολουθούσε να είναι άδειο, και το τηλεκοντρόλ ήταν εκεί που το είχα δει, αλλά ο διακόπτης της πρίζας ήταν αναμμένος. Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στη ραχοκοκαλιά μου. Στον αέρα πλανιόταν μια μυρωδιά που δεν υπήρχε προηγουμένως, ή και αν υπήρχε δεν την είχα προσέξει λόγω του φόβου και της αδρεναλίνης. Ήταν μια υποψία αρώματος, φτηνού όμως και αηδιαστικά γλυκερού, από αυτά που δε θα φορούσε ποτέ μια ώριμη γυναίκα... το κορίτσι είναι θυμωμένο Τα λόγια δεν είχαν ειπωθεί φωναχτά, κι όμως τα άκουγα μέσα στο κεφάλι μου, μια επανάληψη του μηνύματος στο παράθυρο. πρέπει να προσέχεις μπαμπά πρέπει να προσέχεις «Μπαμπά». Ω Θεέ μου, ω Θεέ μου, ω Θεέ μου. Αλλά δεν υπήρχε τίποτε εκεί, ή τουλάχιστον τίποτε που να μπορούσα να δω. Ακούμπησα το χέρι μου στην τηλεόραση και πάτησα απαλά το διακόπτη για να κλείσει. Η οθόνη μαύρισε και η ενδεικτική λυχνία από πράσινη έγινε κόκκινη. Έκανα ένα βήμα πίσω και περίμενα. Άρχισα να μετρώ νοερά και όταν έφτασα στο πέντε η τηλεόραση άνοιξε πάλι, τη στιγμή ακριβώς που ο Μπαγκς Μπάνι πεταγόταν μέσα από το τύμπανο μασουλώντας ένα καρότο και έλεγε «Και Εδώ Τελειώσαμε!» Μόνο που δεν είχαμε τελειώσει, αφού εμφανίστηκε το σήμα του καναλιού και αμέσως ξαναγύρισε ο Μπαγκς Μπάνι. Θυμόμουν ακόμη αυτό το επεισόδιο, από τότε που ήμουν παιδί. Ο Μπαγκς Μπάνι κυριεύει το σώμα του Έλμερ και ο Έλμερ του Μπαγκς Μπάνι, στο τέλος υπερισχύει ο Έλμερ, αλλά για να κερδίσει πρέπει να γίνει αυτός ο Μπαγκς Μπάνι. Είχα ξεκαρδιστεί στα γέλια. Ακόμη και στα χρόνια της εφηβείας μου, μετά το θάνατο του πατέρα μου, γελούσα όποτε τύχαινε να το δω ξανά. Ήταν μια απόδραση από έναν κόσμο όπου κυριαρχούσε το μαύρο και το γκρίζο και το έντονο, έντονο κόκκινο, μια απόδραση από την οδύνη και τη θλίψη, από την ανάμνηση του πόνου: του πόνου για το χαμό του πατέρα μου, του πόνου για τη στενοχώρια της μητέρας μου... Ο πόνος που σου προκαλεί ένα αγόρι που με το ένα χέρι σού κλείνει το στόμα και με το άλλο ψαχουλεύει κάτω από τη φούστα σου, ενώ το δεύτερο αγόρι αποτραβιέται καθώς συνειδητοποιεί τι

έχει συμβεί και τι πρόκειται να συμβεί, κι όμως είναι πολύ αδύναμο για να το αποτρέψει. Πόνος στο στόμα και στα πνευμόνια σου, πόνος στην πλάτη και πίσω από τα μάτια σου, πόνος που γίνεται όλο και πιο έντονος μέχρι που νιώθεις ότι το σώμα σου είναι πολύ μικρό για να τον χωρέσει, ότι ο πόνος πρέπει να βγει από μέσα σου με μια έκρηξη σαν τον αέρα από μπαλόνι που σκάει, σαν το θάνατο ενός κόκκινου άστρου, αφού όταν έρχεται το τέλος τα πάντα είναι κόκκινα: πίσω από τα μάτια σου κόκκινο, κόκκινο και το σιντριβάνι που ξεπετάγεται από το στόμα και τη μύτη σου. Και εδώ τελειώσαμε, μόνο που δεν τελειώσαμε, όχι εσύ, γιατί εσύ ποτέ δεν έφυγες, γιατί είσαι ένα θυμωμένο κορίτσι, και οι άνθρωποι πρέπει να προσέχουν όταν υπάρχουν γύρω τους θυμωμένα κορίτσια. Τα θυμωμένα κορίτσια σπάνε πράγματα, και προκαλούν πόνο, και περιμένουν να παρουσιαστεί η ευκαιρία τους. Και τα θυμωμένα κορίτσια παρακολουθούν κινούμενα σχέδια ώστε να ξεφύγουν για λίγο από την οργή τους. Πλησίασα στον καναπέ και άπλωσα το χέρι να πιάσω το τηλεκοντρόλ. Το αηδιαστικό άρωμα έγινε πιο έντονο, και στα ρουθούνια μου ήρθε η οσμή αυτού που κρυβόταν από κάτω: δε μύριζε σήψη αλλά αίμα και ανθρώπινα περιττώματα, επειδή ό,τι κι αν ήταν αυτό που βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο είχε παραμείνει όπως ακριβώς τη στιγμή του θανάτου του. Ήταν κορίτσι αλλά και δεν ήταν κορίτσι. Το καλύτερο μέρος του βρισκόταν κάπου αλλού, κοιμισμένο, αμέριμνο. Αυτό που βρισκόταν εδώ ήταν ό,τι είχε απομείνει σε τούτο τον κόσμο. πρόσεχε μπαμπά πρόσεχε πρόσεχε Το κορίτσι ήταν στον καναπέ· μια σχεδόν απτή παρουσία. Δεν μπορούσα να το δω, ούτε να το ακούσω, αλλά ήταν εκεί. Περίμενα πως το χέρι του θα με γράπωνε καθώς έπαιρνα το τηλεκοντρόλ, αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο. Η συσκευή ήταν νοτισμένη. Είχε υγρασία πάνω της, αν και δεν έπρεπε να υπάρχει υγρασία εκεί. Απομακρύνθηκα από τον καναπέ, κρατώντας ακόμη το τηλεκοντρόλ, και η μυρωδιά του κοριτσιού με ακολούθησε. Διστακτικά, σήκωσα το χέρι και αισθάνθηκα τη μυρωδιά του πάνω στο πλαστικό της συσκευής. Έριξα μια ματιά στην τηλεόραση. Η εικόνα τρεμόπαιξε, η σκηνή άλλαξε, και είχα την εντύπωση πως είδα φευγαλέα από πίσω της ένα πρόσωπο να αντικατοπτρίζεται στην οθόνη. Έκανα το γύρο του καναπέ φροντίζοντας να κρατιέμαι σε κάποια απόσταση. Όταν έφτασα πίσω από τον καναπέ, σήκωσα το τηλεκοντρόλ και έκλεισα την τηλεόραση. όχι μπαμπά όχι δε θα της αρέσει αυτό Και εκείνη τη στιγμή το είδα να μετεωρίζεται στη σκοτεινιά της οθόνης σαν ψυχή παγιδευμένη στο κενό: ένα μαύρο κορίτσι με σκισμένη λευκή μπλούζα καθισμένο στον καναπέ, τα χέρια στα πλευρά του, οι παλάμες προς τα πάνω, τα γόνατα γδαρμένα· είχε αίμα στο πιγούνι, όπως και στα χείλη του, και αίμα κυλούσε και στέγνωνε σχηματίζοντας γραμμές που πήγαζαν από τις άκρες των ματιών του σαν λεκέδες από ματωμένα δάκρυα. Άνοιξε το στόμα και ούρλιαξε άηχα, ενώ έτρεμε σύγκορμο από την ένταση της οργής του: ένα παιδί απογοητευμένο, ένα παιδί που του είχαν στερήσει ό,τι λαχταρούσε, ένα παιδί που από έναν κόσμο φωτεινό το είχαν σύρει πίσω σε έναν κόσμο γεμάτο πόνο. Μετά χάθηκε, και στο κατά τα άλλα άδειο δωμάτιο αντικατοπτρίστηκε μόνο το δικό μου είδωλο. Έκλεισα την τηλεόραση για τελευταία φορά, και δεν ξανακοιμήθηκα εκείνη τη νύχτα. Ούτε καν όταν κλείδωσα το καλώδιο της κεραίας στο κομοδίνο μου.

20

Ή

ταν Νοέμβριος και σύντομα θα άρχιζε η κυνηγετική περίοδος. Δεν μπορώ να πω πότε ακριβώς άρχισα να προβάλλω αντιρρήσεις στις περισσότερες πτυχές αυτού που θεωρείται κυνήγι. Ίσως αντιδρούσα γιατί ήμουν παιδί της πόλης μέχρι το κόκαλο. Ο πατέρας μου, που είχε περάσει τη ζωή του περιπολώντας στους δρόμους της Νέας Υόρκης, κατά διαστήματα εξορμούσε στην ύπαιθρο τα Σαββατοκύριακα για να καθαρίσει τα πνευμόνια του και να γεμίσει το οπτικό του πεδίο με ψηλά δέντρα αντί για ψηλά κτίρια, αλλά νομίζω ότι το θεωρούσε μάλλον υποχρέωση παρά ευχαρίστηση. Αισθανόταν ότι πότε πότε έπρεπε να νιώσει λίγο χορτάρι κάτω από τα πόδια του χωρίς να πρέπει να αποφεύγει να πατήσει σκουπίδια, σύριγγες και χρησιμοποιημένα προφυλακτικά, επειδή αυτό έκαναν οι κανονικοί άνθρωποι. Η αλήθεια ήταν, πάντως, ότι ήταν πιο ευχαριστημένος στην πόλη. Όταν γύριζε από εκείνες τις εξορμήσεις είχε έναν αέρα ελαφριάς ανακούφισης, όπως κάποιος που επιστρέφει από μια επιτυχημένη και σχετικά ανώδυνη επίσκεψη στον οδοντίατρο. Ο παππούς μου, που ήταν αστυνομικός στο Μέιν, δεν πήγαινε για κυνήγι. Υποστήριζε ότι δε χρειαζόταν το κρέας, και δεν του προκαλούσε καμία ευχαρίστηση η παραφύλαξη ενός ζώου. Επέβαλλε ευσυνείδητα την τήρηση της κυνηγετικής νομοθεσίας της Πολιτείας, αλλά έκανε τα στραβά μάτια όταν οι πολίτες παρέβαιναν την απαγόρευση κυνηγιού της Κυριακής, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για ανθρώπους που ήδη δούλευαν ατέλειωτες ώρες για να τα φέρουν βόλτα, και στους οποίους οι Κυριακές πρόσφεραν τη μοναδική ευκαιρία να συμπληρώσουν τη διατροφή της οικογένειάς τους. Στις φτωχότερες περιοχές του Μέιν, αν σκότωνες ένα ώριμο ελάφι και το κατέψυχες ή συντηρούσες αλλιώς το κρέας του, μπορούσες να εξοικονομήσεις τετρακόσια με πεντακόσια δολάρια από τον οικογενειακό προϋπολογισμό για το φαγητό, και όσοι κυνηγούσαν γι’ αυτόν το λόγο ανήκαν σε μια κατηγορία ανθρώπων με ήθος μιας παλαιότερης εποχής. Απολάμβαναν το κυνήγι, που όμως το διέκρινε αξιοθαύμαστη λειτουργικότητα και πρακτικότητα. Δεν πετούσαν τίποτε από το ζώο που σκότωναν, και αν η τύχη ευνοούσε ιδιαίτερα τις προσπάθειές τους, μοιράζονταν τα θηράματα με όσους δεν είχαν σταθεί τόσο τυχεροί. Αλλά το κυνήγι της άλκης μόνο και μόνο γιατί τα κέρατά της αποτελούν σπουδαίο τρόπαιο με άφηνε απόλυτα αδιάφορο, και ακόμη δεν είχα γνωρίσει κάποιον που να του άρεσε το κρέας αρκούδας. Αντιπαθούσα το τουπέ όσων έρχονταν από τις πόλεις για να κυνηγήσουν: τους λεονταρισμούς τους, το ψεύτικο αντριλίκι τους, τη δυσάρεστη μεταμόρφωση που επέφεραν τα όπλα και το καμουφλάζ σε άντρες που κατά τα άλλα ήταν μετριότητες, αφού σύμφωνα με την πείρα μου, σε γενικές γραμμές οι άντρες κυνηγούσαν με τέτοιο τρόπο. Έφερναν χρήμα στην Πολιτεία, και οι ντόπιοι, που ζούσαν μια ζωή σκληρή και φτωχική στην Κομητεία και στη σκιά των πυκνών δασών του βορρά, απασχολούνταν ως οδηγοί των επισκεπτών, δουλειά που ήταν μια ευπρόσδεκτη πηγή εισοδήματος. Παρ’ όλ’ αυτά, οι οδηγοί θεωρούσαν κάποιους επισκέπτες ηλίθιους, και μάλιστα ηλίθιους με όπλα, που είναι και το χειρότερο είδος, ενώ τα συναισθήματά τους για την πλειονότητα των υπολοίπων δεν ξεπερνούσαν την ήπια ανεκτικότητα. Τα χρήματά τους ήταν καλοδεχούμενα, αυτό όμως δεν ίσχυε στον ίδιο βαθμό και για την παρουσία τους. Και πώς συμβιβαζόταν αυτό με το γεγονός ότι αρνιόμουν να κυνηγήσω ζώα αλλά είχα κυνηγήσει ανθρώπους; Με το ότι δεν εννοούσα να στρέψω το όπλο μου εναντίον ενός ελαφιού ή μιας

αρκούδας, αλλά είχα δει ανθρώπους να πέφτουν χτυπημένοι από το χέρι μου; Για να είμαι ειλικρινής, δεν το πολυσκεφτόμουν αυτό το ζήτημα. Έτσι γινόταν απλούστερη η ζωή. Απλούστερη γινόταν επίσης η ζωή αν δεν πολυσκεφτόταν κανείς τις εικόνες μικρών κοριτσιών που αντικατοπτρίζονταν στις οθόνες κλειστών τηλεοράσεων. Θα μπορούσα σχεδόν να πιστέψω πως ονειρεύτηκα τα περιστατικά της προηγούμενης νύχτας, αν δεν εξακολουθούσε να πλανιέται στο καθιστικό η αύρα του γλυκερού αρώματος του κοριτσιού, και αν δε διακρίνονταν ακόμη στο παράθυρο της κουζίνας τα σημάδια από το χέρι μου στο σημείο όπου είχα σβήσει το μήνυμα της κόρης μου. Βγήκα έξω με μια κούπα καφέ και κάθισα στο πίσω σκαλοπάτι, κοιτάζοντας το δάσος και τους βάλτους παραπέρα. Προτιμούσαν τη νύχτα η σκιά της γυναίκας μου και το περιπλανώμενο παιδί μου, που τους είχε στερήσει τη ζωή κάποιος που άκουγε στο όνομα Ταξιδευτής. Ακόμη δεν ήξερα πώς να τις αποκαλέσω: κατάλοιπα, ενδεχομένως, ή αντίλαλους. Η σκέψη ότι η κόρη μου περιδιάβαζε σε φεγγαροφώτιστα δάση, παρακολουθώντας μερικές φορές τον πατέρα της από το σκοτάδι και αφήνοντάς του μηνύματα στα τζάμια των παραθύρων (γιατί αυτό έκανε όταν ήταν ζωντανή, σχεδίαζε καρδιές και πρόσωπα και σκυλιά στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου για να ξέρω ότι με σκεφτόταν), μου έφερνε παρηγοριά αλλά ταυτόχρονα και μια βαθιά, αποκαρδιωτική θλίψη. Δε φοβόμουν πάντως για λογαριασμό της καθώς έπαιρνε εκείνα τα μονοπάτια ανάμεσα στους κόσμους. Δεν τα περπατούσε μόνη της. Η μητέρα της ήταν στο πλευρό της, κι εκείνη φορούσε διαφορετικό προσωπείο, γιατί ό,τι κι αν ήταν αυτό που την είχε ξαναφέρει σ’ εμένα δεν αποτελούνταν μόνο από αγάπη. Αν η κόρη μου ήταν πνεύμα, τότε η νεκρή γυναίκα μου ήταν ίσκιος.

Άρχισα να ερευνώ την οικογένεια Κόρι, αναζητώντας κάποιο στοιχείο που ίσως θα εξηγούσε το ενδιαφέρον του Ένγκελ και του FBI για την υπόθεση, πέρα από την υποτιθέμενη απαγωγή της Άννας Κόρι. Η μητέρα της Άννας, η Βάλερι, είχε γεννηθεί στο Ντόρτσεστερ της Μασαχουσέτης και το πατρικό της όνομα ήταν Βάλερι Μαίρη Μόρις. Στα είκοσι εννιά της παντρεύτηκε τον Αλέκο Κόρι σε τελετή που έγινε στον ελληνορθόδοξο καθεδρικό ναό του Αγίου Γεωργίου στη Φιλαδέλφεια στις 8 Ιουνίου 2007. Εφόσον η Άννα Κόρι γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1995, η μητέρα της είτε περίμενε πολύ καιρό πριν παντρευτεί τον πατέρα της Άννας, ή ο Αλέκος Κόρι δεν είχε συγγένεια εξ αίματος με την Άννα. Πού βρισκόταν λοιπόν τώρα ο Αλέκος, και αν δεν ήταν αυτός ο πατέρας του κοριτσιού, τότε ποιος ήταν; Η αστυνομία, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της, προσπαθούσε συνεχώς να επικοινωνήσει με τον Αλέκο Κόρι, μολονότι δεν τον είχε ακόμη χαρακτηρίσει ύποπτο για την εξαφάνιση της Άννας. Συνέχισα να ψάχνω: Την 1η Αυγούστου 2007 είχε υποβληθεί στο αρμόδιο δικαστήριο της Κομητείας Νοξ αίτηση αλλαγής επωνύμου της ανήλικης Άννας Μαίρη Μόρις. Επίσης, είχε υποβληθεί ένορκη γραπτή κατάθεση που επιβεβαίωνε ότι είχε καταβληθεί κάθε λογική προσπάθεια να εντοπιστεί ο βιολογικός πατέρας του κοριτσιού, κάποιος Ρόναλντ Ντοχίνι. Περιέργως, ο δικαστής δεν είχε ζητήσει την έκδοση ειδικής ειδοποίησης, ούτε την αναζήτηση του Ντοχίνι στους πέντε κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως γινόταν συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις. Προφανώς, ο συγκεκριμένος δικαστής είχε αποδεχτεί ότι κάθε προσπάθεια εντοπισμού του Ντοχίνι που είχε καταβληθεί στο παρελθόν είχε αποδειχτεί άκαρπη. Αυτό ήταν ενδιαφέρον. Άφηνε να εννοηθεί ότι κάποιος είχε μιλήσει προσωπικά στο δικαστή για τον Ντοχίνι. Διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές,

ήμουν πρόθυμος να στοιχηματίσω πολλά λεφτά ότι ο Ρόναλντ Ντοχίνι θεωρούνταν νεκρός. Αν ήταν όντως έτσι, και δεν υπήρχαν επίσημα αποδεικτικά στοιχεία του θανάτου του, τότε ο δικαστής θα είχε ζητήσει κάτι παραπάνω από την εκδοχή της Βάλερι Κόρι ή του νομικού συμβούλου της –αν βεβαίως εκείνη είχε ζητήσει νομική βοήθεια, δεδομένου ότι τυπικά δεν ήταν απαραίτητη σε περίπτωση αλλαγής επωνύμου. Αν λοιπόν δεν υπήρχε πτώμα, κι αν κανείς δεν είχε ζητήσει ένα επίσημο πιστοποιητικό ή ληξιαρχική πράξη θανάτου, εφόσον είχαν περάσει εφτά χρόνια απ’ όταν ο Ρόναλντ Ντοχίνι έκοβε βόλτες σ’ αυτή τη γη, τότε τι θα χρειαζόταν για να πειστεί ένας δικαστής να μη θίξει τα κακώς κείμενα, ούτε να ταράξει τον ύπνο των νεκρών; Θα χρειαζόταν ο λόγος ενός αστυνομικού, και μάλιστα ενός ανώτερου αστυνομικού. Πάμε παρακάτω: Η Άννα Μαίρη Μόρις είχε γεννηθεί στο Ντόρτσεστερ της Μασαχουσέτης. Ψάξε για κάποιον Ρόναλντ Ντοχίνι στη Μασαχουσέτη. Ξέχνα τον ογδοντάχρονο που πέθανε από καρκίνο αφού μακροημέρευσε και έζησε ευτυχισμένα με τη γυναίκα που είχε παντρευτεί πριν από πενήντα οχτώ χρόνια. Ξέχνα το αστέρι του γυμνασιακού ποδοσφαίρου που είχε κάνει το αυτοκίνητό του φυσαρμόνικα σε ένα δέντρο δύο χρόνια πριν γεννηθεί η Άννα. Ξέχνα ένα χρόνια παχύσαρκο πωλητή μεταχειρισμένων αυτοκινήτων («Ο Ρόνι σας Βρίσκει Κελεπούρια!»), και έναν εξαιρετικά ταλαντούχο οχτάχρονο βιολιστή. Κράτα στα υπόψη τον Ρόναλντ Ντοχίνι από το Σόμερβιλ της Μασαχουσέτης: Ήταν είκοσι ενός ετών όταν δεν εμφανίστηκε να απολογηθεί στο δικαστήριο το Δεκέμβριο του 1997. Ο Ντοχίνι ήταν έξω με εγγύηση ενώ εκκρεμούσε η δίκη του για κατοχή απαγορευμένης ουσίας Κατηγορίας Α με σκοπό την πώληση ή τη διανομή, πράγμα που στη Μασαχουσέτη στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα μάλλον σήμαινε ηρωίνη. Σκάψε πιο βαθιά: Ρόναλντ Ντοχίνι, ένας από τους τρεις άντρες που βρέθηκαν σε ένα διαμέρισμα στο Γουίντερ Χιλ του Σόμερβιλ έχοντας στην κατοχή τους τρία κιλά ηρωίνη. Αυτό σήμαινε ότι ο Ντοχίνι αντιμετώπιζε υποχρεωτική ποινή δεκαπέντε ετών, προοπτική σκληρή για τον καθένα, ιδιαίτερα όμως για κάποιον που μόλις είχε ενηλικιωθεί. Γουίντερ Χιλ σήμαινε Συμμορία του Γουίντερ Χιλ, όπως την είχαν βαφτίσει οι δημοσιογράφοι: μια χαλαρή ένωση κυρίως Ιρλανδοαμερικανών κακοποιών, με τη συμμετοχή μερικών Ιταλών για να βελτιωθεί η ποιότητα του φαγητού. Στην αρχή τα δύο μεγάλα ονόματα της οργάνωσης ήταν ο Μπάντι Μακλίν και ο Χάουι Γουίντερ, μέχρι που ο Μακλίν δολοφονήθηκε το 1965, αφήνοντας στον Γουίντερ την πρωτοκαθεδρία ως τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, οπότε μια σειρά από ομοσπονδιακές διώξεις για στημένους ιπποδρομιακούς αγώνες συντάραξε την ηγεσία και έστειλε τον Γουίντερ και τους περισσότερους συνεργάτες του στη φυλακή. Αυτό επέτρεψε στον Τζέιμς «Γουάιτι» Μπάλτζερ να κάνει την κίνησή του και να παραμείνει επικεφαλής μέχρι το 1994, όταν φυγαδεύτηκε για να αποφύγει μια ομοσπονδιακή δίωξη. Ο υπαρχηγός του, ο Κέβιν Γουίκς, στη συνέχεια συμφώνησε να συνεργαστεί με τις διωκτικές Αρχές και να καταθέσει ως μάρτυρας το 2000, αλλά η Συμμορία του Γουίντερ Χιλ είχε ξεπεράσει τη θύελλα και παρέμεινε λειτουργικό κομμάτι του υποκόσμου της Βοστόνης. Ψάχνοντας για το όνομα Μόρις και για τη Γουίντερ Χιλ, βρήκα κάποιον Τόμι Μόρις: δύο συλλήψεις, και μία ποινή φυλάκισης για κατοχή δύο γεμάτων αδήλωτων πυροβόλων όπλων και ποσότητας κοκαΐνης. Ο Μόρις εξέτισε την ποινή του στο Σωφρονιστικό Συγκρότημα Ολντ Κόλονι στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, που τότε ήταν ακόμη γνωστό ως Μπριτζγουότερ. Πέρα από αυτά, δεν υπήρχε καμία άλλη αναφορά στην εγκληματική δράση του Τόμι Μόρις. Φαινόταν ότι δεν είχε ξαναμπλέξει εδώ και δεκαετίες, πράγμα που σήμαινε ή ότι είχε γυρίσει καινούρια σελίδα, μάλλον απίθανο, ή ότι είχε απλώς γίνει ένας πολύ πιο καπάτσος εγκληματίας. Έψαξα κι άλλο, αλλά

δεν κατάφερα να βρω κάποια άμεση σχέση μεταξύ της Βάλερι Μαίρη Μόρις και του Τόμι «Σταχτή» Μόρις, μα ο Τόμι ήταν δεκαοχτώ χρόνια μεγαλύτερος από τη Βάλερι. Να ήταν άραγε ξαδέρφια ή είχαν πιο στενή σχέση; Έβαζα στοίχημα για το δεύτερο, βασιζόμενος στην παρουσία του ειδικού πράκτορα Ένγκελ στο Πάστορ’ς Μπέι. Και άλλο ψάξιμο: ονόματα και ιστορίες, τόποι και δικαστικό ρεπορτάζ. Ακόμη περισσότερο ψάξιμο: Έκανα διάφορα τηλεφωνήματα στη Βοστόνη, άφησα μηνύματα, εξαργύρωσα χάρες και έδωσα υποσχέσεις σε αντάλλαγμα. Συνέχισα να ψάχνω, και μετά άρχισε η αναμονή. Το μεσημέρι έλαβα ένα e-mail από έναν πρώην αστυνομικό της Βοστόνης που δούλευε τώρα ως ιδιωτικός ντετέκτιβ στο Φίτσμπεργκ. Μου το έστειλε από μια διεύθυνση του Hotmail που δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί ξανά. Ο Τόμι Μόρις ήταν ο μεγάλος αδερφός της Βάλερι Κόρι. Το μήνυμα περιείχε συνδέσμους που παρέμπεμπαν σε πολλά δημοσιογραφικά άρθρα, το πιο πρόσφατο από τα οποία ήταν αυτής της εβδομάδας και αφορούσε τη δολοφονία κάποιου Τζόι «Τούνα» Τούμι, Ιρλανδοαμερικανού επιχειρηματία και αγαπημένου τέκνου του βοστονέζικου ιχθυεμπορίου. Αυτό το άρθρο περιείχε έναν ακόμη σύνδεσμο: ένα δημοσίευμα κυριακάτικου περιοδικού με τίτλο «Όλα Αλλάζουν και Όλα Μένουν Ίδια», μια ανασκόπηση της κατάστασης του οργανωμένου εγκλήματος στην πόλη, που έκανε διάφορες αναφορές στους αγώνες επικράτησης στον υπόκοσμο της Βοστόνης, ιδίως μεταξύ των κακοποιών στοιχείων ιρλανδοαμερικανικής καταγωγής, που ακόμη πάσχιζαν να καλύψουν το κενό της αναγκαστικής απουσίας του Γουάιτι Μπάλτζερ. Η πηγή μου τελείωνε το e-mail με μία και μοναδική φράση: «Ο Τόμι Μόρις θα βγει από τη μέση». Ξαφνικά τα στοιχήματα είχαν ανέβει πολύ, και χάρηκα που σε λίγο θα έφταναν ο Έιντζελ και ο Λούις. Στο μεταξύ, τηλεφώνησα στην Έιμι και της είπα τι είχα ανακαλύψει. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, έπρεπε να προστατεύσουμε τον Ράνταλ Χέιτ, αν και όταν παρουσιαζόταν στην αστυνομία, επειδή είχα την αίσθηση ότι δε θα αργούσε να εφαρμοστεί ο νόμος του αίματος. Ο Ένγκελ βρισκόταν στο Πάστορ’ς Μπέι επειδή πίστευε ότι η εξαφάνιση της Άννας Κόρι μπορεί να ήταν συνέπεια της εγκληματικής δράσης του θείου της. Έστω και αν δεν ίσχυε αυτό, ο Ένγκελ περίμενε ότι ο θείος της θα επιχειρούσε να αναμειχθεί έτσι κι αλλιώς. Αυτή ήταν η έννοια του νόμου του αίματος: Το αίμα ήταν πάνω από όλα. Επανέλαβα επίσης στην Έιμι το τελεσίγραφό μου, που βασιζόταν στον παιδεραστικό χαρακτήρα των φωτογραφιών που είχε λάβει ο Χέιτ και στην ηλικία της Άννας Κόρι: Ο Χέιτ έπρεπε να επιβεβαιώσει ότι ήταν πρόθυμος να μιλήσει στην αστυνομία, και να το κάνει γρήγορα. Η Έιμι θύμωσε που της έβαζα το μαχαίρι στο λαιμό. Μου ζήτησε να της δώσω δύο ώρες περιθώριο, κι εγώ συμφώνησα. «Και μ’ εκείνα τα μηνύματα τι γίνεται;» με ρώτησε. «Δεν ήρθαν άλλα», απάντησα. «Θα τα αναφέρεις στην αστυνομία; Περιέχουν σοβαρούς ισχυρισμούς για ένα από τα βασικά πρόσωπα της έρευνας». Πρόσεξα ότι η Έιμι φρόντιζε ιδιαίτερα να μην αναφέρει ονόματα. «Όχι ακόμη», της είπα. «Άλλοι κανόνες ισχύουν για τον πελάτη μας και άλλοι για σένα, έτσι δεν είναι;» μου πέταξε και έκλεισε το τηλέφωνο.

Αφού σκότωσε τον Τζόι Τούνα, ο Τόμι Μόρις είχε πάρει ένα λεωφορείο από το Λόγκαν και πέρασε τη νύχτα του σε μια πανσιόν στο Νιούμπεριπορτ. Έφαγε στο δωμάτιό του, είδε τηλεόραση και σκέφτηκε αυτό που είχε κάνει στον Τζόι, καθώς και αυτό που είχε διατάξει να κάνουν στον Όουενι Φάρελ και που τελικά δεν είχε γίνει. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχαν φτάσει τόσο γρήγορα στον Όουενι οι αστυνομικοί, αλλά δεν είχε σημασία. Ο Τζόι Τούνα ήταν νεκρός, και μέσα στην ησυχία της πανσιόν ο Τόμι συνειδητοποίησε τον αντίκτυπο του ανοσιουργήματος που είχε διαπράξει. Δεν επρόκειτο να υπάρξει συγχώρηση, ούτε δυνατότητα επαναπροσέγγισης. Τώρα πια ήταν καταδικασμένος, και οι αντίπαλοί του θα συμμαχούσαν για να τον βγάλουν από τη μέση. Αυτό θα απαιτούσε ο θείος του Τζόι. Αυτό θα απαιτούσε η τιμή. Αυτό θα απαιτούσε η ορθή τακτική. Μα η ανιψιά του εξακολουθούσε να είναι άφαντη. Κατά κάποιον τρόπο, εκείνη ήταν που είχε σημάνει το ξεκίνημα αυτής της ιστορίας. Ο Τόμι όχι μόνο είχε δει τις επιχειρήσεις του να καταρρέουν, και τώρα αντιμετώπιζε μια εχθρική εξαγορά από έναν ανταγωνιστή, αλλά δεν μπορούσε καν να προστατεύσει την οικογένειά του. Η αδερφή του το είχε σκάσει για να είναι μακριά του. Εκείνος την είχε αποδιώξει. Την αγαπούσε, αλλά την είχε κάνει να φύγει. Εκείνη και η ανιψιά του ήταν οι μόνοι στενοί συγγενείς που του είχαν απομείνει και είχαν σημασία γι’ αυτόν. Δεν επρόκειτο να αφήσει τους αστυνομικούς ή τους μισητούς ομοσπονδιακούς να ψάξουν για το χαμένο κορίτσι. Τώρα ήξερε ότι ο Τζόι και ο Όουενι δεν ευθύνονταν για την εξαφάνισή της. Η ανιψιά του δεν ήταν πιόνι στο παιχνίδι που έπαιζαν. Του Τόμι του άρεσε το σκάκι, οπότε αυτή η αναλογία τον ικανοποιούσε. Του έμεναν μόνο τρία κομμάτια στη σκακιέρα, αλλά αρνιόταν να παραδοθεί, παρ’ ότι οι δυνατότητες κινήσεών του περιορίζονταν όλο και περισσότερο από τις δυνάμεις που είχαν παραταχθεί εναντίον του. Είχε τον αξιωματικό του, τον Ντέμπσι· τον πύργο του, τον Ράιαν· και τον εαυτό του, τον παγιδευμένο βασιλιά. Έκανε συνδυασμούς κινήσεων στη μικρή σκακιέρα ταξιδίου που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του, και άφησε επίτηδες τις δυνάμεις του να κατατροπωθούν μέχρι που του έμειναν αυτά τα τρία κομμάτια –βασιλιάς, αξιωματικός, πύργος– και θεώρησε την ανικανότητά του να εξασφαλίσει τη νίκη όχι σαν μομφή αλλά σαν πρόκληση. Έμεινε άγρυπνος όλη τη νύχτα κάνοντας διάφορες κινήσεις και αναλύσεις, και μόνο όταν ξημέρωσε επέτρεψε στον εαυτό του να κοιμηθεί. Είχε ένα καρτοκινητό, και μ’ αυτό ήρθε σε επαφή με τον Ντέμπσι. Δεν του αποκάλυψε πού ήταν, απλώς του είπε να πάρει τον Ράιαν και να φύγει από την πόλη. Χρειαζόταν περισσότερο χρόνο να σκεφτεί, να παίξει, να δοκιμάσει κινήσεις. Αργότερα εκείνο το βράδυ φώναξε τον Ντέμπσι και τον Ράιαν, και οι τρεις μαζί κατευθύνθηκαν βόρεια.

Την ίδια ώρα, δύο άλλοι άντρες πλησίαζαν και αυτοί στον προορισμό τους στα βόρεια. Στο αυτοκίνητο ακουγόταν μουσική, ένα απαλό αλλά περίπλοκο κομμάτι, που όταν κάποιος το πρωτάκουγε σχημάτιζε την εντύπωση πως το συνέθετε μία μεγάλη επαναλαμβανόμενη φράση, αλλά αν το άκουγε πιο προσεκτικά, ανακάλυπτε απειροελάχιστες κι όμως σημαντικές διαφορές και αναπτύξεις. Ήταν ένας ύμνος ταπεινότητας και θαυμασμού, μια άφατη ωδή στο Θείο. «Πόση ώρα ακόμα;» ρώτησε ο επιβάτης. Τα σκούρα κατσαρά μαλλιά του Έιντζελ είχαν γκριζάρει λιγότερο απ’ όσο θα περίμενε κανείς στην ηλικία του, και το πρόσωπό του είχε λιγότερες ρυτίδες απ’ όσες θα δικαιολογούσαν τα βάσανά του. Φορούσε μακό μπλουζάκι των Χολ & Όουτς της

εποχής του άλμπουμ Big Bam Boom, μπλουτζίν με κάπως φαρδιά ρεβέρ που του ήταν ένα νούμερο μεγαλύτερο, και επώνυμα κίτρινα και τυρκουάζ πάνινα αθλητικά παπούτσια, τα οποία είχε αγοράσει σχεδόν τζάμπα σε ένα κατάστημα εκποίησης των μοντέλων της προηγούμενης χρονιάς. Τα παπούτσια είχαν κάποια αξία λόγω της σπανιότητάς τους, κυρίως επειδή η εταιρεία που τα είχε σχεδιάσει είχε συνειδητοποιήσει το φρικτό λάθος της σχεδόν αμέσως μόλις κυκλοφόρησαν, και είχε διακόψει την παραγωγή τους όταν έγινε σαφές ότι οι μόνοι που ήταν πιθανό να τα αγοράσουν ήταν οι ψυχικά ασθενείς, οι τυφλοί που είχαν κακούς φίλους, και αυτός ο άνθρωπος, του οποίου δε γνώριζαν το όνομα και που δεν ήταν ούτε ψυχικά ασθενής ούτε τυφλός, αλλά απλώς ιδιόρρυθμος από πάρα πολλές απόψεις. Δίπλα του, οδηγώντας σχεδόν με τα μάτια κλειστά, ήταν ο Λούις, που εδώ και καιρό είχε αρχίσει να ξυρίζει τα γκρίζα μαλλιά του, αλλά όχι για να κρύψει την ώριμη ηλικία του, δεδομένου ότι τη δήλωνε το μουσάκι που είχε αφήσει. Το κουστούμι του ήταν γκρίζο, το πουκάμισό του λευκό, και η πλεχτή μάλλινη γραβάτα του μαύρη. Τα παπούτσια του άστραφταν. «Πόση ώρα ακόμα;» επανέλαβε ο Έιντζελ. Ο Λούις έριξε μια ματιά στο ταμπλό. «Άλλη μία ώρα». «Από αυτό το πράγμα; Με δουλεύεις. Παίζει την ίδια μελωδία από τη στιγμή που άρχισε. Είναι σαν ένας σιγανός συναγερμός αυτοκινήτου για νευρικούς ανθρώπους». «Όχι, άλλη μία ώρα μέχρι τη Βοστόνη». «Πολύ ωραία. Στο μεταξύ, μπορούμε να ακούσουμε κάτι άλλο;» «Όχι». «Βαριέμαι». «Δε μου λες, μπας κι είσαι κάνα εννιάχρονο; Βγάλε το σκασμό. Κοιμήσου». «Κοιμήθηκα. Αυτό το πράγμα με κοίμισε. Μετά όμως ξύπνησα, κι αυτό έπαιζε ακόμα. Νόμιζα πως είχα πεθάνει και βρισκόμουν στον προθάλαμο της κόλασης». «Δεν είναι το ίδιο κομμάτι». «Εμένα το ίδιο μου ακούγεται. Αυτός ο Άρθουρ Παρτ δουλεύει τον κόσμο». «Λέγεται Άρβο Περτ. Είσαι εντελώς ακαλλιέργητος, δικέ μου». «Ναι, αυτός ο Ούγγρος». «Εσθονός είναι». «Σταμάτα το. Αλήθεια σου λέω, εκείνα τα βλαχοτράγουδα ήταν καλύτερα απ’ αυτό». «Γκρίνιαζες ότι κι εκείνα ήταν όλα ίδια». «Ναι, αλλά τουλάχιστον είχαν λόγια, και ήταν τόσο εκνευριστικά που δε σ’ άφηναν να βαρεθείς. Αν συνεχίσω να ακούω αυτό το πράγμα, θ’ αρχίσω να πιστεύω ότι βρίσκομαι μέσα σε ασανσέρ, όχι σε αυτοκίνητο. Εκτός βέβαια αν βάλουμε ασανσέρ στο αυτοκίνητο». «Ξέρεις, ε, θα μπορούσαμε να του κρεμάσουμε επίσης μερικές από κείνες τις αφίσες που εμπνέουν και παρακινούν το προσωπικό, σαν αυτές που βάζουν στα γραφεία εταιρειών που πρόκειται να χρεοκοπήσουν», είπε ο Λούις. «Κατάλαβες, στο στυλ “Αφήστε τη Φαντασία Σας να Πετάξει”, με τη φωτογραφία ενός αετού, ή “Ομαδική Εργασία”, με μια παρέα σουρικάτες». «Έναν κοπροκάνθαρο», είπε ο Έιντζελ. «Τη φωτογραφία ενός κοπροκάνθαρου, με λεζάντα “Σκατά να Φας: Έγιναν Περιστολές Δαπανών Λόγω Λιτότητας”. Τη σιχαίνομαι αυτή τη λέξη, “περιστολές”. Τουλάχιστον όταν σου λένε ότι το προσωπικό είναι “υπεράριθμο”, υπάρχει ένα στοιχείο ειλικρίνειας. Το “Σε αποδεσμεύω” είναι επίσης ειλικρινές. Το ίδιο και το “Απολύεσαι”. Οι “περιστολές” είναι μόνο ένας τρόπος για να χρυσώσουν το χάπι, σαν τους εργολάβους κηδειών που

αρνούνται να χρησιμοποιήσουν τη λέξη “θάνατος” και λένε για τον πεθαμένο ότι “έφυγε”, ή τους γιατρούς που σου λένε ότι έχεις μια “πάθηση”, ενώ αυτό που εννοούν στην πραγματικότητα είναι ότι έχεις καθολικό καρκίνο». «Η περιστολή έχει την έννοια του περιορισμού της έντασης, της έκτασης ή της ποσότητας», είπε ο Λούις. «Και τι σχέση έχει αυτό με την απόλυση;» «Τι να σου πω τώρα;» «Βλέπεις;» είπε ο Έιντζελ. «Όχι. Γιατί, ανησυχείς για το μέλλον σου;» «Ναι, συντομεύει κάθε μέρα που περνά. Αλλά αυτή η κωλομουσική το κάνει να φαίνεται ότι παρατείνεται». «Κοντεύει να τελειώσει», απάντησε ο Λούις. Εκείνη τη στιγμή τελείωσε η μουσική. «Ορίστε, βλέπεις; Θέλεις να καταστρέψεις κάτι άλλο;» «Γιατί, έχεις κάτι άλλο που να αξίζει να καταστραφεί;» «Έβαλα πολλά CD στη συσκευή πριν ξεκινήσουμε». «Ποιο είναι το επόμενο;» «Το Music for Airports, του Μπράιαν Ίνο». «Δεν το ξέρω. Είναι δυνατή μουσική;» «Πιο δυνατή από του Άρβο Περτ». «Ακόμη και η σιωπή είναι πιο δυνατή από τον Άρβο Περτ». Συνέχισαν στο δρόμο τους. Η μουσική άρχισε. Δεν ήταν δυνατή. Καθόλου δυνατή. «Με σκοτώνεις», είπε ο Έιντζελ με ένα βογκητό. «Με σκοτώνεις σιγανά...»

Οι κυνηγοί είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται. Ο πόλεμος της Βοστόνης μεταφερόταν βόρεια. Σύντομα θα άρχιζε η κυνηγετική περίοδος.

21 ΟΛούις και ο Έιντζελ έφτασαν στο μπαρ Η Μεγάλη Χαμένη Αρκούδα λίγο πριν κλείσει. Είχα καιρό να δουλέψω εκεί, και ο Ντέιβ Έβανς, ο ιδιοκτήτης, φαινόταν να τα πηγαίνει μια χαρά χωρίς εμένα, γεγονός που προσπάθησα να μην πάρω προσωπικά. Εξάλλου, η Έιμι με πλήρωνε καλά, κι εγώ, σαν συνετός σκίουρος, είχα φροντίσει να αποθηκεύσω αρκετούς καρπούς για να βγάλω το χειμώνα και λίγο παραπάνω. Μου άρεσε όμως ο παλμός εκείνου του μαγαζιού, και ποτέ δε θεωρούσα τη δουλειά του μπάρμαν ατιμωτική, ιδίως όταν επρόκειτο για ένα μπαρ σαν την Αρκούδα, όπου δεν ανέχονταν τους μαλάκες και έκοβαν βόλτες αρκετοί αστυνομικοί και ιδιωτικοί ντετέκτιβ ειδικοί στην ανάκτηση κλοπιμαίων, εξασφαλίζοντας ότι η όποια ανάρμοστη συμπεριφορά τύγχανε αποδοκιμασίας, αν όχι ενεργού αποθάρρυνσης σε περίπτωση που ήταν επίμονη. Αλλά ακόμη και χωρίς την παρουσία του νόμου, η Μεγάλη Χαμένη Αρκούδα μπορούσε ωραιότατα να χειριστεί τις σπάνιες δυσκολίες που παρουσιάζονταν. Ήταν ένα μπαρ της γειτονιάς, ένας χώρος απόδρασης για μια δυο ώρες, και σχεδόν όλοι καταλάβαιναν τους κανόνες, έστω και αν ήταν άγραφοι. «Πώς πάει η ιστορία του Ντένι Κράους;» με ρώτησε ο Ντέιβ, καθώς προσπαθούσα να βγάλω χωριστούς λογαριασμούς για ένα τσούρμο πρόσχαρων Νεοϋορκέζων που είχαν αφήσει στα σύνορα της Πολιτείας την ικανότητα να κάνουν μια απλή διαίρεση. «Εξακολουθεί να αρνείται πως είναι τρελός». «Τον έχουν γνωρίσει, έτσι δεν είναι; Ο Ντένι Κράους βγήκε από την κοιλιά της μάνας του με μια πρόσθετη τρύπα στο κεφάλι. Όταν στέκεται σε ρεύμα, ακούς τον αέρα να σφυρίζει καθώς περνά από μέσα». «Ο δικαστής ξέρει πως είναι τρελός. Ο εισαγγελέας ξέρει πως είναι τρελός. Ακόμη και ο δικηγόρος του το ξέρει». «Τι τους είπες;» «Ότι είναι τρελός». «Άρα η άποψη είναι ομόφωνη». «Με εξαίρεση τον Ντένι». «Τι ξέρει αυτός; Τρελός είναι. Δόξα τω Θεώ που δεν πυροβόλησε κανέναν εδώ μέσα». «Γιατί, θέλεις να είσαι εσύ ο πρώτος που θα το κάνει;» «Και βέβαια. Τη μέρα που θα βγω στη σύνταξη, θα καθαρίσω μερικούς από τους σεφ. Τους σερβιτόρους θα τους αφήσω να ζήσουν. Πάντα τους συμπαθούσα». Ο Ντέιβ κοίταξε πάνω από τον ώμο μου καθώς χώριζα τους λογαριασμούς. «Βγάζεις χωριστούς λογαριασμούς;» «Ναι. Πέντε από δαύτους». «Είναι εκατό δολάρια. Το ποσό μοιράζεται εξίσου». «Το ξέρω». Ο Ντέιβ έριξε μια άγρια ματιά στους Νεοϋορκέζους. «Πρέπει να είμαστε πιο αυστηροί στο ποιους δεχόμαστε εδώ μέσα», είπε, και πήγε να δει αν χρειαζόταν να υπενθυμίσει σε κάποιον από το προσωπικό της κουζίνας με ποιο τρόπο σκόπευε να γιορτάσει τη συνταξιοδότησή του. Η Έιμι μου είχε αφήσει μήνυμα στο κινητό λέγοντάς μου ότι ο Ράνταλ Χέιτ είχε αποφασίσει τελικά να μιλήσει για το παρελθόν του και για τη δυσάρεστη εισβολή εκείνου του παρελθόντος στη νέα του ζωή. Θα παρουσιαζόταν την επόμενη μέρα στο γραφείο της Έιμι, και εκείνη σκόπευε να

ενημερώσει την πολιτειακή αστυνομία πριν γυρίσει το βράδυ στο σπίτι της ότι ο πελάτης της ήταν διαθέσιμος, μολονότι είχε αποφασίσει να μην αποκαλύψει το όνομά του προκαταβολικά. Συμφώνησα ότι έπρεπε να συναντηθούμε μετά το κλείσιμο της Μεγάλης Χαμένης Αρκούδας για να συζητήσουμε τα σχέδιά μας για την κατάθεση. Η απόφαση του Χέιτ να μιλήσει στην αστυνομία εξακολουθούσε να είναι η σωστή, κατά την άποψή μου, έστω και αν δε λαμβάναμε υπόψη μας τις όποιες ανησυχίες για την Άννα Κόρι. Καθώς δούλευα μόνος μου, δεν είχα τους απαραίτητους πόρους για να κάνω αυτό που μου είχε ζητήσει ο Χέιτ, όχι υπό τις παρούσες συνθήκες. Ο σάλος που είχε ξεσπάσει για την Άννα σήμαινε ότι δεν μπορούσα να κάνω αυτό που θα έκανα συνήθως, δηλαδή να μιλήσω σε κόσμο, περιλαμβανομένων, όσο πιο διακριτικά γινόταν, των πελατών του Χέιτ, καθώς και των ντόπιων, αλλά και των αστυνομικών. Αυτό θα μπορούσε να είχε γίνει χωρίς να αναφέρω τη συγκεκριμένη φύση της παρενόχλησης, και ήμουν σίγουρος ότι με τον καιρό θα κατάφερνα να εντοπίσω το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που ευθύνονταν για την απαγωγή. Όμως, όπως είχε αποκαλύψει το περιστατικό στην καφετέρια, η εξαφάνιση της Άννας σήμαινε ότι οποιοσδήποτε τριγυρνούσε ψάχνοντας στο Πάστορ’ς Μπέι θα τραβούσε άμεσα την προσοχή της αστυνομίας, και δεν υπήρχε περίπτωση να επιτραπεί διεξαγωγή ανεξάρτητης έρευνας. Κατά κάποιον τρόπο, η αποκάλυψη του Χέιτ στην αστυνομία ίσως μου πρόσφερε τη δυνατότητα να δουλέψω πιο αποτελεσματικά για λογαριασμό του, με την προϋπόθεση ότι θα κατόρθωνα να κάνω μια συμφωνία με τους εκπροσώπους του νόμου που θα μου επέτρεπε να συνεχίσω το ψάξιμο με τον όρο να τους δίνω κάθε σχετική πληροφορία. Ο Έιντζελ και ο Λούις εμφανίστηκαν λίγο αφότου είχαμε πάρει τις τελευταίες παραγγελίες. Είχα προειδοποιήσει τον Ντέιβ ότι μπορεί να έρχονταν κάποιοι φίλοι αργά το βράδυ, και εκείνος μου είχε υποσχεθεί να τους περιποιηθεί, δεν μπόρεσε όμως να κρύψει εντελώς το ξάφνιασμά του όταν τους είδε. Ίσως να έφταιγαν τα παπούτσια του Έιντζελ, ή το μουσάκι του Λούις, ή ένας συνδυασμός των δύο, αλλά ο Ντέιβ κοκάλωσε για μια στιγμή, σαν να του είχε ανατεθεί κατά κάποιον τρόπο η υποδοχή των πρώτων εξωγήινων επισκεπτών στη Γη και μόλις είχε συνειδητοποιήσει τις πιθανές προσωπικές επιπτώσεις. Ο Έιντζελ σήκωσε το χέρι του σε χαιρετισμό, και εγώ ήμουν έτοιμος να κάνω το ίδιο όταν εμφανίστηκε κάποιος στο μπαρ. Ακούμπησα το υψωμένο χέρι μου λίγο πιο κάτω από το λαιμό μου, δείχνοντας τον ώμο μου με τα δύο δάχτυλα. Ήταν ένα σινιάλο που ο Έιντζελ, ο Λούις κι εγώ είχαμε συμφωνήσει απ’ όταν άρχισαν να με βοηθούν στις δύσκολες καταστάσεις: Κρατήστε απόσταση. Εκείνοι εξαφανίστηκαν στο πίσω μέρος του μαγαζιού, αλλά προηγουμένως ο Έιντζελ είπε κάτι ήρεμα στο αυτί του Ντέιβ, προφανώς ότι δεν έπρεπε να μου υπενθυμίσει την άφιξή τους, και να τους πάει από μια μπίρα. Στο μπαρ είχαν αδειάσει τρία σκαμπό, και ο ειδικός πράκτορας Ρόμπερτ Ένγκελ κάθισε στο μεσαίο. Φορούσε μπουφάν και τζιν και καλοσιδερωμένο λευκό πουκάμισο χωρίς γραβάτα. «Είναι η μέρα που ντύνεσαι χαλαρά, πράκτορα Ένγκελ;» είπα. «Προσπαθώ να εναρμονιστώ με τους ντόπιους». «Θα μπορούσα να σου βρω μια μπλούζα των Πόρτλαντ Πάιρετς ή ένα καπέλο με κέρατα άλκης». «Ή θα μπορούσες απλώς να μου δώσεις ένα ποτό: Ντιούαρ’ς, με παγάκια». Του έβαλα μια γερή δόση, και εκείνος άφησε ένα εικοσαδόλαρο στον πάγκο. «Κερνάω εγώ», του είπα. «Θεώρησέ το υπενθύμιση του τι σημαίνει απλή φιλοξενία». «Ακόμη δεν ξεπέρασες την εμπειρία στη σουίτα επισκεπτών του Πάστορ’ς Μπέι;» «Ούτε ψυχολογικά ούτε σωματικά. Εκείνες οι καρέκλες δεν είναι φτιαγμένες για να προσφέρουν

άνεση». «Θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα τα πράγματα, αν και ακούω πως η κομητειακή φυλακή δεν είναι άσχημη». «Ίσως μπορούμε να κανονίσουμε μια περιήγηση». «Ακόμη και χωρίς την περιήγηση, σου εγγυώμαι ότι εκεί είναι καλύτερα από ένα κελί ομοσπονδιακού κρατητηρίου». «Απειλή είναι αυτό, πράκτορα Ένγκελ;» «Προτιμώ το “ειδικός πράκτορας Ένγκελ”, αν και παραδέχομαι ότι ακούγεται βαρυσήμαντο. Όσο για την ερώτησή σου, όχι, δεν είναι απειλή. Δεν πιστεύω ότι αντιδράς και πολύ καλά στις απειλές. Στην περίπτωσή σου, υποθέτω ότι δουλεύει μόνο το καρότο, όχι το μαστίγιο. Υπάρχει κάνα μέρος όπου μπορούμε να μιλήσουμε;» Έκανα νόημα στον Ντέιβ για να καταλάβει ότι είχα σχολάσει. Ήδη οι πελάτες είχαν αρχίσει να φεύγουν για τα σπίτια τους. Έδειξα στον Ένγκελ ένα σεπαρέ στη γωνία, όσο γινόταν πιο μακριά από τον Έιντζελ και τον Λούις, έβαλα έναν καφέ για τον εαυτό μου και πήγα να καθίσω μαζί του. Ο Ένγκελ ήταν μάλλον συνομήλικός μου, αλλά είχε πρόσωπο αρυτίδωτο, και αν υπήρχαν γκρίζες τρίχες στα ξανθά μαλλιά του, τις έκρυβε καλά. Το στόμα του ήταν πολύ λεπτό, σαν οριζόντια σχισμή στο πρόσωπό του, και τα μάτια του είχαν ένα ξεπλυμένο γκριζογάλανο χρώμα. Σε περίπτωση σύγκρουσης, θα ήταν απειλητικός αντίπαλος. Υπέθεσα ότι δεν πρέπει να είχε πολλούς φίλους. Αχ, τι θλιβερό. «Λοιπόν», είπε, «φαίνεται πως παρ’ ότι κυκλοφορείς σε μια μικρή πόλη του Μέιν με ένα τόσο φανταχτερό αυτοκίνητο, ο Άλαν ακόμη δεν έχει ανακαλύψει την ταυτότητα του πελάτη σου. Είναι πεισματάρης, όμως. Σε λίγο θα πέσει στα τέσσερα και θα εξετάζει τα αποτυπώματα των τροχών». Εκείνη τη στιγμή θα μπορούσα να του πω ότι ο Ράνταλ Χέιτ ετοιμαζόταν να συστηθεί από μόνος του στην αστυνομία, αλλά δε θα αποκόμιζα κάποιο όφελος από αυτό. Το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να τον ακούσω, και να περιμένω να δω τι θα μπορούσα να τον καταφέρω να αποκαλύψει με ελάχιστη ή καμία ανταπόδοση από μέρους μου. «Τότε δεν είχα κανένα λόγο να πιστέψω ότι τα προβλήματα του πελάτη μου είχαν κάποια σχέση με την υπόθεση της Άννας Κόρι. Το εξήγησα αυτό όταν συζήτησα με τον ντετέκτιβ Γουόλς, που είμαι σίγουρος ότι σου ανέφερε τις λεπτομέρειες». «Τις περισσότερες. Ήταν ολοφάνερα ταραγμένος όταν έφυγε. Μου έδωσε την εντύπωση ότι σου είπε, ενδεχομένως, κάτι και στη συνέχεια το μετάνιωσε. Έχεις τον τρόπο σου να εκνευρίζεις τον κόσμο, αυτό σ’ το αναγνωρίζω. Φαντάζομαι ότι σε βοηθάει να κάνεις καλά τη δουλειά σου, ωστόσο διακινδυνεύεις λίγο την προσωπική σου ασφάλεια. Πάω στοίχημα ότι όλο και κάποια σημάδια και μελανιές θα έκανες στην πορεία». «Είμαι από αυτούς που κλείνουν γρήγορα οι πληγές τους». «Τυχερός είσαι. Κάποιοι που σε εκνεύρισαν στάθηκαν λιγότερο τυχεροί. Ξέρεις ότι αν βάλουμε το όνομά σου στο σύστημά μας χτυπάει συναγερμός;» «Ναι, το ξέρω. Κι εσύ ξέρεις ότι το ξέρω, αλλιώς δε θα μου είχες κάνει την ερώτηση». «Είναι πολύ ενδιαφέρον. Η ζωή σου υπήρξε μαγευτική». «Αλήθεια; Ξέρεις, είναι φορές που δε μου φαίνεται καθόλου μαγευτική, και το FBI δεν είναι άμοιρο ευθυνών γι’ αυτό». Ο Ένγκελ προσάρμοσε απειροελάχιστα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του για να εκφράσει

κάτι παραπλήσιο με το συναίσθημα της λύπης. «Ατυχής επιλογή λέξεων. Με συγχωρείς. Αυτό που όντως αναγνωρίζω είναι ότι, αν δεν υπολογίσουμε την περιστασιακή έλλειψη σεβασμού για τους νόμους και την κατά περιόδους εσφαλμένη κρίση σου, οι πράξεις σου σε γενικές γραμμές έχουν συμβάλει στην απομάκρυνση ορισμένων ανεπιθύμητων στοιχείων από την κοινωνία μας. Αυτό είναι κάτι που έχουμε κοινό, όπως και, ως ένα βαθμό και συγκυριακά, την έλλειψη σεβασμού στους νόμους και την εσφαλμένη κρίση. Έχω να σου κάνω ορισμένες ερωτήσεις. Είναι γενικές, και δε νομίζω ότι παραβιάζουν την εχεμύθεια απέναντι στον πελάτη σου, αλλά θα μας δώσουν τη δυνατότητα να σημειώσουμε πρόοδο στην κουβέντα μας και, μάλιστα, στη σχέση μας». «Τέτοια λες όποτε βγαίνεις ραντεβού;» «Ναι». «Και τι αποτέλεσμα έχεις συνήθως;» «Όχι και τόσο καλό». «Δυσκολεύομαι να το πιστέψω». «Ναι, είδες;» Ο Ένγκελ ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι του και γύμνωσε τα δόντια του, σαν αρουραίος που οσφραίνεται τον αέρα. «Η έρευνά σου συνεχίζεται;» με ρώτησε. «Ναι». «Κατά συνέπεια, είναι πιθανό να είναι συχνή η παρουσία σου στο Πάστορ’ς Μπέι;» «Μάλλον». «Πόσο σίγουρος είσαι ότι τα συμφέροντα του πελάτη σου δε συνδέονται με την υπόθεση της Άννας Κόρι;» Δεν απάντησα αμέσως. Τώρα θα άρχιζε το παζάρι. «Δεν είμαι σίγουρος». «Άλλα είπες στον ντετέκτιβ Γουόλς». Λίγο ακόμη και θα μου κουνούσε το δάχτυλο προσθέτοντας αποδοκιμαστικά «τς-τς». «Από τότε έχω μεταβάλει την άποψή μου. Γι’ αυτό χρησιμοποίησα παρελθόντα χρόνο όταν έθιξες το θέμα πρωτύτερα. Δεν είχα κανένα λόγο να πιστέψω ότι υπήρχε κάποια σχέση. Έκτοτε έχω γίνει πιο ανοιχτόμυαλος». «Και σε τι οφείλεται αυτό;» «Το Πάστορ’ς Μπέι είναι μικρή πόλη. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο πελάτης μου είναι, πώς να το πω, προσωπικού μάλλον παρά επαγγελματικού χαρακτήρα. Έχουν να κάνουν με ένα περιστατικό της νιότης του. Έχω αρχίσει να σκέφτομαι πως θα ήταν μάλλον συνετό από μέρους του να προσεγγίσει την αστυνομία γι’ αυτό το θέμα. Έτσι, ίσως σας βοηθήσει να περιορίσετε τουλάχιστον το πεδίο που πρέπει να καλύψει η έρευνά σας, και ενδεχομένως μάλιστα να σας στρέψει σε χρήσιμη κατεύθυνση. Έχε υπόψη σου όμως ότι αυτό που λέω το βασίζω αποκλειστικά στην αντιπάθεια που τρέφω για τις συμπτώσεις και σε τίποτε παραπάνω». «Έχεις γνωστοποιήσει αυτή την άποψη στον πελάτη σου και στη δικηγόρο του;» «Η μεταστροφή μου είναι σχετικά πρόσφατη, αλλά αισθάνομαι ότι και οι δύο θα έτειναν να με ακούσουν και να ακολουθήσουν τη συμβουλή μου, αν την εξέφραζα». Πολλή παρέα έκανα με την Έιμι Πράις, και είχα αρχίσει να μιλάω σαν δικηγόρος. «Υπάρχει επίσης το θέμα διασφάλισης του σεβασμού του δικαιώματος εχεμύθειας του πελάτη μου, καθώς και το ζήτημα της ασφάλειάς του». «Για ποιο λόγο θα έμπαινε ζήτημα ασφάλειας του πελάτη σου;»

«Έχει εξαφανιστεί ένα κορίτσι. Στην περιοχή κυκλοφορούν δημοσιογράφοι και τηλεοπτικά συνεργεία. Μερικές φορές οι άνθρωποι βγάζουν βιαστικά συμπεράσματα». «Μιλάμε με πολύ κόσμο. Δεν έχουν εμφανιστεί τα πρόσωπά τους την τηλεόραση, ούτε στις εφημερίδες. Δεν έχει πάθει κανείς τίποτα. Έχουν δώσει καταθέσεις και αρκετοί ντόπιοι, και δεν έχουν δημιουργηθεί υπόνοιες γι’ αυτούς μεταξύ των γειτόνων τους». «Ίσως να μην είναι οι ντόπιοι που με προβληματίζουν». Ο Ένγκελ γύμνωσε πάλι τα δόντια του, αλλά αυτή τη φορά ο λόγος δεν ήταν το ουίσκι. «Τι ξέρεις;» μου είπε. «Ξέρω ότι υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ της Άννας Κόρι και του Τόμι Μόρις, παλαιότερα κατοίκου του Σόμερβιλ, και ενδεχόμενου συνεργάτη της “παρέας” του Γουίντερ Χιλ». «Βρε, βρε. Δεν κάθισες με σταυρωμένα τα χέρια, βλέπω». «Εσύ το έβγαλες στη φόρα, με την παρουσία σου στο Πάστορ’ς Μπέι. Ας φορούσες μάσκα». «Το βάζω στα υπ’ όψιν. Η Άννα είναι ανιψιά του, όπως ίσως να έχεις μάθει πλέον. Η Βάλερι Κόρι, το γένος Μόρις, είναι η κατά πολύ μικρότερη και μοναδική αδερφή του Τόμι Μόρις. Μετά το θάνατο των γονιών τους σε αυτοκινητικό δυστύχημα όταν η Βάλερι ήταν τεσσάρων, εκείνος τη φρόντισε, με τη βοήθεια διαφόρων θειάδων και συγγενών, αλλά έχουν αποξενωθεί εδώ και πολύ καιρό». «Από τότε που κάποιος φύτεψε τον Ρόναλντ Ντοχίνι στο χώμα και μετά ξέχασε πού τον είχε θάψει;» Ο Ένγκελ ανασήκωσε τους ώμους. «Ο Ντοχίνι διακινούσε τα προϊόντα του Μόρις, ο οποίος προσπαθούσε να στήσει τη δική του περιοχή μετά τη φυγή του Γουάιτι. Ο μικρός τα έκανε θάλασσα. Είχε μεγάλο στόμα, τσάντισε έναν πελάτη, και ο θιγμένος πελάτης τον πούλησε στους αστυνομικούς. Αντιμετώπιζε πολυετή φυλάκιση, και τον πίεσαν να κάνει συμφωνία και να γίνει πληροφοριοδότης. Βγήκε με εγγύηση και έγινε καπνός. Δεν ξαναφάνηκε, και υποθέτουμε πως έγινε τροφή για τα καβούρια». «Ο Μόρις ήξερε πως ο Ντοχίνι τα είχε με την αδερφή του;» «Στην αρχή όχι, αλλά δεν άργησε να μάθει ποιος την είχε γκαστρώσει. Τότε μάλλον θέλησε να σκοτώσει τον Ντοχίνι, αλλά θα είχε συμβιβαστεί αν ο μικρός έκανε το σωστό». «Και μετά η αστυνομία τσίμπησε τον Ντοχίνι, και κάποιος αποφάσισε ότι ήταν αναξιόπιστος και έπρεπε να του κλείσουν το στόμα». «Ο Τόμι Μόρις τον σκότωσε, ή έβαλε άλλους να τον σκοτώσουν. Αυτό ακούσαμε, αν και η εκτέλεση θα είχε εγκριθεί από ανώτερους στην ιεραρχία. Λίγο αργότερα, η αδερφή του Μόρις έφυγε από τη Βοστόνη. Άρχισε να περιπλανιέται, αλλά δεν ξεστράτισε. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, είναι μια καλή πολίτις. Δεν παίρνει ναρκωτικά, δεν πίνει, δεν έχει επαφές με τον αδερφό της και το σινάφι του. Δούλεψε στη Φιλαδέλφεια για ένα διάστημα, γνώρισε κάποιον εκεί και τον παντρεύτηκε στα κρυφά. Ο αδερφός της δεν το ήξερε». «Τον Αλέκο Κόρι». «Και πάλι σωστά. Βρίσκονται σε διάσταση, αλλά εκείνη δεν επιδίωξε να βγάλει διαζύγιο». «Ήθελε να κρατήσει το επώνυμό του», είπα. «Εάν ερχόταν ο αδερφός της αναζητώντας τη, θα ήταν η Βάλερι Κόρι, όχι η Βάλερι Μόρις. Αυτό δε θα τη διασφάλιζε εάν ο Μόρις άρχιζε να σκαλίζει, αλλά θα ήταν αρκετό για να αποφύγει την αποκάλυψη σε περίπτωση που γινόταν κάποια πρόχειρη έρευνα». «Ακόμη και αν ο Μόρις την έβρισκε, που πιστεύουμε ότι ψάχνει να τη βρει, εκείνη από ψυχολογική άποψη είχε αφήσει πίσω της το πατρικό της επώνυμο».

«Ξέρατε όμως ποια ήταν γιατί εσείς ψάχνατε να τη βρείτε όλο αυτό τον καιρό». «Ακριβώς». «Ο αδερφός της ξέρει ότι η ανιψιά του έχει χαθεί;» «Ο αδερφός της έχει μπλεξίματα. Πήρε μερικές κακές επιχειρηματικές αποφάσεις, κι εμείς σταθήκαμε τυχεροί σε ορισμένες ενέργειές μας εναντίον του. Οι μέρες του είναι μετρημένες». «Δεν απάντησες στην ερώτησή μου. Το ξέρει ο Τόμι Μόρις;» Κατάλαβα ότι ο Ένγκελ ήθελε να κοιτάξει αλλού, αλλά κατάφερε να συγκρατηθεί. Παρ’ όλ’ αυτά, πολλά στοιχεία της συμπεριφοράς του έδειχναν ότι έκρυβε την αλήθεια. «Προσπαθήσαμε να αποσιωπήσουμε τη συγγένεια του κοριτσιού με τον Μόρις, και η μητέρα λέει ότι δεν έχει έρθει σε επαφή μαζί του». «Την πιστεύετε;» «Στην αρχή, ναι. Τώρα δεν είμαστε τόσο σίγουροι. Είναι απεγνωσμένη, ίσως μάλιστα τόσο απεγνωσμένη ώστε να στραφεί στον αδερφό της για βοήθεια». «Άρα εκείνος το ξέρει;» «Το ξέρει. Διαβάζεις εφημερίδες; Ένας τύπος που λεγόταν Τζόζεφ Τούμι, γνωστός στους φίλους του ως Τζόι Τούνα, βρέθηκε χτες νεκρός σε μια ιχθυαγορά στο Ντόρτσεστερ. Κάποιος υπάλληλός του είχε ξεχάσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου του στη δουλειά, γύρισε για να τα πάρει και είδε το φως του γραφείου αναμμένο. Είχε χυθεί πολύ αίμα. Ο Τούμι είχε φάει δύο σφαίρες. Τα τραύματά του ήταν θανάσιμα, αλλά δεν πέθανε ακαριαία –τον είχαν αφήσει εκεί να ξεψυχήσει. Ο Τζόι ήταν ο πρέσβης του ιρλανδικού υπόκοσμου της Βοστόνης. Ήταν ο μεσάζων, αυτός που “έφτιαχνε” τα αφεντικά, αυτός που έλυνε τα προβλήματα. Ήταν απρόσβλητος. Φαινόταν ουδέτερος, αλλά στην πραγματικότητα στήριζε την ισχύουσα κατάσταση· το μόνο που είχε σημασία ήταν να γίνεται αποτελεσματικά η δουλειά, πράγμα που ήταν καλό για όλους. Καθώς ο Τόμι Μόρις εξελισσόταν σε παθητικό, συνιστούσε απειλή ανατροπής της σταθερότητας. Πάρθηκε η απόφαση ότι το καλύτερο ίσως που είχαν να κάνουν ήταν να τον στείλουν να κρατάει συντροφιά στον Ρόναλντ Ντοχίνι, μόνο που ο Τόμι κρύφτηκε. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους του τον εγκατέλειψαν, αλλά εξακολουθεί να έχει δύο πιστούς ακόλουθους. Συναντήθηκαν με τον Τζόι τη μέρα της δολοφονίας του. Προφανώς, ήθελαν να μάθουν αν ο Τζόι είχε εγκρίνει την απαγωγή της Άννας Κόρι για να αναγκάσει το θείο της να εμφανιστεί. Εκείνος το αρνήθηκε. Στη συνέχεια δολοφονήθηκε». «Ξέρεις ποιος πάτησε τη σκανδάλη;» «Επίσημα, όχι. Ανεπίσημα, πιστεύουμε πως ήταν ο ίδιος ο Τόμι Μόρις». «Ασυνήθιστο. Θα περίμενε κανείς ότι μια δουλειά σαν αυτή θα την πάσαρε στους δικούς του». Αυτή τη φορά υπήρξε κάποια αντίδραση. Ήταν σαν ανεπαίσθητος κυματισμός στην επιφάνεια μιας κατά τα άλλα ήρεμης λίμνης όπου κάποιο αθέατο πλάσμα είχε τινάξει το πτερύγιό του. Κάτι κρυβόταν εδώ, κάτι ενδιαφέρον. «Σου είπα, δεν του έχουν μείνει πολλοί», είπε. «Ίσως το ζήτημα να ήταν προσωπικό γι’ αυτόν. Όσοι είναι πολύ καιρό στην πιάτσα μαθαίνουν να θάβουν βαθιά τα αισθήματά τους. Έτσι και χολωθούν με κάποιον, του το κρατάνε μέχρι τη στιγμή που θα είναι δικαιολογημένοι όταν κάνουν την κίνησή τους». «Φαίνεσαι πολύ καλά πληροφορημένος. Έχεις κάναν κοριό κάπου;» «Έχουμε πολλούς κοριούς. Γι’ αυτό είμαστε το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών, όχι το Τοπικό Γραφείο Εικασιών». Ο Ένγκελ είχε ξαναγίνει ο εαυτός του. Είχε χαθεί εκείνη η στιγμιαία αβεβαιότητα. «Για τον ίδιο λόγο, εάν ανησυχείς για την ασφάλεια του πελάτη σου, μπορούμε να

εγγυηθούμε ότι θα τον φροντίσουμε. Μπορούμε να βάλουμε ανθρώπους να τον προσέχουν, ή να τον απομακρύνουμε από την πόλη για ένα διάστημα. Υποθέτω ότι πρόκειται για πελάτη, όχι για πελάτισσα. Σωστά;» Έκανα πως ζύγιζα τις δυνητικά σοβαρές συνέπειες, και μετά παραδέχτηκα ότι επρόκειτο πράγματι για άντρα. «Δε θέλει να φύγει από την πόλη», είπα. «Αντίθετα, κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ακύρωση της συμφωνίας. Έχει φτιάξει ωραία τη ζωή του στο Πάστορ’ς Μπέι. Θέλει να τη διατηρήσει. Κι εγώ δεν επιθυμώ να τον προσέχουν ομοσπονδιακοί πράκτορες. Το πιθανότερο είναι ότι με το που πάτησες το πόδι σου εδώ, η μισή πόλη μυρίστηκε αμέσως πως είσαι άνθρωπος του νόμου και η άλλη μισή δε χρειάστηκε να το κάνει επειδή είναι οι ίδιοι άνθρωποι του νόμου. Αν πρόκειται να αρχίσει να σκαλίζει την κατάσταση εδώ κάποιος σαν τον Τόμι Μόρις, θέλω να αποφύγω όσο είναι δυνατόν να στραφεί η προσοχή στον πελάτη μου. Αν χρειαστεί, θα φροντίσω εγώ για την προστασία του». «Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;» Η ίσια γραμμή έγινε ακανόνιστη ουλή· ήταν ένα χαμόγελο, με την προϋπόθεση ότι δε θα αναζητούσες σ’ αυτό ζεστασιά ή καθησύχαση, ή οτιδήποτε παρόμοιο με ανθρώπινο συναίσθημα της προκοπής. «Συνέχισε. Σ’ ακούω», του είπα. «Ο Τόμι Μόρις έφυγε από εκεί που έμενε και πιστεύουμε ότι έρχεται προς τα εδώ». «Ένας λόγος παραπάνω για να κρατήσω τον πελάτη μου στο παρασκήνιο». «Η απόφαση είναι δική σου. Πότε μπορούμε να περιμένουμε ότι θα συζητήσουμε μ’ αυτόν το μυστηριώδη κύριο;» «Θέλω κι άλλα». «Αλήθεια;» «Θέλω να είμαι ελεύθερος να ερευνήσω για λογαριασμό του. Σε αντάλλαγμα, θα μοιράζομαι οποιαδήποτε αξιόλογη ή σχετική πληροφορία με τον Γουόλς». «Δε θα του αρέσει να είσαι στα χωράφια του. Ούτε του Άλαν». «Μπορεί να μην τους αρέσει, αλλά ας κάνουν τα στραβά μάτια». «Θα το συζητήσω μαζί τους και θα δω τι μπορεί να γίνει». «Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να τους πείσεις με την ευφράδεια που έχεις». «Και σε αντάλλαγμα θα αποκτήσουμε πρόσβαση στον πελάτη σου;» «Θα επικοινωνήσω με τη δικηγόρο του». «Αυτό δεν πρέπει να είναι και τόσο δύσκολο, μια και μόλις μπήκε». Γύρισα και είδα την Έιμι. Εκείνη δίστασε όταν είδε πως δεν ήμουν μόνος. Της έκανα νόημα να πλησιάσει και τη σύστησα. «Έιμι, να σου συστήσω τον ειδικό πράκτορα Ρόμπερτ Ένγκελ από το γραφείο του F B I στη Βοστόνη. Ειδικέ πράκτορα Ένγκελ, από δω η Έιμι Πράις. Ο ειδικός πράκτορας Ένγκελ θέλει να τον φωνάζουν “ειδικό πράκτορα Ένγκελ”, Έιμι. Είναι ζήτημα υπερηφάνειας». Η Έιμι φάνηκε να σάστισε, αλλά δεν είπε τίποτε. Ο ειδικός πράκτορας Ένγκελ χαμογέλασε όπως ενδεχομένως θα χαμογελούσε ένας δήμιος ακούγοντας την τελευταία καλή ατάκα του κατάδικου πριν του πάρει το κεφάλι. «Ο ειδικός πράκτορας Ένγκελ κι εγώ συζητούσαμε το θέμα της ασφάλειας των πελατών, αλλά τώρα τελειώσαμε», είπα. Ο Ένγκελ σηκώθηκε και με ευχαρίστησε για το ποτό. «Σας αφήνω να αρχίσετε τη συζήτησή σας»,

είπε. «Ανυπομονώ να έχω νέα σας σύντομα». Άφησε πάνω από το μισό ουίσκι του στο μπαρ και πήγε προς την έξοδο. «Δεν τελείωσε το ποτό του», είπε η Έιμι. «Νομίζω ότι το παρήγγειλε μόνο και μόνο για να φανεί πιο ανθρώπινος». «Σίγουρα κάτι του χρειάζεται». «Συμφωνώ. Όταν κοιτάζεται στον καθρέφτη, το είδωλό του μάλλον θα θέλει να του ρίξει μια μπουνιά στη μούρη». «Τι συζητήσατε;» «Τον άφησα να με εξαντλήσει σε σημείο που ένιωσα ότι ίσως ο πελάτης μας θα έπρεπε να παρουσιαστεί για να καταθέσει, και σε αντάλλαγμα εκείνος μου είπε περισσότερα απ’ όσα ήξερα προηγουμένως, και ίσως λίγο περισσότερα απ’ όσα ήθελε να μάθω, επειδή πίστεψε ότι έβγαινε κερδισμένος από τη συμφωνία. Ενδέχεται επίσης να πείσει τον Γουόλς και τον Άλαν να με αφήσουν να δουλέψω για λογαριασμό του Χέιτ, ή απλώς να μου αφήσουν λίγο χώρο να αναπνεύσω». «Ώστε δεν ένιωσες υποχρεωμένος να του πεις ότι ο Χέιτ είχε ήδη πάρει την απόφασή του; Αυτό είναι σχεδόν, αλλά όχι απόλυτα, ανέντιμο. Είσαι σίγουρος ότι δεν έχεις πάρει άδεια δικηγορίας;» «Θα αποτύγχανα στο θέμα της ανειλικρίνειας». Το μπαρ είχε πια αδειάσει σχεδόν, και ο Ντέιβ ενθάρρυνε όσους είχαν ξεμείνει να πάνε στα σπίτια τους, ή τουλάχιστον κάπου αλλού, φτάνει να μην ήταν το δικό του μαγαζί. Έβαλα ένα ποτήρι λευκό κρασί για την Έιμι, το χρέωσα στο λογαριασμό μου, και είπα: «Σου έχω και μια ευχάριστη έκπληξη. Τι μας λείπει εδώ;» «Μια καλή παρέα». «Μια καλή παρέα. Ακριβώς!» Την έπιασα από τη μέση και την οδήγησα προς το πίσω μέρος του μπαρ. «Αλλά μια και δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, έχω κάποιους εδώ που θα ήθελα να γνωρίσεις». Πήγαιναν μήνες από τότε που τους είχα δει για τελευταία φορά. Το καινούριο μουσάκι του Λούις ήταν οπωσδήποτε εντυπωσιακό, έπρεπε να το παραδεχτώ. Σηκώθηκαν και οι δύο καθώς πλησιάζαμε. «Έιμι Πράις, θέλω να σου συστήσω τον Έιντζελ. Και αυτός εδώ είναι ο στενός του φίλος, ο ΓεροΧρόνος...»

22

Έ

πιασαν δωμάτια σε ένα αυτοκτονικό μοτέλ λίγο έξω από το Μπέλφαστ, από αυτά που ο Ντέμπσι πάντοτε συσχέτιζε με πατεράδες που ήταν σε διάσταση με τη γυναίκα τους, με πωλητές που αμείβονταν μόνο με προμήθεια και με πόρνες που κρατούσαν τα φώτα χαμηλωμένα για να μην μπορούν οι πελάτες να διακρίνουν καλά τα πρόσωπά τους. Είχε χτιστεί πιθανόν τη δεκαετία του πενήντα, αλλά ήταν τόσο άσχημο και σαραβαλιασμένο που δε δικαιούνταν το χαρακτηρισμό «ρετρό», και η μόνη δουλειά αποκατάστασης που θα άξιζε να γίνει θα ήταν η αποκατάσταση του οικοπέδου με το γκρέμισμα του κτιρίου. Ο Ντέμπσι συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι είχε αρχίσει να συνηθίζει σε ανησυχητικό βαθμό να μένει σε τέτοια μέρη, να τρώει χωρίς να κοιτάζει το φαγητό του, να έχει συνεχώς το νου του μήπως δει γνώριμα πρόσωπα σε άγνωστα μέρη, κάποιο αυτοκίνητο από το οποίο έβγαινε ο επιβάτης ενώ ο οδηγός κρατούσε τη μηχανή αναμμένη, βλέμματα που έμεναν στυλωμένα πάνω του λίγο παραπάνω, μια ανθρώπινη σιλουέτα να κατευθύνεται προς το μέρος του και τη χαρακτηριστική κίνηση του χεριού, ένα όπλο που, κάποια στιγμή, σίγουρα θα του έπαιρνε τη ζωή. Δεν ήταν να απορεί λοιπόν που ταλαιπωρούνταν από στομαχόπονους και δυσκοιλιότητα. Δεν μπορούσε πια να θυμηθεί μέρα που να μην ένιωθε φόβο και να μην ήταν επιφυλακτικός. Έπρεπε να ζοριστεί για να ανασύρει από τη μνήμη του τα απογεύματα μπιροκατάνυξης στο μπαρ Ο Νόμος του Μέρφι στη διασταύρωση Φερστ και Σάμερ, στη σκιά του μεγάλου ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού, και τα γεμιστά με μοσχάρι ανοιξιάτικα ρολά στη Γουόρεν Τάβερν του Τσάρλσταουν, ή απλώς να απολαμβάνει τον καφέ του διαβάζοντας μια εφημερίδα στο Μπάντι’ς, στην Ουάσινγκτον Στρητ του Σόμερβιλ, με την υπερυψωμένη θέση του παλιού εστιατορίου να του προσφέρει μια αίσθηση ασφάλειας, απαραβίαστου. Πάνε πια όλα αυτά, πάνε όλα, και δε θα είχε ποτέ την ευκαιρία να γυρίσει και να τα ξαναβρεί. Στη θέση τους υπήρχαν μόνο ανώνυμα δωμάτια σε αχούρια σαν τούτο εδώ, δωμάτια που πάντοτε μύριζαν καπνό παρά τις πινακίδες απαγόρευσης του καπνίσματος, και φαγητό σερβιρισμένο σε χάρτινα και πλαστικά πιάτα, και ο αδιάκοπος πόνος στα σωθικά του. Τα μισά από τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά που ήταν στο πάρκινγκ του μοτέλ εξασφάλιζαν την επιβίωση των παρασκευαστών σιδηρόστοκου, και τα υπόλοιπα είχαν προβλήματα που δεν μπορούσαν να φτιαχτούν ούτε με σιδηρόστοκο. Ο Ντέμπσι προσπάθησε να φανταστεί τι γύρευαν κατ’ αρχήν εδώ όλοι ετούτοι οι άνθρωποι. Ήταν σαν κι αυτόν, ξεριζωμένοι, περιπλανώμενοι; Η γριά στο γραφείο υποδοχής είχε τα γυαλιά της πιασμένα σε μια χρυσή αλυσίδα, και το λίπος στο σώμα της έβγαζε έναν ήχο που θύμιζε υγρό καθώς περπατούσε. Τα πόδια της ήταν μικροσκοπικά. Ο Ντέμπσι δεν καταλάβαινε πώς κατάφερνε να στέκεται όρθια. Του είχε πει ότι ευχαρίστως θα δεχόταν μετρητά για δύο δωμάτια, αφού «έτσι κι αλλιώς, στα δωμάτια δεν υπάρχει τίποτε που να αξίζει να κλαπεί», και επομένως δεν είχε ιδιαίτερη ανάγκη από την εγγύηση μιας πιστωτικής κάρτας. Τα πρωινά προσφερόταν καφές από τις εφτά μέχρι τις εννιά, όπως τους είπε, αλλά ο Ντέμπσι έριξε μια ματιά στη λεκιασμένη καφετιέρα, στα σκονισμένα πλαστικά ποτήρια και στα σακουλάκια με την κρέμα σε σκόνη, και αποφάσισε ότι μπορούσε να περιμένει μέχρι να βρουν ένα πιο ελκυστικό μέρος για να πάρουν το πρωινό τους. Ο Τόμι πλήρωσε για δύο νύχτες και είπε στη γυναίκα ότι μπορεί να έμεναν παραπάνω, «ανάλογα με το πώς θα πάει το κυνήγι». «Δεν είμαστε ποτέ γεμάτοι», απάντησε εκείνη. «Πάντα έχουμε δωμάτια».

Ο Ντέμπσι έριξε μια ματιά στην ξεφλουδισμένη μπογιά του χώρου υποδοχής, στη φορητή τηλεόραση με την οθόνη γεμάτη χιόνι –εκείνη την ώρα έπαιζε μια ανεξήγητα δημοφιλή κωμωδία που απευθυνόταν σε κοινό το οποίο θεωρούσε ότι ένας ώριμος άντρας που ζούσε με τη μητέρα του αποτελούσε το απαύγασμα του χιούμορ–, στην πινακίδα που προειδοποιούσε ότι τα δωμάτια έπρεπε να παραδίδονται στις δέκα το πρωί («ΧΩΡΙΣ ΕΞΕΡΕΣΗ!»), στη φτιασιδωμένη έκφραση εκείνης της γυναίκας και στο σουλούπι της που θύμιζε βαρέλι, λες και ήταν μια ματριόσκα με σάρκα και οστά, ικανή να εμπεριέχει απείρως μικρότερες αλλά εξίσου απωθητικές εκδοχές του εαυτού της, και αποφάσισε να μην κάνει κανένα σχόλιο για την ανεξάντλητη προφανώς ικανότητα του μοτέλ να απορροφά νέους φιλοξενούμενους. Από ένα μπαρ δίπλα στο μοτέλ ακουγόταν μουσική, και ο Ντέμπσι ρώτησε αν υπήρχε περίπτωση να βρουν εκεί κάτι για φαγητό. Η γυναίκα ρουθούνισε περιφρονητικά. «Έχουν... αχινούς», του είπε, «αλλά στη θέση σου δε θα τους έτρωγα». Ο Ντέμπσι είπε ότι δε θα πάρει. Πάνω στο γραφείο υπήρχε μια στοίβα με μενού φαστφουντάδικων. Διάλεξε κάνα δυο και τα πήγε στο δωμάτιο που θα μοιραζόταν με τον Ράιαν στον πρώτο όροφο. Ο Τόμι είχε κλείσει αποκλειστικά για τον εαυτό του το διπλανό στο δικό τους δωμάτιο. «Μπορώ να σου μιλήσω ένα λεπτό, Τόμι;» είπε ο Ντέμπσι, αφήνοντας τον Ράιαν να μπει στο δωμάτιο. Ο Τόμι έγνεψε καταφατικά. Άναψε τσιγάρο και ο Ντέμπσι του έκανε νόημα να προχωρήσουν λίγο παραπέρα στο πάρκινγκ, μακριά από το κεντρικό κτίριο. Δεν υπήρχαν άστρα στον ουρανό, και ο Ντέμπσι ένιωθε το βάρος των σύννεφων, λες και ο ουρανός είχε γείρει και τους πίεζε. Ποτέ του δεν είχε αισθανθεί πιο περιορισμένος, πιο στριμωγμένος από τη δύναμη όχι μόνο των ανθρώπων, αλλά και των στοιχείων της φύσης. Ο Τόμι δεν τους είχε πει τι σχεδίαζε να κάνει πριν περάσουν να τον πάρουν από το Νιούμπεριπορτ, αλλά ο Ντέμπσι το υπέθεσε μόλις τους ζήτησε να πάνε βόρεια. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής το είχαν περάσει μέσα στη σιωπή, ούτε καν το ραδιόφωνο δεν έπαιζε για να αποσπάσει τις σκέψεις τους. Ο Ράιαν καθόταν μπροστά, ενώ ο Τόμι είχε ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα και πότε πότε λαγοκοιμόταν, αλλά κυρίως κοίταζε στο κενό. Και τώρα βρίσκονταν εδώ, σε απόσταση βολής από το Πάστορ’ς Μπέι. «Δεν ήθελες να μιλήσεις μπροστά στον Φράνσις;» ρώτησε ο Τόμι. Ο Ντέμπσι έπιασε τη μυρωδιά μπαγιάτικου ιδρώτα πάνω του και διέκρινε τους λεκέδες στο παντελόνι του. Ο Τόμι ήταν πάντοτε κομψός. Ακόμη και στις χειρότερες καταστάσεις, φρόντιζε να είναι περιποιημένος και καθαρός. Τώρα, η ξινίλα του ιδρώτα, τα τσαλακωμένα ρούχα του και το αξύριστο πρόσωπό του προβλημάτιζαν τον Ντέμπσι περισσότερο απ’ ό,τι αυτό που ο Τόμι είχε κάνει στον Τζόι και από την αποτυχημένη επίθεση που είχε διατάξει εναντίον των ανθρώπων του Όουενι. «Όχι», είπε ο Ντέμπσι. «Σκέφτηκα πως θα έπρεπε να τα πούμε μόνο οι δυο μας». «Τον άφησες να πάρει μέρος στη συζήτηση με τον Τζόι Τούνα;» «Όχι». «Θα έλεγε κανείς ότι δεν του έχεις εμπιστοσύνη. Μήπως θέλεις να μου πεις κάτι;» Για άλλη μια φορά, ο Ντέμπσι ευχήθηκε να κάπνιζε ακόμη. Το ευχόταν τόσο συχνά, που είχε γίνει σαν προσωπικό του μάντρα. Ένιωθε ότι δεν είχε τι να κάνει τα χέρια του, πώς να τα απασχολήσει. Τα έχωσε βαθιά στις τσέπες του επειδή ανησυχούσε μήπως τον προδώσουν, αποκαλύπτοντας με τις κινήσεις τους το φόβο που με δυσκολία συγκρατούσε.

«Έχω πολλά πράγματα στο μυαλό μου», είπε. «Δεν ξέρω από πού να αρχίσω». «Με την ησυχία σου. Έχουμε όλη τη νύχτα μπροστά μας. Δεν κοιμάμαι καλά τώρα τελευταία, και φοβάμαι να το ρίξω στα χάπια», είπε ο Τόμι. Πήρε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του και εξέτασε την καύτρα. Φαινόταν να τον υπνωτίζει. Την κοίταζε χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια, έχοντας ξεχάσει την ύπαρξη του συνομιλητή του, το πρόσωπό του είχε γίνει γκρίζο από την ένταση και την εξάντληση. Ο Ντέμπσι διερωτήθηκε πόσος καιρός πήγαινε από την τελευταία φορά που ο Τόμι Μόρις είχε απολαύσει μια νύχτα αδιατάρακτου ύπνου. «Δεν μπορεί να βολευτεί σε στρώμα κεφάλι που φοράει κορόνα»***, και τα λοιπά και τα λοιπά. Το μόνο κεφάλι που είχε μεγαλύτερες ανησυχίες από αυτό ήταν το κεφάλι που σε λίγο θα χωριζόταν από το σώμα του. «Πώς φτάσαμε ως εδώ, Τόμι;» «Ε;» Ο Τόμι συνήλθε από την παραζάλη του. «Πώς φτάσαμε πού;» «Σ’ αυτό το σημείο, να ζούμε με λεφτά φυλαγμένα σ’ ένα κουτί για παπούτσια. Σκέφτηκες ποτέ πώς κατέρρευσαν όλα τόσο γρήγορα;» «Ναι, το σκέφτηκα». «Βρήκες καμιά απάντηση;» «Μόνο περισσότερες ερωτήσεις. Τίποτα από απαντήσεις. Εσύ;» Ο Ντέμπσι διάλεξε προσεκτικά τα λόγια του. «Ύστερα από τη συνάντηση με τον Τζόι, άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως όλοι να σου την είχαν στημένη από την αρχή, και όχι μόνο ο Όουενι. Θέλω να πω, πόσο καιρό μας κορόιδευε ο Τζόι λέγοντας πως ήταν ένας μεσάζοντας ενώ στα κρυφά ήταν με το μέρος του Όουενι; Κι αν ο Τζόι καθοδηγούσε τον Όουενι, το έκανε επειδή είχε την έγκριση από ψηλά, κι αυτό δε συνέβαινε μόνο την τελευταία βδομάδα ή τον τελευταίο μήνα. Κάποιοι το είχαν συμφωνήσει. Εμείς αρχίσαμε να υποθέτουμε πως ήμασταν άτυχοι, αλλά όσο πιο πολύ το παιδεύω στο μυαλό μου τόσο πιστεύω πως κάποιος έλεγε πράγματα που δεν έπρεπε». «Στην αστυνομία; Στους ομοσπονδιακούς;» «Όχι υποχρεωτικά. Το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνει αυτός ο κάποιος θα ήταν να ενημερώνει τον Τζόι. Εμείς τον εμπιστευόμασταν. Νομίζαμε πως ήταν ουδέτερος. Αλλά δεν ήταν. Στην πραγματικότητα, ο Τζόι ποτέ δεν υπήρξε ουδέτερος. Θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες με όποιο τρόπο ήθελε: ειδοποιώντας ανώνυμα τους μπάτσους, κάνοντας κουβέντα στον Όουενι. Για σκέψου το: Άλογα που υποτίθεται πως θα έπεφταν δεν έπεσαν, και ο Τζόι το έριξε στην πλάκα και μας είπε ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν, πως όλοι έχασαν από αυτή την αναποδιά. Πιάνουν τους αγγελιαφόρους και τα βαποράκια μας, και ο Τζόι μας λέει ότι οι ομοσπονδιακοί είχαν ένα χαφιέ στη Φλόριντα και ότι ο ίδιος προσπαθούσε να μάθει ποιος ήταν, και ότι δεν είχαμε μπλέξει μόνο εμείς. Παίρνουμε μια πληροφορία για μια αποθήκη του τελωνείου, και όταν μπουκάρουμε βρίσκεται μόνο το ένα δέκατο από αυτά που μας είχαν πει ότι υπήρχαν εκεί, και πλακώνουν οι μπάτσοι πριν καν προλάβουμε να βγάλουμε το φορτηγό από την πύλη. Ο Τζόι μας είπε πως ήταν θέμα κακής πληροφόρησης, και πως οι Κονταντίνος κόντεψαν να χάσουν ολόκληρη ομάδα με τον ίδιο τρόπο, αλλά όταν άρχισα να το ψάχνω το πράγμα, δεν άκουσα κανέναν να λέει ότι οι Κονταντίνος πήγαν να κάνουν δουλειά σε μια αποθήκη και ότι η δουλειά στράβωσε. Επίσης, μας αποκλείουν από συμφωνίες που θα έπρεπε να είχαν γίνει από κοινού: από δωροδοκίες για εργολαβίες, για εκχωρήσεις περιοχών. Γίνονται διάφορες δουλειές κι εμείς τις μαθαίνουμε εκ των υστέρων. Τα ξανασκέφτομαι τώρα και βλέπω μαζεμένες ένα σωρό μικρές λεπτομέρειες που

δείχνουν ότι μας ξάφριζαν, ότι σιγά σιγά μας έτρωγαν ζωντανούς. Όλοι οι άλλοι έβγαζαν λεφτά, αλλά εμείς όχι». Ο Τόμι άκουσε προσεκτικά τα λόγια του Ντέμπσι, τραβώντας κάθε τόσο μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Ο δείκτης και ο παράμεσος του δεξιού χεριού του είχαν το σκούρο πορτοκαλί χρώμα ηλιοβασιλέματος σε μολυσμένη ατμόσφαιρα. «Ποιος ήταν λοιπόν ο χαφιές;» Ο Ντέμπσι ανασήκωσε τους ώμους του. «Εγώ απλώς κάνω κουβέντα. Μπορεί να πέφτω έξω». «Νομίζεις πως ήταν ο Φράνσις;» Ο Ντέμπσι κούνησε έντονα το κεφάλι του. «Όχι, είναι καλό παιδί. Είναι απλώς νέος, αυτό είναι όλο. Εξάλλου, ξέρεις, τόσοι και τόσοι έχουν αποτραβηχτεί. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε απ’ αυτούς, ή, καταλαβαίνεις, ακόμη και ο ίδιος ο Τζόι, που βάλθηκε να σε υπονομεύει για να μπορέσει ο Όουενι να πάρει τη θέση σου». «Αν υπήρξε ποτέ χαφιές». «Αν υπήρξε», συμφώνησε ο Ντέμπσι. «Λοιπόν, τι άλλο;» «Η περίπτωση του Τζόι. Πρέπει να σου πω, Τόμι, ότι δεν το περίμενα. Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα τον κυνηγούσες». «Έπρεπε να γίνει». «Έτσι λες;» «Έπρεπε να σιγουρευτώ. Έπρεπε να μάθω ότι δεν την είχαν εκείνοι». Αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που τον σκότωσες, είπε με το νου του ο Ντέμπσι. Γι’ αυτόν το λόγο πήγες να τον δεις, αλλά δεν τον καθάρισες γι’ αυτό. Ανέκαθεν υποπτευόμουν πως τον μισούσες. Απλώς δεν είχα καταλάβει πόσο δυνατό ήταν το μίσος σου. Κάποτε ο Τόμι του είχε πει ότι αυτός που είχε θελήσει να βγει από τη μέση ο Ρόναλντ Ντοχίνι ήταν ο Τζόι. Ο Τόμι είχε ζητήσει να του χαρίσουν τη ζωή, επειδή ο Ντοχίνι μπορεί να ήταν καυχησιάρης και ηλίθιος, ένα αχαλίνωτο κωλόπαιδο που θα έπρεπε να είχε κρατήσει κοντά τα χέρια του, αλλά δεν έπαυε να είναι ο πατέρας του παιδιού της αδερφής του. Ο Τζόι όμως δεν ήθελε ούτε να ακούσει κάτι τέτοιο. Ήθελε να βγει από τη μέση ο Ντοχίνι, και δεν ήταν ο μόνος. Αν ο Τόμι δεν ήταν έτοιμος να το κάνει, θα το έκανε κάποιος άλλος, αλλά αυτό θα φαινόταν άσχημο για τον Τόμι, και μπορεί ορισμένοι σημαντικοί άνθρωποι να άρχιζαν να αμφιβάλλουν για την αφοσίωσή του. Μπορεί ακόμη και να αναρωτιόνταν μήπως ο Τόμι, όπως ο Γουάιτι πριν απ’ αυτόν, ήταν χαφιές των ομοσπονδιακών και πούλαγε τους συνεργάτες του για να εξασφαλίσει τη δική του θέση. Μπορεί να αποφάσιζαν ότι ο Τόμι δεν ήταν αξιόπιστος. Ο Τζόι τα είχε πει όλα αυτά στον Τόμι στην ιχθυαγορά, μετά το κλείσιμο. Του είχε δείξει το καινούριο τραπέζι με τον οπίσθιο φωτισμό στο χώρο επεξεργασίας, τα κοφτερά μαχαίρια που κρέμονταν ολοκάθαρα, έτοιμα για τη δουλειά της επόμενης μέρας. Του εξήγησε ότι τα φιλεταρισμένα ψάρια τοποθετούνταν κόντρα στον οπίσθιο φωτισμό, που αποκάλυπτε την ύπαρξη παρασίτων στη σάρκα τους και έτσι μπορούσαν να τα απομακρύνουν. «Αυτό κάνουμε τώρα», του είχε πει ο Τζόι. «Απομακρύνουμε τα παράσιτα. Χρησιμοποιούμε τα μαχαίρια, και μετά τη δουλειά η σάρκα, η δική μας σάρκα, θα είναι καθαρή. Αν αμφιβάλλεις για κάτι, Τόμι, το απομακρύνεις. Αυτός είναι ο καινούριος κανόνας. Μη δώσεις σε κανέναν λόγο να αμφιβάλει για σένα, αυτό σε συμβουλεύω». Έτσι ο Τόμι είχε σκοτώσει τον Ρόναλντ Ντοχίνι, στραγγαλίζοντάς τον σε ένα υπόγειο του Ριβίερ. Η αδερφή του τον μίσησε γι’ αυτό, και ο Τόμι περίμενε την ευκαιρία να εκδικηθεί τον Τζόι Τούνα.

«Κοίτα, ποτέ δεν τον εμπιστεύτηκα, Τόμι», είπε ο Ντέμπσι. «Δε μου άρεσε, σιχαινόμουν τη βρόμα του, τον τρόπο που σου έκανε διάλεξη αντί να μιλάει μαζί σου, σαν να ήξερε πάντα περισσότερα από σένα. Αν τον είχε πατήσει φορτηγό, θα έστελνα στον οδηγό ένα καλάθι με φρούτα. Αν είχε πάθει ηλεκτροπληξία, θα έγραφα ένα ευχαριστήριο σημείωμα στην εταιρεία ηλεκτρισμού. Αλλά δεν πίστευα πως θα τον σκότωνες εσύ, Τόμι, γιατί οι άλλοι δεν μπορούν να το αφήσουν να περάσει έτσι. Τώρα θα συνεχίσουν να μας κυνηγούν μέχρι να ξοφλήσουμε. Εξαιτίας αυτού που έκανες, δεν έχουμε κανένα χαρτί να παίξουμε πια». Ο Τόμι τελείωσε το τσιγάρο του και τίναξε τη γόπα προς το δρόμο, παρακολουθώντας την καύτρα να γίνεται πιο λαμπερή για μια στιγμή πριν διαλυθεί στο έδαφος και σβήσει. «Αν θέλεις να φύγεις, θα το καταλάβω», είπε. «Δε θα σε κατηγορήσω γι’ αυτό». «Δε θέλω να φύγω», απάντησε ο Ντέμπσι. «Αλλά ούτε να πεθάνω θέλω». «Τι μένει λοιπόν;» «Δεν τους χρωστάς τίποτε, Τόμι. Δε χρωστάς τίποτε σε κανέναν τους». Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν, και ο Ντέμπσι ήξερε πολύ καλά ότι, για δεύτερη φορά τις τελευταίες μέρες, συζητούσε το ενδεχόμενο μιας τεράστιας πράξης προδοσίας, σαν εκείνη που ο ίδιος άφησε να εννοηθεί ότι μπορεί να είχε προκαλέσει την πτώση του Τόμι. Έσφιξε τους κοιλιακούς του, περιμένοντας να δεχτεί τη γροθιά που ίσως του έριχνε ο Τόμι, ή το χέρι που θα τον γράπωνε από το λαιμό, ή το πιστόλι κάτω από το σαγόνι του και τη λήθη που θα ακολουθούσε. Τις τελευταίες βδομάδες και μήνες είχαν υπάρξει στιγμές που σκέφτηκε ότι μπορεί και να καλοδεχόταν τη γαλήνη που θα του έφερνε μια σφαίρα. Αλλά ο Τόμι δεν έκανε καμιά κίνηση, ούτε έδειξε να θύμωσε ή έστω να ξαφνιάστηκε. Φάνηκε μάλιστα να συλλογίζεται το ενδεχόμενο για μια στιγμή, και μετά να το απορρίπτει. Για πρώτη φορά, ο Ντέμπσι κατάλαβε πραγματικά ότι ο Τόμι είχε αφεθεί σ’ αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Ετούτο το γεμάτο σκουπίδια και αγριόχορτα πάρκινγκ ήταν η Γεθσημανή του. Μόνο η σκέψη της ανιψιάς του τον εμπόδιζε να αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο τους εχθρούς του και να αποδεχτεί την ετυμηγορία που του επιφύλασσαν. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Μάρτιν. Το ξέρεις ότι δεν μπορώ». Ακούμπησε απαλά το χέρι του στην καρδιά του Ντέμπσι και χτύπησε το δάχτυλό του στο ρυθμό των παλμών της. «Και ούτε εσύ μπορείς να το κάνεις. Αν μπορούσες, θα φρόντιζα να ζήσω αρκετά ώστε να σε σκοτώσω εγώ. Δεν είμαστε προδότες, Μάρτιν. Όχι προδότες, ποτέ». Ο Ντέμπσι έγνεψε λυπημένα. «Έχεις δίκιο. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Υποθέτω πως φοβάμαι». «Δε χρειάζεται να φοβάσαι, Μάρτιν. Μπορεί και να γλιτώσουμε τελικά. Αλλά κι αν δεν τα καταφέρουμε, θα είμαι πλάι σου όταν έρθει το τέλος. Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι;» Το χέρι του πήγε από το στήθος του Ντέμπσι στο σβέρκο του και το κάλυψε με τη μεγάλη παλάμη του. Η κίνησή του δεν έκρυβε απειλή. Ήταν μια στιγμή επαφής ανάμεσα σε έναν πατέρα και στον αγαπημένο, αν και μερικές φορές δύστροπο, γιο του, μια χειρονομία με την οποία ο μεγαλύτερος άντρας έδινε στον νεότερο να καταλάβει ότι θα τον καθοδηγούσε στο σωστό μονοπάτι. Ο Ντέμπσι γνώριζε καλά τον Τόμι, είχε μάθει να ερμηνεύει τις διαθέσεις του και τις σιωπές του, τις διακυμάνσεις της φωνής του και το νόημα που έκρυβαν οι σύντομες παύσεις του λόγου του. Έκλεισε τα μάτια και μύρισε την ανάσα του Τόμι στο πρόσωπό του, τον ιδρώτα από το ταξίδι, τον καπνό στα μαλλιά και στα ρούχα του. Στο νου του ήρθε ο δικός του πατέρας. Πόσα χρόνια είχε να τον δει, έξι, εφτά; Ποτέ δεν ήταν δεμένοι οι δυο τους, και ο θάνατος της μητέρας του δεν τους είχε φέρει πιο κοντά. Ο πατέρας του τώρα ζούσε κάπου έξω από το Φοίνιξ, σε ένα σπίτι που είχε

αγοράσει με τα λεφτά της ασφάλειας της δεύτερης συζύγου του. Ο γέρος είχε θάψει δύο από τις γυναίκες του, και ο Ντέμπσι πίστευε ότι μπορεί να έθαβε καμιά δυο ακόμη. Ήταν σκληρός άνθρωπος, αλλά γοήτευε τις γυναίκες, τις γοήτευε και μετά τις προσγείωνε σωριάζοντάς τες στο έδαφος. Ο Ντέμπσι δεν είχε πάει ποτέ στο Φοίνιξ. Αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε πια να το επισκεφθεί. Ο Τόμι πήρε το χέρι του και τον χτύπησε χαϊδευτικά στην πλάτη. «Πάμε μέσα. Κάνει κρύο εδώ πέρα». «Σκόπευα να παραγγείλω πίτσα. Από το πρωί δεν έχω φάει τίποτε. Θέλεις κάτι;» «Όχι, είμαι εντάξει». «Πρέπει να φας, Τόμι. Δε σου κάνει καλό να μένεις νηστικός. Θα χρειαστείς τη δύναμή σου. Εμείς θα χρειαστούμε τη δύναμή σου». «Έχεις δίκιο, Μάρτιν. Ειδοποίησέ με όταν έρθει. Ίσως φάω ένα κομμάτι από τη δική σου». Ξαναγύρισαν στο μοτέλ. Ο Ράιαν στεκόταν στην ανοιχτή πόρτα του δωματίου τους. Όταν τους είδε να έρχονται, μπήκε μέσα. Ο Ντέμπσι πρόσεξε πόσο ασάλευτη ήταν η νύχτα, πόσο ήσυχη. Οι φωνές τους θα πρέπει να είχαν φτάσει στ’ αυτιά του Ράιαν. Ανέκαθεν ήταν περίεργος ο Ράιαν. Πάντα άκουγε προσεκτικά. Ποιος του το είχε πει αυτό; Το θυμήθηκε: ο Τζόι Τούνα. Ο γερο-Τζόι, που τον εμπιστεύονταν όλοι, ή έτσι λεγόταν τουλάχιστον, αλλά που ο ίδιος δεν εμπιστευόταν κανέναν. Ο κύριος Αναντικατάστατος. Ο φίλος όλων. Τώρα πια είχε φύγει, αλλά θα έπαιρνε την εκδίκησή του, ακόμη και πέρα από τον τάφο. Θα βρίσκονταν άνθρωποι που θα σκότωναν στο όνομά του, που δημόσια θα πενθούσαν το θάνατό του, έστω και αν ιδιαιτέρως θα εξέφραζαν την ανακούφισή τους, επειδή αυτός που είναι φίλος όλων δεν έχει στην πραγματικότητα κανένα φίλο. «Πόσο θα μείνουμε εδώ, Τόμι;» ρώτησε ο Ντέμπσι καθώς χωρίζονταν. «Όχι πολύ. Θα περιμένουμε, και μετά θα κινηθούμε». «Τι περιμένουμε;» «Ένα τηλεφώνημα. Μόνο ένα τηλεφώνημα». Ο Τόμι μπήκε στο δωμάτιό του και έκλεισε την πόρτα, και ο Ντέμπσι πήγε να βρει τον Ράιαν. Είχε ξαπλώσει σε ένα από τα κρεβάτια και έκανε ζάπινγκ στην τηλεόραση. Το δωμάτιο ήταν πιο καθαρό απ’ όσο περίμενε ο Ντέμπσι. Όλα φαίνονταν φθαρμένα, αλλά είχε μείνει σε δωμάτια ξενοδοχειακών αλυσίδων που ήταν χειρότερα. Ήταν λες και το γραφείο υποδοχής και η γυναίκα αποτελούσαν μια δοκιμασία, και το δωμάτιο ήταν η ανταμοιβή όποιου την περνούσε με επιτυχία, όποιου δεν είχε απατηθεί από τα φαινόμενα. Ο Ράιαν δε μίλησε. Ο Ντέμπσι σκέφτηκε πως μπορεί να είχε κακιώσει. «Θα παραγγείλω», είπε. «Πεινάς;» Ο Ράιαν κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Είχε βρει στην τηλεόραση την κωμική σειρά που παρακολουθούσε η γυναίκα στο γραφείο. Αυτές οι σειρές φαίνονταν αέναα εγκλωβισμένες σε μια χρονική λούπα, μια κόλαση με γέλιο κονσέρβα για υπόκρουση. Ο Ντέμπσι δε σπαταλούσε σε τέτοια το χρόνο του. Από το δωμάτιο μπορούσες να κάνεις μόνο τοπικά τηλεφωνήματα, χωρίς χρέωση. Ο Ντέμπσι παρήγγειλε μια πίτσα μαργαρίτα σαράντα πόντων, σίγουρος πως όταν θα ερχόταν το φαγητό ο Ράιαν και ο Τόμι θα έτρωγαν κανονικά. Όταν όμως έφτασε η πίτσα, ο Ράιαν είχε ήδη αποκοιμηθεί, και το δωμάτιο του Τόμι ήταν σκοτεινό. Ο Ντέμπσι χτύπησε σιγανά την πόρτα, αλλά δεν πήρε απάντηση. Έφαγε μόνος, με την κωμική σειρά να παίζει χωρίς ήχο στην τηλεόραση, χαμένος στη ματαιότητα

της όλης κατάστασης. Αφού χόρτασε, βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο και πήγε στο κοντινό μπαρ. Δε διέφερε ουσιαστικά από το μοτέλ: τίποτε το ελκυστικό εξωτερικά, αλλά μέσα ήταν απλό και ζεστό. Δεξιά στην πόρτα υπήρχε ένα μπιλιάρδο, και στα αριστερά ένα τζουκμπόξ που έπαιζε το «Waiting for Columbus». Όλα τα τραπέζια ήταν άδεια, αλλά τρεις άντρες και μία γυναίκα κάθονταν στο μπαρ. Η γυναίκα είχε τα χέρια της πάνω στα πόδια των αντρών δίπλα της, και το γόνατο του τρίτου άντρα ήταν ανάμεσα στα δικά της πόδια. Εκείνη χαμογέλασε στον Ντέμπσι, σαν να τον καλούσε να μπει στην παρέα, κι αυτός ανταπέδωσε το χαμόγελο και μετά κάθισε όσο πιο μακριά γινόταν από την ομάδα, πίσω από μια κολόνα που τον έκρυβε. Ο μπάρμαν τού είπε ότι θα έκλεινε σε λίγο, αλλά κανείς δεν έδειχνε να βιάζεται να φύγει, και οι εραστές είχαν μπροστά τους διάφορα ποτά και μπίρες που φαίνονταν ότι είχαν βγει πρόσφατα από το ψυγείο. «Θα πιω μόνο ένα τελευταίο», είπε ο Ντέμπσι στον μπάρμαν, ακούμπησε ένα δεκαδόλαρο και ένα πεντοδόλαρο στον πάγκο, παρήγγειλε μια μπίρα με ουίσκι, και είπε στον μπάρμαν να κρατήσει τα ρέστα για τον κόπο του. Όταν εκείνος πήγε να το ετοιμάσει, ο Ντέμπσι τον σταμάτησε και του είπε να το φτιάξει με Τζακ Ντάνιελ’ς. «Δεν έχει τόση σημασία, αφού θα το προσθέσεις στην μπίρα», είπε ο μπάρμαν. «Για μένα έχει». «Δικά σου είναι τα λεφτά». «Λυπάμαι που θα μικρύνει το φιλοδώρημά σου». «Μη λυπάσαι. Το μπαρ είναι δικό μου». Ο τύπος ήταν εξηντάρης. Δίδυμες ουλές διέτρεχαν και τους δύο πήχεις του από τους αγκώνες μέχρι τους καρπούς. Είδε τον Ντέμπσι να τις κοιτάζει και είπε: «Από μοτοσικλέτα». «Υπέθεσα πως ήταν αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά θα δεχτώ την ιστορία με τη μοτοσικλέτα». Ο μπάρμαν γέλασε συγκρατημένα. Ο ήχος θύμιζε λάσπη που ανάβλυζε σε ζεστό λάκκο. «Μένεις στο μοτέλ;» «Ναι». «Γνώρισες την Μπρέντα;» Η ερώτηση προκάλεσε γέλια από την ομάδα που καθόταν στην άλλη άκρη του μπαρ. «Δεν ξέρω. Πώς είναι;» «Η γριά γκιόσα στο γραφείο. Με γυαλιά. Μια χοντρή, πολύ χοντρή γυναίκα». «Ναι, τη γνώρισα. Μου είπε πως έχεις αχινούς, αλλά πως δε θα πρέπει να τους δοκιμάσω». Τα λόγια αυτά προκάλεσαν ξανά συγκρατημένα γέλια στον μπάρμαν, και έκαναν τους εραστές να ξεκαρδιστούν. «Α, ναι... αχινούς», είπε ο μπάρμαν και σκούπισε από τα μάτια του ένα δάκρυ γέλιου. «Αχ, αυτή η Μπρέντα». Και λέγοντας αυτό, άφησε τον Ντέμπσι να πιει το ποτό του. Εκείνος δεν μπόρεσε να δει πουθενά αχινούς. Το θέμα δεν τον απασχόλησε και πολύ. Μετά το «Old Folks Boogie», στο τζουκμπόξ άρχισε να παίζει το «Time Loves a Hero». Ο μπάρμαν μιλούσε με την παρέα στο μπαρ. Του παρήγγειλαν και άλλα ποτά, κι εκείνος τους σέρβιρε, παρ’ ότι δεν είχαν τελειώσει τα προηγούμενα, ενώ η προειδοποίηση ότι το μπαρ θα έκλεινε σύντομα φαινόταν να έχει ξεχαστεί. Κέρασαν τον Ντέμπσι άλλη μια μπίρα με ουίσκι, κι εκείνος τους έπιασε την υποχρεωτική ευγενική ψιλοκουβέντα τεντώνοντας το λαιμό του για να τους δει πέρα από την κολόνα, αλλά κατάλαβαν πως ήθελε να μείνει στην ησυχία του, και περνούσαν πάρα πολύ καλά για να τον παρεξηγήσουν. Από το

τζουκμπόξ ακούστηκε το «Mercenary Territory», και ο Λόουελ Τζορτζ άρχισε να τραγουδά για τις τύψεις που δεν ένιωθε, ενώ το δεύτερο ποτό φάνηκε πικρό στον Ντέμπσι, μολονότι είχε δει τον μπάρμαν να γεμίζει το σφηνάκι και δεν είχε προσέξει τίποτε παράξενο. Πήγε στην τουαλέτα και όταν γύρισε βρήκε τον Ράιαν να στέκεται στο μπαρ. Ο Ράιαν ήταν τσιτωμένος, και η έντασή του είχε μεταδοθεί στους υπόλοιπους, όπως φάνηκε από την πεσμένη κουβέντα, ενώ η γυναίκα δεν έδειχνε πια τόση οικειότητα στους άντρες. Ο Ντέμπσι διέκρινε το σχήμα του πιστολιού κάτω από το πουκάμισο του Ράιαν. Δεν ήξερε αν οι άλλοι το είχαν προσέξει. Βλακεία. Μεγάλη βλακεία, πολύ μεγάλη βλακεία. «Κάθισε», είπε στον Ράιαν. «Θα σε κεράσω ένα ποτό». Φώναξε τον μπάρμαν. «Προλαβαίνουμε να πάρουμε κάτι για το φίλο μου;» Εκείνος κοίταξε επιδεικτικά το ρολόι του, αλλά δεν αρνήθηκε να σερβίρει. Ο Ράιαν τράβηξε ένα σκαμπό, αλλά δε γύρισε να κοιτάξει τον Ντέμπσι. Είχε το βλέμμα στυλωμένο μπροστά του. «Τι κάνεις;» τον ρώτησε. «Τι βλέπεις να κάνω; Πίνω ένα ποτό». «Ξύπνησα και δεν ήσουν εκεί». «Δε μου λες, παντρεμένοι είμαστε;» Ο Ντέμπσι ήπιε μια γουλιά από το ποτό του, προσπαθώντας να δείχνει αδιάφορος, αλλά το χέρι του έτρεμε. «Πήρες τα τηλέφωνά σου μαζί;» «Όχι, τα άφησα στο δωμάτιο. Τι σε νοιάζει εσένα;» Ο μπάρμαν έφερε άλλη μια μπίρα με ουίσκι, και ο Ντέμπσι άφησε ένα πενηντάρικο στον πάγκο και του είπε να τους κεράσει όλους ένα γύρο και να πιει κι αυτός ένα ποτό. Ο μπάρμαν κράτησε μόνο το ποσό για το ποτό του Ράιαν και έδωσε τα ρέστα στον Ντέμπσι. «Κλείνω τώρα το ταμείο», δήλωσε. «Δε θα μείνουμε πολύ», είπε ο Ντέμπσι. «Πότε πότε περνάνε οι μπάτσοι από δω», σχολίασε ο μπάρμαν, και ο Ντέμπσι κατάλαβε πως είχε δει το όπλο του Ράιαν. «Κατάλαβα. Ευχαριστώ για την προειδοποίηση». Ο μπάρμαν απομακρύνθηκε. Ο Ράιαν δεν ανακάτεψε το σφηνάκι με την μπίρα, αλλά το ήπιε χώρια. «Χρησιμοποίησες το τηλέφωνο εδώ πέρα;» ρώτησε. «Τι σ’ έπιασε; Τι σόι ερώτηση είναι αυτή;» Η ράχη του Ράιαν ήταν ολόισια σαν βέργα. Εξακολουθούσε να μην κοιτάζει τον Ντέμπσι. «Σου έκανα μια ερώτηση. Χρησιμοποίησες το τηλέφωνο;» «Όχι, δε χρησιμοποίησα το τηλέφωνο. Μήπως θέλεις να ρωτήσεις τον μπάρμαν; Γιατί δεν παίρνεις τα αποτυπώματα από τη συσκευή; Έλεος, Φράνκι, ποιο είναι το πρόβλημα;» Ο Ράιαν χαλάρωσε κάπως, και ο Ντέμπσι συνειδητοποίησε ότι ο συνεργάτης του δεν ήταν θυμωμένος, αλλά φοβισμένος. Τον έπιασε από το μπράτσο και τον ένιωσε να τρέμει. «Μίλα μου», του είπε. «Νόμισα πως με άφησες», είπε ο Ράιαν. «Ότι μας πούλησες». «Τι; Πώς σου ’ρθε τέτοιο πράγμα; Δε σου έδωσα ποτέ δικαίωμα να το σκεφτείς αυτό». «Σε άκουσα να μιλάς με τον Τόμι. Δεν έπιασα όλη την κουβέντα, μόνο ένα μέρος της. Μιλούσες για κάποιο χαφιέ, του είπες ότι ο Τζόι Τούνα δεν ήθελε να είμαι μπροστά όταν μιλούσατε. Ήταν σαν

να μη μου είχες εμπιστοσύνη, σαν να πίστευες ότι δεν είμαι εντάξει». Πώς είχε ακουστεί τόσο μακριά η κουβέντα τους; διερωτήθηκε ο Ντέμπσι. Πόσα είχε ακούσει άραγε ο Ράιαν τον τελευταίο καιρό; «Ξέρω πως είσαι εντάξει, Φράνκι. Ανέκαθεν ήσουν ξηγημένος. Παραδέχομαι πως είχαμε τις διαφορές μας, αλλά ποτέ δεν αμφέβαλα για σένα». «Δεν ήμουν εγώ ο χαφιές, Ντέμπσι. Σ’ τ’ ορκίζομαι». «Ποτέ δεν πίστεψα ότι ήσουν χαφιές. Κοίτα, καλά καλά δεν ξέρω αν υπήρξε χαφιές. Απλώς έλεγα μεγαλόφωνα τις σκέψεις μου στον Τόμι». Τώρα ο Ράιαν γύρισε και τον κοίταξε. Είναι σαν παιδί, σκέφτηκε ο Ντέμπσι, ένα οπλισμένο παιδί που ονειρεύεται ότι σκοτώνει άλλα παιδιά. «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι, Μάρτιν, χωρίς να θυμώσεις;» «Και βέβαια μπορείς». «Και δε θα το πάρεις προσωπικά, ούτε θα πεις ψέματα». «Σ’ το υπόσχομαι». «Εσύ μίλησες στον Όουενι και τον Τζόι Τούνα;» Η ερώτηση ήταν τόσο εξωφρενική, που ο Ντέμπσι κόντεψε να πέσει κάτω. Δεν μπορούσε καν να φανταστεί πού είχε βρει ο Ράιαν τα κότσια να τον ρωτήσει τέτοιο πράγμα. Αυτό που τον ρωτούσε ήταν αν τους είχε καρφώσει στον Όουενι και τον Τζόι. Τι θα γινόταν αν του έλεγε «Ναι»; Θα τραβούσε ο Ράιαν το πιστόλι του και θα τον σκότωνε; Τι περνούσε από το μυαλό του; Μα ο Ντέμπσι ήξερε τι περνούσε από το μυαλό του Ράιαν. Το ήξερε γιατί δεχόταν τις ίδιες πιέσεις, και είχε κάνει τους ίδιους συσχετισμούς. Σκοτώνοντας τον Τζόι, ο Τόμι τους είχε σκοτώσει όλους. Έτσι και έμεναν μαζί, οι άλλοι δε θα άφηναν κανέναν τους να γλιτώσει, όμως ένας μόνος του ίσως να ζούσε λίγο περισσότερο αν έδινε τους άλλους στον Όουενι και στους δικούς του. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα τηλεφώνημα, και την ώρα που θα γκρέμιζαν τις πόρτες του μοτέλ, θα βροντούσαν τα πιστόλια και θα έρεε το αίμα, τότε ίσως να θυμόνταν ότι εσύ ήσουν αυτός που τους παρέδωσε τον Τόμι Μόρις, και ίσως να τηρούσαν την υπόσχεση που σου είχαν δώσει. Ίσως. «Όχι, Φράνκι, δεν τους μίλησα εγώ. Η μητέρα μου έχει πεθάνει, αλλά σου ορκίζομαι στη ζωή του πατέρα μου και στη δική μου. Ποτέ δεν τους είπα τίποτα». Ο Ράιαν τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και μετά στράφηκε πάλι αλλού. «Σε πιστεύω», είπε. «Θα το καταλάβαινα αν έλεγες ψέματα». Ο Ντέμπσι συνειδητοποίησε ότι τόση ώρα κρατούσε το ποτήρι του πάρα πολύ σφιχτά, έτοιμος να το χρησιμοποιήσει εναντίον του Ράιαν αν διαπίστωνε ότι εκείνος αφηνόταν να παρασυρθεί από τους φόβους του. «Έπρεπε να σου κάνω την ερώτηση», είπε ο Ράιαν. Αν και πίστευε ότι ο Ντέμπσι ήταν ζώο, ήξερε ότι αντιπροσώπευε την καλύτερη ελπίδα επιβίωσης για τον Τόμι και για τον ίδιο, επειδή αυτοί που τους κυνηγούσαν ήταν ακόμη χειρότεροι. Αυτό που είχε σημασία ήταν μόνο πως ο Ντέμπσι ήταν αξιόπιστος. «Τέλειωσε το ποτό σου», του είπε εκείνος, και οι δύο άντρες συνέχισαν να κάθονται σιωπηλοί μέχρι που χαμήλωσαν τα φώτα, άδειασε το μπαρ, εξαφανίστηκε ο μπάρμαν και έμειναν μόνοι τους με τον Λόουελ Τζορτζ να τραγουδά το «Willin’», όλοι ξάγρυπνοι, όλοι περιμένοντας ένα σινιάλο για να κάνουν την κίνησή τους.

Κυκλοφορούσαν ελάχιστα οχήματα όταν τελικά έφυγαν από το μπαρ. Δεν έδωσαν σημασία, και έτσι κανείς τους δεν πρόσεξε το αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο στις σκιές στην απέναντι μεριά του δρόμου, ούτε τους επιβάτες του: ένα ζευγάρι γύρω στα τριάντα. Η αλογομούρα καθόταν στο τιμόνι χωρίς να φοβάται ή να κλαίει όπως έκανε στον Περιπλανώμενο, και πλάι της ήταν ο σύντροφός της, ντυμένος με χακί παντελόνι και μπλούζα πόλο, με το μαλλί στην τρίχα. Παρακολουθούσαν ανέκφραστοι τους δύο άντρες να απομακρύνονται. *** Σαίξπηρ, Ερρίκος Δ΄, μτφρ. Β. Ρώτα. (Σ.τ.Μ.)

23 ΟΡάνταλ ξύπνησε πάλι μέσα στο σιωπηλό σπίτι. Ήταν ανήσυχος. Δεν καταλάβαινε. Το κορίτσι δεν είχε γυρίσει ακόμη. Πού ήταν; Αφουγκράστηκε, περιμένοντας σχεδόν να ακούσει τον ήχο της τηλεόρασης από το κάτω πάτωμα. Δεν επέτρεπε στην κοπελίτσα να παρακολουθεί τηλεόραση μετά τις δέκα το βράδυ, αλλά μερικές φορές εκείνη το έκανε, και ο Ράνταλ δεν της πήγαινε κόντρα, εκτός κι αν είχε τις κακές του. Τώρα όμως δεν ακουγόταν τίποτε πέρα από τον ήχο της ίδιας της ανάσας του στο δωμάτιο. Κατά καιρούς ο Ράνταλ άκουγε μουσική αργά τη νύχτα: Σούμαν, Τσαϊκόφσκι, Σοπέν. Είχε μια συλλογή από δίσκους βινιλίου και ένα καλό πικάπ. Πίστευε ότι ιδιαίτερα η κλασική μουσική ακουγόταν καλύτερα στο βινίλιο: ότι ήταν πιο ζεστή, πιο ανθρώπινη. Ανέκαθεν ήθελε να γίνει πιανίστας, αλλά τα λιγοστά μαθήματα που είχε κάνει μετά την αποφυλάκισή του είχαν αποκαλύψει την απόλυτη έλλειψη ταλέντου και επιμέλειας. Θα μπορούσε να είχε επιμείνει, αλλά προς τι; Δε θα κατάφερνε ποτέ να προσεγγίσει έστω και στο ελάχιστο τη μεγαλοφυΐα του Ασκενάζι ή του Τσίμερμαν, του μεγάλου ερμηνευτή του Σοπέν, καλύτερου ακόμη κι από τον Ρούμπινσταϊν. Έτσι αρκέστηκε να θαυμάζει τη μεγαλοσύνη των άλλων, και επέτρεπε στη μικρή να ακούει κι εκείνη, αν το ήθελε. Τις περισσότερες φορές όμως, εκείνη είχε την τάση να ξεγλιστρά. Δυσφορούσε με όλες τις πολυτέλειες που επέτρεπε ο Ράνταλ στον εαυτό του, με οτιδήποτε του χάριζε γαλήνη και απόλαυση. Κι όμως, της συγχωρούσε τα νευράκια της, επειδή ήταν πιτσιρίκα και συνάμα γριά. Πού ήταν τώρα; Ο Ράνταλ ήθελε να μάθει. Δεν έπρεπε να τελειώσει έτσι η σχέση τους. Είχε πρωτοεμφανιστεί μπροστά του ενώ εκείνος καθόταν σε ένα κελί στο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος. Τον είχαν απομονώσει από τους άλλους κρατούμενους για τη δική του ασφάλεια. Την επόμενη μέρα θα τον μετέφεραν στο αναμορφωτήριο, όπου θα παρέμενε μέχρι τη δίκη του. Δε θα γινόταν αίτηση αποφυλάκισης με εγγύηση. Δεν το επέτρεπε η φύση του εγκλήματος, έτσι κι αλλιώς όμως οι Αρχές πίστευαν ότι τα αγόρια θα ήταν ίσως ασφαλέστερα αν έμεναν μακριά από τα σπίτια τους. Μολονότι δεν είχε προσδιοριστεί η ταυτότητα των δολοφόνων της Σελίνα Ντέι, ακόμη και τα πουλιά στα δέντρα φώναζαν τα ονόματά τους. Μια θεία της Σελίνα έδωσε συνέντευξη στην τηλεόραση και είπε ότι δεν μπορούσε να βρει στην καρδιά της τη δύναμη να συγχωρήσει αυτούς που είχαν ξεριζώσει την ανιψιά της από τον κόσμο, έστω και αν ήταν κι οι ίδιοι παιδιά. Όταν τη ρώτησαν αν εξέφραζε τις απόψεις όλης της οικογένειας της Σελίνα, εκείνη απάντησε δηκτικά ότι εξέφραζε τις απόψεις «όλων των καλών ανθρώπων». Η μητέρα της Σελίνα δεν έκανε κανένα σχόλιο για τη σύλληψη των δολοφόνων της κόρης της. Δεν επρόκειτο να φέρει πίσω το κοριτσάκι της, και οι ηλικίες των αγοριών που φέρονταν αναμεμειγμένα είχαν απλώς εντείνει τη φρίκη της πράξης τους. Στα μέσα ενημέρωσης δε δόθηκαν πολλά περιθώρια να την πλησιάσουν, αφού η μαύρη κοινότητα περιέβαλλε προστατευτικά την οικογένεια Ντέι, και έτσι δεν υπήρχαν κάμερες για να αποκαλύψουν μια γυναίκα γύρω στα πενήντα πέντε που πλησίασε στο σπίτι των Ντέι και χτύπησε την πόρτα· ούτε υπήρχαν μικρόφωνα για να ακουστούν τα λόγια της όταν συστήθηκε λέγοντας πως ήταν η μητέρα του Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ. Δεν την περίμενε κανένας δημοσιογράφος με το στυλό στο χέρι για να καταγράψει τις εντυπώσεις του καθώς η μητέρα της Σελίνα Ντέι πλησίασε τη μεγαλύτερη γυναίκα και την αγκάλιασε αργά και τρυφερά· τις ένωνε το πένθος, μια και είχαν χάσει κι οι δυο τα παιδιά τους.

Μετά το αρχικό σοκ της αποκάλυψης και της ομολογίας, το αγόρι είχε αποδεχτεί την κατάστασή του με ηρεμία, ακόμη και με στωικότητα. Αργότερα, οι ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί θα εξέφραζαν την έκπληξή τους γι’ αυτό το γεγονός, και βάσει αυτού θα διατύπωναν εικασίες για το χαρακτήρα του, αλλά θα έπεφταν εντελώς έξω. Όπως ακριβώς θα συνέβαινε κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν το αγόρι δε θα ένιωθε λύπη καθώς θα συμβιβαζόταν με τις περιορισμένες δυνατότητές του στο πιάνο και θα αρνιόταν να κατηγορήσει τις Μοίρες επειδή δεν του χάρισαν τα ταλέντα που επιθυμούσε, έτσι και τότε βρήκε μέσα του μια δύναμη μετά το θάνατο του κοριτσιού. Η μετάνοια, όπως ήξερε πλέον, ήταν ένα άχρηστο συναίσθημα, η φτωχή ξαδέρφη της ενοχής. Όσο ήταν μικρός, δεν είχε τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του με αυτά τα λόγια, κι όμως από ένστικτο είχε καταλάβει ότι ήταν αλήθεια. Αν για κάποιο λόγο ένιωθε λύπη γι’ αυτό που είχαν κάνει στο κορίτσι, ήταν μόνο για όσα προέκυψαν στη συνέχεια ως αποτέλεσμα. Στο κελί έκανε πολλή ζέστη, και το κρεβάτι ήταν σκληρό. Ένας μεθύστακας από κάποιο διπλανό κελί τού είχε βάλει τις φωνές, μέχρι που ένας αστυνομικός τού είπε να το βουλώσει. Μετά ο αστυνομικός πήγε να δει τι έκανε το αγόρι. Του είχαν πάρει τα κορδόνια των παπουτσιών του και τη ζώνη του. Τότε δεν είχε καταλάβει για ποιο λόγο. Ο αστυνομικός είχε ρωτήσει αν ήταν καλά, και το παιδί είχε απαντήσει ότι ήταν εντάξει. Ζήτησε λίγο νερό, και ο αστυνομικός τού το έφερε σε ένα χάρτινο κύπελλο. Από εκεί και πέρα τον άφησαν στην ησυχία του, και δεν ξανάγινε φασαρία στα κελιά. Προσπαθούσε να κοιμηθεί, με το κεφάλι γυρισμένο στον τοίχο, όταν έπιασε τη μυρωδιά της κοπέλας. Κατάλαβε πως ήταν εκείνη επειδή εξακολουθούσε να έχει πάνω του κάτι από την οσμή της. Είχε προσπαθήσει να τη βγάλει πλένοντας τα χέρια του, αλλά η οσμή παρέμενε: φτηνό άρωμα από ψιλικατζίδικο, υπερβολικά γλυκερό και πνιγηρό. Το αγόρι δεν είχε καταφέρει να φάει το φαγητό της φυλακής επειδή είχε τη μυρωδιά της. Τον είχε μολύνει με το θάνατό της. Η οσμή τώρα ήταν πιο έντονη, πιο διαπεραστική, και το αγόρι αισθάνθηκε ένα χέρι στην πλάτη του, να τον σπρώχνει, απαιτώντας την προσοχή του. Μα δεν ήθελε να κοιτάξει. Αν κοίταζε, θα αποδεχόταν την πραγματικότητα της παρουσίας της, θα της έδινε τη δύναμη να τον εξουσιάσει, και δεν το ήθελε αυτό. Έτσι λοιπόν σφάλισε τα βλέφαρά του και έκανε πως κοιμόταν, ελπίζοντας πως εκείνη θα έφευγε. Αλλά δεν έφυγε. Αντίθετα, άρχισε να τον πασπατεύει. Άγγιξε τα μάτια του, και τα αυτιά του, και μετά του χάιδεψε τα μάγουλα πριν τον αναγκάσει να ανοίξει τα χείλη του. Εκείνος πάσχισε να κρατήσει τα δόντια του ενωμένα, αλλά του ήρθε αναγούλα και χαλάρωσε το σαγόνι του. Το χέρι της χώθηκε πιο βαθιά στο στόμα του, τα δάχτυλά της ήταν πάνω στη γλώσσα του. Τα δάγκωσε, αλλά εκείνη έσφιξε τη γλώσσα του ακόμη πιο δυνατά, και αισθάνθηκε να πνίγεται από τον εμετό του και από τη γλυκόξινη μπόχα της. Με το ένα χέρι χωμένο στα μαλλιά του και με το άλλο να κρατάει τη γλώσσα του, τον ανάγκασε να γυρίσει προς το μέρος της και να δει τι της είχαν κάνει. Δε μιλούσε ποτέ. Δεν μπορούσε να μιλήσει, αφού στη διάρκεια της επίθεσης είχε δαγκώσει τη γλώσσα της, κόβοντας το μεγαλύτερο μέρος της. Την κοίταξε κατάματα, κι εκείνη, όπως ακριβώς είχαν ελπίσει κάποτε να της κάνουν τα δυο αγόρια, μπήκε μέσα του, αναγκάζοντάς τον να χάσει κάθε δύναμη για αντίσταση. Χαλάρωσε τη λαβή της και τον φίλησε, γεμίζοντας το στόμα του με τη γεύση του αίματός της. Τότε τον κυρίευσε λήθαργος, και βυθίστηκε στον ύπνο. Όταν ξύπνησε, εκείνη είχε φύγει, αλλά ξανάρθε την ίδια νύχτα, και την επόμενη, και συνέχισε να έρχεται κάθε νύχτα από τότε. Η μόνη ανάπαυλά του ήταν στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, και έφτασε σε σημείο να δέχεται ευχάριστα τη μονοτονία, τα

επιχειρήματα και τα αντεπιχειρήματα, τις καταθέσεις των ειδικών, το γάλα και τα σάντουιτς και τα μπισκότα που του έδιναν για μεσημεριανό. Το μόνο που ευχόταν ήταν να μη βρίσκονταν εκεί οι γονείς του. Η παρουσία τους δεν τον παρηγορούσε καθόλου, αφού αισθανόταν την ντροπή τους για την κατάντια του γιου τους. Τα βράδια τον πήγαιναν πάλι στο καινούριο κελί του στο αναμορφωτήριο. Τα κελιά τα αποκαλούσαν «δωμάτια», αλλά παρέμεναν κελιά. Από ένα δωμάτιο μπορούσες να φύγεις οπότε ήθελες· δεν μπορούσες να κάνεις το ίδιο από ένα κελί. Μερικές φορές ήταν ήδη εκεί και τον περίμενε. Η μυρωδιά της έφτανε στα ρουθούνια του καθώς πλησίαζε στο κελί του, και τότε το βήμα του γινόταν αργό, αναγκάζοντας το φύλακα να τον κατευθύνει, κρατώντας τον με το ένα χέρι από το μπράτσο και σπρώχνοντάς τον με το άλλο χέρι στην πλάτη. Άλλοτε εμφανιζόταν μόνο όταν έπεφτε το σκοτάδι και εκείνος άρχιζε πια να αναρωτιέται τι είχε απογίνει. Δεν του επέτρεπαν να μιλήσει με το συγκατηγορούμενό του, οπότε δεν μπορούσε να τον ρωτήσει αν εμφανιζόταν και σ’ αυτόν, αν μοίραζε το χρόνο της ανάμεσά τους σαν τσουλί που δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιος εραστής τής άρεσε περισσότερο. Μα πώς ήταν δυνατόν να βρισκόταν και με τους δύο; Περνούσε κάθε νύχτα μαζί του. Όποτε άνοιγε τα μάτια του, ήταν εκεί. Πάντα εκεί. Όταν κόντευε να κλείσει τα δεκαοχτώ, τον μετέφεραν σε ένα άλλο σωφρονιστικό κατάστημα, και εκείνη τον ακολούθησε. Για ένα διάστημα τον υποχρέωσαν να μοιράζεται το κελί του, αλλά αυτή η διευθέτηση δεν κράτησε πολύ. Ο συγκρατούμενός του τον περνούσε κατά δέκα χρόνια και μύριζε ξινισμένο γάλα. Το ένα μάτι του ήταν μικρότερο από το άλλο, και οι βλεφαρίδες του ήταν κολλημένες με μια κρούστα ξερής βλέννας. Τα νύχια των χεριών του ήταν στρεβλά, θυμίζοντας αγκάθια. Δε μιλούσε, ποτέ. Απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα, ούτε κοιμόταν ποτέ, αφού το αγόρι, καθώς στριφογύριζε στην κουκέτα του, διέκρινε το περίγραμμα του κεφαλιού του να κρέμεται από την άκρη της πάνω κουκέτας και να τον παρακολουθεί. Την τρίτη νύχτα, ενώ κοιμόταν, δέχτηκε επίθεση. Ήξερε τι ήθελε ο μεγαλύτερος άντρας, και προσπάθησε να τον απωθήσει. Τελικά ένας φύλακας άκουσε τις φωνές του αγοριού, και την επόμενη μέρα το μετέφεραν στο κελί μιας άλλης πτέρυγας, ενώ ο συγκρατούμενός του οδηγήθηκε στην απομόνωση. Η κοπέλα παρηγόρησε το αγόρι. Αυτή τον κρατούσε αγκαλιά στο σκοτάδι. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να του κάνει κακό. Σε κανέναν, εκτός από την ίδια. Ύστερα από τρεις μέρες, ο βασανιστής του αυτοκτόνησε στην απομόνωση κόβοντας μια αρτηρία στο αριστερό του μπράτσο, σκίζοντας τη σάρκα του με ένα σκουριασμένο καρφί. Εκείνη τη νύχτα το αγόρι ένιωσε ότι η μυρωδιά της ήταν διαφορετική. Μύριζε ξινισμένο γάλα. Το αγόρι δε μιλούσε ποτέ γι’ αυτή στους ψυχιάτρους ή στους φρουρούς, ούτε σε κανέναν άλλο. Δεν έπρεπε να αναφερθεί ποτέ η ύπαρξή της. Το αγόρι ήταν δικό της, και εκείνη ήταν δική του. Τη φοβόταν, αλλά πίστευε ότι μπορεί σχεδόν και να την αγαπούσε. Τώρα, χρόνια αργότερα, σ’ ένα άλλο δωμάτιο, σε μια άλλη Πολιτεία, ευχήθηκε να εμφανιστεί πάλι η κοπέλα, να επιβεβαιώσει πως η ιστορία είχε λήξει επιτέλους. Λες κι εκείνη ανταποκρίθηκε στην ευχή του, ο Ράνταλ ξαφνικά ένιωσε τη μυρωδιά της. Γύρισε ανάσκελα στο κρεβάτι και την είδε, καθισμένη ανακούρκουδα στις σκιές, να τον παρατηρεί. Το έντονο ξάφνιασμα τον έκανε να βγάλει μια κραυγή. Η κοπέλα σπάνια το έκανε πια αυτό. Αν έμπαινε στο δωμάτιό του τη νύχτα, χωνόταν κάτω από τα σκεπάσματα στη βάση του κρεβατιού και γλιστρούσε στο πλευρό του· ή, αν είχε τις κακές της, τον ξεσκέπαζε ή έξυνε το παράθυρο με τα νύχια της, εμποδίζοντάς τον να κοιμηθεί.

Αλλιώς, περιοριζόταν στα δικά της μέρη, και ιδίως στο υπόγειο. Η συμπεριφορά της όμως είχε αλλάξει από τη μέρα της επίσκεψης του ντετέκτιβ, και ο Ράνταλ ήταν βέβαιος ότι η απουσία της είχε σχέση μ’ εκείνον. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που κάποιος ξένος ήταν στο σπίτι του. Η συμπεριφορά του δεν παραξένευε κανέναν στο Πάστορ’ς Μπέι. Όσο πιο βόρεια πήγαινε κανείς στην Πολιτεία, τόσο πιθανότερο ήταν να συναντήσει οικογένειες ή μεμονωμένα πρόσωπα που δεν ήθελαν να τους ενοχλήσει κανείς, που τους άρεσε η μοναξιά. Το Μέιν ήταν μια Πολιτεία με σκόρπια σπίτια, σκόρπιες πόλεις, σκόρπιους ανθρώπους. Αν ήθελες να ζει κάποιος τόσο κοντά σου ώστε να σε ακούει όταν ξυνόσουν, υπήρχαν μεγάλες πόλεις που θα σου ταίριαζαν καλύτερα. Αν ήθελες να ξύνεσαι με την ησυχία σου, τότε το Μέιν ήταν ό,τι έπρεπε για σένα. Ακόμη και οι ντόπιοι πελάτες του Ράνταλ σπάνια προχωρούσαν πέρα από το χολ όταν περνούσαν από το σπίτι του για να του αφήσουν χαρτιά ή για να ξεκαθαρίσουν κάποιο επαγγελματικό ζήτημα. Από ευγένεια συνήθως τους πρόσφερε καφέ ή τους έλεγε να καθίσουν, αλλά εκείνοι δύσκολα δέχονταν την προσφορά του, και όποτε το έκαναν, η κοπέλα έδειχνε ελάχιστο ενδιαφέρον γι’ αυτούς. Με τον τρόπο της, ήταν κι εκείνη μια μοναχική ψυχή σαν τον ίδιο τον Ράνταλ. Ήταν δίδυμα σκοτεινά αστέρια, δεμένα από την έλξη της βαρύτητας του παρελθόντος. Πάντως, ο Ράνταλ δεν ήταν ερημίτης. Πήγαινε στις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου, και είχε αναλάβει τα λογιστικά του Δήμου δωρεάν. Βοηθούσε σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, έβγαινε με το φτυάρι του το χειμώνα για να ανοίξει μονοπάτια για τους πρεσβύτερους, και μάλιστα, για πολύ λίγο, είχε συνδεθεί με μια διαζευγμένη που είχε έρθει να ζήσει στο Πάστορ’ς Μπέι από το Κεμπέκ για να ζωγραφίζει τοπία και δούλευε εθελοντικά στη βιβλιοθήκη. Η διστακτική σχέση τους είχε προκαλέσει ορισμένα κουτσομπολιά στην πόλη, κυρίως γιατί όλοι γενικά είχαν υποθέσει ότι ο Ράνταλ Χέιτ ήταν ομοφυλόφιλος. Το γεγονός ότι δεν ήταν απογοήτευσε όσους πίστευαν ότι η παρουσία ενός ομοφυλόφιλου λογιστή, έστω και κρυφού, πρόσθετε λίγο απαραίτητο χρώμα στο κοινωνικό πρόσωπο του Πάστορ’ς Μπέι, και καταβλήθηκαν έντονες προσπάθειες να ανακαλύψουν κάποιον άλλο πιθανό ομοφυλόφιλο ώστε να αποκατασταθεί η έξωθεν ανισορροπία. Η σχέση αυτή καθαυτή δεν είχε άσχημο τέλος. Δεν έγινε κανένας μεγάλος καβγάς, ούτε ο ένας εκτόξευσε κατηγορίες ότι ο άλλος τον είχε εξαπατήσει. Ο Ράνταλ είχε σταματήσει απλώς να της τηλεφωνεί, και μετά έφυγε από την πόλη για δύο βδομάδες με το αυτοκίνητό του χωρίς να της πει πού πήγαινε, ή πότε μπορεί να γύριζε. Όταν επέστρεψε, η γυναίκα είχε μαζέψει τα πράγματά της και ετοιμαζόταν να φύγει, αφού είχε αποφασίσει ότι μπορούσε κάλλιστα να ζωγραφίζει σε ένα μέρος όπου υπήρχαν περισσότερα από δύο μπαρ, και περισσότεροι από δύο υποψήφιοι σύζυγοι. Πάντως, της άρεσε ο Ράνταλ. Είχε πει σε κάποιες φίλες της ότι δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο είχε ξαφνικά χάσει το ενδιαφέρον του. Αλλά το κορίτσι ήξερε γιατί ο Ράνταλ είχε σταματήσει να τηλεφωνεί στη γυναίκα. Του είχε φτιάξει μια ζωγραφιά. Είχε χρησιμοποιήσει πολύ κόκκινο χρώμα, και δίπλα στη ζωγραφιά είχε αφήσει ένα σκουριασμένο καρφί, για την περίπτωση που ο Ράνταλ δεν έπιανε αμέσως το νόημα. Ήταν δικός της, μόνο δικός της. Ύστερα από τόσο καιρό που ήταν μαζί, δεν επρόκειτο να ανεχτεί το ενδεχόμενο να μπει τρίτο πρόσωπο ανάμεσά τους. Ο Ράνταλ είχε κι εκείνος βιώσει μια ανάλογη έντονη αίσθηση προδοσίας τις δύο φορές που είχε κοιμηθεί με τη γυναίκα από το Κεμπέκ στην ακατάστατη κρεβατοκάμαρά της, τριγυρισμένος από μισοτελειωμένους πίνακες, ζαλισμένος από τη μυρωδιά των χρωμάτων και του διαλυτικού. Ακόμη και την ώρα που είχε συντονιστεί με το ρυθμό της, και ενώ το πρόσωπό της ήταν χωμένο στο στέρνο του, αντιλήφθηκε πως αναζητούσε το γνώριμο, αιμάτινο

άρωμα του κοριτσιού, και όταν έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να αφεθεί στην ερωτική πράξη, το πρόσωπο του κοριτσιού ήταν αυτό που έβλεπε. Ανακάθισε στο κρεβάτι. Το ρολόι έλεγε 4:13 τα ξημερώματα. «Πού ήσουν;» τη ρώτησε, αλλά εκείνη δεν απάντησε, δεν μπορούσε να απαντήσει. Έμεινε μόνο εκεί που ήταν, χωμένη στη γωνία, με τα χέρια δεμένα στα γόνατά της. «Θέλεις να σου διαβάσω;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Αύριο με περιμένει μια πολύ γεμάτη μέρα», της είπε. «Θα πρέπει να έχω καθαρό κεφάλι. Πρέπει να ξεκουραστώ, και ξέρεις ότι δεν μπορώ να κοιμηθώ όταν με παρακολουθείς». Εκείνη σηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι. Τα χείλη της κινούνταν, και η κατεστραμμένη γλώσσα της τιναζόταν σαν κεφάλι φιδιού μέσα στο κοίλωμα του στόματός της. Του μιλούσε, αλλά ο Ράνταλ δεν μπορούσε να καταλάβει τα σχήματα που έκανε το στόμα της. Σκέφτηκε πως υπήρχε μια τρυφερότητα στον τρόπο που τον κοιτούσε. Ποτέ ως τώρα δεν τον είχε ξανακοιτάξει έτσι, και διέκρινε τον οίκτο της για εκείνον. Άπλωσε το χέρι και τον άγγιξε στο μάγουλο. Στο άγγιγμά της αναρίγησε. «Τι είναι;» της είπε. «Τι θέλεις;» Και τότε εκείνη χαμογέλασε, και το χαμόγελό της έκανε την καρδιά του να σταματήσει. Τόσα χρόνια μαζί, και ποτέ δεν του είχε χαμογελάσει. Ο φόβος που πάντοτε του προκαλούσε, τον οποίο ο Ράνταλ προσπαθούσε να κρύψει από τον εαυτό του και από εκείνη, τώρα φούντωσε. Το άγγιγμά της ήταν τόσο κρύο, που ένιωσε να του καίει το δέρμα, να απλώνεται από το πρόσωπό του και να κυλά σαν δηλητήριο στις φλέβες του, μέχρι που κάθε εκατοστό του κορμιού του ήταν σαν να αναλωνόταν από μια ψυχρή φλόγα. Η κοπέλα απομάκρυνε το χέρι της και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Ράνταλ προσπάθησε να την ακολουθήσει, αλλά τα πόδια του δεν τον υπάκουσαν. Έγειρε πάλι στο μαξιλάρι και τον πήρε αμέσως ο ύπνος. Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, το αριστερό του μάγουλο πονούσε και ήταν κόκκινο, και εκείνη είχε φύγει από το σπίτι του για πάντα.

24

Τ

ο τρίτο ανώνυμο μήνυμα με περίμενε όταν άνοιξα το κινητό μου εκείνο το πρωί. Έλεγε: Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΛΑΝ Ο ΠΕΔΕΡΑΣΤΗΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΑΔΗΜΟΝΕΙ. ΤΟΥ ΛΕΙΠΕΙ Η ΓΚΟΜΕΝΙΤΣΑ ΤΟΥ. Το κοίταξα καλά καλά για λίγο. Δε χρειάστηκα πολλή ώρα για να προσδιορίσω τι ήταν αυτό που με προβλημάτιζε, πέρα από το περιεχόμενό του. Ήταν η ορθογραφία του. Η λέξη «παιδεραστής» εξακολουθούσε να είναι γραμμένη λάθος, όπως και η λέξη «κυνηγάει» σε προηγούμενο μήνυμα. Αυτή τη φορά η λέξη που ξεχώριζε ήταν το «αδημονεί», αλλά μόνο επειδή ήταν γραμμένη σωστά. Ίσως προσπαθούσα να διακρίνω κάποιο μοτίβο ενώ δεν υπήρχε, αλλά είχα την εντύπωση ότι η λέξη «αδημονεί» ήταν δύσκολη. Κάποιος που δυσκολευόταν πραγματικά με τη λέξη «παιδεραστής», και που δεν μπορούσε να θυμηθεί τη σωστή σειρά των γραμμάτων στη λέξη «κυνηγάει», ήταν πολύ πιθανό να γράψει λάθος και το «αδημονεί», ή απλώς να το αποφύγει και να χρησιμοποιήσει μια άλλη λέξη στη θέση της. Ενδεχομένως κάποιος έξυπνος άνθρωπος παρίστανε τον χαζό για να κακολογήσει τον Κερτ Άλαν, αλλά με ποιο σκοπό; Η τύχη το έφερε να δω τον ίδιο τον Άλαν να στέκεται κοντά στο κτίριο όπου στεγαζόταν το γραφείο της Έιμι, πίνοντας καφέ και καπνίζοντας ένα στριφτό τσιγάρο πίσω από ένα δέντρο, όταν μπήκα στο πάρκινγκ πριν από το μεσημέρι. Το πουκάμισο της στολής του ήταν άψογα σιδερωμένο και τα παπούτσια του φρεσκογυαλισμένα, πράγμα που έκανε ακόμη πιο αταίριαστο το θέαμα του στριφτού τσιγάρου. Τον χαιρέτησα με ένα νεύμα καθώς πλησίαζα στην πόρτα, αλλά δε σκόπευα να του μιλήσω μέχρι που σήκωσε το χέρι και με ρώτησε αν είχα ένα λεπτό. «Ο μυστηριώδης πελάτης σου δεν είναι ακόμη εδώ», είπε. «Για να είμαι ακριβής, εσύ κι εγώ είμαστε οι πρώτοι που φτάσαμε, αν εξαιρέσουμε τη δεσποινίδα Πράις». Άνοιξε την ταμπακέρα του και μου πρόσφερε τσιγάρο. Είχε στρίψει κάμποσα από πριν. «Καπνίζεις;» «Όχι». «Κάπνισες ποτέ σου;» «Κάνα δυο, όταν ήμουν έφηβος. Θεωρούσα το κάπνισμα εντελώς άσκοπο. Προτιμούσα να ξοδεύω τα λεφτά μου στις μπίρες, όποτε τύχαινε να έχω λεφτά». «Μακάρι να είχα φανεί κι εγώ τόσο έξυπνος», είπε ο Άλαν. «Έχω προσπαθήσει να το κόψω, αλλά τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με το πρώτο τσιγάρο του πρωινού παρέα με τον καφέ, εκτός ίσως από το δεύτερο». Παρά το καλοφτιαγμένο, μυώδες κορμί του, ο Άλαν δεν έλαμπε από υγεία. Σε ένα σημείο είχε ερεθιστεί στο λαιμό από το ξύρισμα, και υπήρχαν μαύροι κύκλοι στα μάτια του. Βλέποντάς τον από κοντά, πρόσεξα ότι το μουστάκι του δεν ήταν περιποιημένο. Σκέφτηκα πως η εξαφάνιση ενός παιδιού μπορούσε να αποδειχτεί εξουθενωτική υπόθεση, αλλά τις ίδιες επιπτώσεις θα είχε και μια ένοχη συνείδηση. Δίκαια ή άδικα, ήξερα ότι τώρα πια έβλεπα το χαρακτήρα του Άλαν διαθλασμένο μέσα από το πρίσμα των ανώνυμων μηνυμάτων, αλλά είχα ήδη κάνει ορισμένες ενέργειες για να ερευνήσω κατά πόσο ήταν βάσιμα τα υπονοούμενα που διατυπώνονταν κρυφά εναντίον του. «Είχες κάτι συγκεκριμένο που ήθελες να συζητήσουμε, διοικητά;» είπα. «Θα ήθελα να μιλήσω για λίγο με τη δεσποινίδα Πράις πριν φτάσει ο πελάτης μας».

«Ναι, βέβαια, καταλαβαίνω. Ήθελα απλώς να σου ζητήσω συγνώμη για τον τρόπο που σου φερθήκαμε στο τμήμα. Νομίζω πως κάναμε κακή αρχή, και από εκείνο το σημείο και έπειτα το πράγμα χειροτέρεψε. Θα μπορούσαμε να ήμασταν πιο ευγενικοί –εγώ κυρίως. Ελπίζω να καταλαβαίνεις ότι το μόνο που θέλουμε όλοι είναι να βρούμε την Άννα Κόρι». Ακουγόταν ειλικρινής. Φαινόταν ειλικρινής. Μπορεί και να ήταν ειλικρινής, μολονότι το ένα δε συνεπαγόταν υποχρεωτικά το άλλο. «Μου έχουν φερθεί και χειρότερα», απάντησα. «Ο Πατ Σέι μου είπε ότι αντιμετώπισες κάποιο πρόβλημα με το αυτοκίνητό σου και ότι σε βοήθησε. Χάρηκα που το άκουσα αυτό». Μου φάνηκε ότι ο Άλαν προσπαθούσε εναγωνίως να μου γίνει αρεστός. Δεν μπορούσα να καταλάβω το λόγο. Και τότε το ξεφούρνισε. «Είδες τις εφημερίδες σήμερα το πρωί;» Τις είχα δει. Στα φύλλα του Πόρτλαντ και του Μπάνγκορ υπήρχαν ορισμένα επικριτικά σχόλια για τους χειρισμούς της έρευνας μέχρι στιγμής, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανταπόκριση της Αστυνομίας του Πάστορ’ς Μπέι όταν ειδοποιήθηκε για την εξαφάνιση της Άννας, και επίσης διατυπωνόταν η αίσθηση ότι οι Αρχές δεν ενημέρωναν ικανοποιητικά τους δημοσιογράφους για την πρόοδο που σημείωναν. Στην ουσία επρόκειτο για ξέσπασμα των δημοσιογράφων, που είχε προκληθεί κατά ένα μέρος από τον κλειστό χαρακτήρα της κοινότητας του Πάστορ’ς Μπέι, αλλά η αντίδραση του Άλαν στις επικρίσεις των άρθρων δημιουργούσε την εντύπωση ότι τηρούσε αμυντική στάση. Και το γεγονός ότι υπογράμμιζε πως επικεφαλής της έρευνας ήταν ο Τομέας Διερεύνησης Εγκλημάτων ήταν σαν να προσπαθούσε να κάνει πάσα σε κάποιον άλλο την ευθύνη για τυχόν προηγούμενες άστοχες ενέργειες. Δεν έφταιγε εκείνος που η Άννα Κόρι δεν είχε βρεθεί ακόμη, αλλά του κόσμου δεν του άρεσε όταν απάγονταν νέα κορίτσια, και ήταν πολύ φυσικό να αρχίσει το παιχνίδι της αναζήτησης ευθυνών. Ο Άλαν χρειαζόταν μια ευκαιρία, και ήλπιζε ότι η Έιμι κι εγώ θα μπορούσαμε ίσως να του την προσφέρουμε. «Είναι απογοητευτικό», του είπα. «Όλοι θέλουν ένα καλό τέλος, αλλά αισθάνονται ότι δεν πρόκειται να υπάρξει τέτοιο πράγμα σ’ αυτή την υπόθεση. Μην το παίρνεις προσωπικά». «Μα είναι προσωπικό», απάντησε ο Άλαν. «Γνωρίζω την Άννα Κόρι. Γνωρίζω τη μητέρα της». «Τις ξέρεις καλά;» ρώτησα. Φρόντισα να ακουστώ αδιάφορος, αλλά και πάλι ο Άλαν φάνηκε να διακρίνει κάτι που δεν του άρεσε. Η έκφρασή του δήλωνε ότι αξιολογούσε την ερώτηση. Τη σκεφτόταν όπως κάποιος που κρατάει για λίγο στο στόμα του ένα κομμάτι τροφής πριν το καταπιεί, γιατί δεν είναι βέβαιος αν η γεύση του είναι καλή. «Η πόλη είναι μικρή», είπε. «Είναι μέρος της δουλειάς μου να γνωρίζω τους ανθρώπους της». Άφησα κατά μέρος το θέμα της στενής ή όχι γνωριμίας του με την οικογένεια Κόρι. Προς το παρόν, δε θα έβγαζα τίποτε αν επέμενα. «Το πλήγμα θα είναι μεγάλο για την πόλη αν δε βρεθεί το κορίτσι», είπα. «Μεγαλύτερο ακόμη και από το να βρεθεί νεκρό;» «Ίσως». «Σοβαρολογείς;» «Αν βρεθεί το πτώμα της μπορεί να γίνει η κηδεία, να μπει σε λειτουργία η διαδικασία του πένθους, και θα υπάρχει πιθανότητα να ανακαλυφθεί ο υπεύθυνος, επειδή ένα πτώμα συνοδεύεται από πειστήρια. Αν η Άννα συνεχίσει να αγνοείται, η μοίρα της θα στοιχειώσει την πόλη, και η μητέρα της δε θα πάψει να βασανίζεται μέρα και νύχτα».

«Μιλάς για κάθαρση;» «Όχι. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα». Για μια στιγμή νόμισα πως ο Άλαν ήταν έτοιμος να διαφωνήσει, αλλά τον είδα να το ξανασκέφτεται, αν και δεν μπορούσα να ξέρω αν αυτό οφειλόταν σε κάποια προσωπική του εμπειρία απώλειας και πόνου, ή αν δίστασε επειδή ήξερε για τη δική μου περίπτωση. «Κατάλαβα», είπε. «Είναι καλύτερα να ξέρεις παρά να μην ξέρεις;» «Εγώ θα ήθελα να ξέρω». «Μάλιστα», είπε μόνο ο Άλαν, και μετά έμεινε σιωπηλός για λίγο. «Πόσο καιρό είσαι διοικητής του αστυνομικού τμήματος;» τον ρώτησα. «“Διοικητής” είπες;» Έπιασε ένα κομματάκι καπνού από το χείλος του και το κοίταξε λες και είχε κάποιο βαθύτερο νόημα στο πλαίσιο της ύπαρξής του. «Το έθεσες σωστά την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. Μοιράζομαι τον ίδιο χώρο με όλα τα υπόλοιπα: όπως με το απορριμματοφόρο της πόλης και με αυτό που μας αρέσει να θεωρούμε τοπική πυροσβεστική υπηρεσία. Έτσι και έπιανε φωτιά, θα προτιμούσα να δοκιμάσω την τύχη μου με σάλιο και μια κουβέρτα». Πέταξε τη γόπα του μέσα στο κύπελλο του καφέ του, όπου τσιτσίρισε σαν φίδι που σφύριζε προειδοποιητικά. «Είμαι “διοικητής” εδώ και πέντε χρόνια. Η γυναίκα μου –η τέως γυναίκα μου– ήθελε να φύγουμε από τη Βοστόνη. Είχε άσθμα, και οι γιατροί τής είπαν ότι η ατμόσφαιρα της πόλης δεν της έκανε καλό. Είχε μεγαλώσει στις ακτές του Μέριλαντ, κι εγώ είχα μεγαλώσει στις αγροτικές περιοχές του Μίσιγκαν, έτσι λοιπόν τραβήξαμε κατά κάποιον τρόπο μια γραμμή βόρεια από το ένα μέρος και ανατολικά από το άλλο, και οι δύο γραμμές συναντήθηκαν εδώ. Τουλάχιστον αυτό λέμε στον κόσμο. Η αλήθεια δεν είναι τόσο ρομαντική. Δεν τα πηγαίναμε καλά στη Βοστόνη, είδα την ανακοίνωση της θέσης στο Πάστορ’ς Μπέι, και πήρα τη δουλειά ελπίζοντας ότι ίσως να βοηθούσε αν αφήναμε πίσω μας την πόλη. Δε βοήθησε. Τώρα αυτή η δουλειά γεμίζει τις ώρες μου και πληρώνει τη διατροφή». «Πόσος καιρός πάει από το διαζύγιο;» «Ένας χρόνος και κάτι, αλλά ήμασταν σε διάσταση σχεδόν άλλον ένα χρόνο πιο πριν». Περίμενα να δω αν θα πρόσθετε κάτι, αλλά δεν είπε τίποτε. «Έχετε παιδιά;» «Όχι, δεν έχουμε παιδιά». «Φαντάζομαι πως αυτό κάνει τα πράγματα ευκολότερα». «Κάπως». Ένα μαύρο SUV σταμάτησε απέναντι από την είσοδο του πάρκινγκ, περιμένοντας να δημιουργηθεί κενό στην κυκλοφορία. Μια πράκτορας οδηγούσε, ενώ ο Ένγκελ καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Σχεδόν ταυτόχρονα, φάνηκε ο Γκόρντον Γουόλς με το συνεργάτη του, τον Σόουμς. «Φαίνεται πως έφτασε ολόκληρη η συμμορία», είπε ο Άλαν. «Περιμένουμε μόνο τον ιδιαίτερο προσκεκλημένο». Ζήτησα συγνώμη και πήγα να βεβαιωθώ ότι η Έιμι ήταν έτοιμη. Στην αίθουσα συσκέψεων του γραφείου της ήταν εγκατεστημένο ένα ψηφιακό μαγνητόφωνο Ολύμπους, συνδεδεμένο με δύο εξωτερικά μικρόφωνα. Η Έιμι είχε συμφωνήσει να ηχογραφηθεί η κατάθεση, αρκεί να διευκρινιζόταν από την αρχή ότι ο πελάτης της είχε συμφωνήσει εθελοντικά να συνεργαστεί. Είχε επίσης δηλώσει ότι θα σταματούσε τη διαδικασία αν πίστευε ότι οι εκπρόσωποι του νόμου πίεζαν φορτικά τον πελάτη της, ή αν έκαναν οποιαδήποτε προσπάθεια να τον συνδέσουν, άμεσα ή έμμεσα,

με την εξαφάνιση της Άννας Κόρι. Ο πελάτης της θα έδινε κατάθεση, δε θα περνούσε από ανάκριση. Η Έιμι φορούσε μαύρο κουστούμι και μια απλή άσπρη μπλούζα. Το ντύσιμό της ήταν σοβαρό, όπως και το πρόσωπο και η διάθεσή της. Κάτι τέτοιες στιγμές θυμόμουν πόσο καλή δικηγόρος ήταν στην πραγματικότητα. Μπήκα και έκλεισα την πόρτα για να βεβαιωθώ ότι δε θα μας ακούσουν. «Πήρα άλλο ένα μήνυμα από το θαυμαστή του Άλαν», είπα. «Ενδιαφέρουσα χρονική συγκυρία. Μπορώ να το δω;» Της έδωσα το κινητό μου. «“Γκομενίτσα”», είπε. «Τη σιχαίνομαι αυτή τη λέξη. Σκέφτηκες καθόλου πού κολλάει αυτό το μήνυμα στην όλη υπόθεση;» «Ο Ράνταλ Χέιτ δέχεται απειλές για τη Σελίνα Ντέι, και τώρα κάποιος διαβάλλει τον Κερτ Άλαν. Σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσοι δυνάμει εκβιαστές θα μπορούσαν να υπάρχουν σε μια μικρή πόλη». «Πιστεύεις ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο;» «Ενδεχομένως». «Και αν είχε δίκιο για τον Ράνταλ...» «...ίσως τότε να υπάρχει κάποια αλήθεια στα όσα λέει για τον Άλαν». «Δε γίνεται να τον βάλουμε απλώς σε μια καρέκλα και να τον ρωτήσουμε αν είναι παιδεραστής», είπε η Έιμι. «Δε θα ήταν ευγενικό. Θα μπορούσαμε να ενημερώσουμε τον Γουόλς ή τον Ένγκελ». «Θα μπορούσαμε, αλλά έτσι δε θα είχε πλάκα». «Έχεις παράξενη αντίληψη της έννοιας της πλάκας. Εφόσον η πρώτη επιλογή αποκλείεται, και η δεύτερη δε φαίνεται να σε συγκινεί ιδιαίτερα, τι μένει;» «Δε θέλεις να μάθεις», απάντησα. «Αλήθεια;» Η Έιμι με κοίταξε ερευνητικά. «Εντάξει, έχεις δίκιο: Δε θέλω. Ειλικρινά, δε θέλω να μάθω». Η ρεσεψιονίστ μας ειδοποίησε ότι ο Ένγκελ και η κομπανία του ήταν στον προθάλαμο. Βγήκαμε από την αίθουσα συσκέψεων, η μεν Έιμι για να υποδεχτεί τους βασικούς παίκτες και να τους οδηγήσει εκεί, κι εγώ για να περιμένω έξω τον Ράνταλ Χέιτ. Όσο περίμενα, έστειλα ένα e-mail από το κινητό μου. Δεν υπήρχε μήνυμα, και το e-mail πήγε σε μια προσωρινή διεύθυνση στο Yahoo. Δέκα λεπτά αργότερα, ο Έιντζελ και ο Λούις διέρρηξαν το σπίτι του διοικητή της Αστυνομίας του Πάστορ’ς Μπέι και τοποθέτησαν στο αυτοκίνητό του μια συσκευή εντοπισμού.

Ο Ράνταλ Χέιτ έφτασε ντυμένος όπως ακριβώς θα περίμενε κανείς να ντυθεί ο λογιστής μιας μικρής πόλης που έπρεπε να πάει σε κάποια δυσάρεστη συνάντηση. Το κουστούμι του είχε αβέβαιη απόχρωση, ίσως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μπλε μαρίν, ακόμη δε και με τα κριτήρια του Μεν’ς Γουέρχαους θα θεωρούνταν υπερβολικά συντηρητικό· φορούσε επίσης λευκό πουκάμισο που κρεμόταν πάνω από τη ζώνη του, λες και ξεφούσκωνε σιγά σιγά, και ριγέ γκρι-μπλε γραβάτα με ένα ακατάληπτο οικόσημο κάτω ακριβώς από τον κόμπο. Ήταν ιδρωμένος, και προφανώς καθόλου ευχαριστημένος. Καθυστερούσε άσκοπα δίπλα στο αυτοκίνητό του, εξακολουθώντας να κρατά ανοιχτή την πόρτα, σαν να ήταν έτοιμος να ξανακαθίσει στο τιμόνι και να επιχειρήσει να φτάσει στα καναδικά σύνορα. Καταλάβαινα την απροθυμία του να συνεχίσει, και όχι μόνο επειδή σε λίγο θα εξέθετε στα εχθρικά βλέμματα άλλων ένα κρυφό μέρος του εαυτού του για το οποίο ντρεπόταν. Η

προηγούμενη εμπειρία του με το νόμο υπήρξε πολύ τραυματική και είχε αλλάξει ριζικά τη ζωή του. Αυτή τη στιγμή, στο καλυμμένο με φύλλα πάρκινγκ, πρέπει να ξαναζούσε εκείνες τις πρώτες επαφές του με τη δικαιοσύνη. Είχε ξαναγίνει το αγόρι που είχε μπλέξει άσχημα, το παιδί που είχε αίμα στα χέρια του. Πήγα κοντά του. «Πώς τα πας, Ράνταλ;» «Όχι και τόσο καλά. Δεν μπορώ να συγκρατήσω το τρέμουλο των χεριών μου και πονάει το στομάχι μου. Δεν έπρεπε να έρθω. Δεν έπρεπε να συμφωνήσω ποτέ σ’ αυτό». Η αγωνία του μετατράπηκε σε θυμό. «Ήρθα στη δεσποινίδα Πράις επειδή χρειαζόμουν βοήθεια», είπε υψώνοντας τη φωνή του. «Εσύ κι εκείνη υποτίθεται πως θα με βοηθούσατε, και τώρα έχω μπλέξει χειρότερα από πριν. Εσείς έπρεπε να είστε με το μέρος μου!» Από τα χέρια του, το τρέμουλο απλώθηκε σε ολόκληρο το σώμα του. Ήταν σαν όρθιο ελατήριο που δονούνταν από φόβο και οργή. Πάνω από το κεφάλι του, ένα κοράκι κάθισε σ’ ένα κλαδί. Άνοιξε το ράμφος του και έκρωξε κοροϊδευτικά, σαν να επέπληττε τον άντρα από κάτω για την αδυναμία του. Δε θα του έβγαινε σε καλό του Χέιτ αν έμπαινε στην αίθουσα σ’ αυτή την κατάσταση. Δεν ήξερα πώς θα αντιδρούσε αν άρχιζαν να τον ανακρίνουν με τραχύτητα, πράγμα που ήμουν σίγουρος ότι θα έκαναν, παρά τις αντίθετες οδηγίες της Έιμι. Εκείνη θα προσπαθούσε να διακόψει την κατάθεση αν το παραξήλωναν, και ίσως να τα κατάφερνε, αλλά το αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα ήταν να φύγουν οι άνθρωποι του νόμου διερωτώμενοι αν ο Ράνταλ Χέιτ είχε κάτι άλλο να κρύψει. Έπρεπε να τον είχαμε προετοιμάσει, όπως παραδέχτηκε η Έιμι όταν μου είπε πως ο Χέιτ είχε συμφωνήσει επιτέλους να μιλήσει στην αστυνομία, αλλά στη συνέχεια εκείνος είχε αρνηθεί οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση μαζί της. Η Έιμι είχε εκφράσει την ανησυχία της μήπως, παρά τις υποσχέσεις του, δεν εμφανιζόταν καθόλου για να καταθέσει. Το ότι ο Χέιτ είχε φτάσει ως εδώ ήταν επίτευγμα. Τώρα έπρεπε απλώς να ηρεμήσει. «Ας κάνουμε μια βόλτα», του είπα. «Πάμε να πάρουμε λίγο αέρα». Έχωσε τα χέρια βαθιά στις τσέπες του και προχωρήσαμε μαζί κατά μήκος της Παρκ Στρητ. «Θα πρέπει να θυμάσαι ένα πράγμα, Ράνταλ. Δεν έχεις κάνει κανένα κακό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αντίθετα, στην υπόθεση αυτή είσαι θύμα. Κάποιος σε βασανίζει για το παρελθόν σου, αλλά ό,τι κι αν έκανες όταν ήσουν παιδί το έχεις πληρώσει. Επανόρθωσες για τις πράξεις σου όπως σου όρισε ο νόμος, και από τότε προσπαθείς να είσαι όσο γίνεται καλύτερος άνθρωπος. Αυτό μόνο μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε από μας. Η Έιμι κι εγώ δε θα επιτρέψουμε να δεχτείς πιέσεις εκεί μέσα, αλλά μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου αντιμετωπίζοντας την κατάθεση σαν τρόπο για να κερδίσεις ένα πλεονέκτημα. Από τη στιγμή που θα πεις στην αστυνομία τι σου συμβαίνει, θα τους συμφέρει εξίσου μ’ εσένα να βρουν τον υπεύθυνο, αφού θα κάνουν ορισμένους από τους συσχετισμούς που έκανα κι εγώ. Θα διερωτηθούν αν το άτομο που σε παρενοχλεί είναι ανακατεμένο επίσης στην εξαφάνιση της Άννας Κόρι. Θα πάρουν εκείνους τους φακέλους, τις φωτογραφίες και το DVD και θα τα αναλύσουν σχολαστικά, κάτι που ξεπερνά τις δικές μου δυνατότητες. Στο μεταξύ, η Έιμι κι εγώ θα εξακολουθήσουμε να δουλεύουμε για σένα, γιατί όπως ακριβώς η αστυνομία μπορεί να προβεί σε ορισμένες ενέργειες που για μένα είναι αδύνατες, έτσι κι εγώ μπορώ να φροντίσω μερικά πράγματα που, για διάφορους λόγους, είναι αδύνατα για τους αστυνομικούς. Εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μπεις εκεί μέσα και να πεις την αλήθεια». Ο Χέιτ προσπάθησε να κλοτσήσει ένα πεσμένο βαλανίδι και αστόχησε. Αναστέναξε, λες και εκείνη

η αποτυχία κατά κάποιον τρόπο αντιπροσώπευε την ιστορία της ζωής του. «Θα μαθευτεί, όμως, έτσι δεν είναι; Από τη στιγμή που το ξέρει πάνω από ένας άνθρωπος, παύει να είναι μυστικό». Ακούστηκε σαν μικρό παιδί. «Κάποια στιγμή μπορεί να μαθευτεί. Όταν συμβεί αυτό, θα σε βοηθήσουμε να το αντιμετωπίσεις. Η κατάσταση δε θα είναι εύκολη τον πρώτο καιρό της αποκάλυψης, αλλά ίσως και να ξαφνιαστείς όταν διαπιστώσεις πόσους φίλους έχεις στο Πάστορ’ς Μπέι. Πηγαίνεις στην εκκλησία;» «Όχι τακτικά. Όποτε το κάνω, πηγαίνω στην εκκλησία των βαπτιστών». «Αν αρχίσει να βγαίνει στην επιφάνεια το παρελθόν σου, η εκκλησία είναι ο χώρος όπου μπορείς να το ομολογήσεις ανοιχτά. Δεν το λέω κυνικά –όχι εντελώς, δηλαδή–, αλλά τίποτε δεν ευχαριστεί ένα εκκλησίασμα περισσότερο από έναν αμαρτωλό που ομολογεί τις αδυναμίες του και ζητά συγχώρηση. Θα πρέπει να αποκαταστήσεις τη φήμη σου, και μπορεί μεν να αλλάξει η θέση σου στην κοινότητα, αλλά θα εξακολουθήσεις να έχεις μια θέση. Στο μεταξύ, εμείς θα βάλουμε κάποιους να σε προσέχουν, για κάθε ενδεχόμενο». Ένα σχολικό λεωφορείο γεμάτο πιτσιρίκια που πήγαιναν εκδρομή πέρασε από δίπλα μας. Δύο παιδάκια μας κούνησαν τα χέρια. Τους ανταπέδωσα το χαιρετισμό, και ανταποκρίθηκε ολόκληρο το λεωφορείο. Καθώς το σχολικό χανόταν προς την κατεύθυνση του αυτοκινητόδρομου, ο Ράνταλ είπε: «Εξακολουθώ να μην έχω άλλοθι για το χρονικό διάστημα που εξαφανίστηκε η Άννα Κόρι». «Ράνταλ, το μισό Πάστορ’ς Μπέι δεν έχει άλλοθι για εκείνο το χρονικό διάστημα. Έχεις παρακολουθήσει πολλές επαναλήψεις της σειράς Κολόμπο. Δεν πρόκειται να σου πω ψέματα: Από τη στιγμή που θα μιλήσεις στην αστυνομία για τον εαυτό σου, αναπόφευκτα θα σε βάλουν στο μικροσκόπιο. Εμείς θα φροντίσουμε να το κάνουν διακριτικά, αλλά το ενδιαφέρον τους δε συνιστά υποχρεωτικά αρνητική εξέλιξη, επειδή κάπου στο πρόσφατο παρελθόν σου διασταυρώθηκες κάποια στιγμή με τον άνθρωπο που σου στέλνει αυτά τα μηνύματα. Σε λίγο θα απειληθεί σοβαρά η θέση ισχύος που έχει αυτός απέναντί σου. Θα έλεγα ότι, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, αυτός ο άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, θα αρχίσει να πανικοβάλλεται». «Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αποκαλύψει τα πάντα και να με εκθέσει;» «Το αντίθετο, κατά τη γνώμη μου. Για ένα διάστημα θα υποχωρήσει, και ίσως προσπαθήσει να καλύψει τα ίχνη του, αλλά με τον τρόπο αυτό θα τραβήξει πάνω του περισσότερη προσοχή». «Πολύ σίγουρο σ’ ακούω». Ακουγόμουν πιο σίγουρος απ’ όσο ένιωθα στην πραγματικότητα σε σχέση με τα περισσότερα απ’ όσα είχα πει στον Ράνταλ, αλλά ο μοναδικός σκοπός μου εκείνο το πρωί ήταν να εξασφαλίσω ότι θα παρουσίαζε τον εαυτό του με το θετικότερο δυνατό τρόπο στους ανθρώπους του νόμου που θα βρίσκονταν στην αίθουσα συσκέψεων. Ωστόσο, για την ψυχολογική κατάσταση εκείνου που τον παραφύλαγε –και ήταν βέβαιο ότι κάποιος τον παραφύλαγε, και μάλιστα πολύ ύπουλα–, πίστευα ότι είχα δίκιο. Ένα μέρος της απόλαυσης που νιώθει κάποιος ταλαιπωρώντας έναν άλλο άνθρωπο με τον τρόπο που παρενοχλούνταν ο Χέιτ προκύπτει από την απομόνωση του θύματος, ιδίως όταν προσφέρεται η δυνατότητα εκβιασμού. Αυτοί οι αθέατοι διώκτες απολαμβάνουν να βλέπουν τους στόχους τους να αγωνιούν. Ακόμη και αν ενοχλούν τα θύματά τους μέσω του Ίντερνετ και τους χωρίζει γεωγραφική απόσταση, χαίρονται από την αντίδραση που προκαλούν, από το θυμό, την απόγνωση και, εντέλει, τις ικεσίες. Τότε ήταν που μου πέρασε από το νου, και το σοκ ήταν τόσο έντονο, που κοκάλωσα. Είχα παρασυρθεί τόσο πολύ από άλλες λεπτομέρειες –την ιστορία της Άννας Κόρι, τα μηνύματα για τον Άλαν, τη σχέση με τον Τόμι Μόρις στη Βοστόνη–, ώστε η σκέψη μου είχε παραλείψει ένα πολύ

απλό άλμα: Πού βρισκόταν η απόλαυση από το βασανισμό του Ράνταλ Χέιτ; Ο Χέιτ δούλευε κυρίως από το σπίτι του, και πήγαινε στους πελάτες του μόνο όταν υπήρχε ανάγκη. Δεν είχε σχεδόν καθόλου κοινωνική ζωή, απ’ όσο μπορούσα να καταλάβω, αλλά οι όποιες κοινωνικές επαφές του περιστρέφονταν αποκλειστικά γύρω από το Πάστορ’ς Μπέι. Ξαφνικά αισθάνθηκα τη βεβαιότητα ότι όποιος παρενοχλούσε τον Ράνταλ Χέιτ ζούσε ή εργαζόταν στο Πάστορ’ς Μπέι. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Ράνταλ. «Τίποτε», είπα. «Έκανα απλώς μια σκέψη. Καιρός να γυρίσουμε». Εκείνος έγνεψε παραιτημένος, αλλά ήταν λιγότερο προβληματισμένος από πριν, και σκέφτηκα πως μπορεί τελικά να ξεμπερδεύαμε από αυτή την υπόθεση και να βγαίναμε και κερδισμένοι. Ο Χέιτ δεν κοντοστάθηκε για να επιστρατεύσει το κουράγιο του καθώς μπαίναμε στο κτίριο, αλλά προχώρησε στητός, με ηρεμία και αυτοπεποίθηση, προς την αίθουσα συσκέψεων για να αντιμετωπίσει το παρελθόν του και να αλλάξει το μέλλον του.

25 ΟΝτέμπσι διέσχιζε τα περίχωρα του Πάστορ’ς Μπέι. Στο διπλανό κάθισμα είχε ένα χάρτη, αλλά σπάνια τον συμβουλευόταν. Είχε ήδη εξετάσει την περιοχή στο Google και ήταν σίγουρος για την κατεύθυνση που ακολουθούσε. Είχε εξαιρετικό μνημονικό σε ό,τι είχε σχέση με φωτογραφίες, αριθμούς και συνομιλίες, καθώς θυμόταν και τις παραμικρές λεπτομέρειες. Σπάνια το έδειχνε, όμως, γιατί περνούσε πάρα πολύ χρόνο περιστοιχισμένος από ανθρώπους που μπορεί να ανησυχούσαν διαπιστώνοντας ότι διέθετε τέτοιο χάρισμα και να έβαζαν κατά νου να τον εξολοθρεύσουν. Το ίδιο πρωί, όταν εκείνος και ο Ράιαν ξύπνησαν, ο Τόμι δεν ήταν στο δωμάτιό του και το αυτοκίνητο έλειπε από το πάρκινγκ. Ο Ντέμπσι είχε ρίξει ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα του Τόμι, πληροφορώντας τον ότι θα πήγαιναν για πρωινό. Η γυναίκα με τα τεράστια αποθέματα λίπους δε βρισκόταν στο γραφείο υποδοχής, και τη θέση της είχε πάρει ένας νευρώδης αδύνατος τύπος με εκτυφλωτικά λαμπερή ψεύτικη οδοντοστοιχία, ο οποίος τους πληροφόρησε ότι υπήρχε ένα εστιατόριο γύρω στα τετρακόσια μέτρα δυτικά του μοτέλ. Μερικά σύννεφα είχαν απομακρυνθεί δίνοντας τη θέση τους σε κομμάτια γαλανού ουρανού, αλλά και πάλι έκανε υπερβολικό κρύο για την εποχή και ο αέρας τούς χτυπούσε καταπρόσωπο καθώς περπατούσαν. Στο εστιατόριο κάθισαν σε μια γωνιά, και ο Ράιαν παρήγγειλε το μεγαλύτερο πρωινό στο μενού, ενώ ο Ντέμπσι περιορίστηκε σε καφέ και κουλούρι. Ποτέ δεν του άρεσε να τρώει κανονικά το πρωί, και εξάλλου δεν ένιωθε πολύ καλά το στομάχι του. Όση ώρα έτρωγε ο Ράιαν, εκείνος διάβασε την εφημερίδα που υπήρχε στο εστιατόριο, αλλά ήταν τοπική και δεν περιείχε κάτι που να τους αφορά. Οι εφημερίδες ασχολούνταν κυρίως με τις ενδιάμεσες εκλογές του Κονγκρέσου και ενός τμήματος της Γερουσίας. Βυθισμένος καθώς ήταν στις δικές τους δυσκολίες, ο Ντέμπσι είχε σχεδόν ξεχάσει τις εκλογές. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε ψηφίσει. Ένιωθε τύψεις γι’ αυτό. Το θεωρούσε άλλη μια πτυχή του γεγονότος ότι είχε παραδώσει τον έλεγχο, ότι ήταν έρμαιο των σχεδίων και των κινήτρων άλλων. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι αν έβγαινε ζωντανός από αυτή την ιστορία, θα άρχιζε πάλι να ψηφίζει. Αυτή του φάνηκε μια μετριοπαθής, εφικτή φιλοδοξία μακροπρόθεσμα. Το να ψηφίσει, δηλαδή, όχι το να ζήσει. Προς το παρόν, η επιβίωση ήταν μια αυστηρά καθημερινή προσπάθεια. Ο Ράιαν σηκώθηκε και πήγε προς τις αντρικές τουαλέτες. Ένα περιπολικό πέρασε μπροστά από το εστιατόριο, αλλά ο Ντέμπσι δε γύρισε να το κοιτάξει. Παρατηρούσε τους άλλους πελάτες. Ως επί το πλείστον ήταν ηλικιωμένοι, και η σερβιτόρα φαινόταν να τους ξέρει όλους με το όνομά τους. Ο Ντέμπσι υπολόγισε πως ο Ράιαν πρέπει να ήταν τουλάχιστον μία εικοσαετία νεότερος από τους υπόλοιπους εκεί μέσα. Έκλεισε τα μάτια του και σκέφτηκε τι καλά που θα ήταν αν καθόταν εκεί για μια δυο ώρες, τριγυρισμένος από φίλους, χωρίς άλλες υποχρεώσεις για το υπόλοιπο της μέρας πέρα από την ψιλοκουβέντα και τα σχέδια για το επόμενο γεύμα. Δε χρειαζόταν να επιστρατεύσει τη φαντασία του για να δει πώς θα ήταν στα γεράματά του. Αισθανόταν ήδη γέρος, και ο θάνατος φαινόταν να τον έχει ζυγώσει περισσότερο ίσως ακόμη και από τον πιο ηλικιωμένο πελάτη του μαγαζιού. Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια, ο Τόμι Μόρις στεκόταν μπροστά του. «Τελείωσες;» τον ρώτησε ο Τόμι. «Ουσιαστικά ναι. Θέλεις κάτι;»

«Όχι, είμαι εντάξει». Ο Ντέμπσι ζήτησε το λογαριασμό την ώρα που ο Ράιαν έβγαινε από την τουαλέτα, και η σερβιτόρα τον έφερε πριν καν εκείνος διασχίσει την αίθουσα. «Τι χρωστάω;» ρώτησε ο Ράιαν. «Πληρώνω εγώ», είπε ο Ντέμπσι. Έβγαλε χρήματα από την τσέπη του και άρχισε να μετράει. Διαπίστωσε ότι σύντομα θα ξέμενε από λεφτά. «Όχι», είπε ο Ράιαν. «Θα πληρώσω εγώ αυτή τη φορά». «Είσαι βέβαιος;» «Ναι. Έτσι πατσίζουμε τα χτεσινοβραδινά». Ο Τόμι τον κοίταξε με περιέργεια. «Πήγαμε για ένα ποτό», του εξήγησε ο Ράιαν. Φάνηκε να έρχεται σε δύσκολη θέση. Ο Ντέμπσι υπέθεσε ότι ο Ράιαν αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να είχαν πει και στον Τόμι να τους ακολουθήσει, ενώ ταυτόχρονα χαιρόταν που δεν το είχαν κάνει, με δεδομένο τον τόνο ενός μέρους της χτεσινοβραδινής κουβέντας τους. «Καλά κάνατε», είπε ο Τόμι. Κουνούσε ελαφρά το κεφάλι και διέτρεχε συνέχεια με το δεξιό του αντίχειρα τα ακροδάχτυλά του. Ο Ντέμπσι ήξερε ότι αυτή ήταν μία από τις χαρακτηριστικές κινήσεις του Τόμι που έδειχναν ότι είχε κάποια δουλειά στο μυαλό του, ότι ήταν έτοιμος να κάνει μια αποφασιστική κίνηση. Στα μάτια του έλαμπε ένα φως που είχε καιρό να φανεί. Το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο πίσω από το εστιατόριο. Ο Τόμι τους πήγε προς τα εκεί, στριφογυρίζοντας τα κλειδιά στο δάχτυλό του και σφυρίζοντας σιγανά. «Πήρες το τηλεφώνημα που περίμενες;» τον ρώτησε ο Ντέμπσι. «Όχι, όχι ακόμη», απάντησε ο Τόμι. «Θα γίνει, πάντως. Μέχρι τότε έχουμε δουλειά να κάνουμε». «Τι είδους δουλειά;» «Να βουτήξουμε ένα αυτοκίνητο». Έτσι κατέληξε ο Ντέμπσι να περνάει από τα περίχωρα του Πάστορ’ς Μπέι οδηγώντας ένα μπεζ Ιμπάλα με κατεύθυνση προς τη θάλασσα. Πέρασε μπροστά από το σπίτι της Βάλερι Κόρι, αλλά δεν έριξε ούτε ματιά προς τα εκεί. Στο δρομάκι του σπιτιού ήταν μια μαύρη Σεβρολέ Σαμπέρμπαν δίπλα σε μια αρχαία πράσινη Τογιότα Τακόμα, ενώ στο δρόμο ήταν παρκαρισμένο ένα περιπολικό της Κομητείας. Από τον εσωτερικό καθρέφτη ο Ντέμπσι είδε ένα βοηθό σερίφη να στρέφεται προς τον υπολογιστή που ήταν εγκατεστημένος στο αυτοκίνητο. Το πιθανότερο ήταν πως οι αστυνομικοί έλεγχαν στερεοτυπικά τις πινακίδες κάθε περαστικού οχήματος. Ο Ντέμπσι δεν ανησύχησε. Το συγκεκριμένο Ιμπάλα δε θα εμφανιζόταν στο σύστημα πριν περάσει τουλάχιστον άλλη μία ώρα. Έστριψε νότια στο σημείο που ο δρόμος έφτανε στον ωκεανό, και για λίγο προχώρησε παράλληλα με την ακτή. Δεν έβλεπε πουθενά αμμουδιά, μόνο μαύρα βράχια, σαν σπασμένα, σάπια δόντια, που πάνω τους έσκαγαν γκρίζα κύματα. Ο Ντέμπσι δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί θα διάλεγε κάποιος να ζήσει σε μια παραλιακή πόλη που δεν είχε αμμουδιές για να κάνει περίπατο, ούτε την παραμικρή ομορφιά για να ατενίζει. Στον τόπο εκείνο η φύση ήταν μια εχθρική δύναμη που πολεμούσε ενάντια στον εαυτό της. Ο άνεμος έκανε τα δέντρα να μεγαλώνουν λυγισμένα, και η θάλασσα κατέτρωγε την ξηρά. Ενώ διέσχιζε την περιοχή με το αυτοκίνητο, ο Ντέμπσι κατά βάθος ευχόταν να βρισκόταν στην ασφάλεια της πόλης. Εδώ πέρα αισθανόταν εκτεθειμένος σωματικά και ψυχικά. Ο δρόμος που οδηγούσε πέρα από την ακτή ήταν στην ουσία χωματόδρομος. Ο Ντέμπσι άφησε τη θάλασσα πίσω του και τον ακολούθησε μέσα από μια δασωμένη έκταση, καταλήγοντας σε ένα σημείο απ’ όπου φαινόταν το σπίτι των Κόρι. Τράβηξε το μοχλό που άνοιγε το πορτμπαγκάζ και

μέχρι να σβήσει τη μηχανή και να βγει έξω, ο Τόμι τεντωνόταν για να ξεμουδιάσει στην άκρη του δρόμου. «Ήταν άνετα στο πορτμπαγκάζ;» τον ρώτησε ο Ντέμπσι. Είχαν σκεφτεί πως ένας άντρας μόνος του μέσα σε ένα αυτοκίνητο θα τραβούσε λιγότερο την προσοχή απ’ ό,τι δύο μαζί. «Θα επιζήσω». Ο Ντέμπσι κρατούσε το πιστόλι του Τόμι. Του το έδωσε, κι εκείνος το πήρε ύστερα από ένα στιγμιαίο δισταγμό. Παρατήρησαν από τη θέση τους ανάμεσα στα δέντρα το πίσω μέρος του σπιτιού, αλλά δεν μπόρεσαν να δουν άλλο ίχνος αστυνομικής παρουσίας. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Τόμι είχε υπολογίσει ότι θα υπήρχε τουλάχιστον ένας αστυνομικός μέσα στο σπίτι μαζί με τη Βάλερι. «Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις αυτό;» είπε ο Ντέμπσι. «Πρέπει να της μιλήσω», απάντησε ο Τόμι, και ο Ντέμπσι διέκρινε πάλι εκείνο τον ιδιότυπο συνδυασμό μοιρολατρίας και ελπίδας που κυρίευε όσους ήξεραν ότι πλησίαζε η ώρα τους και ήθελαν να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους πριν να είναι πολύ αργά. Η εξαφάνιση της ανιψιάς του, όσο φρικτή και αν ήταν, είχε δώσει στον Τόμι μια ευκαιρία να πλησιάσει την αποξενωμένη αδερφή του, να κάνει κάτι τελευταίο για χάρη της. «Πάμε λοιπόν να μιλήσουμε», είπε ο Ντέμπσι. Ετοιμάστηκε να προχωρήσει, αλλά ο Τόμι τον άδραξε από τον αγκώνα. Ο Ντέμπσι γύρισε αμέσως να δει ποιος ερχόταν, αλλά δε διέκρινε καμία κίνηση. «Τι είναι;» Ο Τόμι έδειξε σαν να δυσκολευόταν να μιλήσει. Τα μάτια του ήταν καρφ ωμένα στο πρόσωπο του Ντέμπσι. «Ευχαριστώ», είπε τελικά. «Για ποιο πράγμα;» «Που στάθηκες στο πλευρό μου». «Θα βρούμε μια διέξοδο, Τόμι. Θα τα καταφέρουμε». «Όχι. Δε θα τα καταφέρουμε. Σαν έρθει η ώρα, εσύ προσπάθησε να μείνεις ζωντανός. Πάρε τον Φράνσις και όσα λεφτά έχουν απομείνει και φροντίστε να κρυφτείτε. Ίσως αρκεστούν στο δικό μου κεφάλι. Αν μου δώσουν την ευκαιρία, θα τους πω ότι οι δυο σας δεν είστε απειλή γι’ αυτούς. Μη θελήσετε να πάρετε εκδίκηση, Μάρτιν. Κατάλαβες;» Ο Ντέμπσι έγνεψε καταφατικά. «Κατάλαβα, Τόμι». Ο Τόμι έσφιξε λίγο ακόμη το μπράτσο του Ντέμπσι και μετά τον άφησε. «Δε θα το ξανακουβεντιάσουμε», δήλωσε. Χρησιμοποιώντας τα δέντρα για προκάλυμμα, και διασχίζοντας τρεχάτοι τα ξέφωτα, έφτασαν στην πίσω αυλή του σπιτιού. Καθώς πλησίαζαν, ο Ντέμπσι είδε μια γυναίκα να περνά μπροστά από το παράθυρο της κουζίνας. Τα κοκκινοκάστανα μαλλιά της ήταν όλα σφιχτά τραβηγμένα πίσω και πιασμένα με λαστιχάκι, αφήνοντας ελεύθερο το πρόσωπό της. Γέμιζε μια καφετιέρα με νερό. Αφήνοντας τον Τόμι κολλημένο στο βόρειο τοίχο, ο Ντέμπσι έλεγξε όσο καλύτερα μπορούσε τη μονώροφη κατοικία χωρίς να εκτεθεί στο βλέμμα του βοηθού σερίφη που ήταν στο δρόμο. Υπήρχαν τρία υπνοδωμάτια: το ένα είχε διπλό κρεβάτι και γυναικεία ρούχα σκορπισμένα στις καρέκλες και στο πάτωμα· το άλλο ήταν μικρότερο, με ένα ημίδιπλο κρεβάτι, και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με πόστερ μουσικών συγκροτημάτων των οποίων τα ονόματα και τα μέλη ήταν ουσιαστικά άγνωστα στον Ντέμπσι· το τρίτο δωμάτιο είχε ένα μονό κρεβάτι με διάφορα κουτιά και θήκες αποθήκευσης γύρω του. Δίπλα ήταν ένα μικρό παράθυρο με γαλακτώδες τζάμι: το μπάνιο. Στην άλλη πλευρά, μια πόρτα οδηγούσε από την κουζίνα στο μεγάλο σαλόνι, που διέτρεχε κατά

πλάτος σχεδόν ολόκληρο το σπίτι. Ένας άντρας που φορούσε μπλούζα του γκολφ και βαμβακερό παντελόνι καθόταν σε ένα φτηνό γραφείο και διάβαζε ένα χαρτόδετο μυθιστόρημα. Ο Ντέμπσι κοίταξε γύρω για συσκευές παρακολούθησης ή ηχογράφησης, αλλά δεν είδε τίποτε. Περίμενε, και σε λίγο εμφανίστηκε άλλος ένας άντρας. Αυτός φορούσε μαύρο παντελόνι και μακρυμάνικο μπλε πουκάμισο. Και οι δύο κουβάλαγαν στις ζώνες τους εικοσιδυάρια Γκλοκ. Δεν ήταν αστυνομικοί, αλλά πράκτορες του FBI. Κάποια στιγμή μπήκε στο σαλόνι η Βάλερι Κόρι και τους έδωσε από μια κούπα καφέ. Οι άντρες την ευχαρίστησαν, και η Βάλερι έφυγε. Ο Ντέμπσι την είδε να μπαίνει στο διάδρομο. Δεν ξαναγύρισε. Πήγε στον Τόμι, που τον περίμενε. «Δύο ομοσπονδιακοί παρακολουθούν το τηλέφωνο στο καθιστικό». «Ομοσπονδιακοί; Είσαι σίγουρος;» «Είναι οπλισμένοι με Γκλοκ. Τέτοια όπλα έχουν οι ομοσπονδιακοί πράκτορες». «Γαμώτο». «Θέλεις να το αφήσουμε;» «Τώρα φτάσαμε ως εδώ». Ο Τόμι δοκίμασε την πόρτα της κουζίνας. Άνοιξε αθόρυβα, και οι δύο άντρες μπήκαν στο σπίτι. Ο Ντέμπσι μέτρησε με τα δάχτυλα αντίστροφα αρχίζοντας από το τρία, και μετά όρμησαν στο σαλόνι. Ο ένας πράκτορας ξαφνιάστηκε τόσο πολύ, που έχυσε πάνω του τον καφέ και βλαστήμησε, αλλά και οι δύο σήκωσαν τα χέρια ψηλά, χωρίς να περιμένουν να τους το πουν. «Ο Τόμι Μόρις», είπε αυτός με την μπλούζα. «Δεν είμαστε με τα καλά μας». Ο Τόμι τους είπε να το βουλώσουν και να πέσουν στο πάτωμα. Ενώ εκείνος τους σημάδευε, ο Ντέμπσι έδεσε τα χέρια τους πισθάγκωνα χρησιμοποιώντας πλαστικές δέστρες που είχε πάρει από το Χόουμ Ντίπο. Ακούστηκε ήχος από καζανάκι. Ο Τόμι πήγε δίπλα στην πόρτα, και όταν μπήκε στο δωμάτιο η αδερφή του της έκλεισε το στόμα με το χέρι του. Βλέποντας τους πράκτορες στο πάτωμα, εκείνη άρχισε να παλεύει, αλλά ο Τόμι ακούμπησε την κάννη του όπλου του στο μάγουλό της για να μείνει ακίνητη. Αργά, τη γύρισε προς το μέρος του. Η Βάλερι τον αναγνώρισε και προσπάθησε να τραβηχτεί. «Βάλερι, θέλω μόνο να μιλήσουμε», της είπε, εξακολουθώντας να της κλείνει το στόμα. «Μπορώ να σε βοηθήσω να βρεις την Άννα». Η Βάλερι έχασε αμέσως κάθε διάθεση αντίστασης. «Θα πάρω το χέρι μου από το στόμα σου, εντάξει;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά, και ο Ντέμπσι την κοίταξε προσεκτικά για πρώτη φορά. Η επιδερμίδα της, χλομή από φυσικού της, ήταν γεμάτη φακίδες, και είχε μεγάλα καστανά μάτια. Ο Ντέμπσι είχε ακούσει πως κάποτε ήταν πολύ όμορφη, ιδίως όταν έβαζε λίγο μακιγιάζ, αλλά τώρα τα μάτια της ήταν χωμένα βαθιά στις κόγχες τους, είχαν από κάτω τους γκριζόμαυρες σακούλες, και η επιδερμίδα της είχε γεμίσει σπυριά. Κατά πάσα πιθανότητα, ο γιατρός θα της είχε γράψει ηρεμιστικά και υπνωτικά χάπια, αλλά ο Ντέμπσι υπέθεσε πως δεν τα έπαιρνε. Μάλλον σιχαινόταν τις άγρυπνες νύχτες, αλλά η ιδέα του ύπνου θα τη φόβιζε ακόμη περισσότερο. Ξύπνια, θα μπορούσε να φανεί κάπως χρήσιμη στην κόρη της, ενώ θα ήταν εγωιστικό να αποδεχτεί την προσωρινή λήθη των υπνωτικών χαπιών. Τι θα συνέβαινε αν τηλεφωνούσαν αυτοί που κρατούσαν την κόρη της; Τι θα συνέβαινε αν εκείνη κοιμόταν όταν τηλεφωνούσαν, και χανόταν, για κάποιο λόγο, η ευκαιρία να πάρει πίσω την Άννα σώα;

«Γιατί ήρθες εδώ;» ρώτησε τον Τόμι. «Αρκετά προβλήματα έχω ήδη». «Σου είπα, θέλω να βοηθήσω. Έλα, πάμε σ’ ένα άλλο δωμάτιο για να μιλήσουμε με την ησυχία μας». Η Βάλερι οδήγησε τον αδερφό της σε ένα υπνοδωμάτιο, και σε λίγο ο Ντέμπσι άκουσε το σιγανό μουρμουρητό της συνομιλίας τους. Πήγε προς το παράθυρο, από όπου μπορούσε να έχει το νου του στην πρόσοψη του σπιτιού. Ο βοηθός σερίφη δεν είχε απομακρυνθεί από το περιπολικό του, ούτε περνούσαν άλλα αυτοκίνητα. Ο ένας πράκτορας μίλησε στον Ντέμπσι. «Με έκανες να ζεματίσω τα παπάρια μου», είπε. «Πολύ λυπηρό. Ίσως έτσι πρηστούν και αποκτήσουν κανονικό μέγεθος». Ο αναστεναγμός του πράκτορα πνίγηκε στη μοκέτα. «Δεν ξέρω ποιος είναι πιο τρελός», είπε, «εσύ ή ο Μόρις». «Εγώ», απάντησε ο Ντέμπσι. «Σίγουρα εγώ».

Η Βάλερι κάθισε στο κρεβάτι της κόρης της. Ο Τόμι έγειρε στον τοίχο κοιτάζοντας τα πόστερ και τις φωτογραφίες της ανιψιάς που είχε τόσο καιρό να δει. «Πώς με βρήκες;» ρώτησε η Βάλερι. «Με είδες στην τηλεόραση;» «Το ήξερα πριν βγεις στην τηλεόραση», απάντησε ο Τόμι. «Κάποιος μου χρωστούσε μια χάρη». «Το FBI είπε ότι μπορεί η απαγωγή να έχει σχέση μ’ εσένα. Είναι αλήθεια;» «Όχι». «Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος;» «Επειδή ρώτησα». Ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, η Βάλερι θυμόταν αυτό τον τόνο στη φωνή του. «Ρώτησες τον Τζόι Τούμι;» είπε. «Μιλήσαμε». «Το FBI πιστεύει ότι τον σκότωσες εσύ». «Εγώ απλώς σκέφτηκα αυτό ακριβώς που σκέφτηκες κι εσύ: ότι η απαγωγή της Άννας μπορεί να ήταν ένας τρόπος για να με βάλουν στο χέρι. Έπρεπε να βεβαιωθώ πως δεν επρόκειτο γι’ αυτό». «Σκοτώνοντάς τον βεβαιώθηκες;» «Όχι. Σκοτώνοντάς τον ένιωσα μόνο καλύτερα». Στο πρόσωπό της φάνηκε η αηδία, αλλά ανάμεικτη με κάτι άλλο. Ο Τόμι σκέφτηκε πως η αδερφή του μπορεί να είχε ακόμη μέσα της ένα κομμάτι από τον παλιό εαυτό της. «Λένε πως έχεις μπλεξίματα». «Ποιος το λέει αυτό;» είπε ο Τόμι. «Το FBI. Λένε πως ο Όουενι Φάρελ σε έχει επικηρύξει». «Ο Όουενι Φάρελ δε θα μπορούσε να πληρώσει ούτε για μια τρίχα από τα μαλλιά μου», απάντησε ο Τόμι, και ο λεονταρισμός ήχησε κούφιος ακόμη και στα δικά του αυτιά. «Γιατί κρυβόσουν από μένα;» ρώτησε την αδερφή του. «Γιατί το έσκασες από την οικογένειά σου;» Η Βάλερι τον κοίταξε σαστισμένη. «Τρελάθηκες; Σου έστριψε εντελώς, γαμώτο;» «Μη μου μιλάς εμένα έτσι».

«Πώς θα ’πρεπε να μιλάω στον άνθρωπο που άφησε το κοριτσάκι μου χωρίς πατέρα;» «Δεν το ήξερα. Σου ορκίζομαι, δεν το ήξερα». «Τι δεν ήξερες; Ότι ήταν ο πατέρας της ή ότι σκόπευαν να τον σκοτώσουν; Τι δεν ήξερες; Πες μου. Τι από τα δύο;» Ο Τόμι δεν απάντησε. «Δεν το ήξερε, λέει», έφτυσε τις λέξεις η Βάλερι. «Δε σε πιστεύω. Δε σε πίστεψα τότε και δε σε πιστεύω ούτε τώρα». Ο Τόμι αναγκάστηκε να στρέψει αλλού το βλέμμα του για να αποφύγει την οργή που έδειχναν τα μάτια της. «Έπρεπε να είχες γυρίσει», της είπε. «Αν γύριζες και με άφηνες να σε φροντίσω, ίσως αυτό...» Η Βάλερι σήκωσε προειδοποιητικά το δάχτυλό της, αποκαλύπτοντας το νύχι που ήταν φαγωμένο. «Μην το πεις. Μην τολμήσεις να πεις τέτοιο πράγμα. Μα την πίστη μου, θα σου βγάλω τα μάτια μ’ αυτά τα νύχια αν δοκιμάσεις να μου παίξεις τέτοιο παιχνίδι». Ο Τόμι έμεινε αμίλητος. «Με συγχωρείς», της είπε τελικά. «Έχεις δίκιο. Ήταν λάθος». Η Βάλερι δεν απάντησε. «Εσύ και η Άννα είστε η μόνη οικογένεια που μου έχει απομείνει. Εγώ...» Η Βάλερι τον διέκοψε. Δεν του άρεσε αυτό του Τόμι. Σκέφτηκε πως η Βάλερι είχε πάρα πολύ καιρό να συναναστραφεί με άντρες. Είχε ξεχάσει τους τρόπους της. «Δεν είμαστε οικογένειά σου, Τόμι. Πάψαμε να είμαστε όταν έβαλες τον Ρόνι στο χώμα. Η Άννα δε θυμάται καθόλου τα πρώτα χρόνια της ζωής της, δόξα τω Θεώ, κι εγώ δεν της έχω πει τίποτε για να αλλάξω αυτή την κατάσταση. Απ’ ό,τι ξέρει, δεν έχει ούτε θείους ούτε ξαδέρφια, τίποτε. Έχει απλώς αποδεχτεί ότι έτσι έχουν τα πράγματα». Ο Τόμι το άφησε να περάσει. «Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν πρόκειται να τη φέρει πίσω», της είπε τελικά. Αναπάντεχα η Βάλερι έβαλε τα κλάματα. Το ξάφνιασμα για την ίδια της την αντίδραση ήταν σχεδόν εξίσου έντονο με την ταραχή που προκάλεσε στον Τόμι. Η Βάλερι δεν πίστευε ότι της είχαν μείνει άλλα δάκρυα. Εκείνος πήγε κοντά της και της χάιδεψε τα μαλλιά, και η Βάλερι του επέτρεψε να την αγκαλιάσει και να ακουμπήσει το πρόσωπό της στην κοιλιά του. «Μίλα μου», της είπε. «Πες μου όλα όσα είπες σ’ αυτούς».

Ο Ντέμπσι περίμενε ακόμη δίπλα στο παράθυρο όταν γύρισε ο Τόμι στο δωμάτιο. «Τελειώσατε;» ρώτησε. «Τελειώσαμε». Ο Τόμι κοντοκάθισε μπροστά στους πράκτορες. Έβγαλε από την τσέπη του ένα ρολό με μονωτική ταινία. «Λυπάμαι γι’ αυτό, παιδιά», είπε. «Μη μου κρατάτε κακία». «Έλα στο Γραφείο, Τόμι», είπε ο πράκτορας με την μπλούζα. «Έλα και μίλα μας. Εμείς είμαστε η καλύτερη πιθανότητα που έχεις πλέον». «Ελπίζω να μην είναι αλήθεια αυτό», απάντησε ο Τόμι. «Αν είναι έτσι, τότε έχω μπλέξει πιο

άσχημα απ’ όσο νόμιζα». Τύλιξε την ταινία γύρω από τα στόματα και τα πόδια τους. Είχε δέσει με τον ίδιο τρόπο την αδερφή του, αν και εκείνη δεν τη φίμωσε και είχε αφήσει κοντά της το ψαλιδάκι των νυχιών. Η Βάλερι του υποσχέθηκε να τους δώσει όσο γινόταν μεγαλύτερο προβάδισμα πριν λυθεί και λύσει κατόπιν τους πράκτορες. «Έμαθες τίποτε;» ρώτησε ο Ντέμπσι καθώς επέστρεφαν στο αυτοκίνητο. «Μου φτάνει που την είδα και που ξέρει ότι είμαι με το μέρος της. Θέλω να το κάνω αυτό για χάρη της. Θέλω να βρω την ανιψιά μου. Πρέπει να δοκιμάσω να επανορθώσω, Μάρτιν, πριν έρθει το τέλος». Ο Ντέμπσι δεν είπε τίποτε, γιατί δεν υπήρχε τίποτε να πει. Τηλεφώνησαν στον Ράιαν από το δρόμο, και ξεφορτώθηκαν το αυτοκίνητο σε ένα εμπορικό κέντρο. Το είχαν κλέψει έξω από τον κινηματογράφο Κολόνιαλ στο Μπέλφαστ, αφού είδαν το ζευγάρι στο οποίο ανήκε να πληρώνει για να δει την απογευματινή παράσταση και να δίνει τα εισιτήρια στην ταξιθέτρια. Η ταινία θα είχε μάλλον τελειώσει πια, και το ζευγάρι θα είχε προσέξει ότι έλειπε το αυτοκίνητό τους. Ο Ράιαν πέρασε και τους πήρε και επέστρεψαν στο μοτέλ. Πήγαινε πολύς καιρός που ο Τόμι ήταν τόσο ευδιάθετος. Ο Ντέμπσι διέκρινε λίγο από τον παλιό δυναμισμό του, και πίστεψε ότι ο Τόμι μπορεί να αναζωογονήθηκε από τη συνάντηση με την αδερφή του. Είχε δίκιο, αλλά μόνο κατά ένα μέρος. Η διάθεση του Τόμι Μόρις είχε βελτιωθεί βλέποντας τη Βάλερι ύστερα από τόσα χρόνια, αλλά περίμενε επίσης να του δοθεί η δυνατότητα να συμβάλει πιο άμεσα στην έρευνα για την ανιψιά του. Σε λίγο ο Τόμι Μόρις θα μάθαινε ένα όνομα.

26 ΟΡάνταλ Χέιτ κι εγώ σταθήκαμε στην πόρτα της αίθουσας συσκέψεων. Από μέσα ακούγονταν αντρικές φωνές, και είχα την εντύπωση ότι αναγνώρισα τους ευχάριστους τόνους του Γκόρντον Γουόλς. «Είσαι έτοιμος, Ράνταλ;» ρώτησα. «Ναι, σ’ ευχαριστώ». Άνοιξα την πόρτα με το αριστερό χέρι και χτύπησα τον Χέιτ χαϊδευτικά στον ώμο με το δεξί, αν και το έκανα όχι μόνο για να τον καθησυχάσω, αλλά και για να του δώσω μια επιπλέον ώθηση για να περάσει το κατώφλι αν παρουσιαζόταν τέτοια ανάγκη. Ο διοικητής Άλαν έβγαλε ένα πνιχτό γρύλισμα όταν ο Χέιτ μπήκε στην αίθουσα, αλλά αυτός ήταν και ο μοναδικός ήχος που ακούστηκε από οποιονδήποτε. Ο Χέιτ κάθισε δίπλα στην Έιμι στη μια πλευρά του τραπεζιού, απέναντι από τον Άλαν, τον Γκόρντον Γουόλς και τον Σόουμς. Ο Ένγκελ και ο συνάδελφός του είχαν καθίσει δίπλα στο παράθυρο, λίγο πιο πέρα από την κύρια ομάδα. Εγώ ακούμπησα την καρέκλα μου στον τοίχο και περίμενα να ακούσω. Ο Γουόλς έκανε τις συστάσεις από τη δική του πλευρά, και έσπρωξε το μαγνητόφωνο προς τον Χέιτ, ο οποίος ανέφερε το όνομά του για να καταγραφεί. Τα σημειωματάρια ήταν ανοιχτά και έτοιμα. Όταν ο Χέιτ βολεύτηκε στη θέση του, η Έιμι του ζήτησε να πει, με δικά του λόγια και με την ησυχία του, για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί. Εκείνος ξεκίνησε διστακτικά, αλλά όσο προχωρούσε, ενισχυόταν κάπως η αυτοπεποίθησή του και κόμπιαζε λιγότερο. Είχε τα χέρια δεμένα μπροστά του, και ξέμπλεκε τα δάχτυλά του μόνο για να πιει πού και πού μια γουλιά νερό. Η ιστορία του άρχισε με τις περιστάσεις του θανάτου της Σελίνα Ντέι, συνέχισε με την καταδίκη και τη φυλάκισή του και κατέληξε με την εγκατάστασή του στο Πάστορ’ς Μπέι. Δεν περιείχε κάτι που δεν είχα ήδη ακούσει, και υπήρξαν μόνο δύο διακοπές, μία από τον Γουόλς και μία από τον Άλαν, που ήθελαν να διευκρινίσουν κάποια δευτερεύοντα σημεία. Κατόπιν ο Χέιτ περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο έλαβε διαδοχικά τους φακέλους που τον είχαν οδηγήσει σ’ αυτή την αίθουσα. Όταν ολοκλήρωσε την κατάθεσή του, η Έιμι παρουσίασε μερικές πλαστικές σφραγισμένες σακούλες πειστηρίων, καθεμία από τις οποίες περιείχε ένα φάκελο και το περιεχόμενό του, και τις έδωσε στον Γουόλς. Μόνο ο Ένγκελ φαινόταν αποστασιοποιημένος. Παρατήρησα ότι έχασε το ενδιαφέρον του λίγο αφότου άρχισε ο Χέιτ να μιλάει. Η κατάθεση αυτή του ήταν άχρηστη. Δεν ενδιαφερόταν για έναν παλιό φόνο που είχε διαπραχθεί μακριά από τα βορειοανατολικά, ούτε καν για την ασφαλή επιστροφή της Άννας Κόρι. Ήθελε τον Τόμι Μόρις, και οι αποκαλύψεις του Ράνταλ Χέιτ δεν επρόκειτο να φέρουν πιο κοντά την επίτευξη του στόχου του. Ο Γουόλς ρώτησε αν μπορούσε να βγει για λίγο με τους συναδέλφους του από την αίθουσα για να συζητήσουν, αλλά η Έιμι προσφέρθηκε να πάμε εμείς με τον Χέιτ στο γραφείο της μέχρι να είναι έτοιμοι να συνεχίσουν. Ο Χέιτ πήγε στην τουαλέτα, και η Έιμι με κοίταξε με νόημα και είπε: «Λοιπόν;» «Ο Χέιτ τα πήγε καλά, όσο θα μπορούσε να περιμένει κανείς, και οι άλλοι τον άφησαν να μιλήσει. Το επόμενο μέρος της συνάντησης θα είναι πιο δύσκολο γι’ αυτόν». «Το ξέρω».

Παρά τις προειδοποιήσεις της, η Έιμι ήξερε ότι θα αναγκαζόμασταν μέχρι ένα σημείο να εκθέσουμε τον Χέιτ σε επιθετική ανάκριση. Ήταν σαν να καθάριζες ένα τραύμα: Καλύτερα να ξεμπέρδευες μια και καλή, παρά σε μικρές οδυνηρές δόσεις. Ο Χέιτ επέστρεψε. «Πώς τα πήγα;» ρώτησε. «Μια χαρά, Ράνταλ», απάντησε η Έιμι. «Αυτή τη γνώμη έχουμε και οι δύο». Εκείνος ανακουφίστηκε, και όχι μόνο επειδή θεωρούσαμε ότι το πρώτο μέρος της κατάθεσης είχε πάει καλά. Μου φάνηκε ότι είχε ξαλαφρώσει κάπως, σαν μετανοημένος αμαρτωλός που είχε εξομολογηθεί τις αμαρτίες του και είχε πάρει συγχώρηση. Είχε πει την ιστορία του και κανείς δεν είχε αντιδράσει με φανερή αηδία ή θυμό. Δεν του είχαν φορέσει χειροπέδες, ούτε τον διαπόμπευσαν. Είχε αντιμετωπίσει αυτό που φοβόταν περισσότερο, και μέχρι στιγμής είχε επιζήσει. «Ο άνθρωπος του FBI, ο κύριος Ένγκελ, ήταν στην τουαλέτα όταν πήγα», είπε. «Σου μίλησε;» ρώτησα. «Όχι, μόνο μου έγνεψε. Δεν μπόρεσα να μην προσέξω ότι αυτά που έλεγα δε φαίνονταν να τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα». Ο Χέιτ έδειχνε ελαφρά προσβεβλημένος. «Ίσως δεν ήσουν αυτό που περίμενε», είπε η Έιμι. «Μα τι περίμενε;» ρώτησε ο Χέιτ, κι εγώ σήκωσα με τρόπο το χέρι μου στην Έιμι προειδοποιώντας τη. Δεν ήταν ανάγκη να διερευνήσουμε αυτό το θέμα μαζί με τον πελάτη μας· όχι ακόμη, όχι μέχρι να ολοκληρωθεί η επόμενη φάση της κατάθεσης. Αλλά ο Χέιτ δεν ήταν βλάκας. Διαισθάνθηκε ότι υπήρχε διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά που γνωρίζαμε και σ’ αυτά που του λέγαμε. Μας γλίτωσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο βοηθός της Έιμι έχωσε το κεφάλι του στο άνοιγμα και είπε ότι μας περίμεναν. «Θα το συζητήσουμε αργότερα», είπα στον Χέιτ. «Σου ορκίζομαι ότι δεν έχει σχέση μαζί σου, και δεν πρόκειται να έχει καμία επίδραση σε ό,τι λέγεται στη διπλανή αίθουσα, ή σε οποιαδήποτε ερώτηση σου θέσουν. Όταν τελειώσουμε, θα εξετάσουμε με την ησυχία μας τυχόν άλλες σχετικές λεπτομέρειες, εντάξει;» Ο Χέιτ δεν είχε άλλη επιλογή από το να συμφωνήσει. Είχε φτάσει μέχρι αυτό το σημείο, και μολονότι θα μπορούσε να στρογγυλοκαθίσει στο γραφείο της Έιμι και να αρνηθεί να βγει μέχρι να του πούμε τα πάντα, ακόμη και την αλήθεια για τα UFO και τη δολοφονία του Κένεντι, δεν το έκανε, κυρίως γιατί η Έιμι κι εγώ ουσιαστικά τον πιέσαμε να μας ακολουθήσει, και όταν πια βρεθήκαμε πάλι στην αίθουσα συσκέψεων ήταν πολύ αργά για να αντιδράσει. Ξανακάθισε λοιπόν στην καρέκλα του και περίμενε να αρχίσουν οι ερωτήσεις. Το επόμενο στάδιο το χειρίστηκε ο Γουόλς. Ήταν προσεκτικός, σταθερός, και σκόπιμα ουδέτερος στην αρχή. Έκανε μια ανασκόπηση της ιστορίας του Χέιτ, θέτοντας πολλές από τις ερωτήσεις που του είχαμε κάνει η Έιμι κι εγώ. Αποσαφήνισε τις κινήσεις του Χέιτ στα χρόνια που ακολούθησαν την αποφυλάκισή του και έθιξε το θέμα του Λόνι Μάιντας. «Ξέρετε πού βρίσκεται σήμερα ο Λόνι Μάιντας;» είπε ο Γουόλς. «Δεν ονομάζεται έτσι πλέον», απάντησε ο Χέιτ. «Δεν υπάρχει Λόνι Μάιντας, όπως ακριβώς δεν υπάρχει Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ. Μας έδωσαν καινούριες ταυτότητες για να μην μπορούμε να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας ακόμη κι αν το θέλαμε». «Ώστε δεν έχετε λόγο να θεωρήσετε ότι ενδεχομένως σας βρήκε ο Λόνι Μάιντας;» «Κανένα λόγο». «Τον φοβόσασταν, κύριε Χέιτ;»

«Λίγο». «Εξακολουθείτε να τον φοβάστε;» Ο Χέιτ άρχισε να τραβάει ένα χαλαρό κομμάτι από το νύχι του. Τον έβλεπα από εκεί που καθόμουν. Τραβούσε τόσο δυνατά, που μόρφασε από τον πόνο που προκαλούσε στον εαυτό του. «Ο Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ τον φοβόταν», είπε, «αλλά ο Ράνταλ Χέιτ δεν τον φοβάται. Καταλαβαίνετε τη διάκριση που κάνω, ντετέκτιβ; Αυτός είναι ο λόγος που δεν ήθελα να έρθω εδώ σήμερα. Ήθελα να μείνω κρυμμένος. Κανείς δε θα μπορούσε να με βρει όσο θα έμενα κρυμμένος». «Κι όμως, κάποιος σας βρήκε, κύριε Χέιτ. Κάποιος ξέρει ποιος είστε. Η ζημιά έχει γίνει πλέον». «Ναι. Ναι, υποθέτω ότι έχετε δίκιο». «Έχετε ιδέα ποιος μπορεί να είναι αυτός ο κάποιος;» «Όχι». «Θα μπορούσε να είναι ο Λόνι Μάιντας;» Ο Χέιτ κούνησε απλώς το κεφάλι του αρνητικά, αλλά η απάντησή του δεν ταίριαζε με την κίνηση. «Ο Λόνι ανέκαθεν κρατούσε κακίες», είπε. «Ποτέ δε συγχωρούσε όποιον τον έβλαπτε». «Και κρατάει κακία στον Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ, επειδή ο Γουίλιαμ είπε στους αστυνομικούς τι είχε συμβεί στη Σελίνα Ντέι;» «Νομίζω ότι ο Λόνι μισεί τον Γουίλιαμ. Μάλλον τον μισεί πιο πολύ τώρα απ’ ό,τι τότε που τον μαρτύρησε. Ο Λόνι ήταν τύπος που γυρόφερνε συνέχεια τα πράγματα στο μυαλό του». «Θα μπορούσε να έχει πάρει την Άννα Κόρι για να σας ενοχοποιήσει;» «Ναι», είπε χαμηλόφωνα ο Χέιτ. «Ο Λόνι θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο». Ο Γουόλς δεν επέμεινε σ’ αυτό το θέμα. Συνέχισε με μερικές ερωτήσεις ρουτίνας, κυρίως για να ζητήσει διευκρινίσεις. Ο Χέιτ απάντησε εύκολα, κι ένιωσα ότι άρχισε πάλι να χαλαρώνει. Έγινε πιο φλύαρος, λέγοντας στον Γουόλς περισσότερα απ’ όσα ήταν απαραίτητα για να απαντήσει στις ερωτήσεις. Ο Γουόλς είπε μάλιστα και ένα αστείο για την εκμάθηση λογιστικής και για κρατούμενους που μελετούν νομικά στη φυλακή και γίνονται αυτοδίδακτοι δικηγόροι, και ο Χέιτ χαμογέλασε. Όλοι τα πήγαιναν μια χαρά. Έπιασα το βλέμμα που μου έριξε η Έιμι, κατένευσα, και εκείνη διέκοψε την επόμενη ερώτηση του Γουόλς. «Με συγχωρείτε, ντετέκτιβ, πρέπει να μιλήσω μια στιγμή ιδιαιτέρως με τον πελάτη μου». Ο Γουόλς δε χάρηκε γι’ αυτό, αλλά δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση. Έτσι αρκέστηκε να με αγριοκοιτάξει. Ήξερα τι έκανε ως τώρα και είχε πλέον πιαστεί στα πράσα· έπαιζε μια εκδοχή του «καλός μπάτσος/κακός μπάτσος» και ετοιμαζόταν να περάσει από τον πρώτο ρόλο στον δεύτερο. Η Έιμι άρχισε να ψιθυρίζει στο αυτί του Χέιτ. Όσο του μιλούσε, εκείνος έριξε μια ματιά στον Γουόλς και πήρε μια πληγωμένη έκφραση. Όταν ξανάρχισε η συζήτηση, ήταν σαφώς πιο συγκρατημένος στον τρόπο που απαντούσε. «Μιλήστε μου για την Άννα Κόρι», είπε ο Γουόλς. «Τη γνωρίζατε;» «Όχι, δεν τη γνώριζα». «Αλλά την είχατε δει στην πόλη, έτσι δεν είναι; Στο κάτω κάτω, το Πάστορ’ς Μπέι είναι μικρό μέρος. Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, σωστά;» «Υποθέτω ότι την είχα δει». «Ξέρατε το όνομά της;» «Όχι, δεν της είχα μιλήσει ποτέ». «Δεν ήταν αυτή η ερώτησή μου. Ξέρατε το όνομά της;» «Ναι, φυσικά. Όπως είπατε, το Πάστορ’ς Μπέι είναι μικρό μέρος».

«Άρα την ξέρατε;» Ο Χέιτ σάστισε. «Ναι. Δηλαδή, όχι, όχι με τον τρόπο που το εννοείτε». «Με ποιον τρόπο το εννοώ;» Η Έιμι παρενέβη. «Ντετέκτιβ, σας υπενθυμίζω ότι δε διενεργείται ανάκριση στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο κύριος Χέιτ βρίσκεται εδώ με τη θέλησή του. Έδωσε πληροφορίες που μπορεί να αποδειχτούν χρήσιμες για την έρευνά σας, και ο ίδιος είναι θύμα μιας ιδιαίτερα ύπουλης μορφής εκφοβισμού. Ας μην επιβαρύνουμε την κατάσταση, εντάξει;» Ο Γουόλς σήκωσε τα χέρια ψηλά, κάνοντας πως παραδιδόταν, και συνέχισε τις ερωτήσεις του. «Είχατε γνωρίσει τη μητέρα της Άννας Κόρι;» «Ναι. Νωρίτερα φέτος ήρθε σε δύο συναντήσεις του δημοτικού συμβουλίου. Ήθελε να μιλήσει για δέντρα». «Για δέντρα;» «Για τα δέντρα που υπάρχουν στην Μπέι Ρόουντ. Ξέσπασε μια καταιγίδα και έπεσαν μερικά πολύ μεγάλα κλαδιά. Η κυρία Κόρι ανησύχησε για την ασφάλεια της κόρης της και του σπιτιού της». «Το θέμα αυτό φαίνεται να έχει πολύ μικρή σημασία». «Όχι αν σε χτυπήσει ένα δέντρο που πέφτει», απάντησε ο Χέιτ, πράγμα που δεν ήταν παράλογο. «Εννοώ ότι με ξαφνιάζει που το θυμάστε τόσο καθαρά», είπε ο Γουόλς. «Σ’ αυτές τις συναντήσεις πρέπει να θίγονται πολλά θέματα, κι όμως εσείς δε δυσκολευτήκατε να θυμηθείτε τις ανησυχίες της Βάλερι Κόρι». Ο Χέιτ, όμως, βρισκόταν τώρα σε γνώριμο έδαφος. «Είμαι λογιστής. Όλη μου τη ζωή θυμάμαι μικρές λεπτομέρειες. Δεν πηγαίνω σε όλες τις συναντήσεις του δημοτικού συμβουλίου γιατί δεν είναι απαραίτητο, αλλά οπωσδήποτε μπορώ να σας αναφέρω όλες τις λεπτομέρειες οποιουδήποτε θέματος έχει σχέση με τον προϋπολογισμό της πόλης: τις υπηρεσίες υγιεινής, το κλάδεμα των δέντρων, το βάψιμο των φραχτών, την αντικατάσταση μηχανημάτων και οχημάτων. Επομένως, όντως θυμάμαι το θέμα που έθεσε η Βάλερι Κόρι, αλλά θυμάμαι επίσης ότι ο διοικητής Άλαν είχε μιλήσει ακριβώς πριν από εκείνη σχετικά με την αγορά ενός μεταχειρισμένου Κράουν Βικτόρια για να συμπληρώσει το στόλο των οχημάτων του, ενώ στην ίδια συνάντηση ο Βέρνον Τατλ ήθελε να μάθει για ποιο λόγο είχε γίνει στο κατάστημά του καταγγελία για ρύπανση του περιβάλλοντος χώρου, ενώ επί έξι μήνες ζητούσε να τοποθετηθεί μόνιμος κάδος απορριμμάτων στο συγκεκριμένο σημείο της Μέιν Στρητ». Ο Άλαν μετακινήθηκε στο κάθισμά του. Μέχρι στιγμής, από την ώρα που ξανάρχισε η συζήτηση, δεν είχε μιλήσει, και δε φαινόταν ιδιαίτερα πρόθυμος να ανακατευτεί τώρα, αλλά αφού ο Χέιτ αναφέρθηκε σ’ αυτόν ονομαστικά, δεν είχε περιθώρια επιλογής. «Αυτό είναι αλήθεια, ξέρετε, ντετέκτιβ», είπε. «Ο κύριος Χέιτ έχει φοβερό μνημονικό και θυμάται τις λεπτομέρειες». Ο Γουόλς δεν επέμεινε. Επανήλθε στο αν ο Χέιτ γνώριζε την οικογένεια Κόρι, αλλά δεν έβγαλε και πολλά πράγματα. Όταν ο Χέιτ του είπε ότι δεν είχε άλλοθι για τη μέρα της εξαφάνισης της Άννας, ο Γουόλς αναθάρρησε κάπως. Πάνω που ετοιμάστηκε να πιέσει περισσότερο για το συγκεκριμένο θέμα, ήρθε βοήθεια από μια απρόσμενη πηγή. Ο Άλαν μετακινήθηκε πάλι στο κάθισμά του, αυτή τη φορά με φανερή αμηχανία. Ακόμη και ο Γουόλς το πρόσεξε, και τον κοίταξε εκνευρισμένος. Ο Άλαν του έκανε νόημα ότι ήθελε να του μιλήσει ιδιαιτέρως, και οι δύο αστυνομικοί συζήτησαν χαμηλόφωνα για λίγο. Όταν ξαναγύρισαν στο τραπέζι, ο Γουόλς μας πληροφόρησε ότι δεν είχε

άλλες ερωτήσεις, εκτός αν κάποιος άλλος ήθελε να προσθέσει κάτι. Ακόμη και ο Ένγκελ φάνηκε να ξαφνιάστηκε αρκετά ώστε να βγει για λίγο από το λήθαργό του, αλλά δεν είπε τίποτε. Σηκωθήκαμε όλοι. Ο Γουόλς έδωσε στην Έιμι μια απόδειξη για τις σφραγισμένες σακούλες που περιείχαν τους φακέλους, και είπε στον Χέιτ ότι μπορεί να χρειαζόταν μια λεπτομερέστερη κατάθεση γι’ αυτούς τις επόμενες μέρες. Ενώ εκείνοι μιλούσαν, εγώ ακολούθησα τον Άλαν έξω, όπου προσπαθούσε να στρίψει τσιγάρο. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει. «Μπορώ να ρωτήσω τι ήταν αυτό;» του είπα. «Ο Ράνταλ Χέιτ έχει άλλοθι για τη μέρα που εξαφανίστηκε η Άννα Κόρι», απάντησε. «Εγώ είμαι το άλλοθί του. Πέρασα από το σπίτι του γύρω στις τρεις εκείνη τη μέρα για να του αφήσω μερικές προσφορές για την αγορά του αυτοκινήτου που ανέφερε. Κοιμόταν στον καναπέ σκεπασμένος με μια κουβέρτα, και έτσι αποφάσισα να μην τον ανησυχήσω. Ξαναγύρισα λίγο αφότου ειδοποιηθήκαμε για την Άννα Κόρι, και ήταν ακόμη εκεί. Ούτε που είχε κουνηθεί καθόλου. Τον είδα στο δρόμο την επόμενη μέρα, και η μύτη του ήταν κατακόκκινη, σαν να έβλεπες τον Ρούντολφ το ελαφάκι. Δεν απήγαγε εκείνος την Άννα. Αν δεν είχα μιλήσει, θα σπαταλούσαμε το χρόνο μας εκεί μέσα». «Σ’ ευχαριστώ», είπα. «Δε χρειάζεται να μ’ ευχαριστείς. Την αλήθεια είπα». «Έχεις κάποια άποψη για τα υπόλοιπα που είπε ο Χέιτ;» «Όχι». Ο Άλαν άναψε το τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά, κρατώντας τον καπνό στα πνευμόνια του, απολαμβάνοντας τη γεύση. «Γιατί ρωτάς; Περιμένεις να πω ότι δε φαίνεται για τέτοιος τύπος, ότι ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος; Απλώς ξαφνιάζομαι που κατόρθωσε να το κρατήσει μυστικό τόσο καιρό. Δύσκολα καταφέρνεις κάτι τέτοιο στις μέρες μας. Πάντα βρίσκεται κάποιος που το ανακαλύπτει». «Όντως κάποιος το ανακάλυψε». «Έβγαλες καμιά άκρη σ’ αυτό;» «Όχι ακόμη». «Φαντάζομαι πως ο Γουόλς θα στείλει τους φακέλους για ανάλυση, για την περίπτωση που υπάρχει κάποια σχέση με την υπόθεση της Άννας. Μέχρι να τους δώσει η πολιτειακή αστυνομία στους ομοσπονδιακούς έχουμε περιθώριο ένα εικοσιτετράωρο για να πάρουμε κι εμείς δείγμα DNA, οπότε σύντομα θα ξέρουμε αν υπάρχει τέτοια ένδειξη. Θα πρέπει επίσης να αποκτήσουμε πρόσβαση στα πρακτικά της δίκης στη Βόρεια Ντακότα». «Μπορείς να το πετύχεις αυτό;» «Και βέβαια. Μπορεί να πάρει μια δυο μέρες, αλλά από τη στιγμή που θα υποβληθεί επίσημο αίτημα για βοήθεια, θα αναγκαστούν τελικά να μοιραστούν μαζί μας όποιες πληροφορίες διαθέτουν». «Περιλαμβανομένης και της καινούριας ταυτότητας του Λόνι Μάιντας;» «Έτσι φαντάζομαι». Ήμουν περίεργος να μάθω αν είχε μπει και ο Λόνι Μάιντας στο στόχαστρο. Σε τέτοια περίπτωση, ίσως αποδεικνυόταν τελικά ότι είχα πέσει έξω στην εκτίμησή μου ότι ο βασανιστής του Ράνταλ Χέιτ ζούσε στο Πάστορ’ς Μπέι ή στην ευρύτερη περιοχή. «Στο μεταξύ, δε θα θέλαμε να διαρρεύσει κάτι από την κατάθεση του Χέιτ», είπα. «Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε. Δε θα μας άρεσε να μπουν στους συμπολίτες μας ανόητες ιδέες γι’ αυτόν», είπε ο Άλαν. Έγειρε στον τοίχο και πίεσε με το δείκτη και τον αντίχειρα τη γέφυρα της

μύτης του. «Χρειάζομαι λίγη ανάπαυση», συνέχισε. «Από τότε που χάθηκε η Άννα δεν κοιμάμαι πάνω από μια δυο ώρες τη νύχτα. Θα πάρω ρεπό αύριο για να πληρώσω τους λογαριασμούς μου και να φορτίσω τις μπαταρίες μου. Θα είμαι διαθέσιμος σε περίπτωση που με χρειαστούν, αλλά τουλάχιστον έτσι θα κάνω ένα διάλειμμα». Τον άφησα να τελειώσει το τσιγάρο με την ησυχία του. Στο κάτω κάτω, υπήρχαν κάμποσοι άλλοι που μπορούσα να ενοχλήσω, ανάμεσά τους και ο Ένγκελ, που περίμενε το αυτοκίνητό του δίπλα στην εξώπορτα. «Η έλλειψη ενδιαφέροντος που επέδειξες για τη διαδικασία σημειώθηκε δεόντως, ειδικέ πράκτορα Ένγκελ», του είπα. «Ίσως ήλπιζες ότι θα σου έφερνα τον Γουάιτι Μπάλτζερ αυτοπροσώπως». Ήταν φανερό ότι εξέταζε τα υπέρ και τα κατά τού να καθίσει εκεί και να μιλήσει μαζί μου ή να πάει πιο πέρα και να βραχεί. Φάνηκε να καταλήγει ότι ήταν προτιμότερο να μου μιλήσει, αλλά όχι και πολύ. «Ο πελάτης σου έχει ενδιαφέρον, κύριε Πάρκερ, απλώς συμβαίνει να μην ενδιαφέρει εμένα». «Επειδή δε σκίστηκε να υποβάλει αίτημα 5Κ;» Το «αίτημα 5Κ» αναφερόταν στην παράγραφο 5Κ1.1 των κανόνων επιβολής ποινών, βάσει της οποίας, στην περίπτωση διάπραξης αδικήματος, ο εισαγγελέας μπορούσε να προτείνει πιο ελαφριά ποινή από την προβλεπόμενη με αντάλλαγμα τη «σημαντική συνεργασία» του κατηγορουμένου. Στην ουσία ήταν ένα παραθυράκι που πρόσφερε ο νόμος στους χαφιέδες, αλλά αποτελούσε δημοφιλές όπλο της εισαγγελίας κατά τη διάρκεια δικαστικών διώξεων εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος, δεδομένου ότι πολύ συχνά το κατηγορητήριο βασιζόταν σε καταθέσεις μαφιόζων που είχαν στραφεί εναντίον των δικών τους. Ο Ένγκελ ήλπιζε ότι ο προσκεκλημένος-έκπληξη μπορεί να είχε κάποια σχέση με τον Τόμι Μόρις, την οποία και θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί. Η πραγματικότητα τον απογοήτευσε. «Το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να καρφώσει ο πελάτης σου είναι ο εαυτός του, πράγμα που έκανε», είπε ο Ένγκελ. «Κατά κάποιον τρόπο αυτός ήταν ο λόγος που ήθελα τόσο να τραβήξω την προσοχή σου», εξήγησα. «Αν διαρρεύσουν όσα είπε εδώ σήμερα, μπορεί να κινδυνεύσει». «Επειδή οι οργισμένοι και φοβισμένοι άνθρωποι έχουν την τάση να μη δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα ψιλά γράμματα, σωστά; Επειδή όλοι οι φονιάδες παιδιών είναι ίδιοι; Σου είπα, ο τύπος αυτός δε μας ενδιαφέρει καθόλου, αλλά ξέρεις πολύ καλά πως η ιστορία θα μαθευτεί. Η πολιτειακή αστυνομία θα πρέπει να την εξακριβώσει, και γι’ αυτό θα ανακατέψουν τον Άλαν. Θα αρχίσουν τα τηλεφωνήματα, το χαρτομάνι. Ελπίζω να τον έχεις προετοιμάσει για το χειρότερο. Σε λίγο το όνομά του δε θα αξίζει ούτε για φτύσιμο στο Πάστορ’ς Μπέι». «Δεν ανησυχώ μόνο για τους ντόπιους». Το SUV του Ένγκελ σταμάτησε δίπλα μας. Η οδηγός τον κοίταξε ερωτηματικά και εκείνος πήγε να προχωρήσει. Άπλωσα το χέρι μου και τον σταμάτησα. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» μου είπε. «Αυτή ακριβώς είναι και η δική μου ερώτηση». «Θα πρέπει να με συγχωρήσεις. Δεν είμαι μέντιουμ, οπότε δεν έχω ιδέα τι θέλεις να πεις. Και τώρα πάρε το χέρι σου, αλλιώς θα βάλω να σε συλλάβουν». «Όχι, δε θα το κάνεις. Εκμεταλλεύτηκες την ευκαιρία της εξαφάνισης ενός κοριτσιού για να παρασύρεις έναν επικίνδυνο άνθρωπο να έρθει βόρεια, ελπίζοντας ότι θα μπορέσεις να τον στριμώξεις και να τον πείσεις να γίνει μάρτυρας κατηγορίας. Το ενδιαφέρον σου για την ασφάλεια

της Άννας Κόρι, ή οποιουδήποτε άλλου, είναι μόνο επιδερμικό. Το μόνο που έχει σημασία για σένα είναι να κλείσεις τον Τόμι Μόρις σε ένα δωμάτιο και να κάνεις μια συμφωνία μαζί του, και μέχρι τότε θα τον αφήσεις να κυκλοφορεί ανενόχλητος». «Κύριε Πάρκερ, δεν έχεις ιδέα για τι πράγμα μιλάς». Παραμέρισε το χέρι μου, και εκείνη τη στιγμή άρχισαν να χτυπούν ταυτόχρονα το κινητό του και το κινητό της πράκτορος πίσω από το τιμόνι. Ο Ένγκελ απάντησε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο, και τα συνήθως απαθή χαρακτηριστικά του φανέρωσαν κατάπληξη. «Τι έκανε, λέει;» Αυτές ήταν οι μόνες λέξεις που άκουσα καθώς έκλεινε η πόρτα και το SUV απομακρυνόταν με ταχύτητα. Κοίταξα το τηλέφωνό μου. Είχα ένα e-mail από μια διεύθυνση του Yahoo· ήταν μόνο μια χαμογελαστή φάτσα. Η δουλειά στο σπίτι του Άλαν είχε γίνει. Έσβησα το μήνυμα την ώρα που ήρθε δίπλα μου ο Γκόρντον Γουόλς και με χτύπησε στον ώμο, χωρίς την παραμικρή φιλική διάθεση. Πίσω του καραδοκούσε ο Σόουμς, με τα χείλη σφιγμένα σε μια ψυχρή γραμμή, σαν δάσκαλος του κατηχητικού που βρισκόταν αντιμέτωπος με το μεθύστακα της πόλης. «Εσύ κι εγώ θα κάνουμε μια κουβέντα αργότερα, έγινα σαφής;» είπε ο Γουόλς. «Σαφέστατος. Θα κεράσω εγώ τα ποτά. Αρκεί να μη φέρεις μαζί σου και το φίλο σου. Δε νομίζω πως είναι διασκεδαστικός τύπος». Ο Σόουμς με κοίταξε άγρια. Από την άλλη, πάλι, έτσι κοίταζε όλο τον κόσμο. Δεν επρόκειτο τόσο για μέσο εκφοβισμού όσο για αναπηρία εν εξελίξει. Πριν προλάβει κάποιος από τους δύο να πει οτιδήποτε, μπήκε στο πάρκινγκ ένα τερατώδες φορτηγό που έκανε όλα τα οχήματα κοντά του να φαντάζουν μικροσκοπικά. Τα μπάσα ενός πελώριου ηχοσυστήματος πάλλονταν με τόσα ντεσιμπέλ που δονούσαν το έδαφος. Επειδή το φορτηγό παραήταν μεγάλο για να χωρέσει σε οποιαδήποτε από τις διαθέσιμες θέσεις, ο οδηγός το άραξε απλώς μπροστά στο κτίριο και έσβησε τη μηχανή. Άνοιξαν οι πόρτες οδηγού και συνοδηγού, και στο έδαφος πήδηξαν άγαρμπα δύο ουσιαστικά ολόιδιοι άντρες που έμοιαζαν φτιαγμένοι από τσιμεντόλιθο στο χρώμα της σάρκας. Το ντύσιμό τους είχε στόχο να προκαλέσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο σοκ και δέος: τεράστια γαλάζια πολυεστερικά παντελόνια, σκούρα μπλε κοντομάνικα πουκάμισα, τόσο εφαρμοστά ώστε θα έπρεπε να τα κόψουν για να τα βγάλουν, και ασορτί χρυσές αλυσίδες στο λαιμό που θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν για αγκυροβόλιο πλοίων. Ακόμη και ο Σόουμς έπαψε να αγριοκοιτάζει για μια στιγμή και έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Ο Τόνι και ο Πόλι Φούλτσι, σε όλο τους το μπουκωμένο με φάρμακα μεγαλείο, ήταν πραγματικά καθηλωτικό θέαμα. Αντίθετα από τον Σόουμς, ο Γουόλς φαινόταν να το διασκεδάζει, παρά να εντυπωσιάζεται. «Να και οι Φρικ Μπράδερς...» είπε. «Τι έγινε, έφυγε το τσίρκο και σας παράτησε εδώ;» «Ντετέκτιβ Γουόλς», είπε ο Πόλι, με ύφος θιγμένης αξιοπρέπειας. «Χαίρομαι πολύ που σας ξαναβλέπω». Ο Τόνι και ο Πόλι γνώριζαν τους περισσότερους ανώτερους αστυνομικούς της Πολιτείας, είτε προσωπικά είτε εκ φήμης. Το ίδιο ίσχυε και για τους αστυνομικούς, και όχι μόνο της συγκεκριμένης Πολιτείας. «Κι εσύ, Τόνι;» είπε ο Γουόλς. «Εσύ χαίρεσαι που με ξαναβλέπεις;» «Όχι», απάντησε ο Τόνι, που στο πεδίο της διπλωματίας δε διέθετε τις ανεπτυγμένες δεξιότητες του αδερφού του. Ο Γουόλς γύρισε προς το μέρος μου. «Άσε με να μαντέψω: Αυτοί οι μπουνταλάδες δουλεύουν για σένα». «Μπουνταλάδες Α.Ε., αυτοί είμαστε εμείς», του είπα.

«Κράτα σφιχτά τα λουριά τους, και μην τους αφήσεις να χαλάσουν τίποτε –έπιπλα, κτίρια, ανθρώπους. Εξάλλου είναι καταδικασμένοι κακοποιοί, οπότε αν ακούσω ότι κουβαλάνε έστω και νεροπίστολα, θα τους χώσω μέσα». «Τα τόξα επιτρέπονται;» ρώτησε ο Πόλι. «Προσπαθείς να φανείς αστείος;» «Όχι, έχουμε τόξα. Για κυνήγι. Έχουμε και άδειες». Ο Τόνι έγνεψε σοβαρά, συμφωνώντας με τον αδερφό του. «Τα έχουμε μαζί μας». «Τα τόξα ή τις άδειες;» ρώτησε ο Γουόλς, που παρασύρθηκε άθελά του. «Και τα δύο», τον διαβεβαίωσε ο Τόνι. «Έχουμε και βέλη». Ο Γουόλς τους κοίταξε προσεκτικά. Όταν είχες να κάνεις με τους Φούλτσι, συνήθως δεν ήταν ξεκάθαρο πότε αστειεύονταν. Ο Λούις είχε σχολιάσει κάποτε ότι δεν ήταν σίγουρος αν παρέμεναν απλώς ανέκφραστοι όταν έκαναν πλάκα ή αν ήταν απλώς ανεγκέφαλοι. «Θεέ και Κύριε», είπε ο Γουόλς. «Τόξα και βέλη. Ένα να θυμάστε, πάντως: Η μυτερή άκρη του βέλους πρέπει να σημαδεύει μακριά από τα πρόσωπά σας. Βέβαια, μπορείτε να δοκιμάσετε και το αντίθετο, αν το κάνετε κέφι». Ο Γουόλς και ο Σόουμς πήγαν στο αυτοκίνητό τους. Οι Φούλτσι τους κοίταζαν να απομακρύνονται. «Είπα ψέματα», είπε ο Πόλι. «Δε χάρηκα που τον ξαναείδα». «Το ίδιο κι εγώ», είπε ο Τόνι. «Μόνο που δεν είπα ψέματα».

27 ΟΡάνταλ Χέιτ δεν καλοδέχτηκε την είδηση ότι ο θείος της Άννας Κόρι ήταν ένας Βοστονέζος μαφιόζος κυνηγημένος τόσο από τους δικούς του όσο και από το FBI, ο οποίος ήταν σχεδόν σίγουρο πως θα προσπαθούσε να αναμειχθεί στην έρευνα για τη χαμένη ανιψιά του. Ο Χέιτ ήξερε ότι κινδύνευε από τον Τόμι Μόρις αν μαθευόταν το παρελθόν του. Δε θα είχε καμία σημασία για τον Μόρις το γεγονός ότι η αστυνομία του πήρε κατάθεση και ουσιαστικά τον απάλλαξε από κάθε υποψία ανάμειξης στην εξαφάνιση της Άννας. Γι’ αυτόν, θα παρέμενε κάποιος που είχε σκοτώσει ένα παιδί, και ήταν φυσικό να θεωρήσει δεδομένο ότι ο Χέιτ ήξερε περισσότερα απ’ όσα είχε αποκαλύψει. Ο Χέιτ απέλυσε την Έιμι και, κατ’ επέκταση, εμένα, όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ. Αναθεώρησε την απόφασή του όταν συνειδητοποίησε ότι, αν τώρα αντιμετώπιζε προβλήματα, η κατάσταση θα χειροτέρευε χωρίς εμάς. Επίσης, τον σύστησα στους Φούλτσι, πράγμα που τον καθησύχασε και τον τάραξε συνάμα, θυμίζοντας το Δούκα του Γουέλινγκτον, ο οποίος λέγεται ότι είχε πει για τους στρατιώτες του πως δεν ήταν σίγουρος για την επίδραση που μπορεί να είχαν στον εχθρό, αλλά, μα το Θεό, ο ίδιος τρόμαζε βλέποντάς τους. Από την άλλη μεριά, βέβαια, ο Γουέλινγκτον είχε αποκαλέσει τους άντρες του «αποβράσματα της κοινωνίας», χαρακτηρισμός που δεν ίσχυε για τους Φούλτσι. Οι Φούλτσι είχαν το δικό τους κώδικα τιμής, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για γυναίκες. Δεν ανέχονταν να απειλούνται μητέρες. Ήμουν βέβαιος ότι υπήρχαν κι άλλες συμπεριφορές που ενδεχομένως πρόσβαλλαν τις παγιωμένες αντιλήψεις τους περί τιμής, αλλά έτσι πρόχειρα δεν μπορούσα να σκεφτώ καμία. Ο Χέιτ δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να επιτρέψει στους Φούλτσι να μείνουν στο σπίτι του, εκτός και αν αποδεικνυόταν απολύτως απαραίτητο. Ήταν αλήθεια ότι το θέαμα του τερατώδους φορτηγού στο οικόπεδό του μπορεί να τραβούσε πάνω του την προσοχή. Εξάλλου, δεν ήταν σαφής η κατάληξη που θα είχαν οι συζητήσεις του με την αστυνομία. Ήμουν σίγουρος ότι ο Γουόλς και ο Άλαν θα μας ειδοποιούσαν αν υπήρχε κάποια ένδειξη ότι η ιστορία του Χέιτ επρόκειτο να δημοσιοποιηθεί, και τους συνέφερε εξίσου μ’ εμάς να μη μαθευτεί. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζονταν ήταν να αρχίσουν τα παραπλανημένα μέσα ενημέρωσης τις εικοτολογίες για έναν πιθανό ύποπτο, αφού αυτό θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο το αστυνομικό προσωπικό. Παρ’ όλ’ αυτά, θα προτιμούσα ο Χέιτ να συμφωνούσε με την εγκατάσταση των Φούλτσι στο σπίτι του, αλλά όσο τον πιέζαμε, τόσο αρνιόταν να εξετάσει το συγκεκριμένο ενδεχόμενο. Η παραχώρηση που μας έκανε ήταν ότι δέχτηκε να γίνουν σκιά του οι Φούλτσι, σε περίπτωση που μαθαίναμε ότι τα γεγονότα του παρελθόντος του δεν μπορούσαν πλέον να παραμείνουν κρυφά. Ανάλογα με το πώς θα διαμορφωνόταν η κατάσταση, οι Φούλτσι ή θα ρίζωναν σαν δέντρα στην αυλή του Χέιτ ή θα τον μετέφεραν κάπου όπου θα ήταν ασφαλής. Είχα ήδη κανονίσει να γίνει δεκτός αθόρυβα στην Αποικία κοντά στη λίμνη Σεμπέιγκο, αν χρειαζόταν. Η Αποικία ήταν ένα καταφύγιο για κατατρεγμένους, για ανθρώπους που συχνά υπέφεραν από εθισμούς ή αντιμετώπιζαν άλλα κοινωνικά προβλήματα. Μπορεί η παρέα εκεί να μην ήταν του γούστου του, αλλά εκείνοι που διηύθυναν την Αποικία δεν επρόκειτο να τον κρίνουν, και ήταν πολύ, πάρα πολύ διακριτικοί. Αφού δυσανασχέτησε λίγο ακόμη, κι αφού η Έιμι κι εγώ τον καθησυχάσαμε, ο Χέιτ επέστρεψε στο Πάστορ’ς Μπέι. Του έδωσα προβάδισμα μισής ώρας και κατόπιν τον ακολούθησα βόρεια.

Ο Έιντζελ και ο Λούις είχαν πιάσει δωμάτιο σε μια πανσιόν που λεγόταν Εύθυμο Πνεύμα, περίπου έξι χιλιόμετρα από το Πάστορ’ς Μπέι. Η πανσιόν ανήκε σε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, τους Χάρβεϊ, η πρώτη ερώτηση των οποίων ήταν: «Μήπως είστε ομοφυλόφιλοι;» «Θα σας δημιουργούσε πρόβλημα κάτι τέτοιο;» είπε ο Λούις. «Ω, όχι», απάντησε η κυρία Χάρβεϊ, που ήταν σχεδόν διπλωμένη στα δύο από την αρθρίτιδα αλλά κινούνταν εκπληκτικά γρήγορα, σαν λαγός με ελαφρά αναπηρία. «Μας αρέσουν οι ομοφυλόφιλοι. Είναι πολύ νοικοκύρηδες». Ο άντρας της έγνεψε και αυτός με ενθουσιασμό, αν και με χαμόγελο που φανέρωνε το δισταγμό του καθώς προσπαθούσε να αντισταθμίσει την αδιάσειστη πεποίθησή τους για τη νοικοκυροσύνη των ομοφυλόφιλων με την παρουσία του Έιντζελ στην πανσιόν τους. Είχαν δώσει στους δύο άντρες ένα μεγάλο δωμάτιο στο δεύτερο όροφο με θέα τον περιποιημένο κήπο στο πίσω μέρος της πανσιόν. Οι Χάρβεϊ είχαν μόνο δύο διαθέσιμα δωμάτια, και το άλλο ήταν πιασμένο προς το παρόν. Σύμφωνα με τον Έιντζελ, το ντεκόρ ήταν μάλλον φτηνιάρικο, αλλά κατά τα άλλα το δωμάτιο ήταν απολύτως αποδεκτό. «Πείτε μου λοιπόν για τον Κερτ Άλαν», είπα, καθώς βολευόμασταν στο καθιστικό του Εύθυμου Πνεύματος. Από το μεγάλο παράθυρο φαίνονταν μια λιμνούλα και μια συστάδα από φλαμουριές που είχαν ρίξει σχεδόν όλα τους τα φύλλα. Οι Χάρβεϊ μας είχαν σερβίρει σε ασημένιο δίσκο μια τσαγιέρα, πορσελάνινα φλιτζάνια και κουλουράκια από αυτά που τα μικρά κορίτσια ταΐζουν τις κούκλες τους. «Αν είναι παιδεραστής, το κρύβει καλά», είπε ο Έιντζελ. «Έψαξα τα αρχεία του υπολογιστή του, τη βιβλιοθήκη του, ακόμη και τη σοφίτα του. Βρήκα ένα πορνοπεριοδικό, αλλά ήταν από τα συνηθισμένα. Το ίδιο και τα πορνογραφικά σάιτ που είχε επισκεφθεί. Τα e-mail του είναι τόσο βαρετά, που κόντεψε να με πάρει ο ύπνος καθώς τα διάβαζα. Έχει σταθερό τηλέφωνο, αλλά δε φαίνεται να το χρησιμοποιεί και πολύ· ήταν γεμάτο σκόνη. Από τις περισσότερες απόψεις, φαίνεται καθαρός». Ο Έιντζελ άφησε αυτή την τελευταία πρόταση να αιωρείται. «Τι σημαίνει αυτό;» «Ο βασικός μισθός του είναι πενήντα χιλιάδες δολάρια. Τον τελευταίο χρόνο κατάφερε να τον συμπληρώσει κάνοντας υπερωρίες, αλλά έβγαλε μόνο πέντε χιλιάρικα παραπάνω. Πληρώνει ένα χιλιάρικο το μήνα για διατροφή, αν και, απ’ ό,τι φαίνεται, συμφώνησε με το ποσό και δεν πρόσβαλε την απόφαση». Ένα χιλιάρικο το μήνα ήταν πολλά λεφτά για μισθό πενήντα χιλιάδων. Στην ουσία συνιστούσε χρηματική ποινή. «Βρήκες κάποια ένδειξη που να εξηγεί γιατί συμφώνησε σ’ αυτόν το διακανονισμό;» «Έχει ένα φάκελο με έγγραφα και επιστολές που αφορούν το διαζύγιο, αλλά αποφεύγει προσεκτικά την αναφορά σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Η επίσημη αιτία του διαζυγίου ήταν “ασυμβίβαστες διαφορές”». «Ο όρος “ασυμβίβαστες διαφορές” είναι πολύ αόριστος», είπα. «Μπορεί να καλύπτει οτιδήποτε, από ληστεία σε τράπεζα μέχρι το να σφυρίζεις εμβατήρια την ώρα του σεξ. Δεν ήθελαν να καταγραφεί στο φάκελο της υπόθεσης ο αληθινός λόγος του διαζυγίου». «Στις επιστολές από το δικηγόρο της τέως συζύγου του στον δικό του υπήρχαν μια δυο αναφορές

στην “προβληματική” συμπεριφορά του Άλαν, αλλά αυτό ήταν όλο». «Πού βρίσκεται τώρα αυτή η κυρία;» «Η διατροφή καταβάλλεται σε τράπεζα του Σιάτλ, δηλαδή όσο πιο μακριά θα μπορούσε να πάει από τον τέως σύζυγο χωρίς να ξενιτευτεί στη Ρωσία. Δε βρήκαμε στο σπίτι ενδείξεις ότι ο Άλαν και εκείνη έχουν διατηρήσει επαφή». «Ώστε ο διοικητής Άλαν τη βγάζει με μακαρόνια και τυρί για να εξαγοράσει τη σιωπή της;» «Λογικά, αυτό θα σκεφτόταν κανείς», είπε ο Έιντζελ. «Ο Άλαν έχει δύο χιλιάδες τριακόσια δολάρια στον τρεχούμενο λογαριασμό του και καταθέτει το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό στον αποταμιευτικό λογαριασμό συνταξιοδότησης. Αλλά μέχρι πέρσι πλήρωνε πολλές συναλλαγές με μετρητά, και ακόμη και με μια πρόχειρη ματιά είναι φανερό ότι τα έξοδά του και τα έσοδά του δεν ισοσκελίζονται. Η διαφορά δεν είναι τεράστια, αλλά υπάρχει». «Πόσο μεγάλη είναι η διαφορά;» «Ε, πεντακόσια το μήνα, μερικές φορές περισσότερα. Θα έλεγα ότι, μέχρι πριν από δύο μήνες, έβγαζε κάπως μερικά λεφτά που βοηθούσαν να μειώνεται το ζόρι της διατροφής, αλλά τώρα αυτά κόπηκαν. Μπορεί να ήταν λαδώματα, ή απλώς ο Άλαν να είχε βρει δεύτερη απασχόληση: σεκιούριτι, συνοδεία επιχειρηματιών στην τράπεζα, ανακύκλωση μπουκαλιών για να μαζεύει τα δεκαπέντε σεντς της επιστροφής. Δεν πρόκειται για πολλά λεφτά, αλλά έμπαιναν στο ταμείο, και μάλιστα σε τακτική βάση». «Βάλατε πομπό στο αυτοκίνητό του;» «Ναι, πίσω από τον προφυλακτήρα του πορτμπαγκάζ. Είναι μικρός, με περιορισμένη ισχύ. Θα μπορούσαμε να συνδέσουμε έναν πομπό με την μπαταρία του για να λειτουργήσει περισσότερο χρόνο, αλλά το αυτοκίνητο είναι σαράβαλο κι αν παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα και χρειαζόταν να ανοίξει το καπό, μια μεγαλύτερη συσκευή θα γινόταν αντιληπτή πριν καν κρυώσει ο κινητήρας. Ο πομπός θα στέλνει σήμα επί δύο μέρες το πολύ, και μετά θα πρέπει να τον αλλάξουμε». «Αύριο ο Άλαν έχει ρεπό. Αν κάνει κάτι που δε θα έπρεπε, δε θα χρησιμοποιήσει κανένα από τα αυτοκίνητα της αστυνομίας. Καλύτερα να κρατηθώ μακριά, οπότε φροντίστε εσείς να τον παρακολουθείτε. Αν κάνει κάτι ενδιαφέρον, ειδοποιήστε με και θα έρθω να ρίξω μια ματιά». Ήπιαμε λίγο τσάι ακόμη, και τους είπα περιληπτικά όσα είχαν συμβεί στο γραφείο της Έιμι. «Αν έχουν αναλάβει το θέμα οι αστυνομικοί, μου φαίνεται πως εσύ ξέμεινες από δουλειά», είπε ο Λούις. «Δε θα έλεγα ότι κόντευα κιόλας να διαλευκάνω την υπόθεση πριν αναμειχθούν εκείνοι», παραδέχτηκα. «Αλλά είμαι περίεργος για τον Λόνι Μάιντας». Ο Χέιτ είχε αφήσει να εννοηθεί για μία ακόμη φορά ότι ο Μάιντας μπορεί να ήταν χολωμένος μαζί του επειδή είχε παραδεχτεί στην αστυνομία τι είχαν κάνει στη Σελίνα Ντέι. Από την πλευρά μου, εξακολουθούσα να πιστεύω ότι ο Χέιτ έκρυβε ορισμένες πτυχές της ιστορίας του, μεταξύ των οποίων και την ακριβή έκταση του δικού του ρόλου στο θάνατο της Σελίνα. Στο κάτω κάτω, ήταν εκεί μέχρι το τέλος, και θα μπορούσε να είχε κάνει πίσω οποιαδήποτε στιγμή. Μπορεί ο Μάιντας να τον είχε του χεριού του, όπως ισχυριζόταν, αλλά είχε επίσης ομολογήσει ότι σε κάποιο βαθμό ενδιαφερόταν σεξουαλικά για το κορίτσι. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Μάιντας έπρεπε να θεωρηθεί υποκινητής της επίθεσης. Και πάλι, για το πόσο διαταραγμένος μπορεί να ήταν ο Μάιντας στα νιάτα του μόνο το λόγο του Χέιτ είχα να βασιστώ· αν όμως ήταν ικανός να βάλει στόχο ένα κορίτσι και να το σύρει σε έναν αχυρώνα, τότε είχε αρχίσει ήδη να εκδηλώνει παρεκκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά. Ο Χέιτ είχε δεχτεί βοήθεια και είχε υποβληθεί σε θεραπεία στο διάστημα του εγκλεισμού του, αλλά ήταν

πιθανό το ίδιο να είχε γίνει και στην περίπτωση του Λόνι Μάιντας. Η πρόσβαση στα πρακτικά της δίκης θα έριχνε φως και στις δύο περιπτώσεις, και θα αποκάλυπτε κατά πόσο πραγματικά ο Μάιντας κατηγορούσε το φίλο του επειδή είχε ομολογήσει το έγκλημά τους στην αστυνομία. Επίσης, εάν η αστυνομία μάθαινε την καινούρια ταυτότητα του Μάιντας, θα μπορούσε να ανιχνεύσει τις κινήσεις του ως τώρα και να διαπιστώσει αν είχε έρθει σ’ αυτή την Πολιτεία. Αλλά εάν ο Μάιντας εμπλεκόταν στην υπόθεση, μάλλον δεν ενεργούσε μόνος του. Δε γινόταν να διακινδυνεύσει να τον δει ο Χέιτ, εάν βέβαια δεν είχε αλλάξει δραματικά την εμφάνισή του, οπότε θα χρειαζόταν κάποιον κοντά στο Πάστορ’ς Μπέι που θα μπορούσε να τον ενημερώνει για τις αντιδράσεις του Χέιτ. Όλα αυτά τα νήματα συνδέονταν με ένα φονικό που είχε γίνει πριν από τρεις δεκαετίες σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Ντακότα. «Έχεις πάει ποτέ στη Βόρεια Ντακότα;» ρώτησα τον Λούις. «Ναι. Είναι η δεύτερη πιο κρύα Πολιτεία της Ένωσης, μετά την Αλάσκα. Ξέρεις ποια είναι η τρίτη;» «Άσε με να μαντέψω: το Μέιν». «Κερδίζεις ένα ζευγάρι ζεστά γάντια». «Έχεις πάει στην Αλάσκα;» «Ναι». «Μπράβο, λοιπόν. Εσύ κερδίζεις όλο το σετ: γάντια, κασκόλ και σκούφο». Ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα, και μπήκε η κυρία Χάρβεϊ για να πάρει το δίσκο. «Γεια σας», μου είπε. «Είστε κι εσείς ομοφυλόφιλος;» «Όχι», απάντησα, «όχι ακόμη». «Α». Προσπάθησε να κρύψει την απογοήτευσή της, αλλά μετά το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Ποτέ δεν ξέρει κανείς», κατέληξε και με χτύπησε χαϊδευτικά στον ώμο πριν πάρει το δίσκο και εξαφανιστεί. «Ανεκτική», είπα εγώ. «Αμερόληπτη», είπε ο Λούις. «Ξεμωραμένη», είπε ο Έιντζελ.

28 Ηυπόλοιπη μέρα πήγε εντελώς χαμένη. Ο διαδικτυακός πάροχός μου φαινόταν να έχει καταρρεύσει, και αναγκάστηκα να δουλέψω με το μέτριο σήμα μιας καφετέριας, που ήταν άχρηστο για το είδος της έρευνας που ήθελα να κάνω. Η μόνη ενδιαφέρουσα πληροφορία προήλθε από την Έιμι Πράις, η οποία, από διάφορες κουτσομπολίστικες πηγές, είχε ανακαλύψει για ποιο λόγο ο Ρ. Ντιν Μπέιλι, η μάστιγα των ομοφυλοφίλων, των μεταναστών, των ανέργων, των φτωχών και άλλων επικίνδυνων στοιχείων που απειλούσαν την ηγεμονία της Δεξιάς στη Βόρεια Ντακότα, είχε συμφωνήσει να υποστηρίξει την πρόταση του δικαστή Μπόουενς να δοθούν καινούριες ταυτότητες στον Λόνι Μάιντας και τον Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ όταν θα αποφυλακίζονταν. Φαίνεται πως ο Μπέιλι δε συμπαθούσε ούτε τους έγχρωμους, και είχε την άποψη ότι η Σελίνα Ντέι, για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση των απανταχού μπαρόβιων μισογύνηδων, μάλλον «πήγαινε γυρεύοντας» όταν ακολούθησε δύο λευκά αγόρια σ’ εκείνο τον αχυρώνα. Ο Μπέιλι πάλευε όμως ανάμεσα στην εικόνα του σκληρού διώκτη του εγκλήματος και στην επιθυμία του να μην εξοργίσει τη μαύρη κοινότητα – ιδίως μια κοινότητα που μπορεί να είχε δεσμούς, έστω και πολύ περιορισμένης έκτασης, με τρομοκράτες–, αλλά και να μην καταδικάσει σε μια ζωή πίσω από τα κάγκελα δύο λευκά παιδιά που, κατά τη γνώμη του, είχαν υποκύψει στις ορμόνες τους. Έτσι ο δικαστής Μπόουενς εκμεταλλεύτηκε τον Μπέιλι υποσχόμενος να του προσφέρει αθόρυβη υποστήριξη στις όποιες πολιτικές φιλοδοξίες του στο μέλλον, υποστήριξη που στη συνέχεια πήρε κυρίως τη μορφή της απόλυτης σιωπής. Για να διευκολύνει τη δημιουργία των νέων ταυτοτήτων, ο Μπόουενς ήρθε τότε σε επαφή με ομοϊδεάτες του δικαστικούς σε άλλες Πολιτείες και, χωρίς να αναλωθεί σε λεπτομέρειες για τους Λάγκενχαϊμερ και Μάιντας, επικαλούμενος διάφορους πολιτικούς και ανθρωπιστικούς λόγους, κανόνισε ένα περίπλοκο σχέδιο αλλεπάλληλων μεταγωγών κρατουμένων μεταξύ των Πολιτειών, εναλλάσσοντας σωφρονιστήρια και κρατούμενους με τη μαεστρία παπατζή. Νύχτωσε, και ήρθε η ώρα να συναντηθώ με τον Γουόλς. Μου είχε αφήσει ένα μήνυμα να πάω στο Εντ’ς Βιλ, ένα συνοικιακό μπαρ βορειοδυτικά του Κάμντεν, στην Εθνική Οδό 52, που είχε ονομαστεί έτσι γιατί στο πλάι του ήταν εντοιχισμένο το πίσω μέρος μιας Κουπ ντε Βιλ του ’58. Μπορεί για κάποιους η διακόσμηση να ήταν λίγο κακόγουστη, δεδομένου ότι πολλά δυστυχήματα στην περιοχή οφείλονταν στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ που είχε προηγηθεί στο συγκεκριμένο μπαρ, αλλά οι περισσότεροι προτιμούσαν να αντιμετωπίζουν την ύπαρξη της μισής Κουπ ντε Βιλ σαν δείγμα μαύρου χιούμορ, και κανένας ντόπιος δεν αναφερόταν ποτέ στο μαγαζί με το κανονικό του όνομα· όσοι έμεναν στα περίχωρα του Κάμντεν, μηδενός εξαιρουμένου, το έλεγαν «Ντεντ-Βιλ», το «Στέκι των Νεκρών». Η μπίρα του ήταν καλή και το φαγητό του ακόμη καλύτερο, αλλά δεν ήταν στέκι αστυνομικών, και μάλλον γι’ αυτόν το λόγο το είχε διαλέξει ο Γουόλς για τη συνάντησή μας. Κόντευε να τελειώσει μια Μπέλφαστ Μπέι Λόμπστερ Έιλ όταν έφτασα στο μπαρ. Ή μάλλον, γράψτε λάθος: Κρίνοντας από τη γυαλάδα των ματιών του, είχε τελειώσει την πρώτη του μπίρα εδώ και κάμποση ώρα, και αν καθόταν άλλο τόσο θα γινόταν λιώμα. Είχε αράξει σε ένα σεπαρέ και είχε απλώσει την αρίδα του στη μια πλευρά, με ξεκούμπωτο το γιακά του πουκαμίσου και τη γραβάτα του μεσίστια. Οι ποδάρες του, σταυρωμένες στους αστραγάλους, περίσσευαν από την άκρη του καναπέ. Έμοιαζαν σαν ζευγάρι μικροσκοπικών κανό.

«Άργησες», μου είπε. «Μπας και έχουμε βγει ραντεβουδάκι; Αν το ήξερα, θα είχα βάλει τα δυνατά μου». «Δε θα έβγαινα μαζί σου ακόμη και αν βρισκόμασταν στη φυλακή, αν και θα σε έβγαζα στο κλαρί για να έχω τσιγάρα. Κάτσε. Με φοβίζεις με τη νηφαλιότητά σου». Κάθισα απέναντί του, αλλά δεν έβγαλα το μπουφάν μου, ούτε ξεκούμπωσα το πουκάμισό μου. «Δύσκολη μέρα στο γραφείο;» ρώτησα. «Θα ’πρεπε να το ξέρεις. Συνέβαλες σ’ αυτό». «Δε σε βρίσκω ούτε στο ζεστό ούτε στο κρύο. Με κατηγορούσες όταν δε σου φανέρωνα τον πελάτη μου, και τώρα με κατηγορείς επειδή το έκανα». «Ο πελάτης σου είναι ένα χαμένο κορμί». «Όχι, ο πελάτης μου ήταν ένα χαμένο κορμί στα δεκατέσσερά του. Τώρα είναι ένας λογιστής σε μια μικρή πόλη που θέλει μόνο να συνεχίσει τη ζωή του». «Αντίθετα με το κορίτσι που σκότωσε. Η δική της ζωή πώς πάει; Μα για στάσου, εκείνη δεν έχει ζωή, είναι νεκρή». «Έτσι θα πάει η κουβέντα μας; Γιατί αν είναι να πάει έτσι, πρέπει να τα κοπανήσω αρκετά πριν το ρίξω κι εγώ στην ηθικολογία». «Εσύ δεν έχεις ανάγκη να τα κοπανήσεις για να το ρίξεις στην ηθικολογία. Πάω στοίχημα ότι βγήκες από την κοιλιά της μάνας σου με αυτό το δήθεν ύφος ευλάβειας. Η μαμή θα έπρεπε να σε είχε βαρέσει πιο δυνατά στον πισινό και μετά να σε είχε δώσει για υιοθεσία σε φανατικούς θρησκόληπτους». Η σερβιτόρα πλησίασε στο τραπέζι μας, αλλά το έκανε διστακτικά. Ήταν φανερό ότι ακόμη δεν είχαμε αρχίσει να διασκεδάζουμε, και δεν ήταν σίγουρη αν υπήρχε πιθανότητα να βελτιωθεί η κατάσταση με περισσότερο αλκοόλ. «Θα πάρει ό,τι πίνω εγώ», είπε ο Γουόλς. «Κι εγώ θα πάρω ό,τι πίνω εγώ». Έβαλε τα γέλια. Η σερβιτόρα δεν τον μιμήθηκε. «Μην ανησυχείς», της είπε ο Γουόλς. «Είμαι αστυνομικός». Ψαχούλεψε στο σακάκι του για να βρει το σήμα του και της το έδειξε. «Βλέπεις, είμαι αστυνομικός. Αυτά τα σήματα τα δίνουν μόνο στους ντετέκτιβ». «Θαυμάσια», αποκρίθηκε η σερβιτόρα. «Ήδη νιώθω πιο ασφαλής. Θα θέλατε να δείτε το μενού;» «Όχι», είπε ο Γουόλς. «Ναι», είπα εγώ. «Πρέπει να φάει. Φέρτε μας τα μεγαλύτερα χάμπουργκερ που έχετε». «Είστε κι εσείς αστυνομικός;» «Όχι, αυτός είναι σταυροφόρος», απάντησε ο Γουόλς. «Είναι ο λευκός ιππότης». «Προφανώς είμαι ο λευκός ιππότης», είπα. «Μη βιαστείτε να φέρετε τις μπίρες». Η σερβιτόρα έφυγε, ανακουφισμένη που απομακρύνθηκε από κοντά μας. Ο Γουόλς αναστέναξε και έβαλε το σήμα στην τσέπη του. «Η σύζυγος δε θέλει να μιλάω στις σερβιτόρες». «Φαντάζομαι πως ούτε οι σερβιτόρες θέλουν να τους μιλάς». «Η σύζυγος νομίζει πως όλες οι γυναίκες με θέλουν όσο κι εκείνη», είπε. Ή είχε αποφασίσει να μη μου δίνει σημασία πλέον, ή ήταν τόσο χαμένος στις σκέψεις του για συζύγους και σερβιτόρες, που η παρουσία μου είχε πάψει να καταγράφεται για κάποιο διάστημα. «Δώσε μου το τηλέφωνό της κι εγώ θα την καθησυχάσω», του είπα. «Είναι φοβερή. Θα σου άρεσε. Εσύ δε θα της άρεσες, αλλά εκείνη θα σου άρεσε». Στράγγιξε το ποτήρι του και το κοπάνησε στο τραπέζι με τόση δύναμη, που ήταν θαύμα το ότι δεν

έσπασε κάποιο από τα δύο, ή και τα δύο. «Τι τρέχει λοιπόν, ντετέκτιβ;» ρώτησα. Ο Γουόλς έκλεισε τα μάτια του για μερικά δευτερόλεπτα, και όταν τα ξανάνοιξε είδα πως η γυαλάδα είχε σβήσει και το βλέμμα του ήταν καθαρό. Δεν ήταν μεθυσμένος· θα το ήθελε όμως πάρα πολύ, και ήταν τόσο κουρασμένος που, αν έπινε μια δυο μπίρες ακόμη, θα τα κατάφερνε. «Ξέρεις πόσο έχουμε πλησιάσει στην ανεύρεση της Άννας Κόρι από τη μέρα που ξεκίνησαν οι έρευνες;» είπε. «Καθόλου. Δεν έχουμε πλησιάσει καθόλου στη λύση της υπόθεσης. Κανείς δεν είδε το παραμικρό. Δεν υπάρχουν κάμερες στο πάρκινγκ εκείνου του μικρού εμπορικού κέντρου από το οποίο εξαφανίστηκε. Κάναμε έναν κατάλογο των αυτοκινήτων που ήταν παρκαρισμένα εκεί στο συγκεκριμένο διάστημα, αλλά δεν είναι πλήρης. Από τα δέκα αυτοκίνητα που εντοπίσαμε, τα οχτώ τα οδηγούσαν γυναίκες και τα δύο ηλικιωμένοι άντρες. Είναι όλοι καθαροί, αλλά θα τους εξετάσουμε πάλι αύριο για την περίπτωση που μας διέφυγε κάτι. Εκεί καταντήσαμε: να ανασκαλεύουμε άχρηστα στοιχεία». «Τι γίνεται με τον πατέρα;» «Με τον Αλέκο; Εντοπίσαμε σήμερα τα ίχνη του. Εδώ και τέσσερα χρόνια ζει σε ένα βουδιστικό ησυχαστήριο στο Όρεγκον. Δε διαβάζει εφημερίδες, δε βλέπει τηλεόραση, δε χρησιμοποιεί το Ίντερνετ. Τον ανέκριναν οι ομοσπονδιακοί και πιστεύουν ότι είναι καθαρός. Του επέτρεψαν ακόμη και να μιλήσει τηλεφωνικά στη Βάλερι Κόρι σήμερα το απόγευμα. Δε θεωρείται ύποπτος για την απαγωγή». «Εξακολουθείτε να έχετε τον Ράνταλ Χέιτ», του είπα. «Έχετε τους φακέλους και την ιστορία του». «Ο Άλαν πήρε τα δακτυλικά αποτυπώματα του Χέιτ το απόγευμα. Θα τα χρησιμοποιήσουμε για να αποκλείσουμε ορισμένα ενδεχόμενα. Υπάρχουν αποτυπώματα σε μερικές φωτογραφίες, αλλά πάω στοίχημα πως είναι του Χέιτ. Οι ίδιες οι φωτογραφίες είναι προϊόντα αναφωτογράφησης ή ανατύπωσης παλαιότερων πρωτοτύπων, άρα αυτός που τις έστειλε μάλλον δεν τις τράβηξε ο ίδιος. Θα αναλύσουμε την κόλλα των φακέλων ελπίζοντας να βρούμε ίχνη από σάλιο, και ίσως πάρουμε επιθηλιακά κύτταρα από το χαρτί και από το εσωτερικό των φακέλων. Μπορεί να σταθούμε τυχεροί και να βρούμε μια τρίχα ή μια βλεφαρίδα, αλλά αν το DNA τους δεν είναι περασμένο στο σύστημα, θα μας χρησιμεύσει μόνο σε περίπτωση που πιάσουμε κάποιον ύποπτο. Οι αυτοκόλλητες ταινίες με τη διεύθυνση τυπώθηκαν από μηχάνημα, οπότε αποκλείεται η γραφολογική ανάλυση. Προς το παρόν, το ποτήρι είναι μισοάδειο, φίλε μου, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι όποιος έχει βάλει στο μάτι τον πελάτη σου έχει επίσης απαγάγει την Άννα Κόρι». «Μάθατε κάτι για τον Λόνι Μάιντας;» «Το μυστηριώδη άφαντο συνεργό; Έχουμε ήδη έρθει σε επαφή με τη Βόρεια Ντακότα, και θα μας στείλουν αντίγραφα των πρακτικών της δίκης. Θα τα έχουμε μέχρι τη Δευτέρα». Διερωτήθηκα αν θα μπορούσα να πείσω τον Γουόλς να με αφήσει να τους ρίξω μια ματιά. «Ακούω τις σκέψεις σου», μου είπε. «Η απάντηση είναι “όχι”. Όχι, δεν μπορείς να ρίξεις μια ματιά στα πρακτικά». «Εντυπωσιακό. Θα ’πρεπε να στήσεις έναν πάγκο και να παριστάνεις το μέντιουμ. Μήπως οι Αρχές της Βόρειας Ντακότα συνέχισαν να παρακολουθούν τον Μάιντας και τον Χέιτ μετά την αποφυλάκισή τους;» «Το μόνο που ξέρουμε για την ώρα είναι ότι ο Χέιτ διατήρησε επαφή για κάποιο διάστημα, αλλά ο Μάιντας όχι. Για τις λεπτομέρειες θα πρέπει να περιμένουμε να έρθουν τα πρακτικά». «Άρα δεν ξέρουν πού βρίσκεται ο Μάιντας;»

«Όπως φαίνεται, δεν έχουν ιδέα». Ήρθαν οι μπίρες μας. Ήπια τη δική μου σιγά σιγά, το ίδιο και ο Γουόλς. Η παράσταση του μεθύστακα είχε τελειώσει προς το παρόν. «Το μόνο φωτεινό σημείο όλης της μέρας ήταν ο Τόμι Μόρις», είπε ο Γουόλς. «Και ναι, ομολογώ ότι στην αρχή ξαφνιάστηκα όσο κι εσύ ακούγοντας το όνομά του». «Τον έπιασαν οι ομοσπονδιακοί;» «Όχι, εκείνος τους έπιασε. Θα σου αρέσει αυτό. Ο Τόμι Μόρις, μαζί με το δεξί του χέρι, κάποιον Μάρτιν Ντέμπσι που θεωρείται ειδικός στα εκρηκτικά, μπήκαν στο σπίτι των Κόρι και ακινητοποίησαν δύο πράκτορες με την απειλή όπλων, ενώ ένας βοηθός σερίφη ήταν έξω από το σπίτι και μετρούσε τα σύννεφα. Ο Τόμι ήθελε να μιλήσει στην αδερφή του, οπότε τι άλλο να έκανε ο άνθρωπος;» Σε περιπτώσεις απαγωγής παιδιών ήταν πάγια τακτική να μένουν συνέχεια μαζί με την οικογένεια δύο αστυνομικοί, ή μερικές φορές δύο πράκτορες, αν εμπλεκόταν και το FBI. Σκοπός τους ήταν κυρίως να προσφέρουν υποστήριξη και βοήθεια, αλλά αυτή η μέθοδος έδινε επίσης στους ερευνητές τη δυνατότητα να παρατηρήσουν από κοντά τη δυναμική της οικογένειας. Εφόσον η Βάλερι Κόρι ήταν αδερφή του Τόμι Μόρις, η δυναμική της δικής της οικογένειας παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. «Ήταν πράκτορες του Ένγκελ;» «Ναι. Υποτίθεται ότι εκτελούν χρέη συνδέσμου με την Ομάδα Αντιμετώπισης Απαγωγών Παιδιών του FBI, αλλά ως σύνδεσμος δεν είχαν και πολλή δουλειά να κάνουν. Ουσιαστικά, βρίσκονταν εκεί κυρίως λόγω του Τόμι Μόρις και όχι της Άννας Κόρι». «Μήπως η Βάλερι Κόρι ανέφερε τι είπε με τον αδερφό της;» «Μόνο ότι ο Τόμι ανησυχούσε για την ασφάλεια της ανιψιάς του και ήθελε να μάθει αν είχε σημειωθεί κάποια πρόοδος. Δεν είχε και πολλά να του πει. Ο Τόμι την έδεσε, για να κρατήσει τα προσχήματα, αν μη τι άλλο, άφησε τους πράκτορες στο πάτωμα δεμένους και φιμωμένους και μετά χώθηκε ξανά στο λαγούμι του. Το αυτοκίνητο που χρησιμοποίησαν το είχαν κλέψει έξω από έναν κινηματογράφο και αργότερα το ξεφορτώθηκαν σε κάποιο εμπορικό κέντρο, αλλά η ταμίας ενός καταστήματος ειδών εργοχείρου πρόσεξε ότι τον Τόμι και τον Ντέμπσι τους πήρε ένα αυτοκίνητο. Και αυτό το αυτοκίνητο αποδείχτηκε πως ήταν κλεμμένο, και ακόμη δεν το έχουμε εντοπίσει. Υπολογίζουμε ότι θα το έχουν αφήσει κάπου όπως έκαναν με το άλλο, και ότι τώρα θα βρίσκονται στο τρίτο κλεμμένο αυτοκίνητο της μέρας». «Εξουδετέρωσαν δύο πράκτορες –εντυπωσιακό». «Ο Ένγκελ δεν το είδε έτσι. Οι δύο πράκτορες βρίσκονται ήδη στο δρόμο για το Μπόισι. Θα σταδιοδρομήσουν στον τομέα του εντοπισμού λαθρεμπόρων πατάτας στο Άινταχο. Αλλά, για να πούμε κάτι πιο σοβαρό, τα νέα από τη Βοστόνη είναι ότι πέντε λεβέντες του Όουενι Φάρελ έχουν γίνει άφαντοι. Οι τρεις από αυτούς είναι σημαντικοί εκτελεστές, και οι άλλοι δύο είναι ταλαντούχοι νεοφώτιστοι. Ο Ένγκελ έχει βραχνιάσει από τις φωνές, και το Πάστορ’ς Μπέι αρχίζει να μοιάζει με το Τούμστοουν τη νύχτα πριν από το μεγάλο πιστολίδι****». «Μυστήριος τύπος ο Ένγκελ», είπα. «Παίρνει μεγάλο ρίσκο χρησιμοποιώντας την υπόθεση της Κόρι σαν δόλωμα για να πιάσει τον Τόμι Μόρις». «Όπως έδειξαν πέραν πάσης αμφιβολίας τα σημερινά γεγονότα». «Αλλά δεν είναι βλάκας». «Όχι, δεν είναι».

Ο Γουόλς με παρατηρούσε, περιμένοντας να δει πού θα οδηγούσε ο ειρμός των σκέψεών μου. Ή ήξερε κάτι παραπάνω από μένα για το παιχνίδι του Ένγκελ ή είχε καταλήξει στο συμπέρασμα στο οποίο θα έφτανα κι εγώ. «Ένας βλάκας θα άφηνε τον Τόμι Μόρις να δράσει ανεξέλεγκτος, ελπίζοντας ότι θα πρυτάνευε η καλή τύχη ή η κοινή λογική», συνέχισα. «Ένας έξυπνος άνθρωπος θα φρόντιζε απλώς να δώσει αυτή την εντύπωση». Ο Γουόλς εξακολουθούσε να μένει σιωπηλός, αλλά το αριστερό του φρύδι υψώθηκε ενθαρρυντικά, και όταν ξαναμίλησα κέρδισα ένα σύντομο, ειρωνικό χειροκρότημα. «Ο Ένγκελ ξέρει από πριν τις κινήσεις του Τόμι Μόρις», είπα. «Κάποιος μιλάει στο FBI». **** Η θρυλική μάχη στο ΟΚ Κοράλ του Τούμστοουν της Αριζόνας, το 1881, ανάμεσα στο σερίφη Γουάιατ Ερπ με τους αδερφούς του και τη συμμορία των Κλάντον. (Σ.τ.Μ.)

29 Ονυχτερινός ουρανός ήταν καθαρός όταν ο Γουόλς κι εγώ φύγαμε επιτέλους από το μπαρ. Εκείνος δεν είχε σχολιάσει περισσότερο την πεποίθησή μου ότι ο Ένγκελ έπαιρνε πληροφορίες από τη Βοστόνη, προερχόμενες είτε από κάποιον που ανήκε στον ολοένα και μικρότερο κύκλο του Τόμι Μόρις, είτε από κάποιον που βρισκόταν κοντά σ’ εκείνους που τον ήθελαν νεκρό, κι εγώ δεν ήμουν αφελής για να τον πιέσω. Έτσι είχαμε επανέλθει στο θέμα της Άννας Κόρι, και κατάλαβα ότι ο Γουόλς, που δεν είχε δικά του παιδιά, είχε αναγάγει την εξαφάνισή της σε προσωπικό του αγώνα και είχε αρχίσει να τον δυσαρεστεί όλο και πιο πολύ η ιδιοτέλεια με την οποία αντιμετώπιζε ο Ένγκελ τη μοίρα της. Όταν νωρίτερα με είχε προκαλέσει αποκαλώντας με «σταυροφόρο» και «λευκό ιππότη», στην πραγματικότητα δε με κορόιδευε μόνο, περιέγραφε και τον εαυτό του. Με ρώτησε τι σκόπευα να κάνω τώρα που ο Ράνταλ Χέιτ είχε «απαλλαγεί από το βάρος του παρελθόντος του». Του είπα ότι, κατά τη γνώμη μου, τα βάρη του Χέιτ δεν μπορούσαν τόσο εύκολα να παραμεριστούν. «Είναι θυμωμένος», είπα. «Γιατί;» «Επειδή πιστεύει ότι χαρακτηρίστηκε από μία και μοναδική κακή πράξη, και δεν μπορεί να ξεφύγει από εκείνον το χαρακτηρισμό». «Μα κανείς δε γνώριζε τι είχε κάνει, μέχρι που ήρθε από μόνος του σ’ εσένα και στην Έιμι Πράις». «Το γνώριζε ο ίδιος. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένας σωρός αντιφάσεων, ένα συνονθύλευμα ταυτοτήτων. Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορεί να είναι σίγουρος για τον εαυτό του είναι ότι ήταν παρών όταν πέθανε η Σελίνα Ντέι, κι ακόμη και τότε αμφισβητεί την έκταση της εμπλοκής του». «Αποτελεί μέρος ενός κοινωνικού πειράματος», είπε ο Γουόλς. «Μόνο που κανείς δε φρόντισε να παρακολουθεί στενά τα πειραματόζωα όταν αφέθηκαν ελεύθερα στην άγρια φύση». Είχα βρει ορισμένα παραδείγματα παρόμοιων προσπαθειών, αλλά δεν ήταν πολλά. Δύο μαθητές σχολείου που είχαν σκοτώσει ένα νήπιο, τον Τζέιμς Μπάλτζερ, στην Αγγλία το 1993 είχαν πάρει καινούριες ταυτότητες όταν αποφυλακίστηκαν, αν και ο ένας από αυτούς, ο Τζον Βέναμπλς, έκτοτε είχε καταδικαστεί σε διετή φυλάκιση για κατοχή παιδικού πορνογραφικού υλικού και ήταν πάλι στη φυλακή. Ο συνεργός του στη δολοφονία, ο Ρόμπερτ Τόμσον, προφανώς δεν είχε ξαναμπλέξει. Είχε απαγορευτεί στα μέσα ενημέρωσης να αποκαλύψουν πληροφορίες για τις καινούριες ταυτότητες των δύο αντρών. Φαίνεται πως ο δικαστής Μπόουενς ήταν μπροστά από την εποχή του όταν προέβλεψε τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετώπιζαν ο Λόνι Μάιντας και ο Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ βγαίνοντας από τη φυλακή. Δυστυχώς, δεν είχε υπολογίσει τις ψυχολογικές δυσκολίες της προσαρμογής σε μια νέα ταυτότητα, ιδίως μετά τη διάπραξη ενός τέτοιου εγκλήματος εναντίον ενός παιδιού τον καιρό που ήταν και οι ίδιοι παιδιά. «Δείχνεις μεγάλο ενδιαφέρον για τον Λόνι Μάιντας», παρατήρησα. «Εσύ κι εγώ κάνουμε αυτή τη δουλειά πολύ καιρό τώρα», απάντησε ο Γουόλς. «Βάλε στη φυλακή έναν άνθρωπο που τρέφει μια έχθρα, και ίσως βρει έναν τρόπο να πάρει εκδίκηση όταν αποφυλακιστεί. Μόλις πάρουμε εκείνα τα πρακτικά από τη Βόρεια Ντακότα θα μάθουμε περισσότερα για τον Μάιντας, και τότε θα μπορέσουμε να τον πιάσουμε ή να τον βγάλουμε από τον κατάλογο των υπόπτων. Δε σκοπεύω να αφήσω τη Βάλερι Κόρι να βασανίζεται επί χρόνια, εάν

περνάει από το χέρι μου. Θέλω να βρεθεί η Άννα, κατά προτίμηση ζωντανή. Αλλά όλη αυτή η ιστορία έχει κάτι ύποπτο, και τα όσα είπε σήμερα ο Χέιτ απλώς το επιβεβαίωσαν. Κάποιος μας χρησιμοποιεί όλους εδώ πέρα, όχι μόνο τον Ράνταλ Χέιτ». Ύστερα από αυτή την κουβέντα, ο Γουόλς είχε ζητήσει το λογαριασμό, αν και έβαλε εμένα να τον πληρώσω. Τώρα από πάνω μας απλωνόταν ο ουρανός του Νοεμβρίου, διάστικτος από το φως νεκρών αστεριών. Ο παππούς μου ήξερε μερικά πράγματα για το νυχτερινό ουρανό και είχε προσπαθήσει να μου μεταδώσει εκείνη τη γνώση. Από μνήμης μπορούσα να βρω τον Υδροχόο και τον Πήγασο, τους Ιχθύς και το Κήτος, με το Δία στο κέντρο τους. Σύντομα θα ήταν ορατή η Αφροδίτη κάτω από το λεπτό μισοφέγγαρο που βρισκόταν στη χάση του χαμηλά προς τα ανατολικά-νοτιοανατολικά. Όσο θα προχωρούσε ο μήνας, θα μίκραινε και θα γινόταν φωτεινότερη, μειώνοντας κι άλλο την απόσταση, ενώ ταυτόχρονα θα πλησίαζε περισσότερο τον ήλιο. Οι αστρονόμοι της Νέας Αγγλίας είχαν υποσχεθεί ότι εκείνον το μήνα θα ήταν ορατές δύο βροχές μετεώρων: οι Ταυρίδες από τον κομήτη του Ένκε, και οι Λεωνίδες από τον κομήτη Τέμπελ-Τατλ. Οι Ταυρίδες θα ήταν πιο φωτεινοί, οι Λεωνίδες πιο πολυάριθμοι. Όσοι έβλεπαν τα φαινόμενα θα θυμόνταν την αέναη, γρήγορη περιφορά της Γης γύρω από τον ήλιο, την κίνηση του πλανήτη μας μέσα στο διάστημα, και, εάν ήταν αρκετά συνετοί, τη δική τους ασημαντότητα. Ο Γουόλς ύψωσε το βλέμμα στο νυχτερινό ουρανό, αβέβαιος μπροστά στην απεραντοσύνη του. Δεν είχε πετύχει να νιώσει την παραζάλη που αναζητούσε νωρίτερα στο ποτό, αλλά τριάντα έξι ώρες χωρίς ύπνο τον είχαν εξαντλήσει, κι εγώ εγκατέλειψα την προσπάθεια να τον πείσω να μου δώσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου του. «Είναι κι αυτή σαν ένα από εκείνα τα αστέρια», είπε. «Ποια; Η γυναίκα σου;» «Όχι, όχι αυτή. Η Άννα Κόρι είναι σαν ένα από εκείνα τα αστέρια. Έχει χαθεί κάπου εκεί έξω, και δεν ξέρουμε αν ζει ή αν πέθανε. Πρέπει μόνο να ελπίζουμε ότι το φως της θα συνεχίσει να λάμπει μέχρι να μπορέσουμε να τη βρούμε». «Πρέπει να πας στο σπίτι σου, Γουόλς. Θέλεις να σε πάω εγώ;» «Είναι πολύ μακριά. Θα κοιμηθώ στο αυτοκίνητό μου. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν βρισκόμουν σε απελπιστική κατάσταση δε θα ήθελα να με πας εσύ. Δεν έχω όρεξη να αποτελέσω παράπλευρη απώλεια όταν σε προλάβει τελικά η μοίρα». «Είσαι ένας μισομεθυσμένος με ποιητική φλέβα. Αυτό μου αρέσει σ’ εσένα». «Κι εσύ δεν είσαι εντελώς παλιάνθρωπος. Λυπάμαι γι’ αυτό που είπα για το κοριτσάκι σου στο Πάστορ’ς Μπέι. Δεν ήταν σωστό. Ήταν... δεν ξέρω τι ήταν. Μιλούσε η απόγνωση». «Δεν το πήρα προσωπικά». Ο Γουόλς έγειρε από την εξάντληση. Έτσι και έπεφτε, θα ήταν σαν να γκρεμιζόταν κτίριο. «Η Άννα Κόρι είναι νεκρή», είπε. «Δεν το ξέρουμε. Αν σκέφτεσαι έτσι, θα επηρεαστεί ο τρόπος που προσεγγίζεις την έρευνα. Το γνωρίζεις αυτό. Το να πιστεύεις ότι μπορεί να είναι ακόμη ζωντανή είναι η κινητήρια δύναμη». «Ισχύει ο κανόνας των τριών ωρών, δικέ μου. Αν δε βρεθούν...» «Τον ξέρω τον κανόνα. Πρέπει να ζούμε για τις εξαιρέσεις». «Βάλαμε τη μητέρα της να παρουσιαστεί στην τηλεόραση. Κάναμε τις εκκλήσεις. Αν ο δράστης είναι τέρας, θα την άφηνε να φύγει ή θα τη σκότωνε. Δεν την έχει αφήσει, επομένως...» Ο Γουόλς σήκωσε τα χέρια του και μετά τα άφησε αδύναμα να πέσουν στα πλευρά του. «Δεν ξέρω τι μας διαφεύγει», συνέχισε. «Αργότερα το καταλαβαίνεις, σαν εκείνο τον τύπο στο

Σάουθ Παρκ, τον Κάπτεν Στερνογνώστη, και σκέφτεσαι, “Ναι, αυτό ήταν”. Είτε το πιάνεις έγκαιρα και γίνεσαι ήρωας είτε το καταλαβαίνεις αργότερα το σημαντικό εκείνο στοιχείο που θα έπρεπε να είχες αντιληφθεί, αλλά το συνειδητοποιείς μόνο όταν έχει διαλυθεί η ομίχλη και όλοι ψάχνουν κάποιον για να του ρίξουν την ευθύνη. Τότε, αν είσαι έξυπνος, κρατάς το στόμα σου κλειστό. Αν είσαι ηλίθιος και ιδεαλιστής, το ομολογείς, οπότε σου λένε να μη βγάλεις άχνα. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο –ένα νεκρό παιδί–, αλλά αν κάνεις αυτό που σου λένε, τότε δε θα κινδυνεύσει κανένας να χάσει τη σύνταξή του». «Θα σε πάω στο σπίτι σου», του είπα πιάνοντάς τον από το μπράτσο. «Έλα». «Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου! Δε θέλω να πάω σπίτι. Η γυναίκα μου σιχαίνεται να με βλέπει να γυρίζω σπίτι μεθυσμένος. Όχι, σιχαίνεται να γυρίζω σπίτι μισοκακόμοιρος επειδή έχω μεθύσει. Σε κανέναν δεν αρέσουν οι κλαψιάρηδες». Εκείνη την ώρα άνοιξε η κεντρική πόρτα του μπαρ και βγήκε η σερβιτόρα μας. Είχε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της στο χέρι και έβαζε το παλτό της. Μας είδε, έκανε να συνεχίσει το δρόμο της και να μην ανακατευτεί, αλλά μετά το ξανασκέφτηκε και πλησίασε για να ρωτήσει αν ήταν όλα εντάξει. Θυμήθηκα το όνομά της από το λογαριασμό: Τίνα. «Μια χαρά είμαστε», είπε ο Γουόλς. «Πρέπει μόνο να βρω το αυτοκίνητό μου. Είναι ο πρώτος κανόνας όταν πίνεις και μετά οδηγείς: Πάντα να θυμάσαι πού έχεις παρκάρει». «Μην ανησυχείτε», την καθησύχασα. «Δεν πρόκειται να οδηγήσει. Θα τον βάλω στο αυτοκίνητό μου και θα τον πάω σ’ ένα μοτέλ». «Μπας και έχουμε βγει ραντεβουδάκι;» με ρώτησε ο Γουόλς, πετώντας μου τη δική μου ατάκα. «Εγώ δε θυμάμαι να σου ζήτησα να βγούμε. Μπες στο αυτοκίνητό σου και πήγαινε μόνος σου, μαλάκα». Η Τίνα στάθηκε μπροστά του με τα χέρια στους γοφούς. Προφανώς δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζε δύσκολο πελάτη, και δε φοβόταν ούτε τον Γουόλς ούτε εμένα. «Άκου να σου πω, κύριος», είπε, «απόψε σε σέρβιρα, και συνέχισα να σε σερβίρω γιατί νόμιζα πως θα ήσουν πιο έξυπνος από τους κόπανους που πίνουν μέχρι να αρχίσουν τα μάτια τους να επιπλέουν στο αλκοόλ· το σήμα, βλέπεις. Δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να κοιμηθεί στο πάρκινγκ, και αυτή τη στιγμή δε θα μπορούσες να οδηγήσεις ούτε ποδηλατάκι με βοηθητικές. Άκου το φίλο σου κι άσ’ τον να σε πάει κάπου να κοιμηθείς για να συνέλθεις». «Δεν είναι φίλος μου». Ο Γουόλς προσπάθησε να φανεί προσβεβλημένος, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να κατεβάσει μούτρα. «Σε σύγκριση μ’ εμένα, είναι ο ίδιος ο Χριστός», του είπε η Τίνα. «Σταμάτα να παιδιαρίζεις και κάνε αυτό που σου λένε». Ο Γουόλς έγειρε λίγο ακόμη μπρος πίσω και την κοίταξε καλά καλά. «Είσαι κακιά», της είπε. «Ήμουν εφτά ώρες όρθια, έχω δεύτερη δουλειά που αρχίζει στις εννιά το πρωί, και ένα μωρό οχτώ μηνών στο σπίτι που σε τρεις ώρες θα αρχίσει να κλαίει. Αν δεν τα βρείτε με το Χριστούλη από δω, θα σε πατήσω κάτω και θα ταΐσω τα καρύδια σου στους σκίουρους. Κατάλαβες;» Είχε τον τρόπο της να σε πείθει. Δεν εφάρμοζε ακριβώς την τακτική της σκληρής αγάπης, αλλά κάτι σκληρό το έβγαζε σίγουρα. Ο Γουόλς έδειξε την αρμόζουσα σύνεση. «Καταλαβαίνω, κυρία». «Βλέπεις καμιά βέρα σ’ αυτό το δάχτυλο; Σου μοιάζω πενηντάρα; Σου φαίνομαι για “κυρία”;» «Όχι, κυρία –δεσποινίς».

«Ξέρετε, μερικές φορές τη σιχαίνομαι αυτή τη δουλειά. Δώστε μου ένα χεράκι», μου είπε η Τίνα. Βάλαμε στη μέση τον Γουόλς, τον πήγαμε στο αυτοκίνητό μου και τον ξαπλώσαμε στο πίσω κάθισμα. Εκείνος ψέλλισε μια συγνώμη, είπε στην Τίνα ότι ήταν πολύ καλύτερη απ’ όσο θα άξιζε οποιοσδήποτε άντρας, και αποκοιμήθηκε αμέσως. «Πέρασε άσχημη βδομάδα», είπα. «Το ξέρω. Σας άκουσα να μιλάτε για το κορίτσι που έχει χαθεί. Θα τον φροντίσετε;» «Θα φροντίσω να περάσει τη νύχτα του σε ένα κρεβάτι». «Το καλό που σας θέλω. Και καλά θα κάνετε να τον βοηθήσετε να βρει το κορίτσι». Έκανε απότομα μεταβολή και πήγε στο αυτοκίνητό της με αποφασιστικό βήμα. Για λίγο ακολούθησα τα φώτα της κατά μήκος ενός δρόμου με γυμνά δέντρα κι από τις δύο πλευρές, που άπλωναν τα κλαδιά τους από πάνω του. Η παρουσία της μου πρόσφερε παρηγοριά, μέχρι που έστριψε ανατολικά και χάθηκε. Από το πίσω κάθισμα άκουσα τον Γουόλς να ψιθυρίζει, «Με συγχωρείς», και δεν ήξερα σε ποιον απευθυνόταν.

Ο Ράνταλ Χέιτ δεν είχε αλλάξει ρούχα από την πρωινή του συνάντηση με την αστυνομία. Δίπλα του βρισκόταν ένα μπουκάλι ουίσκι, δώρο ενός πελάτη για τα Χριστούγεννα πριν από τέσσερα χρόνια, που δεν το είχε ανοίξει μέχρι τότε. Ακόμη και στις καλύτερες περιπτώσεις δεν έπινε πολύ, και γενικά προτιμούσε το κρασί. Αλλά και τότε συνήθως περιοριζόταν σε ένα με δύο ποτήρια. Το κορίτσι δεν ήθελε να τον βλέπει να πίνει παραπάνω. Μα το κορίτσι είχε φύγει. Χωρίς εκείνη, ο Ράνταλ ήταν χαμένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ύστερα από τόσα χρόνια που ήταν μαζί του, είχε συνηθίσει την παρουσία της. Ο φόβος που του προκαλούσε είχε γίνει κομμάτι της ύπαρξής του. Με τον τρόπο της, του πρόσφερε μια διέξοδο, ένα σημείο να εστιάσει άλλες, πιο αόριστες ανησυχίες, όπως ήταν ο φόβος της αποκάλυψής του, της επιστροφής στη φυλακή, της διάλυσης του ιστού που είχε υφάνει από μισές αλήθειες για να προστατεύσει την προσωπικότητά του. Χωρίς το κορίτσι περνούσε πάρα πολύ χρόνο μόνος με τις σκέψεις του. Φοβόταν όμως επίσης να επιτρέψει στον εαυτό του να πιστέψει ότι μπορεί να είχε πια τελειώσει το βασανιστήριο στο οποίο τον υπέβαλλε εκείνη τόσα χρόνια. Ίσως ακόμη και τέτοιες οντότητες να βαριόνταν τελικά τα παιχνίδια τους. Ο Ράνταλ δεν μπορούσε να παρασυρθεί και να την αποκαλέσει φάντασμα, αφού δεν πίστευε στα φαντάσματα. Παραδεχόταν και ο ίδιος ότι αυτό συνιστούσε μια ιδιόμορφη άσκηση λογικής που ήταν απίθανο να αντέξει κάποια σχολαστική διανοητική εξέταση, αλλά παρ’ όλ’ αυτά του επέτρεπε να αντιμετωπίζει την κοπέλα σαν την ιδιάζουσα έκφανση μιας αρχέγονης ενέργειας, σαν μια εκδοχή της ίδιας ενέργειας που είχε τροφοδοτήσει τη θανάσιμη επίθεση εναντίον της πριν από τόσες δεκαετίες. Ήξερε ότι, εάν ομολογούσε ότι μοιραζόταν το σπίτι του με το φάντασμα ενός νεκρού κοριτσιού, ορισμένοι επαγγελματίες θα ανέτρεχαν στα στοιχειώδη εγχειρίδια ψυχολογίας και θα απαιτούσαν να τους μιλήσει για την ενοχή και τη μεταμέλειά του. Τότε θα ήταν αναγκασμένος να τους πει ψέματα, όπως ακριβώς έκανε καθ’ όλη τη διάρκεια του εγκλεισμού του, καθώς και τα χρόνια μετά την αποφυλάκιση. Ο Ράνταλ ήταν καλός ψεύτης, κι αυτό τον έκανε καλύτερο ηθοποιό. Μπορούσε να προσποιηθεί ότι ένιωθε μια ολόκληρη γκάμα συναισθημάτων –μεταμέλεια, ταπεινότητα, ακόμη και αγάπη–, σε σημείο που δεν ήταν πλέον πάντοτε σε θέση να διακρίνει ένα γνήσιο συναίσθημα από την απομίμησή του, ούτε καν τη στιγμή

που το εκδήλωνε. Καθισμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα, ήταν βέβαιος ότι τώρα η συναισθηματική αντίδρασή του ήταν ειλικρινής: Ήταν οργισμένος. Οργισμένος με τη δικηγόρο και με τον ιδιωτικό ντετέκτιβ. Οργισμένος που είχε υποχρεωθεί να εκτεθεί και που του είχαν αποκρύψει τον ενδεχόμενο κίνδυνο που αποτελούσε ο μαφιόζος θείος της Άννας Κόρι. Ήταν οργισμένος με όποιον τον κατέτρεχε για το παρελθόν του. Ήταν οργισμένος με το Πάστορ’ς Μπέι που δεν είχε καταφέρει να τον προστατεύσει από την κακόβουλη ματιά ενός εχθρού. Και με το κορίτσι ήταν οργισμένος: Τον στοίχειωνε τόσα χρόνια, και τώρα τον είχε εγκαταλείψει. Ήπιε άλλο λίγο ουίσκι. Δεν τον ευχαριστούσε, αλλά θεωρούσε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ταίριαζε περισσότερο με τη διάθεσή του απ’ ό,τι το κρασί. Το στομάχι του διαμαρτυρήθηκε. Είχε πολλές ώρες να φάει, αλλά ζητούσε το ποτό περισσότερο από το φαγητό. Το πρωί θα την πλήρωνε αυτή την απόφαση. Έπιασε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό της δικηγόρου του. Όλη τη μέρα επανεξέταζε τη σχέση του μαζί της και αναλογιζόταν τις συνέπειες των πράξεών του, και τελικά το ποτό έγειρε την πλάστιγγα. Ο χρόνος κόντευε να τελειώσει. Ο Ράνταλ το ήξερε. Σύντομα θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει την τωρινή του ταυτότητα και να βρει κάποια άλλη. Η παρουσία της δικηγόρου και του ντετέκτιβ στη ζωή του μονάχα θα δυσκόλευε αυτή του την προσπάθεια. Άφησε ένα μήνυμα στη δικηγόρο, πληροφορώντας την ότι δεν είχε πλέον ανάγκη ούτε τις δικές της υπηρεσίες ούτε του ντετέκτιβ. Επίσης ότι δε χρειαζόταν στο εξής την αμφίβολη προστατευτική παρουσία των δύο ηλιθίων που υποτίθεται ότι θα τον προφύλασσαν σε περίπτωση ανάγκης, εφόσον βεβαίως κατάφερναν να πάρουν τους κώλους τους και να δράσουν έγκαιρα. Με ψυχρή ευγένεια, ευχαρίστησε τη δικηγόρο για όσα είχε κάνει γι’ αυτόν, της ζήτησε να του στείλει το συνολικό λογαριασμό των υπηρεσιών της όποτε ευκαιρούσε, και έκλεισε το τηλέφωνο νιώθοντας πιο δυνατός. Είχε αρχίσει να αποσύρει όλα τα χρήματά του από τους λογαριασμούς του μόλις ήρθαν τα πρώτα μηνύματα, και τώρα είχε δεκαπέντε χιλιάρικα μετρητά. Δεν ήταν πολλά, αλλά έφταναν για αρχή. Όσο για το σπίτι, προς το παρόν έπρεπε να το εγκαταλείψει. Αργότερα θα σκεφτόταν τι θα το έκανε. Θα έπρεπε να ενημερώσει το διοικητή Άλαν ότι θα έφευγε, για να είναι εντάξει με το νόμο. Εκείνος και ο Άλαν τα πήγαιναν καλά, είχαν μια εγκάρδια επαγγελματική σχέση. Θα του έλεγε ότι φοβόταν και ότι ήθελε να απομακρυνθεί λίγο από το Πάστορ’ς Μπέι μέχρι να κλείσει η υπόθεση της Άννας Κόρι, αν έκλεινε ποτέ. Μπορεί να περνούσε μια δυο νύχτες σε κάποια ωραία πανσιόν πριν πάρει αθόρυβα το δρόμο για αλλού: για τον Καναδά, ίσως. Αυτή τη φορά, θα προσπαθούσε να χαθεί σε κάποια μεγάλη πόλη. Το χτύπημα στην πίσω πόρτα του τον τρόμαξε τόσο πολύ, ώστε έριξε το τραπεζάκι και το ουίσκι άρχισε να χύνεται στο χαλί. Το σήκωσε πριν γίνει μεγάλη ζημιά, βίδωσε το καπάκι και κράτησε το μπουκάλι από το λαιμό, κραδαίνοντάς το σαν ρόπαλο. Ακούστηκε πάλι το χτύπημα. «Ποιος είναι;» φώναξε, αλλά δεν πήρε απάντηση. Πήγε στην κουζίνα. Η κλειδωμένη πόρτα είχε τζάμι, αλλά ο Ράνταλ δε διέκρινε κανέναν απέξω, και ο ανιχνευτής κίνησης που άναβε το φως πάνω από την πόρτα δεν είχε ενεργοποιηθεί. Ο Ράνταλ ευχήθηκε να είχε ένα πιστόλι, αλλά ήταν τέτοια η φύση των νόμων περί οπλοφορίας, που δε θα μπορούσε να αγοράσει όπλο χωρίς να υπάρξουν περιπλοκές, και ποτέ δεν είχε λόγο να το αποκτήσει παράνομα. Άφησε το μπουκάλι και πήρε ένα μαχαίρι για κρέας. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο της κουζίνας και είδε τη σιλουέτα του κοριτσιού στην πρασιά. Παρά το φως του φεγγαριού, το κορίτσι δεν είχε σκιά, αφού κι η ίδια δεν ήταν παρά μια σκιά. Σήκωσε το δεξί της χέρι γνέφοντάς του να πάει κοντά της, κι ήταν έτοιμος να

ανοίξει την πόρτα όταν μια άλλη σιλουέτα τού τράβηξε την προσοχή. Πίσω από το κορίτσι στεκόταν ένας άντρας, ανάμεσα στις δίδυμες ιτιές στο βάθος του κήπου. Τα γυμνά σχεδόν κλαδιά τους κρέμονταν τόσο χαμηλά, που η μορφή τους γινόταν ένα με τη δική του, σαν εκείνος ο άντρας να ήταν φτιαγμένος από φλοιό, κλαράκια και ξερά φύλλα. Δεν έκανε καμιά κίνηση, και ο Ράνταλ δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό του, αλλά ήξερε ποιος ήταν. Στο κάτω κάτω, είχαν βάλει και οι δύο το χέρι τους στο θάνατο της Σελίνα Ντέι. Ο Ράνταλ πισωπάτησε. Το κορίτσι δε φαινόταν πια στην πρασιά, και τώρα ακούστηκε πάλι το χτύπημα. Ταπ-ταπ-ταπ. Το κορίτσι ήταν πάλι έξω από την πόρτα. Βγες. Έλα, βγες, γιατί ο χρόνος πιέζει και έχει έρθει ένας φίλος, όπως περίμενες πάντα πως θα γινόταν. Δεν μπορείς να του κρυφτείς, όπως δεν μπορείς να κρυφτείς ούτε από μένα. Αυτή τη φορά δε θα καταφέρεις τίποτε βάζοντάς το στα πόδια. Πλησιάζει το τέλος, η ώρα να ξοφλήσουμε λογαριασμούς. Ταπ-ταπ-ταπ. Βγες. Μη μας αναγκάσεις να έρθουμε να σε βγάλουμε εμείς. Ταπ-ταπ-ΤΑΠ. Ο Ράνταλ γύρισε στο καθιστικό και είδε την αντρική μορφή να διαγράφεται στο τζάμι της πόρτας της κουζίνας, με το κορίτσι να στέκεται δίπλα του, και το πόμολο να γυρίζει –μία φορά, δύο φορές–, ούτε τώρα όμως ενεργοποιήθηκε το φως από την κίνηση. Ο Ράνταλ έπιασε το τηλέφωνο και προσπάθησε να καλέσει την αστυνομία, αλλά από τη γραμμή ακούστηκε μόνο ένα σφύριγμα, σαν άνεμος που μαστίγωνε γυμνές βουνοκορφές. Αυτός δεν ήταν ο ήχος νεκρής τηλεφωνικής γραμμής. Το τηλέφωνο παρέμενε συνδεδεμένο, μόνο που τώρα η σύνδεση γινόταν με κάποιο άλλο μέρος, ένα μέρος βαθύ και σκοτεινό και πολύ μακρινό. Οι σιλουέτες του άντρα και του κοριτσιού εξαφανίστηκαν. Η γραμμή του τηλεφώνου καθάρισε. Η τηλεφωνήτρια του κέντρου της Αμέσου Δράσης ρώτησε τον Ράνταλ τι βοήθεια χρειαζόταν, αλλά εκείνος δεν απάντησε. Έπειτα από κάνα δυο δευτερόλεπτα άφησε το ακουστικό στη θέση του και βούλιαξε αργά στο πάτωμα. Το κορίτσι θα μπορούσε να μπει. Δε χρειαζόταν πόρτες ή παράθυρα. Γιατί δεν είχε μπει; Η απάντηση ήταν ότι τώρα το κορίτσι είχε έναν καινούριο φίλο, έναν ξεχωριστό φίλο. Και ο Ράνταλ είδε στο νυχτερινό ουρανό να τρεμοσβήνουν αστέρια νεκρά από καιρό.

ΙV Μαντάρουμε όλα τα φανταχτερά σου λάθη. Μαντάρουμε το πρόσωπο της μητέρας σου. Θα σου μαντάρουμε κι εσένα ένα καινούριο. Δεν πρόκειται να βιαστούμε. από το The Dead Girls Speak in Unison της Ντανιέλ Πάφουντα

30

Δ

ε χρειαζόμουν υπενθύμιση πως ήταν ανάγκη να παρακολουθήσω τις κινήσεις του Άλαν εκείνη τη μέρα, αλλά για την περίπτωση που μου διέφευγε, όταν ξύπνησα βρήκα να με περιμένει άλλο ένα μήνυμα στο κινητό μου. Έλεγε: ΣΗΜΕΡΑ Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΑΛΑΝ Ο ΠΕΔΕΡΑΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΞΑΝΑΜΜΕΝΟ ΣΚΥΛΙ. Στο στόμα μου εξακολουθούσα να έχω τη γεύση της μπίρας, και παρ’ όλο που είχα κοιμηθεί όλη νύχτα χωρίς διακοπή, δεν αισθανόμουν ξεκούραστος. Για πολύ καιρό μετά το θάνατο της Σούζαν και της Τζένιφερ δεν άγγιζα ποτό. Ποτέ δεν υπήρξα αλκοολικός, αλλά ήμουν ένοχος για συχνές καταχρήσεις αλκοόλ, και έπινα τη νύχτα που πέθαναν. Δύσκολα παραβλέπει κανείς τέτοιους συσχετισμούς. Τώρα έπινα πού και πού καμιά μπίρα ή ένα ποτήρι κρασί, αλλά η διάθεσή μου να καταναλώνω το ένα ή το άλλο σε μεγάλες ποσότητες είχε ουσιαστικά εξανεμιστεί. Ο Γουόλς είχε υπερβεί κατά πολύ τη δική μου κατανάλωση το προηγούμενο βράδυ, αλλά έτσι κι αλλιώς είχα ξεπεράσει κι εγώ τα συνηθισμένα όριά μου, και τώρα το κεφάλι και το συκώτι μου εξέφραζαν έντονα τις αντιρρήσεις τους. Επικοινώνησα με τον Έιντζελ και τον Λούις, αλλά το αυτοκίνητο του Άλαν ήταν ακόμη έξω από το σπίτι του. Η συσκευή εντοπισμού που είχαμε βάλει ήταν παρόμοια με εκείνη που είχε τοποθετηθεί κάποτε στο δικό μου αυτοκίνητο. Οι κινήσεις του οχήματος καταγράφονταν σε έναν υπολογιστή βάσει της τεχνολογίας παροχής συντεταγμένων στα GPS που χρησιμοποιούσαν οι οδηγοί. Το πλεονέκτημα ήταν ότι αυτοί που παρακολουθούσαν δεν ήταν ανάγκη να έχουν διαρκώς το αυτοκίνητο-στόχο στο οπτικό τους πεδίο, αλλά στην περίπτωσή μας ένα μέρος αυτού του πλεονεκτήματος πήγαινε χαμένο, επειδή έπρεπε να μάθουμε όχι μόνο πού θα πήγαινε ο Άλαν, αλλά και ποιον θα συναντούσε. Όμως, νωρίς εκείνο το πρωί ο Άλαν δεν έκανε κάτι ενδιαφέρον. Εμφανίστηκε λίγο πριν τις οχτώ, αλλά και τότε πήρε απλώς ένα αλυσοπρίονο και κλάδεψε μερικά δέντρα στην αυλή του. Δούλεψε μέχρι το μεσημέρι, μετατρέποντας τα κομμένα κλαδιά σε καυσόξυλα και στοιβάζοντάς τα για να στεγνώσουν. Ο Έιντζελ, που τον παρακολουθούσε κρυμμένος στο κοντινό δάσος, κρύωνε και έπληττε. Σε έναν ιδανικό κόσμο θα παρακολουθούσαμε και το κινητό του Άλαν, αλλά αυτή ήταν περίπλοκη δουλειά και προϋπέθετε ότι, αν ο διοικητής της αστυνομίας έκανε κάτι παράνομο, θα ήταν αρκετά ηλίθιος ώστε να τηλεφωνήσει για τα σχετικά από το γνωστό κινητό του. Αν μέχρι το βράδυ η παρακολούθηση απέβαινε άκαρπη, ίσως να εξετάζαμε αυτή την επιλογή, ανάμεσα σε άλλες, μα ήλπιζα πως δε θα προέκυπτε τέτοια ανάγκη. Αν τα ανώνυμα μηνύματα περιείχαν κάποια δόση αλήθειας, τότε οι τυχόν επαφές που έκανε ο Άλαν θα γίνονταν πρόσωπο με πρόσωπο και όχι με ηλεκτρονικά μέσα. Τελικά, φρεσκομπανιαρισμένος και φορώντας καθαρά ρούχα, ο Άλαν μπήκε στο αυτοκίνητό του και πήγε στο Πάστορ’ς Μπέι, οπότε το παιχνίδι άρχισε να σοβαρεύει.

Ενώ ο Έιντζελ τύλιγε το πλαστικό πάνω στο οποίο είχε ξαπλώσει και αναρωτιόταν πώς είχε φτάσει σ’ αυτό το σημείο η ζωή του, και ο Λούις παρακολουθούσε την πορεία του Άλαν από τη ζεστασιά

του αυτοκινήτου του εκεί κοντά, εγώ τα έλεγα με την Έιμι Πράις, που μου είχε τηλεφωνήσει για να μου πει για το μήνυμα που είχε αφήσει στον τηλεφωνητή της ο Ράνταλ Χέιτ. Πηγαίνοντας προς το Πάστορ’ς Μπέι, πέρασα από το γραφείο της: Αν και όταν ο Άλαν συναντούσε την «γκομενίτσα» του, ήθελα να είμαι κοντά. Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν μάφιν, ούτε καφές. Η Έιμι ετοιμαζόταν για την ακροαματική διαδικασία εξέτασης της αίτησης για αποφυλάκιση με εγγύηση που είχε υποβάλει η Μαρί Μπόρντεν. Η Μπόρντεν ήταν η γυναίκα που είχε εκφράσει με ένα σφυρί τις αντιρρήσεις της για τη συνεχιζόμενη κακοποίηση που υφίστατο από τον άντρα της. «Μπόρντεν;» είπα. «Έτσι λέγεται; Ευτυχώς που δε σκότωσε τη μάνα της*****». «Νομίζεις πως είσαι ο πρώτος που πετάει αυτό το καλαμπούρι;» «Μάλλον όχι. Με τον Ράνταλ Χέιτ τι θα γίνει;» «Δεν είναι δικό μου πρόβλημα πια. Ή ψάχνει για καινούριο δικηγόρο ή θα είναι μόνος του όταν τον εξετάσουν με τον ανιχνευτή ψεύδους». «Αν δεχτούμε ότι θα είναι πρόθυμος να υποβληθεί σ’ αυτή τη δοκιμασία». «Και ότι θα έχει κάποιο νόημα να το κάνει, πρώτα απ’ όλα. Οι ειδικοί της Πολιτείας που χειρίζονται τον ανιχνευτή είναι ικανοί, αλλά δεν τους αρέσει να κάνουν ερωτήσεις στα τυφλά. Δυσκολεύομαι να φανταστώ με ποιο τρόπο θα βοηθήσει ο ανιχνευτής ψεύδους, πέρα από το να συμβάλει μέχρι ενός σημείου στον οριστικό αποκλεισμό του Χέιτ από τον κατάλογο των υπόπτων, εφόσον βεβαίως παραμένουν τυχόν αμφιβολίες ύστερα από τη χτεσινή συνεισφορά του διοικητή της αστυνομίας. Φαίνεται πως ο Ράνταλ στάθηκε τυχερός από αυτή την άποψη. Ζήτω και πάλι ζήτω για τον Ράνταλ, λοιπόν». «Δε φαίνεται να λυπάσαι και πολύ που έχασες έναν πελάτη», παρατήρησα. «Δεν ξέρω τι περισσότερο θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει γι’ αυτόν», εξήγησε η Έιμι. «Δεν πέρασα τόσα χρόνια στη νομική για να μπω επικεφαλής μιας ομάδας προστασίας και να προσπαθώ να συμβιβάσω τις ηθικές με τις νομικές υποχρεώσεις μου. Εξάλλου, δεν τον συμπάθησα, αν και έκρυβα τα αισθήματά μου καλύτερα από σένα. Ο Χέιτ με έκανε ν’ ανατριχιάζω. Στείλε μου το λογαριασμό για το χρόνο σου και θα το τακτοποιήσω εγώ». «Κατά κάποιον τρόπο, αυτός είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ». «Προσπαθείς να ανεβάσεις την αμοιβή σου; Κάναμε μια συμφωνία». «Εσύ υπέθεσες ότι κάναμε μια συμφωνία. Η αμοιβή μου δεν καθορίστηκε στο συμβόλαιο που με έβαλες να υπογράψω. Για δικηγόρος, εμπιστεύεσαι πολύ τους ανθρώπους». «Είσαι κατά βάθος ηθικολόγος, αν και παριστάνεις τον κυνικό. Το ξέρω ότι θα μετανιώσω που θα σε αφήσω να μιλήσεις, αλλά συνέχισε. Είμαι όλη αυτιά». «Ξέρω ότι δε με αφορά πια αυτή η δουλειά, αλλά σου ζητώ λίγη επιείκεια. Κάλυψε μόνο τα έξοδα: τα δικά μου, του Έιντζελ και του Λούις». «Τα δικά σου μπορώ να τα διαθέσω. Για τα δικά τους δεν είμαι σίγουρη». «Θα τα διατηρήσουμε σε λογικό επίπεδο». «Για πόσο διάστημα;» «Για μια δυο μέρες». «Και για ποιο λόγο να το κάνω αυτό;» «Επειδή είσαι περίεργη να μάθεις τι μας έχει κρύψει ο Ράνταλ Χέιτ και τι κάνει ο Κερτ Άλαν στον ελεύθερο χρόνο του, αλλά και γιατί κάπου σε αυτό το μπέρδεμα μπορεί να βρίσκεται η απάντηση για την εξαφάνιση της Άννας Κόρι». «Θα μπορούσες απλώς να παραδώσεις όλα τα στοιχεία στην αστυνομία».

«Θα μπορούσα, αλλά το μόνο που έχω είναι τέσσερα ανώνυμα μηνύματα για τον Άλαν και τη δική μου ακόρεστη περιέργεια για τις λεπτομέρειες της ζωής άλλων ανθρώπων. Εξάλλου, έτσι το πράγμα γίνεται πιο ενδιαφέρον, και πιο ικανοποιητικό». «Θα σου δώσω δύο μέρες. Και θέλω αποδείξεις. Δε θα πληρώσετε πουθενά πάνω από πεντακόσια δολάρια αν δεν το έχω εγκρίνει εγώ προηγουμένως. Κι αν κάποιος σας ρωτήσει, ή αν σας πιάσουν να κάνετε κάτι που δε θα έπρεπε να το κάνετε, θα αρνηθώ ότι ξέρω το παραμικρό γι’ αυτή τη συζήτηση». «Κι αν βρούμε κάτι χρήσιμο για την αστυνομία;» «Μπορείς να τους πεις ότι καθοδήγησα την κάθε σας κίνηση με χέρι σταθερό αλλά αβρό». «Το κάνεις να ακούγεται πρόστυχο». «Είναι πρόστυχο», κατέληξε η Έιμι. «Και όχι με την καλή έννοια». Συνέχισα για το Πάστορ’ς Μπέι, κι έκανα μερικά τηλεφωνήματα στη διαδρομή. Κατά τα λεγόμενα του Χέιτ, ο Λόνι Μάιντας είχε ένα μεγαλύτερο αδερφό, τον Τζέρι, αλλά δεν είχα καταφέρει να βρω κάποιο ίχνος του Τζέρι Μάιντας στο Ντρέικ Κρικ ή στη γύρω περιοχή. Ούτε βρήκα κανέναν αριθμό κοινωνικής ασφάλισης που να αντιστοιχεί σ’ αυτό το όνομα και να προέρχεται από τη Βόρεια Ντακότα. Παρ’ ότι ήταν πολύ φιλόδοξο, πολλώ μάλλον αφού ήταν Κυριακή, τηλεφώνησα στην Κομητειακή Αστυνομία του Ντρέικ Κρικ. Άκουσα ξανά και ξανά τα ίδια δύο μέτρα από τον Κανόνα του Πάχελμπελ παιγμένο μάλλον σε παιδικό ξυλόφωνο, και μετά πέρασαν τη γραμμή στο σερίφη Ντάγκλας Πεκ. Ένας σερίφης με το ίδιο όνομα αναφερόταν σε ορισμένα άρθρα εφημερίδων μετά το φόνο της Σελίνα Ντέι. Ύστερα από τρεις δεκαετίες, η παρουσία του σήμαινε ή ότι είχε μπει πολύ μικρός στη δουλειά ή ότι η δίωξη του εγκλήματος στην Κομητεία ήταν οικογενειακή επιχείρηση. «Μπορώ να σας βοηθήσω, κύριε;» με ρώτησε. «Ονομάζομαι Τσάρλι Πάρκερ», του είπα. «Είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ εδώ πάνω στο Μέιν». «Συγχαρητήρια». Δεν είπε τίποτε άλλο, πράγμα που υποδήλωνε ότι ο σερίφης Πεκ ήταν άνθρωπος με χιούμορ, έστω και σαρκαστικό. «Μήπως είστε ο Ντάγκλας Πεκ που ασχολήθηκε με το φόνο της Σελίνα Ντέι;» «Είμαι ο Ντάγκλας Πεκ ο τρίτος. Ο πατέρας μου ήταν ο Ντάγκλας Πεκ ο δεύτερος, και αυτός ήταν τότε ο σερίφης. Ο παππούς μου ήταν σκέτο Ντάγκλας Πεκ, και δεν υπήρξε σερίφης ποτέ και πουθενά. Αν πρόκειται για την υπόθεση Ντέι, δεν μπορώ να σας πω περισσότερα από ό,τι ο καθένας μπορεί να βρει στο Ίντερνετ». «Δεν μπορείτε ή δε θέλετε;» «Και τα δύο». «Μήπως γίνεται να μιλήσω με τον πατέρα σας;» «Όχι, εκτός αν έχετε πρόσβαση σε κάποιο μέντιουμ. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει εδώ και πέντε χρόνια». «Λυπάμαι που το ακούω». «Δεν τον γνωρίζατε, επομένως δε γίνεται να λυπάστε. Και τώρα, τελειώσαμε; Δε θέλω να φανώ αγενής, αλλά μόνο και μόνο επειδή δε θέλω να βρέξει δε σημαίνει ότι δε θα βραχώ αν βγω έξω, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ». Δεν ήμουν σίγουρος ότι καταλάβαινα. «Εργάζομαι για κάποιον που ο πατέρας σας μπορεί να γνώριζε με το όνομα Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ». «Περιμένετε ένα λεπτό», είπε ο Πεκ. Τον άκουσα να αφήνει το ακουστικό, και μετά οι περισσότεροι θόρυβοι στο βάθος έγιναν πνιχτοί,

καθώς έκλεισε μια πόρτα. «Για ξαναπείτε το αυτό», μου είπε. «Εργάζομαι για τον Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ, αν και τώρα είναι γνωστός με άλλο όνομα». «Σκοπεύετε να μου πείτε με ποια ιδιότητα εργάζεστε γι’ αυτόν ή μήπως πρέπει να μαντέψω;» «Λάμβανε ανεπιθύμητα μηνύματα στο ταχυδρομείο από κάποιον που είχε μάθει για το παρελθόν του και για την προηγούμενη ταυτότητά του. Μου ζήτησε να ανακαλύψω τον υπεύθυνο». «Και τον ανακαλύψατε;» «Όχι. Έκτοτε έκρινε περιττές τις υπηρεσίες μου». «Διόλου περίεργο, εφόσον δεν μπορέσατε να τον βοηθήσετε». «Προσπαθώ να μην παίρνω αυτά τα πράγματα προσωπικά. Επίσης προσπαθώ να μην τα αφήνω να εμποδίζουν τη συνέχιση των ερευνών μου». «Για ποιο λόγο; Μήπως είστε φιλάνθρωπος; Κάτι τέτοιο πρέπει να συμβαίνει αφού σας αρέσει να δουλεύετε τζάμπα». «Απλώς δε μου αρέσουν οι εκκρεμότητες. Επίσης δε μου αρέσει το γεγονός ότι στην περιοχή χάθηκε ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, και μάλιστα από την ίδια πόλη όπου ζει τώρα ο Λάγκενχαϊμερ». «Πιστεύετε ότι ο Λάνγκενχαϊμερ έχει κάποια σχέση μ’ αυτό;» «Έχει άλλοθι. Νομίζω ότι είναι καθαρός. Εγώ είμαι περίεργος για τον Λόνι Μάιντας». «Και τι ρόλο παίζει η αστυνομία σε όλη αυτή την ιστορία;» «Έχει υποβληθεί στον περιφερειακό εισαγγελέα της Βόρειας Ντακότα αίτημα αποδέσμευσης των πληροφοριών που περιέχονται στα σφραγισμένα πρακτικά που αφορούν την κράτηση και εν συνεχεία την αποφυλάκιση του Λόνι Μάιντας και του Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ». «Και λοιπόν; Ο περιφερειακός εισαγγελέας είναι υποχρεωμένος να αποδεσμεύσει τις πληροφορίες, αλλά εφόσον δεν είστε εκπρόσωπος του νόμου, εσείς δεν έχετε δικαίωμα να τις δείτε. Τελειώσαμε;» «Τζέρι Μάιντας», είπα. «Τι τρέχει μ’ αυτόν;» «Δεν μπορείτε να μου πείτε κάτι για τον Λόνι Μάιντας, αλλά μπορείτε να μου πείτε πώς να έρθω σε επαφή με τον αδερφό του». «Και γιατί να κάνω τέτοιο πράγμα, αν υποθέσουμε ότι ξέρω κάτι γι’ αυτόν;» «Επειδή έχει χαθεί ένα κορίτσι, κι εγώ θέλω να βρεθεί όσο το θέλουν και οι αστυνομικοί. Μπορείτε να πάρετε πληροφορίες για μένα, σερίφη. Αν χρειάζεστε κάποιον να εγγυηθεί για μένα, δοκιμάστε να καλέσετε τον ντετέκτιβ Γκόρντον Γουόλς της Πολιτειακής Αστυνομίας του Μέιν. Αν έχετε στυλό, θα σας δώσω τον αριθμό του». Δεν ήμουν σίγουρος ότι ο Γουόλς θα εγγυόταν για μένα, αλλά σκέφτηκα πως μου χρωστούσε μια χάρη για τα χτεσινοβραδινά. Έστω και αν δεν αισθανόταν καμία υποχρέωση, το ενδιαφέρον μου για τον Τζέρι Μάιντας μπορεί να κέντριζε το δικό του ενδιαφέρον και ενδεχομένως να τον ανησυχούσα αρκετά ώστε να μοιραστεί μαζί μου ό,τι ανακάλυπτε. «Πείτε μου τον αριθμό», είπε ο Πεκ. Του έδωσα το τηλέφωνο του Γουόλς και το δικό μου. «Αφήστε το σ’ εμένα», είπε. «Θα σας ξαναπάρω». Σε μία ώρα ήμουν πάλι στο Πάστορ’ς Μπέι, στο Χάλοουντ Γκράουντς, με τον ίδιο τύπο με τα τατουάζ πίσω από τον πάγκο, αν και τώρα φορούσε ένα ξεθωριασμένο μπλουζάκι των Ραμόουνς και η μουσική που ακουγόταν ήταν μια επανεκτέλεση του «Goodbye to Love» των Κάρπεντερς από το

συγκρότημα Αμέρικαν Μιούζικ Κλαμπ. Το είχα εκείνο το άλμπουμ με τις διασκευές. Εδώ που τα λέμε, μου φαίνεται πως είχα ακόμη κάπου και το αυθεντικό άλμπουμ. «Καλημέρα, χαφιέ», είπα. «Πριν από λίγο είδα μια γριά να περνάει με κόκκινο. Δεν έμαθα το όνομά της, αλλά δε θα έχει απομακρυνθεί πολύ. Ίσως μπορείς να ειδοποιήσεις κάποιον να τη συλλάβει». Εκείνος τράβηξε την τεράστια τρύπα που είχε στο λοβό του αριστερού του αυτιού. Θα μπορούσα να βάλω μέσα το δάχτυλό μου. Ήταν μια εικόνα που με έβαλε σε πειρασμό. «Την είδες καλά;» μου απάντησε. «Έχουμε πολλές γριές εδώ πέρα. Δε θα ήθελα να θεωρηθώ υπεύθυνος για κακοδικία». «Ένα καρφί με συνείδηση. Ίσως τελικά βρω το κουράγιο να σε συγχωρήσω». «Κοίτα, δικέ μου, μη μου κρατάς κακία. Εγώ απλώς έκανα το σωστό». «Βέβαια, εσύ και ο Τζο Μακάρθι. Δεν πειράζει. Στη θέση σου μπορεί μάλιστα να είχα κάνει κι εγώ το ίδιο. Για να με αποζημιώσεις για την ταλαιπωρία, μπορείς να μου φτιάξεις λίγο φρέσκο καφέ. Το ζουμί σ’ εκείνη την καφετιέρα μυρίζει σαν να έπλυνες μέσα του βρόμικες κάλτσες». Ο νεαρός χαμογέλασε πλατιά και μου έδειξε το μεσαίο δάχτυλο· τέτοια είναι η εξυπηρέτηση πελατών στο Μέιν. «Με λένε Ντάνι, μια και το έφερε η κουβέντα». «Τσάρλι Πάρκερ. Μη νομίζεις ότι τώρα γίναμε φιλαράκια». Ξεφύλλισα μερικά από τα χαρτόδετα βιβλία που υπήρχαν στο ράφι. Μια πινακίδα τα χαρακτήριζε «Ελαφρώς Μεταχειρισμένα», αλλά υπήρχαν πόρνες που είχαν αποσυρθεί από την ενεργό δράση έχοντας δεχτεί καλύτερη μεταχείριση. Ορισμένα ήταν αρκετά παλιά ώστε να έχουν πάνω τους τα δακτυλικά αποτυπώματα του Κάξτον, του πρώτου Βρετανού τυπογράφου. Άνοιξε η εξώπορτα και μπήκε η κυρία Σέι, με το γιο της, τον Πάτρικ, να την ακολουθεί με βήμα ανάλαφρο, γεμάτος ευγένεια. Ήταν και οι δύο ντυμένοι σαν να πήγαιναν στην εκκλησία. «Ντάνι, ετοίμασες εκείνη την παραγγελία με τα σάντουιτς;» «Και βέβαια, κυρία Σέι. Σε ένα λεπτάκι θα είναι έτοιμα». «Θα χρειαστούμε και δύο παγωμένους καφέδες, καθώς και όσα ντόνατς μπορέσεις να βάλεις σε μια σακούλα». Ο Ντάνι γέμισε την καφετιέρα και έτρεξε να εξυπηρετήσει την κυρία Σέι. «Εγώ ήρθα για να δώσω ένα χεράκι στο κουβάλημα. Η μάνα μου με έβαλε μάλιστα να τα πλύνω», είπε ο Πατ και μου έδειξε τα χέρια του για απόδειξη. «Είναι πεντακάθαρα. Σε ορισμένα σημεία», τον διαβεβαίωσα. «Μη μιλάς σε αγνώστους, Πατ. Κύριε Πάρκερ, θα έρθετε να φάτε μαζί μας;» είπε η κυρία Σέι, αλλά το χαμόγελό της ήταν στρυφνό. «Ελπίζω πως όχι, κυρία Σέι. Σας τέλειωσαν τα κουλουράκια;» «Δουλεύω τόσο πολλές ώρες τώρα, που δεν έχω καιρό να φτιάξω. Αυτό είναι καλό για τον Ντάνι από δω. Ξέρετε ότι είναι δική του αυτή η επιχείρηση; Πρώτα, ήμασταν αναγκασμένοι να βολευόμαστε με ό,τι βρίσκαμε έτοιμο στο μπακάλικο». Κοίταξα παραξενεμένος τον Ντάνι, ο οποίος ξαναφάνηκε εκείνη τη στιγμή με ένα δίσκο με σάντουιτς τυλιγμένα σε μεμβράνη, και έψαχνε μια σακούλα για τα ντόνατς. «Μα εκείνος μου έλεγε ότι το αφεντικό του δε θέλει να παίζει καταθλιπτική μουσική στο μαγαζί», είπα. «Το αφεντικό δε θέλει», είπε ο Ντάνι. «Ο λάτρης αυτής της μουσικής θέλει, αλλά το αφεντικό

προτιμά να κρατήσει την επιχείρηση». Η κυρία Σέι έδωσε το δίσκο με τα σάντουιτς στον Πατ, πρόσθεσε έξι μπουκάλια παγωμένο τσάι στο σωρό, υπέγραψε για τα ψώνια της και πήρε τη σακούλα με τα ντόνατς. Τους κράτησα ανοιχτή την πόρτα για να βγουν. «Γεια σας, τώρα, κύριε Πάρκερ», μου είπε εκείνη. «Μείνετε μακριά από μπλεξίματα». «Καλή συμβουλή», σχολίασε ο Πατ. Πήγα στο παράθυρο για να κόψω κίνηση, και έγινα μάρτυρας μιας ιδιαίτερης σκηνής. Μια ομάδα κοριτσιών χαζολογούσαν κοντά στο μπακάλικο. Πρέπει να ήταν δεκατεσσάρων με δεκαπέντε ετών, και δε θα αργούσαν να μεταμορφωθούν σε εντυπωσιακές νεαρές γυναίκες. Δυστυχώς, δεν είχαν φτάσει ακόμη σ’ εκείνο το στάδιο, γι’ αυτό κι εγώ προσπάθησα να βρω κάτι άλλο να κοιτάξω. Ο διοικητής της αστυνομίας δε φαινόταν να έχει τέτοιους ενδοιασμούς. Καθόταν στο ημιφορτηγό του στην απέναντι πλευρά του δρόμου, έπινε ένα αναψυκτικό και παρατηρούσε τα κορμιά των κοριτσιών. Μία από τις κοπέλες είχε αγοράσει ένα περιοδικό, και τώρα είχαν μαζευτεί όλες γύρω της και κάτι έδειχναν χασκογελώντας. Δεν πρόσεξαν τον Άλαν, αλλά η κυρία Σέι τον πρόσεξε. Την είδα να τον κοιτάζει έντονα, ακολουθώντας επίσης την κατεύθυνση του βλέμματός του. Καθώς διέσχιζε το δρόμο με το γιο της, φώναξε στα κορίτσια να ξεκουνηθούν από εκεί. «Ε, μικρές, πηγαίνετε να κάνετε τη δουλειά σας. Μοιάζετε με κλωσοπουλάκια έτσι όπως στέκεστε και κλείνετε το δρόμο». Τα κορίτσια ανηφόρισαν στη Μέιν Στρητ. Ο Άλαν έβαλε μπροστά το αυτοκίνητό του και έφυγε. Η κυρία Σέι άνοιξε την πόρτα του δημοτικού κτιρίου για να μπει ο γιος της, κι έστριψε γρήγορα το κεφάλι της για να παρακολουθήσει την πορεία του Άλαν πριν ακολουθήσει τον Πατ στο εσωτερικό του κτιρίου. Κι εγώ αναρωτήθηκα πόσο καλή ορθογραφία ήξερε η κυρία Χέιτ.

Ο Γουόλς μου τηλεφώνησε ενώ τελείωνα τον καφέ μου. «Ώστε τώρα είμαι και ο τριτεγγυητής σου;» είπε. «Καταλαβαίνεις τι κάνεις; Δίνεις το όνομά μου σε κάθε χωριάταρο σερίφη για σιγουράντζα;» «Ελπίζω να είπες καλά πράγματα για μένα». «Μόλις τώρα πήρα το μήνυμα. Δεν του τηλεφώνησα». «Ξέρω ότι λείπει ένα “ακόμη” από αυτή την πρόταση. Δεν του τηλεφώνησες ακόμη». «Μπορεί να μην του τηλεφωνήσω ποτέ». «Ύστερα απ’ όσα έκανα για σένα... Πώς είναι το κεφάλι σου;» «Απρόσμενα καθαρό και ελεύθερο υποχρεώσεων. Δε θυμάμαι όλα όσα έγιναν χτες το βράδυ, αλλά θυμάμαι να σου λέω ότι δε θα σε άφηνα να δεις εκείνα τα σφραγισμένα πρακτικά, κι εσύ πας και δοκιμάζεις την τύχη σου με τη Βόρεια Ντακότα. Δεν ξέρεις πότε πρέπει να τα παρατάς». «Με ενδιαφέρει ο αδερφός του Λόνι Μάιντας. Δε νομίζω ότι τα σφραγισμένα πρακτικά έχουν κάποια σχέση μ’ αυτόν». «Ψάχνεις για τον αδερφό επειδή πιστεύεις ότι μπορεί να ξέρει πού βρίσκεται ο Λόνι. Τον Λόνι Μάιντας τον αφορούν άμεσα εκείνα τα σφραγισμένα πρακτικά». «Έλα τώρα, Γουόλς, θέλω μόνο να μιλήσω στον αδερφό. Αν εκείνος με ξαποστείλει, τότε θα μας έχει μείνει ό,τι υπάρχει στα πρακτικά για να συνεχίσουμε».

«Εγώ θα μείνω με ό,τι υπάρχει στα πρακτικά. Εσύ δε θα μείνεις με τίποτε». Δεν του έδωσα σημασία. «Και αν ο αδερφός όντως ξέρει κάτι, θα το μοιραστώ μαζί σου, και έτσι θα έχεις το πλεονέκτημα. Άρα ή θα βγεις κερδισμένος ή θα μείνεις στα ίδια, αλλά χαμένος δε θα είσαι. Έλα, κάνε το τηλεφώνημα». Δεν ακούστηκε τίποτε από την άλλη άκρη της γραμμής. «Με απείλησε κάποια σερβιτόρα χτες το βράδυ;» ρώτησε τελικά ο Γουόλς. «Υποσχέθηκε να ταΐσει τα καρύδια σου στους σκίουρους αν συνέχιζες να την ενοχλείς», του είπα. «Έτσι μου φάνηκε κι εμένα». «Μας είπε επίσης να βρούμε την Άννα Κόρι». «Μου φαίνεται πως κι αυτό το θυμάμαι. Σκατά». Ο Γουόλς έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή. «Ο Ένγκελ λέει πως σου χρωστάμε μια χάρη για την ιστορία με τον Ράνταλ Χέιτ, αλλά δεν πρόκειται να σου την ξεπληρώσω κάνοντάς σου αυτή την εξυπηρέτηση. Παραείναι δύσκολη. Κάνουμε κι εμείς μια διακριτική έρευνα για τον Τζέρι Μάιντας, και δε θέλω να μπλεχτείς στα πόδια μας. Ξέχνα αυτή την περίπτωση. Κατάλαβες;» «Ναι, κατάλαβα». Και πράγματι είχα καταλάβει: Δεν επρόκειτο να μου τηλεφωνήσει ο σερίφης Πεκ. «Εντάξει», είπε ο Γουόλς. «Ευχαριστώ και πάλι για χτες». «Ντε νάδα******». «Μάλιστα. Μας τάρδε**». Ο Γουόλς έκλεισε το τηλέφωνο. Στην καφετέρια υπήρχε δωρεάν ασύρματη πρόσβαση, γι’ αυτό άνοιξα το φορητό υπολογιστή μου και ξεφύλλισα τα αντίγραφα των ρεπορτάζ που έκαναν τότε οι εφημερίδες για τη δολοφονία της Σελίνα Ντέι. Η Μπίκον & Εξπλέινερ λειτουργούσε ακόμη και πήγαινε καλά. Βρήκα το τηλέφωνό τους και μίλησα με τον αρχισυντάκτη, κάποιον Έβερετ Ντάνινγκ τον τέταρτο. Όπως και η εκπροσώπηση του νόμου, αποδείχτηκε ότι η Μπίκον-Αντβερτάιζερ ήταν επίσης οικογενειακή υπόθεση, αλλά ο Ντάνινγκ ήταν λίγο πιο συνεργάσιμος από το σερίφη. Δεν μπόρεσε να μου πει πολλά πράγματα, αλλά επιβεβαίωσε ότι ο Λόνι Μάιντας είχε πράγματι ένα μεγαλύτερο αδερφό που λεγόταν Τζέρι, μόνο που δεν ήταν αυτό ακριβώς το μικρό του όνομα. «Τον βάφτισαν Νέιχαμ Τζερεμάια Μάιντας, σαν τους προφήτες», μου είπε ο Ντάνινγκ. «Αυτά παθαίνεις όταν ο πατέρας σου ξημεροβραδιάζεται με τη Βίβλο στο χέρι. Ο μικρότερος αδερφός του τη γλίτωσε πιο φτηνά, κυρίως επειδή ακόμη και ο γερο-Έρικ Μάιντας δεν ήταν στραβός και έβλεπε σε τι καβγάδες είχε μπλέξει ο πρωτότοκός του εξαιτίας του ονόματός του. Έτσι έδωσε στον Λόνι το όνομα του δικού του πατέρα, Λέναρντ, και φύλαξε τα βιβλικά του για το μεσαίο όνομα του παιδιού, το Έιμος. Μη με ρωτήσετε πώς το “Λέναρντ” έγινε “Λον” αντί για “Λένι”, αν και νομίζω πως ο λόγος ήταν ότι στο σχολείο υπήρχαν δύο άλλοι Λέναρντ, και έπρεπε με κάποιο τρόπο να τους ξεχωρίζουν. Ο Τζέρι Μάιντας έκοψε το “Νέιχαμ” πολύ γρήγορα, ή τουλάχιστον το προσπάθησε. Ήταν δύο τάξεις παραπάνω από μένα στο σχολείο, αλλά εκείνο το όνομα του κόλλησε για πολύ καιρό». «Ο Τζέρι Μάιντας εξακολουθεί να ζει στο Ντρέικ Κρικ;» «Όχι, δεν υπάρχει πια κανένας Μάιντας εδώ». «Έχετε καμιά ιδέα πού μπορεί να πήγε;» «Όχι». Τον ευχαρίστησα και, σε αντάλλαγμα για τις πληροφορίες του, του είπα μέσες άκρες τι συνέβαινε, όσο πιο αόριστα γινόταν, αποκαλύπτοντας μόνο ότι ο πρώην Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ τώρα ζούσε

στο Μέιν. Του υποσχέθηκα ότι θα του έλεγα περισσότερα στο μέλλον, αν είχα τη δυνατότητα να το κάνω. Πέντε λεπτά αργότερα, χάρη στο θαύμα του Google, βρήκα τον Τζέρι Μάιντας. ***** Αναφορά στη διαβόητη Λίζι Μπόρντεν, που κατηγορήθηκε για το φόνο του πατέρα και της μητριάς της με τσεκούρι στις 4 Αυγούστου του 1892. (Σ.τ.Μ.) ******* Δεν κάνει τίποτα. (Σ.τ.Μ.) ** (Τα λέμε) αργότερα. (Σ.τ.Μ.)

31

Α

ποδείχτηκε ότι ο Τζέρι Μάιντας ανέκαθεν είχε καλλιτεχνική έφεση. Σκιτσάριζε από παιδί και είχε συνδέσει το ταλέντο του με την εικονογράφηση βιβλίων, με το γραφιστικό σχέδιο και, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, δημιουργώντας τα αρχικά πορτραίτα και τα σκηνικά για εταιρείες που καυχιόνταν για το βάθος και την ομορφιά των εικονικών κόσμων τους. Όσοι στηρίζονταν στο ταλέντο του τον ήξεραν απλώς με τα αρχικά «Ν.Τζ.Μ.», γιατί έτσι υπέγραφε τα έργα του, ή με το όνομα «Νέιτ». Μου τα είπε όλα αυτά όταν κατάφερα τελικά να τον εντοπίσω στο Σαν Ματέο της Καλιφόρνιας, αφού πρώτα χρειάστηκε να πείσω τη γυναίκα του να μου επιτρέψει να του μιλήσω. Η φωνή του ακουγόταν βραχνή, σαν η ομιλία να ήταν οδυνηρή διαδικασία γι’ αυτόν. «Έχω καρκίνο του φάρυγγα», μου είπε. «Βρίσκεται σε ύφεση, αλλά είναι ύπουλο πράγμα. Και ξέρετε κάτι; Ποτέ δεν κάπνισα. Ούτε καν πίνω πολύ. Πάντα το λέω αυτό στους άλλους, γιατί αρχίζουν τις επικρίσεις και τα σχόλια, καταλαβαίνετε». «Θα προσπαθήσω να μη σας απασχολήσω πολλή ώρα». «Καλοσύνη σας, αλλά υπήρξε εποχή που ανησυχούσα ότι δε θα μπορούσα να ξαναμιλήσω ποτέ. Δε θεωρώ δεδομένη την ικανότητα ομιλίας. Η γυναίκα μου λέει ότι είστε ιδιωτικός ντετέκτιβ και ότι θέλετε να μου μιλήσετε για τον αδερφό μου;» «Σωστά». «Γιατί;» «Μέχρι πρόσφατα, εργαζόμουν για λογαριασμό του Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ». Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε ένα φτύσιμο αηδίας. «Να κι ένα όνομα από το παρελθόν. Ο μικρός Γουίλιαμ. Ο Λόνι μου έλεγε ότι δεν του άρεσε να τον φωνάζουν “Μπίλι”, αλλά επέμενε πάντα στο “Γουίλιαμ”. Δεν ξέρω γιατί, έτσι του είχε καρφωθεί. Φυσικά, όλοι τον φώναζαν “Μπίλι”, μόνο και μόνο για να τον δουν να τσαντίζεται». Η ανάσα του Τζέρι ακούστηκε σαν αγκομαχητό. «Γαμώτο», είπε. «Ο Λάγκενχαϊμερ ζει με καινούρια ταυτότητα στο Μέιν. Ένα κορίτσι χάθηκε εκεί». Δεν ήθελα να αποκαλύψω τόσα πράγματα για τον Χέιτ, αλλά δεν είχα και πολλές επιλογές. «Ναι, κάπου διάβασα γι’ αυτό, νομίζω. Άννα... κάτι». «Άννα Κόρι». «Ασυνήθιστο όνομα. Είναι και ειρωνεία, μάλιστα». «Πώς αυτό;» «Είναι ομόηχο με μια μορφή της ελληνικής μυθολογίας, την Κόρη, ή αλλιώς Περσεφόνη. Ήταν η θυγατέρα του Δία και της Δήμητρας που την απήγαγε ο Άδης και την πήρε στον Κάτω Κόσμο. Αυτά είναι τα οφέλη που αποκομίζει κανείς από μια ερασιτεχνική κλασική παιδεία, θα μπορούσατε να πείτε. Και πού κολλάει ο Λόνι σ’ αυτή την ιστορία; Προσπαθούν να του φορτώσουν την εξαφάνιση του κοριτσιού;» «Όταν χάθηκε το κορίτσι, ο Λάγκενχαϊμερ ανησύχησε για τον εαυτό του όπως ακριβώς εσείς ανησυχήσατε τώρα για τον αδερφό σας. Πίστευε ότι το παρελθόν του μπορεί να γινόταν αιτία να θεωρηθεί ύποπτος ενός εγκλήματος που δε διέπραξε, και έτσι αποκάλυψε στην αστυνομία τα πάντα για εκείνο το συμβάν, δηλαδή τους μίλησε και για τον Λόνι. Εάν δεν έχουν έρθει ήδη σε επαφή μαζί

σας, θα το κάνουν σύντομα». «Αλλά με βρήκατε πρώτος εσείς». «Αυτή είναι η δουλειά μου». «Ίσως η αστυνομία θα έπρεπε να σας χρησιμοποιήσει για να τους βοηθήσετε να βρουν το κορίτσι». «Η έρευνα που κάνω είναι ανεπίσημη, αλλά ο σκοπός είναι ο ίδιος». «Αν με ρωτάτε πού είναι ο Λόνι, δεν ξέρω. Πάνε χρόνια που δεν έχω νέα του. Μου τηλεφώνησε μόνο μία φορά λίγο μετά την αποφυλάκισή του για να μου πει ότι ήταν ζωντανός και ότι είχε βγει. Από την πρώτη φυλακή που τον είχαν βάλει μου έγραφε, και εγώ του απαντούσα περιστασιακά και του έστελνα κάρτες τα Χριστούγεννα, αλλά δεν ήμασταν ποτέ δεμένοι. Τα πηγαίναμε καλά, αλλά είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας». «Δε νιώθατε την ανάγκη να τον προστατεύσετε ως μεγαλύτερος αδερφός;» «Να προστατεύσω τον Λόνι; Ο Λόνι δεν είχε ανάγκη από προστασία. Οι άλλοι άνθρωποι ήταν ανάγκη να προστατευτούν από αυτόν. Ήταν ένα αγρίμι. Όταν όμως σκότωσε εκείνο το κορίτσι...» Ο Τζέρι έκανε μια παύση. Εγώ περίμενα. «Μας σημάδεψε όλους, ξέρετε. Το όνομα της οικογένειάς μας συνδέθηκε μ’ εκείνο το έγκλημα. Γι’ αυτό δε χρησιμοποιώ το επώνυμό μου και το περιόρισα μόνο στο αρχικό του γράμμα. Υποθέτω πως όλα αυτά τα χρόνια κρύβομαι από την οικογένειά μου, από τον εαυτό μου, ίσως ακόμη και από τον Λόνι». «Αλλά οι γονείς σας έμειναν στο Ντρέικ Κρικ;» «Ο πατέρας μου ήταν ένας παραπλανημένος ζηλωτής, και η μητέρα μου ζούσε στη σκιά του. Η αμαρτία του Λόνι ήταν ένας σταυρός που ο πατέρας μου άντεχε να σηκώσει, και ανάγκασε τη μητέρα μου να μοιραστεί το βάρος. Νομίζω πως βρήκε μέχρι και τον τρόπο να ρίξει πάνω της το φταίξιμο. Ο ίδιος ήταν θεοφοβούμενος, άρα θεώρησε ότι το κουσούρι πρέπει να υπήρχε μέσα της ab ovo, από το αβγό, δηλαδή εκ γενετής. Την έφθειρε τρομερά, αλλά η μητέρα μου δεν παραπονέθηκε ποτέ. Ο Λόνι της είχε ήδη κάνει την καρδιά κομμάτια. Εγώ είχα φύγει από το Ντρέικ Κρικ πολύ πριν συμβούν αυτά, και δεν είχα καμία όρεξη να επιστρέψω, παρ’ όλο που πήγα μια δυο φορές για το χατίρι της. Το Ντρέικ Κρικ δεν είναι μεγάλο μέρος, και δε μου άρεσε να ακούω τον κόσμο να ψιθυρίζει πίσω από την πλάτη μου όποτε κατηφόριζα στο δρόμο. Ακόμη και αν ο Λόνι δεν είχε κάνει αυτό που έκανε, εγώ δε θα ήθελα να ζήσω εκεί. Κυριαρχούσε μια επαρχιώτικη νοοτροπία του χειρίστου είδους». «Υπήρχε μεγάλη έχθρα εναντίον της οικογένειάς σας εξαιτίας της δολοφονίας της Σελίνα Ντέι;» «Μέχρι ενός σημείου. Δεν ξέρω πόσες φορές έσπασαν τα παράθυρα του σπιτιού μας οι έγχρωμοι, αλλά τελικά αυτό σταμάτησε. Θα ήταν χειρότερα τα πράγματα αν το κορίτσι ήταν λευκό. Μη με παρεξηγήσετε, δεν είμαι ρατσιστής, απλώς αυτή είναι η αλήθεια. Το γεγονός που ενόχλησε περισσότερο τον κόσμο ήταν ότι τα δύο αγόρια την είχαν κακοποιήσει πριν πεθάνει. Αυτό δεν τους άρεσε. Ακόμη και αν την είχαν βιάσει και την είχαν παρατήσει, οι ντόπιοι θα το είχαν ξεπεράσει, αποδίδοντάς το στην τάση των αγοριών να βγαίνουν εκτός ελέγχου, αλλά ο συνδυασμός του φόνου και της ασέλγειας προκάλεσε μεγάλη δυσφορία. Εγώ τουλάχιστον έτσι το αντιλήφθηκα, αλλά η δική μου εκτίμηση της κατάστασης είναι αρκετά κακοπροαίρετη. Το ίδιο πιστεύω και για τον Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ». «Γιατί αυτό;» «Γιατί όλοι κατηγόρησαν τον Λόνι για ό,τι συνέβη, λες και ήταν μόνος του εκεί πέρα. Ακόμη και

στη δίκη τον παρουσίασαν σαν το κακό παιδί που οδήγησε τον αθώο μικρό Μπίλι στον κακό δρόμο, αλλά το θέμα ήταν πολύ πιο περίπλοκο. Ο Λόνι και ο Μπίλι προκαλούσαν ο ένας τον άλλο, καταλαβαίνετε; Ήταν σαν να έλειπε ένα κομμάτι από τον καθένα, και ο άλλος ερχόταν και γέμιζε τέλεια το κενό. Ήταν το τόξο και το βέλος, το πιστόλι και η σφαίρα. Ο καθένας μόνος του ήταν ουσιαστικά άχρηστος. Δεν πιστεύω ότι ο Λόνι θα είχε επιτεθεί στο κορίτσι αν ήταν μόνος του, ούτε ο Μπίλι θα το είχε κάνει. Αλλά ο Μπίλι Λάγκενχαϊμερ ήταν χειρότερος από τον Λόνι από ορισμένες πλευρές. Ο Λόνι ήταν ντόμπρος. Μόλις τον έβλεπες καταλάβαινες ότι ήταν μπελάς. Ο Μπίλι το έκρυβε. Ήταν ύπουλος. Αν τσάντιζες τον Λόνι, θα σου ζητούσε το λόγο. Έριχνε τις μπουνιές του, αλλά τις έτρωγε κιόλας. Μα ο Μπίλι ήταν από αυτούς που θα ερχόταν από πίσω σου, θα σου κάρφωνε το μαχαίρι στην πλάτη και μετά θα το έστριβε στην πληγή για να σιγουρευτεί ότι πόνεσες. Ήταν ένα τσογλάνι που παρίστανε το καλό παιδί, αλλά μέσα του έκρυβε πραγματική κακία. Μπορούσε με τον τρόπο του να τσιγκλάει τον αδερφό μου, να τον εξωθεί στα άκρα, να τον προκαλεί. Αν ο Λόνι σκότωσε εκείνο το κορίτσι, όπως λένε, αν της έκλεισε το στόμα και της προκάλεσε ασφυξία, τότε ο Μπίλι Λάγκενχαϊμερ ήταν πίσω του και τον παρότρυνε κραυγάζοντας. Δε θα προσπαθούσε να τον σταματήσει, όπως ισχυρίστηκε. Χρειάστηκαν και οι δύο για να τη σκοτώσουν, και δεν έχει σημασία ποιος ένιωσε την τελευταία της ανάσα στο χέρι του». Τον άκουγα και θυμήθηκα τον Ράνταλ Χέιτ να διηγείται την ιστορία του, πρώτα στην Έιμι, μετά και στους δυο μας, και τελικά στους βλοσυρούς πράκτορες και ντετέκτιβ στην αίθουσα συσκέψεων της Έιμι. Κάθε φορά η αφήγηση ήταν παρόμοια, αποτέλεσμα προετοιμασίας. Αλλά καθώς μιλούσε ο Τζέρι Μάιντας, με φωνή που πρόδιδε σωματικό και συναισθηματικό πόνο, αναγνώρισα στα λόγια του την ειλικρίνεια της γνήσιας αίσθησης των πραγμάτων. Τόσα χρόνια έκανε αυτές τις σκέψεις, αλλά σπάνια τις είχε εκφράσει φωναχτά: σε κάποιον ψυχοθεραπευτή, ίσως, ή στη γυναίκα του όταν έρχονταν οι αναμνήσεις και τον στενοχωρούσαν, αλλά όχι σε έναν παντελώς άγνωστο άνθρωπο. Αργότερα πιθανόν να αναρωτιόταν αν έπρεπε να μιλήσει τόσο ανοιχτά, με αποτέλεσμα η αστυνομία, όταν θα τον επισκεπτόταν, να άκουγε μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας. Ειλικρινή μεν, αλλά λιγότερο αποκαλυπτική. «Και δεν είχατε νέα του Λόνι από τον καιρό της αποφυλάκισής του;» «Όχι. Μια στιγμή, αυτό δεν είναι αλήθεια. Μου τηλεφώνησε όταν βγήκε, όπως σας είπα, αλλά δε μιλήσαμε πολύ. Του είπα να περάσει κάποια μέρα να με δει, αλλά δεν ήρθε ποτέ. Αυτή ήταν η τελευταία επαφή που είχα μαζί του. Δεν ξέρω καν το τωρινό του όνομα». «Και οι γονείς σας;» «Ο πατέρας μου πέθανε όταν ο Λόνι είχε εκτίσει τη μισή περίπου ποινή του. Από καρδιακή προσβολή. Έμεινε στο τιμόνι του αυτοκινήτου του πηγαίνοντας στην εκκλησία. Η μητέρα μου πέθανε δύο χρόνια πριν από την αποφυλάκιση του Λόνι. Μια φορά το μήνα πήγαινε με το λεωφορείο και τον επισκεπτόταν στη φυλακή πριν τον μεταφέρουν στην Ουάσινγκτον». «Στην Ουάσινγκτον;» «Ναι, στο Σωφρονιστικό Ίδρυμα της Ουάσινγκτον στην Κομητεία Μέισον. Έμεινε εκεί για ένα διάστημα, και μετά έχασα τα ίχνη του όταν τον μετέφεραν πάλι». «Όταν τον μετέφεραν διατηρούσε ακόμη το πραγματικό όνομά του;» «Ναι, απ’ ό,τι θυμάμαι. Στη συνέχεια, πρέπει να μπήκε σε εφαρμογή το ψυχοπονιάρικο σχέδιο του Μπόουενς, αφού έχασα τα ίχνη του Λόνι, και η μητέρα μου είχε πεθάνει πια. Ήταν ηλικιωμένη, και κουρασμένη. Ξέρω πως η μητέρα του Μπίλι πούλησε τελικά το σπίτι της στο Ντρέικ Κρικ για να είναι μαζί του όταν αποφυλακιζόταν. Άκουσα μόνο φήμες, αλλά η ζωή της κυρίας Λάγκενχαϊμερ

σταμάτησε όταν φυλακίστηκε ο Μπίλι. Συνέχισε να μιλάει γι’ αυτόν σαν να ήταν το αγοράκι της, ακόμη και όταν ο Μπίλι έγινε ολόκληρος άντρας. Ήταν σαν να είχε βάλει την παιδική ηλικία του γιου της στον πάγο, και να μπορούσαν να συνεχίσουν από εκείνο το σημείο μόλις θα έβγαινε από τη φυλακή, σαν να μην έτρεχε τίποτα». Αυτό ήταν ενδιαφέρον. «Ξέρετε πού εγκαταστάθηκε;» «Προσπάθησε να το κρατήσει μυστικό, αλλά έπρεπε κάπου να προωθείται η αλληλογραφία της, και εξάλλου στο Ντρέικ Κρικ δεν μπορούσες ούτε να κλάσεις στο κρεβάτι σου χωρίς να παραπονεθεί η μισή πόλη για τη μυρωδιά. Η κυρία Λάγκενχαϊμερ πήγε κάπου στο Νιου Χάμσαϊρ». Στο Μπέρλιν ή στα περίχωρα, σκέφτηκα. Εκεί ήταν το τελευταίο σωφρονιστικό κατάστημα όπου κρατήθηκε ο Ράνταλ Χέιτ. Ήταν η πιο καινούρια φυλακή του Νιου Χάμσαϊρ, ιδρύθηκε το 2000 για κρατούμενους που μπορούσαν να ζουν σε περιβάλλον μικρής ή μέσης ασφαλείας: το ιδανικό μέρος για την ολοκλήρωση του πειράματος, για το ταξίδι που είχε οδηγήσει τον Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ να γίνει ο Ράνταλ Χέιτ. Ευχαρίστησα τον Τζέρι Μάιντας για τη βοήθειά του, αν και θα ήθελα να είχα καταφέρει να τον συναντήσω. Μόνο μια λεπτομέρεια της ιστορίας του δεν ακουγόταν αληθινή. Είχε μιλήσει με τόσο πάθος για τον αδερφό του, ώστε δεν μπορούσα τόσο εύκολα να πιστέψω ότι δεν είχε νέα του μετά την αποφυλάκισή του, με εξαίρεση ένα και μοναδικό τηλεφώνημα. Ήταν αδέρφια, και ο Τζέρι δε μου είχε δώσει κάποια ένδειξη ότι είχαν διακόψει τις σχέσεις τους, πέρα από τη φυσική απόσταση μεταξύ τους. Ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος που είχε περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια στη φυλακή, και που το πρώτο πράγμα που θέλησε να κάνει μόλις βγήκε ήταν να τηλεφωνήσει στον αδερφό του, να μην προσπάθησε να επανασυνδεθεί μαζί του; Και με το ίδιο σκεπτικό, ένας μεγαλύτερος αδερφός που φαινόταν να ξέρει τον μικρότερο τόσο καλά δεν έκανε καμία προσπάθεια να διατηρήσει την επαφή μαζί του; Όμως ο Μάιντας, λες και είχε διαβάσει τις σκέψεις μου, συνέχισε: «Αυτό που έκαναν ο αδερφός μου και ο Μπίλι ήταν φρικτό, κύριε Πάρκερ, και θα πρέπει να το κουβαλάνε όλη την υπόλοιπη ζωή τους, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν τους αξίζει μια ευκαιρία να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι. Θα ήθελα να ξέρω ότι ο Λόνι είναι καλά, και αν μάθετε πού βρίσκεται μπορείτε να του πείτε ότι ζητούσα να μάθω γι’ αυτόν, αλλά αν έχει ξεκινήσει κάπου μια καινούρια ζωή, πείτε του μόνο ότι του εύχομαι καλή τύχη. Ήταν παιδί όταν διέπραξε το έγκλημά του. Τώρα είναι άντρας, και ελπίζω πως είναι καλός άνθρωπος». «Κι εγώ το ελπίζω, κύριε Μάιντας». «Και ο Μπίλι; Πώς τα πάει; Ξέρω ότι ο Λόνι τον κατηγορούσε επειδή μίλησε στην αστυνομία, και ίσως είμαι προκατειλημμένος απέναντί του γι’ αυτόν το λόγο. Ο Μπίλι δεν υπήρξε ποτέ δυνατός, όχι με τον τρόπο που ήταν δυνατός ο Λόνι. Στο σχολείο τον εκφόβιζαν και του πουλούσαν νταηλίκι. Νομίζω ότι ο Λόνι τον προστάτευε. Χωρίς εκείνον δίπλα του, ο Μπίλι δεν ήταν το ίδιο παιδί. Αλλά φαντάζομαι ότι και η επιρροή του στον Λόνι δεν ήταν μόνο κακή. Υποθέτω ότι αυτά τα πράγματα εξισορροπούνται τελικά». «Για ποιο λόγο εκφόβιζαν τον Γουίλιαμ στο σχολείο;» ρώτησα. «Ήταν αργόστροφος. Όχι, δεν ήταν αυτό. Ήταν πραγματικά έξυπνος, αλλά είχε κάποια διαταραχή. Έπρεπε να προσπαθεί σκληρά στο σχολείο για να καταλάβει τις λέξεις και τους αριθμούς. Δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει μέσα στο μυαλό του. Τι δουλειά κάνει τώρα;» «Είναι λογιστής», απάντησα· οι λέξεις βγήκαν απ’ το στόμα μου πριν καλά καλά το

συνειδητοποιήσω. «Λογιστής;» είπε ο Μάιντας. «Αυτό κι αν είναι έκπληξη. Φαντάζομαι πως τελικά οι άνθρωποι αλλάζουν πραγματικά, αφού ο Μπίλι Λάγκενχαϊμερ ούτε μια πρόσθεση δεν μπορούσε να κάνει».

32 ΟΛούις και ο Έιντζελ είχαν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους. Η παρακολούθηση ανθρώπων δεν ήταν το δυνατό τους σημείο. Προτιμούσαν τις πιο συγκρουσιακές πτυχές των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων. Ο Άλαν τους είχε χαλάσει ιδιαίτερα τη διάθεση, αφού, κατά τα φαινόμενα, μόνη του επιδίωξη ήταν να κάνει τις αναμενόμενες ανιαρές αγγαρείες κάποιου που, έχοντας εργαστεί ατέλειωτες μέρες χωρίς διακοπή, έπρεπε τώρα να τακτοποιήσει τα βασικά θέματα του νοικοκυριού του. Πήγε σε μια τράπεζα στο Ρόκπορτ και σε ένα κατάστημα με είδη κιγκαλερίας. Σταμάτησε να πάρει ένα σάντουιτς και μετά ψώνισε φτηνά είδη σπιτιού και ακόμα φτηνότερο φαγητό σε ένα τοπικό εκπτωτικό κατάστημα, ενώ ο Έιντζελ τον ακολουθούσε απαρηγόρητος. Ήταν τέτοια η βαρεμάρα του Έιντζελ, που χρειάστηκε ένα ολόκληρο λεπτό για να προσέξει ότι ο Άλαν είχε σταματήσει στο διάδρομο με τις πάνες και είχε προσθέσει μία τεράστια συσκευασία στο καρότσι του, όπου είχε ήδη βάλει κονσέρβες και κομμάτια κοτόπουλου, για να συνεχίσει με βρεφικές τροφές ασιατικής προέλευσης, που έπρεπε να βεβαιωθεί κανείς ότι δεν περιείχαν φορμαλδεΰδη και κομματάκια γυαλί πριν τις δώσει στο παιδί του. Ο Έιντζελ παράτησε το καλάθι του με τα άγνωστης μάρκας μπισκότα και τον καφέ που κόντευε να λήξει, και επέστρεψε στο αυτοκίνητο. Ο Λούις προσπαθούσε να ηρεμήσει ακούγοντας Άρβο Περτ, και ο Έιντζελ έκλεισε τον ήχο μόλις μπήκε μέσα. Είχε αποφασίσει ότι το πρώτο πράγμα που θα έκανε μόλις ανέβαινε στο θρόνο του κυρίαρχου του κόσμου θα ήταν να στρέψει το πυρηνικό οπλοστάσιο της Αμερικής εναντίον της Εσθονίας, εκτός και αν του παρέδιδαν τον Άρβο Περτ. «Έκλεισες τον Περτ», είπε ο Λούις. «Πώς το κατάλαβες; Εν πάση περιπτώσει, ξέχνα το. Ρίξε μια ματιά». Εκείνη την ώρα ο Άλαν έβγαινε από το κατάστημα με ένα καρότσι φορτωμένο σακούλες. «Μάντεψε, τι έχει στις σακούλες;» είπε ο Έιντζελ. «Φτηνοπράγματα». «Φτηνοπράγματα για μωρά». Η αντίδραση του Λούις ήταν εξαιρετικά χλιαρή. «Αλήθεια;» «Δεν είναι συναρπαστικό; Οι άνθρωποι του σιναφιού αυτό το λένε “ένδειξη”». «Ξέρω τι θα πεις, Σέρλοκ. Σκέφτεσαι πως ο Άλαν δεν έχει παιδί». «Την ύπαρξη του οποίου να γνωρίζουμε εμείς». «Σκέφτομαι πως έχει μια αδερφή». «Την ύπαρξη της οποίας δε γνωρίζουμε εμείς». «Ακριβώς. Και ίσως εκείνη να έχει παιδί». Ένα μέρος του ενθουσιασμού του Έιντζελ έσβησε, αλλά συνήλθε αρκετά ώστε να βάλει με τον Λούις στοίχημα ένα δολάριο ότι ο Άλαν δεν είχε αδερφή. Ο Λούις δέχτηκε το στοίχημα, και στοιχημάτισε άλλα δέκα δολάρια ότι η μέρα δεν επρόκειτο να γίνει πιο περιπετειώδης. Όπως απέδειξαν οι εξελίξεις, ο Λούις θα έχανε έντεκα δολάρια μέχρι να βραδιάσει. Ο Άλαν πήγε σε ένα κτίριο διαμερισμάτων με ξυλεπένδυση στα βόρεια προάστια της Λίνκολνβιλ. Στο πάρκινγκ του κτιρίου υπήρχαν τρία αυτοκίνητα, όλα δεκαετίας και πάνω. Μια κουρτίνα άνοιξε σε ένα παράθυρο του ισογείου καθώς πάρκαρε ο Άλαν. Σε μερικά δευτερόλεπτα μια κοπέλα

εμφανίστηκε στην πόρτα. Ήταν πολύ αδύνατη και φορούσε πελώριο ροζ αντρικό πουκάμισο και σκούρο μπλουτζίν. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και έπεφταν ελεύθερα, κρύβοντας κάπως τα ντελικάτα χαρακτηριστικά της, όχι όμως και την πολύ νεαρή ηλικία της. Ήταν ξυπόλυτη, και στο δεξί της χέρι κρατούσε τσιγάρο. Ο Άλαν φορτώθηκε τις περισσότερες σακούλες από το ημιφορτηγό του και πήγε να τη χαιρετήσει. Η κοπέλα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φιλήσει, τα χέρια της τον αγκάλιασαν από το λαιμό και το στόμα της άνοιξε καθώς κολλούσε πάνω του. Ένα τετράγωνο πιο πέρα, ο Έιντζελ και ο Λούις τους κοίταζαν μέσα από το κενό που δημιουργούσαν δύο γειτονικά σπίτια. «Η αδερφή του», είπε ο Έιντζελ. «Είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους», παρατήρησε ο Λούις. «Πάρε τον Πάρκερ».

Το κτίριο και η διαχείρισή του ανήκαν σε μια εταιρεία που λεγόταν Ασέντ Κτηματομεσιτική. Ένα από τα αυτοκίνητα του πάρκινγκ, ένα Σουμπαρού του 1997, ήταν καταχωρισμένο στο όνομα κάποιας Μαίρης Έλεν Σροκ. Η Σροκ ήταν δεκαεννιά ετών και δέκα μηνών. Επεκτείνοντας την έρευνα, μάθαμε ότι πριν από δεκατρείς μήνες είχε γεννήσει ένα κοριτσάκι, τη Σάμερ Μέριλιν Σροκ. Η Μαίρη Έλεν είχε αρνηθεί να μπει το όνομα του πατέρα στο πιστοποιητικό γέννησης. Ενημέρωσα για όλα αυτά τον Έιντζελ και τον Λούις ενώ παρακολουθούσα το κτίριο από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου τους. «Ποια είναι η ηλικία συναίνεσης στο Μέιν;» ρώτησε ο Έιντζελ. «Τα δεκαέξι, αλλά εάν η κοπέλα είναι κάτω από δεκαοχτώ και ο παραβάτης πάνω από είκοσι ενός, τότε πρόκειται για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου». «Αυτό σημαίνει ότι η συγκεκριμένη σχέση είναι νόμιμη». «Ήταν στα όρια της νομιμότητας όταν η κοπέλα έμεινε έγκυος», του είπα. «Αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε άρχισε να τη βλέπει ο Άλαν». «Αν υποθέσουμε ότι είναι αυτός ο πατέρας». «Που το υποθέτουμε», είπα. «Επειδή είναι», είπε ο Έιντζελ. Ο Άλαν μου είχε πει ότι είχε πάρει διαζύγιο πριν από ένα χρόνο, αλλά ότι ο γάμος του είχε τελειώσει νωρίτερα. Ίσως η σύζυγός του είχε μάθει για το δεσμό του, ή ο ίδιος είχε αισθανθεί την ανάγκη να της το ομολογήσει όταν η κοπέλα έμεινε έγκυος. Ήταν διοικητής του αστυνομικού τμήματος μιας μικρής πόλης, και με το μισθό του μπορούσε να συντηρεί τον εαυτό του και τη σύζυγό του, αλλά χωρίς την παραμικρή πολυτέλεια. Δεν είχε τρόπο να κρύψει τα χρήματα που ίσως έπρεπε να δίνει στη μητέρα του παιδιού του, κι η κοπέλα δε φαινόταν να ζει με τους γονείς της, πράγμα που σήμαινε ότι ο Άλαν ήταν υποχρεωμένος να συντηρεί εκείνη και το παιδί. Είτε το ομολόγησε ο ίδιος είτε το ανακάλυψε η σύζυγός του, δεν υπήρχαν ιδιαίτερα περιθώρια επιλογής. Η γυναίκα του, θες επειδή τον λυπήθηκε, θες επειδή ήθελε να απαλλαγεί από τον αμαρτωλό σύζυγό της το συντομότερο δυνατόν, του είχε επιτρέψει να εξαγοράσει τη σιωπή της, αφήνοντάς τον με ένα νόθο παιδί, με τη μητέρα του παιδιού, που εξαρτιόταν οικονομικά από εκείνον, και με μια δουλειά η οποία ίσα που συντηρούσε και τον ίδιο. Αν όμως κάποιος μάθαινε για το παιδί, και ιδίως για τη νεαρή ηλικία της μητέρας, ο Άλαν θα έχανε τη δουλειά του και θα αντιμετώπιζε δυσάρεστες ερωτήσεις, όπως πόσων χρονών ήταν η κοπέλα όταν άρχισε ο δεσμός τους. Ακόμη και αν η σχέση

τους είχε αρχίσει όταν εκείνη ήταν πάνω από δεκαοχτώ, ή αν ο Άλαν κατάφερνε να την πείσει να το ισχυριστεί αυτό, η υπόληψή του θα καταστρεφόταν, έστω κι αν το συμβόλαιό του με την Αστυνομία του Πάστορ’ς Μπέι δεν προέβλεπε κυρώσεις λόγω πράξεων που φανέρωναν ηθική εξαχρείωση. Όμως κάποιος είχε μάθει για τη νεαρή φιλενάδα του, και ύστερα απ’ όσα είχα δει εκείνο το πρωί έξω από το Χάλοουντ Γκράουντς ήμουν έτοιμος να μαντέψω ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο κάποιος. Θα ήταν δύσκολο να κρύψεις μυστικά από την κυρία Σέι, η οποία μου έδινε την εντύπωση γυναίκας που γνώριζε την αξία της αποθησαύρισης κρυφών πληροφοριών σε μια μικρή πόλη. Θα ήθελε να προστατεύσει τη δική της δουλειά, και αν κάρφωνε το αφεντικό της για ένα προσωπικό θέμα, ο διάδοχός του σίγουρα θα έβρισκε μια δικαιολογία να απαλλαγεί από τις υπηρεσίες της αμέσως μόλις εξασφάλιζε ότι το αστυνομικό τμήμα δε θα αντιμετώπιζε νομική πρόκληση. Στο κάτω κάτω, σε κανέναν δεν αρέσουν οι χαφιέδες. Επομένως, ήταν καλύτερα για εκείνη να διοχετεύσει την πληροφορία ανώνυμα, όταν θα παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Η εξαφάνιση της Άννας Κόρι είχε προσφέρει όχι μόνο την ευκαιρία, αλλά και την ώθηση. Το γεγονός ότι ο Κερτ Άλαν είχε μια νεαρή φιλενάδα δε σήμαινε κατ’ ανάγκην ότι ήταν παιδεραστής, ούτε ότι είχε κάποια σχέση με ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε συμβεί στην Άννα, αλλά οπωσδήποτε δεν έδινε καλή εντύπωση. «Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε ο Έιντζελ. Αλλά εγώ είχα στρέψει αλλού την προσοχή μου. Ψάχνοντας από το κινητό μου στο Ίντερνετ, προσπαθούσα να εντοπίσω τη μητέρα του Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ στο Μπέρλιν του Νιου Χάμσαϊρ. Ο Τζέρι Μάιντας είχε πει ότι η κυρία Λάγκενχαϊμερ είχε πουλήσει το σπίτι της στο Ντρέικ Κρικ, οπότε ενδεχομένως θα είχε αγοράσει, και όχι απλώς νοικιάσει, ένα σπίτι στο Νιου Χάμσαϊρ. Υπέθεσα ότι το σπίτι αυτό θα βρισκόταν κοντά στο σωφρονιστικό κατάστημα του Μπέρλιν. Το Υποθηκοφυλακείο της Κομητείας Κους βρισκόταν στο Λάνκασιρ του Νιου Χάμσαϊρ, αλλά δε δεχόταν ηλεκτρονικά ή τηλεφωνικά αιτήματα. Η έρευνα έπρεπε να γίνει προσωπικά, πράγμα αδύνατον μέχρι να ανοίξει η υπηρεσία τη Δευτέρα το πρωί. Τηλεφώνησα στο σπίτι ενός κτηματομεσίτη που γνώριζα στο Ντόβερ και τον παρακάλεσα να αναζητήσει τους τίτλους ιδιοκτησίας της Μέριμπεθ Λάγκενχαϊμερ στο Νιου Χάμσαϊρ, ιδίως στην περιοχή του Μπέρλιν. Εκείνος είπε ότι θα με έπαιρνε σε λίγα λεπτά. «Επαναλαμβάνω την ερώτηση: Τι κάνουμε τώρα;» είπε ο Έιντζελ. «Φωτογραφίσατε τον Άλαν με το κορίτσι;» «Για ηλίθιους μας περνάς; Και βέβαια τον φωτογραφίσαμε». «Τότε ακολουθήστε τον όταν φύγει. Ό,τι κι αν έχει ή δεν έχει κάνει, νομίζω πως η θητεία του στην αστυνομία πρόκειται να λήξει. Όταν σιγουρευτούμε πως μαζεύτηκε στο σπίτι του, θα δούμε μήπως στείλουμε ηλεκτρονικά τις φωτογραφίες στον Γκόρντον Γουόλς του Τομέα Διερεύνησης Εγκλημάτων του Μέιν». Τους έδωσα από μνήμης τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Γουόλς, για την περίπτωση που χρειαζόταν να τον ειδοποιήσουμε νωρίτερα. «Όταν ξεμπερδέψετε με τον Άλαν, θέλω να παρακολουθήσετε τις κινήσεις του Ράνταλ Χέιτ». Από το κινητό μου ακούστηκε ένας βόμβος. Ο φίλος μου είχε κάνει αυτό που του ζήτησα. Και τώρα είχα μια διεύθυνση για κάποια Μ. Λάγκενχαϊμερ στο Γκόραμ του Νιου Χάμσαϊρ, στις παρυφές του Εθνικού Δρυμού των Ορέων Γουάιτ. Το σπίτι δεν είχε τηλεφωνική σύνδεση. «Πρέπει να φύγω», είπα. «Θα γυρίσω σε τέσσερις με πέντε ώρες. Να θυμάστε: Πρώτα ο Άλαν, μετά ο Χέιτ». «Πιστεύεις ότι ο Χέιτ έχει μπλεξίματα;» «Όχι μόνο –πιστεύω πως ίσως ετοιμάζεται να το σκάσει».

33

Τ

ο Γκόραμ απείχε τρεις ώρες, αλλά κάλυψα την απόσταση σε δυόμισι περίπου, κόβοντας ταχύτητα μόνο όταν περνούσα μέσα από πόλεις. Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής η κίνηση ήταν αραιή από τη στιγμή που άφησα πίσω μου το Γκρέι και ακολούθησα την Εθνική Οδό 26 προς τα δυτικά. Οι μεγάλες νταλίκες που κουβαλούσαν κορμούς την Κυριακή πήγαιναν νότια, και μετά το Σάουθ Πάρις δεν είδα ούτε καν τα μεγαλύτερα κλασικά φορτηγά. Παρ’ όλο που το σκηνικό στην κοιλάδα Ουάσινγκτον ήταν εντυπωσιακό, κανείς δε θα θεωρούσε το Γκόραμ υπερβολικά όμορφο. Αποτελούσε τη βόρεια πύλη της περιοχής των Ορέων Γουάιτ, οπότε το φθινόπωρο ζούσε από τους κυνηγούς, το χειμώνα από τους λάτρεις των μηχανοκίνητων έλκηθρων και των χειμερινών αθλημάτων και το καλοκαίρι από όσους έκαναν ράφτινγκ και πεζοπορίες, και όσους κατασκήνωναν στο δάσος. Η πόλη διέθετε κάνα δυο εστιατόρια της προκοπής, μερικά φτηνά φαγάδικα και πιτσαρίες, και φαστφουντάδικα που ανήκαν σε αλυσίδες στο βόρειο άκρο της, όπου ο δρόμος οδηγούσε στο Μπέρλιν και στη φυλακή από όπου είχε βγει ο Ράνταλ Χέιτ. Το Μπέρλιν ήταν μια πόλη εργατών με έντονη γαλλική επίδραση, παρά το όνομά της. Κάποτε αυτό το τμήμα της Πολιτείας ήταν πνιγμένο στη δυσωδία εξαιτίας των χαρτοβιομηχανιών, όπως και το Λίνκολν του Μέιν, που εξακολουθούσαν από συνήθεια να το λένε «Βρομερό Λίνκολν», αλλά η μεγάλη χαρτοποιία του Μπέρλιν είχε κατεδαφιστεί το 2007, προκαλώντας σοβαρό πλήγμα στην τοπική οικονομία. Χωρίς το Βόρειο Πολιτειακό Σωφρονιστικό Ίδρυμα, η πόλη θα παρέπαιε σαν ζαλισμένος πυγμάχος περιμένοντας το διαιτητή να σταματήσει τον αγώνα. Αντί γι’ αυτό, η οικονομία του σωφρονισμού είχε σώσει το Μπέρλιν και τα περίχωρά του. Μπορεί η φυλακή να έκανε κακό στην ψυχή της πόλης, αλλά για τα οικονομικά της ήταν σωτήρια. Η Μέριμπεθ Γουίλσον Λάγκενχαϊμερ είχε αγοράσει ένα σπίτι στη Λιτλ Ποντ Λέιν, δύο με τρία χιλιόμετρα βόρεια από την πόλη και σε μικρή οδική απόσταση από τη φυλακή. Κάνοντας μια έρευνα στο Ίντερνετ, διαπίστωσα ότι είχαν πληρωθεί όλοι οι φόροι μέχρι σήμερα για το ακίνητο και ότι δεν υπήρχαν ανεξόφλητες απαιτήσεις. Όπως δεν υπήρχε τηλεφωνική σύνδεση στη συγκεκριμένη διεύθυνση της Λιτλ Ποντ Λέιν, οι βάσεις δεδομένων στις οποίες είχα πρόσβαση δεν περιείχαν επίσης κανέναν αριθμό κινητού με λογαριασμό που να στέλνεται εκεί. Οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας δε φαίνονταν να έχουν καμία δοσοληψία με το ακίνητο. Δεν υπήρχαν λογαριασμοί αερίου, πετρελαίου ή ηλεκτρικού. Η κυρία Λάγκενχαϊμερ δε διέθετε πιστωτική κάρτα, και στον τραπεζικό λογαριασμό της πήγαιναν χρόνια που είχε να καταγραφεί κίνηση, αλλά οι φορολογικές υποχρεώσεις της προς την πόλη φαίνονταν να τακτοποιούνται κανονικά. Δεν μπόρεσα να βρω πιστοποιητικό θανάτου στο όνομα Μέριμπεθ Γουίλσον Λάγκενχαϊμερ. Δοκίμασα το Μέριμπεθ Γουίλσον και το Μέριμπεθ Λάγκενχαϊμερ, και βρήκα μερικά αποτελέσματα για το πρώτο, αλλά τα δύο που ανήκαν στην περίοδο που με ενδιέφερε, μετά το 2000, αφορούσαν γυναίκες που είχαν πεθάνει στα τριάντα τους, και συνεπώς αποκλείονταν. Τα πράγματα έδειχναν πως η μητέρα του Ράνταλ Χέιτ ήταν ερημίτισσα. Ίσως να ήταν απόλυτα αυτάρκης, εκτός δικτύου, κρυμμένη στο Γκόραμ με μια γεννήτρια, ένα δίκαννο, και ένα μεγάλο άχτι στα Ηνωμένα Έθνη. Ο Ράνταλ Χέιτ είχε πει πως δεν είχε πλέον επαφές με τη μητέρα του. Πάντα με ξάφνιαζε η δυναμική των οικογενειών, αλλά μου φαινόταν πολύ περίεργο που μια γυναίκα τόσο αφοσιωμένη στο γιο της ώστε να εγκατασταθεί σχεδόν στην άλλη άκρη της χώρας μόνο και μόνο για να είναι

κοντά του, στα γεράματά της, μπορούσε να την αποκλείσει από τη ζωή του αυτός ο ίδιος γιος. Δεν ήταν αδύνατον όμως, και αν ο Τζέρι Μάιντας είχε δίκιο, τότε η Μέριμπεθ Λάγκενχαϊμερ πρέπει να είχε πάθει ανυπολόγιστη ζημιά από το έγκλημα και τη φυλάκιση του γιου της. Αν είχε στ’ αλήθεια προσπαθήσει να συνεχίσει τη σχέση τους από το σημείο όπου είχε διακοπεί, απ’ όταν εκείνος ήταν ακόμη μικρό παιδί, τότε ο γιος, ολόκληρος άντρας πια, μπορεί κάλλιστα να είχε θεωρήσει την παρουσία της ασφυκτική σε ανυπόφορο βαθμό. Υπήρχε όμως μια άλλη πιθανή εξήγηση για τη σιωπή της κυρίας Λάγκενχαϊμερ. Δυσαριθμησία: έτσι λεγόταν η διαταραχή που είχε περιγράψει ο Τζέρι Μάιντας, μια μορφή μαθησιακής δυσκολίας που σχετίζεται με τις αριθμητικές ικανότητες, ανάλογη της δυσλεξίας. Υπήρχαν στρατηγικές για την αντιμετώπισή της, και ήταν δυνατόν να τις αναπτύξει κάποιος εάν είχε χρόνο και την κατάλληλη ενθάρρυνση, ακόμη και μέσα στο πλαίσιο του σωφρονιστικού συστήματος, αλλά να τις βελτιώσει σε βαθμό που να μπορέσει στη συνέχεια να κερδίζει τα προς το ζην βάσει της ικανότητάς του στους αριθμούς φαινόταν απίθανο. Καθώς ταξίδευα δυτικά, άρχισε να αναδύεται μια εικόνα. Ο καθαρός ουρανός των τελευταίων ημερών είχε αρχίσει τώρα να πολιορκείται από πυκνά μαύρα σύννεφα όσο πλησίαζα στο Γκόραμ. Το μέτωπο μιας θύελλας κατέβαινε από τα βόρεια και υπήρχαν προβλέψεις για πλημμύρες στις περιοχές με χαμηλό υψόμετρο. Επικοινώνησα με τον Λούις και τον Έιντζελ, αλλά ο Άλαν δεν είχε φύγει ακόμη από το σπίτι της φιλενάδας του. Ο διοικητής Άλαν είναι ένα ξαναμμένο σκυλί. Ήταν περίεργη διατύπωση. Κάθε φορά που τη σκεφτόμουν άκουγα μια γυναικεία φωνή να τη λέει, και έφερα στο νου μου την κυρία Σέι να διώχνει εκείνες τις κοπελίτσες σαν να ήταν περιστέρια και να κοιτάζει προς το μέρος του αφεντικού της. Από την άλλη όμως, σκεφτόμουν και τη λέξη «γκομενίτσα». Θα χρησιμοποιούσε άραγε αυτή τη λέξη μια γυναίκα σαν την κυρία Σέι; Κάπου εκεί έξω κυκλοφορούσε και ο Τόμι Μόρις, με τον Ένγκελ να κάνει κυκλωτικές κινήσεις προς το μέρος του χωρίς να τον ζυγώνει, περιμένοντας από εκείνον να κάνει το επόμενο βήμα. Κανονικά οι πράκτορες του FBI θα έπρεπε να μην είχαν αφήσει ούτε πέτρα στη θέση της στο Μέιν για να τον βρουν ύστερα από το κόλπο που σκάρωσε στο σπίτι της αδερφής του, κι όμως δεν έκαναν τίποτε. Στην πραγματικότητα, δεν είχε διαρρεύσει το παραμικρό γι’ αυτή την ιστορία στα μέσα ενημέρωσης. Ίσως να ήταν απλώς το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Ένγκελ να γλιτώσει το Γραφείο από μεγάλο ρεζιλίκι, και κανείς δε θα μπορούσε να τον κατηγορήσει γι’ αυτό, αλλά ταίριαζε στο πλαίσιο ενός μεγαλύτερου σχεδίου απόκρυψης και άσκησης πολιτικής ηγεσίας, με όχι και τόσο καθαρά μέσα, το οποίο υποστήριζε όλες τις ενέργειες του Ένγκελ μέχρι τώρα. Και πίσω από όλα αυτά, σαν το σημάδι στον τοίχο εκεί όπου κάποτε κρεμόταν ένας πίνακας ή σαν το καθαρό σημείο πάνω σ’ ένα σκονισμένο ράφι, πειστήριο απουσίας, υπήρχε το γεγονός της εξαφάνισης της Άννας Κόρι. Η σχέση του Άλαν με μια ασυνήθιστα νεαρή κοπέλα, το συνονθύλευμα από αλήθειες, μισές αλήθειες και ενδεχομένως απροκάλυπτα ψέματα του Χέιτ, η επιθυμία του Ένγκελ να παγιδεύσει τον Τόμι Μόρις και οι προσπάθειες εκείνου να ξεφύγει από τους εχθρούς του και ίσως να εξιλεωθεί ενεργώντας υπέρ της αδερφής του, όλα αυτά δεν ήταν τίποτε σε σύγκριση με τη μοίρα του χαμένου κοριτσιού. Είδα με το νου μου τον Γκόρντον Γουόλς να στέκεται με φόντο το σκοτάδι και τα αστέρια και τον άκουσα να λέει πάλι ότι θεωρούσε πως η Άννα Κόρι ήταν νεκρή. Μπορεί να επιθυμούσε να πιστέψει ότι τα πράγματα ήταν διαφορετικά, όμως η γενική κατεύθυνση της έρευνάς του ήταν θεμελιωμένη στην πιθανότητα ότι το κορίτσι είχε ήδη πέσει θύμα ανθρωποκτονίας. Δυσκολευόταν να επεξεργαστεί ταυτόχρονα δύο αντίθετα ενδεχόμενα –το ενδεχόμενο της ζωής και το ενδεχόμενο του θανάτου. Οι πιθανότητες ήταν υπέρ του θανάτου και

ενός ρηχού τάφου στο δάσος. Οι δασοφύλακες και οι θηροφύλακες ερευνούσαν έχοντας αυτές τις πιθανότητες κατά νου, και ήξεραν πόσο σημαντικό ήταν να βρεθεί ο τόπος που αναπαυόταν το κορίτσι πριν έρθουν τα χιόνια. Ο χειμώνας θα άλλαζε το τοπίο και θα έκρυβε για πάντα τα όποια ίχνη θα άφηνε ένα φτυάρι ή μια προσπάθεια κάλυψης κάποιου σημείου με χώμα, αλλά η Πολιτεία ήταν πελώρια και ήταν αδύνατον να ψάξουν κάθε τετραγωνικό εκατοστό της. Αν το πτώμα της Άννας Κόρι είχε μεταφερθεί σε κάποια απόσταση από το Πάστορ’ς Μπέι, μπορεί να μην το έβρισκαν ποτέ. Εγώ όμως ήθελα να ήταν ζωντανή. Το είχα ανάγκη να ήταν ζωντανή. Δεν ήθελα να υποχρεωθώ να πω στην κόρη μου ότι μια κοπελίτσα είχε συρθεί στον κάτω κόσμο, ότι είτε είχαν χαθεί παντοτινά τα ίχνη της είτε κάτι από εκείνη είχε επιστρέψει σ’ αυτό τον κόσμο κατεστραμμένο, σε αποσύνθεση, στερημένο από την ψυχή του. Σύμφωνα με τον Νιου Χάμσαϊρ Άτλας Γκαζετίερ, η Λιτλ Ποντ Λέιν ήταν σε μικρή απόσταση από την Τζίμταουν Ρόουντ, ακριβώς στις παρυφές του Μους Μπρουκ Στέιτ Παρκ. Το φως είχε ήδη αρχίσει να σβήνει όταν βρήκα τη στροφή, γιατί από τη μια η μέρα είχε αρχίσει να μικραίνει, κι από την άλλη η συννεφιά αυξανόταν διαρκώς. Υπήρχαν μόνο δύο σπίτια στο αδιέξοδο, ένα φωτισμένο και ένα σκοτεινό. Το σκοτεινό ήταν στο βάθος, στο σημείο όπου το δρομάκι χανόταν μέσα στο δάσος. Ήταν μία τροχοβίλα με γκρίζα και λευκά χρώματα, δίριχτη στέγη και βεράντα κλεισμένη με σήτα στην πρόσοψη. Η αυλή ήταν γεμάτη πεσμένα φύλλα από τα μεγάλα δέντρα που περιέβαλλαν το οικόπεδο. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, μια πλαγιά με πολύ μικρή κλίση οδηγούσε σε μια λιμνούλα που δεν ξεπερνούσε τις προσδοκίες τις οποίες δημιουργούσε το όνομα του μικρού δρόμου*******. Η λιμνούλα είχε περίμετρο δεκαπέντε περίπου μέτρων, και η επιφάνειά της καλυπτόταν από μια ανοιχτόχρωμη γλίτσα. Χτύπησα την πόρτα της βεράντας, έτσι για τους τύπους, αλλά δεν πήρα απάντηση. Άνοιγε μ’ ένα άγγιγμα, αλλά η εξώπορτα του σπιτιού ήταν κλειδωμένη, όπως και η πίσω πόρτα, και τα παράθυρα ήταν κλειστά. Παρ’ όλ’ αυτά δε χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να διαρρήξεις ένα τέτοιο σπίτι· μόλις έσπασα ένα τζάμι, μπήκα μέσα. Πέρα από μερικά φτηνά έπιπλα και δύο συνθετικά χαλιά, το σπίτι ήταν εντελώς άδειο. Δε βρήκα ούτε ρούχα ούτε εικόνες, ούτε καμιά ένδειξη ότι ζούσε κάποιος εκεί. Τα πάντα ήταν καλυμμένα από ένα λεπτό στρώμα σκόνης, το οποίο όμως είχε σχηματιστεί σε διάστημα ενός με δύο μηνών, όχι χρόνων. Το μπάνιο ήταν καθαρό και τα κρεβάτια στις δύο κρεβατοκάμαρες ήταν ξέστρωτα. Τα στρωσίδια, διπλωμένα προσεκτικά, είχαν τοποθετηθεί στις αρχικές τους συσκευασίες που έκλειναν με φερμουάρ για να προστατεύονται από την υγρασία, ενώ τα μαξιλάρια και τα παπλώματα ήταν τυλιγμένα σφιχτά σε μεγάλες πλαστικές σακούλες από το Γουόλμαρτ. Δεν υπήρχαν προσωπικά έγγραφα, ούτε φωτογραφίες ή βιβλία. Όλα τα συρτάρια και τα ντουλάπια ήταν άδεια. Ξαναβγήκα έξω. Ο ήλιος που έδυε, αθέατος σχεδόν πίσω από τα σύννεφα, έδινε μια ανοιχτοκίτρινη χροιά στη γλίτσα της λιμνούλας. Έκανα το γύρο του οικοπέδου χωρίς να ανακαλύψω τίποτα δυσάρεστο πέρα από τα παρατημένα απομεινάρια δύο σπασμένων τσιμεντόλιθων που είχαν μαζέψει ένα στρώμα από μούχλα, φύλλα και ιστούς αράχνης. Μετακίνησα ένα κομμάτι και διάφορα έντομα σκόρπισαν τρομαγμένα στο γυμνό χώμα. Έριξα πάλι μια ματιά στο σπίτι. Δε διέκρινα κανέναν τσιμεντόλιθο ή τα σημάδια κάποιας κατασκευής εκεί κοντά, ούτε καν κτίσμα για μπάρμπεκιου. Κατηφόρισα προς το άλλο σπίτι που υπήρχε στο δρομάκι. Ήταν μια μόνιμη καλοσυντηρημένη κατασκευή, παρ’ ότι τα χειμωνιάτικα λουλούδια, ένα παιδικό ποδήλατο και μια σχεδόν διαλυμένη μπασκέτα έδειχναν ότι σ’ αυτό το σπίτι έμενε μια οικογένεια. Χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε μια

γυναίκα κοντά στα τριάντα πέντε. Τα χαρακτηριστικά της ήταν συνηθισμένα. Κρατούσε ένα μικρό μαχαίρι της κουζίνας. Κρυμμένο πίσω από τα πόδια της, ένα δίχρονο ή τρίχρονο αγόρι που μασούλαγε λίγο ωμό καρότο με κοίταζε με περιέργεια. Της έδειξα την άδεια του ντετέκτιβ και της εξήγησα ότι έψαχνα τους ιδιοκτήτες του σπιτιού που βρισκόταν πιο πάνω. «Α, δεν προλάβαμε να τους γνωρίσουμε», μου απάντησε. «Μετακόμιζαν όταν ήρθαμε. Τους είδαμε μόνο μία φορά». «Θυμάστε κάτι, οτιδήποτε, γι’ αυτούς;» «Μπα. Η γυναίκα ήταν ηλικιωμένη. Νομίζω πως λεγόταν Μπεθ ή κάπως έτσι. Ο γιος της ζούσε μαζί της. Ήταν ντροπαλός, κατά κάποιον τρόπο. Συστηθήκαμε όταν αγοράσαμε το σπίτι, αλλά για ένα διάστημα δεν μπορούσαμε να μετακομίσουμε. Αυτό το σπίτι ήταν άδειο επί δύο χρόνια, και χρειαζόταν πολλή δουλειά. Την περισσότερη την έκανε ο άντρας μου. Χαιρετιόταν με την ηλικιωμένη κυρία τότε που έκανε τις επισκευές, αλλά αναγκάστηκε να σταματήσει για το χειμώνα, και όταν ξαναγύρισε, εκείνοι είχαν φύγει». «Πόσος καιρός πάει από τότε;» «Να σας πω, είμαστε εδώ πάνω από δέκα χρόνια, και αυτό που σας λέω έγινε αμέσως μόλις ήρθαμε». «Ποιος φροντίζει το σπίτι τώρα;» «Ένας συγγενής. Νομίζω πως είπε ότι ήταν ξάδερφος ή ανιψιός. Η ηλικιωμένη κυρία, η Μπεθ, δεν άντεχε το κρύο, λέει, και εγκαταστάθηκε στη Φλόριντα. Στην Τάμπα, νομίζω. Αυτός έρχεται μια δυο φορές το χρόνο. Μερικές φορές περνάει τη νύχτα του εδώ –βλέπουμε μια λάμπα θυέλλης αναμμένη, αφού το σπίτι δεν έχει ηλεκτρικό–, αλλά είναι απόμακρος. Δε μας πειράζει αυτό. Δεν είναι ασυνήθιστο εδώ πέρα». «Είναι συγγενής της, μου είπατε. Όχι ο γιος της». «Όχι, μοιάζει στο γιο της. Έχει το ίδιο κούρεμα και φοράει τα ίδια γυαλιά, αλλά δεν είναι αυτός. Θυμάμαι καλά τα πρόσωπα. Δεν έχω τόσο γερή μνήμη στα ονόματα, αλλά δεν ξεχνάω ποτέ πρόσωπα». Την ευχαρίστησα και ήμουν έτοιμος να φύγω όταν είδα ένα σωρό ντίζες με σπείρωμα δίπλα στην πόρτα του γκαράζ. Είχαν διάφορα μήκη, από ένα έως δύο μέτρα. «Ο άντρας μου δουλεύει σε οικοδομές», μου εξήγησε η γυναίκα, και μετά, για την περίπτωση που είχα κακές προθέσεις, πρόσθεσε: «Θα γυρίσει όπου να ’ναι». «Ξέρω πως θα σας φανεί παράξενο», είπα, «αλλά θα σας πείραζε αν δανειζόμουν μία από αυτές τις ντίζες για λίγα λεπτά; Θα την ξαναφέρω». Με κοίταξε απορημένη. «Τι θα την κάνετε;» «Θέλω να δοκιμάσω το έδαφος». Φάνηκε να απορεί περισσότερο, αλλά συμφώνησε. Διάλεξα μια ντίζα με μήκος περίπου ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά και επέστρεψα στην τροχοβίλα. Είχε πέσει πολλή βροχή, και το έδαφος ήταν σχετικά μαλακό σε τόσο μικρή απόσταση από τη λιμνούλα, αλλά και πάλι χρειάστηκε προσπάθεια για να βυθίσω την ντίζα στο χώμα. Ξεκινώντας από το σωρό των σπασμένων τσιμεντόλιθων, άρχισα να προχωρώ προς τα έξω, χώνοντας την ντίζα όσο πιο βαθιά γινόταν, προσπαθώντας να σχηματίσω πλέγματα μισού τετραγωνικού μέτρου. Είχα δουλέψει μόλις πέντε λεπτά, όταν άρχισε να βρέχει, και συνέχισα για πέντε λεπτά ακόμη, όταν μπήκε στην αυλή ένα ημιφορτηγό. Στο πλάι η επιγραφή έλεγε «Ρον Κάρολ – Ανεξάρτητος Εργολάβος». Ένας μεγαλόσωμος άντρας που φορούσε καφέ μπότες εργασίας, παλιό τζιν και κόκκινο μπουφάν κατέβηκε από τη θέση του οδηγού.

«Πώς τα πας;» είπε. «Σε πειράζει αν ρωτήσω τι κάνεις;» «Ο κύριος Κάρολ;» είπα, προσπαθώντας να κερδίσω ακόμη λίγο χρόνο, ενώ συνέχιζα να ψάχνω με την ντίζα. Η βροχή έσταζε από την πλάτη μου και τα ρούχα μου είχαν ήδη κολλήσει πάνω μου, αλλά δε σκόπευα να σταματήσω, εκτός κι αν με υποχρέωναν. «Ναι, αυτός είμαι». «Νομίζω πως γνώρισα τη γυναίκα σου». «Έτσι νομίζω κι εγώ. Μου είπε πως είσαι ντετέκτιβ και ότι θέλεις, λέει, να δοκιμάσεις το έδαφος». «Σωστά. Εγώ...» Η ντίζα χτύπησε κάτι σκληρό. Την έβγαλα, τη μετακίνησα και την έχωσα πάλι στο χώμα. «Μήπως έχεις άλλη μια τέτοια ντίζα στην καρότσα του φορτηγού σου;» ρώτησα. Η ταχύτητα του ανέμου θα πρέπει να ξεπερνούσε τα εξήντα χιλιόμετρα την ώρα, και είχα αρχίσει να τρέμω. Η θύελλα που είχαν προβλέψει στα βόρεια μπορεί τελικά να έφερνε χιόνι στα βουνά, και όταν σωριάζονταν τα πιο αδύναμα δέντρα θα παρέσυραν τα ηλεκτροφόρα καλώδια, αλλά εδώ η θύελλα έφερνε παγωμένη βροχή. Απόψε οι αστυνομικοί θα ήταν διαρκώς απασχολημένοι με ατυχήματα και διακοπές ηλεκτρικού. Κατά κάποιον τρόπο η συγκεκριμένη εξέλιξη θα έβγαινε σε καλό, αν είχα δίκιο γι’ αυτό που πίστευα ότι ήταν θαμμένο κάτω από τα πόδια μου. «Τι βρήκες;» ρώτησε ο Κάρολ. «Σπασμένους τσιμεντόλιθους». «Γιατί να θάψει κάποιος τσιμεντόλιθους;» Τώρα ο Κάρολ είχε έρθει δίπλα μου, καμπουριάζοντας για να προφυλαχτεί από τη βροχή. Έβγαλα την ντίζα και την έχωσα τριάντα πόντους πιο δεξιά. Αυτή τη φορά δε συνάντησε κανένα εμπόδιο. Την πήγα εξήντα πόντους προς τα αριστερά. Χώθηκε σε βάθος μισού μέτρου και μετά βρήκε σε πέτρα. «Για να εμποδίσει τα ζώα να ξεθάψουν κάτι», απάντησα. «Θυμάσαι την κυρία Λάγκενχαϊμερ; Η γυναίκα σου την ήξερε με το όνομα Μπεθ». «Ναι, τη γυναίκα που έμενε εδώ με το γιο της. Πάνε χρόνια που έφυγε». Έριξα το βάρος μου στην ντίζα. Η πλάτη μου πονούσε από την προσπάθεια και τα χέρια μου είχαν γδαρθεί. «Όχι», είπα, «νομίζω ότι δεν έφυγε ποτέ».

Δουλεύοντας μαζί και χρησιμοποιώντας και τις υπόλοιπες ντίζες από το ημιφορτηγό του Καρλ, δε μας πήρε πολλή ώρα για να μαρκάρουμε τα όρια αυτού που πίστευα ότι ήταν ένας τάφος. Το κακοφτιαγμένο ορθογώνιο κομμάτι γης είχε μήκος δύο περίπου μέτρα και πλάτος εξήντα πόντους. Όταν τελειώσαμε, έδωσα στον Κάρολ την κάρτα μου και του είπα ότι θα επέστρεφα όσο πιο σύντομα μπορούσα. «Δε θα έπρεπε να ειδοποιήσουμε την αστυνομία;» είπε. «Δεν πρόκειται να έρθουν απόψε με τέτοιο παλιόκαιρο», απάντησα. «Ακόμη κι αν έρθουν, δε θα μπορέσουν να αρχίσουν το σκάψιμο μέχρι να ξημερώσει. Και μπορεί να πρόκειται απλώς για ένα σωρό από σπασμένους τσιμεντόλιθους, καταλαβαίνεις». «Ναι». Με δυσκολία τον άκουγα πάνω από το σφύριγμα του ανέμου και το θόρυβο της βροχής, αλλά ο

τόνος του έδειχνε πως δεν πίστευε ότι υπήρχε τέτοια περίπτωση. «Κοίτα, θα τους τηλεφωνήσω από το δρόμο, εντάξει;» είπα προσπαθώντας να τον κατευνάσω. Ήταν μεγαλόσωμος τύπος, και δεν ήθελα να επιχειρήσει να με εμποδίσει να φύγω. Δε θα τα κατάφερνε, αλλά αν ερχόμασταν στα χέρια μπορεί να τραυματιζόταν, μπορεί κι οι δυο μας να τραυματιζόμασταν. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορείς να τους τηλεφωνήσεις τώρα», επέμεινε ο Κάρολ. «Και ίσως θα έπρεπε να περιμένεις εδώ, ξέρεις. Δε μου φαίνεται σωστό να σηκωθείς να φύγεις αν έχεις δίκιο κι εδώ είναι θαμμένο ένα πτώμα». Όχι μόνο ένα, σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα. «Έχεις την κάρτα μου», απάντησα. «Όποιος –ή ό,τι– βρίσκεται εκεί κάτω δεν πρόκειται να πάει πουθενά». Μετά του είπα την αλήθεια, ή τουλάχιστον ένα μέρος της. «Πιστεύω ότι ξέρω ποιος το έκανε, και θέλω να δω τη φάτσα του όταν του πω ότι ήμουν εδώ». Ενώ η βροχή κυλούσε από τα πρόσωπά μας, ο Κάρολ με κοίταξε εξεταστικά για να διακρίνει το ψέμα, αλλά δεν το βρήκε. «Αν δεν εμφανιστούν οι αστυνομικοί σε μία ώρα, θα τους τηλεφωνήσω ο ίδιος», είπε. Τον ευχαρίστησα. Όπως μου ζήτησε, τον ακολούθησα στο σπίτι του με το αυτοκίνητό μου και εκεί μου έδωσε μια πετσέτα για να σκουπιστώ και ένα θερμός με καφέ για να με ζεστάνει στη διαδρομή. Τηλεφώνησα στον Ράνταλ Χέιτ από το δρόμο. Μου απάντησε στο δεύτερο κουδούνισμα. «Κύριε Χέιτ, Τσάρλι Πάρκερ εδώ». Δε φάνηκε να χάρηκε που με άκουσε. Μου ήταν αδιάφορο. «Περί τίνος πρόκειται, κύριε Πάρκερ; Δε δουλεύεις πλέον για μένα». «Πρόκειται για τον Τόμι Μόρις», είπα ψέματα. «Νομίζουμε πως δε θα αργήσει να κάνει την κίνησή του». «Κινδυνεύω;» «Δεν ξέρω, αλλά θα ήθελα να σε μεταφέρω κάπου αλλού. Ετοίμασε μερικά ρούχα και περίμενέ με εκεί, εντάξει;» «Ναι, βεβαίως», απάντησε, παραβλέποντας για τη διευκόλυνσή του ότι με είχε απολύσει. «Πόση ώρα θα κάνεις;» Είχε φοβηθεί, και δεν έπαιζε θέατρο. «Όχι πολλή», του είπα. «Σε λίγο θα είμαι εκεί». Πρέπει να προσέχεις τι ψέματα λες. Πρέπει να προσέχεις για την περίπτωση που ακουστούν τα ψέματά σου, και οι θεοί του κάτω κόσμου σε χλευάσουν μετατρέποντάς τα σε αλήθειες. ******* Little Pond: μικρή λιμνούλα. (Σ.τ.Μ.)

34

Α

πείχα μισή ώρα από το Πάστορ’ς Μπέι όταν μου τηλεφώνησε ο Έιντζελ. «Ο Άλαν πήρε πάλι τους δρόμους». «Στο σπίτι του πάει;» «Ας πούμε. Προχώρησε μέχρι ενός σημείου, μετά σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο κι έκανε ένα τηλεφώνημα. Τώρα κάθεται στο αυτοκίνητό του και καπνίζει, αλλά δε φαίνεται καθόλου χαλαρός. Είναι τόσο τσιτωμένος, που με κάνει κι εμένα να νιώθω νευρικότητα. Για ποιο λόγο κάποιος που έχει κινητό χρησιμοποιεί τηλεφωνικό θάλαμο;» «Επειδή δε θέλει να καταγραφεί η κλήση του». «Ακριβώς». «Σημείωσε την ώρα που έγινε το τηλεφώνημα, αλλά μην τον αφήσεις από τα μάτια σου». «Είσαι σίγουρος; Και τι θα γίνει με τον Χέιτ;» «Δεν πρόκειται να το βάλει στα πόδια πριν φτάσω στο σπίτι του. Νομίζει πως πάω για να τον προστατεύσω». «Και δεν πας γι’ αυτό;» «Θέλω απλώς να του μιλήσω. Αν χρειαστεί, θα το κάνω με την απειλή όπλου, ίσως όμως δε φτάσουν μέχρι εκεί τα πράγματα». Πλησίαζα πλέον στη λύση, και είχα αρχίσει να καταλαβαίνω κάπως τη φύση του ανθρώπου που αποκαλούσε τον εαυτό του Ράνταλ Χέιτ. Είχα την πεποίθηση ότι η Μέριμπεθ Λάγκενχαϊμερ, η μητέρα του Ράνταλ Χέιτ, ήταν θαμμένη στο οικόπεδό της κοντά στο Γκόραμ του Νιου Χάμσαϊρ. Αυτό που δεν ήξερα ήταν αν βρισκόταν μόνη της εκεί κάτω, αλλά υπέθετα πως είχε παρέα στον τάφο. Την είχε βάλει εκεί ο άνθρωπος που έμενε στο τακτοποιημένο, αδιάφορο σπίτι με τους άσχημους πίνακες στους τοίχους. Είχε προχωρήσει από το φόνο ενός παιδιού στη δολοφονία ενός ενηλίκου. Είχε προσθέσει το ένα ψέμα πάνω στο άλλο, τη μία ταυτότητα πάνω στην άλλη, δημιουργώντας μια σειρά από καινούριους εαυτούς χωρίς να σπάσει ή να αποκαλύψει την αλήθεια για την απάτη του, και μόνο η παρέμβαση μιας εξωτερικής δύναμης, ένας ανώνυμος βασανιστής, είχε απειλήσει τελικά την ύπαρξή του. Ήταν ένας δολοφόνος που είχε στερήσει τη ζωή σε δύο τουλάχιστον ανθρώπους, οι φόνοι των οποίων χωρίζονταν από δεκαετίες, αλλά συνδέονταν με το αίμα που κύλησε από το πρώτο φονικό στο δεύτερο. Και όμως ο Ράνταλ Χέιτ, ή αυτός που ισχυριζόταν ότι ήταν ο Ράνταλ Χέιτ, εξακολουθούσε να έχει άλλοθι για την εξαφάνιση της Άννας Κόρι, το οποίο είχε εξασφαλίσει με την ευγενική προσφορά του διοικητή της αστυνομίας Κερτ Άλαν, που προφανώς ήταν και ο ίδιος ένα αρπακτικό με προτίμηση στις πολύ νεαρές γυναίκες. Αν συνεργάζονταν, ήταν λογικό να του δώσει άλλοθι ο Άλαν. Αν δε συνεργάζονταν, τότε απλώς είχα ανταλλάξει το μυστήριο της μοίρας της Άννας Κόρι, για το οποίο δεν είχα απάντηση, με ένα άλλο μυστήριο, που πίστευα ότι είχα τη λύση του. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός και έρημος. Είχε βρέξει και εδώ, αλλά η θύελλα από τα βόρεια είχε ξεσπάσει στο Νιου Χάμσαϊρ και σε μεγάλο μέρος του Βερμόντ. Σε σύγκριση, οι ακτές του Μέιν είχαν μείνει σχεδόν ανέπαφες. Στο Πάστορ’ς Μπέι δεν είχε κοπεί το ρεύμα, και από τα παράθυρα του αστυνομικού τμήματος διέκρινα κίνηση στο εσωτερικό. Το Γουινεμπέιγκο της πολιτειακής αστυνομίας ήταν ακόμη στο πάρκινγκ, αλλά έδειχνε άδειο. Δε φαίνονταν πουθενά τα μεγάλα SUV

που τόσο άρεσαν στον Ένγκελ και στους πράκτορές του. Ο Ράνταλ Χέιτ είχε κλείσει τις κουρτίνες στο παράθυρο του καθιστικού του, αλλά από το κενό ανάμεσά τους διακρινόταν μια λεπτή λωρίδα φωτός. Κοίταξα προσέχοντας να μη με αντιληφθεί και τον είδα καθισμένο στο τραπέζι της κουζίνας με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος μου. Στο πάτωμα δίπλα του ήταν στοιβαγμένα τρία χαρτοκιβώτια. Χτύπησα το κουδούνι της εξώπορτας. Είχα το πιστόλι έτοιμο στο πλευρό μου, αλλά ήμουν γυρισμένος στο πλάι για να μη φαίνεται. «Ποιος είναι;» ρώτησε ο Χέιτ. Η ερώτηση ακούστηκε από το καθιστικό. Διέκρινα το φόβο στη φωνή του. Αναρωτήθηκα αν ήταν οπλισμένος. «Είμαι ο Τσάρλι Πάρκερ, κύριε Χέιτ». Βήματα πλησίασαν στην πόρτα, και άκουσα να βγαίνει η αλυσίδα ασφαλείας. Όταν άνοιξε την πόρτα, είδα ότι τα χέρια του ήταν άδεια και ότι στο χολ υπήρχαν δύο βαλίτσες. «Σχεδιάζεις να πας ταξίδι, βλέπω», του είπα. «Πριν ακόμη μου τηλεφωνήσεις, αισθανόμουν ότι θα ήταν πιο ασφαλές για μένα να φύγω για λίγο από την πόλη. Σκόπευα να πληροφορήσω την αστυνομία αύριο το πρωί. Έχω κάνει κράτηση σε ένα ξενοδοχείο του Μπαρ Χάρμπορ. Τύπωσα ένα αντίγραφο της επιβεβαίωσης της κράτησης για τις Αρχές». Τότε πρόσεξε το πιστόλι που κρατούσα. «Διατρέχω κίνδυνο, κύριε Πάρκερ;» «Όχι, Λόνι», απάντησα σημαδεύοντάς τον. «Εγώ όμως;» Ο Λόνι Μάιντας δεν αντέδρασε. Δε φοβήθηκε, ούτε οργίστηκε. Έδειξε μόνο να σαστίζει. Για να πω την αλήθεια, νομίζω ότι ούτε εκείνος γνώριζε πλέον ποιος ήταν, όχι με βεβαιότητα. «Καλύτερα να έρθεις μέσα», μου είπε. «Δε νομίζω ότι έχουμε πολύ χρόνο». Πισωπάτησε, κι εγώ μπήκα στο σπίτι και έκλεισα την πόρτα. «Γιατί το λες αυτό;» τον ρώτησα. «Είναι ένα σημάδι. Ο ερχομός σου εδώ είναι ένα σημάδι. Σε λίγο θα έρθουν και οι άλλοι, και τότε θα τελειώσουν όλα. Έχει ήδη αρχίσει». «Ποιοι άλλοι, Λόνι;» Εκείνος κούνησε απλώς το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν απλανή και χαμογελούσε σαν κάποιος που έχει δει τη λαιμητόμο από το παράθυρο του κελιού του και αισθάνεται το πρώτο άγγιγμα της τρέλας που θα θολώσει το φόβο του και θα κάνει πιο υποφερτό το τέλος. Υποχώρησε στο καθιστικό κρατώντας τα χέρια μακριά από τα πλευρά του, με τις παλάμες γυρισμένες προς τα πάνω. Το πουκάμισό του ήταν καθαρό και καλοσιδερωμένο, και η γραβάτα του είχε ανοιχτό ροζ χρώμα. Είδα πως δεν ήταν οπλισμένος, έτσι ή αλλιώς όμως τον έστησα στον τοίχο και τον έψαξα, για να σιγουρευτώ. Δεν έφερε αντίρρηση. Είπε μόνο: «Την είδες;» «Ποια; Την Άννα Κόρι;» Απομακρύνθηκα από κοντά του και εκείνος έκανε αργά μεταβολή. «Της αρέσεις», συνέχισε, σαν να μην είχα μιλήσει. «Το αντιλήφθηκα από την πρώτη φορά που ήρθες εδώ. Έπειτα εμφανίστηκε σ’ εμένα για μία τελευταία φορά και νόμισα ότι κατάλαβα. Ήρθε σ’ εσένα; Αυτός είναι ο λόγος που με άφησε;» «Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς, Λόνι».

«Νομίζω πως ξέρεις. Δε σου λέω για την Άννα. Το θέμα ποτέ δεν αφορούσε την Άννα. Σου μιλάω για τη Σελίνα Ντέι. Μπορείς να της πεις ότι λυπάμαι;» «Νομίζω πως πρέπει να καθίσεις», του είπα, και κατάλαβε ότι εγώ δεν επρόκειτο να επιβεβαιώσω τις πεποιθήσεις ή τους φόβους του. «Δεν πειράζει», είπε. «Θα της το πω ο ίδιος, όταν έρθει».

Πίστευε ότι ανέκαθεν σκόπευε να σκοτώσει τον Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ. Είχε δικαιολογήσει με διάφορους τρόπους στον εαυτό του το γεγονός ότι ήθελε να τον βρει, αλλά βαθιά μέσα του ήξερε πώς θα κατέληγε η όποια συνάντηση μεταξύ τους. Όλα ήταν σφάλμα του Γουίλιαμ: τα χρόνια που είχε περάσει στη φυλακή, ο πόνος που του είχαν προκαλέσει άλλοι, το στοίχειωμα της Σελίνα Ντέι που, με τον καιρό, θα γινόταν κάτι άλλο, κάτι πιο περίπλοκο και ανείπωτο, μολονότι θα αποκαλυπτόταν αργότερα στους άλλους με την ανακάλυψη του ημερολογίου του. Για όλα αυτά έφταιγε ο Γουίλιαμ γιατί ήταν αδύναμος και δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Κάποτε ήταν φίλοι, και οι φίλοι έπρεπε να προσέχουν ο ένας τον άλλο. Οι φίλοι δε μαρτυρούσαν. Κρατούσαν τα μυστικά τους. Ο Λόνι είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό τον Γουίλιαμ, λίγο πριν διπλαρώσουν τη Σελίνα Ντέι και αρχίσουν να την πασπατεύουν. «Δεν πρέπει να το μαρτυρήσεις, Γουίλιαμ. Ό,τι κι αν γίνει, δεν πρέπει να το μαρτυρήσεις». Μερικές φορές τον τσάντιζε φωνάζοντάς τον Μπίλι, όχι όμως και τότε. Το θέμα ήταν πολύ σοβαρό. Ήταν έτοιμοι να κάνουν κάτι Πολύ Κακό. «Δε θα το μαρτυρήσω», είπε ο Γουίλιαμ, και ο Λόνι ήθελε να τον πιστέψει. Το ήθελε τόσο πολύ, ώστε κατάπιε τις αμφιβολίες του και δεν έδωσε σημασία στο βλέμμα του Γουίλιαμ που απέφευγε να συναντήσει το δικό του. Το στόμα του είχε ξεραθεί και το αίμα σφυροκοπούσε στα μηνίγγια του. Ένιωθε σχεδόν το κορίτσι από κάτω του, τη ζεστασιά του, τη μυρωδιά του. Χρειαζόταν τον Γουίλιαμ για να τον βοηθήσει, για να μπορέσει να το πραγματοποιήσει. Κι οι δυο ήθελαν να το κάνουν. Φυσικά, ο Γουίλιαμ δεν τα είχε πει έτσι όταν τον έκαναν να βάλει τα κλάματα φοβερίζοντάς τον ότι θα τον έκλειναν κάπου μακριά από τη μαμάκα του για πολλά χρόνια, ότι θα τον έκλειναν κάπου μακριά μαζί με τους μεγάλους άντρες, και ότι ήταν καλύτερο να μη μάθει τι θα του έκαναν οι μεγάλοι άντρες. Θυμάσαι τι ήθελες να κάνεις στη Σελίνα Ντέι, Μπίλι; Ε, λοιπόν, αυτό θα σου κάνουν κι εσένα, μόνο που θα πονέσει περισσότερο. Θα σου το κάνουν ξανά και ξανά μέχρι που ο πόνος θα γίνει τόσο φρικτός που θα θέλεις να πεθάνεις. Θα ζητάς τη μαμά σου, αλλά εκείνη δε θα είναι εκεί για να σε βοηθήσει. Τώρα πια, μόνο εμείς μπορούμε να σε βοηθήσουμε, Μπίλι, γι’ αυτό καλά θα κάνεις να μας πεις την αλήθεια, γιατί, όχι πολύ μακριά από δω, κάποιοι άλλοι κάνουν στο φιλαράκι σου τον Λόνι την ίδια προσφορά, και ο πρώτος που θα μιλήσει θα κερδίσει το αρκουδάκι. Αυτόν θα φροντίσουμε, και θα του φέρουμε γιατρούς που θα προσπαθήσουν να τον βοηθήσουν να γίνει καλύτερος άνθρωπος, και οι μεγάλοι άντρες δεν πρόκειται να τον πιάσουν στα χέρια τους. Τον άλλο, αυτόν που δε θα μιλήσει έγκαιρα, θα τον ρίξουμε στους λύκους. Αυτή είναι η συμφωνία. Έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτό καλύτερα ξεκίνα να μιλάς πριν το κάνει ο φίλος σου. Μόνο που ο Λόνι δεν εννοούσε να μιλήσει. Ο Λόνι ποτέ δε θα μαρτυρούσε. Κράτησε τα μπράτσα του σταυρωμένα και δεν έκλαψε, ούτε καν όταν ένας αστυνομικός τού έδωσε μια κατραπακιά τόσο δυνατή που τα μάτια του θόλωσαν και δαγκώθηκε και αναγκάστηκε να φτύσει το αίμα που είχε

γεμίσει το στόμα του. Κάθε φορά που τον ρωτούσαν γιατί είχε σκοτώσει το κορίτσι, εκείνος μονάχα κουνούσε το κεφάλι του και άνοιγε το στόμα του μόνο για να τους πει ότι δεν είχε κάνει τίποτα απολύτως, ότι δεν ήξερε για ποιο πράγμα μιλούσαν. Και ενώ τα έλεγε αυτά, ήξερε ότι σε ένα άλλο δωμάτιο οι αστυνομικοί έκαναν τις ίδιες ερωτήσεις στον Γουίλιαμ, και προσευχόταν διαρκώς να φανεί και ο φίλος του δυνατός για μία φορά στη ζωή του, να κρατήσει το λόγο του και να μην αποκαλύψει το μυστικό τους. Ο Λόνι αρνιόταν να δεχτεί οποιαδήποτε άλλη πιθανότητα, λες και μόνο με τη δύναμη της θέλησής του μπορούσε να συγκρατήσει τον Γουίλιαμ όπως ακριβώς συγκρατούσε και τον εαυτό του. Αλλά ο Γουίλιαμ είχε σπάσει, και αυτός ήταν ο λόγος που κατηγόρησαν τον Λόνι για όλα όσα είχαν συμβεί. Ο καημένος ο μικρός Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ παρασύρθηκε από το κακό παιδί. Ο Γουίλιαμ λυπόταν πραγματικά για το ρόλο του σε όσα είχαν συμβεί στη Σελίνα Ντέι· είχε προσπαθήσει να σταματήσει τον Λόνι, αλλά ο Λόνι ήταν πολύ πιο δυνατός. Ο Γουίλιαμ όμως δεν είπε στην αστυνομία ότι είχε αγγίξει κι εκείνος το κορίτσι, και ότι όταν η Σελίνα Ντέι άρχισε να χτυπιέται και να κλοτσάει, εκείνος ήταν που της κράτησε τα πόδια στο δάπεδο για να μην πετάξει από πάνω της τον Λόνι. Α, ναι, έκλαιγε καθώς την κρατούσε, αλλά δεν είχε χρειαστεί να του ζητήσει ο Λόνι να το κάνει. Το ήξερε από μόνος του. Έστω κι έτσι όμως, ο Λόνι ήταν αυτός που την έπνιξε, αυτόν παρουσίασαν σαν αρχηγό, σαν υποκινητή, σαν το «κυρίαρχο αρσενικό», όπως τον είχε χαρακτηρίσει ένας από τους ψυχιάτρους, και η κατάληξη ήταν να παίξει ο μεγάλος άντρας με τον Λόνι, όπως ακριβώς του είχαν υποσχεθεί, αν και δεν πρόλαβε να παίξει για πολύ καιρό μαζί του. Το κορίτσι φρόντισε γι’ αυτό. Ο Λόνι δεν είχε δυσκολευτεί να μάθει πού έμενε ο Γουίλιαμ μετά την αποφυλάκισή του. Στο κάτω κάτω, η μητέρα του δεν έκανε καμιά σοβαρή προσπάθεια να κρύψει τα ίχνη της. Ανέκαθεν ήταν μια ηλίθια βρόμα ξεμυαλισμένη με το αγοράκι της. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να τον φροντίζει ξανά: να του μαγειρεύει, να του πλένει τα ρούχα, να του έχει ένα καθαρό κρεβάτι και ένα ασφαλές μέρος για να μείνει όταν θα τον άφηναν να βγει. Εμπιστεύτηκε τους ανθρώπους που θα προωθούσαν τα γράμματά της σε μια ταχυδρομική θυρίδα στο Μπέρλιν, λες και τα δεκαέξι χιλιόμετρα ανάμεσα στη θυρίδα και στο σπίτι της θα είχαν καμιά σημασία, και δεν της πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι κινδύνευε να χαλάσει όλη την καλή δουλειά που είχε γίνει για να πάρουν καινούριες ταυτότητες τα αγόρια. Ακόμη και οι Νέγροι δε μιλούσαν πια για το φόνο της Σελίνα Ντέι, ούτε έλεγαν τι θα έκαναν στα δύο αγόρια που την είχαν σκοτώσει. Η Σελίνα είχε πάει σε ένα καλύτερο μέρος, και οι περισσότεροι την είχαν ξεχάσει. Εκτός από το κομμάτι της Σελίνα Ντέι που είχε μείνει πίσω –το οργισμένο κομμάτι, αυτό που ζητούσε εκδίκηση– και που δεν άφηνε τον Λόνι να την ξεχάσει. Αυτό το κομμάτι της Σελίνα του είχε πει ψιθυριστά ότι υπήρχε μια εκκρεμότητα με τον παλιό του φίλο, και ότι ίσως θα έπρεπε να τον αναζητήσει όταν θα ήταν πάλι ελεύθερος. Έτσι ο Λόνι είχε κάνει μερικά τηλεφωνήματα, ένα από τα οποία ήταν στον αδερφό του, τον Τζέρι, και εκείνος του είπε ό,τι ήξερε για την κυρία Λάγκενχαϊμερ, επειδή ο Τζέρι είχε υποχρεωθεί να πηγαίνει στο Ντρέικ Κρικ για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις της μητέρας τους, και κάποιοι είχαν μιλήσει, όπως γίνεται συνήθως. Ο Λόνι δεν είπε στον Τζέρι τι σκόπευε να κάνει, και δεν ήξερε αν ο αδερφός του υποψιαζόταν κάτι. Ωστόσο, ο Τζέρι ήταν πολύ έξυπνος για να αρχίσει τις ερωτήσεις. Δεν ξαναμίλησαν από τότε, αλλά αυτό το αποφάσισε ο Λόνι. Ήταν πιο εύκολα έτσι. Με τον Γουίλιαμ είχαν αποφυλακιστεί με διαφορά δύο μηνών ο ένας από τον άλλο –πρώτα ο Γουίλιαμ, μετά εκείνος–, και ο Λόνι είχε ανησυχήσει μήπως ο Γουίλιαμ και η μητέρα του είχαν ήδη

εγκατασταθεί αλλού μέχρι να φτάσει εκείνος στο Νιου Χάμσαϊρ, αλλά ο Γουίλιαμ είχε βυθιστεί σε βαριά κατάθλιψη, και η φαρμακευτική αγωγή που ακολουθούσε για να την αντιμετωπίσει είχε ως αποτέλεσμα να αντιστέκεται στην ασφυκτική αγάπη της μητέρας του ακόμη λιγότερο απ’ ό,τι ίσως θα έκανε αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Λόνι τον είχε βρει να κάνει βόλτα στο δάσος κοντά στην άθλια εκείνη τροχοβίλα που είχε αγοράσει η μητέρα του –την είχε αγοράσει! Ήταν τόσο ηλίθια, που δεν την είχε καν νοικιάσει, λες και κάποιος που θα έβγαινε από τη φυλακή μιας άγνωστης Πολιτείας θα ήθελε να συνεχίσει να ζει σε απόσταση μόλις μερικών χιλιομέτρων από το τελευταίο κλουβί του. Όμως ο Γουίλιαμ ήταν πολύ τσακισμένος και πειθήνιος για να ξαναφτιάξει μόνος τη ζωή του μετά την αποφυλάκισή του, κι αν αφήνονταν να κάνουν του κεφαλιού τους, μάνα και γιος μπορεί να είχαν μείνει σ’ εκείνον το χωματόδρομο δίπλα στη βρομερή λιμνούλα μέχρι να πέθαινε ο ένας από τους δύο, ή και οι δύο. Εκεί λοιπόν ήταν ο Γουίλιαμ, με τα χέρια στις τσέπες και το σώμα του κάπως καμπουριασμένο ύστερα από τα τόσα χρόνια που προσπαθούσε να αποφύγει την προσοχή αρπακτικών αντρών συρρικνώνοντας τον όγκο του για να μην ξεχωρίζει. Ο Λόνι τον πλησίασε από πίσω, όταν ο Γουίλιαμ σταμάτησε για να κοιτάξει το είδωλό του στη γλιτσιασμένη λιμνούλα, και τελικά εμφανίστηκε και το δικό του είδωλο δίπλα στου Γουίλιαμ. Τα χρόνια που είχαν περάσει πίσω από τα κάγκελα είχαν εντείνει μάλλον παρά απαλύνει τις ομοιότητες που πάντα είχαν μεταξύ τους. Είχαν εξίσου παχύνει από το κακό φαγητό της φυλακής, και τα πρόσωπά τους ήταν πρόωρα γερασμένα και ταλαιπωρημένα. Ο Λόνι, όμως, ήταν πιο στητός από τον Γουίλιαμ, και τα μαλλιά του ήταν πιο ανοιχτόχρωμα και μακριά. Επίσης, ο Γουίλιαμ φορούσε πλέον γυαλιά· ο φτηνός μεταλλικός σκελετός τους τον έκανε να μοιάζει πιο θλιμμένος και συνάμα πιο ευάλωτος. Για μια στιγμή ο Γουίλιαμ είχε μείνει να κοιτάζει τα δύο είδωλα, λες και δεν ήταν σίγουρος αν αυτό που έβλεπε ήταν η εικόνα ενός αληθινού πλάσματος ή κάποιο στοιχειό που εμφανίστηκε μέσα από το πειραγμένο μυαλό του. Μετά το είδωλο είπε το όνομα του Γουίλιαμ, και εκείνος το άκουσε και κατάλαβε πως αυτό που έβλεπε ήταν αληθινό. Έκανε αργά μεταβολή, και αμέσως ξανάγιναν κι οι δυο τους δεκατεσσάρων, κι ο Γουίλιαμ πήρε πάλι το ρόλο του υποταγμένου, μόνο που αυτή τη φορά η στάση του και η ομιλία του είχαν ένα πρόσθετο στοιχείο εγκατάλειψης. Όπως και ο Λόνι, ήξερε κι ο ίδιος ότι θα συναντιόνταν ξανά. Ίσως γι’ αυτό δεν είχε αντιδράσει στις προετοιμασίες της μητέρας του, ούτε είχε προσπαθήσει να εγκατασταθεί κάπου πιο μακριά από τη φυλακή. Περίμενε, περίμενε να έρθει ο Λόνι. «Πώς τα πας, Λόνι;» ρώτησε. «Καλά είμαι, Γουίλιαμ. Εσύ;» «Καλά κι εγώ, υποθέτω. Πότε βγήκες;» «Πριν από δύο βδομάδες. Ωραία είναι που είμαστε πάλι ελεύθεροι, σωστά;» «Ναι». Ο Γουίλιαμ ανοιγόκλεισε τα μάτια του και ανέβασε τα γυαλιά πιο ψηλά στη μύτη του, αν και ο Λόνι δεν τα είχε δει να φεύγουν από τη θέση τους όση ώρα μιλούσαν. Ίσως να επρόκειτο για κάποιο τικ. Ο Γουίλιαμ έγλειψε τη μικρή ουλή στην αριστερή πλευρά του πάνω χείλους του. Τότε την πρόσεξε ο Λόνι. Όταν ήταν παιδιά δεν υπήρχε εκείνη η ουλή. «Πώς με βρήκες;» ρώτησε ο Γουίλιαμ. «Από τη μάνα σου. Από την αλληλογραφία της. Δεν ήταν δύσκολο». «Είναι ωραία εδώ. Γαλήνια. Θέλεις να πάμε μέσα, να πιεις ένα αναψυκτικό, κάτι;» «Έχεις τίποτα πιο δυνατό;»

«Όχι. Παίρνω φάρμακα. Δεν πρέπει να πίνω οινόπνευμα. Δε με πειράζει κιόλας. Το δοκίμασα όταν βγήκα, αλλά δε μου άρεσε η γεύση του». «Ίσως γιατί δοκίμασες λάθος ποτό». «Ήταν ουίσκι», είπε ο Γουίλιαμ. «Δε θυμάμαι τη μάρκα. Πήγα σ’ ένα μπαρ. Σκέφτηκα πως αυτό υποτίθεται ότι πρέπει να κάνεις όταν βγαίνεις από τη φυλακή, ξέρεις. Αυτό έλεγαν όλοι ότι θα κάνουν». Ακούγεται τόσο νέος, σκέφτηκε ο Λόνι. Είναι σαν να πάγωσε πνευματικά στην ηλικία των δεκατεσσάρων, έτσι που το σώμα του μεγάλωσε ενώ η συνείδησή του έμεινε η ίδια. «Αυτό έκανα εγώ», είπε ο Λόνι. «Βρήκα ωραία τη γεύση. Πήδηξα κιόλας». Ο Γουίλιαμ κοκκίνισε. «Πω, πω, Λόνι. Ντροπή». Τι παιδί που είσαι, είπε με το νου του ο Λόνι. Ένα αδύναμο αγοράκι. «Πώς σε φωνάζουν τώρα, Γουίλιαμ;» «Ράνταλ. Ράνταλ Χέιτ. Δεν ξέρω γιατί διάλεξαν αυτό το όνομα. Εσένα;» «Ντάνιελ Ρος. Ούτε κι εγώ ξέρω γιατί το διάλεξαν». «Καλό είναι». «Ναι, καλό είναι. Πάμε μέσα, “Ράνταλ”. Κάνει κρύο». Προχωρώντας πλάι πλάι, πήγαν προς το σπίτι. «Η μαμά μου λείπει», είπε ο Γουίλιαμ. «Παίζει μπίνγκο στην Αμερικανική Λεγεώνα κάθε Παρασκευή. Πριν το παιχνίδι, τρώει σε ένα εστιατόριο και διαβάζει τα περιοδικά της. Πήγα μαζί της μια δυο φορές, αλλά νομίζω πως προτιμούσε να πηγαίνει μόνη της». Φάνηκε το σπίτι. «Άκουσα ότι η μαμά σου κι ο μπαμπάς σου πέθαναν», είπε ο Γουίλιαμ. «Λυπάμαι». «Ναι, τι να γίνει». Ο Λόνι άφησε τη φωνή του να σβήσει. Δεν ήθελε να μιλάει γι’ αυτό το θέμα. Οι γονείς του είχαν πεθάνει, τελεία και παύλα. Στο εσωτερικό του σπιτιού πλανιόταν μια μυρωδιά από υγρά ρούχα και κακή μαγειρική. Ο Γουίλιαμ πήρε δύο κουτάκια αναψυκτικό από το ψυγείο, αλλά ο Λόνι είχε ήδη βρει ένα μπουκάλι βότκα σε κάποιο ντουλάπι της κουζίνας. «Νόμιζα πως είπες ότι δεν έχεις κάτι πιο δυνατό». «Η βότκα είναι της μαμάς!» απάντησε ο Γουίλιαμ. Ακούστηκε σκανδαλισμένος. «Δε θα την πειράξει», είπε ο Λόνι. «Θα την πειράξει. Δική της είναι. Θα καταλάβει πως κάποιος ήπιε από το μπουκάλι της». «Δε θα την πειράξει, Γουίλιαμ. Πίστεψέ με. Θα το τακτοποιήσω εγώ μαζί της». «Όχι, δεν πρέπει να είσαι εδώ όταν θα γυρίσει. Δε θα της αρέσει». «Γιατί;» Ο Γουίλιαμ κουμπώθηκε. Δεν ήθελε να συζητήσει αυτό το θέμα. «Επειδή εγώ είμαι ο κακός, σωστά; Επειδή έβαλα το αγοράκι της να κάνει κάτι κακό;» Ο Γουίλιαμ έμεινε σιωπηλός, αλλά ο Λόνι ήξερε ότι αυτή ήταν η αλήθεια. «Το ξέρω ότι το νομίζει αυτό», συνέχισε. «Το ξέρω, επειδή αυτό νομίζει όλος ο κόσμος». Βρήκε δύο ποτήρια, έβαλε μια γενναία δόση βότκας στο καθένα, και μετά πρόσθεσε Κόκα Κόλα από το ένα κουτί. Έδωσε το ποτήρι στον Γουίλιαμ. «Πάρ’ το». «Δεν το θέλω».

«Πάρ’ το, Γουίλιαμ, και πιες το. Πίστεψέ με. Μακροπρόθεσμα θα διευκολύνει τα πράγματα». Ο Γουίλιαμ πήρε το ποτήρι. Ήπιε μια γουλιά, αλλά δεν του άρεσε η γεύση. Άρχισε να κλαίει. «Πιες το, Γουίλιαμ». «Λυπάμαι πολύ, Λόνι», είπε ο Γουίλιαμ. «Λυπάμαι πάρα πολύ». Ο Λόνι του έβαλε πάλι το ποτήρι στο στόμα με το ζόρι και τον έκανε να πιει. Όταν άδειασε το ποτήρι, του το ξαναγέμισε. «Κι άλλο». «Δε θέλω άλλο». «Πιες το. Για χάρη μου». Τσούγκρισε το ποτήρι του με του Γουίλιαμ σαν να έκανε πρόποση και μετά ήπιε με μεγάλες γουλιές. Ο Γουίλιαμ ήδη φαινόταν κάπως ζαλισμένος. Έπιασε το ποτήρι και με τα δύο χέρια και ήπιε. Αυτή τη φορά δε δυσκολεύτηκε τόσο με το ποτό, αλλά εξακολουθούσε να κλαίει. Μύξες έτρεχαν από τη μύτη του, και μια κλωστή σάλιου ένωνε το στόμα του με το ποτήρι. «Δεν έπρεπε να μιλήσεις», είπε ο Λόνι. «Δεν έπρεπε να μιλήσεις ποτέ». Ο Γουίλιαμ κοίταζε απλώς το δάπεδο, ενώ τρανταζόταν σύγκορμος από τους λυγμούς. Ο Λόνι έβαλε το ποτήρι του στο νεροχύτη. Δεν ήθελε να τα κάνει όλα άνω κάτω. Η ανακατωσούρα θα αύξανε τις πιθανότητες να τον πιάσουν. Έβγαλε το σχοινί από την τσέπη του παλτού του. Είχε πει στον εαυτό του ότι θα το χρησιμοποιούσε μόνο για να τρομάξει τον Γουίλιαμ, για να τον δέσει, αν χρειαζόταν, αλλά αυτό ήταν ψέμα, ένα από τα πολλά ψέματα που θα υποχρεωνόταν να πει, και να ζήσει. «Λυπάμαι πολύ, Λόνι», επανέλαβε ο Γουίλιαμ, αλλά τώρα η φωνή του ήταν διαφορετική. Ξαφνικά οι λυγμοί σταμάτησαν. «Θα έπρεπε όμως να λυπάσαι κι εσύ γι’ αυτό που κάναμε στη Σελίνα Ντέι». Κατάπιε την υπόλοιπη βότκα, και μετά γύρισε και γονάτισε στο δάπεδο, με την πλάτη στον Λόνι. Εκείνος δεν μπορούσε να σαλέψει. Περίμενε πως θα άκουγε επιχειρήματα ή δικαιολογίες, αλλά όχι αυτό: όχι αυτή την άθλια παράδοση. «Μην κάνεις κακό στη μαμά μου», είπε ο Γουίλιαμ. «Είναι καλή γυναίκα». Εκείνες οι λέξεις ήταν που έσπασαν τα μάγια και έθεσαν σε κίνηση τα όσα ακολούθησαν. Ο Λόνι πέρασε μ’ ένα τίναγμα το σχοινί γύρω από το λαιμό του Γουίλιαμ, έβαλε το γόνατό του κόντρα στην πλάτη του και τον στραγγάλισε αργά. Και όταν γύρισε η μητέρα του Γουίλιαμ, της έκανε και εκείνης το ίδιο. Εκείνη τη νύχτα ο Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ έπαψε να υπάρχει, όχι όμως και ο Ράνταλ Χέιτ.

Καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας, ο άνθρωπος που κάποτε ήταν ο Λόνι Μάιντας, μετά για λίγο ο Ντάνιελ Ρος και τέλος ο Ράνταλ Χέιτ ανέβασε τα γυαλιά πιο ψηλά στη μύτη του. Εξακολουθούσε να μην τα χρειάζεται, και οι φακοί ήταν σκέτο τζάμι, αλλά είχαν γίνει μέρος του είναι του, μαζί ακόμη και μ’ εκείνο το τικ. Είχε δει τον Γουίλιαμ να το κάνει και το είχε αφομοιώσει. Στο κάτω κάτω, δεν είχε και πολλά στοιχεία στη διάθεσή του για να τα δουλέψει, οπότε πήρε ό,τι μπόρεσε από τον Ράνταλ Χέιτ. Είχε κάνει την ουλή με ένα ξυράφι, και είχε τρελαθεί στον πόνο. Τα υπόλοιπα τα είχε επινοήσει μόνος του. «Κατηγόρησαν τον Λόνι για τα πάντα», είπε. «Ο Γουίλιαμ ήταν αθώος, ο Λόνι ένοχος. Το να γίνω ο Γουίλιαμ μου φάνηκε η τέλεια λύση».

«Πού είναι η Άννα Κόρι, Λόνι;» «Σου είπα ήδη: Δεν ξέρω. Ούτε η Σελίνα ήξερε. Αν η Άννα ήταν νεκρή, η Σελίνα θα μου το είχε πει. Μπορεί ακόμη και να την είχε φέρει μαζί της για να μου τη δείξει. Οι νεκροί γνωρίζουν τους νεκρούς. Αλλά, είτε είναι νεκρή είτε ζωντανή, εγώ δεν είχα καμία σχέση με την εξαφάνισή της». Άκουσα μια φωνή να λέει, «Δε σε πιστεύω», αλλά δεν ήταν η δική μου. Προσπάθησα να κινηθώ, μα ήμουν πολύ αργός. Πρόλαβα να δω τρεις άντρες καθώς σηκωνόμουν, και μετά αισθάνθηκα έναν τρομακτικό πόνο στο κεφάλι καθώς δέχτηκα το πρώτο χτύπημα. Ακολούθησαν κι άλλα, όμως μετά από τα πρώτα τρία ή τέσσερα έπαψα να αισθάνομαι το παραμικρό.

35 ΟΚερτ Άλαν σταμάτησε σε μικρή απόσταση από την είσοδο του δημοτικού κτιρίου και έσβησε τη μηχανή. Το υπηρεσιακό Εξπλόρερ ήταν στο πάρκινγκ, πράγμα που σήμαινε ότι ο Κεν Φόστερ, ο αξιωματικός της ομάδας του, ήταν στο τμήμα. Ξέροντας τον Φόστερ, ο Άλαν υπέθεσε ότι θα είχε ήδη μια κούπα καφέ στο χέρι και θα έψαχνε να βρει κάτι γλυκό να τσιμπήσει. Είχε δίκιο. Όταν μπήκε στο γραφείο, είδε το χοντρό πισινό του Φόστερ στραμμένο προς την πόρτα καθώς ψαχούλευε στο ντουλάπι κάτω από την καφετιέρα. «Πώς περνάει η νύχτα;» ρώτησε ο Άλαν. «Περνάει με πείνα», απάντησε ο Φόστερ με το κεφάλι χωμένο στο ντουλάπι. «Και οι τύποι της πολιτειακής αστυνομίας καθάρισαν τα πάντα. Μου φαίνεται πως έφαγαν ακόμη και τα ζουζούνια». «Γιατί δεν έφερες ένα σάντουιτς μαζί σου;» «Έφερα σάντουιτς. Αλλά το άφησα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας». Ο Άλαν συμπαθούσε τον Φόστερ. Διάολε, ο ίδιος τον είχε προσλάβει, άρα μάλλον πρέπει να ήξερε τι έκανε. Ο Φόστερ δεν ήταν φτιαγμένος για να ξεδιαλύνει μεγάλα μυστήρια, αλλά η καρδιά του βρισκόταν στη σωστή θέση και κατάφερνε να συνδυάζει την έλλειψη ανοχής στις μαλακίες με την ευγένεια, πράγμα καθόλου εύκολο. Ο μεγαλόσωμος αξιωματικός εγκατέλειψε την αναζήτηση τροφής και κάθισε πίσω από το γραφείο υποδοχής. «Είναι αργά κι εσύ τριγυρνάς», είπε. «Τώρα τελευταία δυσκολεύομαι να χαλαρώσω». «Κι εγώ το ίδιο». Ο Φόστερ πασπάτευε την κούπα του. «Αυτά εκεί τα άφησε ο ντετέκτιβ Γουόλς», πρόσθεσε, βλέποντας τον Άλαν να παίρνει μερικά χαρτιά από τα εισερχόμενα. Ήταν η αναφορά για την ανάλυση των φακέλων που είχε λάβει ο Ράνταλ Χέιτ. Απ’ ό,τι κατάλαβε ο Άλαν, δεν περιείχε κάτι αξιοσημείωτο: Δεν υπήρχαν τρίχες, ούτε σάλιο, ούτε γενετικό υλικό. Είχε βρεθεί κάποια οργανική ουσία, όμως η αναφορά ήταν περίπλοκη και ο Άλαν δεν την πολυκατάλαβε γιατί το μυαλό του ήταν αλλού. Αν ήταν κάτι σημαντικό, θα τον είχαν ενημερώσει τηλεφωνικά. «Βρέθηκε τίποτα;» ρώτησε ο Φόστερ. «Όχι». «Αρχηγέ, πιστεύεις πως είναι ακόμη ζωντανή;» Ήταν η πρώτη φορά που ο Φόστερ του έκανε αυτή την ερώτηση. Ο Άλαν ήξερε ότι τον απασχολούσε, όπως απασχολούσε και όλους τους άλλους. Είχε δει την κυρία Σέι να ψάχνει στο Ίντερνετ ρεπορτάζ για κορίτσια που αγνοούνταν χρόνια ολόκληρα κι εμφανίστηκαν ξανά, όπως εκείνη η κοπέλα στο υπόγειο στην Αυστρία ή η μικρή που είχε βρεθεί να ζει σε ένα αυτοσχέδιο σπίτι από σκηνές και υπόστεγα στο πίσω μέρος της αυλής του απαγωγέα της. Εκείνες, όμως, αποτελούσαν τις εξαιρέσεις, και ήταν ανυπόφορη η σκέψη των όσων είχαν περάσει στη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, δυστυχώς, τα κορίτσια που έπεφταν θύματα απαγωγής δολοφονούνταν και οι Αρχές έβρισκαν τα πτώματά τους μόνο εάν οι απαγωγείς τους ήταν απρόσεκτοι ή άτυχοι, ή απλώς δεν έδιναν δεκάρα αν θα άφηναν πίσω τους ίχνη ή όχι. Οι έξυπνοι φρόντιζαν να μην ανακαλυφθούν ποτέ τα θύματά τους. «Είναι ακόμη ζωντανή», είπε ο Άλαν. «Μέχρι να διαπιστωθεί το αντίθετο, είναι ακόμη ζωντανή. Κοίτα, γιατί δεν πας να πάρεις κάτι να φας; Το Μπάντι’ς εξακολουθεί να σερβίρει τέτοια ώρα, έτσι

δεν είναι;» «Ναι, σνακ για να συνοδεύεις το ποτό σου». «Πήγαινε να φας. Αναλαμβάνω εγώ εδώ πέρα». «Είσαι σίγουρος;» «Ναι, δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω. Αν μη τι άλλο, δε θα ανησυχώ για την ευαίσθητη κράση σου». Ο Φόστερ δεν έφερε αντίρρηση. Ο Άλαν τον είδε να μπαίνει στο αυτοκίνητο και να φεύγει. Όταν σιγουρεύτηκε πως δε θα ξαναγύριζε, έριξε άλλη μια ματιά στο ρολόι του. Το κινητό του χτύπησε δύο φορές, σταμάτησε, και μετά ξαναχτύπησε άλλες δύο. Και στις δύο περιπτώσεις ο αριθμός που τον καλούσε είχε απόκρυψη. Ο Άλαν έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Είχε αρχίσει. *** Ο Έιντζελ και ο Λούις παρακολουθούσαν το αστυνομικό τμήμα χωμένοι στις σκιές σε μικρή απόσταση από τη Μέιν Στρητ. Κάτι δεν τους κόλλαγε στην περίπτωση του Άλαν, αλλά δεν ήξεραν με σιγουριά τι άλλο να κάνουν πέρα από το να τον παρακολουθούν. Εάν ο Άλαν είχε απαγάγει την Άννα Κόρι, σίγουρα το κορίτσι δε βρισκόταν στο σπίτι του. Είχαν ψάξει και το διαμέρισμα της φιλενάδας του, όταν εκείνη πήγε με τον Άλαν και το παιδί της για ένα παγωτό, αλλά πάλι δε βρήκαν ίχνος της Άννας, άρα, αν ο Άλαν ήταν ανακατεμένος στην εξαφάνισή της, τότε ή κάποιος άλλος φύλαγε την Άννα ή ήταν ήδη νεκρή. Ίσως ο Ράνταλ Χέιτ να είχε ήδη δώσει κάποια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, αλλά ο Πάρκερ δεν τους είχε ενημερώσει, και όταν δοκίμασαν να του τηλεφωνήσουν, δεν το σήκωσε. «Τι πιστεύεις;» ρώτησε ο Έιντζελ. «Νομίζω πως ο Άλαν θα μείνει εκεί μέχρι να επιστρέψει ο χοντρούλης», απάντησε ο Λούις. «Έχουμε βάλει συσκευή εντοπισμού στο αυτοκίνητό του». «Ναι, βάλαμε». «Επομένως, εάν φύγει, θα ξέρουμε πού πήγε». «Ναι, θα ξέρουμε». «Δε θα έβλαπτε να κάνουμε μια βόλτα από το σπίτι του Ράνταλ Χέιτ, απλώς για να βεβαιωθούμε ότι όλα είναι εντάξει». «Δε θα έβλαπτε καθόλου». Ο Λούις έβαλε μπροστά και έκανε αναστροφή για να μη χρειαστεί να μπουν στον κεντρικό δρόμο. Τράβηξαν ανατολικά. Περίπου οχτακόσια μέτρα από το σπίτι του Χέιτ, είδαν πέντε άντρες που είχαν βγει για νυχτερινό κυνήγι να μπαίνουν στο δάσος. Οι τρεις τους κρατούσαν καραμπίνες. Δεν ήταν ασυνήθιστο θέαμα στη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου. Μόνο που ήταν Κυριακή, και στην Πολιτεία του Μέιν ήταν παράνομο το κυνήγι την Κυριακή.

Δεν είχα χάσει εντελώς τις αισθήσεις μου. Άκουγα τον ήχο από γροθιές που έπεφταν πάνω σε σάρκα, καθώς και σκόρπιες λέξεις από ερωτήσεις και απαντήσεις. Κάποια στιγμή κατάφερα να γυρίσω το κεφάλι μου, αλλά τα μάτια μου ήταν θολά και μόλις που ξεχώρισα τη μορφή του Λόνι

Μάιντας καθισμένη στην καρέκλα. Διέκρινα όμως το αίμα, αφού το πρόσωπο και το πουκάμισό του είχαν γίνει κατακόκκινα. Τελικά με έστησαν στα πόδια μου. Αγωνίστηκα να μείνω όρθιος. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει από τον πόνο και αισθανόμουν ζαλάδα και ναυτία. Είχα την εντύπωση πως είχα κουφαθεί από το ένα αυτί. Με άφησαν να ξαναπέσω στο πάτωμα. Κάποιος με γράπωσε από τα πόδια και άρχισε να με σέρνει. Το κεφάλι μου χτύπησε στο σκαλοπάτι της κουζίνας, και μετά ένιωσα βρεγμένο γρασίδι κάτω από την πλάτη μου και είδα αστέρια να με κοιτάζουν ψυχρά ανάμεσα στα σύννεφα. Το γρασίδι έγινε χώμα και φύλλα, και ο ουρανός άρχισε να κόβεται από τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Το κρύο και η υγρασία του νυχτερινού αέρα καθάρισαν λίγο την ομίχλη που είχε τυλίξει το μυαλό μου. Γύρισα στο πλάι και κοίταζα αυτό που επρόκειτο να συμβεί, ανήμπορος να το αποτρέψω. Ο Λόνι Μάιντας είχε γονατίσει στο ξέφωτο. Το πρόσωπό του ήταν διαλυμένο. Δεν ήμουν καν σίγουρος ότι διατηρούσε την όρασή του. Από το στόμα του κυλούσε αίμα, και η ανάσα του έβγαινε σφυριχτή από τη σπασμένη μύτη του. Δύο άντρες στέκονταν από πάνω του, ένας νέος και κοκκινομάλλης, και ο άλλος μεγαλύτερος, με μακριά μαύρα μαλλιά. Λίγο παραπέρα, στεκόταν και τους παρακολουθούσε ένας γεροδεμένος άντρας με φαλάκρα, γύρω στα εξήντα. Σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν ο Τόμι Μόρις, αφού είχα δει παλιές φωτογραφίες του στα έγγραφα που μου είχε στείλει η πηγή μου από τη Βοστόνη. «Ρώτα τον πάλι», είπε ο μεγαλύτερος από τους τρεις άντρες. «Δεν ξέρει τίποτε, Τόμι», απάντησε ο μελαχρινός. «Μάρτιν, σου είπα να τον ξαναρωτήσεις». Αυτός που λεγόταν Μάρτιν έσκυψε για να μιλήσει στον Λόνι Μάιντας. «Θέλει μόνο να μάθει πού βρίσκεται το κορίτσι. Πες του, και θα σε αφήσουμε να φύγεις». Ο Λόνι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, αλλά δεν είπε τίποτε. «Τον χάνουμε», είπε ο Μάρτιν, αλλά ο Μόρις δεν απάντησε. Ο Μάρτιν δοκίμασε πάλι. «Αν ξέρεις πού είναι το κορίτσι, γνέψε καταφατικά. Θα σε σενιάρουμε, και θα πάμε να την πάρουμε. Αυτό θα είναι το καλύτερο για όλους». Μα ο Λόνι έγνεψε πάλι αρνητικά. «Σου τ’ ορκίζομαι, Τόμι, δεν ξέρει. Αν ήξερε, θα μας το είχε πει. Ούτε εγώ δε θα άντεχα το ξύλο που έφαγε». «Κι αυτός εκεί;» είπε ο Τόμι, δείχνοντας εμένα. «Δεν τον ρωτήσατε τι ξέρει». «Είναι ιδιωτικός ντετέκτιβ, Τόμι», απάντησε ο Μάρτιν. «Δεν έχει την ανιψιά σου». «Ίσως ξέρει πού βρίσκεται». Υπήρχε κάτι ρομποτικό στον τρόπο που μιλούσε ο Τόμι Μόρις. Τώρα που ξαναφέρνω στο μυαλό μου τη σκηνή, πιστεύω ότι το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η Άννα Κόρι, γιατί η ανιψιά του ήταν η μόνη κινητήρια δύναμη που του είχε απομείνει. «Τόμι», είπε ο Μάρτιν, μιλώντας όσο πιο μαλακά μπορούσε, «αν ήξερε πού είναι το κορίτσι, θα το είχε πει στους αστυνομικούς. Τον έχω ακουστά αυτό τον τύπο. Δεν κάνει μαλακίες». Ο κοκκινομάλλης είχε τραβήξει το πιστόλι του. Σημάδευε τον Λόνι Μάιντας στο πίσω μέρος του κεφαλιού. «Φράνκι», είπε ο Μάρτιν. «Τι κάνεις;» «Αυτός εδώ σκότωσε ένα κοριτσάκι», απάντησε ο Φράνκι, και κάτι σαν λυγμός έπνιξε τη φωνή του. «Τι σόι άνθρωπος κάνει τέτοιο πράγμα;» «Πάει πολύς καιρός από τότε», είπε ο Μάρτιν. «Το έκανε όταν και ο ίδιος ήταν πιτσιρικάς».

«Δεν έχει σημασία. Τίποτε δεν έχει σημασία. Θέλω απλώς να τελειώσει όλο αυτό». «Έχει δίκιο», είπε ο Μόρις. «Σκοτώστε τον. Σκοτώστε τους και τους δύο». Ο Μάρτιν έβγαλε ένα πιστόλι από το μπουφάν του. Το κοίταξε για μια στιγμή με τη σκέψη του σε όσα θα ακολουθούσαν, και μετά σημάδεψε εκείνον που λεγόταν Φράνκι. «Πέτα το όπλο σου, Φράνσις». «Τι πράγμα;» «Κατέβασέ το. Αργά». «Έχει σκοτώσει ένα παιδί! Είναι ένα σκουπίδι. Σε κανέναν δε θα λείψει. Σε κανέναν!» Ο Μάρτιν άλλαξε θέση ελαφρά, για να σημαδεύει με το όπλο του και τον Φράνκι και τον Μόρις. «Τι σημαίνουν όλα αυτά, Μάρτιν;» είπε ο Τόμι. «Τελείωσε, Τόμι, αυτό σημαίνουν. Είμαι ομοσπονδιακός πράκτορας». Στην αρχή ο Τόμι δεν αντέδρασε. Σιγά σιγά στο πρόσωπό του απλώθηκε ένα χαμόγελο. «Όχι, δεν είσαι». «Φράνσις, το εννοώ: Πέτα το όπλο. Κι εσύ, Τόμι, κράτα τα χέρια σου κάπου ώστε να μπορώ να τα βλέπω». «Δεν είσαι ομοσπονδιακός πράκτορας, Μάρτιν. Είσαι ένας από μας. Έχεις πιει μαζί μας, έχεις δείρει κόσμο μαζί μας. Μέχρι που έχεις σκοτώσει για μας». «Ποτέ δε σκότωσα για λογαριασμό σου, Τόμι. Οι άνθρωποι που με έστειλες να κυνηγήσω εξαφανίστηκαν, αλλά όχι με τον τρόπο που νόμιζες. Ακόμη και οι Νέιπιερ έχουν ενταχθεί τώρα σε ομοσπονδιακό πρόγραμμα προστασίας». «Το καλσόν», είπε ο Φράνκι, μιλώντας σαν να θυμόταν ένα όνειρο. «Η κυρία Νέιπιερ. Νόμιζα πως τη βίασες, αλλά δε φορούσε καλσόν όταν μπήκαμε στο σπίτι, ενώ μετά υπήρχε ένα καλσόν στο πάτωμα. Ποτέ δεν την άγγιξες. Ήταν όλα στημένα». «Δεν είμαι βιαστής, Φράνσις, ούτε φονιάς, αλλά σε προειδοποιώ για τελευταία φορά. Πέτα...» Μα ο Φράνκι δεν τον άκουσε. Πήρε το πιστόλι του από το κεφάλι του Λόνι, το σήκωσε, και ο Μάρτιν τον πυροβόλησε δύο φορές στο στήθος. «Ω Θεέ μου», είπε ο Τόμι, και τότε είδα άντρες να κινούνται πίσω του μέσα στις σκιές, κυνηγούς ντυμένους με στολές καμουφλάζ για το σκοτάδι, και σκέφτηκα: Κάτι δεν πάει καλά. Ξαφνικά στο δάσος ξέσπασε πιστολίδι. Πυροβολισμοί έπεφταν πίσω μου, δεξιά και αριστερά μου. Έτρεξα να καλυφθώ, παραπαίοντας σαν μεθυσμένος. Μια σφαίρα τίναξε σκλήθρες και κομμάτια φλοιού από ένα δέντρο δίπλα στο κεφάλι μου, κι έπεσα μπρούμυτα. Νόμισα πως άκουσα κάποιον να διασχίζει τρέχοντας τους θάμνους κοντά μου, αλλά δεν μπορούσα να τον δω καθαρά. Δεν είχα όπλο, ούτε υπήρχε τρόπος για να βρω. Κρύφτηκα πίσω από ένα μεγάλο δέντρο και άρπαξα ένα πεσμένο κλαδί. Ήταν καλύτερο από το τίποτα, αλλά όχι και πολύ. Μετά από πάρα πολλή ώρα, τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε, οι πυροβολισμοί σταμάτησαν και άκουσα μια γνώριμη φωνή να με καλεί. «Τελείωσε», είπε ο Έιντζελ. «Τελείωσε».

Μόλις έπεσε ο πρώτος πυροβολισμός, ο Λόνι έγινε ένα με το έδαφος. Στη φυλακή είχε μάθει ότι όταν ξεσπούσε φασαρία, το καλύτερο που είχες να κάνεις ήταν να κρατάς χαμηλά το κεφάλι, αλλιώς κάποιος θα σου το χαμήλωνε με ένα χτύπημα. Καθώς συνεχιζόταν το πιστολίδι, σύρθηκε στο χώμα και στα πεσμένα φύλλα σαν το πληγωμένο θηρίο που ήταν, μέχρι που χώθηκε σε μια κοιλότητα του

εδάφους. Τα μάτια του είχαν σχεδόν κλείσει από το πρήξιμο, αλλά έβλεπε και, κυρίως, άκουγε αρκετά καλά για να φροντίσει να απομακρυνθεί από τον τόπο της συμπλοκής. Είδε άντρες με στολές καμουφλάζ· αυτοί είχαν πυροβολήσει πρώτοι. Κατόπιν ένας μαύρος και ένας πιο κοντός λευκός είχαν εμφανιστεί μέσα από το δάσος πυροβολώντας, και τρεις από τους κυνηγούς με τις στολές είχαν πέσει χτυπημένοι. Τότε ήταν που ο Λόνι το έβαλε στα πόδια. Δεν είχε ιδέα ποιος έριχνε σε ποιον ή για ποιο λόγο. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ενώ βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού και αντίκριζε το κενό, τώρα του δινόταν η ευκαιρία να ζήσει. Όταν ήταν βέβαιος πως δεν τον έβλεπε κανείς, το έβαλε στα πόδια. Το σκοτάδι τού πρόσφερε κάλυψη, και ο ήχος των πυροβολισμών ξεμάκρυνε. Ο Λόνι συνειδητοποίησε ότι πήγαινε ανατολικά, μακριά από το σπίτι του, προς τον κεντρικό δρόμο. Χρειαζόταν βοήθεια· τον είχαν χτυπήσει άσχημα. Μετά την αρχική έκρηξη της αδρεναλίνης που τον είχε βοηθήσει να απομακρυνθεί, είχε κόψει ταχύτητα και τώρα αισθανόταν έντονο πόνο στο πρόσωπο και στην κοιλιά του. Του είχαν σπάσει κάτι, ίσως κάνα δυο πλευρά. Τα σωθικά του πονούσαν. Κατάφερε με κάποιο τρόπο να συνεχίσει, αλλά η δύναμή του έφθινε, και ανάγκασε τον εαυτό του να βαδίζει πιο προσεκτικά. Φοβόταν πως αν έπεφτε, δε θα ξανασηκωνόταν ποτέ. Έφτασε στο δρόμο και έστριψε αριστερά, πηγαίνοντας προς την πόλη. Υπήρχαν άλλα σπίτια εκεί κοντά. Οι πλησιέστεροι γείτονές του, οι Ρόουλι, πάντα άφηναν ένα φως αναμμένο τη νύχτα, και ο Λόνι είχε την εντύπωση ότι το διέκρινε ανάμεσα στα δέντρα. Συνέχισε το δρόμο του τρικλίζοντας, αγκαλιάζοντας σφιχτά το σώμα του με το δεξί του χέρι καθώς πάσχιζε να κρατηθεί σωματικά και πνευματικά. Άκουσε ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει, και από τη θολούρα του δεν μπορούσε να ξεχωρίσει από ποια κατεύθυνση ερχόταν. Αν ερχόταν από πίσω του, μπορεί να ήταν οι άντρες που τον είχαν βασανίσει και ήθελαν τώρα να τον αποτελειώσουν. Αν ερχόταν από την πόλη, ίσως να ήταν κάποιος που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Ο πόνος στα σωθικά του χειροτέρευε. Δεν πρέπει να έφταιγαν μόνο τα σπασμένα πλευρά. Του είχαν σπάσει κάτι μαλακό και ζωτικό, και τώρα το περιεχόμενό του ξεχυνόταν. Προβολείς φώτισαν τα δέντρα μπροστά του, και ο Λόνι άρχισε να κλαίει από ανακούφιση: Το αυτοκίνητο ερχόταν από την κατεύθυνση του Πάστορ’ς Μπέι. Κούνησε το αριστερό χέρι για να το σταματήσει όταν ξεπρόβαλε από τη στροφή κι ο οδηγός τον είδε κι έκοψε ταχύτητα. Ο Λόνι πήγε στην άκρη του δρόμου καθώς το αυτοκίνητο σταματούσε δίπλα του και αναγνώρισε τον οδηγό πριν εκείνος κατεβάσει το παράθυρο. «Δόξα τω Θεώ», είπε ο Λόνι. «Δόξα τω Θεώ που είσαι εσύ». Ένα τρεμοφέγγισμα φάνηκε στο νυχτερινό αέρα, και τα σωματίδια της ύλης σχημάτισαν τις μορφές ενός άντρα και ενός κοριτσιού. Με το δεξί του χέρι ο Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ κρατούσε σφιχτά το αριστερό χέρι της Σελίνα Ντέι. Η κοπέλα άπλωσε το ελεύθερο χέρι της, καλώντας τον Λόνι να τους συντροφέψει. Εκείνος δεν ήθελε να την ακολουθήσει. Ήξερε πού ήθελε να τον πάει. Θα έφευγαν από αυτό τον κόσμο, μαζί οι τρεις τους. Ετοιμαζόταν να πει τα τελευταία λόγια του, όταν ο Άλαν τον πυροβόλησε στο στήθος.

Ο άντρας που λεγόταν Φράνκι δεν είχε πεθάνει ακόμη. Ήταν πεσμένος στο έδαφος, και η ζωή ανάβλυζε από μέσα του μαζί με τις φυσαλίδες του αίματος. Ο άλλος, ο Μάρτιν, είχε γονατίσει δίπλα του και του χάιδευε το κεφάλι ενώ οι τελευταίες ανάσες έβγαιναν με κόπο από το κορμί του Φράνκι,

το στόμα του άνοιξε καθώς προσπαθούσε να πει τι έβλεπε, και τα μάτια του έγιναν τεράστια από το δέος που του προκάλεσε αυτό το θέαμα, πριν σβήσουν παντοτινά. Ο Τόμι Μόρις ήταν πεσμένος στη βάση ενός δέντρου, με τη μία πλευρά του προσώπου του ακουμπισμένη στον κορμό και την άλλη τσακισμένη από μία από τις σφαίρες που τον είχαν σκοτώσει. Εκεί κοντά ήταν τρεις νεκροί, με τις κυνηγετικές στολές τους γεμάτες σκούρους λεκέδες από το αίμα και τις σκιές. Ο τέταρτος είχε χτυπηθεί στην κοιλιά και στα πόδια. Θα ζούσε αν έφτανε έγκαιρα βοήθεια. Ο πέμπτος άντρας δε συμμετείχε στη συμπλοκή, επιχείρησε να το σκάσει και ο Έιντζελ με τον Λούις του το επέτρεψαν. Ο Μάρτιν ήταν τραυματισμένος. Το αριστερό του μπράτσο κρεμόταν άχρηστο στο πλευρό του, η κερκίδα και η ωλένη είχαν θρυμματιστεί από τα σκάγια μιας καραμπίνας. Δεν έκλαψε για το παλικάρι που είχε σκοτώσει, αν και το πρόσωπό του ήταν μια μάσκα θλίψης. Σηκώθηκε, και τότε είδε για πρώτη φορά τον Έιντζελ και τον Λούις. «Είναι μαζί μου», είπα εγώ. «Υπάρχουν ερωτήσεις που πρέπει να απαντηθούν», παρατήρησε ο Μάρτιν. «Όχι από αυτούς», δήλωσα. «Τότε πες τους να φύγουν από δω. Μόνο αυτό τους χρωστάω». Χωρίς άλλη κουβέντα, ο Έιντζελ και ο Λούις έφυγαν. Η περιφερική όρασή μου παρέμενε κάπως θολή, αλλά η ισορροπία μου είχε βελτιωθεί. Ο πόνος στο αυτί μου δεν ήταν πια τόσο οξύς, και μπορούσα σχεδόν να σταθώ όρθιος χωρίς να παραπαίω. «Ποιος από σας με χτύπησε;» ρώτησα. «Όλοι μας», απάντησε ο Μάρτιν. «Περιποιηθήκατε ιδιαίτερα και τον Λόνι Μάιντας». «Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω. Και νόμιζα πως λεγόταν Ράνταλ Χέιτ». «Ο Ράνταλ Χέιτ είναι νεκρός. Κάποιος Λόνι Μάιντας τον σκότωσε και πήρε τη θέση του». «Γιατί;» «Επειδή δεν ήθελε πια να είναι αυτός που ήταν. Επειδή δεν ήξερε πια ποιος ήταν». «Θα τον βρουν», είπε ο Μάρτιν, και μετά διόρθωσε τον εαυτό του. «Θα τον βρούμε». «Εάν βέβαια προλάβει να ζήσει μέχρι τότε, ύστερα από το ξύλο που έφαγε». «Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω», επανέλαβε ο Μάρτιν. «Για ποιο λόγο; Επειδή νόμιζες πως είχε το κορίτσι, ή απλώς επειδή σου είπε ο Τόμι Μόρις να το κάνεις;» Εκείνος σκέφτηκε την ερώτησή μου. Το βλέμμα του ήταν άτονο. «Δεν ξέρω». «Λέγεσαι στ’ αλήθεια Μάρτιν, τουλάχιστον;» «Έχει σημασία;» Τον είδα να βγάζει ένα κινητό από την τσέπη του και να σχηματίζει έναν αριθμό. «Πάω να βρω τον Λόνι», είπα. «Όχι, θα μείνεις εδώ». «Άι στο διάολο», του πέταξα και άρχισα να απομακρύνομαι. «Σου είπα να μείνεις εδώ», επανέλαβε ο Μάρτιν, και ο τόνος της φωνής του με έκανε να γυρίσω. Στο αριστερό του χέρι είχε βρεθεί τώρα το κινητό, που το κρατούσε αδέξια γιατί ήταν τραυματισμένος, και στο δεξί είχε ένα πιστόλι. «Πέρασες πολύ καιρό στη σκοτεινή πλευρά, Μάρτιν», του είπα. Το πιστόλι ταλαντεύτηκε και μετά χαμήλωσε.

«Δε με λένε Μάρτιν», μου είπε. «Δε με νοιάζει», απάντησα, και τον άφησα μόνο στις σκιές.

Βρήκα τον Λόνι Μάιντας σε ένα χαντάκι στην άκρη του δρόμου. Ήταν το δεύτερο πτώμα που ανακάλυψα στη διαδρομή. Το πρώτο ήταν του κυνηγού που το είχε σκάσει. Ήταν πεσμένος σε μικρή απόσταση από τον Μάιντας, ένα βήμα από τις παρυφές του δάσους. Ο Λόνι είχε δεχτεί μια σφαίρα στην καρδιά από μικρή απόσταση, ενώ ο κυνηγός είχε χτυπηθεί στο στήθος και στο κεφάλι. Στο έδαφος κοντά στο πτώμα του πρόσεξα ένα φτηνό Κολτ Κομάντερ από ανθρακούχο ατσάλι με ματ τελείωμα. Ο κυνηγός είχε ακόμη στο χέρι το δικό του όπλο. Κάθισα με την πλάτη να ακουμπά στον τραχύ κορμό ενός δέντρου και περίμενα μαζί τους μέχρι που φάνηκαν τα φώτα από τα νότια.

V Και οι χειρότεροι άνθρωποι κρύβουν μέσα τους λίγο καλό που μπορεί να τους καταστρέψει. Γουίλιαμ Ρόουζ (1914-1987)

36

Π

έρασα μια ατέλειωτη νύχτα στο αστυνομικό τμήμα του Πάστορ’ς Μπέι. Ο τοπικός γιατρός, ένας ηλικιωμένος κύριος που φαινόταν να είχε αποφοιτήσει από την ιατρική σχολή μαζί με τον ίδιο τον Ιπποκράτη, μου έριξε μια γρήγορη ματιά και αποφάσισε ότι είχα ένα σπασμένο τύμπανο και ελαφριά διάσειση. Θα μπορούσα να θέσω εν αμφιβόλω τη χρήση της λέξης «ελαφριά», αλλά θα ματαιοπονούσα. Ο γιατρός με συμβούλεψε να μην κοιμηθώ για λίγο, μα αφού τα ερωτήματα ήταν πολλά κι ο αριθμός των ζωντανών που ήταν διαθέσιμοι να τα απαντήσουν περιορισμένος, στην πραγματικότητα δεν είχα την επιλογή του ύπνου. Έτσι η νύχτα έδωσε τη θέση της στη μέρα, και οι ερωτήσεις εξακολουθούσαν να πολλαπλασιάζονται. Για ορισμένες είχα απαντήσεις, για άλλες όχι. Σε μερικές περιπτώσεις είπα απλώς ψέματα. Μόλις έφεξε, η Πολιτειακή Αστυνομία του Νιου Χάμσαϊρ άρχισε να σκάβει στον κήπο της παλαιότερης κατοικίας του Ράνταλ Χέιτ, κατόπιν ειδοποίησης του Κάρολ, κι εγώ επιβεβαίωσα τις λεπτομέρειες ενώ προσπαθούσα να αντιμετωπίσω τα ερωτήματα που είχε εγείρει η ύπαρξη μιας εντελώς διαφορετικής ομάδας πτωμάτων. Οι αστυνομικοί δεν είχαν χρειαστεί πολλή ώρα για να σκάψουν ως τους θαμμένους τσιμεντόλιθους. Από κάτω βρίσκονταν ο Ράνταλ Χέιτ και η μητέρα του. Η σήψη των πτωμάτων μέσα στο κρύο, υγρό χώμα είχε επιβραδυνθεί από τη σαπωνοποίηση. Όταν αποκαλύφθηκαν, τα λείψανα των Χέιτ ήταν καλυμμένα με αδιπόκηρο, την κηρώδη ουσία που σχηματίζεται από την αποσύνθεση λιπών και πρωτεϊνών. Θύμιζαν έντομα που είχαν παγώσει στο στάδιο της προνύμφης. Έπειτα έφτασαν τα πρακτικά από τη Βόρεια Ντακότα, και όλοι παρατήρησαν πόσο έμοιαζαν ο Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ και ο Λόνι Μάιντας, ακόμη και όταν ήταν παιδιά. Δεν έμαθα ποτέ το αληθινό όνομα του ομοσπονδιακού που στον Τόμι Μόρις και στους συνεργάτες του ήταν γνωστός ως Μάρτιν Ντέμπσι. Μέσα σε λίγες ώρες έφυγε από το Πάστορ’ς Μπέι και στις αναφορές που ακολούθησαν θα μνημονευόταν μόνο ως κάποιος πράκτορας «δρων εν κρυπτώ». Η αναχώρησή του σήμαινε ότι έπρεπε να πω κι άλλα ψέματα. Είπα στον Γουόλς ότι δεν ήξερα τα ονόματα των δύο αντρών που είχαν παρέμβει για να σώσουν τον Ντέμπσι από τους μπράβους του Όουενι Φάρελ. Μέσα στο γενικό κομφούζιο όσων είχαν συμβεί, και εξακολουθούσαν να συμβαίνουν, δε νομίζω ότι ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα. Ίσως και γιατί ο Ένγκελ, που μπήκε για λίγο στο δωμάτιο για να ακούσει τη συζήτησή μας και μετά ξαναβγήκε, ήδη ήξερε ή υποψιαζόταν την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, και είχε την άποψη ότι η αλήθεια απλώς θα περιέπλεκε περισσότερο μια ούτως ή άλλως προβληματική κατάσταση. Ο Ντέμπσι ήταν ζωντανός μόνο και μόνο χάρη στην παρέμβαση των Λούις και Έιντζελ, και το μόνο που θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τη ζωή του Ένγκελ εκείνη τη στιγμή θα ήταν η παρουσία ενός νεκρού πράκτορα του FBI στο Πάστορ’ς Μπέι. Επιτέλους, κάποια στιγμή σταμάτησαν προσωρινά οι ερωτήσεις. Ο γιατρός γύρισε και με εξέτασε πάλι. Μου έδωσε μερικά παυσίπονα ακόμη και μου είπε ότι μάλλον μπορούσα πια να κοιμηθώ. Εγώ του είπα ότι θα κοιμόμουν έτσι κι αλλιώς, είτε το θεωρούσε σκόπιμο είτε όχι, επειδή δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο, προσθέτοντας ότι αν δεν ξυπνούσα ποτέ, δε θα στενοχωριόμουν κιόλας. Αν δεν είχε μπει στο δωμάτιο ο Ένγκελ μαζί με το γιατρό, θα είχα κουλουριαστεί στο πάτωμα βάζοντας το μπουφάν μου για μαξιλάρι. Αντί γι’ αυτό, επιστράτευσα και την τελευταία ικμάδα ενέργειας που διέθετα για να μείνω ξύπνιος, με καθαρό μυαλό.

Ο Ένγκελ είχε την αποκαμωμένη έκφραση κάποιου που είχε κρατήσει τις μετοχές του λίγο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, και εκεί που ήλπιζε να τις εξαργυρώσει, τις είχε δει να κάνουν βουτιά. Το μόνο που του έμενε ήταν σκουπίδια. Ο Τόμι Μόρις ήταν νεκρός, και μαζί του είχαν χαθεί όλα όσα ήξερε. Ο μυστικός πράκτορας του Ένγκελ είχε βγει από το παιχνίδι, και ήταν ιδανικός υποψήφιος για μακρά ψυχοθεραπεία. Αν δεν πονούσε τόσο φρικτά το κεφάλι μου, μπορεί και να λυπόμουν τον Ένγκελ, αλλά, όπως είχαν τα πράγματα, ο μυστικός πράκτοράς του ήταν ένας από τους λόγους που είχα πονοκέφαλο. Μια και εκείνος δεν τριγύριζε πια εκεί για να τον κατηγορήσω, με μεγάλη μου ευχαρίστηση πλήρωσε ο Ένγκελ τα σπασμένα. «Έχεις μεγάλο μπάχαλο να καθαρίσεις», του είπα. «Έχω κάνει πολλή εξάσκηση», απάντησε, και μετά πρόσθεσε: «Είσαι τυχερός που είσαι ζωντανός». «Κι εγώ έχω κάνει πολλή εξάσκηση». Ο Ένγκελ έβγαλε ένα σημειωματάριο από την τσέπη του και το άνοιξε σε μια κενή σελίδα. Δίπλα του ακούμπησε ένα χρυσό στυλό. «Ξεμπέρδεψα με την αρχική προφορική αναφορά του Μάρτιν Ντέμπσι», είπε. «Ελπίζω να του πήρες το όπλο του. Δε νομίζω ότι είναι απόλυτα σίγουρος προς τα πού πρέπει να σημαδεύει». «Πέρασε πολύ καιρό ως μυστικός. Για να γίνεις καλός σ’ αυτή τη δουλειά, πρέπει ο παλιός εαυτός σου να υπαχθεί σε μια νέα ταυτότητα. Η αποκατάσταση της προσωπικότητάς του μπορεί να αποδειχτεί δύσκολη, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρει». «Αυτά θα πεις και στη συνέντευξη Τύπου; Ακούγονται αρκετά κοινότοπα». «Διατηρείς το δικαίωμα να μηνύσεις την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για τον τραυματισμό σου». «Θα το προσθέσω και αυτό στη λίστα», απάντησα. «Ήδη το FBI μου χρωστάει μια οικογένεια». Σε ένδειξη αυτού που μάλλον θεωρούσε χειρονομία μεταμέλειας, ο Ένγκελ έκλεισε το σημειωματάριό του χωρίς να γράψει λέξη. «Έξι άντρες πέθαναν σ’ εκείνη τη συμπλοκή: πέντε επιτόπου, και άλλος ένας καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο. Τον Φράνσις Ράιαν τον σκότωσε ο Ντέμπσι πριν αρχίσει η κύρια ανταλλαγή πυροβολισμών, και ο Ντέμπσι λέει πως τραυμάτισε θανάσιμα και έναν από τους επιτιθέμενους. Εσύ δεν είχες όπλο. Τον Τόμι Μόρις τον καθάρισαν οι φονιάδες του Φάρελ, και δεν κατάφερε να ρίξει ούτε μία σφαίρα. Έτσι μένουν τρεις άντρες που δεν ξέρουμε ποιος τους έφαγε. Ο Ντέμπσι λέει ότι δεν είδε κανέναν άλλο καθαρά, αλλά είχε αντιληφθεί κάποιους μέσα στο δάσος που μπορεί να σκότωσαν τους υπόλοιπους οπλοφόρους. Έχεις κάτι να προσθέσεις σ’ αυτό;» «Τίποτε άλλο εκτός από το να τους απευθύνω τις ευγνώμονες ευχαριστίες μου». «Το περίμενα πως θα το έλεγες αυτό. Να πεις στους πληρωμένους πιστολάδες σου να μείνουν μακριά από την Πολιτεία για ένα διάστημα. Θα τους συμβούλευα επίσης να μην πηγαίνουν στα μπαρ του Ντόρτσεστερ, του Σόμερβιλ και του Τσάρλσταουν. Ποτέ δεν ξέρεις πώς κυκλοφορούν τα νέα σε τέτοιες περιπτώσεις». «Το οποίο εγείρει ένα ενδιαφέρον ερώτημα», είπα. «Πώς έμαθε ο Τόμι Μόρις για τον Ράνταλ Χέιτ, ή Λόνι Μάιντας, όπως τον ξέρουμε πια; Κάποιος άφησε να διαρρεύσει το περιεχόμενο της κατάθεσής του, αλλιώς ο Μόρις και ο μπερδεμένος πράκτοράς σου δε θα είχαν καταλήξει να τον γρονθοκοπούν δεμένο σε μια καρέκλα. Μήπως είσαι εσύ υπεύθυνος; Μήπως ήταν ένα λελογισμένο ρίσκο για να κάνετε τον Τόμι να εμπιστευτεί περισσότερο τον Ντέμπσι;» «Δεν ήμασταν εμείς», απάντησε ο Ένγκελ.

«Είσαι βέβαιος;» «Δεν έχω λόγο να σου πω ψέματα. Η επιχείρηση τελείωσε». «Δεν αρκεί αυτό. Κάποιος από όσους βρίσκονταν σ’ εκείνη την αίθουσα μίλησε. Είτε εσκεμμένα είτε από αμέλεια, η πληροφορία σχετικά με την ομολογία του Ράνταλ Χέιτ έφτασε στον Μόρις. Δεν το έκανα εγώ. Ούτε η Έιμι. Αυτό σημαίνει πως ήταν κάποιος από τη δική σου πλευρά: ένας από τους αστυνομικούς ή τους πράκτορες που ήταν παρόντες, ή κάποιος άλλος που πληροφορήθηκε στη συνέχεια τι είχε ειπωθεί». «Λοιπόν, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα ίσως προκύψει στην επόμενη φάση της έρευνας: Ποιος σκότωσε τον Μάιντας και τον τελευταίο οπλοφόρο; Και οι δύο χτυπήθηκαν με το ίδιο όπλο, που έμεινε στον τόπο του εγκλήματος. Ήταν ένα πυροβόλο που δεν είναι καταχωρισμένο, αλλά θα το περάσουμε από βαλλιστική εξέταση για να δούμε αν έχει χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενα αδικήματα. Πρέπει να σε ρωτήσω: Μήπως ήταν υπεύθυνοι οι αμφιλεγόμενοι άγγελοί σου;» «Όχι». «Δε θα σου έλεγαν ψέματα;» «Όχι, δε θα μου έλεγαν ψέματα. Εξάλλου προτιμούν να μην αφήνουν όπλα από δω κι από κει. Αποτελούν πειστήρια, από όποια πλευρά κι αν το εξετάσεις». «Ίσως ο Φάρελ να έστειλε κάποιον για εφεδρεία, για να σιγουρευτεί», είπε ο Ένγκελ. «Θα το ψάξουμε το θέμα. Προς το παρόν, μια επιχείρηση που ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια πήγε στράφι: προσπάθειες τόσων ετών δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ίσως αν δε λειτουργούσες πάντα μόνος σου και αν δεν έκανες πάντα του κεφαλιού σου, να είχαμε ανακαλύψει έγκαιρα τον Λόνι Μάιντας και να τον είχαμε χρησιμοποιήσει για δόλωμα. Θα μπορούσαμε να την είχαμε στημένη στον Μόρις όταν πήγε να τον βρει». «Ξεχνάς ότι όλο αυτό τον καιρό είχες έναν πράκτορα φυτεμένο στο αντίπαλο στρατόπεδο. Είναι κάπως βαρύ να ρίχνεις σ’ εμένα το φταίξιμο όταν το μόνο που είχε να κάνει ο Ντέμπσι ήταν να πάρει ένα τηλέφωνο». «Ο Μόρις τον άφησε στο σκοτάδι στη συγκεκριμένη υπόθεση, μέχρι την τελευταία στιγμή». «Ίσως τελικά να μην του είχε και τόση εμπιστοσύνη». «Αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ». «Σωστά. Και η Άννα Κόρι εξακολουθεί να αγνοείται. Ξέχασες να την αναφέρεις –αλλά βέβαια ποτέ δε σε απασχόλησε ιδιαίτερα, έτσι δεν είναι;» «Θα ερευνήσουμε το ακίνητο του Ράνταλ Χέιτ –λάθος, του Λόνι Μάιντας, με δεδομένα τα όσα ξέρουμε τώρα γι’ αυτόν. Είναι πιθανό να είχε κάποιο συνεργό. Μέχρι στιγμής είναι η καλύτερη ένδειξη που διαθέτουμε». «Ο Άλαν του πρόσφερε άλλοθι», είπα. «Το ξέρω. Έχεις λόγο να το αμφισβητήσεις;» Έβγαλα το κινητό μου, άνοιξα το φάκελο των μηνυμάτων, και του έδειξα τα ανώνυμα μηνύματα που είχα πάρει για το διοικητή του τοπικού αστυνομικού τμήματος. Ο Ένγκελ τα διάβασε και μου ξανάδωσε το τηλέφωνο. «Γιατί δεν το είχες αναφέρει ως τώρα;» «Έχω την τάση να προσέχω όταν υπάρχει το ενδεχόμενο της συκοφαντίας. Προτιμώ να ελέγχω κατά πόσο τέτοιοι ισχυρισμοί είναι αληθινοί πριν αρχίσω να τους διαδίδω». «Και τι διαπίστωσες;» «Ο Άλαν έχει μια φιλενάδα στη Λίνκολνβιλ. Είναι νεαρή, και έχει ένα παιδί. Αν ο Άλαν είναι ο

πατέρας, τότε δύο είναι οι πιθανότητες: ή η κοπέλα μόλις είχε μπει στην ηλικία συναίνεσης όταν έμεινε έγκυος, οπότε η ιστορία είναι οριακά νόμιμη, ή ήταν μικρότερη, οπότε ο Άλαν αδικοπραγούσε αν έκανε σεξ μαζί της πριν τη σύλληψη του μωρού». «Πότε το έμαθες αυτό;» «Μόλις χτες, αλλά η χτεσινή μέρα ήταν μέρα ανακαλύψεων για όλους μας». «Ξέρεις το όνομα της κοπέλας;» Έδωσα το όνομα στον Ένγκελ, μαζί με τη διεύθυνση του διαμερίσματος και τον αριθμό πινακίδων του αυτοκινήτου της. «Και λες ότι του Άλαν του αρέσουν οι νεαρές γυναίκες, σε μια πόλη όπου έχει εξαφανιστεί μια άλλη νεαρή γυναίκα;» «Αυτό λέει όποιος στέλνει αυτά τα μηνύματα». «Είσαι γεμάτος εκπλήξεις, έτσι; Θα μιλήσουμε με τον Άλαν. Θα βγάλουμε και ένταλμα για να ερευνήσουμε το σπίτι του». «Η κοπέλα δεν είναι στο σπίτι του», είπα. Ο Ένγκελ με κοίταξε ερωτηματικά. «Οι αμφιλεγόμενοι άγγελοι», του εξήγησα. «Αν πράγματι την έχει απαγάγει ο Άλαν, η κοπέλα βρίσκεται κάπου αλλού». Ο Ένγκελ σκέφτηκε για μια στιγμή. «Εντάξει. Έχεις κάτι άλλο να πεις, μια και αποφάσισες να βγάλεις από πάνω σου το βάρος των μυστικών;» «Κάτι ακόμη: Ο Άλαν τηλεφώνησε κάπου από ένα θάλαμο σε βενζινάδικο της Λίνκολνβιλ στις 8:34 μ.μ. χτες». «Πριν κάνουν επιδρομή στο Πάστορ’ς Μπέι ένα τσούρμο οπλοφόροι», είπε ο Ένγκελ. «Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε σε ποιον τηλεφώνησε». «Πράγματι. Ξέρεις, θα γινόσουν καλός αστυνομικός αν είχες επιμείνει, αν είχες την αυτοπειθαρχία και την ικανότητα να τιθασεύσεις τον εγωισμό σου. Αντί γι’ αυτό, είσαι ένας μισθοφόρος που παρακρατεί πληροφορίες και εξάγει εσφαλμένες κρίσεις». Μια αλογομούρα γυναίκα με μπλε μπουφάν του FBI μπήκε στο δωμάτιο ακολουθούμενη από ένα νεότερο άντρα με φάτσα κολεγιόπαιδου κι ένα πιστόλι στη μέση. Ο Ένγκελ τους έγνεψε και σηκώθηκε. Με κοίταξε υπεροπτικά, σουφρώνοντας τα χείλη του. «Καλύτερα να φύγεις όσο ακόμη μπορείς, κύριε Πάρκερ, πριν μπει σε κάποιον η ιδέα να σε συλλάβει. Η συμπεριφορά σου εδώ πέρα δεν υπήρξε καλή. Το ίδιο ισχύει για όλους μας, αλλά εσύ ειδικά δεν έκανες τίποτε απολύτως για να βελτιώσεις τη φήμη σου». Δε διαφώνησα μαζί του.

37 ΟΆλαν δε βρισκόταν πουθενά. Το κινητό του χτυπούσε χωρίς να το σηκώνει, και δεν ήταν κανένας στο σπίτι του όταν ο Ένγκελ, συνοδευόμενος από τον Γκόρντον Γουόλς και δύο πολιτειακούς αστυνομικούς, έκανε μια επίσκεψη εκεί. Ούτε το ημιφορτηγό του ήταν στο δρομάκι του σπιτιού, γι’ αυτό δόθηκαν ο αριθμός πινακίδων και η περιγραφή του οχήματος στις τοπικές και πολιτειακές Αρχές, καθώς και στην αστυνομία των όμορων Πολιτειών, στη συνοριοφυλακή και στις καναδικές διωκτικές δυνάμεις. Ο Γουόλς πήγε στην πολυκατοικία της Λίνκολνβιλ μαζί με μία αστυνομικό που λεγόταν Αμπιλίνα Φορμπς, και η Μαίρη Έλεν Σροκ παραδέχτηκε ότι είχε σχέση με τον Άλαν, αλλά στην αρχή είπε ότι όταν άρχισε η σεξουαλική σχέση τους ήταν δεκαοχτώ χρονών, και μετά, αφού το ξανασκέφτηκε, είπε ότι ήταν δεκαεφτά τότε. Η Φορμπς τη ρώτησε αν ήταν σίγουρη γι’ αυτό, κι εκείνη είπε πως ήταν, αλλά τόσο η Φορμπς όσο και ο Γουόλς πίστευαν ότι έλεγε ψέματα. Όμως η κοπέλα επέμεινε στην ιστορία της: Ο Άλαν είχε σταματήσει το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε, και ο οδηγός, ο εικοσιδυάχρονος φίλος της, βρέθηκε να έχει υπερβεί ελάχιστα το επιτρεπτό όριο κατανάλωσης αλκοόλ. Ο Άλαν τον άφησε να φύγει με μια προειδοποίηση, και προσφέρθηκε να πάει τη Σροκ στο σπίτι της. Η Σροκ δεν μπορούσε να θυμηθεί την ημερομηνία του υποτιθέμενου συμβάντος. Η σχέση τους είχε ξεκινήσει μία βδομάδα μετά. Όταν τη ρώτησαν αν είχε υπόψη της άλλες παρόμοιες σχέσεις στις οποίες μπορεί να είχε εμπλακεί ο Άλαν, είτε τώρα είτε στο παρελθόν, η Σροκ ταράχτηκε και είπε ότι δεν ήξερε τίποτε. Οι αστυνομικοί πίστευαν ότι και αυτό ήταν ψέμα. Όταν τη ρώτησαν αν ο Άλαν είχε αναφέρει ποτέ την Άννα Κόρι, η Σροκ τους ζήτησε να φύγουν. Ανοίγοντας την πόρτα για να βγει, η Φορμπς της είπε να βρει κάποιον να φροντίσει το παιδί της, γιατί όταν θα γύριζαν με το ένταλμα σύλληψης θα την έπαιρναν στο Γκρέι για ανάκριση. Ο Γουόλς έπαιζε τον καλό μπάτσο, με τη σκέψη ότι η Σροκ ήταν μια νέα γυναίκα που ανταποκρινόταν καλύτερα στους αρσενικούς εκπροσώπους της εξουσίας, ιδίως όταν επρόκειτο για άντρες κάποιας ηλικίας. Της είπε λοιπόν ότι δεν ήθελαν να την μπλέξουν σε φασαρίες, αλλά έπρεπε να μιλήσουν στον Άλαν, και αν εκείνη είχε νέα του έπρεπε να τους το πει. Της υπενθύμισε ότι είχε εξαφανιστεί μια νέα κοπέλα, και ενώ εκείνοι κουβέντιαζαν, μπορεί την κοπέλα αυτή να τη βασάνιζε φρικτά κάποιος, να ήταν τρομερά φοβισμένη και να κινδύνευε η ζωή της. Το μόνο που της ζητούσαν ήταν να τους βοηθήσει. Η Σροκ έβαλε τα κλάματα. Στο κάτω κάτω, δεν πήγαινε πολύς καιρός που και η ίδια ήταν παιδί. Τους είπε ότι μερικές φορές όταν ερχόταν να τη δει, ο Άλαν χρησιμοποιούσε το κινητό της για να κάνει και για να δεχτεί τηλεφωνήματα, αλλά έσβηνε τους αριθμούς πριν της επιστρέψει τη συσκευή. Η ίδια δεν είχε ηλεκτρονική πρόσβαση στο λογαριασμό της, επειδή απλώς ανανέωνε το χρόνο της όποτε χρειαζόταν. Όταν τους είπε ότι ο Άλαν είχε χρησιμοποιήσει το κινητό της την προηγούμενη μέρα, ο αστυνομικός πήρε την άδειά της να ζητήσει τα τηλεφωνικά της αρχεία από τον πάροχο. Ο Γουόλς πήγε μετά στην κουζίνα κι έφτιαξε καφέ για όλους, ενώ η Φορμπς τηλεφώνησε στον Ένγκελ για να μεσολαβήσει στο θέμα των τηλεφωνικών αρχείων, αφού οι ομοσπονδιακοί μπορούσαν να πάρουν τέτοιου είδους πληροφορίες γρηγορότερα από οποιονδήποτε άλλο. Ενώ κάθονταν στα άβολα έπιπλα πίνοντας φτηνό καφέ και κοιτάζοντας τους γυμνούς τοίχους του μουντού, σκοτεινού διαμερίσματος της Σροκ, το μωρό άρχισε να κλαίει και δε σταμάτησε παρά μόνο όταν το πήρε αγκαλιά ο Γουόλς, οπότε αποκοιμήθηκε αμέσως.

Τότε ήταν που η Σροκ παραδέχτηκε ότι είχε σεξουαλική σχέση με τον Κερτ Άλαν για πρώτη φορά όταν ήταν δεκαπέντε ετών.

Και οι δύο αριθμοί που είχε καλέσει ο Άλαν, από τους οποίους είχε επίσης δεχτεί κλήσεις, ανήκαν σε καρτοκινητά αγορασμένα στη Μασαχουσέτη και στο Ρόουντ Άιλαντ, όπως και ο τελευταίος αριθμός στον οποίο τηλεφώνησε από το βενζινάδικο την προηγούμενη νύχτα. Αλλά τα συγκεκριμένα κινητά δεν είχαν πεταχτεί. Το ένα βρέθηκε στην τσέπη του Τόμι Μόρις και το άλλο στο αυτοκίνητο που είχαν χρησιμοποιήσει οι κυνηγοί για να πάνε στο Πάστορ’ς Μπέι. Ο Άλαν δεν είχε πουλήσει μόνο τον άνθρωπο που πίστευε ότι ήταν ο Ράνταλ Χέιτ· είχε πουλήσει και τον Τόμι Μόρις στους εχθρούς του. Η πολυκατοικία στη Λίνκολνβιλ ανήκε προηγουμένως σε μια ανεξάρτητη εταιρεία στη Βοστόνη, τη UIPC, και τη συντήρησή της είχε αναλάβει μια εταιρεία διαχείρισης με έδρα το Μπέλφαστ. Η εταιρεία του Μπέλφαστ πληροφόρησε την πολιτειακή αστυνομία ότι εξακολουθούσε να συντηρεί την πολυκατοικία, αλλά ότι το κτίριο είχε πουληθεί πριν από τρεις μήνες από μια τράπεζα της Βοστόνης, επειδή η ιδιοκτήτρια εταιρεία δεν είχε εξοφλήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις. Εκείνη η εταιρεία, η UIPC, ήταν βιτρίνα για τις επενδύσεις ακινήτων του Τόμι Μόρις. Τα ίχνη των αλληλοσυνδεόμενων στοιχείων άρχισαν να γίνονται σαφέστερα: Ο Άλαν στο παρελθόν ήταν ένας από τους αστυνομικούς που είχε εξαγοράσει ο Μόρις στη Βοστόνη, και είχε διατηρήσει τη σχέση αυτή μετά την εγκατάστασή του στο Μέιν, προσέχοντας την αποξενωμένη αδερφή του Μόρις, παρέχοντάς του πληροφορίες που μπορεί να του φαίνονταν χρήσιμες και διευκολύνοντας τη διακίνηση ναρκωτικών, όπλων και άλλων λαθραίων όποτε παρουσιαζόταν η ανάγκη. Μάλιστα, ήταν πιθανό να είχε υποδείξει ο Μόρις στον Άλαν τη θέση στο Πάστορ’ς Μπέι. Σε αντάλλαγμα, του κατέβαλε κάποιο ποσό, και στη συνέχεια πρόσφερε στη φιλενάδα του και στο παιδί του ένα μέρος για να μένουν. Επειδή όμως τα προβλήματα του Μόρις είχαν γιγαντωθεί, κόπηκαν τα μετρητά που έδινε στον Άλαν, και η καινούρια οικογένειά του δεν μπορούσε πλέον να ζει τζάμπα, ή με μειωμένο ενοίκιο, με έξοδα του Μόρις. Η εξαφάνιση της Άννας Κόρι είχε δώσει στον Άλαν την ευκαιρία να βγάλει μερικά λεφτά εις βάρος του Τόμι Μόρις, και έτσι τον είχε παρασύρει στο Πάστορ’ς Μπέι, δολώνοντας την παγίδα με τον Ράνταλ Χέιτ, και μετά είχε πληροφορήσει τους ανθρώπους του Όουενι Φάρελ πού μπορούσαν να τον βρουν. Αμέσως εξασφαλίστηκε πρόσβαση στα τηλεφωνικά αρχεία του ίδιου του Άλαν. Το προηγούμενο βράδυ, λίγο μετά τις εννιά, είχε δεχτεί μια κλήση στο κινητό του από έναν άγνωστο μέχρι τότε αριθμό. Ο Φόστερ, ο αστυνομικός του Πάστορ’ς Μπέι που ήταν επίσημα σε υπηρεσία εκείνο το βράδυ, επιβεβαίωσε ότι όταν επέστρεψε στο τμήμα στις 9:10 μ.μ., ο Άλαν είχε φύγει. Δεν είχε βρεθεί το κινητό από το οποίο είχε γίνει η κλήση στον Άλαν, αλλά με τη μέθοδο της τριγωνομέτρησης περιορίστηκε το σημείο κλήσης σε μια περιοχή του δάσους κοντά στο σπίτι του Λόνι Μάιντας. Οι προσπάθειες που έγιναν να εντοπιστεί ο Άλαν με την επεξεργασία του σήματος των κεραιών κινητής τηλεφωνίας απέβησαν άκαρπες, όπως και στην περίπτωση της Άννας Κόρι. Αυτό σήμαινε ότι, αν ο Άλαν είχε ακόμη τη συσκευή του, την είχε κλείσει και είχε αφαιρέσει την μπαταρία.

Το ημιφορτηγό του Άλαν δεν το βρήκε η πολιτειακή αστυνομία ή οι ομοσπονδιακοί, αλλά ένα δεκαεξάχρονο αγόρι με το δεκαπεντάχρονο κορίτσι του που είχαν πάει σε ένα παραλιακό παρατηρητήριο, το Φρέιερ’ς Πόιντ, για να δουν το ηλιοβασίλεμα και να απολαύσουν λίγο ποιοτικό χρόνο παρέα. Είδαν το όχημα στο δάσος καθώς πλησίαζαν στο παρατηρητήριο, και επειδή δεν ήθελαν να επιδοθούν σε πράξεις οικειότητας ενώ μπορεί να τους παρακολουθούσε κάποιος, αποφάσισαν να κάνουν μεταβολή και να βρουν ένα πιο ήσυχο μέρος. Το αγόρι πρόσεξε ότι η πόρτα του οδηγού ήταν ανοιχτή. Ανήσυχο, πήγε να ρίξει μια ματιά και είχε την εντύπωση ότι αναγνώρισε το αυτοκίνητο του διοικητή της αστυνομίας. Είχαν αρχίσει ήδη να κυκλοφορούν φήμες στο Πάστορ’ς Μπέι ότι ο Άλαν δε βρισκόταν πουθενά, και έτσι ο νεαρός κάλεσε την Άμεσο Δράση. Η πολιτειακή αστυνομία και οι ομοσπονδιακοί πήγαν εκεί και βρήκαν δύο κινητά στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου: το κινητό του Άλαν και εκείνο με το οποίο τον είχαν καλέσει από το δάσος. Η αστυνομία και το FBI πίστεψαν ότι ο Άλαν το είχε σκάσει. Μόνο όταν βρέθηκαν πενήντα χιλιάδες δολάρια σε εικοσάρικα και πενηντάρικα κρυμμένα κάτω από τη ρεζέρβα άρχισαν να αναθεωρούν την εκτίμησή τους. Μαζί με τα χρήματα και τα τηλέφωνα, βρέθηκαν η μπλούζα, η φούστα και τα εσώρουχα της Άννας Κόρι, φρεσκοπλυμένα και τυλιγμένα σε μια μπλε πλαστική σακούλα.

38

Έ

χασα το σάλο που προκλήθηκε από την ανακάλυψη του αυτοκινήτου του Άλαν. Όταν ο Ένγκελ και ο Γουόλς μου επέτρεψαν να φύγω από το αστυνομικό τμήμα, όχι όμως και από το Πάστορ’ς Μπέι, πήγα στην ενοχλητικά χαμηλών τόνων πανσιόν κοντά στη Μέιν Στρητ που ανήκε στις δίδυμες αδερφές απροσδιόριστης ηλικίας, και ζήτησα ένα δωμάτιο. Δεν ήμουν σε κατάσταση να οδηγήσω. Το σπασμένο τύμπανο εξακολουθούσε να με πονάει, αν και η ναυτία και ο ίλιγγος είχαν υποχωρήσει σχεδόν εντελώς, αλλά ήμουν εξαντλημένος και είχα πονοκέφαλο. Όταν έφτασα στην πόρτα της πανσιόν, τα ρούχα μου ήταν γεμάτα ξεραμένη λάσπη και περίμενα πως οι αδερφές θα μου έλεγαν να βρω ένα μοτέλ που ανεχόταν τέτοιους πελάτες ή να κοιμηθώ στο αυτοκίνητό μου. Αντίθετα, άνοιξαν την πόρτα μαζί, ντυμένες με πανομοιότυπα γαλάζια φορέματα, και με οδήγησαν στο μεγαλύτερο δωμάτιό τους, επειδή «διέθετε λουτρό», όπως είπαν. Μου έδειξαν τη ρόμπα που κρεμόταν στην ντουλάπα και μου είπαν να αφήσω τα βρόμικα ρούχα μου σε μια σακούλα έξω από την πόρτα. Ρώτησαν αν ήθελα κάτι να φάω ή αν προτιμούσα να πιω καφέ, αλλά εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Οι ευγενικές προσφορές τους έγιναν κοφτά, χωρίς χαμόγελα, πράγμα που τις έκανε να ακούγονται ακόμη πιο τρυφερές. Κοιμήθηκα από το μεσημέρι μέχρι το απογευματάκι. Όταν ξύπνησα, λίγο μετά τις τέσσερις, είχα τρία μηνύματα στο κινητό μου. Ούτε που το είχα ακούσει να χτυπάει. Το ένα μήνυμα ήταν από τον Έιντζελ, που με πληροφορούσε με εξαιρετικά διακριτικό τρόπο, χωρίς να αναφέρει ονόματα, ότι δεν είχαν κατορθώσει να αφαιρέσουν τη συσκευή εντοπισμού από το αυτοκίνητο του Άλαν πριν φύγουν από την πόλη, και ίσως θα ήθελα να δω μήπως μπορούσα εγώ να ρυθμίσω το θέμα. Μου έλεγε επίσης να ελέγξω το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο. Το δεύτερο μήνυμα ήταν από το δικηγόρο του Ντένι Κράους, και με πληροφορούσε ότι ο δικαστής είχε μόλις καταλήξει ότι ο κατηγορούμενος ήταν πνευματικά ανίκανος να οδηγηθεί σε δίκη για το φόνο του Φίλιπ Έσπβαλ, κρίνοντας από τη λύση που είχε προτείνει ο ίδιος ο Ντένι για να λήξει η υπόθεση. «Κοιτάξτε», φαίνεται ότι είχε πει ο Ντένι στο δικαστήριο το πρωί, ίδιος η προσωποποίηση της λογικής, «απλώς θα πάρω άλλο σκυλί...» Το τρίτο μήνυμα, που εξουδετέρωσε ένα μέρος της ωφέλειας που προέκυψε από την ξεκούραση, ήταν από τον Γκόρντον Γουόλς, που με διέταζε να του τηλεφωνήσω μόλις το λάμβανα, αλλιώς θα αντιμετώπιζα τρομερές συνέπειες. Ο Γουόλς δε μου είχε αφήσει περιθώρια επιλογής, και έτσι τον κάλεσα και τον άφησα να ξεσπάσει την οργή του πάνω μου. Ενώ με έλεγε μαλάκα και με στόλιζε με όλα τα συνώνυμα αυτού του χαρακτηρισμού, έκανε μερικά διαλείμματα για να με ενημερώσει για τη συζήτηση που είχαν με τη φιλενάδα του Άλαν και να μου πει ότι είχε βρεθεί το ημιφορτηγό του διοικητή, μαζί με λεφτά και ρούχα σαν εκείνα που φορούσε η Άννα Κόρι όταν εξαφανίστηκε. Η προσωρινή υπόθεση βάσει της οποίας συνέχιζαν τις έρευνές τους οι αστυνομικοί ήταν πως, πέραν του ότι φέρθηκε ανέντιμα στον Τόμι Μόρις πουλώντας τον στους εχθρούς του, ο Άλαν είχε επίσης προσφέρει ψεύτικο άλλοθι στον Μάιντας. Οι δύο άντρες είχαν συνεργαστεί στην απαγωγή της Άννας Κόρι, και ο Άλαν ήταν τώρα ύποπτος για τη δολοφονία του Μάιντας, τον οποίο σκότωσε για να καλύψει τα ίχνη του, αφού ο Τόμι Μόρις δεν κατάφερε να κάνει τη δουλειά για λογαριασμό του, και στη συνέχεια, για σιγουριά, καθάρισε και τον τελευταίο επιζώντα εκτελεστή του Όουενι Φάρελ.

Στο εγκληματολογικό εργαστήριο εξέταζαν ήδη το ημιφορτηγό του· αν ήξεραν να κάνουν τη δουλειά τους, θα ανακάλυπταν τη συσκευή εντοπισμού, οπότε όλοι μου οι μπελάδες μέχρι τώρα θα φάνταζαν ασήμαντοι σε σύγκριση με αυτούς που θα ακολουθούσαν. Έμαθα επίσης ότι είχε ξεκινήσει εξονυχιστική έρευνα στα σπίτια του Μάιντας και του Άλαν. Στη συνέχεια ο Γουόλς με αποκάλεσε μαλάκα μερικές φορές ακόμη, και με πληροφόρησε ότι η κυρία Σέι είχε παραδεχτεί ότι έστειλε τα ανώνυμα μηνύματα στο κινητό μου. Είπε στους αστυνομικούς ότι ήξερε εδώ και καιρό για τη σχέση του Άλαν με τη Σροκ, γιατί είχε πάρει το αυτί της κάποιες συζητήσεις του αφεντικού της με την τότε σύζυγό του, και αργότερα με τη Σροκ. Παρ’ όλο που η κυρία Σέι ισχυριζόταν ότι δεν τον είχε συνδέσει υποχρεωτικά με την εξαφάνιση της Άννας, εντούτοις αισθανόταν ότι ο Άλαν δεν ήταν κατάλληλος για να εμπλακεί σε μια τέτοια έρευνα ούτε, εδώ που τα λέμε, για να είναι διοικητής του αστυνομικού τμήματος. Η δική μου άφιξη της είχε δώσει την ευκαιρία να ενημερώσει κάποιον για τις αδιακρισίες του αφεντικού της, και την είχε εκμεταλλευτεί. Ζήτησε συγνώμη για τα όποια προβλήματα είχε προκαλέσει, και λυπόταν που δεν είχε θίξει το ζήτημα πιο ανοιχτά. Είχε υποβάλει την παραίτησή της από την υπηρεσία, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή, τουλάχιστον όσο συνεχιζόταν η έρευνα για την τύχη της Άννας. Για την περίπτωση που δεν τον είχα ακούσει με προσοχή, ο Γουόλς με είπε πάλι μαλάκα και με προειδοποίησε ότι δεν έπρεπε να φύγω από το Πάστορ’ς Μπέι μέχρι να του δοθεί η ευκαιρία να με βρίσει από κοντά, και ενδεχομένως να φροντίσει να ανακληθεί η άδειά μου, μόνιμα αυτή τη φορά. «Μαλάκα», ανακεφαλαίωσε, πριν κλείσει το τηλέφωνο. Παρά το γενικό τόνο της συζήτησης που είχε προηγηθεί, κατάφερε να κάνει το χαρακτηρισμό να ακουστεί πρωτότυπος.

Έξω από την πόρτα του δωματίου μου υπήρχε ένα καλάθι. Περιείχε τα ρούχα μου, καθαρά και διπλωμένα, μαζί με δύο μικρά κέικ τυλιγμένα σε πετσέτα. Έκανα πάλι ντους και έφαγα το ένα καθώς ντυνόμουν. Άνοιξα το φορητό υπολογιστή μου, αλλά η σύνδεση της πανσιόν στο Ίντερνετ προστατευόταν με κωδικό. Δε βρήκα κανέναν όταν κατέβηκα στο ισόγειο, γι’ αυτό άφησα ένα σημείωμα λέγοντας ότι δε θα αναχωρούσα ακόμη, και χρησιμοποίησα το δεύτερο κλειδί που υπήρχε στο πορτκλέ του δωματίου για να κλειδώσω την εξώπορτα φεύγοντας. Τα φορτηγάκια των ειδησεογραφικών πρακτορείων είχαν επιστρέψει εκδικητικά στη Μέιν Στρητ, και δεν ήταν μόνο από τα τοπικά δίκτυα, ενώ το πάρκινγκ του δημοτικού κτιρίου έπηζε στα κυβερνητικά οχήματα. Ο Ντάνι εξακολουθούσε να βρίσκεται πίσω από τον πάγκο του Χάλοουντ Γκράουντς. Είχε βάλει το τελευταίο CD των Ρόξι Μιούζικ, οπότε κανονικά θα έπρεπε να είχε φορέσει φράκο με λυτό παπιγιόν αντί για το μπλουζάκι με το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Φαρενάιτ 451 του Ρέι Μπράντμπερι. «Δε φαίνεσαι και τόσο καλά», μου είπε. «Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα φαινόμενα δεν απατούν», απάντησα. «Μπορώ να δω το e-mail μου;» «Φυσικά. Όπου να ’ναι κλείνω, αλλά κάνε ό,τι θες, με την ησυχία σου. Έχω αρκετές δουλίτσες ακόμη». Κάθισα σε ένα γωνιακό τραπέζι. Χωρίς να με ρωτήσει, ο Ντάνι μου έφερε καφέ. «Κερασμένος», είπε. «Άκουσα πως ανακατεύτηκες στα χτεσινοβραδινά». «Σωστά άκουσες».

«Ακόμη τίποτα από την Άννα Κόρι;» «Τίποτα που να το έχω μάθει». «Λένε πως μπορεί να την έχει απαγάγει ο Άλαν». «Αυτό το λένε τα δελτία ειδήσεων;» «Δεν παρακολουθώ τις ειδήσεις, αλλά αν το κουβεντιάζει ο κόσμος, σε λίγο θα το πουν και στις ειδήσεις». Ο Ντάνι κλείδωσε την εξώπορτα, γύρισε την ταμπέλα από τη μεριά που έλεγε «ΚΛΕΙΣΤΟ», και άρχισε να καθαρίζει πίσω από τον πάγκο. Εγώ έριξα μια ματιά στις τοπικές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες και βρήκα τη φωτογραφία του Άλαν σε όλες. Τώρα τον θεωρούσαν επίσημα ύποπτο για την εξαφάνιση της Άννας Κόρι, αλλά οι εικασίες έδιναν και έπαιρναν ότι μπορεί να είχε αυτοκτονήσει ή να είχε στήσει έτσι το σκηνικό για να δώσει τέτοια εντύπωση. Μπήκα στο λογαριασμό του e-mail μου. Υπήρχε ένα μήνυμα από το Yahoo με το χαρακτηριστικό «777» του Έιντζελ στη θέση της προσωρινής διεύθυνσης. Περιείχε έναν καινούριο αριθμό κινητού, μαζί με τις λέξεις «αναγκαίο κακό». Τον κάλεσα από το κινητό μου. Δεν ανησυχούσα μήπως από την κλήση μου εντοπιστούν ο Έιντζελ και ο Λούις. Πριν τελειώσει η μέρα, αυτό το κινητό θα είχε γίνει κομμάτια. «Πήρες τη συσκευή από το ημιφορτηγό;» με ρώτησε. «Είδατε τις ειδήσεις;» «Γι’ αυτό ανησυχούμε. Κρίμα. Ήταν ωραία συσκευή. Θα σβήσουμε τα πάντα, για να χαθούν τα ίχνη». «Στείλε μου πρώτα το αρχείο των διαδρομών του Άλαν», είπα. Το πρόγραμμα του GPS κατέγραφε αυτόματα τις διαδρομές του οχήματος. Διατηρούσε επίσης τις χρονικές ενδείξεις, επιτρέποντας έτσι να υπολογιστεί ο χρόνος που καταναλώθηκε σε κάθε στάση. «Αν κατασχεθεί ο υπολογιστής σου, αυτό το αρχείο θα αποτελεί παραδοχή ενοχής. Χωρίς αυτό, έχεις τη δυνατότητα αποποίησης ευθύνης». «Στείλ’ το έτσι κι αλλιώς», απάντησα. «Έχω χάσει τη δυνατότητα αποποίησης ευθύνης εδώ και καιρό». Σε δεκαπέντε περίπου λεπτά, το αρχείο από τη συσκευή παρακολούθησης έφτασε στον υπολογιστή μου με τη μορφή μιας σειράς από χάρτες. Ο Έιντζελ είχε χωρίσει κάθε διαδρομή του Άλαν σε φακέλους, σημειώνοντας από κάτω τις ημερομηνίες και τις ώρες. Οι διαδρομές εμφανίζονταν με κόκκινη γραμμή πάνω στους χάρτες. Αν μη τι άλλο, το αρχείο επιβεβαίωσε ότι ο Άλαν είχε σκοτώσει τον Λόνι Μάιντας και τον άγνωστο οπλοφόρο. Έδειχνε ότι είχε φύγει από το αστυνομικό τμήμα του Πάστορ’ς Μπέι στις 9:08 μ.μ. και είχε πάει στο σημείο όπου αργότερα βρέθηκαν τα πτώματα, πριν επιστρέψει στα περίχωρα της πόλης, για να περιμένει να σημάνει ο συναγερμός. Η τελευταία διαδρομή του Άλαν, που είχε γίνει λίγο πριν από τις έντεκα το πρωί εκείνης της μέρας, ήταν από το δημοτικό κτίριο προς τα δυτικά εκτός πόλης, αλλά το σπίτι του ήταν στα νότια, στην απέναντι πλευρά της γέφυρας. Σύμφωνα με τους καταγεγραμμένους χρόνους, το αυτοκίνητό του είχε παραμείνει σε ένα σημείο του Ρεντ Λιφ Ρόουντ για δύο ώρες πριν συνεχίσει νοτιοδυτικά μέχρι το Φρέιερ’ς Πόιντ, όπου είχε βρεθεί τελικά. Άνοιξα τον τηλεφωνικό κατάλογο και έκανα αντίστροφη αναζήτηση διεύθυνσης για τον Ρεντ Λιφ Ρόουντ. Εμφανίστηκαν τρία ονόματα. Τα δύο από αυτά δεν τα αναγνώρισα· το τρίτο το ήξερα. Το κλίκαρα, σημείωσα τον αριθμό του σπιτιού και έψαξα την ακριβή θέση του στους χάρτες του

Google. Όταν τη βρήκα, τη συνέκρινα με το μέρος όπου είχε σταματήσει το αυτοκίνητο του Άλαν. Τα σημεία συνέπιπταν. Η τελευταία διαδρομή του Άλαν περιλάμβανε μία στάση στο σπίτι της Ρουθ και του Πάτρικ Σέι.

39

Τ

ο σπίτι των Σέι ήταν σε κάποια απόσταση από τον Ρεντ Λιφ Ρόουντ πίσω από μια σειρά ώριμων σημύδων, που τώρα είχαν απογυμνωθεί από τους φθινοπωρινούς ανέμους. Ήταν ένα μεγάλο, τριώροφο κτίσμα, και είχε βαφτεί πρόσφατα με υπόλευκη μπογιά, μάλλον στη διάρκεια του καλοκαιριού. Στα περβάζια των παραθύρων οι ζαρντινιέρες ήταν γεμάτες ανθεκτική πρασινάδα και τον κήπο στόλιζαν χειμωνιάτικα λουλούδια και πολυετή φυτά: κόκκινες λομπέλιες και καπουτσίνοι, σύμφυτα και φυσοστεγίες. Το γρασίδι είχε κάποια ανόμοια κομμάτια, αν και σε λίγο δε θα ξεχώριζε το παλιό από το φρέσκο, και τα παρτέρια ορίζονταν με τούβλα βαμμένα άσπρα. Στο δρομάκι ήταν απλωμένο καινούριο γαρμπίλι. Όλα ήταν πολύ τακτικά και καθαρά· ήταν από τα σπίτια που αναγκάζουν τους γείτονες να ανασκουμπωθούν και να μην παραμελούν τα δικά τους. Πριν φύγω από το Πάστορ’ς Μπέι, είχα φροντίσει να βεβαιωθώ ότι η κυρία Σέι και ο γιος της ήταν ακόμη στο δημοτικό κτίριο. Είδα τον Πάτρικ στο πάρκινγκ, και την κυρία Σέι να δουλεύει πίσω από το κεντρικό γραφείο. Τηλεφώνησα στον Γουόλς από το δρόμο, αλλά το τηλέφωνό του χτύπησε δύο φορές και μετά η γραμμή πέρασε στον τηλεφωνητή. Υπέθεσα ότι απέρριψε την κλήση όταν είδε τον αριθμό. Του είπα στο μήνυμα ό,τι ήξερα –πως ο Άλαν είχε σταματήσει στο σπίτι των Σέι πριν εξαφανιστεί– και μετά γύρισα το τηλέφωνό μου στο αθόρυβο. Όταν άκουσα τη φωνή μου να δίνει αυτή την πληροφορία στον Γουόλς, σκέφτηκα ότι δε σήμαινε απαραίτητα κάτι ιδιαίτερο. Ο Άλαν μπορεί να είχε επισκεφθεί το σπίτι των Σέι για πολλούς λόγους. Ύστερα από όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη νύχτα, μάλλον θα είχαν να συζητήσουν κάποια πράγματα, όπως όλοι άλλωστε. Όμως οι δύο ώρες ήταν μεγάλο διάστημα, ιδίως όταν τόσα πτώματα βρίσκονταν καθ’ οδόν για τον ιατροδικαστή της Ογκάστα. Πάρκαρα το αυτοκίνητο στο δρόμο κάτω από τα δέντρα, αντί να το πάω κατευθείαν στην είσοδο. Όταν μπήκα στην άδεια μπροστινή αυλή, δε φάνηκε κανείς στο σπίτι να αντιδρά, αν και το γαρμπίλι έτριζε δυνατά κάτω από τα πόδια μου. Δε χτύπησα το κουδούνι της εξώπορτας, αλλά ακολούθησα ένα στενό μονοπάτι προς τα αριστερά που έμπαινε ανάμεσα σε έναν ψηλό θαμνοφράχτη και στον τοίχο του σπιτιού. Σ’ εκείνο τον πλαϊνό τοίχο υπήρχαν δύο παράθυρα, του καθιστικού και της κουζίνας, αλλά δε διέκρινα κανέναν μέσα στο σπίτι. Λίγο παρακάτω στο μονοπάτι, μια κόκκινη πόρτα εμπόδιζε την πρόσβαση στο πίσω μέρος του οικοπέδου. Ήταν κλειστή, αλλά όχι κλειδωμένη. Γύρισα το χερούλι και την άνοιξα χωρίς δυσκολία. Η πίσω αυλή δεν έμοιαζε καθόλου με την μπροστινή. Δεν είχε γρασίδι· ο χώρος έξω από την πόρτα της κουζίνας ήταν στρωμένος άτεχνα με βαριές πλάκες μπετόν πάνω στις οποίες βρίσκονταν δύο πολυθρόνες και ένα τραπέζι φερ φορζέ. Η μπογιά τους ήταν κιτρινισμένη και κατά τόπους είχε ξεφλουδίσει αποκαλύπτοντας το σκούρο γκρίζο μέταλλο από κάτω. Πιο πέρα το χώμα ήταν γεμάτο λακκούβες· μέσα τους γυάλιζε το λασπόνερο της βροχής και τα λάδια που έπλεαν στην επιφάνεια έμοιαζαν με μολυσμένα ουράνια τόξα. Δύο αυτοκίνητα και ένα ημιφορτηγό σε διάφορα στάδια κανιβαλισμού κείτονταν κάτω από την καμπύλη στέγη ενός μακρόστενου μονώροφου γκαράζ. Η βρόμα και η εγκατάλειψη είχαν μολύνει σαν μεταδοτική ασθένεια ακόμη και την πίσω πλευρά του σπιτιού, η οποία δεν είχε βαφτεί μαζί με την πρόσοψη και τα πλαϊνά και η ξεφλουδισμένη μπογιά έμοιαζε με νεκρό δέρμα. Όλα τα παράθυρα καλύπτονταν με κουρτίνες, εκτός από της κουζίνας, όπου ο νεροχύτης ήταν γεμάτος άπλυτα πιατικά. Σχοινιά μπουγάδας διέτρεχαν την αυλή, και τα σεντόνια

που κρέμονταν εκεί ήταν στερεωμένα προσεκτικά για να μην τύχει και συρθούν στο λερό χώμα. Ένα απαλό αεράκι τα έκανε να ανεμίζουν ελαφρά. Δοκίμασα την πόρτα της κουζίνας, αλλά δεν άνοιξε. Μέσα στο σπίτι φαινόταν να επικρατεί ησυχία, κι όμως συνειδητοποίησα ότι προσπαθούσα να μην κάνω άσκοπο θόρυβο, σαν ήρωας παλιού παραμυθιού που μπορεί με την απροσεξία του να ξυπνούσε κάποιο κοιμισμένο πλάσμα. Αποφεύγοντας τις λακκούβες με τα νερά, πήγα στο γκαράζ, που ουσιαστικά αποτελούσε τον πίσω τοίχο του οικοπέδου. Ο πυκνός θαμνοφράχτης που υπήρχε στις δύο πλευρές της αυλής κατέληγε στο σημείο που άρχιζε το γκαράζ και μερικά ακροβλάσταρα είχαν ήδη αρχίσει να σκαρφαλώνουν στους τοίχους του. Τα δύο αυτοκίνητα μέσα στο γκαράζ ήταν σχετικά καινούρια, ή τουλάχιστον μπορούσαν να αποδώσουν χρήσιμα εξαρτήματα, αλλά το ημιφορτηγό ήταν σαράβαλο. Δεν είχε παρμπρίζ και τα πλαϊνά παράθυρα ήταν σπασμένα. Το καπό του ήταν ανοιχτό, ό,τι φαινόταν από τη μηχανή ήταν σκουριασμένο κι ό,τι δε φαινόταν απλώς έλειπε. Η καρότσα ήταν καλυμμένη με μια χτυπημένη κουκούλα, και έτσι όπως ήταν παρκαρισμένο, το πίσω μέρος του εφαπτόταν στον τοίχο του γκαράζ. Και όμως τα λάστιχά του ήταν φουσκωμένα, και τα ίχνη στο τσιμέντο έδειχναν ότι είχε μετακινηθεί πρόσφατα. Ίσως κάποτε το γκαράζ να χρησίμευε για το σταβλισμό ζώων, όπως φαινόταν από τα ξύλινα τοιχία που χώριζαν τα τρία οχήματα, αν και οι χώροι είχαν πλάτος αρκετό ακόμη και για γελάδια. Έψαξα στο πλάι, στα σημεία όπου τα χωρίσματα είχαν αφαιρεθεί για να γίνει ενιαίος ο χώρος, μήπως δω κάτι περίεργο, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Προχώρησα κατά μήκος του ημιφορτηγού και το μπουφάν μου πιανόταν στο σκουριασμένο μέταλλο και στις σκλήθρες του χωρίσματος. Πριν καν φτάσω στον πίσω τοίχο, κατάλαβα πως είχε φτιαχτεί πιο πρόσφατα από το υπόλοιπο κτίσμα. Κάποτε είχε επισκευαστεί ή αντικατασταθεί. Βγήκα πάλι έξω και προσπάθησα να υπολογίσω την απόσταση μεταξύ του εσωτερικού τοίχου και των εξωτερικών. Από αυτή την οπτική γωνία ήταν δύσκολο να βγάλω συμπέρασμα, αλλά μου φάνηκε πως υπήρχε διαφορά. Πίσω από τον καινούριο τοίχο υπήρχε κενός χώρος. Ήταν στενός, ίσως μόλις που θα μπορούσε κάποιος να κάνει στροφή εκεί μέσα, αλλά πάντως υπήρχε. Κοίταξα το ημιφορτηγό πιο προσεκτικά και είδα ότι το χειρόφρενο ήταν σηκωμένο. Έκανα να ανοίξω την πόρτα για να το κατεβάσω όταν μου τράβηξε το βλέμμα κάτι ροζ πίσω από τον μπροστινό αριστερό τροχό. Ήταν ένα μικρό κομμάτι μονωτικής βάτας από υαλοβάμβακα, που χρησιμοποιείται ανάμεσα στους εσωτερικούς τοίχους και στα δάπεδα για ηχομόνωση και θερμομόνωση. Έβγαλα από την τσέπη μου το μικρό μου φακό Μάγκλαϊτ και φώτισα το δάπεδο και μετά το εσωτερικό της καρότσας, όπου είδα και άλλες βάτες, μέσα στη συσκευασία τους, όλες με υψηλό δείκτη θερμομόνωσης. Όσο υψηλότερος ήταν ο δείκτης, τόσο μεγαλύτερη ήταν η μονωτική ισχύς, και το συγκεκριμένο υλικό είχε σχεδόν τον υψηλότερο δείκτη που κυκλοφορούσε στο εμπόριο. Κατέβασα το χειρόφρενο και έσπρωξα μπροστά το ημιφορτηγό. Ήταν βαρύ, αλλά κύλησε εύκολα πάνω στους τροχούς του. Αφού το μετακίνησα περίπου δύο μέτρα, σήκωσα πάλι το χειρόφρενο και επέστρεψα στον πίσω τοίχο. Μια τετράγωνη ατσάλινη θυρίδα με πλευρά ενενήντα εκατοστών περασμένη με μπογιά είχε τοποθετηθεί επιδέξια μέσα στα τούβλα του τοίχου, στο σημείο όπου ήταν κολλημένο το πίσω μέρος του φορτηγού. Τα όριά της ξεχώριζαν δύσκολα, σχεδόν όσο και τα ανόμοια κομμάτια του γρασιδιού στην μπροστινή πρασιά. Στα μισά της αριστερής πλευράς της θυρίδας είχε τοποθετηθεί ένα μικρότερο μεταλλικό έλασμα. Το σήκωσα και είδα ένα χερούλι. Δεν

υπήρχε κλειδί. Δε χρειαζόταν. Στο κάτω κάτω, ποιος θα μετακινούσε χωρίς λόγο ένα σαραβαλιασμένο ημιφορτηγό μέσα σε ένα ρημαγμένο γκαράζ; Το πρώτο πράγμα που είδα όταν άνοιξα τη θυρίδα ήταν μια σκάλα. Ακουμπούσε στον εσωτερικό τοίχο και στο δάπεδο δίπλα στη βάση της υπήρχε μια καταπακτή παρόμοιου μεγέθους με τη θυρίδα. Ήταν ασφαλισμένη μόνο με ένα βαρύ λουκέτο με κλειδωνιά. Πιο πέρα διέκρινα δύο μικρούς αεραγωγούς. Ένας μεγαλύτερος αεραγωγός στην οροφή άφηνε να μπαίνουν φως και αέρας. «Ε!» είπα. «Με ακούει κανείς;» Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, μια κοριτσίστικη φωνή ακούστηκε αχνά κάτω από τα πόδια μου. «Σας ακούω. Σας παρακαλώ, βοηθήστε με! Σας παρακαλώ!» Γονάτισα δίπλα στον πρώτο αεραγωγό. «Άννα;» «Ναι, είμαι η Άννα! Είμαι η Άννα!» «Λέγομαι Τσάρλι Πάρκερ. Είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ. Θα σε βγάλω έξω, εντάξει;» «Εντάξει. Μη με αφήσετε. Σας παρακαλώ, μη με αφήσετε». «Δε θα σε αφήσω, αλλά πρέπει να βρω κάτι για να σπάσω το λουκέτο. Δε φεύγω χωρίς εσένα, σου το υπόσχομαι. Θα κάνω μόνο ένα λεπτό». «Γρήγορα, σας παρακαλώ, κάντε γρήγορα!» Ξαναγύρισα στο γκαράζ, βρήκα ένα λοστό και μετά έπιασα δουλειά. Μου πήρε δύο λεπτά, αλλά τελικά το λουκέτο έσπασε και άνοιξα την καταπακτή. Το κελί είχε βάθος δύο μέτρων περίπου και χοντρικά σχημάτιζε έναν κύβο. Η Άννα Κόρι ήταν δεμένη με μια αλυσίδα στον ανατολικό τοίχο. Στο δάπεδο ήταν στρωμένο ένα καθαρό φύλλο διάφανου πλαστικού, και στη γωνία υπήρχε ένας κουβάς για τις ακαθαρσίες. Η Άννα φορούσε αθλητικά παπούτσια, τζιν παντελόνι που της έπεφτε πολύ μεγάλο και αντρικό πουλόβερ, και είχε τυλίξει στον κορμό της μια κουβέρτα για να προστατευτεί από το κρύο και την υγρασία, αφού δεν αρκούσαν οι στρώσεις του μονωτικού υλικού που είχαν μπει στους τοίχους και στο δάπεδο κάτω από το πλαστικό κάλυμμα. Είχε μια μικρή λάμπα με μπαταρίες για φωτισμό, και γύρω της ήταν σκορπισμένα περιοδικά και χαρτόδετα βιβλία. Σήκωσε τα χέρια της προς το μέρος μου. «Βγάλτε με έξω! Βγάλτε με έξω!» Γύρισα να πιάσω τη σκάλα, και τότε άκουσα θόρυβο από πάνω. Ένα αυτοκίνητο πλησίασε, και κατόπιν έσβησε ο κινητήρας και δεν ακουγόταν τίποτα. «Τι είναι;» φώναξε το κορίτσι. «Γιατί δεν έρχεστε να με πάρετε;» Πήγα πάλι στο άνοιγμα της καταπακτής. «Άννα, πρέπει να κάνεις ησυχία. Νομίζω πως ήρθαν». Εκείνη κλαψούρισε φοβισμένα. «Όχι, μη φεύγετε. Φέρτε τη σκάλα. Θα πάρει μόνο ένα λεπτό. Σας παρακαλώ! Εάν φύγετε, δε θα ξαναγυρίσετε, κι εγώ θα μείνω εδώ». Δεν μπορούσα να καθίσω. Έρχονταν. Καθώς απομακρυνόμουν, η Άννα Κόρι άρχισε να φωνάζει, οι φωνές της ανέβαιναν από κάτω αντιλαλώντας στους τοίχους, και τότε έκανα κάτι που μου ράγισε την καρδιά: Έκλεισα την καταπακτή. Οι φωνές της πνίγηκαν, και όταν ανέβηκα ξανά στο γκαράζ, δεν τις άκουγα καθόλου. Ο αέρας είχε δυναμώσει και τα σεντόνια φούσκωναν και πλατάγιζαν, εμποδίζοντάς με να διακρίνω την αυλή. Είχα ελπίσει ότι η επιστροφή της κυρίας Σέι ή του γιου της ήταν σύμπτωση, αλλά καθώς έβγαινα από τη θυρίδα πρόσεξα το μικρό ασύρματο αισθητήρα δίπλα στο χαμηλότερο μεντεσέ. Ανοίγοντας την πόρτα είχα κόψει το κύκλωμα, στέλνοντας μάλλον μια προειδοποίηση στα κινητά τους, και έτσι ήξεραν πως κάποιος βρισκόταν στο κτήμα τους. Είχα μόλις φτάσει στο καπό του ημιφορτηγού όταν έπεσε ο πρώτος πυροβολισμός, που άνοιξε μια

τρύπα σε ένα σεντόνι και γέμισε σκάγια τον τοίχο στα αριστερά μου. Ο δεύτερος πυροβολισμός χτύπησε το καπό και έριξε τη βέργα που το συγκρατούσε. Είδα κάποιον με ολόσωμη φόρμα να κινείται ανάμεσα στα σεντόνια και διέκρινα φευγαλέα το πρόσωπο του Πατ Σέι καθώς όπλιζε την καραμπίνα και σημάδευε για τρίτη φορά. Βούτηξα στο έδαφος και άρχισα να ρίχνω. Η σφαίρα τον πέτυχε στο δεξιό μηρό. Παραπάτησε, ακούμπησε ένα απλωμένο σεντόνι κι είδα τη σιλουέτα του να διαγράφεται στο ύφασμα. Έριξα πάλι, και αυτή τη φορά ένας ρόδινος λεκές άνθισε στη λευκή επιφάνεια. Η τρίτη σφαίρα τον έκανε να πέσει στα γόνατα παρασύροντας το σεντόνι, που τυλίχτηκε γύρω του σαν σάβανο. Η καραμπίνα βρισκόταν σε μια λακκούβα με νερό δίπλα του, καθώς ο Σέι αγωνιζόταν αδύναμα να απαλλαγεί από το σεντόνι που είχε αρχίσει να γεμίζει αίμα και νερό με λάδια. Άκουσα μια γυναικεία κραυγή. Η κυρία Σέι ξεπρόβαλε από το πλάι του σπιτιού, αλλά μετά χάθηκε πίσω από τα σεντόνια που κυμάτιζαν. Σαν ταινία με χαλασμένα καρέ, την είδα να προχωρεί ανάμεσα σε λευκές λάμψεις από τη γωνία ως το κέντρο της αυλής, να κοντοστέκεται για μια στιγμή βλέποντας το γιο της να σφαδάζει μέσα στο κουκούλι του, και μετά –άλλο ένα λευκό φως έλαμψε, άλλη μια στιγμή πέρασε– να προσπαθεί να πιάσει την καραμπίνα. Πυροβόλησα χωρίς να την προειδοποιήσω. Η σφαίρα χτύπησε το σπίτι πίσω της, όταν όμως δοκίμασα να ρίξω πάλι, το πιστόλι μου έπαθε εμπλοκή και η κυρία Σέι κόντευε να φτάσει στο όπλο. Έψαχνα ήδη να καλυφθώ όταν εμφανίστηκε ο Γκόρντον Γουόλς από το πλάι του σπιτιού με το πιστόλι υψωμένο. «Αστυνομία!» είπε. «Ψηλά τα χέρια». Η κυρία Σέι κοκάλωσε. Σήκωσε τα χέρια και γονάτισε, αλλά δεν ενδιαφερόταν πια για την καραμπίνα. Μονάχα διέσχισε αργά την αυλή στα γόνατα, μέχρι που έφτασε στον ετοιμοθάνατο γιο της και τον αγκάλιασε, ενώ εκείνος αναριγούσε από την επιθανάτια αγωνία. Ο Γουόλς δεν προσπάθησε να τη σταματήσει. Μόνο όταν ο γιος της έμεινε ασάλευτος άρχισε κι εκείνη να κλαίει.

Ενώ ο Γουόλς είχε το νου του στην κυρία Σέι, σήκωσα την καταπακτή και κατέβασα τη σκάλα στο κελί. Η κυρία Σέι είχε επιβεβαιώσει με ένα νεύμα ότι εκείνη και ο γιος της είχαν κλειδιά για όλα τα λουκέτα, και χρησιμοποίησα τα δικά της για να ελευθερώσω την Άννα από την αλυσίδα. Η κοπέλα σκαρφάλωσε έξω από την τρύπα, πρόβαλε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της κόντρα στο φως που είχε αρχίσει να σβήνει, και όρμησε στην κυρία Σέι. Με το αριστερό της χέρι ξερίζωσε μια τούφα από τα μαλλιά της γυναίκας, και με το δεξί τής έκανε τέσσερις παράλληλες χαρακιές στο μάγουλο πριν καταφέρουμε με τον Γουόλς να την απομακρύνουμε. Την οδήγησα στην αυλή, και το βλέμμα της πήγε στο σαβανωμένο κορμί του Πάτρικ Σέι. «Είναι νεκρός;» ρώτησε. «Ναι». Η Άννα μου είπε κάτι άλλο, αλλά δεν μπόρεσα να την καταλάβω. «Τι είπες;» «Μην το αφήσετε εκεί κάτω», επανέλαβε. «Το άλλο κορίτσι. Σας παρακαλώ, μην το αφήσετε εκεί κάτω». «Ποιο άλλο κορίτσι;» «Είναι στην τρύπα. Είδα τα κόκαλά του».

Η κυρία Σέι δεν είπε τίποτε, κι έμεινε αμίλητη μέχρι που ήρθαν να την πάρουν.

40

Ό

λα όσα μάθαμε στη συνέχεια ήταν μια συρραφή όσων μας είπε η Άννα, κι αυτά ήταν ό,τι είχε και η ίδια καταφέρει να καταλάβει από κουβέντες που είχε κρυφακούσει, από σκόρπιες προτάσεις, και από τα λόγια που της ψιθύριζε ο Πατ Σέι τις νύχτες καθώς την πασπάτευε. Την είχε απαγάγει στο πάρκινγκ, διαπράττοντας ένα ευκαιριακό έγκλημα που το διευκόλυνε το γεγονός ότι η Άννα τον γνώριζε, η μητέρα του όμως του είχε προσφέρει άλλοθι όταν η αστυνομία ρωτούσε τους πάντες. Η κυρία Σέι είχε ωστόσο οργιστεί μαζί του, όπως είπε η Άννα. Την πρώτη νύχτα την είχαν κρατήσει στο σπίτι τους, και τους είχε ακούσει να τσακώνονται. «Δε χέζεις στο κατώφλι σου», είχε πει στο γιο της η κυρία Σέι. «Θ’ αρχίσουν οι ερωτήσεις. Η αστυνομία θα την ψάχνει». Μα ο Πατ είχε κυριευτεί από πόθο αφότου η άλλη κοπέλα είχε πεθάνει. Η Άννα δεν ήξερε το όνομά της, ή από πού ήταν, αλλά την κρατούσαν εδώ και κάμποσο καιρό: ένα χρόνο, ίσως και περισσότερο. Έτσι ενεργούσαν, έτσι λειτουργούσε η μέθοδος, επειδή ο Πατ Σέι είχε ανάγκες. Του άρεσαν τα κοριτσάκια, και η μητέρα του είχε βρει μια λύση: Δε βιάζεις πολλά κορίτσια, γιατί έτσι θα σε πιάσουν. Αντί γι’ αυτό, παίρνεις μόνο ένα και το χρησιμοποιείς μέχρι να μεγαλώσει πολύ για τα γούστα σου, οπότε βρίσκεις άλλο. Και το άλλο κορίτσι, εκείνο που έχει μεγαλώσει, τι το κάνεις; Ό,τι κάνεις και οτιδήποτε άλλο παλιώνει και θέλει αντικατάσταση. Το πετάς, ή το θάβεις. Μόνο που η άλλη κοπέλα είχε πεθάνει πρόωρα. Η Άννα δε γνώριζε πώς είχε συμβεί αυτό, ούτε γιατί. Η κυρία Σέι είχε πει στο γιο της να αφήσει να περάσει λίγος καιρός, να χρησιμοποιήσει πορνοπεριοδικά, ό,τι μπορούσε, τέλος πάντων. Ανησυχούσε ότι θα διαμορφωνόταν ένα μοτίβο, ότι θα άφηναν ίχνη που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν οι αστυνομικοί. Γι’ αυτό πάντα κρατούσαν τα κορίτσια πολύ καιρό. Αλλά ο Πατ είχε δει την Άννα Κόρι, και ο πόθος είχε οδηγήσει στη δράση. Ήταν μεγάλες οι ανάγκες του, πολύ μεγάλες. Προσπάθησε να τη βιάσει την πρώτη νύχτα, αλλά εκείνη πάλεψε, αντιστάθηκε. Πάλεψε τόσο άγρια, που τον τραυμάτισε, και μάλιστα άσχημα. Της είχε μάθει η μητέρα της πώς να το κάνει, επειδή η ίδια είχε ζήσει σε ένα περιβάλλον γεμάτο βίαιους άντρες. Είχε πει στην κόρη της ότι, εάν έφταναν ποτέ σε τέτοιο σημείο τα πράγματα, έπρεπε να φανεί σκληρή και ανελέητη. Της είχε πει ότι τα μάτια ήταν το καλύτερο σημείο. Προσπάθησε να τον τυφλώσεις. Αλλά η Άννα δεν κατάφερε να στοχεύσει τα μάτια του Πατ, οπότε κατέφυγε στο δεύτερο καλύτερο στόχο. Του άρπαξε τα αχαμνά και του τα έστριψε, χώνοντας μέσα τους τα νύχια της, κάνοντάς τον να ουρλιάξει από τον πόνο. Η μητέρα του αναγκάστηκε να τον βοηθήσει να βγει από το δωμάτιο, και η τιμωρία της Άννας ήταν να κλειστεί στην τρύπα, εκεί κάτω μαζί με το νεκρό κορίτσι. Το κελί είχε αρκετό καιρό να χρησιμοποιηθεί, και η μόνωση ήταν άθλια, αλλά ήθελαν να της δώσουν να καταλάβει ότι αυτό που είχε κάνει ήταν κακό και όταν κάνεις κακό πρέπει να υποστείς τις συνέπειες. Έτσι ο Πατ Σέι άρχισε να επισκευάζει τη μόνωση, και όσο δούλευε έλεγε στην Άννα τι θα της έκανε όταν θα γινόταν καλά, της έλεγε ότι θα τη βίαζε μέρες ολόκληρες όταν θα περνούσε ο πόνος, ότι μπορεί και να τη βίαζε μέχρι θανάτου και μετά θα έβρισκε μια άλλη κοπέλα, αφού πάντα υπήρχαν άλλες κοπέλες. Αλλά έπειτα κάτι συνέβη. Όταν ο Πατ κατέβηκε για να την ταΐσει εκείνη την τελευταία μέρα ήταν

ανήσυχος, κι όμως βρήκε τη διάθεση να τη βασανίσει με τα λόγια του. «Λίγο έλειψε να σε σώσουν, γλυκούλα μου», της είπε. «Ήρθε ο διοικητής, και τον βρήκα να ψαχουλεύει. Αν δεν είχα επιστρέψει έγκαιρα, ποιος ξέρει; Μπορεί να μην ήσουν πια εδώ. Παρά τρίχα, έτσι, γλυκούλα μου; Παρά τρίχα. Από την άλλη, πάλι, μπορεί να είχε πάρει και εκείνος μέρος στο πάρτι, γιατί του διοικητή του αρέσουν τα κοριτσάκια. Αλλά τελικά δε θα το μάθουμε ποτέ». Κατόπιν, έτσι όπως στεκόταν από πάνω της, άρχισε να χαϊδεύει τον εαυτό του. «Έχει γιάνει σχεδόν», είπε. «Μια μέρα ακόμη και θα είναι σαν καινούριος, και τότε θα μπορέσουμε να γνωριστούμε καλύτερα. Δε θα είναι για πολύ, όμως. Έχεις δημιουργήσει πρόβλημα, οπότε πρέπει να το φχαριστηθώ ιδιαίτερα όσο κρατήσει». Και τι ήταν αυτό που είχε οδηγήσει τον Άλαν στο σπίτι των Σέι; Μερικά ψιχία στοιχείων. Κυριολεκτικά: μερικά ψίχουλα. Σε δύο από τους φακέλους που είχαν σταλεί στον Ράνταλ Χέιτ βρέθηκαν ψίχουλα από κουλουράκια στην κόλλα που τους έκλεινε. Στην τελευταία σελίδα της αναφοράς, την οποία ο Άλαν μάλλον είχε διαβάσει ώρες μετά τους σκοτωμούς της προηγούμενης νύχτας, έλεγε ότι πιθανή πηγή της οργανικής ουσίας που είχε βρεθεί στους φακέλους ήταν κάποιου είδους γλύκισμα, κάτι σαν κουλουράκια ή κέικ. Δεν είχαν βρεθεί τρίχες, ούτε επιθηλιακά κύτταρα, ούτε σάλιο, ούτε DNA: Ο Πατ Σέι είχε φερθεί απλώς σαν λαίμαργο αγόρι και τσιμπολογούσε τα κουλουράκια της μητέρας του καθώς έφτιαχνε τους φακέλους. Ο Άλαν δεν είχε πάει στο σπίτι των Σέι ψάχνοντας την Άννα Κόρι, αν και ίσως ήλπιζε ότι όποιος έστελνε φωτογραφίες με γυμνά παιδιά και πόρτες από αχυρώνες στον Ράνταλ Χέιτ μπορεί να ήταν υπεύθυνος και για την απαγωγή της Άννας. Επίσης, μπορεί η διαίσθησή του γι’ αυτό το εύρημα να βοήθησε να γίνουν συγκεκριμένες οι υποψίες που διατηρούσε βαθιά μέσα του εδώ και πολύ καιρό για τον Πάτρικ, αφού σε κάποιο επίπεδο τα γούστα τους ήταν κοινά. Έτσι πήγε στο σπίτι των Σέι και, καθώς ήταν έξυπνος άνθρωπος, ίσως να πρόσεξε το εγκαταλειμμένο ημιφορτηγό, τα φουσκωμένα λάστιχα και τα σημάδια δίπλα τους, και να άρχισε να αναρωτιέται. Εκεί ήταν που τον βρήκε ο Πατ Σέι και έθαψε το πτώμα του σε ένα ρηχό τάφο. Το τελευταίο κομμάτι του παζλ μπήκε στη θέση του αργότερα, όταν εντατικοποιήθηκε η έρευνα για τους Σέι. Όπως διαπιστώθηκε, οι Σέι ήταν ένα είδος νομάδων. Δε συνήθιζαν να μένουν σε ένα μέρος περισσότερα από τρία με τέσσερα χρόνια, ίσως για να μην είναι εύκολο να τους συνδέσουν με την εξαφάνιση νεαρών γυναικών, κι έτσι δεν αναγκάζονταν να κάνουν δύο απαγωγές στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Μερικές φορές άλλαζαν τα ονόματά τους· η κυρία Σέι χρησιμοποιούσε το πατρικό της όνομα, Χάντλι, και ο Πάτρικ το μεσαίο του, Ντέιβιντ. Είχαν ακόμη και διαφορετικούς αριθμούς κοινωνικής ασφάλισης για τις διάφορες ταυτότητές τους, οπότε έπρεπε να ελεγχθεί σε ποιους ανήκαν πραγματικά οι αριθμοί, για την περίπτωση που οι Σέι δεν είχαν δολοφονήσει μόνο νεαρά κορίτσια στην προσπάθεια τόσων χρόνων να προστατεύσουν τους εαυτούς τους. Φτάνοντας στο Πάστορ’ς Μπέι, είχαν καταλάβει ότι η απόμακρη τοποθεσία τούς ταίριαζε, αρκεί να ήταν πρόθυμοι να πάνε μακριά για να βρουν τη λεία τους. Μία από τις προηγούμενες δουλειές της κυρίας Σέι, στην οποία χρησιμοποιούσε το πατρικό της όνομα, Ρούθι Χάντλι, ήταν η επίδειξη σπιτιών για λογαριασμό κτηματομεσιτών, με σχέση ελεύθερης συνεργασίας. Ένας από αυτούς τους κτηματομεσίτες είχε πουλήσει την τροχοβίλα στη μητέρα του Γουίλιαμ Λάγκενχαϊμερ. Ο Πάτρικ είχε μάλιστα βοηθήσει να επισκευαστεί μια ρωγμή στην επίστρωση για να ολοκληρωθεί η πώληση, και η κυρία Σέι είχε πιάσει κουβέντα με την κυρία Λάγκενχαϊμερ, οπότε, ναι, αντάλλαξαν μερικά μικρά μυστικά, αφού η κυρία Λάγκενχαϊμερ βασανιζόταν από μοναξιά, θλίψη και παραισθήσεις. Έτσι, μερικά χρόνια αργότερα, όταν κάποιος που αποκαλούσε τον εαυτό του Ράνταλ Χέιτ

εγκαταστάθηκε στο Πάστορ’ς Μπέι, οι Σέι είχαν νιώσει την περιέργειά τους να κεντρίζεται έντονα. Άρχισαν να τον παρατηρούν και να τον παρακολουθούν, ο Πατ μάλιστα έκανε μια επίσκεψη στο άδειο σπίτι στο Γκόραμ όπου κάποτε η μητέρα του είχε κουβεντιάσει με την κυρία Λάγκενχαϊμερ. Είχαν βάλει λοιπόν στο αρχείο τους όλα όσα ήξεραν για τον Ράνταλ Χέιτ μέχρι να τους δοθεί η ευκαιρία να τα χρησιμοποιήσουν εναντίον του. Στην αρχή είχαν σκεφτεί να τον εκβιάσουν, γιατί ποτέ κανείς δεν ξέρει πότε θα χρειαστεί μερικά μετρητά παραπάνω. Όταν όμως οι ανάγκες του Πατ έγιναν ασυγκράτητες και έριξε στον προσωπικό του Άδη τη νεαρή Άννα Κόρι –ένα ντόπιο κορίτσι, όχι κάποια που είχε ξεστρατίσει ή το είχε σκάσει από το σπίτι της, αλλά κάποια που θα γινόταν αισθητή η απουσία της–, η μητέρα του σκέφτηκε έναν πολύ καλύτερο τρόπο για να εκμεταλλευτούν τον άντρα που ισχυριζόταν ότι ήταν ο Ράνταλ Χέιτ. Και αυτά που γνώριζε για τα γούστα του διοικητή της τοπικής αστυνομίας τη βοήθησαν επίσης να θολώσει τα νερά. Η κυρία Σέι θα έκανε οτιδήποτε, τα πάντα, για να εξασφαλίσει ότι ο γιος της, ο πολυαγαπημένος γιος με τις ασυνήθιστες ανάγκες, θα παρέμενε πρόσωπο υπεράνω υποψίας. Η εξονυχιστική έρευνα του σπιτιού του Λόνι Μάιντας αποκάλυψε επίσης ένα φάκελο που δεν είχε παραδοθεί στην Έιμι Πράις. Σύμφωνα με τη σφραγίδα του ταχυδρομείου ήταν ο τελευταίος που του έστειλαν, μόλις τρεις μέρες νωρίτερα, και παραδόθηκε την προηγουμένη του θανάτου του. Σκοπός εκείνου του φακέλου ήταν μάλλον να τον αναγκάσουν να το σκάσει τελικά, παρασύροντας στο κατόπι του την αστυνομία. Βρέθηκε κρυμμένος πίσω από ένα κομμάτι ξύλο στην ντουλάπα του, μαζί με αντίγραφα κίνησης τραπεζικών λογαριασμών, πιστοποιητικά μετοχών, τα μετρητά που μάζευε ο Λόνι για να διευκολυνθεί η φυγή του και ένα πολυσέλιδο ημερολόγιο με μικροσκοπικά, εξαιρετικά δυσανάγνωστα γράμματα: Ήταν η μαρτυρία του Λόνι Μάιντας, η προσωπική του προσπάθεια να διατηρήσει την ταυτότητα και τα λογικά του. Αργότερα, όταν θα εξεταζόταν το περιεχόμενο του ημερολογίου, θα έβγαινε το συμπέρασμα ότι είχε αποτύχει και στα δύο. Στο κάτω κάτω, ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος πίστευε ότι τον είχε στοιχειώσει το φάντασμα ενός κοριτσιού που είχε πεθάνει από τα δικά του χέρια. Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν εκτός από τρελός; Ο τελευταίος φάκελος που είχε λάβει ο Λόνι περιείχε μια φωτογραφία του σπιτιού στο Γκόραμ και ένα απόκομμα εφημερίδας με θέμα την υπόθεση της Σελίνα Ντέι, μαζί με ένα σημείωμα. Το σημείωμα έλεγε: Ο «ΡΑΝΤΑΛ ΧΕÏΤ» ΛΕΕΙ ΨΕΜΑΤΑ. ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ;

VI Η ψυχή μόνο αν αδρανεί πεθαίνει... Το γη ει και εις γην απελεύση Δεν το είπαν για την ψυχή. Από το ποίημα «Ψαλμός στη Ζωή» του Χένρι Γουόντσγουορθ Λονγκφέλοου

41

Έ

φυγα από το Πάστορ’ς Μπέι έχοντας καταφέρει με μεγάλη δυσκολία να διατηρήσω ανέπαφη την άδεια άσκησης του επαγγέλματός μου, όχι όμως και τη φήμη μου. Ο Ένγκελ παρακολούθησε την αναχώρησή μου. Ενώ ξεκινούσα, πασπάτευε κάτι με το δεξί του χέρι: τη συσκευή εντοπισμού από το αυτοκίνητο του Άλαν. Είχα ομολογήσει ότι εγώ την τοποθέτησα. Δεν ήξερα αν ο Ένγκελ με πίστεψε. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είχε σημασία. Ήταν απλώς άλλο ένα βάρος στη ζυγαριά που φαινόταν να γέρνει εναντίον μου. Η Άννα Κόρι ήταν ζωντανή, αλλά ίσως να είχε βρεθεί νωρίτερα αν δε με είχε πιάσει η αλαζονεία μου, αν είχα πει έγκαιρα όσα ήξερα. Ο Λούις ήταν που παρατήρησε αργότερα ότι, από την άλλη μεριά, αν εγώ δεν είχα ενεργήσει μ’ αυτό τον τρόπο, τότε η Άννα μπορεί να μην είχε βρεθεί καθόλου, ή να μην είχε βρεθεί ζωντανή. Παρ’ όλ’ αυτά, ένιωσα ένα κενό μέσα μου όταν με ευχαρίστησε η Βάλερι Κόρι και με φίλησε στο μάγουλο. Προσπάθησα να της ζητήσω συγνώμη, να της πω ότι λυπόμουν, αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι και μου έκλεισε το στόμα με το δάχτυλό της. «Το κορίτσι μου γύρισε», μου είπε ψιθυριστά. «Αυτό μόνο έχει σημασία. Τα υπόλοιπα θα τα γιατρέψει ο χρόνος. Εγώ θα την ξανακάνω καλά». Και αυτό είναι μια αλήθεια, μια αλήθεια που πρέπει να κυβερνά τη ζωή μας: Υπάρχει ελπίδα. Πάντα υπάρχει ελπίδα. Αν επιλέξουμε να την εγκαταλείψουμε, οι ψυχές μας θα γίνουν στάχτη και θα παρασυρθούν από τους ανέμους. Αλλά η ψυχή μπορεί να φλέγεται χωρίς να είναι καταραμένη. Η ψυχή μπορεί να φλέγεται με φλόγα λαμπρή και ποτέ να μη γίνει στάχτη. *** Πάνω από το Πάστορ’ς Μπέι έξι κοράκια πετούσαν χαμηλά, σχεδόν αγγίζοντας τα κλαδιά των σκελετωμένων δέντρων. Ψηλά στον ασυννέφιαστο γαλανό ουρανό οι τελευταίες χήνες έπαιρναν το δρόμο για το νότο, αλλά τα κοράκια κατευθύνονταν στο βορρά, στα δάση και στα βουνά, στους πάγους και στα χιόνια. Πετούσαν γρήγορα και με σιγουριά, πηγαίνοντας να συναντήσουν το σκοτάδι που ερχόταν, για να μπορέσουν να πουν όλα όσα είχαν δει στο λύκο που περίμενε.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Πολλοί άνθρωποι συνέβαλαν στη συγγραφή αυτού του βιβλίου, προσφέροντας τις συμβουλές και τη βοήθειά τους. Χωρίς την καλοσύνη και τη γενναιοδωρία τους, το αποτέλεσμα θα ήταν φτωχότερο. Ευχαριστώ τον υπαστυνόμο Μπράιαν Τ. Μακντόνοου, διοικητή της Μονάδας Ι του Τομέα Διερεύνησης Εγκλημάτων της Πολιτειακής Αστυνομίας του Μέιν, που μου διέθεσε το χρόνο του για να μου εξηγήσει το έργο της μονάδας του και, ιδίως, τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τις απαγωγές ανηλίκων· τον Τζον Περσέλ, της νομικής εταιρείας Περσέλ, Κρουγκ & Χόλερ στο Χάρισμπεργκ της Πενσιλβάνια, που είχε την καλοσύνη να φροντίσει ώστε οι νομικές πτυχές αυτής της ιστορίας να ανταποκρίνονται όσο είναι δυνατόν περισσότερο στην πραγματικότητα· τον Σέιν Φέιλεν, που συνέβαλε ώστε οι μέθοδοι του Πάρκερ να έχουν κάποια συνάφεια με τις μεθόδους ενός πραγματικού ιδιωτικού ντετέκτιβ· τον Βλαντίμιρ Ντούντκα και τον Μαρκ Νταν, για τη μεταφραστική τους βοήθεια· τον Μπεν Αλφιέρο και όλους τους ανθρώπους της υπέροχης Ιχθυαγοράς του Πόρτλαντ στο Μέιν (www.harborfish.com), που έντυσαν με σάρκα τα οστά του Τζόι Τούνα· και το συνάδελφο και φίλο Κρις Μούνεϊ (www.chrismooneybooks.com), που μοιράστηκε μαζί μου τη βιβλιοθήκη του και τις γνώσεις του σχετικά με τη Βοστόνη –είναι εξαιρετικός συγγραφέας, και ακόμη πιο εξαιρετικός φίλος. Είμαι υπόχρεος σε όλους, και τα οποιαδήποτε λάθη είναι αποκλειστικά δικά μου, όπως άλλωστε και οι γνώμες που εκφράζονται. Νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη για τη δόκτορα Ντανιέλ Πάφουντα, που μου έδωσε την άδεια να παραθέσω αποσπάσματα από το εκπληκτικό στιχουργικό έργο της “The Dead Girls Speak in Unison”, το οποίο βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Είναι ασυνήθιστη και εμπνέει ταπεινότητα η συνάντηση με ένα έργο εκφρασμένο μέσω διαφορετικών διαύλων το οποίο εναρμονίζεται βαθιά με το δικό σου, αλλά το καταφέρνει με τόση οικονομία λόγου και τόση ομορφιά. Το The Brothers Bulger του Χάουι Καρ (Grand Central Publishing, 2006) με βοήθησε αφάνταστα να στήσω το σκηνικό μέσα στο οποίο δρουν ο Τόμι Μόρις και οι συνεργάτες του. Κατά σύμπτωση, ενόσω έγραφα αυτό το βιβλίο, ο Γουάιτι Μπάλτζερ συνελήφθη έπειτα από καταδίωξη δεκαέξι ετών, σύλληψη που σήμανε τη λήξη του συγκεκριμένου κεφαλαίου στην ιστορία της εγκληματικότητας της Βοστόνης. Όπως πάντα, αυτό το βιβλίο βελτιώθηκε σημαντικά με τη συμβολή των επιμελητριών μου, Σου Φλέτσερ του Hodder & Stoughton και Έμιλι Μπέστλερ του Atria Books. Εκφράζω την αγάπη και τις ευχαριστίες μου στις ίδιες καθώς και σε όλο το προσωπικό των δύο εκδοτικών οίκων που υποστηρίζουν τόσα χρόνια τη δουλειά μου. Ευχαριστώ επίσης τον αγαπημένο μου πράκτορα δικαιωμάτων Ντάρλι Άντερσον και όσους εργάζονται μαζί του. Βρήκαν στέγη στα αλλόκοτα βιβλία μου, που χωρίς τη δική τους βοήθεια δε θα εκδίδονταν ποτέ. Εν τω μεταξύ, οι Κλερ Λαμ, Μαντέιρα Τζέιμς και Τζέιν Ντόερτι παρακολουθούν στενά τον ιστότοπο www.johnconnellybooks.com και με προφυλάσσουν από την αυτογελοιοποίηση, κάτι για το οποίο τους είμαι εξαιρετικά ευγνώμων. Τέλος, όλη μου την αγάπη στην Τζένι, την Κάμερον και τον Άλιστερ.

Περιεχόμενα 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34

35 36 37 38 39 40 41 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF